Μια παγκόσμια ματιά στην καταστολή: η απεργία στις φυλακές και η εβδομάδα αλληλεγγύης στους αναρχικούς φυλακισμένους

των CrimethInc1

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, βρίσκεται σε εξέλιξη μια, πρακτικά χωρίς προηγούμενο, απεργία στις φυλακές, θέτοντας καινούρια προηγούμενα για τον συντονισμό μεταξύ αγώνων στις φυλακές και κέντρα κράτησης και για την αλληλεγγύη από όσους είναι έξω από τα κάγκελα. Εν τω μεταξύ, η εβδομάδα 23-30 Αυγούστου είναι η έκτη ετήσια εβδομάδα παγκόσμιας αλληλεγγύης με τους φυλακισμένους αναρχικούς, στην οποία αναρχικοί σε ολόκληρο τον κόσμο συντονίζουν τους αγώνες αλληλεγγύης ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες και ηπείρους. Πιστεύουμε πολύ έντονα ότι κάθε κρατούμενος είναι πολιτικός κρατούμενος, και ότι ο καλλίτερος τρόπος να υποστηρίξουμε τους φυλακισμένους αναρχικούς είναι να οικοδομήσουμε ένα κίνημα ενάντια στο ίδιο το σωφρονιστικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα. Την ίδια στιγμή, η εβδομάδα παγκόσμιας αλληλεγγύης είναι μια εξαιρετική ευκαιρία να ενημερωθούμε από τους συντρόφους μας από άλλα σημεία του κόσμου σχετικά με τις διαφορετικές στρατηγικές καταστολής που διάφορες κυβερνήσεις εφαρμόζουν σήμερα και πώς να τις αντιμετωπίσουμε.

Στο κείμενο που ακολουθεί, θα εξερευνήσουμε σύγχρονα μοντέλα καταστολής που στοχεύουν αναρχικούς σ’ ολόκληρο τον κόσμο και μερικούς από τους τρόπους που κινήματα έχουν απαντήσει. Κοιτώντας σ’ αυτόν τον μικρόκοσμο του τρόπου με τον οποίον λειτουργεί η καταστολή σε σχέση με τον ευρύτερο πληθυσμό μπορεί να μας δώσει έναν τρόπο να καταλάβουμε την αλληλεγγύη στους κρατούμενους ως ένα μέρος των ευρύτερων αγώνων ενάντια στις φυλακές με στόχο την ελευθερία για όλους. Ως αναρχικοί, στοχεύουμε να αναλύσουμε τις κατασταλτικές τακτικές του κράτους ώστε να αναπτύξουμε καλλίτερες πρακτικές ασφάλειας, να οικοδομήσουμε διεθνείς συνδέσεις και να βελτιώσουμε τις ικανότητές μας στην αλληλοϋποστήριξη και την φροντίδα μεταξύ μας.

Κύματα καταστολής, 2017-2018

Οι δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα έχουν δει μια σταθερή εντατικοποίηση της καταστολής κατευθυνόμενης στους αναρχικούς και τους συντρόφους τους. Μερικά από τα πιο γνωστά παραδείγματα των λίγων προηγούμενων χρόνων περιλαμβάνουν την υπόθεση Tarnac στη Γαλλία, μια έρευνα για την “τρομοκρατίας” που ξεκίνησε το 2008 και ολοκληρώθηκε φέτος με την πλήρη αθώωση όλων των κατηγορουμένων· τις επιχειρήσεις Pandora, Piñata, και Pandora 2 στην Ισπανία, που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2014 και τελείωσε φέτος· η υπόθεση Scripta Manent στην Ιταλία, από το 2017· η επιχείρηση Fenix στην Δημοκρατία της Τσεχίας, από την άνοιξη του 2015· τις εφόδους που η αστυνομία έχει διεξαγάγει σε ολόκληρη την Ευρώπη μετά τη μάχη του Αμβούργου το καλοκαίρι του 2017· την υπόθεση εμπρησμών για τους τρεις της Βαρσοβίας στην Πολωνία, 2016-2017· και τη μαζική καταστολή στις Ηνωμένες Πολιτείες ως αποτέλεσμα της κατάληψης του Standing Rock και την αντίσταση στην ορκομωσία του Τραμπ, με την τελευταία αυτή υπόθεση να κλείνει τον Ιούλιο που μόλις μας πέρασε. Είμαστε επίσης μάρτυρες της συνεχιζόμενης καταστολής από το δικτατορικό καθεστώς στη Λευκορωσία όπως και στη Ρωσία, πιο πρόσφατα με την υπόθεση του “Δικτύου”.

Σε ολόκληρο τον κόσμο, τα κράτη και οι αστυνομίες τους επιλέγουν από την ίδια “ποικιλία” τακτικών για να επιτύχουν τον ίδιο σκοπό. Οι συγκεκριμένες επιλογές που κάνουν μπορεί να ποικίλουν ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο, αλλά η “εργαλειοθήκη” και οι θεμελιώδεις στόχοι είναι οι ίδιοι.

Για παράδειγμα, τα ίδια υπολογιστικά προγράμματα χρησιμοποιούνται σε αρκετές διαφορετικές χώρες για να ασκούν λογοκρισία στο διαδίκτυο. Σε μερικές χρησιμοποιούνται μόνο για να κλείνουν μερικούς ιστότοπους ενώ αλλού μπλοκάρουν ένα πολύ ευρύ πεδίο περιεχομένου· αλλά οι ίδιες αρχές είναι επί τω έργω και στις δυο περιπτώσεις και το μόνο που απαιτείται ώστε η πρώτη περίπτωση να γίνει η δεύτερη είναι οι αρχές να επιλέξουν μερικά επιπλέον κουτάκια στο κατασταλτικό λογισμικό. Το ίδιο ισχύει και για άλλες μορφές αστυνομικής καταστολής. Αυτό δείχνει με ποιο τρόπο η διαφορά ανάμεσα σε μια υποτιθέμενα ανεκτική φιλελεύθερη δημοκρατία και σε μια αυταρχική δικτατορία είναι ποσοτική και όχι ποιοτική.

Όταν μια αστυνομία αναπτύσσει μια καινούρια στρατηγική ή αρχίζει να εφαρμόζει μια ειδική τακτική πιο συχνά σε ένα σημείο του κόσμου, αυτές συχνά διαδίδονται και σε άλλες αστυνομικές αρχές σε ολόκληρο τον κόσμο. Για παράδειγμα, μπορούμε να συνδέσουμε τις διάφορες περιπτώσεις παγιδεύσεων στις ΗΠΑ – Eric McDavid, David McKay, Bradley Crowder, Matthew DePalma, τους 3 του NATO 3, τους 5 του Cleveland – και την περίπτωση της επιχείρησης Fenix στην Δημοκρατία της Τσεχίας, αργότερα, στις οποίες διάφοροι προβοκάτορες πράκτορες [agents provocateurs] προσπάθησαν να παρασύρουν/δελεάσουν άτομα στον σχεδιασμό μιας επίθεσης σε ένα στρατιωτικό τραίνο και να επιτεθούν σε μια ομάδα εκκενώσεων της αστυνομίας με βόμβες μολότωφ. Αρχικά, η Επιχείρηση Fenix είχε σχεδιαστεί σαν μια εκστρατεία ενάντια στο Δίκτυο Επαναστατικών Πυρήνων [Network of Revolutionary Cells], ένα δίκτυο που είχε αναλάβει την ευθύνη για μια σειρά εμπρησμών κατά αστυνομικών και καπιταλιστικών στόχων· τελικά, έκλεισε σαν μια ανεπιτυχής προσπάθεια να στιγματιστούν οι αναρχικοί και να αποκατασταθεί η νομιμοποίηση της τσέχικης αστυνομίας στα μάτια του κοινού.

Ανάλογα, μπορούμε επίσης να κατανοήσουμε την Επιχείρηση Fenix στο πλαίσιο δεκάδων προσπαθειών της αστυνομίας στην Ιταλία, τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Ισπανία και αλλού να δημιουργήσει ένα προηγούμενο τρομοκρατικών υποθέσεων συνομωσίας με τις οποίες να δυσφημίσει και να φυλακίσει αναρχικούς. Κοιτώντας τες μεμονωμένα, η δίκη Μarini στην Ιταλία, η υπόθεση των 9 της Tarnac, οι επιχειρήσεις Pandora και Piñata, και η Επιχείρηση Fenix δεν είναι τίποτα άλλο από μπερδεμένα παραδείγματα εισαγγελικών υπερβάσεων. Αλλά όταν τις δούμε ως τμήμα ενός παγκόσμιου προτύπου με το οποίο οι κατασταλτικές δυνάμεις του κράτους προσπαθούν να βρουν μια καινούρια μέθοδο για να εξουδετερώσουν τα δίκτυα που συνδέουν δημοφιλή κοινωνικά κινήματα, τότε μπορούμε να αναγνωρίσουμε αυτό που όλες έχουν κοινό. Σ’ αυτό το πλαίσιο, γίνεται επίσης φανερό πώς η τακτική της Ρωσικής αστυνομίας να βασανίζει συλληφθέντες ώστε να υπογράφουν ψευδείς ομολογίες θα μπορούσε να επεκταθεί σε άλλες χώρες, αν δεν κινηθούμε άμεσα για να τις δημοσιοποιήσουμε. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό να υιοθετήσουμε μια παγκόσμια προσέγγιση στη μελέτη των κρατικών στρατηγικών καταστολής.

Αναπτυσσόμενη διεθνής αστυνομική συνεργασία

Σε ολόκληρο τον κόσμο, οι αστυνομικές δυνάμεις συνεργάζονται περισσότερο από ποτέ. Η καταστολή σε ολόκληρη την έκταση της Ευρώπης καταδεικνύει την συνεργασία των αστυνομικών αρχών και την εφαρμογή στην πράξη των αντιτρομοκρατικών και αντιεξτρεμιστικών νόμων.

Η πρόσφατη ληστεία τράπεζας στο Άαχεν της Γερμανίας το απεικονίζει παραστατικά: ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το μοίρασμα πληροφοριών μεταξύ των αστυνομικών αρχών και η εντατικοποίηση της συνεργασίας μεταξύ διαφόρων δικαστικών αρχών στον απόηχο δυο απαλλοτριώσεων τραπεζών το 2013 και το 2014. Η ισπανική και η γερμανική αστυνομία συνεργάστηκαν στη λήψη του DNA των υποτιθέμενων δραστών, οι οποίοι και καταδικάστηκαν για τη ληστεία της Pax Bank, της τράπεζας της Καθολικής Εκκλησίας.

Μπορούμε να δούμε επίσης ενδείεξεις αυτής της τάσης στην τελευταία υπόθεση που σχετίζεται με την εκστρατεία SHAC (Stop Huntingdon Animal Cruelty), που είχε σαν στόχο τον κρατούμενο αυτή τη στιγμή αγωνιστή για την απελευθέρωση των ζώων Sven van Hasselt. Έξι ευρωπαϊκά κράτη συνεργάστηκαν για τη σύλληψή του.

Βλέπουμε επίσης τις αστυνομίες σε διάφορες χώρες να ανταλλάσουν εκπαιδευτικά προγράμματα και εμπειρία σε μια πιο οργανωμένη βάση. Για παράδειγμα, το Κολλέγιο της Ευρωπαϊκής Αστυνομίας (CEPOL) οργάνωσε ένα σεμινάριο για την τρομοκρατία στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 2012, στο οποίο οι ιταλικές αρχές πρόσφεραν μια σε βάθος επισκόπιση τηων κατασταλτικών μέτρων που έχουν χρησιμοποιήσει ενάντια στο ανατρεπτικό αναρχικό κίνημα. Το Γραφείο της Ευρωπαϊκής Αστυνομίας (EUROPAL) δημοσιεύει μια ετήσια έκθεση, την “Έκθεση για την Κατάσταση και τις Τάσεις στην Τρομοκρατία” (Terrorism Situation and Trend Report, TE-SAT), στην οποία μπορεί να βρει κανείς ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στην υποτιθέμενη αριστερή και αναρχική “τρομοκρατία”. Αυτό το είδος συνεργασίας έχει αποκτήσει ώθηση και σε άλλες περιοχές, όπως στο Κέντρο Πληροφοριών και Καταστάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Union Intelligence and Situation Center, SitCen)· τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεργάζονται επίσης στο νομικό επίπεδο μέσω θεσμών όπως η Eurojust.

Κυβερνήσεις στον παγκόσμιο Βορρά εξοπλίζουν και εκπαιδεύουν τακτικά κράτη στον παγκόσμιο Νότο στην χρήση των τεχνολογιών τους και την εφαρμογή των καρασταλτικών τους στρατηγικών. Για παράδειγμα, η Γερμανίας και το Ισραήλ πλούτισαν πουλώντας εξοπλισμό στη Βραζιλία ενόψει του παγκοσμίου κυπέλλου ποδοσφαίρου του 2014. Σε ένα ακραίο παράδειγμα αυτού, η Μεγάλη Βρετανία προσπαθεί τώρα να δώσει ως υπεργολαβία τη φυλάκιση στην Αφρική, χτίζοντας μια καινούρια πτέρυγα φυλακών στη Νιγηρία. Όλα αυτά αποτελούν πολύ καλούς λόγους για να συνδέσουμε τους αγώνες μας.

Ο Λόγος περί Τρομοκρατίας και η Νομοθεσία

Οι νόμοι και η ρητορική ενάντια στον “εξτρεμισμό” και την “τρομοκρατία” είναι μερικά από τα πιο ισχυρά σύγχρονα εργαλεία για την ποινικοποίηση και την απονομιμοποίηση των κοινωνικών αγώνων. Πολλά κράτη ανέπτυξαν αντιτρομοκρατικούς νόμους ως αποτέλεσμα της προηγούμενης γενιάς των πολιτικών κινημάτων όπως οι Βασκικές αυτονομιστικές ομάδες στην Ισπανία ή η Φράξια Κόκκινος Στρατός (Red Army Faction, RAF) στη Γερμανία τη δεκαετία του 1970. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό μπορεί να καθιστά τον πλαίσιο της “τρομοκρατίας” κάπως ξεπερασμένο όταν έχουμε να κάνουμε με τα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα, που συνήθως δεν έχουν τυπικές ιεραρχίες όπως η RAF.

Η κύρια λειτουργία του πλαισίου για την “τρομοκρατία” είναι η νομιμοποίηση της αναστολής των νομικών δικαιωμάτων, ώστε να δώσει τη δύναμη στην αστυνομία να εφαρμόζει μια χωρίς όρια επιτήρηση, επ’ αόριστον κράτηση χωρίς κατηγορίες ή δίκη, πλήρη απομόνωση στη φυλακή, βασανιστήρια – όλες τις τακτικές που κάποτε χρησιμοποιούνταν για τη διατήρηση των αποικιοκρατικών καθεστώτων, των μοναρχιών και των δικτατοριών. Μετά τις 11 Σεπτεμβρίου 2001 και την προκήρυξη του αποκαλούμενου “πολέμου στον τρόμο”, αντιτρομοκρατικοί νόμοι έχουν αναβαθμιστεί σε ολόκληρο τον κόσμο ώστε να καταστήσουν αυτές τις τακτικές διαθέσιμες για την καταστολή οποιουδήποτε που μπορεί πιθανόν να απειλήσει τη σταθερότητα της τάξης που βασιλεύει.

Αυτός είναι ο λόγος που οι περισσότερες φιλελεύθερες ευρωπαϊκές δημοκρατίες μπορούν να συμφωνούν με τις αρχές μιας ουσιαστικά δικτατορίας όπως η Ρωσία του Πούτιν ότι το ίδιο νομικό πλαίσιο θα έπρεπε να εφαρμόζεται ενάντια τόσο στους αναρχικούς που υπερασπίζονται το κοινό ενάντια στην αστυνομική βία όσο και τους φονταμενταλιστές που πραγματοποιούν επιθέσεις σε τυχαίους πολίτες για το Ισλαμικό Κράτος. Αυτές οι δυο περιπτώσεις δεν έχουν τίποτα κοινό σε όρους τακτικής ή στόχων· το μόνο πράγμα που τις συνδέει είναι ότι αμφότερες αμφισβητούν την συγκεντρωτική εξουσία της κυρίαρχης κυβέρνησης.

Καταστολή: μια διεθνής γλώσσα με τοπικές διαλέκτους

“Βρες αυτό στο οποίο οποιοιδήποτε άνθρωποι θα υποταχθούν σιωπηρά και έχεις τα ακριβές μέτρο του άδικου και του λάθους που θα τους επιβληθεί”, Frederick Douglass.

Υπάρχουν κάποιες καινούριες εξελίξεις στο πεδίο της κρατικής καταστολής. Για παράδειγμα, βλέπουμε μια ραγδαία ανάπτυξη των κατασταλτικών τακτικών στη Ρωσία στην περίπτωση της υπόθεσης “Δίκτυο”, στην οποία πολλοί ακτιβιστές έχουν απαχθεί, απειληθεί, χτυπηθεί και βασανιστεί με ηλεκτροσόκ, κρεμασμένοι ανάποδα και άλλες μεθόδους. Χρησιμοποιώντας αυτές τις τακτικές, οι μπάτσοι των ρωσικών δυνάμεων ασφαλείας (της FSB, διαδόχου της KGB) έχουν εξαναγκάσει συλληφθέντες να υπογράψουν ψευδείς ομολογίες που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μιας κατασκευασμένης ομάδας που αποκαλείται “το Δίκτυο” και η οποία υποτίθεται ότι εκτελούσε τρομοκρατικές επιθέσεις στη διάρκεια των προεδρικών εκλογών τον Μάρτιο του 2018 και το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου της FIFA. Αυτές οι τακτικές δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα φόβου, απομόνωσης και αβεβαιότητας στη Ρωσία, καθιστώντας πολύ δύσκολη την κινητοποίηση των αλληλέγγυων.

Η καινοτομία εδώ έγκειται στην χρήση βασανιστηρίων για την επιβεβαίωση ενός “τρομοκρατικού δικτύου” που έχει εφευρεθεί από το κράτος. Ο βασανισμός δεν είναι κάτι καινούριο για τους αναρχικούς και άλλους κρατούμενους στις μετα-σοβιετικε χώρες· παραμένει ένα από πιο ισχυρά εργαλεία στο πλαίσιο ενός ποινικού συστήματος του οποίου η διαφορά είναι περιβόητη και το οποίο είναι εξαιρετικά ανεκτικό προς την αστυνομία, παρέχοντάς της ακόμα μικρότερη νομική εποπτεία από αυτήν που ασκείται στην αστυνομία χωρών όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες. Το πλαίσιο στη Ρωσία και τη Λευκορωσία ξεχωρίζουν στο ότι και στις δυο περιπτώσεις το κράτος είναι ανοιχτά αυταρχικό, χωρίς να διστάζει να καταστέλλει βίαια ακόμα και τις πιο βασικές μορφές έκφρασης όπως το άνοιγμα πανώ σε δημόσιους χώρους.

Προς το παρόν, αυτή η στρατηγική φαίνεται να έχει αποτελέσματα στη Ρωσία και τη Λευκορωσία αλλά, μακροπρόθεσμα, η ωμή καταστολή καθιστά τις αρχές ευάλλωτες σε ξαφνικά ξεσπάσματα καταπιεσμένου [pent-up] θυμού. Στη Λευκορωσία, για παράδειγμα, παρά την τεράστια πίεση από την αυταρχική κυβέρνηση, οι αναρχικοί ήταν στην πρώτη γραμμή ενός από τα πιο δυνατά κοινωνικά κινήματα του 2017.

Σε αντιδιαστολή, στις “Δυτικές” χώρες, βλέπουμε πιο νομικίστικες στρατηγικές καταστολής, όπως υπερβολικά υψηλές εγγυήσεις και ακραίους όρους αποφυλάκισης που λειτουργούν απομονώνοντας και κατευνάζοντας τα άτομα μέσω της παραίτησης/μεταμέλειας [attrition]. Αυτό αντιπροσωπεύει λεπτότερες μορφές καταστολής που είναι περισσότερο αποδεκτές κοινωνικά σε όσους αρέσκονται να πιστεύουν ότι είναι πολίτες μιας δημοκρατίας. Μια ερευνητική έκθεση της αστυνομίας περιέγραψε την καταστολή της εκστρατείας SHAC σαν μια διαδικασία “αποκεφαλισμού της ηγεσίας” που επιτεύχθηκε μέσω μεγάλων ποινών φυλάκισης και εξοντωτικών εγγυήσεων και περιορισμών μετά την αποφυλάκιση που στόχευαν στην απόλυτη απομόνωση των ατόμων από τα κινήματά τους.

Η συνεργασία των αστυνομιών μεταξύ διαφορετικών ευρωπαϊκών κρατών δεν παίρνει πάντα την ίδια μορφή. Για παράδειγμα, ενώ διάφορα συνέδρια στην Ελλάδα, την Ιταλία και τη Γερμανία διεξάγονται με θέμα την αναρχική “τρομοκρατία” και “εξτρεμισμό”, χώρες που έχουν την εμπειρία λιγότερων μαχητικών δράσεων και μικρότερη λαϊκή “ανησυχία”, εφαρμόζουν διαφορετικές προσεγγίσεις. Πολλές χώρες διεξάγουν συναντήσεις των υπηρεσιών πληροφοριών με το πρόσχημα/μεταμφίεση ακαδημαϊκών ερευνών στη “μελέτη του εξτρεμισμού και της τρομοκρατίας”, ώστε να καταγράψουν την παρουσία συγκεκριμένων ιδεών ή τακτικών. Αυτό ήταν φανερό στην Τσεχία, όπου τέτοιες μελέτες χρησιμοποιήθηκαν για να αναλυθεί το τοπικό αναρχικό κίνημα. Για παράδειγμα, παρά την έλλειψη οποιωνδήποτε αποδείξιμων συνδέσεων με την FAI/FRI ή τη Συνομωσία Πυρήνων της Φωτιάς, πρόσφατες αναρχικές δράσεις στην Τσεχία από το Δίκτυο Επαναστατικών Πυρήνων περιγράφηκαν και επέσυραν κατηγορίες κυρίως μέσω ακαδημαϊκών και αστυνομικών ερευνών/μελετών που τις παρουσίαζαν ως μια επίδειξη/εμφάνιση των προηγούμενων ομάδων.

Μαθαίνοντας από πετυχημένες εκστρατείες υποστήριξης

Μαθαίνουμε χίλιες φορές περισσότερα από την ήττα παρά από τη νίκη”. Ed Mead, μέλος της Ταξιαρχίας George Jackson και των Αντρών ενάντια στον Σεξισμό, επί πολλά χρόνια κρατούμενος και ομοφυλόφιλος αγωνιστής της ελευθερίας [liberationist].

Δεν είναι εύκολο να μετρήσουμε την αποτελεσματικότητα της καταστολής. Μια κατασταλτική εκστρατεία θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι πετυχημένη αν οι στόχοι καταδικάζονται με μακροχρόνιες ποινές – ή αν το κίνημα με το οποίο σχετίζονται ουσιαστικά διαιρούνται, κατευνάζονται ή καταστρέφονται – ή αν οι κοινωνικοί αγώνες στους οποίους εμπλέκεται το κίνημα συμβιβάζονται ή γίνονται αντικείμενο ιδιοποίησης [co-opted].

Με αυτή την έννοια, για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Επιχείρηση Fenix ήταν ανεπιτυχής γιατί οι ποινικές κατηγορίες που ασκήθηκαν δεν είχαν αποτέλεσμα. Όμως, η τσέχικη αστυνομία μπόρεσε να συλλέξει μια τεράστια ποσότητα δεδομένων για το αναρχικό κίνημα στην Τσεχία – και παρά το ότι απέτυχε να κερδίσει την υπόθεση κατά των εναγομένων, πέτυχε να ενσταλλάξει αντιτρομοκρατική ρητορική και “αντι-εξτρεμιστική” αίσθημα στον δημόσιο λόγο. Παρ’ όλα αυτά, όμως, οι αναρχικοί στην Τσεχία κέρδισαν σημαντική υποστήριξη από ολόκληρο τον κόσμο, κάτι πολύ σημαντικό για ανθρώπους που ήταν πίσω από τα σίδερα, απομονωμένοι και φορτωμένοι με κατηγορίες για “εξτρεμισμό”.

Μια από τις πιο εμπνευστικές πρόσφατες εκστρατείες υποστήριξης ήταν η υπεράσπιση των συλληφθέντων για την υπόθεση “J20” [δηλαδή, από τα γεγονότα στη διάρκεια της τελετής ορκομωσίας του Τραμπ στις 20 Ιανουαρίου 2016] στις ΗΠΑ, μια υπόθεση που τελείωσε με μια σχεδόν ολοκληρωτική ήττα του κράτους. Μπορούμε να δούμε ένα ακόμα τέτοιο παράδειγμα πηγή έμπνευσης, κάτω από πολύ λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες στην εκστρατεία ενάντια στην συνεχιζόμενη υπόθεση “τρομοκρατίας” για το “Δίκτυο” στη Ρωσία, για την οποία οι γονείς των κατηγορουμένων έχουν δημιουργήσει ένα “Δίκτυο Γονιών” υποστήριξης των παιδιών τους και αντίθεσης στο απολυταρχικό καθεστώς.

Αναλαμβάνοντας την άμυνα του κινήματος

Η καταστολή συχνά επιβάλλει απομόνωση και άλλες κακουχίες. Καθένας είναι μοναδικός αλλά, γενικά, όσοι βρίσκονται στο άκρο που δέχεται την καταστολή χρειάζονται μερικά κοινά πράγματα: οικονομική και συναισθηματική υποστήριξη, υποστήριξη για τις οικογένειες και τους φίλους των κατηγορουμένων, ασφαλή ή τουλάχιστον αξιόπιστα κανάλια επικοινωνίας, δημοσιότητα σχετικά με την υπόθεση και – το σπουδαιότερο απ’ όλα – συνέχιση του αγώνα.

Διαφορετικές ομάδες μπορούν να παίξουν διαφορετικούς ρόλους στον αγώνα ενάντια στην καταστολή. Υπάρχουν ομάδες που σχηματίζονται για να αντιδράσουν στα κατασταλτικά χτυπήματα, όπως η εκστρατεία για την υποστήριξη των κατηγορουμένων της υπόθεσης J20, ή η Solidarat Rebel, που διαχέει πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση της ληστείας τράπεζας στο Άαχεν, ή η πρωτοβουλία Antifenix, που προάγει την ανάλυση και την αντίσταση ενάντια στην Επιχείρηση Fenix στην Τσεχία. Αυτά τα εγχειρήματα είναι πολύ σημαντικά γιατί ανταποκρίνονται σε μια άμεση και επείγουσα ανάγκη για υποστήριξη. Υπάρχουν επίσης ομάδες που διατηρούν συνεπείς και μακροχρόνιες μορφές οργάνωσης ενάντια στην καταστολή, όπως ο Αναρχικός Μαύρος Σταυρός (Anarchist Black Cross, ABC). Ο Αναρχικός Μαύρος Σταυρός είναι ένα διεθνές δίκτυο αναρχικών ομάδων, με ιστορία ενός αιώνα, που εμπλέκονται στην πρακτική αλληλεγγύη προς τους φυλακισμένους.

Μπορούμε να εργαστούμε σε αρκετά επίπεδα για να αντισταθούμε στην καταστολή. Μπορούμε να ενισχύσουμε την εγρήγορση σχετικά με την σκοπιμότητα της κουλτούρας ασφάλειας και των διαφορετικών τακτικών καταστολής ώστε να προετοιμαστούμε για την αναπόφευκτη απάντηση του κράτους στις προσπάθειές μας για έναν καλλίτερο κόσμο. Μπορούμε επίσης να συγκεντρώνουμε υλικούς πόρους – μαζεύοντας χρήματα για την πληρωμή των νομικών εξόδων και άλλων σχετικών εξόδων όπως έξοδα μετακίνησης καθώς και για την υποστήριξη των φυλακισμένων στη διάρκεια της ποινής τους και μετά την αποφυλάκισή τους. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την οργάνωση εκδηλώσεων συλλογής χρημάτων ή ακόμα και την αναζήτηση οικονομικών δωρεών με άλλους τρόπους. Το πιο σημαντικό, πρέπει να δίνουμε φροντίδα και συναισθηματική υποστήριξη σε όσους στοχοποιεί η καταπίεση και σε αυτούς που τους υποστηρίζουν.

Τέλος, μπορούμε να διαδίδουμε πληροφόρηση σχετικά με νομικές υποθέσεις και φυλακισμένους καθώς και σχετικά με το πώς να κάνουμε υποστηρικτική δουλειά μέσα από διάφορα κανάλια μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων ιστότοπων, φυλλαδίων, ηχογραφημένων εκπομπών, βιβλίων, speaking tours και κοινωνικών δικτύων, τόσο εικονικών όσο και πραγματικών. Για παράδειγμα, αυτό το zine, που έχουν συνθέσει διάφορες ομάδες του Αναρχικού Μαύρου Σταυρού (ABC) από ολόκληρη την Ευρώπη εισάγει τις βασικές αρχές της οργάνωσής του.

Πρέπει να κατανοήσουμε τις προσπάθειές μας για την υποστήριξη συγκεκριμένων φυλακισμένων ως μέρος ενός πολύ ευρύτερου αγώνα ενάντια στις ίδιες τις φυλακές. Αν οργανωνόμαστε ήδη σε αλληλεγγύη με τους φυλακισμένους γενικά, οι αναρχικοί κρατούμενοι θα είναι σε πολύ καλλίτερη θέση. Αυτό σημαίνει να υποστηρίζουμε την οργάνωση των φυλακισμένων, να δρούμε σε αλληλεγγύη έξω από τις φυλακές όταν οι φυλακισμένοι εξεγείρονται και να διαχέουμε έναν δημοφιλή λόγο που ταυτοποιεί όλα όσα ο καθένας θέλει να “κερδίσει” από την διάλυση του βιομηχανο-σωφρονιστικού συμπλέγματος.

Από μια εβδομάδα αλληλεγγύης στην κατάργηση κάθε φυλακής

Οι αναρχικοί μάχονται στις πρώτες γραμμές του αγώνα ενάντια στην κοινωνία-φυλακή μαζί με άλλους φτωχούς, έγχρωμους, αυτόχθονες και οποιονδήποτε άλλο στοχοποιείται από το σωφρονιστικό σύστημα σε ολόκληρο τον κόσμο.

Η έκτη ετήσια εβδομάδα αλληλεγγύης με τους αναρχικούς φυλακισμένους είναι μια από τις πολλές ευκαιρίες να συνδέσουμε όλους αυτούς τους διαφορετικούς αγώνες, επιδιώκοντας να θέσουν ένα παράδειγμα γι’ αυτό με το οποίο μπορεί να μοιάζει η μακροπρόθεσμη συντονισμένη αντικατασταλτική δουλειά. Η ημέρα της έναρξης της εβδομάδας είναι η επέτειος της εκτέλεσης των Σάκο και Βαντσέτι, δυο Ιταλών αναρχικών, το 1927. Καταδικάστηκαν με ελάχιστες ενδείξεις, τιμωρούμενοι πάνω απ’ όλα για τις αναρχικές τους απόψεις.

Οι αναρχικοί δεν είναι πάντα ο κύριος στόχος του κράτους, το οποίο κατά προτεραιότητα επιτίθεται σε ανθρώπους Αφρικανικής καταγωγής, μετανάστες, Μουσουλμάνους και άλλες εθνικές ομάδες στο άκρο της άσκησης της αποικιοκρατικής βίας. Παρ’ όλα αυτά, είναι σχεδόν πάντα κάπου μέσα στη λίστα των στόχων επειδή οι αξίες τους και οι δράσεις τους απειλούν την ηγεμονία του κράτους. Η φυλακή είναι η κόλλα που κρατά τον καπιταλισμό, την πατριαρχία και τον ρατσισμό ενωμένους. Καθώς αγωνιζόμαστε για μια κοινωνία βασισμένη στην συνεργασία, την αμοιβαία βοήθεια, την ελευθερία και την ισότητα, αναπόφευκτα ερχόμαστε σε σύγκρουση με την αστυνομία και το σύστημα των φυλακών. Ας οικοδομήσουμε ένα ευρύ κίνημα ενάντια τους.

Όσο υπάρχουν φυλακές, οι πιο θαρραλέοι, ευαίσθητοι και όμορφοι ανάμεσά μας θα καταλήξουν σ’ αυτές, και οι πιο θαρραλέοι, ευαίσθητοι και όμορφοι από τους υπόλοιπους δεν θα είναι προσβάσιμοι. Καθένας από μας μπορεί να βρεθεί φυλακισμένος. Κανείς δεν είναι πραγματικά ελεύθερος μέχρι να είμαστε όλοι ελεύθεροι.

Περισσότερο διάβασμα

Till All Are Free – το δίκτυο που οργανώνει την Διεθνή Εβδομάδα Αλληλεγγύης με τους Αναρχικούς Φυλακισμένους

Repression Patterns in Europe

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://crimethinc.com/2018/08/28/taking-a-global-view-of-repression-the-prison-strike-and-the-week-of-solidarity-with-anarchist-prisoners.

Especifismo: Η αναρχική πράξις της οικοδόμησης λαϊκών κινημάτων και επαναστατικής οργάνωσης

του Adam Weaver1

Πρωτοδημοσιευμένο στο The Northeastern Anarchist #11 την άνοιξη του 2006, το “Especifismo: The Anarchist Praxis of Building Popular Movements and Revolutionary Organization” άνοιξε καινούριους δρόμους ως το πρώτο εισαγωγικό άρθρο στα αγγλικά στην έννοια του Especifismo. Αν και σύντομο και περιορισμένο στη στόχευσή του, έχει έκτοτε γίνει ένα στάνταρ εισαγωγικό κείμενο που έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και χρησιμοποιείται πλέον από λατινοαμερικάνικες πολιτικές οργανώσεις. Το άρθρο βασίζεται σε μια αρχική μετάφραση και ανταλλαγές ανάμεσα στον Βραζιλοαμερικάνο αναρχικό Pedro Ribeiro αλλά από την έκδοσή του έχουν μεταφραστεί και άλλα κείμενα που έχουν βαθύνει και εμπλουτίσει την κατανόηση του Especifismo, τέτοια όπως το θεωρητικό κείμενο, από το 1972, της Αναρχικής Ομοσπονδίας της Ουρουγουάης (Federación Anarquista Uruguaya) Huerta Grandeκαι η μπροσούρα (με αρκετά κεφάλαια) Social Anarchism and Organizationτης Αναρχικής Ομοσπονδίας του Ρίο ντε Τζανέιρο (Federação Anarquista do Rio de Janeiro, FARJ).

Σε ολόκληρο τον κόσμο η ανάμειξη των αναρχικών στα μαζικά κινήματα καθώς και η ανάπτυξη συγκεκριμένα αναρχικών οργανώσεων είναι σε άνοδο. Αυτή η τάση βοηθά τον αναρχισμό να ξαναποκτήσει βασιμότητα σαν μια δυναμική πολιτική δύναμη μέσα στα κινήματα, και υπό αυτό το πρίσμα, ο Εspecifismo, μια έννοια που γεννήθηκε πριν από σχεδόν 50 χρόνια από τις εμπειρίες των αναρχικών στη Νότια Αμερική, αποκτά ρεύμα σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν και πολλοί αναρχικοί ίσως είναι εξοικειωμένοι με αρκετές από τις ιδέες του Especifismo, θα πρέπει να οριστεί σαν μια πρωτότυπη συνεισφορά στην αναρχική σκέψη και πρακτική.

Η πρώτη οργάνωση που προήγαγε την έννοια του Especifismo – την εποχή εκείνη περισσότερο μια πρακτική παρά μια αναπτυγμένη ιδεολογία – ήταν η Αναρχική Ομοσπονδία της Ουρουγουάης (Federación Anarquista Uruguaya, FAU), που ιδρύθηκε το 1956 από αναρχικούς αγωνιστές που αγκάλιασαν την ιδέα μιας οργάνωσης η οποία ήταν συγκεκριμένα αναρχική. Επιβιώνοντας από τη δικτατορία στην Ουρουγουάη, η FAU αναδύθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 για να θεμελιώσει επαφές και να επηρεάσει άλλους αναρχικούς επαναστάτες στη Νότιο Αμερική. Η δουλειά της FAU βοήθησε στην υποστήριξη της ίδρυσης της Federação Anarquista Gaúcha (FAG), της Federação Anarquista Cabocla (FACA) και της Federação Anarquista do Rio de Janeiro (FARJ), στις αντίστοιχες περιοχές της Βραζιλίας καθώς και της αργεντίνικης οργάνωσης Auca (“Επαναστάτης).

Αν και οι βασικές ιδέες του Especifismo θα εξηγηθούν στη συνέχεια του άρθρου, μπορούν να συνοψιστούν στα εξής τρία σαφή και περιεκτικά σημεία:

  1. Την ανάγκη για συγκεκριμένα αναρχικές οργανώσεις, χτισμένες γύρω από την ενότητα ιδεών και πράξης.

  2. Την χρήση της συγκεκριμένα αναρχικής οργάνωσης για τη θεωρητικοποίηση και την ανάπτυξη στατηγικής πολιτικής και οργανωτικής δουλειάς.

  3. Ενεργή εμπλοκή σε και στην οικοδόμηση αυτόνομων και λαϊκών κοινωνικών κινημάτων, που περιγράφεται ως η διαδικασία της “κοινωνικής εισχώρησης”.

Μια σύντομη ιστορική αναδρομή

Αν και ήρθαν στο προσκήνιο του λατινοαμερικάνικου αναρχισμού μέσα στις λίγες πρόσφατες δεκαετίες, οι εγγενείς ιδέες στον Especifismo αγγίζουν ένα ιστορικό νήμα στο διεθνές αναρχικό κίνημα. Το πιο γνωστό ρεύμα είναι σίγουρα το ρεύμα της Πλατφόρμας, που ξεκίνησε με τη δημοσίευση της “Οργανωτικής Πλατφόρμας για τους Ελευθεριακούς Κομμουνιστές”. Αυτό το κείμενο γράφτηκε το 1926 από το πρώην ηγέτη του αγροτικού στρατού Νέστορ Μάχνο, την Ida Mett2 και άλλους μαχητές της ομάδας Dielo Trouda (Εργατική Υπόθεση), με βάση την ομώνυμη εφημερίδα (Skirda, 192-213). Εξόριστοι της Ρώσικης Επανάστασης, η βασισμένη στο Παρίσι ομάδα Dielo Trouda άσκησε κριτική στο αναρχικό κίνημα γοα την έλλειψη οργάνωσης, που απέτρεψε μια ενορχηστρωμένη απάντηση στις μηχανοραφίες των Μπολσεβίκων για την μετατροπή των σοβιέτ των εργατών σε όργανα μονοκομματικής εξουσίας. Η εναλλακτική που πρότειναν ήταν μια “Γενική Ένωση Αναρχικών” βασισμένη στον Αναρχοκομμουνισμό, η οποία θα πάλευε για “θεωρητική και τακτική ενότητα” και θα εστίαζε στην ταξική πάλη και τα συνδικάτα.

Άλλες παρόμοιες περιπτώσεις ιδεών περιλαμβάνουν τον “Οργανωτικό Δυισμό”, που αναφέρεται σε ιστορικά κείμενα του ιταλικού αναρχικού κινήματος της δεκαετίας του 1920. Οι Ιταλοί αναρχικοί χρησιμοποιούσαν αυτόν τον όρο για να περιγράψουν την εμπλοκή των αναρχικών τόσο ως μελών μιας αναρχικής πολιτικής οργάνωσης όσο και ως μαχητών του εργατικού κινήματος (FdCA). Στην Ισπανία, η ομάδα “Φίλοι του Ντουρούτι” ξεπήδησε σαν μια προσπάθεια αντίστασης στην σταδιακή αντιστροφή της πορείας της Ισπανικής Επανάστασης του 1936 (Guillamon). Στο “Για μια Φρέσκια Επανάσταση” μιμούνται μερικές από τις ιδέες της Πλατφόρμας, κριτικάροντας τον σταδιακό ρεφορμισμό της CNT-FAI και την συνεργασία της με τη Δημοκρατική κυβέρνηση, συμμετοχή που ισχυρίζονται ότι συνέβαλε στην ήττα των αντιφασιστικών και επαναστατικών δυνάμεων. Επίσης οργανώσεις με σημαντική επιρροή στο Κινεζικό αναρχικό κίνημα της δεκαετίας του 1910, όπως η Wuzhengfu-Gongchan Zhuyi Tongshi Che (“Ένωση των Αναρχικών-Κομμουνιστών Συντρόφων”) υποστήριζαν παρόμοιες ιδέες (Krebs). Ενώ αυτά τα διαφορετικά ρεύματα έχουν το καθένα διαφορετικά χαρακτηριστικά που αναπτύχθηκαν από τα κινήματα και τις χώρες από τις οποίες προέρχονται, όλα μοιράζονται ένα κοινό νήμα που διασχίζει κινήματα, εποχές και ηπείρους.

Εξηγώντας περισσότερο τον Especifismo

Οι οπαδοί του Εspecifismo προτάσσουν τρεις κινητήριες δυνάμεις στην πολιτική τους, οι δυο πρώτες εκ των οποίων είναι στο επίπεδο της οργάνωσης. Αναδεικνύοντας την ανάγκη για μια συγκεκριμένα αναρχική οργάνωση χτισμένη γύρω από μια ενότητα ιδεών και πράξης, οι Especifists διατυπώνουν εγγενώς την ένστασή τους στην ιδέα μιας σύνθεσης επαναστατικών οργανώσεων ή πολλαπλών ρευμάτων αναρχικών με μια χαλαρή ενότητα. Χαρακτηρίζουν αυτή τη μορφή οργάνωσης σαν την:

εναγώνια αναζήτηση της αναγκαίας ενότητας των αναρχικών στο σημείο που η ενότητα προτιμάται με οποιοδήποτε κόστος, μπροστά στον φόβο να διακινδυνέψει θέσεις, ιδέες και προτάσεις μερικές φορές ασυμφιλίωτες. Το αποτέλεσμα αυτού του τύπου ενότητας είναι ελευθεριακές κολλεκτίβες χωρίς τίποτα ιδιαίτερα κοινό εκτός από το να θεωρούν όλοι τον εαυτό τους αναρχικούς” (En La Calle).

Ενώ αυτές οι κριτικές έγιναν αντικείμενο επεξεργασίας από τους Νοτιοαμερικάνους Especifistas, οι εμπειρίες που οι Βορειοαμερικάνοι αναρχικοί έχουν προσφέρει στο ζήτημα της οργανωτικής σύνθεσης είναι της έλλειψης οποιασδήποτε συνοχής εξαιτίας των πολλαπλών, αντιφατικών πολιτικών τάσεων. Συχνά η βασική συμφωνία της ομάδας καταλήγει σε μια ασαφή πολιτική του “ελάχιστου κοινού παρονομαστή”, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για ενιαία δράση ή για μια προχωρημένη πολιτική συζήτηση ανάμεσα σε συντρόφους.

Χωρίς μια στρατηγική που να απορρέει από κοινή πολιτική συμφωνία, οι επαναστατικές οργανώσεις είναι δεσμευμένες μια υπόθεση αντιδραστισμού ενάντια στις αδιάλλειπτες εκδηλώσεις της καταπίεσης και της αδικίας και ένας κύκλος άκαρπων δράσεων που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, με ελάχιστη ανάλυση ή κατανόηση των συνεπειών τους (Featherstone κ.α.). Επιπλέον, οι Especifistas ασκούν κριτική σ’ αυτές τις τάσεις για το ότι παρακινούνται από αυθορμητισμό και ατομισμό και έλλειψη καθοδήγησης στη σοβαρή, συστηματική δουλειά που χρειάζεται η οικοδόμηση επαναστατικών κινημάτων. Οι λατινοαμερικάνοι επαναστάτες προβάλλουν ότι οργανώσεις που στερούνται προγράμματος

που αντιστέκονται σε οποιαδήποτε πειθαρχία ανάμεσα στους αγωνιστές, που αρνούνται να “προσδιορίσουν τον εαυτό τους” ή να “ταιριάξουν”…[είναι] απευθείας απόγονοι του αστικού φιλελευθερισμού, [που] αντιδρούν μόνο σε ερεθίσματα, μπαίνουν στον αγώνα μόνο στις στιγμές της αποκορύφωσής του, αρνούμενες να δουλέψουν με συνέχεια, ιδιαίτερα τις στιγμές της σχετικής ηρεμίας ανάμεσα στους αγώνες” (En La Calle).

Συγκεκριμένη έμφαση στην πράξη του Especifismo δίνεται στον ρόλο της αναρχικής οργάνωσης, σχηματισμένης στη βάση μιας κοινής πολιτικής ως ενός χώρου για την ανάπτυξη κοινής στρατηγικής και αναστοχασμού πάνω στην οργανωτική δουλειά της ομάδας. Υποστηριζόμενη από την συλλογική υπευθυνότητα στα σχέδια και τη δουλειά της οργάνωσης, οικοδομείται ανάμεσα στα μέλη και τις ομάδες μια εμπιστοσύνη για μια βαθιά και υψηλού επιπέδου συζήτηση της δράσης τους. Αυτό επιτρέπει στην οργάνωση να δημιουργήσει μια συλλογική ανάλυση, να αναπτύξει άμεσους και μακροπρόθεσμους στόχους και να αναστοχάζεται και να αλλάζει τη δουλειά της με βάση τα μαθήματα που αποκτιούνται και τις περιστάσεις.

Από αυτές τις πρακτικές και από τη βάση των ιδεολογικών τους αρχών, οι επαναστατικές οργανώσεις θα έπρεπε να επιδιώκουν να δημιουργήσουν ένα πρόγραμμα που θα καθορίζει τους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους τους και να εργάζονται για τους μακροπρόθεσμους σκοπούς τους:

Το πρόγραμμα πρέπει να προέρχεται από μια αυστηρή ανάλυση της κοινωνίας και της συσχέτισης των δυνάμεων που είναι μέρος της. Θα πρέπει να έχει σαν θεμέλιο την εμπειρία της πάλης των καταπιεσμένων και των προσδοκιών και επιδιώξεών τους και από αυτά τα στοιχεία θα πρέπει να θέτει τους στόχους και τα καθήκοντα που θα πρέπει να ακολουθήσει η επαναστατική οργάνωση ώστε να πετύχει όχι μόνο στον τελικό στόχο της αλλά και στους ενδιάμεσους (En La Calle).

Το τελευταίο, αλλά κομβικό, σημείο στην πρακτική του Especifismo, είναι η ιδέα της “κοινωνικής εισχώρησης” [“social insertion”]. Απορρέει από την πεποίθηση ότι οι καταπιεσμένοι είναι το πιο επαναστατικό κομμάτι της κοινωνίας, και ότι ο σπόρος του μελλοντικού επαναστατικού μετασχηματισμού βρίσκετα ήδη σ’ αυτές τις τάξεις και κοινωνικές ομάδες. Η “κοινωνική εισχώρηση” σημαίνει την συμμετοχή των αναρχικών στους καθημερινούς αγώνες των καταπιεσμένων και εργαζόμενων τάξεων. Δεν σημαίνει να δρα κανείς εντός των μονοθεματικών εκστρατειών υποστήριξης που βασίζονται στη συμμετοχή των αναμενόμενων παραδοσιακών πολιτικών ακτιβιστών, αλλά μάλλον να δρα εντός των κινημάτων εκείνων που θέλουν να καλλιτερέψουν τις ίδιες τις συνθήκες ζωής τους, που συνευρίσκονται όχι πάντα εξαιτίας αποκλειστικά υλικών αναγκών, αλλά και εξαιτίας κοινωνικά και ιστορικά ριζωμένων αναγκών αντίστασης στις επιθέσεις του κράτους και του καπιταλισμού. Αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν τ εργατικά κινήματα βάσης, κινήματα των κοινοτήτων των μεταναστών που απαιτούν ένα καθεστώς νομιμοποίησης, οργανώσεις γειτονιάς που αντιστέκονται στη βαρβαρότητα και τις δολοφονίες από την αστυνομία, αγώνες των φοιτητών-εργατών ενάντια στις περικοπές δαπανών και αντίστασης των φτωχών και άνεργων στις εξώσεις και τις διακοπές των δημόσιων υπηρεσιών.

