Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με το προλεταριάτο, τις εναλλακτικές και την κομμουνιστικοποίηση “εδώ και τώρα”

aπό το blog της Carbure1

Το ακόλουθο κείμενο είναι απόσπασμα από μια ανταλλαγή ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με έναν αναγνώστη του blog.

TF: (…) Αν μοιραστώ τις παρατηρήσεις σας σχετικά με τα όρια των εναλλακτικών, τότε δεν καταλαβαίνω πραγματικά τι σημαίνει “είναι το προλεταριάτο που κάνει την επανάσταση που καταργεί τις τάξεις”. Ποιο είναι αυτό το προλεταριάτο;

Αν η παραπομπή2 σας σχετικά με τις σχέσεις παραγωγής σημαίνει ότι είναι επειδή δεν έχουμε καταλάβει τίποτα από τη δυναμική στην οποία είμαστε εγκλωβισμένοι που πιστεύουμε ότι μπορούμε να επιβάλλουμε με διατάγματα, σε έναν περιορισμένο χώρο, μια καινούρια κοινωνική “αναφορά” ή ακόμα και μια καινούρια οντολογία, τότε είμαστε σύμφωνοι. Δεν ισχυριζόμαστε κάτι τέτοιο. Αλλά αν οποιαδήποτε δράση που απορρέει από αυτόν τον κόσμο κληρονομεί αναπόφευκτα μέσω της καταγωγής της (το υποκείμενο, τις κοινωνικές σχέσεις κλπ.) τότε ποιες εξωτερικότητες θα μπορούσαν να φέρουν τόσο άμεσα, τόσο ευρέως, αυτή την κομμουνιστικοποίηση; Το ίδιο το προλεταριάτο και, εν πάσει περιπτώσει, αυτοί/ες που το συγκροτούν, είναι έξω από τον καπιταλισμό;

Δεν θα μπορούσε η κομμουνιστικοποίηση να είναι μία, η πρακτική που θα κατέστρεφε τον καπιταλισμό; (απομένει να ορίσουμε επακριβώς το περίγραμμα, επειδή τις περισσότερες φορές οποιαδήποτε μερική κομμουνιστικοποίηση δεν είναι πραγματικά κομμουνιστικοποίηση, από τη στιγμή που αφομοιώνεται).

Δεν θα μπορούσε αυτή η κομμουνιστικοποίηση να εμφανίζεται παντού με έναν διαφορετικό τρόπο (εξαιτίας της παρανόησης ή ακόμα και της άγνοιας) και να αυξάνει τη συνοχή της, την συνέπειά της, τη δύναμή της καθώς υποστηρίζεται δημόσια, διαμορφώνεται, αποκτά επίγνωση, αφού επιτρέπει στον λαό, αλλά και σε διαφορετικές κοινωνικές συμφωνίες, να εκδιπλώνονται, να εμβαθύνονται, να οικοδομούνται; Μέχρι το σημείο της μη-επιστροφής που, προφανώς, μπορεί να είναι ένα γενικευμένο κοινωνικό κίνημα;

Τι θα λέγατε σε ανθρώπους που υποφέρουν και θέλουν να οργανωθούν; Να μην βρουν μια εναλλακτική δουλειά στο ZAD αλλά μάλλον να αποκτήσουν, για παράδειγμα, την ισχύ της μη-κατανάλωσης ή να οικοδομήσουν οργανώσεις αντίστασης στην εργασία, στην ανάγκη για εργασία; Γιατί να μην “παίξουμε”, με έναν τρόπο, τη διαδικασία ανάδυσης του καπιταλισμού αλλά “από την ανάποδη”; (…)

AC: Βάζετε το δάχτυλο ακριβώς πάνω στο πρόβλημα: είναι πραγματικά δύσκολο σήμερα να συλλάβουμε από τη μια ότι το προλεταριάτο δεν συνιστά μια εξωτερικότητα στο κεφάλαιο και, από την άλλη, ότι είναι η τάξη η οποία, έτσι όπως είναι, κάνει την επανάσταση. Λέω “σήμερα” γιατί αυτό το αξίωμα έχει υπάρξει επί μακρόν το σημείο αφετηρίας αυτού που αποκαλείται “Μαρξισμός”, του οποίου το όραμα για το επαναστατικό κίνημα δεν είναι πλέον δικό μας, είτε όσον αφορά το ξεδίπλωμά του είτε όσον αφορά τους σκοπούς του. Κανένας μαρξιστής τη δεκαετία του 1930 δεν θα υπέθετε ότι το προλεταριάτο μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο από αυτό που πρόκειται να γίνει επαναστατικό: θα ήταν πειθαρχημένο, οργανωμένο ή συνειδητοποιημένο, αλλά προφανώς έπρεπε να παραμείνει η τάξη της εργασίας για να μπορεί να κάνει την επανάσταση. Δεν ήταν παρά μέχρι τη δεκαετία του 1970 που αυτό το είδος σχεδιασμού αμφισβητήθηκε. Σήμερα είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι είναι το προλεταριάτο όπως είναι που κάνει την επανάσταση. Παρ’ όλα αυτά είναι ένα από τα κεντρικά σημεία της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης. Η επιθεώρηση Théorie communiste (TC) φτάνει να στηρίζει την προσέγγισή της στο περίφημο ερώτημα: “Πώς μπορεί το προλεταριάτο, που δεν είναι παρά μια τάξη του κεφαλαίου, να καταργήσει όλες τις τάξεις και το κεφάλαιο;”. Και περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Ξέροντας ότι η TC δουλεύει πάνω σ’ αυτό για 35 χρόνια, προφανώς δεν θα απαντήσω αυτό το ερώτημα με τρεις κουβέντεες, αλλά μπορώ να σας δώσω κάποιες ιδέες για προβληματισμό:

Η σχέση προλεταριάτο/κεφάλαιο είναι μια σχέση εκμετάλλευσης και είναι συνεπώς στη δυναμική της εκμετάλλευσης στην οποία θα εξετάσουμε την αντίθεση αυτή στο σύνολό της. Αυτή, μέσω της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους θεωρούμενη ταυτόχρονα ως όριο και ώς δυναμική (αν και με προβληματικό τρόπο όπως υπογραμμίζω στο “Η αρχή της αβεβαιότητας3) συνοψίζει με τον καλλίτερο τρόπο τη δυναμική του κεφαλαίου, στην οποία όλοι συμμετέχουμε αλλά το προλεταριάτο παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο. Η κεντρική ταξική σχέση είναι η εκμετάλλευση και αυτή η σχέση είναι αντιφατική.

Προλεταριάτο και κεφάλαιο είναι σε μια σχέση αμοιβαίας σύμπλεξης: εξαρτώνται το ένα από το άλλο, υπάρχουν το ένα εξαιτίας του άλλου. Όμως, αυτή η σχέση είναι πολωμένη, δεν είναι ένας απλός φαύλος κύκλος. Σε κάθε “κύκλο” κυκλοφορίας του κεφαλαίου, το μέρος του κεφαλαίου που επιστρέφει ως επιπλέον κεφάλαιο κατευθύνεται λιγότερο προς το μεταβλητό κεφάλαιο και περισσότερο στο σταθερό. Μικρότεροι μισθοί σαν μερίδιο της παγκόσμιας αξίας, κάτι που παράγει μια κατάσταση στην οποία όλοι φαίνεται να χάνουν, το κεφάλαιο επειδή το κεφάλαιο πρέπει να ανταλλαχθεί με εργασία για να παραγάγει αξία, το προλεταριάτο επειδή αποστερείται τα μέσα διαβίωσής του. Παρ’ όλα αυτά, επειδή η ταξική σχέση είναι κάτω από την κυριαρχία του κεφαλαίου, το πρόβλημα βιώνεται πάντα (και κυρίως λειτουργεί) ως μια λύση για το κεφάλαιο (ανάπτυξη του χρηματιστικού πόλου, μεγιστοποίηση των κερδών μέσω της παραγωγικότητας κλπ., εδώ είναι που το όριο είναι επίσης και δυναμική), και πάντα ως κάτι ανεπίλυτο από το προλεταριάτο: το ένα [το κεφάλαιο] πάντα ανανεώνεται, και το άλλο [το προλεταριάτο] πάντα “παραείναι πολύ”.

Η σχέση-κεφάλαιο [η καπιταλιστική σχέση] δεν μπορεί να επιδεχτεί κάποια “οριζοντιότητα” στο επίπεδο των “λύσεων”: από τη στιγμή που μπαίνουν σ’ αυτήν, οι προλετάριοι δεν είναι ελεύθεροι να αποσυρθούν, η σχέση διατηρείται κοινωνικά, ακόμα κι όταν κάποιος μείνει χωρίς δουλειά. Η διατήρηση αυτή δεν γίνεται μόνο από τον άμεσο περιορισμό: από την σκοπιά ενός ατόμου, ο αποκαλούμενος “ελεύθερος” εργάτης δεν έχει επιλογή: είναι ελεύθερος μόνο για να πάει και να πουλήσει το τομάρι του στην αγορά, για να καεί από τον ήλιο, κατά την έκφραση του Μαρξ, ή να “εκραγεί” (προφανώς, στην πραγματικότητα, οι προλετάριοι δεν πεθαίνουν με το που αποβάλλονται από την παραγωγική σχέση: εδώ υπεισέρχεται κάθε είδους περιθώριο, που ποικίλλει από τις διάφορες εναλλακτικές μέχρι τη ληστεία, αλλά αυτό για το οποίο συζητάμε εδώ είναι, από πρώτη άποψη, η σχέση όπως πρέπει να κατανοηθεί θεωρητικά). Στο συλλογικό επίπεδο της σχέσης, οι “λύσεις” που το προλεταριάτο έχει μπορέσει να δώσει έχουν πάρει συχνά τη μορφή μιας προσπάθειας αναπαραγωγής της σχέσης ως πιο “ρευστής” (για παράδειγμα, ο συνδικαλισμός ως ένας προσαρμοστικός παράγοντας του κεφαλαίου) ή μιας ανανέωσης των κατηγοριών της αξίας κάτω από μια άλλη ταξική εξουσία (σοσιαλισμός). Αυτό ήταν εφικτό μόνο για μια συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας του κεφαλαίου (την περίοδο του προγραμματισμού), που τώρα έχει τελειώσει. Στην περίοδο αυτή, το προλεταριάτο παλεύει για την απελευθέρωσή του ως τάξη για να βρει μπροστά του και εντός του μόνο τις κατηγορίες του κεφαλαίου, που συνιστούν την ιδιαιτερότητά του ως τάξης. Παλεύει λοιπόν για την προσαρμογή του σε έναν τρόπο παραγωγής στον οποίο συγκεκριμένες κατηγορίες του κεφαλαίου (ατομική ιδιοκτησία, ελεύθερη αγορά κλπ.) αμφισβητούνται, αλλά όχι εκείνες στις οποίες βασίζεται η ίδια η ύπαρξη του προλεταριάτου (εργασία, παραγωγή, ανταλλαγή): πρόκειται απλά για το να πάει κανείς πέρα από τα “στενά όρια” στα οποία η αστική ιδιοκτησία διατηρεί τον τρόπο παραγωγής για να τον “κοινωνικοποιήσει”. Δεν προσποιούμαστε ότι οι αιματηροί αγώνες του παλιού εργατικού κινήματος ήταν μια απλή επιθυμία ενσωμάτωσης της τάξης στην πορεία του κεφαλαίου: δεν είναι τόσο απλό και η συντριβή αυτού του κινήματος είναι εκεί ως μαρτυρία. Αλλά αυτό υπογραμμίζει τη συνάφεια του να τίθεται το ζήτημα του ορίου που συνιστά για το προλεταριάτο την ίδια την ύπαρξή του ως μιας τάξης του κεφαλαίου. Βλέπουμε με ποιο τρόπο ο “εσωτερικός” χαρακτήρας του προλεταριάτου μοιάζει περισσότερο να εγγυάται την αέναη αναπαραγωγή της σχέσης ανάμεσα στις τάξεις παρά το τέλος της. Το προλεταριάτο, τάξη της εργασίας και της παραγωγής, δεν πετυχαίνει, ούτε στο κεφάλαιο ούτε στον σοσιαλισμό, να είναι οτιδήποτε άλλο από αυτό που είναι, η τάξη που παράγει αξία, σε όποια μορφή κι αν αυτή [η αξία] κατανέμεται.

Αυτό που κάνει το προλεταριάτο ξεχωριστό – που το κάνει αν θέλετε, αν και ο όρος δεν πρέπει να γίνει κατανοητός με έναν ουσιοκρατικό τρόπο – “επαναστατική τάξη”, δεν θα βρεθεί σε οποιαδήποτε άλλη ποιότητα που να απορρέει από οτιδήποτε άλλο από την καπιταλιστική ταξική σχέση. Αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψιν είναι πραγματικά η θέση του προλεταριάτου σ’ αυτή την ίδια τη σχέση, που είναι μια αντιφατική σχέση, τείνοντας να καταστραφεί στην ίδια της την ανάπτυξη. Αυτό είναι που λέει, βασικά, ο Μαρξ: αυτό που είναι η δυναμική του κεφαλαίου είναι επίσης κι αυτό που το καταστρέφει. Αυτή η αντίφαση λύνεται, ή μάλλον εκρήγνυται, στην επαναστατική στιγμή, που είναι επίσης μια στιγμή κρίσης του κεφαλαίου. Στην πορεία της αντίφασης, το κεφάλαιο δεν καταφέρνει πλέον να αναπαράγει το προλεταριάτο ως τάξη, δημιουργώντας μια κατάσταση μεγάλης αστάθειας, μια επαναστατική κατάσταση. Από τη στιγμή αυτή κι έπειτα, το προλεταριάτο μπορεί να οδηγηθεί να συμπεριφερθεί συλλογικά ως κάτι άλλο από μια τάξη αυτού του τρόπου παραγωγής, να αναιρέσει τις κατηγορίες που το συνιστούν, επειδή αυτές έχουν αναιρεθεί. Ωστόσο, δεν είναι παρά τη θέλησή του που το προλεταριάτο αρχίζει να διαλύεται σαν τάξη, είναι μια συνειδητή, και θα λέγαμε ενσυνείδητη, δραστηριότητα4· πρόκειται για το να κάνει την επανάσταση και να “γίνει” από αυτήν. Στην επαναστατική στιγμή, το προλεταριάτο δημιουργεί συνείδηση της κατάστασής του σαν θεωρία και πρακτική, και καθώς κατανικά αυτή την κατάσταση, καταργεί τον εαυτό του ως τάξη. Είναι αυτή η στιγμή (που προς το παρόν δεν έχει άλλη ύπαρξη από τη θεωρητική αλλά την οποία, παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να θέσουμε ως απαραίτητη, κάπως ανάλογα με τις μαύρες τρύπες στη φυσική5) που χαρακτηρίζουμε ως “κομμουνιστικοποίηση”, αυτομετασχηματισμό του προλεταριάτου6.

Η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο πρέπει να κατανοηθεί από μια ιστορική σκοπιά και όχι απλά λογική. Με άλλα λόγια, το επίπεδο στο οποίο αναπτύσσεται δεν είναι ο ουρανός των ιδεών, στο οποίο τα πράγματα υπάρχουν σύμφωνα με την καθαρή τους έννοια, αλλά ο πραγματικός κόσμος, στον οποίον πολλά φαινόμενα αλληλεπιδρούν με πολλούς τρόπους. Ο καπιταλισμός είναι μια ιστορία, η θεωρία δεν συνίσταται στο να ταιράζει τους ισχυρισμούς της με αυτή την ιστορική κίνηση, πρέπει να παράγεται από αυτή την κίνηση. Και αυτό είναι που και ο Μαρξ κάνει στο έργο του, που δεν είναι αυτό ενός φιλοσόφου, ή μάλλον είναι αυτό ενός φιλοσόφου που πάει πέρα από τη φιλοσοφία: κινείται από μια αφηρημένη κατανόηση της ιστορικής πορείας του κεφαλαίου και της αντιφατικότητάς της σε μια εμμενή [immanent] κατανόηση, ριζωμένη στην πραγματικότητα. Η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης, συγκεκριμένα, είναι ένα κούφιο δόγμα αν δεν συλλαμβάνεται μέσα από την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου στα μέσα της δεκαετίας του 1970, αν δεν πιστοποιούμε αυτή την αναδιάρθρωση ως έναν κύκλο του κεφαλαίου με ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο κλπ. Δεν είναι ζήτημα διατύπωσης μιας “καλλίτερης” θεωρίας, πιο χειραφετητικής, στα χαρτιά, αλλά επίγνωσης του πού είμαστε και πού πηγαίνουμε. Το ίδιο το πέρασμα από τη φιλοσοφία στη θεωρία συνεπάγεται επίσης το να δώσουμε ένα τέλος στην κομψότητα και στις διευκολύνσεις της ελεύθερης άσκησης της σκέψης: η θεωρία της επανάστασης δεν είναι ούτε όμορφη ούτε καλή, έχει απαραίτητα έναν ασταθή και ατελή χαρακτήρα.

Εκφρασμένη μ’ αυτόν τον (πολύ!) σχηματικό τρόπο, νομίζω ότι είναι πιο εύκολο να συλλάβουμε την διπλή κατάσταση του προλεταριάτου ως “επαναστατικής τάξης” και ως τάξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: αυτή η διπλή κατάσταση δεν κατανοείται πλέον ως ένα εμπόδιο, καθιστά εφικτό να συλλάβουμε ταυτόχρονα την επαναστατική δυναμική και τα όριά της. Δεν είναι πια κανείς υποχρεωμένος να βγάζει από το καπέλο τον “λαγό” ενός επαναστατικού υποκειμένου που δεν μπορεί να βρεθεί στην κοινωνία όπως αυτή υπάρχει, να αναβάλλει την επανάσταση για να σχηματίσει το οποιοδήποτε Κόμμα (φανταστικό ή όχι) οργανωμένο και συνειδητοποιημένο, με μια εκπαίδευση εφαρμοσμένη πάντα από κάποια πεφωτισμένη πρωτοπορία, πόσο μάλλον να απευθύνεται στην αφύπνιση της συνείδησης.

Παρ’ όλο που αυτή η θεωρία έχει μια συγκεκριμένη αποτελεσματικότητα, ταλανίζεται παρά ταύτα από σχεδόν άλυτα προβλήματα, ξεκινώντας με αυτό που περιέχεται στο αρχικό ερώτημα: “Πώς είναι δυνατόν το προλεταριάτο κλπ.”, που κάνει ολόκληρο το σύστημα να στηρίζεται σε ένα σημείο που δεν τίθεται υπό διερώτηση (γιατί θα έπρεπε το προλεταριάτο και όχι κάποια άλλη τάξη να κάνει την επανάσταση, προκύπτει όντως το ζήτημα της επανάστασης κλπ.), και που ξαναγυρνάει τελικά κάνοντας το ερώτημα μια κατάφαση (είναι το προλεταριάτο που κάνει την επανάσταση). Πραγματικά μπορεί να φαίνεται παράδοξο ότι αυτή η ίδια θεωρία, που ποτέ δεν σταματά να επαναλαμβάνει ότι δεν υπάρχει επαναστατική φύση του προλεταριάτου, αναρωτιέται πώς κάνει το προλεταριάτο την επανάσταση, προτού καν σκεφτεί γιατί θα έπρεπε να το κάνει αυτό, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι αυτό είναι δυνατόν. Μοιάζει να φαίνεται ότι αν δεν υπάρχει επαναστατική φύση, το γεγονός της πραγματοποίησης της επανάστασης είναι μέρος του ίδιου του ορισμού του προλεταριάτου7 – παρ’ όλο που κι αυτό είναι προβληματικό καθώς βάζουμε το ερώτημα του πώς, που δεν είναι καθόλου δεδομένο. Αυτό μπορεί να θυμίζει τη λεγόμενη οντολογική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, δηλαδή ότι ο Θεός υπάρχει επειδή είναι μέρος του ορισμού του. Αλλά μπορούμε να δούμε ότι ακόμα και η επιστήμη τελικά στηρίζεται σε ένα a priori που δεν αμφισβητείται, και η θεωρία δεν είναι επιστήμη. Εν πάσει περιπτώσει, είναι ένα δύσκολο ερώτημα και πρέπει ταπεινά να παραδεχτώ ότι δεν είμαι ικανός να το απαντήσω.

Παρ’ όλα αυτά, προφανώς δεν τίθεται ζήτημα μιας θεωρίας επαναστατικής γαλήνης, όπου τα πράγματα θα λύνονταν πριν καν τεθούν, επειδή την ίδια στιγμή, το γεγονός της μη απόδοσης οποιουδήποτε θετικού περιεχομένου στο είναι του προλεταριάτου οδηγεί σε μια συγκεκριμένη εστίαση στην άμεση δραστηριότητα της τάξης, η οποία δεν είναι και πολύ καθησυχαστική. Ο πιθανόν θεωρησιακός χαρακτήρας της προσέγγισης βασίζεται, τότε, σε μια εμμενή προσέγγιση στο ερώτημα που τέθηκε, όποια κι αν είναι η νομιμοποίησή του, και καθιστά πιο σκληρούς κατά κάποιους τρόπους τους όρους του ερωτήματος, που ισοδυναμεί με το ερώτημα πώς το προλεταριάτο μπορεί, όπως είναι, να κάνει την επανάσταση και συνεπώς με το να κοιτάξουμε την ταξική σχέση όπως αυτή εξελίσσεται στον καπιταλιστικό κόσμο, τοπικά και παγκόσμια.

***

Όσον αφορά το άλλο σας ερώτημα, προφανώς πιστεύω ότι οποιοδήποτε “κομμουνιστικό” σχέδιο θα ήθελε να αναπτυχθεί παράλληλα με τον καπιταλισμό για να “παίξει την ανάδυση του καπιταλισμού από την ανάποδη” θα ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία8 απλά επειδή το κεφάλαιο (δηλαδή με άλλα λόγια, εντελώς άμεσα το κράτος) δεν θα το άφηνε να το κάνει· και με έναν εντελώς εμμενή τρόπο επειδή το κεφάλαιο διαποτίζει το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας: όλα πουλιούνται και αγοράζονται, είτε μας αρέσει είτε όχι, κάθε δραστηριότητα πλαισιώνεται από νόμους που ανάγονται στη μισθωτή σχέση, προστατεύουν την ατομική ιδιοκτησία και γενικά καθιστούν τον μισθό και την ανταλλαγή τη μόνη δυνατότητα ύπαρξης. Πρέπει να είναι κανείς ασφαλής από αυτούς τους περιορισμούς για να φανταστεί ότι απαιτεί απλά θέληση για να απαλλαγεί από αυτούς. Οποιαδήποτε προσπάθεια να αποσπαστεί κανείς από αυτή τη σχέση θα στρεφόταν πολύ γρήγορα ενάντια στον αναπόφυκτο χαρακτήρα της: οι “ταξικές σχέσεις” δεν σημαίνουν συμβατικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά έναν τρόπο παραγωγής. Αν μπορούν εδώ κι εκεί να υπάρχουν πειράματα (τα οποία πολύ αμφιβάλλω πραγματικά ότι μπορούν αληθινά να περιγραφούν ως κομμουνιστικά), το γεγονός παραμένει ότι η μεγάλη πλειοψηφία της ανθρωπότητας υπόκειται σ’ αυτόν τον τρόπο παραγωγής, και αυτό δεν είναι ένα αποτέλεσμα της τύχης ή της παθητικότητας των μαζών. Αν προσέξει κανείς σήμερα τα μέρη στα οποία οι καπιταλιστικές σχέσεις διαταράσσονται άγρια και το κράτος κινδυνεύει, θα βρει μόνο εμπόλεμες ζώνες στις οποίες οι προλετάριοι είναι πιο παγιδευμένοι από οπουδήποτε αλλού στη διαδικασία της επικοινωνίας.9

Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης δίνει λίγες απαντήσεις σε αυτόν που θα ήθελε να ξέρει πώς να δράσει, εδώ και τώρα, για τον κομμουνισμό, αν με το “εδώ και τώρα” προσδιορίζουμε τη σχετική κοινωνική ηρεμία στην οποία, προς το παρόν, βρισκόμαστε εμείς. Μοιάζει παράδοξο να ζητάμε από αυτήν να απαντήσει τέτοια ερωτήματα, και απορεί κανείς τι προκαλεί αυτή την παρεξήγηση. Νομίζω πως το γεγονός ότι αυτή η θεωρία θέτει την κομμουνιστικοποίηση ως “άμεση”, χωρίς μια μεταβατική φάση, χωρίς ένα Κόμμα να πλαισιώνει τους αγώνες κλπ., την καθιστά ελκυστική σε κινήματα που είναι τα ίδια χωρίς δομή, διασπαρμένα και που η λειτουργία τους είναι αντιιεραρχική. Ανάλογα, το γεγονός ότι ο εν λόγω κομμουνισμός περιγράφεται επίσης ως μια κατάσταση σχέσεων ανάμεσα σε άτομα (“κοινωνική αμεσότητα”) “μιλά” σε περιβάλλοντα πο είναι αρκετά μικρά ώστε μια συγκεκριμένη οριζοντιότητα να είναι κατάλληλη (αν και τα περιβάλλοντα αυτά είναι εξαιρετικά κωδικοποιημένα στο επίπεδο των σχέσεων, κάτι που παίρνει τη θέση της ιεραρχίας, καθιερωμένης από τον μικρότερο ή μεγαλύτερο έλεγχο αυτών των κωδίκων). Η αμεσότητα (η απουσία διαμεσολαβήσεων) είναι εδώ παρεξηγημένη, λες και εννοεί “μπορούμε να την έχουμε εδώ και τώρα, μεταξύ μας και άμεσα”.

Κάνοντάς το αυτό, τα κινήματα αυτά τείνουν να καταλαβαίνουν τον εαυτό τους ως το επαναστατικό υποκείμενο, χωρίς να βλέπουν ότι όλη η αποτελεσματικότητα της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης στην κατανόηση των αγώνων στηρίζεται στο γεγονός ότι η υπέρβαση του καπιταλισμού έγκειται στην ίδια την θεμελιώδη του σχέση και όχι σε μια υποτιθέμενη εξωτερικότητα. Δεν μπορούμε να έχουμε κομμουνιστικοποίηση χωρίς καπιταλισμό, την κρίση του και το πέρασμά του σε κρίση, οι επαναστάτες δεν μπορούν να είναι μια αντι-κοινωνία μέσα στον καπιταλισμό, όπως ακριβώς δεν μπορούμε να επαναλάβουμε μια πρωταρχική κομμουνιστική συσσώρευση μέσα στην ίδια την καρδιά του κόσμου του κεφαλαίου (κάτι που στην πραγματικότητα απλά υιοθετεί την ιδέα της μεταβατικής περιόδου, που είναι τόσο αγαπητή στον προγραμματισμό). Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι αυτά τα κινήματα, στην άμεση αμεσότητά τους, δεν αυτοπροσδιορίζονται ποτέ κοινωνικά ως κοινωνικά τοποθετημένες δυνάμεις. Είναι κοινοτοπία να πούμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου στα ZAD είναι λευκοί νέοι από τη μεσαία τάξη. Μερικοί από αυτούς ίσως να είναι πολύ περιθωριοποιημένοι ή ακόμα και δυστυχισμένοι, κάτι που έχει επίσης τα προβλήματά του με την αριστοκρατία των νεο-ιδιοκτητών των αγροτικών περιοχών και των swinger· το γεγονός παραμένει, όμως, ότι οι προλετάριοι που περιθωριοποιούνται δεν στήνουν ZAD αλλά μάλλον παραγκουπόλεις, κι εκεί η ζωή δεν είναι καλή.

Δεν υπάρχει από τα πριν οργάνωση, δομές που πρέπει να φτιάξουμε για να προετοιμάσουμε το έδαφος για την επανάσταση. Δεν είναι μόνο άχρηστες αλλά και αδύνατες: καθώς το προλεταριάτο ως πραγματική τάξη δεν μπορεί να οργανωθεί και να οργανώσει μια μάχη πριν από την επανάσταση, οι προσπάθειες αυτές, αν υπάρχουν, μόνο απομονωμένες μπορούν να είναι, προερχόμενες από ένα μαζικό κίνημα όπως αυτά που ενεργοποιούνται στη διάρκεια μιας παγκόσμιας κρίσης του κεφαλαίου. Είναι λοιπόν καταδικασμένα να συντριβούν από τη στιγμή που εντοπιστούν να είναι σοβαρά επιθετικά (είναι αφελές να νομίζουμε ότι το κράτος θα άφηνε ήσυχα να “αναβαθμιστεί” οτιδήποτε θα είχε έστω και στα λόγια μονο την πρόθεση να το καταστρέψει, και ότι θα του άρεσε κιόλας να του δώσει και τα μέσα, δείτε το Tarnac), και το πιο πιθανό είναι να ενσωματωθούν στην εξέλιξη των παραγωγικών μορφών του κεφαλαίου που περιορίζονται στο πεδίο της ιδιωτικής εμπειρίας και του εναλλακτικισμού. Όπως είδαμε στην Notre-Dame-des-Landes, ο κόσμος του ZAD υπάρχει στην πραγματικότητα μόνο σαν ένα ριζοσπαστικό προσάρτημα προσκολλημένο σε ένα οικολογικό κίνημα πολιτών που επιδιώκει να εξασφαλίσει μια γωνιά για επιβίωση χωρίς να ρίχνει ούτε μια “φτυσιά” στην ομπρέλα του κράτους. Στο τέλος, για όλους όσους ζουν στο κεφάλαιο, υπάρχει το κράτος που διεκδικεί τον ρόλο ως ο μοναδικός εγγυητής του κοινωνικού χαρακτήρα κάθε δραστηριότητας, έστω και μέσα από την αντιπροσώπευση της κοινωνίας των πολιτών, ως της μόνης νοητής κοινότητας (δείτε, για παράδειγμα, την Καταλωνία και όλους τους λαϊκισμούς). Και πιο τετριμένα, όσον αφορά τους “νεο-επαρχιώτες”, στη Γαλλία σήμερα δεν μπορούμε να μιλήσουμε πραγματικά για “αγρότες” χωρίς να αναφέρουμε τις επιδοτήσεις. Εν συντομία. Ως περιθωριακές εμπειρίες και εναλλακτικές, η ίδια η λειτουργία αυτών των κινημάτων στις ριζοσπαστικές τους “γωνιές” βασίζεται ουσιαστικά, όταν δεν έχουν κάποια άμεσα υλικά συμφέρονταν να υπερασπιστούν, σε μια ιδεολογική παραγωγή που δικαιολογεί την δραστηριότητά τους και της προσδίνει ένα νόημα. Πρόκειται λοιπόν για επιβεβαίωση της ίδιας της ύπαρξής τους που τα κινήματα αυτά μιλάνε για επανάσταση ή ακόμα και κομμουνισμό. Είναι αναπόφευκτο να υπάρχει αυτός ο λόγος αλλά δεν νομίζω ότι εδώ μιλάμε όντως για το ίδιο πράγμα.

Παρ’ όλα αυτά, αυτή η μάλλον σκληρή κρίση πρέπει ίσως να εκλεπτυνθεί: η θεωρία και η ιδεολογική απέχουν συχνά μόλις μια τρίχα, και συγκροτούνται εγχεόμενες διαρκώς η μια στην άλλη, από την ίδια τους την ύπαρξη ακόμα και στο πεδίο της πρακτικής και των αγώνων, δηλαδή από την ίδια την κοινωνική τους ύπαρξη. Γιατί, φυσικά, ακόμα και ο πιο αδιάλλακτος θεωρητικός πρέπει να αναγνωρίσει ότι αν κάνει θεωρία για τον κομμουνισμό είναι επειδή θέλει τον κομμουνισμό και το τέλος του καπιταλισμού και όχι μόνο εξαιτίας μιας αφηρημένης αποκάλυψης στην ψυχή του για την τελική αναγκαιότητα της επανάστασης. Πέρα από το να ζούμε καθημερινά στον καπιταλισμό, έχουμε και την εμπειρία στιγμών με απεργίες, διαδηλώσεις, ταραχές, συλλογικές εμπειρίες ή απλά σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπους που μας έχουν κάνει παρούσα με φυσικό τρόπο τη δυνατότητα του κομμουνισμού, τον οποίο, βέβαια, κανείς μας δεν έχει βιώσει ποτέ άμεσα. Είναι στους κομμουνιστές που βάζουμε θεωρητικά ερωτήματα και ακόμα και στους αγώνες που έχουν μικρή επαναστατική δύναμη, επιμένουμε να θέτουμε τα πράγματα μ’ αυτόν τον τρόπο. Όπως και στις διαδηλώσεις του 2016, είμαστε ακόμα λίγο “υπερπλήρεις” και ίσως αυτό μας καθιστά ορατό αυτό που πραγματικά “ξεχειλίζει”. Αυτή η προσέγγιση, αυτό το μεταξύ εμπειρίας και του θεωρητικοποιημένου, είναι αναπόφευκτο για όλους, αλλά ίσως ο ρόλος που αρμόζει σε όσους κάνουν πρακτική τη θεωρία είναι να μην συγχέουν την επιθυμία για τον κομμουνισμό με την αποτελεσματικότητά του. Η παραδοχή της πραγματικότητας των επιθυμιών, της υλικότητάς τους, δεν είναι λόγος για να “παίρνουμε τις επιθυμίες κάποιου για πραγματικότητα”, όπως ισχυρίζονταν κάποιοι τον Μάη του 1968. Η θεωρία που παίζει “μόνη της”10 και πιστεύει για τον εαυτό της ότι είναι το αντικείμενο των αναφορών της, είναι μόνο ένα παιδικό όνειρο, το προϊόν μιας επιθυμίας για δύναμη που έχει ξεφύγει στην τρέλα.

Γενικά μιλώντας, ιδεολογίες που επικεντρώνονται στο υποκείμενο, τη ζωή και τη θέληση για μια καλλίτερη και διαφορετική ζωή, παλεύουν να ανταπεξέλθουν στην αρνητικότητα που περιέχεται σ’ αυτό το είδος μόνιμης απονέκρωσης που συνιστά τη δυναμική του κεφαλαίου. Καθώς η κοινωνική αμεσότητα μεταξύ των ατόμων δεν μπορεί να καθιερωθεί με διατάγματα, αυτό που υπάρχει στο μεταξύ, αυτό που συνδέεται είναι όλες οι κοινωνικές διαμεσολαβήσεις που κάνουν τον καπιταλισμό να υπάρχει στις πραγματικές κοινωνίες (μισθοί, οικογένεια, κράτος, φυλές κλπ.).

Αυτό έχει τη συνέπεια ότι η επαναστατική έκρηξη είναι πιθανόν (όπως είδαμε στις αραβικές εξεγέρσεις, για παράδειγμα) να περιέχει όλες τις κοινωνικές παθολογίες που το κεφάλαιο κουβαλά: ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός, ο ανταγωνισμός μεταξύ κομματιών της τάξης και η πάλη για την ιδιοποίηση της διοίκησης του κράτους, η στρατιωτικοποίηση και όλες οι μορφές εμφυλίου πολέμου δεν θα είναι απλά παγίδες στον δρόμο του κομμουνισμού αλλά τα ίδια τα υλικά του επαναστατικού κινήματος, με τα οποία θα είναι σε εσωτερική πάλη και με τα οποία θα πρέπει να λύσει τους λογαριασμούς του. Η κομμουνιστικοποίηση, αν υπάρχει, μπορεί μόνο να αναδυθεί από μια κρίση που, αυστηρά μιλώντας, είναι μια κρίση του κεφαλαίου, και όχι η ανάδυση ενός αυτόνομου και αυτοπροσδιοριζόμενου επαναστατικού, με άλλα λόγια φανταστικού, υποκειμένου.

