Σταματήστε να ταυτίζετε την Ουκρανία με τους κατοίκους της

Critisticuffs1

το κείμενο σε pdf

Οι Ουκρανοί και άλλοι λαοί που ζουν στην επικράτεια της Ουκρανίας χρησιμοποιούνται και θυσιάζονται για τους στρατηγικούς στόχους άλλων: της Ρωσίας, της ΕΕ/ΝΑΤΟ και της Ουκρανίας.

Πούτιν”. Το ρωσικό κράτος βομβαρδίζει ουκρανικές πόλεις, σκοτώνοντας πολλούς ανθρώπους στη διαδικασία αυτή. Σκοτώνει και πολλούς άλλους με άλλα μέσα πρόκλησης “παράπλευρων απωλειών”. Επιπλέον, σπέρνει τον όλεθρο στις τοπικές υποδομές, αποκόπτοντας πολλούς από βασικές υπηρεσίες και εφόδια, αν είναι αρκετά τυχεροί να μην έχουν δεχτεί την άμεση επίθεση του ρωσικού στρατού. Το ρωσικό κράτος δεν έχει σαν πρόγραμμα να σκοτώνει Ουκρανούς επειδή είναι Ουκρανοί, αλλά τους σκοτώνει ως πόρους του ουκρανικού κράτους (και της ΕΕ/ΝΑΤΟ): τους σκοτώνει επειδή η Ρωσία θέλει να επισημάνει στο ΝΑΤΟ κάτι σχετικά με τις “κόκκινες γραμμές” του όταν το ζήτημα αφορά την τάξη της ειρήνης στην Ευρώπη και τις εγγυήσεις ασφαλείαw που το ίδιο απαιτεί.

Η Δύση”. Η ΕΕ άνοιξε τα σύνορά της στους Ουκρανούς πολίτες που ξεφεύγουν από την σύγκρουση. Σε συνοδευτικές διακηρύξεις το μπλοκ καθιστά καθαρό ποιος είναι ο πραγματικός αποδέκτης αυτής της χειρονομίας: Η Ρωσία. Η ΕΕ πανηγυρίζει τα κάπως ανοιχτά σύνορά της ως μια επίδειξη της δύναμης και της ενότητάς της2. Ξεχωρίζοντας προσεκτικά τον “όχλο στα σύνορά της σε Ουκρανούς πολίτες και μόνιμους κατοίκους (ευπρόσδεκτοι για έναν τουλάχιστον χρόνο), άλλους ανθρώπους προερχόμενους από την Ουκρανία (προσωρινά φιλοξενούμενους) και όλους τους άλλους (που απορρίπτονται), το μπλοκ ξεκαθαρίζει επίσης ότι οι ανθρωπιστικές καταστροφές απαιτούν έναν άξιο αντίπαλο για να μετρήσει ως τέτοια3. Δεχόμενη πρόσφυγες (σε τέτοιους αριθμούς) η ΕΕ διακηρύσσει ότι η ίδια έχει ευθύνη για την Ουκρανία. Η χρονική φύση της φιλοξενίας που παρέχεται – που αφήνει όσους διαφεύγουν από τον πόλεμο σε limbo – τονίζει περαιτέρω ότι η ΕΕ σκοπεύει να επιλύσει την κατάσταση στην Ουκρανία: σε όσους δίνεται καταφύγιο θα επανεγκατασταθούν στην Ουκρανία όταν εδραιωθεί εκεί μια λύση σύμφωνη με τις προτιμήσεις της ΕΕ. Η ΕΕ χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες για να υποστηρίξει την διεκδίκησή της για “μια θέση στο τραπέζι”.4 Ουκρανοί και άλλοι πρόσφυγες μετακινούνται εδώ κι εκεί από την ΕΕ σύμφωνα με τους στρατηγικούς υπολογισμούς της για το ουκρανικό κράτος (και άλλα). Εν τω μεταξύ, τα ίδια κράτη και ο σπουδαίος σύμμαχός τους, το ΝΑΤΟ, ενθαρρύνουν, εξυμνούν και κάνουν εφικτή υλικά την γενναιότητα της Ουκρανών να δώσουν τα πάντα – συμπεριλαμβανομένης της ζωής τους – στον πόλεμο του ελεύθερου κόσμου εναντίον της Ρωσίας, ενώ οι δεξαμενές σκέψης τους ζυγίζουν το κόστος της απώλειας της ζωής των Ουκρανών…για το ΝΑΤΟ5.

Ουκρανία. Ο ηγέτης της Ουκρανίας, πρόεδρος Ζελένσκι, κερδίζει διεθνείς επαίνους για την άρνησή του να δεχτεί το άσυλο που του προσφέρεται αλλού και τα υπερενθουσιώδη αιτήματά του για εφόδια και όχι εκκένωση. Αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή δεν είναι μια επιλογή που η ίδια του η κυβέρνηση είναι προετοιμασμένη να προσφέρει στον λαό της Ουκρανίας. Στη χώρα έχει κηρυχτεί στρατιωτικός νόμος και μια από τις πρώτες διαταγές του ήταν η απαγόρευση για τους άντρες με ηλικία από 18 έως 60 ετών να εγκαταλείψουν την Ουκρανία. Αυτοί οι άντρες, που είναι σε μάχιμη ηλικία, απαιτείται να μείνουν στην χώρα ώστε να είναι διαθέσιμοι να υπηρετήσουν στην άμυνα της χώρας6. Οι ζωές τους πρέπει να διακινδυνευτούν για το ουκρανικό κράτος, άσχετα από το τι σκέφτονται για αυτό το κράτος, είναι πόλεμος και, άσχετα από το αν είναι κάτι που θέλουν ή όχι, να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν για αυτό [το κράτος]. Έτσι, εκατομμύρια Ουκρανοί απαιτείται να παραμείνουν σε μια εμπόλεμη ζώνη. Ενώ η ουκρανική αντίσταση τιμάται ως ένας θρίαμβος του μαχητικού πνεύματος ενός λαού που αγαπά την ελευθερία, το φανερό γεγονός ότι το ουκρανικό κράτος χρησιμοποιεί τον πληθυσμό του με το ζόρι, ως έναν πόρο για να νικήσει τον αντίπαλο που απειλεί την ύπαρξή του, περνά σχεδόν ασχολίαστο.

Παρ’ όλα αυτά, η Ουκρανία και ο ηγέτης της δεν χρειάζονται να βασίζονται μόνο στην ωμή δύναμη για να κάνουν τους ανθρώπινους πόρους τους να “σηκώσουν” την μάχη. Υπάρχει τόσο μεγάλος αριθμός εθελοντών που τα γραφεία στρατολόγησης αναγκάζονται να τους διώχνουν. Περαιτέρω, ενθαρρυμένοι από το κάλεσμα στα όπλα από τον χαρισματικό τους πρόεδρο (και τους Δυτικούς πολιτικούς) ήδη, σύμφωνα με τις αναφορές, στις 5 Μαρτίου, 80.000 άτομα (κυρίως άντρες) μπήκαν στη χώρα από τη Δύση.

Από την πλευρά πολλών από όσους έχουν έρθει, ή μένουν, για να πολεμήσουν τους εισβολείς, αυτή η κίνηση ωθείται από μια θηριώδη ταχυδακτυλουργία: την ταύτιση του κράτους και του λαού του7. Για τους πατριώτες σε ολόκληρο τον κόσμο δεν χρειάζεται επιχείρημα για να πάρουν τα όπλα ώστε να υπερασπιστούν την χώρα τους, αν αυτή δεχτεί μια εισβολή. Μια επίθεση στη χώρα τους είναι μια επίθεση στους ίδιους, η ασφάλεια της χώρας είναι αυτό που κάνει και τους ίδιους ασφαλείς.

Αλλά και το αντίθετο είναι επίσης αλήθεια. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η ασφάλεια του ουκρανικού κράτους (έτσι εννοείται) επιτυγχάνεται εις βάρος της ζωής των Ουκρανών. Ουκρανοί θυσιάζονται για την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα του ουκρανικού κράτους υπό το σύνθημα “Ζήτω η Ουκρανία” και “Δόξα στους Ήρωες”.

Σε καιρό ειρήνης, η αγάπη που οι σύγχρονοι πολίτες έχουν για το κράτος τους αναφέρεται σε μια κοινωνική τάξη στην οποία είναι το κράτος που θέτει τα θεμέλια για την επιδίωξη των ατομικών συμφερόντων (με το καλά γνωστό αποτέλεσμα της φτώχιας για τους περισσότερους). Όμως η ετοιμότητα να θυσιάσουν τον εαυτό τους για το κράτος σε καιρό πολέμου αφήνει ακόμα και αυτό το συμφεροντολογικό κίνητρο πίσω.

Η Ουκρανία δεν έχει να προσφέρει ένα λαμπρό μέλλον στους πατριώτες της. Στις ομιλίες του, που τυγχάνουν θερμής υποδοχής, ο Ουκρανός πρόεδρος εκτελεί την αμυντική στρατηγική της Ουκρανίας. Η στρατηγική αυτή είναι έτοιμη να θυσιάσει τα πάντα και τον καθέναν στην Ουκρανία για την Ουκρανία8. Υποθέτοντας ότι δεν μπορεί να νικήσει έναν πόλεμο εναντίον της Ρωσίας, η στρατιωτική στρατηγική της Ουκρανίας είναι η κινητοποίηση ολόκληρης της κονωνίας της σε πολλαπλά αμυντικά “κύματα” μέχρι η “διεθνής κοινότητα” να δώσει ένα τελος στην σύγκρουση με όρους ευνοϊκούς για την Ουκρανία (εξ ου και η επιμονή στις ζώνες απαγόρευσης πτήσεων που θα τραβήξουν το ΝΑΤΟ σε μια άμεση αντιπαράθεση με τη Ρωσία). Το “τροπάρι” του προέδρου είναι ουσιαστικά το εξής: “πεθάνετε για την πατρίδα μέχρι να παρέμβει το ΝΑΤΟ”. Παρ’ όλα αυτά, το ΝΑΤΟ εξακολουθεί να διακηρύσσει ότι δεν θα παρέμβει άμεσα στον πόλεμο, αλλά προετοιμάζεται να υποστηρίξει έναν παρατεταμένο ανταρτοπόλεμο.

Είναι λοιπόν κάπως γκροτέσκο όταν Δυτικοί και Ουκρανοί αναρχικοί και άλλοι αριστεριστές προάγουν την ταύτιση ενός κράτους και των υπηκόων του, ενθαρρύνουν τους συντρόφους τους να θυσιαστούν – πρακτικά για το ουκρανικό κράτος, στο μυαλό τους για την ελευθερία – και να συγκεντρώσουν χρήματα για την πολεμική προσπάθεια.

Ως ηθικά όντα που είναι, συγκεντρώνουν χρήματα τόσο για να βοηθήσουν πρόσφυγες να διαφύγουν από τον πόλεμο όσι και για τον πόλεμο. Δεν μπορούν να δουν τη διαφορά ανάμεσα στον συμμετέχοντα σε αυτόν τον πόλεμο, το Ουκρανικό κράτος, και τα θύματα του πολέμου, τους κατοίκους του.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://critisticuffs.org/texts/stop-conflating-ukraine-and-its-inhabitants.

2 “Ένας μείζων λόγος για την ταχεία δράση της Πέμπτης ήταν η επιθυμία να έχουμε χειροπιαστά αποτελέσματα που θα έδειχναν ενότητα με την Ουκρανία, είπε στο Politico ο Τσέχος υπουργός Εσωτερικών Vít Rakušan στη διάρκεια μιας διακοπής της συζήτησης. ‘Θα ήταν καλλίτερο για όλους μας να έχουμε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα από τη σημερινή μας συζήτηση’, είπε. ‘Είναι πραγματικά αναγκαίο να δείξουμε ότι η ΕΕ αυτές τις μέρες είναι πραγματικά ενωμένη’” (Politico: η ΕΕ χαιρετίζει την ‘ιστορική’ συμφωνία να προστατεύσει τους Ουκρανούς πρόσφυγες)· “Τοπικοί εθελοντές και αρχές που βοηθούν Ουκρανούς να φτάσουν στην Ρουμανία ‘έδειχναν αλληλεγγύη στην πράξη, δείχνοντας ότι βασιζόμαστε σε άλλες αξίες από τον (Ρώσο Πρόεδρο Βλαδίμηρο) Πούτιν και βάζουμε αυτές τις αρχές στην πράξη’ είπε η [Επίτροπος Εσωτερικών Θεμάτων της ΕΕ Ylva] Johansson”, (Η ΕΕ σχεδιάζει να παραχωρήσει στους Ουκρανούς δικαίωμα παραμονής μέχρι 3 χρόνια).

3 Για τις τελευταίες περίπου δύο δεκαετίες, η ΕΕ ενδιαφερόταν να ενσωματώσει την Ουκρανία ως μέρος του φιλόδοξου σχεδίου της να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ (και, όπως τώρα, και την Κίνα) ως υπερδύναμη, υποσχόμενη στις Ουκρανικές μάζες μια ύπαρξη ως μισθωτών εργατών στα επίπεδα που είχαν δει και σε άλλα κράτη της ΕΕ στην Ανατολική Ευρώπη. Όταν αυτή η προσέγγιση ανακόπηκε βίαια από τη Ρωσία το 2014, οι ΗΠΑ ανέλαβαν αυτές την πρωτοβουλία και η Ουκρανία χαίρει έκτοτε το στάτους ενός κράτους “εμπροσθοφυλακής”, αρκετά χρήσιμου για να εξασθενεί τον Ρώσο αντίπαλο αλλά όχι τόσο σημαντικού για να στεριώσει πλήρως. Η στρατιωτική βοήθεια και οι πιστώσεις από το ΔΝΤ διατήρησαν το κράτος και την κοινωνία του στο χείλος της κατάρρευσης. Η μιζέρια που παρήγαγαν οι περιπέτειές της στην επέκταση προς Ανατολάς δεν προέτρεψαν την ΕΕ να επιδείξει οποιαδήποτε “αλληλεγγύη”.

4 Στμ. Κατά τα άλλα ΕΕ και ελληνικό κράτος καταγγέλλουν άλλους για “εργαλειοποίηση” του “προσφυγικού”!

5 “Τα κόστη μιας εξέγερσης θα είναι τεράστια – τα μέλη του ΝΑΤΟ ξέρουν πολύ καλά τον φόρο αίματος που έχει μια σύγκρουση, μετά από δεκαετίες εμπλοκής στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Ο ανθρώπινος πόνος θα απλωθεί, καθώς ο μέσος χρόνος μιας εξέγερσης εκτιμάται στα 10 περίπου χρόνια. Πρόσφυγες θα κινηθούν με τον καιρό προς την Ευρώπη· οι πρόσφυγες θα έχουν όλο και λιγότερους δικούς τους πόρους για να στηριχθούν όταν φτάσουν εκεί, καθώς θα μαίνεται ο πόλεμος. […] Παρά το κόστος, τα μέλη του ΝΑΤΟ θα πρέπει να υποστηρίξουν οποιαδήποτε προσπάθεια της Ουκρανίας να αποσπάσει με τη βία πίσω τον έλεγχο από τον γράπωμα της Ρωσίας. Η κυβέρνηση και ο στρατός της Ουκρανίας έχουν στείλει κάθε δυνατό σήμα ότι σκοπεύουν να πολεμήσουν, και να πολεμήσουν σκληρά, για να κρατήσουν τη χώρα τους. Είτε το ΝΑΤΟ υποστηρίξει αυτή την μάχη είτε όχι, η Ουάσινγκτον είναι πιθανόν να υποστεί μια “ανάκρουση”, καθώς η Μόσχα θα δει το χέρι των ΗΠΑ επί τω έργω. Σε αυτή την περίπτωση, και αν πρέπει ήδη να υποστεί την ανάκρουση, είναι προτιμότερο να απολαύσει κανείς τα οφέλη της υποστήριξης” (CSIS Scenario Analysis on a Ukrainian Insurgency).

6 Καθώς γράφεται τι παρόν, αυτοί που έχουν μείνει δεν υποχρεώνονται (ακόμα) να πάρουν τα όπλα. Αυτό οφείλεται (τουλάχιστον) εν μέρει, στην έλλειψη όπλων, την έλλειψη πολεμικής εμπειρίας τους και σε διάφορα προβλήματα επιμελητείας. Δεν υπάρχει, φυσικά, εγγύηση ότι αυτό θα παραμείνει έτσι. Πραγματικά, το ουκρανικό υπουργείο εσωτερικών αναφέρεται να γράφει: “Σήμερα είναι η στιγμή που κάθε Ουκρανός που μπορεί να προστατέψει το σπίτι του πρέπει να πάρει τα όπλα. Όχι απλά για να βοηθήσει τους στρατιώτες μας αλλά για να καθαρίσει την Ουκρανία από τον εχθρό, μια για πάντα”.

7 Διεθνείς ειδησεογραφικές αναφορές, όπως αυτές που παρατίθενται στο κυρίως κείμενο, προσδιορίζουν τον πατριωτισμό ως το καθοδηγητικό κίνητρο των Ουκρανών, μαζί με κάποιο μείγμα αφοσίωσης στην ελευθερία, τη δημοκρατία, τις πολιτικές ελευθερίες, τον αντιφασισμό ή “τη Δύση”, για τους μη Ουκρανούς εθελοντές. Αυτή η διάκριση προτάσσεται επίσης από το ουκρανικό κράτος: “Περισσότεροι από 140 χιλιάδες Ουκρανοί, ως επί το πλείστον άντρες, επέστρεψαν από την Ευρώπη. Δεκάδες χιλιάδες κατατάχτηκαν στις Τοπικές Δυνάμεις Άμυνας [Territorial Defense Forces]. Φυσικά, υπάρχουν και εκείνοι που το έσκασαν. Αλλά ολόκληρος ο κόσμος βλέπει τώρα πώς μάχεται ο ουκρανικός λαός για την πατρίδα του. Υπάρχουν ήδη πάνω από 20 χιλιάδες εκκλήσεις από ξένους που είναι έτοιμοι να έρθουν στην Ουκρανία και να προστατέψουν τον κόσμο από τους Ρώσους Ναζί στο ουκρανικό μέτωπο. Έτσι ώστε η κατάρα του Κρεμλίνου να μην εξαπλωθεί” (Υπουργός Άμυνας της Ουκρανίας Reznikov Oleksii). Αν και η προσήλωση κάποιων από αυτούς τους εθελοντές στις αξίες που τους αποδίδονται είναι αμφισβητήσιμη, εδώ εστιάζουμε στους Ουκρανούς πατριώτες. Σε κάθε περίπτωση, όποια και αν είναι τα προσωπικά τους κίνητρα – από την ήττα του φασισμού μέχρι την υπεράσπιση της “λευκής φυλής” – πρακτικά όλοι κατατάσσονται εθελοντές ως μέσα για την αυτοάμυνα του ουκρανικού κράτους.

8 On the Strategy of Military Security of Ukraine [Για την Στρατηγική της Στρατιωτικής Ασφάλειας της Ουκρανίας]. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα και την από μεταφραστική μηχανή απόδοσή τουσε ένα παράρτημα, παρακάτω.

Ουκρανία 2022

Rolan Simon1

το κείμενο σε pdf

Η πτώση του Σοβιετικού καθεστώτος θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην πτώση της σχεδιασμένης οικονομίας και, επομένως, στην εξαφάνιση της κρατικής ιδιοκτησίας. Ο υποχρεωτικός σύνδεσμος ανάμεσα στα τραστ και τα εργοστάσια εντός των τραστ θα έσπαζε. Οι πιο ευνοημένες εταιρείες θα αφήνονταν να τα βγάλουν πέρα μόνες τους. Θα γίνονταν ανώνυμες εταιρείες ή θα υιοθετούσαν κάποια άλλη μεταβατική μορφή ιδιοκτησίας όπως η διανομή κερδών στους εργάτες. Τα κολχόζ θα αποσυντίθονταν την ίδια στιγμή, και πιο εύκολα. Η πτώση της τωρινής γραφειοκρατικής δικτατορίας χωρίς την αντικατάστασή της από μια καινούρια σοσιαλιστική εξουσία θα ανήγγειλε λοιπόν την επιστροφή στο καπιταλιστικό σύστημα με μια καταστροφική παρακμή στην οικονομία και τον πολιτισμό”.

(Τρότσκυ, La révolution trahie2, éd. Grasset 1936, σελ.283 – μετάφραση Βίκτορ Σερζ)

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν είναι ένας παγκόσμιος πόλεμος, αλλά είναι ένας πόλεμος σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στην κρίση, η αναδιάρθρωση είναι σε αδιέξοδο

Κάθε φάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής περιλαμβάνει την στρατιωτική του διαμόρφωση, η σχέση εκμετάλλευσης ως ταξική πάλη είναι τόσο οικονομική όσο και πολιτική και στρατιωτική. Στην πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, όλοι οι πόλεμοι θέτουν αντίπαλους όχι μόνο δυο εχθρούς, που διεκδικούν ανταγωνιστικούς στόχους, αλλά, πάνω απ’ όλα, δυο εχθρούς που συγκροτούνται και κατασκευάζονται από την πόλωση της ίδιας αντίθεσης, ο καθένας αντιπροσωπεύοντας έναν πόλο και φέρνοντας εντός του ακόμα και την ύπαρξη και την αναγκαιότητα του άλλου3.

Στην πραγματικότητα, μετά την κρίση του 2008, δηλαδή την κρίση του τρόπου παραγωγής όπως αναδιαρθρώθηκε στα χρόνια 1970-1980, η αντίθεση που πρέπει να λυθεί παγκοσμίως είναι αυτή της αποσύνδεσης της διαδικασίας παραγωγής αξίας για το κεφάλαιο από την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, που αποτελούσε την αρχή ακόμα και της ίδιας της παγκοσμιοποίησης της συσσώρευσης. Είναι ζήτημα της επαναδιαμόρφωσης σε παγκόσμιο επίπεδο της συσσώρευσης του κεφαλαίου και της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Δεν θα υπάρξει επιστροφή σε μορφές εθνικής συσσώρευσης ή ακόμα και μπλοκ. Στην σύγκρουση ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Κίνα και τη Ρωσία η πρόκληση είναι να ξέρουμε ποιο μπλοκ, μέσα από τις αντιπαλότητες και τις συμμαχίες μεταξύ αυτών των τεσσάρων δυνάμεων, θα μπορέσει να επιβάλλει ένα ιεραρχικό αλλά βιώσιμο μοντέλο για τον “ηττημένο”4.

Το κεφάλαιο δεν παράγει ποτέ το ίδιο τις λύσεις των αντιφάσεών του, ούτε στην μοναδική ανταγωνιστική σύγκρουση μεταξύ δυνάμεων. Στη βάση υπάρχει πάντα η εκμετάλλευση, που σημαίνει ότι αυτή η σύγκρουση αποκτά νόημα μόνο στην σύγκρουση με το προλεταριάτο. Είναι η πάλη της ηττημένης τάξης, οι τρόποι και οι “κοινωνικές επινοήσεις”, οι αναγκαίες για να νικηθεί αυτή η τάξη, που διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά της αναδιάρθρωσης. Η πραγματική υπαγωγή [της εργασίας στο κεφάλαιο] είναι πάντα εν τω γίγνεσθαι5. Αλλά, αυτή τη στιγμή, ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Ρωσία, ούτε η Κίνα ούτε η Ευρώπη δεν αντιπροσωπεύουν μια αναδιάρθρωση εν τω γίγνεσθαι, το παιχνίδι, μέχρι και τον πόλεμο μεταξύ των δυνάμεων αυτών, είναι μόνο η έκδηλη ύπαρξη της αντίθεσης που πρέπει να επιλυθεί και η αντίθεση αυτή τις διατρέχει, αναπαράγοντας σε κάθε μια από αυτές τους όρους της. Για όλες τους, η αντίθεση είναι στο τραπέζι ως φύση του Κράτους και σχέση ανάμεσα στην αξιοποίηση του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο. Αλλά η αναδιάρθρωση έχει τελματώσει.

Αν το ερώτημα σήμερα σήμερα τίθεται με τόσο βίαιο τρόπο, αυτό συμβαίνει γιατί έχουμε φτάσει στο όριο των “με κάθε κόστος” και κάθε “γενναιοδωρία” όλων των Κεντρικών Τραπεζών6. Στην κρίση του 2008, η αποσύνδεση της δυναμικής της παγκοσμιοποίησης έγινε το εμπόδιό της, οι τομείς Ι και ΙΙ της αναπαραγωγής δεν συναρθρώνονταν πλέον, η κρίση της υπερσυσσώρευσης είχε γίνει ταυτόσημη με την κρίση υποκατανάλωσης, η ισορροπία των υπο-επενδύσεων, που είχε διατηρήσει το ποσοστό κέρδους, καταρρέει σε νομισματική κακοδιαχείριση7 και ο πληθωρισμός ενδυναμώνει περισσότερο αυτή την αποσύνδεση. Αν θεωρήσουμε την αποσύνδεση [της αξιοποίησης του κεφαλαίου από την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης] ως την ουσία της δυναμικής της παγκοσμιοποίησης κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια, τότε πρόκειται για έναν κόσμο που έχει μπει σε κρίση και πρέπει να ανανεώσει τον εαυτό του. Αυτός ήταν ο κόσμος της αμερικανικής παγκοσμιοποίησης8.

Η κρίση της αμερικανικής παγκοσμιοποίησης

Αυτός ο κόσμος, από τη φύση του αναδιαρθρωμένου κεφαλαίου ως ρευστότητας της παραγωγής, συνεπούς με την απόσπαση σχετικής υπεραξίας, ήταν αναγκαστικά παγκοσμιοποίηση. Αυτό επιβεβαιώθηκε το 1990 με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του Ανατολικού μπλοκ. Η αποεθνικοποίηση των κεντρικών κρατών και το τέλος της διεθνοποίησης, δηλαδή των σχέσεων μεταξύ “ολοκληρωμένων εθνικών συστημάτων”, ήταν επίσης το τέλος της εργατικής ταυτότητας, της οποίας η ΕΣΣΔ ήταν γεωπολιτικά, και ως κράτος, η αντιπροσώπευση: με άλλα λόγια η αποκρυστάλλωση μιας παγκόσμιας δομής της ταξικής πάλης (με ό,τι και αν σκεφτόμαστε για αυτήν)9.

Διαχωρίζοντας την αξιοποίηση και την κυκλοφορία του κεφαλαίου από την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, η παγκοσμιοποίηση έχει διασπάσει περιοχές συνεκτικής αναπαραγωγής εντός εθνικών και περιφερειακών συνόρων10. Αυτή η ρήξη δημιούργησε μια παγκόσμια αταξία11 που έπρεπε να ρυθμίζεται διαρκώς από τη βία με στρατιωτικές επιχειρήσεις προσομοιωμένες ως αστυνομικές επιχειρήσεις12. Από την εξαφάνιση της ΕΣΣΔ, η αμερικανική ρύθμιση της αταξίας, έχει υπάρξει η μόνιμή της διαχείριση, αδιάφορη προς μια σταθερή διαμόρφωση του κοινωνικού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επεδίωξαν να κατακτήσουν τον κόσμο αλλά να ρυθμίσουν την αταξία μέσα από ένα σύστημα διαφορετικό από αυτό του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών. Αυτό είχε συχνά ως αποτέλεσμα στοχευμένα μακελιά, ως ρυθμιστικές ενέργειες με σκοπό την απάλειψη της διάκρισης ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη, μια διάκριση που προϋποθέτει μια τοπική διαχείριση της “κοινωνικής ειρήνης”13. Ήταν ο “Παγκόσμιος Πόλεμος ενάντια στον Τρόμο”: παγκόσμιος και, από φύση, χωρίς τέλος. Ιδανικά, τα κράτη δεν θα ήταν πλέον απλά κυβερνήτες επαρχιών.

Οι τοπικοί αυτόνομοι πολέμαρχοι ήταν εξουσιοδοτημένοι να εμπλακούν σε τοπικούς πολέμους κατάκτησης, επανακατάκτησης ή βαλκανοποίησης (πρώην Γιουγκοσλαβία, Καύκασος, Εγγύς και Μέση Ανατολή – συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ – Κολομβία, Κεντρική Αμερική, Μεξικό, Ινδονησία) σε, κατά περίσταση, συμμαχία με κάθε λογής δίκτυα μαφίας, του μοναδικού παγκόσμιου κλάδου του κεφαλαίου που κατέχει τόσο χρηματιστικό κεφάλαιο όσο και μόνιμη τοπική βία14.

“Ιδανικά” η βία θα ήταν η συνέχιση της οικονομίας με άλλα μέσα, χωρίς πολιτικές διαμεσολαβήσεις, με την εξαίρεση μεταβλητών βαθμών παρεμβάσεων “πυγμής”, “αναγκαστικών ειρηνευτικών αποστολών”, αστυνομικών αποστολών, ανθρωπιστικών αποστολών (που προήγαγαν την συμμετοχή στην “οικονομία της αγοράς”). Εν πάσει περιπτώσει, δεν υπήρχαν διαπραγματεύσεις για την εδραίωση μια “βιώσιμης ζωής για τον ηττημένο”. Τοπικά, μπορούσαν να σχηματιστούν αντικρουόμενα υποσυστήματα (πολλαπλοί αντίπαλοι/εχθροί) που δεν απαιτούν την παρέμβαση του “ηγέτη”.

“Ιδανικά”, ήταν ζήτημα της a priori επιβεβαίωσης του “κοσμοπολιτισμού15 των αμερικανικών συμφερόντων με την αποδόμηση των εθνικών κυριαρχιών και της λογικής της εδαφικής γειτνίασης, της ανασύνθεσης των παραγωγικών, εθνικών, πολιτικών, θρησκευτικών ή ιδεολογικών στοιχείων σε διεθνικούς λειτουργικούς “κλάδους”, πάνω στους οποίους ασκείται η “φυσική ηγεσία” των Ηνωμένων Πολιτειών”, το ίδιο ισχύει και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για να γίνει αυτό, έπρεπε να εξαφανιστούν τα κράτη ή τα κοινωνικά κινήματα, εχθρικές αντάρτικες ομάδες που μπλοκάρουν την αγορά, τη ροή των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου, την “απελευθέρωση” του εργατικού δυναμικού. Από την μια πλευρά, η οικονομική και στρατιωτική παγοσμιοποίηση, ρυθμιζόμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ήταν “βαλκανοποίηση”, με την καταστροφή κάθε εθνικής κυριαρχίας ή ρυθμίσεων, και, από την άλλη, μια μορφή “αποβαλκανοποίησης”, επανένωσης αυτού του κόσμου μέσα από την κατασκευή ενοποιημένων οικονομικών χώρων σύμφωνα με λογικές μη εθνικής κυριαρχίας. Η αμερικανική παγοσμιοποίηση είχε συνδυάσει δύο στρατηγικές: τη “διεύρυνση αλά Κλίντον” και την “πολιτισμική γκετοποίηση” της Ρεπουμπλικανικής δεξιάς.

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν επίσης ζήτημα εγκατάλειψης συμμαχιών με καθορισμένη εδαφικότητα, ήταν η στιγμή της “απαρχαιοποίησης του ΝΑΤΟ” και της εταιρικής σχέσης με τη Ρωσία. Το ΝΑΤΟ γινόταν μια καινούρια επιθετική συμμαχία απέναντι σε πιθανότητες ανασφαλειών, χωρίς προκαθορισμένη ζώνη. Δεν επρόκειτο για μια συμμαχία των Ηνωμένων Πολιτειών με το “κυρίαρχο ρωσικό κράτος”, ήταν η Ρωσία, και οι περιβάλλουσες αυτήν χώρες, που είχαν γίνει οι ίδιες μια “μεθόριος διεύρυνσης”, με την αμερικανική έννοια της μεθορίου. Με όρους της συμφωνίας: “Το ΝΑΤΟ βοηθά στρατιωτικά τον εκδημοκρατισμό και την επέκταση της φιλελεύθερης καπιταλιστικής οικονομίας στη Ρωσία και την περιφέρειά της”.

Μέχρι που το “ιδεώδες” αυτό κατέρρευσε στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, στην αναπόφευκτη αναγκαιότητα της εμπλοκής στο πεδίο, ακολουθούμενης από τις κατοχές. Στις Αραβικές χώρες γύρω από τη Μεσόγειο, οι προλεταριακές και διαταξικές εξεγέρσεις είχαν σημάνει την χρεωκοπία μιας καπιταλιστικής τάξης, συγκροτημένης ως πελατειακής ολιγαρχίας που έχει συγχωνευθεί με τον κατασταλτικό μηχανισμό του Κράτους, που μετασχημάτιζε σε δραστηριότητες παραγωγής προσόδου οποιαδήποτε παραγωγή ή υπηρεσία θα μπορούσε να μπει στην ροή αξιοποίησης του παγκοσμίου κεφαλαίου. Σε ολόκληρες άλλες ζώνες, όπως η Κεντρική Ασία, η Κεντρική Αμερική ή η Αφρική, η μπουρζουαζία, η γραφειοκρατία, οι μαφίες, η αστυνομία και ο στρατός διαμόρφωναν μονοπώλια, διαχειριζόμενα ξένες επενδύσεις και δραστηριότητες που θα μπορούσαν να συναρθρωθούν με την παγκόσμια διαδικασία παραγωγής αξίας και να δημιουργούν μια μόνιμη απόκλιση ανάμεσα στη μάζα της αποδεσμευόμενης εργασίας και της απορρόφησής της ως εργατικής δύναμης.

Ένας τρόπος εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης σε μια παγκόσμια κλίμακα, και αξιοποίησης του κεφαλαίου, έχει “ξεμείνει από καύσιμα” και καταρρέει καθώς επιδεινώνεται.

Η ταύτιση, στην τρέχουσα κρίση, ανάμεσα στην κρίση υπερσυσσώρευσης και υποκατανάλωσης σημαίνει ότι η αποσύνδεση ανάμεσα στην διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης έχει γίνει ένα πρόβλημα16. Σε αυτή την ταύτιση κρίσεων, η αποσύνδεση, που ήταν λειτουργική σε μια φάση του τρόπου παραγωγής, γίνεται αντιφατική προς τις ίδιες τις επιδιώξεις της17. Αυτό τόσο στο επίπεδο της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής του επιτεύγματος να καταστούν οι Ηνωμένες Πολιτείες ο καταναλωτής για την έσχατη ανάγκη, όσο και στο επίπεδο, εξίσου σημαντικό και, πιθανόν, πιο σημαντικό για το μέλλον, της “εθνικήςανάπτυξης των “αναδυόμενων καπιταλισμών”.

Η σχέση ανάμεσα στην οικονομία και τη βία έχει απλοποιηθεί από τη δημιουργία των εθνών-κρατών από τον 17ο μέχρι και τον 19ο αιώνα, και στη συνέχεια από τον διπολισμό Ανατολής/Δύσης, στη διάρκεια της πρώτης φάσης της πραγματικής υπαγωγής. Η αμερικανική διαχείριση της αταξίας της παγκοσμιοποίησης, συνιστώμενη στην αποδόμηση της κυριαρχίας των εθνών-κρατών και των λογικών γειτνίασης, έχει παραγάγει μια πολλαπλασιαζόμενη, ανεξέλεγκτη, εντροπική κατάσταση18.

Ολόκληρη η γεωγραφία της παγκόσμιας αναπαραγωγής του κεφαλαίου, και η ζωνοποίησή της “πάνω σε μια άβυσσο”, καταρρέει19. Αυτό που ήταν ένα σύστημα δεν είναι πια: λιτότητα, μείωση μισθών κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης δεν μπορούν να τροφοδοτήσουν πλέον αποδόσεις σε μια μελλοντική αξιοποίηση του χρηματιστικού κεφαλαίου που τροφοδοτείται το ίδιο από τα “board tickets”. Δεν θα πάμε πίσω, αλλά η παγκοσμιοποίηση μπορεί να πάρει μια τροπή που αυτή την στιγμή είναι απροσδιόριστη και που δεν θα μπορούσε να είναι παρά μια λειτουργία νέων μεθόδων αξιοποίησης του κεφαλαίου, δηλαδή της σχέσης εκμετάλλευσης20.

Αυτή η αποσύνδεση ήταν ένα παγκόσμιο σύστημα. Στην κατάρρευση αυτού του συστήματος (μια χαοτική κατάσταση στην οποία το χάος δεν μπορεί να ρυθμιστεί πλέον) αναδύεται η ανάγκη για μια επαναρρύθμιση του παγκόσμιου κύκλου του κεφαλαίου που να υποκαθιστά την τρέχουσα παγκοσμιοποίηση. Μια επαναεθνικοποίηση των οικονομιών που να υπερβαίνει διατηρώντας την παγκοσμιοποίηση21, μια αποχρηματιστικοποίηση του παραγωγικού κεφαλαίου, νέες μεθόδους ενσωμάτωσης της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στον κανονικό κύκλο κεφαλαίου είναι μόνο ερωτήματα και υποθέσεις προς το παρόν.

Η αναδιάρθρωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν ακολουθεί ποτέ ένα σχέδιο, αλλά χτίζεται στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις της παγκόσμιας καπιταλιστικής τάξης και πάνω απ’ όλα από την αντιπαράθεση με το προλεταριάτο. Η φράξια της καπιταλιστικής τάξης που μπορεί να επιβληθεί πάνω στις άλλες και να δημιουργήσει μια βιώσιμη ιεραρχία για ολόκληρη την παγκόσμια τάξη είναι αυτή που αποφασίζει και αναδιαμορφώνει τη σχέση εκμετάλλευσης. Οι εσωτερικές μάχες της καπιταλιστικής τάξης, εθνικά και παγκόσμια, μέχρι και τον πόλεμο, που είναι μόνο η συνέχισή τους, έχουν νόημα μόνο για την εύρεση της καλλίτερης λύσης για την ανανέωση της εκμετάλλευσης για το σύνολο του κεφαλαίου.

Ο Πούτιν δεν είναι μόνος

Αν ένα έθνος επιδεικνύει για αιώνες την θέλησή του να υπάρξει και να συγκροτήσει τον εαυτό ως μια κρατική οντότητα, όλες οι προσπάθειες να καταπνιγεί αυτή η εξέλιξη με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το μόνο που θα κάνουν είναι να εισαγάγουν μια χαοτική διάσταση στην συνολική διαδικασία της οικουμενικής ιστορίας” (M.Khvylovy, παρατιθέμενο από τον Zbigniew Kowalewski, L’Ukraine, réveil d’un peuple, reprise d’une mémoire, Revue Hérodote, Les Marches de la Russie, 1989)22.

Κρίση της αμερικανικής παγκοσμιοποίησης: η κρίση διορθώνεται στο παγκόσμιο επίπεδο σε δυο βασικούς θύλακες: Ρωσία και Κίνα και, έναν τρίτο, στο περιφερειακό επίπεδο: Ιράν. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις τρεις αυτές περιπτώσεις, το Κράτος κυριαρχεί στην οικονομία και δεν έχει ενδώσει σε ένα διαχωρισμένο Κράτος. Στη Ρωσία, το Κράτος δεν είναι το Κράτος της καπιταλιστικής τάξης, το γενικό κυβερνητικό συμβούλιό της, αλλά είναι η καπιταλιστική τάξη (οι ολιγάρχες) που είναι η καπιταλιστική τάξη του Κράτους. Η σοβιετική γραφειοκρατία δεν έχει ολοκληρώσει ακόμα, έστω και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, την μακρά πορεία της να οδηγθεί στο να γίνει μια συνηθισμένη καπιταλιστική τάξη, απαλλαγμένη από τις επαναστατικές απαρχές της. Όσο δε αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία, είναι απλά ζήτημα της διατήρησης διαιρέσεων στο εσωτερικό της· δεν απότελεί πια ένα κεντρικό ζήτημα ή έναν δυνάμει αντίπαλο23, έστω και αν παίζει έναν σημαντικό ρόλο στον πόλεμο στην Ουκρανία. [Η ΕΕ παίζει ρόλο] πρώτον με την εδαφική συνέχεια που προσφέρει στην Ουκρανία με τη μεταφορά πολεμικής βοήθειας24, αλλά, επίσης, με τις εσωτερικές πολιτικές διαστάσεις μεταξύ των κρατών-μελών και εντός των ίδιων των κρατών, διαστάσεις που, ξαφνικά, ο πόλεμος ανέδειξε έντονα όσον αφορά τις σχέσεις με τη Ρωσία. Η απώλεια γεωπολιτικής κεντρικότητας αυτή τη στιγμή οφείλεται στην αδυναμία της να αποτελέσει μια μοναδική δύναμη, αλλά το γεωπολιτικό ζήτημα προκύπτει από το γεγονός ότι η ΕΕ δεν αντιπροσωπεύει έναν όρο της αντίφασης που πρέπει να ξεπεραστεί25. Δεν είναι ούτε μεγάλη κυρίαρχη δύναμη ούτε αιχμή της παγοσμιοποίησης, ούτε το ένα ούτε το άλλο, γιατί η ΕΕ έμεινε στα μισά του δρόμου της αναδιάρθρωσης της εκμετάλλευσης που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970, παρ’ όλες τις προσπάθειες των Σαρκοζύ, Ολλάντ, Μακρόν, Σρέντερ, Μέιτζορ, Τζόνσον (για να μην πάμε πίσω στην Θάτσερ…)26.