Μέσα από τους καθημερινούς αγώνες, οι καταπιεσμένοι γίνονται μια συνειδητή δύναμη. Η τάξη-καθεαυτή ή μάλλον οι τάξεις-καθεαυτές (ορισμένες πέρα από την αναγωγιστική ταξική οπτική του αστικού βιομηχανικού προλεταριάτου, για να συμπεριλάβουμε όλες τις ομάδες καταπιεσμένων που έχουν ένα υλικό διακύβευμα σε μια καινούρια κοινωνία), φτιάχνουν τη διάθεσή τους, δοκιμάζονται και αναδημιουργούνται μέσα από αυτούς τους καθημερινούς αγώνες για τις άμεσες ανάγκες σε τάξεις-διεαυτές. Με άλλα λόγια, αλλάζουν από κοινωνικές τάξεις και ομάδες που υπάρχουν αντικειμενικά και από το γεγονός των κοινωνικών σχέσεων, σε κοινωνικές δυνάμεις. Συνενούμενες μέσα από οργανικές μεθόδους και πολλές φορές από την ίδια την αυτοοργανωτική συνοχή τους, γίνονται παράγοντες με αυτογνωσία, με επίγνωση της δύναμής τους, της φωνής τους και της εσωτερικής τους νέμεσης: των αρχουσών ελίτ που απέκτησαν τον έλεγχο πάνω στις δομές εξουσίας της σύγχρονης κοινωνικής τάξης.

Παραδείγματα κοινωνικής εισχώρησης που παραθέτει η FAG είναι οι επιτροπές γειτονιάς σε αστικά χωριά (που αποκαλούνται Popular Resistance Committees, Λαϊκές Επιτροπές Αντίστασης), η οικοδόμηση συμμαχιών με απλά μέλη του κινήματος MST των ακτημόνων εργατών στις αγροτικές περιοχές, και ανάμεσα σε συλλέκτες σκουπιδιών και ανακυκλώσιμων υλικών. Εξαιτίας των υψηλών επιπέδων προσωριμής και επισφαλούς απασχόλησης, υποαπασχόλησης και ανεργίας στην Βραζιλία, ένα σημαντικό ποσοστό της εργατικής τάξης δεν επιβιώνει πρωτίστως μέσω της μισθωτής εργασίας αλλά, μάλλον, μέσω δουλειών ανάγκης και της “άτυπης” οικονομίας όπως ευκαιριακή δουλειά στις οικοδομές, πωλήσεις στους δρόμους ή τη συλλογή σκουπιδιών και ανακυκλώσιμων υλικών. Μέσα από αρκετά χρόνια δουλειάς, η FAG έχει οικοδομήσει ισχυρές σχέσεις με τους συλλέκτες σκουπιδιών στις πόλεις, που ονομάζονται catadores. Μέλη της FAG τους έχουν υποστηρίξει στη δημιουργία της δικής τους εθνικής οργάνωσης που εργάζεται για την κινητοποίησή τους σχετικά με τα συμφέροντά τους σε εθνικό επίπεδο και για την συγκέντρωση χρημάτων για το άνοιγμα μιας συλλογικά διαχειριζόμενης επιχείρησης ανακύκλωσης3.

Η ιδέα του Especifismo για τη σχέση των ιδεών με το λαϊκό κίνημα είναι ότι δεν θα πρέπει να επιβάλλεται μέσω μιας ηγεσίας, μέσω μιας “μαζικής γραμμής” ή μέσω των διανοούμενων. Οι αναρχικοί μαχητές δεν πρέπει να προσπαθούν να μετακινήσουν τα κινήματα στο να διακηρύσσουν μια “αναρχική” θέση αλλά πρέπει, αντίθετα, να εργάζονται για την διατήρηση της αναρχικής τους ώθησης· με άλλα λόγια, την φυσική τους τάση για αυτοοργάνωση και μαχητικού αγώνα για τα συμφέροντά τους. Αυτό υποθέτει την προοπτική ότι τα κοινωνικά κινήματα θα φτάσουν στη δική τους λογική δημιουργίας της επανάστασης, όχι όταν φτάσουν απαραίτητα ως ολότητα το σημείο να αυτοπροσδιοριστούν ως “αναρχικοί”, αλλά όταν ως ολότητα (ή τουλάχιστον μια μεγάλη πλειοψηφία) φτάσουν να συνειδητοποιήσουν την ίδια την ισχύ τους και την ασκήσουν στην καθημερινή τους ζωή, με έναν τρόπο που συνειδητά υιοθετεί τις ιδέες του αναρχισμού. Ένας επιπρόσθετος ρόλος των αναρχικών μαχητών μέσα στα κινήματα, σύμφωνα με τους Especifistas, είναι η διαχείριση των ποικίλων πολιτικών ρευμάτων που θα υπάρχουν σ’ αυτά και να πολεμούν ενεργά τα τυχοδιωκτικά στοιχεία της αντίληψης της πρωτοπορείας και των εκλογικών πολιτικών.

Ο Especifismo στο πλαίσιο του νοτιοαμερικάνικου και του δυτικού αναρχισμού

Μέσα στις σημερινές τάσεις του οργανωμένου και επαναστατικού Βορειοαμερικάνικου και Δυτικού αναρχισμού, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η έμπνευση και η επιρροή της Πλατφόρμας έχουν την μεγαλύτερη επίδραση στην πρόσφατη άνθιση των ταξικών αναρχικών οργανώσεων σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Πολλοί βλέπουν την Πλατφόρμα σαν ένα ιστορικό ντοκουμέντο που μιλά για τις οργανωτικές αποτυχίες του αναρχισμού στον προηγούμενο αιώνα μέσα στα παγκόσμια επαναστατικά κινήματα και ωθούνται να ορίσουν τον εαυτό τους ως δρώντες εντός τηνς “παράδοσης της Πλατφόρμας”. Με δεδομένο αυτό, τα ρεύματα του Especifismo και την Πλατφόρμας αξίζει να συγκριθούν και να αντιπαρατεθούν.

Οι συγγραφείς της Πλατφόρμας ήταν βετεράνοι παρτιζάνοι της Ρώσικης Επανάστασης. Βοήθησαν στην καθοδήγηση ενός αντάρτικου αγροτών ενάντια στους δυτικοευρωπαϊκούς στρατούς και αργότερα ενάντια στους Μπολσεβίκους στην Ουκρανία, ο λαός της οποίας είχε μια ιστορία ανεξάρτητη από αυτήν της Ρώσικης Αυτοκρατορίας. Οπότε οι συγγραφείς της Πλατφόρμας μίλησαν σίγουρα με βάση μια πλούσια εμπρειρία και το ιστορικό πλαίσιο μιας από τις κυριότερες μάχες της εποχής τους. Αλλά το κείμενο αποτέλεσε μια μικρή πρόοδο μόνο σε σχέση με την πρόταση της ενοποίησης των αναρχικών που συμμετείχαν στην ταξική πάλη, και είναι αξιοσημείωτα σιωπηλό σε σχέση με την ανάλυση ή την κατανόηση των πολυάριθμων κομβικών ερωτημάτων που αντιμετώπιζαν οι επαναστάτες εκείνη την περίοδο, όπως η καταπίεση των γυναικών και η αποκιοκρατία.

Ενώ οι περισσότερες οργανώσεις με αναρχο-κομμουνιστικό προσανατολισμό ισχυρίζονται ότι έχουν επηρεαστεί σήμερα από την Πλατφόρμα, αναδρομικά μπορούμε να δούμε αυτό το κείμενο σαν μια αιχμηρή δήλωση που αναδύθηκε μέσα από τον βάλτο στον οποίο βρέθηκε μεγάλο τμήμα του αναρχισμού μετά τη Ρώσικη Επανάσταση. Ως ένα ιστορικό εγχείρημα. Η πρόταση και βασικές ιδέες της Πλατφόρμας απορρίφθηκαν από τις ατομικιστικές τάσεις στο αναρχικό κίνημα και δεν κατανοήθηκαν σωστά εξαιτίας του γλωσσικού φράγματος όπως ισχυρίζονται κάποιοι (Skirda, 186), ή δεν έφτασαν ποτέ υποστηρικτικά στοιχεία ή οργανώσεις που θα έπρεπε να είχαν ενωθεί γύρω από το κείμενο. Το 1927, η ομάδα της Dielo Trouda φιλοξένησε όντως ένα μικρό διεθνές συνέδριο υποστηρικτών στη Γαλλία, το οποίο όμως διακόπηκε γρήγορα από τις αρχές.

Συγκριτικά με αυτό, η πράξις του Especifismo είναι μια ζωντανή, αναπτυγμένη πρακτική και, δικαιολογημένα, μια πολύ πιο συναφής και σύγχρονη θεωρία, που αναδύεται από 50 χρόνια αναρχικής οργάνωσης. Προερχόμενες από τον νότιο κώνο της Λατινικής Αμερικής, αλλά με την επίδρασή της να διαδίδεται παντού, οι ιδέες του Especifismo δεν πηγάζουν από οποιαδήποτε έκκληση ή ένα μοναδικό κείμενο, αλλά βγαίνουν οργανικά από κινήματα στον παγκόσμιο Νότο που είναι στην πρωτοπορεία του αγώνα ενάντια στον διεθνή καπιταλισμό και θέτουν παραδείγματα για κινήματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Σχετικά με την οργάνωση, οι υποστηρικτές του Especifismo καλούν για μια πολύ βαθύτερη βάση της αναρχικής οργάνωσης από την “θεωρητική και τακτική ενότητα” της Πλατφόρμας, καλούν για ένα στρατηγικό πρόγραμμα βασισμένο στην ανάλυση που καθοδηγεί τις πράξεις των επαναστατών. Μας παρέχουν ζωντανά παραδείγματα επαναστατικής οργάνωσης βασισμένης στις ανάγκες για κοινή ανάλυση, μοιραζόμενη θεωρία και σταθερές ρίζες μέσα στα κοινωνικά κινήματα.

Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά στην παράδοση του Especifismo από τα οποία μπορούμε να εμπνευστούμε, όχι μόνο σε μια παγκόσμια κλίμακα αλλά ιδιαίτερα για τους αναρχικούς στη Βόρεια Αμερική που πιστεύουν στην ταξική πάλη και για τους επαναστάτες από διάφορες φυλές στις ΗΠΑ. Ενώ η Πλατφόρμα μπορεί εύκολα να διαβαστεί ότι βλέπει τον ρόλο των αναρχικών στενόφθαλμα και κυρίως εντός των συνδικάτων, ο Especifismo μας δίνει ένα ζωντανό παράδειγμα να προσβλέψουμε και τι οποίο μιλά με περισσότερο νόημα για τη δουλειά μας της οικοδόμησης ενός επαναστατικού κινήματος σήμερα. Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψιν, ελπίζω επίσης ότι το παρόν άρθρο μπορεί να μας βοηθήσει να στοχαστούμε πιο συγκεκριμένα το πώς εμείς σαν κίνημα καθορίζουμε και διαμορφώνουμε τις παραδόσεις και τις επιρροές μας.

Βιβλιογραφία

En La Calle (“Στον Δρόμο”, ανυπόγραφο άρθρο): “La Necesidad de Un Proyecto Propio, Acerca de la importancia del programa en la organizacion polilitica libertariaαλλιώςThe Necessity of Our Own Project, On the importance of a program in the libertarian political organization[“Η Αναγκαιότητα του δικού μας Σχεδίου, για τη σημασία ενός προγράμματος στην ελευθεριακή πολιτική οργάνωση”], En La Calle, δημοσιευμένο από την Organización Socialista Libertaria, Argentina, Ιούνιος 2001. Μετάφραση [αγγλική] από τον Pedro Ribeiro, 22 Δεκεμβρίου 2005.

Featherstone, Liza, Doug Henwood και Christian Parenti: “Action Will Be Taken: Left-Wing Anti-Intellectualism and Its Discontents” Lip Magazine 11 Νοεμβρίου 2004, 22 Δεκεμβρίου 2005 .

Guillamon, Agustin: The Friends of Durruti Group: 1937-1939. San Francisco: AK Press, 1996.

Krebs, Edward S.: Shifu, the Soul of Chinese Anarchism, Landham, MD: Rowman & Littlefield, 1998.

Northeastern Anarchist: The Global Influence of Platformism Today της Federation of Northeastern Anarchist Communists (Johannesburg, South Africa: Zabalaza Books, 2003), 24. Συνέντευξη με την ιταλική Federazione dei Comunisti Anarchici (FdCA).

Skirda, Alexandre. Facing the Enemy, A History of Anarchist Organization from Proudhon to May 1968. Oakland, CA, AK Press 2002.

1 Στμ. Η παρούσα μετάφραση είναι από το κείμενο εδώ: http://blackrosefed.org/especifismo-weaver. Υπάρχουν κι άλλες εκδοχές του αγγλικού κειμένου όπως αυτή στο libcom: https://libcom.org/library/especifismo-anarchist-praxis-building-popular-movements-revolutionary-organization-south. Ενώ κάποια πολύ πρόχειρη και αποσπασματική μετάφραση στα ελληνικά είχε δημοσιευτεί εδώ: https://athens.indymedia.org/post/357180.

2 Στμ. Ίντα Μετ: Γεννημένη στη Λευκορωσία συμμετέχει ενεργά στο ρωσικό αναρχικό κίνημα στη Μόσχα, συλλαμβάνεται από τις σοβιετικές αρχές για ανατρεπτικές ενέργειες για να δραπέτευσει λίγο αργότερα. Από τη Ρωσία καταφεύγει στην Πολωνία, αργότερα στο Βερολίνο και τελικά στο Παρίσι (το 1926) όπου ενεργοποιείται με την ομάδα Dielo Trouda συμμετέχοντας στην έκδοση του περιοδικού Dielo Truda. Το 1948 γράφει την “Κομμούνα της Κροστάνδης, μια ιστορία της εξέγερσης της Κροστάνδης. Δημοσιευμένο από τον εκδοτικό οίκο Spartacus, το βιβλίο συμβάλλει στην αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης σχετικά με τα γεγονότα. Το 1968 γράφει το βιβλίο The Russian Peasant in the Revolution and Post Revolution και ενώ έχει συνεισφέρει και σε αρκετές διεθνείς περιοδικές εκδόσεις.

3 Eduardo: Γραμματέας, εκείνη την εποχή, Εξωτερικών Σχέσεων της Βραζιλιάνικης FAG. “Saudacoes Libertarias dos E.U.A” [“Ελευθεριακά Χαιρετίσματα στις ΗΠΑ”], e-mail στον Pedro Ribeiro, 25 Ιουνίου 2004.

Κάνοντας μια αποτίμηση της εξέγερσης στη Νικαράγουα: θέτοντας τις δύσκολες ερωτήσεις μετά από τρεις μήνες ξεσηκωμού

των CrimethInc1

Από το ξεκίνημα της εξέγερσης στη Νικαράγουα, έχουμε δημοσιεύσει αναφορές από αναρχικούς που συμμετέχουν στη Μανάγκουα. Μετά από τρεις μήνες διαδηλώσεων, αποκλεισμών και οδομαχιών η κυβέρνηση του Ορτέγκα έχει πετύχει μεν να καθαρίσει τους δρόμους και να οδηγήσει πολλούς από τους αντιφροντούντες και “αντάρτες” έξω από τη χώρα, αλλά όχι να καταστείλει την εξέγερση εντελώς. Στην επικαιροποιημένη αναφορά που ακολουθεί, συνεχίζουμε να δίνουμε φωνή στους Νικαραγουανούς αναρχικούς καθώς μιλάνε για την πάλη στη χώρα τους και στοχάζονται το μέλλον της.

Καταρχάς, όμως, ας θέσουμε μερικά από τα ερωτήμα που η εξέγερση έχει αναδείξει.

Μερικοί κρατιστές από την αριστερά έχουν προσπαθήσει να περιορίσουν την όλη εξέγερση σε μια συνωμοσία που έχει “μαγειρευτεί” από τις ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ότι οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης λογοδοτούν απευθείας στα “αμερικάνικα αφεντικά τους” – επιδοκιμάζοντας ουσιαστικά τις δολοφονίες από την νικαραγουάνικη αστυνομία και τους παρακρατικούς σαν κάποιος είδος αντι-ιμπεριαλισμού. Από τη δική μας οπτική, αντίθετα, είναι ο αριστερίστικος κρατισμός που έχει δώσει τη δυνατότητα στον Ορτέγκα, έναν πάλαι ποτέ επαναστάτη, να συσσωρεύσει εξουσία και να προωθήσει νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, παράγοντας έτσι το ίδιο είδος “από τα κάτω” εξέγερσης που έχει ξεσπάσει σε πολλά άλλα οικονομικά και πολιτικά πλαίσια που συμπεριλαμβάνουν την Ελλάδα, την Tουρκία, τη Bοσνία, και τη Bραζιλία. Δεν πρόκειται για ένα ζήτημα απλής διεθνούς ίντριγκας, αλλά για τις δικαιολογημένες πικρίες που ο καπιταλισμός και το κράτος παράγουν σε παγκόσμια κλίμακα. Αν ο Ορτέγκα και οι κρατιστές που τον υποστηρίζουν μπορέσουν να μονοπωλήσουν τον λόγο της αριστεράς, τότε δεν θα υπάρχει άλλη διέξοδος για τη θεμιτή λαϊκή δυσαρέσκεια εκτός από τα δεξιά αντιδραστικά κινήματα2.

Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρούμε επιτακτικό οι αναρχικοί και άλλοι αντιεξουσιαστές να μπουν σε έναν διάλογο με κόσμο που συμμετέχει στην εξέγερση στη Νικαράγουα.

Όμως, στην απουσία ενός ισχυρού αντιεξουσιαστικού και αντικαπιταλιστικού κινήματος που θα μπορούσε να προσφέρει έναν επαναστατικό ορίζοντα για αλλαγή στην Νικαράγουα, οι περισσότεροι συμμετέχοντες στην εξέγερση έχουν περιορίσει τους εαυτούς τους σε εκκλήσεις για “δικαιοσύνη” και “δημοκρατία”, ελπίζοντας να δημιουργήσουν τις συνθήκες για να έρθει στην εξουσία μια καινούρια κυβέρνηση3. Κάποιοι έχουν συναντηθεί ακόμα και με αντιπροσώπους της ρεπουμπλικανικής δεξιάς που επιζητά την υποστήριξη των ΗΠΑ. Είμαστε πεποισμένοι ότι αυτή η προσέγγιση συνιστά βαρύ σφάλμα, ακόμα και για Νικαραγουανούς διαδηλωτές που δεν μοιράζονται με μας την αντίθεσή μας στον καπιταλισμό, την κυβέρνηση των ΗΠΑ και την την ίδια την ιδέα της κυβέρνησης.

Αν η εξέγερση πρόκειται να επιλύσει τα προβλήματα που δημιούργησαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές και η αυταρχική διακυβέρνηση, θα πρέπει να προχωρήσει πολύ πιο πέρα από την εκδίωξη του Ορτέγκα. H USAID και άλλες μορφές παρέμβασης επιδιώκουν ξεκάθαρα να διαμορφώσουν αυτά τα κινήματα διαμαρτυρίας σύμφωνα με την ατζέντα των ΗΠΑ ώστε να καθορίσουν το τι θα ακολουθήσει. Είναι αφελές να πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ ή οποιοσδήποτε άλλος συνδέεται μ’ αυτήν θα υποστηρίξει οποιοδήποτε είδος αλλαγής στη Νικαράγουα εκτός κι αν προωθεί τα οικονομικά συμφέροντα των καπιταλιστών στις ΗΠΑ. Έχουμε δει επανειλημμένα – πιο πρόσφατα στο Afrinμε ποιο τρόπο οι ΗΠΑ ενισχύουν τα πιο συντηρητικά στοιχεία μέσα στους λαϊκούς αγώνες, και στη συνέχεια να προδίδουν αυτά τα κινήματα συνολικά αμέσως μόλις τους δωθεί η ευκαιρία.

Μπορούν αυτοί που συμμετέχουν στην εξέγερση στη Νικαράγουα και δεν επιθυμούν να συμβιβαστούν με την ατζέντα των ΗΠΑ να υπερισχύσουν αυτών που πιστεύουν ότι η πρώτη προτεραιότητα είναι η εκδίωξη του Ορτέγκα με κάθε μέσο; Πιστεύουμε ότι αυτό είναι το ουσιώδες ερώτημα. Αυτό θα καθορίσει κατά πόσον μπορούν τα κινήματα στη Νικαράγουα να ακολουθήσουν την υπόσχεσή τους να βάλουν τα θεμέλια για αληθινή αυτονομία, ελευθερία και αυτο-καθορισμό.

Μέχρι τώρα, οι συμμετέχοντες στην εξέγερση έχουν εστιάσει στη διατήρηση της “ενότητας” κατά μήκος ιδεολογικών και στρατηγικών γραμμών. Μπροστά στην βάναυση καταστολή από την κυβέρνηση Ορτέγκα μπορούμε να κατανοήσουμε τα τακτικά πλεονεκτήματα της διατήρησης ενός ενιαίου μετώπου. Παρ’ όλα αυτά, αν το κίνημα εξακολουθήσει να δίνει την προτεραιότητα στην ενότητα παρά στην αντιπαράθεση, δεν θα είναι εφικτό να ασκηθεί κριτική στους συμβιβασμούς που οι ΗΠΑ θα απαιτήσουν σε αντάλλαγμα της υποστήριξής τους. Σ’ αυτή την περίπτωση, ακόμα και μια επανάσταση που θα κατόρθωνε να διώξει τον Ορτέγκα, θα κατέληγε το πιο πιθανό να ασκήσει ακόμα περισσότερες νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές και αυταρχισμό.

Το δέντρο της ελευθερίας πρέπει να ποτίζεται από καιρό σε καιρό με το αίμα πατριωτών και τυρράνων. Αυτό είναι το φυσικό του λίπασμα”. Thomas Jefferson.

Λίπασμα – με άλλα λόγια, κοπριά. Στην πραγματικότητα, περιοδικές επαναστάσεις μπορεί επίσης να ανανεώνουν την ψευδαίσθηση της ελευθερίας που συντηρεί την νομιμοποίηση του κράτους. Όταν αποζητούμε επαναστατική αλλαγή, το πρόβλημα είναι πώς θα τα βάλουμε με την τωρινή κυβέρνηση με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πιο δύσκολο για οποιαδήποτε κυβέρνηση να νομιμοποιήσει την εξουσία της. Διαφορετικά, οποιαδήποτε καινούρια κυβέρνηση και να έρθει στην εξουσία το πιο πιθανό είναι να εφαρμόσει την ίδια εκδοχή των πολιτικών που έκαναν τον κόσμο να επαναστατήσει ενάντια στην προηγούμενη, απαντώντας σαν να λέμε στους ίδιους δομικούς παράγοντες όπως οι παγκόσμιες οικονομικές πιέσεις και την επιτακτική ανάγκη διατήρησης ενός μονοπωλίου στην εξουσία. Δεν μπορούμε να εξαρτιόμαστε από κυβερνήσεις για να κάνουν τις αλλαγές που θέλουμε να δούμε· πρέπει να αναπτύξουμε κινήματα “από τα κάτω” που θα υποστηρίζονται από ισχυρή διεθνή αλληλεγγύη.

Φυσικά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι μπορεί να είναι καθόλου βολικό για κοινωνικά κινήματα να εστιάσουν στο να πάρουν κάποιες αποφάσεις αρχών όταν προσπαθούν ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουν τα άμεσα προβλήματα που δημιουργούνται από την άγρια κυβερνητική καταστολή και την ποινικοποίηση. Όμως, το να δρούμε σήμερα με τέτοιο τρόπο που να μας φέρνει πιο κοντά στους μακροπρόθεσμους στόχους μας είναι ένα προαπαιτούμενο για να μπορούμε να επιφέρουμε πραγματική αλλαγή. Τα κινήματα στη Νικαράγουα θα πρέπει να αναπτύξουν πρακτικές τις οποίες θα μπορούν να εφαρμόσουν άμεσα ώστε να προχωρήσουν στην οικοδόμηση δύναμης με αυτονομία για το υπόλοιπο της διακυβέρνησης Ορτέγκα, πρακτικές που θα μπορούν να συνεχίσουν να ενισχύονται στη διάρκεια των αναπόφευκτων εκλογικών εκστρατειών, υποσχέσεων για μεταρρυθμίσεις και μεταβάσεις εξουσίας που πρόκειται να έρθουν.

Δεν τρέφω καμμιά ιδιαίτερη αγάπη για τον εξιδανικευμένο ‘εργάτη’ όπως εμφανίζεται στο αστικό μυαλό του κομμουνιστή, αλλά όταν βλέπω έναν πραγματικό εργάτη με σάρκα και οστά να συγκρούεται με τον φυσικό του εχθρό, τον αστυνομικό, δεν χρειάζεται να αναρωτηθώ με ποιανού την πλευρά είναι”- George Orwell, Φόρος Τιμής στην Καταλωνία.

Έχοντας πει όλα αυτά, χαιρετίζουμε το κουράγιο των απλών ανθρώπων που έχουν εξεγερθεί στη Νικαράγουα, καταλαμβάνοντας πανεπιστήμια και αντιστεκόμενοι στη βία της αστυνομίας. Καλούμε τους αναρχικούς και κάθε άλλον ειλικρινή παρτιζάνο της ισότητας και της ελευθερίας να δημιουργήσουν διεθνή δίκτυα υποστήριξης που θα μπορούσαν να προσφέρουν μια αξιόπιστη εναλλακτική στην υποστήριξη των ΗΠΑ, ώστε οι εξεγερμένοι στη Νικαράγουα και αλλού να μην αναγκάζονται να επιλέξουν ανάμεσα στον τοπικό αυταρχισμό και τη νεοφιλελεύθερη αποικιοκρατία.

Για περισσότερο υπόβαθρο σχετικά με την εξέγερση στη Νικαράγουα, συμβουλευθείτε τα προηγούμενα άρθρα μας:

Ακολουθεί η πιο πρόσφατη ενημέρωση και σκέψεις από τις επαφές μας στη Νικαράγουα.

Νεώτερα σχετικά με την εξέγερση στη Νικαράγουα: Ιούνιος – Ιούλιος

  • Από τις 19 Απριλίου, σχεδόν 300 άτομα έχουν σκοτωθεί λόγω πολιτικής βίας στη Νικαράγουα· 2000 έχουν τραυματιστεί· υπάρχουν πάνω από 600 πολιτικοί κρατούμενοι και σχεδόν 600 αγνοούμενοι. Επιπλέον, σχεδόν 23.000 άτομα έχουν ζητήσει καθεστώς πρόσφυγα στην Κόστα Pίκα4. Έχετε επίσης υπόψιν ότι η Νικαράγουα έχει έναν πληθυσμό γύρω στα 7 εκατομμύρια, πολύ μικρότερο από τις άλλες χώρες με τις οποίες την συγκρίνουμε.

  • Στις 16 Ιουλίου, το κόμμα του Ορτέγκα ψήφισε ένα “Αντιτρομοκρατικό Νόμο” που ποινικοποιείτ ις δημόσιες διαδηλώσεις και νομιμοποιεί την φυλάκιση εκατοντάδων από τους διαδηλωτές. Αυτός ο νόμος στοχοποιεί κόσμο που μεταφέρει φάρμακα και φαγητό, κόσμο που οργανώνει λογαριασμούς GoFundMe, συγγενείς των φοιτητών ακόμα και απλούς θεατές. Αυτός ο νόμος έχει δικαιολογήσει επίσης την απαγωγή ακτιβιστών φοιτητών, ηγετικών φυσιογνωμιών σε γειτονιές και διοργανωτών από το κίνημα campesino5. Άνθρωποι έχουν ήδη συλληφθεί και κατηγορηθεί μ’ αυτόν τον νόμο, συμπεριλαμβανομένων διαφόρων ηγετών του κινήματος campesino. Το κόμμα του Ορτέγκα έχει υιοθετήσει τη γλώσσα της τρομοκρατίας για να περιγράψει γενικά τον λαϊκό ξεσηκωμό.

  • Το κόμμα του Ορτέγκα έχει κατηγορήσει τους ιερείς και την Καθολική Εκκλησία ότι προστατεύει τους “τρομοκράτες” και ότι “προάγει ένα πραξικόπημα”. Αυτό έχει διαρρήξει τη σχέση ανάμεσα στο κόμμα του Ορτέγκα και την Καθολική Εκκλησία. Υποστηρικτές του Ορτέγκα έχουν επιτεθεί σε ιερείς που επιβλέπουν τον διάλογο και προστατεύουν διαδηλωτές σε εκκλησίες.

  • Υπάρχουν πλέον εντάλματα σύλληψης για τους περισσότερους από τους ηγέτες των φοιτητών που αντιπροσωπεύουν τα πανεπιστήμια στην Συμμαχία των Πολιτών (Alianza Civica ηγέτες των campesinos και άλλοι διοργανωτές έχουν επίσης στοχοποιηθεί. Μαζί με τη ρήξη των σχέσεων με την Καθολική Εκκλησία, αυτό επιβεβαιώνει ότι η κυβέρνηση Ορτέγκα δεν προσπαθεί πλέον να επιδιώξει τον διάλογο.

  • Ένας από τους κύριους στόχους της Συμμαχίας ήταν να επισπεύσει τις εκλογές για το 2019. Ο Ντανιέλ Ορτέγκα έχει επανειλημμένα απορρίψει κάτι τέτοιο, δηλώνοντας ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της θητείας του το 2021. Μια αναφορά από το Etica y Transparencia (Ηθική και Διαφάνεια) λέει ότι το 79% του πληθυσμού θέλει καινούριες εκλογές. Συμβαίνει, επίσης, και η κυβέρνηση των ΗΠΑ και ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών (OAS) να συνηγορούν επίσης για νέες εκλογές. Η Συμμαχία και κάποια άλλα κοινωνικά κινήματα έχουν επίσης ρίξει την ιδέα μιας μεταβατικής κυβέρνησης.

  • Τον Ιούνιο, η Masaya αυτοανακηρύχθηκε αυτόνομη πόλη ασκώντας αυτοκυβέρνηση. Δημιούργησαν τη δική τους κοινοτική φρουρά, τις δικές τους συνελεύσεις, γραμμές άμυνας, επιτροπές καθαριότητας. Αυτό ήταν μέρος μιας στρατηγικής συμπληρωματικής λειτουργίας σε μια εργατική απεργία σε ολόκληρη την πόλη. Είναι σημαντικό να πούμε ότι αυτό δεν προτάθηκε από τη Συμμαχία. Η Masaya παρέμεινε αυτόνομη για δυο-τρεις μέρες μέχρι που φιλοκυβερνητικοί παραστρατιωτικοί εξαπέλυσαν μαζικές επιθέσεις γθα την ανακατάληψή της. Πόλεις όπως η Masaya έχουν υπάρξει ιστορικά από τα προπύργια των Σαντινίστας και διεκδικούνται έντονα τόσο από δυνάμεις των διαδηλωτών όσο και των [φιλοκυβερνητικών] παραστρατιωτικών. Στην Masaya δεν υπάρχουν πλέον οδοφράγματα.

  • Ακριβώς δίπλα στην Masaya, η πόλη Monimbo είναι μια κοινότητα αυτόχθονων τεχνητών και βιοτεχνών. Ήταν μια από τις πρώτες πόλεις που εξεγέρθηκαν εναντίον του καθεστώτος Ορτέγκα τον Απρίλιο. Ήταν πηγή έμπνευσης από την αρχή εξαιτίας της ανθεκτικότητας και του επαναστατικού πνεύματος των κατοίκων της.

  • Το Monimbo, το επίκεντρο της αντίστασης των αυτόχθονων, και το Εθνικό Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Νικαράγουα (Universidad Nacional Autónoma de Nicaragua, UNAN), το μόνο πανεπιστήμιο που είναι ακόμα κατειλημμένο από φοιτητές, δέχτηκαν άγρια επίθεση και εκκενώθηκαν από παραστρατιωτικές δυνάμεις λίγο πριν τις 19 Ιουλίου, την 39η επέτειο της Επανάστασης των Σαντινίστας. Το Moninbo και το UNAN βρίσκονται τώρα υπό τον έλεγχο των παραστρατιωτικών. Το ακαδημαϊκό πρόγραμμα πρόκειται να ξαναρχίσει σύντομα στο UNAN και άλλα πανεπιστήμια, αλλά οι φοιτητές φοβούνται τις διώξεις.

  • Δυνάμεις παραστρατιωτικών έχουν επιτεθεί και εκκενώσει όλα τα σημεία αποκλεισμούς στους δρόμους, σκοτώνοντας δεκάδες άτομα σε ολόκληρη τη χώρα. Η κυκλοφορία των οχημάτων και των προϊόντων έχει ξαναρχίσει. Σε τρεις διαφορετικές συνεντεύξεις, ο Ορτέγκα, όταν ρωτήθηκε για τους παραστρατιωτικούς, έδωσε τρεις διαφορετικές απαντήσεις: ισχυρίστηκε ότι οι παραστρατιωτικοί χρηματοδοτούνται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, ότι χρηματοδοτούνται από το MRS και το PLC, και ότι είναι “εθελοντές αστυνομικοί”.

  • Υπό την ηγεσία των δεξιών ρεπουμπλικανών Marco Rubio και Ileana Ros-Lehtinen, η Υπηρεσία των ΗΠΑ για την Διεθνή Ανάπτυξη (United States Agency for International Development, USAID) έχει εγκρίνει ποσό 1,5 εκατομμυρίων δολαρίων για την προαγωγή της “δημοκρατίας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και τη ηγεσίας” στη Νικαράγουα. Πώς θα διαμορφώσουν αυτά τα χρήματα την κρίση απομένει να φανεί.

  • Στις 31 Ιουλίου, το Κεντροαμερικανικό Πανεπιστήμιο (Universidad Centroamericana, UCA) υπέστη κυβερνητικές περικοπές και ακυρώσεις μαθημάτων που έθεσαν σε αναστολή το 95% του προσωπικού του. Ο εθνικός προϋπολογισμός κρατά ένα ποσοστό 6% για την εκπαίδευση, μια νίκη από τις φοιτητικές διαμαρτυρίες τη δεκαετία του 1990. Το UCA είναι ημι-δημόσιο: εξακολουθεί να λαμβάνει κυβερνητική επιχορήγηση, αλλά οι φοιτητές πληρώνουν επίσης και δίδακτρα, που έχει δώσει τη δυνατότητα στο UCA να δημιουργεί ένα πρόγραμμα και μια εκπαίδευση που δεν είναι εντελώς ευθυγραμμισμένη με την ατζέντα του Ορτέγκα. Το UCA θεωρείται ένα πανεπιστήμιο της μεσαίας τάξης αφιερωμένο στις ανθρωπιστικές σπουδές· οι φοιτητές του έχουν διαδραματίσει ένα κρίσιμο ρόλο στην εξέγερση. Οι οργανώσεις SOSIndioMaiz και OcupaINSS εμπλέκουν αμφότερες πρωτοβουλίες από φοιτητές του UCA. Η ενέργεια της κυβέρνησης φαίνεται να είναι μια εκδίκηση απέναντι στους φοιτητές αυτούς αλλά, επιπλέον, ασκεί ακόμα μεγαλύτερη πίεση εμποδίζοντας την εξέγερση να εργαστεί για ένα μέλλον στο οποίο η εκπαίδευση να είναι αυτόνομη, προσβάσιμη και κριτική απέναντι στην εξουσία.

  • Εβδομαδιαίες διαμαρτυρίες συνεχίζονται σε ολόκληρη τη χώρα μπαίνοντας όλες στο στόχαστρο της κρατικής καταστολής.

Εντάσεις, διαιρέσεις και πραγματικότητες

Ο λαός στη Νικαράγουα επαναστατεί ενάντια στον Ορτέγκα γιατί αντιπροσωπεύει τον αυταρχισμό, την έλλειψη διαφάνειας, την υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος, τον προσεταιρισμό υποτίθεται ανεξάρτητων θεσμών όπως η αστυνομία και το σύστημα υγείας6, το ξεζούμισμα των φυσικών πόρων, την παρενόχληση των ηγετών των κοινωνικών κινημάτων και τον σφετερισμό του εκπαιδευτικού συστήματος.

Δεν πρόκειται για ένα συγκεντροποιημένο σύστημα· όλα τα αιτήματα και οι κριτικές στον Ορτέγκα συμπληρώνουν το ένα το άλλο αλλά τα αιτήματα αυτά αφορούν ιδιαίτερα θέματα και περιοχές. Για παράδειγμα, η Masaya δεν έχει αυτό καθαυτό φοιτητικό κίνημα και οι φοιτητές θέτουν πολύ διαφορετικά αιτήματα από το κίνημα των campesino. Έχει γίνει μια προσπάθεια να συγκεντρωθούν όλα τα αιτήματα σε μια μοναδική οργάνωση αλλά οι παρούσες συνθήκες δεν έχουν επιτρέψει να γίνει η αναγκαία συνάντηση.

Αρχικά, η ενοποιημένη συνάντηση ήταν η Alianza Civica. Αυτή η ομάδα, La Alianza Civica (η Συμμαχία των Πολιτών), είναι ένας συνασπισμός που περιλαμβάνει φοιτητές, αγρότες και μέλη της “κοινωνίας των πολιτών”, αυτών που προάγουν τον διάλογο με την κυβέρνηση υπό την επίβλεψη/μεσολάβηση της Καθολικής Εκκλησίας. Η Συμμαχία διατήρησε τον ρόλο της στην προκήρυξη των διαδηλώσεων και των πορειών αλλά έχει χάσει δύναμη από τη στιγμή που η κυβέρνηση δεν διαπραγματεύεται πλέον μαζί της και το μεγαλύτερο μέρος της αντίστασης έχει οργανωθεί αυτόνομα. Ο μόνος λόγος για τον σχηματισμό της Συμμαχίας ήταν η διαμεσολάβηση του διαλόγου με την κυβέρνηση· δεν είχε την πρόθεση να αναλάβει μακροπρόθεσμες οργανωτικές προσπάθειες “από τα κάτω” ή να σχηματίσει ένα πολιτικό κόμμα. Εν τω μεταξύ, το κίνημα Autoconvocados, ένα αποκεντρωμένο κίνημα υπό μια κοινή ονομασία, συνεχίζει να ενθαρρύνει όλους τους τομείς που διαμαρτύρονται, πιέζοντας τη Συμμαχία και οργανώνοντας διαμαρτυρίες και πορείες. Οι διαδηλώσεις που μαζεύουν χιλιάδες στους δρόμους της Μανάγκουα είναι αποτέλεσμα των συνδυασμένων προσπαθειών της Συμμαχίας, των Autoconvocados, των φοιτητικών ομάδων και της “κοινωνίας των πολιτών”.

Μέσα και έξω από τη Συμμαχία, μεγαλώνει η δυσαρέσκεια με το Ανώτατο Συμβούλιο των Ιδιωτικών Επιχειρήσεων στη Νικαράγουα (Consejo Superior de la Empresa Privada en Nicaragua, COSEP). Το COSEP είναι το Επιμελητήριο των ιδιωτικών επιχειρήσεων και ακόμα δεν έχει προκηρύξει κάποια Εθνική Απεργία που θα έθετε μια πίεση στην κυβέρνηση Ορτέγκα. Αρκετοί πιστεύουν ότι το “παράθυρο” ευκαιρίας για μια στρατηγικής σημασίας και αποτελεσματική εθνική απεργία έχει ήδη κλείσει. Αυτή η “προδοσία” από την πλευρά του COSEP έχει μειώσει την πολιτική του δύναμη.

Επιπλέον, μερικές φοιτητικές ομάδες έχουν συναντηθεί με δεξιούς πολιτικούς στις ΗΠΑ και το Ελ Σαλβαδόρ, προκαλώντας ακόμα περισσότερες εντάσεις μεταξύ των φοιτητών και των πολιτών. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές φοιτητικές οργανώσεις που αντιπροσωπεύονται στη Συμμαχία, και καμμιά δεν μπορεί να μιλήσει εξ ονόματος των υπολοίπων. Για παράδειγμα, φοιτητικές οργανώσεις όπως η Coordinadora Universitaria por la Democracia y la Justicia (Πανεπιστημιακός Συντονισμός για τη Δημοκρατία και τη Δικαιοσύνη, CUDJ), η Alianza Universitaria Nicaraguense (Πανεπιστημιακή Συμμαχία της Νικαράγουα, AUN) και η Articulation of Social Movements and Civil Society (Συνάρθρωση των Κοινωνικών Κινημάτων και της Κοινωνίας των Πολιτών, AMSOSC), όλες μέλη της Συμμαχίας, δεν θέλουν καμμιά σχέση με τους Αμερικανούς Ρεπουμπλικάνους και η επικοινωνία με τις ΗΠΑ δεν είναι στις προτεραιότητές τους.

Το πλαίσιο έχει μετατοπιστεί αρκετά κατά τον τελευταίο μήνα. Ξεκινώντας από την τελευταία εβδομάδα, όσοι συμμετείχαν στην κατάληψη του UNAN ή στην αντίσταση στο Monimbo έχει κυνηγηθεί και καταδιωχθεί. Πάνω από 700 άτομα έχουν συλληφθεί και πολλά αγνοούνται· το κράτος έχει τώρα το νομικό πάτημα για να ασκήσει κατηγορίες στους διαδηλωτές για τρομοκρατία, και ο αντιπρόεδρος Rosario Murillo έχει τονίσει αρκετές φορές σε ραδιοφωνικά ανακοινωθέντα ότι οι “τρομοκράτες” θα διωχθούν. Σε απάντηση, η Κόστα Ρίκα έχει δημιουργήσει δυο στρατόπεδα προσφύγων στο Σαν Χοσέ, και αυτοί που έχουν τη δυνατότητα να διαφύγουν/να το σκάσουν εγκαταλείπουν τη χώρα. Η πλειονότητα των διαδηλωτών που είχαν την εμπειρία της άμεσης σύγκρουσης με τους παραστρατιωτικούς κρύβονται τώρα σε κρησφύγετα.

Σ’ αυτή την κατάσταση είναι δύσκολο για ομάδες “από τα κάτω” να οργανωθούν, καθώς θα έχουν να αντιμετωπίσουν αμέσως τις παραστρατιωτικές δυνάμεις που περιπολούν διαρκώς τους επαρχιακούς δρόμους και τους δρόμους στις πόλεις. Παρ’ όλα αυτά, έγινες μαζικότατες διαδηλώσεις για τον εορτασμό της “Μέρας του Φοιτητή” στις 23 Ιουλίου και την ημέρα της “Πορείας των Λουλουδιών”. Χιλιάδες παρακολούθησαν αυτές τις πορείες στις οποίες οι παραστρατιωτικές δυνάμεις δεν επιτέθηκαν. Όμως, εξαιτίας της παρουσίας των παραστρατιωτικών, εξακολουθεί να υπάρχει μια αυτο-επιβεβλημένη απαγόρευση κυκλοφορίας το βράδυ σ’ ολόκληρη την πόλη.

Εξαιτίας αυτής της κατάστασης, πολύς κόσμος έχει εναποθέσει τις ελπίδες του στην άσκηση μεγαλύτερης πίεσης και κυρώσεων στο καθεστώς Ορτέγκα από τη διεθνή κοινότητα, ελπίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα αναγκάσει τον Ορτέγκα να διαπραγματευθεί μια αποχώρηση. Οι ελπίδες αυτές έχουν σαν κίνητρο την αλληλεγγύη που έχει λάβει η Νικαράγουα από τη διεθνή αριστερά, την απόφαση από τον OAS, και επίσης – δυστυχώς – από την εμπλοκή των ΗΠΑ.

Η στήριξη σε ξένες παρεμβάσεις αντιφάσκει με το λαϊκό σύνθημα “Solo el pueblo salva al pueblo,Μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό”, μια διαδεδομένη απαίτηση για αυτονομία. Κατά συνέπεια, ένα άλλο κομμάτι του κινήματος έχει επενδύσει περισσότερο σε πορείες και διαμαρτυρίες ως έναν τρόπο για να ξανακερδίσει τους δρόμους.

Κόσμος που δουλεύει έξω από τη Νικαράγουα στήνει συστήματα υποστήριξης για να καταστήσει την λαϊκή εξέγερση στη Νικαράγουα ορατή και για να προετοιμαστεί για την μακροπρόθεσμη μάχη μπροστά. Τα δίκτυα που οικοδομούνται αυτή τη στιγμή σκοπεύουν να παράσχουν αλληλεγγύη στους Νικαραγουανούς επί τόπου, να εκθέσουν τις πράξεις του κόμματος του Ορτέγκα και, το πιο σημαντικό, να οικοδομήσουν σχέσεις που θα είναι χρήσιμες στο μέλλον.

Πολλές από τις διεθνείς αυτές προσπάθειες, όπως η Caravana de la Solidaridad Internacional, μια ομάδα autoconvocados που έχει ταξιδέψει στην Ευρώπη για τρεις μήνες έχει δώσει προτεραιότητα στη συνάντηση με αριστερές ομάδες και οργανώσεις· δεν συναντιούνται με ομάδες από τη δεξιά. Σε πόλεις σε ολόκληρο τον κόσμο όπου υπάρχουν Νικαραγουανοί μετανάστες, ο κόσμος δημιουργεί τις δικές του ομάδες “συνάφειας” Autoconovocado και διοργανώνει πορείες, διαδηλώσεις και διακηρύξεις [declarations]. Υπάρχουν όμως και ομάδες autoconvocado που είναι στις ΗΠΑ και συνομιλούν με Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους.

Αυτή είναι η πραγματικότητα σε ένα πολύμορφο κίνημα βασισμένο στην ενότητα ενάντια σε έναν κοινό εχθρό. Ο κόσμος θα υπερασπιστεί οτιδήποτε πιστεύει πως θα επιλύσει την κρίση. Οι βραχυπρόθεσμοι στόχοι για όλα αυτά τα κινήματα είναι “δικαιοσύνη” και “δημοκρατία”, με την πιο γενική έννοια: δικαιοσύνη για τα θύματα, δημοκρατία στην κυβέρνηση.

Προκαλεί έκπληξη πώς διαφορετικά κινήματα έχουν καταφέρει να συναντηθούν. Για παράδειγμα, το φεμινιστικό κίνημα και η Καθολική Εκκλησία συνεργάστηκαν σε μια διαδήλωση. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η Francisca Ramirez, μια ηγέτιδα από το Movimiento Campesino, που συμμετείχε στην Πορεία για τη Σεξουαλική Διαφορετικότητα. Λέγεται το ανέκδοτο ότι “μόνο ο Ορτέγκα έχει καταφέρει να ενώσει φεμινίστριες, άθεους, Καθολικούς, την κοινότητα LGBT και τους φοιτητές”. Αλλά σε όρους πρακτικής, δεν έχει συζητηθεί ιδιαίτερα το πώς αντιμετωπίζονται όλες αυτές οι διαφορές.

Η ελπίδα είναι ότι μια καινούρια κυβέρνηση θα ανοίξει έναν εθνικό διάλογο στον οποίον όλοι αυτοί οι χώροι και κινήματα που συμμετείχαν στην εξέγερση θα διέθεταν μια πλατφόρμα για να παρουσιάσουν τα ιδιαίτερα αιτήματά τους και να φτάσουν σε μια συναίνεση. Αυτό είναι, το λιγότερο, αισιόδοξο. Αλλά είναι δύσκολο να αρχίσουμε να πλαισιώνουμε μακροπρόθεσμους στόχους στο παρόν πλαίσιο μαζικής μετανάστευσης και ποινικοποίησης.

Η κυβέρνηση Ορτ δουλεύει κι αυτή σε μια “μέρα με την ημέρα” βάση, Αμφιβάλλουμε ότι έχει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική καθώς όλα έχουν κλιμακωθεί τόσο ραγδαία. Πρόσφατα, στρατηγική τους είναι να δίνει ο Ντανιέλ Ορτέγκα ελεγχόμενες συνεντεύξεις στον διεθνή τύπο, Οι συνεντεύξεις αυτές έγιναν όμως μπούμερανγκ καθώς η αντιπολίτευση εξακολουθεί να ξεσκεπάζει τα ψέμματα του Ορτέγκα.

