Luke Stobart
-
Καθώς η Καταλωνία ετοιμάζεται να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της, εξετάζουμε την ιστορία και την πολιτική πίσω από το κίνημα ανεξαρτησίας της
Η μάχη σχετικά με το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της 1ης Οκτωβρίου – που διοργανώθηκε από το καταλανικό Κοινοβούλιο αλλά απαγορεύτηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας – έχει γίνει μια από τις πιο δραματικές εξελίξεις στην Ευρώπη εδώ και χρόνια.
Ως αποτέλεσμα των επιθέσεων στα εκλογικά τμήματα που είχαν καταληφθεί από πολίτες ώστε να εξασφαλιστεί η διεξαγωγή των εκλογών, σχεδόν 900 άτομα τραυματίστηκαν από την αστυνομία – συμπεριλαμβανομένων πολλών ηλικιωμένων και ενός ατόμου που παρά λίγο να έχανε το μάτι του μετά από χτύπημα με απαγορευμένη πλαστική σφαίρα. Στην Καταλωνία η βία οδήγησε σε μια μαζική συμμετοχή σε μια γενική απεργία δυο μέρες αργότερα που πέτυχε να σταματήσει το μεγαλύτερο κομμάτι των ΜΜΜ, της αγροτικής παραγωγής, των λιμανιών, των μικρομάγαζων και του δημόσιου τομέα – αν και στην περίπτωση του τελευταίου βοήθησε και το γεγονός ότι η καταλανική κυβέρνηση επιδότησε το χαμένο μεροκάματο. Αυτή ήταν μια πολιτική απεργία του τύπου που δεν είχαμε ξαναδεί από την περίοδο των αγώνων ενάντια στην δικτατορία του στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο.
Το ίδιο βράδυ της απεργίας, ο βασιλιάς της Ισπανίας, Φίλιππος ο 6ος, εμφανίστηκε στις τηλεοπτικές οθόνες σε πανεθνική εκπομπή χωρίς να πει την παραμικρή κουβέντα για τα θύματα και χωρίς να αναγνωρίζει την παραμικρή αίσθηση πικρίας απο την πλευρά των Καταλανών. Αντίθετα, ο νέος μονάρχης, ο οποίος από την παραίτηση του πατέρα του Κάρλος από τον θρόνο το 2014 έχει προσπαθήσει να φτιάξει μια εικόνα ανοιχτότητας στον διάλογο, καταδίκασε την καταλανική κυβέρνηση (Generalitat) ότι έθεσε εαυτόν “εκτός νόμου”. Υποσχέθηκε την εφαρμογή του νόμου και ότι η Καταλωνία θα παραμείνει στην Ισπανία. Με την καταλανική κυβέρνηση να αναμένεται να προχωρήσει σε μια μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας (Unilateral Declaration of Independence, DUI) μέσα στις επόμενες λίγες μέρες, είναι πιθανόν ότι ο λόγος αυτός σκόπευε να προετοιμάσει το έδαφος για μια καινούρια επίθεση και κλιμάκωση.
Η σταδιακή κλιμάκωση προς τις συγκρούσεις της 1ης Οκτώβρη ήταν επίσης σοκαριστική. Η αστυνομία συνέλαβε κυβερνητικούς αξιωματούχους και τους κράτησε για όλη τη νύχτα, κατάσχεσε ψηφοδέλτια και υλικά για το δημοψήφισμα, επέδραμε σε τυπογραφεία και εφημερίδες, πήρε τον έλεγχο κέντρων επικοινωνιών και ιστότοπων (οι οποίοι ξανάνοιξαν από χάκερς από ολόκληρη την Ισπανία) και “επιτηρούσε/φύλαγε” τις κατασχεμένες κάλπες. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας συμφώνησε ακόμα και να δικάσει τους ηγέτες του κινήματος υπέρ της ανεξαρτησίας – και τον αρχηγό της καταλανικής αστυνομίας – για “ανταρσία”, απείλησε με την σύλληψη πάνω από 700 Καταλανών δημάρχων και επέβαλλε βαριά πρόστιμα στα μέλη της διορισμένης από την Generalitat επιτροπής διεξαγωγής του δημοψηφίσματος ώστε να εκβιάσει την διάλυσή της.
Ένα ριζοσπαστικοποιούμενο κίνημα
Παρ’ όλα αυτά, η πιο σοβαρή εξέλιξη είναι ένα μερικό πραξικόπημα ενάντια στο αυτοδιοίκητο της Καταλωνίας. Η Μαδρίτη κατακρατά “επ’ αόριστον” τη γενική χρηματοδότηση που στέλνει στην καταλανική κυβέρνηση για τις υπηρεσίες που διαχειρίζεται, συμπεριλαμβανομένων της υγείας και της εκπαίδευσης, και προσπάθησε να αποκτήσει μέσω ενός διοικητή της παραστρατιωτικής Εθνοφρουράς [Civil Guard], τον έλεγχο της καταλανικής αστυνομίας, των “Mossos”, η οποία αντιστάθηκε – κάτι που έκανε ακόμα πιο δύσκολη την κατάπνιξη της πολιτικής ανυπακοής που αναπτύχθηκε/εκφράστηκε στη διάρκεια του δημοψηφίσματος.
Η Ισπανία είναι ένα σχετικά αποκεντρωμένο κράτος και παρά την ισχυρή λαϊκή πρόσδεση στην “αυτονομία” στην Καταλωνία, αυτή μπορεί τώρα να σβηστεί στην συγκεκριμένη περιοχή. Το κόμμα των Ciudadanos απαιτεί τη λήψη μέτρων για την ανάληψη του ελέγχου της αστυνομίας και την κατάλυση της εξουσίας των καταλανικών θεσμών, κάτι που θεωρείται ως μια λύση και από το κεντροαριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE) — το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στην Ισπανία.
Πολύς κόσμος, συμπεριλαμβανομένων πολλών που είναι αδιάφοροι ως προς την ανεξαρτησία, βλέπουν το εξελισσόμενο πραξικόπημα και τις επιθέσεις ως ανυπόφορες/απαράδεκτες. Στη διάρκεια της απεργίας ενάντια στην αστυνομική καταστολή στις 3 Οκτώβρη, σημαντικός αριθμός ανθρώπων φορούσαν ισπανικές σημαίες – δείχνοντας την αντίθεσή τους στην ανεξαρτησία – καλυμμένες ταυτόχρονα με μηνύματα απέχθειας απέναντι στην αντιδημοκρατική καταστολή. Μαζικές περιφρουρήσεις και πράξεις κατάληψης και υπεράσπισης των εκλογικών τμημάτων – καθοδηγούμενων από τις Επιτροπές Υπεράσπισης του Δημοψηφίσματος – έφεραν σε επαφή μετριοπαθείς καταλανούς εθνικιστές και ριζοσπάστες, συμπεριλαμβανομένων αρκετών αναρχικών που τείνουν να αντιμετωπίζουν κάθε “εθνικισμό” ως αντιδραστικό.
Όσοι έχουν μεγαλύτερη τριβή με την οργάνωση από τα κάτω ενάντια στην κρατική καταστολή, όπως τα μέλη του αντικαπιταλιστικού και αυτονομιστικού κόμματος Candidatura d’Unitat Popular (CUP), όλο και περισσότερο καθορίζουν την ατζέντα των διαμαρτυριών και κερδίζουν τον σεβασμό των άλλων. Η διαμαρτυρία που περιγράφηκε από το BBC ως μια “αντιμπατσική απεργία” καλέστηκε αρχικά από μαχητικά συνδικάτα (συμπεριλαμβανομένων του αυτονομιστικού συνδικάτου των λιμενεργατών IAC, και της αναρχοσυνδικαλιστικής CGT) βασισμένη στον υπολογισμό ότι και στα μεγαλύτερα συνδικάτα που πιθανόν αισθάνονται επίσης την καταστολή και αντιδρούν σ’ αυτήν, η υποστήριξη από τα μέλη τους ήταν πολύ διαδεδομέμνη για να μην εκφραστεί. Αυτός ο υπολογισμός αποδείχτηκε σωστός, έστω και αν οι ηγέτες των συνδικάτων αυτών και του μετριοπαθούς εθνικού κινήματος προσπάθησαν (και απέτυχαν) να στρέψουν την απεργία σε μικρότερες συμβολικές “διακοπές”.
Τα κλιμακούμενα γεγονότα φέρνουν πίσω δραματικές ιστορικές μνήμες. Στη δεκαετία του 1970, έγιναν μεγάλες καταλήψεις και διαδηλώσεις για την ανάκτηση της καταλανικής αυτονομίας. Προηγουμένως, η καταλανική κυβέρνηση είχε ανατραπεί με τη βία: από τον Φράνκο το 1939 αλλά και ως απάντηση στην ανακήρυξη της κρατικής της υπόστασης το 1934, και πολύ νωρίτερα, μετά από μια αιματηρή στρατιωτικής πολιορκία της Βαρκελώνης (που τελείωσε το 1714). Μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι τις τελευταίες λίγες εβδομάδες η Μαδρίτη έχει εφαρμόσει μια κατάσταση εξαίρεσης, που επίσης ανακαλεί μια αυταρχική ιστορία, έστω και αν η χώρα υποτίθεται ότι είναι πλέον μια εδραιωμένη “δημοκρατία” (καθώς και μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο).
Εξίσου σημαντική με την κατασταλτική επίθεση είναι και το μαζικό κίνημα που αντιστέκεται σ’ αυτήν. Την ημέρα του δημοψηφίσματος, το κίνημα απώθησε – σε κάποιες περιοχές με τη βοήθεια των πυροσβεστών – βαριά οπλισμένες δυνάμεις των ισπανικών ΜΑΤ χρησιμοποιώντας ως μέσο την ειρηνική αλλά αποφασιστική πολιτική ανυπακοή. Από τη στιγμή των πρώτων συλλήψεων στις 20 Σεπτεμβρίου, φοιτητές και τελειόφοιτοι του Λυκείου είναι σε μια “διαρκή” απεργία, ενώ συλλογικές διαμαρτυρίες με το παραδοσιακό χτύπημα κατσαρολικών γίνονται κάθε βράδυ στις γειτονιές.