Σ’ αυτή την κρίση, η κομμουνιστικοποίηση θα είναι μόνο ένα στοιχείο ανάμεσα σε άλλα σε ένα επαναστατικό χάος, ένα στοιχείο που πιθανόν να μην είναι εντελώς διακριτό (όπως είναι ένα κόμμα) από άλλα, και αρκετοί παράγοντες που δεν θα είναι πάντα στο χέρι μας θα συνεισφέρουν στην επιτυχία ή την αποτυχία της. Η “αμεσότητα” του κομμουνισμού ταιριάζει τότε στον χρόνο των γεγονότων, όπου συμβαίνει τα πράγματα να μην πηγαίνουν αρκετά γρήγορα, να παραδρομούν ή, όταν γίνονται, να είναι πια πολύ αργά. Ο αυτομετασχηματισμός των υποκειμένων, το “να γίνονται κομμουνιστές”, δεν λαμβάνει χώρα στην ιδιωτικότητα της συνείδησης, δεν είναι μια αλλαγή πίστης, αλλά ακολουθεί από μια πρακτική δραστηριότητα, που το αποτέλεσμά της είναι από κάθε άποψη αβέβαιο. Επιπλέον, στην επανάσταση είναι το ίδιο μας το είναι που διαμελίζεται και αποσυντίθεται και είναι επίσης εναντίον μας, ενάντια σε ό,τι μας συγκροτεί ως υποκείμενα του κεφαλαίου (όχι μόνο ως εργάτες αλλά επίσης ως άντρες, γυναίκες, φυλετικοποιημένα άτομα ή όχι κλπ.), που θα πρέπει να πολεμήσουμε. Όσοι θεωρούν με κάποιο τρόπο τους εαυτούς τους ότι είναι εν τω γίγνεσθαι άτομα του κομμουνισμού, ότι έχουν ήδη κομμουνιστική δραστηριότητα ή ότι αντιπροσωπεύουν ήδη έναν “άλλο κόσμο” με τη ζωή τους, και συνεπώς οραματίζονται τον αγώνα με την μορφή ενός “εμείς” εναντίον ενός “αυτοί”, υποτιμούν πάρα πολύ το μέγεθος της επαναστατικής αλλαγής, η οποία δεν θα αφήσει, καλώς ή κακώς, τίποτα άθικτο, ούτε “εμάς” ούτε “αυτούς”.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2018/03/17/questions-et-reponses-sur-le-proletariat-lalternative-et-la-communisation-ici-et-maintenant.

2 Η παραπομπή έχει ως εξής: “Το πρόβλημα είναι ότι μια “σχέση παραγωγής” δεν είναι μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα σε δύο ή εκατό ή ακόμα και χίλιους ανθρώπους. Είναι μια γενικευμένη κοινωνική σχέση που δεν μπορεί να καταργηθεί τοπικά επειδή ακόμα κι εκεί που οι άνθρωποι δεν βιώνουν ανάμεσά τους “παραγωγικές σχέσεις”, θα “πιάνονταν” παρ’ όλα αυτά μέσα τις “παραγωγικές σχέσεις” που δομούν ολόκληρη την καπιταλιστική κοινωνία. Η “σχέση παραγωγής” δεν είναι μια σχέση ανάμεσα σε άτομα ή τουλάχιστον δεν μπορεί να είναι κάτι τέτοιο: δυο άνθρωποι δεν διατηρούν, σαν να λέμε, μια σχέση ατομικής παραγωγής μεταξύ τους, την οποία θα μπορούσαν να αρνηθούν στη βάση και μόνο της κοινής τους θέλησης”. Απόσπασμα από το κείμενο Reflections on the Call, διαθέσιμο εδώ.

3 Στμ. “Αρχή της αβεβαιότητας, πάλη των τάξεων και θεωρία…”: https://inmediasres.espivblogs.net/incertitude.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: “c’est une activité consciente, et pour ainsi dire conscientisante.

5 Στμ. Εξαιρετικό! Εντελώς στο ίδιο μήκος κύματος με τον χαρακητηρισμό μας της επανάστασης ως “ιδιομορφίας” στο “Ιδιομορφία: τεχνητή νοημοσύνη, κεφάλαιο και νεοαντίδραση”.

6 Στμ. Από την σκοπιά της θεώρησης του Καστοριάδη, θα λέγαμε ότι αυτό συνιστά τον ριζικά επαναστατικό-δημιουργικοποιητικό χαρακτήρα του προλεταριάτου ως δυνάμει καθολική αταξική ανθρωπότητα, της οποίας ο αυτομετασχηματισμός είναι το θεμελιώδες ίδιον.

7 Στμ. Μια τέτοια οντολογική “απόδειξη” της ύπαρξης του προλεταριάτου είναι προφανώς, οπως υποννοεί και ο AC ταυτολογική. Mπορεί να εκλπεπτυνθεί, όμως, εισάγοντας τη δυνατότητα ενός ορισμού του προλεταριάτου ως συγκροτούμενου δια της συνθετικής και όχι της αναλυτικής μεθόδου: το προλεταριάτο δεν συγκροτείται ως σύνολο από καλώς ορισμένα, αμετάβλητα υποκείμενα αλλά από διαδικασίες υποκειμενοποίησης, δηλαδή συντίθεται από τις διαδικασίες εκείνες που καθιστούν κάποια υποκείμενα προλετάριους/ες, υποκείμενα εκμετάλλευσης στη διαλεκτική κεφαλαίου-εργασίας. Η υποκειμενοποίηση είναι λοιπόν μια διαδικασία και όχι κάτι που ενσαρκώνεται σε “υποκείμενα” και το προλεταριάτο το ίδιο συγκροτείται εν τέλει ως διαδικασία από την ίδια την αντίφαση που το ορίζει, ως ο ένας πόλος της αντίφασης, διαδικασία που ορίζει ταυτόχρονα τα “υποκείμενά του”. Με αυτόν τον τρόπο, εισάγοντας μια στην ουσία διαλεκτική και όχι φαύλη κυκλικότητα, μπορούμε να φτάσουμε σε έναν ενδιαφέροντα ορισμό ή παραγωγή τόσο του προλεταριάτου όσο και των προλετάριων. Δείτε σχετικά και παρατηρήσεις στο κείμενο “11 Θέσεις για τον δυνατό κομμουνισμό”, διαθέσιμο στο https://inmediasres.espivblogs.net/11theses.

8 Μιλάμε, φυσικά, εδώ για εναλλακτικά κινήματα από τα οποία τα ZAD είναι το πιο προχωρημένο μοντέλο προς το παρόν. Παρ’ όλα αυτά, για όσους θα έβλεπαν ομοιότητες ή γέφυρες ανάμεσα σε αυτά τα κινήματα και μετα-μαρξιστικά-λενινιστικά αντάρτικα όπως αυτά των Ζαπατίστας [EZLN] στο Μεξικό ή το κουρδικό PKK, που στην πραγματικότητα οργανώνουν τους προλετάριους με έναν στρατιωτικό και πολιτικό τρόπο, καλέστε τους απλά να αναρωτηθούν, μεταξύ άλλων, τη διαρκή σχέση ανάμεσα σε αυτά τα κινήματα και τα αντιδραστικά κράτη με τα οποία είναι συχνά αναγκασμένα να συνθέτουν, καθώς και το γεγονός ότι ότι αυτά τα κινήματα δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς μια κάστα επαγγελματιών επαναστατών, όλοι δυνάμει στελέχη μηχανισμού εξουσίας [στμ. στο πρωτότυπο απαράτσικοι, από τη γνωστή ρωσική λέξη], κάτι που λέει αρκετά για την αναπόφευκτη εξέλιξή τους σε κράτος.

9 Στμ. Στο πρωτότυπο: dans lesquelles les prolétaires sont plus pris au piège qu’en train de communiser quoi que ce soit.

10 Στμ. Στο πρωτότυπο: “La théorie qui se prend à son propre jeu…”.

11 Θέσεις για τον Πιθανό Κομμουνισμό

της ομάδας C1712

Τον Ιανουάριο του 2017, σύντροφοι από ολόκληρο τον κόσμο μαζύεηκαν στη Ρώμη για να εκτιμήσουν τις συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού και να σχεδιάσουν κομμουνιστικές στρατηγικές για το παρόν μας. Το Viewpoint, ως συγχορηγός του συνεδρίου, συμμετείχε σε τοπικές συζητήσεις και μετέφρασε συνεντεύξεις με κάποιους από τους βασικούς συμμετέχοντες. Σήμερα, έναν χρόνο αργότερα, παρουσιάζουμε τη δική μας μετάφραση των 11 Θέσεων για τον Πιθανό Κομμουνισμό”, ένα μανιφέστο γραμμένο από την Κολλεκτίβα C17 και βασισμένο στις συνεισφορές ενός μεγάλου εύρους ακτιβιστών και θεωρητικών που συγκεντρώθηκαν στη Ρώμη.

Εισαγωγή

Οι ακόλουθες “Θέσεις για τον Πιθανό Κομμουνισμό” είναι καρπός μιας κοινής εργασίας, που ξεκίνησε με το Συνέδριο της Ρώμης για τον Κομμουνισμό τον προηγούμενο Ιανουάριο, το οποίο έλαβε χώρα στο ESC Atelier και την Galleria Nazionale και, στη συνέχεια, αναπτύχθηκε γραπτά από την κολλεκτίβα C17. Οι Θέσεις δεν είναι μια ισορροπημένη σύνθεση του συνεδρίου. Οι Θέσεις προσπαθούν απλά να επαναλάβουν τη δύναμη εκείνων των εξαιρετικών ημερών, σε ποιότητα και συμμετοχή. Αλλά παίρνουν μια θέση. Μερική, αποφασιστική, όπως ακριβώς η βιαστική ακόμα ίσως και προσωρινή, παρούσα μορφή. Δεν είναι, όντως, ζήτημα κλεισίματος μιας αντιπαράθεσης, αλλά επανεκκίνησης αυτού που μόλις είχε – με το συνέδριο – ανοίξει. Έχοντας παρουσιάσει το θέμα, είναι, τότε, ένα ζήτημα επιμονής σε παραλλαγές και, όταν πάλι είναι πιθανό κατά πρόσωπιο, αδιάλειπτου αυτοσχεδιασμού. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα έχουν αυτές οι Θέσεις μια μη περιθωριακή λειτουργία. Αν οι Θέσεις αυτές είναι, και είναι αδιαμφισβήτητα, ο τρόπος που η κολλεκτίβα “C17” επέλεξε να γιορτάσει τον Οκτώβρη, τότε περισσότερο απ’ όλα – και ενόψει του καινούριου συνεδρίου για τον κομμουνισμό – καλούν σε απάντηση και διαφωνία: καλούν για το μέλλον.

1. Φάντασμα. Οπουδήποτε το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι το κράτος [al potere], ο κομμουνισμός έχει από καιρό χαθεί. Υπάρχει μια αγορά και υπάρχει εκμετάλλευση, αλλά χωρίς κοινοβούλια και ελευθερία λόγου. Ο κομμουνισμός είναι μια εκφυλισμένη, ηττημένη και εξαλειμμένη ιστορία· και στην Ευρώπη και στον κόσμο. Σπάνια συμβαίνει μια ήττα να είναι επίσης κι ένα φάντασμα, με την ικανότητα να τρομάζει και πάλι· αυτή είναι πράγματι η σπάνια περίπτωση του κομμουνισμού. Η λέξη δεν μπορεί να προφερθεί, το νόημά της ή το σχέδιό της είναι δύσκολο να διευκρινιστούν. Ο εχθρός, όμως, εξακολουθεί να έχει καθαρές ιδέες· σίγουρα δεν είναι τόσο τρομοκρατημένος όσο ήταν το 1848 και σίγουρα έχει μάθει να προοικονομεί. Ο σύγχρονος καπιταλισμός τρομάζει για να μην τρομάζει ο ίδιος. Ξέρουμε, από την εποχή του Χομπς κι έπειτα, ότι ο φόβος συνιστά την κυριαρχία/τον ηγεμόνα:σήμερα ο φόβος, ο μόνιμος εκβιασμός των επισφαλών ζωών, καθιστά εφικτή την εκμετάλλευση. Αλλά αν συμβαίνει αυτό, υπάρχει κάτι που δεν επιστρέφει: οι ζωές, αν και επισφαλείς και πάντα εν εργασία, είναι ένας κίνδυνος, πέρα από το να είναι σε κίνδυνο. Ο κομμουνισμός είναι το όνομα αυτού του πλεονάσματος που, παρά τα πάντα, εξακολουθεί να τρομάζει. Η νίκη του κεφαλαίου, ως μια νέμεσις, δεν παύει να παράγει αυτό το πλεόνασμα (σχέσεων, κινητικότητας, εφευρητικών ικανοτήτων, παραγωγικής συνεργασίας κλπ.). Η νίκη του κεφαλαίου, ως μια νέμεσις, δεν παύει να παράγει τις αντικειμενικές συνθήκες του κομμουνισμού: τη μείωση της “αναγκαίας εργασίας” στην κοινωνική αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης.

2. Νεοφιλελευθερισμός. “Κεφαλαιοποιήστε την επανάσταση”: από το 1968 κι έπειτα, αυτό είναι ένα σημάδι του μεγάλου μετασχηματισμού μέσα στον οποίο είμαστε εμβαπτισμένοι. Αν με τους αγώνες, η ζωή αφήνει τις γωνιές και το εργοστάσιο, είναι αναγκαίο να την ακολουθήσουμε παντού, να αξιοποιήσουμε τα μοναδικά και ανεπανάληπτα γνωρίσματά της, να δουλέψουμε με αισθητικά γούστα και τη συμπεριφορά κάθε ζωής, μετασχηματίζοντας τα μηχανήματα σε προσθετικά μέλη του “κοινωνικού μυαλού” (ψηφιακές και επικοινωνιακές τεχνολογίες: από το PC στο Διαδίκτυο, από τα smartphone στα κοινωνικά δίκτυα), και τη γενική διάνοια σε έναν αλγόριθμο. Αυτό έχει συμβεί ενώ η παγκοσμιοποίηση έτρεχε γοργά και μια βίαιη συσσώρρευση επιτεθόταν στον παγκόσμιο Νότο και Ανατολή. Το να σκέφτεται κανείς αυτές τις δυο διαδικασίες ξεχωριστά, ή σε αντίθεση, είναι ένα σφάλμα φορτωμένο με μοιραίες συνέπειες: η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι μια πλέξη πολλαπλών και ετερογενών χρονικοτήτων, ένας κοινός χώρος που είναι διαχωρισμένος. Καταλαβαίνουμε τη Silicon Valley με τις οικονομικές ζώνες της Κίνας ή της Πολωνίας, και αντίστροφα. Ο νεοφιλελευθερισμός, ακριβέστερα, είναι η αντεπανάσταση, η καπιταλιστική απάντηση στο 1968, ένα γεγονός αγώνων που ήταν – από τη Σορβώνη μέχρι το Βιετνάμ, από το Μπέρκλεϋ μέχρι την Πράγα, από τη Ρώμη μέχρι το Τόκυο – εντελώς παγκόσμιο. Το να σκεφτόμαστε την παγκοσμιοποίηση χωρίς να έχουμε κατανοήσει τις αντιαποικιοκρατικές εξεγέρσεις σημαίνει να μην την σκεφτόμαστε καθόλου. Να εστιάζουμε στην οικονομία της γνώσης χωρίς να αποδίδουμε προσοχή στα φοιτητικά κινήματα ή στην άρνηση των εργατών για (επαναλαμβανόμενη) εργασία σημαίνει να παραδίδουμε εντελώς την τεχνολογική καινοτομία στον καπιταλιστικό έλεγχο. Ο νεοφιλελευθερισμός επαναεισήγαγε – σε μια παγκόσμια κλίμακα, με διαφορετικές εντάσεις, καθιστώντας τα χρονίζοντα – φαινόμενα πρωταρχικής συσσώρρευσης: ο εκτοπισμός εκατομμυρίων ανθρώπων μέσω της αρπαγής της γης καθώς και η περιχαράκωση της γνώσης με τις πατέντες· η διάβρωση του έμμεσου μισθού μέσω της αναδρομικής φορολόγησης και των περικοπών επιδομάτων καθώς και συμπίεση του άμεσου μισθού μέσω της διαδικασίας της επισφαλοποίησης της εργασίας· ο μαζικός εγκλεισμός στις φυλακές των φτωχών καθώς και η χρήση της εργατικής δύναμης των μεταναστών για την αποσταθεροποίηση της σταθερότητας των μισθών· η σύνδεση, πάντα ηθικά καταδικαζόμενη, ανάμεσα στην παράνομη οικονομία και τις “καθαρές” δουλειές· η φτωχοποίηση αλλά και η γενικευμένη πρόσβαση στην κατανάλωση, στις τεχνολογίες· ανανεωμένη κινητικότητα και διάχυση των συνόρων· η εξύμνηση των διαφορών και η ριζοσπαστικοποίηση της εκμετάλλευσης: ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο συνδυασμός, πάντα επανα-ενεργοποιούμενος, αυτών των διαδικασιών.

3. Κρίση. Οι οικονομολόγοι λένε ότι η κρίση στην οποία εξακολουθούμε να βυθιζόμαστε τα τελευταία δέκα χρόνια είναι μια Μεγάλη Ύφεση, όπως αυτή τη δεκαετία του 1870 ή αυτή που εξεράγη το 1929 και υποχώρησε, μόνο μετά τον θάνατο δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, το 1945. Παίρνοντας το μάθημα από τη δεκαετία του 1930, αρκετοί οικονομολόγοι μιλούν για μια “κοσμική στασιμότητα”: δεκαετίες χαμηλής ανάπτυξης, χαμηλών μισθών, υψηλής ανεργίας, μεγάλης φτώχειας.Έχοντας πάντα κάτι να ελπίζεις…Με την έννοια αυτή, η κρίση δεν είναι πλέον απλά μια ασθένεια αλλά η “θεραπεία” που λαμβάνουμε κάθε μέρα επειδή η αρρώστια φουντώνει. Το ερώτημα που τίθεται από μόνο του είναι: αν ο καπιταλισμός έχει νικήσει παντού, γιατί υπάρχει ανάγκη μιας κρίσης για να κυβερνηθεί ο κόσμος; Μια πρώτη απάντηση είναι ότι ο κόσμος κάθε άλλο παρά κυβερνιέται: η αμερικάνικη ηγεμονία φθίνει· ένας νέος πολυπολισμός εμφανίζεται σαν απειλή· ο πόλεμος σκοτώνει στην περιφέρεια και το κέντρο και διεξάγεται με όπλα, επιθέσεις, χρήμα και εμπόριο. Μια δεύτερη απάντηση, αντίθετα, μας λέει ότι η κρίση είναι μια μορφή διακυβέρνησης της εργατικής δύναμης. Ακριβώς επειδή η νίκη του καπιταλισμού, παρά την ύπαρξή της, δεν σταματά να παράγει, τις αντικειμενικές συνθήκες του κομμουνισμού, ο έλεγχος του καπιταλισμού ανανεώνει αδυσώπητα την παραπάνω οικονομική βία που έχει χαρακτηρίσει τις απαρχές του ήδη από τον 16ο αιώνα. Όσο περισσότερα ρομπότ αντικαθιστούν την ανθρώπινη εργασία τόσο λιγότερο μπορεί ο καπιταλισμός να παράσχει κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία. Όσο περισσότερο οι υπήκοοι ενσωματώνουν παραγωγικό εξοπλισμό, τόσο περισσότερο θα είναι αναγκαίο να σπάει το ηθικό τους, να φτωχοποιούνται και να πειθαρχούνται. Η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης συνδέει τον έλεγχο της συμπεριφοράς με την ανανέωση της πειθαρχίας, είτε παίρνει τη μορφή της διαίρεσης της εργασίας, της αντρικής βίας εναντίον των γυναικών, την καταπίεση των φτωχών και των μεταναστών (από τη φυλάκιση μέχρι την απέλαση). Το πιο γνωστό πρόσωπο του καπιταλισμού-σε-κρίση είναι ο Ντόναλντ Τραμπ: ένας δισεκατομμυριούχος κοντά στην Goldman Sachs, και συνεπώς στην Wall Street, δεν περιφρονεί αλλά υπερασπίζεται και, όταν μπορεί, υποθάλπτει την εθνικιστική και ρατσιστική δεξιά. Ο νεοφιλελευθερισμός, που για χρόνια έκανε ομοιοκαταληξία με την παγκοσμιοποίηση, ενισχύει τον επιθετικό και αυταρχικό του πόλο3· ο χώρος της οικονομίας συνδυάζεται με αυτόν των συνόρων, των διακρίσεων και της μητέρας πατρίδας. Και ακόμα περισσότερο: στην κρίση, αναδύεται ξανά η αρχαϊκή μορφή της Κυριαρχίας, ο εμφύλιος πόλεμος που μαίνεται εναντίον των φτωχών. Σε αυτό το σενάριο, αν η νεοφιλελεύθερη αριστερά – αυτή που ήταν στη μόδα την εποχή του Κλίντον, του Μπλερ και του Σρέντερ – συρρικνώνεται σχεδόν παντού, η (νεοφιλελεύθερη) σωβινιστική δεξιά επανανακαλύπτεται, και αυτό δεν εξαιρεί τη φασιστική ρητορική.

4. Προλεταριάτο. Αν όσα έχουν γραφτεί μέχρι τώρα είναι αλήθεια, τότε δεν είναι πλέον πιθανόν να ορίσουμε το προλεταριάτο με έναν τρόπο που να μην συνυπολογίζει την υβριδοποίηση της παραγωγής και της αναπαραγωγής, την παγκοσμιοποίηση (και την κρίση της), την ετερογένεια των ιστορικών χρόνων του κεφαλαίου (“τη συγχρονικότητα της μη-συγχρονικότητας). Η εργασία, πραγματικά, πασχίζει να ξεχωρίσει τον εαυτό της από τη ζωή· όχι τόσο και όχι μόνο επειδή ο χρόνος εργασίας και ο χρόνος της ζωής τείνουν να συμπέσουν, αλλά και επειδή και πρωτίστως επειδή για να εργαστεί κανείς και να παράγει υπεραξία, είναι ουσιώδες να αντλήσει από εκείνους τους συναισθηματικούς, σχεσιακούς και συμβολικούς πόρους που συναρθρώνουν την ίδια τη ζωή και την αναπαραγωγή της. Με τον ίδιο τρόπο, είναι αδύνατον να περιγράψουμε τα παραγωγικά υποκείμενα χωρίς να θέσουμε την κινητικότητα στο επίκεντρο· ακόμα κι αν η κινητικότητα αποτρέπεται ή χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον για να ενθαρρύνει νέες διαδικασίες της ιεραρχικοποίησης της αγοράς εργασίας. Για ακόμα μια φορά: εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, caporalato4 και ημι-δουλεία στην αγροτική παραγωγή, κακοπληρωμένες υπηρεσίες φροντίδας και παράτυπη και μαύρη οικονομία, όλα μπορούν να συνυπάρχουν στην ίδια και αυτή περιοχή. Το προλεταριάτο πρέπει, συνεπώς, να εκφράζεται με τρεις έννοιες: έμφυλη διαφορά, τη διεθνική διάσταση (νέα μεταναστευτικά καθεστώτα· ιεραρχίες σύμφωνα με το χρώμα)· τον πολλαπλασιασμό της εργασίας (και μορφές εκμετάλλευσης). Η αρσενική, υπερβολικά αρσενική, λευκή εργατική τάξη δεν ήταν ποτέ ολόκληρο το προλεταριάτο. Η Ρώσικη Επανάσταση, για παράδειγμα, ξεκινά με την απεργία των γυναικών στις 8 Μάρτη του 1917 (22 Φεβρουαρίου με το παλιό, Ιουλιανό, ημερολόγιο). Το προλεταριάτο, που συμπεριλαμβάνει ξεκάθαρα την παγκόσμια εργατική τάξη (με ιδιαίτερη προσοχή στην Κίνα ή το Μπαγκλαντές, κλπ.) είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε γυναίκες, είναι μορφωμένη νεολαία, είναι μαύροι/ες, είναι μετανάστες/τριες. Στην τομή αυτών των στοιχείων, βρίσκουμε τα εκμεταλλευόμενα υποκείμενα με τη σύγχρονη έννοια. Ένα προλεταριάτο που είναι πλειοψηφία αλλά αποτελείται από μειοψηφίες, μια υβριδική ύφανση που διαφεύγει των ταυτοτήτων.

5. Ταξική Πάλη. Όταν η παραγωγή και η αναπαραγωγή αλληλοπλέκονται, δεν υπάρχει ταξική πάλη η οποία να μην είναι επίσης μια σύγκρουση για την επιβεβαίωση και την υπεράσπιση μορφών ζωής. Ο οικονομικός αγώνας, ιστορικά ανατεθιμένος στα συνδικάτα, χάνει τα όριά του, εισρρέοντας συνεχώς στο πεδίο της σεξουαλικότητας, της εκπαίδευσης, του δικαιώματος στην πόλη, του αντιρατσισμού και της επικοινωνίας5. Με την έννοια αυτή, η παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα στους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες έχει καταρρεύσει· αν μη τι άλλο, είμαστε μάρτυρες διαδικασιών πολιτικοποίησης που πιέζουν και μετατοπίζουν τόσο στην παραγωγή όσο και στην κοινωνική συνεργασία, τόσο στη συμπεριφορά όσο και στην υπεράσπιση των κοινών, τόσο στην οικειότητα όσο και στις σχέσεις. Ταξική πάλη είναι τόσο η Διεθνής Απεργία των Γυναικών όσο και το πάρκο Γκεζί, το κίνημα Black Lives Matter όσο και οι συγκρούσεις – σφοδρές και διαρκείς – για αυξήσεις μισθών στην Κίνα και την Ινδία, ή οι πρόσφατες απεργίες των εργαζόμενων στην Uber και τη Foodora6.Όπως, ειδικότερα, μας έδειξαν οι γυναίκες, η Απεργία δεν είναι πλέον ένα αποκλειστικό εργαλείο των συνδικάτων, αλλά μια πρακτική που διατρέχει αγώνες ενάντια στην πατριαρχική βία, ενάντια στην εκμετάλλευση και τη μισθολογική ανισότητα, τη δημοκρατική επανάκτηση του κράτους πρόνοιας, τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Η Απεργία, μετά τη Διεθνή 8η του Μάρτη7 είναι (επιτέλους) μια διαδικασία πολιτικοποίησης. Στα παραδείγματα που αναφέρθηκαν, οι στιγμές που εξακολουθούσαν να παρουσιάζονται διατεταγμένες σε μια ακολουθία στο Μανιφέστο των Μαρξ και Ένγκελς – η “σύγκρουση” ανάμεσα στο τοπικό προλεταριάτο και τον ατομικό καπιταλιστή, ο “συνασπισμός” των εργατών, η πολιτική πάλη – είναι άμεσα παρούσες και καταλαμβάνουν έδαφος που προηγουμένως θεωρούνταν ξένο/εξωτερικό προς την ταξική πάλη. Αλλά αυτή η συνύπαρξη ή συνάρθρωση διατηρεί ανέπαφα, και αν μη τι άλλο επανενισχύει και καθιστά πολύπλοκη, την ώθηση της συγκροτητικής διαδικασίας: από τα κάτω – η ζωή και η δύναμή της [potenza], οι κοινωνικές σχέσεις και η εκμετάλλευση, οι μοριακοί αγώνες, η γλώσσα και η μεταδοτικότητά της, κλπ. – μέχρι επάνω – προς την εδραιωμένη εξουσία [potere]. Η βία, που είναι επίσης μια αναπόσπαστη συνιστώσα της ταξικής πάλης και της εξουσίας [potere], επανανακαλύπτει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δικαιώματος στην αντίσταση [ius resistentiae]: δεν είναι τόσο πολιτική και στρατιωτική εχθρότητα που ορίζει τη φυσιογνωμία και τον ρυθμό της όσο η “άμυνα των έργων της φιλίας”, η κοινωνική συνεργασία, οι εναλλακτικές μορφές ζωής.

6. Κομμουνιστές. Ποιοι είναι οι κομμουνιστές σήμερα; Ή, καλλίτερα, τι κάνουν; Μπορούμε να ξεκινήσουμε, σχηματικά, από μερικές ενδείξεις στο Μανιφέστο των Μαρξ και Ένγκελς: οι κομμουνιστές “φέρνουν στο προσκήνιο κοινά συμφέροντα”, πέρα από την τοπική/εθνική περίμετρο της πάλης· αφιερώνουν τον εαυτό τους παθιασμένα και με αποφασιστικότητα στη “διαμόρφωση του προλεταριάτου σε μια τάξη”· παλεύουν για να πάρουν την πολιτική εξουσία· εκφράζουν με έναν γενικό τρόπο τις “πραγματικές σχέσεις που ξεπηδούν από μια υπαρκτή ταξική πάλη” (“από μια ιστορική κίνηση που ξετυλίγεται μπροστά στα ίδιά μας τα μάτια”). Συνεπώς, οι κομμουνιστές, καταρχήν, κατακτούν ή κατασκευάζουν το κοινό στους αγώνες8. Μια διαδικασία που ακόμα πιο αναγκαία αν ασχολείται σοβαρά με τη μη αναγώγιμη πολλαπλότητα και τον παγκόσμιο ορίζοντα αυτών των αγώνων, την ανομοιότητα των ιστορικών ρυθμών, την προτερότητα των διαφορών επί των ταυτίσεων. Η διαμόρφωση του προλεταριάτου σε μια τάξη, όταν το πρώτο διαφεύγει μιας ομοιογενούς κωδικοποίησης, σημαίνει τη μετατόπιση της προσοχής από το υποκείμενο στις διαδικασίες υποκειμενοποίησης9. Η επερχόμενη τάξη δεν μπορεί παρά να είναι ένα “άπειρος καμβάς από μπαλώματα” ή ένα “παλτό αρλεκίνου”· η μέθοδος των κομμουνιστών, σύνθεση10. Ας βασιστούμε και πάλι στις μεταφορές των φιλοσόφων: να συνθέσουμε το προλεταριάτο σε τάξη σημαίνει τη δημιουργία ενός αρχιπελάγους, την σκιαγράφηση αστερισμών. Μόνο εν μέσω αυτής της διαδικασίας, η οποία είναι επίσης πάντα ένα εργαστήριο αυτομόρφωσης, είναι δυνατόν να γενικεύσουμε αγώνες, αν συλλάβουμε εγκάρσιες/διατέμνουσες πτυχές. Οι κομμουνιστές, στη μάχη, εκφράζουν αυτές τις πτυχές με την ίδια τη ζωή τους, δεν τις αναπαριστούν με λόγια.

7. Κομμουνισμός. Ο κομμουνισμός συγχέεται, συχνά, με το μοίρασμα των αγαθών, είτε φυσικών είτε τεχνητών. Αντίθετα, αξίζει να είμαστε κυριολεκτικοί: ο κομμουνισμός είναι “η κατάργηση της αστικής ατομικής ιδιοκτησίας”. Με την επίγνωση ότι αυτό σημαίνει μια κοινωνική σχέση εκμετάλλευσης, ισοδύναμης με την κλοπή της εργασίς των άλλων. Ακόμα καλλίτερα: αυτό που κλέβεται από τους άλλους είναι αυτό το πλεόνασμα, ή αυτό που δεν είναι αναγκαίο για την παραγωγή της ζωής αυτών που δουλεύουν. Αν δεν συλλαμβάνουμε αυτόν τον σκληρό πυρήνα, ο κομμουνισμός συγχέεται με το απλό πρόβλημα της δίκαιης κατανομής/διανομής του πλούτου. Είναι αλήθεια, όμως, ότι δεν υπάρχει εκμετάλλευση χωρίς την απόσπαση κατοχής/αποστέρηση (γης, μέσων παραγωγής, γενικά των αντικειμενικών συνθηκών της αναπαραγωγής): αυτό που πουλέται στην αγορά είναι η εργατική δύναμη, από τους φτωχούς, που δεν έχουν διαθέτουν τίποτα άλλο. Αλλά σήμερα, διαφορετικά από τον 16ο αιώνα, οι φτωχοί “ρίχνονται” άμεσα σε ένα δίκτυο επικοινωνίας και κινητικότητας που ο νέος τρόπος παραγωγής και η παγκοσμιοποίηση, σε αντίθεση με κάθετι και σύμφωνα με διαφορετικά καθεστώτα συμπερίληψης, έχουν καταστήσει δυνατό. Σε ένα σημαντικό κομμάτι του πλανήτη παραγωγικά εργαλεία, μεταξύ άλλων, έχουν κοινωνικοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό (πληροφορική, ψηφιακή εργασία κα.), και η αναπαραγωγή της ζωής έχει σε μεγάλο βαθμό χρηματιστικοποιηθεί (χρέος). Το κεφάλαιο, με αυτή την έννοια, προκρίνεται ως ένα εξαιρετικά διαρθρωμένο σύνολο “εξορυκτικών εργασιών”. Η “εξόρυξη” αξίας λαμβάνει χώρα από κάτω προς τα πάνω από την παραγωγική διαδικασία (γη, φυσικοί πόροι, ενοίκιο στις αστικές περιοχές, κα.) μέσω μηχανισμών αποστέρησης και περίκλεισης [enclosure]· λαμβάνει επίσης χώρα, όλο και περισσότερο, από πάνω προς τα κάτω [downstream], στη σύλληψη και τον έλεγχο, μέσω αλγορίθμων και της οικονομίας, της συνεργασίας και της κοινωνικής δημιουργικότητας. “Απαλλοτριώστε τους απαλλοτριωτές” (ή η ταξική πάλη) σημαίνει, τότε, την κατάργηση αυτής της ατομικής ιδιοκτησίας: το κοινό στον κομμουνισμό αφορά τόσο τα αγαθά και την πρόνοια – την κοινή τους χρήση, τη δημοκρατική διαχείρισή τους – και την απόρριψη της εργασίας κάτω από ένα αφεντικό, την εφεύρεση νέων νομισματικών μέτρων όσο και την αυτονομία της συλλογικής ευφυίας και της δημιουργικότητάς της (επιστημονικής, πολιτικής, οικονομικής, καλλιτεχνικής).

8. Μορφές ζωής. Η κομμουνιστική ιδιοποίηση/απαλλοτρίωση – ή η απόρριψη της μισθωτής εργασίς, η δημοκρατικοποίηση της πρόνοιας, κλπ. – είναι επίσης η κατάργηση/απαλλαγή [absolution] του “προσώπου”. Στην αστική κοινωνία, τονίζουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, μόνο το κεφάλαιο είναι “ανεξάρτητο και προσωπικό”, ενώ η ζωντανή εργασία είναι “απρόσωπη”. Εκεί που τελειώνει το κεφάλαιο εκεί τελειώνει και η ατομική φαντασίωση, με τις περιμέτρους της. Η φιλελεύθερη πολιτική παράδοση και, σήμερα, πολύ πιο ισχυρά, η νεοφιλελεύθερη κυβερνησιμότητα, επιμένουν στην αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία του ατόμου μπροστά στην κοινωνία. Στην αρχή της αντεπανάστασης, ενώ συνέτριβε τους ανθρακωρύχους και γενικότερα τα συνδικάτα, η Μάργκαρετ Θάτσερ επαναλάμβανε το μάντρα: “δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως η κοινωνία· υπάρχουν μόνο άτομα”. Είναι ένα σλόγκαν που έχει ενσωματωθεί στην υπέρμετρη επέκταση της μορφής της επιχείρησης (ο ατομικός επιχειρηματίας), στον εγκωμιασμό του ανθρώπινου κεφαλαίου και στον πολλαπλασιαμό της αυτοαπασχόλησης. Για να τελειώνουμε με την εκμετάλλευση – τώρα που παίρνει τη μορφή της απόσπασης αξίας πέρα από τα τείχη του εργοστασίου, στην υπαγωγή της κοινωνικής συνεργατικότητας, την σύμπτωση ανάμεσα στον χρόνο για ζωή και στον χρόνο για εργασία – σημαίνει να απαλλαγούμε από τον ανταγωνιστικό ατομικισμό. Ο κομμουνισμός είναι η αυτονομία της εργασίας, η προτεραιότητα του παρόντος επί του παρελθόντος (κεφάλαιο, συσσωρρευμένη εργασία), και, συνεπώς, η επιβεβαίωση του μη αναγώγιμου κοινωνικού χαρακτήρα του ατόμου. Ακόμα περισσότερο: δεν υπάρχει κατάργηση της προσωπικότητας του κεφαλαίου χωρίς την κατεδάφιση της οικογένειας και της πατριαρχίας, χωρίς την εφεύρεση καινούριων αγαπητικών/ερωτικών θεσμών. Κι αυτό δεν είναι όλο. Ακριβώς επειδή σήμερα η δημιουργικότητα και η αισθητική διάσταση συνδυάζονται με την τεχνολογική και παραγωγική καινοτομία με έναν χωρίς προηγούμενο τρόπο, επαναλβάνουμε το γνωμικό του νεαρού Μαρξ: “η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας είναι λοιπόν η πλήρης χειραφέτηση όλων των αισθήσεων”. Πέρα από τον Μαρξ, λέμε ότι η κατάκτηση νέων τρόπων αισθάνεσθαι δεν είναι μόνο ένα σημείο αφετητίας, αλλά αυτό που συνοδεύει κάθε διαδικασία απελευθέρωσης.

