των CrimethInc1
Την 1η Οκτωβρίου, στη διάρκεια ενός δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Καταλωνίας, η ισπανική αστυνομία επιτέθηκε σε πλήθη ψηφοφόρων, έσπασε τις τζαμαρίες σχολείων που φιλοξενούσαν εκλογικά τμήματα και χτύπησε ηλικιωμένους πολίτες στην τύχη. Σε απάντηση, μια τεράστια γενική απεργία έλαβε χώρα στη Βαρκελώνη στις 3 Οκτωβρίου. Δημιουργώντας αυτή την αντίθεση ανάμεσα στη βία της ισπανικής αστυνομίας και την αυτοοργάνωση των Καταλανών ψηφοφόρων, οι υποστηρικτές της ανεξαρτησίας έχοουν δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο εθνικισμός και η δημοκρατία προσφέρουν μια λύση [στο πρόβλημα] της κρατικής καταστολής και της αστυνομικής βίας. Και στην πορεία περιέβαλαν την καταλανική αστυνομία με μια ανανεωμένη νομιμοποίηση. Αν, όμως, η δημοκρατία, ο εθνικισμός και η αστυνομική βία δεν είναι αντιτιθέμενα φαινόμενα αλλά τρεις πτυχές του ίδιου πράγματος; Στο άρθρο αυτό, ισχυριζόμαστε ότι ο τρόπος για να επιτευχθεί ο αυτοκαθορισμός/αυτοδιάθεση δεν είναι να δημιουργήσουμε ένα νέο κράτος αλλά να καταργήσουμε το κράτος ως ένα μοντέλο για τις ανθρώπινες σχέσεις.
Αλλά, ας μην πάρετε τα λόγια μας τοις μετρητοίς. Ας κάνουμε λίγο πίσω για να δούμε αν υπάρχει κάποιος συνεκτικός/συνεπής τρόπος να επιλύσουμε την διαμάχη σχετικά με την κρατική εθνική κυριαρχία πέρα από τν αναρχική προσέγγιση.
Ποια πλευρά είναι Δημοκρατική;
Και οι δυο πλευρές ισχυρίζονται ότι μάχονται για τη δημοκρατία. Η ισπανική αστυνομία εμφανίζει τον εαυτό της ως τον υπερασπιστή του νόμου και της τάξης, ενώ οι υποστηρικτές της καταλανικής ανεξαρτησίας λένε ότι διεκδικούν την αυτοδιάθεση μέσω των εκλογών. Αυτές είναι δυο διαφορετικά οράματα για το τι συνεπάγεται η δημοκρατία.
Ή μήπως δεν είναι; Ας κοιτάξουμε λίγο πιο προσεκτικά
Αν δημοκρατία σημαίνει απλά να σου επιτίθεται η αστυνομία στο όνομα θεσμών που έχουν επικυρωθεί πριν γεννηθείς, τότε δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να την διακρίνουν από τη δικτατορία. Το γεγονός ότι οι μισθοί των οργάνων της τάξεως που σε χτυπάνε πληρώνονται με λεφτά από τους φόρους που αποσπούν από σένα απλά προσθέτει στα τραύματα και την προσβολή. Το ισπανικό κράτος πρέπει να νομιμοποιεί αυτούς τους νόμους, την αστυνομία και τους φόρους με δημοκρατικές εκλογές διαφορετικά θα είναι σε όλους ολοφάνερο ότι η εξουσία του θα στηρίζεται αποκλειστικά στη βία. Αυτό εξηγεί σε έναν βαθμό το υπονοούμενο ότι η πλειοψηφία των Καταλανών δεν θέλει πραγματικά την ανεξαρτησία.
Αλλά οι “παρτιζάνοι” της καταλανικής ανεξαρτησίας αντιμετωπίζουν μια εκδοχή του ίδιου παραδόξου. Τι βαρύτητα θα έχει το δημοψήφισμα που διενεργούν αν το αποτέλεσμά του δεν εφαρμοστεί μέσω των νόμων, της αστυνομίας και των φόρων; Καλώντας για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου καταλανικού κράτους, καλούν στην αναπαραγωγή όλων αυτών στα οποία εναντιώνονται σχετικά με την ισπανική κυριαρχία. Η Καταλωνία έχει ήδη τη δική της αστυνομία και φοροσυλλέκτες που μεταχειρίζονται αυτούς που αντιστέκονται με την ίδια βία με την οποία η ισπανική αστυνομία αντιμετώπισε τους επίδοξους ψηφοφόρους την Κυριακή.
