Μπορούμε να μάθουμε πραγματικά κάτι από τον Οκτώβρη;

μερικές σκέψεις για τη διαλεκτική της επανάστασης

Τι πρέπει να κάνουμε σήμερα, αν είμαστε “με την” επανάσταση; Πρέπει να μαζεύουμε από τώρα τα “εφόδιά” μας ή να περιμένουμε υπομονετικά για την επόμενη ρήξη; Πρέπει να ενεργούμε σύμφωνα με αναλλοίωτες επαναστατικές αρχές ή να παραμένουμε ευέλικτοι, ώστε να μπορούμε να προσαρμοζόμαστε σε καινούριες καταστάσεις, καθώς αυτές αναδύονται; Οποιαδήποτε απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα “κολλάει” αναπόφευκτα στην ιστορία των επαναστάσεων κατά τον εικοστό αιώνα. Η αποτυχία αυτών των επαναστάσεων εξηγεί το γεγονός ότι βρισκόμαστε, ακόμα, στο σημείο να θέτουμε στους εαυτούς μας αυτά τα ερωτήματα. Όλες οι προσπάθειες να αναλύσουμε τον ρόλο μας, σήμερα, στοιχειώνονται από τις πανωλεθρίες του παρελθόντος. “Μια Ιστορία Διαχωρισμού: η άνοδος και η παρακμή του εργατικού κινήματος, 1883-1982”, Endnotes #4 (https://inmediasres.espivblogs.net/files/2016/06/a_history_of_separation_root.pdf)
Αναδημοσίευση από το 4ο τεύχος της  εφημερίδας “Ελέφαντας

Έτσι ξεκινά μια από τις, κατά τη γνώμη μου, πιο βαθιές προσεγγίσεις στην ιστορία του εργατικού κινήματος τον 20ο αιώνα, και συνεπώς της πορείας των ίδιων των επαναστατικών κινημάτων, αφού, όπως ορθά τονίζουν οι Endnotes, το εργατικό κίνημα υπήρξε η “σκηνή” πάνω στην οποία ξετυλίχθηκαν τα κινήματα αυτά. Μια από τις κορυφαίες στιγμές των “κυμάτων” προλεταριακών αγώνων είναι η ρώσικη επανάσταση του 1917, προνομιακό θέμα αντιπαράθεσης αναρχικών και κομμουνιστών και αντικείμενο, αυτό το διάστημα, επετειακής αναμόχλευσης. Στην πραγματικότητα δεν θα μιλήσω για την ίδια τη ρώσικη επανάσταση αλλά μάλλον για τη ριζικά διαφορετική συνθήκη μέσα στην οποία εμείς κινούμαστε σήμερα και τι συνεπάγεται αυτό για τη δυνατότητα της επανάστασης στον 21ο αιώνα.

Ας δούμε, για παράδειγμα, ένα από τα κρίσιμα ερωτήματα που τίθενται και προκαλεί έντονες διαφοροποιήσεις: ήταν η ρώσικη επανάσταση επανάσταση ή πραξικόπημα και, τελικά, μια διαδικασία αντεπανάστασης;

Εδώ οι περισσότερες απόψεις ακολουθούν μια από τις δυο εκδοχές (η κριτική κυρίως των αριστερών κομμουνιστών και των αναρχικών τείνει στη δεύτερη). Αμφότερες, όμως, είναι ανεπαρκείς στον βαθμό που δεν μπορούν να συλλάβουν τη διαλεκτική της επανάστασης και της αντεπανάστασης όπως αυτή εκδιπλώνεται την περίοδο που περιέχει το 1917. Άλλωστε, κάτι τέτιο είναι δύσκολο, καθώς απαιτεί μια πραγματική αλλαγή παραδείγματος, του τύπου πχ. που εισήγαγε η θεώρηση ομάδων όπως η Théorie Communiste και οι Endnotes. Το ακόλουθο παράθεμα από το κείμενο Πολύ Κακό για το Τίποτα;(στο Endnotes 1, σελ. 156–157, εκδ. φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015), της Théorie Communiste είναι ενδεικτικό:

Η επανάσταση ως επιβεβαίωση της τάξης έρχεται αντιμέτωπη με την ίδια την αποτυχία της, επειδή η αντεπανάσταση είναι ενδογενώς συνδεδεμένη με αυτή την επιβεβαίωση όσον αφορά τα ίδια της τα κίνητρα (και όχι επειδή υπήρχε οποιοδήποτε “λάθος”, ή επειδή ήταν αδύνατη με όρους κάποιου α-ιστορικού ορισμού της επανάστασης”.

Εν ολίγοις, η ανάλυση του ρεύματος αυτού (γνωστό ως “κομμουνιστικοποίηση”) μας λέει ότι το εργατικό κίνημα στον 20ο αιώνα αντιστοιχεί σε μια περίοδο ανάπτυξης του κεφαλαίου που πάει χέρι-χέρι με την ανάπτυξη της ίδιας της εργατικής τάξης, η οποία αυξάνεται, αποκτά αυτοπεποίθηση και θέτει ως πρόταγμα την “επιβεβαίωσήτης ως τάξης. Δηλαδή την περιβόητη “εργατική εξουσία”, το “εργατικό κράτος” και τα “μεταβατικά προγράμματα” που θα οδηγήσουν στον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Αυτό, όμως, είναι, όπως λέει η TC, το στοιχείο που υπονομεύει ευθύς εξαρχής την εσωτερική δυναμική της επανάστασης και ξεδιπλώνεται ως αντεπανάσταση, δηλαδή ως αναπαραγωγή της σχέσης εκμετάλλευσης μέσω της αυτεπιβεβαίωσης της τάξης. Αυτός είναι ο λόγος που το νικηφόρο ρώσικο προλεταριάτο τελικά ηττήθηκε: η αυτεπιβεβαίωση του ως τάξης αντί να διαλύσει τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις και το κράτος, τις ενίσχυσε και παρήγαγε βαθύτερους διαχωρισμούς. Αυτό είναι το όριο στο οποίο προσέκρουσαν όλες, σχεδόν, οι επαναστατικές απόπειρες τον 20ο αιώνα. Οι ήττες των επαναστατικών κινημάτων δεν είναι μια ιστορία προδοσιών και συνωμοσιών αλλά της δυναμικής της ίδιας της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας. Δεν επρόκειτο για “λάθος ιδέες” ούτε για “οργανωτικά ελλείματα” αλλά για το ότι ιστορικά δεν μπορούσε να παραχθεί κάτι άλλο.

Είναι οι βαθιές διαθρωτικές αλλαγές της σχέσης κεφάλαιο-εργασία τον 20ο αιώνα που είχαν ως αποτέλεσμα την παρακμή του εργατικού κινήματος και τη διάλυση της λεγόμενης “εργατικής ταυτότητας” όπως την ξέραμε. Στην Μια Ιστορία Διαχωρισμού”, των Endnotes, αναδεικνύεται η πορεία του εργατικού κινήματος στον 20ο αιώνα ως μια διαδικασία βαθμιαίας ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης και διαρκώς βαθύτερης υπαγωγής της στο κεφάλαιο, ιδιαίτερα μέσα από τη διαδικασία ριζικής αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου μετά τη δεκαετία του 1970. Έτσι το προλεταριάτο σήμερα δεν είναι είναι παρά μια τάξη του κεφαλαίου. Ενοποιείται μέσα από αυτό που το διαχωρίζει, το κεφάλαιο, και η επιβεβαίωσή του ως τάξης δεν είναι παρά η αναπαραγωγή του ως τάξη του κεφαλαίου, συνεπώς αναπαραγωγής της ίδιας της σχέσης εκμετάλλευσης. Αυτές οι δομικές αλλαγές στη σχέση κεφάλαιο έχουν παραγάγει, βέβαια, και τη δυνατότητα πρακτικής κριτικής σε ό,τι χαρακτήριζε τα επαναστατικά κινήματα του 20ου αώνα, έτσι ώστε να μπορούμε να δούμε ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η χειραφέτηση του προλεταριάτου και η κατάργηση της σχέσης κεφάλαιο δεν μπορεί να είναι η “νίκη” του προλεταριάτου ως αυτεπιβεβαίωσή του, αλλά, αντίθετα, η αυτοκατάργησή του.

Αυτή η “αυτοκατάργηση”, βέβαια, δεν είναι καθόλου εύκολο πράμα αφού, όπως ειπώθηκε ήδη, αυτό που σήμερα ενώνει το προλεταριάτο είναι αυτό που το διαιρεί, το κεφάλαιο (η περίφημη “ενότητα-στον-διαχωρισμό” κατά τους Endnotes). Το προλεταριάτο δεν δρα τόσο ως τάξη. Δεν υπάρχει μια δεδομένη ενότητα που το συγκροτεί ούτε ένα “κοινό” ταξικό συμφέρον. Αντίθετα, είναι διαιρεμένο σε διάφορες “φράξιες” με, συχνά, αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα. Κάποιες από τις φράξιες αυτές συμμετέχουν σε διαταξικά κινήματα διεκδίκησης “δικαιωμάτων” ή υπεράσπισης “ταυτοτήτων” ενώ οι αγώνες στα σύγχρονα “εργαστήρια” του κεφαλαίου στην Κίνα, την Ινδία, την Ν.Α Ασία και αλλού δεν είναι ακριβώς αγώνες συγκρότησής του ως τάξης.

Πρόκειται γι’ αυτό που οι Endnotes αποκαλούν “πρόβλημα της σύνθεσης” (της τάξης), που έχει, φυσικά, καταλυτικές συνέπειες για το ζήτημα της οργάνωσης. Κάποιοι συνεχίζουν να προσπαθούν να το απαντήσουν επικαλούμενοι την “ενότητα” μιας ταυτότητας που δεν υπάρχει πια, εκβιάζοντας “συναντήσεις” αγώνων ή, εμμένοντας στους λενινισμούς τους, επιρρίπτουν στο προλεταριάτο αδυναμίες και “ελλείματα συνείδησης” που, προφανώς, θα ξεπεραστούν υπό την καθοδήγησή τους. Καμμιά από τις συνταγές αυτές, όμως, δεν δουλεύει. Η θεμελιώδης ενότητα-στον-διαχωρισμό σημαίνει ότι το προλεταριάτο μπορεί να ενοποιηθεί μόνο καταργώντας το κεφαλαίο, δηλαδή με την επανάσταση. Αλλά το ενοποιημένο προλεταριάτο δεν είναι παρά η καθολική αταξική ανθρωπότητα που, κατά τη γνωστή ρήση του Μαρξ, αφήνει πίσω την προϊστορία και περνά το “κατώφλι της ιστορίας”. Με άλλα λόγια, η αυτοκατάργηση του προλεταριάτου και η κατάργηση της αντίθεσης κεφάλαιο-εργασία συνυφαίνονται άρρηκτα στη διαλεκτική της επανάστασης: η επανάσταση είναι η διαλεκτική υπέρβαση της αντίθεσης κεφάλαιο-εργασία όντας ταυτόχρονα η διαδικασία αυτοκατάργησης του προλεταριάτου, δηλαδή της διάλυσής του μέσα από την ενοποίηση-ανύψωσή του στο επίπεδο της καθολικής αταξικής ανθρωπότητας [1].

Ως διαλεκτική διαδικασία, η επανάσταση δεν μπορεί να είναι μια “έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα”, ένα σημείο “συσσώρευσης” στο συνεχές επιμέρους αγώνων που το όριό τους είναι η επιβίωση και η αναπαραγωγή του προλεταριάτου ως προλεταριάτο. Είναι, αντίθετα, ασυνέχεια και άλμα που θα παραχθεί από την υπερχείλιση των επιμέρους αγώνων, όταν, δηλαδή. οι επιμέρους αγώνες, σε μια συγκυρία ήδη προχωρημένης αποσταθεροποίησης, προσκρούσουν και ξεπεράσουν το όριό τους, θέτοντας το ζήτημα της συνολικής ρήξης και υπέρβασης του υπάρχοντος: την ολομέτωπη επίθεση σε όλες τις πτυχές της σχέσης κεφάλαιο και κάθε σχέσης κυριαρχίας: κράτος, ιδιοκτησία, χρήμα, εργασία, φύλο, φυλή, χωρίς “μεταβατικά προγράμματα”.

Αν δούμε τη μορφή και το περιεχόμενο της επανάστασης από αυτή την οπτική, αυτό που θεωρώ πρόσφορο οργανωτικά είναι ο αδιάκοπος θεωρητικο-πρακτικός κριτικός αναστοχασμός του ποιοι/ποιες είμαστε, πού είμαστε και τι κάνουμε. Με άλλα λόγια, να συμβάλλουμε με κάθε τρόπο στη συνάντηση των διαφόρων “φραξιών” του προλεταριάτου – ιδιαίτερα των λιγότερο ορατών – και την δημιουργία σχέσεων μεταξύ πραγματικών υποκειμένων που θα αμφισβητούν πρακτικά τους διαχωρισμούς, την ίδια την υλική τους συνθήκη, δηλαδή το κεφάλαιο. Πρόκειται, ουσιαστικά, για την παραγωγή νέων μορφών ενότητας που μπορούν να προεικονίσουν την επανάσταση.

Επιστρέφοντας στο αρχικό παράθεμα των Endnotes, να “μάθουμε” από το παρελθόν των αγώνων του 20ου αιώνα, με κανένα τρόπο δεν σημαίνει να το προβάλλουμε στο παρόν, ούτε βέβαια να προσπαθούμε να “βρούμε” το παρόν σε κείνο το παρελθόν. Με αυτή την έννοια, θα έλεγα, ίσως προβοκατόρικα, ότι αυτό που ο Οκτώβης του 1917 μπορεί να μας διδάξει είναι ότι δεν έχει να μας διδάξει κάτι σήμερα. Η ριζική ιστορικότητα των αγώνων κάνει αποκλειστικά δικό μας το καθήκον να κατασκευάσουμε την επαναστατική στιγμή του παρόντος, με τα δικά μας υλικά. Όποια κι αν είναι αυτά. Γιατί, όπως λένε και οι συντρόφοι της Carbure: “το προλεταριάτο είναι επαναστατικό έτσι όπως είναι και δεν του λείπει τίποτα”.

redialect

[1] Στη γλώσσα της εγελιανής διαλεκτικής θα λέγαμε ότι η επανάσταση είναι aufhebung ή aufheben: ο όρος που στο θεμελιώδες σχήμα θέση-άρνηση-άρνηση της άρνησης σημαίνει τη διατήρηση μέσα από τη διάλυση σε μια ανώτερη ενότητα.

Ο κοκκινόμαυρος Οκτώβρης

«Στη Ρωσία, ο μπολσεβικισμός έχει ανανεώσει, κατά έναν τρόπο ριζικό και μεθοδικό, τα συστήματα αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης». Σήμερα, αυτή η πρόταση θα ηχούσε, κατά πάσα πιθανότητα, ως μια ειρωνεία. Έτσι, όμως, αρχίζει ένα μικρό κείμενο που τιτλοφορείται «Η αυτοδημοκρατία», και ο συγγραφέας του δεν έχει καμιά πρόθεση να ειρωνευτεί τους μπολσεβίκους. Πιστεύει, αντίθετα, ότι η αξία των ριζικών μεταρρυθμίσεων που έγιναν μετά από τον Οκτώβρη του 1917 «ξεπερνά τα όρια της Ρωσικής Επανάστασης τόσο λόγω της επίδρασης που αυτές ασκούν στην πολιτική σκέψη των υπόλοιπων εθνών όσο και από την άποψη των ιδεολογικών καταβολών τους». Στην επαναστατική Ρωσία των εργατικών συμβουλίων δρομολογήθηκε ένα «πείραμα» καθολικού εκδημοκρατισμού της κοινωνικής ζωής.

Διαβάζοντας τις επόμενες παραγράφους του ίδιου κειμένου θα μάθουμε περισσότερα για τη γενεαλογία αυτού του πειράματος «αυτοδημοκρατίας». Στη «λαϊκή αυτοκυβέρνηση» που επιχειρήθηκε στην Ρωσία το 1917 βρήκαν την πρακτική εφαρμογή τους η «άμεση νομοθεσία», «η φεντεραλιστική οργάνωση» της δημόσιας σφαίρας και η «άμεση λαϊκή διακυβέρνηση» που είχαν οραματιστεί και προτείνει ορισμένοι ουτοπικοί σοσιαλιστές του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, όπως ο Moritz Rittinghausen, συνεργάτης του Μαρξ και του Ένγκελς στην Neue Rheinische Zeitung κατά την επανάσταση του 1848, ο Émile Leverdays, ένας από τους πρωτεργάτες της Παρισινής Κομμούνας, και ο επίσης κομμουνάρος, Victor Prosper Considerant. Οι ιδεολογικές όμως καταβολές της σοβιετικής «αυτοδημοκρατίας» εκτείνονται ακόμα πιο πίσω στο χρόνο: «Το καθεστώς των σοβιέτ έλκει την προέλευσή του από τη φεντεραλιστική αυτονομία και βρίσκεται στον αντίποδα της συγκεντρωτικής τάσης του κρατικού σοσιαλισμού. Δεν είναι παρά ένα πολιτικό σύστημα του οποίου το γενικό περίγραμμα και τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά συναντώνται στα πολιτικο-φιλοσοφικά ιδεατά σχήματα των σημαντικότερων από τους στοχαστές της επαναστατικής και δημοκρατικής Γαλλίας» [1]. Το 1917 αποτελεί εκπλήρωση εκείνου που μετά το 1848 έγινε αντικείμενο θεωρητικής πραγμάτευσης, αλλά υπήρχε ως τάση ήδη από το 1789.

Μπορεί σήμερα να σκεφτόμαστε ότι ο συγγραφέας μας εδώ βλέπει φαντάσματα, ότι συγχέει τις δικές του επιθυμίες με τα πραγματικά γεγονότα. Εκείνος, όμως, που συνέταξε τις παραπάνω γραμμές δεν είναι κάποιος που θα περιμέναμε να βρούμε ανάμεσα στη μεγάλη λίστα των συνοδοιπόρων του μπολσεβικισμού κατά τον 20ο αιώνα. Το σύντομο άρθρο από το οποίο μόλις αντλήσαμε ορισμένες φράσεις ενδεικτικές μιας ασυνήθιστης θέασης του μπολσεβικισμού έφερε την υπογραφή του Ιταλού αναρχικού Camillo Berneri και δημοσιεύθηκε το 1919 στη δεκαπενθήμερη αναρχική επιθεώρηση Volontà (Βούληση) που εξέδιδαν στην Ανκόνα ο Luigi Fabbri και ο Cesare Agostinelli, αμφότεροι σύντροφοι και στενοί συνεργάτες του Ερίκο Μαλατέστα.

Αυτά που γράφει ο Μπερνέρι δεν τα γράφει από «πολιτική αφέλεια», ούτε τυφλωμένος από έναν άκριτο ενθουσιασμό. Στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, έχει κάμποσους και σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι ο Λένιν και οι σύντροφοί του είναι επαναστάτες, άνθρωποι αφοσιωμένοι στην υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι περισσότερες αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις στην Ευρώπη είχαν αποκρούσει τα κελεύσματα για εθνική ενότητα, με εξαίρεση την πλειοψηφία της γαλλικής CGT (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας), και μια ισχυρή μειοψηφία της ιταλικής USI (Ιταλική Συνδικαλιστική Ένωσης) υπό τον Alceste de Ambris, η οποία αποχώρησε για να σχηματίσει μαζί με άλλους σοσιαλιστές πρόμαχους της εμπλοκής του ιταλικού κράτους στον πόλεμο, όπως ο Μουσολίνι, τους Fasci dAzione Rivoluzionaria (Σύνδεσμοι Επαναστατικής Δράσης), την πρώτη οργανωτική έκφραση, δηλαδή, του ιταλικού φασισμού. Ενώ τα συνδικάτα και τα κόμματα που αναφέρονταν στη Δεύτερη Διεθνή συστρατεύθηκαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, με τις εθνικές αστικές τάξεις, οι αναρχικοί/ές, όλων των τάσεων, ως επί το πλείστον, αντιμετώπισαν τον πόλεμο ως μια καταστροφική κρίση της καπιταλιστικής νεωτερικότητας, το κόστος της οποίας καλούνταν να καταβάλλουν σε κάθε γωνιά της Ευρώπης οι προλετάριοι. Ο Λένιν και οι σύντροφοί του, υιοθετώντας κι αυτοί μια στάση διεθνιστικής εναντίωσης στον πόλεμο βρέθηκαν εκ των πραγμάτων κοντά στους/ις αναρχικούς/ές. Και παρέμειναν αρκετά κοντά και το 1917, αντιτάσσοντας από κοινού την εξουσία των εργατικών συμβουλίων στον κοινοβουλευτισμό, αλλά και κατά την περίοδο που ακολούθησε, μέχρι την άνοιξη του 1918, όταν έγιναν οι πρώτες μαζικές εκτελέσεις αναρχικών, με συνοπτικές διαδικασίες, στη Μόσχα, από το μπολσεβίκικο κόμμα-κράτος.

Ο ίδιος ο Μπερνέρι είχε εγκαταλείψει τη νεολαία του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας και είχε στραφεί στον αναρχισμό, το 1915, επειδή στους ιταλικούς αναρχικούς κύκλους είχε επικρατήσει η αντιπολεμική και αντιεθνικιστική τάση που εκπροσωπούσαν ο Μαλατέστα και ο Φάμπρι. Στον Λένιν, το 1917, έβλεπε έναν διεθνιστή επαναστάτη, και όχι έναν αρχηγό κράτους. Το ίδιο έβλεπε και το 1919, όταν ακόμα η καταστολή των αναρχικών από τους μπολσεβίκους έμοιαζε περιστασιακή, και μπορούσε εξ αποστάσεως να ερμηνευθεί ως σύμπτωμα όξυνσης των προστριβών εντός ενός κοινού επαναστατικού στρατοπέδου. Ανάλογη εικόνα, τότε, είχαν και τα μέλη των αναρχικών ομάδων στη Ρωσία. Στις επί μακρόν αγνοημένες πολιτικές μαρτυρίες και αποτιμήσεις αναρχικών που ἐζησαν και έδρασαν εκείνα τα χρόνια στη Ρωσία, ο Οκτώβρης του 1917 εικονογραφείται ως μια ιστορική τομή, μεγαλύτερης σημασίας ακόμα και από τη Γαλλική Επανάσταση. Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι θεωρούνταν αρχικά, αλλά και για κάμποσο καιρό αφότου είχαν ανέλθει στην εξουσία, ως ένα από τα ρεύματα που άνοιγαν τον δρόμο γι’ αυτήν τη συλλογική «έφοδο στον ουρανό».

Στις 25 του Οκτώβρη, κι ενώ αποσπάσματα ένοπλων εργατών στο Πέτρογκραντ είχαν ήδη αρχίσει να τοποθετούνται στα νευραλγικά σημεία της πόλης, η εβδομαδιαία εφημερίδα που εξέδιδε η Αναρχοσυνδικαλιστική Ένωση Προπαγάνδας, Golos Truda (Φωνή της Εργασίας), ξεκαθάριζε ότι εφόσον αυτό που συνέβαινε ήταν μια «ενέργεια των επαναστατημένων μαζών για πολιτικούς σκοπούς και κάτω απ’ την αιγίδα ενός πολιτικού κόμματος», η στάση των αναρχικών όφειλε να είναι αρνητική. Αν, όμως, αναλάμβαναν δράση οι ίδιες οι «επαναστατημένες μάζες», τότε οι αναρχικοί/ές έπρεπε να συμμετέχουν στο μαζικό αυτό κίνημα «με την πιο μεγάλη ενεργητικότητα» [2]. Δεν χρειάστηκε να ξηλωθούν λιθόστρωτα και να πυρποληθούν κυβερνητικά κτίρια, για να επιτευχθεί η κατάληψη του Πέτρογκραντ και για να ανατραπεί η κυβέρνηση Κερένσκι. Τεχνικά μιλώντας, ό,τι έγινε θα μπορούσε να περιγραφεί ως πραξικόπημα. Αλλά, όπως αναγνώρισε αργότερα ο Vsevolod Mihajlovič Èjhenbaum, γνωστός και ως VolinVoline), ένας από τους εμπνευστές και ο κύριος συντάκτης της Golos Truda, από τον Οκτώβρη και μετά, η επαναστατική διαδικασία που είχε ξεκινήσει από τον Φλεβάρη του 1917 στη Ρωσία μπήκε «σ’ έναν δρόμο πολύ ιδιαίτερο, ολοκληρωτικά ανεξερεύνητο»: πέρασε το κατώφλι της κοινωνικής επανάστασης [3]. Η ευρεία διάχυση και η ραγδαία ριζοσπαστικοποίηση, μέσω της ανάπτυξης διάφορων μορφών αυτο-οργάνωσης (εργατικά συμβούλια, συμβούλια στρατιωτών και αγροτών, εργοστασιακές επιτροπές, συνοικιακές επιτροπές), μιας πολλαπλότητας πρακτικών εναντίωσης στην αστική ταξική κυριαρχία, έτσι όπως αυτή ασκούνταν είτε στη μικροκλίμακα των χώρων εργασίας και της καθημερινής αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης είτε στο κεντρικό επίπεδο της υλοποίησης των αποφάσεων της κυβερνητικής εξουσίας, τον Οκτώβρη του 1917 οδήγησε, σύμφωνα με έναν άλλο Ρώσο αναρχικό, τον Grigorij Maksimov, σε μια «προσωρινή εξάλειψη του κράτους και στον κλονισμό εκ θεμελίων της καπιταλιστικής οικονομίας» [4].

Όσο κι αν απαιτήθηκαν πολιτικοί ελιγμοί για να επικρατήσει η εξουσία των εργατικών συμβουλίων έναντι της εξουσίας της προσωρινής κυβέρνησης συνασπισμού αστικών και εργατικών κομμάτων, που είχε σχηματιστεί μετά την εξέγερση του Φλεβάρη, ο Οκτώβρης δεν βιώθηκε ως μια θριαμβευτική απόδειξη του πόσο ιστορικά καθοριστική είναι η πολιτική διορατικότητα. Έγινε σημείο αναφοράς γιατί ήταν μια ριζική αμφισβήτηση της πολιτικής όπως την ξέρουμε: ως δραστηριότητα διαχωρισμένη από την πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, η οποία, ακριβώς επειδή παραμένει διαχωρισμένη, αφήνει άθικτες, και ακόμα περισσότερο, αντεπιδρώντας παραγωγικά, διαιωνίζει, τις κοινωνικές συνθήκες που καθιστούν την καθημερινή ζωή μια άθλια, επίμοχθη και ακατανόητη, εμπειρία διάψευσης πραγματικών δυνατοτήτων, προσαρμογής σε μια καταστατική ανελευθερία.

Εκείνο που έκανε την ιστορική διαφορά δεν ήταν ότι καταλήφθηκαν τα Χειμερινά Ανάκτορα από ανθρώπους οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονταν ως κομμουνιστές. Όπως έγραψε ο αναρχικός Efim Yartchuk, μέλος του σοβιέτ της Κρονστάνδης το 1917, και αργότερα, το 1937, ένας από τους χιλιάδες επαναστάτες που εκτελέστηκαν κατά τις Δίκες της Μόσχας: «η Επανάσταση του Οκτώβρη, φέροντας εντός της όλες τις δυνατότητες ενός ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού, ήταν στα ίδια τα θεμέλιά της ελευθεριακή. Είχε καταστρέψει τη συγκεντρωτική εξουσία, διασπείροντάς την στα σοβιέτ, ώστε να είναι πια αυτά που αποφασίζουν. Κατάφερε ένα θανάσιμο πλήγμα στη φεουδαρχική αγροτική τάξη πραγμάτων και επιδίωξε να προχωρήσει ακόμα πιο πέρα στο δρόμο της ολοσχερούς καταστροφής της νεωτερικής αστικής τάξης πραγμάτων. Η καταστροφή του παλιού ήταν ριζική, αλλά εκείνο που μετράει περισσότερο είναι ότι κίνητρο αυτής της τόσο ριζικής καταστροφής ήταν η θέληση να μετασχηματιστεί η κοινωνία στη βάση ελευθεριακών κομμουνιστικών αρχών. Να γιατί προκάλεσε τέτοιο μίσος, μια τόσο λυσσαλέα εχθρότητα από την πλευρά των εκμεταλλευτών, στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στο εξωτερικό» [4]. Μια δεκαετία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ωστόσο, ο Peter Archinov, ένας πρώην μπολσεβίκος που είχε γίνει αναρχικός το 1906, θα διακρίνει ανάμεσα σε δύο εκδοχές του Οκτώβρη. Από τη μία μεριά, ήταν ο «Οκτώβρης των εργατών», που ανέτρεψε «το τελευταίο και μεγαλύτερο εμπόδιο στην επανάσταση τους: την εξουσία του κράτους των, ήδη ηττημένων και αποδιοργανωμένων, κατεχουσών τάξεων». Από την άλλη, ήταν ο «Οκτώβρης των μπολσεβίκων», η υπαγωγή της επανάστασης στο κόμμα, μέσω «της υποκατάστασης της ιδέας της κοινωνικής επανάστασης και της κοινωνικής χειραφέτησης των μαζών από την ιδέα της σοβιετικής εξουσίας» [5].

Ό,τι τεχνικά έμοιαζε να συνιστά ένα πολιτικό πραξικόπημα, η ανατροπή μέσω ένοπλης εξέγερσης της κυβέρνησης Κεράνσκι, στην πραγματικότητα ήταν η «νομική επικύρωση», κατά τη διατύπωση του Alexander Bergman (ενός αναρχικού που το 1919 απελάθηκε, μετά από φυλάκιση δύο ετών εξαιτίας της αντιπολεμικής του στάσης, από τις ΗΠΑ στη σοβιετική Ρωσία), της εκ βάθρων κοινωνικής αλλαγής στην οποία είχε ήδη αρχίσει να αποδύεται το προλεταριάτο [6]. Ο προλεταριακός Οκτώβρης ήταν μια εξέγερση εν εξελίξει. Κι ως τέτοιος είχε οικουμενικό περιεχόμενο. Αποτελώντας μια απόπειρα άρσης των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων, ριζικής ανανέωσης των τρόπων με τους οποίους τα ανθρώπινα όντα σχετίζονται μεταξύ τους κατά την κοινωνική παραγωγή των ζωών τους, κατέτεινε σε μια παγκόσμια επανάσταση de facto, κι όχι μονάχα επειδή αυτό ήταν ένα κομβικό στοιχείο στον πολιτικό λόγο των μπολσεβίκων. Αυτό ήταν το πείραμα αυτοδημοκρατίας στο οποίο αναφερόταν ο Μπερνέρι. Ο Οκτώβρης των μπολσεβίκων, αντίθετα, η επαναστατική δικτατορία ενός κόμματος μετατρεπόμενου σε κράτος στο όνομα του προλεταριάτου, μακράν από το να εκφράζει σε ένα ανώτερο, υποτίθεται, επίπεδο ή να προασπίζει, τη νικηφόρα προλεταριακή εξέγερση, τελικά κατέπνιξε τη χειραφετητική δυναμική που η εξέγερση είχε αποδεσμεύσει σε όλες τις εκφάνσεις τις κοινωνικής ζωής, εγκαθιστώντας, κατά τις διατυπώσεις της αναρχικής Ida Mett, «πάνω στα συντρίμμια της κοινωνικής επανάστασης ένα ολιγαρχικό καθεστώς που δεν έχει τίποτα κοινό με τις ιδέες που είχαν εμπνεύσει την ίδια την ανάπτυξή της» [7].

Πέντε μόλις ημέρες πριν την εξέγερση του Οκτώβρη, η συντακτική ομάδα της Golos Truda είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο με τίτλο «Είναι αυτό το τέλος;». Θέμα του ήταν η ερμηνεία της λέξης «εξουσία» στο σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ», και το νόημα, επομένως, της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο:

«Αν με τον όρο “εξουσία” θέλουν να πουν ότι όλη η δημιουργική εργασία κι όλη η οργανωτική δραστηριότητα, σ’ όλη την έκταση της χώρας, θα περάσουν στα χέρια των εργατικών κι αγροτικών οργανισμών, που θα υποστηρίζονται απ’ τις ένοπλες μάζες·

Αν με την “εξουσία” εννοούν το απόλυτο δικαίωμα αυτών των οργανισμών ν’ ασκήσουν μια τέτοια δραστηριότητα και να συνασπισθούν μ’ αυτό το σκοπό, κατά ένα τρόπο φυσιολογικό κι ελεύθερο, αρχίζοντας έτσι τη νέα οικονομική και κοινωνική οικοδόμηση που θα οδηγήσει την Επανάσταση σε καινούριους ορίζοντες ειρήνης, οικονομικής ισότητας κι αληθινής ελευθερίας·

Αν με το σύνθημα “η εξουσία στα Σοβιέτ” δεν εννοούν τη δημιουργία εστιών μιας πολιτικής εξουσίας, εστιών υποταγμένων σ’ ένα γενικό πολιτικό κι εξουσιαστικό κέντρο του Κράτους·

Αν, τέλος, το πολιτικό κόμμα που αποβλέπει στην εξουσία και στην κυριαρχία διαλυθεί μετά τη νίκη και παραχωρήσει πραγματικά τη θέση του σε μια ελεύθερη αυτο-οργάνωση των εργαζομένων·

Αν η “εξουσία στα Σοβιέτ” δεν γίνει στην πραγματικότητα μια κρατική εξουσία ενός καινούριου πολιτικού κόμματος,

Τότε, και μόνον τότε, η νέα κρίση θα μπορέσει νά ’ναι η τελευταία, θα μπορέσει να σημάνει την αρχή μιας καινούριας εποχής» [8].

Οι περισσότεροι Ρώσοι αναρχικοί, και ιδίως εκείνο το τμήμα τους που συμμετείχε δραστήρια στην οικοδόμηση μορφών προλεταριακής αυτο-οργάνωσης, όπως οι εργοστασιακές επιτροπές, δεν απέρριπταν συλλήβδην το ενδεχόμενο κατάληψης της πολιτικής εξουσίας. Η κυβέρνηση Κερένσκι έπρεπε να ανατραπεί, και για να συμβεί αυτό ήταν αναγκαίο να επιστρατευτούν πολιτικά μέσα, συντονισμένες τακτικές κινήσεις, ελιγμοί ή ακόμα και μορφές καταναγκασμού. Αναρχικοί αγωνιστές μπορούσαν, ή μάλλον έπρεπε συχνά, να συνεργάζονται με μπολσεβίκους για να πετύχουν την τάδε ή τη δείνα απόφαση σε μια συνέλευση ενός εργατικού συμβουλίου ή μιας εργοστασιακής επιτροπής, αλλά και να συντονίζονται ώστε στην πράξη να επιβληθούν συγκεκριμένοι τρόποι εφαρμογής, και συγκεκριμένες πολιτικές ερμηνείες, των αποφάσεων στις οποίες κατέληγαν τέτοιου είδους συνελεύσεις, διαμορφώνοντας έτσι ενεργητικά έναν ευνοϊκό συσχετισμό δύναμης έναντι των άλλων, συμφιλιωτικών με την αστική τάξη, εργατικών κομμάτων. Και κάτι τέτοιο όντως γινόταν τακτικά από την άνοιξη του 1917 μέχρι και την εξέγερση του Οκτώβρη. Τόσο οι αναρχοκομμουνιστές όσο και οι αναρχοσυνδικαλιστές συνεργάζονταν με τους μπολσεβίκους. Τέσσερα τουλάχιστον από τα μέλη της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής του σοβιέτ της Πετρούπολης, η οποία κατάστρωσε και υλοποίησε το επιχειρησιακό πλάνο για την ανατροπή της κυβέρνησης Κερένσκι, μια πράξη αναμφίβολα πολιτική με την πιο στενή μάλιστα έννοια του όρου, ήταν αναρχικοί [9].

Η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, όμως, άνηκε στο καταστροφικό σκέλος της επανάστασης. Συγκαταλεγόταν σε όσα έπρεπε αναγκαστικά να γίνουν ώστε να αναιρεθεί η υπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων, βασική διάσταση της οποίας ήταν (και εξακολουθεί βέβαια σήμερα να είναι) ο διαχωρισμός της δημόσιας, τυπικής και αφηρημένης πολιτικής πραγματικότητας από την ιδιωτική, βιωματική και συγκεκριμένη κοινωνική-οικονομική πραγματικότητα. Το κόμμα των μπολσεβίκων, αντίθετα, από τη στιγμή που κατέλαβε την εξουσία άρχισε να στήνει μια επαναστατική δικτατορία η οποία έτεινε να γίνει ένα νέο πολιτικό καθεστώς, αντί να λειτουργεί ως μια πολιτική πτύχωση μιας μεταβατικής κοινωνικής μορφολογίας, ενός προσωρινού κι ασταθούς πλαισίου σχέσεων ανάμεσα σε ανταγωνιζόμενες κοινωνικές τάξεις, ενός πειράματος κοινωνικού μετασχηματισμού.

Τοποθετώντας στη θέση του αστικού κράτους, νοούμενου ως οργάνου καταπίεσης της εργατικής τάξης, ένα «σοσιαλιστικό κράτος», που προοριζόταν ιδεατά να λειτουργήσει ως όργανο καταπίεσης της αστικής τάξης, οι μπολσεβίκοι αναιρούσαν την «αυτοδημοκρατία» των συμβουλίων, την οποία επαινούσε ακόμα και το 1919 ο Μπερνέρι, και την οποία οι ίδιοι είχαν εγκαθιδρύσει ως πολιτικό σύστημα. Ενίσχυαν το κράτος αντί να το απονεκρώνουν. Για να υπερασπιστούν την εξουσία των εργατικών συμβουλίων ως πολιτική εξουσία υποκαθιστούσαν τον συλλογικό νου του αγωνιζόμενου προλεταριάτου από τον συλλογικό νου ενός κόμματος που αυτόκλητα διεκδικούσε το προνόμιο του αποκλειστικού εκπροσώπου της «πρωτοπορίας» του προλεταριάτου, εξουθενώνοντας τα εργατικά συμβούλια ως μορφές αμφισβήτησης της πολιτικής. Πολύ πριν τους απηνείς διωγμούς που εξαπέλυσε τη δεκαετία του 1930 η σταλινική γραφειοκρατία, αυτό που είχε αρχίσει να δημιουργείται, όπως είχε διαγνώσει ήδη από το 1918 η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ήταν ένα «καπιταλιστικό κράτος με το κεφάλι κάτω» [11]. Η ύπαρξη ενός τέτοιου κράτους, στη ρητορική των μπολσεβίκων, εμφανιζόταν ως ένας καρπός της επανάστασης, ως κάτι που ήλθε για να μείνει, και όχι ως ένα δυσάρεστο επεισόδιο κατά την πρώτη φάση της εκτύλιξής της, και δικαιολογούνταν με μια θεωρία περί δικτατορίας που προϋπέθετε υπόρρητα τη θέση «ότι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός είναι ένα πράγμα, για το οποίο το επαναστατικό κόμμα έχει τη συνταγή έτοιμη στην τσέπη του και δεν έχει να κάνει τίποτε άλλο παρά να την εφαρμόσει με ζήλο» [12].

Στους επαναστατικούς κύκλους της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής δεν δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην αντίφαση ανάμεσα στην εξέγερση του Οκτώβρη ως σημείο καμπής μιας εξελισσόμενης διαδικασίας προλεταριακής αυτοχειραφέτησης και την εξέγερση του Οκτώβρη ως πολιτικό στρατήγημα για την εγκαθίδρυση μια πολιτικής δικτατορίας, την οποία είχαν έγκαιρα αναδείξει οι αναρχικοί/ες στη Ρωσία, καθώς και η Λούξεμπουργκ. Οι απόψεις, άλλωστε, των αναρχικών που έζησαν σε πραγματικό χρόνο την εκτύλιξη αυτής της αντίφασης, πριν τη δεκαετία του 1940, όταν πρωτοκυκλοφόρησαν στα Αγγλικά και τα Γαλλικά τα γραπτά του Βολίν, της Μετ και του Μαξίμοφ, δεν είχαν βγει και πολύ έξω από τα ασφυκτικά στενά όρια των μικρών κύκλων των ομόδοξών τους και των Ρώσων πολιτικών προσφύγων. Τα γραπτά των μπολσεβίκων ηγετών, αντίθετα, τυπώνονταν από κρατικά τυπογραφεία και μεταφράζονταν ταχύτατα σε δεκάδες γλώσσες από κομματικούς στρατούς που αποκτούσαν με το πέρασμα του χρόνου όλο και μεγαλύτερη ισχύ ως κατά τόπους αντιπρόσωποι του σοβιετικού κόμματος-κράτους.

Οι νικητές, όπως ξέρουμε, γράφουν την ιστορία. Ακόμα και σήμερα, όποτε τυγχάνει να ανοίξει κουβέντα για τον Οκτώβρη του 1917, έχουμε να αναμετρηθούμε με τους μύθους που το κόμμα-κράτος των μπολσεβίκων καλλιέργησε μετά την επικράτησή του. Ένας από αυτούς, ίσως ο πιο ανθεκτικός, είναι ότι ο μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων είναι επί της ουσίας έργο ενός κόμματος ικανού να λειτουργεί ως στρατηγικός νους για τις «μάζες», ότι οι κοινωνικοί αγώνες «δεν αρκούν» από μόνοι τους για να δρομολογηθεί μια επαναστατική αλλαγή, ότι πρέπει ένας συγκεντρωτικός φορέας, ορατός στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, ένα πρόπλασμα κράτους, να έλθει να βάλει τα σωστά «πολιτικά περιεχόμενα». Ένας άλλος είναι ότι οι χαφιέδες και τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας που κατέκλυσαν από τη δεκαετία του 1930 τη σοβιετική επικράτεια ήταν ένα ατύχημα στον δρόμο για τον σοσιαλισμό. Και οι δύο αυτοί μύθοι αποσυνδέουν την κριτική προς το κεφάλαιο από την κριτική προς το κράτος. Συσκοτίζουν, επίσης, τον πιο δύσκολο και κρίσιμο κόμπο στο κουβάρι των γεγονότων που εκτυλίχθηκαν από τον Οκτώβρη του 1917 και μετά, που δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι το ίδιο συλλογικό σώμα, το κόμμα των μπολσεβίκων, που υπήρξε ένα από τα πιο αποτελεσματικά όργανα της επανάστασης μεταστράφηκε σύντομα στο πιο καταστροφικό όχημα της αντεπανάστασης. Ο Μαξίμοφ το 1940 θα κάνει λόγο για κάποιου είδους εξαπάτηση, τις παραμονές και κατά τον πρώτο καιρό της Οκτωβριανής Επανάστασης, από πλευράς των μπολσεβίκων, και προσωπικά του ίδιου του Λένιν: έβαλαν για λίγο στην άκρη τον μαρξιστικό κρατισμό, και διατράνωσαν την πίστη τους στην εργατική εξουσία, τον φεντεραλισμό, την αυτονομία και την προλεταριακή αυτοκυβέρνηση, για να καταφέρουν να επιβάλλουν από την πίσω πόρτα τη δική τους δικτατορία [13]. Ο Μπερνέρι, το 1936, από τη Βαρκελώνη, θα υποστηρίξει ότι η αντίφαση διέτρεχε τον ίδιο τον «λενινισμό», ο οποίος ήταν αφενός μια «επιστροφή στο επαναστατικό πνεύμα του μαρξισμού», κι αφετέρου μια «επιστροφή στα σοφίσματα και τις αφαιρέσεις της μαρξιστικής μεταφυσικής» [14].

