Κινηματική Παιδαγωγική : πέρα από το αδιέξοδο Τάξης/Ταυτότητας1

των David I. Backer και Kate Cairns2

 

Σημείωση του Μεταφραστή:

Όχι τυχαία η 100η ανάρτηση  στο blog της InMediasRes  είναι σχετική με μια θεματική που μας έχει απασχολήσει εκτεταμένα – αν και ακόμα δεν έχει αποδόσει χειροπιαστούς καρπούς, με την έννοια μιας καταγραφής ή δημόσιας συζήτησης – αυτήν της σχέσης ανάμεσα στην ταξική “θέση” και τις ταυτότητες που επικαθορίζουν τα υποκείμενα σ’ αυτή τη θέση, εν ολίγοις της σχέσης ανάμεσα στην “τάξη” και την “πολιτική ταυτοτήτων”.  Tο παρόν κείμενο είναι μια σημαντική συμβολή στη διαχείριση αυτής της δυναμικής στο πλαίσιο των ενεργών κινηματικών δυνάμεων και της ανάπτυξης – οργανωτικής και θεωρητικής  – της πάλης τους.

Η αριστερά βοά. Δύο θέματα αναδύονται ως η λυδία λίθος: ένας ενθουσιασμός ότι οι σοσιαλιστικές ιδέες κερδίζουν σε δημοτικότητα· και δεύτερον, ένα φαινομενικό αδιέξοδο ανάμεσα σε αυτά που έχουν αποκληθεί πολιτική της τάξης και πολιτική ταυτοτήτων. Τα δυο θέματα χορεύουν μαζί και το ένα γύρω από το άλλο, το ένα αναζωογονητικό το άλλο απειλητικό. Το υποτιθέμενο αδιέξοδο ανάμεσα στην τάξη και την ταυτότητα μπορεί να ειδωθεί ως μια από τις μεγαλύτερες απειλές για τους αγώνες των σύχγρονων κινημάτων – ότι το παλιότερο κόλπο στα βιβλία είναι η εξασθένιση της αριστεράς βάζοντας τους ακτιβιστές να παλεύουν σχετικά με την τάξη, τη φυλή, το φύλο κοκ ώστε να γίνεται αδύνατη μια συμμαχία για τη δημιουργία ενός καλλίτερου κόσμου. Παρ’ όλα αυτά, αυτό που απειλεί τον ενθουσιασμό, αυτή η διαφορά, είναι επίσης το δυνάμει πιο αναζωογονητικό: αν μπορούμε να δουλεύουμε μέσα και με αυτές τις διαιρέσεις, τότε μπορούμε να οικοδομήσουμε (και έχουμε οικοδομήσει) μαζική συλλογική δράση.

Τίποτα από αυτά δεν είναι καινούριο. Άλλοι έχουν γράψει πολύ εύγλωττα σχετικά με τη διαφορά, την αλληλεγγύη και τη συλλογική δράση. Μερικοί έχουν καταπιαστεί με μια διαισθητική/ενορατική ανάλυση του υποτιθέμενου αδιεξόδου τάξης/ταυτότητας. Θέλουμε να παρέμβουμε σ’ αυτό το σημείο για να αμφισβητήσουμε την πλαισίωση αυτής της διχοτομίας· αντί να πάρουμε τη μια ή την άλλη θέση, βλέπουμε αυτό το αδιέξοδο ως το φανταστικό πλάσμα [figment] μιας συγκεκριμένης φανταστικής σχέσης προς το σημερινό πολιτικό τοπίο. Ως ερευνητές της εκπαίδευσης και ακτιβιστές απογοητευμένοι από τους όρους αυτής της φανταστικής σχέσης τόσο στη γραφή όσο και στους κινηματικούς χώρους, φανταζόμαστε μια διαφορετική σχέση, μιαν άλλη ιδεολογία, στην οποία το αδιέξοδο δεν εμφανίζεται. Σκεφτόμενοι παιδαγωγικά σχετικά με την οργάνωση – επικεντρώνοντας τις υλικές συνθήκες του ακτιβισμού, ή τις τελετουργικές πρακτικές που εμπλέκονται στην προσπάθεια αλλαγής των σχέσεων παραγωγής – μας πηγαίνει σε αυτή την άλλη ιδεολογία.

Θέτοντάς το διαφορετικά, αν σκεφτούμε παιδαγωγικά σχετικά με αυτό το αδιέξοδο που απειλειί την αριστερά, τότε δεν υπάρχει καθόλου αδιέξοδο.

Η προσέγγισή μας επανενδυναμώνει και στηρίζεται σε μια ιδέα της πολιτικής ταυτοτήτων που έχει τις ρίζες της στην δομική καταπίεση. Ο Salar Mohandesi σημειώνει ότι μεγάλο μέρος της σύγχρονης ρητορικής για την πολιτική ταυτοτήτων στερείται της δομικής κριτικής που ήταν τόσο κεντρική στην ιστορία της στα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα. Ως αποτέλεσμα, ισχυρίζεται ότι η “πολιτική ταυτοτήτων γίνεται τώρα αυξανόμενα ένα εμπόδιο στην ενότητα”. Εκτός από ένα ατομικιστικό σχέδιο καταγραφής προσωπικών προνομίων και μειονεκτημάτων, βλέπουμε την πολιτική ταυτοτήτων και ως μια πολιτική θέσης [one of positionality]: μια αναγνώριση των διαφορετικών θέσεών μας εντός διατεμνόμενων συστημάτων καταπίεσης3, συμπεριλαμβανομένων του καπιταλισμού, της πατριαρχίας και της λευκής υπεροχής. Αυτή η κριτική έγινε με ένταση/δυναμικά από τις μαύρες φεμινίστριες της Kολλεκτίβας του Ποταμού Combahee, που αμφισβήτησε ένα καθολικιστικό όραμα του σοσιαλισμού που αρνούνταν την φυλετική, έμφυλξ και σεξουαλική αδικία. Η διακήρυξή τους το 1977 καλούσε τους οργανωτές να “επεξεργαστούν την πραγματική ταξική θέση προσώπων που δεν είναι απλά εργάτες χωρίς φυλή και φύλο, αλλά για το οποία η φυλετική και σεξουαλική καταπίεση είναι σημαντικοί καθοριστικοί παράγοντες της εργασιακής/οικονομικής ζωής τους”. Αν δεν θέσουμε προς αντιμετώπιση αυτές τις διαδικασίες, διακινδυνεύουμε να αναπαράγουμε αυτές τις αδικίες στα κινήματά μας.

Στο παρόν δοκίμιο, προτείνουμε ότι όταν σκεφτόμαστε παιδαγωγικά για την οργάνωση, φτάνουμε σε μια συμμαχία μεταξύ εννοιών που μπορεί να εμφανίζονται ασύμβατες/ασύμμετρες. Το να σκεφτόμαστε παιδαγωγικά καθιστά μια συμμαχία μεταξύ τηςν καθολικότητας που σχετίζεται με την ταξική πάλη και την θεσιακότητα [positionality]4 που είναι κλειδί σε μια ριζοσπαστική πολιτική ταυτοτήτων. Αποδίδοντας προσοχή στις πραγματικές διευθετήσεις/διατάξεις των φωνών και της σκέψης και των σωμάτων στις τάξεις και τα κινήματα, αυτό που οι άνθρωποι κάνουν στην πραγματικότητα όταν συνευρίσκονται για να αντιπαλέψουν και να “ξεμάθουν” καταπιεστικές σχέσεις παραγωγής, είναι να δείχνουν μια σύνδεση εκεί που οι περισσότερες από τις προσφερόμενες σήμερα ιδεολογίες, δείχνουν ένα χάσμα. Κοιτώντας στην ιστορία τα σημεία πο τα κινήματα και οι αίθουσες διδασκαλίας έχουν συναντηθεί – η κριτική παιδαγωγική – βρίσκουμε παραδείγματα για το πώς η καθολικότητα και η θεσιακότητα συναντιούνται για να σχηματίσουν μια συμμαχία.

Αυτό που ακολουθεί είναι μια ιστορία πριν από 30 χρόνια, σχετικά με το πώς μια κολλεγιακή τάξη, προσπαθώντας να μελετήσει και να οργανωθεί ενάντια στην δομική ανισότητα, έπρεπε να αλλάξει πορεία. Στα μισά του εξαμήνου, καθηγητής και φοιτητές εγκατέλειψαν την παιδαγωγική και το πρόγραμμα σπουδών με το οποίο είχαν ξεκινήσει, αλλάζοντας ακόμα και το όνομα του μαθήματος ώστε αυτό να αντανακλά τη μετατόπιση στη στρατηγική της δημιουργίας κοινωνικής αλλαγής. Κάνοντας κάτι τέτοιο, πρόσφεραν ένα παράδειγμα μιας παιδαγωγικής προσέγγισης στην οργάνωση: πώς να χτίσει κανείς έναν συνασπισμό κατά μήκος ομάδων που οι ταυτότητές τους διαφέρουν, και πώς να χτίσει μια συμμαχία ανάμεσα στις έννοιες της ταυτότητας και της καθολικότητας.

Συμμαχία 607

Η ιστορία αρχίζει με ένα ρατσιστικό άγαλμα περίπου 3 μέτρων. Το 1987, μια αδελφότητα του πανεπιστημίου του Wisconsin-Madison με το όνομα FIJI έκανε ένα πάρτυ στο οποίο εμφανιζόταν ένας τεράστιος “Ιθαγενής Φίτζι” – ένα ομοίωμα ενός μελαχρινού άντρα με ένα κόκκαλο να διαπερνά τη μύτη του. Η ρατσιστική ένταση ήταν στα ύψη στην πανεπιστημιούπολη, και η Elizabeth Ellsworth, μια νεαρή καθηγήτρια στην Σχολή της Εκπαίδευσης που δούλευε στα αντικείμενα της πολιτικής, των ΜΜΕ και της θεωρίας του προγράμματος σπουδών, ήθελε να διδάξει σε μια τάξη που θα εξέταζε αυτές τις εντάσεις, και με μια ματιά προς τον ακτιβισμό. Σε ένα άρθρο αναστοχαζόμενη την εμπειρία αυτή, εξηγεί ότι ο στόχος της ήταν να “σχεδιάσει ένα μάθημα στα ΜΜΕ και την παιδαγωγική που θα σκόπευε όχι μόνο στην αποσαφήνιση των δομών του δομικού ρατσισμού…αλλά που θα χρησιμοποιούσε αυτή την κατανόηση για να σχεδιάσει και να διεξάγει μια πολιτική παρέμβαση σ’ αυτόν τον σχηματισμό”.

Η Ellsworth άντλησε από το σχετικά νέο πεδίο της κριτικής παιδαγωγικής για τον σχεδιασμό του μαθήματος και τον εμπλουτισμό του προγράμματός του. Ο Curry Malott έχει ισχυριστεί ότι υπάρχουν τουλάχιστον δυο ιστορίες της κριτικής παιδαγωγικής: η ακαδημαϊκή κριτική παιδαγωγική αι η επαναστατική κριτική παιδαγωγική. Η δεύτερη ριζώνεται στο εκπαιδευτικό υπόβαθρο/στην εκπαιδευτική βάση των επαναστάσεων εναντίον των αρχουσών τάξεων μέσω της ανθρώπινης ιστορίας. Η πρώτη είναι σχετικά πρόσφατη. Ο Isaac Gottesman επιχειρηματολογεί ότι η ακαδημαϊκή κριτική παιδαγωγική αναδύθηκε από το έργο του Αμερικανού θεωρητικού της κουλτούρας Henry Giroux στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές αυτής του 1980. Ο Giroux ανέμιξε μετα-μαρξιστικές συλλήψεις της ιδεολογίας και της ηγεμονίας, έναν προβληματισμό για τη νεανική κουλτούρα ριζωμένο στις πολιτισμικές σπουδές, και φιλελεύθερες έννοιες της υπηκοότητας/ιθαγένειας, της δημόσιας σφαίρας και του έθνους-κράτους για να σχηματίσει μια κριτική θεωρία της σχολικής εκπαίδευσης. Σχετίζοντάς τα με το επαναστατικό έργο του Paulo Freire5, ιδιαίτερα το βιβλίο Η Παιδαγωγική των Καταπιεσμένων, η θεωρία έγινε δημοφιλής ανάμεσα σε προεξέχοντες ειδήμονες της εκπαίδευσης όπως οι Stanley Aronowitz, Peter McLaren, Ira Shor, και Joe Kincheloe. Η κριτική παιδαγωγική όρος του Giroux – έγινε ένα ισχυρό ρεύμα στην έρευνα για την εκπαίδευση στη δεκαετία του 1990.

Καθώς κέρδιζε δημοτικότητα στις ΗΠΑ, η κριτική παιδαγωγική βάζει/θέτει τον δάσκαλο της τάξης (από το νηπιαγωγείο μέχρι το Λύκειο) ως έναν οργανικό διανοούμενο [με την έννοια του Γκράμσι;] που έρχεται αντιμέτωπος με άδικες κοινωνικές δομές μέσα από την συζήτηση στη σχολική αίθουσα, προάγοντας την κριτική συνείδηση για να πετύχει αξίες όπως η δημοκρατία, η ισότητα και η απελευθέρωση. Στον πυρήνα αυτής της παιδαγωγικής προοπτικής ήταν η ιδέα ότι ο διάλογος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα εργαλείο για να πολεμήσει κανείς εκμεταλλευτικές κοινωνικές δομές: ο κριτικός παιδαγωγός ενισχύει/τρέφει την ενδυνάμωση των μαθητών καλώντας τους να μιλούν ανοιχτά για εμπειρίες καταπίεσης, να αναλύουν τους θεσμούς καταπίεσης τριγύρω τους και να αποδομούν καταπιεστικές σημασίες στην ευρύτερη κουλτούρα. Τελικά, ο Giroux θα χρησιμοποιούσε τη λέξη “αντίσταση” για να χαρακτηρίσει τη θεωρία, καλώντας τους δασκάλους να ανυψώσουν την συνείδηση των μαθητών στο όνομα της ριζοσπαστικής δημοκρατίας.

Η Ellsworth είχε σπουδάσει προσεκτικά κριτική παιδαγωγική και την είχε ενσωματώσει στο μάθημά της, το οποίο αποκαλούσε Διδακτικό Πρόγραμμα και Οδηγητική [Curriculum and Instruction] 607: ΜΜΕ και αντιρατσιστικές παιδαγωγικές. Περιγράφει την ποικίλη ομάδα μαθητών που συγκέντρωσε, περιλαμβανομένων “Ασιατών-αμερικανών, Chicano/a, Εβραίων, Πορτορικανών και Αγγλο-ευρωπαίων ανδρών και γυναικών από τις ΗΠΑ, και Ασιατών, Αφρικανών, Ισλανδών και Καναδών φοιτητών από το εξωτερικό”. Αυτό το διαφοροποιημένο/ποικίλο πλαίσιο έμοιαζ ιδεώδες για να εμπλακεί κανείς με την κριτική παιδαγωγική. Και όμως, προβλήματα αναδύθηκαν με το που ξεκίνησε η τάξη.

Όταν προσκλήθηκαν να μιλήσουν για αδικίες που είχαν βιώσει ή ήταν μάρτυρες στην πανεπιστημιούπολη, οι φοιτητές πάσχιζα να επικοινωνήσουν ξεκάθαρα για τον ρατσισμό. Δυσκολεύονταν να μιλήσουν και να ακούσουν ο ένας τον άλλο σχετικά με το κύριο αντικείμενο του μαθήματος. Αντί διαλόγου που θα παρείχε το έδαφος για αλληλεγγύη, “ο εριστικός [defiant] λόγος φοιτητών και καθηγητή…συνιστούσαν θεμελιώδη πρόκληση και απόρριψη των φωνών μερικών συμφοιτητών και συχνά και του καθηγητή”. Η Ellsworth άρχισε να διερωτάται για τα όρια μιας προσέγγισης στον διάλογο που υποθέτει ότι “όλα τα μέλη έχουν ίσες ευκαιρίες να μιλήσουν, όλα τα μέλη σέβονται το δικαίωμα των άλλων μελών να μιλήσουν και να αισθάνονται ασφαλή να μιλήσουν, και όλες οι ιδέες γίνονται ανεκτές και υποβάλλονται σε κριτική αξιολόγηση ως πρός θεμελιώδεις κρίσεις και ηθικές αρχές”. Οι υποθέσεις αυτές δεν εφαρμόζονταν στην τάξη της εξαιτίας των εντελώς διαφορετικών ιστοριών, εμπειριών και προοπτικών όσων βρίσκονταν στην αίθουσα. Υπήρχε δυσκολία, πόνος και αδιέξοδο στο να επικοινωνηθεί η κοινωνική δομή του πανεπιστημίου, ένα αδιέξοδο που διατρέχει ταξικές, φυλετικές, έμφυλες και εθνικές γραμμές. Όπως ένα σπασμένο παράθυρο, ρωγμές ανάμεσα στις εμπειρίες και οπτικές της Ellsworth και των μαθητών της σχημάτισαν ραγίσματα, που στη συνέχεια προκάλεσαν περισσότερα ραγίσματα μέχρι που κανείς δεν μπορούσε πλέον να δει τον άλλον.

Σε αντίθεση με την υπόσχεση της κριτικής παιδαγωγικής για απελευθέρωση μέσα από τον διάλογο, η τάξη της Ellsworth ήταν γεμάτη με άβολες σιωπές, συγχύσεις και αδιέξοδα/ακινησία προκαλούμενα από τον κατακερματισμό. Οι φοιτητές και η καθηγήτρια δεν μπορούσαν να πετύχουν τον διακηρυγμένο στόχο της κατανόησης του θεσμικού ρατσισμού και να σταματήσουν την συνηθισμένη δράση του στο πανεπιστήμιο. Θυμάται ότι:

πράγματα δεν λέγονταν για διάφορους λόγους, Αυτά συμπεριελάμβαναν τον φόβο της μη κατανόσης και/ή της υπερβολικής “έκθεσης” και του να καταστεί κανείς ιδιαίτερα ευάλλωτος· οι αναμνήσεις άσχημων εμπειριών από την ανοιχτή τοποθέτηση σε άλλα πλαίσια· δυσαρέσκεια ότι άλλες καταπιέσεις (σεξισμός, ετεροσεξισμός, καταπίεση λόγω πάχους, ταξισμός, αντισημιτισμός) ήταν περιθωριοποιημένα στο όνομα της αντιμετώπισης του ρατσισμού – και ενοχή για την αίσθηση αυτής της δυσαρέσκειας· σύγχυση σχετικά με τα επίπεδα εμπιστοσύνης και αφοσίωσης/προσήλωσης σχετικά με άτομα αλληλέγγυα στους αγώνες άλλων ομάδων· δυσαρέσκεια από μερικούς έγχρωμους φοιτητές επειδή αισθάνονταν να αναμένεται από αυτούς να είναι πιο αποκαλυπτικοί και να για μια ακόμα φορά να αναλαμβάνουν το βάρος του παιδαγωγικού έργου να εκπαιδεύουν τους λευκούς φοιτητές και την λευκή καθηγήτρια σχετικά με τις συνέπειες των προνομίων της λευκής μεσαίας τάξης· δυσαρέσκεια από τους λευκούς φοιτητές επειδή αισθάνονταν ότι έπρεπε να αποδείξουν ότι δεν ήταν ο εχθρός.

Η τάξη έμοιαζε να αναπαράγει τις ίδιες αυτές καταπιεστικές συνθήκες που επιδίωκε να αμφισβητήσει. Καθώς σκέφτονταν πάνω στα εμπόδια αυτά, η Ellsworth και οι φοιτητές της αποφάσισαν να αλλάξουν τους όρους της εμπλοκής τους. Αντικατέστησαν τον καθολικισμό της κριτικής παιδαγωγικής, σύμφωνα με τον οποίον οι φοιτητές φαντάζονταν ότι εισέρχονταν όλοι/ες στον διάλογο από παρόμοιες θέσεις, με μια “θεσεακή/εντοπισμένη” [situated] παιδαγωγική που έφερνε στο προσκήνιο την πρόσκληση της συλλογικής εργασίας από τις εξαιρετικά διαφορετικές θέσεις τους. Αυτή η μετατόπιση άλλαξε εντελώς την τακτική του μαθήματος. Αντί να παίζει τον ρόλο του δασκάλου ως αυτόν ενός ειδικού της χειραφέτησης που θεωρείται εκ των προτέρων ως ικανός να δημιουργεί μια καθολικά κριτική συνείδηση μέσω του διαλόγου, η Ellsworth έγινε, μάλλον, μια σύμβουλος, βοηθώντας στην οργάνωση επισκέψεων επί τόπου [field trips], “ρίσκων/παγίδων” [potlucks], και συνεργασιών μεταξύ των φοιτητών και κινηματικών ομάδων στην πανεπιστημιούπολη. Αυτές οι δραστηριότητες βοήθησαν στην οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης και αμοιβαίας υποστήριξης χωρίς να προϋποθέτουν ότι όλοι οι φοιτητές έμπαιναν στην τάξη από την ίδια θέση. Αντί να κρατά την τάξη ενωμένη με έναν παραδοσιακό τρόπο, η Ellsworth συναντιόταν με τον κάθε φοιτητή ξεχωριστά, συζητώντας μαζί τους συγκεκριμένες εμπειρίες, ιστορίες και συναισθήματα, μιλώντας μέσα από αυτές τις νέες δραστηριότητες.

Καθώς η εμπιστοσύνη άρχισε να διαμορφώνεται μέσα από τον “βάλτο” της διαίρεσης, οι φοιτητές δημιούργησαν ομάδες “συνάφειας” βασισμένες σε εμπειρίες και αναλύσεις που είχαν μοιραστεί. Οι ομάδες συναντιόντουσαν εκτός τάξης για να προετοιμαστούν για συναντήσεις στην τάξη, οι οποίες “παρείχαν σε μερικούς από τους συμμετέχοντες μια ασφαλέστερη βάση από τις οποίες αντλούσαν υποστήριξη…και μια γλώσσα για να μπαίνουν στις μεγαλύτερες αλληλεπιδράσεις εντός της τάξης κάθε βδομάδα”. Οι ομάδες “συνάφειας” ήταν μια αλλαγή παραδείγματος. Η τάξη άλλαξε από μια συλλογή μεμονωμένων ατόμων σε ένα δίκτυο μοιρασμένων ή μη εμπειριών που δουλεύουν σε αρμονία. Η Ellsworth γράφει ότι: “από τη στιγμή που αναγνωρίσαμε την ύπαρξη, την αναγκαιότητα και την αξία αυτών των ομάδων συνάφειας αρχίσαμε να βλέπουμε το καθήκον μας ως αυτό…της οικοδόμησης ενός συνασπισμού/συμμαχίας ανάμεσα σε πολλαπλές, μετατοπιζόμενες, τεμνόμενες και μερικές φορές αντιτιθέμενες ομάδες που κουβαλούσαν άνισα βάρη νομιμοποίησης εντός της τάξης. Στα μισά του εξαμήνου, οι φοιτητές άλλαξαν το όνομα του μαθήματος σε Συμμαχία 607”. Η Ellsworth περιγράφει αυτή την κίνηση από τον κατακερματισμό στην συμμαχία ως μια συνεύρεση [coming together] βασισμένη σε αυτά που δεν μοιραζόταν η ομάδα, μάλλον, παρά σε αυτά που μοιραζόταν. Τελικά, η ομάδα παρήγαγε προτάσεις για άμεση δράση για την αντιμετώπιση των δομικών ανισοτήτων στο πανεπιστήμιο.

Γιατί αυτό δεν μοιάζει για ενδυνάμωση;

Το 1989, η Ellsworth δημοσίευσε το περίφημο, πλέον, άρθρο της στοχαζόμενη την εμπειρία της “Συμμαχίας 607”. Με τον προβοακτόρικο τίτλο “Why Doesn’t This Feel Empowering? Working through the Repressive Myths of Critical Pedagogy” [“Γιατί αυτό δεν μοιάζει για ενδυνάμωση; Δουλεύοντας μέσα από τους καταπιεστικούς μύθους της κριτικής παιδαγωγικής”], χρησιμοποίησε τις εμπειρίες της σε αυτό το μάθημα για να ασκήσει κριτική σε αυτό που είδε ως ένα γενικευτικό/καθολικιστικό μοντέλο “φωνής”, διαλόγου και απελευθέρωσης εμβαπτισμένου μέσα στις υποθέσεις της κριτικής παιδαγωγικής. Στην καρδιά αυτού του προβλήματος ήταν μια αποτυχία να αναγνωριστεί το γεγονός ότι οι φοιτητές δεν εισέρχονται όλοι/όλες σε διάλογο από ίσο έδαφος. Αντίθετα, το κοινωνικό συγκείμενο της τάξης – όπως και κάθε άλλο – διαμορφώνεται από τις εξαιρετικά άνισες ιστορίες και δομές που η κριτική παιδαγωγική επιδιώκει να αντιμετωπίσει. Έτσι, η ιδέα ότι η Ellsworth και οι φοιτητές της θα μπορούσαν να θέσουν κατά μέρος τις διαφορές τους για να αντιμετωπίσουν τον θεσμικό ρατσισμό στην πανεπιστημιούπολη αποδείχτηκε αφελής, ακόμα και επικίνδυνη. Αντίθετα, ήταν μέσα από μια παιδαγωγική μετατόπιση στην συμμαχία που ήταν τελικά ικανή να οικοδομήσει συλλογική δράση. Οι δράσεις αυτές δεν ριζώνονταν σε ισχυρισμούς μιας καθολικότητας, αλλά σε μια δέσμευση στην οικοδόμηση αλληλεγγύης κατά μήκος δομικών διαιρέσεων.

Η ιστορία της Ellsworth προσφέρει χρήσιμα μαθήματα στις αντιπαραθέσεις των σύγχρονων κινημάτων – αντιπαραθέσεις που συχνά ξεδιπλώνονται στο πλαίσιο μιας προφανούς διχοτομίας ανάμεσα στην καθολικότητα της τάξης εναντίον της πολιτικής ταυτοτήτων. Το ερώτημα “γιατί αυτό δεν μοιάζει για ενδυνάμωση;” καταδεικνύει [gestures] προς τις λεπτές (και όχι τόσο λεπτές) διαδικασίες αποκλεισμού που προκύπτουν εντός πολλών κινηματικών χώρων, όπου οι φαινομενικά ουδέτεροι όρο της αντιπαράθεσης συγκαλύπτουν/συσκοτίζουν τις συγκεκριμένες προοπτικές που καθοδηγούν τις ατζέντες μας, τις στρατηγικές και τις συζητήσεις μας. Όπως παρατηρεί ο Peter Frase, “οι απευθύνσεις στην τάξη ως την καθολική ταυτότητα συγκαλύπτει, συχνά, μια προσπάθεια να εκκαθολικευτεί μια συγκεκριμένη ταυτότητα και να αποκλειστούν άλλες”. Παρ’ όλα αυτά, η Ellsworth και οι φοιτητές της δεν αποσύρθηκαν απλά σε διαφορετικές “γωνιές” όταν αυτές οι διαιρέσεις φούντωσαν· αντίθετα, ξανασκέφτηκαν τους όρους της εμπλοκής τους με σκοπό να αναπτύξουν στρατηγικές ώστε να δουλέψουν μαζί κατά μήκος των διαφορών. Ήταν σκεπτόμενοι παιδαγωγικά σχετικά με την οργάνωση που η Ellsworth και οι φοιτητές της έφτασαν σε μια στρατηγική της συμμαχίας/συνασπισμού.

Φυσικά, οι υλικές συνθήκες των κινηματικών χώρων διαφέρουν από αυτές των τάξεων, και αυτές οι διαφορές ενέχουν συγκεκριμένες προκλήσεις για το παιδαγωγικό σχέδιο που περιγράφουμε. Κατά πρώτον, κόσμος που συνευρίσκεται σε κινηματικούς χώρους – από συναντήσεις μέχρι φόρουμ κοινωνικών δικτύων – συχνά προέρχονται από ακόμα πιο ανόμοιες ιστορίες και εμπειρίες από αυτές που βρίσκουμε στις τάξεις. Τα μέλη της τάξης της Ellsworth καταλάμβαναν διαφορετικές θέσεις αλλά μοιράζονταν όλα την θεσμική θέση του φοιτητή. Δεν μπορούμε να υποθέσουμε το ίδιο για όσους/όσες συνευρίσκονται για να πολεμήσουν για την καθολική φροντίδα υγείας ή την δικαιοσύνη στη στέγαση. Ένα δεύτερο ζήτημα είναι αυτό της “διατήρησης”. Τα μέλη του μαθήματος της Ellsworth μπορεί να απεμπλέκονταν όταν ανέκυπταν προβλήματα, αλλά συνέχιζαν να επιστρέφουν στην τάξη γιατί ήταν θεσμικά υποχρεωμένα ως φοιτητές. Σε αντίθεση, όταν αυτά τα είδη ποβλημάτων ανακύπτουν σε κινηματικούς χώρους, είναι πιθανόν να οδηγήσουν τον κόσμο να απομακρυνθεί εντελώς. Συνεπώς, το διακύβευμα για να σκεφθούμε παιδαγωγικά σχετικά με την οργάνωση είναι πολύ μεγαλύτερο.

Η παιδαγωγική είναι συχνά δεύτερη φύση στις αίθουσες διδασκαλίας, ενώ σε άλλους χώρους, αν και εξίσου σημαντική, αποτελεί μακρινή έγνοια. Εν τούτοις, δεν είμαστε οι πρώτοι που είδαμε/διαγράψαμε συνδέσεις ανάμεσα σ’ αυτό που συμβαίνει στις αίθουσες και αυτό που συμβαίνει σε κινήματα. Όπως παρατηρήσαμε προηγουμένως, η κριτική παιδαγωγική οφείλει πολλά στο έργο του Paulo Freire, του οποίου η προέγγιση στην λαϊκή εκπαίδευση δεν ήταν σχεδιασμένη για την εκπαίδευση αλλά ως μια κινηματική στρατηγική για την οργάνωση των ενηλίκων της βραζιλιάνικης εργατικής τάξης. Σύγχρονοι ειδικοί της εκπαίδευσης όπως ο Aziz Choudry δίνουν έμφαση στις διαδικασίες μάθησης που συμβαίνουν στα κοινωνικά κινήματα, όπως η απεργία των φοιτητών στο Κεμπέκ το 2012, μέσω “της κουβέντας, της ανταλλαγής, του να πορεύεσαι μαζί, της διεκδίκησης και της δημιουργίας χώρου, της αντιπαράθεσης με την εξουσία, της οικοδόμησης αλληλεγγύης και εμπιστοσύνης”. Αυτό που μπορούμε να προσθέσουμε σ’ αυτό είναι μια θεώρηση των μαθημάτων που η εκπαίδευση έχει να προσφέρει στη σύγχρονη αμερικάνικη αριστερά, εν όψει αυτού που αρκετοί αντιλαμβάνονται ως ένα αδιέξοδο. Η “Συμμαχία 607” αποκαλύπτει αυτό που είναι δυνατό όταν πάρουμε στα σοβαρά όχι μόνο τις υλικές συνθήκες που επιδιώκουμε να αλλάξουμε (με άλλα λόγια τον ρατσισμό στην πανεπιστημιούπολη), αλλά και τις υλικές συνθήκες της ίδιας της ακτιβιστικής δουλειάς (με άλλα λόγια τη σφυρηλάτηση συλλογικής δουλειάς κατά μήκος δομικών διαιρέσεων). Ήταν μέσα από αυτή την παιδαγωγική προσέγγιση στην οργάνωση που η Ellsworth και οι φοτητές της έφτασαν στη συμμαχία.

Βρίσκουμε το παράδειγμα της Ellsworth ιδιαίτερα βοηθητικό επειδή λαμβάνει χώρα σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο η παιδαγωγική είναι προμετωπίδα και επίκεντρο, αλλά η τάξη της αφιερώνεται στην αλλαγή των σχέσεων παραγωγής στο εν λόγω ίδρυμα. Η “Συμμαχία 607” είναι μια παραδειγματική περίπτωση ανθρώπων που θεμελιώνουν σχέσεις ακτιβισμού ενώ παράλληλα προσπαθούν να αλλάξουν τις παραγωγικές σχέσεις. Θεμελιώνουν αυτές τις σχέσεις ακτιβισμού “θεσεακά” [με βάση τη θέση τους], παίρνοντας σοβαρά υπόψιν τους από ποια θέση μέσα στην κοινωνική θέση προέρχεται κάθε φοιτητής παρά απαλείφοντας αυτές τις διαφορές στο όνομα κάποιας καθολικής αξίας. Η Ellsworth ξεφορτώνεται [jettisons] την στρατηγική της κριτικής παιδαγωγικής του δασκάλου-ως-ειδικού-της-χειραφέτησης της καθολικής χειραφέτησης για μια νέα στρατηγική του δασκάλου-ως-συμβούλου-της-χειραφέτησης εν μέσω διαφορών στη θέση, και αυτό δημιουργεί κινήματα τα οποία κινούνται προς τον συλλογικό στόχο που η προηγούμενη στρατηγική επεδίωκε να πετύχει. Κάνοντάς το αυτό, η Ellsworth μας δείχνει αυτό που το να σκέφτεται κανείς παιδαγωγικά για τα κινήματα μπορεί να αποκαλύψει: μια συμμαχία ανάμεσα στην καθολικότητα και την θεσεακότητα στην οποία το αδιέξοδο ανάμεσ στην πολιτική ταυτοτήτων και την ταξική πάλη δεν είναι καθόλου αδιέξοδο.

Η συμμαχία της Ellsworth – όπως αποκαλούμε το παιδαγωγικό σκέπτεσθαι σχετικά με την οργάνωση – είναι ένα παράδειγμα του πώς να φτάσουμε στην σχέση που φανταζόμαστε πως διαλύει το υποτιθέμενο αδιέξοδο ανάμεσα στην ταξική πάλη και την πολιτική ταυτοτήτων: το να σκεφτόμαστε παιδαγωγικά δημιουργεί μια ιδεολογία της συμμαχίας μάλλον, παρά μια ιδεολογία του αδιεξόδου.

Μπορούμε να εφαρμόσουμε αυτή τη διαίσθηση/ενόραση από τις τάξεις στους ακτιβιστικούς χώρους εξετάζοντας μια πρόσφατη πρόταση που υιοθετήθηκε από τους Δημοκράτες Σοσιαλιετές της Αμερικής (Democratic Socialist of America, DSA). Στην εθνική συνδιάσκεψη του Αυγούστου του 2017, τα μέλη του DSA έθεσαν σε διαβούλευση μια αμφιλεγόμενη απόφαση που καλεί για ένα αυστηρό πρόγραμμα οργανωτικής εκπαίδευσης. “Η Απόφαση #28: Εθνική Στρατηγική Εκπαίδευσης” πρότεινε την εκπαίδευση “περίπου 300 μελών του DSA κάθε μήνα για 15 μήνες” με στόχο τελικά την παραγωγή “ενός πυρήνα 200 εξαιρετικά έμπειρων εκπαιδευτών και 5000 καλά εκπαιδευμένων ηγετών και οργανωτών που θα προωθήσουν τη δουλειά του DSA το 2018 και ακόμα πιο πέρα”. Η πρόταση ζήτησε από τους αντιπροσώπους να αφιερώσουν ένα σημαντικό ποσό των εθνικών πόρων του DSA (190.000 δολάρια) για τη δημιουργία αυτού τοθ εθνικής εμβέλειας προγράμματος εκπαίδευσης, που περιλαμβάνει ενότητες [modules] πάνω στη σοσιαλιστική οργάνωση και τα σοσιαλιστικά κινήματα και την πολιτική εκπαίδευση.

Η απόφαση προέκυψε από ένα τμήμα [plank] της λίστας υποψηφίων για την Εθνική Πολιτική Επιτροπή6 Praxis. Στην ιστοσελίδα της, η λίστα περιέγραψε αυτή την “Εθνική Στρατηγική Εκπαίδευσης” με λεπτομέρειες, δίνοντας έμφαση στην σημασία της διδασκαλίας και της μάθησης μιας “ευρείας γκάμας οργανωτικών δεξιοτήτων και τακτικών ώστε τα μέλη να αναπτύξουν τις δεξιότητες για να επιδιώξουν τις δικές τους πολιτικές” (η έμφαση στο πρωτότυπο). Παρατηρώντας ότι “οι φτωχοί και οι εργαζόμενοι – ιδιαίτερα οι έγχρωμοι – συχνά αντιμετωπίζονται ως εξωτερικά αντικείμενα της οργάνωσης”, αυτή η εκπαιδευτική στρατηγική επεδίωξε ρητά να χρησιμοποιήσει την θεσεακότητα ως μια δύναμη. Εξηγούν: “Αν το DSA είναι σοβαρό σχετικά με την οικοδόμηση της εξουσίας των εργαζόμενων ανεξάρτητα από φυλή, φύλο, κατάσταση ως πολίτη ή περιοχή, πρέπει να ξαναχτίσουμε τη ραχοκοκκαλιά της Αριστεράς ώστε να είναι τόσο δυνατή όσο και ευέλικτη”. Έχοντας επίγνωση ότι τα μέλη του DSA έρχονται από μια ποικιλία θέσεων, η λίστα έκανε την εκπαίδευση κεντρική θέση της πλατφόρμας της. Μέλη που προωθούν “τη δική τους πολιτική” βασισμένες στην ακριβή δομική τους θέση θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια ευέλικτη και δυνατή ραχοκοκαλιά για την αριστερή πολιτική. Γράφουν: “δεν είναι απλά η ανάλυση, αλλά και οι μέθοδοι οργάνωσης που προωθούμε που δημιουργούν την εμπιστοσύνη, την αυτογνωσία και την αλληλεγγύη για να κάνουμε μια ανθεκτική αλλαγή στον κόσμο μας”.

Αν και δεν ξέρουμε με σιγουριά πώς θα δουλέψει αυτή η εκπαιδευτική στρατηγική, δίνουμε έμφαση στην απόφαση αυτή ως ένα παράδειγμα παιδαγωγικού τρόπου σκέψης με τους όρους που έχουμε εδώ διαγράψει.

Για να είμαστε ξεκάθαροι, δεν είναι απλά εξαιτίας της εστίασης στην πολιτική εκπαίδευση, αλλά επειδή προάγει μια προσέγγιση στην οικοδόμηση κινημάτων που αντιμετωπίζει εκπεφρασμένα την πρόκληση της συλλογικής δουλειάς κατά μήκος διαφορών στις σχέσεις ακτιβισμού. Η εκπαιδευτική στρατηγική είναι εθνική, αγκαλιάζοντας ολόκληρη τη χώρα, παρ’ όλα αυτά είναι δομημένε έτσι ώστε να παρέχει εργαλεία στους ακτιβιστές για να δουλεύουν από πολύ διαφορετικές δομικές θέσεις7. Αυτή είναι μια ιδεολογία της συμμαχίας, που κατονομάζει συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες και λαμβάνει σοβαρά υπόψιν με ποιο τρόπο τέμνονται για να δημιουργήσουμ μια διαφορά στην κοινωνική δομή. Δουλεύοντας από αυτή την προοπτική, η ιδεολογία του αδιεξόδου που περιγράψαμε στην αρχή του παρόντος δοκιμίου – μια ιδεολογία που θέτει την ταξική πάλη ενάντια στην πολιτική ταυτοτήτων – δεν έχει νόημα. Το αδιέξοδο διαλύεται.