Συνεπώς, δεν υπάρχει ερώτημα για το ποια πλευρά είναι δημοκρατική. Είναι και οι δυο. Το ερώτημα, μάλλον, είναι ποιες εκλογές, νόμοι και αστυνομία θα πρέπει να κυριαρχήσουν – οι ισπανικοί ή οι καταλανικοί; Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα, πρέπει να αντιμετωπίσουμε ένα βαθύτερο πρόβλημα, το ζήτημα της εθνικής/κρατικής κυριαρχίας.
Τι κάνει τις εκλογές νόμιμες;
Ήταν το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου νόμιμες; Η καταλανική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ήταν. Εν τω μεταξύ, ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Ραχόι ισχυρίζεται ότι δεν “έλαβε χώρα κανένα δημοψήφισμα αυτοδιάθεσης στην Καταλωνία”, ακολουθώντας τη μακρά παράδοση πολιτικών όπως ο Τραμπ που αναγορεύουν/ανακηρύσσουν την πραγματικότητα κατ’ εντολήν [με διατάγματα].
Τι χρειάζεται για να είναι νομιμοποιημένο ένα δημοψήφισμα; Είναι ζήτημα του ποσοστού του πληθυσμού που συμμετέχει; Ή το σημαντικό στοιχείο είναι το αν η ψηφοφορία ακολουθεί/τηρεί ένα καθιερωμένο πρωτόκολλο;
Σύμφωνα με την καταλανική κυβέρνηση, το 90% των ψήφων της Κυριακής ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας. Από την άλλη πλευρα, μόν το 42% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων συμμετείχαν στο δημοψήφισμα – 2,2 εκατομμύρια από τα 5,3 εκατομμύρια των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Αυτό εξακολουθεί να είναι ένα αρκετά καλό ποσοστό συμμετοχής, αν λάβουμε υπόψιν ότι 12.000 Ισπανοί αστυνομικοί επιτίθενταν βίαια ψηφοφόρους σε ολόκληρη την Καταλωνία, προκαλώντας σχεδόν 900 καταγεγραμμένους τραυματισμούς και σίγουρα πολλούς περισσότερους που πέρασαν χωρίς να αναφερθούν. Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό αντιστοιχεί σε λιγότερο από το μισό των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων και σημαντικά μικρότερο από το μισό του πληθυσμού.
Οι αντιτιθέμενοι στην ανεξαρτησία της Καταλωνίας μποϋκοτάρισαν τις εκλογές. Ακόμα και αν δεν το είχαν κάνει αυτό, οι περισσότεροι πιθανόν δεν θα διακινδύνευαν να χτυπηθούν από την ισπανική αστυνομία με σκοπό να ψηφίσουν για να συνεχίσει αυτή η αστυνομία να έχει την εξουσία της. Είναι εξαιρετικά πιθανό ότι η πλειοψηφία των κατοίκων της Καταλωνίας δεν θέλει την ανεξαρτησία, άσχετα από τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος.
Ως αναφορά, καμμιά προεδρική εκλογή στην ιστορία των ΗΠΑ έχει συμπεριλάβει ποτέ ποσοστό μεγαλύτερο από το 43% του συνολικού πληθυσμού. Αναρίθμητοι άνθρωποι έχουν μποϋκοτάρει τις αμερικανικές εκλογές, αλλά αυτό ποτέ δεν αποθάρρυνε αυτούς που κυβερνούν από την Ουάσιγκτον από το να υποθέτουν ότι κατέχουν μια νόμιμη εξουσία. Αν αποφασίσουμε ότι το δημοψήφισμα στην Καταλωνία δεν ήταν αρκετά αντιπροσωπευτικό τότε, κατά πάσα πιθανότητα, πρέπει να απορρίψουμε και την νομιμοποίηση κάθε προεδρικής εκλογής στις ΗΠΑ.