Είτε έτσι είτε αλλιώς, αν κάτι αξίζει να διερωτηθούμε σήμερα, ανατρέχοντας στον Οκτώβρη του 1917 είναι ακριβώς αυτό: γιατί και πώς η αντεπανάσταση εμφανίστηκε εντός της επανάστασης, όχι ως μια εξωτερική δύναμη ανάσχεσης, αλλά ως μια εσωτερική δύναμη απονέκρωσης και καταστολής. Οι ιστορίες των αναρχικών εκείνης της περιόδου είναι ιστορίες ανθρώπων που μολονότι δεν έδωσαν, ή δεν μπορούσαν να δώσουν, πειστικές ή σωστές απαντήσεις, έθεσαν με διαύγεια ορισμένα από τα πιο ζωτικά ερωτήματα σε σχέση με τη δυνατότητα εξόδου της ανθρωπότητας από το μακραίωνο βασίλειο της ανελευθερίας. Και δεν έπαψαν να σκέφτονται τη δυνατότητα κατάργησης των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων ως κάτι αξεδιάλυτα συνυφασμένο με τη δυνατότητα κατάργησης του κράτους. Ο μύθος ότι ο ρόλος τους ήταν ασήμαντος, και τα γραπτά τους «αφελή», είναι ένα πολυφορεμένο, παρά την πλαστότητά του, άλλοθι για να συνεχίσουμε να αναπαράγουμε τους μπολσεβίκικους μύθους, για να εξακολουθούμε να πιστεύουμε άκριτα ότι οι πολιτικοί μέντορες και σύντροφοι του Στάλιν ήταν, τάχα, πιο διορατικοί/ες από τους συναγωνιστές/τριές τους που πρώτοι/ες βρέθηκαν στην θέση του θύματος γιατί επέλεξαν να υπερασπιστούν σε χρόνο ενεστώτα τον προλεταριακό Οκτώβρη ενάντια στον Οκτώβρη του κόμματος-κράτος, την επανάσταση ενάντια στην αντεπανάσταση, ακόμα κι αν αδυνατούσαν συχνά να συλλάβουν πόσο στενή ήταν η σχέση ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη.

[1] C. Berneri, “Lautodemocrazia” [1919], στον τόμο: P. C. Masini και A. Sorti (επιμ.), Scritti scelti di Camillo Berneri: Pietrogrado 1917 – Barcellona 1937, Milano: Sugar Editore, 1964, σελ. 30-34 – τα παραθέματα στις σελ. 30 και 34.

[2] Παρατίθεται στο έργο του Volin, Η άγνωστη επανάσταση, μετάφραση: Σ. Ζάκκας, 2 τόμοι, Αθήνα: Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1975-1976, τόμ. 2, σελ. 55-56.

[3] Ό.π., τόμ. 2, σελ. 5.

[4] G. P. Maximoff, The guillotine at work: Twenty years of terror in Russia, Chicago: The Chicago section of the Alexander Berkman Fund, 1940, σελ. 343.

[5] E. Yartchuk, “Les soviets et la défense de la révolution”, μετάφραση: A, Skirda, Autogestion et socialisme, 18-19 (1972), σελ. 229-235 – η αναφορά στη σελ. 231.

[6] P. Archinov, “Les 2 octobres” [1927], μετάφραση: A. Skirda, Autogestion et socialisme, 18-19 (1972), σελ. 185-197 – η αναφορά στις σελ. 189, 191.

[7] A. Berkman, The Russian tragedy [1922], επιμέλεια: W. G. Nowlin Jr., Sanday, Orkney: Cienfuegos Press Ltd., 1976, σελ. 13-15.

[8] I. Mett, La commune de Cronstadt: Crépuscule saglant des Soviets, Paris: Spartacus, [1949], σελ. 79.

[9] Το άρθρο αναδημοσιεύεται ολόκληρο από τον Volin, Η άγνωστη επανάσταση, σελ. 53-55 – το παράθεμα στις σελ. 53-54.

[10] Βλ. A. Rabinowitch, Prelude to revolution: The Petrograd Bolsheviks and the July 1917 Uprising, Bloomington και Indianapolis: Indiana University Press, 1968, σελ. 71-73, 100-102· P. Avrich, “The anarchists in the Russian Revolution”, Russian Review, 26:4 (1967), σελ. 341-350 – οι σχετικές αναφορές στις σελ. 344-346.

[11] Ρ. Λούξεμπουργκ, Η ρωσική επανάσταση, μετάφραση: Κ. Μιλτιάδης, Αθήνα: Εκδόσεις Κοροντζή, 1978, σελ. 78.

[12] Ό.π., σελ. 79.

[13] Βλ. Maximoff, The guillotine at work, σελ. 19-34.

[14] Berneri, “La dittatura del proletariato e il socialismo di stato” [1936], στον τόμο: Masini και Sorti (επιμ.), Scritti scelti di Camillo Berneri, σελ. 218-221 – τα παραθέματα στη σελ. 221.

Κομμουνιστικοποίηση και το ζήτημα του φασισμού1

Cherry Angioma23

Μια κριτική ματιά σε μερικές υποθέσεις των θεωρητικών της κομμουνιστικοποίησης – που εκφράζει τη θέση ότι οι συχνά ντετερμινιστικές τους προβλέψεις δεν είναι οι μόνες δυνατές εκβάσεις. “Η κομμουνιστικοποίηση που έχει σαν αποτέλεσμα μια αταξική κοινωνία είναι μόνο μια από τις δυνατότητες στον ορίζοντα”.

 

Έχουν περάσει τώρα περισσότερα από πέντε χρόνια από την έναρξη της οικονομικής κρίσης χωρίς να υπάρχει κάποιο σημάδι ανάπαυλας από τη λιτότητα, ενώ η ανασφάλεια αυξάνεται. Ούτε η παλιά αριστερά των συνδικάτων και των κομμάτων ούτε τα νεώτερα κοινωνικά κινήματα διαμαρτυρίας και άμεσης δράσης φαίνονται να μπορούν να ανταποκριθούν στο καθήκον να προσφέρουν έναν δρόμο προς τα μπρος. Στη διερεύνηση καινούριων δρόμων για τη χαρτογράφηση της κρίσης και τις δυνατότητες ζωής πέρα από τον καπιταλισμό, η έννοια της “κομμουνιστικοποίησης” έχει γίνει όλο και περισσότερο σημείο εστίασης της συζήτησης.

Η ίδια η λέξη υπάρχει στον αέρα από τις πρώιμες μέρες του κομμουνιστικού κινήματος. Ο Άγγλος ουτοπιστής Goodwyn Barmby, ο οποίος αναγνωρίζεται ως το πρώτο άτομο που χρησιμοποίησε τον όρο κομμουνιστής στην αγγλική γλώσσα, έγραψε ένα κείμενο ήδη από το 1841 με τον τίτλο “The Outlines of Communism, Associality and Communisation” [“Το περίγραμμα του Κομμουνισμού, της Συνεργασιμότητας και της Κομμουνιστικοποίησης”]. Συνέλαβε τις τέσσερις εποχές της ανθρωπότητας ως “Παραδείσια, Βαρβαροποίηση, Εκπολιτισμός και Κομμουνιστικοποίηση” [Paradisation, Barbarization, Civilization and Communisation], ενώ η σύζυγος και συνεργάτιδά του Catherine Barmby προείδε την τωρινή αντιπαράθεση σχετικά με το φύλο με πρώιμες φεμινιστικές παρεμβάσεις επιχειρηματολόγησης υπέρ της κομμουνιστικοποίησης ως μιας λύσης στο ζήτημα της γυναικείας υποταγής (η Goodwyn Barmby συζητείται στο άρθρο του Peter Linebaugh, “Meandering on the semantical-historical paths of communism and commons”, The Commoner, Δεκέμβριος 2010).

Η χρήση του όρου από το ζευγάρι Barmby για την περιγραφή της διαδικασίας μια κομμουνιστικής κοινωνίας δεν απέχει πολύ από την τωρινή χρήση του, αλλά ο όρος έχει αποκτήσει ένα πιο συγκεκριμένο σύνολο σημασιών από τη δεκαετία του 1970, όταν μέλη της γαλλικής “υπεραριστεράς” άρχισαν να τον παραθέτουν ως έναν τρόπο άσκησης κριτικής σε παραδοσιακές συλλήψεις της επανάστασης. Ο κομμουνισμός έχει συχνά συλληφθεί, τόσο από μαρξιστές όσο και αναρχικούς, ως μια μελλοντική κατάσταση της κοινωνίας που θα πρέπει να επιτευχθεί στο μακρινό μέλλον, αρκετό καιρό αφότου έχει ξεκαθαρίσει το μπερδεμένο τοπίο της επανάστασης. Για τους υποστηρικτές της κομμουνιστικοποίησης, από την άλλη, ο καπιταλισμός μπορεί να καταργηθεί μόνο με την άμεση δημιουργία διαφορετικών σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους, όπως η ελεύθερη διανομή αγαθών και η δημιουργία “κοινοτιστικών, αχρήματων, χωρίς κέρδος και κράτος μορφών ζωής. Η διαδικασία θα πάρει χρόνο για να ολοκληρωθεί αλλά θα ξεκινήσει στην αρχή της επανάστασης, η οποία δεν θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις του κομμουνισμού: θα δημιουργήσει τον κομμουνισμό” (Gilles Dauvé και Karl Nesic, “Communization, 2011).

Σήμερα αυτή η ευρεία έννοια κομμουνιστικοποίησης χρησιμοποιείται με διάφορους τρόπους, αλλά μπορούμε να πούμε βάσιμα ότι υπάρχουν δυο κύριοι πόλοι στις τρέχουσες αντιπαραθέσεις – αν και με πολλές αποχρώσεις ανάμεσά τους.

Υπάρχει αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε “βολονταριστική” αντίληψη της κομμουνιστικοποίησης, που σχετίζεται με άτομα επηρεασμένα από το περιοδικό Tiqqun και εκδόσεις που αποδίδονται στην Αόρατη Επιτροπή όπως το “Το Κάλεσμα” (2004) και η “Εξέγερση που έρχεται” (2007). Είναι βολονταριστική επειδή δίνεται μια έμφαση στο ότι οι άνθρωποι διαλέγουν να επιλέξουν πλευρά και να φύγουν από την καπιταλιστική κοινωνία – “Το Κάλεσμα” μιλά για “εγκατάλειψη” και “απόσχιση” – με σκοπό να δημιουργήσουν δίκτυα και χώρους, όπως κομμούνες, χαρακτηριζόμενους από “δράσεις κομμουνιστικοποίησης, δημιουργίας αυτή ή του άλλου κοινού χώρου, αυτής ή της άλλης μηχανής, αυτής ή της άλλης γνώσης” (“Το Κάλεσμα).

Αυτή η ιδέα έχει δεχτεί κριτική από τους άλλους κύριους υποστηρικτές της υπόθεσης της κομμουνιστικοποίησης, στη βάση της πλάνης της πρότασης για μια αναδυόμενη εναλλακτική κοινωνία εντός ενός καπιταλιστικού κόσμου Αυτό που θα καλούσα ως “δομιστική” κλίση της κομμουνιστικοποίησης συνδέεται ιδιαίτερα με το γαλλόφωνο περιοδικό Theorie Communiste (TC). Πιο πρόσφατα, οι ιδέες του έχουν υποστεί επεξεργασία και επεκταθεί σε συζητήσεις με παρόμοια σκεπτόμενες ομάδες που περιλαμβάνουν το αγγλόφωνο περιοδικό Endnotes και το σουηδικό περιοδικό Riff Raff. Αυτές οι κολλεκτίβες έχουν πρόσφατα συνεργαστεί στην παραγωγή του “Sic – ένα διεθνές περιοδικό για την κομμουνιστικοποίηση” (το πρώτο τεύχος εκδόθηκε το 2011).

Ονομάζω αυτή την προσέγγιση ως “δομιστική” επειδή σ’ αυτήν δίνεται πολύ μεγαλύτερη έμφαση στο πώς αναδύεται η δυνατότητα της κομμουνιστικοποίησης από τις δομικές αντιφάσεις ενός συγκεκριμένου σταδίου του καπιταλισμού. Μιλούν για την “Ιστορική παραγωγή της επανάστασης” και την “Κομμουνιστικοποίηση ως το ιστορικό προϊόν της αντίθεσης κεφάλαιο-εργασία” (Woland, “The historical production of the revolution of the current period”, 2010). Στην καρδιά αυτής της αντίθεσης είναι το γεγονός ότι ο καπιταλισμός είναι όλο και περισσότερο ανίκανος να εγγυηθεί την κοινωνική αναπαραγωγή, σε αντίθεση με το παρελθόν, όταν αυτό το έκανε κυρίως μέσω του μισθού. Αν και η μισθωτή εργασία εξακολουθεί να είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα αυξανόμενοι αριθμοί ανθρώπων, σε πολλά μέρη του κόσμου, μπορούσαν να αναπαράγουν τον εαυτό τους με εύλογη ασφάλεια μέσω των μισθών τους. Όχι απλά μια επιβίωση αλλά, για πολλούς, ένα υλικό πρότυπο ζωής καλλίτερο από αυτό των υποδεέστερων τάξεων σε οποιοδήποτε σημείο της ιστορίας. Στην Ευρώπη και την Αμερική, για παράδειγμα, ο τυπικός εργάτης στην αυτοκινητοβιομηχανία, ήδη τη δεκαετία του 1970, μπορούσε να αποκτήσει ένα σπίτι (είτε ως ιδιοκτήτης είτε νοικιάζοντάς το), ένα αυτοκίνητο, οικιακές συσκευές (τηλεόραση, πλυντήριο) και διακοπές στον ήλιο. Ο άμεσος μισθός συμπληρωνόταν από έναν αυξανόμενο “κοινωνικό μισθό” συντάξεων, υπηρεσιών υγείας, επιδομάτων ανεργίας κοκ.

Απαντώντας στην κρίση κερδοφορίας στη δεκαετία του 1970, ο καπιταλισμός αναδιάρθρωσε τον εαυτό του. Η παλιά ιδέα της “μιας δουλειάς για πάντα” πήγε στα άχρηστα. Για πολλούς, η πρόσβαση σε έναν “μισθό για να μπορείς να ζεις” είναι σποραδική και επισφαλής. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι θεωρούνται ως περισσευούμενοι για τις ανάγκες, καθώς ο καπιταλισμός κυνηγά την απρόσιτη ουτοπία του για την παραγωγή πλούτου χωρίς την ανάγκη ενός προλεταριάτου. Την ίδια στιγμή, το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας προοδευτικά διαβρώνεται. Για την TC και άλλους η δυνατότητα μιας επαναστατικής ρωγμής δημιουργείται από αυτή την εκδιπλωνόμενη αντίφαση – για να μπορέσουν να επιβιώσουν με μια αξιοβίωτη ζωή, αυτοί που εξαρτώνται από τη μισθωτή εργασία πρέπει να συγκρουστούν με τον καπιταλισμό.

Η πιθανότητα μιας κρίσης, στην οποία πλέον το χρήμα δεν λειτουργεί, είναι πραγματική και, όπως στην Αργεντινή το 2001, θα έθετε άμεσα το ζήτημα με ποιον άλλον τρόπο θα μπορούσαν να παράγονται και να διανέμονται τα απαραίτητα για τη ζωή. Μετατοπίζοντας την εστίαση από τον κομμουνισμό ως μια μακρινή μελλοντική ιδεατή κατάσταση σε μια άμεση πρακτική δραστηριότητα, η έννοια της κομμουνιστικοποίησης μπορεί να μας βοηθήσει να σκεφτούμε τι θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση ενός τέτοιου σεναρίου. Οι λεπτομέρειες σχετικά με το πώς ακριβώς οι άνθρωποι θα ικανοποιήσουν ο ένας τις ανάγκες του άλλου πέρα από τον ορίζοντα της αγοράς σπάνια μπαίνουν υπό θεώρηση, αλλά το να γίνει αυτό ίσως είναι ιδιαίτερα καρποφόρο.

Το πρόβλημα, όμως, με πολλές πλευρές τη θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης είναι ότι συχνά μοιάζει να υποθέτει πως, κάτω από την πίεση των γεγονότων, μεγάλης κλίμακας προσπάθειες για κομμουνιστικοποίηση είναι αναπόφευκτες ακόμα και αν η επιτυχία τους δεν είναι εγγυημένη. Για παράδειγμα, ο Bruno Astarian ισχυρίζεται ότι “όταν ξεσπά η καπιταλιστική κρίση, το προλεταριάτο αναγκάζεται να ξεσηκωθεί για να βρει μια άλλη κοινωνική μορφή κατάλληλη να αποκαταστήσει την κοινωνικοποίηση και την άμεση αναπαραγωγή του” (Bruno Astarian, “Δραστηριότητα κρίσης και κομμουνιστικοποίηση”, 20104).

Όμως, είναι δύσκολο, προς το παρόν, να καταδείξουμε παραδείγματα κομμουνιστικοποίησης στην πράξη, τουλάχιστον όχι πέρα από ξεσπάσματα πλιάτσικου και απαλλοτριώσεων ή τη μικρής διάρκειας καταλήψεις δημοσίου χώρου. Όπως παρατηρεί ο Benjamin Noys στην πρόσφατη επισκόπησή του, το παλιό κίνημα μπορεί να είναι σε κρίση αλλά “η ανάδυση ενός εναλλακτικού ‘πραγματικού κινήματος’ είναι, στην καλλίτερη περίπτωση, δύσκολο να ανιχνευθεί” (B.Noys “The Fabric of Struggles” στον τόμο “Communisation and its Discontents: Contestation, Critique, and Contemporary Struggles”, 2011).

Η κομμουνιστικοποίηση πρέπει να παραμείνει μια υποθετική δυνατότητα, αλλά, σίγουρα, το ίδιο πρέπει και η δυνατότητα άλλων εκβάσεων στην έξαρση της κρίσης – συμπεριλαμβανομένων μιας ανόδου του λαϊκιστικού εθνικισμού, του ρατσισμού και/ή του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, που ενσωματώνουν στοιχεία ενός αντιδραστικού “αντι-καπιταλισμού”. Τα χρόνια της κρίσης έχουν δει πολλές εξεγέρσεις αλλά, επίσης, και αντιδραστικές εξάρσεις στους δρόμους. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή έχει αυξήσει την υποστήριξή της και έχουν γίνει επιθέσεις σε μετανάστες. Στη Λιβύη, Αφρικανοί στην υποσαχάρια Αφρική στοχοποιήθηκαν από αντάρτες ενάντια στο καθεστώς Καντάφι. Έχουν υπάρξει ταραχές εναντίον των μειονοτικών ομάδων στην περιοχή Assam της Ινδίας (όπου στοχοποιήθηκαν μουσουλμάνοι μετανάστες) και στο Μπαγκλαντές (όπου στοχοποιήθηκαν Βουδιστές).

Η κριτική του Marcel Stoetzler στο “Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία” του John Holloway5 μπορεί να εφαρμοστεί επίσης σε μεγάλα τμήματα του ρεύματος της κομμουνιστικοποίησης: “υπάρχουν αντικαπιταλιστικές κραυγές και ρήγματα που καθόλου δεν είναι, και ούτε μπορούν καν δυνητικά να γίνουν, κομμουνιστικά: υπάρχουν αντιδραστικές, αντι-χειραφετητικές μορφές αντι-καπιταλισμού, και καθώς αυτές ήταν καθοριστικοί παράγοντες στην καταστροφική ιστορία του εικοστού αιώνα, η θεωρητική τους αντανάκλαση πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από μια κριτική δεύτερη σκέψη· πρέπει να είναι κεντρική” (“On the possibility that the revolution that will end capitalism might fail to usher in communism”, Journal of Classical Sociology, 2012, “Για την πιθανότητα η επανάσταση που θα θέσει τέλος στον καπιταλισμό να αποτύχει, ίσως, να μας οδηγήσει στον κομμουνισμό”). Μαζί με τον Holloway και τους περισσότερους από τους αυτόνομους μαρξιστές, οι υποστηρικτές της κομμουνιστικοποίησης συχνά θα φαίνονταν να υποφέρουν “από την έλλειψη μιας θεωρίας για τον φασισμό”.

Για τους συγγραφείς του “Καλέσματος”, μια ρητορική υπερβολή της έκτασης του τρόμου του παρόντος δίνει την εντύπωση ότι τα πράγματα δύσκολα μπορεί να γίνουν χειρότερα. Καθώς ζούμε ήδη με την “καταστροφή”, τη “συμφορά”, την “έρημο”, “τον κόσμο του εμφυλίου πολέμου”, υποτίθεται ότι ο φασισμός θα ήταν λίγο-πολύ κάτι το ίδιο. Φυσικά, έχουν δίκιο ότι ο πόλεμος, ο τρόμος και η καταπίεση συμβαίνουν τώρα, αλλά υπάρχει ένας ολόκληρος διαφορετικός κόσμος ανάμεσα σ’ αυτό και τη γενικευμένη εφαρμογή της γενοκτονίας. Επίσης, τείνουν να εξισώνουν χωρίς περίσκεψη την κοινοτοπία με τη βαρβαρότητα – μεταξύ των τρόμων που επικρίνουν είναι “η ανεξέλεγκτη επέκταση των προαστίων στην Φλώριδα, όπου η μιζέρια έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι κανείς δεν φαίνεται να την νιώθει” (μην νοιάζεστε, οι προ-επαναστάτες μπορoύν “να την νιώσουν” για λογαριασμό σας). Όπως συμβαίνει για το μεγαλύτερο τμήμα της μετα-καταστασιακής υπεραριστεράς, η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην ανία και το Buchenwald αφήνεται ανεξερεύνητη.

Άλλοι από το στρατόπεδο της κομμουνιστικοποίησης είναι περισσότερο σκεπτικοί απέναντι στις πιθανές μεταλλάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στο Sic no. 1, ο B.L. αναλογίζεται ότι “η ίδια η επανάσταση μπορεί να ωθήσει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στο να αναπτυχθεί με έναν απρόβλεπτο τρόπο, από την αναγέννηση της σκλαβιάς μέχρι την αυτοδιαχείριση” (“Το μετέωρο βήμα της κομμουνιστικοποίησης”, 2011). Υποθετικά ο φασισμός είναι μια τέτοια δυνατότητα αλλά, γενικά, ο κύριος κίνδυνος που τίθεται από τους θεωρητικούς της κομμουνιστικοποίησης είναι κάποιο είδος ριζοσπαστικής δημοκρατικής αυτοδιαχείρισης που επανεισάγει τον καπιταλισμό από την πίσω πόρτα.

Η υπεραριστερά και ο φασισμός

Δυστυχώς η ιστορική υπεραριστερά δεν προσφέρει αρκετά χρήσιμα εργαλεία για την κατανόηση του φασισμού και παρόμοιων κινημάτων. Λέγοντας “υπεραριστερά” εννοώ εκείνα τα ρεύματα που ιχνηλατούν την αφετηρία τους στις διάφορες ομάδες που αποσπάστηκαν από την κυρίαρχη Κομμουνιστική Διεθνή της δεκαετίας του 1920, συμπεριλαμβανομένων των “συμβουλιακών κομμουνιστών” και των “αριστερών κομμουνιστών” στη Γερμανία, την Ιταλία και αλλού. Στις δεκαετίες του 1960 και 1970, αναδύθηκαν νεώτερες ομάδες που συνδύασαν ιδέες από τα ρεύματα αυτά με στοιχεία παρμένα από την Καταστασιακή Διεθνή, την ομάδα “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα” και άλλους. Έχω πολύ καλή επίγνωση ότι ο όρος “υπεραριστερά” σπάνια έχει χρησιμοποιηθεί ως αυτοπροσδιορισμός από τέτοιες ομάδες και ότι πάντα υπήρχαν τεράστιες διαφορές μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον. Παρ’ όλα αυτά, θα χρησιμοποιήσω αυτόν τον όρο ως ένα γενικό εμπεριεκτικό όρο γα τον προσδιορισμό μιας πολιτικής περιοχής αρκετά διαφορετικής από τον Τροτσκισμό, τον Σταλινισμό και τον αναρχισμό.

Ο Ζακ Καμάτ ξεχωρίζει μεταξύ των υποστηρικτών της υπεραριστεράς καθώς αναγνωρίζει πως “o κόσμος στην αριστερά των δεκαετιών του 1920 και 1930 δεν ήθελε πραγματικά να λάβει υπόψιν και να αναλύσει τις ιδέες που προβάλλονταν από το κίνημα των Ναζί και άλλα σχετιζόμενα ρεύματα, και αυτό συνέβαινε παρά το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς τελικά επρόκειτο να υποφέρουν από την καταπίεση των Ναζί. Γενικά μιλώντας, δεν υπήρχε σοβαρή προσπάθεια για να εκτιμηθεί η πρωτοτυπία ή ό,τι άλλο αυτού που ερχόταν” (“Echoes of the Past”, 1980).

Στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 πολλοί στη γερμανική αριστερά, συμπεριλαμβανομένου του KAPD (Εργατικό Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας) και των φραξιών που το διαδέχθηκαν, είχαν προσκοληθεί σε μια εκδοχή θεωρίας της τελικής κρίσης, πιστεύοντας ότι ο καπιταλισμός ήταν στο χείλος μιας κατάρρευσης η οποία θα δρούσε καταλυτικά, επισπεύδοντας την επανάσταση. Με αυτή την προοπτική, την οποία μοιραζόταν και το σταλινοποιημένο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD), η μετέπειτα άνοδος του ναζισμού θεωρούνταν συχνά ως ένα εφήμερο φαινόμενο που σύντομα θα παρασυρόταν από την τελική αναμέτρηση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Ακόμα και ο συμβουλιακός κομμουνιστής Πάνεκουκ, ο οποίος ασκούσε κριτική στην “θεωρία της τελικής κρίσης”, φαινόταν να πιστεύει, ακόμα και τόσο αργά όσο το 1934, ότι τα κύρια εμπόδια στην επανάσταση ήταν οι αριστερίστικες ψευδαισθήσεις της εργατικής τάξης: “Μοιάζει να είναι μια αντίφαση ότι η παρούσα κρίση, πιο βαθιά και πιο καταστροφική από οποιαδήποτε προηγούμενη, δεν έχει δείξει σημάδια ξεσηκώματος της προλεταριακής επανάστασης. Αλλά το πρώτο της μεγάλο καθήκον είναι η απομάκρυνση των παλιών ψευδαισθήσεών της: από τη μια πλευρά, η ψευδαίσθηση να καταστεί ο καπιταλισμός υποφερτός μέσω μεταρρυθμίσεων που θα επιτευχθούν με την σοσιαλδημοκρατική κοινοβουλευτική πολιτική και τη δράση των συνδικάτων και, από την άλλη, η ψευδαίσθηση ότι ο καπιταλισμός μπορεί να ανατραπεί με μια επίθεση υπό την ηγεσία ενός Κομμουνιστικού Κόμματος, φορέα της επανάστασης” (Άντον Πάνεκουκ, “The theory of the collapse of capitalism”, Η θεωρία της κατάρρευσης του καπιταλισμού, 1934).

Στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, επαναστάτες βρέθηκαν αντιμέτωποι με άρχουσες τάξεις στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ, οι οποίες επεδίωκαν να νομιμοποιήσουν τη θέση τους τονίζοντας τα αντιφασιστικά διαπιστευτήριά τους. Υπήρχαν διάφορες στρατηγικές διαθέσιμες για να πολεμηθεί αυτή η ιδεολογία, συμπεριλαμβανομένης της παρατήρησης ότι αυτά τα “αντιφασιστικά” καθεστώτα τα είχαν στην πραγματικότητα βρει μια χαρά με τον Χίτλερ όταν τα βόλευε και ότι είχαν επιτρέψει σε φιλοναζί βιομήχανους, αστυνομικούς και στρατιωτικούς να παραμείνουν στη θέση τους μετά τον πόλεμο. Κάποιοι, όμως, από την υπεραριστερά προχώρησαν πολύ πιο μακριά και επεδίωξαν να υποβαθμίσουν τον συγκεκριμένο τρόμο του Ολοκαυτώματος σε συνήθη καπιταλισμό.

Το 1960 το γαλλόφωνο μπορντιγκιστικό περιοδικό Programme Communiste δημοσίευσε το περιώνυμο άρθρο “Auschwitz, or the Great Alibi” [“Άουσβιτς ή το Μεγάλο Άλλοθι”] που υπονοούσε ότι η μαζική δολοφονία των Εβραίων δεν ήταν αποτέλεσμα του αντισημιτισμού αλλά απλά μια στιγμή στην εξολόθρευση των μικροαστών ως αποτελέσματος της “ακαταμάχητης επέλασης της συσσώρευσης του κεφαλαίου”. Κατά τα φαινόμενα δολοφονήθηκαν “όχι επειδή ήταν Εβραίοι αλλά επειδή αποβλήθηκαν από την παραγωγική διαδικασία”. Προφανώς, αυτό είναι και εμπειρικά μια ανοησία, καθώς Εβραίοι από όλες τις τάξεις δολοφονήθηκαν και όχι απλά όσοι μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως “μικροαστοί”. Επιπλέον, όμως, ξέπλενε τους δολοφόνους ως απλά ακολουθούντες τη λογική της συσσώρευσης και, ίσως, ακόμα-ακόμα, ενάντια στην επιθυμία τους: “ο γερμανικός καπιταλισμός “συμβιβάστηκε”6 δύσκολα με τον φόνο, αυτό και τίποτα άλλο7.

Είναι αξιοσημείωτο ότι το άρθρο αυτό επαναδημοσιεύτηκε σε μια μπροσούρα το 1970 από μια ομάδα γύρω από το παρισινό βιβλιοπωλείο της υπεραριστεράς La Vielle Taupe. Για μερικούς από αυτήν την σκηνή, ιδιαίτερα τον Pierre Guillaume, αυτή ήταν η αρχή σε ένα ταξίδι προς την πλήρη άρνηση του Ολοκαυτώματος. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Guillaume έφτασε να υπερασπίζεται τον Robert Faurisson, έναν Γάλλο συγγραφέα που ισχυριζόταν ότι οι θάλαμοι αερίων ήταν μια απάτη. Η υπεραριστερή ομάδα Guerre Sociale, η οποία περιελάμβανε τον Dominque Blanc, έβγαλε μια αφίσα με τίτλο “Qui est la juif?” (“Ποιος είναι ο Εβραίος;”) η οποία συνέκρινε την αντιμετώπιση του Faurisson με την τύχη των Εβραίων. Μετά τη διάλυση αυτής της ομάδας, ο Guillaume εξελίχθηκε σε έναν εξέχοντα εκδότη της αναθεωρητικής8 βιβλιογραφίας – ενός “αρνητή”, négationniste, για να χρησιμοποιήσουμε τον γαλλικό όρο.

Είναι ενδιαφέρον ότι ήταν σ’ αυτό ακριβώς το περιβάλλον που αναδύθηκε για πρώτη φορά η τρέχουσα έννοια της κομμουνιστικοποίησης: “Δεν είναι βέβαιο ποιος χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τη λέξη…Σύμφωνα με την καλλίτερη γνώση που διαθέτουμε, ήταν ο Dominique Blanc: προφορικά τα χρόνια 1972-1974…Οποιοσδήποτε και να εισήγαγε τον όρο, η ιδέα κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή στο μικρό περιβάλλον γύρω από το βιβλιοπωλείο La Vieille Taupe (“Γέρο-Τυφλοπόντικας”, 1965-72). Μετά τα γεγονότα του Μάη του 1968, ο βιβλιοπώλης Pierre Guillaume, πρώην μέλος της ομάδας “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα” και της “Εργατικής Εξουσίας” και για λίγο κοντά στον Γκυ Ντεμπόρ (που ήταν ο ίδιος μέλος της ομάδας “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα” το διάστημα 1960-1961), προωθούσε σταθερά την ιδέα της επανάστασης ως μιας διαδικασίας κομμουνιστικοποίησης” (Gilles Dauvé και Karl Nesic, Communisation, 2011).

Προφανώς δεν έχω την άποψη ότι η ιδέα της κομμουνιστικοποίησης είναι θανάσιμα μιασμένη από τη συσχέτισή της με άτομα όπως ο Guillaume και ο Blanc ούτε ότι οποιοσδήποτε σε αυτό το πρώιμο περιβάλλον της κομμουνιστικοποίησης μπορεί να μπει στο ίδιο καζάνι με κάθε αναθεωρητή/αρνητή9. Για παράδειγμα, ο Ντωβέ είναι ξεκάθαρος και κατηγορηματικός ότι “η ναζιστική Γερμανία σκότωσε εκατομμύρια Εβραίους και πολλούς από αυτούς σε θαλάμους αερίων. Αυτά είναι ιστορικά γεγονότα”· συνέβαλε σε μια λεπτομερή κριτική αποτίμηση της περίπτωσης Faurisson στο περιοδικό La Banquise το 1983 – “Le roman de nos origins” (μεταφρασμένο στα αγγλικά ως: “Re-collecting our past”).

Παρ’ όλα αυτά θα ήταν παραπλανητικό να δούμε αυτό το επεισόδιο απλά ως μια περίπτωση ατομικής παθολογίας, όπως φαίνεται να κάνουν οι Endnotes στην επισκόπησή τους για το συγκεκριμένο αυτό ρεύμα: “Για λόγους που είναι γνωστοί μόνο στον ίδιο, ο Pierre Guillaume έγινε εξέχων υπερασπιστής του Faurisson και κατάφερε να προσελκύσει αρκετά από τα “μέλη” του La Vielle Taupe και του La Guerre Sociale (ιδιαίτερα τον Dominique Blanc) στον σκοπό του (Φέρτε τους Νεκρούς σας, Endnotes #1: “Προκαταρκτικό υλικό για έναν απολογισμό του 20ού αιώνα”, ελλ. μετάφραση: εκδόσεις του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015).

Η δύναμη της ιστορικής υπεραριστεράς σε όλες τις μορφές της είναι η άρνησή της να υποστηρίξει καπιταλιστικά ρεύματα οποιουδήποτε είδους – καμμιά “κριτική υποστήριξη” σε σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς, καμμιά υπεράσπιση των σταλινικών αστυνομικών κρατών, κανένας οπαδικός πανηγυρισμός για εθνικοαπελευθερωτικές δικτατορίες σε αναμονή. Έχει υποστηρίξει, σωστά, ότι η αθλιότητα, η εκμετάλλευση και ο πόλεμος συνεχίζονται κάτω από τη μάσκα του “σοσιαλισμού”, του αντιφασισμού και της δημοκρατίας όπως και κάτω από τον φασισμό και τη στρατιωτική εξουσία.

Υπάρχει όμως ένας μόνιμος κίνδυνος με αυτή τη θέση, να βλέπει κανείς όλες τις μορφές καπιταλιστικής εξουσίας ως ταυτόσημες, καθώς και αυτός να κατανοείται λανθασμένα οτιδήποτε συμβαίνει υπό τον καπιταλισμό σαν να καθορίζεται απλά από τη λογική της συσσώρευσης, χωρίς καμμιά αναφορά σε οποιουσδήποτε άλλους ιστορικούς ή πολιτικούς παράγοντες. Στο περιθώριο, ίσως αυτό τροφοδοτεί έναν πειρασμό να είναι κανείς δεκτικός σε ιδέες όπως ο αναθεωρητισμός σχετικά με το Ολοκαύτωμα, αναθεωρητισμός που ξεριζώνει βολικά τη μαρτυρία για τις συγκεκριμένες θηριωδίες του Εθνικοσοσιαλισμού και, συνεπώς, στηρίζει τη θέση ότι δεν υπάρχει κάποια πραγματική διαφορά ανάμεσα στον Χίτλερ και οποιονδήποτε άλλο καπιταλιστή πολιτικό. Φυσικά, ο Χίτλερ κυβέρνησε προς το συμφέρον του γερμανικού κεφαλαίου, συντρίβοντας της αντικαπιταλιστική αντιπολίτευση και παρέχοντας δουλειά σκλάβων σε εταιρείες όπως οι Daimler-Benz και BMW. Αλλά η Σοά ήταν ένα χωρίς προηγούμενο και μοναδικό επεισόδιο βιομηχανοποιημένης ρατσιστικής εξόντωσης που δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί με βάση την οικονομία.

Κρίση και αντίδραση

Αμφιβάλλω ότι πολλοί θεωρητικοί της κομμουνιστικοποίησης θα αρνούνταν τη δυνατότητα το κεφάλαιο να γεννά μέτρα δολοφονικά, ρατσιστικά, ακόμα και στον βαθμό της γενοκτονίας, για να εκτρέψει την εναλλακτική της επανάστασης. Αλλά το ζήτημα δεν είναι μόνο πώς το κράτος και το κεφάλαιο μπορούν να αποκριθούν κάτω από μια απειλή, αλλά πώς η ίδια η δυναμική του κοινωνικού ανταγωνισμού και η κρίση μπορούν να οδηγήσουν στον φασισμό ή κάποια άλλη, του 21ου αιώνα, εκδοχή του “από τα κάτω”.

Αν αληθεύει ότι η ανικανότητα του καπιταλισμού να εγγυηθεί την κοινωνική αναπαραγωγή δεν μπορεί παρά να παρακινήσει διάφορα είδη συλλογικών προσπαθειών για την εξασφάλιση μιας αξιοβίωτης ζωής, δεν υπάρχει κανένας άμεσος λόγος που αυτές οι προσπάθειες θα έπρεπε να πάρουν μια επεκτατική, διεθνιστική κατεύθυνση. Η ιστορική εμπειρία θα υπέτεινε ότι είναι εξίσου πιθανόν πολλοί άνθρωποι να επιστρέψουν σε ένα είδος περιορισμένης εθνικής, θρησκευτικής, φυλετικής ή διευρυμένης οικογενειακής/φατριαστικής ταυτότητας και να επιδιώξουν να εξασφαλίσουν την επιβίωση και την αναπαραγωγή της δικής τους αυτοπροσδιορισμένης ομάδας – και, αν είναι αναγκαίο, εις βάρος των άλλων.

Μπορούμε να δούμε ίχνη αυτής της τάσης, σήμερα, στη λαϊκή υποστήριξη που υπάρχει σε πολλές χώρες για πιο αυστηρούς ελέγχους στη μετανάστευση, στην καρδιά της οποίας, όσον αφορά την εργατική τάξη, βρίσκεται μια απαίτηση για προστασία της θέσης της, στις ιστορικά πιο εύπορες χώρες, από τις συνέπειες της ένδειας που υπάρχει αλλού, ακόμα και αν το τίμημα που πληρώνεται από άλλους είναι τα κέντρα κράτησης και οι θάνατοι στα πελάγη μεταναστών που παίρνουν το ρίσκο να παρακάμψουν τους συνοριακούς ελέγχους.

Μια πιθανή έκβαση της κρίσης είναι ένα είδος κράτους-λεηλασίας [plunder-state], στην οποία το κεφάλαιο ουσιαστικά “ρίχνει” ένα μέρος του πληθυσμού στους “λύκους” για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του, αναστέλλοντας τους συνηθισμένους κανόνες για την ιδιοκτησία ώστε να επιτρέψει τη λεηλασία των πόρων και τις προσωπικές συνέπειες στις περιθωριοποιημένες κοινότητες. Μπορούμε βάσιμα να πούμε ότι εν μέρει αυτός ήταν ο τρόπος που οι Ναζί εξασφάλισαν την υποστήριξη πολλών Γερμανών από όλες τις τάξεις. Η θέση του βιβλίου του Goetz Aly “Hitler’s People’s State: Robbery, Racial War and National Socialism” (2005) είναι ακριβώς ότι πολλοί Γερμανοί, συμπεριλαμβανομένων και προλετάριων, μπόρεσαν να επωφεληθούν υλικά από τη λεηλασία των Εβραίων και άλλων μειονοτήτων.

Είναι ενδιαφέρον ότι αυτό αναγνωρίζεται από τους βασισμένους στο Βερολίνο υποστηρικτές της κομμουνιστικοποίησης Φίλοι/ες της Αταξικής Κοινωνίας που επιχειρηματολογούν ότι: “όσο αδιαμφισβήτητο είναι ότι το φασιστικό κράτος αρχικά στοχοποίησε το εργατικό κίνημα, είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι μπόρεσε να επεκτείνει τη μαζική του βάση στην εργατική τάξη. Ως φυλετικά προνομιούχοι επιστάτες εκατομμυρίων σκλάβων-εργατών, ως οι πεζικάριοι τους γερμανικού πολέμου της εξάλειψης, ως οι δικαιούχοι και ευνοούμενοι από την “Αριανοποίηση”, ένα σημαντικό κομμάτι του γερμανικού προλεταριάτου απορροφήθηκε στην εθνική κοινότητα” (“28 Θέσεις για την Αταξική Κοινωνία”, Kosmoprolet, No. 1, 2007, https://coghnorti.wordpress.com/texts/kosmoprolet-28-theseis.).

Επιπλέον, όσο καπιταλιστική κι αν ήταν η εθνικοσοσιαλιστική εξουσία άντλησε, επίσης, κάποια από την υποστήριξή της από ένα “αντικαπιταλιστικό” συναίσθημα, όπως συνειδητοποιεί ο Καμμάτ: “ο Ναζισμός πρότεινε μια κοινότητα, την Κοινότητα του Λαού [Volksgemeinschaft], σε όλους τους ανθρώπους που ξεριζώθηκαν και έχασαν τα πάντα από την κίνηση του κεφαλαίου” (αν και είναι ακριβέστερο να πούμε ότι αυτό το πρόσφερε μόνο σε κάποιους από τον λαό!). Αυτή η έννοια της “κοινότητας ως Gemeinschaft, η ομαδοποίηση ανθρώπων που κατέχουν μια συγκεκριμένη ταυτότητα και έχουν συγκεκριμένες ρίζες…το πεδίο του αποκλειστικού είναι, που γεννά την απομάκρυνση και τον αποκλεισμό των άλλων” (Echoes of the Past) κατά κανέναν τρόπο δεν περιορίζεται στη Γερμανία της δεκαετίας του 1930.

Μια άλλη πιθανότητα είναι αυτή της υπέρβασης μιας κρατικά διαχειριζόμενης λεηλασίας προς τοπικοποιημένα κινήματα ανταρσίας με μια ρατσιστική διάσταση. Ακόμα και μερικά από τα μεγάλα κινήματα του παρελθόντος, που επευφημούνται από επαναστάτες σήμερα, είχαν κάποιες φορές αυτό το άρωμα – στη διάρκεια της εξέγερσης των Άγγλων Χωρικών το 1381 οι εξεγερμένοι στοχοποιούσαν συγκεκριμένα τους ξένους, αποκεφαλίζοντας τουλάχιστον 40 Φλαμανδούς, ενώ οι “ταραχές του Gordon” το 1780 διακρίθηκαν από επιθέσεις στους Ιρλανδούς του Λονδίνου παρακινούμενες από αντι-Καθολικά αισθήματα. Αν και τα περισσότερα σύγχρονα επαναστατικά κινήματα έχουν γενικά αποφύγει κάτι τέτοιο, η μαζική συμμετοχή σε εθνικές σφαγές/εκκαθαρίσεις τα προηγούμενα 25 χρόνια στην πρώην Γιουγκοσλαβία και την Ρουάντα υποτείνει ότι αυτό είναι πάντα μια πιθανότητα.

Μπορούμε ακόμα-ακόμα να διανοηθούμε μια φυλετικοποιημένη μερική κομμουνιστικοποίηση, στην οποία ένα μέρος της κοινότητας εμπεδώνει εσωτερικές σχέσεις ισότητας και μοιράσματος πόρων ενώ, ταυτόχρονα, “εθνικά εκκαθαρισμένοι” άνθρωποι ορίζονται ως “ξένοι/εκτός”. Ένα τέτοιο όραμα, για παράδειγμα, διακηρύσσεται από την, ευτυχώς, περιθωριακή “Εθνο-αναρχική” σκηνή, με το κάλεσμά της για φυλετικά καθαρές κοινότητες που θα αντικαταστήσουν τον καπιταλισμό και το κράτος. Για να παραθέσω και πάλι τον Stoetzler: “γιατί δεν μπορεί ένας φυλετικός, υπερ-ιεραρχικός, αντισημιτικός, ‘εθνικο-σοσιαλιστικός’ μετα-καπιταλισμός να αναδυθεί μέσα από το χάος; Ακόμα και σήμερα υπάρχουν τριγύρω περισσότεροι από αρκετοί ‘αριστεροί φασίστες’, ‘αυτόνομοι εθνικιστές’ κοκ., που έχουν αυτό ακριβώς το όνειρο και οι πιθανότητές τους δεν είναι τόσο κακές. Στον κόσμο τους, ο Χίτλερ είναι ένοχος γιατί ξεπούλησε την εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση στους ‘Εβραίους’ και ‘το σύστημα’. Αν οι υπόλοιποι από μας υποτιμήσουμε την πιθανότητα της νίκης τους εξαιτίας μιας απομένουσας πεποίθησης πως είναι, κατά κάποιο τρόπο, γραμμένο στο DNA της παγκόσμιας ιστορίας ότι μετά τον καπιταλισμό τα πράγματα μπορούν να γίνουν μόνο καλλίτερα, αυτό το κάνουμε με δικό μας κίνδυνο…γνήσιοι αντι-καπιταλιστές φασίστες μπορεί να αναδυθούν και να επικρατήσουν απέναντι σε φιλο-καπιταλιστές φασίστες σε μια κατάσταση που ο καπιταλισμός είναι στα τελευταία του και που, εν πάσει περιπτώσει, πολύς κόσμος που προσβλέπει σε μια αποτελεσματική δύναμη για να ξεφορτωθεί τον φιλελευθερισμό-καπιταλισμό (και που είτε προσυπογράφει ή πραγματικά δεν αντιτίθεται και τόσο σε τέτοια ζητήματα όπως ο αντισημιτισμός, ο ρατσισμός, ο σεξισμός) θα τους δώσει το ελαφρυντικό της αμφιβολίας, όπως έχει ξανασυμβεί και πριν (οι φασίστες έχουν κι αυτοί, συχνά, μια χαρά συσσίτια)” .