Ένα πράγμα που δεν έχει αλλάξει – που δεν έχει καν αμφισβητηθεί – είναι ο εθνικισμός στη βάση του κινήματος. Οι αγώνες αυτής της στιγμής κατανοούνται σε ένα ιστορικό πλαίσιο, ανακαλώντας την ιστορία του αντιστεκόμενου Νικαραγουανού λαού που ορθώνεται απέναντι στους εχθρούς του, γυρνώντας πίσω στον Σαντίνο, ο οποίος παραμένει ο πιο αξιοσέβαστος επαναστάτης εθνικιστής. Αυτό είναι το δεύτερο πράγμα που οι Νικαραγουανοί έχουν κοινό στον αγώνα: το πρώτο είναι ότι απεχθάνονται τον Ορτέγκα, το δεύτερο είναι ότι είναι όλοι Νικαραγουανοί. Ολόκληρη η αντίσταση έχει βασιστεί πάνω στην ιδέα μια κοινής εθνικής ταυτότητας. Πολλοί βλέπουν αυτόν τον λαϊκό ξεσηκωμό σαν μια προσπάθεια επανάκτησης της Νικαράγουας από τους “Orteguistas”.

Έχουν υπάρξει στιγμές αλληλεγγύης που υπερβαίνουν τον εθνικισμό. Για παράδειγμα, η Κόστα Ρίκα έχει υπάρξει ιστορικά αντίπαλος για τη Νικαράγουα, αλλά η καινούρια κυβέρνησή της έχει υποστηρίξει τους εξεγερμένους στη Νικαράγουα και “επί τόπου” και σε διπλωματικές συναντήσεις. Αυτό έχει διαρρήξει την ανταγωνιστική αντίληψη του εθνικισμού που συνήθιζαν να έχουν οι Νικαραγουανοί.

Η εμπλοκή της κυβέρνησης των ΗΠΑ

Αυτοί που υποστηρίζουν την παρέμβαση των ΗΠΑ οικονομικά και με άμεσες κυρώσεις όπως η Nica Act και η Magnitsky Act ισχυρίζονται ότι οι ΗΠΑ είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να πιέσει τον Ντανιέλ Ορτέγκα. Το αίτημα για την παρέμβαση των ΗΠΑ δεν προέρχεται μόνο από δεξιές ομάδες· υπάρχει πολύς κόσμος που θέλει να σταματήσει η βία και βλέπουν την παρέμβαση των ΗΠΑ ως τη μοναδική λύση. Φυσικά, η οικονομική παρέμβαση των ΗΠΑ πιθανόν να είναι επιζήμια και για τον μέσο Νικαραγουανό.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη παρέμβει στη Νικαράγουα επιβάλλοντας κυρώσεις, παγώνοντας τραπεζικούς λογαριασμούς στις ΗΠΑ, ανακαλώντας τις βίζες κυβερνητικών αξιωματούχων και επενδύοντας στην Νικαραγουάνικη “Ανθρώπινα Δικαιώματα, Δημοσιογραφία και Ηγεσία” μέσω της USAID. Η USAID υποτίθεται ότι προάγει τη δημοσιογραφία ώστε να εκθέτει τη διαφθορά του Ορτέγκα και χρηματοδοτεί “οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων” ώστε να μπορούν να τεκμηριώνουν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η αντίδραση στην USAID ποικίλει. Σε μια χώρα όπως η Νικαράγουα, όπου πολύς κόσμος εξαρτάται από τη βοήθεια των ΜΚΟ για να επιβιώσει, πολλοί άνθρωποι θα δεχτούν αυτή τη βοήθεια. Η USAID έχει βοηθήσει στη λειτουργία σχολείων και στην επένδυση σε κοινωνικές υποδομές, αλλά αυτό έχει επιτυχία μόνο εξαιτίας των αποτυχιών της κυβέρνησης και την μακροχρόνια ασυμμετρία πλούτου που είναι αποτέλεσμα της αποικιοκρατικής αφαίμαξης των πόρων της χώρας. Η κυβέρνηση δεν έχει την ικανότητα να φτάσει στις αγροτικές κοινότητες και τις κοινότητες από την Καραϊβική, όπου ΜΚΟ έχουν εδραιωθεί με τη δουλειά τους. Αυτό διαιωνίζει μη κερδοσκοπικό βιομηχανικό σύμπλεγμα και εκθέτει τον κόσμο τις Δυτικοντρικές ιδέες σχετικά με την “ανάπτυξη” και τη “δημοκρατία”.

Υπό το πρίσμα της συγκεντροποίησης της εξουσίας με τον Ορτέγκα, την έλλειψη υποδομής που να συνδέει τη Νικαράγουα με τη διεθνή αριστερά και το γεγονός ότι η Νικαράγουα δεν έχει μπορέσει να αναπτυχθεί κριτικά, ακαδημαϊκά ή κοινωνικά, είναι πολύ πιθανόν τα κοινωνικά κινήματα να δεχτούν κάθε είδος βοήθειας, συμπεριλαμβανομένης αυτής από τις ΗΠΑ.

Η υποστήριξη των ΗΠΑ στους Κόντρας τη δεκαετία του 1980 είναι καλά γνωστή. Οι πιο πρόσφατες μηχανοραφίες των ΗΠΑ εναντίον του Ορτέγκα μπορούν να πάνε πίσω στην Nica Act, που στόχευε να συνδέσει τη Νικαράγουα με τη Βενεζουέλα και την Κούβα ως αυταρχικές σοσιαλιστικές κυβερνήσεις. Βιώνουμε ένα δεύτερο κύμα αυτού του είδους αντι-σοσιαλισμού, που είχε υποχωρήσει λίγο στη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα, όταν ο Ομπάμα και η Κούβα είχαν εγκαινιάσει μια διαδικασία “εξομάλυνσης” των σχέσεων. Η διοίκηση Ομπάμα δεν είχε κάνει κάποιες μείζονες δηλώσεις σχετικά με τη Νικαράγουα, αλλά στην πραγματικότητα εφάρμοσε περισσότερες νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

Είναι ενδιαφέρον ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ ασκεί τώρα κριτική στον Ορτέγκα ενώ έχει επωφεληθεί πάρα πολύ από τον “Ορτεγκισμό”. Προφανώς, οι ΗΠΑ δούλεψαν με τον Ορτέγκα για όσο φαινόταν η μοναδική επιλογή αλλά τώρα που μοιάζει εφικτό να κανονίσουν για μια ακόμα πιο νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση να αναλάβει την εξουσία στη Νικαράγουα, αυτή είναι η καινούρια προτεραιότητα. Ένα ζήτημα είναι επίσης ποια κυβέρνηση θα μπορέσει καλλίτερα να σταθεροποιήσει τη Νικαράγουα χάριν των επενδύσεων.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν σημαντικές επενδύσεις στη Νικαράγουα – σε ζώνες ελευθέρου εμπορίου, maquilas και στον τουρισμό. Μέχρι τον Απρίλιο του 2018, οι ΗΠΑ αντλούσαν τεράστια οικονομικά ωφέλη από τις σχέσεις τους με τη Νικαράγουα. Η Νικαράγουα ήταν ο νούμερο ένα τουριστικός προορισμός στην Κεντρική Αμερική, και εκπατρισμένοι από τις ΗΠΑ είχαν αρχίσει σιγά-σιγά να επαναπατρίζονται εκεί. Η Νικαράγουα ήταν ένα επιθυμητός προορισμός για επένδυση δολαρίων χάρις στην “οικονομική και πολιτική σταθερότητά” της.

Στη δεύτερη ζωντανή ομιλία του Ντανιέλ Ορτέγκα για την αντιμετώπιση της κρίσης, πίσω στον Απρίλιο, εμφανίστηκε μαζί με έναν Αμερικάνο ιδιοκτήτη ενός sweatshop, διαβεβαιώνοντάς τον ότι τα πράγματα θα επέστρεφαν στην κανονικότητα και ότι οι επιχειρήσεις του δεν θα επηρεάζονταν. Στη συνέντευξή του στο Fox News στις 23 Ιουλίου, εμφανίστηκε να θέλει να διαβεβαιώσει τον κόσμο στις ΗΠΑ ότι η Νικαράγουα εξακολουθεί να είναι ένα σταθερό μέρος για να επενδύσει κανείς…ενώ, την ίδια στιγμή, σε μια συνέντευξή στο Telesur, είπε στους θεατές ότι οι ΗΠΑ χρηματοδοτούν την αντιπολίτευση.

Οι ΗΠΑ επωφελούνται επίσης από τη μεταναστευτική πολιτική της Νικαράγουα, η οποία απαγορεύει την πέρασμα χιλιάδων ανθρώπων που προσπαθούν να διασχίσουν τη Νικαράγουα στον δρόμο τους, από τη στεριά, στις ΗΠΑ.

Τα αιτήματα του κινήματος των campesino είναι ο κύριος παράγοντας που αντιτίθεται στην ατζέντα των ΗΠΑ. Η αντίδραση στις μεγάλες μεταλλευτικές εταιρείες, τις εξορυκτικές βιομηχανίες και την αγροτική βιομηχανία των μονοκαλλιεργειών, είναι ένα κομβικό κλειδί του κινήματος. Αν αυτά τα αιτήματα ικανοποιούνταν, οι ΗΠΑ θα έπρεπε να σταματήσουν να προσβλέπουν στη Νικαράγουα σαν ένα μέρος για την απόσπαση πόρων και την επένδυση κεφαλαίων με στόχο την επιστροφή κέρδους.

Ο άλλος παράγοντας που αντιτίθεται στην ατζέντα των ΗΠΑ είναι η απαίτηση για αυτονομία. Κάτω από ποιες συνθήκες θα βοηθήσουν τη Νικαράγουα; Θα μας βοηθήσουν να αποκτήσουμε αυτονομία ακόμα και αν μελλοντικές κυβερνήσεις απομακρύνονταν από τις οικονομικές πολιτικές των ΗΠΑ; Κοιτώντας σε εκατοντάδες χρόνια παρεμβάσεων των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική, αυτό μοιάζει, το λιγότερο, απίθανο.

Σκεπτόμενοι πιο πέρα

Η μεγαλύτερη μάχη τώρα είναι ενάντια στον αυταρχισμό, οποιοδήποτε σχήμα κι αν παίρνει. Αν η τωρινή λαϊκή εξέγερση είναι μια αντίδραση ενάντια σε οτιδήποτε είναι ο Ορτέγκα, τότε η εναλλακτική θα πρέπει να είναι μια αυτόνομη Νικαράγουα.

Τι σημαίνει “αυτόνομη”; Για τους φοιτητές σημαίνει μια ελεύθερη εκπαίδευση χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις και χειραγωγήσεις. Για τις φεμινίστριες, σημαίνει ότι η κυβέρνηση οφείλει να κρατά τους νόμους της μακριά από τα σώματα των γυναικών και παράλληλα να δημιουργεί κοινωνικά και οικονομικά προγράμματα που ενθαρρύνουν την ανεξαρτησία των γυναικών από τους άντρες. Για το κίνημα των campesino, σημαίνει έλεγχο και δικαιοδοσία πάνω στη γη τους. Για άλλους σημαίνει την οικοδόμηση μιας πολιτικής οργάνωσης που προστατεύει τα δικαιώματα του κόσμου και εγγυάται δωρεάν υγεία και εκπαίδευση. Σε κάθε περίπτωση, η αυτονομία σημαίνει ότι την προτεραιότητα την έχουν οι απαιτήσεις του λαού της Νικαράγουα και όχι οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις.

Η αυτονομία θα σήμαινε την εγκατάλειψη των cutthroat πολιτικών της κυβέρνησης Ορτέγκα. Θα σήμαινε σεβασμό στις περιοχές των αυτοχθόνων, την εκδίωξη των μεταλλευτικών εταιρειών και την απόρριψη των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που επηρεάζουν περισσότερο από όλους τους campesinos. Οποιαδήποτε κυβέρνηση και αν διαδεχτεί τον Ορτέγκα οφείλει να αλλάξει δραστικά τις πολιτικές δομές. Θα έχει να κάνει με έναν πληθυσμό που έχει υποφέρει τόσο κάτω από δεξιές όσο και “αριστερές λαϊκιστικές” κυβερνήσεις. Οφείλει να αναγνωρίσει τις απαιτήσεις όλων των ομάδων που πήραν μέρος στην εξέγερση.

Όσοι συμμετείχαν στο φοιτητικό κίνημα, το φεμινιστικό κίνημα και το κίνημα των campesino θα έπρεπε ρεαλιστικά να αναλογιστούν κατά πόσον ένα καινούριο πολιτικό κόμμα και καινούριες εκλογές θα ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις τους. Η αλήθεια είναι ότι οι εκλογικές προσεγγίσεις είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα “ξεθυμάνουν” τα αιτήματα των κοινωνικών κινημάτων, αν επρόκειτο ποτέ να τα ικανοποιήσουν. Για να αποδώσουμε τη δέουσα αναγνώριση στα κινήματα αυτά, ελπίζουμε ότι θα συνεχίσουν να διαμαρτύρονται το ίδιο έντονα ενάντια στην επόμενη κυβέρνηση αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους.

Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με το ζήτημα αυτό, συμβουλευθείτε το κείμενο Why We Don’t Make Demands”, που Νικαραγουανοί έχουν κυκλοφορήσει στα ισπανικά εδώ.

Αν οι εκλογές γίνουν το 2019 και τα κοινωνικά κινήματα δεν έχουν φτάσει σε μια συναίνεση σχετικά με το τι είδος κόμματος θέλουν να σχηματίσουν και, αντίθετα, κατέβουν με πολλά κόμματα, διακινδυνεύουν την διάσπαση της αντιπολίτευσης και την ήττα από τον Ορτέγκα. Από αυτό το προνομιακό σημείο, δεν είναι ξεκάθαρο αν ο Ντανιέλ Ορτέγκα κατέβει για την προεδρία.

Προς το παρόν, κανείς δεν έχει αρχίσει μια καμπάνια για την προεδρία· δεν είναι μια προτεραιότητα επειδή οι αναμενόμενες εκλογές δεν έχουν ακόμα αναγγελθεί. Η προσοχή όλων είναι εστιασμένη στο παρόν, στην καταδίκη της βίας, στην προστασία όλων όσων διώκονται και στην προσπάθεια να λογοδοτήσει ο Ορτέγκα.

Υπάρχουν ήδη αρκετοί πολιτικοί που θέλουν να εκμεταλλευθούν την κατάσταση. Πρόσφατα, το κύριο κόμμα της δεξιάς στη Νικαράγουα, το PLC7, δήλωσε ότι ήθελε να συμμετάσχει στον διάλογο· αλλά αυτό συνάντησε μαζική απόρριψη στα κοινωνικά δίκτυα εξαιτίας της ιστορίας καταπίεσης που έχει το PLC.

Όλα τα πολιτικά κόμματα και κοινωνικά κινήματα πρέπει να προσέξουν να μην συνεχίσουν τα λάθη που διέπραξαν στο παρελθόν. Μετά τη δολοφονία 300 ανθρώπων, αφού έχουμε βιώσει πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η κυβέρνηση Ορτέγκα για να διασφαλίσει την κυριαρχία της, πρέπει να αλλάξουμε εντελώς πολιτικό πεδίο και να πετάξουμε την παραδοσιακή προσέγγιση στην πολιτική συμμετοχή και αντιπροσώπευση. Ο κόσμος πρέπει να είναι πρόθυμος να ασκήσει κριτική και να σταθεί ενάντια στα κινήματα αυτά και τους συμμάχους τους αν δουν ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται.

Αντλώ ελπίδα από ένα άλλο λαϊκό σύνθημα: “El pueblo ni se rinde, ni se vende” – “ο λαός ούτε παραιτείται ούτε πουλάει τον εαυτό της”. Υπάρχει μια λαϊκή έκκληση ενάντια στο “ξεπούλημα”, ξεκινώντας από τους φοιτητές σε σχέση με την Unión Nacional de Estudiantes de Nicaragua (Εθνική Ένωση Φοιτητών της Νικαράγουα, UNEN), όπως και με τους Autoconvocados που αρνούνται να πάρουν μέρος στις εκλογικές πολιτικές. Ελπίζουμε ότι αυτή η έκκληση θα αντηχεί εξίσου δυνατά στο μέλλον.

Αν η δεξιά κερδίσει έδαφος [traction], θα πρέπει να διαχειριστούν τις φεμινίστριες και την κριτική τους στο κράτος και την πατριαρχία· θα έχει να αντιμετωπίσει τους φοιτητές και την απαίτησή τους για μια προσβάσιμη, υψηλής ποιότητας και αυτόνομη εκπαίδευση· θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις των campesinos ότι δεν θα υπάρξουν πλέον εξορυκτικές βιομηχανίες στη γη τους ή στη γη των αυτόχθονων· θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη νέα αριστερά της Νικαράγουα, που είναι αντι-αυταρχική και αντίθετη στη διαφθορά· θα πρέπει να αντιμετωπίσει την απαίτηση του λαού για διαφάνεια και άμεση δημοκρατία. Αν μια κυβέρνηση τα βάλει με μια από αυτές τις ομάδες, θα τα βάλει με όλες – με δεδομένο ότι οι εκκλήσεις για “ενότητα” θα τηρηθούν.

Τα σημερινά κινήματα χρειάζεται να φροντίσουν για τις ανάγκες του λαού και να αναπτύξουν μια διαθεματική κατανόηση της καταπίεσης. Ελπίζουμε ότι, ακόμα και αν αποκτήσουν αντιπροσώπευση σε μελλοντικές κυβερνήσεις, θα συνεχίσουν να λειτουργούν εκτός κυβέρνησης. Όλα τα κινήματα πρέπει να επαγρυπνούν απέναντι στις οικονομικές ελίτ και την πολιτική δεξιά. Υπάρχει μια ιστορία αριστεριστών που κάνουν πολιτικές συμφωνίες με τον εχθρό, αλλά αν αυτά τα κινήματα επενδύσουν πραγματικά την δύναμή τους στον λαό, στην πολιτική “από τα κάτω”, θα είναι δύσκολο να συνεργαστούν [co-opt].

Καθώς κοιτάζουμε για ελπίδα στο μέλλον, πρέπει να έχουμε στο μυαλό την χωρίς αρχηγούς φύση όλων των νέων κινημάτων, όλες τις προσπάθειες για αυτοκυβέρνηση και πρώτα απ’ όλα το όραμα της αυτονομίας που αποτελεί τον κύριο κινητήριο παράγοντα για τους campesinos, τις φεμινίστριες, τους φοιτητές και άλλους Νικαραγουανούς.

Περισσότερο διάβασμα

Προσάρτημα I: 19 λόγοι που το κόμμα του Ορτέγκα πρέπει να φύγει

Το παρόν είναι μια μετάφραση ενός άρθρου που αρχικά εμφανίστηκε σε έναν Βασκικό φεμινιστικό ιστότοπο. Το πρωτότυπο άρθρο περιλαμβάνει περισσότερες πηγές για κάθε σημείο. Το συμπεριλαμβάνουμε εδώ για να δώσουμε ένα ευρύτερο πλαίσιο για το πώς οι συμμετέχοντες στην εξέγερση εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους.

1) Επειδή [ο Ορτέγκα] βίαζε την θετή του κόρη, Zoilamerica Ortega-Murillo, από τότε που ήταν 12 ετών. Αυτό συνέβη ακόμα και στη διάρκεια της Επανάστασης των Σαντινίστας τη δεκαετία του 1980. Η Zoilamerica ήταν εξόριστη για χρόνια στην Κόστα Ρίκα, διαφεύγοντας τη δίωξη στη Νικαράγουα. Όταν η Zoilamerica αποκήρυξε τον Ντανιέλ Ορτέγκα τη δεκαετία του 1990, αυτό σηματοδότησε για αρκετούς την αρχή της κατάπτωση του κόμματος των Σαντινίστας, που σιγά-σιγά έγινε το κόμμα του Ορτέγκα.

2) Επειδή στα τέλη της δεκαετίας του 1990, συνήψε πολιτική συμμαχία με τον δεξιό καπιταλιστή Arnoldo Aleman, ξεχαρβαλώνοντας την θεσμικότητα της Νικαράγουα και δημιουργώντας ένα δικομματικό σύστημα. Οι Σαντινίστας, πού εξακολουθούσαν να είναι μια ισχυρή δύναμη στη Νικαράγουα και τη δεκαετία του 1990, έκαναν, μέσω του Ορτέγκα, μια πολιτική συμφωνία με τον Arnoldo Aleman με σκοπό να διοικούν από κοινού τη χώρα. Αυτή ήταν μια τεράστια προδοσία της Επανάστασης των Σαντινίστας. Για πολλούς, αυτό ήταν κάτι που πρόδωσε συνολικά τα ιδεώδη των Σαντινίστας και άρχισε τη διαδικασία της αλλαγής του “Σαντινισμού” σε “Ορτεγκισμό”.

3) Επειδή το 2006, [ο Ορτέγκα] διαπραγματεύθηκε με την Καθολική Εκκλησία και τις δεξιές πολιτικές δυνάμεις για την παρανομοποίηση της έκτρωσης. Για να κερδίσει την προεδρία το 2006/2007, ο Ορτέγκα έπρεπε να πάρει και την έγκριση της Καθολικής Εκκλησίας, μια εκκλησία που είναι εξαιρετικά συντηρητική και δεξιά. Η Εκκλησία θα έδινε στον Ορτέγκα τις ευλογίες της μόνο αν ο Ορτέγκα καθιστούσε τις εκτρώσεις παράνομες. Σε μια φτωχή αναπτυσσόμενη χώρα όπως η Νικαράγουα, αυτός ο νόμος επηρεάζει κυρίως την εργατική τάξη και τις γυναίκες στην επαρχία.

4) Επειδή απομάκρυνε τα Comisarias de la Mujer (Κρατικά Κέντρα για τις Γυναίκες) και αποδυνάμωσε τον Ley 779 (Νόμος 779), ένας νόμος που προστάτευε τις γυναίκες από τη σεξουαλική βία, παρέχοντας ατιμωρησία στους άντρες που έκαναν τέτοιες επιθέσεις. Αυτά τα κέντρα για γυναίκες ήταν σχεδιασμένα να προστατεύουν και να expedite γυναικεία και οικογενειακά θέματα, αλλά μετά από πίεση των αντρών, σταμάτησαν να χρηματοδοτούνται και πρακτικά δεν υπάρχουν τώρα. Ο Νόμος 779 ήταν ένας πολύ προοδευτικός νόμος σχεδιασμένος από φεμινιστικές οργανώσεις, ο οποίος αρχικά έγινε αποδεκτός αλλά στη συνέχεια αποδυναμώθηκε.

5) Επειδή πούλησε τη χώρα σε ξένες επιχειρήσεις, εγκρίνοντας την δημιουργία του καναλιού που εκτόπισε κοινότητες αυτόχθονων και campesinos και αφαιρώντας φυσικούς πόρους. Το κανάλι δεν χτίστηκε ποτέ, αλλά η νομική υποδομή για τον εκτοπισμό και την κατοχή των αυτόχθονων και φυσικών περιοχών είναι ακόμα σε ισχύ.

6) Επειδή άλλαξαν το Σύνταγμα ώστε ο Ορτέγκα να μπορεί να επανεκλέγεται χωρίς όριο και ένα μέλος της οικογένειας του Ορτέγκα όπως η Rosario Murillo να μπορεί να είναι αντιπρόεδρος. Ο Ορτέγκα βρίσκεται τώρα στην τρίτη θητεία του και δεν είναι διατεθιμένος να επισπεύσει τις επόμενες εκλογές.

7) Επειδή έχει επιταχύνει την εκμετάλλευση προστατευόμενων περιοχών όπως τα Bosawas και Indio Maiz. Αυτοί οι δυο βιότοποι προστρατεύονται από το κράτος και δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται για πρώτες ύλες· παρ’ όλα αυτά, το κράτος και η οικονομική ελίτ επωφελούνται από την αποψίλωση των δασών σ’ αυτά τα φυσικά καταφύγια.

8) Επειδή έχει συστήσει μια κυβέρνηση βασισμένη στον νεποτισμό. Τα μέλη της οικογένειάς του διατηρούν θέσεις κλειδιά στην κυβέρνηση. Οι γιοί και οι κόρες του Ορτέγκα είναι πολιτικοί σύμβουλοι και ελέγχουν κυβερνητικά ΜΜΕ και τις επικοινωνίες.

9) Επειδή διαπραγματεύθηκε και επέτρεψε την απαλλοτρίωση των περιοχών των αυτόχθονων, τον εκτοπισμό των κοινοτήτων τους και τη δολοφονία ηγετών τους. Ασπαζόμενος τον νεοφιλελευθερισμό, ο Ντανιέλ Ορτέγκα δημιούργησε τις συνθήκες εξαιτίας των οποίων οι campesinos και οι εταιρείες μονοκαλλιεργειών μπορούν παράνομα να μπουν στς περιοχές των αυτόχθονων και να καταλάβουν τη γη τους.

10) Επειδή αγνόησε τον λαϊκό αγώνα ενάντια στις εξορύξεις και έδωσε άδεια σε διεθνείς μεταλλευτικές εταιρείες όπως η B2GOLD για εξορύξες στις αγροτικές κοινότητες. Από την προεδρία του Ορτέγκα το 2007, το κνημα των campesino και μορφές όπως η Francisca Ramirez διαμαρτύρονται συνεχώς και κινητοποιούνται ενάντια στις εξορυκτικές βιομηχανίες που επηρεάζουν πρωτίστως τις αγροτικές κοινότητες των campesino και το περιβάλλον τους.

11) Επειδή παρενοχλεί και διώκει διαρκώς τις ηγέτιδες του φεμινιστικού κινήματος, των ομάδων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και του κινήματος των campesino. Πριν από τον Απρίλη του 2018 ήταν αδιανόητο να διαμαρτυρηθεί κανείς στους δρόμους χωρίς να παρενοχληθεί από τη Νεολαία των Σαντινίστας ή την αστυνομία. Αυτό εξασφάλιζε την κυριαρχία του κόμματος του Ορτέγκα στον δημόσιο χώρο.

12) Επειδή έχει ιδιοποιηθεί άλλα κόμματα και έχει αποτρέψει τον σχηματισμό νέων κομμάτων και την κάθοδό τους στις εκλογές. Οι εκλογές δεν είναι υπό διεθνή επίβλεψη και δεν είναι διαφανείς. Αυτό έχει δημιουργήσει μια ευρεία κουλτούρα αποχής. Επιπρόσθετα, έχει απωλήσει κυβερνητικούς υπαλλήλους που δεν είναι πρόθυμοι να ακολουθήσουν τς εντολές του ή να είναι συνεργοί σε νόθες εκλογές.

13) Επειδή υποχρεώνει όλους τους κρατικούς υπαλλήλους να παρακολουθούν τις κυβερνητικές πορείες, και το οποίο αν δεν κάνουν απολύονται.

14) Επειδή έχει προωθήσει μια απάνθρωπη συνοριοφυλακή που έχει αφήσει χιλιάδες [προσφύγων] ακινητοποιημένους στην Κόστα Ρίκα. Η μεταναστευτική πολιτική της Νικαράγουα αποτρέπει εκατοντάδες άτομα που προσπαθούν να φτάσουν στις ΗΠΑ να διασχίσουν τη Νικαράγουα. Αν πάει κανείς στα σύνορα ανάμεσα στη Νικαράγουα και την Κόστα Ρίκα, θα βρει στρατόπεδα γεμάτα με οικογένειες από τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική που θέλουν να ταξιδέψουν μέσα από τη Νικαράγουα προς τα βόρεια αλλά η κυβέρνηση της Νικαράγουα δεν τους το επιτρέπει.

15) Επειδή χρησιμοποίησε κρατικά ποσά (όπως αυτά στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης) για να τα επενδύσει στις οικογενειακές του επιχειρήσεις. Η οικογένεια του Ορτέγκα είναι ιδιοκτήτρια μεγάλης ακίνητης περιουσίας και επιχειρήσεων και δημιούργησε τον πλούτο της μέσα από τη διακυβέρνηση του κράτους.

16) Επειδή δεν υπάρχει διαφάνεια στον τρόπο που η κυβέρνηση ξοδεύει τα χρήματα που φτάνουν από τη Βενεζουέλα και άλλες πηγές διεθνούς συνεργασίας. Αυτά τα χρήματα διασφάλισαν την κυριαρχία του κόμματος του Ορτέγκα.

17) Επειδή χρησιμοποιεί τα κοινωνικά του προγράμματα με πελατειακό τρόπο, βοηθώντας κατά προτεραιότητα τα μέλη του κόμματος. Έχει ιδιωτικοποιήσει τον σοσιαλισμό με την έννοια ότι τα κοινωνικά προγράμματα της κυβέρνησης προσδένονται άμεσα με την φιλοκυβερνητική σχέση παρά με τα ανθρώπινα δικαιώματα ή την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

18) Επειδή έχει ποινικοποιήσει τις διαμαρτυρίες και έχει δολοφονήσει εκατοντάδες φοιτητές, campesinos, γυναίκες και παιδιά. Το κόμμα του Ορτέγκα, που ελέγχει το κογκρέσο, πέρασε έναν “αντι-τρομοκρατικό” νόμο που καταδικάζει σε ποινές μέχρι και 20 ή 30 χρόνια οποιονδήποτε παρέχει βοήθεια στις διαδηλώσεις.

19) Επειδή πρόδοσε τον “Σαντινισμό”. Ο “Ορτεγκισμός” δεν είναι το ίδιο πράγμα με τον “Σαντινισμό”. Οι αρχικές ιδέες του Σαντίνο έχουν αγνοηθεί εντελώς και το πνεύμα της επανάκτησης έχει γίνει αντικείμενο ιδιοποίησης από τον Ντανιέλ Ορτέγκα. Ο Ορτέγκα έχει μονοπωλήσει την αριστερά στη Νικαράγουα, μην επιτρέποντας οποιαδήποτε αριστερή/αριστερίστικη κριτική στην κυβέρνησή του.

Προσάρτημα II: Ένα κλασσικό κομμάτι πανκ

Oi Polloi, το τραγούδι “Americans Out”, για την παρέμβαση των ΗΠΑ στη Νικαράγουα τη δεκαετία του 1980.

 

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://crimethinc.com/2018/08/02/taking-stock-of-the-nicaraguan-uprising-asking-the-hard-questions-after-three-months-of-revolt.

2 Στμ. Εξαιρετικά σημαντική παρατήρηση.

3 Στμ. Στο σημείο αυτό, βέβαια, οι σύντροφοι του CrimethInc θα έπρεπε να προβληματοποιήσουν αυτό που τουλάχιστον στην προβληματική του ρεύματος της κομμουνιστικοποίησης και κάποιων ακόμα θεωρήσεων έχει τεθεί, δηλαδή ότι η απουσία αυτού του αντιεξουσιαστικού και αντικαπιταλιστικού κινήματος και η κυριαρχία του “ριζοσπαστικού δημοκρατισμού” είναι δυο αλληλένδετες πτυχές της ίδιας διαδικασίας της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου (και συνεπώς και του προλεταριάτου), αυτού που και οι σύντροφοι του CrimethInc επιμένουν να ονομάζουν “νεοφιλελεύθερη επέλαση”.

4 Αυτά τα στατιστικά στοιχεία προέρχονται από το Centro Nicaraguense de los Derechos Humanos [Κέντρο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στη Νικαράγουα, CENIDH]. Η αναφορά του CENIDH δεν συζητά με ποια πλευρά ταυτίζονται τα θύματα, αλλά το ANDPH λέει ότι ο κατάλογος περιλαμβάνει σχεδόν 48 φιλοκυβερνητικούς παραστρατιωτικούς, 24 αστυνομικούς και έναν αριθμό στρατιωτικών, με τα υπόλοιπα θύματα να είναι διαδηλωτές και άλλοι πολίτες. Μπορεί να βρει κανείς πηγές που ισχυρίζονται ότι οι διαδηλωτές ευθύνονται για πολλές από τις δολοφονίες αλλά, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι οι διαδηλωτές αυτοί που συλλαμβάνουν κόσμο ή που εξαναγκάζουν ανθρώπους να εγκαταλείψουν τη Νικαράγουα.

5 Στμ. Campesinos: οι εργάτες γης στην Νικαράγουα και γενικότερα στη Λατινική Αμερική.

6 Για παράδειγμα, οι αστυνομικοί και οι παραστρατιωτικοί επιδεικνύουν τη σημαία του FSLN και τα βιβλία ιστορίας των παιδιών επευφημούν την κυβέρνηση Ορτέγκα. Την αμέσως επόμενη μέρα από την έφοδο και την ανακατάληψη του UNAN από τους παραστρατιωτικούς, η σημαία του FSLN υψώθηκε στην πανεπιστημιούπολη.

7 Στμ. PLC: Partido Liberal Constitucionalista,Φιλελεύθερο Συνταγματικό Κόμμα: πολιτικό κόμμα της δεξιάς στη Νικαράγουα, διάδοχο του Φιλελεύθερου Κόμματος. Κυβερνητική δύναμη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μέχρι το 2006, απώλεσε την εξουσία στις εκλογές εκείνης της χρονιάς (που επανέφεραν τον Ορτέγκα στην προεδρία) ενώ μετά τις εκλογές του 2011 έχασε ένα πολύ σημαντικό μέρος της κοινοβουλευτικής του δύναμης.

Μας φοβούνται

της Verónica Gago 1,2

Η περιφρόνηση που συνεπάγεται η απόρριψη από τη Γερουσία της Αργεντινής του νόμου για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων ξαναγράφει – και μας κάνει να θυμηθούμε – ένα σκηνικό που το ξέρουμε καλά: το οικιακό σκηνικό, όπου όλες οι προσπάθειες μοιάζουν να γίνονται αόρατες, σχεδόν σαν να μην υπήρχαν, σαν να μην μετράνε. Έτσι το Κοινοβούλιο επεδίωξε να επαναλάβει αυτό στο οποίο για αιώνες η πατριαρχία θέλει να μας κάνει να συνηθίσουμε: μια πράξη καταφρόνησης για να μας απαξιώσει. Όπου η δύναμή μας δεν λογαριάζεται, δεν μετράει. Αλλά αυτή τη φορά, χάρις στο ξεδίπλωμα του φεμινιστικού κινήματος, δεν μπορούμε να πάμε ποτέ ξανά πίσω στο σκηνικό της υποταγής και της αορατοποίησης. Η οργή μας προέρχεται από τη βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει επιστροφή και ότι η δύναμη που έχουμε κερδίσει δεν μπορεί να αντιστραφεί. Βασισμένες σ’ αυτή τη βεβαιότητα μπορούμε επίσης να πούμε ότι δεν θα γυρίσουμε ποτέ σε μια συνθήκη παρανομίας.

Η περιφρόνηση ήταν δυσβάσταχτη. Στόχευε το φεμινιστικό πλήθος που είχε πλημμυρίσει την πόλη: την μαζική, αφρισμένη, λαϊκή, πολύμορφη, με όλες τις γενιές κινητοποίηση που κράτησε για ώρες παρά τον αέρα και τη βροχή (υπήρχαν 110 λεωφορεία μόνο από το Ροζάριο!). Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι έμοιαζε σαν κοροϊδία, προσβολή, μια βάρβαρη προσπάθεια πειθάρχησής μας. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος να οργιζόμαστε.

Η απόρριψη από τη Γερουσία ακολουθεί το ίδιο σχήμα του να αγνοείται ιστορικά αυτό που παράγεται από την εργασία μας, οι τρόποι που παράγουμε αξία, όλη η δουλειά που κάνουμε ώστε ο κόσμος να παράγεται και να αναπαράγεται και οι τρόποι που εξυφαίνουμε την κοινωνικότητα και τη συλλογική φροντίδα, που συστηματικά δεν προσμετρώνται σε οποιονδήποτε απολογισμό οποιασδήποτε δημοκρατίας. Επειδή έχουμε επίγνωση αυτής της μεθόδου εξευτελισμού και αγνόησής μας και καθώς, αντίθετα σ’ αυτό, έχουμε δημιουργήσει την κοινή κραυγή που λέει “τώρα που μας είδανε”, δεν θα τους επιτρέψουμε να μας κάνουν και πάλι αόρατες. Καθώς επαναλαμβάνουμε με πίστη αυτή την κραυγή, η οργή μας εκρήγνυται και από τα λαρρύγια μας. Αυτή η αορατοποίηση – που είναι ένα ειδικό καθεστώς ορατότητας – δημιουργείται με την ιδιοποίηση της ίδιας της δύναμης [potencia] των σωμάτων μας, την ίδια στιγμή που τα “εκμεταλλεύονται”, βγάζοντας κέρδος από αυτά, και μας εκπροσωπούν. Οι γερουσιαστές εξακολουθούν να μιλούν στο όνομά μας, να νομοθετούν για τις επιθυμίες μας και τις εμπειρίες μας για τη μητρότητα, αγνοώντας ταυτόχρονα τα σχεδόν δύο εκατομμύρια σώματα που περικυκλώνουν το Κογκρέσο, συνεχίζοντας να γίνονται ορατές και να ακούγονται. Η οργή μας πηγάζει επίσης από αυτή την προσπάθεια συνέχισης ελέγχου των ζωτικών μας αποφάσεων μέσω της επιβολής της ισχύος της ελίτ.

Με την έννοια αυτή, η 8η Αυγούστου απεικονίζει με ιστορική καθαρότητα μια ισχύ που έχει ήδη αντιστραφεί. Δεν υπάρχει συμμόρφωση σ’ αυτή την πράξη περιφρόνησης. Δεν υπάρχει υποταγή σ’ αυτή την αορατοποίηση. Δεν υπάρχει παραίτηση από το να μας λογαριάζουν. Δεν υπάρχει εφησυχασμός εδώ, για μια ακόμα φορά, να μην συμπεριλαμβανόμαστε στη δημοκρατία ή να συμπεριλαμβανόμαστε μόνο ως το νηπιακό τμήμα, υπό κηδεμονία. Η ισχύς στους δρόμους που κατέλαβε τις πόλεις την 8η Αυγούστου είναι η πολιτική δύναμη των σωμάτων μας που ούτε μπορούν να αντιμετωπιστούν σαν νήπια ούτε να “εξημερωθούν” σαν κατοικίδια.

Αυτό έχει επίσης και μια χωρική διάσταση: έχουμε ήδη βγει από την οικιακή περίφραξη. Χτίζουμε άλλες οικιακές εδαφικότητες που δεν μας εξαναγκάζουν να κάνουμε δουλειά που δεν αναγνωρίζεται ούτε απαιτούν από μας να υποσχεθούμε πίστη σε έναν άντρα-ιδιοκτήτη. Καταλάβαμε τους δρόμους και τους κάναμε ένα φεμινιστικό σπίτι. Στις 8 Αυγούστου, αυτοί ήταν που κλειστήκανε, ενώ εμείς καταλάβαμε την πόλη. Γιατί είναι αυτή μια ιστορική αντιστροφή; Ο περιορισμός – το προτιμητέο άλλοθι του οικιακού εγκλεισμού – παρέμεινε στη δική τους πλευρά.

Οι γερουσιαστές ήταν κλειδωμένοι, περιφρουρούμενοι από οδοφράγματα, ανακοινώνοντας ότι η ψηφοφορία έπρεπε να επισπευθεί ώστε να μην καθυστερήσει η αστυνομική καταστολή. Με άλλα λόγια, έβγαλαν μια προειδοποίηση ότι η ψήφος τους περίμενε και βασιζόταν στην κρατική καταστολή σε μια προσπάθεια να πειθαρχηθεί ο λαϊκός θυμός. Απ’ έξω, ο χώρος του πολιτικού αναδιοργανώθηκε και επανεφευρέθηκε κάτω από τον ανοιχτό ουρανό από μια παλίρροια που θα είναι αξέχαστη σε όλες όσες είμασταν εκεί. Το προπύργιο της Γερουσίας – απαρχαιωμένο και παρακμασμένο – ήταν μια αντίστιξη στο “στρατόπεδο” που σχημάτισαν όλα αυτά τα ανοιχτά σπίτια και οι παράγκες, πειράματα μιας άλλης μορφής οικιακότητας, άλλων τύπων φροντίδας. Η χωρική αυτη αντιστροφή σηματοδοτεί έναν νέο τύπο πολιτικής χαρτογραφίας. Διαλύει το παραδοσιακό δυαδικό σχήμα ανάμεσα στο σπίτι σαν έναν κλειστό χώρο και στο δημόσιο ως το αντίθετό του: χτίζουμε σπίτια ανοιχτά στον δρόμο, στη γειτονιά, σε κοινοτικά δίκτυα και μια στέγη και τοίχους που παρέχουν καταφύγιο και άσυλο χωρίς εγκλεισμούς. Αυτή είναι μια πρακτική ισορροπία που απορρέει από τη συγκεκριμένη πραγματικότητα: πολλά σπίτια, κατανοούμενα με μια πατριαρχική έννοια, έχουν μετατραπεί σε κόλαση· είναι τα πιο ανασφαλή μέρη, όπου συμβαίνει η πλειοψηφία των γυναικοκτονιών, μαζί με αναρίθμητες άλλες καθημερινές και “οικιακές” μορφές βίας.

Με αυτή την καινούρια μορφή του να κάνουμε πολιτική είναι σχεδόν αχρείαστο να φωνάζουμε το σύνθημα ότι δεν μας εκπροσωπούν ή να δημιουργήσουμε μια φεμινιστική εκδοχή του “πρέπει να φύγουν όλοι!”. Έχουμε περάσει ήδη αυτό το κατώφλι. Έγινε καθαρό ότι το καθεστώς εκπροσώπησης που συντηρεί τον εαυτό του γυρίζοντας την πλάτη του στον δρόμο δεν έχει καμμιά σχέση με τον φεμινιστικό τρόπο να κάνουμε πολιτική και να δημιουργούμε ιστορία. Αλλά, ακόμα περισσότερο, καταδείχτηκε ότι η πολιτική μεταφέρεται ήδη σε άλλες περιοχές, που έχουν τη δύναμη να παραγάγουν έναν μη-πατριαρχικό οικιακό χώρο.

Θα επιστρέψω στην οργή μας. Αισθανθήκαμε ναυτία, αηδία, αποτροπιασμό ακούγοντας την άγνοια και τη βία των λόγων μερικών από τους γερουσιαστές. Ο ισχυρισμός ότι μπορεί να υπάρξει βιασμός χωρίς βία όταν συμβαίνει μέσα στην οικογένεια, όπως είπε ο Rodolfo Urtubey (PJ-Salta), είναι και πάλι ένα σύμπτωμα αυτού για το οποίο προσπαθώ να επιχειρηματολογήσω: ότι ακόμα και στο Κοινοβούλιο, μιλάμε για ένα οικιακό “σκηνικό”. Ότι αυτό που συνέβαινε στη Γερουσία – που υποτίθεται ότι είναι ο χώρος της δημόσιας σφαίρας – δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια απελπισμένη προσπάθεια να διατηρηθεί το σπίτι ως το πατριαρχικό βασίλειο σε αντίθεση με την ανάδυση μιας πολιτικής που δημιουργεί άλλες μορφές και διαλύει την διαίρεση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό που δημιουργεί ιεραρχίες ανάμεσα στους χώρους.

Τι σημαίνει αυτό; Ότι ο γερουσιαστής Urtubey (του οποίου πρέπει να απαιτήσουμε την παραίτηση άμεσα) δήλωσε ρητά και ανοιχτά ότι το σπίτι, με την πατριαρχική έννοια, είναι ο τόπος στον οποίο επιτρέπεται ο βιασμός. Το νοικοκυριό συγκροτείται ως “ιδιωτικό” όταν νομιμοποιεί την βία των αντρών και την προνομιακή πρόσβαση στα γυναικεία και θηλυκοποιημένα [feminized] σώματα (κάτι που περιλαμβάνει και τα παιδιά κάθε φύλου). Εδώ το ιδιωτικό είναι αυτό που νομιμοποιεί (αυτό που ο γερουσιαστής αποκαλεί “μη-βία”) τη βία και εγγυάται ότι παραμένει ένα μυστικό. Είναι επίσης αυτό που επιτρέπει την περίφημη “διπλή ηθική”. Εδώ είμαστε στην καρδιά αυτού που οργανώνει, όπως έδειξε με έναν πρωτοποριακό τρόπο η Carole Pateman, το πατριαρχικό συμβόλαιο: μια δέσμευση στην συνενοχή μεταξύ των αντρών, βασισμένη σ’ αυτήν την ιεραρχία, που μετατρέπεται σε ένα είδος πολιτικού δικαιώματος στις δημοκρατίες μας.

Στο πατριαρχικό συμβόλαιο υπάρχει μια σεξουαλική διαίρεση των σωμάτων: το αντρικό σώμα παρουσιάζεται ως το λογικό και αφηρημένο σώμα, ισχυριζόμενο όμως ότι μπορεί να κυοφορεί. Τι κυοφορεί ακριβώς; Την τάξη και έναν λόγο [discourse] για να νομιμοποιεί την ανωτερότητά του και να απαλλοτριώνει την κυριαρχία επί της κυοφορίας από τα σώματα των γυναικών. Αυτό που υπάρχει, τότε, είναι μια διαμάχη για την ισχύ της κυοφορίας, επειδή η πατριαρχική πολιτική τάξη θεμελιώνεται πάνω σ’ αυτήν την απαλλοτρίωση. Αυτή η απαλλοτρίωση συνεπάγεται μια συγκεκριμένη μορφή υποταγής και μεταφράζεται σε ισχύ μέσα στο σπίτι: η ισχύς να παραβιάζεται το θηλυκό ή θηλυκοποιημένο σώμα είναι η δομή της πατριαρχικής τάξης. Αυτό είναι το συμβόλαιο που οι γερουσιαστές επικύρωσαν τις πρώτες ώρες της 9ης Αυγούστου και που λειτουργεί ως ακρογωνιαίος λίθος όλων των προνομίων τους. Καθιέρωσε την αντρική ισχύ πάνω στα γυναικεία σώματα, ισχύς της οποίας η θεμελιώδης σκηνή, επιμένω, ότι είναι ο βιασμός.

Η θεολογική σκηνή

Αλλά το “σκηνικό” του Κοινοβουλίου μας πηγαίνει άμεσα και σε ένα άλλο. Η αρνητική ψήφος επιβεβαιώνει το Κοινοβούλιο ως έναν χώρο που έχει υποκύψει στην θεολογική εξουσία: αποτέλεσε το θέατρο της Καθολικής Εκκλησίας για να επανεπιβεβαιωθεί η παραπαίουσα εξουσία της. Ο γερουσιαστής Pedro Guastavino (Justicialist Block – Entre Rios) το εξήγησε αυτό με απλούς όρους: οι γερουσιαστές που μίλησαν υπέρ των εκτρώσεων το έκαναν “αποφέυγοντας σταυρούς”3, απειλητικά τηλεφωνήματα και άλλα μηνύματα από τη μαφία που αποκαλεί τον εαυτό της “θεϊκή”. Με το δημοψήφισμα στην Ιρλανδία, τις κινητοποιήσεις στην Πολωνία και το φεμινιστικό κύμα στην Αργεντινή, η Αποστολική και Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία – στην οποία αφιερώνουμε διάφορα συνθήματα – αισθάνεται να απειλείται σε χώρες που έχουν υπάρξει εμβληματικές γι’ αυτήν.

Σήμερα υπάρχει ένα ξεχωριστό γνώρισμα σχετικά με την Αργεντινή: είναι η χώρα του τωρινού Πάπα. Οι πολιτικές επιχειρήσεις της Εκκλησίας που αντιτίθενται στον φεμινισμό, με επικεφαλής την φιγούρα του Bergoglio4, προσπαθούν να διχάσουν κοινωνικές οργανώσεις και αγνοούν τη δύναμη ενός κινήματος που οικοδομείται από τα κάτω, που είναι δημοφιλές και αντι-νεοφιλελεύθερο. Έχω ήδη συζητήσει τον τύπο της σύγκρουσης για την πολιτική πνευματικότητα που η εκκλησία – η Καθολική Εκκλησία και άλλοι τύποι θρησκευτικού φονταμενταλισμού – αισθάνεται, όπως ποτέ πριν, με το σύγχρονο φεμινιστικό κίνημα σε σχέση με την ψηφοφορία στη Βουλή των Αντιπροσώπων5.

Μετά τη νίκη μας στην κάτω Βουλή, η Εκκλησία εντατικοποίησε την αντεπίθεσή της. Σε διάφορα μέρη, τα κηρύγματα6 στις πατριωτικές εκδηλώσεις της 9ης Ιουλίου (Ημέρα της Ανεξαρτησίας) ήταν κήρυξη πολέμου: έτσι νομιμοποίησαν, από πάνω, τις επιθέσεις στους δρόμους εναντίον κοριτσιών μόνο και μόνο επειδή φόραγαν την πράσινη μπαντάνα, έδωσαν ώθηση σε φονταμενταλιστικές ομάδες που επιτίθενταν σε φεμινίστριες ακτιβίστριες (όπως στην Mendoza) και οδήγησαν στην κατήχηση εφήβων σε κατηχητικά σχολεία (πρέπει να θυμηθούμε την πορεία των εφήβων με τα μπλε μαντήλια που υποχρεώθηκαν να βαδίσουν με στρατιωτικό βήμα στο Santiago del Estero).