9. Πρόγραμμα. Όπως και η τάξη, το πρόγραμμα συντίθεται. Από αυτή την άποψη, δεν είναι τόσο “κοινωνικά ζητήματα” που είναι κρίσιμα αλλά οι αγώνες και οι διαδικασίες υποκειμενοποίησης. Αυτό είναι κάτι στο οποίο αξίζει να επιμείνουμε ώστε να διακρίνουμε κομμουνιστικές από λαϊκιστικές πολιτικές. Η μη αναγώγιμη πολλαπλότητα των ζητημάτων καθιστά τον λαό έναν “κενό σημαίνον”, που θα πληρωθεί μέσα από ένα σύνολο παρεκβατικών [discursive] και ηγεμονικών κινήσεων. Αντίθετα, η μη αναγώγιμη πολλαπλότητα των αγώνων και τα φαινόμενα πολιτικοποίησης που συνδέονται με αυτούς, ενσαρκώνουν τις διεκδικήσεις και τις παριστάνουν/εκτελούν άμεσα σε ένα πολεμικό και δημιουργικό επίπεδο· η ηγεμονία δεν αφορά πλέον μόνο τον λόγο [discourse], αλλά αντίθετα επιμένει σε μορφές ζωής. Η διαμόρφωση του προλεταριάτου σε μια τάξη σημαίνει “κατάκτηση της δημοκρατίας” εδώ και τώρα. Και η κατάκτηση της δημοκρατίας, εδώ και τώρα, σημαίνει απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών, να κάνεις το κοινό ενάντια στο κεφάλαιο και τις “εξαγωγικές” του λειτουργίες/επιχειρήσεις. Παρουσιάζουμε, λοιπόν, χωρίς καμμιά ιεραρχία, ένα πρόγραμμα ήδη αρκετά ισχυρό εντός των πολλών συγκρούσεων που έχουμε αναφέρει μέχρι τώρα· καθολικό βασικό εισόδημα, αποσυζευγμένο από την εργασιακή απόδοση και παρεχόμενο από τη γενική φορολόγηση· καθολικός ελάχιστος μισθός· μείωση του εργάσιμου χρόνου· ελευθερία μετακίνησης των ανθρώπων· φορολόγηση των assets, των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, των ρομπότ· απαλειφή των φορολογικών παραδείσων· ανάπτυξη της παραγωγής των κοινών και για τα κοινά (υγεία, περίθαλψη, καινοτομία κλπ.)· αδιάλειπτη υποστήριξη για τη δημόσια εκπαίδευση· αδυσώπητος αγώνας, ξεκινώντας από το νηπιαγωγείο, ενάντια στην πατριαρχία· εφαρμογή της ομορφιάς (στην πόλη, στην ύπαιθρο, στον πολιτισμό) κλπ.

10. Σοβιέτ. Τον Απρίλιο του 1917, ο Λένιν έγραψε: “το θεμελιώδες πρόβλημα όλων των επαναστάσεων είναι η κρατική εξουσία”. Ξεκινάμε λοιπόν από το ακόλουθο ερώτημα: ποια είναι η κρατική εξουσία σήμερα; Είναι ακόμα το κράτος, όπως εμφανιζόταν στον Λένιν και, μαζί μ’ αυτόν, στους κομμουνιστές του 19ου αιώνα, ο τόπος της μέγιστης συγκέντρωσης της πολιτικής εξουσίας; Συμφωνούμε μ’ αυτούς που, περιγράφοντας τη νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα, έχουν αμφισβητήσει τη ρητορική στα πρόσφατων χρόνια που επιμένει για την “εξάτμιση” του κράτους ή πανηγυρίζει το “ελάχιστο κράτος”. Όμως, το ευρωπαϊκό φιλελεύθερο μοντέλο τάξης [ordoliberal], από τη μια πλευρά, αλλά επίσης γενικότερα το μεγαλύτερο φορτίο των κρατών σε διαδικασία νεοφιλελευθεροποίησης που έχουν σαρώσει την παγκόσμια Ανατολή (ιδιαίτερα την Κίνα και τη Ρωσία), δείχνουν ένα εντελώς διαφορετικό σενάριο. Ξέρουμε εξίσου, όμως, πόσο η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει αλλάξει άρδην χώρους και εξουσίες [poteri]. Τα εθνικά οικονομικά σύνορα έχουν αντικατασταθεί από ειδικές οικονομικές ζώνες, διαδρόμους, ροές, διεθνικές συμφωνίες κλπ. Σε τέτοιο βαθμό που δεν είναι πια δυνατόν να γίνει να συμπίπτει η πολιτική εξουσία, η αποτελεσματικότητά της, με την εξουσία του κράτους. Η δεύτερη είναι, αν μη τι άλλο, ένας σημαντικός παράγοντας εντός των διαδικασιών της νεοφιλελευθεροποίησης (“διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις”), χωρίς να είναι ποτέ καν ο μόνος ή προνομιακός ενορχηστρωτής τους. Η εξάντληση της αμερικάνικης ηγεμονίας, ο ορισμός ενός κανονικά πολυπολικού κόσμου, δεν εκμηδενίζει/ακυρώνει την παγκοσμιοποίηση· την εκλεπτύνουν/αρθρώνουν σύμφωνα με χωρίς προηγούμενο τροχιές, καθώς και από τη σκοπιά των πολεμικών κρίσεων. Το σύντομο κείμενο από τον Λένιν, που ανακαλέσαμε προηγουμένως, που αμφισβητεί την κρατική εξουσία μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου, επιτρέπει ένα αποφασιστικό πολιτικό φαινόμενο: τη “δυαδική εξουσία”. Από τη μια πλευρά, η εξουσία των αστών, από την άλλη, αν και εμβρυακή, η εξουσία των Σοβιέτ των εργατών, αγροτών και στρατιωτών. Η τελευταία είναι μια εξουσία [potere] – με τα λόγια του Λένιν – “του ίδιου είδους με αυτήν της Παρισινής Κομμούνας το 1871”: στη θέση των νόμων και του κοινοβουλίου, η άμεση πρωτοβουλία από τη βάση· στη θέση του στρατού και της αστυνομίας ο ένοπλος λαός· στη θέση της γραφειοκρατίας, η επιτακτική εντολή. Χωρίς τη δυαδική εξουσία, χωρίς την παραδειγματοποίηση και την εμβάθυνση μιας άλλης μορφής εξουσίας, η ανατροπή της αστικής εξουσίας, η επανάσταση, είναι αδύνατη. Ασκώντας κριτική στα συνδικάτα, ο Αντόνιο Γκράμσι παρουσίασε το εργοστασιακό συμβούλιο – στο οποίο ο μεμονωμένος μισθωτός εργάτης αντικαθίσταται από τον “παραγωγό”, ένα υποκείμενοο που αποφασίζει σχετικά με τη κοινωνική συνεργασία – ως “το μοντέλο του προλεταριακού κράτους”. Ακριβώς τώρα, που το κράτος δεν συγκεντρώνει πλέον την ολότητα της πολιτικής εξουσίας, τώρα που καινούριες ομαδώσεις διαρθρώνουν την παγκόσμια διακυβέρνηση, σήμερα που η ζωντανή εργασία έχει κατακτήσει σχεσιακή, γλωσσική, συναισθηματική πυκνότητα, η δυαδική εξουσία χάνει τον προσωρινό της χαρακτήρα για να γίνει το προνομιακό και μόνιμο πεδίο της κομμουνιστικής πρωτοβουλιακότητας. Αυτό δεν μας εμποδίζει, το αντίθετο μάλιστα, από το να αδράξουμε τις ευκαιρίες και να αναλάβουμε να κυβερνήσουμε, όταν το επιτρέπουν ευνοϊκές συγκυρίες. Ούτε διαγράφει την επίγνωση ότι το νεοφιλελεύθερο καθεστώς συχνά κινητοποιεί και αιχμαλωτίζει τις διαδικασίες αυτοοργάνωσης, καθιστώντας τις ένα διεκδικούμενο έδαφος. Αυτό σημαίνει, όμως, ότι χωρίς ένα (ισχυρό) διεθνικό, πυκνό δίκτυο αντιεξουσίας, Σοβιέτ, ακόμα και η κατάληψη του κράτους δεν κάνει καμμιά διαφορά, είναι καταδικασμένη να μην αφήσει κάποια σημάδια με διάρκεια. Η Κομμούνα πρέπει, συνεπώς, να συνδυαστεί με τα φαινόμενα του επαναστατικού συνδικαλισμού, γνήσιους θεσμούς της ζωντανής εργασίας στους οποίους ταξική πάλη και διαδικασίες πολιτικοποίησης, σύγκρουση και αυτο-κυβέρνηση πάνε χέρι-χέρι.

11. Μέλλον. Αν και στο πραγματικό κίνημα της ζωντανής εργασίας, στους αγώνες που τα άμεσα συμφέροντα φέρνουν στο φως, οι κομμουνιστές δείχνουν το ίδιο το “μέλλον του κινήματος”: με αυτή τη φράση κλείνει το Μανιφέστο του 1848. Καταδεικνύοντας το μέλλον, κάνοντάς το να ζει σε μοναδικούς αγώνες, σημαίνει – το ακούσαμε μόλις πριν με τον Γκράμσι – την παγίωση των “θεσμικών εμπειριών των καταπιεσμένων τάξεων”. Σημαίνει, επίσης, την επανακατάκτηση του μέλλοντος, την προεικόνιση, μετά από τόσα χρόνια υπό την επήρεια της δυστοπίας, με ένα παρόν που κρατά σφιχτά και χωρίς ανάσα, σαν να είναι σε ένα κλουβί· [σημαίνει] χρόνια νεοφιλελεύθερης υποτίμησης της λεπτής προλεταριακής τέχνης της οργάνωσης και του σχεδίου. Το να κάνουμε σχέδια, προφανώς, δεν έχει καμμιά σχέση με την βίαιη κολλεκτιβοποίηση με τη χρήση της κρατικής βίας. Σημαίνει, όμως, στην οριζοντιότητα των αγώνων, τη διεύρυνση του δυνατού πλεονάσματος· την παραμονή στο κίνημα με την επεξεργασία – θεσμικά – των δυνητοτήτων του· την σκιαγράφηση παραδειγμάτων και εργαλείων για μια κυβερνησιμότητα των κοινών. Ένα κομμουνιστικό σχέδιο, λοιπόν, είναι μια καινούρια κατασκευαστικότητα, στην οποία η παραγωγή, η αναπαραγωγή, η πολιτική απόφαση και οι μορφές ζωής γίνονται αδιαχώριστες.

1 Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2018/01/31/11-theses-possible-communism.

2 Η C17 είναι ένας σύνδεσμος/ένωση και ένα δίκτυο ανεξάρτητων ή με πανεπιστημιακή βάση Ιταλών ερευνητών, πολιτικών ακτιβιστών, συγγραφέων, εκδοτών και δημοσιογράφων.

3 Στμ. Εδώ είναι που σηκώνει μεγάλη κουβέντα για τον νεοφιλελευθερισμό και τα όρια της ανάλυσης με βάση αυτή την έννοια. Γιατί πραγματικά δεν μπορεί να εξηγηθεί έτσι εύκολα ως “εσωτερική αντίφαση” η αντίθεση των παγκοσμιοποιητικών και των εθνικοκεντρικών τάσεων της σημερινής συγκυρίας της δυναμικής του κεφαλαίου.

4 Το caporalato, με την αρχική έννοια του όρου, είναι ένα ανεπίσημο σύστημα οργάνωσης εποχικών γεωργικών εργασιών που εκτελούνται από εργάτες που εισάγονται σε ομάδες εργασίας από μερικά άτομα σε αρκετές εκατοντάδες. Οι εργάτες αυτοί υπενοικιάζονται ουσιαστικά από έναν μεσάζοντα ο οποίος παρακρατά ένα ποσοστό από το μεροκάματο (πχ. https://it.wikipedia.org/wiki/Caporalato).

5 Στμ. Διαθεματικότητα και διαταξικότητα από μια εναλλακτική οπτική;

6 Στμ. Foodora: εταιρία διανομής μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας, αντίστοιχη της Deliveroo, με βάση το Βερολίνο.

7 Στμ. Η Διεθνής μέρα Απεργίας των γυναικών στις 8 Μάρτη του 2017. Δες και φέτος στην Ισπανία.

8 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο αυτό είναι ένα σχετικό λογοπαίγνιο καθώς η ρίζα του “κομμουνισμού-communism” είναι το “κοινό-common”.

9 Στμ. Καταπληκτικό σημείο, ίσως το σημαντικότερο των Θέσεων. Σχεδόν “κατηγορική διαλεκτική”, με τη μετατόπιση από το “αντικείμενα” (τα υποκείμενα, εν προκειμένω) στις διαδικασίες συγκρότησής τους. Το βασικό δεν είναι στατικά, συγκροτημένα, αμετάβλητα υποκείμενα αλλά διαδικασίες συγκρότησης υποκειμενικότητας. Η υποκειμενοποίηση αναδεικνύεται έτσι ως διαδικασία και όχι ως κάτι που ενσαρκώνεται σε “υποκείμενα”. Σημαντική συνεισφορά στο “πρόβλημα της σύνθεσης”, επίσης, και ένα προχώρημα στη διαχείριση του ερωτήματος ότι σαφώς το προλεταριάτο υπάρχει αλλά δεν ξέρουμε ακριβώς “ποιο” είναι!

10 Στμ. Το patchwork! Και η συνθετική μέθοδος εναντίον της αναλυτικής. Το προλεταριάτο συντίθεται δια της συνθετικής μεθόδου και όχι της αναλυτικής, Με άλλα λόγια δεν συγκροτείται ως σύνολο από “συστατικά υποκείμενα” αλλά, μάλλον, συντίθεται από τις διαδικασίες εκείνες που καθιστούν κάποια υποκείμενα προλετάριους/ες, δηλαδή υποκείμενα εκμετάλλευσης στη διαλεκτική κεφαλαίου-εργασίας. Με άλλα λόγια το προλεταριάτο συγκροτείται ως διαδικασία εν τέλει από την ίδια την αντίφαση που το ορίζει (διαλεκτικός-κατηγορικός ορισμός) ως ο ένας πόλος της αντίφασης.

Όλοι οι αγώνες μας, ταυτόχρονα1

Αυτό είναι, οι απεργίες εκρήγνυνται στο φως της ημέρας! Σε πρώτο βαθμό φυσικά, αυτή των σιδηροδρομικών2. Αλλά πρέπει επίσης να συνυπολογίσουμε τους εργαζόμενους της Carrefour, της Air-France, των συλλεκτών σκουπιδιών, των ηλεκτρολόγων, των φοιτητών, των δημοσίων υπαλλήλων…όλοι ανοίγουν μια πρωτοφανή κοινωνική ακολουθία. Αλλά είναι δυνατή η “σύγκλιση των αγώνων”;

Υποτιμούμε τα πράγματα λέγοντας ότι η απεργία των σιδηροδρομικών ξεκίνησε σαν μια καταιγίδα και μοιάζει ιστορική. Ακόμα και αν οι τρόποι της απεργίας αυτής είναι αμφισβητήσιμοι (strike calendar or renewal?), ανήκουν τελικά στις απεργίες. Της έναρξης της απεργίας στους σιδηρόδρομους στις 3 Απρίλη είχε προηγηθεί μια άλλη όχι λογότερο ιστορική απεργία στις 31 Μαρτίου στα Carrefour, που επηρέασε τουλάχιστον 300 καταστήματα, συμπεριλαμβανομένων αρκετών που αποκλείστηκαν ολοκληρωτικά.

Στην Air France, ένα ευρύ διακλαδικό συνδικάτο ανανέωσε το κάλεσμά του σε απεργία με τέσσερις επιπλέον μέρες από αυτές της 10ης και 11ης Απριλίου. Στη βιομηχανία αποκομιδής σκουπιδιών και στην αποχέτευση, καθώς και μεταξύ των ηλεκτρολόγων, καλέστηκε επίσης απεργία. Όσον αφορά τα πανεπιστήμια, οι κινητοποιήσεις είναι σε ένα σημείο καμπής και η κατάσταση πρέπει να εξεταστεί σοβαρά. Απομένουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι, μετά τη δυνατή απεργία της 22ας Μαρτίου, περιμένουν για ένα καινούριο κάλεσμα από το διακλαδικό των δημοσίων λειτουργών…αν το τελευταίο δεν χάσει τόσο χρόνο για να αποφασίσει.

Έστω και αν οι κινητοποιήσεις δεν είναι παντού οι ίδιες, και τομείς δεν επηρεάζονται, όλα αρχίζουν να “δένουν”. Οι εκκλήσεις για τη “σύγκλιση των αγώνων” αρχίζουν να πολλαπλασιάζοναι. Οι αναφορές στον Νοέμβρη/Δεκέμβρη του 1995, στον Μάη του 1968 ακόμα και στην πεντηκοστή επέτειό του, ανθίζουν.

Η μέρα της διεπαγγελματικής απεργίας στις 19 Απρίλη, που αρχικά προκηρύχθηκε μόνο από την CGT, αλλά στηρίχθηκε στη συνέχεια από τις διατμηματικές οργανώσεις, συνδικάτα και τις συνομοσπονδίες της FSU και των Solidaires, αποκτά σίγουρα σ’ αυτό το σενάριο ένα συγκεκριμένο νόημα. Θα γίνουμε μάρτυρες της απογείωσης ενός ευρέος κινήματος, “όλων και όλων μαζί”;

Ο θυμός είναι εδώ και εκφράζεται ξανά από υπηρεσία σε υπηρεσία, από εργαστήριο σε εργαστήριο, αυτί είναι βέβαιο. Αλλά θα πρέπει να αμφισβητηθούν συγκεκριμένα μοντέλα. Έχει πραγματικά κάποια σχέση το να θέλουμε να ξαναζήσουμε εμπειρίες παλιών κινημάτων, χτισμένων πάνω σε άλλες πραγματικότητες από αυτές που ζούμε;

Από το 2003, κάθε “μεγάλο” κοινωνικό κίνημα επιδιώκει να “ξαναπαίξει” το 1995. Και από το 2003, εκτός του κινήματος του 2006 ενάντια στον νόμο CPE (κίνημα που οφείλει, για τα υπόλοιπα, πολλά στη νεολαία), αυτά τα μεγάλα κινήματα δεν οδήγησαν πραγματικά σε νίκες.

Για να αναπτυχθεί πλήρως η κοινωνική ακολουθία που ζούμε αυτή τη στιγμή, ίσως πρέπει να επιστρέψουμε σ’ αυτήν με διαύγεια, χωρίς, ταυτόχρονα, να μειώνουμε τις ελπίδες μας.

Μερικοί από αυτούς που συνδέονται με το κοινωνικό κίνημα έχουν αναπτύξει πρόσφατα μια κριτική ή είναι σκεπτικιστές σε σχέση με την ιδέα της “σύγκλισης των αγώνων”. Για παράδειγμα, ένα πρόσφατο τεύχος του Politis, ο κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Geoffroy de Lagasnerie βλέπει μια “φιλοδοξία [η οποία] χάνει ενέργεια στα κινήματα ενθαρρύνοντάς τα να προσπαθήσουν να μετασχηματίσουν τον εαυτό τους για να φτάσουν το αδύνατο…” αντί να είναι απλά αυτό που είναι. Σε μια συνεισφορά του στον ιστότοπο AOC, ο Stéphane Sirot, ιστορικός του συνδικαλισμού, πιστεύει ότι όσον αφορά τον συνδικαλισμό, κάτι τέτοιο είναι απίθανο, ιδιαίτερα εξαιτίας του γεγονότος ότι ο συνδικαλισμός είναι εξαιρετικά φυλακισμένος μέσα στη θεσμοποίησή του.

Κάθε αγώνας έχει αξία καθαυτόν

Αυτές οι σκέψεις δεν γίνονται χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν τους προβληματισμούς πολλών συνδικαλιστών. Λένε κάτι για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε συγκεκριμένα στην οικοδόμηση της συλλογικής δράσης. Ο κίνδυνος να βάλουμε σε μια προοπτική την “σύγκλιση” με ένα κάπως “ξορκιστικό”3 τρόπο είναι πραγματικός. Για δυο λόγους, κυρίως.

Ο πρώτος είναι ότι είναι, ξεκάθαρα, πολλά που πρέπει να γίνουν για να εξασφαλιστεί μια μαχητικότητα στον δρόμο. Οι ελευθεριακοί συνδικαλιστές το εξέφρασαν αυτό πρόσφατα αρκετά ωμά σε σχέση με τα κινήματα του 2016 και 2017: “είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι εργαζόμενοι οι οποίοι δεν απεργούν όταν οι υποχρεωτικές ετήσιες διαπραγματεύσεις (NAO: Négociations annuelles obligatoires), καταλήγουν σε πλήρη αποτυχία, θα κατέβουν σε απεργία για να αρνηθούν τη μείωση στον αριθμό των γυναικών που εκλέγονται και την αντιστροφή στην ιεραρχία4”. Αυτό εγείρει το ζήτημα της τροχοπέδης που μπορεί να αντιπροσωπεύει ο πολύ πιεστικός χαρακτήρας ενός αιτήματος που θέλει να είναι “ενοποιητικό” και/ή αρκετά ξεκομμένο από το επίπεδο του μαχητικού πνεύματος.

Ο δεύτερος είναι η δυσκολία που μπορεί να υπάρχει στο να βρούμε…αυτό που θα μπορούσε να ενοποιήσει τους αγώνες! Είναι, επί παραδείγματι, γύρω από την απεργία των σιδηροδρομικών, τις κινητοποιήσεις στην Ehpad, μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων, είναι σε μια έκκληση για ένα γενικό κίνημα κάτω από το ενοποιητικό αίτημα της “υπεράσπισης του δημόσιου τομέα”; Αλλά, τότε, πώς θα συνδέσουμε/συσχετίσουμε τις απαιτήσεις των απεργών στα Carrefour;

Αναπόφευκτα, αυτό θέτει άμεσες στρατηγικές προκλήσεις στις συνδικαλιστικές ομάδες, ιδιαίτερα τοπικές διεπαγγελματικές ομάδες. Δεν θα έπρεπε τελικά να υποκινήσουμε στο άναμα όλων των ξύλων “την ίδια στιγμή”; Που σημαίνει, να στηριχτούμε στους αγώνες εκεί που υπάρχουν για να ενισχύσουμε άλλους, εκμεταλλευόμενοι το πλεονέκτημα ενός “φαινομένου αναρρόφησης”, με την αθλητική έννοια του όρου.

Συντονιζόμενοι με τις απεργίες, δεχόμενοι όλη την ποικιλομορφία τους και σεβόμενοι τον ρυθμό τους, για να σπρώξουμε τα πράγματα όσο πιο μπροστά γίνεται.

Διαλέξτε την αντιπαράθεση

Παρ’ όλα αυτά, δεν μπαίνει ζήτημα να εξαλείψουμε οποιαδήποτε αναφορά στη “σύγκλιση των αγώνων”. Για πολλές συνδικαλιστικές ομάδες, ακόμα και για αρκετούς εργαζόμενους, αυτά τα λόγια μας καλούν να κοιτάξουμε για μια ενότητα. Επιπλέον, μέσα από αυτό, τίθεται και το ζήτημα της γενίκευσης των απεργιών. Συνεπώς, δεν πρόκειται για ένα ζήτημα αδειάσματος αυτής της σύγκλισης των αγώνων, αλλά μάλλον ανάκτησής της από το “πεδίο” της και όχι την “ιδέα” της.

Για παράδειγμα, πιθανόν να μην είναι πραγματικά χρήσιμο να επιδιώξουμε, με κάθε κόστος και ακριβώς τώρα, να αναβάλλουμε την ημέρα, την έναρξη της γενικής απεργίας (αν αυτό είναι δυνατόν). Περισσότερο από το αν αντιταχθούμε σ’ αυτήν, είναι αναμφίβολα πολύ πιο αναγκαίο να αναπτύξουμε τις τροπικότητες της απεργιακής δράσης.

Συνεπώς, το να υπάρχουν μεγάλες περιοχ που η απεργία να ξεπερνά το στενό πλαίσιο των ημερών δράσης είναι ένα πολύ καλό πράγμα. Γιατί, ναι, η αυτοοργανωμένη απεργία, ανανεωνόμενη μέσα από γενικές συνελεύσεις, είναι η καλλίτερη εγγύηση για μας: από την μια πλευρά για να εξασφαλίζουμε την πιο στενή αγκύρωσή της στους εργαζόμενους, και από την άλλη για να ανεβάζουμε την ισορροπία δύναμης εκεί που πρέπει.

Όμως, αλλού, μια [γενική] μέρα δράσης μπορεί να φέρει μαζί και να δώσει έναν τόνο αντίστασης σε εταιρείες και υπηρεσίες που δεν έχουν περάσει το κατώφλι των αρκετών συνεχόμενων ημερών απεργίας. Το ουσιαστικό είναι το κοινωνικό κλίμα που εμπεδώνεται με αυτή την επιστροφή των απεργιών. Και το τι επιτρέπει.

Καταρχάς, οι σιδηροδρομικοί μπορούν να νικήσουν και όλοι χρειαζόμαστε νίκες που θα αποκαταστήσουν παντού την αυτοπεποίθηση. Οι σιδηροδρομικοί ανέβασαν από την αρχή την απεργία τους σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο. Η αλληλεγγύη είναι ισχυρή. Το πλήθος εκδηλώσεων υποστήριξης που συγκροτήθηκαν για τους απεργούς (ιδιαίτερα αυτή που ξεκίνησε από μια κολλεκτίβα διανοουμένων) είναι μια πραγματικά επιτυχία. Μερικές πρωτοβουλίες κινούνται τοπικά, καθοδηγούμενες απευθείας από τα συνδικάτα των σιδηροδρομικών, τα οποία μπορούν να τις κάνουν εργαλεία για ανταλλαγές στους χώρους δουλειάς ή στις αγορές (σχετικά με αυτό το ζήτημα: Απεργιακές Τράπεζες: για ποιο σκοπό;”).

Αυτό που επίσης κάνει εφικτή τη στιγμή που ζούμε είναι να αναλάβουμε την αντιπαράθεση, να βάλουμε τέλος στον “κοινωνικό διάλογο”. Όπως ακριβώς δεν μπορεί να υπάρξει “ισότητα” ανάμεσα σε έναν εργαζόμενο και τον εργοδότη του, έτσι είναι επίσης απατηλό να πιστεύει κανείς σε έναν διάλογο μεταξύ ισότιμων. Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα κάτι περισσότερο από τον Laurent Berger της CFDT, του οποίου η στρατηγική ουσιαστικά χάνει σε μεγάλο βαθμό αλλού, είναι να επιδιώξουμε να “αποφύγουμε την έκρηξη”.

Αντίστροφα, είναι η ισορροπία δύναμης που είναι υπό δημόσια κρίση [c’est le rapport de force qui est plébiscité]. Και είναι στο έδαφος αυτού του μπλοκαρίσματος της οικονομίας και της οικονομικής δραστηριότητας που εκφράζεται. Αυτό που λένε οι απεργίες είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα να περιμένουμε, και τα πάντα για να τα διαρρήξουμε. Όλες οι επικοινωνιακές στρατηγικές, της κυβέρνησης και των αφεντικών, όλοι οι σχολιαστές της Αγοράς δεν θα είναι αρκετά για να κρύψουν αυτό που είναι σήμερα σε πλήρες φως: ότι η ταξική πάλη υπάρχει και, ναι, είναι μια πάλη.

Αυτό το σημείωμα εστιάζει στις κινητοποιήσεις των συνδικάτων. Είναι αυτονόητο ότι παράλληλα, η τρέχουσα εκκένωση της ZAD στην Notre-Dame-Des-Landes δεν θα είναι χωρίς αντίκτυπο στο κοινωνικό κλίμα.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://blogs.mediapart.fr/theo-roumier/blog/080418/toutes-nos-luttes-en-meme-temps.

2 Στμ. https://www.revolutionpermanente.fr/Cheminot-e-s.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: incantatoire.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: l’inversion de la hiérarchie des normes.

Aυτοματοποίησέ το! “Διανέμοντας” αντίσταση στην εποχή της οικονομίας πλατφόρμας

του Jamie Woodcock1,2

 

* Το κείμενο σε pdf

 

Στο καινούριο μου βιβλίοWorking the Phones3, δούλεψα σε ένα τηλεφωνικό κέντρο προσπαθώντας να καταλάβω την εργασιακή διαδικασία, διευθυντικές τεχνικές και νέες μορφές αντίστασης και οργάνωσης. Το παρόν άρθρο συνδέει την ανάπτυξη νέων διευθυντικών μεθόδων επίβλεψης και ελέγχου, συχνά συνδεδεμένων με την αυτοματοποίηση, από το τηλεφωνικό κέντρο μέχρι τη νέα “οικονομία πλατφόρμας[gig economy]. Η πρόσφατη άνοδος της Uber, και νέων τύπου “Uber για τον X” εταιριών, όπως η Deliveroo, αντιπροσωεύει μια καινούρια μετατόπιση στις εργασιακές σχέσεις, γέρνοντας την ισορροπία ισχύος έντονα σε όφελος του κεφαλαίου. Αυτό εξαρτάται από την συμβατικά εξωτερική ανάθεση της εργασίας, ένα νομικίστικο κόλπο, υποστηριζόμενο με τις νέες τεχνολογικές μεθόδους επιτήρησης και ελέγχου. Τα τηλεφωνικά κέντρα πρόσφεραν έναν σημαντικό τόπο για την κατανόηση αυτών των αλλαγών καθώς βρίσκονται στην αιχμή τόσο της εξωτερικής ανάθεσης εργασίας [outsourcing] όσο και της ανάπτυξης αυτών των τεχνολογιών. Αυτό που ακολουθεί είναι ένα επιχείρημα που συνδέει το τηλεφωνικό κέντρο με την νέα “οικονομία πλατφόρμας”, μέσω μιας κατανόησης της αυτοματοποίησης και της τεχνολογίας, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα μερικά αρχικά ευρήματα από ένα νέο πρότζεκτ με τους εργάτες της Deliveroo.

Αυτοματοποίηση

Η αυτοματοποίηση έχει γίνει ιδιαίτερα ένα αντικείμενο της μόδας για συζήτηση, τόσο στην αριστερά όσο και ευρύτερα. Η αυτοματοποίηση έχει το δυναμικό να μετασχηματίσει την εργασία σε μια κλίμακα που δεν έχουμε ξαναδεί από τη βιομηχανική επανάσταση, δημιουργώντας τεράστιες ζώνες ανεργίας, όπως μπορεί να δει κανείς στον ισχυρισμό ότι σχεδόν οι μισές θέσεις εργασίας κινδυνεύουν να αυτοματοποιηθούν4. Ο Nick Srnicek και ο Alex Williams έχουν αναδείξει τη σπουδαιότητα του να αμοφισβητηθεί ο τρόπος που η αυτοματοποίηση συμβαίνει, επιχειρηματολογώντας για ένα καθολικό βασικό εισόδημα ως μια απάντηση5. Το κλειδί για την κατανόηση της αυτοματοποίησης είναι ότι δεν πρόκειται για μια ουδέτερη διαδικασία: μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των ισχυρών ή να δώσει τη δυνατότητα στους ελεύθερους εργάτες να ξοδεύουν τον χρόνο τους με άλλα πράγματα. Ανάλογα, σε μεγάλο βαθμό, με την εφαρμογή της τεχνολογίας γενικότερα είναι μια διαμφισβητούμενη διαδικασία. Για παράδειγμα, η αυτοματοποίηση περιελάμβανε αρχικά την ενίσχυση της εργασίας με δάφορους τρόπους. Έχει μεταβάλει καθήκοντα που διεκπεραίωνε η εργασία για πάρα πολύ καιρό, αλλά τις περισσότερες φορές υστερεί πολύ από το μέλλον της επιστημονικής φαντασίας με ενσυναίσθητα ρομπότ και τις χωρίς τριβές αλληλεπιδράσεις που υπόσχεται.

Τα τηλεφωνικά κέντρα έχουν εξελιχθεί με τον χρόνο με την αυξανόμενη εφαρμογή της τεχνολογίας στην εργασιακή διαδικασία. Αρχικά, οι εργάτες καλούσαν χειροκίνητα τους τηλεφωνικούς αριθμούς από χαρτιά, αλλά με τον καιρό αυτά τα περιβάλλοντα μετασχηματίστηκαν σε εργασιακούς χώρους βαθιά διαμορφωμένους απο την ενσωμάτωση υπολογιστών και τηλεφώνων. Οι αυτόματες κλήσεις είχαν σαν αποτέλεσμα να κάνουν οι εργάτες πολύ περισσότερα τηλεφωνήματα, μειώνοντας σε ένα ελάχιστο τον χρόνο μεταξύ των κλήσεων. Η σεναριοποίηση των τηλεφωνικών συνομιλιών αφαίρεσε κάποια από την πνευματική εργασία που συμπεριελάμβανε η τηλεφωνική συνομιλία, ορθολογικοποιώντας και κανονικοποιώντας την. Αυτά έδωσαν τεράστια ώθηση στην παραγωγικότητα των εργατών των τηλεφωνικών κέντρων, ενισχυμένη από την τεχνολογική επιτάχυνση. Αυτό ήταν επιτυχημένο στα τηλεφωνικά κέντρα γιατί η ολοκλήρωση τηλεφώνων και υπολογιστών κάνει αυτή την εργασία ιδαίτερα δεκτική σ’ αυτό6. Επιπλέον, τα τηλεφωνικά κέντρα αναδύθηκαν σε μια εποχή απορρύθμισης, συχνής στον οικονομικό τομέα στο ΗΒ, οδηγώντας σε μια ραγδαία αύξηση των πωλήσεων7.

Το επόμενο βήμα αυτοματοποίησης έφερε τη δυνατότητα όχι απλά ενίσχυσης του πώς διεκπεραιώνεται η δουλειά, αλλά την πλήρη εκτόπιση ανθρώπων από τη διαδικασία, σε κάποιους τομείς. Ως αποτέλεσμα, αυτό εγείρει τη δυνατότητα μαζικής ανεργίας. Αλλά η ιστορία της τεχνολογίας στους εργασιακούς χώρους, είναι μια ιστορία που σημαδεύεται από την αμφισβητούμενη εισαγωγή νέων μεθόδων επιτήρησης και ελέγχου από τη διοίκηση, περιλαμβάνοντας μια μάχη σχετικά με το πώς διεκπεραιώνεται η εργασία και κάτω από ποιες συνθήκες. Η επόμενη μετατόπιση περιλαμβάνει αυξημένες τεχνολογικές δυνατότητες αυτοματοποίησης. Ο Μαρξ κάνει μια σημαντική διάκριση ανάμεσα στο “εργαλείο” και τη “μηχανή”, που είναι χρήσιμο να τη λάβουμε υπόψιν μας εδώ. Η μηχανή ήταν “ένας μηχανισμός που, αφού τεθεί σε κίνηση, πραγματοποιεί με τα εργαλεία της την ίδια διαδικασία/λειτουργία που έκανε προηγουμένων ο εργάτης με αντίστοιχα εργαλεία”8. Αυτή η αντιγραφή της εργασίας συχνά γίνεται με λάθη και σφάλματα, ιδιαίτερα καθώς ο πραγματικός κόσμος είναι πολύ πιο αντιφατικός και μπερδεμένος από όσο επιτρέπει ο σχεδιασμός. Για παράδειγμα, οι γραμμές συναρμολόγησης με ρομπότ έχουν την τάση να χρειάζονται εργάτες σε ετοιμότητα για να διορθώνουν λάθη στην ευθυγράμμιση και πράγματα που φεύγουν από τη θέση τους. Αυτό το επόμενο κύμα αυτοματοποίησης θα καθοδηγείται από ένα καινούριο είδος αυτοματοποίηση: αντί της απλής αυτοματοποίησης καθηκόντων στη βάση της αναπαραγωγής των προηγούμενων δράσεων του εργάτη, πρόκειται για αυτοματοποίηση υποβοηθούμενη από την τεχνητή νοημοσύνη που μπορεί να αυτοδιορθώνεται και να μαθαίνει με διάφορους τρόπους.

Ο κίνδυνος είναι να θεωρήσουμε την αυτοματοποίηση σε πολύ γενικούς όρους, να την σκεφτόμαστε ως ένα σημείο ρήξης που θα πυροδοτήσει μια μετατόπιση εποχής στην ανθρώπινη ύπαρξη, ένα σκαλοπάτι στην “ιδιομορφία” του Ray Kurzweil9. Όμως, όπως έχει επιχειρηματολογήσει ο Michael Burawoy: “στην πραγματικότητα, οι μηχανές εγκολπώνουν έναν αριθμό δυνατοτήτων, αρκετές από τις οποίες συστηματικά μάλλον ματαιώνονται, αντί να αναπτύσσονται, από το κεφάλαιο10. Η τεχνολογική πρόοδος δεν είναι γραμμική, αλλά οι δυνατότητές της διαμορφώνονται βαθιά από το κεφάλαιο. Ειδικότερα στον εργασιακό χώρο, ο Harry Braverman ισχυρίζεται ότι η τεχνολογία ήταν προσδεμένη τόσο με την αποδοτικότητα όσο και τον έλεγχο, καθώς “ο μηχανικός εξοπλισμός προσφέρει στη διοίκηση την ευκαιρία να κάνει με εντελώς μηχανικά μέσα αυτό που προηγουμένως προσπαθούσε να κάνει με οργανωτικά και πειθαρχικά μέσα”11. Αυτή η μέθοδος ελέγχου είναι που είχε τεράστια επιτυχία στα τηλεφωνικά κέντρα, δημιουργώντας συνθήκες μετα-βιομηχανικής εργασίας που έχουν “γίνει όχι το όνειρο του Daniel Bell, αλλά ο εφιάλτης του Harry Braverman”12.