Άλλοι ισχυρίζονται ότι αυτό που κάνει μια εκλογή νόμιμη δεν είναι το ποσοστό του πληθυσμού που συμμετέχει, αλλά κατά πόσον συμμετέχει σύμφωνα με ένα κανονικό πρωτόκολλο. Αυτό το επιχείρημα είναι περισσότερο δημοφιλές μεταξύ του ακραίου κέντρου, το είδος ανθρώπων που κολλημένοι με τους κανόνες άσχετα από το ποιοι είναι αυτοί οι κανόνες και από ποιους έχουν γραφτεί. Πριν πειστούμε από αυτό το επιχείρημα, ας ανακαλέσουμε ότι ήταν ένα πρωτόκολλο που κρατούσε τις γυναίκες ή τους έγχρωμους από το να συμμετέχουν στις εκλογές για τον πρώτο ενάμισι αιώνα της δημοκρατίας στις ΗΠΑ, όπως ακριβώς και οι σημερινοί κανόνες εξακολουθούν να αποτρέπουν πολλούς έγχρωμους από το να ψηφίσουν σήμερα. Η προσκόλληση στο πρωτόκολλο δεν εξασφαλίζουν την συμπερίληψη ή τον εξισωτισμό.
Αλλά το πραγματικό πρόβλημα του πρωτοκόλλου είναι ότι μας επιστρέφει στο πρόβλημα της κυριαρχίας. Αν δυο διαφορετικές κυβερνήσεις καθιερώσουν δυο διαφοετικά σύνολα κανόνων, πώς καθορίζουμε ποιο από αυτά είναι νόμιμο; Κάθε υπάρχουσα κυβέρνηση ήρθε στην εξουσία απορρίπτοντας την εξουσία/αρχή της προκατόχου της. Δεν μπορούμε να κάνουμε έτσι απλά ό,τι μας λένε οι αρχές· πρέπει να πάρουμε τις δικές μας αποφάσεις για το τι είναι δίκαιο.
Το πρόβλημα της κυριαρχίας – Δημοκρατία, Εθνικισμός και πόλεμος
Τι πρέπει να καθορίζει σε ποια Πολιτεία [polity] ανήκουν οι άνθρωποι; Τα έθνη το καθορίζουν, γενικά, αυτό με βάση τον τόπο γέννησης ή την καταγωγή. Η πρώτη προσέγγιση διαιωνίζει το φεουδαλικό σύστημα· η δεύτερη κάνει την εθνικότητα2 ένα είδος συστήματος κάστας. Κανένα από τα μοντέλα αυτά δεν είναι “δημοκρατικό” με την έννοια της εξασφάλισης για όλους ίσων δικαιωμάτων και συμμετοχής στην κοινωνία. Δεν προσφέρουν, επίσης, καμμιά καθοδήγηση σχετικά με το τι θα πρέπει να κάνουμε όταν ανταγωνιστικές Πολιτείες απαιτούν την νομιμοφροσύνη μας, όπως θα συμβεί στην Καταλωνία αν αυτή η σύγκρουση ενταθεί.
Πρέπει η απάντηση στο ερώτημα αυτό να καθοριστεί από τον κανόνα της πλειοψηφίας; Υπάρχουν πολλά προβλήματα με την προσέγγιση αυτή. Για παράδειγμα, δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα της κλίμακας. Οι φανατικοί οπαδοί της ανεξαρτησίας πιθανόν να αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού στην Βαρκελώνη – σημαίνει αυτό ότι μπορούν να επιβάλλουν την ατζέντα τους στην μειοψηφία που αντιτίθεται σ’ αυτό; Οι Καταλανοί αποτελούν μια μειοψηφία μέσα στο ισπανικό κράτος – σημαίνει αυτό ότι η Ισπανία μπορεί να τους επιβάλλει να παραμείνουν Ισπανοί υπήκοοι; Η Ισπανία αποτελεί μια μειοψηφία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία είναι η ίδια μια μειοψηφία μέσα στα Ηνωμένα Έθνη. Πρέπει η παγκόσμια πολιτική να είναι απλά ένα ζήτημα διαρκώς μεγαλύτερων πλειοψηφιών που επιβάλλον αποφάσεις σε μειοψηφίες;
Ο εθνικισμός αναπτύσσεται ως μια απάντηση σ’ αυτό το δίλημμα. Κατανοώντας το ζήτημα της [εθνικής] κυριαρχίας ως έναν ανταγωνισμό συσσώρευσης/συγκέντρωσης μειονοτήτων με κάθε κόστος, οι άνθρωποι συγκροτούν μπλοκ στη βάση επιφανειακών ομοιοτήτων όπως η εθνικότητα, η γλώσσα, η θρησκεία και η υπηκοότητα. Τα μπλοκ αυτά ανταγωνίζονται για τον έλεγχο εντός κάθε κράτους και σε συγκρούσεις μεταξύ κρατών. Αυτή η πάλη λαμβάνει χώρα με μη-βίαιο τρόπο ως δημοκρατία και με βίαιο τρόπο ως πόλεμος – όπου βρίσκει κανείς τη δημοκρατία, ο πόλεμος δεν είναι ποτέ μακριά.