Η υπόσχεση της “Συμμαχίας” ως στρατηγική και θεωρία

Για μας, η ιστορία της Ellsworth και η Απόφαση #28, απεικονίζουν τα όρια του “καθολικισμού” και την υπόσχεση της συμμαχίας. Στο τρέχον πολιτικό συγκείμενο, η συμμαχία δεν είναι μόνο μια κρίσιμη/καθοριστική στρατηγική για την οργάνωση κατά μήκος δομικών διαιρέσεων, αλλά και ένας τρόπος σκέψης πέρα από την διχοτομία της καθολικότητα της τάξης εναντίον της πολιτικής ταυτοτήτων. Αντί να το βάζουμε αυτό στο πλαίσιο μιας αντιπαράθεσης είτε/ή, βλέπουμε την υπόσχεση μιας θεωρητικής συμμαχίας ανάμεσα στο καθολικό και το συγκεκριμένο. Μια τέτοια συμμαχία θα δούλευε στην κατεύθυνση μιας θεσειακής κριτικής της καθολικότητας, αλλά παραμένοντας, τελικά, προσανατολισμένη προς τη μαζική συλλογική δράση. Φυσικά, η αλλαγή της Ellsworth υποτείνει ότι μια αναγνώριση της συγκεκριμένης θέσης μας δεν υπονομεύει τη συλλογική δράση – στην πραγματικότητα είναι ουσιώδης γι’ αυτήν.

Ευρύτερα, η ιστορία της Ellsworth αναδεικνύει τα πολιτικά μαθήματα που μπορούν να βρεθούν στο πεδίο της εκπαίδευσης, καθώς οι εκπαιδευτές αναστοχάζονται διαρκώς πάνω στη σχέση ανάμεσα στις ιδέες και την πρακτική. Το έργο της οργάνωσης και της οικοδόμησης κινημάτων είναι βαθιά παιδαγωγικό. Αν αποτυγχάνουμε να αναγνωρίζουμε τις ιδιαίτερες ιστορίες που διαμορφώνουν τις ίδιες τις προοπτικές μας, καθώς και αυτές τριγύρω μας, τότε θα συναντήσουμε σημαντικά εμπόδια. Μια παιδαγωγική προσέγγιση στη συλλογική δράση μας ενθαρρύνει να σκεφτούμε σχετικά με το πώς παράγεται η γνώση μέσα από συναντήσεις/επαφές από συγκεκριμένες θέσεις, όχι μόνο στην αίθουσα, αλλά επίσης στα σπίτια μας, στους χώρους δουλειάς, στις κοινότητες και τους κινηματικούς χώρους.

Η πραγματική έγνοια τελικά της Ellsworth ήταν το πώς να διαχειριστεί την τάξη της. Ρουτίνες, δραστηριότητες και τρόποι ομιλίας ήταν η βασική της γραμμή. Ενώ ήταν “βουτηγμένη” σε καθολικιστικούς λόγους και πρακτικές, και ενώ είχε εμπλακεί σε ένα σοβαρό ανασχτοχασμό σχετικά με αυτά, μετέφραση τη σκέψη της σε δράση – πώς να ακούειμ πώς να μιλά και πώς να προχωρά με δεδομένους τους αγώνες με τους οποίους ερχόταν αντιμέτωπη. Προσφέρουμε την έρευνά της ως ένα παράδειγμα για τα σύγχρονα κινήματα, ιδιαίτερα εκείνες τις ομάδες που αναζητούν τρόπους να δημιουργήσουν μια συμμαχία κατά μήκος διαφορών, να τονίσουν ότι η βασική μας γραμμή δεν θα πρέπει να είναι μόνο η ανάλυση το προβλήματος που πολεμάμε – όπως οι εκμεταλλευτικές εργασιακές συνθήκες, η μαζική φυλάκιση/αποκλεισμός [incarceration], ή ο περιβαλλοντικός ρατσισμός – αλλά επίσης η ποιότητα των καθημερινών ρουτινών και πρακτικών στα κινήματά μας καθώς παλεύουμε να δημιουργήσουμε τις κοινωνικές σχέσεις και δομές που θέλουμε. Πώς θα ακούμε; Πώς θα μιλάμε; Πώς θα σχεδιάζουμε ατζέντες, θα διευκολύνουμε συναντήσεις και θα συνομιλούμε; Η καθολικότητα ισοπεδώνει τις μεταξύ μας διαφορές, ενώ η ταυτότητα μας κατακερματίζει σύμφωνα με αυτές τις διαφορές. Καμμία από τις δύο δεν αρκεί από μόνη της για μια θεωρία-στρατηγική προς την αλλαγή.

Η Παιδαγωγική του κινήματος ως Συνάρθρωση

Στην προσεκτική ιχνηλάτηση της ιστορίας της πολιτικής ταυτοτήτων8, ο Mohandesi αντλεί από την έννοια της συνάρθρωσης του Stuart Hall για να εξετάσει αυτό το πρόβλημα. Η προοπτική αυτή αμφισβητεί την υπόθεση ότι η πολιτική κάποιου/ας καθορίζεται άμεσα από την κοινωνική του/της θέση και, αντίθετα, θέτει το ερώτημα “κάτω από ποιες περιστάσεις μπορεί να σφυρηλατηθεί ή να γίνει μια σύνδεση”9; Μοιραζόμαστε αυτό το ενδιαφέρον για τις συνθήκες που καθιστούν δυνατές συγκεκριμένες εκφράσεις της ενότητας εν μέσω της διαφοράς. Ο Mohandesi χρησιμοποιεί τη συνάρθρωση για να αμφισβητήσει την ιδέα ότι οι ταυτότητες είναι σταθερά πράγματα που υπαγορεύουν απευθείας τις πολιτικές απόψεις κάποιου. Η συνάρθρωση είναι χρήσιμη εδώ επειδή αμφισβητεί τον ντετερμινισμό και τραβά την προσοχή μας στις συνθήκες στις οποίες συμβαίνει μια συγκεκριμένη σύνδεση. Δεν είναι, για παράδειγμα, αναπόφευκτο ότι οι γυναίκες θα έχουν μια δομική ανάλυση της πατριαρχίας, όπως ακριβώς δεν είναι εγγυημένο ότι ένα μήνυμα που είναι κωδικοποιημένο με ένα συγκεκριμένο νόημα θα αποκωδικοποιηθεί με τον επιθυμητό τρόπο. Η συνάρθρωση θέτει μια πρόκληση για τον ντετερμινισμό κοιτάζοντας της ενδεχομενικές συνθήκες υπό τις οποίες συμβαίνει μια συγκεκριμένη σύνδεση – πχ. ποιες ιδεολογίες κυριαρχούν ή ποιες ενότητες σφυρηλατούνται. Η συνάρθρωση είναι πάντα ενδεχομενική και συεπώς “χωρίς εγγυήσεις”, όπως θα έλεγε ο Hall, αλλά είναι μια θεωρητική πρακτική που δημιουργεί ενότητα μέσα από τη διαφορά φτιάχνοντας συνδέσεις – τέτοιες όπως δεσμοί ανάμεσα σε ανθρώπους και ομάδες με άνισες θέσεις στις κοινωνικές δομές. Είναι το να συνταιριάζεις πράγματα με τέτοιους τρόπους ώστε να δημιουργούν ενότητα μέσα από τη διαφορά, αλλά χρησιμοποιώντας την υπάρχουσα διαφορά ως ένα σημείο εκκίνησης. Ο Hall γράφει ότι η συνάρθρωση είναι το να “σκέφτεσαι τη διαφορά σε μια σύνθετη ενότητα, χωρίς να αιχμαλωτίζεσαι [να γίνεσαι όμηρος] στην απόδοση προνομιακότητας στη διαφορά ως τέτοιας”.

Αν η Jennifer Daryl Slack έχει δίκιο στην ερμηνεία της, υπάρχει ένα πρόβλημα για τη συνάρθρωση: είμαι άσκηση σκέψης. Με άλλα λόγια, είναι υπερβολικά θεωρητική – μια δυσκολία που για την οποία ο Hall ανησυχούσε στα ίδια τα γραπτά του για την έννοια. Η άποψή μας για την παιδαγωγική μπορεί να βοηθήσει σ’ αυτό το σημείο. Έχουμε συλλάβει την παιδαγωγική στα κινήματα ως τις υλικές συνθήκες του ακτιβισμού· είναι οι τελετουργικές πρακτικές που εμπλέκονται στην δουλειά των πραγματικών κινημάτων. Θα ισχυριζόμαστε λοιπόν ότι η παιδαγωγική πραγματώνει/υλοποιεί [enact] τις συναρθρώσεις σε συγκεκριμένες στιγμές.

Στην εισαγωγή του στο “Πολιτική και Ιδεολογία στη Μαρξιστική Θεωρία(1977), ο Ernesto Laclau χρησιμοποιεί το παράδειγμα του “σπηλαίου” του Πλάτωνα για να αναπαραστήσει την ιδέα αυτή: αυτό που ο Πλάτωνας ήθελε ήταν να “αποσυναρθρώσει” τις σημασίες των σκιών ως πραγματικότητες και να τις “ανασυναρθρώσει” ως ψεύδη. Θεωρήστε το πρόσωπο που αφήνει τη σπήλαιο και επιστρέφει στη συνέχεια: υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο (α) να γνωρίζει κάποια ότι οι σκιές είναι ψευδείς και ότι οι αλυσοδεμένοι άνθρωποι πρέπει να απελευθερωθούν από τις ψευδαισθήσεις τους και στο (β) τι κάνει, στην πραγματικότητα, αυτό το πρόσωπο για να απελευθερώσει τους αλυσοδεμένους από τις ψευδαισθήσεις τους. Ακούει καθέναν από αυτούς, αναπτύσσει σχέσεις μαζί τους με τον καιρό, και στη συνέχεια τους φέρνει σιγά-σιγά σε μια συνειδητοποίηση σχετικά με τις σκιές; Φέρνει ένα τσεκούρι και απλά κόβει τις αλυσίδες χωρίς να μιλά; Επιμένει διαρκώς ότι επειδή είναι όλοι αλυσοδεμένοι θα έπρεπε να σπάσουν αυτές τις αλυσίες όλοι/όλες μαζι και να εξεγερθούν; Ενώ η συνάρθρωση τής δίνει μια θεωρία για το πρώτο βήμα, η παιδαγωγική της δίνει μια στρατηγική για το δεύτερο.

Πραγματικά, στοχαζόμενοι τις συνεισφορές του Hall, ο John Clarke επισημαίνει έναν “προσανατολισμό στην παιδαγωγική ως συνάρθρωση που διατρέχει ολόκληρο το έργο του”. Αναφερόμενος στην κοινότοπη ιδέα ότι ένας καλός δάσκαλος ξεκινά “από κει που βρίσκεται ο μαθητής”, ο Clarke υποτείνει ότι αυτή η έννοια αποκτά μια καινούρια πολιτική σημασία στο πλαίσιο της προσέγγισης του Hall: “Οι ταυτότητες είναι πολλαπλές και σπάνια παγιωμένες· οι κοινές λογικές είναι ετερογενείς και αποσπασματικές, και το έργο της συνάρθρωσης είναι να χτίσει συνδέσεις που οδηγούν προς ένα σύνολο νέων ρυθμίσεων και δυνατοτήτων”10. Αυτή η διατύπωση της παιδαγωγικής ως συνάρθρωσης φέρνει στο προσκήνιο την πρακτική της δημιουργίας συνδέσεων εν μέσω του κατακερματισμού· αντί να συνιστά ένα εμπόδιο στην ενότητα, η αναγνώριση των δομικά διαφορετικών και άνισων θέσεων δημιουργεί τις συνθήκες για την συνάρθρωση νέων συμπαρατάξεων.

Το να σκεφτόμαστε παιδαγωγικά μπορεί, λοιπόν, να γεμίσει ένα κενό για τη θεωρία της συνάρθρωσης: το πρόβλημα του πώς συμβαίνει η συνάρθρωση. Η παιδαγωγική παρέχει έναν μηχανισμό γι’ αυτή τη διαδικασία. Η παιδαγωγική συναρθρώνει. Στην περίπτωση της οικοδόμησης συμμαχιών ανάμεσα σε ομάδες ανθρώπων με διαφορετικές θέσεις, η παιδαγωγική είναι η συγκεκριμένη λειτουργία της συνάρθρωσης: αυτό που πραγματικά καταλήγει να συμβαίνει όταν κάποιος ή κάποια ομάδα συναρθρώνει. Πάρτε μια ομάδα ανθρώπων που θέλουν να τελειώσουν τον ρατσισμό, όπως στο παράδειγμα της Ellsworth. Αυτή η κοινή επιθυμία δεν αρκεί από μόνη της να οικοδομήσει σχέσεις ακτιβισμού που θα βάλουν ένα τέρμα στον ρατσισμό. Κάτι άλλο θα πρέπει να συμβεί. Αυτό το κάτι είναι η παιδαγωγική, η οποία συναρθρώνει τις διαφορετικές τους θέσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να τους κάνει – εκείνη τη στιγμή σε κείνον τον τόπο – να δράσουν συλλογικά. Η λίστα της Praxis της DSA Praxis είχε αυτό το νόημα, αλλά αντί της πανεπιστημιακής αίθουσας, την χρησιμοποίησαν για να σκεφτούν σχετικά με την DSA και την αριστερά στης ΗΠΑ στην τωρινή της διαμόρφωση. Σε κάθε περίπτωση, η παιδαγωγική καθιστά εφικτή την ενότητα σε διαφορές που μπορούν να απορρέουν στη συλλογική δράση, χωρίς να κρατείται όμηρη από την ίδια τη διαφορά. Τελικά, η πρότασή μας είναι μια θεωρία της κινηματικής παιδαγωγικής ως συνάρθρωσης, που παράγει/αποδίδει μια συμμαχία ανάμεσα στο καθολικό και το συγκεκριμένο. Αυτή η πράξη συμμαχίας απαιτεί μια παιδαγωγική που συναρθρώνει τα θραύσματα της διαφοράς προς συλλογικότητες που μπορούν να αποκτήσουν ισχύ και να κερδίσουν πράγματα για τις κοινότητές μας.

Ενώ ο καθολικισμός κατασκευάζει ισοπεδωτικές γενικότητες και η ταυτότητα αποδομεί ολότητες σε κατακερματισμένες ιστορίες και εμπειρίες, εμείς προτείνουμε μια διαδικασία επανασυνάρθρωσης: αναγνωρίζουμε τις διαφορές, επιτρέπουμε την απόσχιση θραυσμάτων, και στη συνέχεια, δουλεύουμε με τα κομμάτια για να χτίσουμε μια συλλογικότητα που στοχεύει στην απελευθερωτική αλλαγή. Ο καθολικισμός και η ταυτότητα μπορούν να δουλέψουν μαζί ως έννοιες – μιας και αυτό συμβαίνει και στην πραγματικότητα.

Εν κατακλείδι11, θεωρήστε τα αποτελέσματα ενός αδιεξόδου. Ο Isaac Gottesman, στην πρόσφατη ιστορική αποτίμησή του για την κριτική στροφή στην εκπαίδευση, αναζήτησε τις απαντήσεις στο άρθρο της Ellsworth στη βιβλιογραφία της κριτικής παιδαγωγικής. Αυτό πο βρήκε ήταν αντιδράσεις που παρά την ένταση των διατυπώσεων και την έκτασή τους – ποτέ δεν απάντησαν στα σοβαρά στους ισχυρισμούς της Ellsworth, με τους δικούς τους όρους. Οι συνέπειες αυτής της συγκεκριμένης ακινησίας για την θεωρία της εκπαίδευσης ήταν εσωτερικής φύσης: η φεμινιστική και μεταδομική έρευνα στην παιδαγωγική άνθισαν, και η κριτική παιδαγωγική συνέχισε λίγο πολύ όπως ήταν πριν. Η διαίρεση αυτή διατηρείται σε μεγάλο βαθμό και σήμερα.

Το διακύβευμα για την ιστορική μας στιγμή είναι πολύ μεγαλύτερο. Η στασιμότητα που αναδύεται όταν οι ταξικές καθολικιστικές θέσεις αρνούνται να αναγνωρίσουν τη σημασία της ριζοσπαστικής πολιτικής ταυτοτήτων θα έχουν συνέπειες για την αριστερά, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν θέλουμε να κινητοποιήσουμε μια ευρεία βάση για να πολεμήσει στους αγώνες αυτού του νέου κινήματος, οι οργανωτικές στρατηγικές μας και οι κινηματικοί χώροι πρέπει να δώσουν προσοχή σ’ αυτές τις διαφορές. Η καθολικότητα και η ταυτότητα χρειάζονται η μία την άλλη στην οργάνωση, και η μέθοδος της Ellsworth μας δείχνει πώς να θέσουμε αυτή τη συμμαχία στην πρακτική.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2017/12/21/movement-pedagogy-beyond-class-identity-impasse.

2 Ο David I. Backer είναι επίκουρος καθηγητής της Εκπαίδευσης στο West Chester University of Pennsylvania και η Kate Cairns είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Έρευνας Παιδικής Ηλικίας στο Rutgers University-Camden.

3 Στμ. Ακριβώς αυτό που διαισθητικά έχουμε αποκαλέσει “τοπολογία (των σχέσεων) της κυριαρχίας”, ένα patchwork των διαφόρων σχέσεων κυριαρχίας, έναν “χάρτη”, με την τοπολογική-διαφορογεωμετρική έννοια του manifold, η συνάρθρωση των οποιών καθορίζει την “ένταση” των σχέσεων κυριαρχίας στα διάφορα “σημεία”.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο positionality. Η ιδιότητα του σχετίζεσθαι με τη θέση. Ιδιαίτερα στην κοινωνιολογία, η κατοχή ή υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης θέσης σε σχέση με άλλους, συνήθως όσον αφορά ζητήματα κουλτούρας, εθνικότητας ή φύλου.

5 Στμ. Πάουλο Φρέιρε: παιδαγωγός και φιλόσοφος από τη Βραζιλία.

6 Στμ. Για λεπτομέρειες δείτε πχ. https://medium.com/@pplswar/slate-regional-composition-of-dsas-new-national-political-committee-dsacon17-a2f3b108f9bc.

7 Υπάρχουν πολλά διαθέσιμα παραδείγματα παιδαγωγικής σκέψης. Ένα πρόσφατο επεισόδιο του σοσιαλιστικού φεμινιστικού podcast Season of the Bitch αποτελεί καλό πρόσφατο παράδειγμα: οι παρουσιαστές μιλούν εκτενώς σχετικά με την ανάγνωση πυκνών θεωρητικών κειμένων ως αριστερίστριες και γυναίκες. Με τους όρους που έχουμε χρησιμοποιήσει, σκέφτονται τις υλικές συνθήκες του ακτιβισμού, τις σχέσεις του ακτιβισμού, στην περίπτωση αυτή την πρακτική της ανάγνωσης δύσκολων κειμένων. Η Lauren Berlant κάνει το ίδιο πράγμα για πλάκα σ’ αυτό το αιχμηρό άρθρο.

8 Mohandesi: “Κρίση Ταυτότητας”, https://inmediasres.espivblogs.net/identitykrisis.

9 Stuart Hall και Lawrence Grossberg, “On Postmodernism and Articulation: An Interview with Stuart Hall” Journal of Communication Studies 10.2 (1986): 53.

10 Δείτε: John Clarke, “Stuart Hall and the Theory and Practice of Articulation”, Discourse: Studies in the Cultural Politics of Education 36.2 (2015): 281.

11 Στμ. Στο πρωτότυπο coda: η καταληκτική παράγραφος ενός κομματιού ή κίνησης, που τυπικά αποτελεί μια προσθήκη στη βασική δομή.

Σχετικά με την επίθεση του τουρκικού στρατού στο καντόνι του Αφρίν (Ροτζάβα)

του Tristan Leoni

σχόλια του Tristan Leoni (που είναι ο συγγραφέας της σειράς κειμένων “Χαλιφάτο και Βαραβαρότητα”) δημοσιευμένο στα γαλλικά στο https://ddt21.noblogs.org/?page_id=1906#comment-4276.

Από τις 20 Ιανουαρίου, η Τουρκία έχει εξαπολύσει την Επιχείρηση “Κλάδος Ελαίας” εναντίον του κουρδικού θύλακα του Αφρίν με την υποστήριξη αρκετών συριακών ισλαμιστικών πολιτοφυλακών (μερικές υπό την ταμπέλα του FSA, Ελεύθερου Συριακού Στρατού). Η τουρκική επίθεση δεν έρχεται σαν έκπληξη: συγκρούσει ανάμεσα στον YPG2 και φιλοτουρκικές δυνάμεις ήταν κοινός τόπος εδώ και μήνες και για αρκετές εβδομάδες ο τουρκικός στρατός είχε αναπτύξει στρατεύματα και οπλισμό γύρω από τον θύλακα. Από την πλευρά τους, οι YPG προετοιμάζονταν γι’ αυτό χτίζοντας ενισχυτικά έργα και τούνελ στα σύνορά τους. 48 ώρες πριν από την έναρξη της επιχείρησης, οι Τούρκοι στρατηγοί πήγαν στη Μόσχα· σκοπός να αποσπαστεί τουλάχιστον η μη-παρέμβαση της Ρωσίας, η οποία ελέγχει τον συριακό εναέριο χώρο και έχει στρατεύματα στο Αφρίν για να αποτρέψει (με την παρουσία τους) μια τουρκική επίθεση. 24 ώρες πριν από την επίθεση, οι Ρώσοι στρατιώτες εγκατέλειψαν το Αφρίν.

Το PYD επεδίωξε να σφυρηλατήσει αντιφατικές συμμαχίες με διάφορους δρώντες στη συριακή σύγκρουση (Ουάσιγκτον, Μόσχα και Δαμασκό), οι οποίες δεν μπορούσαν να κρατήσουν για πολύ. Οι YPG έχουν έρθει πάρα πολύ κοντά στους Αμερικανούς, οι οποίοι τους πιέζουν προς την κατεύθυνση μιας ημι-απόσχισης της περιοχής (κάτι που δεν είναι το αρχικό σχέδιο του PYD) μέσα από διάφορα προγράμματα: εκπαιδεύοντας έναν συνοριακό στρατό από 30.000 χιλιάδες μαχητές στη Ροτζάβα, οικονομική βοήθεια για την ανοικοδόμηση και την “εθνική οικοδόμηση”. Ένα ζήτημα που εξαγριώνει περισσότερο τη Μόσχα και τη Δαμασκό.

Για τη Μόσχα και τη Δαμασκό, η τουρκική επίθεση είναι μια ευκαιρία να υπενθυμίσουν στους Κούρδους την πραγματική ισορροπία δύναμης στην περιοχή. Η άφιξη ενισχύσεων των YPG (από την ανατολική Συρία) ήταν εφικτή μόνο χάρι στην υποστήριξη της Δαμασκού, που τους επέτρεψε να διέλθουν μέσα από τις νομοταγείς στο καθεστώς ζώνες. Ήδη από τις πρώτες μέρες της επιχείρησης “Κλάδος Ελαίας” υπήρχαν αυξανόμενες φήμες για συζητήσεις ανάμεσα στο καθεστώς Άσσαντ, τη Ρωσία και τις YPG για μια παρέμβαση του συριακού στρατού στο Αφρίν ώστε να σταματήσει η τουρκική επίθεση. Δεν μπορεί παρά να είναι σουρεαλιστικό. Ήδη από τον Μάρτιο του 2016, στη διάρκεια της Επιχείρησης “Ασπίδα του Ευφράτη”, οι YPG είχαν ήδη δώσει αρκετές περιοχές στα δυτικά του Manbij στα στρατεύματα του Άσσαντ για να σταματήσουν την τουρκική επίθεση(την ίδια στιγμή που αμερικάνικα στρατεύματα αναπτύσσοντα στα βόρεια του Manbij).

Η τουρκική επίθεση είναι πιο πιθανό μάλλον να δημιουργήσει μια ζώνη ασφαλείας στα σύνορα παρά να καταλάβουν ολόκληρο τον θύλακα του Αφρίν· αλλά από την αρχή της επιχείρησης, ο FSA και οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις προχωρούν σημειωτόν. Οι YPG είχαν άφθονο χρόνο για να ενισχύσουν τα σύνορά τους με δίκτυα σηράγγων και οχυρών και χρησιμοποιούν επίσης αντιαρματικούς πυραύλους που προσφέρουν οι δυτικοί στρατοί. Παρ’ όλα αυτά, το Αφρίν δεν είναι Κομπάνι: αν το 2014 οι YPG είχαν καταφέρει να απωθήσουν τα στρατεύματα του Ισλαμικού κράτους, αυτό ήταν κυρίως με τη βοήθεια της αμερικανικής αεροπορίας και των αμερικανικών ειδικών δυνάμεων (χωρίς αυτά η πόλη θα είχε καταληφθεί). Αυτό δεν αληθεύει για το Αφρίν, όπου είναι οι YPG που βομβαρδίζονται από τον αέρα. Παρά την λυσσασμένη αντίσταση, οι δυνάμεις των YPG είναι καταδικασμένες να υποχωρήσουν τελικά υπό την πίεση του τουρκικού στρατού και των εφεδρικών του δυνάμεων, και οι άμαχοι είναι καταδικασμένοι να καταφύγουν στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δαμασκό. Είναι εξαιτίας αυτού που η διερεύνηση για μια πολιτική λύση ή μια εξωτερική υποστήριξη γίνεται τόσο κατεπείγουσα. Αυτή τη φορά το αμερικάνικο ιππικό δεν θα προστρέξει σε διάσωση. Συνεπώς, η άφιξη των συριακών φιλοκαθεστωτικών δυνάμεων είναι μια δυνατότητα· αλλά δεν θα είναι “δωρεάν” και, ακόμα κι αν συμβεί, οι YPG θα πρέπει να αποκηρύξουν, σε αντάλλαγμα, την εξουσία τους πάνω στον θύλακα του Αφρίν.

T.L., 19 Φεβρουαρίου, 2018

2 Στμ. PYD/YPG: PYD (Partiya Yekîtiya Demokrat, Κόμμα Δημοκρατικής Ενότητας): ‎αριστερό κουρδικό πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε το 2003 από Κούρδους ακτιβιστές στη βόρεια Συρία· YPG είναι τα αρχικά της πολιτοφυλακής του. Το PYD είναι το κύριο πολιτικό κόμμα της Ομοσπονδίας της Βόρειας Συρίας-Ροτζάβα και των καντονιών της. Στον ιστότοπό του, περιγράφει τον εαυτό του να πιστεύει στην “κοινωνική ισότητα, τη δικαιοσύνη και την ελευθερία πεποίθησης” καθώς και στον “πλουραλισμό και την ελευθερία των πολιτικών κομμάτων” και ότι αγωνίζεται “για μια δημοκρατική λύση που περιλαμβάνει την αναγνώριση των πολιτισμικών, εθνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, διευρύνοντας και αναπτύσσοντας την ειρηνική τους πάλη για να μπορούν να αυτοκυβερνώνται σε μια πολυπολιτισμική και δημοκρατική κοινωνία”. Έχει υιοθετήσει τον Δημοκρατικό Συνοσπονδισμό (Democratic Confederalism) ως μια από τις ιδεολογίες του και έχει εφαρμόσει ιδέες του Μπούκτσιν και του Οτσαλάν στη Ροτζάβα.

Απεργίες σε όλον τον κόσμο στην εταιρία Deliveroo1

Στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, η εταιρεία Deliveroo έχει “χτυπηθεί” από μια σειρά απεργιών και καταλήψεων σε ολόκληρο τον κόσμο: από το Χονγκ Κονγκ στο Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Εν τω μεταξύ, στη Σαγκάη, δημιουργήθηκε το πρώτο συνδικάτο διανομέων σε online εταιρείες φαγητού.

Χονγκ Κονγκ

Το απόγευμα της Δευτέρας, 22 Ιανουαρίου, 100 περίπου οδηγοί της εταιρείας Deliveroo HK, κυρίως Ινδοί και Πακιστανοί, μαζεύτηκαν έξω από τα γραφεία της εταιρείας στην οδό Jervois μπλοκάροντας την υπηρεσία διανομείς φαγητού.

Η απεργία προκλήθηκε από τις πρόσφατες αλλαγές που έγιναν από την εταιρεία στα ωράρια εργασίας των διανομέων, που μέχρι τότε εγγυούνταν 11 ώρες δουλειάς με τουλάχιστον 75 δολάρια HK (γύρω στα 7,8 €), συμπεριλαμβανομένου ενός διαλείμματος για φαγητό διάρκειας μιας ώρας. Τώρα, η Deliveroo αποφάσισε να μπλοκάρει την εφαρμογή διανομής κατά τις ώρες μη-αιχμής (όταν υπάρχει μικρή δραστηριότητα), ώστε να αποφεύγει να πληρώνει το ελάχιστο εγγυημένο μεροκάματο. Επιπλέον, το καινούριο σύστημα θα είχε την δυνατότητα να επιλέγει τους οδηγούς με βάση την “επίδοσή” τους (συχνότητα, ταχύτητα, σεβασμό στα στάνταρ που επιβάλει η πλατφόρμα κ.λπ), τιμωρώντας τους λιγότερο “αποδοτικούς”. Η επιβαλλόμενη από την εταιρεία αποσύνδεση από την πλατφόρμα, θα προκαλούσε στους οδηγούς μια απώλεια σχεδόν 3 με 5 εργάσιμων ωρών, σχεδόν 14 ωρών την εβδομάδα. Σε μια κλίμακα 100 δολαρίων HK/ώρα (σχεδόν 10,5 €), σε όρους μηνιαίου εισοδήματος η μείωση στον μισθό υπολογίζεται ανάμεσα στα 5.000 δολάρια HK (521 €) και 6.000 δολάρια HK (625 €).

Μεταξύ των αιτιών για τη διαμαρτυρία, υπάρχει επίσης αυτή της αποζημίωσης από την εταιρεία για τα πρόστιμα/κλήσεις κυκλοφορίας. Για να ανταποκριθούν/τηρήσουν τους όρους διανομής στους στενούς δρόμους του Χονγκ Κονγκ, οι περισσότεροι από τους οδηγούς αναγκάζονται να παρκάρουν τα μέσα μετακίνησής τους σε μη-επιτρεπόμενα σημεία παρκαρίσματος και η αστυνομία δεν διστάζει να τους “κόβει” πρόστιμα. Οι οδηγοί αποζημιώνονταν από την Deliveroo μέχρι δύο πρόστιμα/κλήσεις την ημέρα, αλλά η εταιρεία αρνείται να το κάνει τώρα. Αυτό επιπρόσθετα στο ότι το κόστος των καυσίμων και της συντήρησης εξακολουθούν να επιβαρύνουν τον εργαζόμενο.

Η απεργία, που συνεχίστηκε και την επόμενη μέρα, τελείωσε με την ανακοίνωση της διοίκησης ότι θα αποκταστήσει την εργάσιμη μέρα των 11 ωρών.

Βέλγιο, Ολλανδία, Γερμανία, Γαλλία και…

Στη διάρκεια του προηγούμενου Σαββατοκύριακου, διανομείς της Deliveroo από το Βέλγιο και την Ολλανδία κατέβηκαν σε απεργία για να διαμαρτυρηθούν για την απόφαση της εταιρίας να μετατρέψει όλους τους οδηγούς, από την 1η Φεβρουαρίου, σε αυτοαπασχολούμενους εργαζόμενους. Στις Βρυξέλλες οι εργαζόμενοι κατέλαβαν τα κεντρικά γραφεία της εταιρίας για περισσότερο από 3 μέρες καλώντας, μέσα από τα ΜΜΕ, συμπαθούντες, επισφαλείς εργαζόμενους και άνεργους να υποστηρίξουν τον αγώνα τους, που ισχυρίζονταν ότι είναι αγώνας όλων.

Ενώ η κατάληψη συνεχιζόταν, ο υπουργός Οικονομικών και Απασχόλησης, Kris Peeters, και ο Διευθύνων Σύμβουλος της Deliveroo δήλωσαν ότι ήταν διατεθιμένοι να συναντήσουν τους διανομείς και να ακούσουν τα αιτήματά τους. Αν και η εταιρία φαινόταν να προτιμά έναν συμβαβισμό, οι διανομείς αποφάσισαν ότι θα έπρεπε η πίεση να διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο. Χτες, 27 Ιανουαρίου, μια αντιπροσωπεία των απεργών από την ολλανδική Deliveroo, ενώθηκε με τους Βέλγους συναδέλφους στο κέντρο των Βρυξελλών για να δημιουργήσει μια ζωηρή διαμαρτυρία με ένα διεθνιστικό προφίλ. Στάλθηκαν μηνύματα αλληλεγγύης στους Βέλγους συντρόφους από διανομείς από το Μιλάνο, το Τορίνο και την Μπολώνια. Ακόμα και η Παγκόσμιο Συνδικαλιστική Ένωση UNI, η παγκόσμια συνομοσπονδία που φέρνει μαζί/συσπειρώνει συνδικάτα της βιομηχανίας υπηρεσιών, έστειλε ένα μήνυμα υποστήριξης στους “απεργούς εργάτες της Deliveroo στο Βέλγιο και την Ολλανδία”.

Στη Λίλλη, στη Γαλλία, η διαμαρτυρία ξεκίνησε στις 20 Ιανουαρίου, όταν οι οδηγοί της Uber Eats αποφάσισαν να αποσυνδεθούν από την εφαρμογή της εταιρίας. Η απεργία, που ήταν αυθόρμητη, οργανώθηκε μέσω μιας ομάδας στο Facebook, ενάντια στις εργασιακές συνθήκες που περιγράφονται ως “slavery/σκλαβιά 2.0”.

 

Τέλος, η σειρά της Γερμανίας ήρθε στις 24 Ιανουαρίου: περίπου 30 διανομείς από της εταιρίες Foodora και Deliveroo διαμαρτυρήθηκαν μπροστά στα κεντρικά γραφεία της Deliveroo για να απαιτήσουν, μεταξύ άλλων, την πληρωμή των επιδιορθώσεων στα μοτοποδήλατα που χρησιμοποιούνται στη διάρκεια του ωραρίου.

Σε αυτή την αναφορά στους αγώνες των οδηγών έχουμε σίγουρα παραλείψει κάποιες απεργίες και αποκλεισμούς (με την ευκαιρία, στην Σανγκάι, δημιουργήθηκε το πρώτο συνδικάτο διανομέων online παραγγελιών φαγητού), αλλά είμαστε σίγουροι για ένα πράγμα: το επίδικο [αυτό περί του οποίου πρόκειται] είναι η ανάγκη για έναν συντονισμό των διεθνών αγώνων των εργατών της “gig-οικονομίας”. Και τα μέσα για το στήσιμο δικτύων δεν λείπουν.

 

Μετάφραση από το πρωτότυπο άρθρο στα ιταλικά στον ιστότοπο Chicago86.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://libcom.org/news/deliveroo-global-strike-01022018

Ρομαντική φαντασία: Σημειώσεις πάνω στην κριτική του Krul στους Endnotes

των Endnotes1

O Matthijs Krul έχει γράψει, στο North Star, μια ενδιαφέρουσα κριτική των Endnotes2. Συνήθως δεν ασχολούμαστε με εξατομικευμένες “απαντήσεις σε κριτικές”, αλλά στην περίπτωση αυτή η σύμπλεξη “ερεθιστικών” ερωτήσεων με μια σειρά λαθών απαιτούσε, τουλάχιστον, μια προσπάθεια ξεδιαλύματος αυτών των δύο σε μερικές σύντομες κριτικές σημειώσεις. Ο Krul έχει στην πραγματικότητα γράψει όχι μια κριτική των Endnotes, αλλά μάλλον, αυτού που εκλαμβάνει ότι είναι η λεγόμενη “θεωρία της κομμουνιστικοποίησης”. Στη βάση μιας μάλλον αδύναμης σύλληψης των ενδείξεων από τα κείμενα, οι Endnotes αντιμετωπίζονται σ’ αυτό το άρθρο ως ένα είδος ενός στέρεου πλαισίου για τις υποθέσεις του Krul σχετικά με αυτή την νοητική κατασκευή υποκατάστατο3,4.

Θα ξεκινήσουμε, λοιπόν, με μια προειδοποίηση σχετικά με τη “θεωρία της κομμουνιστικοποίησης”: αν και έχουμε μιλήσει, κατά καιρούς, για “κομμουνιστική θεωρία”, το Endnotes δεν προήγαγε ποτέ ούτε ισχυρίστηκε ότι αντιπροσωπεύει μια μοναδική “θεωρία της κομμουνιστικοποίησης”. Αυτός ο νεολογισμός άλλων είναι ίσως μια χρήσιμη συντομογραφία· έχει επίσης παίξει έναν ρόλο στο να ομαδοποιήσει μερικές ”χύμα” [sprawling] αντιπαραθέσεις σε ένα συμπαγές, ευκίνητο προϊόν που μπορεί να ανταλλαχθεί άμεσα στην αγορά των θεωρητικών “μοδών” (ένα είδος ανεξάρτητης εναλλακτικής στη μείζονα μάρκα των Badiou και των Zizek). Αλλά αν κανείς θέλει να κάνει μια πραγματικά σοβαρή κριτική της αποκαλούμενης θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης είναι, φυσικά, απαραίτητο να δώσει μεγαλύτερη προσοχή σε συγκεκριμένα κείμενα, στην εκδίπλωση συγκεκριμένων αντιπαραθέσεων, και στους τρόπους που αυτός ο όρος δεν μπορεί τελικά να σηματοδοτεί με κανέναν τρόπο μια μοναδική, ενιαιοποιημένη θέση. Όπως θα δούμε, ο Krul προφανώς δεν έχει δώσει τόσ η προσοχή στο αντικείμενό του, και έτσι οι πιο ενδιαφέρουσες σκέψεις που παρουσιάζονται στο κείμενό του υποφέρουν από το μπλέξιμό τους με θεμελιώδη λάθη ερμηνείας. Παρόλα αυτά, ιδιαίτερα εκεί που τα σηεμία του Krul επικαλύπτονται με αυτά άλλων κριτικών, δεν είναι εντελώς αναγώγιμα σε απλά υποκειμενικά λάθη – υπάρχουν αναμφισβήτητα κάποια σημεία που επισημαίνονται εδώ που απαιτούν παραπέρα θεώρηση. Σε αυτά τα σημεία, είμαστε ευγνώμονες στον Krul για την ανάδειξή τους στο πλαίσιο μιας επιχειρούμενης συπαμθητικής κριτικής.