Για μεγάλα κομμάτια της ιστορικής υπεραριστεράς αυτό δεν ήταν πραγματικά πρόβλημα καθώς η ντετερμινιστική “μαρξιστική” τους θέση εμπότιζε την εργατική τάξη με μια επαναστατική μοίρα. Το εξαιρετικά αμφιλεγόμενο “Auschwitz, or the Great Alibi” το εξέφρασε αυτό πολύ καθαρά: “Συμβαίνει κάποιες φορές οι ίδιοι οι εργάτες ενδίδουν στον ρατσισμό. Αυτό συμβαίνει όταν, απειλούμενοι από τη μαζική ανεργία, προσπαθούν να ενωθούν σε συγκεκριμένες ομάδες: Ιταλοί, Πολωνοί ή άλλοι “βρωμιάρηδες ξένοι”, “βρωμο-Άραβες”, “νέγροι”, κλπ. Αλλά στο προλεταριάτο αυτές οι ενορμήσεις παρουσιάζονται μόνο στις χειρότερες στιγμές της αποκαρδίωσης και δεν κρατούν για πολύ. Με το που μπαίνει στον αγώνα, το προλεταριάτο βλέπει καθαρά και συγκεκριμένα τον αντίπαλο: είναι μια ομοιογενής τάξη με μια ιστορική προοπτική και αποστολή”.

Σήμερα είναι δύσκολο να είναι κανείς τόσο άμεσα αισιόδοξος. Η κομμουνιστικοποίηση, που έχει σαν αποτέλεσμα μιαν αταξική κοινωνία, είναι μόνο μια από τις δυνατότητες στον ορίζοντα, και αυτοί που την υποστηρίζουν θα πρέπει να στοχαστούν περισσότερο πάνω σε μερικές από τις άλλες δυνατές εκβάσεις και το πώς θα αποφευχθούν. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο (1848) μιλά για τις εναλλακτικές “μιας επαναστατικής επανασύστασης της κοινωνίας μακροπρόθεσμα, ή…στα κοινά ερείπια των ανταγωνιζόμενων τάξεων”. Μετά τον Ένγκελς, η Ρόζα Λούξεμπουργκ μίλησε για την επιλογή ανάμεσα στον σοσιαλισμό ή τη βαρβαρότητα10. Τα “ερείπια” και η “βαρβαρότητα”, στα οποία αναφέρονται, δεν ήταν απλά η συνέχιση του καπιταλισμού όπως τον γνωρίζουμε αλλά η κατάρρευση της κοινωνίας σε μια κατάσταση ενός ολοκληρωτικά αδηφάγου πολέμου και τρόμου. Ίσως είναι αλήθεια ότι κανένας τοπικός ρατσιστικός ή εθνικιστικός “αντι-καπιταλισμός” δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει μια βιώσιμη εναλλακτική στον καπιταλισμό – η κοινωνική αναπαραγωγή σήμερα δεν μπορεί να ξεφύγει από μια παγκόσμια ανθρώπινη κοινωνία. Ο Astarian δεν είναι ο μόνος μεταξύ των φίλων της κομμουνιστικοποίησης που υποθέτει ότι οι όποιες τέτοιες αντιφάσεις δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινές μόνο αποκλίσεις από τον δρόμο προς ένα καλλίτερο μέλλον: “Όταν οι αντεπαναστατικές προλεταριακές εναλλακτικές θα έχουν καταδείξει την αναποτελεσματικότητά τους να φέρουν την οικονομική σωτηρία του προλεταριάτου, η κομμουνιστικοποίηση θα φέρει το άλμα προς την μη-οικονομία” (Communisation As a Way Out of the Crisis, 2007). Αλλά τα τελευταία εκατό χρόνια και, στην πραγματικότητα, μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας υποτείνουν ότι σε καιρούς κρίσης ο δρόμος προς τα μπρος μπορεί να μπλοκαριστεί μόνιμα από απέλπιδα ενδοκοινοτική βία και την πτωτική σπείρα των σφαγών και των αντιποίνων – ή, όταν μια ομάδα είναι ιδιαίτερα περιθωριοποιημένη, σφαγών χωρίς καν τον φόβο των αντιποίνων.

Αντιπαρατιθέμενοι με αυτή την πιθανότητα δεν σημαίνει ότι προσυπογράφουμε κάποιο “αντιφασιστικό” λαϊκό μέτωπο του κράτους, των ΜΜΕ ή κάποιων διασημοτήτων αλλά σημαίνει ότι έχουμε διαρκώς επίγνωση της πιθανότητας πως ακόμα και φαινομενικά ριζοσπαστικά, ανατρεπτικά κινήματα μπορεί να πάρουν μια τρομακτική κατεύθυνση. Σημαίνει, επίσης, να αντιπαρατιθέμεθα με δυνητικές εκδηλώσεις αυτής της τάσης σε κάθε καμπή εντός των πραγματικών κινημάτων τριγύρω μας, είτε πρόκειται για την ανάδυση εθνικιστικών αντιμεταναστευτικών αισθημάτων σε αγώνες στους εργασιακούς χώρους (πχ. “βρετανικές δουλειές για Βρετανούς εργάτες”) είτε για ανακατασκευασμένες έννοιες αντισημιτισμού της μορφής να σώσουμε την “πραγματική οικονομία” από τους “κοσμοπολίτες” δανειστές (πχ. οι αμφιλεγόμενες “αχρήματες” έννοιες του “κινήματος Zeitgeist” στο περιθώριο των δράσεων του κινήματος Occupy).

Να καταφεύγουμε σε μια κοσμοθεώρηση στην οποία λαμβάνονται σοβαρά μόνο η κομμουνιστικοποίηση ή η συνέχιση της υπάρχουσας κατάστασης, σημαίνει να αρνούμαστε το φάσμα των ιστορικών επιλογών και τελικά να αρνούμαστε τον ανθρώπινο παράγοντα με όλο το θετικό και αρνητικό δυναμικό του.

1 Στμ. Το παρόν μπορεί να βρεθεί μεταφρασμένο και στο: https://toagathitisrodou.wordpress.com/2013/03/07//h-θεωρία-της-κομμουνιστικοποίησης-και/.

2 Δεν έχω συμπεριλάβει όλους τους συνδέσμους για τα άρθρα που παρατίθενται· όλα μπορούν να βρεθούν άμεσα στο διαδίκτυο, κυρίως μέσω του via http://libcom.org.

3 Πηγή: Datacide Twelve: https://datacide-magazine.com/communisation-theory-and-the-question-of-fascism, Οκτώβριος 2011.

4 Στμ. Διαθέσιμο εδώ: http://www.rebelnet.gr/articles/view/Crisis-activity-and-communisation.

5 Στμ. John Holloway: “Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία”, εκδόσεις Σαββάλας, 2006.

6 Στμ. Στο πρωτότυπο υπάρχει ο αγγλικός ιδιωματισμός resigned in itself, που το νόημά του είναι ακριβώς η αποδοχή μιας κατάστασης (παρά τη θέληση κάποιου) εξαιτίας της έλλειψης εναλλακτικής.

7 Στμ. Στο πρωτότυπο επίσης ένας αγγλικός ιδωματισμός: pure and simple.

8 Στμ. Ο όρος αναθεωρητική βιβλιογραφία αναφέρεται βέβαια στις προσπάθειες αναθεώρησης ιστορικών περιόδων και γεγονότων, όπως το Ολοκαύτωμα/Σοά. Στα καθημάς δείτε για παράδειγμα την αναθεώρηση της ιστορίας της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου, από ιστορικούς όπως ο Μαρατζίδης κά.

9 Στμ. Απόδοση του ιδιωματισμού: tarred for all time with the revisionist/negationist brush.

10 Στμ. Αν και δεν προβάλλεται τόσο ως επιλογή! Δες Aufheben: “Πτώση: Η Θεωρία της Παρακμής ή η Παρακμή της Θεωρίας; Μέρος Ι”, https://inmediasres.espivblogs.net/files/2016/06/aufh_tc_p1.pdf.

Δυο πτυχές της λιτότητας

Endnotes

Πώς θα πρέπει να κατανοήσουμε τον σημερινό γύρο λιτότητας; Πρέπει να πιστέψουμε του Κεϋνσιανούς, όπως τον Paul Krugman, όταν ισχυρίζονται ότι οι καπιταλιστές ενεργούν ενάντια στα ίδια τα ζωτικά τους συμφέροντα ζητώντας περικοπές; Είναι πραγματικά τα οικονομικά της κυβέρνησης υπό πίεση ή είναι όλα αυτά απλά μια πλεκτάνη για να υπονομευθούν τα τελευταία εναπομείναντα οφέλη που κερδήθηκαν από τους εργατικούς αγώνες; Μερικά μέλη των Endnotes παίρνουν “ρίχνονται” στην αντιπαράθεση1

Μια κρίση είναι πρώτα και κύρια μια κρίση για τους εργάτες. Αλλά είναι μια κρίση για τους εργάτες επειδή είναι μια κρίση για το κεφάλαιο. Οποτεδήποτε συρρικνώνεται το ΑΕΠ, οι αντιπρόσωποι του κεφαλαίου μόνιμα καλούν για “κοινές θυσίες” – με άλλα λόγια για θυσίες που μοιράζονται οι εργαζόμενοι. Και είναι άλλο αν αυτό σημαίνει μόνο ότι απολύονται δημόσιοι υπάλληλοι και μειώνονται κρατικά προγράμματα για τους φτωχούς τη στιγμή ακριβώς που είναι περισσότερο αναγκαία. Άλλωστε, οι περικοπές των κρατικών δαπανών στη διάρκεια μιας κρίσης επιβάλλονται από τη δομή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ). Γιατί, αντίθετα με αυτό που οι λένε οι Κεϋνσιανοί, η δράση του κράτους περιορίζεται, τελικά, από τον ρυθμό ανάπτυξης της ιδιωτικής οικονομίας και όχι το αντίστροφο. Όμως, στην πραγματικότητα, η λιτότητα δεν σημαίνει ποτέ μόνο προσωρινά μέτρα για την αντιμετώπιση μιας κρίσης. Τα προγράμματα κοινωνικών δαπανών δεν έχουν απλά περικοπεί· έχουν πετσοκοπεί ή καταργηθεί εντελώς. Σε πολλές χώρες, η κρίση χρησιμοποιείται ως ένας μοχλός με τον οποίο καταστρέφονται μακροχρόνια κατακτημένα δικαιώματα και παροχές, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην οργάνωση. Αυτές οι επιθέσεις δεν εμφανίζονται να είναι απλές κυκλικές προσαρμογές στην εκδιπλωνόμενη λογική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αντίθετα, φαίνονται να είναι κομβικά σημεία του πολιτικού προγράμματος του ταξικού πολέμου του κεφαλαίου. Σε αυτή τη βάση, είναι εύκολο να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η λιτότητα είναι απλά ένα κάλυμμα για την αναδιανομή του πλούτου από τους μισθούς στα κέρδη.

Όμως, αν μείνουμε σε αυτό, ερχόμαστε, σε αντίθεση με τον ίδιο μας τον εαυτό, επικίνδυνα κοντά στο σημείο να συμφωνήσουμε με τους Κεϋνσιανούς. Οι Κεϋνσιανοί επίσης αναγνωρίζουν τις μανούβρες του κεφαλαίου ως προσπάθειες αναδιανομής του πλούτου προς όφελος των κερδών. Προχωρούν, όμως, και διακρίνουν ανάμεσα στα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα του κεφαλαίου (μάχη για ένα μεγαλύτερο μερίδιο σε μια πίτα που συρρικνώνεται) και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του (δουλειά μαζί με την εργασία για να μεγαλώσει η πίτα). Αν και οι δυο τάξεις δρούσαν στρατηγικά, σύμφωνα με τους Κεϋνσιανούς, θα εγκατέλειπαν την μάχη τους για τη διανομή του πλούτου. Με άλλα λόγια, δεν θα υπήρχε ταξική πάλη. Το κεφάλαιο θα συμφωνούσε να επενδύσει στην επεκτεινόμενη παραγωγή και η εργασία θα συμφωνούσε να πάρει μόνο ένα μερίδιο των επακόλουθων οφελών για την παραγωγικότητα. Το κράτος, τότε, θα ρύθμιζε αυτή τη συμφωνία με έναν ουδέτερο τρόπο: κάθε φορά που η οικονομία τελματώνει και τα μέρη της συμφωνίας αρχίζουν να “καβγαδίζουν”, θα μείωνε τα επιτόκια και θα δανειζόταν για να τονώσει τη ζήτηση, παρέχοντας έτσι και στις δύο τάξεις κάτι να “κυνηγήσουν”. Όταν η ανάπτυξη θα επανέκαμπτε, το κράτος θα ανέβαζε πάλι τα επιτόκια και θα αποπλήρωνε τα χρέη του. Φυσικά, δεν είναι αυτό που συμβαίνει τώρα. Έχουν οι καπιταλιστές καταλάβει το κράτος για ένα βραχυπρόθεσμο σχέδιο αναδιανομής – και, ως εκ τούτου, χάσει την ικανότητά τους να δρουν σύμφωνα με τα ίδια τα μακροπρόθεσμα, στρατηγικά τους συμφέροντα; Ακόμα και αν ο “πράσινος” καπιταλισμός δεν είχε αποτρέψει την οικολογική καταστροφή, θα ήταν σίγουρα μια καταπληκτική εκστρατεία δημοσίων σχέσεων για το κεφάλαιο, αλλά πραγματικά ποτέ δεν απογειώθηκε. Θα τερματιζόταν η κρίση αν, όπως διακηρύσσουν οι Κεϋνσιανοί, το κράτος αποτίνασε αυτές τις προτροπές για λιτότητα και, με μια μεγάλη επένδυση στις υποδομές, προσπαθούσε να πείσει το κεφάλαιο να ανανεώσει τη συμφωνία του με την εργασία;

Πιστεύουμε ότι αυτός είναι ο λάθος τρόπος να κατανοήσουμε την παρούσα στιγμή. Ο καπιταλισμός είναι εν μέσω μιας βαθιάς κρίσης, που τώρα φέρνει και τις δυο τάξεις πρόσωπο με πρόσωπο με τα αντικειμενικά όρια αυτού του τρόπου παραγωγής. Το ότι υπάρχουν αυτά τα όρια δεν είναι προς το συμφέρον καμμιάς από τις δύο τάξεις – και ούτε μπορούν αυτά τα όρια να ξεπεραστούν μέσω της ισχυρής δράσης του κράτους. Αντίθετα, είναι η αδυναμία του κράτους που θα γίνει επώδυνα φανερή τους ερχόμενους μήνες, με μια “διπλής βουτιάς” ύφεση2 σχεδόν βέβαιη. Η Κριστίν Λαγκάρντ, η νέα χρισθείσα επικεφαλής του ΔΝΤ, διατύπωσε πρόσφατα τις ανησυχίες της σχετικά με αυτή την τροπή των γεγονότων στις σελίδες των Financial Times:

Η κατάσταση σήμερα είναι διαφορετική από το 2008. Τότε, η αβεβαιότητα προήλθε από την κακή υγεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Τώρα, προέρχεται από τις αμφιβολίες για την υγεία των κρατικών ταμείων3Τότε η απάντηση ήταν μια χωρίς προηγούμενο νομισματική προσαρμογή, άμεση υποστήριξη του χρηματοπιστωτικού τομέα και μια δόση δημοσιονομικής τόνωσης. Τώρα η νομισματική πολιτική είναι πιο περιορισμένη, θα πρέπει πάλι να αντιμετωπιστούν προβλήματα των τραπεζών, και η κρίση άφησε πίσω μια κληρονομιά δημοσίου χρέους – σε ένα ποσοστό του ΑΕΠ υψηλότερο κατά 30% σε σχέση με πριν, κατά μέσο όρο, στις αναπτυγμένες χώρες. (FT, 16 Αυγούστου 2011).

Αυτό που η Lagarde δεν αναφέρει εδώ είναι ότι το κλάσμα χρέος-προς-ΑΕΠ στις “αναπτυγμένες χώρες” ήταν ήδη υψηλό πριν το 2008, τότε που τα “φούσκωσαν” ως απάντηση στην κρίση (δείτε τον πίνακα, στη συνέχεια). Στην αρχή της Μεγάλης Ύφεσης το 1929, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ αποτιμούνταν μόλις στο 16% του ΑΕΠ· δέκα χρόνια αργότερα, το 1939, είχε αυξηθεί στο 44%4. Σε αντίθεση, στην αρχή της παρούσας κρίσης, το 2007, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ εκτιμούνταν ήδη στο 62% του ΑΕΠ. Έφτασε στο 99% μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια, το 2011. Η αιτία είναι εύκολο να ταυτοποιηθεί: για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, το κλάσμα χρέος/ΑΕΠ στις χώρες υψηλού εισοδήματος έτεινε να αυξάνει κατά τις περιόδους ύφεσης [busts] (σύμφωνα με την Κεϋνσιανή συνταγή), αλλά αρνούνταν να πέσει ή και αυξήθηκε ακόμα περισσότερο στη διάρκεια της ανάπτυξης. Οφείλεται αυτό στον φτωχό σχεδιασμό εκ μέρους των ελίτ; Αντίθετα, οφείλεται στο ότι η ανάπτυξη έχει γίνει όλο και περισσότερο πιο ασθενική, στη βάση ενός κύκλου μετά τον άλλον. Ως αποτέλεσμα, το κράτος αδυνατεί να αυξήσει τα επιτόκια ή να αποπληρώσει τα χρέη του (παρά μόνο σπαραδικά), καθώς οποιαδήποτε συστηματική προσπάθεια να γίνει κάτι τέτοιο θα διακινδύνευε να υπονομεύσει ακόμα περισσότερο τις εύθραυστες περιόδους ανάπτυξης5. Αυτό είναι ένα πρόβλημα για τους Κεϋνσιανούς, αφού υπονοεί κάτι από τη δομική αδυναμία της καπιταλιστικής οικονομίας – που υπερβαίνει την ικανότητα του κράτους να την αντιμετωπίσει.

Αυτή η αδυναμία ασκεί πίεση στο κράτος, από δυο κατευθύνσεις. Πρώτον, εξαιτίας της ευπάθειας της οικονομίας, το κράτος βρίσκει τον εαυτό του στην ίδια εκείνη κατάσταση που ο Κέυνς ο ίδιος βρέθηκε αντιμέτωπος στη Μεγάλη Ύφεση. Στη διάρκεια των τεσσάρων προηγουμένων ετών, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve, ή απλά Fed) και άλλες κεντρικές τράπεζες, η μία μετα την άλλη [in tandem] κράτησαν τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά, η οικονομία δεν κατάφερε να ανακάμψει. Αυτό υποτίθεται ότι ήταν αδύνατον: οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να εκμεταλλευτούν το τσάμπα χρήμα για να επενδύσουν, και τα νοικοκυριά να αγοράσουν σπίτια. Αν κανείς δεν θέλει να δανειστεί χρήματα σήμερα, είναι επειδή είναι ήδη υπερχρεωμένοι. Φυσικά, απέκτησαν αυτά τα χρέη στη διάρκεια των ετών της “φούσκας” (1998-2001 και 2003-2007), τότε ακριβώς που και οι επιχειρήσεις και οι πιο εύπορες οικογένειες είδαν την αξία των περιουσιακών τους στοιχείων [assets] να αυξάνει. Δανείζονταν ως προς αυτές τις αυξανόμενες αξίες των περιουσιακών τους στοιχείων για να επενδύσουν ή να πραγματοποιήσουν μεγάλες αγορές – ακόμα και όταν τα κέρδη και οι μισθοί είχαν καθηλωθεί6. Τώρα που η αξία αυτών των περιουσιακών στοιχείων έχει πέσει δραματικά, όλοι προσπαθούν να αποταμιεύσουν για να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Όμως, αυτό το “ξεφάντωμα” αποταμίευσης έχει θέσει την οικονομία σε κίνδυνο. Υπό κανονικές συνθήκες, όταν οι επιχειρήσεις και τα άτομα αποταμιεύουν, τα καταθέτουν στις τράπεζες, οι οποίες στη συνέχεια δανείζουν άλλες επιχειρήσεις και άτομα για να δαπανήσουν. Με αυτή την έννοια, καμμιά δαπάνη δεν “πάει χαμένη”. Όταν όλοι αποταμιεύουν ταυτόχρονα, τότε κάποιες δαπάνες “πάνε χαμένες”, κάνοντας την οικονομία να συρρικνώνεται. Η διαφορά ανάμεσα στην Μεγάλη Ύφεση και το σήμερα, είναι ότι οι κυβερνήσεις παρενέβησαν για να αναπληρώσουν το κενό δαπανών, ξοδεύοντας λεφτά οι ίδιες – με άλλα λόγια, μέσω δημοσιονομικής τόνωσης (ακόμα κι αν αυτή η τόνωση συνίσταται κυρίως σε αυτόματες αυξήσεις στις πληρωμές για τα υπάρχοντα προγάμματα ανεργίας και επιδομάτων). Αντίθετα, στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της Μεγάλης Ύφεσης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν κάλυψε το κενό δαπάνης, και η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 46%. Η δημοσιονομική τόνωση έχει σήμερα μια διαφορετική λειτουργία από ό,τι στην πορεία ενός κανονικού επιχειρηματικού κύκλου. Ο σκοπός της δεν είναι να επανεκκινήσε την οικονομική ανάπτυξη – αυτό θα συνέβαινε μόνο αν ο κόσμος ξόδευε το επιπλέον χρήμα που αυτή η τόνωση έβαλε στις τσέπες τους. Αντίθετα, το χρησιμοποιούν κυρίως για να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Στην παρούσα κρίση, ο λόγος που το κράτος δαπανά είναι απλά για να εξαγοράσει χρόνο, να δώσει στον καθένα μια ευκαιρία να ξεπληρώσει τα χρέη του χωρίς να προκληθεί πληθωρισμόςο οποίος, μειώνοντας την αξία των περιουσιακών στοιχείων, θα έκανε το βάρος του υπάρχοντος χρέους ακόμα χειρότερο7. Για τους λόγους αυτούς, η δημοσιονομική τόνωση [fiscal stimulus] είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να κρατήσει την οικονομία από τη συρρίκνωση σήμερα89.

Παρ’ όλα αυτά, η πίεση στο κράτος για δαπάνες αντισταθμίζεται/αντενεργείται από μια ίση και αντίθετη πίεση – τη μείωση του δημοσίου χρέους. Σε αντίθεση με αυτά που λένε οι Κεϋνσιανοί, τα κράτη έχουν όντως ξοδέψει πολλά χρήματα από τότε που ξέσπασε η κρίση. Στη διάρκεια των προηγούμενων τεσσάρων χρόνων, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανέλαβε ένα χρέος μόλις μικρότερο από ολόκληρο το ετήσιο προϊόν της χώρας στη δεκαετία του 1990 – απλά για να επιβραδύνει τον ρυθμό της επιστροφής της οικονομίας στην ύφεση. Το πρόβλημα είναι ότι το κράτος συσσωρεύει αυτό το τεράστιο χρέος σε ένα ιστορικό πλαίσιο στο οποίο, όπως και οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, έχει ήδη υπερχρεωθεί10. Είναι αυτό το ιστορικό πλαίσιο που λείπει από την περιγραφή/ανάλυση των Κεϋνσιανών: δεν έχουν προσέξει ότι η ασθενικότητα της οικονομίας τις προηγούμενες τέσσερις δεκαετίες – το γεγονός ότι αναπτυσσόταν με όλο και μικρότερους ρυθμούς πριν από την τωρινή κρίση – έχει περιορίσει την ικανότητα του κράτους να αναλάβει κι άλλο χρέος σήμερα. Αυτό είναι που ανησυχεί τόσο τη Λαγκάρντ (στο προηγούμενο παράθεμα). Το δημόσιο χρέος είναι τόσο μεγάλο που είναι επικίνδυνο να δαπανώνται περισσότερα χρήματα για την “τσίγκλισμα” της οικονομίας: οι δαπάνες προς το παρόν θα χρησιμοποιήσουν απλά τη μειούμενη ικανότητα του κράτους να αποβάλλει χρέος στην περίπτωση μελλοντικών οικονομικών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης. Ίσως, ακόμα, και να επιταχύνει την κρίση, καθώς η ραγδαία αύξηση στο δημόσιο χρέος εγείρει το φάσμα της κρατικής χρεοκοπίας [sovereign default]11. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το κράτος έχει μια υποχρέωση να μπορεί να αντιδράσει άμεσα12με άλλα λόγια, να διατηρήσει, όσο το δυνατόν περισσότερο, την ικανότητά του να αντλεί από γραμμές φθηνού δανεισμού13. Το κράτος θα χρειαστεί αυτή την πίστωση καθώς προσπαθεί να μείνει όρθιο στα επερχόμενα κύματα των οικονομικών αναταράξεων (πχ. για επιπλέον διασώσεις τραπεζών). Από αυτή την άποψη, η λιτότητα είναι απόλυτα εύλογη. Ότι οποιαδήποτε στροφή στη λιτότητα θα προκαλέσει επίσης αποπληθωρισμό/ύφεση [deflation], θέτοντας σε κίνδυνο τη σταθερότητα που υποτίθεται ότι θα πρέπει να στηρίξει, είναι μια πραγματική αντίφαση που το κράτος θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή την περίοδο. Αυτή η διπλή πίεση – η ανάγκη για δαπάνες ώστε να αποφευχθεί η ύφεση και οι περικοπές δαπανών ώστε να αποφευχθεί η χρεοκοπία – είναι εξίσου αδυσώπητες/μη κατευνάσιμες. Πραγματικά, είναι εδώ, στους ισολογισμούς αμέτρητηων κυβερνήσεων, που η κρίση ξεδιπλώνεται και ξεθυμαίνει [playing itself out]. Αν το 2008, το αξιόχρεο της ιδιωτικής οικονομίας διατηρήθηκε μετατοπίζοντας τις υποχρεώσεις της στα δημόσια ταμεία, τότε η σημερινή δράση του κράτους για να προστατέψει το δικό του αξιόχρεο απειλεί να θέσει σε κίνδυνο τον ιδιωτικό τομέα για μια ακόμα φορά. Παραφράζοντας τον Μαρξ, όλα αυτά τα ζογκλερικά με το χρέος χρησιμεύει μόνο στο να μετατοπιστεί η κρίση φερεγγυότητας και αξιόχρεου σε μια ευρύτερη σφαίρα, και να της δοθεί μια πιο μεγάλη τροχιά.

Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί απέναντι στην τάση να μη θεωρούμε λανθασμένα αυτή την αδυναμία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως μια αδυναμία του κεφαλαίου στην πάλη του με την εργασία. Οι κρίσεις πάντα τείνουν να ενισχύουν το χέρι του κεφαλαίου στην ταξική πάλη – και η κεϋνσιανή ιδέα ότι το κράτος θα μπορούσε να πείσει το κεφάλαιο να μην εκμεταλλευτεί αυτό το πλεονέκτημά του δεν είναι τίποτα άλλο από μια τεχνοκρατική φαντασίωση. Σε μια κρίση η ανάγκη για εργασία πέφτει την ίδια στιγμή που, εξαιτίας των μαζικών απολύσεων, αυξάνεται η προσφορά της. Αυτό από μόνο του εξασθενίζει τη διαπραγματευτική θέση των εργατών. Επιπλέον, ενώ είναι αλήθεια ότι το κεφάλαιο υφίσταται απώλειες στη διάρκεια μιας καθοδικής πορείας, οι ατομικοί καπιταλιστές σπάνια βρίσκουν τον εαυτό τους στη θέση εκείνη υπαρξιακού κινδύνου που οι εργάτες αντιμεωπίζουν όταν χάνουν τη δουλειά τους. Οι καπιταλιστές έχουν πολύ μεγαλύτερα αποθέματα από τους εργαζόμενους, οπότε συνήθως μπορούν να κάνουν υπομονή να περάσει η κρίση, ιδιαίτερα όταν η απαίτηση γι’ αυτά που παράγουν μειώνεται. Για όλους αυτούς τους λόγους, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η κρίση έχει εξασθενίσει τη θέση των εργατών σε σχέση με το κεφάλαιο. Δεν αποτελεί, λοιπόν, έκπληξη που οι αντιπρόσωποι του τελευταίου χρησιμοποιούν την κρίση προς όφελός τους ισχυριζόμενοι ότι αυτό ή το άλλο μέτρο είναι αναγκαίο για να αποκαταστήσει το ποσοστό κέρδους. Η αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους είναι πραγματικά ο μόνος τρόπος να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Και στην απουσία μιας μαζικής επίθεσης της εργατικής τάξης στην ίδια την ύπαρξη της ταξικής κοινωνίας, οι εργάτες δεν έχουν άλλο συμφέρον από το να βρούν δουλειές ή να προσπαθήσουν να τις κρατήσουν. Αυτές είναι οι εννοιολογικές δυσκολίες που θέτει η καπιταλιστική κρίση. Η αδυναμία του συστήματος ως ολότητας είναι την ίδια στιγμή η αδυναμία των εργατών στην καθημερινόρους αγώνα με το κεφάλαιο – και όχι, όπως ίσως θα περιμέναμε, η δύναμή τους. Αν δεν διαχωρίσουμε αυτές τις δυο στιγμές, κινδυνεύνουμε να παρανοήσουμε την αντιφατική φύση της κρίσης στην παρούσα κρίση.

Αύγουστος 2011

Ακαθάριστο Χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε επιλεγμένες χώρες, 2007-2011

Χώρα

2007

2008

2009

2010

2011

Μεταβολή

Ισλανδία

29

72

100

116

108

+79

Ιρλανδία

25

44

66

94

102

+77

Ιαπωνία

188

195

218

226

234

+46

Ελλάδα

96

99

115

130

139

+44

Ηνωμένο Βασίλειο

44

52

68

77

82

+38

ΗΠΑ

62

71

84

93

99

+37

Ισπανία

36

40

53

63

70

+34

Πορτογαλία

63

65

76

83

87

+24

Ολλανδία

45

58

62

66

69

+24

Γαλλία

64

67

78

84

88

+24

Βέλγιο

83

90

97

100

103

+20

Φινλανδία

35

35

44

50

52

+17

Ιταλία

103

106

116

118

120

+16

Τσεχία

29

30

35

40

44

+15

Καναδάς

65

70

82

82

80

+15

Nέα Ζηλανδία

17

20

26

31

33

+15

Αυστραλία

9

12

18

22

24

+14

Αυστρία

59

62

67

70

72

+13

Δανία

34

42

41

44

47

+13

Γερμανία

65

66

74

75

77

+12

Ταϊβάν

33

36

40

39

38

+5

Σουηδία

40

38

42

42

41

+1

Ν. Κορέα

30

29

33

32

31

+1

Ισραήλ

78

75

78

76

74

-3

Νορβηγία

59

57

54

54

54

-4

Ελβετία

44

41

39

39

38

-6

1 Στμ. Αποδίδουμε έτσι τον ιδιωματισμό το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο: “throw in their hats”.

2 Στμ. στο πρωτότυπο: double-diprecession.

3 Στμ. στο πρωτότυπο: sovereigns.

4 Αληθεύει ότι το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ εκτοξεύτηκε στο 121% του ΑΕΠ το 1946, στο τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου — με άλλα λόγια, 17 χρόνια μετά την αρχή της Ύφεσης. Αλλά αυτό συνέβη στη διάρκεια ενός πολέμου, και το χρέος που σωρεύθηκε χρηματοδοτήθηκε σχεδόν εντελώς από ομόλογα που αγόρασαν οι Αμερικανοί πολίτες. Στη δεκαετία του 1940, οι ΗΠΑ ήταν ένας διεθνής πιστωτής που δανειζόταν από το εσωτερικό, όχι (όπως τώρα) ένας διεθνής οφειλέτης που δανείζεται από το εξωτερικό.

5 Την περίοδο της ισχυρής ανάπτυξης μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ έπεσε από το 121% του ΑΕΠ το 1946 στο 32% το 1974. Έκτοτε, η μόνη φορά που το ποσοστό αυτό έπεσε (από το 70 στο 55%) ήταν επίσης η μοναδική φορά που η οικονομία αναπτύχθηκε με ραγδαίο ρυθμό, το διάστημα 1995-2000.

6 Δείτε Robert Brenner, “Ό,τι είναι καλό για την Goldman Sachs είναι καλό για την Αμερική”. Άλλα κείμενα που βρήκαμε χρήσιμα όταν γράφαμε αυτή την αναφορά, περιλαμβάνουν το σημείωμα του Richard Koo, “QE2 has transformed commodity markets into liquidity-driven markets” και το καινούριο βιβλίο του Paul Mattick, Business as Usual.

7 Στμ. Αυτό θα ήταν στην ουσία το αποτέλεσμα μιας εξόδου από το ευρώ. Η αλλαγή νομίσματος θα προκαλούσε έντονη υποτίμηση και πληθωριστική κρίση, η οποία θα εκτόξευε το χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, εντελώς αντίθετα από τις φαντασιώσεις και επιθυμίες των “χρεομάχων δραχμιστών”, με την υποτίμηση φυσικά να πλήττει πρώτα και κύρια τα προλεταριακά στρώματα. Επιπλέον, καμμιά “νομισματική τόνωση”, δηλαδή κόψιμο χρήματος, δεν θα βελτίωνε την κατάσταση· αντίθετα, για τους λόγους, ακριβώς, που εξηγούν οι Endnotes, θα την επιδείνωνε ακόμα περισσότερο.

8 Στο τέλος-τέλος, η κυβέρνηση μπορεί να χρησιμοποιήσει την νομισματική πολιτική μόνο για να ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να ξοδέψουν· δεν μπορεί να τα αναγκάσεις να ξοδέψουν (αντίθετα, όταν η κυβέρνηση εμπλέκετα στη δημοσιονομική πολιτική, ξοδεύει τα δικά της χρήματα – ή τουλάχιστον, όσα μπορεί να δανειστεί). Αυτός ο περιορισμός της νομισματικής πολιτικής καταδείχτηκε πρόσφατα με την αποτυχία της “ποσοτικής χαλάρωσης (στα αγγλικά: quantitative easing, QE). Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα και άλλες κεντρικές τράπεζες, αξιοσημείωτα στο Ηνωμένο Βασίλειο, αγόρασαν τεράστια ποσά από τα μακροχρόνια ομόλογα των ίδιων των κυβερνήσεών τους, ουσιαστικά κάνοντας “ένεση” χρημάτων στον τραπεζικό τομέα. Αυτή η ενέργεια θα έπρεπε να είναι πληθωριστική, αλλά δεν ήταν, καθώς ο κόσμος δεν δανείστηκε τα επιπλέον χρήματα που οι είχαν οι τράπεζες για να δανείσουν. Στην πραγματικότητα, η ποσοτική χαλάρωση δεν είχε ποτέ τον σκοπό να προκαλέσει πληθωρισμό – έστω κι αν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ κατηγορούνταν συχνά για “τύπωμα χρήματος”. Αγοράζοντας ομόλογα, οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούσαν απλά να πιέσουν τους επενδυτές να βγουν στις αγορές ομολόγων και συνεπώς σε πιο ριψοκίνδυνους τίτλους. Η επιτυχία αυτής της ενέργειας ανακλάστηκε στην επιστροφή, στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2011, των ανερχόμενων χρηματαγορών, οι οποίες έκαναν τις επιχειρήσεις και τα πιο πλούσια νοικοκυριά να μοιάζουν ξαφνικά πολύ πιο εύπορα από όσο ήταν πριν από μερικούς μήνες. Η ελπίδα ήταν ότι οι αυξημένες τιμές των μετοχών θα διόρθωναν τους ισολογισμούς όλων. Αλλά η επίδραση της ποσοτικής χαλάρωσης κράτησε μόνο όσο κράτησε η ίδια. Άλλωστε, οι τιμές των μετοχών δεν ανέβαιναν επειδή η οικονομία ανέκαμπτε πραγματικά· ανέβαιναν επειδή οι κεντρικές τράπεζες τις έκαναν να ανεβαίνουν. Μια πλημμύρα κακών ειδήσεων για την οικονομία – και, το χειρότερο απ’ όλα, η είδηση ότι η Fed θα τελείωνε την ποσοτική χαλάρωση — έκανε αυτή την μικρογραφία χρηματιστηριακής φούσκας να καταρρεύσει. Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε θετική επίδραση είχε η ποσοτική χαλάρωση στους ισολογισμούς των επενδυτών αντισταθμίστηκε με το παραπάνω από το γεγονός ότι προκάλεσε επίσης αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων (πχ. τρόφιμα και καύσιμα), θέτοντας σε κίνδυνο αυτή τη χλιαρή ανάκαμψη.

9 Στμ. Εδώ χρειάζεται σίγουρα μια επικαιροποίηση σχετικά με τις εξελίξεις στις πολιτικές όλη αυτή την περίοδο από το 2011 μέχρι σήμερα.

10 Το συνολικό χρέος των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων του κράτους, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, ήταν περίπου στο 350% του ΑΕΠ το 2010. Σε άλλες χώρες – το ΗΒ, την Ιαπωνία, την Ισπανία, την Νότια Κορέα και τη Γαλλία – τα επίπεδα του συνολικού χρέους ήταν ακόμα υψηλότερα, μέχρι 500% του ΑΕΠ. Η απομόχλευση [deleveraging] μόλις έχει αρχίσει (στμ. deleveraging: η διαδικασία απομείωσης του χρέους μέσω της ραγδαίας πώλησης των περιουσιακών στοιχείων).

11 Η κρίση κρατικού χρέους συμβαίνει όταν τα ποσοστά χρέους-προς-ΑΕΠ (ιστορικά, αυτά που προσεγγίζουν το 100%) θέτουν μια πραγματική απειλή στην ικανότητα των κρατών να εξυπηρετήσουν το χρέος τους, τόσο επειδή τα επιτόκια αποπληρωμής αυξάνουν σε σχέση με τα κρατικά έσοδα όσο και επειδή τα επιτόκια στο κυλιόμενο χρέος [rolled-over debt] τείνουν να αυξάνονται ραγδαία (όπως βλέπουμε τώρα να συμβαίνει κατά μήκος όλων των βόρειων ακτών της Μεσογείου και στην Ιρλανδία). Το γεγονός ότι τα κράτη δεν χρεοκοπούν συχνά ή, όταν χρεοκοπούν, μπορούν τελικά να ανακτούν τον διεθνή δανεισμό τους, δεν έχει κάποια ιδιαίτερη συνέπεια γι’ αυτή την ιστορία. Εξ’ άλλου το γεγονός ότι οποιοσδήποτε μπορεί να απολυθεί από τη δουλειά του δεν είναι αμελητέο απλά επειδή κάποιοι δεν απολύονται· η ίδια η πιθανότητα απώλειας μιας δουλειάς ρυθμίζει τη ζωή όλων όσων έχουν μία. Με τον ίδιο τρόπο, η ίδια η πιθανότητα απώλειας πρόσβασης στις διεθνείς χρηματαγορές ρυθμίζει τη δραστηριότητα των δανειζόμενων κρατών, άσχετα από το πόσο συχνά συμβαίνουν χρεοκοπίες. Παρ’ όλα αυτά, όπως δείχνουν οι Reinhart και Rogoff στο This Time It’s Different, χρεοκοπίες κρατών – εξεταζόμενες σε παγκόσμια κλίμακα – δεν είναι καθόλου τόσο σπάνιες. Έρχονται σε κύματα και παίζουν βασικό ρόλο στο παγκόσμιο ξεδίπλωμα των κρίσεων. Μπορούμε να φανταστούμε ότι, στην παρούσα περίοδο, τα κράτη κατά κάποιον τρόπο θα αψηφίσουν τη λειτουργία του νόμου της αξίας, αυξάνοντας μαζικά τα χρέη τους χωρίς αντίστοιχες αυξήσεις στον αναμενόμενο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ; Όσοι πιστεύουν ότι τα κράτη θα μπορέσουν να κάνουν κάτι τέτοιο θα έχουν την ευκαιρία να δοκιμάσουν την θέση τους στην ερχόμενη περίοδο (και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε αυτή τη δυνατότητα, δεδομένου ότι μια μαζική συσσώρευση χρεών – από επιχειρήσεις, νοικοκυριά και κράτη, και πάντα με καινούριους τρόπους – έχει αναβάλλει την έναρξη μιας καινούριας ύφεσης ξανά και ξανά τα τελευταία σαράντα χρόνια. Στμ. Ακριβώς. Αυτή ήταν η επιλογή και του ελληνικού κράτους, ήδη ασκούντος την πολιτική αυτή εδώ και δεκαετίες. Να αναλυθεί περαιτέρω.

12 Στμ. Απόδοση του αγγλικού ιδιωματισμού: keep its powder dry, που σημαίνει την ικανότητα αντίδρασης σε μια περίσταση με ελάχιστη προειδοποίηση.

13 Στμ. Εξαιρετικά θεμελιώδες σημείο. Για να έρθουμε στα καθημάς, θα πρέπει να καταδείξουμε ότι τα οικονομικά επιτελεία του ελληνικού κράτους, σε πλήρη αντίθεση με τις λαϊκίζουσες και επιφανειακές αριστεροδεξιές αιτιάσεις και εγκλήσεις περί “λαθών” και “ερασιτεχνισμών”, ακολούθησαν και ακολουθούν πραγματικά υποδειγματική πολιτική (θα λέγαμε by the book) για την αντιμετώπιση της κρίσης του κεφαλαίου. Ραγδαία υποτίμηση της προλεταριακής τάξης και της εργασίας, αυστηρή λιτότητα, στήριξη του τραπεζικού τομέα, απομόχλευση (σχετικά με την υποσημείωση [10] η απομόχλευση αλά ελληνικά είναι ακριβώς το ΤΑΙΠΕΔ), αποφυγή της ποσοτικής χαλάρωσης. Είναι ενδιαφέρον σ’ αυτό το σημείο να κατανοήσουμε τη μη συμπερίληψη του ελληνικού κράτους (δηλαδή της Τράπεζας της Ελλάδος και των ελληνικών τραπεζών) στην πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (η ΕΚΤ παρείχε συγκεκριμένες “ενέσεις” ρευστότητας αλλά χωρίς άμεση αγορά ομολόγων του ελληνικού κράτους και των ελληνικών τραπεζών). Ίσως επειδή η ΕΚΤ θεώρησε την κρίση χρέους του ελληνικού κράτους ιδιαίτερα δομική ώστε να μην εφαρμοστεί αυτό το “γιατροσόφι”;

Κινηματική Παιδαγωγική : πέρα από το αδιέξοδο Τάξης/Ταυτότητας1

των David I. Backer και Kate Cairns2

 

Σημείωση του Μεταφραστή:

Όχι τυχαία η 100η ανάρτηση  στο blog της InMediasRes  είναι σχετική με μια θεματική που μας έχει απασχολήσει εκτεταμένα – αν και ακόμα δεν έχει αποδόσει χειροπιαστούς καρπούς, με την έννοια μιας καταγραφής ή δημόσιας συζήτησης – αυτήν της σχέσης ανάμεσα στην ταξική “θέση” και τις ταυτότητες που επικαθορίζουν τα υποκείμενα σ’ αυτή τη θέση, εν ολίγοις της σχέσης ανάμεσα στην “τάξη” και την “πολιτική ταυτοτήτων”.  Tο παρόν κείμενο είναι μια σημαντική συμβολή στη διαχείριση αυτής της δυναμικής στο πλαίσιο των ενεργών κινηματικών δυνάμεων και της ανάπτυξης – οργανωτικής και θεωρητικής  – της πάλης τους.

