Ένα ταυτόσημο αποκείμενο-υποκείμενο;

των Endnotes από το Endnotes #4

 

Το παρόν κείμενο έχει μεταφραστεί και εδώ: https://2008-2012.net/2016/02/10/ένα-ταυτόσημο-αποκείμενο-υποκείμενο/

Αν εδώ μιλάμε μάλλον για τα υποκείμενα της “αποκειμενοποίησης, παρά για “πλεονάζοντα πληθυσμό”, τι μπορούμε να πούμε για το αποκείμενο ως κοινωνικό υποκείμενο; Οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν όχι την δημιουργία μιας καινούριας μορφής κοινωνικού (ή δυνητικά, επαναστατικού) υποκειμένου αλλά μάλλον το πρόβλημα της ύπάρξης του οποιουδήποτε ταξικού υποκειμένου. Καθαυτό, αυτό που αποκειμενοποιείται θα έμοιαζε να είναι εξ ορισμού μη-επιβεβαιώσιμο, μη-ενοποιήσιμο, γιατί δεν έχει μια δική του (αφεαυτού) θετική ύπαρξη, αλλά είναι απλά η άρνηση κάποιου άλλου. Αυτοί/ές που αποκειμενοποιούνται δεν είναι τίποτα άλλο από το προλεταριάτο. Πιο συχνά από ό,τι όχι, είναι εργάτες, φοιτητές κ.λπ. Μόνο που είναι εργάτες, φοιτητές κ.λπ. που δαιμονοποιούνται, που πετιούνται έξω από την περίφραξη της κοινωνικής αξιοπρέπειας. Αυτές οι εξελίξεις αντιπροσωπεύουν προβλήματα της συγκρότησης ενός ενοποιημένου ταξικού υποκειμένου· πραγματικά, είναι άμεσες εκφράσεις της αποσύνθεσης της τάξης. Το αποκείμενο προβάλλεται ως ένα είδος οριακής έννοιας μιας επιβεβαιώσιμης κοινωνικής τάξης, σε μια λειτουργία κατά την οποία η ίδια η τάξη ορίζεται αρνητικά ως προς αυτό που έχει αποκειμενοποιηθεί. Το “Δεν είμαστε όπως αυτοί” αντικαθιστά το “εργάτες ενωμένοι ποτέ νικημένοι”. Και ως τέτοια, η αποκειμενοποίηση μπορεί να έχει μια κάπως κλασματοδιαστατική23 ποιότητα: δεν εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε μια κοινωνική ομάδα, αλλά εντός και ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, ανάλογα, σε κάποιον βαθμό, με το πού βρίσκεται κανείς στο κοινωνικό τοπίο. Πάντα υπάρχει κάποιος που είναι περισσότερο αποκειμενοποιημένος από σένα.

 

Στο τεύχος Endnotes 2 παρουσιάσαμε μια ανάλυση της εγγενούς τάσης του κεφαλαίου για κρίσεις, ανάλυση που περιστρεφόταν γύρω από την θεωρία του πλεονάζοντος πληθυσμού. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια προσπάθεια να εκλεπτυνθούν, να διευκρινιστούν και να αναπτυχθούν οι κεντρικές κατηγορίες αυτής της θεωρίας1. Το κίνητρό μας γι’ αυτό απορρέει από συγκεκριμένες παρανοήσεις με τις οποίες ήρθαμε αντιμέτωποι, παρανοήσεις που προδίδουν την γενικότερη τάση μιας απευθείας απεικόνισης της κατηγορίας του “πλεονάζοντος πληθυσμού” σε ένα μοναδικό, συνεκτικό κοινωνικό υποκείμενο ή κοινωνιολογική ομάδα, με την εν δυνάμει υποδήλωση ότι αυτή η ομάδα μπορεί να ειδωθεί ως ένα καινούριο είδος επαναστατικού φορέα. Η επέκταση του πλεονάζοντος πληθυσμού, όμως, όχι μόνο δεν αναπαριαστά την ανάδυση ενός συνεκτικού φορέα, αλλά αντίθετα σηματοδοτεί την τάση εξαφάνισης του προηγούμενου επαναστατικού ορίζοντα.

Κάποτε ήταν δυνατό – για την ακρίβεια αρκετά εύλογο – να σκεφτόμαστε το προλεταριάτο ως ένα αναδυόμενο κοινωνικό υποκείμενο, που διαρκώς διευρυνόταν και ενοποιούνταν με την παγκόσμια επέκταση και ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ιδιαίτερα με την ενσωμάτωση ενός αυξανόμενου κομματιού της τάξης στην απασχόληση στη βιομηχανία. Σήμερα, σε μια εποχή επιβραδυνόμενης οικονομικής ανάπτυξης – η οποία είναι επίσης μια εποχή γενικότερης αποβιομηχάνισης – οι επαναστατικοί προσανατολισμοί του παρελθόντος δεν έχουν πλέον κανένα νόημα. Η εργατική τάξη – πάντα εσωτερικά διαφοροποιημένη – παρουσιάζει μια διαρκώς μειούμενη ικανότητα ενοποίησης κάτω από μια μοναδική ηγεμονική φιγούρα, πραγματώνοντας, έτσι, την πάντα λανθάνουσα τάση διάσπασής της σε κομμάτια, τα οποία έρχονται αντιμέτωπα το ένα με το άλλο.

Στην καρδιά αυτού του κατακερματισμού βρίσκεται η διαίρεση της τάξης σε δυο κομμάτια: (1) ένα συρρικνούμενο κομμάτι, που διατηρεί υψηλότερους μισθούς και κοινωνική προστασία, αλλά πρέπει διαρκώς να δίνει μάχες οπισθοφυλακής ενάντια στις καπιταλιστικές “μεταρρυθμίσεις” και αναδιαρθρώσεις· και (2) ένα διευρυνόμενο κομμάτι, που αντιμετωπίζει πενιχρές δυνατότητες απασχόλησης και της παρέχονται ελάχιστες δικλείδες κοινωνικής προστασίας2. Ο σχετικά πιο ασφαλής τομέας – που είναι επίσης πιο οργανωμένος – έχει συχνά ανάγκη την υποστήριξη του πιο επισφαλούς κομματιού για να κερδίσει τις μάχες που δίνει. Όμως, οι εκκλήσεις για μεγαλύτερη “συμπερίληψη” αυτού του επισφαλούς κομματιού ίσως “πυροδοτήσει” δικαιολογημένους φόβους ότι κάτι τέτοιο θα υπονομεύσει τις πιο ασφαλείς δουλειές, ανοίγοντας την πρόσβαση στην εκπαίδευση και την κατάρτιση και, συνεπώς, αυξάνοντας την προσφορά εργατικής δύναμης και μειώνοντας την διαπραγμευτική ισχύ της3. Την ίδια στιγμή, μέλη αυτού του πιο επισφαλούς τμήματος πιθανόν να είναι δικαιολογημένα καχύποπτα σχετικά με τα κίνητρα αυτών που είναι σε ασφαλέστερη θέση: αφού γίνουν όλες αυτές οι θυσίες, αυτό που θα έχει κερδηθεί δεν θα είναι απλά οι αγώνες οπισθοφυλακής των δεύτερων; Άλλωστε, όσοι έχουν μεγαλύτερη ασφάλεια σπάνια κατεβαίνουν στους δρόμους όταν πλήττονται οι λιγότερο ευνοημένοι. Η διεύρυνση του πλεονάζοντος πληθυσμού είναι σημαντική για να εξηγήσει κανείς αυτή την διαίρεση, η οποία, όμως, δεν είναι η μοναδική στο εσωτερικό της τάξης.

Υπάρχει μια δυνητικά άπειρη ποικιλία τέτοιων διακρίσεων, συνεπώς το ερώτημα της εξήγησης των σημερινών διαιρέσεων μπορεί με μια έννοια να αντιστραφεί: ποια ήταν αυτή η ενότητα που βρίσκεται τώρα σε προχωρημένα στάδια αποσύνθεσης; Πώς συνέβη αυτό; Είναι ένα ερώτημα που έχουμε προσπαθήσει να απαντήσουμε σε ένα άλλο σημείο του παρόντος τεύχους, στο άρθρο “Μια ιστορία του Διαχωρισμού”. Για τον σκοπό μας, όμως, εδώ αρκεί απλά να παρατηρήσουμε ότι υπήρχε κάποτε μια ηγεμονική ταυτότητα και προσανατολισμός ανάμεσα στους εργάτες που μπορούσε να παράσχει το έδαφος για την επιβεβαίωση συγκεκριμένων αγώνων ως κεντρικών, αποκλείοντας ταυτόχρονα άλλους ως δευτερεύοντες ή άνευ σημασίας. Είναι εξίσου καθαρό ότι αυτή η επιβεβαίωση μοιάζει όλο και λιγότερο εύλογη σήμερα. Στην θέση της εργατικής ταυτότητας είμαστε αντιμέτωποι με τόσες ανταγωνιστικές εναλλακτικές, κάθε μια με τις δικές της στρατηγικές προτεραιότητες: αυτούς που θέλουν περισσότερες δουλειές εναντίον αυτών που θέλουν να αποτρέψουν την περιβαλλοντική καταστροφή· αυτούς που θέλουν να διατηρήσουν τον οικογενειακό μισθό για τους οργανωμένους στα συνδικάτα άντρες εργάτες εναντίον αυτών που θέλουν την ισότητα των φύλων· αυτούς με κυρίαρχη εθνική ή φυλετική ταυτότητα εναντίον αυτών που ανήκουν σε φυλετικοποιημένες μειονότητες κ.ο.κ.

Με αυτή την έννοια, ο “εριστικός” χαρακτήρας της “πολιτικής ταυτοτήτων” είναι συμπτωματικός μιας εποχής. Σε μια περίοδο όλο και πιο αργής οικονομικής ανάπτυξης υπό την απειλή μιας οικολογικής καταστροφής, μοιάζει ελάχιστα εύλογο να ισχυριστούμε ότι το να δώσει κανείς τους αγώνες ενός κομματιού της τάξης θα βελτιώσει την θέση της τάξης συνολικά. Αυτός είναι ο λόγος που απορρίπτουμε οποιαδήποτε προσπάθεια να βρεθεί στην έννοια του πλεονάζοντος πληθυσμού ένα υποκατάστατο [ersatz] κοινωνικού υποκειμένου που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον ηγεμονικό ρόλο που έπαιζε ο λευκός εργοστασιακός εργάτης στο εργατικό κίνημα. Αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να υπάρχει κομμάτι της τάξης – είτε πρόκειται για “το πιο στρατηγικά τοποθετημένο” είτε για το “περισσότερο καταπιεσμένο” – του οποίου οι αγώνες εκφράζουν ένα γενικό συμφέρον. Την ίδια στιγμή, προσπάθειες να εμφανιστεί με έναν μαγικό τρόπο μια καινούρια ενότητα από την πολυμορφία, μετονομάζοντάς την, για παράδειγμα, απλά σε “πλήθος” ή “πρεκαριάτο”, απλά αποφεύγει το θεμελιώδες πρόβλημα της εσωτερικής διαίρεσης.

Αν υπάρχει οποιοδήποτε επαναστατικό δυναμικό αυτή τη στιγμή, φαίνεται ότι θα πρέπει να πραγματωθεί όχι στους αγώνες οποιουδήποτε συγκεκριμένου κομματιού της τάξης αλλά, μάλλον, σε κείνες τις στιγμές που διάφορα τμήματά της συναντιούνται στους αγώνες παρά την αμοιβαία καχυποψία τους· παρά την απουσία ενός σταθερού, συνεκτικού ηγεμονικού πόλου. Σε τέτοιες στιγμές, τα αιτήματα των διαφόρων τμημάτων της τάξης συγκρούονται μεταξύ τους – μια σύγκρουση που μπορεί να φέρει την προοπτική αποσταθεροποίησης ή υπονόμευσης αμοιβαία αποκλειόμενων αιτημάτων και ταυτοτήτων. Οι τρόποι με τους οποίους οργανώνεται και κατακερματίζεται η κοινωνική ζωή στις καπιταλιστικές κοινωνίες μπορεί τότε να φτάσει να εμφανίζεται ως ένα εμπόδιο στο προχώρημα των αγώνων, στρέφοντας τους εργάτες τον έναν εναντίον του άλλου. Εγείρεται, τότε, τουλάχιστον το πρόβλημα πώς να προχωρησουμε μπροστά, αν και χωρίς εύκολες απαντήσεις. Στο κάτω κάτω, μια οριστική απάντηση θα εμπεριείχε μιαν υπέρβαση της ενότητας-στον-διαχωρισμό που οργανώνει την κοινωνική ζωή.

Τι είναι ένας πλεονάζων πληθυσμός;

Η θεωρία του πλεονάζοντος πληθυσμού απορρέει από επιχειρήματα που εκθέτει ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 25, που αφορά τον “γενικό νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης”. Ο Μαρξ ορίζει τον πλεονάζοντα πληθυσμό ως εργάτες που δεν έχουν τακτική πρόσβαση στην εργασία: ένας εργάτης “ανήκει” στον πλεονάζοντα πληθυσμό “όταν εργάζεται περιστασιακά (μερικά) ή είναι εντελώς άνεργος4. Ο Μαρξ αναφέρεται σ’ αυτόν τον πλεονάζοντα πληθυσμό ως “σχετικά πλεονάζοντα πληθυσμό”, επειδή οι εργάτες αυτοί δεν είναι απόλυτα πλεονάζοντες, κατά την Μαλθουσιανή εκδοχή (με άλλα λόγια, δεν πρόκειται για μια κατάσταση έλλειψης επαρκούς τροφής, νερού, στέγης κ.λπ.). Αντίθετα, οι εργάτες αυτοί πλεονάζουν σχετικά με τις ανάγκες του κεφαλαίου – δηλαδή σχετικά με τις ανάγκες του κεφαλαίου σε εργασία.

Στην ιστορία των καπιταλιστικών κοινωνιών, μεγάλες μάζες πληθυσμού έχουν απορροφηθεί στην αγορά εργασίας φτάνοντας να εξαρτώνται εντελώς, για την επιβίωσή τους, από την απόκτηση μισθού. Δεν μπορούν να εγκαταλείψουν την αγορά εργασίας εκτός κι αν μπορούν να βρουν άλλους εργάτες να τους υποστηρίζουν. Με άλλα λόγια, οι εργάτες είναι αναγκασμένοι να εργάζονται άσχετα από το είδος και την ποσότητα εργασίας που είναι διαθέσιμη. Είναι στο έλεος των αναγκών του κεφαλαίου για εργασία. Όταν αυτές οι ανάγκες μειώνονται, και δεν υπάρχει αρκετή διαθέσιμη εργασία, οι εργάτες δεν σταματούν να εργάζονται εντελώς – εκτός κι αν δεν έχουν πραγματικά άλλες επιλογές, οπότε και γίνονται επαίτες [paupers]. Αντίθετα, εισέρχονται στο ένα ή το άλλο παρακλάδι ενός εκτεταμένου και πολυποίκιλτου πλεονάζοντος πληθυσμού.

Ο Μαρξ περιγράφει “κάθε μορφής” πλεονάζοντες πληθυσμούς. Εξαιτίας των μετασχηματισμών στην παραγωγή, οι εργάτες μετακινούνται διαρκώς από παλιές σε καινούριες βιομηχανίες, με βάση τις μεταβαλλόμενες ανάγκες του κεφαλαίου. Αυτό κάνει να εμφανίζονται, κατά την ανάλυση του Μαρξ, τόσο “λανθάνοντες” όσο και “επιπλέοντες” [floating] πλεονάζοντες πληθυσμούς. Αυτούς τους “επιπλέοντες” πληθυσμούς, ο Μαρξ τους αποκαλεί συχνά ως “εφεδρικό στρατό εργασίας”. Σαν συνέπεια, όμως, αυτής της διαρκούς διαδικασίας, όταν το κεφάλαιο αποτυγχάνει να επαναπορροφήσει εκτοπισμένους εργάτες σε καινούριες γραμμές παραγωγής, παράγει επίσης έναν υπερεκμεταλλευόμενο “στάσιμο” πλεονάζοντα πληθυσμό.

Ο Μαρξ πίστευε ότι το πρόβλημα του πλεονάζοντος πληθυσμού – σε τελική ανάλυση ένα πρόβλημα υπερπροσφοράς και υποζήτησης εργασίας – θα επιδεινωνόταν με τον χρόνο, και, συνεπώς, οι άνθρωποι θα βρίσκονταν όλο και περισσότερο αποσυνδεδεμένοι από τις αγορές εργασίας, άρα και από την τακτική πρόσβαση στον μισθό. Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ περιγράφει αυτή την κατάσταση ως τον “απόλυτο γενικευμένο νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης”. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η διαρκής διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου οδηγεί στην αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας που, με τη σειρά της, διευρύνει τον “βιομηχανικό εφεδρικό στρατό”, προκαλώντας έτσι την αύξηση ενός “συμπαγοποιημένου πλεονάζοντος πληθυσμού” – “του οποίου η δυστυχία είναι αντιστρόφως ανάλογη (;) με το μέγεθος του μαρτυρίου που πρέπει να υποστεί με τη μορφή της εργασίας”, αυξάνοντας επίσης και την “επίσημη εξαθλίωση”· με άλλα λόγια, όσους δεν μπορούν να κερδίσουν έναν επαρκή μισθό για να επιβιώσουν και θα πρέπει να ζητιανεύουν για το ψωμί τους5. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι η συσσώρευση του πλούτου συμβαίνει παράλληλα με την συσσώρευση της φτώχειας.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ, η κύρια αιτία που η καπιταλιστική ανάπτυξη οδηγεί στην ανάπτυξη του πλεονάζοντος πληθυσμού έχει να κάνει με αυτό που έχουμε αποκαλέσει “μονόδρομο της τεχνολογικής ανάπτυξης”6. Στην ουσία, ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι η ανάγκη για εργασία σε κάθε βιομηχανία πέφτει, τελικά, εξαιτίας της αύξησης της παραγωγικότητάς της. Καινούριες βιομηχανίες αναδύονται, φυσικά, με βραδύτερο ή ταχύτερο ρυθμό, αυξάνοντας τις απαιτήσεις σε εργασία. Αυτές οι βιομηχανίες, όμως, δεν ξεκινούν ποτέ από το μηδέν: δεν χρειάζεται, για παράδειγμα, να ανακαλύψουν ξανά τον ατμό, την γραμμή συναρμολόγησης ή τον ηλεκτρικό κινητήρα. Αντίθετα, οι καινούριες γραμμές παραγωγής απορροφούν τις τεχνολογικές καινοτομίες που προηγήθηκαν. Ως εκ τούτου, η ανάδυση καινούριων βιομηχανιών είναι όλο και λιγότερο αποτελεσματική στο να αυξάνει την ανάγκη για εργασία. Συνεπώς, το κεφάλαιο έχει αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί “αυξανόμενη οργανική σύνθεση”. Ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι είναι οι παλιότερες γραμμές παραγωγής που τείνουν να απορροφούν την περισσότερη εργασία, δηλαδή αυτές που δεν έχουν ακόμα ανανεωθεί τεχνολογικά.

Αυτή η θεωρία θα μπορούσε να αποκτήσει περισσότερη “σάρκα και οστά” αναπτύσσοντας συνδέσεις με τις σημειώσεις του Μαρξ σχετικά με την υπερσυσσώρευση στον τόμο 3 του Κεφαλαίου, αλλά αυτό είναι ένα άλλο εγχείρημα. Εδώ, θα σημειώσουμε μόνο ότι αυτό που σήμερα καθιστά πολλούς εργάτες πλεονάζοντες, ως προς τις ανάγκες του κεφαλαίου, είναι μια διπλή τάση: από τη μια πλευρά προς την υπερσυσσώρευση – η οποία μειώνει τα ποσοστά κέρδους και, συνεπώς, επιβραδύνει την επέκταση της παραγωγής – και, από την άλλη, προς την διαρκή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, που αναδύεται από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, και έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια θέσεων εργασίας σ’ εκείνους τους τομείς της οικονομίας στους οποίους το αποτέλεσμα της παραγωγής δεν αυξάνεται με τον ίδιο ρυθμό που αυξάνεται η παραγωγικότητα. Ο συνδυασμός αυτων των παραγόντων εγγυάται ότι σε μια οικονομία που μαστίζεται από την υπερσυσσώρευση οι ανάγκες σε εργασία θα αδυνατούν να συμβαδίζουν με την προσφορά της. Αυτό, με τη σειρά του, θα διευρύνει τον πλεονάζοντα πληθυσμό.

Στο Endnotes 2, επιχειρηματολογήσαμε ότι αυτές οι εξελίξεις τείνουν να καταστήσουν την αναπαραγωγή του προλεταριάτου εξαρτώμενη [contingent] από αυτήν του κεφαλαίου. Αν ο μεταπολεμικός διακανονισμός είχε τυποποιήσει την αμοιβαία, αλλά ασύμμετρη, σχέση με την οποία η αναπαραγωγή του προλεταριάτου είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, με το τέλος αυτού του διακανονισμού, και την αύξηση των πλεοναζόντων πληθυσμών, αυτοί που “περισσεύουν” αναπαράγονται στην ουσία ως ένα είδος “παρενέργειας” της καπιταλιστικής παραγωγής7. Το νόημα αυτής της θέσης είναι ότι η καπιταλιστική παραγωγικότητα, ιδιαίτερα στην περίπτωση της γεωργίας, έχει όλο και περισσότερο την δυνατότητα να υποστηρίζει κομμάτια του παγκόσμιου πληθυσμού που ζουν πολύ μακριά από τις δυναμικές βιομηχανίες στην καρδιά της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Όταν, όμως, συμβαίνει κάτι τέτοιο, οι διαπλεκόμενοι κύκλοι της αμοιβαίας αναπαραγωγής του κεφαλαίου και της τάξης μοιάζει να έχουν όλο και λιγότερο νόημα. Όπως επιχειρηματολογεί η Screamin’ Alice, αυτό οδηγεί, με μια έννοια, στην “αποσύνθεση” αυτών των κυκλωμάτων, την ίδια στιγμή που η “ολοκλήρωσή” τους γίνεται, από άλλες απόψεις, βαθύτερη – για παράδειγμα, στην χρηματιστικοποίηση ακόμα περισσότερων τομέων της ζωής8.

Αποβιομηχάνιση, τότε και τώρα

Kατά τον 20ο αιώνα, αυτή η ιδέα για την τάση του καπιταλισμού να παράγει όλο και περισσότερο πλεονάζοντες εργάτες είχε σε μεγάλο βαθμό απορριφθεί ως μια “θέση εξαθλίωσης”, με το επιχείρημα ότι η ιστορία την είχε διαψεύσει: η εργατική τάξη οπωσδήποτε “απέτυχε” να εξαθλιωθεί· αντίθετα, το βιωτικό επίπεδο είχε βελτιωθεί. Η απασχόληση στην βιομηχανία είχε αυξηθεί δραματικά, υποδηλώνοντας ότι η βιομηχανική εργατική τάξη θα αποτελούσε τελικά την μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής δύναμης. Ενώ ο Μαρξ φαινόταν να έχει γενικά δίκιο σχετικά με την ερμηνεία των τάσεων στα μέσα του 19ου αιώνα (που περιόριζαν την ανάπτυξη της ζήτησης εργασίας στη βιομηχανία), δεν προέβλεψε την ανάδυση νέων γραμμών παραγωγής που θα αποδεικνύονταν ικανές να απορροφήσουν το πλεόνασμα κεφαλαίου και εργασίας που παράγονταν σε άλλους τομείς της οικονομίας. Αυτές οι βιομηχανίες – όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι βιομηχανίες “λευκών” αγαθών – βρίσκονταν στον ίδιο τον πυρήνα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της βιομηχανικής απασχόλησης τον 20ο αιώνα. Ο ημι-καταρτισμένος εργοστασιακός εργάτης ήταν η καθοριστική φιγούρα στο παλιό εργατικό κίνημα. Αλλά στο Endnotes 2 θέσαμε το ερώτημα: κι αν ο Μαρξ είχε κάνει λάθος μόνο σχετικά με το πότε;

Είναι φανερό πλέον ότι αυτές οι βιομηχανίες του 20ου αιώνα βρίσκονται σε πτώση ως εργοδότες. Αν και έχουν αναδυθεί καινούριες βιομηχανίες, αυτές δεν έχουν απορροφήσει το σύνολο της εργασίας που έχει αποβληθεί από αλλού. Έτσι η αποβιομηχάνιση συνεχίζεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 σε όλες τις χώρες υψηλού εισοδήματος. Ακόμα και στις πρόσφατα βιομηχανοποιημένες χώρες, όπως η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, η Βραζιλία, το Μεξικό η Νότια Αφρική και η Αίγυπτος, το ποσοστό της απασχόλησης στη βιομηχανία είναι στάσιμο ή σε πτώση από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ή του 1990. Η Κίνα μοιάζει να αποτελεί μια εξαίρεση στον κανόνα, αλλά, ακόμα κι εκεί, ο κατασκευαστικός τομέας αποτελεί μεγάλη συνιστώσα της καινούριας “βιομηχανικής” εργατικής δύναμης και το ποσοστό της απασχόλησης στην κινέζικη βιομηχανία έχει παραμείνει στην πραγματικότητα, στάσιμο κατά την περίοδο της ραγδαίας ανάπτυξης από το 1980 μέχρι το 2006 – κάπου μεταξύ 14% και 16% της εργατικής δύναμης. Αν και άνοιξαν αρκετές καινούριες βιομηχανίες, για παράδειγμα στην περιοχή του δέλτα του ποταμού Pearl, απορροφώντας εργατική δύναμη, αυτό έτεινε μόνο να εξισορροπεί – αλλά όχι και να αναστρέφει – τις συνολικές συνέπειες του κλεισίματος των κρατικών επιχειρήσεων και τις απολύσεις εργατών στην βορειοανατολική Κίνα9. Το ποσοστό βιομηχανικής απασχόλησης στην Κίνα αυξήθηκε πάνω από τα επίπεδα που είχαν επιτευχθεί παλιότερα μόνο το 2006, φτάνοντας στο 19% το 2011 (τελευταία χρονιά για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία). Ενώ ο απόλυτος αριθμός των απασχολούμενων στη βιομηχανία στην Κίνα είναι σαφώς ιλιγγιώδης, το ποσοστό του βιομηχανικού τομέα στο “καινούριο εργαστήρι του κόσμου” απέχει πάρα πολύ από τα αντίστοιχα υψηλά σημεία στη Δύση κατά την περίοδο του “πυρετού” της εκβιομηχάνισης. Στην πραγματικότητα το ποσοστό αυτό στην Κίνα είναι πλησιέστερα στα επίπεδα που κυριαρχούν σήμερα στο Μεξικό και τη Βραζιλία παρά στα επίπεδα της Γερμανίας και του ΗΒ στα μισά του 20ου αιώνα (όπου το ποσοστό κυμαινόταν ανάμεσα στο 31% και το 35%).

Σύμφωνα με ένα παλιό αναπτυξιακό αφήγημα, η απασχόληση στον αγροτικό τομέα θα απομειωνόταν καθώς η αγροτική παραγωγή θα γινόταν πιο αποδοτική, παρασύροντας έτσι μεγάλο αριθμό εν δυνάμει νέων εργατών στις πόλεις, οι οποίοι στην συνέχεια θα απορροφούνταν από την επεκτεινόμενη βιομηχανική παραγωγή. Αυτές οι εξελίξεις θα οδηγούσαν, τελικά, όλες τις χώρες στη σύγχρονη εποχή. Για τους ορθόδοξους Μαρξιστές, αυτό θα έτεινε να δημιουργήσει ένα προλεταριάτο ενωμένο υπό την ηγεμονία των πιο “πρωτοπόρων” τμημάτων του στη βιομηχανία. Καθώς, όμως, το παγκόσμιο αποκορύφωμα της εκβιομηχάνισης γίνεται παρελθόν, σήμερα συμβαίνει κάτι άλλο. Ενώ η απασχόληση στη γεωργία δεν έχει σταματήσει να μειώνεται, οι αγρότες που αποβάλλονται από κει είναι περισσότερο πιθανό να προστεθούν στις τάξεις ενός τεράστιου και ετερογενούς τομέα υπηρεσιών. Αυτή τη στιγμή, σε παγκόσμιο επίπεδο, ο αριθμός όσων απασχολούνται στον τομέα των υπηρεσιών είναι διπλάσιος από τον αριθμό όσων απασχολούνται στην βιομηχανία: οι υπηρεσίες αντιστοιχούν το 44% της παγκόσμιας απασχόλησης ενώ η βιομηχανία μόλις στο 22%. Το μερίδιο, δε, που απασχολείται στα εργοστάσια είναι ακόμα μικρότερο από ό,τι υποδηλώνει αυτό το 22%, όχι μόνο επειδή αυτό το ποσοστό περιλαμβάνει και τον μεγάλης έντασης εργασίας κατασκευαστικό τομέα αλλά και γιατί ένα ευμέγεθες ποσοστό βιομηχανικής απασχόλησης στις χώρες χαμηλού εισοδήματος αντιστοιχεί στην μικρή παραγωγή άτυπων, αυτοαπασχολούμενων προλεταριακών νοικοκυριών.

Υπηρεσίες και περίσσεια

Πολλοί αναλυτές θα ισχυριστούν ότι η συνεχιζόμενη τελμάτωση ή πτώση στην βιομηχανική απασχόληση, που περιγράψαμε παραπάνω, δεν είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ανησυχούμε. Υποτίθεται ότι είναι ένα είδος ημι-φυσικής εξέλιξης στην καταναλωτική ζήτηση, καθοδηγούμενη από δυνάμεις της αγοράς. Όπως ακριβώς η γεωργία έχει φθάσει να απασχολεί ένα μειωνόμενο ποσοστό της εργατικής δύναμης, λόγω των ορίων στη ζήτηση φαγητού, το ίδιο συμβαίνει με την βιομηχανική παραγωγή: υποτίθεται ότι υπάρχουν όρια στη ζήτηση αγαθών (αλλά, προφανώς, υπάρχει μια απεριόριστη ζήτηση για υπηρεσίες). Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με αυτή την προοπτική, είναι ότι, με το πέρασμα του χρόνου, μια αυξανόμενη ζήτηση για υπηρεσίες θα ωθήσει δυναμικά τους εργάτες στον τομέα των υπηρεσιών, όπως ακριβώς, σε μια προγενέστερη φάση εργάτες, ωθούνταν στον βιομηχανικό τομέα.

Στην πραγματικότητα, η δυναμική έλξης της βιομηχανίας στη διάρκεια της εκβιομηχάνισης ήταν μοναδική σε αυτόν τον τομέα. Η βιομηχανική κατασκευή ενός πράγματος σημαίνει να πάρει κανείς ένα προϊόν – ή να μετασχηματίσει μια υπηρεσία, όπως το πλύσιμο πιάτων, σε ένα προϊόν, όπως το πλυντήριο πιάτων – και να το παράγει σε ένα εργαστάσιο, σύμφωνα με κάποιες διαρκώς αποτελεσματικότερες τεχνικές. Αυτό που μειώνει ραγδαία το κόστος παραγωγής στις εργοστασιακές γραμμές είναι ακριβώς η προκύπτουσα αύξηση στην αποτελεσματικότητα της παραγωγής μέσα στον χώρο του εργοστασίου. Αυτό, με τη σειρά του, οδηγεί σε μια ραγδαία πτώση στις σχετικές τιμές. Οι αγορές για τους κατασκευαστές επεκτείνονται, καθιστώντας δυνατή μια δραματική επέκταση της παραγωγής. Ως εκ τούτου, τεράστιες μάζες της ανθρωπότητας ωθούνται στην εργασία στις βιομηχανικές γραμμές. Αυτό είναι το κλειδί στην δυναμική ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής και απασχόλησης: η πρώτη είναι εξαιρετικά ραγδαία και αυτός είναι ο λόγος που, παρά τα υψηλά επίπεδα στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, η δεύτερη εξακολουθεί να επεκτείνεται, αυξάνοντας έτσι το ποσοστό απασχόλησης στη βιομηχανία.

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο στον τομέα των υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες είναι ακριβώς εκείνα τα είδη δραστηριοτήτων που δεν μπορούν – ή δεν μπορούν ακόμα – να αντικατασταθούν από προϊόντα. Στις υπηρεσίες, η παραγωγικότητα της εργασίας τείνει να αυξάνεται αργά, αν αυξάνεται καθόλου, και ως αποτέλεσμα, οι τιμές ακολουθούν την ίδια τροχιά. Στην πραγματικότητα, στον βαθμό που οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονται, οι σχετικές τιμές των υπηρεσιών θα τείνουν και οι ίδιες να αυξάνονται. Καθώς οι σχετικές τιμές δεν πέφτουν δραματικά, δεν υπάρχει ώθηση για μια ραγδαία επέκταση των αγορών για υπηρεσίες. Συνεπώς, δεν υπάρχει η δυναμική τάση για μια δραματική αύξηση της παραγωγής και άρα προσέλκυσης πολλών εργατών στον τομέα αυτό· αντίθετα, η απασχόληση στον τομέα των υπηρεσιών αυξάνεται αργά.

Στη βάση αυτή είναι εφικτό να περιγράψουμε μια βασική διάκριση ανάμεσα στις φάσεις εκβιομηχάνισης και αποβιομηχάνισης στην ιστορία των καπιταλιστικών κοινωνιών. Κατά την πρώτη φάση, η ζήτηση για εργασία στη βιομηχανία – όχι τόσο στη διάρκεια υφέσεων [busts] αλλά, αν μη τι άλλο, στη διάρκεια άνθησης – ήταν πολύ υψηλή. Αυτό επηρέαζε ολόκληρη την αγορά εργασίας, απομειώνοντας την αναδουλειά [slack], μειώνοντας το μέγεθος του πλεονάζοντος πληθυσμού και αυξάνοντας την διαπραγμευτική δύναμη των εργατών. Από τη στιγμή, όμως, που η εκβιομηχάνιση εισήλθε σε μια αντίστροφη πορεία, ο βιομηχανικός τομέας έγινε, μαζί με τον αγροτικό, άλλη μια πηγή αυξανόμενης αναδουλειάς στην αγορά εργασίας, αυξάνοντας τον πλεονάζοντα πληθυσμό και μειώνοντας την διαπραγμευτική δύναμη των εργατών. Ενώ την ίδια στιγμή, η ζήτηση για εργασία στον τομέα των υπηρεσιών είναι χαρακτηριστικά χαμηλή. Έχει διευρυνθεί αλλά με αργό ρυθμό, επειδή ακριβώς απαιτείται, γενικά, περισσότερο εργατικό δυναμικό για να αυξηθεί η παραγωγή στον τομέα των υπηρεσιών, καθώς ο ίδιος αυξάνεται αργά. Η μετατόπιση από την εκβιομηχάνιση στην αποβιομηχάνιση είναι απαραίτητα μια μετατόπιση από μια οικονομία που αυξάνεται ραγδαία, με διαστήματα εκρηκτικής ανάπτυξης αλλά και ύφεσης, σε μια οικονομία που αυξάνεται πολύ αργά, τείνοντας προς την στασιμότητα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα διαστήματα άνθησης και ύφεσης δίνονται απλά από οικονομικές φούσκες, οι οποίες “φουσκώνουν” και “ξεφουσκώνουν” γύρω από έναν κόσμο πλεονάζοντος κεφαλαίου10.

Η θεωρία αυτή έχει ένα συμπέρασμα που εξηγεί γιατί ένα μεγάλο τμήμα του πλεονάζοντος πληθυσμού καταλήγει στον τομέα των υπηρεσιών, και ιδιαίτερα στους τομείς χαμηλής αμοιβής και υπερεκμετάλλευσης, όπως και στους τομείς άτυπης εργασίας και αυτο-εκμετάλλευσης. Καθώς η δουλειά στον τομέα των υπηρεσιών τείνει να είναι υψηλής έντασης (έντασης-εργασίας), ο μισθός αποτελεί ένα μεγάλο ποσοστό του τελικού κόστους. Επειδή, δε, οι πραγματικοί μισθοί δεν πέφτουν, συνήθως, στο σύνολο της οικονομίας, είναι δύσκολο για τις εταιρείες του τομέα των υπηρεσιών να μειώνουν τα κόστη τους σε τακτική βάση (οι γενικές τάσεις μείωσης του κόστους στη βιομηχανία και την γεωργία οφείλονται σε βελτιώσεις στην αποδοτική χρήση πιο κοστοβόρας εργασίας). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο αύξησης της παραγωγής στις υπηρεσίες. Αλλά, εξαιτίας ακριβώς αυτού του λόγου, όταν εργάτες αποβάλλονται από άλλους τομείς, είναι πιθανόν να προσλάβει κανείς πολύ φθηνότερους εργάτες στις υπηρεσίες – καθώς όσοι απολύονται ως πλεονάζοντες θα πρέπει συνήθως να δεχτούν ένα επίπεδο χαμηλότερου μισθού. Αυτό μειώνει το κόστος και επιτρέπει μια κάποια επέκταση στη ζήτηση, και στην παραγωγή, υπηρεσιών. Στον τομέα των υπηρεσιών υπάρχει μεγαλύτερος χώρος για επέκταση της αγοράς μέσω της μείωσης των μισθών. Αντίθετα, στις περισσότερες βιομηχανικές δραστηριότητες, οι μισθοί αποτελούν έναν μικρό, μόνο, ποσοστό του τελικού κόστους του προϊόντος, οπότε υπάρχει μικρότερο περιθώριο για ελιγμούς.

Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι καμμιά συγκεκριμένη υπηρεσία δεν έχει τις πιθανότητες να αποτέλεσει βάση για δυναμική ανάπτυξη. Αρκετές δουλειές που, κάποτε, πραγματοποιούνταν σαν υπηρεσίες έχουν, τουλάχιστον εν μέρει, μετατραπεί σε βιομηχανικά αγαθά στην διάρκεια της ιστορίας του καπιταλισμού, είτε για τα μεμονωμένα νοικοκυριά είτε για συλλογικούς χώρους. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η υπηρεσία του πλυσίματος των ρούχων στο χέρι αντικαταστάθηκε από το πλυντήριο, στα σπίτια ή στα καθαριστήρια. Ο μετασχηματισμός υπηρεσιών σε προϊόντα είναι μέρος της εκβιομηχάνισης που μετασχηματίζει δραστηριότητες, καθιστώντας τες επιδεκτικές στη σταθερή αύξηση της παραγωγικότητας, σε αυτό που ο Μαρξ αποκάλεσε “πραγματική υπαγωγή της εργασιακής διαδικασίας”, ανοίγοντας αγορές και επιτρέποντας μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.

Ενώ είναι δύσκολο να ταυτοποιήσει κανείς μια ακριβή και καθορισμένη “λογική” σχετικά με το γιατί κάποιες δραστηριότητες υπάγονται πραγματικά ενώ άλλες όχι, το γεγονός ότι συγκεκριμένες δραστηριότητες απαιτούν “λεπτοδουλειά” ή άμεση ανθρώπινη επαφή, και, συνεπώς, πρέπει να παραμείνουν δραστηριότητες έντασης-εργασίας, είναι προφανώς καθοριστικό. Μοιάζει να υπάρχει πάντοτε ένα “υπόλοιπο” τέτοιων δραστηριοτήτων, μια ποικιλία διαφοροποιημένων καθηκόντων, κυρίως στις υπηρεσίες11.

Όσο οι υπηρεσίες παραμένουν υπηρεσίες, τείνουν κατεξοχήν να αποτελούν πηγή μόνο “απόλυτης” και όχι “σχετικής υπεραξίας”. Αυτός είναι απλά ένας άλλος τρόπος να πει κανείς ότι υπάρχουν όρια στην αύξηση της παραγωγικότητας. Κατά συνέπεια, “μετα-βιομηχανικές” οικονομίες που επικεντρώνονται γύρω από τις υπηρεσίες τείνουν να έχουν χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Σε τέτοιες συνθήκες, είναι επιτακτικό για τους καπιταλιστές να αποσπάσουν από τους εργάτες τους όσο το δυνατόν περισσότερα, αυξάνοντας τη διάρκεια ή την ένταση της εργασίας. Σε έναν βαθμό, η προϋπόθεση για την ύπαρξη πολλών θέσεων εργασίας είναι οι εντατικοποιημένες εργασιακές συνθήκες. Αν οι υπερ-εντατικοποιημένοι τομείς καταλαμβάνουν αυξανόμενο μερίδιο της αγοράς εργασίας, αυτό ασκεί μια πίεση για μείωση σε όλους τους μισθούς και αυξάνει την ανασφάλεια καθώς οι εργάτες χάνουν τη διαπραγμευτική τους δύναμη και τα αφεντικά αποθρασσύνονται και απαιτούν ακόμα μεγαλύτερη “ευελιξία”. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι ορθάνοιχτη η πόρτα για την εμφάνιση κάθε λογής καταχρήσεων σε βάρος των εργατών – σεξουαλικών, συναισθηματικών και ψυχολογικών, καθώς και της κλοπής ή της παρακράτησης μισθών και υπερωριών πολλών χρόνων. Συγκεκριμένες θέσεις εργασίας εμφανίζονται μ’ αυτόν τον τρόπο σαν μια ειδική κατηγορία πλεοναζόντων εργατών, παρόμοια με την κατηγορία των αυτο-απασχολούμενων στις χώρες χαμηλού εισοδήματος (κατά την τελευταία περίπου δεκαετία, όμως, και στις χώρες υψηλού εισοδήματος). Οι χαμηλόμισθοι εργάτες στον τομέα των υπηρεσιών θα πρέπει να εκμεταλλεύονται τον εαυτό τους ακραία και/ή να γίνονται υπερ-εκμεταλλευόμενοι, αν θέλουν να βρουν δουλειά. Πολλές από αυτές τις δουλειές (ντελίβερυ, οικιακό καθάρισμα, συσκευασία σε σούπερ-μάρκετ κοκ.) μπορούν να υπάρχουν μόνο και μόνο επειδή οι μισθοί όσων τις κάνουν είναι απλά ένα μικρό κλάσμα του μισθού αυτών που καταναλώνουν αυτές τις υπηρεσίες. Με τον τρόπο αυτό, η συνθήκη για να βρει κανείς δουλειά σε έναν επεκτεινόμενο τομέα υπηρεσιών είναι συχνά να αποδεχτεί έναν σημαντικά χαμηλότερο, από τον μέσο όρο, μισθό.

Πλεονάζοντες πληθυσμοί και ανεργία

Ελπίζουμε να είναι πλέον φανερό, ότι η τάση για αυξανόμενη περίσσεια δεν είναι μια τάση για την κυριολεκτικό “πέταγμα” [extrusion] ενός μέρους της εργατικής τάξης από την οικονομία. Οι πλεονάζοντες εργάτες εξακολουθούν να πρέπει να αγοράσουν τουλάχιστον κάποια από αυτά που χρειάζονται για να επιβιώσουν και, συνεπώς, θα πρέπει να κερδίζουν ή να αποκτούν χρήματα για να ζήσουν. Όσοι παράγονται ως πλεόνασμα σχετικά με τις ανάγκες του κεφαλαίου, πιθανόν να εξακολουθούν να παίρνουν έναν μισθό σε κάποιους τομείς υπερ-εκμετάλλευσης ή μπορεί να είναι αυτο-απασχολούμενοι – άρα και αυτο-εκμεταλλευόμενοι – στην άτυπη οικονομία (μιας και στερούνται την πρόσβαση σε κεφάλαιο).

Ο Μαρξ ξεκαθαρίζει μερικά από τα σημεία αυτά στην συζήτηση σχετικά με τον “στάσιμο πλεονάζοντα πληθυσμό”. Δεν μπορούμε να διαβάσουμε αυτήν την ανάλυση του Μαρξ χωρίς να σκεφτούμε την παγκόσμια άτυπη οικονομία σήμερα, μεγάλο κομμάτι της οποίας θα είχε συμπεριληφθεί, την εποχή του Μαρξ, κάτω από την ταμπέλα της οικιακής εργασίας ή της “οικιακής βιομηχανίας”. Ο στάσιμος πλεονάζων πληθυσμός:

αποτελεί ένα κομμάτι της ενεργούς αγοράς εργασίας αλλά με εξαιρετικά ακανόνιστη απασχόληση. Με τον τρόπο αυτό προσφέρει στο κεφάλαιο μιαν ανεξάντλητη δεξαμενή αναλώσιμης εργασίας. Οι συνθήκες ζωής του βυθίζονται κάτω από το συνηθισμένο μέσο επίπεδο της εργατικής τάξης, και είναι ακριβώς αυτό που τον καθιστά μια ευρεία βάση για ειδικούς κλάδους καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Χαρακτηρίζεται από ένα μέγιστο εργάσιμου χρόνου και ένα ελάχιστο μισθού. Έχουμε ήδη εξοικειωθεί με την πρωταρχική της μορφή υπό τον τίτλο της “οικιακής βιομηχανίας”…Το μέγεθός του αυξάνεται αναλογικά καθώς με την αύξηση της έκτασης και της ενέργειας της συσσώρευσης προχωρά και η δημιουργία του πλεονάζοντος πληθυσμού. Την ίδια στιγμή, όμως, σχηματίζει και ένα αυτο-αναπαραγώμενο και αυτο-διευρυνόμενο στοιχείο της εργατικής τάξης, καταλαμβάνοντας αναλογικά ένα μεγαλύτερο μερίδιο στην γενικότερη αύξηση της τάξης από αυτήν που καταλαμβάνουν άλλα τμήματά της12.