Το πιο αξιοσημείωτο λάθος του Krul εμφανίζεται στην εναρκτήρια παράγραφο, στην πρώτη του απόπειρα να περιγράψει τις βασικές “συνεισφορές” των Endnotes και της “θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης” ευρύτερα. Ο Krul ισχυρίζεται ότι αποδίδουμε την ιστορική ήττα του εργατικού κινήματος του 20ου αιώνα στην αποτυχία του να “κατανοήσει την κατάργηση των τάξεων που απαιτείται για την κατάργηση της αξιακής μορφής”. Εδώ ο Krul αποδίδει στους Endnotes κάτι για το οποίο έχουμε ασκήσει κριτική σε άλλους από την αρχή αυτού του σχεδίου: δηλαδή, ότι την υιοθέτηση ενός είδους “κριτικής οπτικής γωνίας” που είναι ιδιαίτερα εξέχον στο “νήμα” της κριτικής της αξίας που διατρει την γερμανική Νέα Αριστερά. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, το πρόβλημα των επαναστατικών κινημάτων του 20ου αιώνα ήταν – αλλίμονο – ότι δεν κατάλαβαν την θεωρία της αξίας. “Τόσο το χειρότερο για τη θεωρίας σας”, θα ήταν μια έυλογη απάντηση σε τέτοιους ισχυρισμούς. Παραπέμπουμε τον Krul στην εισαγωή του πρώτου μας τεύχους:

Όταν θέτουμε το ζήτημα των [αποτυχιών αυτών των επαναστάσεων] δεν μπορούμε να καταφύγουμε σε υποθέσεις του “τι θα συνέβαινε αν”5 — επιρρίπτοντας την ήττα των επαναστατικών κινημάτων σε οτιδήποτε (ηγέτες, μορφές οργάνωσης, λάθος ιδέες, ανώριμες συνθήκες) άλλο από τα ίδια τα κινήματα στο καθορισμένο τους περιεχόμενο.6

και στο “Κομμουνιστικοποίηση και Θεωρία της Αξιακής-Μορφής, από το Endnotes 2:

η “κομμουνιστικοποίηση” δεν είναι ό,τι ο κομμουνισμός και η επανάσταση “ήταν πάντα στην πραγματικότητα ή ό,τι θα έπρεπε να είναι” […] η ριζική “έξοδος” που υπονοείται από την θεωρία της αξιακής μορφής μπορεί να καθορίζεται από την ιστορική εξέλιξη της ίδιας της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας μάλλον, παρά να είναι το προϊόν μιας ανιστορικής ορθής συνείδησης, μιας ελεύθερα-πλέουσας επιστημονικής οπτικής ή προοπτικής κριτικής.7

Μακράν του να προσυπογράφει τον αναχρονισμό μιας τέτοιας “οπτικής γωνίας κριτικής”, η αντιπαράθεση στην οποία σφυρηλατήθηκαν οι Endnotes – και η οποία παρουσιάζεται στο Endnotes 1 – ήταν ειδικά σχετικά με την ιστορικότητα του ορίζοντα της επανάστασης. Είναι ο κομμουνισμός μια αναλλοίωτη αλήθεια της εργατικής τάξης, του καπιταλισμού ή της ανθρωπότητας; Ή είναι ο τρόπος με τον οποίον το ζήτημα της επαναστατικής υπέρβασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ) τίθετα συγκεκριμένα σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές; Τουλάχιστον στα ζητήματα αυτά, έχουμε έχουμε πάντα συνταχθεί με την Théorie Communiste ενάντια σε αυτό που ο Krul θα ονόμαζε “ρομαντισμό” της υπεραριστεράς: οι αποτυχίες των επαναστάσεων του 20ου αιώνα δεν μπορούν, τελικά, να αποδοθούν σε κακές ιδέες, προδοσίες, λανθασμένες στρατηγικές κ.λπ. Σε όλες αυτές τις αναταραχές, ήταν επί τω έργω έννοιες της επανάστασης, του κομμουνισμού κ.λπ. εντελώς αντίστοιχες της στιγμής, η οποία οριζόταν ειδικότερα από την άνοδο μια βιομηχανικής εργατικής τάξης που μπορούσε αρκετά εύλογα να προβάλλει τον εαυτό της ως το μέλλον του ανθρώπιμου είδους. Η σχολαστικότητα των κριτικών της αξίας και του είδους τους πολύ λίγο αντίκρισμα είχαν σε όλα αυτά. Η ίδια η ιδέα της “κομμουνιστικοποίησης” όπως την έχουμε χρησιμοποιήσει ήταν πάντα ένα είδος εννοιολογικού σημαδιού για νέους, ιστορικά συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε για την κομμουνιστική επανάσταση στη βάση των τωρινών συνθηκών, που μας απελευθερώνει από την ανάγκη να “κοσκινίζουμε” ασταμάτητα τα λάθη και τα σωστά του κομμουνισμού του 20ου αιώνα. Το να ασκεί κριτική κανείς στους Endnotesή στην πραγματικότητα σε οποιονδήποτε έστω και αμυδρά συμπαθούντα προς την Théorie Communisteγια αναχρονιστική ανάγνωση των επαναστάσεων του 20ου αιώνα, λες και απλά δεν είχαν τις ιδέες μας, είναι ανάλογο του να ασκείς κριτική στον Νίτσε για την χριστιανική του πίστη.

Αυτά σχετικά με την υποτιθέμενή μας “θεωρία του λάθους για την ιστορία”. Ο Krul νομίζει ότι έχει βρει άλλο ένα είδος λάθους στη δουλειά μας στο Endnotes: έναν ισχυρισμό ότι ο καπιταλισμός εμπλέκει ένα “κατηγορικό λάθος” εξαιτίας του ότι βασίζεται σε “οντολογικά χάσματα”. Φαίνεται ο Krul να πιστεύει ότι η οντολογία έχει να κάνει μόνο με ιδέες:

να βλέπει κανείς τον καπιταλισμό ως βασιζόμενο πρωτίστως σε οντολογικά χάσματα, και μόνο αναλυτικά στη συνέχεια να διαμεσολαβείται από την αξία και το κράτος και όλες τις “πραγματικές αφαιρέσεις”, είναι πραγματικά μια περίεργη προσέγγιση – μια προσέγγιση που πραγματικά υποδεικνύει τον καπιταλισμό ως ένα κατηγορικό λάθος που έχει (τυχαία;) αναδυθεί στην ιστορία.

για να δούμε την “πραγματική κίνηση” ως μια κίνηση της ελεύθερης βούλησης ενάντια στον καθορισμό μέσω κατηγοριών σημαίνει να δούμε το πρόβλημα στο επίπεδο της οντολογίας, των “οντολογικών χασμάτων” που αναφέρθηκαν – με άλλα λόγια, στο επίπεδο των ιδεών.

Οι συγκροτητικοί διαχωρισμοί στην καρδιά του ΚΤΠ, στους οποίους συχνά αναφερόμαστε με τον όρο “οντολογικά χάσματα”, δεν είναι με καμμιά έννοια “λάθη”, ούτε είναι ζήτημα απλώς ιδεών. Αντίθετα, είναι οι αναγκαίες προϋποθέσεις και αποτελέσματα καθορισμένων, ιστορικά συγκεκριμένων κοινωνικών διαδικασιών. Ένα οντολογικό χάσμα που είναι θεμελιώδες για τον καπιταλισμό είναι ο χωρισμο των ανθρώπων από τη γη, και συνεπώς από για καιρό θεμελιωμένους τρόπους πρόσβασης στα μέσα παραγωγής και επιβίωσης. Αυτός ο διαχωρισμός ήταν κάποιες φορές μια κυριολεκτική απαλλοτρίωση της γης από τους τους μικροκαλλιεργητές της. Αλλά συχνά ήταν και μια αλλαγή στις κοινωνικές σχέσεις που δεν απαιτούσε φυσική έξωση· αντίθετα, καινούριες σχέσεςι γεννήθηκαν μέσω των μισθωμάτων γης. Αν και βασικοί κοινωνικοί μετασχηματισμοί, όπως ο παραπάνω, ίσως ενέχουν μια ιδεώδη πτυχή, προφανώς δεν είναι με καμμιά έννοια ζήτημα λαθώς, κατηγορικών σφαλμάτων ή απλώς ιδεών.

Είναι πιθανόν, ο Krul να εξάγει αυτή την παράξενη ανάγνωση από μια απρόσεκτη επιπόλαιη ανάγνωση της παρουσίασης εκ μέρους μας της εξέλιξης της έννοιας της “υπαγωγής”, στην οποία επισημαίνουμε την μετατόπιση της έννοιας αυτής από μια καθαρά λογική/φιλοσοφική κατηγορία (για την οποία επιστημολογικά ερωτήματα “λάθους” μπορεί να είναι συναφή) σε μια κοινωνική κατηγορία, κατά την μετάδοσή της από τον Καντ, στον Χέγκελ και από κει στον Μαρξ.8 Μια συγκεκριμένη έννοια διαστροφής σημαδεύει εδώ τη συνεισφορά του Μαρξ· υπάρχει κάτι διεστραμμένο σχετικά με τις αντικειμενικές ιδανικότητες [idealities] του ΚΤΠ – σχετικά με τον τρόπο που το κεφάλαιο μπορεί να εμφανίζει τον εαυτό του ως την “αλήθεια” της εργασιακής διαδικασίας, την ανταλλακτική αξία ως την αλήθεια της αξίας χρήσης κοκ. Αλλά αυτά δεν είναι απλώς επιστημολογικά ζητήματα που πιθανόν μπορούν να “διορθωθούν” με μεγαλύτερη γνώση· αντίθετα, αποκτούν τις πραγματικές, κοινωνικά-αντικειμενικές ποιότητες των ίδιων των κοινωνικών μορφών.

Ο Krul γλιστρά μπερδεμένος ανάμεσα στον ισχυρισμό του ότι βλέπουμε ένα συστατικό “λάθος” στην καρδιά του καπιταλισμού (που κάνει τα πάντα να έχουν να κάνουν μόνο με ιδέες), και τον ισχυρισμό που έχει προηγουμένως συζητήσει ότι διαβάζουμε τα επαναστατικά κινήματα του 20ου αιώνα με όρους τέτοιων λανθασμένων ιδεών. Η “θεωρία λάθους” του Krul τον οδηγεί να πετάξει τριγύρω μερικές σαφώς ακατάλληλες κριτικές κοινοτοπίες:

Το αν ο Στάλιν είχε λάθος σε σχέση με τη θεωρία της αξίας και το αν ο Τρότσκυ ήταν ένας “παραγωγιστής” και ένα μαστίγιο της εργατικής πειθαρχίας δεν είναι αλήθεια στο εδώ ή στο εκεί. Το “υπόδειγμα” του 20ου αιώνα, όσο και αν είναι μια “εποχή των άκρων”, παραείναι ομοιόμορφο και ανεξάρτητο από τη βούληση και τα κίνητρα των ατόμων που εμπλέκονται ώστε να εξαρτιέται από ένα λάθος κατηγοριών ή μια ανεπαρκή κατανόηση της πραγματικής υπαγωγής. Αν ο Στάλιν μπορούσε να είχε διαβάσει Ντωβέ, αυτό δεν θα είχε καμμιά σημασία.

(Θραύσματα γαλατόπιτας πετάνε δίπλα από το στόχο και χτυπάνε κάποιον άτυχο περαστικό…).

Το κείμενο του Krul δομείται γύρω από αυτή την διπλή έννοια του “λάθους” η οποία, όπως έχουμε δει, είναι εύκολα διαψεύσιμη και με τις δυο έννοιες. Πάνω σε αυτή τη δομή που τρίζει, ο Krul “βιδώνει” και άλλα διάφορα τεχνήματα/αντικείμενα κριτικής απροσεξίας. Για παράδειγμα:

  1. Ο Krul επικρίνει τους Endnotes ότι ισχυρίζονται πως “τα προηγούμενα κομμουνιστικά κινήματα, στον βαθμό που βασίζονταν στο εργατικό κίνημα, δεν είχαν καμμιά έννοια “ρήξης”, παρά το γεγονός ότι το ίδιο το κείμενο που σχολιάζει διατυπώντι την ίδια ακριβώς θέση ως κριιτκή εναντίον της Théorie Communiste, πριν προχωρήσει σε μια λεπτομερειακή αναφορά στην έννοια της ρήξης από τον Μπορντίγκα:

    Σύμφωνα με την Théorie Communiste, οι επαναστάτες μιας προηγούμενης εποχής δεν είχαν κάποια έννοια ρήξης. Είδαν, υποτιθέμενα, την επανάσταση ως ένα ζήτημα “αναπτυσσόμενων” αγώνων, με άλλα λόγια, αγώνων που επεκτείνονται σε ολόκληρη την κοινωνία και αυξανόμενης έντασης προς ένα σημείο κορύφωσης οπότε και θα “υπερχείλιζαν” σε μια επανάσταση. Στην πορεία του 20ου αιώνα, πολλές θεωρίες αυτού του είδους προτάθηκαν (ο ίδιος ο όρος φαίνεται να προέρχεται από τον Τρότσκυ, αλλά η ιδέα αυτή είναι πιο κοινή μεταξύ των οπαδών της αυτονομίας). Παρ’ όλα αυτά, τέτοιες θεωρίες δεν ήταν πολύ διαδεδομένες. Οι περισσότεροι επαναστάτες, του Τρότσκυ συμπεριλαβανομένου, τράβηξαν τη δική τους διαχωριστική γραμμή μεταξύ εξέγερσης και ρήξης9.

  2. Ο Krul ισχυρίζεται ότι, για τους Endnotes, η κομμουνιστικοποίηση “μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε και οπουδήποτε και δεν μπορεί ποτέ να προβλεφθεί”. Ποτέ δεν διατυπώσαμε, ούτε καν υπονοήσαμε, έναν τέτοιο ισχυρισμό. Πραγματικά, ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι ευθέως αντίθετος με την ίδια την αντίληψή μας10. Αντίθετα, η κομμουνιστικοποίηση είναι φυσικά εντελώς αδύνατη στις καθημερινές [quotidian] καπιταλιστικές συνθήκες· δεν θα μπορούσε καν να προσεγγιστεί παρά μόνο στο πλαίσιο μιας τεράστια γενικευμένης κοινωνικής αναταραχής, κάτω από πολύ συγκεκιμένες περιστάσεις.

  3. Ο Krul ισχυρίζεται ότι διατυπώνουμε ένα κυκλικό, επιχείρημα, που προϋποθέτει την απάντησή του [question-begging] λέγοντας ότι “η επανάσταση θα πρέπει να καταργήσει τις διαμεσολαβήσεις του κεφαλαίου, και ότι ο μόνος τόπος που μπορεί να επιτευχθεί είναι εκεί που οι διαμεσολαβήσεις του κεφαλαίου έχουν καταργηθεί”. Η παρουσίαση της επανάστασης με αυτούς τους όρους δεν είναι ζήτημα επιχειρήματος, είναι ζήτημα ορισμού. Όλοι οι ορισμοί μοιάζουν κυκλικοί αν διαβαστούν ως επιχειρήματα: προσπαθήστε να διατυπώσετε ένα επιχείρημα για το ότι “εργένηδες είναι οι άντρες που δεν έχουν παντρευτεί”11.

  1. Ο Krul ισχυρίζεται ότι οι Endnotes απορρίπτουν “την χρήση οποιωνδήποτε δομών διαμεσολάβησης, είτε φυσικών (όπως στην επιμελητεία) είτε νοητικών (όπως στις διαμεσολαβούσες κατηγορίες) που υπάρχουν υπό τον καπιταλισμό, για την κομμουνιστικοποίηση ή το σοσιαλιστικό μέλλον”. Αλλά αυτό που απορρίπτουμε, στην πραγματικότητα, εκ των προτέρων είναι οι συγκεκριμένες κοινωνικές μορφές που είναι άρρηκτα δεμένες από τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Το πώς αυτές οι συγκεκριμένες κοινωνικές μορφές μπορεί να συνδέονται με τις φυσικές υποδομές ή τις νοητικές κατηγορίες είναι ένα σημείο συζήτησης. Σε ένα από τα ίδια τα κείμενα που εξετάζει ο Krul λέμε ρητά ότι αρκετές διαμεσολαβήσεις θα επιβιώσουν του καπιταλισμού12.

Θα ήταν ανέξοδο να προσθέσουμε σ’ αυτή την ήδη μεγάλη λίστα και τα διάφορα άλλα σφάλματα στο κείμενο του Krul. Οπότε θα την “χαρίσουμε” στον συμπαθή μας κριτικό, και θα στραφούμε σε μερικές άλλες πιο ενδιαφέρουσες πλευρές του κειμένου του, οι οποίες, τουλάχιστον, παρέχουν καλοδεχούμενες “προκλήσεις” για περαιτέρω σκέψη.

Ας ξεκινήσουμε πρώτα απ’ όλα από αυτό το τελευταίο σφάλμα, που θα μας προσφέρει ένα χρήσιμο φόντο για να σχεδιάσουμε μερικές σκέψεις ενός πιο διαδεδομένου σημείου παρανόησης και σχετικά με μερικούς από τους πιο αναρχο-πρωτογονιστικούς οραματισμούς για την κομμουνιστικοποίηση. Ο Krul προσφεύγει στην άποψη του Μαρξ ότι “οι ίδιες οι τεχνολογικές και οργανωτικές δυνατότητες του καπιταλισμού θα κάνουν εφικτό τον σοσιαλισμό” σε αντίστιξη με τη δική μας “ρομαντική” απόρριψη όλων των διαμεσολαβητικών δομών – φυσικών, νοητικών, τεχνικών κ.λπ. Δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει ιδιαίτερα ότι, διατυπωμένη ως μια γενική άποψη, δεν έχουμε αντίρρηση στον ισχυρισμό ότι οι τεχνικές δυνατότητες που αναπτύσσονται υπό τον καπιταλισμό θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε έναν μετα-καπιταλιστικό κόσμο. Σχετικά μ’ αυτό, θα συντασσόμασταν με τον Krul ενάντια στους πρωτογονιστές. Αλλά θα είμασταν και τελείως ξεκάθαροί ότι, αν η καπιταλιστική τεχνολογία δεν συλλαμβανόταν ως αδιάφορα κακή, οι εναλλακτικές σ’ αυτή την απολυτοποιητική ετυμηγορία δεν περιορίζονται σε άλλες εξίσου απολυτοποιητικές θέσεις: αν η τεχνολογία δεν είναι γενικά κάκη, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι γενικά ουδέτερη – και σίγουρα δεν είναι γενικά καλή (διατυπωμένες με τόσο άσχημο τρόπο, τέτοιες θέσεις ακούγονται τόσο άτοπες όσο είναι).

Αν ο πρωτογονιστικός πόλος σ’ αυτή τη ρητορική κατασκευή που εξετάζουμε εδώ – και τον οποίο ο Krul ταυτίζει με τους Endnotesμπορεί να συνδεθεί με την άποψη της “απόλυτα κακής τεχνολογίας”, η μαρξιστική παράδοση έχει συχνά φιλοξενήσει ένα συμμετρικό, προοδευτικίστικο πόλο ο οποίος διαβάζει την καπιταλιστική τεχνολογία ως ένα θεμελιωδώς χωρίς όρους αγαθό/καλό· η οποία θέλει να δει σε κάθε αύξηση της παραγωγικότητας μια περαιτέρω απελευθέρωση από το “βασίλειο της ανάγκης”, ή να διαβάζει την τεχνολογία ως ένα κοινωνικά ουδέτερο υπόστρωμα που θα μπορούσε απλά να απαλλαγεί από τις καπιταλιστικές του χρήσεις. Φυσικά, απορρίπτουμε έναν τέτοιο προοδευτισμό όπως ακριβώς απορρίπτουμε τον πρωτογονισμό. Aλλά ο προφανής τρόπος απόδρασης από αυτές τις επίπονες δυικότητες, που περιστρέφονται γύρω από κάθε δεύτερη συζήτηση για την τεχνολογία, είναι απλά να αποφεύγουμε να θέτουμε το πρόβλημα σε απόλυτους όρους. Στην πορεία των αγώνων όπως και σε κάθε μετα-καπιταλιστικό κόσμο, θα έχουμε αναπόφευκτα να κρίνουμε κάθε συγκεκιμένη τεχνολογία από το τι καθιστά “εφικτό”: θα βοηθήσει ή όχι; Τι ακούσιες παρενέργειες πιθανόν να έχουν; Πώς θα συνεισφέρουν στο σχήμα των δράσεών μας; Θα είναι βλαπτικές ή όχι; Με ποιο τρόπο θα αλλάξει το πώς δουλεύουν άλλα πράγαματα; Έχουν κάποια σημασία στην απουσία των συγκεκριμένα καπιταλιστικών κοινωνικών μορφών; Είναι μια απευθείας παρεμπόδιση; Όπως γράφει ο Jasper Bernes στο Endnotes 3:

Δεν μπορούμε απλά να αντιστρέψουμε την ορθόδοξη, προοδευτικίστικη άποψη για τις μηχανές που υποθέτει ότι κάθε προχώρημα των παραγωγικών δυνάμεων συνιστά μια διεύρυνση των δυνατοτήτων για τον κομμουνισμό και να διακηρύξουμε, αντίθετα, ότι ολόκληρη η τεχνολογία είναι πολιτικά αρνητική ή εγγενώς καπιταλιστική. Πρέπει, μάλλον να εξετάσουμε τεχνολογίες από μια τεχνική σκοπιά, από την κομμουνιστική προοπτική και να θεωρήσουμε τις δυνατότητες [affordances] που πραγματικά επιτρέπουν, δεδομένων των τραγικών περιστάσεων της γέννησής τους13.

Θα ήταν ξεκάθαρα άδικο να διαβάσουμε το άρθρο του Jasper, όπως κάνει ο Krul, θεωρώντας ότι εμπεριέχει έναν ισχυρισμό για την απόλυτη μη-διασωσιμότητα [unsalvageability] ολόκληρου του τεχνικού κόσμου. Η θέση του Jasper αντιτίθεται – αρκετά εύλογα – στις έννοιες της ουδετερότητας της τεχνολογίας και σε οποιονδήποτε απλοϊκό προοδευτισμό· δεν απαιτεί, όμως, τον ισχυρισμό ότι ολόκληρη η τεχνολογία είναι έτσι κι αλλιώς κακή, έτσι κι αλλιώς καταδικασμένη στην καπιταλιστική της μοίρα. Μάλλον, ασχολείται με τα συγκεκριμένα προβλήματα, ερωτήματα και περιορισμούς με τους οποίους τα συστήματα επιμελητείας, ιδιαίτερα, έρχονται αντιμέτωπα με τους σύγχρονους αγώνες.

Μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της κριτικής στην “θεωρία της κομμουνιστικοποίησης” περιστρέφονται γύρω από μια αρκετά δικαιολογημένη ταύτιση της αφαιρετικότητας μιας τέτοιας θεωρίας, όσο έχει αναπτυχθεί μέχρι τώρα στο Endnotes, και μια διερεύνηση του ερωτήματος κατά πόσο μια τόσο αφηρημένη θεωρία μπορεί πιθανόν να γειωθεί στην “πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων”. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το γεγονός ότι η αντίληψή μας για την επανάσταση ως “κομμουνιστικοποίηση” είναι σαφώς αφηρημένη. Είναι επίσης αληθές ότι δεν παρέχει μια ιδέα του πώς να πάμε “από το Α στο Β”. Αυτό το είδος κριτικής επανέρχεται διαρκώς, έχοντας διατυπωθεί, για παράδειγμα, επίσης από τον Alberto Toscano, σε μια ελαφρώς διαφορετική μορφή14. Ως τέτοια, μοιάζει να ταυτοποιεί ως προβληματικό κάτι δομικό σχετικά με την κομμουνιστικοποίηση, κάτι που αναμφίβολα θα είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε περαιτέρω.

Θα μπορούσαμε εδώ να δηλώσουμε, εν είδει μιας προκαταρκτικής απάντησης, ότι δεν ενδιαφερόμαστε να δίνουμε αξία στην αρνητικότητα χάριν της αρνητικότητας ή σε μια κανονιστική αντίθεση σε οποιαδήποτε θετική σκέψη σχετικά με το πώς μπορούν να αναπτυχθούν και να επεκταθούν με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο. Ένας τέτοιος τρόπος σκέψης είναι μια αναγκαί, εμμενής πτυχή κάθε αγώνα, και ένας αγώνας που θα έχει περάσει σε μια δυναμική κομμουνιστικοποίησης φυσικά δεν θα το έκανε αυτό τυχαία. Όμως, στρατηγική σκέψη που προκύπτει στην απουσία ή έξω από έναν ανοιχτό αγώνα τείνει η ίδια αναπόφευκτα στην αφαίρεση. Αυτός είναι ο λόγος που, παρ’ όλη την φαινομενική συγκεκριμένεια και κοινή-λογική τους, οι ύστεροι Λενινιστές που προσφεύγουν στην σημασία της στρατηγικής, ενάντια στον εκλαμβανόμενο αυθορμητισμό και “ακολουθητισμό”15, είναι συνήθως ανήμποροι να προσφέρουν κάτι παραπάνω από κάποιον παλιομοδίτικο οργανωσιακό φορμαλισμό για να αντιπαρατεθούν σε αντίπαλους φορμαλισμούς των αναρχικών και των οπαδών της οριζοντιότητας. Που είναι σαν να λέμε ότι επικαλούμενοι τη στρατηγική γενικά, την οργάνωση γενικά, οι επίδοξοι στρατηγιστές δεν είναι λιγότερο αφηρημένοι από τους θεωρητικούς της “κομμουνιστικοποίησης”. Η αφαίρεση, και στις δυο περιπτώσεις, πιθανόν να είναι αναπόφευκτη· απορρέει από μια αντικειμενική κατάσταση στην οποία, αν είμαστε ειλικρινείς, κανείς δεν μπορεί πραγματικά να πει πώς ακριβώς θα εξελιχθούν απαραίτητα τα πράγματα. Στερούμενες ενός συνεκτικού, συγκροτημένου, επαναστατικού ταξικού-υποκειμένου για να τις υλοποιήσουν, ή μη-εμπεδωμένες σε οποιαδήποτε πραγματική επαναστατική πάλη, οι προσπάθειες για μια επαναστατική στρατηγική τείνουν να ανάγονται σε δραστηριότητα όπως του Dungeon Master, που παρακολουθεί την πρόοδο της μικρής αμήχανης ομάδας του ξωτικών και νάνων μέσα από κρυψώνες καλλικάντζαρων και φανταστικά κάστρα. Προσέξτε την τρύπα με τα θανάσιμα καρφιά!

Με αυτή την έννοια, η αφαιρετικότητα της θεωρίας μπορεί να συλληφθεί ως απορρέουσα τουλάχιστον εν μέρει από την κατάσταση της “πραγματικής κίνησης”16, μάλλον, παρά ως ενδεικτική μια απλής αποτυχίας στο απαραίτητο σκάψιμο που “θα βγάλει τον γέρο τυφλοπόντικα ξανά στην επιφάνεια”. Η προκαθορισμένη κατάσταση της υποτιθέμενης υπέρβασης της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης – όπως δίνεται από τις ίδιες τις εμμενείς τάσεις αυτής της σχέσης – είναι αναγκασικά μια αφηρημένη κατάσταση17. Αν η θεωρία παραμένει αφηρημένη μέχρι τώρα αυτό συμβαίνει επειδή δεν μπορούμε ειλικρινά να πούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια πώς θα λάβει χώρα αυτή η υπέρβαση. Ούτε – στο βαθμό που μπορούμε να πούμε – μπορεί κανείς άλλος: το πρόβλημα εδώ έγκειται στην πραγματικότητα, όχι στη θεωρία. Αν τα όρια της αντικειμενικής κατάστασης δίνουν έναν υψηλό βαθμό αφαίρεσης, είναι τουλάχιστον πιο ειλικρινές να αναγνωρίσουμε αυτό το πρόβλημα και να προσπαθήσουμε να κάνουμε θεωρία σε αυτή τη βάση, μάλλον, παρά να το συσκοτίζουμε. Μια αφηρημένη έννοια της επανάστασης είναι εκεί απ’ όπου ξεκινάμε αναγκαστικά, αλλά είναι εξίσου σημαντικό να αποφύγουμε να φετιχοποιούμε το πρόβλημα και να αποκλείουμε έτσι κι αλλιώς κάθε προσπάθεια να σκεφτούμε σοβαρά σχετικά με το προχώρημα των κινημάτων καθώς προσπαθούν να κινηθούν “από το Α στο Β”.

Αν η θεωρία, όπως δίνεται στις σύγχρονες συνθήκες, είναι αναγκαστικά αφηρημένη και αρνητική, πρέπει παρ’ όλα αυτά κανείς να πασχίσει να την διαγράψει με μεγαλύτερη συγκεκριμένεια μέσω της απόδοσης προσοχής στη δυναμική των σύγχρονων αγώνων και των πραγματικών διαμεσολαβήσεων του καπιταλιστικού κόσμου. Με αυτή την έννοια, το “μήνυμα ελπίδας” που ο Κrul βλέπει στην “θεωρία της κομμουνιστικοποίησης” απαιτεί ακριβώς ενεργοποίηση. Το δύσκολο πρόγραμμα μιας τέτοιας ενεργοποίησης είναι η προβληματική με την οποία αναγκαστικά ερχόμαστε αντιμέτωποι αν πρόκειται να προσπαθήσουμε να παράγουμε κομμουνιστική θεωρία στο παρόν· φυσικά, δεν υπάρχει βασιλική οδός για την επιστήμη – κι εδώ λιγότερο από οπουδήποτε. Συνεπώς, στο επίπεδο αυτό μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Krul: ναι, είναι απαραίτητο να προχωρήσουμε πέρα από κάποιο αφηρημένο, απλά αρνητικό, Μπλοχιανό “μήνυμα ελπίδας”. Αυτό είναι ακριβώς το πρόβλημα. Ελπίζουμε ότι, παρά την κριτική μας στα σφάλματα του Krul, αυτός θα συνεχίσει να ακολουθεί τις πιο αξιόλογες από τις διαισθήσεις/ενοράσεις επί τω έργω εδώ, στην θεωρία και στους αγώνες. Αυτό είναι, άλλωστε, το κοπιαστικό μονοπάτι πάνω στο οποίο η κομμουνιστική θεωρία είναι αναγκασμένη να προχωρά.

 

 

1 Στμ. Το πρωτότυπο εδώ: https://endnotes.org.uk/other_texts/en/endnotes-romantic-fiction.

2 Matthijs Krul: “Endnotes: Μια ρομαντική κριτική;” https://inmediasres.espivblogs.net/krul_romantic_critique (το πρωτότυπο: Endnotes: A Romantic Critique?, The North Star, 28 Ιανουαρίου 2014).

3 Η προχειρότητα της ανάγωσης του Krul στέκεται σε χτυπητή αντίθεση με την προσοχή και την διορατικότητα με την ο Ray Brassier ανέλαβε επίσης πρόσφατα μια κριτική ενασχόληση με τη δουλειά μας. Δείτε: “Wandering Abstraction”, Mute Magazine, 13 Φεβρουαρίου 2014 (στμ. Στα ελληνικά μεταφρασμένο εδώ: Ray Brassier: “Περιφερόμενη Αφαίρεση”, https://inmediasres.espivblogs.net/wanderingabstraction).

4 Στμ. Στο πρωτότυπο ersatz.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: what if” counterfactuals.

6 ΔείτεΦέρτε τους νεκρούς σας” στο Endnotes 1 (Προκαταρκτικό υλικό για έναν απολογισμό του 20ου αιώνα) σελ. 4, εκδ. φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού. Εκεί ουσιαστικά υποστηρίζαμε ισχυρισμούς που αναπτύχθηκαν σε μεγαλύτερη έκταση στις συνεισφορές της Théorie Communiste στο Endnotes 1, όπως στο “Πολύ κακό για το Τίποτα, σελ. 156–157:

Η επανάσταση ως επιβεβαίωση της τάξης έρχεται αντιμέτωπη με την ίδια την αποτυχία της, επειδή η αντεπανάσταση είναι ενδογενώς συνδεδεμένη με αυτή την επιβεβαίωση όσον αφορά τα ίδια της τα κίνητρα (και όχι επειδή υπήρχε οποιοδήποτε “λάθος”, ή επειδή ήταν αδύνατη με όρους κάποιου ανιστορικού ορισμού της επανάστασης”.

7 Δείτε: “Κομμουνιστικοποίηση και θεωρία της αξιακής μορφής”, Endnotes 2 (Αθλιότητα και η αξιακή μορφή), σελ. 101, 105, εκδ. φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015.

8 Δείτε: “Η ιστορία της Υπαγωγής”, Endnotes 2, σελ. 130–152

9 Δείτε: “Αυθορμησία, Διαμεσολάβηση, Ρήξη”, Endnotes 3 (Φύλο, Φυλή, Τάξη και άλλες κακοτυχίες), σελ. 241–242, εκδ. φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015.

10 Δείτε, για παράδειγμα: “Τι πρέπει να κάνουμε”, στο Ben Noys (εκδ.), “Communization and its Discontents”, Minor Compositions, 2011, σελ. 28 (στμ. Στα ελληνικά μεταφρασμένο εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/whatrwe2do):

Η κομμουνιστικοποίηση προκύπτει μόνο στο όριο ενός αγώνα, στο ρήγμα που ανοίγεται καθώς αυτός ο αγώνας συναντά το όριό του και ωθείται πέρα από αυτό”.

11 Στμ. Εξαιρετικό σημείο για την βαθύτητα της διαλεκτικής ως τρόπου κατανόησης της διαφοράς ορισμού-επιχειρήματος, της θεμελιώδους άρσης του “φαύλου κύκλου” των “τυπικών” αντιφάσεων και την κυκλικότητας των ορισμών. Απόλυτα σχετιζόμενο με την “ταυτιστική λογική” του Κορνήλιου, που τελικά πρέπει να ειδωθεί ως αδυναμία απορρέουσα από την στάση του απέναντι στη διαλεκτική.

12 Δείτε: “Αυθορμησία, Διαμεσολάβηση, Ρήξη” στο Endnotes 3, σελ. 238.

13 Δείτε: Jasper Bernes, “Logistics, αντι-Logistics και η Κομμουνιστική Προοπτική”, στο Endnotes 3, σελ. 196, σημ. 25.

14 Δείτε: “Now and never”, στο Communization and its Discontents, σελ. 85–101.

15 Στμ. Στο πρωτότυπο: tailisms. Θα μπορούσαμε να πούμε και “πολιτική ουράς”. “Ο όρος (στα ρωσικά: khvostism) επινοήθηκε από τον Λένιν για να περιγράψει τους “Οικονομιστές”, όσους ισχυρίζονταν ότι το κομμουνιστικό κόμμα δεν θα έπρεπε να ηγείται σε μια επαναστατική κατάσταση αλλά θα έπρεπε να αφήσει τα οικονομικά γεγονότα κρίσεις, απεργίες, αναταραχές – να ξεδιπλώνονται από μόνα τους. Το κόμμα θα αναλάμβανε τότε στην “ουρά” των γεγονότων αυτών. Ο Λένιν, φυσικά, υποστήριζε ότι το κόμμα πρέπει να είναι η πρωτοπορία, να εκπαιδεύει, να ανιχνεύει τις ευκαιρίες” (από το blog: https://stalinsmoustache.org/2011/02/17/tailism-a-resurrected-word-for-our-time).

16 Στμ. Θα λέγαμε ως μια εγγενής και θεμελιώδης “απροσδιοριστία” από την χαοτικότητα (κβαντικότητα😉 της “πραγματικής κίνησης”.

17 Δείτε: “Τι πρέπει να κάνουμε;” (το πρωτότυπο στο Communization and its Discontents, σελ. 34).

Ένα ταυτόσημο αποκείμενο-υποκείμενο;

των Endnotes από το Endnotes #4

 

Το παρόν κείμενο έχει μεταφραστεί και εδώ: https://2008-2012.net/2016/02/10/ένα-ταυτόσημο-αποκείμενο-υποκείμενο/

Αν εδώ μιλάμε μάλλον για τα υποκείμενα της “αποκειμενοποίησης, παρά για “πλεονάζοντα πληθυσμό”, τι μπορούμε να πούμε για το αποκείμενο ως κοινωνικό υποκείμενο; Οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν όχι την δημιουργία μιας καινούριας μορφής κοινωνικού (ή δυνητικά, επαναστατικού) υποκειμένου αλλά μάλλον το πρόβλημα της ύπάρξης του οποιουδήποτε ταξικού υποκειμένου. Καθαυτό, αυτό που αποκειμενοποιείται θα έμοιαζε να είναι εξ ορισμού μη-επιβεβαιώσιμο, μη-ενοποιήσιμο, γιατί δεν έχει μια δική του (αφεαυτού) θετική ύπαρξη, αλλά είναι απλά η άρνηση κάποιου άλλου. Αυτοί/ές που αποκειμενοποιούνται δεν είναι τίποτα άλλο από το προλεταριάτο. Πιο συχνά από ό,τι όχι, είναι εργάτες, φοιτητές κ.λπ. Μόνο που είναι εργάτες, φοιτητές κ.λπ. που δαιμονοποιούνται, που πετιούνται έξω από την περίφραξη της κοινωνικής αξιοπρέπειας. Αυτές οι εξελίξεις αντιπροσωπεύουν προβλήματα της συγκρότησης ενός ενοποιημένου ταξικού υποκειμένου· πραγματικά, είναι άμεσες εκφράσεις της αποσύνθεσης της τάξης. Το αποκείμενο προβάλλεται ως ένα είδος οριακής έννοιας μιας επιβεβαιώσιμης κοινωνικής τάξης, σε μια λειτουργία κατά την οποία η ίδια η τάξη ορίζεται αρνητικά ως προς αυτό που έχει αποκειμενοποιηθεί. Το “Δεν είμαστε όπως αυτοί” αντικαθιστά το “εργάτες ενωμένοι ποτέ νικημένοι”. Και ως τέτοια, η αποκειμενοποίηση μπορεί να έχει μια κάπως κλασματοδιαστατική23 ποιότητα: δεν εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε μια κοινωνική ομάδα, αλλά εντός και ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, ανάλογα, σε κάποιον βαθμό, με το πού βρίσκεται κανείς στο κοινωνικό τοπίο. Πάντα υπάρχει κάποιος που είναι περισσότερο αποκειμενοποιημένος από σένα.

 

Στο τεύχος Endnotes 2 παρουσιάσαμε μια ανάλυση της εγγενούς τάσης του κεφαλαίου για κρίσεις, ανάλυση που περιστρεφόταν γύρω από την θεωρία του πλεονάζοντος πληθυσμού. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια προσπάθεια να εκλεπτυνθούν, να διευκρινιστούν και να αναπτυχθούν οι κεντρικές κατηγορίες αυτής της θεωρίας1. Το κίνητρό μας γι’ αυτό απορρέει από συγκεκριμένες παρανοήσεις με τις οποίες ήρθαμε αντιμέτωποι, παρανοήσεις που προδίδουν την γενικότερη τάση μιας απευθείας απεικόνισης της κατηγορίας του “πλεονάζοντος πληθυσμού” σε ένα μοναδικό, συνεκτικό κοινωνικό υποκείμενο ή κοινωνιολογική ομάδα, με την εν δυνάμει υποδήλωση ότι αυτή η ομάδα μπορεί να ειδωθεί ως ένα καινούριο είδος επαναστατικού φορέα. Η επέκταση του πλεονάζοντος πληθυσμού, όμως, όχι μόνο δεν αναπαριαστά την ανάδυση ενός συνεκτικού φορέα, αλλά αντίθετα σηματοδοτεί την τάση εξαφάνισης του προηγούμενου επαναστατικού ορίζοντα.

Κάποτε ήταν δυνατό – για την ακρίβεια αρκετά εύλογο – να σκεφτόμαστε το προλεταριάτο ως ένα αναδυόμενο κοινωνικό υποκείμενο, που διαρκώς διευρυνόταν και ενοποιούνταν με την παγκόσμια επέκταση και ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ιδιαίτερα με την ενσωμάτωση ενός αυξανόμενου κομματιού της τάξης στην απασχόληση στη βιομηχανία. Σήμερα, σε μια εποχή επιβραδυνόμενης οικονομικής ανάπτυξης – η οποία είναι επίσης μια εποχή γενικότερης αποβιομηχάνισης – οι επαναστατικοί προσανατολισμοί του παρελθόντος δεν έχουν πλέον κανένα νόημα. Η εργατική τάξη – πάντα εσωτερικά διαφοροποιημένη – παρουσιάζει μια διαρκώς μειούμενη ικανότητα ενοποίησης κάτω από μια μοναδική ηγεμονική φιγούρα, πραγματώνοντας, έτσι, την πάντα λανθάνουσα τάση διάσπασής της σε κομμάτια, τα οποία έρχονται αντιμέτωπα το ένα με το άλλο.

Στην καρδιά αυτού του κατακερματισμού βρίσκεται η διαίρεση της τάξης σε δυο κομμάτια: (1) ένα συρρικνούμενο κομμάτι, που διατηρεί υψηλότερους μισθούς και κοινωνική προστασία, αλλά πρέπει διαρκώς να δίνει μάχες οπισθοφυλακής ενάντια στις καπιταλιστικές “μεταρρυθμίσεις” και αναδιαρθρώσεις· και (2) ένα διευρυνόμενο κομμάτι, που αντιμετωπίζει πενιχρές δυνατότητες απασχόλησης και της παρέχονται ελάχιστες δικλείδες κοινωνικής προστασίας2. Ο σχετικά πιο ασφαλής τομέας – που είναι επίσης πιο οργανωμένος – έχει συχνά ανάγκη την υποστήριξη του πιο επισφαλούς κομματιού για να κερδίσει τις μάχες που δίνει. Όμως, οι εκκλήσεις για μεγαλύτερη “συμπερίληψη” αυτού του επισφαλούς κομματιού ίσως “πυροδοτήσει” δικαιολογημένους φόβους ότι κάτι τέτοιο θα υπονομεύσει τις πιο ασφαλείς δουλειές, ανοίγοντας την πρόσβαση στην εκπαίδευση και την κατάρτιση και, συνεπώς, αυξάνοντας την προσφορά εργατικής δύναμης και μειώνοντας την διαπραγμευτική ισχύ της3. Την ίδια στιγμή, μέλη αυτού του πιο επισφαλούς τμήματος πιθανόν να είναι δικαιολογημένα καχύποπτα σχετικά με τα κίνητρα αυτών που είναι σε ασφαλέστερη θέση: αφού γίνουν όλες αυτές οι θυσίες, αυτό που θα έχει κερδηθεί δεν θα είναι απλά οι αγώνες οπισθοφυλακής των δεύτερων; Άλλωστε, όσοι έχουν μεγαλύτερη ασφάλεια σπάνια κατεβαίνουν στους δρόμους όταν πλήττονται οι λιγότερο ευνοημένοι. Η διεύρυνση του πλεονάζοντος πληθυσμού είναι σημαντική για να εξηγήσει κανείς αυτή την διαίρεση, η οποία, όμως, δεν είναι η μοναδική στο εσωτερικό της τάξης.