Αλλά αν αυτή η κρίση αποκρυσταλλώνεται σε μια σύγκρουση της “Δύσης” με αυτούς τους δυο θύλακες [τη Ρωσία και την Κίνα], αυτό συμβαίνει πρώτον επειδή η παγκοσμιοποίηση έγινε αντιπαραγωγική για αυτήν την ίδια: τα ίδια τα όριά της και οι αντιφάσεις της βρίσκονται μπροστά της, στην σχέση της με αυτό, που στην κρίση, αναδύεται και συγκροτείται ως το Άλλο της. Η “Δύση” και η Ρωσία δεν έχουν κάποια εσώτερη ουσία που να τις οδηγεί να ορίζουν τον εαυτό τους ως πόλους της ίδιας αντίφασης της παγκοσμιοποίησης ως έχει, το πολύ-πολύ έχουν κάποιες προδιαθέσεις που προκύπτουν από την ιεραρχική τους θέση στο σύστημα, είναι η σχέση ανάμεσα στους όρους της αντίφασης που βαθμιαία παράγει την αποκρυστάλλωσή της και προσδίνει σε κάθε όρο μια εθνική ύπαρξη εκ της οποίας η αντίφαση γίνεται γεωπολιτική27.

Στην αντιπαράθεση Ηνωμένων Πολιτειών (Δύση)/Ρωσίας αλλά επίσης και Ιράν, Τουρκίας κλπ.· η Κίνα, σε ένα άλλο ακόμα επίπεδο, ξετυλίγει τις πιθανές λύσεις στην παγκόσμια επαναρρύθμιση της εκμετάλλευσης. Κανένα Κράτος (κανένας πρωταγωνιστής) δεν αντιπροσωπεύει έναν μοναδικό όρο αλλά για κάθε κράτος ένας όρος παίζει τον κυρίαρχο της σχέσης.

Η παρούσα κρίση αποκαλύπτει την απόλυτη ταύτιση ανάμεσα στην υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου και την υποκατανάλωση των εργατών ως μιας γενικής διαδικασίας των κρίσεων του τρόπου παραγωγής. Η φτώχεια έχει γίνει ένα πρόβλημα. Αν αυτή η κρίση μπόρεσε να πάρει τη μορφή αυτής της ταύτισης, και να την αποκαλύψει, αυτό έγινε επειδή η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης είχε γίνει το αντικείμενο, όπως είπαμε, μιας διπλής αποσύνδεσης. Από τη μια αποσύνδεση ανάμεσα στη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου και της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, και, από την άλλη, αποσύνδεση της κατανάλωσης των εργατών από τους μισθούς τους ως εισοδήματος.

Τα ζητήματα είναι τώρα στο τραπέζι: η φύση του Κράτους· η σχέση ανάμεσα στην παραγωγή αξίας για το κεφάλαιο και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης· οι τρόποι κινητοποίησης αυτής της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο· οι τροπικότητες της μισθωτής σχέσης στην σχέση ανάμεσα στην απασχόληση/την ανεργία/την επισφάλεια· τις σχέσεις ανάμεσα στον μισθό/το εισόδημα/την πίστωση. Η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι πάντα κυκλική, λεπτομερής, καθορισμένη, τόσο ιστορικά όσο και τοπικά.

Σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο κλίμακας και συγκρουσιακότητας από τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία, με την άμεση και παγκόσμια αντιπαράθεση μεταξύ των όρων που διακυβεύονται με την χρεωκοπία της παγκοσμιοποίησης, στην Ελλάδα, μετά τις ταραχές του 2008, η ταξική πάλη έφερε ήδη στο φως, με τις ιδιαιτερότητες που είναι συγκεκριμένες για την Ελλάδα, τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του τρόπου αξιοποίησης και συσσώρευσης του κεφαλαίου που είχε μόλις μπει σε κρίση.

Οι όροι της αντίφασης που μπορούσε κανείς να αποδόσει, εν είδει καρικατούρας, στην Ελλάδα, από την μια πλευρά ως διατήρηση του οικονομικού συστήματος και, από την άλλη, ως αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης από το ίδιο το κεφάλαιο, δεν ήταν παρά νεκρές στιγμές, ο κάθε όρος δεν είχε παρά να μέμφεται τον άλλον για αυτό που είναι. Καθένας παρέμεινε περιορισμένος στους ίδιους τους όρους της κρίσης και επαναλάμβανε χωρίς τέλος τον συγκεκριμένο ρόλο του. Η σχέση, όμως, του Σύριζα με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, “επισημοποίησε” τις συγκεκριμένες αντιφάσεις της τρέχουσας κρίσης.

Στο όνομα του καπιαταλιστικού τρόπου παραγωγής, ο Τσίπρας είχε πει στον Ντράγκι ότι [αυτός ο τρόπος] δεν μπορούσε πλέον να λειτουργήσει. Με αυτή την έννοια, και μόνο με αυτή, το εξάμηνο αδιέξοδο ανάμεσα στην “λαϊκιστική ριζοσπαστική αριστερά” και τους σοφούς, σεβάσμιους γραβατωμένους θεσμούς των Βρυξελών, της Φρανκφούρτης και της Ουάσιγκτον ήταν μια πραγματική σύγκρουση. Οι αντιθέσεις ήταν εκεί, εκπεφρασμένες, οι όροι πολωμένοι, αλλά χωρίς μια μαζική αντιπαράθεση με το προλεταριάτο είναι χωρίς ζωή, καταδικασμένοι να είναι καρικατούρες του εαυτού τους. Οι όροι αντικατοπτρίζονταν μόνο στον έναν από τους πόλους τους, το κεφάλαιο, επιδεικνύντας μόνο την “εμφάνιση” του προβλήματος28.

Παρόμοια, ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδοτεί ότι τα ζητήματα είναι ακόμα εδώ αλλά έχουν αλλάξει κλίμακα, ότι οι μεταστάσεις είναι παγκόσμιες και ότι, προς το παρόν, καμμιά καπιταλιστική λύση δεν μπορεί να ενοποιήσει την επίλυση των προβλημάτων που τίθενται. Η ιστορία συντίθεται από στιγμές καταστάσεις, γεγονότα που συνθέτουν αντιφάσεις που μέχρι τότε ζούσαν τη δική τους ζωή. Οι αντιθέσεις δεν χάνουν την ιδιαιτερότητά τους αλλά συναντιούνται, αλληλοδιεισδύονται. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ανήκει σε αυτό το είδος γεγονότων. Η αρχή είναι η ίδια, είναι η κρίση της παγκοσμιοποίησης, στη ρίζα της, ως κρίση αποσύνδεσης αλλά οι εκδηλώσεις είναι πολλαπλές, η καθεμιά με τη δική της σειρά, χαρακτηριστικά και διαστάσεις. Όλα συναρθρώνονται: ταξική πάλη, πολιτική, κρίση της πολιτικής, γεωπολιτικές συγκρούσεις.

Αυτό που διακυβεύεται από το 2008 και ύστερα είναι μια επαναδιαμόρφωση της παγκοσμιοποίησης μέσω των Κρατών και της εθνικής οργάνωσης και επιρροής τους. Ζούμε σε μια αναγκαία “εθνική στιγμή”, που δεν είναι η “λύση”, είναι μια στιγμή της κρίσης και μόνο μια ένδειξη της προοπτικής29. Θα είναι απαραίτητο “προς στιγμήν” (;) να περάσουμε μέσα από την ισχυροποίηση των κρατών ή των μπλοκ κρατών, εξ ου η σπουδαιότητα της Ουκρανίας για τη Ρωσία, χωρίς την οποία δεν είναι κράτος, ούτε οικονομικά, ούτε πολιτικά, ούτε ιδεολογικά.

Χωρίς την Ουκρανία, η Ρωσία δεν υπάρχει σαν κράτος και ποτέ δεν υπήρξε30. Για να έχει βαρύτητα, και να παίξει τον ρόλο της στην αναδιαμόρφωση της παγκοσμιοποίησης, της οποίας αυτή τη στιγμή αντιπροσωπεύει έναν από τους πόλους του “μπλοκαρίσματος”, τόσο γεωπολιτικά όσο και δομικά (εννοιολογικά), η Ρωσία πρέπει να ξεφύγει από την κατάρα του κράτους εισοδηματία διατηρώντας, ταυτόχρονα, τα περισσότερα από τα αποθεματικά της σε ξένα νομίσματα (συναλλαγματικά αποθέματα) και τροφοδοτώντας τον προϋπολογισμό της. Δύσκολη εξίσωση, αν όχι αδύνατη, να λυθεί, εκτός και αν βάλει όλο το στρατιωτικό της βάρος (αλλά, όπως είπε ο Ναπολέων: “Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα με τις ξιφολόγχες, εκτός από το να καθίσεις πάνω τους”).

Πρέπει να παραθέσουμε μακροσκελώς τον Thomas Gomart (διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων – IFRI) ο οποίος σχεδιάζει ένα σχετικό πανόραμα του μεγάλου παγκοσμίου παιχνιδιού που παίζεται τώρα και που η βία επιταχύνει.

“Αυτή είναι μια καθοριστική κρίση γιατί πλήττει την ισορροπία ισχύος όχι μόνο στην κλίμακα της Ευρώπης αλλά σε αυτήν της Ευρασίας, η οποία απλώνεται από τη Βρέστη μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Για τη Ρωσία, η Ουκρανία είναι ένα θέατρο ανάμεσα σε άλλα. Ο κύκλος των δυτικών επεμβάσεων τελείωσε στην Καμπούλ τον Αύγουστο του 2021 με άτακτη φυγή των Αμερικανών. Στο Συμβούλιο Ασφαλείας [του ΟΗΕ] οι ενέργειες της Ρωσίας δεν καταδικάστηκαν ούτε από την Κίνα, ούτε από την Ινδία, ούτε από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Σημειώστε, εν παρόδω, ότι αυτές οι δύο [τελευταίες] χώρες είναι οι “στρατηγικοί εταίροι” της Γαλλίας στην περιοχή του Ινδικού-Ειρηνικού. Ακόμα βαθύτερα, η επαναπροσέγγιση μεταξύ Κίνας και Ρωσίας δεν μπορεί παρά να επιταχυνθεί με την εφαρμογή των κυρώσεων της Δύσης κατά της Μόσχας. Θέλοντας να προσαρτήσει την Ουκρανία, η Ρωσία έχει όλο και πιο εμφανώς την ανάγκη της Κίνας, ως οικονομικής, χρηματιστικής και τεχνολογικής εναλλακτικής. Η καινούρια φάση ανοίγει με έναν πόλεμο ευρωπαϊκής εισβολής, που είναι λυπηρά κλασσικό, αλλά αδιαμφησβήτητα προαναγγέλει ανταγωνιζόμενους γεωοικονομικούς συνασπισμούς καθώς και μια παγκόσμια αναδιοργάνωση των ναυτιλιακών, χρηματοοικονομικών και πληροφοριακών ροών.

Υπάρχει μια επιτάχυνση της πάλης για την παγκόσμια κυριαρχία ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Χάρις στη Ρωσία, η δεύτερη μπορεί να αναγκάσει την Ουάσιγκτον να έχει ανοιχτά δύο μέτωπα: στην Κινεζική θάλασσα και στην Μαύρη και Βαλτική θάλασσα (…). Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, οι οικονομίες του σοσιαλιστικού μπλοκ και των καπιταλιστικών χωρών συνδέονταν ελάχιστα. Σήμερα, είναι εντονότατα συνδεδεμένες, πρωτίστως με την Κίνα αλλά, επίσης, και με τη Ρωσία. Εξ ου και η σπουδαιότητα του ελέγχου των θαλασσίων συνόρων αυτής της ηπειρωτικής οντότητας. Η μεγαλύτερη ένταση ασκείται στο σημείο επαφής ανάμεσα στην Ευρώπη και την περιοχή μεταξύ Βαλτικής και Μαύρης Θάλασσας (Βαλτικές χώρες, Μολδαβία, Ουκρανία, Γεωργία) που συνορεύουν με την Ρωσία. Η πρόκληση είναι ο έλεγχος του παγκόσμιου παραγωγικού μηχανισμού σε ένα πλαίσιο οξυμένων περιβαλλοντικών περιορισμών και επιτάχυνσης των δεδομένων σε παγκόσμιο επίπεδο(Le Monde, 3 Μαρτίου 2022).

Η ανάλυση είναι ακριβής αλλά δεν έχει αρχές31. Αυτό που “πλήττει την ισορροπία ισχύος” είναι οι όροι του μπλοκαρίσματος της συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα. Όλα λέγονται σε αυτές τις λίγες γραμμές εκτός από την αντίφαση της παγκοσμιοποίησης ως ολότητας που την κάνει να υπάρχει [η αντίφαση] και συγκεκριμενοποιεί τους όρους της σε εθνικό επίπεδο. Οι όροι της αντίφασης δεν είναι sui generis, είναι από τη φύση της ολότητας που οι όροι συγκεκριμενοποιούνται. Εντός της κρίσης της αμερικανικής παγκοσμιοποίησης, η Βεστφαλιανή32 πραγματικότητα των σχέσεων μεταξύ των κρατών επιστρέφει αλλά αποκλειστικά ως μια στιγμή της εσωτερικής κρίσης της παγκοσμιοποίησης.

Σε αντίθεση με τις Βεστφαλιανές συγκρούσεις, τώρα είναι η ολότητα που προηγείται και προκαλεί πόλωση μεταξύ των εθνών καθώς διατρέχει όλους τους πόλους της. Τα πάντα ορίζονται ξανά: η “ανελευθερία” της Ουγγαρίας του Όρμπαν και της Πολωνίας έλαβαν την συγχώρεσή τους, δεν υπάρχουν πια ολιγάρχες στην Ουκρανία, οι “φασιστικές” πολιτοφυλακές του Μαϊντάν του 2014 έχουν επιστρέψει σε δοξασμένες αυτο-πατριωτικές αμυντικές οργανώσεις και το καραγκιοζιλίκι της τηλεόρασης σε μια εικόνα της δημοκρατίας, ακόμα και το Ισραήλ, το κράτος της αναίσχυντης αποικιοποίησης και του θεσμικού απαρτχάιντ, αυτό που συσσωρεύει τις περισσότερες καταδίκες από τα Ηνωμένα Έθνη, προάγεται στον βαθμό του “διαμεσολαβητή”.

Με το αποτέλεσμα να μην είναι προκαθορισμένο, αυτό που φαίνεται σίγουρο είναι ότι κάθε κράτος, ως γενικός εκπρόσωπος της καπιταλιστικής του τάξης, η οποία θέλει να παίξει έναν ρόλο στην επερχόμενη αναδιαμόρφωση της παγκοσμιοποίησης, πρέπει να συγκροτηθεί ως μια σημαντική κυρίαρχη δύναμη σε έναν εθνικό χώρο με σχετικά συνεκτική αναπαραγωγή, έστω και αν η αναδιαμόρφωση της παγκοσμιοποίησης δεν μπορεί να είναι η επιστροφή της διεθνοποίησης αλλά ένα ακόμα απροσδιόριστο μείγμα, που θα έχει να επανασυνδέσει, όχι απαραίτητα σε εθνικό επίπεδο, την διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Από το 2004 και μετά, και την επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας (που ακολουθεί την μονομερή επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ), μετά το 2008, με την προσάρτηση μέρους της Γεωργίας, η Ρωσία έχει παίξει τον ρόλο της στην αναδιαμόρφωση αυτή. Για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Κλαούζεβιτς, αυτό το παιχνίδι είναι φτιαγμένο από πολλαπλές δεσμεύσεις33. Είτε στη Συρία, είτε στη Λιβύη, είτε σε αρκετές χώρες του Σαχέλ, είτε στην αντιπαράθεση με το ΝΑΤΟ στα σύνορά της (δεν θα προσπαθήσουμε να βρούμε ποιος άρχισε να μην τηρεί τις δεσμεύσεις του), είτε με την προσάρτηση της Κριμαίας, την αστυνομική παρέμβαση στην Λευκορωσία, και μετά την στρατιωτική παρέμβαση στο Καζακστάν, την αναγνώριση των αποσχισθέντων δημοκρατιών στην ανατολική Ουκρανία, την συντήρηση ενός λανθάνοντος πολέμου σε ολόκληρο το Ντονμπάς και, τώρα, με την εισβολή στην Ουκρανία, σε πολλαπλά σημεία εμπλοκής, ο τελικός στόχος είναι ένας πολιτικός στόχος. Αυτός ο στόχος είναι δεμένος με τόσες πολλές προϋποθέσεις και σκέψεις που δεν μπορεί πλέον να επιτευχθεί μέσα από μια μοναδική ενέργεια μεγάλης κλίμακας αλλά μόνο μέσα από έναν μεγάλο αριθμό λίγο-πολύ μεγάλων ενεργειών που συγκροτούν ένα όλον. Κάθε μια από αυτές τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις είναι μέρος ενός όλου και έχει έναν ιδιαίτερο σκοπό που την δένει με αυτό το όλον. Συγκεκριμένες δεσμεύσεις είναι γνωστές μόνο από τις κοινές αιτίες από τις οποίες προκύπτουν.

Η εισβολή στην Ουκρανία είναι μόνο μια συγκεκριμένη εμπλοκή, αλλά μια εμπλοκή που αντιπροσωπεύει, για να συνεχίσουμε να μιλάμε όπως ο Κλαούζεβιτς: το “υψηλό σημείο της επίθεσης”. Αλλά “η επίθεση” είναι μια διαρκής αποδυνάμωση του αντιπάλου καθώς αυτός προελαύνει, κάθε προχώρημα τον φέρνει πιο μακριά από τις βάσεις του, η “αμυντική μορφή του πολέμου” είναι αυτή καθεαυτή πιο δυνατή από την “επιθετική μορφή”: “Η αμυντική είναι η πιο δυνατή από τις μορφές διεξαγωγής ενός πολέμου(Κλαούζεβιτς, ό.π., σελ. 400-401). Η εισβολή στην Ουκρανία είναι αυτή η “κορύφωση”, σε πρώτη ματιά, στο στρατιωτικό πεδίο, με την εισβολή του ρωσικου στρατού, αλλά πρώτα, και πάνω απ’ όλα, σε σχέση με τον πολιτικό στόχο. “Κορύφωση της επίθεσης” μέσα από “πολλαπλές εμπλοκές” στην αναζήτηση του πολιτικού στόχου: να αποτελέσει, μπροστά στη Δύση, έναν όρο της αποκρυστάλλωσης των πόλων της αντίφασης στην οποία έχει βαλτώσει η παγκοσμιοποίηση και, συνεπώς, να παίξει στο μεγάλο παιχνίδι της αναδιαμόρφωσής της. Σε κάθε περίπτωση, η Ρωσία θα χάσει· θα υποτάξει μόνο μια περιοχή κατεστραμμένη και εγκαταλελειμμένη από το ένα τέταρτο του πληθυσμού της.

Η Δύση έχει στοιχηματίσει στην στρατηγική της μη τακτικής υποχώρησης (Κουτούζωφ εναντίον Ναπολέοντα· Μακ Άρθουρ εναντίον των Ρώσων και στην συνέχεια εναντίον των Κινέζων στην Κορέα· πολλά παραδείγματα δείχνουν ότι αυτή η στρατηγική δεν απαιτεί απαραίτητα το βάθος του ρωσικού χώρου) αλλά του “πολιτικού ‘βλέπουμε εκ των υστέρων’”: laissez faire34. Με προηγούμενες κατευναστικές δηλώσεις από τον Μπάιντεν, τον Μακρόν, τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, η Δύση “έσυρε” (σε εισαγωγικά, γιατί δεν ήταν ιδαίτερα δύσκολο: όταν θες να ρίξεις κάποιον κάτω, πρέπει να τον σπρώξεις από την πλευρά στην οποία έχει ήδη πάρει κλίση) την Ρωσία σε μια παγίδα όχι “θανάσιμη” (ιδιαίτερα μη θανάσιμη) αλλά εξασθένισης, αποδυνάμωσης35,36. Σε όλα τα Κοινοβούλια, ο Ζελίνσκι γίνεται δεκτός με αποθεωτικά χειροκροτήματα στις βιντεοδιασκέψεις, αντιγράφεται ακόμα και το χακί φούτερ με κουκούλα που φορά, αλλά ξέρει ότι δεν είναι παρά ένα πιόνι και είναι πολύ σπάνιο για ένα πιόνι να φτάσει τη βασίλισσα πριν το καταπιεί, σε μια ενέδρα, ένας αξιωματικός ή ένας πύργος, κάποιες φορές ακόμα και ένα άλογο. Πριν χειροκροτήσουν ομόφωνα της “αντίστασή” της (που διατηρείται με προσοχή μέσα σε συγκεκριμένα όρια37) όλοι οι δυτικοί ηγέτες πίεζαν την Ουκρανία να αποδεχτεί τις συμφωνίες του Μινσκ (2014), που προέβλεπαν μια αναθεώρηση του Συντάγματος της χώρας και την αντιπροσώπευση των αποσχισθέντων περιοχών.

Η Δύση στοχεύει σε να είδος “πατ” εξάντλησης για τη Ρωσία με απροσδόριστη διάρκεια και με τους Ουκρανούς να γίνονται ένα είδος αθροιστικής παράπλευρης απώλειας. Η επίτευξη του, αρχικά “περιορισμένου”, στόχου (Ουκρανία), δεν έχει πιθανότητα “επιτυχίας” για τη Ρωσία χωρίς να ακουμπήσει τις Βαλτικές χώρες και/ή την Πολωνία.

Όσο περισσότερο προωθείται ο εχθρός τόσο περισσότερο χάνει τις βάσεις του, τόσο περισσότερο πρέπει να διευρυνθεί ο πολιτικός του στόχος για να του φέρει τις θέσεις εκείνες που δεν ήταν δικές του και τις οποίες δεν μπορεί να υποστηρίξει ούτε να αναλάβει. Η Ρωσία μπορεί μόνο να ελπίζει και να περιμένει το σωσίβιο από την Κίνα αλλά, όπως σε κάθε συμμαχία, αυτός που κυριαρχεί σε αυτήν λατρεύει τους κομπάρσους του, ιδιαίτερα όταν εξασθενούν (η Κίνα είχει πολύ καλές σχέσεις με την Ουκρανία, Le Monde της 1ης Μαρτίου 2022).

Γνωρίζουμε την περίφημη φράση του Κλαούζεβιτς: “Ο πόλεμος είναι η επιδίωξη της πολιτικής με άλλα μέσα”, διατύπωση η οποια δεν είναι ακριβώς αυτή του κειμένου: “Προφανώς γνωρίζουμε ότι μόνο πολιτικές σχέσεις μεταξύ κυβερνήσεων και εθνών γεννούν πόλεμο38 (ο Κλαούζεβιτς παραμένει σε μια Βεστφαλιανή ιδέα του πολέμου αν και, εν παρόδω, επισημαίνει κάπου ότι η κατοχή ενός έθνους μπορεί να επιτευχθεί και να διατηρηθεί μόνο αν η κατοχική δύναμη απηχεί τις εσωτερικές συγκρούσεις του κατεχόμενου έθνους, σημείωση του συγγραφέα) αλλά, γενικά, φανταζόμαστε ότι αυτές οι σχέσεις σταματούν με τον πόλεμο οπότε και εδραιώνεται μια εντελώς διαφορετική κατάσταση, που υπόκειται στους δικούς της νόμους και μόνο σε αυτούς. Εμείς, αντίθετα, βεβαιώνουμε: ‘ο πόλεμος δεν είναι τίποτα άλλο από την συνέχιση των πολιτικών σχέσεων, συμπληρωνόμενων με άλλα μέσα’. Λέμε ότι καινούρια μέσα προστίθενται σε αυτόν, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα ότι ο ίδιος ο πόλεμος δεν βάζει τέλος σε αυτές τις πολιτικές σχέσεις, ότι δεν τις μετασχηματίζει σε κάτι εντελώς διαφορετικό, αλλά ότι αυτές συνεχίζουν, στην ουσία τους, να υπάρχουν, άσχετα από το ποια μέσα χρησιμοποιούν, και ότι τα βασικά νήματα που διατρέχουν τα γεγονότα του πολέμου, και στα οποία αυτά είναι προσδεμένα, είναι μόνο χαρακτηριστικά μιας πολιτικής που συνεχίζεται μέσω του πολέμου, μέχρι την ειρήνη” (Κλαούζεβιτς, ό.π., σελ. 703). Η εσωτερική λογική της πολιτικής για τον Κλαούζεβιτς (1780-1831) είναι το ξεπέρασμα, η επανα-απορρόφηση των συγκρούσεων όπως αυτές γεννιούνται από τις κοινωνικές σχέσεις της “κοινωνίας των πολιτών”, η πολιτική επιλύει πάντα μια συγκρουσιακότητα από την οποία είναι πάντα εξαρτημένη39. Είναι από κάθε άποψη ένας σύγχρονος του Χέγκελ, αν και η διαλεκτική του για την σχέση της “καθαρής έννοιας του πολέμου” και του “πραγματικού πολέμου” (τα δύο μέρη του έργου του De La Guerre40) δεν έχει καμμιά σχέση με την εγελιανή αυτο-πραγμάτωση της ιδέας αλλά αναφέρεται, μαζί με τον Μακιαβέλλι, στην κατά περίσταση αναζήτηση για την πραγματοποίηση μιας αναγκαιότητας στις ιδιοτροπίες της συγκυρίας.

Ο πόλεμος αντιπροσωπεύει την υψηλότερη στιγμή των συγκρούσεων, την αποκορύφωσή τους, χωρίς, όμως, να διαφέρει στη φύση από αυτές: αποφασιστική στιγμή όλων των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών, πολιτισμικών, ιδεολογικών συγκρούσεων, συμπεριλαμβανομένου του ότι είναι ένα ξαναγράψιμο της πάλης των τάξεων, από την οποία προέρχεται, ο πόλεμος τις φέρνει όλες μαζί στοσημείο ρήξης (Κλαούζεβιτς) της οργανωμένης βίας41.

Τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά αν οι συγκρούσεις και οι πόλεμοι εξέφραζαν άμεσα τις αντιθέσεις επί τω έργω της συσσώρευσης του κεφαλαίου και του τρόπου παραγωγής, γενικά. Όλες αυτές όμως εκφράζονται μόνο μέσα από όλες τις διαμεσολαβήσεις της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών δομών της και της ιστορίας τους. Τα κράτη υπάρχουν ως αναγκαία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, στη γένεση του οποίου συγκροτήθηκαν (17ος και 18ος αιώνες, μέχρις ότου η Αγγλία συνέθεσε όλα τα στοιχεία της γέννησης του κεφαλαίου ως ενός τρόπου παραγωγής δείτε Μαρξ: Το Κεφάλαιο, éd.Sociales, τ.3, σελ. 193)42. Τα κράτη, ως τέτοια, επιδιώκουν τους δικούς τους στόχους και αυτή η επιδίωξη ανήκει εξ ολοκλήρου στην αναπαραγωγή και την αναδιάρθρωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ο οποίος δεν είναι μια οντότητα που αναπαράγει τον εαυτό της χωρίς όλους εκείνους τους καθορισμούς που, χωρίς να είναι αυτο-καθορισμοί της έννοιας, κάνουν, παρ’ όλα αυτά, τα πράγματα να υπάρχουν όντως.

Μπορει κάποιος πάντα να πει, και δεν είναι ψέμματα, ότι οι προλετάριοι δεν χρειάζεται να διαλέξουν τους καταπιεστές τους και ότι, έτσι κι αλλιώς, δεν έχουν επιλογή. Αλλά, όπως και όλοι οι άλλοι, ζουν, υπάρχουν και παράγονται σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής που τους καθορίζει, και σκέφτονται, δρουν σύμφωνα με το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που τους καθορίζει. Είναι πιθανόν, εξαιτίας της ιδιαίτερης θέσης τους σε αυτές τις κοινωνικές σχέσεις, να βρεθούν εμπλεκόμενοι σε μια συγκυρία που τους οδηγεί να τις καταργήσουν και σε αυτό να είναι μόνοι. Αλλά, αν στην παρούσα στιγμή η “αναδιάρθρωση” δεν μπορεί να περάσει παρά μόνο μέσα από την ταξική πάλη, το κεφάλαιο, στην αντίφαση μέσα από την οποία παρουσιάζεται, έχει ήδη προκαταβάλει, στην μορφή του έθνους (κυριαρχία, λαϊκισμός, εθνικότητα), την “πολιτική” του προλεταριάτου. Τα ζάρια έχουν ριχτεί και είναι “πειραγμένα43.

Η κρίση της παγκοσμιοποίησης αλλάζει παντού (και στο κέντρο και στην περιφέρεια) σε μια πολιτική κρίση (δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε αυτό λέγοντας ότι αυτό που έχει σημασία είναι τα οικονομικά συμφέροντα επειδή αυτά έχουν μια “μορφή”). Στο αναδιαρθρωμένο κεφάλαιο, στη ρίζα αυτής της πολιτικής κρίσης, υπάρχει η εξαφάνιση της εργατικής ταυτότητας που έχει εντελώς αποσταθεροποιήσει τη λειτουργία του δημοκρατικού κράτους, που είναι ομοούσια με την αναγνώριση ενός πραγματικού κοινωνικού χάσματος και την ειρήνευσή του. Αυτή τη στιγμή, η ταξική πάλη (συμπεριλαμβανομένων των πλεοναζόντων πληθυσμών στο κέντρο και την περιφέρεια) σημαδεύεται από το χάσμα ανάμεσα στο έθνος και την παγκοσμιοποίηση με τη μορφή του κοινωνικο-πολιτικού χάσματος, καρδιά του οποίου έχει γίνει το κεντρικό θέμα των ανισοτήτων και της νομιμοποίησης του Κράτους. Για την ώρα, η κρίση της παγκοσμιοποίησης περνάει μέσα από λίγο-πολύ εθνικιστικά-λαϊκιστικά κινήματα με κεντρικό θέμα την διανομή του εισοδήματος, την εθνική κυριαρχία, την οικογένεια, τις αξίες, την εθνικότητα.

Όσον αφορά την Ουκρανία, πιο συγκεκριμένα, όσοι θεωρούν τον εθνικισμό ως απλά μια απόκλιση ή χειραγώγηση της εργατικής τάξης σημαίνει ότι δεν την θεωρούν ως μια τάξη αυτού του τρόπου παραγωγής αλλά ωσάν να συμμορφώνεται ουσιαστικά, έστω και με κάποιες ενδεχομενικές “αποκρύψεις”, με το “πρέπει-να-είναι” της. Ένα “πρέπει-να-είναι” του οποίου αποτελούν, αυτός είναι ο λόγος της ύπαρξής τους, τους μόνιμους εκπροσώπους, αναλλοίωτους αλλά πάντα απογοητευμένους, μέχρι την επόμενη44.

Η Ρωσία έχει βρεθεί να αντιπροσωπεύει ιδεολογικά, πολιτικά, πολιτισμικά και στην επιβεβαίωση της αντιπαράθεσής της με την Δύση, τον πόλο της απαίτησης για εθνική κυριαρχία μπροστά στην Δυτική παγκοσμιοποίηση, σε βαθμό που να προβλέπει και να προσβλέπει σε μια εύθραυστη αναδιοργάνωση της παραγωγής της, των συναλλαγματικών της αποθεμάτων, του συστήματος πληρωμών της, με ανεξάρτητο τρόπο. Αυτό της έδωσε, ως κέρδος, την αποκρυστάλλωση πολλών και ποικίλων φιλιών σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Πούτιν δεν είναι μόνος, εκπροσωπεί, με έναν όλο και πιο μονομερή τρόπο, έναν πόλο της αντίφασης που πρέπει να ξεπεραστεί. Στις 28 Ιανουαρίου, στη Μαδρίτη, έγινε μια συνάντηση των ακροδεξιών και εθνοκυριαρχικών κομμάτων και εκεί βρίσκονται η Μαρίν Λε Πεν, αλλά και ο Βικτόρ Όρμπαν, ο Τσέχος πρωθυπουργός και ο πρωθυπουργός της Πολωνίας, ο οποίος είναι και ο μόνος που στέκεται επικριτικά απέναντι στη Ρωσία.

Όλοι γνωρίζουμε τους εναγκαλισμούς των Chevènement, Μελανσόν, Σαλβίνι, Μπέπε Γκρίλο, Σρέντερ, Ζεμούρ, Λε Πεν (η οποία δεν έχει σταματήσει να ξεπληρώνει το ρωσικό της δάνειο), του Vox στην Ισπανία, της AfD στη Γερμανία κλπ., με τον Πούτιν, αλλά πρέπει να προσθέσουμε, στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Τραμπ και ακόμα, μέχρι πρόσφατα, έναν σταρ παρουσιαστή του δικτύου Fox News. Προς το παρόν, δεν επωφελούμαστε πλέον από τις θαυμάσιες εκθέσεις, από τις συλλογές Ρώσων συλλεκτών, του Ιδρύματος Louis Vuitton, στις οποίες μας είχε καλομάθει, με φόντο το Château Yquem, ο Bernard Arnault, χάρις στις ολιγαρχικές του επενδύσεις και τις φιλίες του. Μακριά από το Château Yquem, όμως, ο Μακρόν μας προειδοποίησε ότι για την “υπεράσπιση των αξιών μας” θα χρειαστεί να σφίξουμε τα ζωνάρια μας και να οδηγήσουμε σκούτερ.

R.S

23 Μαρτίου 2022

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://dndf.org/?p=20016.

2 Στμ. Τρότσκυ, Η Προδομένη Επανάσταση, στα Ελληνικά: εκδόσεις Αλλαγή, 2018.

3 Στμ. Διαλεκτική του πολέμου ως διαλεκτική συμπληρωματικότητα: ο ένας πόλος δεν υπάρχει χωρίς τον άλλον.

4 Στμ. Εξαιρετικό δείγμα της διαύγειας που προσφέρει η διαλεκτική ανάλυση, με βάση τα “βασικά”! Συσσώρευση κεφαλαίου, αναπαραγωγή εργατικής δύναμης, ταξικός ανταγωνισμός. Ενώ είναι πολύ σημαντική η παρατήρηση ότι δεν υπάρχει επιστροφή σε εθνικές ζώνες συσσώρευσης και απομονωτισμούς. Γιατί, πραγματικά, η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου είναι μια μη-αντιστρεπτή διαδικασία, προϊόν της βαθιάς δυναμικής της αντίθεσης κεφάλαιο/εργασία που παράγει αντίρροπες τάσεις προστατευτισμού και “απομόνωσης”. Αλλά αυτές δεν είναι παρά εκφράσεις της αντιφατικής κίνησης, και όχι αυτό που θα κυριαρχήσει. Η δε βαθύτερη διαλεκτική πραγματικότητα είναι ότι είναι ακριβώς η μη-αντιστρεψιμότητα της παγκοσμιοποίησης που θέτει την ίδια την διαδικασία παγκοσμιοποίησης σε κρίση τώρα, καθώς είναι προφανές ότι αυτός ο κύκλος έχει φτάσει σε ένα όριο, τόσο ασφυκτικό και ακραίο που, πλέον, η υπέρβαση των αντιφάσεων της παγκοσμιοποίησης να απαιτεί και πραγματικά πολεμικά μέσα για να προχωρήσει η ολοκλήρωση και επέκταση του κεφαλαίου όχι ως πολυπολικός κόσμος αλλά μέσα από την προσπάθεια κατίσχυσης ενός από τους πόλους ως υπερδύναμης. Το κράτος, ως τοπικότητα, εδαφικότητα, προστατευτισμός, λειτουργεί έτσι αντιφατικά και συμπληρωματικά προς την εγγενή τάση του κεφαλαίου για ολοκλήρωση, είναι η διαλεκτική στιγμή της αντίφασης, που η αναίρεσή της κατατείνει ουσιαστικά να δώσει καινούρια ώθηση σε αυτή την ολοκλήρωση που υπονομεύεται διαλεκτικά από την ίδια την επιτυχία της. Με άλλα λόγια η διαλεκτική αντίφαση τοπικότητας-παγκοσμιοποίησης, εθνικού-διεθνικού, που έχει φτάσει σε αυτό το σημείο κρίσης από την ίδια την επιτυχία της παγκοσμιοποίησης, είναι τέτοια που η διαδικασία ολοκλήρωσης του κεφαλαίου πρέπει να προχωρήσει μέσα από καινούριες ατραπούς, μέσα από καινούριες δυναμικές των οποίων το διακύβευμα δεν είναι η επιστροφή στην προ της κατάρρευσης του “υπαρκτού” κατάσταση αλλά η υπέρβαση της “αμερικανικής” παγκοσμιοποίησης, όπως λέει ο RS. Είναι η ανάδυση μιας καινούριας βιώσιμης “πολυπολικής” παγκοσμιοποίησης που θα χωρά όλους τους καπιταλιστές με έναν τρόπο που θα ξεπερνά αφομοιώνοντας και το εθνικό και το διεθνικό, και το τοπικό και το παγκόσμιο. Γεωπολιτικά αυτό δηλώνεται ως “πυρηνική αποτροπή”! Ή, από την άλλη, η επιβολή μιας καινούριας μονοκρατορίας από μια κυρίαρχη φράξια του κεφαλαίου. Η πολυπολικότητα, ειρήσθω εν παρόδω, θα απαιτήσει βέβαια και μια αναδιάρθρωση του ίδιου του Κράτους και των τοπικών ενσαρκώσεών του, καθώς θα πρέπει να προσαρμοστεί αναιρώντας διαλεκτικά – αν μπορεί – τις καινούριες αντιφάσεις που θα αναδυθούν στη διαλεκτική του σχέση με το κεφάλαιο (υπερεθνικοί θεσμοί κοκ., αντιφάσεις που προφανώς έχουν συμβάλει τα μέγιστα στην βαθμιαία τελμάτωση και στην τωρινή καπιταλιστική κρίση). Στην πραγματικότητα πρέπει να δούμε βαθύτερα αυτόν τον ισχυρισμό για την μη-αντιστρεψιμότητα της παγκοσμιοποίησης μέσα από την θεώρηση συνολικά της διαλεκτικής Κράτους-κεφαλαίου. Γιατί, όπως λέμε και παραπάνω, αυτό που εξελίσσεται ως κρίση της παγκοσμιοποίησης είναι το aufhebung της αντίθεσης εθνοκυριαρχία-παγκοσμιοποίηση, με τη διαλεκτική αναίρεση εθνικού και του διεθνικού σε ένα καινούριο επίπεδο ολοκλήρωσης του κεφαλαίου, με το εθνικό να διαλύεται και να μεταβολίζεται μέσα στο διεθνικό και αντίστροφα, μια διαδικασία που προφανώς έχει στον πυρήνα της και τους αντίστοιχους μετασχηματισμούς του Κράτους και των συναφών με αυτό θεσμών. Είναι με αυτή τη λογική που πρέπει να εκλάβουμε τη θέση ότι δεν πρόκειται να υπάρξει επιστροφή σε εθνικές ζώνες συσσώρευσης και προστατευτισμούς (και όχι, για παράδειγμα, την άμεση εξαφάνισή τους).

5 “Η πραγματική υπαγωγή (ο όρος ‘υπαγωγή’ είναι αυτός που διατηρείται από την μετάφραση Dangeville, στσ.) της εργασίας στο κεφάλαιο συνοδεύεται από μια πλήρη επανάσταση (η οποία συνεχίζεται και ανανεώνεται σταθερά, πβλ. το Κομμουνιστικό Μανιφέστο) του τρόπου παραγωγής, της παραγωγικότητας της εργασίας και των σχέσεων ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους εργάτες”. (Marx, Un Chapitre inédit du Capital, [Ένα ανέκδοτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου], éd. 10/18, σελ. 218).

6 Στμ. Αν στην εξήγηση του όντος ενδιαφέροντος ερωτήματος: γιατί η πληθωριστική έκρηξη τώρα, για την ακρίβεια τον τελευταίο έναν χρόνο, και όχι, για παράδειγμα, στα προηγούμενα 10 χρόνια από την κρίση του 2008 – η πιθανή απάντηση είναι η πανδημία Covid-19 και ο εξαιρετικός ρόλος της ως καταλύτη και επιταχυντή, ταυτόχρονα, για την όξυνση της αντίφασης, δηλαδή της κρίσης. Κάτι που εκφράζεται με το πολύ απτό και “ωμό” γεγονός ότι, σε αυτή την διετία της πανδημίας, οι κεντρικές τράπεζες “έκοψαν” τόσο χρήμα όσο σε όλα τα 12 χρόνια της κρίσης από το 2008 μέχρι το 2020!

7 Στμ. Μάλλον εννοείται η πολιτική της λεγόμενης “ποσοτικής χαλάρωσηςπου υιοθέτησαν οι βασικές κεντρικές τράπεζες στον απόηχο της κρίσης του 2008;

8 Στμ. Είναι ο κόσμος της μετασοβιετικής διευθέτησης, της παγκοσμιοποίησης, με την ενσωμάτωση του “υπαρκτού”, που έφτασε στο όριό της εξαιτίας της όξυνσης της κρίσης από το 2008 και μετά. Η πανδημία – ως υγειονομική κρίση, που γίνεται κρίση της παραγωγής και της αναπαραγωγής – επιταχύνει εξαιρετικά την όξυνση της κρίσης, δηλαδή της θεμελιώδους αποσύνδεσης όπως λέει ο RS.