Όπως έχει ταυτοποιηθεί από τον μαρξιστή από τη Βαρκελώνη Josep Maria Antentas και, από την άλλη πλευρά του πολιτικού χάσματος, τον σχολιαστή της La Vanguardia Enric Juliana, η καταλανική εξέγερση αλλάζει γρήγορα. Το κίνημα για την εθνική “κυριαρχία” πραγματοποιεί πορείες με ένα εκατομμύριο άτομα κάθε Σεπτέμβρη (την ημέρα της εθνικής επετείου της Καταλωνίας, της la Diada). Αυτά ήταν ειρηνικά, πειθαρχημένα, οπτικά ισχυρά και εντυπωσιακά εκτελεσμένα γεγονότα – για παράδειγμα, με διαδηλωτές να σχηματίζουν μια ανθρώπινη αλυσίδα κατά μήκος και των 400 χιλιομέτρων που διασχίζουν την επίσημη καταλανική επικράτεια. Παρ’ όλα αυτά, οι διαμαρτυρίες αυτές ήταν επίσης “στημένες”, επικεντρωμένες στα ΜΜΕ και αποτελούσαν εθνικιστικές εκδηλώσεις πο παρουσίαζαν πολύ μικρή απειλή για το status quo.
Η βασική οργανωτική δύναμη – η Καταλανική Εθνική Συνέλευση (ANC) που δημιουργήθηκε τον Μάρτιο του 2012 — υιοθέτησε μια πλουραλιστική προσέγγιση σχεδόν αποκλειστικά περιορισμένη στην απόκτηση της κρατικής υπόστασης [statehood]. Δεν αγκάλιασε καμμιά σημαντική εκστρατεία για την εισαγωγή μιας συντακτικής διαδικασίας εντός της διαδικασίας τς ανεξαρτησίας (ώστε να φέρει μια “δημοκρατία του 99%” μέσω μιας μαζικής συμμετοχικής διαδικασίας που θα συμπεριελάμβανε κοινωνικά κινήματα όπως το εντυπωσιακό κίνημα για την στέγαση PAH). Όσο εντυπωσιακές και αν ήταν οι διαμαρτυρίες υπέρ της ανεξαρτησίας, το κίνημα κατέληγε να κινητοποιεί πολύ μικρά τμήματα από τα φτωχότερα στρώματα κοινωνίας (σε αντίθεση με το Podemos και τους καινούριους δημοτικούς συνδυασμούς/συνασπισμούς).
Όμως, καθώς η καταστολή ανέβαινε στην πορεία προς το δημοψήφισμα – ιδιαίτερα μετά τις συλλήψεις της 20ης Σεπτεμβρίου – το κίνημα άρχισε να γίνεται λιγότερο συγκρατημένο και περισσότερο δυναμικό. Εκείνη την ημέρα, ξέσπασε μια αυθόρμητη εξέγερση, που περιελάμβανε πολιτική ανυπακοή στη Βαρκελώνη και βιομηχανικές πόλεις γύρω από αυτήν, που εμπόδισαν την αστυνομία να επιδράμει σε κτίρια (ανάμεσα στα οποία και τα κεντρικά γραφεία του CUP). Μέχρι το απόγευμα οι διαμαρτυρίες είχαν πάρει τη μορφή των γεγονότων που τελευταία φορά είχε δει κανείς στη διάρκεια των καταλήψεων των πλατειών από τους indignados (Αγανακτισμένους) το 2011, και τις μαζικές πορείες ενάντια στον πόλεμο [του Ιράκ] μια δεκαετία πριν. Οι διαμαρτυρίες είναι φανερό ότι αναπτύσσονται από τα κάτω και συμμετέχει σ’ αυτές όλο και περισσότερο η εργατική τάξη – όπως φάνηκε ακόμα πιο καθαρά στην απεργία της Τρίτης, 3 Οκτωβρίου.
Η Juliana — που αντιτίθεται στην ανεξαρτησία — λέει ότι μετά τις διαμαρτυρίες της 20ης Σεπτέμβρη το νέο “κύμα αγανάκτησης” [indignación]…πάει πέρα από τα κοινωνικά όρια της αυτονομιστικής πολιτικής” και “θολώνει κάποια συναισθηματικά σύνορα ανάμεσα σε όσους είναι υπέρ και κατά της ανεξαρτησίας”, υπονοώντας ότι αυτή η τάση θα μπορούσε να βαθύνει αν η άγρια καταστολή συνεχιστεί.
Αυτό μοιάζει να επιβεβαιώνεται από τις απεργίες στους χώρους δουλειάς, τις κινητοποιήσεις που καθοηγούνται από τις Εππιτροπές Υπεράσπισης του Δημοψηφίσματος (CDR), που συμπεριλαμβάνουν αρκετούς non-independentistas, και το χτύπημα των κατσαρολικών σε γειτονιές που τείνουν να ψηφίζουν “φιλο-ισπανικά” κόμματα. Δεν θα πρέπει όμως να υπερβάλλουμε σχετικά με τη μετατόπιση αυτή. Στην Carmel, μια φτωχογειτονιά της Βαρκελώνης όπου κατοικούν κυρίως οικογένειες Ισπανών και μη-Ισπανών μεταναστών, η συμμετοχή στο δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου ήταν μόνο 10%. Υπάρχουν ακόμα πολλοί εργαζόμενοι – ιδιαίτερα στην πρώην βιομηχανική “κόκκινη ζώνη” της Βαρκελώνης – που αισθάνονται ότι η ανεξαρτησία απλά θα ενισχύσει την τοπική αστική τάξη ή, στην καλλίτερη περίπτωση, δεν θα βελτιώσει παρά ελάχιστα τις ζωές τους. Παρ’ όλα αυτά ριζοσπάστες ακτιβιστές έχουν δίκιο περιγράφοντας πώς η καταστολή έχει οδηγήσει σε μια αυξανόμενη επαναχάραξη των οριακών γραμμών γύρω από την υπεράσπιση της δημοκρατίας ενάντια στην αυταρχική διακυβέρνηση μάλλον παρά γύρω από τον πιο αμφιλεγόμενο εθνοτικό διαχωρισμό.
Περαιτέρω ενδείξεις για τον μετασχηματισμό του κινήματος προέρχεται εκτός Καταλωνίας. Η χώρα των Βάσκων είναι άλλο ένα ιστορικό έθνος εντός του ισπανικού κράτους, στην οποία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 τα κινήματα, τα κόμματα και τα ΜΜΕ υπέρ της ανεξαρτησίας είχαν ποινικοποιηθεί και κατασταλεί (με τη βοήθεια του ότι θεωρούνταν ως συνδεόμενα με την ένοπλη πάλη της Βασκικής αυτονομιστικής οργάνωσης ΕΤΑ). Στην περιοχή, αρκετές χιλιάδες διαδήλωσαν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς το δικαίωμα των Καταλανών να αποφασίσουν σε δυο περιστάσεις. Υπάρχει προβληματισμός σχετικά με το κατά πόσον το κυβερνών δεξιό Βασκικό Εθνικιστικό Κόμμα (BNP) μπορεί να συνεχίσει να παρέχει κοινοβουλευτική στήριξη στην κυβέρνηση μειοψηφίας του Ραχόι, κάτι που θα μπορούσε ακόμα και να αποτρέψει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης από τον τελευταίο.
Πολίτες στο μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Ισπανίας τείνουν να είναι εχθρικοί απέναντι στις εθνικές απαιτήσεις των Καταλανών. Μερικοί συντηρητικοί ψηφοφόροι κινητοποιούνται πίσω από την καμπάνια “υπεράσπιση της Ισπανίας” του Ραχόι, όπως μαρτυρούν οι εθνικιστικές διαμαρτυρίες αυτού του Σαββατοκύριακου (για τις οποίες αρκετοί συμμετέχοντες έφτασαν με λεωφορεία από περιοχές εκτός Καταλωνίας). Παρ’ όλα αυτά, αν η κυβέρνηση της Μαδρίτης υπέθεσε ότι απλά θα κέρδιζε δημοφιλία με την επίθεσή της, ίσως έχει εκτιμήσει λάθος τη διάθεση της χώρας. Διαφορετικές εκθέσεις αναφέρουν ότι η εικόνα της αστυνομίας να κατάσχει κάλπες και ψηφοδέλτια στα μούτρα ενόψει τοπικών διαμαρτυριών έτυχε φτωχής αποδοχής από αρκετούς Ισπανούς. Επιπλέον, ο κρατικός μηχανισμός έβαλε το πρώτο από αρκετά “αυτογκόλ” όταν απαγόρευσε εκτός Καταλωνίας τις συγκεντρώσεις υποστήριξης της καταλανικής αυτοδιάθεσης: το μήνυμα που μεταφέρθηκε ήταν ότι η λογοκρισία και οι απαγορεύσεις που λάμβαναν χώρα την εποχή του Φράνκο επιστρέφουν…και μάλιστα όχι μόνο στην “Cataluña” [η Καταλωνία στα ισπανικά].