Υπάρχει μια δυνητικά άπειρη ποικιλία τέτοιων διακρίσεων, συνεπώς το ερώτημα της εξήγησης των σημερινών διαιρέσεων μπορεί με μια έννοια να αντιστραφεί: ποια ήταν αυτή η ενότητα που βρίσκεται τώρα σε προχωρημένα στάδια αποσύνθεσης; Πώς συνέβη αυτό; Είναι ένα ερώτημα που έχουμε προσπαθήσει να απαντήσουμε σε ένα άλλο σημείο του παρόντος τεύχους, στο άρθρο “Μια ιστορία του Διαχωρισμού”. Για τον σκοπό μας, όμως, εδώ αρκεί απλά να παρατηρήσουμε ότι υπήρχε κάποτε μια ηγεμονική ταυτότητα και προσανατολισμός ανάμεσα στους εργάτες που μπορούσε να παράσχει το έδαφος για την επιβεβαίωση συγκεκριμένων αγώνων ως κεντρικών, αποκλείοντας ταυτόχρονα άλλους ως δευτερεύοντες ή άνευ σημασίας. Είναι εξίσου καθαρό ότι αυτή η επιβεβαίωση μοιάζει όλο και λιγότερο εύλογη σήμερα. Στην θέση της εργατικής ταυτότητας είμαστε αντιμέτωποι με τόσες ανταγωνιστικές εναλλακτικές, κάθε μια με τις δικές της στρατηγικές προτεραιότητες: αυτούς που θέλουν περισσότερες δουλειές εναντίον αυτών που θέλουν να αποτρέψουν την περιβαλλοντική καταστροφή· αυτούς που θέλουν να διατηρήσουν τον οικογενειακό μισθό για τους οργανωμένους στα συνδικάτα άντρες εργάτες εναντίον αυτών που θέλουν την ισότητα των φύλων· αυτούς με κυρίαρχη εθνική ή φυλετική ταυτότητα εναντίον αυτών που ανήκουν σε φυλετικοποιημένες μειονότητες κ.ο.κ.

Με αυτή την έννοια, ο “εριστικός” χαρακτήρας της “πολιτικής ταυτοτήτων” είναι συμπτωματικός μιας εποχής. Σε μια περίοδο όλο και πιο αργής οικονομικής ανάπτυξης υπό την απειλή μιας οικολογικής καταστροφής, μοιάζει ελάχιστα εύλογο να ισχυριστούμε ότι το να δώσει κανείς τους αγώνες ενός κομματιού της τάξης θα βελτιώσει την θέση της τάξης συνολικά. Αυτός είναι ο λόγος που απορρίπτουμε οποιαδήποτε προσπάθεια να βρεθεί στην έννοια του πλεονάζοντος πληθυσμού ένα υποκατάστατο [ersatz] κοινωνικού υποκειμένου που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον ηγεμονικό ρόλο που έπαιζε ο λευκός εργοστασιακός εργάτης στο εργατικό κίνημα. Αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να υπάρχει κομμάτι της τάξης – είτε πρόκειται για “το πιο στρατηγικά τοποθετημένο” είτε για το “περισσότερο καταπιεσμένο” – του οποίου οι αγώνες εκφράζουν ένα γενικό συμφέρον. Την ίδια στιγμή, προσπάθειες να εμφανιστεί με έναν μαγικό τρόπο μια καινούρια ενότητα από την πολυμορφία, μετονομάζοντάς την, για παράδειγμα, απλά σε “πλήθος” ή “πρεκαριάτο”, απλά αποφεύγει το θεμελιώδες πρόβλημα της εσωτερικής διαίρεσης.

Αν υπάρχει οποιοδήποτε επαναστατικό δυναμικό αυτή τη στιγμή, φαίνεται ότι θα πρέπει να πραγματωθεί όχι στους αγώνες οποιουδήποτε συγκεκριμένου κομματιού της τάξης αλλά, μάλλον, σε κείνες τις στιγμές που διάφορα τμήματά της συναντιούνται στους αγώνες παρά την αμοιβαία καχυποψία τους· παρά την απουσία ενός σταθερού, συνεκτικού ηγεμονικού πόλου. Σε τέτοιες στιγμές, τα αιτήματα των διαφόρων τμημάτων της τάξης συγκρούονται μεταξύ τους – μια σύγκρουση που μπορεί να φέρει την προοπτική αποσταθεροποίησης ή υπονόμευσης αμοιβαία αποκλειόμενων αιτημάτων και ταυτοτήτων. Οι τρόποι με τους οποίους οργανώνεται και κατακερματίζεται η κοινωνική ζωή στις καπιταλιστικές κοινωνίες μπορεί τότε να φτάσει να εμφανίζεται ως ένα εμπόδιο στο προχώρημα των αγώνων, στρέφοντας τους εργάτες τον έναν εναντίον του άλλου. Εγείρεται, τότε, τουλάχιστον το πρόβλημα πώς να προχωρησουμε μπροστά, αν και χωρίς εύκολες απαντήσεις. Στο κάτω κάτω, μια οριστική απάντηση θα εμπεριείχε μιαν υπέρβαση της ενότητας-στον-διαχωρισμό που οργανώνει την κοινωνική ζωή.

Τι είναι ένας πλεονάζων πληθυσμός;

Η θεωρία του πλεονάζοντος πληθυσμού απορρέει από επιχειρήματα που εκθέτει ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 25, που αφορά τον “γενικό νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης”. Ο Μαρξ ορίζει τον πλεονάζοντα πληθυσμό ως εργάτες που δεν έχουν τακτική πρόσβαση στην εργασία: ένας εργάτης “ανήκει” στον πλεονάζοντα πληθυσμό “όταν εργάζεται περιστασιακά (μερικά) ή είναι εντελώς άνεργος4. Ο Μαρξ αναφέρεται σ’ αυτόν τον πλεονάζοντα πληθυσμό ως “σχετικά πλεονάζοντα πληθυσμό”, επειδή οι εργάτες αυτοί δεν είναι απόλυτα πλεονάζοντες, κατά την Μαλθουσιανή εκδοχή (με άλλα λόγια, δεν πρόκειται για μια κατάσταση έλλειψης επαρκούς τροφής, νερού, στέγης κ.λπ.). Αντίθετα, οι εργάτες αυτοί πλεονάζουν σχετικά με τις ανάγκες του κεφαλαίου – δηλαδή σχετικά με τις ανάγκες του κεφαλαίου σε εργασία.

Στην ιστορία των καπιταλιστικών κοινωνιών, μεγάλες μάζες πληθυσμού έχουν απορροφηθεί στην αγορά εργασίας φτάνοντας να εξαρτώνται εντελώς, για την επιβίωσή τους, από την απόκτηση μισθού. Δεν μπορούν να εγκαταλείψουν την αγορά εργασίας εκτός κι αν μπορούν να βρουν άλλους εργάτες να τους υποστηρίζουν. Με άλλα λόγια, οι εργάτες είναι αναγκασμένοι να εργάζονται άσχετα από το είδος και την ποσότητα εργασίας που είναι διαθέσιμη. Είναι στο έλεος των αναγκών του κεφαλαίου για εργασία. Όταν αυτές οι ανάγκες μειώνονται, και δεν υπάρχει αρκετή διαθέσιμη εργασία, οι εργάτες δεν σταματούν να εργάζονται εντελώς – εκτός κι αν δεν έχουν πραγματικά άλλες επιλογές, οπότε και γίνονται επαίτες [paupers]. Αντίθετα, εισέρχονται στο ένα ή το άλλο παρακλάδι ενός εκτεταμένου και πολυποίκιλτου πλεονάζοντος πληθυσμού.

Ο Μαρξ περιγράφει “κάθε μορφής” πλεονάζοντες πληθυσμούς. Εξαιτίας των μετασχηματισμών στην παραγωγή, οι εργάτες μετακινούνται διαρκώς από παλιές σε καινούριες βιομηχανίες, με βάση τις μεταβαλλόμενες ανάγκες του κεφαλαίου. Αυτό κάνει να εμφανίζονται, κατά την ανάλυση του Μαρξ, τόσο “λανθάνοντες” όσο και “επιπλέοντες” [floating] πλεονάζοντες πληθυσμούς. Αυτούς τους “επιπλέοντες” πληθυσμούς, ο Μαρξ τους αποκαλεί συχνά ως “εφεδρικό στρατό εργασίας”. Σαν συνέπεια, όμως, αυτής της διαρκούς διαδικασίας, όταν το κεφάλαιο αποτυγχάνει να επαναπορροφήσει εκτοπισμένους εργάτες σε καινούριες γραμμές παραγωγής, παράγει επίσης έναν υπερεκμεταλλευόμενο “στάσιμο” πλεονάζοντα πληθυσμό.

Ο Μαρξ πίστευε ότι το πρόβλημα του πλεονάζοντος πληθυσμού – σε τελική ανάλυση ένα πρόβλημα υπερπροσφοράς και υποζήτησης εργασίας – θα επιδεινωνόταν με τον χρόνο, και, συνεπώς, οι άνθρωποι θα βρίσκονταν όλο και περισσότερο αποσυνδεδεμένοι από τις αγορές εργασίας, άρα και από την τακτική πρόσβαση στον μισθό. Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ περιγράφει αυτή την κατάσταση ως τον “απόλυτο γενικευμένο νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης”. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η διαρκής διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου οδηγεί στην αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας που, με τη σειρά της, διευρύνει τον “βιομηχανικό εφεδρικό στρατό”, προκαλώντας έτσι την αύξηση ενός “συμπαγοποιημένου πλεονάζοντος πληθυσμού” – “του οποίου η δυστυχία είναι αντιστρόφως ανάλογη (;) με το μέγεθος του μαρτυρίου που πρέπει να υποστεί με τη μορφή της εργασίας”, αυξάνοντας επίσης και την “επίσημη εξαθλίωση”· με άλλα λόγια, όσους δεν μπορούν να κερδίσουν έναν επαρκή μισθό για να επιβιώσουν και θα πρέπει να ζητιανεύουν για το ψωμί τους5. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι η συσσώρευση του πλούτου συμβαίνει παράλληλα με την συσσώρευση της φτώχειας.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ, η κύρια αιτία που η καπιταλιστική ανάπτυξη οδηγεί στην ανάπτυξη του πλεονάζοντος πληθυσμού έχει να κάνει με αυτό που έχουμε αποκαλέσει “μονόδρομο της τεχνολογικής ανάπτυξης”6. Στην ουσία, ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι η ανάγκη για εργασία σε κάθε βιομηχανία πέφτει, τελικά, εξαιτίας της αύξησης της παραγωγικότητάς της. Καινούριες βιομηχανίες αναδύονται, φυσικά, με βραδύτερο ή ταχύτερο ρυθμό, αυξάνοντας τις απαιτήσεις σε εργασία. Αυτές οι βιομηχανίες, όμως, δεν ξεκινούν ποτέ από το μηδέν: δεν χρειάζεται, για παράδειγμα, να ανακαλύψουν ξανά τον ατμό, την γραμμή συναρμολόγησης ή τον ηλεκτρικό κινητήρα. Αντίθετα, οι καινούριες γραμμές παραγωγής απορροφούν τις τεχνολογικές καινοτομίες που προηγήθηκαν. Ως εκ τούτου, η ανάδυση καινούριων βιομηχανιών είναι όλο και λιγότερο αποτελεσματική στο να αυξάνει την ανάγκη για εργασία. Συνεπώς, το κεφάλαιο έχει αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί “αυξανόμενη οργανική σύνθεση”. Ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι είναι οι παλιότερες γραμμές παραγωγής που τείνουν να απορροφούν την περισσότερη εργασία, δηλαδή αυτές που δεν έχουν ακόμα ανανεωθεί τεχνολογικά.

Αυτή η θεωρία θα μπορούσε να αποκτήσει περισσότερη “σάρκα και οστά” αναπτύσσοντας συνδέσεις με τις σημειώσεις του Μαρξ σχετικά με την υπερσυσσώρευση στον τόμο 3 του Κεφαλαίου, αλλά αυτό είναι ένα άλλο εγχείρημα. Εδώ, θα σημειώσουμε μόνο ότι αυτό που σήμερα καθιστά πολλούς εργάτες πλεονάζοντες, ως προς τις ανάγκες του κεφαλαίου, είναι μια διπλή τάση: από τη μια πλευρά προς την υπερσυσσώρευση – η οποία μειώνει τα ποσοστά κέρδους και, συνεπώς, επιβραδύνει την επέκταση της παραγωγής – και, από την άλλη, προς την διαρκή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, που αναδύεται από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, και έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια θέσεων εργασίας σ’ εκείνους τους τομείς της οικονομίας στους οποίους το αποτέλεσμα της παραγωγής δεν αυξάνεται με τον ίδιο ρυθμό που αυξάνεται η παραγωγικότητα. Ο συνδυασμός αυτων των παραγόντων εγγυάται ότι σε μια οικονομία που μαστίζεται από την υπερσυσσώρευση οι ανάγκες σε εργασία θα αδυνατούν να συμβαδίζουν με την προσφορά της. Αυτό, με τη σειρά του, θα διευρύνει τον πλεονάζοντα πληθυσμό.

Στο Endnotes 2, επιχειρηματολογήσαμε ότι αυτές οι εξελίξεις τείνουν να καταστήσουν την αναπαραγωγή του προλεταριάτου εξαρτώμενη [contingent] από αυτήν του κεφαλαίου. Αν ο μεταπολεμικός διακανονισμός είχε τυποποιήσει την αμοιβαία, αλλά ασύμμετρη, σχέση με την οποία η αναπαραγωγή του προλεταριάτου είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, με το τέλος αυτού του διακανονισμού, και την αύξηση των πλεοναζόντων πληθυσμών, αυτοί που “περισσεύουν” αναπαράγονται στην ουσία ως ένα είδος “παρενέργειας” της καπιταλιστικής παραγωγής7. Το νόημα αυτής της θέσης είναι ότι η καπιταλιστική παραγωγικότητα, ιδιαίτερα στην περίπτωση της γεωργίας, έχει όλο και περισσότερο την δυνατότητα να υποστηρίζει κομμάτια του παγκόσμιου πληθυσμού που ζουν πολύ μακριά από τις δυναμικές βιομηχανίες στην καρδιά της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Όταν, όμως, συμβαίνει κάτι τέτοιο, οι διαπλεκόμενοι κύκλοι της αμοιβαίας αναπαραγωγής του κεφαλαίου και της τάξης μοιάζει να έχουν όλο και λιγότερο νόημα. Όπως επιχειρηματολογεί η Screamin’ Alice, αυτό οδηγεί, με μια έννοια, στην “αποσύνθεση” αυτών των κυκλωμάτων, την ίδια στιγμή που η “ολοκλήρωσή” τους γίνεται, από άλλες απόψεις, βαθύτερη – για παράδειγμα, στην χρηματιστικοποίηση ακόμα περισσότερων τομέων της ζωής8.

Αποβιομηχάνιση, τότε και τώρα

Kατά τον 20ο αιώνα, αυτή η ιδέα για την τάση του καπιταλισμού να παράγει όλο και περισσότερο πλεονάζοντες εργάτες είχε σε μεγάλο βαθμό απορριφθεί ως μια “θέση εξαθλίωσης”, με το επιχείρημα ότι η ιστορία την είχε διαψεύσει: η εργατική τάξη οπωσδήποτε “απέτυχε” να εξαθλιωθεί· αντίθετα, το βιωτικό επίπεδο είχε βελτιωθεί. Η απασχόληση στην βιομηχανία είχε αυξηθεί δραματικά, υποδηλώνοντας ότι η βιομηχανική εργατική τάξη θα αποτελούσε τελικά την μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής δύναμης. Ενώ ο Μαρξ φαινόταν να έχει γενικά δίκιο σχετικά με την ερμηνεία των τάσεων στα μέσα του 19ου αιώνα (που περιόριζαν την ανάπτυξη της ζήτησης εργασίας στη βιομηχανία), δεν προέβλεψε την ανάδυση νέων γραμμών παραγωγής που θα αποδεικνύονταν ικανές να απορροφήσουν το πλεόνασμα κεφαλαίου και εργασίας που παράγονταν σε άλλους τομείς της οικονομίας. Αυτές οι βιομηχανίες – όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι βιομηχανίες “λευκών” αγαθών – βρίσκονταν στον ίδιο τον πυρήνα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της βιομηχανικής απασχόλησης τον 20ο αιώνα. Ο ημι-καταρτισμένος εργοστασιακός εργάτης ήταν η καθοριστική φιγούρα στο παλιό εργατικό κίνημα. Αλλά στο Endnotes 2 θέσαμε το ερώτημα: κι αν ο Μαρξ είχε κάνει λάθος μόνο σχετικά με το πότε;

Είναι φανερό πλέον ότι αυτές οι βιομηχανίες του 20ου αιώνα βρίσκονται σε πτώση ως εργοδότες. Αν και έχουν αναδυθεί καινούριες βιομηχανίες, αυτές δεν έχουν απορροφήσει το σύνολο της εργασίας που έχει αποβληθεί από αλλού. Έτσι η αποβιομηχάνιση συνεχίζεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 σε όλες τις χώρες υψηλού εισοδήματος. Ακόμα και στις πρόσφατα βιομηχανοποιημένες χώρες, όπως η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, η Βραζιλία, το Μεξικό η Νότια Αφρική και η Αίγυπτος, το ποσοστό της απασχόλησης στη βιομηχανία είναι στάσιμο ή σε πτώση από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ή του 1990. Η Κίνα μοιάζει να αποτελεί μια εξαίρεση στον κανόνα, αλλά, ακόμα κι εκεί, ο κατασκευαστικός τομέας αποτελεί μεγάλη συνιστώσα της καινούριας “βιομηχανικής” εργατικής δύναμης και το ποσοστό της απασχόλησης στην κινέζικη βιομηχανία έχει παραμείνει στην πραγματικότητα, στάσιμο κατά την περίοδο της ραγδαίας ανάπτυξης από το 1980 μέχρι το 2006 – κάπου μεταξύ 14% και 16% της εργατικής δύναμης. Αν και άνοιξαν αρκετές καινούριες βιομηχανίες, για παράδειγμα στην περιοχή του δέλτα του ποταμού Pearl, απορροφώντας εργατική δύναμη, αυτό έτεινε μόνο να εξισορροπεί – αλλά όχι και να αναστρέφει – τις συνολικές συνέπειες του κλεισίματος των κρατικών επιχειρήσεων και τις απολύσεις εργατών στην βορειοανατολική Κίνα9. Το ποσοστό βιομηχανικής απασχόλησης στην Κίνα αυξήθηκε πάνω από τα επίπεδα που είχαν επιτευχθεί παλιότερα μόνο το 2006, φτάνοντας στο 19% το 2011 (τελευταία χρονιά για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία). Ενώ ο απόλυτος αριθμός των απασχολούμενων στη βιομηχανία στην Κίνα είναι σαφώς ιλιγγιώδης, το ποσοστό του βιομηχανικού τομέα στο “καινούριο εργαστήρι του κόσμου” απέχει πάρα πολύ από τα αντίστοιχα υψηλά σημεία στη Δύση κατά την περίοδο του “πυρετού” της εκβιομηχάνισης. Στην πραγματικότητα το ποσοστό αυτό στην Κίνα είναι πλησιέστερα στα επίπεδα που κυριαρχούν σήμερα στο Μεξικό και τη Βραζιλία παρά στα επίπεδα της Γερμανίας και του ΗΒ στα μισά του 20ου αιώνα (όπου το ποσοστό κυμαινόταν ανάμεσα στο 31% και το 35%).

Σύμφωνα με ένα παλιό αναπτυξιακό αφήγημα, η απασχόληση στον αγροτικό τομέα θα απομειωνόταν καθώς η αγροτική παραγωγή θα γινόταν πιο αποδοτική, παρασύροντας έτσι μεγάλο αριθμό εν δυνάμει νέων εργατών στις πόλεις, οι οποίοι στην συνέχεια θα απορροφούνταν από την επεκτεινόμενη βιομηχανική παραγωγή. Αυτές οι εξελίξεις θα οδηγούσαν, τελικά, όλες τις χώρες στη σύγχρονη εποχή. Για τους ορθόδοξους Μαρξιστές, αυτό θα έτεινε να δημιουργήσει ένα προλεταριάτο ενωμένο υπό την ηγεμονία των πιο “πρωτοπόρων” τμημάτων του στη βιομηχανία. Καθώς, όμως, το παγκόσμιο αποκορύφωμα της εκβιομηχάνισης γίνεται παρελθόν, σήμερα συμβαίνει κάτι άλλο. Ενώ η απασχόληση στη γεωργία δεν έχει σταματήσει να μειώνεται, οι αγρότες που αποβάλλονται από κει είναι περισσότερο πιθανό να προστεθούν στις τάξεις ενός τεράστιου και ετερογενούς τομέα υπηρεσιών. Αυτή τη στιγμή, σε παγκόσμιο επίπεδο, ο αριθμός όσων απασχολούνται στον τομέα των υπηρεσιών είναι διπλάσιος από τον αριθμό όσων απασχολούνται στην βιομηχανία: οι υπηρεσίες αντιστοιχούν το 44% της παγκόσμιας απασχόλησης ενώ η βιομηχανία μόλις στο 22%. Το μερίδιο, δε, που απασχολείται στα εργοστάσια είναι ακόμα μικρότερο από ό,τι υποδηλώνει αυτό το 22%, όχι μόνο επειδή αυτό το ποσοστό περιλαμβάνει και τον μεγάλης έντασης εργασίας κατασκευαστικό τομέα αλλά και γιατί ένα ευμέγεθες ποσοστό βιομηχανικής απασχόλησης στις χώρες χαμηλού εισοδήματος αντιστοιχεί στην μικρή παραγωγή άτυπων, αυτοαπασχολούμενων προλεταριακών νοικοκυριών.

Υπηρεσίες και περίσσεια

Πολλοί αναλυτές θα ισχυριστούν ότι η συνεχιζόμενη τελμάτωση ή πτώση στην βιομηχανική απασχόληση, που περιγράψαμε παραπάνω, δεν είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ανησυχούμε. Υποτίθεται ότι είναι ένα είδος ημι-φυσικής εξέλιξης στην καταναλωτική ζήτηση, καθοδηγούμενη από δυνάμεις της αγοράς. Όπως ακριβώς η γεωργία έχει φθάσει να απασχολεί ένα μειωνόμενο ποσοστό της εργατικής δύναμης, λόγω των ορίων στη ζήτηση φαγητού, το ίδιο συμβαίνει με την βιομηχανική παραγωγή: υποτίθεται ότι υπάρχουν όρια στη ζήτηση αγαθών (αλλά, προφανώς, υπάρχει μια απεριόριστη ζήτηση για υπηρεσίες). Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με αυτή την προοπτική, είναι ότι, με το πέρασμα του χρόνου, μια αυξανόμενη ζήτηση για υπηρεσίες θα ωθήσει δυναμικά τους εργάτες στον τομέα των υπηρεσιών, όπως ακριβώς, σε μια προγενέστερη φάση εργάτες, ωθούνταν στον βιομηχανικό τομέα.

Στην πραγματικότητα, η δυναμική έλξης της βιομηχανίας στη διάρκεια της εκβιομηχάνισης ήταν μοναδική σε αυτόν τον τομέα. Η βιομηχανική κατασκευή ενός πράγματος σημαίνει να πάρει κανείς ένα προϊόν – ή να μετασχηματίσει μια υπηρεσία, όπως το πλύσιμο πιάτων, σε ένα προϊόν, όπως το πλυντήριο πιάτων – και να το παράγει σε ένα εργαστάσιο, σύμφωνα με κάποιες διαρκώς αποτελεσματικότερες τεχνικές. Αυτό που μειώνει ραγδαία το κόστος παραγωγής στις εργοστασιακές γραμμές είναι ακριβώς η προκύπτουσα αύξηση στην αποτελεσματικότητα της παραγωγής μέσα στον χώρο του εργοστασίου. Αυτό, με τη σειρά του, οδηγεί σε μια ραγδαία πτώση στις σχετικές τιμές. Οι αγορές για τους κατασκευαστές επεκτείνονται, καθιστώντας δυνατή μια δραματική επέκταση της παραγωγής. Ως εκ τούτου, τεράστιες μάζες της ανθρωπότητας ωθούνται στην εργασία στις βιομηχανικές γραμμές. Αυτό είναι το κλειδί στην δυναμική ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής και απασχόλησης: η πρώτη είναι εξαιρετικά ραγδαία και αυτός είναι ο λόγος που, παρά τα υψηλά επίπεδα στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, η δεύτερη εξακολουθεί να επεκτείνεται, αυξάνοντας έτσι το ποσοστό απασχόλησης στη βιομηχανία.

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο στον τομέα των υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες είναι ακριβώς εκείνα τα είδη δραστηριοτήτων που δεν μπορούν – ή δεν μπορούν ακόμα – να αντικατασταθούν από προϊόντα. Στις υπηρεσίες, η παραγωγικότητα της εργασίας τείνει να αυξάνεται αργά, αν αυξάνεται καθόλου, και ως αποτέλεσμα, οι τιμές ακολουθούν την ίδια τροχιά. Στην πραγματικότητα, στον βαθμό που οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονται, οι σχετικές τιμές των υπηρεσιών θα τείνουν και οι ίδιες να αυξάνονται. Καθώς οι σχετικές τιμές δεν πέφτουν δραματικά, δεν υπάρχει ώθηση για μια ραγδαία επέκταση των αγορών για υπηρεσίες. Συνεπώς, δεν υπάρχει η δυναμική τάση για μια δραματική αύξηση της παραγωγής και άρα προσέλκυσης πολλών εργατών στον τομέα αυτό· αντίθετα, η απασχόληση στον τομέα των υπηρεσιών αυξάνεται αργά.

Στη βάση αυτή είναι εφικτό να περιγράψουμε μια βασική διάκριση ανάμεσα στις φάσεις εκβιομηχάνισης και αποβιομηχάνισης στην ιστορία των καπιταλιστικών κοινωνιών. Κατά την πρώτη φάση, η ζήτηση για εργασία στη βιομηχανία – όχι τόσο στη διάρκεια υφέσεων [busts] αλλά, αν μη τι άλλο, στη διάρκεια άνθησης – ήταν πολύ υψηλή. Αυτό επηρέαζε ολόκληρη την αγορά εργασίας, απομειώνοντας την αναδουλειά [slack], μειώνοντας το μέγεθος του πλεονάζοντος πληθυσμού και αυξάνοντας την διαπραγμευτική δύναμη των εργατών. Από τη στιγμή, όμως, που η εκβιομηχάνιση εισήλθε σε μια αντίστροφη πορεία, ο βιομηχανικός τομέας έγινε, μαζί με τον αγροτικό, άλλη μια πηγή αυξανόμενης αναδουλειάς στην αγορά εργασίας, αυξάνοντας τον πλεονάζοντα πληθυσμό και μειώνοντας την διαπραγμευτική δύναμη των εργατών. Ενώ την ίδια στιγμή, η ζήτηση για εργασία στον τομέα των υπηρεσιών είναι χαρακτηριστικά χαμηλή. Έχει διευρυνθεί αλλά με αργό ρυθμό, επειδή ακριβώς απαιτείται, γενικά, περισσότερο εργατικό δυναμικό για να αυξηθεί η παραγωγή στον τομέα των υπηρεσιών, καθώς ο ίδιος αυξάνεται αργά. Η μετατόπιση από την εκβιομηχάνιση στην αποβιομηχάνιση είναι απαραίτητα μια μετατόπιση από μια οικονομία που αυξάνεται ραγδαία, με διαστήματα εκρηκτικής ανάπτυξης αλλά και ύφεσης, σε μια οικονομία που αυξάνεται πολύ αργά, τείνοντας προς την στασιμότητα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα διαστήματα άνθησης και ύφεσης δίνονται απλά από οικονομικές φούσκες, οι οποίες “φουσκώνουν” και “ξεφουσκώνουν” γύρω από έναν κόσμο πλεονάζοντος κεφαλαίου10.

Η θεωρία αυτή έχει ένα συμπέρασμα που εξηγεί γιατί ένα μεγάλο τμήμα του πλεονάζοντος πληθυσμού καταλήγει στον τομέα των υπηρεσιών, και ιδιαίτερα στους τομείς χαμηλής αμοιβής και υπερεκμετάλλευσης, όπως και στους τομείς άτυπης εργασίας και αυτο-εκμετάλλευσης. Καθώς η δουλειά στον τομέα των υπηρεσιών τείνει να είναι υψηλής έντασης (έντασης-εργασίας), ο μισθός αποτελεί ένα μεγάλο ποσοστό του τελικού κόστους. Επειδή, δε, οι πραγματικοί μισθοί δεν πέφτουν, συνήθως, στο σύνολο της οικονομίας, είναι δύσκολο για τις εταιρείες του τομέα των υπηρεσιών να μειώνουν τα κόστη τους σε τακτική βάση (οι γενικές τάσεις μείωσης του κόστους στη βιομηχανία και την γεωργία οφείλονται σε βελτιώσεις στην αποδοτική χρήση πιο κοστοβόρας εργασίας). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο αύξησης της παραγωγής στις υπηρεσίες. Αλλά, εξαιτίας ακριβώς αυτού του λόγου, όταν εργάτες αποβάλλονται από άλλους τομείς, είναι πιθανόν να προσλάβει κανείς πολύ φθηνότερους εργάτες στις υπηρεσίες – καθώς όσοι απολύονται ως πλεονάζοντες θα πρέπει συνήθως να δεχτούν ένα επίπεδο χαμηλότερου μισθού. Αυτό μειώνει το κόστος και επιτρέπει μια κάποια επέκταση στη ζήτηση, και στην παραγωγή, υπηρεσιών. Στον τομέα των υπηρεσιών υπάρχει μεγαλύτερος χώρος για επέκταση της αγοράς μέσω της μείωσης των μισθών. Αντίθετα, στις περισσότερες βιομηχανικές δραστηριότητες, οι μισθοί αποτελούν έναν μικρό, μόνο, ποσοστό του τελικού κόστους του προϊόντος, οπότε υπάρχει μικρότερο περιθώριο για ελιγμούς.

Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι καμμιά συγκεκριμένη υπηρεσία δεν έχει τις πιθανότητες να αποτέλεσει βάση για δυναμική ανάπτυξη. Αρκετές δουλειές που, κάποτε, πραγματοποιούνταν σαν υπηρεσίες έχουν, τουλάχιστον εν μέρει, μετατραπεί σε βιομηχανικά αγαθά στην διάρκεια της ιστορίας του καπιταλισμού, είτε για τα μεμονωμένα νοικοκυριά είτε για συλλογικούς χώρους. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η υπηρεσία του πλυσίματος των ρούχων στο χέρι αντικαταστάθηκε από το πλυντήριο, στα σπίτια ή στα καθαριστήρια. Ο μετασχηματισμός υπηρεσιών σε προϊόντα είναι μέρος της εκβιομηχάνισης που μετασχηματίζει δραστηριότητες, καθιστώντας τες επιδεκτικές στη σταθερή αύξηση της παραγωγικότητας, σε αυτό που ο Μαρξ αποκάλεσε “πραγματική υπαγωγή της εργασιακής διαδικασίας”, ανοίγοντας αγορές και επιτρέποντας μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.

Ενώ είναι δύσκολο να ταυτοποιήσει κανείς μια ακριβή και καθορισμένη “λογική” σχετικά με το γιατί κάποιες δραστηριότητες υπάγονται πραγματικά ενώ άλλες όχι, το γεγονός ότι συγκεκριμένες δραστηριότητες απαιτούν “λεπτοδουλειά” ή άμεση ανθρώπινη επαφή, και, συνεπώς, πρέπει να παραμείνουν δραστηριότητες έντασης-εργασίας, είναι προφανώς καθοριστικό. Μοιάζει να υπάρχει πάντοτε ένα “υπόλοιπο” τέτοιων δραστηριοτήτων, μια ποικιλία διαφοροποιημένων καθηκόντων, κυρίως στις υπηρεσίες11.

Όσο οι υπηρεσίες παραμένουν υπηρεσίες, τείνουν κατεξοχήν να αποτελούν πηγή μόνο “απόλυτης” και όχι “σχετικής υπεραξίας”. Αυτός είναι απλά ένας άλλος τρόπος να πει κανείς ότι υπάρχουν όρια στην αύξηση της παραγωγικότητας. Κατά συνέπεια, “μετα-βιομηχανικές” οικονομίες που επικεντρώνονται γύρω από τις υπηρεσίες τείνουν να έχουν χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Σε τέτοιες συνθήκες, είναι επιτακτικό για τους καπιταλιστές να αποσπάσουν από τους εργάτες τους όσο το δυνατόν περισσότερα, αυξάνοντας τη διάρκεια ή την ένταση της εργασίας. Σε έναν βαθμό, η προϋπόθεση για την ύπαρξη πολλών θέσεων εργασίας είναι οι εντατικοποιημένες εργασιακές συνθήκες. Αν οι υπερ-εντατικοποιημένοι τομείς καταλαμβάνουν αυξανόμενο μερίδιο της αγοράς εργασίας, αυτό ασκεί μια πίεση για μείωση σε όλους τους μισθούς και αυξάνει την ανασφάλεια καθώς οι εργάτες χάνουν τη διαπραγμευτική τους δύναμη και τα αφεντικά αποθρασσύνονται και απαιτούν ακόμα μεγαλύτερη “ευελιξία”. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι ορθάνοιχτη η πόρτα για την εμφάνιση κάθε λογής καταχρήσεων σε βάρος των εργατών – σεξουαλικών, συναισθηματικών και ψυχολογικών, καθώς και της κλοπής ή της παρακράτησης μισθών και υπερωριών πολλών χρόνων. Συγκεκριμένες θέσεις εργασίας εμφανίζονται μ’ αυτόν τον τρόπο σαν μια ειδική κατηγορία πλεοναζόντων εργατών, παρόμοια με την κατηγορία των αυτο-απασχολούμενων στις χώρες χαμηλού εισοδήματος (κατά την τελευταία περίπου δεκαετία, όμως, και στις χώρες υψηλού εισοδήματος). Οι χαμηλόμισθοι εργάτες στον τομέα των υπηρεσιών θα πρέπει να εκμεταλλεύονται τον εαυτό τους ακραία και/ή να γίνονται υπερ-εκμεταλλευόμενοι, αν θέλουν να βρουν δουλειά. Πολλές από αυτές τις δουλειές (ντελίβερυ, οικιακό καθάρισμα, συσκευασία σε σούπερ-μάρκετ κοκ.) μπορούν να υπάρχουν μόνο και μόνο επειδή οι μισθοί όσων τις κάνουν είναι απλά ένα μικρό κλάσμα του μισθού αυτών που καταναλώνουν αυτές τις υπηρεσίες. Με τον τρόπο αυτό, η συνθήκη για να βρει κανείς δουλειά σε έναν επεκτεινόμενο τομέα υπηρεσιών είναι συχνά να αποδεχτεί έναν σημαντικά χαμηλότερο, από τον μέσο όρο, μισθό.

Πλεονάζοντες πληθυσμοί και ανεργία

Ελπίζουμε να είναι πλέον φανερό, ότι η τάση για αυξανόμενη περίσσεια δεν είναι μια τάση για την κυριολεκτικό “πέταγμα” [extrusion] ενός μέρους της εργατικής τάξης από την οικονομία. Οι πλεονάζοντες εργάτες εξακολουθούν να πρέπει να αγοράσουν τουλάχιστον κάποια από αυτά που χρειάζονται για να επιβιώσουν και, συνεπώς, θα πρέπει να κερδίζουν ή να αποκτούν χρήματα για να ζήσουν. Όσοι παράγονται ως πλεόνασμα σχετικά με τις ανάγκες του κεφαλαίου, πιθανόν να εξακολουθούν να παίρνουν έναν μισθό σε κάποιους τομείς υπερ-εκμετάλλευσης ή μπορεί να είναι αυτο-απασχολούμενοι – άρα και αυτο-εκμεταλλευόμενοι – στην άτυπη οικονομία (μιας και στερούνται την πρόσβαση σε κεφάλαιο).

Ο Μαρξ ξεκαθαρίζει μερικά από τα σημεία αυτά στην συζήτηση σχετικά με τον “στάσιμο πλεονάζοντα πληθυσμό”. Δεν μπορούμε να διαβάσουμε αυτήν την ανάλυση του Μαρξ χωρίς να σκεφτούμε την παγκόσμια άτυπη οικονομία σήμερα, μεγάλο κομμάτι της οποίας θα είχε συμπεριληφθεί, την εποχή του Μαρξ, κάτω από την ταμπέλα της οικιακής εργασίας ή της “οικιακής βιομηχανίας”. Ο στάσιμος πλεονάζων πληθυσμός:

αποτελεί ένα κομμάτι της ενεργούς αγοράς εργασίας αλλά με εξαιρετικά ακανόνιστη απασχόληση. Με τον τρόπο αυτό προσφέρει στο κεφάλαιο μιαν ανεξάντλητη δεξαμενή αναλώσιμης εργασίας. Οι συνθήκες ζωής του βυθίζονται κάτω από το συνηθισμένο μέσο επίπεδο της εργατικής τάξης, και είναι ακριβώς αυτό που τον καθιστά μια ευρεία βάση για ειδικούς κλάδους καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Χαρακτηρίζεται από ένα μέγιστο εργάσιμου χρόνου και ένα ελάχιστο μισθού. Έχουμε ήδη εξοικειωθεί με την πρωταρχική της μορφή υπό τον τίτλο της “οικιακής βιομηχανίας”…Το μέγεθός του αυξάνεται αναλογικά καθώς με την αύξηση της έκτασης και της ενέργειας της συσσώρευσης προχωρά και η δημιουργία του πλεονάζοντος πληθυσμού. Την ίδια στιγμή, όμως, σχηματίζει και ένα αυτο-αναπαραγώμενο και αυτο-διευρυνόμενο στοιχείο της εργατικής τάξης, καταλαμβάνοντας αναλογικά ένα μεγαλύτερο μερίδιο στην γενικότερη αύξηση της τάξης από αυτήν που καταλαμβάνουν άλλα τμήματά της12.

Θα ήταν, συνεπώς, λάθος να ταυτίσουμε τον πλεονάζοντα πληθυσμό με τους “ανέργους”. Αυτή η κατηγορία (δηλαδή των ανέργων) είναι, σε κάποιο βαθμό, κατασκεύασμα της παροχής, τον 20ο αιώνα, μιας εξασφάλισης σχετικά με την ανεργία στις χώρες υψηλού εισοδήματος. Κατά τον 19ο αιώνα, όπως και στις περισσότερες χώρες χαμηλού εισοδήματος σήμερα, το να “είναι κανείς άνεργος”, μ’ αυτή την έννοια, απλά δεν αποτελούσε επιλογή. Δεν υπήρχε καμμιά εξασφάλιση σχετικά με την ανεργία – και σήμερα στις χώρες χαμηλού εισοδήματος μόνο λίγοι εργάτες έχουν κάποια – οπότε οι εργάτες δεν είχαν την πολυτέλεια να μείνουν χωρίς δουλειά για μεγάλο διάστημα: έπρεπε να βρούν δουλειά όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ανεξάρτητα από τον βαθμό που το κεφάλαιο απαιτούσε την εργασία τους. Αν δεν υπήρχε τέτοια ζήτηση, έπρεπε να στήσουν ένα μαγαζί για τους ίδιους, χωρίς κανέναν εργαζόμενο – για παράδειγμα, μαζεύοντας κουρέλια.