9 Στμ. Εξαιρετική διαύγαση της διαλεκτικής αναβαθμίδας εθνικοποίηση-διεθνοποίηση-παγκοσμιοποίηση, της λεπτής διάκρισης μεταξύ διεθνοποίησης, ως ενός συστήματος ολοκλήρωσης-ενσωμάτωσης εθνικών συστημάτων που διατηρούν εθνικά χαρακτηριστικά, και παγκοσμιοποίησης, ως μιας πραγματικής “σύντηξης”, ρευστοποίησης αυτών των συστημάτων, που διαλύει τα σκληρά εθνικά χαρακτηριστικά (θα λέγαμε ότι η ΕΕ είναι ένα τέτοιο δείγμα διεθνικού συστήματος, αλλιώς θα λέγαμε και υπερεθνικού; Μάλλον όχι, γιατί υπερεθνικός σημαίνει κάτι που είναι “πάνω” από το εθνικό επίπεδο, άρα και έξω από αυτό, όχι το ενσωματωμένο εθνικό – που παραμένει και εθνικό). Εξίσου σημαντική είναι η συσχέτιση της ΕΣΣΔ ως της αντιπροσώπευσης της εργατικής ταυτότητα, δηλαδή “αποκρυστάλλωση μιας δομής της παγκόσμιας ταξικής πάλης”, που αναδιαρθρώνεται δραστικά μετά την πτώση του “υπαρκτού” που είναι το σημείο καμπής για τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, όπως και εμεις διαισθητικά έχουμε κατανοήσει. Στο πνεύμα της προηγούμενης σημείωσής μας, το σχήμα εδώ είναι τρόπον τινά μια πιο λεπτομερής ανάλυση της αντίθεσης εθνικοποίηση-παγκοσμιοποίηση που παρουσιάζουμε εκεί. Η παγκοσμιοποίηση όπως τίθεται εδώ νοείται ουσιαστικά ως aufhebung στην περαιτέρω ολοκλήρωση του κεφαλαίου.

10 Στμ. Είναι αυτό που έχουμε διατυπώσει ως “διάρρηξη των εθνικών ζωνών συσσώρευσης”. Είναι, όμως, η αποσύνδεση, που αναφέρει ο RS, ή, για να το θέσουμε πιο απλά, η αδιαφορία πλέον των κρατών για την αναπαραγωγή του προλεταριάτου, που παράγει – χρησιμοποιώντας το ιδίωμα των Endnotes – πλεονάζοντες πληθυσμούς, τόσο εντός όσο και εκτός των κρατικών συνόρων. Πτυχή αυτής της διαδικασίας είναι η λεγόμενη μεταναστευτική “κρίση”, στιγμή της αντίφασης που δαιμονίζει τα κράτη να ορθώνουν φράχτες σε μια συνθήκη που οι ανισότητες στην παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου ξεριζώνουν εκατομμύρια προλετάριους ακριβώς επειδή πια η παραγωγή αξίας έχει αποσυνδεθεί από την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Οι μετανάστες και μετανάστριες, είτε ως “οικονομικοί” μετανάστες είτε ως “πρόσφυγες”, είναι ουσιαστικά οι πληθυσμοί που πλήττονται από την πιο ακραία και καταστροφική μορφή αυτής της αποσύνδεσης, δηλαδή του κυριολεκτικού πολέμου (ως παρόξυνσης του ταξικού πολέμου), βιώνοντας την υποβάθμιση παντού, εντός και εκτός των συνόρων. Και είναι αυτή η συνθήκη με την οποία τελικά απειλούν και καταργούν τα σύνορα, εξ ου η λυσσώδης προσπάθεια των κρατών, σφραγίζοντας επιλεκτικά τα σύνορά τους, να επαναεπιβεβαιώσουν την εδαφικότητά τους που απειλείται από την προλεταριακή κινητικότητα. Με άλλα λόγια το “μεταναστευτικό” είναι μια αντίφαση που παράγεται από την διαλεκτική Κράτους-κεφαλαίου, αντίφαση του ίδιου του Κράτους ως ρυθμιστή των ζωνών συσσώρευσης του κεφαλαίου: αποτυχία στην ρύθμισή τους, αποτυχία στην αναδιαμόρφωσή τους (μέσω πολέμων), κρίση ρύθμισης της τάσης αποσύνδεσης που επιβάλλει το κεφάλαιο.

11 Στμ. Πρόκειται εν ολίγοις περί Νέας Παγκόσμιας Αταξίας και όχι Τάξης (για τους εραστές της συνωμοσιολογίας).

12 Στμ. Λέγεται και διαρκής “στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας”.

13 Στμ. Εδώ πρόκειται για ένα πολύ θεμελιώδες στοιχείο, την απάλειψη της διάκρισης ειρήνης και πολέμου. Αυτό που οι περισσότεροι εραστές της βιοπολιτικής χαρακτηρίζουν ωςκατάσταση εξαίρεσης” πρέπει να ειδωθεί, ουσιαστικά, όχι ως κατάσταση εξαίρεσης αλλά μια στιγμή στο συνεχές του φάσματος του κοινωνικού πολέμου/ειρήνης.

14 Στμ. Πολύ ενδιαφέρων “ορισμός” της μαφίας.

15 Στμ. Στα Αγγλικά: Globalism.

16 Στμ. Πολύ εύστοχη ανάλυση. Η ανάδειξη της αποσύνδεσης, ως της ριζικής πτυχής της κρίσης, είναι η μοναδική σύλληψη της κρίσης σε όρους της ίδιας της ταξικής πάλης, της ίδιας της σχέσης εκμετάλλευσης! Η αποσύνδεση, δηλαδή η άρνηση του κεφαλαίου να αναλάβει πλέον το ελάχιστο κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, είναι η άμεση έκφραση της όξυνσης της εκμετάλλευσης και της επιδείνωσης της ταξικής πάλης σε βάρος του προλεταριάτου. Αλλά, για να δούμε συνολικά το ξεδίπλωμα της διαλεκτικής “επί τω έργω”, και η ανάδυση αυτής της αποσύνδεσης είναι αποτέλεσμα της ίδιας απλής και άμεσης διαλεκτικής της ταξικής πάλης αφού η αποσύνδεση είναι η απάντηση της αστικής τάξης στον προηγούμενο “κύκλο” του ταξικού ανταγωνισμού, αυτού που χαρακτηρίστηκε από την σχετική επέλαση του προλεταριάτου που ανάγκασε την αστική τάξη σε παραχωρήσεις, δηλαδή σε μείωση της έντασης της εκμετάλλευσης. Αυτό, διαλεκτικά, μείωσε την κερδοφορία των καπιταλιστών, επέφερε πολλές κοινωνικές ανατροπές και ριζική αμφισβήτηση του κόσμου του κεφαλαίου και της εργασίας. Η αντιεξεγερτική στρατηγική του κεφαλαίου ήρθε ακριβώς μέσα από την προσπάθεια αναδιάρθρωσης από τη δεκαετία του 1970-1980, δηλαδή αναδιάρθρωσης της ταξικής σχέσης, που αποτέλεσμά της είναι και η περίφημη αποσύνδεση. Και όλα αυτά χωρίς επίκληση σε “περίεργες” έννοιες πολιτικής οικονομίας ή γεωπολιτικής. Απλά με απόδοση της έμφασης εκεί που πρέπει: στην ταξική πάλη, στη θεμελιώδη διαλεκτική κεφαλαίου-εργασίας.

17 Στμ. Το ίδιο διαλεκτικό μοτίβο που διαπιστώσαμε για το όριο της ίδιας της παγκοσμιοποίησης πιο πριν. Δηλαδή, πώς το στοιχείο που ωθεί τη διαδικασία, μετατρέπεται, ως αντίφαση, στην τροχοπέδη της. Στην περίπτωσή μας είπαμε για την αντίφαση της “διαφοράς δυναμικού” στις ζώνες συσσώρευσης και την ομογενοποίηση που αυτή παράγει. Εδώ ο RS μιλά για την αντίφαση στην αποσύνδεση παραγωγής αξίας και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Πιστεύουμε ότι οι δυο αυτές αντιφάσεις σε έναν βαθμό σχετίζονται άλλωστε.

18 Στμ. Εντροπική με την θερμοδυναμική έννοια, φυσικά, της αύξησης της αταξίας και της πολυπλοκότητας.

19 Στμ. Στο πρωτότυπο: “…et son zonage en abyme se délite”.

20 Στμ. Όλοι οι μετασχηματισμοί του κεφαλαίου κατατείνουν στην εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης. Η ταξική πάλη και η εκμετάλλευση είναι πάντα ο πραγματικός κινητήρας της επέκτασης του κεφαλαίου. Οπότε η τωρινή κρίση εκφράζεται ακριβώς ως υπονόμευση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης από το ίδιο το “μομέντουμ” του κεφαλαίου, κάτι που, εν πρώτοις, μοιάζει οξύμωρο καθώς βλέπουμε να εντείνονται η φτωχοποίηση και η εξαθλίωση του κόσμου. Και, όμως, είναι ακριβώς αυτή η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης, η αποσύνδεση παραγωγής αξίας και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης που στην ουσία έχει υπονομεύσει την εκμετάλλευση! Και πώς γίνεται αυτό; Εδώ μπαίνει στην ανάλυση η έννοια των πλεοναζόντων πληθυσμών! Με την αυτοματοποίηση της παραγωγής, με την αποβολή μεγάλων μαζών εργατών από τη διαδικασία παραγωγής, στην πραγματικότητα το κεφάλαιο μειώνει τη δυνατότητά του για εκμετάλλευση εργατικής δύναμης καθώς αυτή σταθερά μειώνεται. Με άλλα λόγια: όσο λιγότερο φροντίζει το κεφάλαιο για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (κάτι που είναι αναγκασμένο να κάνει για να τονώσει τη διαδικασία παραγωγής αξίας!) τόσο αυτή η τόνωση υπονομεύεται καθώς αποβάλλεται εργατική δύναμη (δηλαδή “ζωντανή” εργασία) από τα κυκλώματα του κεφαλαίου και παραγωγής (υπερ)αξίας.

21 Στμ. Όπως τονίζεται διαρκώς, το κεφάλαιο (και η εργασία) και οι αντφάσεις του(ς) κινούνται διαλεκτικά.

22 M.Khvylovy, Ουκρανός Μπολσεβίκος συγγραφέας και ακτιβιστής από το 1917, αυτοκτόνησε το 1933.

23 Στμ. Φαίνεται ότι είναι βάσιμη η διαισθητική μας προσέγγιση ότι η ΕΕ “κινδυνεύει” να γίνει η “Σοβιετική Ένωση” του τέλους αυτού του κύκλου παγκοσμιοποίησης επειδή ακριβώς είναι “παγιδευμένη” στο ενδιάμεσο της διαλεκτικής εξέλιξης από το εθνικό στο διεθνικό και από κει στο παγκοσμιοποιημένο. Η ΕΕ αποτελεί ουσιαστικά ένα διεθνικό σύστημα ολοκλήρωσης εθνικών συστημάτων χωρίς να μπορεί να εξελιχθεί σε ένα οργανικό σύστημα που να έχει πλέον αποκτήσει ενιαιότητα, όπου τα εθνικά συστήματα έχουν συντηχθεί και ξεπεράσει τα εθνικά τους όρια. Ως τέτοια δομή λοιπόν προσκρούει σε ένα αντικειμενικό όριο στο πέρασμα στον ορίζοντα της παγκοσμιοποιημένης ροής κεφαλαίου/εργασίας. Όπως θα πούμε και παρακάτω, η ΕΕ είναι “διαλεκτικά μετέωρη”, “ανολοκλήρωτη” και, εν τέλει, παρωχημένη, επειδή στερείται διαλεκτικής “αξίας”! Δεν αποτελεί πλέον διακύβευμα ή όρο της διαλεκτικής διαδικασίας.

24 Στμ. Απλά να επισημάνουμε και πάλι την ομορφιά της βαθιάς διαλεκτικής αντίληψης: εκεί που η απλή ανάλυση βλέπει σύνορα, άρα διαχωρισμό, ΕΕ-Ουκρανίας, το διαλεκτικό μάτι βλέπει το αντίθετο: την εδαφική συνέχεια.

25 Στμ. Για να δούμε, κολλάει με αυτό που λέμε για την ΕΕ ως ξεπερασμένη λόγω του “εγκλωβισμού” της στο διαλεκτικό limbo ανάμεσα στο εθνικό και διεθνικό με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναιρεθεί διαλεκτικά στο επίπεδο της παγκοσμιοποίησης, άρα να αποτελέσει διακύβευμα της διαλεκτικής διαδικασίας αναδιαμόρφωσης της παγκοσμιοποίησης που εξελίσσεται μπροστά μας. Πίσω από το προφανές γεωπολιτικό στοιχείο (η ΕΕ δεν μπορεί να συγκροτηθεί ως ενιαία δύναμη) μπορούμε να δούμε την ουσία της αδυναμίας: η ΕΕ δεν είναι όρος της αντίφασης που διακυβεύεται. Η ΕΕ είναι παρωχημένη γιατί έχει καταστεί αντιδιαλεκτική!

26 Στμ. Προχωρώντας ακόμα βαθύτερα, το όριο στο οποίο προσκρούει η ΕΕ, η αδυναμία ενιαιοποίησης, το ότι δεν συνιστά μια κυρίαρχη δύναμη, οφείλεται, όπως λέει εξαιρετικά ο RS, στο ότι “έμεινε στα μισά” της διαδικασίας αναδιάρθρωσης της σχέσης εκμετάλλευσης.

27 Στμ. Ανατομία της αντίφασης της παγκοσμιοποίησης, ανατομία και διαύγαση της ανάδυσης του “γεωπολιτικού”, ανατομία της ανάδυσης της αντίθεσης “Ανατολής”-”Δύσης”. Ο RS ξεκαθαρίζει εδώ ακριβώς γιατί το γεωπολιτικό δεν είναι το πρωταρχικό, είναι δευτερεύον, επαγώμενο από την ριζική αντίφαση και αντίθεση της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της τωρινής μορφής της ίδιας της αντίφασης στη σχέση εκμετάλλευσης, των αντιθέσεων και της αντίφασης στην ταξική πάλη σήμερα. Δεν υπάρχει κάτι εγγενές σε “Ανατολή” και “Δύση” που να τις θέτει ως πόλους της αντίφασης της παγκοσμιοποίησης, αυτή επάγεται από την “επένδυση” των αντιφάσεων της παγκοσμιοποίησης ως “εθνικών”, από την απόδοση, όπως λέει, σε “Ανατολή” και “Δύση” εθνικών χαρακτηριστικών. Που σημαίνει, οι ζώνες συσσώρευσης επενδύονται, εμφανίζονται, με στοιχεία εθνικής κυριαρχίας”. Για αυτό ακριβώς έχουμε απόλυτο δίκιο όταν λέμε ότι η γεωπολιτική είναι η αποτύπωση του ταξικού ανταγωνισμού, της ριζικής αντίθεσης κεφαλαίου/εργασίας με όρους “εθνικής κυριαρχίας”, δηλαδή ότι είναι γλώσσα των κρατών και ως τέτοια συγκαλύπτει την ίδια την θεμελιώδη αντίθεση που την παράγει. Από αυτή την άποψη, για παράδειγμα, η αδυναμία της ΕΕ να αποτελέσει όρο της αντίφασης έγκειται στην αδυναμία της να επενδυθεί με μια ενιαία “εθνική κυριαρχία”.

28 Στμ. Μια πραγματικά διεισδυτική ανάλυση του “φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ” και της “μνημονιακής” περιόδου της ταξικής πάλης στην Ελλάδα που αξίζει σίγουρα να ειδωθεί διεξοδικά.

29 Στμ. Η ενίσχυση των εθνικιστικών ρευμάτων δεν είναι η “λύση”, δεν είναι η διαλεκτική αναίρεση της αντίθεσης εθνικού-διεθνικού που βιώνουμε ως κρίση της παγκοσμιοποίησης, αλλά όρος της ίδιας της αντίθεσης (δηλαδή στιγμή της κρίσης) που στη διαλεκτική κίνηση της αντίφασης θα ξεπεραστεί αφομοιωνόμενη. Αυτό, από την άλλη, και για να μην παρεξηγηθούμε, δεν συνεπάγεται αυτόματα μια ευτοπική αναίρεση της αντίφασης!

30 Δεν θα εντρυφήσουμε εδώ στην χιλιετή ιστορία των σχέσεων, πάντα συγκρουσιακών και πάντα διαπλεγμένων, ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Ρωσία, στην διάρκεια της οποίας η μια χώρα κυριαρχεί επί της άλλης πριν κυριαρχηθεί από αυτήν. Είναι “διασκεδαστικό” να θυμηθούμε ότι ο όρος Russia προέρχεται από τον ελληνικό (Βυζαντινό) Ρωσσία ο οποίος είχε αποδοθεί στο Ρουθηνιακό κράτος που σχηματίστηκε κατά τον 10ο αιώνα γύρω από το Κίεβο. Μετά την κατάκτηση της Ρουθηνίας από την Λιθουανία (14ος αιώνας), οι πρίγκηπες της Μόσχας υιοθέτησαν τον όρο και η παλιά Ρουθηνία ονομάστηκε σταδιακά Ουκρανία, που σημαίνει “τα σύνορα”. Επιτρέψτε μας δε να προσθέσουμε ότι οι σχέσεις που επιβλήθηκαν από τη Ρωσία στην Ουκρανία σε ολόκληρη τη σοβιετική περίοδο σφυρηλάτησαν, με διαφορετικά κίνητρα, ένα ισχυρό κοινό εθνικό συμφέρον πέρα από ταξικές διαιρέσεις (δείτε Herodotus, ό.π.). Τέλος, ένα μικρό κλείσιμο του ματιού στον Μάχνο, ο οποίος στη διάρκεια της συνέντευξής του με τον Λένιν (Ιούλιος 1918) σχετικά με τους “αναρχο-κομμουνιστές” στην Ουκρανία, προσθέτει στην τοποθέτηση του Λένιν: “ή από τον ‘νότο της Ρωσίας’, αφού εσείς οι Κομμουνιστές-Μπολσεβίκοι, πασχίζετε να αποφύγετε τη λέξη Ουκρανία” (Makhno, Memoirs, παρατιθεται στο Neither God nor Master, εκδόσεις Delphi, σελ. 460).

31 Στμ. Όπως, ουσιαστικά, και κάθε “τεχνική”, “γεωπολιτική” ανάλυση.

32 Στμ. Αναφορά στην αρχή της Βεστφαλιανής ή κρατικής κυριαρχίας, δηλαδή της αρχής του διεθνούς δικαίου ότι κάθε κράτος έχει αποκλειστική κυριαρχία στην επικράτειά του στην οποία δεν μπορεί να επέμβει ή να παρέμβει οποιοδήποτε άλλο κράτος ή διεθνής θεσμός/οργανισμός (όπως ο ίδιος ο ΟΗΕ). Το όνομα δείχνει ότι η έννοια αυτή ιχνηλατείται πίσω στην περίφημη Ειρήνη της Βεστφαλίας (1648), συνθήκη που έβαλε τέλος στον Τριακονταετή Πόλεμο. Το Βεστφαλιανό σύστημα έφτασε στο απόγειό του τον 19ο και 20ο αιώνα αλλά πρόσφατα αμφισβητείται από τους υποστηρικτές της αρχής της επέμβασης για ανθρωπιστικούς λόγους.

33 Στην παράγραφο αυτή χρησιμοποιούμε κάποια συγκεκριμένα θέματα από το κεφάλαιο L’engagement en général από το έργο του Κλαούζεβιτς De la Guerre, εκδόσεις Midnight 1998, σσ. 242-243.

34 Στμ. Δηλαδή μη παρέμβαση (ο όρος πιο γνωστός ως το “ιδεώδες” της “ελεύθερης αγοράς”).

35 Στα τέλη του Ιανουαρίου του 2022, η Γερμανία εξακολουθεί να αρνείται να παραδώσει όπλα στην Ουκρανία.

36 Στμ. Σαφέστατα η Δύση παγίδευσε τη Ρωσία, “προκαλώντας” την να εισβάλει στην Ουκρανία αλλά στην πραγματικότητα η Ρωσία έκλινε ήδη σε αυτό, για την ακρίβεια δεν μπορούσε να μην το κάνει δεδομένης της αποτελμάτωσης της κατάστασης στην περιοχή ήδη από το 2008.

37. Μια συμβατική αεροπορική παρέμβαση του ΝΑΤΟ στον εναέριο χώρο της Ουκρανίας θα έδινε στη Ρωσία την επιλογή ενός αδύνατου πυρηνικού κουμπιού. Αλλά αυτή δεν ήταν καθόλου η Δυτική στρατηγική της πολιτικής “αμυντικής υποχώρησης”. Κάποιος θα μπορούσε να πεί ότι η ύπαρξη του στρατηγικού πυρηνικού οπλοστασίου προσυπογράφει και δίνει υλική υπόσταση στην Κλαουζεβιτσιανή διαλεκτική ανάμεσα στην “καθαρή έννοια” του πολέμου (εκμηδένιση του αντιπάλου) και τον “πραγματικό πόλεμο” (επιδίωξη του πολιτικού).

38 Στμ. Χρήσιμη διευκρίνιση, που σημαίνει κάτι πολύ ιδιαίτερο και βαθύ τόσο για τον πόλεμο όσο και για την πολιτική, εμπλουτίζοντας το κλισέο πόλεμος είναι η συνέχιση της ταξικής πάλης με άλλα μέσα”.

39 Στμ. Αν βάλουμε “ταξική σύγκρουση” στη θέση των κοινωνικών σχέσεων της “κοινωνίας των πολιτών” το νόημα βγαίνει αρκετά αβίαστα.

40 Στμ. Κλαούζεβιτς Καρλ, φον: Περί του Πολέμου, εκδόσεις Βάνιας, 1999.

41 Στμ. Αυτό μπορεί να αποτελέσει ένα σημείο εκκίνησης για την διαλεκτική ένοπλου πολέμου/ταξικού πολέμου.

42 Στμ. Στα Ελληνικά: Το Κεφάλαιο, τόμος 3, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.

43 Στμ. Στο πρωτότυπο: Les dés sont pipés et les boules farcies. Η φράση boules farcies αναφέρεται στα “πειραγμένα” ζάρια, στα οποία έχει προστεθεί ποσότητα υδραργύρου ή άμμου με αποτέλεσμα να μεταποτίζεται το κέντρο βάρου τους, επιτρέποντας έτσι το “κλέψιμο”.

44 Στμ. Στο πρωτότυπο: “Devoir-être’” dont ils sont, c’est leur raison d’être, les représentants permanents, invariants mais toujours frustrés jusqu’à la prochaine”.

Πόλεμος στην Ουκρανία: Δέκα μαθήματα από την Συρία

Σύριοι εξόριστοι μιλούν για το πώς οι εμπειρίες τους μπορούν να γίνουν πηγή πληροφόρησης για την αντίσταση στην εισβολή

στο CrimethInc1

το κείμενο σε pdf

Τον Μάρτιο του 2011, ξέσπασαν στη Συρία διαδηλώσεις ενάντια στον δικτάτορα Μπασάρ Αλ-Άσσαντ. Ο Άσσαντ έστρεψε το σύνολο της στρατιωτικής δύναμης ενάντια στο επαναστατικό κίνημα που ακολούθησε· παρ’ όλα αυτά, για κάποιο χρονικό διάστημα, φαινόταν ότι ήταν δυνατό αυτό το κίνημα να ανατρέψει την κυβέρνησή του. Τότε, παρενέβη ο Βλαντιμίρ Πούτιν, δίνοντας στον Άσσαντ τη δυνατότητα να παραμείνει στην εξουσία με ένα τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές και εξασφαλίζοντας ένα πάτημα για την ρωσική ισχύ στην περιοχή. Στο κείμενο που ακολουθεί, μια κολλεκτίβα Σύριων εξορίστων και συντρόφων τους αναλογίζονται τον τρόπο με τον οποίο οι εμπειρίες τους από την Συριακή Επανάσταση μπορούν να γίνουν πηγή πληροφόρησης2 για τις προσπάθειες υποστήριξης της αντίστασης στην εισβολή στην Ουκρανία και το αντιπολεμικό κίνημα στη Ρωσία.

Έχει δωθεί τόσο μεγάλη σημασία, τον τελευταίο μήνα, στην Ουκρανία και τη Ρωσία που είναι εύκολο να χάσουμε την αίσθηση του παγκοσμίου πλαισίου αυτών των γεγονότων. Το κείμενο που ακολουθεί προσφέρει έναν πολύτιμο προβληματισμό σχετικά με τον ιμπεριαλισμό, τη διεθνή αλληλεγγύη και την κατανόηση των λεπτών διαφορών σύνθετων και αντιφατικών αγώνων.

Δέκα μαθήματα από τη Συρία

Ξέρουμε ότι μπορεί να είναι δύσκολο να πάρετε μια θέση σε μια χρονική στιγμή όπως αυτή. Ανάμεσα στην ιδεολογική ομοφωνία των κυρίαρχων μέσων και φωνών που χωρίς καμμιά ενοχή μεταφέρουν την προπαγάνδα του Κρεμλίνου, είναι δύσκολο να ξέρει κανείς ποιον να ακούσει. Ανάμεσα σε ένα ΝΑΤΟ με βρώμικα χέρια και ένα αχρείο ρωσικό καθεστώς, δεν ξέρουμε πλέον ποιον να πολεμήσουμε, ποιον να υποστηρίξουμε.

Ως συμμετέχοντες και φίλοι της Συριακής επανάστασης, θέλουμε να υπερασπιστούμε μια τρίτη επιλογή, προσφέροντας μια οπτική βασισμένη στα μαθήματα περισσότερων από δέκα χρόνων εξέγερσης και πολέμου στη Συρία.

Ας το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή: σήμερα εξακολουθούμε να υπερασπιζόμαστε την εξέγερση στη Συρία από την άποψη ότι ήταν μια λαϊκή, δημοκρατική και χειραφετητική εξέγερση, ιδιαίτερα τον συντονισμό επιτροπών λαού των τοπικών συμβουλίων της επανάστασης. Παρ’ όλο που αρκετοί τα έχουν ξεχάσει όλα αυτά, διατηρούμε την άποψη ότι ούτε οι φρικαλεότητες και η προπαγάνδα του Μπασάρ αλ-Άσαντ ούτε αυτές των τζιχαντιστών μπορούν να σιωπήσουν αυτή τη φωνή.

Στο κείμενο που ακολουθεί, πρόθεσή μας δεν είναι να συγκρίνουμε αυτά που συμβαίνουν στη Συρία και την Ουκρανία. Αν οι δύο αυτοί πόλεμοι ξεκίνησαν και οι δύο με μια επανάσταση και αν ο ένας από τους επιτιθέμενους είναι ο ίδιος, οι καταστάσεις παραμένουν πολύ διαφορετικές. Αντίθετα, αντλώντας από αυτά που έχουμε μάθει από την επανάσταση στη Συρία και αυτά που έχουμε μάθει από τον πόλεμο που ακολούθησε, ελπίζουμε να προσφέρουμε μερικά σημεία εκκίνησης ώστε να βοηθήσουμε εκείνους που ειλικρινά ασπάζονται χειραφετητικές αρχές να βρουν με ποιον τρόπο να υιοθετήσουν μια στάση.

1. Ακούστε τις φωνές αυτών που επηρεάζονται άμεσα από τα γεγονότα

Αντί να ακούμε ειδικούς στην γεωπολιτική, θα πρέπει να ακούσουμε τις φωνές εκείνων που έχουν ζήσει την επανάσταση του 2014 και όλο αυτό το διάστημα του πολέμου· θα πρέπει να ακούσουμε εκείνους που έχουν υποφέρει κάτω από την εξουσία του Πούτιν στη Ρωσία και οπουδήποτε αλλού εδώ και είκοσι χρόνια. Σας καλούμε να προτιμήσετε τις φωνές των ανθρώπων και των οργανώσεων που υπερασπίζονται τις αρχές της δημοκρατίας, του φεμινισμού και του εξισωτισμού σε αυτό το πλαίσιο. Κατανοώντας την θέση τους στην Ουκρανία και τα αιτήματά τους προς αυτούς που είναι έξω από την Ουκρανία, θα σας βοηθήσει να φτάσετε σε μια δική σας ενημερωμένη άποψη.

Η υιοθέτηση αυτής της προσέγγισης στη Συρία θα είχε ανυψώσει – και ίσως να είχε βοηθήσει – τα εντυπωσιακά και υποσχόμενα πειράματα στην αυτοοργάνωση που άνθισαν σε ολόκληρη τη χώρα. Επιπλέον, ακούγοντας τις φωνές που έρχονται από την Ουκρανία θυμόμαστε ότι όλες αυτές οι εντάσεις ξεκίνησαν με την εξέγερση του Μαϊντάν. Όσο ατελής ή “μη-καθαρή” και αν ήταν, ας μην κάνουμε το λάθος να μειώσουμε την λαϊκή Ουκρανική εξέγερση σε μια σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, με τον τρόπο που κάποιοι το έκαναν σκόπιμα για να συσκοτίσουν την Συριακή επανάσταση.

2. Να προσέχετε την “μη συνταγογραφημένη3 γεωπολιτική

Η κατανόηση των οικονομικών, διπλωματικών και στρατιωτικών συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων είναι σίγουρα επιθυμητή· παρ’ όλα αυτά, αντλώντας ικανοποίηση από μια αφηρημένη γεωπολιτική πλαισίωση της κατάστασης μπορεί να σας αφήσει με μια αφηρημένη, ασύνδετη κατανόηση του πεδίου. Αυτός ο τρόπος κατανόησης τείνει να αποκρύπτει τους απλούς πρωταγωνιστές της σύγκρουσης, αυτούς που μας μοιάζουν, αυτούς με τους οποίους μπορούμε να ταυτιστούμε. Πάνω απ’ όλα, ας μην ξεχνάμε: αυτό που θα συμβεί είναι ότι κόσμος θα υποφέρει εξαιτίας των επιλογών των κυβερνώντων που βλέπουν τον κόσμο σαν μια σκακιέρα, σαν μια δεξαμενή πόρων για πλιάτσικο. Αυτός είναι ο τρόπος που οι καταπιεστές βλέπουν τον κόσμο. Δεν θα πρέπει ποτέ να υιοθετείται από τους λαούς, που θα πρέπει να εστιάζουν στην οικοδόμηση γεφυρών ανάμεσά τους, στην εύρεση κοινών συμφερόντων4.

Αυτί δεν σημαίνει ότι πρέπει να αγνοούμε την στρατηγική, σημαίνει, όμως, ότι πρέπει να διαμορφώνουμε στρατηγική με τους δικούς μας όρους, σε μια κλίμακα στην οποία να μπορούμε να αναλάβουμε δράση εμείς οι ίδιοι – όχι να αντιπαρατιθόμαστε για το αν πρέπει να μετακινήσουμε μεραρχίες αρμάτων ή να κόψουμε τις εισαγωγές αερίου. Για περισσότερα, δείτε τις συγκεκριμένες μας προτάσεις στο τέλος του άρθρου.

3. Να μην δέχεστε οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα σε “καλούς” και “κακούς” εξόριστους

Ας είμαστε ξεκάθαροι – αν και μακράν του να είναι ιδανική, η υποδοχή των Συρίων προσφύγων στην Ευρώπη ήταν συχνά πιο φιλόξενη από την υποδοχή προσφύγων από την υποσαχάρια Αφρική, για παράδειγμα. Εικόνες μαύρων προσφύγων να τους απαγορεύεται η είσοδος στα σύνορα Ουκρανίας-Πολωνίας και σχόλια στα εμπορικά ΜΜΕ που παρουσιάζουν ως προτιμητέα την άφιξη “υψηλής ποιότητας” Ουκρανών προσφύγων, σε σχέση με τους Σύριους βαρβάρους, είναι απόδειξη ενός αυξανόμενου, χωρίς αναστολές, ευρωπαϊκού ρατσισμού. Υπερασπιζόμαστε ένα άνευ όρων καλωσόρισμα των Ουκρανών που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον τρόμο του πολέμου αλλά αρνούμαστε οποιαδήποτε ιεραρχία μεταξύ των προσφύγων.

4. Να είστε προσεκτικοί με τα μεγάλα εμπορικά ΜΜΕ

Αν και, όπως στη Συρία, προσποιούνται ότι υιοθετούν μια ανθρωπιστική και προοδευτική ατζέντα, τα περισσότερα από αυτά τα ΜΜΕ τείνουν να περιορίζονται σε ένα πορτραίτο των Ουκρανών, στο πεδίο του πολέμου και στην εξορία, ως θυματοποιημένων και απο-πολιτικοποιημένων. Τους δίνουν την δυνατότητα να μιλήσουν μόνο για εξατομικευμένες περιπτώσεις, άνθρωποι που τρέπονται σε φυγή, τον φόβο των βομβαρδισμών κοκ. Αυτό εμποδίζει τους θεατές να καταλάβουν τους Ουκρανούς ως ολοκληρωμένα πολιτικά υποκείμενα, ικανά να εκφράζουν απόψεις ή πολιτικές αναλύσεις σχετικά με την κατάσταση στην χώρα τους. Επιπλέον, τέτοια ΜΜΕ τείνουν να προάγουν μια χονδροειδή φιλοδυτική θέση, στερούμενης λεπτότητας, ιστορικού βάθους ή διερεύνησης των κινητήριων συμφέροντων των Δυτικών κυβερνήσεων, οι οποίες παρουσιάζονται ως υπερασπιστές του καλού, της ελευθερίας και μιας εξιδανικευμένης φιλελεύθερης δημοκρατίας.

5. Μην απεικονίζετε τις Δυτικές χώρες ως τον άξονα του καλού

Ακόμα και αν δεν εισβάλουν άμεσα στην Ουκρανία, ας μην είμαστε αφελείς σχετικά με το ΝΑΤΟ και τις Δυτικές χώρες. Πρέπει να αρνηθούμε να τις παρουσιάζουμε ως τους υπερασπιστές του “ελεύθερου κόσμου”. Θυμηθείτε, η Δύση οικοδόμησε την ισχύ της πάνω στην αποικιοκρατία, τον ιμπεριαλισμό, την καταπίεση και την καταλήστευση του πλούτου εκατοντάδων λαών σε ολόκληρο τον κόσμο – και συνεχίζει να τα κάνει όλα αυτά σήμερα.

Για να μιλήσουμε μόνο για τον 21ο αιώνα, δεν ξεχνάμε τις καταστροφές που επέφεραν οι εισβολές στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Πιο πρόσφατα, στη διάρκεια των Αραβικών επαναστάσεων του 2011, αντί να υποστηρίξει τα δημοκρατικά και προοδευτικά ρεύματα, η Δύση νοιαζόταν κυρίως για τη διατήρηση της κυριαρχίας και των οικονομικών της συμφερόντων. Την ίδια στιγμή, συνεχίζει να πουλά όπλα και να διατηρεί προνομιακές σχέσεις με Αραβικές δικτατορίες και τις μοναρχίες του Κόλπου. Με την παρέμβασή της στη Λιβύη, η Γαλλία πρόσθεσε το ντροπιαστικό ψεύδος ενός πολέμου οικονομικών συμφέροντων μεταμφιεσμένου ως μιας προσπάθειας υποστήριξης του αγώνα για δημοκρατία.

Πέρα από αυτόν τον διεθνή ρόλο, η κατάσταση μέσα στις ίδιες αυτές τις χώρες συνεχίζει να επιδεινώνεται καθώς ο αυταρχισμός, η επιτήρηση, η ανισότητα και, πάνω απ’ όλα, ο ρατσισμός συνεχίζουν να εντείνονται.

Σήμερα, αν πιστεύουμε ότι το καθεστώς του Πούτιν αντιπροσωπεύει έναν μεγαλύτερο κίνδυνο στον αυτοκαθορισμό των λαών δεν είναι επειδή οι Δυτικές χώρες έχουν ξαφνικά γίνει “καλές” αλλά επειδή οι Δυτικές δυνάμεις δεν διαθέτουν πλέον τόσα μέσα για να διατηρήσουν την κυριαρχία και την ηγεμονία τους. Και παραμένουμε καχύποπτοι με αυτή την υπόθεση – επειδή αν ο Πούτιν ηττηθεί από τις Δυτικές χώρες, αυτό θα συμβάλλει στο να αποκτήσουν μεγαλύτερη δύναμη.

Συνεπώς, συμβουλεύουμε τους Ουκρανούς να μην υπολογίζουν στην “διεθνή κοινότητα” ή τα Ηνωμένα Έθνη – τα οποία, όπως και στη Συρία, είναι απροκάλυπτα στην υποκρισία τους και τείνουν να δελεάζουν τους λαούς στο να πιστεύουν σε χίμαιρες.

6. Πολεμήστε κάθε ιμπεριαλισμό!

Η “επιλογή στρατοπέδου”5 είναι η λέξη που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ένα δόγμα από μια άλλη εποχή. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι υποστηρικτές αυτού του δόγματος έλεγαν ότι το πιο σημαντικό ήταν η υποστήριξη στην ΕΣΣΔ με κάθε κόστος ενάντια στα καπιταλιστικά και ιμπεριαλιστικά κράτη. Αυτό το δόγμα παραμένει και σήμερα στο μέρος της ριζοσπαστικής αριστεράς που υποστηρίζει την εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία ή που, διαφορετικά, σχετικοποιεί τον συνεχιζόμενο πόλεμο. Όπως έκαναν και στη Συρία, χρησιμοποιούν το πρόσχημα ότι το ρωσικό και το συριακό καθεστώς ενσαρκώνουν τον αγώνα εναντίον του δυτικού και του ατλαντικού [δηλαδή του φιλονατοϊκού] ιμπεριαλισμού. Δυστυχώς, αυτός ο μανιχαϊστικός αντιιμπεριαλισμός, που είναι εντελώς αφηρημένος, αρνείται να δει τον ιμπεριαλισμό σε οποιονδήποτε άλλο παράγοντα εκτός από τη Δύση.

Είναι απαραίτητο, όμως, να αναγνωρίσουμε αυτό που το ρωσικό, το κινεζικό ακόμα και το ιρανικό καθεστώς κάνουν εδώ και χρόνια. Έχουν επεκτείνει την πολιτική και οικονομική κυριαρχία τους σε συγκεκριμένες περιοχές, αποστερώντας τους τοπικούς πληθυσμούς από το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Αφήστε όσους διαλέγουν στρατόπεδο να χρησιμοποιούν όποια λέξη θέλουν για να το περιγράψουν αυτό, αν η λέξη “ιμπεριαλισμός” τους φαίνεται ανεπαρκής, αλλά δεν θα δεχτούμε ποτέ οποιαδήποτε δικαιολογία για τη βία και την κυριαρχία πάνω σε πληθυσμούς που τα καθεστώτα αυτά έχουν επιφέρει, στο όνομα μιας ψευδοθεωρητικής ακρίβειας.

Ακόμα χειρότερα, αυτή η θέση ωθεί μια τέτοια “αριστερά” να διαδίδει την προπαγάνδα αυτών των καθεστώτων σε βαθμό που να αρνείται εντελώς τεκμηριωμένες θηριωδίες. Μιλούν για “πραξικόπημα” όταν περιγράφουν την εξέγερση στο Μαϊντάν ή αρνούνται τα εγκλήματα πολέμου που έχει διαπράξει ο ρωσικός στρατός στη Συρία. Αυτή η αριστερά έχει προχωρήσει τόσο πολύ ώστε να αρνείται τη χρήση από το καθεστώς του Άσσαντ αερίου Σαρίν, βασιζόμενη σε μια (συχνά κατανοητή) δυσπιστία προς τα κυρίαρχα ΜΜΕ όσον αφορά τη διάδοση τέτοιων ψεμμάτων.

Είναι μια ελεεινή και ανεύθυνη στάση, αν λάβουμε υπόψιν ότι η άνοδος θεωριών συνωμοσίας δεν ευνοεί ποτέ μια χειραφετητική θέση αλλά, μάλλον, την ακροδεξιά και τον ρατσισμό. Στην περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία, αυτοί οι ηλίθιοι αντιιμπεριαλιστές, μερικοί από τους οποίους, παρ’ όλα αυτά ισχυρίζονται ότι είναι αντιφασίστες, είναι οι εκ των περιστάσεων σύμμαχοι ενός μεγάλου τμήματος της ακροδεξιάς.

Στη Συρία, φλεγόμενη με φαντασιώσεις ανωτερότητας, και όνειρα μιας σταυροφορίας ενάντια στο Ισλάμ, η ακροδεξιά ήδη υπερασπίστηκε το καθεστώς Πούτιν και το συριακό καθεστώς για τις υποτιθέμενες δράσεις τους εναντίον του τζιχαντισμού – χωρίς ποτέ να καταλάβει τις ευθύνες του καθεστώτος Άσσαντ για την άνοδο των τζιχαντιστών στη Συρία.