Μετά τις 20 Σεπτέμβρη, δεκάδες διαμαρτυρών σε υποστήριξη της καταλανικής αυτοδιάθεσης έγιναν σε ισπανικές μικρές και μεγάλες πόλεις. Την 1η Οκτωβρίου, η πλατεία-σύμβολο της Μαδρότης Puerta de Sol ήταν γεμάτη από κόσμο που εξέφραζε την αντίθεσή του στην αστυνομική βία στη Βαρκελώνη. Σε τέτοιες διαμαρτυρίες – όπως και στην Καταλωνία – υπάρχει μια αξιοσημείωτα μεγάλη παρουσία της γενιάς που πολέμησε ενάντια στη δικτατορία. Ήταν συγκινητικό να βλέπει κανείς διαδηλωτές στη Μαδρίτη να τραγουδούν το τραγούδι “L’Estaca” της δεκαετίας του 1970 — ένα τραγούδι στα καταλανικά για το πώς η ενότητα μπορεί να ρίξει έναν δικτάτορα. Το προηγούμενο Σάββατο [εννοεί…], διοργανώθηκαν μεγάλες πορείες στη Μαδρίτη και στη Βαρκελώνη στις οποίες άνθρωποι φορούσαν λευκά ρούχα και κράταγαν λευκές σημαίες, καλώντας σε διάλογο ανάμεσα στις δυο πλευρές. Ενώ οι διαμαρτυρίες αντιμετώπιζαν λανθασμένα το καταλανικό κίνημα ανεξαρτησίας ως εξίσου υπεύθυνο για την επιδεινούμενη σύγκρουση, εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει μια διαμαρτυρία ενάντια στην κρατική βία που ασκείται στην Καταλωνία. Καμμιά από αυτές τις διαμαρτυρίες δεν σημαίνει ότι οι περισσότεροι Ισπανοί είναι συμπαθούντες προς την καταλανική ανεξαρτησία. Παρ’ όλα αυτά, η αντίθεση ενάντια στην καταστολή έχει ενταθεί σε ολόκληρη την Ισπανία.
Καθώς συνέβαιναν όλα αυτά, βουλευτές στο Podemos — το αριστερό λαϊκιστικό κόμμα που αναδύθηκε εν μέρει από τις καταλήψεις των indignados το 2011 — ενεργούσαν και συχνά επιτυχημένα στην καταγγελία του αυταρχισμού του Ραχόι (αν και ήταν λιγότερο επικριτικοί απέναντι στον αυταρχισμό του ισπανικού δικαστικού συστήματος και αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πρόσφατου δημοψηφίσματος).
Μετά τις 20 Σεπτέμβρη, η Juliana προσπάθησε να προειδοποιήσει τη “φούσκα” του καθεστώτος στη Μαδρίτη ότι η Καταλωνία ίσως να ξεκινά την “απόσχισή της από την Ισπανία” και ότι έχει αρχίσει μια “κρίση του κράτους”. Αλλά δεν είναι μόνο το κίνημα της ανεξαρτησίας που έχει προχωρήσει.
Επειδή μεταφέρθηκαν τόσες πολλές δυνάμεις των ΜΑΤ από την υπόλοιπη Ισπανία, έμειναν λιγότερες σε κάποιες περιοχές. Μια ομάδα εκλεγμένων αντιπροσώπων του Podemos και άλλων σχετιζόμενων οργανώσεων που συναντιούνταν στη Σαραγόσα (προσπαθώντας ανεπιτυχώς και κάπως θεατρινίστικα να εισαγάγουν έναν καινούριο πολιτικό διάλογο ως απάντηση στην εντεινόμενη κρίση) περικυκλώθηκαν από μερικές εκατοντάδες φασιστών. Όταν η ομάδα ζήτησε μεγαλύτερη αστυνομική προστασία τους ειπώθηκε ότι η τοπική αστυνομία δεν ήταν διαθέσιμη, καθώς είχε σταλεί στην Καταλωνία (στην πιο θετική πλευρά, οι μειωμένοι αριθμο αστυνομικών στην περιοχή της Μαδρίτης βοήθησε μια ομάδα μεταναστών να δραπετεύσουν από ένα κέντρο κράτησης).
Στις πόλεις της νότιας Ισπανίας, εθνικιστές ζητωκραύγαζαν τους αστυνομικούς των ΜΑΤ καθώς έφευγαν για την Καταλωνία φωνάζοντας “Πηγαίνετε και πιάστε τους” λες και η αστυνομία ήταν κάποιος στρατός κατοχής. Χιλιάδες αστυνομικοί επιβιβάστηκαν και διέμειναν σε ναυλωμένα από το κράτος κρουαζιερόπλοια που ελλιμενίστηκαν στα λιμάνια της Βαρκελώνης και της Ταραγώνα. Ένα από αυτά, παρεμπιπτόντως, ήταν καλυμμένο με ένα τεράστιο καρτούν του Τουίτυ Πάι περικυκλωμένου από αγριεμένους εχθρούς φιγούρες της Warner Brother. Επειδή η υπόθεση πήρε μεγάλη δημοσιότητα, ο Τουίτυ καλύφθηκε με ένα τεράστιο tarpaulin — ένας σχολιαστής το περιέγραψε σαν “μπούρκα”. Ένας πρώην βουλευτής του CUP ειρωνεύτηεκ ότι το θέαμα ήταν μια επίδειξη των μειονεκτημάτων της κρατικής εξάρτησης από το outsourcing. Λιμενεργάτες, που είχαν πρόσφατα κάνει μια πετυχημένη απεργία ενάντια στην αναδιάρθρωση, αρνήθηκαν να εξυπηρετήσουν τα πλοία αυτά.
Η βαριά αυτή πίεση που ασκήθηκε για να αποτρέψει το δημοψήφισμα σημαίνει ότι αν και η συμμετοχή έφτασε τελικά στο 42% – ένα ποσοστό που θα έπρεπε να αυξηθεί ελαφρά για να λάβει υπόψιν τις περίπου 294.000 χιλιάδες ψηφοδέλτια που κατασχέθηκαν από την αστυνομία, το 90% των ψήφων υπέρ της ανεξαρτησίας λαμβάνεται ως μια εντολή για την συνέχιση της κίνησης προς την κρατική υπόσταση. Ο κεντροαριστερός συνασπισμός Junts pel Sí (Μαζί για το Ναι) και το αντικαπιταλιστικό CUP πιέζουν για μια μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας τόσο σύντομα όσο σήμερα. Σϊγουρα, η κρατική καταστολή ωθεί το κίνημα για την καταλανική δημοκρατία μπροστά, όχι προς τα πίσω.
Είναι ο καταλανικός εθνικισμός επίσης ένα πρόβλημα;
Υπάρχουν αρκετοί στην Αριστερά στην Ισπανία (και σε πολύ μικρότερο βαθμό στην Καταλωνία) που αντιτίθενται έντονα στον αυταρχισμό του κράτους αλλά θεωρούν ότι πρέπει να επιρριφθούν ευθύνες και στον καταλανικό εθνικισμό για την κρίση. Υπάρχει μια ποικιλία οπτικών που τους οδηγούν στην υιοθέτηση αυτής της στάσης, αλλά είναι φανερό ότι πολλοί το κάνουν επειδή δέχονται την καρικατούρα του καλανικού κινήματος ως κυριαρχούμενο από τη μπουρζουαζία και με κύριο ενδιαφέρον να θέσει ένα τέρμα στη μοιρασιά των σχετικά υψηλών εσόδων από τη φορολογία με άλλες περιοχές της Ισπανίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών στον φτωχότερο νότο.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που θα έπρεπε να απορρίψουμε αυτή την άποψη. Πρώτον, η υποστήριξη για την καταλανική αυτονομία είναι κυρίως από την αριστερά – έτσι αυτοχαρακτηρίζεται το 72% αυτών που υποστήριζαν μια καταλανική δημοκρατία πριν το καλοκαίρι (σε σχέση με το ποσοστό του 40% των Καταλανών που θα ψήφιζαν “όχι”). Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν επίσης ότι πάνω από τους μισούς από όσους υποστηρίζουν την ανεξαρτησία το κάνουν επειδή κυρίως επιθυμούν μια αλλαγή πολιτικών, να αποκτήσουν μεγαλύτερη τοπική εξουσία διακυβέρνησης ή επειδή αισθάνονται “αποκλεισμένοι”, ότι δεν “συμπεριλαμβάνονται” “[miscomprehended”] — λόγοι που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ως αντιδραστικοί. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ισπανία, οι μειονοτικές γλώσσες και ταυτότητες απουσιάζουν σχεδόν εντελώς από τα ΜΜΕ και μερικές φορές αντιμετωπίζονται ως ύποπτες. Μερικά χρόνια πριν, το Συνταγματικό Δικαστήριο, όπως και η συντηρητική κυβέρνηση στις Βαλεαρίδες νήσους (μια περιοχή όπου μιλιούνται τα καταλανικά), επέβαλλαν την ανάκληση/απαγόρευση της χρήσης των καταλανικών ή άλλων σχετικών διαλέκτων στο σχολικό σύστημα. Υπάρχει πολύ μικρή ανοχή στην καταλανική γλώσσα και ταυτότητα στην μονο-γλωσσική Ισπανία.
Μια μειοψηφία – λιγότερο από το 1/3 – αυτών που θέλουν την ανεξαρτησία τείνουν να το κάνουν για να βελτιώσουν τα οικονομικά της Generalitat. Αυτή η άποψη αντιμετωπίζεται λαθεμένα ως η κυρίαρχη στον “καταλανισμό” [“catalanisme”] επειδή την υπερασπίζεται η πτέρυγα εκείνη του κινήματος που παραμένει το πιο δημόσιο πρόσωπό του. Αυτή η πτέρυγα, όπως και η φιλελεύθερη εθνικιστική δεξιά του PdeCAT — πρώην Convergència — που διατηρούν την καταλανική προεδρία, έσυραν το κεντροαριστερό αυτονομιστικό ERC (Δημοκρατική Αριστερά της Καταλωνίας), κινηματικούς ακτιβιστές και άτομα στο Junts pel Sí, έναν εκλογικό συνασπισμό που κέρδισε τις καταλανικές εκλογές το 2015.
Παρ’ όλα αυτά, η καταλανική Δεξιά είναι στην πραγματικότητα πολύ λιγότερο ηγεμονική στην αυτονομιστική πολιτική απ’ όσο φαίνεται. Πριν από την τεράστια διαμαρτυρία υπέρ της ανεξαρτησίας τον Σεπτέμβρη του 2012, ο στόχος της Convergència [Σύγκλιση] ήταν ο περιορισμένος στόχος της απόκτησης περισσότερων δημοσιονομικών εξουσιών εντός του υπάρχοντος εδαφικού πλαισίου, και το κόμμα ήταν σε έναν μακροχρόνιο συνασπισμό με ένα κόμμα υπέρ της περιφέρειας [regionalist] — το Unió — που στη συνέχεια διασπάστηκε αντιτιθέμενο στην ανεξαρτησία. Χρειάστηκε να διαδηλώσουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι υπέρ της πλήρους κρατικής υπόστασης για να αγκαλιάσει η Convergència έναν τέτοιο στόχο.
