Γιατί πόλεμος;

Maurizio Lazzarato1

το κείμενο σε pdf

Στο πρώτο από μια καινούρια σειρά άρθρων, ο Maurizio Lazzarato τοποθετεί τον συνεχιζόμενο “παγκόσμιο εμφύλιο πόλεμο” σε σχέση με τις οικονομικές κρίσεις στις ΗΠΑ, την καρδιά της σύγχρονης καπιταλιστικής εξουσίας. Ισχυρίζεται ότι οι κρίσεις και οι πόλεμοι, που καταστρέφουν τον κόσμο, είναι το απότοκο στρατηγικών ισχύος που ξεκινούν από εδώ, στο “σπίτι”, και στις οποίες απαντώντας, οι κυρίαρχες ελίτ έχουν προτείνει πρόσφατα μια επιστροφή στην πολεμική οικονομία, που απαιτεί τίποτα λιγότερο από μια “καθολική κινητοποίηση” της κοινωνίας.

Η οικονομική και πολιτική αποτυχία των ΗΠΑ

Μια διττή, αντιφατική και αλληλοσυμπληρωματική πολιτική και κοινωνική διαδικασία είναι σε εξέλιξη: το κράτος (οι ΗΠΑ) και η πολιτική του διεκδικούν με τη δύναμη την κρατική τους κυριαρχία μέσω του πολέμου (συμπεριλαμβανομένου και του εμφυλίου πολέμου) και της γενοκτονίας. Ενώ, την ίδια στιγμή, επιδεικνύουν την πλήρη υποταγή τους στο καινούριο πρόσωπο που η οικονομική εξουσία έχει πάρει μετά την δραματική χρηματο-οικονομική κρίση του 2008, προωθώντας μια χωρίς προηγούμενο χρηματιστικοποίηση, που είναι από κάθε άποψη τόσο πλασματική και επικίνδυνη όσο αυτή που παράχθηκε από την κρίση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού ρίσκου. Η αιτία της καταστροφής που μας οδήγησε σε πόλεμο έχει γίνει το καινούριο ελιξήριο για την έξοδο από την κρίση – μια κατάσταση που δεν μπορεί παρά να είναι ένας προάγγελος περισσότερων καταστροφών και περισσότερων πολέμων. Μια ανάλυση του τι συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες, την καρδιά της καπιταλιστικής ισχύος, είναι κρίσιμη γιατί είναι από την άνθιση, την οικονομία και την στρατηγική ισχύος των ΗΠΑ που έχουν ξεκινήσει όλες οι κρίσεις και όλοι οι πόλεμοι που ρήμαξαν και εξακολουθούν, μέχρι σήμερα, να ρημάζουν τον κόσμο.

Η καρδιά του προβλήματος έγκειται στην αποτυχία του οικονομικού και πολιτικού μοντέλου των ΗΠΑ που οδηγεί αναγκαστικά στον πόλεμο, την γενοκτονία, και τον εμφύλιο πόλεμο (που αυτή τη στιγμή απλά υφέρπει αλλά που έχει ήδη υλοποιηθεί μια πρώτη φορά στο Καπιτώλιο στο τέλος της προεδρίας του Ντόναλτ Τραμπ). Η οικονομία των ΗΠΑ θα είχε κηρύξει πτώχευση εδώ και πολύ καιρό, αν ίσχυαν για αυτήν οι κανόνες που ισχύουν σε άλλες χώρες. Στο τέλος του Απριλίου του 2024, το συνολικό δημόσιο χρέος, γνωστό ως Total Treasury Securities Outstanding, ήταν $34,617 τρις δολάρια. Δώδεκα μήνες πριν το ποσό αυτό ήταν $31,458 τρις δολάρια. Με άλλα λόγια, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε έναν χρόνο κατά $3,160 τρις δολάρια, σχεδόν ίσο με το δημόσιο χρέος της Γερμανίας, της τέταρτης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο. Η εκθετική του αύξηση είναι τώρα τελείως ανεξέλεγκτη, με μια αύξηση ενός τρις δολαρίων κάθε εκατό μέρες. Σήμερα, βρισκόμαστε ήδη σε μια αύξηση ενός τρις δολαρίων κάθε εξήντα μέρες.

Αν υπάρχει ένα έθνος που ζει εις βάρος ολόκληρου του κόσμου, αυτές είναι οι ΗΠΑ. Ο υπόλοιπος κόσμος πληρώνει τα χρέη των ΗΠΑ (τις παράλογες δαπάνες του “Αμερικάνικου τρόπου ζωής” – από τον οποίο, προφανώς, μόνο μια μερίδα των Αμερικανών επωφελείται – μαζί με τον τεράστιο στατιωτικό μηχανισμό τους) κυρίως με δύο τρόπους. Μέσω του δολλαρίου, του περισσότερο ανταλλασσόμενου εμπορεύματος στον κόσμο, οι ΗΠΑ ασκούν κυριαρχικά δικαιώματα πάνω σε ολόκληρο τον πλανήτη, γιατί το εθνικό τους νόμισμα λειτουργεί ως το νόμισμα του διεθνούς εμπορίου, επιτρέποντάς τους να έχουν χρέη που καμμιά άλλη χώρα του κόσμου δεν θα μπορούσε να έχει. Μετά την κρίση του 2008, οι ΗΠΑ βρήκαν έναν άλλο τρόπο να περνούν σε άλλους το κόστος του χρέους, μέσω μιας αναδιοργάνωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Κεφάλαια (κυρίως από συμμάχους και, ανάμεσά τους, κυρίως από την Ευρώπη) μεταφέρονται στις ΗΠΑ για να πληρωθούν τα αυξανόμενα επιτόκια του χρέους, χάρις στα επενδυτικά funds. Μετά την χρηματοπιστωτική κρίση χάρις σε μια δεκαπενταετία ποσοτικής χαλάρωσης (ρευστότητας χρήματος με μηδενικό κόστος), υλοποιούμενης από κεντρικές τράπεζες, εμπεδώθηκε μια συγκέντρωση κεφαλαίου που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μονοπωλίου σε κλίμακα που δεν είχε ποτέ γνωρίσει πριν ο καπιταλισμός. Με την πολιτική βοήθεια των κυβερνήσεων Ομπάμα και Μπάιντεν, μια πολύ μικρή ομάδα επενδυτικών fund των ΗΠΑ έχει περιουσιακά στοιχεία (δηλαδή, την συλλογή και διαχείριση καταθέσεων) μεταξύ των $44 και $46 τρις δολαρίων. Για να πάρει κανείς μια ιδέα για το τι σημαίνει αυτή η μονοπωλιακή συγκεντροποίηση, μπορεί να την συγκρίνει με το ΑΕΠ της Ιταλίας – περίπου $2 τρις – ή αυτό ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης – $18 τρις. Οι “Τρεις Μεγάλοι”, όπως αποκαλούνται τα τρία μεγαλύτερα επενδυτικά ταμεία (Vanguard, Black Rock, State Street), συνιστούν, στην πραγματικότητα, μια μοναδική οντότητα, γιατί τα ταμεία αυτά είναι ιδιοκτήτες το ένα του άλλου και είναι δύσκολο να αποδοθεί η ιδιοκτησία του καθενός.

Οι περιουσίες αυτού του “υπερ-μονοπωλίου” έχουν χτιστεί πάνω στην καταστροφή του κράτους πρόνοιας. Για τις συντάξεις, την υγεία, την εκπαίδευση και κάθε άλλο είδος κοινωνικής υπηρεσίας, οι Αμερικάνοι αναγκάζονται να κάνουν κάθε είδος ασφάλειας. Τώρα είναι η σειρά των Ευρωπαίων, μαζί με τον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο (αλλά, επίσης, και τη Λατινική Αμερική του Μιλέι2), να πέσουν στα χέρια των επενδυτικών ταμείων, με έναν ρυθμό που υπαγορεύεται από το ξεχαρβάλωμα των κοινωνικών υπηρεσιών (ο έμμεσος μισθός που εγγυώνταν το Κράτος Πρόνοιας μετασχηματίζεται σε βάρη, κόστη και δαπάνες που θα πρέπει να αναλάβουν όλοι για να διασφαλίσουν την αναπαραγωγή τους). Οι ΗΠΑ έχουν διπλό συμφέρον να συνεχίζουν και να εντείνουν την παγκόσμια κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους: οικονομικό συμφέρον, επειδή αυτή η διάλυση συνεπάγεται επενδύσεις στα ταμεία χρεογράφων (που με την σειρά τους εξυπηρετούν στο να αγοράζουν γραμμάτια του Δημοσίου, κρατικά ομόλογα, και μετοχές των αμερικανικών εταιρειών) και ένα πολιτικό συμφέρον, γιατί η ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών σημαίνει εξατομίκευση και την χρηματιστικοποίηση του ατόμου, το οποίο μετασχηματίζεται από εργάτης/εργάτρια ή πολίτης σε έναν μικρό οικονομικό παράγοντα (και όχι σε έναν επιχειρηματία του εαυτού του, όπως αναφέρει η κυριαρχία ιδεολογία). Οι φορολογικές πολιτικές συγκλίνουν επίσης στο σχέδιο της ακύρωσης του κράτους πρόνοιας. Οι πλούσιοι και οι εταιρείς δεν εξαναγκάζονται καθόλου να πληρώνουν φόρους και η κλιμάκωση των φόρων μηδενίζεται· με αυτόν τον τρόπο, δεν υπάρχουν πλέον πόροι για κοινωνικές δαπάνες και, ως αποτέλεσμα, υπάρχει ένα κίνητρο για την αγορά ιδιωτικών υπηρεσιών που καταλήγουν στα επενδυτικά ταμεία. Το σχέδιο να καταστραφεί οτιδήποτε έχει κερδηθεί μέσα από διακόσια χρόνια αγώνων επιτέλους πραγματώνεται.

Οι αμερικανικές καταθέσεις δεν είναι πλέον αρκετές για να τροφοδοτούν το κύκλωμα των προσόδων3, οπότε τα επενδυτικά funds επιτίθενται τώρα στις καταθέσεις των Ευρωπαίων. Για παράδειγμα, τα $35 τρις που ο Enrico Letta4 θα ήθελε να τοποθετήσει σε ένα μεγάλο ευρωπαϊκό επενδυτικό ταμείο θα λειτουργούσε με τις ίδιες αρχές: να παράγει και να διανέμει προσόδους, διαμορφώνοντας τις ίδιες τεράστιες ταξικές διαφορές που βρίσκουμε στις ΗΠΑ. Η αιτία για την ραγδαία και απίστευτη φτωχοποίηση της Ευρώπης πρέπει να αναζητηθεί στην οικονομική στρατηγική που εφαρμόζεται από την σύμμαχο, τις ΗΠΑ. Το αρνητικό χάσμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες έχει αυξηθεί από το 15% το 2002 στο 30% σήμερα. Όσο περισσότερο η Ευρώπη υφίσταται την κλοπή αυτή, τόσο η πολιτική της τάξη (και η τάξη των ΜΜΕ) γίνεται περισσότερο Ατλαντικόφιλη και πολεμοκάπηλη, νωχελικά επιρρεπής σε αυτούς που την περιθωροποιούν δραματικά, την σπρώχνουν σε έναν πόλεμο με τη Ρωσία (πόλεμο τον οποίο, παρεμπιτόντως, δεν μπορεί καν να συντηρήσει). Τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν υποδουλωθεί στην Κίνα και την Άπω Ανατολή αγοράζοντας τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ και, συνεχίζοντας την κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας, αναγκάζουν τον κόσμο να αγοράσει ασφαλιστικά πακέτα που καταλήγουν στους λογαριασμούς των επενδυτκών ταμείων. Με αυτόν τον τρόπο, το ευρώ μεταμορφώνεται σε δολάριο, διασώζοντας έτσι τη δολαριοποίηση από την απειλή της άρνησης του Νότου να υποταχθεί στην κυριαρχία του αμερικανικού νομίσματος.

Αυτή η μεταφορά πλούτου επηρεάζει επίσης τη Λατινική Αμερική, όπου ο Μιλέι είναι η εμπροσθοφυλακή της καινούριας χρηματιστικοποίησης που έχει στόχο την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Ο νεοφασισμός του Μιλέι είναι ένα εργαστήριο για την υιοθέτηση των αμερικανικών τεχνικών κλοπής στην Ευρώπη, την Ιαπωνία και την Αυστραλία, ακόμα και σε ασθενέστερες οικονομίες. Δεν είναι κλασσικός φασισμός, είναι ο καινούριος “φιλελεύθερος” φασισμός των προσόδων και των επενδυτικών fund που ενσαρκώνει ο Μιλέι, ένα φτωχό ιδεολογικό αντίγραφο του φασισμού της Silicon Valley που γεννήθηκε από τις “καινοτόμες” επιχειρήσεις.

Η οικονομική πολιτική του Μπάιντεν, που θέλει να επαναπατρίσει βιομηχανίες που έχουν αποκεντρωθεί, φτωχοποιεί ακόμα περισσότερο τον υπόλοιπο κόσμο και ιδιαίτερα την Ευρώπη, που βλέπει εταιρείες εγκατεστημένες στο έδαφός της να προσπαθούν να διασχίσουν τον Ατλαντικό. Οι τεράστιες φοροελαφρύνσεις που απαιτεί αυτό, χρηματοδοτούνται με χρέος, όπως και τα δισεκατομμύρια των βομβών που οι ΗΠΑ στέλνουν ασταμάτητα στην Ουκρανία και το Ισραήλ, κάτι που σημαίνει ότι, με ειρωνικό τρόπο, η Ευρώπη για μια ακόμα φορά χρηματοδοτεί την ίδια την πολιτική που είναι σχεδιασμένη να μειώσει την παραγωγική της ικανότητα, όπως ακριβώς διπλοπληρώνει τον πόλεμο και τη γενοκτονία: μια φορά αγοράζοντας τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ και τις ασφαλιστικές πολιτικές που επιτρέπουν στις ΗΠΑ να αυξάνουν το χρέος τους, και άλλη μια φορά εξαναγκαζόμενη να χτίσει μια πολεμική οικονομία (που έχει γίνει αποδεκτή και επιταχύνεται από πολιτικές τάξεις αποφασισμένες να αυτοκτονήσουν).

Όπως είπε ο Κίσσινγκερ: “το να είσαι εχθρός των ΗΠΑ μπορεί να είναι επικίνδυνο, αλλά το να είσαι φίλος τους είναι μοιραίο”. Η τεράστια ρευστότητα χρήματος έχει δώσει τη δυνατότητα στα επενδυτικά ταμεία να αγοράσουν, κατά μέσο όρο, το 22% ολόκληρης της λίστας των Standard & Poors, που περιέχει τις κορυφαίες 500 εταιρείες που βρίσκονται στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Τα ταμεία είναι παρόντα ήδη στις πιο σημαντικές ευρωπαϊκές εταιρείς και τράπεζες (ιδιαίτερα στην Ιταλία, στην οποία αυτές πωλούνται με έναν επιταχυνόμενο ρυθμό) και οι κερδοσκοπικές τους κινήσεις πρακτικά αποφασίζουν την τύχη της οικονομίας κατευθύνοντας τις επιλογές των “επιχειρηματιών”.

Υπήρχαν κάποτε αυτοί που εγκωμίαζαν την αυτονομία του ενσυνείδητου προλεταριάτου, την αναεξαρτησία της καινούριας ταξικής σύνθεσης. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο ψευδές. Αυτοί που αποφασίζουν πού, πότε, πώς και με ποιο είδος εργατικής δύναμης θα παράγουν (έμμισθη, επισφαλή, δουλοπρεπή, υπόδουλη, γυνακεία κλπ.) είναι, για μια ακόμα φορά, αυτοί που κατέχουν το απαραίτητο κεφάλαιο, αυτοί που κατέχουν την ρευστότητα και την ισχύ να το κάνουν (σήμερα είναι σίγουρα οι “Τρεις Μεγάλοι”). Δεν θα είναι σίγουρα ένα προλεταριάτο που είναι το πιο αδύναμο των τελευταίων δύο αιώνων. Μακράν της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας, η ταξική πραγματικότητα είναι η υποταγή, η υποδούλωση και η καθυπόταξη όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία του καπιταλισμού. Το να είσαι “ζωντανή εργασία” είναι μια ντροπή, γιατί είναι πάντα εργασία κατ’ εντολή, όπως αυτή του πατέρα και του παππού μου. Η εργασία δεν παράγει “τον” κόσμο, αλλά τον “κόσμο του κεφαλαίου”5, ο οποίος, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, είναι ένα πολύ διαφορετικό πράγμα, γιατί είναι ένας κόσμος από σκατά. Η ζωντανή εργασία μπορεί να κερδίσει την αυτονομία και την ανεξαρτησία της μόνο μέσα από την άρνηση, τη ρήξη, την εξέγερση και την επανάσταση. Χωρίς αυτήν, η ανικανότητά της είναι βέβαιη6.

Η εμφύλια σύγκρουση στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο

Σε ένα άρθρο στο Dynamo Press, ο Luca Celada7 αναφέρεται στον Robert Reich8, χαρακτηρίζοντάς τον ως “προοδευτικό” επειδή ήταν πρώην υπουργός της κυβέρνησης Κλίντον. Ο Κλίντον, ως καλός Δημοκρατικός, εντατικοποίησε την χρηματιστικοποίηση (και την επακόλουθη καταστροφή του κράτους προνοίας) και εδραίωσε αβυσσαλέες ταξικές διαφορές, στρώνοντας τα γερά θεμέλια για την καταστροφή του 2008, την πηγή των σημερινών πολέμων9. Οι ενέργειες του Musk και του Thiel, επιχειρηματιών της Silicon Valley, και συμμάχων του Τραμπ, θεωρούνται συχνά ως απειλή ενός καινούριου μονοπωλίου· όμως, λίγο έχουμε σκεφτεί την χωρίς προηγούμενο συγκεντροποίηση ισχύος των επενδυτικών ταμείων που “κάνουν κουμάντο” για δεκαπέντε χρόνια, με την άμεση συνέργεια των Δημοκρατικών οι οποίοι δημιουργούν, από κοινού, τις συνθήκες για την επόμενη χρηματο-οικονομική καταστροφή.

Ίσως, όχι εντελώς τυχαία, η “είσοδος στην πολιτική” των μεγιστάνων της Silicon Valley, συνέπεσε με τις πρώτες ενδείξεις μιας πιο αυστηρής ρυθμιστικής πολιτικής από την διακυβέρνηση Μπάιντεν-Χάρρις, συμπεριλαμβανομένων των πρώτων πραγματικών αντιμονοπωλιακών αγωγών ενάντια σε γίγαντες όπως η Google, η Amazon και η Apple, που κατατέθηκαν από την Πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Εμπορίου (FTC, Federal Trade Commission) Lina Khan (της οποίας η διατριβή ήταν πάνω στο μονοπώλιο της Amazon) και του εξίσου δραστήριου Υφυπουργού Δικαιοσύνης Jonathan Kanter. Οπότε, δεν αποτελεί ίσως έκπληξη ότι μερικοί “βαρώνοι” της Silicon Valley χρηματοδοτούν τον υποψήφιο εκείνο που είναι πιο πιθανό να τους δώσει μια καινούρια λευκή επιταγή ή ακόμα και να βάλει κάποιους από αυτούς στο καινούριο υπουργικό συμβούλιο.

Η Καμάλα Χάρις είναι δεμένη χειροπόδαρα στις επιθυμίες των επενδυτικών ταμείων, καθώς οι κύριοι μέτοχοι σε όλες (πραγματικά όλες) τις επιχειρήσεις που αναφέρει ο Celada είναι ακριβώς τα ταμεία. Δεν είναι εύκολο να δούμε πώς θα μπορούσε η Χάρις να αντιμετωπίσει ποτέ το μονοπώλιό τους, με δεδομένο ότι η διάσωση των ΗΠΑ και του κόμματός της (“Δημοκρατικοί υπέρ της Γενοκτονίας”) εξαρτώνται από αυτό το μονοπώλιο. Η δικαιολόγηση της τυφλότητας ως προς την “προοδευτικότητα” βρίσκεται στον νεοφασισμό του Τραμπ. Αν εκλεγεί, θα πάμε από το τηγάνι στην ίδια τη φωτιά· αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήδη με την εκλογή του Μπάιντεν, πέσαμε από το τηγάνι στη φωτιά του πολέμου και της γενοκτονίας. Είχαμε τη διαβεβαίωση ότι η ναζιστική βία ήταν μια παρένθεση αλλά οι Δημοκρατικοί μάς ξαναθύμισαν ότι η γενοκτονία είναι, στην πραγματικότητα, απλά ένα από τα πολλά εργαλεία με τα οποία ο καπιταλισμός λειτουργεί από τη γέννησή του. Η αμερικάνικη δημοκρατία είναι θεμελιωμένη πάνω στη γενοκτονία και την σκλαβιά. Ο ρατσισμός, οι φυλετικοί διαχωρισμοί και το απαρτχάιντ είναι ανάμεσα στα δομικά της συστατικά. Η συνέργεια με το Ισραήλ έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία των “πιο πολιτικών” από τις δημοκρατίες, όπως το έχει θέσει η Χάνα Άρεντ.

Οι μικροί ιδιοκτήτες μονοπωλίων, όπως ο Musk, έχουν αναλάβει δράση επειδή τα μεγάλα μονοπώλια δεν θα τον αφήσουν να αναπνεύσει· ο ίδιος, όμως, και άλλοι σαν αυτόν, παραμένουν εντελώς υποταγμένοι στην λογική των μονοπωλίων. Στην πραγματικότητα, αυτό που βλέπουμε είναι μια εσωτερική σύγκρουση εντός του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου: μικρά μονοπώλια θα ήθελαν να αντιπροσωπεύουν το “ζωώδες πνεύμα” του καπιταλισμού, που η συμμαχία των Δημοκρατικών και των μεγάλων επενδυτικών ταμείων επιχειρεί, κατά την άποψή τους, να χαλιναγωγήσει. Ενώ μάχονται για τον φουτουριστικό τους φασισμό (και πάλι, τίποτα καινούριο, αν σκεφτεί κανείς τον ιστορικό φασισμό, στον οποίο ο φουτουρισμός της ταχύτητας, του πολέμου και των μηχανών εναρμονίζεται ομαλά με την αντι-προλεταριακή και αντι-μπολσεβίκικη βία10), τον μετανθρωπισμό και ένα ντελίριο ακόμα πιο ολιγαρχικό11 και ρατσιστικό από αυτό της οικονομίας των ταμείων, αυτοί οι ιδιοκτήτες μικρών μονοπωλίων συμφωνούν στην πραγματικότητα με τα μεγάλα μονοπώλια σε ένα κρίσιμο ερώτημα: ατομική ιδιοκτησία, δηλαδή το άλφα και ωμέγα της στρατηγικής του κεφαλαίου. Αναδύονται, όμως, προβλήματα σχετικά με το μοίρασμα αυτής της τεράστιας πίτας. Για να καταλάβουμε τα όρια της προοδευτικής ανάλυσης, χρειάζεται να βυθιστούμε για λίγο στις εσωτερικές λειτουργίες της μονοπωλιακής χρηματιστικοποίησης από τα επενδυτικά ταμεία μετά το 2008.

Η κρίση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού ρίσκου ήταν τομεακή, και η κερδοσκοπία συγκεντρωνόταν στην αγορά ακινήτων. Αντίθετα, σήμερα το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο διαπερνά τα πάντα. Από τον Ομπάμα στον Μπάιντεν, οι δημοκρατικές διοικήσεις έχουν επιτρέψει την διείσδυση των επενδυτικών ταμείων σε ολόκληρη την κοινωνία, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σφαίρα της ζωής που να μην έχει χρηματιστικοποιηθεί.

Χρηματιστικοποίηση της αναπαραγωγής: υπάρχει μεγάλη συζήτηση στα κινήματά μας για την κεντρικότητα της αναπαραγωγής αλλά υστερεί αβυσσαλέα σε σχέση με τη δράση των επενδυτικών ταμείων, προϋπόθεση της οποίας ήταν η καταστροφή του κράτους πρόνοιας. Οι Δημοκρατικοί έχουν εγκαταλείψει όλες τις ασαφείς φιλοδοξίες για ένα καινούριο πρόγραμμα κράτους πρόνοιας, ποντάροντας τα πάντα στην ιδιωτικοποίηση όλων των κοινωνικών υπηρεσιών. Μάλιστα, το έχουν θεωρητικοποιήσει αυτό ανοιχτά: ο εκδημοκρατισμός της χρηματο-οικονομίας θα πρέπει να έχει σαν αποτέλεσμα την χρηματιστικοποίηση της μεσαίας τάξης12. Τα fund, διευκολυνόμενα με κάθε τρόπο από τους Δημοκρατικούς, θα παρείχαν μια ασφαλή χρηματοπιστωτική επένδυση, έτσι ώστε οι Αμερικανοί, που αγοράζουν τα χρεόγραφα που παράγουν, να αναγκάζονται να ασφαλίσουν το εισόδημα και τις υπηρεσίες που δεν παρέχει πλέον η εργασία (με άλλα λόγια, αυτοί που καταρχάς έχουν τα χρήματα για να έχουν πρόσβαση σε αυτά, δεδομένου ότι οι φτωχοί, οι γυναίκες που ζουν μόνες τους και η τεράστια πλειοψηφία των εργαζόμενων δεν μπορούν· σε μια πρόσφατη έρευνα το 44% των αμερικάνικων νοικοκυριών δεν μπορούν να διαχειριστούν μια έκτακτη δαπάνη $1000 δολαρίων).

Η μεσαία τάξη για την Καμάλα Χάρις φτάνει μέχρι ένα εισόδημα $400 εκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο. Αυτό είναι ένα σημαντικό νούμερο για την κατανόηση της κοινωνικής σύνθεσης που οι Δημοκρατικοί λαμβάνουν ως σημείο αναφοράς. Η εργασία και οι εργάτες έχουν εξαφανιστεί τελείως από τον ορίζοντά τους, όπως και η “αριστερά” εν γένει Το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ψαριών, που επαναλήφθηκε από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και απέτυχε ήδη το 2008, προτείνεται εκ νέου τώρα ως μια λύση στο “κοινωνικό ζήτημα”. Για να το επαναλάβουμε, αυτή είναι μια διαδικασία χρηματιστικοποίησης του κράτους πρόνοιας, καθώς ο στόχος τώρα είναι ομόλογα και πολιτικές να αντικαταστήσουν υπηρεσίες που παρέχονται από το κράτος. Μπορεί κανείς να αναφέρει το ιταλικό παράδειγμα: αντιμέτωπος με την απόσυρση του κράτους από επενδύσεις στις περιοχές που έχουν πληγεί από την κλιματική κρίση, ο υπουργός Πολιτικής Άμυνας αναβίωσε την ιδέα της υποχρεωτικής ασφάλειας για πλημμύρα. Ο Ματέο Σαλβίνι παρενέβη για να πει ότι “το κράτος μπορεί να δώσει κατευθύνσεις, αλλά δεν ζούμε σε μια ηθική κατάσταση στην οποία το κράτος μπορεί να αναλάβει δράση για να επιβάλει, να απαγορεύσει ή να υποχρεώσει” και πρότεινε, αντίθετα, ένα καινούριο νόμο που να υποχρεώνει τους εργαζόμενους να επενδύουν μέρος της αποζημίωσής τους σε συνταξιοδοτικά ταμεία, για να πάρουν στο τέλος της επαγγελματικής τους καριέρας μια συμπληρωματική σύνταξη. Προφανώς, αυτό το είπε χωρίς να καταλαβαίνει την σχέση που έχει με τα επενδυτικά ταμεία των ΗΠΑ (είτε από αφέλεια είτε από απλή βλακεία) αφού στην πραγματικότητα το 70% θα κατέληγε να μετατραπεί σε δολάρια στις ΗΠΑ.

Η χρηματιστικοποίηση μετατρέπει τις επιχειρήσεις σε οικονομικούς παράγοντες. Αυτό επηρεάζει επίσης εταιρείες που παράγουν πραγματικά κέρδη13, απολύουν προσωπικό, και των οποίων τα τεράστια μερίσματα δεν επενδύονται αλλά διανέμονται ως επί το πλείστον στους μετόχους ή χρησιμοποιούνται για την αγορά των ίδιων των μετοχών τους, ώστε να αυξήσουν την αξία τους και την κεφαλαιοποίησή τους (η οποία, σε αυτό το σημείο, μικρή σχέση έχει με το τι πραγματικά παράγουν και πουλούν). Αυτό συμβαδίζει με την χρηματιστικοποίηση των τιμών: δεν είναι η αγορά (σχέσης προσφοράς και ζήτησης για τα προϊόντα) που καθορίζει τις τιμές αλλά τα στοιχήματα που βάζουν οι επενδυτές (μέσω των παραγώγων) που δεν έχουν καμμιά σχέση είτε με την παραγωγή είτε με το πραγματικό εμπόριο14. Οι τιμές καθορίζονται από φίρμες που έχουν χρηματιστικοποιηθεί και ελέγχουν τους τομείς της ενέργειας, των τροφίμων, των εμπορευματικών αγαθών, των φαρμακευτικών ειδών κλπ. από μια θέση απόλυτου μονοπωλίου ή ολιγοπωλίου (οι κύριοι μέτοχοι αυτών των εταιρειών είναι πάντα μεγάλα επενδυτικά fund). Ο πληθωρισμός που έχει ξεσπάσει πρόσφατα είναι το αποτέλεσμα κερδοσκοπίας με τις τιμές και με κανέναν τρόπο δεν εξαρτάται από δήθεν αυξημένους μισθούς ή κοινωνικές δαπάνες. Ο συνδυασμός αυτών των χρηματιστικοποιημένων εταιρειών που επενδύουν (σ)την “ζωή” (αν και ο όρος είναι αμφιλεγόμενος) έχει ως αποτέλεσμα πρώτα από όλα εκρηκτικές διαφορές στο εισόδημα και στον πλούτο, των οποίων οι εργάτες και ολόκληρος ο πληθυσμός, που δεν μπορεί να αγοράσει μετοχές, είναι τα βασικά θύματα.

Η αποτυχία της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης και ο πόλεμος

Η επιβεβαίωση των μονοπωλίων κατοχυρώνει το τέλος της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού και της αγοράς και, συνεπώς, αξίζει μερικές παρατηρήσεις. Μιλάμε για ιδεολογία σε σχέση με τον ανταγωνισμό, γιατί η διαδικασία της καθετοποίησης της οικονομίας έχει συνεχιστεί αδιατάρακτα τουλάχιστον από τα τέλη του 19ου αιώνα. Πραγματικά, εξεράγη ακριβώς στη διάρκεια του νεοφιλελευθερισμού. Τα επενδυτικά ταμεία, όπως σημειώσαμε και προηγουμένως, έχουν γίνει σήμερα πολύ ουσιώδη στην κεντρικότητα της αμερικανικής ισχύος, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο θεσμό. Την ίδια στιγμή, αυτά τα ταμεία χρειάζονται τις δημοσιονομικές πολιτικές της κυβέρνησης (μη φορολόγηση του χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας, και, αντίθετα, φορολόγηση της εργασίας), τα διατάγματα και τις παραχωρήσεις της, που τους δόθηκαν γενναιόδωρα από τον Ομπάμα (έναν μαύρο πρόεδρο αλλά σε πλήρη συνέχεια με τον λευκό που προηγήθηκε και τον λευκό που τον διαδέχτηκε) και, ακόμα πιο αποφασιστικά, από τον Μπάιντεν. Εδώ ανακύπτει ένα θεωρητικό και πολιτικό πρόβλημα: η χρηματο-οικονομία, που θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει την πιο αφηρημένη μορφή αξίας και την τέλεια εκπληρωμένη κοσμοπολίτικη μορφή καπιταλισμού, είναι, στη Δύση, υπό τις εντολές και τη διαχείριση οργανισμών που φέρουν τη σημαία των ΗΠΑ. Αμερικανικά επενδυτικά ταμεία ενεργούν, ενορχηστρωμένα με τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ, επιδιώκοντας την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους σε βάρος του υπόλοιπου κόσμου15. Τα συναλλαγματικά νομίσματα είναι στην ίδια κατάσταση. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο όπως ένα υπερ-εθνικό νόμισμα· το νόμισμα είναι πάντα εθνικό γιατί είναι στενά προσδεμένο, ειδικά το δολάριο, στις πολιτικές που αποφασίζονται από το κράτος που το εκδίδει. Μπορεί να ειπωθεί ότι το νόμισμα και ο χρηματοπιστωτικός τομέας αντιπροσωπεύουν ταυτόχρονα την τάση κίνησης έξω από τα εδαφικά όρια των κρατών και την αδυναμία να συμβεί αυτό16. Η σχέση ανάμεσα στις ΗΠΑ και τα επενδυτικά ταμεία οργανώνει μια παγκόσμια δράση που ευνοεί λίγους Αμερικάνους και τις ολιγαρχίες τους.

Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την ανάγνωση του νεοφιλελευθερισμού, που πολλοί εξακολουθούν να πιστεύουν ότι είναι σε ισχύ ενώ, στην πραγματικότητα, είναι νεκρός: σκοτωμένος από φασισμούς, πολέμους και γενοκτονία. Το ίδιο τέλος έπληξε τον λαμπρό προκάτοχό του, τον φιλελευθερισμό, που υποτιθόταν ότι θα απέφευγε τα “μικροπροβλήματα” που προκάλεσε (δύο Παγκόσμιους Πολέμους και τον Ναζισμό) προβλήματα που, αντίθετα, κατέληξε αναγκαστικά να αναπαράγει. Μεγάλο μέρος της ανάλυσης αυτής οφείλεται στην θεώρηση του Μισέλ Φουκώ για τη βιοπολιτική, η οποία άσκησε μια λυπηρή επίδραση στην κριτική σκέψη. Ο Φουκώ διαβάζει τον φιλελευθερισμό ως μια θεωρία της επιχείρησης και της υποκειμενοποίησής της, μια διαδικασία με την οποία γινόμαστε “επιχειρηματίες του εαυτού μας”. Δεν αναφέρει ποτέ, έστω εν παρόδω, την πίστωση, το νόμισμα και τα χρηματοπιστωτικά εργαλεία πάνω στα οποία έχει χτιστεί η καπιταλιστική στρατηγική από τα τέλη της δεκαετίας του 196017. Το κύριο εργαλείο της αντεπανάστασης είναι η “υπερχρέωση του κράτους, των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων”, όπως θα έλεγε ο Paul Sweezy, και όχι η παραγωγή. Η επιχείρηση είναι μια ordoliberal18 ιδεολογία και ιδέα που ανήκει στη βιομηχανική Δύση, τη δεκαετία του 1930 και τη μεταπολεμική περίοδο – έναν κόσμο που είναι τελεσίδικα νεκρός. Ο “φιλελευθερισμός της τάξης” βλέπει την οικονομία ως μια περίσταση που επιφέρει τον θάνατο του πολιτικά “κυρίαρχου”, όπως, για παράδειγμα, όταν η χρηματο-οικονομία φέρνει την άνθιση για τα μεγάλα μονοπώλια (τον οικονομικό κυρίαρχο). Αλλά στο πλαίσιο του καπιταλισμού, ο οικονομικά κυρίαρχος χρειάζεται τον πολιτικά “κυρίαρχο” (το κράτος) για να συγκροτηθεί. Η κεφαλή του κυρίαρχου δεν έχει αποκοπεί από την οικονομία, απλά έχει διπλασιαστεί, καθιστώντας την συγκεντροποίηση της ισχύος του κεφαλαίου και του κράτους μια τεράστια επιτυχημένη στρατηγική.