Είναι ένα έντονο κεφάλαιο στην εκστρατεία ενάντια σε αυτό που αποκαλούν “ιδεολογία του φύλου”, που παίρνει ιδιαίτερη μορφή σε κάθε χώρα της Λατινικής Αμερικής. Αυτή η έννοια επιτρέπει στην εκκλησία να ταυτοποιήσει τον φεμινισμό ως τον καινούριο εχθρό. Οι διαμαρτυρίες στο Περού και τον Ισημερινό που λένε “μην ανακατεύεσαι με τα παιδιά μου” είναι μέρος αυτής της εκστρατείας. Στη Βραζιλία η “ιδεολογία του φύλου” εγκαλείται ως μια απειλή στην οικογένεια και ως μια “υπόσχεση” ομοφυλοφιλίας από αρκετούς τύπους φονταμενταλισμού (αναφέρθηκε, επίσης, την προηγούμενη βδομάδα στο πρώτο “αντι-φεμινιστικό” συνέδριο). Στην Κολομβία, έπαιξε έναν ρόλο στην εκστρατεία που κινητοποίησε την “απειλή του φύλου” προς υποστήριξη του θριάμβου του “όχι” στην ειρηνευτική συμφωνία της Αβάνας7. Στην Χιλή, χρησιμοποιείται από νεοναζιστικές ομάδες ενάντια στις φεμινιστικές εξγέρσεις. Στην Αργεντινή είναι κινητήρια δύναμη στην αντεπίθεση ενάντια στον νόμο για την Ολοκληρωμένη Σεξουαλική Εκπαίδευση και την άμβλωση.

Κι εδώ η ένταση της αντιπαράθεσης είχε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: εστίασε στο επιχείρημα ότι “οι φτωχές γυναίκες δεν κάνουν εκτρώσεις”, ότι η έκτρωση είναι “ιμπεριαλιστική” ή μια “φαντασιοπληξία” που επιβάλλεται από το ΔΝΤ. Η μάχη εντάθηκε σχετικά με την “κηδεμονία” και την κατήχηση που εφαρμόζει η Καθολική Εκκλησία, ιδιαίτερα πάνω στις φτωχές γυναίκες, καθοδηγούμενη από τον λόγο των αποκαλούμενων “ιερέων των παραγκουπόλεων”8. Το ενδιαφέρον σημείο σ’ αυτή την αντιπαράθεση, στη διάρκεια αυτών των εβδομάδων, ήταν ο τεράστιος αριθμός γυναικών από παραγκουπόλεις και λαϊκές γειτονιές να μιλάνε και να μοιράζονται τις εμπειρίες τους από παράνομες εκτρώσεις που έκαναν. Αυτό ήταν ένα πολιτικό άλμα στη συζήτηση σε σχέση με προηγούμενα χρόνια, καθώς η μαζική αυτή αντιπαράθεση έλαβε χώρα πάνω σε ταξικούς όρους, καταδεικνύοντας ότι υπάρχει ένα διαφοροποιημένο τίμημα στην ποινικοποίηση της έκτρωσης. Με άλλα λόγια, η εγκαρσιότητα της φεμινιστικής πολιτικοποίησης επέτρεψε την επέκτασή της σε χώρους στους οποίους δεν είχε φτάσει πριν έστω και αν οι εκτρώσεις ήταν μια μαζική πραγματικότητα. Οι ηγεσίες αρκετών κοινωνικών κινημάτων προσπάθησαν να πειθαρχήσουν τις γυναίκες από αυτές τις ομάδες, επιχειρηματολογώντας υπέρ του να μπει ένα όριο στο “πράσινο κύμα”, ως απόκριση στα αιτήματα του Βατικανού.

Ο αριθμός των γυναικών από τις λαϊκές γειτονιές, που έμειναν στις σκηνές που γέμισαν τα δέκα τετράγωνα γύρω από το Κογκρέσο συζητώντας αυτά τα ζητήματα, εκφράζει την αποτυχία αυτής της εσωτερικής πειθάρχησης. Μιλά για τη δύναμη του να λέμε ότι δεν θα γυρίσουμε πίσω στο να κάνουμε εκτρώσεις στα κρυφά, ακόμα και αν ο Πάπας τολμήσει να συσχετίσει την έκτρωση με τον ναζισμό. Αλλά, πάνω απ’ όλα, μιλά για μια ώθηση από τις πιο νέες pibas9 να θέσουν, στις μητέρες τους και μέσα στις οικογένειές τους, τα ζητήματα μιας επερώτησης, μιας συζήτησης και ενός τρόπου άσκησης της σεξουαλικότητας που κάνει το συμβόλαιο της πατριαρχίας , που είναι επίσης και το εκκλησιαστικό σύμφωνο, να τρέμει. Αυτό είχε το αποτέλεσμα μιας χιονοστιβάδας που επεκτάθηκε σε μια άλλη συζήτηση: τον οριστικό διαχωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος, κάτι που παραστάθηκε πειστικά από τα κουτιά τα γεμάτα με φόρμες “αποστασίας”10 που συμπληρώνονταν στο κέντρο του “στρατοπέδου”. Δεν είναι σύμπτωση το γεγονός ότι η αντίδραση της Εκκλησίας είναι τόσο δηλητηριώδης την ίδια στιγμή που συνεχώς αποκαλύπτονται υποθέσεις παιδόφιλων ιερέων, σεξουαλικών παρενοχλήσεων μεταξύ μοναχών και δημόσιες μαρτυρίες παιδιών που δεν αναγνωρίζονται από τους ιερείς πατεράδες τους. Επιστρέφουμε ξανά στην σκηνή του βιασμού: είναι αυτή που ξανά και ξανά την υπερασπίζονται ως “ιδιωτικό” και “ιερό” χώρο των δυνάμεων που συντηρούν το πατριαρχικό-εκκλησιαστικό συμβόλαιο.

Η παγκόσμια σκηνή

Το “σκηνικό” της μάχης για τις εκτρώσεις έλαβε χώρα στην Αργεντινή αλλά ήταν ήδη σε μια παγκόσμια σκηνή. Ο αντίκτυπος και η συνύφανση αντηχήσεων κατά μήκος της Λατινικής Αμερικής και στον κόσμο ολόκληρο ήταν ένα πανίσχυρο γνώρισμα της εκστρατείας για το δικαίωμα στην έκτρωση. Πόλεις σε ολόκληρο τον κόσμο βάφτηκαν πράσινες. Διαμαρτυρίες μπροστά από πρεσβείες, συγκεντρώσεις σε πλατείες, το φτιάξιμο πράσινων μαντηλιών σε άλλα μέρη, καταλήψεις πανεπιστημίων και σχολείων ήταν τρόποι εκδήλωσης ενός νέου τύπου διεθνισμού.

Οι φεμινιστικές απεργίες (στις 19 Οκτωβρίου του 2016 και στις 8 Μαρτίου του 2017 και του 2018) έθρεψαν την διεθνιστική δυναμική του φεμινιστικού κινήματος, κάτι που μεταφράζεται σε συντονισμό, συρροή πρωτοβουλιών, ανταλλαγή πολιτικών λεξικών, συνάρθρωση μιας κοινής ατζέντας και μια δύναμη που βιώνεται συγκεκριμένα σε ποικίλες συγκρούσεις. Ο φεμινισμός ως ένας καινούριος διεθνισμός παράγει έναν καινούριο τύπο εγγύτητας μεταξύ αγώνων.

Το διακύβευμα στην ψηφοφορία στην αργεντίνικη Γερουσία καταδεικνύει επίσης τη δύναμη μιας “σκηνής” την οποία, όπως έγραψε το οπισθόφυλλο των New York Times, “παρακολουθεί ολόκληρος ο κόσμος”. Σήμερα ο θρίαμβος της συντηρητικής Καθολικής Εκκλησίας εμφανίζεται στις ειδήσεις, αλλά ακόμα κι έτσι δεν καταφέρνει να υπερνικήσει τις φωτογραφίες που βλέπει όλος ο κόσμος: μια πράσινη πλημμύρα στους δρόμους, ατέλειωτα φώτα στο μέσο μιας χειμωνιάτικης νύχτας, ένας ποταμός επιθυμίας για ανυπακοή.

Αυτή τη φορά η πίεση στο πολιτικό λόμπυ υπέρ της διατήρησης της εξουσίας του πατριαρχικού-εκκλησιαστικού συμβολαίου πάνω στην αυτονομία των γυναικών και στη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη μητρότητα και την επιθυμία τους κυριάρχησε. Όμως, ο σεισμός της φεμινιστικής επανάστασης δεν αφήνει τίποτα αμετακίνητο. Στον δρόμο η έκτρωση είναι ήδη νόμος. Η νίκη μας είναι εδώ και τώρα και μακροπρόθεσμα. Δημιουργούμε ιστορία. Μας φοβούνται. Η περιφρόνηση της Γερουσίας δεν θα είναι χωρίς κόστος. Είμαστε πλήρεις οργής και ευφορίας. Δεν ελπίζουμε, είμαστε δυνατές.

Μεταφρασμένο από την Liz-Mason Deese

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2018/08/13/they-are-afraid-of-us.

2 Η Verónica Gago είναι μέλος της κολλεκτίβας Colectivo Situaciones, διδάσκει στην Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες και είναι μεταδιδακτορική υπότροφος του Εθνικού Επιστημονικού και Τεχνολογικού Συμβουλίου της Αργεντινής (CONICET). Αυτή τη περίοδο εργάζεται σε ένα πρότζεκτ που διερευνά τις λαϊκές οικονομίες σε μετα-νεοφιλελεύθερα πλαίσια.

3 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο: dodging crucifixes, λογοπαίγνιο με την έκφραση “dodging bullets”: “αποφεύγοντας τις σφαίρες”.

4 Στμ. Bergoglio: αναφέρεται στον Πάπα Φραγκίσκο, του οποίου το κοσμικό όνομα είναι Jorge Mario Bergoglio.

5 Στμ. Chambers of Deputies (ισπανικά: Cámara de Diputados): “Βουλή των Αντιπροσώπων”, η “κάτω” Βουλή του Εθνικού Κογκρέσου της Αργεντινής.

6 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο: homilies (από την ελληνική λέξη: ομιλία).

7 Στμ. Αναφέρεται στο δημοψήφισμα που διεξάχθηκε στην Κολομβία στις 2 Οκτωβρίου του 2016 για την επικύρωση της συμφωνίας για τον τερματισμό του εμφυλίου στην Κολομβία ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους αντάρτες του FARC-EP και υπογράφηκε στην Αβάνα της Κούβας (όπου έλαβαν κυρίως χώρα και οι διαπραγματεύσεις). Η συμφωνία απορρίφθηκε με το οριακό ποσοστό 50,2% έναντι 49,8%.

8 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο: shantytown priests.

9 Στμ. Pibas: οι έφηβες.

10 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο apostasy: η επίσημη διαδικασία της αποχώρησης από μια εκκλησία ή αποκήρυξης του θρησκευτικού δόγματος.

ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά του κράτους

Αν όχι στο όνομα των μεγάλων ιδανικών, τουλάχιστον στο όνομα του ωμού πολιτικού ρεαλισμού1

Εμείς κάναμε όλα τα βήματα. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κατέθεσε μία υπόθεση εργασίας, ένα σενάριο. Είναι το μόνο που μπορεί να εφαρμοστεί. Με πολύ πόνο και πάρα πολύ αίμα2

Σε ποιον πλανήτη αλήθεια ζούμε;

Ένας από τους πιο προβεβλημένους αρθρογράφους της αριστεράς-με-άλφα-κεφαλαίο, μόλις ο κ. Τσίπρας εξήγγειλε το δημοψήφισμα για το αν «πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας, το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο Eurogroup της 25.06.2015» (όπως διατυπώνεται το ερώτημα στα ψηφοδέλτια που θα τυπωθούν), έγραψε ότι «ο ελληνικός λαός ξύπνησε σε έναν άλλο πολιτικό πλανήτη». Όταν, στις 6 Ιουλίου, θα έχει πια βγει το αποτέλεσμα της κάλπης, «θα βρεθούμε, ούτως ή άλλως, σε μια άλλη Ελλάδα, με μια άλλη Αριστερά και έναν άλλο λαό – για το καλύτερο ή το χειρότερο». Ξέρουμε ήδη, ωστόσο, και γι’ αυτό μπορούμε να ελπίσουμε για το καλύτερο, ότι αυτός ο λαός είναι ένα «απείθαρχο στρατιωτάκι που δε λέει να κάτσει στη σειρά του και βάζει τρελές ιδέες ανυπακοής και ανταρσίας στους υπόλοιπους υποτελείς»3. Ένας άλλος, μεγαλύτερος ακόμα, star της αριστερής δημοσιογραφίας έγραψε ότι η απόφαση του κ. Τσίπρα απέδειξε, μια και καλή, για όποιαν/ον είχε αμφιβολίες, ότι «αυτός ο κόσμος, ο μικρός, ο μέγας [σ.σ. δηλ. το στελεχιακό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα το ασκέρι της αριστεράς-με-άλφα-κεφαλαίο] είναι ζόρικο σινάφι». Πια, το μάθαμε από πρώτο χέρι, «η πατρίδα [sic] δεν είναι μόνη στα χέρια των τοκογλύφων [sic]» και «το δημοψήφισμα μπορεί να γίνει η μεγάλη έφοδος στον ουρανό για έναν ρημαγμένο και ταπεινωμένο λαό»4. Στον πλανήτη που ξυπνήσαμε το πρωί του περασμένου Σαββάτου κατοικεί ένας ξεχωριστός, ανυπότακτος λαός που σήμερα καθοδηγείται από μια ζόρικη, αποφασισμένη να κρατήσει γερά στο ταμπούρι της, ηγεσία. Απέναντί του έχει αιμοσταγείς τοκογλύφους και όλους τους δαίμονες των αγορών, δαίμονες που ασκούν την κακοποιό επίδρασή τους έξωθεν και άνωθεν, αλλά αντιστέκεται και, όπως μας εξήγησε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας στο διάγγελμά του, σε αυτά τα λευκά μάρμαρα «ξέρουμε να πολεμάμε και να νικάμε»5. «Αμήν», όπως θα συμπλήρωνε ο κ. Καρτερός6, και πιθανόν και ο Άνθιμος Θεσσαλονίκης.

Το αφήγημα που μας πλασάρει αυτές τις μέρες η αριστερά του ελληνικού κράτους, γιατί αυτό, και τίποτα παραπάνω, δεν είναι η (συγ-)κυβερνώσα (με την άκρα δεξιά) αριστερά-με-άλφα-κεφαλαίο, μέσα από έναν καταιγισμό δημόσιων τοποθετήσεων, συντονισμένων στο ίδιο κλειδί, από ντροπαλούς ή μη οπαδούς και συνοδοιπόρους, επιφυλακτικούς ή μη σχολιαστές παντός καιρού, προσωρινά παρατημένους ή μη γαμπρούς7 της πρώην άκρας αριστεράς (στρατηλάτες εν αναμονή στρατού, που λειτουργούν ως ‘ΣΥΡΙΖΑ εξωτερικού’ και δραστήρια μέλη του ευρύτερου ‘κόμματος Λαφαζάνη’, πιέζοντας για στροφή προς τη δραχμή και τη Ρωσία), αριστερόστροφους ή δεξιόστροφους γαλονάδες του κομματικού μηχανισμού, διαλλακτικά ή μη μέλη των ελληνικών διαπραγματευτικών ομάδων, ευσυγκίνητους ή μη υπουργούς, αυτό το αφήγημα, λοιπόν, που ένας ολόκληρος στρατός από εμπόρους ελπίδας μας (ξανα)πουλάει σε τιμή ευκαιρίας, είναι χτυπητά κοινότοπο. Υπό άλλες συνθήκες, θα αρκούσε απλά κανείς να επισημάνει τη συνάφειά του με τις ανοησίες που εδώ και πολλές δεκαετίες διακινεί και ανακυκλώνει η εγχώρια άκρα δεξιά, εντός και εντός του κόμματος της ΝΔ, και για μία περίοδο υιοθετούσε επίσης μια πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ, εκείνη που κυκλοφορούσε στην κωλότσεπη με την Αυριανή, και είχε ως κύριο πολιτικό εκφραστή τον κ. Κουτσόγιωργα ή τον κ. Αθανασόπουλο (έναν «σοσιαλιστή αγωνιστή» ελληνικού DNA, που ενώ δικαζόταν για μια κοινή υπόθεση απάτης δήλωνε περήφανα ότι διώκεται γιατί είναι ένας απείθαρχος έλληνας που τόλμησε να σηκώσει το ανάστημά του μπροστά στους Ευρωπαίους, με τους οπαδούς του έξω από το δικαστήριο να τραγουδούν, τι άλλο;, το Πότε θα κάνει ξαστεριά). Θα αρκούσε, επίσης, κανείς να σημειώσει ότι υπό ένα τέτοιο αφήγημα ακόμα και οι έλληνες Ναζί μπορούν να συστρατευτούν, όχι μόνο χωρίς αναστολές, αλλά και με το αίσθημα ότι κολυμπούν στα δικά τους νερά, εκεί όπου η κύρια αντίφαση που καθορίζει τι συμβαίνει στον πλανήτη γη είναι όντως αυτή ανάμεσα στους ξένους «τοκογλύφους» και τους αντιστεκόμενους «Έλληνες». Κι αυτό ακριβώς συνέβη, αφού στις 178 ψήφους με τις οποίες εγκρίθηκε η πρόταση για διενέργεια δημοψηφίσματος από το κοινοβούλιο περιλαμβάνονταν και οι ψήφοι του Λαγού και όλων των υπόλοιπων εκλεγμένων ομοϊδεατών του. Η συστράτευση, μάλιστα, της κοινοβουλευτικής ομάδας των Ναζί στο νέο μεγάλο ελληνικό «Όχι» δε σχολιάστηκε καν, ως ένα κάποιου είδους πρόβλημα, από τα μπουλούκια των αριστερών διαδικτυακών και τηλεοπτικών αγκιτατόρων, ούτε οι ψήφοι τους διαχωρίστηκαν ως ανεπιθύμητοι: αντίθετα, η κ. Κωνσταντοπούλου, το ίδιο βράδυ, εξέφρασε με ένα πλατύ χαμόγελο την ικανοποίησή της για την ευρεία πλειοψηφία, ενώ στο Πριν διαβάσαμε απλά ότι το «Όχι» των Ναζί σημαίνει, κατά βάθος, «Ναι»8, πράγμα περίεργο, δεδομένου ότι οι ίδιοι οι Ναζί ισχυρίζονται πως το δικό τους «Όχι» αφορά κάθε πρόταση για νέο μνημόνιο, και επιμένουν ότι αποτελεί λογική απόρροια της γενικής αντιμνημονιακής τους στάσης. Πουθενά στο δημοψήφισμα, εξάλλου, ούτε στον, παραγόμενο μέσα στην ευρύχωρη συριζαίϊκη πολιτική πιάτσα, δημόσιο λόγο που το συνοδεύει και το νοηματοδοτεί ως συγκεκριμένο ιστορικό συμβάν, δεν τίθεται, έστω και έμμεσα, κάποιο ζήτημα διαφορετικό ή βαθύτερο από το ζήτημα των σχέσεων του ελληνικού κράτους με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά.

Εξίσου εύλογη θα ήταν και η γενικότερη παρατήρηση ότι τα δημοψηφίσματα που θέτουν, σε πολύ μικρά χρονικά περιθώρια δημόσιας διαβούλευσης, τεχνικού τύπου ερωτήματα, χωρίς να θίγουν πραγματικές διαζεύξεις και να αφήνουν περιθώριο για εναλλακτικές κοινωνικές επιλογές, μολονότι επενδύονται παράπλευρα με το δραματικό αίσθημα της επιλογής μεταξύ ζωής και θανάτου, αντί να παραπέμπουν σε δοκιμές άμεσης δημοκρατίας συνιστούν κόλπα προσφιλή σε αυταρχικές πολιτικές διοικήσεις για την επίτευξη νομιμοποίησης υπό ελεγχόμενες συνθήκες αντιπαράθεσης. Όλες οι παραπάνω διαπιστώσεις θα μπορούσαν να γίνουν, χωρίς να εκλαμβάνονται ως συμπτώματα «ελιτισμού», σεκταρισμού ή κρυπτο-φιλελευθερισμού. Υπό διαφορετικές, όμως, συνθήκες. Γιατί, όπως είπαμε ήδη, πια έχουμε περάσει «σε έναν άλλον πολιτικό πλανήτη». Μόνο που αυτή η διέλευση δεν έγινε, ξαφνικά, το περασμένο Σάββατο, αλλά ήδη από το 2012, όταν σύσσωμη, και χωρίς εσωτερικές διαφοροποιήσεις, η ηγεσία και η βάση του ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να προετοιμάζεται πυρετωδώς για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση και την επικείμενη άνοδο στην εξουσία της «Αριστεράς», για «πρώτη φορά».

Πικρά, ώριμα φρούτα

Τότε, το 2012, ήταν που δρομολογήθηκε η «βίαιη ωρίμανση» του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα εξουσίας, καταπώς προέτρεπε τους συντρόφους του ένας πεπειραμένος μετρ της πολιτικής ως τέχνης του εφικτού, ο κ. Δραγασάκης, και η δημιουργία μιας «νέας μεγάλης συνθετικής Αριστεράς»9, που δε χρειάζεται πια επιθετικούς προσδιορισμούς γιατί χωράει τα πάντα και εκκενώνει τα πάντα από το μέχρι πρότινος νόημά τους. Τότε ήταν που οι δρόμοι άρχισαν να αδειάζουν και οι κομματικοί διάδρομοι ή παράδρομοι να γεμίζουν. Τότε ήταν που η ρητορική περί νεοφιλελευθερισμού αντικαταστάθηκε από τη ρητορική περί «ανθρωπιστικής κρίσης». Τότε ήταν, επίσης, που στήθηκε όλο αυτό το δίκτυο επαφών με το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο και το ελληνικό βαθύ κράτος που απαιτούνταν ώστε σήμερα ο ΣΕΒ, εν μέσω bank holidays, να τηρεί μια στάση σχεδόν συγκατάβασης (αρκούμενος σε μια δήλωση η οποία καλεί μεν σε καταφατική ψήφο στο δημοψήφισμα, χωρίς όμως να καταγγέλλει τη διενέργειά του, όπως π.χ. έκαναν διάφοροι άλλοι μηχανισμοί αναπαραγωγής του σημερινού καθεστώτος, μεταξύ των οποίων και η ΓΣΕΕ), και ο Άνθιμος να κάνει, εδώ και μήνες, εκκλήσεις για στήριξη της κυβέρνησης στη διαπραγματευτική της προσπάθεια. Αυτές τις επαφές και γειώσεις στο πραγματικό σύμπαν της ελληνικής αστικής τάξης και των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του ελληνικού κράτους είναι που αντανακλά η ομαλότατη μέχρι σήμερα, και προσυμφωνημένη καιρό πριν τις εκλογές του 2015, συνύπαρξη, σε επίπεδο διακυβέρνησης, με τους ΑΝΕΛ, ένα κόμμα επιθετικού εθνικισμού, ρατσισμού, μιλιταρισμού και ομοφοβίας. Και σε αυτήν τη «βίαιη ωρίμανση» είναι που ταιριάζει γάντι αυτός ο δύσοσμος ιδεολογικός βούρκος, αυτή η αχανής θάλασσα από επαναλαμβανόμενες μπαρούφες, ετοιματζίδικους δεκάρικους, γλυκανάλατες ατάκες τύπου άρλεκιν, χυδαίους δημαγωγικούς μελοδραματισμούς10, και κλισέ της αστικής ιδεολογίας ντυμένα με τσιτάτα του Μπένγιαμιν (!!!), του Γκράμσι ή ακόμα και του Λένιν, μέσα στον οποίο πλατσουρίζουν, ήδη από το 2010, χαρωπά άπαντες στη βάση και στην ηγεσία της «Αριστεράς», εντός και πέριξ του ΣΥΡΙΖΑ, παράγοντας και καταναλώνοντας ασταμάτητα επιφυλλίδες που μετά από μια βδομάδα, αν όχι την επόμενη μέρα, δεν αξίζει καν να διαβαστούν, πατώντας ‘like’ σε οικονομικές, πολιτικές ή θεωρητικές αναλύσεις που δεν πληρούν στοιχειώδεις κανόνες ορθολογικής επιχειρηματολογίας, χειροκροτώντας παθητικά σεσημασμένους κενολόγους πανελίστες11 και κάθε λογής πριμαντόνες της «πολιτικής για μεγάλα παιδιά», θαυμάζοντας αυταρχικές προσωπικότητες και «μάγκες» που «ταπώνουν» τους αντιπάλους τους στην τηλεόραση ή στο κοινοβούλιο, υιοθετώντας γελοία σενάρια συνωμοσίας ή διαδίδοντας φτηνές κινδυνολογίες (οι «τοκογλύφοι» επιβουλεύονται τον πλούτο της χώρας, «ακραίοι κύκλοι» [sic] στην Ευρώπη «τορπίλισαν» [sic] τη συμφωνία γιατί θέλουν να ρίξουν τον Τσίπρα), και κυρίως κάνοντας την πάπια για τη σωρεία εξόφθαλμων γεγονότων που αποδεικνύουν, ακόμα και στον πιο αφελή, ότι η σημερινή αριστερο-ακροδεξιά κυβέρνηση στην πραγματικότητα συνεχίζει το έργο των προκατόχων της, αξιοποιώντας τα ίδια μέσα, δηλαδή, το θεσμικό οπλοστάσιο που συγκροτήθηκε τα τελευταία χρόνια, αν και με πιο κόσμιο τρόπο.

Για τον μέσο σύγχρονο αριστερό, ή μάλλον, για να ακριβολογούμε, τον μέσο οπαδό της Αριστεράς, το ότι σήμερα η Αμυγδαλέζα είναι ακόμα ανοιχτή, αποτελεί μια ασήμαντη λεπτομέρεια, κάτι το τυχαίο, κάτι που δεν είναι καθοριστικό για το τι κανείς διαλέγει να υποστηρίξει πολιτικά. Μια κυβέρνηση που κρατάει ανοιχτά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, ενώ παράλληλα αρνείται να φορολογήσει, έστω και λίγο, τους έλληνες εφοπλιστές ή να μειώσει δραστικά τις στρατιωτικές δαπάνες (αυτά τα ελληνικά «όχι» στην κατάργηση της φορολογικής ασυλίας για τις ναυτιλιακές εταιρείες, και στη δραστική μείωση των δαπανών για τον στρατό ήταν δύο από τα σημεία διαφωνίας στη διαπραγμάτευση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη), και γενικότερα καλλιεργεί συστηματικά την παθητικότητα, εκτός κι αν πρόκειται για ελεγχόμενες από την ίδια συναθροίσεις (όπως η γιορτή εθνικο-λαϊκής «υπερηφάνειας» του Καμμένου στις 25 του Μάρτη ή οι συγκεντρώσεις στήριξης της «εθνικής διαπραγματευτικής προσπάθειας»), την εθνική ομοψυχία και την ταξική συνεργασία, μπορεί κάλλιστα να είναι «δική μας», ή μια κυβέρνηση με την οποία κριτικά μπορούμε να συνταχθούμε όταν κινδυνεύει από τον Σαμαρά, τον Θεοδωράκη ή την Μέρκελ και τον Σόϊμπλε: ένα τέτοιο σκεπτικό μοιράζονται σήμερα χιλιάδες άνθρωποι οι οποίοι προτιμούν να φαντάζονται ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι κάτι ιστορικά ανάλογο με την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης του 1944 ή με την κυβέρνηση Κερένσκι, αν όχι με την κυβέρνηση Allende στην Χιλή, από το να καθίσουν, έστω και για λίγο, να αναλογιστούν πώς και γιατί μετά τους κοινωνικούς αγώνες της προηγούμενης περιόδου προέκυψε μια τέτοια εκδοχή διαχείρισης, ή μάλλον διάσωσης, του ελληνικού καπιταλισμού. Βέβαια, στο σύμπαν της αριστεράς-με-άλφα-κεφαλαίο δεν υπάρχουν περιθώρια για να αναλογιστεί κανείς/καμιά κάτι. Δεν γίνονται ποτέ αποτιμήσεις. Ακόμα χειρότερα: κάθε αποτίμηση οφείλει να είναι και μια ένεση αυτοπεποίθησης – όλα πήγαν καλά, συνεχίζουμε, ετοιμαζόμαστε για την επόμενη μάχη, και κάθε μάχη είναι μια μάχη των μαχών, και συνεπώς όλες οι μάχες είναι το ίδιο αδιάφορες, πεδία εφαρμογής όσων ήδη ξέρουμε να κάνουμε, όσων ήδη έχουμε συνηθίσει να λέμε. Ο αναστοχασμός, η ικανότητα να σκέφτεται και να διερωτάται καμιά/κανείς για το νόημα όσων συμβαίνουν και όσων η/ο ίδια/ος πράττει, είναι δείγμα αδυναμίας, υποχώρησης, έλλειψης πίστης. Και στην αριστερά-με-άλφα-κεφαλαίο πιστεύουν πολύ, και το δείχνουν σε κάθε ευκαιρία, οργανώνοντας πανηγυρικές εκδηλώσεις κάθε λογής. Πρόκειται για εκείνη την τυφλή πίστη που πάντα αποτελεί την άλλη όψη του πιο αβυσσαλέου μηδενισμού. Γιατί σε αυτόν τον πολιτικό χώρο αν πιστεύουν πολύ και το δείχνουν, είναι γιατί στην τελική δεν πιστεύουν, έχουν πάψει οριστικά να πιστεύουν ή δεν πίστεψαν ποτέ, στη δυνατότητα μιας ριζικής κοινωνικής αλλαγής, και πιο συγκεκριμένα ακόμα στην ικανότητα των υπό εκμετάλλευση και καταπίεση ανθρώπινων όντων να αυτοχειραφετούνται, να σπάνε τις αλυσίδες τους και να αίρουν τις συνθήκες υποκειμενοποίησής τους, διακινδυνεύοντας να χάσουν τα πάντα για να κερδίσουν ένα μέλλον που στο παρόν προδιαγράφεται μονάχα μέσα από αρνήσεις και μικρές, πάντα έτοιμες να κλείσουν, ρωγμές.

Χρειάζεται καλύτερη απόδειξη από τη στάση των μεγάλων και μικρών ηγητόρων και συνολικά του «λαού της αριστεράς» αυτές τις μέρες; Οι ίδιοι άνθρωποι που μιλάνε για ρήξη με τους «δανειστές», για την ανάγκη των ηχηρών και μεγάλων «Όχι», δε βγάζουν κιχ για το πώς το προλεταριάτο θα αντιμετωπίσει μια ενδεχόμενη κατάσταση οικονομικής κατάρρευσης, έλλειψης τροφίμων, φαρμάκων κ.ο.κ. Δε θέτουν κανένα τέτοιου είδους ερώτημα. Στη μακράν καλύτερη, και ακραία μειοψηφική, περίπτωση (που μάλλον οριακά μπορεί να καταχωρηθεί στην «Αριστερά»), θα βρούμε ένα κάλεσμα για «προλεταριακή άμυνα στο αστικό σαμποτάζ» και «επιτροπές δράσης» που θα απαιτούν «από την κυβέρνηση να εξασφαλίσει και να εγγυηθεί» την επιβίωση του προλεταριάτου12. Κατά κανόνα, όμως, οι αριστεροί εθνοσωτήρες και οπαδοί εθνοσωτήρων με το που πάει να τεθεί αυτό το ερώτημα απλά αλλάζουν θέμα, και πότε-πότε το ρίχνουν σε ποιητικές αποστροφές γεμάτες συναισθηματικούς πλεονασμούς: θα βρεθούμε (ως «ελληνικός λαός», μην ξεχνιόμαστε … ) στο τιμόνι, θα πλεύσουμε σε αχαρτογράφητα νερά, θα ζήσουμε με αξιοπρέπεια, θα δώσουμε ένα μάθημα δημοκρατίας, «γυρίζω την πλάτη μου στο μέλλον», εμείς δεν θα γίνουμε οι «χέστηδες του 2015»13 κλπ., κλπ., λες και μιλάνε στο προαύλιο της ΕΡΤ, υπό τους ήχους της ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης». Ενώ τόσα χρόνια οι αριστερότεροι εξ αυτών δήλωναν με ύφος εκατό καρδιναλίων ότι η ειδοποιός διαφορά της «Αριστεράς» από τον αναρχικό και αυτόνομο χώρο είναι η επίγνωση της σημασίας του «συνειδητού παράγοντα», της ευχέρειας δηλαδή οργάνωσης και χάραξης στρατηγικών σχεδιασμών σε επίπεδο κινηματικής δράσης, τώρα όποτε μιλάνε για «σχεδιασμό των επόμενων βημάτων» αυτό που εννοούν είναι τον σχεδιασμό των βημάτων ενός κράτους, ή των κομμάτων που θα διοικούν το κράτος (χωρίς καν να επιχειρούν να μετασχηματίσουν το κράτος). Η συντριπτική τους πλειοψηφία, ξεκαθαρίζει ήδη ότι δεν υπάρχει κάτι πέραν μιας καλύτερης, «για τα συμφέροντα της χώρας», διαπραγμάτευσης ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και τους ευρωπαίους εταίρους του. Μια μειοψηφία, ιδίως εκείνη που συσπειρώνεται γύρω από το όραμα της δραχμής, θα αραδιάσει, αντίθετα, με ευκολία κάμποσα bullets περί «εθνικοποίησης τραπεζών», «μονομερούς διαγραφής του χρέους» και διάφορων άλλων μέτρων που το κράτος της επόμενης μέρας μπορεί να λάβει, αλλά δε θα βρει να πει το παραμικρό για το τι το προλεταριάτο, ως ενεργή κοινωνική δύναμη, ως υποκείμενο που δεν είναι ήδη εκεί έξω περιμένοντας το νεύμα των wannabe καθοδηγητών του, αλλά παράγεται μέσα στην ταξική πάλη, μπορεί να κάνει και πώς, για το πώς ο κόσμος του αγώνα, όσοι/ες βρίσκονται ή θα βρεθούν στο δρόμο, θα οργανώσουν τις αρνήσεις τους, θα ανοίξουν διόδους πέρα από το υπάρχον, θα αρχίσουν να καταργούν τις εκμεταλλευτικές σχέσεις και το δεδομένο σήμερα μωσαϊκό σχέσεων εξουσίας. Μόνο τα κράτη και τα κόμματα είναι υποκείμενα που παράγουν ιστορία. Το προλεταριάτο μπορεί μόνο να ζητάει, να στηρίζει, να ανταποκρίνεται στις προστακτικές του κράτους και του κόμματος που προετοιμάζεται να αναλάβει, ή έχει ήδη αναλάβει, κυβερνητικά καθήκοντα, να είναι ο δεδομένος «λαός» που θα ζυμωθεί καταλλήλως και θα οδηγηθεί στο σωστό δρόμο: η σύγχρονη χωρίς προσδιορισμούς αριστερά έχει εμπεδώσει πολύ καλά αυτό το απόσταγμα σταλινικής και σοσιαλδημοκρατικής σοφίας.

Γενεαλογώντας το αριστερό εμπόριο ελπίδας

Στο ευρύτερο κοινό της αριστεράς του κράτους, της «νέας μεγάλης συνθετικής Αριστεράς» που οραματίστηκε ο κ. Δραγασάκης και σήμερα είναι κάτι χειροπιαστά πραγματικό, η ιδεολογία που γενικά δεσπόζει είναι ένα μίγμα σταλινικού κρατισμού και σοσιαλδημοκρατικού ταξικού συμφιλιωτισμού αραιωμένο με μεγάλες ποσότητες μικροαστικού εθνικιστικού λαϊκισμού. Τα ανέκδοτα του Ζίζεκ, η οντολογία του συμβάντος του Μπαντιού, και οι υπογραφές στήριξης της Μπάτλερ ή της Σάσκια Σάσεν δε χρησιμεύουν παρά ως καρυκεύματα για να χωνεύεται ευκολότερα από τους αριστερούς υποψήφιους διδάκτορες ή πανεπιστημιακούς καθηγητές αυτή η ιδεολογία, και να αναπαράγεται αποενοχοποιημένα η κυριαρχία της14. Αρκεί, όμως, να ξύσουμε λίγο κάτω από τα postmodern φιλοσοφικά κλισέ ή τους αφόρητους μελοδραματισμούς, για να αντιληφθούμε ότι όσα πράγματι ιδεολογικά πρεσβεύει ένας μέσος οπαδός της αριστεράς-με-άλφα-κεφαλαίο είναι πολύ λιγότερο εκλεπτυσμένα και φανερώνουν πολύ λιγότερο ανεπτυγμένη κριτική σκέψη απ’ ό,τι αυτά που σήμερα πρεσβεύει ένας μέσος Κνίτης. Μπροστά π.χ. στα περισσότερα από όσα γράφονται στον ιστότοπο iskra ή στο left.gr τα γραπτά του Στάλιν και του Δημητρόφ μοιάζουν με διαμάντια της πολιτικής σκέψης: τουλάχιστον στα τελευταία αναγνωριζόταν ακόμα η ύπαρξη αγεφύρωτων ταξικών αντιθέσεων και η έννοια του κράτους εξακολουθούσε να αποτελεί ένα πρόβλημα, όχι τον αυτονόητο όρο κάθε δυνατής λύσης. Παρ’ όλα αυτά, η μήτρα αμφότερων είναι πράγματι κοινή. Γι’ αυτό και οι πιο σοβαροί, οι λιγότερο κυνικοί (και ασφαλώς, οι περισσότερο αφελείς), από τους θεωρητικούς της αριστεράς του κράτους είναι εκείνοι που επικαλούνται ευθέως τις ιδεολογικές παρακαταθήκες του Στάλιν και του Δημητρόφ, ιδίως για τα διαταξικά, «λαϊκά μέτωπα», τη στάση απέναντι στους μικροαστούς και στο μεσαίο κεφάλαιο, την οικειοποίηση του εθνικισμού (ή όπως οι ίδιοι προτιμούν του «πατριωτισμού»), τη διάκριση ανάμεσα σε μια αριστερή και μια επαναστατική κυβέρνηση15. Κι εδώ γίνονται ορατά κάποια από τα γενεαλογικά ίχνη της αριστεράς του κράτους, τα οποία ενώ φαίνονται να είναι προφανή, σπάνια εξετάζεται η ιδιαιτερότητα της ιστορικής υφής τους.

Παρά τις μεγάλες μεταξύ τους διαφορές, ο σταλινισμός και η σοσιαλδημοκρατία είχαν ως κοινό παρονομαστή το γεγονός ότι ήταν ρεύματα αντεπαναστατικά εντός του εργατικού κινήματος, ότι εξέφρασαν την άρνηση της επανάστασης μέσα στην ίδια την επανάσταση ως ιστορική διαδικασία. Ο αντεπαναστατικός τους χαρακτήρας δεν οφείλεται μονάχα στο ότι αναχαίτισαν ή κατέστειλαν μια σειρά από επαναστατικές τάσεις και απόπειρες, αλλά και στο ότι συνέβαλαν σε σημαντικό βαθμό στη διαμόρφωση του σύγχρονου κράτους, προπάντων στο σκέλος των τεχνολογιών διαχείρισης και διευρυμένης αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τους μετασχηματισμούς του κράτους από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά λέγοντας ότι είναι μετασχηματισμοί που κατέτειναν στη συγκρότηση ενός κράτους κατάλληλου να οργανώνει την πραγματική υπαγωγή της ζωντανής εργασίας στο κεφάλαιο, να διαπλάθει, δηλαδή, εκ των προτέρων, τα σώματα των προλεταρίων ως αντικείμενα υπό εκμετάλλευση. Χάρη σε αυτούς τους μετασχηματισμούς, οι ολοκληρωτικές τάσεις που ενυπάρχουν σε κάθε μορφή, ακόμα και την πιο δημοκρατική, του καπιταλιστικού κράτους άρχισαν να βγαίνουν στο προσκήνιο και να κρυσταλλώνονται ως πτυχές μιας αυτονόητης κανονικότητας. Το κράτος δε χρειαζόταν πια να εξαπολύει μαζικούς διωγμούς. Αντίθετα, χωρίς καν να τεθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αποκτούσε ως πάγιο, κανονικό του χαρακτηριστικό την πολεμική επαγρύπνηση έναντι του εσωτερικού εχθρού: η εγγραφή του προλεταριάτου στην ισχύουσα πολιτική διάταξη, η πολιτική αναγνώρισή του ως κοινωνικής δύναμης, ήταν και μια διαδικασία κατάτμησης σε ομάδες ιδιαίτερων συμφερόντων, αποδιοργάνωσης, καθολικού καθημερινού ελέγχου, πειθάρχησης και προληπτικής καταστολής. Αν εξακολουθεί να μοιάζει παράξενο το ότι τα τελευταία χρόνια στις προλεταριακές εξεγέρσεις τα γραφεία προνοιακών υπηρεσιών ή εύρεσης εργασίας καθώς και τα δημόσια μέσα μαζικής μεταφοράς γίνονται στόχος επιθέσεων είναι γιατί έχουμε μάθει να παραβλέπουμε ότι η κατασταλτική όψη της κρατικής παρέμβασης ήταν πάντοτε παρούσα σε όλες αυτές τις μορφές μέριμνας για την παραγωγή και κυκλοφορία του εμπορεύματος-εργασιακή δύναμη. Οι σοσιαλδημοκρατικές και ο σταλινικές γραφειοκρατίες επινόησαν, δοκίμασαν με επιτυχία στην πράξη, και προσέφεραν, ως υλοποιημένη συλλογική γνώση, στο οπλοστάσιο του κράτους μια πληθώρα νέων τρόπων πολιτικό-αστυνομικής διαχείρισης και κοινωνικού ελέγχου της ζωντανής εργασίας. Χωρίς αυτήν τη γενναιόδωρη συνεισφορά, ο καπιταλισμός σήμερα θα ήταν πιθανόν πολύ πιο ασταθής, ενώ εκείνες οι στρατηγικές ταξικής καθυπόταξης, με τη μετατροπή του κράτους σε μια πολεμική μηχανή για την απαξίωση της ζωντανής εργασίας, που εφαρμόστηκαν από τη δεκαετία του 1970 και συνήθως αποδίδονται με τους όρους «νεοφιλελευθερισμός» και «ορντοφιλελευθερισμός» (Ordoliberalismus), θα ήταν αδιανόητες. Η αριστερά του κράτους αποτελεί καρπό της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού από αυτήν κυρίως την άποψη.

Κι οι ίδιοι, όμως, οι μετασχηματισμοί του κράτους επέδρασαν καταλυτικά στη σοσιαλδημοκρατία και τον σταλινισμό. Όπως είχε πολύ εύστοχα περιγράψει, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Νίκος Πουλαντζάς, ένας μαρξιστής στοχαστής το όνομα του οποίου σήμερα, κατά τρόπο ειρωνικό, χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για τους απολογητές της αριστεράς του ελληνικού κράτους (όπως συμβαίνει με το όνομα της Λούξεμπουργκ για τους απολογητές της αριστεράς του γερμανικού κράτους), οι αναδιαρθρώσεις του κεφαλαίου και η συνεπαγόμενη ενίσχυση των οικονομικών λειτουργιών του κράτους, της παρεμβατικότητάς του ως εγγυητή για την ομαλή παραγωγή και κυκλοφορία του εμπορεύματος-εργασιακή δύναμη, επέφεραν δραστικές αλλαγές στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Πριν, ήταν το κοινοβούλιο που διατηρούσε τον ρόλο του εκφραστή των συμφερόντων των υποτελών κοινωνικών τάξεων μέσω των κομμάτων που αντιπροσώπευαν αυτές τις τάξεις. Η νομιμοποίηση του κράτους έναντι του προλεταριάτου κρινόταν στα κοινοβουλευτικά έδρανα, ήταν υπόθεση της νομοθετικής εξουσίας. Εφεξής, αυτός ο ρόλος, της οργάνωσης της συναίνεσης, θα μονοπωλούνταν από την εκτελεστική εξουσία και την κρατική διοίκηση: «Η διοίκηση δεν είναι πια ο μηχανισμός που, με κάποιες πρωτοβουλίες ή αντιστάσεις, ήταν κυρίως επιφορτισμένος με την εκτέλεση της πολιτικής γραμμής. Η κρατική γραφειοκρατία, κάτω από την επιβολή των κορυφών της εκτελεστικής εξουσίας, γίνεται όχι μόνο ο τόπος, αλλά και ο πρωτουργός της εκπόνησης της κρατικής πολιτικής»16. Τα πολιτικά κόμματα, με τη σειρά τους, ιδίως τα λεγόμενα κόμματα εξουσίας, και αυτό ισχύει και για τα σοσιαλδημοκρατικά και για τα κομμουνιστικά κόμματα που είχαν βρει μια σχετικά σταθερή θέση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και ενίοτε (όπως π.χ. στην Ιταλία) διεκδικούσαν, δια της κοινοβουλευτικής οδού, την πολιτική εξουσία, από «τόποι όπου διαμορφώνεται η πολιτική και καταστρώνονται οι συμβιβασμοί και οι συμμαχίες με βάση λίγο ή πολύ συγκεκριμένα προγράμματα», από «οργανισμοί που διατηρούν ουσιαστικούς δεσμούς αντιπροσώπευσης με τις κοινωνικές τάξεις», έτειναν να γίνουν «πραγματικοί ιμάντες μεταβίβασης των αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας». Στην προγενέστερη δημοκρατική μορφή του καπιταλιστικού κράτους, τα κόμματα «παρέμεναν βασικά δίκτυα διαμόρφωσης της πολιτικής ιδεολογίας και της συναίνεσης». Στον «αυταρχικό κρατισμό», που κατά τον Πουλαντζά αποτελεί τη νεώτερη δημοκρατική μορφή του καπιταλιστικού κράτους, «η νομιμοποίηση μετατοπίζεται προς τα δημοψηφισματικά και καθαρά χειραγωγικά κυκλώματα (μέσα ενημέρωσης) που κυριαρχούνται από τη διοίκηση και την εκτελεστική εξουσία»17. Αν πάρουμε τοις μετρητοίς όσα γράφονται στην τελευταία πρόταση, ίσως να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί σήμερα η αριστερά του ελληνικού κράτους καταφεύγει σε ένα δημοψήφισμα όπου το δίλημμα αφορά διαφορετικές εκβάσεις της ίδιας τεχνικής διαδικασίας διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε κράτη, με το πολιτικό πλαίσιο της διαπραγμάτευσης να τίθεται εκτός δημόσιας διαβούλευσης.