Η “εξέγερση των πλατειών” το 2011 ίσως βοήθησε αυτή την μεταστροφή. Μετά από αυτή την “εξέγερση” στην οποία indignados που είχαν περικυκλώσει το καταλανικό κοινοβούλιο ανάγκασαν τον υποστηρικτή των μέτρων λιτότητας πρόεδρο Mas να πάει στο γραφείο του με ελικόπτερο, η Convergència και άλλα καθεστωτικά κόμματα είχαν βαθιά απονομιμοποιηθεί. Αυτό έκανε πολύ δύσκολο για τον Mas να γυρίσει την πλάτη του στην κραυγή για ανεξαρτησία όταν ξέσπασε.
Ένα άλλο σημάδι της κατεξοχήν προοδευτικής φύσης της παρώθησης για ανεξαρτησία είναι ότι από τότε που ξεκίνησε “η διαδικασία” το φθινόπωρο του 2012, η Αριστερά έχει ενισχυθεί εκλογικά. Το κεντροαριστερό ERC έχει γίνει το πιο δημοφικές κόμμα υπέρ της ανεξαρτησίας, και ακόμα πιο ενθαρρυντικά, το CUP — μια ριζοσπαστική πλατφόρμα που έχει οικοδομηθεί μέσα από χρόνια τοπικού ακτιβισμού – κατέλαβε δέκα έδρες στο τοπικό κοινοβούλιο το 2015. Αυτή η υπέρβαση/άλμα κατέστησε το CUP τον ισχυρό ρυθμιστή για τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης μειοψηφίας από τον συνασπισμό Junts pel Sí. Μια μαζική συνάντηση του CUP τον Δεκέμβρη του 2015 διχάστηκε γύρω από την παραχώρηση της προεδρίας στον υποστηρικτή της λιτότητας Mas. Αυτό οδήγησε στην αντικατάσταση του Mas στην προεδρία από τον Carles Puigdemont, γεγονός που έκανε τον Ισπανό εκδότη των Financial Times να παραπονεθεί ότι μια μικρή ομάδα αντικαπιταλιστών καθορίζει το μέλλον ενός έθνους.
Η νεοαποκτημένη διαπραγματευτική δύναμη του CUP (και το μαχητικό πνεύμα του) του επέτρεψε επίσης να κάνει το Junts pel Sí να κρατήσει τη δέσμευσή του για τη διοργάνωση του δημοψηφίσματος της 1ης Οκτωβρίου, καθώς και να πιέσει τον κυβερνητικό συνασπισμό να ψηφίσει νομοθεσία που απαγορεύει τις εξώσεις, εγγυάται ένα ελάχιστο βασικό εισόδημα και απαγορεύει τα κέντρα κράτησης μεταναστών. Όποια και αν είναι τα όρια της αυτονομιστικής πολιτικής στην Καταλωνία, είναι αδύνατον να δει κανείς την διαδικασία αυτή απλά ως μια δεξιά διολίσθηση. Όταν η ισπανική Δεξιά κατηγορεί τους ακτιβιστές του “αντισυστημικού” CUP για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος αυτό δεν είναι εντελώς αβάσιμο.
Το καταλανικό ζήτημα μετά το 2000
Ο άμεσος λόγος για την “διαδικασία απόκτησης κυριαρχίας” στην Καταλωνία είναι ότι οι προσπάθειες να αντιμετωπιστεί η περιοχή ως ένα έθνος εντός του ισπανικού κράτους – και να της παραχωρηθούν αποκεντρωμένες εξουσίες αντίστοιχες αυτών που απολαμβάνει η Χώρα των Βάσκων – μπλοκαρίστηκαν τη δεκαετία του 2000. Μια μεταρρύθμιση του Νόμου για την Αυτονομία της Καταλωνίας που ξεκίνησε από την τότε τριμερή, υπό τους Σοσιαλιστές, (τοπική;) κυβέρνηση το 2003 έγινε αποδεκτή σε ένα δημοψήφισμα το 2006, τροποποιήθηκε από την τότε επίσης “σοσιαλιστική” κεντρική κυβέρνηση, αποδυναμώθηκε περαιτέρω από το ισπανικό Κογκρέσο, και στη συνέχεια, το 2010, περικόπηκε σε τεράστιο βαθμό από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ισπανίας.
Αυτό προέκυψε από μια παρατεταμένη εκστρατεία ενάντια στο καθεστώς αυτονομία από το δεξιό Λαϊκό Κόμμα (Partido Popular, PP). Ιδιαίτερα ενοχλητικό ήταν για πολλούς Καταλανούς ήταν η αντισυνταγματικότητα και παρανομοποίηση της αναφοράς στην Καταλωνία ως “έθνος”· ένα βασικό σύνθημα στις διαμαρτυρίες ενάντια στην απόφαση ήταν ότι “είμαστε ένα έθνος”. Μετά από αυτή την εξέλιξη, η δημοτικότητα της ανεξαρτησίας (σε αντίθεση με ένα ομόσπονδο κράτος ή μια αυτόνομη περιοχή) εκτοξεύθηκε.
Ένα πιο τοπικά ριζωμένο κίνημα αναπτύχθηκε το 2009, όταν ακτιβιστές σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της περιοχής Arenys de Mar πραγματοποίησε ένα συμβολικό δημοψήφισμα ανακήρυξης της ανεξαρτησίας του δήμου από το ισπανικό κράτος. Ανάλογες δημοσκοπήσεις εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Καταλωνία τα επόμενα χρόνια, που βοήθησαν στη δημιουργία από “τα κάτω” δικτύων δήμων/κοινοτήτων και ακτιβιστών που αργότερα θα συγκροτούσαν ένα μεγαλύτερο κίνημα.
Παράλληλα μεα αυτές τις εξελίξεις, οικονομικά φιλελεύθεροι αυτονομιστές ανέπτυξαν και δημοσιοποίησαν μια “οικονομική υπόθεση/λόγο για την ανεξαρτησία”, σύμφωνα με την οποία όλοι οι Καταλανοί θα γίνονταν κατά 8% πλουσιότερο με το καθεστώς ανεξαρτησίας. Η λογική συμπυκνώθηκε στον άξεστο/ωμό και τώρα πλέον κακόφημο σύνθημα “η Ισπανία μάς κλέβει”, που το υπερασπίστηκε αποτελεσματικά ο πρόεδρος Μas και συνέβαλλε στο να κερδηθούν μερικοί νέοι προσήλυτοι υπέρ της ανεξαρτησίας μεταξύ των πολλών που υπέφεραν κάτω από την οικονομική κρίση στην Ισπανία.
Φυσικά, υπήρχαν αρκετές περιπτώσεις οικονομικών διακρίσεων σε βάρος της Καταλωνίας για να κάνουν τους ισχυρισμούς περί κλοπής να μοιάζουν εύλογοι. Η περιοχή λάμβανε λιγότερες επενδύσεις – στις υποδομές μεταφορών, για παράδειγμα – από άλλες παρόμοιες οικονομικά περιοχές, και όταν μια εταιρεία ενέργειας που ελεγχόταν από την καταλανική τράπεζα καταθέσεων La Caixa προσπάθησε να εξαγοράσει κάποιες ισπανικές αντίστοιχες εταιρείες ενέργειας το PP και οι ισπανοί εργοδότες ισχυρίστηκαν ότι αυτό θα οδηγούσε σε “υπερβολική” οικονομική συγκεντροποίηση στη Βαρκελώνη.
Ενώ ο σάλος υπέρ της ανεξαρτησίας αναπτυσσόταν στην Καταλωνία, τα πράγματα κινούνταν προς την αντίθετη κατεύθυνση στην Ισπανία. Καθώς η κρίση χρέους του ισπανικού κράτους επιταχυνότα, αυξάνονταν οι εκκλήσεις στους πολιτικούς κύκλους και στα ΜΜΜ για την επανασυγκεντροποίηση της λήψης πολιτικών – υποτίθεται για τη μείωση της των δαπανών από τον διπλασιασμό της διοίκησης. Η γενική γραμματέας του PP María de Dolores Cospedal έδωσε το παράδειγμα. Ως πρόεδρος της Καστίλλης-Λα Μάντσα μείωσε τον αριθμό των βουλευτών [στο τοπικό κοινοβούλιο] από 49 σε 33, μια όχι και τόσο λεπτή προσπάθεια να καταδείξει πόσο πλεονάζουσα ήταν η τοπική κυβέρνηση.
Όταν ξεκίνησε η καταλανική “διαδικασία διεκδίκησης κυριαρχίας”, οι εκκλήσεις για τη μείωση ή τον τερματισμό της περιφερειακής αυτονομίας υποχώρησαν. Αλλά οι δημοσκοπήσεις από την περιίοδο αυτή και έπειτα δείχνουν ότι οι ιδέες αυτές κυριαρχούν σε σημαντικό τμήμα των Ισπανών και τώρα εφαρμόζονται με έναν έντονο/εντυπωσιακό τρόπο.