Η αριστερά βοά. Δύο θέματα αναδύονται ως η λυδία λίθος: ένας ενθουσιασμός ότι οι σοσιαλιστικές ιδέες κερδίζουν σε δημοτικότητα· και δεύτερον, ένα φαινομενικό αδιέξοδο ανάμεσα σε αυτά που έχουν αποκληθεί πολιτική της τάξης και πολιτική ταυτοτήτων. Τα δυο θέματα χορεύουν μαζί και το ένα γύρω από το άλλο, το ένα αναζωογονητικό το άλλο απειλητικό. Το υποτιθέμενο αδιέξοδο ανάμεσα στην τάξη και την ταυτότητα μπορεί να ειδωθεί ως μια από τις μεγαλύτερες απειλές για τους αγώνες των σύχγρονων κινημάτων – ότι το παλιότερο κόλπο στα βιβλία είναι η εξασθένιση της αριστεράς βάζοντας τους ακτιβιστές να παλεύουν σχετικά με την τάξη, τη φυλή, το φύλο κοκ ώστε να γίνεται αδύνατη μια συμμαχία για τη δημιουργία ενός καλλίτερου κόσμου. Παρ’ όλα αυτά, αυτό που απειλεί τον ενθουσιασμό, αυτή η διαφορά, είναι επίσης το δυνάμει πιο αναζωογονητικό: αν μπορούμε να δουλεύουμε μέσα και με αυτές τις διαιρέσεις, τότε μπορούμε να οικοδομήσουμε (και έχουμε οικοδομήσει) μαζική συλλογική δράση.

Τίποτα από αυτά δεν είναι καινούριο. Άλλοι έχουν γράψει πολύ εύγλωττα σχετικά με τη διαφορά, την αλληλεγγύη και τη συλλογική δράση. Μερικοί έχουν καταπιαστεί με μια διαισθητική/ενορατική ανάλυση του υποτιθέμενου αδιεξόδου τάξης/ταυτότητας. Θέλουμε να παρέμβουμε σ’ αυτό το σημείο για να αμφισβητήσουμε την πλαισίωση αυτής της διχοτομίας· αντί να πάρουμε τη μια ή την άλλη θέση, βλέπουμε αυτό το αδιέξοδο ως το φανταστικό πλάσμα [figment] μιας συγκεκριμένης φανταστικής σχέσης προς το σημερινό πολιτικό τοπίο. Ως ερευνητές της εκπαίδευσης και ακτιβιστές απογοητευμένοι από τους όρους αυτής της φανταστικής σχέσης τόσο στη γραφή όσο και στους κινηματικούς χώρους, φανταζόμαστε μια διαφορετική σχέση, μιαν άλλη ιδεολογία, στην οποία το αδιέξοδο δεν εμφανίζεται. Σκεφτόμενοι παιδαγωγικά σχετικά με την οργάνωση – επικεντρώνοντας τις υλικές συνθήκες του ακτιβισμού, ή τις τελετουργικές πρακτικές που εμπλέκονται στην προσπάθεια αλλαγής των σχέσεων παραγωγής – μας πηγαίνει σε αυτή την άλλη ιδεολογία.

Θέτοντάς το διαφορετικά, αν σκεφτούμε παιδαγωγικά σχετικά με αυτό το αδιέξοδο που απειλειί την αριστερά, τότε δεν υπάρχει καθόλου αδιέξοδο.

Η προσέγγισή μας επανενδυναμώνει και στηρίζεται σε μια ιδέα της πολιτικής ταυτοτήτων που έχει τις ρίζες της στην δομική καταπίεση. Ο Salar Mohandesi σημειώνει ότι μεγάλο μέρος της σύγχρονης ρητορικής για την πολιτική ταυτοτήτων στερείται της δομικής κριτικής που ήταν τόσο κεντρική στην ιστορία της στα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα. Ως αποτέλεσμα, ισχυρίζεται ότι η “πολιτική ταυτοτήτων γίνεται τώρα αυξανόμενα ένα εμπόδιο στην ενότητα”. Εκτός από ένα ατομικιστικό σχέδιο καταγραφής προσωπικών προνομίων και μειονεκτημάτων, βλέπουμε την πολιτική ταυτοτήτων και ως μια πολιτική θέσης [one of positionality]: μια αναγνώριση των διαφορετικών θέσεών μας εντός διατεμνόμενων συστημάτων καταπίεσης3, συμπεριλαμβανομένων του καπιταλισμού, της πατριαρχίας και της λευκής υπεροχής. Αυτή η κριτική έγινε με ένταση/δυναμικά από τις μαύρες φεμινίστριες της Kολλεκτίβας του Ποταμού Combahee, που αμφισβήτησε ένα καθολικιστικό όραμα του σοσιαλισμού που αρνούνταν την φυλετική, έμφυλξ και σεξουαλική αδικία. Η διακήρυξή τους το 1977 καλούσε τους οργανωτές να “επεξεργαστούν την πραγματική ταξική θέση προσώπων που δεν είναι απλά εργάτες χωρίς φυλή και φύλο, αλλά για το οποία η φυλετική και σεξουαλική καταπίεση είναι σημαντικοί καθοριστικοί παράγοντες της εργασιακής/οικονομικής ζωής τους”. Αν δεν θέσουμε προς αντιμετώπιση αυτές τις διαδικασίες, διακινδυνεύουμε να αναπαράγουμε αυτές τις αδικίες στα κινήματά μας.

Στο παρόν δοκίμιο, προτείνουμε ότι όταν σκεφτόμαστε παιδαγωγικά για την οργάνωση, φτάνουμε σε μια συμμαχία μεταξύ εννοιών που μπορεί να εμφανίζονται ασύμβατες/ασύμμετρες. Το να σκεφτόμαστε παιδαγωγικά καθιστά μια συμμαχία μεταξύ τηςν καθολικότητας που σχετίζεται με την ταξική πάλη και την θεσιακότητα [positionality]4 που είναι κλειδί σε μια ριζοσπαστική πολιτική ταυτοτήτων. Αποδίδοντας προσοχή στις πραγματικές διευθετήσεις/διατάξεις των φωνών και της σκέψης και των σωμάτων στις τάξεις και τα κινήματα, αυτό που οι άνθρωποι κάνουν στην πραγματικότητα όταν συνευρίσκονται για να αντιπαλέψουν και να “ξεμάθουν” καταπιεστικές σχέσεις παραγωγής, είναι να δείχνουν μια σύνδεση εκεί που οι περισσότερες από τις προσφερόμενες σήμερα ιδεολογίες, δείχνουν ένα χάσμα. Κοιτώντας στην ιστορία τα σημεία πο τα κινήματα και οι αίθουσες διδασκαλίας έχουν συναντηθεί – η κριτική παιδαγωγική – βρίσκουμε παραδείγματα για το πώς η καθολικότητα και η θεσιακότητα συναντιούνται για να σχηματίσουν μια συμμαχία.

Αυτό που ακολουθεί είναι μια ιστορία πριν από 30 χρόνια, σχετικά με το πώς μια κολλεγιακή τάξη, προσπαθώντας να μελετήσει και να οργανωθεί ενάντια στην δομική ανισότητα, έπρεπε να αλλάξει πορεία. Στα μισά του εξαμήνου, καθηγητής και φοιτητές εγκατέλειψαν την παιδαγωγική και το πρόγραμμα σπουδών με το οποίο είχαν ξεκινήσει, αλλάζοντας ακόμα και το όνομα του μαθήματος ώστε αυτό να αντανακλά τη μετατόπιση στη στρατηγική της δημιουργίας κοινωνικής αλλαγής. Κάνοντας κάτι τέτοιο, πρόσφεραν ένα παράδειγμα μιας παιδαγωγικής προσέγγισης στην οργάνωση: πώς να χτίσει κανείς έναν συνασπισμό κατά μήκος ομάδων που οι ταυτότητές τους διαφέρουν, και πώς να χτίσει μια συμμαχία ανάμεσα στις έννοιες της ταυτότητας και της καθολικότητας.

Συμμαχία 607

Η ιστορία αρχίζει με ένα ρατσιστικό άγαλμα περίπου 3 μέτρων. Το 1987, μια αδελφότητα του πανεπιστημίου του Wisconsin-Madison με το όνομα FIJI έκανε ένα πάρτυ στο οποίο εμφανιζόταν ένας τεράστιος “Ιθαγενής Φίτζι” – ένα ομοίωμα ενός μελαχρινού άντρα με ένα κόκκαλο να διαπερνά τη μύτη του. Η ρατσιστική ένταση ήταν στα ύψη στην πανεπιστημιούπολη, και η Elizabeth Ellsworth, μια νεαρή καθηγήτρια στην Σχολή της Εκπαίδευσης που δούλευε στα αντικείμενα της πολιτικής, των ΜΜΕ και της θεωρίας του προγράμματος σπουδών, ήθελε να διδάξει σε μια τάξη που θα εξέταζε αυτές τις εντάσεις, και με μια ματιά προς τον ακτιβισμό. Σε ένα άρθρο αναστοχαζόμενη την εμπειρία αυτή, εξηγεί ότι ο στόχος της ήταν να “σχεδιάσει ένα μάθημα στα ΜΜΕ και την παιδαγωγική που θα σκόπευε όχι μόνο στην αποσαφήνιση των δομών του δομικού ρατσισμού…αλλά που θα χρησιμοποιούσε αυτή την κατανόηση για να σχεδιάσει και να διεξάγει μια πολιτική παρέμβαση σ’ αυτόν τον σχηματισμό”.

Η Ellsworth άντλησε από το σχετικά νέο πεδίο της κριτικής παιδαγωγικής για τον σχεδιασμό του μαθήματος και τον εμπλουτισμό του προγράμματός του. Ο Curry Malott έχει ισχυριστεί ότι υπάρχουν τουλάχιστον δυο ιστορίες της κριτικής παιδαγωγικής: η ακαδημαϊκή κριτική παιδαγωγική αι η επαναστατική κριτική παιδαγωγική. Η δεύτερη ριζώνεται στο εκπαιδευτικό υπόβαθρο/στην εκπαιδευτική βάση των επαναστάσεων εναντίον των αρχουσών τάξεων μέσω της ανθρώπινης ιστορίας. Η πρώτη είναι σχετικά πρόσφατη. Ο Isaac Gottesman επιχειρηματολογεί ότι η ακαδημαϊκή κριτική παιδαγωγική αναδύθηκε από το έργο του Αμερικανού θεωρητικού της κουλτούρας Henry Giroux στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές αυτής του 1980. Ο Giroux ανέμιξε μετα-μαρξιστικές συλλήψεις της ιδεολογίας και της ηγεμονίας, έναν προβληματισμό για τη νεανική κουλτούρα ριζωμένο στις πολιτισμικές σπουδές, και φιλελεύθερες έννοιες της υπηκοότητας/ιθαγένειας, της δημόσιας σφαίρας και του έθνους-κράτους για να σχηματίσει μια κριτική θεωρία της σχολικής εκπαίδευσης. Σχετίζοντάς τα με το επαναστατικό έργο του Paulo Freire5, ιδιαίτερα το βιβλίο Η Παιδαγωγική των Καταπιεσμένων, η θεωρία έγινε δημοφιλής ανάμεσα σε προεξέχοντες ειδήμονες της εκπαίδευσης όπως οι Stanley Aronowitz, Peter McLaren, Ira Shor, και Joe Kincheloe. Η κριτική παιδαγωγική όρος του Giroux – έγινε ένα ισχυρό ρεύμα στην έρευνα για την εκπαίδευση στη δεκαετία του 1990.

Καθώς κέρδιζε δημοτικότητα στις ΗΠΑ, η κριτική παιδαγωγική βάζει/θέτει τον δάσκαλο της τάξης (από το νηπιαγωγείο μέχρι το Λύκειο) ως έναν οργανικό διανοούμενο [με την έννοια του Γκράμσι;] που έρχεται αντιμέτωπος με άδικες κοινωνικές δομές μέσα από την συζήτηση στη σχολική αίθουσα, προάγοντας την κριτική συνείδηση για να πετύχει αξίες όπως η δημοκρατία, η ισότητα και η απελευθέρωση. Στον πυρήνα αυτής της παιδαγωγικής προοπτικής ήταν η ιδέα ότι ο διάλογος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα εργαλείο για να πολεμήσει κανείς εκμεταλλευτικές κοινωνικές δομές: ο κριτικός παιδαγωγός ενισχύει/τρέφει την ενδυνάμωση των μαθητών καλώντας τους να μιλούν ανοιχτά για εμπειρίες καταπίεσης, να αναλύουν τους θεσμούς καταπίεσης τριγύρω τους και να αποδομούν καταπιεστικές σημασίες στην ευρύτερη κουλτούρα. Τελικά, ο Giroux θα χρησιμοποιούσε τη λέξη “αντίσταση” για να χαρακτηρίσει τη θεωρία, καλώντας τους δασκάλους να ανυψώσουν την συνείδηση των μαθητών στο όνομα της ριζοσπαστικής δημοκρατίας.

Η Ellsworth είχε σπουδάσει προσεκτικά κριτική παιδαγωγική και την είχε ενσωματώσει στο μάθημά της, το οποίο αποκαλούσε Διδακτικό Πρόγραμμα και Οδηγητική [Curriculum and Instruction] 607: ΜΜΕ και αντιρατσιστικές παιδαγωγικές. Περιγράφει την ποικίλη ομάδα μαθητών που συγκέντρωσε, περιλαμβανομένων “Ασιατών-αμερικανών, Chicano/a, Εβραίων, Πορτορικανών και Αγγλο-ευρωπαίων ανδρών και γυναικών από τις ΗΠΑ, και Ασιατών, Αφρικανών, Ισλανδών και Καναδών φοιτητών από το εξωτερικό”. Αυτό το διαφοροποιημένο/ποικίλο πλαίσιο έμοιαζ ιδεώδες για να εμπλακεί κανείς με την κριτική παιδαγωγική. Και όμως, προβλήματα αναδύθηκαν με το που ξεκίνησε η τάξη.

Όταν προσκλήθηκαν να μιλήσουν για αδικίες που είχαν βιώσει ή ήταν μάρτυρες στην πανεπιστημιούπολη, οι φοιτητές πάσχιζα να επικοινωνήσουν ξεκάθαρα για τον ρατσισμό. Δυσκολεύονταν να μιλήσουν και να ακούσουν ο ένας τον άλλο σχετικά με το κύριο αντικείμενο του μαθήματος. Αντί διαλόγου που θα παρείχε το έδαφος για αλληλεγγύη, “ο εριστικός [defiant] λόγος φοιτητών και καθηγητή…συνιστούσαν θεμελιώδη πρόκληση και απόρριψη των φωνών μερικών συμφοιτητών και συχνά και του καθηγητή”. Η Ellsworth άρχισε να διερωτάται για τα όρια μιας προσέγγισης στον διάλογο που υποθέτει ότι “όλα τα μέλη έχουν ίσες ευκαιρίες να μιλήσουν, όλα τα μέλη σέβονται το δικαίωμα των άλλων μελών να μιλήσουν και να αισθάνονται ασφαλή να μιλήσουν, και όλες οι ιδέες γίνονται ανεκτές και υποβάλλονται σε κριτική αξιολόγηση ως πρός θεμελιώδεις κρίσεις και ηθικές αρχές”. Οι υποθέσεις αυτές δεν εφαρμόζονταν στην τάξη της εξαιτίας των εντελώς διαφορετικών ιστοριών, εμπειριών και προοπτικών όσων βρίσκονταν στην αίθουσα. Υπήρχε δυσκολία, πόνος και αδιέξοδο στο να επικοινωνηθεί η κοινωνική δομή του πανεπιστημίου, ένα αδιέξοδο που διατρέχει ταξικές, φυλετικές, έμφυλες και εθνικές γραμμές. Όπως ένα σπασμένο παράθυρο, ρωγμές ανάμεσα στις εμπειρίες και οπτικές της Ellsworth και των μαθητών της σχημάτισαν ραγίσματα, που στη συνέχεια προκάλεσαν περισσότερα ραγίσματα μέχρι που κανείς δεν μπορούσε πλέον να δει τον άλλον.

Σε αντίθεση με την υπόσχεση της κριτικής παιδαγωγικής για απελευθέρωση μέσα από τον διάλογο, η τάξη της Ellsworth ήταν γεμάτη με άβολες σιωπές, συγχύσεις και αδιέξοδα/ακινησία προκαλούμενα από τον κατακερματισμό. Οι φοιτητές και η καθηγήτρια δεν μπορούσαν να πετύχουν τον διακηρυγμένο στόχο της κατανόησης του θεσμικού ρατσισμού και να σταματήσουν την συνηθισμένη δράση του στο πανεπιστήμιο. Θυμάται ότι:

πράγματα δεν λέγονταν για διάφορους λόγους, Αυτά συμπεριελάμβαναν τον φόβο της μη κατανόσης και/ή της υπερβολικής “έκθεσης” και του να καταστεί κανείς ιδιαίτερα ευάλλωτος· οι αναμνήσεις άσχημων εμπειριών από την ανοιχτή τοποθέτηση σε άλλα πλαίσια· δυσαρέσκεια ότι άλλες καταπιέσεις (σεξισμός, ετεροσεξισμός, καταπίεση λόγω πάχους, ταξισμός, αντισημιτισμός) ήταν περιθωριοποιημένα στο όνομα της αντιμετώπισης του ρατσισμού – και ενοχή για την αίσθηση αυτής της δυσαρέσκειας· σύγχυση σχετικά με τα επίπεδα εμπιστοσύνης και αφοσίωσης/προσήλωσης σχετικά με άτομα αλληλέγγυα στους αγώνες άλλων ομάδων· δυσαρέσκεια από μερικούς έγχρωμους φοιτητές επειδή αισθάνονταν να αναμένεται από αυτούς να είναι πιο αποκαλυπτικοί και να για μια ακόμα φορά να αναλαμβάνουν το βάρος του παιδαγωγικού έργου να εκπαιδεύουν τους λευκούς φοιτητές και την λευκή καθηγήτρια σχετικά με τις συνέπειες των προνομίων της λευκής μεσαίας τάξης· δυσαρέσκεια από τους λευκούς φοιτητές επειδή αισθάνονταν ότι έπρεπε να αποδείξουν ότι δεν ήταν ο εχθρός.

Η τάξη έμοιαζε να αναπαράγει τις ίδιες αυτές καταπιεστικές συνθήκες που επιδίωκε να αμφισβητήσει. Καθώς σκέφτονταν πάνω στα εμπόδια αυτά, η Ellsworth και οι φοιτητές της αποφάσισαν να αλλάξουν τους όρους της εμπλοκής τους. Αντικατέστησαν τον καθολικισμό της κριτικής παιδαγωγικής, σύμφωνα με τον οποίον οι φοιτητές φαντάζονταν ότι εισέρχονταν όλοι/ες στον διάλογο από παρόμοιες θέσεις, με μια “θεσεακή/εντοπισμένη” [situated] παιδαγωγική που έφερνε στο προσκήνιο την πρόσκληση της συλλογικής εργασίας από τις εξαιρετικά διαφορετικές θέσεις τους. Αυτή η μετατόπιση άλλαξε εντελώς την τακτική του μαθήματος. Αντί να παίζει τον ρόλο του δασκάλου ως αυτόν ενός ειδικού της χειραφέτησης που θεωρείται εκ των προτέρων ως ικανός να δημιουργεί μια καθολικά κριτική συνείδηση μέσω του διαλόγου, η Ellsworth έγινε, μάλλον, μια σύμβουλος, βοηθώντας στην οργάνωση επισκέψεων επί τόπου [field trips], “ρίσκων/παγίδων” [potlucks], και συνεργασιών μεταξύ των φοιτητών και κινηματικών ομάδων στην πανεπιστημιούπολη. Αυτές οι δραστηριότητες βοήθησαν στην οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης και αμοιβαίας υποστήριξης χωρίς να προϋποθέτουν ότι όλοι οι φοιτητές έμπαιναν στην τάξη από την ίδια θέση. Αντί να κρατά την τάξη ενωμένη με έναν παραδοσιακό τρόπο, η Ellsworth συναντιόταν με τον κάθε φοιτητή ξεχωριστά, συζητώντας μαζί τους συγκεκριμένες εμπειρίες, ιστορίες και συναισθήματα, μιλώντας μέσα από αυτές τις νέες δραστηριότητες.

Καθώς η εμπιστοσύνη άρχισε να διαμορφώνεται μέσα από τον “βάλτο” της διαίρεσης, οι φοιτητές δημιούργησαν ομάδες “συνάφειας” βασισμένες σε εμπειρίες και αναλύσεις που είχαν μοιραστεί. Οι ομάδες συναντιόντουσαν εκτός τάξης για να προετοιμαστούν για συναντήσεις στην τάξη, οι οποίες “παρείχαν σε μερικούς από τους συμμετέχοντες μια ασφαλέστερη βάση από τις οποίες αντλούσαν υποστήριξη…και μια γλώσσα για να μπαίνουν στις μεγαλύτερες αλληλεπιδράσεις εντός της τάξης κάθε βδομάδα”. Οι ομάδες “συνάφειας” ήταν μια αλλαγή παραδείγματος. Η τάξη άλλαξε από μια συλλογή μεμονωμένων ατόμων σε ένα δίκτυο μοιρασμένων ή μη εμπειριών που δουλεύουν σε αρμονία. Η Ellsworth γράφει ότι: “από τη στιγμή που αναγνωρίσαμε την ύπαρξη, την αναγκαιότητα και την αξία αυτών των ομάδων συνάφειας αρχίσαμε να βλέπουμε το καθήκον μας ως αυτό…της οικοδόμησης ενός συνασπισμού/συμμαχίας ανάμεσα σε πολλαπλές, μετατοπιζόμενες, τεμνόμενες και μερικές φορές αντιτιθέμενες ομάδες που κουβαλούσαν άνισα βάρη νομιμοποίησης εντός της τάξης. Στα μισά του εξαμήνου, οι φοιτητές άλλαξαν το όνομα του μαθήματος σε Συμμαχία 607”. Η Ellsworth περιγράφει αυτή την κίνηση από τον κατακερματισμό στην συμμαχία ως μια συνεύρεση [coming together] βασισμένη σε αυτά που δεν μοιραζόταν η ομάδα, μάλλον, παρά σε αυτά που μοιραζόταν. Τελικά, η ομάδα παρήγαγε προτάσεις για άμεση δράση για την αντιμετώπιση των δομικών ανισοτήτων στο πανεπιστήμιο.

Γιατί αυτό δεν μοιάζει για ενδυνάμωση;

Το 1989, η Ellsworth δημοσίευσε το περίφημο, πλέον, άρθρο της στοχαζόμενη την εμπειρία της “Συμμαχίας 607”. Με τον προβοακτόρικο τίτλο “Why Doesn’t This Feel Empowering? Working through the Repressive Myths of Critical Pedagogy” [“Γιατί αυτό δεν μοιάζει για ενδυνάμωση; Δουλεύοντας μέσα από τους καταπιεστικούς μύθους της κριτικής παιδαγωγικής”], χρησιμοποίησε τις εμπειρίες της σε αυτό το μάθημα για να ασκήσει κριτική σε αυτό που είδε ως ένα γενικευτικό/καθολικιστικό μοντέλο “φωνής”, διαλόγου και απελευθέρωσης εμβαπτισμένου μέσα στις υποθέσεις της κριτικής παιδαγωγικής. Στην καρδιά αυτού του προβλήματος ήταν μια αποτυχία να αναγνωριστεί το γεγονός ότι οι φοιτητές δεν εισέρχονται όλοι/όλες σε διάλογο από ίσο έδαφος. Αντίθετα, το κοινωνικό συγκείμενο της τάξης – όπως και κάθε άλλο – διαμορφώνεται από τις εξαιρετικά άνισες ιστορίες και δομές που η κριτική παιδαγωγική επιδιώκει να αντιμετωπίσει. Έτσι, η ιδέα ότι η Ellsworth και οι φοιτητές της θα μπορούσαν να θέσουν κατά μέρος τις διαφορές τους για να αντιμετωπίσουν τον θεσμικό ρατσισμό στην πανεπιστημιούπολη αποδείχτηκε αφελής, ακόμα και επικίνδυνη. Αντίθετα, ήταν μέσα από μια παιδαγωγική μετατόπιση στην συμμαχία που ήταν τελικά ικανή να οικοδομήσει συλλογική δράση. Οι δράσεις αυτές δεν ριζώνονταν σε ισχυρισμούς μιας καθολικότητας, αλλά σε μια δέσμευση στην οικοδόμηση αλληλεγγύης κατά μήκος δομικών διαιρέσεων.

Η ιστορία της Ellsworth προσφέρει χρήσιμα μαθήματα στις αντιπαραθέσεις των σύγχρονων κινημάτων – αντιπαραθέσεις που συχνά ξεδιπλώνονται στο πλαίσιο μιας προφανούς διχοτομίας ανάμεσα στην καθολικότητα της τάξης εναντίον της πολιτικής ταυτοτήτων. Το ερώτημα “γιατί αυτό δεν μοιάζει για ενδυνάμωση;” καταδεικνύει [gestures] προς τις λεπτές (και όχι τόσο λεπτές) διαδικασίες αποκλεισμού που προκύπτουν εντός πολλών κινηματικών χώρων, όπου οι φαινομενικά ουδέτεροι όρο της αντιπαράθεσης συγκαλύπτουν/συσκοτίζουν τις συγκεκριμένες προοπτικές που καθοδηγούν τις ατζέντες μας, τις στρατηγικές και τις συζητήσεις μας. Όπως παρατηρεί ο Peter Frase, “οι απευθύνσεις στην τάξη ως την καθολική ταυτότητα συγκαλύπτει, συχνά, μια προσπάθεια να εκκαθολικευτεί μια συγκεκριμένη ταυτότητα και να αποκλειστούν άλλες”. Παρ’ όλα αυτά, η Ellsworth και οι φοιτητές της δεν αποσύρθηκαν απλά σε διαφορετικές “γωνιές” όταν αυτές οι διαιρέσεις φούντωσαν· αντίθετα, ξανασκέφτηκαν τους όρους της εμπλοκής τους με σκοπό να αναπτύξουν στρατηγικές ώστε να δουλέψουν μαζί κατά μήκος των διαφορών. Ήταν σκεπτόμενοι παιδαγωγικά σχετικά με την οργάνωση που η Ellsworth και οι φοιτητές της έφτασαν σε μια στρατηγική της συμμαχίας/συνασπισμού.

Φυσικά, οι υλικές συνθήκες των κινηματικών χώρων διαφέρουν από αυτές των τάξεων, και αυτές οι διαφορές ενέχουν συγκεκριμένες προκλήσεις για το παιδαγωγικό σχέδιο που περιγράφουμε. Κατά πρώτον, κόσμος που συνευρίσκεται σε κινηματικούς χώρους – από συναντήσεις μέχρι φόρουμ κοινωνικών δικτύων – συχνά προέρχονται από ακόμα πιο ανόμοιες ιστορίες και εμπειρίες από αυτές που βρίσκουμε στις τάξεις. Τα μέλη της τάξης της Ellsworth καταλάμβαναν διαφορετικές θέσεις αλλά μοιράζονταν όλα την θεσμική θέση του φοιτητή. Δεν μπορούμε να υποθέσουμε το ίδιο για όσους/όσες συνευρίσκονται για να πολεμήσουν για την καθολική φροντίδα υγείας ή την δικαιοσύνη στη στέγαση. Ένα δεύτερο ζήτημα είναι αυτό της “διατήρησης”. Τα μέλη του μαθήματος της Ellsworth μπορεί να απεμπλέκονταν όταν ανέκυπταν προβλήματα, αλλά συνέχιζαν να επιστρέφουν στην τάξη γιατί ήταν θεσμικά υποχρεωμένα ως φοιτητές. Σε αντίθεση, όταν αυτά τα είδη ποβλημάτων ανακύπτουν σε κινηματικούς χώρους, είναι πιθανόν να οδηγήσουν τον κόσμο να απομακρυνθεί εντελώς. Συνεπώς, το διακύβευμα για να σκεφθούμε παιδαγωγικά σχετικά με την οργάνωση είναι πολύ μεγαλύτερο.

Η παιδαγωγική είναι συχνά δεύτερη φύση στις αίθουσες διδασκαλίας, ενώ σε άλλους χώρους, αν και εξίσου σημαντική, αποτελεί μακρινή έγνοια. Εν τούτοις, δεν είμαστε οι πρώτοι που είδαμε/διαγράψαμε συνδέσεις ανάμεσα σ’ αυτό που συμβαίνει στις αίθουσες και αυτό που συμβαίνει σε κινήματα. Όπως παρατηρήσαμε προηγουμένως, η κριτική παιδαγωγική οφείλει πολλά στο έργο του Paulo Freire, του οποίου η προέγγιση στην λαϊκή εκπαίδευση δεν ήταν σχεδιασμένη για την εκπαίδευση αλλά ως μια κινηματική στρατηγική για την οργάνωση των ενηλίκων της βραζιλιάνικης εργατικής τάξης. Σύγχρονοι ειδικοί της εκπαίδευσης όπως ο Aziz Choudry δίνουν έμφαση στις διαδικασίες μάθησης που συμβαίνουν στα κοινωνικά κινήματα, όπως η απεργία των φοιτητών στο Κεμπέκ το 2012, μέσω “της κουβέντας, της ανταλλαγής, του να πορεύεσαι μαζί, της διεκδίκησης και της δημιουργίας χώρου, της αντιπαράθεσης με την εξουσία, της οικοδόμησης αλληλεγγύης και εμπιστοσύνης”. Αυτό που μπορούμε να προσθέσουμε σ’ αυτό είναι μια θεώρηση των μαθημάτων που η εκπαίδευση έχει να προσφέρει στη σύγχρονη αμερικάνικη αριστερά, εν όψει αυτού που αρκετοί αντιλαμβάνονται ως ένα αδιέξοδο. Η “Συμμαχία 607” αποκαλύπτει αυτό που είναι δυνατό όταν πάρουμε στα σοβαρά όχι μόνο τις υλικές συνθήκες που επιδιώκουμε να αλλάξουμε (με άλλα λόγια τον ρατσισμό στην πανεπιστημιούπολη), αλλά και τις υλικές συνθήκες της ίδιας της ακτιβιστικής δουλειάς (με άλλα λόγια τη σφυρηλάτηση συλλογικής δουλειάς κατά μήκος δομικών διαιρέσεων). Ήταν μέσα από αυτή την παιδαγωγική προσέγγιση στην οργάνωση που η Ellsworth και οι φοτητές της έφτασαν στη συμμαχία.

Βρίσκουμε το παράδειγμα της Ellsworth ιδιαίτερα βοηθητικό επειδή λαμβάνει χώρα σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο η παιδαγωγική είναι προμετωπίδα και επίκεντρο, αλλά η τάξη της αφιερώνεται στην αλλαγή των σχέσεων παραγωγής στο εν λόγω ίδρυμα. Η “Συμμαχία 607” είναι μια παραδειγματική περίπτωση ανθρώπων που θεμελιώνουν σχέσεις ακτιβισμού ενώ παράλληλα προσπαθούν να αλλάξουν τις παραγωγικές σχέσεις. Θεμελιώνουν αυτές τις σχέσεις ακτιβισμού “θεσεακά” [με βάση τη θέση τους], παίρνοντας σοβαρά υπόψιν τους από ποια θέση μέσα στην κοινωνική θέση προέρχεται κάθε φοιτητής παρά απαλείφοντας αυτές τις διαφορές στο όνομα κάποιας καθολικής αξίας. Η Ellsworth ξεφορτώνεται [jettisons] την στρατηγική της κριτικής παιδαγωγικής του δασκάλου-ως-ειδικού-της-χειραφέτησης της καθολικής χειραφέτησης για μια νέα στρατηγική του δασκάλου-ως-συμβούλου-της-χειραφέτησης εν μέσω διαφορών στη θέση, και αυτό δημιουργεί κινήματα τα οποία κινούνται προς τον συλλογικό στόχο που η προηγούμενη στρατηγική επεδίωκε να πετύχει. Κάνοντάς το αυτό, η Ellsworth μας δείχνει αυτό που το να σκέφτεται κανείς παιδαγωγικά για τα κινήματα μπορεί να αποκαλύψει: μια συμμαχία ανάμεσα στην καθολικότητα και την θεσεακότητα στην οποία το αδιέξοδο ανάμεσ στην πολιτική ταυτοτήτων και την ταξική πάλη δεν είναι καθόλου αδιέξοδο.

Η συμμαχία της Ellsworth – όπως αποκαλούμε το παιδαγωγικό σκέπτεσθαι σχετικά με την οργάνωση – είναι ένα παράδειγμα του πώς να φτάσουμε στην σχέση που φανταζόμαστε πως διαλύει το υποτιθέμενο αδιέξοδο ανάμεσα στην ταξική πάλη και την πολιτική ταυτοτήτων: το να σκεφτόμαστε παιδαγωγικά δημιουργεί μια ιδεολογία της συμμαχίας μάλλον, παρά μια ιδεολογία του αδιεξόδου.

Μπορούμε να εφαρμόσουμε αυτή τη διαίσθηση/ενόραση από τις τάξεις στους ακτιβιστικούς χώρους εξετάζοντας μια πρόσφατη πρόταση που υιοθετήθηκε από τους Δημοκράτες Σοσιαλιετές της Αμερικής (Democratic Socialist of America, DSA). Στην εθνική συνδιάσκεψη του Αυγούστου του 2017, τα μέλη του DSA έθεσαν σε διαβούλευση μια αμφιλεγόμενη απόφαση που καλεί για ένα αυστηρό πρόγραμμα οργανωτικής εκπαίδευσης. “Η Απόφαση #28: Εθνική Στρατηγική Εκπαίδευσης” πρότεινε την εκπαίδευση “περίπου 300 μελών του DSA κάθε μήνα για 15 μήνες” με στόχο τελικά την παραγωγή “ενός πυρήνα 200 εξαιρετικά έμπειρων εκπαιδευτών και 5000 καλά εκπαιδευμένων ηγετών και οργανωτών που θα προωθήσουν τη δουλειά του DSA το 2018 και ακόμα πιο πέρα”. Η πρόταση ζήτησε από τους αντιπροσώπους να αφιερώσουν ένα σημαντικό ποσό των εθνικών πόρων του DSA (190.000 δολάρια) για τη δημιουργία αυτού τοθ εθνικής εμβέλειας προγράμματος εκπαίδευσης, που περιλαμβάνει ενότητες [modules] πάνω στη σοσιαλιστική οργάνωση και τα σοσιαλιστικά κινήματα και την πολιτική εκπαίδευση.

Η απόφαση προέκυψε από ένα τμήμα [plank] της λίστας υποψηφίων για την Εθνική Πολιτική Επιτροπή6 Praxis. Στην ιστοσελίδα της, η λίστα περιέγραψε αυτή την “Εθνική Στρατηγική Εκπαίδευσης” με λεπτομέρειες, δίνοντας έμφαση στην σημασία της διδασκαλίας και της μάθησης μιας “ευρείας γκάμας οργανωτικών δεξιοτήτων και τακτικών ώστε τα μέλη να αναπτύξουν τις δεξιότητες για να επιδιώξουν τις δικές τους πολιτικές” (η έμφαση στο πρωτότυπο). Παρατηρώντας ότι “οι φτωχοί και οι εργαζόμενοι – ιδιαίτερα οι έγχρωμοι – συχνά αντιμετωπίζονται ως εξωτερικά αντικείμενα της οργάνωσης”, αυτή η εκπαιδευτική στρατηγική επεδίωξε ρητά να χρησιμοποιήσει την θεσεακότητα ως μια δύναμη. Εξηγούν: “Αν το DSA είναι σοβαρό σχετικά με την οικοδόμηση της εξουσίας των εργαζόμενων ανεξάρτητα από φυλή, φύλο, κατάσταση ως πολίτη ή περιοχή, πρέπει να ξαναχτίσουμε τη ραχοκοκκαλιά της Αριστεράς ώστε να είναι τόσο δυνατή όσο και ευέλικτη”. Έχοντας επίγνωση ότι τα μέλη του DSA έρχονται από μια ποικιλία θέσεων, η λίστα έκανε την εκπαίδευση κεντρική θέση της πλατφόρμας της. Μέλη που προωθούν “τη δική τους πολιτική” βασισμένες στην ακριβή δομική τους θέση θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια ευέλικτη και δυνατή ραχοκοκαλιά για την αριστερή πολιτική. Γράφουν: “δεν είναι απλά η ανάλυση, αλλά και οι μέθοδοι οργάνωσης που προωθούμε που δημιουργούν την εμπιστοσύνη, την αυτογνωσία και την αλληλεγγύη για να κάνουμε μια ανθεκτική αλλαγή στον κόσμο μας”.

Αν και δεν ξέρουμε με σιγουριά πώς θα δουλέψει αυτή η εκπαιδευτική στρατηγική, δίνουμε έμφαση στην απόφαση αυτή ως ένα παράδειγμα παιδαγωγικού τρόπου σκέψης με τους όρους που έχουμε εδώ διαγράψει.

Για να είμαστε ξεκάθαροι, δεν είναι απλά εξαιτίας της εστίασης στην πολιτική εκπαίδευση, αλλά επειδή προάγει μια προσέγγιση στην οικοδόμηση κινημάτων που αντιμετωπίζει εκπεφρασμένα την πρόκληση της συλλογικής δουλειάς κατά μήκος διαφορών στις σχέσεις ακτιβισμού. Η εκπαιδευτική στρατηγική είναι εθνική, αγκαλιάζοντας ολόκληρη τη χώρα, παρ’ όλα αυτά είναι δομημένε έτσι ώστε να παρέχει εργαλεία στους ακτιβιστές για να δουλεύουν από πολύ διαφορετικές δομικές θέσεις7. Αυτή είναι μια ιδεολογία της συμμαχίας, που κατονομάζει συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες και λαμβάνει σοβαρά υπόψιν με ποιο τρόπο τέμνονται για να δημιουργήσουμ μια διαφορά στην κοινωνική δομή. Δουλεύοντας από αυτή την προοπτική, η ιδεολογία του αδιεξόδου που περιγράψαμε στην αρχή του παρόντος δοκιμίου – μια ιδεολογία που θέτει την ταξική πάλη ενάντια στην πολιτική ταυτοτήτων – δεν έχει νόημα. Το αδιέξοδο διαλύεται.

Η υπόσχεση της “Συμμαχίας” ως στρατηγική και θεωρία

Για μας, η ιστορία της Ellsworth και η Απόφαση #28, απεικονίζουν τα όρια του “καθολικισμού” και την υπόσχεση της συμμαχίας. Στο τρέχον πολιτικό συγκείμενο, η συμμαχία δεν είναι μόνο μια κρίσιμη/καθοριστική στρατηγική για την οργάνωση κατά μήκος δομικών διαιρέσεων, αλλά και ένας τρόπος σκέψης πέρα από την διχοτομία της καθολικότητα της τάξης εναντίον της πολιτικής ταυτοτήτων. Αντί να το βάζουμε αυτό στο πλαίσιο μιας αντιπαράθεσης είτε/ή, βλέπουμε την υπόσχεση μιας θεωρητικής συμμαχίας ανάμεσα στο καθολικό και το συγκεκριμένο. Μια τέτοια συμμαχία θα δούλευε στην κατεύθυνση μιας θεσειακής κριτικής της καθολικότητας, αλλά παραμένοντας, τελικά, προσανατολισμένη προς τη μαζική συλλογική δράση. Φυσικά, η αλλαγή της Ellsworth υποτείνει ότι μια αναγνώριση της συγκεκριμένης θέσης μας δεν υπονομεύει τη συλλογική δράση – στην πραγματικότητα είναι ουσιώδης γι’ αυτήν.

Ευρύτερα, η ιστορία της Ellsworth αναδεικνύει τα πολιτικά μαθήματα που μπορούν να βρεθούν στο πεδίο της εκπαίδευσης, καθώς οι εκπαιδευτές αναστοχάζονται διαρκώς πάνω στη σχέση ανάμεσα στις ιδέες και την πρακτική. Το έργο της οργάνωσης και της οικοδόμησης κινημάτων είναι βαθιά παιδαγωγικό. Αν αποτυγχάνουμε να αναγνωρίζουμε τις ιδιαίτερες ιστορίες που διαμορφώνουν τις ίδιες τις προοπτικές μας, καθώς και αυτές τριγύρω μας, τότε θα συναντήσουμε σημαντικά εμπόδια. Μια παιδαγωγική προσέγγιση στη συλλογική δράση μας ενθαρρύνει να σκεφτούμε σχετικά με το πώς παράγεται η γνώση μέσα από συναντήσεις/επαφές από συγκεκριμένες θέσεις, όχι μόνο στην αίθουσα, αλλά επίσης στα σπίτια μας, στους χώρους δουλειάς, στις κοινότητες και τους κινηματικούς χώρους.

Η πραγματική έγνοια τελικά της Ellsworth ήταν το πώς να διαχειριστεί την τάξη της. Ρουτίνες, δραστηριότητες και τρόποι ομιλίας ήταν η βασική της γραμμή. Ενώ ήταν “βουτηγμένη” σε καθολικιστικούς λόγους και πρακτικές, και ενώ είχε εμπλακεί σε ένα σοβαρό ανασχτοχασμό σχετικά με αυτά, μετέφραση τη σκέψη της σε δράση – πώς να ακούειμ πώς να μιλά και πώς να προχωρά με δεδομένους τους αγώνες με τους οποίους ερχόταν αντιμέτωπη. Προσφέρουμε την έρευνά της ως ένα παράδειγμα για τα σύγχρονα κινήματα, ιδιαίτερα εκείνες τις ομάδες που αναζητούν τρόπους να δημιουργήσουν μια συμμαχία κατά μήκος διαφορών, να τονίσουν ότι η βασική μας γραμμή δεν θα πρέπει να είναι μόνο η ανάλυση το προβλήματος που πολεμάμε – όπως οι εκμεταλλευτικές εργασιακές συνθήκες, η μαζική φυλάκιση/αποκλεισμός [incarceration], ή ο περιβαλλοντικός ρατσισμός – αλλά επίσης η ποιότητα των καθημερινών ρουτινών και πρακτικών στα κινήματά μας καθώς παλεύουμε να δημιουργήσουμε τις κοινωνικές σχέσεις και δομές που θέλουμε. Πώς θα ακούμε; Πώς θα μιλάμε; Πώς θα σχεδιάζουμε ατζέντες, θα διευκολύνουμε συναντήσεις και θα συνομιλούμε; Η καθολικότητα ισοπεδώνει τις μεταξύ μας διαφορές, ενώ η ταυτότητα μας κατακερματίζει σύμφωνα με αυτές τις διαφορές. Καμμία από τις δύο δεν αρκεί από μόνη της για μια θεωρία-στρατηγική προς την αλλαγή.