Θα ήταν, συνεπώς, λάθος να ταυτίσουμε τον πλεονάζοντα πληθυσμό με τους “ανέργους”. Αυτή η κατηγορία (δηλαδή των ανέργων) είναι, σε κάποιο βαθμό, κατασκεύασμα της παροχής, τον 20ο αιώνα, μιας εξασφάλισης σχετικά με την ανεργία στις χώρες υψηλού εισοδήματος. Κατά τον 19ο αιώνα, όπως και στις περισσότερες χώρες χαμηλού εισοδήματος σήμερα, το να “είναι κανείς άνεργος”, μ’ αυτή την έννοια, απλά δεν αποτελούσε επιλογή. Δεν υπήρχε καμμιά εξασφάλιση σχετικά με την ανεργία – και σήμερα στις χώρες χαμηλού εισοδήματος μόνο λίγοι εργάτες έχουν κάποια – οπότε οι εργάτες δεν είχαν την πολυτέλεια να μείνουν χωρίς δουλειά για μεγάλο διάστημα: έπρεπε να βρούν δουλειά όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ανεξάρτητα από τον βαθμό που το κεφάλαιο απαιτούσε την εργασία τους. Αν δεν υπήρχε τέτοια ζήτηση, έπρεπε να στήσουν ένα μαγαζί για τους ίδιους, χωρίς κανέναν εργαζόμενο – για παράδειγμα, μαζεύοντας κουρέλια.

Στις χώρες υψηλού εισοδήματος, η κατηγορία των “ανεργίας” υπονομεύεται τώρα για μια ακόμα φορά, και εμφανίζεται όλο και περισσότερο ακαθόριστη. Ως γενική τάση, το κράτος πρόνοιας έχει μετασχηματιστεί δραματικά έτσι ώστε το επίδομα ανεργίας, που τυπικά καταβάλλεται σε ένα κομμάτι του εργατικού δυναμικού που αποκλείεται δομικά από την απασχόληση, τείνει να αντικατασταθεί από επιδόματα που εξαρτώνται από το εισόδημα. Ο σκοπός τους είναι μάλλον να συμπληρώσουν και να υποστηρίξουν εισοδήματα μόνο στο χαμηλότερο άκρο της κλίμακας απασχόλησης, παρά να στηρίξουν αυτούς που είναι απλά άνεργοι, και συμβάλλουν σε μεγάλη αύξηση της χαμηλόμισθης απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών. Αυτός ο μετασχηματισμός συμβαίνει, φυσικά, με διαφορετικό ρυθμό στις διάφορες χώρες υψηλού εισοδήματος. Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, οι σχετικές προστασίες έχουν διατηρηθεί για πολύ μεγαλύτερο διάστημα, αποτρέποντας την ολοσχερή αποβολή όσων είναι στην δυσμενέστερη θέση από την αγορά εργασίας. Για τον λόγο αυτό, έχει ανοίξει ένα σημαντικό “χάσμα θέσεων εργασίας” ανάμεσα στις ΗΠΑ και το ΗΒ, από την μια, και την ηπειρωτική Ευρώπη, από την άλλη, η οποία έχει αντιμετωπίσει υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, καθώς και χαμηλότερα ποσοστά καταναγκασμού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Αυτό το χάσμα μπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά από την σχετική απουσία απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών στην ηπειρωτική Ευρώπη, και ιδιαίτερα σε σχέση με την χαμηλόμισθη απασχόληση. Το μερίδιο του τομέα των υπηρεσιών στην απασχόληση είναι χαμηλότερο στην Γερμανία και την Ιταλία, κοντά στο 70%, σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, το ΗΒ και την Γαλλία, στις οποίες κυμαίνεται γύρω στο 80%13.

Επιπρόσθετα, στην παγκόσμια οικονομία – στην οποία οι διαρκείς ροές πλεονάζοντος κεφαλαίου πειθαρχούν τα κράτη – οι χώρες υψηλού εισοδήματος πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν για να αποτρέψουν μια γενικευμένη ανεργία, συνεπώς και μια δραματική αύξηση των προνοιών για τους άνεργους. Οι δαπάνες για το κράτος πρόνοιας πρέπει να διατηρούνται σε ένα ελάχιστο δυνατόν ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανησυχίας στους μετόχους και τους φορολογούμενους. Η τρέχουσα κυβερνητική πολιτική στο ΗΒ, για παράδειγμα, στοχεύει σε μια προσπάθεια να ξεριζωθούν, όσο το δυνατόν περισσότερο, οι πιθανότητες μιας ανεργίας ως οποιουδήποτε είδους σταθερής κατηγορίας, μετασχηματίζοντας τα επιδόματα πρόνοιας σε σε επιδόματα εργασίας [workfare]. Αυτό έχει το αποτέλεσμα, στις χώρες υψηλού εισοδήματος, πολλοί εργαζόμενοι να πέφτουν ή να βγαίνουν από μια κατάσταση σχετικής περίσσειας αρκετές φορές, εξαιτίας τόσο της αυξανόμενης ελαστικοποίησης της αγοράς εργασίας και της αποσταθεροποίησης των κατηγοριών απασχόλησης σε ένα δομικό επίπεδο, όσο και της μειούμενης ζήτησης εργασίας14.

Το να ξεκινά κανείς από την ταυτοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών υποκειμένων σημαίνει τυπικά την αναζήτηση προσχηματισμένων φιγουρών που σηματοδοτούν στην κοινωνική “φαντασία” ένα απλό κοινωνικό περιθώριο, όπως πχ. αυτούς που ζουν στις παραγκουπόλεις. Αλλά ο πλεονάζων πληθυσμός δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί τόσο εύκολα. Αν και διαφορετικές θέσεις σε σχέση με την εργασιακή διαδικασία μπορούν σίγουρα να ταυτοποιηθούν και να ταξινομηθούν σύμφωνα με τύπους και βαθμούς περίσσειας, είναι απαραίτητο να ταυτοποιήσουμε καταρχήν την ευρύτερη λογική που ενεργεί εδώ, πριν απεικονίσουμε τους πολύπλοκα διαφοροποιημένους τρόπους με τους οποίους ενεργεί αυτή η λογική· τίποτα από αυτά δεν επιτρέπει μια άμεση ταυτοποίηση της “περίσσειας” με ένα ιδιαίτερο κοινωνικό υποκείμενο ή ομάδα15. Όπως έχουμε δει, αυτό που διευκολύνει την παραγωγή εργατών ως πλεονάζοντες είναι η διττή τάση του κεφαλαίου τόσο για υπερσυσσώρευση όσο και για μια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας που, με τη σειρά της, μειώνει τον αριθμό των εργατών που απαιτούνται για να εκτελεστούν πολλές δουλειές. Αλλά από την αρχική τους κατάσταση ως πλεονάζοντες, αυτοί οι εργάτες μπορεί τελικά να αποτελέσουν απλά έναν “λιμνάζοντα” πλεονάζοντα πληθυσμό – που θα επανα-απορροφηθεί στην παραγωγή σε ένα μεταγενέστερο σημείο – ή θα καταλήξει να επιβιώνει στον ένα ή στον άλλο σχετικά τελματωμένο τομέα της οικονομίας (το δεύτερο είναι, φυσικά, πολύ πιο συνηθισμένο στις χώρες χαμηλού εισοδήματος). Σε καμμιά από τις δυο αυτές περιπτώσεις δεν είναι οι πλεονάζοντες εργάτες απαραίτητα είτε άνεργοι είτε μη-παράγοντες υπεραξία. Και, σε ένα γενικότερο επίπεδο, ο “πλεονάζων πληθυσμός” αναφέρεται σε ένα μεγάλο, εξαιρετικά διαφοροποιημένο τμήμα του πληθυσμού, που χαρακτηρίζεται από κάθε είδος εσωτερικών διαιρέσεων και διαστρωματώσεων, από κάθε είδος σχέσης με την εργασιακή διαδικασία.

Ένα ταυτόσημο αποκείμενο-υποκείμενο;

Από την μια πλευρά, αυτή η σχετικά απλή θεωρία της τάσης για την παραγωγή πλεονάζοντος πληθυσμού μπορει να βοηθήσει πάρα πολύ στην εξήγηση διαφόρων κομβικών όψεων της σημερινής παγκόσμιας κατάστασης. Μας παρέχει μια βάση για να εξηγήσουμε την αποβιομηχάνιση, την σχετική ανάπτυξη των υπηρεσιών, την διάδοση μορφών επισφαλούς και ελαστικής εργασίας, και τις πολυάριθμες καταχρήσεις για τις οποίες αυτά ανοίγουν τον δρόμο. Με τη σειρά τους, αυτές οι τάσεις εντείνουν και επιδεινώνουν τη δυσκολία ενοποίησης της εργατικής τάξης κάτω από την ηγεμονία (της φιγούρας) του βιομηχανικού εργάτη, με τον τρόπο που ο παραδοσιακός Μαρξισμός προσδοκούσε· μας παρέχει συνεπώς και μια βάση για να εξηγήσουμε την κρίση της αριστεράς και άλλες στρατηγικές δυσχέρειες του παρόντος. Φαίνεται, επίσης, να προσφέρει μια εξήγηση για τους μειούμενους ρυθμούς ανάπτυξης κατά τις πρόσφατες δεκαετίες καθώς η εργασία που παράγει σχετική υπεραξία έχει καταστεί ένα ελλατούμενο μερίδιο της παγκόσμιας εργατικής δύναμης. Υπάρχουν και άλλα πράγματα που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στον κατάλογο, για παράδειγμα: την δυσκολία των κρατών να ισορροπήσουν ανάμεσα στις απαιτήσεις του κράτους πρόνοιας και τις απαιτήσεις των αγορών· τον σχηματισμό των μεγα-παραγκουπόλεων· τις μετα-βιομηχανικές μορφές μητροπολιτικού αστισμού [urbanism]. Ή, από την άλλη πλευρά: “χρηματιστικοποίηση”, “νεοφιλελευθερισμός” κοκ. Στον βαθμό που ο συνδυασμός αυτών των τάσεων περιγράφουν την κύρια δυναμική και το περίγραμμα της παρούσας παγκόσμιας κατάστασης, παίρνουμε την θεωρία του πλεονάζοντος πληθυσμού ως ένα σημαντικό σημείο αναφοράς στην σχηματοποίηση του παρόντος.

Από την άλλη, όταν μια θεωρία διαθέτει εμφανή επεξηγηματική δύναμη, είναι ίσως δελεαστικό να γλιστρήσει κανείς στο είδος εκείνο εννοιολογικής πλειοδοσίας, στην οποία η θεωρία υποτίθεται ότι εξηγεί πράγματα που δεν μπορεί πραγματικά να εξηγήσει, ή ότι λέει πράγματα που στην πραγματικότητα δεν μπορεί να πει. Μπορεί δε να ειπωθεί ότι οι Μαρξιστές έχουν ιδιαίτερα κακές συνήθειες στο επίπεδο αυτό: για παράδειγμα, το “κεφάλαιο” και η “υπαγωγή” είναι έννοιες στις οποίες κατατείνουν πολύ βιαστικά, ζητώντας από αυτές να κάνουν περισσότερη επεξηγηματική δουλειά από αυτήν που πραγματικά μπορούν να κάνουν. Για να έχει μια θεωρία πραγματική επεξηγηματική δύναμη θα πρέπει να έχει κανείς την ικανότητα να πει τι μπορεί – αλλά και τι δεν μπορεί – να εξηγήσει αυτή η θεωρία.

Αυτό που μοιάζει να είναι μια συνηθισμένη παρερμηνεία ή “τέντωμα” της θεωρίας του πλεονάζοντος πληθυσμού χαρακτηρίζεται από μια υποστασιοποίηση του “πλεονάζοντος πληθυσμού” ως ενός ιδιαίτερου κοινωνικού υποκειμένου, με την φαινομενική υποδήλωση ότι αυτό το υποκείμενο μπορεί να ειδωθεί ως ο νέος επαναστατικός φορέας, ή τουλάχιστον ότι αποτελεί τον φορέα πίσω από διάφορες μορφές των σύγχρονων αγώνων. Αυτό εμπλέκει ένα εννοιολογικό ολίσθημα μεταξύ μιας γενικής τάσης και συγκεκριμένων κοινωνιολογικών ή εμπειρικών περιπτώσεων.

Αν και θα ήταν τελικά λάθος να τα διαχωρίσουμε αυτά τα δύο, είναι επίσης σημαντικό να μην τα ταυτίσουμε πολύ άμεσα ή απλουστευτικά. Έτσι, η θεωρία του πλεονάζοντος πληθυσμού δεν περιλαμβάνει κάποιο είδους νεο-Μπακουνινικής εξιδανίκευσης ενός πλεονάζοντος υποκειμένου, “πιο ριζοσπαστικού” ή “πιο επικίνδυνου” από την οργανωμένη εργατική τάξη· ούτε περιλαμβάνει μια ανάγνωση των σημερινών αγώνων ως αγώνων ενός “πλεονάζοντος” υποκειμένου.

Αποκειμενοποίηση

Ένας τέτοιος τρόπος σκέψης ήταν “στον αέρα” στις συζητήσεις σχετικά με τις ταραχές στην Αγγλία το 2011, τις οποίες και αναλύσαμε σε κάποια έκταση στο Endnotes 3. Μια σύντομη αναδρομή στις προβληματικές που ήταν στο προσκήνιο, εκείνη την περίοδο, θα μας βοηθήσει να δώσουμε υπόσταση και να συγκεκριμενοποιήσουμε αυτά τα σημεία σχετικά με τον πλεονάζοντα πληθυσμό.

Φαινόταν, τότε, ότι κάποιες από τις ταραχές θα μπορούσαν να διαβαστούν σαν μια εξέγερση του “πλεονάζοντος πληθυσμού”. Όμως, τέτοιες αναγνώσεις έμοιαζαν, κάπως, με μια απλοϊκή – και συγκεχυμένη – αντιστροφή συνηθισμένων και αντιδραστικών ερμηνειών τέτοιων γεγονότων, ερμηνειών τροφοδοτημένων από τα καθεστωτικά μέσα, που υποστήριζαν ότι οι ταραχές ήταν το έργο μιας άτακτης και επικίνδυνης “κατώτερης τάξης”. Η τελευταία δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ψευδο-έννοια, μια ιδεολογική γενίκευση από αυτό που δεν μπορεί να γενικευθεί. Για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να αντιστραφεί με απλό τρόπο σε κάτι θετικό, που μπορεί κανείς να του προσδώσει αξία.

Και σε κάθε περίπτωση, ήταν ξεκάθαρο ότι ο φτωχός αστικός πληθυσμός στη Βρετανία που βγήκε στους δρόμους δεν μπορούσε να ταυτιστεί άμεσα με την έννοια του πλεονάζοντος πληθυσμού. Πρώτα απ’ όλα, όπως έχουμε ήδη δει, η έννοια του πλεονάζοντος πληθυσμού είναι σχετικά μη-προσδιορισμένη με κοινωνιολογικούς όρους. Εφαρμόζεται σε μια μεγάλη ποικιλία εργατών, κάποιοι από τους οποίους είναι πλήρως εργαζόμενοι αλλά σε συνθήκες υπερ-εκμετάλλευσης, άλλοι υπο-απασχολούνται ή είναι άτυπα αυτο-απασχολούμενοι. Είναι εύλογο, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι ένα σημαντικό κομμάτι της βρετανικής εργατικής τάξης είναι σχετικά “πλεονάζον” με την μια ή την άλλη σημασία16. Ούτε μπορεί να συλληφθεί εύκολα η ταυτότητα της αστικής φτωχολογιάς στη Βρετανία κάτω από συγκεκριμένες κατηγορίες “περίσσειας”, όπως οι “άνεργοι”. Αν και η ανεργία τείνει, φυσικά, να είναι ψηλότερη στις φτωχές αστικές περιοχές, το ποσοστό ανεργίας στη Βρετανία είναι τα τελευταία χρόνια, σε σύγκριση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, σχετικά χαμηλό, και μια πλειοψηφία των φτωχών στις πόλεις – και αυτών που συμμετείχαν στις ταραχές – ήταν είτε εργαζόμενοι είτε παρακολουθούσαν προγράμματα πλήρους εκπαίδευσης. Ούτε μπορούν να ταυτιστούν απλά ως “άτυποι”, με όρους της “γκρίζας οικονομίας”, ή με την παρανομία, με όρους της “μαύρης οικονομίας”. Αρχικοί αντιδραστικοί ισχυρισμοί, ότι οι περισσότεροι από όσους συμμετείχαν στις ταραχές εμπλέκονταν σε εγληματικές συμμορίες, αποδείχτηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, αβάσιμοι17. Και όπως έχουμε ήδη δει, δεν έχει νόημα να δούμε την αστική φτωχολογιά ως “πλεονάζουσα” με την ισχυρή σημασία του αποκλεισμού από την οικονομία καθαυτήν.

Μια άλλη, συχνά ιδεολογική, έννοια που εισάγεται στη συζήτηση για την φτωχολογιά των πόλεων είναι αυτή του γκέτο, έννοια με συνδηλώσεις σχετικές με τις ιδέες της περίσσειας, που έχουμε ήδη συζητήσει: το γκέτο συλλαμβάνεται ως ένα είδος κοινωνικού σκουπιδοντενεκέ στον οποίο ρίχνεται το προλεταριάτο, όπου οι κρατικοί φορείς συχνά φοβούνται να πάνε και όπου απουσιάζει η αγορά. Η έννοια του γκέτο σηματοδοτεί την περίσσεια, την εξωτερικότητα προς την (τυπική) οικονομία, και, επίσης, τείνει να συνδέει την δεύτερη με την έννοια της φυλής. Τα γκέτο είναι, φυσικά, πραγματικότητα σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Αλλά οι φτωχοί στη Βρετανία δεν ζουν σε γκέτο με οποιαδήποτε έννοια παρά μόνο μεταφορικά: οι φτωχικές κατοικίες στη Βρετανία είναι μικρές, συνήθως μεικτές εθνοτικά, ενσωματωμένες στις ευρύτερες πόλεις στις οποίες βρίσκονται, με τη διαχείριση και την αστυνόμευσή τους να γίνεται από το κράτος. Συνεπώς, δεν είναι πλεονάζουσες ή εξωτερικές με οποιαδήποτε απλοϊκή σημασία είτε ως προς το κράτος είτε την αγορά.

Αν μπορούμε να πούμε ότι αυτό που αποκαλούσαμε “αστική φτωχολογιά” ήταν ένας καθοριστικός ενεργός παράγοντας το 2011, αυτό ισχύει μόνο και μόνο επειδή αποτελεί μια ασθενή, ασαφή και απλά περιγραφική κατηγορία. Από τη στιγμή που θα προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε την περισσότερο τεχνικά καθορισμένη κατηγορία του πλεονάζοντος πληθυσμού στην περίπτωση αυτή, πέφτουμε σε προβλήματα. Φυσικά, δεν ήταν εντελώς παράλογο να θέλουμε να κάνουμε κάτι τέτοιο: υπήρχε ένα κάποιο είδος διαισθητικού “ταιριάσματος”, τουλάχιστον στο επίπεδο της αναπαραστατικής σκέψης. Η χειροπιαστή, διαρρηκτική παρουσία διαφόρων στρωμάτων ανθρώπων στους δρόμους, που είναι κατά τα συνήθη απόβλητοι, αποκλεισμένοι με διάφορους τρόπους, ήταν μια από τις πιο εντυπωσιακές πτυχές του 2011.

Αυτό μας έφερε αντιμέτωπους με τρία ερωτήματα. Πρώτον: πώς να θεωρητικοποιήσουμε τα κοινωνικά υποκείμενα που εξεγέρθηκαν το 2010-11, και να ταυτοποιήσουμε τους τρόπους με τους οποίους αυτοί οι άνθρωποι εμφανίζονται πραγματικά ως “αποκλεισμένοι” ή περιθωριακοί, χωρίς να ταυτίσουμε κάτι τέτοιο με την γενική πολιτικο-οικονομική λογική της παραγωγής ενός πλεονάζοντος πληθυσμού; Δεύτερον: πώς να επανασυνδέσουμε αυτόν τον αποκλεισμό ή την περιθωριοποίηση με την ιδέα του πλεονάζοντος πληθυσμού από την στιγμή που έχουμε διακρίνει αυτή την ιδέα από αυτόν τον πληθυσμό; Τρίτον: πώς μπορεί να σχετίζονται αυτά τα ζητήματα με τα βαθύτερα προβλήματα της επαναστατικής υποκειμενικότητας και οργάνωσης;

Κοιτώντας την ιστορία των αστικών ταραχών στην Βρετανία, είναι φανερό ότι αυτέ είναι ευκρινώς περιοδολογήσιμες και ότι η περίοδος της πραγματικής ανάδυσης της σύγχρονης μορφής τους – όπως και τόσα άλλα πράγματα – συμπίπτει με την καπιταλιστική αναδιάρθρωση που έχει συμβεί μετά τη δεκαετία του 1970. Αν η τάση παραγωγής ενός πλεονάζοντος πληθυσμού, σε παγκόσμιο επίπεδο, μας δίνει μια κάποια βάση για να εξηγήσουμε αυτή την περίοδο αναδιάρθρωσης, τότε αυτη η ίδια τάση θα μπορούσε, υποθέσθω, να συνδεθεί με την ανάδυση των σύγχρονων αστικών ταραχών σε αυτή την περίοδο, χωρίς να είναι απαραίτητο να εδραιώσουμε μια άμεση ταύτιση ανάμεσα στις αστικές ταραχές και τον “πλεονάζοντα πληθυσμό” ως ένα απλό και συνεκτικό κοινωνικό υποκείμενο.

Από την δεκαετία του 1970 έχουμε, φυσικά, δει αυξανόμενη και γενικευμένη ανασφάλεια, καθώς η σταθερή απασχόληση στην βιομηχανία έδωσε τη θέση της στην απασχόληση από το κράτος και την τομέα των υπηρεσιών. Αλλά αυτές οι εξελίξεις ήταν άνισες, πλήττοντας κάποια κομμάτια της εργατικής τάξης νωρίτερα από κάποια άλλα. Πριν από την εκτεταμένη αποβιομηχάνιση στην Βρετανία, η βρετανική εργατική τάξη ήταν φυσικά διαστρωματωμένη, με ένα περισσότερο ανασφαλές, παράτυπο στρώμα στον “πάτο”, επιρρεπές στην αποβολή από την απασχόληση σε εποχές οικονομικής ύφεσης, όπως αυτές στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970: ένας κλασικός εφεδρικός βιομηχανικός στρατός. Αυτοί οι εργάτες, στα φυλετικοποιημένα περιθώρια της οργανωμένης εργατικής τάξης, ήταν από τους πρώτους που ένιωσαν την κρίση της δεκαετίας του 1970. Χτυπήθηκαν δυσανάλογα από την ανεργία και δεν μπόρεσαν να επανα-απασχοληθούν στις καινούριες αναδυόμενες γραμμές παραγωγής, μιας και αυτές οι γραμμές δεν απασχολούσαν, στην πραγματικότητα, πολύ κόσμο.

Αν ο πλεονάζων πληθυσμός έχει οποιαδήποτε χρησιμότητα, σε αυτή την ιστορία, για την ταυτοποίηση μιας άμεσης κοινωνιολογικής πραγματικότητας, είναι εδώ, όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διακρίνουμε ένα συγκεκριμένο στρώμα σε σχέση με την υπόλοιπη εργατική τάξη. Όμως, για να ερμηνεύσουμε την αποβιομηχάνιση, που όντως εκκινήθηκε από το σημείο αυτό, είναι απαραίτητο να πάμε πέρα από το στενά πολιτικο-οικονομικό επίπεδο, στο οποίο έχει “σφυρηλατηθεί” αυτή η θεωρία. Αυτό συμβαίνει γιατί ο χρόνος και ο χαρακτήρας της αποβιομηχάνισης στη Βρετανία είναι αξεδιάλυτα από την συγκεκριμένη δυναμική της ταξικής πάλης εκεί, και από τις πολιτικές διαμεσολαβήσεις αυτής της πάλης.

Αν και η βιομηχανική βάση της Βρετανίας ήταν σε παρακμή από καιρό, η διάλυση από την Θάτσερ επιχειρήθηκε ενεργά, τουλάχιστον εν μέρει για στρατηγικούς λόγους. Αν τα επισφαλή περιθώρια της εργατικής δύναμης αυξήθηκαν στην Αγγλία από το 1970 και μετά, αυτό δεν μπορεί να αναχθεί πλήρως στην παγκόσμια γενική τάση παραγωγής ενός πλεονάζοντος πληθυσμού.

Χρειαζόμαστε αναφορές στις συγκεκριμένες πολιτικές διαμεσολαβήσεις, έστω κι επειδή αυτή η γενική τάση μπορεί να συμβάλλει στην κατανόησή μας για το τι διαμεσολαβείται από αυτές τις διαμεσολαβήσεις.

Είναι ανάμεσα σε αυτά τα πιεζόμενα κομμάτια της εργατικής τάξης – τα πιο επισφαλή, παράτυπα, φυλετικοποιημένα στρώματα, που αγωνίζονταν να επανα-απορροφηθούν από την αγορά εργασίας – που οι ταραχές έγιναν ιδιαίτερα σημαντικός τρόπος πάλης, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, και φαίνεται εύλογο να υποθέσουμε ότι αυτή η άρτι θεμελιωμένη σημαντικότητα είναι άμεσα σχετιζόμενη με την απουσία πιθανοτήτων για “κανονική”, ρυθμιζόμενη, παράγουσα ανάγκες και διεκδικητική εργασία “κορπορατίστικου” τύπου. Στις εξελίξεις που διαπλέκονται διαλεκτικά με αυτούς τους αγώνες, η αστυνομία ανέπτυξε, αυτή την περίοδο, όλο και περισσότερο καινούριες τακτικές καταστολής, που στόχευαν συγκεκριμένα τις φτωχές αστικές γειτονιές. Μπορεί κανείς να πει ακόμα και ότι οι ταραχές, και η καταστολή τους, έγιναν ένα είδος “ενδιάμεσου” με τον οποίον ρυθμίζονταν οι ταξικές σχέσεις στην απουσία του “κανονικού” τρόπου ρύθμισης που εξασκείται από την διαπραγμάτευση για τον μισθό κ.λπ. Δεν πρόκειται για διαστροφή: ιστορικά οι ταραχές έχουν προωθήσει διεκδικήσεις στις οποίες το κράτος έκανε παραχωρήσεις. Αυτό αποδείχτηκε αληθές το 2011, όπως αποδείχτηκε και το 1981· πιο πρόσφατα αποδείχτηκε στις ΗΠΑ, μετά τις ταραχές στο Ferguson18.

Στο Endnotes 3 ονομάσαμε την κοινωνική λογική του στιγματισμού που συνδέεται με τέτοιες εξελίξεις ως “αποκειμενοποίηση” [abjection] – μια έννοια δανεισμένη από το πρόσφατο βιβλίο της Imogen Tyler19 Revolting Subjects20 (Zed Books 2013). Εξαιτίας τής, κατά κάποιον τρόπο, αμφιλεγόμενης προέλευσής του, δεν συμπαθούσαμε ιδιαίτερα τον συγκεκριμένο όρο, ο οποίος, παρ’ όλα αυτά, φαινόταν αρκετά κατάλληλος σαν όνομα για κάποιες συγκεκριμένες προβληματικές με τις οποίες παλεύαμε21. Αυτό που είναι χρήσιμο είναι το γεγονός ότι ο όρος κατονομάζει ένα συγκεκριμένο είδος αφηρημένης δομής στην οποία κάτι είναι “απόβλητο”, σημαδεύτεται ως “ξεπεσμένο” ή “ενδεχομενικό” χωρίς, στην πραγματικότητα, όμως, να εξωτερικοποιείται. Η συνάφεια μιας τέτοιας δομής στο παρόν πλαίσιο πρέπει να είναι προφανής: οι αρχικά φυλετικοποιημένες κοινότητες που υπόκειντο στις μορφές καταπίεσης οι οποίες αναπτύχθηκαν αυτή την περίοδο, στιγματίζονται κοινωνικά ως πρόβλημα – ή ακόμα και ως ένα είδος απόρριψης από το υγιές σώμα της κύριας πολιτικής – χωρίς να εξωτερικοποιούνται στην πραγματικότητα με οποιαδήποτε έννοια είτε από την οικονομία είτε από το κράτος.

Η αστυνομική καταστολή καραδοκεί σε μεγάλο βαθμό στην άμεση εμπειρία της “αποκειμενοποίησης” με αυτή την έννοια, αλλά ο όρος έχει επίσης την πρόθεση να συλλάβει ευρύτερες κοινωνικές διαδικασίες, όπως οι ηθικιστικές εκστρατείες του αντιδραστικού τύπου ή η μόνιμη εμμονή των πολιτικών με διάφορα αποτυχημένα υποκείμενα του έθνους. Δεν πρόκειται για ασύνδετες στιγμές· αντίθετα, θα μπορούσαμε να επεξεργαστούμε συγκεκριμένες συνδέσεις μεταξύ όλων αυτών έτσι ώστε να δούμε ένα συγκεκριμένο κοινωνικο-πολιτικό σχήμα της καταπίεσης.

Η αποκειμενοποίηση φαίνεται ότι θα μπορούσε να σχετιστεί, με έναν διαμεσολαβημένο τρόπο, με την παραγωγή και διαχείριση ενός πλεονάζοντος πληθυσμού εκείνη την συγκεκριμένη ιστορική στιγμή της δεκαετίας του 1970, στο ξεκίνημα της αναδιάρθρωσης. Οι διαμεσολαβήσεις αυτές, όμως, χρειάζονται προσεκτική διαύγαση. Άλλωστε – αν και υπήρχε τουλάχιστον μια σημαντική αλληλεπικάλυψη – οι στιγματισμένες αστικές κοινότητες που αποτελούσαν τα “κύρια αποκείμενα” αυτού του καινούριου τύπου αστυνόμευσης, δεν αποτελούνταν, φυσικά, αποκλειστικά από εργάτες στα περιθώρια της βιομηχανικής απασχόλησης. Επιπλέον, καθώς η Βρετανία αποβιομηχανοποιούνταν και καθώς γενικότερες παγκόσμιες τάσεις στην παραγωγή πλεονάζοντος πληθυσμού άρχισαν να γίνονται αισθητές, ιδιαίτερα ως μια γενικευμένη αποσύνθεση της εργατικής τάξης, η συσχέτιση αυτών των χαρακτηριστικά φυλετικοποιημένων κοινοτήτων, με την ειδική λειτουργία ενός εφεδρικού στρατού εργασίας, κατέπιπτε. Η ανεργία γενικεύτηκε εξαιρετικά στην Βρετανική οικονομία, για να ξεπεραστεί, αργά, από μια εξαιρετικά ευέλικτη και επισφαλή αγορά εργασίας. Ενώ η σύνδεση των φυλετικοποιημένων περιθωρίων της εργατικής τάξης με έναν εφεδρικό στρατό μειωνόταν, η αστυνομική καταστολή ανέβαινε.

Αν η ανάπτυξη νέων τύπων καταστολής συνδέεται σε κάποιο βαθμό, αρχικά, με την διαχείριση ενός πλεονάζοντος πληθυσμού, αυτή η σύνδεση γίνεται όλο και πιο ισχνή καθώς προχωράμε στις δεκαετίες του 1980 και 1990. Μπορεί κανείς να μιλήσει για μια αναπτυσσόμενη “αυτοματοποίηση” του εργαλείου της καταπίεσης και των, σχετιζόμενων με αυτήν, λογικών στιγματισμού και φυλετικοποίησης. Με αυτό εννοούμε ότι ένα εργαλείο που, αρχικά, έμοιαζε να εφαρμόζεται συγκεκριμένα σε αμιγή, οικονομικά περιθωριοποιημένα κομμάτια της τάξης, αποσυνδέεται από αυτή την στενή λειτουργία. Αν και όσοι υπόκεινται σε αυτές τις διαδικασίες αποκειμενοποίησης φτάνουν να συμβολίζουν τα όρια της επιβεβαιώσιμης τάξης, αυτά τα όρια είναι στην πραγματικότητα ασταθή, μετατοπιζόμενα και ατελώς καθορισμένα. Γίνονται περισσότερο μια κοινωνικο-πολιτική ή, ίσως, κοινωνικο-πολιτισμική, παρά πολιτικο-οικονομική κατασκευή. Αν αυτό όντως ισχύει, είναι πολύ αμφισβητήσιμο ότι έχουμε οποιαδήποτε πιθανότητα να πετύχουμε κάπως στην κατασκευή του αντικειμένου αυτού του εργαλείου με καθαρούς πολιτικο-οικονομικούς όρους. Ποιος “αποκειμενικοποιείται” λοιπόν; Μπορούμε να απαντήσουμε προσωρινά και κάπως ταυτολογικά: εκείνοι/ες που προσδιορίζονται ως τέτοιοι/ες από το γεγονός ότι είναι το αντικείμενο αυτών των διαδικασιών καταστολής. Δεν υπάρχει συγκεκριμένο προϋπάρχον στίγμα ή κοινωνική κατηγοριοποίηση που πρέπει καθαυτή να σημαδεύει απαραίτητα ή αναπόφευκτα κάποιον/α ως αντικείμενο αυτών των διαδικασιών· κάτι που δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες που καταλήγουν να αναπαράγονται σε τέτοιες θέσεις. Η αποκειμενοποίηση σχετίζεται πολύ στενά – χωρίς να ταυτίζεται – με την φυλετικοποίηση.

Αν, κάποτε, οι μηχανισμοί της αποκειμενοποίησης μπορούσαν να σχετιστούν με μια συγεκριμένη λειτουργία στην κρατική διαχείριση των επισφαλών περιθωρίων της βιομηχανικής εργατικής τάξης, καθώς το αντικείμενο αυτής της διαχείρισης διαλύεται κοινωνικά, η ίδια αυτή η λειτουργία θα έμοιαζε να τίθεται εν αμφιβόλω. Αν κάτι είναι υπό “διαχείριση”, μέσω της αποκειμενοποίησης, δεν είναι πλέον αυτονόητο ακριβώς ποιο είναι αυτό, από ποιον, και με ποιο σκοπό. Έχουμε τυφλά κοινωνικά σχήματα στιγματισμού και καταπίεσης που είναι αρκετά γενικά και, συνεπώς, δεν μπορούν να ειδωθούν ως έργο μιας κάποιας συνωμοσίας. Και έχουμε, επίσης, τη συνεχιζόμενη λειτουργία τυποποιημένων δομών εξουσίας και καταπίεσης μέσα σε αυτά τα σχήματα, με την αστυνομία, τους πολιτικούς και τα ΜΜΕ να παίζουν σημαντικούς ενεργούς ρόλους – αν και, γενικά, ανταποκρινόμενοι εν μέρει στα πολύ πραγματικά (συν)αισθήματα των πολιτών. Στην πορεία μπορεί να γίνει αντιληπτό ένα καινούριο είδος “λειτουργίας”, καθώς η γενικευμένη ανασφάλεια της μετα-βιομηχανικής εργατικής δύναμης επιδεινώνεται από την εξασθένιση της αλληλεγγύης εδώ και οι άνθρωποι στρέφονται πολύ άμεσα ο ένας εναντίον του άλλου. Αλλά αυτό “δουλεύει” μόνο με μια διεστραμμένη έννοια: δεν είναι το προϊόν οποιουδήποτε σχεδίου ή πρόθεσης· είναι ένα εντελώς “παράλογο” αποτέλεσμα, αποτέλεσμα που, ωστόσο, αποδεικνύεται, τελικά, χρήσιμο, με κάποιους τρόπους, στο κεφάλαιο και το κράτος στον βαθμό που αποδυναμώνει περαιτέρω τους δυνητικούς ανταγωνιστές τους22.

Αν εδώ μιλάμε μάλλον για τα υποκείμενα της “αποκειμενοποίησης, παρά για “πλεονάζοντα πληθυσμό”, τι μπορούμε να πούμε για το αποκείμενο ως κοινωνικό υποκείμενο; Οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν όχι την δημιουργία μιας καινούριας μορφής κοινωνικού (ή δυνητικά, επαναστατικού) υποκειμένου αλλά μάλλον το πρόβλημα της ύπάρξης του οποιουδήποτε ταξικού υποκειμένου. Καθαυτό, αυτό που αποκειμενοποιείται θα έμοιαζε να είναι εξ ορισμού μη-επιβεβαιώσιμο, μη-ενοποιήσιμο, γιατί δεν έχει μια δική του (αφεαυτού) θετική ύπαρξη, αλλά είναι απλά η άρνηση κάποιου άλλου. Αυτοί/ές που αποκειμενοποιούνται δεν είναι τίποτα άλλο από το προλεταριάτο. Πιο συχνά από ό,τι όχι, είναι εργάτες, φοιτητές κ.λπ. Μόνο που είναι εργάτες, φοιτητές κ.λπ. που δαιμονοποιούνται, που πετιούνται έξω από την περίφραξη της κοινωνικής αξιοπρέπειας. Αυτές οι εξελίξεις αντιπροσωπεύουν προβλήματα της συγκρότησης ενός ενοποιημένου ταξικού υποκειμένου· πραγματικά, είναι άμεσες εκφράσεις της αποσύνθεσης της τάξης. Το αποκείμενο προβάλλεται ως ένα είδος οριακής έννοιας μιας επιβεβαιώσιμης κοινωνικής τάξης, σε μια λειτουργία κατά την οποία η ίδια η τάξη ορίζεται αρνητικά ως προς αυτό που έχει αποκειμενοποιηθεί. Το “Δεν είμαστε όπως αυτοί” αντικαθιστά το “εργάτες ενωμένοι ποτέ νικημένοι”. Και ως τέτοια, η αποκειμενοποίηση μπορεί να έχει μια κάπως κλασματοδιαστατική23 ποιότητα: δεν εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε μια κοινωνική ομάδα, αλλά εντός και ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, ανάλογα, σε κάποιον βαθμό, με το πού βρίσκεται κανείς στο κοινωνικό τοπίο. Πάντα υπάρχει κάποιος που είναι περισσότερο αποκειμενοποιημένος από σένα.

Αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να αποκτήσει (θετική) αξία ή να ειδωθεί ρομαντικά ή να προβληθεί ως μια θετική βάση για κάποιο μελλοντικό κοινωνικό υποκείμενο. Αν είναι μια φορά κατάρα να “καταντά” κανείς προλετάριος, τότε είναι δυο φορές το να αποκειμενοποιείται. Ούτε ο πλεονάζων πληθυσμός ούτε το αποκείμενο παρέχουν οποιαδήποτε έσχατη απάντηση στο πρόβλημα του επαναστατικού φορέα· εκφράζουν, αμφότερα, πτυχές αυτού του προβλήματος, και είναι από αυτό το πρόβλημα που πρέπει να ξεκινήσουμε. Αυτό που είναι καθαρό είναι ότι, όποιο σχήμα κι αν πάρει μια μελλοντική ενότητα της τάξης, δεν θα είναι κάποια που θα ηγεμονεύεται από την μορφή ενός εξελιγμένου βιομηχανικού εργάτη· αν και μοιάζει, εξίσου καθαρό, ότι ούτε κανένα “αποκείμενο” ή “πλεονάζον” υποκείμενο δεν μας προσφέρει καθαυτό μια προφανή εναλλακτική. Παρ’ όλα αυτά, θα εξακολουθούμε να ερχόμαστε αντιμέτωποι με το πρόβλημα, καθώς οι άνθρωποι που αγωνίζονται έχουν την τάση να συνθέτουν και να επεκτείνουν κάποιου είδους ενότητα για να μπορέσουν να προχωρήσουν μπροστά. Και οι συνδυαστικές διαδικασίες των αγώνων μπορούν να είναι ανεξάντλητα δημιουργικές.

1 Το παρόν άρθρο βασίζεται σε μια ομιλία που δόθηκε στο Βερολίνο στις αρχές του 2014. Επιχειρήματα στις ενότητες 2 και 3 αντλούν από το έργο του Aaron Benanav: A Global History of Unemployment, υπό έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Verso.

2 Ενώ στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, αυτό το δεύτερο τμήμα είναι στην πραγματικότητα η συντριπτική πλειοψηφία, ανάλογες διαιρέσεις και συγκρούσεις είναι επίσης εμφανείς.

3 Είναι εν μέρει εξαιτίας αυτού του λόγου, που οι πιο επισφαλείς θεωρούνται συχνά ως “άχρηστοι” με τον ένα ή τον άλλο τρόπο· ως upstart νεολαία, ως παράνομοι μετανάστες κ.ο.κ. Δείτε την ενότητα σχετικά με το αποκείμενο, στη συνέχεια.

4 Μαρξ, Κεφάλαιο, τομ. 1 (MECW 35) σελ. 634-635.

5 Μαρξ, Κεφάλαιο, τομ. 1 (MECW 35), σελ. 638-647.

6 Δείτε το “Αθλιότητα και Χρέος”, Endnotes 2, εκδ. φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, σελ.

7 Δεν θα πρέπει κανείς να αντιμετωπίζει την αμοιβαία αναπαραγωγή κεφαλαίου-εργασίας ωσάν να συλλαμβάνεται από ένα μοναδικό κοινωνικό “σύστημα”, έγκυρο σε κάθε επίπεδο και για κάθε έθνος-κράτος· το βασικό πλαίσιο ανάλυσης για τέτοια ζητήματα είναι απαραίτητα παγκόσμιο. Ούτε, όμως, μπορούμε φυσικά να σκεφτόμαστε με όρους ενός αδιαφοροποίητου παγκόσμιου επιπέδου: οι μεμονωμένες εθνικές οικονομίες πρέπει να συλλαμβάνονται διαφορικά εντός ενός παγκοσμίου επιπέδου. Συνεπώς, ο μεταπολεμικός διακανονισμός δεν ήταν, φυσικά, κάποια ομοιόμορφη παγκόσμια διευθέτηση: εφαρμόστηκε συγκεκιμένα στις Δυτικές βιομηχανοποιημένες χώρες, ενώ κάποιες ανάλογες διευθετήσεις μπορούν να γίνουν αντιληπτές στις χώρες του Ανατολικού μπλοκ (και, πράγματι, η πίεση για έναν τέτοιο διακανονισμό προερχόταν εν μέρει από την γεωπολιτική πόλωση ανάμεσα στα δυο αυτά μπλοκ). Αλλά στον βαθμό που αυτά τα μέρη στα οποία εφαρμόστηκε αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία του εκβιομηχανισμένου κόσμου, είναι εύλογο να σκεφτεί κανείς ότι αυτός ο “διακανονισμός” χαρακτηρίζει τη γενική φύση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων αυτής της εποχής. Η ουσιώδης φύση αυτού του διακανονισμού ήταν ότι το κράτος θα ρύθμιζε την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης από την οποία εξαρτάται το κεφάλαιο, καθώς οι μεμονωμένοι καπιταλιστές – που σχετίζονταν με αυτή την αναπαραγωγή αναγκαστικά ως μια εξωτερικότητα – ήταν ανίκανοι να την φροντίζουν οι ίδιοι.

8 Screamin’ Alice: “On the Periodisation of the Capitalist Class Relation”, (“Για την περιοδολόγηση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης”), SIC 1, Νοέμβριος 2011.

9 Βλέπε: Ching Kwan Lee: “Against the Law: Labour Struggles in China’s Rustbelt and Sunbelt, University of California, 2007.

10 Το γεγονός ότι αυτή η επιβράδυνση λαμβάνει χώρα σε ολόκληρο τον κόσμο – φυσικά, με κάποιες τοπικές εξαιρέσεις – είναι η ίδια μια απόδειξη κατά της θεωρίας μιας απλής μετατόπισης της ζήτησης από τη βιομηχανία στις υπηρεσίες.

11 Δεν αποτελούν υπηρεσίες όλα αυτά τα είδη εργασίας. Για παράδειγμα, η βιομηχανία ενδυμάτων απαιτούσε πάντα πολύ λεπτεπίλετη ραπτική δουλειά. Δουλειά που αποδείχτηκε δύσκολο να εκμηχανιστεί περισσότερο μετά την εφεύρεση των ραπτομηχανών, με αποτέλεμα να παραμένει ένας σημαντικός εργοδότης. Είτε αφορά προϊόντα είτε υπηρεσίες, ένα πράγμα παραμένει σταθερό: επειδή ο μισθός αποτελεί ένα τόσο μεγάλο μέρος του τελικού κόστους αυτών των αγαθών, αυτοί οι τομείς απασχολούν σε πολύ μεγάλο βαθμό γυναίκες, των οποίων η εργατική δύναμη μπορεί να βρεθεί στην αγορά εργασίας σε μια τιμή κάτω του μέσου όρου. Δες το: “Λογική του Φύλου”, Endnotes 3, φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015, για την σχέση ανάμεσα στο φύλο και την διαφοροποίηση στην τιμή της εργατικής δύναμης.

12 Mαρξ, Κεφάλαιο, τομ. 1 (ΜECW 35), σελ. 637.

13 Tο ποσοστό των υπηρεσιών στην απασχόληση είναι επίσης χαμηλότερο και στην Ιαπωνία, γύρω στο 70%.

14 Αυτό αληθεύει σε μικρότερο βαθμό σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, στις οποίες δεν υπάρχει βασικά κοινωνική προστασία, και όπου περισσότερο από το μισό της εργατικής δύναμης είναι συχνά “άτυπο”, και μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτού του πληθυσμού έχει την εμπειρία της κινητικότητας εντός ή εκτός του “τυπικού” τομέα της εργασίας.