Καπιταλισμός πλατφόρμας και oικονομία πλατφόρμας

Το τηλεφωνικό κέντρο μπορεί να κατανοηθεί ως μια αρχετυπική μορφή σύγχρονης εργασίας, που έρχεται να συμβολίσει τις μετατοπίσεις από την βιομηχανική εργασία στην εργασία στις υπηρεσίες. Οι εργάτες βρίσκονται συχνά από εξωτερικές αναθέσεις, και γενικά απασχολούνται σε συνθήκες επισφάλειας, με δουλειά που είναι αγχωτική, δύσκολη και σε ξεζουμίζει συναισθηματικά. Στην απουσία ισχυρού συνδικαλισμού ή οραγανώσεων στους χώρους εργασίας, οι διοικήσεις έχουν σχετικά ελεύθερο πεδίο να σχεδιάζουν και να υλοποιούν δεσποτικές μεθόδους δημιουργίας, ουσιαστικά, ενός “ηλεκτρονικού Πανοπτικού”13. Τα υψηλά επίπεδα επιτήρησης έχουν γίνει συνώνυμα με αυτό το είδος εργασίας, μαζί με την διαδεδομένη/διάχυτη χρήση δεικτών [metrics] και διεστραμμένων προσπαθειών τυποποίησης [gamification]. Το τηλεφωνικό κέντρο παρέχει ένα πανίσχυρο μοντέλο για τους μάνατζερ να μειώνουν τα κόστη και να υπερεκμεταλλεύονται τους εργάτες, μοντέλο που η έμπνευσή του παρουσιάζεται όλο και περισσότερο και σε άλλα είδη εργασίας. Η ανάπτυξη αυτών των τεχνολογικών μεθόδων επιτήρησης και ελέγχου έχει προσφέρει πολύτιμες ενοράσεις σχετικά με τη διαχείριση του μετασχηματισμού της εργασίας μετά την οικονομική κρίση του 2008, σε αυτό που ο Paul Mason έχει περιγράψει ως “ανάκαμψη χωρίς δουλειές”14. Η ανάπτυξη της “οικονομίας πλατφόρμας” έχει οδηγηθεί από την “οικονομία της ισχνής πλατφόρμας”, αναπτυσσόμενη μέσα σε ένα πλαίσιο που “τελικά εμφανίζεται ως μια διέξοδος [outlet] για το πλεονάζον κεφάλαιο σε μια εποχή υπερβολικά χαμηλών επιτοκίων και δεινών ευκαριών επένδυσης παρά ως η πρωτοπορία που προορίζεται να αναζωογονήσει τον καπιταλισμό”15.

Αυτές οι πλατφόρμες ισχυρίζονται ότι φέρνουν κοντά ανθρώπους που χρειάζονται μια υπηρεσία με αυτούς που είναι έτοιμοι να την προσφέρου: διαδρομές με ταξί στην περίπτωση της Uber, ενώ για την Deliveroo είναι η διανομή φαγητού. Οι εργαζόμενοι στην Deliveroo και την Uber ταξινομούνται λανθασμένα ως αυτο-απασχολούμενοι ανεξάρτητοι εργολάβοι, παρά το ότι πρέπει να πληρώσουν μια προκαταβολή για μια στολή που πρέπει να φοράνε και το ότι οι εργασιακές τους σχέσεις είναι πολύ κοντά σ’ αυτές ενός εργάτη, αλλέ με “κουρεμένες” τις περισσότερες υποχρεώσεις για τον εργοδότη. Συνεπώς αποτελεί μια συνειδητή επιλογή ότι στο παρόν άρθρο να χρησιμοποιήσουμε τον όρο “εργάτης” σε αντίθεση με το μακροσκελές νομικό κατασκεύασμα που αυτή τη στιγμή υποστηρίζει το επιχειρηματικό μοντέλο αυτών των πλατφορμών16. Αυτή η διαδικασία της “συμβατικής” εξωτερικής ανάθεσης εργατών έχει περιγραφεί ως “μαύρη ψηφιακή εργασία” [digital black box labor]17. Ο όρος προσπαθεί να συλλάβει πώς διάφοροι οργανισμοί προσπαθούν να συσκοτίσουν την εργασία που είναι κομβική στα επιχειρηματικά τους μοντέλα, μειώνοντας τις υποχρεώσες/ευθύνες της εταιρίας και κάνοντάς τες να μοιάζουν σαν μια πιο ελκυστική επενδυτική ευκαιρία. Συνεπώς, είναι ένα πολύ σημαντικό καθήκον να αποκαλύψουμε τις συνθήκες αυτού του είδους εργασίας και να αμφισβητήσουμε την ψευδή κατηγοριοποίησή της.

Στη Deliveroo, το ηλεκτρονικό πανοπτικόν του τηλεφωνικού κέντρου προσαρμόζεται σε ένα γεωγραφικά διεσπαρμένο πλαίσιο που διαμεσολαβείται διαδικτυακά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι εργάτες να αποκτούν και να εσωτερικοποιούν την πίεση της διαχείρισης, κάτι που συχνά υποστηρίζεται από την άμεση τιμωρία ή την επισφάλεια των αβέβαιων συμβάσεων και μια σχεδόν καθολικά καθυβριζόμενη εργασιακή εμπειρία – τόσο από τους εργάτες όσο και από τον κόσμο που καλεί. Για τους εργάτες στην οικονομία πλατφόρμας, είτε οδηγούν ταξί Uber ή παραδίδουν takeaway για τη Deliveroo, αυτή η πίεση φανερώνεται μέσω μιας διαδικτυακής εφαρμογής. Οι εργάτες παρακολουθούνται/επιτηρούνται ενδελεχώς/πολύ λεπτομερειακά, σημειώνοντας τους ακριβείς χρόνους και τις διαδρομές που ακολουθούνται, ενώ οι πελάτες παρέχουν τις δικές τους βαθμο/αξιολογήσεις. Αλλά, σε αντίθεση με το τηλεφωνικό κέντρο, η αλληλεπίδραση ανάμεσα σε έναν εργάτη της Deliveroo και τη διεύθυνση είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Η συμβατική εξωτερική ανάθεση όχι μόνο εδραιώνει επισφαλείς συνθήκες απασχόλησης αλλά, επίσης, λειτουργεί σε ένα πλαίσιο στο οποίο οι εργάτες μπορούν να έχουν φυσική επαφή με την εταιρία μόνο όταν υπογράφουν – και αυτή η επαφή είναι επίσης με άλλους επισφαλείς εργάτες που έχουν διοριστεί στα κέντρα προσλήψεων – ή με εργάτες τηλεφωνικών κέντρων αν κάτι πάει στραβά. Αντί της φυσικής επιτήρησης και διεύθυνσης που βρίσκεται στο βασίλειο του εργοστασίου, ή την επαυξημένη επιτήρηση του τηλεφωνικού κέντρου, υπάρχει διεύθυνση/διοίκηση με το αλγοριθμικό Πανοπτικόν. Στις συνεντεύξεις που έχω κάνει μέχρι τώρα, οι εργάτες της Deliveroo έχουν περιγράψει με λεπτομέρεια με ποιο τρόπο “δεν υπάρχει ένα πρόσωπο που σου λέει τι να κάνεις, είναι ο αλγόριθμος” και ότι “ο αλγόριθμος είναι το αφεντικό18. Αυτοί δουλεύουν στον αλγόριθμος, εμείς δουλεύουμε στον αλγόριθμο, αυτοί απλά ερμηνεύουν τους αριθμούς που παράγουμε εμείς”19. Η λειτουργία της διεύθυνσης επιτελείται κυρίως στη μορφή email που αξιολογούν/βαθμολογούν την απόδοση. Αν και δεν λένε στους εργάτες τους πραγματικούς στόχους αλλά μόνο αν τους έχουν “πιάσει” ή όχι. Αυτό εισάγει την απαίτηση της αυτορύθμισης που υπάρχει στο Πανοπτικόν, που ενσταλάζει/εγχαράζει το συναίσθημα ότι διαρκώς ακολουθείσαι και παρακολουθείσαι, παρά την απουδία ενός φυσικού αντικειμένου ή επιστάτη/επιβλέποντα.

Αντί να απαλείφει τη δυνατότητα της αντίστασης, αυτή η καινούρια ενσάρκωση του Πανοπτικού μάλλον δημιουργεί μια διπλή επισφάλεια για την πλατφόρμα της Deliveroo. Η έλλειψη εργασιακών δικαιωμάτων και η επικίνδυνη φύση της εργασίας σημαίνει ότι οι εργάτες απομένουν με ελάχιστη προστασία. Όπως εξηγεί ένας συνεντευξιαζόμενος:

Είμαι νέος, δεν έχω κάποια οικογένεια να φροντίσω, δεν είναι και τόσο άσχημα για μένα βραχυπρόθεσμα. Αλλά μακροπρόθεσμα φοβάσαι, πραγματικά φοβάσαι. Αν θέλω να πάω διακοπές, πρέπει να μαζέψω λεφτά, αν τρακάρω ή σπάσω το πόδι μου δεν μπορώ να δουλέψω. Αν δεν μπορώ να δουλέψω δεν μπορώ να πληρώση το νοίκι, δεν μπορώ να πάω διακοπές οπότε είναι μια διαδικασία αρκετά σκληρή20.

Αυτές οι συνθήκες δημιουργούν προφανείς δομικές δυσκολίες για οργάνωση, αλλά επίσης συγκαλύπτουν μια επισφάλεια για την ίδια την πλατφόρμα. Η διευθυντική λειτουργία που συναντάμε σε άλλους εργασιακούς χώρους ανατίθεται επίσης εξωτερικά ως επί το πλείστον, σε αυτό το μοντέλο της “ισχνής πλατφόρμας”, που σημαίνει ότι ο οργανισμός έχει λίγα εργαλεία στη διάθεσή του για να αντιμετωπίσει μια οργανωμένη αντίσταση21.

Πώς αντιστέκονται οι εργάτες στην οικονομία πλατφόρμας

Το ενδιαφέρον μου στην “οικονομία πλατφόρμας” ξεκίνησε από ένα παρόμοιο σημείο με το σχέδιο για τα τηλεφωνικά κέντρα: εδώ βρισκόταν μια καινούρια και ραγδαία αναπτυσσόμενη μορφή εργασίας, η οποία δημιουργεί πολλά παράπονα και αδικίες αλλά δεν έχει σημάδια παραδοσιακής οργάνωσης εργασιακού χώρου. Όπως ακριβώς και στην περίπτωση των τηλεφωνικών κέντρων, η δυνατότητα οργάνωσης των εργατών στην “οικομνομάία πλατφόρμας” έχει ξεγραφτεί πολύ γρήγορα. Η επωδός για τους οδηγούς στην Uber ήταν ότι δεν υπάρχει φυσικός εργασιακός χώρος ούτε τρόπος συνάντησης, οπότε δεν μπορούν να σχηματιστούν τα δίκτυα που χρειάζονται για οργάνωση. Είναι, ίσως, ακριβέστερο ότι αυτές οι αμφιβολίες προέρχονταν κυρίως από ανθρώπους που πίστευαν ότι δεν θα μπορούσαν να προσεγγίσουν τους οδηγούς της Uber για να τους οργανώσουν, μια άμυνα από την πλευρά των υπαρχόντων συνδικάτων σχετικά με το γιατί δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν πόρους για μια καμπάνια. Αντίθετα, αυτό που δείχνει η περίπτωση της Deliveroo είναι ότι συχνά αυτές οι πλατφόρμες απαιτούν το μάζεμα των εργατών σε διάφορα σημεία – σημεία συνάντησης – ώστε οι εργάτες να είναι στην καλλίτερη δυνατή θέση για να ξεκινήσουν μια παράδοση. Ακόμα και χωρίς αυτό, οι οδηγοί της Deliveroo συναντιούνται σε διάφορα σημεία μέσα στην πόλη, από δημοφιλή εστιατόρια μέχρι πολυσύχναστες διασταυρώσεις, ένα θέαμα που είναι πλέον πανταχού παρόν σ’ ολόκληρο το Λονδίνο. Η Uber κατάλαβε ότι ήταν εύκολο να βρει οδηγούς της Deliveroo, με πολλαπλές αναφορές για παραγγελίες της Deliveroo στα κεντρικά της Uber, όπου οι μάνατζερ προσπαθούσαν να στρατολογήσουν οδηγούς στην ανταγωνιστική υπηρεσία. Αυτοί οι οδηγοί δεν είναι εντελώς κατακερματισμένοι ανάμεσα σε ψηφιακές πλατφόρμες, αλλά παραμένουν “προσδεμένοι” στους μεγάλους και μικρούς δρόμους, πολύ πραγματικά μέρη της πόλης. Πρέπει επίσης να παρατηρήσουμε ότι οι οδηγοί της Uber πρέπει να εμφανίζουν έγγραφα, και τα γραφεία που συμβαίνει αυτό παρέχουν ένα σημαντικό σημείο δυνητικής επαφής, παρά το γεγονός ότι ο οδηγός της Uber στο Λονδίνο είναι πάντα μόνο μια σύντομη διαδρομή και ένα αίτημα στη δικτυακή εφαρμογή, μακριά.

Σε αντίθεση με το τηλεφωνικό κέντρο, όπου εργάστηκα κρυφά για έξι μηνες, έχω εμπλακεί, από την προηγούμενη χρονιά, σε μια ενεργητική εθνογράφηση/εθνογραφία με τους εργάτες της Deliveroo. Αυτό σήμαινε να παίρνω μέρος σε μερικές δράσεις πριν από την απεργία, και ακόμα μεγαλύτερη δραστηριότητα μετά από την μη-προκηρυγμένη απεργιακή δράση.

Όπως έχω αναφέρει λεπτομερειακά22 αλλού, η αυτοοργάνωση των εργατών της Deliveroo, μαζί με την υποστήριξη του κλάδου των ταχυμεταφορέων της IWGB, είναι εξαιρετική πηγή έμπνευσης. Η εξαήμερη απεργία ήταν μια αυθόρμητη αντίδραση στη μονομερή προσπάθεια της Deliveroo να καταργήσει την πληρωμή με την ώρα και να την αντικαταστήσει με μια πληρωμή “με-την-παράδοση” μόνο. Η δράση οργανώθηκε πρωτίστως στην εφαρμογή WhatsApp, οικοδομώντας πάνω σε προϋπάρχοντα δίκτυα, μερικά από τα οποία είχαν δημιουργηθεί στα σημεία συνάντησης που είχαν προσδιοριστεί σε κάθε περιοχή από τη Deliveroo. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια πολύ ζωντανή καμπάνια που κυκλοφόρησε ευρύτατα στα κοινωνικά δίκτυα.

Στην απεργία στην UberEATS23, που ακολούθησε λίγο μετά την απεργία στη Deliveroo την προηγούμενη χρονιά, επιχειρήθηκε μια αντίστοιχη προσέγγιση. Υπήρξε από την Uber μια ειδική προσφορά που σήμαινε μια έκπτωση 5 λιρών για την πρώτη παραγγελία. Οι απεργοί, μαζί με μερικούς ακόμα από τη Deliveroo, συνειδητοποίησαν ότι θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν αυτή την προσφορά. Ξεκίνησαν να κάνουν παραγγελίες αξίας μικρότερης από 5 λίρες, παίρνοντας έτσι και ένα ελεύθερο γεύμα και έναν άλλον οδηγό ο οποίος θα μπορούσε να πειστεί να συμμετάσχει στην “ανεπίσημη” απεργία. Όσοι απεργούσαν μαζεύονταν γύρω από τον οδηγό ζητωκραυγάζοντας και φωνάζοντας “log out24 – το ισοδύναμο στην οικονομία πλατφόρμας του “κατεβάσματος” των εργαλείων – σε μια αυθόρμητη πορεία. Η Uber, που είχε απόλυτη επίγνωση της δράσης που εξελισσόταν, βρήκε έναν τρόπο να σταματήσει τις παραγγελίες προς τη διαδήλωση, αποτρέποντας περισσότερους οδηγούς να συμμετάσχουν σ’αυτήν εκείνη την ημέρα. Όπως εξήγησε ένας από τους οδηγούς από τους οποίους πήρα συνεντεύξεις, όπως και η διασκέδαση που οι απεργοί πήραν από τη δράση, έδειξαν επίσης ότι μπορούσαν να “καταλάβουν το σύστημα κατά κάποιο τρόπο…αν είναι μια ανεπίσημη απεργία…είναι σαν καθιστική διαμαρτυρία25”. Αυτό ακολουθήθηκε από κουβέντες σχετικά με το πώς οι πλατφόρμες οι ίδιες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ενάντια στον εαυτό τους, παρόμοια με τη χρήση “επιθέσεων κλήσεων” σε inbound τηλεφωνικά κέντρα στην Τουρκία, στα οποία ακτιβιστές οργάνωσαν μαζικά τηλεφωνήματα στα κέντρα ώστε να διαδώσουν πληροφορίες και να προσπαθήσουν να οργανωθούν26.

Η καμπάνια στην Deliveroo εξακολουθεί να χτίζεται, με την IWGB να μάχεται αυτή τη στιγμή για την αναγνώριση ενός συνδικάτου. Αυτό θα σήμαινε, αν πετύχει, τεράστιες αλλαγές στις συνθήκες για τους εργάτες στην Deliveroo καθώς αν ανατραπεί το κίβδηλο καθεστώς απασχόλησης, οι εργάτες θα δικαιούνταν, μεταξύ άλλων δικαιωμάτων, αποδοχές στις διακοπές και στην περίπτωση ασθένειας. Η καμπάνια [στο Λονδίνο] ακολουθήθηκε από καμπάνιες στο Leeds, στο Μπρίστολ, στο Μπράιτον και σε έναν αυξανόμενο αριθμό σημείων που η Deliveroo αρχίζει να στήνεται. Υπήρξε επίσης μια πρόσφατη απεργία Ιταλών εργατών στην Foodora, μια παρόμοια εταιρία διανομής φαγητού27. Αυτά τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι είναι δυνατόν για τους εργάτες να οργανωθούν στην “οικονομία πλατφόρμας”, πειραματιζόμενοι με καινούριους τρόπους οργάνωσης ενώ παράλληλα προσαρμόζουν παλιότερες τεχνικές.

Αυτοματοποίηση στις δουλειές μεταφοράς και διανομής

Η ταξική πάλη στα τηλεφωνικά κέντρα αποκτά ένα ιδιαίτερο χρώμα και μορφή εξαιτίας της διάχυτης άρνησης εργασίας και της (ίσως αναγκαστικής) έλλειψης ενός πιο θετικού οράματος σχετικά με το πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ένα τηλεφωνικό κέντρο πωλήσεων. Υπάρχει μια διαφορετική διάσταση με την εργασία στις μεταφορές και στη διανομή/παράδοση, με δεδομένο ότι υπάρχει ένας εναλλακτικός τρόπος εκτέλεσής τους που επιχειρείται τώρα να επιβληθεί στον κοντινό ορίζοντα. Η Uber έχει κάνει ξεκάθαρο ότι ο στόχος της είναι να αυτοματοποιήσει τις υπηρεσίες της με οχήματα χωρίς οδηγί, δοκιμάζοντας ήδη υπηρεσίες με την Toyota, την Volvo, και τώρα την Mercedes Benz, που θα κάνει την εταιρία να “λειτουργεί ένα δίκτυο αυτοκινήτων χωρίς οδηγό που θα μπορούν να “κρατηθούν” μέσα από την εφαρμογή της Uber28”. Για την Deliveroo αυτό παραμένει μια δυνατότητα, αν και η αντίπαλη εταιρία Just Eat έχει ήδη ξεκινήσει να δοκιμάζει ένα ρομποτικό όχημα διανομής στο Λονδίνο. Όπως παρατήρησε ένας αναλυτής της TCC Global: “Είναι μια αξιέπαινη και τολμηρή ιδέα, αλλά αναρωτιέμαι επίσης πώς αυτό θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε μεγάλη κλιμακα όταν υπάρχει ήδη μια ανθρώπινη εναλλακτική με πολύ χαμηλό κόσοτος29”. Παρ’ όλα αυτά, οι τιμές των αυτόνομων οχημάτων και των drones μειώνονται και είναι πολύ πιο συνεργάσιμα από τους εργάτες, κάτι που σημαίνει ότι η αυτοματοποίηση αυτών των τομέων γίνεται ραγδαία μια πιθανότητα. Από μια καθαρά ακαδημαϊκή οπτική αυτό μπορεί να δημιουργεί μια αίσθηση αναπόφευκτου και ήττας – αυτοί οι τομείς πρόκειται να αυτοματοποιηθούν έτσι κι αλλιώς, οπότε γιατί να ασχολούμαστε με την ανάδυση των αγώνων εκεί;

Η αυτοματοποίηση, όπως και η τεχνολογία που την διευκολύνει και την αναπτύσσει, δεν είναι ουδέτερη. Μάλλον αναδύεται από συγκεκριμένα σύνολα κοινωνικών σχέσεων, αντανακλώντας το πλαίσιο από το οποίο αναδύεται, και στη συνέχεια χρησιμοποιείται ως μέρος μιαςς παρέμβασης σ’ αυτές τις κοινωνικές σχέσεις. Η διαμάχη γύρω από την αυτοματοποίηση θα πρέπει να ειδωθεί από την οπτική των εργατών που κάνουν αυτές τις δουλειές τώρα, αντιστεκόμενοι στην αναδιοργάνωσή τους, και σκεπτόμενοι πώς θα έμοιαζαν άλλες εναλλακτικές. Όπως έχει παρατηρήσει ο Μαρξ:

Η ειδική δεξιότητα κάθε μεμονωμένου χειριστή μηχανής, δεξιότητα που έχει τώρα χάσει κάθε σημασία, εξαφανίζεται ως μια απειροελάχιστη ποσότητα μπροστά στα μάτια της επιστήμης, τις γιγάντιες φυσικές δυνάμεις και τη μάζα της κοινωνικής εργασίας που ενσαρκώνεται στο σύστημα αυτού του εξοπλισμού, ο οποίος μαζί με αυτές τις τρεις δυνάμεις, συνιστά την εξουσία του “αφέντη”.30

Ο “αφέντης” ενισχύεται τώρα σε πολύ μεγάλο βαθμό από νέες τεχνολογίες, επικρέμοντας την απειλή της αυτοματοποίησης πάνω από όλο και ευρύτερες ομάδες εργατών31. Αυτή η απειλή καθιστά ακόμα πιο σημαντικό να βρούμε τρόπους να κάνουμε τις “μηχανές” να μην υπηρετούν πλέον τον “αφέντη”, βλέποντας αυτές τις προσπάθειες όχι ως ήττες σε μάχη αλλά μέρος μιας εναλλακτικής. Αντί να αποδεχόμαστε ή να απορρίπτουμε άκριτα νέες τεχνολογίες πρέπει, μάλλον, να ξεκινήσουμε τη δική μας ανάλυση από αυτά τα ερωτήματα. Αυτό σημαίνει να σκεφτούμε ποιος σχεδιάζει αυτές τις τεχνολογίες και κάτω από ποιές πιέσεις, ποιες νέες μορφές οργάνωσης και εκμετάλλευσης αναδύονται από τη χρήση τους και πώς η τεχνολογία μετασχηματίζει την εργασία και τις καθημερινές ζωές γενικότερα. Από τα τηλεφωνικά κέντρα μέχρι την “οικονομία πλατφόρμας”, η τεχνολογία έχει χρησιμοποιηθεί για την κυριαρχία πάνω στους εργάτες και την εκμετάλλευση τους. Αξίζει, παρ’ όλα αυτά, να θυμόμαστε ότι οι υπολογιστές και η αυτοματοποίηση υπόσχονταν κάποτε συναρπαστικές δυνατότητες, αλλά αυτή η δημιουργικότητα και οι δυνατότητες διαστράφηκαν και αναδιαμορφώθηκαν στον καπιταλισμό πλατφόρμας του παρόντος. Μέσα από δουλειά μπορούμε να καταλάβουμε ότι παρά τις δυστοπικές ενδείξεις, αυτό το παρόν παραμένει διεκδικούμενο και αμφισβητούμενο, και ότι ένα καινούριο είδος πολιτικής μπορεί, για μια ακόμα φορά, να φέρει το απελευθερωτικό δυναμικό της τεχνολογίας και πάλι πίσω στον πολιτικό ορίζοντα.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://www.metamute.org/editorial/articles/automate-delivering-resistance-gig-economy. Η λέξη “παραδίνοντας” είναι μετάφραση του “Delivering” στο αγγλικό πρωτότυπο, που αποτελεί προφανώς λογοπαίγνιο με την υπηρεσία delivering, κάτι που μάλλον “χάνεται” στην ελληνική απόδοση.

2 Ο Jamie Woodcock είναι υπότροφος στο LSE και συγγραφέας του Working The Phones, ένα βιβλίο σχετικά με τον έλεγχο και τις αντιστάσεις στα τηλεφωνικά κέντρα. Το πιο πρόσφατο πρότζεκτ του είναι σχετικά με την Deliveroo και την “οικονομία πλατφόρμας”. Κάνει ταυτόχρονα και έρευνα για την ψηφιακή εργασία, την τεχνολογία, τη διοίκηση επιχειρήσεων και τα βιντεοπαιχνίδια.

3 Περισσότερες πληροφορίες εδώ: http://www.plutobooks.com/display.asp?K=9780745399…

4 Carl Benedikt Frey & Michael A. Osborne, “The Future of Employment: How Susceptible are Jobs to Computerisation”, 2013, διαθέσιμο εδώ: http://www.oxfordmartin.ox.ac.uk/downloads/academi…

5 Nick Srnicek και Alex Williams, Inventing the Future: Postcapitalism and a World Without Work, London: Verso, 2015.

6 Phil Taylor and Peter Bain, ‘“An Assembly Line in the Head”: Work and Employee Relations in the Call Centre’, Industrial Relations Journal, Vol.30 No.2, 1999, pp.101–17.

7 Peter Bain και Phil Taylor, ‘Ringing the Changes? Union Recognition and Organisation in Call Centres in the UK Finance Sector’, Industrial Relations Journal, Vol.33 No.3, 2002, σελ. 246–261.

8 Kαρλ Μαρξ, Κεφάλαιο, Τόμος 1: Μια Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Λονδίνο: Penguin, 1990, σελ. 457.

9Ray Kurzweil, ‘The Law of Accelerating Returns’, 2001, διαθέσιμο στο: http://www.kurzweilai.net/articles/art0134.html.

10 Michael Burawoy, The Politics of Production, London: Verso, 1985, σελ. 53.

11 Harry Braverman, Labor and Monopoly Capitalism: The Degradation of Work in the Twentieth Century, London: Monthly Review, 1999, σελ. 134.

12 Enda Brophy, “The Subterranean Stream: Communicative Capitalism and Call Centre Labour”, Ephemera, Vol. 10 Issue 3/4, 2010, σελ. 474.

13 Sue Fernie and David Metcalf, (Not) Hanging on the Telephone: Payments Systems in the New Sweatshops, Centre for Economic Performance, London School of Economics, 1998.

14 Paul Mason, PostCapitalism: A Guide to our Future, London: Penguin, 2016.

15 Nick Srnicek, Platform Capitalism, Cambridge: Polity, 2017, σελ. 91.

16 Brishen Rogers ‘Employment Rights in the Platform Economy: Getting Back to Basics’, Harvard Law and Policy Review, Vol.10, 2016.

17 Trebor Scholz, ‘Think Outside the Boss’, Public Seminar, 2015, διαθέσιμο διαδικτυακά εδώ: http://www.publicseminar.org/2015/04/think-outside…

18 Στμ. Τεράστιο ζήτημα. Νομίζουμε ότι είναι λίγο πιο περίπλοκο από αυτό. Στην πραγματικότητα δεν είναι ο αλγόριθμος το αφεντικό. Ο αλγόριθμος είναι μια αφηρημένη μορφή διαμεσολάβησης ανάμεσα στο “πραγματικό” αφεντικό – η εταιρία, οι μέτοχοι – κλπ. Μια αφηρημένη έκφραση της σχέσης κεφάλαιο που όμως δεν αποτελεί παρά μια μορφή φετιχισμού του, δηλαδή απόκρυψης της πραγματικής σχέσης εκμετάλλευσης, όπως ακριβώς η μηχανή. Αν και επίσης το “πραγματικό” αφεντικό δεν πρέπει να θεωρείται απλουστευτικά, απέχουμε πολύ ακόμα από ένα επίπεδο αφαίρεσης της σχέσης κεφάλαιο που να μην εμπλέκει φυσικά αφεντικά και ζωντανή εργατική δύναμη. Ο αλγόριθμος οργανώνει τη σχέση κεφάλαιο-εργασία στη συγκεκριμένη περίπτωση με έναν πιο “αντικειμενικό” και “αποφυσικοποιημένο” τρόπο αλλά δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο αλγόριθμος: 1) είναι δημιουργία κάποιων μηχανικών Η/Υ ως μέσο παραγωγής και 2) τα κριτήρια και οι νόρμες που ελέγχει τίθενται όχι από τον ίδιο αλλά από αυτούς που τα μεταφράζουν σε πραγματική υπεραξία, από τα πραγματικά αφεντικά. Ο αλγόριθμος, με άλλα λόγια, ούτε υπεραξία αποσπά ούτε μέσα παραγωγής κατέχει. Είναι ουσιαστικά ένα μέσο παραγωγής που ενσωματώνει, όμως, και διευθυντικές λειτουργίες. Σε κάθε περίπτωση, φυσικά, πρέπει να συζητήσουμε σε βάθος τη βιωμένη εμπειρία των εργατών πχ. στη Deliveroo να βλέπουν ως αφεντικό τον αλγόριθμο!

19 Αυτές οι συνεντεύξεις έχουν διενεργηθεί ως μέρος ενός σε εξέλιξη συνεργατικού ερευνητικού σχεδίου με εργάτες της Deliveroo και του συνδικάτου IWGB.

20 Συνέντευξη [από εργάτη] στο Deliveroo.

21 Srnicek, 2017.

23 Στμ. UberEATS: Αμερικάνικη υπηρεσία δικτυακών παραγγελιών φαγητού και πλατφόρμα διανομής (όπως η Deliveroo) που εγκαινιάστηκε από την Uber το 2014 με βάση στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια.

24 Στμ. Με άλλα λόγια “βγες, βγες” [από την εφαρμογή].

25 Συνεντεύξεις στη Deliveroo.

26 Şafak Tartanoğlu, ‘The Conditions and Consequences of Informal Organisation in Turkish Call Centres’, ILPC 13-15 Απρίλιος 2014, Λονδίνο, 2014.

27 Arianna Tassinari και Vincenzo Maccarrone, ‘Striking the Startups’, Jacobin, 2017, διαθέσιμο δικτυακά: https://www.jacobinmag.com/2017/01/foodora-strike-…

28 Pete Campbell και Leslie Hook, ‘Mercedes and Uber plan network of self-driving cars’, Financial Times, 31 Ιανουαρίου 2017, διαθέσιμο δικτυακά στο : https://www.ft.com/content/49866534-e7cb-11e6-967b…

29 Παρατίθεται στο BBC: ‘Takeaway app Just Eat to test delivery robots’, BBC News, 6 Ιουλίου 2016, διαθέσιμο δικτυακά: http://www.bbc.com/news/technology-36723089

30Κεφάλαιο, ό.π., 1990, σελ. 549.

31 Στμ. Ένα άλλο εξαιρετικά κομβικό σημείο: είναι απειλή ή δυνατότητα; Αγώνας για τη διατήρηση των δουλειών αυτών ή η απώλειά τους μπορεί να συμβάλλει στην αποφετιχοποίηση της εργασίας και να ανοίξει προοπτικές αγώνα για την κατάργηση της ως μισθωτής σκλαβιάς;

 

 

Διεθνισμός εναντίον Ιμπεριαλισμού

Viewpoint Magazine1

 

Στη Ρωσία το 1917, ο ιμπεριαλισμός ήταν μια χειροπιαστή δύναμη στην καθημερινή ζωή. Να καταταγεί κάποιος στον στρατό και να σταλεί μακριά, να επιταχθεί η σοδειά για το μέτωπο, να εντατικοποιηθεί η δουλειά και η πειθαρχία για την πολεμική βιομηχανία – αυτές ήταν εμπειρίες από τον Μεγάλο Πόλεμο για τις λαϊκές τάξεις, και ήταν πολιτική οξυδέρκεια των Μπολσεβίκων να συναρθρώσουν αυτές τις εμπειρίες στο πρόβλημα του ιμπεριαλισμού. Πραγματικά, οι καθοριστικές πολιτικές θέσεις που υιοθετήθηκαν από τον Λένιν και το υπόλοιπο κόμμα σ’ ολόκληρο το 1917 βασίζονταν, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, στην άποψή τους για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου και την επακόλουθη αμετακίνητη αντίθεση σ’ αυτόν. Ήταν γι’αυτόν τον λόγο που τα Σοβιέτ, και όχι η Προσωρινή Κυβέρνηση και οι συμμετέχοντες σ’ αυτήν, μπορούσαν να διατηρούν την νομιμοποίησή τους σε μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας. Αυτό εξηγούσε την έμφαση που έδιναν οι Μπολσεβίκοι στην οργάνωση των στρατιωτών, που αποδείχτηκε εξαιρετικά αποφασιστική ξανά και ξανά – στις μέρες του Ιουλίου, στη διάρκεια της υπόθεσης Κορνίλοφ και, τελικά, στον Οκτώβρη. Και δεν ήταν τυχαίο ότι ήδη το 1914 ο Λένιν μυρίστηκε την κρίση, αναμφίβολα επειδή κατάλαβε τη σχέση ανάμεσα στη Ρώσικη Επανάσταση του 1905 και τον Ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο που προηγήθηκε από αυτήν.

Στην υπόλοιπη Ευρώπη, φυσικά, ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ήδη αποκαλύψει τα όρια ενός συγκεκριμένου, κυριολεκτικού είδους δι-εθνισμού [inter-nationalism]. Ενώ η κομμουνιστική επανάσταση κατανοούνταν από τον Μαρξ και τον Ένγκελς ως ένα παγκόσμιο φαινόμενο, και το προλεταριάτο ως μια παγκόσμια τάξη, το ίδιο το προλεταριάτο ήταν σμιλεμένο από το έθνος, καθρεφτίζοντας τις ιστορίες που είχαν παράγει τις εθνικές αστικές τάξεις στη Δυτική Ευρώπη και τοποθετώντας τις πολιτικές τους στρατηγικές στο επίπεδο του έθνους-κράτους. Η Πρώτη και η Δεύτερη Διεθνείς ήταν τρόποι για τον συντονισμό αυτών των διαφόρων εθνικών προλεταριακών κομμάτων αλλά η ένταση ανάμεσα σε ένα παγκόσμιο πολιτικό σχέδιο και τον ενσυνείδητα εθνικό χαρακτήρα των υποτιθέμενων υποκειμένων του θα παρέμενε. Αυτό οδήγησε, όπως γράφει ο José Aricó, σε:

ένα ακόμα βαθύτερο ρήγμα στο σοσιαλιστικό κίνημα ανάμεσα σε έναν τυπικό διεθνισμό και έναν de facto καθημερινό εθνικισμό. Συνεπώς, η “καθολικότητα” του προλεταριάτου μεταφραζόταν πάντα στο να βλέπει κανείς, συνειδητά ή μη, συγκεκριμένα “εθνικά” κέντρα – στα οποία συγκεντρωνόταν πιο έντονα η επαναστατική ενέργεια των εργατικών μαζών – ως το σπίτι των καθολικών γνωρισμάτων της τάξης: πρώτα στην Αγγλία, μετά στη Γαλλία, μετά από αυτό στη Γερμανία και τέλος στη Ρωσία2.