7. Μην αποδίδετε ίσα μερίδια ευθύνης στην Ουκρανία και τη Ρωσία.

Στην Ουκρανία η ταυτότητα του επιτιθέμενου είναι γνωστή σε όλους. Αν η επίθεση του Πούτιν είναι, από κάποιες απόψεις, μια αντίδραση στην πίεση από το ΝΑΤΟ, είναι, πάνω απ’ όλα, η συνέχιση μιας αυτοκρατορικής και αντεπαναστατικής επίθεσης. Έχοντας εισβάλει στην Κριμαία, έχοντας βοηθήσει στην συντριβή των εξεγέρσεων στην Συρία (2015-2022), στην Λευκορωσία (2020) και το Καζακστάν (2022), ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν ανέχεται πλέον αυτόν τον αέρα διαμαρτυρίας – που ενσαρκώθηκε από την ανατροπή του φιλο-Ρώσου προέδρου στην εξέγερση του Μαϊντάν – σε χώρες που είναι υπό την επιρροή του. Θέλει να συντρίψει κάθε επιθυμία χειραφέτησης που θα μπορούσε να εξασθενίσει την εξουσία του.

Στη Συρία επίσης, δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία για το ποιος είναι υπεύθυνος για τον πόλεμο. Το συριακό καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσσαντ, που διέταξε την αστυνομία να πυροβολήσει, να φυλακίσει και να βασανίσει τους διαδηλωτές ήδη από τις πρώτες μέρες των διαμαρτυριών, επέλεξε μονομερώς να ξεκινήσει έναν πόλεμο ενάντια στον πληθυσμό. Θα μας άρεσε εκείνοι που υπερασπίζονται την ελευθερία και την ισότητα να υιοθετούσαν ομόφωνα μια στάση εναντίον τέτοιων δικτατόρων που διεξάγουν πολέμους εναντίον των λαών. Θα μας άρεσε αν αυτό είχε συμβεί ήδη σε σχέση με τη Συρία.

Αν κατανοούμε και συμμετέχουμε στο κάλεσμα για τον τερματισμό του πολέμου, επιμένουμε ότι αυτό πρέπει να το κάνουμε χωρίς καμμιά αμφιβολία σε σχέση με την ταυτότητα του επιτιθέμενου. Ούτε στην Ουκρανία ούτε στη Συρία ούτε πουθενά αλλού στον κόσμο δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι απλοί άνθρωποι επειδή παίρνουν τα όπλα προσπαθώντας να υπερασπιστούν τις ζωές τις δικές τους και των άλλων μελών των οικογενειών τους.

Γενικότερα, συμβουλεύουμε ανθρώπους που δεν ξέρουν τι είναι μια δικτατορία (έστω και αν οι Δυτικές χώρες γίνονται όλο και πιο απροκάλυπτα αυταρχικές) ή δεν ξέρουν πώς είναι να βομβαρδίζεσαι, να απόσχουν από το να λένε στους Ουκρανούς – όπως κάποιοι έχουν ήδη πει στους Σύριους ή στους κατοίκους του Χονγκ Κονγκ – να μην ζητούν βοήθεια από τη Δύση ή να μην θέλουν μια φιλελεύθερη ή αντιπροσωπευτική δημοκρατία ως ένα ελάχιστο πολιτικό σύστημα. Πολλά από αυτά τα άτομα είναι ήδη ξεκάθαρα όσον αφορά τις ατέλειες αυτών των πολιτικών συστημάτων – αλλά η προτεραιότητά τους δεν είναι να διατηρήσουν μια άμεμπτη πολιτική θέση αλλά, μάλλον, να επιβιώσουν από τους βομβαρδισμούς της επόμενης μέρας, ή να μην καταλήξουν σε μια χώρα στην οποία μια απρόσεχτη λέξη μπορεί να σε ρίξει σε είκοσι χρόνια φυλάκισης.

Η επιμονή σε αυτό το είδος υπερκαθαρού λόγου δείχνει μια αποφασιστικότητα επιβολής της θεωρητικής ανάλυσης κάποιου σε ένα πλαίσιο που δεν είναι δικό του. Αυτό είναι ενδεικτικό μιας πραγματικής αποσύνδεσης από το έδαφος [του πολέμου] και ενός πολύ Δυτικού είδους προνομίου.

Αντίθετα, ας ακούσουμε τα λόγια των Ουκρανών συντρόφων που είπαν, απηχώντας τον Μιχαήλ Μπακούνιν: “Πιστεύουμε ακράδαντα ότι η πιο ατελής δημοκρατία είναι χίλιες φορές καλλίτερη από την πιο πεφωτισμένη μοναρχία”.

8. Κατανοήστε ότι η Ουκρανική κοινωνία, όπως και η κοινωνία στη Συρία και τη Γαλλία, διατρέχεται από πολλά διαφορετικά ρεύματα

Είμαστε εξοικειωμένοι με τη διαδικασία στην οποία ένας ηγεμόνας προσδιορίζει μια σοβαρή απειλή ώστε να φοβίσει δυνάμει υποστηρικτές. Αυτό περιλαμβάνει την ρητορική σχετικά με την “ισλαμιστική τρομοκρατία”, που ο Μπασάρ αλ-Άσσαντ χρησιμοποίησε από τις πρώτες μέρες της επανάστασης στη Συρία· ανάλογα, σήμερα, ο “ναζισμός” και ο “υπερ-εθνικισμός” επισείονται από τον Πούτιν και τους συμμάχους του για να δικαιολογήσουν την εισβολή τους στην Ουκρανία.

Αν, από τη μια πλευρά, αναγνωρίζουμε ότι αυτή η προπαγάνδα μεγενθύνεται υπερβολικά σκόπιμα, και ότι δεν πρέπει να την νομιμοποιούμε τοις μετρητοίς, από την άλλη η εμπειρία μας στη Συρία, μας ενθαρρύνει να μην υποτιμούμε τα αντιδραστικά ρεύματα μέσα στα λαϊκά κινήματα.

Στην Ουκρανία, Ουκρανοί εθνικιστές, μεταξύ αυτών και φασίστες, έπαιξαν έναν σημαντικό ρόλο στις διαμαρτυρίες του Μαϊντάν και τον επακόλουθο πόλεμο εναντίον της Ρωσίας. Επιπλέον, όπως και το Τάγμα Αζόφ, επωφελήθηκαν από αυτή την εμπειρία και έγιναν ένα νομιμοποιημένο τμήμα του τακτικού ουκρανικού στρατού. Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν σημαίνει ότι η πλειοψηφία της ουκρανικής κοινωνίας είναι υπερ-εθνικιστές ή φασίστες. Η ακροδεξιά κέρδισε μόνο ένα 4% στις τελευταίες εκλογές· ο Ουκρανός, Εβραίος και Ρωσόφωνος πρόεδρος εκλέχθηκε με 73%.

Στην εξέγερση στην Συρία, οι τζιχαντιστές ξεκίνησαν ως περιθωριακός παράγοντας αλλά απέκτησαν αυξανόμενη σημασία, εν μέρει εξαιτίας της εξωτερικής υποστήριξης, που τους επέτρεψε να επιβληθούν στρατιωτικά σε βάρος του πολιτικού κινήματος και των πιο προοδευτικών από τους συμμετέχοντες σε αυτό. Παντού, η ακροδεξιά απειλεί την επέκταση των δημοκρατιών και τις κοινωνικές επαναστάσεις· αυτό είναι που συμβαίνει χωρίς αμφιβολία σήμερα στη Γαλλία. Στη Γαλλία, η ίδια ακροδεξιά προσπάθησε να επιβληθεί στη διάρκεια του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων. Αν χτυπήθηκε τότε, αυτό έγινε ακριβώς εξαιτίας της παρουσίας θέσεων υπέρ της ισότητας και την αποφασιστικότητα των αντιαυταρχικών και αντιφασιστών ακτιβιστών, όχι από την πολυλογία των ειδημόνων αναλυτών.

Προσέξτε, από την άλλη, ότι η υπεράσπιση της λαϊκής αντίστασης (τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Ρωσία) ενάντια στην ρώσικη εισβολή δεν ισοδυναμεί με το να είναι κανείς αφελής σχετικά με το πολιτικό καθεστώς που αναδύθηκε από το Μαϊντάν. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι η πτώση του Γιανουκόβιτς είχε σαν αποτέλεσμα μια πραγματική διεύρυνση της δημοκρατίας ή την ανάπτυξη μιας κοινωνίας ισότητας, όπως επιθυμούσαμε για τη Συρία, τη Ρωσία, τη Γαλλία και για οποιοδήποτε μέρος στον κόσμο. Για να χρησιμοποιήσουμε μιαν έκφραση, την οποία εμείς γνωρίζουμε πολύ καλά, μερικοί Ουκρανοί ακτιβιστές αποκαλούν την μετά-Μαϊντάν περίοδο μια “κλεμμένη επανάσταση”. Πέρα από το να δώσει στους υπερεθνικιστές μια σημαντική θέση, το ουκρανικό καθεστώς επανεδραιώθηκε από ολιγάρχες και άλλους που η έγνοια τους ήταν η υπεράσπιση των δικών τους οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων και η επέκταση ενός καπιταλιστικού και νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανισότητας. Αντίστοιχα, παρ’ όλο που η γνώση μας πάνω στο σχετικό αυτό ζήτημα παραμένει περιορισμένη, μας είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι το ουκρανικό καθεστώς δεν έχει ευθύνες στην παρόξυνση των εντάσεων με τις αποσχισθείσες περιοχές στο Ντονμπάς.

Στη Συρία, οι επαναστάτες που πολέμησαν στο πεδίο έχουν κάθε δικαίωμα να ασκούν σφοδρή κριτική στις επιλογές της πολιτικής αντιπολίτευσης που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Μετανιώνουμε ακόμα για την επιλογή τους να μην λάβουν υπόψιν τις νόμιμες διεκδικήσεις μειονοτήτων όπως οι Κούρδοι.

Ένα νεοφιλελεύθερο καθεστώς και φασιστικά στοιχεία είναι συστατικά που βρίσκονται σε όλες τις Δυτικές δημοκρατίες. Αν και αυτοί οι εχθροί της χειραφέτησης δεν θα πρέπει να υποτιμούνται, αυτός δεν είναι λόγος να μην προάγουμε την λαϊκή αντίσταση σε μια εισβολή. Αντίθετα, όπως ευχόμαστε να είχαν πράξει και άλλοι στη Συριακή επανάσταση, σας καλούμε να υποστηρίξετε τα πιο προοδευτικά αυτοοργανωμένα ρεύματα μέσα στις δυνάμεις που αμύνονται.

9. Υποστηρίξτε τη λαϊκή αντίσταση στην Ουκρανία και τη Ρωσία

Όπως έχουν αποδείξει οι Αραβικές επαναστάσεις, τα Κίτρινα Γιλέκα και το Μαϊντάν, οι εξεγέρσεις του 21ου αιώνα δεν θα είναι ιδεολογικά “καθαρές”. Αν και καταλαβαίνουμε ότι είναι πιο άνετο και πιο ενισχυτικό να ταυτιζόμαστε με ισχυρούς (και νικηφόρους) πρωταγωνιστές, δεν θα πρέπει να προδίδουμε τις θεμελιώδεις αρχές μας. Προσκαλούμε την ριζοσπαστική αριστερά να βγάλει τα παλιά εννοιολογικά της γυαλιά και να φέρει τις θεωρητικές της θέσεις αντιμέτωπες με την πραγματικότητα. Αυτές οι θέσεις πρέπει να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα, και όχι το αντίστροφο.

Αυτός είναι ο λόγος που στην Ουκρανία καλούμε τον κόσμο να υποστηρίξει κατά προτεραιότητα πρωτοβουλίες που προέρχονται από τα κάτω: πρωτοβουλίες για αυτοάμυνα και αυτοοργάνωση που αυτή τη στιγμή ανθούν. Μπορεί κανείς να ανακαλύψει ότι άνθρωποι που αυτοοργανώνονται μπορούν στην πραγματικότητα να υπερασπιστούν ριζοσπαστικές ιδέες δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης – ακόμα και όταν δεν αποκαλούν τον εαυτό τους “αριστεριστές” ή “προοδευτικούς”.

Επίσης, όπως έχουν πει αρκετοί Ρώσοι ακτιβιστές, πιστεύουμε ότι μια λαϊκή εξέγερση στη Ρωσία θα μπορούσε να βοηθήσει στον τερματισμό του πολέμου, όπως ακριβώς συνέβη το 1905 και το 1917. Όταν σκεφτόμαστε την έκταση της καταστολής στη Ρωσία από την έναρξη του πολέμου – πάνω από δέκα χιλιάδες διαδηλωτές έχουν φυλακιστεί, λογοκρισία στα ΜΜΕ, μπλοκάρισμα των κοινωνικών δικτύων και, ίσως, σύντομα του διαδικτύου – είναι αδύνατον να μην ελπίζουμε ότι μια επανάσταση θα μπορούσε να οδηγήσει στην πτώση του καθεστώτος. Αυτό θα οδηγούσε, επιτέλους, σε έναν τερματισμό, μια και καλή, των εγκλημάτων του Πούτιν στην Ρωσία, την Ουκρανία, την Συρία και αλλού.

Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση της Συρίας όπου, ως συνέχεια της διεθνοποίησης της σύγκρουσης, μακράν του να αισθανόμαστε μνησικακία για τον Ιρανικό, Ρωσικό ή Λιβανέζικο λαό, οι εξεγέρσεις τους θα μπορούσαν να μας κάνουν να πιστέψουμε ξανά στη δυνατότητα να ανατραπεί και το καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσσαντ.

Ανάλογα, θέλουμε να δούμε ριζοσπαστικές ανατροπές και ριζοσπαστικές διευρύνσεις της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και της ισότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία και σε κάθε άλλη χώρα που στηρίζει την ισχύ της στην καταπίεση άλλων λαών ή τμημάτων του δικού της πληθυσμού.

10. Οικοδομήστε έναν νέο διεθνισμό από τα κάτω

Αν και είμαστε ριζικά αντίθετοι σε κάθε ιμπεριαλισμό και σε όλες τις σύγχρονες μορφές φασισμού, πιστεύουμε ότι δεν μπορούμε να περιοριστούμε μόνο σε αντιιμπεριαλιστικές και αντιφαστικές τοποθετήσεις. Αν και χρησιμεύουν στην εξήγηση πολλών πλαισίων, ενέχουν επίσης τον κίνδυνο να περιορίσουν την επαναστατική πάλη σε ένα αρνητικό όραμα, ανάγοντάς την σε αντιδραστικότητα, στην μόνιμη αντίσταση χωρίς έναν δρόμο προς τα μπρος.

Πιστεύουμε ότι παραμένει ουσιώδες να κάνουμε μια θετική και εποικοδομητική πρόταση, όπως ο διεθνισμός. Αυτό σημαίνει την σύνδεση εξεγέρσεων και αγώνων για ισότητα σε ολόκληρο τον κόσμο.

Πέρα από το ΝΑΤΟ και τον Πούτιν υπάρχει μια τρίτη επιλογή: διεθνισμός από τα κάτω. Σήμερα, ένας επαναστατικός διεθνισμός πρέπει να καλεί τον κόσμο παντού να υπερασπιστεί τη λαϊκή αντίσταση στην Ουκρανία, όπως ακριβώς θα έπρεπε να τον καλεί να υποστηρίξει τα συριακά τοπικά συμβούλια, τις επιτροπές αντίστασης στο Σουδάν, τις εδαφικές συνελεύσεις στη Χιλή, τους αποκλεισμούς κόμβων από τα Κίτρινα Γιλέκα, και την παλαιστινιακή Ιντιφάντα.

Φυσικά, ζούμε στη σκιά ενός εργατικού διεθνισμού – υποστηριζόμενου από κράτη, κόμματα, συνδικάτα και μεγάλες οργανώσεις – που ήταν ικανός να ασκήσει επίδραση σε διεθνείς συγκρούσεις, στην Ισπανία το 1936 και, αργότερα, στο Βιετνάμ και την Παλαιστίνη στις δεκαετίες του 1960 και του 1970.

Σήμερα, παντού στον κόσμο – από την Συρία μέχρι τη Γαλλία, από την Ουκρανία μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες – στερούμαστε χειραφετητικών δυνάμεων μεγάλης κλίμακας που να διαθέτουν ουσιαστικές υλικές βάσεις. Παρ’ όλο που ελπίζουμε για την ανάδυση, όπως φαίνεται να συμβαίνει στη Χιλή – καινούριων επαναστατικών οργανώσεων, βασισμένων σε τοπικές αυτοοργανωμένες πρωτοβουλίες, υπερασπιζόμαστε έναν διεθνισμό που υποστηρίζει λαϊκές εξεγέρσεις και καλωσορίζει όλους τους εξόριστους. Σε αυτή την προσπάθεια, επίσης, προετοιμάζουμε το έδαφος για μια πραγματική επιστροφή στον διεθνισμό, ο οποίος, ελπίζουμε, θα αντιπροσωπεύει μια μέρα και πάλι ένα εναλλακτικό μονοπάτι, διαφορετικό από τα μοντέλα των Δυτικών καπιταλιστικών δημοκρατιών και του καπιταλιστικού αυταρχισμού, είτε ρωσικού είτε κινεζικού.

Μια τέτοια αντίληψη του τι κάναμε στη Συρία θα είχε σίγουρα βοηθήσει ώστε η επανάσταση να διατηρήσει ένα δημοκρατικό και εξισωτικό χρώμα. Και ποιος ξέρει, ίσως ακόμα και να είχε συμβάλει στο να πετύχουμε τη νίκη. Επομένως, είμαστε διεθνιστές όχι μόνο από την άποψη των ηθικών αρχών αλλά επίσης και ως συνέπεια μιας επαναστατικής στρατηγικής. Υπερασπιζόμαστε, λοιπόν, την ανάγκη να δημιουργήσουμε δεσμούς και συμμαχίες μεταξύ αυτοοργανωμένων δυνάμεων που εργάζονται για την χειραφέτηση όλων χωρίς διακρίσεις.

Αυτό είναι που ονομάζουμε διεθνισμό από τα κάτω, τον διεθνισμό των λαών.

Προτεινόμενες θέσεις για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία

  • Εκφράστε πλήρη υποστήριξη στην ουκρανική λαϊκή αντίσταση ενάντια στη ρωσική εισβολή.

  • Υποστηρίξτε, πρωτίστως, αυτοοργανωμένες ομάδες που υπερασπίζονται χειραφετητικές θέσεις στην Ουκρανία μέσω δωρεών, ανθρωπιστικής βοήθειας και δημοσιοποίησης των αιτημάτων τους.

  • Υποστηρίξτε προοδευτικές αντιπολεμικές και αντικαθεστωτικές δυνάμεις στη Ρωσία και δημοσιοποιείστε τις θέσεις τους.

  • Στεγάστε Ουκρανούς εξόριστους και οργανώστε εκδηλώσεις και υποδομές ώστε να μπορέσει να ακουστεί η φωνή τους.

  • Πολεμήστε κάθε λόγο υπέρ του Πούτιν, ιδιαίτερα στη αριστερά. Ο πόλεμος στην Ουκρανία προσφέρει μια κρίσιμη ευκαρία για να βάλουμε τέλος στην επιλογή στρατοπέδου και στην τοξική αρρενωπότητα.

  • Πολεμήστε τον από ιδεολογία φιλο-νατοϊκό λόγο. Αρνηθείτε την υποστήριξη στην Ουκρανία και αλλού όσων υπερασπίζονται υπερεθνικιστικές, ξενοφοβικές και ρατσιστικές πολιτικές.

  • Διαρκής κριτική και δυσπιστία απέναντι στις ενέργειες του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και αλλού.

  • Διατηρήστε την πίεση στις κυβερνήσεις με διαδηλώσεις, άμεσες δράσεις, πανώ, συζητήσεις, μάζεμα υπογραφών και άλλα μέσα, ώστε να ενδυναμωθούν τα αιτήματα αυτοοργανωμένων δυνάμεων στο πεδίο.

Δυστυχώς αυτά δεν είναι πολλά, αλλά είναι όλα όσα μπορούμε να προσφέρουμε καθώς δεν υπάρχουν εδώ ή αλλού αυτόνομες δυνάμεις που να αγωνίζονται για ισότητα και χειραφέτηση και οι οποίες να είναι ικανές να προσφέρουν οικονομική, πολιτική ή στρατιωτική υποστήριξη.

Ελπίζουμε ειλικρινά ότι, αυτή τη φορά, οι θέσεις αυτές θα έχουν επιτυχία. Αν συμβεί αυτό, θα είμαστε εξαιρετικά ευτυχείς, αλλά δεν θα ξεχάσουμε ποτέ πως αυτό απείχε πολύ από το να συμβεί στη Συρία, και ότι στοίχισε στη χώρα οδυνηρά.

The Syrian Canteen of Montreuil and L’équipe des Peuples Veulent

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: inform, εναλλακτικά: “να βοηθήσουν στην διαμόρφωση γνώμης”.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: over-the-counter.

4 Στμ. Εξαιρετικά εύστοχη και συνοπτική διατύπωση των ενστάσεων για τα όρια της γεωπολιτικής.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: Campism.

Πόλεμος, Καπιταλισμός, Οικολογία: Γιατί ο Bruno Latour δεν καταλαβαίνει τίποτα για αυτά;

Maurizio Lazzarato1

το κείμενο σε pdf

Αντιμέτωπος με τον πόλεμο που έχει ξεσπάσει στην Ουκρανία, ο φιλόσοφος-οικολόγος είναι χαμένος. Κατακλυσμένος από τα γεγονότα, “δεν ξέρει πώς να τα καταφέρει με δυο τραγωδίες ταυτόχρονα”, δηλαδή με την Ουκρανία και την παγκόσμια υπερθέρμανση. Ο μόνος ισχυρισμός τον οποίο προωθεί είναι ότι το ενδιαφέρον μας για την μία δεν πρέπει να αποκτήσει προτεραιότητα σε σχέση με το ενδιαφέρον μας για την άλλη. Δεν κάνει καμμιά πρόοδο στη σύλληψη της σχέσης τους· και όμως, είναι στην πραγματικότητα πολύ στενά συνδεδεμένες, ακόμα-ακόμα μοιράζονται μια κοινή αφετηρία. Για τον Λατούρ, για να το αναγνωρίσει αυτό θα ήταν αναγκαίο να παραδεχτεί την ύπαρξη του καπιταλισμού, που είναι το πλαίσιο στο οποίο αυτοί οι δύο πόλεμοι αναδύονται και ξεδιπλώνονται.

Πόλεμοι μεταξύ των Κρατών και αυτοί μεταξύ τάξεων, φυλών και φύλων έχουν συνοδεύσει πάντα την εξέλιξη του κεφαλαίου επειδή, στη βάση της πρωταρχικής συσσώρευσης, είναι συνθήκες της ύπαρξής του. Ο σχηματισμός των τάξεων (των εργατών, των σκλάβων και των αποικισθέντων, των γυναικών) συνεπάγεται μια εξω-οικονομική βία που θεμελιώνει την κυριαρχία καθώς και μια βία που την συντηρεί, σταθεροποιώντας και αναπαράγοντας τις σχέσεις μεταξύ νικητή και του κατατροπωμένου. Δεν υπάρχει κεφάλαιο χωρίς ταξικό, φυλετικό, έμφυλο πόλεμο και χωρίς το Κράτος, που κατέχει τη δύναμη και τα μέσα να τους διεξάγει! Ο πόλεμος και οι πόλεμοι δεν είναι εξωτερικές πραγματικότητες αλλά είναι συγκροτητικές της σχέσης κεφάλαιο, ακόμα και αν έχουμε ξεχάσει αυτό το γεγονός. Οι πόλεμοι στον καπιταλισμό δεν ξεσπάνε εξαιτίας κάποιων κακών και άθλιων απόλυτων αρχόντων από την μια και κάποιων ευγενικών, και φιλικών δημοκρατών, από την άλλη.

Τον πόλεμο και τους πολέμους που βρίσκουμε στην αρχή κάθε κύκλου συσσώρευσης, τείνουμε επίσης να τους επανανακαλύπτουμε στο τέλος του. Στον καπιταλισμό, προκαλούν καταστροφές και σπέρνουν τον θάνατο σε έναν βαθμό που δεν συγκρίνεται σε καμμιά περίπτωση με ό,τι συνέβαινε σε άλλες εποχές. Αλλά υπήρξε μια στιγμή στην ιστορία του καπιταλισμού, στις αρχές του 20ου αιώνα, που η σχέση ανάμεσα στον πόλεμο, το κράτος και το κεφάλαιο αναπτύχθηκε με τέτοιο τρόπο που η σχετική καταστροφική του δύναμη, που διαμορφώνει την συνθήκη της ανάπτυξής του (τη μηχανή του, λέει ο Schumpeter, ορίζοντάς τον ως “δημιουργική καταστροφή”), γίνεται, τώρα, απόλυτη. Απόλυτη, επειδή θέτει σε διακινδύνευση τις ίδιες τις συνθήκες της ανθρωπότητας μαζί και με αυτές πολλών άλλων ειδών.

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η απόλυτη καταστροφή

Οπαδοί της θεωρίας του Ανθρωπόκαινου διαφωνούν σχετικά με τη ημερομηνία έναρξής του: η Νεολιθική εποχή, η κατάκτηση της Αμερικής, η Βιομηχανική Επανάσταση, η μεγάλη μεταπολεμική επιτάχυνση κλπ. Όλοι αποφεύγουν προσεκτικά να έρθουν αντιμέτωποι με την ρήξη που αναγγέλεται με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, του οποίου οι πραγματικές επιβλαβείς συνέπειες συνεχίζουν να έχουν επίδραση στα σημερινά πράγματα.

Η μεγάλη μετατόπιση που άλλαξε για πάντα την δικέφαλη μηχανή Κράτους/κεφαλαίου τον 20ο αιώνα συνέβη πολύ πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 1929, στη διάρκεια του πολέμου του 1914. Το καινοτόμο στον “Μεγάλο Πόλεμο” έγκειται στην ολοκληρωση που πέτυχε ανάμεσα στο Κράτος, τα οικονομικά μονοπώλια, την κοινωνία, την εργασία, την επιστήμη και την τεχνολογία. Η συνεργασία όλων αυτών των στοιχείων στην κατασκευή μιας μεγαμηχανής παραγωγής για τον πόλεμο άλλαξε θεμελιωδώς την λειτουργία του καθενός: για να ανταποκριθεί στις “έκτακτες ανάγκες”, το Κράτος όξυνει την εκτελεστική εξουσία σε βάρος της νομοθετικής και της δικαστικής, η οικονομία γνωρίζει μια αντίστοιχη συγκέντρωση πολιτικής εξουσίας στην μορφή της συγχώνευσης μονοπωλίων, ενώ η κοινωνία στην ολότητά της (και όχι απλά ο κόσμος της εργασίας) κινητοποιείται στην παραγωγή· τέλος, επιστημονικές και τεχνολογικές καινοτομίες υπάγονται τώρα στον άμεσο έλεγχο του Κράτους ενώ υφίστανται μια βίαιη επιτάχυνση.

Ο Ernst Junger2, ο “ήρωας” του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το περιγράφει ως εξής: συνιστά περισσότερο μια “γιγαντιαία διαδικασία εργασίας” παρά μια “ένοπλη δράση”. Επεκτείνοντας μια οργάνωση της παραγωγής που αφορούσε μόνο έναν πολύ μικρό αριθμό εταιρειών, ο πόλεμος έγινε μια ευκαιρία για την εμπλοκή ολόκληρης της κοινωνίας στην παραγωγή. “Οι χώρες μεταμορφώθηκαν σε γιγαντιαία εργοστάσια ικανά για μαζική παραγωγή στρατιωτικών υπηρεσιών 24/7 ώστε να είναι έτοιμες να τις στείλουν στο μέτωπο όπου μια αιματηρή διαδικασία κατανάλωσης, ακόμα εντελώς μηχανοποιημένης, έπαιζε τον ρόλο της αγοράς”.

Η εμπλοκή κάθε κοινωνικής λειτουργίας στην σφαίρα της παραγωγής (αυτό που οι μαρξιστές αποκαλούν υπαγωγή της κοινωνίας στο κεφάλαιο) γεννήθηκε εκείνη τη στιγμή και σημαδεύεται, και θα είναι πάντα σημαδεμένη, από τον πόλεμο. Κάθε μορφή δραστηριότητας, “ακόμα και αυτή ενός εργάτη στο σπίτι που δουλεύει στη ραπτομηχανή”, προορίζεται για την πολεμική οικονομία και συμμετέχει στην συνολική κινητοποίησή της.

Μαζί με τους στρατούς που πολεμούν μεταξύ τους στα πεδία των μαχών αναδύονται στρατοί ενός καινούριου τύπου, στρατοί μεταφορών, στρατοί επιμελητείας, στρατοί της πολεμικής βιομηχανίας, στρατοί εργασίας”, στρατοί επικοινωνιών, στρατοί επιστήμης και τεχνολογίας, κλπ. Η επιμελητεία του πολέμου αποδεικνύεται πιο αποτελεσματική από την εμπορική επιμελητεία του κεφαλαίου”.

Είναι από αυτή την άποψη που μπορούμε να μιλήσουμε για “ολοκληρωτικό” πόλεμο. Απαιτεί οικονομική, πολιτική και κοινωνική κινητοποίησή, με άλλα λόγια μια “ολοκληρωτική παραγωγή”. Μεταξύ πολέμου, μονοπωλίων και του Κράτους, αναπτύσσεται ένας δεσμόςσ που κανένας φιλελευθερισμός δεν μπορεί να λύσει – ούτε καν ο νεοφιλελευθερισμός δεν θα μπορεί να φέρει πίσω την αγορά της προσφοράς και της ζήτησης και του ελεύθερου ανταγωνισμού3.

Η γέννηση αυτού που ο Μαρξ ονομάζει “γενική διάνοια” (το γεγονός ότι η παραγωγή δεν εξαρτάται μόνο από την άμεση εργασία των εργατών αλλά από τη δραστηριότητα και την συνεργασία της κοινωνίας στο σύνολό της, την επικοινωνία και την τεχνολογία, κλπ.) συμβαίνει στον αστερισμό του πολέμου. Στην μαρξική γενική διάνοια δεν υπάρχει πόλεμος, ενώ στην πραγματική της εδραίωση είναι πραγματικά ο πόλεμος που συμπληρώνει το όλον. Ο καπιταλισμός, που εγκαινιάζει, ο πόλεμος διαφέρει από αυτόν που περιγράφει ο Μαρξ. Ο Hahlweg, ο Γερμανός ακαδημαϊκός που εξέδωσε τα άπαντα του Κλάουζεβιτς, συνοψίζει τέλεια αυτή την αλλαγή που επηρεάζει τον καπιταλισμό στις αρχές του 20ου αιώνα: στον Λένιν, ο πόλεμος παίρνει τη θέση που έχουν οι οικονομικές κρίσεις στον Μαρξ.

Από την πλευρά του, ο Κέυνς ισχυρίστηκε ότι το οικονομικό του πρόγραμμα θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο σε μια πολεμική οικονομία, γιατί μόνο σε αυτή την περίπτωση φτάνουν στο όριό των δυνατοτήτων τους οι παραγωγικές δυνάμεις στο σύνολό τους.

Αυτή η φοβερή μηχανή στην οποία συγχωνεύονται πόλεμος και παραγωγή προκαλεί μιαν επιτάχυνση, καθώς διασφαλίζει ένα άλμα στην ανάπτυξη της οργάνωσης της εργασίας, της επιστήμης και της τεχνολογίας· ο συντονισμός και η συνέργεια διαφορετικών παραγωγικών δυνάμεων και κοινωνικών λειτουργιών μεταφράζεται σε μια αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας4. Αλλά η παραγωγή και η παραγωγικότητα είναι εδώ στην υπηρεσία της καταστροφής. Για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού, η παραγωγή είναι “κοινωνική”, ενώ ταυτίζεται με την καταστροφή. Η αύξηση στην παραγωγή προσανατολίζεται προς την αύξηση της ικανότητας για καταστροφή.

Έτσι αρχίζει μια τρελή εξόρμηση για καινούριες εφευρέσεις με στόχο την αύξηση της δύναμης για καταστροφή: καταστροφή του εχθρού και του στρατού του αλλά, επίσης, και του πληθυσμού και των υποδομών της χώρας. Αυτή η διαδικασία βρίσκει την ολοκληρωσή της στην κατασκευή της ατομικής βόμβας στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η επιστήμη, η υψηλότερη έκφραση της δημιουργικότητας και παραγωγικότητας του κοινωνικού είναι, επεκτείνει ριζικά την δύναμη καταστροφής: από δω και ύστερα, η ατομική βόμβα θέτει την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας σε αμφισβήτηση.

Σχετικά με αυτό το ζήτημα, ο Günter Anders5 παρατηρεί ότι αν τα ανθρώπινα όντα ήταν ατομικά θνητά και η ανθρωπότητα αθάνατη πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο τότε, στη συνέχεια της κατασκευής της ατομικής βόμβας, η ταύτιση της παραγωγής με την καταστροφή απειλεί άμεσα την ανθρωπότητα με θάνατο. Για πρώτη φορά στην ιστορία του, το ανθρώπινο είδος κινδυνεύει να εξαφανιστεί εξαιτίας της δύναμης μιας υπο-ομάδας ανθρώπων εντός του – των καπιταλιστών, ανθρώπων του Κράτους, των εύπορων τάξεων κλπ.

Αυτό το άλμα στην πολιτικο-οικονομική οργάνωση της δικέφαλης μηχανής Κράτος/Κεφάλαιο ήταν μια απάντηση στον κίνδυνο του σοσιαλισμού που στοίχειωνε την Ευρώπη, καθώς και μια προληπτική δράση μπροστά στους ταξικούς, φυλετικούς και έμφυλους πολέμους που έβραζαν στην καρδιά του σοσιαλισμού (παρά την ύπαρξη των οργανώσεων που τον δόμησαν) και που θα συνεχίζονταν να αναπτύσοονται σε ολόκληρο τον 20ο αιώνα.

Η μεγάλη επιτάχυνση

Ο φορέας αυτής της νέας οργάνωσης της μηχανής Κράτους/Κεφαλαίου δεν εξαφανίστηκε με τον τερματισμό των ενεργών εχθροπραξιών, καθώς η “καθολική κινητοποίηση” για “καθολική παραγωγή”, η διαχείριση των έκτακτων αναγκών, η συγκέντρωση της εκτελεστικής και της οικονομικής εξουσίας, των προσωρινών καταστάσεων εξαίρεσης, που συνδέονταν με το κατεπείγον του πολέμου, μετασχηματίστηκαν σε καθημερινές νόρμες της καπιταλιστικής διαχείρισης.

Οικολόγοι αποκαλούν την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως την “μεγάλη επιτάχυνση”. Σε αυτήν βρίσκουμε, άθικτη και εμπεδωμένη στην καθημερινή εργασία και κατανάλωση της οικονομικής “εκρηκτικής άνθισης”, την ίδια ταύτιση παραγωγής και καταστροφής που είχαν επιβεβαιωθεί στη διάρκεια των δύο καθολικών πολέμων6.

Στη διάρκεια της μεταπολεμικής φάσης της ανοικοδόμησης, η ολοκληρωμένη παραγωγική μηχανή δεν “ξηλώθηκε” αλλά επανεπενδύθηκε εκ νέου. Όπως θα δούμε, οι αποζημιώσεις για τις καταστροφές που προκλήθηκαν από τον πόλεμο θα διαμορφώσουν μια καινούρια και ακόμα πιο εντυπωσιακή καταστροφή: με την μεγάλη επιτάχυνση, κάναμε ένα τεράστιο άλμα προς το σημείο χωρίς επιστροφή όσον αφορά την υποβάθμιση της κλιματικής ισορροπίας και της ισορροπίας της βιοσφαίρας.

Ο μεταπολεμικός καπιταλισμός συνεχίζει να εκμεταλλεύεται την ολοκλήρωση που γεννήθηκε στη διάρκεια του καθολικού πολέμου παράγοντας εξαιρετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και παραγωγικότητας, στους οποίους αντιστοιχούν εξίσου εξαιρετικοί ρυθμοί καταστροφής των συνθηκών κατοικισιμότητας του πλανήτη. Το ανθρώπινο είδος (μαζί με πολλά άλλα ζωντανά πλάσματα) απειλείται για δεύτερη φορά με εξαφάνιση. Δεν είναι πλέον η “φύση” που “απειλεί” την ανθρωπότητα, αλλά οι τάξεις που “διευθύνουν” αυτή την οικονομικο-πολεμική μηχανή.

Αυτή η ταύτιση παραγωγής και καταστροφής ξεδιπλώνεται μέσα στο πλαίσιο μιας “ειρήνης” που οι συνθήκες που την καθιστούν εφικτή θεμελιώνονται πάντα από τον πόλεμο: ψυχρού στον Βορρά και πολύ θερμού στον Νότο, όπου ο “παγκόσμιος εμφύλιος πόλεμος”, που προβλέφθηκε από την Χάνα Άρεντ και τον Καρλ Σμιτ το 1961, βρίσκει τον εαυτό του συμπυκνωμένο. Μόνο μια ευρωκεντρική ψευδαίσθηση μπορεί να επιτρέπει σε κάποιον να θεωρήσει ταtrente glorieuses7 ως μια περίοδο ειρήνης.

Η μεγάλη επιτάχυνση είναι αδιανόητη χωρίς την συναίνεση του εργατικού κινήματος, το οποίο επανενδυναμώνει την ενσωμάτωσή του στον καπιταλισμό και το κράτος, μια ολοκλήρωση που άρχισε με την υποστήριξή του (με την μορφη της vote des crédits) για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στον Παγκόσμιο Βορρά, ο φορντιστικός συμβιβασμός ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία στην Μεταπολεμική περίοδο βασίζεται σε μια άρρητη συναίνεση που συγκαλύπτει την ταύτιση της παραγωγής και της καταστροφής που η “καθολική κινητοποίηση” για την “καθολική παραγωγή” έχει τώρα αφήσει στην λειτουργία του καπιταλισμού. Το εργατικό κίνημα θα περιορίσει τον εαυτό του στο να απαιτεί μισθούς και εργατικά δικαιώματα, αφήνοντας την πλήρη εξουσία στην μηχανή Κράτους/Κεφαλαίου όταν πρόκειται να αποφασιστεί το περιεχόμενο της εργασίας και οι σκοποί της παραγωγής8. Ο συμβιβασμός λειτουργεί ωσάν η ταυτότητα παραγωγής και καταστροφής να αφορά την περίοδο του πολέμου, ιδιαίτερα όταν έχει να κάνει με τις έννοιες της εργασίας και του εργάτη. Ο Günter Anders είναι ο πρώτος που σκιαγράφησε το μετατοπιζόμενο νόημα τέτοιων όρων υπό τις καινούριες πραγματικότητες του καπιταλισμού: “Το ηθικό στάτους του προϊόντος (το στάτους του δηλητηριώδους αερίου ή αυτό της βόμβας υδρογόνου) δεν ρίχνει καμμιά σκιά στην ηθικότητα του εργάτη που συμμετέχει στην παραγωγή του”, γράφει. Είναι πολιτικά αδιανόητο ότι “το προϊόν που πρόκειται να παραχθεί, ακόμα και το πιο απεχθές, θα μπορούσε να επιμολύνει την ίδια την εργασία”. Η εργασία, όπως και το χρήμα, του οποίου αποτελεί συνθήκη, “δεν έχει μυρωδιά”. “Καμμιά εργασία δεν μπορεί να απαξιωθεί ηθικά από τον σκοπό της”.

Οι σκοποί της παραγωγής δεν θα πρέπει να απασχολούν τον εργάτη με κανέναν τρόπο, γιατί – και αυτό “είναι ένα από τα αποτροπιαστικά χαρακτηριστικά της εποχής μας” – η εργασία πρέπει να θεωρείταιηθικά ουδέτερηοποιαδήποτε εργασία και να κάνουμε, το προϊόν αυτής της εργασίας παραμένει πάντα πέρα από το καλό και το κακό”. Τα συνδικάτα και το εργατικό κίνημα έχουν δεσμευτεί με τον “μυστικό όρκο” του “να μην βλέπουν, ή μάλλον να μην ξέρουν τι κάνει (η εργασία)”, να “μην λαμβάνουν υπόψιν το σκοπό της”.

Στις συνθήκες του σύγρονου καπιταλισμού, η κατάσταση έχει γίνει ακόμα πιο ριζοσπαστική. Κάθε εργασία (και όχι μόνο αυτή που παρήγαγε “δηλητηριώδη αέρια ή τη βόμβα υδρογόνου”) είναι καταστροφική· κάθε κατανάλωση (και όχι μόνο να ταξιδεύει κανείς με το αεροπλανο) είναι καταστροφική. Είναι συνεπώς μη αποφασίσιμο αν η εργασία ή η κατανάλωση δημιουργεί μια ύπαρξη ή την καταστρέφει, επειδή είναι ταυτόχρονα δυνάμεις της παραγωγής και της καταστροφής.