Ο Φουκώ έχει, πολύ απλά, παρερμηνεύσει [confuso] μια εποχή, όπως έχουν κάνει και οι μαθητές του που αναπαρήγαγαν τα ατοπήματα του δασκάλου τους, πχ. οι Dardot και Laval, περισσότερο από όλους. Η αγορά δεν λειτούργησε ποτέ όπως πίστευε ο Φουκώ και οι ordoliberals, δηλαδή στη βάση του ανταγωνισμού. Αντίθετα, η αλήθειά της αντιπροσωπεύεται από την λειτουργία του χρηματοπιστωτισμού, που καθορίζει τις τιμές από ένα κερδοσκοπικό μονοπώλιο το οποίο δεν έχει καμμιά σχέση με την προσφορά και ζήτηση των πραγματικών αγαθών19 (πρόσφατα, η τιμή της ενέργειας έχει δεκαπλασιαστεί χωρίς αυτό να έχει οποιαδήποτε σχέση με την πραγματική της διαθεσιμότητα· το ίδιο αληθεύει για τα δημητριακά κλπ.). Η υποκειμενοποίηση δεν αντιπροσωπεύεται από τον επιχειρηματία αλλά από τον πλασματικό μετασχηματισμό των ατόμων (όχι όλων, όπως είπαμε) σε παράγοντες της οικονομίας. Για την χρηματο-οικονομία, ο “πληθυσμός” και ο κόσμος απαρτίζονται από πιστωτές, οφειλέτες και επενδυτές σε χρεόγραφα, μετοχές και ομόλογα. Η χρηματιστικοποίηση της μεσαίας τάξης, που επιδιώκεται από την συμφωνία μεταξύ των Δημοκρατικών και των επενδυτικών ταμείων, είναι η τελευταία χείμερα που προόρισται να εξαϋλωθεί στην επόμενη κατάρρευση.

Ο αναπόφευκτος πόλεμος των ΗΠΑ

Σήμερα, η διαδικασία, την οποία δεν είχαν ποτέ δει, ούτε καν φευγαλέα, οι θεωρητικοί της βιοπολιτικής, έχει φτάσει το ζενίθ της. Η ανάπτυξη στη Δύση είναι σχεδόν αποκλειστικά χρηματοπιστωτική (ενώ είναι πραγματική στον παγκόσμιο Νότο). Η παραγωγή της (χρήματα που παράγουν χρήματα, όπως η “αχλαδιά που παράγει αχλάδια”, που είπε ο Μαρξ) είναι αποκύημα της φαντασίας, μια κατασκευή από άχρηστο χαρτί που παράγει, όμως, πραγματικές συνέπειες. Τα επενδυτικά ταμεία αυξάνουν τις τιμές των χρεογράφων των εταιρειών των οποίων κατέχουν μετοχές ώστε να συλλέγουν μερίσματα για διανομή στους συνδρομητές. Αυτό δεν είναι καινούριος πλούτος αλλά μόνο η ιδιοποίηση, άρπαγμα και κλοπή αξίας που υπάρχει ήδη, και απλά μεταφέρεται από τον υπόλοιπο κόσμο στις ΗΠΑ – από ταξική σκοπιά θα μπορούσε κανείς να πει από την εργασία στο κερδοσκοπικό κεφάλαιο. Αν αυτή η “κλοπή” πλούτου, που παράγεται στον υπόλοιπο κόσμο, σταματούσε, όλο το σύστημα θα κατέρρεε.

Το πραγματικό όνομα αυτής της διαδικασίας είναι “πρόσοδος”. Το κύκλωμά της είναι εγγυημένο και διασφαλίζεται από την δολαριοποίηση, κάτι που είναι ο λόγος για τον οποίο οι ΗΠΑ δεν μπορούν ποτέ να δεχτούν πραγματικά έναν πολυπολιτικό κόσμο. Αναγκάζονται αναπόφευκτα στη μονομέρεια, υποχρεωμένες να ληστεύουν τους συμμάχους τους, γιατί ο παγκόσμιος Νότος δεν είναι πλέον διατεθιμένος να λειτουργεί ως αποικία (έναν ρόλο που έχουν αναλάβει πλήρως η Ευρώπη, η Ιαπωνία και η Αυστραλία). Οι ολιγαρχίες που κυβερνούν τον κόσμο είναι ο καρπός της χρηματιστικοποίησης και λειτουργούν ακριβώς όπως η αριστοκρατία του παλιού καθεστώτος20. Συνεπώς, σήμερα χρειαζόμαστε μια καινούρια νύχτα της 4ης Αυγούστου του 178921, στη διάρκεια της οποίας καταργήθηκαν τα προνόμια της φεουδαρχικής αριστοκρατίας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείς βρίσκονται σε ένα αδιέξοδο: είναι αναγκασμένες να ανεβάσουν τα επιτόκια για να προσελκύσουν κεφάλαιο από ολόκληρο τον κόσμο, διαφορετικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα καταρρέει· αλλά η ίδια αύξηση των επιτοκίων στραγγαλίζει την αμερικανική οικονομία. Όταν τα μειώνουν, όπως έχουν κάνει τώρα για προεκλογικούς λόγους (στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, στην πραγματικότητα, οι Δημοκρατικοί κατηγορήθηκαν ότι πνίγουν την οικονομία), μόνο κερδοσκόποι (πρώτα και κύρια, τα επενδυτικά ταμεία) που ποντάρουν στην δική τους εξέλιξη, επωφελούνται. Όπως ακριβώς η τεράστια ρευστότητα που διατέθηκε στην οικονομία από τις κεντρικές τράπεζες δεν διαχύθηκε ποτέ στην πραγματική παραγωγή, καθώς σταμάτησε στον χρηματοπιστωτικό τομέα, ούτε αυτή η μείωση επιτοκίων δεν θα έχει καμμιά επίδραση στην πραγματική οικονομία· το μόνο που θα κάνει θα είναι να ενεργοποιήσει την κερδοσκοπία εντός της. Οι ΗΠΑ είναι ανίκανες να βγουν από αυτόν τον φαύλο κύκλο της προσόδου, οπότε ο πόλεμος είναι η μοναδική λύση. Ήδη από το 2008, ήταν καθαρό ότι η αμερικανική οικονομία βασιζόταν στην παραγωγή και διανομή χρηματοπιστωτικής προσόδου. Εξ ου και η προθυμία επιδίωξης και επέκτασης του πολέμου, της συνέχισης της χρηματοδότησης και της νομιμοποίησης της γενοκτονίας, της εισαγωγής καινούριων φασισμών στην εξουσία παντού. Το κοντινό μέλλον θα απαιτήσει μεγαλύτερες δόσεις από όλα αυτά, όπως επιβεβαιώνεται από ένα κείμενο που βγήκε στην επιφάνεια στο αμερικανικό Κογκρέσο τον Ιούλιο που πέρασε, με τίτλο Επιτροπή γα την Στρατηγική Εθνικής Άμυνας [Commission on the National Defense Strategy], που διατυπώνει την άποψη ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να προετοιμαστούν για τον “μεγάλο πόλεμο” ενάντια στον Παγκόσμιο Νότο, στο κέντρο του οποίου είναι η Ρωσία και η Κίνα. Στα χρόνια που έρχονται, κάθε τομέας της κοινωνίας θα πρέπει να κινητοποιηθεί, με βάση το μοντέλο του τι έγινε πριν και κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με στόχο την καταστροφή της απειλής στη ρίζα της, “απειλή που είναι η πιο σοβαρή και η πιο προκλητική που έχει αντιμετωπίσει το έθνος απο το 1945”22.

Ο πρώτος στόχος, όμως, είναι ο μετασχηματισμός της βιομηχανικής της βάσης (που δεν υπάρχει πια), σε μια πολεμική βιομηχανία:

Η Επιτροπή βρίσκει οτι η αμυντική βιομηχανική βάση των ΗΠΑ (defense industrial base, DIB) αδυνατεί να εκπληρώσει τις ανάγκες σε εξοπλισμό, τεχνολογία και πολεμοφόδια των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων και συνεργατών τους. Μια παρατεταμένη σύγκρουση, ιδιαίτερα σε πολλαπλά θέατρα, θα απαιτούσε πολύ μεγαλύτερη ικανότητα παραγωγής, συντήρησης και αναπλήρωσης όπλων και πολεμοφοδίων. Η αντιμετώπιση των ελλείψεων θα απαιτήσει αυξημένες επενδύσεις, επιπλέον ικανότητα κατασκευής και σχεδιασμού, συμμετοχή και συμπαραγωγή με τους συμμάχους και επιπρόσθετη ευελιξία σε συστήματα εξαγορών. Απαιτεί συνεργασία με μια βιομηχανική βάση που συμπεριλαμβάνει όχι απλά μεγάλους, παραδοσιακά αμυντικούς, κατασκευαστές αλλά και καινούριες προσθήκες και μια ευρεία διάταξη εταιρειών που εμπλέκονται στην παραγωγή διαφόρων βαθμίδων, την κυβερνοασφάλεια και την ενεργοποίηση υπηρεσιών23.

 

Το κράτος και οι διοικήσεις του πρέπει να συντονιστούν στην κατεύθυνση αυτού που οι συγγραφείς αποκαλούν “ολοκληρωμένη αποτροπή”24. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην επανεκπαίδευση του προσωπικού για μια πολεμική βιομηχανία· αυτό, ενώ το προσωπικό αυτό έχει αποδιαρθρωθεί από την χρηματιστικοποίηση και την επακόλουθη διάλυση της βιομηχανίας. Τα διάφορα κρατικά υπουργεία πρέπει να συντονιστούν στην προετοιμασία του πολέμου, συμπεριλαμβανομένων του Υπουργείου Εξωτερικών και του Οργανισμού των ΗΠΑ για την Διεθνή Ανάπτυξη (US Agency for International Development, USAID), των οικονομικών υπουργείων (συμπεριλαβανομένων του Υπουργείου Οικονομικών και της Ένωσης Μικρών Επιχειρήσεων), και όσων υποστηρίζουν την ανάπτυξη ενός σημαντικού κομματιού της δυνατότερου και καλλίτερα προετοιμασμένου εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ, όπως τα Υπουργεία Εργασίας και Εκπαίδευσης. Όπως συνέβαινε στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, αυτά τα υπουργεία και οργανισμοί πρέπει να εστιάσουν στρατηγικά στον ανταγωνισμό, τώρα ιδιαίτερα με την Κίνα.

Σε συμφωνία με τις επιταγές της προσόδου και της ολιγαρχίας, οι μεγάλες επενδύσεις πρέπει να είναι ιδιωτικές ώστε να πλημμυρίσουν τα μονοπώλια με δισεκατομμύρια δολάρια. Γίνεται ξεκάθαρα λόγος για ένα “δικομματικό κάλεσμα στα όπλα” από Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους που πρέπει να εκπαιδεύσουν ένα κοινό με άγνοια του θανάσιμου κινδύνου στον οποίο βρίσκεται και να το προετοιμάσουν να σηκώσει το κόστος ενός παγκόσμιου πολέμου (γίνεται αναφορά στο τεράστια ποσοστό του ΑΕΠ που επενδύθηκε σε όπλα στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου):

Ο αμερικανικός λαός σε μέγάλο βαθμό δεν έχει επίγνωση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες ή του κόστους (οικονομικού και όχι μόνο) που απαιτείται για να προετοιμαστούν επαρκώς. Δεν αναγνωρίζουν την δύναμη της Κίνας και των συνεργασιών της ή τις επιπτώσεις για την καθημερινή ζωή αν ξεσπάσει μια σύγκρουση. Δεν περιμένουν ότι θα υπάρχουν διακοπές στο ρεύμα, το νερό ή ότι δεν θα έχουν πρόσβαση σε όλα τα αγαθά από τα οποία εξαρτώνται. Δεν έχουν εσωτερικοποιήσει το κόστος από την απώλεια της θέσης των ΗΠΑ ως παγκόσμιας υπερδύναμης. Ένα δικομματικό “κάλεσμα στα όπλα” είναι επειγόντως αναγκαίο για να μπορέσουν οι ΗΠΑ να κάνουν τις μεγάλες αλλαγές και τις σημαντικές επενδύσεις τώρα, αντί να περιμένουν για το επόμενο Περλ Χάρμπορ ή την επόμενη 11η Σεπτεμβρίου. Η υποστήριξη και η αποφασιστκότητα του αμερικανικού λαού είναι εντελώς απαραίτητα25.

 

Όπως θα έλεγε ο Ernst Jünger, ετοιμάζονται για “καθολική κινητοποίηση”. Έχουν, όμως, ένα μικρό πρόβλημα, επειδή η οικονομία και ο πλούτος που έχουν επιβάλει είναι για τους λίγους, ενώ οι πολλοί έχουν φτωχοποιηθεί, περιθωριοποιηθεί, ζουν στην επισφάλεια και στη συνέχεια κατηγορούνται λες και είναι αυτοί που πρέπει να θεωρηθούν υπεύθυνοι για την κατάστασή τους. Τώρα φαίνεται ότι έχουν ανάγκη τους πολλούς, ότι ένα “δυνατό και προετοιμασμένο” εργατικό δυναμικό είναι απαραίτητο για να υπερασπιστεί το έθνος και το εθνικό πνεύματην οικονομία και την ιδιοκτησία των λίγων. Με μια χώρα πιο διαιρεμένη από ποτέ άλλοτε, δεν μπορούμε παρά να ευχηθούμε στις ολιγαρχίες την καλλίτερη δυνατή τύχη για την προαγωγή της καθολικής κινητοποίησης στον πόλεμο που θέλουν να εξαπολύσουν ενάντια στα τρία τέταρτα της ανθρωπότητας· πόλεμο τον οποίο θα χάσουν σίγουρα, όπως τον χάνουν τώρα στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ευρώπη. Είναι ζήτημα χρόνου μόνο.

 

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Derive Approdi, την 1η Οκτωβρίου 2024.

Εικόνες: Maen Hammad

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://illwill.com/why-war.

2 Στμ. Χαβιέ Γκεράρδο Μιλέι: Αργεντινός πολιτικός και οικονομολόγος που αναδείχθηκε στην προεδρία της χώρας τον Δεκέμβριο του 2023.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο “the annuity circuity”. Στη γλώσσα των επενδύσεων, η πρόσοδος είναι μια σειρά πληρωμών που γίνονται σε ίσα χρονικά διαστήματα. Για παράδειγμα, οι τακτικές καταθέσεις σε έναν λογαριασμό ταμιευτηρίου, οι μηνιαίες πληρωμές ενός στεγαστικού δανείου, οι μηνιαίες ασφαλιστικές εισφορές και οι συνταξιοδοτικές πληρωμές. Μπορούν να ταξινομηθούν με βάση την συχνότητα πληρωμής τους.

4 Στμ. Enrico Letta: Ιταλός πολιτικός που διετέλεσε Πρωθυπουργός της Ιταλίας από τον Απρίλιο του 2013 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2014, ηγούμενος ενός συνασπισμού κεντροαριστερών και κεντροδεξιών κομμάτων. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος του Δημοκρατικού Κόμματος από το 2021 έως το 2023.

5 Στμ. Η όλη περιγραφή αποτυπώνει εξαιρετικά την συνθήκη για το προλεταριάτο σήμερα, το προλεταριάτο ως μια τάξη πλέον του κεφαλαίου, τη δεινή θέση, τον κατακερματισμό, αυτό που στην θεώρηση της κομμουνιστικοποίησης χαρακτηρίζεται και ως “διάλυση της εργατικής ταυτότητας”, που χαρακτήριζε το εργατικό κίνημα για το μεφαλύτερο μέρος του προηγούμενου αιώνα.

6 Στμ. Εδώ ο συγγραφέας φαίνεται να επιστρέφει στην προσδοκία της κατάκτησης της “αυτονομίας” του προλεταριάτου αντί για την αυτοκατάργησή του.

7 Στμ. Luca Celada, Ιταλός δημοσιογράφος με οικονομικές σπουδές στο Λος Άντζελες καθώς και σπουδές στην ιστορία του σινεμά. Για αρκετά χρόνια υπήρξε επίσης ανταποκριτής της ιταλικής δημόσιας ραδιοτηλεόρασης RAI. Ανταποκριτής σήμερα στο Λος Άντζελες της ιταλικής εφημερίδας Il Manifesto (παλιό όργανο του Κομμουνστικιού Κόμματος Ιταλίας).

8 Στμ. Robert Bernard Reich, Αμερικανός καθηγητής, συγγραφέας, νομικός και πολιτικός σχολιαστής. Εργάστηκε στις κυβερνήσεις του Τζέραρντ Φορντ και Τζίμμυ Κάρτερ και διετέλεσε υουργός Εργασίας στην κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον καθώς και μέλος της μεταβατικής συμβουλευτικής επιτροπής για την οικονομία του Μπάρακ Ομπάμα.

9 Luca Celada: “USA al bivio #12: lo scontro si fa più feroce”, [Οι ΗΠΑ στο σταυροδρόμι #12: η σύγκρουση γίνεται πιο άγρια], Dinamo Press, 18 Σεπτεμβρίου 2024. Διαδικτυακά εδώ.

10 Στμ. Αρκεί να σκεφτούμε τον βασικό θεωρητικό του ιταλικού φασισμού και μείζωνα φουρουριστή, τον Μαρινέττι. Υπήρχε και τότε η αντεπαναστατική εκδοχή του φουτουρισμού. Η τωρινή μορφή της, με τον επιταχυντισμό, την ιδομορφία, το νεο-τεχνολογικό δόγμα της Τεχνητής Νοημοσύνης, τον μετανθρωπισμό κλπ., παρουσιάζει ανησυχητικές αναλογίες.

11 Στμ. Όπως εξηγούμε αλλού, η ολιγαρχία είναι η πολιτική μορφή του καπιταλισμού σήμερα αλλά και διαχρονικά, αφού η εδραίωση του σήμανε από την αρχή την εξαφάνιση της μοναρχίας, του απόλυτου ηγεμόνα, με την οποία είναι σήμερα, εξαιτίας της οργανικής αλληλοπλοκής των διαφόρων κέντρων του, ακόμα πιο ασύμβατος. Η εξουσία στον καπιταλισμό, ειδικά τον σύγχρονο, είναι πολυπολική κκαι αλληλοπλεγμένη.

12 Στμ. Η έμφαση δική μας.

13 Στμ. Τρόπον τινά της “πραγματικής” λεγόμενης οικονομίας.

14 Στμ. Όπως παρατηρήσαμε και σε σχέση με τις επιρροές από το ρεύμα της κομμουνιστικοποίησης, ο συγγραφέας είναι μάλλον κοντά σε μια πιο αριστερίστικη προσέγγιση που εμμένει στην έννοια της “πραγματικής” οικονομίας και δεν χάνει την ευκαιρία να υπονοήσει ότι η χρηματιστικοποίηση είναι άμεσος υπονομευτής της.

15 Στμ. Ναι, αλλά ποιους εξυπηρετεί τελικά ο κοσμοπολιτισμός του κεφαλαίου; Σίγουρα όχι “ολόκληρο” τον κόσμο! Άρα εδώ πρέπει να εννοήσουμε εις βάρος των άλλων “εθνικών” καπιταλισμών.

16 Στμ. Έκφραση, με άλλα λόγια, μιας διαλεκτικής αντίφασης του κεφαλαίου.

17 Στμ. Συμπίπτει εδώ ο συγγραφέας με την “περιοδολόγηση” της κομμουνιστικοποίησης σε σχέση με την “αναδιάρθρωση”.

18 Στμ. Ordoliberalism (φιλελευθερισμός της τάξης) είναι η γερμανική εκδοχή του οικονομικού φιλελευθερισμού που δίνει έμφαση την ανάγκη η κυβέρνηση να διασφαλίζει ότι η ελεύθερη αγορά παράγει αποτελέσματα κοντά στις θεωρητικές της δυνατότητες χωρίς να υποστηρίζει, όμως, ένα κράτος πρόνοιας ή να εναντιώνεται σε αυτό. Ο φιλελευθερισμός της τάξης έγινε το θεμέλιο για τηην δημιουργία της μεταπολεμικής γερμανικής οικονομίας της κοινωνικής αγοράς, με τον ισχυρό ρόλο του κράτους σε σχέση με την αγορά που διαφέρει σε πολλές αποψεις από τις ιδέες που συνδέονται με τον λεγόμενο νεοφιλελευθερισμό.

19 Στμ. Ποια είναι τα “πραγματικά” αγαθά;

20 Στμ. Παλιό καθεστώς, ancien régime. Το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα του Βασιλείου της Γαλλίας που ανέτρεψε η Γαλλική Επανάσταση μέσω της κατάργησης το 1790 του φεουδαρχικού συστήματος της τάξης των Γάλλων ευγενών, και το 1792 με την εκτέλεση του βασιλιά και την ανακήρυξη της δημοκρατίας. Η έκφραση “Ancien régime” είναι σήμερα μια διαδομένη μεταφορά για “ένα σύστημα ή κατάσταση πραγμάτων που δεν κυριαρχεί πλέον”.

21 Στμ. Νύκτα της 4ης Αυγούστου: η ιστορική νύχτα στην οποία η γαλλική Εθνοσυνέλευση ψήφισε ενθουσιωδώς την πρόταση του υποκόμητα ντε Νεϊγύ (Noailles) με την οποία καταργούνταν τα περισσότερα των φεουδαλικών δικαιωμάτων της αριστοκρατικής τάξης με τη λιτή φράση: “Η εθνική Συνέλευση καταργεί πλήρως το φεουδαρχικό καθεστώς”.

22 Commission on the National Defense Strategy, 2. Διαδικτυακά εδώ.

23 Commission on the National Defense Strategy, 4.

24 Commission on the National Defense Strategy, 3.

25 Commission on the National Defense Strategy.

Η Ιστορία επαναλαμβάνεται: πρώτα ως φάρσα, μετά ως τραγωδία

Γιατί οι Δημοκρατικοί είναι υπεύθυνοι για την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία

CrimeThInc1

το κείμενο σε pdf

Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 2024. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να δώσουμε ξανά, από την αρχή, πολλές από τις μάχες της περιόδου 2017-2020. Αλλά, πρώτα, για να καταλάβουμε την κλίμακα αυτού με το οποίο βρισκόμαστε αντιμέτωποι, ας δούμε πώς φτάσαμε εδώ.

Η καυτή πατάτα αλλάζει και πάλι χέρια

Έχουμε επί μακρόν ισχυριστεί ότι στον 21ο αιώνα, η κρατική εξουσία είναι μια καυτή πατάτα. Επειδή η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει κάνει δύσκολο στις κρατικές δομές να μετριάσουν τις συνέπειες του καπιταλισμού πάνω στους απλούς ανθρώπους, κανένα κόμμα δεν μπορεί να κρατήσει την κρατική εξουσία για καιρό χωρίς να χάσει την αξιοπιστία του. Πραγματικά, στους λίγους πρόσφατους μήνες, αναπάντεχες ήττες έχουν υπονομεύσει κυβερνητικά κόμματα στη Γαλλία, την Αυστρία, το Ηνωμένο Βασίλειο, και την Ιαπωνία.

Στις εκλογές του 2024, τόσο η Κάμαλα Χάρις όσο και ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν ήδη φθαρμένοι από την σχέση τους με την κρατική εξουσία, αλλά η Χάρις ήταν αυτή που συνδεόταν με την τρέχουσα διακυβέρνηση. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που έχασε. Σίγουρα, δεκάδες εκατομμύρια ψηφοφόροι του Τραμπ υποστηρίζουν το πρόγραμμά του αλλά οι ψηφοφόροι που τον ώθησαν να ξεπεράσει το όριο της νίκης έριχναν ουσιαστικά ψήφους διαμαρτυρίας.

Οι Δημοκρατικοί έχουν κάνει όσα μπορούσαν για να συνδεθούν με την κυβερνητική τάξη: μετακινώντας τις πολιτικές τους προς τα δεξιά, μετατοπίζοντας την υποστήριξη από τους υποτιθέμενους “αριστεριστές” στις τάξεις τους, σταματώντας τα κινήματα διαμαρτυρίας. Αποδεικνύεται ότι αυτό ήταν ένα στοίχημα ήττας σε μια περίοδο που ο κόσμος πεινά για αλλαγή.

Απομένει να δούμε πώς θα ανταποκριθεί η υπόλοιπη χώρα. Αν η ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος είναι ικανή να “ρολλάρει” και να δεχτεί μια θέση ως ο τζούνιορ συνεργάτης του φασισμού, τότε το μέλλον μπορεί να είναι πραγματικά ζοφερό. Από την άλλη μεριά, αν γίνει καθαρό ότι η μισή χώρα πρόκειται να αντισταθεί στο πρόγραμμα του Τραμπ, μια μερίδα της ηγεσίας των Δημοκρατικών θα αναγκαστεί να κυνηγήσει τον ρόλο της ως αντιπροσώπος αυτού του τμήματος του πληθυσμού, όπως συνέβη το 20172.

Τι θα συμβεί στη συνέχεια θα κριθεί στους δρόμους.

Το Κόμμα της Συνενοχής

Οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν γίνει το κόμμα του φασισμού. Σε αυτή την προεκλογική περίοδο, οι Δημοκρατικοί εδραίωσαν τον εαυτό τους ως το κόμμα της συνενοχής/συνέργειας με τον φασισμό.

Τι σημαίνει να αναγνωρίζεις ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι φασίστας και παρ’ όλα αυτά μην κάνεις τίποτα άλλο από το να προτρέπεις τον κόσμο να ψηφίσει εναντίον του; Αν όντως, ο Τραμπ σκοπεύει να φέρει τον φασισμό στις Ηνωμένες Πολιτείες – αν, όπως έχει ρητά υποσχεθεί, συλλάβει εκατομμύρια ανθρώπους (“η μεγαλύτερη εγχώρια επιχείρηση απέλασης στην αμερικανική ιστορία”), αν βάλει τον στρατό στους δρόμους για να καταστείλει διαμαρτυρίες και χρησιμοποιήσει το δικαστικό σύστημα για να επιτεθεί σε οποιονδήποτε αντιτίθεται σε αυτόν – τότε το να περιορίζεις κάποιον σε μια απλή εκλογική αντίθεση σημαίνει να καλωσορίζεις τον φασισμό με ανοιχτές αγκάλες.

Όταν ο φασισμός είναι καθοδόν, το σωστό που πρέπει να γίνει είναι η οργάνωση “υπόγειων” δικτύων αντίστασης, όπως έκαναν οι Ιταλοί και Γάλλοι αντιφασίστες στις δεκαετίες του 1930 και του 1940. Το σωστό που πρέπει να κάνει κανείς είναι να προετοιμαστεί να αγωνιστεί με οποιαδήποτε μέσα είναι αναγκαία. Οτιδήποτε λιγότερο είναι συνενοχή.

Η ενίσχυση των θεσμών μέσω των οποίων οι φασίστες θα θεσπίσουν τις πολιτικές τους είναι συνενοχή. Να παραδίδεις την πλατφόρμα επικοινωνίας μέσω των οποίων οι άνθρωποι μοιράζονται πληροφορίες είναι συνενοχή. Να αποθαρρύνεις τον κόσμο από το είδος τακτικών που χρειάζονται για να αγωνιστεί κανείς ενάντια σε ένα φασιστικό καθεστώς είναι συνενοχή. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, οι Δημοκρατικοί έκαναν το καθένα από αυτά τα πράγματα.

Η ηγεσία του Δημοκρατικού κόμματος είναι ήδη προετοιμασμένη για να συνυπάρξει με τους φασίστες, να κυβερνηθεί από φασίστες. Έχοντας ένα πιο αυταρχικό κόμμα στην εξουσία, τους δίνει ένα άλλοθι – τους κάνει να φαίνονται συγκριτικά καλοί, έστω και αν είναι αυτοί που βγάζουν τον κόσμο από τους δρόμους και στρώνουν το “χαλί” στον Τραμπ για να εφαρμόσει το πρόγραμμά του.

Ο δρόμος προς τον φασισμό

Ας πούμε γιατί οι Δημοκρατικοί είναι ένοχοι για αυτή την κατάσταση.

Η αστυνομία

Οι Δημοκρατικοί ξεκίνησαν την εποχή διακυβέρνησης των Μπάιντεν-Χάρις διπλασιάζοντας την υποστήριξή τους στην αστυνομία, ακριβώς όταν εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρες τις Ηνωμένες Πολιτείες αναρωτιόντουσαν αν ήταν πια καιρός να εξεταστεί ένας πιο αποτελεσματικός τρόπος για την αντιμετώπιση των κρίσεων φτώχειας και ψυχικής υγείας από το να συνεχίζεται η διοχέτευση τεράστιων ποσών δημόσιας χρηματοδότησης για την στρατιωτικοποίηση των αστυνομικών τμημάτων. Όταν ο Τραμπ αναλάβει πάλι τη διακυβέρνηση το 2025, τα αστυνομικά τμήματα σε ολόκληρη τη χώρα, που χρηματοδότησε και εκθείασε/εξύμνησε η διοίκηση Μπάιντεν θα είναι στην πρώτη γραμμή της επιβολής της ατζέντας του Τραμπ.

Η στροφή του Δημοκρατικού κόμματος υπέρ της αστυνομίας, βοήθησε πρώην μπάτσους, όπως ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Eric Adams, να έρθουν στην εξουσία το 2020. Η δημαρχία του Adams υπήρξε μια καταστροφή· είναι αυτή τη στιγμή ο πρώτος δήμαρχος της Νέας Υόρκης που αντιμετωπίζει ομοσπονδιακές κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένων αυτών της δωροδοκίας, της συνωμοσίας και της απάτης. Έκτοτε ο Τραμπ προσέγγισε τον Adams, ως ένας ισχυρός άντρας έναν άλλον. Αυτό συμβαίνει όταν βάζεις την εξουσία απευθείας στα χέρια των δυνάμων της καταστολής.

Ο Νόμος

Ξεκινώντας από νωρίς στην πρώτη διακυβέρνηση του Τραμπ, οι Δημοκρατικοί εστίασαν την κριτική τους σε αυτόν στην ιδέα ότι αυτά που έκανε ήταν παράνομα, χρησιμοποιώντας το σύνθημα “Κανείς δεν είναι πάνω από τον νόμο”. Όπως επιχειρηματολογήσαμε το 2018:

“Αν προσπαθείς να βάλεις τα θεμέλια για ένα ισχυρό κοινωνικό κίνημα ενάντια στην διακυβέρνηση του Τραμπ. Τι θα συμβεί όταν ένα νομοθετικό σώμα, επιλεγμένο μέσω “μαγειρέματος”3, περάσει καινούριους νόμους; Τι θα συμβεί όταν τα δικαστήρια “πειραγμένα”4 ώστε να είναι γεμάτα με δικαστές που διόρισε ο Τραμπ, αποφασίζουν υπέρ του; Τι θα κάνεις όταν το FBI καταστείλει άγρια τις διαμαρτυρίες;”

Τώρα, με το Ανώτατο Δικαστήριο ελεγχόμενο από δικαστές τοποθετημένους από τον Τραμπ και τον Τραμπ να προετοιμάζεται να αναλάβει και πάλι την εξουσία, θα δούμε τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Οποιοσδήποτε είναι αποφασισμένος να αποτρέψει τον Τραμπ από την εφαρμογή της ατζέντας του θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος να παραβιάσει τους νόμους που θα περάσουν τα νομοθετικά σώματα του Τραμπ και θα εφαρμόσουν οι δικαστές του.

“Να πορεύεσαι κάτω από το σύνθημα ‘κανείς δεν είναι πάνω από τον νόμο’ σημαίνει να φτύνεις κατάμουτρα όλους εκείνους για τους οποίους η καθημερινή λειτουργία του νόμου είναι μια εμπειρία καταπίεσης και αδικίας. Σημαίνει να απορρίπτεις την αλληλεγγύη προς τα κομμάτια εκείνα της κοινωνίας που θα μπορούσαν να δώσουν ένα πλεονέκτημα σε ένα κοινωνικό κίνημα εναντίον του Τραμπ στους δρόμους. Τέλος, σημαίνει να νομιμοποιείς τον ίδιο τον μηχανισμό της καταστολής – τον νόμο – που ο Τραμπ θα χρησιμοποιήσει εν τέλει για να καταστείλει το κίνημά σου”.

Όπως προειδοποιήσαμε τον Ιούλιο που πέρασε, η νίκη του Τραμπ σημαίνει ότι όλοι οι θεσμοί στους οποίους οι κεντρώοι υπολογίζουν για την προστασία τους – η εκλογική πολιτική, το δικαστικό σύστημα, η αστυνομία, η τάση των απλών πολιτών να υπακούουν στον νόμο και να σέβονται τις αρχές – είναι τώρα όπλα στα χέρια των εχθρών τους.

Τα ΜΜΕ

Όταν οι ιδιοκτήτες του Twitter το πούλησαν στον Έλον Μασκ το 2022, κατάλαβαν ότι έδιναν τον έλεγχο της κύριας πλατφόρμας πολιτικής επικοινωνίας του 21ου αιώνα στα χέρια ενός ακροδεξιού μεγαλομανή. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ο Μασκ ήταν να απαγορεύσει μερικούς από τους πιο γνωστούς λογαριασμούς αναρχικών που είχαν βοηθήσει στην κινητοποίηση του κόσμου στη διάρκεια της πρώτης διακυβέρνησης του Τραμπ. Αυτό ήταν ένα βήμα στη διαδικασία αναγωγής του Twitter σε ένα όχημα για ακροδεξιά προπαγάνδα.