Η Παιδαγωγική του κινήματος ως Συνάρθρωση

Στην προσεκτική ιχνηλάτηση της ιστορίας της πολιτικής ταυτοτήτων8, ο Mohandesi αντλεί από την έννοια της συνάρθρωσης του Stuart Hall για να εξετάσει αυτό το πρόβλημα. Η προοπτική αυτή αμφισβητεί την υπόθεση ότι η πολιτική κάποιου/ας καθορίζεται άμεσα από την κοινωνική του/της θέση και, αντίθετα, θέτει το ερώτημα “κάτω από ποιες περιστάσεις μπορεί να σφυρηλατηθεί ή να γίνει μια σύνδεση”9; Μοιραζόμαστε αυτό το ενδιαφέρον για τις συνθήκες που καθιστούν δυνατές συγκεκριμένες εκφράσεις της ενότητας εν μέσω της διαφοράς. Ο Mohandesi χρησιμοποιεί τη συνάρθρωση για να αμφισβητήσει την ιδέα ότι οι ταυτότητες είναι σταθερά πράγματα που υπαγορεύουν απευθείας τις πολιτικές απόψεις κάποιου. Η συνάρθρωση είναι χρήσιμη εδώ επειδή αμφισβητεί τον ντετερμινισμό και τραβά την προσοχή μας στις συνθήκες στις οποίες συμβαίνει μια συγκεκριμένη σύνδεση. Δεν είναι, για παράδειγμα, αναπόφευκτο ότι οι γυναίκες θα έχουν μια δομική ανάλυση της πατριαρχίας, όπως ακριβώς δεν είναι εγγυημένο ότι ένα μήνυμα που είναι κωδικοποιημένο με ένα συγκεκριμένο νόημα θα αποκωδικοποιηθεί με τον επιθυμητό τρόπο. Η συνάρθρωση θέτει μια πρόκληση για τον ντετερμινισμό κοιτάζοντας της ενδεχομενικές συνθήκες υπό τις οποίες συμβαίνει μια συγκεκριμένη σύνδεση – πχ. ποιες ιδεολογίες κυριαρχούν ή ποιες ενότητες σφυρηλατούνται. Η συνάρθρωση είναι πάντα ενδεχομενική και συεπώς “χωρίς εγγυήσεις”, όπως θα έλεγε ο Hall, αλλά είναι μια θεωρητική πρακτική που δημιουργεί ενότητα μέσα από τη διαφορά φτιάχνοντας συνδέσεις – τέτοιες όπως δεσμοί ανάμεσα σε ανθρώπους και ομάδες με άνισες θέσεις στις κοινωνικές δομές. Είναι το να συνταιριάζεις πράγματα με τέτοιους τρόπους ώστε να δημιουργούν ενότητα μέσα από τη διαφορά, αλλά χρησιμοποιώντας την υπάρχουσα διαφορά ως ένα σημείο εκκίνησης. Ο Hall γράφει ότι η συνάρθρωση είναι το να “σκέφτεσαι τη διαφορά σε μια σύνθετη ενότητα, χωρίς να αιχμαλωτίζεσαι [να γίνεσαι όμηρος] στην απόδοση προνομιακότητας στη διαφορά ως τέτοιας”.

Αν η Jennifer Daryl Slack έχει δίκιο στην ερμηνεία της, υπάρχει ένα πρόβλημα για τη συνάρθρωση: είμαι άσκηση σκέψης. Με άλλα λόγια, είναι υπερβολικά θεωρητική – μια δυσκολία που για την οποία ο Hall ανησυχούσε στα ίδια τα γραπτά του για την έννοια. Η άποψή μας για την παιδαγωγική μπορεί να βοηθήσει σ’ αυτό το σημείο. Έχουμε συλλάβει την παιδαγωγική στα κινήματα ως τις υλικές συνθήκες του ακτιβισμού· είναι οι τελετουργικές πρακτικές που εμπλέκονται στην δουλειά των πραγματικών κινημάτων. Θα ισχυριζόμαστε λοιπόν ότι η παιδαγωγική πραγματώνει/υλοποιεί [enact] τις συναρθρώσεις σε συγκεκριμένες στιγμές.

Στην εισαγωγή του στο “Πολιτική και Ιδεολογία στη Μαρξιστική Θεωρία(1977), ο Ernesto Laclau χρησιμοποιεί το παράδειγμα του “σπηλαίου” του Πλάτωνα για να αναπαραστήσει την ιδέα αυτή: αυτό που ο Πλάτωνας ήθελε ήταν να “αποσυναρθρώσει” τις σημασίες των σκιών ως πραγματικότητες και να τις “ανασυναρθρώσει” ως ψεύδη. Θεωρήστε το πρόσωπο που αφήνει τη σπήλαιο και επιστρέφει στη συνέχεια: υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο (α) να γνωρίζει κάποια ότι οι σκιές είναι ψευδείς και ότι οι αλυσοδεμένοι άνθρωποι πρέπει να απελευθερωθούν από τις ψευδαισθήσεις τους και στο (β) τι κάνει, στην πραγματικότητα, αυτό το πρόσωπο για να απελευθερώσει τους αλυσοδεμένους από τις ψευδαισθήσεις τους. Ακούει καθέναν από αυτούς, αναπτύσσει σχέσεις μαζί τους με τον καιρό, και στη συνέχεια τους φέρνει σιγά-σιγά σε μια συνειδητοποίηση σχετικά με τις σκιές; Φέρνει ένα τσεκούρι και απλά κόβει τις αλυσίδες χωρίς να μιλά; Επιμένει διαρκώς ότι επειδή είναι όλοι αλυσοδεμένοι θα έπρεπε να σπάσουν αυτές τις αλυσίες όλοι/όλες μαζι και να εξεγερθούν; Ενώ η συνάρθρωση τής δίνει μια θεωρία για το πρώτο βήμα, η παιδαγωγική της δίνει μια στρατηγική για το δεύτερο.

Πραγματικά, στοχαζόμενοι τις συνεισφορές του Hall, ο John Clarke επισημαίνει έναν “προσανατολισμό στην παιδαγωγική ως συνάρθρωση που διατρέχει ολόκληρο το έργο του”. Αναφερόμενος στην κοινότοπη ιδέα ότι ένας καλός δάσκαλος ξεκινά “από κει που βρίσκεται ο μαθητής”, ο Clarke υποτείνει ότι αυτή η έννοια αποκτά μια καινούρια πολιτική σημασία στο πλαίσιο της προσέγγισης του Hall: “Οι ταυτότητες είναι πολλαπλές και σπάνια παγιωμένες· οι κοινές λογικές είναι ετερογενείς και αποσπασματικές, και το έργο της συνάρθρωσης είναι να χτίσει συνδέσεις που οδηγούν προς ένα σύνολο νέων ρυθμίσεων και δυνατοτήτων”10. Αυτή η διατύπωση της παιδαγωγικής ως συνάρθρωσης φέρνει στο προσκήνιο την πρακτική της δημιουργίας συνδέσεων εν μέσω του κατακερματισμού· αντί να συνιστά ένα εμπόδιο στην ενότητα, η αναγνώριση των δομικά διαφορετικών και άνισων θέσεων δημιουργεί τις συνθήκες για την συνάρθρωση νέων συμπαρατάξεων.

Το να σκεφτόμαστε παιδαγωγικά μπορεί, λοιπόν, να γεμίσει ένα κενό για τη θεωρία της συνάρθρωσης: το πρόβλημα του πώς συμβαίνει η συνάρθρωση. Η παιδαγωγική παρέχει έναν μηχανισμό γι’ αυτή τη διαδικασία. Η παιδαγωγική συναρθρώνει. Στην περίπτωση της οικοδόμησης συμμαχιών ανάμεσα σε ομάδες ανθρώπων με διαφορετικές θέσεις, η παιδαγωγική είναι η συγκεκριμένη λειτουργία της συνάρθρωσης: αυτό που πραγματικά καταλήγει να συμβαίνει όταν κάποιος ή κάποια ομάδα συναρθρώνει. Πάρτε μια ομάδα ανθρώπων που θέλουν να τελειώσουν τον ρατσισμό, όπως στο παράδειγμα της Ellsworth. Αυτή η κοινή επιθυμία δεν αρκεί από μόνη της να οικοδομήσει σχέσεις ακτιβισμού που θα βάλουν ένα τέρμα στον ρατσισμό. Κάτι άλλο θα πρέπει να συμβεί. Αυτό το κάτι είναι η παιδαγωγική, η οποία συναρθρώνει τις διαφορετικές τους θέσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να τους κάνει – εκείνη τη στιγμή σε κείνον τον τόπο – να δράσουν συλλογικά. Η λίστα της Praxis της DSA Praxis είχε αυτό το νόημα, αλλά αντί της πανεπιστημιακής αίθουσας, την χρησιμοποίησαν για να σκεφτούν σχετικά με την DSA και την αριστερά στης ΗΠΑ στην τωρινή της διαμόρφωση. Σε κάθε περίπτωση, η παιδαγωγική καθιστά εφικτή την ενότητα σε διαφορές που μπορούν να απορρέουν στη συλλογική δράση, χωρίς να κρατείται όμηρη από την ίδια τη διαφορά. Τελικά, η πρότασή μας είναι μια θεωρία της κινηματικής παιδαγωγικής ως συνάρθρωσης, που παράγει/αποδίδει μια συμμαχία ανάμεσα στο καθολικό και το συγκεκριμένο. Αυτή η πράξη συμμαχίας απαιτεί μια παιδαγωγική που συναρθρώνει τα θραύσματα της διαφοράς προς συλλογικότητες που μπορούν να αποκτήσουν ισχύ και να κερδίσουν πράγματα για τις κοινότητές μας.

Ενώ ο καθολικισμός κατασκευάζει ισοπεδωτικές γενικότητες και η ταυτότητα αποδομεί ολότητες σε κατακερματισμένες ιστορίες και εμπειρίες, εμείς προτείνουμε μια διαδικασία επανασυνάρθρωσης: αναγνωρίζουμε τις διαφορές, επιτρέπουμε την απόσχιση θραυσμάτων, και στη συνέχεια, δουλεύουμε με τα κομμάτια για να χτίσουμε μια συλλογικότητα που στοχεύει στην απελευθερωτική αλλαγή. Ο καθολικισμός και η ταυτότητα μπορούν να δουλέψουν μαζί ως έννοιες – μιας και αυτό συμβαίνει και στην πραγματικότητα.

Εν κατακλείδι11, θεωρήστε τα αποτελέσματα ενός αδιεξόδου. Ο Isaac Gottesman, στην πρόσφατη ιστορική αποτίμησή του για την κριτική στροφή στην εκπαίδευση, αναζήτησε τις απαντήσεις στο άρθρο της Ellsworth στη βιβλιογραφία της κριτικής παιδαγωγικής. Αυτό πο βρήκε ήταν αντιδράσεις που παρά την ένταση των διατυπώσεων και την έκτασή τους – ποτέ δεν απάντησαν στα σοβαρά στους ισχυρισμούς της Ellsworth, με τους δικούς τους όρους. Οι συνέπειες αυτής της συγκεκριμένης ακινησίας για την θεωρία της εκπαίδευσης ήταν εσωτερικής φύσης: η φεμινιστική και μεταδομική έρευνα στην παιδαγωγική άνθισαν, και η κριτική παιδαγωγική συνέχισε λίγο πολύ όπως ήταν πριν. Η διαίρεση αυτή διατηρείται σε μεγάλο βαθμό και σήμερα.

Το διακύβευμα για την ιστορική μας στιγμή είναι πολύ μεγαλύτερο. Η στασιμότητα που αναδύεται όταν οι ταξικές καθολικιστικές θέσεις αρνούνται να αναγνωρίσουν τη σημασία της ριζοσπαστικής πολιτικής ταυτοτήτων θα έχουν συνέπειες για την αριστερά, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν θέλουμε να κινητοποιήσουμε μια ευρεία βάση για να πολεμήσει στους αγώνες αυτού του νέου κινήματος, οι οργανωτικές στρατηγικές μας και οι κινηματικοί χώροι πρέπει να δώσουν προσοχή σ’ αυτές τις διαφορές. Η καθολικότητα και η ταυτότητα χρειάζονται η μία την άλλη στην οργάνωση, και η μέθοδος της Ellsworth μας δείχνει πώς να θέσουμε αυτή τη συμμαχία στην πρακτική.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2017/12/21/movement-pedagogy-beyond-class-identity-impasse.

2 Ο David I. Backer είναι επίκουρος καθηγητής της Εκπαίδευσης στο West Chester University of Pennsylvania και η Kate Cairns είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Έρευνας Παιδικής Ηλικίας στο Rutgers University-Camden.

3 Στμ. Ακριβώς αυτό που διαισθητικά έχουμε αποκαλέσει “τοπολογία (των σχέσεων) της κυριαρχίας”, ένα patchwork των διαφόρων σχέσεων κυριαρχίας, έναν “χάρτη”, με την τοπολογική-διαφορογεωμετρική έννοια του manifold, η συνάρθρωση των οποιών καθορίζει την “ένταση” των σχέσεων κυριαρχίας στα διάφορα “σημεία”.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο positionality. Η ιδιότητα του σχετίζεσθαι με τη θέση. Ιδιαίτερα στην κοινωνιολογία, η κατοχή ή υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης θέσης σε σχέση με άλλους, συνήθως όσον αφορά ζητήματα κουλτούρας, εθνικότητας ή φύλου.

5 Στμ. Πάουλο Φρέιρε: παιδαγωγός και φιλόσοφος από τη Βραζιλία.

6 Στμ. Για λεπτομέρειες δείτε πχ. https://medium.com/@pplswar/slate-regional-composition-of-dsas-new-national-political-committee-dsacon17-a2f3b108f9bc.

7 Υπάρχουν πολλά διαθέσιμα παραδείγματα παιδαγωγικής σκέψης. Ένα πρόσφατο επεισόδιο του σοσιαλιστικού φεμινιστικού podcast Season of the Bitch αποτελεί καλό πρόσφατο παράδειγμα: οι παρουσιαστές μιλούν εκτενώς σχετικά με την ανάγνωση πυκνών θεωρητικών κειμένων ως αριστερίστριες και γυναίκες. Με τους όρους που έχουμε χρησιμοποιήσει, σκέφτονται τις υλικές συνθήκες του ακτιβισμού, τις σχέσεις του ακτιβισμού, στην περίπτωση αυτή την πρακτική της ανάγνωσης δύσκολων κειμένων. Η Lauren Berlant κάνει το ίδιο πράγμα για πλάκα σ’ αυτό το αιχμηρό άρθρο.

8 Mohandesi: “Κρίση Ταυτότητας”, https://inmediasres.espivblogs.net/identitykrisis.

9 Stuart Hall και Lawrence Grossberg, “On Postmodernism and Articulation: An Interview with Stuart Hall” Journal of Communication Studies 10.2 (1986): 53.

10 Δείτε: John Clarke, “Stuart Hall and the Theory and Practice of Articulation”, Discourse: Studies in the Cultural Politics of Education 36.2 (2015): 281.

11 Στμ. Στο πρωτότυπο coda: η καταληκτική παράγραφος ενός κομματιού ή κίνησης, που τυπικά αποτελεί μια προσθήκη στη βασική δομή.

Σχετικά με την επίθεση του τουρκικού στρατού στο καντόνι του Αφρίν (Ροτζάβα)

του Tristan Leoni

σχόλια του Tristan Leoni (που είναι ο συγγραφέας της σειράς κειμένων “Χαλιφάτο και Βαραβαρότητα”) δημοσιευμένο στα γαλλικά στο https://ddt21.noblogs.org/?page_id=1906#comment-4276.

Από τις 20 Ιανουαρίου, η Τουρκία έχει εξαπολύσει την Επιχείρηση “Κλάδος Ελαίας” εναντίον του κουρδικού θύλακα του Αφρίν με την υποστήριξη αρκετών συριακών ισλαμιστικών πολιτοφυλακών (μερικές υπό την ταμπέλα του FSA, Ελεύθερου Συριακού Στρατού). Η τουρκική επίθεση δεν έρχεται σαν έκπληξη: συγκρούσει ανάμεσα στον YPG2 και φιλοτουρκικές δυνάμεις ήταν κοινός τόπος εδώ και μήνες και για αρκετές εβδομάδες ο τουρκικός στρατός είχε αναπτύξει στρατεύματα και οπλισμό γύρω από τον θύλακα. Από την πλευρά τους, οι YPG προετοιμάζονταν γι’ αυτό χτίζοντας ενισχυτικά έργα και τούνελ στα σύνορά τους. 48 ώρες πριν από την έναρξη της επιχείρησης, οι Τούρκοι στρατηγοί πήγαν στη Μόσχα· σκοπός να αποσπαστεί τουλάχιστον η μη-παρέμβαση της Ρωσίας, η οποία ελέγχει τον συριακό εναέριο χώρο και έχει στρατεύματα στο Αφρίν για να αποτρέψει (με την παρουσία τους) μια τουρκική επίθεση. 24 ώρες πριν από την επίθεση, οι Ρώσοι στρατιώτες εγκατέλειψαν το Αφρίν.

Το PYD επεδίωξε να σφυρηλατήσει αντιφατικές συμμαχίες με διάφορους δρώντες στη συριακή σύγκρουση (Ουάσιγκτον, Μόσχα και Δαμασκό), οι οποίες δεν μπορούσαν να κρατήσουν για πολύ. Οι YPG έχουν έρθει πάρα πολύ κοντά στους Αμερικανούς, οι οποίοι τους πιέζουν προς την κατεύθυνση μιας ημι-απόσχισης της περιοχής (κάτι που δεν είναι το αρχικό σχέδιο του PYD) μέσα από διάφορα προγράμματα: εκπαιδεύοντας έναν συνοριακό στρατό από 30.000 χιλιάδες μαχητές στη Ροτζάβα, οικονομική βοήθεια για την ανοικοδόμηση και την “εθνική οικοδόμηση”. Ένα ζήτημα που εξαγριώνει περισσότερο τη Μόσχα και τη Δαμασκό.

Για τη Μόσχα και τη Δαμασκό, η τουρκική επίθεση είναι μια ευκαιρία να υπενθυμίσουν στους Κούρδους την πραγματική ισορροπία δύναμης στην περιοχή. Η άφιξη ενισχύσεων των YPG (από την ανατολική Συρία) ήταν εφικτή μόνο χάρι στην υποστήριξη της Δαμασκού, που τους επέτρεψε να διέλθουν μέσα από τις νομοταγείς στο καθεστώς ζώνες. Ήδη από τις πρώτες μέρες της επιχείρησης “Κλάδος Ελαίας” υπήρχαν αυξανόμενες φήμες για συζητήσεις ανάμεσα στο καθεστώς Άσσαντ, τη Ρωσία και τις YPG για μια παρέμβαση του συριακού στρατού στο Αφρίν ώστε να σταματήσει η τουρκική επίθεση. Δεν μπορεί παρά να είναι σουρεαλιστικό. Ήδη από τον Μάρτιο του 2016, στη διάρκεια της Επιχείρησης “Ασπίδα του Ευφράτη”, οι YPG είχαν ήδη δώσει αρκετές περιοχές στα δυτικά του Manbij στα στρατεύματα του Άσσαντ για να σταματήσουν την τουρκική επίθεση(την ίδια στιγμή που αμερικάνικα στρατεύματα αναπτύσσοντα στα βόρεια του Manbij).

Η τουρκική επίθεση είναι πιο πιθανό μάλλον να δημιουργήσει μια ζώνη ασφαλείας στα σύνορα παρά να καταλάβουν ολόκληρο τον θύλακα του Αφρίν· αλλά από την αρχή της επιχείρησης, ο FSA και οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις προχωρούν σημειωτόν. Οι YPG είχαν άφθονο χρόνο για να ενισχύσουν τα σύνορά τους με δίκτυα σηράγγων και οχυρών και χρησιμοποιούν επίσης αντιαρματικούς πυραύλους που προσφέρουν οι δυτικοί στρατοί. Παρ’ όλα αυτά, το Αφρίν δεν είναι Κομπάνι: αν το 2014 οι YPG είχαν καταφέρει να απωθήσουν τα στρατεύματα του Ισλαμικού κράτους, αυτό ήταν κυρίως με τη βοήθεια της αμερικανικής αεροπορίας και των αμερικανικών ειδικών δυνάμεων (χωρίς αυτά η πόλη θα είχε καταληφθεί). Αυτό δεν αληθεύει για το Αφρίν, όπου είναι οι YPG που βομβαρδίζονται από τον αέρα. Παρά την λυσσασμένη αντίσταση, οι δυνάμεις των YPG είναι καταδικασμένες να υποχωρήσουν τελικά υπό την πίεση του τουρκικού στρατού και των εφεδρικών του δυνάμεων, και οι άμαχοι είναι καταδικασμένοι να καταφύγουν στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δαμασκό. Είναι εξαιτίας αυτού που η διερεύνηση για μια πολιτική λύση ή μια εξωτερική υποστήριξη γίνεται τόσο κατεπείγουσα. Αυτή τη φορά το αμερικάνικο ιππικό δεν θα προστρέξει σε διάσωση. Συνεπώς, η άφιξη των συριακών φιλοκαθεστωτικών δυνάμεων είναι μια δυνατότητα· αλλά δεν θα είναι “δωρεάν” και, ακόμα κι αν συμβεί, οι YPG θα πρέπει να αποκηρύξουν, σε αντάλλαγμα, την εξουσία τους πάνω στον θύλακα του Αφρίν.

T.L., 19 Φεβρουαρίου, 2018

2 Στμ. PYD/YPG: PYD (Partiya Yekîtiya Demokrat, Κόμμα Δημοκρατικής Ενότητας): ‎αριστερό κουρδικό πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε το 2003 από Κούρδους ακτιβιστές στη βόρεια Συρία· YPG είναι τα αρχικά της πολιτοφυλακής του. Το PYD είναι το κύριο πολιτικό κόμμα της Ομοσπονδίας της Βόρειας Συρίας-Ροτζάβα και των καντονιών της. Στον ιστότοπό του, περιγράφει τον εαυτό του να πιστεύει στην “κοινωνική ισότητα, τη δικαιοσύνη και την ελευθερία πεποίθησης” καθώς και στον “πλουραλισμό και την ελευθερία των πολιτικών κομμάτων” και ότι αγωνίζεται “για μια δημοκρατική λύση που περιλαμβάνει την αναγνώριση των πολιτισμικών, εθνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, διευρύνοντας και αναπτύσσοντας την ειρηνική τους πάλη για να μπορούν να αυτοκυβερνώνται σε μια πολυπολιτισμική και δημοκρατική κοινωνία”. Έχει υιοθετήσει τον Δημοκρατικό Συνοσπονδισμό (Democratic Confederalism) ως μια από τις ιδεολογίες του και έχει εφαρμόσει ιδέες του Μπούκτσιν και του Οτσαλάν στη Ροτζάβα.

Απεργίες σε όλον τον κόσμο στην εταιρία Deliveroo1

Στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, η εταιρεία Deliveroo έχει “χτυπηθεί” από μια σειρά απεργιών και καταλήψεων σε ολόκληρο τον κόσμο: από το Χονγκ Κονγκ στο Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Εν τω μεταξύ, στη Σαγκάη, δημιουργήθηκε το πρώτο συνδικάτο διανομέων σε online εταιρείες φαγητού.

Χονγκ Κονγκ

Το απόγευμα της Δευτέρας, 22 Ιανουαρίου, 100 περίπου οδηγοί της εταιρείας Deliveroo HK, κυρίως Ινδοί και Πακιστανοί, μαζεύτηκαν έξω από τα γραφεία της εταιρείας στην οδό Jervois μπλοκάροντας την υπηρεσία διανομείς φαγητού.

Η απεργία προκλήθηκε από τις πρόσφατες αλλαγές που έγιναν από την εταιρεία στα ωράρια εργασίας των διανομέων, που μέχρι τότε εγγυούνταν 11 ώρες δουλειάς με τουλάχιστον 75 δολάρια HK (γύρω στα 7,8 €), συμπεριλαμβανομένου ενός διαλείμματος για φαγητό διάρκειας μιας ώρας. Τώρα, η Deliveroo αποφάσισε να μπλοκάρει την εφαρμογή διανομής κατά τις ώρες μη-αιχμής (όταν υπάρχει μικρή δραστηριότητα), ώστε να αποφεύγει να πληρώνει το ελάχιστο εγγυημένο μεροκάματο. Επιπλέον, το καινούριο σύστημα θα είχε την δυνατότητα να επιλέγει τους οδηγούς με βάση την “επίδοσή” τους (συχνότητα, ταχύτητα, σεβασμό στα στάνταρ που επιβάλει η πλατφόρμα κ.λπ), τιμωρώντας τους λιγότερο “αποδοτικούς”. Η επιβαλλόμενη από την εταιρεία αποσύνδεση από την πλατφόρμα, θα προκαλούσε στους οδηγούς μια απώλεια σχεδόν 3 με 5 εργάσιμων ωρών, σχεδόν 14 ωρών την εβδομάδα. Σε μια κλίμακα 100 δολαρίων HK/ώρα (σχεδόν 10,5 €), σε όρους μηνιαίου εισοδήματος η μείωση στον μισθό υπολογίζεται ανάμεσα στα 5.000 δολάρια HK (521 €) και 6.000 δολάρια HK (625 €).

Μεταξύ των αιτιών για τη διαμαρτυρία, υπάρχει επίσης αυτή της αποζημίωσης από την εταιρεία για τα πρόστιμα/κλήσεις κυκλοφορίας. Για να ανταποκριθούν/τηρήσουν τους όρους διανομής στους στενούς δρόμους του Χονγκ Κονγκ, οι περισσότεροι από τους οδηγούς αναγκάζονται να παρκάρουν τα μέσα μετακίνησής τους σε μη-επιτρεπόμενα σημεία παρκαρίσματος και η αστυνομία δεν διστάζει να τους “κόβει” πρόστιμα. Οι οδηγοί αποζημιώνονταν από την Deliveroo μέχρι δύο πρόστιμα/κλήσεις την ημέρα, αλλά η εταιρεία αρνείται να το κάνει τώρα. Αυτό επιπρόσθετα στο ότι το κόστος των καυσίμων και της συντήρησης εξακολουθούν να επιβαρύνουν τον εργαζόμενο.

Η απεργία, που συνεχίστηκε και την επόμενη μέρα, τελείωσε με την ανακοίνωση της διοίκησης ότι θα αποκταστήσει την εργάσιμη μέρα των 11 ωρών.

Βέλγιο, Ολλανδία, Γερμανία, Γαλλία και…

Στη διάρκεια του προηγούμενου Σαββατοκύριακου, διανομείς της Deliveroo από το Βέλγιο και την Ολλανδία κατέβηκαν σε απεργία για να διαμαρτυρηθούν για την απόφαση της εταιρίας να μετατρέψει όλους τους οδηγούς, από την 1η Φεβρουαρίου, σε αυτοαπασχολούμενους εργαζόμενους. Στις Βρυξέλλες οι εργαζόμενοι κατέλαβαν τα κεντρικά γραφεία της εταιρίας για περισσότερο από 3 μέρες καλώντας, μέσα από τα ΜΜΕ, συμπαθούντες, επισφαλείς εργαζόμενους και άνεργους να υποστηρίξουν τον αγώνα τους, που ισχυρίζονταν ότι είναι αγώνας όλων.

Ενώ η κατάληψη συνεχιζόταν, ο υπουργός Οικονομικών και Απασχόλησης, Kris Peeters, και ο Διευθύνων Σύμβουλος της Deliveroo δήλωσαν ότι ήταν διατεθιμένοι να συναντήσουν τους διανομείς και να ακούσουν τα αιτήματά τους. Αν και η εταιρία φαινόταν να προτιμά έναν συμβαβισμό, οι διανομείς αποφάσισαν ότι θα έπρεπε η πίεση να διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο. Χτες, 27 Ιανουαρίου, μια αντιπροσωπεία των απεργών από την ολλανδική Deliveroo, ενώθηκε με τους Βέλγους συναδέλφους στο κέντρο των Βρυξελλών για να δημιουργήσει μια ζωηρή διαμαρτυρία με ένα διεθνιστικό προφίλ. Στάλθηκαν μηνύματα αλληλεγγύης στους Βέλγους συντρόφους από διανομείς από το Μιλάνο, το Τορίνο και την Μπολώνια. Ακόμα και η Παγκόσμιο Συνδικαλιστική Ένωση UNI, η παγκόσμια συνομοσπονδία που φέρνει μαζί/συσπειρώνει συνδικάτα της βιομηχανίας υπηρεσιών, έστειλε ένα μήνυμα υποστήριξης στους “απεργούς εργάτες της Deliveroo στο Βέλγιο και την Ολλανδία”.

Στη Λίλλη, στη Γαλλία, η διαμαρτυρία ξεκίνησε στις 20 Ιανουαρίου, όταν οι οδηγοί της Uber Eats αποφάσισαν να αποσυνδεθούν από την εφαρμογή της εταιρίας. Η απεργία, που ήταν αυθόρμητη, οργανώθηκε μέσω μιας ομάδας στο Facebook, ενάντια στις εργασιακές συνθήκες που περιγράφονται ως “slavery/σκλαβιά 2.0”.

 

Τέλος, η σειρά της Γερμανίας ήρθε στις 24 Ιανουαρίου: περίπου 30 διανομείς από της εταιρίες Foodora και Deliveroo διαμαρτυρήθηκαν μπροστά στα κεντρικά γραφεία της Deliveroo για να απαιτήσουν, μεταξύ άλλων, την πληρωμή των επιδιορθώσεων στα μοτοποδήλατα που χρησιμοποιούνται στη διάρκεια του ωραρίου.

Σε αυτή την αναφορά στους αγώνες των οδηγών έχουμε σίγουρα παραλείψει κάποιες απεργίες και αποκλεισμούς (με την ευκαιρία, στην Σανγκάι, δημιουργήθηκε το πρώτο συνδικάτο διανομέων online παραγγελιών φαγητού), αλλά είμαστε σίγουροι για ένα πράγμα: το επίδικο [αυτό περί του οποίου πρόκειται] είναι η ανάγκη για έναν συντονισμό των διεθνών αγώνων των εργατών της “gig-οικονομίας”. Και τα μέσα για το στήσιμο δικτύων δεν λείπουν.

 

Μετάφραση από το πρωτότυπο άρθρο στα ιταλικά στον ιστότοπο Chicago86.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://libcom.org/news/deliveroo-global-strike-01022018

Ρομαντική φαντασία: Σημειώσεις πάνω στην κριτική του Krul στους Endnotes

των Endnotes1

O Matthijs Krul έχει γράψει, στο North Star, μια ενδιαφέρουσα κριτική των Endnotes2. Συνήθως δεν ασχολούμαστε με εξατομικευμένες “απαντήσεις σε κριτικές”, αλλά στην περίπτωση αυτή η σύμπλεξη “ερεθιστικών” ερωτήσεων με μια σειρά λαθών απαιτούσε, τουλάχιστον, μια προσπάθεια ξεδιαλύματος αυτών των δύο σε μερικές σύντομες κριτικές σημειώσεις. Ο Krul έχει στην πραγματικότητα γράψει όχι μια κριτική των Endnotes, αλλά μάλλον, αυτού που εκλαμβάνει ότι είναι η λεγόμενη “θεωρία της κομμουνιστικοποίησης”. Στη βάση μιας μάλλον αδύναμης σύλληψης των ενδείξεων από τα κείμενα, οι Endnotes αντιμετωπίζονται σ’ αυτό το άρθρο ως ένα είδος ενός στέρεου πλαισίου για τις υποθέσεις του Krul σχετικά με αυτή την νοητική κατασκευή υποκατάστατο3,4.

Θα ξεκινήσουμε, λοιπόν, με μια προειδοποίηση σχετικά με τη “θεωρία της κομμουνιστικοποίησης”: αν και έχουμε μιλήσει, κατά καιρούς, για “κομμουνιστική θεωρία”, το Endnotes δεν προήγαγε ποτέ ούτε ισχυρίστηκε ότι αντιπροσωπεύει μια μοναδική “θεωρία της κομμουνιστικοποίησης”. Αυτός ο νεολογισμός άλλων είναι ίσως μια χρήσιμη συντομογραφία· έχει επίσης παίξει έναν ρόλο στο να ομαδοποιήσει μερικές ”χύμα” [sprawling] αντιπαραθέσεις σε ένα συμπαγές, ευκίνητο προϊόν που μπορεί να ανταλλαχθεί άμεσα στην αγορά των θεωρητικών “μοδών” (ένα είδος ανεξάρτητης εναλλακτικής στη μείζονα μάρκα των Badiou και των Zizek). Αλλά αν κανείς θέλει να κάνει μια πραγματικά σοβαρή κριτική της αποκαλούμενης θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης είναι, φυσικά, απαραίτητο να δώσει μεγαλύτερη προσοχή σε συγκεκριμένα κείμενα, στην εκδίπλωση συγκεκριμένων αντιπαραθέσεων, και στους τρόπους που αυτός ο όρος δεν μπορεί τελικά να σηματοδοτεί με κανέναν τρόπο μια μοναδική, ενιαιοποιημένη θέση. Όπως θα δούμε, ο Krul προφανώς δεν έχει δώσει τόσ η προσοχή στο αντικείμενό του, και έτσι οι πιο ενδιαφέρουσες σκέψεις που παρουσιάζονται στο κείμενό του υποφέρουν από το μπλέξιμό τους με θεμελιώδη λάθη ερμηνείας. Παρόλα αυτά, ιδιαίτερα εκεί που τα σηεμία του Krul επικαλύπτονται με αυτά άλλων κριτικών, δεν είναι εντελώς αναγώγιμα σε απλά υποκειμενικά λάθη – υπάρχουν αναμφισβήτητα κάποια σημεία που επισημαίνονται εδώ που απαιτούν παραπέρα θεώρηση. Σε αυτά τα σημεία, είμαστε ευγνώμονες στον Krul για την ανάδειξή τους στο πλαίσιο μιας επιχειρούμενης συπαμθητικής κριτικής.

Το πιο αξιοσημείωτο λάθος του Krul εμφανίζεται στην εναρκτήρια παράγραφο, στην πρώτη του απόπειρα να περιγράψει τις βασικές “συνεισφορές” των Endnotes και της “θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης” ευρύτερα. Ο Krul ισχυρίζεται ότι αποδίδουμε την ιστορική ήττα του εργατικού κινήματος του 20ου αιώνα στην αποτυχία του να “κατανοήσει την κατάργηση των τάξεων που απαιτείται για την κατάργηση της αξιακής μορφής”. Εδώ ο Krul αποδίδει στους Endnotes κάτι για το οποίο έχουμε ασκήσει κριτική σε άλλους από την αρχή αυτού του σχεδίου: δηλαδή, ότι την υιοθέτηση ενός είδους “κριτικής οπτικής γωνίας” που είναι ιδιαίτερα εξέχον στο “νήμα” της κριτικής της αξίας που διατρει την γερμανική Νέα Αριστερά. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, το πρόβλημα των επαναστατικών κινημάτων του 20ου αιώνα ήταν – αλλίμονο – ότι δεν κατάλαβαν την θεωρία της αξίας. “Τόσο το χειρότερο για τη θεωρίας σας”, θα ήταν μια έυλογη απάντηση σε τέτοιους ισχυρισμούς. Παραπέμπουμε τον Krul στην εισαγωή του πρώτου μας τεύχους:

Όταν θέτουμε το ζήτημα των [αποτυχιών αυτών των επαναστάσεων] δεν μπορούμε να καταφύγουμε σε υποθέσεις του “τι θα συνέβαινε αν”5 — επιρρίπτοντας την ήττα των επαναστατικών κινημάτων σε οτιδήποτε (ηγέτες, μορφές οργάνωσης, λάθος ιδέες, ανώριμες συνθήκες) άλλο από τα ίδια τα κινήματα στο καθορισμένο τους περιεχόμενο.6

και στο “Κομμουνιστικοποίηση και Θεωρία της Αξιακής-Μορφής, από το Endnotes 2:

η “κομμουνιστικοποίηση” δεν είναι ό,τι ο κομμουνισμός και η επανάσταση “ήταν πάντα στην πραγματικότητα ή ό,τι θα έπρεπε να είναι” […] η ριζική “έξοδος” που υπονοείται από την θεωρία της αξιακής μορφής μπορεί να καθορίζεται από την ιστορική εξέλιξη της ίδιας της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας μάλλον, παρά να είναι το προϊόν μιας ανιστορικής ορθής συνείδησης, μιας ελεύθερα-πλέουσας επιστημονικής οπτικής ή προοπτικής κριτικής.7

Μακράν του να προσυπογράφει τον αναχρονισμό μιας τέτοιας “οπτικής γωνίας κριτικής”, η αντιπαράθεση στην οποία σφυρηλατήθηκαν οι Endnotes – και η οποία παρουσιάζεται στο Endnotes 1 – ήταν ειδικά σχετικά με την ιστορικότητα του ορίζοντα της επανάστασης. Είναι ο κομμουνισμός μια αναλλοίωτη αλήθεια της εργατικής τάξης, του καπιταλισμού ή της ανθρωπότητας; Ή είναι ο τρόπος με τον οποίον το ζήτημα της επαναστατικής υπέρβασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ) τίθετα συγκεκριμένα σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές; Τουλάχιστον στα ζητήματα αυτά, έχουμε έχουμε πάντα συνταχθεί με την Théorie Communiste ενάντια σε αυτό που ο Krul θα ονόμαζε “ρομαντισμό” της υπεραριστεράς: οι αποτυχίες των επαναστάσεων του 20ου αιώνα δεν μπορούν, τελικά, να αποδοθούν σε κακές ιδέες, προδοσίες, λανθασμένες στρατηγικές κ.λπ. Σε όλες αυτές τις αναταραχές, ήταν επί τω έργω έννοιες της επανάστασης, του κομμουνισμού κ.λπ. εντελώς αντίστοιχες της στιγμής, η οποία οριζόταν ειδικότερα από την άνοδο μια βιομηχανικής εργατικής τάξης που μπορούσε αρκετά εύλογα να προβάλλει τον εαυτό της ως το μέλλον του ανθρώπιμου είδους. Η σχολαστικότητα των κριτικών της αξίας και του είδους τους πολύ λίγο αντίκρισμα είχαν σε όλα αυτά. Η ίδια η ιδέα της “κομμουνιστικοποίησης” όπως την έχουμε χρησιμοποιήσει ήταν πάντα ένα είδος εννοιολογικού σημαδιού για νέους, ιστορικά συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε για την κομμουνιστική επανάσταση στη βάση των τωρινών συνθηκών, που μας απελευθερώνει από την ανάγκη να “κοσκινίζουμε” ασταμάτητα τα λάθη και τα σωστά του κομμουνισμού του 20ου αιώνα. Το να ασκεί κριτική κανείς στους Endnotesή στην πραγματικότητα σε οποιονδήποτε έστω και αμυδρά συμπαθούντα προς την Théorie Communisteγια αναχρονιστική ανάγνωση των επαναστάσεων του 20ου αιώνα, λες και απλά δεν είχαν τις ιδέες μας, είναι ανάλογο του να ασκείς κριτική στον Νίτσε για την χριστιανική του πίστη.

Αυτά σχετικά με την υποτιθέμενή μας “θεωρία του λάθους για την ιστορία”. Ο Krul νομίζει ότι έχει βρει άλλο ένα είδος λάθους στη δουλειά μας στο Endnotes: έναν ισχυρισμό ότι ο καπιταλισμός εμπλέκει ένα “κατηγορικό λάθος” εξαιτίας του ότι βασίζεται σε “οντολογικά χάσματα”. Φαίνεται ο Krul να πιστεύει ότι η οντολογία έχει να κάνει μόνο με ιδέες:

να βλέπει κανείς τον καπιταλισμό ως βασιζόμενο πρωτίστως σε οντολογικά χάσματα, και μόνο αναλυτικά στη συνέχεια να διαμεσολαβείται από την αξία και το κράτος και όλες τις “πραγματικές αφαιρέσεις”, είναι πραγματικά μια περίεργη προσέγγιση – μια προσέγγιση που πραγματικά υποδεικνύει τον καπιταλισμό ως ένα κατηγορικό λάθος που έχει (τυχαία;) αναδυθεί στην ιστορία.

για να δούμε την “πραγματική κίνηση” ως μια κίνηση της ελεύθερης βούλησης ενάντια στον καθορισμό μέσω κατηγοριών σημαίνει να δούμε το πρόβλημα στο επίπεδο της οντολογίας, των “οντολογικών χασμάτων” που αναφέρθηκαν – με άλλα λόγια, στο επίπεδο των ιδεών.

Οι συγκροτητικοί διαχωρισμοί στην καρδιά του ΚΤΠ, στους οποίους συχνά αναφερόμαστε με τον όρο “οντολογικά χάσματα”, δεν είναι με καμμιά έννοια “λάθη”, ούτε είναι ζήτημα απλώς ιδεών. Αντίθετα, είναι οι αναγκαίες προϋποθέσεις και αποτελέσματα καθορισμένων, ιστορικά συγκεκριμένων κοινωνικών διαδικασιών. Ένα οντολογικό χάσμα που είναι θεμελιώδες για τον καπιταλισμό είναι ο χωρισμο των ανθρώπων από τη γη, και συνεπώς από για καιρό θεμελιωμένους τρόπους πρόσβασης στα μέσα παραγωγής και επιβίωσης. Αυτός ο διαχωρισμός ήταν κάποιες φορές μια κυριολεκτική απαλλοτρίωση της γης από τους τους μικροκαλλιεργητές της. Αλλά συχνά ήταν και μια αλλαγή στις κοινωνικές σχέσεις που δεν απαιτούσε φυσική έξωση· αντίθετα, καινούριες σχέσεςι γεννήθηκαν μέσω των μισθωμάτων γης. Αν και βασικοί κοινωνικοί μετασχηματισμοί, όπως ο παραπάνω, ίσως ενέχουν μια ιδεώδη πτυχή, προφανώς δεν είναι με καμμιά έννοια ζήτημα λαθώς, κατηγορικών σφαλμάτων ή απλώς ιδεών.

Είναι πιθανόν, ο Krul να εξάγει αυτή την παράξενη ανάγνωση από μια απρόσεκτη επιπόλαιη ανάγνωση της παρουσίασης εκ μέρους μας της εξέλιξης της έννοιας της “υπαγωγής”, στην οποία επισημαίνουμε την μετατόπιση της έννοιας αυτής από μια καθαρά λογική/φιλοσοφική κατηγορία (για την οποία επιστημολογικά ερωτήματα “λάθους” μπορεί να είναι συναφή) σε μια κοινωνική κατηγορία, κατά την μετάδοσή της από τον Καντ, στον Χέγκελ και από κει στον Μαρξ.8 Μια συγκεκριμένη έννοια διαστροφής σημαδεύει εδώ τη συνεισφορά του Μαρξ· υπάρχει κάτι διεστραμμένο σχετικά με τις αντικειμενικές ιδανικότητες [idealities] του ΚΤΠ – σχετικά με τον τρόπο που το κεφάλαιο μπορεί να εμφανίζει τον εαυτό του ως την “αλήθεια” της εργασιακής διαδικασίας, την ανταλλακτική αξία ως την αλήθεια της αξίας χρήσης κοκ. Αλλά αυτά δεν είναι απλώς επιστημολογικά ζητήματα που πιθανόν μπορούν να “διορθωθούν” με μεγαλύτερη γνώση· αντίθετα, αποκτούν τις πραγματικές, κοινωνικά-αντικειμενικές ποιότητες των ίδιων των κοινωνικών μορφών.

Ο Krul γλιστρά μπερδεμένος ανάμεσα στον ισχυρισμό του ότι βλέπουμε ένα συστατικό “λάθος” στην καρδιά του καπιταλισμού (που κάνει τα πάντα να έχουν να κάνουν μόνο με ιδέες), και τον ισχυρισμό που έχει προηγουμένως συζητήσει ότι διαβάζουμε τα επαναστατικά κινήματα του 20ου αιώνα με όρους τέτοιων λανθασμένων ιδεών. Η “θεωρία λάθους” του Krul τον οδηγεί να πετάξει τριγύρω μερικές σαφώς ακατάλληλες κριτικές κοινοτοπίες:

Το αν ο Στάλιν είχε λάθος σε σχέση με τη θεωρία της αξίας και το αν ο Τρότσκυ ήταν ένας “παραγωγιστής” και ένα μαστίγιο της εργατικής πειθαρχίας δεν είναι αλήθεια στο εδώ ή στο εκεί. Το “υπόδειγμα” του 20ου αιώνα, όσο και αν είναι μια “εποχή των άκρων”, παραείναι ομοιόμορφο και ανεξάρτητο από τη βούληση και τα κίνητρα των ατόμων που εμπλέκονται ώστε να εξαρτιέται από ένα λάθος κατηγοριών ή μια ανεπαρκή κατανόηση της πραγματικής υπαγωγής. Αν ο Στάλιν μπορούσε να είχε διαβάσει Ντωβέ, αυτό δεν θα είχε καμμιά σημασία.

(Θραύσματα γαλατόπιτας πετάνε δίπλα από το στόχο και χτυπάνε κάποιον άτυχο περαστικό…).