15 Έχουμε συζητήσει αυτό το ζήτημα και πριν, σε σχέση με τις ταραχές στην Αγγλία το 2011. Δείτε και το κείμενο “Μια πλημμυρίδα σηκώνει όλες τις βάρκες”, Endnotes 3, φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, σελ. 118–19.

16 Ο ίδιος ο Μαρξ επεκτείνει αυτή την κατηγορία στα ορφανά και τους ηλικιωμένους!

17 Η παρατυπία διακρίνεται συνήθως από την παρανομία. Ο παγκόσμιος τομέας παράτυπης εργασίας περιλαμβάνει όλους εκείνους που δουλεύουν νόμιμα, αλλά χωρίς καμμιά προστασία, ή σε εταιρείες με λιγότερους από πέντε εργαζόμενους. Συνεπώς, δεν περιλαμβάνει όσους εργάζονται σε παράνομη σεξουαλική εργασία ή εμπλέκονται σε εμπόριο ναρκωτικών κ.λπ.

18 Δείτε το άρθρο “Brown vs. Ferguson”, στο παρόν 4ο τεύχος για μια ανάλυση.

19 Στμ. Η Imogen Tyler είναι θεωρητικός της κοινωνίας [social theorist] και κοινωνιολόγος, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ. Όπως λέει η ίδια στο ιστολόγιο https://socialabjection.wordpress.com το κύριο ενδιαφέρον της είναι οι ανισότητες και τα σύνορα “οποιουδήποτε είδους”.

20 Tyler, Revolting Subjects: Social Abjection and Resistance in Neoliberal Britain. H Tyler ανέπτυξε αυτή τη θέση ως μια γενικού σκοπού κατηγορία της ψυχο-κοινωνικής θεωρίας, μέσα από μια κριτική “αναμέτρηση” με τον Georges Bataille και την Julia Kristeva, παίρνοντας αποστάσεις, ιδιαίτερα, από την αντιδραστικές πολιτικές απόψεις της δεύτερης.

21 Χρησιμοποιήσαμε τον όρο abject ως όνομα για κάποιες εν μέρει ανάλογες – αλλά σε καμμιά περίπτωση ταυτόσημες – δομές, στο “Λογική του Φύλου”, επίσης στο ίδιο τεύχος (Endnotes 3).

22 Πραγματικά, από μια άλλη σκοπιά – αυτήν μιας υποτιθέμενης προλεταριακής ενότητας – μπορεί να δει κανείς αυτές τις εξελίξεις σαν ζήτημα καθαρής δυσλειτουργίας.

23 Στμ. Αποδίδονται και ως μορφοκλασματικές δομές (αγγλικά fractal): στα Μαθηματικά, τα φράκταλ ορίζονται ως απείρως αυτοόμοιες, επαναλαμβανόμενες μαθηματικές δομές με κλασματική διάσταση. Χαρακτηριστικά φράκταλ εμφανίζουν και αρκετές δομές στη φύση, χωρίς φυσικά τη δυνατότητα της άπειρης “μεγένθυσης”. Ο όρος επινοήθηκε από τον μαθηματικό Μάντελμπορτ το 1975.

Τι μπορούμε να καταλάβουμε μέχρι τώρα από τις διαδηλώσεις στο Ιράν;

αναδημοσίευση από το dndf.org

1. Φαίνεται ότι ξεκίνησαν σαν ένα πολιτικό σχέδιο/τέχνασμα των συντηρητικών (της φράξιας του Κράτους που είναι κοντά στον Ανώτατο Ηγέτη και τον Στρατό) με σκοπό να αναδείξουν τα οικονομικά δεινά του λαού ώστε να επιρρίψουν την ευθύνη γι’ αυτά στον εν ενεργεία πρόεδρο ο οποίος προέρχεται από την συντηρητική-φιλελεύθερη πτέρυγα των μεταρρυθμιστών (που είναι ως επί το πλείστον φιλελεύθεροι τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά). Φαίνεται ότι το σχέδιο έγινε μπούμερανγκ για τους εμπνευστές του καθώς στις διαδηλώσεις συντάχθηκε και πολύς άσχετος κόσμος στρέφοντάς τις τελικά σε διαδηλώσεις ενάντια σε ολόκληρο το πολιτικό κατεστημένο.

2. Μέχρι τώρα, τα κύρια συνθήματα που ακούγονται είναι τα παρακάτω: Ανεξαρτησία, Ελευθερία, η Ιρανική Δημοκρατία (ως μια κριτική παρατήρηση στο κύριο σύνθημα της επανάστασης του 1979 που ήταν Ανεξαρτησία, Ελευθερία, Ισλαμική Δημοκρατία)· ούτε Γάζα, ούτε Λίβανος, τη ζωή μου για το Ιράν· οι μάζες πρέπει να παρακαλάνε ενώ ο Ανώτατος ηγέτης κυβερνά ελέω Θεού· άλλα συνθήματα εναντίον των βασικών ηγετών της χώρας αλλά επίσης εναντίον και των παρεμβάσεων του Ιράν στην περιοχή· σποραδικά συνθήματα υπέρ του προτελευταίου βασιλιά του Ιράν, Ρεζά Σάχη (βασιλιάς του Ιράν από το 1925 μέχρι το 1941), αυτός στον οποίο κυρίως πιστώνεται η σφυρηλάτηση του σύγχρονου ιρανικού κράτους, και ο εκμοντερνισμός της χώρας πριν αναγκαστεί να παραιτηθεί από τον θρόνο με την Αγλλο-σοβιετική εισβολή στο Ιράν, και να αντικατασταθεί από τον γιο του (Ρεζά Παχλεβί).

3. Οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν στην Mashhad, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, και στη συνέχεια επεκτάθηκαν και σε άλλες πόλεις. Στην Τεχεράνη, την πρωτεύουσα, οι διαδηλώσεις είναι μέχρι στγμής “θηλυπρεπείς”, περιορισμένες κυρίως σε περιοχές γύρω από το Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης και έχοντας μια πιο έκδηλη/εμφανή πολιτική πλευρά, περιλαμβάνοντας κυρίως τους φοιτητές από διάφορα πανεπιστήμια της περιοχής. Το γεγονός ότι οι διαδηλώσεις συμβαίνουν σε πάρα πολλές πόλεις, ακόμα και μικρές, είναι η μεγαλύτερη αντίθεση σε σχέση με τις διαδηλώσεις που συνέβησαν το 2009 που ήταν περιορισμένες κυρίως στην Τεχεράνη και άλλες μεγάλες πόλεις.. Ο αριθμός των ανθρώπων που διαδηλώνουν είναι πολύ μικρότερος από αυτόν του 2009 και οι διαδηλώσεις έχουν εντονότερο οικονομικό χρώμα ενώ εκείνες του 2009 ήταν πιο πολιτικές.

4.Οι συντηρητικοί προσπαθούν να πουν ότι οι διαδηλώσεις ήταν και είναι κυρίως σχετικά με τις οικονομικές αδυναμίες της παρούσας κυβέρνησης και ότι λίγοι άνθρωποι εδώ κι εκεί που σχετίζονται με ξένες κυβερνήσεις έχουν προσπαθήσει να τις στρέψουν σε διαδηλώσεις ενάντια στο καθεστώς. Οι μεταρρυθμιστές αιφνιδιάστηκαν εντελώς, αρχικά ισχυρίστηκαν ότι οι διαδηλώσεις ήταν ένα σχέδιο των συντηρητικών που τους γλίστρησε μέσα από τα χέρια τους. Τώρα είναι πιο μετρημένοι στην ανάλυσή τους αλλά δεν έχουν καμμιά συγκεκριμένη ιδέα. Οι ΗΠΑ, το Ισραήλ και τα Σαουδικά κράτη δίνουν έμφαση μόνο στα συνθήματα εκείνα που στρέφονται εναντίον του καθεστώτος συνολικά, ιδιαίτερα εκείνα που κριτικάρουν τις τοπικές παρεμβάσεις/εμπλοκές κι εκείνα τα σπάνια συνθήματα που διακηρύσσουν μια επιστροφή στο προ-επαναστατικό μοναρχικό καθεστώς.

5. Η Επανάσταση του 1979 απέτυχε να σκεφτεί και να δημιουργήσει μεγάλο ποσοστό από το δυναμικό της και τις υποσχέσεις της, όμως υλοποίησε ένα πράγμα σίγουρα, δημιούργησε το μοναδικό ανεξάρτητο Κρατικό μηχανισμό στη Μέση Ανατολή, το μόνο Κράτος που η εσωτερική του πολιτική, όσο κακή κι αν είναι, δεν υπερκαθορίζεται από τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και τη Ρωσία. Αυτό το όφελος, που είναι πολύ σημαντικό, καθιστά παρ’ όλα αυτά γελοία την απόδοση υπερβολικής έμφασης στον ρόλο των ξένων κρατών στο τι συμβαίνει στο Ιράν. Το Ιράν του σήμερα είναι έναν ανεξάρτητο Κράτος, έχει ένα πολιτικό καθεστώς που μπορεί να καυχιέται ότι έχει την ικανότητα να αντιτίθεται στα σχέδια των ΗΠΑ σε άλλες χώρες της περιοχής. Αν σε μια τέτοια χώρα υπάρχουν άνθρωποι που παρ’ όλα αυτά δέχονται να γίνουν πράκτορες ξένων κρατών αυτό είναι ως επί το πλείστον λάθος του καθεστώτος. Είναι το καθεστώς που θα πρέπει να εξηγήσει τι στο καλό έκανε τις προηγούμενες τέσσερις δεκαετίες ώστε να υπάρχουν άνθρωποι σήμερα στο Ιράν που να δέχονται ίσως να γίνουν πράκτορες των εγκληματικών ΗΠΑ, του Ισραήλ ή των Σαουδικών κρατών ή να υπάρχουν άνθρωποι τόσο απελπισμένοι ώστε να επιθυμούν μια επιστροφή στην λίθινη εποχή της μοναρχίας των Παχλεβί. Είναι λάθος του καθεστώτος που μια επανάσταση που θα μπορούσε να έχει γίνει μια πηγή δικαιοσύνης σε ολόκληρη την περιοχή έχει αποτύχει τόσο πολύ στην εσωτερική του πολιτική οικονομία ώστε να υπάρχουν άνθρωποι διατεθιμένουν να φωνάζουν αξιολύπητα συνθήματα. Συνεπώς, αντί να αναφέρεται στην παρουσία ξένων δακτύλων στις διαδηλώσεις αυτές, να μιλά για την παρουσία διαδηλωτών που δεν διστάζουν να δουλέψουν γι’ αυτά τα ξένα κράτη, το καθεστώς θα έπρεπε να ντρέπεται για το ότι έχει δημιουργήσει μια χώρα στην οποία υπάρχουν άνθρωποι που δεν διστάζουν να δουλέψουν γι’αυτά τα τρία προαναφερθέντα εγκληματικά κράτη.

6. Οι διαδηλώσεις αυτές είναι πολύ πιθανόν να κατασταλλούν, και μάλιστα αρκετά γρήγορα θα έλεγα, αλλά το μεγαλύτερο επίτευγμά τους είναι ότι έχουν αποκαλύψει γυμνή την διανοητική χρεωκοπία των ρεφορμιστών εντός του Ιράν. Όταν το 2013 ο κοσμος ψήφισε για τον Ρουχανί, τον πραγματικό πρόεδρο, για τον οποίον όλοι ήξεραν ότι είναι το πιο συντηρητικό και νεοφιλελεύθερο στοχείο ανάμεσα στους μεταρρυθμιστές, ήξεραν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή, γιατί το καθεστώς είχε μπλοκάρει την κάθοδο στις εκλογές όλων των άλλων κύριων μεταρρυθμιστών υποψηφίων. Ο κόσμος (κι εγώ) τον ψηφίσαμε, παρ’ όλα αυτά, επειδή τότε ο κίνδυνος ενός πολέμου προερχόμενου από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ έμοιαζε μια πολύ μεγαλύτερη απειλή. Ελπίζαμε ακόμα, τότε, ότι ο Ρουχανί θα προχωρούσε όλο και περισσότερο προς τα πιο φιλελεύθερα και αριστερά στοιχεία μέσα στο κίνημα των μεταρρυθμιστών. Το γεγονός είναι ότι έκτοτε το ακριβώς αντίθετο συνέβη, με άλλα λόγια αντί ο Ρουχανί να κινηθεί προς τα αριστερά, οι υπόλοιποι μεταρρυθμιστές μετατοπίστηκαν τόσο πολύ προς τα δεξιά που δύσκολα υπάρχει οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα σ’ αυτούς και τον Ρουχανί. Για το δυναμικό μεταρρυθμιστικό κίνημα που ξεκίνησε το 1997, η παρούσα κατάστασή του είναι η πιο θλιβερή από όλα τα πιθανά σενάρια τέλους. Αυτές οι διαδηλώσεις ίσως είναι η τελευταία ευκαιρία του να παραμείνει σχετικό και να αφυπνιστεί.

7. Ένα τελευταίο σημείο σχετικά με τα αντι-ισλαμικά, μερικές φορές αντι-αραβικά συνθήματα. Αυτά τα συνθήματα είναι απεχθή και κανείς θα έπρεπε να τα καταδικάσει ανελέητα. Παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να έχουμε υπόψιν κάποια πράγματα: το μετεπαναστατικό Ιρανικό κράτος είναι ένα φανατικό φιλο-αραβικό κράτος, όλες οι ιστορικές μορφές που απολαμβάνουν σεβασμού στο σύγχρονο Ιράν είναι Άραβες, από τον προφήτη Μωάμεθ μέχρι τους υπόλοιπους. Μετά την επανάσταση το 1979 έγιναν ακόμα και προσπάθειες να αλλάξει η γλώσσα της χώρας στα αραβικά, αλλά απέτυχαν. Θυμάμαι, δυο χρόνια πριν, όταν είχα πάει πίσω στο Ιράν, ότι υπήρχε ένας εξέχων κληρικός που μιλούσε στην εθνική τηλεόραση σχετικά με το ιδρυτικό κείμενο της σύγχρονης περσικής γλώσσας, που είναι το “Βιβλίο των Βασιλέων” (Shahnameh του Ferdowsi). Έλεγε ότι αν ο Ferdowsi δεν είχε γράψει αυτό το “σκατένιο” κείμενο (που τυχαίνει να είναι από τα απόλυτα αριστουργήματα της επικής ποίησης), θα μιλούσαμε σήμερα, και φυσικά, τη γλώσσα του Κορανίου. Ποιος γνωρίζει οποιαδήποτε άλλη χώρα στην οποία μια προεξάρχουσα μορφή του Κράτους θα μιλούσε με τέτοιο τρόπο για το πιο πολύτιμο κείμενο της γλώσσας της χώρας; Το γεγονός είναι ότι η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, ακόμα κι αν προάγει αμείλικτα μια θρησκευτική πολιτική βασισμένη στο Σιιτικό Ισλάμ στο Ιράν και στην περιοχή, έχει υπάρξει, με όρους ταυτοτήτων, το περισσότερο μη-ταυτοτιστικό Κράτος στον κόσμο. Το Κράτος ανοιχτά περιφρονεί και περιγελά το προ-ισλαμικό παρελθόν του Ιράν, σε τέτοιο βαθμό που υπάρχουν μοναδικές ιστορικές τοποθεσίες που χρονολογούνται εδώ και χιλιάδες χρόνια, ππυ έχουν εγκαταλειφθεί εδώ κι εκεί στο Ιράν, χωρίς κανείς να τα φροντίζει. Ο πραγματικός Ανώτατος ηγέτης του Ιράν προέρχεται από την Αζαρική (τουρκική) εθνότητα. Ακόμα και οι διακρίσες εις βάρος των Κούρδων και των Βαλούχων του Ιράν σχετίζονται με το γεγονός ότι αυτές οι δυο εθνότητες είναι Σουνίτες. Ένας σιίτης Κούρδος ή Βαλούχος στο σύγχρονο Ιράν δεν θα τα κατάφερνε χειρότερα από ό,τι οι άλλοι Ιρανοί. Αν προσθέσουμε σ’ αυτό το γεγονός ότι ο Σαντάμ Χουσείν επιτέθηκε στο Ιράν με μια ανοιχτά παναραβική ατζέντα, ένας πόλεμος που προκάλεσε τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων Ιρανών, ένα πόλεμος που υποστηρίχτηκε εντελώς από την πλειοψηφία των αραβικών κρατών (με το κράτος της Συρίας να αποτελεί μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις), μπορούμε να σχηματίσουμε μια καλλίτερη εικόνα του γιατί είμαστε μάρτυρες τέτοιων απεχθών αντιαραβικών συναισθημάτων στο Ιράν. Ελπίζω αυτά τα συναισθήματα να εξαφανιστούν, αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν εκφράζουν μια εδραιωμένη εχθρότητα προς τους Άραβες. Μάλλον είναι παραπλανημένες και χωρίς γνώση αντιδράσεις απέναντι σε μια υπερβάλλουσα πολιτική του ιρανικού κράτους. Τελειώνοντας, αν ένα πράγμα αξίζει σχετικά με το προ-ισλαμικό παρελθόν του Ιράν, ιδιαίτερα τον πιο αγαπητό αντιπρόσωπό του, την εποχή του Κύρου, του θεμελιωτή της αυτοκρατορίας των Αχαμενιδών, είναι η ξεχωριστή πολυπολιτισμικότητά της, το γεγονός ότι το Κράτος, για μια περίοδο, σταμάτησε να είναι ένα εθνικό Κράτος (όπως συνέβαινε, μέχρι τότε, να είναι η νόρμα παντού), και σεβάστηκε τις πολιτισμικές διαφορές των διαφόρων εθνοτήτων. Αυτοί οι αποπροσανατολισμένοι μαλάκες που φωνάζουν αυτά τα συνθήματα εναντίον άλλων εθνοτήτων στο Ιράν και αλλού, αναφερόμενοι όλοι στον Κύρο, θα έπρεπε να ξέρουν ότι κάνοντας κάτι τέτοιο στερούν από την ιστορία του Ιράν μια από τις πιο σημαντικές συνεισφορές της στην ανθρώπινη ιστορία, δηλαδή ότι δημιούργησε, για πρώτη φορά όπως φαίνεται, στην ιστορία ένα μη-εθνικό Κράτος· ντροπή σας, λοιπόν, κι εσάς!

Ιράν – η εργατική τάξη σηκώνει κεφάλι

Μια ανάλυση της κατάστασης στο Ιράν από μια αναρχική κομμουνιστική σκοπιά.

Αναδημοσίευση από το Libcom: http://libcom.org/news/iran-working-class-raises-its-head-07012018. Το πρωτότυπο άρθρο από στο: https://communistanarchism.blogspot.co.uk.

 

 

Αφότου ο “μετριοπαθής” κληρικός Χασάν Ρουχανί επανεξελέγη στις ιρανικές προεδρικές εκλογές το 2017, το καθεστώς του, που είχε προωθήσει νεοφιλελεύθερες ιδέες, συνέχισε στην ίδια πορεία. Ο τομέας της δημόσιας υγείας χτυπήθηκε τόσο πολύ που σχεδόν δεν υπάρχει πλέον, και η εξασφάλιση δουλειάς και η ασφάλεια στους χώρους εργασίας έχουν εξαφανιστεί. Πολλές δουλειές είναι τώρα επισφαλείς (συμβάσεις μικρής διάρκειας κ.λπ) ενώ οι επαγγελματίες γιατροί, τεχνικοί κ.λπ, έχουν δεί τα στάνταρ της διαβίωσής τους να πέφτουν δραστικά. Ενώ η πρωτεύουσα Τεχεράνη έχει αφεθεί να αναπτύσσεται, πολλές μεγάλες και μικρές πόλεις στην περιφέρεια έχουν δει τις συνθήκες να χειροτετεύουν, και το ίδιο ισχύει για τις παροχές/φροντίδα στις διάφορες εθνοτικές ομάδες εντός του Ιράν.

Πολύς κόσμος έχει αναγκαστεί να περικόψει δραστικά τις αγορές τροφίμων που προηγουμένως θεωρούνταν ουσίωδη (γαλακτοκομικά και κρεατικά). Η ανεργία αυξάνεται ασταμάτητα. Υπάρχει ένα ολόκληρο τμήμα των νέων που έχουν γεννηθεί τη δεκαετία του 1980, πολλοί από τους οποίους είναι απόφοιτοι των κολλεγίων και των πανεπιστημίων που δεν έχουν καταφέρει να βρουν δουλειά ή αν έχουν βρει κερδίζουν πολύ μικρούς μισθούς. Η ανεργία φτάνει το 40% και περισσότερο μεταξύ των νέων. Την περασμένη χρονιά έγινε ένας αριθμός από χαμηλών τόνων και με ελάχιστη κάλυψη διαδηλώσεων, πορειών και καθιστικών διαμαρτυριών. Αυτές περιλαμβάνανε τους οδηγούς των λεωφορείων που υποστήριζαν τις ανεξάρτητες συνδικαλιστικές οργανώσεις τους, συνταξιούχους που διαμαρτύρονταν εναντίον των αυξανόμενων επιθέσεων στα επιδόματά τους, δασκάλους και νοσηλευτές που διαμαρτύρονταν εναντίον των εργασιακών συνθηκών τους, και φοιτητές που αντιτίθενταν στην ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης.

Ο Ρουχανί προώθησε ένα καινούριο σχέδιο για απλήρωτη μαθητεία στην οποία οι φοιτητές αντιτέθηκαν έντονα. Ένας από τους ακτιβιστές ηγέτες των οδηγών λεωφορείων φυλακίστηκε και αντιμετωπίστηκε με αποκρουστικό τρόπο.

Η κατάσταση επιβαρύνθηκε με τον σεισμό της 12ης Νοεμβρίου. Αυτοί που επέζησαν αντιμετωπίστηκαν με περιφρόνηση από τους αξιωματούχους, γεγονός που μετέφερε ένα κύμα διάχυτης αηδίας/αποδοκιμασίας ανάμεσα στον ιρανικό πληθυσμό. Η κατάσταση επιδεινώθηκε περισσότερο με την ανακοίνωση του ετήσιου προϋπολογισμού από το καθεστώς Ρουχανί. Οι ζημιές από τους σεισμούς ανέρχοντας στα 600 εκατομμύρια δολλάρια αλλά η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να παράσχει ένα πρόγραμμα ανοικοδόμησης, αφήνοντας αυτό το καθήκον στις ατομικές δωρεές! Από την άλλη, διάφορες υπηρεσίες προπαγάνδας του καθεστώτος έλαβαν ένα κονδύλι 1,5 δισεκατομμυρίου δολλαρίων. Οι τιμές των καυσίμων αυξήθηκαν κατά 50%. Καμμιά χρηματοδότησε δεν δόθηκε για κρατικά προγράμματα κατασκευών.

Επιπρόσθετα, υπήρχε μια αυξανόμενη επίγνωση μιας εκτεταμένης διαφθοράς και καταχρήσεων μεταξύ των αξιωματούχων του καθεστώτος.

Τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο με την πρώτη διαμαρτυρία στην δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράν, την Mashdad, στις 28 Δεκεμβρίου. Η πόλη είναι ένα προπύργιο των μουλάδων και ένας φορολογικός παράδεισος για τους υπαλλήλους/λειτουργούς του καθεστώτος. Την ίδια στιγμή η πόλη έχει δει μια τεράστια αύξηση των περιοχών με παραγκουπόλεις.

Φαίνεται ότι η αρχική διαμαρτυρία στην Mashdad ξεκίνησε από φονταμενταλιστές αντιτιθέμενους στη “μεταρρυθμιστική” γραμμή του Ρουχανί – με άλλα λόγια σαν αντίθεση στο άνοιγμα του Ιράν στις ξένες επενδύσεις και σε μια συγκριτικά ηπιότερη γραμμή απέναντι στη Δύση. Όμως, σύντομα οι διαμαρτυρίες απλώθηκαν σε άλλες μεγαλύτερες και μικρότερες πόλεις και πήραν έναν διαφορετικό χαρακτήρα. Πολύ έντονα συμμετείχαν στις πορείς πολλοί νέοι, αυτοί με ηλικίες μεταξύ των 15 και 30, που δεν έχουν δουλειά ή προοπτικές δουλειάς ή δουλεύουν σε συνθήκες επισφάλειας. Οι διαμαρτυρίες επικεντρώθηκαν στις οικονομικές συνθήκες, τη διαφθορά της ελίτ και τον προϋπολογισμό. Αρχικά συνθήματα όπως “Κάτω η ακρίβεια!” σύντομα συμπληρώθηκαν με άλλα όπως “Κάτω ο δικτάτορας” και “Θάνατος στον Χαμενεΐ” – ο Αλί Χαμενεΐ είναι ο Ανώτατος ηγέτης του Ιράν. Επιπλέον, πολλοί προβληματίζονται και ανησυχούν με τημ στρατιωτική εμπλοκή του καθεστώτος στη Συρία και το Ιράκ. Η προσπάθεια αυτή του καθεστώτος να αυξήσει την επιρροή του στην περιοχή έχει σαν αποτέλεσμα έναν αυξανόμενο θυμό όχι μόνο σε σχέση με τις ζωές που χάνονται στις περιπέτειες αυτές αλλά και για τα τεράστια ποσά που σπαταλιούνται σε πολέμους ενώ η φτώχεια και η ανεργία αυξάνονται δραματικά στην ίδια τη χώρα. Αυτό έδωσε ακόμα ένα σύνθημα που φωναζόταν στους δρόμους: “Ξεχάστη τη Συρία – σκεφτείτε εμας”.

Ένας άλλος παράγοντας που παίζει ρόλο είναι η απειλή της κλιματικής αλλαγής με την ξηρασία να πλήττει άγρια τις καλλιέργειες. Πριν από δυο καλοκαίρια, η πετρελαιοπαραγωγός πόλη της Bandar-e Mahshahr είχε την εμπειρία θερμοκρασιών που έφτασαν τους 73 (!) βαθμούς Κελσίου. Προβλέπεται ότι αν οι παγκόσμιες εκπομπές άνθρακα δεν μειωθούν δραστικά μέχρι το 2070 ο Περσικός κόλπος μπορεί να έχει τέτοιες θερμοκρασίες που να είναι αδύνατον να επιβιώσουν οι άνθρωποι.

Αλλά οι διαμαρτυρίες είναι διάτρητες από αντιφάσεις με τους πολιτικούς να προωθούν την αστική δημοκρατία σε μια προσπάθεια να σφετεριστούν τις διαμαρτυρίες, καθώς και υποστηρικτές του εκθρονισμένου Σάχη και διάφορων άλλων αντιδραστικών θρησκευτικών ρευμάτων. Σε αυτό αντιτέθηκε μεγάλο μέρος της νεολαίας που συμμετείχε στις πορείες. Αντιδραστικά συνθήματα που εμφανίστηκαν όπως: “Ούτε Γάζα, ούτε Λίβανος, θα πεθάνω μόνο για το Ιράν” ή “Είμαστε Άριοι, δεν προσκυνάμε Άραβες”, είχαν τον αντίλογο από συνθήματα όπως: “Από τη Γάζα μέχρι το Ιράν, κάτω οι εκμεταλλευτές”. Άλλα συνθήματα αναφέρονταν στον σχηματισμό λαϊκών συμβουλίων ή φέρονταν ενάντια στην ψευδοαντίθεση μεταξύ των μεταρρυθμιστικών και των φονταμενταλιστικών τάσεων του καθεστώτος.

Δεκάδες χιλιάδες έχουν πάρει μέρος τις διαδηλώσεις και τουλάχιστον 21 άτομα έχουν σκοτωθεί από τις βάναυσες δυνάμεις ασφαλείας, ενώ αρκετοί συνελλήφθησαν. Το καθεστώς ισχυρίζεται ότι νίκησε, με τον στρατηγό Mohammad Ali Jafari, ηγέτην των Φρουρών της Επανάστασης, μιας παραστριωτικής δύναμης που έχει διατηρήσει το καθεστώς στην εξουσία επί δεκαετίες, να λέει: “Σήμερα ανακοινώνουμε το τέλος της στάσης”. Όμως, έκτοτε, διαμαρτυρίες εξακολουθούν να ξεσπούν. Το καθεστώς έχει προσπαθήσει να κατηγορήσει τις διαμαρτυρίες ως κατευθυνόμενες από τις ΗΠΑ και τα φιλικά τους κράτη του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας. Πράγματι, ο Τραμπ μέσω του Twitter εξέφρασε την “υποστήριξή” του στους διαδηλωτές. Η ανάδυση της ιρανικής εργατικής τάξης σε όλες αυτές τις διαμαρτυρίες διαψεύδει όλες αυτές τις κατηγορίες. Ο Τραμπ φρόντισε/επέβλεψε ώστε οι πλούσιοι στις ΗΠΑ να ανταμοιφθούν με τεράστιες φορολογικές περικοπές. Το να καλυφθούν αυτές σημαίνει μια τεράστια επίθεση στη δημόσια υγεία, την κοινωνική ασφάλιση και άλλα επιδόματα πρόνοιας. Και φυσικά υπάρχουν πολλοί ισχυρισμοί για διαφθορά εναντίον του καθεστώτος Τραμπ. Πόσο διαφορετική είναι η κατάσταση των αμερικανών εργατών από αυτήν των ιρανών;

Ανάλογα και ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανάχιου εγκωμίασε τους διαδηλωτές. Και πάλι, πόσο διαφορετική είναι η κατάσταση των εργατών στο ισραηλινό κράτος όταν χιλιάδες διαμαρτύρονται ενάντια στην διαφθορά της διοίκησης του Νετανάχιου την ίδια στιγμή με τις διαμαρτυρίες στο Ιράν;

‘Εχουμε επίσης “αντιιμπεριαλιστές” αριστεριστές που τσιρίζουν, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, υπονοώντας ότι οι διαμαρτυρίες χειραγωγούνται από τη ΣΙΑ, και υποστηρίζουν σιωπηλά το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν.

Όσο μας αφορά, ως αναρχικοί κομμουνιστές, υποστηρίζουμε την ανάπτυξη των διαμαρτυριών της εργατικής τάξης στο Ιράν. Η καταστολή μπορεί να σταματήσει προσωρινά αυτό το κίνημα αλλά είναι ένα σημάδι της επανεπιβεβαίωσης της τάξης καθώς οι κρίσεις συνεχίζονται σε όλους τους πολιτικούς θεσμούς σε ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των αριστερών κομμάτων. Η οικονομική κρίση του 2008 είχε σαν αποτέλεσμα μαζικές επιθέσεις στην εργατική τάξη σε ολόκληρο τον κόσμο, επιθέσεις στις συντάξεις και τα κοινωνικά επιδόματα, το πετσόκομα των δημοσίων υπηρεσιών, αυξανόμενες διαιρέσεις μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών και μια μόνιμη απειλή πολέμου. Τώρα οι πιέσεις αυτές έχουν σαν αποτέλεσμα αναδυόμενες ξανά εξεγέρσεις.

Τέλος, η επανάσταση του 1979 που ανέτρεψε τον Σάχη γνώρισε τεράστιες διαδηλώσεις, την κατάληψη εργοστασίων και την ανάπτυξη εργατικών συμβουλίων. Θεωρούνταν αδύνατο ότι μια ένα τόσο βαριά εξοπλισμένο καθεστώς όπως αυτό του Σάχη, θα μπορούσε να ανατραπεί· κι όμως αυτό συνέβη. Η υπόθεση προδόθηκε από το σταλινικό κόμμα Tudeh, που είχε μεγάλη επιρροή στην εργατική τάξη. Η απόφαση του Tudeh να συμμαχήσει με τους Σιίτες κληρικούς του Αγιατολάχ Χομεϊνί επειδή θεωρήθηκε ως ένας προοδευτικός ηγέτης μιας δημοκρατικής επανάστασης, του επέτρεψε να ανέλθει στην εξουσία. Ως αποτέλεσμα, το Tudeh και όλες οι αριστερές και προοδευτικές ομάδες σίγησαν/φιμώθηκαν. Οι ισχυρές κοσμικές παραδόσεις του Ιράν καταπνίγηκαν. Ο Χομεϊνί αφομοίωσε μερικά από τα αιτήματα της επανάστασης του 1979 με μια ψευδοσοσιαλιστική ρητορική καλώντας την ίδια στιγμή για εθνική ενότητα και δημιουργώντας ψευδαισθήσεις για κοινά συμφέροντα φτωχών και πλούσιων.

Ο Αγιατολάχ Χομεϊνί ήταν μισογύνης πρώτης τάξης. Ο Νόμος Οικογενειακής Προστασίας που ήταν ενεργός υπό το καθεστώς του Σάχη ανεστάλη και οι γυναίκες ήταν ακόμα μια φορά στο έλεος των αντρών μέσα στην οικογένεια. Ο ισλαμικός κώδικας ενδυμασίας επιβλήθηκε στις γυναίκες συμπεριλαμβανομένων και των μικρών κοριτσιών από την πρώτη τάξη του δημοτικού. Ενώ αρχικά προώθησε την αύξηση του πληθυσμού, το καθεστώς αντέστρεψε την πολιτική αυτή στη συνέχεια και εισήγαγε ένα εξαιρετικά πετυχημένο πρόγραμμα οικογενειακού προγραμματισμού, που είχε σαν αποτέλεσμα να είναι το Ιράν η χώρα με τον μικρότερο ρυθμό αύξησης του πληθυσμού στην περιοχή. Το καθεστώς άλλαξε και πάλι την πολιτική αυτή όταν περιέκοψε τη χρηματοδότηση του προγράμματος αυτού το 2012.

Η ηλικία γάμου για τα κορίτσια μειώθηκε στην εφηβεία, την ηλικία των 9 ετών υπό τον ισλαμικό νόμο. Τιμωρία με μαστίγωμα, λιθοβολισμό και αμοιβές εγκλήματος [blood money] εισήχθησαν το 1981 για εγκλήματα όπως η μοιχεία και η παραβίαση του ισλαμικού κώδικα ενδυμασίας.

Κέντρα ημέρας που χρηματοδοτούνταν από την κυβέρνηση έκλεισαν, καθιστώντας δύσκολο [για τις γυναίκες] να παραμείνουν στη δουλειά. Οι γυναίκες είχαν παίξει έναν σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1979. Ο Χομεϊνί χρησιμοποίησε τη μέθοδο της ενσωμάτωσης [cooption] για να χαλιναγωγήσει αυτή την εξέλιξη. Το δικαίωμα των γυναικών στην ψήφο διατηρήθηκε όπως και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι οπότε γυναίκες υπηρετούσαν σε κυβερνητικές θέσεις τόσο στο εθνικό όσο και στο τοπικό επίπεδο. Συχνά όμως υποβιβάζονταν ή αποπέμπονταν ή συνταξιοδοτούνταν πρώιμα από αυτές τις θέσεις.

Στη διάρκεια των πρώτων δέκα χρόνων του θεοκρατικού καθεστώτος, το ποσοστό των εργαζόμενων γυναικών έπεσε από το 13% του πληθυσμού στο 8.6%. Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ σήμαινε ότι οι γυναίκες προέβαλλαν ως νοσοκόμες, γιατροί και σε άλλους υποστηρικτικούς ρόλους. Ο Ραφσαντζανί, ένας από τους θεμελιωτές του καθεστώτος, είχε την ικανότητα να κινητοποιεί τις ψήφους των γυναικών και απεικόνιζε τον εαυτό του ως έναν συγκριτικά φιλελεύθερο όσον αφορά τα δικαιώματα των γυναικών. Ήταν αυτός που εισήγαγε το πρόγραμμα οικογενειακού προγραμματισμού.Οι πολιτικές αυτές συνεχίστηκαν και με τον επόμενο πρόεδρο Μοχάμεντ Χαταμί. Οι τάσεις αυτές αντιστράφηκαν με την άνοδο στην εξουσία του Αχμαντινεζάντ. Το πρόγραμμα οικογενειακού προγραμματισμού σταμάτησε.

Υπό τον Ρουχανί επιτράπηκε μια χαλάρωση της στάσης όσον αφορά τον κώδικα ενδυμασίας, αλλά αυτό ήταν ένα αντιστάθμισμα απλά στην κίνηση των δυνάμεων ασφαλείας να πατάξουν οποιαδήποτε ανάπτυξη του φεμινισμού. Όμως, τώρα, οι γυναίκες συμμετέχουν στις διαδηλώσεις. Μια γενναία γυναίκα έβγαλε το hijab [1] της στη διάρκεια μιας πρόσφατης διαδήλωσης και το ανέμιζε σε ένα κοντάρι διαμαρτυρόμενη έτσι για τον κώδικα ενδυμασίας. Ελπίζουμε ότι αυτό είναι ένα σημάδι των πραγμάτων που πρόκειται να έρθουν. Άλλωστε, μια πετυχημένη επανάσταση στο Ιράν εξαρτάται τελικά από τον ρόλο των γυναικώ σ’ αυτήν. Η απελευθέρωση των γυναικών πρέπει να είναι ένα από τα βασικά μοτίβα της επανάστασης αυτής. Η εξουσία των μουλάδων κράτησε για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες και στηρίζεται κυρίως στην καθυπόταξη των γυναικών και της εργατικής τάξης. Την επόμενη φορά που η εργατική τάξη θα μπει στη δράση στο Ιράν, θα πρέπει να σαρώσει τους μουλάδες, είτε αυτοί είναι “φονταμενταλιστές” είτε “μεταρρυθμιστές”.

 

[1] To hijab (χιτζάμπ) είναι ένα πέπλο που φοριέται από κάποιες Μουσουλμάνες στην παρουσία ενήλικων αντρών εκτός της άμεσης οικογένειας, καλύπτοντας συνήθως το κεφάλι και το στήθος.

 

Endnotes: Μια ρομαντική κριτική;

Του Matthijs Krul1

Το Endnotes 32 είναι το πιο πρόσφατο προϊόν της ομάδας συζήτησης των θεωρητικών της “κομμουνιστικοποίησης” που φέρουν το όνομα Endnotes. Στο παρόν άρθρο θα αποπειραθώ μια συζήτηση από μια σκοπιά συμπάθειας αλλά και κριτικής σ’ αυτά που θεωρώ μερικές από τις κομβικές συνεισφορές των γραπτών των Endnotes, ιδιαίτερα στα Endnotes 2 και Endnotes 3. Οι συζητήσεις των Endnotes και, ίσως, η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης γενικότερα, πιστεύω ότι μπορεί δικαιολογημένα να ειπωθεί ότι αναπτύσσουν δυο κεντρικές ιδέες σ’ ολόκληρο το έργο τους. Η πρώτη είναι ότι η ιστορία του 20ου αιώνα είναι αυτή της ιστορικής αποτυχίας του εργατικού κινήματος ως ενός κινήματος των εργατών, δηλαδή ως ένα κίνημα με αυτοσυνειδησία, βασισμένου στην εργατική ταυτότητα και την ταξική θέση του εργάτη – την επιβεβαίωση της εργατικής τάξης, συμπεριλαμβανομένων της σχετιζόμενων εννοιών της “εργατικής” εξουσίας, του “εργατικού” κράτους κοκ. Αυτό το εργατικό κίνημα θεωρείται ότι απέτυχε να κατανοήσει ότι η κατάργηση των τάξεων απαιτούσε την κατάργηση της αξιακής μορφής: όχι μια επιβεβαίωση της εργατικής ταυτότητας, αλλά την απεμπόληση μιας τέτοιας ταυτότητας – μια ταξική θέση που είναι μια “κακοτυχία”. Το κεντρικό ζήτημα είναι λοιπόν, όπως τίθεται στο Endnotes 2: “Η ιστορία της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι η ιστορία της αναπαραγωγής της ταξικής σχέσης. Είναι αυτή της αναπαραγωγής του κεφαλαίου ως κεφάλαιο, και – του απαραίτητου συνακόλουθου – της εργατικής τάξης ως εργατική τάξη. Αν υποθέσουμε ότι η αναπαραγωγή αυτής της σχέσης δεν είναι αναπόφευκτη, ποια είναι η πιθανότητα της μη-αναπαραγωγής της”;

Το δεύτερο επιχείρημα τότε, η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, είναι ότι η μόνη δυνατή μορφή που μπορεί να πάρει μια θεωρία της επανάστασης στον απόηχτο της εξαφάνισης ή αδυνατότητας στο παρόν αυτού του είδους του εργατικού κινήματος και της αποτυχίας του με τη μορφή του “πραγματικά υπαρκτού σοσιαλισμού” να υπερβεί πραγματικά τον νόμο της αξίας και να κινηθεί προς ένα καινούριο είδος κοινωνίας είναι να πετύχει αυτή την πλήρη υπέρβαση του νόμου της αξίας, της εμπορευματοποίησης της ζωής, της εργασίας και της αναπαραγωγής της υπό τον καπιταλισμό με έναν άμεσο τρόπο. Σύμφωνα με τους θεωρητικούς των Endnotes, ο καπιταλισμός όχι μόνο υπάγει πλήρως την εργατική τάξη υπ’ αυτόν, ούτως ώστε η αναπαραγωγή της εργατικής τάξης ως εργατική τάξη να είναι η αναπαραγωγή του ίδιου του καπιταλισμού, αλλά περιέχει επίσης μια τάση στον χρόνο να πολλαπλασιάζει “πλεονάζοντες πληθυσμούς”, τον εφεδρικό στρατό εργασίας που έλεγε ο Μαρξ: διαρκώς μεγαλύτερους αριθμούς εργατών αντικειμενικά μη-απαραίτητων για την τεχνολογικά μετασχηματισμένη παραγωγική διαδικασία, μια συσσώρευση λούμπεν προλετάριων σε παραγκουπόλεις και περιφέρειες.

Συνεπώς, ο “αριστερός κομμουνισμός” των Endnotes, αν αυτός είναι ο σωστός όρος σχετικά με τις πολιτικές τους υποδηλώσεις και στρατηγική, εκφράζεται με δυο τρόπους. Ο πρώτος είναι η απόρριψη, και η αντίθεση προς, οποιωνδήποτε κομμάτων (μικρών ή μεγάλων) που προσπαθούν για μια ακόμα φορά να επαναεπισκεφθούν την κρίσεις για τον 20ο αιώνα και να αναζωογονήσουν προσπάθειες – μέσω του ενός ή του άλλου προγράμματος οργάνωσης και επανάστασης για και από την εργατική τάξη – για την επίτευξη της ηγεμονίας στην κοινωνία, την επανάσταση της εργατικής τάξης, την εργατική εξουσία και τα παρόμοια. Ο δεύτερος είναι η αίσθηση ότι η ιστορική αποτυχία αυτών των προσεγγίσεων – και φυσικά ιδιαίτερα η ιστορική κληρονομιά της ΕΣΣΔ ως το απόγειο και το σύμβολο αυτής της μορφής μαρξιστικής ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος – βασίζουν την ελλιπή κατανόησή τους για την ολότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας και του νόμου της αξίας, που δεν μπορεί να καταργηθεί στην βάση μιας απλής άρνησης της ταξικής εξουσίας και της τοποθέτησης ενός κόμματος της εργατικής τάξης στους μοχλούς της μηχανής του κράτους και της κοινωνίας των πολιτιών. Πραγματικά, η αντίθεση μεταξύ εργατικής τάξης και κεφαλαίου είναι, και εδώ οι Endnotes συγκλίνουν με τον Εγελιανό Μαρξισμό και την θεωρία της αξιακής μορφής, μια έκφραση της αντίφασης ανάμεσα στην αξία χρήσης και την αξία ανταλλαγής στην ίδια την καπιταλιστική κοινωνία. Κανένα Κόμμα ή “εργατικό κράτος” δεν μπορεί να καταργήσει αυτή την αντίφαση με διατάγματα, ή να “έχει” έναν σοσιαλισμό που εμπεριέχει στην καρδιά του αυτή την αντίθεση. Μέχρι εδώ, μια χαρά.

Οποιαδήποτε επανάσταση, λοιπόν, αν πρόκειται για επανάσταση, πρέπει να είναι στα “αριστερά” αυτών των προσεγγίσεων, με την έννοια ότι πρέπει να επιχειρούν μια πιο πλήρη και ριζική υπέρβαση. Για τους Endnotes, αυτή είναι η ιδέα τους για την αμεσότητα. Όπως διατυπώνεται στο Endnotes 3:

Να μιλάμε για αμεσότητα, σε σχέση με την επανάσταση, είναι απλά μια σύντμηση για το γεγονός ότι η επανάσταση καταργεί τις διαμεσολαβήσεις του σύγχρονου κόσμου. Να μιλάμε για την αμεσότητα του κομμουνισμού σημαίνει λοιπόν να επιβεβαιώνουμε ότι, σε αντίθεση με τους επαναστάτες του παρελθόντος, οι “κομμουνιστικοποιητές” θα πρέπει να πάρουν στα σοβαρά υπόψιν την συνοχή του σύγχρονου κόσμου. Ο εργάτης, η μηχανή, το εργοστάσιο, η επιστήμη και η τεχνολογία: κανένας από αυτούς τους όρους δεν εμφανίζεται ως ένα απόλυτο “καλό” [unqualified good], που πρέπει να αντιτεθεί στο κεφάλαιο και το κράτος, ως απόλυτα “κακά”. Δεν υπάρχει καμμιά ουδέτερη τάξη του κόσμου που μπορεί να αναλάβει η εργατική τάξη απλά και να την λειτουργήσει προς το συμφέρον της. Συνεπώς, η επανάσταση δεν μπορεί να είναι ζήτημα του να βρούμε καινούριους τρόπους διαμεσολάβησης των σχέσεων ανάμεσα στους εργάτες ή ανάμεσα στους ανθρώπους και τη φύση, το κράτος και την οικονομία, τους άντρες και τις γυναίκες κ.λπ.