Όπως ισχυριστήκαμε τότε,

“Η εξαγορά του Twitter από τον Μασκ δεν είναι ένα καπρίτσιο ενός μεμονωμένου πλουτοκράτη – είναι επίσης ένα βήμα προς την επίλυση μερικών από τις αντιθέσεις εντός της τάξης των καπιταλιστών, κυρίως η εδραίωση ενός ενιαίου μετώπου ενάντια στους εργάτες και οποιονδήποτε άλλον είναι στην πλευρά που δέχεται τη βία του καπιταλιστικού συστήματος”.

Πραγματικά, η χρηματοδότηση από μια κλίκα δισεκατομμυριούχων ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που έδωσαν τη δυνατότητα στον Τραμπ να κερδίσει τις εκλογές του 2024. Οι δισεκατομμυριούχοι μπόρεσαν, εν μέρει, να στρέψουν την νομιμοφροσύνη τους στον Τραμπ επειδή με το να τεθούν υπό έλεγχο οι πλατφόρμες επικοινωνίας και οι διαμαρτυρίες στον δρόμο, δεν είχαν να φοβούνται ότι μια δεύτερη διακυβέρνηση Τραμπ θα δημιουργούσε χάος που θα ήταν κακό για τις δουλειές τους.

Αυτό μας πάει στο επόμενο σημείο.

Αδειάζοντας τους δρόμους

Η προσπάθεια των Δημοκρατικών να δυσφημίσουν και να οδηγήσουν το κίνημα ενάντια στην αστυνομία στην “αποστράτευση”, λειτούργησαν άμεσα υπέρ των αντιπάλων τους, προετοιμάζοντας τον δρόμο για την επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία χωρίς αντίσταση.

Ανταγωνιζόμενοι τους Ρεπουμπλικάνους για να επιβεβαιωθούν ως το κόμμα της τάξης και του νόμου, οι Δημοκρατικοί τούς έδωσαν τη δυνατότητα να οδηγήσουν τον διάλογο για το “έγκλημα” τόσο ακραία προς τα δεξιά που ο Τραμπ και τα πρωτοπαλίκαρα του να μπορούν να αναπτύσσουν μια ρητορική για το έγκλημα παρ’ όλο που το βίαιο έγκλημα μειώνεται εδώ και χρόνια. Αυτό είναι σε δραματική αντιδιαστολή με τον τρόπο που ο Ντόναλντ Τραμπ αρνήθηκε να μετριάσει τα προς συζήτηση θέματά του έστω και ένα χιλιοστό.

Την ίδια στιγμή, οι Δημοκρατικοί επιδίωξαν να εμποδίσουν καινούρια κινήματα να αποκτήσουν δυναμικότητα. Όταν η πρόβαση στην έκτρωση περικόπηκε σε ολόκληρη τη χώρα, για παράδειγμα, οι Δημοκρατικοί έκαναν ότι μπορούσαν για να αποτρέψουν μια αποτελεσματική από τα κάτω κινητοποίηση ως απάντηση.

Ωφέλησε το άδειασμα των δρόμων τις εκλογικές προοπτικές των Δημοκρατικών το 2024; Ας γυρίσουμε πίσω στο 2020 για μια απάντηση.

Εκείνη την περίοδο, στο ένα άρθρο γνώμης μετά το άλλο, οι κεντρώοι εξέφραζαν ανησυχίες ότι οι συγκρούσεις στον δρόμο τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2020 μπορεί να στρέψουν το εκκρεμές των εκλογών υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ. Στην πραγματικότητα, οι εγγραφές στους εκλογικούς καταλόγους υπέρ των Δημοκρατικών τον Ιούνιο του 2020 αυξήθηκαν κατά 50%, ενώ αυτές υπέρ των Ρεπουμπλικάνων αυξήθηκαν εκείνον τον μήνα μόνο κατά 6%. Αυτοί που ανέφεραν τις διαμαρτυρίες ως έναν παράγοντα που καθόρισε το πώς ψήφισαν στις κάλπες το 2020 ψήφισαν υπέρ του Τζο Μπάιντεν κατά ένα ολόκληρο 7% περισσότερο .

Με άλλα λόγια, η εξέγερση για τον George Floyd βοήθησε τον Μπάιντεν να εκλεγεί.

Και θυμηθείτε – η εξέγερση για τον George Floyd δεν ξεκίνησε με κίνητρο την εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους. Απογειώθηκε με το κάψιμο ενός αστυνομικού τμήματος. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Newsweek, το 54% όσων συμμετείχαν στην έρευνα, πίστευαν ότι αυτή η ενέργεια ήταν δικαιολογημένη. Αν δεν συνέβαινε αυτό, το κίνημα δεν θα είχε πετύχει να προωθήσει τις δολοφονίες των George Floyd, Breonna Taylor και άλλων στον δημόσιο λόγο, και δεν θα υπήρχε κανένα εκλογικό όφελος για το Δημοκρατικό κόμμα. Δεν υπάρχει περίπτωση να δημιουργηθούν ισχυρά κινήματα χωρίς την ανάληψη πραγματικής δράσης ενάντια στις αιτίες της αδικίας.

Ως το κόμμα που υιοθετεί κινήματα αντίστασης, οι Δημοκρατικοί θα είχαν ωφεληθεί από πιο ισχυρά κινήματα το διάστημα 2021-2024. Προτίμησαν να χάσουν.

Ο πολιτικός αναστολέας5

Η εκστρατεια της Χάρις είχε την υποστήριξη του πρώην προέδρου George W. Bush, της πρώην αντιπροσώπου Liz Cheney, του συντηρητικού ραδιοφωνικού συντάκτη Charlie Sykes και πολλών άλλων επώνυμων δεξιών. Αυτό δεν συνέβη μόνο επειδή η ατζέντα του Τραμπ ήταν σοκαριστική ακόμα και για εκείνους που προηγουμένως αντιπροσώπευαν το “πρόσωπο” του Ρεπουμπλικανικού κατεστημένου – ήταν επίσης γιατί η Χάρις αντιπροσώπευε ένα κεντρώο πολιτικό σχέδιο, που επέτρεπε στους Ρεπουμπλικάνους να καθορίζουν την δημόσια συζήτηση για ζητήματα όπως η μετανάστευση.

Όπως είχαμε ισχυριστεί, προηγουμένως:

“Το δικομματικό σύστημα των ΗΠΑ λειτουργεί όπως ένας αναστολέας, με το Ρεπουμπλικανικό κόμμα να σπρώχνει την δημόσια πολιτική και τον επιτρεπόμενο λόγο προς τα δεξιά ενώ οι Δημοκρατικοί, επιδιώκοντας να αποκτήσουν την εξουσία κερδίζοντας το πολιτικό κέντρο, εξυπηρετούν ως ένας μηχανισμός που εμποδίζει την πολιτική και τον διάλογο να επιστρέψει πίσω [προς τα αριστερά]”.

Η στρατηγική αυτή βοήθησε τους Ρεπουμπλικάνους να κανονικοποιήσουν αυτές που κάποτε ήταν περιθωριακές ιδέες σχετικά με την μετανάστευση και το έγκλημα, χωρίς να κάνει τους Δημοκρατικούς πιο εκλόγιμους.

Ζουμάροντας “προς τα έξω” για μια πιο πανοραμική εικόνα6, μπορούμε να δούμε ότι η νίκη του Τραμπ το 2024 σηματοδοτεί ένα κρίσιμο σημείο καμπής στον πολιτικό λόγο του 21ου αιώνα. Όταν ο Τραμπ εκλέχτηκε το 2016, η νεοφιλελεύθερη συναίνεση έμοιαζε ανίκητη· η νίκη του έμοιαζε να είναι από καθαρή τύχη, με την οποία ένας εκκεντρικός πολιτικός ήρθε στην εξουσία οικειοποιούμενος τη ρητορική του λεγόμενου αντι-παγκοσμιοποιητικού κινήματος. Σήμερα, είναι ξεκάθαρο ότι το απόγειο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης έχει παρέλθει και κάτι άλλο θα έρθει στη συνέχεια. Παρ’ όλα αυτά για δεκαετίες, οι Δημοκρατικοί έχουν συμπράξει με τους Ρεπουμπλικάνους για να συντρίψουν κινήματα που προτείνουν μια εναλλακτική. Κατέστειλαν τις δυνάμεις μέσα στο ίδιο το στρατόπεδό τους, όπως την εκστρατεία του Bernie Sanders, που αντιπροσώπευαν έναν δρόμο προς τα μπρος· αυτό είναι που κατέστησε εφικτό για τον Τραμπ να παρουσιάσει ψευδώς τον εαυτό του ως έναν εκπρόσωπο της εξέγερσης.

Αυτό κατέστησε αναπόφευκτο η ακροδεξιά να κρατήσει την εξουσία για την επόμενη φάση, καθώς οι Δημοκρατικοί βοήθησαν να κατασταλούν οι αναρχικές, αντιεξουσιαστικές και αριστερές εναλλακτικές.

Αποευαισθητοποίηση του κόσμου

Τέλος, η διοίκηση Μπάιντεν έχει κάνει, δυστυχώς, ήδη πολλή δουλειά στην αποευαισθητοποίηση του κόσμου σε σχέση με το πρόγραμμα που μια πιο τολμηρή δεύτερη διακυβέρνηση του Τραμπ θα επιχειρήσει να εφαρμόσει. Πάνω από όλα, η κυβέρνηση Μπάιντεν το έχει πετύχει αυτό υποστηρίζοντας τον ισραηλινό στρατό στην εφαρμογή μιας κτηνώδους γενοκτονίας στη Γάζα. Κάνοντάς το αυτό, οι Μπάιντεν και Χάρις έχουν κάνει εκατομμύρια ανθρώπους να συνηθίσουν στην ιδέα ότι η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμμιά εγγενή αξία – ότι είναι αποδεκτό να σφαγιάζεις, να φυλακίζεις και να βασανίζεις ανθρώπους με βάση τη θέση τους σε μια πληθυσμιακή ομάδα που έχει στοχοποιηθεί.

Αυτό είναι ακριβώς εκείνο το περιβάλλον που θα δώσει στον Ντόναλντ Τραμπ τη δυνατότητα να εφαρμόσει το είδος των βάρβαρων πολιτικών στο εσωτερικό που στοχεύει να εφαρμόσει όταν επιστρέψει στην εξουσία σε δυόμισι μήνες.

Ο δρόμος μπροστά

Αλλά στο τέλος-τέλος, δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους Δημοκρατικούς για τα πάντα. Εμείς είμαστε αυτοί που αποτύχαμε να οικοδομήσουμε κινήματα αρκετά ισχυρά για να επιβιώσουν τις προσπάθειές τους να μας καταστείλουν. Εμείς είμαστε αυτοί που είμαστε ανέτοιμοι ακόμα να σταματήσουμε τον Τραμπ να απελάσει εκατομμύρια ανθρώπους και να διοχετεύσει δισεκατομμύρια δολλάρια στους δισεκατομμυριούχους και τους μηχανισμούς ασφάλειας του κράτους.

Ευτυχώς, αυτή η ιστορία δεν έχει τελειώσει ακόμα.

Έχουμε την ευθύνη να μην αφήσουμε τις εκλογικές στατιστικές να μας οδηγήσουν στην “αποστράτευση”. Όπως γράψαμε το 2016, αντιδρώντας στην πρώτη νίκη του Τραμπ:

“Οι εκλογές εξυπηρετούν να αντιπροσωπεύουν καθέναν από εμάς στους άλλους στα χειρότερα [τον χειρότερο εαυτό μας], αποστάζοντας τις πιο επιθετικές, δειλές και δουλικές πλευρές του είδους μας. Πολλοί άνθρωποι που, προσωπικά, δεν θα αποχώριζαν ποτέ βίαια μια μητέρα από τα παιδιά της, είναι ικανοί να προσυπογράψουν τις απελάσεις μέσα από την ιδιωτικότητα ενός εκλογικού παραβάν, όπως ακριβώς οι περισσότεροι από αυτούς που τρώνε κρέας δεν θα δούλευαν ποτέ σε ένα σφαγείο. Αν δεν επρόκειτο για την αλλοτρίωση που χαρακτηρίζει την ίδια την διακυβέρνηση, οι περισσότερες από τις άσχημες πολιτικές που αποτελούν την ατζέντα του Τραμπ δεν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν.

Θα υπάρξει, τώρα, ένα μικρό παράθυρο ευκαιρίας όταν εκατομμύρια άνθρωποι, που υπολόγιζαν ότι οι Δημοκρατικοί θα τους κρατούσαν ασφαλείς, ξυπνήσουν και συνειδητοποιήσουν ότι μόνο εμείς είμαστε η ελπίδα ο ένας της άλλης. Πρέπει να δράσουμε αμέσως και να έρθουμε σε επαφή, να επανεδραιώσουμε όλα αυτά που έχουμε χάσει από το έτος 2020.

Πρέπει να αναλάβουμε προληπτικά σχέδια που θα μας ξεχωρίσουν από τα πολιτικά κόμματα, πρότζεκτ που θα δείξουν τι έχει ο καθένας να κερδίσει από τις προτάσεις μας και που προσφέρουν σε ανθρώπους από κάθε υπόβαθρο τη δυνατότητα να εμπλακούν στο σχέδιο του να αλλάξουμε τον κόσμο προς το καλλίτερο.

Τα καλά νέα είναι ότι μπορούμε να το κάνουμε. Το έχουμε ξανακάνει παλιότερα. Θα συναντηθούμε στην πρώτη γραμμή.

Περαιτέρω διάβασμα

2 Στμ. Λίγο περίεργη αυτή θέση “επένδυσης” ελπίδας στην ηγεσία των Δημοκρατικών με το δεύτερο σενάριο!

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: gerrymander που σημαίνει πιο κυριολεκτικά αλλαγή των εκλογικών περιφερειών προς όφελός μου, χειραγώγηση των εκλογικών περιφερειών, εκλογικό “μαγείρεμα”.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: stacked, που εκτός του “γεμάτα” έχει και την έννοια του “πειραγμένου” (στα Αγγλικά rigged), όπως πχ. τα ζάρια, που βρίκσουμε εδώ πιο κατάλληλη.

5 Στμ. The Political ratchet, στο πρωτότυπο. Η καστάνια, κυριολεκτικά, είναι εξάρτημα μηχανισμού το οποίο εμποδίζει την περιστροφή γραναζιού, αναστολέας, ροκάνα.

6 Στμ. Στο πρωτότυπο: To pan back. Να “ζουμάρουμε προς τα έξω”, να πάμε την κάμερα προς τα πίσω, άρα μεταφορικά να κάνουμε προς τα πίσω ώστε να δούμε την μεγαλύτερη εικόνα, για μια πανοραμική άποψη.

Διεθνιστική μπροσούρα ενάντια στον πόλεμο ανάμεσα στο Ιράν και το Ισραήλ

Proletarios Hartos de Serlo1

το κείμενο σε pdf

Ούτε με το Ιράν (και την Παλαιστίνη) ούτε με το Ισραήλ (και τις ΗΠΑ)!
Για την ήττα και των δυο καπιταλιστικών κρατών στον πόλεμο!
Για την ταξική και μαχητική αλληλεγγύη ανάμεσα στους προλετάριους

και των δυο περιοχών όπως και στη Ρωσία και την Ουκρανία

 

Αυτά τα συνθήματα εκφράζουν σήμερα την αμετάβλητη θέση των διεθνιστών κομμουνιστών ενάντια σε αυτόν και κάθε καπιταλιστικό πόλεμο: επαναστατικός ντεφετισμός2 και προλεταριακός διεθνισμός. Γιατί;

1. Γιατί ο καπιταλιστικός πόλεμος πάντα διεξάγεται ενάντια στο προλεταριάτο: σε αυτή την περίπτωση, αν σήμερα το αστικό κράτος του Ιράν επιτίθεται στην περιοχή υπό την κυριαρχία του αστικού κράτους του Ισραήλ, αυτό γίνεται πάνω από όλα για την υποταγή του μαχητικού προλεταριάτου στην ίδια την επικράτεια του Ιράν· για να είμαστε πιο ακριβείς, για να δικαιλογήσει την καταστολή των αγώνων του ενάντια στην εκμετάλλευση (πχ. στους τομείς του πετρελαίου και της υγείας) και να το οδηγήσει στην σφαγή του πολέμου “για την υπεράσπιση της μητέρας πατρίδας”. Το ίδιο ισχύει και για τους προλετάριους στην επικράτεια του Ισραήλ που αρνούνται να πάρουν μέρος στον πόλεμο των δολοφόνων αφεντικών τους και να σκοτώσουν τα ταξικά τους αδέλφια στην άλλη πλευρά των συνόρων (και που αποκαλούνται refuseniks3)· όπως και για τους προλετάριους στην περιοχή της Παλαιστίνης που διαμαρτύρονται ενάντια στην αστική, λιμοκτονική και καταπιεστική Παλαιστινιακή Αρχή και την Χαμάς. Σε κάθε περίπτωση, σε κάθε καπιταλιστικό πόλεμο ο μοναδικός νικητής είναι η μπουρζουαζία και οι μόνοι χαμμένοι οι προλετάριοι σε κάθε χώρα, μιας και στην πραγματικότητα αυτή δεν είναι μια σύγκρουση ανάμεσα σε έθνη αλλά μια ταξική σύγκρουση με διεθνή διάσταση.

2. Γιατί τα Κράτη κάνουν πόλεμο για να συσσωρεύσουν περισσότερο κεφάλαιο, εδαφική επικράτεια και ισχύ: σε αυτή την περίπτωση, αν σήμερα το Κράτος της μπουρζουαζίας των Αγιατολάχ του Ιράν (συνεργάτης της Κίνας) και το Κράτος της σιωνιστικής μπουρζουαζίας του Ισραήλ (συνεργάτης των ΗΠΑ) αντιπαρατίθενται στρατιωτικά και πολιτικά για την επικράτεια που κυριαρχείται από υποδεέστερους, την ισλαμιστική μπουρζουαζία της Παλαιστίνης (και του Λιβάνου), είναι για τον έλεγχο της εργατικής δύναμης, του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, των βιομηχανικών κέντρων, των λιμανιών κλπ. όλης αυτής της γεωγραφικής ζώνης του παγκόσμιου εμπορίου που αποκαλείται Μέση Ανατολή. Κάνουν επίσης πόλεμο ως μιας βαλβίδα διεξόδου από την καπιταλιστική κρίση ή την πτώση του ποσοστού κέρδους και την υποτίμηση της καπιταλιστικής αξίας στον κόσμο, προσπαθώντας να επανενεργοποιήσουν τη βιομηχανία και το εμπόριο όπλων, διανέμοντας και επενδύοντας την υπεραξία που αποσπούν από τους εργάτες. Αυτή είναι η οικονομική μηχανή κάθε ιμπεριαλιστικού πολέμου. Και ο παρών πόλεμος δεν αποτελεί εξαίρεση, με τον επιπλέον επιβαρυντικό παράγοντα ότι θα μπορούσε να γίνει ένας πυρηνικός πόλεμος παγκόσμιας κλίμακας.

3. Γιατί το να είναι κανείς υπέρ του ενός ή του άλλου καπιταλιστικού κράτους στον πόλεμο σημαίνει να πέφτει στην παγίδα των απατηλών πλευρών, του εθνικισμού, του συναισθηματισμού, της σύγχυσης και του τυχοδιωκτισμού. Μια παγίδα που προωθείται από τα μέσα μαζικής παραπληροφόρησης τα οποία, σαν να μην έφτσανε αυτό, έχουν κάνει τον πόλεμο κάτι “κανονικό” ακόμα και έναν αντιπερισπασμό από άλλες καθημερινές καταστροφές. Σημαίνει να “παίζεις” στο γήπεδο της αστικής τάξης και της σοσιαλδημοκρατίας. Είναι μια αντιπρολεταριακή και αντεπαναστατική θέση που πρέπει να καταγγελθεί και να πολεμηθεί ως τέτοια, πάνω από όλα ενάντια στην ετερόκλητη αριστερά του Κεφαλαίου. Ο “αντι-ιμπεριαλισμός” και η “εθνική απελευθέρωση” έχουν υπάρξει, στην πραγματικότητα, πάντα αποφύσεις του ιμπεριαλιστικού πολέμου και του κρατικού καπιταλισμού (λανθασμένα αποκαλούμενου “κομμουνισμού”). Αντίθετα, εμείς οι προλετάριοι δεν έχουμε πατρίδα και εμείς οι κομμουνιστές πολεμάμε πάντα για τα συμφέροντα της παγκόσμιας τάξης μας απέναντι και πέρα από τα συμφέροντα οποιουδήποτε Κράτους, έθνους, “λαού”, θρησκείας κλπ.

4. Γιατί στον καπιταλισμό δεν υπάρχει “δίκαιος πόλεμος” ή “ιερός πόλεμος” μεταξύ εθνών. Ο μόνος “δίκαιος πόλεμος” που μπορεί να υπάρξει είναι ο παγκόσμιος ταξικός πόλεμος για την κατάργηση του καπιταλισμού, του πολέμου και της ίδιας της ταξικής κοινωνίας· με άλλα λόγια, ο μετασχηματισμός του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε διεθνή κομμουνιστική επανάσταση4. Προφανώς, θα έρθουν ακόμα πολλές καταστροφές, πόλεμοι, εξεγέρσεις και ανταρσίες πριν φτάσουμε στο σημείο χωρίς επιστροφή. Αλλά αυτό δεν είναι καθόλου λιγότερο αληθινό ή αναγκαίο, ιδιαίτερα σε αυτή την εποχή οικονομικής, κοινωνικής, οικολογικής καταστροφής και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, της επικείμενης απειλής ενός πυρηνικού πολέμου. Συνεπώς είναι Κομμουνισμός ή Αφανισμός.

5. Γιατί, παρά την αντεπανάσταση που εξακολουθεί να βασιλεύει, η διατήρηση της θέσης του επαναστατικού ντεφιτισμού και του προλεταριακού διεθνισμού αποδεικνύεται ότι είναι μια εντελώς αναγκαία, αμυντική και διαφωτιστική πρακτική ενάντια στην τρομοκρατία των εμπόλεμων καπιταλιστικών κρατών καθώς και στον τυχοδιωκτισμό της αριστεράς του Κεφαλαίου που υποστηρίζει τα κράτη αυτά και προκαλεί σύγχυση. Μια αμυντική πρακτική μέχρι το παγκόσμιο προλεταριάτο να είναι ικανό να περάσει στην επαναστατική επίθεση και πετάξει όλα τα Κράτη, τις αγορές, τις μητέρες πατρίδες, τους πολέμους και τις τάξεις στον σκουπιδοντενεκέ της ιστορίας. Οι προλετάριοι με ή χωρίς στολή στην επικράτεια της Ρωσίας και την Ουκρανίας, που σήμερα στρέφουν τα όπλα τους ενάντια στις στρατιωτικές τους ηγεσίες, που λιποτακτούν από τον “στρατό τους”, που διαμαρτύρονται ενάντια στο “δικό τους” Κράτος και οργανώνουν διεθνιστικά δίκτυα αλληλεγγύης με τους λιποτάκτες, είναι το συγκεκριμένο και τωρινό παράδειγμα επαναστατικού ντεφαιτισμού. Το παράδειγμα που πρέπει να ακολουθήσουν και οι προλετάριοι στη Μέση Ανατολή και σε κάθε άλλη εμπόλεμη περιοχή του πλανήτη.

Proletarios Hartos de Serlo

(Προλετάριοι έχουν βαρεθεί να είναι προλετάριοι)

Περιοχή του Ισημερινού, Οκτώβριος 2024

2 Στμ. Επαναστατικός ντεφαιτισμός (revolutionary defeatism): η θεωρία που υποστηρίζει ότι σε περίπτωση που ένας πόλεμος που διεξάγεται είναι ιμπεριαλιστικός και από τα δύο μέρη, οι επαναστάτες και των δύο μερών θα πρέπει να προσπαθήσουν να μετατρέψουν τον εθνικό πόλεμο σε εμφύλιο, συναδελφωμένοι με τους στρατιώτες του “εχθρού” και ανατρέποντας τις αστικές κυβερνήσεις τους. Ο επαναστατικός ντεφαιτισμός σημαίνει την πιο ενεργή αντίσταση και υπονόμευση όλων των εμπλεκόμενων κρατών και αφεντικών για την μετατροπή του πολέμου σε κοινωνική εξέγερση.

3 Στμ. Refusniks, από το αγγλικό ρήμα refuse, αρνούμαι. Αρχικά ο όρος σήμαινε αυτούς στους οποίους αρνούνταν το δικαίωμα να φύγουν από τη Σοβιετική Ένωση, ιδιαίτερα Εβραίους από τη Σοβιετική Ένωση ή άλλα σοβιετικά κράτη που ήθελαν να μεταναστεύσουν στο Ισραήλ. Αργότερα, όμως, απέκτησε και το νόημα “αυτών που αρνούνται”, αρνητών, ατόμων που αρνούντια να κάνουν κάτι (στο παρόν κείμενο η στράτευση ή η συμμετοχή σε έναν πόλεμο) ιδιαίτερα ως μορφή διαμαρτυρίας.

4 Στμ. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι ο μόνος δίκαιος “πόλεμος” είναι η ίδια η κοινωνική επανάσταση.

Η μελαγχολία του πληθωρισμού

Παύλος Ρούφος1

το κείμενο σε pdf

Το 2022 είδε το φάντασμα του πληθωρισμού να κάνει την εμφάνισή του. Πολλοί αριστερίζοντες σχολιαστές, που συνήθιζαν να αγνοούν τις ανησυχίες για τον πληθωρισμό ως δεξιά φοβο-καπηλεία, μοιάζουν να έχουν καταληφθεί εξ απήνης. Μερικοί μιλούν για μια επιστροφή στη δεκαετία του 1970, και είδαμε μια τάση ανόδου στους αγώνες σχετικά με τις αυξήσεις των τιμών και τους λογαριασμούς κοινής ωφελείας. Βασισμένοι πάνω σε μια συνέντευξη με το Tous Dehors, ρωτήσαμε τον Παύλο Ρούφο για το πώς θα πρέπει να κατανοήσουμε τον πληθωρισμό σήμερα.

Endnotes: Τι είναι ακριβώς ο πληθωρισμός;

Παύλος Ρούφος: Στην καθημερινή γλώσσα, ο πληθωρισμός είναι απλά μια σταθερή αύξηση στις τιμές. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει τίποτα απλό σε αυτό. Ποιες τιμές ακριβώς αυξάνουν; Οι επίσημες μετρήσεις του πληθωρισμού (που χρησιμοποιούνται από τις κεντρικές τράπεζες, το κράτος και άλλους οικονομικούς θεσμούς) κοιτάζουν τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (Consumer Price Index – CPI), δηλαδή, ένα καλάθι συγκεκριμένων εμπορευμάτων με συχνή κατανάλωση από τα νοικοκυριά. Αυτό σημαίνει αμέσως ότι άλλες τιμές εξαιρούνται: πιο αξιοσημείωτα, για παράδειγμα, ενώ το κόστος του ενοικίου (για κατοικία) περιλαμβάνονται στον ΔΤΚ, οι αυξήσες στις τιμές των ακινήτων (που θεωρούνται “επενδυτικό asset”) δεν περιλαμβανονται2. Στον κόσμο που ζούμε, οι συνολικά αυξανόμενες τιμές στην αγορά κατοικίας θεωρούνται ως “οικονομική ανάπτυξη” (ως κάτι θετικό), ενώ οι υψηλότεροι μισθοί ως κάτι απειλητικό που θα πρέπει να συντριβεί.

Ένας άλλος τρόπος να περιγραφεί ο πληθωρισμός συνοψίζεται στην φράση των οικονομολόγων: “πάρα πολλά χρήματα κυνηγούν πολύ λίγα εμπορεύματα”. Αυτό μοιάζει πιο συγκεκριμένο σε σχέση με τον προηγούμενο ορισμό αλλά αφού ξύσουμε την επιφάνεια ένα σύνολο προβλημάτων αποκαλύπτονται: “πάρα πολλά χρήματα” σε σχέση με τι; Υπάρχει ένα καθορισμένο, αντικειμενικό σύνολο χρημάτων που σηματοδοτεί ένα όριο; Πώς υπολογίζεται αυτό το όριο; Το δεύτερο κομμάτι της πρότασης επίσης έχει ζητήματα: “πολύ λίγα εμπορεύματα” σε σχέση με τι; Συνήθως, φυσικά, η φράση ερμηνεύεται σαν να περιγράφει μια σχέση ανάμεσα στα δύο: υπάρχουν διαθέσιμα περισσότερα χρήματα από τα υπάρχοντα εμπορεύματα και υπηρεσίες. Αλλά ούτε αυτό βοηθά περισσότερα. Αυτό όχι μόνο συνεπάγεται την ύπαρξη μια υποτιθέμενα βέλτιστης σχέσης ανάμεσα στα “χρήματα” και τα εμπορεύματα και τις υπηρεσίες ενώ αγνοεί άλλα καθοριστικά στοιχεία (η χρηματιστικοποίηση θα έπρεπε να είναι ένα προφανές), αλλά επίσης δεν λέει τίποτα σχετικά με τις αιτίες του πληθωρισμού: πώς φτάνουμε σε μια τέτοια ανισορροπία ανάμεσα στα “πάρα πολλά χρήματα” και τα “πολύ λίγα εμπορεύματα”; Υπήρξε μια εκτίναξη στη ζήτηση για περισσότερα εμπορεύματα ή μια πτώση στην προσφορά;

Προσπαθώντας να κατανοήσουμε πώς δουλεύει ο πληθωρισμός στην πραγματική οικονομία, ακόμα περισσότερες περιπλοκές προκύπτουν. Όπως επισήμανε η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank of International Settlements) σε ένα πρόσφατο άρθρο, υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στις σχετικές αλλαγές των τιμών σε συγκεκριμένα εμπορεύματα και τον υποκείμενο πληθωρισμό, μια κατάσταση στην οποία υπάρχει μια ευρύτερης βάσης και συγχρονισμένη αύξηση στις τιμές που διαβρώνει την αξία του χρήματος – κάτι που σημαίνει ότι δεν θα μπορούν αύριο τα χρήματα κάποιου να αγοράσουν αυτά που αγοράζουν σήμερα. Στις αρχές του 2021, πολλοί ισχυρίζονταν ότι ο πληθωρισμός ήταν ένα παροδικό φαινόμενο οδηγούμενο από τις προσωρινές ελλείψεις στην προσφορά και την ενέργεια ή εμπόδια που θα μπορούσαν να επιλυθούν, δηλαδή ότι αυτό που συνέβαινε ήταν μόνο σχετικές αλλαγές τιμών. Όμως, αμέσως μετά, ο φόβος ήταν ότι αυτό είχε εξελιχθεί σε έναν υποκείμενο πληθωρισμό, που επηρεάζει όλες τις τιμές δείχνοντας σημάδια ότι εμπεδώνεται δομικά, δηλαδή ότι απέχει πολύ από το να είναι παροδικός. Τώρα που π πληθωρισμός μοιάζει να επιβραδύνεται, έχει επιστρέψει στην ατζέντα η κουβέντα για έναν παροδικό πληθωρισμό.

Αν ένα πράγμα είναι καθαρό είναι ότι ο πληθωρισμός δεν μπορεί να κατανοηθεί από μόνος του. Εκφράζει ένα σύνολο σχέσεων και αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στο χρήμα, την παραγωγή, τη διανομή, την προσφορά και τη ζήτηση κ.ά., κατηγορίες που απέχουν πολύ από το να είναι οι ίδιες σαφείς, πόσο δε μάλλον σε σχέση μεταξύ τους. Η οπτική που έχει κανείς για τις έννοιες αυτές, πολύ δύσκολα μπορεί να είναι ουδέτερη, γιατί αναπόφευκτα άπτονται βαθιών πολιτικών ζητημάτων. Διαφωνίες σχετικά με τον πληθωρισμό (είτε μιλάμε για τα αίτιά του είτε για μέτρα καταπολέμησής του) αντανακλούν υποκείμενες πολιτικές διαφωνίες. Συνεπώς, οι συζητήσεις για τον πληθωρισμό μπορούν να ρίξουν φως σε αυτό που οι άνθρωποι σκέφτονται γενικότερα σχετικά με την οικονομία, το κράτος, το χρήμα και την εργασία.

Για παράδειγμα, σε συγκεκριμένους πολιτικούς κύκλους έχει γίνει κυρίαρχη η ιδέα ότι ρυθμοί πληθωρισμού πάνω από το 2% είναι πηγή αστάθειας. Η ιδέα αυτή είναι στην πραγματικότητα, αρκετά πρόσφατη: μέχρι και τη δεκαετία του 1980 πολύ μεγαλύτερα ποσοστά πληθωρισμού θεωρούνταν κανονικά και γίνονταν ανεκτά (ακόμα και υποστηρίζονταν, σε κάποιες περιπτώσεις). Παρ’ όλα αυτά, αληθεύει ότι ο πληθωρισμός θωρείται συστηματικά ως ένα καταστροφικό φαινόμενο από μια συγκεκριμένη φιλελεύθερη ή νεοφιλελεύθερη οπτική. Ο λόγος: ο πληθωρισμός διαβρώνει την αξία του χρήματος και, συνεπώς, τον πλούτο. Εξ ου η σταθερή εμμονή με το “σίγουρο χρήμα” (“sound money”), έναν στόχο της πολιτικής διατήρησης του πληθωρισμού σε εξαιρετικά χαμηλά (ακόμα και μηδενικά) επίπεδα. Είναι μόνο σε αυτό το πλαίσιο που μπορεί κανείς να καταλάβει την πρόσφατη πρόβλεψη της ΕΚΤ για πληθωρισμό 4,2% για τον επόμενο χρόνο ως αρκετά ανησυχητική ώστε να υποστηρίξει επιπλέον νομισματική πειθαρχία.