Ο ίδιος ο Μαρξ θα αμφισβητούσε όλο και περισσότερο αυτόν τον τρόπο σκέψης για τη σχέση ανάμεσα στο εθνικό και το παγκόσμιο, που κουβαλούσε τα απομεινάρια μιας εγελιανής φιλοσοφίας της ιστορίας, αντλώντας ιδιαίτερα από αναλύσεις της αποικιακής σχέσης της Ιρλανδίας με την Αγγλία και τις συνέπειες αυτής της σχέσης για την ταξική πάλη και στις δυο χώρες3. Παρ’ όλα αυτά, το 1914 η επικράτηση ενός πρακτικού εθνικισμού στην Δεύτερη Διεθνή οδήγησε στην εκτεταμένη εκλογίκευση της σοσιαλδημοκρατικής υποστήριξης στην ιμπεριαλιστική βία, σύμφωνα με την οποία τα μεμονωμένα καπιταλιστικά κράτη, εξαιτίας της υποτιθέμενης ιστορικής τους σπουδαιότητας, θα έπρεπε να τύχουν υπεράσπσισης στο όνομα της ιστορικά προοδευτικής ταξικής πάλης: την υποστήριξη για τον πόλεμο στη Γερμανία μπορούσε να τη σκεφτεί κανείς ως αγώνα ενάντια στην αντιδραστική δύναμη του Τσάρου, την αντίθεση της Γαλλίας στη Γερμανία ως μια “Υπεράσπιση της Δημοκρατίας!” ενάντια στον οπισθοδρομισμό του γερμανικού φεουδαλισμού κλπ.

Αν επρόκειτο τελικά τη Ρωσία να τη σκεφτεί κανείς ως τη μεμονωμένη περίπτωση που καταδείκνυε την παγκόσμια δυνατότητα προλεταριακής επανάστασης, αυτό δεν συνέβαινε σε καμμιά περίπτωση πριν ή στη διάρκεια του 1917. Κατά ειρωνικό τρόπο, το γεγονός ότι ακόμα και οι Ρώσοι επαναστάτες καταλάβαιναν τη χώρα τους να είναι “οπισθοδρομική” ίσως τους απέτρεψε από το λάθος να δουν μυωπικά την πιθανή επαναστατική τους νίκη ως την εκπλήρωση μιας εποχικής κοσμοϊστορικής αναγκαιότητας που θα μπορούσε από μόνη της να οδηγήσει στη χειραφέτηση ολόκληρης της ανθρωπότητας. Αντίθετα, μια μη-επένδυση στην εθνικότητα ήταν η βάση της ικανότητας του Λένιν να αναπτύξει μια στρατηγική σύλληψη του ιμπεριαλισμού στην οποία το προλεταριάτο δεν είχε κανένα λόγο να διαλέξει οποιαδήποτε πλευρά ανάμεσα στις αντιμαχόμενες δυνάμεις. Ο Λένιν θεωρητικοποίησε τον ιμπεριαλισμό ως μια σύγκρουση που πηγάζει από την συγκέντρωση και την κεντρικοποίηση του κεφαλαίου στην οποία τα κράτη είναι τόσο “υποχρεωμένα” στους καπιταλιστές των εθνικών μονοπωλίων τους που θα μπορούσαν να εξαπολύσουν πόλεμο απευθείας ως μέρος της πάλης για καινούριες αγορές, πλουτοπαραγωγικές πηγές και τόπους για εξαγωγή κεφαλαίου. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Μεγάλος Πόλεμος παρουσίαζε μια ευκαιρία: η ενδοκαπιταλιστική σύγκρουση θα δημιουργούσε το είδος εκείνο των κρίσεων που θα επέτρεπαν στα προλεταριακά κόμματα να μετατρέψουν τον “ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε εμφύλιο πόλεμο”. Με άλλα λόγια, ο ιμπεριαλισμός θα έπρεπε να κατανοηθεί από τα αποτελέσματά του πάνω στο πεδίο των εθνικών ταξικών αγώνων και στην όξυνση αυτών των αγώνων σε όλα τα έθνη· οι εργαζόμενες τάξεις θα ήταν καλλίτερα να πανηγυρίσουν για την ήττα της δικής τους άρχουσας τάξης παρά να υποστηρίξουν έναν πόλεμο που μόνο το κεφάλαιο θα συνέφερε, με τους εργάτες και τους αγρότες σαν κρέας για τα κανόνια. Πραγματικά, ακόμα και μετά την επιτυχία της Φεβρουαριανής Επανάστασης, και προς αδιαμφισβήτητο πολιτικό όφελος των μπολσεβίκων, ο Λένιν θα κρατούσε αυτή τη γραμμή, υποστηρίζοντας ότι: “ακόμα και η ελάχιστη παραχώρηση στον επαναστατικό αμυντισμό είναι μια προδοσία του σοσιαλισμού, μια πλήρης αποκήρυξη του διεθνισμού, άσχετα από το ποιες ωραίες φράσεις και “πρακτικοί” λόγοι μπορεί να φαίνονται δικαιολογημένοι”4.

Ήταν στη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, λοιπόν, που δυο τάσεις του διεθνισμού, ως διακριτές απαντήσεις στον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, θα ξεκαθάριζαν μέσα στο εργατικό κίνημα: πρώτη, ο δι-εθνισμός, της οποίας το εθνικιστικό υπόστρωμα/βάσεις είχαν παραδόξως δημιουργήσει συνενοχή στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, και δεύτερη αυτό που ο Michael Hardt και ο Toni Negri αποκαλούν έναν “αντιεθνικιστικό” διεθνισμό, σύμφωνα με τον οποίο:

ο διεθνισμός ήταν η επιθυμία ενός ενεργού μαζικού υποκειμένου που αναγνώριζε ότι τα έθνη-κράτη ήταν βασικοί παράγοντες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ότι το πλήθος συνέχιζε να κατατάσσεται για να πολεμά τους χωρίς νόημα πολέμους τους – εν συντομία, ότι το έθνος-κράτος ήταν μια πολιτική μορφή της οποίας οι αντιφάσεις δεν μπορούσαν να υπαχθούν/απορροφηθούν και να εξαγνιστούν αλλά μόνο να καταστραφούν. Η διεθνιστική αλληλεγγύη ήταν όντως ένα σχέδιο για την καταστροφή του έθνους-κράτους και την οικοδόμηση μιας νέας παγκόσμιας κοινότητας5.

Σ’ αυτή τη δεύτερη άποψη, ένας διεθνισμός που αντιτίθεται στον ιμπεριαλισμό θα έπρεπε να πάει πέρα από το να καθρεφτίζει τη μορφή του σαν μια αλυσίδα για τα έθνη· αυτή ήταν η άποψη του Λένιν, τοποθετημένη ακριβώς στον αδύναμο κρίκο του τελευταίου, εκεί που τα αντιφατικά φαινόμενα της ταξικής πάλης, της πολιτικής κρίσης και της παγκόσμιας διαμάχης θα συμπυκνώνονταν σε μια από τις πρώτες προλεταριακές επαναστατικές ρήξεις του 20ου αιώνα. Αναγνωρίζοντας τον ιμπεριαλισμό σαν ένα φαινόμενο διακριτό αλλά, σε κάθε περίπτωση, αδιαχώριστο από τον καπιταλισμό, οι Μπολσεβίκοι μπορούσαν να πάρουν υπόψιν τους τις πραγματικές συνέπειές του στη σχέση των ταξικών δυνάμεων στη συγκυρία και να αναπτύξουν μια αντιπολεμική πολιτική θέση που πολύ λίγοι άλλοι ήταν διατεθιμένοι να ακολουθήσουν.

Η εύπλαστη αυτή σχέση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο συλλήψεις του διεθνισμού και το ζήτημα του ιμπεριαλισμού θα επανερχόταν επανειλημμένα στο υπόλοιπο του 20ου αιώνα. Αλλά παραδόξως, τα αποτέλεσμα αυτού του χρόνου που μεσολάβησε που μας έχει δώσει το παρόν υπήρξε να καταστούν οι έννοιες του ιμπεριαλισμού και του διεθνισμού αδιαφανείς. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ιμπεριαλισμός ο ίδιος απουσιάζει για τους εργάτες τους κόσμου· όσοι είναι αντιμέτωποι με επιθέσεις από drone ή την καθημερινή στρατιωτική κατοχή, όσοι συνθλίβονται κάτω από το βάρος των κρατικών χρεών των κυβερνήσεών τους ή από κυρώσεις από το εξωτερικό, οι στατιώτες που σέρνονται συνεχώς σε πολέμους και αυτοί που ρισκάρουν τη ζωή τους για να διασχίσουν ή να συλληφθούν στα σύνορα, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, όλοι σίγουρα ζουν την ύπαρξη του ιμπεριαλισμού. Αλλά το να επανα-συλλάβουμε πραγματικά την ιδιαιτερότητα αυτής της ύπαρξης, και ακόμα περισσότερο να θέσουμε μια στατηγική και διεθνιστική απάντηση, θα σήμαινε να σκεφτούμε από κοινού τι “ενεργεί” πραγματικά σε όλες αυτές τις εμπειρίες. Αν ο ιμπεριαλισμός σήμερα δεν μπορεί να αναχθεί σε οποιοδήποτε μοναδικό φαινόμενο (ούτε καν σε ένα μαζικό φαινόμενο στην κλίμακα ενός παγκοσμίου πολέμου), αυτό συμβαίνει επειδή εμφανίζεται ταυτόχρονα και πανταχού παρών και διάσπαρτος. Πώς να εξηγήσουμε λοιπόν σήμερα την ιστορία που έχει ενισχύσει τον ιμπεριαλισμό ενώ κάνει όλο και πιο δύσκολο τον ορισμό του;

Η μεταψυχροπολεμική περίοδος έχει σίγουρα παράγει έναν αριθμό προσπαθειών για μια διακριθούν αναλυτικά και να κεντραριστούν νέοι τρόποι πολιτικής και οικονομικής υποτέλειας ακόμα και μέσα στα θραύσματα παλιότερων σχηματισμών κυριαρχίας και κοινωνικής ισχύος. Μια συστάδα ιστορικών μελετών, μερικές πιο φιλόδοξες από άλλες, υποδεικνύουν ότι ο ιμπεριαλισμός καλά κρατεί, έστω κι αν οι μελέτες αυτές διαφέρουν στην προσπάθεια να ξεκαθαριστεί ο ακριβής χαρακτήρας του οι αιτίες και τα αποτελέσματα6. Για τους σκοπούς του παρόντος, μπορούμε να αναλύσουμε μερικά από τα κομμάτια που μας εμποδίζουν να καταλάβουμε τόσο τη θέση του ιμπεριαλισμού σε μια εξήγηση του παρόντος καθώς τις προσδοκίες για οποιαδήποτε αντιιμπεριαλιστική προοπτική σε μια κομμουνιστική πρακτική.

Πρώτο κομμάτι, όπως σηματοδοτήθηκε παραπάνω, είναι η συνεχιζόμενη συνάφεια του έθνους-κράτους υπό τον “μετα-αποικιακό καπιταλισμόή την “καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση”, αν και επαναστοιχειοθετημένη με ποικίλους τρόπους7. Οι άνισες γεωγραφίες, οι διαστρωματωμένες χρονικότητες, και τα πολλαπλά εργασιακά καθεστώτα που σηματοδοτούν τη σύγχρονη καπιταλιστική συσσώρευση και χρηματιστικοποίηση σήμερα σίγουρα έχουν μετασχηματίσει τη διεθνή τάξη· αλλά ο ρόλος και η εμβέλεια πολλών κρατών έχει επανεγγραφεί και (εκ)συγχρονιστεί ώστα να ταιριάξει με τον τέμπο και τι απαιτήσεις της καπιταλιστικής παραγωγής και αναπαραγωγής. Η μετάβαση από αντι-αποικιοκρατικά κινήματα ή κινήματα αυτοχθόνων σε διαδικασίες κρατικής οικοδόμησης και, εν μέσω της παγκόσμιας αντεπανάστασης, ενσωμάτωσης στην παγκόσμια αγορά μεγάλων τμημάτων της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής έχουν καταδείξει τις δυσκολίες προηγούμενων αστερισμών αντιιμπεριαλισμού και της εξάρτησής τους από τη μορφή-έθνος8. Φυσικά, πολλά από τα κινήματα αυτά προσέφεραν ουσιώδεις ενοράσεις/διεισδυτικές ματιές στην πολιτική του αντιιμπεριαλισμού και τα περισσότερα περιείχαν στοιχεία που επεδίωκαν την εθνική απελευθέρωση μόνο σαν ένα συγκυριακό σκαλοπάτι προς την διεθνή κομμουνιστική επανάσταση. Όμως καθώς πολλά μετα-αποικιακά ή αναπτυσσόμενα κράτη έχουν ενσωματωθεί – όχι χωρίς σημαντικές συγκρούσεις, κρίσεις και βία – στις οικονομικές συμφωνίες και τους πολιτικούς σχηματισμούς του καπιταλιστικού μπλοκ, το ριζοσπαστικό φαντασιακό μιας συνεργασίας Νότου-Νότου έχουν ξεθωριάσει9. Φυσικά μια τέτοια ενσωμάτωση είναι πιο ποικιλόχρωμη από τον “επίπεδο κόσμο” της αυταπάτης του Friedman. Η συστοιχία των τεχνολογιών στοχοποίησης των ΗΠΑ – κυρώσεις ενάντια στο Ιράν και την Ζιμπάμπουε, εμπάργκο στην Κούβα, λίστες τρομοκρατών στις Φιλιππίνες, την Τουρκία, τον Λίβανο και την Παλαιστίνη, καθώς και η απροκάλυπτη/ευθεία επιθετικότητα – μας προσκαλεί να εξετάσουμε με ποιο τρόπο μπορούν οι ιδιαιτερότητες των μορφών καπιταλιστικής εξουσίας να ανιχνευτούν στην κατακερματισμένη ιστορία του σύγχρονου ιμπεριαλισμού και αποικιοκρατίας.

Η πρόκληση της επαναενεργοποίησης ενός αποτελεσματικού προλεταριακού διεθνισμού γίνεται ακόμα πιο επιτακτική από την επιθετική άνοδο των δεξιών εθνικισμών, οι οποίοι έχουν πάρει ένα φάσμα οργανωτικών και ιδεολογικών προσωπείων. Η ξεκαθαρισμένη ιδεολογική μορφή αυτής της δεξιόστροφης μετατόπισης/στροφής είναι ένας ενθαρρυμένος “κτητικός εθνικισμός” στον Βορρά, που περιστρέφεται γύρω από περιοριστικές πολιτικές για τη μετανάστευση και το εμπόριο, σαν απάντηση σε αυτό που γίνεται αντιληπτό ως διάβρωση των εδαφικών λογικών της εθνικής κυριαρχίας, και η υβριδοποίηση της εθνικής-εθνοτικής κοινότητας10. Οποιαδήποτε παρατεταμένη μάχη ενάντια σε αυτές τις ιθαγενιστικές παρορμήσεις11 ιδιαίτερα καθώς αυτές διαχέονται στα σοσιαλδημοκρατικά ή αριστερά φιλελεύθερα κόμματα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ – θα χρειαστεί να επανενδυναμώσει τη σύνδεση ανάμεσα στη μετανάστευση και τον ιμπεριαλισμό, με την πρώτη να συνιστά με πολλούς τρόπους μια αναρροή [reflux] του δεύτερου. Εδώ μπορούμε, ίσως, να επικεντρώσουμε στην πλούσια κληρονομιά και την πραγματικότητα της πάλης των μεταναστών για κομμουνιστικές πολιτικές και το πώς ζητήματα κινητικότητας, ελέγχου και αποστέρησης είναι τώρα στον πυρήνα της ιμπεριαλιστικής δυναμικής. Οι πολιτικοί και κοινωνικοί, άτυποι και τυπικοί χώροι μετανάστευσης παραμένουν ένα ανοιχτό πεδίο για διερεύνηση. Όπως παρατήρησε ο Etienne Balibar πριν από 40 χρόνια: “η συγκεκριμένη γνώση των αιτιών και των αποτελεσμάτων της μετανάστευσης είναι ένα αμφίδρομο οδηγητικό νήμα για την κατανόηση του ιμπεριαλισμού”, ένα γεγονός που “καθιστά τον διεθνισμό, περισσότερο από ποτέ, την ίδια τη συνθήκη των αγώνων για την απελευθέρωση των εργατών12. Αυτό εγείρει την πρακτική αναγκαιότητα της αναθεώρησης του ρεπερτορίου των τακτικών και των στρατηγικών οριζόντων του αντιιμπεριαλισμού. Ο επί δύο σχεδόν δεκαετίες “Πόλεμος ενάντια στην Τρομοκρατία” – ένας ευφημισμός για έναν πόλεμο ενάντια στην ανθρώπινη ευημερία στη Μέση Ανατολή και έναν πόλεμο ενάντια στους Μουσουλμάνους στο εσωτερικό – έχει αποδειχτεί δύσκολος κόμπος για τον αντιπολεμικό και αντιστατοκρατικό ακτιβισμό στο “υπογάστριο του κτήνους”, ιδιαίτερα καθώς η βία των ΗΠΑ, εν μέσω μιας ακόμα ρηχότερης ηγεμονίας στο εσωτερικό, παίρνει μορφές άλλες από αυτήν της αμερικάνικης αρβύλας στο έδαφος. Το ξεθώριασμα – ή η καταστροφή -του αντιπολεμικού κινήματος μετά το 2005, που ακολούθησε μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στην εισβολή στο Ιράκ που εμφάνισε αξιόλογη από τα κάτω κινητοποίηση, είναι ένα κρίσιμο επεισόδιο πάνω στο οποίο θα πρέπει να αναλογιστούμε. Οι πανταχού παρόντες επανδρωμένοι και μη αεροπορικοί βομβαρδισμοί, η διάχυση και συχνά συγκαλυμμένη φύση των επιχειρήσεων ενάντια σε εξεγέρσεις, ο πολλαπλασιασμός των αντιπροσώπων [proxies] των ΗΠΑ, και πυκνά οικονομικά δεσμά έχουν καταστήσει τις στρατιωτικές συγκρούσεις της αμερικάνικης αυτοκρατορίας, ίσως της πιο ορατής εμφάνισης τιυ ιμπεριαλισμού, μια ασύμμετρη αλλά συνεχή παρουσία. Οποιαδήποτε μάχη με διάρκεια εναντίον της πρέπει να συντονιστεί γύρω από διάφορα μέτωπα. Πρόσφατες εμπειρίες μαζικής διαμαρτυρίας δείχνουν ότι ένα ισχυρό αντιπολεμικό κίνημα, αν πρόκειται να επανεμφανιστεί, θα πρέπει να το κάνει με μια άλλη μορφή/σχήμα και σε στενή σχέση με άλλες ανατρεπτικές δυνάμεις στην κοινωνία, σαν επέκταση της παρεκβατικής και στρατηγικής τους απεύθυνσης/επίρρειας. Το υψηλό επίπεδο οργανωμένης αντίστασης στην στρατιωτικοποιημένη συνοριακή ασφάλεια και στις καταπιεστικές μεταναστευτικές πολιτικές, οι περιβαλλοντολογικές/αντι-εξορυκτικές εκστρατείες γύρω από το Standing Rock και αλλού, και οι εκκολαπτόμενες συμμαχίες και ακτιβιστικά περιβάλλοντα που έχουν ενισχυθεί γύρω από τις πρωτοβουλίες για τηςν Διεθνή Απεργία των Γυναικών (σε συντονισμό με καλέσματα από τη Λατινική Αμερική για μια νέα φεμινιστική Διεθνή) υποδεικνύουν ένα πραγματικό δυναμικό για την οικοδόμηση ενός λαϊκού αντιιμπεριαλισμούαπό γειωμένους κοινωνικούς αγώνες, συνδέοντας τους τόπους του [κοινωνικού] ανταγωνισμού κατά μήκος νεο-αποικιοκρατικών και αυτοκρατορικών μετώπων. Μπορεί να δει κανείς πώς αυτό αλλάζει τους σκοπούς και τους στόχους των κινημάτων μιας εναλλακτικής-παγκοσμιοποίησης [alter-globalization], όπως φαίνεται παραδειγματικά στη μαχητικότητα των διαδηλώσεων που ακολουθούν κατά πόδας τις συναντήσεις κορυφής συγκρουόμενες άμεσα με τα ηγετικά οικονομικά και χρηματιστηριακά σώματα, ή στην παράλληλη θεσμική οικοδόμηση και τη διεθνική δικτύωση οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών που εμπλέκονται στα Παγκόσμια Κοινωνικά Φόρουμ13. Μια πιο επαρκής προσέγγιση στα ζητήματα συντονισμού και αλληλεγγύης μεταξύ συνόρων θα έπρεπε να διερευνήσει πώς η πολιτική οργάνωση συνδυάζεται με τις υλικές πρακτικές της μετάφρασης και να αναγνωρίσει ότι ακόμα και κάποιες τοπικοποιημένες ανησυχίες συχνά εμπλέκουν τις κοινοτοπίες και τις διαιρέσεις του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού14. Οι μεταλλάξεις της ταξικής πάλης, όπου ένα μισθωτό προλεταριάτο έχει δώσει τη θέση του σε πιο διαφοροποιημένες κοινωνικές συμμαχίες και ενώσεις αυτού που ο Goran Therborn αποκαλεί “πληβειακά στρώματα” ή “λαϊκές τάξεις”, έχει προσφέρει αναλαμπές αυτού με το οποίο θα μπορούσε να μοιάζει μια αντιιμπεριαλιστική κινητοποίηση: νέες στρατηγικές συνύφανσης ξεσπασμάτων αναστάτωσης, συνέργειας και ανταγωνισμού καθώς επεκτείνονται πάνω σε ένα ασταθές έδαφος15.

Σήμερα είναι αναγκαίο να επαναθέσουμε την έννοια και το ζήτημα του ιμπεριαλισμού. Συμφωνούμε με τον Λένιν ότι αναγνωρίζουμε πως καμμιά επανάσταση, ούτε καν εθνική, δεν είναι δυνατή αν δεν συλλάβουμε την επίδραση του ιμπεριαλισμού πάνω σε οποιαδήποτε τοπική συνάρθρωση της εργατικής τάξης. Και, φυσικά, συμφωνούμε περαιτέρω ότι καμμιά εθνική επανάσταση δεν είναι αρκετή για τον στόχο του κομμουνισμού. Με λίγα λόγια, βλέπουμε τον ιμπεριαλισμό τόσο σαν εμπόδιο στον όσο και σαν εχθρό του διεθνισμού και, με τη σειρά του, βλέπουμε τον διεθνισμό ώς μια θέση που θα πρέπει να συγκροτηθεί μέσα στην ίδια την πάλη της εργατικής τάξης. Συνεπώς, και με τον κίνδυνο απλούστευσης της προσέγγισής μας, προτείνουμε ότι να εξετάσουμε τον ιμπεριαλισμό σήμερα σημαίνει να τον φέρουμε στο βασίλειο της σύνθεσης/συγκρότησης της τάξης. Αυτό δεν μπορεί να περιλαμβάνει την αποκήρυξη της πολύπλοκης ιστορίας του μαρξισμού και της λαϊκής πάλης σε σχέση με τον ιμπεριαλισμό, ούτε μια απλή επανάληψη οποιωνδήποτε στιγμών της. Στο έκτο τεύχος του Viewpoint, επιδιώκουμε, αντίθετα, την δυνατότητα μιας συνάντησης, φέρνοντας μαζί ιστορικές εξηγήσεις, τεχνήματα αγώνων, και θεωρητικές παρεμβάσεις, παρελθούσες και παροντικές. Συνεπώς ούτε “προσυπογράφουμε” όλες τις θέσεις που αντιπροσωπεύονται στο παρόν τεύχος ούτε απορρίπτουμε όσες πιθανόν απουσιάζουν από αυτό, που αποτελεί μια από θέση εμπλοκή με το πρόβλημα της αντίθεσης στον ιμπεριαλισμό μέσα από την αμερικανική αυτοκρατορία· είμαστε περήφανοι που προσφέρουμε αυτές τις συνεισφορές ως ένα υλικό για τη μακροπρόθεση δουλειά της σκέψης πάνω και της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό τον 21ο αιώνα.

Δεν θα υπερβάλλουμε σχετικά με τη συστηματικότητα αυτής της προσέγγισης· το να προχωρήσουμε με αυτόν τον τρόπο συνεπάγεται το ρίξιμο μιας ζαριάς. Πιθανόν να περιλαμβάνει το να ακολουθήσουμε μια ιστορία και να την παρατήσουμε, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσουμε εντελώς ξαφνικά τη σπουδαιότητά της όταν θα έχουμε προχωρήσει σε μια άλλη φαινομενικά άσχετη ή όταν αργότερα συζητάμε ένα πιεστικό πρόβλημα σε μια πολιτική συνάντηση. Οι κατηγορίες που παρουσιάζουμε εδώ θα μπορούσαν να παρουσιαστούν κι αλλιώς, και τα διάφορα θέματα και αντικείμενα που έχουν μπει στο παρόν τεύχος σίγουρα δεν αρκούν για να γεμίσουν το κενό στην έννοια του ιμπεριαλισμού που απαιτεί το παρόν μας. Υπο-αντιπροσωπεύονται ή δεν αντιπροσωπεύονται καθόλου η μετανάστευση και οι αγώνες που την περιβάλλουν· ο οικολογικός ιμπεριαλισμός και το κλιματικό χρέος· ο ρόλος της Κίνας και άλλων χωρών με αυξανόμενο οικονομικό βάρος και πολιτική σπουδαιότητα· η μεταβαλλόμενη φύση του πολέμου – συμβατικός, πυρηνικός ή άλλος· οι κυρώσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ ως ένα εργαλείο της τέχνης του πολέμου και του κράτους· ο ρόλος της πρωτογενούς εξόρυξης16 και άλλες περιβαλλοντικές απειλές· η συνεχιζόμενη παρουσία και τα αποτελέσματα της εποικιστικού αποικισμού· και σίγουρα πολλά περισσότερα ακόμα. Όπως πάντα, ελπίζουμε ότι το παρόν τεύχος του Viewpoint είναι μόνο η αρχή. Αν τα έργα που περιλαμβάνονται εδώ μπορούν να είναι ένα θεμέλιο για περισσότερη θεωρητική και πολιτική δουλειά, θα είμαστε ευχαριστημένοι. Και αν άλλοι παρακινηθούν να συμπληρώσουν αυτό που εμείς, και όσοι συνεισέφεραν εδώ, έπρεπε να αφήσουμε στην άκρη, τότε ακόμα κι αυτές οι ελλείψεις θα έχουν έναν σκοπό.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από το: https://www.viewpointmag.com/2018/02/01/internationalism-against-imperialism. Είναι το editorial του 6ου τεύχους του Viewpoint Magazine, αφιερωμένο στον “Ιμπεριαλισμό”.

2 José Aricó, Marx and Latin America, trans. David Broder (Chicago: Haymarket, 2014).

3 Kolja Lindner, “Marx’s Eurocentrism: Postcolonial studies and Marx scholarship”, Radical Philosophy 161 (Μάιος – Ιούνιος 2010).

4 Β.Ι. Λένιν, “Τα καθήκοντα του Προλεταριάτου στην Επανάστασή μας”, 1917, γνωστό και ως: “Θέσεις του Απρίλη”, διαθέσιμο δικτυακά εδώ: https://www.marxists.org/ellinika/archive/lenin/works/1917/04/04/april.htm.

5 Michael Hardt και Antonio Negri, “Αυτοκρατορία”, εκδόσεις Scripta, 2002.

6 Οι David Harvey, Ellen Meiksins Wood, Robert Brenner, και, πιο πρόσφατα οι Γιάννης Μηλιός και Δ.Σωτηρόπουλος μας έρχονται εδώ στο μυαλό· δείτε επίσης το πρόσφατο έργο του John Smith, τις συνεχιζόμενες συνεισφορές από τους Utsa και Prabhat Pantnaik, παρεμβάσεις από τον Samir Amin, και άλλες προσπάθειες συγκεντρωμένες γύρω από το περιοδικό Monthly Review. Κανείς μπορείς επίσης να συμβουλευτεί τα δοκίμια των Salar Mohandesi και Jerome Roos στο παρόν τεύχος. Στμ. Η αναφορά στους Μηλιό και Σωτηρόπουλο πρέπει να αφορά προφανώς το “Rethinking Imperialism: a study of capitalist rule”, Pelgrave-MacMillan, 2009, διαθέσιμο: http://users.ntua.gr/jmilios/1__Rethinking_Imperialism__A_Study_of_Capitalist_Rule.pdf, και στα ελληνικά μάλλον ως: “Ιμπεριαλισμός, Χρηματοπιστωτικές Αγορές, Κρίση”, εκδόσεις νήσος, 2011, διαθέσιμο δικτυακά στο: http://users.ntua.gr/jmilios/Imperialismos_XP-Agores_Krisi.pdf.

7 Δείτε Leo Panitch και Sam Gindin, The Making of Global Capitalism: The Political Economy of U.S. Empire (London: Verso, 2013).

8 Δείτε Etienne Balibar, “The Nation Form: History and Ideology,” μετάφραση Chris Turner, στο Immanuel Wallerstein and Etienne Balibar, Race, Nation, Class (London: Verso, 1991).

9 Δείτε Vijay Prashad, The Poorer Nations: A Possible History of the Global South (New York: Verso, 2012).

10 Δείτε το άρθρο του Brenna Bhandar στο παρόν τεύχος.

11 Στμ. Στο πρωτότυπο: nativist: ο αναφερόμενος στον ιθαγενή, ντόπιο, αυτόχθονα.

12 Δείτε Etienne Balibar, “Lénine, les communistes, l’immigration,” στο Cinq études sur matérialisme historique (Paris: Maspéro, 1974), 195–201. Μια μετάφραση αυτού του κειμένου θα εκδοθεί προσεχώς στο Viewpoint.

13 Donatella Della Porta, Globalization from Below: Transnational Activists and Protest Networks (Minneapolis: University of Minnesota Press, 2006)· Research Unit for Political Economy, Mumbai, “The Economics and Politics of the World Social Forum,” Aspects of India’s Economy 35 (Σεπτέμβριος 2003).

14 Δείτε Sandro Mezzadra και Brett Neilson, Border as Method (Durham: Duke University Press, 2013); Kelly Mulvaney, “Translating Constituent Process, or the Political Work of Translation,” Eipcp transversal, Σεπτέμβριος 2016.

15 Goran Therborn, “Class in the 21st Century,” New Left Review II, no. 78 (Νοέμβριος–Δεκέμβριος 2012): 5–29. Δείτε επίσης Michael Denning, “Representing Global Labor,” Social Text 25, no. 3 (Φθινόπωρο 2007): 125–45· Sandro Mezzadra και Verónica Gago, “In the Wake of the Plebeian Revolt: Social Movements, ‘Progressive’ Governments, and the Politics of Autonomy in Latin America,” Anthropological Theory 17, no. 4 (2017): 474–496.

16 Στμ. Στο πρωτότυπο: primary extraction.

ZAD – Ρεβάνς1

Το πρωί της Δευτέρας 9 Απριλίου 2018, λίγο πριν την επίθεση της γαλλικής αστυνομίας, οι φίλοι μας στην ZAD (Zone á Défendre) κυκλοφόρησαν αυτό το κείμενο στην πλατφόρμα lundi.com

 

Ετοιμαζόμαστε γι’ αυτό εδώ και πέντε χρόνια, αν και έχουμε κάνει μέχρι τώρα κινήσεις για να μην συμβεί. Παρ’ όλα αυτά, είμαστε τώρα στην αυγή μιας ακόμα μεγάλης κλίμακας αστυνομικής επιχείρησης της οποίας το εύρος και η διάρκεια είναι άγνωστες. Το κράτος πρέπει να “ισοφαρίσεις”, άρα έπρεπε να υπάρξει μια επανάληψη. Όλοι στην επαρχία, κόσμος που έχει επισκεφτεί τη zad αναρωτιούνται πόσο μακριά θα το πάει ο Μακρόν για να βάλει τέλος σε μια από τις πιο όμορφες συλλογικές πολιτικές περιπέτειες της τελευταίας δεκαετίας, στη δυνατότητα ύπαρξης ενός χώρους για την αναζήτηση άλλων μορφών ζωής2. Ενώ ξαναστήνονται τα οδοφράγματα στους επαρχιακούς δρόμους, όλοι εδώ συσπειρωνόμαστε και αναρωτιόμαστε τι θα υπάρχει αύριο, τι θα απομείνει από την τρεμάμενη καρδιά της ύπαρξής μας από μέρα σε μέεα. Περισσότερο απ’ όλα, το αγκάλισμά μας λέει αυτό: πέντε χρόνια μετά την Επιχείρηση Καίσαρς, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την εισβολή, να κρατήσουμε τις θέσεις μας με κάθε κόστος, και να εξασφαλίσουμε, για μια ακόμα φορά, ότι το μέλλον παραμένει ανοιχτό.

Μόλις περάσαμε από μια ταραγμένη περίοδο μετά την εγκατάλειψη από το κράτος [του σχεδίου για το αεροδρόμιο], μια περίοδο που έβριθε από εντάσεις και τον πειρασμό να εμπιστρέψει ο καθένας στα δικά του χωράφια ή πραγματικά απλά να τα παρατήσει. Αλλά για πολλούς από μας, ολόκληρη αυτή η περίοδος σημαδεύτηκε επίσης από τη συνεχή έρευνα για το περίγραμμα ενός κοινού δρόμου προς τα μπροστά. Ήταν μάλλον αρκετά επώδυνο κάποιες φορές σ’ αυτές τις τελευταίες βδομάδες πόσο εκτεταμένα μπορεί να διαδοθεί ένα απλό δυιστικό και καταθλιπτικό αφήγημα. Αυτή τη στιγμή αλήθειας, προτιμούμε να ξαναθυμηθούμε έστω αυτό που κάνει εφικτό να σκεφτόμαστε ακόμα με έναν συλλογικό τρόπο που να μοιραζόμαστε. Πριν η καταιγίδα ξεσπάσει και πάλι εδώ, τα παρακάτων είναι ένας τρόπος να επικοινωνήσουμε γιατί εξακολουθούμε να θεωρούμε ακόμα πολύ ζωτικό να συνεχίσουμε την υπεράσπιση της zad. Εδώ, στο πεδίο όπου καθένς από μας θα βρίσκεται τις επόμενες μέρες. Αλλά και στους επόμενους μήνες, αφού ο Καίσαρας 2 είναι σίγουρο ότι δεν θα βάλει ένα τέλος σ’ αυτό που κάνουμε εδώ.

Τι δεν αφορά η διαπραγμάτευση

Μετά την εγκατάλειψη από την κυβέρνηση του σχεδίου για το αεροδρόμιο, το κίνημα αποφάσισε όντως να μπει σε έναν διάλογο με σκοπό να διαπραγματευτεί το δικό του όραμα για το μέλλον της zad. Αυτή η ακολουθία γεγονότων μας ανάγκασε να χειριστούμε καινούρια ζητήματα. Οδηγούμασταν από στόχους καθαρούς ευθύς εξαρχής και εξαιρετικά σύνθετους:

  • Να εξουδετερώσουμε την ημι-απόλυτη αναγκαιότητα της εκδίκησης του κράτους απέναντι στη zad (με τη μορφή μιας επιχείρησης εκκένωσης) και συνεπώς να κρατήσουμε τους κάτοικους αυτής της περιοχής εδώ, με όλη τους την ποικιλομορφία.

  • Να διατηρήσουμε, όσο το δυνατόν περισσότερο, τα περιθώρια της αυτονομίας που έχουν προσδώσει σ’ αυτό το πείραμα το νόημά του εξασφαλίζοντας, την ίδια στιγμή, τη σταθερότητα που επιθυμούν αρκετοί από αυτούς που σχεδιάζουν να μείνουν εδώ.

  • Να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε τη συλλογική ευθύνη για τα πεδία της zad και τους δεσμούς της με άλλους σε εξέλιξη αγώνες.

Σ’ αυτή την περίοδο, δεν υπήρχε ποτέ για μας μια επιλογή ανάμεσα στο να διαπραγματευτούμε Ή να παλέψουμε. Ποτέ δεν έχουμε υποθέσει ότι θα μπορούσαμε να πάρουμε αυτό που θέλουμε μέσα από τα κυβερνητικά γραφεία. Η διαπραγμάτευση είναι μόνο ένας από τους μοχλούς που το κίνημα έχει επιλέξει για τον εαυτό του μετά την εγκατάλειψη, και βασίζεται σε μια σχέση των δυνάμεων που έχουν παραχθεί μέσα από τα χρόνια αντίστασης. Είναι αυτές οι ίδιες δυνάμεις που θα μπορέσουν να σκεφτούν μια επιθετική διαπραγμάτευση, και θα οργανώσει μια συγκέντρωση μπροστά στη νομαρχία όταν οι απαντήσεις του κράτους δεν είναι ικανοποιητικές. Αυτές οι δυνάμεις έχουν, στην πορεία των τελευταίων εβδομάδων, ηγηθεί μιας δικαστικής και πολιτικής πάλης ενάντια σε όλες τις εκκενώσεις, οργάνωσαν μια διαδήλωση στη Ναντ γι’ αυτό το ζήτημα με συλλογικότητες προσφύγων και άθλια στεγασμένων, και θα είναι επίσης αυτές που θα αντισταθούν φυσικά επί τόπου όταν το κράτος θα προσπαθήσει να εκκενώσει τοποθεσίες μέσα στη ζώνη.