Υπάρχουν δυο πολύ σοβαρά προβλήματα με αυτή την προσέγγιση. Πρώτον, παροξύνει τις εσωτερικές ιεραρχίες· δεύτερον, επιβάλλει την συμμόρφωση και την πάλη κυριάρχησης πάνω στους άλλους ως την δυϊκή βάση όλων των σχέσεων. Στην πράξη, ο εθνικισμός σημαίνει να καταπιέζεσαι και να σε εκμεταλλεύονται άνθρωποι της ίδιας εθνικότητας, γλώσσας, θρησκείας ή υπηκοότητας με σένα. Για να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας ενάντια σ’ αυτούς που σκοπεύουν να μας κυβερνούν, θα πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας διασχίζοντας τα όρια της ταυτότητας, να σχηματίσουμε κοινές στοχεύσεις στη βάση των φιλοδοξιών/επιδιώξεων που μοιραζόμαστε για ελευθερία και ειρηνική συνύπαρξη. Οι εθνικιστές υπόσχονται να πετύχουν την αυτοδιάθεση στη βάση κοινών ταυτοτήτων, αλλά ο αληθινός αυτοκαθορισμός απαιτεί συμβιωτικές σχέσεις που υπερβαίνουν την ταυτότητα.
Η αρχή της πλειοψηφίας είναι η ίδια το πρόβλημα. Από την μια πλευρά, η θεωρία της αρχής της πλειοψηφίας υποτείνει ότι είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχτούμε οτιδήποτε επιθυμεί η πλειοψηφία, υπαγορεύοντας μια πλήρη παραίτηση/αποποίηση κάθε ηθικής υπευθυνότητας. Από την άλλη, η πρακτική της αρχής της πλειοψηφίας υλοποιεί σιωπηλά την αρχή ότι η ισχύς ορίζει το δίκαιο, ανάγοντας όλες τις σχέσεις σε έναν φονικό ανταγωνισμό.
Επειδή η αρχή της πλειοψηφίας είναι το θεμέλιο της δημοκρατίας, δεν θα πρέπει να εκπλησσόμαστε όταν η δημοκρατία εξυπηρετεί την νομιμοποίηση και την κινητοποίηση της βίας του κράτους, προκαλώντας αντίπαλα κράτη να κάνουν το ίδιο σε απάντηση. Αυτός είναι ο διπλός κίνδυνος που προκύπτει από το κίνημα ανεξαρτησίας στην Καταλωνία: θα μπορούσε να εγκαθιδύσει ένα καινούριο κράτος εξίσου καταπιεστικό με το προηγούμενο, αλλά που θα ήταν δυσκολότερο να αμφισβητηθεί καθώς θα εμφανίζεται πιο αντιπροσωπευτικό – και θα πυροδοτούσε ανοιχτές εχθροπραξίες μεταξύ εδραιωμένων/κατοχυρωμένων κρατών που γίνονται ανίκανοι να φανταστούν το ένα το άλλο ως οτιδήποτε άλλο από εχθρούς. Το δεύτερο σενάριο μοιάζει πολύ απίθανο τώρα, αλλά δεν είμαστε οι μόνοι που εικάζουμε ότι καθώς οι οικονομικές και οικολογικές κρίσεις εντείνονται, ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία θα γίνεται ένα πιο κοινό υπόδειγμα για την πολιτική του μέλλοντος από τις σοσιαλδημοκρατίες τους 20υ αιώνα.