Τα προηγούμενα τεύχη των Endnotes έχουν, μέσω μιας “αρνητικής” συζήτησης άλλων ρευμάτων του “αριστερού κομμουνισμού” και μιας επαναθεώρησης της ιστορίας του 20ου αιώνα, ανοίξει τον δρόμο· το τρίτο τεύχος είναι ίσως η πρώτη θετική έκφραση μιας στρατηγικής ματιάς/προοπτικής που βασίζεται σε αυτές τις ιδέες, συνεπώς αξίζει να συζητηθεί περαιτέρω.

Το Endnotes 3 απαρτίζεται από έναν αριθμό ανόμοιων κειμένων. Μεγάλο κομμάτι της δουλειάς καταλαμβάνεται από τη συζήτηση της ταυτότητας υπό τον καπιταλισμό και του τί θα σήμαιναν η φυλή και το φύλο και τέτοιες “ταυτότητες” της εργατικής τάξης ειδωμένες από την οπτική της κομμουνιστικοποίησης. Αν και προφανώς κεντρικά ερωτήματα για την πολιτική και κοινωνική ζωή της εργατικής τάξης σήμερα, ιδιαίτερα στη Δύση, αξίζουν μιας πο συγκεκριμένης συζήτησης και ως εκ τούτου δεν θα ασχοληθώ σε βάθος με αυτά εδώ. Στην παρούσα περίπτωση ενδιαφέρομαι περισσότερο να συζητήσω το νόημα και τις συνέπειες/υποδηλώσεις της κομμουνιστικοποίησης: μια θεωρία της επανάστασης ως αμεσότητας στην υπέρβαση των κατηγοριών της (καπιταλιστικής) αξίας. Αρχικά, επιτρέψτε μου να πω ότι υπάρχουν πολλά στοιχεία εδώ με τα οποία συντάσσομαι. Η επιθυμίας των θεωρητικών των Endnotes, ως “αριστερών κομμουνιστών”, να αναζητήσουν μια γενικότερη θεωρητική ανάλυση του 20ου αιώνα και να αναλάβουν μια διερεύνηση του (φαινόμενου;) “θανάτου της αριστεράς” είνα αξιοθάμαυστη. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που για τους Endnotes αυτό πηγαίνει πιο πέρα από προσπάθειες αναζωογόνησης του προγραμματιστικού κομμουνισμού αυτής ή της άλλης στιγμής της ιστορίας ή της γεωγραφίας όταν βρέθηκε το “αληθινό πρόγραμμα” – όπως στς πολλές προσπάθειες αναζωογόνησης της 2ης Διεθνούς, ή του αναρχισμού του Ισπανικού εμφυλίου, ή του “αληθινού Μαρξισμού” αυτού ή του άλλου κανονιστικού συγγραφέα όπως ο Λένιν ή η Λούξεμπουργκ ή ο Τρότσκυ.

Οι συγγραφείς των Endnotes, αντίθετα, προσεγγίζουν τον 20ο αιώνα με το μόνο πραγματικά αληθινό μαρξιστικό πνεύμα, με άλλα λόγια, με “νηφάλιο πνεύμα”. Η συζήτησή τους για το εργατικό κίνημα του 20ου αιώνα ως μιας έκφρασης της επιβεβαίωσης της ύπαρξης της εργατικής τάξης, και συνεπώς της αναπαραγωγής του καπιταλισμού, είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα λόγω της απουσίας μιας συνοδεύουσας προκαθορισμένης προγραμματικής ή στρατηγικής άποψης για την επανάσταση – φακών μιας “παράδοσης” μέσω των οποίας όλα τα ιστορικά γεγονότα πρέπει να επανερμηνευθούν και οι οποίοι πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως ένας χάρακας/μέτρο με τον οποίον να κριθούν τα πραγματικά ιστορικά κινήματα. Κατά την άποψή μου, αυτό τοποθετεί την ανάλυσή τους γι’ αυτόν “τον αιώνα των άκρων” ξεκάθαρα πάνω από αυτές των περισσότερων αριστερών σχολιαστών.

Θα μπορούσα να προσθέσω σ’ αυτό την συστηματική προσπάθεια κατανόησης της πραγματικής διαδικασίας της παραγωγής, της (ανα)διαμόρφωσης της εργατικής τάξης, και των πάνω και κάτω της πάλης που αυτά έχουν παραγάγει – εδώ μπορεί να ειδωθεί ένα συγκεκριμένο όφελος πρός την αυτονομία, όπως στη συζήτηση μιας “εργατικής έρευνας” στο Endnotes 2 – και την εξίσου συστηματική επιμονή στην κατάργηση του καπιταλισμού με όλες τις κατηγορίες του, και πρώτα απόλα της ίδιας της εργατικής τάξης. Η διατήρηση αυτού ως του μοναδικού μέτρου που οποιοσδήποτε κομμουνισμός θα έπρεπε να έχει, μάλλον παρά ο εθιμικός εκρομαντισμός της εργατικής τάξης καθαυτής, και ως του μοναδικού “αληθινού” ιστορικού υποκειμένου, την διαφοροποιεί σημαντικά από τον συνδυασμό νοσταλγίας και δογματισμού που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της ιστοριογραφίας των μαρξιστικών κομμάτων (σεκτών) της σύγχρονης εποχής (μπορεί κάποιος να σκεφτεί σ’ αυτό το σημείο την υποδοχή που έλαβε το περίφημο “Έχει σταματήσει η πορεία της Εργασίας προς τα μπρος;” του Hobsbawm, που ειδώθηκε εντελώς ως ένα πρόβλημα του εργατικού κινήματος και της σύλληψης αυτού του κινήματος ως της νίκης των εργατών, τώρα φαινομενικά και τραγικά “σταματημένου”· αυτό σε αντίθεση με την προοπτική των κριτικών της κομμουνιστικοποίησης ότι η νίκη του κομμουνισμού μπορεί μόνο να υπάρχει ως η κατάργηση της εργατικής τάξης).

Παρόλα αυτά, υπάρχουν, κατά την άποψή μου, επίσης κάποιες σοβαρές θεωρητικές αδυναμίες σ’ αυτή την προοπτική της κομμουνιστικοποίησης, και ίσως στην ίδια την προωστική δύναμη της κομμουνιστικοποίησης – αδυναμίες που αναδεικνύονται, ίσως, με τον καθαρότερο τρόπο στην περισσότερο στρατηγική ανάλυση του Endnotes 3. Κατά την άποψή μου, η συλλογικότητα των Endnotes δεν ξεφεύγουν εντελώς κι οι ίδιοι από έναν συγκεκριμένο ρομαντισμό. Αλλά αυτός ο ρομαντισμός δεν είναι νοσταλγικός, αλλά, όπως θα προσπαθήσω να επιχειρηματολογήσω εδώ, μάλλον ιδεαλιστικός και ανεπαρκώς ιστορικός. Θα προσπαθήσω να διαγράψε εν συντομία αυτές τις ενστάσεις.

Η πρώτη αδυναμία είναι η σταθερή τάση να υποκαθίσταται η ρομαντική άποψη – του εργάτη που υπερβαίνει τους περιορισμούς του καπιταλισμού και να επιτυγχάνει τον εργατικό παράδεισο – με μια εξίσου ρομαντική προοπτική της υπέρβασης της καπιταλιστικής ολότητας σε μια ονειρική χώρα ενός ελεύθερου παιχνιδιού σημαινόντων3. Μ’αυτό εννοώ την (φαινόμενη) χρήση από τους Endnotes της αμεσότητας, με την κυριολεκτική έννοια της υπέρβασης της διαμεσολάβησης, τόσο ως προϋπόθεσης όσο και ως περιεχομένου του κομμουνισμού. Για τους Endnotes, η ουσία αυτού που αποκαλούν κομμουνιστικοποίηση εμφανίζεται να συνίσταται από μια έκρηξη αντίθεσης στην αναπαραγωγή του καπιταλισμού συμπεριλαμβανομένων όλων των κατηγοριών του, μια εισβολή στο εδώ και τώρα. Αυτό υπονοεί ότι μια “κομμουνιστικοποιητική” επανάσταση είναι μια επανάσταση στην οποία όλες οι κατηγορίες διαμεσολάβησης της παρούσας κοινωνίας ξεπερνιούνται και στην οποία συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα από την παρούσα κοινωνία που να σχηματίζει την κληρονομιά για το μέλλον. Αυτό είναι ιδιαίτερα καθαρό στα δυο δοκίμια του Endnotes 3: “Αυθορμησία, Διαμεσολάβηση, Ρήξη”και στο “Logistics, Αντι-logistics και η Κομμουνιστική Προοπτική” του Jasper Bernes. Το πρώτο είναι χαλαρά οργανωμένο γύρω από μια συζήτηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ σχετικά με τη μαζική απεργία και το δεύτερο συζητά τη σύγχρονη καπιταλιστική επιμελητεία – αλλά και τα δύο έχουν σημαντικές κοινοτοπίες που βασίζονται στην απόρριψη της χρήσης οποιωνδήποτε δομών διαμεσολάβησης, είτε φυσικής (όπως η επιμελητεία) είτε νοητική (όπως στις διαμεσολαβούσες κατηγορίες) που υπάρχουν υπό τον καπιταλισμό, στην κομμουνιστικοποίηση ή στο σοσιαλιστικό μέλλον.

Στο άρθρο του Bernes, αυτό φαίνεται καθαρά. Η πραγμάτευσή του για την σύγχρονη επιμελητεία – την παράδοση just-in-time, τα παγκόσμια δίκτυα παραγωγής και διανομής, την “υπαγωγή της παραγωγής στις συνθήκες της κυκλοφορίας” και την “εξαΰλωση του χώρου από τον χρόνο” που οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν προείδει ήδη το 1848 ότι θα επέφερε η παγκόσμια αγορά – είναι παραδειγματική. Αλλά αντί να συζητήσει τις δυνατότητες και τις παγίδες αυτής της “επανάστασης στην επιμελητεία” για τους μαρξιστές, όπως γίνεται όλο και περισσότερο από μαρξιστές που ενδιαφέρονται στην εφαρμογή της τεχνολογίας για σοσιαλιστικές χρήσεις, ο Bernes τοποθετεί απλά τον εαυτό απέναντι από το φαινόμενο αυτό ολωσδιόλου. Καθώς η επιμελητεία καθοδηγείται από το κεφάλαιο, και η παγκοσμιοποίηση των κατηγοριών του κεφαλαίου σημαίνει την υποδούλωση και την “απο-κειμενοποίηση4 [abjection] της εργατικής τάξης, η επιμελητεία πρέπει απλά να απορριφθεί ως μια ακόμα μεταξύ των πολλών “κακών διαμεσολαβήσεων” του κεφαλαίου. Γιατί αυτό; Ο Bernes δίνει μερικά πρακτικά παραδείγματα, τα οποία περιστρέφονται όλα γύρω από την αδυνατότητα της καταληψης της εξουσίας με έναν επαναστατικό τρόπο έτσι ώστε η ολότητα της παγκοσμιοποιημένης επιμελητείας να μπορεί να ελεγχεται από τους επαναστάτες. Αυτό είναι ουσιαστικά το πρόβλημα του “σοσιαλισμού σε μια χώρα”: ένα τεχνικό αλλά και πολιτικό πρόβλημα, το οποίο θα έπρεπε συνεπώς μάλλον να συζητηθεί καθαυτό, παρά να υποτίθεται η απάντησή του ως γνωστή.

Στη συνέχεια, ο Bernes προσθέτει στο παραπάνω και το περίεργο επιχείρημα ότι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας κατάληψης των “μοχλών” της επιμελητείας, ακόμα και αν ήταν εφικτή, θα ήταν η περαιτέρω εξαφάνιση/απαρχαίωση της δουλειάς στις υπηρεσίες στη Δύση: “η ιδέα ότι το 15% περίπου των εργατών των οποίων η εργασία θα ήταν ακόμα χρήσιμη θα δουλεύουν για λογαριασμό άλλων – ως φροντιστές ενός κομμουνιστικού μέλλοντος – δεν μπορεί να δουλέψει πολιτικά, ακόμα και αν το σύστημα μπορούσε να παράγει αρκετά από όσα χρειάζονται οι άνθρωποι, και το εμπόριο για “πρώτες ύλες” [inputs] δεν δημιουργούσε κάποιο άλλο εμπόδιο/φραγμό”. Το αν αυτό εφαρμόζεται σε μια κοινωνία που έχει “κομμουνιστικοποιηθεί” ή για οποιαδήποτε προσπάθεια κομμουνιστικοποίησης που είναι πολύ μερική απέναντι στην ολότητα του κεφαλαίου, δεν είναι ξεκάθαρο. Αλλά εξαιτίας αυτού, συνεχίζει ο Bernes, το βασίλειο της ολότητας είναι αυτό του κεφαλαίου, και πρέπει να αποσυρθούμε/βγούμε από αυτό: “το όλον είναι το ψευδές, στην περίπτωση αυτή, όχι τόσο επειδή δεν μπορεί να αναπαρασταθεί επαρκώς ή επειδή οποιαδήποτε προσπάθεια για μια τέτοια αναπαράσταση ασκεί βία στις εσωτερικές της αντιφάσεις, αλλά επειδή όλες αυτές οι καθολικές αναπαραστάσεις διαψεύδουν το γεγονός ότι το όλον δεν μπορούμε ποτέ να επεξεργαστούμε το όλον ως τέτοιο. Η ολότητα του συστήματος επιμελητείας ανήκει στο κεφάλαιο”. Ο Bernes προτείνει, αντίθετα, ότι θα πρέπει να μπλοκάρουμε και να αντιτεθούμε στο παγκόσμιο σύστημα παραγωγής και διανομής: η αρνητική απάντηση/αντίδραση στην επιβεβλημένη διαμεσολάβηση.

Κατά την άποψή μου, αυτό είναι μια ασυνείδητη και μη πρακτική παραχώρηση στον ρομαντισμό του τοπικού και στις ουσιαστικά νοσταλγικές παρορμήσεις του “αντι-παγκοσμιοποιητικού” κινήματος, αν και εξαιρετικά πιο εκλεπτυσμένο στην κατανόηση του στρατηγικού ζητήματος. Είναι μια πολιτική καθαρής αντίθεσης, από την οποία λείπει, όμως, ένας από τους πιο κεντρικούς ισχυρισμούς του Μαρξ, δηλαδή ότι οι ίδιες οι τεχνολογικές και οργανωσιακές δυνατότητες του καπιταλισμού θα καθιστούσαν τον σοσιαλισμό εφικτό – η πρόταση/αρχή ενός σοσιαλισμού που είναι μάλλον “επιστημονικός”, δηλαδή ριζωμένος σε πραγματικές εξελίξεις, παρά “ουτοπικός”, δηλαδή αντιτιθέμενος στις πραγματικές εξελίξεις με αυθαίρετα ιδεατά προγράμματα. Το άρθρο του Bernes στο Endnotes στερείται, ίσως, του προγραμματισμού, σε συμφωνία με τη γενική κριτική που ασκεί η κομμουνιστικοποίηση στον προγραμματιστικό εργατισμό· αλλά, έτσι, απομένει με τίποτα άλλο από μια στάση απόρριψης, ο σκοπός της οποίας απορρίπτεται από την ίδια την ανάλυση του Bernes.

Πραγματικά, αν η επανάσταση δεν μπορεί να γίνει ταυτόχρονα παντού (κάτι που μπορεί αρκετά εύλογα να υποτεθεί), και αν “το κεφάλαιο μπορεί να μας πολεμήσει σε κάθε σημείο την ίδια στιγμή, γιατί το κεφάλαιο δεν είναι με καμμιά έννοια μια δύναμη με την οποία μπορούμε να πολεμήσουμε αλλά η ίδια η περιοχή στην οποία αυτή η διαμάχη λαμβάνει χώρα” – τότε με ποιο τρόπο θα μπορούσε να είναι δυνατή μια κομμουνιστικοποίηση από τα μέσα; Από την ανάλυση αυτή, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται περισσότερο εφικτό τοπικά από όσο σε παγκόσμιο επίπεδο, και όντως (όπως ορθά επισημαίνει ο Bernes) η σκοπιμότητα αυτή καθαυτή της παγκόσμιας επιμελητείας ήταν, καταρχάς, ακριβώς η παράκαμψη των τοπικών εξεγέρσεων, απεργιών, επαναστάσεων και άλλων αντικαπιταλιστικών ενεργειών. Η πρακτική κριτική όλων των διαμεσολαβήσεων του κεφαλαίου μοιάζει να μην μας αφήνει με τίποτα άλλο από σαμποτάζ χάριν του ίδιου του σαμποτάζ – την πολιτική του αναρχισμού και μηδενισμού του τέλους του αιώνα [fin-de-siècle].

Αυτό ενισχύει την εντύπωση, σίγουρα από το Endnotes 3, ότι η κριτική των Endnotes είναι με συνέπεια αυτή του σαμποτάζ, του μπλοκαρίσματος, του αρνητικού και του αντιτιθέμενου στην λογική της αξίας. Αυτό, θα πρέπει να πούμε, είναι ένα υγιές αντίδοτο στην συνήθεια κάποιων Μαρξιστών και κομμάτων να βλέπουν το σπέρμα Της Επανάστασης σε κάθε απεργία σε ένα εργοστάσιο μπισκότων στο Περού, αρκεί κάποιοι εργάτες να φοράνε ένα κόκκινο μπλουζάκι κάπου. Πραγματικά, κάποιος μπορεί να δεχτεί ότι γενικά οποιεσδήποτε από τις δραστηριότητες του εργατικού κινήματος ως τέτοιο τείνουν απλά να επανενδυναμώνουν την εργατική τάξη ως μια τάξη υποκείμενη στο κεφάλαιο, και το ίδιο έχει κάνει το μοντέλο της “μετάβασης” που προσφέρουν οι κομματικοί Μαρξιστές. Όμως, η καθαρή άρνηση της κομμουνιστικοποίησης έχει κι αυτή τα μειονεκτήματά της. Δεν μπορεί να συλλάβει πώς να πάμε από το Α στο Β, με έναν τρόπο διαφορετικό από την άρνηση στο υπάρχον· ενάντια στον χωρίς εγγυήσεις “Μαρξισμό της αυτοβοήθειας” των εργατιστών Μαρξιστών του 20ου αιώνα, προσφέρουν έναν Μαρξισμό που είναι ουσιαστικά γνωστικός – στον οποίον υπάρχουν μόνο εκρήξεις ενάντια στη λογική του υλικού κόσμου, εκρήξεις που πρέπει να περιέχουν εντός τους, αυθόρμητα και με άγριο τρόπο, την ολότητα του νέου κόσμου ενάντια στην ολότητα του παλιού. Για τους συγγραφείς του Endnotes, φυσικά, αυτό μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή και οπουδήποτε και δεν μπορεί ποτέ να προβλεφθεί – και με αυτή την έννοια δεν είναι μηδενιστές. Αλλά ενώ παρακαμπτει τον καθαρά αμυντικό Μαρξισμό, που ακολουθεί στην ουρά των εργατικών συνδικάτων και των σοσιαλδημοκρατών, κυριαρχώντας ουσιαστικά στην αριστερά σήμερα, και δεν επιδεικνύει καμμιά νοσταλγική τάση, έχει αντίθετα έναν καθαρά αντιτιθέμενο Μαρξισμό, έναν Μαρξισμό που διατηρεί αυτή τη ρομαντική μορφή, αλλά είναι άδειος από το περιεχόμενό της. Έχει, ίσως, μάλλον ένα μήνυμα ελπίδας, παρά ένα μήνυμα νοσταλγίας – αλλά ένα μήνυμα που δεν σχετίζεται με την πραγματική του ανάλυση.

Το ίδιο πράγμα μπορεί να δειχθεί, θα ισχυριζόμουνα, και για τη συζήτησή τους σχετικά με τις διαμεσολαβήσεις στην θεωρία, μάλλον, παρά στην πράξη – όπως στο δοκίμιο για την ρήξη, την αυθορμησία και τη διαμεσολάβηση που αναφέρθηκε παραπάνω. Ενώ θα περίμενε κάποιος ότι αυτή η συζήτηση, που ξεκινά με ένα σχόλιο στα άρθρα της Ρόζας Λούξεμπουργκ για τη μαζική απεργία και το αυθόρμητο, θα προσέφερε μια στρατηγική καθοδήγηση, καμμιά τέτοια οπτική δεν αναδύεται. Ίσως κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ κοντά στα προγράμματα των κομματικών Μαρξιστών. Αντίθετα, ο κεντρικός ισχυρισμούς του άρθρου – όπως και της κομμουνιστικοποίησης γενικά – είναι να επαναλάβει ότι τα προγενέστερα κομμουνιστικά κινήματα, στον βαθμό που βασίζονταν στο εργατικό κίνημα, δεν είχαν καμμιά έννοια “ρήξης”. Τι είναι όμως αυτή η “ρήξη”; “Η ρήξη αναγκάζει κάθε άτομο, που εμπλέκεται στην πάλη, να διαλέξει πλευρά: να αποφασίσει αν συντάσσεται με την πλευρά του κομμουνιστικού κινήματος – ως το κίνημα της πρακτικής καταστροφής αυτού του κόσμου – ή διαφορετικά, με την πλευρά της συνέχισης της εξέγερσης, στη βάση αυτού που είναι. Με αυτή την έννοια, η ρήξη είναι μια στιγμή της ανταρσίας, της επιλογής πλευράς”.

Όλα αυτά είναι εντάξει, αλλά το ίδιο θα μπορεί για οποιαδήποτε στρατιωτικού τύπου εξέγερση, ή αντάρτικο ή ακόμα και εκλογές. Συνεπώς, τι διακρίνει αυτή τη ρήξη από τα προγράμματα των κομματικών Μαρξιστών του παρελθόντος (και του παρόντος); “Η διαφορά ανάμεσα στις οργανώσεις και το κόμμα είναι, λοιπόν, η διαφορά ανάμεσα, αφενός σε επιτροπές ανέργων, συνελεύσεων γειτονιάς και σωματείων βάσης – που οργανώνουν τη διάρρηξη/αναστάτωση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων – και αφετέρου ομάδων παρτιζάνων – που αναδιαμορφώνουν δίκτυα μεταφορών και επικοινωνίας και οργανώνουν την δημιουργία και ελεύθερη διανομή αγαθών και υπηρεσιών. Οι κομμουνιστικές τακτικές διαλύουν τις ίδιες τις διακρίσεις (πχ. ανάμεσα σε εργαζόμενους και άνεργους) πάνω στις οποίες βασίζονται οι προλεταριακές οργανώσεις. Και κάνοντάς το αυτό, εκκινούν την ενοποίηση της ανθρωπότητας”.

Έχουμε και πάλι: ο κομμουνισμός, για τους Endnotes, είναι ουσιαστικά η κατάργηση των κατηγοριών του καπιταλισμού διευατές και καθεαυτές. Και πάλι θα δώσω έμφαση στην θεμελιώδη συμφωνία μου – και ίσως αυτό να γίνεται αυξανόμενα κοινά αποδεκτό στον “Δυτικό Μαρξισμό” γενικότερα – ότι οποιοσδήποτε κομμουνισμός πρέπει πράγματι να ξεπεράσει ολοκληρωτικά τον νόμο της αξίας, και ότι η ίδια η επανάσταση, για να είναι πλήρης, συνεπάγεται μια τέτοια υπέρβαση των κατηγοριών του καπιταλισμού ώστε να την θέσει σε ένα εντελώς διαφορετικό σύνολο κοινωνικών σχέσεων για πάντα. Αλλά αυτό δεν ήταν ποτέ τόσο αξιοθαύμαστο όσο υπονοείται. Το ερώτημα ήταν πάντα πώς αυτή η εννοιολογική απαίτηση, αυτή η υπέρβαση των πραγματικών αφαιρέσεων, σχετίζεται με την ίδια την μη-αφηρημένη στρατηγική της ίδιας της επανάστασης. Τα συνθηματικά αναγνώρισης των κομματικών Μαρξιστών είναι συνθηματκά της στρατηγικής και ολόκληρη η θεωρία τους υπηρετεί μόνο αυτόν τον σκοπό (που αποτελεί και μια από τις κύριες ενστάσεις που έχω απέναντί τους).

Σχετικά μ’ αυτό, οι Endnotes δεν μπορούν να μας πουν τίποτα άλλο από το ότι “η επανάσταση σήμερα μπορεί να σημαίνει μόνο εφτά δισεκατομμύρια ανθρώπους που προσπαθούν να βρουν τρόπους να αναπαραγάγουν τους εαυτούς τους με μη καπιταλιστικούς τρόπους”. Αυτό όχι μόνο είναι ελάχιστα διαφωτιστικό, αλλά μοιάζει επίσης να αντιφάσκει με την έμφαση στην ολότητα ως το βασίλειο του κεφαλαίου. Εδώ, κατά την άποψή μου, η ανάγκη κατάργησης όλων των διαμεσολαβήσεων του κεφαλαίου στο εδώ και το τώρα φτάνει στην αδυνατότητα του να συμβεί από μια καθαρά “αρνητική” οπτική, δηλαδή από μια σκοπιά που υποθέτει ένα είδος προεικόνισης αυτής της κατάργησης. Είναι, στην ουσία, ένα κυκλικό επιχείρημα: η επανάσταση πρέπει να καταργήσει τις διαμεσολαβήσεις του κεφαλαίου, και το μόνο σημείο που αυτό μπορεί να επιτευχθεί είναι εκεί που οι διαμεσολαβήσεις του κεφαλαίου καργούνται. Η κομμουνιστικοποίηση προϋποθέτει την απάντηση στο ερώτημά της [begs its own question]. Η πρότασή μου είναι ότι αυτό συμβαίνει εξαιτίας ενός λεπτού ιδεαλισμού και μιας ανιστορικότητας στο επιχείρημα: μια αποστροφή στη “μετάβαση” τρέπεται σε μια αποστροφή της χρονικότητας και της ιστορικής αιτιότητας.

Λοιπόν, αυτό θα πρέπει να το εξηγήσω με έναν κάπως έμμεσο τρόπο, καθώς θέλω να καταστήσω καθαρό τι εννοώ με αυτούς τους όρους. Οι συγγραφείς των Endnotes απορρίπτουν ορθώς μια“ουδέτερη” ή “αποθεωτική” οπτική της επιστήμης, της τεχνολογίας, των κατηγοριών της διαφοροποίησης της εργατικής τάξης (ταυτότητες) και την φυσικοποίηση οποιασδήποτε πτυχής της ταξικής κοινωνίας ως τέτοιας. Αλλά στον ενδελεχή και διαπεραστικό σκεπτικισμό τους απέναντι στην ιστορία τους κομμουνιστικού κινήματος και της πραγμοποίησης από αυτό των καπιταλιστικών κατηγοριών – ιδιαίτερα της τάξης, αλλά όχι μόνο της τάξης, όπως δείχνει το επιχείρημα για για την επιμελητεία – η ιστορικότητα αυτών των ίδιων των κινημάτων, οι ίδιες οι προσπάθειές τους να εναρμονίσουν την ανάγκη για “ρήξη” με τις στρατηγικές της “επανάστασης”, σβήνουν από τη ματιά μας. Άσχετα από το πόσο λανθασμένα είχαν συλληφθεί διάφορες απαντήσεις στο δίλημμα αυτό σε διάφορες εποχές, αυτό είναι ένα πρόβλημα του οποίου είχαν πολύ καλά επίγνωση ακόμα και οι πρώιμοι Μαρξιστές, όπως φαίνεται, για παράδειγμα, στις συζητήσεις του Λένιν για τον “κρατικό καπιταλισμό” της Ρώσικης Επανάστασης, ή την ατυχή άποψη των “δύο σταδίων”, πρώτα-σοσιαλισμός-μετά-κομμουνισμός, την έμφαση των Μαοϊκών για την επιμονή των αστικών σχέσεων μετά την επανάσταση κοκ.

Σε αντίθεση μ’ αυτό, για τους Endnotes η ιστοριογραφία στηρίζεται, τότε, σε μια κατανόηση του 20ου αιώνα ως ενός “αιώνα λαθών”, μια άνοδο και πτώση ενός (κομμουνιστικού) εργατικού κινήματος που ποτέ δεν κατάλαβε πλήρως τι θα συνεπαγόταν η υπέρβαση του νόμου της αξίας. Εξίσου, η άποψή τους για τον τωρινό αιώνα είναι μάλλον ρομαντικά αυτή της δυνατότητας αυτή η ιδέα να παρουσιαστεί η ίδια, κάπως, κάπου, στη διεκδίκηση της ελευθερίας ενάντια στους καθορισμούς του καπιταλισμού (οι Endnotes υπονοούν ότι αυτό είναι τώρα δυνατό επειδή η διαδικασία προλεταριοποίησης είναι πλήρης). Αλλά αν μια τέτοια ανάλυση είναι απλά έκφραση ενός Μπλοχιανού είδους ελπίδας για ελευθερία, τότε στερείται του περιεχομένου της “πραγματικής κίνησης που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων”.

Είναι αλήθεια ότι αυτή η πραγματική κίνηση δεν θα πρέπει να ταυτιστεί με το εργατικό κίνημα με την παραδοσιακή έννοια, ούτε με ένα κενό σημαίνον του Κόμματος σε μια νοσταλγία για τη 2η Διεθνή, παρόλα αυτά για να “δουλέψει” η ιστορική προσδοκία του Μαρξ για την επανάσταση απαιτεί ένα πραγματικό κίνημα. Και το “πραγματικό” εδώ είναι με την ίδια ακριβώς έννοια του “υλικού” στον “ιστορικό υλισμό”: δηλαδή, χοντρικά, ένα κίνημα που βασίζεται στην πολιτική οικονομία και την πραγματική της ουσία των προϊόντων, της τεχνολογίας, της εργασίας, της επιβίωσης και της αναπαραγωγής μέσω της παραγωγής και της κατανάλωσης. Είναι ακριβώς αυτές οι διαμεσολαβήσεις που δεν μπορούμε απλά να αρνηθούμε: κατηγορίες που, όσο “διαμεσολαβητικές” και αν είναι, δεν είναι καθαρά ιστορικές στον καπιταλισμό και δεν είναι μόνο “πραγματικές αφαιρέσεις” με τον τρόπο που η τάξη, το φύλο, η φυλή και οι άλλες “κακοτυχίες” είναι, αλλά θέτουν ζητήματα για οποιαδήποτε κοινωνία μπορούμε να φανταστούμε που υποφέρει από σπάνη.

Άλλωστε είναι μόνο αφού έχει καταργηθεί η σπάνη με μια έννοια που το αληθινό “βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει”, όχι πριν· και αυτή είναι μια υλική απαίτηση, όχι ένα ζήτημα διανομής, ούτε ζήτημα κατάργησης των διαμεσολαβήσεων που αναπαραστούν την σπάνη σε μας. Εγείρεται, λοιπόν, το ερώτημα του πώς πριν να επιτευχθεί αυτό (και άσχετα από το πώς μπορεί να επιτευχθεί), πραγματικά υπαρκτά ανθρώπινα όντα θα πάνε από το Α στο Β, από την τωρινή κατάσταση των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής σε μια άλλη. Μια απλά αρνητική απάντηση που ορθά απορρίπτει τον εργατισμό και την νοσταλγία του τωρινών Μαρξισμών, αλλά δεν προσφέρει μια απάντηση πέρα από την ένρηξη της επανάστασης ως του Γεγονότος της ελευθερίας, αποτυγχάνει πραγματικά να πάει πιο πέρα από μερικές από τις παλιότερες αναρχικές απόψεις της αυθορμησίας και της απόρριψης ως της ίδιας της επανάστασης. Η ιστορία της καθαρής αρνητικότητας ως αντίθεσης στον καπιταλισμί, είτε μέσω του αναρχισμού του-τέλους-του-αιώνα είτε της Σχολής της Φραγκφούρτης, δεν είναι πιο ισχυρή σ’ αυτό το σημείο από την ιστορία όλων των εργατίστικων προγραμμάτων από τον Μάο μέχρι τον Ευρωκομμουνισμό. Με την έννοια αυτή, θα ισχυριζόμουνα ότι ενώ οι Endnotes ρωτούν τις σωστές ερωτήσεις – και μερικές από τις περιγραφές τους για τη σχέση ανάμεσα στην εργασία ως ένα εμπόρευμα, τον νόμο της αξίας, και την καπιταλιστική κοινωνία ως τέτοια είναι ανάμεσα στις καλλίτερες που υπάρχουν – οι απαντήσεις τους στις ερωτήσεις αυτές ξεπέφτουν σε ένα ανιστορικισμό και ρομαντισμό της “εμμένειας μιας ιδέας”. Όμως, δεν μπορεί κανείς να φέρει τον παλίο τυφλοπόντικα ξανά στην επιφάνεια χωρίς μια γερή δόση σκαψίματος στην υπάρχουσα γη.

Σε αναλογία με τον τρόπο που οι Endnotes μοιάζει να συντηρούν, και ζητώ συγγνώμη από τον J.L. Mackie, μια “θεωρία λάθους” για την ιστορία του 20ου αιώνα, έτσι και η ιδέα που έχουν για την καπιταλιστική κοινωνία μοιάζει να βασίζεται σε ένα λογικό λάθος. Με αυτό εννοώ ότι οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής του καπιταλισμού παράγουν κακές διαμεσολαβήσεις επειδή βασίζονται στην “λάθος” αντίθεση ανάμεσα στην αξία ανταλλαγής και την αξία χρήσης. Όπως γράφουν: “ο καπιταλισμός είναι ένα σύνολο διαχωρισμών ή οντολογικών χασμάτων/σχισμών – μεταξύ των ανθρώπινων όντων και των πιο εσώτατων ικανοτήτων τους – που στη συνέχεια διαμεσολαβούνται από την αξία και το κράτος”. Ίσως αποτελεί μια φτωχή διατύπωση, αλλά να βλέπει κανείς τον καπιταλισμό ως βασιζόμενο πρωτίστως σε οντολογικά χάσματα, και μόνο αναλυτικά στη συνέχεια να διαμεσολαβείται από την αξία και το κράτος και όλες τις “πραγματικές αφαιρέσεις”, είναι πραγματικά μια περίεργη προσέγγιση – μια προσέγγιση που πραγματικά υποδεικνύει τον καπιταλισμό ως ένα κατηγορικό λάθος που έχει (τυχαία;) αναδυθεί στην ιστορία. Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν είναι αρκετό για την κομμουνιστικοποίηση να φέρει ένα “βασίλειο” απλά από αξίες χρήσης, αλλά για τους συγγραφείς του Endnotes, είναι μια κοινωνία που πρέπει να ξεπεράσει όλες τις διαμεσολαβήσεις και όλες τις κατηγορίες αυτής της “τυπικής λογικής” του κεφαλαίου συνολικά. Αυτή η λογική είναι μια λογική που δεν είναι λειτουργική ανθρώπινα – σαν να είχαμε να κάνουμε εδώ με μια ψευδή απόδειξη, μια εξίσωση που αποτυγχάνει.

Φυσικά, ένα μείζον μέρος του υποβάθρου εδώ είναι η αντίσταση – ήδη ειπωμένη από τον Μαρξ σε απάντηση των πολύ πραγματικών γεγονότων της παρισινής Κομμούνας – στην ιδέα ότι κάποιος μπορεί απλά να πάρει στα χέρια του τον υπάρχοντα μηχανισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας και να τον χρησιμοποιήσει για την “εργατική εξουσία”. Αυτό καθαυτό είναι δικαιολογημένο. Αλλά η συνέπειά του για την προοπτική της κομμουνιστικοποίησης είναι ότι ψάχνει να συνδυάσει την υπέρβαση όλων των υπαρχουσών κατηγοριών από τα μέσα, χωρίς κατά κανέναν τρόπο να αναπαράγει τις κατηγορίες αυτές· και η μόνη απάντηση που μπορούν να δώσουν σε έναν τέτοιο γρίφο είνα ουσιαστικά η άρνηση αυτών των κατηγοριών. Στον βαθμό που αυτό έχει μια θεωρία, δεν έχει ιστορική αιτιότητα. Δεν είναι μια έκφραση της ιστορικής κίνησης και δυνατότητας, αλλά μια φιλοσοφική ένσταση (κάποιος θα μπορούσε να σημειώσει εδώ την παλιά υιοθέτηση μετικών από τις μεθοδολογικές υποθέσεις της θεωρίας της δημόσιας επιλογής και του φιλελεύθερου θεσμισμού [institutionalism], όπως στην απεικόνιση της επανάστασης ως ένα πρόβλημα συλλογικής δράσης. Για τους Endnotes αυτή είναι, ίσως, η βάση της απόρριψης του ψεύτικου οπτιμισμού των κομματικών Μαρξιστών, αλλά υποτείνει ότι οι κατηγορίες τους δεν έχουν εξεταστεί πλήρως).

Ο Μαρξ, όμως, επέμενε στην ιστορικότητα, συμπεριλαμβανομένης κάποιας διιστορικότητας όταν απαιτείται για τη σύγκριση ενός τρόπου παραγωγής με έναν άλλον – μερικές φορές τόσο χονδροειδώς όπως στις δηλώσεις του ότι ο χειρόμυλος δίνει τον φεουδαλισμό, η ατμομηχανή τον καπιταλισμό κοκ. Στο μυαλό μου, αυτός ο ιστορικός υλισμός, και η έννοια ότι οι καπιταλιστικές αξιακές σχέσεις είναι μια συγκεκριμένη έκφραση (μια πολύ κακή μάλιστα!) ενός γενικότερου προβλήματος, έχουν σημασία. Όχι επειδή θέλω να εξυμνήσω τις αρετές ενός εναλλακτικού Whiggism, μια μακρά ιστορία σοσιαλιστικής τεχνολογικής προόδου που θα αντικαταστήσει τη φιλελεύθερη. Αλλά, μάλλον, επειδή για να δούμε την “πραγματική κίνηση” ως μια κίνηση της ελεύθερης βούλησης ενάντια στον καθορισμό μέσω κατηγοριών σημαίνει να δούμε το πρόβλημα στο επίπεδο της οντολογίας, των “οντολογικών χασμάτων” που αναφέρθηκαν – με άλλα λόγια, στο επίπεδο των ιδεών. Αν η κριτική επικεντρωθεί σ’ αυτό, τότε πρόκειται ουσιαστικά για μια αναβίωση, σε μια μαρξιστική μορφή, της νεαρής Εγελιανής κριτικής στην αντίθεση ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα των πολιτών και την υποταγή τους μέσω των πηγών της κοινωνικής αλλοτρίωσης – θρησκεία, κεφάλαιο κοκ.

Αυτή είναι η προοπτική που ο Μαρξ μοιραζόταν, τουλάχιστον στα πρώιμα γραπτά του – αλλά πριν τοποθετήσει, κατά πολλούς, την πολιτική οικονομία και αυτό που έχει γίνει γνωστό ως “ιστορικός υλισμός” στο επίκεντρο (και δεν χρειάζεται να προσυπογράψει κανείς το πλήρες αλτουσσεριανό εργαλείο του “επιστημολογικού ρήγματος”, για να πει κάτι τέτοιο). Φυσικά, οι Endnotes λένε ότι κάποιος θα πρέπει να καταστρέψει τις διαμεσολαβήσεις αυτές καταστρέφοντας τις υποκείμενές τους οντότητες. Αλλά το ερώτημα γίνεται, τότε: τι είναι αυτό που πρέπει να καταστρέψουμε και πώς να το καταστρέψουμε χωρίς αυτό να λογιστεί ως μια απώλεια για την μελλοντική κοινωνία που έχουμε στο μυαλό μας; Στην στροφή τους [veering] ανάμεσα στην κριτική στο επίπεδο των κατηγοριών και στην “καταστροφική” κριτική των υποκείμενών τους οντοτήτων, οι Endnotes εξακολουθούν να αποφεύγουν το ιστορικό πρόβλημα με το οποίο ήρθε αντιμέτωπο το εμπνευσμένο από τον Μαρξ εργατικό κίνημα και αυτό ήταν, κατά την άποψή μου, η βάση της πραγματικής εμπειρίας του 20ου αιώνα. Η ΕΣΣΔ, οι σοσιαλδημοκρατικές “αποκλίσεις”, η ανάπτυξη του Ευρωκομμουνισμού, και το πιο σημαντικό, η ιστορία της αριστεράς του 20ου αιώνα ως αυτό που έχω αποκαλέσει αλλού ιδεολογία του “κράτους της ανάπτυξης”. Πολλά από αυτά ήταν λάθος, πολά δεν οδήγησαν ποτέ στο ξεπέρασμα της αξίας, και ίσως, πραγματικά, ολόκληρος ο κομμουνισμός του 20ου αιώνα ήταν η λάθος απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Αλλά ήταν, το δίχως άλλο, απαντήσεις – τίποτα από αυτά δεν ήταν ένα ατύχημα, μια σύμπτωση ή ένα λάθος κατηγοριών.

Το αν ο Στάλιν είχε λάθος σε σχέση με τη θεωρία της αξίας και το αν ο Τρότσκυ ήταν ένας “παραγωγιστής” και ένα μαστίγιο της εργατικής πειθαρχίας δεν είναι αλήθεια στο εδώ ή στο εκεί. Το “υπόδειγμα” του 20ου αιώνα, όσο και αν είναι μια “εποχή των άκρων”, παραείναι ομοιόμορφο και ανεξάρτητο από τη βούληση και τα κίνητρα των ατόμων που εμπλέκονται ώστε να εξαρτιέται από ένα λάθος κατηγοριών ή μια ανεπαρκή κατανόηση της πραγματικής υπαγωγής. Αν ο Στάλιν μπορούσε να είχε διαβάσει Ντωβέ, αυτό δεν θα είχε καμμιά σημασία. Αυτό το λέω όχι για να είμαι σχολαστικός, αλλά για να δώσω έμφαση στο ότι αυτό που φαίνεται να λείπει από την ανάλυση των Endnotes είναι μια έννοια ιστορικής αιτιότητας. Η κομμουνιστικοποίηση γίνεται ένα μαρξιστικό υποκατάστατο γι’ αυτό που ήταν το μεγαλειώδες για τους στοχαστές του Διαφωτισμού και του πρώιμου Ρομαντισμού – την συγκέντρωση στην ελευθερία όλων των ανόμοιων στοιχείων που προηγουμένως αλυσώνονταν από την αιτιότητα, το γίγνεσθαι-πλήρης με το γίγνεσθαι-ελεύθερος αυτού που ήταν κατακερματισμένο και ανελεύθερο-εκ-καθορισμού.

Αυτό σίγουρα συμφωνεί με την ιδέα του Μαρξ να είναι κανείς “κυνηγός το απόγευμα και κριτικός το βράδυ”, του Μαρξ της υπέρβασης της σπάνης και της ίδιας της διαίρεσης της εργασίας. Αλλά χωρίς να θέλει κανείς να αναβιώσει το μοντέλο των δύο σταδίων του “σοσιαλισμού” και του ανώτερου “κομμουνισμού”, πρέπει να είναι καθαρό ότι δεν μπορεί να έχει “ένα πραγματικό κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων”, που να μην είναι με κάποιο τρόπο κομμάτι της παρούσας κατάστασης πραγμάτων και να μην τα “ξαναφτιάχνει” εντός των ορίων των παρόντων διαμεσολαβήσεων – κάτι που δεν μπορεί να ξεπεραστεί από την απλή δύναμη της βούλησης, διαφορετικά θα είχε γίνει από τον Keats και τον Shelley, πριν από πολύ καιρό. Αυτό που μπορεί, τότε, να πει κανείς για τους Endnotes είναι ότι θέτοντας τις σωστές ερωτήσεις για την αριστερά της περιόδου μετά το (ας πούμε) 1871, δεν παρέχουν μια απάντηση. Αυτό δεν είναι μεγάλο ελάττωμα, γιατί ένας γνωστός άγνωστος είναι μεγάλο προχώρημα από μόνο του. Ίσως δεν υπάρχει, ακόμα, μια απάντηση – ίσως ισχύει ότι η ίδια η “πραγματική κίνηση” δεν είναι προς το παρόν επαρκής για να μας δώσει μια απάντηση που να πηγαίνει πέρα από μια εμμενή κριτική των κατηγοριών της όπως αυτή που μας παρέχουν οι Endnotes σε μια θετική μορφή γνώσης, έναν σοσιαλισμό που δεν είναι ούτε της καθαρής βεβαιότητας ούτε της καθαρής ελπίδας.

1 Στμ. Το πρωτότυπο δημοσιευμένο εδώ: http://www.thenorthstar.info/?p=11909.

2 Στμ. Endnotes 3: “Φύλο, φυλή, τάξη και άλλες κακοτυχίες”, εκδ. φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: signifier. Στην γλωσσολογία/σημειολογία το σημαίνον, δηλαδή ως η υλική μορφή (κάτι που μπορεί κάποιος να δει, να ακούσει, να αγγίξει, να μυρίσει ή γευτεί) ενός σημείου ενώ το σημαινόμενο (signified) ως αυτό που το σημείο σημαίνει (νόημα, σημασία ή περιεχόμενο του σημείου).

4 Στμ. Δείτε σχετικά το κείμενο των Endnotes στο Endnotes 4: “Ένα ταυτόσημο αποκείμενο-υποκείμενο;” μεταφρασμένο στο https://2008-2012.net/2016/02/10/ένα-ταυτόσημε-αποκείμενο-υποκείμενο.

Η αλληλεγγύη πρέπει πολιτικοποιηθεί! Στους δρόμους της Φραγκφούρτης, της Κολωνίας και παντού!

εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις: lenorman

Το κείμενο που ακολουθεί κυκλοφόρησε στις 15 Σεπτέμβριου από τη σύμπραξη αυτόνομων αντιφασιστικών και κομμουνιστικών ομάδων στη Γερμανία και στην Αυστρία “…ums Ganze1 (επί παντός). Νομίζουμε ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η θέση των εκεί συντρόφων και συντροφισσών για όσα διαδραματίζονται τους τελευταίους μήνες κατά την προσπάθεια των ευρωπαϊκών κρατών να αναχαιτίσουν, στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό, και να διαχειριστούν αυτό που οι γραφειοκρατίες τους αποκαλούν «προσφυγικές ροές» (υποδηλώνοντας έτσι ότι πρόκειται για ανθρώπους-αντικείμενα, για αναλώσιμα όντα). Δεδομένου του αντιγερμανισμού που εμφανίστηκε εδώ και κάποια χρόνια ως δεσπόζουσα πολιτική στάση σε ευρύτερα κομμάτια του κινήματος στην ελλάδα, υπάρχει ο κίνδυνος το παρακάτω κείμενο να διαβαστεί εσφαλμένα ως κείμενο που δεν αφορά το ελληνικό κράτος, μιας και το τελευταίο υπολείπεται σε ισχύ του γερμανικού κράτους. Μια σωστή ανάγνωση, ωστόσο, θα οδηγούσε στο αντίθετο συμπέρασμα: είτε στη Γερμανία είτε στην Ελλάδα, ο πόλεμος των συνόρων έχει τα ίδια επίδικα και τον ίδιο χαρακτήρα, αφού και εκεί και εδώ αυτό που διακυβεύεται είναι η παραγωγή ενός απαξιωμένου και ελεγχόμενου πλεονάζοντος πληθυσμού, μέσα από την οχύρωση των συνόρων, την επιλεκτική αποδοχή ενός τμήματος μεταναστών ως αξιοποιήσιμου εργατικού δυναμικού, την συνολική υποτίμηση της εργασίας, και την εμπέδωση ενός καθεστώτος εξαίρεσης ως κανονικού πολιτικού πλαισίου για το πολυεθνικό προλεταριάτο που ζει στην ευρώπη.

Καθημερινά χιλιάδες άνθρωποι φθάνουν στη Γερμανία – σε πείσμα της Frontex, των στρατιωτικοποιημένων συνόρων και της αυστηρότερης νομοθεσίας για την παροχή ασύλου. Αυτό είναι κάτι που, πάνω από όλα, πρέπει να μας χαροποιεί. Ένα δεύτερο καλό νέο: τη στιγμή που μιλάμε, είναι απροσδόκητα μεγάλος σε αυτήν τη χώρα ο αριθμός των ανθρώπων που συμμετέχουν ενεργά σε δράσεις αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες. Μήπως, λοιπόν, μας έμελλε φέτος να ζήσουμε άλλο ένα “καλοκαιρινό παραμύθι”2; Φοβόμαστε πως όχι. Γιατί είναι ήδη ξεκάθαρο πως όσα συμβαίνουν δεν είναι παρά το προϊόν μιας κρίσης του μισανθρωπικού καθεστώτος των συνόρων – και ήδη σχεδιάζονται πυρετωδώς τα απαιτούμενα βήματα για την αποκατάσταση αυτού ακριβώς του καθεστώτος, από εκείνους/ες ιδίως τους πολιτικούς που σήμερα προβάρουν χαρωπά τη φορεσιά της “φωτεινής Γερμανίας”. Ακόμα περισσότερο: δεν παύει να μας εκπλήσσει το απύθμενο θράσος που είναι ικανό να επιδείξει αυτό το κράτος και το προσωπικό του, μετατρέποντας ως δια μαγείας τις επιπτώσεις των δικών τους κτηνωδιών σε αφορμές για να εκδηλωθεί η γερμανική γενναιοδωρία, και επιδιώκοντας να καρπωθούν το μερίδιο όσων καθημερινά εργάζονται ώστε η αλληλεγγύη στους πρόσφυγες να αποκτήσει ένα άμεσο, πρακτικό αντίκρισμα. Πρώτα, βέβαια, η βάναυση απώθηση των προσφύγων στη Μεσόγειο και η κοινωνική ερήμωση της Νότιας Ευρώπης μέσω της επιβολής λιτότητας έχουν ήδη καταστήσει σαφές, στο εξωτερικό τουλάχιστον, ότι ο γερμανός Ηγεμόνας κάνει στ’ αλήθεια ό,τι περνάει από το χέρι του ώστε τον λογαριασμό για την αναζωογόνηση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού να τον πληρώσουν οι πιο αδύναμοι – να πώς μπορεί σήμερα η Γερμανία, να περνάει, για μια ακόμα φορά, στην επικοινωνιακή επίθεση.

Εξακολουθεί, πάντως, να είναι μεγάλος ο αριθμός των ανθρώπων που καθημερινά χάνουν τη ζωή τους σε θανάσιμα επικίνδυνες διαδρομές φυγής, τις οποίες αναγκάζονται να ακολουθήσουν όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά γιατί η οχύρωση της Ευρώπης μέσω της Froxtex και της συμφωνίας “Δουβλίνο ΙΙ” (αμφότερες καρποί, κατά μείζονα λόγο, γερμανικών πιέσεων) δεν τους αφήνει παρά ελάχιστες επιλογές. Αυτό και μόνο αρκεί για να καταλάβουμε πόσο υποκριτική είναι η σημερινή συζήτηση περί των “διακινητών”. Αν χρωστάει κάπου την ύπαρξη του αυτός ο ιδιαίτερος επαγγελματικός κλάδος είναι ακριβώς στη στρατιωτικοποίηση των εξωτερικών συνόρων. Αλλά τι καθόμαστε και το ψάχνουμε; Αφού “η Γερμανία παρέχει αρωγή”. Έτσι δε μας λένε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης; Πρέπει πάση θυσία να αποκλειστεί εκ των προτέρων κάθε κουβέντα για την παγκόσμια αλυσίδα παραγωγής “αιτιών φυγής” που τυγχάνει να αποτελούν αναγκαίες παράπλευρες συνέπειες του γερμανικού εξαγωγικού μοντέλου. Πρόκειται για μια λογική που είναι μεν φαύλη, αλλά κυριαρχεί συντριπτικά: “εμείς” συνεχίζουμε να ρημάζουμε μεν όλο και περισσότερα μέρη του κόσμου, με εξαγωγές όπλων και έναν γενικευμένο οικονομικό πόλεμο, εκτοπίζοντας ανταγωνιστικά τους άλλους και διαλύοντας τις αγορές τους, όταν όμως κάποιοι άνθρωποι καταφέρνουν να γλιτώσουν από τον θανάσιμο κίνδυνο των συνοριακών μας περιπόλων, τότε ναι, θα βρεθούν και μερικές σκηνές να τους παραχωρηθούν ευγενικά. Οι στοχεύσεις της κρατικής πολιτικής σε αυτήν τη χώρα δεν έχουν αλλάξει στο παραμικρό. Αυτό, άλλωστε, δείχνει και το γεγονός ότι δεν παραδέχτηκαν ούτε στιγμή την ήττα της πολιτικής τους, ούτε τους πέρασε απ’ το μυαλό να άρουν, επιτέλους, την οχύρωση της Ευρώπης. Κάθε άλλο. Στη σκιά της “φωτεινής Γερμανίας” δρομολογούνται ήδη νέα μέτρα για την αναστύλωση του καθεστώτος των συνόρων (ειδικά στρατόπεδα επαναπροώθησης για τους Ρομά, επί τα χείρω αναθεώρηση της νομοθεσίας περί ασύλου, επέκταση της λίστας των υποτιθέμενων “ασφαλών χωρών προέλευσης”). Τέλος, η πρόσφατη άρση της συνθήκης του Σέγκεν και η ανάπτυξη πολλών εκατοντάδων ομοσπονδιακών αστυνομικών για να σφραγιστούν τα σύνορα με την Αυστρία 3 έστειλε το σαφέστατο μήνυμα, για όποια/ον είχε ακόμα αμφιβολίες, ότι αυτό το “καλοκαιρινό παραμύθι” είναι μονάχα το προοίμιο μιας ακόμα πιο βάναυσης επιχείρησης οχύρωσης.

Ενόψει μιας αναμενόμενης έλλειψης εξειδικευμένης εργασίας, για τον γερμανικό κοινωνικό κορμό η μετανάστευση μπορεί κάλλιστα να ιδωθεί και ως μια εξέλιξη κάθε άλλο παρά επιζήμια – από αυτήν την άποψη είναι που το SPD λ.χ. διαφοροποιείται από την οργάνωση Pegida4. Όσοι περνούν τα σύνορα οφείλουν να τεθούν στην υπηρεσία “της οικονομίας”. Τουτέστιν μεθερμηνευόμενο: ευπρόσδεκτοι θα είναι μονάχα οι άνθρωποι που διαθέτουν το καλύτερο δυνατό σύνολο από δεξιότητες. Όλοι οι υπόλοιποι, που δε θα πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα, θα καταχωρούνται ως ανεπιθύμητοι, και θα αντιμετωπίζονται ως συντελεστές κόστους. Παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, ότι η αξιοπρέπεια κάθε ατόμου θα προστατευτεί, το “θεμελιώδες δικαίωμα του ασύλου” στην πραγματικότητα γίνεται εργαλείο μιας πληθυσμιακής πολιτικής η οποία εκπονείται με βάση οικονομικά κριτήρια. Αυτός είναι ο πυρήνας της γερμανικής κουλτούρας υποδοχής. Έτσι κι αλλιώς, μπορούμε με ασφάλεια να στοιχηματίσουμε ότι τίποτα απολύτως δεν πρόκειται να αλλάξει στην ισχύουσα διαρρύθμιση του κόσμου. Αντίθετα, οι αυριανές συγκρούσεις κατανομής έχουν κιόλας βρει τη θέση τους στην ατζέντα. Και ο ισχυρισμός ότι η κρατική διοίκηση ετοιμάζεται να υποδυθεί το ρόλο «της γερμανίδας παιδαγωγού” απέναντι “στον πρόσφυγα” δεν είναι σε καμιά περίπτωση μια φραστική υπερβολή. Ο υπουργός οικονομικών Σόϊμπλε το έχει κιόλας με κάθε σοβαρότητα εξαγγείλει. Κατά τον ίδιο τρόπο, η λεγόμενη προσφυγική κρίση είναι το αποτέλεσμα μιας καλοστημένης κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης αρκετά βολικής για να δίνει την εντύπωση ότι το όλο ζήτημα συνίσταται σε ένα λογιστικό πλεόνασμα ζήτησης που χρήζει επειγόντως αντιμετώπισης, ενώ το πραγματικό πρόβλημα έχει να κάνει με την καπιταλιστική μορφή του πλούτου και την κατανομή του. Μας λένε ότι υπάρχουν πολύ λίγα για να καλυφθούν οι ανάγκες όλων. Αυτό είναι παραμύθι. Μόνο υπό τις συνθήκες της ατομικής ιδιοκτησίας και του ανταγωνισμού επιφυλάσσονται για τους πολλούς ολοένα μικρότερα κομμάτια από μια ολοένα μεγαλύτερη πίτα.

Όλα αυτά καταδεικνύουν ότι το πρόβλημα δεν μπορεί να περιοριστεί στον φαιό όχλο που μαζεύτηκε έξω από το κέντρο υποδοχής προσφύγων στο Heidenau5 και σε εκείνους, από την Pegida ως το CSU6, που έδωσε στον όχλο το σύνθημα να επιτεθεί. Μπορεί εύκολα να παίρνει κανείς δημόσια αποστάσεις από τους ρατσιστές του δρόμου, ώστε ο δικός του χρησιμοθηρικός ρατσισμός, μένοντας στο απυρόβλητο, να μπορεί να επαίρεται για το ότι τα δικά του χέρια είναι καθαρά. Ναι, αναμφίβολα, το πρόβλημα ονομάζεται ρατσισμός – αν θέλουμε να ακριβολογούμε όμως ονομάζεται επίσης και Γερμανία. Αυτό είναι κάτι περισσότερο από μια διατύπωση. Σημαίνει ότι το πρόβλημα είναι ένα κράτος που δε διστάζει να καταφύγει σε κτηνωδίες κάθε λογής για να υπερασπίσει το επιχειρηματικό του μοντέλο. Το ίδιο, παρεμπιπτόντως, μπορεί να ειπωθεί και για την ΕΕ, η οποία δεν αποτελεί παρά το διευρυμένο πλαίσιο της ίδιας επιχείρησης. Ως εκ τούτου, όσο θετική είναι η έμπρακτη στήριξη που, σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών, πολύς κόσμος σήμερα προσφέρει, άλλο τόσο επικίνδυνη είναι η μη πολιτικοποίηση αυτής της αλληλεγγύης και η αποφυγή της σύγκρουσης με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Χωρίς μια τέτοια πολιτικοποίηση, στο τέλος και μόνο η ευθύνη για τη δυστυχία των άλλων θα καταλήξει να αποτελεί ένα επαρκές επιχείρημα υπέρ της δικής τους εθνικιστικής ταύτισης με τον τόπο καταγωγής τους – κι αυτό στρώνει το έδαφος για τις επόμενες κτηνωδίες.

Μονάχα η έμπρακτη αντίσταση σε αυτό το κράτος, την πολιτική και το προσωπικό του, μπορεί να ανοίξει χώρο για μια ανθρώπινη προοπτική. Τις μέρες που έρχονται δε θα λείψουν οι σχετικές ευκαιρίες. Εκείνο το οποίο καλούμαστε να κάνουμε εδώ και τώρα είναι να αντιταχθούμε, με όλα τα απαραίτητα μέσα, τόσο στον κρατικό ρατσισμό όσο και στον ρατσισμό του δρόμου. Συγκεκριμένα αυτό σημαίνει: Πρώτον, κάθε φορά που ο ρατσιστικός όχλος δοκιμάσει να επανεμφανιστεί να βρεθούμε απέναντί του όσο το δυνατόν περισσότερες/οι. Δεύτερον, στις 2 και 3 του Οκτώβρη στη Φραγκφούρτη να τιμήσουμε τους γερμανικούς εορτασμούς για την «ενοποίηση”, που φέτος θα τελεστούν κυνικά υπό το σλόγκαν “σύνορα που διασχίζονται”, οργανώνοντας το δικό μας συνοδευτικό πρόγραμμα που τους αξίζει. Τρίτον, στις 25 του Οκτώβρη στην Κολωνία να σαμποτάρουμε μια εκ νέου απόπειρα της ρατσιστικής Hogesa7 να βγει στο δρόμο, και την προηγούμενη μέρα στην αντιρατσιστική πορεία να κάνουμε καθαρό ότι το κράτος δεν είναι μέρος της λύσης, αλλά του προβλήματος. Last but not least αυτό σημαίνει, τέταρτον, συνολικά και με όλα τα απαραίτητα μέσα, να γίνουν πολλές μικρές προσπάθειες ώστε να ανοίξουν ρωγμές στην οχύρωση, να οργανωθεί η βοήθεια προς τους πρόσφυγες, και να γίνει όσο το δυνατόν δυσκολότερη η ζωή των πολιτικά υπευθύνων σε όλη τη γερμανική επικράτεια.

Τα τείχη της Ευρώπης-φρουρίου σείονται. Ας συμβάλλουμε στο γκρέμισμά τους.

1 To site των ομάδων είναι εδώ: https://umsganze.org/.

2 Sommermärchen, στο πρωτότυπο. Ο όρος αυτός έγινε αρκετά δημοφιλής στη Γερμανία μετά από ένα ντοκιμαντέρ, υπό τον τίτλο Deutschland: Ein Sommermärchen, του σκηνοθέτη Sönke Wortmann για την αποστολή της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Γερμανίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006. Στο ντοκιμαντέρ φιλοτεχνούνταν μια εικόνα εθνικής αισιοδοξίας.

3 Στις 13 Σεπτεμβρίου, το γερμανικό κράτος επανεισήγαγε ελέγχους στα σύνορα με την Αυστρία, αναστέλλοντας προσωρινά την ισχύ της Συνθήκης του Σένγκεν.

4 SPD: Sozialdemokratische Partei Deutschlands – Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας. Pegida: Patriotische Europäer gegen die Islamisierung des Abendlandes – Πατριώτες Ευρωπαίοι ενάντια στον Εξισλαμισμό της Δύσης.

5 Στις 21 Αυγούστου ένας ρατσιστικός όχλος διαδήλωσε στην πόλη του Heidenau αρχικά “ειρηνικά” ενάντια στην άφιξη 250 προσφύγων οι οποίοι θα έμεναν σε ένα πρόχειρα στημένο κέντρο υποδοχής. Αργότερα τη νύχτα ένα τμήμα του ρατσιστικού όχλου, αποτελούμενο από οργανωμένους φασίστες και μεθυσμένους ντόπιους, αποπειράθηκε να επιτεθεί στο κέντρο υποδοχής και στα λεωφορεία που μετέφεραν τους πρόσφυγες, κάτι που προκάλεσε την επέμβαση της αστυνομίας. Ακολούθησαν συγκρούσεις που συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα, και στις οποίες τραυματίστηκαν 31 μπάτσοι. Την επόμενη μέρα υπήρξε και συγκέντρωση αντιφασιστών για να αποτραπούν οι επιθέσεις των ρατσιστών κατά των προσφύγων.

6 CSU: Christlich-Soziale Union in Bayern – Χριστιανο-κοινωνική Ένωση στη Βαυαρία.

7 Hogesa: Hooligans gegen Salafisten – Οπαδοί ενάντια στον Σαλαφισμό, οργάνωση ισλαμόφοβων, ακροδεξιών οργανωμένων οπαδών γερμανικών ποδοσφαιρικών ομάδων.

Πώς η Ευρώπη εξήγαγε την μεταναστευτική της κρίση στη Βόρεια Αφρική1

των Mark Rice-Oxley και Jennifer Rankin στις Βρυξέλλες

Λιγότεροι άνθρωποι διασχίζουν τη Μεσόγειο, αλλά ως συνέπεια δημιουργήθηκε μια εφιαλτική συμφόρηση.

Κάτι συνέβη στις θανάσιμες διαδρομές των μεταναστών προς την Ευρώπη το 2017. Στέρεψαν. Όχι εντελώς αλλά αισθητά. Στο μέσο του καλοκαιριού, το αποκορύφωμα, χρονικά, των μετακινήσεων στη Μεσόγειο, ο σχετικός αριθμός μειώθηκε μέχρι και 70%.

Αυτό δεν συνέβη τυχαία. Ακόμα και πριν την μαζική άφιξη περισσότερων από ένα εκατομμύριο μεταναστών και προσφύγων στην Ευρώπη το 2015, οι ευρωπαϊκοί φορείς χάραξης πολιτικής έψαχναν απελπισμένα να βρουν λύσεις που όχι απλά θα αντιμετώπιζαν όσους είχαν ήδη έρθει στην Ευρώπη αλλά και θα απέτρεπαν άλλους από το να έρθουν.

Από το Βερολίνο μέχρι τις Βρυξέλλες είναι φανερό: δεν μπορεί να υπάρχει μια ανοιχτή πρόσκληση προς τα εκατομμύρια των δυστυχισμένων της νότιας και ανατολικής περιφέρειας της Ευρώπης.

Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες προσπάθησαν να βρουν τρόπο να εξαγάγουν το πρόβλημα εκεί απ’ όπου ήρθε: κυρίως στη Βόρεια Αφρική. Τα μέσα ήταν διάφορα: η παρενόχληση ανθρωπιστικών αποστολών διάσωσης στη Μεσόγειο, προσφορά βοήθειας στις χώρες της Βόρειας Αφρικής που δεσμεύονται να αναχαιτίσουν τη “ροή” των ίδιων των ανθρώπων, χρηματοδότηση των Ηνωμένων Εθνών για τον επαναπατρισμό μεταναστών που έχουν εγκλωβιστεί στη Λιβύη και ενίσχυση της λιβυκής ακτοφυλακής.

Το αποτέλεσμα είναι η συμφόρηση της μεταναστευτικής κρίσης σε ένα μέρος του κόσμου που έχει τις λιγότερες δυνανατότητες να ανταπεξέλθει σ’ αυτήν. Επικριτές λένε ότι η Ευρώπη προσπαθεί απλά να εξαγάγει το πρόβλημα και να το περιορίσει για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, αλλά ότι αυτή η προσέγγιση δεν πρόκειται να δουλέψει.

Δημιουργούμε χάος στην ίδια μας την αυλή και θα υπάρξει ένα μεγάλο τίμημα να πληρώσουμε αν δεν το διορθώσουμε”, είπε ένας ανώτερος Ευρωπαίος αξιωματούχος των προγραμμάτων βοήθειας, που θέλησε να μείνει ανώνυμος.

Η καινούρια σκληροπυρηνική προσέγγιση αποκρυσταλλώθηκε με το Χρηματοδοτικό Ταμείο ΕΕ-Αφρικής τον Νοέμβριο του 2015, όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρόσφεραν ένα αρχικό ποσό 2 δισεκατομμυρίων ευρώ για την απέλαση ανεπιθύμητων μεταναστών και την αποτροπή ανθρώπων να φύγουν από τον τόπο τους, σε πρώτη φάση. Μοιρασμένο ανάμεσα σε 26 χώρες, το ταμείο πληρώνει για την απόκτηση δεξιοτήτων στην Αιθιοπία και προγεννητικό έλεγχο στο Νότιο Σουδάν, καθώς και παροχή βοήθειας σε μετανάστες εγκλωβισμένους στη Βόρεια Αφρική ώστε να επιστρέψουν στις χώρες τους σε εθελοντική βάση.

Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή επιτροπή έχει υπογράψει συμφωνίες για τη μετανάστευση με πέντε αφρικανικές χώρες, τον Νίγηρα, το Μαλί, τη Νιγηρία, τη Σενεγάλη και την Αιθιοπία. Αυτές οι “συμβάσεις” για το μεταναστευτικό, συνδέουν την αναπτυξιακή βοήθεια, το εμπόριο και άλλες πολιτικές της ΕΕ με την ατζέντα της ΕΕ για την επιστροφή ανεπιθύμητων μεταναστών από την Ευρώπη. Για παράδειγμα, τον πρώτο χρόνο ισχύος της σύμβασης, το Μαλί πήρε πίσω 404 άτομα που επέστρεψαν εκούσια, και δέχτηκε ευρωπαϊκή βοήθεια για να ενισχύσει τις δυνάμεις εσωτερικής ασφάλειας, τον συνοριακό έλεγχο και το χτύπημα των διακινητών.

Επικριτές λένε ότι η ΕΕ “δωροδοκεί” φτωχότερες χώρες για να κάνουν τη διαχείριση των συνόρων για την Ευρώπη. Η στρατηγική της ΕΕ στη Λιβύη αποδείχτηκε επίσης αμφιλεγόμενη, αφότου ΜΚΟ ανακάλυψαν ότι γυναίκες και παιδιά καθ’ οδόν προς την Ευρώπη είχαν χτυπηθεί, βιαστεί και αφεθεί να λιμοκτονήσουν στα “ζωντανά κολαστήρια” των κέντρων κράτησης στη Λιβύη.

Για να ανακαλύψουν περισσότερα σχετικά με τις συνέπειες αυτής της καινούριας προσέγγιση της ΕΕ, έξι ευρωπαϊκές εφημερίδες2 συνασπίζονται αυτή τη βδομάδα κάνοντας ρεπορτάζ από την περιοχή. Θα διερευνήσουμε τι γίνεται στη Λιβύη, με ποιο τρόπο η συμφόρηση οδηγεί τους μετανάστες σε διαφορετικές, λιγότερο ταξιδεμένες διαδρομές – και κατά πόσον ο τρόμος στη Μεσόγειο αποτρέπει δυνάμει μετανάστες να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους στις νοτιότερες περιοχές.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.theguardian.com/world/2017/oct/30/how-europe-exported-its-refugee-crisis-to-north-africa.

2 Οι έξι εφημερίδες είναι οι: Politiken, Der Spiegel, Le Monde, El Pais, La Stampa και ο Guardian.

Αρχή της αβεβαιότητας, πάλη των τάξεων και θεωρία

του AC της Carbure1

Στις απαρχές της σύγχρονης φυσικής, ο Heisenberg διατύπωσε την περίφημη “αρχή της αβεβαιότητας”, περισσότερο γνωστής ως “αρχή της απροσδιοριστίας”, η οποία θέτει ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ταυτόχρονα την ταχύτητα και της θέση ενός δοσμένου σωματιδίου. Αν επρόκειτο να επαναλάβουμε με έναν μεταφορικό τρόπο αυτούς τους όρους, η αρχή της απροσδιοριστίας που προσιδιάζει στη θεωρητική μας προσέγγιση θα μπορούσε να συνοψιστεί στο ότι έχει γίνει αδύνατο για μας να συλλάβουμε ταυτόχρονα την αντικειμενική κατάσταη του προλεταριάτου στο κεφάλαιο και της επαναστατική του μοίρα, ακόμα και αν αυτό είναι το θεωρητικό καθήκον που έχουμε βάλει στους εαυτούς μας. Αυτή η αδυνατότητα είναι παρόμοια με την κατάσταση της ίδιας της τάξης, με την ίδια την κατάστασή της. Η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης είναι μια θεωρία της ρήξης, δεν μπορεί να είναι επιστημονική: παρασύρεται από την κίνηση του αντικειμένου της και περιέχει όλες τις αντιφάσεις και την απορία που είναι δικά της. Το τέλος του αντικειμένου της είναι το δικό της τέλος. Είναι μια θεωρία τόσο αδύνατη όσο το προλεταριάτο· αυτό το αδύνατο είναι το αντικείμενο αυτού του κειμένου.

Πού δεν είμαστε πλέον

Οι θεωρητικές και κριτικές επεξεργασίες που τοποθετούνται σήμερα στην προοπτική μιας άμεσης κατάργησης του Κράτους, του κεφαλαίου και των τάξεων (και για κάποιες από αυτές, κάθε λειτουργικότητας στον καπιταλισμό που διαχωρίζει, διαιρεί και ταξινομεί τα διάφορα υποκείμενα μεταξύ τους: όχι μόνο η τάξη αλλά και το φύλο και η φυλή), χωρίς μια φάση σοσιαλιστικής μετάβασης, χωρίς μια εκ των προτέτων κατασκευής ενός επαναστατικού υποκειμένου άλλο από το προλεταριάτο όπως αυτό υφίσταται σήμερα, με λίγα λόγια η θεωρητική παραγωγή και κριτική που τοποθετούνται στην προοπτική της κομμουνιστικοποίησης, είναι πολύ περίεργα αντικείμενα.

Κάνουμε με εμπιστοσύνη δηλώσεις όπως “είναι το προλεταριάτο, ως τάξη, που κάνει την επανάσταση που καταργεί τις τάξεις”, αλλά αυτή η βεβαιότητα καταλαμβάνεται αμέσως από αμφιβολία. Στην πραγματικότητα, στις περισσότερες από αυτές τις επεξεργασίες, το προλεταριάτο δεν κάνει την επανάσταση εξαιτίας μιας υποτιθέμενης επαναστατικής φύσης, μιας ανθρωπότητας που πρέπει να ανακαλυφθεί ή στο όνομα μιας κοινότητας που υπάρχει ήδη εκεί (είτε είναι η κοινότητα της εργασίας είτε μια εθνική ή λαϊκή ενότητα) που απελευθερώνει τον εαυτό της από τον καπιταλιστικό ζυγό για να βρει τον εαυτό της, αλλά εξαιτίας της αντιφατικής της κατάστασης στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (ΚΤΠ) και είναι αυτή η αντίφαση που θέτει ένα πρόβλημα.

Αυτή είναι η αντίφαση που ο Μαρξ ταυτοποίησε και διατύπωσε στο Κεφάλαιο ως μια τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, στο επίπεδο της πολιτικής οικονομίας, και πιο θεωρητικά στα Grundrisse ως μια αντίφαση σε κίνηση, σύμφωνα με το πολύ γνωστό παράθεμα: “Το κεφάλαιο είναι μια κινούμενη αντίφαση: από την μια προσπαθεί να περιορίσει τον χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη θέτει τον χρόνο εργασίας ως τη μοναδική πηγή και μέτρο του πλούτου”.

Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, στο υπόλοιπο αυτούς του παραθέματος, ο Μαρξ δίνει σ’ αυτή τη θεωρητική διατύπωση μια προοπτική που δεν είναι πια του καιρού μας: “Από την μια πλευρά, [το κεφάλαιο] ξυπνά όλες τις παραγωγικές δυνάμεις της επιστήμης και της φύσης καθώς και αυτές της κοινωνικής συνεργασίας και κίνησης, γαι να κάνει την δημιουργία του πλούτου ανεξάρτητη (σχετικά) από τον χρόνο εργασίας που χρησιμοποιεί. Από την άλλη, ισχυρίζεται ότι μετρά τις γιγαντιαίες κοινωνικές δυνάμεις που δημιουργούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο σύμφωνα με το πρότυπο του χρόνου εργασίας και να τις περιορίζει εντός των στενών ορίων που είναι αναγκαία για να διατηρεί, ως αξία, την αξία που έχει ήδη παραχθεί”.

Ο Μαρξ τοποθετείται εδώ προφανώς στην προοπτική ότι θα ήταν ζήτημα της απελευθέρωσης των “γιγαντιαίων κοινωνικών δυνάμεων” που παράγονται από τον καπιταλισμό από τα “στενά όρια” εντός των οποίων τις κρατούν οι απαιτήσεις της συσσώρευσης: η εξέλιξη αυτής της αντίφασης είναι η ελεύθερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δίνει στον εαυτό του το ιδεώδες και νομιμοποιημένο υποκείμενο του προλεταριάτου, οπότε η επανάσταση είναι απλώς ένα αναγκαίο ιστορικό βήμα, λεπτό και επώδυνο σίγουρα στην πραγμάτωσή του, αλλά που αντιστοιχεί στο περίφημο “νόημα/πνεύμα της ιστορίας”. Η αντίφαση είναι τότε αυτό που επιτρέπει αυτή την καθορισμένη ιστορική διαδικασία.

Σημειώστε εδώ ότι ο κομμουνισμός του Μαρξ είναι συνεκτικός και ομοιογενής με τον σοσιαλισμό του: ο κομμουνισμός είναι απλά μια πιο αρμονική ή επιτυχημένη μορφή της “ελεύθερης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων”, η οποία πρέπει να μπει σε ένα πλαίσιο από ένα σοσιαλιστικό κράτος.

Η θεωρία του Μαρξ, με τον “επιστημονικό” της χαρακτήρα (Κεφάλαιο) αλλά πάνω απ’ όλα με τον φιλοσοφικό της χαρακτήρα (τα Grundrisse), μοιάζει να προχωρά από βεβαιότητα σε βεβαιότητα. Σε μια εποχή που το εργατικό κίνημα κέρδιζε δύναμη τόσο στις ουτοπικές όσο και στις θεωρητικές του διατυπώσεις και στην οργάνωση της τάξης σε κόμματα και συνδικάτα, ακολουθώντας την καπιταλιστική επέκταση που ακολούθησε τη βιομηχανική επανάσταση, ενώ την ίδια στιγμή η εργατική τάξη ήταν σε μια κατάσταση τεράστιας εξαθλίωσης και επαναστάσεις βούιζαν στην Ευρώπη, και πριν την συντριβή της Κομμούνας, εναπόκειτο στον Μαρξ να παράσχει θεωρητικά όπλα στην εργατική τάξη για την πάλη της. Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι πέτυχε, όπως φανερώνται από την υπάρξη αυτού που αποκαλείται Μαρξισμός. Είναι σ’ αυτήν την κατάσταση που ο Μαρξ παρήγαγε τη θεωρία του, αυτή η θεωρία είναι διαποτισμένη από αυτή την κατάσταση, κάτι που δεν σημαίνει ότι είναι έγκυρη μόνο σ’ αυτή την κατάσταση.

Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση αυτή δεν είναι πλέον δική μας, και αν συχνά μιλάμε για “αντίφαση” αυτό που έπεται από αυτήν είναι πολύ πιο αβέβαιο, έτσι που να αναρωτιέται κανείς αν είναι πάντα η αντίφαση όπως την κατανοούσε ο Μαρξ.

Η άνοδος του εργατικού κινήματος που οργανώθηκε στα χρόνια που ο Μάρξ παρήγαγε το έργο του πρέπει να κατανοηθεί ως η κοινωνική και πολιτική μετάφραση της συγκεκριμένης κατάστασης της τάξης στην αντιφατική της σχέση προς το κεφάλαιο. Η κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην εργασιακή διαδικασία ήταν τότε ταυτόσημη με αυτή την άνοδο ισχύος: όσο αυξανόταν η βιομηχανία, τόσο περισσότερη εργασία απορροφούσε, και οι αγώνες της νεογέννητης/εκολλαπτόμενης εργατικής τάξης ήταν ένα οργανικό κομμάτι αυτής της εξέλιξης. Η τάξη της εργασίας που διαμορφώθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο από το κεφάλαιο βρήκε στην εργασία της αυτο-αναγνώρισή της: η κοινωνία της εργασίας του καπιταλισμού θα μπορούσε να γίνει μια σοσιαλιστική και στη συνέχεια μια κομμουνιστική κοινωνία χωρίς να πάψει να είναι μια κοινωνία της εργασίας, με την εκμετάλλευση να μετατρέπεται στο αντίθετό της, χωρίς η κοινωνική δραστηριότητα των υποκειμένων να ανατραπεί εντελώς.

Η επανάσταση είναι τότε περισσότερο ένας στόχος και λιγότερο μια ρήξη: η ταξική πάλη τελειώνει με την νίκη της εργασίας επί του κεφαλαίου. Στην κοινωνία της απελευθερωμένης από το κεφάλαιο εργασίας, της αξίας απελευθερωμένης από το κέρδος, η επανάσταση σήμαινε την κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο. Ο κομμουνισμός ήταν η προλεταριακή κοινωνία. Ξέρουμε τι συνέβη από τα γεγονότα. Όποιες απόπειρες κι αν έγιναν για να εφαρμοστεί το εργατικό πρόγραμμα, ένα λιγότερο ή περισσότερο τερατώδες άβαταρ του καπιταλισμού αναδύθηκε. Την ίδια στιγμή, το εργατικό κίνημα, με τις μορφές του τις πιο ρηξιακές του με τον (εργατικά συμβούλια, αναρχισμός) ήττήθηκε παντού, και μόνα τα σοσιαλιστικά κράτη παρέμειναν σ’ αυτή την περίοδο της ταξικής πάλης. Το τέλος του φορντιστικού συμβιβασμού, η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου από την δεκαετία του 1970 θλέτει τότε μια κατάσταση στην οποία η εργατική τάξη παραμένει στη θέση της ως μια τάξη του κεφαλαίου, αναγκαία αλλά πάντα πλεονάζουσα: η αναδιάρθρωση είναι επίσης ένα βήμα προς τα πίσω.

Είναι η τραγωδία της πάλης των τάξεων στο κεφάλαιο να μην μπορεί να “κερδηθεί” από κανέναν (οποιαδήποτε νίκη οδηγεί στην κυριαρχία της μιας τάξης πάνω στην άλλη και στην ανανέωση του προβλήματος με τους αρχικούς του όρους), αλλά, παρ’ όλα αυτά, να οδηγεί στην διαρκή ήττα ενός από τους πόλους της, του προλεταριάτου, και η ήττα αυτή τελικά να ταυτίζεται με την αναπαραγωγή του. Η ιστορία αυτής της διαρκούς ήττας είναι η ιστορία του καπιταλισμού2.

Διαβάστε Μαρξ, αλλά όχι μέχρι το τέλος

H εποχή μας είναι προφανώς ριζικά διαφορετική από αυτήν του Μαρξ, οπότε οποιοιδήποτε όροι χρησιμοποιούμε (προλεταριάτο, επανάσταση, κομμουνισμός) πρέπει να κατανοείται με μια έννοια διαφορετική από αυτής που προσλάμβαναν σε μια πρότερη περίοδο. Και όχι απλά οι όροι αλλά η a priori λογική τους σύνδεση. Αυτός ο επανακαθορισμός είναι το προϊόν των θεωρητικών μας επεξεργασιών μόνο στον βαθμό που είναι η ταξική σχέση που έχει μετασχηματιστεί από αυτήν την πρώτη εποχή της κομμουνιστικής θεωρίας στην δική μας. Και μιας και, εν τω μεταξύ, η επανάσταση δεν έχει λάβει χώρα, είναι και πάλι το ίδιο το κεφάλαιο, κατανοούμενο τόσο ως μια καπιταλιστική κοινωνία και ως μια διαδικασία αξιοποίησης, που είναι ο φορέας αυτού του μετασχηματισμού, του οποίου το προλεταριάτο και η τάξη των καπιταλιστών είναι οι ηθοποιοί.

Το πρόβλημα – συνεπώς, το δικό μας πρόβλημα – είναι ότι αυτός ο επανακαθορισμός συνεπάγεται ένα τέλος στις δευτερεύουσες μας βεβαιότητες οι οποίες στηρίζονται όχι μόνο στην πρώτη βεβαιότητα “της” αντίφασης αλλά έφτασαν να την βρουν, με τη σειρά τους, ως μια ιστορική δυναμική. Δεν πρόκειται για το ότι η αντίφαση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, και συνεπώς ο ορισμός της αντίφασης ως μιας σχέσης ανάμεσα σε τάξεις, δεν είναι ικανή πλέον να περιγράψει το παρόν του καπιταλισμού: πετυχαίνει τόσο πολύ ώστε να μας επιτρέπει να συλλάβουμε επαρκώς στην εξέλιξή της ως το προϊόν της αντίφασης αυτής. Αλλά η αντίφαση δεν είναι πλέον η μορφή που παίρνει η αναγκαία “ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων”, αυτό το προοδευτικό φετίχ κοινό ανάμεσα στους φιλελεύθερους και μαρξιστές ιδεολόγους, αυτός ο από μηχανής θεός που τραβά, πίσω από τη σκηνή, τα σκοινιά της ιστορίας. Οπότε, επίσης, η αντίφαση δεν καλεί τον εαυτό της για την επίλυσή της, δεν υπάγεται πλέον στον ιστορικό της σκοπό (την “ελεύθερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων”). Η αντίφαση παραμένει αλλά δεν περιέχει τίποτα άλλο από την ίδια την πορεία του κεφαλαίου, μια πορεία σίγουρα αντιφατική που, όμως, πλέον δεν συνεπάγεται την αναγκαιότητα της επανάστασης.

Από την παραπομπή στον Μαρξ από τα Grundrisse, θέλουμε να κρατήσουμε μόνο το πρώτο κομμάτι, το υπόλοιπο μένει (πιθανόν σταθερά) να γραφτεί· αλλά ληφθείσα έτσι, χωρίς το προγραμματιστικό της συμπέρασμα που παρατέθηκε παραπάνω, αυτή η πρόταση είναι ένας μετέωρος συλλογισμός, και στην πραγματικότητα έχει ένα μοναδικό περιγραφικό νόημα. Για να την καταλάβει κανείς πραγματικά, θα πρέπει να διαβάσει τις σελίδες του Κεφαλαίου που ο Μαρξ αφιερώνει στην καθοδική τάση του ποσοστού κέρδους, και την πολύ πιο πεζή διατύπωσή τους στην ακρίβειά της:

Η τάση της πτώσης του γενικού ποσοστού κέρδους είναι συνεπώς το καπιταλιστικό χαρακτηριστικό της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας· αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άλλοι παράγοντες που μπορεί να καθορίσουν την πτώση του ποσοστού κέρδους, αλλά αυτό που το εκφράζει είναι η ουσία της καπιταλιστικής παραγωγής να οδηγεί με την διαρκή της ανάπτυξη σε έναν μετασχηματισμό του ποσοστού της υπεραξίας σε διαρκώς μικρότερα ποσοστά κέρδους. Καθώς η σημασία της ζωντανής εργασίας διαρκώς απομειώνεται σε σχέση με την υλοποιημένη εργασία (μέσα παραγωγής) που αναπτύσσει, είναι φανερό ότι η ποσότητα της απλήρωτης εργασίας, η ποσότητα της υπεραξίας, θα πρέπει να ελαττώνεται διαρκώς σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο. Καθώς το ποσοστό της υπεραξίας ως προς το συνολικό κεφάλαιο είναι η έκφραση του ποσοστού κέρδους, αυτό θα πρέπει συνεπώς βαθμιαία να ελαττώνεται” (Κεφάλαιο, τόμος III, κεφάλαιο XIII).

Αυτή η δεύτερη διατύπωση εκφράζει το ίδιο φαινόμενο με έναν διαφορετικό τρόπο, αλλά είναι καθαρό από την ανάγνωσή της ότι είναι πλήρης, σε σύγκριση με το παράθεμα από τα Grundrisse αν έχουμε επιλέξει να το διαβάσουμε χωρίς το προγραμματιστικό του συμπέρασμα. Αλλά η διατύπωση του Κεφαλαίου είναι πλήρης μόνο επειδή είναι επίσης καθαρά περιγραφική. Δεν της λείπει τίποτα παρά η επανάσταση, η αντίφαση είναι εκεί, αλλά η εξέλιξή της προσιδιάζει μόνο σ’ αυτήν, δεν υπάγεται στην γενική ιστορική εξέλιξη της “ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων”. Στην πραγματικότητα, εκφράζει μόνο την αντιφατική δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ληφθείσας στο επίπεδο της ταξικής σχέσης, στην συγκεκριμένη μορφή της σχέσης ανάμεσα στην ζωντανή και την νεκρή εργασία. Και αν βρίσκουμε, μετά από αυτήν την παράκαμψη, το απομονωμένο παράθεμα από τα Grundrisse, είναι για να αναγνωρίσουμε ότι είναι έτσι μετέωρο στην μη-πληρότητα που επιβάλλει αυτή την συγκεκριμένη ανάγνωση, εκούσια ανολοκλήρωτη, παρμένη ανάμεσα στην έλλειψη προοπτικών και την περιγραφή απλά και καθαρά της πραγματικής πραγματικότητας αυτού του τρόπου παραγωγής. Από την στιγμή που η αντίφαση σταματά να είναι διαλεκτική και γίνεται απλά περιγραφική, καθώς είναι τότε μόνο ζήτημα μιας υλικής αντίφασης, πάντα χάνουμε το τέλος.

Τέλος, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι όταν ο Μαρξ μιλά για την πτώση του ποσοστού κερδους ως ενός “καπιταλιστικού χαρακτηριστικού της προόδου της παραγωγικότητας”, αφενός προϋποθέτει ότι αυτή η πρόοδος είναι ένας σταθερός ιστορικός νόμος, και αφετέρου ότι ο καπιταλισμός είναι μόνο ένα καθορισμένο στάδιο αυτής της προόδου. Είναι σε μια προοπτική στην οποία το ζήτημα είναι η απελευθέρωση της κοινωνικής εργασίας του καπιταλισμού, με άλλα λόγια σε μια προγραμματιστική προοπτική, και που όλα τίθενται μαρξιστικά. Να αφαιρέσουμε τον Μαρξ από τον Μαρξισμό δεν σημαίνει μόνο να διαβάσουμε τον Μαρξ καθαυτόν, αλλά και ενάντια στον εαυτό του.

Αυτή η ανάγνωση του Μαρξ δεν είναι a priori μια διανοητική κατασκευή: αν οδηγούμαστε να διαβάσουμε τον Μαρξ μ’ αυτόν τον τρόπο, είναι επειδή αυτός είναι επαρκής στην παρούσα κατάσταση της σχέσης ανάμεσα στις τάξεις, αυτή στην οποία ζούμε: είναι μόνο τότε που μας μιλά.

Μια καλή αντίφαση δεν έβλαψε ποτέ κανέναν

Αν η πτωτική τάση [του ποσοστού κέρδους] είναι μόνο “το καπιταλιστικό χαρακτηριστικό της προόδου της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας”, είναι όντως τότε, παρά και επίσης εξαιτίας της υποτιθέμενης πτώσης, που η “παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας” καλά κρατά και αυξάνεται, και το κεφάλαιο συσσωρεύεται: εδώ έχουμε έναν νόμο που είναι σίγουρα αυτός της αναγκαστικής επιστροφής των κρίσεων, αλλά και της αντιφατικής βάσης πάνω στην οποία πάντα αυξάνεται το κεφάλαιο. Η αύξηση της παραγωγικότητας είναι ισοδύναμη με την σκλήρυνση των συνθηκών εκμετάλλευσης και, αν θεωρήσουμε ότι οι κρίσεις του κεφαλαίου είναι επίσης και κοινωνικές κρίσεις και, συνεπώς [συνιστούν] πρόβλημα για το κεφάλαιο, τότε το κεφάλαιο λύνει τα προβλήματά του μόνο επιδεινώνοντάς τα. Αλλά, από θεωρητική σκοπιά, η αύξηση στην παραγωγικότητα επίσης εκπληρώνει τη λειτουργία της, μειώνοντας την αξία του σταθερού κεφαλαίου και αυξάνοντας την υπεραξία (αυτός είναι ο τρίτος από τους “ανταγωνιστικούς παράγοντες” που υποδεικνύει ο Μαρξ).