Στις χώρες υψηλού εισοδήματος, η κατηγορία των “ανεργίας” υπονομεύεται τώρα για μια ακόμα φορά, και εμφανίζεται όλο και περισσότερο ακαθόριστη. Ως γενική τάση, το κράτος πρόνοιας έχει μετασχηματιστεί δραματικά έτσι ώστε το επίδομα ανεργίας, που τυπικά καταβάλλεται σε ένα κομμάτι του εργατικού δυναμικού που αποκλείεται δομικά από την απασχόληση, τείνει να αντικατασταθεί από επιδόματα που εξαρτώνται από το εισόδημα. Ο σκοπός τους είναι μάλλον να συμπληρώσουν και να υποστηρίξουν εισοδήματα μόνο στο χαμηλότερο άκρο της κλίμακας απασχόλησης, παρά να στηρίξουν αυτούς που είναι απλά άνεργοι, και συμβάλλουν σε μεγάλη αύξηση της χαμηλόμισθης απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών. Αυτός ο μετασχηματισμός συμβαίνει, φυσικά, με διαφορετικό ρυθμό στις διάφορες χώρες υψηλού εισοδήματος. Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, οι σχετικές προστασίες έχουν διατηρηθεί για πολύ μεγαλύτερο διάστημα, αποτρέποντας την ολοσχερή αποβολή όσων είναι στην δυσμενέστερη θέση από την αγορά εργασίας. Για τον λόγο αυτό, έχει ανοίξει ένα σημαντικό “χάσμα θέσεων εργασίας” ανάμεσα στις ΗΠΑ και το ΗΒ, από την μια, και την ηπειρωτική Ευρώπη, από την άλλη, η οποία έχει αντιμετωπίσει υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, καθώς και χαμηλότερα ποσοστά καταναγκασμού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Αυτό το χάσμα μπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά από την σχετική απουσία απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών στην ηπειρωτική Ευρώπη, και ιδιαίτερα σε σχέση με την χαμηλόμισθη απασχόληση. Το μερίδιο του τομέα των υπηρεσιών στην απασχόληση είναι χαμηλότερο στην Γερμανία και την Ιταλία, κοντά στο 70%, σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, το ΗΒ και την Γαλλία, στις οποίες κυμαίνεται γύρω στο 80%13.

Επιπρόσθετα, στην παγκόσμια οικονομία – στην οποία οι διαρκείς ροές πλεονάζοντος κεφαλαίου πειθαρχούν τα κράτη – οι χώρες υψηλού εισοδήματος πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν για να αποτρέψουν μια γενικευμένη ανεργία, συνεπώς και μια δραματική αύξηση των προνοιών για τους άνεργους. Οι δαπάνες για το κράτος πρόνοιας πρέπει να διατηρούνται σε ένα ελάχιστο δυνατόν ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανησυχίας στους μετόχους και τους φορολογούμενους. Η τρέχουσα κυβερνητική πολιτική στο ΗΒ, για παράδειγμα, στοχεύει σε μια προσπάθεια να ξεριζωθούν, όσο το δυνατόν περισσότερο, οι πιθανότητες μιας ανεργίας ως οποιουδήποτε είδους σταθερής κατηγορίας, μετασχηματίζοντας τα επιδόματα πρόνοιας σε σε επιδόματα εργασίας [workfare]. Αυτό έχει το αποτέλεσμα, στις χώρες υψηλού εισοδήματος, πολλοί εργαζόμενοι να πέφτουν ή να βγαίνουν από μια κατάσταση σχετικής περίσσειας αρκετές φορές, εξαιτίας τόσο της αυξανόμενης ελαστικοποίησης της αγοράς εργασίας και της αποσταθεροποίησης των κατηγοριών απασχόλησης σε ένα δομικό επίπεδο, όσο και της μειούμενης ζήτησης εργασίας14.

Το να ξεκινά κανείς από την ταυτοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών υποκειμένων σημαίνει τυπικά την αναζήτηση προσχηματισμένων φιγουρών που σηματοδοτούν στην κοινωνική “φαντασία” ένα απλό κοινωνικό περιθώριο, όπως πχ. αυτούς που ζουν στις παραγκουπόλεις. Αλλά ο πλεονάζων πληθυσμός δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί τόσο εύκολα. Αν και διαφορετικές θέσεις σε σχέση με την εργασιακή διαδικασία μπορούν σίγουρα να ταυτοποιηθούν και να ταξινομηθούν σύμφωνα με τύπους και βαθμούς περίσσειας, είναι απαραίτητο να ταυτοποιήσουμε καταρχήν την ευρύτερη λογική που ενεργεί εδώ, πριν απεικονίσουμε τους πολύπλοκα διαφοροποιημένους τρόπους με τους οποίους ενεργεί αυτή η λογική· τίποτα από αυτά δεν επιτρέπει μια άμεση ταυτοποίηση της “περίσσειας” με ένα ιδιαίτερο κοινωνικό υποκείμενο ή ομάδα15. Όπως έχουμε δει, αυτό που διευκολύνει την παραγωγή εργατών ως πλεονάζοντες είναι η διττή τάση του κεφαλαίου τόσο για υπερσυσσώρευση όσο και για μια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας που, με τη σειρά της, μειώνει τον αριθμό των εργατών που απαιτούνται για να εκτελεστούν πολλές δουλειές. Αλλά από την αρχική τους κατάσταση ως πλεονάζοντες, αυτοί οι εργάτες μπορεί τελικά να αποτελέσουν απλά έναν “λιμνάζοντα” πλεονάζοντα πληθυσμό – που θα επανα-απορροφηθεί στην παραγωγή σε ένα μεταγενέστερο σημείο – ή θα καταλήξει να επιβιώνει στον ένα ή στον άλλο σχετικά τελματωμένο τομέα της οικονομίας (το δεύτερο είναι, φυσικά, πολύ πιο συνηθισμένο στις χώρες χαμηλού εισοδήματος). Σε καμμιά από τις δυο αυτές περιπτώσεις δεν είναι οι πλεονάζοντες εργάτες απαραίτητα είτε άνεργοι είτε μη-παράγοντες υπεραξία. Και, σε ένα γενικότερο επίπεδο, ο “πλεονάζων πληθυσμός” αναφέρεται σε ένα μεγάλο, εξαιρετικά διαφοροποιημένο τμήμα του πληθυσμού, που χαρακτηρίζεται από κάθε είδος εσωτερικών διαιρέσεων και διαστρωματώσεων, από κάθε είδος σχέσης με την εργασιακή διαδικασία.

Ένα ταυτόσημο αποκείμενο-υποκείμενο;

Από την μια πλευρά, αυτή η σχετικά απλή θεωρία της τάσης για την παραγωγή πλεονάζοντος πληθυσμού μπορει να βοηθήσει πάρα πολύ στην εξήγηση διαφόρων κομβικών όψεων της σημερινής παγκόσμιας κατάστασης. Μας παρέχει μια βάση για να εξηγήσουμε την αποβιομηχάνιση, την σχετική ανάπτυξη των υπηρεσιών, την διάδοση μορφών επισφαλούς και ελαστικής εργασίας, και τις πολυάριθμες καταχρήσεις για τις οποίες αυτά ανοίγουν τον δρόμο. Με τη σειρά τους, αυτές οι τάσεις εντείνουν και επιδεινώνουν τη δυσκολία ενοποίησης της εργατικής τάξης κάτω από την ηγεμονία (της φιγούρας) του βιομηχανικού εργάτη, με τον τρόπο που ο παραδοσιακός Μαρξισμός προσδοκούσε· μας παρέχει συνεπώς και μια βάση για να εξηγήσουμε την κρίση της αριστεράς και άλλες στρατηγικές δυσχέρειες του παρόντος. Φαίνεται, επίσης, να προσφέρει μια εξήγηση για τους μειούμενους ρυθμούς ανάπτυξης κατά τις πρόσφατες δεκαετίες καθώς η εργασία που παράγει σχετική υπεραξία έχει καταστεί ένα ελλατούμενο μερίδιο της παγκόσμιας εργατικής δύναμης. Υπάρχουν και άλλα πράγματα που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στον κατάλογο, για παράδειγμα: την δυσκολία των κρατών να ισορροπήσουν ανάμεσα στις απαιτήσεις του κράτους πρόνοιας και τις απαιτήσεις των αγορών· τον σχηματισμό των μεγα-παραγκουπόλεων· τις μετα-βιομηχανικές μορφές μητροπολιτικού αστισμού [urbanism]. Ή, από την άλλη πλευρά: “χρηματιστικοποίηση”, “νεοφιλελευθερισμός” κοκ. Στον βαθμό που ο συνδυασμός αυτών των τάσεων περιγράφουν την κύρια δυναμική και το περίγραμμα της παρούσας παγκόσμιας κατάστασης, παίρνουμε την θεωρία του πλεονάζοντος πληθυσμού ως ένα σημαντικό σημείο αναφοράς στην σχηματοποίηση του παρόντος.

Από την άλλη, όταν μια θεωρία διαθέτει εμφανή επεξηγηματική δύναμη, είναι ίσως δελεαστικό να γλιστρήσει κανείς στο είδος εκείνο εννοιολογικής πλειοδοσίας, στην οποία η θεωρία υποτίθεται ότι εξηγεί πράγματα που δεν μπορεί πραγματικά να εξηγήσει, ή ότι λέει πράγματα που στην πραγματικότητα δεν μπορεί να πει. Μπορεί δε να ειπωθεί ότι οι Μαρξιστές έχουν ιδιαίτερα κακές συνήθειες στο επίπεδο αυτό: για παράδειγμα, το “κεφάλαιο” και η “υπαγωγή” είναι έννοιες στις οποίες κατατείνουν πολύ βιαστικά, ζητώντας από αυτές να κάνουν περισσότερη επεξηγηματική δουλειά από αυτήν που πραγματικά μπορούν να κάνουν. Για να έχει μια θεωρία πραγματική επεξηγηματική δύναμη θα πρέπει να έχει κανείς την ικανότητα να πει τι μπορεί – αλλά και τι δεν μπορεί – να εξηγήσει αυτή η θεωρία.

Αυτό που μοιάζει να είναι μια συνηθισμένη παρερμηνεία ή “τέντωμα” της θεωρίας του πλεονάζοντος πληθυσμού χαρακτηρίζεται από μια υποστασιοποίηση του “πλεονάζοντος πληθυσμού” ως ενός ιδιαίτερου κοινωνικού υποκειμένου, με την φαινομενική υποδήλωση ότι αυτό το υποκείμενο μπορεί να ειδωθεί ως ο νέος επαναστατικός φορέας, ή τουλάχιστον ότι αποτελεί τον φορέα πίσω από διάφορες μορφές των σύγχρονων αγώνων. Αυτό εμπλέκει ένα εννοιολογικό ολίσθημα μεταξύ μιας γενικής τάσης και συγκεκριμένων κοινωνιολογικών ή εμπειρικών περιπτώσεων.

Αν και θα ήταν τελικά λάθος να τα διαχωρίσουμε αυτά τα δύο, είναι επίσης σημαντικό να μην τα ταυτίσουμε πολύ άμεσα ή απλουστευτικά. Έτσι, η θεωρία του πλεονάζοντος πληθυσμού δεν περιλαμβάνει κάποιο είδους νεο-Μπακουνινικής εξιδανίκευσης ενός πλεονάζοντος υποκειμένου, “πιο ριζοσπαστικού” ή “πιο επικίνδυνου” από την οργανωμένη εργατική τάξη· ούτε περιλαμβάνει μια ανάγνωση των σημερινών αγώνων ως αγώνων ενός “πλεονάζοντος” υποκειμένου.

Αποκειμενοποίηση

Ένας τέτοιος τρόπος σκέψης ήταν “στον αέρα” στις συζητήσεις σχετικά με τις ταραχές στην Αγγλία το 2011, τις οποίες και αναλύσαμε σε κάποια έκταση στο Endnotes 3. Μια σύντομη αναδρομή στις προβληματικές που ήταν στο προσκήνιο, εκείνη την περίοδο, θα μας βοηθήσει να δώσουμε υπόσταση και να συγκεκριμενοποιήσουμε αυτά τα σημεία σχετικά με τον πλεονάζοντα πληθυσμό.

Φαινόταν, τότε, ότι κάποιες από τις ταραχές θα μπορούσαν να διαβαστούν σαν μια εξέγερση του “πλεονάζοντος πληθυσμού”. Όμως, τέτοιες αναγνώσεις έμοιαζαν, κάπως, με μια απλοϊκή – και συγκεχυμένη – αντιστροφή συνηθισμένων και αντιδραστικών ερμηνειών τέτοιων γεγονότων, ερμηνειών τροφοδοτημένων από τα καθεστωτικά μέσα, που υποστήριζαν ότι οι ταραχές ήταν το έργο μιας άτακτης και επικίνδυνης “κατώτερης τάξης”. Η τελευταία δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ψευδο-έννοια, μια ιδεολογική γενίκευση από αυτό που δεν μπορεί να γενικευθεί. Για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να αντιστραφεί με απλό τρόπο σε κάτι θετικό, που μπορεί κανείς να του προσδώσει αξία.

Και σε κάθε περίπτωση, ήταν ξεκάθαρο ότι ο φτωχός αστικός πληθυσμός στη Βρετανία που βγήκε στους δρόμους δεν μπορούσε να ταυτιστεί άμεσα με την έννοια του πλεονάζοντος πληθυσμού. Πρώτα απ’ όλα, όπως έχουμε ήδη δει, η έννοια του πλεονάζοντος πληθυσμού είναι σχετικά μη-προσδιορισμένη με κοινωνιολογικούς όρους. Εφαρμόζεται σε μια μεγάλη ποικιλία εργατών, κάποιοι από τους οποίους είναι πλήρως εργαζόμενοι αλλά σε συνθήκες υπερ-εκμετάλλευσης, άλλοι υπο-απασχολούνται ή είναι άτυπα αυτο-απασχολούμενοι. Είναι εύλογο, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι ένα σημαντικό κομμάτι της βρετανικής εργατικής τάξης είναι σχετικά “πλεονάζον” με την μια ή την άλλη σημασία16. Ούτε μπορεί να συλληφθεί εύκολα η ταυτότητα της αστικής φτωχολογιάς στη Βρετανία κάτω από συγκεκριμένες κατηγορίες “περίσσειας”, όπως οι “άνεργοι”. Αν και η ανεργία τείνει, φυσικά, να είναι ψηλότερη στις φτωχές αστικές περιοχές, το ποσοστό ανεργίας στη Βρετανία είναι τα τελευταία χρόνια, σε σύγκριση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, σχετικά χαμηλό, και μια πλειοψηφία των φτωχών στις πόλεις – και αυτών που συμμετείχαν στις ταραχές – ήταν είτε εργαζόμενοι είτε παρακολουθούσαν προγράμματα πλήρους εκπαίδευσης. Ούτε μπορούν να ταυτιστούν απλά ως “άτυποι”, με όρους της “γκρίζας οικονομίας”, ή με την παρανομία, με όρους της “μαύρης οικονομίας”. Αρχικοί αντιδραστικοί ισχυρισμοί, ότι οι περισσότεροι από όσους συμμετείχαν στις ταραχές εμπλέκονταν σε εγληματικές συμμορίες, αποδείχτηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, αβάσιμοι17. Και όπως έχουμε ήδη δει, δεν έχει νόημα να δούμε την αστική φτωχολογιά ως “πλεονάζουσα” με την ισχυρή σημασία του αποκλεισμού από την οικονομία καθαυτήν.

Μια άλλη, συχνά ιδεολογική, έννοια που εισάγεται στη συζήτηση για την φτωχολογιά των πόλεων είναι αυτή του γκέτο, έννοια με συνδηλώσεις σχετικές με τις ιδέες της περίσσειας, που έχουμε ήδη συζητήσει: το γκέτο συλλαμβάνεται ως ένα είδος κοινωνικού σκουπιδοντενεκέ στον οποίο ρίχνεται το προλεταριάτο, όπου οι κρατικοί φορείς συχνά φοβούνται να πάνε και όπου απουσιάζει η αγορά. Η έννοια του γκέτο σηματοδοτεί την περίσσεια, την εξωτερικότητα προς την (τυπική) οικονομία, και, επίσης, τείνει να συνδέει την δεύτερη με την έννοια της φυλής. Τα γκέτο είναι, φυσικά, πραγματικότητα σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Αλλά οι φτωχοί στη Βρετανία δεν ζουν σε γκέτο με οποιαδήποτε έννοια παρά μόνο μεταφορικά: οι φτωχικές κατοικίες στη Βρετανία είναι μικρές, συνήθως μεικτές εθνοτικά, ενσωματωμένες στις ευρύτερες πόλεις στις οποίες βρίσκονται, με τη διαχείριση και την αστυνόμευσή τους να γίνεται από το κράτος. Συνεπώς, δεν είναι πλεονάζουσες ή εξωτερικές με οποιαδήποτε απλοϊκή σημασία είτε ως προς το κράτος είτε την αγορά.

Αν μπορούμε να πούμε ότι αυτό που αποκαλούσαμε “αστική φτωχολογιά” ήταν ένας καθοριστικός ενεργός παράγοντας το 2011, αυτό ισχύει μόνο και μόνο επειδή αποτελεί μια ασθενή, ασαφή και απλά περιγραφική κατηγορία. Από τη στιγμή που θα προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε την περισσότερο τεχνικά καθορισμένη κατηγορία του πλεονάζοντος πληθυσμού στην περίπτωση αυτή, πέφτουμε σε προβλήματα. Φυσικά, δεν ήταν εντελώς παράλογο να θέλουμε να κάνουμε κάτι τέτοιο: υπήρχε ένα κάποιο είδος διαισθητικού “ταιριάσματος”, τουλάχιστον στο επίπεδο της αναπαραστατικής σκέψης. Η χειροπιαστή, διαρρηκτική παρουσία διαφόρων στρωμάτων ανθρώπων στους δρόμους, που είναι κατά τα συνήθη απόβλητοι, αποκλεισμένοι με διάφορους τρόπους, ήταν μια από τις πιο εντυπωσιακές πτυχές του 2011.

Αυτό μας έφερε αντιμέτωπους με τρία ερωτήματα. Πρώτον: πώς να θεωρητικοποιήσουμε τα κοινωνικά υποκείμενα που εξεγέρθηκαν το 2010-11, και να ταυτοποιήσουμε τους τρόπους με τους οποίους αυτοί οι άνθρωποι εμφανίζονται πραγματικά ως “αποκλεισμένοι” ή περιθωριακοί, χωρίς να ταυτίσουμε κάτι τέτοιο με την γενική πολιτικο-οικονομική λογική της παραγωγής ενός πλεονάζοντος πληθυσμού; Δεύτερον: πώς να επανασυνδέσουμε αυτόν τον αποκλεισμό ή την περιθωριοποίηση με την ιδέα του πλεονάζοντος πληθυσμού από την στιγμή που έχουμε διακρίνει αυτή την ιδέα από αυτόν τον πληθυσμό; Τρίτον: πώς μπορεί να σχετίζονται αυτά τα ζητήματα με τα βαθύτερα προβλήματα της επαναστατικής υποκειμενικότητας και οργάνωσης;

Κοιτώντας την ιστορία των αστικών ταραχών στην Βρετανία, είναι φανερό ότι αυτέ είναι ευκρινώς περιοδολογήσιμες και ότι η περίοδος της πραγματικής ανάδυσης της σύγχρονης μορφής τους – όπως και τόσα άλλα πράγματα – συμπίπτει με την καπιταλιστική αναδιάρθρωση που έχει συμβεί μετά τη δεκαετία του 1970. Αν η τάση παραγωγής ενός πλεονάζοντος πληθυσμού, σε παγκόσμιο επίπεδο, μας δίνει μια κάποια βάση για να εξηγήσουμε αυτή την περίοδο αναδιάρθρωσης, τότε αυτη η ίδια τάση θα μπορούσε, υποθέσθω, να συνδεθεί με την ανάδυση των σύγχρονων αστικών ταραχών σε αυτή την περίοδο, χωρίς να είναι απαραίτητο να εδραιώσουμε μια άμεση ταύτιση ανάμεσα στις αστικές ταραχές και τον “πλεονάζοντα πληθυσμό” ως ένα απλό και συνεκτικό κοινωνικό υποκείμενο.

Από την δεκαετία του 1970 έχουμε, φυσικά, δει αυξανόμενη και γενικευμένη ανασφάλεια, καθώς η σταθερή απασχόληση στην βιομηχανία έδωσε τη θέση της στην απασχόληση από το κράτος και την τομέα των υπηρεσιών. Αλλά αυτές οι εξελίξεις ήταν άνισες, πλήττοντας κάποια κομμάτια της εργατικής τάξης νωρίτερα από κάποια άλλα. Πριν από την εκτεταμένη αποβιομηχάνιση στην Βρετανία, η βρετανική εργατική τάξη ήταν φυσικά διαστρωματωμένη, με ένα περισσότερο ανασφαλές, παράτυπο στρώμα στον “πάτο”, επιρρεπές στην αποβολή από την απασχόληση σε εποχές οικονομικής ύφεσης, όπως αυτές στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970: ένας κλασικός εφεδρικός βιομηχανικός στρατός. Αυτοί οι εργάτες, στα φυλετικοποιημένα περιθώρια της οργανωμένης εργατικής τάξης, ήταν από τους πρώτους που ένιωσαν την κρίση της δεκαετίας του 1970. Χτυπήθηκαν δυσανάλογα από την ανεργία και δεν μπόρεσαν να επανα-απασχοληθούν στις καινούριες αναδυόμενες γραμμές παραγωγής, μιας και αυτές οι γραμμές δεν απασχολούσαν, στην πραγματικότητα, πολύ κόσμο.

Αν ο πλεονάζων πληθυσμός έχει οποιαδήποτε χρησιμότητα, σε αυτή την ιστορία, για την ταυτοποίηση μιας άμεσης κοινωνιολογικής πραγματικότητας, είναι εδώ, όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διακρίνουμε ένα συγκεκριμένο στρώμα σε σχέση με την υπόλοιπη εργατική τάξη. Όμως, για να ερμηνεύσουμε την αποβιομηχάνιση, που όντως εκκινήθηκε από το σημείο αυτό, είναι απαραίτητο να πάμε πέρα από το στενά πολιτικο-οικονομικό επίπεδο, στο οποίο έχει “σφυρηλατηθεί” αυτή η θεωρία. Αυτό συμβαίνει γιατί ο χρόνος και ο χαρακτήρας της αποβιομηχάνισης στη Βρετανία είναι αξεδιάλυτα από την συγκεκριμένη δυναμική της ταξικής πάλης εκεί, και από τις πολιτικές διαμεσολαβήσεις αυτής της πάλης.

Αν και η βιομηχανική βάση της Βρετανίας ήταν σε παρακμή από καιρό, η διάλυση από την Θάτσερ επιχειρήθηκε ενεργά, τουλάχιστον εν μέρει για στρατηγικούς λόγους. Αν τα επισφαλή περιθώρια της εργατικής δύναμης αυξήθηκαν στην Αγγλία από το 1970 και μετά, αυτό δεν μπορεί να αναχθεί πλήρως στην παγκόσμια γενική τάση παραγωγής ενός πλεονάζοντος πληθυσμού.

Χρειαζόμαστε αναφορές στις συγκεκριμένες πολιτικές διαμεσολαβήσεις, έστω κι επειδή αυτή η γενική τάση μπορεί να συμβάλλει στην κατανόησή μας για το τι διαμεσολαβείται από αυτές τις διαμεσολαβήσεις.

Είναι ανάμεσα σε αυτά τα πιεζόμενα κομμάτια της εργατικής τάξης – τα πιο επισφαλή, παράτυπα, φυλετικοποιημένα στρώματα, που αγωνίζονταν να επανα-απορροφηθούν από την αγορά εργασίας – που οι ταραχές έγιναν ιδιαίτερα σημαντικός τρόπος πάλης, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, και φαίνεται εύλογο να υποθέσουμε ότι αυτή η άρτι θεμελιωμένη σημαντικότητα είναι άμεσα σχετιζόμενη με την απουσία πιθανοτήτων για “κανονική”, ρυθμιζόμενη, παράγουσα ανάγκες και διεκδικητική εργασία “κορπορατίστικου” τύπου. Στις εξελίξεις που διαπλέκονται διαλεκτικά με αυτούς τους αγώνες, η αστυνομία ανέπτυξε, αυτή την περίοδο, όλο και περισσότερο καινούριες τακτικές καταστολής, που στόχευαν συγκεκριμένα τις φτωχές αστικές γειτονιές. Μπορεί κανείς να πει ακόμα και ότι οι ταραχές, και η καταστολή τους, έγιναν ένα είδος “ενδιάμεσου” με τον οποίον ρυθμίζονταν οι ταξικές σχέσεις στην απουσία του “κανονικού” τρόπου ρύθμισης που εξασκείται από την διαπραγμάτευση για τον μισθό κ.λπ. Δεν πρόκειται για διαστροφή: ιστορικά οι ταραχές έχουν προωθήσει διεκδικήσεις στις οποίες το κράτος έκανε παραχωρήσεις. Αυτό αποδείχτηκε αληθές το 2011, όπως αποδείχτηκε και το 1981· πιο πρόσφατα αποδείχτηκε στις ΗΠΑ, μετά τις ταραχές στο Ferguson18.

Στο Endnotes 3 ονομάσαμε την κοινωνική λογική του στιγματισμού που συνδέεται με τέτοιες εξελίξεις ως “αποκειμενοποίηση” [abjection] – μια έννοια δανεισμένη από το πρόσφατο βιβλίο της Imogen Tyler19 Revolting Subjects20 (Zed Books 2013). Εξαιτίας τής, κατά κάποιον τρόπο, αμφιλεγόμενης προέλευσής του, δεν συμπαθούσαμε ιδιαίτερα τον συγκεκριμένο όρο, ο οποίος, παρ’ όλα αυτά, φαινόταν αρκετά κατάλληλος σαν όνομα για κάποιες συγκεκριμένες προβληματικές με τις οποίες παλεύαμε21. Αυτό που είναι χρήσιμο είναι το γεγονός ότι ο όρος κατονομάζει ένα συγκεκριμένο είδος αφηρημένης δομής στην οποία κάτι είναι “απόβλητο”, σημαδεύτεται ως “ξεπεσμένο” ή “ενδεχομενικό” χωρίς, στην πραγματικότητα, όμως, να εξωτερικοποιείται. Η συνάφεια μιας τέτοιας δομής στο παρόν πλαίσιο πρέπει να είναι προφανής: οι αρχικά φυλετικοποιημένες κοινότητες που υπόκειντο στις μορφές καταπίεσης οι οποίες αναπτύχθηκαν αυτή την περίοδο, στιγματίζονται κοινωνικά ως πρόβλημα – ή ακόμα και ως ένα είδος απόρριψης από το υγιές σώμα της κύριας πολιτικής – χωρίς να εξωτερικοποιούνται στην πραγματικότητα με οποιαδήποτε έννοια είτε από την οικονομία είτε από το κράτος.

Η αστυνομική καταστολή καραδοκεί σε μεγάλο βαθμό στην άμεση εμπειρία της “αποκειμενοποίησης” με αυτή την έννοια, αλλά ο όρος έχει επίσης την πρόθεση να συλλάβει ευρύτερες κοινωνικές διαδικασίες, όπως οι ηθικιστικές εκστρατείες του αντιδραστικού τύπου ή η μόνιμη εμμονή των πολιτικών με διάφορα αποτυχημένα υποκείμενα του έθνους. Δεν πρόκειται για ασύνδετες στιγμές· αντίθετα, θα μπορούσαμε να επεξεργαστούμε συγκεκριμένες συνδέσεις μεταξύ όλων αυτών έτσι ώστε να δούμε ένα συγκεκριμένο κοινωνικο-πολιτικό σχήμα της καταπίεσης.

Η αποκειμενοποίηση φαίνεται ότι θα μπορούσε να σχετιστεί, με έναν διαμεσολαβημένο τρόπο, με την παραγωγή και διαχείριση ενός πλεονάζοντος πληθυσμού εκείνη την συγκεκριμένη ιστορική στιγμή της δεκαετίας του 1970, στο ξεκίνημα της αναδιάρθρωσης. Οι διαμεσολαβήσεις αυτές, όμως, χρειάζονται προσεκτική διαύγαση. Άλλωστε – αν και υπήρχε τουλάχιστον μια σημαντική αλληλεπικάλυψη – οι στιγματισμένες αστικές κοινότητες που αποτελούσαν τα “κύρια αποκείμενα” αυτού του καινούριου τύπου αστυνόμευσης, δεν αποτελούνταν, φυσικά, αποκλειστικά από εργάτες στα περιθώρια της βιομηχανικής απασχόλησης. Επιπλέον, καθώς η Βρετανία αποβιομηχανοποιούνταν και καθώς γενικότερες παγκόσμιες τάσεις στην παραγωγή πλεονάζοντος πληθυσμού άρχισαν να γίνονται αισθητές, ιδιαίτερα ως μια γενικευμένη αποσύνθεση της εργατικής τάξης, η συσχέτιση αυτών των χαρακτηριστικά φυλετικοποιημένων κοινοτήτων, με την ειδική λειτουργία ενός εφεδρικού στρατού εργασίας, κατέπιπτε. Η ανεργία γενικεύτηκε εξαιρετικά στην Βρετανική οικονομία, για να ξεπεραστεί, αργά, από μια εξαιρετικά ευέλικτη και επισφαλή αγορά εργασίας. Ενώ η σύνδεση των φυλετικοποιημένων περιθωρίων της εργατικής τάξης με έναν εφεδρικό στρατό μειωνόταν, η αστυνομική καταστολή ανέβαινε.

Αν η ανάπτυξη νέων τύπων καταστολής συνδέεται σε κάποιο βαθμό, αρχικά, με την διαχείριση ενός πλεονάζοντος πληθυσμού, αυτή η σύνδεση γίνεται όλο και πιο ισχνή καθώς προχωράμε στις δεκαετίες του 1980 και 1990. Μπορεί κανείς να μιλήσει για μια αναπτυσσόμενη “αυτοματοποίηση” του εργαλείου της καταπίεσης και των, σχετιζόμενων με αυτήν, λογικών στιγματισμού και φυλετικοποίησης. Με αυτό εννοούμε ότι ένα εργαλείο που, αρχικά, έμοιαζε να εφαρμόζεται συγκεκριμένα σε αμιγή, οικονομικά περιθωριοποιημένα κομμάτια της τάξης, αποσυνδέεται από αυτή την στενή λειτουργία. Αν και όσοι υπόκεινται σε αυτές τις διαδικασίες αποκειμενοποίησης φτάνουν να συμβολίζουν τα όρια της επιβεβαιώσιμης τάξης, αυτά τα όρια είναι στην πραγματικότητα ασταθή, μετατοπιζόμενα και ατελώς καθορισμένα. Γίνονται περισσότερο μια κοινωνικο-πολιτική ή, ίσως, κοινωνικο-πολιτισμική, παρά πολιτικο-οικονομική κατασκευή. Αν αυτό όντως ισχύει, είναι πολύ αμφισβητήσιμο ότι έχουμε οποιαδήποτε πιθανότητα να πετύχουμε κάπως στην κατασκευή του αντικειμένου αυτού του εργαλείου με καθαρούς πολιτικο-οικονομικούς όρους. Ποιος “αποκειμενικοποιείται” λοιπόν; Μπορούμε να απαντήσουμε προσωρινά και κάπως ταυτολογικά: εκείνοι/ες που προσδιορίζονται ως τέτοιοι/ες από το γεγονός ότι είναι το αντικείμενο αυτών των διαδικασιών καταστολής. Δεν υπάρχει συγκεκριμένο προϋπάρχον στίγμα ή κοινωνική κατηγοριοποίηση που πρέπει καθαυτή να σημαδεύει απαραίτητα ή αναπόφευκτα κάποιον/α ως αντικείμενο αυτών των διαδικασιών· κάτι που δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες που καταλήγουν να αναπαράγονται σε τέτοιες θέσεις. Η αποκειμενοποίηση σχετίζεται πολύ στενά – χωρίς να ταυτίζεται – με την φυλετικοποίηση.

Αν, κάποτε, οι μηχανισμοί της αποκειμενοποίησης μπορούσαν να σχετιστούν με μια συγεκριμένη λειτουργία στην κρατική διαχείριση των επισφαλών περιθωρίων της βιομηχανικής εργατικής τάξης, καθώς το αντικείμενο αυτής της διαχείρισης διαλύεται κοινωνικά, η ίδια αυτή η λειτουργία θα έμοιαζε να τίθεται εν αμφιβόλω. Αν κάτι είναι υπό “διαχείριση”, μέσω της αποκειμενοποίησης, δεν είναι πλέον αυτονόητο ακριβώς ποιο είναι αυτό, από ποιον, και με ποιο σκοπό. Έχουμε τυφλά κοινωνικά σχήματα στιγματισμού και καταπίεσης που είναι αρκετά γενικά και, συνεπώς, δεν μπορούν να ειδωθούν ως έργο μιας κάποιας συνωμοσίας. Και έχουμε, επίσης, τη συνεχιζόμενη λειτουργία τυποποιημένων δομών εξουσίας και καταπίεσης μέσα σε αυτά τα σχήματα, με την αστυνομία, τους πολιτικούς και τα ΜΜΕ να παίζουν σημαντικούς ενεργούς ρόλους – αν και, γενικά, ανταποκρινόμενοι εν μέρει στα πολύ πραγματικά (συν)αισθήματα των πολιτών. Στην πορεία μπορεί να γίνει αντιληπτό ένα καινούριο είδος “λειτουργίας”, καθώς η γενικευμένη ανασφάλεια της μετα-βιομηχανικής εργατικής δύναμης επιδεινώνεται από την εξασθένιση της αλληλεγγύης εδώ και οι άνθρωποι στρέφονται πολύ άμεσα ο ένας εναντίον του άλλου. Αλλά αυτό “δουλεύει” μόνο με μια διεστραμμένη έννοια: δεν είναι το προϊόν οποιουδήποτε σχεδίου ή πρόθεσης· είναι ένα εντελώς “παράλογο” αποτέλεσμα, αποτέλεσμα που, ωστόσο, αποδεικνύεται, τελικά, χρήσιμο, με κάποιους τρόπους, στο κεφάλαιο και το κράτος στον βαθμό που αποδυναμώνει περαιτέρω τους δυνητικούς ανταγωνιστές τους22.

Αν εδώ μιλάμε μάλλον για τα υποκείμενα της “αποκειμενοποίησης, παρά για “πλεονάζοντα πληθυσμό”, τι μπορούμε να πούμε για το αποκείμενο ως κοινωνικό υποκείμενο; Οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν όχι την δημιουργία μιας καινούριας μορφής κοινωνικού (ή δυνητικά, επαναστατικού) υποκειμένου αλλά μάλλον το πρόβλημα της ύπάρξης του οποιουδήποτε ταξικού υποκειμένου. Καθαυτό, αυτό που αποκειμενοποιείται θα έμοιαζε να είναι εξ ορισμού μη-επιβεβαιώσιμο, μη-ενοποιήσιμο, γιατί δεν έχει μια δική του (αφεαυτού) θετική ύπαρξη, αλλά είναι απλά η άρνηση κάποιου άλλου. Αυτοί/ές που αποκειμενοποιούνται δεν είναι τίποτα άλλο από το προλεταριάτο. Πιο συχνά από ό,τι όχι, είναι εργάτες, φοιτητές κ.λπ. Μόνο που είναι εργάτες, φοιτητές κ.λπ. που δαιμονοποιούνται, που πετιούνται έξω από την περίφραξη της κοινωνικής αξιοπρέπειας. Αυτές οι εξελίξεις αντιπροσωπεύουν προβλήματα της συγκρότησης ενός ενοποιημένου ταξικού υποκειμένου· πραγματικά, είναι άμεσες εκφράσεις της αποσύνθεσης της τάξης. Το αποκείμενο προβάλλεται ως ένα είδος οριακής έννοιας μιας επιβεβαιώσιμης κοινωνικής τάξης, σε μια λειτουργία κατά την οποία η ίδια η τάξη ορίζεται αρνητικά ως προς αυτό που έχει αποκειμενοποιηθεί. Το “Δεν είμαστε όπως αυτοί” αντικαθιστά το “εργάτες ενωμένοι ποτέ νικημένοι”. Και ως τέτοια, η αποκειμενοποίηση μπορεί να έχει μια κάπως κλασματοδιαστατική23 ποιότητα: δεν εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε μια κοινωνική ομάδα, αλλά εντός και ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, ανάλογα, σε κάποιον βαθμό, με το πού βρίσκεται κανείς στο κοινωνικό τοπίο. Πάντα υπάρχει κάποιος που είναι περισσότερο αποκειμενοποιημένος από σένα.

Αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να αποκτήσει (θετική) αξία ή να ειδωθεί ρομαντικά ή να προβληθεί ως μια θετική βάση για κάποιο μελλοντικό κοινωνικό υποκείμενο. Αν είναι μια φορά κατάρα να “καταντά” κανείς προλετάριος, τότε είναι δυο φορές το να αποκειμενοποιείται. Ούτε ο πλεονάζων πληθυσμός ούτε το αποκείμενο παρέχουν οποιαδήποτε έσχατη απάντηση στο πρόβλημα του επαναστατικού φορέα· εκφράζουν, αμφότερα, πτυχές αυτού του προβλήματος, και είναι από αυτό το πρόβλημα που πρέπει να ξεκινήσουμε. Αυτό που είναι καθαρό είναι ότι, όποιο σχήμα κι αν πάρει μια μελλοντική ενότητα της τάξης, δεν θα είναι κάποια που θα ηγεμονεύεται από την μορφή ενός εξελιγμένου βιομηχανικού εργάτη· αν και μοιάζει, εξίσου καθαρό, ότι ούτε κανένα “αποκείμενο” ή “πλεονάζον” υποκείμενο δεν μας προσφέρει καθαυτό μια προφανή εναλλακτική. Παρ’ όλα αυτά, θα εξακολουθούμε να ερχόμαστε αντιμέτωποι με το πρόβλημα, καθώς οι άνθρωποι που αγωνίζονται έχουν την τάση να συνθέτουν και να επεκτείνουν κάποιου είδους ενότητα για να μπορέσουν να προχωρήσουν μπροστά. Και οι συνδυαστικές διαδικασίες των αγώνων μπορούν να είναι ανεξάντλητα δημιουργικές.

1 Το παρόν άρθρο βασίζεται σε μια ομιλία που δόθηκε στο Βερολίνο στις αρχές του 2014. Επιχειρήματα στις ενότητες 2 και 3 αντλούν από το έργο του Aaron Benanav: A Global History of Unemployment, υπό έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Verso.

2 Ενώ στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, αυτό το δεύτερο τμήμα είναι στην πραγματικότητα η συντριπτική πλειοψηφία, ανάλογες διαιρέσεις και συγκρούσεις είναι επίσης εμφανείς.

3 Είναι εν μέρει εξαιτίας αυτού του λόγου, που οι πιο επισφαλείς θεωρούνται συχνά ως “άχρηστοι” με τον ένα ή τον άλλο τρόπο· ως upstart νεολαία, ως παράνομοι μετανάστες κ.ο.κ. Δείτε την ενότητα σχετικά με το αποκείμενο, στη συνέχεια.

4 Μαρξ, Κεφάλαιο, τομ. 1 (MECW 35) σελ. 634-635.

5 Μαρξ, Κεφάλαιο, τομ. 1 (MECW 35), σελ. 638-647.