Αναρχικές εναλλακτικές
Οι αναρχικοί έχουν αναζητήσει επί μακρόν μια διέξοδο από τις παγίδες του εθνικισμού και της δημοκρατίας.
Στη θέση της υπηκοότητας, ένα κατάλοιπο του φεουδαλισμού και το συστήματος των καστών, προτείνουμε εθελούσιες συσχετίσεις που δεν διεκδικούν αποκλειστικό έλεγχο των πληθυσμών και των περιοχών. Στη θέση του εθνικισμού, προτείνουμε αμοιβαία βοήθεια κατά μήκος όλων των ταυτοτήτων. Στη θέση του κράτους, προτείνουμε πραγματική αυτοδιάθεση σε μια αποκεντρωμένη βάση. Στη θέση της δημοκρατίας, της αρχής της πλειοψηφίας, προτείνουμε τις αρχές της οριζοντιότητας και της αυτονομίας. Στη θέση των πολέμων που ο εθνικισμός και η δημοκρατία πάντα υποδαυλίζουν, προτείνουμε την αλληλεγγύη και την δικαιοσύνη που μετασχηματίζει.
Τι θα σήμαινε αυτά σήμερα στην Καταλωνία, όπου οι φανατικοί της Ισπανικής κυριαρχίας συγκρούονται με τους φανατικούς της καταλανικής ανεξαρτησίας; Η απάντησή μας είναι ουτοπική, αλλά προσφέρει ένα σημείο εκκίνησης για να φανταστούμε τι θα μπορούσαμε να πετύχουμε μέσα από τα κοινωνικά μας κινήματα εκτός από τα να δημιουργούμε καινούριες κρατικές δομές.
Ας γίνει η Ισπανία μια εθελοντική ένωση που θα αποτελείται από οποιονδήποτε σε κάθε τόπο ταυτίζεται με αυτήν, και ας είναι η Καταλωνία μια άλλη τέτοια εθελοντική ένωση ανάμεσα σε χιλιάδες ακόμα. Ας συνυπάρχουν όλες όλες αυτές οι ενώσεις με την συνθήκη ότι καμμιά δεν επιδιώκει να κυβερνά τις άλλες ή να τις αποστερεί από τους πόρους τους. Ας ξεκινήσει κάθε μια τέτοια ένωση να δημιουργεί “κοινά” παρά να συσσωρεύει ιδιωτικό πλούτο, και ας ενώσουν όλες τις δυνάμεις τους για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους οποτεδήποτε οτιδήποτε απειλεί αυτά τα “κοινά” ή την ελευθερία αυτών που συμμετέχουν σ’ αυτές.
Σ’ αυτό το όραμα, κάθε πρόσωπο μπορεί να συμμετέχει σε όσες διαφορετιές ενώσεις βλέπει ότι ταιριάζει. Κάθε ένωση θα λειτουργούσε σαν ένα πείραμα συλλογικής δημιουργικότητας, που θα διαμορφώνεται εναλλάξ από δημοψηφικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων και από την αυθόρμητη αλληλοπλοκή της αυτοδιευθυνόμενης δραστηριότητας των συμμετεχόντων. Στη θέση του δολοφονικού ανταγωνισμού του καπιταλισμού και της κρατικής μηχανής [statecraft], κάθε μια από αυτές τις ενώσεις θα πάλευε να προσφέρει το πιο ικανοποιητικό/πληρωτικό μοντέλο για τις συνεργατικές ανθρώπινες σχέσεις. Μια διαδικασία φυσικής επιλογής θα αντάμοιβε τα πιο γενναιόδωρα και “θρεπτικά” σχέδια παρά τα πιο εγωιστικά και βάρβαρα, χωρίς να τα μειώνει σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή ή να επιβάλλει τον ανταγωνισμό ως ένα παιχνίδι μηδενικού-αθροίσματος που ο νικητής-τα-παίρνει-όλα.