Επιπλέον , είναι η πτώση των ποσοστών κέρδους που οδηγεί τους καπιταλιστές να ψάχνουν έξω από τα κέντρα του προλεταριάτου για να εκμεταλλευτούν με μικρότερο κόστος, ή ακόμα για να δημιουργήσουν “θύλακες” φτώχειας στις ίδιες αυτές περιοχές, κ.λπ. Όπως επανειλημμένα παρατηρεί ο Μαρξ, στη θέση του γι’ αυτούς τους έξι βασικούς “ανταγωνιστικούς παράγοντες” (συνήθως αναφερόμενους ως “αντίθετες τάσεις”) προς την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, είναι ο ίδιος λόγος που την προκαλεί που την περιορίζει. Θεωρώντας, τότε, τον “νόμο” αυτόν καθεαυτόν, στην πραγματικότητα μάς δίνει ελάχιστους λόγους να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι, εκτός και αν υποθέσουμε ότι η δυνατότητα της επανάστασης αναστέλλεται από μια αδιάψευστη θεωρητική θέση, ή ότι οι προλετάριοι περιμένουν να δουν σε εξισώσεις ότι ο καπιταλισμός πρέπει να καταστραφεί, επειδή δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να τους εκμεταλλεύεται όλο και περισσότερο.

Είναι μόνο αν συλλάβουμε την “πρόοδο της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας” να είναι η ίδια η ιστορική δυναμική ως ολότητα (η καλή παλιά πρόοδος) που ο νόμος της πτωτικής τάσης γίνεται το αξιωματικό φετίχ της αναπόφευκτης αναγκαιότητας της επανάστασης: ληφθείσα καθαυτή, ως μια καθαρά υλική αντίφαση, εκφράζει μόνο την δυναμική του κεφαλαίου, που βασίζει την ίδια την ανάπτυξή του στην αναγκαιότητα της εκμετάλλευσης. Αν ληφθεί έξω από οποιονδήποτε ιστορικό ντετερμινισμό, η πτώση του ποσοστού κέρδους εκφράζει μόνο τη σταθερότητα της σύγκρουσης στην καπιταλιστική κοινωνία από την σχέση των τάξεων, μια σύγκρουση που είναι ταυτόσημη με την γενική κίνηση του κεφαλαίου και της κοινωνίας του, αλλά που δεν δίνει με κανέναν τρόπο τον τύπο για το ξεπέρασμά του. Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους ως μια υλική αντίφαση δεν φέρει καμμιά αφήγηση, και δεν περιγράφει τίποτα άλλο από την διαρκώς ανανεούμενη αμφισβήτηση της ταξικής πάλης που προσιδιάζει στον καπιταλιστικό κόσμο. Φυσικά αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο εμείς τον καταλαβαίνουμε.

Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους δεν πρέπει τόσο να θεωρηθεί ως ένας οικονομικός νόμος του κεφαλαίου αλλά ως ένα κεντρικό θεωρητικό στοιχείο για την κατανόηση της δυναμικής του, εντός της γενικότερης δυναμικής της ταξικής πάλης που προσιδιάζει στον ΚΤΠ. Αν ο νόμος παραμένει “οικονομικός”, τότε και η κατανόηση της καπιταλιστικής “οικονομίας” δεν μπορεί να διακριθεί από την ταξική πάλη.

Αν συνέβαινε διαφορετικά, οι καπιταλιστές θα χρησιμοποιούσαν τις οικονομικές έννοιες του Μαρξ για τους ίδιους. Αλλά, στην πραγματικότητα, κανένας καπιταλιστής δεν υπολογίζει τα ποσοστά κέρδους με τον τρόπο του Μαρξ για να καθορίσει τη στρατηγική του, και τα μάτια των επενδυτών είναι περισσότερο εστιασμένα στις τιμές του χρηματιστηρίου παρά στον υπολογισμό των λογιστικών αποτελσμάτων των εταιριών.

Φυσικά, αυτοί οι υπολογισμοί υπάρχουν: ο υπολογισμός της κερδοφορίας μιας εταιρίας θα συνίσταται απλά στη διαίρεση του κέρδους που προκύπτει από το συνολικό επενδεδυμένο κεφάλαιο, που μπορεί ήδη να υπολογιστεί με διάφορους τρόπους (περιθώριο κέρδους, ποσοστό κέρδους καθαυτό κ.λπ.). Αλλά ένα από τα πιο πολυχρησιμοποιούμενα εργαλεία από τους ίδιους τους επενδυτές είναι το ROE (Απόδοση Ιδίων Κεφαλαίων, Return on Equity), που λαμβάνει υπόψιν στον υπολογισμό αυτό μόνο το κεφάλαιο που έχουν συνεισφέρει οι ίδιοι οι επενδυτές (“ίδια κεφάλαια”, equity). Αυτό το ποσοστό (που δεν συνυπολογίζει, μεταξύ άλλων, για παράδειγμα, το δανεισμένο κεφάλαιο) δεν έχει σκοπό να υπολογίσει ένα γενικό ποσοστό κέρδους της επιχείρησης, αλλά τον υπολογισμό μιας άμεσης απόδοσης, σκοπός της οποίας είναι απλά να επιτρέπει στους επενδυτές να ξέρουν πού να επενδύσουν. Άσχετα, όμως, από το πώς το κεφάλαιο θεωρεί την ίδια την οικονομική του κερδοφορία, αυτό καμμιά σχέση δεν έχει ούτε με το τι κάνει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο ούτε με τη χρήση του Μαρξ από μας σήμερα.

Στην επιστημονική του πτυχή, ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους έχει δεχτεί κριτική τόσο από “αστούς οικονομολόγους”, μερικές φορές μάλιστα πειστικά, ότι έχει τεθεί από τους μαρξιστές ως μια εγγύηση για το αναπόφευκτο της επανάστασης. Τα σοσιαλιστικά κράτη βρήκαν στην πολιτική οικονομία του Μαρξ τα θεμέλια μιας προλεταριακής επιστήμης, και τα έργα του Μαρξ έχουν θεωρηθεί από καιρό, στον διαλεκτικό υλισμό, τόσο αδιαμφισβήτητα όσο και οι στόχοι ενός πενταετούς πλάνου από τους προλετάριους ειδήμονες.

Παρ’ όλα αυτά, και όποια κι αν είναι η εγκυρότητα των εξισώσεων του Κεφαλαίου, αυτός ο νόμος, ή για να μιλάμε πιο αυστηρά, αυτή η τάση, όπως και οι άλλες έννοιες του Κεφαλαίου, μας επιτρέπουν να θεωρήσουμε με ορθό τρόπο τη συνολική δυναμική του καπιταλισμού μέχρι σήμερα: η αύξηση της παραγωγικότητας, την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, η τεχνολογική πρόοδος, η παγκόσμια επέκταση της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης, η ενσωμάτωση όλο και μεγαλύτερων μαζών σ’ αυτή τη σχέση και η ταυτόχρονη απόρριψή τους από αυτήν, η απόλυτη αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και η αδιάκοπη επιστροφή των κρίσεων, όλα επιβεβαιώνουν ότι η δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι ένας αγώνας ενάντια στην ίδια την δύσπνοιά του, ένας αγώνας στον οποίο εκατομμύρια προλετάριοι σαρώνονται. Αν όμως θέτει σωστά ποια είναι η φύση και η δυναμική του κεφαλαίου, είναι σαν νόμος της αναπόφευκτης τάσης προς την επανάσταση που έχει αποδείξει την αποτυχία του. Στην καλλίτερη περίπτωση, μας δίνει την διαρκή ανανέωση της ταξικής σύγκρουσης και την επιστροφή των κρίσεων, στην χειρότερη είναι η φόρμουλα της αέναης κίνησης του κεφαλαίου και τίποτα άλλο από την δική της πορεία δεν μπορεί να αποφασίσει ανάμεσα σε αυτές τις πτυχές.

Στον κόσμο, οι τάξεις είναι σε πάλη

Η στιγμή στην οποία καλούμαστε να θεωρήσουμε την πορεία του κεφαλαίου όχι πλέον σύμφωνα με τον υποτιθέμενο σκοπό της (την αναγκαιότητα της επανάστασης) αλλά την αναπαραγωγή του, και όχι μόνο ως διαδικασία αξιοποίησης και συσσώρευσης αλλά ως μιας διαδικασίας κοινωνικής αναπαραγωγής, αφού: “Συνεπώς, η διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής θεωρούμενη στη συνέχειά της, ή ως αναπαραγωγή, παράγει όχι μόνο εμπορεύματα ούτε μόνο υπεραξία· παράγει και διαιωνίζει την κοινωνική σχέση ανάμεσα στον καπιταλιστή και τον εργαζόμενο (Μαρξ, Κεφάλαιο, Τόμος Ι).3

Αυτή η αναπαραγωγή, που όπως έχει παρουσιαστεί ίσως μοιάζει πραγματικά να “γίνεται αιώνια” με την αυστηρή έννοια της μισθωτής σχέσης, πρέπει και η ίδια να θεωρηθεί ως μέρος της αντίφασης, γιατί λαμβάνει χώρα μόνο σε “υποταγή” στους νόμους της αξιοποίησης. Το προλεταριάτο αναπαράγεται επειδή το εκμεταλλεύονται και για να το εκμεταλλεύονται. Αυτό που κάνει τους προλετάριους να ζουν είναι κι αυτό που τους κρατά σε μια κατάσταη απόλυτης υποταγής σε σχέση με τα μέσα της ίδιας τους της ύπαρξης. Οι προλετάριοι “αποφασίζονται” πάντα στο άυλο “αλλαχού” της αξιοποίησης, είτε αυτή εμφανίζεται στη μορφή της αυθαιρετότητας των ιδιοκτητών του κεφαλαίου είτε με τον αδυσώπητο χαρακτήρα των οικονομικών νόμων. Αυτός είναι ο λόγος που η κατηγορία της “αναπαραγωγής” δεν θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως μια έκφραση της λίγο-πολύ ταραγμένης πορείας της καπιταλιστικής επέκτασης, αλλά ως μια κρίσιμη – και πάντα ανανεούμενη – στιγμή της ταξικής πάλης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο.

Η τάξη που είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης στο κεφάλαιο είναι σε μια πολύ ιδιαίτερη κατάσταση: κάθε τρόπος παραγωγής στηρίζεται στην εκμετάλλευση και την κυριάρχηση μιατ τάξης από μια άλλη. Αλλά στο κεφάλαιο, κυριάρχηση και εκμετάλλευση είναι τόσο στενά συνδεδεμένες που είναι μια ολόκληρη κοινωνική ομάδα που αποκλείεται από την παραγωγή και την οικονομική αναπαραγωγή της κοινωνικής ζωής. Ολόκληρη η κοινωνία είναι μια καπιταλιστική κοινωνία. Ο αγρότης του Μεσαίωνα είχε απλά να ξεφορτωθεί τους ευγενείς για να μπορεί να ξαναρχίσει μια δραστηριότητα που έμενε σχεδόν απαράλλαχτη από την Νεολιθική εποχή.

Αλλά εκεί που ο άρχοντας της φεουδαρχικης εποχής άρπαζε ένα ήδη υπάρχον προϊόν για να το απαλλοτριώσει, ο καπιταλισμός μετασχημάτισε το σύνολο της κοινωνικής δραστηριότητας σύμφωνα με την ίδια της αναπαραγωγή του, έτσι ώστε να έχει γίνει αδύνατο να οραματιστεί κανείς μια απόδραση (μια επαν-απαλλοτρίωση) ή ακόμα (όπως στην περίπτωση του παλιού εργατικού κινήματος), μια απαλλοτρίωση, μια επανάληψη της υλικής δραστηριότητας της παραγωγής της ζωής όπως αυτή υπάρχει στο κεφάλαιο σε άλλες βάσεις, πιο εξισωτικές. Για να το διατυπώσουμε με κάποιους ανεπαρκείς αλλά με νόημα ψυχολογικούς όρους: δεν μπορεί κανείς να θεωρεί πλέον ότι κάνει την επανάσταση και παραμένει ο ίδιος, ότι επιστρέφει σ’ αυτόν ή πραγματώνεται μέσω αυτού. Το να κάνει κάποιος την επανάσταση συνίσταται στην κατάργησης της ίδιας της ταυτότητάς του, στο ότι δρα αρκετά διαφορετικά απ’ ό,τι αντιδρούσε μέχρι τώρα, με έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο.

Η ταξική πάλη δεν είναι μια γενική αρχή που, όπως ο νόμος της παγκόσμιας βαρύτητας, θα εφαρμοζόταν παντού σύμφωνα με την αρχή της, διαφέροντας μόνο στην εκδήλωση, σύμφωνα με τις ιδιαίτερες συνθήκες του τόπου στον οποίο εφαρμόζεται. Στην πραγματικότητά της, υπάρχει μόνο στους διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς του τρόπου παραγωγής: η ταξική πάλη δεν υπάρχει με τον ίδιο τρόπο στις πιο εισοδηματικές [rentier] οικονομίες, σ’ αυτές στις οποίες η εξαγωγή της σχετικής υπεραξίας κυριαρχεί, ή ακόμα και σε αυταρχικά πολιτικά καθεστώτα (που μερικές φορές πειλαμβάνουν την κατηγορία του εισοδήματος, αλλά όχι πάντα).

Ότι στον ΚΤΠ η ύπαρξη όλων των τάξεων καθορίζεται από την γενική κατανομή των κεφαλαίου ανάμεσα στα διαφορετικά τμήματα της κοινωνίας (ενοίκια/πρόσοδος, κέρδη και μισθούς) και, συνεπώς, στην τελευταία περίπτωση, από τον συγκεκριμένο τρόπο απόσπασης της υπεραξίας, μας δίνει μόνο αυτό που είναι το γενικό πλαίσιο πολλαπλών ανταγωνισμών. Αν είναι σημαντικό να θέσουμε τους αγώνες σ’ αυτό το πλαίσιο (κάτι που είναι ισοδύναμο, για την κατανόηση των αγώνων, με το ρωτάμε πάντα τι κάνει το προλεταριάτο), τίποτα δεν μπορεί να γίνει κατανοητό από αυτή τη γενικότητα και μόνο. Είναι λοιπόν η ιδιαιτερότητα των αγώνων που πρέπει να κρατούν την προσοχή μας, και δεν είναι ζήτημα αναγωγής αυτής της ιδιαιτερότητας στην ταξική πάλη γενικά, αλλά σύλληψης της ιδιαιτερότητας σαν να είναι η ίδια η ταξική πάλη, και η ιδιαίτερη ύπαρξη των τάξεων.

Αλλά από την οπτική της ιδιαιτερότητας με την οποία όλοι οι αγώνες υπάρχουν (και ειδικότερα οι αγώνες αυτής της περιόδου), έχει κανείς συχνά την εντύπωση ότι το προλεταριάτο παίζει περισσότερες φορές τους δεύτερους ρόλους, ακόμα και τον κομπάρσο, παρά τους πρωταγωνιστικούς.

Η αναπαραγωγή, και ακόμα πιο πέρα

Η στιγμή της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, που είναι αυτή της επιστροφής της υπεραξίας ως επιπρόσθετο κεφάλαιο, και η ανανέωση του τετ-α-τέτ προλεταριάτου/κεφαλαίου (η αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης), είναι η αρχή της στιγμής που το κεφάλαιο συγκροτείται ως μια καπιταλιστική κοινωνία. Αυτή η “στιγμή” είναι πάντα τίποτα άλλο παρά η άμεση παρουσία του καπιταλισμού και της περίφημης αντίφασης που υπάρχει de facto μόνο μέσω των αντιθετικών τάσεών του, με άλλα λόγια της στιγμιαίας επίλυσης και απορρόφησης των ανταγωνισμών κατά την ανανέωσή τους.

Η ανανεωμένη εξαγωγή υπεραξίας μάς δίνει τη γενική αρχή της ταξικής πάλης, αλλά η τάξη των καπιταλιστών διασκεδάζει με τις γενικότητες, εξαρτάται από την ίδια να δώσει στον εαυτό της το προλεταριάτο που χρειάζεται. Συνεπώς, πρόκειται για την κατάρτιση, την εκπαίδευση, την πειθαρχία, την κοινωνική επιτήρηση, την οικογένεια και το σεξ, καθώς η εργατική δύναμη πρέπει να αναπαραχθεί, τη φυλή, καθώς η μη-ειδικευμένη εργασία πρέπει να είναι σε αντίθεση με την ειδικευμένο εργατικό δυναμικό και οι ταξικές σχέσεις ανήκειν κληρονομούνται, καταπιεστική, καθώς δεξαμενές πλεονάζουσας εργασίας είναι μια φυσιολογική συνέπεια αυτής της διαδικασίας: έχει να κάνει με την κοινωνία, την πολιτική, την ιδεολογία, το “κοινωνικό”.

Αλλά είναι επίσης η παγκόσμια σχέση των κεφαλαίων στην κυκλοφορία τους, του πάντα αμφισβητούμενου καθορισμού συγκεκριμένων παγκόσμιων ζωνών συσσώρευσης, έχει να κάνει με σύνορα και στρατούς. Αυτός είναι ο λόγος που τελικά ο καπιταλιστικός κόσμος υπάρχει μόνο διαιρεμένος σε κράτη και συγκεκριμένες κοινωνίες, και δεν μπορεί να γίνει αυτός ο ενοποιημένος κόσμος υπό την ηγεσία των μεγάλων που οι θεωρίες συνομωσίας φαντασιώνονται, στην προσπάθεια να διαχωρίσουν το κεφάλαιο από την κοινωνία προσπαθώντας να σώσουν την μία από το άλλο (και συχνά για να προβάλλουν απέναντι σε έναν συγκεκριμένο καπιταλιστή μια ανταγωνιστική φιγούρα, με σκοπό να διασώσουν το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση). Ο εφιάλτης της παγκόσμιας δικτατορίας του κεφαλαίου είναι αυτό που ζούμε τώρα και είναι απόλυτα συνεκτικός, από τους διεθνείς θεσμούς μέχρι τις διακρατικές σχέσεις και τις άμεσες κοινωνικές σχέσεις.

Αυτή η στιγμή, λοιπόν, της αναπαραγωγής υπάρχει μόνο ως ταξικός ανταγωνισμός, και οι αναγκαιότητες της αξιοποίησης ως ένας περιορισμός στο προλεταριάτο και την κοινωνία ως σύνολο. Στη στιγμή που βρισκόμαστε τώρα, αυτό δεν σημαίνει μόνο πέταγμα μαζών αλλά την επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών με την αφαίρεση οποιουδήποτε εμποδίου στην ρευστότητα της σχέσης ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζόμενους, το τέλος του Κράτους πρόνοιας και την αντικατάστασή του από ένα Κράτος που δεν προσποιείται πλέον ότι δημιουργεί κοινωνικές σχέσεις αλλά θέλει μόνο να διαχειριστεί τις υπάρχουσες σχέσεις, αλλά και την ασφαλή έως και πολεμική διαχείριση των περισσευούμενων, κ.λπ. Δεν είναι εδώ το σημείο για να προσπαθήσουμε να την περιγράψουμε πλήρως, αλλά η αναπαραγωγή του κεφαλαίου υπάρχει κάθε φορά μόνο ως μια συγκεκριμένη κατάσταση.

Το να κοιτάξουμε όμως σοβαρά αυτή την συγκρουσιακή στιγμή της αναπαραγωγής σημαίνει επίσης να παραδεχτούμε ευθύς εξ αρχής ότι οι τάξεις του κεφαλαίου και τα άτομα που τις συνθετουν, ενεργούν σύμφωνα με αυτό που η κοινωνική τους ύπαρξη τους επιβάλλει, ή σύμφωνα με αυτό που τα ίδια υποθέτουν ότι είναι η ύπαρξή τους. Ας είμαστε σαφείς: ούτε η καπιταλιστική τάξη, ούτε το προλεταριάτο ούτε η μεσαία τάξη αποτελούνται από ρομπότ που θα είχαν το κεφάλαιο ως συλλογική τεχνητή νοημοσύνη. Ωστόσο εάν, όπως ισχυριζόμαστε, το κεφάλαιο αναπαράγεται συνεχώς ως καπιταλιστική κοινωνία, δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητο από την κοινωνική ύπαρξη των υποκειμένων που το συνθέτουν. Είμαστε όλοι παγιδευμένοι στην αυτο-προϋπόθεση του κεφαλαίου. Από αυτή την άποψη δεν είναι ζήτημα του αν “οι άνθρωποι δεν πιστεύουν σ’ αυτό” ή, αντίθετα, “πιστεύουν σ’ αυτό”, αλλά της αναγκαιότητας, στην οποία ο καθένας μας βρίσκει τον εαυτό του, να βγάλει τα προς το ζην, κάτω από τις συνθήκες στις οποίες ζει, στις οποίες έχει παραχθεί ως υποκείμενο αυτής της κοινωνίας. Οι αγώνες που προκαλούνται, λοιπόν, από την αναπαραγωγή του κεφαλαίου έχουν τουλάχιστον ως πρωταρχικό σκοπό την αναπαραγωγή του κεφαλαίου και των τάξεων που το συνθέτουν. Είναι αυτή η αναπαραγωγή που είναι πάντα συγκρουσιακή, γιατί γίνεται ενάντια σ’αυτό που είμαστε κοινωνικά όντας αυτό που είμαστε κοινωνικά.

Να υπερασπίζεσαι τα συμφέροντα της τάξης σημαίνει επίσης να υπερασπίζεσαι αυτό που τη συγκροτεί ως τάξη, δηλαδή την εκμετάλλευση. Έτσι, στο όνομα του ταξικού συμφέροντος, οι εργάτες της Fiat υπογράφουν ανταγωνιστικές συμβάσεις και συμφωνούν να εργάζονται περισσότερο και να πληρώνονται λιγότερο για να κρατήσουν τις δουλειές τους. Μια επαναστατική κατάσταση θα ήταν μια κατάσταση η οποία ξεφεύγοντας από τους αγώνες γύρω από την αναπαραγωγή, θα έβαζε ευθέως τον στόχο της κατάργησης των τάξεων και του κεφαλαίου, πρακτικά τερματίζοντάς τα.

Θέτουμε την άποψη ότι μόνο το προλεταριάτο μπορεί να επέμβει σ’ αυτό το “τέλμα” και να οδηγήσει σε ένα τέλος αυτή τη σύγκρουση, επειδή μόνο το προλεταριάτο μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση την ύπαρξή του εντός του κεφαλαίου. Μόνο το προλεταριάτο μπορεί να στρέψει τη δράση του ενάντια στην αναπαραγωγή της ταξικής σχέσης και όχι μόνο για μια καλλίτερη κατανομή του εισοδήματος, όπως η μεσαία τάξη ή ένα τμήμα της τάξης των καπιταλιστών (η μια επειδή πρέπει να συνεχίσει να απαλλοτριώνει ένα μερίδιο της αξίας, η άλλη επειδή είναι αναγκαίο η υπεραξία να πραγμοποιείται). Η αντίφαση, αν υπάρχει, έγκειται όχι τόσο στην πτώση των ποσοστών κέρδους καθαυτήν όσο στο γεγονός ότι αυτή η τάση, που οδηγεί στην αποβολή μαζών προλεταρίων προς τα περιθώρια αθλιότητας αυτής της σχέσης, ή στην διαρκώς πιο συγκρουσιακή ενσωμάτωσή τους, τους συλλαμβάνει πάντα ως προλετάριους και κάνοντας αυτό τους θέτει ενώπιον της ίδιας της ταξικής τους ύπαρξης, ενσαρκωμένης στο κεφάλαιο. Στη στιγμή της αναπαραγωγής εμπεριέχεται πάντα και η στιγμή της αδυνατότητας του προλεταριάτου. Αλλά αυτή η θεωρητική αλήθεια υπάρχει πάντα ιστορικά, όχι στην καθαρή σχέση κατά πρόσωπο αντιπαράθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο, αλλά στην σχέση όλων των τάξεων μεταξύ τους.

Στους πραγματικούς αγώνες, όπως ξεδιπλώνονται σήμερα, εκεί που το προλεταριάτο απωθείται στο περιθώριο του καπιταλιστικού κόσμου, η διαταξικότητα είναι αναπόφευκτη. Το βάρος ιδιαίτερα της μεσαίας τάξης, σε αγώνες που ξεσπούν στη στιγμή της αναπαραγωγής και έχουν ως αποτελεσματικό διακύβευμα την αναδιανομή, είναι τότε καθοριστικό. Οι τωρινοί αγώνες είναι πολύ συχνά διαταξικοί τόσο στην ανάπτυξή τους όσο και στα διακυβεύματα και πρέπει να αναλυθούν ως τέτοιοι.

Και πραγματικά, αν το προλεταριάτο είναι παρόν σ’ αυτούς τους διαταξικούς αγώνες, είναι επειδή το ίδιο είναι απλά μια τάξη αυτού του τρόπου παραγωγής, και υπάρχει ως τέτοια: η πραγματικότητα του κατακερματισμού του προλεταριάτου. Αυτός είναι ο λόγος που κάποιοι προλετάριοι βλέπουν την αναπαραγωγή τους εξασφαλισμένη με έναν σχετικά σταθερό, αν και απειλούμενο, ακόμα, τρόπο, ενώ ένα άλλο μέρος είναι περιθωριοποιημένο και συχνά κρατιέται μακριά από τους αγώνες. Η αρμονία αυτών των δύο τρόπων ύπαρξης του προλεταριάτου σημαίνει ότι η μόνη φωνή που τώρα ακούγεται πολιτικά είναι αυτή της μεσαίας τάξης. Αυτή [η μεσαία τάξη] είναι που, στη συγκρουσιακή στιγμή της συνολικής αναπαραγωγής, πραγματοποιεί τη σύνθεση όλων των διεκδικήσεων που είναι δυνατόν να διατυπωθούν (κάτι που δεν σημαίνει ότι αυτές είναι και πραγματοποιήσιμες), καθώς τίποτα σήμερα δεν μπορεί να μας κάνει να θεωρήσουμε ως εφικτή την κατάργηση του κεφαλαίου. Αυτό συμβαίνει επειδή το προλεταριάτο βλέπει τον ίδιο τον εαυτό του ως μια τάξη του κεφαλαίου που δεν μπορεί πλέον να διαμορφώσει την κατάργηση του κεφαλαίου ως το πρόγραμμά του, και συνεπώς είναι υποχρεωμένο να μιλά τη γλώσσα της βιώσιμης αναπαραγωγής των ταξικών σχέσεων, της ανακατανομής του πλούτου, της κοινωνικής δικαιοσύνης, του αγώνα ενάντια στη φτώχεια, και να βρίσκει τον εαυτό του εμβαπτισμένο στις διάφορες λαϊκιστικές εκφράσεις, δεξιές και αριστερές, της ταξικής σύγκρουσης.

Στον δρόμο προς το παρόν

Σ’ αυτή την κατάσταση κανείς δεν μπορεί να δώσει οδηγίες στο προλεταριάτο ή να το οργανώσει σε ένα ενιαίο ταξικό μέτωπο: είναι το τέλος της παλιάς διαλεκτικής, η τάξη διεαυτήν δεν δίνεται σαν “υδατογράφημα/αμυδρή σφραγίδα” πίσω από την τάξη καθεαυτήν, που είναι μόνο η πραγματικά υπάρχουσα τάξη. Το ερώτημα του τι μπορεί να γίνει συνήθως βρίσκει μια άμεση απάντηση σε αυτό που ήδη κάνουμε: αν δεν κάνουμε τίποτα άλλο από αυτό που κάνουμε ήδη, συνήθως υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος γι’ αυτό. Ως κομμουνιστές, μας ενδιαφέρει μόνο αυτό που υπάρχει, και από το υπάρχον δεν λείπει τίποτα, ούτε από το προλεταριάτο λείπει κάτι για να κάνει την επανάσταση. Δεν είναι η λιποταξία της αριστεράς ή των κομμουνιστών που έχει προκαλέσει τον κατακερματισμό της τάξης ή που εμποδίζει το προλεταριάτο να βρει τη δική του πολιτική γλώσσα, αλλά μάλλον η πραγματική ταξική του ύπαρξη στον καπιταλισμό, το μόνο πράγμα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.

Από την άλλη πλευρά, είναι σ’ αυτό που γίνεται ήδη τώρα, και όχι στα μεγάλα ουτοπικά σχέδια της ταξικής ανασυγκρότησης όπως θα έπρεπε (ανασυγκρότησης που πιθανόν δεν συνέβη ποτέ, ούτε το 1917), που μπορούμε να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας: στις (σπάνιες) στιγμές των εργατικών αγώνων στους οποίους οι ταξικές σχέσεις επιβεβαιώνεται ότι δεν μπορούν να υποστηριχτούν, στους αγώνες των γυναικών που αμφισβητούν τον ρόλο τους ως γυναίκες, στους αγώνες όσων υφίστανται φυλετικές διακρίσεις (γνωρίζοντας επίσης ότι όλοι αυτοί οι αγώνες αναμιγνύονται, αποτελώντας επίσης μια σύγκρουση εντός της τάξης) και γενικότερα σε ό,τι δεν είναι άμεσα ενσωματώσιμο στον λόγο μιας συνολικά αρμονικής κοινωνικής αναπαραγωγής, και έρχεται να επιλυθεί σ’ αυτόν τον λόγο [ce qui n’est pas directement intégrable au discours d’une harmonieuse reproduction sociale d’ensemble, et vient trancher sur ce discours].

Για να δώσουμε απλά ένα παράδειγμα, το ζήτημα της πάλης ενάντια στην αστυνομική βία στις εργατικές γειτονιές εγείρει γραμμές σύγκρουσης που σε καμμιά περίπτωση δεν προϋποθέτουν την κρίσιμη ανάπτυξη αυτών των αγώνων αλλά τους θέτεις εντός των ορίων του ασυμφιλίωτου. Φυσικά, είναι πάντα δυνατόν να βγάλει κανείς έναν λόγο με το θέμα “η δημοκρατική αστυνομία πρέπει να είναι στην υπηρεσία μας”, και αυτοί οι αγώνες, στον βαθμό που είναι τέτοιοι, μπορεί συχνά να χρησιμοποιούν αυτή τη γλώσσα, εκτός κι αν κανείς γυρίσει την πλάτη σε κάθε διάλογο και περιφρουρεί τους δρόμους με όπλα, όπως έκαναν οι Μαύροι Πάνθηρες, με τις συνέπειες που μπορεί κανείς να φανταστεί.

Ένας τρόπος πο οι αγώνες μπορούν να διατηρήσουν αυτή την ένταση χωρίς να χάσουν τίποτα στην πορεία είναι να διεκδικούν τουλάχιστον δικαιοσύνη (ή ακόμα και μια δίκαιη απόφαση, καθώς η ατιμωρησία είναι ο κανόνας) σε συγκεκριμένες περιπτώσεις δολοφονιών από την αστυνομία, που επιτρέπει να διατηρηθεί ένας επιθετικός λόγος “τοπικοποιημένος” και όχι γενικός, εξ ου και η σημασία που αποκτούν ομάδες “Δικαιοσύνη για…”. Είναι αυτές οι εντάσεις και η εξέλιξή τους που θα πρέπει να παρατηρήσουμε προσεκτικά, αν και η λογική της αντιπροσώπευσης σημαίνει ότι στο τέλος της ημέρας μόνο ο “προοδευτικός” λόγος μπορεί να ακουστεί. Πραγματικά, είναι αδύνατον να κρατήσει κανείς έναν δημόσιο λόγο από μια θέση αποκλεισμού από το “δημόσιο”: κάθε προλετάρια (και κάθε γυναίκα) έχει βιώσει την ανασύσταση του εαυτού της για να μπορεί να συμμορφώνεται με τις γενικές απαιτήσεις της κοινωνίας· και είναι ακόμα και ένας ορισμός του προλεταριάτου ότι υπάρχει μόνο για να χρησιμοποιείται από τους άλλους. Τελικά, είτε είναι νέοι της “του 93” [jeunes du 93] είτε εργάτες στα κλωστοϋφαντουργεία της Βιρμανίας, οι προλετάριοι δεν έχουν ποτέ τον λόγο.

Και αυτή είναι ίσως η πηγή των αβεβαιοτήτων μας και ένα είδος επαναστατικής θλίψης: μετά από δύο αιώνες εργατικού κινήματος που είχε νοηθεί ως ένας πόλεμος ενάντια στον παλιό κόσμο, το προλεταριάτο είναι στην κατάσταση να είναι ορατό μόνο αυτό που είναι στον κόσμο του κεφαλαίου, χωρίς κατάσταση αυτή υπαγωγής να συνεπάγεται μια αντιστροφή με κάποιο μαγικό διαλεκτικό τέχνασμα. Η ταξική πάλη ακολουθεί την αβέβαιη πορεία της σε έναν κόσμο ερημωμένο από το κεφάλαιο, και είναι μια υλική διαδικασία την οποία κανένα στοιχείο λογικής ή ανθρωπιάς, δηλαδή τίποτα εξωτερικό ως προς τους ίδιους τους αγώνες, δεν μπορεί να επηρεάσει. Στην κατάσταση αυτή, η θεωρία, που για πολύ καιρό έχει παίξει για τους μαρξιστές τον ρόλο ενός ιστορικού υπερεγώ, ξαναπαίρνει τη θέση της, που είναι αυτή μιας κατανόησης της διαδικασίας της ταξικής πάλης που είναι ο καπιταλισμός και παράγεται σ’ αυτή τη διαδικασία. Αν η θεωρία μπορεί με την σειρά της να γίνει “υλική δύναμη” και να “καταλάβει τις μάζες”, αυτό μπορεί να γίνει μόνο κάτω από πολύ συγκεκριμένες συνθήκες, που οφείλονται στην ίδια τη διαδικασία, και κάνουν, με άλλα λόγια, τις “μάζες” να κατανοούν την ίδια τη δραστηριότητά τους όταν αυτή γίνεται επαναστατική δραστηριότητα, και όχι σε κάποια εσωτερική “αρετή” της θεωρίας όπως την εφαρμόζουμε εδώ. Είναι μάλλον οι μάζες που πρέπει να αδράξουν τη θεωρία, όσο δρουν μ’ αυτόν τον τρόπο, παρά το αντίστροφο. Είναι επίσης μ’ αυτή την έννοια που το τέλος της θεωρίας είναι και το τέλος του αντικειμένου της. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, απέχουμε πολύ από αυτό.

Η ανάπτυξη της υλικής αντίφασης του κεφαλαίου και η ανανέωση των ανταγωνισμών που σταθερά παράγει είναι η μόνη ευδιάκριτη δυναμική του καπιταλιστικού κοινωνικού συνόλου. Ως κομμουνιστές, μπορούμε να πάρουμε το μέρος του προλεταριάτου, όταν εμφανίζεται με την “κακή του όψη”, αυτήν που τείνει να αρνηθεί την ίδια την ύπαρξή του, αλλά οδηγούμαστε επίσης να δούμε ότι άγεται από εθνικιστική, ρατσιστική ή ρεφορμιστική λογική, παραμένοντας πάντα προλεταριάτο. Εν τω μεταξύ, συχνά υπερασπιζόμαστε την αρνητικότητα καθαυτή, και δεν μπορούμε παρά να ανακαλέσουμε σε τι βασίζεται η καπιταλιστική κοινωνία, δηλαδή την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και την εκτόπιση των προλεταρίων από κάθε εξουσία πάνω στην ίδια την ύπαρξή τους.

Αλλά, και όχι πλέον ως κομμουνιστές αλλά ως οποιοσδήποτε άλλος, πολύ δύσκολα μπορούμε να επηρεάσουμε προς το παρόν την πορεία πραγμάτων πέρα από μας, που μας παρασέρνουν, ακόμα κι αν παλεύουμε μέσα στη γενική κίνηση, για την οποία δεν ξέρουμε ακριβώς που θα οδηγήσει. Αυτό είναι ένα πολύ σκληρό μάθημα μετριοφροσύνης για οποιονδήποτε θέλει να μιλά για επανάσταση, αλλά και μια δέσμευση να αποφύγουμε τις λυρικότητες και τις μεγάλες διακηρύξεις, να στραφούμε μακριά από ορίζοντες πολύ μακριά μας και να εστιάσουμε στην παροντική στιγμή, που μας αφορά απόλυτα.

AC

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2017/11/23/principe-dincertitude-lutte-des-classes-et-theorie.

2 Στμ. Εξαιρετικά βαθιά και στοχαστική συμύκνωση της ουσίας της ταξικής πάλης σήμερα. Εδώ πρέπει να δούμε τον πυρήνα της θέσης ότι το περιεχόμενο της επανάστασης σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι το σταμάτημα της αναπαραγωγής μας ως προλεταριάτο, η αυτοκατάργηση της τάξης.

3 Στμ. έχει ειπωθεί και ως ότι αυτό που παράγει το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση είναι το προλεταριάτο.

Καταλωνία: Παρελθόν και Μέλλον1

Luke Stobart

Καθώς η Καταλωνία ετοιμάζεται να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της, εξετάζουμε την ιστορία και την πολιτική πίσω από το κίνημα ανεξαρτησίας της

Η μάχη σχετικά με το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της 1ης Οκτωβρίου – που διοργανώθηκε από το καταλανικό Κοινοβούλιο αλλά απαγορεύτηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας – έχει γίνει μια από τις πιο δραματικές εξελίξεις στην Ευρώπη εδώ και χρόνια.

Ως αποτέλεσμα των επιθέσεων στα εκλογικά τμήματα που είχαν καταληφθεί από πολίτες ώστε να εξασφαλιστεί η διεξαγωγή των εκλογών, σχεδόν 900 άτομα τραυματίστηκαν από την αστυνομία – συμπεριλαμβανομένων πολλών ηλικιωμένων και ενός ατόμου που παρά λίγο να έχανε το μάτι του μετά από χτύπημα με απαγορευμένη πλαστική σφαίρα. Στην Καταλωνία η βία οδήγησε σε μια μαζική συμμετοχή σε μια γενική απεργία δυο μέρες αργότερα που πέτυχε να σταματήσει το μεγαλύτερο κομμάτι των ΜΜΜ, της αγροτικής παραγωγής, των λιμανιών, των μικρομάγαζων και του δημόσιου τομέα – αν και στην περίπτωση του τελευταίου βοήθησε και το γεγονός ότι η καταλανική κυβέρνηση επιδότησε το χαμένο μεροκάματο. Αυτή ήταν μια πολιτική απεργία του τύπου που δεν είχαμε ξαναδεί από την περίοδο των αγώνων ενάντια στην δικτατορία του στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο.

Το ίδιο βράδυ της απεργίας, ο βασιλιάς της Ισπανίας, Φίλιππος ο 6ος, εμφανίστηκε στις τηλεοπτικές οθόνες σε πανεθνική εκπομπή χωρίς να πει την παραμικρή κουβέντα για τα θύματα και χωρίς να αναγνωρίζει την παραμικρή αίσθηση πικρίας απο την πλευρά των Καταλανών. Αντίθετα, ο νέος μονάρχης, ο οποίος από την παραίτηση του πατέρα του Κάρλος από τον θρόνο το 2014 έχει προσπαθήσει να φτιάξει μια εικόνα ανοιχτότητας στον διάλογο, καταδίκασε την καταλανική κυβέρνηση (Generalitat) ότι έθεσε εαυτόν “εκτός νόμου”. Υποσχέθηκε την εφαρμογή του νόμου και ότι η Καταλωνία θα παραμείνει στην Ισπανία. Με την καταλανική κυβέρνηση να αναμένεται να προχωρήσει σε μια μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας (Unilateral Declaration of Independence, DUI) μέσα στις επόμενες λίγες μέρες, είναι πιθανόν ότι ο λόγος αυτός σκόπευε να προετοιμάσει το έδαφος για μια καινούρια επίθεση και κλιμάκωση.

Η σταδιακή κλιμάκωση προς τις συγκρούσεις της 1ης Οκτώβρη ήταν επίσης σοκαριστική. Η αστυνομία συνέλαβε κυβερνητικούς αξιωματούχους και τους κράτησε για όλη τη νύχτα, κατάσχεσε ψηφοδέλτια και υλικά για το δημοψήφισμα, επέδραμε σε τυπογραφεία και εφημερίδες, πήρε τον έλεγχο κέντρων επικοινωνιών και ιστότοπων (οι οποίοι ξανάνοιξαν από χάκερς από ολόκληρη την Ισπανία) και “επιτηρούσε/φύλαγε” τις κατασχεμένες κάλπες. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας συμφώνησε ακόμα και να δικάσει τους ηγέτες του κινήματος υπέρ της ανεξαρτησίας – και τον αρχηγό της καταλανικής αστυνομίας – για “ανταρσία”, απείλησε με την σύλληψη πάνω από 700 Καταλανών δημάρχων και επέβαλλε βαριά πρόστιμα στα μέλη της διορισμένης από την Generalitat επιτροπής διεξαγωγής του δημοψηφίσματος ώστε να εκβιάσει την διάλυσή της.

Ένα ριζοσπαστικοποιούμενο κίνημα

Παρ’ όλα αυτά, η πιο σοβαρή εξέλιξη είναι ένα μερικό πραξικόπημα ενάντια στο αυτοδιοίκητο της Καταλωνίας. Η Μαδρίτη κατακρατά “επ’ αόριστον” τη γενική χρηματοδότηση που στέλνει στην καταλανική κυβέρνηση για τις υπηρεσίες που διαχειρίζεται, συμπεριλαμβανομένων της υγείας και της εκπαίδευσης, και προσπάθησε να αποκτήσει μέσω ενός διοικητή της παραστρατιωτικής Εθνοφρουράς [Civil Guard], τον έλεγχο της καταλανικής αστυνομίας, των “Mossos”, η οποία αντιστάθηκε – κάτι που έκανε ακόμα πιο δύσκολη την κατάπνιξη της πολιτικής ανυπακοής που αναπτύχθηκε/εκφράστηκε στη διάρκεια του δημοψηφίσματος.

Η Ισπανία είναι ένα σχετικά αποκεντρωμένο κράτος και παρά την ισχυρή λαϊκή πρόσδεση στην “αυτονομία” στην Καταλωνία, αυτή μπορεί τώρα να σβηστεί στην συγκεκριμένη περιοχή. Το κόμμα των Ciudadanos απαιτεί τη λήψη μέτρων για την ανάληψη του ελέγχου της αστυνομίας και την κατάλυση της εξουσίας των καταλανικών θεσμών, κάτι που θεωρείται ως μια λύση και από το κεντροαριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE) — το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στην Ισπανία.

Πολύς κόσμος, συμπεριλαμβανομένων πολλών που είναι αδιάφοροι ως προς την ανεξαρτησία, βλέπουν το εξελισσόμενο πραξικόπημα και τις επιθέσεις ως ανυπόφορες/απαράδεκτες. Στη διάρκεια της απεργίας ενάντια στην αστυνομική καταστολή στις 3 Οκτώβρη, σημαντικός αριθμός ανθρώπων φορούσαν ισπανικές σημαίες – δείχνοντας την αντίθεσή τους στην ανεξαρτησία – καλυμμένες ταυτόχρονα με μηνύματα απέχθειας απέναντι στην αντιδημοκρατική καταστολή. Μαζικές περιφρουρήσεις και πράξεις κατάληψης και υπεράσπισης των εκλογικών τμημάτων – καθοδηγούμενων από τις Επιτροπές Υπεράσπισης του Δημοψηφίσματος – έφεραν σε επαφή μετριοπαθείς καταλανούς εθνικιστές και ριζοσπάστες, συμπεριλαμβανομένων αρκετών αναρχικών που τείνουν να αντιμετωπίζουν κάθε “εθνικισμό” ως αντιδραστικό.

Όσοι έχουν μεγαλύτερη τριβή με την οργάνωση από τα κάτω ενάντια στην κρατική καταστολή, όπως τα μέλη του αντικαπιταλιστικού και αυτονομιστικού κόμματος Candidatura d’Unitat Popular (CUP), όλο και περισσότερο καθορίζουν την ατζέντα των διαμαρτυριών και κερδίζουν τον σεβασμό των άλλων. Η διαμαρτυρία που περιγράφηκε από το BBC ως μια “αντιμπατσική απεργία” καλέστηκε αρχικά από μαχητικά συνδικάτα (συμπεριλαμβανομένων του αυτονομιστικού συνδικάτου των λιμενεργατών IAC, και της αναρχοσυνδικαλιστικής CGT) βασισμένη στον υπολογισμό ότι και στα μεγαλύτερα συνδικάτα που πιθανόν αισθάνονται επίσης την καταστολή και αντιδρούν σ’ αυτήν, η υποστήριξη από τα μέλη τους ήταν πολύ διαδεδομέμνη για να μην εκφραστεί. Αυτός ο υπολογισμός αποδείχτηκε σωστός, έστω και αν οι ηγέτες των συνδικάτων αυτών και του μετριοπαθούς εθνικού κινήματος προσπάθησαν (και απέτυχαν) να στρέψουν την απεργία σε μικρότερες συμβολικές “διακοπές”.

Τα κλιμακούμενα γεγονότα φέρνουν πίσω δραματικές ιστορικές μνήμες. Στη δεκαετία του 1970, έγιναν μεγάλες καταλήψεις και διαδηλώσεις για την ανάκτηση της καταλανικής αυτονομίας. Προηγουμένως, η καταλανική κυβέρνηση είχε ανατραπεί με τη βία: από τον Φράνκο το 1939 αλλά και ως απάντηση στην ανακήρυξη της κρατικής της υπόστασης το 1934, και πολύ νωρίτερα, μετά από μια αιματηρή στρατιωτικής πολιορκία της Βαρκελώνης (που τελείωσε το 1714). Μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι τις τελευταίες λίγες εβδομάδες η Μαδρίτη έχει εφαρμόσει μια κατάσταση εξαίρεσης, που επίσης ανακαλεί μια αυταρχική ιστορία, έστω και αν η χώρα υποτίθεται ότι είναι πλέον μια εδραιωμένη “δημοκρατία” (καθώς και μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο).