Με δεδομένο τον φόβο να χάσουν το πλεονέκτημα της ζώνης, δεν ήταν καθόλου προφανής η επιλογή για τους καταληψίες να ριχτούν στο τζογάρισμα της διαπραγμάτευσης. Αλλά για άλλα κομμάτια του κινήματος, δεν ήταν καθόλου προφανές να καθυστερούν την έκβαση της περιόδου μετά την εγκατάλειψη [των κυβερνητικών σχεδίων] και να θέσουν τις επείγουσες αποφάσεις που αυτή η έκβαση αυτή απαιτούσε στα χέρια μεγάλων και ετερογενών συνελεύσεων. Αυτοί οι κίνδυνοι και η αμοιβαία ανάληψη των ευθυνών είναι ακριβώς αυτά που μας επέτρεψαν να συνεχίσουμε να κινούμαστε μαζί αντί να εγκαταλείψουμε ή να απομονώσουμε ο ένας τον άλλον. Σ’ αυτή την περίπτωση, πιστεύαμε αταλάντευτα ότι ήταν απαραίτητο να προσπαθήσουμε να εμπλακούμε εκείνη τη στιγμή ώστε να μπορούμε επίσης να συνεχίσουμε πέρα από αυτό το σημείο, οποιαδήποτε στιγμή η διαπραγμάτευση έδειχνε τα όριά της.

Για χρόνια, η ικανότητα του κινήματος ενάντια στο αεροδρόμιο να συνθέτει και να ανασυνθέτει τον εαυτό του ήταν ένας εφιάλτης για την κυβέρνηση. Η πιθανότητα ότι το κίνημα θα επέμενε και μετά από την “εγκατάλειψη” ήταν εξαιρετικά αμφιλεγόμενη γι’ αυτούς. Κατά συνέπεια, στην αρχή των διαπραγματεύσεων, ένας από τους πρώτους στόχους της κυβέρνησης ήταν ξεκάθαρα να τινάξει στον αέρα τη μορφή της κοινής αντιπροσωπείας που είχαμε επιλέξει. Έπρεπε επίσης να εμποδίσει τη θέλησή μας να προωθήσουμε τα μελλοντικά επίδικα της πάλης μας “εγκάρσια”: από την άρνηση των εξώσεων στη συλλογική ευθύνη του κινήματος για τη γη, σε σταθερή αντίθεση στην επιστροφή σε μια κλασσική αγροτική διαχείριση, χωρίς να ξεχνάμε το ζήτημα της αμνηστείας. Η νομαρχία προσπάθησε, αναλόγως, να επιλέξει τους συνομιλητές ανάμεσά μας και να τους συγκαλέσει να αποτελέσουν μέλη μιας αυστηράς αγροτικής οργανωτικής επιτροπής. Σε κάθε τμήμα του κινήματος, και στις συνελεύσεις, η αντιπαράθεση ήταν μακρά. Δεν πρέπει κανείς να υποτιμήσει τη δύναμη αυτών των θελγήτρων και την ενέργεια που η νομαρχία αφιέρωσε για να αποφύγει την απόρριψη. Το πλαίσιο που είχαμε σιγά-σιγά κατασκευάσει θα μπορούσε να είχε γίνει κομμάτια, αλλά η μανούβρα της νομαρχίας απέτυχε. Η Acipa3 [Association Citoyenne Intercommunale des Populations concernées par le projet d’Aéroport de Notre Dame des Landes] απέρριψε την πρόσκληση του Νομάρχη ενώ η Confédération paysanne [Αγροτική Συνομοσπονδία] κάλεσε σε συγκέντρωση απέναντι από την οργανωτική επιτροπή και αποφάσισε να μεταφέρει σ’ αυτήν το μήνυμα του κινήματος. Η κοινή αντιπροσωπεία άντεξε. Η νομαρχία αναγκάστηκε να υποχωρήσει άμεσα και να δεχτεί την αντιπροσωπεία ως συνομιλητή. Ενώ αρχικά επρόκειτο να συνεχιστούν μόνο αγροτικές δραστηριότητες, η προσφορά τώρα αφορά και “παρα-αγροτικές δραστηριότητες με την ευρεία έννοια” και είναι ήδη σχεδόν σίγουρο ότι αρκετές εκατοντάδες εκτάρια διασωσμένων και συλλογικά διαχειριζόμενων γαιών, επιπρόσθετα από τις γαίες των “ιστορικών” [δηλαδή των “ιστορικών αγροτών”, αυτών που ήταν παρόντες πριν ξεκινήσει το κίνημα], θα πρέπει να παραμείνουν αφοσιωμένοι σε σχέδια που σχετίζονται με το κίνημα. Είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα, αλλά ένα βήμα που δεν επιλύει το ζήτημα της έκβασης της πάλης σχετικά με τα καταλύματα, και την ανάγκη, ήδη παρούσα σ’ αυτή την μεταβατική φάση, να αποκτηθεί συλλογική ευθύνη πάνω στην ιδιοκτησία ώστε αυτή η κολλεκτιβοποίηση να μονιμοποιηθεί αργότερα.

Αντίσταση στον διαχωρισμό

Στη διάρκεια αυτής της πρώτης φάσης της διαπραγμάτευσης, η νομαρχία ανήγγειλε τη φιλοδοξία της να μας κατατάξει και να μας διαχωρίσει σύμφωνα με απαράδεκτα κριτήρια. Αυτοί που ήθελαν να μείνουν μόνιμα ειδοποιήθηκαν να κάνουν αίτηση για ατομικές συμφωνίες και να εγγραφούν άμεσα στον MSA [ασφαλιστικό φορέα για τους αγρότες]. Μερικοί, ηττοπαθείς και ανίκανοι να δουν τον ορίζοντα χωρίς κάποια προκατασκευασμένα σχήματα, προφήτεψαν αμέσως προδοσίες: κάποιοι αναπόφευκτα θα έβρισκαν τη θέση τους στον ήλιο εις βάρος των άλλων. Πραγματικά, σε οποιοδήποτε σημείο στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων τίποτα δεν θα ήταν ευκολότερο για κάποια άτομα να σώσουν τον εαυτό τους μέσω κάποιων απλών email και γραφειοκρατικών διαδικασιών. Αυτό ήταν ακριβώς που περίμενε η νομαρχία. Αλλά στην πραγματικότητα, και παρά τη μεγάλη πίεση, κανείς δεν έπεσε στην παγίδα.

Κανείς δεν έκανε ξεχωριστές αιτήσεις να εξεταστούν για επιλογή, ούτε συμφωνήσαμε να γίνει οποιοδήποτε ξεδιάλεγμα για λογαριασμό των αρχών. Αντίθετα, υπήρχε μια σταθερή, πολιτική άρνηση αυτών των ενταλμάτων και κρατήσαμε την απαίτησή μας για ένα συλλογικό προστατευτικό πλαίσιο και μια συνολική συμφωνία για ολόκληρη την έκταση γης του κινήματος. Αυτή η πραγματική αλληλεγγύη προκάλεσε αναστάτωση στη νομαρχία με δυο τουλάχιστον τρόπους: δεν μπορούσε να προχωρήσει τις διαπραγματεύσεις με τον τρόπο που αρχικά ήθελε να επιβάλλει, και επίσης υπονόμευσε την νομιμοποίηση της επιχείρισης της για επιλεκτικό αποκλεισμό.

Παρά το ενωμένο αυτό μέτωπο, ακούσαμε πολλά σχετικά με τη διαίρεση ανάμεσα σε “ριζοσπάστες” ή “σκληροπυρηνικούς”, από τη μία, και τους “παραιτημένους” από την άλλη, οι δεύτεροι υποτίθεται ότι ήταν ανυπομονούσαν να διαπραγματευτούν ή να κανονικοποιήσουν τα χωράφια τους. Είναι αξιοθαύμαστο πόσο πολύ τα ΜΜΕ, η νομαρχία και οι ιεροκήρυκες μιας φαντασιακής ριζοσπαστικότητας αγαπούν αυτό τον μύθο. Αλλά για τους περισσότερους καταληψίες, αυτούς που πάλεψαν για την zad, που κατοίκησαν σ’ αυτήν και καλλιέργησαν τα χωράφια της τα τελευταία χρόνια, αυτή η διαίρεση είναι καθαρό κατασκεύασμα. Ανάμεσα σ’ αυτούς που μοιράζονται μια κοινή γραμμή διαπραγμάτευσης ΚΑΙ πάλης, ανάμεσα σ’ αυτούς που θέλουν να παραμείνουν εδώ και να διατηρήσουν πραγματικά την zad σαν έναν κοινό χώρο, υπάρχουν στην πραγματικότητα άτομα και ομάδες από κάθε κομμάτι του κινήματος: αγρότες, μικρότεροι και μεγαλύτεροι καταληψίες, “ιστορικοί” κάτοικοι, μέλη της Acipa, γείτονες, περιβαλλοντιστές, σύντροφοι συνδικαλιστές, παθιασμένοι περιπατητές, ακτιβιστές του συντονισμού [Coordination activists]…Αν οραματιζόμαστε την zad να συνεχίζει να ξεδιπλώνεται και να απλώνεται, τότε η ιδέα ότι όλα θα έπρεπε να είναι ή νόμιμα ή να παραμείνουν παράνομα είναι δύο όψεις του ίδιου (κακού) νομίσματος. Και οι δυο αυτές επιλογές είναι ιδεολογικά φετίχ, καθένα το ίδιο στείρο με το άλλο, όταν έρχεται η στιγμή να προχωρήσουμε αγώνες στο έδαφος. Οι άνθρωποι που έχουν πραγματικά συμμετάσχει στο ξεδίπλωμα του κινήματος τα τελευταία πρόσφατα χρόνια, αντί απλά να το σχολιάζουν στο διαδίκτυο, ξέρουν καλά ότι αυτές οι δυο μονομερείς οπτικές – “νομιμόφρωνας” και “μη-νομιμόφρωνας”, “βίαιος” και “μη-βίαιος” – δεν αντιστοιχούσαν ποτέ στην πραγματική μας δύναμη και σ’ αυτό που μας επέτρεψε να αναγκάσουμε το κράτος να υποχωρήσει. Αυτές οι ταμπέλες είναι τόσο ακατάλληλες σήμερα όσο ήταν και σε ολόκληρη τη διάρκεια του κινήματος, ανεπαρκείς για να συναρθρώσουν τους διαφορετικούς ορίζοντες που είναι παρόντες στο κίνημα και στους στόχους που βάλαμε οι ίδιοι με τα “6 σημεία”.

Ο στόχος ποτέ δεν ήταν να βαδίσουμε σε μια διαδικασία ομαλοποίησης με κατεβασμένο το κεφάλι, αλλά να καθορίσουμε αυτό που θα μας επέτρεπε με συγκεκριμένο τρόπο να κρατήσουμε την ολότητα του χώρου της ζωής και της δραστηριότητάς μας σ’ αυτή την αναδιαμόρφωση της κατάστασης. Για να το κάνουμε αυτό είναι αναγκαίο να καθορίσουμε βήμα-βήμα αυτό που θα βοηθήσει με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο να διατηρήσουμε περιθώρια αυτονομίας και υποστήριξης, ώστε να αποφύγουμε την απομόνωση και τους περιορισμούς που επιβάλλονται από όλες τις μορφές εμπορικής και βιομηχανικής παραγωγής. Αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι πολύ πραγματικές πρακτικές, εντός μιας συγκεκριμένης σχέσης δύναμης με έναν ισχυρό εχθρό, και όχι οράματα ενός ιδεατού κόσμου. Μπορούμε να θέσουμε την εμπιστοσύνη μας στην προσήλωση και την αφοσίωση που έχουμε αναπτύξει, με το πέρασμα των χρόνων, στο νόημα που βρίσκεται στην ελεύθερη επανεφεύρεση της σχέσης με αυτό που παράγουμε. Αυτό είναι αρκετό για να μην μας αφήσει να τα παρατήσουμε εύκολα.

Αρκετά με τη μυθολογία του Δρόμου D281

Ως ενεργά, φυσικά υποκείμενα που αντιστάθηκαν στις εβδομάδες της Επιχείρησης Καίσαρας το 2012, ξέρουμε ότι η γενική στρατηγική άμυνας της zad δεν στηριζόταν ποτέ κεντρικά στον δρόμο D281, στον οποίο έστηνε οδοφράγματα μόνο μια απομονωμένη ομάδα, και ακόμα περισσότερο στην νοσταλγική εμμονή με αυτό το εργαλείο έξω από περιόδους επίθεσης. Αυτός ο δρόμος, όμως, αντιπροσωπεύει πάντα για μας τη δυνατότητα μπλοκαρίσματος μιας στρατηγικής πρόσβασης όταν έρθει η ώρα, και της υπεράσπισης του εδάφους με ένα ευρύ φάσμα μεθόδων και υποστήριξης τόσο από μέσα όσο και απέξω. Δυστυχώς είναι αυτή η ίδια η δυνατότητα αυτού του ευρέως φάσματος αντίστασης που η πρόσφατη εμμονή με τον δρόμο θέτει σε κίνδυνο.

Για μήνες έχουμε παλέψει για να αποφύγουμε οποιαδήποτε πολιτική “παραβίαση” ή “ρήξη” που το κράτος θα μπορούσε να αξιοποιήσει για να εξώσει μεμονωμένα άτομα. Αυτό το ρίσκο απέδωσε αρκετές φορές τα προηγούμενα χρόνια, και σκεφτήκαμε ότι άξιζε ακόμα να το ξαναπάρουμε μετά την “εγκατάλειψη”, παρά τις απειλές του πρωθυπουργού. Για να υλοποιήσει αυτές τις απειλές, η νομαρχία χρειαζόταν μια κατάλληλη στιγμή. Χρειαζόταν ανθρώπους που θα μπορούσαν να ενσαρκώσουν τους περιβοήτους “υπερ-ριζοσπάστες” με τον πιο παρωδιακό τρόπο. Κάποιοι έπαιξαν αυτόν τον αναμενόμενο ρόλο εξαιρετικά, ιδιαίτερα σχετικά με το ζήτημα του Δρόμου D281, μειώνονοντας τον αγώνα σε διακυβεύματα και ισχυρισμούς που ήταν ακατανόητα σε οποιονδήποτε άλλον, είτε συντρόφους στον αγώνα είτε γείτονες ή γενικότερα όσους παρακολουθούσαν την κατάσταση, είτε από κόντά είτε από μακριά. Παρεμποδίζοντας, την πρώτη φορά, κάποιους οικοδόμους, μερικοί – που δεν θα πρέπει να μπερδέψουμε με ντόπιους που ζουν κοντά στον δρόμο – στην πραγματικότητα δικαιολόγησαν την παρουσία της αστυνομίας την οποία έπρεπε να αντιμετωπίζουμε για εβδομάδες, επιτρέποντάς τους να κερδίσουν έδαφος. Η καταστροφή μερικών λωρίδων του πεζοδρομίου στο τέλος των έργων ήταν ένα μεγάλο χτύπημα. Η αστυνομία θα μπορούσε να έχει αποτραβηχτεί και να αφήσει την κατάσταση να ξεκαθαρίσει από μόνη της, κι εμείς θα μπορούσαμε τελικά να δουλέψουμε πάνω στο να ξαναβρούμε την κοινή μας δύναμη. Αντί γι’ αυτό, η καταστροφή κατάφερε να ρίξει στην απόγνωση αρκετούς από όσους είχαν δείξει σταθερή υποστήριξη αντιμετωπίζοντας απειλές έξωσης. Καθώς οι τοπικές αρχές αρνήθηκαν να ανοίξουν τον δρόμο κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, οι εξώσεις απέκτησαν τελικά μια σημαντική δικαιολογία και έτσι έγιναν σχεδόν αναπόφευκτες.

Να μείνουμε ενωμένοι ό,τι κι αν γίνει

Η δύναμη αυτού του αγώνα πάντα βρισκόταν στον τρόπο που αντιμετώπιζε τις κοινοτοπίες τόσο των λεγόμενων “ριζοσπαστικών”, καθορισμένων από μια ταυτότητα, γκέτο όσο και του κλασσικού ακτιβισμού των πολιτών. Γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο έχει συχνά συγκρουστεί με όσους έχουν περιχαρακωθεί εντός της μιας ή της άλλης από αυτές τις πολωμένες θέσεις, αναγκάζοντας αυτούς που θέλουν να συμμετάσχουν να ξανασκεφτούν τα πάντα. Ο αγώνας έχει βρει μέχρι τώρα τον δρόμο του και έχει θέσει τα θεμέλια για ένα ενιαίο μέτωπο ταυτόχρονα γειωμένο, επιθετικό και δημοφιλές. Για πολλούς από μας, αυτό το απλό γεγονός έχει υπάρξει ένα πολιτικό συμβάν που μας έχει μετασχηματίσει καθώς και η κινητήρια δύναμη για μια ιστορική ήττα για το κράτος. Παρ’όλα αυτά, δεν αποτελεί καθόλου έκπληξη ότι η έλευση μιας άλλης φάσης φέρνει μαζί της καινούρια ερωτήματα, καινούριες ελπίδες αλλά επίσης και ιδεολογικές απολιθώσεις. Αυτό που ακολουθεί μετά από μια νίκη είναι σίγουρα μια στιγμή αλήθειας που αποκαλύπτει την πραγματική επιμονή και συνεκτικότητα αυτών που αγωνίστηκαν γι’ αυτήν. Σε αυτή την έντονη φάση, υπάρχουν δύο στενά σχετιζόμενοι και τυπικοί τρόποι υπονόμευσης τις κοινές μας δεσμεύσεις και το κίνημα: το μπλοκάρισμα των έργων στον δρόμο Ή ο δημόσιος διαχωρισμός κάποιου από μια συνάντηση που οργανώνεται από το κίνημα για να αντιτεθεί στην οργανωτική επιτροπή και για να υποστηρίξει μια “εγκάρσια” αντιπροσωπεία. Η πικρή αλήθεια είναι ότι ορισμένοι όντως προτιμούν να αποδυναμώσουν το κίνημα στριφιγυρίζοντας γύρω από εμμονές που στο υπόλοιπο κίνημα φαίνονται μη υπερασπίσιμες, ενώ άλλοι ξέχασαν πολύ γρήγορα τις κοινές μας “κόκκινες γραμμές” κάτω από την κυβερνητική πίεση. Κάποιοι ρίχτηκαν περίφημα στο έργο να δικαιολογήσουν μια μερική έξωση, βάζοντας όσους είχαν στοχοποιηθεί σε μια όσο το δυνατόν πιο απομονωμένη θέση. Άλλοι παρέμειναν σχεδόν εντελώς σιωπηλοί καθώς πλησίαζε η έξωση. Αυτές οι πικρές διαπιστώσεις θα μπορούσαν να επαναλαμβάνονται χωρίς τέλος, και θα σταματήσουμε σ’ αυτό. Όμως, μια άλλη και πολύ πιο φωτεινή αλήθεια είναι ότι μέχρι τώρα και κόντρα στα πάντα, σε όλες τις γραμμές του κινήματος όσοι έχουν σχηματίσει την πυρηνική κοινότητα αυτού του αγώνα για χρόνια, αντέχοντας κινδύνους και δίκες από κοινού, έχουν παραμείνει πιστοί στις υποσχέσεις που έδωσαν στον εαυτό τους. Είναι σ’ αυτήν ακριβώς την αλήθεια που πρέπει να κρατηθούμε γερά τώρα, αν δεν θέλουμε να καταστραφούμε σε αυτοεκπληρούμενες προφητείες της αναπόφευκτης πτώσης των αυτόνομων χώρων και των συλλογικών αποπειρών.

Παρά το πισωγύρισμα που αναμφίβολα έχει εξασθενίσει το κίνημα και την “ευκρίνειά” του στις πρόσφατες εβδομάδες, δεν μπαίνει κανένα ζήτημα να αφήσουμε την κυβέρνηση να προχωρήσει με τις εξώσεις που θέλει χωρίς μάχη. Όποιες κι αν είναι οι παγίδες στις οποίες έχουμε πέσει, η ίδια η θεμελίωση της zad και οι ελπίδες που συνεχίζει να εμπνέει δεν έχουν διαλυθεί σε μερικές εβδομάδες θρηνολογίας. Μπορούμε να το νιώσουμε αυτό στις δυνάμεις που επανακινητοποιήθηκαν στο ξεκίνημα της επιχείρησης εκκένωσης: σε αυτούς που, παρά τις όποιες αμφιβολίες τους, απηύθηναν ένα κάλεσμα και βρέθηκαν άμεσα στον δρόμο· στις συνελεύσεις της τελευταίας στιγμής, σε κάθε είδους οδοφράγματα που υψώθηκαν ενάντια στις ένοπλες δυνάμεις του κράτους και ενάντια στην ιστορία που η κυβέρνηση είναι έτοιμη να πει…

Θα πρέπει να περάσουμε μέσα από μια βίαιη δοκιμασία που ίσως ανακατέψει ξανά ολόκληρη την τράπουλα. Αλλά δεν έχουμε καμμιά αμφιβολία ότι η zad θα επιβιώσει από την επιχείρηση Καίσαρας 2. Αυτό που θα συνεχίσουμε να προωθούμε δεν θα είναι ένα παράδειγμα πειθήνιων εναλλακτικών ή ένα ριζοσπαστικό γκέτο. Θα παραμείνει ένας “σιτοβολώνας” αγώνων και ένα κοινό αγαθό αντίστασης, ένας τόπος όπου άνθρωποι που δεν περιμένεις και εντελώς διαφορετικοί, ζουν και συναντιούνται, μια περιοχή που σε κάνει να θες να οργανωθείς σοβαρά, να ζεις πλήρως, μια τοποθεσία σε μόνιμη οικοδόμηση για θαυμαστές κατασκευές και αφυπνιστικά όνειρα. Χρειαζόμαστε πάντα μέρη στα οποία θα βλέπει κανείς ότι είναι τόσο επιθυμητό όσο και εφικτό να μην βασίζεσαι στην οικονομία και τη θεσμική διαχείριση. Και χρειαζόμαστε αυτά τα μέρη να έχουν διάρκεια, ακόμα κι αν έχουν το μερίδιο μη-καθαρότητας και υβριδικότητας που τους αναλογεί. Γιατί τα μέρη που μας ενθουσιάζουν περισσότερο μας ωθούν να ανασυντεθούμε και να αμφισβητήσουμε τις δεδομένες πολιτικές μας ιδέες. Πιστεύουμε ότι αυτός ο βασικός χαρακτήρας της zad είναι αυτό που συνεχίσει να θέτει σε κίνηση δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους σ’ ολόκληρη τη χώρα.

Τώρα πρέπει να μείνουμε ενωμένοι!

Common Voices

1 Στμ. Στο πρωτότυπο ο τίτλος είναι ZAD – Rematch, αναφερόμενος προφανώς στο γεγονός ότι η τελευταία επιχείρηση εκκένωσης της ZAD από τη γαλλική αστυνομία είναι η δεύτερη. Τα αρχικά ZAD είναι από τη φράση: Zone á Défendre: Ζώνη προς υπεράσπιση.

2 Οι συγγραφείς του άρθρου, όπως αρκετοί άλλοι στο κίνημα, σταμάτησαν να γράφουν με κεφαλαία την ZAD. Τώρα, είναι απλά πλέον “η zad”, στην πορεία να γίνει ένα απλό ουσιαστικό. Παρόμοια, δεν γράφουν πλέον για την “εγκατάλειψη του σχεδίου του αεροδρομίου” αλλά απλά για “την εγκατάλειψη”.

3 Στμ. Διαδημοτική Ένωση Πολιτών αυτών που τους απασχολεί το έργο του αεροδρομίου Notre Dame des Landes.

Βρυχηθμοί άγριας απεργίας στη Δυτική Βιρτζίνια: οι δάσκαλοι συνεχίζουν την απεργία1

Χιλιάδες δάσκαλοι, οδηγοί λεωφορείων και άλλοι εργαζόμενοι στα σχολεία σε ολόκληρη τη Δυτική Βιρτζίνια αψήφισαν τις εντολές του συνδικάτου και της [τοπικής] κυβέρνησης για μια περίοδο “εκτόνωσης” και ηρεμίας και επέστρεψαν στο καπιτώλιο της πολιτείας την Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου καθώς οι απεργίες και οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν. Επιπλέον, φαίνεται ότι πολλές σχολικές μονάδες θα εξακολουθήσουν να απεργούν και την Πέμπτη 1 Μαρτίου, καθώς η απεργία δυναμώνει όλο και περισσότερο στα χέρια των εργαζόμενων. Tο δημοσίευμα αυτό πρωτοεμφανίστηκε στο Going Down.

Στο Καπιτώλιο της πολιτείας της Δυτικής Βιρτζίνια, το πνεύμα παρέμεινε αυτό της αψήφισης:

Αναφέρουμε:

Χιλιάδες δάσκαλοι κατέβηκαν στο κτίριο της Γερουσίας της πολιτείας την Τετάρτη – μια μέρα που τα συνδικάτα είχαν προσδιορίσει μια περίοδο “για να ηρεμήσουν τα πραγματα” – φωνάζοντας “μας πούλησαν”, “Δεν τέλειωσε τίποτα”, “Πού είναι το συνδικάτο;” και “Δεν φεύγουμε”. Τα πλακάτ που κουβαλούσαν οι δάσκαλοι περιλαμβάνανε: “Μόλις κέρδισα ένα κοτόπουλο στο Let’s Make a Deal” και “Η μέρα που θα ηρεμούσαν τα πράγματα ζεσταίνεται”.

Αλλα συνθήματα έριχναν την ευθύνη ξεκάθαρα στην ηγεσία του συνδικάτου:

Με συνεχή συνθήματα “Ένα πάγωμα δεν είναι μια λύση!” από προηγούμενες μέρες της απεργίας – μαζί με καινούρια συνθήματα “Μας πουλήσανε!” — πλήθη δασκάλων και άλλων εργαζόμενων στα δημόσια σχολεία επέστρεψαν στη Γερουσία της πολιτείας την Τετάρτη, λέγοντας ότι δεν ήταν ικανοποιημένοι με την πρόταση της Τρίτης.

Την Τρίτη, ηγέτες του συνδικάτου, Δημοκρατικοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι προσπάθησαν να παρουσιάσουν μια συμφωνία στα μέλη του συνδικάτου που θα περιελάμβανε μια αύξηση μόνο 5% στον μισθό και ένα πάγωμα στο πρόγραμμα της υγειονομικής περίθαλψης. Τα νέα αυτά γρήγορα αντιμετωπίστηκαν με περιφρόνηση και ειδώθηκαν δικαιολογημένα ως μια συμφωνία ξεπουλήματος από τους γραφειοκράτες του συνδικάτου. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο It’s Going Down, απεργοί δάσκαλοι μέλη της IWW έγραψαν σχετικά με την κατάσταση:

Ενώ η ηγεσία έχει πλασάρει αυτή τη συμφωνία σαν μια νίκη για τους εκπαιδευτικούς σε ολόκληρη την πολιτεία, που απεργούσαν από την Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου, οι εργαζόμενοι στην πολιτεία τελικά απορρίπτουν τον συμβιβασμό της ηγεσίας.

Ένας πολύ μεγάλος αριθμός δημοσίων υπαλλήλων στην ιστοσελίδα του West Virginia Public Employees UNITED ψήφισαν σε μια ψηφοφορία ενάντια στην παρούσα συμφωνία. Στην τελευταία μέτρηση, πάνω από 1000 ψηφοφόροι απέρριψαν εξαρχής τη συμφωνία, πάνω από 400 είπαν ότι η συμφωνία ήταν μια αρχή αλλά τελικά την απορρίπτουν και μόνο 21 είπαν ότι την αποδέχονται όπως είναι.

Οι εργαζόμενοι σ’ αυτή την πολιτεία έχουν δείξει τη δύναμη που έχει ο έλεγχος από τα απλά μέλη πάνω στις ενέργειες των κομητειών, ενώ αρκετές θαρραλέες κομητείες ενεπλάκησαν σε άμεσες δράσεις πριν από το κάλεσμα της ηγεσία του συνδικάτου για μια απεργία σε ολόκληρη την πολιτεία. Οι εργαζόμενοι σ’ αυτή την πολιτεία θα απορρίψουν και θα συνεχίσουν να απορρίπτουν οποιονδήποτε και κάθε συμβιβασμό με αυτά τα αντιδραστικά νομοθετικά σώματα.

Μιλώντας στον τοπικό τύπο, ένας εργαζόμενος δήλωσε:

Το Κογκρέσο και η Γερουσία αισθάνονται ότι μπορούν να μας λιμοκτονήσουν, κι εμείς αισθανόμαστε ότι η ηγεσία του συνδικάτου μας υπέκυψε σ’ αυτό”, είπε. Ο Culver είπε ότι είναι μέλος του παραρτήματος Cabell της West Virginia Education Association, αλλά ότι δεν ρωτήθηκε ή ενημερώθηκε για τη συμφωνία πριν αυτή ανακοινωθεί.

Ως απάντηση στις συνεχιζόμενες διαμαρτυρίες και απεργίες, τα σχολεία σε ολόκληρη την πολιτεία δήλωσαν ότι θα παρέμεναν κλειστά την Τετάρτη, και αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι η απεργία θα συνεχιστεί και αύριο, τουλάχιστον. Σύμφωνα με τον Jake Jarvis της West Virginia State Journal στο Twitter:

Παραθέτουμε:

Τα σχολεία και στις 55 κομητείες της Δυτικής Βιρτζίνια θα είναι και πάλι κλειστά την Πέμπτη, παρά τις εκκλήσεις από τους ηγέτες του συνδικάτου στους δασκάλους να επιστρέψουν στη δουλειά τους.

Ο Dave Jaimeson έγραψε στην Huffington Post:

Οι απεργοί δάσκαλοι συνέχισαν να γεμίζουν τις αίθουσες της πολιτειακής Γερουσίας στο Charleston την Τετάρτη παρά την αναγόρευση της ημέρας σε μια περίοδο “για να ηρεμήσουν τα πράγματα” πριν να ξανανοίξουν τα σχολεία την Πέμπτη. Πολλοί από αυτούς απαιτούσαν την επιστροφή των συνδικαλιστών και των νομοθετών στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να βελτιώσουν μια συμφωνία την οποία έκριναν μη ικανοποιητική.

Ο διακανονισμός που είχε προκύψει από την Justice θα έδινε στους δασκάλους και το υπόλοιπο εκπαιδευτικό προσωπικό μιαν αύξηση 5% και στους εργαζόμενους που έχουν εργοδότη την πολιτεία μια αύξηση 3%. Αν και σηματοδοτούσε μια πρόοδο σε σχέση με τις ισχνές μισθολογικές αυξήσεις που είχε προτείνει νωρίτερα η Justice, η συμφωνία δεν καθησύχασε τις μεγαλύτερες ανησυχίες σχετικά με το πρόγραμμα της πολιτείας για την υγειονομική περίθαλψη των εργαζόμενων για την πολιτεία.

Στο Twitter, δάσκαλοι εξέφρασαν την οργή τους για τη συμφωνία, και παρέμειναν αμετακίνητοι στη συνέχιση της απεργίας.

Εμφανίζεται επίσης ότι με πολλούς τρόπους, οι εργαζόμενοι αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη διεξαγωγή της απεργίας· θέτοντας την απόφάση σχετικά με το αν απεργήσουν ή θα επιστρέψουν στη δουλειά στα δικά τους χέρια. Αυτό καθαυτό είναι κρίσιμο, καθώς επί δεκαετίες στις ΗΠΑ, οι γραφειοκράτες των συνδικάτων έχουν προσπαθήσει να χρησιμοποιήσουν σύντομες και συμβολικές απεργίες ως έναν τρόπο να εκτονώσουν τα πράγματα κάνοντας ταυτόχρονα συμφωνίες με τη διοίκηση που στο μεγαλύτερο βαθμό δεν κάνουν τίποτα για να βελτιώσουν τους μισθούς, τα επιδόματα και τις συνθήκες.

Όπως ανέφερε η West Virginia Gazette:

Πρόεδροι των boone union είπαν ότι οι εργαζόμενοι που ήρθαν στο Καπιτώλιο της πολιτείας την Τετάρτη είχαν κάνει κάποιου είδους ψηφοφορία στο γειτονικό Πολιτιστικό Κέντρο αποφασίζοντας τη συνέχιση της απεργίας.

Αφού μιλήσαμε με την ηγεσία του συνδικάτου το απόγευμα, στην οποία τα μέλη του συνδικάτου έδωσαν μια αναφορά, δεν αισθανόμαστε ότι έχουμε επαρκές επαγγελματικό και βοηθητικό προσωπικό διαθέσιμο ώστε να μπορέσουμε να κρατήσουμε σε λειτουργία το σύστημά μας αύριο”, έγραψε σε ένα mail στις 7:15 μ.μ. ο διευθυντής επικοινωνίας των σχολείων στην Kanawha, Briana Warner.

Επίσης:

Η Gazette-Mail σχολίασε ότι η απεργία θα συνεχιζόταν, “ενώ η ηγεσία του συνδικάτου στην πολιτεία μπορεί να μην την υποστήριζε πλέον πλήρως”. Σε μια συνέντευξη τύπου στις 6:00 μμ. Την Τετάρτη, ο Dale Lee, πρόεδρος της WVEA, επανέλαβε: “πιστεύουμε ότι ο πιο ενδεδειγμένος δρόμος δράσης αυτή τη στιγμή είναι να επιστρέψουμε αύριο στη δουλειά”, αλλά αναγνώρισε ότι “δεν θα επιστρέψουν όλοι”.

Η συνεχιζόμενη απεργία στη Δυτική Βιρτζίνια αντιπροσωπεύει ένα σημείο καμπής τόσο για την ταξική πάλη όσο και για το εργατικό κίνημα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντί να δουν τους Δημοκρατικούς και τους γραφειοκράτες συνδικαλιστές ως φίλους, τα απλά μέλη των συνδικάτων βλέπουν, αντίθετα, αυτούς τους “αντιπροσώπους” ως άτομα που θέλουν να περιορίσουν και να διαχειριστούν τον αγώνα τους. Ως απάντηση, τα απλά μέλη παίρνουν τον έλεγχο της απεργίας και λαμβάνουν τα ίδια τις αποφάσεις. Αυτοί οι οργανικοί και αυτόνομοι χώροι συζήτησης και λήψης αποφάσεων χρειάζεται να αναπτυχθούν ώστε να συμπεριλάβουν περισσότερους εργαζόμενους και να αρχίσουν να συντονίζονται μεταξύ τους, φτάνοντας επίσης και σε άλλους εργασιακούς χώρους καθώς και στην ίδια την κοινότητα.

Για όσους επιθυμούν να υποστηρίξουν την απεργία, τόσο ομάδες όσο και άτομα ενθαρρύνονται να συνταχθούν με τις απεργιακές γραμμές [picket lines] και να μαζέψουν πόρους για να δοθούν στις τριγύρω κοινότητες που επηρεάζονται από την απεργία. Εμείς εδώ στο It’s Going Down ενθαρρύνουμε τόσο τους απεργούς όσο και τους υποστηρικτές της απεργίας να γράψουν και να επικοινωνήσουν μαζί μας σχετικά με την απεργία, τι συμβαίνει επί τόπου και για τις προσπάθειες υποστήριξής της.

Για περισσότερες πληροφορίες γα την Απεργία των Δασκάλων της Δυτικής Βιρτζίνια, ακούστε τη διαδικτυακή συνέντευξη με έναν από τους απεργούς εδώ: Extend the Strike: Build Long Term Power, και ‘Teachers Rebel as Union Attempts to End Strike’.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://libcom.org/news/wildcat-roars-west-virginia-teachers-stay-out-strike-01032018.

Βενεζουέλα: το καθεστώς Μαδούρο, μια ανύπαρκτη “επανάσταση”

και τα ζωτικά ψεύδη της “αντιιμπεριαλιστικής/αντινεοφιλελεύθερης” αριστεράς

 

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ελέφαντας” τεύχος 4.