Αυτό το όραμα προϋπάρχει το αναρχικού κινήματος· έχει προηγούμενα σε μια ποικιλία αυτόχθονων κοινωνιών και ομοσπονδιών. Είναι ήδη το μοντέλο με βάση το οποίο αναρχικοί στη Βαρκελώνη και παντού στον κόσμο οργανώνονται σε δίκτυα ή συνελεύσεις, κοινωνικά κέντρα, οργανώσεις και ομάδες συνάφειας. Ακόμα και αν δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε ακόμα αυτό το όραμα στην κλίμακα μιας περιοχής ή μιας ηπείρου, μπορούμε να δρούμε σύμφωνα με τη λογική του, χτίζοντας δίκτυα αλληλοβοήθειας και ανιστεκόμενοι στην τυρρανία όποτε ερχόμαστε αντιμέτωποι μ’ αυτήν.
Από αυτό το πλεονεκτικό σημείο, μπορούμε να δούμε ότι όταν η αστυνομία επιτίθεται σε ανθρώπους που προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν κάλπες, οι αναρχικοί θα πρέπει να παρεμβαίνουν – όχι για να υπερασπιστούν τις κάλπες, αλλά για να προστατέψουν τους ανθρώπους από την αστυνομία. Πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι η νίκη σε δημοψηφίσματα δεν θα μας φέρει πιο κοντά στον κόσμο των ονείρων μας – το σημαντικό είναι να αναπτύξουμε την ικανότητα να δημιουργούμε τις σχέσεις που επιθυμούμε σε μια άμεση βάση, με τρόπο που μπορεί να απλώνεται ριζωματικά μέσα στην κοινωνία.
Την ίδια στιγμή, πρέπει να κάνουμε ξεκάθαρο οτιδήποτε έχει κοινό η καταλανική αστυνομία με την ισπανική και oποιαδήποτε άλλη αστυνομία σε ολόκληρο τον κόσμο. Έχουμε δει την καταλανική αστυνομία να επιτίθεται σε διαδηλώσεις ξανά και ξανά ακριβώς όπως έκανε η ισπανική αστυνομία την Κυριακή. Αν προκαλούν λιγότερη οργή όταν επιτίθενται σε μετανάστες, εργάτες και αναρχικούς απ’ όσο όταν επιτίθενται σε ψηφοφορους, αυτό δείχνει μόνο πόσο μακρύ δρόμο έχουμε να διανύσουμε.
1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://crimethinc.com/2017/10/04/democracy-red-in-tooth-and-claw-on-the-catalan-referendum-the-old-state-a-new-state-or-no-state-at-all.
2 Στμ. Ιθαγένεια ή υπηκοότητα ονομάζεται νομικά η ιδιότητα του πολίτη, για την ακρίβεια ο νομικός δεσμός του ατόμου με το κράτος στο οποίο ανήκει. Κάθε άνθρωπος αποκτά ιθαγένεια τη στιγμή που γεννιέται, κατά κανόνα την ίδια με έναν από τους γονείς του (δίκαιο του αίματος) ή υπό προϋποθέσεις του τόπου γέννησής του (δίκαιο του εδάφους). Συνεπώς, στην περίπτωση του ελληνικού κράτους, οι όροι ιθαγένεια και υπηκοότητα είναι ταυτόσημοι (τουλάχιστον και δεν ταυτίζονται με τον όρο εθνικότητα, που δεν αναφέρεται σε μια νομική ή πολιτική σχέση αλλά στην ηθική και πολιτισμική σχέση του ανθρώπου με τον πολιτισμό απ’ όπου προέρχεται η οικογένειά του και με τις αξίες της οποίας μεγαλώνει. Στα αγγλικά οι όροι citizenship και nationality χρησιμοποιούνται συχνά εναλλακτικά για να δηλώσουν και την ιθαγένεια/υπηκοότητα και την εθνικότητα. Λόγω της διάκρισης όμως των δυο εννοιών στο νομικο πλαίσιο του ελληνικού κράτους, θεωρούμε ορθότερο να αποδίδουμε το citizenship, που αναφέρεται ακριβώς ιδιότητα του πολίτη, ως ιθαγένεια, και το nationality ως εθνικότητα.