Το κείμενο του Krul δομείται γύρω από αυτή την διπλή έννοια του “λάθους” η οποία, όπως έχουμε δει, είναι εύκολα διαψεύσιμη και με τις δυο έννοιες. Πάνω σε αυτή τη δομή που τρίζει, ο Krul “βιδώνει” και άλλα διάφορα τεχνήματα/αντικείμενα κριτικής απροσεξίας. Για παράδειγμα:

  1. Ο Krul επικρίνει τους Endnotes ότι ισχυρίζονται πως “τα προηγούμενα κομμουνιστικά κινήματα, στον βαθμό που βασίζονταν στο εργατικό κίνημα, δεν είχαν καμμιά έννοια “ρήξης”, παρά το γεγονός ότι το ίδιο το κείμενο που σχολιάζει διατυπώντι την ίδια ακριβώς θέση ως κριιτκή εναντίον της Théorie Communiste, πριν προχωρήσει σε μια λεπτομερειακή αναφορά στην έννοια της ρήξης από τον Μπορντίγκα:

    Σύμφωνα με την Théorie Communiste, οι επαναστάτες μιας προηγούμενης εποχής δεν είχαν κάποια έννοια ρήξης. Είδαν, υποτιθέμενα, την επανάσταση ως ένα ζήτημα “αναπτυσσόμενων” αγώνων, με άλλα λόγια, αγώνων που επεκτείνονται σε ολόκληρη την κοινωνία και αυξανόμενης έντασης προς ένα σημείο κορύφωσης οπότε και θα “υπερχείλιζαν” σε μια επανάσταση. Στην πορεία του 20ου αιώνα, πολλές θεωρίες αυτού του είδους προτάθηκαν (ο ίδιος ο όρος φαίνεται να προέρχεται από τον Τρότσκυ, αλλά η ιδέα αυτή είναι πιο κοινή μεταξύ των οπαδών της αυτονομίας). Παρ’ όλα αυτά, τέτοιες θεωρίες δεν ήταν πολύ διαδεδομένες. Οι περισσότεροι επαναστάτες, του Τρότσκυ συμπεριλαβανομένου, τράβηξαν τη δική τους διαχωριστική γραμμή μεταξύ εξέγερσης και ρήξης9.

  2. Ο Krul ισχυρίζεται ότι, για τους Endnotes, η κομμουνιστικοποίηση “μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε και οπουδήποτε και δεν μπορεί ποτέ να προβλεφθεί”. Ποτέ δεν διατυπώσαμε, ούτε καν υπονοήσαμε, έναν τέτοιο ισχυρισμό. Πραγματικά, ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι ευθέως αντίθετος με την ίδια την αντίληψή μας10. Αντίθετα, η κομμουνιστικοποίηση είναι φυσικά εντελώς αδύνατη στις καθημερινές [quotidian] καπιταλιστικές συνθήκες· δεν θα μπορούσε καν να προσεγγιστεί παρά μόνο στο πλαίσιο μιας τεράστια γενικευμένης κοινωνικής αναταραχής, κάτω από πολύ συγκεκιμένες περιστάσεις.

  3. Ο Krul ισχυρίζεται ότι διατυπώνουμε ένα κυκλικό, επιχείρημα, που προϋποθέτει την απάντησή του [question-begging] λέγοντας ότι “η επανάσταση θα πρέπει να καταργήσει τις διαμεσολαβήσεις του κεφαλαίου, και ότι ο μόνος τόπος που μπορεί να επιτευχθεί είναι εκεί που οι διαμεσολαβήσεις του κεφαλαίου έχουν καταργηθεί”. Η παρουσίαση της επανάστασης με αυτούς τους όρους δεν είναι ζήτημα επιχειρήματος, είναι ζήτημα ορισμού. Όλοι οι ορισμοί μοιάζουν κυκλικοί αν διαβαστούν ως επιχειρήματα: προσπαθήστε να διατυπώσετε ένα επιχείρημα για το ότι “εργένηδες είναι οι άντρες που δεν έχουν παντρευτεί”11.

  1. Ο Krul ισχυρίζεται ότι οι Endnotes απορρίπτουν “την χρήση οποιωνδήποτε δομών διαμεσολάβησης, είτε φυσικών (όπως στην επιμελητεία) είτε νοητικών (όπως στις διαμεσολαβούσες κατηγορίες) που υπάρχουν υπό τον καπιταλισμό, για την κομμουνιστικοποίηση ή το σοσιαλιστικό μέλλον”. Αλλά αυτό που απορρίπτουμε, στην πραγματικότητα, εκ των προτέρων είναι οι συγκεκριμένες κοινωνικές μορφές που είναι άρρηκτα δεμένες από τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Το πώς αυτές οι συγκεκριμένες κοινωνικές μορφές μπορεί να συνδέονται με τις φυσικές υποδομές ή τις νοητικές κατηγορίες είναι ένα σημείο συζήτησης. Σε ένα από τα ίδια τα κείμενα που εξετάζει ο Krul λέμε ρητά ότι αρκετές διαμεσολαβήσεις θα επιβιώσουν του καπιταλισμού12.

Θα ήταν ανέξοδο να προσθέσουμε σ’ αυτή την ήδη μεγάλη λίστα και τα διάφορα άλλα σφάλματα στο κείμενο του Krul. Οπότε θα την “χαρίσουμε” στον συμπαθή μας κριτικό, και θα στραφούμε σε μερικές άλλες πιο ενδιαφέρουσες πλευρές του κειμένου του, οι οποίες, τουλάχιστον, παρέχουν καλοδεχούμενες “προκλήσεις” για περαιτέρω σκέψη.

Ας ξεκινήσουμε πρώτα απ’ όλα από αυτό το τελευταίο σφάλμα, που θα μας προσφέρει ένα χρήσιμο φόντο για να σχεδιάσουμε μερικές σκέψεις ενός πιο διαδεδομένου σημείου παρανόησης και σχετικά με μερικούς από τους πιο αναρχο-πρωτογονιστικούς οραματισμούς για την κομμουνιστικοποίηση. Ο Krul προσφεύγει στην άποψη του Μαρξ ότι “οι ίδιες οι τεχνολογικές και οργανωτικές δυνατότητες του καπιταλισμού θα κάνουν εφικτό τον σοσιαλισμό” σε αντίστιξη με τη δική μας “ρομαντική” απόρριψη όλων των διαμεσολαβητικών δομών – φυσικών, νοητικών, τεχνικών κ.λπ. Δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει ιδιαίτερα ότι, διατυπωμένη ως μια γενική άποψη, δεν έχουμε αντίρρηση στον ισχυρισμό ότι οι τεχνικές δυνατότητες που αναπτύσσονται υπό τον καπιταλισμό θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε έναν μετα-καπιταλιστικό κόσμο. Σχετικά μ’ αυτό, θα συντασσόμασταν με τον Krul ενάντια στους πρωτογονιστές. Αλλά θα είμασταν και τελείως ξεκάθαροί ότι, αν η καπιταλιστική τεχνολογία δεν συλλαμβανόταν ως αδιάφορα κακή, οι εναλλακτικές σ’ αυτή την απολυτοποιητική ετυμηγορία δεν περιορίζονται σε άλλες εξίσου απολυτοποιητικές θέσεις: αν η τεχνολογία δεν είναι γενικά κάκη, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι γενικά ουδέτερη – και σίγουρα δεν είναι γενικά καλή (διατυπωμένες με τόσο άσχημο τρόπο, τέτοιες θέσεις ακούγονται τόσο άτοπες όσο είναι).

Αν ο πρωτογονιστικός πόλος σ’ αυτή τη ρητορική κατασκευή που εξετάζουμε εδώ – και τον οποίο ο Krul ταυτίζει με τους Endnotesμπορεί να συνδεθεί με την άποψη της “απόλυτα κακής τεχνολογίας”, η μαρξιστική παράδοση έχει συχνά φιλοξενήσει ένα συμμετρικό, προοδευτικίστικο πόλο ο οποίος διαβάζει την καπιταλιστική τεχνολογία ως ένα θεμελιωδώς χωρίς όρους αγαθό/καλό· η οποία θέλει να δει σε κάθε αύξηση της παραγωγικότητας μια περαιτέρω απελευθέρωση από το “βασίλειο της ανάγκης”, ή να διαβάζει την τεχνολογία ως ένα κοινωνικά ουδέτερο υπόστρωμα που θα μπορούσε απλά να απαλλαγεί από τις καπιταλιστικές του χρήσεις. Φυσικά, απορρίπτουμε έναν τέτοιο προοδευτισμό όπως ακριβώς απορρίπτουμε τον πρωτογονισμό. Aλλά ο προφανής τρόπος απόδρασης από αυτές τις επίπονες δυικότητες, που περιστρέφονται γύρω από κάθε δεύτερη συζήτηση για την τεχνολογία, είναι απλά να αποφεύγουμε να θέτουμε το πρόβλημα σε απόλυτους όρους. Στην πορεία των αγώνων όπως και σε κάθε μετα-καπιταλιστικό κόσμο, θα έχουμε αναπόφευκτα να κρίνουμε κάθε συγκεκιμένη τεχνολογία από το τι καθιστά “εφικτό”: θα βοηθήσει ή όχι; Τι ακούσιες παρενέργειες πιθανόν να έχουν; Πώς θα συνεισφέρουν στο σχήμα των δράσεών μας; Θα είναι βλαπτικές ή όχι; Με ποιο τρόπο θα αλλάξει το πώς δουλεύουν άλλα πράγαματα; Έχουν κάποια σημασία στην απουσία των συγκεκριμένα καπιταλιστικών κοινωνικών μορφών; Είναι μια απευθείας παρεμπόδιση; Όπως γράφει ο Jasper Bernes στο Endnotes 3:

Δεν μπορούμε απλά να αντιστρέψουμε την ορθόδοξη, προοδευτικίστικη άποψη για τις μηχανές που υποθέτει ότι κάθε προχώρημα των παραγωγικών δυνάμεων συνιστά μια διεύρυνση των δυνατοτήτων για τον κομμουνισμό και να διακηρύξουμε, αντίθετα, ότι ολόκληρη η τεχνολογία είναι πολιτικά αρνητική ή εγγενώς καπιταλιστική. Πρέπει, μάλλον να εξετάσουμε τεχνολογίες από μια τεχνική σκοπιά, από την κομμουνιστική προοπτική και να θεωρήσουμε τις δυνατότητες [affordances] που πραγματικά επιτρέπουν, δεδομένων των τραγικών περιστάσεων της γέννησής τους13.

Θα ήταν ξεκάθαρα άδικο να διαβάσουμε το άρθρο του Jasper, όπως κάνει ο Krul, θεωρώντας ότι εμπεριέχει έναν ισχυρισμό για την απόλυτη μη-διασωσιμότητα [unsalvageability] ολόκληρου του τεχνικού κόσμου. Η θέση του Jasper αντιτίθεται – αρκετά εύλογα – στις έννοιες της ουδετερότητας της τεχνολογίας και σε οποιονδήποτε απλοϊκό προοδευτισμό· δεν απαιτεί, όμως, τον ισχυρισμό ότι ολόκληρη η τεχνολογία είναι έτσι κι αλλιώς κακή, έτσι κι αλλιώς καταδικασμένη στην καπιταλιστική της μοίρα. Μάλλον, ασχολείται με τα συγκεκριμένα προβλήματα, ερωτήματα και περιορισμούς με τους οποίους τα συστήματα επιμελητείας, ιδιαίτερα, έρχονται αντιμέτωπα με τους σύγχρονους αγώνες.

Μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της κριτικής στην “θεωρία της κομμουνιστικοποίησης” περιστρέφονται γύρω από μια αρκετά δικαιολογημένη ταύτιση της αφαιρετικότητας μιας τέτοιας θεωρίας, όσο έχει αναπτυχθεί μέχρι τώρα στο Endnotes, και μια διερεύνηση του ερωτήματος κατά πόσο μια τόσο αφηρημένη θεωρία μπορεί πιθανόν να γειωθεί στην “πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων”. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το γεγονός ότι η αντίληψή μας για την επανάσταση ως “κομμουνιστικοποίηση” είναι σαφώς αφηρημένη. Είναι επίσης αληθές ότι δεν παρέχει μια ιδέα του πώς να πάμε “από το Α στο Β”. Αυτό το είδος κριτικής επανέρχεται διαρκώς, έχοντας διατυπωθεί, για παράδειγμα, επίσης από τον Alberto Toscano, σε μια ελαφρώς διαφορετική μορφή14. Ως τέτοια, μοιάζει να ταυτοποιεί ως προβληματικό κάτι δομικό σχετικά με την κομμουνιστικοποίηση, κάτι που αναμφίβολα θα είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε περαιτέρω.

Θα μπορούσαμε εδώ να δηλώσουμε, εν είδει μιας προκαταρκτικής απάντησης, ότι δεν ενδιαφερόμαστε να δίνουμε αξία στην αρνητικότητα χάριν της αρνητικότητας ή σε μια κανονιστική αντίθεση σε οποιαδήποτε θετική σκέψη σχετικά με το πώς μπορούν να αναπτυχθούν και να επεκταθούν με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο. Ένας τέτοιος τρόπος σκέψης είναι μια αναγκαί, εμμενής πτυχή κάθε αγώνα, και ένας αγώνας που θα έχει περάσει σε μια δυναμική κομμουνιστικοποίησης φυσικά δεν θα το έκανε αυτό τυχαία. Όμως, στρατηγική σκέψη που προκύπτει στην απουσία ή έξω από έναν ανοιχτό αγώνα τείνει η ίδια αναπόφευκτα στην αφαίρεση. Αυτός είναι ο λόγος που, παρ’ όλη την φαινομενική συγκεκριμένεια και κοινή-λογική τους, οι ύστεροι Λενινιστές που προσφεύγουν στην σημασία της στρατηγικής, ενάντια στον εκλαμβανόμενο αυθορμητισμό και “ακολουθητισμό”15, είναι συνήθως ανήμποροι να προσφέρουν κάτι παραπάνω από κάποιον παλιομοδίτικο οργανωσιακό φορμαλισμό για να αντιπαρατεθούν σε αντίπαλους φορμαλισμούς των αναρχικών και των οπαδών της οριζοντιότητας. Που είναι σαν να λέμε ότι επικαλούμενοι τη στρατηγική γενικά, την οργάνωση γενικά, οι επίδοξοι στρατηγιστές δεν είναι λιγότερο αφηρημένοι από τους θεωρητικούς της “κομμουνιστικοποίησης”. Η αφαίρεση, και στις δυο περιπτώσεις, πιθανόν να είναι αναπόφευκτη· απορρέει από μια αντικειμενική κατάσταση στην οποία, αν είμαστε ειλικρινείς, κανείς δεν μπορεί πραγματικά να πει πώς ακριβώς θα εξελιχθούν απαραίτητα τα πράγματα. Στερούμενες ενός συνεκτικού, συγκροτημένου, επαναστατικού ταξικού-υποκειμένου για να τις υλοποιήσουν, ή μη-εμπεδωμένες σε οποιαδήποτε πραγματική επαναστατική πάλη, οι προσπάθειες για μια επαναστατική στρατηγική τείνουν να ανάγονται σε δραστηριότητα όπως του Dungeon Master, που παρακολουθεί την πρόοδο της μικρής αμήχανης ομάδας του ξωτικών και νάνων μέσα από κρυψώνες καλλικάντζαρων και φανταστικά κάστρα. Προσέξτε την τρύπα με τα θανάσιμα καρφιά!

Με αυτή την έννοια, η αφαιρετικότητα της θεωρίας μπορεί να συλληφθεί ως απορρέουσα τουλάχιστον εν μέρει από την κατάσταση της “πραγματικής κίνησης”16, μάλλον, παρά ως ενδεικτική μια απλής αποτυχίας στο απαραίτητο σκάψιμο που “θα βγάλει τον γέρο τυφλοπόντικα ξανά στην επιφάνεια”. Η προκαθορισμένη κατάσταση της υποτιθέμενης υπέρβασης της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης – όπως δίνεται από τις ίδιες τις εμμενείς τάσεις αυτής της σχέσης – είναι αναγκασικά μια αφηρημένη κατάσταση17. Αν η θεωρία παραμένει αφηρημένη μέχρι τώρα αυτό συμβαίνει επειδή δεν μπορούμε ειλικρινά να πούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια πώς θα λάβει χώρα αυτή η υπέρβαση. Ούτε – στο βαθμό που μπορούμε να πούμε – μπορεί κανείς άλλος: το πρόβλημα εδώ έγκειται στην πραγματικότητα, όχι στη θεωρία. Αν τα όρια της αντικειμενικής κατάστασης δίνουν έναν υψηλό βαθμό αφαίρεσης, είναι τουλάχιστον πιο ειλικρινές να αναγνωρίσουμε αυτό το πρόβλημα και να προσπαθήσουμε να κάνουμε θεωρία σε αυτή τη βάση, μάλλον, παρά να το συσκοτίζουμε. Μια αφηρημένη έννοια της επανάστασης είναι εκεί απ’ όπου ξεκινάμε αναγκαστικά, αλλά είναι εξίσου σημαντικό να αποφύγουμε να φετιχοποιούμε το πρόβλημα και να αποκλείουμε έτσι κι αλλιώς κάθε προσπάθεια να σκεφτούμε σοβαρά σχετικά με το προχώρημα των κινημάτων καθώς προσπαθούν να κινηθούν “από το Α στο Β”.

Αν η θεωρία, όπως δίνεται στις σύγχρονες συνθήκες, είναι αναγκαστικά αφηρημένη και αρνητική, πρέπει παρ’ όλα αυτά κανείς να πασχίσει να την διαγράψει με μεγαλύτερη συγκεκριμένεια μέσω της απόδοσης προσοχής στη δυναμική των σύγχρονων αγώνων και των πραγματικών διαμεσολαβήσεων του καπιταλιστικού κόσμου. Με αυτή την έννοια, το “μήνυμα ελπίδας” που ο Κrul βλέπει στην “θεωρία της κομμουνιστικοποίησης” απαιτεί ακριβώς ενεργοποίηση. Το δύσκολο πρόγραμμα μιας τέτοιας ενεργοποίησης είναι η προβληματική με την οποία αναγκαστικά ερχόμαστε αντιμέτωποι αν πρόκειται να προσπαθήσουμε να παράγουμε κομμουνιστική θεωρία στο παρόν· φυσικά, δεν υπάρχει βασιλική οδός για την επιστήμη – κι εδώ λιγότερο από οπουδήποτε. Συνεπώς, στο επίπεδο αυτό μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Krul: ναι, είναι απαραίτητο να προχωρήσουμε πέρα από κάποιο αφηρημένο, απλά αρνητικό, Μπλοχιανό “μήνυμα ελπίδας”. Αυτό είναι ακριβώς το πρόβλημα. Ελπίζουμε ότι, παρά την κριτική μας στα σφάλματα του Krul, αυτός θα συνεχίσει να ακολουθεί τις πιο αξιόλογες από τις διαισθήσεις/ενοράσεις επί τω έργω εδώ, στην θεωρία και στους αγώνες. Αυτό είναι, άλλωστε, το κοπιαστικό μονοπάτι πάνω στο οποίο η κομμουνιστική θεωρία είναι αναγκασμένη να προχωρά.

 

 

1 Στμ. Το πρωτότυπο εδώ: https://endnotes.org.uk/other_texts/en/endnotes-romantic-fiction.

2 Matthijs Krul: “Endnotes: Μια ρομαντική κριτική;” https://inmediasres.espivblogs.net/krul_romantic_critique (το πρωτότυπο: Endnotes: A Romantic Critique?, The North Star, 28 Ιανουαρίου 2014).

3 Η προχειρότητα της ανάγωσης του Krul στέκεται σε χτυπητή αντίθεση με την προσοχή και την διορατικότητα με την ο Ray Brassier ανέλαβε επίσης πρόσφατα μια κριτική ενασχόληση με τη δουλειά μας. Δείτε: “Wandering Abstraction”, Mute Magazine, 13 Φεβρουαρίου 2014 (στμ. Στα ελληνικά μεταφρασμένο εδώ: Ray Brassier: “Περιφερόμενη Αφαίρεση”, https://inmediasres.espivblogs.net/wanderingabstraction).

4 Στμ. Στο πρωτότυπο ersatz.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: what if” counterfactuals.

6 ΔείτεΦέρτε τους νεκρούς σας” στο Endnotes 1 (Προκαταρκτικό υλικό για έναν απολογισμό του 20ου αιώνα) σελ. 4, εκδ. φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού. Εκεί ουσιαστικά υποστηρίζαμε ισχυρισμούς που αναπτύχθηκαν σε μεγαλύτερη έκταση στις συνεισφορές της Théorie Communiste στο Endnotes 1, όπως στο “Πολύ κακό για το Τίποτα, σελ. 156–157:

Η επανάσταση ως επιβεβαίωση της τάξης έρχεται αντιμέτωπη με την ίδια την αποτυχία της, επειδή η αντεπανάσταση είναι ενδογενώς συνδεδεμένη με αυτή την επιβεβαίωση όσον αφορά τα ίδια της τα κίνητρα (και όχι επειδή υπήρχε οποιοδήποτε “λάθος”, ή επειδή ήταν αδύνατη με όρους κάποιου ανιστορικού ορισμού της επανάστασης”.

7 Δείτε: “Κομμουνιστικοποίηση και θεωρία της αξιακής μορφής”, Endnotes 2 (Αθλιότητα και η αξιακή μορφή), σελ. 101, 105, εκδ. φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015.

8 Δείτε: “Η ιστορία της Υπαγωγής”, Endnotes 2, σελ. 130–152

9 Δείτε: “Αυθορμησία, Διαμεσολάβηση, Ρήξη”, Endnotes 3 (Φύλο, Φυλή, Τάξη και άλλες κακοτυχίες), σελ. 241–242, εκδ. φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015.

10 Δείτε, για παράδειγμα: “Τι πρέπει να κάνουμε”, στο Ben Noys (εκδ.), “Communization and its Discontents”, Minor Compositions, 2011, σελ. 28 (στμ. Στα ελληνικά μεταφρασμένο εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/whatrwe2do):

Η κομμουνιστικοποίηση προκύπτει μόνο στο όριο ενός αγώνα, στο ρήγμα που ανοίγεται καθώς αυτός ο αγώνας συναντά το όριό του και ωθείται πέρα από αυτό”.

11 Στμ. Εξαιρετικό σημείο για την βαθύτητα της διαλεκτικής ως τρόπου κατανόησης της διαφοράς ορισμού-επιχειρήματος, της θεμελιώδους άρσης του “φαύλου κύκλου” των “τυπικών” αντιφάσεων και την κυκλικότητας των ορισμών. Απόλυτα σχετιζόμενο με την “ταυτιστική λογική” του Κορνήλιου, που τελικά πρέπει να ειδωθεί ως αδυναμία απορρέουσα από την στάση του απέναντι στη διαλεκτική.

12 Δείτε: “Αυθορμησία, Διαμεσολάβηση, Ρήξη” στο Endnotes 3, σελ. 238.

13 Δείτε: Jasper Bernes, “Logistics, αντι-Logistics και η Κομμουνιστική Προοπτική”, στο Endnotes 3, σελ. 196, σημ. 25.

14 Δείτε: “Now and never”, στο Communization and its Discontents, σελ. 85–101.

15 Στμ. Στο πρωτότυπο: tailisms. Θα μπορούσαμε να πούμε και “πολιτική ουράς”. “Ο όρος (στα ρωσικά: khvostism) επινοήθηκε από τον Λένιν για να περιγράψει τους “Οικονομιστές”, όσους ισχυρίζονταν ότι το κομμουνιστικό κόμμα δεν θα έπρεπε να ηγείται σε μια επαναστατική κατάσταση αλλά θα έπρεπε να αφήσει τα οικονομικά γεγονότα κρίσεις, απεργίες, αναταραχές – να ξεδιπλώνονται από μόνα τους. Το κόμμα θα αναλάμβανε τότε στην “ουρά” των γεγονότων αυτών. Ο Λένιν, φυσικά, υποστήριζε ότι το κόμμα πρέπει να είναι η πρωτοπορία, να εκπαιδεύει, να ανιχνεύει τις ευκαιρίες” (από το blog: https://stalinsmoustache.org/2011/02/17/tailism-a-resurrected-word-for-our-time).

16 Στμ. Θα λέγαμε ως μια εγγενής και θεμελιώδης “απροσδιοριστία” από την χαοτικότητα (κβαντικότητα😉 της “πραγματικής κίνησης”.

17 Δείτε: “Τι πρέπει να κάνουμε;” (το πρωτότυπο στο Communization and its Discontents, σελ. 34).

Ένα ταυτόσημο αποκείμενο-υποκείμενο;

των Endnotes από το Endnotes #4

 

Το παρόν κείμενο έχει μεταφραστεί και εδώ: https://2008-2012.net/2016/02/10/ένα-ταυτόσημο-αποκείμενο-υποκείμενο/

Αν εδώ μιλάμε μάλλον για τα υποκείμενα της “αποκειμενοποίησης, παρά για “πλεονάζοντα πληθυσμό”, τι μπορούμε να πούμε για το αποκείμενο ως κοινωνικό υποκείμενο; Οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν όχι την δημιουργία μιας καινούριας μορφής κοινωνικού (ή δυνητικά, επαναστατικού) υποκειμένου αλλά μάλλον το πρόβλημα της ύπάρξης του οποιουδήποτε ταξικού υποκειμένου. Καθαυτό, αυτό που αποκειμενοποιείται θα έμοιαζε να είναι εξ ορισμού μη-επιβεβαιώσιμο, μη-ενοποιήσιμο, γιατί δεν έχει μια δική του (αφεαυτού) θετική ύπαρξη, αλλά είναι απλά η άρνηση κάποιου άλλου. Αυτοί/ές που αποκειμενοποιούνται δεν είναι τίποτα άλλο από το προλεταριάτο. Πιο συχνά από ό,τι όχι, είναι εργάτες, φοιτητές κ.λπ. Μόνο που είναι εργάτες, φοιτητές κ.λπ. που δαιμονοποιούνται, που πετιούνται έξω από την περίφραξη της κοινωνικής αξιοπρέπειας. Αυτές οι εξελίξεις αντιπροσωπεύουν προβλήματα της συγκρότησης ενός ενοποιημένου ταξικού υποκειμένου· πραγματικά, είναι άμεσες εκφράσεις της αποσύνθεσης της τάξης. Το αποκείμενο προβάλλεται ως ένα είδος οριακής έννοιας μιας επιβεβαιώσιμης κοινωνικής τάξης, σε μια λειτουργία κατά την οποία η ίδια η τάξη ορίζεται αρνητικά ως προς αυτό που έχει αποκειμενοποιηθεί. Το “Δεν είμαστε όπως αυτοί” αντικαθιστά το “εργάτες ενωμένοι ποτέ νικημένοι”. Και ως τέτοια, η αποκειμενοποίηση μπορεί να έχει μια κάπως κλασματοδιαστατική23 ποιότητα: δεν εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε μια κοινωνική ομάδα, αλλά εντός και ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, ανάλογα, σε κάποιον βαθμό, με το πού βρίσκεται κανείς στο κοινωνικό τοπίο. Πάντα υπάρχει κάποιος που είναι περισσότερο αποκειμενοποιημένος από σένα.

 

Στο τεύχος Endnotes 2 παρουσιάσαμε μια ανάλυση της εγγενούς τάσης του κεφαλαίου για κρίσεις, ανάλυση που περιστρεφόταν γύρω από την θεωρία του πλεονάζοντος πληθυσμού. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια προσπάθεια να εκλεπτυνθούν, να διευκρινιστούν και να αναπτυχθούν οι κεντρικές κατηγορίες αυτής της θεωρίας1. Το κίνητρό μας γι’ αυτό απορρέει από συγκεκριμένες παρανοήσεις με τις οποίες ήρθαμε αντιμέτωποι, παρανοήσεις που προδίδουν την γενικότερη τάση μιας απευθείας απεικόνισης της κατηγορίας του “πλεονάζοντος πληθυσμού” σε ένα μοναδικό, συνεκτικό κοινωνικό υποκείμενο ή κοινωνιολογική ομάδα, με την εν δυνάμει υποδήλωση ότι αυτή η ομάδα μπορεί να ειδωθεί ως ένα καινούριο είδος επαναστατικού φορέα. Η επέκταση του πλεονάζοντος πληθυσμού, όμως, όχι μόνο δεν αναπαριαστά την ανάδυση ενός συνεκτικού φορέα, αλλά αντίθετα σηματοδοτεί την τάση εξαφάνισης του προηγούμενου επαναστατικού ορίζοντα.

Κάποτε ήταν δυνατό – για την ακρίβεια αρκετά εύλογο – να σκεφτόμαστε το προλεταριάτο ως ένα αναδυόμενο κοινωνικό υποκείμενο, που διαρκώς διευρυνόταν και ενοποιούνταν με την παγκόσμια επέκταση και ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ιδιαίτερα με την ενσωμάτωση ενός αυξανόμενου κομματιού της τάξης στην απασχόληση στη βιομηχανία. Σήμερα, σε μια εποχή επιβραδυνόμενης οικονομικής ανάπτυξης – η οποία είναι επίσης μια εποχή γενικότερης αποβιομηχάνισης – οι επαναστατικοί προσανατολισμοί του παρελθόντος δεν έχουν πλέον κανένα νόημα. Η εργατική τάξη – πάντα εσωτερικά διαφοροποιημένη – παρουσιάζει μια διαρκώς μειούμενη ικανότητα ενοποίησης κάτω από μια μοναδική ηγεμονική φιγούρα, πραγματώνοντας, έτσι, την πάντα λανθάνουσα τάση διάσπασής της σε κομμάτια, τα οποία έρχονται αντιμέτωπα το ένα με το άλλο.

Στην καρδιά αυτού του κατακερματισμού βρίσκεται η διαίρεση της τάξης σε δυο κομμάτια: (1) ένα συρρικνούμενο κομμάτι, που διατηρεί υψηλότερους μισθούς και κοινωνική προστασία, αλλά πρέπει διαρκώς να δίνει μάχες οπισθοφυλακής ενάντια στις καπιταλιστικές “μεταρρυθμίσεις” και αναδιαρθρώσεις· και (2) ένα διευρυνόμενο κομμάτι, που αντιμετωπίζει πενιχρές δυνατότητες απασχόλησης και της παρέχονται ελάχιστες δικλείδες κοινωνικής προστασίας2. Ο σχετικά πιο ασφαλής τομέας – που είναι επίσης πιο οργανωμένος – έχει συχνά ανάγκη την υποστήριξη του πιο επισφαλούς κομματιού για να κερδίσει τις μάχες που δίνει. Όμως, οι εκκλήσεις για μεγαλύτερη “συμπερίληψη” αυτού του επισφαλούς κομματιού ίσως “πυροδοτήσει” δικαιολογημένους φόβους ότι κάτι τέτοιο θα υπονομεύσει τις πιο ασφαλείς δουλειές, ανοίγοντας την πρόσβαση στην εκπαίδευση και την κατάρτιση και, συνεπώς, αυξάνοντας την προσφορά εργατικής δύναμης και μειώνοντας την διαπραγμευτική ισχύ της3. Την ίδια στιγμή, μέλη αυτού του πιο επισφαλούς τμήματος πιθανόν να είναι δικαιολογημένα καχύποπτα σχετικά με τα κίνητρα αυτών που είναι σε ασφαλέστερη θέση: αφού γίνουν όλες αυτές οι θυσίες, αυτό που θα έχει κερδηθεί δεν θα είναι απλά οι αγώνες οπισθοφυλακής των δεύτερων; Άλλωστε, όσοι έχουν μεγαλύτερη ασφάλεια σπάνια κατεβαίνουν στους δρόμους όταν πλήττονται οι λιγότερο ευνοημένοι. Η διεύρυνση του πλεονάζοντος πληθυσμού είναι σημαντική για να εξηγήσει κανείς αυτή την διαίρεση, η οποία, όμως, δεν είναι η μοναδική στο εσωτερικό της τάξης.

Υπάρχει μια δυνητικά άπειρη ποικιλία τέτοιων διακρίσεων, συνεπώς το ερώτημα της εξήγησης των σημερινών διαιρέσεων μπορεί με μια έννοια να αντιστραφεί: ποια ήταν αυτή η ενότητα που βρίσκεται τώρα σε προχωρημένα στάδια αποσύνθεσης; Πώς συνέβη αυτό; Είναι ένα ερώτημα που έχουμε προσπαθήσει να απαντήσουμε σε ένα άλλο σημείο του παρόντος τεύχους, στο άρθρο “Μια ιστορία του Διαχωρισμού”. Για τον σκοπό μας, όμως, εδώ αρκεί απλά να παρατηρήσουμε ότι υπήρχε κάποτε μια ηγεμονική ταυτότητα και προσανατολισμός ανάμεσα στους εργάτες που μπορούσε να παράσχει το έδαφος για την επιβεβαίωση συγκεκριμένων αγώνων ως κεντρικών, αποκλείοντας ταυτόχρονα άλλους ως δευτερεύοντες ή άνευ σημασίας. Είναι εξίσου καθαρό ότι αυτή η επιβεβαίωση μοιάζει όλο και λιγότερο εύλογη σήμερα. Στην θέση της εργατικής ταυτότητας είμαστε αντιμέτωποι με τόσες ανταγωνιστικές εναλλακτικές, κάθε μια με τις δικές της στρατηγικές προτεραιότητες: αυτούς που θέλουν περισσότερες δουλειές εναντίον αυτών που θέλουν να αποτρέψουν την περιβαλλοντική καταστροφή· αυτούς που θέλουν να διατηρήσουν τον οικογενειακό μισθό για τους οργανωμένους στα συνδικάτα άντρες εργάτες εναντίον αυτών που θέλουν την ισότητα των φύλων· αυτούς με κυρίαρχη εθνική ή φυλετική ταυτότητα εναντίον αυτών που ανήκουν σε φυλετικοποιημένες μειονότητες κ.ο.κ.

Με αυτή την έννοια, ο “εριστικός” χαρακτήρας της “πολιτικής ταυτοτήτων” είναι συμπτωματικός μιας εποχής. Σε μια περίοδο όλο και πιο αργής οικονομικής ανάπτυξης υπό την απειλή μιας οικολογικής καταστροφής, μοιάζει ελάχιστα εύλογο να ισχυριστούμε ότι το να δώσει κανείς τους αγώνες ενός κομματιού της τάξης θα βελτιώσει την θέση της τάξης συνολικά. Αυτός είναι ο λόγος που απορρίπτουμε οποιαδήποτε προσπάθεια να βρεθεί στην έννοια του πλεονάζοντος πληθυσμού ένα υποκατάστατο [ersatz] κοινωνικού υποκειμένου που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον ηγεμονικό ρόλο που έπαιζε ο λευκός εργοστασιακός εργάτης στο εργατικό κίνημα. Αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να υπάρχει κομμάτι της τάξης – είτε πρόκειται για “το πιο στρατηγικά τοποθετημένο” είτε για το “περισσότερο καταπιεσμένο” – του οποίου οι αγώνες εκφράζουν ένα γενικό συμφέρον. Την ίδια στιγμή, προσπάθειες να εμφανιστεί με έναν μαγικό τρόπο μια καινούρια ενότητα από την πολυμορφία, μετονομάζοντάς την, για παράδειγμα, απλά σε “πλήθος” ή “πρεκαριάτο”, απλά αποφεύγει το θεμελιώδες πρόβλημα της εσωτερικής διαίρεσης.

Αν υπάρχει οποιοδήποτε επαναστατικό δυναμικό αυτή τη στιγμή, φαίνεται ότι θα πρέπει να πραγματωθεί όχι στους αγώνες οποιουδήποτε συγκεκριμένου κομματιού της τάξης αλλά, μάλλον, σε κείνες τις στιγμές που διάφορα τμήματά της συναντιούνται στους αγώνες παρά την αμοιβαία καχυποψία τους· παρά την απουσία ενός σταθερού, συνεκτικού ηγεμονικού πόλου. Σε τέτοιες στιγμές, τα αιτήματα των διαφόρων τμημάτων της τάξης συγκρούονται μεταξύ τους – μια σύγκρουση που μπορεί να φέρει την προοπτική αποσταθεροποίησης ή υπονόμευσης αμοιβαία αποκλειόμενων αιτημάτων και ταυτοτήτων. Οι τρόποι με τους οποίους οργανώνεται και κατακερματίζεται η κοινωνική ζωή στις καπιταλιστικές κοινωνίες μπορεί τότε να φτάσει να εμφανίζεται ως ένα εμπόδιο στο προχώρημα των αγώνων, στρέφοντας τους εργάτες τον έναν εναντίον του άλλου. Εγείρεται, τότε, τουλάχιστον το πρόβλημα πώς να προχωρησουμε μπροστά, αν και χωρίς εύκολες απαντήσεις. Στο κάτω κάτω, μια οριστική απάντηση θα εμπεριείχε μιαν υπέρβαση της ενότητας-στον-διαχωρισμό που οργανώνει την κοινωνική ζωή.

Τι είναι ένας πλεονάζων πληθυσμός;

Η θεωρία του πλεονάζοντος πληθυσμού απορρέει από επιχειρήματα που εκθέτει ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 25, που αφορά τον “γενικό νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης”. Ο Μαρξ ορίζει τον πλεονάζοντα πληθυσμό ως εργάτες που δεν έχουν τακτική πρόσβαση στην εργασία: ένας εργάτης “ανήκει” στον πλεονάζοντα πληθυσμό “όταν εργάζεται περιστασιακά (μερικά) ή είναι εντελώς άνεργος4. Ο Μαρξ αναφέρεται σ’ αυτόν τον πλεονάζοντα πληθυσμό ως “σχετικά πλεονάζοντα πληθυσμό”, επειδή οι εργάτες αυτοί δεν είναι απόλυτα πλεονάζοντες, κατά την Μαλθουσιανή εκδοχή (με άλλα λόγια, δεν πρόκειται για μια κατάσταση έλλειψης επαρκούς τροφής, νερού, στέγης κ.λπ.). Αντίθετα, οι εργάτες αυτοί πλεονάζουν σχετικά με τις ανάγκες του κεφαλαίου – δηλαδή σχετικά με τις ανάγκες του κεφαλαίου σε εργασία.

Στην ιστορία των καπιταλιστικών κοινωνιών, μεγάλες μάζες πληθυσμού έχουν απορροφηθεί στην αγορά εργασίας φτάνοντας να εξαρτώνται εντελώς, για την επιβίωσή τους, από την απόκτηση μισθού. Δεν μπορούν να εγκαταλείψουν την αγορά εργασίας εκτός κι αν μπορούν να βρουν άλλους εργάτες να τους υποστηρίζουν. Με άλλα λόγια, οι εργάτες είναι αναγκασμένοι να εργάζονται άσχετα από το είδος και την ποσότητα εργασίας που είναι διαθέσιμη. Είναι στο έλεος των αναγκών του κεφαλαίου για εργασία. Όταν αυτές οι ανάγκες μειώνονται, και δεν υπάρχει αρκετή διαθέσιμη εργασία, οι εργάτες δεν σταματούν να εργάζονται εντελώς – εκτός κι αν δεν έχουν πραγματικά άλλες επιλογές, οπότε και γίνονται επαίτες [paupers]. Αντίθετα, εισέρχονται στο ένα ή το άλλο παρακλάδι ενός εκτεταμένου και πολυποίκιλτου πλεονάζοντος πληθυσμού.

Ο Μαρξ περιγράφει “κάθε μορφής” πλεονάζοντες πληθυσμούς. Εξαιτίας των μετασχηματισμών στην παραγωγή, οι εργάτες μετακινούνται διαρκώς από παλιές σε καινούριες βιομηχανίες, με βάση τις μεταβαλλόμενες ανάγκες του κεφαλαίου. Αυτό κάνει να εμφανίζονται, κατά την ανάλυση του Μαρξ, τόσο “λανθάνοντες” όσο και “επιπλέοντες” [floating] πλεονάζοντες πληθυσμούς. Αυτούς τους “επιπλέοντες” πληθυσμούς, ο Μαρξ τους αποκαλεί συχνά ως “εφεδρικό στρατό εργασίας”. Σαν συνέπεια, όμως, αυτής της διαρκούς διαδικασίας, όταν το κεφάλαιο αποτυγχάνει να επαναπορροφήσει εκτοπισμένους εργάτες σε καινούριες γραμμές παραγωγής, παράγει επίσης έναν υπερεκμεταλλευόμενο “στάσιμο” πλεονάζοντα πληθυσμό.

Ο Μαρξ πίστευε ότι το πρόβλημα του πλεονάζοντος πληθυσμού – σε τελική ανάλυση ένα πρόβλημα υπερπροσφοράς και υποζήτησης εργασίας – θα επιδεινωνόταν με τον χρόνο, και, συνεπώς, οι άνθρωποι θα βρίσκονταν όλο και περισσότερο αποσυνδεδεμένοι από τις αγορές εργασίας, άρα και από την τακτική πρόσβαση στον μισθό. Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ περιγράφει αυτή την κατάσταση ως τον “απόλυτο γενικευμένο νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης”. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η διαρκής διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου οδηγεί στην αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας που, με τη σειρά της, διευρύνει τον “βιομηχανικό εφεδρικό στρατό”, προκαλώντας έτσι την αύξηση ενός “συμπαγοποιημένου πλεονάζοντος πληθυσμού” – “του οποίου η δυστυχία είναι αντιστρόφως ανάλογη (;) με το μέγεθος του μαρτυρίου που πρέπει να υποστεί με τη μορφή της εργασίας”, αυξάνοντας επίσης και την “επίσημη εξαθλίωση”· με άλλα λόγια, όσους δεν μπορούν να κερδίσουν έναν επαρκή μισθό για να επιβιώσουν και θα πρέπει να ζητιανεύουν για το ψωμί τους5. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι η συσσώρευση του πλούτου συμβαίνει παράλληλα με την συσσώρευση της φτώχειας.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ, η κύρια αιτία που η καπιταλιστική ανάπτυξη οδηγεί στην ανάπτυξη του πλεονάζοντος πληθυσμού έχει να κάνει με αυτό που έχουμε αποκαλέσει “μονόδρομο της τεχνολογικής ανάπτυξης”6. Στην ουσία, ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι η ανάγκη για εργασία σε κάθε βιομηχανία πέφτει, τελικά, εξαιτίας της αύξησης της παραγωγικότητάς της. Καινούριες βιομηχανίες αναδύονται, φυσικά, με βραδύτερο ή ταχύτερο ρυθμό, αυξάνοντας τις απαιτήσεις σε εργασία. Αυτές οι βιομηχανίες, όμως, δεν ξεκινούν ποτέ από το μηδέν: δεν χρειάζεται, για παράδειγμα, να ανακαλύψουν ξανά τον ατμό, την γραμμή συναρμολόγησης ή τον ηλεκτρικό κινητήρα. Αντίθετα, οι καινούριες γραμμές παραγωγής απορροφούν τις τεχνολογικές καινοτομίες που προηγήθηκαν. Ως εκ τούτου, η ανάδυση καινούριων βιομηχανιών είναι όλο και λιγότερο αποτελεσματική στο να αυξάνει την ανάγκη για εργασία. Συνεπώς, το κεφάλαιο έχει αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί “αυξανόμενη οργανική σύνθεση”. Ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι είναι οι παλιότερες γραμμές παραγωγής που τείνουν να απορροφούν την περισσότερη εργασία, δηλαδή αυτές που δεν έχουν ακόμα ανανεωθεί τεχνολογικά.

Αυτή η θεωρία θα μπορούσε να αποκτήσει περισσότερη “σάρκα και οστά” αναπτύσσοντας συνδέσεις με τις σημειώσεις του Μαρξ σχετικά με την υπερσυσσώρευση στον τόμο 3 του Κεφαλαίου, αλλά αυτό είναι ένα άλλο εγχείρημα. Εδώ, θα σημειώσουμε μόνο ότι αυτό που σήμερα καθιστά πολλούς εργάτες πλεονάζοντες, ως προς τις ανάγκες του κεφαλαίου, είναι μια διπλή τάση: από τη μια πλευρά προς την υπερσυσσώρευση – η οποία μειώνει τα ποσοστά κέρδους και, συνεπώς, επιβραδύνει την επέκταση της παραγωγής – και, από την άλλη, προς την διαρκή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, που αναδύεται από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, και έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια θέσεων εργασίας σ’ εκείνους τους τομείς της οικονομίας στους οποίους το αποτέλεσμα της παραγωγής δεν αυξάνεται με τον ίδιο ρυθμό που αυξάνεται η παραγωγικότητα. Ο συνδυασμός αυτων των παραγόντων εγγυάται ότι σε μια οικονομία που μαστίζεται από την υπερσυσσώρευση οι ανάγκες σε εργασία θα αδυνατούν να συμβαδίζουν με την προσφορά της. Αυτό, με τη σειρά του, θα διευρύνει τον πλεονάζοντα πληθυσμό.