 

Ούτε MUD ούτε PSUV – είμαστε οι από κάτω που ερχόμαστε γι’ αυτούς που είναι από πάνω(σύνθημα σε πανώ)

Δεν υπήρξε επανάσταση στη Βενεζουέλα. Το να είναι κανείς ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό δεν είναι το ίδιο με το να είναι αντίθετος στον καπιταλισμό αλλά μόνο σε μια μορφή του. Σήμερα…ο ισχυρισμός ότι “η Βενεζουέλα είναι σοσιαλιστική” επαναλαμβάνεται χαρούμενα από δεξιές εφημερίδες και πολιτικούς σαν ένα χαιρέκακο σχόλιο για την κοινωνική καταστροφή που έχει γίνει η Βενεζουέλα (από το κείμενο της ICT)

Η κοινωνική κρίση στη Βενεζουέλα, που την άνοιξη του 2017 έφτασε να πάρει χαρακτηριστικά εξέγερσης και σχεδόν εμφυλίου πολέμου, μας απασχολεί ιδιαίτερα γιατί εκδηλώνεται πρώτα απ’ όλα ως μια άγρια επίθεση στο προλεταριάτο της Βενεζουέλας. Έχει, όμως, κι ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον γιατί η επίθεση αυτή εκδηλώνεται από ένα καθεστώς το οποίο, μαζί με κάποια άλλα αντίστοιχα στη Λατινική Αμερική, αποτέλεσε για την ελληνική αριστερά σημείο αναφοράς μιας “επαναστατικής” διαδικασίας με στόχο τον “σοσιαλισμό”. Ιδιαίτερα την περίοδο εδραίωσης του τσαβισμού, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και τις αρχές αυτής του 2000, όταν η άνοδος της τιμής του πετρελαίου επέτρεπε στο καθεστώς Τσάβες να εξαγοράζει τις μάζες με την “κοινωνική” του πολιτική “αναδιανομής πλούτου”, ο ΣΥΡΙΖΑ και η εν γένει αριστερά θριαμβολογούσαν γι’ αυτό το “ζωντανό” παράδειγμα νικηφόρας “αντιιμπεριαλιστικής” και “αντινεοφιλελεύθερης” στρατηγικής που μάχεται για τον σοσιαλισμό.

Ο καιρός πέρασε, βέβαια. Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση και το τσαβικό μοντέλο δεν μοιάζει πια τόσο θελκτικό, με τον βενεζουελάνικο λαό να πεινά και να καταστέλλεται με απίστευτη βία. Όμως, η αριστερά εξακολουθεί να υπερασπίζεται φανατικά το καθεστώς Μαδούρο και, μάλιστα, στο όνομα της υπεράσπισης της “μπλολιβαριανής επανάστασης”. Αυτό δεν είναι μόνο θλιβερό ως στάση απέναντι σε έναν χειμαζόμενο λαό. Δείχνει, επίσης, ότι η αριστερά δεν έχει διδαχτεί τίποτα από το δράμα του “υπαρκτού” σοσιαλισμού τον 20ο αιώνα. Εξακολουθεί, καθηλωμένη στα ίδια ζωτικά ψεύδη, να προβάλλει ως “πρότυπο” προς εφαρμογή, και στην περίπτωση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, τις ήδη ιστορικά χρεωκοπημένες “συνταγές” του κρατικού καπιταλισμού και ενός συγκεντρωτικού, προσωποκεντρικού, μοντέλου διαχείρισης του κράτους και της κοινωνίας. Αυτά τα ζωτικά ψεύδη πρέπει να αποδομηθούν. Κάτι που απαιτεί τη βαθύτερη κατανόηση της δυναμικής εδραίωσης του τσαβισμού.

Η αρθρογραφία για τη Βενεζουέλα σταματά απότομα στα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου, τότε που η αποτυχία των διαπραγματεύσεων μεταξύ αντιπολίτευσης και κυβέρνησης οδήγησε το καθεστώς Μαδούρο στον ελιγμό της προκήρυξης εκλογών για μια νέα αναθεωρητική Συντακτική Συνέλευση. Ουσιαστικά πρόκειται για μια κλασσική κίνηση ενός “μουσολινικού” τύπου αυταρχικού καθεστώτος: κατάργηση της διάκρισης των εξουσιών και συγκέντρωσής τους, μέσω ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης: η πλήρως ελεγχόμενη από το καθεστώς Συντακτική Συνέλευση έχει σχεδόν απεριόριστη δικαιοδοσία στον έλεγχο όλων των άλλων πολιτειακών θεσμών, ακόμα και στην ακύρωση των προεδρικών εκλογών που υποτίθεται θα πραγματοποιηθούν το 2018.

Σ’ αυτό το κλίμα σιωπής, εμείς θα μιλήσουμε για τη Βενεζουέλα σε μια ελάχιστη ένδειξη αλληλεγγύης στους συντρόφους και συντρόφισσες που αγωνίζονται εκεί ενάντια στο κρατικο-καπιταλιστικό καθεστώς Μαδούρο, προσπαθώντας να συμβάλλουμε στην αποδόμηση της καθεστωτικής προπαγάνδας και της αναπαραγωγής της από την (ελληνική) αριστερά. Βασικές αναφορές μας στην προσπάθεια αυτή είναι κυρίως το κείμενο της Αναρχικής Ομοσπονδίας Κεντρικής Αμερικής και Καραϊβικής (FACC) Για την νεοφιλελεύθερη και μιλιταριστική ‘μαδουροποίηση’ του τσαβισμού” και το κείμενο: “Βενεζουέλα: το αδιέξοδο του ‘μπολιβαριανού δρόμου για τον Σοσιαλισμό’”, της International Communist Tension (ICT) (και τα δύο κείμενα, όπως και άλλα σχετικά με την κατάσταση στη Βενεζουέλα, μπορούν να βρεθούν στο blog της πολιτικής ομάδας InMediasRes: https://inmediasres.espivblogs.net/category/international/βενεζουέλα).

Η ανύπαρκτη “επανάσταση” και το “φύλο συκής” του “αντιιμπεριαλισμού”

Στο κείμενο της FACC εξηγείται, καταρχάς, ότι η ανοχή ή και υποστήριξη, που σε μεγάλο βαθμό απολαμβάνει το τσαβικό καθεστώς από πολλά γειτονικά κράτη, οφείλεται σε ένα πλέγμα οικονομικών σχέσεων εξάρτησης κυρίως μέσα από τις γενναιόδωρες επιχορηγήσεις σε καύσιμα από τις συμφωνίες PetroCaribe με τη Βενεζουέλα”. Αυτό δεν είναι όμως αρκετό για να εξαγοράσει και τη δική τους συνενοχή ως αναρχικών και αντεξουσιαστών.

Ο τσαβισμός που χρησιμοποίησε, για να εδραιωθεί, την επαναστατική ορμή των λαϊκών στρωμάτων στα τέλη της δεκαετίας του 1980, σήμερα, όντας “ένα νεοφιλελεύθερο, μιλιταριστικό και καταπιεστικό καθεστώς, δυσφημεί αυτές τις ίδιες μάζες ως ‘τρομοκράτες’, ‘εγκληματίες’ και ‘ακροδεξιούς’”. Το καθεστώς Μαδούρο προσπαθεί να εμφανίσει την εξέγερση ως μια “αντιδραστική αντεπανάσταση” της ντόπιας δεξιάς αντιπολίτευσης που καθοδηγείται από τις ΗΠΑ. Η αλήθεια όμως είναι ότι η αντίσταση στο καθεστώς Μαδούρο προέρχεται από ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας και του προλεταριάτου που είδαν ότι η “κοινωνική πολιτική” του τσαβισμού και ο δήθεν δρόμος προς τον “σοσιαλισμό” ήταν μια πολιτική εξουδετέρωσης-αφομοίωσης των ριζοσπαστικών κομματιών της κοινωνίας και προσάρτησής τους σε ένα κρατικο-γραφειοκρατικό σύμπλεγμα (στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση ο κόσμος, ιδιαίτερα στις φτωχογειτονιές, που εξαρτιέται είτε λόγω εργασίας είτε λόγω παροχής βοήθειας και επιδομάτων από το κράτος, εκβιάστηκε ωμά να ψηφίσει, δες πχ. https://www.theguardian.com/world/2017/jul/29/venezuela-government-maduro-vote-end-democracy). Η οργή αυτών των κομματιών εκφράζεται “στις λαϊκές και εργατικές γειτονιές…με καταλήψεις και προσπάθειες ανάκτησης στα σουπερμάρκετ, με βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία στην La Isabelica, στο San Blas, στο Los Cedros, στο los Guayos, στο Tocuyito, στο Estado Carabobo, που επαναλήφθηκαν στις Πολιτείες Táchira, Mérida, Maracaibo, Barquisimeto, Falcón”, απέναντι σε έναν τεράστιο στρατιωτικό μηχανισμό που περιλαμβάνει εκτός από την Μπολιβαριανή Εθνική Αστυνομία, την Μπολιβαριανή Εθνική Φρουρά και την Μπολιβαριανή Υπηρεσία Πληροφοριών του Στρατού και “παραστρατιωτικές ‘κολλεκτίβες’”.

Βασικό στοιχείο της προπαγάνδας του καθεστώτος Μαδούρο είναι ο “αντιιμπεριαλισμός” του. “Ο αντιιμπεριαλισμός που χρησιμοποιείται από την τσαβιστική μηχανή των ΜΜΕ είναι ένα αδέξιο φύλλο συκής που προσποιείται ότι κρύβει πολύ συγκεκριμένα γεγονότα: τα μεγάλα αρπακτικά του ενεργειακού τομέα και του τομέα μεγάλων εξορύξεων (Chevron, Schlumberger, Halliburton και Barrick Gold) έλαβαν ήδη γενναιόδωρες παραχωρήσεις για 40 χρόνια στη Βενεζουέλα”.

Ο Μαδούρο όχι απλά δεν άσκησε κριτική στον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, αλλά, αντίθετα, τον χαρακτήρισε “φίλο” και “σύντροφο”. Όσον δε αφορά τους “χρεολάγνους” της αριστεράς ας ξέρουν ότι η αποπληρωμή του τεράστιου εξωτερικού χρέους της χώρας είναι πρώτη προτεραιότητα για το καθεστώς Μαδούρο, το οποίο στο εσωτερικό είναι νομοταγές μέλος του αποκαλούμενου Εθνικού Συμβουλίου Οικονομικής Παραγωγικότητας, ένα φόρουμ των ντόπιων αφεντικών που παράλληλα διατηρεί στενές σχέσεις με το ολιγοπώλιο των ΜΜΕ Cisneros Group, εξασφαλίζοντας για το καθεστώς υποστήριξη από τα περισσότερα ιδιωτικά ΜΜΕ.

Αλλά ας έρθουμε και στο κρίσιμο ερώτημα: υπάρχει, άραγε, κάποια σοσιαλιστική επανάσταση για να υπερασπιστεί κανείς στη Βενεζουέλα; Εδώ μας εκφράζει απόλυτα το κείμενο της International Communist Tension:

Ό,τι συμβαίνει στη Βενεζουέλα δεν έχει καμμιά σχέση με μια επανάσταση για να υποστηρίξει κανείς ή έναν “σοσιαλισμό” για να υπερασπιστεί. Δεν υπάρχει καν ένα πλαίσιο για την πολυδιαδεδομένη φράση για τη “μείωση της φτώχειας”. Οι πενιχρές προμήθειες του κράτους πρόνοιας όχι μόνο δεν λύνουν το πρόβλημα της φτώχειας αλλά ούτε καν δημιουργούν τη βάση για να ξεκινήσει η αντιμετώπισή του, τόσο γιατί ήταν απλά ψίχουλα όσο και γιατί χρησιμοποιούνταν μόνο σαν εφάπαξ για να κερδηθεί το εκλογικό παιχνίδι.

Στην πραγματικότητα είμαστε αντιμέτωποι με έναν πραγματικό εμφύλιο πόλεμο (που περιλαμβάνει πυροβολισμούς) ανάμεσα σε μια κρατική αστική τάξη…και την παλιά αστική τάξη που θέλει να επιστρέψει στην εξουσία με κάθε κόστος…Και οι δυο στρέφονται στο προλεταριάτο, τους εργάτες, τους ανέργους, σαν δυνάμεις κρούσης που μπορούν είτε να τους φέρουν είτε να τους κρατήσουν στην εξουσία. Είναι η ίδια παλιά απάτη από την ίδια παλιά αστική τάξη που δεν της έχουν απομείνει πλέον πολλά χαρτιά να παίξει για να κρατήσει το σύστημα σε λειτουργία αλλά εξακολουθεί να βρίσκει ακόμα υποστήριξη από την “αριστερά” του κεφαλαίου σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ειρήνη ανάμεσα στους “από κάτω”, κοινωνική πάλη ενάντια στους “από πάνω”

Με αυτή την εξαιρετική φράση οι σύντροφοι της FACC εκφράζουν την ίδια κεντρική αλήθεια του κειμένου της ICT, δηλαδή ότι όλες οι εξουσιαστικές κάστες στρέφονται προς το προλεταριάτο για να αποσπάσουν τη συναίνεση και την υποστήριξή του, για να χρησιμοποιήσουν, όπως έκανε ο τσαβισμός στη δεκαετία του 1980, την επαναστατικότητά του στην εδραιώση του καινούριου αντιδραστικού συμβιβασμού διαιώνισης της εκμετάλλευσης και της εξουσίας τους. Σε αυτή την ενδοαστική αντιπαράθεση το προλεταριάτο δεν θα πρέπει να αισθανθεί την ανάγκη καμμιάς συμμαχίας, ούτε να ενδώσει σε εκλογικές αυταπάτες. Όπως λένε οι σύντροφοι της FACC:

Μια Συντακτική Συνέλευση δεν θα ήταν η λύση σε τόσο σοβαρά κοινωνικά, πολιτισμικά και ψυχολογικά προβλήματα που επηρεάζουν τους λαούς μας…Κάτι αναδύεται..που οι ιδεολόγοι της μη-βίας και οι θιασώτες του πασιφισμού δεν θέλουν να δουν: την πρακτική δυνατότητα μιας βασισμένης στην εμπειρία, νοητικής σύλληψης του ποιοι είναι οι εχθροί μας και ποιοι είναι οι σύμμαχοί μας στον αγώνα για μια ζωή ελεύθερη από την καταπίεση, που επιτρέπει την ειρήνη ανάμεσα στους από κάτω και τη συνεχιζόμενη πάλη ενάντια στους από πάνω και τους συνεργάτες τουςΑν τώρα επιδείξουμε υποστήριξη σε οποιαδήποτε κυβέρνηση είναι στην εξουσία στη Βενεζουέλα, αυτό θα ήταν μια ανοιχτά διακηρυγμένη πράξη προδοσίας απέναντι στους συντρόφους μας και στους ίδιους τους εαυτούς μας. Ούτε PSUV ούτε MUD: Οργάνωση στη γειτονιά, στην εργατική τάξη και τον λαό. Ο αγώνας συνεχίζεται!”.

fidler_on_the_roof

[1] MUD (Mesa de la Unidad Democrática), Στρογγυλή Τράπεζα της Δημοκρατικής Ενότητας: ο συνασπισμός της αντιτσαβικής αντιπολίτευσης στη Βενεζουέλα. PSUV (Partido Socialista Unido de Venezuela), Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας, το κυβερνών τσαβικό κόμμα.

Φόρος Τιμής στην Καταλωνία;

το καταλανικό ζήτημα και το ελληνικό αντιμνημόνιο ως στιγμές του σύγχρονου εθνολαϊκισμού

Σημείωμα για τον λαϊκισμό, τις αντιφάσεις και τις οδύνες/ωδίνες του προλεταριάτου

Αλλά αν το πολιτισμικό στοιχείο παίζει κάποιο ρόλο στην Καταλωνία σήμερα, είναι μόνο ως ένα συνολικό πλαίσιο μιας οντότητας που λέγεται “Καταλωνία” η οποία εξακολουθεί να κατανοείται πρωτίστως οικονομικά…Το καταλανικό ζήτημα εγείρει, συνεπώς, το ερώτημα των σχέσεων ανάμεσα στο Κράτος και το κεφάλαιο. Σε αυτή τη σύγκρουση, η ιδεολογική διαμόρφωση των σχέσεων ανάμεσα στο κράτος, τον “λαό” και την οικονομία γίνεται ένα συγκεκριμένο ζήτημα εντός των πραγματικών ταξικών σχέσεων (“H Καταλωνία εντός της στιγμής του λαϊκισμού”, AC της ομάδας Carbure).

Την 1η Οκτωβρίου μεγάλα κομμάτια της ευρωπαϊκής και διεθνούς κοινής γνώμης εξέφραζαν σε κάθε τόνο, μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το σοκ και τον αποτροπιασμό τους για τη βιαιότητα με την οποία η ισπανική αστυνομία και πολιτοφυλακή κατέστελαν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία που είχε προκηρύξει η τοπική κυβέρνηση της Καταλωνίας, δημοψήφισμα που το ισπανικό κράτος, μέσω του Συνταγματικού Δικαστηρίου του, είχε κηρύξει παράνομο ως αντισυνταγματικό. Η βιαιότητα της καταστολής από το ισπανικό κράτος ξύπνησε, αντανακλαστικά σχεδόν, μνήμες, ιδιαίτερα για τον α/α χώρο, μιας άλλης εποχής, όταν η Καταλωνία ήταν πεδίο ενός εμφυλίου και μιας αναρχικής επανάστασης, από τις σημαντικότερες και πιο τραγικές στιγμές του 20ου αιώνα. Οι συνδηλώσεις μοιάζουν αναπόφευκτες.

Η αριστερά, εννοώντας με αυτό και κομμάτια του α/α χώρου, ωθούμενη, μάλλον αναμενόμενα, από έναν παρωχημένο αντιιμπεριαλισμό και έναν φετιχιστικό θαυμασμό για οτιδήποτε “διαλύει” την “ιμπεριαλιστική και αντιδραστική ΕΕ”, έσπευσε να δει αυτές τις εξελίξεις ως ένα καινούριο Brexit, τασσόμενη αναφανδόν υπέρ του “ιερού δικαιώματος στην αυτοδιάθεση” του καταλανικού λαού, τα “πιθανά ρήγματα”, και τις “δυνατότητες ριζοσπαστικοποίησης” κ.λπ. που μπορούν να φέρουν τον “λαό” στο προσκήνιο. Στην πιο νηφάλια εκδοχή, κάποιοι προέτασσαν το ζήτημα της αλληλεγγύης απέναντι στην καταστολή ή έθεταν κριτικές υποσημειώσεις για την προφανή ηγεμονία της αστικής ελίτ της Καταλωνίας στην όλη διαδικασία. Άλλα κομμάτια του α/α χώρου κράτησαν είτε αρνητική στάση σε μια διαδικασία που απλά “θέτει ένα κράτος απέναντι σε ένα άλλο”, είτε στάση κριτικής “ανοχής” ή κριτικής “σύμπραξης”.

Εδώ θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το καταλανικό ζήτημα από την σκοπιά των θεωρητικο-πρακτικών προκλήσεων που θέτουν στο αναρχικό κίνημα ζητήματα όπως το “δικαίωμα της αυτοδιάθεσης”, και δη της εθνικής, και η συμμετοχή ή όχι σε μια τέτοια διαδικασία, προσπαθώντας να κατανοήσουμε το πλαίσιο, με όρους του κοινωνικού-ταξικού ανταγωνισμού, στο οποίο εγγράφεται. προαπαιτούμενο αν θέλουμε να τοποθετηθούμε απέναντι στα ερωτήματα με έναν μη αντανακλαστικό και ιδεολογικοποιημένο τρόπο. Το πλαίσιο αυτό, για μας, είναι γενικά η κρίση Κράτους και κεφαλαίου και της μεταξύ τους σχέσης μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και τα εθνολαϊκιστικά κινήματα που αναπτύχθηκαν ως απάντηση στην κρίση αυτή.

Αυτό θα μας επιτρέψει να αναδείξουμε χρήσιμες αναλογίες ανάμεσα στο κίνημα της καταλανικής ανεξαρτησίας και το κίνημα ενάντια στα μνημόνια στην Ελλάδα, με τα χαρακτηριστικά “εθνικής” αποκατάστασης που πήρε, προσπαθώντας να συμβάλλουμε στην κατανόηση του εθνολαϊκισμού ως στρατηγικής του ελληνικού κράτους και των αφεντικών για τη συγκρότηση μιας νέας εθνικής ενότητας και της αντίστασής μας σ’ αυτήν.

Για τον λαό: η άνοδος του εθνολαϊκισμού μετά το 2008 και η καταλανική ιδιαιτερότητα

Τι είναι λοιπόν ο “λαός” και ο “λαϊκισμός”; Είναι ο λαϊκισμός αυτό που κυρίως σημαίνει στην φιλελεύθερη ρητορική, δηλαδή μια προσπάθεια δημαγωγικής πολιτικής που στοχεύει στην εργαλειοποίηση των φτωχότερων και λιγότερο μορφωμένων τάξεων, ή ακόμα και στον εθνικισμό (αν και στοιχεία αυτών των δύο σημασιών μπορούν να βρεθούν σ’ αυτόν)”. Ή συνιστά μια πιο θεμελιώδη λειτουργία των καπιταλιστικών κρατών; Όπως αναφέρει ο AC της ομάδας Carbure στο κείμενο “Η Καταλωνία εντός της στιγμής του λαϊκισμού”, ο λαϊκισμός συνιστά “ένα διαταξικό κίνημα στο οποίο η εθνική ενότητα επιτυγχάνεται μάλλον με την οριζόντια αναγνώριση της ισότητας των υποκειμένων εντός ενός εθνικού όλου, και τον ιδεολογικό επανακαθορισμό των καπιταλιστικών σχέσεων στη βάση αυτής της ισότητας ως ουσιώδους”. Με άλλα λόγια ο “λαός” συνιστά αυτή τη φαντασιακή κοινότητα από την οποία εμφανίζεται να εκπορεύεται, ως “έναπράγμα του λαού”, το ίδιο το Κράτος, το οποίο καθίσταται έτσι υπεύθυνο για “την συγκεκριμένη ύπαρξη αυτής της υποτιθέμενης κοινότητας”.

Αναφερόμαστε σε εθνολαϊκισμό, γιατί θεωρούμε ότι εθνικισμός και λαϊκισμός είναι οργανικά συνδεδεμένοι και γιατί είναι κυρίως ο αριστερός λαϊκισμός, σπέρνοντας φενάκες για μια δυνάμει “προοδευτική” ή “ριζοσπαστική” κοινότητα ενός “λαού των εργαζόμενων”, των “συμμάχων της εργατικής τάξης” και άλλα ευφάνταστα, που προσπαθεί να αποκρύψει αυτή την οργανική σύνδεση. Όμως, η ίδια η ιστορία έχει αποδείξει ότι αυτός ο “περιούσιος λαός”του αριστερού λαϊκισμού δεν ήταν ποτέ τίποτα διαφορετικό από το έθνος/λαό του (ακρο)δεξιού λαϊκισμού, της ίδιας δηλαδή κοινότητας που υπέτασσε το ταξικό στο εθνικό, που αναπαρήγαγε το Κράτος και το κεφάλαιο ως εγγυητές της ύπαρξής της. Εν ολίγοις συγκαλυμμένος εθνικισμός. Γι’ αυτό και σήμερα μιλά την ίδια γλώσσα του (ακρο)δεξιού λαϊκισμού, προτείνοντας ως αντίδοτο στον δαίμονα του “νεοφιλελευθερισμού” και των “τοκογλύφων την ανασυγκρότηση μιας εθνικής εργατικής τάξης υπό την ηγεσία των “παραγωγικών” και “πατριωτικών” τμημάτων του κεφαλαίου.

Η αριστερά έχει συμβάλλει ενεργά στη διαμόρφωση των διαταξικών συμμαχιών που, μετά την παγκόσμια κρίση του 2008, στρέφονται στο Κράτος ως έσχατο εγγυητή ενάντια στην καπιταλιστική αναρχία και τα αχαλίνωτα ιδιωτικά συμφέροντα”, και το καθιστούν, μαζί με την “κοινωνία των πολιτών”, το προνομιακό πεδίο διαπάλης για την αναστροφή των επιπτώσεων της κρίσης, αναδιανομής και ενός “ριζικού” εκδημοκρατισμού. Ο λαός, είτε ως “αγανακτισμένοι” των “πλατειών” είτε ως το “99%” των κινημάτων Occupy, δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όρια του κράτους και του κεφαλαίου γιατί η κατηγορία στην οποία αντιτίθεται δεν είναι η αστική τάξη ως τέτοια (εκμεταλλευτής, κάτοχος των μέσων παραγωγής κ.λπ.). Ο λαός ως “κοινότητα δεν μπορεί παρά να συγκαλύπτει τις ίδιες τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις που τον συγκροτούν “ξαναχρωματίζοντάς τις στα υποτιθέμενα αδελφικά χρώματα της εθνικής σημαίας”. Εχθρός του “λαού” είναι οι “παγκοσμιοποιημένες ελίτ”, μια “περιφερόμενη τάξη”, χωρίς δεσμούς τόπου και κοινότητας, μια τάξη του “κοσμοπολιτισμού” ενάντια στο τοπικό, μια αφαίρεση των οικονομικών ροών ενάντια στο συγκεκριμένο της παραγωγής και των υπηρεσιών.

Στην περίπτωση της Καταλωνίας, η δυναμική κινήματος της ανεξαρτησίας ενισχύεται καθοριστικά την περίοδο μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 και την ανάπτυξη του εκεί κινήματος των “πλατειών”, όπως αποδεικνύεται από τις εκλογικές αναμετρήσεις και τις δημοσκοπήσεις, φτάνοντας, τελικά, για ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους (διάφορες πλευρές των οποίων εκτίθενται στο ενδιαφέρον άρθρο: “Καταλωνία: Παρελθόν και Μέλλον”, του Luke Stobart) σε ένα σημείο “έκρηξης” με τη διεκδίκηση της αυτοδιάθεσης. Θεωρούμε αυτό το σημείο ένα άνω όριο αυτών των κινημάτων, ως κινημάτων διεκδίκησης της ίδιας της κρατικής εξουσίας στο όνομα της “κοινωνίας των πολιτών”: την αμφισβήτηση μιας υφιστάμενης κρατικής οντότητας, του ισπανικού κράτους εν προκειμένω, και την προσπάθεια συγκρότησης μιας άλλης. Από αυτή την άποψη το “καταλανικό ζήτημα” συνιστά μια εξαιρετικά σημαντική στιγμή της κρίσης του σύγχρονου κράτους και των σχέσεων κράτους και κεφαλαίου, άλλες στιγμές της οποίας συνιστούν η Ουκρανία, η Συρία, το Κουρδιστάν κ.λπ. Αυτό θεωρούμε ότι είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί.

Η κρίση του Κράτους, στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, είναι άρρηκτα δεμένη με την παρούσα φάση αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου και συνεπώς με την ενίσχυση του εθνολαϊκισμού. Αυτό αντανακλάται πιστεύουμε σε μια διπλή, αντιφατική κίνηση των εθνολαϊκιστικών τάσεων που ταλανίζονται μεταξύ της παγκοσμιοποιημένης μορφής του κεφαλαίου και τις εθνικές του περιχαρακώσεις: αφενός έχουμε την απαίτηση των “πολιτών” από το Κράτος “τους” να γίνει ανάχωμα απέναντι στις “αδηφάγες χρηματοπιστωτικές ελίτ”, δηλαδή στις λειτουργίες της παγκοσμιοποιημένης παραγωγής και κυκλοφορίας, μια επιστροφή σε λογικές προστατευτισμού του παρελθόντος κ.λπ. Αφετέρου, ο τρόπος, για παράδειγμα, που αντιμετωπίστηκε η κρίση χρέους στην Ευρώπη, με την συνέργεια των υπερεθνικών οργανισμών (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ κ.λπ.) δείχνει σαν το εθνικό κράτος να προσπαθεί να περιορίσει την ίδια την κυριαρχία του υπέρ ενός ευρύτερου και γενικότερου συμφέροντος του κεφαλαίου. Αυτή η δεύτερη πτυχή σχετίζεται άμεσα με το περιεχόμενο του εθνολαϊκισμού στην Ελλάδα των μνημονίων. Από μια πιο θεωρητική σκοπιά, μπορούμε να πούμε ότι η κρίση της σχέσης κράτους-κεφαλαίου εκφράζεται ως κρίση της μορφής “έθνος-κράτος” και των τριβών του με τις διακρατικές, υπερεθνικές ολοκληρώσεις και σχηματισμούς.

Σ’ αυτό το πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε μια κρίσιμη ιδιαιτερότητα του αυτονομιστικού κινήματος στην Καταλωνία, δηλαδή τον φανατικό φιλοευρωπαϊσμό του, σε εμφανή και σημαίνουσα αντίθεση με τα εθνικιστικά ρεύματα σε Γαλλία, Βρετανία, Πολωνία, Ουγγαρία, Αυστρία κ.α. Ο καταλανικός εθνικισμός συγκροτείται ιστορικά, θα λέγαμε, περισσότερο στη βάση της “κοινωνίας των πολιτών” και λιγότερο σε μια αδρή εθνική ταυτότητα. Είναι ενδεικτικό ότι μετά τη δικτατορία Φράνκο, το 1981, η ταυτότητα του Καταλανού πολίτη προσδιορίζεται ως “κάποιου που ζει και εργάζεται στην Καταλωνία και θέλει να είναι Καταλανός” (γεγονός που αντανακλά φυσικά την προσπάθεια ενσωμάτωσης του διαχρονικού κύματος μεταναστών προς την Καταλωνία από άλλες περιοχές της Ισπανίας). Όπως λέει και ο AC: “η οντότητα ‘Καταλωνία’ πριν απ’ όλα παραμένει νοητή με οικονομικούς όρους”. Και είναι από αυτή την άποψη που το καταλανικό ζήτημα θέτει με έναν μη συμβατικό τρόπο “το ζήτημα των σχέσεων κράτους, “λαού” και οικονομίας εντός των πραγματικών ταξικών σχέσεων”. Από αυτή την άποψη, το καταλανικό κίνημα παρουσιάζει ιδιαίτερη αναλογία με το αποσχιστικό κίνημα στη Σκωτία. Και τα δυο αυτά πρέπει να τοποθετηθούν στην τάση που χαρακτηρίζεται ως ριτζιοναλισμός, δηλαδή το πολιτικό σχέδιο μιας ΕΕ στην οποία τα βασικά δομικά στοιχεία είναι Περιφέρειες και όχι έθνη-κράτη.

Το αντιμνημονιακό κίνημα στην Ελλάδα ως κίνημα “εθνικής χειραφέτησης”

Η χρεοκοπία του ελληνικού κράτους το 2009 παρήγαγε μια βαθιά κρίση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, όχι μόνο στο προφανές επίπεδο της πολιτικής εκπροσώπησης όσο, κυρίως, της δοκιμασίας των αντοχών του εθνικού κορμού. Η στρατηγική της αστικής τάξης στην Ελλάδα, με τη διπλή προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης μέσω της συγκρότησης μιας καινούριας εθνικής ενότητας είναι το αντιμνημόνιο.

Η πρόθεσή μας εδώ δεν είναι μια συνολική πολιτική αποτίμηση του αντιμνημονιακού κινήματος αλλά η ανάδειξη των στοιχείων που το καθιστούν κομβική στιγμή του εθνολαϊκισμού στην Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων. Σε σχέση με αυτό, η σύνθεση αυτού του κινήματος, όπως αναπτύχθηκε το διάστημα 2010-2012 ως “πλατείες”, “αγανακτισμένοι” κ.λπ. είναι πολύ συγκεκριμένη: ο ελληνικός λαός ως διαταξική συμμαχία των Ελλήνων υποτιμημένων μεσοαστών, μικροαστών και εργατών (η απουσία των μεταναστών και των άλλων πιο αόρατων κομματιών του προλεταριάτου ήταν εντελώς προφανής) που διεκδικούν τη διάσωσή τους ως ελληνικός λαός από το κράτος “τους”. Και ακόμα σημαντικότερα, αυτός ο “λαός” και το κράτος “του” εμφανίζονται, ταυτόχρονα, ως τα “θύματα” της κρίσης: μπορεί τώρα να ακούγονται μόνο από μια μειοψηφία πρώην Συριζαίων και λοιπών συνεπών αντιμνημονιακών δυνάμεων, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα “ντουζένια” του αντιμνημονίου, η ρητορική αυτού του μπλοκ εθνικής σωτηρίας, με μπροστάρη τον ΣΥΡΙΖΑ, ήταν αυτή του “λαού-θύματος” των “ξένων τοκογλύφων”, των “δανειστών”, της “ιμπεριαλιστικής γερμανοκρατούμενης ΕΕ”, και μιας χώρας “υπό κατοχή” που έχει μετατραπεί, παραδομένη από τις “υποτελείς” κυβερνήσεις του δικομματισμού, σε “προτεκτοράτο” του “Δ’ Ράιχ”.

Το αντιμνημόνιο είναι, λοιπόν, ο ιδεολογικός μηχανισμός που επιτελεί την καθοριστική λειτουργία του λαϊκισμού (αυτό που στην Καταλωνία επιτελεί το αίτημα της ανεξαρτησίας): αποκρύπτει την ουσία των μνημονίων ως της βίαιης αναδιάρθρωσης που τα ελληνικά αφεντικά και το κράτος προωθούν για το ξεπέρασμα της κρίσης μέσα από την άγρια υποτίμηση των προλετάριων, για να τα εμφανίσει, αντίθετα, ως μια επίθεση στον “λαό” και το κράτος “του”, προσδίδοντας, χωρίς υπερβολή, στον “αγώνα ενάντια στα μνημόνια” χαρακτήρα “εθνικοαπελευθερωτικού” αγώνα αφού δεν αφορά πλέον μόνο την αποκατάσταση της οικονομικής αλλά της ίδιας της εθνικής-κρατικής κυριαρχίας.

Σε μια επίσης ενδιαφέρουσα αναλογία με τον καταλανικό εθνικισμό, τα χαρακτηριστικά αυτά παρωξύνονται σε μια άλλη κομβική στιγμή του εθνολαϊκισμού στην Ελλάδα, το περιβόητο Δημοψήφισμα για τη συμφωνία με τους “δανειστές”, της 5ης Ιούλη του 2015.

Το νήμα που συνδέει τις “πλατείες” και το κίνημα του 2010-2012 με τη το Δημοψήφισμα εμφανίζει κάποια παράδοξα. Ενώ το αντιμνημονιακό κίνημα ηττάται στον δρόμο το 2012, το πολιτικό του σχέδιο εμφανίζεται, μετά από την κοινωνική νηνεμία της περιόδου 2012-2014, νικηφόρο με την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το παράδοξο της “νίκης μέσα από την ήττα” ή “της ήττας μέσα από τη νίκη”, είναι μόνο φαινομενικό. Όπως διαπιστώνει και ο AC:

Ο λαϊκισμός – ακόμα και όταν είναι αριστερός ή “κοινωνικός” – είναι επίσης το από κοινού προϊόν της αποτυχίας αυτών των κινημάτων, της επιδείνωσης των μέτρων λιτότητας και της καταστολής από το Κράτος κινημάτων καθαρά διαμαρτυρίας” (“Η Καταλωνία εντός…”).

η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αναδεικνύει και σημειολογικά, θα λέγαμε, ότι το πολιτικό παράγωγο του αντιμνημονιακού κινήματος είναι όντως η ενίσχυση του εθνολαϊκισμού στην πιο αυθεντική του μορφή, ως ενός τόξου που διατρέχει ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, από τα ακροδεξιά μέχρι τα ακροαριστερά. Αυτό σχετίζεται και με την εξής θεμελιώδη πτυχή του εθνολαϊκισμού:

ο λαϊκισμός αντιπροσωπεύει…την διπλή πτυχή ενός “λαϊκού” κινήματος και ενός κινήματος του κράτους, με άλλο λόγια, της άρχουσας τάξης, που μπορεί να δημιουργήσει μια ρευστή κατάσταση, με τις διαχωριστικές γραμμές να επαναπροσδιορίζονται μόνιμα” (AC, στο ίδιο).

Είναι αυτή η διπλή αυτή λειτουργία που αποτυπώνεται ξεκάθαρα στις πρώτες φιλοκυβερνητικές διαδηλώσεις της “περήφανης διαπραγμάτευσης” τον Φλεβάρη του 2015 (όταν, για να μην ξεχνάμε, στον εξώστη της Βουλής συνυπήρχαν στο ίδιο πλάνο οι σημαίες των ΑΝΕΛ, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και απογειώνεται με το Δημοψήφισμα τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς. Στο Δημοψήφισμα ο αριστερός, ιδιαίτερα, λαϊκισμός ανακάλυπτε και πάλι έναν “περήφανο” ελληνικό λαό ο οποίος, κόντρα στην “τρομοκρατία” των δανειστών και των ντόπιων συμμάχων τους, των “φιλελέ αφεντικών (τα άλλα αφεντικά προφανώς ήταν μαζί “μας”) έφτανε, μέσω μιας δυνάμει καταλυτικής “ταξικής” ψήφου, στην κορύφωση μιας σχεδόν “επαναστατικής” στιγμής – αλήθεια από πού; Γιατί το μόνο που υπήρχε ήταν ο ελληνικός λαός που διεκδικούσε από την κυβέρνησή του μια “αξιοπρεπή” διαπραγμάτευση. Συντασσόταν, δηλαδή, για μια ακόμα φορά με το κράτος “του” στην προσπάθειά να ενισχύσει τη διαπραγματευτική του θέση, να εξασφαλίσει, δηλαδή, τους καλλίτερους δυνατούς όρους για την νέα φάση της επίθεσης των αφεντικών εναντίον των πιο υποτιμημένων στρωμάτων του προλεταριάτου.