Χωρίς στρατούς, εκτός και εναντίον

Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο περίγυρός του, το ισπανικό PODEMOS, και το γερμανικό κόμμα Die Linke, διαφέρουν σε πάρα πολλά σημεία από τα σοσιαλδημοκρατικά και σταλινικά κόμματα. Οι σημαντικότερες, ωστόσο, διαφορές έχουν να κάνουν ακριβώς με τους δεσμούς αντιπροσώπευσης της εργατικής τάξης, και αντίστροφα με τη σχέση προς το κράτος. Τα κόμματα της «Αριστεράς» δεν είναι μαζικά κόμματα, ούτε κόμματα που έχουν οργανικές σχέσεις με το εργατικό κίνημα. Δε συγκροτούνται μέσα στην ταξική πάλη, αλλά πλάι σε, και πάνω από αυτήν: μπροστά από το κοινοβούλιο, ενόψει εκλογικών αναμετρήσεων. Είναι εκλογικοί μηχανισμοί και ταυτόχρονα τείνουν να εμφανιστούν ως κόμματα εξουσίας, ή λειτουργούν, από την ίδρυσή τους, ως προσομοιώσεις των κομμάτων εξουσίας. Οι γραφειοκρατίες που τα διοικούν αντί να προέρχονται από το εσωτερικό του εργατικού κινήματος ή να έχουν αναδειχθεί μέσα από κοινωνικούς αγώνες, για να αυτονομηθούν σε δεύτερο χρόνο ασκώντας την πολιτική ως επάγγελμα, είτε έχουν, από την αρχή, δεσμούς με την κρατική διοίκηση (επαγγελματίες πολιτικοί, εκλεγμένοι σε διάφορα επίπεδα του κράτους) είτε εμφανίζονται, από την αρχή, ως φορείς μιας εναλλακτικής πρότασης κρατικής διαχείρισης, αποκτώντας τη συνοχή τους στη βάση της προοπτικής της διακυβέρνησης ή της συμμετοχής στη διακυβέρνηση. Δεν προδίδουν τίποτα, σε σχέση με τους προλετάριους στους οποίους απευθύνονται ως κομμάτι της εκλογικής μάζας, ακόμα κι αν αθετήσουν ορισμένες από τις προεκλογικές τους υποσχέσεις, γιατί εκ προοιμίου τοποθετούνται στο πεδίο της κρατικής διοίκησης, όχι ως εκπρόσωποι της εργατικής τάξης αλλά ως υποψήφιοι κρατικοί λειτουργοί που θα ενσωματώσουν και θα ελέγξουν καλύτερα το πόπολο που από κάτω διαμαρτύρεται, «ζητάει», «διεκδικεί», «πιέζει». Εξού και η τόσο έντονη έμφαση στη λαϊκή ή εθνική «ενότητα», στην αποκατάσταση του «διαρρηγμένου κοινωνικού ιστού», στην επιστροφή στην ομαλότητα: ο κ. Τσίπρας, όπως και ο κ. Iglesias ηγούνται κομμάτων που είναι ιμάντες μεταβίβασης της εκτελεστικής εξουσίας, μηχανισμοί που συντονίζουν και διευθετούν την κρατικοποίηση των κοινωνικών αγώνων, όχι ως έκφραση του κοινωνικού στο πολιτικό, αλλά ως προβολή του πολιτικού στο κοινωνικό. Η αριστερά του κράτους δεν είναι αυτό που παλιότερα προσδιοριζόταν τοπολογικά ως αριστερά, αν και αποτελεί, αναμφισβήτητα, απόφυση της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού. Αποτελεί το ιστορικό προϊόν της μετάλλαξης των σοσιαλδημοκρατικών και σταλινικών κομμάτων καθώς το καπιταλιστικό κράτος μετασχηματιζόταν, και εξακολουθεί να μετασχηματίζεται, σε ένα κράτος ελέγχου και διαρκούς ταξικού πολέμου, σε συνδυασμό με την ανάδυση διαταξικών μπλοκ μέσα στους ίδιους τους κοινωνικούς αγώνες, την αποσύνθεση της εργατικής ταυτότητας, τις διαδοχικές ήττες του εργατικού κινήματος στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, τη συντριβή, τέλος, και την ενσωμάτωση της Νέας Αριστεράς και των ιστορικών αριστερών αντιπολιτεύσεων στα ΚΚ, μετά τη δεκαετία του 1960.

Το δεύτερο κομμάτι του ορισμού της αριστεράς του κράτους, που μόλις προσπαθήσαμε να δώσουμε, σηκώνει μεγάλη κουβέντα. Και είναι οπωσδήποτε απαραίτητη, ως και επείγουσα, μια τέτοια αποτίμηση: πρέπει να δούμε πώς και γιατί ήδη από τη δεκαετία του 1970, με την πτώση των δικτατοριών στον ευρωπαϊκό Νότο συγκροτούνται, σε επίπεδο δρόμου, συμμαχίες ανάμεσα στο προλεταριάτο, τη μικροαστική τάξη και τμήματα ακόμα του μεγάλου κεφαλαίου, πώς και γιατί στον πρόσφατο κύκλο αγώνων ο εθνικισμός της μικροαστικής τάξης έδωσε από ένα σημείο και μετά τον τόνο στις μαζικές εκδηλώσεις εναντίωσης των ευρωπαίων προλεταρίων, πώς και γιατί ο διεθνής μαοϊσμός, ο διεθνής τροτσκισμός, η παλιά οργανωμένη αυτονομία βρέθηκαν να μετράνε τα συντρίμμια τους ή να σπεύδουν να βρουν μια θέση υπό τη σκιά κομμάτων τύπου ΣΥΡΙΖΑ, πώς και γιατί, αυτήν την ώρα, με το «Ναι» στο δημοψήφισμα συντάσσεται δημόσια η πλειοψηφία του οργανωμένου εργατικού κινήματος στην ελλάδα (η ΓΣΕΕ, το ΕΚΘ, η ΟΤΟΕ), μαζί με κάποιους αφιονισμένους πολεμοχαρείς αστούς, και με το «Όχι» ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό αφεντικών18, μαζί με πολλούς απελπισμένους προλεταρίους. Σκοπός, όμως, του κειμένου αυτού δεν είναι να θίξει όλα αυτά τα ζητήματα, παρά μόνο έμμεσα.

Εκεί που θέλουμε, προς το παρόν, να εστιάσουμε είναι στην ιδιοσυστασία της αριστεράς του κράτους, ως τμήματος, οιονεί ή ενεργού, της κρατικής διοίκησης. Πολλοί σύντροφοι και συντρόφισσες του α/α χώρου, του μόνου πολιτικού περιβάλλοντος στο οποίο σήμερα μπορεί κανείς να ακούσει κάτι που να διαθλά, χωρίς να εξουθενώνει μέσα σε ένα κυκεώνα από κοινοτοπίες και ζωτικά ψέματα, την ένταση και το βάθος των εμπειριών ταξικής αντιπαράθεσης που συσσωρεύτηκαν από το 2007 ως το 2012, πιστεύουν ότι είναι αρκετό να υπογραμμιστεί η λέξη «διαχείριση» ώστε να χαραχθεί μια ευδιάκριτη διαχωριστική γραμμή από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους δορυφόρους του, που προσδιορίζονται, σχεδόν αντανακλαστικά, ως ο υπαρκτός αστερισμός της σύγχρονης ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Σχεδόν ποτέ δε γίνεται αντιληπτή η ουσιώδης διαφορά της αριστεράς-με-άλφα-κεφαλαίο, της αριστεράς ως φράξιας του ελληνικούς κράτους, από την αριστερά ως τοπολογικό προσδιορισμό, από τα ιστορικά κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, του σταλινισμού, και τα θραύσματά τους. Η χρόνια απουσία μιας θεωρητικής κουβέντας για το κράτος, η εμμονή σε μια απλουστευτική άποψη που εμφανίζει το κράτος ως μια εξωτερική δύναμη καταναγκασμού, και όχι ως μια κοινωνική σχέση και μια θεσμική υλικότητα, που επικαλύπτει και ορίζει το πεδίο του πολιτικού, φαίνεται, εδώ ακριβώς, πόσο σοβαρές συνέπειες έχει. Γιατί σήμερα η «διαχείριση» του ελληνικού καπιταλισμού δεν είναι μόνο διάσωση, εν μέσω μιας παρατεταμένης κρίσης, ενός πλέγματος κοινωνικών σχέσεων ή των τρόπων με τον οποίους αυτές οι σχέσεις διαρθρώνονται. Είναι, επίσης, και αναδιάρθρωση, συνέχιση της αναδιάρθρωσης των εκμεταλλευτικών σχέσεων, απαξίωση της ζωντανής εργασίας, καθώς και μετασχηματισμός του καπιταλιστικού κράτους σε ένα κράτος εγγυητή των γενικών όρων της καπιταλιστικής παραγωγής μέσω του διαρκούς, αυτήν τη φορά, ταξικού πολέμου και της καθυπόταξης του πλεονάζοντος πληθυσμού, της αντιμετώπισής του άλλοτε ως αντικειμένου ανοιχτά αστυνομικής μεταχείρισης και άλλοτε ως στόχου τεχνοκρατικών πολιτικών ελέγχου, ζωνοποίησης, επιλεκτικής ανθρωπιστικής ανακούφισης και συστηματικού αποκλεισμού. Η διαχείριση, σήμερα, είναι και διαχείριση των στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους παρανομοποιημένους μετανάστες, των ποικίλων ειδικών αστυνομικών σωμάτων για την καταστολή των περιθωριοποιημένων προλεταρίων, των μυριάδων εκλεπτυσμένων τεχνολογιών κοινωνικού ελέγχου για όσες και όσους πρέπει να μάθουν να πουλάνε αποτελεσματικά τους εαυτούς τους για να επιβιώσουν. Το κρίσιμο δεν είναι να στιγματιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα διαχείρισης, γενικώς και αορίστως, αλλά να διατηρήσει το πιο μαχητικό κομμάτι του προλεταριάτου την αυτοτέλειά του από, και να οξύνει την εναντίωσή του σε, κάθε επιχείρηση διάσωσης-διαχείρισης του ελληνικού καπιταλισμού, είτε έχει το πάνω χέρι η δεξιά είτε η αριστερά του κράτους.

Οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι από τον α/α χώρο που συντάχθηκαν με το «Όχι» στο δημοψήφισμα το οποίο επέλεξε, αιφνιδιαστικά και μάλλον τυχοδιωκτικά, να κάνει η αριστερά του ελληνικού κράτους, για να επιλύσει μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικά, στις τεχνικές τους λεπτομέρειες, σενάρια συνέχισης της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου στην ελλάδα, κρατούν αυτήν τη στάση ακριβώς επειδή εντάσσουν τους εαυτούς τους στο πιο μαχητικό τμήμα του προλεταριάτου και επειδή επιδιώκουν να διευρύνουν τους δεσμούς τους μέσα σε αυτό το τμήμα. Ίδιο είναι και το κίνητρο εκείνων των συλλογικοτήτων του α/α χώρου που υιοθετούν μια αντιΕΕ πολιτική γραμμή, αποφασίζοντας έτσι να τοποθετηθούν σε ορισμένα κομβικά ερωτήματα που τίθενται στον δημόσιο λόγο, έτσι μάλιστα όπως αυτά τίθενται, κατά τρόπο ώστε να προϋποθέτουν μόνο κράτη και κόμματα-φράξιες της κρατικής διοίκησης ως φορείς των νοητών απαντήσεων (ποιος, τι είδους υποκείμενο είναι αυτό που θα αποφασίσει την έξοδο από την ΕΕ.; Και αυτή η έξοδος τίνος πάλι πράξη θα είναι; Της «χώρας»; Του «ελληνικού λαού»; Όπου και να στρέψουμε αυτόν τον κόμπο, έτσι όπως αρθρώνεται, μόνο από κράτη ή κόμματα που διοικούν κράτη μπορεί να κοπεί). Κάθε πολιτική στάση, ακόμα και αν μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι εσφαλμένη, πρέπει να κρίνεται και με βάση τα κίνητρα που την υποκινούν. Αν δεν το κάναμε αυτό, θα έπρεπε να τσουβαλιάσουμε συντρόφισσες και συντρόφους που παίρνουν σοβαρά όσα πιστεύουν, και αγωνίζονται για την ανατροπή των εκμεταλλευτικών σχέσεων σε ενεστώτα χρόνο, με τους ψηφοθήρες ηγέτες π.χ. της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ή τους επαγγελματίες αγύρτες της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, που αντιμετωπίζουν κάθε κινητοποίηση ως ευκαιρία ανέξοδων δημαγωγικών επιδείξεων19. Αλλά το γεγονός ότι αυτή η πολιτική στάση σήμερα συνοδεύεται, όλο και συχνότερα, από μια ρητορική του τύπου «όποιος δεν είναι μαζί μας, παίζει το παιχνίδι της αστικής αντεπανάστασης» αποτρέπει τόσο την αμοιβαία ισότιμη κριτική όσο και τον αναστοχασμό για το τι έχει μέχρι τώρα γίνει, τι μπορεί σήμερα να γίνει, και τι θα μπορούσε, αύριο, να αρχίσει να γίνεται. Η αξιοποίηση, επίσης, ενός μιλιταριστικού φαντασιακού, όπου στη θέση του επαναστατικού κόμματος τοποθετείται ένας επαναστατικός στρατός, το μόνο που υπόσχεται είναι μια επανάληψη καταστροφικών πρακτικών, πέρα από το ότι αποτελεί ένδειξη μια άκριτης οικειοποίησης ορισμένων από τα χειρότερα χαρακτηριστικά της πάλαι πότε ελληνικής άκρας αριστεράς.

Η αριστερά του κράτους σήμερα φαίνεται να κυριαρχεί συντριπτικά στο κομμάτι εκείνο του δημόσιου χώρου που διανοίχθηκε από τους αγώνες της προηγούμενης περιόδου. Τείνει, επίσης, να δώσει τον τόνο και στο μικρότερο εκείνο κομμάτι, τη μη κρατική δημόσια σφαίρα από εγχειρήματα έμπρακτης αμφισβήτησης του υπάρχοντος που αναδύθηκε μετά τον Δεκέμβρη του 08 και αναπτύχθηκε όταν η ταξική αντιπαράθεση είχε οξυνθεί τόσο ώστε να προκληθεί κρίση του ίδιου του κράτους. Η αποχή από το δημοψήφισμα είναι μια χειρονομία που, ενώ όλα φαίνεται να περιστρέφονται γύρω από δύο αντιπαρατιθέμενες αστικές επιλογές συντριβής της τάξης μας και περαιτέρω εξαθλίωσης των ζωών μας, υπερασπίζεται κάπως την εμπειρία συνάντησης, μέσα στους αγώνες, υποκειμένων που δεν είναι, ούτε μπορούν να γίνουν, κόμματα ή κράτη: μεταναστών, επισφαλών προλεταρίων, προλεταρίων που αμφισβητούν την ίδια την υπόστασή τους, σωμάτων που κινούνται πέρα από την κανονικότητα για την οποία έχουν διαπλαστεί. Μια τέτοια χειρονομία ομολογουμένως δε μπορεί να αποβεί ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο. Αυτό ακριβώς, όμως, της προσδίδει τη σημασία της, εδώ και τώρα, ως λιγότερο εσφαλμένης επιλογής. Όχι μόνο γιατί όλα θα κριθούν στο δρόμο, αλλά και γιατί δεν πρέπει να υποχωρήσουμε από την έμπρακτη κριτική, που έχει ήδη γίνει στο δρόμο, της πολιτικής ως άθλιας τέχνης προσαρμογής στην αθλιότητα του υπάρχοντος.

Lenorman

03/07/15

1 Π. Κοσμάς, «Ούτε ‘υπογραφή’ ούτε ‘κρίση λόγω αδιεξόδου’, αλλά συνειδητό σχέδιο ρήξης!», στον ιστότοπο: http://rproject.gr/article/oyte-ypografi-oyte-krisi-logo-adiexodoy-alla-syneidito-shedio-rixis.

2 «Ξυδάκης: Ενώπιον της ιστορίας του ο ελληνικός λαός», στον ιστότοπο: http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22767&subid=2&pubid=64208311.

3 Π. Παπακωνσταντίνου, «Δημοψήφισμα: Επτά κρίσιμες μέρες», στον ιστότοπο: http://kommon.gr/i/286-epta-krisimes-meres-petros-papakonstantinou.

4 Θ. Καρτερός, «Αυτός ο κόσμος, ο μικρός, ο μέγας», στον ιστότοπο: https://left.gr/news/aytos-o-kosmos-o-mikros-o-megas.

5 «Τσίπρας: Ο ελληνικός λαός θα σταθεί στο ύψος της ιστορίας του και θα πει το μεγάλο όχι», στον ιστότοπο: http://www.alterthess.gr/content/tsipras-o-ellinikos-laos-tha-stathei-sto-ypsos-tis-istorias-toy-kai-tha-pei-megalo-ohi.

6 Έτσι, με αυτήν τη λέξη κλείνει το άρθρο του! Θ. Καρτερός, «Αυτός ο κόσμος», ό.π. (σημ. 2).

7 Χρησιμοποιούμε αυτόν τον πλεονασμό, γιατί όταν ένας ανώνυμος σχολιαστής στον Ριζοσπάστη μίλησε για «παρατημένες νύφες», αναφερόμενος στη στάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετά τις εκλογές, τέθηκε ζήτημα «αγοραίων επιχειρημάτων» (βλ. την απάντηση του γραφείου τύπου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στον ιστότοπο: <http://antarsya.gr/node/2934>. Πράγματι, αυτή η κριτική είναι σωστή. Επίσης ορθό θα ήταν να θυμίσει κανείς στους αρθρογράφους του Ριζοσπάστη ότι μάλλον η πιο θλιβερή παρατημένη νύφη των τελευταίων χρόνων είναι το ίδιο το μεταπολιτευτικό ΚΚΕ, σε σχέση με το ελληνικό κράτος, αφού πια έχουν παρέλθει οι μέρες όπου η κ. Παπαρήγα μπορούσε να εξέρχεται από το Μέγαρο Μαξίμου και να καταγγέλλει το εξεγερμένο προλεταριάτο στη βάση σεναρίων συνωμοσίας, όπως έκανε το 2008, παίζοντας με εντυπωσιακή προθυμία το ρόλο της υπεύθυνης καθεστωτικής δύναμης. Γι’ αυτό είναι καλύτερο, μιλώντας για τη στάση των περισσότερων από τα στελέχη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή για τις διάφορες πολιτικές, δημοσιογραφικές και ακαδημαϊκές «μούρες» που απαρτίζουν τον ευρύτερο περίγυρό της, να μιλάμε για «προσωρινά παρατημένους γαμπρούς». Αυτό είναι και πιο μετριοπαθές (αφού αναγνωρίζει την προσωρινότητα αυτής της κατάστασης), και πιο ταιριαστό στο είδος αρρενωπότητας που δίνει τον τόνο στον σύγχρονο ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, όπου πάντα υπάρχει, ως ελκυστής των ροών συναισθηματικής ενέργειας, ένας macho άνδρας ο οποίος κλαίγεται γιατί μια, εξ ορισμού αχάριστη, υποψήφια νύφη τον παράτησε.

8 Κ. Μάρκου, « ‘Ναι’ ο Μιχαλολιάκος, βαθύ ‘Όχι’ η ανατρεπτική Αριστερά», στον ιστότοπο: http://prin.gr/?p=7653.

9 Γ. Δραγασάκης, «[09/09/2012]Συνέντευξη στην εφημερίδα Τύπος της Κυριακής: Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνεχίσει πιο εντατικά τη βίαιη ωρίμανσή του», στον ιστότοπο: http://www.dragasakis.gr/sinedeuxis.php?id=839.

10 Η συνεχής επίκληση π.χ. των αυτοκτονιών εν μέσω κρίσης από το συριζαίϊκο κύκλωμα προπαγάνδας είναι ένα τυπικό τέτοιο παράδειγμα. Ο θάνατος χρησιμοποιείται ως αφορμή για πολιτική σπέκουλα. Με την ίδια επιπολαιότητα αντιμετωπίζεται και η πιο ακραία ιστορική εμπειρία μαζικής θανάτωσης στην μέχρι σήμερα ιστορία, η Shoah. Για πολλούς αριστερούς μπορεί κανείς να μιλάει, με την ίδια άνεση που ρουφάει το καλαμάκι στον καφέ του, για «ολοκαύτωμα» στην υγεία και την παιδεία ή να απεικονίζει, όπως έκανε ένας βουλευτής των ΑΝΕΛ, την είσοδο του Άουσβιτς με την επιγραφή «μένουμε Ευρώπη», χωρίς να αναλογίζεται ότι στο Άουσβιτς συνέβη κάτι για το οποίο το λιγότερο που θα έπρεπε καμιά/εις σήμερα να κάνει είναι είτε να σκεφτεί σοβαρά πώς αυτό έγινε δυνατό στην «πολιτισμένη Δύση», είτε να βγάζει το σκασμό, αν αδυνατεί να σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα από τον ΕΝΦΙΑ, τον Πούτιν και τη νοσταλγικά ακτινοβολούσα δραχμή.

11 Θα πρέπει να θυμίσουμε ότι ο Βαρουφάκης και ο Λαπαβίτσας έγιναν μεγάλοι και τρανοί μέσα σε αυτόν τον ιδεολογικό βούρκο. Ένας άλλος, σήμερα κάπως ξεχασμένος, αστέρας, που το 2010 μεσουρανούσε στα πάνελ του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι ο αποτυχημένος εθνοσωτήρας Καζάκης, ο άνθρωπος που όταν έγινε η στραβή στην Κύπρο έγραφε ότι οι κυπριακές τράπεζες έκλεισαν γιατί τα «αρπακτικά της ευρωζώνης» τις είχαν βάλει στο μάτι, λόγω της ανάπτυξης των δραστηριοτήτων τους εκτός ΕΕ (βλ. το άρθρο του «Γιατί έγινε η δήμευση των καταθέσεων στην Κύπρο;», στον ιστότοπο: http://dimitriskazakis.blogspot.gr/2013/03/blog-post_18.html.

12 Κ. Μαραγκός, «Καμιά ακύρωση του δημοψηφίσματος. Όχι μέχρι το τέλος! Προλεταριακή άμυνα στο αστικό σαμποτάζ!», στον ιστότοπο: https://avantgarde2009.wordpress.com/2015/07/01/%CE%BA%CE%B1%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CE%B1%CE%BA%CF%8D%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CF%88%CE%B7%CF%86%CE%AF%CF%83%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%BF%CF%87%CE%B9/. Η Κομμουνιστική Επαναστατική Δράση, μέλος της οποία είναι ο Κ. Μαραγκός, θα ήταν άδικο να παρουσιαστεί ως ένα κομμάτι ομαλά ενσωματωμένο στην αριστερά-με-άλφα-κεφαλαίο. Η αλήθεια είναι ότι σε πολλά ζητήματα βρίσκεται εγγύτερα προς ένα τμήμα του α/α χώρου. Απευθύνεται, παρόλα αυτά, προνομιακά στο κοινό του ΣΥΡΙΖΑ.

13 Αυτό το δήλωσε ο τραγουδοποιός Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Βλ το σχετικό ρεπορτάζ στον κεντρικό συριζαίϊκο ιστότοπο προπαγάνδας: https://left.gr/news/thanasis-papakonstantinoy-na-mi-lene-oi-apogonoi-mas-gia-toys-hestides-toy-2015.

14 Πρέπει, εν προκειμένω, να σημειωθεί ότι αυτή η χρήση κάθε άλλο παρά εν αγνοία γίνεται των ριζοσπαστών μαρξιζόντων ή μεταμαρξιστών στοχαστών, αφού όλες/οι στηρίζουν αναφανδόν ΣΥΡΙΖΑ, στο όνομα των δημοκρατικών παραδόσεων της Ευρώπης (!!!). Όταν κατεβαίνουν, επίσης, στην πεζή πραγματικότητα των επίκαιρων ταξικών αντιπαραθέσεων συνήθως λένε πράγματα τόσο κοινότοπα και βλακώδη που κάλλιστα θα μπορούσε να τα πει και ο Τράγκας χωρίς παραπομπές στον Μάρξ, τον Χάιντεγκερ ή τον Φρόιντ. Ο πολύς Αλέν Μπαντιού π.χ. έχει κάνει την εξής εντυπωσιακή δήλωση σε ελληνίδα δημοσιογράφο: «Η Ευρώπη χρειάζεται ηγέτες όπως ο Ντε Γκωλ», βλ. τη συνέντευξή του στην Αλεξία Κεφαλά της Καθημερινής [02/02/2014] στον ιστότοπο: <http://www.kathimerini.gr/751749/article/proswpa/geyma-me-thn-k/alen-mpantioy-h-eyrwph–xreiazetai-hgetes-opws-o-nte-gkwl>.

15 Αναφερόμαστε εδώ στα πρώην μέλη του ΚΚΕ που συσπειρώνονται γύρω από τον Εργατικό Αγώνα. Μολονότι οι θεωρίες που υποστηρίζουν είναι ανοιχτά σταλινικές, τα κείμενά τους, σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία των κειμένων που δημοσιεύονται στα αριστερά διαδικτυακά φόρα, φανερώνουν μια κάποια σοβαρή διανοητική εργασία, έχουν αρχή, μέση και τέλος, συνοχή, και πληρούν μερικά στοιχειώδη κριτήρια ορθολογικότητας. Πάσχουν επίσης σε πολύ μικρότερο βαθμό από το σύνδρομο του «επαναστατικού ψέματος».

16 Ν. Πουλαντζάς, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, μετάφραση: Γ. Κρητικός, Αθήνα: Θεμέλιο, 1984, σελ. 3222-323 (η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).

17 Ν. Πουλαντζάς, Το κράτος, ό.π., σελ. 330 (η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).

18 Στην πρώτη δημοσκόπηση για το δημοψήφισμα, που δημοσίευσε η Εφημερίδα των Συντακτών, το 46% των επιχειρηματιών και το 52% των ελεύθερων επαγγελματιών τάσσονταν με το «Όχι». Βλ. «Ψηφίζουν ‘Όχι’ στην πρόταση των θεσμών», στον ιστότοπο: https://www.efsyn.gr/arthro/psifizoyn-ohi-stin-protasi-ton-thesmon.

19 Αξίζει εδώ να θυμηθούμε ότι την περίοδο που ο ελληνικός φασισμός έκανε μαζικά την εμφάνισή του στους δρόμους των ελληνικών πόλεων, και ιδίως της Αθήνας, πραγματοποιώντας εκατοντάδες επιθέσεις σε μετανάστες εργάτες μέσα σε λίγους μόνο μήνες, οι άνθρωποι αυτοί μιλάγανε για «παρασυρμένο λαό», θέλοντας, ακόμα και μπροστά στον πραγματικό πια κίνδυνο του εκφασισμού, να δημαγωγήσουν χυδαία ενώπιον του εθνικού ακροατηρίου. Αν εξαρτιόταν απ’ αυτούς ο αντιφασιστικός αγώνας, τώρα οι Ναζί θα είχαν κυριαρχήσει πολύ άνετα σε κάθε γειτονιά. Ευτυχώς, στη βάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (αν μπορούμε να μιλάμε για «βάση», και όχι απλά για «κοινό») υπήρξαν πολλοί που κατανόησαν τη σοβαρότητα της κατάστασης, σε αντίθεση με όσα ανεκδιήγητα έλεγε δημόσια η ηγεσία τους (με εξαίρεση το ΣΕΚ και την ΟΚΔΕ-Σπάρτακος). Στην αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν χρόνο για τέτοιες περισπάσεις, ούτε στη βάση, ούτε στην ηγεσία τους. Αργότερα, αφού οι εγχώριοι φασίστες αντιμετωπίστηκαν κυρίως από άλλους, η ηγεσία της ΑΝΤΡΑΣΥΑ, και οι συνδαιτυμόνες της από το ‘κόμμα Λαφαζάνη’ σκέφτηκαν πως ήρθε η ώρα να αποδείξουν τα αντιφασιστικά τους φρονήματα, όχι στην ελλάδα, αλλά … στην ουκρανία, υποστηρίζοντας ακροδεξιούς πολέμαρχους, όπως ο Μοζγκοβόι, και βαφτίζοντάς τους, μέσα από μια σωρεία αποσιωπήσεων και εσκεμμένων ψευδών, «αληθινούς αντιφασίστες» και περίπου «κομμουνιστές» (!!!).

Άνοιξη 2018: για τα κοινωνικά κινήματα και την υπεράσπιση του δημόσιου τομέα

Από το blog της Carbure1

Για τριάντα χρόνια στη Γαλλία, όλες οι κοινωνικές συγκρούσεις φαίνεται να εκφράζονται μέσα από αγώνες για τις δημόσιες υπηρεσίες, μέσα από μεγάλες απεργίες που ενορχηστρώνονται από τα συνδικάτα, σε αυτά που αποκαλούνται κοινωνικά κινήματα. Τα περισσότερα από τα κινήματα αυτά είχαν την πρόκληση να αντιταχθούν σε μια μεταρρύθμιση που επηρεάζε τον δημόσιο τομέα ή τη διαχείριση από το κράτος διαφόρων στοιχείων σχετιζόμενων με τη συνολική αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης (εξασφάλιση για την ανεργία, κοινωνική ασφάλεια, συντάξεις κλπ.).

Υπάρχουν ένας σωρός λόγοι, που έχουν αναλυθεί χιλιάδες φορές, οι οποίοι ποικίλουν από το ειδικό βάρος και τον ιδεολογικό ρόλο του δημόσιου τομέα σε αυτό το παλιό έθνος-κράτος μέχρι την συγκεντρωτική αυτή οργάνωση από την εποχή του Μεσαίωνα, που είναι η Γαλλία, μέχρι την αποδυνάμωση των συνδικάτων του ιδιωτικού τομέα, αποτέλεσμα των κοινωνικών μετασχηματισμών του κεφαλαίου στην πιο πρόσφατη μορφή του, που κατέστησε τον δημόσιο τομέα το τελευταίο οχυρό των μαζικών εργατικών αγώνων.

Αν όμως η υπεράσπιση των δημοσίων υπηρεσιών έχει αποκτήσει τέτοια ιδεολογική σπουδαιότητα στη Γαλλία, αυτό οφείλεται ουσιαστικά στο ότι οι μεγάλες μάζες εργατών που υπήρχαν μέχει τις δεκαετίες του 1950 και 1960 ηττήθηκαν σταδιακά στην κίνηση αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1970 και επιταχύνθηκε στα χρόνια 1990-2000. Το τέλος της εργατικής ταυτότητας και, μαζί με αυτό, το τέλος της ικανότητας των εργατών να κινητοποιούνται μαζικά, καθώς και να παράγουν τον δικό τους πολιτικό λόγο, άνοιξε έναν χώρο για τον δημόσιο τομέα οι εργαζόμενοι του οποίου μπορούσαν ακόμα να απεργούν χωρίς να υφίστανται τόσες πολλές κυρώσεις και, ως εκ τούτου, να αντιπροσωπεύουν το κοινό συμφέρον, υπερασπιζόμενοι τα δικά τους συμφέροντα. Επιπλέον, στη Γαλλία, ο μισός δημόσιος τομέας αποτελείται από προσωπικό στον τομέα της εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου αριθμού δασκάλων, με άλλα λόγια ανθρώπων κατεξοχήν ικανών να παράγουν πολιτικό λόγο. Η ικανότητα για κινητοποίηση και η ικανότητα ιδεολογικής παραγωγής σήμαινε ότι οι αγώνες στον δημόσιο τομέα έφτασαν να καταλαμβάνουν τη θέση που παλιά κατείχε το παλιό εργατικό κίνημα, διατηρώντας συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, επιβάλλοντας με έναν ηγεμονικο τρόπο την ιδιότυπη ιδεολογία τους σε όλους τους αγώνες.

Υπάρει κάθε λόγος να πιστέψουμε ότι και το 2018 έχουμε ακόμα ένα κοινωνικό κίνημα που θα λάβει χώρα με το τελετουργικό του των μεγάλων γεγονότων, τις υπερβολές του περιθωριακού του κομματιού, τις μέρες των απεργιών, τις συνεντεύξεις στην τηλεόραση των χρηστών που έχουν “παρθεί ως όμηροι” στους σιδηροδρομικούς σταθμούς ή στις δημόσιες υπηρεσίες, την αποκήρυξη από τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία του ρόλου συνεργάτη των συνδικάτων, τις αυτόνομες συνελεύσεις και την επιστροφή στην ηρεμία που θα αναγγελθεί από τα ίδια αυτά συνδικάτα, μετά από μια λίγο ή πολύ μακρά περίοδο. Όμως, φαίνεται σε όλους ότι τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά αυτή τη φορά, και αν όλα τα παραπάνω στοιχεία είναι σίγουρο ότι βρίσκονται στο εκκολαπτόμενο κίνημα, τότε τα διακυβεύματα δεν είναι ακριβώς τα ίδια.

Πρώτα απ’ όλα πρόκειται για το ότι αυτό το κίνημα που ξεκινά έρχεται μετά από μια μακρά σειρά ηττών συμπεριλαμβανομένων ως πιο γνωστών αυτών της πάλης ενάντια στα συνταξιοδοτικά όρια το 2010, παρά την τεράστια κινητοποίηση, και τον αγώνα εναντίον του Εργασιακού Νόμου το 2016. Απεργίες και διαδηλώσεις οι οποίες αν, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, κρατούσαν για αρκετό καιρό και ήταν καλά οργανωμένες, θα ανάγκαζαν κυβερνήσεις να υποχωρήσουν (καταφέροντας, γενικά, να προωθήσουν μερικά πιόνια), φαίνεται πλέον να αντιμετωπίζονται ως απλές διαταραχές στην δημόσια τάξη και όχι ως στοιχεία ενός διαλόγου που έχει εξαφανιστεί, καθώς οι μεταρρυθμίσεις επιβάλλονται με τον 49-3 και προεδρικά διατάγματα.

Η μακρά σειρά αποτυχιών που υπέστησαν τα κοινωνικά κινήματα τουλάχιστον από το 2003 (με την αξιοσημείωτη εξαίρεση αυτού ενάντια στον εργασιακό νόμο CPE2 το 2006), δεν είχαν μόνο την επίπτωση της απογοήτευσης και της αποθάρρυνσης αλλά και πολύ συγκεκριμένες επιπτώσεις στη δομή της εργασίας στη Γαλλία, απομακρύνοντάς την ακόμα περισσότερο από το μοντέλο της υπεράσπισης του δημόσιου τομέα καθώς και από τις πραγματικότητές του. Έτσι, η υπεράσπιση του δημόσιου τομέα έχει γίνει αυξανόμενα πανταχού παρούσα και επείγουσα, ακριβώς εξαιτίας της αποτυχίας της. Αλλά ενώ είμασταν εστιασμένοι στον δημόσιο τομέα και την υπεράσπισή του, ήταν ολόκληρος ο ιδιωτικός τομέας που προσαρμοζόταν όλο και πιο ραγδαία στις νέες απαιτήσεις του καπιταλισμού. Και παράλληλα προς αυτή την εξέλιξη, οι δημόσιες επιχειρήσεις έτειναν όλο και περισσότερο να ευθυγραμμίσουν τις λειτουργικές τους δομές με αυτές του ιδιωτικού, στον τρόπο διοίκησής τους και τις απαιτήσεις για ποσοτικοποιημένα αποτελέσματα ή ακόμα και στην οικονομική κερδοφορία.

Το χάσμα ανάμεσα στους δημοσίους υπαλλήλους και τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα δεν είναι μόνο ιδεολογικό, είναι πολύ πραγματικό. Αν υπάρχει αυτό το χάσμα δεν είναι μόνο εξαιτίας ψυχο-πολιτικών λόγων μίσους για την κρατική υπαλληλία ή εξαιτίας μηντιακής προπαγάνδας αλλά επειδή αυτές οι δυο πραγματικότητες δεν “κολλάνε” πλέον μαζί. Έχουν εφαρμοστεί μεταρρυθμίσεις και πολεμήθηκαν λιγότερο ή περισσότερο έντονα και αποτελεσματικά. Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, που καλούνται τώρα στο όνομα του γενικότερου συμφέροντος να υποστηρίξουν τους σιδηροδρομικούς, ίσως ρωτήσουν τα συνδικάτα τι έκαναν το 2003 όταν ψηφίστηκε η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης ενώ ο Balladur εγγυήθηκε ότι όσοι υπάγονταν σε ειδικά σχήματα θα ήταν ασφαλείς. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι οι κοινωνικές σχέσεις που έχουν μετασχηματιστεί, αλλαγές ακολουθούμενες ή υπαγορευόμενες από νόμους, που ανταποκρίνονται όμως στον παγκόσμιο μετασχηματισμό του κεφαλαίου στην φάση αυτής της πλήρους αναδιάρθρωσης, στην οποία είμαστε όλοι παγιδευμένοι.

Ακόμα και στην καρδιά του δημόσιου τομέα, η χρησιμοποίηση εργαζόμενων με εξωτερική ανάθεση και παροδικές συμβάσεις, η εμπορευματική λογική στις παρεχόμενες υπηρεσίες, οι μέθοδοι διοίκησης (μερικές φορές σκληρότερες ακόμα κι από τον ιδιωτικό τομέα, δείτε τα Ταχυδρομεία) τείνουν να κάνουν την εγγυημένη απασχόληση, την κοινωνική προστασία καθώς και τις παραδοσιακές ιεραρχικές αλυσίδες ένα κατάλοιπο του παρελθόντος. Πρόκειται επίσης για την πάλη για ένα είδος εργασιακών σχέσεων κληρονομημένων από την παλιά εργατική ταυτότητα (ένα λεπτής υφής μίγμα επίγνωσης της θέσης κάποιου στις [ιεραρχικές] σχέσεις εντός των επιχειρήσεων και οριζοντιότητας στις διαπροσωπικές σχέσεις) όπως είναι η περίπτωση εξώφθαλμα στα Ταχυδρομεία αλλά επίσης και στους σιδηρόδρομους (SNCF) ή την EDF. Οι επιχειρήσεις αυτές εκσυγχρονίζονται για περισσότερα από 20 χρόνια κι αυτό έχει τις συνέπειές του.

***

Για όλους αυτούς τους λόγους νιώθουμε ότι τα πράγματα είναι άσχημα. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που πριν καν ξεκινήσουμε, κοιτάμε πίσω στο 1995, σε ένα κοινωνικού τύπου κίνημα και στην τελευταία μεγάλη νίκη των συνδικάτων ενάντια σε μια κυβερνητική μεταρρύθμιση, καθώς και πρός τον Μάη του 1968, του οποίου τιμούμε φέτος τα 50 χρόνια. Θα θυμόμαστε, άραγε, ή όχι ότι αυτό κίνημα που ξεκίνησε στις 22 Μαρτίου;

Ότι σχεδόν το ίδιο χρονικό χάσμα χωρίζει αυτές τις δυο ημερομηνίες, το 1968 και το 1995, θα έπρεπε να μας κάνει να καταλάβουμε το ρήγμα που σημάδεψε το 1995 σε σχέση με τον Μάη του 1968 και το επαναστατικό περιεχόμενο του προηγούμενου κύκλου αγώνων, και να μας υποψιάσει ότι η περίοδος που άνοιξε με το κίνημα του Δεκέμβρη του 1995 ίσως έχει επίσης τελειώσει.

Το κίνημα του Δεκέμβρη του 1995 ήταν η επίσημη ημερομηνία γέννησης αυτού που έχει ονομαστεί ως “citoyennisme” ή “ριζοσπαστικός δημοκρατισμός3. Μετά την κρίση του 2007-2008, η ιστορική αποτυχία αυτής της ιδεολογίας έγινε εμφανής, με το “άδειασμα” οποιασδήποτε πιθανότητας επιστροφής σε έναν κοινωνικό Κεϋνσιανισμό ως λύσης στην κρίση. Μέσα από τη διαχείριση της κρίσης είναι το κεφάλαιο το ίδιο που έχει επανεπιβεβαιώσει την παραγωγή του πλούτου ως αποτέλεσμα εκμετάλλευσης, και όχι ένα ουδέτερο αντικείμενο που θα έπρεπε να διανεμηθεί αρμονικά, και μέσα από τις πολιτικές λιτότητας που επιδίωξαν τα κράτη, την προλεταριοποίηση και την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης, είτε με τη μείωση των μισθών είτε τη μείωση των [φόρων], ως το αντικειμενικό περιεχόμενο της ταξικής σχέσης. Έτσι, οι αγώνες για τους μισθούς απονομιμοποιήθηκαν, έγινα οριακά σχεδόν παράνομοι, όπως φανερώθηκε μέσα από την αέναη διαμάχη για το αν έχουμε ή όχι το “δικαίωμα” να μπλοκάρουμε τη χώρα στη διάρκεια μιας απεργίας.

O citizenism, ιδεολογία που αναπτύχθηκε στη Γαλλία στη βάση της υπεράσπισης του δημόσιου τομέα, υπεραμύνθηκε, αντίθετα, μιας Κεϋνσιανής ανάκαμψης της οποίας το μοντέλο είχε παρέλθει από την δοξασμένη εποχή της δεκαετίας του 1930. Αλλά με την κρίση ως αποκορύφωση της αναδιάρθρωσης, ως της στιγμής που τα χαρακτηριστικά αυτής της αναδιάρθρωσης επιβεβαιώνουν τον εαυτό τους με τον πιο σκληρό τρόπο, όλα τα στοιχεία πάνω στα οποία στηρίζεται αυτή η ιδεολογία δέχονται επίθεση και ηττώνται το ένα μετά το άλλο. Το θετικό πρόγραμμα του citizenship περιστρέφεται απλά γύρω από την υπεράσπιση των κερδισμένων (που έχουν κατακτηθεί ως μια υπενθύμιση του ότι δεν έχουμε νικήσει πουθενά) και η κύρια λέξη γίνεται αυτή της “αντίστασης”. Ο ρεφορμισμός δεν έχει πια τίποτα να προσφέρει εκτός από την αντίθεσή τους στις μεταρρυθμίσεις που καθοδηγούνται από άλλους, κάτι που αντιφάσκει με όλες τις επιδιώξεις του. Ο ρεφορμισμός γίνεται απλά το αρνητικό αυτού που κριτικάρει.

Το κίνημα του 1995 μπόρεσε να διαμορφώσει τη βάση του προγράμματος των πολιτών πάνω στα στοιχεία αυτής της αντίστασης, αυτού που θα έπρεπε να διατηρηθεί: κοινωνική ασφάλιση, συντάξεις, εξασφάλιση στην ανεργία κλπ., με λίγα λόγια η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης μέσα σε μια ρυθμιζόμενη αγορά, με άλλα λόγια ένας μετριοπαθής σοσιαλισμός που να εξασφαλίζει τη διατήρηση των θεμελιωδών καπιταλιστικών σχέσεων. Όμως, είκοσι χρόνια αργότερα, αν και το κράτος έχει συνεχίσει να παίζει τον ρόλο του της επίβλεψης της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, το έχει κάνει με τους δικούς του όρους ως κράτος του κεφαλαίου, στην παρούσα καπιταλιστική στιγμή, και όχι σύμφωνα με οποιαδήποτε ιδεολογία, εκτός ίσως τη φιλελεύθερη ιδεολογία, με άλλα λόγια, την ιδεολογία που είναι λειτουργικά επαρκής, για την άρχουσα τάξη, σε σχέση με τις υπάρχουσες ταξικές σχέσεις4. Το κράτος παρεμβαίνει μια χαρά και μεταρρυθμίζει την εξασφάλιση στην ανεργία ώστε να πιέσει τους άνεργους να δεχτούν οποιαδήποτε δουλειά, επεκτείνει στο άπειρο την πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης, μειώνει τις κοινωνικές δαπάνες άρα και τους μισθούς κλπ. Και όλα αυτά τα υποφέρουμε καθημερινά, με τα αυτιά μας γεμάτα από “υπεράσπιση του δημόσιου τομέα”. Επειδή για χιλιάδες ανθρώπους σήμερα στη Γαλλία, ο δημόσιος τομέας είναι και οι δάσκαλοι που σε εξευτελίζουν και σε ταξινομούν κοινωνικά, οι εξονυχιστικά διερευνητικές κοινωνικές υπηρεσίες που σου κόβουν τα επιδόματα μέχρι τελευταίας χαρτούρας, οι μηνιαίοι έλεγχοι στα Κέντρα Εύρεσης Εργασίας, τα πρόστιμα στα ΜΜΜ και οι έλεγχοι από τους μπάτσους.

Το κράτος σήμερα είναι στην πραγματικότητα το ίδιο πράγμα με το Κεϋνσιανό κράτος της ένδοξης δεκαετίας του 1930, που αναγέρθηκε σαν ένα μοντέλο από την ιδεολογία της κοινωνίας των πολιτών: οριοθετεί τις εξελίξεις του κεφαλαίου και κάνει τις απαραίτητες προσαρμογές σε αυτές τις εξελίξεις. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν αναγκαία η ανοικοδόμηση και ο εκμοντερνισμός, οι παραγωγικές δυνάμεις ενσωμάτωσαν την εργατική δύναμη ως έναν καθοριστικό παράγοντα στην παραγωγή αξίας, το εθνικό παραγωγικό “εργαλείο” ήταν η προτεραιότητα, το ζήτημα της στέγασης, της υγείας και της εκπαίδευσης ήταν απαραίτητες συνθήκες για να αντλεί το κεφάλαιο από μια δεξαμενή εξειδικευμένης και ικανής εργασίας. Το κράτος έθεσε τον εαυτό σ’ αυτό το καθήκον, για το γενικότερο καλό του κεφαλαίου – και χωρίς αμφιβολία, “παγκόσμια” όπως είπε ο Μαρσαί, για το καλό των προλετάριων της περιόδου, πολλοί από τους οποίους είδαν το βιωτικό τους επίπεδο να βελτιώνεται. Αλλά το γεγονός παραμένει ότι αυτή η εποχή έχει τελειώσει: το αναδιαρθρωμένο κράτος πρόνοιας έκανε τη δουλειά του, έχει περάσει τη σκυτάλη στο φιλελεύθερο κράτος, που πρέπει τώρα να κάνει τη δική του, ακόμα και να “ξηλώσει” ότι έχει χτίσει το πρώτο: όταν έχει ριχτεί το μπετόν, τα καλούπια πρέπει να φύγουν.

***

Κι έτσι είμαστε εδώ, στο 2018, και πρέπει και πάλι να “υπερασπιστούμε τον δημόσιο τομέα”. Αυτή τη φορά, είναι οι συνθήκες και το στάτους των σιδηροδρομικών που δέχεται επίθεση, και είναι το ζήτημα αν πρέπει να γίνουν οι σιδηρόδρομοι (SNCF) μια ανώνυμη εταιρεία5 ώστε να ανοίξει στον ανταγωνισμό. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα Ταχυδρομεία έχουν γίνει ΑΕ από το 2010, χωρίς αυτό να προκαλέσει τότε οτιδήποτα άλλο από “ισχυρές διαμαρτυρίες” από τα συνδικάτα.

Η αναγγελία αυτής της μεταρρύθμισης της κατάστασης των σιδηροδρομικών (εγγυημένη απασχόληση, σταθερή ηλικία συνταξιοδότησης – που στην πραγματικότητα είχε επιμηκυνθεί το 2007 ευθυγραμμιζόμενη με τον ιδιωτικό τομέα – ειδικό σχήμα κοινωνικής ασφάλισης) έχει προκαλέσει, με τον γνωστό πλέον τρόπο αλλά με μια ιδιαίτερη ένταση, ένα κύμα μηντιακού μίσους προς τους “προνομιούχους’ και τους “τεμπέληδες” της SNCF. Αντιμέτωποι με αυτή τη σφοδρή επίθεση, συνδικαλιστές και πολιτικοί (συμπεριελαμβανομένου του Besancenot6 στην πρώτη γραμμή, ο οποίος κατάφερε να οικοδομήσει πάνω σ’ αυτό το ζήτημα ένα μέτωπο της “αριστερής αριστεράς” – που φαίνεται να είναι de facto η μοναδική αριστερά), αντλώντας από το ιδεολογικό οπλοστάσιο που διαθέτουν, μια γραμμή άμυνας γύρω από τον διπλό άξονα της υπεράσπισης του δημόσιου τομέα και της ταξικής αλληλεγγύης.

Η υποστήριξη στους σιδηροδρομικούς θα ήταν απαραίτητα υπεράσπιση του δημόσιου τομέα, εγγυητή του γενικού συμφέροντος, και υπεράσπιση των εαυτών μας, στο όνομα του φαινομένου ντόμινο των εργατικών ηττών.

Αλλά το να υπερασπίζεται κανείς τους σιδηροδρομικούς στο όνομα του σιδηροδρόμου, της ποιότητας της υπηρεσίας ή του υποτιθέμενου οικολογικού χαρακτήρα του, σημαίνει να συμπεριλαμβάνει τον εργάτη στο προϊόν που παράγει, να κάνει τον προλετάριο ένα πράγμα της μηχανής. Στη ρητορική αυτή, οι σιδηροδρομικοί γίνονται τα “ανθρώπινα μέσα” του σιδηροδρόμου. Όταν οι εργάτες στην αυτοκινητοβιομηχανία κατεβαίνουν σε απεργία, τονίζει κανείς την οικολογική φύση των οχημάτων που κατασκευάζουν ή την ποιότητα των μηχανών τους; Αλλά τώρα, φαίνεται ότι το γεγονός ότι οι σιδηρόδρομοι [SNCF] είναι μια δημόσια υπηρεσία, in its midst, the railroads would no longer be part of it, είναι μέρος του κοινού καλού του έθνους, σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με το δύσκολο 1914. Οι σιδηρόδρομοι γίνονται οι δικοί μας σιδηρόδρομοι. Σ’ αυτό το πνεύμα εθνικού παραγωγισμού, θα θέλαμε επίσης να επαναφέρουμε εκείνα τα αγάλματα από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, για τις υπηρεσίες που προσφέρθηκαν στο έθνος.