Στον καπιταλισμό, τα άτομα είναι ταυτόχρονα απρόθυμοι “συνεργοί” της καταστροφής, καθώς παράγουν καταστροφή εργαζόμενα και καταναλώνοντας, και θύματα εκμετάλλευσης και κυριαρχίας καθώς αναγκάζονται να “κατασκευάζουν” καταστροφή. Δεν έχουμε άλλη εναλλακτική από το να σπάσουμε τα δεσμά της υποταγής που αντικειμενικά μας καθιστούν συνεργούς, να αποσπάσουμε τους εαυτούς μας από αυτές τις σχέσεις εργασίας και κατανάλωσης – με άλλα λόγια, να φτάσουμε την άρνηση της εργασίας και της κατανάλωσης στην κατακλείδα της.

Ο αποκαλούμενος “νεοφιλελευθερισμός”

Η στρατηγική της μηχανής Κράτος/Κεφάλαιο υιοθετεί χωρίς ντροπές το σύνθημα “καθολική κινητοποίηση” για “καθολική παραγωγή”, που ο συμβιβασμός κεφαλαίου-εργασίας είχε εφαρμόσει στην πράξη χωρίς, όμως, να την κάνει κήρυγμα. Η οικονομικο-πολιτική μήτρα εξακολουθεί να είναι αυτή που διαγράφηκε στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, της οποίας η νέα παγκοσμιοποίηση, εντατικοποίηση της χρηματιστικοποίησης και συγκεντροποίηση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας μόνο αυξάνει τις παραγωγικές και καταστροφικές διαστάσεις της, εξυμνώντας τα αυταρχικά και αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά της.

Ο νεοφιλελευθερισμός όχι μόνο γεννήθηκε στους εμφυλίους πολέμους στη Λατινική Αμερική, αλλά τροφοδοτεί όλους τους πολέμους που οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ έχουν κηρύξει σε ολόκληρο τον κόσμο, πρώτα εναντίον ενός εχθρού που οι ίδιοι βοήθησαν να δημιουργηθεί (ισλαμιστική τρομοκρατία) και στην συνέχεια εναντίον των δυνάμεων που αναδύθηκαν από τους απελυθερωτικούς αγώνες κατά της αποκιοκρατίας (ο πραγματικός στόχος του τωρινού πολέμου [στην Ουκρανία] είναι η Κίνα).

Η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που έλαβε χώρα στον 19ο και 20ο αιώνα. Ενώ η δεύτερη είχε σαν στόχο την αποικιοκρατική διαίρεση του κόσμου, σήμερα δεν μπορεί κανείς να υπολογίζει πλέον σε έναν Νότο υποταγμένο στη Δύση. Αντίθετα, οι πρώην αποικίες είναι οικονομικο-πολιτικές δυνάμεις που κάνουν τον Βορρά να κλονίζεται – ο τελευταίος στερούμενος οποιασδήποτε ιδέας για το πώς θα εδραιώσει την ηγεμονία του παρά μόνο με τα όπλα. Ο Παγκόσμιος Νότος θέτει δυο προβλήματα. Μορφές νεο-καπιταλισμού, που έχουν υιοθετηθεί από τις πρώην αποικίες, μόνο θα επαυξήσουν την επέκταση της παραγωγής/καταστροφής, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι η δράση (l’action) της μηχανής Κράτους/Κεφαλαίου του κέντρου δεν μπορεί να επεκταθεί στη υπόλοιπη ανθρωπότητα: ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός φτάνει τον όλεθρο, που η μεγάλη επιτάχυνση είχε ήδη μεγενθύνει στη Μεταπολεμική περίοδο, στο σημείο της μη αντιστροφής.

Η επιβεβαίωση της ισχύος τους (η οποία, παραδόξως, προκλήθηκε από μια παγκοσμιοποίηση που, αντιθέτως, υποτίθεται ότι θα διασφάλιζε την αρχή ενός νέου Αμερικανικού αιώνα) αναζωπύρωσε την σύγκρουση ανάμεσα σε ιμπεριαλισμούς που οι ΗΠΑ είχαν επιδώξει επί χρόνια να μετασχηματίσουν σε ανοιχτό πόλεμο. Τυφλωμένος από το πολεμοδιψές παραλήρημά του, ο Παγκόσμιος Βορράς δυσκολευόταν να συλλάβει ότι τώρα συνιστά μια μειονότητα, και όχι μόνο από δημογραφική σκοπιά (ακόμα και σε σχέση με τον τωρινό πόλεμο, η πλειοψηφία των χωρών δεν έχουν ευθυγραμμιστεί με τη θέση του Βορρά επειδή ξέρουν ποιος έχει υπάρξει και ότι ακόμα αποτελούν στόχο για την κυρίαρχη αλλαζονεία των Γιάνκηδων).

Υπάρχει ακόμα μια εντυπωσιακή αναλογία με το παρελθόν: η βία που η Ευρώπη άσκησε στις αποικίες της επιτέλους επέστρεψε στην ήπειρο με τη μορφή ολοκληρωτικών πολέμων και του φασισμού. Ο Aimé Césaire9 αρεσκόταν να λέει ότι αυτό για το οποίο μεμφόμαστε τον Χίτλερ δεν ήταν οι “αποικιοκρατικές” του μέθοδοι αλλά η χρήση τους εναντίον των λευκών. Μετά από τριάντα χρόνια πολέμων διεξαγόμενων από τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ σε ολόκληρο τον κόσμο, η ένοπλη βία επέστρεψε στην Ευρώπη, επιβαλλόμενη από τις ΗΠΑ και γινόμενη αποδεκτή από τα κράτη και τις τοπικές ελίτ που είναι πλήρως υποταγμένες στην αμερικανική θέληση. Ο πόλεμος τώρα έχει “ρυθμιστεί” να κρατήσει καιρό, γιατί οι Αμερικανοί δεν θα χαλαρώσουν την ένοπλη πίεση μέχρι να πετύχουν να κατασκευάσουν την Αδύνατη Αυτοκρατορία, ένα Σχέδιο που είναι και αυτοκτονικό και ανθρωποκτονικό. Τα δεινά για την ανθρωπότητα τα χρόνια που έρχονται περικλείονται πολύ καλά στη δήλωση του Μπάιντεν: “εργαζόμαστε για να κάνουμε την Αμερική να ηγηθεί του κόσμου για μια φορά ακόμα”. Αυτό είναι το πραγματικό πρόγραμμα της προεδρίας του. Αυτό που διακηρύχθηκε επίσημα στη διάρκεια της προεδρικής εκστρατείας – να χαλιναγωγηθεί ο εκκολαπτόμενος εμφύλιος πόλεμος – έχει σταδιακά εγκαταλειφθεί.

Τα λόγια του Κέυνς ταιριάζουν στην τραγωδία του πολέμου όπως και στην οικολογική καταστροφή: η ηγεμονία του χρηματιστικού κεφαλαίου, που οδήγησε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, περιείχε έναν “αυτοκαταστροφικό κανόνα” που κυβερνά “κάθε πτυχή της ύπαρξης”, έναν οικονομικό κανόνα που παραμένει λειτουργικός και σήμερα. Η βία, που οι καπιταλιστές και το Κράτος εξαπολύουν, περιέχει ήδη την οικολογική καταστροφή επειδή για να προστατέψουν τους εαυτούς τους, τα κέρδη, την ιδιοκτησία και την εξουσία τους είναι “ικανοί να εξαφανίσουν τον ήλιο και τα αστέρια”.

Ο πόλεμος μεταξύ των δυνάμεων και ο πόλεμος εναντίον της “Γαίας” έχουν την ίδια αφετηρία

Να πιστεύει κανείς ότι η Ρωσία είναι η αιτία ενός δυνητικά τρίτου παγκοσμίου πολέμου είναι σαν να πιστεύει ότι η δολοφονία του Σαράγιεβο ήταν η αιτία του πρώτου. Είναι διανοητική και πολιτική νωθρότητα.

Έναν αιώνα πριν, η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε ήδη συλλάβει την αδυνατότητα ολοκλήρωσης της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου και, ως εκ τούτου, το αναπόφευκτο του ιμπεριαλιστικού πολέμου: το κεφάλαιο, “έχοντας μια τάση να γίνει μια παγκόσμια μορφή, θρυμματίζει τον εαυτό του εξαιτίας της ανικανότητάς του να γίνει πραγματικά η παγκόσμια μορφή της παραγωγής”. Δεν μπορεί να γίνει παγκόσμιο κεφάλαιο επειδή εξαρτάται από το Έθνος-Κράτος τόσο για την πραγματωση της υπεραξίας και την εξ αυτής απαλλοτρίωση (την ατομική ιδιοκτησία την εγγυώνται οι νόμοι και η ισχύς του έθνους-κράτους) όσο και για την “ρύθμισή” του10. Όπως το θέτουν οι Ντελέζ και Γκουαταρί, χωρίς το Κράτος το κεφάλαιο θα έστελνε τις ροές του στο φεγγάρι.

Η μηχανή της συσσώρευσης και η τάση της για ασταμάτητη επέκταση (η παγκόσμια αγορά) στηρίζονται σε μια ένταση ανάμεσα στο Κράτος και το κεφάλαιο, παρ’ όλο που αμφότερα συμμετέχουν πλήρως στη λειτουργία της. Το κεφάλαιο εκφράζει μια “τάση να γίνει παγκόσμιο”, που δεν μπορεί να εκπληρωθεί γιατί δεν διαθέτει ούτε την πολιτική ούτε την στρατιωτική εξουσία που είναι αναγκαίες για τις φιλοδοξίες του. Αντίθετα, είναι το Κράτος που ασκεί αυτές τις δυο εξουσίες αλλά το θεμέλιό του είναι εδαφικό, με σύνορα και αντίπαλα κράτη. Είναι άσκοπο να αντιπαραθέσει κανείς το κεφάλαιο (με την εντελώς σχετική εμμένειά του) και το Κράτος (με την πολύ πραγματική κυριαρχία του), καθώς δρουν πάντα από κοινού.

Η αποτυχία της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης είναι πολύ ανάλογη με την αποτυχία της προηγούμενης στο διάστημα μεταξύ του τέλους του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου. Και η τωρινή, επίσης, δεν μπορεί παρά να τελειώσει μόνο με πόλεμο γιατί όταν το χρηματιστικό κεφάλαιο καταρρέει, τα κράτη και οι στρατοί τους θα προχωρήσουν να ανταγωνιστούν για την ηγεμονία στην παγκόσμια αγορά11.

Η παρούσα παγκόσμια “αταξία” (μια πολλαπλότητα κέντρων εξουσίας που συγκροτούνται από μεγάλους χώρους αλλά που στο κέντρο τους υπάρχουν πάντα κράτη), που οι Αμερικανοί θα ήθελαν να ανάγουν σε μια αδύνατη αυτοκρατορική τάξη (αδύνατη επειδή έχει ήδη αποτύχει), ενέχει το ρίσκο του κατρακυλίσματος σε ένα ακόμα μεγαλύτερο χάος, άσχετα από το ποιος βγαίνει νικητής.

Στη θέση του κοσμοπολιτισμού, η μεγάλη παγκοσμιοποίηση έχει μόνο καταφέρει να παραγάγει ταυτοτιστικές λογικές, καθώς το κεφάλαιο, για να μην καταρρεύσει μετά την χρηματιστική πανωλεθρία του 2008, και υποστηρίζοντας τον καπιταλιστικό “πολιτισμό” μαζί του, έπρεπε να φωλιάσει κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες του Κράτους, το οποίο μπορεί το ίδιο να ζει μόνο από τις ταυτότητες: εθνικισμός, φασισμός, ρατσισμός, σεξισμός.

Στον καπιταλισμό, οι διαφορές δεν αυτο-διαφοροποιούνται, παράγοντας απρόβλεπτες καινοτομίες (όπως, ευφυώς ή ανεύθυνα, ισχυρίζεται η φιλοσοφία της διαφωράς12), αλλά πολώνονται (ανισότητες στο εισόδημα, τα αποκτήματα, την εκπαίδευση, την υγεία κλπ.) σε σημείο που να γίνονται αντιθέσεις. Αποτυγχάνοντας να μετασχηματιστούν σε αντιθέσεις απέναντι στην μηχανή Κράτους/κεφαλαίου, σταθεροποιούνται σε ταυτότητες στο κέντρο των οποίων βρίσκει κανείς πάντα τον λευκό άντρα. Εθνικιστικές, ρατσιστικές και σεξιστικές ταυτότητες είναι οι εν πολλοίς εκπληρωμένες συνθήκες της παραγωγής των υποκειμενικοτήτων του πολέμου. Η αντιρωσική υστερία που απελευθερώθηκε από τα ΜΜΕ, το ρατσιστικό μίσος με το οποίο διακρίνουν όσους πολεμούν αλλά και τα θύματα εξίσου (λευκούς από τους μη-λευκούς) ήταν αναμενόμενη μετά από μια μακρόχρονη “εργασία” της συμβολικής” καταστροφής της υποκειμενικότητας που καλλιέργησε ένα φασιστικό γίγνεσθαι οπλισμένο με την ενθουσιώδη προσμονή του πολέμου.

Πλησιάζουμε την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας που ξεκίνησε λίγο περισσότερο από έναν αιώνα πριν, η ταχύτητα της οποίας αυξήθηκε τα τελευταία 70 χρόνια: το κλείσιμο κάθε “δημόσιου χώρου”, τον κορεσμό της καθεμιάς ξεχωριστά πτυχής της ατομικής και συλλογικής ζωής από την ατομική ιδιοκτησία. Αυτή είναι μια διαδικασία εντελώς διαφορετικού εύρους στόχευσης από την “υγειονομική δικτατορία” που επικαλείται ο Αγκάμπεν. Το κράτος έκτακτης ανάγκης είναι η κανονικότητα που πρέπει απαραίτητα να συνοδεύει την ταυτότητα παραγωγής και καταστροφής επειδή αυτή εξελίσσεται από την αρχή του 20ου αιώνα, εμπεδούμενη στη μηχανή Κράτος/κεφάλαιο, της οποίας οι υποσχέσεις για ειρήνη και ευημερία διαρκούν μόνο όσο μια belle époque.”

Ακόμα και μια επιφανειακή ανάλυση του καπιταλισμού και της ιστορίας του αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι, μετά από μια πολύ σύντομη περίοδο ευφορίας (την belle époque της “στροφής” του [20ου] αιώνα και, αργότερα, των δεκεατιών του 1980 και του 1990), στη διάρκεια της οποίας ο καπιταλισμός φαινόταν να θριαμβεύει πάνω σε όλες τις αντιφάσεις, δεν έχει παρά μόνο τον πόλεμο και τον φασισμό για να μπορεί να ξεπερνά τα αδιέξοδά του.

Η “ευημερία για όλους” έχει μετατραπεί σε μια τεράστια συγκεντροποίηση πλούτου για λίγους, σε οικονομική καταστροφή και μάχες μέχρι θανάτου για την οικονομική ηγεμονία και την πρόσβαση στους πόρους. Η ανταλλαγή της υπακοής για την συντήρηση της ζωής, που το Κράτος, από την εποχή του Χομπς, υποτίθεται ότι εγγυάται απέναντι στους κινδύνους του “πολέμου όλων εναντίον όλων”, υφίσταται εδώ μια διπλή άρνηση: με την ενορχήστρωση των μακελειών του βιομηχανικού πολέμου και από την εξόντωση του ανθρώπινου είδους που είναι ήδη για τα καλά σε εξέλιξη.

Η βιοπολιτική (“ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν”) αποκαλύπτει όλο το “ιδεολογικό” της περιεχόμενο όταν έρχεται αντιμέτωπη με την πραγματικότητα της μηχανής Κράτος/κεφάλαιο, που αποδέσμευσε την οικονομική βία του πρώτου πόλου μόνο και μόνο για να απελευθερώσει στη συνέχεια την ένοπλη βία του δεύτερου. Δύο μορφές βίας που συνδυασμένες απέχουν αρκετά από την κυβερνητική ειρήνευση που υπονοεί η φράση “άσε να ζήσουν”.

Η πιθανή εξαφάνιση της ανθρωπότητας μέσω της συμπυκνωμένης βίας της ατομικής βόμβας, για την οποία μίλησε ο Günther Anders την δεκαετία του 1950, αναβιώνει σήμερα από την “διάχυτη βία” της παγκόσμιας υπερθέρμανσης, την υποβάθμιση της βιόσφαιρας, την εξάντληση του εδάφους, την υπερεκμετάλλευση της Γης κλπ. Δυο διαφορετικές χρονικότητες – το ακαριαίο της βόμβας και η διάρκεια της οικολογικής υποβάθμισης – συγκλίνουν στο ίδιο αποτέλεσμα επειδή ρέουν από την ίδια πηγή, την ταύτιση της παραγωγής και της καταστροφής. Στον τωρινό πόλεμο στην Ουκρανία, ζούμε κάτω από μια διπλή απειλή: μια ατομική, η οποία ποτέ δεν εξαφανίστηκε, και μια άλλη “οικολογική”. Αυτό που ο Λατούρ αποτυγχάνει να δει έχουν αναλάβει να μας το δείξουν τρέχοντα γεγονότα. Ο πόλεμος θα έχει, αν μη τι άλλο, εξυπηρετήσει στο να αποκαλύψει ένα πράγμα: την ασυνέπεια ενός μεγάλου τμήματος της οικολογικής σκέψης και των πιο υψηλού κύρους διανοητών της.

Υστερόγραφο: μια κρίση οντολογίας

Η ταύτιση παραγωγής και καταστροφής δεικνύει μια κρίση στην έννοια του είναι, του οποίου η φιλοσοφία της παραγωγικής ισχύος έχει επιδιώξει να επιβεβαιώσει (το είναι ως δημιουργία, μια διαρκής διαδικασία επέκτασης, μια κατασκευή του κόσμου και του ανθρώπου). Αυτή η μακρά ιστορία του είναι ανατρέπεται από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά τον οποίο η αυτο-παραγωγή του είναι συμπίπτει με την αυτο-καταστροφή του. Οι φιλοσοφίες των δεκεατιών του 1960 και του 1970 απέτυχαν εντελώς να αναγνωρίσουν την νέα κατάσταση. Αντίθετα, πόνταραν διπλά στην δύναμη της εφευρετικότητας, της γρήγορης εξάπλωσης και της διαφοροποίησης του είναι. Το αρνητικό της καταστροφής εξοβελίστηκε από την σκέψη ακριβώς τη στιγμή που το είναι, υπό το καθεστώς της καθολικής παραγωγής, έγινε συγκρίσιμο με μια “γεωλογική” δύναμη ικανή να τροποποιήσει την μορφολογία της Γης, καταστρέφοντας παράλληλα τις συνθήκες της κατοικισιμότητάς της. Η κριτική του αρνητικού εστίασε στην Εγελιανή διαλεκτική αλλά απέτυχε να προβληματοποιήσει την απόλυτη άρνηση που το νέο πρόσωπο του καπιταλισμού υπέθαλπτε εντός του. Την στιγμή που το είναι έμοιαζε να είναι εμπλουτισμένο από την διαρκή παραγωγή νέων ιδιομορφιών13, καταναλώνται, εξαντλείται και, ακόμα-ακόμα, απειλείται με εξόντωση. Τέτοια είναι η χωρίς προηγούμενο κατάσταση που η φιλοσοφία αποφεύγει σαν την πανούκλα.

Η ταύτιση παραγωγής και κατανάλωσης μας υποχρεώνει να ξαναδούμε όχι μόνο την κατηγορία της εργασίας αλλά όλες εκείνες τις παραγωγικές δυνάμεις που ίσως επιδιώκουν να κληρονομήσουν την εξουσία του είναι. Ο καθολικός πόλεμος και η συνδυαστική επιτάχυνση του κεφαλαίου, του Κράτους, της επιστήμης/τεχνολογίας και της εργασίας, έχουν καταστήσει τις μαρξική αντίθεση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων μη λειτουργική, επειδή οι παραγωγικές δυνάμεις είναι ταυτόχρονα καταστροφικές δυνάμεις. Στον 19ο αιώνα, η εργασία και οι εταίροι της, η επιστήμη και η τεχνολογία, έμοιαζαν να συγκροτούν μια δύναμη δημιουργίας φυλακισμένη από τις παραγωγικές σχέσεις (ειδικότερα, την ατομική ιδιοκτησία και το Κράτος που την διασφάλιζε). Χρειάζονταν να απελευθερωθούν από την λαβή του τελευταίου ώστε να μπορέσουν να αναπτύξουν αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις που μέχρι τότε περιορίζονταν από το κέρδος, την ατομική ιδιοκτησία και τις ταξικές ιεραρχίες. Κάτω από τις μετά τον καθολικό πόλεμο συνθήκες του καπιταλισμού, είναι μη αποφασίσιμο αν η εργασία είναι παραγωγή ή καταστροφή, καθώς είναι και τα δύο ταυτόχρονα. Για αυτόν τον λόγο, δεν μπορεί να υπάρξει οντολογία της εργασίας: θα πρέπει να ξανασκεφτούμε τους τρόπους της πολιτικής δράσης.

Μάχες, άρνηση, εξεγέρσεις, συνεργασία, “επανορθωτικές” δραστηριότητες, αλληλεγγύη και επαναστάσεις υπάρχουν πάντα στο τραπέζι, και η ρήξη με τον καπιταλισμό είναι σήμερα πιο αναγκαία από ποτέ, καθώς αυτό που διακυβεύεται είναι η ίδια η ζωή του είδους· αλλά όλα αυτά εμφανίζονται μέσα σε ένα πλαίσιο ριζικά τροποποιημένο από την ύπαρξη της καταστροφής, που η παραγωγή κουβαλά μαζί της σαν σκιά.

Μετάφραση από το Γαλλικά από τον Eric Aldieri.

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Revista Disenso, 28 Μαρτίου 2022.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://illwill.com/war-capitalism-ecology.

2 Στμ. Ernst Jünger: Γερμανός συγγραφέας, παρασημοφορηθείς στρατιώτης, φιλόσοφος και εντομολόγος που έγινε γνωστός για τα απομνημονεύματά του από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με τον τίτλο Storm of Steel.

3 Στμ. Εν ολίγοις η πολεμική αυτή οικονομία προκαλεί βαθιές “κρατικιστικές” στρεβλώσεις, δύσκολα παζλ ακόμα και για τα (νεο)φιλελεύθερα μυαλά. Ενδεικτικό παράδειγμα, ίσως, η κρατικοποίηση ενεργειακών κολοσσών ενόψει της “ενεργειακής κρίσης” στη Δύση (στη Ρωσία και στην Κίνα ξέρουν καλλίτερα και η πολεμική βιομηχανία είναι μάλλον συστατική των κεθεστώτων).

4 Στμ. Και από πού πηγάζει η συνέργεια και ο συντονισμός; Μα από τον ανθρώπινο παράγοντα, την στοίχιση στην πολεμική προσπάθεια της πλειοψηφίας της κοινωνίας (προφανώς, και της εργατικής τάξης).

5 Στμ. Günther Anders: Γερμανός φιλόσοφος, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και ποιητής. Εκπαιδευμένος στην φαινομενολογική παράδοση, ανέπτυξε μια φιλοσοφική ανθρωπολογία για την εποχή της τεχνολογίας, εστιάζοντας σε θέματα όπως οι συνέπειες των ΜΜΕ στην συναισθηματική και ηθική μας ύπαρξη, το παράλογο της θρησκείας, την πυρηνική απειλή, την Σόα [Ολοκαύτωμα], και το ερώτημα του να είναι κανείς φιλόσοφος.

6 Στμ. Με άλλα λόγια, η κατατροφή της φύσης από τον καπιταλιστικό πολιτισμό είναι κομμάτι μιας πολεμικής επιχείρησης, με τον εχθρό να είναι η Φύση συνολικά. Η καπιταλιστική οικονομία που καταστρέφει τον πλανήτη είναι μια πολεμική οικονομία, κάτι που θέτει, φυσικά, τον πόλεμο και την καταστροφή του πλανήτη, σε μια ενιαία και εντελώς μη τετριμμένη, όχι απλά “οικολογική”, βάση.

7 Στμ. Trente glorieuses: η Ένδοξη Τριακονταετία. Με αυτό τον όρο χαρακτηρίζεται στη Γαλλία η τριακονταετής περίοδος οικονομικής ανάπτυξης που ακολούθησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, από το 1945 έως το 1975.

8 Στμ. Όλα αυτά είναι ουσιαστικά στοιχεία της “εξαφάνισης” της εργατικής ταυτότητας (ή, αλλιώς, της διαμόρφωσης της εργατικής ταυτότητας σε αυτή την νέα συνθήκη).

9 Στμ. Aimé Fernand David Césaire: Γάλλος, με καταγωγή από την Μαρτινίκα, ποιητής, συγγραφέας και πολιτικός. Είναι “ένας από τους ιδρυτές του κινήματος Negritude στη γαλλόφωνη λογοτεχνία” και αυτός που επινόησε τον όρο négritude στα Γαλλικά.

10 Στμ. Θεωρούμε ότι η αδυνατότητα της ολοκλήρωσης του κεφαλαίου στην παγκοσμιοποιημένη μορφή του έχει και μια άλλη διαλεκτική πτυχή, πέρα από την διαλεκτική ένταση με το Κράτος, μια διαλεκτική αντίφαση εγγενή στο ίδιο το κεφάλαιο. Σχηματικά θα λέγαμε ότι η εμμενής τάση του κεφαλαίου για ολοκλήρωση, δηλαδή διαρκή επέκταση – στοιχείο της δυνητικά άπειρης τάσης αυτοπραγμάτωσής του – πρέπει να αναζητηθεί στη “διαφορά δυναμικού” μεταξύ διαφοροποιημένων ζωνών συσσώρευσης, συμπεριλαμβανομένων και των ζωνών μη πλήρους υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Έτσι, η ολοκλήρωση του κεφαλαίου, η επέκτασή του σε παγκόσμια μορφή της παραγωγής, είναι ο ορίζοντας που το “αγγιγμά” του καταργεί, ταυτόχρονα, το κεφάλαιο ως τέτοιο, καθώς η τάση ολοκλήρωσης το ωθεί στην ομογενοποίηση εκείνη που αντιφάσκει διαλεκτικά με την ίδια την κινητήρια δύναμη της επέκτασής του, δηλαδή την διαφοροποίησή του! Ουσιαστικά, το κεφάλαιο προσπαθώντας να ολοκληρωθεί ξεμένει” από το ίδιο το “καύσιμό” της ολοκλήρωσής του.

11 Στμ. Εδώ μπορούμε να δούμε μια ενδιαφέρουσα ίσως πτυχή της διαλεκτικής Κράτους-κεφαλαίου. Συγκεκριμένα πώς το Κράτος μέσα από τις αντίρροπες προς την ολοκλήρωση τάσεις του κεφαλαίου (τοπικότητα, εδαφικότητα, προστατευτισμός κλπ.), έρχεται να παραγάγει εκείνες ακριβώς τις συνθήκες που θα απεγκλωβίσουν το κεφάλαιο από την τελμάτωση που η διαλεκτική αντίφαση της ολοκλήρωσής του επιφέρει (όπως θίξαμε στην προηγούμενη σημείωση), παράγοντας “διαφορές δυναμικού” που θα ρίξουν καινούριο “καύσιμο” στον κινητήρα της διαφοροποίησης του κεφαλαίου (σχηματικά, αναστροφή της “παγκοσμιοποίησης”), ανοίγοντας χώρο για έναν καινούριο κύκλο επέκτασης/ολοκλήρωσης (η ολοκλήρωση εδώ είναι ακριβώς η προσπάθεια πλήρους επικράτησης μιας από τις κρατικές φράξιες του κεφαλαίου ως παγκόσμιας υπερδύναμης, στόχο όλων των πολεμοκάπηλων). Συνεπώς, οι διακρατικοί πόλεμοι είναι πτυχή της διαλεκτικής Κράτους-κεφαλαίου και ως τέτοιοι πρέπει να αναλυθούν και όσον αφορά τα όριά τους.

12 Στμ. Ο Ζακ Ντεριντά επινόησε τον όρο différance/διαφωρά (με σκόπιμη την ανορθρογραφία της λέξης différence) [ανορθογραφία που στα Ελληνικά αποδίδεται αντίστοιχα ως διαφωρά-διαφορά] για να προσφέρει ένα εννοιολογικό “άγκιστρο” στον τρόπο σκέψης του σχετικά με τις διαδικασίες επί τω έργω εντός της γραφής/γλώσσας. Αυτός ο νεολογισμός είναι ένα παιχνίδι με τις δυο σημασίες της λέξης différer στα Γαλλικά: διαφέρω [στα Αγγλικά: differ] και αναβάλλω [στα Αγγλικά: defer]. Από αυτό ο Ντεριντά ισχυρίζεται ότι το νόημα δεν αναδύεται από σταθεροποιημένες διαφορές μεταξύ στατικών στοιχείων σε μια δομή αλλά ότι οι σημασίες που παράγονται στη γλώσσα και άλλα σημασιοδοτικά συστήματα είναι πάντα μερικές, προσωρινές και απείρως αναβαλλόμενες κατά μήκος μιας αλυσίδας διαφοροποιημένων/αναβαλλόμενων σημαινόντων. Η διαφορά συνδέεται με τον χώρο, ενώ η αναβολή συνδέεται με τον χρόνο. Ο Derrida κατανοεί αυτή τη διαφωρά, το σχίσμα δηλαδή που χαράσσει η αναβολή μέσα στον παρόντα χρόνο, ως τόπο ανάδυσης της γραφής.

13 Στμ. Στο πρωτότυπο: singularities.

Κομμάτια από μια αντιπαράθεση εντός των AngryWorkers σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία

AngryWorkers1

το κείμενο σε pdf

Το παρόν είναι μια υποκειμενική σύνοψη συζητήσεων που κάνουμε στους AngryWorkers σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Οι συζητήσεις είναι αρκετά έντονες, συναισθηματικές και προσωπικές, σε διάφορα σημεία. Θα προσπαθήσω να ιχνηλατήσω μερικά από τα αμφιλεγόμενα σημεία όσο το δυνατόν καλλίτερα και προσκαλώ άλλους συντρόφους να σχολιάσουν.

Πριν κοιτάξουμε τα ανοιχτά και αμφιλεγόμενα ζητήματα, υπάρχουν και ζητήματα πάνω στα οποία συμφωνήσαμε. Συμφωνήσαμε ότι θα πρέπει να κάνουμε ότι καλλίτερο μπορούμε για να υποστηρίξουμε τους αντιπολεμικούς διαδηλωτές και λιποτάκτες στη Ρωσία, να υποστηρίξουμε εργάτες στη Ρωσία που κατεβαίνουν σε απεργία ενάντια στις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου, και πρόσφυγες από την Ουκρανία που θέλουν να ξεφύγουν από τον πόλεμο. Θέλουμε να υποστηρίξουμε όλους αυτούς τους εργάτες που αρνούνται να χειριστούν ματωμένα εμπορεύματα, όπως οι λιμενεργάτες στο Ηνωμένο Βασίλειο που αρνήθηκαν να ξεφορτώσουν πετρέλαιο από το ρωσικό κράτος. Αυτός είναι ο λόγος που προσυπογράψαμε το κάλεσμα από την Πλατφόρμα για μια Διεθνική Κοινωνική Απεργία ως μια ελάχιστη, κάπως πασιφιστική, πλατφόρμα κοινής δράσης, και ελπίζουμε να συνεργαστούμε στην πράξη.

Όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε τα αμφιλεγόμενα ζητήματα, βοηθά ίσως να κοιτάξoυμε ποια πιστεύαμε ότι ήταν η κοινή μας θέση σχετικά με τους καπιταλιστικούς πολέμους και πώς αυτή η υποτιθέμενη κοινή θέση συγκρούστηκε με την συγκεκριμένη κατάσταση του πολέμου στην Ουκρανία. Νομίζω ότι είναι δίκαιο να πούμε πως γενικά υποθέτουμε ότι οι “εργάτες δεν θα πρέπει να πολεμούν στον πόλεμο των αφεντικών τους” και ότι, παρ’ όλο που πρόκειται για μια πολύ αμβλεία λεκτική έκφραση, “κανένας πόλεμος εκτός από τον ταξικό πόλεμο” θα μπορούσε να εκφράσει την γενική πολιτική μας θέση. Κουβαλάμε ακόμα ψήγματα από τον ομφάλιο λώρο που μας συνδέει με τα παρασκήνια του Zimmerwald και άλλων κομμουνιστών διεθνιστών του παρελθόντος.

Νομίζω ότι είμαστε σε μια ανάλογη κατάσταση όταν έρχεται το θέμα στην κατανόηση της μεγαλύτερης εικόνας για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ξέρουμε για την επέκταση του ΝΑΤΟ και τις προσπάθειες του αμερικανικού κράτους να βάλει μια σφήνα ανάμεσα στην Ρωσία, την Κίνα και την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Ξέρουμε για τη φιλοδοξία του ρωσικού κράτους να γίνει ο αστυνόμος του ανατολικού ημισφαιρίου, το χοντροκομμένο ολοκληρωτικό εξαγωγικό καθεστώς του. Δεν έχουμε καμμιά αφιβολία ότι αυτές όλες οι αντιπαλότητες, επιδεινωμένες από την παγκόσμια κρίση, ξετυλίγονται στην Ουκρανία.

Αλλά τι ακριβώς είναι ένας “πόλεμος των αφεντικών”; Και τι αξία έχει μια διεθνιστική αρχή όταν το χωριό σου βομβαρδίζεται από ένα ρωσικό τανκ; Σε ποιον βαθμό οι εργάτες στην Ουκρανία δεν έχουν παρά να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους ενάντια σε μια στρατιωτική επιδρομή; Προσεγγίσαμε αυτό το ερώτημα σε τρία βασικά επίπεδα.

Το πρώτο επίπεδο θέτει το ζήτημα με την πιο άμεση έννοια: άμεση αυτοάμυνα. Αναρωτηθήκαμε αν οι άνθρωποι έχουν μια πραγματική επιλογή σε σχέση με το αν πάρουν τα όπλα ή αν το να πάρουν όπλα δεν είναι κάτι που τους επιβάλλεται από την κατάσταση. Θα μπορούσαμε να πούμε στους ανθρώπους στο γκέττο της Βαρσοβίας, στην Σρεμπρένιτσα ή τη στιγμή μιας επίθεσης του ISIS να μην πάρουν τα όλα, επειδή τα όπλα τους μπορεί να δίνονται από εθνικιστές ή ότι η αντίστασή τους ευθυγραμμίζεται με τα συμφέροντα μιας από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις; Υποθέτω ότι δεν μπορούμε. Αλλά, τότε, είναι (ή ήταν!) η κατάσταση στην Ουκρανία μια κατάσταση “πολέμα ή σκοτώσου”, με μια πολύ άμεση έννοια; Με την στρατηγική του ρωσικού κράτους να απεικονίζει την εισβολή ως μια “απελευθέρωση”, ευπρόσδεκτη από τους περισσότερους Ουκρανούς, το ουκρανικό κράτος έχει ένα συμφέρον να δείξει ότι υπάρχει αντίσταση. Ο θάνατος μερικών αμάχων θα είναι πολύ βολικό για να δειχτεί αυτό. Φλόγες πρέπει να τροφοδοτούνται και αυτό γίνεται εύκολα. Εκεί είναι ο κίνδυνος. Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να χαθεί μια ευκαιρία αδελφοποίησης με τους νεαρούς Ρώσους στρατιώτες από της εργατική τάξη. Οι εθνικιστικές συμμορίες ή ο τακτικός στρατός δεν θα έχουν κανένα ενδιαφέρον να δοκιμάσουν καν κάτι τέτοιο.

Το δεύτερο επίπεδο θέτει το ζήτημα της αυτοάμυνας με μια λιγότερο άμεση έννοια. Δεν θα βλέπαμε μια ίλη ρωσικών αρμάτων να κατευθύνονται προς την έδρα της κυβέρνησης στο Κίεβο σαν μια επίθεση στις μελλοντιές ελευθερόες των εργατών; Σαν άνθρωποι της εργατικής τάξης, θα ήταν καλλίτερο ίσως να ζούμε από την πλευρά των πραγμάτων της ΕΕ, με πρόσβαση σε καλλίτερες αγορές εργασίας και με περισσότερες ατομικές ελευθερίες (εκτός και αν, φυσικά, δουλεύεις σε χαλυβουργεία ή ανθρακωρυχεία που το πιθανότερο είναι να κλείσουν με την περαιτέρω φιλελευθεροποίηση της αγοράς). Αλλά αυτό δεν είναι απλά ένα ρητορικό ερώτημα: πολλοί εργάτες που έχουν αποφασίσει να πάρουν τα όπλα δεν το έχουν κάνει επειδή “θέλουν απλά να υπερασπιστούν τα σπίτια τους”, ούτε επειδή είναι βαθιά πορωμένοι2 εθνικιστές. Ξέρουν ότι η ζωή στην δυτική πλευρά του παραπετάσματος θα είναι καλλίτερη..

Ακόμα και από μια ευρύτερη πολιτική σκοπιά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το καλλίτερο δυνατό αποτέλεσμα του πολέμου, τόσο για την ντόπια όσο και για την διεθνή εργατική τάξη είναι η ήττα του ρωσικού κράτους ως του άμεσα επιτιθέμενου, η πτώση του Πούτιν. Δεν το λέω αυτό επειδή έχω ιδιαίτερη αγάπη για την ΕΕ, αλλά εξαιτίας αυτών που έγιναν πρόσφατα στο Καζακστάν, όπου τα ρωσικά τανκ χρησιμοποιήθηκαν για να κασταλεί μια λαϊκή εξέγερση. Και, φυσικά, στη Συρία. Αλλά το ερώτημα είνα, πώς μπορεί να ηττηθεί το ρωσικό κράτος;

Εδώ τα πράγματα αρχίζουν να διολισθαίνουν άσχημα. Ρεαλιστικά μιλώντας, το ρωσικό κράτος μπορεί να νικηθεί στρατιωτικά μόνο από τη στιγμή που ο ουκρανικός στρατός έχει μεγαλύτερη στρατιωτική υποστήριξη από το ΝΑΤΟ (κάτι που ήδη συμβαίνει) και κάτω από μια σοβαρή πυρηνική απειλή, που ενέχει το ρίσκο ο πόλεμος να μπει σε μια δίνη εκτός ελέγχου. Θα ενδυνάμωνε αυτό την παγκόσμια εργατική τάξη; Οι κυρώσεις είτε δεν θα έχουν αρκετά βαριές επιπτώσεις (ή, αν έχουν, τότε βασικά θα χειροτερέψουν τις συνθήκες για τους εργάτες στη Ρωσία3), ή, δεδομένης της ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία, θα επιβληθούν με μισή καρδιά από τα κράτη της ΕΕ (δηλαδή με “παραθυράκια”). Με αυτή την έννοια πολλοί αριστεριστές κάλεσαν γρήγορα για “ζώνες απαγόρευσης πτήσεων” ή πραγματική στρατιωτική υποστήριξη στον ουκρανικό στρατό. Αυτό συμπίπτει με τα συμφέροντα, για παράδειγμα, του καινούριου γερμανικού μιλιταρισμού στην μορφή της κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών-Πράσινων-Φιλελευθέρων που μόλις ψήφισε ένα πρόγραμμα επανεξοπλισμών ύψους 100 δις ευρώ. Προς ενημέρωσή σας, το Κόμμα των Πρασίνων είναι και πάλι στην κυβέρνηση, όπως και με τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. Η “εναλλακτική” στην άμεση εμπλοκή του ΝΑΤΟ είναι ένας μακρόσυρτος “σπιτικής κοπής” πόλεμος, με χιλιάδες θανάτους, που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μια αργή φθορά της ρωσικής πολεμικής προσπάθειας. Αλλά αυτή η “αντίσταση” θα είναι εντελώς στα χέρια των εθνικιστικών δυνάμεων. Ίσως να νικήσουν, σε ένα λουτρό αίματος – και πιθανόν να συμφωνήσουν σε μια διαιρεμένη Ουκρανία. Αυτή είναι μια μισή ήττα για τον Πούτιν και μια πλήρης ήττα για τον διεθνισμό της εργατικής τάξης.

Ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας είναι ένα καλό παράδειγμα για να κουβεντιάσουμε την κατάσταση στην Ουκρανία. Μερικοί από τους συντρόφους μας ήταν στενά εμπλεκόμενοι εκείνη την εποχή, προσπθώντας να οργανώσουν εργατική αλληλεγγύη στην πράξη. Είχαμε μια παρόμοια συσσώρευση/οικοδμόμηση/αύξηση της οικονομικής και πολιτικής ενθάρρυνσης των εθνικιστικών τάσεων στη Γιουγκοσλαβία, ιδιαίτερα μέσω της Γερμανίας και της Αυστρίας. Αυτή η υποκείμενη ιστορία συχνά ξεχνιέται και η εστίαση είναι στο “μαύρο κουτί” του πολέμου, των “εθνοτικών αντιθέσεων”. Αυτό επέτρεψε στην κυβέρνηση της Γερμανίας, στον υπουργό Εξωτερικών των Πρασίνων, να δικαιολογήσουν την στρατιωτική επέμβαση ως ενός τρόπου “αποτροπής ενός νέου Άουσβιτς”. Αριστερό κάλυμμα για βάρβαρη φιλελευθεροποίηση της αγοράς. Οι εθνοτικές σφαγές δεν αποτράπηκαν στην πραγματικότητα, αλλά μερικά από τα κράτη της πρώην Γιουγκοσλαβίας είναι τώρα μέλη της ΕΕ, που παρέχουν φθηνή εργασία ή παρέχουν τόπους για επικερδείς επενδύσεις. Από την σκοπιά των “μεμονωμένων” εργατών, τουλάχιστον στην Κροατία ή τη Σλοβενία, οι συνθήκες ζωής τους ίσως να είναι καλλίτερες τώρα από ό,τι κάτω από την “Γιουγκοσλαβική” εξουσία, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά – αλλά με ποιο κόστος, αν το δούμε σε μια προοπτική; Χιλιάδες σκοτώθηκαν, βάθεμα των εθνικιστικών διαιρέσεων εντός της εργατικής τάξης της περιοχής…;

Υπάρχει μια συγκεκριμένη πτυχή “αντικειμενικού προοδευτισμού” εντός της αριστεράς που αντηχεί επίσης εντός των AngryWorkers. “Η ήττα του ρωσικού κράτους θα είναι αντικειμενικά καλλίτερη για την ευρύτερη εργατική τάξη. Η ΕΕ είναι καλλίτερη από μια οπισθοδρομική δικτατορία. Το να είναι μέρος ενός αναπτυγμένου οικονομικού μπλοκ με ένα ευρύτερο φάσμα δημοκρατικών δικαιωμάτων ευνοεί τη δυνατότητα για την εργατική τάξη να δώσει μελλοντικούς αγώνες. Στην απουσία επανάστασης, οι εργάτες θα έπρεπε να “κολλήσουν” στο καπιταλιστικό μπλοκ που παρέχει μια καλλίτερη βάση για μελλοντικούς αγώνες”. Δεδομένης της έλλειψης ενός ανεξάρτητου εργατικού κινήματος, αυτός ο τρόπος σκέψης είναι ελκυστικός. Το πρόβλημα είναι ότι μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αποτρέπει την εργατική τάξη να αναπτύξει την απαιτούμενη ανεξαρτησία. Τι άλλο συνέβη το 1914; Το SPD επιχειρηματολόγησε ότι ένας πόλεμος εναντίον του Τσάρου θα διευρύνει τον στόχο ενός σύγχρονου εργατικού κινήματος και ότι θα έπρεπε να εγκριθούν οι πολεμικές πιστώσεις – με έναν τρόπο αυτό δεν είναι προδοσία, αλλά απλά ένα παράδειγμα του να τραβάει κανείς αυτή την πολιτική προσέγγιση στην πρακτική της συνέπεια. Αυτό έχει επαναληφθεί από διάφορες “απελευθερώσεις, όπου οι εργάτες έπρεπε να συνταχθούν με “προοδευτικά” τμήματα της αστικής τάξης, από την αποκαλούμενη Ανεξαρτησία της Ινδίας μέχρι τους αντιαποικιοκρατικούς αγώνες στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Πιο πρόσφατα συνάντησα παρόμοια επιχειρήματα στη διάρκεια του πολέμου του Κόλπου από τις ΗΠΑ το 1990/91. “Προοδευτικοί” Γερμανοί αριστεριστές ισχυρίστηκαν ότι ο Σαντάμ είναι ένας τρελός, αντισημίτης και μαζικός δολοφόνος (που ήταν!) και ότι οι ΗΠΑ εξαπλώνουν τον αναπτυγμένο καπιταλισμό σε ολόκληρο τον κόσμο, που αποτελεί το μοναδικό υλικό έδαφος για να σκεφτούμε τον κομμουνισμό. Συνεπώς, το ειρηνιστικό κίνημα ήταν μικροαστικό και θα έπρεπε να σταματήσουμε την κατάληψη του σχολείου μας.

Αλλά, πάλι, η κατάσταση στην Ουκρανία είναι διαφορετική. Εδώ είναι που “μπαίνει στο παιχνίδι” το τρίτο επίπεδο της αντιπαράθεσης. Ρωτήσαμε τους εαυτούς μας αν στην ίδια την (ένοπλη) αντίσταση, τόσο στο επίπεδο της άμεσης όσο και της ευρύτερης πολιτικής αυτοάμυνας, υπάρχει χώρος να αναπτύξουμε εμπειρίες αλληλεγγύης και αντιεξουσιαστικής κοινότητας. Και ακούμε πολλά σχετικά με την υποστήριξη της γειτονιάς, για δράσεις αλληλεγγύης μεταξύ ανθρώπων που δεν γνωρίζονται και για τη δημιουργία ανεξάρτητων μονάδων μάχης. Το ερώτημα εδώ είναι αν υπάρχει μια υλική και πολιτική βάση/θεμέλιο ώστε αυτούς τους χώρους να μην τους καταπιεί ο Ουκρανικός εθνικισμός, η μαφία, οι ισχυροί, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Από πού προέρχονται τα όπλα, ποιοι έχουν την πολεμική εμπειρία; Οι σύντροφοί μας από την Πολωνία αναφέρουν ότι οι τιμές για τα όπλα και εξοπλισμό, όπως κράνη, έχουν ανέβει κατακόρυφα – πολύ λίγες πιθανότητες υπάρχουν για ανεξάρτητο επανεξοπλισμό. Οι φασιστικές παραστρατιωτικές μονάδες του τάγματος Αζόφ έχουν ενσωματωθεί στον τακτικό στρατό και λαμβάνουν σύγχρονο εξοπλισμό και οδηγίες από τα συνδεδεμένα με το ΝΑΤΟ κανάλια, που χρηματοδοτούνται από τους Ουκρανούς ολιγάρχες. Η “κοινότητα” μπορεί επίσης να πάρει διαμορφωθεί με μια διαταξική έννοια, με τους τοπικούς επιχειρηματίες να βοηθούν. Προσωπικά, πιστεύω ότι, χωρίς μια από πριν διαμορφωμένη ενότητα της εργατικής τάξης και χωρίς πολιτική καθαρότητα, δεν υπάρχει τρόπος αυτό το “αντιεξουσιαστικό” πνεύμα να αναπτυχθεί σε μια κατάσταση στην οποία η ισορροπία δυνάμεων να μην κλίνει εντελώς προς την πλευρά των δυνάμεων του ουκρανικού κράτους και των εθνικιστών. Εδώ δεν πρόκειται για την Ισπανία του 1936. Αλλά και έτσι ακόμα, ποτέ δεν έχει να κάνει και ούτε μπορούμε έτσι απλά να ξαπλώσουμε στην πολυθρόνα του ντεϊφιτισμού4 μας. Ίσως να πρέπει να αποδεχτούμε ότι η εργατική τάξη δεν θα ξαναχτίσει σταδιακά την δύναμή της μέσα από εργασιακές διεκδικήσεις αλλά πρέπει επίσης να ανασυντεθεί σε αυτές τις μπερδεμένες καταστάσεις…;

Ποια θα μπορούσε να είναι η εναλλακτική; Είναι ρεαλιστικό να συμβουλέψουμε τους εργάτες στην Ουκρανία απλά να αφήσουν το ρωσικό κράτος να επιβάλλει την κυβέρνηση-μαριονέτα του και μετά να πολεμήσουν για την ελευθερία τους με “όρους των εργατών”; Μπορείς έτσι απλά να ανασυγκροτηθείς κάτω από τις συνθήκες ενός ιμπεριαλιστικού αστυνομικού κράτους; Μήπως έχασες την ευκαιρία σου να αγωνιστείς για τον αναγκαίο χώρο ανάσας; Η ιστορία έχει παραδείγματα και για τα δύο. Υπήρξαν πολλά παραδείγματα που οι εργάτες κατάφεραν να πολεμήσουν ένα αστυνομικό κράτος με “τους δικούς τους όρους”, όπως στην Νότια Κορέα ή την Βραζιλία στη δεκαετία του 1980, χωρίς πολλές αιματοχυσίες και εθνικιστικές ανοησίες. Ίσως αυτό να είναι μέσα από το οποίο θα πρέπει να περάσουν οι εργάτες στην Ουκρανία, ίσως να πρέπει να χαμηλώσουν τους τόνους και να αντέξουν την καταιγίδα, μάλλον, παρά να ρισκάρουν την κλιμάκωση των πολεμικών επιχειρήσεων κάτω από την ηγεσία της εθνικής αστικής τάξης. Αλλά αυτή είναι μια υποθετική επιλογή, δεδομένης της απουσίας ενός συλλογικού υποκειμένου που θα μπορούσε να διαλέξει: ποιοι είναι “οι εργάτες στην Ουκρανία;” Ίσως, το γεγονός ότι περισσότερα από 2 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα να είναι μέρος αυτή της επιλογής.

Αν και αρχικά το ερώτημα “τι θα κάνατε εσείς αν είσασταν στην Ουκρανία” ήταν παραγωγικό, αυτά γρήγορα μεταβλήθηκε σε ένα κάπως αποπολιτικοποιημένο αδιέξοδο. Τι μπορείς να κάνεις αν δεν υπάρχει κίνημα της εργατικής τάξης στο πεδίο; Έτσι είναι που καταλήξαμε να υποστηρίζουμε τις γενικές “ειρηνευτικές” προσπάθειες, με ένα άβολο συμπλήρωμα “εργατική τάξη”. Προσωπικά, αναρωτήθηκα τι θα ήθελα να πω στους συναδέλφους μου σχετικά με τον πόλεμο, στο νοσοκομείο όπου εργάζομαι. Είχα μια συζήτηση με έναν χαμηλά αμοιβόμενο μεταφορέα από την Πολωνία ο οποίος είπε: “είναι καλό που η γερμανική κυβέρνηση ξοδεύει τώρα περισσότερα για τον στρατό. Είναι αναγκαίο στον κόσμο που ζούμε, μπορείς να το δεις στην Ουκρανία”. Το προσχέδιο φυλλαδίου που ακολουθεί είναι ένα νοητικό πείραμα: τι έχουμε να πούμε, όχι μεταξύ μας ή στους άλλους αριστεριστές, αλλά στους συναδέλφους μας; Ομολογουμένως, είναι ίσως αρκετά βαρετό στο διάβασμα, αλλά είναι επίσης μια έκφραση αντικειμενικής αδυναμίας. Πώς μπορούμε, πράγματι, να ξαναχτίσουμε πρακτικά τον διεθνισμό της εργατικής τάξης, πέρα από στείρες αρχές; Η αριστερά γλιστρά εύκολα στα δυο αντιτιθέμενα στρατόπεδα (υπέρ του Πούτιν/υπέρ της Ανεξαρτησίας), και οι αδύναμες φωνές, που καλούν για την ενότητα της εργατικής τάξης και την αλλαγή συστήματος, μόλις καν ακούγονται. Τι είδους δράσεις – αυτοάμυνας, υποστήριξης κλπ. – διευκολύνουν αυτές τις φωνές να ακουστούν και τι είδους δράσεις τις καταπνίγουν ή αντιτίθενται σε αυτές;

Προσχέδιο φυλλαδίου

Από την κρίση στον πόλεμο – Πώς να βρούμε μια διέξοδο;

Όπως οι εργάτες παντού αλλού, έχουμε μόλις βγει από την πανδημία και είμαστε τώρα αντιμέτωποι με τον κίνδυνο της κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία. Έχουμε τους δικούς μας καθημερινούς αγώνες σε εξέλιξη που μας εξαντλούν. Μερικοί από εμάς έχουμε χάσει τις δουλειές μας στη διάρκεια της πανδημίας, άλλοι έχουμε εξανληθεί στη δουλειά, τώρα όλοι αντιμετωπίζουμε το αυξανόμενο κόστος ζωής. Έχουμε άραγε καν το μυαλό να σκεφτούμε σχετικά με τον πόλεμο;

Είτε το θέλουμε είτε όχι, συνδεόμαστε με αυτόν τον πόλεμο. Σαν άνθρωποι, που βλέπουμε άλλους να υποφέρουν. Σαν εργάτες που οι μισθοί τους κατατρώγονται από τις περαιτέρω αυξήσεις στην ενέργεια και τις τιμές των τροφίμων σαν αποτέλεσμα του πολέμου. Σαν πιθανά μελλοντικά θύματα αν τα πράγματα κλιμακωθούν περισσότερο. Αλλά με έναν τρόπο, είμαστε ακόμα πιο βαθιά δεμένοι σε αυτή την κατάσταση.

Σε μια κοινωνία στην οποία τα πάντα έχουν μια τιμή και πουλιούνται στην αγορά – από την εργασία μέχρι το φαγητό και τα όπλα – ο πόλεμος μπορεί να σημαίνει χρυσές δουλειές για κάποιους. Οι περισσότερες χώρες της ΕΕ εμπορεύονται όπλα με την Ουκρανία και, την ίδια στιγμή, φυσικό αέριο και πετρέλαιο με τη Ρωσία. Τα έθνη-κράτη ανταγωνίζονται σε αυτές τις αγορές και συχνά αυτός ο ανταγωνισμός γίνεται πόλεμος.

Ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία η δυνατότητα μιας καλής ζωής στρέφεται εναντίον μας. Οι νέες τεχνολογίες οδηγούν σε απώλεια θέσεων εργασίας και περισσότερο άγχος στη δουλειά, γιατί δεν χρησιμοποιούνται για το συμφέρον μας αλλά για τα κέρδη. Ενώ η φτώχεια αυξάνεται, δισεκατομμύρια δολλάρια, ευρώ και ρούβλια ξοδεύονται στις πολεμικές μηχανές. Πώς μπορούν αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία να υπερασπιστούν αυτή την τρέλα, που τους χαρίζει προνόμια και κέρδη; Δημιουργώντας εξωτερικούς εχθρούς. Οι εργάτες στη Ρωσία σίγουρα δεν είναι ευτυχισμένοι, ούτε οι εργάτες στην Ουκρανία. Αλλά αντί να ξεφορτωθούν τους εξουσιαστές τους βρίσκονται τώρα σε έναν πόλεμο.

Ήταν μια διεθνής εξέγερση εργατών που έβαλε τέλος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τώρα χρειαζόμαστε μια εξέγερση των εργατών για να αποτρέψουμε τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μπορούμε να υποστηρίξουμε τις γενναίες αδελφές και τους γενναίους αδελφούς μας στη Ρωσία που διαμαρτύρονται εναντίον του πολέμου, ρισκάροντας να συλληφθούν και να φυλακιστούν. Μπορούμε να υποστηρίξουμε τους χιλιάδες δασκάλους στη Ρωσία που αρνούναι δημόσια να διδάξουν την εκδοχή του Πούτιν για τον πόλεμο. Μπορούμε να υποστηρίξουμε τους εργάτες στη Ρωσία που αυτή τη στιγμή απεργούν εξαιτίας των απλήρωτων μισθών τους, αποτέλεσμα του πολέμου. Μπορούμε να υποστηρίξουμε τόσους λιμενεργάτες που αρνούνται να φορτώσουν πετρέλαιο από τη Ρωσία ή πυραύλους Cruise missiles για εξαγωγή στην Σαουδική Αραβία.

Η καλλίτερη υποστήριξη είναι να αγωνιστούμε για μια καλλίτερη κοινωνία εδώ, εδώ που ζούμε. Χρειαζόμαστε μια κοινωνία αλληλεγγύης και συνεργασίας, όπου θα είμαστε εμείς που αποφασίζουμε πώς και τι παράγουμε για μια καλλίτερη ζωή, όχι οι αγορές, τα κέρδη και οι πολέμαρχοι. Να σταθούμε μαζί, ενάντια στις εξώσεις, τις περικοπές μισθών, τις απελάσεις και τις άλλες επιθέσεις που δεχόμαστε σαν εργάτες!

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: “…deep-rooted blood-and-soil”.

3 Στμ. Και όχι μόνο, φυσικά!

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: defeatist (συχνά αποδίδεται και στα Ελληνικά ως ντεϊφιτισμός, φυσικά από το αγγλικό defeat). Ως ντιφιτισμός δεν εννοείται ως ηττοπάθεια αλλά ως επαναστατική “ηττοπάθεια”, δηλαδή ως η άποψη (κυρίως αποδιδόμενη στον Λένιν) ότι το προλεταριάτο δεν μπορεί να νικήσει ή να αποκομίσει κέρδη σε κάποιον καπιταλιστικό πόλεμο και ότι ο πραγματικός εχθρός είναι οι ιμπεριαλιστικές και καπιταλιστικές δυνάμεις. Συνεπώς οι προλετάριοι έχουν να κερδίσουν περισσότερα από την ήττα του έθνους τους αν ο καπιταλιστικός πόλεμος μετατρεπόταν σε εμφύλιο πόλεμο και στη συνέχεια σε διεθνή επανάσταση. Από αυτή την άποψη ο ντιφιτισμός σημαίνει ουσιαστικά την επιδίωξη της νίκης του προλεταριάτου μέσα από την ήττα των εθνικών στρατών και αστικών τάξεων.

Raffaele Sciortino – Η θερμοκρασία του συστήματος: Πόλεμος και “απόψυξη” στην παγκόσμια κρίση

Raffaele Sciortino1

το κείμενο σε pdf

Ο κόσμος που γνωρίζαμε πριν από τις 24 Φεβρουαρίου του 2022 δεν υπάρχει πια σήμερα.

Είναι στη βάση αυτής της παρατήρησης, τρομακτικά καθαρής, που θελήσαμε να οργανώσουμε στις 2 Απριλίου, στην Μοντένα, μια στιγμή συζήτησης για τον κόσμο του αύριο, τον πόλεμο στην Ευρώπη και την μοίρα της παγκοσμιοποίησης, συζήτηση από την οποία ξεκινάμε σήμερα να αναφέρουμε κάποιες παρεμβάσεις. Δύο ξεχωριστοί καλεσμένοι: Raffaele Sciortino, συγγραφέας του The Ten Years That Shaken the World. Global crisis and geopolitics of neopopulism” [“Τα Δέκα Χρόνια που Συντάραξαν τον Κόσμο. Παγκόσμια κρίση και γεωπολιτική του νεολαϊκισμού”] (Asterios 2019), καθώς και πολλών άλλων συνεισφορών, και ο Silvano Cacciari, εκδότης τουCodice Rosso” [“Κόκκινος Κώδικας”] στο Λιβόρνο κσι συγγραφέας του Finance is war, money is a weapon” [“Η οικονομία είναι πόλεμος, το χρήμα είναι ένα όπλο”] (αναμένεται να εκδοθεί σύντομα από τις εκδόσεις La Casa Usher). Μια συζήτηση, λοιπόν, υψηλού επιπέδου – όλα ή τίποτα, άλλωστε θα έπρεπε να μας έχετε μάθει πλέον -, για να καταλάβουμε ποια είναι η “θερμοκρασία” του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, χωρίς την υπερθέρμανση του πλανήτη και τα “κλείστε τα κλιματιστικά”· ένα “τεστ πυρετού” για μια φάση που ήδη, πριν τον Ουκρανικό “πυρετό”, έμοιαζε να “καίει”, [φάση] που η έλλειψη μιας νέας ένοπλης σύγκρουσης μέσα στην Ευρώπη, ανάμεσα σε παράγοντες και παγκόσμιες δυνάμεις στο χείλος μιας νευρικής κατάρρευσης, δεν μπορεί παρά να “συνοδεύσει” (δες παράθεμα) στο ακραίο σημείο της σύντηξης.

Δεν μας ενδιαφέρει να επαναλάβουμε το χρονικό του πολέμου ή να δώσουμε κρυστάλλινες πολιτικές ενδείξεις. Το κίνητρό μας, προς το παρόν, είναι το επείγον της οικειοποίησης της πολυπλοκότητας των τάσεων, τροχιών και σεναρίων. Παρ’ όλο που (μέχρι τώρα) η κρίση εντοπίζεται στην Ουκρανία, ξεδιπλώνεται σε αρκετά επίπεδα – στρατιωτικό, οικονομικό, γεωπολιτικό – τα οποία αγκαλιάζουν ολόκληρο τον κόσμο, τόσο τον φυσικό όσο και τον άυλο· που αμφισβητούν την ηγεμονία του δολλαρίου, την άνοδο της Κίνας, την παρακμή της Δύσης – αν και κοιτάζοντας πιο προσεκτικά, υπάρχουν αρκετοί Δυτικοί, και αυτή η κρίση αναδεικνύει τα διαφορετικά συμφέροντά τους: Ευρώπη, Δύση και Ανατολή, η Μεσόγειος, η Ευρασιατική Ρωσία, η Βρετανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το υπόλοιπο της Αγγλοσφαίρας, κοκ. Είναι όλοι παράγοντες που παίζουν παιχνίδια σε διαφορετικά επίπεδα: πολύ επικίνδυνα παιχνίδια, στα οποία φωτιά και σίδερο, όπως και η πυρηνική ενέργεια, παίζονται αδιάκριτα στο “πετσί” μας2.

Συνοψίζοντας, το μεγάλο ερώτημα είναι να κατανοήσουμε τι θα συμβεί με την παγκοσμιοποίηση που έχουμε δει και βιώσει από την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης γύρω στο 1991 – στα μισά του δρόμου ανάμεσα στην κρίση της δεκαετίας του 1970 και αυτήν του 2008. Κατά τη γνώμη μας, η παρούσα κρίση είναι επίσης μια από τις μακροχρόνιες πτυχές αυτής της διάλυσης, μια από τις μακροχρόνιες συνέπειές της, που βάθυνε με την ρήξη του 2008 και την οποία η πανδημία του Covid απλά επιτάχυνε3.

Οπότε, τι θα συμβεί με τον κόσμο στον οποίο κατοικούμε μέχρι τώρα; Αυτός είναι ο λόγος που θέλουμε να συνδέσουμε τον πόλεμο – που, μετά από δεκαετίες, έχει ως επίκεντρό του την Ευρώπη (έστω και αν, στην πραγματικότητα, ήταν ήδη εκεί τη δεκαετία του 1990 με τον πόλεμο στα Βαλκάνια, έστω και αν έχουμε μια μικρή τάση να ξεχνάμε), αλλά θα μπορούσε πράγματι να ενταθεί και να γίνει παγκόσμιοςμε την μοίρα του παγκόσμιου συστήματος, που είναι το μεγάλο ερωτηματικό.

Το μόνο πράγμα που είναι σίγουρο, κατά την άποψή μας, είναι ότι πορευόμαστε προς μια καινούρια παγκόσμια αταξία. Την αποκαλούμε, όχι τυχαία, ως νέα “εποχή αναταράξεων”. Εναπόκειται σε μας να το κατανοήσουμε αυτό, και να μπορέσουμε να προβλέψουμε τον κόσμο του αύριο από μια προκατειλημμένη σκοπιά ή, τουλάχιστον, μια σκοπιά αυτόνομη από τις κυρίαρχες αφηγήσεις, προπαγάνδα και “γενικά συμφέροντα” που συμπυκνώνονται καθημερινά από τους διάφορους συντάκτες, τις εφημερίδες και εκπομπές γνώμης, που μας βομβαρδίζουν – μεταφορικά, φυσικά, αλλά με αντίστοιχο αφανισμό των ικανοτήτων και της υποκειμενικότητάς μας. Πάντα καθοδηγούμενοι από κακές προθέσεις, με τον δικό μας ρόλο ακόμα να πρέπει να χτιστεί. Ας στρέψουμε λοιπόν το βλέμμα μας στην άβυσσο χωρίς φόβο: είναι ζήτημα χρόνου πριν κοιτάξει η άβυσσος εμάς.

Raffaele Sciortino

Προσπαθώντας να μην μακρηγορήσω σήμερα, θα ήθελα να θίξω τρία σημεία, τρεις σκέψεις, και ουσιαστικά θα θέσω ένα από αυτά: ποια είναι η θερμοκρασία του παγκόσμιου συστήματος, καταρχάς από μια οικονομική σκοπιά και, στη συνέχεια, από μια γεωπολιτική και κοινωνική. Οι δυο άλλες σκέψεις είναι οι εξής: η πρώτη, που νομίζω ότι την μοιράζονται βασικά οι παρόντες, είναι ο υπερκαθορισμός αυτής της σύγκρουσης – η οποία προφανώς βλέπει την Ρωσία και την Ουκρανία στο προσκήνιο – από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιτρέψτε, έτσι, να κάνω έναν σύντομο πρόλογο.

Τυχαίνει να έχω διαβάσει πρόσφατα τον Günther Anders, το κείμενό του Άνθρωπος4 είναι ξεπερασμένο. Στοχαζόμενος πάνω στην τυφλότητα της ανθρωπότητας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μπροστά στην πιθανή Αποκάλυψη, δηλαδή την βόμβα και την πυρηνική αυτοκαταστροφή, ο συγγραφέας κάνει σε μια συγκεκριμένη στιγμή μια σκέψη που την πετάει κάπως “στον αέρα”. Λέει ότι η δύναμη ενός σχεδίου έγκειται όχι τόσο στις απαντήσεις που δίνει αλλά στις ερωτήσεις που καταπνίγει, που δεν αφήνει να “βγουν έξω”. Τώρα, αν αντί για τη λέξη “σχέδιο” βάλουμε τις λέξεις “ήπια αμερικανική ισχύς” – με άλλα λόγια ένα από τα πιο θεμελιώδη αποτελέσματα της αμερικανικής αυτοκρατορικής ηγεμονίας στις πρόσφατες δεκαετίες – μου φαίνεται μάλλον ότι, αν και σε εμβρυακή μορφή, με έναν αντιφατικό τρόπο, σαν να λέμε καταπνιγμένες, πολλές ερωτήσεις έρχονται στην επιφάνεια. Όχι τόσο, μόνο, έξω από τη Δύση, όπου αυτό είναι αρκετά προφανές, αλλά και στη Δύση και μεταξύ των απλών ανθρώπων (δεν χρειάζεται να μιλήσουμε εδώ για πολιτική υποκειμενικότητα). Και το ερώτημα είναι: ποιος είναι ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών σε αυτά που συμβαίνουν; Και δεν είναι αυτός ο ρόλος θεμελιώδης, ίσως ακόμα και πρωτεύων; Αυτή είναι η πρώτη σκέψη που υποβάλλω σε σας για τη συζήτηση που θα ακολουθήσει.

Το δεύτερο σημείο είναι αυτό που θα θέσω, δηλαδή η παγκόσμια θερμοκρασία του παγκόσμιου συστήματος και, συνεπώς, η σοβαρότητα αυτής της κατάστασης. Και πάλι, δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποιο βαθμό, αλλά είμαστε σίγουρα σε ένα σημείο καμπής, όπως είπαμε πριν. Και ένα τρίτο ερώτημα που θα ήθελα να εγείρω είναι πώς είναι δυνατόν, κάτω από ποιες συνθήκες, σε ποια βάση, να οικοδομήσουμε ένα αντιπολεμικό κίνημα. Με άλλα λόγια, ποιες είναι οι δυσκολίες (επίσης, αλλά όχι πρωτίστως, υποκειμενικές) που προκύπτουν από την κατάσταση που προσπαθούμε να συλλάβουμε στην ολότητά της.

Εδώ θα ήθελα να εμβαθύνουμε περισσότερο μαζί – να εμβαθύνουμε είναι μια μεγάλη κουβέντα· ας πούμε καλλίτερα να επεξεργαστούμε – στην σκέψη ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι η precipitate μιας γενικότερης κατάστασης η οποία, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, πάει πίσω τουλάχιστον στην λεγόμενη οικονομική κρίση του 2008. Τώρα, για να είμαι όσο πιο συνοπτικός γίνεται και ελπίζω όχι τόσο διδακτικός, θα έλεγα ότι η κρίση που ξέσπασε το 2008 με το επίκεντρό της στις Ηνωμένες Πολιτείες, και η οποία είναι οικονομική μόνο επιφανειακά, είναι στην πραγματικότητα μια συστημική κρίση.

Από τις απαντήσεις που δόθηκαν στην κρίση αυτή από το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, από το αμερικανικό κράτος και, στη συνέχεια, από έναν καταιγισμό από κάθε πιθανό παγκόσμιο παίκτη, η κρίση ουσιαστικά “πάγωσε”. Όμως, ήταν παγωμένη έχοντας, παρ’ όλα αυτά, πυροδοτήσει δυο θεμελιώδεις διαδικασίες, από τις οποίες η πρώτη είναι το αντικείμενο μιας έντονης γεωπολιτικής precipitation. Η πρώτη διαδικασία είναι αυτό που ο Economist (η βίβλος του παγκόσμιου καπιταλισμού από τα μέσα του 19ου αιώνα) ονόμαζε παγκοσμιοβράδυνση5. Η ανοδική παγκοσμιοποίηση των τουλάχιστον 30 προηγούμενων χρόνων, ακόμα και προν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, δεν είχε υποστεί καμμιά διακοπή, τουλάχιστον στους τρεις βασικούς δείκτες της, δηλαδή στο παγκόσμιο εμπόριο σε σχέση με το καθαρό ετήσια παραγώμενο παγκόσμιο προϊόν, την εδραίωση παγκοσμίων και καθαρά επιμελητειακών αλυσίδων παραγωγής, και στις ξένες επενδύσεις. Μέχρι τώρα, δεν είχε υπάρξει πραγματική επιβράδυνση, αλλά μπορούμε σίγουρα να δούμε μια επιβράδυνση στους δείκτες ανάπτυξης. Είμαστε, επομένως, μάρτυτες μιας “παγκοσμιο-βράδυνσης”, μιας παγκοσμιοποίησης που επιβραδύνεται.

Την ίδια στιγμή, στο επίπεδο της παραγωγής και, γενικότερα, στο επίπεδ της ικανότητας της επανεκκίνησης της καπιταλιστικής συσσώρευσης και συνεπώς της μηχανής κέρδους, με πάνω και κάτω και σε προφανώς διαφοροποιημένες καταστάσεις, σε σχέση με τη Δύση (η κατάσταση στην Ανατολική Ασία και την Κίνα, ιδιαίτερα, είναι διαφορετική), έχουμε δει ουσιαστική στασιμότητα. Ο όρος δεν είναι ιδιαίτερα ακριβής επειδή οι καταστάσεις διαφέρουν ανάμεσα στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς και εντός της Ευρώπης· αλλά αυτό που λέμε ουσιαστικά είναι μια καταπνιγμένη ανάπτυξη και ακόμα περισσότερο μια ανικανότητα εκκίνησης της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτό συμβάδιζε, όπως ένα αποτέλεσμα που γίνεται αιτία, με αυξανόμενη χρέωση ενισχυόμενη (ακριβώς για να μπλοκάρει τα διαλυτικά οικονομικά και, στην συνέχεια, κοινωνικά και πολιτικά αποτελέσματα της παγκόσμιας κρίσης) από τις κεντρικές τράπεζες, ιδιαίτερα την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, και στη συνέχεια ακολουθούμενη από τις κεντρικές τράπεζες της Ιαπωνίας και της Βρετανίας και τέλος, πιο πρόσφατα, από την ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), με επικεφαλής τότε τον Ντράγκι.

Αυτή η υπερχρέωση δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία του καπιταλισμού και ενισχύθηκε περαιτέρω στη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας. Οι ισολογισμοί των κεντρικών τραπεζών έχει φτάσει σε αδιανόητα επίπεδα, για παράδειγμα αυτό της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (δεν μπορώ να θυμηθώ το ακριβές νούμερο τώρα), το οποίο είναι ανάμεσα στα 5 και 7 τρισεκατομμύρια δολλάρια, ισοδύναμα ανάμεσα στο 1/3 και το μισό του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Αυτό – και δεν είναι ένα σημείο στο οποίο μπορούμε να επεκταθούμε εδώ – δεν είναι προφανώς χωρίς συνέπειες για το φαινόμενο που έχει ξεσπάσει εδώ και ενάμιση χρόνο (την αποκαλούμενη μετα-πανδημική “ανάκαμψη”), δηλαδή τον πληθωρισμό.

Λοιπόν, το απλό γεγονός της επίκλησης αυτών των μακρο-διαδικασιών μας δείχνει ότι αυτό που ήταν η παγκοσμιοποίηση τα τελευταία τριάντα χρόνια δεν μπορεί να μην έχει περάσει από ρωγμές, ακόμα-ακόμα και πραγματικές ρήξεις – συνυπολογίζοντας επίσης το γεγονός ότι στα δέκα χρόνια ανάμεσα στο 2008 και το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης, η Κίνα παρενέβη, αν όχι για να σώσει την παγκόσμια οικονομία και τη Δύση, τουλάχιστον για να λειτουργήσει ως βαλβίδα ασφαλείας για τις δυσκολίες της οικονομίας. Αλλά ας κάνουμε ένα βήμα πίσω.

Τι ήταν η παγκοσμιοποίηση; Ή, μάλλον, τι συγκροτούσε αυτές τις συναρθρώσεις που κατέληξαν στην καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ παγκοσμιοποίηση – γεωπολιτικά, κοινωνικά και σε όρους της ταξικής πάλης, και στενά οικονομικά;

Υπάρχουν τρεις τουλάχιστον μείζονες διαδικασίες πίσω από αυτές. Η πρώτη είναι μια γεωπολιτική διαδικασία, που περιγράφει την επαναπροσέγγιση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, που έλαβε χώρα από την αρχή της δεκαετίας του 1970 στη διάρκεια της μετάβασης από τον Μάο στον Ντενγκ, με άλλα λόγια σε μια περίοδο που οι Ηνωμένες Πολιτείες διέρχονταν μια μείζονα κρίση οφειλόμενη επίσης στην ήττα τους στο Βιετνάμ και στους κοινωνικούς αγώνες του “μακρόχρονου 1968”.

Από μια αυστηρά οικονομική και νομισμαστική σκοπιά, είναι κρίσιμη η αποσύζευξη του δολλαρίου από τον χρυσό το 1971, γεγονός που πυροδότησε την διακύμανση των νομισμάτων χωρίς, ας πούμε, μια “φυσική” βάση. Για να συνοψίσουμε, στον μεταπολεμικό – μετά τον Δεύτερο ΠΠ – καθεστώς του Bretton Woods, ο στενός και σταθερός σύνδεσμος ανάμεσα στο δολλάριο και τον χρυσό, πάνω στον οποίο βασίζονται όλα τα άλλα νομίσματα, είχε κάνει το δολλάριο το αποθεματικό νόμισμα του κόσμου και το διεθνές μέσο πληρωμών. Όμως, μετά το 1971, το δολλάριο ακολούθησε μια τροχικά και ορμή “ακορντεόν”: γιατί η αποσύζευξη του από τον χρυσό επέτρεψε στην Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ να τυπώνει χρήμα κατά βούληση, με βάση τις γεωστρατηγικές ανάγκες των Ηνωμένων Πολιτειών, μερικές φορές τυπώνοντας χρήμα, μερικές άλλες τραβώντας τα λουριά και σφίγγοντάς τα. Στην πρώτη περίπτωση, η ανταλλαγή της παγκόσμιας παραγωγής με δολλάρια, επέτρεψε στις ΗΠΑ έναν έλεγχο μέσω αυτής της διαδικασίας, μια κυριαρχία πάνω σε ένα καλό μερίδιο της παγκόσμια παραγώμενης αξίας· αντίστροφα, στη δεύτερη περίπτωση, σε διαφορετικές καταστάσεις, έκλεινε το ακορντεόν, για να το επαναενεργοποιήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, απέναντι σε ένα δολλάριο που αν είναι ιδιαίτερα πληθωριστικό κινδυνεύει να χάσει σε αξία (και έχασε κάποια). Μια συνήθης τακτική ήταν, για παράδειγμα, η αύξηση των επιτοκίων ώστε να προσελκύονται πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες κεφάλαια που κινδύνευαν να ρεύσουν σε άλλες χώρες. Προφανώς, το ζήτημα είναι πολύ πιο πολύπλοκο από αυτό που λέω εγώ εδώ, απλά λέγεται για να δωθεί μια ιδέα για το πώς αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε (και το οποίο είναι ένα χωρίς προηγούμενο φαινόμενο στην ιστορία του παγκόσμιου καπιταλισμού) οικονομικό ιμπεριαλισμό του δολλαρίου έχει διαμορφωθεί μετά τη δεκαετία του 1970.

Κυβερνώντας με το δολλάριο σήμαινε επίσης να κυβερνάς και τις ροές της παγκόσμιας αξίας μέσω του χρέους. Γιατί ένα ελεύθερα κυμαινόμενο δολλάριο, που τώρα γίνεται πληθωριστικό ή αποπληθωρίζεται με βάση τα εσωτερικά και διεθνή γεωπολιτικά και οικονομικά γεγονότα, έχει επιτρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες να συσσωρεύσουν ένα τεράστιο εωτερικό έλλειμα και ένα εξίσου τεράστιο εξωτερικό εμπορικό έλλειμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Εν ολίγοις, για πρώτη φορά έχουμε μια ηγεμονική οντότητα που διοικεί τον κόσμο με το χρέος, το δικό της χρέος6. Θα ήθελα απλά να σας υπενθυμίσω ότι μετά τον Πρώτο ΠΠ, και ακόμα περισσότερο μετά τον Δεύτερο, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο πρώτος πιστωτής των ισχυρών δυνάμεων της εποχής, των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, και ιδιαίτερα της ηγεμονικής δύναμης της εποχής εκείνης, της Μεγάλης Βρετανίας.

Το τρίτο μακρο-φαινόμενο που συνέβαλε στη γέννηση της παγκοσμιοποίησης, χωρίς να υπάρχει σε αυτό, θα λέγαμε, μια κοινή κατεύθυνση – πράγμα αδύνατο στον καπιταλισμό, εκτός και αν ακολουθεί κανείς θεωρίες συνωμοσίας – ήταν οι αγώνες του “μακρού 1968” και η απορρόφησή τους. Εδώ είναι σημαντική μια διευκρίνηση. Δεν είναι τόσο ότι ήταν απλά μια ήττα της ταξικής πάλης στη Δύση όπως αυτή εξελίχτηκε από τη δεκαετία του 1960 σε αυτήν του 1970. Υπήρξε, αν υπήρξε καθόλου, κάποια εξασθένιση της πάλης και κάποιες σημαντικές ήττες αλλά, πάνω απ’ όλα, ήταν η απορρόφηση των αιτημάτων του 1968 – εκείνων των ελευθεριακών αιτημάτων και της αναζήτησης για αυτονομία που, εν μέρει, είχε επίσης κατευθυνθεί ενάντια στην εξάρτηση από τη μισθωτή εργασία – την οποία, με κάποιο τρόπο, η ανερχόμενη παγκοσμιοποίηση είχε καταφέρει να απορροφήσει, φέροντας και οδηγώντας τις σε παρακμή στο δικό της “γήπεδο”, με άλλα λόγια σε ώφελος μιας κατάρρευσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Αυτό, τώρα, εξηγεί επίσης, ή μπορεί να εξηγήσει ίσως κατά την άποψή μου, ένα άλλο φαινόμενο. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι ο νέος τύπος κυριαρχίας που είχαν εδραιώσει οι Ηνωμένες Πολιτείες στον κόσμο μετά τη δεκαετία του 1970, εξερχόμενες από την κρίση των “μακρών” δεκαετιών του 1960 και του 1980 – μια κυριαρχία, ας έχουμε υπόψιν, που είχε απαραίτητα ως έναν άλλο πυλώνα (προφανώς με ασύμμετρους όρους ισχύος και κέρδους) την Κίνα, δηλαδή το άνοιγμα των Δυτικών αγορών (πρωτίστως των Ηνωμένων Πολιτειών) στις κινεζικές εξαγωγές, κάτι που επέτρεψε την διεθνοποίηση της παραγωγής, την εδραίωση παγκοσμίων αλυσίδων παραγωγής, που έδωσαν τη δυνατότητα στην Κίνα να πραγματοποιήσει αυτή την απίστευτη άνοδο μέσα σε μόλις τριάντα χρόνια, που άλλες χώρες με ώριμο καπιταλισμό έχουν κάνει σε εκατό ή και εκατό πενήντα χρόνια. Αλλά πάντα με μια θέση εμφανώς ασύμμετρη, όχι από μια θέση κυριαρχίας, cependant celle de la Chine – λοιπόν, όπως είπα, είναι καθαρό ότι σε αυτή την αρχιτεκτονική, σε αυτό το παγκόσμιο σύνολο – χάρις στις δικές της αντιφάσεις όπως την λεγόμενη χρηματιστικοποίηση, δηλαδή το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν ακόμα αποβιομηχανοποιήσει το παραγωγικό τους πλαίσιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καταφέρει να αρπάξουν ένα καλό μερίδιο των παγκοσμίων ροών αξίας, υποτάσσοντας με έναν καινούριο και χωρίς προηγούμενο τρόπο. Χωρίς προηγούμενο γιατί στη δεκαετία του 1970 ο κόσμος θεωρούσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παράκμαζαν αναπόφευκτα, κάτι που δεν ίσχυε.