6 Δείτε το “Αθλιότητα και Χρέος”, Endnotes 2, εκδ. φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, σελ.

7 Δεν θα πρέπει κανείς να αντιμετωπίζει την αμοιβαία αναπαραγωγή κεφαλαίου-εργασίας ωσάν να συλλαμβάνεται από ένα μοναδικό κοινωνικό “σύστημα”, έγκυρο σε κάθε επίπεδο και για κάθε έθνος-κράτος· το βασικό πλαίσιο ανάλυσης για τέτοια ζητήματα είναι απαραίτητα παγκόσμιο. Ούτε, όμως, μπορούμε φυσικά να σκεφτόμαστε με όρους ενός αδιαφοροποίητου παγκόσμιου επιπέδου: οι μεμονωμένες εθνικές οικονομίες πρέπει να συλλαμβάνονται διαφορικά εντός ενός παγκοσμίου επιπέδου. Συνεπώς, ο μεταπολεμικός διακανονισμός δεν ήταν, φυσικά, κάποια ομοιόμορφη παγκόσμια διευθέτηση: εφαρμόστηκε συγκεκιμένα στις Δυτικές βιομηχανοποιημένες χώρες, ενώ κάποιες ανάλογες διευθετήσεις μπορούν να γίνουν αντιληπτές στις χώρες του Ανατολικού μπλοκ (και, πράγματι, η πίεση για έναν τέτοιο διακανονισμό προερχόταν εν μέρει από την γεωπολιτική πόλωση ανάμεσα στα δυο αυτά μπλοκ). Αλλά στον βαθμό που αυτά τα μέρη στα οποία εφαρμόστηκε αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία του εκβιομηχανισμένου κόσμου, είναι εύλογο να σκεφτεί κανείς ότι αυτός ο “διακανονισμός” χαρακτηρίζει τη γενική φύση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων αυτής της εποχής. Η ουσιώδης φύση αυτού του διακανονισμού ήταν ότι το κράτος θα ρύθμιζε την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης από την οποία εξαρτάται το κεφάλαιο, καθώς οι μεμονωμένοι καπιταλιστές – που σχετίζονταν με αυτή την αναπαραγωγή αναγκαστικά ως μια εξωτερικότητα – ήταν ανίκανοι να την φροντίζουν οι ίδιοι.

8 Screamin’ Alice: “On the Periodisation of the Capitalist Class Relation”, (“Για την περιοδολόγηση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης”), SIC 1, Νοέμβριος 2011.

9 Βλέπε: Ching Kwan Lee: “Against the Law: Labour Struggles in China’s Rustbelt and Sunbelt, University of California, 2007.

10 Το γεγονός ότι αυτή η επιβράδυνση λαμβάνει χώρα σε ολόκληρο τον κόσμο – φυσικά, με κάποιες τοπικές εξαιρέσεις – είναι η ίδια μια απόδειξη κατά της θεωρίας μιας απλής μετατόπισης της ζήτησης από τη βιομηχανία στις υπηρεσίες.

11 Δεν αποτελούν υπηρεσίες όλα αυτά τα είδη εργασίας. Για παράδειγμα, η βιομηχανία ενδυμάτων απαιτούσε πάντα πολύ λεπτεπίλετη ραπτική δουλειά. Δουλειά που αποδείχτηκε δύσκολο να εκμηχανιστεί περισσότερο μετά την εφεύρεση των ραπτομηχανών, με αποτέλεμα να παραμένει ένας σημαντικός εργοδότης. Είτε αφορά προϊόντα είτε υπηρεσίες, ένα πράγμα παραμένει σταθερό: επειδή ο μισθός αποτελεί ένα τόσο μεγάλο μέρος του τελικού κόστους αυτών των αγαθών, αυτοί οι τομείς απασχολούν σε πολύ μεγάλο βαθμό γυναίκες, των οποίων η εργατική δύναμη μπορεί να βρεθεί στην αγορά εργασίας σε μια τιμή κάτω του μέσου όρου. Δες το: “Λογική του Φύλου”, Endnotes 3, φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015, για την σχέση ανάμεσα στο φύλο και την διαφοροποίηση στην τιμή της εργατικής δύναμης.

12 Mαρξ, Κεφάλαιο, τομ. 1 (ΜECW 35), σελ. 637.

13 Tο ποσοστό των υπηρεσιών στην απασχόληση είναι επίσης χαμηλότερο και στην Ιαπωνία, γύρω στο 70%.

14 Αυτό αληθεύει σε μικρότερο βαθμό σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, στις οποίες δεν υπάρχει βασικά κοινωνική προστασία, και όπου περισσότερο από το μισό της εργατικής δύναμης είναι συχνά “άτυπο”, και μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτού του πληθυσμού έχει την εμπειρία της κινητικότητας εντός ή εκτός του “τυπικού” τομέα της εργασίας.

15 Έχουμε συζητήσει αυτό το ζήτημα και πριν, σε σχέση με τις ταραχές στην Αγγλία το 2011. Δείτε και το κείμενο “Μια πλημμυρίδα σηκώνει όλες τις βάρκες”, Endnotes 3, φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, σελ. 118–19.

16 Ο ίδιος ο Μαρξ επεκτείνει αυτή την κατηγορία στα ορφανά και τους ηλικιωμένους!

17 Η παρατυπία διακρίνεται συνήθως από την παρανομία. Ο παγκόσμιος τομέας παράτυπης εργασίας περιλαμβάνει όλους εκείνους που δουλεύουν νόμιμα, αλλά χωρίς καμμιά προστασία, ή σε εταιρείες με λιγότερους από πέντε εργαζόμενους. Συνεπώς, δεν περιλαμβάνει όσους εργάζονται σε παράνομη σεξουαλική εργασία ή εμπλέκονται σε εμπόριο ναρκωτικών κ.λπ.

18 Δείτε το άρθρο “Brown vs. Ferguson”, στο παρόν 4ο τεύχος για μια ανάλυση.

19 Στμ. Η Imogen Tyler είναι θεωρητικός της κοινωνίας [social theorist] και κοινωνιολόγος, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ. Όπως λέει η ίδια στο ιστολόγιο https://socialabjection.wordpress.com το κύριο ενδιαφέρον της είναι οι ανισότητες και τα σύνορα “οποιουδήποτε είδους”.

20 Tyler, Revolting Subjects: Social Abjection and Resistance in Neoliberal Britain. H Tyler ανέπτυξε αυτή τη θέση ως μια γενικού σκοπού κατηγορία της ψυχο-κοινωνικής θεωρίας, μέσα από μια κριτική “αναμέτρηση” με τον Georges Bataille και την Julia Kristeva, παίρνοντας αποστάσεις, ιδιαίτερα, από την αντιδραστικές πολιτικές απόψεις της δεύτερης.

21 Χρησιμοποιήσαμε τον όρο abject ως όνομα για κάποιες εν μέρει ανάλογες – αλλά σε καμμιά περίπτωση ταυτόσημες – δομές, στο “Λογική του Φύλου”, επίσης στο ίδιο τεύχος (Endnotes 3).

22 Πραγματικά, από μια άλλη σκοπιά – αυτήν μιας υποτιθέμενης προλεταριακής ενότητας – μπορεί να δει κανείς αυτές τις εξελίξεις σαν ζήτημα καθαρής δυσλειτουργίας.

23 Στμ. Αποδίδονται και ως μορφοκλασματικές δομές (αγγλικά fractal): στα Μαθηματικά, τα φράκταλ ορίζονται ως απείρως αυτοόμοιες, επαναλαμβανόμενες μαθηματικές δομές με κλασματική διάσταση. Χαρακτηριστικά φράκταλ εμφανίζουν και αρκετές δομές στη φύση, χωρίς φυσικά τη δυνατότητα της άπειρης “μεγένθυσης”. Ο όρος επινοήθηκε από τον μαθηματικό Μάντελμπορτ το 1975.

Τι μπορούμε να καταλάβουμε μέχρι τώρα από τις διαδηλώσεις στο Ιράν;

αναδημοσίευση από το dndf.org

1. Φαίνεται ότι ξεκίνησαν σαν ένα πολιτικό σχέδιο/τέχνασμα των συντηρητικών (της φράξιας του Κράτους που είναι κοντά στον Ανώτατο Ηγέτη και τον Στρατό) με σκοπό να αναδείξουν τα οικονομικά δεινά του λαού ώστε να επιρρίψουν την ευθύνη γι’ αυτά στον εν ενεργεία πρόεδρο ο οποίος προέρχεται από την συντηρητική-φιλελεύθερη πτέρυγα των μεταρρυθμιστών (που είναι ως επί το πλείστον φιλελεύθεροι τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά). Φαίνεται ότι το σχέδιο έγινε μπούμερανγκ για τους εμπνευστές του καθώς στις διαδηλώσεις συντάχθηκε και πολύς άσχετος κόσμος στρέφοντάς τις τελικά σε διαδηλώσεις ενάντια σε ολόκληρο το πολιτικό κατεστημένο.

2. Μέχρι τώρα, τα κύρια συνθήματα που ακούγονται είναι τα παρακάτω: Ανεξαρτησία, Ελευθερία, η Ιρανική Δημοκρατία (ως μια κριτική παρατήρηση στο κύριο σύνθημα της επανάστασης του 1979 που ήταν Ανεξαρτησία, Ελευθερία, Ισλαμική Δημοκρατία)· ούτε Γάζα, ούτε Λίβανος, τη ζωή μου για το Ιράν· οι μάζες πρέπει να παρακαλάνε ενώ ο Ανώτατος ηγέτης κυβερνά ελέω Θεού· άλλα συνθήματα εναντίον των βασικών ηγετών της χώρας αλλά επίσης εναντίον και των παρεμβάσεων του Ιράν στην περιοχή· σποραδικά συνθήματα υπέρ του προτελευταίου βασιλιά του Ιράν, Ρεζά Σάχη (βασιλιάς του Ιράν από το 1925 μέχρι το 1941), αυτός στον οποίο κυρίως πιστώνεται η σφυρηλάτηση του σύγχρονου ιρανικού κράτους, και ο εκμοντερνισμός της χώρας πριν αναγκαστεί να παραιτηθεί από τον θρόνο με την Αγλλο-σοβιετική εισβολή στο Ιράν, και να αντικατασταθεί από τον γιο του (Ρεζά Παχλεβί).

3. Οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν στην Mashhad, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, και στη συνέχεια επεκτάθηκαν και σε άλλες πόλεις. Στην Τεχεράνη, την πρωτεύουσα, οι διαδηλώσεις είναι μέχρι στγμής “θηλυπρεπείς”, περιορισμένες κυρίως σε περιοχές γύρω από το Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης και έχοντας μια πιο έκδηλη/εμφανή πολιτική πλευρά, περιλαμβάνοντας κυρίως τους φοιτητές από διάφορα πανεπιστήμια της περιοχής. Το γεγονός ότι οι διαδηλώσεις συμβαίνουν σε πάρα πολλές πόλεις, ακόμα και μικρές, είναι η μεγαλύτερη αντίθεση σε σχέση με τις διαδηλώσεις που συνέβησαν το 2009 που ήταν περιορισμένες κυρίως στην Τεχεράνη και άλλες μεγάλες πόλεις.. Ο αριθμός των ανθρώπων που διαδηλώνουν είναι πολύ μικρότερος από αυτόν του 2009 και οι διαδηλώσεις έχουν εντονότερο οικονομικό χρώμα ενώ εκείνες του 2009 ήταν πιο πολιτικές.

4.Οι συντηρητικοί προσπαθούν να πουν ότι οι διαδηλώσεις ήταν και είναι κυρίως σχετικά με τις οικονομικές αδυναμίες της παρούσας κυβέρνησης και ότι λίγοι άνθρωποι εδώ κι εκεί που σχετίζονται με ξένες κυβερνήσεις έχουν προσπαθήσει να τις στρέψουν σε διαδηλώσεις ενάντια στο καθεστώς. Οι μεταρρυθμιστές αιφνιδιάστηκαν εντελώς, αρχικά ισχυρίστηκαν ότι οι διαδηλώσεις ήταν ένα σχέδιο των συντηρητικών που τους γλίστρησε μέσα από τα χέρια τους. Τώρα είναι πιο μετρημένοι στην ανάλυσή τους αλλά δεν έχουν καμμιά συγκεκριμένη ιδέα. Οι ΗΠΑ, το Ισραήλ και τα Σαουδικά κράτη δίνουν έμφαση μόνο στα συνθήματα εκείνα που στρέφονται εναντίον του καθεστώτος συνολικά, ιδιαίτερα εκείνα που κριτικάρουν τις τοπικές παρεμβάσεις/εμπλοκές κι εκείνα τα σπάνια συνθήματα που διακηρύσσουν μια επιστροφή στο προ-επαναστατικό μοναρχικό καθεστώς.

5. Η Επανάσταση του 1979 απέτυχε να σκεφτεί και να δημιουργήσει μεγάλο ποσοστό από το δυναμικό της και τις υποσχέσεις της, όμως υλοποίησε ένα πράγμα σίγουρα, δημιούργησε το μοναδικό ανεξάρτητο Κρατικό μηχανισμό στη Μέση Ανατολή, το μόνο Κράτος που η εσωτερική του πολιτική, όσο κακή κι αν είναι, δεν υπερκαθορίζεται από τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και τη Ρωσία. Αυτό το όφελος, που είναι πολύ σημαντικό, καθιστά παρ’ όλα αυτά γελοία την απόδοση υπερβολικής έμφασης στον ρόλο των ξένων κρατών στο τι συμβαίνει στο Ιράν. Το Ιράν του σήμερα είναι έναν ανεξάρτητο Κράτος, έχει ένα πολιτικό καθεστώς που μπορεί να καυχιέται ότι έχει την ικανότητα να αντιτίθεται στα σχέδια των ΗΠΑ σε άλλες χώρες της περιοχής. Αν σε μια τέτοια χώρα υπάρχουν άνθρωποι που παρ’ όλα αυτά δέχονται να γίνουν πράκτορες ξένων κρατών αυτό είναι ως επί το πλείστον λάθος του καθεστώτος. Είναι το καθεστώς που θα πρέπει να εξηγήσει τι στο καλό έκανε τις προηγούμενες τέσσερις δεκαετίες ώστε να υπάρχουν άνθρωποι σήμερα στο Ιράν που να δέχονται ίσως να γίνουν πράκτορες των εγκληματικών ΗΠΑ, του Ισραήλ ή των Σαουδικών κρατών ή να υπάρχουν άνθρωποι τόσο απελπισμένοι ώστε να επιθυμούν μια επιστροφή στην λίθινη εποχή της μοναρχίας των Παχλεβί. Είναι λάθος του καθεστώτος που μια επανάσταση που θα μπορούσε να έχει γίνει μια πηγή δικαιοσύνης σε ολόκληρη την περιοχή έχει αποτύχει τόσο πολύ στην εσωτερική του πολιτική οικονομία ώστε να υπάρχουν άνθρωποι διατεθιμένουν να φωνάζουν αξιολύπητα συνθήματα. Συνεπώς, αντί να αναφέρεται στην παρουσία ξένων δακτύλων στις διαδηλώσεις αυτές, να μιλά για την παρουσία διαδηλωτών που δεν διστάζουν να δουλέψουν γι’ αυτά τα ξένα κράτη, το καθεστώς θα έπρεπε να ντρέπεται για το ότι έχει δημιουργήσει μια χώρα στην οποία υπάρχουν άνθρωποι που δεν διστάζουν να δουλέψουν γι’αυτά τα τρία προαναφερθέντα εγκληματικά κράτη.

6. Οι διαδηλώσεις αυτές είναι πολύ πιθανόν να κατασταλλούν, και μάλιστα αρκετά γρήγορα θα έλεγα, αλλά το μεγαλύτερο επίτευγμά τους είναι ότι έχουν αποκαλύψει γυμνή την διανοητική χρεωκοπία των ρεφορμιστών εντός του Ιράν. Όταν το 2013 ο κοσμος ψήφισε για τον Ρουχανί, τον πραγματικό πρόεδρο, για τον οποίον όλοι ήξεραν ότι είναι το πιο συντηρητικό και νεοφιλελεύθερο στοχείο ανάμεσα στους μεταρρυθμιστές, ήξεραν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή, γιατί το καθεστώς είχε μπλοκάρει την κάθοδο στις εκλογές όλων των άλλων κύριων μεταρρυθμιστών υποψηφίων. Ο κόσμος (κι εγώ) τον ψηφίσαμε, παρ’ όλα αυτά, επειδή τότε ο κίνδυνος ενός πολέμου προερχόμενου από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ έμοιαζε μια πολύ μεγαλύτερη απειλή. Ελπίζαμε ακόμα, τότε, ότι ο Ρουχανί θα προχωρούσε όλο και περισσότερο προς τα πιο φιλελεύθερα και αριστερά στοιχεία μέσα στο κίνημα των μεταρρυθμιστών. Το γεγονός είναι ότι έκτοτε το ακριβώς αντίθετο συνέβη, με άλλα λόγια αντί ο Ρουχανί να κινηθεί προς τα αριστερά, οι υπόλοιποι μεταρρυθμιστές μετατοπίστηκαν τόσο πολύ προς τα δεξιά που δύσκολα υπάρχει οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα σ’ αυτούς και τον Ρουχανί. Για το δυναμικό μεταρρυθμιστικό κίνημα που ξεκίνησε το 1997, η παρούσα κατάστασή του είναι η πιο θλιβερή από όλα τα πιθανά σενάρια τέλους. Αυτές οι διαδηλώσεις ίσως είναι η τελευταία ευκαιρία του να παραμείνει σχετικό και να αφυπνιστεί.

7. Ένα τελευταίο σημείο σχετικά με τα αντι-ισλαμικά, μερικές φορές αντι-αραβικά συνθήματα. Αυτά τα συνθήματα είναι απεχθή και κανείς θα έπρεπε να τα καταδικάσει ανελέητα. Παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να έχουμε υπόψιν κάποια πράγματα: το μετεπαναστατικό Ιρανικό κράτος είναι ένα φανατικό φιλο-αραβικό κράτος, όλες οι ιστορικές μορφές που απολαμβάνουν σεβασμού στο σύγχρονο Ιράν είναι Άραβες, από τον προφήτη Μωάμεθ μέχρι τους υπόλοιπους. Μετά την επανάσταση το 1979 έγιναν ακόμα και προσπάθειες να αλλάξει η γλώσσα της χώρας στα αραβικά, αλλά απέτυχαν. Θυμάμαι, δυο χρόνια πριν, όταν είχα πάει πίσω στο Ιράν, ότι υπήρχε ένας εξέχων κληρικός που μιλούσε στην εθνική τηλεόραση σχετικά με το ιδρυτικό κείμενο της σύγχρονης περσικής γλώσσας, που είναι το “Βιβλίο των Βασιλέων” (Shahnameh του Ferdowsi). Έλεγε ότι αν ο Ferdowsi δεν είχε γράψει αυτό το “σκατένιο” κείμενο (που τυχαίνει να είναι από τα απόλυτα αριστουργήματα της επικής ποίησης), θα μιλούσαμε σήμερα, και φυσικά, τη γλώσσα του Κορανίου. Ποιος γνωρίζει οποιαδήποτε άλλη χώρα στην οποία μια προεξάρχουσα μορφή του Κράτους θα μιλούσε με τέτοιο τρόπο για το πιο πολύτιμο κείμενο της γλώσσας της χώρας; Το γεγονός είναι ότι η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, ακόμα κι αν προάγει αμείλικτα μια θρησκευτική πολιτική βασισμένη στο Σιιτικό Ισλάμ στο Ιράν και στην περιοχή, έχει υπάρξει, με όρους ταυτοτήτων, το περισσότερο μη-ταυτοτιστικό Κράτος στον κόσμο. Το Κράτος ανοιχτά περιφρονεί και περιγελά το προ-ισλαμικό παρελθόν του Ιράν, σε τέτοιο βαθμό που υπάρχουν μοναδικές ιστορικές τοποθεσίες που χρονολογούνται εδώ και χιλιάδες χρόνια, ππυ έχουν εγκαταλειφθεί εδώ κι εκεί στο Ιράν, χωρίς κανείς να τα φροντίζει. Ο πραγματικός Ανώτατος ηγέτης του Ιράν προέρχεται από την Αζαρική (τουρκική) εθνότητα. Ακόμα και οι διακρίσες εις βάρος των Κούρδων και των Βαλούχων του Ιράν σχετίζονται με το γεγονός ότι αυτές οι δυο εθνότητες είναι Σουνίτες. Ένας σιίτης Κούρδος ή Βαλούχος στο σύγχρονο Ιράν δεν θα τα κατάφερνε χειρότερα από ό,τι οι άλλοι Ιρανοί. Αν προσθέσουμε σ’ αυτό το γεγονός ότι ο Σαντάμ Χουσείν επιτέθηκε στο Ιράν με μια ανοιχτά παναραβική ατζέντα, ένας πόλεμος που προκάλεσε τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων Ιρανών, ένα πόλεμος που υποστηρίχτηκε εντελώς από την πλειοψηφία των αραβικών κρατών (με το κράτος της Συρίας να αποτελεί μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις), μπορούμε να σχηματίσουμε μια καλλίτερη εικόνα του γιατί είμαστε μάρτυρες τέτοιων απεχθών αντιαραβικών συναισθημάτων στο Ιράν. Ελπίζω αυτά τα συναισθήματα να εξαφανιστούν, αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν εκφράζουν μια εδραιωμένη εχθρότητα προς τους Άραβες. Μάλλον είναι παραπλανημένες και χωρίς γνώση αντιδράσεις απέναντι σε μια υπερβάλλουσα πολιτική του ιρανικού κράτους. Τελειώνοντας, αν ένα πράγμα αξίζει σχετικά με το προ-ισλαμικό παρελθόν του Ιράν, ιδιαίτερα τον πιο αγαπητό αντιπρόσωπό του, την εποχή του Κύρου, του θεμελιωτή της αυτοκρατορίας των Αχαμενιδών, είναι η ξεχωριστή πολυπολιτισμικότητά της, το γεγονός ότι το Κράτος, για μια περίοδο, σταμάτησε να είναι ένα εθνικό Κράτος (όπως συνέβαινε, μέχρι τότε, να είναι η νόρμα παντού), και σεβάστηκε τις πολιτισμικές διαφορές των διαφόρων εθνοτήτων. Αυτοί οι αποπροσανατολισμένοι μαλάκες που φωνάζουν αυτά τα συνθήματα εναντίον άλλων εθνοτήτων στο Ιράν και αλλού, αναφερόμενοι όλοι στον Κύρο, θα έπρεπε να ξέρουν ότι κάνοντας κάτι τέτοιο στερούν από την ιστορία του Ιράν μια από τις πιο σημαντικές συνεισφορές της στην ανθρώπινη ιστορία, δηλαδή ότι δημιούργησε, για πρώτη φορά όπως φαίνεται, στην ιστορία ένα μη-εθνικό Κράτος· ντροπή σας, λοιπόν, κι εσάς!

Ιράν – η εργατική τάξη σηκώνει κεφάλι

Μια ανάλυση της κατάστασης στο Ιράν από μια αναρχική κομμουνιστική σκοπιά.

Αναδημοσίευση από το Libcom: http://libcom.org/news/iran-working-class-raises-its-head-07012018. Το πρωτότυπο άρθρο από στο: https://communistanarchism.blogspot.co.uk.

 

 

Αφότου ο “μετριοπαθής” κληρικός Χασάν Ρουχανί επανεξελέγη στις ιρανικές προεδρικές εκλογές το 2017, το καθεστώς του, που είχε προωθήσει νεοφιλελεύθερες ιδέες, συνέχισε στην ίδια πορεία. Ο τομέας της δημόσιας υγείας χτυπήθηκε τόσο πολύ που σχεδόν δεν υπάρχει πλέον, και η εξασφάλιση δουλειάς και η ασφάλεια στους χώρους εργασίας έχουν εξαφανιστεί. Πολλές δουλειές είναι τώρα επισφαλείς (συμβάσεις μικρής διάρκειας κ.λπ) ενώ οι επαγγελματίες γιατροί, τεχνικοί κ.λπ, έχουν δεί τα στάνταρ της διαβίωσής τους να πέφτουν δραστικά. Ενώ η πρωτεύουσα Τεχεράνη έχει αφεθεί να αναπτύσσεται, πολλές μεγάλες και μικρές πόλεις στην περιφέρεια έχουν δει τις συνθήκες να χειροτετεύουν, και το ίδιο ισχύει για τις παροχές/φροντίδα στις διάφορες εθνοτικές ομάδες εντός του Ιράν.

Πολύς κόσμος έχει αναγκαστεί να περικόψει δραστικά τις αγορές τροφίμων που προηγουμένως θεωρούνταν ουσίωδη (γαλακτοκομικά και κρεατικά). Η ανεργία αυξάνεται ασταμάτητα. Υπάρχει ένα ολόκληρο τμήμα των νέων που έχουν γεννηθεί τη δεκαετία του 1980, πολλοί από τους οποίους είναι απόφοιτοι των κολλεγίων και των πανεπιστημίων που δεν έχουν καταφέρει να βρουν δουλειά ή αν έχουν βρει κερδίζουν πολύ μικρούς μισθούς. Η ανεργία φτάνει το 40% και περισσότερο μεταξύ των νέων. Την περασμένη χρονιά έγινε ένας αριθμός από χαμηλών τόνων και με ελάχιστη κάλυψη διαδηλώσεων, πορειών και καθιστικών διαμαρτυριών. Αυτές περιλαμβάνανε τους οδηγούς των λεωφορείων που υποστήριζαν τις ανεξάρτητες συνδικαλιστικές οργανώσεις τους, συνταξιούχους που διαμαρτύρονταν εναντίον των αυξανόμενων επιθέσεων στα επιδόματά τους, δασκάλους και νοσηλευτές που διαμαρτύρονταν εναντίον των εργασιακών συνθηκών τους, και φοιτητές που αντιτίθενταν στην ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης.

Ο Ρουχανί προώθησε ένα καινούριο σχέδιο για απλήρωτη μαθητεία στην οποία οι φοιτητές αντιτέθηκαν έντονα. Ένας από τους ακτιβιστές ηγέτες των οδηγών λεωφορείων φυλακίστηκε και αντιμετωπίστηκε με αποκρουστικό τρόπο.

Η κατάσταση επιβαρύνθηκε με τον σεισμό της 12ης Νοεμβρίου. Αυτοί που επέζησαν αντιμετωπίστηκαν με περιφρόνηση από τους αξιωματούχους, γεγονός που μετέφερε ένα κύμα διάχυτης αηδίας/αποδοκιμασίας ανάμεσα στον ιρανικό πληθυσμό. Η κατάσταση επιδεινώθηκε περισσότερο με την ανακοίνωση του ετήσιου προϋπολογισμού από το καθεστώς Ρουχανί. Οι ζημιές από τους σεισμούς ανέρχοντας στα 600 εκατομμύρια δολλάρια αλλά η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να παράσχει ένα πρόγραμμα ανοικοδόμησης, αφήνοντας αυτό το καθήκον στις ατομικές δωρεές! Από την άλλη, διάφορες υπηρεσίες προπαγάνδας του καθεστώτος έλαβαν ένα κονδύλι 1,5 δισεκατομμυρίου δολλαρίων. Οι τιμές των καυσίμων αυξήθηκαν κατά 50%. Καμμιά χρηματοδότησε δεν δόθηκε για κρατικά προγράμματα κατασκευών.

Επιπρόσθετα, υπήρχε μια αυξανόμενη επίγνωση μιας εκτεταμένης διαφθοράς και καταχρήσεων μεταξύ των αξιωματούχων του καθεστώτος.

Τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο με την πρώτη διαμαρτυρία στην δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράν, την Mashdad, στις 28 Δεκεμβρίου. Η πόλη είναι ένα προπύργιο των μουλάδων και ένας φορολογικός παράδεισος για τους υπαλλήλους/λειτουργούς του καθεστώτος. Την ίδια στιγμή η πόλη έχει δει μια τεράστια αύξηση των περιοχών με παραγκουπόλεις.

Φαίνεται ότι η αρχική διαμαρτυρία στην Mashdad ξεκίνησε από φονταμενταλιστές αντιτιθέμενους στη “μεταρρυθμιστική” γραμμή του Ρουχανί – με άλλα λόγια σαν αντίθεση στο άνοιγμα του Ιράν στις ξένες επενδύσεις και σε μια συγκριτικά ηπιότερη γραμμή απέναντι στη Δύση. Όμως, σύντομα οι διαμαρτυρίες απλώθηκαν σε άλλες μεγαλύτερες και μικρότερες πόλεις και πήραν έναν διαφορετικό χαρακτήρα. Πολύ έντονα συμμετείχαν στις πορείς πολλοί νέοι, αυτοί με ηλικίες μεταξύ των 15 και 30, που δεν έχουν δουλειά ή προοπτικές δουλειάς ή δουλεύουν σε συνθήκες επισφάλειας. Οι διαμαρτυρίες επικεντρώθηκαν στις οικονομικές συνθήκες, τη διαφθορά της ελίτ και τον προϋπολογισμό. Αρχικά συνθήματα όπως “Κάτω η ακρίβεια!” σύντομα συμπληρώθηκαν με άλλα όπως “Κάτω ο δικτάτορας” και “Θάνατος στον Χαμενεΐ” – ο Αλί Χαμενεΐ είναι ο Ανώτατος ηγέτης του Ιράν. Επιπλέον, πολλοί προβληματίζονται και ανησυχούν με τημ στρατιωτική εμπλοκή του καθεστώτος στη Συρία και το Ιράκ. Η προσπάθεια αυτή του καθεστώτος να αυξήσει την επιρροή του στην περιοχή έχει σαν αποτέλεσμα έναν αυξανόμενο θυμό όχι μόνο σε σχέση με τις ζωές που χάνονται στις περιπέτειες αυτές αλλά και για τα τεράστια ποσά που σπαταλιούνται σε πολέμους ενώ η φτώχεια και η ανεργία αυξάνονται δραματικά στην ίδια τη χώρα. Αυτό έδωσε ακόμα ένα σύνθημα που φωναζόταν στους δρόμους: “Ξεχάστη τη Συρία – σκεφτείτε εμας”.

Ένας άλλος παράγοντας που παίζει ρόλο είναι η απειλή της κλιματικής αλλαγής με την ξηρασία να πλήττει άγρια τις καλλιέργειες. Πριν από δυο καλοκαίρια, η πετρελαιοπαραγωγός πόλη της Bandar-e Mahshahr είχε την εμπειρία θερμοκρασιών που έφτασαν τους 73 (!) βαθμούς Κελσίου. Προβλέπεται ότι αν οι παγκόσμιες εκπομπές άνθρακα δεν μειωθούν δραστικά μέχρι το 2070 ο Περσικός κόλπος μπορεί να έχει τέτοιες θερμοκρασίες που να είναι αδύνατον να επιβιώσουν οι άνθρωποι.

Αλλά οι διαμαρτυρίες είναι διάτρητες από αντιφάσεις με τους πολιτικούς να προωθούν την αστική δημοκρατία σε μια προσπάθεια να σφετεριστούν τις διαμαρτυρίες, καθώς και υποστηρικτές του εκθρονισμένου Σάχη και διάφορων άλλων αντιδραστικών θρησκευτικών ρευμάτων. Σε αυτό αντιτέθηκε μεγάλο μέρος της νεολαίας που συμμετείχε στις πορείες. Αντιδραστικά συνθήματα που εμφανίστηκαν όπως: “Ούτε Γάζα, ούτε Λίβανος, θα πεθάνω μόνο για το Ιράν” ή “Είμαστε Άριοι, δεν προσκυνάμε Άραβες”, είχαν τον αντίλογο από συνθήματα όπως: “Από τη Γάζα μέχρι το Ιράν, κάτω οι εκμεταλλευτές”. Άλλα συνθήματα αναφέρονταν στον σχηματισμό λαϊκών συμβουλίων ή φέρονταν ενάντια στην ψευδοαντίθεση μεταξύ των μεταρρυθμιστικών και των φονταμενταλιστικών τάσεων του καθεστώτος.

Δεκάδες χιλιάδες έχουν πάρει μέρος τις διαδηλώσεις και τουλάχιστον 21 άτομα έχουν σκοτωθεί από τις βάναυσες δυνάμεις ασφαλείας, ενώ αρκετοί συνελλήφθησαν. Το καθεστώς ισχυρίζεται ότι νίκησε, με τον στρατηγό Mohammad Ali Jafari, ηγέτην των Φρουρών της Επανάστασης, μιας παραστριωτικής δύναμης που έχει διατηρήσει το καθεστώς στην εξουσία επί δεκαετίες, να λέει: “Σήμερα ανακοινώνουμε το τέλος της στάσης”. Όμως, έκτοτε, διαμαρτυρίες εξακολουθούν να ξεσπούν. Το καθεστώς έχει προσπαθήσει να κατηγορήσει τις διαμαρτυρίες ως κατευθυνόμενες από τις ΗΠΑ και τα φιλικά τους κράτη του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας. Πράγματι, ο Τραμπ μέσω του Twitter εξέφρασε την “υποστήριξή” του στους διαδηλωτές. Η ανάδυση της ιρανικής εργατικής τάξης σε όλες αυτές τις διαμαρτυρίες διαψεύδει όλες αυτές τις κατηγορίες. Ο Τραμπ φρόντισε/επέβλεψε ώστε οι πλούσιοι στις ΗΠΑ να ανταμοιφθούν με τεράστιες φορολογικές περικοπές. Το να καλυφθούν αυτές σημαίνει μια τεράστια επίθεση στη δημόσια υγεία, την κοινωνική ασφάλιση και άλλα επιδόματα πρόνοιας. Και φυσικά υπάρχουν πολλοί ισχυρισμοί για διαφθορά εναντίον του καθεστώτος Τραμπ. Πόσο διαφορετική είναι η κατάσταση των αμερικανών εργατών από αυτήν των ιρανών;

Ανάλογα και ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανάχιου εγκωμίασε τους διαδηλωτές. Και πάλι, πόσο διαφορετική είναι η κατάσταση των εργατών στο ισραηλινό κράτος όταν χιλιάδες διαμαρτύρονται ενάντια στην διαφθορά της διοίκησης του Νετανάχιου την ίδια στιγμή με τις διαμαρτυρίες στο Ιράν;

‘Εχουμε επίσης “αντιιμπεριαλιστές” αριστεριστές που τσιρίζουν, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, υπονοώντας ότι οι διαμαρτυρίες χειραγωγούνται από τη ΣΙΑ, και υποστηρίζουν σιωπηλά το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν.

Όσο μας αφορά, ως αναρχικοί κομμουνιστές, υποστηρίζουμε την ανάπτυξη των διαμαρτυριών της εργατικής τάξης στο Ιράν. Η καταστολή μπορεί να σταματήσει προσωρινά αυτό το κίνημα αλλά είναι ένα σημάδι της επανεπιβεβαίωσης της τάξης καθώς οι κρίσεις συνεχίζονται σε όλους τους πολιτικούς θεσμούς σε ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των αριστερών κομμάτων. Η οικονομική κρίση του 2008 είχε σαν αποτέλεσμα μαζικές επιθέσεις στην εργατική τάξη σε ολόκληρο τον κόσμο, επιθέσεις στις συντάξεις και τα κοινωνικά επιδόματα, το πετσόκομα των δημοσίων υπηρεσιών, αυξανόμενες διαιρέσεις μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών και μια μόνιμη απειλή πολέμου. Τώρα οι πιέσεις αυτές έχουν σαν αποτέλεσμα αναδυόμενες ξανά εξεγέρσεις.

Τέλος, η επανάσταση του 1979 που ανέτρεψε τον Σάχη γνώρισε τεράστιες διαδηλώσεις, την κατάληψη εργοστασίων και την ανάπτυξη εργατικών συμβουλίων. Θεωρούνταν αδύνατο ότι μια ένα τόσο βαριά εξοπλισμένο καθεστώς όπως αυτό του Σάχη, θα μπορούσε να ανατραπεί· κι όμως αυτό συνέβη. Η υπόθεση προδόθηκε από το σταλινικό κόμμα Tudeh, που είχε μεγάλη επιρροή στην εργατική τάξη. Η απόφαση του Tudeh να συμμαχήσει με τους Σιίτες κληρικούς του Αγιατολάχ Χομεϊνί επειδή θεωρήθηκε ως ένας προοδευτικός ηγέτης μιας δημοκρατικής επανάστασης, του επέτρεψε να ανέλθει στην εξουσία. Ως αποτέλεσμα, το Tudeh και όλες οι αριστερές και προοδευτικές ομάδες σίγησαν/φιμώθηκαν. Οι ισχυρές κοσμικές παραδόσεις του Ιράν καταπνίγηκαν. Ο Χομεϊνί αφομοίωσε μερικά από τα αιτήματα της επανάστασης του 1979 με μια ψευδοσοσιαλιστική ρητορική καλώντας την ίδια στιγμή για εθνική ενότητα και δημιουργώντας ψευδαισθήσεις για κοινά συμφέροντα φτωχών και πλούσιων.

Ο Αγιατολάχ Χομεϊνί ήταν μισογύνης πρώτης τάξης. Ο Νόμος Οικογενειακής Προστασίας που ήταν ενεργός υπό το καθεστώς του Σάχη ανεστάλη και οι γυναίκες ήταν ακόμα μια φορά στο έλεος των αντρών μέσα στην οικογένεια. Ο ισλαμικός κώδικας ενδυμασίας επιβλήθηκε στις γυναίκες συμπεριλαμβανομένων και των μικρών κοριτσιών από την πρώτη τάξη του δημοτικού. Ενώ αρχικά προώθησε την αύξηση του πληθυσμού, το καθεστώς αντέστρεψε την πολιτική αυτή στη συνέχεια και εισήγαγε ένα εξαιρετικά πετυχημένο πρόγραμμα οικογενειακού προγραμματισμού, που είχε σαν αποτέλεσμα να είναι το Ιράν η χώρα με τον μικρότερο ρυθμό αύξησης του πληθυσμού στην περιοχή. Το καθεστώς άλλαξε και πάλι την πολιτική αυτή όταν περιέκοψε τη χρηματοδότηση του προγράμματος αυτού το 2012.

Η ηλικία γάμου για τα κορίτσια μειώθηκε στην εφηβεία, την ηλικία των 9 ετών υπό τον ισλαμικό νόμο. Τιμωρία με μαστίγωμα, λιθοβολισμό και αμοιβές εγκλήματος [blood money] εισήχθησαν το 1981 για εγκλήματα όπως η μοιχεία και η παραβίαση του ισλαμικού κώδικα ενδυμασίας.

Κέντρα ημέρας που χρηματοδοτούνταν από την κυβέρνηση έκλεισαν, καθιστώντας δύσκολο [για τις γυναίκες] να παραμείνουν στη δουλειά. Οι γυναίκες είχαν παίξει έναν σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1979. Ο Χομεϊνί χρησιμοποίησε τη μέθοδο της ενσωμάτωσης [cooption] για να χαλιναγωγήσει αυτή την εξέλιξη. Το δικαίωμα των γυναικών στην ψήφο διατηρήθηκε όπως και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι οπότε γυναίκες υπηρετούσαν σε κυβερνητικές θέσεις τόσο στο εθνικό όσο και στο τοπικό επίπεδο. Συχνά όμως υποβιβάζονταν ή αποπέμπονταν ή συνταξιοδοτούνταν πρώιμα από αυτές τις θέσεις.