E: Εντάξει, αλλά τι είναι αυτό που εσείς βλέπετε να προκαλεί αυτή την πρόσφατη κρίση πληθωρισμού;

Π: Φαίνεται να καθοδηγείται από τρεις παράγοντες. Πρώτον, εμπόδια στις εφοδιαστικές αλυσίδες, ένα υπόλειμμα των περιορισμών και των λοκντάουν της περιόδου του Covid, επηρέασαν άμεσα την παγκόσμια την παγκόσμιο εφοδιασμό των αγαθών. Οι περιορισμοί αυτοί έτειναν να γίνονται αισθητοί περισσότερα για συγκεκριμένα προϊόντα, ο ρόλος των οποίων είναι μάλλον κεντρικός κατά μήκος διαφορετικών σφαιρών της παραγωγής3. Πολλοί, για παράδειγμα, επισήμαιναν την έλλειψη ημιαγωγών που προκάλεσαν μια σειρά περιορισμών στη βιομηχανία4. Δεύτερον, η ενεργειακή κρίση: οι τιμές της ενέργειας ανέβαιναν ήδη το 2021, αλλά αυτό επιταχύνθηκε ραγδαία από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τις κυρώσεις που ακολούθησαν και την απόφαση αποσύνδεσης/αποσύμπλεξης (κυρίως αλλά όχι μόνο ευρωπαϊκών) οικονομιών από τις ρωσικές ενεργειακές πηγές. Μεταξύ άλλων, αυτό έφερε μια ξαφνική είσοδο μεγάλων παικτών (όπως η ΕΕ ή η Κίνα) στην αγορά των ενεργειακών εναλλακτικών, που ώθησαν τις τιμές στα ύψη. Τρίτον, και ως μια συνέπεια των δύο προηγούμενων, μια αλλαγμένη δυναμική του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, δηλαδή την δυνατότητα συγκεκριμένων μεγάλων εταιρειών να εκμεταλλευτούν τα εμπόδια στις προμήθειες για να αυξήσουν τις τιμές γνωρίζοντας ότι οι ανταγωνιστές τους ήταν εξίσου περιορισμένοι όσοι και οι ίδιοι και δεν μπορούσαν, επομένως, να κερδίσουν μερίδιο στην αγορά κρατώντας τις τιμές χαμηλά, όπως επιχειρηματολόγησε η Isabella Weber πρόσφατα.

Σε σχέση με αυτόν τον τρίτο λόγο, μια περαιτέρω εξήγηση είναι ίσως αναγκαία. Πολύς κόσμος, και η αριστερά το ξέρει αυτό, έχει ερμηνεύσει τον τωρινό πληθωρισμό ως το αποτέλεσμα κερδοσκοπίας. Το πρόβλημα με αυτή την άποψη, είναι ότι συνεπάγεται ένα επίπεδο κανονικού κέρδους που είναι αποδεκτό και δεν προκαλεί προβλήματα, αλλά τότε οι μεγάλες επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται συγκεκριμές συνθήκες για να δρέψουν υπερβολικά κέρδη. Αυτό συσκοτίζει το γεγονός ότι ακόμα και η ίδια η αποκαλούμενη κανονική κερδοφορία, ως ο ακρογωνιαίος λίθος της καπιταλιστικής οικονομίας, είναι μια εντελώς καταστροφική διαδικασία (με την κλιματική καταστροφή να είναι το πιο προφανές παράδειγμα). Η έννοια της κερδοφορίας υποδηλώνει ένα είδος διαφθοράς, μια διαστροφή της κανονικής εξαγωγής κέρδους, μια μορφή απαράδεκτης υπερβολής εναντίον μιας φυσικοποιημένης καπιταλιστικής κανονικότητας.

Επιπλέον, κάποιοι έχουν συνδέσει την ικανότητα των επιχειρήσεων να εκμεταλλεύονται ιστορικές καταστάσεις για να αυξάνουν τα κέρδη τους με την έννοια της μονοπωλιοποίησης. Να ακούγεται αυτό από την νεοφιλελεύθερη πλευρά, η οποία έχει μια μακρά ιστορία αντιμονοπωλιακής αντίθεσης, αυτό έχει νόημα: τα μονοπώλια αλλοιώνουν την αγορά και τον μηχανισμό τιμών και είναι, ως τέτοια, επιβλαβή για την οικονομία της αγοράς. Όμως, η υιοθέτηση της αντιμονοπωλικής προοπτικής από την αριστερά παραμένει ένα παζλ. Αφήνοντας κατά μέρος την επίμονη τάση των σταλινικών να περιγράφουν τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις μέσω αυτού του ψευδωνύμου (δηλαδή “μονοπωλιακός καπιταλισμός”), η αντίθεση στα μονοπώλια έχει νόημα μόνο από την οπτική μιας πιο αποτελεσματικής διαδικασίας ανταγωνισμού (που είναι, φυσικά, ο λόγος για τον οποίοι οι νεοφιλελεύθεροι έχουν τόσο μεγάλη έγνοια με τα μονοπώλια). Μια κριτική της καπιταλιστικής τάξης, όμως, δεν ενδυναμώνεται από την προαγωγή μιας περισσότερο αληθινά ανταγωνιστικής τάξης5.

Εν πάσει περιπτώσει, δεν ζούμε σε έναν κόσμο μονοπωλίων ή καρτέλ. Ενώ συγκεκριμένες επιχειρήσεις έχουν μεγαλύτερα μερίδια αγοράς και η καπιταλιστική συγκεντροποίηση είναι ένα δομικό φαινόμενο της καπιταλιστικής οικονομίας, ο ανταγωνισμός παραμένει ο κεντρικός δρόμος μέσω του οποίου οι κόμβοι του κεφαλαίου σχετίζονται μεταξύ τους – και οι σημερινές πληθωριστικές πιέσεις έχουν να κάνουν περισσότερο με μεταβαλλόμενες δυναμικές ανταγωνισμού, μάλλον, παρά με την απουσία του6. Να θρηνούμε την απουσία πραγματικού ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστικών επιχειρήσεων δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ, το καθήκον όσον κάνουν κριτική στην καπιταλιστική οικονομία.

E: Μια άλλη θεωρία που ακούει κανείς συχνά είναι αυτή ενός σπιράλ “μισθών/τιμών”. Έχουν συνεισφέρει οι αυξανόμενοι μισθοί στον πληθωρισμό;

Π: Θα υπήρχε κάποια αξία στην θεωρία του σπιράλ “μισθών/τιμών” αν υπήρχαν, όντως, αυξανόμενοι μισθοί. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχει υπάρξει κανένα τέτοιο πράγμα. Στην πραγματικότητα οι μισθοί στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες τείνουν να μένουν στάσιμοι, αν δεν μειώνονται, τα πρόσφατα χρόνια. Ακόμα και σε τομείς που η εργασία έχει μεγαλύτερη πλεονέκτημα (για παράδειγμα, οι οργανωμένοι εργάτες μετάλλου στη Γερμανία), οι διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα τον τελευταίο χρόνο έχουν μόνο πετύχει μια αύξηση μισθού που είναι κάτω από τον ρυθμό του πληθωρισμού. Πιο μακροπρόθεσμα, η αύξηση των μισθών στην οικονομία συνολικά τείνουν να μένουν πίσω από την αύξηση της παραγωγικότητας, έτσι που το μερίδιο των μισθών να έχει μειωθεί δραματικά από τη δεκαετία του 1970.

Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι σε μερικούς τομείς και σε συγκεκριμένες χώρες έχουμε δει αυξήσεις μισθών που ξεπερνούν τις αυξήσεις στην παραγωγικότητα, όπως είναι ο τομέας των υπηρεσιών στις ΗΠΑ. Υπάρχουν, όμως, εδώ, δύο κρίσιμα πράγματα που πρέπει να έχουμε υπόψιν: πρώτον, η παραγωγικότητα του τομέα των υπηρεσιών πάντα τείνει να είναι χαμηλή, οπότε δεν υπάρχει τίποτα που να μας εκπλήσσει σχετικά με αυτό. Δεύτερον, ακόμα και αν συγκεκριμένες υπηρεσίες στις ΗΠΑ είδαν τέτοιες αυξήσεις, αυτό απέχει πολύ από το να είναι ένα γενικό φαινόμενο – είτε μέσα στον τομέα των υπηρεσιών συνολικά, είτε σε άλλες οικονομίες εκτός των ΗΠΑ, όπως οι ευρωπαϊκές. Η εξήγηση μια αλλαγής πολιτικής προς υψηλότερα επιτόκια (κάτι που σημαίνει ύφεση) σε ένα παγκόσμιο επίπεδο δείχνοντας προς έναν συγκεκριμένο τομές στις ΗΠΑ είναι απλά ανοηία.

Υπάρχουν διάφοροι ιστορικοί λόγοι για αυτή την τάση προς την στασιμότητα των μισθών. Σε ένα κοινωνικό επίπεδο, μπορεί κανείς να επισημάνει την παρακμή του εργατικού κινήματος μετά τη δεκαετία του 1970. Σε ένα πολιτικό επίπεδο, μπορεί να επισημάνει τον μετασχηματισμό της σοσιαλδημοκρατίας και το ρεφορμισού σε πολιτικά οχήματα του νεοφιλελευθερισμού. Και τα δύο αυτά σημεία μπορούν να εξηγήσουν περαιτέρω γιατί οι οικονομικές πολιτικές έχουν παραμείνει κλειδωμένες σε ένα συγκεκριμένο νεοφιλελεύθερο παράδειγμα: την απουσία αποτελεσματικού κοινωνικού ανταγωνισμού και την εξαφάνιση ακόμα και ρεφορμισιτκών εναλλακτικών. Όμως, ίσως να είναι επίσης απαραίτητο ένα ευρύτερο πλαίσιο. Σε αυτό το σημείο, για μένα, το έργο του Brenner προσφέρει μια πειστική προσέγγιση. Δείχνει προς κρίσιμους καθοριστικούς παράγοντες όπως η δυνατότητα υπερπαραγωγής, η αποβιομηχάνιση, απελευθερωμένες ροές κεφαλαίου και μια συνεπόμενη πτώση της παραγωγικότητας, καθώς η βραχυπρόθεση κερδοφορία πήρε μια πιο μακροπρόθεσμη προσέγγιση που μπορούσε να συνδυασει κεφάλαιο και εργασία με τρόπους που να αυξάνουν την παραγωγικότητα. Τέλος, και το πιο κρίσιμο, μπορούμε να επισημάνουμε την αύξηση του χρέους των νοικοκυριών (και την μεταβαλλόμενη δυναμική που απέκτησαν η πίστωση και το χρέος μέσω των παγκόσμιων αγορών) ως ενός τρόπου “μπαλώματος” για τους καθηλωμένους ή χαμηλότερους μισθούς, προσφέροντας μια πλασματική αύξηση στην αγοραστική δύναμη.

Πηγαίνοντας πίσω στο ερώτημα του σπιράλ “μισθών/τιμών”. Σε αντίθεση με την αριστερά του “σίγουρου χρήματος”, που βλέπει επίσης τον πληθωρισμό καθεαυτόν ως μια απειλή επειδή παίρνει ως δεδομένο ότι οι εργάτες δεν θα είναι ικανοί να παλέψουν εναντίον του, οι καθιερωμένοι οικονομολόγοι και οι κεντρικές τράπεζες φοβούνται στην πραγματικότητα ότι ο ανερχόμενος πληθωρισμός θα αναγκάσει τους εργάτες να απαιτήσουν υψηλότερους μισθούς ώστε να αντισταθμίσουν τη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης. Ισχυρίζονται, όμως, ότι όταν αυτό συμβαίνει, το μεγαλύτερο εργατικό κόστος “αναγκάζει” το κεφάλαιο να αυξήσει περαιτέρω τις τιμές για να εξισορροπήσει τους αυξημένους μισθούς. Αυτή είναι η άποψή τους για το σπιράλ μισθών/τιμών, στο οποίο κάθε μια πλευρά πιέζει την άλλη ακόμα περισσότερο και, στο τέλος, “όλοι χάνουν”, όπως το θέλει το επίσημο αφήγημα. Το γεγονός ότι απέναντι σε αυτό η μόνη “ρεαλιστική” λ’υση είναι η μείωση των μισθών είναι ενδεικτικό του πόσο βαθιά πολιτική και ιδεολογική είναι αυτή η οπτική.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, η πραγματικότητα είναι ότι αρχές όπως οι κεντρικές τράπεζες κοιτάζουν για μια συγκράτηση των μισθών (με άλλα λόγια, μείωση των μισθών) ως ενός κατάλληλου τρόπου για την αντιστάθμιση του πληθωρισμού, άσχετα από τις αιτίες του. Είτε ο τωρινός πληθωρισμός ωθείται από την ζήτηση είτε από την προσφορά, οι κεντρικές τράπεζες ανταποκρίνονται με τον ίδιο τρόπο: ρίξτε τους μισθούς. Λένε βασικά στον κόσμο: “για να επιστρέψουμε στην νομισματική σταθερότητα πρέπε να βγάζετε λιγότερα”.

E: Τι ισχύει με την ποσοτική χαλάρωση (QE); Δεν μπορεί το γεγονός ότι οι κεντρικές τράπεζες δημιουργούσαν τόσο πολύ χρήμα να έχει συνεισφέρει στον πληθωρισμό;

Π: Αν ορίσει κανείς τον πληθωρισμό ως “πάρα πολύ χρήμα κυνηγά πολύ λίγα εμπορεύματα” είναι εύκολο να δει μόνο την πρώτη πρόταση και να εστιάσει στενά στις αλλαγές στην προσφορά χρήματος. Έτσι, πολλοί έχουν προσπαθήσει να ισχυριστούν ότι ο τρέχων πληθωρισμός είναι η καθυστηρημένη συνέπεια της μαζικής έγχυσης χρήματος στην οικονομία από τις κεντρικές τράπεζες μέσω των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης (αγοράς ομολόγων) που εφαρμόστηκαν μετά το 2008 (για την Fed) και το 2014 (για την ΕΚΤ).

Το βασικό πρόβλημα με αυτό το αφήγημα είναι ότι αποτυγχάνει να εξηγήσει την μεγάλη χρονική καθυστέρηση: εφόσον η ποσοτική χαλάρωση άρχισε 15 χρόνια γιατί έφερε πληθωριστικές πιέσεις μόλις τώρα; Γιατί όχι πριν7; Η άνευ προηγουμένου αύξηση στην προσφορά χρήματος (μιλάμε για τρισεκατομμύρια δολλάρια μόνο από τη Fed) θα έπρεπε να είχε ήδη εκδηλωθεί ως πληθωρισμός εδώ και πολύ καιρό πριν. Όμως, αυτό δεν συνέβη. Είχαμε χρόνια προσφοράς χρήματος χωρίς κανένα σημάδι πληθωρισμού – στην πραγματικότητα, αν κανείς παρακολουθούσε συζητήσεις των κεντρικών τραπεζών μέχρι και πέρσι, η πραγματική απειλή ήταν το αντίθετο: αποπληθωρισμός8.

Για να το καταλάβουμε αυτό θα πρέπει να δούμε ότι μια αύξηση στην προσφορά χρήματος καθεαυτήν δεν μας λέει πολλά. Όχι μόνο δεν είναι αυτό το συγκεκριμένο νομισματικό άθροισμα που χρησιμοποιείτο για να μετρήσει την “προσφορά χρήματος” ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα, στην πραγματικότητα το αληθινό ερώτημα είναι: “αν οι κεντρικές τράπεζες τύπωσαν τόσο πολύ χρήμα, πού πήγε αυτό το χρήμα;”9. Δώθηκε μήπως στους καταναλωτές, για να δώσει ώθησε στην ζήτηση; Διοχετεύτηκε σε δημόσιες δαπάνες, αυξήσεις στο κράτος πρόνοιας, αυξήσεις συντάξεων; Κατευθύνθηκε προς παραγωγικές επενδύσεις, επιδιορθώσεις στις υποδομές, έρευνα; Με λίγα λόγια: αύξησε η ποσοτκή χαλάρωση συνολικά τν κατανάλωση και ανέστρεψε δεκαετίες μονεταρισμού σε μια ανανεωμένη χρηματοοικονομική κυριαρχία; Η μαρτυρία για αυτό είναι μηδενική. Αλλά ξέρουμε ότι η ποσοτκή χαλάρωση χρησμοποιήθηκε για χρηματοδοτήσει επιχειρηματικά buy-backs, ότι φούσκωσε χρηματαγορές και στεγαστικές φούσκες, αλλά δεν έχουμε δει καμμιά σταθερή αύξηση στις δημόσιες δαπάνες ή στους μισθούς.

Για να το καταλάβουμε αυτό χρειάζεται, νομίζω, ένα ευρύτερο πλαίσιο, και βρίσκω τη δουλειά της Daniela Gabor10 εκ των ων ουκ άνευ: αντί να δείχνει προς μια επιστροφή στην καθοδηγούμενη από το κράτος “δημοσιονομική κυριαρχία”, η Gabor δείχνει ότι η ποσοτική χαλάρωση θα πρέπει να κατανοηθεί ως ένας μηχανισμός υποστήριξης για το σύγχρονο μακρο-οικονομικό καθεστώς, στο οποίο χρηματαγορές, αξιόγραφα shows/securities, παράγωγα και άλλα υψηλού κινδύνου εργαλεία εξαρτώνται όλο και περισσότερο σε ασφαλείς εγγυήσεις11. Για την Gabor η ποσοτκή χαλάρωση αντιπροσωπεύει τον μετασχηματισμό της αγοράς των κρατικών ομολόγων σε ένα “εργοστάσιο εγγυήσεων” για τις χρηματαγορές, μάλλον, από μια μηχανή εκτύπωσης χρήματος που φέρνει χρήμα στα νοικοκυριά ή στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Συνδέοντας αυτή τη διαίσθηση με το πρόβλημα , που προαναφέραμε, της μειούμενης παραγωγικότητας (και, συνεπώς, χαμηλότερων αποδόσεων για τις επενδύσεις του κεφαλαίου), αναδύεται μια διαφορετική εικόνα στην οποία η ποσοτκή χαλάρωση μπορεί να ειδωθεί ως αναγκαία για την σταθερότητα του μακρο-οικονομικού καθεστώτος χωρίς να μπορεί, όμως, να παραγάγει ανάπτυξη ή επιστροφή στην καθοδηγούμενη από το κράτος δημοσιονομική κυριαρχία12.

Από αυτή την οπτική είναι φανερό γιατι αν υπήρχε οποιοσδήποτε “πληθωρισμός” που προκλήθηκε από την ποσοτική χαλάρωση τις τελευταίες δεκαετίες, αυτός ήταν πληθωρισμός περιουσιακών στοιχείων (assets). Το ιδιόμορφο σε κάποιες πρόσφατες συζητήσεις στην αριστερά σχετικά με τον πληθωρισμό είναι ότι αυτό το γεγονός (η δημιουργία πληθωρισμού asset και φουσκών) ειδώνεται ως ένας αρκετά καλός λόγος για να αποδεχτούμε το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης και την αύξηση των επιτοκίων, υπονοώντας ότι μια επιστροφή στο “σοβαρά θα είναι ωφέλιμη για τους εργάτες που βλέπουν τους μισθούς τους να κατατρώγονται από τον πληθωρισμό13. Αλλά ενώ θα ήταν άτοπο να ισχυριστούμε ότι υπάρχει κάποια αυτόματη σχέση ανάμεσα στον πληθωρισμό και τους αγώνες των εργατών, είναι ακόμα πιο άτοπο να δούμε μια ύφεση επαγόμενη από συγκεκριμένες πολιτικές, που έχει σαν αποτέλεσμα μια οξεία συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των εργατών και αυξανόμενη ανεργία, ως μια προτιμούμενη λύση.

E: Γιατί, τότε, οι κεντρικές τράπεζες αντιδρούν στην απειλή του πληθωρισμού αναιρώντας την ποσοτκή χαλάρωση και αυξάνοντας τα επιτόκια;

Π: Μετά την κατάρρευση του κανόνα του χρυσού (gold standard), οι κεντρικές τράπεζες απέκτησαν έναν καινούριο ρόλο. Αντί να εστιάζουν στην σταθερότητα των τιμών συναλλάγματος σε σχέση με τα υπάρχοντα αποθέματα χρυσού, τώρα εστίαζαν στον έλεγχο του επιπέδου των τιμών στο εσωτερικό μέσω της προσφοράς χρήματος14. Οπλισμένες με μια σειρά μονεταριστικών μοντέλων (όπως η πρόταση του Φρίντμαν να διατηρούν ένα ποσοστό 5% ετήσιας αύξησης στην προσφορά χρήματος ή τον ισχυρισμό ότι ένα ποσοστό πληθωρισμού 2% ετησίως είναι βέλτιστο), επιδόθηκαν στη χειραγώγηση των επιτοκίων για να διατηρήσουν αυτό που οι ίδιες καθόρισαν ως σταθερότητα των τιμών.

Αυτή ήταν μια εποχή αυξανόμενης ανεξαρτησίας για τις κεντρικές τράπεζες, όμως δεν υπήρχε τίποτα απο-πολιτικοποιημένο σε αυτές τις επιλογές15. Μια μονεταριστική οπτική σε ζητήματα όπως ο πληθωρισμός ή η σταθερότητα των τιμών σημαίνει πάντα ότι οι ενέργειες των κεντρικών τραπεζών είναι αντιδράσεις στην απειλή του πληθωρισμού μέσω της μείωσης του μεριδίου των μισθών. Αυτή δεν είναι απλά ιδεολογική προκατάληψη: καθορίζεται δομικά από τα εργαλεία που οι κεντρικές τράπεζες έχουν στη διάθεσή τους: υψηλότερα επιτόκια μεώνουν το μερίδιο των μισθών ενώ αυξάνουν τον πλούτο των πιστωτών και των αποταμιευτών16.

Αυτό είναι που βλέπουμε σήμερα. Ακόμα και αν οι κεντρικοί τραπεζίτες συμφωνούν ότι οι τωρινές πληθωριστικές τάσεις είναι συνέπεια του ενεργειακού κόστους και των διαταραχών στις εφοδιαστικές αλυσίδες, είναι καθαρό ότι η αύξηση των επιτοκίων δεν αντιμετωπίζει (και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει) τέτοια ζητήματα. Δεν υπάρχει ύψος επιτοκίου που να μπορεί να ξεμπλοκάρει τις εφοδιαστικές αλυσίδες ή να μειώσει τα ενεργειακά κόστη. Αυτό που όντως αντιμετωπίζουν τα αυξημένα επιτόκια είναι η πλευρά της ζήτησης της σχέσης κάνοντας τον δανεισμό ακριβότερο, μειώνοντας τις επενδύσεις και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, προκαλώντας ύφεση και μεγαλύτερη ανεργία. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, και οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν υπάρξει αξιοθαύμαστα ειλικρινείς σχετικά με αυτό, οι εργάτες χάνουν την δυνατότητά τους να διαπραγματευτούν για υψηλότερους μισθούς και υφίστανται μια μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, μειώνοντας τη ζήτηση17.

Έχουμε, λοιπόν, αυτό το ιδιόμορφο (αν την σκεφτείτε) επιχείρημα ότι η απάντηση στην μείωση της αγοραστικής δύναμης (η οποία είναι μια συνέπεια του πληθωρισμού αλλά επίσης και ένας λόγος που ο πληθωρισμός είναι κάτι κακό για όλους) είναι να…μειώσουμε την αγοραστική δύναμη των εργατών ακόμα περισσότερο! Η ιδέα είναι ότι η μείωση της ζήτησης θα οδηγήσει τελικά τις τιμές προς τα κάτω, που βασικά σημαίνει ότι το να κάνουν τους ανθρώπους φτωχότερους είναι ο αγαπημένος τρόπος [των τραπεζών] για να φέρουν σταθερότητα στις τιμές. Αν δεν καταλάβουμε ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν μια ταξική οπτική, οι ενέργειές τους δεν βγάζουν νόημα. Η επιλογή να αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα προσφοράς συντρίβοντας τη ζήτηση είναι ό,τι πιο πολιτικό, είναι η πιο πολιτική επιλογή που μπορεί να γίνει.

Η υποκείμενη λογική είναι πραφανής: αν και η ικανότητα της εργατικής τάξης να οργανώνεται συλλογικά και αποτελεσματικά έχει ριζικά απομειωθεί τα τελευταία 30 ή και περισσότερα χρόνια, φόβοι ότι αυτή ίσως αυξήσει την ικανότητά της να διαπραγματευτεί καλλίτερες συνθήκες γίνονται πιο απειλητικοί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μιας στάσιμης ή σε πτώση παραγωγικότητας. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ακόμα και μια μετριοπαθής αύξηση στο μερίδιο των μισθών θεωρείται επιβλαβής για τα καπιταλιστικά συμφέροντα, οδηγώντας το κράτος και το κεφάλαιο – για μια ακόμα φορά – να προτιμούν το ρίσκο μιας ύφεσης παρά μια οποιαδήποτε ενίσχυση της δύναμης της εργατικής τάξης18.

E: Αυτή τη στιγμή (Μάρτιος 2023), τα ποσοστά πληθωρισμού στις ΗΠΑ και την Ευρώπη πέφτουν εδώ και αρκετούς μήνες. Είμαστε άραγε μάρτυρες της αποκαλούμενης “ομαλής προσγείωσης” που υποσχέθηκαν μερικοί τραπεζίτες;

Π: Είναι κρίσιμο να σημειώσουμε ότι αν ο πληθωρισμός μειώνεται, αυτό δεν είναι το αποτέλεσμα του “σφιξίματος” των κεντρικών τραπεζών. Όπως αναφέρθηκε ήδη, δεν υπάρχει επιτόκιο που να μπορεί να λύσει τα υψηλότερα ενεργειακά κόστη ή τις ελλείψεις στην εφοδιαστική αλυσίδα. Αν αυτά τα ζητήματα έχουν χαλαρώσει, αυτό δεν οφείλεται στα υψηλότερα επιτόκια (η αύξηση των οποίων έχει υπάρξει ιστορικά μετριοπαθής, αν την συγκρίνουμε, για παράδειγμα, με αυτήν στην περίπτωση του “σοκ του Volcker”). Αλλά, ακόμα σημαντικότερο, οι ίδιες οι κεντρικές τράπεζες παραδέχονται ότι οι συνέπειες της νομισματικής σύσφιξης/σκλήρυνσης δεν μπορούν να συμβούν τόσο γρήγορα. Σύμφωνα με έρευνα που έγινε από την ίδια την Fed, η μέγιστη επίδραση των αυξήσεων των επιτοκίων έρχεται μετά από ένα ελάχιστο δύο ετών – με σημαντικές συνέπειες να μεταφράζονται σε πραγματική δραστηριότητα στον 4ο χρόνο. Όπως έχει παρατηρήσει ο Josh Mason, αυτό σημαίνει ότι κεντρικές τράπεζες “ορίζουν τώρα την πολιτική για τα έτη 2024 ή 2025”. Επιπλέον, ακόμα και αν οι πληθωριστικές τάσεις μοιάζουν να επιβραδύνονται, τόσο η Fed όσο και η ΕΚΤ μοιάζουν επιρρεπείς να συνεχίσουν να ακούνε τους συμβούλους-γεράκια που έχουν και να διατηρούν την σύσφιξη.

Αυτό σημαίνει ότι αν και οι πληθωριστικές πιέσεις μπορεί να έχουν ήδη υποχωρήσει μέχρι τότε, η ύφεση, παρ’ όλα αυτά, έρχεται και είναι καθαρά πολιτικά καθοδηγούμενη. Όπως ο επικεφαλής του ΔΝΤ παραδέχτηε πρόσφατα, η ύφεση έρχεται για – τουλάχιστον – το ένα τρίτο του κόσμου το 2023. Αν θεωρήσει κανείς ότι οι κεντρικές τράπεζες είναι αντικειμενικοί θεσμοί, οδηγούμενοι από επιστημονικά και μη πολιτικοποιημένα μοντέλα, προς επιδίωξη του ευγενούς σκοπού της σταθερότητας των τιμών για όλους, αυτή θα φαινόταν να είναι μια εντελώς παράλογη επιλογή. Αν, όμως, καταλάβουμε τις κεντρικές τράπεζες ως εργαλείας ταξικής ισχύος, τίποτα από αυτά δεν μας εκπλήσσει ούτε στο ελάχιστο. Αν η μακροπρόθεσμη τάση είναι όντως αυτή της μειούμενης παραγωγικότητας και κερδοφορίας, με εταιρείες εμπλεκόμενες σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό για αύξηση του μεριδίου τους σε ένα περιβάλλον αγοράς που συρρικνώνεται, ενώ, την ίδια στιγμή, εμφανίζεται εκεί ένα δυναμικό για ενδυνάμωση της εργατικής τάξης, η πρόκληση μιας ύφεσης είναι ένας πολύ συγκεκριμένος και πολιτικός τρόπος παρέμβασης σε αυτή τη σύγκρουση.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://endnotes.org.uk/posts/pavlos-roufos-inflation-blues

2 Φυσικά, όταν οι τιμές των ακινήτων ανεβαίνουν, αυτό μπορεί να αντανακλαστεί και στις τιμές των ενοικίων, οπότε μπορούμε να συλλάβουμε μια έμμεση αντανάκλαση της αγοράς στέγης στον ΔΤΚ. Δεν υπάρχει, όμως, άμεση σύνδεση ανάμεσα στις τιμές των ενοικίων και τις τιμές των ακινήτων, ιδιαίτερα σε χώρες με μηχανισμούς ελέγχου των ενοικίων και δικαιώματα προστασίας των ενοικιαστών, οπότε θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι γενικά ο ΔΚΤ συμπεριλαμβάνει τις τιμές στάγασης. Στις ΗΠΑ, η Fed περιλαμβάνει ένα πλασματικό “κόστος ιδιοκατοίκησης” – δηλαδή πόσα χρήματα θα πλήρωνε ένας ιδιοκτήτης για να νοικιάζουν την ιδιοκτησία τους αν δεν ήταν ιδιοκτησία τους. Την ίδια στιγμή, οι πληρωμές στεγαστικών δανείων (μακράν, φυσικά, του να είναι πλασματικές) εξαιρούνται. Ακολουθώντας την Αξιολόγηση Στρατηγικής της για το 2021, η ΕΚΤ θεώρησε την περίπτωση να συμπεριλάβει στο καλάθι του ΔΤΚ το κόστος της ιδιοκατοίκησης αλλά αυτό παραμένει ένα μακροπρόθεσμο πλάνο.

3 Από αυτή την άποψη το σύστημα παραγωγής “just-in-time” που είχε αναγγελθεί ως τόσο επωφελές και καινοτόμο αποδείχτηκε να είναι μια κατάρα. Επιπλέον, όπως δείχνει ένα άλλο έγγραφο της BIS, η πρόβλεψη για περισσότερες συμφορήσεις, σήμαινε ότι εταιρείες άλλαξαν τις στρατηγικές τους με τρόπους που καθιστούσαν την αφαίρεση αυτών των εμποδίων ακόμα πιο δύσκολη.

4 Οι ημιαγωγοί χρησιμοποιούνται σε μια ποικιλία εμπορευμάτων, από κινητά τηλέφωνα και υπολογιστές μέχρι αυτοκίνητα. Παρ’ όλο που η ευρεία χρήση τους έχει δημιουργήσει μια συνεχή αύξηση στη τήτηση όλα αυτά τα χρόνια, τα μέτρα για την πανδημία στην Ασία (που είναι κομβικός παραγωγός ημιαγωγών) προκάλεσε διαταραχές στα εργοστάσια και τις παραδόσεις δημιουργώντας μια παγκόσμια έλλειψη επεξεργαστών.

5 Στμ. Εξαιρετικό σημείο. Όντως η κριτική στις λενινιστικές απόψεις περί μονοπωλιακού καπιταλισμού που, φυσικά, συμπληρώνονται στο “γεω”-πολιτικό κομμάτι από αυτές περί ιμπεριαλισμού, οφείλει να είναι ριζική· απόψεις πχ. περί καρτελοποίησης κλπ. έχουν ευρεία απήχηση.

6 Στμ. Ένα σημείο που αξίζει ανάλυση.

7 Στμ. Εντελώς εύλογο ερώτημα: γιατί δεν είχαμε πληθωρισμό όλα τα προηγούμενα χρόνια με τα μηδενικά επιτόκια και το αφειδώς παρεχόμενο χρήμα;

8 Στμ. Εδώ έχουμε ίσως μια εξήγηση του “μυστηρίου” που τίθεται στην ακριβώς προηγούμενη υποσημείωση: η ήδη επιβεβλημένη φτωχοποίηση του κόσμου! Δηλαδή, οι πληθωριστικές πιέσεις εξουδετερώνονταν από την μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργατών. Μαζί, ίσως, με το γεγομός ότι το “τσάμπα” χρήμα απορροφούνταν από τη φούσκα των αγορών. Μετά την πανδημία, όμως, η ανισορροπία προσφοράς-ζήτησης, σε συνδυασμό με τον κορεσμό των χρηματαγορών έκαναν αυτό το υπερπλεονάζον χρήμα πληθωριστικό.

9 Στμ. Όπως λέμε και παραπάνω, αυτό το πλεονάζον χρήμα δεν πήγε επουδενί στην κατανάλωση των πολλών ή σε κρατικές δαπάνες. Ας δούμε, για παράδειγμα, αυτόν τον “οξύμωρο” συνδυασμό ποσοτικής χαλάρωση και ταυτόχρονα ακραίας λιτότητας στην Ελλάδα. Ουσιαστικά ο λόγος που δεν είχαμε μια πληθωριστική έκρηξη στα χρόνια της ποσοτική χαλάρωσης είναι ακριβώς ο συνδυασμός διοχέτευσης του υπερπλεονάζοντος χρήματος στη μαύρη τρύπα του χρηματιστικού κεφαλαίου και ακραίας λιτότητας για την εργασία!

10 Στμ. Daniela Gabor: επίκουρη καθηγήτρια οικονομικών στο Πανεπιστήμιο των Δυτικών της Αγγλίας (University of the West of England).

11 Στμ. Υπάρχει, λοιπόν, μια δομική αλλαγή στην σκοπιμότητα του “φτηνού χρήματος”: δεν προορίζεται πλέον για δημόσιες επενδύσεις, τόνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης αλλά ως εγγυοδοσία των όλο και πιο ρισκοβόρων εργαλείων επέκτασης του κεφαλαίου: χρηματιστηριακές, επενδυτικές, εταιρικές φούσκες και ακόμα περισσότερος πλούτος για τους πλούσιους. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί άλλωστε η ραγδαία αύξηση της ανισότητας στην κατανομή του πλούτου όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης.

12 Στμ. Η ποσοτκή χαλάρωση στα χρόνια της κρίσης δεν ήταν λοιπόν παρά η μηχανή στήριξης αποκλειστικά για το κεφάλαιο. Εγγυήσεις για τη στήριξη των χρηματιστηριακών φουσκών καθώς η λιτότητα μόνο για την εργασία δεν επαρκούσε για να ρεφάρει το κεφάλαιο τις ζημιές της κρίσης. Βασικά ο μετασχηματισμός στον οποίον αναφέρεται ο συγγραφέας και η Gabor πρέπει να ειδωθεί μέσα από το πρίσμα μιας άλλης διαίσθησης, ταυτόχρονα επιβεβαιώνοντάς την, που είναι και βασική ανάλυση του ρεύματος της κομμουνιστικοποίησης για την περίοδο της αναδιάρθρωσης: η αποσύνδεση της αναπαραγωγής της εργασίας από την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Το γεγονός ότι το κεφάλαιο δεν “δίνει δεκάρα” πλέον, κυριολεκτικά (!), για την αναπαραγωγή της εργασίας ως μέρος της δικής του αναπαραγωγής. Αυτό που βιώνουμε δηλαδή ως διάλυση του κράτους πρόνοιας, επίθεση στους μισθούς κλπ. Γενικευμένη φτωχοποίηση στα χρόνια της κρίσης.