Σχετιζόμενα μ’ αυτό, μερικοί σχολιαστές εξηγούν την καταλανική κρίση αναφερόμενοι στην περιορισμένη μεταρρύθμιση του ισπανικού κράτους και της δεξιάς πολιτικής κατά τη διάρκεια της μετάβασης από τον φασισμό. Όταν η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος χρησιμοποίησε το όπλο του συντάγματος ενάντια στο δημοψήφισμα, αυτό είναι προϊόν μιας διαπραγμάτευσης κυριαρχούμενης από το καθεστώς του Φράνκο. Οι βασικές δομές της αστυνομίας και του στρατού άλλαξαν πολύ λίγο, κάτι που εξηγεί εν μέρει τουλάχιστον την ορατή συμπόρευση/συντροφικότητα ανάμεσα στην ακροδεξιά και την αστυνομία σ’ αυτή τη σύγκρουση (συμπεριλαμβανομένης μιας φωτογραφίας ενός αστυνομικού που χαιρετά φασιστικά και της εκδήλωσης μέσω του Twitter της υποστήριξης της Εθνικής Αστυνομίας σε μια δεξιά διαδήλωση κατά της ανεξαρτησίας).
Άλλωστε, ο πρόδρομος του ΛΚ δημιουργήθηκε από τον βάναυσο υπουργό Εσωτερικών του Φράνκο, Manuel Fraga. Οι δεσποτικές πολιτικές του κόμματος εκτέθηκαν με τον “νόμο για τις συμμορίες” του 2015, που επιτρέπει την επιβολή προστίμων αρκετών χιλιάδων ευρώ για όσους πραγματοποιούν μη εξουσιοδοτημένες/εγκεκριμένες διαδηλώσεις ή μοιράζονται φωτογραφίες της αστυνομικής βίας στα κοινωνικά δίκτυα.
Όμως το να βλέπει κανείς τις σημερινές δράσεις του κράτος ως τίποτα άλλο από μη-μεταρρυθμισμένο φασισμό έχει τα όριά του.
Πρώτον, η καταστολή ειρηνικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων δεν είναι το προνόμιο μόνο πρώην φασιστικών δικτατοριών (όπως μαρτυρείται από την εξαπόλυση της σφαγής της Ματωμένης Κυριακής από το “δημοκρατικό” βρετανικό κράτος). Επιπλέον, η υποστήριξη στην απαγόρευση της διεξαγωγής του καταλανικού δημοψηφίσματος δεν περιορίζεται στους συντηρητικούς και κεντρικούς κρατικούς θεσμούς. Αντίθετα, παρέχεται από όλα τα κυρίαρχα ισπανικά ΜΜΕ και τα μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης εκτός από το Podemos.
Το σοσιαλδημοκρατικό PSOE έχει, στην καλλίτερη περίπτωση, διχαστεί πάνω στο ζήτημα. Ο “εκμοντερνιστής” ηγέτης Pedro Sánchez έχει κρατήσει σχετική σιωπή από τότε που ξεκίνησε η καταστολή και η αντίδραση σ’ αυτήν. Όμως η ηγεσία του κόμματος είναι θετική με την ιδέα της σύλληψης των Καταλανών υπουργών και η ισχυρή δεξιά πτέρυγά του υποστηρίζει την εφαρμογή του άρθρου 155 του Συντάγματος που ουσιαστικά θα τελείωνε την αυτο-κυβέρνηση της Καταλωνίας.
Η αυταρχική αντίδραση από το ισπανικό κατεστημένο μπορεί επίσης να κατανοηθεί ως μια συνέχιση συγκρίσιμων πρακτικών τη δεκαετία του 2000 ενάντια στο βασκικό εθνικό κίνημα. Τότε, τα κόμματα υπέρ της ανεξαρτησίας απαγορεύτηκαν, οι ηγεσίες τους φυλακίστηκαν, και οι εφημερίδες στα βασκικά έκλεισαν. Υπήρχε σχεδόν ομοφωνία μεταξύ της ισπανικής πολιτικής τάξης γι’ αυτό, και περιορισμένη αντίδραση στους δρόμους. Παρ’ όλα αυτά, το σημερινό πλαίσιο είναι διαφορετικό. Η τωρινή βίαιη καταστολή λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο κοινωνικο-οικονομικής ύφεσης για πολλούς Καταλανούς και Ισπανούς και μετά από μεγάλες πολιτικές μετατοπίσεις προς τα αριστερά (όπως καταδεικνύεται από τις δημοτικές εκλογές του 2014 στις οποίες αριστερές δημοτικές πλατφόρμες κέρδισαν τις τέσσερις από τις πέντε μεγάλες ισπανικές πόλεις).
Αυτό είναι ένα πολύ λιγότερο ευνοϊκό σενάριο για την εφαρμογή σοβαρών πράξεων κρατικής καταστολής, ακόμα κι αν υπάρχει μια πραγματική λαϊκή υποστήριξη για καταστολή. Ακόμα σημαντικότερα ίσως, το κίνημα που στοχοποιείται αυτή τη φορά – σε αντίθεση με τη Βασκική Αριστερά – δεν βλέπεται ως συνδεόμενο με ένοπλες οργανώσεις. Αλλά είναι πολύ πιθανόν το εκτός επαφής ισπανικό κατεστημένο να μπήκε στην τωρινή μάχη με υπερβολική αυτοπεποίθηση, κάτι που το οδηγεί στο να κάνει μεγάλα λάθη και στο να εμπνεύσει μια ισχυρή απάντηση.
Την ίδια στιγμή, πρέπει να ρωτήσουμε αν η ομοφωνία στο καθεστώς υπέρ της καταστολής έχει ρίζες που δεν περιορίζονται συγκεκριμένα στην Ιβηρική. Σίγουρα, δεν υπάρχει καπιταλιστικό κράτος που θα του άρεσε να δεί την εξουσία του εξασθενημένη. Τέτοιες απώλειες πλήττουν αναπόφευκτα τη σχετική παγκόσμια ανταγωνιστικότητα του. Η απώλεια της Καταλωνίας θα αντιπροσώπευε ένα ιδιαίτερα μεγάλο χτύπημα καθώς αυτή παρέχει σχεδόν το 1/5 του ΑΕΠ της Ισπανίας και έχει επιδόσεις πάνω από το μέγεθός της σε τομείς όπως ο τουρισμός, ο πολιτισμός και ο αθλητισμός. Επιπλέον, η απόσχιση της Καταλωνίας θα μπορούσε να ενθαρρύνει την απόσχιση άλλων εθνικών μειονοτήτων – ιδιαίτερα της οικονομικά σημαντικής Χώρας των Βάσκων. Αν προσθέσουμε σε αυτό το αίσθημα της ψυχολογικής απώλειας που οι ελίτ (αλλά επίσης και ένα σημαντικό τμήμα εκτός των ελίτ) αισθάνονται όταν η “φανταστική τους κοινότητα” κουτσουρεύεται (ιδιαίτερα αν την αντιλαμβάνονται ως μια μοναδική εθνική οντότητα), τότε ίσως η αντίδραση της Μαδρίτης να είναι προβλέψιμη.
Κοιτώντας προς τα πίσω
Η προσκόληση σε ένα έθνος δεν είναι λιγότερο ισχυρή ανάμεσα σε αρκετούς Καταλανούς εθνικιστές, που τείνουν να αντιμετωπίζουν την Καταλωνία ως ένα χιλιετές έθνος. Τα σύνορα που οι πιο ριζοσπάστες catalanistes διαγράφουν περιλαμβάνουν την περιοχή γύρω από το Περπινιάν (Perpignan) στη Γαλλία, τις Βαλεαρίδες νήσους, την περιοχπ της Βαλένσιας και φυσικά την περιοχή που είναι επίσημα γνωστή ως Καταλωνία. Οι απόψεις αυτές βασίζονται σε μια μακρά αλλά όχι αδιάλειπτη ιστορία.
Το Βασίλειο της Καταλωνίας ήταν ένα από τα πρώτα φεουδαλικά κράτη, με ένα σύνταγμα που προηγείται της Μάγκνα Κάρτα. Δημιούργησε επίσης ένα από τα πρώτα κοινοβούλια, που δέσμευε τον μονάρχη να κυβερνά σε συμφωνία με τις ιδιοκτήτριες τάξεις. Στον ύστερο Μεσαίωνα, μια Καταλανική αυτοκρατορία κυριαρχούσε σε μεγάλο μέρος της δυτικής Μεσογείου πριν η Καστίλη – το βασικό κέντρο εξουσίας στην Ισπανία – αναδυθεί ως παγκόσμια δύναμη.
Η “Catalunya” εμπορευόταν βαμβάκι και σκλάβους στο εξωτερικό και η επικράτειά της επεκτεινόταν μέχρι την Σαρδηνία, την Νάπολη και την Αθήνα. Το Πριγκηπάτο της Καταλωνίας συνενώθηκε/συνασπίστηκε με την Αραγωνία το 1137, διατηρώντας τους αυτόνομους θεσμούς του και αναπτύσσοντας ακόμα περισσότερο την οικονομία του μέσω του εμπορίου αγαθών σε ολόκληρη την Ιβηρική χερσόνησο. Ο ιστορικός Pierre Vilar ισχυρίζεται ότι από τον 13ο αιώνα η ανάπτυξη ενός κοινού συστήματος αγοράς, πολιτισμικής κοινότητας και γλώσσας σήμαινε ότι η Καταλωνία γινόταν ένα από τα νεαρά έθνη-κράτη.
Παρ’ όλα αυτά, η περίοδος που ακολούθησε ήταν ταραγμένη: κοινωνική σύγκρουση ανάμεσα στους δουλοπάροικους και τους γαιοκτήμονες, τους κατοίκους των πόλεων και τους μονάρχες· κατάρρευση του πληθυσμού και της γεωργίας εξαιτίας του λιμού· μια αυξανόμενα υπερ-εκτεταμένη αυτοκρατορία· πόλεμοι διαδοχής· πογκρόμ εναντίον των Εβραίων και εμφύλιος πόλεμος. Ο βασιλιάς Ιωάννης ο II επιβίωσε τον πόλεμο αυτό εξασφαλίζοντας την υποστήριξη της Καστίλης με αντάλλαγμα την ένωση με αυτό το βασίλειο μέσω γάμου το 1469. Αυτή η ένωση επέτρεψε στην Καταλωνία να αυτοκυβερνάται αλλά χωρίς τον έλεγχο της εξωτερικής πολιτικής ή του εμπορίου με τις αποικίες.
Κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα η Καταλωνία παρήκμασε οικονομικά και διοικούνταν όλο και περισσότερο από τη Μαδρίτη. Η τοπική παρουσία του ισπανικού στρατού, από τον οποίο οι Καταλανοί αποκλείονταν αλλά έπρεπε να πληρώνουν, δημιούργησε δυσαρέσκεια μεταξύ των φτωχών. Το 1640, οι θεριστές των χωραφιών ηγήθηκαν μιας εξέγερσης – μαζί με την Generalitat — που κατέληξε με τη δολοφονία του αντιβασιλές, του αντιπροσώπου της Καστίλης στην Καταλωνία. Αυτή η εξέγερση υποστηρίχτηκε προσωρινά από τον βασιλιά της Γαλλίας μέχρι που ο Φίλιππος ο 6ος της Καστίλης έκλεισε μια συμφωνία μαζί του με αποτέλεσμα η Καταλωνία να χάσει οποιαδήποτε αξιόλογη αυτονομία (όπως και τις περιοχές της που είναι τώρα μέος της Γαλλίας).
Μετά την υποστήριξη που παρείχε σε έναν διεκδικητή του θρόνου εναντίον του Βουρβώνου βασιλιά, οι κάτοικοι της πρωτεύουσάς της υπέστησαν μια στρατιωτική πολιορκία και αιματηρά αντίποινα, και το 1714 εφτά αιώνες καταλανικής αυτονομίας τελείωσαν. Μετά την άρση της απαγόρευσης εμπορίου με τις υπόλοιπες περιοχές της ισπανικής αυτοκρατορίας, η Καταλωνία ευημέρησε ξανά, περνώντας αργότερα σε μια πλήρη εκβιομηχάνιση. Ήδη τον 19ο αιώνα ήταν το πιο αναπτυγμένο οικονομικά τμήμα της Ισπανίας – έχοντας γίνει ο τέταρτος μεγαλύτερος παραγωγός βαμβακιού στον κόσμο και αναπτύσσοντας έναν ισχυρό χρηματοπιστωτικό τομέα.
Τον ίδιο αιώνα οι Καταλανοί συμμετείχαν σε μια μακρά περίοδο εξεγέρσεων και ηγήθηκαν προσπαθειών για τη δημιουργία ενός πραγματικά ομοσπονδιακού κράτους. Η Βαρκελώνη έγινε γνωστή ως το “Ρόδο της Φωτιάς” και ο Ένγκελς έγραψε ότι ήταν η πόλη με τις “περισσότερες μάχες στα οδοφράγματα από οποιαδήποτε άλλη πόλη στον κόσμο”. Το σύγχρονο εθνικιστικό κίνημα στην Καταλωνία αναδύθηκε ως μια δύναμη στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Αναδύθηκε πολιτικά κάτω από διάφορους ιδεολογικούς σχηματισμούς – συμπεριλαμβανομένου ενός προέδρου της Δημοκρατικής Αριστεράς, του Lluís Companys, ο οποίος ανακήρυξε μια Καταλανική Δημοκρατία το 1934. Ακόμα και όταν ο Φράνκο απαγόρευσε τον Catalanisme και κατέστειλε την καταλανική εθνική γλώσσα και ταυτότητα – συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης των καταλανικών ονομάτων και της τιμωρίας των παιδιών που μιλούσαν καταλανικά στα σχολεία – η χρήση των καταλανικών συνεχίστηκε στα σπίτια (και στο στάδιο Camp Nou της ποδοσφαιρικής ομάδας της Μπαρτσελόνα εξαιτίας του τεράστιου μεγέθους του).
Το 1979, μετά την ανάκτηση από την Καταλωνία των θεσμών της, ψηφίστηκε ο Νόμος/Διάταγμα της Αυτονομίας και η Generalitat απέκτησε δικαιοδοσία πάνω στην υγεία, την εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση και τον πολιτισμό. Παρ’ όλα αυτά, σε αντίθεση με την Χώρα των Βάσκων, στην οποία εκείνη την εποχή υπήρχε μια εντονότερη και πιο βίαιη εθνική αντιπαράθεση, η Generalitat δεν επιτρεπόταν να συλλέγει και να αναδιανέμει τους ίδιους τους φόρους της — ένα ζήτημα που ενθάρρυνε μετέπειτα προσπάθειες για την απόκτηση μεγαλύτερης αυτονομίας. Υπό την διακυβέρνηση του υπέρ της αυτονομίας προέδρου Jordi Pujol, η περιοχή δημιούργησε ένα λαϊκό/δημοφιλές τηλεοπτικό δίκτυο, εμπέδωσε τα Καταλανικά ως την γλώσσα διδασκαλίας στα σχολεία, έκανε τα καταλανικά υποχρεωτικά στην δημόσια ενημέρωση – περιλαμβανομένων κάπως αμφιλεγόμενα και των επωνυμιών των καταστημάτων – και στη απασχόληση στον δημόσιο τομέα. Το 2000 δημιούργησε το αστυνομικό σώμα των Mossos, που απέδειξε τα διαπιστευτήριά του ως μια εθνική αστυνομία εν μέρει μέσω της ικανότητάς της να φτάνει ή ακόμα και να ξεπερνά τα ισπανικά αντίστοιχά του σώματα στο χτύπημα διαδηλωτών, μεταναστών και άλλων.
Η Καταλωνία έχει μια μακρά ιστορία: μερικές φορές περήφανη – η οικονομική, πολιτική και δημοκρατική της πρόωρη ανάπτυξη – και μερικές φορές ντροπιαστική, όπως σε σχέση με τον μεγάλο πλούτο που απέσπασε από την παραγωγή σκλάβων στην Κούβα. Το σημαντικό σημείο είναι ότι οι εκφράσεις της εθνικής της υπόστασης, της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας της είναι πολύ πιο σαφείς/ρητές και συχνές από όσο είναι γενικά γνωστό εκτός της περιοχής της, συμπεριλαμβανομένης της υπόλοιπης Ιβηρικής χερσονήσου.
Η Καταλωνία είναι μια αποτυχία της Ισπανίας
Παρ’ όλα αυτά, αν καταλάβουμε την εθνική συνείδηση ως μια αίσθηση εδαφικής “κοινότητας”, που αναδύθηκε στους σύγχρονους καιρούς καθώς οι άνθρωποι άρχισαν να έχουν πιο συχνές αλληλεπιδράσεις με τα κράτη, είναι αμφισβητήσιμο το να παρουσιάζει κανείς την Καταλωνία και την καταλανική εθνική συνείδηση σαν να έχει μια χιλιετή ιστορία.
Είναι απίθανο οι αγρότες στις αρχές του Μεσαίωνα να είχαν συχνές καθημερινές επαφές με το κράτος ή να είχαν αναπτύξει μια ισχυρή αίσθηση καταλανικής ταυτότητας. Επιπρόσθετα, μετά την απώλεια των καταλανικών θεσμών το 1714, πήρε ενάμιση αιώνα στον καταλανικό εθνικισμό για να αναδυθεί εκ νέου. Πιθανόν ένας λόγος γι’ αυτό να ήταν τα οικονομικά ωφέλη που επισωρεύονταν από το να είναι μέρος της Ισπανικής Αυτοκρατορίας – ιδιαίτερα από τις καταλανικές ανώτερες τάξεις. Υπήρχαν φιλο-καταλανικά λαϊκά κινήματα τον 19ο αιώνα αλλά δεν ανέπτυξαν κάποια δύναμη συγκρίσιμη με αυτά στιγμών που τα σχετικά πιο εύπορα τμήματα συνέπραξαν με τις φτωχότερες ομάδες (όπως στα χρόνια πριν το 1714, τις δεκαετίες πριν από τον εμφύλιο πόλεμο, τη δεκαετία του 1970 και τώρα).
Πραγματικά, για να καταλάβουμε το Καταλανικό πρόβλημα – καθώς και άλλους μειοψηφικούς “εθνικισμούς” εντός του ισπανικού κράτους – πρέπει να εστιάσουμε στα όρια και τις αποτυχίες του ισπανικού εθνικού σχεδίου. Η Ισπανία πέρασε από το να είναι η μεγαλύτερη αυτοκρατορία στον κόσμο μετά τις κατακτήσεις και τη λεηλασία/καταλήστευση της Αμερικής (Βόρειας και Νότιας) στον να υπολείπεται άλλων κρατών στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Νωρίς στον 19ο αιώνα, ο ισπανικός εθνικισμός αναδύθηκε ως απάντηση στην εισβολή του Ναπολέοντα στην Ιβηρική.
Το 1812 το Ισπανικό Κογκρέσο – σε συνάντηση στην εξορία στο Cádiz — ψήφισε ένα σχετικά προχωρημένο σύνταγμα που θα εισήγαγε το καθολικό δικαίωμα ψηφοφορίας για τους άντρες, την ελευθερία του τύπου και την μεταρρύθμιση της γης. Αυτή η προσπάθεια δημιουργίας μιας φιλελεύθερης σύγχρονης Ισπανίας ηττήθηκε, εν μέρει από την αντίθεση σε τέτοια μέτρα από τις “διοικήσεις” [juntas] που κυβερνούσαν τις υπερπόντιες περιοχές της Ισπανίας. Αργότερα, ένας επαναστατικός αγώνας την περίοδο 1868-1873 δημιούργησε μια βραχύβια ομοσπονδιακή δημοκρατία που αντιστοιχούσε σε κάποιες μειοψηφικές επιδιώξεις. Αυτή ανατράπηκε, όμως, από μια στρατιωτική στάση, και η εξουσία των Βουρβώνων αποκαταστάθηκε. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, το κράτος θα ήταν μοναρχικό, Καθολικό, ολγαρχικό και συγκεντρωτικό. Για το μαρξιστή Jaime Pastor, που ζει στη Μαδρίτη, έμοιαζε να κοιτά “περισσότερο προς ένα αντιδραστικό παρελθόν, στους καθολικούς μονάρχες και σε μια αποσυντιθέμενη Ευρώπη παρά σε ένα σχέδιο…που κοιτούσε στο μέλλον”.