Στη διάρκεια των πρώτων δέκα χρόνων του θεοκρατικού καθεστώτος, το ποσοστό των εργαζόμενων γυναικών έπεσε από το 13% του πληθυσμού στο 8.6%. Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ σήμαινε ότι οι γυναίκες προέβαλλαν ως νοσοκόμες, γιατροί και σε άλλους υποστηρικτικούς ρόλους. Ο Ραφσαντζανί, ένας από τους θεμελιωτές του καθεστώτος, είχε την ικανότητα να κινητοποιεί τις ψήφους των γυναικών και απεικόνιζε τον εαυτό του ως έναν συγκριτικά φιλελεύθερο όσον αφορά τα δικαιώματα των γυναικών. Ήταν αυτός που εισήγαγε το πρόγραμμα οικογενειακού προγραμματισμού.Οι πολιτικές αυτές συνεχίστηκαν και με τον επόμενο πρόεδρο Μοχάμεντ Χαταμί. Οι τάσεις αυτές αντιστράφηκαν με την άνοδο στην εξουσία του Αχμαντινεζάντ. Το πρόγραμμα οικογενειακού προγραμματισμού σταμάτησε.

Υπό τον Ρουχανί επιτράπηκε μια χαλάρωση της στάσης όσον αφορά τον κώδικα ενδυμασίας, αλλά αυτό ήταν ένα αντιστάθμισμα απλά στην κίνηση των δυνάμεων ασφαλείας να πατάξουν οποιαδήποτε ανάπτυξη του φεμινισμού. Όμως, τώρα, οι γυναίκες συμμετέχουν στις διαδηλώσεις. Μια γενναία γυναίκα έβγαλε το hijab [1] της στη διάρκεια μιας πρόσφατης διαδήλωσης και το ανέμιζε σε ένα κοντάρι διαμαρτυρόμενη έτσι για τον κώδικα ενδυμασίας. Ελπίζουμε ότι αυτό είναι ένα σημάδι των πραγμάτων που πρόκειται να έρθουν. Άλλωστε, μια πετυχημένη επανάσταση στο Ιράν εξαρτάται τελικά από τον ρόλο των γυναικώ σ’ αυτήν. Η απελευθέρωση των γυναικών πρέπει να είναι ένα από τα βασικά μοτίβα της επανάστασης αυτής. Η εξουσία των μουλάδων κράτησε για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες και στηρίζεται κυρίως στην καθυπόταξη των γυναικών και της εργατικής τάξης. Την επόμενη φορά που η εργατική τάξη θα μπει στη δράση στο Ιράν, θα πρέπει να σαρώσει τους μουλάδες, είτε αυτοί είναι “φονταμενταλιστές” είτε “μεταρρυθμιστές”.

 

[1] To hijab (χιτζάμπ) είναι ένα πέπλο που φοριέται από κάποιες Μουσουλμάνες στην παρουσία ενήλικων αντρών εκτός της άμεσης οικογένειας, καλύπτοντας συνήθως το κεφάλι και το στήθος.

 

Endnotes: Μια ρομαντική κριτική;

Του Matthijs Krul1

Το Endnotes 32 είναι το πιο πρόσφατο προϊόν της ομάδας συζήτησης των θεωρητικών της “κομμουνιστικοποίησης” που φέρουν το όνομα Endnotes. Στο παρόν άρθρο θα αποπειραθώ μια συζήτηση από μια σκοπιά συμπάθειας αλλά και κριτικής σ’ αυτά που θεωρώ μερικές από τις κομβικές συνεισφορές των γραπτών των Endnotes, ιδιαίτερα στα Endnotes 2 και Endnotes 3. Οι συζητήσεις των Endnotes και, ίσως, η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης γενικότερα, πιστεύω ότι μπορεί δικαιολογημένα να ειπωθεί ότι αναπτύσσουν δυο κεντρικές ιδέες σ’ ολόκληρο το έργο τους. Η πρώτη είναι ότι η ιστορία του 20ου αιώνα είναι αυτή της ιστορικής αποτυχίας του εργατικού κινήματος ως ενός κινήματος των εργατών, δηλαδή ως ένα κίνημα με αυτοσυνειδησία, βασισμένου στην εργατική ταυτότητα και την ταξική θέση του εργάτη – την επιβεβαίωση της εργατικής τάξης, συμπεριλαμβανομένων της σχετιζόμενων εννοιών της “εργατικής” εξουσίας, του “εργατικού” κράτους κοκ. Αυτό το εργατικό κίνημα θεωρείται ότι απέτυχε να κατανοήσει ότι η κατάργηση των τάξεων απαιτούσε την κατάργηση της αξιακής μορφής: όχι μια επιβεβαίωση της εργατικής ταυτότητας, αλλά την απεμπόληση μιας τέτοιας ταυτότητας – μια ταξική θέση που είναι μια “κακοτυχία”. Το κεντρικό ζήτημα είναι λοιπόν, όπως τίθεται στο Endnotes 2: “Η ιστορία της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι η ιστορία της αναπαραγωγής της ταξικής σχέσης. Είναι αυτή της αναπαραγωγής του κεφαλαίου ως κεφάλαιο, και – του απαραίτητου συνακόλουθου – της εργατικής τάξης ως εργατική τάξη. Αν υποθέσουμε ότι η αναπαραγωγή αυτής της σχέσης δεν είναι αναπόφευκτη, ποια είναι η πιθανότητα της μη-αναπαραγωγής της”;

Το δεύτερο επιχείρημα τότε, η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, είναι ότι η μόνη δυνατή μορφή που μπορεί να πάρει μια θεωρία της επανάστασης στον απόηχτο της εξαφάνισης ή αδυνατότητας στο παρόν αυτού του είδους του εργατικού κινήματος και της αποτυχίας του με τη μορφή του “πραγματικά υπαρκτού σοσιαλισμού” να υπερβεί πραγματικά τον νόμο της αξίας και να κινηθεί προς ένα καινούριο είδος κοινωνίας είναι να πετύχει αυτή την πλήρη υπέρβαση του νόμου της αξίας, της εμπορευματοποίησης της ζωής, της εργασίας και της αναπαραγωγής της υπό τον καπιταλισμό με έναν άμεσο τρόπο. Σύμφωνα με τους θεωρητικούς των Endnotes, ο καπιταλισμός όχι μόνο υπάγει πλήρως την εργατική τάξη υπ’ αυτόν, ούτως ώστε η αναπαραγωγή της εργατικής τάξης ως εργατική τάξη να είναι η αναπαραγωγή του ίδιου του καπιταλισμού, αλλά περιέχει επίσης μια τάση στον χρόνο να πολλαπλασιάζει “πλεονάζοντες πληθυσμούς”, τον εφεδρικό στρατό εργασίας που έλεγε ο Μαρξ: διαρκώς μεγαλύτερους αριθμούς εργατών αντικειμενικά μη-απαραίτητων για την τεχνολογικά μετασχηματισμένη παραγωγική διαδικασία, μια συσσώρευση λούμπεν προλετάριων σε παραγκουπόλεις και περιφέρειες.

Συνεπώς, ο “αριστερός κομμουνισμός” των Endnotes, αν αυτός είναι ο σωστός όρος σχετικά με τις πολιτικές τους υποδηλώσεις και στρατηγική, εκφράζεται με δυο τρόπους. Ο πρώτος είναι η απόρριψη, και η αντίθεση προς, οποιωνδήποτε κομμάτων (μικρών ή μεγάλων) που προσπαθούν για μια ακόμα φορά να επαναεπισκεφθούν την κρίσεις για τον 20ο αιώνα και να αναζωογονήσουν προσπάθειες – μέσω του ενός ή του άλλου προγράμματος οργάνωσης και επανάστασης για και από την εργατική τάξη – για την επίτευξη της ηγεμονίας στην κοινωνία, την επανάσταση της εργατικής τάξης, την εργατική εξουσία και τα παρόμοια. Ο δεύτερος είναι η αίσθηση ότι η ιστορική αποτυχία αυτών των προσεγγίσεων – και φυσικά ιδιαίτερα η ιστορική κληρονομιά της ΕΣΣΔ ως το απόγειο και το σύμβολο αυτής της μορφής μαρξιστικής ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος – βασίζουν την ελλιπή κατανόησή τους για την ολότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας και του νόμου της αξίας, που δεν μπορεί να καταργηθεί στην βάση μιας απλής άρνησης της ταξικής εξουσίας και της τοποθέτησης ενός κόμματος της εργατικής τάξης στους μοχλούς της μηχανής του κράτους και της κοινωνίας των πολιτιών. Πραγματικά, η αντίθεση μεταξύ εργατικής τάξης και κεφαλαίου είναι, και εδώ οι Endnotes συγκλίνουν με τον Εγελιανό Μαρξισμό και την θεωρία της αξιακής μορφής, μια έκφραση της αντίφασης ανάμεσα στην αξία χρήσης και την αξία ανταλλαγής στην ίδια την καπιταλιστική κοινωνία. Κανένα Κόμμα ή “εργατικό κράτος” δεν μπορεί να καταργήσει αυτή την αντίφαση με διατάγματα, ή να “έχει” έναν σοσιαλισμό που εμπεριέχει στην καρδιά του αυτή την αντίθεση. Μέχρι εδώ, μια χαρά.

Οποιαδήποτε επανάσταση, λοιπόν, αν πρόκειται για επανάσταση, πρέπει να είναι στα “αριστερά” αυτών των προσεγγίσεων, με την έννοια ότι πρέπει να επιχειρούν μια πιο πλήρη και ριζική υπέρβαση. Για τους Endnotes, αυτή είναι η ιδέα τους για την αμεσότητα. Όπως διατυπώνεται στο Endnotes 3:

Να μιλάμε για αμεσότητα, σε σχέση με την επανάσταση, είναι απλά μια σύντμηση για το γεγονός ότι η επανάσταση καταργεί τις διαμεσολαβήσεις του σύγχρονου κόσμου. Να μιλάμε για την αμεσότητα του κομμουνισμού σημαίνει λοιπόν να επιβεβαιώνουμε ότι, σε αντίθεση με τους επαναστάτες του παρελθόντος, οι “κομμουνιστικοποιητές” θα πρέπει να πάρουν στα σοβαρά υπόψιν την συνοχή του σύγχρονου κόσμου. Ο εργάτης, η μηχανή, το εργοστάσιο, η επιστήμη και η τεχνολογία: κανένας από αυτούς τους όρους δεν εμφανίζεται ως ένα απόλυτο “καλό” [unqualified good], που πρέπει να αντιτεθεί στο κεφάλαιο και το κράτος, ως απόλυτα “κακά”. Δεν υπάρχει καμμιά ουδέτερη τάξη του κόσμου που μπορεί να αναλάβει η εργατική τάξη απλά και να την λειτουργήσει προς το συμφέρον της. Συνεπώς, η επανάσταση δεν μπορεί να είναι ζήτημα του να βρούμε καινούριους τρόπους διαμεσολάβησης των σχέσεων ανάμεσα στους εργάτες ή ανάμεσα στους ανθρώπους και τη φύση, το κράτος και την οικονομία, τους άντρες και τις γυναίκες κ.λπ.

Τα προηγούμενα τεύχη των Endnotes έχουν, μέσω μιας “αρνητικής” συζήτησης άλλων ρευμάτων του “αριστερού κομμουνισμού” και μιας επαναθεώρησης της ιστορίας του 20ου αιώνα, ανοίξει τον δρόμο· το τρίτο τεύχος είναι ίσως η πρώτη θετική έκφραση μιας στρατηγικής ματιάς/προοπτικής που βασίζεται σε αυτές τις ιδέες, συνεπώς αξίζει να συζητηθεί περαιτέρω.

Το Endnotes 3 απαρτίζεται από έναν αριθμό ανόμοιων κειμένων. Μεγάλο κομμάτι της δουλειάς καταλαμβάνεται από τη συζήτηση της ταυτότητας υπό τον καπιταλισμό και του τί θα σήμαιναν η φυλή και το φύλο και τέτοιες “ταυτότητες” της εργατικής τάξης ειδωμένες από την οπτική της κομμουνιστικοποίησης. Αν και προφανώς κεντρικά ερωτήματα για την πολιτική και κοινωνική ζωή της εργατικής τάξης σήμερα, ιδιαίτερα στη Δύση, αξίζουν μιας πο συγκεκριμένης συζήτησης και ως εκ τούτου δεν θα ασχοληθώ σε βάθος με αυτά εδώ. Στην παρούσα περίπτωση ενδιαφέρομαι περισσότερο να συζητήσω το νόημα και τις συνέπειες/υποδηλώσεις της κομμουνιστικοποίησης: μια θεωρία της επανάστασης ως αμεσότητας στην υπέρβαση των κατηγοριών της (καπιταλιστικής) αξίας. Αρχικά, επιτρέψτε μου να πω ότι υπάρχουν πολλά στοιχεία εδώ με τα οποία συντάσσομαι. Η επιθυμίας των θεωρητικών των Endnotes, ως “αριστερών κομμουνιστών”, να αναζητήσουν μια γενικότερη θεωρητική ανάλυση του 20ου αιώνα και να αναλάβουν μια διερεύνηση του (φαινόμενου;) “θανάτου της αριστεράς” είνα αξιοθάμαυστη. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που για τους Endnotes αυτό πηγαίνει πιο πέρα από προσπάθειες αναζωογόνησης του προγραμματιστικού κομμουνισμού αυτής ή της άλλης στιγμής της ιστορίας ή της γεωγραφίας όταν βρέθηκε το “αληθινό πρόγραμμα” – όπως στς πολλές προσπάθειες αναζωογόνησης της 2ης Διεθνούς, ή του αναρχισμού του Ισπανικού εμφυλίου, ή του “αληθινού Μαρξισμού” αυτού ή του άλλου κανονιστικού συγγραφέα όπως ο Λένιν ή η Λούξεμπουργκ ή ο Τρότσκυ.

Οι συγγραφείς των Endnotes, αντίθετα, προσεγγίζουν τον 20ο αιώνα με το μόνο πραγματικά αληθινό μαρξιστικό πνεύμα, με άλλα λόγια, με “νηφάλιο πνεύμα”. Η συζήτησή τους για το εργατικό κίνημα του 20ου αιώνα ως μιας έκφρασης της επιβεβαίωσης της ύπαρξης της εργατικής τάξης, και συνεπώς της αναπαραγωγής του καπιταλισμού, είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα λόγω της απουσίας μιας συνοδεύουσας προκαθορισμένης προγραμματικής ή στρατηγικής άποψης για την επανάσταση – φακών μιας “παράδοσης” μέσω των οποίας όλα τα ιστορικά γεγονότα πρέπει να επανερμηνευθούν και οι οποίοι πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως ένας χάρακας/μέτρο με τον οποίον να κριθούν τα πραγματικά ιστορικά κινήματα. Κατά την άποψή μου, αυτό τοποθετεί την ανάλυσή τους γι’ αυτόν “τον αιώνα των άκρων” ξεκάθαρα πάνω από αυτές των περισσότερων αριστερών σχολιαστών.

Θα μπορούσα να προσθέσω σ’ αυτό την συστηματική προσπάθεια κατανόησης της πραγματικής διαδικασίας της παραγωγής, της (ανα)διαμόρφωσης της εργατικής τάξης, και των πάνω και κάτω της πάλης που αυτά έχουν παραγάγει – εδώ μπορεί να ειδωθεί ένα συγκεκριμένο όφελος πρός την αυτονομία, όπως στη συζήτηση μιας “εργατικής έρευνας” στο Endnotes 2 – και την εξίσου συστηματική επιμονή στην κατάργηση του καπιταλισμού με όλες τις κατηγορίες του, και πρώτα απόλα της ίδιας της εργατικής τάξης. Η διατήρηση αυτού ως του μοναδικού μέτρου που οποιοσδήποτε κομμουνισμός θα έπρεπε να έχει, μάλλον παρά ο εθιμικός εκρομαντισμός της εργατικής τάξης καθαυτής, και ως του μοναδικού “αληθινού” ιστορικού υποκειμένου, την διαφοροποιεί σημαντικά από τον συνδυασμό νοσταλγίας και δογματισμού που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της ιστοριογραφίας των μαρξιστικών κομμάτων (σεκτών) της σύγχρονης εποχής (μπορεί κάποιος να σκεφτεί σ’ αυτό το σημείο την υποδοχή που έλαβε το περίφημο “Έχει σταματήσει η πορεία της Εργασίας προς τα μπρος;” του Hobsbawm, που ειδώθηκε εντελώς ως ένα πρόβλημα του εργατικού κινήματος και της σύλληψης αυτού του κινήματος ως της νίκης των εργατών, τώρα φαινομενικά και τραγικά “σταματημένου”· αυτό σε αντίθεση με την προοπτική των κριτικών της κομμουνιστικοποίησης ότι η νίκη του κομμουνισμού μπορεί μόνο να υπάρχει ως η κατάργηση της εργατικής τάξης).

Παρόλα αυτά, υπάρχουν, κατά την άποψή μου, επίσης κάποιες σοβαρές θεωρητικές αδυναμίες σ’ αυτή την προοπτική της κομμουνιστικοποίησης, και ίσως στην ίδια την προωστική δύναμη της κομμουνιστικοποίησης – αδυναμίες που αναδεικνύονται, ίσως, με τον καθαρότερο τρόπο στην περισσότερο στρατηγική ανάλυση του Endnotes 3. Κατά την άποψή μου, η συλλογικότητα των Endnotes δεν ξεφεύγουν εντελώς κι οι ίδιοι από έναν συγκεκριμένο ρομαντισμό. Αλλά αυτός ο ρομαντισμός δεν είναι νοσταλγικός, αλλά, όπως θα προσπαθήσω να επιχειρηματολογήσω εδώ, μάλλον ιδεαλιστικός και ανεπαρκώς ιστορικός. Θα προσπαθήσω να διαγράψε εν συντομία αυτές τις ενστάσεις.

Η πρώτη αδυναμία είναι η σταθερή τάση να υποκαθίσταται η ρομαντική άποψη – του εργάτη που υπερβαίνει τους περιορισμούς του καπιταλισμού και να επιτυγχάνει τον εργατικό παράδεισο – με μια εξίσου ρομαντική προοπτική της υπέρβασης της καπιταλιστικής ολότητας σε μια ονειρική χώρα ενός ελεύθερου παιχνιδιού σημαινόντων3. Μ’αυτό εννοώ την (φαινόμενη) χρήση από τους Endnotes της αμεσότητας, με την κυριολεκτική έννοια της υπέρβασης της διαμεσολάβησης, τόσο ως προϋπόθεσης όσο και ως περιεχομένου του κομμουνισμού. Για τους Endnotes, η ουσία αυτού που αποκαλούν κομμουνιστικοποίηση εμφανίζεται να συνίσταται από μια έκρηξη αντίθεσης στην αναπαραγωγή του καπιταλισμού συμπεριλαμβανομένων όλων των κατηγοριών του, μια εισβολή στο εδώ και τώρα. Αυτό υπονοεί ότι μια “κομμουνιστικοποιητική” επανάσταση είναι μια επανάσταση στην οποία όλες οι κατηγορίες διαμεσολάβησης της παρούσας κοινωνίας ξεπερνιούνται και στην οποία συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα από την παρούσα κοινωνία που να σχηματίζει την κληρονομιά για το μέλλον. Αυτό είναι ιδιαίτερα καθαρό στα δυο δοκίμια του Endnotes 3: “Αυθορμησία, Διαμεσολάβηση, Ρήξη”και στο “Logistics, Αντι-logistics και η Κομμουνιστική Προοπτική” του Jasper Bernes. Το πρώτο είναι χαλαρά οργανωμένο γύρω από μια συζήτηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ σχετικά με τη μαζική απεργία και το δεύτερο συζητά τη σύγχρονη καπιταλιστική επιμελητεία – αλλά και τα δύο έχουν σημαντικές κοινοτοπίες που βασίζονται στην απόρριψη της χρήσης οποιωνδήποτε δομών διαμεσολάβησης, είτε φυσικής (όπως η επιμελητεία) είτε νοητική (όπως στις διαμεσολαβούσες κατηγορίες) που υπάρχουν υπό τον καπιταλισμό, στην κομμουνιστικοποίηση ή στο σοσιαλιστικό μέλλον.

Στο άρθρο του Bernes, αυτό φαίνεται καθαρά. Η πραγμάτευσή του για την σύγχρονη επιμελητεία – την παράδοση just-in-time, τα παγκόσμια δίκτυα παραγωγής και διανομής, την “υπαγωγή της παραγωγής στις συνθήκες της κυκλοφορίας” και την “εξαΰλωση του χώρου από τον χρόνο” που οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν προείδει ήδη το 1848 ότι θα επέφερε η παγκόσμια αγορά – είναι παραδειγματική. Αλλά αντί να συζητήσει τις δυνατότητες και τις παγίδες αυτής της “επανάστασης στην επιμελητεία” για τους μαρξιστές, όπως γίνεται όλο και περισσότερο από μαρξιστές που ενδιαφέρονται στην εφαρμογή της τεχνολογίας για σοσιαλιστικές χρήσεις, ο Bernes τοποθετεί απλά τον εαυτό απέναντι από το φαινόμενο αυτό ολωσδιόλου. Καθώς η επιμελητεία καθοδηγείται από το κεφάλαιο, και η παγκοσμιοποίηση των κατηγοριών του κεφαλαίου σημαίνει την υποδούλωση και την “απο-κειμενοποίηση4 [abjection] της εργατικής τάξης, η επιμελητεία πρέπει απλά να απορριφθεί ως μια ακόμα μεταξύ των πολλών “κακών διαμεσολαβήσεων” του κεφαλαίου. Γιατί αυτό; Ο Bernes δίνει μερικά πρακτικά παραδείγματα, τα οποία περιστρέφονται όλα γύρω από την αδυνατότητα της καταληψης της εξουσίας με έναν επαναστατικό τρόπο έτσι ώστε η ολότητα της παγκοσμιοποιημένης επιμελητείας να μπορεί να ελεγχεται από τους επαναστάτες. Αυτό είναι ουσιαστικά το πρόβλημα του “σοσιαλισμού σε μια χώρα”: ένα τεχνικό αλλά και πολιτικό πρόβλημα, το οποίο θα έπρεπε συνεπώς μάλλον να συζητηθεί καθαυτό, παρά να υποτίθεται η απάντησή του ως γνωστή.

Στη συνέχεια, ο Bernes προσθέτει στο παραπάνω και το περίεργο επιχείρημα ότι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας κατάληψης των “μοχλών” της επιμελητείας, ακόμα και αν ήταν εφικτή, θα ήταν η περαιτέρω εξαφάνιση/απαρχαίωση της δουλειάς στις υπηρεσίες στη Δύση: “η ιδέα ότι το 15% περίπου των εργατών των οποίων η εργασία θα ήταν ακόμα χρήσιμη θα δουλεύουν για λογαριασμό άλλων – ως φροντιστές ενός κομμουνιστικού μέλλοντος – δεν μπορεί να δουλέψει πολιτικά, ακόμα και αν το σύστημα μπορούσε να παράγει αρκετά από όσα χρειάζονται οι άνθρωποι, και το εμπόριο για “πρώτες ύλες” [inputs] δεν δημιουργούσε κάποιο άλλο εμπόδιο/φραγμό”. Το αν αυτό εφαρμόζεται σε μια κοινωνία που έχει “κομμουνιστικοποιηθεί” ή για οποιαδήποτε προσπάθεια κομμουνιστικοποίησης που είναι πολύ μερική απέναντι στην ολότητα του κεφαλαίου, δεν είναι ξεκάθαρο. Αλλά εξαιτίας αυτού, συνεχίζει ο Bernes, το βασίλειο της ολότητας είναι αυτό του κεφαλαίου, και πρέπει να αποσυρθούμε/βγούμε από αυτό: “το όλον είναι το ψευδές, στην περίπτωση αυτή, όχι τόσο επειδή δεν μπορεί να αναπαρασταθεί επαρκώς ή επειδή οποιαδήποτε προσπάθεια για μια τέτοια αναπαράσταση ασκεί βία στις εσωτερικές της αντιφάσεις, αλλά επειδή όλες αυτές οι καθολικές αναπαραστάσεις διαψεύδουν το γεγονός ότι το όλον δεν μπορούμε ποτέ να επεξεργαστούμε το όλον ως τέτοιο. Η ολότητα του συστήματος επιμελητείας ανήκει στο κεφάλαιο”. Ο Bernes προτείνει, αντίθετα, ότι θα πρέπει να μπλοκάρουμε και να αντιτεθούμε στο παγκόσμιο σύστημα παραγωγής και διανομής: η αρνητική απάντηση/αντίδραση στην επιβεβλημένη διαμεσολάβηση.

Κατά την άποψή μου, αυτό είναι μια ασυνείδητη και μη πρακτική παραχώρηση στον ρομαντισμό του τοπικού και στις ουσιαστικά νοσταλγικές παρορμήσεις του “αντι-παγκοσμιοποιητικού” κινήματος, αν και εξαιρετικά πιο εκλεπτυσμένο στην κατανόηση του στρατηγικού ζητήματος. Είναι μια πολιτική καθαρής αντίθεσης, από την οποία λείπει, όμως, ένας από τους πιο κεντρικούς ισχυρισμούς του Μαρξ, δηλαδή ότι οι ίδιες οι τεχνολογικές και οργανωσιακές δυνατότητες του καπιταλισμού θα καθιστούσαν τον σοσιαλισμό εφικτό – η πρόταση/αρχή ενός σοσιαλισμού που είναι μάλλον “επιστημονικός”, δηλαδή ριζωμένος σε πραγματικές εξελίξεις, παρά “ουτοπικός”, δηλαδή αντιτιθέμενος στις πραγματικές εξελίξεις με αυθαίρετα ιδεατά προγράμματα. Το άρθρο του Bernes στο Endnotes στερείται, ίσως, του προγραμματισμού, σε συμφωνία με τη γενική κριτική που ασκεί η κομμουνιστικοποίηση στον προγραμματιστικό εργατισμό· αλλά, έτσι, απομένει με τίποτα άλλο από μια στάση απόρριψης, ο σκοπός της οποίας απορρίπτεται από την ίδια την ανάλυση του Bernes.

Πραγματικά, αν η επανάσταση δεν μπορεί να γίνει ταυτόχρονα παντού (κάτι που μπορεί αρκετά εύλογα να υποτεθεί), και αν “το κεφάλαιο μπορεί να μας πολεμήσει σε κάθε σημείο την ίδια στιγμή, γιατί το κεφάλαιο δεν είναι με καμμιά έννοια μια δύναμη με την οποία μπορούμε να πολεμήσουμε αλλά η ίδια η περιοχή στην οποία αυτή η διαμάχη λαμβάνει χώρα” – τότε με ποιο τρόπο θα μπορούσε να είναι δυνατή μια κομμουνιστικοποίηση από τα μέσα; Από την ανάλυση αυτή, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται περισσότερο εφικτό τοπικά από όσο σε παγκόσμιο επίπεδο, και όντως (όπως ορθά επισημαίνει ο Bernes) η σκοπιμότητα αυτή καθαυτή της παγκόσμιας επιμελητείας ήταν, καταρχάς, ακριβώς η παράκαμψη των τοπικών εξεγέρσεων, απεργιών, επαναστάσεων και άλλων αντικαπιταλιστικών ενεργειών. Η πρακτική κριτική όλων των διαμεσολαβήσεων του κεφαλαίου μοιάζει να μην μας αφήνει με τίποτα άλλο από σαμποτάζ χάριν του ίδιου του σαμποτάζ – την πολιτική του αναρχισμού και μηδενισμού του τέλους του αιώνα [fin-de-siècle].

Αυτό ενισχύει την εντύπωση, σίγουρα από το Endnotes 3, ότι η κριτική των Endnotes είναι με συνέπεια αυτή του σαμποτάζ, του μπλοκαρίσματος, του αρνητικού και του αντιτιθέμενου στην λογική της αξίας. Αυτό, θα πρέπει να πούμε, είναι ένα υγιές αντίδοτο στην συνήθεια κάποιων Μαρξιστών και κομμάτων να βλέπουν το σπέρμα Της Επανάστασης σε κάθε απεργία σε ένα εργοστάσιο μπισκότων στο Περού, αρκεί κάποιοι εργάτες να φοράνε ένα κόκκινο μπλουζάκι κάπου. Πραγματικά, κάποιος μπορεί να δεχτεί ότι γενικά οποιεσδήποτε από τις δραστηριότητες του εργατικού κινήματος ως τέτοιο τείνουν απλά να επανενδυναμώνουν την εργατική τάξη ως μια τάξη υποκείμενη στο κεφάλαιο, και το ίδιο έχει κάνει το μοντέλο της “μετάβασης” που προσφέρουν οι κομματικοί Μαρξιστές. Όμως, η καθαρή άρνηση της κομμουνιστικοποίησης έχει κι αυτή τα μειονεκτήματά της. Δεν μπορεί να συλλάβει πώς να πάμε από το Α στο Β, με έναν τρόπο διαφορετικό από την άρνηση στο υπάρχον· ενάντια στον χωρίς εγγυήσεις “Μαρξισμό της αυτοβοήθειας” των εργατιστών Μαρξιστών του 20ου αιώνα, προσφέρουν έναν Μαρξισμό που είναι ουσιαστικά γνωστικός – στον οποίον υπάρχουν μόνο εκρήξεις ενάντια στη λογική του υλικού κόσμου, εκρήξεις που πρέπει να περιέχουν εντός τους, αυθόρμητα και με άγριο τρόπο, την ολότητα του νέου κόσμου ενάντια στην ολότητα του παλιού. Για τους συγγραφείς του Endnotes, φυσικά, αυτό μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή και οπουδήποτε και δεν μπορεί ποτέ να προβλεφθεί – και με αυτή την έννοια δεν είναι μηδενιστές. Αλλά ενώ παρακαμπτει τον καθαρά αμυντικό Μαρξισμό, που ακολουθεί στην ουρά των εργατικών συνδικάτων και των σοσιαλδημοκρατών, κυριαρχώντας ουσιαστικά στην αριστερά σήμερα, και δεν επιδεικνύει καμμιά νοσταλγική τάση, έχει αντίθετα έναν καθαρά αντιτιθέμενο Μαρξισμό, έναν Μαρξισμό που διατηρεί αυτή τη ρομαντική μορφή, αλλά είναι άδειος από το περιεχόμενό της. Έχει, ίσως, μάλλον ένα μήνυμα ελπίδας, παρά ένα μήνυμα νοσταλγίας – αλλά ένα μήνυμα που δεν σχετίζεται με την πραγματική του ανάλυση.

Το ίδιο πράγμα μπορεί να δειχθεί, θα ισχυριζόμουνα, και για τη συζήτησή τους σχετικά με τις διαμεσολαβήσεις στην θεωρία, μάλλον, παρά στην πράξη – όπως στο δοκίμιο για την ρήξη, την αυθορμησία και τη διαμεσολάβηση που αναφέρθηκε παραπάνω. Ενώ θα περίμενε κάποιος ότι αυτή η συζήτηση, που ξεκινά με ένα σχόλιο στα άρθρα της Ρόζας Λούξεμπουργκ για τη μαζική απεργία και το αυθόρμητο, θα προσέφερε μια στρατηγική καθοδήγηση, καμμιά τέτοια οπτική δεν αναδύεται. Ίσως κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ κοντά στα προγράμματα των κομματικών Μαρξιστών. Αντίθετα, ο κεντρικός ισχυρισμούς του άρθρου – όπως και της κομμουνιστικοποίησης γενικά – είναι να επαναλάβει ότι τα προγενέστερα κομμουνιστικά κινήματα, στον βαθμό που βασίζονταν στο εργατικό κίνημα, δεν είχαν καμμιά έννοια “ρήξης”. Τι είναι όμως αυτή η “ρήξη”; “Η ρήξη αναγκάζει κάθε άτομο, που εμπλέκεται στην πάλη, να διαλέξει πλευρά: να αποφασίσει αν συντάσσεται με την πλευρά του κομμουνιστικού κινήματος – ως το κίνημα της πρακτικής καταστροφής αυτού του κόσμου – ή διαφορετικά, με την πλευρά της συνέχισης της εξέγερσης, στη βάση αυτού που είναι. Με αυτή την έννοια, η ρήξη είναι μια στιγμή της ανταρσίας, της επιλογής πλευράς”.

Όλα αυτά είναι εντάξει, αλλά το ίδιο θα μπορεί για οποιαδήποτε στρατιωτικού τύπου εξέγερση, ή αντάρτικο ή ακόμα και εκλογές. Συνεπώς, τι διακρίνει αυτή τη ρήξη από τα προγράμματα των κομματικών Μαρξιστών του παρελθόντος (και του παρόντος); “Η διαφορά ανάμεσα στις οργανώσεις και το κόμμα είναι, λοιπόν, η διαφορά ανάμεσα, αφενός σε επιτροπές ανέργων, συνελεύσεων γειτονιάς και σωματείων βάσης – που οργανώνουν τη διάρρηξη/αναστάτωση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων – και αφετέρου ομάδων παρτιζάνων – που αναδιαμορφώνουν δίκτυα μεταφορών και επικοινωνίας και οργανώνουν την δημιουργία και ελεύθερη διανομή αγαθών και υπηρεσιών. Οι κομμουνιστικές τακτικές διαλύουν τις ίδιες τις διακρίσεις (πχ. ανάμεσα σε εργαζόμενους και άνεργους) πάνω στις οποίες βασίζονται οι προλεταριακές οργανώσεις. Και κάνοντάς το αυτό, εκκινούν την ενοποίηση της ανθρωπότητας”.

Έχουμε και πάλι: ο κομμουνισμός, για τους Endnotes, είναι ουσιαστικά η κατάργηση των κατηγοριών του καπιταλισμού διευατές και καθεαυτές. Και πάλι θα δώσω έμφαση στην θεμελιώδη συμφωνία μου – και ίσως αυτό να γίνεται αυξανόμενα κοινά αποδεκτό στον “Δυτικό Μαρξισμό” γενικότερα – ότι οποιοσδήποτε κομμουνισμός πρέπει πράγματι να ξεπεράσει ολοκληρωτικά τον νόμο της αξίας, και ότι η ίδια η επανάσταση, για να είναι πλήρης, συνεπάγεται μια τέτοια υπέρβαση των κατηγοριών του καπιταλισμού ώστε να την θέσει σε ένα εντελώς διαφορετικό σύνολο κοινωνικών σχέσεων για πάντα. Αλλά αυτό δεν ήταν ποτέ τόσο αξιοθαύμαστο όσο υπονοείται. Το ερώτημα ήταν πάντα πώς αυτή η εννοιολογική απαίτηση, αυτή η υπέρβαση των πραγματικών αφαιρέσεων, σχετίζεται με την ίδια την μη-αφηρημένη στρατηγική της ίδιας της επανάστασης. Τα συνθηματικά αναγνώρισης των κομματικών Μαρξιστών είναι συνθηματκά της στρατηγικής και ολόκληρη η θεωρία τους υπηρετεί μόνο αυτόν τον σκοπό (που αποτελεί και μια από τις κύριες ενστάσεις που έχω απέναντί τους).

Σχετικά μ’ αυτό, οι Endnotes δεν μπορούν να μας πουν τίποτα άλλο από το ότι “η επανάσταση σήμερα μπορεί να σημαίνει μόνο εφτά δισεκατομμύρια ανθρώπους που προσπαθούν να βρουν τρόπους να αναπαραγάγουν τους εαυτούς τους με μη καπιταλιστικούς τρόπους”. Αυτό όχι μόνο είναι ελάχιστα διαφωτιστικό, αλλά μοιάζει επίσης να αντιφάσκει με την έμφαση στην ολότητα ως το βασίλειο του κεφαλαίου. Εδώ, κατά την άποψή μου, η ανάγκη κατάργησης όλων των διαμεσολαβήσεων του κεφαλαίου στο εδώ και το τώρα φτάνει στην αδυνατότητα του να συμβεί από μια καθαρά “αρνητική” οπτική, δηλαδή από μια σκοπιά που υποθέτει ένα είδος προεικόνισης αυτής της κατάργησης. Είναι, στην ουσία, ένα κυκλικό επιχείρημα: η επανάσταση πρέπει να καταργήσει τις διαμεσολαβήσεις του κεφαλαίου, και το μόνο σημείο που αυτό μπορεί να επιτευχθεί είναι εκεί που οι διαμεσολαβήσεις του κεφαλαίου καργούνται. Η κομμουνιστικοποίηση προϋποθέτει την απάντηση στο ερώτημά της [begs its own question]. Η πρότασή μου είναι ότι αυτό συμβαίνει εξαιτίας ενός λεπτού ιδεαλισμού και μιας ανιστορικότητας στο επιχείρημα: μια αποστροφή στη “μετάβαση” τρέπεται σε μια αποστροφή της χρονικότητας και της ιστορικής αιτιότητας.

Λοιπόν, αυτό θα πρέπει να το εξηγήσω με έναν κάπως έμμεσο τρόπο, καθώς θέλω να καταστήσω καθαρό τι εννοώ με αυτούς τους όρους. Οι συγγραφείς των Endnotes απορρίπτουν ορθώς μια“ουδέτερη” ή “αποθεωτική” οπτική της επιστήμης, της τεχνολογίας, των κατηγοριών της διαφοροποίησης της εργατικής τάξης (ταυτότητες) και την φυσικοποίηση οποιασδήποτε πτυχής της ταξικής κοινωνίας ως τέτοιας. Αλλά στον ενδελεχή και διαπεραστικό σκεπτικισμό τους απέναντι στην ιστορία τους κομμουνιστικού κινήματος και της πραγμοποίησης από αυτό των καπιταλιστικών κατηγοριών – ιδιαίτερα της τάξης, αλλά όχι μόνο της τάξης, όπως δείχνει το επιχείρημα για για την επιμελητεία – η ιστορικότητα αυτών των ίδιων των κινημάτων, οι ίδιες οι προσπάθειές τους να εναρμονίσουν την ανάγκη για “ρήξη” με τις στρατηγικές της “επανάστασης”, σβήνουν από τη ματιά μας. Άσχετα από το πόσο λανθασμένα είχαν συλληφθεί διάφορες απαντήσεις στο δίλημμα αυτό σε διάφορες εποχές, αυτό είναι ένα πρόβλημα του οποίου είχαν πολύ καλά επίγνωση ακόμα και οι πρώιμοι Μαρξιστές, όπως φαίνεται, για παράδειγμα, στις συζητήσεις του Λένιν για τον “κρατικό καπιταλισμό” της Ρώσικης Επανάστασης, ή την ατυχή άποψη των “δύο σταδίων”, πρώτα-σοσιαλισμός-μετά-κομμουνισμός, την έμφαση των Μαοϊκών για την επιμονή των αστικών σχέσεων μετά την επανάσταση κοκ.

Σε αντίθεση μ’ αυτό, για τους Endnotes η ιστοριογραφία στηρίζεται, τότε, σε μια κατανόηση του 20ου αιώνα ως ενός “αιώνα λαθών”, μια άνοδο και πτώση ενός (κομμουνιστικού) εργατικού κινήματος που ποτέ δεν κατάλαβε πλήρως τι θα συνεπαγόταν η υπέρβαση του νόμου της αξίας. Εξίσου, η άποψή τους για τον τωρινό αιώνα είναι μάλλον ρομαντικά αυτή της δυνατότητας αυτή η ιδέα να παρουσιαστεί η ίδια, κάπως, κάπου, στη διεκδίκηση της ελευθερίας ενάντια στους καθορισμούς του καπιταλισμού (οι Endnotes υπονοούν ότι αυτό είναι τώρα δυνατό επειδή η διαδικασία προλεταριοποίησης είναι πλήρης). Αλλά αν μια τέτοια ανάλυση είναι απλά έκφραση ενός Μπλοχιανού είδους ελπίδας για ελευθερία, τότε στερείται του περιεχομένου της “πραγματικής κίνησης που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων”.