13 Στμ. Αποδεχόμενη έτσι (η αριστερά) τα φληναφήματα περί σπιράλ “μισθών/τιμών”.

14 Στμ. Εξίσου καθοριστική δομική αλλαγή.

15 Στμ. Με άλλα λόγια, μόνο “αντικειμενικά”, “επιστημονικά” ή ψυχρά “οικονομικά” υποδεικνυόμενες δεν ήταν αυτές οι πολιτικές.

16 Στμ. Υπάρχουν συγκεκριμένοι που κερδίζουν, λοιπόν, και όχι γενικώς “οι πλούσιοι”, όπως αρέσκεται και να λέει και η αριστερά στην πλειοωηφία της.

17 Στμ. Αυτή είναι ίσως η δομική αντίφαση της παρούσας κρίσης: το κεφάλαιο εφαρμόζει “θεραπείες” που όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται στο ίδιο το πρόβλημα αλλά μάλλον το επιδεινώνουν· από την άλλη, όμως, οι πιο “κατάλληλες θεραπείες”, δηλαδή, δημόσιες επενδύσεις, επενδύσεις στην παραγωγικότητα, αύξηση μισθών για τόνωση της ζήτησης, με άλλα λόγια οι “καλές” Κεϋνσιανές πολιτικές, που θα ήθελε και ονειρεύεται η αριστερά, θα υπονόμευαν ακόμα περισσότερο την κερδοφορία του! Και αυτό οφείλεται στο ότι οι πηγές της κερδοφορίας του κεφαλαίου έχουν αλάξει από την ίδια την εξέλιξή του! Δεν είναι πλέον οι γνωστές αυτές του προηγούμενου αιώνα και της περιόδου της χρυσής τριαντακονταετίας στη Δύση (ο συνδασμός αύξησης της παραγωγικότητας και αύξησης στους μισθούς).

18 Αυτή είναι η μόνη έννοια με την οποία ο πληθωρισμός σήμερα αντιπροσωπεύει μια “διανεμητική” σύγκρουση. Παρ’ όλο που η ικανότητα της εργατικής τάξης να οργανώνει αποτελεσματικούς αγώνες τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί δραματικά, η επιμονή κεντρικών τραπεζιτών και άλλων στην ανάγκη “ρύθμισης των μισθών” μπορεί να έχει νόημα μόνο αν θεωρήσουμε ότι ακόμα και μικρές αυξήσεις στους μισθούς ή δυνάμει διεύρυνση των αγώνων μπορεί να αποδειχτεί πολύ πιο απειλητική στο πλαίσιο μιας παρακμάζουσας παραγωγικότητας.

Αντιπαλότητα και ο κατακερματισμός του παγκόσμιου καπιταλισμού: συνέντευξη με τον Michael Roberts

Ashley Smith1,2

το κείμενο σε pdf

Κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο, τουλάχιστον για την ώρα, έχουν σταματήσει ακόμα μια παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση με την διάσωση της Silicon Valley Bank και άλλων τραπεζών. Όμως, η χρηματοοικονομική κρίση απέχει πολύ από το να έχει τελειώσει, ειδικότερα καθώς ο κρατικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα κατακερματίζει τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Ο Ashley Smith παίρνει μια συνέντευξη από τον Michael Roberts σχετικά με την κατά τα φαινόμενα μη διαχειρίσιμη, ελλοχεύουσα απειλή πολέμου μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και την απεγνωσμένη ανάγκη για αλληλεγγύη της διεθνούς εργατικής τάξης ενάντια στον μιλιταρισμό.

Ο Michael Roberts είναιο συγγραφέας του The Long Depression: Marxism and the Global Crisis of Capitalism (Haymarket, 2016) και, μαζί με τον Guglielmo Carchedi, του Capitalism in the 21st Century (Pluto, 2022). Γράφει τακτικά σχόλια και αναλύσεις στο ιστολόγιό του “The Next Recession”.

Οι κυβερνήσεις φαίνεται να έχουν τιθασσσεύσει τον χρηματοοικονομικό πανικό που πυροδοτήθηκε από την κατάρρευση της Silicon Valley Bank. Έχει τελειώσει η τραπεζική κρίση; Πόσο σταθερό είναι το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα;

Η τραπεζική κρίση δεν έχει περάσει – απλά μετακυλίεται σε μια καινούρια φάση. Οι τραπεζικές χρεοκοπίες τον Μάρτιο αποκάλυψαν τις επιπτώσεις της οξείας αύξησης των επιτοκίων στο χρηματοοικονομικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης. Αύξησης καθοδηγούμενης από τις κεντρικές τράπεζες για να “ελέγξουν”, υποτίθεται, τον πληθωρισμό.

Οι τράπεζες είδαν ότι πελάτες μετέφεραν τις καταθέσεις τους από τις τράπεζες σε εναλλακτικές με καλλίτερες αποδόσεις, όπως τα αμοιβαία κεφάλαια τύπου money market3. Παρ’όλο που υψηλότερα επιτόκια σημαίνουν συνήθως καλλίτερα κέρδη για τις τράπεζες (και μερικές μεγάλες τράπεζες έχουν σίγουρα μεγαλύτερα κέρδη), οι καταθέσεις έπεσαν απότομα για τις μικρότερες περιφερειακές τράπεζες.

Αυτές οι τράπεζες, που είχαν χρησιμοποιήσει τις καταθέσεις για να αγοράσουν “ασφαλή” κυβερνητικά ομόλογα, αντιμετώπισαν τώρα μια κρίση, όταν η αξία αυτών των ομολόγων μειώθηκε με οξύ τρόπο καθώς ανέβηκαν τα επιτόκια4. Η Silicon Valley Bank και η First Republic δεν μπορούσαν να χρηματοτοδοτήσουν της εκροή καταταθέσεων και χρειάστηκε να διασωθούν με δημόσιο χρήμα και να εξαγοραστούν από μεγαλύτερες τράπεζες. Στην Ευρώπη, η Credit Suisse, μια πολύ παλιά τράπεζα με σοβαρά προβλήματα υποχρηματοδότησης, εξαναγκάστηκε σε συγχώνευση με την ανταγωνιστριά της UBS by από την ελβετική κυβέρνηση.

Εκροές καταθέσεων συνεχίστηκαν με έναν πιο αργό ρυθμό αλλά τώρα η κρίση έχει μετακινηθεί σε μια οξεία μείωση στον δανεισμό των μικρών επιχειρήσεων από τις τράπεζες. Αυτό αυξάνει τον κίνδυνο χρεωκοπιών στον μη χρηματοοικονομικό τομέα και της συμπίεση των κερδών για τις επιχειρήσεις καθώς τα έξοδα των επιτοκίων αυξάνουν. Στην Ευρώπη, η ΕΚΤ ανησυχεί ότι ο δανεισμός γίνεται όλο και περισσότερο από μη-τράπεζες, τις αποκαλούμενες σκιώδεις τράπεζες, έξω από την εποπτεία τους, κάτι που δημιουργεί σημαντική ευαλωτότητα σε περαιτέρω κραχ.

Επιπλέον, είναι σαφές ότι οι ρυθμίσεις απέτυχαν να σταματήσουν τα bank run και τις χρεωκοπίες καθώς και την επέκταση μιας συμπίεσης της πίστωσης στον μη χρηματοοικονομικό τομέα. Ένα αποτέλεσμα όλων αυτών είναι μια αυξανόμενη συγκεντροποίηση της τραπεζικής – για παράδειγμα, η JP Morgan, η μεγαλύτερη αμερκανική τράπεζα, έχει τώρα το 40% όλων των καταθέσεων και “ρουφά” μικρές τράπεζες. Το ίδιο θα συμβεί και στην Ευρώπη.

Μια τέτοια συγκεντροποίηση καθιστά ακόμα πιο επιτακτικό να φέρουμε τον χρηματοοικονομικό τομέα κάτω από δημόσια ιδιοκτησία και να βάλουμε ένα τέλος στις καθοδηγούμενες από την κερδοσκοπία κρίσεις5. Αν η Fed και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) συνεχίσουν να αυξάνουν τα επιτόκια, οι εκροές καταθέσεων θα συνεχιστούν και ο δανεισμός θα πέσει, αυξάνοντας την τάση προς μια πλήρη ύφεση.

Η Fed και άλλες κεντρικές τράπεζες φαίνεται να κινούνται προς μια παύση των περαιτέρω αυξήσεων των επιτοκίων. Γιατί; Θα καταφέρουν να διαχειριστούν μια “ομαλή προσγείωση”; Τι επιπτώσεις έχουν αυτά τα επιτόκια στις εργατικές τάξεις στον Παγκόσμιο Βορρά και τον Παγκόσμιο Νότο, ιδιαίτερα στις υψηλά χρεωμένες χώρες;

Δεν είμαι σίγουρος ότι η Fed, η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Αγγλίας θα σταματήσουν τις αυξήσεις των επιτοκίων. Η Fed ίσως το κάνει για αυτόν τον μήνα και να επαναφέρει τις αυξήσεις τον επόμενο, και η ΕΚΤ σίγουρα θα αυξήσει και πάλι τα επιτόκια.

Τα ποσοστά πληθωρισμού έχουν “κολλήσει” – με άλλα λόγια, οι ονομαστικές τιμές πέφτουν, καθώς οι τιμές της ενέργειας και των τροφίμων υποχωρούν λίγο, αλλά τα ποσοστά στην λεγόμενη “καρδιά” του πληθωρισμού, που εξαιρούν τα τρόφιμα και την ενέργεια, υποχωρούν μόνο αργά. Θα εξακολουθούν να είναι αρκετά πάνω από τα ποσοστά πριν την πανδημία μέχρι και το 2025. Υψηλά ποσοστά πληθωρισμού είναι εδώ για να μείνουν για αρκετό καιρό.

Τα ποσοστά του πληθωρισμού μπορεί να επιβραδύνονται αλλά η συσσωρευμένη αύξηση στις τιμές πριν το 2020 έχει φτάσει τώρα στο 15% και περισσότερο, και αυτό μένει εκεί για πάντα. Οι αυξήσεις στους μισθούς για την ίδια περίοδο είναι πολύ μικρότερες, ενώ τα στεγαστκά επιτόκια και τα ενοίκια έχουν εκτοξευστεί σε ύψη ρεκόρ τριακονταετίας.

Αν μια “ομαλή προσγείωση” σημαίνει όχι πλήρη κατάρρευση, αυτό είναι τεχνικά δυνατό στις Ηνωμένες Πολιτείες – σημαίνοντας ότι το πραγματικό ΑΕΠ δεν συρρικνώνεται – αλλά στην Ευρώπη. that is technically possible in the United States—meaning that Αλλά, αν σημαίνει την επαναφορά μιας εύλογης οικονομικής ανάπτυξης, ας πούμε 2% τον χρόνο (που και αυτό είναι αρκετά καχεκτικό), μαζί με βελτιωμένα πραγματικά εισοδήματα για τους εργάτες και χαμηλότερες τιμές, τότε δεν υπάρχει “ομαλή προσγείωση” μπροστά μας.

Όσον αφορά τον φτωχότερο Παγκόσμιο Νότο, η κατάσταση τώρα είναι δεινή. Υψηλότερα επιτόκια και ένα ισχυρό δολλάριο έχουν οδηγήσει πολλές πολύ φτωχές χώρες σε αθέτηση χρέους. Τα επίπεδα φτώχειας ανεβαίνουν καθώς ο πληθωρισμός σε βασικά αγαθά έχει εκτοξευτεί. Σύμφωνα με την Παγκόσμιο Τράπεζα, υπάρχουν τώρα 14 χώρες χαμηλού εισοδήματος με υψηλό κίνδυνο debt distress και μέχρι το τέλος του 2024 γύρω στο 1/3 των αποκαλούμενων αναπτυσσόμενων οικονομιών θα εξακολουθούν να έχουν χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με αυτό το 2019.

Παρά τις αυξήσεις των επιτοκίων, η αμερικανική οικονομία μοιάζει αναπάντεχα ανθεκτική, και τα χρηματιστήρια έχουν τώρα και επισήμως μπει σε μια περίοδο “ταύρων”. Αντίθετα, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι τώρα και επισήμως σε ύφεση, και η Κίνα, η οποία είχε μια φοβερή έκρηξη ανάπτυξης μετά το τέλος της πολιτικής zero-COVID, αρχίζει τώρα να επιβραδύνει. Πώς ταιριάζει αυτό στην ανάλυσή σας για μια Μακρά Ύφεση; Προς τα πού κινούνται οι βασικές κινητήριες δυνάμεις του παγκόσμιου καπιταλισμού;

Η αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά μοιάζει να ανθίζει καθώς τα επιτόκια υποχωρούν και τα κέρδη (για μια μικρή ελίτ εταιρειών) συνεχίζουν να είναι ισχυρά. Αλλά η αύξηση του δείκτη των χρηματιστηρίων συγκεντρώνεται σε λίγα μόνο μεγαθήρια της ενέργειας και της τεχνολογίας – οι υπόλοιπες από τις μετοχές εταιρειών είναι απλά σε αδράνεια. Τα κέρδη για το τεράστιο κομμάτι εταιρειών είναι τώρα σε πτώση.

Οι παραγωγικές επενδύσεις παραμένουν ασθενικές και η παραγωγικότητα, στην πραγματικότητα, πέφτει. Και αυτό στις Ηνωμένες Πολιτείες – την καλλίτερα συμπεριφερόμενη μεγάλη αναπτυγμέμη καπιταλιστική οικονομία – όπου η οικονομική ανάπτυξη θα είναι τυχερή αν ξεπεράσει το 0,5% αυτή τη χρονιά και ίσως να συρρικνωθεί το δεύτερο εξάμηνο του 2023 και πηγαίνοντας προς το 2024. Δύσκολα το λες αυτό άνθηση. Το επίσημο ποσοστό ανεργίας παραμένει σε ιστορικά χαμηλά αλλά αρχίζει να ανεβαίνει και η συμμετοχή της απασχόλησης δεν μετακινείται.

Οι περισσότερες δουλειές δεν πληρώνουν αρκετά για να καλύψουν τις αυξήσεις του πληθωρισμού. Επιπλέον, η απασχόληση είναι ένας δείκτης που υστερεί σε μια επερχόμενη ύφεση – πρώτα είναι τα κέρδη, μετά οι επενδύσεις, μετά οι πωλήσεις και μόνο τότε η απασχόληση.

Οι οικονομίες της ευρωζώνης είναι σε λήθαργο και η οικονομία της Γερμανίας συρρικνώνεται. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ένα καταστροφικό χάλι με πληθωρισμό κοντά στο 10% και στασιμότητα στο ΑΕΠ. Η Κίνα δεν μπορεί να πετύχει τους πριν την πανδημία ρυθμούς αντάπτυξης καθώς το παγκόσμιο εμπόριο είναι σε πτώση και το ογκούμενο χρέος των επιχειρήσεων αποστραγγίζει κέρδη στον καπιταλιστικό της τομέα.

Κατά την άποψή μου, η παγκόσμια οικονομία είναι ακόμα σε αυτό που έχω ονομάσει η Μακρά Ύφεση, στην οποία ΑΕΠ, επενδύσεις, αύξηση της παραγωγικότητας και κερδοφορία παραμένουν χαμηλά. Αυτό κρατά τώρα εδώ και 14 περίπου χρόνια, από το 2009. Προηγούμενες υφέσεις (1873–97 και 1929–46) κράτησαν ακόμα περισσότερο. Οπότε, οι προοπτικές μιας καινούριας μακράς άνθσησης ή ανάκαμψης στην καπιταλιστική παραγωγή είναι ακόμα μακρινές.

Η μαρξιστική οικονομική ανάλυση εκτιμά ότι μια τέτοια αναγέννηση του καπιταλισμού για μια περίοδο, ας πούμε, είκοσι χρόνων, απαιτεί πρώτα μια οξεία και παρατεταμένη ώθηση στην κερδοφορία των τομέων των παραγωγικών επενδύσεων. Αυτό θα μπορούσε να είναι εφικτό μόνο αν υπήρχε μια σημαντικά μεγάλη πτώση που θα καθάριζε τα “νεκρά δέντρα” του καπιταλιστικού τομέα, τις εταιρείες ζόμπι που δεν παράγουν κέρδη. Μια τέτοια πτώση θα ενέπλεκε ευρείες χρεωκοπίες και πιθανόν διψήφια ποσοστά ανεργίας.

Η πολιτική αντίδραση σε μια τέτοια κατάρρευση είναι ο λόγος που οι νομισματικές αρχές και οι κυβερνήσεις έχουν δειλιάσει και επέλεξαν τις διασώσεις, την φτηνή πίστωση και τον αυξανόμενο κρατικό δανεισμό για να αποφύγουν μια μείζονα πτώση, παρατείνοντας έτσι την Μακρά Ύφεση. Ακόμα και έτσι, όμως, οι οικονομίες υπέστησαν δύο τέτοιες “βουτιές” το 2008–09 και το 2020. Οι κυβερνήσεις, όμως, κατέφυγαν στις διασώσεις και τις επιδοτήσεις για να αποφύγουν μια πλήρη κατάρρευση, οδηγώντας, έτσι, σε αύξηση το χρέος.

Αν η κερδοφορία μπορούσε να αυξηθεί επαρκώς, τότε οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τις καινούριες τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης/ρομποτικής για να τονώσουν την παραγωγικότητα και να αποβάλλουν εργασία μακροπρόθεσμα. Αυτό θα μπορούσε να προσφέρε μια νέα περίοδο ανάπτυξης για τον καπιταλισμό.

Είναι, όμως, όλο και πιο δύσκολο για τον καπιταλισμό να το πετύχει αυτό, η ηγεμονία των ΗΠΑ εξασθενεί, και ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλιστικός κόσμος κατακερματίζεται. Η κλιματική κρίση έρχεται γρήγορα. Αυτό δεν υποδεικνύει μια καινούρια χρυσή εποχή για το κεφάλαιο.

Ας περάσουμε στην αυξανόμενη διακρατική σύγκρουση, κατεξοχήν ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα και τις επιπτώσεις της στην παγκόσμια οικονομία. Η διοίκηση του Τζο Μπάιντεν έχει μετατοπιστεί σε μια μορφή Κεϋνσιανισμού και βιομηχανικής πολιτικής. ΤΙ κάνουν και γιατί; Τι επιπτώσεις έχει αυτό σε άλλες οικονομίες; Πώς αντιδρά το πολυεθνικό κεφάλαιο;

Η στροφή στην “βιομηχανική στρατηγική” του Μπάιντεν στις Ηνωμένες Πολιτείες βασίζεται στην σχετική εξασθένιση της ηγεμονίας των ΗΠΑ στις παγκόσμιες αγορές καθώς και του δολλαρίου. Η παγκοσμιοποίηση και το ελεύθερο εμπόριο ήταν το μάντρα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών από τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Η Συμφωνία της Ουάσιγκτον ήταν η βίβλος για αυτό.

Τώρα, το τέλος της παγκοσμιοποίησης6, μετά την Μεγάλη Ύφεση του 2008–09 και την εντυπωσιακή άνοδο της Κίνας ως μια αντίπαλης οικονομικής δύναμης, έχει οδηγήσει σε μια αλλαγή στρατηγικής από τις ΗΠΑ. Ξεκινώντας με τον Ντόναλντ Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμέρισαν τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και την απελευθέρωση του εμπορίου υπέρ μεγαλύτερου προστατευτισμού, επιδοτήσεων, ενδοχώριας βιομηχανίας, και κυρώσεων εναντίον αντίπαλων οικονομιών, ιδιαίτερα της Κίνας.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επισημαίνει ότι αυτή η στροφή από την παγκοσμιοποίηση μόνο να βλάψει μπορεί τις προοπτικές για παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη και επέκταση του εμπορίου, και οι μεγάλες πολυεθνικές των ΗΠΑ φοβούνται για απώλειες κερδών από αυτή την στροφή.

Η Νέα Συμφωνία της Ουάσιγκτον (New Washington Consensus) όχι μόνο σημαίνει μια κίνηση προς τις επιδοτήσεις για εσωτερική βιομηχανία και εμπορικούς δασμούς, και κυρώσεις σε αντίπαλες οικονομίες· οι Ηνωμένες Πολιτείες απαιτούν επίσης οι άλλες καπιταλιστικές οικονομίες στην Ευρώπη και την Ασία να εφαρμόσουν τα ίδια μέτρα εις βάρος της Κίνας και άλλων, αλλιώς θα αντιμετωπίσουν και οι ίδιες τις συνέπειες. Ως αποτέλεσμα, οι οικονομίες τους θα εξασθενίσουν.

Είτε τους αρέσει είτε όχι, οι εταιρείες αναγκάζονται να αναδιοργανώσουν τις εφοδιαστικές τους αλυσίδες εκτός Κίνας και σε άλλες περιοχές7, κάτι που είναι πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο, θα μειώσει την παραγωγικότητα και θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών.

Τι κάνει ο διακρατικός ανταγωνισμός στον παγκόσμιο καπιταλισμό; Είναι η παγκοσμιοποίηση σε παρακμή λόγω του onshoring και του “friendshoring”8; Είναι οι παγκοσμιοποιημένες εφοδιαστικές αλυσίδες, όπως αυτές που παράγουν τα προϊόντα της Apple, υπό αναδιοργάνωση; Οδηγούμαστε προς ένα νέο είδος μιας τριαδικής δομής όπως αυτής στις αρχές της δεκαετίας του 1990;

Η τάση της παγκοσμιοποίησης από τις δεκαετίες του 1980 και το 1990 έφτασε σε ένα τέλος με την Μεγάλη Ύφεση του 2008–09 και την επακόλουθη Μακρά Ύφεση της δεκαετίας του 2010. Αυτό σήμαινε επίσης μια αλλαγή πολιτικής ενάντια στην Κίνα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η προηγούμενη πολιτική συνεργασίας με την Κίνα και επενδύσεων σε αυτήν, έδωσε τη θέση της στην πολιτική του “περιορισμού”, με σκοπό τον στραγγαλισμό της οικονομικής ανόδου της Κίνας, την πολιτική της απομόνωση και την στρατιωτική της περικύκλωση.

Η σχετική εξασθένιση της οικονομικής και πολιτικής ισχύος των ΗΠΑ και της κυριαρχίας του δολλαρίου, οδηγεί σε έναν πιο κατακερματισμένο κόσμο στον οποίο πολλές χώρες δεν θέλουν να ευθυγραμμιστούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους μικρούς ιμπεριαλιστές συνεταίρους τους. Ο πολυπολικός κόσμος αρχίζει να μοιάζει με τα μεσοπολεμικά χρόνια της δεκαετίας του 1930 όταν καμμιά δύναμη δεν μπορύσε να υπαγορεύσει όρους. Αυτή ήταν επίσης η περίπτωση από τη δεκαετία του 1890 με την ύφεση στα τέλη του 19ου αιώνα. Είναι τρομακτικό να σκεφτούμε με ποιο τρόπο επιλύθηκαν αυτές οι τάσεις – με παγκόσμιο πόλεμο.

Τέλος, η επιστροφή μιας βιομηχανικής πολιτικής έχει αναπτύξει μια αντιπαράθεση στην αριστερά, με κάποιους όπως ο Dylan Riley να ισχυρίζονται ότι δεν θα πρέπει να υποστηρίζουμε τέτοιες πολιτικές και άλλους ότι θα πρέπει. Πώς πρέπει να προσεγγίσει η αριστερά τέτοιες πολιτικές και την ίδια στιγμή να οικοδομεί διεθνή αλληλεγγύη ανάμεσα στις αυξανόμενες διακρατικές αντιπαλότητες;

Οι σοσιαλιστές πρέπει να ξεκινούν από το τι ωφελεί την εργασία και εξασθενεί το κεφάλαιο. Αν η βιομηχανική στρατηγική περιλαμβάνει δημόσιες επενδύσεις και περισσότερες δουλειές σε πράσινες βιομηχανίες, θα πρέπει να την υποστηρίξουμε. Αλλά το μεγάλο κομμάτι της βιομηχανικής στρατηγικής που έχει σχεδιαστεί από τον Μπάιντεν και άλλες κυβερνήσεις είναι πραγματικά απλά τεράστιες δωρεές και φοροαπαλλαγές για καπιταλιστικές επιχειρήσεις – τα κέρδη εκτοξεύονται για τις εταιρείες σε αυτά τα πρότζεκτ.

Το σημαντικότερο, η αποκαλούμενη βιομηχανική στρατηγική δεν θα πετύχει να μετασχηματίσει την οικονομία των ΗΠΑ. Το πρόγραμμα του Μπάιντεν είναι μια χλωμή απομίμηση του New Deal του Φράνκλιν Ρούσβελτ τη δεκεατία του 1930, που ακόμα και εκείνο απέτυχε να φέρει πλήρη απασχόληση και ισχυρή ανάπτυξη. Χρειάστηκε ένας πόλεμος για να γίνει αυτό.

Ο προϋπολογισμός του Μπάιντεν, μετά την φάρσα με το ταβάνι του χρέους, σχεδιάζει να δαπανήσει πάνω από 1 τρις δολλάρια σε όπλα και αμυντικούς εξοπλισμούς αλλά μόνο 600 δις δολλάρια σε δημόσιες υπηρεσίες και ανάγκες (εκτός των κοινωνικών επιδομάτων). Η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη, οι μεταφορές, η κοινωνική πρόνοια – όλα περικόπτονται σε πραγματικούς όρους χάριν της προετοιμασίας για πόλεμο.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η επακόλουθη σφαγή χιλιάδων και η μετανάστευση εκατομμυρίων είναι μια γενική πρόβα για μια ακόμα πιο καταστροφική σύγκρουση στην Ασία ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την συμμαχία της “των προθύμων” και την Κίνα.

Έχουμε ανάγκη τη διεθνή αλληλεγγύη ανάμεσα στα εργατικά κινήματα στη Ρωσία, την Ουκρανία, την Κίνα, την Ευρώπη και την Ασία όπως ποτέ πριν. Οι κυβερνήσεις που κυβερνούν αυτή τη στιγμή τις χώρες αυτές πρέπει να αντικατασταθούν από δημοκρατικές εργατικές κυβερνήσεις που θα αφαιρέσουν την εξουσία του κεφαλαίου για να μπορούν μετά να συνεργαστούν για να αντιμετωπίσουν την φτώχεια, την κλιματική κρίση, και την προστασία των φυσικών πόρων από κοινού, εδραιώνοντας έναν κόσμο χωρίς διαρκείς πολέμους. Αυτό δεν μπορεί να γίνει από το κεφάλαιο – μόνο η εργασία μπορεί να το κάνει.

2 Ο Ashley Smith είναι σοσιαλιστής συγγραφέας και ακτιβιστής στο Burlington του Vermont. Έχει γράψει σε πολυάριθμες εκδόσεις, συμπεριλαμβανομένων των Truthout, International Socialist Review, Socialist Worker, ZNet, Jacobin, New Politics, Harpers, και πολλές άλλες ακόμα διαδικτυακές και έντυπες εκδόσεις. Αυτή τη στιγμή εργάζεται πάνω σε ένα βιβλίο, για τις εκδόσεις Haymarket, με τίτλο Socialism and Anti-Imperialism.

3 Στμ. Ένα αμοιβαίο κεφάλαιο money market είναι ένας τύπος αμοιβαίου κεφαλαίου που επενδύει σε χρεόγραφα/securities χρέους που χαρακτηρίζονται από μικρής διάρκειας ωριμάνσεις και ελάχιστο πιστωτικό ρίσκο. Αμοιβαία κεφάλαιο money market είναι μεταξύ των λιγότερο ευμετάβλητων τύπων επενδύσεων. Εισοδήματα που παράγονται από ένα τέτοιο fund μπορεί να φορολογούνται ή και να είναι αφορολόγητα, ανάλογα με τον τύπο των securities στις οποίες επενδύει.

4 Στμ. Έχουμε τη διαδικασία: αγορά ομολόγων –> αύξηση επιτοκίων –> μείωση αξίας ομολόγων –> σπόσυρση καταθέσεων/bank run –> aδυναμία κάλυψης αναλήψεων –> χρεωκοπία/εξαγορά.

5 Στμ. Ξανά και πάλι τα αδιέξοδα του ρεφορμισμού με τους παραλογισμούς του “εκδημοκρατισμού του κεφαλαίου” (καλά ούτε καν αυτό δεν λένε! Του εκδημοκρατισμού του τραπεζικού συστήματος!). Και είναι κρίμα να κάνεις μια καλή ανάλυση και μετά να την ακυρώνεις μες στην αντίφαση. Γιατί πού καταλήγει όλο αυτό; Στις “καθοδηγούμενες από την κερδοσκοπία κρίσεις” (sic!). Δηλαδή δεν έχουμε να κάνουμε με δομικές, συστημικές κρίσεις του κεφαλαίου και του καπιταλισμού (όπως η όλη ανάλυση σωστά υποδεικνύει) αλλά, αίφνης, είναι κρίσεις λόγω του “τυχοδιωκτικού” χαρακτήρα και της “απληστίας” μιας μερίδας του κεφαλαίου. Που προφανώς αν σταματήσει να είναι τέτοιο – που σημαίνει να μπει υπό “δημόσιο έλεγχο” – τότε θα σταματήσει να είναι κεφάλαιο, και οι θεμελιώδεις αντιφάσεις του: χαμηλή κερδοφορία, χαμηλή παραγωγικότητα, και το κυριότερο, η όξυνση, για όλους αυτούς τους λόγους της επίθεσης στην εργασία και το προλεταριάτο, ως δια μαγείας θα εξαφανιστούν! Και πραγματικά είναι για γέλια! Άραγε ο “εκδημοκρατισμός” και η “δημόσια ιδιοκτησία” θα αφορά και τους φορολογικούς παραδείσους και όλη την κυκλοφορία του μαύρου χρήματος και πώς θα γίνει αυτό; Από τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις των νησιών Κάυμαν;

6 Στμ. Και τι θα κάνουν τώρα όλοι αυτοί αριστερο-ακροδεξιοί, εθνολαϊκιστές, “αντισυστημικοί” που η “πάλη ενάντια στην παγκοσμιοποίηση” έχει γίνει η ατζέντα των πιο συστημικών δυνάμεων; Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι αυτά τα φασιστοειδή συντάσσονται και ενισχύουν τις πιο φιλοπόλεμες και τυχοδιωκτικές μερίδες του κεφαλαίου που δεν θα διστάσουν να φτάσουν μέχρι έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο ως λύση στην κρίση του καπιταλισμού. Αυτό είναι που καθιστά αυτές τις εθνικιστικές δυνάμεις τόσο επικίνδυνες. Το αναδεικνυόμενο δίλημμα μπορει να ειδωθεί και ως “παγκοσμιοποίηση” εναντίον “αντιπαγκοσμιοποίησης” (κατά το δημοκρατία εναντίον φασισμού του 2ου παγκοσμίου πολέμου). Και είναι εξίσου θελκτικό να συνταχθεί κανείς με την φιλο-παγκοσμιοποιητική φράξια του κεφαλαίου για την αποτροπή ενός τελικού, ίσως, 3ου παγκοσμίου πολέμου. Με τη διαφορά ότι ως πρώτη παγκοσμιοποιητική δύναμη προεξέχει φυσικά η Κίνα, ένα καθεστώς που κανείς δεν θέλει να γενικευθεί. Οπότε, και τώρα, όπως και πάντα, η συνεπής στάση είναι αυτή ενάντια σε όλες τις φράξιες του κεφαλαίου, με επίγνωση των επιμέρους διαφορών τους, και χωρίς καμμιά αυταπάτη ότι η μόνη διέξοδος από την κρίση του καπιταλισμού είναι να τον καταστρέψουμε.

7 Στμ. Δες ιδιαίτερα τις κινήσεις της Apple, για παράδειγμα, για μεταφορά μεγάλου μέρους της παραγωγής της στην Ινδία. Ήδη, όπως διαβάσαμε πρόσφατα, η Foxconn, ο μεγαλυτερος υπεργολάβος της Apple στην Κίνα, σχεδιάζει την στροφή της δραστηριότητάς της προς τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.

8 Στμ. Με τον όρο onshoring εννοείται το αντίθετο του offshoring, δηλαδή η στροφή και η ενίσχυση της παραγωγής στην ενδοχώρα και όχι στο εξωτερικό. Ο νεολογισμός friendshoring σημαίνει προφανώς την ενίσχυση της παραγωγής σε φιλικές χώρες, με άλλα λόγια offshoring αλλά περιορισμένο στις φίλιες χώρες.

Καπιταλιστική κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία

Sanderr1

το κείμενο σε pdf

 

Ζούμε σε ταραγμένους καιρούς. Το μέγεθος του πόνου που η ανθρωπότητα προκαλεί στον εαυτό της αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Το πιο θλιβερό είναι ότι μεγάλο μέρος αυτού του πόνου μπορεί να αποφευχθεί. Δεν υπάρχει κανένας νόμος της ιστορίας ή της φύσης που να αναγκάζει τους ανθρώπους να καταστρέψουν τη Συρία ή την Ουκρανία.

Ζούμε σε έναν κόσμο που κατακλύζεται από την κρίση. Υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα σε αυτό το πλαίσιο και τον πόλεμο στην Ουκρανία; Νομίζουμε ότι υπάρχει. Το σύστημα, οι θεμελιώδεις κανόνες του καπιταλισμού, καθιστούν αδύνατη την υπέρβαση των υπαρξιακών απειλών με τους οποίους είναι αντιμέτωπη η ανθρωπότητα. Αυτή η αδυνατότητα τρέφει την πιθανότητα ενός ενδοϊμπεριαλιστικού πολέμου.

Ο καπιταλισμός καθιστά αδύνατη τη λύση της κλιματικής κρίσης. Ότι αυτή η κρίση είναι πραγματική και μια θανάσιμη απειλή για το είδος μας, καθώς και άλλα είδη, γίνεται ολοφάνερο το έτος 2022. Είναι επίσης προφανές για πολλούς ότι η πράσινη τεχνολογία δεν πρόκειται να την σταματήσει. Ο ανταγωνισμός, ο καταναγκασμός της επέκτασης, και η εξάρτηση αυτής της επέκτασης από την κατανάλωση διαρκώς μεγαλύτερων ποσοτήτων ενέργειας, κάνουν σίγουρο ότι όσον αφορά το κλίμα, δεν έχουμε δει ακόμα τίποτα. Το μόνο που μπορεί ο καπιταλισμός να κάνει είναι να περιορίσει τα αποτελέσματα της κρίσης – τις καταστροφές, τις πανδημίες, την αναγκαστική μετανάστευση, τις συγκρούσεις για τους πόρους – ενώ κάνει την αιτία [της κρίσης] χειρότερη μέρα με τη μέρα.

Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λύσει την κοινωνική κρίση. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η φτώχεια, η πείνα, η στέρηση στεγης, διαδίδονται. Το εισοδηματικό χάσμα έχει αυξηθεί σε παράλογες αναλογίες. Ανάμεσα στο 2009 και το 2018, ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων που απαιτείται για να εξισώσουν τον πλούτο του 50% των φτωχότερων του κόσμου μειώθηκε από τους 380 στους 26.

Σε μερικές χώρες, ο πληθυσμός δεν αντέχει πια και ξεσπούν μαζικές διαμαρτυρίες, που συνήθως οδηγούν σε αντικατάσταση των ανώτερου διαχειριστικού στρώματος του κράτους, μετά την οποία τα πράγματα ουσιαστικά παραμένουν τα ίδια. Δεν έχει καμμιά σημασία αν η κυβέρνηση κλίνει προς τα αριστερά ή τα δεξιά. Οι συνθήκες ποικίλουν αλλά η κατεύθυνση είναι η ίδια παντού. Στην Νότια Αφρική, το χάσμα ανάμεσα στου πλούσιους και τους φτωχούς είναι τώρα πολύ μεγαλύτερο από ό,τι στην εποχή του απαρτχάιντ. Όχι επειδή η κυβέρνηση ήταν καλλίτερη τότε, αλλά επειδή η υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από την υπεράσπιση του κεφαλαίου. Σε καιρούς κρίσης ακόμα και μια αριστερή κυβέρνηση, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, πρέπει πρώτα και κύρια να αποκαταστήσει την αξιοπιστία του εθνικού κεφαλαίου. Στην παρούσα κρίση η αξία όλου του υπάρχοντος κεφαλαίου, όλων των συσσωρευμένων περιουσιακών στοιχείων/assets και του χρηματικού κεφαλαίου βρέθηκαν υπό απειλή. Αυτό είναι ένα πλήγμα στην καρδιά του συστήματος: αν το χρήμα δεν μπορεί να μετατραπεί σε περισσότερο χρήμα, αν δεν μπορεί να αποθηκευτεί χωρίς να χάνει την αξία του, γιατί να παράγουμε καν; Ως εκ τούτου, οι πολιτικές του κράτους για την υποστήριξη του εθνικού συμφέροντος στοχεύουν στη σωτηρία της κερδοφορίας του κεφαλαίου του2, μειώνοντας το κόστος του (εις βάρος της εργατικής τάξης) και “σκάζοντας χοντρά” τεράστια ποσά καινούριου χρήματος σε αυτό. Κάνουν το εισοδηματικό χάσμα, την αυξανόμενη μιζέρια/εξαθλίωση των πολλών και την συγκέντρωση της αγοραστικής δύναμης στα χέρια λίγων, ακόμα μεγαλύτερη.

Είναι καθαρό ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λύσει την οικονομική του κρίση. Μετά την “Μεγάλη Ύφεση” του 2008, η παγκόσμια κερδοφορία έπεσε σε χαμηλό σχεδόν όλων των εποχών. Η κατάρρευση αποφεύχθηκε μόνο χάρις στον τεράστιο δανεισμό από το μέλλον. Στην αλλαγή του αιώνα, το παγκόσμιο χρέος ήταν περίπου $84 τρις. Έκτοτε, έχει αυξηθεί στα 296 τρις το 2021. Αυτό αντιστοιχεί στο 353% του συνολικού εισοδήματος όλων των χωρών μαζί! Ο πληθωρισμός εκτοξεύεται στα ύψη και δεν υπάρχει κανένα σχέδιο, καμμιά προοπτική να βγούμε σκαρφαλώνοντας από την τρύπα αυτή με “συνηθισμένα/κανονικά” μέσα. Αυξάνοντας ή μειώνοντας φόρους, ενισχύοντας/”κεντρίζοντας” ή χαλιναγωγώντας την κατανάλωση, μειώνοντας ή αυξάνοντας την παροχή χρήματος, τίποτα δεν δουλεύει απέναντι στην κρίση του συστήματος που εξαρτάται από την αύξηση/”ανάπτυξη”/επέκταση, από την συσσώρευση της αξίας, την οποία, όμως, γίνεται όλο και πιο ανίκανο να επιτύχει3. Η αποκατάσταση ευνοϊκών συνθηκών για την συσσώρευση της αξίας απαιτεί μια απαξίωση υπάρχοντος κεφαλαίου, μια εξάλειξη άχρηστου/μη-παραγωγικού κεφαλαίου4 σε μαζική κλίμακα. Είναι σύμπτωση ότι την ίδια αυτή περίοδο αυξανόμενης οικονομικής ανσφάλειας και κρίσης, οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες αυξάνονται χρόνο με τον χρόνο και ο αριθμός των πολεμικών συγκρούσεων έχει αυξηθεί ραγδαία;

Πόλεμοι μαίνονται και οι εντάσεις αυξάνονται σχεδόν σε κάθε ήπειρο. Οι Ηνωμένες Πολτείες και η Κίνα επιταχύνουν τις εξοπλιστικές τους προσπάθειες χρησιμοποιώντας η μία την άλλη ως δικαιολογία. Οι παγκόσμιεςε εξοπλιστικές δαπάνες έχουν αυξηθεί κατά 9.3% (σε σταθερές τιμές δολλαρίου) σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία φτάνοντας τώρα στα $2 τρις ετησίως.

Πριν τον εικοστό αιώνοι οι καπιταλιστικοί πόλεμοι διακρίνονταν χονδρικά σε δυο κατηγορίες. Η πρώτη είναι πόλεμοι μεταξύ ανταγωνιστικών καπιταλιστικών κρατών, που γίνονταν για την σταθεροποίηση/εδραίωση του αναδυόμενου έθνους-κράτους ή την επέκταση των συνόρων του. Τυπικά, οι πόλεμοι αυτοί οδηγούσαν στην επαναχάραξη των συνόρων αλλά όχι στην εκδίωξη ή την εξόντωση πληθυσμών· περιορίζονταν σε εχθροπραξίες μεταξύ στρατευμάτων.

Η δεύτερη κατηγορία είναι πόλεμοι ανάμεσα σε καπιταλιστικά κράτη και προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Αυτοί ήταν γενοκτονίες, περιλαμβάνοντας την κατασκευή του ρατσισμού για τη δικαιολόγηση της μείωσης της δουλείας ή την εξόντωση των ντόπιων πληθυσμών.

Μετά τον εικοστό αιώνα, οι πόλεμοι μεταξύ καπιταλιστικών κρατών έχουν αποκτήσει στοιχεί της δεύτερης κατηγορίας, με άλλα λόγια, έχουν γίνει γενοκτονικοί. Η εξέλιξη της στρατιωτικής τεχνολογίας έχει κάνει εφικτή την απάλειψη κάθε διάκρισης ανάμεσα στον εμπόλεμο και τον μη εμπόλεμο, τον στρατιώτη και τον άμαχο, και η ξενοφοβία και ο ρατσισμός έχουν κάνει την εξόντωση του εχθρού – που τώρα είναι κυρίως ο άμαχος πληθυσμός – ένα συστατικό κομμάτι της ίδιας της δομής και της οργάνωσης του πολέμου.

Σε παγκόσμιες συγκρούσεις, αυτός που ξεκινά τις μάχες συνήθως είναι η ενδογενώς ασθενέστερη πλευρά, πωρωμένο/εμμονικό με την απειλή της καταπάτησης, επιδιώκοντας το πλεονέκτημα του να επιτεθεί πρώτο. Οι Γερμανοί απαιτούσαν ζωτικό χώρο (Lebensraum) όταν ξεκίνησαν τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τώρα αυτή είναι η απαίτηση της Ρωσίας του Πούτιν. Πάντα περιμένουν έναν σύντομο πόλεμο.

Τι σημαίνει αυτό το Lebensraum; Ζωτικός χώρος, για ποιον; Σημαίνει χώρο για το κεφάλαιο, έλεγχο πάνω στους πόρους και τις αγορές, σημαίνει πρόσβαση στο κέρδος.

Ελλείψει χρόνου, θα παραλείψω τους ειδικούς λόγους για τους οποίους η Ουκρανία έχει γίνει ο τόπος της κλιμάκωσης του πολέμου. Δείτε περισσότερα στο άρθρο μου “Don’t fight for ‘your’ country!”

Θέλω να επισημάνω τρεις παρα´γοντες που περιορίζουν προς το παρόν τον πόλεμο.

Το πυρηνικό κατώφλι. Αυτό σημαίνει ότι η Ρωσία δεν μπορεί να δεχτεί μια επίθεση άμεσα η ίδια, ακόμα και αν είναι στρατιωτικά πολύ πιο αδύναμη από τη Δύση. Αυτό περιορίζει την αναμέτρηση για την ώρα, όπως και στην εποχή του Ψυχρού πολέμου, ο οποίος δεν έληξε ποτέ στην πραγματικότητα. Αλλά δεν υπάρχει εγγύηση ότι μια μελλοντική βήμα-το-βήμα κλιμάκωση προς τον πυρηνικό πόλεμο είναι αδύνατη.

Παρόμοια, η παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας είναι ένας παράγοντας που ζύγιζε πολύ λιγότερο στους παγκόσμιους πολέμους στο παρελθόν. Παρ’ όλο που είναι επιζήμια για τα κέρδη, η δυναμική του πολέμου μπορεί να οδηγήσει στην αναδόμηση των τρόπων εμπορίου όπως βλέπουμε ήδη σε έναν βαθμό με τις κυρώσεις από τη Δύση και την ανακατεύθυνση του ρωσικού εμπορίου προς την Ινδία και την Κίνα.

Το τρίρο, και σημαντικότερο, ανασταλτικό στοιχείο στην κλιμάκωση: η έλλειψη κοινωνικής υποταγής. Σε έναν περιορισμένο πόλεμο, η κινητοποίηση του πληθυσμού μπορεί να φανεί αχρείαστη. Ο Πούτιν, ο οποίος υπολόγιζε σε έναν σύντομο πόλεμο, κατάφερε μέχρι τώρα να περιορίσει τις επιπτώσεις του πολέμου στο βιοτικό επίπεδο του μέσου Ρώσου. Έχει 150.000 στρατιώτες στην Ουκρανία, ένα κλάσμα μόνο του στρατού του. Προς το παρόν δεν υπάρει επιστράτευση, δεν υπάρχουν κληρωτοί στο μέτωπο, αντίθετα χρησιμοποιεί φυλακισμένους και μισθοφόρους, Τσετσένους και την ταξιαρχία Βάγκνερ. Φαίνεται να μην εμπιστεύεται τον ίδιο τον στρατό του. Δεν έχει τον πληθυσμό στο τσεπάκι του όπως είχε ο Χϊτλερ τους Γερμανούς. Ο εθνικισμός είναι ταυτόχρονα ο σκοπός η συνθήκη εδώ. Ο Πούτιν ήλπιζε ότι ο πόλεμος θα ανέβαζε γρήγορα τον εθνικιστικό πυρετό, ότι θα ανακατηύθυνε τον θυμό της εργατικής τάξης ενάντια σε έναν ξένο εχθρό. Αλλά για αυτό, χρειάζεται να κερδίσει τον πόλεμο, μην τυχόν και καταρρεύσει από το βάθρο του όπως η χούντα της Αργεντινής μετά τον πόλεμο των Φώκλαντ. Αλλά για να νικήσει, πρέπει να κλιμακώσει, και για να κλιμακώσει χρειάζεται τον εθνικιστικό πυρετό/ζήλο να είναι παρών, χρειάζεται έναν πληθυσμό κινητοποιημένο για πόλεμο, με την επιθυμία να αντέξει τις δυσκολίες του πολέμου, από τις οποίες έχει με ζήλο προσπαθήσει μέχρι τώρα να τον προστατέψει. Είναι ένα δίλημμα.

Ο εθνικισμός είναι το πιο ουσιαστικό όπλο του καπιταλισμού. Είναι το παράθυρο μέσα από το οποίο το κεφάλαιο θέλει να βλέπουμε τον κόσμο. Αυτό που βλέπεις τότε είναι το εθνικό συμφέρον, και όλα τα υπόλοιπα έπονται, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης για πόλεμο. Κρατώντας μια σημαία, είτε αμερικάνικη, είτε ρώσικη, είτε ουκρανική, βοηθάς να ενισχυθεί αυτή η άποψη του κόσμου, κάνεις την μικρή σου συνεισφορά ατην προετοιμασία των μελλοντικών πολέμων, για τους οποίους ο εθνικισμός είναι ένα προαπαιτούμενο. Αντίθετα, καταγγέλλοντας κάθε εθνικισμό, ρατσισμό και ξενοφοβία, βοηθάς να ανοιχτεί ένα άλλο παράθυρο στον κόσμο: ένα παράθυρο που δείχνει το κοινό συμφέρον όλων, της παγκόσμιας εργατικής τάξης. Τότε, όλα τα υπόλοιπα ακολουθούν: η ανάγκη να αρνηθείς να πολεμάτε ο ένας τον άλλο και να πολεμήσετε μαζί ενάντια στον κοινό εχθρό, το καπιταλιστικό σύστημα.

Αρνούμαστε να πολεμήσουμε για την εθνική αυτοδιάθεση. Θέλουμε αυτοδιάθεση για όλους. Όλοι και όλες πρέπει να είναι ελεύθεροι/ες να καθορίσουν το δικό τους μονοπάτι. Όλοι και όλες πρέπει να είναι ελεύθεροι/ες από την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Όλα τα ανθρώπινα πλάσματα μοιράζονται τις ίδιες βασικές ανάγκες. Η ικανοποίηση αυτών των αναγκών πρέπει να αντικαταστήσει το κέρδος ως το κίνητρο της παραγωγής, τότε μόνο μπορεί να ανθίσει η πραγματική αυτοδιάθεση.

Απορρίπτουμε, όμως, την αυτοδιάθεση αν αυτό σημαίνει ότι τα συμφέροντά σου είναι τα ίδια με των κυρίαρχων του κομματιού της γης στο οποίο τυχαίνει να ζεις, και διαφορετικά από τα συμφέροντα ανθρώπων σαν εσένα έξω από τα σύνορα αυτού του κομματιού γης, όταν το αντίθετο είναι η αλήθεια. Η εθνική αυτοδιάθεση σημαίνει μια άμυνα/υπεράσπιση του κράτους, του στρατού του, της φράξιας του κεφαλαίου του, ενώ το κοινό μας συμφέρον είναι να ξεμπερδεύουμε με όλα αυτά.

Ο επαναστατικός ντεφιτισμός δεν είναι μια παθητική στάση. Δεν είναι πασιφισμός. Συμπεριλαμβάνει δολιοφθορές, απεργίες, αντίσταση τόσο ενάντια στους Ρώσους όσο και τους Ουκρανούς κυρίαρχους, πάνω σε μια αυτόνομη ταξική βάση. Ενώ εκφράζουμε την ευχή οι στρατιώτες και στις δυο να αρνηθούν να υπακούσουν, να αρνηθούν να πολεμήσουν και, αντίθετα, να αδελφοποιηθούν/fraternize, κατανοούμε τα εμπόδια που υπάρχουν στην πράξη. Αλλά συμβαίνει, σε έναν βαθμό. Χιλιάδες έχουν λιποτακτήσει, και στις δυο πλευρές. Αν ο πόλεμος κλιμακωθεί, και οι συνέπειές του γίνουν πιο αισθητές, ίσως να δούμε την ταξική αντίσταση να εντείνεται/αυξάνεται και στη Ρωσία και αλλού.

Χτες, οι New York Times παρέθεσαν τον καθηγητή από την Οξφόρδη Goldin, ο οποίος είπε: “ζούμε τη μεγαλύτερη αναπτυξιακή καταστροφή στην ιστορία, με περισσότερους ανθρώπους να ωθούνται πιο γρήγορα σε δεινή φτώχεια από ό,τι έχει ποτέ συμβεί στο παρελθόν”. Ο Guardian δημοσίευσε μια αναφορά από την εταιρεία risk intelligence5 Verisk Maplecroft, που δήλωσε ότι σε 101 χώρες, υπάρχει τώρα ένας αυξημένος κίνδυνος κοινωνικής σύγκρουσης και αστάθειας. Ήδη το Ηνωμένο Βασίλειο βιώνει το μεγαλύτερο απεργιακό κύμα εδώ και δεκαετίες. Οπότε, δέστε τις ζώνες σας, είμαστε ενόψει σοβαρών κοινωνικών αναταράξεων, στις οποίες το κεντρικό ζήτημα θα είναι έθνος ή τάξη: μέσα από ποιο παράθυρο θα κοιτάξουμε τον κόσμο μας;

2 Στμ. Και πώς αλλιώς, αφού το κεφάλαιο είναι η θεμελιώδης κοινωνική σχέση, η σχεδόν παντού επικρατούσα κοινωνική συνθήκη ύπαρξης;

3 Στμ. Η θεμελιώσης αντίφαση αυτής της φάσης αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: “dead wood”.

5 Στμ. Risk intelligence, “μια έννοια που γενικά σημαίνει ‘πέρα από τη διαχείριση ρίσκου’, αν και έχει χρησιμοποιθεί με διαφορετικούς τρόπους από διαφορετικούς συγγραφείς. Ο όρος χρησιμοποιείται πιο συχνά από επιχειρηματικούς στρατηγιστές στη συζήτηση σχετικά με ενσωματώνουσες/ενοποιητικές επιχειρηματικές διαδικασίες σχετικές με την διακυβέρνηση, το ρίσκο και την συμμόρφωση” (Wikipedia).

Η κουλτούρα της ήττας: όταν πιστεύεις ότι αγωνίζεσαι ενάντια σε αυτό στο οποίο έχεις ήδη ενσωματωθεί

10 θέσεις για το κίνημα υπεράσπισης του “δημόσιου” πανεπιστημίου

I

Ένα κίνημα που ο λόγος του είναι απολογητικός, που καταδεικνύει με τον πιο τρανταχτό τρόπο την πλήρη ιδεολογική κυριαρχία του κράτους και του κεφαλαίου και την σοβαρή ενσωμάτωσή μας εντός τους.

Με μια επιχειρηματολογία που απαντά ουσιαστικά από την σκοπιά των μικρο-μεσοαστικών στρωμάτων και των ανησυχιών τους για την περαιτέρω αναδιάρθρωση της “ανώτατης εκπαίδευσης” στο πλαίσιο της αναπαραγωγής του κεφαλαίου.

Μια επιχειρηματολογία που δεν αντανακλά ούτε εκφράζει τις αγωνίες και τα συμφέροντα των εργατικών και προλεταριακών στρωμάτων, που υφίστανται δεκαετίες τώρα το ξήλωμα των όποιων ουσιαστικών προσβάσεων στα κατ’ όνομα “δημόσια” πανεπιστήμια και των όποιων “ανοιχτών” χαρακτηριστικών τους.

II

Μια επιχειρηματολογία που η βάση της είναι η ίδια αυτή η αστική ιδεολογία της “αξιοκρατίας”, της “αριστείας”, της “αναβάθμισης”, της “παραγωγικότητας”, έτσι που οι απαντήσεις της να είναι τελείως έκθετες ακόμα και σε μια απλή αντιστροφή της υπόθεσής τους.

λέμε για παράδειγμα: “τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν θα φέρουν επενδύσεις”. Δηλαδή αν έφερναν θα το συζητούσαμε;

λέμε: “τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν φέρνουν κανέναν “υγιή” ανταγωνισμό με τα δημόσια”. Δηλαδή αν έφερναν έναν τέτοιο ανταγωνισμό (τι ακριβώς σημαίνει και συνεπάγεται αυτό, άραγε;) θα ήταν ανεκτά; Θα χωρούσαν σε ένα πλαίσιο “προαγωγής της γνώσης”; Και ούτω καθεξής.

III

Αλλά το κεντρικό στοιχείο της ενσωμάτωσης αυτών των αντιλήψεων, σε αυτό ενάντια στο οποίο θέλουν ή πιστεύουν ότι αγωνίζονται, είναι ότι αδυνατούν να δουν πως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμμιά αντίθεση ανάμεσα στο “δημόσιο” και το “ιδιωτικό”, ότι αυτές είναι δυο συμπληρωματικές όψεις σε ένα συνεχές της συνολικής κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής κράτους και κεφαλαίου που παράγει υποκείμενα, εργατική δύναμη και ιδεολογία για την διατήρηση της κυριαρχίας τους.

IV

Ξεχνούν έτσι ότι το υπάρχον πανεπιστήμιο είναι μόνο στο όνομα δημόσιο, αν μη τι άλλο σε σχέση με το νόημα που οι ίδιοι υποτίθεται ότι δίνουν στο δημόσιο.

Ξεχνούν ότι το “δημόσιο” πανεπιστήμιο ήταν και γίνεται όλο και περισσότερο χώρος σκληρού ταξικού φιλτραρίσματος, ιδεολογικής και παραγωγικής ενσωμάτωσης, εντατικοποίησης, εξατομίκευσης, αποθέωσης του τεχνοκρατισμού, παραγωγής εξειδικευμένης, κατακερματισμένης και πειθαρχημένης εργατικής δύναμης για όσους τα καταφέρουν, για να μην αναφέρουμε τη διαρκή οικονομική αφαίμαξη πολύ πριν την είσοδο σε αυτό. Και, φυσικά, διαρκούς προσπάθειας κράτους και κεφαλαίου να καταστείλουν τα στοιχεία αμφισβήτησης της κυριαρχίας τους που υπάρχουν ως όψεις του κοινωνικού ανταγωνισμού στον “ακαδημαϊκό χώρο”.

V

Βλέποντας μια αντίθεση “δημόσιου – ιδιωτικού” εκεί που ουσιαστικά δεν υπάρχει, (ή που υπάρχει για δευτερεύοντες λόγους, που δεν αφορούν τα προλεταριακά/εργατικά στρώματα), εξωραΐζουν και δίνουν, λοιπόν, άφεση αμαρτιών σε όλες τις αντιδραστικές πτυχές του “δημοσίου” πανεπιστημίου, βάζοντας στην άκρη ακόμα και την όποια κριτική ασκούν περιστασιακά σε αυτό.

Αδυνατώντας να δουν την συνολική στρατηγική της αναδιάρθρωσης εκπαίδευσης και αγοράς, αδυνατούν να δουν ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν έρχονται παρά ως η επόμενη φάση αυτής της στρατηγικής που συντελείται για χρόνια στα “δημόσια” πανεπιστήμια, ως ο συμπληρωματικός πόλος που θα ενισχύσει τις αντιδραστικές πτυχές της αναδιάρθρωσης του “δημόσιου” πανεπιστημίου, ώστε από κοινού να επιφέρουν τον “εξορθολογισμό” της διαδικασίας παραγωγής γνώσης και εργατικής δύναμης που απαιτούν οι καινούριες συνθήκες κρίσεων και προκλήσεων που αντιμετωπίζει το κεφάλαιο.

VI

Αυτή η συνθήκη απαιτεί προφανώς τη μείωση του “δημόσιου” πανεπιστημίου, την απόσυρση του κράτους από την χρηματοδότηση και την ενίσχυσή του, στο πλαίσιο της συνολικής αποχώρησης κράτους και κεφαλαίου από την ευθύνη και το κόστος της κοινωνικής αναπαραγωγής. Σε αυτή την φάση κρίσης και αναδιάρθωσης δεν προβλέπεται “σκάλα κοινωνικής αναβάθμισης” για τους πολλούς.

Αυτή η μείωση του “δημόσιου” πανεπιστημίου προκαλεί προφανώς την αντίδραση των συντεχνιακών κομματιών που ωφελούνται διαχρονικά από τη λειτουργία του. Από τις φοιτητικές γραφεικρατίες μέχρι, κυρίως, τα καθηγητικά διευθυντικά στρώματα, οργανικά κομμάτια των κάθε λογής δικτύων με προνόμια και εξουσίες, μεγάλες και μικρές, στους, κατά τα άλλα, “ναούς” της γνώσης.

VII

Η αριστερά έχει προνομιακό ρόλο στα στρώματα αυτά, για αυτό και πρωταγωνιστεί στην “σταυροφορία” υπεράσπισης του “δημόσιου” πανεπιστημίου, το οποίο αίφνης από αντικείμενο κριτικής γίνεται “κόρη οφθαλμού”.

Η σταυροφορία αυτή επειδή ακριβώς δεν έχει καμμιά γείωση και αναφορά στα συμφέροντα των πληβειακών στρωμάτων συγκροτείται πάνω στα αγαπημένα, παράδοξα και χιμαρικά “λαϊκο-μετωπικά” σχήματα που χωράνε τους πάντες: γραφειοκράτες, φοιτητές, εργαζόμενους, ερευνητές, καθηγητάδες και πάει λέγοντας.

VIII

Δυστυχώς, η ιστορία έχει υπάρξει αμείλικτη με αυτά τα μέτωπα και τα υλικά και ιδεολογικά τους στηρίγματα: αγώνες ετερόκλητων κοινωνικών στρωμάτων, πάνω σε ένα υπόστρωμα φενακισμένων ιδεολογικών σχημάτων και αντεστραμμένων αντιλήψεων, που βλέπουν αντιθέσεις εκεί που δεν υπάρχουν και ενότητες εκεί που δεν υφίστανται, ηττώνται διαχρονικά.

Τι μπορεί να νικήσει; Μόνο η συνειδητοποίηση της ανάγκης να ειπωθούν και να ιδωθούν τα πράγματα από την οπτική αυτών που πραγματικά μας αφορούν και που πρέπει και εμείς να τους αφορούμε: τα πληβειακά στρώματα, το προλεταριάτο, τους “πλεονάζοντες” ενός κόσμου στον οποίο ο “ρεαλισμός” είναι πια η πλήρης υποταγή στην κυριαρχία κράτους και κεφαλαίου.

IX

Η υπεράσπιση των “κατακτήσεων” είναι στην πραγματικότητα υπεράσπιση των όποιων προνομίων μπορούν να διασώσουν τα πληττόμενα μικρο-μεσοαστικά στρώματα. Αυτά αφορά, ουσιαστικά, η υπεράσπιση του “δημόσιου” πανεπιστημίου και των δήθεν κατακτήσεών του.

Αντίθετα, για εμάς, για τα πληβειακά στρώματα, είναι προαπαιτούμενο μιας αντεπίθεσης και νίκης η κατανόηση ότι η αντίσταση στα ιδιωτικά πανεπιστήμια ούτε απαιτεί ούτε προϋποθέτει καμμιά τέτοια υπεράσπιση του δήθεν δημόσιου πανεπιστημίου.

X

Τα πληβειακά στρώματα, αποδεκατισμένα από την πλήρη διάλυση του όποιου κοινωνικού συμβολαίου, στη σκιά των “εργατικών κεκτημένων” μιας εποχής της όποιας ευμάρειας, δεν έχουν πια την πολυτέλεια του ρεφορμισμού. Εδώ που έχουμε φτάσει δεν έχει νόημα να υπερασπιστούμε ό,τι έχει απομείνει από κάτι που δεν ήταν ποτέ δικό μας. Πρέπει να αγωνιστούμε και να εξεγερθούμε για την ουτοπία μας!

“Στατιστικές και συναισθήματα” (σχετικά με τις ταραχές του Ιουνίου του 2023)

RS1

“Όταν οι στατιστικές διαπερνούν τις μάζες, το συναίσθημα γίνεται μια υλική δύναμη

(Ανωνύμου)

το κείμενο σε pdf

 

Δεν θα υπάρξουν στατιστικά στοιχεία.

Να πολλαπλασιάσουμε τις στατιστικές για να πούμε, όπως λένε οι “εκλεγμένοι τοπικοί άρχοντες”, οι “κοινωνικοί διαμεσολαβητές”: “Σας είχαμε προειδοποιήσει, θα εκρηγνυόταν”, δεν εξηγεί ούτε αντιστοιχεί σε οτιδήποτε όσον αφορά τα γεγονότα: ούτε τη μορφή τους, ούτε τη στιγμή, ούτε το περιεχόμενο, ούτε τους στόχους. Στην δράση, όλα τα αντικειμενικά, “ερμηνευτικά” δεδομένα υπάρχουν ως συναισθήματα, γίνονται συναισθήματα: από το μίσος και την εκδίκηση, στο “τζογάρισμα”, στο ξεφάντωμα, και την όμορφη φαντασιακή προβολή του να ξαναπαίρνει κάποιος, για μια στιγμή, τον έλεγχο της ζωής του. Βιντεοπαιχνίδια, γιατί όχι; Ο καθένας δρα σε δάση αναφορών και συμβόλων, οι στατιστικές δεν τοποθετούν ποτέ κανέναν στον δρόμο, αν δεν μεταλλάσονται από τους τρόπους της εμπειρίας.

Ολόκληρη η πρακτική λειτουργεί υπό μια ιδεολογία, το συναίσθημα (εκδίκηση και μίσος μπροστά στην περιφρόνηση, ο φθόνος για τα απαγορευμένα αγαθά), είναι μια από αυτές. Το συναίσθημα είναι μια σχέση με τις σχέσεις παραγωγής, είναι ακόμα-ακόμα η πιο προφανής, η πιο άμεση μορφή διερώτησης των συγκεκριμένων ατόμων ως υποκειμένων. Αλλά, το “συγκεκριμένο άτομο” δεν είναι ποτέ ένα κύριο υπόστρωμα, είναι το ίδιο προϊόν της αναπαραγωγής του τρόπου παραγωγής σε όλες τις μορφές εμφάνισής του και σε όλον τον φετιχισμό του. Είναι το συγκεκριμένο άτομο που διερωτάται (διερωτά τον εαυτό του) ως υποκείμενο. Ενήλικα άτομα που υφίστανται φυλετικές διακρίσεις έχουν αυτο-διερωτηθεί ως υποκείμενα, προφανώς όχι κάτω από την ίδια ιδεολογία όπως ένας εργάτης ή ένας συνταξιούχος. Το συναίσθημα: μίσος, εκδίκηση, επιθυμία να καταναλώσει κανείς όχι μόνο προϊόντα Aldi ή Lidl αλλά και τηλέφωνα και επίπεδες οθόνες της πιο υψηλής τεχνολογίας, τζογάρισμα και αυτοπεποίθηση. Ενάντια στην σταθερή άρνησή της, η συγκεκριμένη ιδεολογία των νεαρών ταραξιών είναι ακριβώς η διεκδίκηση του εαυτού ως “ανθρώπινου”, η αξιοπρέπεια είναι η πιο αγνή μορφή του υποκειμένου. Το συναίσθημα δεν αντιπροσωπεύει τις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξής τους αλλά την σχέση τους προς αυτές τις συνθήκες και είναι σε αυτή την σχέση που συγκροτούν τους εαυτούς τους ως υποκείμενα και ως τέτοια δρουν και παλεύουν όπως αντιστοιχεί κατάλληλα στην πραγματική τους ύπαρξη, όπως αυτή καθορίζεται και υπάρχει σε μια συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική κατάσταση.

Αφού αναδιαρθρώθηκε παγκόσμια στη δεκαετία του 1970, ενάντια στον Κέυνς και τον Φορντ, αποσυνδέοντας την παραγωγή αξίας για το κεφάλαιο από την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης2, ο τρόπος παραγωγής υπονομεύεται τώρα από την “οπισθόκρουση” αυτού που ήταν η δυναμική των τελευταίων τριάντα ή σαράντα χρόνων3.

Ήταν τα Κίτρινα Γιλέκα που έβαλαν την καθημερινή ζωή, με όλες τις ιδιοτροπίες της, στο επίκεντρο της ταξικής πάλης και αμφισβήτησαν το Κράτος ως υπεύθυνο για την διανομή, το εισόδημα και τον πλούτο του καθενός και όλων, της φτώχειας των άλλων.

Ήταν το μακρύ επεισόδιο σχετικά με την μεταρρύθμιση των συντάξεων, στο οποίο το μπλοκ των συνδικάτων κατάφερε να περιορίσει το κίνημα, αφού για ένα θνησιγενές κίνημα ο μόνος του στόχος είναι η ήττα, για την οποία αυτή η δια-συνδικαλιστική μορφή ήταν η επαρκής μορφή.

Μεταρρύθμιση η οποία, συναρθρωμένη με αυτήν της ασφάλισης της ανεργίας, της μαθητείας και της ειδίκευσης, των επαγγελματικών λυκείων και της χρηματοδότησής τους, τροποποιεί ολόκληρη τη διαδρομή του εργασιακού βίου. Αλλά, στην ανακοινωμένη της ήττα, η μαρτυρία για την κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας εμφανίστηκε στην συσσώρευση όλων των συνταγματικών τεχνασμάτων ώστε να επιβληθεί μια απόφαση που είχε ήδη ληφθεί πριν από οποιαδήποτε “συζήτηση”.

Ήταν η περίοδος της πανδημίας του Covid με τους περιορισμούς και την εδαφικά στοχευμένη καταστολή για όσους την παραβίαζαν.

Ήταν ο οικολογικός ριζοσπαστισμός ενάντια στα μεγάλα εργοτάξια του κεφαλαίου. Ένα συμπαθητικό κίνημα, αν δεν βρίσκαμε σε αυτό πάντα υπόρρητα την νοσταλγία του χωρικού, του μικρού εμπόρου και της μικρής παραγωγής για την αγορά: η μετριότητα στα πάντα.

Είναι ο πληθωρισμός, ένα μαγικό φαινόμενο, σαν να έρχεται από έναν άλλο πλανήτη για να χτυπήσει τα πιο κοινά καταναλωτικά προϊόντα.

Και κάθε φορά είναι το Κράτος και οι διάφορες ένοπλες συμμορίες του. Το Κράτος είναι το ρόπαλο. Πίσω από κάθε εργαλείο του, κάθε “υπηρεσία” του, υπάρχει ισχύς. Είναι μια μηχανή που μετασχηματίζει την αμοιβαία βία, που διατρέχει όλες τις πτυχές της ταξικής πάλης, στη μοναδική νόμιμη βία, αυτήν της αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής4. Με την αποσύνθεση του “εργατικού κινήματος”, των οργάνων και των θεσμών του, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία καταρρέει ταυτόχρονα με την πολιτική, που είναι η αμοιβαία σχέση του Κράτους με την κοινωνία των πολιτών (μεταγραφή σε όρους του Κράτους των σχέσεων παραγωγής). Οι νεοφασίστες έγιναν φιλελεύθεροι, καθοδήγησαν μια πολιτική λιτότητας, προστρέξανε στην Ευρώπη και το ΝΑΤΟ, ενώ η αριστερά και η δεξιά ανταγωνίζονταν σε “μεταρρυθμίσεις” του εργατικού κώδικα και των συντάξεων.