Εξίσου σημαντική με την κατασταλτική επίθεση είναι και το μαζικό κίνημα που αντιστέκεται σ’ αυτήν. Την ημέρα του δημοψηφίσματος, το κίνημα απώθησε – σε κάποιες περιοχές με τη βοήθεια των πυροσβεστών – βαριά οπλισμένες δυνάμεις των ισπανικών ΜΑΤ χρησιμοποιώντας ως μέσο την ειρηνική αλλά αποφασιστική πολιτική ανυπακοή. Από τη στιγμή των πρώτων συλλήψεων στις 20 Σεπτεμβρίου, φοιτητές και τελειόφοιτοι του Λυκείου είναι σε μια “διαρκή” απεργία, ενώ συλλογικές διαμαρτυρίες με το παραδοσιακό χτύπημα κατσαρολικών γίνονται κάθε βράδυ στις γειτονιές.

Όπως έχει ταυτοποιηθεί από τον μαρξιστή από τη Βαρκελώνη Josep Maria Antentas και, από την άλλη πλευρά του πολιτικού χάσματος, τον σχολιαστή της La Vanguardia Enric Juliana, η καταλανική εξέγερση αλλάζει γρήγορα. Το κίνημα για την εθνική “κυριαρχία” πραγματοποιεί πορείες με ένα εκατομμύριο άτομα κάθε Σεπτέμβρη (την ημέρα της εθνικής επετείου της Καταλωνίας, της la Diada). Αυτά ήταν ειρηνικά, πειθαρχημένα, οπτικά ισχυρά και εντυπωσιακά εκτελεσμένα γεγονότα – για παράδειγμα, με διαδηλωτές να σχηματίζουν μια ανθρώπινη αλυσίδα κατά μήκος και των 400 χιλιομέτρων που διασχίζουν την επίσημη καταλανική επικράτεια. Παρ’ όλα αυτά, οι διαμαρτυρίες αυτές ήταν επίσης “στημένες”, επικεντρωμένες στα ΜΜΕ και αποτελούσαν εθνικιστικές εκδηλώσεις πο παρουσίαζαν πολύ μικρή απειλή για το status quo.

Η βασική οργανωτική δύναμη – η Καταλανική Εθνική Συνέλευση (ANC) που δημιουργήθηκε τον Μάρτιο του 2012 — υιοθέτησε μια πλουραλιστική προσέγγιση σχεδόν αποκλειστικά περιορισμένη στην απόκτηση της κρατικής υπόστασης [statehood]. Δεν αγκάλιασε καμμιά σημαντική εκστρατεία για την εισαγωγή μιας συντακτικής διαδικασίας εντός της διαδικασίας τς ανεξαρτησίας (ώστε να φέρει μια “δημοκρατία του 99%” μέσω μιας μαζικής συμμετοχικής διαδικασίας που θα συμπεριελάμβανε κοινωνικά κινήματα όπως το εντυπωσιακό κίνημα για την στέγαση PAH). Όσο εντυπωσιακές και αν ήταν οι διαμαρτυρίες υπέρ της ανεξαρτησίας, το κίνημα κατέληγε να κινητοποιεί πολύ μικρά τμήματα από τα φτωχότερα στρώματα κοινωνίας (σε αντίθεση με το Podemos και τους καινούριους δημοτικούς συνδυασμούς/συνασπισμούς).

Όμως, καθώς η καταστολή ανέβαινε στην πορεία προς το δημοψήφισμα – ιδιαίτερα μετά τις συλλήψεις της 20ης Σεπτεμβρίου – το κίνημα άρχισε να γίνεται λιγότερο συγκρατημένο και περισσότερο δυναμικό. Εκείνη την ημέρα, ξέσπασε μια αυθόρμητη εξέγερση, που περιελάμβανε πολιτική ανυπακοή στη Βαρκελώνη και βιομηχανικές πόλεις γύρω από αυτήν, που εμπόδισαν την αστυνομία να επιδράμει σε κτίρια (ανάμεσα στα οποία και τα κεντρικά γραφεία του CUP). Μέχρι το απόγευμα οι διαμαρτυρίες είχαν πάρει τη μορφή των γεγονότων που τελευταία φορά είχε δει κανείς στη διάρκεια των καταλήψεων των πλατειών από τους indignados (Αγανακτισμένους) το 2011, και τις μαζικές πορείες ενάντια στον πόλεμο [του Ιράκ] μια δεκαετία πριν. Οι διαμαρτυρίες είναι φανερό ότι αναπτύσσονται από τα κάτω και συμμετέχει σ’ αυτές όλο και περισσότερο η εργατική τάξη – όπως φάνηκε ακόμα πιο καθαρά στην απεργία της Τρίτης, 3 Οκτωβρίου.

Η Juliana — που αντιτίθεται στην ανεξαρτησία λέει ότι μετά τις διαμαρτυρίες της 20ης Σεπτέμβρη το νέο “κύμα αγανάκτησης” [indignación]…πάει πέρα από τα κοινωνικά όρια της αυτονομιστικής πολιτικής” και “θολώνει κάποια συναισθηματικά σύνορα ανάμεσα σε όσους είναι υπέρ και κατά της ανεξαρτησίας”, υπονοώντας ότι αυτή η τάση θα μπορούσε να βαθύνει αν η άγρια καταστολή συνεχιστεί.

Αυτό μοιάζει να επιβεβαιώνεται από τις απεργίες στους χώρους δουλειάς, τις κινητοποιήσεις που καθοηγούνται από τις Εππιτροπές Υπεράσπισης του Δημοψηφίσματος (CDR), που συμπεριλαμβάνουν αρκετούς non-independentistas, και το χτύπημα των κατσαρολικών σε γειτονιές που τείνουν να ψηφίζουν “φιλο-ισπανικά” κόμματα. Δεν θα πρέπει όμως να υπερβάλλουμε σχετικά με τη μετατόπιση αυτή. Στην Carmel, μια φτωχογειτονιά της Βαρκελώνης όπου κατοικούν κυρίως οικογένειες Ισπανών και μη-Ισπανών μεταναστών, η συμμετοχή στο δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου ήταν μόνο 10%. Υπάρχουν ακόμα πολλοί εργαζόμενοι – ιδιαίτερα στην πρώην βιομηχανική “κόκκινη ζώνη” της Βαρκελώνης – που αισθάνονται ότι η ανεξαρτησία απλά θα ενισχύσει την τοπική αστική τάξη ή, στην καλλίτερη περίπτωση, δεν θα βελτιώσει παρά ελάχιστα τις ζωές τους. Παρ’ όλα αυτά ριζοσπάστες ακτιβιστές έχουν δίκιο περιγράφοντας πώς η καταστολή έχει οδηγήσει σε μια αυξανόμενη επαναχάραξη των οριακών γραμμών γύρω από την υπεράσπιση της δημοκρατίας ενάντια στην αυταρχική διακυβέρνηση μάλλον παρά γύρω από τον πιο αμφιλεγόμενο εθνοτικό διαχωρισμό.

Περαιτέρω ενδείξεις για τον μετασχηματισμό του κινήματος προέρχεται εκτός Καταλωνίας. Η χώρα των Βάσκων είναι άλλο ένα ιστορικό έθνος εντός του ισπανικού κράτους, στην οποία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 τα κινήματα, τα κόμματα και τα ΜΜΕ υπέρ της ανεξαρτησίας είχαν ποινικοποιηθεί και κατασταλεί (με τη βοήθεια του ότι θεωρούνταν ως συνδεόμενα με την ένοπλη πάλη της Βασκικής αυτονομιστικής οργάνωσης ΕΤΑ). Στην περιοχή, αρκετές χιλιάδες διαδήλωσαν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς το δικαίωμα των Καταλανών να αποφασίσουν σε δυο περιστάσεις. Υπάρχει προβληματισμός σχετικά με το κατά πόσον το κυβερνών δεξιό Βασκικό Εθνικιστικό Κόμμα (BNP) μπορεί να συνεχίσει να παρέχει κοινοβουλευτική στήριξη στην κυβέρνηση μειοψηφίας του Ραχόι, κάτι που θα μπορούσε ακόμα και να αποτρέψει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης από τον τελευταίο.

Πολίτες στο μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Ισπανίας τείνουν να είναι εχθρικοί απέναντι στις εθνικές απαιτήσεις των Καταλανών. Μερικοί συντηρητικοί ψηφοφόροι κινητοποιούνται πίσω από την καμπάνια “υπεράσπιση της Ισπανίας” του Ραχόι, όπως μαρτυρούν οι εθνικιστικές διαμαρτυρίες αυτού του Σαββατοκύριακου (για τις οποίες αρκετοί συμμετέχοντες έφτασαν με λεωφορεία από περιοχές εκτός Καταλωνίας). Παρ’ όλα αυτά, αν η κυβέρνηση της Μαδρίτης υπέθεσε ότι απλά θα κέρδιζε δημοφιλία με την επίθεσή της, ίσως έχει εκτιμήσει λάθος τη διάθεση της χώρας. Διαφορετικές εκθέσεις αναφέρουν ότι η εικόνα της αστυνομίας να κατάσχει κάλπες και ψηφοδέλτια στα μούτρα ενόψει τοπικών διαμαρτυριών έτυχε φτωχής αποδοχής από αρκετούς Ισπανούς. Επιπλέον, ο κρατικός μηχανισμός έβαλε το πρώτο από αρκετά “αυτογκόλ” όταν απαγόρευσε εκτός Καταλωνίας τις συγκεντρώσεις υποστήριξης της καταλανικής αυτοδιάθεσης: το μήνυμα που μεταφέρθηκε ήταν ότι η λογοκρισία και οι απαγορεύσεις που λάμβαναν χώρα την εποχή του Φράνκο επιστρέφουν…και μάλιστα όχι μόνο στην Cataluña[η Καταλωνία στα ισπανικά].

Μετά τις 20 Σεπτέμβρη, δεκάδες διαμαρτυρών σε υποστήριξη της καταλανικής αυτοδιάθεσης έγιναν σε ισπανικές μικρές και μεγάλες πόλεις. Την 1η Οκτωβρίου, η πλατεία-σύμβολο της Μαδρότης Puerta de Sol ήταν γεμάτη από κόσμο που εξέφραζε την αντίθεσή του στην αστυνομική βία στη Βαρκελώνη. Σε τέτοιες διαμαρτυρίες – όπως και στην Καταλωνία – υπάρχει μια αξιοσημείωτα μεγάλη παρουσία της γενιάς που πολέμησε ενάντια στη δικτατορία. Ήταν συγκινητικό να βλέπει κανείς διαδηλωτές στη Μαδρίτη να τραγουδούν το τραγούδι “L’Estaca” της δεκαετίας του 1970 — ένα τραγούδι στα καταλανικά για το πώς η ενότητα μπορεί να ρίξει έναν δικτάτορα. Το προηγούμενο Σάββατο [εννοεί…], διοργανώθηκαν μεγάλες πορείες στη Μαδρίτη και στη Βαρκελώνη στις οποίες άνθρωποι φορούσαν λευκά ρούχα και κράταγαν λευκές σημαίες, καλώντας σε διάλογο ανάμεσα στις δυο πλευρές. Ενώ οι διαμαρτυρίες αντιμετώπιζαν λανθασμένα το καταλανικό κίνημα ανεξαρτησίας ως εξίσου υπεύθυνο για την επιδεινούμενη σύγκρουση, εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει μια διαμαρτυρία ενάντια στην κρατική βία που ασκείται στην Καταλωνία. Καμμιά από αυτές τις διαμαρτυρίες δεν σημαίνει ότι οι περισσότεροι Ισπανοί είναι συμπαθούντες προς την καταλανική ανεξαρτησία. Παρ’ όλα αυτά, η αντίθεση ενάντια στην καταστολή έχει ενταθεί σε ολόκληρη την Ισπανία.

Καθώς συνέβαιναν όλα αυτά, βουλευτές στο Podemosτο αριστερό λαϊκιστικό κόμμα που αναδύθηκε εν μέρει από τις καταλήψεις των indignados το 2011 ενεργούσαν και συχνά επιτυχημένα στην καταγγελία του αυταρχισμού του Ραχόι (αν και ήταν λιγότερο επικριτικοί απέναντι στον αυταρχισμό του ισπανικού δικαστικού συστήματος και αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πρόσφατου δημοψηφίσματος).

Μετά τις 20 Σεπτέμβρη, η Juliana προσπάθησε να προειδοποιήσει τη “φούσκα” του καθεστώτος στη Μαδρίτη ότι η Καταλωνία ίσως να ξεκινά την “απόσχισή της από την Ισπανία” και ότι έχει αρχίσει μια κρίση του κράτους”. Αλλά δεν είναι μόνο το κίνημα της ανεξαρτησίας που έχει προχωρήσει.

Επειδή μεταφέρθηκαν τόσες πολλές δυνάμεις των ΜΑΤ από την υπόλοιπη Ισπανία, έμειναν λιγότερες σε κάποιες περιοχές. Μια ομάδα εκλεγμένων αντιπροσώπων του Podemos και άλλων σχετιζόμενων οργανώσεων που συναντιούνταν στη Σαραγόσα (προσπαθώντας ανεπιτυχώς και κάπως θεατρινίστικα να εισαγάγουν έναν καινούριο πολιτικό διάλογο ως απάντηση στην εντεινόμενη κρίση) περικυκλώθηκαν από μερικές εκατοντάδες φασιστών. Όταν η ομάδα ζήτησε μεγαλύτερη αστυνομική προστασία τους ειπώθηκε ότι η τοπική αστυνομία δεν ήταν διαθέσιμη, καθώς είχε σταλεί στην Καταλωνία (στην πιο θετική πλευρά, οι μειωμένοι αριθμο αστυνομικών στην περιοχή της Μαδρίτης βοήθησε μια ομάδα μεταναστών να δραπετεύσουν από ένα κέντρο κράτησης).

Στις πόλεις της νότιας Ισπανίας, εθνικιστές ζητωκραύγαζαν τους αστυνομικούς των ΜΑΤ καθώς έφευγαν για την Καταλωνία φωνάζοντας “Πηγαίνετε και πιάστε τους” λες και η αστυνομία ήταν κάποιος στρατός κατοχής. Χιλιάδες αστυνομικοί επιβιβάστηκαν και διέμειναν σε ναυλωμένα από το κράτος κρουαζιερόπλοια που ελλιμενίστηκαν στα λιμάνια της Βαρκελώνης και της Ταραγώνα. Ένα από αυτά, παρεμπιπτόντως, ήταν καλυμμένο με ένα τεράστιο καρτούν του Τουίτυ Πάι περικυκλωμένου από αγριεμένους εχθρούς φιγούρες της Warner Brother. Επειδή η υπόθεση πήρε μεγάλη δημοσιότητα, ο Τουίτυ καλύφθηκε με ένα τεράστιο tarpaulin — ένας σχολιαστής το περιέγραψε σαν “μπούρκα”. Ένας πρώην βουλευτής του CUP ειρωνεύτηεκ ότι το θέαμα ήταν μια επίδειξη των μειονεκτημάτων της κρατικής εξάρτησης από το outsourcing. Λιμενεργάτες, που είχαν πρόσφατα κάνει μια πετυχημένη απεργία ενάντια στην αναδιάρθρωση, αρνήθηκαν να εξυπηρετήσουν τα πλοία αυτά.

Η βαριά αυτή πίεση που ασκήθηκε για να αποτρέψει το δημοψήφισμα σημαίνει ότι αν και η συμμετοχή έφτασε τελικά στο 42% – ένα ποσοστό που θα έπρεπε να αυξηθεί ελαφρά για να λάβει υπόψιν τις περίπου 294.000 χιλιάδες ψηφοδέλτια που κατασχέθηκαν από την αστυνομία, το 90% των ψήφων υπέρ της ανεξαρτησίας λαμβάνεται ως μια εντολή για την συνέχιση της κίνησης προς την κρατική υπόσταση. Ο κεντροαριστερός συνασπισμός Junts pel Sí (Μαζί για το Ναι) και το αντικαπιταλιστικό CUP πιέζουν για μια μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας τόσο σύντομα όσο σήμερα. Σϊγουρα, η κρατική καταστολή ωθεί το κίνημα για την καταλανική δημοκρατία μπροστά, όχι προς τα πίσω.

Είναι ο καταλανικός εθνικισμός επίσης ένα πρόβλημα;

Υπάρχουν αρκετοί στην Αριστερά στην Ισπανία (και σε πολύ μικρότερο βαθμό στην Καταλωνία) που αντιτίθενται έντονα στον αυταρχισμό του κράτους αλλά θεωρούν ότι πρέπει να επιρριφθούν ευθύνες και στον καταλανικό εθνικισμό για την κρίση. Υπάρχει μια ποικιλία οπτικών που τους οδηγούν στην υιοθέτηση αυτής της στάσης, αλλά είναι φανερό ότι πολλοί το κάνουν επειδή δέχονται την καρικατούρα του καλανικού κινήματος ως κυριαρχούμενο από τη μπουρζουαζία και με κύριο ενδιαφέρον να θέσει ένα τέρμα στη μοιρασιά των σχετικά υψηλών εσόδων από τη φορολογία με άλλες περιοχές της Ισπανίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών στον φτωχότερο νότο.

Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που θα έπρεπε να απορρίψουμε αυτή την άποψη. Πρώτον, η υποστήριξη για την καταλανική αυτονομία είναι κυρίως από την αριστερά – έτσι αυτοχαρακτηρίζεται το 72% αυτών που υποστήριζαν μια καταλανική δημοκρατία πριν το καλοκαίρι (σε σχέση με το ποσοστό του 40% των Καταλανών που θα ψήφιζαν “όχι”). Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν επίσης ότι πάνω από τους μισούς από όσους υποστηρίζουν την ανεξαρτησία το κάνουν επειδή κυρίως επιθυμούν μια αλλαγή πολιτικών, να αποκτήσουν μεγαλύτερη τοπική εξουσία διακυβέρνησης ή επειδή αισθάνονται “αποκλεισμένοι”, ότι δεν “συμπεριλαμβάνονται” “[miscomprehended”] — λόγοι που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ως αντιδραστικοί. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ισπανία, οι μειονοτικές γλώσσες και ταυτότητες απουσιάζουν σχεδόν εντελώς από τα ΜΜΕ και μερικές φορές αντιμετωπίζονται ως ύποπτες. Μερικά χρόνια πριν, το Συνταγματικό Δικαστήριο, όπως και η συντηρητική κυβέρνηση στις Βαλεαρίδες νήσους (μια περιοχή όπου μιλιούνται τα καταλανικά), επέβαλλαν την ανάκληση/απαγόρευση της χρήσης των καταλανικών ή άλλων σχετικών διαλέκτων στο σχολικό σύστημα. Υπάρχει πολύ μικρή ανοχή στην καταλανική γλώσσα και ταυτότητα στην μονο-γλωσσική Ισπανία.

Μια μειοψηφία – λιγότερο από το 1/3 – αυτών που θέλουν την ανεξαρτησία τείνουν να το κάνουν για να βελτιώσουν τα οικονομικά της Generalitat. Αυτή η άποψη αντιμετωπίζεται λαθεμένα ως η κυρίαρχη στον “καταλανισμό” [catalanisme] επειδή την υπερασπίζεται η πτέρυγα εκείνη του κινήματος που παραμένει το πιο δημόσιο πρόσωπό του. Αυτή η πτέρυγα, όπως και η φιλελεύθερη εθνικιστική δεξιά του PdeCATπρώην Convergènciaπου διατηρούν την καταλανική προεδρία, έσυραν το κεντροαριστερό αυτονομιστικό ERC (Δημοκρατική Αριστερά της Καταλωνίας), κινηματικούς ακτιβιστές και άτομα στο Junts pel Sí, έναν εκλογικό συνασπισμό που κέρδισε τις καταλανικές εκλογές το 2015.

Παρ’ όλα αυτά, η καταλανική Δεξιά είναι στην πραγματικότητα πολύ λιγότερο ηγεμονική στην αυτονομιστική πολιτική απ’ όσο φαίνεται. Πριν από την τεράστια διαμαρτυρία υπέρ της ανεξαρτησίας τον Σεπτέμβρη του 2012, ο στόχος της Convergència [Σύγκλιση] ήταν ο περιορισμένος στόχος της απόκτησης περισσότερων δημοσιονομικών εξουσιών εντός του υπάρχοντος εδαφικού πλαισίου, και το κόμμα ήταν σε έναν μακροχρόνιο συνασπισμό με ένα κόμμα υπέρ της περιφέρειας [regionalist] — το Unió — που στη συνέχεια διασπάστηκε αντιτιθέμενο στην ανεξαρτησία. Χρειάστηκε να διαδηλώσουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι υπέρ της πλήρους κρατικής υπόστασης για να αγκαλιάσει η Convergència έναν τέτοιο στόχο.

Η “εξέγερση των πλατειών” το 2011 ίσως βοήθησε αυτή την μεταστροφή. Μετά από αυτή την “εξέγερση” στην οποία indignados που είχαν περικυκλώσει το καταλανικό κοινοβούλιο ανάγκασαν τον υποστηρικτή των μέτρων λιτότητας πρόεδρο Mas να πάει στο γραφείο του με ελικόπτερο, η Convergència και άλλα καθεστωτικά κόμματα είχαν βαθιά απονομιμοποιηθεί. Αυτό έκανε πολύ δύσκολο για τον Mas να γυρίσει την πλάτη του στην κραυγή για ανεξαρτησία όταν ξέσπασε.

Ένα άλλο σημάδι της κατεξοχήν προοδευτικής φύσης της παρώθησης για ανεξαρτησία είναι ότι από τότε που ξεκίνησε “η διαδικασία” το φθινόπωρο του 2012, η Αριστερά έχει ενισχυθεί εκλογικά. Το κεντροαριστερό ERC έχει γίνει το πιο δημοφικές κόμμα υπέρ της ανεξαρτησίας, και ακόμα πιο ενθαρρυντικά, το CUPμια ριζοσπαστική πλατφόρμα που έχει οικοδομηθεί μέσα από χρόνια τοπικού ακτιβισμού – κατέλαβε δέκα έδρες στο τοπικό κοινοβούλιο το 2015. Αυτή η υπέρβαση/άλμα κατέστησε το CUP τον ισχυρό ρυθμιστή για τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης μειοψηφίας από τον συνασπισμό Junts pel Sí. Μια μαζική συνάντηση του CUP τον Δεκέμβρη του 2015 διχάστηκε γύρω από την παραχώρηση της προεδρίας στον υποστηρικτή της λιτότητας Mas. Αυτό οδήγησε στην αντικατάσταση του Mas στην προεδρία από τον Carles Puigdemont, γεγονός που έκανε τον Ισπανό εκδότη των Financial Times να παραπονεθεί ότι μια μικρή ομάδα αντικαπιταλιστών καθορίζει το μέλλον ενός έθνους.

Η νεοαποκτημένη διαπραγματευτική δύναμη του CUP (και το μαχητικό πνεύμα του) του επέτρεψε επίσης να κάνει το Junts pel Sí να κρατήσει τη δέσμευσή του για τη διοργάνωση του δημοψηφίσματος της 1ης Οκτωβρίου, καθώς και να πιέσει τον κυβερνητικό συνασπισμό να ψηφίσει νομοθεσία που απαγορεύει τις εξώσεις, εγγυάται ένα ελάχιστο βασικό εισόδημα και απαγορεύει τα κέντρα κράτησης μεταναστών. Όποια και αν είναι τα όρια της αυτονομιστικής πολιτικής στην Καταλωνία, είναι αδύνατον να δει κανείς την διαδικασία αυτή απλά ως μια δεξιά διολίσθηση. Όταν η ισπανική Δεξιά κατηγορεί τους ακτιβιστές του “αντισυστημικού” CUP για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος αυτό δεν είναι εντελώς αβάσιμο.

Το καταλανικό ζήτημα μετά το 2000

Ο άμεσος λόγος για την “διαδικασία απόκτησης κυριαρχίας” στην Καταλωνία είναι ότι οι προσπάθειες να αντιμετωπιστεί η περιοχή ως ένα έθνος εντός του ισπανικού κράτους – και να της παραχωρηθούν αποκεντρωμένες εξουσίες αντίστοιχες αυτών που απολαμβάνει η Χώρα των Βάσκων – μπλοκαρίστηκαν τη δεκαετία του 2000. Μια μεταρρύθμιση του Νόμου για την Αυτονομία της Καταλωνίας που ξεκίνησε από την τότε τριμερή, υπό τους Σοσιαλιστές, (τοπική;) κυβέρνηση το 2003 έγινε αποδεκτή σε ένα δημοψήφισμα το 2006, τροποποιήθηκε από την τότε επίσης “σοσιαλιστική” κεντρική κυβέρνηση, αποδυναμώθηκε περαιτέρω από το ισπανικό Κογκρέσο, και στη συνέχεια, το 2010, περικόπηκε σε τεράστιο βαθμό από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ισπανίας.

Αυτό προέκυψε από μια παρατεταμένη εκστρατεία ενάντια στο καθεστώς αυτονομία από το δεξιό Λαϊκό Κόμμα (Partido Popular, PP). Ιδιαίτερα ενοχλητικό ήταν για πολλούς Καταλανούς ήταν η αντισυνταγματικότητα και παρανομοποίηση της αναφοράς στην Καταλωνία ως “έθνος”· ένα βασικό σύνθημα στις διαμαρτυρίες ενάντια στην απόφαση ήταν ότι “είμαστε ένα έθνος”. Μετά από αυτή την εξέλιξη, η δημοτικότητα της ανεξαρτησίας (σε αντίθεση με ένα ομόσπονδο κράτος ή μια αυτόνομη περιοχή) εκτοξεύθηκε.

Ένα πιο τοπικά ριζωμένο κίνημα αναπτύχθηκε το 2009, όταν ακτιβιστές σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της περιοχής Arenys de Mar πραγματοποίησε ένα συμβολικό δημοψήφισμα ανακήρυξης της ανεξαρτησίας του δήμου από το ισπανικό κράτος. Ανάλογες δημοσκοπήσεις εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Καταλωνία τα επόμενα χρόνια, που βοήθησαν στη δημιουργία από “τα κάτω” δικτύων δήμων/κοινοτήτων και ακτιβιστών που αργότερα θα συγκροτούσαν ένα μεγαλύτερο κίνημα.

Παράλληλα μεα αυτές τις εξελίξεις, οικονομικά φιλελεύθεροι αυτονομιστές ανέπτυξαν και δημοσιοποίησαν μια “οικονομική υπόθεση/λόγο για την ανεξαρτησία”, σύμφωνα με την οποία όλοι οι Καταλανοί θα γίνονταν κατά 8% πλουσιότερο με το καθεστώς ανεξαρτησίας. Η λογική συμπυκνώθηκε στον άξεστο/ωμό και τώρα πλέον κακόφημο σύνθημα “η Ισπανία μάς κλέβει”, που το υπερασπίστηκε αποτελεσματικά ο πρόεδρος Μas και συνέβαλλε στο να κερδηθούν μερικοί νέοι προσήλυτοι υπέρ της ανεξαρτησίας μεταξύ των πολλών που υπέφεραν κάτω από την οικονομική κρίση στην Ισπανία.

Φυσικά, υπήρχαν αρκετές περιπτώσεις οικονομικών διακρίσεων σε βάρος της Καταλωνίας για να κάνουν τους ισχυρισμούς περί κλοπής να μοιάζουν εύλογοι. Η περιοχή λάμβανε λιγότερες επενδύσεις – στις υποδομές μεταφορών, για παράδειγμα – από άλλες παρόμοιες οικονομικά περιοχές, και όταν μια εταιρεία ενέργειας που ελεγχόταν από την καταλανική τράπεζα καταθέσεων La Caixa προσπάθησε να εξαγοράσει κάποιες ισπανικές αντίστοιχες εταιρείες ενέργειας το PP και οι ισπανοί εργοδότες ισχυρίστηκαν ότι αυτό θα οδηγούσε σε “υπερβολική” οικονομική συγκεντροποίηση στη Βαρκελώνη.

Ενώ ο σάλος υπέρ της ανεξαρτησίας αναπτυσσόταν στην Καταλωνία, τα πράγματα κινούνταν προς την αντίθετη κατεύθυνση στην Ισπανία. Καθώς η κρίση χρέους του ισπανικού κράτους επιταχυνότα, αυξάνονταν οι εκκλήσεις στους πολιτικούς κύκλους και στα ΜΜΜ για την επανασυγκεντροποίηση της λήψης πολιτικών – υποτίθεται για τη μείωση της των δαπανών από τον διπλασιασμό της διοίκησης. Η γενική γραμματέας του PP María de Dolores Cospedal έδωσε το παράδειγμα. Ως πρόεδρος της Καστίλλης-Λα Μάντσα μείωσε τον αριθμό των βουλευτών [στο τοπικό κοινοβούλιο] από 49 σε 33, μια όχι και τόσο λεπτή προσπάθεια να καταδείξει πόσο πλεονάζουσα ήταν η τοπική κυβέρνηση.

Όταν ξεκίνησε η καταλανική “διαδικασία διεκδίκησης κυριαρχίας”, οι εκκλήσεις για τη μείωση ή τον τερματισμό της περιφερειακής αυτονομίας υποχώρησαν. Αλλά οι δημοσκοπήσεις από την περιίοδο αυτή και έπειτα δείχνουν ότι οι ιδέες αυτές κυριαρχούν σε σημαντικό τμήμα των Ισπανών και τώρα εφαρμόζονται με έναν έντονο/εντυπωσιακό τρόπο.

Σχετιζόμενα μ’ αυτό, μερικοί σχολιαστές εξηγούν την καταλανική κρίση αναφερόμενοι στην περιορισμένη μεταρρύθμιση του ισπανικού κράτους και της δεξιάς πολιτικής κατά τη διάρκεια της μετάβασης από τον φασισμό. Όταν η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος χρησιμοποίησε το όπλο του συντάγματος ενάντια στο δημοψήφισμα, αυτό είναι προϊόν μιας διαπραγμάτευσης κυριαρχούμενης από το καθεστώς του Φράνκο. Οι βασικές δομές της αστυνομίας και του στρατού άλλαξαν πολύ λίγο, κάτι που εξηγεί εν μέρει τουλάχιστον την ορατή συμπόρευση/συντροφικότητα ανάμεσα στην ακροδεξιά και την αστυνομία σ’ αυτή τη σύγκρουση (συμπεριλαμβανομένης μιας φωτογραφίας ενός αστυνομικού που χαιρετά φασιστικά και της εκδήλωσης μέσω του Twitter της υποστήριξης της Εθνικής Αστυνομίας σε μια δεξιά διαδήλωση κατά της ανεξαρτησίας).

Άλλωστε, ο πρόδρομος του ΛΚ δημιουργήθηκε από τον βάναυσο υπουργό Εσωτερικών του Φράνκο, Manuel Fraga. Οι δεσποτικές πολιτικές του κόμματος εκτέθηκαν με τον “νόμο για τις συμμορίες” του 2015, που επιτρέπει την επιβολή προστίμων αρκετών χιλιάδων ευρώ για όσους πραγματοποιούν μη εξουσιοδοτημένες/εγκεκριμένες διαδηλώσεις ή μοιράζονται φωτογραφίες της αστυνομικής βίας στα κοινωνικά δίκτυα.

Όμως το να βλέπει κανείς τις σημερινές δράσεις του κράτος ως τίποτα άλλο από μη-μεταρρυθμισμένο φασισμό έχει τα όριά του.

Πρώτον, η καταστολή ειρηνικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων δεν είναι το προνόμιο μόνο πρώην φασιστικών δικτατοριών (όπως μαρτυρείται από την εξαπόλυση της σφαγής της Ματωμένης Κυριακής από το “δημοκρατικό” βρετανικό κράτος). Επιπλέον, η υποστήριξη στην απαγόρευση της διεξαγωγής του καταλανικού δημοψηφίσματος δεν περιορίζεται στους συντηρητικούς και κεντρικούς κρατικούς θεσμούς. Αντίθετα, παρέχεται από όλα τα κυρίαρχα ισπανικά ΜΜΕ και τα μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης εκτός από το Podemos.

Το σοσιαλδημοκρατικό PSOE έχει, στην καλλίτερη περίπτωση, διχαστεί πάνω στο ζήτημα. Ο “εκμοντερνιστής” ηγέτης Pedro Sánchez έχει κρατήσει σχετική σιωπή από τότε που ξεκίνησε η καταστολή και η αντίδραση σ’ αυτήν. Όμως η ηγεσία του κόμματος είναι θετική με την ιδέα της σύλληψης των Καταλανών υπουργών και η ισχυρή δεξιά πτέρυγά του υποστηρίζει την εφαρμογή του άρθρου 155 του Συντάγματος που ουσιαστικά θα τελείωνε την αυτο-κυβέρνηση της Καταλωνίας.

Η αυταρχική αντίδραση από το ισπανικό κατεστημένο μπορεί επίσης να κατανοηθεί ως μια συνέχιση συγκρίσιμων πρακτικών τη δεκαετία του 2000 ενάντια στο βασκικό εθνικό κίνημα. Τότε, τα κόμματα υπέρ της ανεξαρτησίας απαγορεύτηκαν, οι ηγεσίες τους φυλακίστηκαν, και οι εφημερίδες στα βασκικά έκλεισαν. Υπήρχε σχεδόν ομοφωνία μεταξύ της ισπανικής πολιτικής τάξης γι’ αυτό, και περιορισμένη αντίδραση στους δρόμους. Παρ’ όλα αυτά, το σημερινό πλαίσιο είναι διαφορετικό. Η τωρινή βίαιη καταστολή λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο κοινωνικο-οικονομικής ύφεσης για πολλούς Καταλανούς και Ισπανούς και μετά από μεγάλες πολιτικές μετατοπίσεις προς τα αριστερά (όπως καταδεικνύεται από τις δημοτικές εκλογές του 2014 στις οποίες αριστερές δημοτικές πλατφόρμες κέρδισαν τις τέσσερις από τις πέντε μεγάλες ισπανικές πόλεις).

Αυτό είναι ένα πολύ λιγότερο ευνοϊκό σενάριο για την εφαρμογή σοβαρών πράξεων κρατικής καταστολής, ακόμα κι αν υπάρχει μια πραγματική λαϊκή υποστήριξη για καταστολή. Ακόμα σημαντικότερα ίσως, το κίνημα που στοχοποιείται αυτή τη φορά – σε αντίθεση με τη Βασκική Αριστερά – δεν βλέπεται ως συνδεόμενο με ένοπλες οργανώσεις. Αλλά είναι πολύ πιθανόν το εκτός επαφής ισπανικό κατεστημένο να μπήκε στην τωρινή μάχη με υπερβολική αυτοπεποίθηση, κάτι που το οδηγεί στο να κάνει μεγάλα λάθη και στο να εμπνεύσει μια ισχυρή απάντηση.

Την ίδια στιγμή, πρέπει να ρωτήσουμε αν η ομοφωνία στο καθεστώς υπέρ της καταστολής έχει ρίζες που δεν περιορίζονται συγκεκριμένα στην Ιβηρική. Σίγουρα, δεν υπάρχει καπιταλιστικό κράτος που θα του άρεσε να δεί την εξουσία του εξασθενημένη. Τέτοιες απώλειες πλήττουν αναπόφευκτα τη σχετική παγκόσμια ανταγωνιστικότητα του. Η απώλεια της Καταλωνίας θα αντιπροσώπευε ένα ιδιαίτερα μεγάλο χτύπημα καθώς αυτή παρέχει σχεδόν το 1/5 του ΑΕΠ της Ισπανίας και έχει επιδόσεις πάνω από το μέγεθός της σε τομείς όπως ο τουρισμός, ο πολιτισμός και ο αθλητισμός. Επιπλέον, η απόσχιση της Καταλωνίας θα μπορούσε να ενθαρρύνει την απόσχιση άλλων εθνικών μειονοτήτων – ιδιαίτερα της οικονομικά σημαντικής Χώρας των Βάσκων. Αν προσθέσουμε σε αυτό το αίσθημα της ψυχολογικής απώλειας που οι ελίτ (αλλά επίσης και ένα σημαντικό τμήμα εκτός των ελίτ) αισθάνονται όταν η “φανταστική τους κοινότητακουτσουρεύεται (ιδιαίτερα αν την αντιλαμβάνονται ως μια μοναδική εθνική οντότητα), τότε ίσως η αντίδραση της Μαδρίτης να είναι προβλέψιμη.

Κοιτώντας προς τα πίσω

Η προσκόληση σε ένα έθνος δεν είναι λιγότερο ισχυρή ανάμεσα σε αρκετούς Καταλανούς εθνικιστές, που τείνουν να αντιμετωπίζουν την Καταλωνία ως ένα χιλιετές έθνος. Τα σύνορα που οι πιο ριζοσπάστες catalanistes διαγράφουν περιλαμβάνουν την περιοχή γύρω από το Περπινιάν (Perpignan) στη Γαλλία, τις Βαλεαρίδες νήσους, την περιοχπ της Βαλένσιας και φυσικά την περιοχή που είναι επίσημα γνωστή ως Καταλωνία. Οι απόψεις αυτές βασίζονται σε μια μακρά αλλά όχι αδιάλειπτη ιστορία.

Το Βασίλειο της Καταλωνίας ήταν ένα από τα πρώτα φεουδαλικά κράτη, με ένα σύνταγμα που προηγείται της Μάγκνα Κάρτα. Δημιούργησε επίσης ένα από τα πρώτα κοινοβούλια, που δέσμευε τον μονάρχη να κυβερνά σε συμφωνία με τις ιδιοκτήτριες τάξεις. Στον ύστερο Μεσαίωνα, μια Καταλανική αυτοκρατορία κυριαρχούσε σε μεγάλο μέρος της δυτικής Μεσογείου πριν η Καστίλη – το βασικό κέντρο εξουσίας στην Ισπανία – αναδυθεί ως παγκόσμια δύναμη.

Η “Catalunya” εμπορευόταν βαμβάκι και σκλάβους στο εξωτερικό και η επικράτειά της επεκτεινόταν μέχρι την Σαρδηνία, την Νάπολη και την Αθήνα. Το Πριγκηπάτο της Καταλωνίας συνενώθηκε/συνασπίστηκε με την Αραγωνία το 1137, διατηρώντας τους αυτόνομους θεσμούς του και αναπτύσσοντας ακόμα περισσότερο την οικονομία του μέσω του εμπορίου αγαθών σε ολόκληρη την Ιβηρική χερσόνησο. Ο ιστορικός Pierre Vilar ισχυρίζεται ότι από τον 13ο αιώνα η ανάπτυξη ενός κοινού συστήματος αγοράς, πολιτισμικής κοινότητας και γλώσσας σήμαινε ότι η Καταλωνία γινόταν ένα από τα νεαρά έθνη-κράτη.

Παρ’ όλα αυτά, η περίοδος που ακολούθησε ήταν ταραγμένη: κοινωνική σύγκρουση ανάμεσα στους δουλοπάροικους και τους γαιοκτήμονες, τους κατοίκους των πόλεων και τους μονάρχες· κατάρρευση του πληθυσμού και της γεωργίας εξαιτίας του λιμού· μια αυξανόμενα υπερ-εκτεταμένη αυτοκρατορία· πόλεμοι διαδοχής· πογκρόμ εναντίον των Εβραίων και εμφύλιος πόλεμος. Ο βασιλιάς Ιωάννης ο II επιβίωσε τον πόλεμο αυτό εξασφαλίζοντας την υποστήριξη της Καστίλης με αντάλλαγμα την ένωση με αυτό το βασίλειο μέσω γάμου το 1469. Αυτή η ένωση επέτρεψε στην Καταλωνία να αυτοκυβερνάται αλλά χωρίς τον έλεγχο της εξωτερικής πολιτικής ή του εμπορίου με τις αποικίες.

Κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα η Καταλωνία παρήκμασε οικονομικά και διοικούνταν όλο και περισσότερο από τη Μαδρίτη. Η τοπική παρουσία του ισπανικού στρατού, από τον οποίο οι Καταλανοί αποκλείονταν αλλά έπρεπε να πληρώνουν, δημιούργησε δυσαρέσκεια μεταξύ των φτωχών. Το 1640, οι θεριστές των χωραφιών ηγήθηκαν μιας εξέγερσης – μαζί με την Generalitat — που κατέληξε με τη δολοφονία του αντιβασιλές, του αντιπροσώπου της Καστίλης στην Καταλωνία. Αυτή η εξέγερση υποστηρίχτηκε προσωρινά από τον βασιλιά της Γαλλίας μέχρι που ο Φίλιππος ο 6ος της Καστίλης έκλεισε μια συμφωνία μαζί του με αποτέλεσμα η Καταλωνία να χάσει οποιαδήποτε αξιόλογη αυτονομία (όπως και τις περιοχές της που είναι τώρα μέος της Γαλλίας).

Μετά την υποστήριξη που παρείχε σε έναν διεκδικητή του θρόνου εναντίον του Βουρβώνου βασιλιά, οι κάτοικοι της πρωτεύουσάς της υπέστησαν μια στρατιωτική πολιορκία και αιματηρά αντίποινα, και το 1714 εφτά αιώνες καταλανικής αυτονομίας τελείωσαν. Μετά την άρση της απαγόρευσης εμπορίου με τις υπόλοιπες περιοχές της ισπανικής αυτοκρατορίας, η Καταλωνία ευημέρησε ξανά, περνώντας αργότερα σε μια πλήρη εκβιομηχάνιση. Ήδη τον 19ο αιώνα ήταν το πιο αναπτυγμένο οικονομικά τμήμα της Ισπανίας – έχοντας γίνει ο τέταρτος μεγαλύτερος παραγωγός βαμβακιού στον κόσμο και αναπτύσσοντας έναν ισχυρό χρηματοπιστωτικό τομέα.

Τον ίδιο αιώνα οι Καταλανοί συμμετείχαν σε μια μακρά περίοδο εξεγέρσεων και ηγήθηκαν προσπαθειών για τη δημιουργία ενός πραγματικά ομοσπονδιακού κράτους. Η Βαρκελώνη έγινε γνωστή ως το “Ρόδο της Φωτιάς” και ο Ένγκελς έγραψε ότι ήταν η πόλη με τις “περισσότερες μάχες στα οδοφράγματα από οποιαδήποτε άλλη πόλη στον κόσμο”. Το σύγχρονο εθνικιστικό κίνημα στην Καταλωνία αναδύθηκε ως μια δύναμη στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα.

Αναδύθηκε πολιτικά κάτω από διάφορους ιδεολογικούς σχηματισμούς – συμπεριλαμβανομένου ενός προέδρου της Δημοκρατικής Αριστεράς, του Lluís Companys, ο οποίος ανακήρυξε μια Καταλανική Δημοκρατία το 1934. Ακόμα και όταν ο Φράνκο απαγόρευσε τον Catalanisme και κατέστειλε την καταλανική εθνική γλώσσα και ταυτότητασυμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης των καταλανικών ονομάτων και της τιμωρίας των παιδιών που μιλούσαν καταλανικά στα σχολεία – η χρήση των καταλανικών συνεχίστηκε στα σπίτια (και στο στάδιο Camp Nou της ποδοσφαιρικής ομάδας της Μπαρτσελόνα εξαιτίας του τεράστιου μεγέθους του).

Το 1979, μετά την ανάκτηση από την Καταλωνία των θεσμών της, ψηφίστηκε ο Νόμος/Διάταγμα της Αυτονομίας και η Generalitat απέκτησε δικαιοδοσία πάνω στην υγεία, την εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση και τον πολιτισμό. Παρ’ όλα αυτά, σε αντίθεση με την Χώρα των Βάσκων, στην οποία εκείνη την εποχή υπήρχε μια εντονότερη και πιο βίαιη εθνική αντιπαράθεση, η Generalitat δεν επιτρεπόταν να συλλέγει και να αναδιανέμει τους ίδιους τους φόρους της — ένα ζήτημα που ενθάρρυνε μετέπειτα προσπάθειες για την απόκτηση μεγαλύτερης αυτονομίας. Υπό την διακυβέρνηση του υπέρ της αυτονομίας προέδρου Jordi Pujol, η περιοχή δημιούργησε ένα λαϊκό/δημοφιλές τηλεοπτικό δίκτυο, εμπέδωσε τα Καταλανικά ως την γλώσσα διδασκαλίας στα σχολεία, έκανε τα καταλανικά υποχρεωτικά στην δημόσια ενημέρωση – περιλαμβανομένων κάπως αμφιλεγόμενα και των επωνυμιών των καταστημάτων – και στη απασχόληση στον δημόσιο τομέα. Το 2000 δημιούργησε το αστυνομικό σώμα των Mossos, που απέδειξε τα διαπιστευτήριά του ως μια εθνική αστυνομία εν μέρει μέσω της ικανότητάς της να φτάνει ή ακόμα και να ξεπερνά τα ισπανικά αντίστοιχά του σώματα στο χτύπημα διαδηλωτών, μεταναστών και άλλων.

Η Καταλωνία έχει μια μακρά ιστορία: μερικές φορές περήφανη – η οικονομική, πολιτική και δημοκρατική της πρόωρη ανάπτυξη – και μερικές φορές ντροπιαστική, όπως σε σχέση με τον μεγάλο πλούτο που απέσπασε από την παραγωγή σκλάβων στην Κούβα. Το σημαντικό σημείο είναι ότι οι εκφράσεις της εθνικής της υπόστασης, της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας της είναι πολύ πιο σαφείς/ρητές και συχνές από όσο είναι γενικά γνωστό εκτός της περιοχής της, συμπεριλαμβανομένης της υπόλοιπης Ιβηρικής χερσονήσου.