Η καταλανική αστική τάξη αντιτίθετο στην επανάσταση και υποστήριζε την αποκατάσταση. Όμως, στην περίοδο που ακολούθησε προέκυψαν διαφωνίες σχετικά με την προστασία της τοπικής βιομηχανίας από τον ξένο ανταγωνισμό. Η φιλοαυτόνομη “Λίγκα της Καταλωνίας” [“Lliga de Catalunya”] σχηματίστηκε ακριβώς για να υπερασπιστεί αυτά τα συμφέροντα. Μετά τον Ισπανο-αμερικανικό πόλεμο του 1898, όταν η Ισπανία έχασε τις τελευταίες μεγάλες αποικίες της, Κούβα, Πουέρτο Ρίκο και τις Φιλιππίνες, ο καταλανικός ριτζιοναλισμός ενισχυθηκε σαν δύναμη, υποσχόμενος εκσυγχρονισμό μέσα από την οικοδόμηση μιας Πολιτείας που θα εξισορροπούσε μια οπισθοδρομική Μαδρίτη.
Ο εθνικισμός της Λίγκας δεν ήταν αριστερός. Η καταλανική βιομηχανία έγινε ανταγωνιστική μέσα από υψηλά επίπεδα εκμετάλλευσης και οι εργοδότες χρηματοδοτούσαν συμμορίες για να σκοτώνουν ριζοσπάστες συνδικαλιστές.Η Λίγκα είχε μια αντίστοιχη αντίληψη για την ταξική πάλη. Συνασπστηκε με τους συντηρητικούς Καρλιστές για να σχηματίσουν την Solidaritat Catalana (Καταλανική Αλληλεγγύη, SC), η οποία κέρδισε τις γενικές εκλογές του 1907 στην Καταλωνία. Δυο χρόνια αργότερα υποστήριξε την στρατιωτική καταστολή μιας εξέγερσης εργατών στη Βαρκελώνη εναντίον της επιστράτευσης στον καινούριο τότε αποικιακό πόλεμο της Ισπανίας στο Μαρόκο. Εκατό ντόπιοι σκοτώθηκαν σ’ αυτό που έγινε γνωστό ως “Τραγική Εβδομάδα”. Μπροστά στην ριζοσπαστική πάλη των εργατών, συμπεριλαμβανομένης της ιστορικής γενικής απεργίας Canadiense που κέρδισε την οκτάωρη εργάσιμη μέρα, ο Primo de Rivera ανέλαβε την εξουσία σε ένα πραξικόπημα το 1923. Υποστηρίχθηκε από την SC και την ισπανική μοναρχία.
Ο συντηρητικός καταλανισμός πλήρωσε δικαιολογημένα ένα βαρύ τίμημα γι’ αυτή τη συνεργασία. Στις δημοτικές εκλογές το 1931 η πιο ριζοσπαστική Δημοκρατική Αριστερά της Καταλωνίας (ERC) εκτόπισε την συντηρητική πτέρυγα ως το βασικό υπέρ της ανεξαρτησίας κόμμα. Έναν χρόνο αργότερα σχηματίστηηκε η Generalitat, ενώ το 1934 σχηματίστηηκε η Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία. Η τελευταία είχε πολλές αδυναμίες – μεταξύ άλλων η προσέγγισή της στην αυτονομία της Καταλωνίας. Την ίδια χρονιά, η μεταρρύθμιση από την Generalit που ωφελούσε τους δυνάμει αργότες πατάχθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο, και όταν η ακροδεξιά κέρδισε τις ισπανικές εκλογές, ο Καταλανός πρόεδρος Companys ανακήρυξε ένα κράτος εντός της ισπανικής ομοσπονδιακής Δημοκρατίας.
Ο στρατός παρενέβη, η αυτονομία αναιρέθηκε και κηρύχθηκε ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης (υπάρχουν κάποιες ανησηχυτικές αναλογίες με τα τωρινά γεγονότα). Η Generalitat επανεισήχθη το 1936 μετά τον ερχομό στην εξουσία του Λαϊκού Μετώπου.
Η προοδευτικότητα της πολιτικής του ERC είχε όρια που επίσης αξίζει να αναγνωριστούν. Το χειρότερο, αυτά περιλάμβαναν το ότι ηγετικά μέλη του κόμματος μοιράζονταν με τον συντηρητικό καταλανικό εθνικισμό μια ψευδο-επιστημονική θεώρηση της καταλανικής ταυτότητας (κοινή σε διάφορα εθνικά κινήματα των αρχών του 20ου αιώνα) και τη βοήθεια στην συντριβή της αναρχικής επανάστασης στην Καταλωνία στη διάρκεια του ισπανικού Εμφυλίου.
Παρ’ όλα αυτά, ο καταλανικός ρεπουμπλικανισμός/δημοκρατισμός ήταν ευρέως της Αριστεράς. Ο αποσχιστισμός του τον κατέστησε στόχο για την Ισπανική Δεξιά, για την οποία κάποιοι ισχυρίζονται ότι απεχθανόταν τον εθνικισμό των μειονοτήτων περισσότερο και από τον κομμουνισμό ακόμα – μια στάση που συνοψίστηκε από έναν δεξιό βουλευτή στη δεκαετία του 1920 στο διαβόητο σύνθημα “καλλίτερα κόκκινος Ισπανός παρά αποσχιστής Ισπανός” (“mejor una España roja que una España rota”). Ο τερματισμός των προσπαθειών για αυτο-κυβέρνηση ήταν σίγουρα ένα από τα βασικά κίνητρα πίσω από την στρατωτική στάση του Φράνκο.
Αφότου ο Φράνκο κέρδισε τον Εμφύλιο πόλεμο το 1939, οι καταλανικοί θεσμοί και η δημόσια χρήση της καταλανικής γλώσσας απαγορεύτηκαν εκ νέου. Πολλοί catalanistes διέφυγαν στο εξωτερικό μαζί με άλλους δημοκρατικούς. Ο Companys συνελλήφθη από τους Ναζί, παραδόθηκε στον Φράνκο, βασανίστηκε και εκτελέστηκε (μια μοίρα που ο εκπρόσωπος τύπου του Λαϊκού Κόμματος Pablo Casado πρότεινε προκαώντας κατάπληξη ότι θα μπορούσε να περιμένει και τον τωρινό πρόεδρο της Καταλωνίας αν ανακηρύξει μια ανεξάρτητη δημοκρατία). Η Ισπανία έγινε και πάλι επίσημα “ενιαία”. Για να επιβληθεί αυτό, δόθηκε σε πολλά μέλη της φασιστικής ισπανικής Φάλαγγας έλεγχος σε μεγάλα τμήματα του κρατικού μηχανισμού καθώς και στο υπουργείο Οικονομίας. Η Αριστερά και ο Καταλανισμός συνετρίβηκαν.
Όμως ένα πνεύμα υπέρ της ανεξαρτησίας δεν εξαφανίστηκε ποτέ εντελώς. Μια από τις πρώτες σημαντικές μάχες υπό το φρανικό καθεστώς ήταν ένα μαζικό μποϋκοτάζ του τραμ στη Βαρκελώνη ενάντια σε μια αύξηση στις τιμές που έκανε τα εισιτήρια στη Βαρκελώνη πιο ακριβά από τη Μαδρίτη. Η διαμαρτυρία πυροδοτήθηκε από την φτώχεια της μεταπολεμικής περιόδου, αλλά και από μια αίσθηση εθνικής δυσαρέσκειας. Όπως έχει συμβεί και νωρίτερα στην ιστορία, το κίνημα ενισχύθηκε από τον συνδυασμό κοινωνικού και εθνικού αγώνα. Η καταλανική γλώσσα επιβίωσε με το μιλιέται στο σπίτι, έστω κι αν, με το τέλος της δικτατορίας, οι περισσότεροι που μιλούσαν τη γλώσσα δε μπορούσαν να γράψουν σ’ αυτή. Το καταλανικό εθνικό κίνημα αναδύθηκε ξανά στη δεκαετία του 1960 και έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στο κίνημα για τη δημοκρατία τη δεκαετία του 1970 (συμπεριλαμβανομένης της Συνέλευσης για την Καταλωνία). Συμμάχησε με τα κινήματα της εργατικής τάξης που τελικά ρηγμάτωσαν το καθεστώς, με τους εργάτες να θέτουν το αίτημα για εθνική αυτονομία στη διάρκεια των απεργιών.
Επιβιώνοντας στη διάλυση
Αφού μια μερίδα του καθεστώτος συνειδητοποίησε ότι η δικτατορία δεν θα επιβίωνε μιας μαζικής απεργίας το 1976 – και ίσως ακόμα να υπέφερε την μοίρα του στρατιωτικού καθεστώτος στη γειτονική Πορτογαλία που ανατράπηκε από μια επανάσταση δυο χρόνια νωρίτερα – κινήθηκε προς μια διαπραγμάτευση για μια μετάβαση στη δημοκρατία με ηγέτες της αντιπολίτευσης. Οι “μεταρρυθμιστές” – μεταξύ των οποίων ένας μονάρχης που είχε ορκιστεί να διατηρήσει τον φασισμό – αποδέχτηκαν τη νομιμοποίηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης και των συδικάτων, και οργανωμένες εκλογές διεξήχθησαν το 1977.