Η ειρηνευμένη αντιπροσώπευση στην “γενική βούληση” μιας κοινωνίας, που αναγνωρίζεται αναγκαστικά ως συγκρουσιακή (αυτή είναι η όλη δύναμη της δημοκρατίας) είναι ένα έργο και όχι ένας στοχασμός. Με άλλα λόγια, στη δημοκρατική λειτουργία του Κράτους, η πραγμοποίηση και ο φετιχισμός είναι δραστηριότητες, είναι η πολιτική ως κόμματα, αντιπαραθέσεις, διαβουλεύσεις, ισορροπία δύναμης στην συγκεκριμένη σφαίρα της κοινωνίας των πολιτών, αποφάσεις. Όλα αυτά έχουν εξαφανιστεί5. Το πρόβλημα της δημοκρατίας είναι αυτή τη στιγμή το ότι γνωρίζει μόνο μια συγκεκριμένη πτυχή της κοινωνικής ολότητας που έχει την ικανότητα του ανταγωνισμού, η εξαφάνιση της εργατικής ταυτότητας και της αντιπροσώπευσής της έχει τραβήξει όλα τα άλλα στο ναυάγιό της, συμπεριλαμβανομένων των ενώσεων, των μετώπων ή κινημάτων των “προαστίων” ή των “λαϊκών περιοχών”. Παρ’ όλα αυτά, από μόνη της, ως μια πολιτική ιδαιτερότητα, η κυρίαρχη τάξη δεν είναι τίποτα, είναι ένα τίποτα, σαν ένα παγκόσμιο ανδρείκελο. Στην εξαφάνιση του δημοκρατικού παιχνιδιού, η αστική τάξη παίζει την παγκοσμιότητα της. Υπάρχει μια θεμελιώδης δυσφορία στην πολιτική εκπροσώπηση. Παντού, οι διαμεσολαβήσεις της βίας των κοινωνικών σχέσεων τρεκλίζουν.

Είναι το έργο της εκπροσώπησης που είναι σε κρίση. Είναι, παντού η διάλυση της εργατικής ταυτότητας και, συνεπώς, της σοσιαλδημοκρατικής και/ή κομμουνιστικής πολιτικής εκπροσώπησής της που αποσταθεροποιεί τα πολιτικά θεμέλια του δημοκρατικού Κράτους6. Αυτή είναι η ειρηνοποίηση ενός κοινωνικού χάσματος που η δημοκρατία αναγνωρίζει ως πραγματικό την στιγμή που [η ίδια η δημοκρατία;] είναι η αντιπροσώπευσή του [του χάσματος;] ως σύγκρουσης μεταξύ πολιτών. Η δημοκρατία είναι η αναγνώριση του μη αναγώγιμου συγκρουσιακού χαρακτήρα της “εθνικής κοινότητας” και, από αυτή την οπτική, η αναγνώριση της εργατικής τάξης είναι ιστορικά στον πυρήνα της κατασκευής της δημοκρατίας, ήταν ακόμα-ακόμα η κινητήρια της δύναμη και το κριτήριο. Στις τωρινές πολιτικές μορφές της πορείας της κρίσης, μπορεί κάποιος να σημειώσει μια κρίση της ηγεμονίας της τάξης των καπιταλιστών. Η κυριαρχία και η ηγεμονία δεν ταυτίζονται, μπορεί να υπάρχει κυριαρχία χωρίς ηγεμονία. Η ηγεμονία συνίσταται στην παραγωγή του αναπόφευκτου πλαισίου των αντιπαραθέσεων και των αντιθέσεων, είναι η επιβολή στον άλλο των ίδιων των όρων της αντίθεσής του. Όταν [η ηγεμονία] καταρρέει, ό,τι απομένει για τους χειρότερα πλασαρισμένους στο παιχνίδι, είναι το ρόπαλο.

Πρέπει να διαβάσετε μια αγγλική εφημερίδα (The Guardian, 29 Ιουνίου) για να βρείτε την πιο σχετική μαρτυρία σχετικά με τις ταραχές στα τέλη Ιουνίου: “Ήταν πόλεμος, πραγματικά πιστεύω ότι οι νέοι εδώ θεωρούσαν ότι βρίσκονται σε πόλεμο. Το βλέπουν σαν έναν πόλεμο ενάντια στο σύστημα. Δεν είναι μόνο ενάντια στην αστυνομία, πάει πιο μακριά από αυτά, διαφορετικά δεν θα το βλέπαμε παντού στη Γαλλία. Δεν είναι μόνο η αστυνομία που δέχεται επιθέσεις, στοχοποιούνται δημαρχεία και άλλα δημόσια κτίρια. Ο θάνατος αυτού του έφηβου πυροδότησε κάτι. Υπάρχει πολύς θυμός, αλλά πάει πιο πέρα, υπάρχει μια πολιτική διάσταση, ένα αίθημα ότι το σύστημα δεν δουλεύει. Οι νέοι αισθανονται ότι υφίστανται διακρίσεις και αγνοούνται”.

Όταν ο υποβιβασμός σε γειτονιές εγκαταλελειμμένες από δημόσιες υπηρεσίες, στις οποίες η μόνη παρουσία του Κράτους είναι η αστυνομία που συμπεριφέρεται σαν μια αντίπαλη συμμορία, όπου η απασχόληση είναι μια χίμαιρα, η φτώχεια κοινοτοπία και η καθημερινή βία κάθε “κυκλοφορίας” πραγματικότητα, δεν είναι το ζήτημα να ενδιαφέρεται κανείς μόνο για τις αντικειμενικές υλικές συνθήκες αλλά επίσης και για τη διαδικασία της υποκειμενοποίησης, με άλλα λόγια τον τρόπο που τα ίδια τα άτομα αισθάνονται καθημερινά τη θέση τους στις σχέσεις παραγωγής. Η αποδοχή ενός “συστήματος”, στην αυτοπροϋπόθεσή του, ρυθμίζεται επίσης εδώ από κανονιστικές αρχές, αξίες και υποχρεώσεις. Η εξέγερση συμβαίνει όταν η κρίση για τις αξίες, τα συναισθήματα σε σχέση με τη λειτουργία της κοινωνίας, μοιάζουν να παραβιάζονται, όταν το “σύστημα” δεν επιτρέπει πια την υλική δυνατότητα να επιβιώσει κανείς σε αυτό, όταν νόρμες και “ηθικές αξίες”, που καθημερινά ελέγχουν και κυβερνούν τον “συνηθισμένο ρατσισμό”, ξεπερνιούνται. Για τη νεολαία των “προαστίων”, η “Γαλλία των από πάνω και η Γαλλία των από κάτω” ήταν η νόρμα, αλλά ο φόνος, ο περιορισμός από την υγειονομική αστυνομία και ο πληθωρισμός, έχουν διαταράξει αυτή τη νόρμα, το “συμβόλαιο” έχει σπάσει, η επίθεση της “αντιπαλης συμμορίας” (το Κράτος), η λεηλασία της αναγκαιότητας ή όχι (που μπορεί όμως να καθορίσει το “αναγκαίο”) γίνονται απαραίτητα για το συγκεκριμένο άτομο που στη συνέχεια υφίσταται τη διερώτηση ως υποκείμενο.

Κίτρινα Γιλέκα, διαδηλωτές ενάντια στην συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, οικολόγοι από το Saint Soline, έφηβοι από “εργατικές γειτονιές” που υφίστανται φυλετικές διακρίσεις, όλοι αυτοί δεν θα συναντηθούν, δεν θα “συγκλίνουν” όσο παραμένουν αυτό που είναι. Τίποτα δεν είναι πιο παθητικό και αξιολύπητο από αυτές τις εκκλήσεις προς το “εργατικό κίνημα” να υποστηρίξει την εξέγερση των νέων ανθρώπων στα προάστια (banlieues). Η Μαρίν Λεπέν, η Τζόρτζια Μελόνι, το Vox, το AFD και άλλοι στην Ευρώπη, ο Τραμπ και ο Μπολσονάρο αλλού, είναι στις εφεδρείες της δημοκρατίας ως πιθανά αντίπαλα πυρά στην περίπτωση που ένα πιθανό, συγκυριακό γεγονός αποτελέσει μια όσμωση όχι αυτού που ήταν αλλά αυτού που “έκανε” τα Κίτρινα Γιλέκα, την αντίσταση στη μεταρρύθμιση των συντάξεων, τους ριζοσπαστικούς οικολογικούς αγώνες, την εξέγερση των φτωχών που υφίστανται φυλετικές διακρίσεις (όποιες και αν είναι οι μορφές ύπαρξής τους σε ολόκληρο τον κόσμο).

Αυτή η παράξενη τάξη, που την ονομάζουμε “προλεταριάτο”, συγκροτείται μόνο από την αμφισβήτηση, από όλους τους καταπιεσμένους/εκμεταλλευόμενους, αυτού που τους ορίζει και όχι από τα αιτήματά του ενός ή του άλλου ως τέτοιων7.

R.S

2/7/23

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://dndf.org/?p=20989.

2 Στμ. Κεντρικό στοχείο της ανάλυσης της εξέλιξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής υπό το πρίσμα της κομμουνιστικοποίησης.

3 Στμ. Κομβικό ερώτημα για την κατανόησης της τωρινή συγκυρίας και του κατά πόσον σηματοδοτεί το άνοιγμα ενός καινούριου κύκλου αναδιάρθρωσης και αγώνων.

4 Στμ. Η λεπτότητα της διαλεκτικής σκέψης επί τω έργω: η νόμιμη βία δεν είναι “του κράτους”, όπως θέλει το δικό μας κλισέ. Η βία είναι η βία της αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή βία που υλοποιείται στις σχέσεις που διασφαλίζουν την αναπαραγωγή του. Το κράτος είναι ο “μετασχηματιστής” της βίας που διατρέχει την ίδια την ταξική πάλη, τη βία του εγγενούς στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ταξικού ανταγωνισμού, σε “νόμιμη” βία της κατίσχυσης του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης.

5 Στμ. Εδώ αναδεικνύεται εύγλωττα η διαλεκτική σχέση του εργατικού κινήματος με το ίδιο το δημοκρατικό Κράτος, τόσο στη στη συγκρότηση και εξέλιξή του όσο και με τη διάλυση του, τη διάλυση των θεσμών, διαδικασιών και της πολιτικής του λειτουργίας. Διαλεκτική ως αλληλοκαθορισμός, ως εναγκαλισμό κεφαλαίου και εργασίας, ενσαρκωμένου στις λειτουργίες του Κράτους και την ενσωμάτωση της εργασίας σε αυτό. Η διάλυση των θεσμών και διαδικασιών του εργατικού κινήματος αντανακλάται έτσι ακέραια στην αντίστοιχη κρίση των κρατικών θεσμών και λειτουργιών. Όταν ένα “κοινωνικό συμβόλαιο” καταρρέει είναι σαν να λέμε ότι καταρρέει συνολικά η κοινωνία που συγκροτούν οι σχέσεις των συμβαλλόμενων.

6 Στμ. Μιλώντας σοβαρά για εκφασισμό, και σαν πτυχή της διαλεκτικής εργατικού κινήματος και Κράτους που θίξαμε προηγουμένωνς, είναι σημαντικό να δούμε ότι και η κρίση της αριστεράς είναι κρίση του δημοκρατικού Κράτους. Δεν πρέπει να ταυτίζουμε λανθασμένα όπως κάνουν διάφοροι, τον εκφασισμό ως μια “εκτροπή” του “νεοφιλελευθερισμού” ή μιας “αυταρχικής δεξιάς”. Ο εκφασισμός είναι θεμελιώδης έκφραση της κρίσης του δημοκρατικού Κράτους και όχι μια μορφή του. Δεν είναι τετριμένο να μιλάμε για “ολοκληρωτικό” Κράτος σήμερα. Η κρίση του Κράτους είναι κρίση του δημοκρατικού Κράτους, γεννημένου από το μεταπολεμικό συμβόλαιο της ενσωμάτωσης της εργασίας στο Κράτος, δηλαδή της ολοκλήρωσης θεσμών και διαδικασιών του εργατικού κινήματος στο δημοκρατικό Κράτος. Έτσι η κρίση του δημοκρατικού Κράτους σήμερα, εμπεριέχει οργανικά, στην πραγματικότητα παράγεται και παράγει, την κρίση της ίδιας της αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, στην πραγματικότητα και των δεξιών φιλελεύθερων πολιτικών σχηματισμών. Η αριστερά διαχρονικά αποτέλεσε απαραίτητο στοιχείο της συγκρότησης της εθνικής ενότητας για το δημοκρατικό Κράτος. Ότι αυτός ο ρόλος σήμερα φθίνει διαρκώς, ότι η αριστερά μοιάζει να πλεονάζει και να μην είναι απαραίτηση στην ανανέωση αυτής της εθνικής ενότητας, όπως ακριβώς το “εργατικό κίνημα” δεν μπορεί πλέον να παίξει κανέναν σημαντικό ρόλο ως “κοινωνικός εταίρος”, αυτές είναι καθοριστικές πτυχές της κρίσης του δημοκρατικού Κράτους και του περαιτέρω κοινωνικού εκφασισμού σε ολόκληρη τη Δύση.

7 Στμ Και αυτή είναι η πραγματική διάσταση ανάμεσα στην δυναμική της κοινωνικής ριζικής αλλαγής, της επανάστασης, από τον ρεφορμισμό. Ο ορίζοντας της επανάστασης αρχίζει μόνο από το σημείο της ριζικής αμφισβήτησης του τι είμαστε ως καταπιεσμένοι και εκμεταλλευόμενοι, της επιλογής να το αρνηθούμε, να ζήσουμε ριζικά αλλιώς, και όχι απλά να το βελτιώσουμε.

Η μελαγχολία των εκλογών

qutopic

το κείμενο σε pdf

Εκλογές 2023. Διάχυτη θλίψη και κατήφεια στον “προοδευτικό” κόσμο (ακόμα και κομμάτια του χώρου, δυστυχώς) για την συντριβή του Σύριζα και λοιπών αριστερών δυνάμεων! “Θρήνος της αριστεράς”, λέει ο Βαρουφάκης.

Μετά το πρώτο σοκ, εναγώνια ερωτήματα; Πού οφείλεται η συντριβή του Σύριζα; Τιμώρησε, λένε, ο λαός τον Σύριζα γιατί “πρόδωσε το αντιμνημόνιο”, ιδιαίτερα εκείνο το “περήφανο ΟΧΙ” του περιβόητου δημοψηφίσματος του Ιούλη του 2015. Με τη δεξιά και την ακροδεξιά να “επελαύνουν”, με την αριστερά διαλυμένη, μήπως ήρθε η στιγμή να φύγουμε από τη χώρα;

Και κάπου εδώ συνειδητοποιείς ότι χρειάζεται ένα reality check! Καλά, να καταλάβουμε ότι τιμώρησε ο λαός τον Σύριζα για την “προδοσία”. Αλλά αυτόν τον Βαρουφάκη, που έφερε το “ΟΧΙ” στη Βουλή το 2019, και το υπερασπίστηκε ακόμα πιο περήφανα, γιατί τον τιμώρησε; Και, διάολε! Αφού τους τιμώρησε αυτούς (και ένα σωρό ακόμα πιο γραφικούς αντιμνημονιακούς) προφανώς επειδή δεν ήταν αρκετά αντιμνημονιακοί και/ή αρκετά αριστεροί, γιατί ψήφισε και επιβράβευσε τις κατεξοχήν μνημονιακές και δεξιές δυνάμεις, δίνοντας 41% σχεδόν στη ΝΔ και κοντεύοντας να “αναγεννήσει” αυτό το “εις διπλούν” Κίνημα, το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής;

Το όλο πράγμα αρχίζει να μην βγάζει νόημα οπότε για να βεβαιωθούμε ότι δεν μας έχει καταπιεί κάποια “εικονική” πραγματικότητα, πήραμε τα διαλεκτικά μας εργαλεία για να στοχαστούμε κάπως την κατάσταση. Και κυρίως, αρχίσαμε να θυμόμαστε, καθότι αν δεν θυμάσαι, τουλάχιστον τα βασικά, νόημα δεν πρόκειται να βγει!

Περασμένα μεγαλεία!

Πάμε πίσω λοιπόν, στο μακρινό 2011. Στο απόγειο των “πλατειών” και του αντιμνημονίου. Που είχε φτάσει στο σημείο ακόμα και να ακυρώσει την εθνική παρέλαση στις 28 Οκτωβρίου στη Θεσαλλονίκη, αναγκάζοντας ολόκληρο Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε φυγή! Τα ύστερα του κόσμου! Η αριστερά ζητωκραύγαζε. Βέβαια δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στη σύνθεση του πλήθους που χάλασε την εθνική φιέστα, ενός πλήθους που έβριθε “πατριωτικών στοιχείων”, τουτέστιν εφέδρων αξιωματικών, αποστράτων και βάλε.

Κάπως έτσι χαλκεύτηκε ο εθνικός κορμός που έγινε το πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο του “αντιμνημονίου”. Αλλά τι ήταν το αντιμνημόνιο; Στην υλική του βάση μια συμμαχία κοινωνικών στρωμάτων που χτυπήθηκαν σκληρά από την κρίση και την χρεοκοπία του 2010 αλλά δεν αναζητούσαν διέξοδο μέσα από κάποια ρήξη με το κεφάλαιο και το κράτος του. Αντίθετα, ζητούσαν από αυτά τη διάσωσή τους. Τη διάσωσή τους ως εγγυητή και διακυβεύματος, ταυτόχρονα, της κοινωνικής συνοχής και ειρήνης που εγγυάται την ομαλή αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Την ηγεμονία στη συμμαχία αυτή την είχαν οι πιο “πατριωτικές” μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου, αυτές που πλήττονταν περισσότερο από τον διεθνοποιημένο χαρακτήρα του κεφαλαίου και από πτυχές των μνημονιακών πολιτικών. Η αριστερά πάντα ένιωθε συγγένεια και διεκδικούσε συμμαχίες με αυτές τις μερίδες, γαλουχημένη με τις προοπτικές ενός καπιταλισμού με εντονότερες κρατικιστικές και εθνικές πινελιές. Τα συμφέροντα μιας τέτοιας συμμαχίας έπρεπε προφανώς να επενδυθούν ιδεολογικά μέσα από ένα αφήγημα που ήθελε το αντιμνημόνιο ένα “ριζοσπαστικό” και “αντισυστημικό” κυβερνητικό σχέδιο σωτηρίας, ιδεολογικό έργο που ανέλαβε, φυσικά, η αριστερά, αφού η σωτηρία “του λαού και της “πατρίδας” είναι προνομιακό της πεδίο.

Γιατί τι άλλο ήταν τα Μνημόνια από μια σύγχρονη μορφή “υποδούλωσης”, στην οποία καταδίκασαν τον “περήφανο” ελληνικό λαό οι ξένοι δανειστές/δυνάστες; Αυτοί καταργήσανε την “εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία μας”, μάς έκαναν χώρα υπό κατοχή, “χρεοδουλοπαροικία”, που λέει ακόμα ο Βαρουφάκης. Δεν είναι λοιπόν ο αγώνας μας “εθνοαπελευθερωτικός”, εφάμιλλος ενός καινούριου ’21, μιας καινούριας “εθνικής αντίστασης”;

Το πατριωτικό κάλεσμα δεν αφορούσε βέβαια μόνο τους αριστερούς πατριώτες. Είναι δυνατόν να αποκλειστούν από τον εθνικό κορμό οι δεξιοί και εθνικιστές; Όλοι οι πατριώτες χωρούσαν στο χωνευτήρι του “εθνικο-απελευθερωτικού” αγώνα που συμπύκνωνε το αντιμνημόνιο. Για αυτό, παρ’ όλο που και οι δύο εκλογικές αναμετρήσεις, μετά την πτώση της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ το 2012, ανέδειξαν το “φαινόμενο Σύριζα” ως την κυρίαρχη συνιστώσα του αντιμνημονίου, ήταν στην ίδια συγκυρία που οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής (και οι ακροδεξιοί των ΑΝΕΛ) δημιουργούσαν το δικό τους “φαινόμενο”. Το “υπονοούμενο” αυτής της “περίεργης” σύμπτωσης η αριστερά – και δη η επίδοξη “κυβερνώσα” – έκανε ότι δεν το καταλάβαινε. Δήλωνε “αιφνιδιασμό” και “ανησυχία” ενώ ήξερε πολύ καλά ότι αυτές οι “συμπτώσεις” δεν ήταν παρά η απόδειξη ότι το υποκείμενο του αντιμνημονίου ήταν ο ένας και αυτός αντιδραστικός εθνικός κορμός, που με το ένα χέρι μούτζωνε τον Σόιμπλε και με το άλλο μαχαίρωνε μετανάστες και αντιφασίστες.

Άλλωστε, η αριστερά, και η πλειοψηφία του κινήματος, μαγεύονταν ήδη από την ιδέα ότι κάλπαζαν προς την εξουσία για να δικαιώσουν επιτέλους τον πόθο του “λαού” για την “ανατροπή των Μνημονίων” και την ανάκτηση της “εθνικής ανεξαρτησίας”. Δηλαδή, εκεί που απέτυχαν κοινωνικές εξεγέρσεις με τίμιες προθέσεις, θα πετύχαινε ο Σύριζα που φούσκωσε αφομοιώνοντας το μισό ΠΑΣΟΚ!

Εν πάσει περιπτώσει, όταν είναι κανείς στην αγκαλιά των εθνικών ιδεωδών, αποκοιμιέται εύκολα και βλέπει όμορφα όνειρα. Έτσι, χωρίς να το πολυβασανίσει, το κίνημα ψήφιζε αναφανδόν Σύριζα τον Γενάρη του 2015 και μεθούσε (μαζί με την υπόλοιπη ευρωπαϊκή αριστερά, εξίσου διορατική με την καθημάς!) με την νίκη της αριστεράς, που ήταν η δική του ήττα. Ότι, μέσα σε όλο αυτό το θριαμβευτικό κλίμα, η (υπόδικη) Χρυσή Αυγή εξακολουθούσε να μπαίνει εμφατικά στη Βουλή, συνέχισε να προκαλεί απλά “αμηχανία” και “ανησυχία”.

Και διηγώντας τα να κλαις! Όταν χάνεις νικώντας…

Αναπόφευκτα, το κίνημα βραχυκύκλωσε από την πρώτη στιγμή του εκλογικού θριάμβου, αφού αντί κυβέρνησης της ριζοσπαστικής αριστεράς, μάς προέκυψε ένα αριστερο-ακροδεξιό “υβρίδιο”, ονόματι “Συριζανέλ”! Τι υβρίδιο, τερατούργημα! Πιάστηκε εξ απήνης η μη-κυβερνώσα αλλά στηρίζουσα αριστερά! Κάποιοι άρχισαν να μουρμουρίζουν ήδη για προδοσία (ξέρετε, η “άκρα” αριστερά!) αλλά, εντάξει, ας μην τα παρατήσουμε με την πρώτη μόλις δυσκολία.

Το σοκ ήταν και πάλι αποτέλεσμα της αντεστραμμένης πραγματικότητας στην οποία αναγκαστικά πρέπει να ζει μια αριστερά που είναι αριστερά του κεφαλαίου. Είναι τα ζωτικά ψεύδη που την συντηρούν. Γιατί, για οποιονδήποτε έβλεπε την πραγματικότητα “όρθια στα πόδια της”, αυτό το αριστερο-ακροδεξιό “υβρίδιο”, εικόνα και ομοίωση του εθνικού κορμού του αντιμνημονίου, ήταν ακριβώς η κυβέρνηση που του αντιστοιχούσε. Ταυτόχρονα, ήταν μια εξαιρετικά ειρωνική και πανούργα χειρονομία της ιστορίας.

Στην πραγματικότητα, η ιστορία ετοίμαζε ένα ακόμα μεγαλύτερο σοκ για την αριστερά και το κίνημα. Την αδιανόητη “προδοσία” του περιβόητου Δημοψηφίσματος του Ιούλη του 2015 και τη διαβόητη μετατροπή του “περήφανου ΟΧΙ” σε “ταπεινωτικό ΝΑΙ”. Εδώ τα όποια αναλυτικά εργαλεία της αριστεράς κατέρρευσαν εντελώς.

Καμμιά “μαγική μετατροπή” του “ΟΧΙ” σε “ΝΑΙ” δεν υπήρξε καθώς, οργουελικά κάπως, το ΟΧΙ ήταν από την αρχή ΝΑΙ, ήταν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος (και, πραγματολογικά μιλώντας, το “δίλημμα” του Δημοψηφίσματος ήταν όντως μεταξύ δύο εκδοχών Μνημονίου). Το αντιμνημόνιο δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει ως πρόταγμα την κατάργηση των Μνημονίων, αφού τα Μνημόνια, δηλαδή η καπιταλιστική αναδιάρθωση, ήταν ο βασικός στόχος και το αναγκαίο μέσο όλων των μερίδων του κεφαλαίου για τη διάσωση και ανάταξή τους από την κρίση. Ούτε αντισυστημικό μπορούσε να είναι, αφού κοινωνικά ο ορίζοντάς του ήταν η διάσωση του εθνικού κορμού από το κράτος και το κεφάλαιό του μέσα από μια κατά το δυνατόν “εθνικά υπερήφανη” διαπραγμάτευση, που θα μετρίαζε κάπως την ένταση της αναδιάρθρωσης. Το αντιμνημόνιο ήταν η αντεστραμμένη αποδοχή των Μνημονίων, που εμφανιζόταν ως άρνησή τους μόνο στο φενακισμένο μυαλό των ζηλωτών του. Αυτοί είναι και οι μόνοι που, με μια έννοια, το “πρόδωσαν”, πιστεύοντας ότι είναι κάτι που δεν μπορούσε να είναι.

Ο ίδιος όμως ο εθνικός κορμός δεν νοιαζόταν για προδοσίες και τα συναφή. Ήξερε πολύ καλά ότι δεν επιθυμούσε καμμιά ριζοσπαστική ρήξη. Η αντισυστημικότητά του έφτανε μέχρι την ακύρωση της εθνικής παρέλασης στο όνομα της εθνικής παρέλασης. Θα μετρίαζε τις προσδοκίες του, αφού η “εθνικά υπερήφανη” διαπραγμάτευση απέτυχε παταγωδώς και θα έδινε, στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015, μια ακόμα ευκαιρία στους Συριζανέλ να σώσουν κάπως την παρτίδα.

Δυστυχώς, όμως, ακόμα και αυτές οι μετριασμένες προσδοκίες του εθνικού κορμού διαψεύστηκαν. Αν και η γραμμή μιας “έντιμης”, έστω, συνθηκολόγησης είχε καταρρεύσει εντελώς, ο Σύριζα συνέχιζε να μιλά για την κοινωνική επικαιρότητα, δήθεν, του αντιμνημονίου, προσπαθώντας πάλι με οργουελικά τερτίπια να πείσει ότι η κατάργηση των Μνημονίων δεν ήταν παρά η “έξοδος” από αυτά, δηλαδή ότι θα καταργούσε τα Μνημόνια εφαρμόζοντάς τα μέχρι κεραίας!

Έτσι, στο όνομα της “κατάργησης των Μνημονίων”, ο Σύριζα αποδείχτηκε βασιλικότερος του βασιλέως στην υλοποίηση της καπιταλιστικής επίθεσης, Η αναδιάρθωση ήταν εξαιρετικά σκληρή, ξεζουμίζοντας και τις μερίδες του ίδιου του εθνικού κορμού. Αυτό ήταν πραγματικά που θα σφράγιζε εφεξής την πολιτική μοίρα του Σύριζα για τα καλά, γιατί ο εθνικός κορμός δεν αρέσκεται ιδιαίτερα στα οργουελικά παράδοξα.

Αυτή ήταν η σκληρή υλική και ιδεολογική συνθήκη της ήττας του αντιμνημονίου, ήδη από το 2015, καθώς και της αριστεράς, που το προέβαλε ως σχέδιο εθνικής σωτηρίας. Όσο και να προσπαθούσε η αριστερά να συντηρήσει ένα ριζοσπαστικό “άλλοθι” της ήττας μέσα από ιδεολογήματα περί ατιμωτικής “προδοσίας” του Σύριζα και κοινωνικής κριτικής, δήθεν, “από τα αριστερά”, η ήττα αυτή δεν είχε τίποτα το “αριστερό”. Δεν αφορούσε καθόλου τα προλεταριακά και πληβειακά στρώματα τα οποία έτσι και αλλιώς όχι απλά δεν εξέφραζε, στην πραγματικότητα τα εξαθλίωσε με ανηλεή τρόπο. Η ήττα της αριστεράς ήταν η αποτυχία της να διατηρήσει την θέση της ως βασικού πολιτικού πυλώνα της εθνικής ενότητας, η αποτυχία της να δικαιώσει τις προσδοκίες του αντιμνημονιακού εθνικού κορμού.

Η αποτυχία αυτή αποτυπωνόταν, πρώτα απ’ όλα, στις αλλαγές στον ίδιο τον εθνικό κορμό, ο οποίος αεικίνητος, βιώνοντας και μεταβολίζοντας τις κονωνικές δυναμικές χωρίς τη διαμεσολάβηση της πολιτικής, άρχισε να αναζητεί αλλού την καινούρια του ενότητα, από τη στιγμή που στον ορίζοντα δεν φαινόταν καμμιά αχτίδα υλικής σωτηρίας. Η έκρηξη ρατσισμού με τη λεγόμενη “μεταναστευτική κρίση” του 2015, με τις κραυγές για τους “εκατοντάδες χιλιάδες λαθροεισβολείς”, και ο παροξυσμός με την συμφωνία για το “Μακεδονικό”, έκαναν ξεκάθαρο, σε όποιον ήθελε να το δει, ότι η εθνική ενότητα κινούνταν προς ατραπούς κάθε άλλο παρά αριστερούς ή προοδευτικούς.

Αντίθετα, οι κοινωνικές μεταβολές, καθιστούν την αριστερά όλο και πιο περιττή, ή, ισοδύναμα, όλο και λιγότερο αναγκαία, για την αναδυόμενη νέα εθνική ενότητα. Αυτό εκφράζεται και με την αριθμητική πλέον ήττα της αριστεράς στις εκλογές του 2019.

Εν ολίγοις, ο εθνικός κορμός μετατοπίζεται όλο και περισσότερο προς το μαύρο, ιδιαίτερα με τις καθοριστικές τομές της πανδημίας και της μετα-πανδημίας. Η αριστερά, όμως, βλέπει σε όλα αυτά απλά μια δεξιά “στροφή”.

Παρέκβαση: πόσο γρήγορα εκφασίζεται μια κοινωνία;

Δεξιά στροφή; Αυτό είναι πραγματικά ευφημισμός. Εμείς, σε όλη αυτή τη δεκαετία, και βάλε, έντονων κοινωνικών αλλαγών βλέπουμε εντεινόμενο εκφασισμό, όχι απλά “δεξιά στροφή”. Και αυτό είναι σοβαρό ζήτημα, για το οποίο αξίζει να μιλήσουμε έστω και συνοπτικά.

Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και στη χώρα της “ιδεολογικής ηγεμονίας” της αριστεράς, ο εκφασισμός έχει ιστορία δεκαετιών. Θα το πούμε χωρίς περιστροφές. Αν υπήρξε επαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα, αυτό ηττήθηκε συντριπτικά στον εμφύλιο. Μιλάμε για την πρακτική ήττα, των ανθρώπων που πίστεψαν και αγωνίστηκαν. Γιατί ιδεολογικοπολιτικά η αριστερά είχε ηττηθεί ουσιαστικά σχεδόν εν τη γενέσει, από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 (αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα).

Ο εκφασισμός της ελληνικής κοινωνίας είναι, κάπως, παράλληλος με την ήττα των επαναστατικών ιδεών στην Ελλάδα και της ύπαρξης ενός κράτους με έντονες φασιστικές πτυχές για πολλές δεκαετίες. Ιδιαίτερα στην περίοδο μετά την “εθνική” (sic) αντίσταση, ενώ στην κοινωνία κυριαρχεί η σαπίλα της πειθάρχησης με φυλακίσεις, εξορίες, φακελώματα και εμπέδωση της ρουφιανιάς, η αριστερά, προσαρμοζόμενη όλο και περισσότερο στις ανάγκες της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, αντί να βλέπει τον διάχυτο αυτό εκφασισμό, καλλιεργεί τη φενάκη ενός “λαού” φύσει, λες, “προοδευτικού” και “αντιστασιακού”, φενάκη που χτίζεται ακριβώς γύρω από την εξιδανίκευση της εθνικής αντίστασης.

Αλλά, και μετά την μεταπολίτευση, η ελληνική κοινωνία συντηρητικοποιείται όλο και περισσότερο. Ας σκεφτούμε μόνο αυτό: ποια πολιτική δύναμη αναδείχτηκε από την πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης; Δεν ήταν φυσικά, η αριστερά. Ήταν το ΠΑΣΟΚ, ένας αχταρμάς “σοσιαλδημοκρατίας”, τριτοκοσμικού “σοσιαλισμού” και εθνολαϊκισμού με βασικό σύνθημα η “Ελλάδα στους Έλληνες”. Αυτή η πολιτική δύναμη σάρωσε και ουσιαστικά αφομοίωσε την πλειοψηφία της αριστεράς της εθνικής αντίστασης, προσφέροντας εκείνο το αριστερό αφήγημα που θα διαμόρφωνε τον νέο εθνικό κορμό της εθνικής επανεκκίνησης, δηλαδή της επανεκκίνησης του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου στην καινούρια αυτή ιστορική περίοδο.

Αυτός ο εθνικός κορμός παρήγαγε τους “αγανακτισμένους” πολίτες στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και κυρίως την άθλια πλειοψηφία που ξέρασε αστείρευτο δηλητήριο και βία στους μετανάστες και τις μετανάστριες που κατέφυγαν εδώ από την Αλβανία και άλλες χώρες του “υπαρκτού σοσιαλισμού” στη δεκαετία του 1990. Ο εκφασισμός είχε χτυπήσει “κόκκινο” αρκετά πριν μπούμε στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, πριν αιφνιδιαστούμε από το φαινόμενο “Χρυσή Αυγή” (η οποία παρεμπιπτόντως ξαναπλάσαρε με νόημα το Πασοκικό σύνθημα “Η Ελλάδα στους Έλληνες”).