Στο Endnotes 2, επιχειρηματολογήσαμε ότι αυτές οι εξελίξεις τείνουν να καταστήσουν την αναπαραγωγή του προλεταριάτου εξαρτώμενη [contingent] από αυτήν του κεφαλαίου. Αν ο μεταπολεμικός διακανονισμός είχε τυποποιήσει την αμοιβαία, αλλά ασύμμετρη, σχέση με την οποία η αναπαραγωγή του προλεταριάτου είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, με το τέλος αυτού του διακανονισμού, και την αύξηση των πλεοναζόντων πληθυσμών, αυτοί που “περισσεύουν” αναπαράγονται στην ουσία ως ένα είδος “παρενέργειας” της καπιταλιστικής παραγωγής7. Το νόημα αυτής της θέσης είναι ότι η καπιταλιστική παραγωγικότητα, ιδιαίτερα στην περίπτωση της γεωργίας, έχει όλο και περισσότερο την δυνατότητα να υποστηρίζει κομμάτια του παγκόσμιου πληθυσμού που ζουν πολύ μακριά από τις δυναμικές βιομηχανίες στην καρδιά της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Όταν, όμως, συμβαίνει κάτι τέτοιο, οι διαπλεκόμενοι κύκλοι της αμοιβαίας αναπαραγωγής του κεφαλαίου και της τάξης μοιάζει να έχουν όλο και λιγότερο νόημα. Όπως επιχειρηματολογεί η Screamin’ Alice, αυτό οδηγεί, με μια έννοια, στην “αποσύνθεση” αυτών των κυκλωμάτων, την ίδια στιγμή που η “ολοκλήρωσή” τους γίνεται, από άλλες απόψεις, βαθύτερη – για παράδειγμα, στην χρηματιστικοποίηση ακόμα περισσότερων τομέων της ζωής8.

Αποβιομηχάνιση, τότε και τώρα

Kατά τον 20ο αιώνα, αυτή η ιδέα για την τάση του καπιταλισμού να παράγει όλο και περισσότερο πλεονάζοντες εργάτες είχε σε μεγάλο βαθμό απορριφθεί ως μια “θέση εξαθλίωσης”, με το επιχείρημα ότι η ιστορία την είχε διαψεύσει: η εργατική τάξη οπωσδήποτε “απέτυχε” να εξαθλιωθεί· αντίθετα, το βιωτικό επίπεδο είχε βελτιωθεί. Η απασχόληση στην βιομηχανία είχε αυξηθεί δραματικά, υποδηλώνοντας ότι η βιομηχανική εργατική τάξη θα αποτελούσε τελικά την μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής δύναμης. Ενώ ο Μαρξ φαινόταν να έχει γενικά δίκιο σχετικά με την ερμηνεία των τάσεων στα μέσα του 19ου αιώνα (που περιόριζαν την ανάπτυξη της ζήτησης εργασίας στη βιομηχανία), δεν προέβλεψε την ανάδυση νέων γραμμών παραγωγής που θα αποδεικνύονταν ικανές να απορροφήσουν το πλεόνασμα κεφαλαίου και εργασίας που παράγονταν σε άλλους τομείς της οικονομίας. Αυτές οι βιομηχανίες – όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι βιομηχανίες “λευκών” αγαθών – βρίσκονταν στον ίδιο τον πυρήνα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της βιομηχανικής απασχόλησης τον 20ο αιώνα. Ο ημι-καταρτισμένος εργοστασιακός εργάτης ήταν η καθοριστική φιγούρα στο παλιό εργατικό κίνημα. Αλλά στο Endnotes 2 θέσαμε το ερώτημα: κι αν ο Μαρξ είχε κάνει λάθος μόνο σχετικά με το πότε;

Είναι φανερό πλέον ότι αυτές οι βιομηχανίες του 20ου αιώνα βρίσκονται σε πτώση ως εργοδότες. Αν και έχουν αναδυθεί καινούριες βιομηχανίες, αυτές δεν έχουν απορροφήσει το σύνολο της εργασίας που έχει αποβληθεί από αλλού. Έτσι η αποβιομηχάνιση συνεχίζεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 σε όλες τις χώρες υψηλού εισοδήματος. Ακόμα και στις πρόσφατα βιομηχανοποιημένες χώρες, όπως η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, η Βραζιλία, το Μεξικό η Νότια Αφρική και η Αίγυπτος, το ποσοστό της απασχόλησης στη βιομηχανία είναι στάσιμο ή σε πτώση από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ή του 1990. Η Κίνα μοιάζει να αποτελεί μια εξαίρεση στον κανόνα, αλλά, ακόμα κι εκεί, ο κατασκευαστικός τομέας αποτελεί μεγάλη συνιστώσα της καινούριας “βιομηχανικής” εργατικής δύναμης και το ποσοστό της απασχόλησης στην κινέζικη βιομηχανία έχει παραμείνει στην πραγματικότητα, στάσιμο κατά την περίοδο της ραγδαίας ανάπτυξης από το 1980 μέχρι το 2006 – κάπου μεταξύ 14% και 16% της εργατικής δύναμης. Αν και άνοιξαν αρκετές καινούριες βιομηχανίες, για παράδειγμα στην περιοχή του δέλτα του ποταμού Pearl, απορροφώντας εργατική δύναμη, αυτό έτεινε μόνο να εξισορροπεί – αλλά όχι και να αναστρέφει – τις συνολικές συνέπειες του κλεισίματος των κρατικών επιχειρήσεων και τις απολύσεις εργατών στην βορειοανατολική Κίνα9. Το ποσοστό βιομηχανικής απασχόλησης στην Κίνα αυξήθηκε πάνω από τα επίπεδα που είχαν επιτευχθεί παλιότερα μόνο το 2006, φτάνοντας στο 19% το 2011 (τελευταία χρονιά για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία). Ενώ ο απόλυτος αριθμός των απασχολούμενων στη βιομηχανία στην Κίνα είναι σαφώς ιλιγγιώδης, το ποσοστό του βιομηχανικού τομέα στο “καινούριο εργαστήρι του κόσμου” απέχει πάρα πολύ από τα αντίστοιχα υψηλά σημεία στη Δύση κατά την περίοδο του “πυρετού” της εκβιομηχάνισης. Στην πραγματικότητα το ποσοστό αυτό στην Κίνα είναι πλησιέστερα στα επίπεδα που κυριαρχούν σήμερα στο Μεξικό και τη Βραζιλία παρά στα επίπεδα της Γερμανίας και του ΗΒ στα μισά του 20ου αιώνα (όπου το ποσοστό κυμαινόταν ανάμεσα στο 31% και το 35%).

Σύμφωνα με ένα παλιό αναπτυξιακό αφήγημα, η απασχόληση στον αγροτικό τομέα θα απομειωνόταν καθώς η αγροτική παραγωγή θα γινόταν πιο αποδοτική, παρασύροντας έτσι μεγάλο αριθμό εν δυνάμει νέων εργατών στις πόλεις, οι οποίοι στην συνέχεια θα απορροφούνταν από την επεκτεινόμενη βιομηχανική παραγωγή. Αυτές οι εξελίξεις θα οδηγούσαν, τελικά, όλες τις χώρες στη σύγχρονη εποχή. Για τους ορθόδοξους Μαρξιστές, αυτό θα έτεινε να δημιουργήσει ένα προλεταριάτο ενωμένο υπό την ηγεμονία των πιο “πρωτοπόρων” τμημάτων του στη βιομηχανία. Καθώς, όμως, το παγκόσμιο αποκορύφωμα της εκβιομηχάνισης γίνεται παρελθόν, σήμερα συμβαίνει κάτι άλλο. Ενώ η απασχόληση στη γεωργία δεν έχει σταματήσει να μειώνεται, οι αγρότες που αποβάλλονται από κει είναι περισσότερο πιθανό να προστεθούν στις τάξεις ενός τεράστιου και ετερογενούς τομέα υπηρεσιών. Αυτή τη στιγμή, σε παγκόσμιο επίπεδο, ο αριθμός όσων απασχολούνται στον τομέα των υπηρεσιών είναι διπλάσιος από τον αριθμό όσων απασχολούνται στην βιομηχανία: οι υπηρεσίες αντιστοιχούν το 44% της παγκόσμιας απασχόλησης ενώ η βιομηχανία μόλις στο 22%. Το μερίδιο, δε, που απασχολείται στα εργοστάσια είναι ακόμα μικρότερο από ό,τι υποδηλώνει αυτό το 22%, όχι μόνο επειδή αυτό το ποσοστό περιλαμβάνει και τον μεγάλης έντασης εργασίας κατασκευαστικό τομέα αλλά και γιατί ένα ευμέγεθες ποσοστό βιομηχανικής απασχόλησης στις χώρες χαμηλού εισοδήματος αντιστοιχεί στην μικρή παραγωγή άτυπων, αυτοαπασχολούμενων προλεταριακών νοικοκυριών.

Υπηρεσίες και περίσσεια

Πολλοί αναλυτές θα ισχυριστούν ότι η συνεχιζόμενη τελμάτωση ή πτώση στην βιομηχανική απασχόληση, που περιγράψαμε παραπάνω, δεν είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ανησυχούμε. Υποτίθεται ότι είναι ένα είδος ημι-φυσικής εξέλιξης στην καταναλωτική ζήτηση, καθοδηγούμενη από δυνάμεις της αγοράς. Όπως ακριβώς η γεωργία έχει φθάσει να απασχολεί ένα μειωνόμενο ποσοστό της εργατικής δύναμης, λόγω των ορίων στη ζήτηση φαγητού, το ίδιο συμβαίνει με την βιομηχανική παραγωγή: υποτίθεται ότι υπάρχουν όρια στη ζήτηση αγαθών (αλλά, προφανώς, υπάρχει μια απεριόριστη ζήτηση για υπηρεσίες). Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με αυτή την προοπτική, είναι ότι, με το πέρασμα του χρόνου, μια αυξανόμενη ζήτηση για υπηρεσίες θα ωθήσει δυναμικά τους εργάτες στον τομέα των υπηρεσιών, όπως ακριβώς, σε μια προγενέστερη φάση εργάτες, ωθούνταν στον βιομηχανικό τομέα.

Στην πραγματικότητα, η δυναμική έλξης της βιομηχανίας στη διάρκεια της εκβιομηχάνισης ήταν μοναδική σε αυτόν τον τομέα. Η βιομηχανική κατασκευή ενός πράγματος σημαίνει να πάρει κανείς ένα προϊόν – ή να μετασχηματίσει μια υπηρεσία, όπως το πλύσιμο πιάτων, σε ένα προϊόν, όπως το πλυντήριο πιάτων – και να το παράγει σε ένα εργαστάσιο, σύμφωνα με κάποιες διαρκώς αποτελεσματικότερες τεχνικές. Αυτό που μειώνει ραγδαία το κόστος παραγωγής στις εργοστασιακές γραμμές είναι ακριβώς η προκύπτουσα αύξηση στην αποτελεσματικότητα της παραγωγής μέσα στον χώρο του εργοστασίου. Αυτό, με τη σειρά του, οδηγεί σε μια ραγδαία πτώση στις σχετικές τιμές. Οι αγορές για τους κατασκευαστές επεκτείνονται, καθιστώντας δυνατή μια δραματική επέκταση της παραγωγής. Ως εκ τούτου, τεράστιες μάζες της ανθρωπότητας ωθούνται στην εργασία στις βιομηχανικές γραμμές. Αυτό είναι το κλειδί στην δυναμική ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής και απασχόλησης: η πρώτη είναι εξαιρετικά ραγδαία και αυτός είναι ο λόγος που, παρά τα υψηλά επίπεδα στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, η δεύτερη εξακολουθεί να επεκτείνεται, αυξάνοντας έτσι το ποσοστό απασχόλησης στη βιομηχανία.

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο στον τομέα των υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες είναι ακριβώς εκείνα τα είδη δραστηριοτήτων που δεν μπορούν – ή δεν μπορούν ακόμα – να αντικατασταθούν από προϊόντα. Στις υπηρεσίες, η παραγωγικότητα της εργασίας τείνει να αυξάνεται αργά, αν αυξάνεται καθόλου, και ως αποτέλεσμα, οι τιμές ακολουθούν την ίδια τροχιά. Στην πραγματικότητα, στον βαθμό που οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονται, οι σχετικές τιμές των υπηρεσιών θα τείνουν και οι ίδιες να αυξάνονται. Καθώς οι σχετικές τιμές δεν πέφτουν δραματικά, δεν υπάρχει ώθηση για μια ραγδαία επέκταση των αγορών για υπηρεσίες. Συνεπώς, δεν υπάρχει η δυναμική τάση για μια δραματική αύξηση της παραγωγής και άρα προσέλκυσης πολλών εργατών στον τομέα αυτό· αντίθετα, η απασχόληση στον τομέα των υπηρεσιών αυξάνεται αργά.

Στη βάση αυτή είναι εφικτό να περιγράψουμε μια βασική διάκριση ανάμεσα στις φάσεις εκβιομηχάνισης και αποβιομηχάνισης στην ιστορία των καπιταλιστικών κοινωνιών. Κατά την πρώτη φάση, η ζήτηση για εργασία στη βιομηχανία – όχι τόσο στη διάρκεια υφέσεων [busts] αλλά, αν μη τι άλλο, στη διάρκεια άνθησης – ήταν πολύ υψηλή. Αυτό επηρέαζε ολόκληρη την αγορά εργασίας, απομειώνοντας την αναδουλειά [slack], μειώνοντας το μέγεθος του πλεονάζοντος πληθυσμού και αυξάνοντας την διαπραγμευτική δύναμη των εργατών. Από τη στιγμή, όμως, που η εκβιομηχάνιση εισήλθε σε μια αντίστροφη πορεία, ο βιομηχανικός τομέας έγινε, μαζί με τον αγροτικό, άλλη μια πηγή αυξανόμενης αναδουλειάς στην αγορά εργασίας, αυξάνοντας τον πλεονάζοντα πληθυσμό και μειώνοντας την διαπραγμευτική δύναμη των εργατών. Ενώ την ίδια στιγμή, η ζήτηση για εργασία στον τομέα των υπηρεσιών είναι χαρακτηριστικά χαμηλή. Έχει διευρυνθεί αλλά με αργό ρυθμό, επειδή ακριβώς απαιτείται, γενικά, περισσότερο εργατικό δυναμικό για να αυξηθεί η παραγωγή στον τομέα των υπηρεσιών, καθώς ο ίδιος αυξάνεται αργά. Η μετατόπιση από την εκβιομηχάνιση στην αποβιομηχάνιση είναι απαραίτητα μια μετατόπιση από μια οικονομία που αυξάνεται ραγδαία, με διαστήματα εκρηκτικής ανάπτυξης αλλά και ύφεσης, σε μια οικονομία που αυξάνεται πολύ αργά, τείνοντας προς την στασιμότητα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα διαστήματα άνθησης και ύφεσης δίνονται απλά από οικονομικές φούσκες, οι οποίες “φουσκώνουν” και “ξεφουσκώνουν” γύρω από έναν κόσμο πλεονάζοντος κεφαλαίου10.

Η θεωρία αυτή έχει ένα συμπέρασμα που εξηγεί γιατί ένα μεγάλο τμήμα του πλεονάζοντος πληθυσμού καταλήγει στον τομέα των υπηρεσιών, και ιδιαίτερα στους τομείς χαμηλής αμοιβής και υπερεκμετάλλευσης, όπως και στους τομείς άτυπης εργασίας και αυτο-εκμετάλλευσης. Καθώς η δουλειά στον τομέα των υπηρεσιών τείνει να είναι υψηλής έντασης (έντασης-εργασίας), ο μισθός αποτελεί ένα μεγάλο ποσοστό του τελικού κόστους. Επειδή, δε, οι πραγματικοί μισθοί δεν πέφτουν, συνήθως, στο σύνολο της οικονομίας, είναι δύσκολο για τις εταιρείες του τομέα των υπηρεσιών να μειώνουν τα κόστη τους σε τακτική βάση (οι γενικές τάσεις μείωσης του κόστους στη βιομηχανία και την γεωργία οφείλονται σε βελτιώσεις στην αποδοτική χρήση πιο κοστοβόρας εργασίας). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο αύξησης της παραγωγής στις υπηρεσίες. Αλλά, εξαιτίας ακριβώς αυτού του λόγου, όταν εργάτες αποβάλλονται από άλλους τομείς, είναι πιθανόν να προσλάβει κανείς πολύ φθηνότερους εργάτες στις υπηρεσίες – καθώς όσοι απολύονται ως πλεονάζοντες θα πρέπει συνήθως να δεχτούν ένα επίπεδο χαμηλότερου μισθού. Αυτό μειώνει το κόστος και επιτρέπει μια κάποια επέκταση στη ζήτηση, και στην παραγωγή, υπηρεσιών. Στον τομέα των υπηρεσιών υπάρχει μεγαλύτερος χώρος για επέκταση της αγοράς μέσω της μείωσης των μισθών. Αντίθετα, στις περισσότερες βιομηχανικές δραστηριότητες, οι μισθοί αποτελούν έναν μικρό, μόνο, ποσοστό του τελικού κόστους του προϊόντος, οπότε υπάρχει μικρότερο περιθώριο για ελιγμούς.

Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι καμμιά συγκεκριμένη υπηρεσία δεν έχει τις πιθανότητες να αποτέλεσει βάση για δυναμική ανάπτυξη. Αρκετές δουλειές που, κάποτε, πραγματοποιούνταν σαν υπηρεσίες έχουν, τουλάχιστον εν μέρει, μετατραπεί σε βιομηχανικά αγαθά στην διάρκεια της ιστορίας του καπιταλισμού, είτε για τα μεμονωμένα νοικοκυριά είτε για συλλογικούς χώρους. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η υπηρεσία του πλυσίματος των ρούχων στο χέρι αντικαταστάθηκε από το πλυντήριο, στα σπίτια ή στα καθαριστήρια. Ο μετασχηματισμός υπηρεσιών σε προϊόντα είναι μέρος της εκβιομηχάνισης που μετασχηματίζει δραστηριότητες, καθιστώντας τες επιδεκτικές στη σταθερή αύξηση της παραγωγικότητας, σε αυτό που ο Μαρξ αποκάλεσε “πραγματική υπαγωγή της εργασιακής διαδικασίας”, ανοίγοντας αγορές και επιτρέποντας μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.

Ενώ είναι δύσκολο να ταυτοποιήσει κανείς μια ακριβή και καθορισμένη “λογική” σχετικά με το γιατί κάποιες δραστηριότητες υπάγονται πραγματικά ενώ άλλες όχι, το γεγονός ότι συγκεκριμένες δραστηριότητες απαιτούν “λεπτοδουλειά” ή άμεση ανθρώπινη επαφή, και, συνεπώς, πρέπει να παραμείνουν δραστηριότητες έντασης-εργασίας, είναι προφανώς καθοριστικό. Μοιάζει να υπάρχει πάντοτε ένα “υπόλοιπο” τέτοιων δραστηριοτήτων, μια ποικιλία διαφοροποιημένων καθηκόντων, κυρίως στις υπηρεσίες11.

Όσο οι υπηρεσίες παραμένουν υπηρεσίες, τείνουν κατεξοχήν να αποτελούν πηγή μόνο “απόλυτης” και όχι “σχετικής υπεραξίας”. Αυτός είναι απλά ένας άλλος τρόπος να πει κανείς ότι υπάρχουν όρια στην αύξηση της παραγωγικότητας. Κατά συνέπεια, “μετα-βιομηχανικές” οικονομίες που επικεντρώνονται γύρω από τις υπηρεσίες τείνουν να έχουν χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Σε τέτοιες συνθήκες, είναι επιτακτικό για τους καπιταλιστές να αποσπάσουν από τους εργάτες τους όσο το δυνατόν περισσότερα, αυξάνοντας τη διάρκεια ή την ένταση της εργασίας. Σε έναν βαθμό, η προϋπόθεση για την ύπαρξη πολλών θέσεων εργασίας είναι οι εντατικοποιημένες εργασιακές συνθήκες. Αν οι υπερ-εντατικοποιημένοι τομείς καταλαμβάνουν αυξανόμενο μερίδιο της αγοράς εργασίας, αυτό ασκεί μια πίεση για μείωση σε όλους τους μισθούς και αυξάνει την ανασφάλεια καθώς οι εργάτες χάνουν τη διαπραγμευτική τους δύναμη και τα αφεντικά αποθρασσύνονται και απαιτούν ακόμα μεγαλύτερη “ευελιξία”. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι ορθάνοιχτη η πόρτα για την εμφάνιση κάθε λογής καταχρήσεων σε βάρος των εργατών – σεξουαλικών, συναισθηματικών και ψυχολογικών, καθώς και της κλοπής ή της παρακράτησης μισθών και υπερωριών πολλών χρόνων. Συγκεκριμένες θέσεις εργασίας εμφανίζονται μ’ αυτόν τον τρόπο σαν μια ειδική κατηγορία πλεοναζόντων εργατών, παρόμοια με την κατηγορία των αυτο-απασχολούμενων στις χώρες χαμηλού εισοδήματος (κατά την τελευταία περίπου δεκαετία, όμως, και στις χώρες υψηλού εισοδήματος). Οι χαμηλόμισθοι εργάτες στον τομέα των υπηρεσιών θα πρέπει να εκμεταλλεύονται τον εαυτό τους ακραία και/ή να γίνονται υπερ-εκμεταλλευόμενοι, αν θέλουν να βρουν δουλειά. Πολλές από αυτές τις δουλειές (ντελίβερυ, οικιακό καθάρισμα, συσκευασία σε σούπερ-μάρκετ κοκ.) μπορούν να υπάρχουν μόνο και μόνο επειδή οι μισθοί όσων τις κάνουν είναι απλά ένα μικρό κλάσμα του μισθού αυτών που καταναλώνουν αυτές τις υπηρεσίες. Με τον τρόπο αυτό, η συνθήκη για να βρει κανείς δουλειά σε έναν επεκτεινόμενο τομέα υπηρεσιών είναι συχνά να αποδεχτεί έναν σημαντικά χαμηλότερο, από τον μέσο όρο, μισθό.

Πλεονάζοντες πληθυσμοί και ανεργία

Ελπίζουμε να είναι πλέον φανερό, ότι η τάση για αυξανόμενη περίσσεια δεν είναι μια τάση για την κυριολεκτικό “πέταγμα” [extrusion] ενός μέρους της εργατικής τάξης από την οικονομία. Οι πλεονάζοντες εργάτες εξακολουθούν να πρέπει να αγοράσουν τουλάχιστον κάποια από αυτά που χρειάζονται για να επιβιώσουν και, συνεπώς, θα πρέπει να κερδίζουν ή να αποκτούν χρήματα για να ζήσουν. Όσοι παράγονται ως πλεόνασμα σχετικά με τις ανάγκες του κεφαλαίου, πιθανόν να εξακολουθούν να παίρνουν έναν μισθό σε κάποιους τομείς υπερ-εκμετάλλευσης ή μπορεί να είναι αυτο-απασχολούμενοι – άρα και αυτο-εκμεταλλευόμενοι – στην άτυπη οικονομία (μιας και στερούνται την πρόσβαση σε κεφάλαιο).

Ο Μαρξ ξεκαθαρίζει μερικά από τα σημεία αυτά στην συζήτηση σχετικά με τον “στάσιμο πλεονάζοντα πληθυσμό”. Δεν μπορούμε να διαβάσουμε αυτήν την ανάλυση του Μαρξ χωρίς να σκεφτούμε την παγκόσμια άτυπη οικονομία σήμερα, μεγάλο κομμάτι της οποίας θα είχε συμπεριληφθεί, την εποχή του Μαρξ, κάτω από την ταμπέλα της οικιακής εργασίας ή της “οικιακής βιομηχανίας”. Ο στάσιμος πλεονάζων πληθυσμός:

αποτελεί ένα κομμάτι της ενεργούς αγοράς εργασίας αλλά με εξαιρετικά ακανόνιστη απασχόληση. Με τον τρόπο αυτό προσφέρει στο κεφάλαιο μιαν ανεξάντλητη δεξαμενή αναλώσιμης εργασίας. Οι συνθήκες ζωής του βυθίζονται κάτω από το συνηθισμένο μέσο επίπεδο της εργατικής τάξης, και είναι ακριβώς αυτό που τον καθιστά μια ευρεία βάση για ειδικούς κλάδους καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Χαρακτηρίζεται από ένα μέγιστο εργάσιμου χρόνου και ένα ελάχιστο μισθού. Έχουμε ήδη εξοικειωθεί με την πρωταρχική της μορφή υπό τον τίτλο της “οικιακής βιομηχανίας”…Το μέγεθός του αυξάνεται αναλογικά καθώς με την αύξηση της έκτασης και της ενέργειας της συσσώρευσης προχωρά και η δημιουργία του πλεονάζοντος πληθυσμού. Την ίδια στιγμή, όμως, σχηματίζει και ένα αυτο-αναπαραγώμενο και αυτο-διευρυνόμενο στοιχείο της εργατικής τάξης, καταλαμβάνοντας αναλογικά ένα μεγαλύτερο μερίδιο στην γενικότερη αύξηση της τάξης από αυτήν που καταλαμβάνουν άλλα τμήματά της12.

Θα ήταν, συνεπώς, λάθος να ταυτίσουμε τον πλεονάζοντα πληθυσμό με τους “ανέργους”. Αυτή η κατηγορία (δηλαδή των ανέργων) είναι, σε κάποιο βαθμό, κατασκεύασμα της παροχής, τον 20ο αιώνα, μιας εξασφάλισης σχετικά με την ανεργία στις χώρες υψηλού εισοδήματος. Κατά τον 19ο αιώνα, όπως και στις περισσότερες χώρες χαμηλού εισοδήματος σήμερα, το να “είναι κανείς άνεργος”, μ’ αυτή την έννοια, απλά δεν αποτελούσε επιλογή. Δεν υπήρχε καμμιά εξασφάλιση σχετικά με την ανεργία – και σήμερα στις χώρες χαμηλού εισοδήματος μόνο λίγοι εργάτες έχουν κάποια – οπότε οι εργάτες δεν είχαν την πολυτέλεια να μείνουν χωρίς δουλειά για μεγάλο διάστημα: έπρεπε να βρούν δουλειά όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ανεξάρτητα από τον βαθμό που το κεφάλαιο απαιτούσε την εργασία τους. Αν δεν υπήρχε τέτοια ζήτηση, έπρεπε να στήσουν ένα μαγαζί για τους ίδιους, χωρίς κανέναν εργαζόμενο – για παράδειγμα, μαζεύοντας κουρέλια.

Στις χώρες υψηλού εισοδήματος, η κατηγορία των “ανεργίας” υπονομεύεται τώρα για μια ακόμα φορά, και εμφανίζεται όλο και περισσότερο ακαθόριστη. Ως γενική τάση, το κράτος πρόνοιας έχει μετασχηματιστεί δραματικά έτσι ώστε το επίδομα ανεργίας, που τυπικά καταβάλλεται σε ένα κομμάτι του εργατικού δυναμικού που αποκλείεται δομικά από την απασχόληση, τείνει να αντικατασταθεί από επιδόματα που εξαρτώνται από το εισόδημα. Ο σκοπός τους είναι μάλλον να συμπληρώσουν και να υποστηρίξουν εισοδήματα μόνο στο χαμηλότερο άκρο της κλίμακας απασχόλησης, παρά να στηρίξουν αυτούς που είναι απλά άνεργοι, και συμβάλλουν σε μεγάλη αύξηση της χαμηλόμισθης απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών. Αυτός ο μετασχηματισμός συμβαίνει, φυσικά, με διαφορετικό ρυθμό στις διάφορες χώρες υψηλού εισοδήματος. Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, οι σχετικές προστασίες έχουν διατηρηθεί για πολύ μεγαλύτερο διάστημα, αποτρέποντας την ολοσχερή αποβολή όσων είναι στην δυσμενέστερη θέση από την αγορά εργασίας. Για τον λόγο αυτό, έχει ανοίξει ένα σημαντικό “χάσμα θέσεων εργασίας” ανάμεσα στις ΗΠΑ και το ΗΒ, από την μια, και την ηπειρωτική Ευρώπη, από την άλλη, η οποία έχει αντιμετωπίσει υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, καθώς και χαμηλότερα ποσοστά καταναγκασμού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Αυτό το χάσμα μπορεί να εξηγηθεί αποκλειστικά από την σχετική απουσία απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών στην ηπειρωτική Ευρώπη, και ιδιαίτερα σε σχέση με την χαμηλόμισθη απασχόληση. Το μερίδιο του τομέα των υπηρεσιών στην απασχόληση είναι χαμηλότερο στην Γερμανία και την Ιταλία, κοντά στο 70%, σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, το ΗΒ και την Γαλλία, στις οποίες κυμαίνεται γύρω στο 80%13.

Επιπρόσθετα, στην παγκόσμια οικονομία – στην οποία οι διαρκείς ροές πλεονάζοντος κεφαλαίου πειθαρχούν τα κράτη – οι χώρες υψηλού εισοδήματος πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν για να αποτρέψουν μια γενικευμένη ανεργία, συνεπώς και μια δραματική αύξηση των προνοιών για τους άνεργους. Οι δαπάνες για το κράτος πρόνοιας πρέπει να διατηρούνται σε ένα ελάχιστο δυνατόν ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανησυχίας στους μετόχους και τους φορολογούμενους. Η τρέχουσα κυβερνητική πολιτική στο ΗΒ, για παράδειγμα, στοχεύει σε μια προσπάθεια να ξεριζωθούν, όσο το δυνατόν περισσότερο, οι πιθανότητες μιας ανεργίας ως οποιουδήποτε είδους σταθερής κατηγορίας, μετασχηματίζοντας τα επιδόματα πρόνοιας σε σε επιδόματα εργασίας [workfare]. Αυτό έχει το αποτέλεσμα, στις χώρες υψηλού εισοδήματος, πολλοί εργαζόμενοι να πέφτουν ή να βγαίνουν από μια κατάσταση σχετικής περίσσειας αρκετές φορές, εξαιτίας τόσο της αυξανόμενης ελαστικοποίησης της αγοράς εργασίας και της αποσταθεροποίησης των κατηγοριών απασχόλησης σε ένα δομικό επίπεδο, όσο και της μειούμενης ζήτησης εργασίας14.

Το να ξεκινά κανείς από την ταυτοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών υποκειμένων σημαίνει τυπικά την αναζήτηση προσχηματισμένων φιγουρών που σηματοδοτούν στην κοινωνική “φαντασία” ένα απλό κοινωνικό περιθώριο, όπως πχ. αυτούς που ζουν στις παραγκουπόλεις. Αλλά ο πλεονάζων πληθυσμός δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί τόσο εύκολα. Αν και διαφορετικές θέσεις σε σχέση με την εργασιακή διαδικασία μπορούν σίγουρα να ταυτοποιηθούν και να ταξινομηθούν σύμφωνα με τύπους και βαθμούς περίσσειας, είναι απαραίτητο να ταυτοποιήσουμε καταρχήν την ευρύτερη λογική που ενεργεί εδώ, πριν απεικονίσουμε τους πολύπλοκα διαφοροποιημένους τρόπους με τους οποίους ενεργεί αυτή η λογική· τίποτα από αυτά δεν επιτρέπει μια άμεση ταυτοποίηση της “περίσσειας” με ένα ιδιαίτερο κοινωνικό υποκείμενο ή ομάδα15. Όπως έχουμε δει, αυτό που διευκολύνει την παραγωγή εργατών ως πλεονάζοντες είναι η διττή τάση του κεφαλαίου τόσο για υπερσυσσώρευση όσο και για μια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας που, με τη σειρά της, μειώνει τον αριθμό των εργατών που απαιτούνται για να εκτελεστούν πολλές δουλειές. Αλλά από την αρχική τους κατάσταση ως πλεονάζοντες, αυτοί οι εργάτες μπορεί τελικά να αποτελέσουν απλά έναν “λιμνάζοντα” πλεονάζοντα πληθυσμό – που θα επανα-απορροφηθεί στην παραγωγή σε ένα μεταγενέστερο σημείο – ή θα καταλήξει να επιβιώνει στον ένα ή στον άλλο σχετικά τελματωμένο τομέα της οικονομίας (το δεύτερο είναι, φυσικά, πολύ πιο συνηθισμένο στις χώρες χαμηλού εισοδήματος). Σε καμμιά από τις δυο αυτές περιπτώσεις δεν είναι οι πλεονάζοντες εργάτες απαραίτητα είτε άνεργοι είτε μη-παράγοντες υπεραξία. Και, σε ένα γενικότερο επίπεδο, ο “πλεονάζων πληθυσμός” αναφέρεται σε ένα μεγάλο, εξαιρετικά διαφοροποιημένο τμήμα του πληθυσμού, που χαρακτηρίζεται από κάθε είδος εσωτερικών διαιρέσεων και διαστρωματώσεων, από κάθε είδος σχέσης με την εργασιακή διαδικασία.

Ένα ταυτόσημο αποκείμενο-υποκείμενο;

Από την μια πλευρά, αυτή η σχετικά απλή θεωρία της τάσης για την παραγωγή πλεονάζοντος πληθυσμού μπορει να βοηθήσει πάρα πολύ στην εξήγηση διαφόρων κομβικών όψεων της σημερινής παγκόσμιας κατάστασης. Μας παρέχει μια βάση για να εξηγήσουμε την αποβιομηχάνιση, την σχετική ανάπτυξη των υπηρεσιών, την διάδοση μορφών επισφαλούς και ελαστικής εργασίας, και τις πολυάριθμες καταχρήσεις για τις οποίες αυτά ανοίγουν τον δρόμο. Με τη σειρά τους, αυτές οι τάσεις εντείνουν και επιδεινώνουν τη δυσκολία ενοποίησης της εργατικής τάξης κάτω από την ηγεμονία (της φιγούρας) του βιομηχανικού εργάτη, με τον τρόπο που ο παραδοσιακός Μαρξισμός προσδοκούσε· μας παρέχει συνεπώς και μια βάση για να εξηγήσουμε την κρίση της αριστεράς και άλλες στρατηγικές δυσχέρειες του παρόντος. Φαίνεται, επίσης, να προσφέρει μια εξήγηση για τους μειούμενους ρυθμούς ανάπτυξης κατά τις πρόσφατες δεκαετίες καθώς η εργασία που παράγει σχετική υπεραξία έχει καταστεί ένα ελλατούμενο μερίδιο της παγκόσμιας εργατικής δύναμης. Υπάρχουν και άλλα πράγματα που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στον κατάλογο, για παράδειγμα: την δυσκολία των κρατών να ισορροπήσουν ανάμεσα στις απαιτήσεις του κράτους πρόνοιας και τις απαιτήσεις των αγορών· τον σχηματισμό των μεγα-παραγκουπόλεων· τις μετα-βιομηχανικές μορφές μητροπολιτικού αστισμού [urbanism]. Ή, από την άλλη πλευρά: “χρηματιστικοποίηση”, “νεοφιλελευθερισμός” κοκ. Στον βαθμό που ο συνδυασμός αυτών των τάσεων περιγράφουν την κύρια δυναμική και το περίγραμμα της παρούσας παγκόσμιας κατάστασης, παίρνουμε την θεωρία του πλεονάζοντος πληθυσμού ως ένα σημαντικό σημείο αναφοράς στην σχηματοποίηση του παρόντος.

Από την άλλη, όταν μια θεωρία διαθέτει εμφανή επεξηγηματική δύναμη, είναι ίσως δελεαστικό να γλιστρήσει κανείς στο είδος εκείνο εννοιολογικής πλειοδοσίας, στην οποία η θεωρία υποτίθεται ότι εξηγεί πράγματα που δεν μπορεί πραγματικά να εξηγήσει, ή ότι λέει πράγματα που στην πραγματικότητα δεν μπορεί να πει. Μπορεί δε να ειπωθεί ότι οι Μαρξιστές έχουν ιδιαίτερα κακές συνήθειες στο επίπεδο αυτό: για παράδειγμα, το “κεφάλαιο” και η “υπαγωγή” είναι έννοιες στις οποίες κατατείνουν πολύ βιαστικά, ζητώντας από αυτές να κάνουν περισσότερη επεξηγηματική δουλειά από αυτήν που πραγματικά μπορούν να κάνουν. Για να έχει μια θεωρία πραγματική επεξηγηματική δύναμη θα πρέπει να έχει κανείς την ικανότητα να πει τι μπορεί – αλλά και τι δεν μπορεί – να εξηγήσει αυτή η θεωρία.

Αυτό που μοιάζει να είναι μια συνηθισμένη παρερμηνεία ή “τέντωμα” της θεωρίας του πλεονάζοντος πληθυσμού χαρακτηρίζεται από μια υποστασιοποίηση του “πλεονάζοντος πληθυσμού” ως ενός ιδιαίτερου κοινωνικού υποκειμένου, με την φαινομενική υποδήλωση ότι αυτό το υποκείμενο μπορεί να ειδωθεί ως ο νέος επαναστατικός φορέας, ή τουλάχιστον ότι αποτελεί τον φορέα πίσω από διάφορες μορφές των σύγχρονων αγώνων. Αυτό εμπλέκει ένα εννοιολογικό ολίσθημα μεταξύ μιας γενικής τάσης και συγκεκριμένων κοινωνιολογικών ή εμπειρικών περιπτώσεων.

Αν και θα ήταν τελικά λάθος να τα διαχωρίσουμε αυτά τα δύο, είναι επίσης σημαντικό να μην τα ταυτίσουμε πολύ άμεσα ή απλουστευτικά. Έτσι, η θεωρία του πλεονάζοντος πληθυσμού δεν περιλαμβάνει κάποιο είδους νεο-Μπακουνινικής εξιδανίκευσης ενός πλεονάζοντος υποκειμένου, “πιο ριζοσπαστικού” ή “πιο επικίνδυνου” από την οργανωμένη εργατική τάξη· ούτε περιλαμβάνει μια ανάγνωση των σημερινών αγώνων ως αγώνων ενός “πλεονάζοντος” υποκειμένου.

Αποκειμενοποίηση

Ένας τέτοιος τρόπος σκέψης ήταν “στον αέρα” στις συζητήσεις σχετικά με τις ταραχές στην Αγγλία το 2011, τις οποίες και αναλύσαμε σε κάποια έκταση στο Endnotes 3. Μια σύντομη αναδρομή στις προβληματικές που ήταν στο προσκήνιο, εκείνη την περίοδο, θα μας βοηθήσει να δώσουμε υπόσταση και να συγκεκριμενοποιήσουμε αυτά τα σημεία σχετικά με τον πλεονάζοντα πληθυσμό.

Φαινόταν, τότε, ότι κάποιες από τις ταραχές θα μπορούσαν να διαβαστούν σαν μια εξέγερση του “πλεονάζοντος πληθυσμού”. Όμως, τέτοιες αναγνώσεις έμοιαζαν, κάπως, με μια απλοϊκή – και συγκεχυμένη – αντιστροφή συνηθισμένων και αντιδραστικών ερμηνειών τέτοιων γεγονότων, ερμηνειών τροφοδοτημένων από τα καθεστωτικά μέσα, που υποστήριζαν ότι οι ταραχές ήταν το έργο μιας άτακτης και επικίνδυνης “κατώτερης τάξης”. Η τελευταία δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ψευδο-έννοια, μια ιδεολογική γενίκευση από αυτό που δεν μπορεί να γενικευθεί. Για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να αντιστραφεί με απλό τρόπο σε κάτι θετικό, που μπορεί κανείς να του προσδώσει αξία.

Και σε κάθε περίπτωση, ήταν ξεκάθαρο ότι ο φτωχός αστικός πληθυσμός στη Βρετανία που βγήκε στους δρόμους δεν μπορούσε να ταυτιστεί άμεσα με την έννοια του πλεονάζοντος πληθυσμού. Πρώτα απ’ όλα, όπως έχουμε ήδη δει, η έννοια του πλεονάζοντος πληθυσμού είναι σχετικά μη-προσδιορισμένη με κοινωνιολογικούς όρους. Εφαρμόζεται σε μια μεγάλη ποικιλία εργατών, κάποιοι από τους οποίους είναι πλήρως εργαζόμενοι αλλά σε συνθήκες υπερ-εκμετάλλευσης, άλλοι υπο-απασχολούνται ή είναι άτυπα αυτο-απασχολούμενοι. Είναι εύλογο, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι ένα σημαντικό κομμάτι της βρετανικής εργατικής τάξης είναι σχετικά “πλεονάζον” με την μια ή την άλλη σημασία16. Ούτε μπορεί να συλληφθεί εύκολα η ταυτότητα της αστικής φτωχολογιάς στη Βρετανία κάτω από συγκεκριμένες κατηγορίες “περίσσειας”, όπως οι “άνεργοι”. Αν και η ανεργία τείνει, φυσικά, να είναι ψηλότερη στις φτωχές αστικές περιοχές, το ποσοστό ανεργίας στη Βρετανία είναι τα τελευταία χρόνια, σε σύγκριση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, σχετικά χαμηλό, και μια πλειοψηφία των φτωχών στις πόλεις – και αυτών που συμμετείχαν στις ταραχές – ήταν είτε εργαζόμενοι είτε παρακολουθούσαν προγράμματα πλήρους εκπαίδευσης. Ούτε μπορούν να ταυτιστούν απλά ως “άτυποι”, με όρους της “γκρίζας οικονομίας”, ή με την παρανομία, με όρους της “μαύρης οικονομίας”. Αρχικοί αντιδραστικοί ισχυρισμοί, ότι οι περισσότεροι από όσους συμμετείχαν στις ταραχές εμπλέκονταν σε εγληματικές συμμορίες, αποδείχτηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, αβάσιμοι17. Και όπως έχουμε ήδη δει, δεν έχει νόημα να δούμε την αστική φτωχολογιά ως “πλεονάζουσα” με την ισχυρή σημασία του αποκλεισμού από την οικονομία καθαυτήν.

Μια άλλη, συχνά ιδεολογική, έννοια που εισάγεται στη συζήτηση για την φτωχολογιά των πόλεων είναι αυτή του γκέτο, έννοια με συνδηλώσεις σχετικές με τις ιδέες της περίσσειας, που έχουμε ήδη συζητήσει: το γκέτο συλλαμβάνεται ως ένα είδος κοινωνικού σκουπιδοντενεκέ στον οποίο ρίχνεται το προλεταριάτο, όπου οι κρατικοί φορείς συχνά φοβούνται να πάνε και όπου απουσιάζει η αγορά. Η έννοια του γκέτο σηματοδοτεί την περίσσεια, την εξωτερικότητα προς την (τυπική) οικονομία, και, επίσης, τείνει να συνδέει την δεύτερη με την έννοια της φυλής. Τα γκέτο είναι, φυσικά, πραγματικότητα σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Αλλά οι φτωχοί στη Βρετανία δεν ζουν σε γκέτο με οποιαδήποτε έννοια παρά μόνο μεταφορικά: οι φτωχικές κατοικίες στη Βρετανία είναι μικρές, συνήθως μεικτές εθνοτικά, ενσωματωμένες στις ευρύτερες πόλεις στις οποίες βρίσκονται, με τη διαχείριση και την αστυνόμευσή τους να γίνεται από το κράτος. Συνεπώς, δεν είναι πλεονάζουσες ή εξωτερικές με οποιαδήποτε απλοϊκή σημασία είτε ως προς το κράτος είτε την αγορά.

Αν μπορούμε να πούμε ότι αυτό που αποκαλούσαμε “αστική φτωχολογιά” ήταν ένας καθοριστικός ενεργός παράγοντας το 2011, αυτό ισχύει μόνο και μόνο επειδή αποτελεί μια ασθενή, ασαφή και απλά περιγραφική κατηγορία. Από τη στιγμή που θα προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε την περισσότερο τεχνικά καθορισμένη κατηγορία του πλεονάζοντος πληθυσμού στην περίπτωση αυτή, πέφτουμε σε προβλήματα. Φυσικά, δεν ήταν εντελώς παράλογο να θέλουμε να κάνουμε κάτι τέτοιο: υπήρχε ένα κάποιο είδος διαισθητικού “ταιριάσματος”, τουλάχιστον στο επίπεδο της αναπαραστατικής σκέψης. Η χειροπιαστή, διαρρηκτική παρουσία διαφόρων στρωμάτων ανθρώπων στους δρόμους, που είναι κατά τα συνήθη απόβλητοι, αποκλεισμένοι με διάφορους τρόπους, ήταν μια από τις πιο εντυπωσιακές πτυχές του 2011.