Περνάμε στα γρήγορα το τι είναι η SNCF σήμερα, δηλαδή μια εταιρεία με λιγότερους χρήστες από πελάτες. Ποια είναι η δημόσια υπηρεσία μετακίνησης με το τραίνο όταν ένα εισιτήρια από το Παρίσι στη Μασαλλία κοστίζει 200 ευρώ, ώστε τα στελεχά να παίρνουν τα τραίνα υψηλής ταχύτητας [TGV] στη Λυών και οι προλετάριοι τα τρένα από τον σταθμό Ouigo Marne-la-Vallée, στην Disneyland, καταρρίπτοντας την υψηλή και ευγενική έννοια της “ίσης πρόσβασης και μεταχείρισης προς όλους τους χρήστες”; Πρόκειται λοιπόν για το ότι ο μετασχηματισμός της SNCF σε μια ιδιωτική εταιρεία, που μας το κουνάνε μπροστά μας σαν σκιάχτρο, άρχισε να γίνεται εδώ και πολύ καιρό, με τη δημιουργία των τραίνων υψηλής ταχύτητας, των TGV, στη δεκαετία του 1980 και την εμφάνιση του λογισμικού τύπου Socrates στις αρχές της δεκαετίας του 1990, που τώρα υπολογίζει τις τιμές των εισιτηρίων ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση, σε μια καθαρά αγοραία λογική. Πριν είχαμε μια χρέωση χιλιομετρική, ίδια για όλους, σύμφωνα με μια καλή δημοκρατική λογική. Κανείς δεν κατέβηκε τότε σε απεργία για να υπερασπιστεί το ενιαίο εισιτήριο, όπως κανείς μας δεν κατέβηκε σε απεργία στην Ρενώ όταν άρχισε να παράγει ένα σεντάν πολυτελείας, στο όνομα του ότι “η ισότητα πρέπει να πρυτανεύσει μεταξύ των καταναλωτών” και με την καλή δικαιολογία ότι όλοι αναγνωρίζουν πως μόνο τα κέρδη της εταιρείας δικαιολογούν τους μισθούς που μας πληρώνει.

Συνεπώς, ο εργαζόμενος στους σιδηροδρόμους (SNCF) θα έπρεπε να είναι ένας εργαζόμενος όπως όλοι οι άλλοι. Γιατί είναι αδύνατο, στο όνομα της ιδεολογίας των δημoσίων υπηρεσιών, για τους σιδηροδρομικούς να διεκδικήσουν την ίδια τους την κατάσταση σαν προλετάριοι; Είναι κορπορατισμός να υπερασπίζεσαι μια συγκεκριμένη κατάσταση, στον βαθμό που αυτή αφορά όλους; Οι χαμηλοί μισθοί, τα εξαντλητικά ωράρια 3×8, η επώδυνη φύση της δουλειάς, τα πάντα τους δίνουν το δικαίωμα να υπερασπιστούν τα πενιχρά οφέλη που έχουν, που δεν είναι προνόμια αλλά αποζημιώσεις/αντισταθμίσματα. Και σωστά ή όχι, δεν υπάρχει καμμιά ντροπή στο να υπερασπίζεται κανείς τα συμφέροντά του όταν είναι προλετάριος.

Το γεγονός είναι ότι οι εργάτες στους σιδηροδρόμους είναι επίσης παγιδευμένοι στην υπεράσπιση του δημόσιου τομέα, επειδή είναι το άνοιγμα της SNCF στον ανταγωνισμό που τους απειλεί άμεσα. Αλλά υπερασπιζόμενοι την SNCF σαν δημόσια υπηρεσία, οι σιδηροδρομικοί αναγκάζονται να υπερασπιστούν το “δικό τους” παραγωγικό εργαλείο. Όταν, αμυνόμενοι, παρουσιάζουν σε ένα φυλλάδιο τη συνεχή μείωση του εργατικού δυναμικού από το 1950 ως εγγύηση του εκσυγχρονισμού της “δικής τους” δημόσιας επιχείρησης, είναι στην πραγματικότητα τις συνθήκες κερδοφορίας που αναγκάζονται να αναγνωρίσουν και τις σχετικές πολιτικές που ασκούνται μέχρι σήμερα. Το πρόβλημα παραμένει το ίδιο για τους σιδηροδρομικούς όπως και για το προλεταριάτο συνολικά: καθώς αναγνωρίζει τον εαυτό ως αυτό που είναι στην παραγωγική μηχανή, αναγνωρίζει επίσης ότι περισσεύει, ότι είναι ακριβώς σαν ένα “ανθρώπινο μέσο” που αποτελεί κόστος7, είτε πρόκειται για τον δημόσιο τομέα είτε όχι.

Είναι σίγουρο ότι το άνοιγμα στον ανταγωνισμό θα επιταχύνει τη διαδικασία αμφισβήτησης του στάτους [των σιδηροδρομικών], που εδώ και πολύ καιρό έχει ξεκινήσει με τις “ευθυγραμμίσεις” με τον ιδιωτικό τομέα που τα συνδικάτα έχουν επιβλέψει. Παρά τις υποσχέσεις για διατήρηση του καθεστώτος των σιδηροδρομικών που ήδη δουλεύουν εκεί, είναι οι νεοεισερχόμενοι εργάτες καθώς και ο ανταγωνισμός και οι φιλελεύθερες μέθοδοι διοίκησης που θα ασκήσει πίεση σ’ αυτό το στάτους οδηγώντας σε περιθωριοποίηση. Τελικά, σ’ αυτή την εξέλιξη, αισθανόμαστε ότι θα είναι αναγκαία η πρόωρη συνταξιοδότηση, για να “εκσυγχρονιστεί” η εταιρεία. Και οι σιδηροδρομικοί έχουν δίκιο να ανησυχούν για το μέλλον τους στις μικρής κυκλοφορίας γραμμές που θα ανοίξουν στον ανταγωνισμό, γιατί είναι βέβαιο ότι κανένας ιδιώτης επιχειρηματίας/operator δεν επιθυμεί να κρατήσει ένα προσωπικό που είναι αδύνατο να το διαχωρίσει: οι καπιταλιστές δεν είναι πιο φιλάνθρωποι από το κράτος. Αυτό που οι σιδηροδρομικοί πρόκειται να βιώσουν, και έχουν αρχίσει ήδη να ζουν, είναι η εξέλιξη της γαλλικής κοινωνίας τα τελευταία τριάντα ή σαράντα χρόνια, με ένα επιταχυνόμενο και εξαναγκαστικό βήμα. Και αυτή η εξέλιξη έχει συμβεί στη διάρκεια κοινωνικών κινημάτων, οριοθετημένων από τα συνδικάτα, που την διαπραγματεύτηκαν με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο που μπορούσαν. Βάζουμε στοίχημα ότι ήδη τα συνδικάτα διαπραγματεύονται κάποιες εγγυήσεις με τον υπουργό Μεταφορών, για να προστατέψουν αυτό που μπορούν να προστατέψουν, και ιδιαίτερα τη διάρκεια της παρουσίας τους σε όλες τις διαπραγματεύσεις.

Οι σιδηροδρομικοί είναι λοιπόν “κολλημένοι” στην αντίφαση ανάμεσα στην πολιτικο-συνδικαλιστική υπεράσπιση του δημόσιο τομέα και την άμεση υπεράσπιση των συμφερόντων τους ως εργαζόμενων μιας εταιρείας, δηλαδή, τελικά, ως προλετάριων8. Ο Martinez μπορεί να τους ευχαριστεί δηλώνοντας: “αρκεί να βάλουμε τον καθένα στη θέση των σιδηροδρομικών, και όλα θα είναι εντάξει”, αλλά κανείς δεν μπορεί να το πάρει αυτό σαν έναν πραγματικό ισχυρισμό και κάτι άλλο από αστείο, με πολιτικό ίσως περιεχόμενο, όπως αυτό το αίτημα για την εβδομάδα των 32 ωρών, που δεν θα γίνει ποτέ όμως αντικείμενο οποιασδήποτε πάλης. Να μιλά σαν να είναι το 1936 και να δρα σαν να είναι το 2018, αυτή είναι η γλώσσα των συνδικάτων.

Αν τα πλεονεκτήματα των σιδηροδρομικών, όσο πενιχρά κι αν είναι, εμφανίζονται σαν προνόμια, αυτό οφείλεται στο ότι αντιπροσωπεύουν εν έτει 2018 μια ανωμαλία στην αγορά εργασίας όπως αυτή υπάρχει πραγματικά. Η εγγυημένη απασχόληση των σιδηροδρομικών στην κοινωνία των δεκαετιών του 1950 και του 1960 απλά έκανε τυπικό αυτό που ήδη υπήρχε για τον καθένα: εκείνη την εποχή, οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους υπέργραφαν μια μόνιμη σύμβαση και δούλευαν για 35 ή 4 χρόνια στην ίδια εταιρεία πριν συνταξιοδοτηθούν. Όταν ο κόσμος κατέβαινε σε απεργία αγωνιζόταν για μισθούς, όχι για “προστασία των θέσεων εργασίας”. Σήμερα η αγορά εργασίας είναι κατακερματισμένη, επισφαλής, οι καριέρες ακολουθούν τεθλασμένες γραμμές, αν δεν πέφτουν στα χαντάκια της αποειδίκευσης και της μακροχρόνιας ανεργίας, με ή χωρίς RSA9. Και στην πραγματικότητα, όλο και περισσότερο, η κύρια διαφορά ανάμεσα στις δημόσιες επιχειρήσεις και τις ιδιωτικές εταιρείες είναι το στάτους των δημοσίων υπαλλήλων. Δεν είναι η “πρόοδος” που το θέλει αυτό, είναι η καταστροφική πορεία του καπιταλισμού.

Ισχύει επίσης ότι η υπεράσπιση του δημόσιου τομέα μπορεί να φέρει πρώτα απ’ όλα κοντά τον ίδιο τον δημόσιο τομέα, δηλαδή πολύ κόσμο, κι αυτό συχνά ήταν αρκετό. Αλλά εκκλήσεις στον ιδιωτικό τομέα στη βάση της υπεράσπισης του δημόσιου τομέα ακούγονται μόνο στη βάση αυτού του διαχωρισμού δημόσιου/ιδιωτικού. Και αν ο ιδιωτικός τομέας είχε τα μέσα να παραγάγει μαζικές κινητοποιήσεις, η υπεράσπιση του δημόσιου τομέα δεν θα ήταν μάλλον στην κορυφή των προτεραιοτήτων των αγώνων. Η ηγεμονία, από τη στιγμή που καταρρέει, αποκαλύπτει το αντίστροφό της, που είναι η απομόνωση.

Αν πρόκειται να προάγουμε οποιαδήποτε αλληλεγγύη στους σιδηροδρομικούς αυτή δεν είναι να υπερασπιστούμε τον δημόσιο τομέα αλλά να σταθούμε δίπλα σ’ αυτούς που δέχονται την επίθεση από τον καπιταλιστή τους, σ’ αυτή την περίπτωση το κράτος και χωρίς κανέναν άλλον ορίζοντα από την απλή ταξική αυτοάμυνα. Η υπεράσπιση του δημόσιου τομέα είναι στην πραγματικότητα αυτό που εμποδίζει την ταξική αλληλεγγύη, μεταμορφώνοντάς την σε ένα “γενικό συμφέρον”, αυτό το κρατικίστικο και αστικό πράγμα. Αλλά αυτό, η ιδεολογία του δημόσιου τομέα, βαλτωμένη στον ίδιο της τον λόγο/ρητορική, δεν είναι ικανή να το πει αυτό, εκτός από το να αποδώσει μια αιτία στον “νεο-φιλελευθερισμό”, που επιβεβαιώνει όλες τις μεταρρυθμίσεις του, μέσα από καθαρούς διαχειριστές όπως ο Μακρόν, με έναν εντελώς απολίτικο τρόπο, σαν μια βάναυση αλλά αναγκαία κοινωνική “επικαιροποίηση”. Το αδιέξοδο στην υπεράσπιση του δημόσιου τομέα είναι ότι δεν μπορεί να προσδώσει έναν λόγο σ’ αυτή τη ρητορική, ότι δεν έχει να προτείνει τίποτα άλλο πιο χειροπιαστό από το ήδη υπάρχον στάτους κβο, το οποίο έχει ήδη διαβρώσει τόσα πολλά που στην πραγματικότητα θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι ακριβώς εννοούμε σήμερα με τα “κοινωνικά κεκτημένα μας” (εξου και η ευρεία χρήση σήμετα του βαρβαρικού όρου “κατακτημένα” αντί του “αποκτημένα”).

Για να βγούμε από αυτό το αδιέξοδο, θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε ότι στην πραγματικότητα οι κοινωνικές προστασίες που κληρονομήθηκαν από την ένδοξη δεκαετία του 1930, όπως τα ειδικά καθεστώτα, είναι καταδικασμένα να εξαφανιστούν, ότι όλα για τα οποία κάποτε έπρεπε να αντισταθούμε έχουν ήδη πρακτικά εξαφανιστεί και ότι έπρεπε να υπερασπιστούμε έχει χαθεί10. Ήδη στους αγώνες ενάντια στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, το 2010, η CGT υποκλίθηκε στη λογιστική λογική, αναγνωρίζοντας ότι η επέκταση της διάρκειας της ζωής συνεπάγεται την παράταση και της διάρκειας του χρόνου εργασίας και είπε με την ίδια φωνή μαζί με το κράτος, ότι πρώτα απ’ όλα είναι αναγκαίο να σωθεί το σχήμα “pay-as-you-go11, καθώς αυτό ήταν αίτημα του “γενικού συμφέροντος”· και αν, όπως πιστεύω, τα συνταξιοδοτικά ταμεία μπορούν να βοηθήσουν συμπληρώνοντας τις συντάξεις και επιπλέον τα διαχειρίζονται τα συνδικάτα μέσω μιας Comité intersyndical de l’épargne salariale (Διασυνδικαλιστικής Επιτροπής για τα Αποθεματικά των Μισθωτών), όλα έχουν ειπωθεί.

Είναι επειδή τα συνδικάτα στηρίζονται πολιτικά στα λόγια που κριτικάρουν τον “νεοφιλελευθερισμό” και την προτερότητα της οικονομίας επί του πολιτικού ώστε να μπορούν να θέσουν μια εναλλακτική στο εσωτερικό του καπιταλισμού και να διακρίνουν ανάμεσα σε μια “κοινωνική” και μια “φιλελεύθερη” διαχείριση, που δεν έχουν να αντιμετωπίσουν οποιονδήποτε “-ισμό” αλλά το ίδιο το κεφάλαιο, όπως αυτό υπάρχει, και εντός του οποίου δεν είναι δυνατή καμμιά εναλλακτική. Αν θέλουν να εξακολουθούν να υπάρχουν σ’ αυτές τις πραγματικές σχέσεις είναι αναγκασμένα να ακολουθούν. Το τι συμβαίνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων πολύ λίγη σχέση έχει με οποιαδήποτε ιδεολογική διαμάχη.

Τα συνδικάτα έχουν αυτό το κοινό με τους καπιταλιστές, ότι πρέπει να εξακολουθούν να εργάζονται για να υπάρχουν. Αλλά ο λεγόμενος “κοινωνικός διάλογος” δεν ήταν ποτέ ένας διάλογος ανάμεσα σε ίσους: είναι πάντα το κεφάλαιο που καθορίζει τους όρους και το περιεχόμενο, καθώς και τι είναι νόμιμο να συζητιέται. Και στην πραγματικότητα, όταν τα συνδικάτα των σιδηροδρομικών προτάσσουν μια υποτιθέμενη κερδοφορία για την SNCF, είναι η νομιμότητα της εκμετάλλευσης την οποίαν αναγνωρίζουν ως την ίδια τη συνθήκη της εργασίας και, συνεπώς, το κεφάλαιο το ίδιο, το οποίο αναγνωρίζουν ότι κυριαρχεί νόμιμα στο κοινωνικό σύνολο που καθορίζει.

Η θέση των συνδικάτων είναι μόνο μια αντανάκλαση της θέσης μας ως προλετάριων: εδώ, όπως και παντού, αυτό που μας έρχεται στο στόμα είναι η πραγματική μας ύπαρξη στο κεφάλαιο και η κυριαρχία του πάνω στις ζωές μας, συμπεριλαμβανομένου αυτού που θεωρούμε ότι είναι δικό μας, αυτού που κάνουμε: η δουλειά μας, το προϊόν της, και η ζωή που χτίζουμε σ’ αυτή τη βάση. Από το τέλος του παλιού εργατικού κινήματος και μετά, δεν υπάρχει άλλη ζωή που μπορούμε να φανταστούμε στη βάση αυτού που είμαστε στο κεφάλαιο· αλλά σε μια τέτοια ζωή ποτέ δεν θα αισθανθούμε “σαν στο σπίτι μας”. Τίποτα δεν είναι δικό μας, όλα είναι δικά τους.

Μακροπρόθεσμα, λοιπόν, το στάτους των σιδηροδρομικών θα φτάσει αναπόφευκτα στην πλήρη απασχόληση, σύνταξη στα 60 και τον 13ο μισθό να γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανεπαίσθητα στο επίπεδο μιας κλαδικής σύμβασης στο μαγαζί αρχαιοτήτων του αναδιαρθρωμένου κεφαλαίου. Μακροπρόθεσμα, η πλειοψηφία των συνδικάτων δεν θα είναι τίποτα άλλο από εργαλεία συν-διαχείρισης, που θα παλεύουν μεταξύ τους για να διατηρήσουν τη θέση τους στους διάφορους πολυμελείς θεσμούς από τους οποίους αντλούν τα περισσότερα από τα εισοδήματά τους. Το μέλλον τους είναι επίσης εξασφαλισμένο “στη βάση”, όταν τα καλούμε, κατά περίσταση, να διαχειριστούν επαγγελματικές συμβάσεις και ει δυνατόν περιορίζοντας την κάθε περίπτωση. Και αυτό δεν θα είναι αποτέλεσμα μιας ιδεολογικής μετατόπισης των συνδικάτων ή οποιασδήποτε προδοσίας αλλά πραγματικά η ανεπάρκειά τους στην πραγματικότητα του σύγχρονου καπιταλισμού, όπως ακριβώς ο επαναστατικός συνδικαλισμός ήταν επαρκής σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Στην αργή, σχεδιασμένη διάλυση του δημόσιου τομέα στη Γαλλία, είναι ολόκληρη η περίοδος των κοινωνικών κινημάτων που θα έπρεπε σταδιακά να κλείσει.

***

Τα κοινωνικά κινήματα βασίστηκαν σε μια σιωπηρή κατανόηση ανάμεσα στους “κοινωνικούς παράγοντες: το κράτος προωθούσε μεταρρυθμίσεις, μετρούσε την αντίσταση και διαπραγματευόταν με βάση αυτή την αντίσταση. Αυτό είναι που εκφράζει το παλιό σύνθημα: “Δύο βήματα μπροστά, τρία βήματα πίσω”. Αυτό το σύστημα προσιδιάζει στην περίοδο από το 1985 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Αυτή η περίοδος είναι εντελώς διαφορετική από την εποχή των βίαιων ταξικών συγκρούσεων (με τη συμμετοχή και των συνδικάτων) στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, στο φόντο μιας ουσιαστικής ανόδου στο ποσοστό κέρδους που ευνοήθηκε από τις φιλελεύθερες πολιτικές που υλοποίησε ο Μιτεράν, και στη βάση της ήττας τής, μετά το 1968, επίθεσης της εργατικής τάξης. Μετά το 1998, το πραγματικό ποσοστό των μισθών στην προστιθέμενη αξία άρχισε να αυξάνει χωρίς το επίπεδο των μισθών να αλλάζει σημαντικά, με άλλα λόγια το [μέσο] ποσοστό κέρδους άρχισε να πέφτει, βάζοντας έτσι τέλος σε έναν σύντομο καπιταλιστικό εξωραϊσμό, και στην πραγματικότητα οδηγώντας σε σκλήρυνση των αποκαλούμενων “νεοφιλελεύθερων” πολιτικών – δηλαδή των πολιτικών που προσιδιάζουν στο αναδιαρθρωμένο κεφάλαιο.

Η οικονομική κρίση του 2008 έχει ριζικά επιταχύνει αυτήν την τάση. Σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, πολιτικές λιτότητας υλοποιούνται από τα κράτη υπό την πίεση των διεθνών θεσμών, με σκοπό να δημιουργήσουν μια διέξοδο από την κρίση που δεν είναι παρά η υλοποίηση των ίδιων των τάσεων που οδήγησαν στην κρίση.

Δέκα χρόνια αργότερα, μια σχετική έξοδος από την κρίση έχει λάβει χώρα, με την τεράστια μείωση στους μισθούς και τις ασφαλιστικές εισφορές, με την αυξανόμενη επισφάλεια στην απασχόληση, τα κράτη να τροχίζουν στην καρδιά οποιασδήποτε μορφής κράτους πρόνοιας έχει απομείνει, ώστε να ρίξουν εκατομμύρια προλετάριων στην αγορά, έτοιμους να δεχτούν να δουλέψουυν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Αυτός ο τρόπος εξόδου από την κρίση ουσιαστικά ανανεώνει τις συνθήκες της κρίσης, και προετοιμάζει μια καινούρια κατάρρευση, που θα είναι αναμφισβήτητα ακόμα πιο βάρβαρη, τόσο στις συνέπειές της όσο και στη διαχείρισή της.

Σ’ αυτό το καινούριο πλαίσιο, το σύστημα των κοινωνικών κινημάτων που λειτουργούσε μέχρι το 2000 έχει καταστεί πλέον ξεπερασμένο. Από τη μια πλευρά, η ικανότητα αποτελεσματικής αντίστασης από τα συνδικάτα έχει διαβρωθεί, από την άλλη η αντίδραση διαδοχικών κυβερνήσεων έχει γίνει όλο και πιο βίαιη και κλειστή σε “κοινωνικό διάλογο”.

Εκεί που τα συνδικάτα δρουν σε ένα ημι-συμβολικό επίπεδο, επιδεικνύοντας την ικανότητά τους να κινητοποιούν κόσμο κατεβάζοντάς τον στον δρόμο και οργανώνοντας απεργίες, το κράτος τα αντιμετωπίζει κυριολεκτικά, αναγκάζοντάς τα να φανερώσουν την αδυναμία τους να πραγματοποιήσουν τις απειλές τους, ή χρησιμοποιώντας κάθε μέσο για να τα αποτρέψουν από αυτό. Συνεπώς, είναι όντως η ποινικοποίηση των κοινωνικών κινημάτων της οποίας είμαστε μάρτυρες.

Στην ερώτηση-παγίδα “Έχουμε το δικαίωμα να μπλοκάρουμε τη χώρα;” η απάντηση μπορεί προφανώς να είναι όχι. Τα συνδικάτα, τα οποία είναι θεσμοί που έχουν ισχύ μόνο με την αναγνώριση από το κράτος του νόμιμου χαρακτήρα τους, δεν μπορούν να θέσουν τον εαυτό τους εκτός νόμου. Σε κάθε απεργία και σε οποιαδήποτε κατάληψη, υπάρχει μια “υπερχείλιση”/υπέρβαση. Τα συνδικάτα μπορεί σε έναν βαθμό να κρυφτούν πίσω από ατομικές πράξεις (“ο κόσμος έχει αγανακτήσει”), να τις καλύψουν, ενώ άλλες να “αποκηρύξουν τη βία”. Δεν μπορούμε να ζητήσουμε από τα συνδικάτα να οργανώσουν τις “υπερβάσεις”/υπερβολές, γιατί δεν είναι αυτός ο ρόλος τους. Ο ρόλος τους είναι στο όριο και στην καλλίτερη των περιπτώσεων να καλύπτουν αυτές τις υπερβολές χάρις στην νομιμοποίηση που έχουν. Αυτή η νομιμοποίηση, όλο και περισσότερο, αναγνωρίζεται από το κράτος μόνο γύρω από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, για να επικυρώσουν στον κόσμο ό,τι έχει αποφασιστεί, με μερικές πιθανόν παραχωρήσεις διακοσμητικού χαρακτήρα ώστε να μην χάσουν την υπόληψή τους.

Παρόλα αυτά, όσο σκληρότερες οι πολιτικές των κυβερνήσεων, τόσο περισσότερο τα συνδικάτα οδηγούνται να σκληραίνουν τις δράσεις τους. Το ζήτημα των αποκλεισμών που έχει προκύψει τα τελευταία δέκα χρόνια μαρτυρεί γι’ αυτό.

Το 2010, αν το “μπλοκάρισμα” των δυιλιστηρίων, μακράν του να είναι ένα ολικό σταμάτημα της παραγωγής, αποτέλεσε ουσιαστικά απλά μια κατάσταση “αναμονής”, έτσι ώστε τα δυιλιστήρια να μπορούν να τεθούν γρήγορα και πάλι σε λειτουργία, αυτό έγινε γιατί απλά μια πραγματική και ολική παύση της παραγωγής θα ήταν σαν μια πράξη σαμποτάζ, που τιμωρείται πολύ βαριά από τον νόμο. Οι συνδικαλιστές δεν είναι “απελπισμένοι” [desperados]. Το 2016, στη διάρκεια μιας ακόμα κίνησης στα δυιλιστήρια, το κράτος κατέφυγε στα στρατηγικά του αποθεματικά, και ο πανικός στα πρατήρια προκλήθηκε περισσότερο από τις ουρές των αυτοκινητιστών παρά από μια αποτελεσματική παύση της διαθεσιμότητας/παροχής. Το 2018, η SNCF καθιερώνει το “carpoolingκαι προσφέρει μηνιαία αύξηση στα στελέχη για να οδηγούν τα τραίνα! Κανονίζει ώστε η κυλιόμενη απεργία που χρησιμοποιείται από τα συνιδικάτα, για να παρατείνει το κίνημα περιορίζοντας τις επιπτώσεις στους μισθούς [των απεργών], να θεωρείται ως μια ενιαία απεργία ώστε κάθε μέρα να χάνεται. Γίνεται αρκετά φανερό ότι ο στόχος είναι, όπως είπε ο Σαρκοζύ, όταν υπάρχει μια απεργία στη Γαλλία να μην το παίρνουμε πλέον είδηση, ή ακόμα – σεβόμενοι το δικαίωμα στην απεργία, φυσικά – να μην υπάρχουν καθόλου πια απεργίες.

Η πραγματικότητα είναι ότι τα συνδικάτα δεν έχουν ούτε την ικανότητα ούτε την επιθυμία να “μπλοκάρουν τη χώρα”. Το γεγονός είναι ότι τα συνδικάτα συγκροτούνται πραγματικά από εργάτες, που δεν έχουν παρά τη δουλειά τους για να ζήσουν, και στην πραγματικότητα είναι προσδεμένοι στο παραγωγικό τους εργαλείο, όπως οι σιδηροδρομικοί υπάρχουν μόνο υπό την SNCF, και γι’ αυτόν τον λόγο υπερασπίζονται τον δημόσιο τομέα. Όταν το κράτος στριμώχνει στον τοίχο τα συνδικάτα και τους πιέζει να υλοποιήσουν τις απειλές τους, τα συνδικάτα και οι εργάτες που εκπροσωπούν πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η λειτουργία των συνδικάτων δεν είναι η εξέγερση αλλά η διαπραγμάτευση. Η διαπραγμάτευση δεν είναι το μόνο γεγονός στις κατευθύνσεις που λαμβάνονται στα υπουργεία, συμβαίνει επίσης στο επίπεδο των εταιρειών, και μερικές φορές σε αντίθεση με τους άξονες που αποφασίζονται σε εθνικό επίπεδο. Για παράδειγμα, το 2013, η CGT αρνήθηκε να υπογράψει τις συμφωνίες σχετικά με την “flexicurity12, ενώ στην Aveyron, το τοπικό συνδικάτο της CGT “έσωσε” ένα εργοστάσιο της Bosch δεχόμενο περικοπές μισθών και μια αναβολή των ημερών για RTT, κατά το καθαρότερο πνεύμα της “flexisuritaire”. Πρόκεται για το ότι οι κατευθύνσεις είναι πολιτικές, και ότι η βάση πρέπει να αναπτυχθεί. Η καθημερινή ύπαρξη του συνδικαλισμού συνίσταται σ’ αυτές τις καθημερινές προσαρμογές, μακριά από τον προβολέα των μεγάλων κοινωνικών κινημάτων.

Αλλά αν το κράτος, στη διάρκεια ενός κινήματος, πιέζει τα συνδικάτα να παρανομήσουν και, συνεπώς, να τα επαναφέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τις συνθήκες που είναι οι πλέον ευνοϊκές γι’ αυτό, λέει όλο και περισσότερο ότι μπορούμε να κάνουμε και χωρίς τις διαπραγματεύσεις. Υπάρχει ο νόμος 49-3 και τα Προεδρικά Διατάγματα γι’ αυτό, αλλά και οι δημοκρατικές διαδικασίες: ότι το στάτους των σιδηροδρομικών και ο νόμος για το άνοιγμα των σιδηροδρόμων στον ανταγωνισμό θα περάσουν από την Εθνοσυνέλευση, που απλά θα αποτελέσει μια μικρή χρονοτριβή στην όλη διαδικασία, μαζί ίσως με τη διάρκεια των απεργιών, αλλά όλοι ξέρουν την έκβαση της αντιπαράθεσης σε μια Εθνοσυνέλευση που η πλειοψηφία της είναι με τις μεταρρυθμίσεις. Εδώ είναι που το μονοκομματικό σύστημα που έχει θεσμοποιήσει ο Μακρόν είναι σε πλήρη λειτουργία.

Το πρόβλημα των κοινωνικών κινημάτων είναι ακριβώς ότι παραμένουν κοινωνικά, ότι μέσα από τους αγώνες και την κριτική της κοινωνίας που διαμορφώνουν, αποκαθιστούν στο αρνητικό όλες τις κατηγορίες αυτής της κοινωνίας η οποία γίνεται στη συνέχεια ατέρμονα δεκτική κριτικής επειδή είναι ατέρμονα διασώσιμη. Μ’ αυτόν τον τρόπο είναι που σηματοδοτούν, κάθε τρία ή πέντε χρόνια, κριτικές αλλαγές στο κεφάλαιο, βαδίζοντας χέρι-χέρι μαζί του στον δρόμο της ανάπτυξης. Έτσι, εμείς οι προλετάριοι βαδίζουμε χέρι-χέρι με αυτό που ταυτόχρονα μας σκοτώνει και μας κάνει να ζούμε.

Σ’ αυτήν την τελματωμένη κατάσταση, είναι η “υπέρβαση” που παρουσιάζεται ως η μόνη δυνατή λύση. Τα “κοινωνικά κινήματα”, διεκδικώντας να αναλάβουν την ευθύνη για το σύνολο της κοινωνικής σύγκρουσης, να ενσαρκώσουν την ίδια την ταξική πάλη, έχουν σαν αποτέλεσμα να καταστήσουν αόρατες όλες τις άλλες μορφές συγκρουσιακότητας, ποιος αγώνας νομιμοποιείται και ποιος όχι, να αναγάγουν κάθε σύγκρουση σε διεκδίκηση και σε διάλογο με την εξουσία. Σκεφτόμαστε εδώ, προφανώς, τις ταραχές του 2005 στα γαλλικά προάστια, που πιθανόν να μην είχαν θεωρηθεί τόσο αποκλειστικά σαν ένα ζήτημα διατάραξης της δημόσιας τάξης αν το κυρίαρχο μοντέλο αγώνα δεν ήταν αυτό των κοινωνικών κινημάτων. Το 2016, στη διάρκεια της μάχης ενάντια στον Εργασιακό Νόμο, συστηματικές υπερβάσεις συνεισέφεραν να επαναεισαχθεί η συγκρουσιακότητα εκεί που υπήρχε μόνο ένα τελετουργικό που εκλαμβανόταν ως κενό και παρωχημένο: η περίφημη διαδήλωση “ballons-merguez13.

Στο κίνημα που έρχεται, η βία που βιώνεται ή ασκείται, η απουσία αιτημάτων ως αναγκαίας συνθήκης για δράση, το αναγκαίο ξεπέρασμα του προβλήματος της νομιμοποίησης του αγώνα με την ουσιαστική απονομιμοποίησή του, θα αποκαλύψουν εκ νέου το ζήτημα της υπέρβασης ως του απόλυτα αντίθετου της σύγκλισης των αγώνων, ως μιας φυγόκεντρου δύναμης. Η “κεφαλή της πορείας”, τώρα θεσμοποιημένη και τελετουργικοποιημένη, γίνεται ένα φρένο σ’ αυτήν την φυγόκεντρο κίνηση, καθώς προσδιορίζει άτομα από το κοινωνικο-πολιτικό τους ανήκειν (“κόκκινες φορεσιές και τα μαύρα φούτερ K-Way”14), και βλέπρι τον εαυτό της να ανάγεται σε μια μορφή σύγκλισης, απορροφώντας/παίρνοντας τη δυναμική του κοινωνικού κινήματος. Αυτή η παρατήρηση έχει γίνει ήδη από αρκετούς από όσους εμπλέκονται εκεί. Η “κεφαλή της πορείας”, από τη στιγμή που τυποποιείται έχει γίνει ένα πολιτικό αντικείμενο, μια υπόθεση μιλιτάντηδων, ένας λόγος [discourse] ιδεολογικός. Έχει φτάσει να αρνείται αυτό ακριβώς που τη συγκρότησε στην πιο ζωντανή της μορφή, και που υπάρχει λίγο-πολύ σε όλους τους ταξικούς αγώνες αυτού του κύκλου: να δρας και να συναντιέσαι σε μια προσωρινή κοινωνική “μη διακριτότητα”, με αυτή τη μη-διακριτότητα να προσφέρεια ακόμα-ακόμα και την δυνατότητα να “σπάσεις τα πάντα”, με άλλα λόγια, να μην διεκδικεί κανείς τίποτα σαν δικό του σ’ αυτόν τον κόσμο, να μην κατασκευάζει τίποτα, να μην ψάχνει το κοινό έξω από τον εαυτό του, να απο-αντικειμενοποιεί το υποκείμενο. Για να βγάλει προς τα έξω την υπέρβαση των πορειών στις οποίες συμμετέχει, να τη θεμελιώσει σαν μια σχέση ανάμεσα σε άτομα και, πέρα από τις ταραχές, να την μεταφέρει σε άλλα μέρη – πρώτα απ’ όλα στην παραγωγή, αλλά όχι μόνο – για να καθορίσει την άμεση χρήση καταργώντας τον κοινωνικό τους ρόλο, αυτό είναι που τίθεται από την στιγμή ποθ βρισκόμαστε: η πρόκληση του κομμουνισμού σε δράση.

Αλλά δεν είμαστε ακόμα εκεί. Για την ώρα, μπορεί κανείς απλά να σημειώσει την παρακμή των κοινωνικών κινημάτων, την ανικανότητά τους να αντιτεθούν στην εξέλιξη του καπιταλισμού, γιατί από την σκοπιά της εργασίας, δεν είμαστε παρά ο ένας πόλος αυτής της εξέλιξης, που μας κρατά μαζί με το κεφάλαιο. Μπορούμε επίσης να παρατηρήσουμε, μέσω αυτής της παρακμής, την ιδεολογική αποτυχία του citizenism, όπως και την αδυναμία στην οποία έχει βρεθεί να προάγει αποτελεσματικές πολιτικές, κολλημένος στην απολογία του απέναντι στο κράτος και τη δημοκρατία. Είμαστε προφανώς σε μια στιγμή ρήξης, ή τουλάχιστον μετατόπισης/εξάρθρωσης. Μπορούμε να αναρωτηθούμε συνεπώς ποια κατεύθυνση θα πάρουν τελικά οι ταξικοί αγώνες, που δεν έχουν ποτέ περιοριστεί στη μορφή των κοινωνικών κινημάτων, στην πορεία αυτής της εξασθένισης. Κανείς δεν μπορεί πραγματικά να απαντήσει αυτό το ερώτημα ακόμα. Είναι μόνο μέσα από μια κατανόηση της κατάστασης ως έχει, ανάμεσα σε άλλα πράγματα σύμφωνα με τις υποθέσεις που έχουμε κάνει εδώ, που μπορούμε, από την παρατήρηση του τι συμβαίνει στην πορεία των καθημερινών αγώνων, που μπορούμε να καταλάβουμε αποτελεσματικά προς τα πού πάνε τα πράγματα. Με αυτή την έννοια, η πρόκληση των αγώνων που ξεδιπλώνονται την άνοιξη του 2018, πέρα από τη νίκη ή την αποτυχία του κινήματος, θα μας πει κι αυτή προς τα πού πάμε.

***

Αν όμως η παρακμή των κοινωνικών κινημάτων θεωρηθεί ως αναπόφευκτη στην παρούσα κατάσταση, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και με επικίνδυνες παρεκτάσεις/προεκτάσεις και να μην εμπλακούμε σ’ αυτό που μπορεί να αποκληθεί “θεωρία της καθαρότητας”, σύμφωνα με την οποία θα μπορούσε να εμφανιστεί τελικά, σε όλη της την ριζοσπαστικότητα, η Αληθινή Ταξική Πάλη, απαλλαγμένη από τα συνδικάτα και τους πολίτες, και να εκραγεί αμέσως σε μια γενικευμένη εξέγερση που θα σαρώσει το κράτος και το κεφάλαιο.

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια μακροπρόθεσμη διαδικασία (φυσικά, χωρίς να προκαταλαμβάνουμε τα αποτελέσματα μιας ρήξης που θα μπορούσε να προκληθεί από μια γενικευμένη κρίση του κεφαλαίου). Ακόμα και ο Μακρόν-Δίας15 δεν μπορεί να καταβάλει οποιαδήποτε αντιπολίτευση σε τρεις βδομάδες και να ιδιωτικοποιήσει τα πάντα σε τρεις μήνες. Αυτή την άνοιξη του 2018 ιδιαίτερα, μπορεί να υπέπεσε στο αμάρτημα της αλλαζονείας και να ξεκίνησε πάρα πολλά παράλληλα σχέδια. Αν η απεργία αυτής της άνοιξης είναι μαζική, και φαίνεται να κάνει ένα καλό ξεκίνημα, πιθανόν να κερδίσουμε ακόμα λίγο χρόνο. Η καπιταλιστική επιχείρησηΓαλλίαδεν μπορεί να μεταφερθεί αλλού16: πρέπει να αντιμετωπίσει το προσωπικό της και δεν μπορεί να αναδιαρθωθεί με έναν πιεστικό ρυθμό, γιατί πρέπει να εξακολουθεί να λειτουργεί ως ένα καθολικό καπιταλιστικό πλαίσιο, με άλλα λόγια ως κοινωνία. Όλα αυτά θα πάρουν πολύ χρόνο και θα προκαλέσουν πολλές αντιπαραθέσεις και αντιθέσεις. Επιπλέον, όπως έχει ήδη επισημανθεί, όσο πιο πεισματάρικες οι ήττες, τόσο περισσότερο αγκιστρώνεται κανείς στην ιδεολογία. Η ιδεολογία της υπεράσπισης του δημόσιου τομέα, αν στηρίζεται όλο και λιγότερο στα παρακμάζοντα κοινωνικά κινήματα στην κλασσική τους μορφή και όντας αρκετά παρωχημένη στην μορφή της “κοινωνίας των πολιτών”, έχει αρκετές πιθανότητες, εξαιτίας αυτών των αντιπαραθέσεων που θα υπάρχουν μακροπρόθεσμα και εκτός κοινωνικών κινημάτων, να επανασυσταθεί σε ένα αυστηρά πολιτικό επίπεδο.

Είναι ακριβώς αυτό το σχέδιο που διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν σκόπιμα εγκαταλείψει, ακόμα και στο πρόσωπο του Μακρόν που αποτελεί το έμβλημα αυτής της εγκατάλειψης. Ο καθαρά διαχειριστικός τρόπος διακυβέρνησης που προάγεται από τον Μακρόν (και είναι αίτημα μεγάλου τμήματος της μεσαίας τάξης), έχει σαν απόλυτο όριο να μην προωθήσει πλέον καμμιά υπέρβαση/μετάβαση, που θα έδινε χώρο σε όλους εκείνους που σήμερα θάθελαν, στο εσωτερικό του κεφαλαίου, να επανασυστήσουν το κοινό [commun]. Αυτό το κοινό, που μπορεί να πάρει χιλιάδες μορφές σε εναλλακτικές ονειροπολήσεις, και εξέφρασε μια επιθυμία για περισσότερη οριζοντιότητα στο “Όλοι μαζί” του 1995, έχει καλές πιθανότητες, στο υπάρχον πλαίσιο, να ενσωματωθεί πολύ σταθερά σε μια μορφή λαϊκιστική και εθνικιστική, που ενσάρκωσε πρόσφατα το δίδυμο ΛεΠεν–Μελανσόν, αλλά που ίσως θέλει ακόμα αρκετά για να συγκροτηθεί πραγματικά. Η πρόσφατη εκλογική νίκη του κινήματος M5S του Beppe Grillo μας δίνει, μεταξύ άλλων, μια ιδέα17.

Η συγκρότηση ενός τέτοιου εθνολαϊκιστικού συνόλου ίσως γίνει πάνω στην παρακμή των κοινωνικών κινημάτων, των οποίων η ριζοσπαστική και η θεσμική συνιστώσες θα διαιρεθούν πάνω στον ορισμό που θα πρέπει να δοθεί στο κοινό, δημιουργώντας έτσι ένα μείζον πολιτικό διακύβευμα στα χρόνια που έρχονται. Το κοινό θα αποτελέσει τότε την “άλλη πλευρά”, την κοινωνική πλευρά της “υπερχείλισης”, θα είναι, είτε στην “εναλλακτικίστικη” είτε στην εθνολαϊκιστική της μορφή, η μορφή της επιστροφής στην τάξη.

 

AC

2 Απριλίου 2018

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2018/04/02/printemps-2018-sur-les-mouvements-sociaux-et-la-defense-du-service-public.

2 Στμ. CPE (contrat première embauche), Συμβόλαιο Πρώτης Απασχόλησης: μια μορφή σύμβασης εργασίας που προσπάθησε να προωθήσει η κυβέρνηση του Βελπέν στη Γαλλία την άνοιξη του 2006, που αφορούσε αποκλειστικά εργαζόμενους κάτω από την ηλικία των 26 ετών, που παρείχε τη δυνατότητα στους εργοδότες να τους απολύουν χωρίς επαρκή αιτιολόγηση μετά από μια “δοκιμαστική περίοδο” 2 χρόνων. Συνάντησε τεράστια αντίδραση ιδιαίτερα από το κίνημα της νεολαίας, με αποτέλεσμα τελικά την απόσυρσης της συγκεκριμένης ρύθμισης (άλλες διατάξεις, εξίσου αντεργατικές, υιοθετήθηκαν, όμως, στον νόμο των λεγόμενων “Ίσων Ευκαιριών”).

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: citoyennisme: η ιδεολογική/πολιτική θέση που βάζει τον πολίτη στο επίκεντρο της οικοδόμησης του κράτους, ως μέσο για την καταπολέμηση του καπιταλισμού. Επίσης: ριζοσπαστικός δημοκρατισμός: στο πρωτότυπο démocratisme radical.

4 Στμ. Ακριβώς σ’ αυτή την κρίσιμη παρατήρηση εδράζεται η αντίθεση με τη χρήση του διαβόητου όρου “νεοφιλελευθερισμός” που κατά κόρον χρησιμοποιείται από την αριστερά αλλά και τον “χώρο”. Η δυναμική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης από τη δεκαετία του 1970 δεν είναι αποτέλεσμα μιας “ιδεολογικής εμμονής” ή “προκατάληψης” ή “ιδεολογικής αντιδραστικής έξαρσης” των “νεοφιλελεύθερων” διανοούμενων και οικονομολόγων της Σχολής της Σικάγου ή οποιωνδήποτε άλλων. Είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας του κεφαλαίου να προσαρμοστεί στις συνθήκες που ο ταξικός ανταγωνισμός διαμόρφωσε τη δεκαετία του 1960. Είναι αποτέλεσμα των υλικών συνθηκών και της ανάγκης διατήρησης από το κεφάλαιο των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Και γι’ αυτό ο “παλιός, καλός” φιλελευθερισμός είναι μια χαρά! Αυτό λέει και ο AC.

5 Στμ. Ο όρος στα αγγλικά είναι: public limited company. Στην πραγματικότητα πρόκειται, λοιπόν, για το αν η μια ή άλλη εταιρεία του δημόσιου τομέα γίνει Ανώνυμη Εταιρεία, δηλαδή μετοχοποιηθεί, ώστε ένα ποσοστό της τουλάχιστον να περάσει στον έλεγχο ιδιωτών, άρα να “ιδιωτικοποιηθεί” σε μικρό ή μεγάλο ποσοστό.

6 Στμ. Olivier Besancenot: πολιτικός της γαλλικής άκρας αριστεράς και συνδικαλιστής, βασικός εκπρόσωπος του Nέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (Nouveau parti anticapitaliste, NPA) από το 2009 μέχρι το 2011.

7 Στμ. Εξαιρετικό! Ακριβώς εδώ είναι η ουσία της θεώρησης του “πλεονάζοντος πληθυσμού”.

8 Στμ. Εξαιρετικό! Εδώ είναι ο πυρήνας της αντίφασης για το προλεταριάτο να είναι απλά μια τάξη του κεφαλαίου. Δεν μπορεί να υπερασπίζεται ταυτόχρονα πχ. τον δημόσιο τομέα και τις θέσεις εργασίας, γιατί υπερασπιζόμενο τον δημόσιο τομέα υπερασπίζεται τις ανάγκες του αναδιαρθρωμένου κεφαλαίου στην κρατική του μορφή που επιβάλλουν ακριβώς τη μείωση των θέσεων εργασίας! Η αντίφαση αυτή αναδεικνύει το βλακώδες και εκτός πραγματικότητας αίτημα της αριστεράς περί ενός “δημοσίου τομέα” που θα μοιράσει “σταθερή και μόνιμη δουλειά”. Το αίτημα δεν είναι τελικά απλά βλακώδες αλλά αντιπρολεταριακό. Βέβαια από την άλλη, όλα τα αιτήματα για την αναπαραγωγή της μισθωτής εργασίας αναδεικνύουν το βάθος της αντίφασης που είναι σήμερα πλέον το προλεταριάτο ως τάξη του κεφαλαίου: η υπεράσπιση των συμφερόντων του ως προλεταριάτο δεν εκβάλλει παρά στη διατήρηση της αναπαραγωγής του κεφαλαίου και του ίδιου ως τάξης του κεφαλαίου.

9 Στμ. RSA: Revenu de solidarité active (κυριολεκτικά: Εισόδημα Ενεργούς Αλληλεγγύης), είναι μια μορφή επιδόματος αλληλεγγύης, που παρέχει το γαλλικό κράτος από το 2009, με σκοπό τη μείωση των εμποδίων επιστροφής στην εργασία, παρέχοντας ένα ελάχιστο εισόδημα στους ανέργους ή υποαπασχολούμενους ώστε να τους ενθαρρύνει να βρουν δουλειά. Επίσης παρέχει σε χαμηλά αμοιβόμενους εργάτες ένα συμπληρωματικό εισόδημα που να αντισταθμίζει τις επιπτώσεις αυτού του χαμηλού μισθού (ότι δηλαδή παίρνουν λιγότερα εργαζόμενοι από άνεργοι). Θα λέγαμε ότι είναι αντίστοιχο του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης.

10 Στμ. Αλλά φυσικά αυτή η αναγνώριση θα ήταν η αναγνώριση από την αριστερά και τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες ότι δεν έχουν πλέον οι ίδιες λόγο ύπαρξης!

11 Στμ. Pay-as-you-go: Διανεμητικό σύστημα συνταξιοδότησης στο οποίο οι από το κράτος παρεχόμενες συντάξεις χρηματοδοτούνται από τις εισφορές όσων εργάζονται τώρα, σε αντίθεση με ένα χρηματοδοτούμενο σύστημα του οποίου οι εισφορές επενδύονται ώστς να καλύψουν τις μελλοντικές συντάξεις (συστήματα χρηματοδοτούμενα από κεφάλαια – προερχόμενα και από επενδύσεις, funds;). Είναι το σύστημα που υποτίθεται εκφράζει τον “κοινωνικό χαρακτήρα” του συνταξιοδοτικού συστήματος – ως λειτουργίας του κοινωνικού κράτους και έκφρασης “αλληλεγγύης” μεταξύ των συνταξιοδοτούμενων και γι’ αυτό υποστηρίζεται από τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, όπως, εν προκειμένω, της CGT (αλλά και στην Ελλάδα).