Είναι αλήθεια ότι αυτή η πραγματική κίνηση δεν θα πρέπει να ταυτιστεί με το εργατικό κίνημα με την παραδοσιακή έννοια, ούτε με ένα κενό σημαίνον του Κόμματος σε μια νοσταλγία για τη 2η Διεθνή, παρόλα αυτά για να “δουλέψει” η ιστορική προσδοκία του Μαρξ για την επανάσταση απαιτεί ένα πραγματικό κίνημα. Και το “πραγματικό” εδώ είναι με την ίδια ακριβώς έννοια του “υλικού” στον “ιστορικό υλισμό”: δηλαδή, χοντρικά, ένα κίνημα που βασίζεται στην πολιτική οικονομία και την πραγματική της ουσία των προϊόντων, της τεχνολογίας, της εργασίας, της επιβίωσης και της αναπαραγωγής μέσω της παραγωγής και της κατανάλωσης. Είναι ακριβώς αυτές οι διαμεσολαβήσεις που δεν μπορούμε απλά να αρνηθούμε: κατηγορίες που, όσο “διαμεσολαβητικές” και αν είναι, δεν είναι καθαρά ιστορικές στον καπιταλισμό και δεν είναι μόνο “πραγματικές αφαιρέσεις” με τον τρόπο που η τάξη, το φύλο, η φυλή και οι άλλες “κακοτυχίες” είναι, αλλά θέτουν ζητήματα για οποιαδήποτε κοινωνία μπορούμε να φανταστούμε που υποφέρει από σπάνη.

Άλλωστε είναι μόνο αφού έχει καταργηθεί η σπάνη με μια έννοια που το αληθινό “βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει”, όχι πριν· και αυτή είναι μια υλική απαίτηση, όχι ένα ζήτημα διανομής, ούτε ζήτημα κατάργησης των διαμεσολαβήσεων που αναπαραστούν την σπάνη σε μας. Εγείρεται, λοιπόν, το ερώτημα του πώς πριν να επιτευχθεί αυτό (και άσχετα από το πώς μπορεί να επιτευχθεί), πραγματικά υπαρκτά ανθρώπινα όντα θα πάνε από το Α στο Β, από την τωρινή κατάσταση των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής σε μια άλλη. Μια απλά αρνητική απάντηση που ορθά απορρίπτει τον εργατισμό και την νοσταλγία του τωρινών Μαρξισμών, αλλά δεν προσφέρει μια απάντηση πέρα από την ένρηξη της επανάστασης ως του Γεγονότος της ελευθερίας, αποτυγχάνει πραγματικά να πάει πιο πέρα από μερικές από τις παλιότερες αναρχικές απόψεις της αυθορμησίας και της απόρριψης ως της ίδιας της επανάστασης. Η ιστορία της καθαρής αρνητικότητας ως αντίθεσης στον καπιταλισμί, είτε μέσω του αναρχισμού του-τέλους-του-αιώνα είτε της Σχολής της Φραγκφούρτης, δεν είναι πιο ισχυρή σ’ αυτό το σημείο από την ιστορία όλων των εργατίστικων προγραμμάτων από τον Μάο μέχρι τον Ευρωκομμουνισμό. Με την έννοια αυτή, θα ισχυριζόμουνα ότι ενώ οι Endnotes ρωτούν τις σωστές ερωτήσεις – και μερικές από τις περιγραφές τους για τη σχέση ανάμεσα στην εργασία ως ένα εμπόρευμα, τον νόμο της αξίας, και την καπιταλιστική κοινωνία ως τέτοια είναι ανάμεσα στις καλλίτερες που υπάρχουν – οι απαντήσεις τους στις ερωτήσεις αυτές ξεπέφτουν σε ένα ανιστορικισμό και ρομαντισμό της “εμμένειας μιας ιδέας”. Όμως, δεν μπορεί κανείς να φέρει τον παλίο τυφλοπόντικα ξανά στην επιφάνεια χωρίς μια γερή δόση σκαψίματος στην υπάρχουσα γη.

Σε αναλογία με τον τρόπο που οι Endnotes μοιάζει να συντηρούν, και ζητώ συγγνώμη από τον J.L. Mackie, μια “θεωρία λάθους” για την ιστορία του 20ου αιώνα, έτσι και η ιδέα που έχουν για την καπιταλιστική κοινωνία μοιάζει να βασίζεται σε ένα λογικό λάθος. Με αυτό εννοώ ότι οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής του καπιταλισμού παράγουν κακές διαμεσολαβήσεις επειδή βασίζονται στην “λάθος” αντίθεση ανάμεσα στην αξία ανταλλαγής και την αξία χρήσης. Όπως γράφουν: “ο καπιταλισμός είναι ένα σύνολο διαχωρισμών ή οντολογικών χασμάτων/σχισμών – μεταξύ των ανθρώπινων όντων και των πιο εσώτατων ικανοτήτων τους – που στη συνέχεια διαμεσολαβούνται από την αξία και το κράτος”. Ίσως αποτελεί μια φτωχή διατύπωση, αλλά να βλέπει κανείς τον καπιταλισμό ως βασιζόμενο πρωτίστως σε οντολογικά χάσματα, και μόνο αναλυτικά στη συνέχεια να διαμεσολαβείται από την αξία και το κράτος και όλες τις “πραγματικές αφαιρέσεις”, είναι πραγματικά μια περίεργη προσέγγιση – μια προσέγγιση που πραγματικά υποδεικνύει τον καπιταλισμό ως ένα κατηγορικό λάθος που έχει (τυχαία;) αναδυθεί στην ιστορία. Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν είναι αρκετό για την κομμουνιστικοποίηση να φέρει ένα “βασίλειο” απλά από αξίες χρήσης, αλλά για τους συγγραφείς του Endnotes, είναι μια κοινωνία που πρέπει να ξεπεράσει όλες τις διαμεσολαβήσεις και όλες τις κατηγορίες αυτής της “τυπικής λογικής” του κεφαλαίου συνολικά. Αυτή η λογική είναι μια λογική που δεν είναι λειτουργική ανθρώπινα – σαν να είχαμε να κάνουμε εδώ με μια ψευδή απόδειξη, μια εξίσωση που αποτυγχάνει.

Φυσικά, ένα μείζον μέρος του υποβάθρου εδώ είναι η αντίσταση – ήδη ειπωμένη από τον Μαρξ σε απάντηση των πολύ πραγματικών γεγονότων της παρισινής Κομμούνας – στην ιδέα ότι κάποιος μπορεί απλά να πάρει στα χέρια του τον υπάρχοντα μηχανισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας και να τον χρησιμοποιήσει για την “εργατική εξουσία”. Αυτό καθαυτό είναι δικαιολογημένο. Αλλά η συνέπειά του για την προοπτική της κομμουνιστικοποίησης είναι ότι ψάχνει να συνδυάσει την υπέρβαση όλων των υπαρχουσών κατηγοριών από τα μέσα, χωρίς κατά κανέναν τρόπο να αναπαράγει τις κατηγορίες αυτές· και η μόνη απάντηση που μπορούν να δώσουν σε έναν τέτοιο γρίφο είνα ουσιαστικά η άρνηση αυτών των κατηγοριών. Στον βαθμό που αυτό έχει μια θεωρία, δεν έχει ιστορική αιτιότητα. Δεν είναι μια έκφραση της ιστορικής κίνησης και δυνατότητας, αλλά μια φιλοσοφική ένσταση (κάποιος θα μπορούσε να σημειώσει εδώ την παλιά υιοθέτηση μετικών από τις μεθοδολογικές υποθέσεις της θεωρίας της δημόσιας επιλογής και του φιλελεύθερου θεσμισμού [institutionalism], όπως στην απεικόνιση της επανάστασης ως ένα πρόβλημα συλλογικής δράσης. Για τους Endnotes αυτή είναι, ίσως, η βάση της απόρριψης του ψεύτικου οπτιμισμού των κομματικών Μαρξιστών, αλλά υποτείνει ότι οι κατηγορίες τους δεν έχουν εξεταστεί πλήρως).

Ο Μαρξ, όμως, επέμενε στην ιστορικότητα, συμπεριλαμβανομένης κάποιας διιστορικότητας όταν απαιτείται για τη σύγκριση ενός τρόπου παραγωγής με έναν άλλον – μερικές φορές τόσο χονδροειδώς όπως στις δηλώσεις του ότι ο χειρόμυλος δίνει τον φεουδαλισμό, η ατμομηχανή τον καπιταλισμό κοκ. Στο μυαλό μου, αυτός ο ιστορικός υλισμός, και η έννοια ότι οι καπιταλιστικές αξιακές σχέσεις είναι μια συγκεκριμένη έκφραση (μια πολύ κακή μάλιστα!) ενός γενικότερου προβλήματος, έχουν σημασία. Όχι επειδή θέλω να εξυμνήσω τις αρετές ενός εναλλακτικού Whiggism, μια μακρά ιστορία σοσιαλιστικής τεχνολογικής προόδου που θα αντικαταστήσει τη φιλελεύθερη. Αλλά, μάλλον, επειδή για να δούμε την “πραγματική κίνηση” ως μια κίνηση της ελεύθερης βούλησης ενάντια στον καθορισμό μέσω κατηγοριών σημαίνει να δούμε το πρόβλημα στο επίπεδο της οντολογίας, των “οντολογικών χασμάτων” που αναφέρθηκαν – με άλλα λόγια, στο επίπεδο των ιδεών. Αν η κριτική επικεντρωθεί σ’ αυτό, τότε πρόκειται ουσιαστικά για μια αναβίωση, σε μια μαρξιστική μορφή, της νεαρής Εγελιανής κριτικής στην αντίθεση ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα των πολιτών και την υποταγή τους μέσω των πηγών της κοινωνικής αλλοτρίωσης – θρησκεία, κεφάλαιο κοκ.

Αυτή είναι η προοπτική που ο Μαρξ μοιραζόταν, τουλάχιστον στα πρώιμα γραπτά του – αλλά πριν τοποθετήσει, κατά πολλούς, την πολιτική οικονομία και αυτό που έχει γίνει γνωστό ως “ιστορικός υλισμός” στο επίκεντρο (και δεν χρειάζεται να προσυπογράψει κανείς το πλήρες αλτουσσεριανό εργαλείο του “επιστημολογικού ρήγματος”, για να πει κάτι τέτοιο). Φυσικά, οι Endnotes λένε ότι κάποιος θα πρέπει να καταστρέψει τις διαμεσολαβήσεις αυτές καταστρέφοντας τις υποκείμενές τους οντότητες. Αλλά το ερώτημα γίνεται, τότε: τι είναι αυτό που πρέπει να καταστρέψουμε και πώς να το καταστρέψουμε χωρίς αυτό να λογιστεί ως μια απώλεια για την μελλοντική κοινωνία που έχουμε στο μυαλό μας; Στην στροφή τους [veering] ανάμεσα στην κριτική στο επίπεδο των κατηγοριών και στην “καταστροφική” κριτική των υποκείμενών τους οντοτήτων, οι Endnotes εξακολουθούν να αποφεύγουν το ιστορικό πρόβλημα με το οποίο ήρθε αντιμέτωπο το εμπνευσμένο από τον Μαρξ εργατικό κίνημα και αυτό ήταν, κατά την άποψή μου, η βάση της πραγματικής εμπειρίας του 20ου αιώνα. Η ΕΣΣΔ, οι σοσιαλδημοκρατικές “αποκλίσεις”, η ανάπτυξη του Ευρωκομμουνισμού, και το πιο σημαντικό, η ιστορία της αριστεράς του 20ου αιώνα ως αυτό που έχω αποκαλέσει αλλού ιδεολογία του “κράτους της ανάπτυξης”. Πολλά από αυτά ήταν λάθος, πολά δεν οδήγησαν ποτέ στο ξεπέρασμα της αξίας, και ίσως, πραγματικά, ολόκληρος ο κομμουνισμός του 20ου αιώνα ήταν η λάθος απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Αλλά ήταν, το δίχως άλλο, απαντήσεις – τίποτα από αυτά δεν ήταν ένα ατύχημα, μια σύμπτωση ή ένα λάθος κατηγοριών.

Το αν ο Στάλιν είχε λάθος σε σχέση με τη θεωρία της αξίας και το αν ο Τρότσκυ ήταν ένας “παραγωγιστής” και ένα μαστίγιο της εργατικής πειθαρχίας δεν είναι αλήθεια στο εδώ ή στο εκεί. Το “υπόδειγμα” του 20ου αιώνα, όσο και αν είναι μια “εποχή των άκρων”, παραείναι ομοιόμορφο και ανεξάρτητο από τη βούληση και τα κίνητρα των ατόμων που εμπλέκονται ώστε να εξαρτιέται από ένα λάθος κατηγοριών ή μια ανεπαρκή κατανόηση της πραγματικής υπαγωγής. Αν ο Στάλιν μπορούσε να είχε διαβάσει Ντωβέ, αυτό δεν θα είχε καμμιά σημασία. Αυτό το λέω όχι για να είμαι σχολαστικός, αλλά για να δώσω έμφαση στο ότι αυτό που φαίνεται να λείπει από την ανάλυση των Endnotes είναι μια έννοια ιστορικής αιτιότητας. Η κομμουνιστικοποίηση γίνεται ένα μαρξιστικό υποκατάστατο γι’ αυτό που ήταν το μεγαλειώδες για τους στοχαστές του Διαφωτισμού και του πρώιμου Ρομαντισμού – την συγκέντρωση στην ελευθερία όλων των ανόμοιων στοιχείων που προηγουμένως αλυσώνονταν από την αιτιότητα, το γίγνεσθαι-πλήρης με το γίγνεσθαι-ελεύθερος αυτού που ήταν κατακερματισμένο και ανελεύθερο-εκ-καθορισμού.

Αυτό σίγουρα συμφωνεί με την ιδέα του Μαρξ να είναι κανείς “κυνηγός το απόγευμα και κριτικός το βράδυ”, του Μαρξ της υπέρβασης της σπάνης και της ίδιας της διαίρεσης της εργασίας. Αλλά χωρίς να θέλει κανείς να αναβιώσει το μοντέλο των δύο σταδίων του “σοσιαλισμού” και του ανώτερου “κομμουνισμού”, πρέπει να είναι καθαρό ότι δεν μπορεί να έχει “ένα πραγματικό κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων”, που να μην είναι με κάποιο τρόπο κομμάτι της παρούσας κατάστασης πραγμάτων και να μην τα “ξαναφτιάχνει” εντός των ορίων των παρόντων διαμεσολαβήσεων – κάτι που δεν μπορεί να ξεπεραστεί από την απλή δύναμη της βούλησης, διαφορετικά θα είχε γίνει από τον Keats και τον Shelley, πριν από πολύ καιρό. Αυτό που μπορεί, τότε, να πει κανείς για τους Endnotes είναι ότι θέτοντας τις σωστές ερωτήσεις για την αριστερά της περιόδου μετά το (ας πούμε) 1871, δεν παρέχουν μια απάντηση. Αυτό δεν είναι μεγάλο ελάττωμα, γιατί ένας γνωστός άγνωστος είναι μεγάλο προχώρημα από μόνο του. Ίσως δεν υπάρχει, ακόμα, μια απάντηση – ίσως ισχύει ότι η ίδια η “πραγματική κίνηση” δεν είναι προς το παρόν επαρκής για να μας δώσει μια απάντηση που να πηγαίνει πέρα από μια εμμενή κριτική των κατηγοριών της όπως αυτή που μας παρέχουν οι Endnotes σε μια θετική μορφή γνώσης, έναν σοσιαλισμό που δεν είναι ούτε της καθαρής βεβαιότητας ούτε της καθαρής ελπίδας.

1 Στμ. Το πρωτότυπο δημοσιευμένο εδώ: http://www.thenorthstar.info/?p=11909.

2 Στμ. Endnotes 3: “Φύλο, φυλή, τάξη και άλλες κακοτυχίες”, εκδ. φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: signifier. Στην γλωσσολογία/σημειολογία το σημαίνον, δηλαδή ως η υλική μορφή (κάτι που μπορεί κάποιος να δει, να ακούσει, να αγγίξει, να μυρίσει ή γευτεί) ενός σημείου ενώ το σημαινόμενο (signified) ως αυτό που το σημείο σημαίνει (νόημα, σημασία ή περιεχόμενο του σημείου).

4 Στμ. Δείτε σχετικά το κείμενο των Endnotes στο Endnotes 4: “Ένα ταυτόσημο αποκείμενο-υποκείμενο;” μεταφρασμένο στο https://2008-2012.net/2016/02/10/ένα-ταυτόσημε-αποκείμενο-υποκείμενο.

Η αλληλεγγύη πρέπει πολιτικοποιηθεί! Στους δρόμους της Φραγκφούρτης, της Κολωνίας και παντού!

εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις: lenorman

Το κείμενο που ακολουθεί κυκλοφόρησε στις 15 Σεπτέμβριου από τη σύμπραξη αυτόνομων αντιφασιστικών και κομμουνιστικών ομάδων στη Γερμανία και στην Αυστρία “…ums Ganze1 (επί παντός). Νομίζουμε ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η θέση των εκεί συντρόφων και συντροφισσών για όσα διαδραματίζονται τους τελευταίους μήνες κατά την προσπάθεια των ευρωπαϊκών κρατών να αναχαιτίσουν, στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό, και να διαχειριστούν αυτό που οι γραφειοκρατίες τους αποκαλούν «προσφυγικές ροές» (υποδηλώνοντας έτσι ότι πρόκειται για ανθρώπους-αντικείμενα, για αναλώσιμα όντα). Δεδομένου του αντιγερμανισμού που εμφανίστηκε εδώ και κάποια χρόνια ως δεσπόζουσα πολιτική στάση σε ευρύτερα κομμάτια του κινήματος στην ελλάδα, υπάρχει ο κίνδυνος το παρακάτω κείμενο να διαβαστεί εσφαλμένα ως κείμενο που δεν αφορά το ελληνικό κράτος, μιας και το τελευταίο υπολείπεται σε ισχύ του γερμανικού κράτους. Μια σωστή ανάγνωση, ωστόσο, θα οδηγούσε στο αντίθετο συμπέρασμα: είτε στη Γερμανία είτε στην Ελλάδα, ο πόλεμος των συνόρων έχει τα ίδια επίδικα και τον ίδιο χαρακτήρα, αφού και εκεί και εδώ αυτό που διακυβεύεται είναι η παραγωγή ενός απαξιωμένου και ελεγχόμενου πλεονάζοντος πληθυσμού, μέσα από την οχύρωση των συνόρων, την επιλεκτική αποδοχή ενός τμήματος μεταναστών ως αξιοποιήσιμου εργατικού δυναμικού, την συνολική υποτίμηση της εργασίας, και την εμπέδωση ενός καθεστώτος εξαίρεσης ως κανονικού πολιτικού πλαισίου για το πολυεθνικό προλεταριάτο που ζει στην ευρώπη.

Καθημερινά χιλιάδες άνθρωποι φθάνουν στη Γερμανία – σε πείσμα της Frontex, των στρατιωτικοποιημένων συνόρων και της αυστηρότερης νομοθεσίας για την παροχή ασύλου. Αυτό είναι κάτι που, πάνω από όλα, πρέπει να μας χαροποιεί. Ένα δεύτερο καλό νέο: τη στιγμή που μιλάμε, είναι απροσδόκητα μεγάλος σε αυτήν τη χώρα ο αριθμός των ανθρώπων που συμμετέχουν ενεργά σε δράσεις αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες. Μήπως, λοιπόν, μας έμελλε φέτος να ζήσουμε άλλο ένα “καλοκαιρινό παραμύθι”2; Φοβόμαστε πως όχι. Γιατί είναι ήδη ξεκάθαρο πως όσα συμβαίνουν δεν είναι παρά το προϊόν μιας κρίσης του μισανθρωπικού καθεστώτος των συνόρων – και ήδη σχεδιάζονται πυρετωδώς τα απαιτούμενα βήματα για την αποκατάσταση αυτού ακριβώς του καθεστώτος, από εκείνους/ες ιδίως τους πολιτικούς που σήμερα προβάρουν χαρωπά τη φορεσιά της “φωτεινής Γερμανίας”. Ακόμα περισσότερο: δεν παύει να μας εκπλήσσει το απύθμενο θράσος που είναι ικανό να επιδείξει αυτό το κράτος και το προσωπικό του, μετατρέποντας ως δια μαγείας τις επιπτώσεις των δικών τους κτηνωδιών σε αφορμές για να εκδηλωθεί η γερμανική γενναιοδωρία, και επιδιώκοντας να καρπωθούν το μερίδιο όσων καθημερινά εργάζονται ώστε η αλληλεγγύη στους πρόσφυγες να αποκτήσει ένα άμεσο, πρακτικό αντίκρισμα. Πρώτα, βέβαια, η βάναυση απώθηση των προσφύγων στη Μεσόγειο και η κοινωνική ερήμωση της Νότιας Ευρώπης μέσω της επιβολής λιτότητας έχουν ήδη καταστήσει σαφές, στο εξωτερικό τουλάχιστον, ότι ο γερμανός Ηγεμόνας κάνει στ’ αλήθεια ό,τι περνάει από το χέρι του ώστε τον λογαριασμό για την αναζωογόνηση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού να τον πληρώσουν οι πιο αδύναμοι – να πώς μπορεί σήμερα η Γερμανία, να περνάει, για μια ακόμα φορά, στην επικοινωνιακή επίθεση.

Εξακολουθεί, πάντως, να είναι μεγάλος ο αριθμός των ανθρώπων που καθημερινά χάνουν τη ζωή τους σε θανάσιμα επικίνδυνες διαδρομές φυγής, τις οποίες αναγκάζονται να ακολουθήσουν όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά γιατί η οχύρωση της Ευρώπης μέσω της Froxtex και της συμφωνίας “Δουβλίνο ΙΙ” (αμφότερες καρποί, κατά μείζονα λόγο, γερμανικών πιέσεων) δεν τους αφήνει παρά ελάχιστες επιλογές. Αυτό και μόνο αρκεί για να καταλάβουμε πόσο υποκριτική είναι η σημερινή συζήτηση περί των “διακινητών”. Αν χρωστάει κάπου την ύπαρξη του αυτός ο ιδιαίτερος επαγγελματικός κλάδος είναι ακριβώς στη στρατιωτικοποίηση των εξωτερικών συνόρων. Αλλά τι καθόμαστε και το ψάχνουμε; Αφού “η Γερμανία παρέχει αρωγή”. Έτσι δε μας λένε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης; Πρέπει πάση θυσία να αποκλειστεί εκ των προτέρων κάθε κουβέντα για την παγκόσμια αλυσίδα παραγωγής “αιτιών φυγής” που τυγχάνει να αποτελούν αναγκαίες παράπλευρες συνέπειες του γερμανικού εξαγωγικού μοντέλου. Πρόκειται για μια λογική που είναι μεν φαύλη, αλλά κυριαρχεί συντριπτικά: “εμείς” συνεχίζουμε να ρημάζουμε μεν όλο και περισσότερα μέρη του κόσμου, με εξαγωγές όπλων και έναν γενικευμένο οικονομικό πόλεμο, εκτοπίζοντας ανταγωνιστικά τους άλλους και διαλύοντας τις αγορές τους, όταν όμως κάποιοι άνθρωποι καταφέρνουν να γλιτώσουν από τον θανάσιμο κίνδυνο των συνοριακών μας περιπόλων, τότε ναι, θα βρεθούν και μερικές σκηνές να τους παραχωρηθούν ευγενικά. Οι στοχεύσεις της κρατικής πολιτικής σε αυτήν τη χώρα δεν έχουν αλλάξει στο παραμικρό. Αυτό, άλλωστε, δείχνει και το γεγονός ότι δεν παραδέχτηκαν ούτε στιγμή την ήττα της πολιτικής τους, ούτε τους πέρασε απ’ το μυαλό να άρουν, επιτέλους, την οχύρωση της Ευρώπης. Κάθε άλλο. Στη σκιά της “φωτεινής Γερμανίας” δρομολογούνται ήδη νέα μέτρα για την αναστύλωση του καθεστώτος των συνόρων (ειδικά στρατόπεδα επαναπροώθησης για τους Ρομά, επί τα χείρω αναθεώρηση της νομοθεσίας περί ασύλου, επέκταση της λίστας των υποτιθέμενων “ασφαλών χωρών προέλευσης”). Τέλος, η πρόσφατη άρση της συνθήκης του Σέγκεν και η ανάπτυξη πολλών εκατοντάδων ομοσπονδιακών αστυνομικών για να σφραγιστούν τα σύνορα με την Αυστρία 3 έστειλε το σαφέστατο μήνυμα, για όποια/ον είχε ακόμα αμφιβολίες, ότι αυτό το “καλοκαιρινό παραμύθι” είναι μονάχα το προοίμιο μιας ακόμα πιο βάναυσης επιχείρησης οχύρωσης.

Ενόψει μιας αναμενόμενης έλλειψης εξειδικευμένης εργασίας, για τον γερμανικό κοινωνικό κορμό η μετανάστευση μπορεί κάλλιστα να ιδωθεί και ως μια εξέλιξη κάθε άλλο παρά επιζήμια – από αυτήν την άποψη είναι που το SPD λ.χ. διαφοροποιείται από την οργάνωση Pegida4. Όσοι περνούν τα σύνορα οφείλουν να τεθούν στην υπηρεσία “της οικονομίας”. Τουτέστιν μεθερμηνευόμενο: ευπρόσδεκτοι θα είναι μονάχα οι άνθρωποι που διαθέτουν το καλύτερο δυνατό σύνολο από δεξιότητες. Όλοι οι υπόλοιποι, που δε θα πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα, θα καταχωρούνται ως ανεπιθύμητοι, και θα αντιμετωπίζονται ως συντελεστές κόστους. Παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, ότι η αξιοπρέπεια κάθε ατόμου θα προστατευτεί, το “θεμελιώδες δικαίωμα του ασύλου” στην πραγματικότητα γίνεται εργαλείο μιας πληθυσμιακής πολιτικής η οποία εκπονείται με βάση οικονομικά κριτήρια. Αυτός είναι ο πυρήνας της γερμανικής κουλτούρας υποδοχής. Έτσι κι αλλιώς, μπορούμε με ασφάλεια να στοιχηματίσουμε ότι τίποτα απολύτως δεν πρόκειται να αλλάξει στην ισχύουσα διαρρύθμιση του κόσμου. Αντίθετα, οι αυριανές συγκρούσεις κατανομής έχουν κιόλας βρει τη θέση τους στην ατζέντα. Και ο ισχυρισμός ότι η κρατική διοίκηση ετοιμάζεται να υποδυθεί το ρόλο «της γερμανίδας παιδαγωγού” απέναντι “στον πρόσφυγα” δεν είναι σε καμιά περίπτωση μια φραστική υπερβολή. Ο υπουργός οικονομικών Σόϊμπλε το έχει κιόλας με κάθε σοβαρότητα εξαγγείλει. Κατά τον ίδιο τρόπο, η λεγόμενη προσφυγική κρίση είναι το αποτέλεσμα μιας καλοστημένης κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης αρκετά βολικής για να δίνει την εντύπωση ότι το όλο ζήτημα συνίσταται σε ένα λογιστικό πλεόνασμα ζήτησης που χρήζει επειγόντως αντιμετώπισης, ενώ το πραγματικό πρόβλημα έχει να κάνει με την καπιταλιστική μορφή του πλούτου και την κατανομή του. Μας λένε ότι υπάρχουν πολύ λίγα για να καλυφθούν οι ανάγκες όλων. Αυτό είναι παραμύθι. Μόνο υπό τις συνθήκες της ατομικής ιδιοκτησίας και του ανταγωνισμού επιφυλάσσονται για τους πολλούς ολοένα μικρότερα κομμάτια από μια ολοένα μεγαλύτερη πίτα.

Όλα αυτά καταδεικνύουν ότι το πρόβλημα δεν μπορεί να περιοριστεί στον φαιό όχλο που μαζεύτηκε έξω από το κέντρο υποδοχής προσφύγων στο Heidenau5 και σε εκείνους, από την Pegida ως το CSU6, που έδωσε στον όχλο το σύνθημα να επιτεθεί. Μπορεί εύκολα να παίρνει κανείς δημόσια αποστάσεις από τους ρατσιστές του δρόμου, ώστε ο δικός του χρησιμοθηρικός ρατσισμός, μένοντας στο απυρόβλητο, να μπορεί να επαίρεται για το ότι τα δικά του χέρια είναι καθαρά. Ναι, αναμφίβολα, το πρόβλημα ονομάζεται ρατσισμός – αν θέλουμε να ακριβολογούμε όμως ονομάζεται επίσης και Γερμανία. Αυτό είναι κάτι περισσότερο από μια διατύπωση. Σημαίνει ότι το πρόβλημα είναι ένα κράτος που δε διστάζει να καταφύγει σε κτηνωδίες κάθε λογής για να υπερασπίσει το επιχειρηματικό του μοντέλο. Το ίδιο, παρεμπιπτόντως, μπορεί να ειπωθεί και για την ΕΕ, η οποία δεν αποτελεί παρά το διευρυμένο πλαίσιο της ίδιας επιχείρησης. Ως εκ τούτου, όσο θετική είναι η έμπρακτη στήριξη που, σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών, πολύς κόσμος σήμερα προσφέρει, άλλο τόσο επικίνδυνη είναι η μη πολιτικοποίηση αυτής της αλληλεγγύης και η αποφυγή της σύγκρουσης με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Χωρίς μια τέτοια πολιτικοποίηση, στο τέλος και μόνο η ευθύνη για τη δυστυχία των άλλων θα καταλήξει να αποτελεί ένα επαρκές επιχείρημα υπέρ της δικής τους εθνικιστικής ταύτισης με τον τόπο καταγωγής τους – κι αυτό στρώνει το έδαφος για τις επόμενες κτηνωδίες.

Μονάχα η έμπρακτη αντίσταση σε αυτό το κράτος, την πολιτική και το προσωπικό του, μπορεί να ανοίξει χώρο για μια ανθρώπινη προοπτική. Τις μέρες που έρχονται δε θα λείψουν οι σχετικές ευκαιρίες. Εκείνο το οποίο καλούμαστε να κάνουμε εδώ και τώρα είναι να αντιταχθούμε, με όλα τα απαραίτητα μέσα, τόσο στον κρατικό ρατσισμό όσο και στον ρατσισμό του δρόμου. Συγκεκριμένα αυτό σημαίνει: Πρώτον, κάθε φορά που ο ρατσιστικός όχλος δοκιμάσει να επανεμφανιστεί να βρεθούμε απέναντί του όσο το δυνατόν περισσότερες/οι. Δεύτερον, στις 2 και 3 του Οκτώβρη στη Φραγκφούρτη να τιμήσουμε τους γερμανικούς εορτασμούς για την «ενοποίηση”, που φέτος θα τελεστούν κυνικά υπό το σλόγκαν “σύνορα που διασχίζονται”, οργανώνοντας το δικό μας συνοδευτικό πρόγραμμα που τους αξίζει. Τρίτον, στις 25 του Οκτώβρη στην Κολωνία να σαμποτάρουμε μια εκ νέου απόπειρα της ρατσιστικής Hogesa7 να βγει στο δρόμο, και την προηγούμενη μέρα στην αντιρατσιστική πορεία να κάνουμε καθαρό ότι το κράτος δεν είναι μέρος της λύσης, αλλά του προβλήματος. Last but not least αυτό σημαίνει, τέταρτον, συνολικά και με όλα τα απαραίτητα μέσα, να γίνουν πολλές μικρές προσπάθειες ώστε να ανοίξουν ρωγμές στην οχύρωση, να οργανωθεί η βοήθεια προς τους πρόσφυγες, και να γίνει όσο το δυνατόν δυσκολότερη η ζωή των πολιτικά υπευθύνων σε όλη τη γερμανική επικράτεια.

Τα τείχη της Ευρώπης-φρουρίου σείονται. Ας συμβάλλουμε στο γκρέμισμά τους.

1 To site των ομάδων είναι εδώ: https://umsganze.org/.

2 Sommermärchen, στο πρωτότυπο. Ο όρος αυτός έγινε αρκετά δημοφιλής στη Γερμανία μετά από ένα ντοκιμαντέρ, υπό τον τίτλο Deutschland: Ein Sommermärchen, του σκηνοθέτη Sönke Wortmann για την αποστολή της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Γερμανίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006. Στο ντοκιμαντέρ φιλοτεχνούνταν μια εικόνα εθνικής αισιοδοξίας.

3 Στις 13 Σεπτεμβρίου, το γερμανικό κράτος επανεισήγαγε ελέγχους στα σύνορα με την Αυστρία, αναστέλλοντας προσωρινά την ισχύ της Συνθήκης του Σένγκεν.

4 SPD: Sozialdemokratische Partei Deutschlands – Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας. Pegida: Patriotische Europäer gegen die Islamisierung des Abendlandes – Πατριώτες Ευρωπαίοι ενάντια στον Εξισλαμισμό της Δύσης.

5 Στις 21 Αυγούστου ένας ρατσιστικός όχλος διαδήλωσε στην πόλη του Heidenau αρχικά “ειρηνικά” ενάντια στην άφιξη 250 προσφύγων οι οποίοι θα έμεναν σε ένα πρόχειρα στημένο κέντρο υποδοχής. Αργότερα τη νύχτα ένα τμήμα του ρατσιστικού όχλου, αποτελούμενο από οργανωμένους φασίστες και μεθυσμένους ντόπιους, αποπειράθηκε να επιτεθεί στο κέντρο υποδοχής και στα λεωφορεία που μετέφεραν τους πρόσφυγες, κάτι που προκάλεσε την επέμβαση της αστυνομίας. Ακολούθησαν συγκρούσεις που συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα, και στις οποίες τραυματίστηκαν 31 μπάτσοι. Την επόμενη μέρα υπήρξε και συγκέντρωση αντιφασιστών για να αποτραπούν οι επιθέσεις των ρατσιστών κατά των προσφύγων.

6 CSU: Christlich-Soziale Union in Bayern – Χριστιανο-κοινωνική Ένωση στη Βαυαρία.

7 Hogesa: Hooligans gegen Salafisten – Οπαδοί ενάντια στον Σαλαφισμό, οργάνωση ισλαμόφοβων, ακροδεξιών οργανωμένων οπαδών γερμανικών ποδοσφαιρικών ομάδων.

Πώς η Ευρώπη εξήγαγε την μεταναστευτική της κρίση στη Βόρεια Αφρική1

των Mark Rice-Oxley και Jennifer Rankin στις Βρυξέλλες

Λιγότεροι άνθρωποι διασχίζουν τη Μεσόγειο, αλλά ως συνέπεια δημιουργήθηκε μια εφιαλτική συμφόρηση.

Κάτι συνέβη στις θανάσιμες διαδρομές των μεταναστών προς την Ευρώπη το 2017. Στέρεψαν. Όχι εντελώς αλλά αισθητά. Στο μέσο του καλοκαιριού, το αποκορύφωμα, χρονικά, των μετακινήσεων στη Μεσόγειο, ο σχετικός αριθμός μειώθηκε μέχρι και 70%.

Αυτό δεν συνέβη τυχαία. Ακόμα και πριν την μαζική άφιξη περισσότερων από ένα εκατομμύριο μεταναστών και προσφύγων στην Ευρώπη το 2015, οι ευρωπαϊκοί φορείς χάραξης πολιτικής έψαχναν απελπισμένα να βρουν λύσεις που όχι απλά θα αντιμετώπιζαν όσους είχαν ήδη έρθει στην Ευρώπη αλλά και θα απέτρεπαν άλλους από το να έρθουν.

Από το Βερολίνο μέχρι τις Βρυξέλλες είναι φανερό: δεν μπορεί να υπάρχει μια ανοιχτή πρόσκληση προς τα εκατομμύρια των δυστυχισμένων της νότιας και ανατολικής περιφέρειας της Ευρώπης.

Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες προσπάθησαν να βρουν τρόπο να εξαγάγουν το πρόβλημα εκεί απ’ όπου ήρθε: κυρίως στη Βόρεια Αφρική. Τα μέσα ήταν διάφορα: η παρενόχληση ανθρωπιστικών αποστολών διάσωσης στη Μεσόγειο, προσφορά βοήθειας στις χώρες της Βόρειας Αφρικής που δεσμεύονται να αναχαιτίσουν τη “ροή” των ίδιων των ανθρώπων, χρηματοδότηση των Ηνωμένων Εθνών για τον επαναπατρισμό μεταναστών που έχουν εγκλωβιστεί στη Λιβύη και ενίσχυση της λιβυκής ακτοφυλακής.

Το αποτέλεσμα είναι η συμφόρηση της μεταναστευτικής κρίσης σε ένα μέρος του κόσμου που έχει τις λιγότερες δυνανατότητες να ανταπεξέλθει σ’ αυτήν. Επικριτές λένε ότι η Ευρώπη προσπαθεί απλά να εξαγάγει το πρόβλημα και να το περιορίσει για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, αλλά ότι αυτή η προσέγγιση δεν πρόκειται να δουλέψει.

Δημιουργούμε χάος στην ίδια μας την αυλή και θα υπάρξει ένα μεγάλο τίμημα να πληρώσουμε αν δεν το διορθώσουμε”, είπε ένας ανώτερος Ευρωπαίος αξιωματούχος των προγραμμάτων βοήθειας, που θέλησε να μείνει ανώνυμος.

Η καινούρια σκληροπυρηνική προσέγγιση αποκρυσταλλώθηκε με το Χρηματοδοτικό Ταμείο ΕΕ-Αφρικής τον Νοέμβριο του 2015, όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες πρόσφεραν ένα αρχικό ποσό 2 δισεκατομμυρίων ευρώ για την απέλαση ανεπιθύμητων μεταναστών και την αποτροπή ανθρώπων να φύγουν από τον τόπο τους, σε πρώτη φάση. Μοιρασμένο ανάμεσα σε 26 χώρες, το ταμείο πληρώνει για την απόκτηση δεξιοτήτων στην Αιθιοπία και προγεννητικό έλεγχο στο Νότιο Σουδάν, καθώς και παροχή βοήθειας σε μετανάστες εγκλωβισμένους στη Βόρεια Αφρική ώστε να επιστρέψουν στις χώρες τους σε εθελοντική βάση.

Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή επιτροπή έχει υπογράψει συμφωνίες για τη μετανάστευση με πέντε αφρικανικές χώρες, τον Νίγηρα, το Μαλί, τη Νιγηρία, τη Σενεγάλη και την Αιθιοπία. Αυτές οι “συμβάσεις” για το μεταναστευτικό, συνδέουν την αναπτυξιακή βοήθεια, το εμπόριο και άλλες πολιτικές της ΕΕ με την ατζέντα της ΕΕ για την επιστροφή ανεπιθύμητων μεταναστών από την Ευρώπη. Για παράδειγμα, τον πρώτο χρόνο ισχύος της σύμβασης, το Μαλί πήρε πίσω 404 άτομα που επέστρεψαν εκούσια, και δέχτηκε ευρωπαϊκή βοήθεια για να ενισχύσει τις δυνάμεις εσωτερικής ασφάλειας, τον συνοριακό έλεγχο και το χτύπημα των διακινητών.

Επικριτές λένε ότι η ΕΕ “δωροδοκεί” φτωχότερες χώρες για να κάνουν τη διαχείριση των συνόρων για την Ευρώπη. Η στρατηγική της ΕΕ στη Λιβύη αποδείχτηκε επίσης αμφιλεγόμενη, αφότου ΜΚΟ ανακάλυψαν ότι γυναίκες και παιδιά καθ’ οδόν προς την Ευρώπη είχαν χτυπηθεί, βιαστεί και αφεθεί να λιμοκτονήσουν στα “ζωντανά κολαστήρια” των κέντρων κράτησης στη Λιβύη.

Για να ανακαλύψουν περισσότερα σχετικά με τις συνέπειες αυτής της καινούριας προσέγγιση της ΕΕ, έξι ευρωπαϊκές εφημερίδες2 συνασπίζονται αυτή τη βδομάδα κάνοντας ρεπορτάζ από την περιοχή. Θα διερευνήσουμε τι γίνεται στη Λιβύη, με ποιο τρόπο η συμφόρηση οδηγεί τους μετανάστες σε διαφορετικές, λιγότερο ταξιδεμένες διαδρομές – και κατά πόσον ο τρόμος στη Μεσόγειο αποτρέπει δυνάμει μετανάστες να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους στις νοτιότερες περιοχές.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.theguardian.com/world/2017/oct/30/how-europe-exported-its-refugee-crisis-to-north-africa.

2 Οι έξι εφημερίδες είναι οι: Politiken, Der Spiegel, Le Monde, El Pais, La Stampa και ο Guardian.