Είναι λοιπόν καθαρό ότι αυτή η πολύπλοκη αρχιτεκτονική που μόλις σκιαγράφησα – ελπίζω ότι δεν είναι ιδιαίτερα μπερδεμένη – άρχισε το 2008 να δείχνει τις ρωγμές της, τόσο εξαιτίας εσωτερικών αντιφάσεων αλλά και επειδή η Κίνα, σε ένα σημείο, εξυπηρέτησε στην εδραίωση αυτής της νέας αμερικανικής κυριαρχίας, αλλά πραγματοποίησε και την δική της οικονομική άνοδο7 και έτσι – με τα αυξανόμενα εισοδήματα, μισθούς και εσωτερικούς ταξικούς αγώνες στην Κίνα – άρχισε, με έναν τρόπο, αν όχι να απαιτεί τουλάχιστον να φιλοδοξεί για ένα μεγαλύτερο μερίδιο των παγκοσμίων κερδών.

Τι συνεπάγονταν όλα αυτά; Από την κινεζική πλευρά, την επίγνωση μεταξύ των ελίτ, στα ανώτερα κλιμάκια του κόμματος-κράτους, αυτής της ασύμμετρης, μη ισορροπημένης, εξαιρετικά μη ισορροπημένης σχέσης, που ουσιαστικά ήθελε και σήμαινε ότι η ανάπτυξη της Κίνας βασιζόταν εξ ολοκλήρου στις εξαγωγές προς τις Δυτικές αγορές. Με την κρίση, όμως, του 2008, αυτή η στρατηγική αποδείχθηκε να είναι ένα εξαιρετικά επισφαλές στοίχημα, που εξέπληξε τους Κινέζους ηγέτες και με την οποία σε έναν βαθμό έπρεπε να την αντιμετωπίσουν άμεσα. Για να μετριάσει την κρίση, η Κίνα επενέβη λοιπόν με μια τρελλή έκδοση ρευστότητας το 2009, και με τον τρόπο αυτό βοήθησε επίσης και τη Δύση. Αλλά το μοντέλο της οικονομικής της ανάπτυξης δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε συνεχή χρέωση, που θα μπορούσε να δημιουργούσει μια φούσκα ανάλογη με αυτή της Δύσης, η οποία θα προοριζόταν, αργά ή γρήγορα, να σκάσει, αφήνοντας πίσω νεκρούς και τραυματίες σε μια διαδικασία όπως αυτή των τελευταίων τριάντα χρόνων, που είναι μεν εξαιρετική αλλά, παρ’ όλα αυτά, γεμάτη με οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αντιφάσεις.

Έτσι, η Κίνα, αρχίζοντας λίγο-πολύ στον απόηχο της παγκόσμιας κρίσης, έχει βάλει μπροστά ένα σχέδιο, μια βιομηχανική πολιτική, μια οικονομική πολιτική που στοχεύει στην προαγωγή των αλυσίδων αξίας. Εν ολίγοις, είναι μια επαναεξισορρόπηση της εσωτερικής οικονομίας με τη σχέση της με τον εξωτερικό κόσμο. Πιο συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει να έχει μικρότερη εξάρτηση από τις εξαγωγές, ενίσχυση των εσωτερικών της αγορών, μικρότερη έκθεση στις Δυτικές οικονομικές παρορμήσεις και προβολή της ίδιας στο εξωτερικό με τους “Δρόμους του μεταξιού”. Προφανώς, σε όλα αυτά είναι ουσιώδες η Κίνα να κινηθεί σε μια τεχνολογικά πιο αναπτυγμένη παραγωγή, ιδιαίτερα σε μια περιοχή που υστερεί αρκετά, δηλαδή αυτών των μικροεπεξεργαστών. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η έμφαση δεν είναι τόσο και όχι μόνο στην ψηφιακή παραγωγή για μαζική κατανάλωση, αλλά στον σχεδιασμό, παραγωγή και στην μηχανική των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων που σχηματίζουν τη βάση αυτής της παραγωγής (που, φυσικά, είναι επίσης η βάση των στρατιωτικών τεχνολογιών).

Αυτό το κινεζικό σχέδιο επαναεξισορρόπησης, αν πετύχει, θα ήταν για τις αμερικανικές και δυτικές πολυεθνικές γενικά – και ιδιαίτερα για τον αμερικανικό έλεγχο μέσω του δολλαρίου – δεν θα πω το τέλος, επειδή δεν υπάρχει ούτε η πρόθεση αλλά ούτε η δυνατότητα, με δεδομένη την ισορροπία εξουσίας που έχουμε στην Κίνα, αλλά θα ήταν ένα πλήγμα. Είναι ακριβώς αυτή η υπόθεση που πυροδότησε την αμερικανική αντίδραση, σχεδιασμένη ήδη από την διοίκηση Ομπάμα και στη συνέχεια εγκαινιασμένη από τον λεγόμενο εμπορικό πόλεμο του Τραμπ. Ας μην ξεχνάμε ότι ο εμπορικός πόλεμος δεν έχει να κάνει στην πραγματικότητα με την επαναεξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου ανάμεσα στην Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, γιατί όπως και πριν, δεν είναι αυτό το ζήτημα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κυριαρχούν αθόρυβα τον κόσμο χρεωνόμενες. Το πρόβλημα είναι η διατήρηση της προτερότητας και της κυριαρχίας του δολλαρίου και η αποτροπή της Κίνας από το να ανελιχθεί τεχνολογικά σε υψηλότερα επίπεδα της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Και βλέπουμε πραγματικά ότι υπάρχει τέλεια συνέχεια μεταξύ της διοίκησης Τραμπ και Μπάιντεν. Ο Μπάιντεν απλά εκλέπτυνε αυτή τη στρατηγική, που πήρε τη μορφή της λεγόμενης επιλεκτικής τεχνολογικής αποσύζευξης. Με τον όρο αποσύζευξη εννοούμε την αποσύζευξη της Κίνας από την πρόσβαση σε κεφάλαια και προηγμένες Δυτικές τεχνολογίες, σε ένα διεθνές πλαίσιο στο οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες συνειδητά επιβάλλει τους ίδιους μηχανισμούς στις Δυτικές χώρες και στους συμμάχους τους στην Ασία (Ιαπωνία και Ταϊβάν).

Επιλεκτική” επειδή είναι προφανές ότι η πλήρης ρήξη με την Κίνα θα ισοδυναμούσε με το να σκότωναν οι Ηνωμένες Πολιτείες την κότα που κάνει τα χρυσά αυγά, κάτι που είναι, προς το παρόν, ούτε στα πλάνα ούτε εφικτό. Την ίδια στιγμή, γεωπολιτικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επαναπροσανατολιστεί προς την Άπω Ανατολή ξεκινώντας μια στρατηγική περικύκλωσης ή περαιτέρω περιορισμού της Κίνας, που το υπομόχλιό/fulcrum της είναι η Κινεζική Θάλασσα (Βόρεια και Νότια) και η Ταϊβάν. Αυτός είναι ο λόγος που ήθελαν αν όχι να “εγκαταλείψουν” τουλάχιστον να χαλαρώσουν την παρουσία τους στη Μέση Ανατολή και την ίδια στιγμή να αφήσουν το Αφγανιστάν και να ριχτούν σε αυτό το καινούριο στρατόπεδο.

Τώρα, τι δουλειά έχει η Ρωσία, η Ανατολική Ευρώπη και η κεντρική Ασία με όλα αυτά;

Πρώτα απ’ όλα, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι συγκεκριμένες στρατηγικές ντιρεκτίβες του Δρόμου του Μεταξιού διέρχονται από εκεί, κάτι που είναι θεμελιώδες για την Κίναι επειδή όντας περιορισμένη/narrow στη θάλασσα (απ’ όπου εξαρτάται, για παράδειγμα, για την άφιξη του αερίου, του πετρελαίου και όλων των εμπορικών εξαγωγών), επιδιώκει να κινηθεί διά της ξηράς μέσω της Κεντρικής και Νότιας Ασίας. Για αυτόν τον λόγο και μόνο η Ρωσία είναι κρίσιμη, και η ίδια η Ουκρανία είναι ένας σχεδιασμένος και βασικός κόμβος του Δρόμου του Μεταξιού. Αλλά, επίσης, και γιατί από μια πολιτική και γεωπολιτική σκοπιά, είναι φανερό ότι η Ρωσία έχει μια βασική τράπεζα στην Κίνα για να αντιστέκεται στην πίεση από το ΝΑΤΟ και τις Ηνωμένες Πολιτείες· και με τη σειρά της, η Κίνα έχει στη Ρωσία μια γεωγραφική ακτή και μια συμπληρωματική ακτή από οικονομική σκοπιά. Η Ρωσία εξάγει κυρίως αγροτικές και μεταλλευτικές πρώτες ύλες, και η Κίνα είναι το εργοστάσιο του κόσμου. Είναι γύρω από αυτή τη σχέση – όχι συμμαχία αλλά, παρ’ όλα αυτά, μια στρατηγική συνεργασία – που όλες αυτές οι περιοχές και εδαφικές λεκάνες, που δεν θέλουν να υποταχθούν πλήρως στις επιταγές της Ουάσινγκτον, μπορούν να αποκτήσουν βάρος.

Τώρα – και φτάνω με αυτό στο συμπέρασμα – εδώ αναδύεται η αντίφαση φάσης που προφανώς θα μας συνοδεύει για μερικές δεκαετίες αν δεν εκραγεί πιο πριν. Αυτή η αντίφαση προκύπτει από την ανάγκη, κατοπτρικ’η και ταυτόχρονα αντιθετική, για την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρήσουν την παγκοσμιοποίηση· και την ίδια στιγμή την ανάγκη να εφαρμόσουνσ στρατηγικές που υπονομεύουν την ίδια την παγκοσμιοποίηση, που συνεπώς τείνει προς μια κρίση και στη συνέχεια, πιθανόν, ακόμα και προς μια υποχώρηση, μια απο-παγκοσμιοποίηση8.

Τι λέω; Η Κίνα χρειάζεται η παγκοσμιοποίηση επειδή είναι σε ένα σταυροδρόμι. Πρέπει να συνεχίσει να εξάγει αγαθά, να ειάγει πρώτες ύλες από την άλλη πλευρά του πλανήτη αλλά, πάνω απ’ όλα, πρέπει να έχει πρόσβαση σε τεχνολογία και κεφάλαια που δεν κατέχει ακόμα. Το πρόβλημα είναι ότι η Κίνα θα ήθελε η παγκοσμιοποίηση να είναι λιγότερο ασύμμετρη, πιο πολυπολική και πολυμερής. “Μια άλλη παγκοσμιοποίηση”, όπως λέγαμε πριν από είκοσι χρόνια στο κίνημα κατά την παγκοσμιοποίησης· που προφανώς παράγει την πολύ δριμεία αντίδραση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, από την οποία έχουμε δει όμως και βλέπουμε μόνο την αρχή. Στην πραγματικότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγκάζονται να απαντήσουν με την αποσύζευξη, δηλαδή προσπαθώντας να απεμπλέξουν και να διαχωρίσουν την Κίνα από το παγκόσμιο πλαίσιο (μέσω κυρώσεων, δασμών και όλων αυτών που βλέπουμε), αλλά την ίδια στιγμή, είναι καθαρό ότι το ρίσκο σε αυτή την περίπτωση είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες να πυροβολούν τα ίδια τους τα πόδια. Με άλλα λόγια, να σταματήσουν, να διακόψουν αυτές τις ροές, αυτές τις αλυσίδες αξίας που, ουσιαστικά, είναι η πηγή της παγκόσμιας κυριαρχίας του δολλαρίου και συνεπώς της παγκόσμιας αυτοκρατορικής ηγεμονίας τους.

Συνεπώς, η αντίφαση έγκειται ακριβώς στην παραγωγή αποτελεσμάτων που αντιτίθενται σε αυτό που, επαναλαμβάνω, είναι κατοπτρικές και αντιτιθέμενες συνθήκες για την Κίνα – μια εναλλακτική και λιγότερο ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση, λιγότερο Δυτικο-κεντρική, με λιγότερο δολλάριο – και για τις Ηνωμένες Πολιτείες – η διακοπή των ροών με την Κίνα, η οποία στο μεταξύ έχει γίνει το παγκόσμιο εργοστάσιο χωρίς το οποίο, όπως έχουμε δει ήδη στη διάρκεια της πανδημίας, υπάρχει ένας κίνδυνος έμφραξης των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας. Την ίδια στιγμή, και εδώ είναι πραγματικά που θα φτάσω στο κλείσιμο, το θεμελιώδες πρόβλημα είναι επίσης ότι, στο μεταξύ, στον απόηχο της κρίσης, μέσω του χρέους και άλλων μηχανισμών, δημιουργήθηκε μια τεράστια φούσκα πλασματικού και κερδοσκοπικού κεφαλαίου το οποίο, για να επανεκκινήσει η συσσώρευση, θα πρέπει με κάποιο τρόπο να “ξεφουσκώσει” και μάλιστα αυτό πρέπει να γίνει βίαια. Και κοιτάξτε, με φαινόμενα όπως ο πληθωρισμός, οι πόλεμοι (με την καταστροφή που συνεπάγονται, κεφαλαίου και φυσικά ανθρώπινων ζωών) και πιθανόν περνώντας μέσα από τον στασιμοπληθωρισμό (με άλλα λόγια της παραγωγικής τελμάτωσης σε συνδυασμό με πληθωρισμό), θα φτάσουμε και πάλι σε μια μεγάλη ύφεση ή τουλάχιστον σε μια σημαντική ύφεση.

Όσον αφορά την Ευρώπη, διάβαζα τις τελευταίες λίγες μέρες τα δεδομένα για τη Γερμανία· η Ευρώπη είναι αυτή που επηρεάζεται περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος από αυτή την ουκρανική κρίση (αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι τόσο εύπορες σε όρους του πληθωρισμού) λοιπόν τεχνικά είναι ήδη σχεδόν μια ύφεση, ιδιαίτερα αν συγκρίνουμε τα δεδομένα με την περίοδο πριν την πανδημία, με το 2019. Θα είχαμε στη συνέχεια μια μεγάλη ύφεση που θα οδηγούσε σε υποτιμήσεις κεφαλαίου, κλείσιμο επιχειρήσεων, απολύσεις, καταστροφή: και η καταστροφή είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επανεκκίνηση της παγκόσμιας συσσώρευσης. Μόνο που, στο ενδιάμεσο, και συμβαίνει με τις κρίσεις, τους πολέμους όπου κάθε παράγοντας, ξεκινώντας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα ήθελε και θα προσπαθήσει να φορτώσει τα κόστη της υποτίμησης σε άλλους. Αλλά αυτό το έχουμε δει ήδη στην τωρινή κρίση: βλέπουμε καθαρά την στάση των Ηνωμένων Πολιτειών – να συνεχιστεί ο πόλεμος, η Ουκρανία πρέπει να νικήσει – και η ζημιά – τόσο με όρους τιμών της ενέργειας αλλά και με όλα αυτά που ρισκάρει η Ευρώπ – να φορτωθεί στους συμμάχους.

Έτσι, και εδώ θα τελειώσω, ίσως συμβεί (το μέλλον θα δείξει και ίσως ακόμα και το κοντινό μέλλον) ο πόλεμος στην Ουκρανία να είναι το πρώτο σημείο καμπής στην κατάσταση· ένα σημείο ξεμπλοκαρίσματος, “ξεπαγώματος” της κρίσης που προσπάθησα, ίσως με λίγο κακό τρόπο, να περιγράψω. Μια αντιστροφή κύκλου στην οποία, όχι τυχαία, γινόμαστε μάρτυρες μιας πολιτικής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας που σηματοδοτεί μια απόκλιση (αυτή τη στιγμή όχι ακριβώς 180 μοιρών, αλλά θα μπορούσε να φτάσει εκεί) από την πολιτική του “εύκολου χρήματος” όλων αυτών των χρόνων. Είναι πραγματικά η αύξηση των επιτοκίων με σκοπό της αποκατάσταση της δύναμης του δολλαρίου και την προσέλκυση και πάλι κεφαλαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες: είναι ξανά αυτό το φαινόμενο “ακορντεόν” για το δολλάριο για το οποίο μιλήσαμε παραπάνω. Ανάλογα, η ίδια αύξηση στις τιμές της ενέργειας τιμωρεί/πλήττει πολύ έντονα την Ευρώπη, όπως συνέβη και στη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης το 1973· αλλά στον βαθμό που η ενέργεια πωλείται και αγοράζεται σε δολλάρια, δεν πλήττει τις Ηνωμένες Πολιτείες (ή δεν θα την έπληττε στον ίδιο βαθμό χωρίς τον επακόλουθο πληθωρισμό). Επαναλαμβάνω, για όσο το δολλάριο παραμένει το διεθνές νόμισμα συναλλαγών.

Και εδώ, με αυτό που κάνει η Ρωσία (για παράδειγμα, ζητώντας το εμπόριο των ενεργειακών πρώτων υλών να πληρώνεται σε ρούβλια) και αυτό στο οποίο στοχεύει η Κίνα (δηλαδή, να αποδεσμευθεί λίγο από το δολλάριο and so on suite) για πρώτη φορά, ακόμα και αν αυτό προφανώς δεν θα έχει ακραίες συνέπειες στο άμεσο μέλλον, για πρώτη φορά το ταμπού κατονομάζεται, το ταμπού σπάζει.

Κάποιοι σκέφτονται μια παγκόσμια οικονομία που δεν θα υπάγεται πλέον στο δολλάριο, με άλλα λόγια σκέφτονται διαδικασίες απο-δολλαριοποίησης. Κανείς δεν ξέρει τι θα προκύψει από αυτό αλλά είναι καθαρό πως αθτό το υλικό είναι εκρηκτικό. Ανάμεσα στην κρίση της παγκοσμιοποίησης και την πιθανώς εκκολαπτόμενη απο-παγκοσμιοποίηση, την εξαιρετικά σκληρή αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών, τις διαδικασίες (ή εν πάσει περιπτώσει, τις προθέσεις, τις στρατηγικές) της απο-δολλαριοποίησης, είναι προφανές – και εδώ σας αφήνω – ότι η κρίση στην Ουκρανία είναι ο καταιονισμός ενός θρόμβου κάποιων πλέον συστημικών αντιφάσεων.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://dndf.org/?p=20067#more-20067.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: “…sont joués sans discernement contre notre peau”.

3 Στμ. Σημαντική παρατήρηση, αρκετά κοντά στις απόψεις του Rolan Simon (στο “Ουκρανία 2022”). Σχετικό, επίσης, είναι και ένα άρθρο στο Russia Today για την μακρά περίοδο της “αποσοβιετικοποίησης”, που σημειώνει ότι ουσιαστικά τώρα ζούμε το τέλος της εποχής της διάλυσης της σοβιετικής αυτοκρατορίας.

4 Στμ. Μάλλον αναφέρεται στο Mensch ohne Welt: Schriften zur Kunst und Literatur, “Άνθρωπος χωρίς Κόσμο: κείμενα για την Τέχνη και τη Λογοτεχνία”.

5 Στμ. Αποδίδουμε έτσι τον όρο slowbalization,που υπάρχει στα Αγγλικά και στο πρωτότυπο.

6 Στμ. Πολύ σημαντική παρατήρηση.

7 Στμ. Διαλεκτική και πάλι επί τω έργω! Πώς ο ρόλος της Κίνας στην εδραίωση της νέας αμερικανικής κυριαρχίας ταυτόχρονα δημιούργησε τους όρους της υπονόμευσής της από αυτήν την ίδια την Κίνα (ουσιαστικά ξαναγράφοντας τους όρους της ταξικής πάλης σε παγκόσμιο επίπεδο). Και πάλι βέβαια το 2008 είναι καμπή στην διάρρηξη της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης.

8 Στμ. Κατά την άποψή μας, αυτή είναι η κρίσιμη διαλεκτική της καμπής που διερχόμαστε.

Σταματήστε τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία! Ούτε Ουάσινγκτον ούτε Μόσχα

Συντακτική Ομάδα Spectre Journal1

το κείμενο σε pdf

Η Ρωσία έχει ξεκινήσει έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο κατά της Ουκρανίας. Ο στόχος του πολέμου, όπως κατέστησε εντελώς καθαρό ο Βλαντιμίρ Πούτιν, είναι γη απώθηση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ και η ανοικοδόμηση της προηγούμενης αυτοκρατορίας της Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη. Το καθεστώς Πούτιν έχει χτυπήσει όλες τις στρατιωτικές βάσεις της Ουκρανίας, έχει παραλύσει την κυβέρνηση με κυβερνοεπιθέσεις και έχει αναπτύξει στρατεύματα και πολεμοφόδια από την Οδησσό μέχρι τις αποσχισθείσες δημοκρατίες στο Ντονμπάς. Οι δυνάμεις του Πούτιν στήνουν την πολιορκία στην πρωτεύουσα της Ουκρανίας, το Κίεβο, και τις άλλες μεγάλες πόλεις της, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων Χάρκοβο και Χερσώνα. Οι Ουκρανοί αντιστέκονται ηρωικά στην εισβολή, καθυστερώντας την κατάκτηση της χώρας από τους Ρώσους.

Το καθεστώς Πούτιν έχει προειδοποιήσει τις παγκόσμιες δυνάμεις ότι θα απαντήσει σε οποιαδήποτε παρέμβαση με την ισχύ και έχει προχωρήσει τόσο μακριά ώστε να θέσει το πυρηνικό του οπλοστάσιο σε υψηλό συναγερμό. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ – ακόμα βουτηγμένοι στο αίμα των Ιρακινών και των Αφγανών – έχουν επιβάλει κυρώσεις σχεδιασμένες να στοχεύσουν τον Πούτιν και τους Ρώσους ολιγάρχες που τον υποστηρίζουν. Αυτές αναμφίβολα θα επηρεάσουν ακραία την ρωσική οικονομία και, συνεπώς, τους φτωχούς και τους ανθρώπους της εργατικής τάξης στη Ρωσία. Εν τω μεταξύ, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έχουν αυξήσει την ανάπτυξη στρατευμάτων και τις παραδόσεις όπλων στα κράτη-μέλη του στην Ανατολική Ευρώπη. Όπως είναι προβλέψιμο, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις με πρώτη τη Γερμανία αρχίζουν να αυξάνουν τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς τους για να προετοιμαστούν για διευρυμένη σύγκρουση με τη Ρωσία. Ολόκληρη η ήπειρος διακινδυνεύει έναν πόλεμο ανάμεσα σε δυνάμεις εξοπλισμένες με πυρηνικά. Έχουμε μπει σε μια καινούρια εποχή μεγάλης σύγρουσης ισχύος για κυριαρχία πάνω σε έναν κόσμο που ο καπιταλισμός έχει βυθίσει σε κρίσεις.

Στην ομίχλη του πολέμου, με συγκρούσεις που υπόκεινται στον νόμο των ακούσιων συνεπειών, είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς την πορεία των γεγονότων. Παρ’ όλα αυτά, η διεθνής αριστερά πρέπει να (επι)τηρήσει μια καθαρή, αντιιμπεριαλιστική και διεθνιστική θέσει εν μέσω της πυρκαγιάς. Πρώτα και κύρια, πρέπει ανεπιφύλακτα να αντιτεθούμε στην επιθετικότητα της Ρωσίας, να απαιτήσουμε την άμεση απόσυρση των όλων των ρωσικών δυνάμεων – όχι μόνο από την Ουκρανία και την περιοχή του Ντονμπάς, αλλά επίσης από την Κριμαία, την οποία η Ρωσία κατέλαβε το 2014. Αυτές είναι ιμπεριαλιστικές κατοχικές δυνάμεις που έχουν παραβιάσει το δικαίωμα της Ουκρανίας στην αυτοδιάθεση/αυτοκαθορισμό.

Την ίδια στιγμή πρέπει επίσης να αντιτεθούμε στις ΗΠΑ και τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ. Οι ιμπεριαλιστικοί τους στόχοι στην Ανατολική Ευρώπη μέσω της επέκτασης του ΝΑΤΟ είναι μια από τις κομβικές υποκείμενες αιτίες της σύγρουσης. Τα συμφέροντά τους είναι αρπακτικά στη φύση τους και δεν ευθυγραμμίζονται με αυτά των Ουκρανών εργατών και των καταπιεσμένων λαών της Ουκρανίας. Στοχεύουν να στερεώσουν το νατοϊκό μπλοκ, να ενισχύσουν την νεοφιλελεύθερη τάξη που έχουν επιβάλει στην Ανατολική Ευρώπη και να υπερασπίσουν την κυριαρχία της Ουάσινγκτον στην παγκόσμια οικονομία απέναντι σε οποιουσδήποτε αντιπάλους – πιο προφανώς την Ρωσία αλλά επίσης την Κίνα, η οποία αμφισβητεί την οικονομική υπεροχή των ΗΠΑ, ως κομμάτι της προσπάθειάς τους να αποκαταστήσουν το στάτους της υπερδύναμης.

Πρέπει επίσης να υπεασπιστούμε το δικαίωμα του ουκρανικού λαού στον αυτοκαθορισμό και την αυτοάμυνα. Διεξάγουν μια απελευθερωτική πάλη για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους από μια βάρβαρη επίθεση μιας αυτοκρατορικής δύναμης. Ουκρανοί σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν ξεχυθεί στους δρόμους σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις. Ο αγώνας τους, όπως ακριβώς αυτός των Παλαιστινίων, αξίζει την χωρίς προϋποθέσεις υποστήριξη των συνδικάτων, των προοδευτικών οργανώσεων και της διεθνούς αριστεράς.

Η ουκρανική αντίσταση έχει πυροδοτήσει ένα κύμα αντιπολεμικών δράσεων και λαϊκής αλληλεγγύης σε ολόκληρο τον κόσμο, και το σημαντικότερο, στην ίδια τη Ρωσία. Εκεί, αντιμέτωποι με ένα δεξιό, καπιταλιστικό καθεστώς που τακτικά καταστέλλει διαμαρτυρίες από φεμινίστριες, οργανώσεις LGBTQ+, συνδικάτα και δημοκράτες ακτιβιστές. Οι Ρώσοι ξεσηκώθηκαν σε μεγάλες αντιπολεμικές διαδηλώσεις. Περισσότεροι από 750.000 υπέγραψαν ένα αντιπολεμικό αίτημα, επιστήμονες έκαναν δηλώσεις καταδίκης της επιθετικότητας του Πούτιν, άνθρωποι του θεάματος σε κρατικά χρηματοδοτούμενους θεσμούς πήραν θέση ενάντια στον πόλεμο και αθλητές όπως ο σταρ του τένις Andrey Rublev αντιτέθηκαν ανοιχτά στην εισβολή. Και το έκαναν αυτό με μεγάλο προσωπικό κίνδυνο, καθώς οι αστυνομικές δυνάμειες του καθεστώτος έχουν ήδη συλλάβει χιλιάδες και απειλούν με ακόμα περισσότερη βίαιη καταστολή στους αντιφρονούντες, κάτι που πολύ πιθανόν θα εντατικοποιηθεί αν ο πόλεμος του Πούτιν εξελιχθεί άσχημα για τις δυνάμεις του.

Όλοι ξέρουμε ότι η ουκρανική αντίσταση και οι δράσεις διεθνούς αλληλεγγύης έχουν εντός τους ένα φάσμα πολιτικών ρευμάτων. Κάποια προσβλέπουν, από καθαρή απελπισία, στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ για λύσεις, προχωρώντας τόσο πολύ ώστε να ζητούν ακόμα και την παρέμβασή τους απαιτώντας πράγματα όπως μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων. Παρ’ όλο που εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας στις διαμαρτυρίες, ως σοσιαλιστές θα πρέπει να διατηρούμε πάντα μια ανεξάρτητη στάση. Πρέπει να επιχειρηματολογούμε ενάντια σε αιτήματα που ενισχύσουν το ένα αυτοκρατορικό μπλοκ ενάντια στο άλλο. Οι δυνάμεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ έχουν μια άθλια ιστορία διεξαγωγής ιμπεριαλιστικών πολέμων, επίβλεψης αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών και προοδοσίας απελευθερωτικών αγώνων για τους δικούς τους αντιδραστικούς σκοπούς. Όπως αποδεικνύει το ιστορικό τους στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, δεν θα παρέμβουν για το καλό του ουκρανικού λαού. Ξέρουμε ήδη το ιστορικό της Ουάσινγκτον στην Ουκρανία. Μεταξύ άλλων, έχει επβάλει τον νεοφιλελευθερισμό της χώρας μέσω του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που την έχει παγιδεύσει στο χρέος και έχει επιβάλει σε αυτήν προγράμματα διαρθρεωτικών προσαρμογών, με καταστροφικές συνέπειες για τους εργάτες και τους καταπιεσμένους λαούς. Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν επιδιώκουν να ελευθερώσουν την Ουκρανία αλλά να την ενσωματώσουν και να την υπαγάγουν στο αυτοκρατορικό τους μπλοκ.

Ως μια εναλλακτική στο να προσβλέπει κανείς στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ για λύσεις, η διεθνής αριστερά πρέπει να δείξει την δυνητική και επείγουσα ανάγκη για διεθνιστική αλληλεγγύη από τα κάτω ενάντια σε όλες τις φιλοπόλεμες δυνάμεις. Με διαμαρτυρίες αναδυόμενες σε ολόκληρο τον κόσμο, αυτό δεν είναι μια ουτοπική στατηγική αλλά μια πραγματική δυνατότητα. Μόνο μια τέτοια αλληλεγγύη μπορεί να προωθήσει προοδευτικές λύσεις σε αυτή την καταστροφή. Πρέπει να εκφράσουμε αλληλεγγύη πέρα από όλα τα σύνορα με προοδευτικές δυνάμεις επί τόπου σε όλες τις χώρες – η διεθνιστική αριστερά, συνδικάτα, φεμινιστικές οργανώσεις και όλες οι άλλες δυνάμεις που αγωνίζονται για δικαιοσύνη και ισότητα – ενάντια στον πόλεμο της Ρωσίας. Και πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σταματήσουμε τον μετασχηματισμό αυτού του πολέμου σε έναν πόλεμο μεταξύ αυτοκρατοριών και πιθανόν πυρηνικό, ανάμεσα στη Ρωσία και τις ΗΠΑ. Μόνο οι άρχουσες τάξεις και η ακροδεξιά θα επωφεληθούν από αυτό το χάος/μπέρδεμα, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Οι εργαζόμενοι και καταπιεσμένοι θα πληρώσουν το κόστος, ιδιαίτερα στην Ουκρανία αλλά επίσης και στη Ρωσία, τις χώρες του ΝΑΤΟ και άλλα έθνη σε ολόκληρο τον κόσμο.

Για να οικοδομήσει πραγματική αλληλεγγύη, η διεθνής αριστερά πρέπει να απορρίψει κατηγορηματικά την πολιτική “ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου”. Αυτή η θέση έχει οδηγήσει κάποιους στην αριστερά και στους προοδευτικούς κύκλους να συντάσσονται ανοιχτά με τη Ρωσία εναντίον των ΗΠΑ. Άλλοι δικαιολογούν ή δίνουν άφεση στην εισβολή της Ρωσίας αναφερόμενοι στις “νόμιμες ανησυχίες για την εθνική της ασφάλεια”. Και κάποιοι άλλοι αρνούνται να καταδικάσουν τον πόλεμο που διεξάγει, εγκαταλείποντας τον διεθνισμό που υπάρχει πάντα στην καρδιά της αριστεράς και συρρικνώνουν την ευθύνη της μόνο στην αντίθεση στον Δυτικό ιμπεριαλισμό. Αυτή είναι μια καταστροφική θέση που συντάσσεται στο πλευρό του ρωσικού κράτους ενάντια στον λαό του, που δεν υποστηρίζουν τον πόλεμο· διαρρηγνύει την αλληλεγγύη με τους Ουκρανούς που μάχονται τον Ρώσικο ιμπεριαλισμό· και θα απομονώσει κάθε αντιπολεμική οργάνωση από την πλειοψηφία του κόσμου, ο οποίος είναι σωστά αηδιασμένος από την εισβολή της Ρωσίας.

Η πολιτική “ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου” δυσφημεί την αριστεράς που την προσυπογράφει και την θέτει στην άβολη παρέα ακροδεξιών μορφών όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Στην Μπάννον και ο Τάκερ Κάρλσον. Ακόμα και αντιδραστικοί, που έχουν υποστηρίξει τον Πούτιν, όπως η Μαρίν Λεπέν, η ακροδεξιά ηγέτιδα του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία, “χτυπιούνται” τώρα για να απεμπλακούν από τη συμμαχία με το καθεστώς του Πούτιν. Όσοι στην αριστερά προσπαθούν, ανάλογα, να αποστασιοποιηθούν από μια τέτοια θέση, θα πρέπει επίσης να ξεφορτωθούν από το πλαίσιο που τους οδήγησε σε μια στάση υπέρ του Πούτιν. Οι αυτοκρατορίες-εχθροί της Ουάσινγκτον δεν είναι φίλοι μας. Οι μοναδικοί μας φίλοι είναι οι εργάτες και οι καταπιεσμένοι λαοί του κόσμου που αγωνίζονται για ειρήνη, ελευθερία, δικαιοσύνη και ισότητα.

Στην οργάνωση της αλληλεγγύης από τα κάτω, πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι ως προς τα κεντρικά μας αιτήματα. Πρέπει να αντιτεθούμε στον πόλεμο της ρωσίας και να απαιτήσουμε την αποχώρηση όλων των δυνάμεών της. Πρέπει να αντιτεθούμε στην μετατροπή, από ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, αυτού του πολέμου σε έναν πόλεμο μεταξύ αυτοκρατοριών για την κυριαρχία στην Ευρώπη. Πρέπει να τους καλέσουμε να ανοίξουν τα σύνορά τους σε όλους τους Ουκρανούς που προσπαθούν να ξεφύγουν από τη ρωσική εισβολή όπως απαιτούμε το ίδιο για τα εκατομμύρια των μεταναστών και προσφύγων που προσπαθούν να ξεφύγουν από την καταπίεση σε οποιοδήποτε μέρος της γης. Πρέπει να απαιτήσουμε οι ΗΠΑ να διαγράψουν ολόκληρο το χρέος της Ουκρανίας έτσι ώστε, όποτε απελευθερωθεί από την ρωσική κατοχή να μην είναι παγιδευμένη στην φυλακή χρέους του Δυτικού ιμπεριαλισμού.

Τέλος, πρέπει να καταλάβουμε τη σημασία της εισβολής της Ρωσίας και την ιστορική στιγμή που αντιπροσωπεύει. Πρόκειται για τα πιο σημαντικά γεωπολιτικά γεγονότα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Εγκαινίασε μια νέα εποχή μεγάλης αντιπαράθεσης ισχύος, όχι μόνο ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία αλλά και ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, η οποία τοποθέτησε τον εαυτό της ως τον οικονομικό χορηγό της Ρωσίας.

Οι συγκρούσεις αυτής της νέας εποχής έχουν ήδη τεράστιες επιπτώσεις στη γεωπολιτική, στην οικονομία και στην εσωτερική πολιτική των χωρών σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο πόλεμος της Ρωσίας, οι κυρώσεις της Δύσης, και οι απειλές που θέτουν στις διεθνείς επενδύσεις και το εμπόριο έχουν πυροδοτήσει ασυνηθιστη ρευστότητα στις χρηματαγορές σε ολόκληρο τον κόσμο. Η πιθανότητα να κοπεί η παροχή ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου προς την Ευρώπη και της διακοπής των εξαγωγών σιτηρών της Ουκρανίας εξαιτίας του πολέμου θα οδηγήσουν σε αύξηση του κόστους των καυσίμων και των τροφίμων. Αυτό, με τη σειρά του, θα οδηγήσει σε αύξηση του πληθωρισμού και θα επιβραδύνει την παγκόσμια οικονομία, εντείνοντας την τροχιά/πορεία του συστήματος σε μια κρίση στασιμοπληθωρισμού χαμηλής ανάπτυξης και υψηλού πληθωρισμού. Αυτότο σενάριο θα ασκήσει πίεση στις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια, να αυξήσουν το κόστος του χρέους που κρατούν εταιρείες και κράτη και θα αναγκάσουν τις κυβερνήσεις ένα ευρύ επιθετικό πρόγραμμα λιτότητας με απολύσεις στον δημόσιο τομέα και περικοπές στα κοινωνικά επιδόματα2. Όπως πάντα, οι φτωχότεροι, ιδιαίτερα στον παγκόσμιο Νότο, θα υποφέρουν περισσότερο. Τίποτα δεν θα μείνει απρόσβλητο από τις επιπτώσεις αυτούς του πολέμου.

Σε αυτή την εποχή, η διεθνής αριστερά πρέπει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Η δεξιά θα προσπαθήσει επίσης να εκμεταλλευτεί την καταστροφή, προσφέροντας της αντιδραστικές, ρατσιστικές και εθνικιστικές ψευδολύσεις της. Είναι δική μας ευθύνη να οργανώσουμε μια ευρεία λαϊκή εναλλακτική. Άμεσα, χρειάζομαστε “εκπαιδευτικές” εκδηλώσεις για να βοηθήσουμε τον κόσμο να καταλάβει πώς έφτασε ο κόσμος σε αυτό το χάος. Αυτό είναι ουσιώδες για την οικοδόμηση ενός αντιπολεμικού κινήματος αρχών ριζωμένουν στους αγώνες της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων λαών σε ολόκληρο τον κόσμο. Πρέπει να αντιτεθούμε σε οποιαδήποτε προσπάθεια καταστολής των αγώνων στο εσωτερικό των χωρών για την επίτευξη της εθνικής ενότητας εν μέσω του πολέμου. Αντίθετα, θα πρέπει να στοχεύουμε στην οικοδόμηση αγώνων ενάντια στις επιθέσεις στο βιωτικό μας επίπεδο, από τους συνδικαλισμένους οδηγούς στα Starbucks, σε απεργίες ενοικίου, αναστολές εξώσεων και καμπάνιες για την προστασία των δημοσίων υπηρεσιών. Μπαίνουμε σε μια εποχή στην οποία τέτοιοι αγώνες στο πλαίσιο των εθνικών κρατών πρέπει να ενοποιηθούν ως μέρος μιας παγκόσμιας πάλης ενάντια στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Σε αυτή την σύγκρουση το σύνθημα που πρέπει να μας καθοδηγεί πρέπει να είναι: Ούτε Ουάσινγκτον ούτε Μόσχα, αλλά η παγκόσμια εργατική τάξη!

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://spectrejournal.com/stop-russias-war-on-ukraine.

2 Στμ. Δηλαδή ότι συνέβη μετά την κρίση του 2008! (με εξαίρεση ίσως τον πληθωρισμό)

Ουκρανία: Δεν υπάρχει “εμείς”

από το FB του AC1

το κείμενο σε pdf

Εκείνοι που καλωσορίζουν τις οικονομικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία, αξίζει ίσως να θυμηθούν ότι ο πληθωρισμός και η ύφεση, αν μπορέσουν τελικά να “αυξήσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια” και να αποδυναμώσουν την τωρινή εξουσία, έχουν σαν πρώτη συνέπεια να ακριβήνουν και άρα να μειώσουν αυτό που μπαίνει στο περίφημο “καλάθι της νοικοκυράς”, και αυτό πρωτίστως για όλους εκείνους που η πρώτη τους έγνοια δεν είναι να σώσουν τις αποταμιεύσεις τους αλλά να έχουν να φάνε κάθε μέρα, είτε είναι Ουκρανοί είτε Ρώσοι. Και από τους οποίους περιμένουμε, επιπλέον, να βγουν στους δρόμους και να καθαρίσουν την πολιτική, ξεκινώντας έτσι μεγάλες μέρες για τους καλούς “λαούς”.

Ο οικονομικός πόλεμος σκοτώνει επίσης, λίγο πιο αργά από τις βόμβες αλλά με την ίδια βεβαιότητα. Η οικονομία, παρεμπιπτόντως, σε αντίθεση με τα τανκς, δεν χρειάζεται καν έναν πόλεμο για να σκοτώσει, αυτό είναι κάτι που αξίζει να θυμόμαστε.

Αν είναι έτσι, συμφωνήστε τουλάχιστον να πείτε “Όχι στον πόλεμο”, αλλά, τότε, σε όλους τους πολέμους, και να είστε πρωτίστως με όλους εκείνους που πρώτα και κύρια υποφέρουν από τους πολέμους, σε κάθε πλευρά των συνόρων. Και αν, τελικά, πρέπει να πάρουμε τα όπλα, να μην τα πάρουμε ποτέ στο όνομα μιας σημαίας.

Αλλά δεν βλέπω με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε να έχουμε, ως προλετάριοι, ή ας πούμε ως υποτελείς του κεφαλαίου, και/ή a fortiori ως κομμουνιστές, το καθήκον να διαλέξουμε μια “ικανοποιητική εναλλακτική” σε αυτήν τη μάχη ανάμεσα στην ευρωπαϊκή ζώνη συσσώρευσης, τους τελωνειακούς της κανόνες και τις εμπορικές της συμφωνίες, υπό τη γαλλο-γερμανική κυριαρχία, και την ευρασιατική ζώνη συσσώρευσης, υπό τη ρωσική κυριαρχία.