Ανάλογα, στην Καταλωνία, είναι το αποσχιστικό και αντικαπιταλιστικό CUP που στήριξε καθοριστικά την κυβέρνηση Πουτζεμόν στη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος της ανεξαρτησίας, έχοντας υπαγάγει κάθε ταξική καχυποψία στην προσμονή μιας “ριζοσπαστικοποίησης” που αίφνης, κυρίως λόγω της καταστολής, θα εμπλουτίσει με κοινωνικά περιεχόμενα την εθνικιή ατζέντα.

Χωρίς να θέλουμε να επιδείξουμε οποιεσδήποτε “μαντικές ικανότητες”, αλλά μόνο στη βάση της κατανόησης που προσπαθούμε να έχουμε για τις αλλαγές στον κοινωνικό-ταξικό ανταγωνισμό, δεν θεωρούμε ότι πρόκειται να προκύψει, στο άμεσο μέλλον, τουλάχιστον, κάποια “ριζοσπαστικοποίηση” στην Καταλωνία, για τον ίδιο λόγο που κανένα προλεταριάτο δεν βγήκε να υπερασπιστεί το “περήφανο ταξικό ΟΧΙ” μετά την “προδοσία” του Τσίπρα.

Διαταξικότητα: η μεσαία τάξη, το προλεταριάτο και τα όρια της πολιτικής

Έχουμε ήδη υποδείξει ότι το όριο των διαταξικών, λαϊκών κινημάτων, είναι η ίδια η διαταξικότητά τους (ως πηγή του φετιχισμού των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων που τα καθηλώνει εντός του ορίζοντα του κεφαλαίου και του κράτους). Από την πλευρά του προλεταριάτου, η διαταξικότητα έχει, ως όριο, μια επιπλέον καθοριστική πτυχή που σχετίζεται με την μη-διακριτότητα των “ιδιαίτερων” συμφερόντων του προλεταριάτου. Πραγματικά, τα τμήματα του προλεταριάτου “που συγκλίνουν στους διαταξικούς αγώνες “είναι πάντα τμήματα που τα συμφέροντά τους επικαλύπτονται με αυτά των μεσαίων τάξεων, είναι αυτή η τομή που συγκροτεί την “κοινωνία των πολιτών” ως αντικείμενο διεκδίκησης, και από τη στιγμή που η κοινωνία των πολιτών είναι το πρόβλημα, οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις καθίστανται αδιαμφισβήτητες, γιατί αυτές προϋποτίθενται” (“Η Καταλωνία εντός…”).

Παράγεται έτσι ένα όριο που δεν έχει να κάνει με κάποια “χειραγώγηση” αυτών των τμημάτων από την αστική τάξη (ή την αριστερά), αλλά με το θεμελιώδες γεγονός ότι η διαταξικότητα και ο λαϊκισμός (πέρα από τον ιδεολογικό του χαρακτήρα) συγκροτούνται σε μια αντιφατική αλλά πραγματική βάση όπου τα συμφέροντα των τάξεων δεν είναι πλέον διακριτά. Και ο λόγος που τα “πραγματικά” συμφέροντα της εργατικής τάξης δεν είναι διακριτά είναι επειδή δεν υπάρχει πλέον Η εργατική τάξη ως δεδομένη ενότητα συμφερόντων. Ή με μια διαφορετική διατύπωση: τόσο ο λαϊκισμός, ως ιδεολογία, όσο και το προλεταριάτο ως τάξη του κεφαλαίου, ως διαχωριζόμενο και ενοποιούμενο μόνο μέσω του κεφαλαίου, επιβεβαιώνουν, όπως λέει ο AC, “στη γλώσσα της ιδεολογίας αυτή τη θεωρητική αλήθεια: το κεφάλαιο είναι η ίδια η κοινωνία”.

Η αριστερά αγνοώντας αυτή την θεωρητική αλήθεια, μιλώντας για “χειραγωγήσεις” ή “δυνατότητες ριζοσπαστικοποίησης” μιας κατά φαντασίαν “ενιαίας” εργατικής τάξης, αποκρύπτει το θεμελιώδες ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση της υπάρχουσας κατάστασης δεν μπορεί να είναι η ριζική αμφισβήτηση του κεφαλαίου και του κράτους.

Δημοκρατία, αυτοδιάθεση και προκλήσεις για το αναρχικό κίνημα

Στη σύγκρουση της καταλανικής ελίτ με το ισπανικό κράτος αμφότερα εμφανίζονται να υπερασπίζονται τη Δημοκρατία και τη “νομιμότητα”, γεγονός το οποίο οδηγεί σε μερικά κρίσιμα ερωτήματα στην “καρδιά” της Δημοκρατίας, που αναδεικνύονται εύστοχα στο κείμενο των συντρόφων της αναρχικής κολλεκτίβας CrimethInc: “Δημοκρατία, βουτηγμένη στο αίμα. Για το καταλανικό δημοψήφισμα: το παλιό κράτος, ένα καινούριο κράτος ή καθόλου κράτος”; Πέρα από την προφανή αντίφαση ένα σχεδόν-κράτος, η Καταλανική Αυτόνομη Διοίκηση, να καταδικάζει το ισπανικό κράτος για άσκηση βίας, το ουσιαστικό είναι η προσπάθεια να εμφανιστεί “ότι ο εθνικισμός και η δημοκρατία προσφέρουν μια λύση [στο πρόβλημα] της κρατικής καταστολής και της αστυνομικής βίας”.

Είναι σαφές, όμως, ότι σε κάθε περίπτωση Δημοκρατία σημαίνει εκλογές, νόμοι και μηχανισμοί επιβολής τους, συνεπώς το αληθινό ερώτημα δεν είναι “ποια πλευρά είναι δημοκρατική”, γιατί, όπως λένε και οι σύντροφοι, “είναι και οι δύο”, αλλά “ποια νομιμότητα θα κυριαρχήσει”; Γενικότερα, με δεδομένη τη διαίρεση του κόσμου σε ζώνες κρατικής κυριαρχίας, πώς επιλύονται ή ξεπερνιούνται οι συγκρούσεις μεταξύ αυτών των “επικρατειών”, των μπλοκ, δηλαδή, που “οι άνθρωποι συγκροτούν…στη βάση επιφανειακών ομοιοτήτων όπως η εθνικότητα, η γλώσσα, η θρησκεία και η υπηκοότητα”, όπως λένε οι σύντροφοι του CrimethInc, αφού ουσιαστικά το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας κατανοείται ως ζήτημα επιβολής. “Τα μπλοκ αυτά ανταγωνίζονται για τον έλεγχο εντός κάθε κράτους και σε συγκρούσεις μεταξύ κρατών. Αυτή η πάλη λαμβάνει χώρα με μη-βίαιο τρόπο ως δημοκρατία και με βίαιο τρόπο ως πόλεμος – όπου βρίσκει κανείς τη δημοκρατία, ο πόλεμος δεν είναι ποτέ μακριά”.

Για το αναρχικό κίνημα, συνεπώς, ο εθνικισμός δεν μπορεί να αποτελεί μέσο για την επίτευξη της αυτοδιάθεσης των ανθρώπων όχι μόνο επειδή είναι ένας θεμελιώδης μηχανισμός απόκρυψης των σχέσεων κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, αλλά και λόγω της εγγενούς του βίας ως παράγωγο της Δημοκρατίας και της πυρηνικής, σε αυτήν, αρχή της πλειοψηφίας. Η αυτοδιάθεση, από τη σκοπιά της ελευθερίας, δεν μπορει να συνίσταται στη δημιουργία μιας κλειστότητας με βάση μια επιβεβλημένη ταυτότητα· αντίθετα, “ο αληθινός αυτοκαθορισμός απαιτεί συμβιωτικές σχέσεις που υπερβαίνουν την ταυτότητα” (στο ίδιο).

Έτσι στα διλήμματα επιλογής “εθνικότητας” ή “υπηκοότητας” που θέτουν, για παράδειγμα, ο ισπανικός και ο καταλανικός εθνικισμός, η απάντησή μας δεν μπορεί να είναι η “αρχή της πλειοψηφίας” και τα δημοψηφίσματα. Οι σύντροφοι του CrimethInc προτείνουν “…εθελούσιες συσχετίσεις που δεν διεκδικούν αποκλειστικό έλεγχο των πληθυσμών και των περιοχών. Στη θέση του εθνικισμού, προτείνουμε αμοιβαία βοήθεια κατά μήκος όλων των ταυτοτήτων. Στη θέση του κράτους, προτείνουμε πραγματική αυτοδιάθεση σε μια αποκεντρωμένη βάση. Στη θέση της δημοκρατίας, της αρχής της πλειοψηφίας, προτείνουμε τις αρχές της οριζοντιότητας και της αυτονομίας. Στη θέση των πολέμων που ο εθνικισμός και η δημοκρατία πάντα υποδαυλίζουν, προτείνουμε την αλληλεγγύη και την δικαιοσύνη που μετασχηματίζει”.

Τα ζητήματα της αυτοδιάθεσης, της “εθνικότητας”, θέτουν σημαντικές προκλήσεις για το αναρχικό κίνημα. Για τους συντρόφους στην Καταλωνία, ιδιαίτερα, το ζήτημα της στάσης τους απέναντι στη λεγόμενη διαδικασία της ανεξαρτησίας είναι ζωτικής σημασίας. Στην πραγματικότητα, τέτοια ζητήματα θα προκύπτουν για το αναρχικό κίνημα από κινήματα που διεκδικούν στο πλαίσιο της “κοινωνίας των πολιτών”. Οι απόψεις δεν να μπορούν ταυτίζονται, ούτε υπάρχει πάντα μια “ασφαλής” θέση. Ένα κριτήριο πρέπει να είναι, πιστεύουμε, το “ποιος κερδίζειτελικά από τους αγώνες με όρους κοινωνικού-ταξικού ανταγωνισμού και αν υπάρχουν πραγματικές δυνατότητες ριζοσπαστικοποίησης τους, γιατί γενικά δεν υπάρχει μια “απειρία” δυνατοτήτων (κι εδώ είναι που αναδεικνύεται ο κρίσιμος ρόλος της θεωρίας). Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να έχουμε επίγνωση των συνεπειών και του πιθανού ρίσκου κάθε στάσης και να καθιστούμε ξεκάθαρη την πλευρά από και για την οποία μιλάμε.

Ιδιαίτερα, σε μια περίοδο ενίσχυσης των εθνολαϊκιστικών τάσεων, εντατικοποίησης της επίθεσης του Κράτους και του κεφαλαίου εναντίον μας, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, είναι εντελώς επιτακτική ανάγκη να διαχωρίζουμε απόλυτα και συνειδητά την αντίληψή μας για την υποτίμησή μας και τη μορφή και το περιεχόμενο των αγώνων μας από τις δυνάμεις του εθνολαϊκισμού. Διαφορετικά κινδυνεύουμε οι αγώνες αυτοί να αφομοιώνονται από την κυριαρχία.

Επειδή δεν υπάρχει καμμιά αντικαπιταλιστική, αντιιμπεριαλιστική ή αντικρατική “ρήξη” στα Brexit, στα δημοψηφίσματα στη Σκωτία ή την Καταλωνία και στα “αντιμνημόνια”, ο ρεαλισμός για τους καταπιεσμένους και τους εξαθλιωμένους δεν είναι άλλος από την επανάσταση ως ριζική αμφισβήτηση του υπάρχοντος, ως ρεαλιστική ουτοπία που μας επιτρέπει να φανταστούμε τι μπορούμε να πετύχουμε πέρα από και ενάντια σε καινούριες κρατικές δομές, ως το όραμα, το ήδη ενεργό στα πολυάριθμα δίκτυα αλληλεγγύης και αντίστασης που δημιουργούμε, της κοινωνίας που θέλουμε εδώ και τώρα.

Για έναν κόσμο χωρίς σύνορα και κράτη!

Έναν κόσμο της ελευθερίας και της χειραφέτησης!

fabric

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

[1] “Η Καταλωνία εντός της στιγμής του λαϊκισμού”, AC της Carbure: https://2008-2012.net/2017/10/24/la-catalogne-dans-le-moment-populiste.

[2] Καταλωνία: Παρελθόν και Μέλλον”, Luke Stobart: https://inmediasres.espivblogs.net/jacobin_catalunya

[3] Δημοκρατία, βουτηγμένη στο αίμα. Για το καταλανικό δημοψήφισμα: το παλιό κράτος, ένα καινούριο κράτος ή καθόλου κράτος;”, CrimethInc, https://inmediasres.espivblogs.net/crimethinc_catalonia

Και γενικότερα στην ενότητα: https://inmediasres.espivblogs.net/category/international/catalunya του blog της InMediasRes.

Ο Ερρίκο Μαλατέστα και το αναρχικό κίνημα σήμερα

Μια συζήτηση στην κατάληψη της Ανάληψης με εισήγηση του σ. Π. Καλαμαρά

Στις 13 Oκτωβριου πραγματοποιήθηκε πολιτική εκδήλωση στην Κατάληψη Ανάληψη, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 3 χρόνια λειτουργίας της, με θέμα «Ο Ερρίκο Μαλατέστα και το αναρχικό κίνημα σήμερα». Η εισήγηση έγινε από τον σ. Π. Καλαμαρά, των εκδόσεων Ελευθεριακή Κουλτούρα. Μεθοδολογικά ξεκαθάρισε ότι δεν θα μιλούσε ως ειδικός στον Μαλατέστα αλλά για να μοιραστεί ιδέες και σκέψεις πάνω στην ζωή και το έργο του καθώς και την πιθανή επικαιρότητα του. Όσα ακολούθησαν κινήθηκαν γύρω από δύο βασικούς άξονες: α) ιστορικά στοιχεία γύρω από τη ζωή και το έργο του Μαλατέστα και τη σχέση τους με τα δύο μεγάλα επαναστατικά γεγονότα του 20ου αιώνα (Ρωσική Επανάσταση, Ισπανική Επανάσταση) και β) προβληματισμούς που προκύπτουν από τις ιδέες του ιταλού επαναστάτη και αφορούν το αναρχικό κίνημα του σήμερα, όπως η απόσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης και το πρόβλημα της κατάργησης της (πολιτικής) εξουσίας. Θα προσπαθήσουμε να αποδώσουμε συνοπτικά αυτά τα δύο σημεία.

 

Ο Μαλατέστα υπήρξε ένας από τους βασικούς «ιδρυτικούς πατέρες» της αναρχίας μαζί με τους Προυντόν, Κροπότκιν, Μπακούνιν και ο πιο «συνεπής» αναρχικός ανάμεσά τους, όντας μέλος του αναρχικού κινήματος από μικρή ηλικία μέχρι και το τέλος της ζωής του το 1932. Έζησε όλη την πρώτη φάση ανάπτυξης του αναρχικού ρεύματος, από τη διάσπαση της Πρώτης Διεθνούς το 1872 και το συνέδριο του St. Imier μέχρι τη γιγάντωσή του, κυρίως στις Η.Π.Α και στη Νότια Αμερική στα τέλη του 19ου αι., την ανάπτυξή του στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία τη δεκαετία του 1910, αλλά και την εμπλοκή των αναρχικών στη ρωσική επανάσταση.

Η ζωή του ήταν ταραχώδης, γεμάτη από φυλακίσεις, εξορίες, ταξίδια καθώς και συμμετοχή σε μεγάλες επαναστατικές στιγμές όπως η Κόκκινη Εβδομάδα (Settimana Rosa) στην Ιταλία το 1914. Αρχικά, και με σύγχρονους όρους, θα τον λέγαμε εξεγερσιακό αναρχικό, πολύ κοντά στις ιδέες του Μπακούνιν, κάτι που φαίνεται και από τη συμμετοχή του στη συμμορία Ματέζε (La Banda del Matese), η οποία to 1877 κήρυξε «πραξικοπηματικά» τον ελευθεριακό κομμουνισμό στην ιταλική επαρχία Benevento. Αργότερα εγκατέλειψε αυτές τις απόψεις και πρακτικές.

Ι. Για την επανάσταση

Γύρω από το ζήτημα της επανάστασης, που τότε έμπαινε με πολύ πιο πραγματικούς όρους στο αναρχικό κίνημα, ο Μαλατέστα υποστηρίζει ότι η αυτή είναι αναπόφευκτη. Αναλυτικότερα: Αν θέλουμε να αλλάξουμε την υπάρχουσα εκμεταλλευτική εξουσιαστική κοινωνία δεν υπάρχει άλλος τρόπος από μία βίαιη επανάσταση, διότι ποτέ στην ιστορία οι κρατούντες δεν εγκατέλειψαν την εξουσία με ειρηνικό τρόπο. Θεωρεί, δε, ως επανάσταση, την πράξη ή την στιγμή στην οποία γίνεται μια ριζική ρήξη με την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Υπάρχει μια ολόκληρη και πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με το ζήτημα επανάσταση ή μεταρρύθμιση (όπως και για το συναφές θέμα δημοκρατία ή αναρχία) στις αρχές του 20ου αιώνα ανάμεσα στον Μαλατέστα και τον γνωστό δικηγόρο Fransesco Saverio Merlino, που αρχικά ήταν αναρχικός και στη συνέχεια έγινε σοσιαλιστής. Ο Merlino θεωρεί πως η επανάσταση μπορεί να γίνει μέσω ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων χωρίς την καταφυγή σε μια επανάσταση, ενώ ο Μαλατέστα τον αντικρούει ρητά.

Στο ερώτημα «Πώς γίνεται η επανάσταση; Από ποιους και για ποιους;», ο Μαλατέστα απαντά κάπως αντιφατικά. Από τη μια είναι μπακουνικός και θεωρεί ότι μια μικρή ομάδα αποφασισμένων ανθρώπων θα διαβλέψουν τη σωστή στιγμή που μπορεί να πραγματοποιηθεί, θα αρπάξουν την ευκαιρία και θα την πραγματοποιήσουν. Από την άλλη, θεωρεί ότι δεν μπορεί να είναι έργο μόνο κάποιων συγκεκριμένων, ενός κόμματος, μιας κοινωνικής τάξης (π.χ της εργατικής) ή των αναρχικών αλλά θα είναι έργο όλων όσων αρνούνται το υπάρχον και θα έχει ως βασικό σκοπό της την ελευθερία (από κοινού με την ισότητα), την οποία θα επιδιώκει συνεχώς, αίροντας ταυτοχρόνως όλες τις ανισότητες (πολιτικές, οικονομικές κ.λπ.). Εάν δεν πληρείται αυτό το κριτήριο, το πολύ που μπορεί να γίνει είναι μια δικτατορία, έστω και αυτής της πρώτης μικρής ομάδας που έκανε την επανάσταση και είναι σαφές πως θα πρόκειται για κάτι τελείως διαφορετικό από την κοινωνία που οραματίζονται οι αναρχικοί. Αυτή η θέση είναι πολύ σημαντική και είναι μέσω αυτής που έρχεται σε πλήρη ρήξη με το μπολσεβίκικο μοντέλο κατάκτησης της εξουσίας, διαβλέποντας αυτό που επρόκειτο να συμβεί τελικά στη Σοβιετική Ένωση.

Στο επόμενο ερώτημα που τίθεται: «Τι θα γίνει μετά την επανάσταση; Πώς θα εδραιωθεί μια κοινωνία ίσων και αδελφωμένων ανθρώπων;» ο Μαλατέστα θεωρεί ότι η επανάσταση (στιγμή της ρήξης) αποτελεί το πρώτο στάδιο, ακολουθούμενο από ένα δεύτερο, στο οποίο έρχεται η στιγμή, ελεύθεροι πια από τους δυνάστες, να φτιάξουμε τη δική μας κοινωνία. Συγκεκριμένα έχει μια άποψη για την πολιτική που, στα ιταλικά, ονομάζεται gradualismo (από το graduale: βαθμιαίος, σταδιακός). Στην περιπτωσή μας, σημαίνει ότι ναι μεν κάνουμε την επανάσταση αλλά δεν βιαζόμαστε να την ολοκληρώσουμε. Συνεχίζουμε με στάδια τα οποία προϋποθέτουν να μην κάνουμε πίσω στις αρχές μας αλλά να πείθουμε και άλλους ανθρώπους πως η λογική και οι πρακτικές μας είναι οι πλέον αποτελεσματικοί τρόποι για να πραγματοποιήσουμε την ατομική και συλλογική αλλαγή της καθημερινής ζωής. Έτσι κάνει μία διάκριση ανάμεσα σε αναρχισμό και αναρχία. Ο αναρχισμός είναι η μέθοδος για να φτάσουμε σε αυτό που επιθυμούμε ενώ η αναρχία είναι το κοινωνικό σύστημα στο οποίο θα ζήσουμε. Αυτό δεν μπορεί να είναι κάτι το οριστικό ούτε μια ολοκληρωμένη ουτοπία, σε αντίθεση με διάφορα σοσιαλιστικά-μαρξιστικά σχήματα. Θα είναι μία κατάσταση σε διαρκή εξέλιξη και πορεία.

Αναφορικά με το οικονομικό μοντέλο που θα μπορούσε να ακολουθηθεί, από τα διαθέσιμα προτεινόμενα, από την ακραία πτέρυγα του σοσιαλισμού ως την αναρχία (π.χ κολλεκτιβιστικό. κομμουνιστικό, αναρχοκομμουνιστικό, συνεργατικό) υποστηρίζει πως αυτά θα πρέπει να συνυπάρξουν. Η επιβολή «από τα πάνω» ενός, έναντι των υπόλοιπων, όπως έγινε στη Ρωσία με την κολλεκτιβοποίηση, θα είναι πρακτική άρνηση της αναρχίας. Καταλήγει στο συμπέρασμα πως θα ήταν καλύτερο να ηττηθούμε από το να εφαρμόσουμε τις ιδέες μας με δικτατορικό τρόπο. Στην δεύτερη περίπτωση, θα καταδικάσουμε τις ιδέες μας όχι, μόνο, σε μία συγκυριακή ήττα αλλά θα τις καταστήσουμε σε τέτοιο βαθμό ανενεργές που κανείς δεν θα τις χρησιμοποιήσει στο μέλλον.

ΙΙ. Για τη ρωσική και ισπανική επανάσταση

Η κριτική του Μαλατέστα στη ρωσική επανάσταση είναι σαφής. Ήδη από το 1918 γράφει πως στη Ρωσία δεν γίνεται κάτι που μπορεί να μας εμπεριέχει και τα πράγματα δεν ακολουθούν την κατεύθυνση που θα θέλαμε. Είναι γεγονός ότι η επανάσταση αυτή, κυρίως τον Φλεβάρη του 1917, και όχι στο πραξικόπημα των μπολσεβίκων στις 26 Οκτώβρη 1917, δεν ήταν έργο μόνο των τελευταίων, που ανήκαν σαφώς στη μειοψηφία, αλλά σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι αναρχικοί και οι σοσιαλεπαναστάτες (εσέροι). Αρχικά, γι’ αυτόν τον λόγο, ο ίδιος ο Λένιν ήταν υποκριτικά φίλα προσκείμενος στους αναρχικούς, και μάλιστα στο «Κράτος και Επανάσταση» εξυμνεί την υποκειμενικότητα, τον βολονταρισμό κ.λπ. Ο Μalatesta δηλώνει, ήδη από το 1918, ότι θα υπάρξουν μεγάλα προβλήματα για τους αναρχικούς στη Ρωσία, μερικοί από τους οποίους, μάλιστα, είχαν προσχωρήσει στο μπολσεβίκικο κόμμα. Πράγματι, από τις αρχές της επανάστασης, και μάλιστα με την καθοδήγηση του ίδιου του Λένιν, δημιουργήθηκε η πρώτη μυστική αστυνομία, η Τσεκά (στα ρωσικά: чрезвычайная комиссия), με επικεφαλής τον Felix Dzerzhinsky, η οποία σταδιακά εξόντωσε τους αναρχικούς, τους σοσιαλεπαναστάτες, ακόμη και την εργατική αντιπολίτευση εντός του ίδιου του κόμματος των μπολσεβίκων.

Ο Μαλατέστα δικαιώθηκε από τη γνωστή ιστορία με τον Μάχνο και την Μαχνοβτσίνα στην Ουκρανία, όπως και με την καταστολή της εξέγερσης της Κροστάνδης το 1921, που υπήρξε και η ταφόπλακα κάθε έννοιας αντιπολίτευσης στην Ρωσία. Ο Μαλατέστα ήταν πολύ καλος φίλος με τον Ιταλό αναρχοσυνδικαλιστή Luigi Fabbri, ιδρυτικό μελος της USI, ο οποίος πήγε στη Ρωσία τα χρόνια της επανάστασης και έγραψε ένα βιβλίο για το τι γινόταν εκεί. Ο Fabbri θεωρεί πως πρόκειται για κάτι το ολέθριο και καταστροφικό για την ίδια την επανάσταση, και πιο συγκεκριμένα πως εκεί βιώνεται η δικτατορία ενός κομματικού μηχανισμού και σαφώς όχι κάποια έννοια μιας δικτατορίας του προλεταριάτου (καθώς βλέπουμε να έχει εγκαθιδρυθεί μια δικτατορία επί του προλεταριάτου). Η δικτατορία του προλεταριάτου η οποία, υποτίθεται ότι στοχεύει, σύμφωνα με την ίδια τη μαρξική ιδέα, στην τελική εξάλειψη του κράτους, κατέληξε να αποτελεί το όργανο στα χέρια ενός κόμματος προκειμένου να επιβάλλει βιαίως αυτό που θεωρεί σωστό, όπως ακριβώς δηλαδή έκαναν και οι προηγούμενοι κυρίαρχοι (και μάλιστα με έναν ακόμη πιο ωμό και «επιστημονικό» τρόπο). Ο Μαλατέστα συμφωνεί με αυτή τη θέση και γράφει, με αφορμή τον θάνατο του Λένιν, στο περιοδικό «Pensiero y Volonta», την Φεβρουαρίου του 1924, το κείμενο «Πένθος ή Γιορτή;», απόσπασμα του οποίου είναι το παρακάτω σε ελεύθερη μετάφραση:

«Μπορούμε να έχουμε κάποιου είδους αναγκαστικό σεβασμό γι αυτόν (τον Λένιν), όπως δείχνουν τα πλήθη απέναντι στους ισχυρούς άνδρες, ακόμη κι αν αυτοί έχουν αποδειχθεί όχι και τόσο σύμφωνοι με τις επιθυμίες τους, καμιά φορά μάλιστα μπορεί να τους έχουν κάνει και κακό, οι οποίοι ωστόσο κατάφεραν να αφήσουν στην ιστορία ένα βαθύ ίχνος από το πέρασμά τους. Τέτοιοι άνθρωποι ήταν ο Αλέξανδρος, ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Λογιόλα, ο Κρόμγουελ, ο Ροβεσπιέρος, ο Ναπολέων. Αλλά αυτός, παρ’ ότι μπορεί να είχε τις καλύτερες προθέσεις, ήταν ένας τύραννος, ήταν ο στραγγαλιστής της Ρώσικης Επανάστασης, και γι’ αυτό αφού δεν μπορούσαμε να τον αγαπήσουμε ζωντανό, δεν μπορούμε να τον κλάψουμε και πεθαμένο. Ο Λένιν είναι νεκρός, Ζήτω η ελευθερία!».

Σχετικά με την ισπανική επανάσταση εκφράστηκε από τον εισηγητή η άποψη ότι η επιλογή των αναρχικών να βρεθούν ακόμα και σε κυβερνητικά πόστα επιβεβαίωσε, σε έναν βαθμό, τις ιδέες του Μαλατέστα σχετικά με το επαναστατικό υποκείμενο (που δεν μπορεί να είναι μόνο οι αναρχικοί) και το πώς μπορεί να επιτευχθούν οι στόχοι μιας επανάστασης μέσα από την ευρύτερη συμμαχία των ριζοσπαστικών δυνάμεων, κι αυτό για τους εξής λόγους: πρώτον, οι αναρχικοί στην Ισπανία δεν ήταν οι μόνοι που είχαν ισχυρές δυνάμεις, αλλά δεν ήταν και η πλειοψηφία στο ριζοσπαστικό στρατόπεδο. Επιπλέον, όπως πολύ καλά αναπτύσσεται από τον σ. Claudio Venza στο βιβλίο του «Αναρχία και πολιτική εξουσία στον Ισπανικό Εμφύλιο», οι αναρχικοί είχαν πολύ συγκεκριμένα «τεχνικά» προβλήματα. Δηλαδή, παρά τη φοβερή μαχητικότητά τους, στις απεργίες και στον δρόμο, γενικότερα, ήταν, στην πλειοψηφία τους, προλετάριοι αγράμματοι και ανειδίκευτοι και, συνεπώς, δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν πλήρως σε καθήκοντα που αφορούν την κοινωνική-οικονομική οργάνωση (είχαν μεγάλες ελλείψεις σε μηχανικούς, λογιστές κ.λπ.), κάτι που δεν συνέβαινε κυρίως με το σοσιαλιστικό κόμμα. Τέλος, αναπτύχθηκε από τον εισηγητή και ένας ευρύτερος προβληματισμός σχετικά με το γεγονός ότι η ήττα των αναρχικών στην Ισπανία μπορεί να οφείλεται στο ότι δεν είχαν σκεφτεί αρκετά και σε βάθος πάνω στο πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας και την πλήρη της κατάργηση (και απουσία) της στη μελλοντική κοινωνία της ισότητας και της ελευθερίας.

ΙΙΙ. Θεωρία και πράξη και το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας

Από τα παραπάνω προέκυψαν τα εξής ζητήματα, που αντανακλώνται και στο σήμερα. Το πρώτο αφορά στο αν και πώς γίνονται όλα αυτά που οραματίζονται οι αναρχικοί στην πράξη. Κατά πόσο, δηλαδή, το ιδεώδες της άμεσης συνάφειας μέσων και σκοπών μπορεί να εφαρμοστεί σε μεγάλη κλίμακα, στο πλαίσιο της σημερινής μαζικής κοινωνίας. Με άλλα λόγια, πώς μπορούν τα ελευθεριακά μορφώματα να επιβιώσουν μη δεχόμενα το δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», μη ερχόμενα συνεπώς σε αντίφαση με αυτά που πρεσβεύουν; Πώς θα καταφέρουν κάποιοι να πείσουν αυτούς που δεν είναι πεισμένοι και πώς αυτοί που είναι πεισμένοι δεν θα θεωρήσουν ότι έχουν κάποιο «δικαίωμα» παραπάνω από τους υπόλοιπους;

Ιστορικά δεν έχει συμβεί ποτέ μια τέτοιου είδους επανάσταση. Τέτοια προβλήματα αντιφάσεων αντιμετωπίζουμε ακόμα, σε μικροκλίμακα, λίγο πολύ και εντός των δικών μας συλλογικοτήτων, όπως για παράδειγμα με τις άτυπες ιεραρχίες (άνιση κατανομή του λόγου, έμφυλες διακρίσεις κ.λπ.). Συνεπάγεται ότι θα πρέπει να δομήσουμε συλλογικά κάποιες δικλείδες ασφαλείας, γιατί αλλιώς μπορεί να βρεθούμε μπροστά σε κάθε είδους ολοκληρωτισμούς.

Το δεύτερο ζήτημα που αναδείχθηκε αφορά την πολιτική εξουσία. Οι αναρχικοί, ήδη από το συνέδριο του St. Imier το 1872, υποστήριζαν ότι κύριος στόχος του κινήματος είναι η καταστροφή κάθε πολιτικής εξουσίας. Τι ορίζουμε όμως τελικά ως πολιτική εξουσία; Υπάρχει δυνατότητα οργάνωσης της κοινωνίας χωρίς καμία μορφή εξουσίας; Η ελληνική γλώσσα είναι κάπως φτωχή στις φιλοσοφικές πολιτικές έννοιες. Έτσι, όταν μιλάμε για «εξουσία», εννοούμε, συνήθως, κάτι το δυναστικό, με αυτή την έννοια να είναι σχεδόν πάντα αρνητικά φορτισμένη. Στις λατινογενείς γλώσσες, αντίθετα, ξεκινώντας από το ρωμαϊκό δίκαιο, το οποίο έθεσε για πρώτη φορά τα ζητήματα με τα οποία καταπιάστηκαν οι μεγάλοι επαναστάτες όπως ο Μάρξ, ο Μπακούνιν κ.λπ., η «εξουσία» ονομάζεται «potere» που σημαίνει δύναμαι, δηλαδή έχω τη δύναμη ή αλλιώς μπορώ να κάνω κάτι. Ενώ για την καταπιεστική εξουσία χρησιμοποιείται ο όρος όρο «dominio», που σημαίνει κυριαρχία και έχει σαφώς αρνητική χροιά. Υπάρχει, τέλος, η έννοια της «autorita», που μπορεί να μεταφραστεί ως υπέρτατη εξουσία, αυθεντία ή αυταρχία και σημαίνει τη μία και μοναδική αρχή που αποφασίζει. Οι αναρχικοί μάλιστα, την εποχή του σχίσματος της Πρώτης Διεθνούς, δηλώνουν Antiautoritari Socialisti δηλαδή αντι-αυταρχικοί σοσιαλιστές.

Θα πρέπει να διερωτηθούμε εδώ για την χρήση του όρου αντιεξουσία στα ελληνικά, που δηλώνει μόνο άρνηση και όχι ταυτότητα, και γι’ αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από αντιδραστικά μορφώματα. Στα ιταλικά υπάρχει μεν η έννοια της «contro-potere», της αντι-δύναμης, αλλά σημαίνει κυρίως τη δική μας δύναμη (των εκμεταλλευόμενων, των κυριαρχούμενων) ενάντια στην κατεστημένη εξουσία. Κάτι που, στο σύγχρονο κινηματικό λεξιλόγιο, παραπέμπει στο λενινιστικό μοντέλο, που πρεσβεύει ότι πριν την επανάσταση, όταν υφιστάμεθα τη διαρκή εξουσία του καπιταλιστικού συστήματος, πρέπει και έχουμε την δύναμη να οργανωθούμε ενάντιά της, φτιάχνοντας την δική μας «εξουσία» (συνδικάτα, ένοπλες οργανώσεις, ενώσεις γυναικών κ.λπ.). Μιλάμε, δηλαδή, για έναν τύπο δυαδικής εξουσίας. Έτσι, τα ερωτήματα μπορούν τελικά να τεθούν ως εξής: Μπορεί να υπάρξει κοινωνία χωρίς «εξουσία» με την έννοια της κυριαρχίας; Εμείς λέμε ότι μπορεί. Μπορεί όμως να υπάρξει κοινωνία χωρίς «εξουσία», με την έννοια της δύναμης, της δυνατότητας επιβολής μιας απόφασης; Πρόκειται για ένα εμμενές πρόβλημα των κοινωνιών, που θα πρέπει να μας απασχολήσει, ακριβώς αντλώντας και συμπεράσματα από τη στάση των αναρχικών και τα προβλήματα που αντιμετώπισαν στην ισπανική επανάσταση.

Τέλος τέθηκε το ζήτημα του εγχώριου αναρχικού κινήματος και αναπτύχθηκε ένας προβληματισμός σχετικά με την αναδυόμενη συμπάθεια κάποιων τμημάτων του αναρχικού χώρου προς τη λενινιστική- μπολσεβίκικη επαναστατική μέθοδο, με ιδιαίτερη αναφορά στη δράση του ΚΚΕ τη δεκαετία του 1940. Είναι δυνατόν να συνυπάρξει μια τέτοια αντίληψη και πρακτική με τα αναρχικά προτάγματα; Αλλά και τι έχει παραγάγει αυτή η μέθοδος ιστορικά; Zούμε σε μια εποχή μάλλον κοινωνικής νηνεμίας, αλλά τι θα σήμαιναν αυτά για περιόδους που παίζονται μεγαλύτερα στοιχήματα;

Ακολούθησε συζήτηση.

Αναφορές

Ερρίκο Μαλατέστα, “Δημοκρατία, φασισμός, αναρχία”, εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα

Τζιαμπέτρο “Νίκο” Μπέρτι, “Μαρξισμός και Αναρχισμός”, εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα

Errico Malatesta, “Buon senso e utopia”, edizioni Eleuthera

Claudio Venza, “Anarchia e potere nella guerra civile spagnola”, edizioni Eleuthera

Lamberto Borghi, “Dittatura e rivoluzione”, Ανκόνα 1921