12 Στμ. Flexicurity: ευελιξία με ασφάλεια. Ο όρος που προέρχεται από τη συγχώνευση των λέξεων flexibility και securtity, δηλώνει μια κοινωνική πολιτική που επιτρέπει μεγαλύτερη ευκολία στις απολύσεις εργαζομένων (το “ευέλικτο κομμάτι) με αντάλλαγμα μια μεγαλύτερη και πιο μακρόχρονη αποζημίωση για τους απολυμένους (το κομμάτι της “ασφάλειας”). Ο όρος επινοήθηκε από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Δανίας στη δεκαετία του 1990.

13 Στμ. Ballons-merguez: κυριολεκτικά “μπαλόνια και λουκάνικα” (το merguez είναι ένα είδος λουκάνικου από μοσχάρι από την κουζίνα της Βόρειας Αφρικής), που σημαίνει τις εντελώς διαδικαστικές, εθιμοτυπικές πορείες, το αντίστοιχο των συγκεντρώσεων εδώ στο Σύνταγμα με τις σημαίες και τις ψησταριές.

14 Στμ. Στο πρωτότυπο: “chasubles rouges et K-Ways noirs”, αναφέρεται στις κόκκινες φορεσιές και τα μαύρα φούτερ της συγκεκριμένης εταιρείας (K-Way) που φοριούνται συνήθως από τον κόσμο στην “κεφαλή της πορείας” στις διαδηλώσεις στη Γαλλία (δείτε πχ. https://paris-luttes.info/k-way-noirs-et-chasubles-rouges-5765?lang=fr).

15 Στμ. Στο πρωτότυπο: Macron-Jupiter, εννοώντας προφανώς τον “παντοδύναμο Μακρόν”.

16 Στμ. Πολύ ενδιαφέρουσα αναλογία (το “κράτος-επιχείρηση”) και κομβικό στοιχείο γι’ αυτό που λέμε “εθνική ζώνη συσσώρευσης”. Δεν μπορεί να μεταφερθεί έτσι απλά κάπου αλλού!

17 Στμ. Καίρια παρατήρηση. Ακριβώς, η κοινότητα στην εθνολαϊκιστική (ακροδεξιά και/ή αριστερή) εκδοχή της.

Αναρχισμός στη Λατινική Αμερική: Η επανανάδυση ενός βιώσιμου ρεύματος

των Romina Akemi και Javier Sethness-Castro1

 

O “Αναρχισμός στην Λατινική Αμερική” [Anarchism in Latin America] είναι ένα υπό έκδοση βιβλίο σχεδιασμένο να εκδοθεί τον Δεκέμβριο του 2017 από τις εκδόσεις AK Press. Γραμμένο από τον Αργεντίνο φιλόσοφο και συγγραφέα Angel Cappelletti κα μεταφρασμένο από τον διαμένοντα στις ΗΠΑ Gabriel Palmer-Fernandez, το έργο περιλαμβάνει μια εισαγωγή από τα μέλη της συλλογικότητας Black Rose/Rosa Negra Romina Akemi και Javier Sethness-Castro. Αυτή η νέα μετάφραση προσφέρει μια από χώρα-σε χώρα επισκόπιση των κοινωνικών και πολιτικών επιτευγμάτων του αναρχισμού σε 14 Λατινο-αμερικάνικες χώρες και είναι το πρώτο κείμενο με έκραση βιβλίου του είδους τους που εκδίδεται στα αγγλικά. Στη συνέχεια παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την εισαγωγή ελπίζοντας ότι αυτό θα κεντρίσει το ενδιαφέρον σας.

Αυτό το βιβλίο ακολουθεί “κατά πόδας” άλλες κυκλοφορίες από τις εκδόσεις AK Press, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των αγγλικών μεταφράσεων της Οριζοντιότητας2, που εκδόθηκε από την Marina Sitrin, το κλασσικό Rebellion in Patagonia του Oscar Bayer, το Paradoxes of Utopia του Juan Suriano. Παρ’ όλα αυτά, η αναρχική ιστορία και θεωρία που παράγεται στην Λατινική Αμερική, στο παρελθόν και τώρα, είναι εξαιρετικά εκτεταμένη και δύσκολο να αποδοθεί με λεπτομέρειες. Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο του Cappelletti σηματοδοτεί μια επανενασχόληση/επανεμπλοκή με τον ελευθεριακό αναρχισμό [ελευθεριακότητα] μετά από δεκαετίες επισκίασης από τον Μαρξισμό. Η αναγέννηση του αναρχισμού τη δεκαετία του 1990 προχώρησε πέρα από την αρένα των κοινωνικών κινημάτων, καθώς περισσότερος κόσμος ήθελε να επισκεφθεί εκ νέου τους αναρχικούς προδρόμους του που κάποτε χαρακτηρίζονταν ως “υπερ-αριστεριστές” ή πρωτο-κομμουνιστές, γεννώντας έστι καινούρια πεδία έρευνας τόσο για ακαδημαϊκούς όσο και για εργάτες-διανοούμενους3.

Η επανανάδυση του αναρχισμού τη δεκαετία του 1990 ήταν ένα παγκόσμιο φαινόμενο με κάποια αξιοσημείωτα κοινά στοιχεία που περιλαμβάνουν τις αποτυχίες του μαρξισμού με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, την επιθετική εξάπλωση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών μεταμφιεσμένων σε παγκοσμιοποίηση, και την διάλυση των ταξικών ταυτοτήτων που διεκδικούσαν ατομικές ταυτότητες και ακτιβισμό, καθώς και υποστήριξη για συγκεκριμένους σκοπούς. Υπάρχει μια τάση να υποθέτουμε ότι αυτά τα “πρότυπα” εφανίζονται με τον ίδιο τρόπο σε ολόκληρο τον κόσμο όπως και στις ΗΠΑ. Παρ’ όλα αυτά, η υπερ-εξατομικευμένη τροπικότητα που βλέπουμε στους αναρχικούς κύκλους των ΗΠΑ δεν είναι άμεσα ορατή στην Αμερική, όπου ο αναρχισμός παρέμεινε μια πολιτική ιδεολογία και όχι μια ατομική ταυτότητα ή στυλ ζωής. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι καταλήψεις και ο κοινοβιακός τρόπος ζωής δεν εξαπλώθηκαν στην υπόλοιπη ήπειρο, γιατί εξαπλώθηκαν, ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του 2000· η ζωή από κοινού δεν δημιούργησε de-facto κάποια προεικόνιση της πολιτικής [prefigurative politics], αλλά οι κοινοί αγώνες με αίτημα τη στέγαση και δικαιώματα στη γη ήταν ένα σημαντικό θεμέλιο. Όπως καλύπτει η Sitrin στην Οριζοντιότητα, η βαθιά οικονομική κρίση που βιώθηκε στην Αργεντινή τη δεκαετία του 1990, έδωσε την ώθηση σε πολλούς να οργανωθούν και να δημιουργήσουν καινούριες μορφές οργάνωσης κοινωνικών κινημάτων ριζωμένων στην αυτοοργάνωση, γινόμενες έτσι ζωντανή ενσάρκωση της λαϊκής εξουσίας.

Το βιβλίο του Cappelletti τελειώνει γύρω στα μέσα του 20ου αιώνα. Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την αναρχική και αυτονομιστική οργάνωση έκτοτε, θα προσφέρουμε εδώ μερικά από τα σημαντικά σημεία. Στο κεφάλαιο σχετικά με την Ουρουγουάη, επισημαίνει τη δημιουργία της Aναρχικής Ομοσπονδίας της Ουρουγουάης (FAU: Federación Anarquista Uruguay), που ιδρύθηκε το 1956. Η FAU, αφού επιβίωσε από την κρατική τρομοκρατία και τη δικτατορία, αποδείχθηκε να έχει μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη του οργανωμένου αναρχισμού σε ολόκληρη την νότια ήπειρο. Η FAU ιδρύθηκε κυρίως από εξόριστους Ισπανούς αναρχικούς που ξέφυγαν από τις φασιστικές δυνάμεις του στρατηγού Φράνκο και οι οποίοι συνειδητοποίησαν την ανάγκη για μια συγκεκριμένη αναρχική οργάνωση την οποία ονόμασαν especifismo4. Η δουλειά κοινωνικής “εισχώρησης”5 που έκαναν επικεντρωνόταν στην οικοδόμηση αυτοδιαχειριζόμενων (εδαφικοποιημένων) κέντρων γειτονιάς καθώς και δουλειά “εισχώρησης” σε βιομηχανικά συνδικάτα οικοδομώντας μια μαχητική ανεξάρτητη ταξική πολιτική. Για τους νεαρούς ελευθεριακούς που αναζητούσαν καθοδήγηση για την οικοδόμηση μιας οργανωμένης παρουσίας μέσα στην τάξη τους, το “προσκύνημα” στα κεντρικά γραφεία της FAU στο Μοντεβιδέο έγινε μια συνηθισμένη εμπειρία στις δεκαετίες του 1990 και 2000. Η στέρεη δουλειά της FAU με νεαρούς αναρχικούς στη γειτονική επαρχία της Βραζιλίας του Rio Grande do Sul οδήγησε τελικά στην δημιουργία της Αναρχικής Ομοσπονδίας των Gaúchos (FAG, Federação Anarquista Gaúcha) το 1996. Οι μαχητές της FAG επηρέασαν τελικά τον σχηματισμό διαφόρων especifista ομάδων στη Βραζιλία, συμπεριλαμβανομένης της Αναρχικής Ομοσπονδίας του Ρίο ντε Τζανέιρο (Federação Anarquista do Rio do Janeiro, FARJ). Στη διάρκεια του συνεδρίου της FARJ το 2008, προέκυψε, από τις συζητήσεις τους σχετικά με το ζήτημα της στρατηγικής, το κείμενο Social Anarchism and Organization”, ριζωμένο στις τρέχουσες εμπειρίες τους για την οργάνωση και τα κοινωνικό κίνημα. Τελικά, πήραν μέρος στις προσπάθειες του Φόρουμ του Οργανωμένου Αναρχισμού (Forum of Organized Anarchism, FAO) που εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο ομοσπονδιακό δίκτυο – Coordenação Anarquista Brasileira (CAB) – που περιλαμβάνει τοπικές οργανώσεις από 11 πόλεις. Στο βασίλειο του αναρχικού στρατηγήματος της οργάνωσης για την επανάσταση, οι κύριες συνεισφορές της FAU ήταν ο especifismo, ενώ η FARJ, μέσα από συζήτησε με άλλους ελευθεριακούς αγωνιστές στην Βραζιλία, προσέδωσε στην κοινωνική “εισχώρηση” ευρύτερο περιεχόμενο ως μια μέθοδο αγώνα για να μπούμε οι ίδιοι σε οργανώσεις και κινήματα που αποτελούν τις καλλίτερες εκφράσεις αντίστασης της τάξης μας. Η κοινωνική “εισχώρηση” είναι τόσο μια δέσμευση στους χώρους ώστε να ανθίσουν σε υγιείς οργανώσεις όσο και, ταυτόχρονα, μια επιβεβαίωση του πυρήνα των ιδεολογικών μας αρχών καθώς μαχόμαστε για την καρδιά και το μυαλό της εργατικής τάξης.

Η άλλη περιοχή με μια σημαντική οργανωμένη ελευθεριακή προεξάρχουσα παρουσία είναι η Χιλή. Η διαρκής παρουσία του αναρχισμού μέσα στο εργατικό κίνημα από τις δεκαετίες του 1950 μέχρι αυτήν του 1990 οφείλεται σε συνδικαλιστές όπως οι Clotario Blest, Celso Poblete, Ernesto Miranda, José Ego-Aguirre, και Hugo Cárter. Οι Ego-Aguirre and Cárter, παλιότεροι αναρχοσυνδικαλιστές, επηρέασαν μια ομάδα νεότερων τη δεκαετία του 1980 που οδήγησε στην ίδρυση της εφημερίδας Hombre y Sociedad (Άνθρωπος και Κοινωνία) που εκδιδόταν από το 1985 μέχρι το 1988, με οικονομική υποστήριξη από αναρχικούς εξορισμένους στην Ευρώπη, ανάμεσα στους οποίους και οι Nestor Vega και Urbano Burgos6. Έκτοτε, ξεπήδησαν άλλες μικρές εκδοτικές πορσπάθειες σ’ ολόκληρη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένων των El Acrata and Acción Directa7. Ο σχηματισμός πολλών γενιών που συνδεόταν με το Hombre y Sociedad έγινε μια καθοριστική συμβολή εμπειριών και νέων ιδεών.

Σύμφωνα με τον Χιλιανό αναρχικό José Antonio Gutiérrez Danton, η δεκαετία του 1990 περιγράφεται με τον καλλίτερο τρόπο ως “μια σχεδόν ‘έκρηξη’ των αναρχικών ιδεών και πρακτικών” και μια “επανανακάλυψη” του αναρχισμού ως ιστορικού ρεύματος στη Χιλή. Το 1998 η έκδοση του El Manifiesto Comunista Libertario του George Fontenis πυροδότησε μια έντονη πολεμική μεταξύ των ελευθεριακών κύκλων και βοήθησε στην ενοποίηση όσων ενδιαφέρονταν για τον σχηματισμό μιας αναρχο-κομμουνιστικής οργάνωσης, δίνοντας κινητρο σε ένα κομμάτι κυρίως πανκ-ροκ αναρχικών να γίνουν σοβαρός πολιτικός παράγοντας. Το Congreso de Unificación Anarco Comunista (Συνέδριο Αναρχοκομμουνιστικής Ενοποίησης, CUAC), που ιδρύθηκε το 1999, σημάδεψε μια σημαντική στιγμή για μια νέα γενιά ελευθεριακών επαναστατών που προσπάθησαν να θέσουν με καλλίτερο τρόπο την πολιτική δουλειά που έκαναν μέσα σε συγκεκριμένους κοινωνικούς τομείς έχοντας συμφωνήσει πάνω σε αρχές μια ενιαίας οργάνωσης. Η CUAC δημιουργήθηκε στην αίθουσα του συνδικάτου των οικοδόμων, της FETRACOMA, τα οποία λειτουργούσαν έτσι και σαν κεντρικά γραφεία της CUAC, κάτι που επέτρεπε βαθύτερους δεσμούς και ενσωμάτωση στο εργατικό κίνημα. Η CUAC οφείλει πολλά για την πολιτική της ανάπτυξη σε μαρξιστικές οργανώσεις της Χιλής όπως το Επαναστατικό Αριστερό Κίνημα (Movimiento Izquierda Revolucionario, MIR) και το Πατριωτικό Μέτωπο Manuel Rodríguez (Frente Patriótico Manuel Rodríguez, FPMR). Η CUAC έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εκκίνηση συζητήσεων σχετικά με την ανάγκη οργανωμένης παρουσίας μέσα στο εκκολαπτόμενο φοιτητικό κίνημα που οδήγησε στον σχηματισμό του Μετώπου Ελευθεριακών Φοιτητών (Frente de Estudiantes Libertarios, FEL) τον Μάιο του 20038. Η CUAC διασπάστηκε το 2003, διάσπαση που οδήγησε στη δημιουργία δύο ρευμάτων: την Οργάνωση Ελευθεριακών Κομμουνιστών (Organización Comunista Libertaria, OCL) και το Αναρχικό Επαναστατικό Ρεύμα (Corriente Revolucionaria Anarquista – CRA), με το FEL να παραμένει σχετιζόμενο με την OCL. Η τελική έκρηξη ενός μαχητικού μαθητικού κινήματος το 2006 με αίτημα την ελεύθερη εκπαίδευση και εξελίχθηκε σε ένα με καλή στρατηγική (αλλά από τα πάνω προς τα κάτω) φοιτητικό κίνημα στα πανεπιστήμια που έφτασε το ζενίθ του το 2011, επιβεβαίωσε την ιδεολογική βιωσιμότητα του αναρχισμού που εξακολουθεί να είναι αισθητή και σήμερα στη Χιλή.

Το 2013 σημάδεψε άλλο ένα σημαντικό σημείο καμπής στον οργανωμένο αναρχισμό στη Χιλή, όταν ένα τμήμα μέσα στην OCL και το FEL, ονομαζόμενο Red Libertaria (Libertarian Network – RL), “σταθερά και με ενθουσιασμό συμμετείχε στην πλατφόρμα Todos a la Moneda’ (Όλοι στην La Moneda’), με υποψήφιο τον Marcel Claude”9. Σε κάθε άρθρο γραμμένο με την πένα του Gutiérrez Danton και του Rafael Agacino, υπογράμμιζαν:Αλλά δεν είναι μόνο η ίδια η απόφαση να συμμετάσχουμε σε μια εκλογή που παρήγαγε αυτήν την σεισμική αντίδραση μέσα στο ελευθεριακό κίνημα στη Χιλή, ήταν ο τρόπος με τον οποία πάρθηκε αυτή η απόφαση”, ιδιαίτερα η μυστικότητα από μια φράξια μέσα στην OCL και το FEL που άφησε πολλούς από τους συντρόφους τους άναυδους και με αίσθημα προδοσίας. Όσοι αμφισβήτησαν τη δημιουργία της RL ως μιας κίνησης προς τον εκλογικισμό εκδιώχθηκαν γεγονός που πυροδότησε πολλές παραιτήσεις. Η ομάδα που εκδιώχθηκε, μαζί με άλλες συλλογικότητες και άτομα που δεν συνδέονταν με την OCL, οργάνωσαν το Συνέδριο των Ελευθεριακών Κομμουνιστών (CLC) σε μια διάρκεια δύο χρόνων που οδήγησε τελικά στην ίδρυση της Solidaridad-Federación Comunista Libertaria (Αλληλεγγύη Ελευθεριακή Κομμουνιστική Ομοσπονδία) τον Ιανουάριο του 2016.

Αυτό το οργανωτικό σχίσμα έβαλε το FEL σε δύσκολη θέση όταν οι αναρχικού κέρδισαν την προεδρία της Φοιτητική Ομοσπονδίας της Χιλής (Chilean University Student Federation, FECH) με την υποψήφιό τους Melissa Sepúlveda· κατόρθωμα που δεν είχε ξανασυμβεί από τη δεκαετία του 1920. Πάρθηκε η απόφαση να διατηρηθεί αυτή η διάσπαση στο ΜΕΦ (FEL) μέχρι το τέλος της θητείας της Sepúlveda. Η Sepúlveda, που είχε κατέβει με μια ξεκάθαρη φεμινιστική και αναρχική πλατφόρμα, ήταν μια έντονη πολιτική διαφοροποίηση από την Camila Vallejo, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και πρόεδρος της FECH το 2011, η οποία συγκέντρωσε τη διεθνή προσοχή. Η Sepúlveda υποστήριζε δημόσια συμμαχίες φοιτητών-εργατών και την αυτόνομη οργάνωση μέσα στην εργατική τάξη. Στο τέλος της θητείας της, η Sepúlveda, μαζί με άλλους διαφωνούντες του FEL που αντιτίθονταν στη εκλογικίστικη κίνηση, ίδρυσαν την Acción Libertaria (Ελευθεριακή Δράση – AL) στις αρχές του 2015.

Στο Μεξικό, παράλληλα με τον σύγχρονο αυταρχισμό που κόστισε τις ζωές χιλιάδων στη Βραζιλία, Αργεντινή, Χιλή και Ουρουγουάη, ο “Βρώμικος Πόλεμος” των δεκαετιών του 1960 και του 1970 είδε την πλήρη κατασταλτική ισχύ του Επαναστατικού Θεσμικού Κόμματος (PRI)10 να κατευθύνεται ενάντια σε αριστεριστές, νεολαία, οργανωμένο κόσμο και τους ακτήμονες αγρότες στον απόηχο της σφαγής του Tlatelolco11 στις 2 Οκτωβρίου του 1968. Το κράτος δολοφόνησε εκατοντάδες φοιτητές στην Πόλη του Μεξικού εκείνηη την ημέρα, και το PRI εξαφάνισε βίαια και εκτέλεσε χωρίς δίκη χιλιάδες περισσότερους σαν μέρος της αντι-εξεγερτικής του στρατηγικής για την κατάπνιξη της γενικευμένης κοινωνικής οργής που το ίδιο είχε προκαλέσει12. Ο ίδιος ο Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός των Ζαπατίστας (Ejército Zapatista de Liberación Nacional, EZLN) ιδρύθηκε το 1983 σαν μια ένωση ανάμεσα στους ακτήμονες ιθαγενείς κατοίκους της Τσιάπας (Chiapanecxs) και τους βασισμένους στις πόλεις μιγάδες [mestizo] και ευρωπαϊκής καταγωγής μαχητές των Δυνάμεων Εθνικής Απελευθέρωσης (Fuerzas de Liberación Nacional, FLN), που είχαν δημιουργηθεί το 196913όπως ακριβώς ο δεκαετής εμφύλιος πόλεμος στην Κολομβία, γνωστός ως La Violencia που στοίχισε χιλιάδες ζωές έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία, το 1964, των Ένοπλων Επαναστατικών Δυνάμεων της Κολομβίας (Revolutionary Armed Forces of Colombia, FARC) και του ELN (Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού)14. Η νεο-ζαπατιστική εξέγερση της Πρωτοχρονιάς του 1994, διακήρυξε ένα ριζικό τέλος στην ασταμάτητη εθνοκάθαρση με στόχο τους ιθαγενείς λαούς από την εποχή της ισπανικής κατάκτησης. Η πολύ γρήγορη θετική ανταπόκριση των πολιτών τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό στην εξέγερση, περιόρισε την ένταση της άμεσης καταστολής από τον μεξικάνικο στρατό, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα παραδόξως, η κυβέρνηση του PRI να καταφύγει στη χρήση της παρακρατικής τρομοκρατίας ενάντια στις περιοχές που υποστηρίζουν τους Ζαπατίστας ή τις κοινότητες που είναι συμπαθείς προς αυτούς στην Chiapas – μια στρατηγική που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σαν συνέπεια της αναπόφευκτης κατάρρευσης των διαπραγματεύσεων με μια ρατσιστική κυβέρνηση που απέτυχε να τηρήσει τις συμφωνίες του San Andrés (1996), ο EZLN εστίασε πολύ έντονα στην διεύρυνση της κοινοτικής αυτονομίας ενδυναμώνοντας τους εναλλακτικούς θεσμούς συμμετοχής που συγκροτούν το κίνημα που υπάρχει παράλληλα με τις στρατιωτικές δομές, μεταξύ άλλων συνεταιρισμούς, αυτόνομη εκπαίδευση, τον τομέα της δημόσιας υγείας και τις λαϊκές συνελεύσεις. Αυτό το σχέδιο αυτονομίας προχώρησε σημαντικά το 2003 με την αναγγελία των Συμβουλίων Καλής Διακυβέρνησης (Good-Government Councils, JBG), αποτελούμενων από αντιπροσώπους, μερικές φορές ακόμα και εφηβικής ηλικίας, που εναλλάσσονται στη διοίκηση των πέντε περιοχών της Τσιάπας στις οποίες έχει παρουσία ο EZLN.

Συνεπώς, αν και είναι αλήθεια ότι η αρχική εξέγερση του EZLN επεδίωξε να εμπνεύσει μια γενική περιφερειακή – ή ακόμα και σε ολόκληρη την επικράτεια της χώρας – επανάσταση για την κατάληψη του κράτους – με τους Ζαπατίστας να ελπίζουν να βαδίσουν προς την Πόλη του Μεξικού και να την απελευθερώσουν ακόμα μια φορά – το νεο-ζαπατιστικό κίνημα έχει διαχωρίσει τον εαυτό του από άλλα αντάρτικα κινήματα στη Λατινική Αμερική με τον αντι-εκλογικαλισμό και τον αντι-κρατισμό που έχει καθορίσει την ανάπτυξη της αυτονομίας του. Πριν από μια δεκαετία, ο EZLN εγκαινίασε την καμπάνια La Otra Campaña (Μια άλλη Καμπάνια) σαν μια προσπάθεια ενοποίησης μιας πανεθνικής αντιεξουσιαστικής/αντιιεραρχικής αριστερής εναλλακτικής στα πολιτικά κόμματα και το κράτος εν μέσω της συνεχιζόμενης μάχης εξουσίας ανάμεσα στο δεξιό Εθνικό Κόμμα Δράσης (PAN) και τον Andrés Manuel López Obrador, τον σοσιαλδημοκράτη υποψήφιο στις εκλογές του 2006. Παράλληλα, στην Έκτη Διακήρυξη της Ζούγκλας της Λακαντόνα (la Sexta Declaración de la Selva Lacandona) το 2005, διακήρυξε με περηφάνεια την αυτονομία του κινήματος στη διερεύνηση ενός καινούριου συντάγματος που θα ικανοποιούσε τα 13 αρχικά αιτήματα15. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα, και αφού έχει προασπίσει την αυτόνομη κοινωνική οργάνωση σαν μια βιώσιμη εναλλακτική για περισσότερο από μια δεκαετία, ο EZLN ενώνεται με τους συντρόφους-αντιπροσώπους από το Εθνικό Συνέδριο Αυτόχθονων Λαών (CNI) στη συνυπογραφή της πρότασης για ένα Συμβούλιο Διακυβέρνησης των Αυτόχθονων (CIG) και παρουσιάζοντας την παραδοσιακή θεραπεύτρια, από τη φυλή Nahua, María de Jesús “Marichuy” Patricio Martínez ως εκπρόσωπο αυτού του Συμβουλίου, σύμβουλο και υποψήφια για τις προεδρικές εκλογές του 201816. Tο CNI περιγράφει αυτή την κίνηση ως μια “συνέχιση της επίθεσης” και κατά παράδοξο τρόπο ισχυρίζεται ότι δεν θέλει να διαχειριστεί την εξουσία αλλά μάλλον να την διαλύσει/αποσυνθέσει. Από τη στιγμή της ανακοίνωσης, η Marichuy και άλλοι σύντροφοι έχουν τονίσει ότι η εστίαση δεν είναι στις κάλπες αλλά, αντίθετα, η προαγωγή της “οργάνωσης, της ζωής και της υπεράσπισης της επικράτειας”. Παρ’ όλα αυτά, το συμπέρασμα του πέμπτου Συνεδρίου των Αυτόχθονων στις αρχές του 2017 είναι ξεκάθαρο: το CIG έχει στόχο να “κυβερνήσει αυτή τη χώρα17. Παραμένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί αυτή η κίνηση και πώς θα επηρεάσει το κίνημα των Ζαπατίστας και τα αυτόνομα κινήματα των αυτόχθονων αλλού στο Μεξικό και τη Λατινική Αμερική. Φανταζόμαστε ότι αυτή η μετατόπιση προς τον εκλογικισμό συναντά μια κάποια αντίσταση μέσα στις τάξεις των Ζαπατίστας, ιδιαίτερα ανάμεσα στη νεολαία και σε αυτούς που ανατράφηκαν με την ιδέα των Συμβουλίων Καλής Διακυβέρνησης και την la Sexta.

 

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://blackrosefed.org/latin-american-anarchism-re-emergence-anarchism-viable-current.

2 Στμ. Οριζοντιότητα: Φωνές λαϊκής εξουσίας στην Αργεντινή, εκδόσεις Σ.ΚΥ.Α, 2011.

3 Υπάρχουν αρκετοί συγγραφείς και κάποιοι έχουν ήδη αναφερθεί σε προηγούμενες υποσημειώσεις: Víctor Muñoz Cortés, Sin Dios Ni Patrones: Historia, diversidad y conflictos del anarquismo en la región chilena, 1890-1990 (Valparaíso, Mar y Tierra Ediciones, 2013)· Sergio Grez Toso, Los anarquistas y el movimiento obrero: La alborada de “la Idea” en Chile, 1893-1915 (Santiago, LOM, 2007).

4 Στμ. Especifismo: συγκεκριμενισμός/εξειδικευσισμός (;): είναι μια από τις δύο κύριες μορφές αναρχικού ακτιβισμού που προασπίζεται η FARJ (Αναρχική Ομοσπονδία του Ρίο ντε Τζανέιρο) και άλλες αναρχικές οργανώσεις στην Νότια Αμερική, η άλλη είναι η κοινωνική “εισχώρηση”. Ο especifismo αναδύθηκε σαν αποτέλεσμα της αναρχικής εμπειρίας στη Νότια Αμερική στη διάρκεια του τελευταίου μισού του 20ου αιώνα ξεκινώντας με την Αναρχική Ομοσπονδία της Ουρουγουάης (FAU), που ιδρύθηκε το 1956 από αναρχικούς οι οποίοι είδαν την ανάγκη μιας οργάνωσης που να είναι συγκεκριμένα αναρχική.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο insertion.

6 “Platformism without illusions: Chile, Interview with José Antonio Gutiérrez Danton”, Common Struggle/Lucha Común, nefac.net, Published May 23, 2003, http://nefac.net/node/424.

7 Στμ. Στα ελληνικά: “Ο Αναρχικός” και “Άμεση Δράση”, αντίστοιχα.

8 “Η διαδικασία της Αρχικη Οικοδόμησης του FEL”, Struggle/Lucha Común, nefac.net, δημοσιευμένο στις 14 Ιανουαρίου 2012, http://nefac.net/node/2576.

9 José Antonio Gutiérrez D. και Rafael Agacino, “Μερικές σκέψεις για τους ελευθεριακούς στη Χιλή και τη συμμετοχή στις εκλογές” libcom.org, 4 Ιανουαρίου 2017: https://libcom.org/library/some-reflections-libertarians-chile-electoral-participation.

10 Στμ. Το Επαναστατικό Θεσμικό Κόμμα (Partido Revolucionario Institucional, PRI) είναι ένα μεξικάνικο πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε το 1929 και διατήρησε την εξουσία αδιάκοπα για 71 χρόνια από το 1929 μέχρι το 2000 (με διάφορες ονομασίες). Αν και είναι μέλος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς (όπως και το αντίπαλο, αριστερό PRD, γεγονός που καθιστά το Μεξικό ένα από τα λίγα έθνη με δύο μεγάλα, αντίπαλα κόμματα να είναι μέλη της ίδιας διεθνούς ομάδας) το PRI δεν θεωρείται σοσιαλδημοκρατικό κόμμα με την παραδοσιακή έννοια.

11 Η Πόλη του Μεξικού έγινε το 1968 η πρώτη πόλη στον ισπανόφωνο κόσμο που φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Οι φοιτητές του Αυτόνομου Πανεπιστημίου του Μεξικού (UNAM) θέλησαν να χρησιμοποιήσουν την εστίαση που υπήρχε στη χώρα λόγω των αγώνων για να διαμαρτυρηθούν για την έλλειψη δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης . Ο πρόεδρος Gustavo Díaz Ordaz διέταξε τον στρατό να καταλάβει το πανεπιστήμιο ώστε να καταστείλει την εξέγερση και να ελαχιστοποιήσει τη διατάραξη των αγώνων. Στις 2 Οκτωβρίου του 1968, ομάδες φοιτητών που απαιτούσαν την απόσυρση των δυνάμεων του στρατού (IPN) ξεκίνησαν διαμαρτυρία στην Plaza de las Tres Culturas. Η κυβέρνηση κατέφυγε ακόμα και στη συνδρομή της CIA μέσω ενός προγράμματος των μυστικών υπηερσιών (LITEMPO), και επιτέθηκε στη συγκέντρωση δολοφονώντας επίσημα 39, αλλά ανεπίσημα εκατοντάδες, φοιτητές, ενώ εκατοντάδες άλλοι συνελήφθησαν. Ο πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής δήλωσε στη συνέχεια ότι οι διαμαρτυρίες ήταν ενάντια στην μεξικάνικη κυβέρνηση και όχι τους Ολυμπιακούς αγώνες οι οποίοι και συνεχίστηκαν.

12 Elena Poniatowska, La noche de Tlatelolco: testimonios de historia oral (México, D.F.: Ediciones Era, 2012 [1971]).

13 Raúl Romero, “EZLN: 17 de noviembre de 1983,” Rebelión, 17 Νοέμβρη 2012.

14 Chris Kraul, “Οι μάχες ξεκίνησαν το 1964: Μια ματιά στον πόλεμο της Κολομβίας με τους αντάρτες του FARC”, Los Angeles Times, 30 Αυγούστου 2016.

15 Αυτές είναι: κατάλυμα (ή στέγη), γη, τροφή, υγεία, εκπαίδευση, πληροφόρηση, πολιτισμός, ανεξαρτησία, δημοκρατία, δικαιοσύνη, ελευθερία και ειρήνη. Comité Clandestino Revolucionario Indígena-Comandancia General del Ejército Zapatista de Liberación Nacional (CCRI-CG EZLN), “Sexta Declaración de la Selva Lacandona”, Ιούνιος 2005. Διαθέσιμο δικτυακά: http://enlacezapatista.ezln.org.mx/sdsl-es.

16 CNI y EZLN, “Llegó la hora,” Enlace Zapatista, 28 Μαΐου 2017. Διαθέσιμο δικτυακά: http://enlacezapatista.ezln.org.mx/2017/05/28/llego-la-hora-cni-ezln/.

17 Ibid, “Convocatoria a la Asamblea Constitutiva del Concejo Indígena de Gobierno,” Enlace Zapatista, 2 Απριλίου 2017. Διαθέσιμο δικτυακά: http://enlacezapatista.ezln.org.mx/2017/04/02/convocatoria-a-la-asamblea-constitutiva-del-concejo-indigena-de-gobierno-para-mexico.

Καπιταλιστική ανάπτυξη στη Νικαράγουα και η Χίμαιρα της Αριστεράς

του William I. Robinson, Truthout1

Σε συνέχεια της πρόσφατης κάλυψης των διαμαρτυριών στην Νικαράγουα, δημοσιεύουμε το παρόν κομμάτι κοιτάζοντας το ευρύτερο πλαίσιο των αριστερώς Σαντινίστας και του Ντανιέλ Ορτέγα στην κρατική εξουσία και το μοντέλο τους καπιταλιστικής ανάπτυξης. Συνιστούμε να δείτε και τις άλλες μας αναρτήσειςOne Million Hands Flourishingτης Tanya H.F. καιIt’s No Longer About Social Security: Inside the Nicaraguan Student ProtestsκαιA Door Has Been Opened: Nicaragua’s April 19 Uprisingαπό την Miranda de las Calles. #TheLeftInPower

Η εικόνα που προσεκτικά καλλιεργούνταν από τον Νικαραγουανό πρόεδρο Ντανιέλ Ορτέγκα και τους υποστηρικτές του ως σημαιοφόρου της λαϊκής επαναστατικής διαδικασίας που καθοδηγήθηκε από τους Σαντινίστας [Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο των Σαντινίστας, FSLN] τη δεκαετία του 1980, κατέρρευσε σχεδόν εντελώς στον απόηχο των μαζικών διαμαρτυριών που ξέσπασαν τον τελευταίο μήνα ενάντια στις μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό που άφησαν πίσω δεκάδες νεκρούς, και εκατοντάδες τραυματίες και φυλακισμένους. Για μερικούς, οι διαμαρτυρίες ήταν ένα σχέδιο οργανωμένο από τις ΗΠΑ για να αποσταθεροποιήσουν μια επαναστατική κυβέρνηση. Για άλλους, ήταν μια έκρηξη μαζικής δυσαρέσκειας ενάντια σε ένα διεφθαρμένο και αυταρχικό καθεστώς.

Οι ΗΠΑ και η παραδοσιακή ολιγαρχία της Νικαράγουα αν και θα ήθελαν σίγουρα να έχουν ένα πιο ενδοτικό καθεστώς στην εξουσία, έχουν βολευτεί με την κυβέρνηση του Ορτέγκα. Ο εσωτερικός κύκλος των Σαντινίστας έχει χακάρει τον δρόμο του στις τάξεις της ελίτ της χώρας σε μια διαδικασία που φτάνει πίσω στον απόηχο της επανάστασης της δεκαετίας του 1980, αποδεικνύοντας ότι είναι ικανοί να επιβλέψουν έναν καινούριο γύρο καπιταλιστικής ανάπτυξης με την επιστροφή τους στην εξουσία το 2007. Ο Ορτέγκα και το FSLN ντύσανε έναν αριστερίστικο λόγο την προσπάθειά τους να εγκαθιδρύσουν μια λαϊκίστικη διαταξική συμμαχία γύρω από το σχέδιο αυτό καπιταλιστικής ανάπτυξης κάτω από την στιβαρή ηγεμονία του κεφαλαίου και της της κρατικής ελίτ των Σαντινίστας.

Αν και το FSLN διατήρησε μια μαζική, αν και φθίνουσα, βάση ανάμεσα στην αγροτιά της χώρας και τη φτωχολογιά των πόλεων, η ηγεσία του συνήψε σύμφωνο με την παραδοσιακή ολιγαρχία· κατέστειλε τους αντιφρονούντες· πλούτισε με την λεηλασία κρατικών πόρων και μέσα από μια συμμαχία με το διεθνικό κεφάλαιο· και χρησιμοποίησε στρατιωτικές, αστυνομικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις για να καταστείλει βίαια τους αγρότες, τους εργάτες και τα κοινωνικά κινήματα που αντιτίθενται στις πολιτικές της.

Η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Νικαράγουα έχει μπει τώρα σε μια περίοδο κρίσης. Η ανακοίνωση της κυβέρνησης ότι θα περικόψει τις πληρωμές προς τους συνταξιούχους και θα αυξήσει το ποσοστό της απαιτούμενης συμμετοχής από τους εργάτες και τις επιχειρήσεις στις συντάξεις ήταν η σπίθα που πυροδότησε την εξέγερση του Απριλίου. Αλλά η πολιτική ένταση και η κοινωνική σύγκρουση χτίζονταν εδώ και χρόνια, και είναι αυτή η κρίση του καπιταλισμού που αποτελεί το μεγαλύτερο σκηνικό των πρόσφατων γεγονότων.

Η μπουρζουαζία των Σαντινίστας

Οι Σαντινίστας ανέβηκαν για πρώτη φορά στην εξουσία το 1979 στον απόηχο της μαζικής εξέγερσης που ανέτρεψε την δικτατορία του Αναστάζιο Σομόζα. Μια δεκαετία διαρκών παρεμβάσεων από τις ΗΠΑ – που συμπεριλάμβαναν μια αντεπαναστατική στρατιωτική εκστρατεία, έναν οικονομικό αποκλεισμό και παρέμβαση στην εσωτερική πολιτική (για να μην αναφέρουμε τα λάθη των ίδιων των Σαντινίστας) – οδήγησαν τελικά στην απομάκρυνση, μέσα από εκλογές, των Σαντινίστας από την κυβέρνηση το 1990.

Η εκλογική ήττα έριξε το κόμμα των Σαντινίστας σε μια οξεία εσωτερική κρίση γύρω από τα προγράμματα, τον ιδεολογικό προσανατολισμό και την στρατηγική. Ενώ η βάση των Σαντινίστας πήρε μέρος σε μια συστηματική αντίσταση στο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα των αρχών της δεκαετίας του 1990, μια καινούρια ελίτ των Σαντινίστας έκανε επίσης την εμφάνισή της μεταξύ αυτών που είχαν αποκτήσει σημαντικές ιδιοκτησίες στη διάρκεια της αλλαγής του καθεστώτος στη δεκαετία του 1990 ιδιωτικοποιώντας για λογαριασμό τους αυτά που ήταν κρατικά περιουσιακά στοιχεία και δημόσια ιδιοκτησία. Αυτή η λεηλασία και προσωπική ιδιοποίηση κρατικής περιουσίας από τους ηγέτες των Σαντινίστας και τους γραφειοκράτες ήταν γνωστή στη Νικαράγουα ωςpiñata”.

Καθώς προχωρούσε η δεκαετία του 1990, οι νέοι Σαντινίστας ιδιοκτήτες γης και επιχειρηματίες άρχισαν να αναπτύσσουν μια συνάφεια ταξικών συμφερόντων – και να συγχωνεύονται – με την αστική τάξη. Η καινούρια ελίτ των Σαντινίστας σταδιακά μετακινήθηκε από την καθοδήγηση των λαϊκών τάξεων στην αντίστασή τους στο αντεπαναστατικό πρόγραμμα της καπιταλιστικής ανοικοδόμησης στην χρησιμοποίηση της (φθίνουσας) εξουσίας του κόμματος ώστε να περιορίσει/συγκρατήσει τις τάξεις αυτές και να ελέγξει την κινητοποίησή τους. Παρ’ όλα αυτά η ηγεσία του FSLN συνέχισε να νομιμοποιεί τον εαυτό της με μια επαναστατική ρητορική που δεν αντιστοιχούσε πλέον σε οποιοδήποτε πολιτικό πρόγραμμα ή συμπεριφορά άλλη από το να επεκτείνει τα δικά της συμφέροντα ως ομάδα και να εξασφαλίσει μια θέση ανάμεσα στο κυρίαρχο μπλοκ της καινούριας νεοφιλελεύθερης τάξης.

Tο 1999 το FSLN έκλεισε μια συμφωνία μια πτέρυγα της παραδοσιακής ολογαρχίας γνωστής ως Φιλελεύθερη Συμμαχία (Liberal Alliance), με την οποία οι δυο πολιτικές δυνάμεις διαπραγματεύτηκαν έναν διακανονισμό μοιράσματος της εξουσίας. Εν τω μεταξύ, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η αστυνομία και ο στρατός απέβαλλαν τον επαναστατικό τους χαρακτήρα και άρχισαν όλο και περισσότερο να εκτοπίζουν βίαια αγρότες που είχαν αποκτήσει κομμάτια γης στην ύπαιθρο, αν χτυπάνε απεργούς εργάτες που καταλάμβαναν εργοστάσια ή κυβερνητικά γραφεία και να διαλύουν ειρηνικές, συχνά, διαδηλώσεις στους δρόμους.

Καθώς υπέβαλλε καινούρια κυβερνητική υποψηφιότητα για τις εκλογές του 2006, το FSLN διαβεβαίωσε τους Νικαραγουανούς και διεθνείς καπιταλιστές ότι θα υπερασπιζόταν τα συμφέροντά τους αλλά, σε αντάλλαγμα, θα έπρεπε να συμβιβαστούν με ένα μονοπώλιο των Σαντινίστας στην πολιτική εξουσία. Κερδίζοντας τις εκλογές, το FSLN κατέθεση το οικονομικό του πρόγραμμα σε ένα κείμενο πολιτικής, με τον τίτλοThe New Sandinista Project(“Το Νέο Σχέδιο των Σαντινίστας”). Σύμφωνα με το κείμενο, η οικονομική πολιτική των Σαντινίστας θα βασιζόταν στην σύνδεση των παραγωγών μικρής-κλίμακας με τον μεγάλο ιδιωτικό τομέα, στον “σεβασμό όλων των μορφών ιδιοκτησίας”, το ελεύθερο εμπόριο, την προσέλκυση επενδύσεων από τις μεγάλες πολυεθνικές και την επέκταση της αγροτοβιομηχανίας. Το πρόγραμμα αυτό εκπονήθηκε σε στενή συνεργασία με τον κύριο σύνδεσμο των μεγάλων επιχειρήσεων, το Superior Council on Private Enterprise, σε αυτό που η κυβέρνηση αποκαλεί “συνεργασία δημόσιου-ιδιωτικού τομέα”.

Το πρόγραμμα περιελάμβανε, ταυτόχρονα, την επαναεθνικοποίηση του εκπαιδευτικού συστήματος και του συστήματος υγείας, περισσότερες κοινωνικές δαπάνες και άλλα δημοφιλή μέτρα πρόνοιας, αν και αυτά θα διανέμονταν από τα δίκτυα πατροναρίσματος του FSLN. Ο Bayardo Arce, ένας πρώην ηγέτης της επανάστασης που έγινε ο κύριος οικονομικός σύμβουλος της κυβέρνησης Ορτέγκα και σύνδεσμός της με τον ιδιωτικό τομέα, περιέγραψε το πρόγραμμα των Σαντινίστας ως “μια οικονομία της αγοράς με μια προτίμηση για τους φτωχούς”. Ενώ επιδίωκε την αναδιανομή μέσω των κοινωνικών δαπανών, το FSLN ουσιαστικά διέλυσε τον “χώρο της κοινωνικής ιδιοκτησίας” που πρωτοδημιουργήθηκε με την επανάσταση στη δεκαετία του 1980, που συμπεριελάμβανε τον κρατικό και συνεταιριστικό τομέα, ώστε το 96 τοις εκατό της ιδιοκτησίας στη χώρα να είναι τώρα στα χέρια του ιδιωτικού τομέα.

Από τη στιγμή που επανέκτησε τη εξουσία η μπουρζουαζία των Σαντινίστας αύξησε εξαιρετικά τον πλούτο της. Ηγετικά στελέχη τους, συγκεντρωμένα γύρω από τον Ορτέγκα, έχουν επενδύσει πολλά σε έναν καινούρο κύκλο καπιταλιστικής ανάπτυξης που περιλαμβάνει τον τουρισμό, την αγροτοβιομηχανία, τον χρηματοπιστωτικό τομέα, τις εισαγωγές-εξαγωγές και τις υπεργολαβίες για τους maquiladoras2. Ο Arce, ένας από τους ιδιοκτήτες της αγροτοεμπορικής κοινοπραξίας AgriCorp και ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στη Νικαράγουα, είναι εμβληματική περίπτωση. Επιπλέον, ένα άλλο έναυσμα που πυροδότησε τις διαμαρτυρίες του Απριλίου λίγες μόλις μέρες πριν την αναγγελία του σχεδίου για το συνταξιοδοτικό ήταν μια δημόσια έκθεση για τον πλούτο που αποκτήθηκε παράνομα από τον επικεφαλής του ελεγχόμενου από τους Σαντινίστας Ανώτατου Εκλογικού Συμβουλίου, Roberto Rivas, που περιελάμβανε βίλες στην Κοσταρίκα, Ισπανία και Νικαράγουα· τρία ιδιωτικά τζετ· έναν στόλο πολυτελών αμαξιών που είχαν εισαχθεί στη χώρα ως λαθραία· και μια φυτεία καφέ.

Οι αντιφάσεις του καπιταλισμού στη Νικαράγουα

Τα τωρινά προβλήματα της Νικαράγουα είναι ριζωμένα στις αντιφάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης της χώρας – μέρος της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης που συμπεριλαμβάνει μια τεράστια επέκταση εξορυκτικών δραστηριοτήτων, αγροτοεπιχειρήσεων, τουρισμού, μεγα-σχέδια παραγωγής ενέργειας και υποδομών σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική για να τροφοδοτηθεί μια αδηφάγα παγκόσμια οικονομία και να φουσκώσουν τα ταμεία των πολυεθνικών. Στη Νικαράγουα, η κυβέρνηση Ορτέγα διηύθυνε αυτόν τον νέο γύρο καπιταλιστικής επέκτασης, συμπεριλαμβανομένων ενός κύματος επενδύσεων από πολυεθνικές και τοπικές εταιρείες σε ζώνες ελεύθερου εμπορίου, αγροτοβιομηχανία, εξορύξεις, ξυλεία και τουρισμό, με το κίνητρο των φορολογικών απαλλαγών από την κυβέρνηση, τις παραχωρήσεις γης και άλλες πολιτικές που εξύμνησαν οι νεοφιλελεύθεροι θεσμοί όπως το ΔΝΤ.

Υπό το καθεστώς Ορτέγα, η βιομηχανία εκμετάλλευσης των maquiladora επεκτάθηκε ραγδαία στις ζώνες ελεύθερου εμπορίου, στις οποίες περισσότερες από 100.000 νέες ως επί το πλείστον γυναίκες γαζώνουν ρούχα για Ασιατικές και Βορειοαμερικανικές εταιρείες και τους υπεργολάβους τους στη Νικαράγουα. Οι καπιταλιστές των πολυεθνικών προτιμούν τη Νικαράγουα από γειτονικές χώρες εξαιτίας των υπερβολικά χαμηλών μισθών, του αυστηρού ελέγχου των εργατών και της σχετικής πολιτικής σταθερότητας που έχει επιτευχθεί από την κυβέρνηση Ορτέγα. Οι εργάτες παίρνουν περίπου $157 τον μήνα, κατά μέσο όρο, τον χαμηλότερο μισθό για οποιουσδήποτε εργάτες maquiladora στην Κεντρική Αμερική και υπολογίζεται ότι καλύπτει μόλις ένα 33% των βασικών αναγκών ενός νοικοκυριού. Το 2016, τα ΜΑΤ κατέστειλαν βίαια μια απεργία για αύξηση μισθών, καλλίτερες εργασιακές συνθήκες και το δικαίωμα της οργάνωσης σε ανεξάρτητα συνδικάτα, οδηγώντας σε μια διεθνή εκστρατεία για την απελευθέρωση όσους είχαν φυλακιστεί στα γεγονότα.