Αυτό μας έφερε αντιμέτωπους με τρία ερωτήματα. Πρώτον: πώς να θεωρητικοποιήσουμε τα κοινωνικά υποκείμενα που εξεγέρθηκαν το 2010-11, και να ταυτοποιήσουμε τους τρόπους με τους οποίους αυτοί οι άνθρωποι εμφανίζονται πραγματικά ως “αποκλεισμένοι” ή περιθωριακοί, χωρίς να ταυτίσουμε κάτι τέτοιο με την γενική πολιτικο-οικονομική λογική της παραγωγής ενός πλεονάζοντος πληθυσμού; Δεύτερον: πώς να επανασυνδέσουμε αυτόν τον αποκλεισμό ή την περιθωριοποίηση με την ιδέα του πλεονάζοντος πληθυσμού από την στιγμή που έχουμε διακρίνει αυτή την ιδέα από αυτόν τον πληθυσμό; Τρίτον: πώς μπορεί να σχετίζονται αυτά τα ζητήματα με τα βαθύτερα προβλήματα της επαναστατικής υποκειμενικότητας και οργάνωσης;

Κοιτώντας την ιστορία των αστικών ταραχών στην Βρετανία, είναι φανερό ότι αυτέ είναι ευκρινώς περιοδολογήσιμες και ότι η περίοδος της πραγματικής ανάδυσης της σύγχρονης μορφής τους – όπως και τόσα άλλα πράγματα – συμπίπτει με την καπιταλιστική αναδιάρθρωση που έχει συμβεί μετά τη δεκαετία του 1970. Αν η τάση παραγωγής ενός πλεονάζοντος πληθυσμού, σε παγκόσμιο επίπεδο, μας δίνει μια κάποια βάση για να εξηγήσουμε αυτή την περίοδο αναδιάρθρωσης, τότε αυτη η ίδια τάση θα μπορούσε, υποθέσθω, να συνδεθεί με την ανάδυση των σύγχρονων αστικών ταραχών σε αυτή την περίοδο, χωρίς να είναι απαραίτητο να εδραιώσουμε μια άμεση ταύτιση ανάμεσα στις αστικές ταραχές και τον “πλεονάζοντα πληθυσμό” ως ένα απλό και συνεκτικό κοινωνικό υποκείμενο.

Από την δεκαετία του 1970 έχουμε, φυσικά, δει αυξανόμενη και γενικευμένη ανασφάλεια, καθώς η σταθερή απασχόληση στην βιομηχανία έδωσε τη θέση της στην απασχόληση από το κράτος και την τομέα των υπηρεσιών. Αλλά αυτές οι εξελίξεις ήταν άνισες, πλήττοντας κάποια κομμάτια της εργατικής τάξης νωρίτερα από κάποια άλλα. Πριν από την εκτεταμένη αποβιομηχάνιση στην Βρετανία, η βρετανική εργατική τάξη ήταν φυσικά διαστρωματωμένη, με ένα περισσότερο ανασφαλές, παράτυπο στρώμα στον “πάτο”, επιρρεπές στην αποβολή από την απασχόληση σε εποχές οικονομικής ύφεσης, όπως αυτές στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970: ένας κλασικός εφεδρικός βιομηχανικός στρατός. Αυτοί οι εργάτες, στα φυλετικοποιημένα περιθώρια της οργανωμένης εργατικής τάξης, ήταν από τους πρώτους που ένιωσαν την κρίση της δεκαετίας του 1970. Χτυπήθηκαν δυσανάλογα από την ανεργία και δεν μπόρεσαν να επανα-απασχοληθούν στις καινούριες αναδυόμενες γραμμές παραγωγής, μιας και αυτές οι γραμμές δεν απασχολούσαν, στην πραγματικότητα, πολύ κόσμο.

Αν ο πλεονάζων πληθυσμός έχει οποιαδήποτε χρησιμότητα, σε αυτή την ιστορία, για την ταυτοποίηση μιας άμεσης κοινωνιολογικής πραγματικότητας, είναι εδώ, όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διακρίνουμε ένα συγκεκριμένο στρώμα σε σχέση με την υπόλοιπη εργατική τάξη. Όμως, για να ερμηνεύσουμε την αποβιομηχάνιση, που όντως εκκινήθηκε από το σημείο αυτό, είναι απαραίτητο να πάμε πέρα από το στενά πολιτικο-οικονομικό επίπεδο, στο οποίο έχει “σφυρηλατηθεί” αυτή η θεωρία. Αυτό συμβαίνει γιατί ο χρόνος και ο χαρακτήρας της αποβιομηχάνισης στη Βρετανία είναι αξεδιάλυτα από την συγκεκριμένη δυναμική της ταξικής πάλης εκεί, και από τις πολιτικές διαμεσολαβήσεις αυτής της πάλης.

Αν και η βιομηχανική βάση της Βρετανίας ήταν σε παρακμή από καιρό, η διάλυση από την Θάτσερ επιχειρήθηκε ενεργά, τουλάχιστον εν μέρει για στρατηγικούς λόγους. Αν τα επισφαλή περιθώρια της εργατικής δύναμης αυξήθηκαν στην Αγγλία από το 1970 και μετά, αυτό δεν μπορεί να αναχθεί πλήρως στην παγκόσμια γενική τάση παραγωγής ενός πλεονάζοντος πληθυσμού.

Χρειαζόμαστε αναφορές στις συγκεκριμένες πολιτικές διαμεσολαβήσεις, έστω κι επειδή αυτή η γενική τάση μπορεί να συμβάλλει στην κατανόησή μας για το τι διαμεσολαβείται από αυτές τις διαμεσολαβήσεις.

Είναι ανάμεσα σε αυτά τα πιεζόμενα κομμάτια της εργατικής τάξης – τα πιο επισφαλή, παράτυπα, φυλετικοποιημένα στρώματα, που αγωνίζονταν να επανα-απορροφηθούν από την αγορά εργασίας – που οι ταραχές έγιναν ιδιαίτερα σημαντικός τρόπος πάλης, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, και φαίνεται εύλογο να υποθέσουμε ότι αυτή η άρτι θεμελιωμένη σημαντικότητα είναι άμεσα σχετιζόμενη με την απουσία πιθανοτήτων για “κανονική”, ρυθμιζόμενη, παράγουσα ανάγκες και διεκδικητική εργασία “κορπορατίστικου” τύπου. Στις εξελίξεις που διαπλέκονται διαλεκτικά με αυτούς τους αγώνες, η αστυνομία ανέπτυξε, αυτή την περίοδο, όλο και περισσότερο καινούριες τακτικές καταστολής, που στόχευαν συγκεκριμένα τις φτωχές αστικές γειτονιές. Μπορεί κανείς να πει ακόμα και ότι οι ταραχές, και η καταστολή τους, έγιναν ένα είδος “ενδιάμεσου” με τον οποίον ρυθμίζονταν οι ταξικές σχέσεις στην απουσία του “κανονικού” τρόπου ρύθμισης που εξασκείται από την διαπραγμάτευση για τον μισθό κ.λπ. Δεν πρόκειται για διαστροφή: ιστορικά οι ταραχές έχουν προωθήσει διεκδικήσεις στις οποίες το κράτος έκανε παραχωρήσεις. Αυτό αποδείχτηκε αληθές το 2011, όπως αποδείχτηκε και το 1981· πιο πρόσφατα αποδείχτηκε στις ΗΠΑ, μετά τις ταραχές στο Ferguson18.

Στο Endnotes 3 ονομάσαμε την κοινωνική λογική του στιγματισμού που συνδέεται με τέτοιες εξελίξεις ως “αποκειμενοποίηση” [abjection] – μια έννοια δανεισμένη από το πρόσφατο βιβλίο της Imogen Tyler19 Revolting Subjects20 (Zed Books 2013). Εξαιτίας τής, κατά κάποιον τρόπο, αμφιλεγόμενης προέλευσής του, δεν συμπαθούσαμε ιδιαίτερα τον συγκεκριμένο όρο, ο οποίος, παρ’ όλα αυτά, φαινόταν αρκετά κατάλληλος σαν όνομα για κάποιες συγκεκριμένες προβληματικές με τις οποίες παλεύαμε21. Αυτό που είναι χρήσιμο είναι το γεγονός ότι ο όρος κατονομάζει ένα συγκεκριμένο είδος αφηρημένης δομής στην οποία κάτι είναι “απόβλητο”, σημαδεύτεται ως “ξεπεσμένο” ή “ενδεχομενικό” χωρίς, στην πραγματικότητα, όμως, να εξωτερικοποιείται. Η συνάφεια μιας τέτοιας δομής στο παρόν πλαίσιο πρέπει να είναι προφανής: οι αρχικά φυλετικοποιημένες κοινότητες που υπόκειντο στις μορφές καταπίεσης οι οποίες αναπτύχθηκαν αυτή την περίοδο, στιγματίζονται κοινωνικά ως πρόβλημα – ή ακόμα και ως ένα είδος απόρριψης από το υγιές σώμα της κύριας πολιτικής – χωρίς να εξωτερικοποιούνται στην πραγματικότητα με οποιαδήποτε έννοια είτε από την οικονομία είτε από το κράτος.

Η αστυνομική καταστολή καραδοκεί σε μεγάλο βαθμό στην άμεση εμπειρία της “αποκειμενοποίησης” με αυτή την έννοια, αλλά ο όρος έχει επίσης την πρόθεση να συλλάβει ευρύτερες κοινωνικές διαδικασίες, όπως οι ηθικιστικές εκστρατείες του αντιδραστικού τύπου ή η μόνιμη εμμονή των πολιτικών με διάφορα αποτυχημένα υποκείμενα του έθνους. Δεν πρόκειται για ασύνδετες στιγμές· αντίθετα, θα μπορούσαμε να επεξεργαστούμε συγκεκριμένες συνδέσεις μεταξύ όλων αυτών έτσι ώστε να δούμε ένα συγκεκριμένο κοινωνικο-πολιτικό σχήμα της καταπίεσης.

Η αποκειμενοποίηση φαίνεται ότι θα μπορούσε να σχετιστεί, με έναν διαμεσολαβημένο τρόπο, με την παραγωγή και διαχείριση ενός πλεονάζοντος πληθυσμού εκείνη την συγκεκριμένη ιστορική στιγμή της δεκαετίας του 1970, στο ξεκίνημα της αναδιάρθρωσης. Οι διαμεσολαβήσεις αυτές, όμως, χρειάζονται προσεκτική διαύγαση. Άλλωστε – αν και υπήρχε τουλάχιστον μια σημαντική αλληλεπικάλυψη – οι στιγματισμένες αστικές κοινότητες που αποτελούσαν τα “κύρια αποκείμενα” αυτού του καινούριου τύπου αστυνόμευσης, δεν αποτελούνταν, φυσικά, αποκλειστικά από εργάτες στα περιθώρια της βιομηχανικής απασχόλησης. Επιπλέον, καθώς η Βρετανία αποβιομηχανοποιούνταν και καθώς γενικότερες παγκόσμιες τάσεις στην παραγωγή πλεονάζοντος πληθυσμού άρχισαν να γίνονται αισθητές, ιδιαίτερα ως μια γενικευμένη αποσύνθεση της εργατικής τάξης, η συσχέτιση αυτών των χαρακτηριστικά φυλετικοποιημένων κοινοτήτων, με την ειδική λειτουργία ενός εφεδρικού στρατού εργασίας, κατέπιπτε. Η ανεργία γενικεύτηκε εξαιρετικά στην Βρετανική οικονομία, για να ξεπεραστεί, αργά, από μια εξαιρετικά ευέλικτη και επισφαλή αγορά εργασίας. Ενώ η σύνδεση των φυλετικοποιημένων περιθωρίων της εργατικής τάξης με έναν εφεδρικό στρατό μειωνόταν, η αστυνομική καταστολή ανέβαινε.

Αν η ανάπτυξη νέων τύπων καταστολής συνδέεται σε κάποιο βαθμό, αρχικά, με την διαχείριση ενός πλεονάζοντος πληθυσμού, αυτή η σύνδεση γίνεται όλο και πιο ισχνή καθώς προχωράμε στις δεκαετίες του 1980 και 1990. Μπορεί κανείς να μιλήσει για μια αναπτυσσόμενη “αυτοματοποίηση” του εργαλείου της καταπίεσης και των, σχετιζόμενων με αυτήν, λογικών στιγματισμού και φυλετικοποίησης. Με αυτό εννοούμε ότι ένα εργαλείο που, αρχικά, έμοιαζε να εφαρμόζεται συγκεκριμένα σε αμιγή, οικονομικά περιθωριοποιημένα κομμάτια της τάξης, αποσυνδέεται από αυτή την στενή λειτουργία. Αν και όσοι υπόκεινται σε αυτές τις διαδικασίες αποκειμενοποίησης φτάνουν να συμβολίζουν τα όρια της επιβεβαιώσιμης τάξης, αυτά τα όρια είναι στην πραγματικότητα ασταθή, μετατοπιζόμενα και ατελώς καθορισμένα. Γίνονται περισσότερο μια κοινωνικο-πολιτική ή, ίσως, κοινωνικο-πολιτισμική, παρά πολιτικο-οικονομική κατασκευή. Αν αυτό όντως ισχύει, είναι πολύ αμφισβητήσιμο ότι έχουμε οποιαδήποτε πιθανότητα να πετύχουμε κάπως στην κατασκευή του αντικειμένου αυτού του εργαλείου με καθαρούς πολιτικο-οικονομικούς όρους. Ποιος “αποκειμενικοποιείται” λοιπόν; Μπορούμε να απαντήσουμε προσωρινά και κάπως ταυτολογικά: εκείνοι/ες που προσδιορίζονται ως τέτοιοι/ες από το γεγονός ότι είναι το αντικείμενο αυτών των διαδικασιών καταστολής. Δεν υπάρχει συγκεκριμένο προϋπάρχον στίγμα ή κοινωνική κατηγοριοποίηση που πρέπει καθαυτή να σημαδεύει απαραίτητα ή αναπόφευκτα κάποιον/α ως αντικείμενο αυτών των διαδικασιών· κάτι που δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες που καταλήγουν να αναπαράγονται σε τέτοιες θέσεις. Η αποκειμενοποίηση σχετίζεται πολύ στενά – χωρίς να ταυτίζεται – με την φυλετικοποίηση.

Αν, κάποτε, οι μηχανισμοί της αποκειμενοποίησης μπορούσαν να σχετιστούν με μια συγεκριμένη λειτουργία στην κρατική διαχείριση των επισφαλών περιθωρίων της βιομηχανικής εργατικής τάξης, καθώς το αντικείμενο αυτής της διαχείρισης διαλύεται κοινωνικά, η ίδια αυτή η λειτουργία θα έμοιαζε να τίθεται εν αμφιβόλω. Αν κάτι είναι υπό “διαχείριση”, μέσω της αποκειμενοποίησης, δεν είναι πλέον αυτονόητο ακριβώς ποιο είναι αυτό, από ποιον, και με ποιο σκοπό. Έχουμε τυφλά κοινωνικά σχήματα στιγματισμού και καταπίεσης που είναι αρκετά γενικά και, συνεπώς, δεν μπορούν να ειδωθούν ως έργο μιας κάποιας συνωμοσίας. Και έχουμε, επίσης, τη συνεχιζόμενη λειτουργία τυποποιημένων δομών εξουσίας και καταπίεσης μέσα σε αυτά τα σχήματα, με την αστυνομία, τους πολιτικούς και τα ΜΜΕ να παίζουν σημαντικούς ενεργούς ρόλους – αν και, γενικά, ανταποκρινόμενοι εν μέρει στα πολύ πραγματικά (συν)αισθήματα των πολιτών. Στην πορεία μπορεί να γίνει αντιληπτό ένα καινούριο είδος “λειτουργίας”, καθώς η γενικευμένη ανασφάλεια της μετα-βιομηχανικής εργατικής δύναμης επιδεινώνεται από την εξασθένιση της αλληλεγγύης εδώ και οι άνθρωποι στρέφονται πολύ άμεσα ο ένας εναντίον του άλλου. Αλλά αυτό “δουλεύει” μόνο με μια διεστραμμένη έννοια: δεν είναι το προϊόν οποιουδήποτε σχεδίου ή πρόθεσης· είναι ένα εντελώς “παράλογο” αποτέλεσμα, αποτέλεσμα που, ωστόσο, αποδεικνύεται, τελικά, χρήσιμο, με κάποιους τρόπους, στο κεφάλαιο και το κράτος στον βαθμό που αποδυναμώνει περαιτέρω τους δυνητικούς ανταγωνιστές τους22.

Αν εδώ μιλάμε μάλλον για τα υποκείμενα της “αποκειμενοποίησης, παρά για “πλεονάζοντα πληθυσμό”, τι μπορούμε να πούμε για το αποκείμενο ως κοινωνικό υποκείμενο; Οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν όχι την δημιουργία μιας καινούριας μορφής κοινωνικού (ή δυνητικά, επαναστατικού) υποκειμένου αλλά μάλλον το πρόβλημα της ύπάρξης του οποιουδήποτε ταξικού υποκειμένου. Καθαυτό, αυτό που αποκειμενοποιείται θα έμοιαζε να είναι εξ ορισμού μη-επιβεβαιώσιμο, μη-ενοποιήσιμο, γιατί δεν έχει μια δική του (αφεαυτού) θετική ύπαρξη, αλλά είναι απλά η άρνηση κάποιου άλλου. Αυτοί/ές που αποκειμενοποιούνται δεν είναι τίποτα άλλο από το προλεταριάτο. Πιο συχνά από ό,τι όχι, είναι εργάτες, φοιτητές κ.λπ. Μόνο που είναι εργάτες, φοιτητές κ.λπ. που δαιμονοποιούνται, που πετιούνται έξω από την περίφραξη της κοινωνικής αξιοπρέπειας. Αυτές οι εξελίξεις αντιπροσωπεύουν προβλήματα της συγκρότησης ενός ενοποιημένου ταξικού υποκειμένου· πραγματικά, είναι άμεσες εκφράσεις της αποσύνθεσης της τάξης. Το αποκείμενο προβάλλεται ως ένα είδος οριακής έννοιας μιας επιβεβαιώσιμης κοινωνικής τάξης, σε μια λειτουργία κατά την οποία η ίδια η τάξη ορίζεται αρνητικά ως προς αυτό που έχει αποκειμενοποιηθεί. Το “Δεν είμαστε όπως αυτοί” αντικαθιστά το “εργάτες ενωμένοι ποτέ νικημένοι”. Και ως τέτοια, η αποκειμενοποίηση μπορεί να έχει μια κάπως κλασματοδιαστατική23 ποιότητα: δεν εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε μια κοινωνική ομάδα, αλλά εντός και ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, ανάλογα, σε κάποιον βαθμό, με το πού βρίσκεται κανείς στο κοινωνικό τοπίο. Πάντα υπάρχει κάποιος που είναι περισσότερο αποκειμενοποιημένος από σένα.

Αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να αποκτήσει (θετική) αξία ή να ειδωθεί ρομαντικά ή να προβληθεί ως μια θετική βάση για κάποιο μελλοντικό κοινωνικό υποκείμενο. Αν είναι μια φορά κατάρα να “καταντά” κανείς προλετάριος, τότε είναι δυο φορές το να αποκειμενοποιείται. Ούτε ο πλεονάζων πληθυσμός ούτε το αποκείμενο παρέχουν οποιαδήποτε έσχατη απάντηση στο πρόβλημα του επαναστατικού φορέα· εκφράζουν, αμφότερα, πτυχές αυτού του προβλήματος, και είναι από αυτό το πρόβλημα που πρέπει να ξεκινήσουμε. Αυτό που είναι καθαρό είναι ότι, όποιο σχήμα κι αν πάρει μια μελλοντική ενότητα της τάξης, δεν θα είναι κάποια που θα ηγεμονεύεται από την μορφή ενός εξελιγμένου βιομηχανικού εργάτη· αν και μοιάζει, εξίσου καθαρό, ότι ούτε κανένα “αποκείμενο” ή “πλεονάζον” υποκείμενο δεν μας προσφέρει καθαυτό μια προφανή εναλλακτική. Παρ’ όλα αυτά, θα εξακολουθούμε να ερχόμαστε αντιμέτωποι με το πρόβλημα, καθώς οι άνθρωποι που αγωνίζονται έχουν την τάση να συνθέτουν και να επεκτείνουν κάποιου είδους ενότητα για να μπορέσουν να προχωρήσουν μπροστά. Και οι συνδυαστικές διαδικασίες των αγώνων μπορούν να είναι ανεξάντλητα δημιουργικές.

1 Το παρόν άρθρο βασίζεται σε μια ομιλία που δόθηκε στο Βερολίνο στις αρχές του 2014. Επιχειρήματα στις ενότητες 2 και 3 αντλούν από το έργο του Aaron Benanav: A Global History of Unemployment, υπό έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Verso.

2 Ενώ στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, αυτό το δεύτερο τμήμα είναι στην πραγματικότητα η συντριπτική πλειοψηφία, ανάλογες διαιρέσεις και συγκρούσεις είναι επίσης εμφανείς.

3 Είναι εν μέρει εξαιτίας αυτού του λόγου, που οι πιο επισφαλείς θεωρούνται συχνά ως “άχρηστοι” με τον ένα ή τον άλλο τρόπο· ως upstart νεολαία, ως παράνομοι μετανάστες κ.ο.κ. Δείτε την ενότητα σχετικά με το αποκείμενο, στη συνέχεια.

4 Μαρξ, Κεφάλαιο, τομ. 1 (MECW 35) σελ. 634-635.

5 Μαρξ, Κεφάλαιο, τομ. 1 (MECW 35), σελ. 638-647.

6 Δείτε το “Αθλιότητα και Χρέος”, Endnotes 2, εκδ. φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, σελ.

7 Δεν θα πρέπει κανείς να αντιμετωπίζει την αμοιβαία αναπαραγωγή κεφαλαίου-εργασίας ωσάν να συλλαμβάνεται από ένα μοναδικό κοινωνικό “σύστημα”, έγκυρο σε κάθε επίπεδο και για κάθε έθνος-κράτος· το βασικό πλαίσιο ανάλυσης για τέτοια ζητήματα είναι απαραίτητα παγκόσμιο. Ούτε, όμως, μπορούμε φυσικά να σκεφτόμαστε με όρους ενός αδιαφοροποίητου παγκόσμιου επιπέδου: οι μεμονωμένες εθνικές οικονομίες πρέπει να συλλαμβάνονται διαφορικά εντός ενός παγκοσμίου επιπέδου. Συνεπώς, ο μεταπολεμικός διακανονισμός δεν ήταν, φυσικά, κάποια ομοιόμορφη παγκόσμια διευθέτηση: εφαρμόστηκε συγκεκιμένα στις Δυτικές βιομηχανοποιημένες χώρες, ενώ κάποιες ανάλογες διευθετήσεις μπορούν να γίνουν αντιληπτές στις χώρες του Ανατολικού μπλοκ (και, πράγματι, η πίεση για έναν τέτοιο διακανονισμό προερχόταν εν μέρει από την γεωπολιτική πόλωση ανάμεσα στα δυο αυτά μπλοκ). Αλλά στον βαθμό που αυτά τα μέρη στα οποία εφαρμόστηκε αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία του εκβιομηχανισμένου κόσμου, είναι εύλογο να σκεφτεί κανείς ότι αυτός ο “διακανονισμός” χαρακτηρίζει τη γενική φύση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων αυτής της εποχής. Η ουσιώδης φύση αυτού του διακανονισμού ήταν ότι το κράτος θα ρύθμιζε την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης από την οποία εξαρτάται το κεφάλαιο, καθώς οι μεμονωμένοι καπιταλιστές – που σχετίζονταν με αυτή την αναπαραγωγή αναγκαστικά ως μια εξωτερικότητα – ήταν ανίκανοι να την φροντίζουν οι ίδιοι.

8 Screamin’ Alice: “On the Periodisation of the Capitalist Class Relation”, (“Για την περιοδολόγηση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης”), SIC 1, Νοέμβριος 2011.

9 Βλέπε: Ching Kwan Lee: “Against the Law: Labour Struggles in China’s Rustbelt and Sunbelt, University of California, 2007.

10 Το γεγονός ότι αυτή η επιβράδυνση λαμβάνει χώρα σε ολόκληρο τον κόσμο – φυσικά, με κάποιες τοπικές εξαιρέσεις – είναι η ίδια μια απόδειξη κατά της θεωρίας μιας απλής μετατόπισης της ζήτησης από τη βιομηχανία στις υπηρεσίες.

11 Δεν αποτελούν υπηρεσίες όλα αυτά τα είδη εργασίας. Για παράδειγμα, η βιομηχανία ενδυμάτων απαιτούσε πάντα πολύ λεπτεπίλετη ραπτική δουλειά. Δουλειά που αποδείχτηκε δύσκολο να εκμηχανιστεί περισσότερο μετά την εφεύρεση των ραπτομηχανών, με αποτέλεμα να παραμένει ένας σημαντικός εργοδότης. Είτε αφορά προϊόντα είτε υπηρεσίες, ένα πράγμα παραμένει σταθερό: επειδή ο μισθός αποτελεί ένα τόσο μεγάλο μέρος του τελικού κόστους αυτών των αγαθών, αυτοί οι τομείς απασχολούν σε πολύ μεγάλο βαθμό γυναίκες, των οποίων η εργατική δύναμη μπορεί να βρεθεί στην αγορά εργασίας σε μια τιμή κάτω του μέσου όρου. Δες το: “Λογική του Φύλου”, Endnotes 3, φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015, για την σχέση ανάμεσα στο φύλο και την διαφοροποίηση στην τιμή της εργατικής δύναμης.

12 Mαρξ, Κεφάλαιο, τομ. 1 (ΜECW 35), σελ. 637.

13 Tο ποσοστό των υπηρεσιών στην απασχόληση είναι επίσης χαμηλότερο και στην Ιαπωνία, γύρω στο 70%.

14 Αυτό αληθεύει σε μικρότερο βαθμό σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, στις οποίες δεν υπάρχει βασικά κοινωνική προστασία, και όπου περισσότερο από το μισό της εργατικής δύναμης είναι συχνά “άτυπο”, και μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτού του πληθυσμού έχει την εμπειρία της κινητικότητας εντός ή εκτός του “τυπικού” τομέα της εργασίας.

15 Έχουμε συζητήσει αυτό το ζήτημα και πριν, σε σχέση με τις ταραχές στην Αγγλία το 2011. Δείτε και το κείμενο “Μια πλημμυρίδα σηκώνει όλες τις βάρκες”, Endnotes 3, φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, σελ. 118–19.

16 Ο ίδιος ο Μαρξ επεκτείνει αυτή την κατηγορία στα ορφανά και τους ηλικιωμένους!

17 Η παρατυπία διακρίνεται συνήθως από την παρανομία. Ο παγκόσμιος τομέας παράτυπης εργασίας περιλαμβάνει όλους εκείνους που δουλεύουν νόμιμα, αλλά χωρίς καμμιά προστασία, ή σε εταιρείες με λιγότερους από πέντε εργαζόμενους. Συνεπώς, δεν περιλαμβάνει όσους εργάζονται σε παράνομη σεξουαλική εργασία ή εμπλέκονται σε εμπόριο ναρκωτικών κ.λπ.

18 Δείτε το άρθρο “Brown vs. Ferguson”, στο παρόν 4ο τεύχος για μια ανάλυση.

19 Στμ. Η Imogen Tyler είναι θεωρητικός της κοινωνίας [social theorist] και κοινωνιολόγος, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ. Όπως λέει η ίδια στο ιστολόγιο https://socialabjection.wordpress.com το κύριο ενδιαφέρον της είναι οι ανισότητες και τα σύνορα “οποιουδήποτε είδους”.

20 Tyler, Revolting Subjects: Social Abjection and Resistance in Neoliberal Britain. H Tyler ανέπτυξε αυτή τη θέση ως μια γενικού σκοπού κατηγορία της ψυχο-κοινωνικής θεωρίας, μέσα από μια κριτική “αναμέτρηση” με τον Georges Bataille και την Julia Kristeva, παίρνοντας αποστάσεις, ιδιαίτερα, από την αντιδραστικές πολιτικές απόψεις της δεύτερης.

21 Χρησιμοποιήσαμε τον όρο abject ως όνομα για κάποιες εν μέρει ανάλογες – αλλά σε καμμιά περίπτωση ταυτόσημες – δομές, στο “Λογική του Φύλου”, επίσης στο ίδιο τεύχος (Endnotes 3).

22 Πραγματικά, από μια άλλη σκοπιά – αυτήν μιας υποτιθέμενης προλεταριακής ενότητας – μπορεί να δει κανείς αυτές τις εξελίξεις σαν ζήτημα καθαρής δυσλειτουργίας.

23 Στμ. Αποδίδονται και ως μορφοκλασματικές δομές (αγγλικά fractal): στα Μαθηματικά, τα φράκταλ ορίζονται ως απείρως αυτοόμοιες, επαναλαμβανόμενες μαθηματικές δομές με κλασματική διάσταση. Χαρακτηριστικά φράκταλ εμφανίζουν και αρκετές δομές στη φύση, χωρίς φυσικά τη δυνατότητα της άπειρης “μεγένθυσης”. Ο όρος επινοήθηκε από τον μαθηματικό Μάντελμπορτ το 1975.

Τι μπορούμε να καταλάβουμε μέχρι τώρα από τις διαδηλώσεις στο Ιράν;

αναδημοσίευση από το dndf.org

1. Φαίνεται ότι ξεκίνησαν σαν ένα πολιτικό σχέδιο/τέχνασμα των συντηρητικών (της φράξιας του Κράτους που είναι κοντά στον Ανώτατο Ηγέτη και τον Στρατό) με σκοπό να αναδείξουν τα οικονομικά δεινά του λαού ώστε να επιρρίψουν την ευθύνη γι’ αυτά στον εν ενεργεία πρόεδρο ο οποίος προέρχεται από την συντηρητική-φιλελεύθερη πτέρυγα των μεταρρυθμιστών (που είναι ως επί το πλείστον φιλελεύθεροι τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά). Φαίνεται ότι το σχέδιο έγινε μπούμερανγκ για τους εμπνευστές του καθώς στις διαδηλώσεις συντάχθηκε και πολύς άσχετος κόσμος στρέφοντάς τις τελικά σε διαδηλώσεις ενάντια σε ολόκληρο το πολιτικό κατεστημένο.

2. Μέχρι τώρα, τα κύρια συνθήματα που ακούγονται είναι τα παρακάτω: Ανεξαρτησία, Ελευθερία, η Ιρανική Δημοκρατία (ως μια κριτική παρατήρηση στο κύριο σύνθημα της επανάστασης του 1979 που ήταν Ανεξαρτησία, Ελευθερία, Ισλαμική Δημοκρατία)· ούτε Γάζα, ούτε Λίβανος, τη ζωή μου για το Ιράν· οι μάζες πρέπει να παρακαλάνε ενώ ο Ανώτατος ηγέτης κυβερνά ελέω Θεού· άλλα συνθήματα εναντίον των βασικών ηγετών της χώρας αλλά επίσης εναντίον και των παρεμβάσεων του Ιράν στην περιοχή· σποραδικά συνθήματα υπέρ του προτελευταίου βασιλιά του Ιράν, Ρεζά Σάχη (βασιλιάς του Ιράν από το 1925 μέχρι το 1941), αυτός στον οποίο κυρίως πιστώνεται η σφυρηλάτηση του σύγχρονου ιρανικού κράτους, και ο εκμοντερνισμός της χώρας πριν αναγκαστεί να παραιτηθεί από τον θρόνο με την Αγλλο-σοβιετική εισβολή στο Ιράν, και να αντικατασταθεί από τον γιο του (Ρεζά Παχλεβί).

3. Οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν στην Mashhad, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, και στη συνέχεια επεκτάθηκαν και σε άλλες πόλεις. Στην Τεχεράνη, την πρωτεύουσα, οι διαδηλώσεις είναι μέχρι στγμής “θηλυπρεπείς”, περιορισμένες κυρίως σε περιοχές γύρω από το Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης και έχοντας μια πιο έκδηλη/εμφανή πολιτική πλευρά, περιλαμβάνοντας κυρίως τους φοιτητές από διάφορα πανεπιστήμια της περιοχής. Το γεγονός ότι οι διαδηλώσεις συμβαίνουν σε πάρα πολλές πόλεις, ακόμα και μικρές, είναι η μεγαλύτερη αντίθεση σε σχέση με τις διαδηλώσεις που συνέβησαν το 2009 που ήταν περιορισμένες κυρίως στην Τεχεράνη και άλλες μεγάλες πόλεις.. Ο αριθμός των ανθρώπων που διαδηλώνουν είναι πολύ μικρότερος από αυτόν του 2009 και οι διαδηλώσεις έχουν εντονότερο οικονομικό χρώμα ενώ εκείνες του 2009 ήταν πιο πολιτικές.

4.Οι συντηρητικοί προσπαθούν να πουν ότι οι διαδηλώσεις ήταν και είναι κυρίως σχετικά με τις οικονομικές αδυναμίες της παρούσας κυβέρνησης και ότι λίγοι άνθρωποι εδώ κι εκεί που σχετίζονται με ξένες κυβερνήσεις έχουν προσπαθήσει να τις στρέψουν σε διαδηλώσεις ενάντια στο καθεστώς. Οι μεταρρυθμιστές αιφνιδιάστηκαν εντελώς, αρχικά ισχυρίστηκαν ότι οι διαδηλώσεις ήταν ένα σχέδιο των συντηρητικών που τους γλίστρησε μέσα από τα χέρια τους. Τώρα είναι πιο μετρημένοι στην ανάλυσή τους αλλά δεν έχουν καμμιά συγκεκριμένη ιδέα. Οι ΗΠΑ, το Ισραήλ και τα Σαουδικά κράτη δίνουν έμφαση μόνο στα συνθήματα εκείνα που στρέφονται εναντίον του καθεστώτος συνολικά, ιδιαίτερα εκείνα που κριτικάρουν τις τοπικές παρεμβάσεις/εμπλοκές κι εκείνα τα σπάνια συνθήματα που διακηρύσσουν μια επιστροφή στο προ-επαναστατικό μοναρχικό καθεστώς.

5. Η Επανάσταση του 1979 απέτυχε να σκεφτεί και να δημιουργήσει μεγάλο ποσοστό από το δυναμικό της και τις υποσχέσεις της, όμως υλοποίησε ένα πράγμα σίγουρα, δημιούργησε το μοναδικό ανεξάρτητο Κρατικό μηχανισμό στη Μέση Ανατολή, το μόνο Κράτος που η εσωτερική του πολιτική, όσο κακή κι αν είναι, δεν υπερκαθορίζεται από τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και τη Ρωσία. Αυτό το όφελος, που είναι πολύ σημαντικό, καθιστά παρ’ όλα αυτά γελοία την απόδοση υπερβολικής έμφασης στον ρόλο των ξένων κρατών στο τι συμβαίνει στο Ιράν. Το Ιράν του σήμερα είναι έναν ανεξάρτητο Κράτος, έχει ένα πολιτικό καθεστώς που μπορεί να καυχιέται ότι έχει την ικανότητα να αντιτίθεται στα σχέδια των ΗΠΑ σε άλλες χώρες της περιοχής. Αν σε μια τέτοια χώρα υπάρχουν άνθρωποι που παρ’ όλα αυτά δέχονται να γίνουν πράκτορες ξένων κρατών αυτό είναι ως επί το πλείστον λάθος του καθεστώτος. Είναι το καθεστώς που θα πρέπει να εξηγήσει τι στο καλό έκανε τις προηγούμενες τέσσερις δεκαετίες ώστε να υπάρχουν άνθρωποι σήμερα στο Ιράν που να δέχονται ίσως να γίνουν πράκτορες των εγκληματικών ΗΠΑ, του Ισραήλ ή των Σαουδικών κρατών ή να υπάρχουν άνθρωποι τόσο απελπισμένοι ώστε να επιθυμούν μια επιστροφή στην λίθινη εποχή της μοναρχίας των Παχλεβί. Είναι λάθος του καθεστώτος που μια επανάσταση που θα μπορούσε να έχει γίνει μια πηγή δικαιοσύνης σε ολόκληρη την περιοχή έχει αποτύχει τόσο πολύ στην εσωτερική του πολιτική οικονομία ώστε να υπάρχουν άνθρωποι διατεθιμένουν να φωνάζουν αξιολύπητα συνθήματα. Συνεπώς, αντί να αναφέρεται στην παρουσία ξένων δακτύλων στις διαδηλώσεις αυτές, να μιλά για την παρουσία διαδηλωτών που δεν διστάζουν να δουλέψουν γι’ αυτά τα ξένα κράτη, το καθεστώς θα έπρεπε να ντρέπεται για το ότι έχει δημιουργήσει μια χώρα στην οποία υπάρχουν άνθρωποι που δεν διστάζουν να δουλέψουν γι’αυτά τα τρία προαναφερθέντα εγκληματικά κράτη.

6. Οι διαδηλώσεις αυτές είναι πολύ πιθανόν να κατασταλλούν, και μάλιστα αρκετά γρήγορα θα έλεγα, αλλά το μεγαλύτερο επίτευγμά τους είναι ότι έχουν αποκαλύψει γυμνή την διανοητική χρεωκοπία των ρεφορμιστών εντός του Ιράν. Όταν το 2013 ο κοσμος ψήφισε για τον Ρουχανί, τον πραγματικό πρόεδρο, για τον οποίον όλοι ήξεραν ότι είναι το πιο συντηρητικό και νεοφιλελεύθερο στοχείο ανάμεσα στους μεταρρυθμιστές, ήξεραν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή, γιατί το καθεστώς είχε μπλοκάρει την κάθοδο στις εκλογές όλων των άλλων κύριων μεταρρυθμιστών υποψηφίων. Ο κόσμος (κι εγώ) τον ψηφίσαμε, παρ’ όλα αυτά, επειδή τότε ο κίνδυνος ενός πολέμου προερχόμενου από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ έμοιαζε μια πολύ μεγαλύτερη απειλή. Ελπίζαμε ακόμα, τότε, ότι ο Ρουχανί θα προχωρούσε όλο και περισσότερο προς τα πιο φιλελεύθερα και αριστερά στοιχεία μέσα στο κίνημα των μεταρρυθμιστών. Το γεγονός είναι ότι έκτοτε το ακριβώς αντίθετο συνέβη, με άλλα λόγια αντί ο Ρουχανί να κινηθεί προς τα αριστερά, οι υπόλοιποι μεταρρυθμιστές μετατοπίστηκαν τόσο πολύ προς τα δεξιά που δύσκολα υπάρχει οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα σ’ αυτούς και τον Ρουχανί. Για το δυναμικό μεταρρυθμιστικό κίνημα που ξεκίνησε το 1997, η παρούσα κατάστασή του είναι η πιο θλιβερή από όλα τα πιθανά σενάρια τέλους. Αυτές οι διαδηλώσεις ίσως είναι η τελευταία ευκαιρία του να παραμείνει σχετικό και να αφυπνιστεί.

7. Ένα τελευταίο σημείο σχετικά με τα αντι-ισλαμικά, μερικές φορές αντι-αραβικά συνθήματα. Αυτά τα συνθήματα είναι απεχθή και κανείς θα έπρεπε να τα καταδικάσει ανελέητα. Παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να έχουμε υπόψιν κάποια πράγματα: το μετεπαναστατικό Ιρανικό κράτος είναι ένα φανατικό φιλο-αραβικό κράτος, όλες οι ιστορικές μορφές που απολαμβάνουν σεβασμού στο σύγχρονο Ιράν είναι Άραβες, από τον προφήτη Μωάμεθ μέχρι τους υπόλοιπους. Μετά την επανάσταση το 1979 έγιναν ακόμα και προσπάθειες να αλλάξει η γλώσσα της χώρας στα αραβικά, αλλά απέτυχαν. Θυμάμαι, δυο χρόνια πριν, όταν είχα πάει πίσω στο Ιράν, ότι υπήρχε ένας εξέχων κληρικός που μιλούσε στην εθνική τηλεόραση σχετικά με το ιδρυτικό κείμενο της σύγχρονης περσικής γλώσσας, που είναι το “Βιβλίο των Βασιλέων” (Shahnameh του Ferdowsi). Έλεγε ότι αν ο Ferdowsi δεν είχε γράψει αυτό το “σκατένιο” κείμενο (που τυχαίνει να είναι από τα απόλυτα αριστουργήματα της επικής ποίησης), θα μιλούσαμε σήμερα, και φυσικά, τη γλώσσα του Κορανίου. Ποιος γνωρίζει οποιαδήποτε άλλη χώρα στην οποία μια προεξάρχουσα μορφή του Κράτους θα μιλούσε με τέτοιο τρόπο για το πιο πολύτιμο κείμενο της γλώσσας της χώρας; Το γεγονός είναι ότι η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, ακόμα κι αν προάγει αμείλικτα μια θρησκευτική πολιτική βασισμένη στο Σιιτικό Ισλάμ στο Ιράν και στην περιοχή, έχει υπάρξει, με όρους ταυτοτήτων, το περισσότερο μη-ταυτοτιστικό Κράτος στον κόσμο. Το Κράτος ανοιχτά περιφρονεί και περιγελά το προ-ισλαμικό παρελθόν του Ιράν, σε τέτοιο βαθμό που υπάρχουν μοναδικές ιστορικές τοποθεσίες που χρονολογούνται εδώ και χιλιάδες χρόνια, ππυ έχουν εγκαταλειφθεί εδώ κι εκεί στο Ιράν, χωρίς κανείς να τα φροντίζει. Ο πραγματικός Ανώτατος ηγέτης του Ιράν προέρχεται από την Αζαρική (τουρκική) εθνότητα. Ακόμα και οι διακρίσες εις βάρος των Κούρδων και των Βαλούχων του Ιράν σχετίζονται με το γεγονός ότι αυτές οι δυο εθνότητες είναι Σουνίτες. Ένας σιίτης Κούρδος ή Βαλούχος στο σύγχρονο Ιράν δεν θα τα κατάφερνε χειρότερα από ό,τι οι άλλοι Ιρανοί. Αν προσθέσουμε σ’ αυτό το γεγονός ότι ο Σαντάμ Χουσείν επιτέθηκε στο Ιράν με μια ανοιχτά παναραβική ατζέντα, ένας πόλεμος που προκάλεσε τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων Ιρανών, ένα πόλεμος που υποστηρίχτηκε εντελώς από την πλειοψηφία των αραβικών κρατών (με το κράτος της Συρίας να αποτελεί μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις), μπορούμε να σχηματίσουμε μια καλλίτερη εικόνα του γιατί είμαστε μάρτυρες τέτοιων απεχθών αντιαραβικών συναισθημάτων στο Ιράν. Ελπίζω αυτά τα συναισθήματα να εξαφανιστούν, αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν εκφράζουν μια εδραιωμένη εχθρότητα προς τους Άραβες. Μάλλον είναι παραπλανημένες και χωρίς γνώση αντιδράσεις απέναντι σε μια υπερβάλλουσα πολιτική του ιρανικού κράτους. Τελειώνοντας, αν ένα πράγμα αξίζει σχετικά με το προ-ισλαμικό παρελθόν του Ιράν, ιδιαίτερα τον πιο αγαπητό αντιπρόσωπό του, την εποχή του Κύρου, του θεμελιωτή της αυτοκρατορίας των Αχαμενιδών, είναι η ξεχωριστή πολυπολιτισμικότητά της, το γεγονός ότι το Κράτος, για μια περίοδο, σταμάτησε να είναι ένα εθνικό Κράτος (όπως συνέβαινε, μέχρι τότε, να είναι η νόρμα παντού), και σεβάστηκε τις πολιτισμικές διαφορές των διαφόρων εθνοτήτων. Αυτοί οι αποπροσανατολισμένοι μαλάκες που φωνάζουν αυτά τα συνθήματα εναντίον άλλων εθνοτήτων στο Ιράν και αλλού, αναφερόμενοι όλοι στον Κύρο, θα έπρεπε να ξέρουν ότι κάνοντας κάτι τέτοιο στερούν από την ιστορία του Ιράν μια από τις πιο σημαντικές συνεισφορές της στην ανθρώπινη ιστορία, δηλαδή ότι δημιούργησε, για πρώτη φορά όπως φαίνεται, στην ιστορία ένα μη-εθνικό Κράτος· ντροπή σας, λοιπόν, κι εσάς!