Ο εκφασισμός της ελληνικής κοινωνίας είναι μια διαδικασία που έρχεται από πολύ μακριά και, όπως φαίνεται, έχει πολύ μέλλον. Η αριστερά εξακολουθεί, όμως, να αναπαράγει τον μύθο ενός εξ ορισμού “προοδευτικού λαού”, παράγοντας έτσι μόνο οξύμωρα: πώς είναι δυνατόν να φαντασιώνεται κανείς ότι μια κοινωνία ουσιαστικά συντηρητική, με σταθερά βαθιές ρατσιστικές, πατριαρχικές και αντιδραστικές αντιλήψεις, να κάνει ξαφνικά, εν έτει 2015 ας πούμε, σημαία της “αριστερά ριζοσπαστικά” προτάγματα και να οδεύει σε “αντισυστημικές” ρήξεις; Προφανώς μιλάμε για πλήρες διαζύγιο από την πραγματικότητα. Στην ουσία, όμως, αυτό ήταν το αναγκαίο ιδεολόγημα για να υποστηριχτεί η αριστερή φενάκη για τον δήθεν “ριζοσπαστικό” και “αντισυστημικό” χαρακτήρα του αντιμνημονίου.

Τι απομένει από μια ήττα;

Η αλήθεια είναι ότι οι απαιτήσεις από το αντιμνημόνιο ήταν μεγάλες. Γενικά, είναι δύσκολο να οικοδομηθεί η εθνική ενότητα πάνω στο πεδίο της οικονομίας, όταν κάτι τέτοιο απαιτεί παραχωρήσεις και κάποια ωφέλη και στα φτωχότερα κομμάτια της κοινωνίας, τους εργάτες και τους προλετάριους, που πρέπει και αυτά (όντας η πλειοψηφία της κοινωνίας) να χωράνε κάπως στον εθνικό κορμό. Όμως, δυστυχώς, για τους απανταχού σοσιαλδημοκράτες και αριστερούς, καμμιά μερίδα του κεφαλαίου, εν μέσω βαθιάς κρίσης, δεν γουστάρει να ανανεώσει κανένα “κοινωνικό συμβόλαιο” που να βελτιώνει, έστω και ελάχιστα, τη θέση των “λαϊκών” στρωμάτων. Δεν το γούσταρε ούτε το 2015, δεν το γουστάρει, πολύ περισσότερο, τώρα.

Συνεπώς, το αντιμνημόνιο δεν θα μπορούσε να έχει ποτέ τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα ενός νέου “κοινωνικού συμβολαίου” ή τον στόχο να διασώσει τους “πολλούς”. Οι ευνοούμενοι θα ήταν λίγοι σχετικά, και συγκεκριμένοι. Η εθνική ενότητα έπρεπε να συγκροτηθεί πατώντας οικονομικά πάνω στους περισσότερους “μη προνομιούχους”. Η αναδιάρθωση πέρασε οδοστρωτήρας, λίγοι ωφελήθηκαν, τα θύματα είναι τα γνωστά και δεν νοιάζονται και πολλοί για αυτά: οι πιο προλετάριοι, οι πιο φτωχοί, οι πιο μετανάστες, οι πιο αδύναμοι.

Η νέα φάση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, στην εποχή της πανδημίας και μετα-πανδημίας, κάνει αυτή τη ρήξη εθνικής ενότητας και οικονομικών αιτημάτων ακόμα πιο οριστική. Το κράτος πρόνοιας αυτής της φάσης (όπως συνέβη την τετραετία 2019-2023, και μάλιστα “εκτός Μνημονίων”) είναι το κράτος των κάθε λογής επιδομάτων και “pass” (και, ακόμα και αυτό, δεν είναι δεδομένο).

Στο πλαίσιο μιας διαφαινόμενης κρίσης της παγκοσμιοποίησης και ενός αβέβαιου διεθνούς, ουσιαστικά εμπόλεμου, περιβάλλοντος. το ελληνικό κράτος και κεφάλαιο βλέπουν, πιθανόν, κάποια περιθώρια αναβάθμισης. Όμως, η εθνική ενότητα που αντιστοιχεί σε αυτές τις βλέψεις δεν μπορεί να οικοδομηθεί πάνω στο αντιμνημονιακό ιδεολόγημα περί “αναδιανομής σε όφελος του λαού”. Ο εθνικός κορμός (δηλαδή οι κοινωνικές διεργασίες που συγκροτούν την ενότητα του έθνους υπό το κράτος και το κεφάλαιό του) ψάχνει τα συγκολλητικά του στοιχεία πέραν της οικονομίας. Χρειάζονται οι “αυθεντικές” πατριωτικές δυνάμεις και αξίες.

Με άλλα λόγια, αυτό το ίδιο το διαχρονικό πεδίο του έθνους. Εθνικά θέματα, εθνικοί εχθροί, οι κλασσικές εθνικιστικές, ρατσιστικές, σεξιστικές, μισαλλόδοξες “αξίες”, βγαίνουν στην πρώτη γραμμή, με όλο και πιο επιθετικό τρόπο. Ο εκφασισμός βαθαίνει και απενοχοποιείται όλο και περισσότερο. Αυτή είναι η εξήγηση των “σοκαριστικών”, για την αριστερά, αποτελεσμάτων των δύο τελευταίων εκλογών. Κανείς δεν τιμωρεί την αριστερά επειδή δεν είναι αρκετά “αριστερή”, δεν υπάρχει κανένα “προοδευτικό” υποκείμενο που, απογοητευμένο από την αριστερά, στρέφεται στην ακροδεξιά. Αυτά είναι τα ζωτικά ψεύδη που αναμασά και πάλι η αριστερά για να αποκρύψει ότι η ήττα της είναι όχι, πια, η αποτυχία της να πρωταγωνίστησει, αλλά η αδυναμία της να παίξει έστω κάποιον ρόλο στην ανασυγκρότηση της εθνικής ενότητας στη νέα συγκυρία.

Η “χαλασμένη πυξίδα” της αριστεράς είναι στην πραγματικότητα η υπαρξιακή της αγωνία για το πώς θα τοποθετηθεί σε μια εθνική ενότητα που παίρνει ένα διαρκώς βαθύτερο μαύρο χρώμα. Γιατί, πλέον, δεν αρκεί, να θες “μισό φράχτη” στον Έβρο. Πρέπει να τον θες ολόκληρο. Δεν αρκεί να βγάζεις “λάδι” το ελληνικό Λιμενικό. Πρέπει να μην αφήνεις κανένα περιθώριο για ερωτηματικά σε σχέση με το έγκλημα του ελληνικού κράτους στην Πύλο.

“Σοκαρισμένη” από την “επέλαση” της ακροδεξιάς, η αριστερά καμώνεται πως δεν βλέπει τον βασικό ρόλο που έχει παίξει η ίδια στη διαδικασία του περαιτέρω εκφασισμού. Κάνει πως δεν καταλαβαίνει τάχα ότι η σημερινή εθνική ενότητα καλλιεργείται ακριβώς πάνω στη σήψη της προηγούμενης, αυτής του αντιμνημονίου. Κάνοντας, όλα αυτά τα χρόνια, όντας η ψυχή του αντιμνημονίου, τη βρωμοδουλειά για το ελληνικό κράτος και κεφάλαιο, η αριστερά πρωταγωνίστησε στην ενσάρκωση του πατριωτικού αριστερο-ακροδεξιού ιδεολογήματος ενός “έθνους/λαού” έτοιμου να τα βάλει με τους “ξένους”.

Και αν δεν μπορέσαμε να τα βάλουμε με τους Γερμανούς, και τους άλλους Ευρωπαίους, αυτούς τους “λαθρομετανάστες” τους έχουμε για πλάκα. Μπορούμε να τους πνίγουμε κατά εκατοντάδες ανοιχτά της Πύλου και με το ζόρι να μην το πανηγυρίζουμε. Μάλλον, κάνουμε κάτι πιο ακραίο, το γιορτάζουμε κυνικά κηρύσσοντας “εθνικό” – βεβαίως – πένθος. Και άμα χρειαστεί θα παλέψουμε για “δουλειές μόνο για Έλληνες” και σε “ελληνικά αφεντικά”. Ο εθνικός κορμός είναι “παρά πόδα” για κάθε “ασύμμετρη απειλή”.

“Έκλεισε ένας κύκλος”, είπε, με δραματικό τρόπο ο Τσίπρας, αναγγέλλοντας την παραίτησή του, τέσσερις μέρες μετά τις εκλογές του Ιουνίου. Και πράγματι, έτσι είναι. Αυτός ο κύκλος “αριστερών πειραμάτων” του εθνικού κορμού φαίνεται να κλείνει οριστικά. Αφήνει, όμως, έναν “ελέφαντα” στο δωμάτιο, μια αλήθεια που η αριστερά θέλει να αποκρύψει με κάθε τρόπο: η μαύρη κληρονομιά της εκολλαπτόμενης, ακόμα πιο ζοφερής, εθνικής ενότητας, που αφήνει πίσω της η περίοδος των (αντι)μνημονίων, είναι κατεξοχήν δική της.

Άκαιρες σκέψεις: σημειώσεις πάνω στην Επανάσταση και την Ουκρανία

του Andrew1,2

το κείμενο σε pdf

Πόλεμοι και κρίσεις, παρ’ όλο που αναστέλλουν την πραγματικότητα και μας ξαναθυμίζουν τόσο τον δοκιμαζόμενο, αλλά “εμμένοντα” καπιταλισμό, όσο και την ευθραυστότητά του, εμπνέουν επίσης πάντα και την ελπίδα μεταξύ των επαναστατών.

Να ξεφορτωθούμε το βάρος των νεκρών γενεών και να έχουμε επίγνωση της δύναμης των εθνικιστικών μύθων πρέπει να είναι το πρώτο βήμα για την πραγμάτωση του επαναστατικού δυναμικού της συγκυρίας μας. Από την προνομιακή θέση μας, στα χαμηλά της καμπύλης μιας μακράς οικονομικής πτώσης, που έφτασε σε μας μέσα από την καθοδική σπείρα της ενεργειακής κρίσης, εν αναμονή μιας αναπόφευκτης εξέγερσης αγανάκτησης, προσπαθώ να δω πώς θα μπορούσε να λυθεί αυτός ο γρίφος της ιστορίας.

Ακόμα και για να αποπειραθούμε μια ανάλυση της κρίσης πρέπει, αρχικά, να ξεκαθαρίσουμε το πλαίσιο συγκεκριμένων ζητημάτων: και γιατί η απάντηση κάποιων ερωτημάτων θα ήταν χάσιμο χρόνου και γιατί άλλα ερωτήματα μπορεί να αποδειχθούν πολύ πιο παραγωγικά. Αντί να κάνουμε κύκλους γύρω από τις παλιές μαρξιστικές αντιπαραθέσεις σχετικά με τον πόλεμο και τον εθνικισμό, θα ήταν πολύ καλλίτερο να τα δούμε σε ένα συγκείμενο και να εντοπίσουμε το πολιτικό μας τοπίο στον απόηχο της αποτυχίας κομμουνιστικών κινημάτων στο παρελθόν. Παρ’ όλο που οι αγώνες σήμερα έρχονται παντού αντιμέτωποι με την κληρονομιά του παλιού εργατικού κινήματος, ο μετασοβιετικός χώρος, ως μια υλική ενσάρκωση της ήττας του κομμουνιστικού ονείρου, μας αναγκάζει να αντιμετωπίσουμε κι εμείς αυτά τα ζητήματα κατά μέτωπο. Για να δικαιολογήσουμε τη μορφή της διερεύνησης, θα ακουμπήσουμε αναπόφευκτα τα ερωτήματα του ιστορικού περιεχομένου και της κομμουνιστικής στρατηγικής.

Πρώτα απ’ όλα, συζητήσεις που προσπαθούν να δώσουν μια ενιαία “αριστερή” απάντηση ξεκινούν στραβά. Η ικανότητα να αναγνωρίσουμε τις αδυναμίες των συνειδητών επαναστατών στην εποχή μας, αντί να διαλέγουμε να λειτουργούμε στο επίπεδο της γεωπολιτικής, θα μας επέτρεπε να διερωτήσουμε τις προοπτικές της επανάστασης σήμερα. Κατανοώντας την σημασία της αυθόρμητης δράσης, θα αφήναμε πίσω τις φαντασιώσεις για τις πρωτοπορίες. Μια ματιά σε ιστορικές εξεγέρσεις θα αποδείκνυε την μη προβλεψιμότητα των γεγονότων που παράγουν ρήξεις, και ότι ο ρόλος των υπαρχόντων οργανώσεων είναι να τα “προφτάσουν”. Αυτή η μη προβλεψιμότητα δεν θα πρέπει να θεωρηθεί λανθασμένα ως ολική απαισιοδοξία. Αν πρόκειται να υιοθετήσουμε τον μηδενισμό ως την πολιτική μας μέθοδο, υπάρχει ένας απλός τρόπος να αναγνωρίσουμε την βία που δεν θα κάνει τίποτα άλλο από το να μας οδηγεί πίσω στην κυκλικότητα της κυριαρχίας του μύθου. Τέτοια είναι η βία που προσανατολίζεται προς δοκιμασμένους και αποτυχημένους στόχους κινητοποίησης ενός εθνικιστικού πολέμου, που στοχεύει μόνο να ελιχθεί στα ποτάμια της γεωπολιτικής μοίρας. Η εναντίωσή μας στην φυσικοποιητική δύναμη του μύθου, που ενσαρκώνεται στον νόμο και το κράτος, δεν είναι μόνο μια κομμουνιστική προσπάθεια να τα ιστορικοποιήσουμε αλλά, επίσης, και η κομμουνιστική πρόθεση να ξεμπερδεύουμε με αυτά.

Συζητήσεις σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία βλέπουν πολύ συχνά το πολιτικό τους καθήκον ως του “να πείσουν”, φανταζόμενες ένα κοινό που θα μπορούσε να λύσει όλα μας τα προβλήματα με το που θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ένα εύλογο επιχείρημα, κάτι που είναι ενδεικτικό μιας παραγνώρισης των επαναστατικών διαδικασιών. Η επαναστατική διαπαιδαγώγηση δεν γίνεται μέσα από την πειθώ αλλά μέσα από το να συνταχθεί κανείς με τις δυνάμεις της αναρχίας. Μια επαναστατική ρήξη δεν περιλαμβάνει μόνο την ραγδαία αλλαγή των συνθηκών και το σμίλεμα καινούριων συνδέσεων αλλά συνεπάγεται, επίσης, μια παραγωγή καινούριων λύσεων που ήταν αδύνατον να προβλεφθούν εκ των προτέρων. Είναι η ανοιχτότητα προς αυτή την εφεύρεση νέων επαναστατικών μορφών οργάνωσης που μας κάνει κομμουνιστές, όχι σημαίες ή συνθήματα: και μια δράση είναι επαναστατική μόνο αν στο “άπλωμα” και την συνάντησή της με άλλα μέτρα, δείχνει προς την απελευθέρωση.

Αναγνωρίζοντας την σημασία του αυθόρμητου και της καινοτομίας στην επανάσταση θα μπορούσαμε να εγκαταλείψουμε τη μυθολογία του εργατικού κινήματος, στην οποία δυστυχώς τελματώνουν πάρα πολλές συζητήσεις αυτές τις μέρες. Αναγνωρίζοντας το ιστορικό “μάθημα” της διάλυσής του θα σήμαινε, τότε, την αναγνώριση της αποτυχίας του εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Αυτή η ιστορική αναγνώριση δεν μπορεί να επιτευχθεί στο αποξενωμένο περιβάλλον μιας πολιτικής ή ακαδημαϊκής πρωτοπορίας αλλά να βιωθεί ως όριο του νυσταγμένου μαζικού μας κινήματος που έρχεται αντιμέτωπο με τον σωρό των ατελείωτων πραγματωμένων σκουπιδιών που καλύπτουν τον πλανήτη μας. Ελπίζουμε ότι η παρούσα συνεισφορά μπορεί να συμβάλει στον “ηχοεντοπισμό” πιθανών διαδρομών απελευθέρωσης μέσα στο σκοτάδι της καθημερινότητας.

Στη διαμόρφωση της θέσης μας για τον πόλεμο, θα πρέπει να κατανοήσουμε τις αφετηρίες των περισσότερων σκέψεων στην ευρεία κομμουνιστική παράδοση σχετικά με τα έθνη. Με τον Λένιν και την σοσιαλδημοκρατική παράδοση εκείνης της περιόδου, η εθνική μορφή πολιτικής δικαιολογούνταν μόνο επειδή επέτρεπε να αναδείξει το περιεχόμενό της – μια βιομηχανική οικονομία – από την “οπισθοδρόμηση” στην “πλήρη ανάπτυξη”. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε ότι ο βιομηχανικός εκσυγχρονισμός δεν αποτελεί πλέον έναν επαναστατικό ορίζοντα, και η οικονομία και η πολιτική δεν μοιάζουν τόσο ξεκάθαρα διαχωρισμένες. Με εκατομμύρια ανθρώπους βυθισμένους στην φτώχεια και την ανεργία, και την εναπομείνασα βιομηχανική βάση διαλυμένη, πρώτα από την αποβιομηχάνιση και τώρα από τον πόλεμο, η καπιταλιστική ανάκαμψη στην Ουκρανία θα συνεπαγόταν την εκτόξευση της εκμετάλλευσης σε αστρονομικά επίπεδα. Η ουκρανική κυβέρνηση έχει δείξει με ευχαρίστηση τον δρόμο προς τα μπρος, παρέχοντας μια εντελώς ελάχιστη βοήθεια στους πρόσφυγες, χωρίς να έχει αναλάβει οποιοδήποτε πρόγραμμα στέγασης, περικόπτοντας “μη ουσιώδεις” δαπάνες από τον προϋπολογισμό και προειδοποιώντας για τον χειμώνα μπροστά: ο καθένας είναι μόνος του. Απλά, δεν υπάρχει καμμιά αριστερή πολιτική να αρθρωθεί εντός του κράτος, πόσο δε μάλλον τώρα. Πέρα από την Ουκρανία, υπάρχουν εκατομμύρια διαλυμένων οικογενειών εξαιτίας των κλειστών συνόρων, που έχουν γίνει δεκτοί με καλοσύνη που δεν επεκτείνεται στα θύματα των ευρωπαίων αποικιοκρατών. Ενώ, με την καλοσύνη των φιλελευθεροποιημένων συστημάτων εγκατάστασης προσφύγων, ρίχνονται σε έμφυλα διαχωρισμένη και επισφαλή εργασία.

Η δικαιολόγηση μιας παράδοσης στο ουκρανικό κράτος και στο ΝΑΤΟϊκο μπλοκ, στη βάση του εθνικού αυτοπροσδιορισμού, δεν σημαίνει μόνο ότι υπερεκτιμάς την επίδραστη της σύγχρονης Αριστεράς και το δυναμικό για μια χειραφετητική πολιτική εντός των ορίων ενός έθνους-κράτους. Σημαίνει επίσης ότι ονειρεύεσαι μια καλλίτερη διαχείριση αυτού του κόσμου των οντολογικών εθνικοτήτων, προσπαθώντας να γίνεις πιο πατριώτης από τους πατριώτες. Επιχειρήματα υπέρ της άμυνας φτάνουν σε πλήρη παράκρουση όταν στους προλετάριους, που εξεγείρονται εναντίον της αύξησης του κόστους ζωής σε ολόκληρο τον παγκόσμιο Νότο, τους λένε να αντέξουν αυτή τη δύσκολη κατάσταση για χάρη της Ουκρανίας. Η ταξική συνεργασία αναμένεται να επεκταθεί και πέραν της Ουκρανίας, “η μεγάλη πορεία μέσα από τους θεσμούς” έχει φτάσει στον “σταθμο” ΝΑΤΟ.

Έχοντας ξεκαθαρίσει τα ζητήματα του “πλαισίου”, οποιαδήποτε εύλογη ανάλυση θα απαιτούσε από μας να παρακάμψουμε τους “κατευναστές”: διάφορες δικαιολογίες που χρησιμοποιούνται από πολλές αριστερίστικες εκδόσεις για να αποφύγουν να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα της κατάστασης.

Πρώτα απ’ όλα, αφήνοντας στην άκρη όλες τις διεθνείς νομικίστικες μικροδιαφοροποιήσεις, που προσπαθούν μόνο και μόνο να μειώσουν την κλίμακα της καταστροφής, η Ρωσία διεξάγει μια γενοκτονία στην Ουκρανία. Αδιάκριτοι βομβαρδισμοί, που συχνά κατευθύνονται έτσι απλά εναντίον πολιτικών υποδομών, απελάσεις, βασανισμοί και εκτελέσεις, η σύνδεση μιας ολόκληρης εθνικής ομάδας που κρίνεται ότι χρήζει επανεκπαίδευσης, αν όχι καταστροφής, με τους Ναζί. Συνειδητοποιώντας την κλίμακα των φρικαλεοτήτων και την καταστροφικότητα του σύγχρονου πολέμου σημαίνει να μην υποθάλπουμε οποιεσδήποτε ψευδαισθήσεις ότι περισσότερα όπλα θα λύσουν το πρόβλημα. Μπορώ μόνο να ελπίζω ότι οι στόχοι και τα μέσα της ρωσικής εθνικιστικής επέκτασης είναι καθαρά σε όλους. Με τις αντάρτικες δράσεις των Ρώσων και των Λευκορώσων να μην απαιτούν ουσιαστικά κάποια δικαιολόγηση εν μέσω της δημοτικότητάς τους, θα προτιμούσα να εστιάσω στη “Δυτική” αντιπολεμική στρατηγική.

Το δεύτερο “μαλακτικό” που “νερώνει” τις αριστερίστικες θέσεις, έτσι ώστε να μην χρειάζεται να έρθουν αντιμέτωπες με δύσκολες επιλογές, το πρόσχημα περί μιας “έμμεσης” μόνο εμπλοκής των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου στον πόλεμο, θα πρέπει επίσης να απορριφθεί. Σήμερα, η Ουκρανία εξαρτάται από τη Δύση για τις βασικές ανάγκες του προϋπολογισμού και της βιομηχανίας της και οι παραδόσεις όπλων ακολουθούν ένα σχεδόν “just-in-time” προγραμματισμό που υπενθυμίζει το εύθραυστο της “υποστήριξης”. Η ουκρανική κυβέρνηση έχει δείξει πολλές φορές την ανικανότητά της να διαπραγματευτεί ανεξάρτητα και σχεδόν κάθε εβδομάδα πλέον ανακοινώνει με περηφάνια με ποιο τρόπο τα χτυπήματα, οι στόχοι και οι τακτικές επιλέγονται από μια από τις αμερικάνικες υπηρεσίες. Τη δύναμη της επιρροής των φιλοπόλεμων Δυτικών φραξιών την ανταγωνίζεται μόνο ένα αυξανόμενο εθνικιστικό κίνημα μέσα στην Ουκρανία, που ζει με αυταπάτες εθνικής αυτάρκειας, την οποία θα τροφοδοτεί έναν πόλεμος χωρίς τέλος.

Θα πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή στη μυθολογία αυτού του εθνικιστικού κινήματος. Εκτός από την ακροδεξιά μειοψηφία, που οδηγεί σε ασφυξία οποιαδήποτε αριστερή οργάνωση στην Ουκρανία και κάνει οποιεσδήποτε δημόσιες εκδηλώσεις, που θα έθεταν μια απειλή στην παρούσα τάξη, αδύνατη, υπάρχει επίσης ο κυρίαρχος πατριωτισμός. Κατά τα δέκα τελευταία χρόνια, η οικοδήμηση του Ουκρανικού έθνους έχει υποστεί μια συγκεκριμένη εντατικοποίηση. Αυτή η εντατικοποίηση δεν αποδίδεται μόνο στην “από τα πάνω προς τα κάτω” στρατηγική της κυβέρνησης (πραγματικά, οι περισσότεροι από τους Ουκρανούς προέδρους, υπουργούς και αναπληρωτές θα προτιμούσαν ένα διαφορετικό περιβάλλον). Μια προσεκτική διερεύνηση θα έδινε μια εικόνα ενός διάχυτου δικτύου σχέσεων εξουσίας που δεν είναι πάντα προσδεμένο σε θεσμούς και το οποίο συγκροτεί και συγκροτείται από τοπικές “υλοποιήσεις” σε σχολεία και πανεπιστήμια, πλατείες και πορείες στους δρόμους, αντιπαραθέσεις σε περιοδικά και νεανικές υποκουλτούρες. Η ανάληψη μιας τέτοιας έρευνας θα σήμαινε ότι θα πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά την μαζική δημοτικότητα του εθνικισμού και να αναζητήσουμε τρόπους να την υπονομεύσουμε, όχι να δρούμε εντός του.

Αντί να δεχόμαστε τις φιλελεύθερες υποκρισίες ότι το κίνημα του Euromaidan δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου από τον αναπτυσσόμενο τομέα των ΜΚΟ, ή να αρνούμαστε απλά την νομιμοποίησή του στη βάση της λαϊκής ψήφου, πρέπει να κατανοήσουμε τις αληθινά λαϊκές κινητοποιήσεις πίσω από τα εθνικιστικά κινήματα. Χωρίς να αγνοούμε τοπικούς παράγοντες και την σχετική ασημαντότητα τέτοιων γεγονότων, όταν λαμβάνονται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, θα βλέπαμε ένα δίκτυο διαδικασιών που αλληλοενισχύονται στην οικοδόμηση εθνικιστικών υποκειμενικοτήτων. Αυτή η διαδικασία υποκειμενοποίησης συμβαίνει παράλληλα με την πλήρη αποπολιτικοποίηση: το να είναι κανείς φασίστας ή αναρχικός στην Ουκρανία δεν είναι τώρα τίποτα διαφορετικό από το να είναι χούλιγκαν ή φανατικός οπαδός στο ποδόσφαιρο. Κρυμμένη πίσω από τη μάσκα αυτού του φαινομενικά “μετα-πολιτικού” τοπίου βρίσκεται μια μαζική μετατόπιση προς τα δεξιά.

Μια από τις εκφράσεις αυτής της μετατόπισης είναι η κατασκευή μιας εθνικιστικής ιστορικής μνήμης, η οποία συνεπάγεται πάντα μια κατασκευή ενός συγκεκριμένου είδους εθνικιστικού μέλλοντος. Η ύμνηση του ουκρανικού φασισμού στη δημιουργία ενός ηρωικού συμβόλου του Μπαντέρα, η εξιδανίκευση του ευγενούς Κοζάκου ως του ur-Ukrainian, μια μετατόπιση στην περιγραφή της επανάστασης του 1917 ως πραξικοπήματος και κατοχής μιας αιωνίως καθορισμένης Ουκρανίας, απόδοση στη λαϊκή φαντασία μιας από τις αντιφατικές εκφράσεις του δημοφιλούς μετεπαναστατικού κράτους εκβιομηχάνισης, όλα αποκτούν νόημα όταν ειδωθούν ως μέρος μιας στρατηγικής δημιουργίας των οντολογικά αθώων και έντιμων Ουκρανών. Ουκρανών που όχι μόνο απειλούνται πάντα από τους Ρώσους, και τους εσωτερικούς προδότες, αλλά συνήθως είναι επικίνδυνα κοντά στο να προδοθούν από τη Δύση. Το σπουδαιότερο για μας, είναι ένα όραμα αντιεξεγερτικό που θέτει το έθνος-κράτος ως ένα τελικό σημείο της ιστορίας και υπονομεύει οποιαδήποτε εξέγερση ως προδοτική – ως γενετικά Ρωσική. Είναι αυτός ο μύθος που έχει οδηγήσει στις επιθέσεις ενάντια στο “πλιάτσικο” στις περιοχές που είναι δίπλα στην πρώτη γραμμή του μετώπου την άνοιξη και που συνεχίζει να τροφοδοτεί το κυνήγι για προδότες σε όλες τις σφαίρες της δημόσιας ζωής.

Το καθήκον του επαναστατικού ντεφαιτισμού3 είναι να υπονομεύσει τους εθνικιστικούς μύθους στην πράξη και να υπερβεί τον δυϊσμό πόλεμος-ειρήνη: μόνο ένα κομμουνιστικό κίνημα θα μπορούσε να συγκροτήσει έναν διαρκώς διευρυνόμενο εχθρό του ιμπεριαλιστικού πολέμου, αντιστεκόμενο σε αυτόν όχι μέσω κάποιας άλλης εθνικιστικής κινητοποίησης αλλά υπονομεύοντας τις ίδιες τις συνθήκες της ύπαρξής του. Αντί να αποκαλούμε οποιαδήποτε αντίσταση άκαιρη και μη-πατριωτική, πρέπει να περιμένουμε εκρήξεις απογοήτευσης εντός του κράτους έκτακτης ανάγκης. Αλλά δεν θα πρέπει να βιαστούμε υπερβολικά για να διεκδικήσουμε ως κομμουνιστικό το πάρτυ της αναρχίας: ο πόλεμος είναι ο μεγαλύτερος υποκινητής μυθικής βίας, και πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε ένα σύγχρονο πογκρόμ και μια καθολικοποιητικής κομμούνας.

Ο επαναστατικός ντεφαιτισμός είναι το αντίθετο ενός παθητικού σχεδίου: μόνο ξεκινώντας από μια άρνηση να υπερασπιστούμε το κράτος μπορούμε να αρχίσουμε να αναπτύσσουμε τη μοναδική δύναμη ικανή να σταματήσει τον πόλεμο ως τέτοιον. Όταν ισχυριζόμαστε ότι οι πόλεμοι δεν μπορούν να κερδηθούν, δεν ισχυριζόμαστε την αδυνατότητα μιας αντεπίθεσης, αλλά την αδυνατότητα της απελευθέρωσης με τη χρήση των μέσων ενός συμβατικού πολέμου. Οι αριστεροί που κατατάσσονται σε έναν στρατό όχι μόνο “διαλύονται” σε μια θάλασσα από επιστρατευμένους και φασίστες αλλά, με τις περήφανες διακηρύξεις τους, δανείζουν υποστήριξη στον στρατό και τη γεωπολιτική διπλωματία ως νομιμοποιημένων εργαλείων επίλυσης των συγκεκριμένων προβλημάτων. Και στην προσπάθεια να ψάξουμε για τις “αιτίες” του πολέμου, δεν υπάρχουν δικαιολογίες για να εξακολουθεί να λειτουργεί κανείς με υποθέσεις για “φυσικές” εθνικότητες, γιατί έχουμε πλήρη επίγνωση ότι οι αποικιοκρατίες και οι φασισμοί δεν αποτρέπονται απομακρύνοντας τους αρχηγούς τους ή καταλαμβάνοντας μια χώρα, αλλά καίγοντας το έδαφος από το οποίο φυτρώνουν: έναν κόσμο εργασίας, φύλου και φυλής.

Ελπίζουμε ότι μετά από αυτές τις διευκρινίσεις, είναι καθαρό γιατί πρέπει να κοιτάμε προσεκτικά για σημάδια ακόμα και της μικρότερης εξέγερσης ενάντια στο κράτος και τον εθνικισμό και να προσπαθούμε να καταλάβουμε την πιθανότητα μετάδοσης και διάδοσής τους, πέρα από τα εθνικά σύνορα επίσης, καθώς οι οικονομικές συνέπειες του πολέμου διαχέονται όλο και πιο μακριά. Όσο συναρπαστικό και αν είναι να συζητάμε τις πιθανότητες ενός (αναγκαίου) διπλωματικού συμβιβασμού, δεν έχω να διαλέξω πλευρά ανάμεσα στις διάφορες φράξιες της αμερικανικής αυτοκρατορικής πολεμικής μηχανής, ένα ρωσικό γενοκτονικό εθνικιστικό κίνημα και την ουκρανική κυβέρνηση ή τα φασιστικά τάγματα. Η έκταση της δύναμης του χρηματιστικοποιημένου πολεμικού συμπλέγματος και ο εμπλεκόμενος θυμωμένος πατριωτιικός πληθυσμός σημαίνουν ότι πρέπει να ψάξουμε για δυνατότητες σε μια διαφορετική διάσταση. Αντί να ελπίζουμε για ένα καλλίτερο “αριστερό” κόμμα, πρέπει να ψάξουμε να αξιοποιήσουμε και να εκμεταλλευτούμε τις περιπτώσεις ατομικού και μαζικού πλιάτσικου, αποφυγής στράτευσης και λιποταξίας, χτυπημάτων που διατρυπούν κάθε πατριωτική αηδία που υπάρχει στην ατμόσφαιρα, τόσο στην Ουκρανία όσο και πιο πέρα. Αναγνωρίζοντας ότι η συνέχιση του status quo είναι η συνέχιση της καταστροφής, ότι ένα καλλίτερο έθνος-κράτος δεν είναι δυνατόν να χρησιμεύσει ως ένα σημείο μετάβασης στον δρόμο προς την επανάσταση, πρέπει να ριχτούμε σε μια έρευνα για άμεση λύτρωση. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι ότι αυτή η αναζήτηση μπορεί να αποδειχτεί δύσκολη και με απογοητεύσεις, είναι, όμως, αναγκαία.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://lefteast.org/untimely-thoughts-notes-on-revolution-and-ukraine.

2 Ο Andrew είναι κομμουνιστής από την Ουκρανία και συγγραφέας των “Γραμμάτων από την Ουκρανία” που δημοσιεύτηκαν στο Endnotes (δείτε Part I, Part II, και Part III) και στο Tous Dehors. Το παρόν άρθρο βασίζεται σε μια παρουσίαση που δόθηκε στο Woodbine της Νέας Υόρκης στις 10 Σεπτεμβρίου. [Στμ: τα “Γράμματαείναι διαθέσιμα στα Ελληνικά εδώ:].

3 Στμ. Επαναστατικός ντεφαιτισμός (revolutionary defeatism): η θεωρία που υποστηρίζει ότι σε περίπτωση που ένας πόλεμος που διεξάγεται είναι ιμπεριαλιστικός και από τα δύο μέρη, οι επαναστάτες και των δύο μερών θα πρέπει να προσπαθήσουν να μετατρέψουν τον εθνικό πόλεμο σε εμφύλιο, συναδελφωμένοι με τους στρατιώτες του “εχθρού” και ανατρέποντας τις αστικές κυβερνήσεις τους. Ο Λένιν έλεγε πως το προλεταριάτο πρέπει να εύχεται τη στρατιωτική ήττα της δικής “του” κυβέρνησης στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, με την έννοια ότι αυτή η ήττα θα διευκόλυνε την εξέγερση για την ανατροπή της άρχουσας τάξης.