Η Καταλωνία είναι μια αποτυχία της Ισπανίας

Παρ’ όλα αυτά, αν καταλάβουμε την εθνική συνείδηση ως μια αίσθηση εδαφικής “κοινότητας”, που αναδύθηκε στους σύγχρονους καιρούς καθώς οι άνθρωποι άρχισαν να έχουν πιο συχνές αλληλεπιδράσεις με τα κράτη, είναι αμφισβητήσιμο το να παρουσιάζει κανείς την Καταλωνία και την καταλανική εθνική συνείδηση σαν να έχει μια χιλιετή ιστορία.

Είναι απίθανο οι αγρότες στις αρχές του Μεσαίωνα να είχαν συχνές καθημερινές επαφές με το κράτος ή να είχαν αναπτύξει μια ισχυρή αίσθηση καταλανικής ταυτότητας. Επιπρόσθετα, μετά την απώλεια των καταλανικών θεσμών το 1714, πήρε ενάμιση αιώνα στον καταλανικό εθνικισμό για να αναδυθεί εκ νέου. Πιθανόν ένας λόγος γι’ αυτό να ήταν τα οικονομικά ωφέλη που επισωρεύονταν από το να είναι μέρος της Ισπανικής Αυτοκρατορίας – ιδιαίτερα από τις καταλανικές ανώτερες τάξεις. Υπήρχαν φιλο-καταλανικά λαϊκά κινήματα τον 19ο αιώνα αλλά δεν ανέπτυξαν κάποια δύναμη συγκρίσιμη με αυτά στιγμών που τα σχετικά πιο εύπορα τμήματα συνέπραξαν με τις φτωχότερες ομάδες (όπως στα χρόνια πριν το 1714, τις δεκαετίες πριν από τον εμφύλιο πόλεμο, τη δεκαετία του 1970 και τώρα).

Πραγματικά, για να καταλάβουμε το Καταλανικό πρόβλημα – καθώς και άλλους μειοψηφικούς “εθνικισμούς” εντός του ισπανικού κράτους – πρέπει να εστιάσουμε στα όρια και τις αποτυχίες του ισπανικού εθνικού σχεδίου. Η Ισπανία πέρασε από το να είναι η μεγαλύτερη αυτοκρατορία στον κόσμο μετά τις κατακτήσεις και τη λεηλασία/καταλήστευση της Αμερικής (Βόρειας και Νότιας) στον να υπολείπεται άλλων κρατών στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Νωρίς στον 19ο αιώνα, ο ισπανικός εθνικισμός αναδύθηκε ως απάντηση στην εισβολή του Ναπολέοντα στην Ιβηρική.

Το 1812 το Ισπανικό Κογκρέσο – σε συνάντηση στην εξορία στο Cádiz — ψήφισε ένα σχετικά προχωρημένο σύνταγμα που θα εισήγαγε το καθολικό δικαίωμα ψηφοφορίας για τους άντρες, την ελευθερία του τύπου και την μεταρρύθμιση της γης. Αυτή η προσπάθεια δημιουργίας μιας φιλελεύθερης σύγχρονης Ισπανίας ηττήθηκε, εν μέρει από την αντίθεση σε τέτοια μέτρα από τις “διοικήσεις” [juntas] που κυβερνούσαν τις υπερπόντιες περιοχές της Ισπανίας. Αργότερα, ένας επαναστατικός αγώνας την περίοδο 1868-1873 δημιούργησε μια βραχύβια ομοσπονδιακή δημοκρατία που αντιστοιχούσε σε κάποιες μειοψηφικές επιδιώξεις. Αυτή ανατράπηκε, όμως, από μια στρατιωτική στάση, και η εξουσία των Βουρβώνων αποκαταστάθηκε. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, το κράτος θα ήταν μοναρχικό, Καθολικό, ολγαρχικό και συγκεντρωτικό. Για το μαρξιστή Jaime Pastor, που ζει στη Μαδρίτη, έμοιαζε να κοιτά “περισσότερο προς ένα αντιδραστικό παρελθόν, στους καθολικούς μονάρχες και σε μια αποσυντιθέμενη Ευρώπη παρά σε ένα σχέδιο…που κοιτούσε στο μέλλον”.

Η καταλανική αστική τάξη αντιτίθετο στην επανάσταση και υποστήριζε την αποκατάσταση. Όμως, στην περίοδο που ακολούθησε προέκυψαν διαφωνίες σχετικά με την προστασία της τοπικής βιομηχανίας από τον ξένο ανταγωνισμό. Η φιλοαυτόνομη “Λίγκα της Καταλωνίας” [“Lliga de Catalunya”] σχηματίστηκε ακριβώς για να υπερασπιστεί αυτά τα συμφέροντα. Μετά τον Ισπανο-αμερικανικό πόλεμο του 1898, όταν η Ισπανία έχασε τις τελευταίες μεγάλες αποικίες της, Κούβα, Πουέρτο Ρίκο και τις Φιλιππίνες, ο καταλανικός ριτζιοναλισμός ενισχυθηκε σαν δύναμη, υποσχόμενος εκσυγχρονισμό μέσα από την οικοδόμηση μιας Πολιτείας που θα εξισορροπούσε μια οπισθοδρομική Μαδρίτη.

Ο εθνικισμός της Λίγκας δεν ήταν αριστερός. Η καταλανική βιομηχανία έγινε ανταγωνιστική μέσα από υψηλά επίπεδα εκμετάλλευσης και οι εργοδότες χρηματοδοτούσαν συμμορίες για να σκοτώνουν ριζοσπάστες συνδικαλιστές.Η Λίγκα είχε μια αντίστοιχη αντίληψη για την ταξική πάλη. Συνασπστηκε με τους συντηρητικούς Καρλιστές για να σχηματίσουν την Solidaritat Catalana (Καταλανική Αλληλεγγύη, SC), η οποία κέρδισε τις γενικές εκλογές του 1907 στην Καταλωνία. Δυο χρόνια αργότερα υποστήριξε την στρατιωτική καταστολή μιας εξέγερσης εργατών στη Βαρκελώνη εναντίον της επιστράτευσης στον καινούριο τότε αποικιακό πόλεμο της Ισπανίας στο Μαρόκο. Εκατό ντόπιοι σκοτώθηκαν σ’ αυτό που έγινε γνωστό ως “Τραγική Εβδομάδα”. Μπροστά στην ριζοσπαστική πάλη των εργατών, συμπεριλαμβανομένης της ιστορικής γενικής απεργίας Canadiense που κέρδισε την οκτάωρη εργάσιμη μέρα, ο Primo de Rivera ανέλαβε την εξουσία σε ένα πραξικόπημα το 1923. Υποστηρίχθηκε από την SC και την ισπανική μοναρχία.

Ο συντηρητικός καταλανισμός πλήρωσε δικαιολογημένα ένα βαρύ τίμημα γι’ αυτή τη συνεργασία. Στις δημοτικές εκλογές το 1931 η πιο ριζοσπαστική Δημοκρατική Αριστερά της Καταλωνίας (ERC) εκτόπισε την συντηρητική πτέρυγα ως το βασικό υπέρ της ανεξαρτησίας κόμμα. Έναν χρόνο αργότερα σχηματίστηηκε η Generalitat, ενώ το 1934 σχηματίστηηκε η Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία. Η τελευταία είχε πολλές αδυναμίες – μεταξύ άλλων η προσέγγισή της στην αυτονομία της Καταλωνίας. Την ίδια χρονιά, η μεταρρύθμιση από την Generalit που ωφελούσε τους δυνάμει αργότες πατάχθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο, και όταν η ακροδεξιά κέρδισε τις ισπανικές εκλογές, ο Καταλανός πρόεδρος Companys ανακήρυξε ένα κράτος εντός της ισπανικής ομοσπονδιακής Δημοκρατίας.

Ο στρατός παρενέβη, η αυτονομία αναιρέθηκε και κηρύχθηκε ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης (υπάρχουν κάποιες ανησηχυτικές αναλογίες με τα τωρινά γεγονότα). Η Generalitat επανεισήχθη το 1936 μετά τον ερχομό στην εξουσία του Λαϊκού Μετώπου.

Η προοδευτικότητα της πολιτικής του ERC είχε όρια που επίσης αξίζει να αναγνωριστούν. Το χειρότερο, αυτά περιλάμβαναν το ότι ηγετικά μέλη του κόμματος μοιράζονταν με τον συντηρητικό καταλανικό εθνικισμό μια ψευδο-επιστημονική θεώρηση της καταλανικής ταυτότητας (κοινή σε διάφορα εθνικά κινήματα των αρχών του 20ου αιώνα) και τη βοήθεια στην συντριβή της αναρχικής επανάστασης στην Καταλωνία στη διάρκεια του ισπανικού Εμφυλίου.

Παρ’ όλα αυτά, ο καταλανικός ρεπουμπλικανισμός/δημοκρατισμός ήταν ευρέως της Αριστεράς. Ο αποσχιστισμός του τον κατέστησε στόχο για την Ισπανική Δεξιά, για την οποία κάποιοι ισχυρίζονται ότι απεχθανόταν τον εθνικισμό των μειονοτήτων περισσότερο και από τον κομμουνισμό ακόμα – μια στάση που συνοψίστηκε από έναν δεξιό βουλευτή στη δεκαετία του 1920 στο διαβόητο σύνθημα “καλλίτερα κόκκινος Ισπανός παρά αποσχιστής Ισπανός” (“mejor una España roja que una España rota”). Ο τερματισμός των προσπαθειών για αυτο-κυβέρνηση ήταν σίγουρα ένα από τα βασικά κίνητρα πίσω από την στρατωτική στάση του Φράνκο.

Αφότου ο Φράνκο κέρδισε τον Εμφύλιο πόλεμο το 1939, οι καταλανικοί θεσμοί και η δημόσια χρήση της καταλανικής γλώσσας απαγορεύτηκαν εκ νέου. Πολλοί catalanistes διέφυγαν στο εξωτερικό μαζί με άλλους δημοκρατικούς. Ο Companys συνελλήφθη από τους Ναζί, παραδόθηκε στον Φράνκο, βασανίστηκε και εκτελέστηκε (μια μοίρα που ο εκπρόσωπος τύπου του Λαϊκού Κόμματος Pablo Casado πρότεινε προκαώντας κατάπληξη ότι θα μπορούσε να περιμένει και τον τωρινό πρόεδρο της Καταλωνίας αν ανακηρύξει μια ανεξάρτητη δημοκρατία). Η Ισπανία έγινε και πάλι επίσημα “ενιαία”. Για να επιβληθεί αυτό, δόθηκε σε πολλά μέλη της φασιστικής ισπανικής Φάλαγγας έλεγχος σε μεγάλα τμήματα του κρατικού μηχανισμού καθώς και στο υπουργείο Οικονομίας. Η Αριστερά και ο Καταλανισμός συνετρίβηκαν.

Όμως ένα πνεύμα υπέρ της ανεξαρτησίας δεν εξαφανίστηκε ποτέ εντελώς. Μια από τις πρώτες σημαντικές μάχες υπό το φρανικό καθεστώς ήταν ένα μαζικό μποϋκοτάζ του τραμ στη Βαρκελώνη ενάντια σε μια αύξηση στις τιμές που έκανε τα εισιτήρια στη Βαρκελώνη πιο ακριβά από τη Μαδρίτη. Η διαμαρτυρία πυροδοτήθηκε από την φτώχεια της μεταπολεμικής περιόδου, αλλά και από μια αίσθηση εθνικής δυσαρέσκειας. Όπως έχει συμβεί και νωρίτερα στην ιστορία, το κίνημα ενισχύθηκε από τον συνδυασμό κοινωνικού και εθνικού αγώνα. Η καταλανική γλώσσα επιβίωσε με το μιλιέται στο σπίτι, έστω κι αν, με το τέλος της δικτατορίας, οι περισσότεροι που μιλούσαν τη γλώσσα δε μπορούσαν να γράψουν σ’ αυτή. Το καταλανικό εθνικό κίνημα αναδύθηκε ξανά στη δεκαετία του 1960 και έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στο κίνημα για τη δημοκρατία τη δεκαετία του 1970 (συμπεριλαμβανομένης της Συνέλευσης για την Καταλωνία). Συμμάχησε με τα κινήματα της εργατικής τάξης που τελικά ρηγμάτωσαν το καθεστώς, με τους εργάτες να θέτουν το αίτημα για εθνική αυτονομία στη διάρκεια των απεργιών.

Επιβιώνοντας στη διάλυση

Αφού μια μερίδα του καθεστώτος συνειδητοποίησε ότι η δικτατορία δεν θα επιβίωνε μιας μαζικής απεργίας το 1976 – και ίσως ακόμα να υπέφερε την μοίρα του στρατιωτικού καθεστώτος στη γειτονική Πορτογαλία που ανατράπηκε από μια επανάσταση δυο χρόνια νωρίτερα – κινήθηκε προς μια διαπραγμάτευση για μια μετάβαση στη δημοκρατία με ηγέτες της αντιπολίτευσης. Οι “μεταρρυθμιστές” – μεταξύ των οποίων ένας μονάρχης που είχε ορκιστεί να διατηρήσει τον φασισμό – αποδέχτηκαν τη νομιμοποίηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης και των συδικάτων, και οργανωμένες εκλογές διεξήχθησαν το 1977.

Αλλά υπήρχε μεγαλύτερη αντίσταση στο να γίνουν παραχωρήσεις προς τις εθνικές μειονότητες. Η μεταρρύθμισης της εδαφικής επικράτειας αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολη. Αυτό οφειλόταν, εν μέρει, στη συνέχιση της ένοπλης πάλης από την βασκική αυτονομιστική οργάνωση ΕΤΑ, η οποία είχε σκοτώσει τον πρωθυμπουργό του Φράνκο Carrero Blanco και αρκετά μέλη των δυνάμεων ασφαλείας. Είναι, όμως, εξίσου πιθανόν η Δεξιά να είδε τον καταλανικό και βασκικό εθνικισμό ως μια συγκεκριμένη απειλή. Εξασφάλισε, έτσι, ότι το καινούριο σύνταγμα – που σήμερα χρησιμοποιείται ενάντια στο δημοψήφισμα και το κίνημα – θα επιβεβαιώνει ότι “η αδιάλυτη ενότητα του ισπανικού έθνους” θα ήταν εγγυημένη από τις ένοπλες δυνάμεις. Το σύνταγμα εγκρίθηκε οριακά από τους Καταλανούς στο δημοψήφισμα του 1978, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας μιας επιθυμίας να αποφευχθεί η επιστροφή στη δικτατορία. Σήμερα, το ίδιο κείμενο υποστηρίζεται από λιγότερο από το ένα τρίτο των Καταλανών.

Η αυτονομία επέστρεψε στην Καταλωνία και τη Χώρα των Βάσκων μόνο το 1981 και μετά τις πρώτες γιγάντιες διαμαρτυρίες της δημοκρατικής εποχής. Και αυτό που είναι κρίσιμο, το εδαφικό μοντέλο που εισήχθη διαίρεσε την Ισπανία σε δεκαεφτά “αυτόνομες κοινότητες” (ΑΚ), επιτρέποντας σε καθεμία ένα τοπικό κοινοβούλιο και την δυνατότητα επιλογής διαφορετικού βαθμού εξουσιών. Μερικές από αυτές τις ΑΚ – για παράδειγμα η Καντάμπρια ή η Μαδρίτη – δεν βασίζονταν σε οποιαδήποτε ιστορία ή εδαφική ταυτότητα. Το ζήτημα ήταν να διαλυθούν/αποδυναμωθούν και να εξουδετερωθούν οι βασκική, καταλανική και γαλικιανή ταυτότητες.

Αυτή η βαθιά προβληματική διαδικασία τροφοδότησε τον καταλανισμό. Η πολιτική ηγεμονία στην περιοχή μεταφέρθηκε σχετικά γρήγορα στην Σύγκλιση (Convergència) του Jordi Pujol (από το κομμουνιστικό PSUC). Υπό την προεδρία του ανάμεσα στο 1980 και το 2003, ο Pujol ηγήθηκε ενός σχετικά πετυχημένου σχεδίου “οικοδόμησης ενός έθνους χωρίς κράτος” (πλουτίζοντας την ίδια στιγμή τον εαυτό του και την οικογένειά του μέσω της χρέωσης ποσοστιαίων αμοιβών σε όλα τα δημόσια συμβόλαια που συνάπτονταν από την Generalitat).

Το σχέδιό του δεν θα είχε επιτυχία αν δεν πληρούνταν δυο προϋποθέσεις. Πρώτη, υπήρχε μια ευρεία υποστήριξη του κόσμου για μια κανονικοποίηση και επέκταση της καταλανικής κουλτούρας και γλώσσας, που βοηθήθηκε από την αλληλογονιμοποίηση των εθνικών και εργατικών αγώνων της προηγούμενης περιόδου. Δεύτερη, ο καταλανικός εθνικισμός πήρε μάλλον μια προσέγγιση κοινωνίας των πολιτών [civic] παρά εθνική. Αυτό ήταν σημαντικό, γιατί ανάμεσα στις δεκαετίες του 1950 και του 1970 πάνω από έναμισι εκατομμύριο κόσμος από την Ανδαλουσία, την Μούρθια και τη Γαλικία εγκαταστάθηκαν στην Καταλωνία, προσελκυόμενοι από ένα νέο κύμα βιομηχανοποίησης, και αρχικά δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα εργαλεία κοινωνικής ένταξης των μεταναστών και των παιδιών τους στην καταλανική γλώσσα και κουλτούρα.

Ο Pujol, ο οποίος έγραψε εκτεταμένα σχετικά με τη μετανάστευση και την Καταλωνία, κέρδισε τους φιλελεύθερους-συντηρητικούς εθνικιστές συμπολίτες του με μια άποψη ότι Καταλανός είναι κάποιος “που ζει και εργάζεται στην Καταλωνία και θέλει να είναι [Καταλανός]” – μια σχετικά ανοιχτή προσέγγιση που με τις δεκαετίες επέτρεψε στον καταλανισμό να ενσωματώσει αρκετό κόσμο με ισπανικό υπόβαθρο. Ο ίδιος ο Pujol, όμως, ήταν ακόμα σουπρεματιστής: απέρριπτε “τους Ανδαλουσιανούς” ως “αναρχικούς” και “κατεστραμμένους” και ήθελε όλοι οι μετανάστες να αφομοιωθούν σε μια μονο-πολιτισμική Καταλωνία. Αυτή η στάση έφτασε στα επίπεδα του ρατσισμού όταν οι πρώτοι μη-Χριστιανοί μετανάστες άρχισαν να φτάνουν σε μεγάλους αριθμούς τη δεκαετία του 2000. Συνεπώς η υιοθέτηση από τον Pujol της “ολοκλήρωσης/ενσωμάτωσης” μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια πραγματιστική προσέγγιση αποφυγής της ανάδυσης εκ νέου μιας αντι-καταλανικής πολιτικής μεταξύ ενός νεώτερου πληθυσμού, όπως είχε συμβεί στις αρχές του 20ου αιώνα. Παρ’ όλα αυτά, συνέβαλλε επίσης στην θετική δύναμη του Καταλανισμού.

Γενικά, στη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας της Καταλωνίας μπορεί να ταυτοποιηθεί ένα γενικό πρότυπο: η καταλανική εθνική συνείδηση αντί να είναι, μάλλον, μια σταθερά – που επιδιώκει διαρκώς τη δημιουργία ή ανάπτυξη μιας εθνικής Πολιτείας – είναι περισσότερο μια μεταβλητή αντίδραση στα πολιτικά και κοινωνικά όρια του ισπανικού εθνικού σχεδίου. Ο σύγχρονος καταλανισμός δεν ήταν ποτέ ένα κίνημα της εργατικής τάξης, με μια σοσιαλιστική δυναμική, αλλά έχει υπάρξει συχνά μια μορφή της ταξικής πάλης, στην οποία οι τάξεις που αποκλείονται από την πολιτική εξουσία – συνηθέστερα οι μεσαίες τάξεις – έχουν προκαλέσει τις κυρίαρχες ελίτ. Η περίοδος, όμως, μετά τη δικτατορία αποτελεί μια μερική εξαίρεση, καθώς οι Καταλανοί εργοδότες και οι πολιτικοί εκπρόσωποί τους έχουν υποστεί μικρές διακρίσεις από το κεντρικό κράτος και παρ’ όλα αυτά έχουν παίξει έναν σημαντικό ρόλο εντός του Καταλανισμού.

Επιπλέον το μετά το 1978 καθεστώς έχει καταφέρει να ζήσει με σημαντικούς βαθμούς αυτονομίας – ακόμα και οικονομικής στην περίπτωση των Βάσκων – όσο αυτό απέφευγε κάποιον ισχυρισμό εθνικής υπόστασης. Όσο οι εθνικιστές λειτουργούσαν εντός των ορίων του μετά-το-1978 εδαφικού πλαισίου, ήταν ανεκτοί. Μια ένδειξη αυτού είναι ότι τόσο το PSOE όσο και το PP έχουν φτάσει σε κοινοβουλευτικές συμφωνίες με την Convergència και το Εθνικό Βασκικό Κόμμα (ΒΝΡ) για τον σχηματισμό κυβερνήσεων μειοψηφίας.

Όταν, όμως, οι περιφέρειες έχουν προσπαθήσει να κερδίσουν την νομική αναγνώριση του εθνικού στάτους τους, τότε εφαρμόζεται το ισπανικό σύνταγμα για να τις υπονομεύσει και να τις παρεμποδίσει. Αυτό συνέβη στην περίπτωση των Βάσκων όταν ο Πρόεδρος Ibarretxe (1999-2009) κάλεσε ένα δημοψήφισμα για να γίνει η Χώρα των Βάσκων μια “κοινότητα ελεύθερα συνδεδεμένη με το Ισπανικό κράτος”. Η κυβέρνηση Zapatero αμφισβήτησε το δημοψήφισμα στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Όπως και η αυτοδιάθεση της Καταλωνίας σήμερα, το “Σχέδιο Ibarretxe” συνάντησε αντίθεση από ολόκληρο το κατεστημένο: δικαστές, ΜΜΕ και τα δύο κόμματα που έχουν κυριαρχήσει στην ισπανική πολιτική τις πρόσφατες δεκαετίες.

Ελαττώματα στη διαδικασία του πολιτικού μετασχηματισμού στο τέλος της δικτατορίας είναι ένας παράγοντας γι’ αυτό, αλλά η ιστορία υποδεικνύει ότι το πρόβλημα έχει βαθύτερες ρίζες: ότι ισχυρισμοί εθνικής υπόστασης από τις μειονότητες ερμηνεύονται ορθώς ως αμβισβήτηση της επιτυχίας του ισπανικού έθνους-κράτους και συνεπώς βλέπονται ως ασύμβατες με αυτό. Μια τέτοια ανάλυση θα υπέτεινε ότι η προσπάθεια του Podemos να συνδυαστεί ένας “προοδευτικός πατριωτισμός” με μια υπεράσπιση του “πολυεθνικού” κράτος έχει περιορισμένες πιθανότητες επιτυχίας – ακόμα και στο απίθανο σενάριο που το κόμμα αυτό θα έφτανε σύντομα σε ένα τέτοιο σημείο εξουσίας που θα του επέτρεπε να εφαρμόσει τις ιδέες του. Το πολύ πιο πιθανό αποτέλεσμα στην παρούσα κρίση θα είναι η απόσχιση της Καταλωνίας ή η προσπάθεια της Μαδρίτης να καταστρέψει ό,τι έχει απομείνει από την αυτονομία της.

Μερικοί Καταλανιστές μπορεί να μετανιώνουν το πολιτικό τους σχέδιο να εμφανίζεται ότι οδηγείται περισσότερο από γεγονότα εξωγενή μάλλον παρά από το εσωτερικό. Ίσως ακόμα και να καταλαβαίνουν ότι το να αντιμετωπίζουν τον Καταλανισμό ως κυρίως αντιδραστικό υπονομεύει την δυνατότητα ενός Καταλανικού κράτους. Παρ’ όλα αυτά το ερώτημα πρέπει να τεθεί: γιατί η επιθυμία για μια καταλανική ή βασκική εθνική υπόσταση έχει αναδυθεί ως μαζικό κίνημα μόνο από την ισπανική πλευρά αυτών των ιστορικών περιοχών; Η προφανής απάντηση είναι ότι το Γαλλικό κράτος είναι πολύ πιο πετυχημένο στο να κάνει τους ανθρώπους να “αισθάνονται” Γάλλοι. Στην ισπανική πλευρά, οι μηχανισμοί που συνάπτουν/συνδέουν τους ανθρώπους σε ένα πολιτικό σώμα αναπτύχθηκαν καθυστερημένα και ήταν αδύναμοι.

Για παράδειγμα, ένα εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν δημιουργήθηκε παρά μόνο στα τέλη του 19ου αιώνα. Έρευνες τη δεκαετία του 2000 δείχνουν ότι η ταύτιση με το ισπανικό έθνος είναι ακόμα σχετικά ασθενής, και, αυτό έχει ενδιαφέρον, βρέθηκε πιο αδύναμη στην “μονογλωσσική” περιοχή της Εξτρεμαδούρα παρά στην Καταλωνία. Αυτό που καθιστά τον καταλανισμό ακριβώς μια πιθανή διαδρομή σε μια καινούρια χειραφετητική πολιτική είναι ότι εμπεριέχει ένα στοιχείο κοινωνικής και πολιτικής κριτικής που προσδίδει στον αγώνα του για έκφραση ένα χειραφετητικό δυναμικό. Θεωρείται, συνεπώς, αναγκαστικά ως μια προσβολή/ύβρις από τις κρατούσες δυνάμεις, που αντιδρούν αποκαλύπτοντας την αντιδημοκρατική και βίαιη φύση τους.

Παρ’ όλα αυτά υπάρχον δυο ψυχές στο κίνημα υπέρ της κυριαρχίας, και, όπως το CUP και άλλες δυνάμεις αναγνωρίζουν, ο αγώνας πρέπει επίσης να είναι για να ξεπεράσει η προοδευτική την συντηρητική “ψυχή”. Αυτό απαιτεί ταξική πολιτική και στρατηγική, καθώς και ειλικρίνεια σε σχέση με τα όρια όλων των εθνικών σχεδίων. Σημαίνει την εύρεση τρόπων για να διασφαλιστεί ότι μια ρήξη με τιν Ισπανία είναι προς όφελος των εργαζόμενων. Η πρόταση από την καταλανική Αριστερά για την έναρξη μιας συνταγματικής διαδικασίας δημιουργίας ενός νέου πολιτικού και κοινωνικού πλαισίου μέσα από μαζική συμμετοχή ίσως βοηθήσει στην κατεύθυνση αυτή.

Αναγνωρίζοντας τον Καταλανισμό ως έναν στοχασμό (και ενίσχυση) της αποτυχίας της Ισπανίας βοηθά να εξηγηθεί η φιλοπόλεμη συμπεριφορά του ισπανικού κράτους απέναντι στην αυτοδιάθεση της Καταλωνίας. Αυτό είναι κομβικό στην κατανόηση της παρούσας κρίσης ως αναγνώρισης των ορίων της ρήξης με το ακροδεξιό παρελθόν της Ισπανίας ή της ύβρεως που αποκτά το καθεστώς λόγω την επιτυχίας του στο κλείσιμο των κομμάτων υπέρ της βασκικής ανεξαρτησίας και των δημοψηφισμάτων. Υποδεικνύει ότι μια μεταρρύθμιση του κράτους ήταν πάντα μια απίθανη έκβαση.

Στις μέρες που έρχονται, είναι πιθανόν να δούμε περισσότερες αντιπαραθέσεις. Απειλές από τον Ραχόι για την αναστολή της καταλανικής αυτονομίας αν ανακηρυχθεί η ανεξαρτησία, και τις ανάλογες κινήσεις για την σύλληψη των μελών της κυβέρνησης που μπορεί να ακολουθήσουν, μπορεί να προκαλέσουν μεγαλύτερες και πιο μαχητικές κινητοποιήσεις από ό,τι έχουμε δει μέχρι τώρα. Αν συμβεί αυτό, τότε ίσως να μπαίνουμε σε μια αχαρτογράφητη περιοχή για τη σύγχρονη Ευρώπη.

Καταλανοί ακτιβιστές σε μαχητικά συνδικάτα, το CUP, και ριζοσπαστικές οργανώσεις, καθώς και πολλοί μέσα στο Podemos, το los Comunes, και τα κινήματα υπέρ της κυριαρχίας, θα προσπαθήσουν να συνεχίσουν την προώθηση της δημοκρατικής πάλης προς τα αριστερά. Αλλά είναι κρίσιμο για την επιτυχία τους να προσφερθεί αλληλεγγύη σε διεθνές επίπεδο – συμπεριλαμβανομένης της πίεσης προς τις κυβερνήσεις που λύνουν τα χέρια του Ραχόι.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.jacobinmag.com/2017/10/catalonia-independence-franco-spain-nationalism

Σύντροφοι, συσπειρωθείτε γύρω από τα σοβιέτ σας!”:

Η εκατονταετηρίδα της Οκτωβριανής Επανάστασης

Viewpoint Magazine1

Η σημερινή μέρα σηματοδοτεί την 100η επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, κι όσοι από μας παλεύουμε για να βάλουμε ένα τέλος στον καπιταλισμό, βρισκόμαστε σε ένα μοναδικό σταυροδρόμι. Από την μια πλευρά, εν μέσω της εντατικοποίησης της ισχύος της τάξης των καπιταλιστών σ’ ολόκληρο τον κόσμο, βλέπουμε μια αναζωπύρωση/επανανάδυση της ακροδεξιάς και εθνικιστικών κινημάτων που, αν δεν είναι εντελώς χωρίς προηγούμενο, θέτει στο περιθώριο οποιαδήποτε φαντασίωση μιας εύκολης ισοδυναμίας ανάμεσα στην εξαθλίωση και μια προς τα αριστερά ριζοσπαστικοποίηση. Από την άλλη, η αντικαπιταλιστική αριστερά βιώνει επίσης μια ανανέωση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η εγγραφή σε σοσιαλιστικές οργανώσεις έχει εκτιναχθεί την προηγούμενη χρονιά, και μοιάζει κάθε βδομάδα να διαβάζουμε μια καινούρια δημοσκόπηση που προσδίδει μαρτυρία στην ανανεωμένη απήχηση του σοσιαλισμού στη σημερινή νεολαία. Μερικές από τις καινούριες αυτές δυνάμεις αντιλαμβάνονται τον σοσιαλισμό, είτε εκπεφρασμένα είτε υπόρρητα, ως μια βαθμιαία μεταρρύθμιση του καπιταλισμού, μάλλον, παρά ως μια κατάργηση του κράτους και των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, και αυτός ο προσανατολισμός θέτει το πλαίσιο αρκετών συζητήσεων για την αριστερή στρατηγική σήμερα. Η εκατονταετηρίδα της Ρώσικης Επανάστασης προσφέρει, λοιπόν, μια ευκαιρία να μελετήσουμε για μια ακόμα φορά την ιστορική σύγκλιση παραγόντων που παρήγαγαν το αναποδογύρισμα της ρώσικης κοινωνίας το 1917 καθώς και να επισκεφθούμε εκ νέου το Μπολσεβίκικο κόμμα ως ένα πείραμα που έδωσε προτεραιότητα στη δουλειά της οργάνωσης, της συνάρθρωσης ετερογενών κοινωνικών υποκειμένων σε μια δυναμική ενότητα ικανή να αδράξει και να ασκήσει την εξουσία.

Αν συλλαμβάνουμε τον κομμουνισμό να αναδύεται μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες μιας σύνθετης και διαφοροποιημένης εργατικής τάξης, μια τάξης που παλεύει σε και μέσα από μορφές οργάνωσης να θεσμίσει μια βαθιά ριζωμένης, αυτοκυβερνώμενης, αταξικής κοινωνίας, τότε η Ρώσικη Επανάσταση, τα σοβιέτ και το Μπολσεβίκικο κόμμα παραμένουν ουσιώδη σημεία αναφοράς. Αλλά, όπως καθιστούν καθαρό αρκετά από τα δοκίμια που ακολουθούν, δεν πρέπει ούτε να υποκύψουμε στον πειρασμό της νοσταλγίας ούτε να αναγνώσουμε το σχέδιο των Μπολσεβίκων ως ένα αναλλοίωτο μοντέλο για κάθε περίσταση. Τα αποτελέσματα οποιουδήποτε αυστηρού ερευνητικού σχεδίου θα διαφωτίσουν, τουλάχιστον, τα μεγάλα χάσματα που μας χωρίζουν από τις εμπειρίες του 1917. Οι παρεμβάσεις μπορούν μόνο να βασίζονται σε μια διαρκώς ανανεωνόμενη στρατηγική ανάλυση της δικής μας παρούσας συγκυρίας. Οπότε η επιστροφή μας στον Λένιν μετά από 100 χρόνια πρέπει να είναι μια κριτική επιστροφή, και πρέπει μάλλον να παραμείνουμε ανοιχτοί σε νέες μορφές πάλης παρά να φετιχοποιούμε συγκεκριμένες μορφές έναντι άλλων.

Εδώ οι αναγνώστες θα βρουν μια συλλογή κειμένων σε αρκετές συλλογές [clusters], κάποια καινούρια και κάποια διαθέσιμα και παλιότερα στο Viewpoint. Πρώτον, προσφέρουμε δυο καινούριες μεταφράσεις δοκιμίων που γράφτηκαν πρόσφατα από τον Αντόνιο Νέγκρι για τον Λένιν. Νέες, επίσης, στο Viewpoint είναι δυο εισαγωγές στο έργο “H Πάλη των Εργατριών για τα δικαιώματά τους” της μπολσεβίκας Αλεξάντρα Κολλοντάι, μια γραμμένη από την ίδια την Κολλοντάι (1918), που πλαισιοθετεί την έκδοση της μπροσούρας μετά την Επανάσταση, και μια άλλη από την Sheila Rowbotham (1971) με την ευκαιρία της μετάφρασής της στα αγγλικά. Τα δυο επόμενα δοκίμια σχετικά με τον Λένιν και το Κράτος και Επανάσταση από τον συντάκτη του Viewpoint Salar Mohandesi είχαν δημοσιευθεί το 2012. Τα επόμενα τρία δοκίμια από τον Παναγιώτη Σωτήρη, τον Jodi Dean και τον Immanuel Ness αντυπώνονται από ένα στρογγυλό τραπέζι σχετικά με την επαναστατική στρατηγική στο τέταρτο τεύχος του Viewpoint, Το Κράτος (2014)· η μετάφρασή μας της πτυχιακής διατριβής του Daniel Bensaïd (1968), αρχικά δημοσιευμένης στο ίδιο τεύχος, παρουσιάζεται επίσης εδώ. Από τα βάθη του αρχείου μας, η εισαγωγή των Asad Haider και Mohandesi το 2011 στη μετάφραση της αλληλογραφίας μεταξύ Άντον Πάνεκουκ και introduction toΚορνήλιου Καστοριάδη μαρτυρεί για το εύρος της απόκρισης στον Λένινι εντός της λεγόμενης “υπεραριστεράς”. Και, τέλος, περιλαμβάνουμε επίσης εδώ το άρθρο του Matthieu Renault (2015) για τον Mirsaid Sultan-Galiev, έναν όχι επαρκώς μελετημένο Μπολσεβίκο ο οποίος θεωρητικοποίησε έναν μουσουλμανικό κομμουνισμό που προσέκρουσε στον ρώσικο σωβινισμό στην πρώιμη ΕΣΣΔ.

1 Στμ. Πρόκειται για το editorial στο αφιέρωμα του Viewpoint Magazine στα 100 χρόνια από τη Ρώσικη επανάσταση: https://www.viewpointmag.com/2017/11/07/comrades-rally-around-soviets-centenary-october-revolution.

Πότε η “κεφαλή της πορείας” κάνει πολιτική: αιχμηρές σκέψεις πάνω σε έναν πρόλογο1

του AC της Carbure

Αυτός ο πρόλογος στη γερμανική μετάφραση του βιβλίου Contre la Loi Travail et son monde [Ενάντια στον εργασιακό νόμο και στον κόσμο του] συνιστά πρώτα απ’ όλα μια μακρόσυρτη αυτοαναφορική φλυαρία που απλώνεται σαν καθρέφτης για όσους θέλουν να τον αναγνωρίσουν. Πρόκειται προφανώς για το προϊόν “συλλογικών συζητήσεων” και μια εξέλιξη πάνω στο θέμα του παλιού συνθήματος “όλοι μαζί”, στο οποίο μπορεί και να συνοψιστεί αυτός ο πρόλογος. Πρόκειται για την πιο κοινότοπη ιδεολογική έκφραση ενός ρεύματος από τον αγώνα ενάντια στον Εργασιακό νόμο του 2016, που αποκαλεί τον εαυτό τουκεφαλή της πορείας2 (ή πιο συγκεκριμένα “μη κυβερνήσιμη γενιά”) ενώ στην πραγματικότητα είναι έκφραση του πολιτικοποιημένου τμήματος αυτής της φημισμένης πορείας, που αναπόφευκτα διασπάρθηκε και διαλύθηκε με το τέλος των διαδηλώσεων το 2016. Από την περίφημη ποικιλομορφία αυτής της πορείας μένει μόνο το αριστερίστικο μπλοκ, το μόνο αποθετήριο συζήτησεων και ερμηνειών αυτού του κινήματος, του τέλους του και των υποτιθέμενων συνεπειών του. Αυτό είναι καλό: οι συζητήσεις, α, το αριστερίστικο μπλοκ τις λατρεύει!

Ο αριστερίστικος ενωτισμός ταυτίζει στο ίδιο και το αυτό συνεχές τους αναρχικούς και τους αντίφα, τα συνδικάτα, τον Μελανσόν – ο οποίος έχει προαχθεί στο εκλογικό συμβολικό πέρασμα της ανανέωσης της “αληθινής” αριστεράς, τους αγώνες των γυναικών και τους αγώνες ενάντια στην ρατσιστική και την αστυνομική βία, χωρίς ποτέ να αναριωτιέται καν τι επιδιώκει κάθε αγώνας, χωρίς να ακούει τι θέλει να πει συγκεκριμένα, πώς συνδέεται με τους άλλους αγώνες, θέτοντας διαρκώς την προϋπόθεση του Ενότητας, ιερής και με κεφαλαία. Διαθεματικότητα σπρωγμένη στα ύψη μιας τεχνητής συμπερίληψης, με λίγα λόγια. Η ανάλυση είναι το μεγάλο κουτάλι που πρέπει να ανακατέψει τον χυλό που έχει φτιαχτεί έτσι ώστε να έχει την όμορφη ομοιογενή συνοχή του.

Αλλά οι σχέσεις αυτών που μάχονται ενάντια στην αστυνομική βία και την αριστερά δεν είναι τόσο ειδυλλιακές (θυμόμαστε τη σύγχυση ανάμεσα στην οικογένεια του Adama Traoré και τον Ruffin3, για να μην αναφέρουμε τις περισσότερο από διφορούμενες δηλώσεις του Μελανσόν σχετικά με την αστυνομική βία), όχι περισσότερο ειδυλλιακή από όσο ήταν η σχέση ανάμεσα στους Nuit Debout4 και τους “μπαχαλάκηδες”, ή οι σχέσεις ανάμεσα στα συνδικάτα και τους anarco-totos (αγνόησε ο συγγραφέας το ζήτημα των SO5 της CGT, και των γκλομπ τους, στην ενοποιητική του ανάλυση;) ή, επιπλέον, οι σχέσεις ανάμεσα στα συνδικάτα και τον Μελανσόν, ο οποίος θα ήθελε να διευθύνει πολιτικά τους αγώνες, ή ακόμα ανάμεσα στο “Κοινωνικό Μέτωπο” (αυτή την μεγαλοποιημένη έκφραση της ταμπέλας των “υπο-διακριτών” συνδικάτων -“βάσης”) και τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, κ.λπ. Άλλωστε ούτε και το αριστερίστικο μπλοκ είναι πολύ ομοιογενές, ανάμεσα στους ωραίους ρεφορμιστές των “Ξάγρυπνων”, τους οργισμένους επαναστάτες που πρόσκεινται στην Αόρατη Επιτροπή και τους αναπόφευκτους νεαρούς Τροτσκιστές…

Εν συντομία, όπως πάντα, υπάρχει μια κατάσταση και είναι πολύπλοκη, όπως είδαμε τον Σεπτέμβρη. Αλλά το μόνο που ο πρόλογος έχει να πει για τις διαιρέσεις είναι ότι πρέπει να ξεπεραστούν και, εφόσον πρέπει να ξεπεραστούν, στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Τελικά, στο κείμενο αυτό, ανάμεσα στην “πολλαπλότητα των υποκειμενικοτήτων” υπάρχει μόνο ένα “υποκείμενο” και αυτό το υποκείμενο είναι της αριστεράς. Στην πραγματικότητα είναι Η αριστερά. Δεν υπάρχουν Άραβες, μαύροι, γυναίκες, κακοπληρωμένοι εργάτες, επισφαλείς εργάτες, εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα και δημόσιοι υπάλληλοι, αυτοαπασχολούμενοι και μικροαφεντικά, Γάλλοι και ξένοι, υπάρχει μόνο ο Άνθρωπος (ή ο “Λαός” του Μελανσόν) και ο Άνθρωπος , όπως το ξέρουν όλοι, είναι η Αριστερά.

Αυτό το είδος ενωτικής ιδεολογίας είναι πιθανόν να “φάει τα μούτρα του” πάνω στον πραγματικό κόσμο και τις ενεργές διαιρέσεις του, καθώς πρέπει να τις αποσιωπήσει, και να αντιμετωπίσει όλες αυτές τις “περιπλοκές” (με άλλα λόγια τους “ταξικούς αγώνες”) με το να βρει στις κάλπες της δημοκρατίας την μόνη πιθανή αποτελεσματική σύνθεση, όπως νιώθουμε να εμφανίζεται στο κείμενο. Άλλωστε, γι’ αυτό υπάρχει η δημοκρατία. Το αριστερίστικο μπλοκ θα πρέπει τότε να διασπαστεί έντονα και να διαιρεθεί ανάμεσα σε ριζοσπάστες και δημοκράτες.

Μόνο με τον τρόπο αυτό μπορούν να βρουν αυτά τα “συγκεκριμένα αιτήματα”, ως όφειλαν, την “πολιτική τους έκφραση”, όπως λέγεται στο συμπέρασμα, εκτός αν μείνουμε σε καθαρά πλατωνικές συζητήσεις για “την” πολιτική γενικά ή ικανοποιούμαστε με το να διερευνούμε τη σημασία ενός “ελάχιστου εισοδήματος” για περιοχές με ποσοστά ανεργίας 70%. Υπάρχουν αυτοί που αγωνίζονται και αυτοί που ξέρουν πώς θα πρέπει οι αγώνες να “εκφράζονται πολιτικά” και οι οποίοι θα θέλουν σίγουρα να αναλάβουν μέρος αυτής της “έκφρασης”.

Το κίνημα του 2016, που ονειρεύτηκε πολύ έναν καινούριο Μάη του 1968, παράγει πιθανόν ήδη τον Ιούλιό του και τον Κον-Μπεντίτ του: καριέρες προετοιμάζονται και επικυρώνονται ήδη με την “αξιοπιστία” [που φτιάχτηκε στους δρόμους] το 2016, αν και οι προοπτικές είναι σίγουρα χειρότερες και οι κενές θέσεις ελάχιστες. Δεν έχει σημασία: μετά τους αγώνες, όπως πάντα, οι δουλειές (και ο κόσμος τους) συνεχίζεται.

AC

Ο πρόλογος μπορεί να διαβαστεί εδώ: Extrémisme de centre et luttes sociales en France : de la Loi Travail aux élections présidentielles.

1 Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2017/11/15/quand-le-cortege-de-tete-fait-de-la-politique-considerations-acides-sur-une-preface. Ο πρόλογος στον οποίο αναφέρεται είναι το κείμενο: “Το ακραίο κέντρο και οι κοινωνικοί αγώνες στη Γαλλία: από τον Εργασιακό Νόμο στις προεδρικές εκλογές”, που είναι μεταφρασμένο εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/xtremecenter.

2 Στμ. Στα γαλλικά: cortège de tête.

3 Στμ. Η “υπόθεση Adama Traoréαναφέρεται στην νομική υπόθεση που ξεκίνησε μετά τον θάνατο το 24χρονου Adama Traoré τον Ιούλιο του 2016 στο αστυνομικό τμήμα του Persan, μετά τη σύλληψή του στο Beaumont-sur-Oise, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Ο Ruffin είναι αντιπρόεδρος της παράταξης “Ανυπότακτη Γαλλία” του Μελανσόν κι εδώ ο AC αναφέρεται στο περιστατικό της αμήχανης αντίδρασης του Ruffin στην κίνηση κάποιων υποστηρικών της οικογένειας Traore να του χαρίσουν ένα μπλουζάκι της καμπάνιας για την υπόθεση σε ομιλία του στη Χάβρη.

4 Στμ. Nuit Debout, παρακάτω μεταφράζουμε ως “Ξάγρυπνοι”. Το κίνημα που αναπτύχθηκε με βάση την κατάληψη της Πλατείας Republique στο Παρίσι κατά τις κινητοποιήσεις ενάντια στον Εργασιακό Νόμο την άνοιξη του 2016.

5 Στμ. SO, οι Ομάδες Τάξης της CGT.