Ακτιβιστές από περιβαλλοντικές και οργανώσεις κοινοτήτων που αγωνίζονται ενάντια στις παραχωρήσεις στης κυβέρνησης στις πολυεθνικές για σχέδια εξόρυξης χρυσού μεγάλης κλίμακας έχουν βρεθεί απέναντι στα ΜΑΤ. Οικολόγοι έχουν επίσης συνενωθεί με χιλιάδες αγρότες, Ιθαγενείς και κατοίκους Αφρικανικής καταγωγής στις διαμαρτυρίες ενάντια στην κατασκευή ενός διαωκεάνειου καναλιού σύνδεσης του Ατλαντικού με τον Ειρηνικό από μια κινεζική επιχείρηση, στην οποία η κυβέρνηση Ορτέγα παραχώρησε τα αποκλειστικά δικαιώματα το 2013. Η παραχώρηση δίνει επίσης το ΟΚ σε μια σειρά παράπλευρων σχεδίων όπως τουριστικά θέρετρα, μια ακόμα Ζώνη ελευθέρου εμπορίου, έναν πετρελαιοαγωγό και ένα διεθνές αεροδρόμιο.

Στην πραγματικότητα, πριν από τις διαμαρτυρίες του Απριλίου είχε προηγηθείο μια μαζική διαμαρτυρία εξαιτίας μιας φωτιάς που είχε ξεσπάσει έναν μήνα πριν κατακαίγοντας 12.000 εκτάρια του Φυσικού Καταφυγίου Indio Maiz στην οικολογικά εύθραυστη παράκτια περιοχή της Καραϊβικής, που περιγράφηκε ως “η πιο τραγική οικολογική καταστροφή που έχει ζήσει ποτέ η Νικαράγουα”. Σε κάτι που οι ειδικοί της πολιτικής οικονομίας αποκαλούμ διαδικασία ανοίγματος του “αγροτικού μετώπου”, άκληροι αγρότες εκτοπισμένοι από πιο τακτοποιημένες περιοχές, ενθαρρύνθηκαν από την κυβέρνηση των Σαντινίστας να προωθηθούν στο Καταφύγιο και άλλες οικολογικά εύθραυστες περιοχές.

Η “οικονομία της αγοράς με προτίμηση στους φτωχούς” έδειξε θετικά αποτελέσματα όσον αφορά τους κοινωνικούς δείκτες. Η άνοδος στις διεθνείς τιμές των εμπορευμάτων, ένα κύμα ξένων επενδύσεων και σημαντική βοήθεια από την επαναστατική Βενεζουέλα βοήθησαν στη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, μείωση της φτώχειας και επέκταση των κοινωνικών υπηρεσιών. Καθώς, όμως, η βοήθεια από τη Βενεζουέλα που χρηματοδοτούσε αυτά τα κοινωνικά προγράμματα περιορίστηκε εξαιτίας την οικονομικής κρίσης σ’ αυτή τη χώρα, και καθώς η κυβέρνηση είχε επεκτείνει καταστροφικές εξορυκτικές επιχειρήσεις σε νέες περιοχές, οι αντιφάσεις και τα όρια του μοντέλου των Σαντινίστας οδήγησαν σε αυξανόμενη δυσαρέσκεια. Καθώς οι οικονομικές δυσκολίες ορθώνονται, οι ρυθμοί ανάπτυξης έχουν μειωθεί και η κυβέρνηση Ορτέγα έφτασε σε μια συμφωνία με διεθνείς οικονομικούς θεσμούς για την εφαρμογή ενός όλο και πιο έντονα νεοφιλελεύθερου προγράμματος, συμπεριελαμβανομένων περικοπών στην επιδότηση του ηλεκτρικού, την ιδιωτικοποίηση των υποδομών και τη μείωση των συντάξεων.

Αλλά το αντιφατικό σχέδιο των Σαντινίστας της προώθησης αφενός των κοινωνικών επενδύσεων και της ανεμπόδιστης συσσώρευσης πολυεθνικού κεφαλαίου από την άλλη, μέσα από παροχές, φοροαπαλλαγές και καταστολής των διαμαρτυριών των αγροτών και των εργατών και των αντιφρονούντων βρίσκεται τώρα μπροστά στην κυβέρνηση Ορτέγα. Η μπουρζουαζία των Σαντινίστας αντιμετωπίζει ένα δίλημμα: τα ταξικά της συμφέροντα την αποτρέπουν από το να αμφισβητήσει/προκαλέσει τι διεθνικό κεφάλαιο ή να οργανώσει ένα σχέδιο μετασχηματισμού, αλλά, παρ’ όλα αυτά, η νομιμοποίησή της στη διατήρηση μιας επαναστατικής ρητορικής και ανάληψης αναδιανεμητικών μεταρρυθμίσεων.

Η κυβέρνηση των Σαντινίστας είναι τώρα το αλεξικέραυνο για τις καταστροφές που έχει επιφέρει ο παγκόσμιος καπιταλισμός στη χώρα με έναν τρόπο ανάλογο αυτού που συνέβη κάτω από τη δικτατορία του Σομόζα, ισχυρίζεται ο διαπρεπής Νικαραγουανός κοινωνικός επιστήμονας Jose Luis Rocha στον απόηχο των διαμαρτυριών του Απριλίου “Η δικτατορία του Σομόζα ήταν ένα σύστημα προσδεμένο στην υπερεθνική δυναμική του καπιταλισμού, τα συμφέροντα του οποίου εκπροσωπούσε αλλά δεν μπορούσε να ελέγξει”. Από αυτή την άποψη, ο Σομόζα “δεν μπορούσε να θεωρηθεί πλήρως υπεύθυνος για όλα τα προβλήματα που [η καπιταλιστική ανάπτυξη] έφερε στον απόηχό του. Αλλά καθώς η δικτατορία Σομόζα ήταν ένα σύστημα αλληλοπλεγμένο με αυτή τη δυναμική και ο δικτάτορας ήταν ο τοπικός αντιπρόσωπός της, η οργή του λαού βρήκε σ’ αυτήν τον συγκεκριμένο στόχο της” – με τον ίδιο τρόπο που η λαϊκή οργή στοχοποιεί τώρα την κυβέρνηση Ορτέγα.

Αυταπάτες της Αριστεράς

Αν από την μια τα προβλήματα τη Νικαράγουα δεν μπορούν να διαχωριστούν από τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, δεν μπορούν επίσης να διαχωριστούν από τη μακρά ιστορία παρεμβάσεων των ΗΠΑ. Από την απροκάλυπτη/πλήρη αντεπανάσταση στη δεκαετία του 1980, η Ουάσιγκτον μετακινήθηκε στην ενίσχυση της καπιταλιστικής ηγεμονίας στην κοινωνία των πολιτών της Νικαράγουα μέσα από νέες μορφές παρέμβασης στην εσωτερική πολιτική – έχω γράψει δύο βιβλία σχετικά με αυτό το ζήτημα τη δεκαετία του 1990. Αυτός ο τύπος πολιτικής παρέμβασης συνεχίζεται από τη δεκαετία του 1990 και στην πραγματικότητα εντάθηκε μετά την επιστροφή του Ορτέγα στην εξουσία. Περιλαβάνει τη χρηματοδότηση ομάδων υποστήριξης της κοινωνίας των πολιτών που αντιτίθενται στους Σαντινίστας. Μερικές από αυτές τις ομάδες συμμετείχαν στης διαδηλώσεις του Απριλίου. Έχω δείξει αλλού ότι αυτή η χρηματοδότηση απευθύνεται περισσότερο στην αντιμετώπιση οποιασδήποτε αντικαπιταλιστικής ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας των πολιτών παρά στην υπονόμευση της ηγεσίας του FSLN. Επιπλέον, η Ουάσιγκτον είναι ιδιαίτερα αναστατωμένη με την λεκτική αντίθεση του Ορτέγα στον παρεμβατισμό των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική, την υποστήριξή του στην υπό πολιορκία Βενεζουελάνικη επανάσταση και τη συμμετοχή της Νικαράγουα στην υπό την ηγεσία της Βενεζουέλας Μπολιβαριανή Εναλλακτική για την Αμερική (ALBA), την οποία οι ΗΠΑ έχουν προσπαθήσει συστηματικά να διαλύσουν.

Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι δεν πρέπει μέσα στη διεθνή αριστερά να αφεθεί η ψευδαίσθηση ότι κυβερνήσεις όπως αυτή του FSLN στη Νικαράγουα ή του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου (ANC) στην Νότια Αφρική εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν μια επαναστατική διαδικασία που προωθεί τα συμφέροντα των λαϊκών και εργατικών μαζών – όταν, μάλιστα, αυτές οι καινούριες άρχουσες κάστες στρέφονται στην κλιμακούμενη καταπίεση/καταστολή αυτών των μαζών, λεηλατούν το κράτος και επιβάλλουν τα συμφέροντα του πολυεθνικού κεφαλαίου. Στο The Wretched of the Earth, ο Frantz Fanon προειδοποίησε ότι οι νέες ελίτ που ανήλθαν στην εξουσία από εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα απαιτούν ο κόσμος “να κυλίσει στο παρελθόν και να μεθύσει από την ανάμνηση της εποχής” που οδήγησε στην εθνική απελευθέρωση, ακόμα κι όταν οι πρακτικές τους και η επιδίωξη των δικών τους ταξικών συμφερόντων προδίδει αυτούς τους ιστορικούς αγώνες.

Κάποιοι ανάμεσα σ’ αυτήν την αριστερά αρπάζονται από την ιστορία των παρεμβάσεων των ΗΠΑ για να στηρίξουν τον ισχυρισμό του Ορτέγα ότι οι διαμαρτυρίες του Απριλίου και η αυξανόμενη αναταραχή είναι το αποτέλεσμα μιας εκστρατείας αποσταθεροποίησης των ΗΠΑ ανάλογη με αυτήν που είχαν εξαπολύσει εναντίον της χώρας τη δεκαετία του 1980 ή αυτήν που τώρα έχουν εξαπολύσει ενάντια στη Βενεζουέλα. Σύμφωνα με αυτή την στρεψόδικη/μπερδεμένη λογική, αν οι ΗΠΑ προτιμούν να δουν τον Ορτέγα να εκτοπίζεται από έναν πιο παραδοσιακό αντιπρόσωπο της καπιταλιστικής ολογαρχίας, τότε, έπεται εκ τούτου ότι ο Orteguismo συνιστά μια επαναστατική διαδικασία και, συνεπώς, αυτοί που αντιτίθενται σ’ αυτόν είναι αντεπαναστατικά όργανα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.

Μια πιο εύλογη αποτίμηση ήρθε από το Λατινοαμερικάνικο Συμβούλιο Κοινωνικής Πολιτικής (Latin American Social Science Council). Στο δελτίο τύπου της 24ης Απριλίου, το Συμβούλιο καταδίκασε με έμφαση την κυβερνητική καταστολή απέναντι στους διαδηλωτές ενώ ταυτόχρονα απέρριψε την “κυνική χειραγώγηση” των διαμαρτυριών από την παραδοσιακή ολιγαρχία και τον διεθνή τύπο. “Προσπαθούν να κεφαλαιοποιήσουν την εσωτερική κρίση αν και δεν έχουν πει τίποτα για την καταστολή, τις δολοφονίες και τις παραβιάσεις της ελευθερίας του λόγου στην Ονδούρα” ή σχετικά “με την πολιτική καταπίεση που έχει κοστίσει τις ζωές εκατοντάδων από τα κοινωνικά κινήματα, αγροτών, ιθαγενών και οικολόγων ηγετών στην Κεντρική Αμερική, το Μεξικό και την Κολομβία”.

Η πραγματική τραγωδία των διαδηλώσεων του Απριλίου δεν είναι ότι απειλούν μια φανταστική επαναστατική διαδικασία αλλά ότι ο πληθυσμός είναι εγκλωβισμένος ανάμεσα στην διεφθαρμένη και καταπιεστική κυβέρνηση Ορτέγα και την παραδοσιακή ολιγαρχία, υποστηριζόμενης από την παγκόσμια δεξιά που ποτέ δεν αισθάνθηκε άνετα με το μονοπώλιο των Σαντινίστας στην πολιτική εξουσία και επιθυμεί να σφετεριστεί την εξέγερση για να ανακτήσει την εξουσία για τον εαυτό της. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι όταν ο Ορτέγα ανήγγειλε ότι ανακαλεί την μεταρρύθμιση στο συνταξιοδοτικό, δεν περιβαλλόταν από κανέναν αντιπρόσωπο των διαδηλωτών “από τα κάτω” αλλά από τους ιδιοκτήτες των εταιρειών από τις ζώνες ελεύθερου εμπορίου και την ηγεσία του Ανώτατου Συμβουλίου των Ιδιωτικών Επιχειρήσεων.

Σχόλιο του μεταφραστή: Προφανώς υπάρχει διάσταση εκτίμησης μας με τον συγγραφέα του άρθρου όσον αφορά αυτή την “δύο μέτρων και δύο σταθμών” ειδική μεταχείριση που επιφυλάσσει για το καθεστώς Μαδούρο – για την κατάσταση στη Βενεζουέλα έχουμε αφιερώσει αρκετό χώρο προσπαθώντας να αναδείξουμε ακριβώς τις ίδιες αυταπάτες της αριστεράς που ο συγγραφέας εδώ καταλογίζει μόνο στο καθεστώς Ορτέγα. Κι αυτό είναι ένα οξύμωρο που θα θέλαμε να αναδειχτεί σχετικά με τα όρια μιας ανάλυσης της πραγματικότητας αυτών των “εθνικοαπελευθερωτικών”, “αντιιμπεριαλιστικών” προπυργίων που η αριστερά φαντασιώνεται. Επιπλέον αποτελεί μια αρκετά αντικειμενική πηγή πληροφόρησης για το τι συμβαίνει στη Νικαράγουα, για την οποία η ενημέρωσή μας δεν είναι ιδιαίτερα επαρκής. Μια άλλη ειδησειογραφική πηγή είναι και αυτό το άρθρο από τον Guardian: https://www.theguardian.com/commentisfree/2018/jun/06/the-guardian-view-on-nicaraguaprotests-on-the-brink.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://blackrosefed.org/nicaragua-development-left-mirage.

2 Στμ. Στο Μεξικό και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, maquiladora ή maquila είναι μια βιοτεχνική δραστηριότητα στην οποία εργοστάσια εισάγουν συγεκριμένα υλικά και εξοπλισμό σε μια βάση απαλλαγής από δασμούς και φόρους για συναρμολόγηση, επεξεργασία ή κατασκευή και στη συνέχεια εξάγουν τα προϊόντα αυτά, μερικές φορές στις χώρες προέλευσης των πρώτων υλών. Είναι ένα είδος ειδικών οικονομικών ζωνών όπως τις βλέπουμε σε πολλές χώρες.

25 Ιουνίου: Κάλεσμα σε δράσεις αλληλεγγύης στους κατηγορούμενους της #J20

25 Ιουνίου: Κάλεσμα σε δράσεις αλληλεγγύης στους κατηγορούμενους της #J20

Η οργάνωση Industrial Workers of the World (IWW) καλεί σε μια διεθνή μέρα δράσης αλληλεγγύης στους κατηγορούμενους J20 τη Δευτέρα 25 Ιουνίου.

Δημοσιευμένο αρχικά στο Industrial Workers of the World (IWW)

25 Ιουνίου: Δράσεις αλληλεγγύης στους κατηγορούμενους της J20

Σύντροφοι/ισσες,

Για πάνω από έναν χρόνο, το κράτος των ΗΠΑ έχει ασκήσει κακουργηματικές κατηγορίες – περιλαμβανομένων της κατηγορίας για “ταραχές”,  “πρόκληση σε ταραχές” και “συνομωσία σε ταραχές” – ενάντια σε διαδηλωτές που συνελήφθησαν την ημέρα της ορκομωσίας του Ντόναλντ Τραμπ1. Μετά την αποκάλυψη ότι οι αρχές είχαν αποκρύψει στοιχεία μαρτυριών από την υπεράσπιση, οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς απέσυραν τις κατηγορίες εναντίον 10 κατηγορούμενων την προηγούμενη εβδομάδα, μεταξύ των οποίων και μέλη του συνδικάτου μας. Σήμερα, τελείωσε η δεύτερη δίκη για την υπόθεση J20 με μια κακοδικία για τρεις κατηγορούμενους και πλήρη αθώωση του τέταρτου.

Το κράτος κλονίστηκε από αυτή την ήττα και ορμά σαν πληγωμένο ζώο καθώς υποχωρεί. Άλλοι 44 κατηγορούμενοι περιμένουν να δικαστούν. Έχουμε ήδη αργήσει· η ώρα να δράσουμε για την υπεράσπισή τους είναι τώρα. Καλούμε σε μια διεθνή μέρα δράσης αλληλεγγύης στους κατηγορούμενους της J20 τη Δευτέρα, 25 Ιουνίου.

Από την αρχή, η υπόθεση J20 αντιπροσωπεύει μια κλιμάκωση στις προσπάθειες του κράτους να ποινικοποιήσει την επαναστατική πολιτική. Ο Νόμος για τις Ταραχές [Riot Act] είναι ένας απαρχαιωμένος νόμος, που κάποτε χρησιμοποιούνταν για την καταστολή και την επίθεση στο μαύρο κίνημα απελευθέρωσης στις ΗΠΑ, και που δεν είχε χρησιμοποιηθεί στην Ουάσιγκτον DC από την υπόθεση Matthews το 1968. Η εφαρμογή του σήμερα ενάντια σε διαδηλωτές σηματοδοτεί την αρχή ενός κύματος κρατικής καταστολής συγκρίσιμο με τα Red Scares των δεκαετιών του 1920 και του 1950. Αν και δεν ήταν καν παρών στην τελετή της Ορκομωσίας, ένα μέλος της IWW είδε την πόρτα του να γκρεμίζεται και την αστυνομία να κάνει επιδρομή στο σπίτι του, πριν του απαγγελθούν οι ίδιες κατηγορίες με τους άλλους διαδηλωτές. Είμαστε σε μια εποχή που οι φασίστες και οι λευκοί σουπρεματιστές μπορούν να μας επιτίθενται στους δρόμους χωρίς νομικές συνέπειες, αλλά οι αντιφασίστες αντιμετωπίζουν μέχρι και 60 χρόνια στη φυλακή για μια διαδήλωση.

Αν ζείτε στις ΗΠΑ, οργανώστε μια διαδήλωση έξω από το τοπικό κτίριο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Αν ζείτε σε μια άλλη χώρα, οργανώστε μια πικετοφορία στην πρεσβεία των ΗΠΑ. Καλέστε μια μονοήμερη απεργία στον εργασιακό σας χώρο. Κάντε ό,τι μπορείτε για να αναδείξετε την υπόθεση των θαρραλέων μας συντρόφων που βρίσκονται αντιμέτωποι με τις δυνάμεις της αντίδρασης. Όσο μεγαλύτερο το σκάνδαλο που θα προκαλέσει μια δράση, τόσο το καλλίτερο.

Μέχρι την απελευθέρωση όλων

Industrial Workers of the World, 7 Ιουνίου 2018.

1 Στμ. Η τελετή της ορκομωσίας του Τραμπ έγινε στις 20 Ιανουαρίου 2017, εξ ου και το hashtag J20, εν μέσω έντονων αντιδράσεων, διαδηλώσεων κλπ. σε πολλές πολιτείες τωην ΗΠΑ, ιδιαίτερα στην ίδια την πρωτεύουσα Ουάσιγκτον, που αντιμετωπίστηκαν με καταστολή από της αστυνομία και σε κάποιες περιπτώσεις οδήγησαν σε συγκρούσεις με φασίστες και οπαδούς της υπεροχής της λευκής φυλής (σουπρεματιστές).

Σημειώσεις για τις μεσαίες τάξεις και τη διαταξικότητα

του Alain από την Carbure

(το κείμενο σε pdf)

To παρόν κείμενο μαζί με τις απαντήσεις και τα σχόλια που έχουν γίνει, είναι διαθέσιμο στο περιοδικό Théorie Communiste (https://sites.google.com/site/theoriecommuniste/travail-en-cours-1)

Θέτοντας το ερώτημα για τις μεσαίες τάξεις από τη σκοπιά της κομμουνιστικοποίησης, θέτουμε απλά στους εαυτούς μας το ερώτημα της ύπαρξής τους, της ιστορικής τους καταγωγής ή ποιοί μπορούν να συμπεριλαμβάνοναι σ’ αυτές, με τον τρόπο του ιστορικού ή του κοινωνιολόγου. Το ζήτημα των μεσαίων τάξεων είναι για μας σήμερα αυτό της διαταξικότητας όπως αυτή προκύπτει στους αγώνες από το Κάιρο στην Αθήνα, από το Όκλαντ στη Βαρκελώνη.

Η παγίδα θα ήταν να θέσουμε τη διαταξικότητα ως κάτι που θα έπρεπε να οικτείρουμε ή να ενθαρρύνουμε, ή ως κάτι στο οποίο θα έπρεπε να επενδύσουμε ή να κινηθούμε προς (ακτιβισμός) και συνεπώς να θέσουμε τις μεσαίες τάξεις ως κάτι που πάντα είτε θα πλεόναζε στους αγώνες είτε θα απουσίαζε (πάρα πολλοί “ταραξίες” από μόνοι τους ή πολλοί “επίσημοι” κλπ.). Θα ήταν επίσης συμμετρικό να θέσουμε το προλεταριάτο στην ένωσή του ή όχι με τις μεσαίες τάξεις, αναζητώντας ένα καλό κοκτέιλ τάξεων ικανό να παραγάγει μια επαναστατική στιγμή.

Αλλά τι είναι οι μεσαίες τάξεις; Ένα εύπορο κομμάτι του συστήματος της μισθωτής εργασίας, ένας συγκεκριμένος ρόλος στη συνολική αναπαραγωγή του κεφαλαίου (για παράδειγμα, δραστηριότητες επιτήρησης) ή απλά όλοι οι μισθωτοί με ένα μέσο εισόδημα; Όποτε ανακύπτει αυτό το ερώτημα, οι μεσαίες τάξεις διαλύονται μέσα στο προλεταριάτο ή το αντίστροφο και δεν είναι πλέον καθαρό για ποια διαταξικότητα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς ή αν μπορούμε να δούμε τις μεσαίες τάξεις και το προλεταριάτο να στέκονται απέναντι, εκατέρωθεν ενός φανταστικού ταξικού συνόρου.

Δεν αρκεί να πούμε ότι οι μεσαίες τάξεις είναι απλά προλετάριοι που αγνοεί ο ένας τον άλλον, στη βάση ότι ουσιαστικά συγκροτούνται από μισθωτούς, κάτι που θα τις έκανε να είναι αριθμητικά “σχεδόν παντού” (τότε θα επιστρέφαμε στο “99%” που, από αυτή την άποψη, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα: όντως σύμφωνα με τα στοιχεία του Credoc1 φτάνουμε περίπου στο 80% των εργαζόμενων). Ούτε, όμως, θα ήταν πιο ικανοποιητικό, από την οπτική των αγώνων και της πραγματικότητας της διαταξικότητας, να προσπαθήσουμε να τις δούμε ως αυτό που θα ήταν “καθεαυτές”, ή μόνο σε μια σχέση εξωτερικότητας προς το προλεταριάτο, σαν αμφότερες αυτές οι τάξεις να είναι διαχωρισμένες οντότητες και όχι στοιχεία της ίδιας πραγματικότητας.

To να πούμε ότι οι τωρινοί αγώνες είναι διαταξικοί δεν σημαίνει μόνο να παρατηρήσουμε πως οι μεσαίες τάξεις είναι εκεί αναμεμιγμένες με προλετάριους, με άλλα λόγια με τους αντικειμενικά φτωχότερους (όλοι βγαίνουν στους δρόμους σε περιόδους κρίσης) αλλά να πούμε και να δείξουμε ότι η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο δεν είναι μόνο η δυναμική που παράγει όλες τις τάξεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (δηλαδή που παράγει το κεφάλαιο ως μια καπιταλιστική κοινωνία), αλλά ότι είναι κι αυτή που οδηγεί στη διάλυσή τους. Συνεπώς το να θεωρούμε τις μεσαίες τάξεις “καθεαυτές” δεν έχει νόημα. Οι μεσαίες τάξεις υπάρχουν μόνο κατά το ότι είναι συστατικές του τι είναι το προλεταριάτο στην αντίθεσή του με το κεφάλαιο. Δεν υπάρχει νόημα στο να θέλουμε τις περιγράψουμε ως κάτι άλλο από μια στιγμή των αγώνων, μια στιγμή στην ταξική πάλη του προλεταριάτου, μια στιγμή της αντίθεσης σε εξέλιξη. Το να ρωτούσαμε κάποιους τι είναι έξω από αυτή τη σχέση με το προλεταριάτο θα ήταν απλά μια άσκηση στην κοινωνιολογία, όπου οι τάξεις είναι παγωμένες σε στρώματα και επίπεδα από τα οποία θα ήταν δυνατό να πάει κανείς και να πάρει δείγματα, ώστε να ξέρει τη σύσταση, για να τα περιγράψει στη συνέχεια στην άπειρη πολυπλοκότητά τους.

Οι μεσαίες τάξεις ορίζονται επίσης συχνά ως εμπεριέχουσες όλες τις μη-παραγωγικές δραστηριότητες που επιτρέπουν στην υπεραξία να υπάρχει πραγματικά, δηλαδή κοινωνικά. Η συνολική αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων παράγεται τότε θεωρητικά ως ταυτόσημη με τη διαδικασία παραγωγής αξίας [αξιοποίηση]. Η παραγωγή υπεραξίας, στην περίπτωση αυτή, δεν ορίζει πλέον μια τάξη, το προλεταριάτο, αλλά το σύνολο της καπιταλιστικής κοινωνίας, ως έναν “ολοκληρωμένο” καπιταλιστικό κόσμο (με την έννοια που ο Ντεμπόρ μιλά για το “ενσωματωμένο/ολοκληρωμένο θεαματικό”).

Αυτός ο τρόπος να κοιτάμε τα πράγματα βασίζεται στο γεγονός ότι είναι στην πραγματικότητα πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, και σε κάθε περίπτωση κουραστικό, να προσδιορίσουμε από την ατομική δραστηριότητα ενός εργαζόμενου πότε παράγει ή όχι υπερσαξία. Αλλά το να ψάχνουμε στην δραστηριότητα των μεμονωμένων προλετάριων ποιες είναι οι στιγμές που παράγουν υπεραξία και ποιες αυτές που απλά αναπαράγουν τις συνθήκες για τη δυνατατότητα παραγωγής της δεν έχει ιδαίτερο ενδιαφέρον και δεν αλλάζει την θεμελιώδη κοινωνική σχέση εκμετάλλευσης: είναι η εκμετάλλευση μιας τάξης από μιαν άλλη που παράγει την υπεραξία και είναι επίσης η εκμετάλλευση που ορίζει την μια τάξη ως αυτή των εκμεταλλευτών και την άλλη ως αυτήν των εκμεταλλευόμενων.

Το να θέσουμε την παραγωγή αξίας ως ταυτόσημη με τη συνολική αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης κάνει την αντίθεση να εξαφανίζεται ως μια σχέση μεταξύ τάξεων και του τι τις συγκροτεί ως τάξεις. Η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους γίνεται ένα καθαρά οικονομικό ζήτημα, βρίσκουμε τους εαυτούς μας στο μέσο μιας “κριτικής της αξίας”. Όταν το κεφάλαιο καταλήγει να μην παράγει πλέον αρκετή αξία για την αναπαραγωγή της κοινωνίας συνολικά, είναι τότε, στην καλλίτερη των περιπτώσεων, που εξεγείρεται “ολόκληρη η κοινωνία”. Έχοντας στην πρώτη γραμμή τις “προλεταριοποιημένες” μεσαίες τάξεις, που τελικά επιστρέφουν έτσι στον πραγματικό εαυτό τους, στην προλεταριακή και, συνεπώς, άμεσα επαναστατική τους ουσία.

Αυτή η επέκταση του προλεταριάτου σε όλο το φάσμα των εργαζόμενων, αντανακλά το γεγονός ότι το παραγωγικό προλεταριάτο δεν γίνεται πλέον αντιληπτό ως ένα μη-υποκείμενο, απογυμνωμένο από την εργατική του ταυτότητα και απομονωμένο κοινωνικά στην παραγωγή. Βρίσκει ένα είδος αξιοπρέπειας ή επαναστατικού δυναμικού μόνο όταν είναι πλεονάζον και συνεπώς εκτός της σφαίρας της παραγωγής και άρα ενωνόμενο με την αληθινή του φύση ως επαναστατικό ή εξεγερσιακό (ο δυνάμει ταραξίας) ή, μη βρίσκοντας μια κοινωνική ύπαρξη, βγαίνει από την παραγωγική του απομόνωση μόνο με το να γίνεται “σχεδόν οποιοσδήποτε”, μια “προλεταριοποιημένη” μεσαία τάξη. Λες κι έξω από την προγραμματισμό και την ταξική του ταυτότητα επιβεβαιωμένη στο κεφάλαιο, με άλλα λόγια έξω από την πολιτική του ύπαρξη ως τάξη, το προλεταριάτο έχασε όλη του τη συγκεκριμένη ύπαρξη.

Η έννοια της μεσαίας τάξης ως μιας μάσκας του προλεταριάτου (οι μεσαίες τάξεις είναι προλετάριοι που αγνοούν ο ένας τον άλλο ή αλλιώς η έννοια της μεσαίας τάξης είναι μια ιδεολογική μάσκα της πραγματικότητας του προλεταριάτου) είναι τότε το γεγονός μιας θεωρητικοποίησης που παρέχει στον εαυτό της τα υποκείμενα που χρειάζεται για τους σκοπούς της. Αλλά αυτό που συγκαλύπτεται τότε είναι τα πραγματικά προβλήματα που τίθενται από τον κατακερματισμό της τάξης.

Μπορεί πάντα κάποιος να θέσει μια a priori ενότητα των προλετάριων, παραγωγικών ή όχι, στη βάση του ότι όλοι πρέπει να υπόκεινται στη μισθωτή σχέση, δηλαδή την εκμετάλλευση· παραμένει, όμως, το γεγονός ότι αυτή η ενότητα δεν είναι καθόλου ενοποιητική, υπάρχει μόνο ως άμεσος διαχωρισμός όλων των προλετάριων μεταξύ τους, ως το γεγονός ότι ερχόμαστε διαρκώς αντιμέτωποι με τις συγκεκριμένες καταστάσεις κάθε κομματιού της τάξης. Η κοινή κατάσταση των εκμεταλλευόμενων δεν είναι τίποτα άλλο από τον διαχωρισμό τους. Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε στους εαυτούς μας δεν είναι αυτό μιας a priori ενότητας αλλά αυτό της ανανέωσης ή όχι αυτού του διαχωρισμού, γιατί αυτό είναι το ερώτημα που προκύπτει στους αγώνες όταν αυτοί τείνουν να γενικευτούν, όταν γίνονται διαταξικοί: είναι η ένταση που υπάρχει ακόμα και στην ενότητα που απορρέει απλά από το γεγονός ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα του διαχωρισμού. Η “κοινότητα της κατάστασης” δίνεται μόνο αφηρημένα ή γενικά σε αυτό που είναι ο καθένας στο κεφάλαιο, γίνεται μια πραγματική ένταση μόνο στους αγώνες.

Η ενότητα της τάξης δεν υλοποιείται άμεσα σαν μια σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους (δεν αρκεί να “μιλάνε μεταξύ τους οι άνθρωποι” για να προχωρήσουν πέρα από το ανήκειν στην τάξη: αυτός είναι μάλλον ο μύθος της “συνάρθροισης”), αλλά σε μια δραστηριότητα ενάντια στο κεφάλαιο, με άλλα λόγια ενάντια στην ίδια την ταξική τους ύπαρξη, μια δραστηριότητα στην οποία τα άτομα δεν βρίσκουν πλέον την δυνατότητα του προσδιορισμού τους στους καπιταλιστικούς κοινωνικούς ρόλους. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο σε πολύ έντονες συγκρούσεις, που τείνουν να γενικευτούν στο σύνολο της κοινωνίας και να σβήσουν από τη στιγμή που η ένταση της σύγκρουσης υποχωρεί. Η επιδίωξη και η επέκταση αυτής της δυναμικής είναι μια στιγμή κομμουνιστικοποίησης.

Συνεπώς δεν είναι ζήτημα του να πούμε “δεν υπάρχει άλλο προλεταριάτο από το παραγωγικό προλεταριάτο” ούτε “είμαστε όλοι εκμεταλλευόμενοι, είμαστε όλοι προλετάριοι”, αλλά να ταυτοποιήσουμε πώς υπάρχει αυτή η τάση για ενότητα και μέσα από ποιες συγκεκριμένες συγκρούσεις εντός της τάξης. Για να δώσουμε ένα γενικό παράδειγμα, στη διάρκεια της κατάληψης ή του μπλοκαρίσματος ενός εργασιακού χώρου βρίσκονται στον ίδιο χώρο τόσο κόσμος που δουλεύει εκεί όσο και άτομα που έχουν έρθει για να συμμετάσχουν στον αγώνα. Η κατάσταση που αναδύεται είναι διαφορετική κάθε φορά και εξαρτάται από το περιεχόμενο του αγώνα (διεκδικητικός ή όχι κλπ.) και τη δραστηριότητα των ατόμων που συμμετέχουν σ’ αυτόν. Το γεγονός ότι ο εργασιακός χώρος, ακόμα κι αν είναι υπό κατάληψη ή αποκλεισμό, διατηρεί τη λειτουργία του παραμένει φυσικά το πρώτο όριο αυτού του τύπου καταστάσεων. Όμως, η διάρρηξη της κοινωνικής συμπαγότητας ενός εργασιακού χώρου, το ότι οι εργαζόμενοι βρίκονται εκτός εργασιακού χώρου και αναμεμιγμένοι με άλλους για κάτι διαφορετικό από τη δουλειά, βάζει τους πάντες μπροστά στη μαρτυρία της αυθαιρεσίας ενός εργασιακού χώρου, του κοινωνικού τους ρόλου στον καπιταλιστικό κόσμο. Ο εργασιακός χώρος διαπερνιέται λοιπόν από κοινωνικές σχέσεις διαφορετικές από αυτές που του επιτρέπουν να υπάρχει ως εργασιακός χώρος. Αυτό που μπορεί να εμφανιστεί, στον βαθμό που η σύγκρουση τείνει να γενικευτεί, είναι ο διαχωρισμός τόσο του παραγωγικού εργαλείου όσο και του υπολοίπου της κοινωνίας, ο διαχωρισμός του ενός ατόμου από το άλλο (ο διαχωρισμός της κοινωνίας σε τάξεις) ως ο διαχωρισμός των ατόμων από την ίδια τη δραστηριότητά τους, δηλαδή αυτή η ίδια η συνθήκη των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Το σπάσιμο αυτού του διαχωρισμού και η επίτευξη της ενότητας στον αγώνα είναι ο μόνος τρόπος για να συνεχιστεί ο αγώνας, αλλά η αναπαραγωγή αυτού του διαχωρισμού είναι τελικά ο μόνος τρόπος για να είναι κάποιος αυτό που είναι κοινωνικά. Εδώ είναι που βρίσκουμε αυτό που μπορούμε να πούμε τάση προς την ενότητα, που πιο συχνά απλά σκιαγραφείται και μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο στη διαδικασία της κομμουνιστικοποίησης.

Η έρευνα για μια ενότητα της τάξης στη βάση του εισοδήματος, η αφομοίωση του προλετάριου στον απασχολούμενο μάς κάνει να χάνουμε από τη ματιά μας την ιδιαιτερότητα των αποκαλούμενων μεσαίων τάξεων στον ΚΤΠ, μια ιδιαιτερότητα που υπάρχει μόνο σε σχέση με την πραγματική παραγωγική εργασία, εξαιτίας της αντίφασης της πτώσης του ποσοστού κέρδους, σε αυτό που ωθεί το κεφάλαιο στην ιστορική του ανάπτυξη, χωρίς να αφήνει τίποτα απ’ έξω, να γίνει μια κοινωνία. Αυτό που διακυβεύεται είναι αυτό που διακυβεύεται στην ανάπτυξη της συνεργασίας, πρώτα μεταξύ των εργατών και στη συνέχεια ανάμεσα σε διαφορετικούς κλάδους της καπιταλιστικής παραγωγής και την κοινή αναγκαιότητα του διαχωρισμού των δραστηριοτήτων τους, της διαίρεσης της εργασίας, και συνεπώς της ανάπτυξης των σφαιρών της διοίκησης, της κυκλοφορίας κλπ., ένας κατακερματισμός που απαιτείται από την παραγωγική διαδικασία αξιοποίησης, στην πορεία της ανάπτυξής της.

Το κεφάλαιο διαχωρίζει τους εργάτες (με τον μισθό, με την απώλεια του ελέγχου πάνω στο τι παράγεται και πώς είναι κλπ.) καθώς τους φέρνει κοντά μαζικά στην παραγωγική διαδικασία και αυτός είναι ο τρόπος που κοινωνικοποιεί την εργασία· το αποτέλεσμα αυτής της ενότητας/διαίρεσης είναι η καπιταλιστική κοινωνία, κατά το ότι συγκροτείται στην πραγματικότητα, με έναν λειτουργικό τρόπο, από κομμάτια τάξεων: τις λεγόμενες μεσαίες τάξεις, που εμφανίζονται σ’ αυτή τη διαδικασία, που καταδεικνύουν ότι το κεφάλαιο είναι η καπιταλιστική κοινωνία, ότι ο τρόπος παραγωγής γίνεται κοινωνία. Η καπιταλιστική εργασία δεν μπορεί να γίνει συλλογική εργατική δύναμη (οι μισθοί είναι ατομικοί), μια κοινότητα εργατών (σοσιαλισμός) όχι περισσότερο από όσο μπορούν οι προλετάριοι να ενωθούν στη βάση αυτού που είναι ως τάξη.

Οι μεσαίες τάξεις δημιουργούνται από το κεφάλαιο καθώς αυξάνει η οργανική του σύνθεση, η πραγματική κυριαρχία του επί της εργασίας, και μέσα από αυτή τη διαδικασία συγκροτούν την κοινωνία που είναι πραγματικά το κεφάλαιο (αυτή η κοινωνία, που η αρχή και ο σκοπός της είναι η παραγωγή αξίας, γίνεται ιδεολογικά για τις μεσαίες τάξεις ο κανονικός σκοπός του κεφαλαίου: το κεφάλαιο που αναπαράγουν υπάρχει τελικά για να αναπαράγονται οι ίδιες). Από αυτή την άποψη, δεν συγκρίνονται με τα μεσαία στρώματα άλλων τρόπων παραγωγής ή τυπικής κυριαρχίας, η ύπαρξη των οποίων είχε να κάνει λιγότερο μ’ αυτό [την αναπαραγωγή τους] στους τρόπους παραγωγής εντός των οποίων υπήρχαν. Ό,τι άφησαν πίσω τους άλλοι τρόποι παραγωγής, σε όρους γνώσης καθώς και πρακτικών, εμπορίου ή τρόπων ανταλλαγής, δεν μπορεί πλέον να διατηρηθεί στην πραγματική κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας. Ολόκληρη η κοινωνία είναι μια κοινωνία του κεφαλαίου.

Η ύπαρξη των μεσαίων τάξεων δείχνει ότι το κεφάλαιο δεν ικανοποιείται μόνο με την αναπαραγωγή του προλεταριάτου στη σχέση εκμετάλλευσης, αλλά ότι στην πλήρη υπαγωγή είναι η κοινωνία συνολικά ως καπιταλιστική κοινωνία που είναι η αυτοπροϋπόθεσή του. Οι μεσαίες τάξεις φέρουν ιδεολογία και πολιτική νομιμοποίηση επειδή ζουν την καπιταλιστική σχέση στον φετιχισμό της διανομής, στην οποία η αξία της εργατικής δύναμης γίνεται (απλά) η τιμή της εργασίας. Η διανομή του εισοδήματος γίνεται γι’ αυτές διανομή του πλούτου: και είναι μ’ αυτόν τον τρόπο που μπορούν να γίνουν ένα αντεπαναστατικό εμπόδιο για το προλεταριάτο, ένα από τα όρια της δικής του ύπαρξης σαν τάξης, της οποίας [οι μεσαίες τάξεις] είναι συστατικό στοιχείο. Τότε, αυτό με το οποίο το προλεταριάτο έρχεται αντιμέτωπο στην διαταξικότητα, με άλλα λόγια στην συγκρουσιακή του σχέση με τις μεσαίες τάξεις, είναι μια από τις ιδεολογικές μορφές της ύπαρξής του στο κεφάλαιο: και για το προλεταριάτο, επίσης, ο μισθός είναι η τιμής της εργασίας. Η ιδεολογία της μεσαίας τάξης είναι αντικειμενικοποίηση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, είναι ο καπιταλισμός ειδωμένος σαν κοινωνικό συμβόλαιο και όχι σαν κοινωνική σχέση εκμετάλλευσης και αυτή η ιδεολογία δεν είναι κατά κανέναν τρόπο εξωτερική προς αυτό που είναι το προλεταριάτο, αντίθετα, είναι συστατικό της ταξικής σχέσης όπως αυτή υπάρχει πραγματικά. Στην παρούσα κρίση της μισθωτής σχέσης, είναι επίσης αυτή η ιδεολογία που μπαίνει σε κρίση, και είναι ένα από τα ζητήματα των διαταταξικών αγώνων σήμερα.

Αν είναι απαραίτητο στους αγώνες να ασκήσουμε κριτική στις ιδεολογικές θέσεις των μεσαίων τάξεων αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι αυτή η κριτική δεν μπορεί να γίνει στο όνομα ή με αναφορά σε ένα προλεταριακό υποκείμενο που δεν θα ήταν μιασμένο από την ιδεολογία, ένα καθαρό/αγνό ιστορικό υποκείμενο. Η διαταξικότητα δεν είναι η “πρώτη γραμμή”, και αυτό είναι το πρόβλημα.

Αλλά τελικά, η μισθωτή σχέση δεν μπορεί να έχει το ίδιο περιεχόμενο για έναν εργάτη και έναν δάσκαλο, επειδή η παραγωγή προϊόντων δεν είναι ταυτόσημη με την αναπαραγωγή μιας κοινωνικής σχέσης ή τις συνθήκες μιας κοινωνικής σχέσης (έστω κι αν το να παράγεις προΐόντα είναι κάτι τέτοιο). Όμως, ο εργάτης και ο δάσκαλος βρίσκουν τον εαυτό τους στους αγώνες με έναν αντιφατικό τρόπο, κάποιες φορές διεκδικώντας την ενότητα, κάποιες άλλες συγκρουόμενοι με τον διαχωρισμό τους. Και είναι επίσης σ’ αυτό που οι ταξικές διαιρέσεις είναι πραγματικές καθώς και κινούμενες, και που η διαταξικότητα αναπαράγει ταξικές διαιρέσεις τείνοντας ταυτόχρονα στην κατάργησή τους. Η διαταξικότητα είναι αυτή η σύγκρουση και αυτή η τάση, είναι μια στιγμή της επανάστασης ως διαταξικότητας.

Το ζήτημα της μεσαίας τάξης δεν είναι το αν αποτελεί τον “μέσο όρο” από άποψη εισοδήματος (το μέσο εισόδημα είναι μόνο τυχαίο και ειδικότερα σε σχέση με τον ορισμό του τι είναι οι μεσαίες τάξεις ιδεολογικά, ή για έναν κοινωνιολόγο της εργασίας), αλλά απορρέει επίσης και από το τι κάνουν πραγματικά (λειτουργικά) στον κόσμο του κεφαλαίου. Όμως αυτή η προσέγγιση είναι προβληματική. Οι μεσαίες τάξεις, στον λειτουργικό τους ρόλο στο κεφάλαιο, μπορεί επίσης να είναι ουσιαστικά και οι εργαζόμενοι στα τηλεφωνικά κέντρα που πληρώνονται με συμβόλαια SMIC2. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί οι εργαζόμενοι δεν είναι επίσης και προλετάριοι, με άλλα λόγια ότι δεν είναι παγιδευμένοι στην ταξική αντίθεση που πολώνει το σύνολο της κοινωνίας, αλλά ότι αυτό δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε ενότητα ή “κοινότητα κατάστασης” εξαιτίας των αντίξοων συνθηκών. Οι μεσαίες τάξεις είναι τόσο αντεπαναστατικές ή ρεφορμιστικές στη φύση τους όσο επαναστατικό είναι στη φύση του και το παραγωγικό προλεταριάτο. Αλλά ακόμα κι αν υποθέσει κανείς στιγμές κοινωνικής “ανυπακοής”, αυτή η ανυπακοή μπορεί να εκδηλωθεί μόνο μέσα από την άμεση (και αντιφατική) κατάσταση των τάξεων όπως είναι στο κεφάλαιο, από αυτό που ειδικά φτάνουν να υπερασπιστούν και/ή να του επιτεθούν κλπ. Και εδώ είναι που τα πράγματα περιπλέκονται.

Επειδή πιθανόν κάποιος δεν μπορεί να αποφύγει το καθήκον να πρέπει να περιγράψει ποιες είναι οι πραγματικές ταξικές διαιρέσεις, όπως αυτές εκδηλώνονται κάθε φορά στους αγώνες, δηλαδή να υποδείξει τις ιδιαιτερότητες σύμφωνα με τη σφαίρα στην οποία τοποθετείται: παραγωγή, αναπαραγωγή (δάσκαλοι, δημόσιοι υπάλληλοι, γενικότερα η ειδική λειτουργία του κράτους), κυκλοφορία, επιτήρηση. Καμμιά από αυτές τις διαιρέσεις δεν μπορεί να είναι αδιάφορες στους αγώνες, αλλά καμμιά δεν επαρκεί από μόνη της στο πλαίσιο ενός διαταξικού αγώνα. Γιατί διακινδυνεύουμε έτσι να μπούμε σε μια λογική ταξινόμησης χωρίς ενδιαφέρον από τη σκοπιά της κομμουνιστικοποίησης, αν χάσουμε από το βλέμμα μας το γεγονός ότι όλα αυτά τα στρώματα και τα κοινωνικά επίπεδα, που επίσης περιγράφουν τις μεσαίες τάξεις, δεν είναι κατά κανέναν τρόπο αμετακίνητα, αλλά ότι φτάνουν να διαλύονται στην αντίθεση που είναι η ίδια η δυναμική του κεφαλαίου, επειδή είναι μια αντίθεση ανάμεσα σε τάξεις στην οποία μια τάξη μπαίνει όντας διαρκώς σε αντίθεση με την ίδια την ταξική της ύπαρξη: το προλεταριάτο.

Έχοντας επιβεβαιώσει αυτό, παραμένει, παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι είναι μόνο μέσα στους αγώνες, που το προλεταριάτο οδηγεί με ό,τι είναι εντός και ενάντια στο κεφάλαιο, δηλαδή επίσης μαζί (και ενάντια) στις μεσαίες τάξεις, που η πιθανότητα της επαναστατικής υπέρβασης μπορεί να αναδυθεί. Και αυτό που οι αγώνες αυτοί παράγουν είναι επίσης ένα στιγμιαίο μπλοκάρισμα των ταξικών διαιρέσεων, που περιμένουν να παράγουν την κατάργησή τους.

1 Στμ. CRÉDOC: Centre de Recherche pour l’Étude et l’Observation des Conditions de Vie, δηλαδή Ερευνητικό Κέντρο για τη Μελέτη και την Παρακολούθηση του Βιωτικού Επιπέδου: γαλλικός οργανισμός έρευνας και καταγραφής που αφορά κάθε πτυχή κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος που ιδρύθηκε το 1953.

2 Στμ. SMIC: Salaire minimum interprofessionnel de croissance: το ελάχιστα εγγυημένο ωρομίσθιο στη Γαλλία, κάτω από το οποίο δεν μπορεί να πληρωθεί κανένας εργαζόμενος άνω των 18 ετών. Eπανακαθορίζεται κάθε 1η Ιανουαρίου.