Δεν υπάρχει “αντεξουσία” στο επίπεδο του κράτους, μόνο εξουσία, εκτός αν πιστεύουμε ότι η αστυνομία υπάρχει για να μας προστατεύει, η λογική είναι η ίδια. Είναι οι δουλειές τους, οι βόμβες τους, το κεφάλαιό τους, τους “τρώμε στη μούρη”, με τη μορφή βομβών ή κυρώσεων, Ουκρανοί και Ρώσοι προλετάριοι τώρα, και αύριο (ελάτε τώρα, σήμερα), αν η τιμή του φυσικού αερίου εκτοξευθεί και πάλι, όπως και οι τιμές των βασικών τροφίμων, Γάλλοι, Γερμανοί προλετάριοι κοκ. Μας γεμίζουν αυτή τη στιγμή 24 ώρες την ημέρα με γεωπολιτικά προβλήματα που δεν είναι δικά μας, και αυτό ακριβώς είναι ο εθνικισμός, και αυτός είναι ο λόγος για εθνικισμό και προπαγάνδα σε όλους τους πολέμους: να μας κάνουν να πιστεύουμε ότι είμαστε από την μεριά των χειριστών2. Το πρόβλημα των Ουκρανών προλετάριων δεν είναι η Ρωσία και η ρωσική επιθετικότητα αλλά η δική τους κυβέρνηση και αστική τάξη, και το γεγονός ότι είναι εγκλωβισμένοι στο επίκεντρο ενός οικονομικού πολέμου για να μάθουν ποιος και με ποιον τρόπο θα τους εκμεταλλεύεται, οποιαδήποτε άλλη λογική δεν οδηγεί παρά στη δικαιολόγηση του εθνικισμού και όλων των καπιταλιστικών πολέμων.

Το ερώτημα δεν είναι “τι να κάνουμε μπροστά στη ρωσική επιθετικότητα”, δεν χρειάζεται να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα γιατί δεν μας τίθεται, μας επιβάλλεται από τους Ρώσους, την Ευρώπη, από το ουκρανικό κράτος, δηλαδή με άλλα λόγια, τελικά από το κεφάλαιο. Δεν υπάρχει “εμείς”. Οι απαντήσεις δεν ανήκουν σε μας, όχι περισσότερο από τις ερωτήσεις που υπάρχουν από τη στιγμή που θα μπούμε σε αυτή τη λογική. Θα πρέπει να βρούμε τις δικές μας ερωτήσεις πριν κατακλυστούμε από αυτές των άλλων, και αυτό είναι πραγματικά επείγον. Δεν το έχουμε κερδίσει, απ’ ό,τι φαίνεται.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://dndf.org/?cat=7.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: “si on était du côté du manche.

Πρόσφυγες: οι δικοί τους και οι δικοί μας

Lale Arab Jouneghani και Warren Montag1,2

το κείμενο σε pdf

Στις 26 Φεβρουαρίου, δυο μέρες μετά την ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία, ο δημοσιογράφος Charlie D’Agata ήταν φανερά συγκινημένος καθώς περιέγραφε σκηνές με αμάχους να τρέχουν σε καταφύγια ή, σε άλλες περιπτώσεις, να εγκαταλείπουν εντελώς την πόλη, μόνο και μόνο για να εγκλωβιστούν σε μποτιλιαρίσματα μήκους πολλών χιλιμομέτρων. Έμπειρος ανταποκριτής για το CBS3, ο D’Agata είχε μόλις φτάσει στο Κίεβο. Νιώθοντας άβολα με το επίπεδο της συναισθηματικότητας στην αντίδρασή του, αλλά χωρίς να μπορεί να την καταπιέσει, άρχισε να εξηγεί, αν όχι να δικαιολογεί, την ένταση της αντίδρασης αυτής. Οι εξηγήσεις του για αυτό που δεν απαιτούσε εξηγήσεις καθώς και τα συναισθήματα που το κοινό του σίγουρα μοιραζόταν μαζί του, άρχισαν να στρέφονται σε μια κατεύθυνση που δεν περίμενε ο ίδιος, κάνοντάς τον, καθώς μιλούσε, να διακόψει τον εαυτό του, σαν να είχε θορυβηθεί από τη σημασία των ίδιων του των λέξεων, ή τουλάχιστον σαν να είχε ανησυχήσει για την αντίδραση που θα μπορούσαν – και τελικά έτσι έγινε – να προκαλέσουν.

Είχε μόλις εξηγήσει ότι αυτό που τον σοκάρισε και τον έκανε σχεδόν να βάλει τα κλάματα, δεν ήταν το γεγονός ότι ο τρίτος ισχυρότερος στρατός στον κόσμο είχει εξαπολύσει μια μαζική εισβολή σε ένα μικρότερο και ανεπαρκώς προετοιμασμένο έθνος. Ούτε ήταν το γεγονός ότι η μαζική αεροπορική δύναμη της Ρωσίας, το πυραυλικό της οπλοστάσιο και το μεγάλης εμβέλειας πυροβολικό της ήταν βέβαιο ότι θα σκοτώσουν έναν μεγάλο αριθμό αμάχων. Μόνο ο προσδιορισμός του ποιοι ήταν πιθανόν να σκοτωθούν, συνδεδεμένος, πάνω απ’ όλα, με την γεωγραφική και πολιτισμική τους τοποθεσία, θα καθιστούσε σαφές το μέγεθος της τραγωδίας που ξεδιπλωνόταν μπροστά του και θα το διαφοροποιούσε από άλλες, φαινομενικά ανάλογες, τραγωδίες:

Αυτός δεν είναι, με όλον τον σεβασμό, ένας τόπος όπως το Ιράκ ή το Αφγανιστάν, που έχουν δει συγκρούσεις να μαίνονται για δεκαετίες. Αυτή είναι μια σχετικά πολιτισμένη, σχετικά ευρωπαϊκή – πρέπει να διαλέξω προσεκτικά αυτές τις λέξεις – πόλη, στην οποία δεν θα περίμενες να συμβαίνει κάτι τέτοιο ή θα ήλπιζες ότι δεν θα συνέβαινε.

 

Δεν ήταν ο μόνος που είχε μια τέτοια αντίδραση. Και άλλοι εξέχοντες ανταποκριτές εξέφρασαν ανάλογα συναισθήματα και ανάλογες επεξηγήσεις αυτών των συναισθημάτων. Ο Daniel Hannan, σε ένα άρθρο γνώμης στην εφημερίδα Telegraph (ΗΒ), είπε στους αναγνώστες του ότι το πιο δυσάρεστο σχετικά με την έναρξη αυτού του συγκεκριμένου πολέμου ήταν ότι τα θύματά του Ουκρανοί “μοιάζουν τόσο πολύ με εμάς. Αυτό είναι που τον κάνει τόσο σοκαριστικό. Ο πόλεμος δεν είναι πλέον κάτι που επισκέπτεται μόνο φτωχοποιημένους και απομακρυσμένους πληθυσμούς. Μπορεί να συμβεί στον καθένα”. Τέλος, ο Peter Dobbie, ένας παρουσιαστής ειδήσεων στο κανάλι Al Jazeera, στην αγγλόφωνη έκδοσή του, μίλησε για το αυξανόμενο κύμα προσφύγων από την Ουκρανία και αυτό που τους διακρίνει από άλλους πρόσφατους προσφυγικούς πληθυσμούς:

 Αυτό που είναι πολύ έντονο απλά κοιτώντας τους, είναι ο τρόπος που είναι ντυμένοι, αυτοί είναι εύποροι…Σιχαίνομαι που θα χρησιμοποιήσεω την έκφραση…άνθρωποι της μεσαίας τάξης. Αυτοί δεν είναι προφανώς πρόσφυγες που ψάχνουν να ξεφύγουν από περιοχές στη Μέση Ανατολή που είναι ακόμα σε μια έντονη κατάσταση πολέμου. Αυτοί δεν είναι άνθρωποι που προσπαθούν να φύγουν από περιοχές στη Βόρεια Αφρική. Μοιάζουν με μια οποιαδήποτε ευρωπαϊκή οικογένεια που θα μπορούσε να ζει στη διπλανή πόρτα.

 

Αυτό που είναι εντυπωσιακό σε αυτές τις δηλώσεις δεν είναι ότι αυτοί οι δημοσιογράφοι έχουν δηλώσει ότι, προς έκπληξή τους, δεν μπορούν παρά να ταυτιστούν με τα θύματα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, και ότι αυτό τους έχει κάνει να αισθάνονται άβολα. Ούτε ότι συγκινούνται από τις εκατοντάδες και χιλιάδες προσφύγων που κατευθύνονται προς τα σύνορα με την Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Μολδαβία και την Ρουμανία και που, σύντομα, θα διασκορπιστούν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Γιατί θα πρέπει αυτά τα πολύ έντονα συναισθήματα, που καθένας από αυτούς τους δημοσιογράφους ένιωσαν στην αρχή ενός τρομερού πολέμου, να τους εκπλήσσουν; Και γιατί αισθάνονται υποχρεωμένοι να εξηγήσουν αυτές τις αντιδράσεις; Οι αντιδράσεις τους περιέχουν την αρχή μιας απάντησης.

Ο ασαφώς ορισμένος “διαρκής πόλεμος”, που παρουσιάζεται στα δυτικά ΜΜΕ ως ενδημικός στον “Μουσουλμανικό κόσμο”, μας εμποδίζει να δούμε τα θύματα αυτών των πολέμων όπως βλέπουμε αυτούς που ξεφεύγουν από τη βία της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, δηλαδή ως αθώα.

 

Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, άλλα κύματα προσφύγων έχουν προηγηθεί των Ουκρανών, έχοντάς τους “ισοφαρίσει”, ή και ξεπεράσει, σε αριθμούς, όπως ακριβώς και οι πόλεμοι από τους οποίους ξέφυγαν ήταν τουλάχιστον εξίσου καταστροφικοί με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ένας μεγάλος αριθμός των προσφύγων που έφυγαν πρώτοι ήταν παιδιά, συχνά με ελάχιστο φαγητό ή νερό. Όσο μεγάλα, όμως, και να ήταν τα δεινά τους, δεν μπόρεσαν να προκαλέσουν τίποτα όπως η συμπάθεια από την μεγαλύτερη πλειοψηφία των πολιτικών και των δημοσιογράφων. Στην πραγματικότητα, όσο μεγαλύτερος ήταν ο αριθμός όσων αναζητούσαν καταφύγιο από τους πολέμους που εξαπλώνονταν στη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, τόσο μεγαλύτερη ήταν η αντιπάθεια για αυτούς από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Οι κυβερνήσεις μερικών από τις πιο εύπορες χώρες στην Ευρώπη (και στον κόσμο) διακήρυξαν ότι το να δεχτούν μερικά εκατομμύρια πρόσφυγες θα αποδεικνυόταν καταστροφικό για τις οικονομίες τους και απλά δεν ήταν δυνατόν να γίνει. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι δέχτηκαν αυτή την κρίση ως αντικειμενικό γεγονός που θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως τέτοιο.

Αυτό, με τη σειρά του, επέτρεψε σε χώρες όπως η Πολωνία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία και άλλες χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης να ισχυριστούν ότι αν οι πιο εύπορες χώρες δεν μπορούσαν να αντέξουν την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων πάμφτωχων οικογενειών, δεν θα έπρεπε να περιμένουν να το κάνουν αυτές. Οι ίδιες χώρες, που έχουν από κοινού δεχτεί πάνω από ένα εκατομμύριο Ουκρανούς πρόσφυγες σε μια περίοδο δέκα ημερών, αρνήθηκαν, μόλις λίγα χρόνια πριν, να επιτρέψουν σε πρόσφυγες απλά να διασχίσουν την επικράτειά τους με τη δικαιολογία ότι το πέρασμά τους θα είχε κόστος που τα έθνη αυτά δεν θα μπορούσαν να αντέξουν. Οι κυβερνήσεις τους αποφάσισαν ότι θα ήταν πιο αποτελεσματικό να κατευθύνουν τα χρήματα από την παροχή βοήθειας στους πρόσφυγες σε συρματοπλέγματα, ηλεκτροφόρους φράχτες, εξοπλισμό επιτήρησης καθώς και όπλα, δακρυγόνα και σύγχρονες τεχνολογίες ελέγχου πλήθους για συνοριοφύλακες. Το γεγονός ότι χώρες εκτός Ευρώπης, των οποίων το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι το ένα τρίτο αυτού της Πολωνίας ή της Ουγγαρίας έχουν ανοίξει τα σύνορά τους στους εκδιωγμένους Ιρακινούς και Σύριους, αγνοήθηκε ή δηλώθηκε ως κάτι άσχετο. Ο Λίβανος και η Ιορδανία έχουν από κοινού δεχτεί 4,5 εκατομμύρια πρόσφυγες.

Γιατί λοιπόν δεν βλέπουμε τον ίδιο θυμό ή την ίδια αίσθηση ότι δέχονται εισβολή από τους Ουκρανούς πρόσφυγες, ένα εκατομμύριο από τους οποίους έχει διασχίσει τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια μόνο εβδομάδα, πολλοί με μόλις κάτι παραπάνω από μια αλλαξιά ρούχα; Γιατί δεν υπάρχουν γκρίνιες για τα λεφτά, διαφωνίες μεταξύ των κρατών-μελών για το ποιος θα πληρώσει το κόστος που οι Ουκρανοί πρόσφυγες θα επιφέρουν, καμμιά προειδοποίηση ότι η άφιξή τους θα καταστρέψει την ευρωπαϊκή οικονομία; Η απάντηση βρίσκεται σε αυτό που οι δημοσιογράφοι ανέφεραν παραπάνω ότι ήταν υποχρεωμένοι από τη δύναμη των συναισθημάτων τους να παραδεχτούν, και από αυτό που διαφορετικά δεν θα είχαν αναγνωρίσει: “μοιάζουν με μας”· “μοιάζουν όπως μια οποιαδήποτε ευρωπαϊκή οικογένεια δίπλα στην οποία θα μπορούσες να ζεις”. Είναι παρόμοιοι όχι μόνο στα φυσικά χαρακτηριστικά, αλλά και στις χειρονομίες, στο ντύσιμο και στις πολιτισμικές συνήθειες και προτιμήσεις, είναι καθαρό ότι “είναι πολιτισμένοι”. Δεν είναι όπως οι άλλοι, που κοιτάνε πάντα “να φύγουν από περιοχές στη Μέση Ανατολή που είναι ακόμα σε μια έντονη εμπόλεμη κατάσταση”, τους άλλους που διαφέρουν τόσο πολύ από μας, τους οποίους δεν θα διαλέγαμε ποτέ να ζήσουμε δίπλα τους και που, συνεπώς, δεν έχουν καμμιά νομιμοποιημένη θέση στην Ευρώπη “μας”. Ο ασαφώς ορισμένος “διαρκής πόλεμος”, που παρουσιάζεται στα δυτικά ΜΜΕ ως ενδημικός στον “Μουσουλμανικό κόσμο”, μας εμποδίζει να δούμε τα θύματα αυτών των πολέμων όπως βλέπουμε αυτούς που ξεφεύγουν από τη βία της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, δηλαδή ως αθώα.

Ο Ουκρανός που πετά μια βόμβα μολότοφ σε ένα ρωσικό τανκ ζητωκραυγάζεται ως ήρωας ενώ ένας Παλαιστίνιος στη Γάζα που ρίχνει μια βόμβα μολότοφ σε ένα ισραηλινό τανκ ή που κρατά μια σφεντόνα κατά των βαριά οπλισμένων Ισραηλινών στρατιωτών, καταγγέλεται ως τρομοκράτης.

 

Υπάρχει κάτι ασυνήθιστο στη δήλωση του D’Agata ότι, σε αντίθεση με την πριν ειρηνική Ουκρανία – και σημειώστε ότι έχει ξεχάσει πως η Ουκρανία ήταν ο τόπος ενός πολέμου το 2014 – το Ιράκ και το Αφγανιστάν έχουν “δει συγκρούσεις να μαίνονται επί δεκαετίες”· ο ίδιος, όπως και οι άλλοι, φαίνεται να ξεχνούν ότι οι δεκαετίες πολέμου ξεκίνησαν με την εισβολή των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν (της οποίας εισβολής είχε προηγηθεί αυτή των Σοβιετικών), ακολουθούμενη από μια κατοχή που τελείωσε μόλις το 2021. Ο πόλεμος στο Ιράκ ξεκίνησε το 2003 με έναν απίστευτα καταστροφικό βομβαρδισμό της Βαγδάτης από τις δυνάμεις των ΗΠΑ. Επιπλέον, οι εισβολές αυτές, των οποίων τα θύματα, εν είδει πολιτικής, παραμένουν αμέτρητα, έγιναν με βάση προσχήματα εξίσου ψευδή με τις δικαιολογίες του Πούτιν για την εισβολή στην Ουκρανία. Μόνο από την εισβολή στο Ιράκ ακολούθησε μια αλυσίδα συνεπειών που οδήγησε από την μια καταστροφή στην άλλη, για την οποίες οι ΗΠΑ δεν αναλαμβάνουν καμμιά ευθύνη, και είχαν ως αποτέλεσμα εκατομμύρια πρόσφυγες να εγκαταλείψουν την περιοχή. Οι κυβερνήσεις και, σε μεγάλο βαθμό, οι κάτοικοι των χωρών του ΝΑΤΟ, κινήθηκαν αμέσως για να προσφέρουν φαγητό και κατάλυμα στους Ουκρανούς πρόσφυγες και κανείς δεν απαίτησε μια ανάλυση κόστους/οφέλους για τη βοήθεια αυτή. Με την ίδια αμεσότητα που, οι ίδιες αυτές χώρες, κινήθηκαν για να εμποδίσουν τους πρόσφυγες από τους πολέμους των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ να μπουν στην Ευρώπη, λίγα χρόνια νωρίτερα.

Θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο τώρα ότι η δικαιολόγηση του αποκλεισμού των προσφύγων από το Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Συρία στη βάση οικονομικών λόγων δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ο εξορθολογισμός κάποιων πολύ λιγότερο αποδεκτών κινήτρων. Αυτά τα κίνητρα αρχικά ψιθυρίζονταν μόνο αλλά γρήγορα αναδύθηκαν ως κρατικές πολιτικές, απηχούμενες από μια στρατιά ειδικών των ΜΜΕ: δεν είναι “προφανές” ότι πρόσφυγες τόσο ξένοι προς την κουλτούρα της Δύσης θα ήταν καλλίτερα να παραμείνουν “με τους δικούς τους”, δηλαδή σε έθνη όπως η Ιορδανία, ο Λίβανος, η Τουρκία και το Ιράν; Η Δύση τους προσέφερε την ευκαιρία να αγκαλιάσουν τον κοσμικό οικουμενισμό, για τον οποία είναι τόσο περήφανη, υποθέτοντας ότι οι πρόσφυγες από τον “Μουσουλμανικό κόσμο” δεν επιθυμούσαν τίποτα άλλο από το να απαλλαχθούν από το βάρος της κουλτούρας και της θρησκείας τους. Όταν έγινε φανερό ότι οι πρόσφυγες αυτοί δεν είχαν πρόθεση να αποστερήσουν τους εαυτούς τους από τα ποικιλόμορφα έθιμα και τις παραδόσεις τους, κηρύχτηκαν ως μη αφομιώσιμοι. Όπως το έχει θέσει στο πρόγραμμά του το δεξιό πολιτικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland, AfD), το “Ισλάμ δεν ανήκει στη Γερμανία [Der Islam gehört nicht zu Deutschland]”. Στη Γαλλία, ο κοσμικός οικουμενισμός, ένας οικουμενισμός που απαιτεί τον αποκλεισμό οποιασδήποτε ορατής θρησκευτικής έκφρασης, ισοδυναμεί με μια αξιοσέβαστη μορφή ρατσισμού, ένας “ιδιαιτερισμός4 που το καθορίζον χαρακτηριστικό του είναι η δέσμευση στις οικουμενικές αξίες.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία κατέστησε, λοιπόν, φανερό αυτό που ήταν πάντα κρυμμένο μπροστά στα μάτια μας: την προηγουμένως αόρατη διαχωριστική γραμμή που διαχωρίζει τους πρόσφυγες σε αυτούς που προέρχονται από την Ευρώπη και τους άλλους, αυτούς από τα “μη-ευρωπαϊκά” κράτη – σε πρόσφυγες που είναι όπως “εμείς”, με τους οποίους “εμείς” οι Ευρωπαίοι μπορούμε να ταυτιστούμε, για τους οποίους “εμείς” μπορούμε να φανταστούμε να ζουν στην διπλανή πόρτα. Από την άλλη πλευρά της διαχωριστικής γραμμής είναι πρόσφυγες που παραμένουν άλλοι: Μουσουλμάνοι από τη Συρία, τη Λιβύη, την Υεμένη, το Αφγανιστάν, το Ιράκ και το Μαγκρέμπ. Αυτή η διαχωριστική γραμμή δεν είναι απλά εννοιολογική· έχει υλική ύπαρξη. Είναι η διαίρεση ανάμεσα σε αυτούς στην Ουκρανία, για τους οποίους στέλονται τραίνα για να εξασφαλίσουν την ασφαλή τους άφιξη στην Πολωνία, και αυτούς στο Αφγανιστάν, των οποίων η μόνη ελπίδα είναι να κρεμαστούν από ελικόπτερα που απογειώνονται, ή εκείνους που φεύγουν από τη Συρία και προσπαθούν να διασχίσουν τη Μεσόγειο με βάρκες γεμάτες κόσμο και συχνά δεν τους ξαναβλέπει κανείς.

Είναι επίσης η διαίρεση ανάμεσα στην νομιμοποιημένη και την μη-νομιμοποιημένη αντίσταση στις εισβολές που δημιουργούν, καταρχάς, πρόσφυγες. Ο Ουκρανός που πετά μια βόμβα μολότοφ σε ένα ρωσικό τανκ ζητωκραυγάζεται ως ήρωας ενώ ένας Παλαιστίνιος στη Γάζα που ρίχνει μια βόμβα μολότοφ σε ένα ισραηλινό τανκ ή που κρατά μια σφεντόνα κατά των βαριά οπλισμένων Ισραηλινών στρατιωτών, καταγγέλεται ως τρομοκράτης. Η Αριστερά πρέπει να εκθέσει διεθνώς τον ρατσισμό και την Ισλαμοφοβία που υπόκεινται αυτών των διαφορών και να οργανωθεί ώστε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα όλων όσων προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πόλεμο και την εξαθλίωση ώστε να φτάσουν σε ένα ασφαλές σημείο. Τώρα είναι η στιγμή για να χτίσουμε, ή να ξαναχτίσουμε, τη διεθνή αλληλεγγύη που είναι στην καρδιά του επαναστατικού σοσιαλισμού, για να απαλείψουμε το θεσμοποιημένο μίσος για τον άλλον που διαιρεί όλο και περισσότερο τη διεθνή εργατική τάξη.

 

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://spectrejournal.com/refugees.

2 Η Lale Arab Jouneghani έχει πάρει το Μάστερ της στην Αγγλική γλώσσα και λογοτεχνία από το Πανεπιστήμιο Kharazmi της Τεχεράνης στο Ιράν. Έχει μεταφράσει σύγχρονο έργο σχετικά με τον Σπινόζα και αυτή τη στιγμή γράφει για την ιδέα της ολότητας στον Αλτουσσέρ.

Ο Warren Montag είναι Καθηγητής Λογοτεχνίας Brown Family στο Τμήμα Αγγλικών του Κολεγίου Occidental.

3 Το CBS είναι ένα από τα μεγάλα εθνικά τηλεοπτικά δίκτυα στις Ηνωμένες Πολιτείες.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: particularism.

Μανιφέστο ενάντια στον πόλεμο

των Sergio Bologna, Rüdiger Hachtmann, Erik Merks, Karl Heinz Roth, Bernd Schrader1

το κείμενο pdf

Δημοσιεύουμε εδώ αυτή την επίκαιρη παρέμβαση μετά από αίτημα του Karl Heinz Roth, συνέντευξη με τον οποίο θα ακολουθήσει την επόμενη βδομάδα.

Ακτιβιστές των κοινωνικών κινημάτων, εργάτες, επιστήμονες, εργάτες του πολιτισμού όλων των χωρών!

Το τερατώδες έχει συμβεί: ο πόλεμος έχει επιστρέψει για μια ακόμα φορά στην καθημερινή ζωή στην Ευρώπη. Αυτή τη στιγμή, οι μεγάλες πόλεις στην Ουκρανία γίνονται πεδία μάχης. Ειρηνικοί άνθρωποι διαμελίζονται από τις οβίδες και τους πυραύλους ή θάβονται κάτω από τα συντρίμια των σπιτιών τους.

Όσοι επιβιώνουν από τις βάρβαρες επιθέσεις στα υπόγεια ή στα καταφύγια οδηγούνται να ξεφύγουν από την πείνα, το κρύο, την έλλειψη νερού και το σκοτάδι. Η βαρβαρότητα έχει επιστρέψει.

Για περισσότερο από 20 χρόνια, αυτή η κόλαση αναπτύσσεται και εξαπλώνεται: πρώτα στην Τσετσενία και τη Γιουγκοσλαβία, μετά στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και σήμερα στην Υεμένη, τη Συρία και άλλες περιοχές στη Μέση Ανατολή.

Τώρα έφτασε στην Ευρώπη για μια φορά ακόμα και έχει λάβει καταστροφικές διαστάσεις με τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας. Μητροπολιτικά συγκροτήματα που κατοικούνται από εκατομμύρια ανθρώπους έχει γίνει οι κύριες ζώνες μάχης για τους δύο στρατούς.

Η βάρβαρη πραγματικότητα της στρατιωτικής σύγκρουσης έχει πολλές αιτίες. Εκφράζει την αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που χτίζεται τις πρόσφατες δεκαετίες πίσω από την βιτρίνα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης.

Το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα έχει για μια ακόμα φορά δείξει το ιανόμορφο πρόσωπό του. Από την μια πλευρά, στηρίζεται στην κερδοφόρα παγκόσμια ειρήνη των παγκοσμιοποιημένων εμπορευματικών αλυσίδων και πληροφοριακών συστημάτων, για να αναδιαμορφώσει την εκμετάλλευση των εργαζόμενων τάξεων και να φτάσει με αυτήν στις πιο απομακρυσμένες γωνιές του πλανήτη.

Από την άλλη, αποδεσμεύει ακόμα πιο βίαιες συγκρούσεις για γεωστρατηγικές ζώνες επιρροής. Τυπικό παράδειγμα είναι η Κίνα, η οποία έχει συνδυάσει το σχέδιο για τον “Νέο Δρόμο του Μεταξιού”, για την σύνδεση των ηπείρων, με εδαφικές διεκδικήσεις επί της Ταϊβάν και της Νότιας Κινεζικής Θάλασσας.

Αλλά παραδειγματική, από αυτή την άποψη, είναι και η συμπεριφορά των ΗΠΑ. Για να διασφαλίσει την παγκόσμια οικονομική της ηγεμονία, η Ουάσινγκτον έχει στρέψει την ομόλογό της από την Ανατολική Ασία στην εδαφική επέκταση του παραγωγικού της δυναμικού.

Την ίδια στιγμή, η Ουάσινγκτον σαμποτάρει τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού της Κίνας σε όλα τα επίπεδα και έχει κάνει οτιδήποτε δυνατόν για να υπονομεύσει τις ειρηνικές οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στην Κίνα, την Ρωσία και την Ευρώπη.

Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει θέσει το στρατιωτικό συμμαχικό της σύστημα, το ΝΑΤΟ, εναντίον της Ρωσικής Ομοσπονδίας ώστε να αποτρέψει την ενσωμάτωση του ξεπερασμένου διαδόχου της σοβιετικής αυτοκρατορίας σε μια διευρυμένη, σταθερή και ειρηνική Ευρωπαϊκή τάξη με αμοιβαίες εγγυήσεις ασφαλείας.

Το σαμποτάρισμα του αγωγού Nord Stream 2 δείχνει ότι η οικονομική πίεση είναι τόσο σημαντική όσο είναι και στην τοποθέτηση εναντίον της Κίνας: αυτό που έχουν πετύχει οι ΗΠΑ εναντίον της Ρωσίας έχει αποδειχτεί ότι είναι ένα μπούμεραγκ στην περίπτωση της Κίνας και έχει θρέψει την άνοδο της Κίνας ως μιας ανταγωνιστικής παγκόσμιας δύναμης.

Τρίτον, ως ένας τρίτος βαρβαρικός παράγοντας, ο ισλαμικός φονταμενταλισμός, μια βαθιά οπισθοδρομική εκδοχή αντιιμπεριαλισμού που επιδιώκει μια πατριαρχική θεοκρατία, έχει μπει στο παιχνίδι.

Αυτές οι εξελίξεις έχουν γίνει μια απειλή για την ανθρωπότητα επειδή όλα τα εμπλεκόμενα στην σύγκρουση μέρη μπορούν να στηρίζονται σε πολεμικό υλικό που η υψηλή τεχνολογία του αυξάνει τις καταστροφικές του δυνατότητες σε σχέση με συμβατικά οπλικά συστήματα.

Ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας, που εξαπολύθηκε στις 24 Φεβρουαρίου, μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο σε αυτό το πλαίσιο. Και η προϊστορία της σύγκρουσης μπορεί επίσης να εξηγηθεί από αυτές τις συνδέσεις.

Όταν κατέρρευσε η σοβιετική αυτοκρατορία, οι ΗΠΑ έλαβαν την αποδοχή της Ρωσίας για την είσοδο μιας ενοποιημένης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ σε αντάλλαγμα για μια υπόσχεση μη επέκτασης του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη. Εκείνη την εποχή, οι πιθανότητες εκδημοκρατισμού της Ρωσίας και ανοίγματός της στην Ευρώπη ήταν αρκετά ευνοϊκές.

Η ευκαιρία αυτή, όμως, χάθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Ξεκινώντας το 1997, το ΝΑΤΟ, πρώτα συγκαλυμμένα και, στην συνέχεια, απροκάλυπτα, επεδίωξε μια πολιτική επέκτασης προς Ανατολάς, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να ακολουθεί τα βήματά του. Αυτή η εξέλιξη ειδώθηκε ως εξευτελισμός και ένας κίνδυνος από την Ρωσική ηγετική ελίτ καθώς και από την πλειοψηφία του πληθυσμού της Ρωσίας.

Υπήρχαν επίσης αντισταθμιστικές τάσεις προς την αμοιβαία κατανόηση, ιδιαίτερα στη Γαλλία και τη Γερμανία. Παρ’ όλα αυτά, οι τάσεις αυτές ανακόπτονταν από την νέα ειδική συμμαχία των ΗΠΑ με τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης.

Αυτή η αλλαζονεία δημιούργησε τις εξωτερικές συνθήκες στη Ρωσία για την υλοποίηση μιας στρατηγικής ιμπεριαλιστικού αναθεωρητισμού που διαδιδόταν από τμήματα της ηγετικής ελίτ ήδη από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και, στη συνέχεια, αποκορυφώθηκε στην εποχή του Πούτιν.

Τα ανησυχητικά σημάδια αυτής της καινούριας πορείας – ο πόλεμος στη Γεωργία το 2008 και η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 – αγνοήθηκαν. Μάλιστα, η οικοδόμηση της υποδομής του ΝΑΤΟ προχώρησε ακόμα περισσότερο στην Ουκρανία, παρ’ όλο που η χώρα είχε εμπλακεί από το 2014 σε έναν εμφύλιο πόλεμο με έμμεση συμμετοχή της Ρωσίας.

Οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις των Ουκρανικών ένοπλων δυνάμεων και του ΝΑΤΟ τον Σεπτέμβριο του 2021 σηματοδότησαν τότε την υπέρβαση της κόκκινης γραμμής.

Η επέκταση του ΝΑΤΟ στα 1200 χιλιόμετρα από τα δυτικά σύνορα της Ρωσίας ήταν αφόρητη για την Ρωσική στρατιωτική και ηγετική ελίτ που αποφάσισαν να διεξάγουν έναν επιθετικό πόλεμο εναντίον της Ουκρανίας πριν αυτή μπορέσει να ενταχθεί τυπικά στο ΝΑΤΟ.

Αυτές οι θεωρήσεις δεν αποτελούν καμμιά δικαιολόγηση. Τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας.

Είναι απλά ζήτημα ξεκαθαρίσματος του γεγονότος ότι αυτού του καταστροφικού επιθετικού πολέμου είχαν προηγηθεί επίσης επιθετικές ιμπεριαλιστικές ενέργειες από την πλευρά της Δύσης, που προκάλεσαν στην Ρωσία του Πούτιν μια γεωστρατηγική λογική κοινή σε όλες τις ιμπεριαλιστικές ηγετικές ελίτ.

Φανταστείτε αν είχε η Ρωσική Ομοσπονδία υπογράψει ένα στρατιωτικό σύμφωνο με την Κούβα και το Μεξικό και έχτιζε μια στρατιωτική υποδομή στρεφόμενη κατά των ΗΠΑ στην Καραϊβική, μόλις έξω από τα νότια σύνορά τους!

Αυτή η σύγκριση καθιστά ξεκάθαρο ότι δεν μπορούμε να είμαστε μέρος αυτού του καταστροφικού παιχνιδιού των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Καταδικάζουμε την ρωσική επιθετικότητα με τους πιο εμφατικούς δυνατόν όρους. Αλλά απορρίπτουμε εξίσου σθεναρά τις ηγετικές ελίτ της Δύσης.

Αντί να παραδεχτούν την αποτυχία των χωρίς μέτρο επεκτατικών τους στόχων, τώρα διπλασιάζουν σε στρατιωτική κλιμάκωση, προωθώντας έναν πλήρους κλίμακας οικονομικό πόλεμο καθώς και πολύ μεγάλης έκτασης επιχειρήσεις στρατιωτικής βοήθειας και προμήθειες όπλων.

Έχουμε επίγνωση ότι με αυτές τις θέσεις αντιπροσωπεύουμε αυτή τη στιγμή μια πολύ μικρή μειονότητα όλων των άμεσα και έμμεσα ενδιαφερομένων μερών στον ουκρανικό πόλεμο.

Αλλά δεν θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την ταυτότητά μας, τον προσανατολισμό μας στους κοινωνικούς και χειραφετητικούς αγώνες για ισότητα και αυτοκαθορισμό, μπροστά στη λογική του ιμπεριαλιστικού πολέμου και του κυνισμού των πολεμοκάπηλων από όλες τις πλευρές.

Η στρατιωτική σφαγή, η δολοφονία άμαχων, οι βομβαρδισμοί, η πείνα και η μαζική εκτόπιση του ουκρανικού πληθυσμού, καθώς και η καταστροφή των κοινωνικών υποδομών, πρέπει να σταματήσουν.

Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στο ΝΑΤΟ και τη Δύση να αφήσουν την Ουκρανία να υπερασπιστεί τον εαυτό της μέχρι τον τελευταίο Ουκρανό που είναι ικανός για στρατιωτική θητεία, ούτε να αφήσουμε το ρωσικό Γενικό Επιτελείο να στείλει δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες και κληρωτούς στον θάνατο.

Δεν θα πρέπει τα παιδιά και τα εγγόνια μας να μας ρωτήσουν γιατί δεν κάναμε τίποτα για να αποτρέψουμε την ουκρανική σύγκρουση να κλιμακωθεί σε έναν μεγάλο ευρωπαϊκό πόλεμο ή ακόμα και σε έναν πυρηνικό Αρμαγεδώνα.

Αυτός ο κίνδυνος ενισχύεται σταθερά εξαιτίας της μαζικής στρατιωτικής υποστήριξης από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και τις άγριες οικονομικές κυρώσεις. Δεν μπορούμε να είμαστε παθητικοί θεατές. Αν συνεχιστεί η κλιμάκωση, θα μπορούσαμε στις ερχόμενες εβδομάδες να έρθουμε αντιμέτωποι με τους τρόμους του πολέμου, ακριβώς όπως βρίσκεται αυτή τη στιγμή ο άμαχος ουκρανικός πληθυσμός.

Απαιτούμε:

  1. Μια άμεση κατάπαυση του πυρός και την απόσυρση όλων των ενόπλων δυνάμεων από κάθε πληθυσμιακό κέντρο.

  2. Την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων από την Ουκρανία. Τον αφοπλισμό και τη διάλυση όλων των παραστρατιωτικών μονάδων στην επικράτεια της Ουκρανίας.

  3. Την άμεση διακοπή της παράδοσης όπλων και της συγκαλυμένης εμπλοκής του ΝΑΤΟ στον πόλεμο.

  4. Την άμεση άρση των κυρώσεων και τον τερματισμό του οικονομικού πολέμου.

  5. Την έναρξη ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία υπό την επίβλεψη του ΟΑΣΕ [Οργανισμός Ασφάλειας και Συνεργασίας στην Ευρώπη]. Διασφάλιση/Εγγυήσεις για την επ’ αόριστο ουδετερότητα της Ουκρανίας και ξήλωμα των υποδομών του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία σε αντάλλαγμα εκτενών και διεθνώς υποστηριζόμενων Ρωσικών εγγυήσεων ασφαλείας.

  6. Την εδραίωση της Ουκρανίας ως ενός ανεξάρτητου κράτους-γέφυρας ανάμεσα στο ΝΑΤΟ/ΕΕ και τη Ρωσία υπό την ομπρέλα του ΟΑΣΕ. Διμερής ανοικοδόμηση και οικονομικές συμφωνίες της Ουκρανίας με την ΕΕ και την μετα-σοβιετική Τελωνειακή Ένωση.

Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι αυτές οι απαιτήσεις θα μείνουν κενά λόγια μέχρι να τις υιοθετήσουν τα κοινωνικά κινήματα, οι εργαζόμενες τάξεις και η κριτική διανόηση σε μια διεθνώς συντονισμένη προσπάθεια.

Είναι λοιπόν καιρός να κινητοποιήσουμε μια ευρεία αντιμιλιταριστική αντίσταση που θα ενσωματώνεται συνολικά και διεθνικά στους κοινωνικούς αγώνες. Αυτή η προσέγγιση δεν είναι με κανέναν τρόπο απέλπιδα, όπως έδειξε η αντίσταση ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ στην παγκόσμια κοινωνική εξέγερση στα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Προτείνουμε συνεπώς σαν πρώτα βήματα κινητοποίησης της αντίστασης:

  1. Τον τερματισμό όλων των αποστολών όπλων στην Ουκρανία και των άλλων πολεμικών ζωνών στον κόσμο μέσα από δράσεις σαμποτάζ.

  2. Την έναρξη μιας εκστρατείας άρνησης της στρατιωτικής θητείας σε όλους τους στρατούς που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα στον πόλεμο στην Ουκρανία: άρνηση στρατολόγησης, ανυπακοή στις εντολές, λιποταξία από τις πολεμικές και εφοδιαστικές μονάδες είτε είναι ρωσικές είτε Ουκρανικές και Νατοϊκές. Ανάπτυξη ενός κινήματος αλληλεγγύης στο εξωτερικό για τους αρνητές συνείδησης.

  3. Συμμετοχή σε αποστολές βοήθειας για την υποστήριξη όλων των προσφύγων από την Ουκρανία καθώς και από όλες τις άλλες περιοχές πολέμου και εμφυλίου πολέμου, χωρίς διακρίσεις.

  4. Έχει έρθει η ώρα να πάρουμε μια θέση ενάντια στον αποπροσανατολισμό του κινήματος διαμαρτυρίας και ειρήνης. Οι μαζικές διαδηλώσεις σε ολόκληρο τον πόλεμο και τα συμφέροντα των εργαζόμενων τάξεων στρέφονται ενάντια σε όλες τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και δεν θα πρέπει να διαλέγουν πλευρά.

Ο στόχος τους είναι η υπέρβαση της εκμετάλλευσης, της πατριαρχικής καταπίεσης, του ρατσισμού, του εθνικισμού, της καταστροφής της φύσης και η ενδυνάμωση των ατομικών και κοινωνικών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Τώρα θα πρέπει να προστεθεί η πάλη ενάντια σε μια επαναναδυόμενη βαρβαρότητα.

Έχει έρθει η ώρα για όσους αντιτίθενται στον πόλεμο σε όλες τις χώρες να ενωθούν πριν να είναι πολύ αργά. Ο κίνδυνος χρήσης πυρηνικών όπλων είναι πραγματικός. Πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να τον αποτρέψουμε. Αυτή είναι η ευθύνη μας απέναντι στα παιδιά και τα εγγόνια μας.

Αρχικοί υπογράφοντες:

Sergio Bologna, ιστορικός και σύμβουλος επιμελητείας, Μιλάνο

Rüdiger Hachtmann, ιστορικός, Βερολίνο

Erik Merks, συνταξιούχος συνδικαλιστής, Αμβούργο

Karl Heinz Roth, ιστορικός και γιατρός, Βρέμη

Bernd Schrader, κοινωνιολόγος, Ανόβερο

Αρχικά δημοσιευμένο στα Γερμανικά στην der Freitag, 14/03/2022

Δημοσιεύτηκε στα Ιταλικά στο Il Manifesto 18/03/2022