Αλλά υπήρχε μεγαλύτερη αντίσταση στο να γίνουν παραχωρήσεις προς τις εθνικές μειονότητες. Η μεταρρύθμισης της εδαφικής επικράτειας αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολη. Αυτό οφειλόταν, εν μέρει, στη συνέχιση της ένοπλης πάλης από την βασκική αυτονομιστική οργάνωση ΕΤΑ, η οποία είχε σκοτώσει τον πρωθυμπουργό του Φράνκο Carrero Blanco και αρκετά μέλη των δυνάμεων ασφαλείας. Είναι, όμως, εξίσου πιθανόν η Δεξιά να είδε τον καταλανικό και βασκικό εθνικισμό ως μια συγκεκριμένη απειλή. Εξασφάλισε, έτσι, ότι το καινούριο σύνταγμα – που σήμερα χρησιμοποιείται ενάντια στο δημοψήφισμα και το κίνημα – θα επιβεβαιώνει ότι “η αδιάλυτη ενότητα του ισπανικού έθνους” θα ήταν εγγυημένη από τις ένοπλες δυνάμεις. Το σύνταγμα εγκρίθηκε οριακά από τους Καταλανούς στο δημοψήφισμα του 1978, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας μιας επιθυμίας να αποφευχθεί η επιστροφή στη δικτατορία. Σήμερα, το ίδιο κείμενο υποστηρίζεται από λιγότερο από το ένα τρίτο των Καταλανών.
Η αυτονομία επέστρεψε στην Καταλωνία και τη Χώρα των Βάσκων μόνο το 1981 και μετά τις πρώτες γιγάντιες διαμαρτυρίες της δημοκρατικής εποχής. Και αυτό που είναι κρίσιμο, το εδαφικό μοντέλο που εισήχθη διαίρεσε την Ισπανία σε δεκαεφτά “αυτόνομες κοινότητες” (ΑΚ), επιτρέποντας σε καθεμία ένα τοπικό κοινοβούλιο και την δυνατότητα επιλογής διαφορετικού βαθμού εξουσιών. Μερικές από αυτές τις ΑΚ – για παράδειγμα η Καντάμπρια ή η Μαδρίτη – δεν βασίζονταν σε οποιαδήποτε ιστορία ή εδαφική ταυτότητα. Το ζήτημα ήταν να διαλυθούν/αποδυναμωθούν και να εξουδετερωθούν οι βασκική, καταλανική και γαλικιανή ταυτότητες.
Αυτή η βαθιά προβληματική διαδικασία τροφοδότησε τον καταλανισμό. Η πολιτική ηγεμονία στην περιοχή μεταφέρθηκε σχετικά γρήγορα στην Σύγκλιση (Convergència) του Jordi Pujol (από το κομμουνιστικό PSUC). Υπό την προεδρία του ανάμεσα στο 1980 και το 2003, ο Pujol ηγήθηκε ενός σχετικά πετυχημένου σχεδίου “οικοδόμησης ενός έθνους χωρίς κράτος” (πλουτίζοντας την ίδια στιγμή τον εαυτό του και την οικογένειά του μέσω της χρέωσης ποσοστιαίων αμοιβών σε όλα τα δημόσια συμβόλαια που συνάπτονταν από την Generalitat).
Το σχέδιό του δεν θα είχε επιτυχία αν δεν πληρούνταν δυο προϋποθέσεις. Πρώτη, υπήρχε μια ευρεία υποστήριξη του κόσμου για μια κανονικοποίηση και επέκταση της καταλανικής κουλτούρας και γλώσσας, που βοηθήθηκε από την αλληλογονιμοποίηση των εθνικών και εργατικών αγώνων της προηγούμενης περιόδου. Δεύτερη, ο καταλανικός εθνικισμός πήρε μάλλον μια προσέγγιση κοινωνίας των πολιτών [civic] παρά εθνική. Αυτό ήταν σημαντικό, γιατί ανάμεσα στις δεκαετίες του 1950 και του 1970 πάνω από έναμισι εκατομμύριο κόσμος από την Ανδαλουσία, την Μούρθια και τη Γαλικία εγκαταστάθηκαν στην Καταλωνία, προσελκυόμενοι από ένα νέο κύμα βιομηχανοποίησης, και αρχικά δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα εργαλεία κοινωνικής ένταξης των μεταναστών και των παιδιών τους στην καταλανική γλώσσα και κουλτούρα.
Ο Pujol, ο οποίος έγραψε εκτεταμένα σχετικά με τη μετανάστευση και την Καταλωνία, κέρδισε τους φιλελεύθερους-συντηρητικούς εθνικιστές συμπολίτες του με μια άποψη ότι Καταλανός είναι κάποιος “που ζει και εργάζεται στην Καταλωνία και θέλει να είναι [Καταλανός]” – μια σχετικά ανοιχτή προσέγγιση που με τις δεκαετίες επέτρεψε στον καταλανισμό να ενσωματώσει αρκετό κόσμο με ισπανικό υπόβαθρο. Ο ίδιος ο Pujol, όμως, ήταν ακόμα σουπρεματιστής: απέρριπτε “τους Ανδαλουσιανούς” ως “αναρχικούς” και “κατεστραμμένους” και ήθελε όλοι οι μετανάστες να αφομοιωθούν σε μια μονο-πολιτισμική Καταλωνία. Αυτή η στάση έφτασε στα επίπεδα του ρατσισμού όταν οι πρώτοι μη-Χριστιανοί μετανάστες άρχισαν να φτάνουν σε μεγάλους αριθμούς τη δεκαετία του 2000. Συνεπώς η υιοθέτηση από τον Pujol της “ολοκλήρωσης/ενσωμάτωσης” μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια πραγματιστική προσέγγιση αποφυγής της ανάδυσης εκ νέου μιας αντι-καταλανικής πολιτικής μεταξύ ενός νεώτερου πληθυσμού, όπως είχε συμβεί στις αρχές του 20ου αιώνα. Παρ’ όλα αυτά, συνέβαλλε επίσης στην θετική δύναμη του Καταλανισμού.
Γενικά, στη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας της Καταλωνίας μπορεί να ταυτοποιηθεί ένα γενικό πρότυπο: η καταλανική εθνική συνείδηση αντί να είναι, μάλλον, μια σταθερά – που επιδιώκει διαρκώς τη δημιουργία ή ανάπτυξη μιας εθνικής Πολιτείας – είναι περισσότερο μια μεταβλητή αντίδραση στα πολιτικά και κοινωνικά όρια του ισπανικού εθνικού σχεδίου. Ο σύγχρονος καταλανισμός δεν ήταν ποτέ ένα κίνημα της εργατικής τάξης, με μια σοσιαλιστική δυναμική, αλλά έχει υπάρξει συχνά μια μορφή της ταξικής πάλης, στην οποία οι τάξεις που αποκλείονται από την πολιτική εξουσία – συνηθέστερα οι μεσαίες τάξεις – έχουν προκαλέσει τις κυρίαρχες ελίτ. Η περίοδος, όμως, μετά τη δικτατορία αποτελεί μια μερική εξαίρεση, καθώς οι Καταλανοί εργοδότες και οι πολιτικοί εκπρόσωποί τους έχουν υποστεί μικρές διακρίσεις από το κεντρικό κράτος και παρ’ όλα αυτά έχουν παίξει έναν σημαντικό ρόλο εντός του Καταλανισμού.
Επιπλέον το μετά το 1978 καθεστώς έχει καταφέρει να ζήσει με σημαντικούς βαθμούς αυτονομίας – ακόμα και οικονομικής στην περίπτωση των Βάσκων – όσο αυτό απέφευγε κάποιον ισχυρισμό εθνικής υπόστασης. Όσο οι εθνικιστές λειτουργούσαν εντός των ορίων του μετά-το-1978 εδαφικού πλαισίου, ήταν ανεκτοί. Μια ένδειξη αυτού είναι ότι τόσο το PSOE όσο και το PP έχουν φτάσει σε κοινοβουλευτικές συμφωνίες με την Convergència και το Εθνικό Βασκικό Κόμμα (ΒΝΡ) για τον σχηματισμό κυβερνήσεων μειοψηφίας.
Όταν, όμως, οι περιφέρειες έχουν προσπαθήσει να κερδίσουν την νομική αναγνώριση του εθνικού στάτους τους, τότε εφαρμόζεται το ισπανικό σύνταγμα για να τις υπονομεύσει και να τις παρεμποδίσει. Αυτό συνέβη στην περίπτωση των Βάσκων όταν ο Πρόεδρος Ibarretxe (1999-2009) κάλεσε ένα δημοψήφισμα για να γίνει η Χώρα των Βάσκων μια “κοινότητα ελεύθερα συνδεδεμένη με το Ισπανικό κράτος”. Η κυβέρνηση Zapatero αμφισβήτησε το δημοψήφισμα στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Όπως και η αυτοδιάθεση της Καταλωνίας σήμερα, το “Σχέδιο Ibarretxe” συνάντησε αντίθεση από ολόκληρο το κατεστημένο: δικαστές, ΜΜΕ και τα δύο κόμματα που έχουν κυριαρχήσει στην ισπανική πολιτική τις πρόσφατες δεκαετίες.
Ελαττώματα στη διαδικασία του πολιτικού μετασχηματισμού στο τέλος της δικτατορίας είναι ένας παράγοντας γι’ αυτό, αλλά η ιστορία υποδεικνύει ότι το πρόβλημα έχει βαθύτερες ρίζες: ότι ισχυρισμοί εθνικής υπόστασης από τις μειονότητες ερμηνεύονται ορθώς ως αμβισβήτηση της επιτυχίας του ισπανικού έθνους-κράτους και συνεπώς βλέπονται ως ασύμβατες με αυτό. Μια τέτοια ανάλυση θα υπέτεινε ότι η προσπάθεια του Podemos να συνδυαστεί ένας “προοδευτικός πατριωτισμός” με μια υπεράσπιση του “πολυεθνικού” κράτος έχει περιορισμένες πιθανότητες επιτυχίας – ακόμα και στο απίθανο σενάριο που το κόμμα αυτό θα έφτανε σύντομα σε ένα τέτοιο σημείο εξουσίας που θα του επέτρεπε να εφαρμόσει τις ιδέες του. Το πολύ πιο πιθανό αποτέλεσμα στην παρούσα κρίση θα είναι η απόσχιση της Καταλωνίας ή η προσπάθεια της Μαδρίτης να καταστρέψει ό,τι έχει απομείνει από την αυτονομία της.
Μερικοί Καταλανιστές μπορεί να μετανιώνουν το πολιτικό τους σχέδιο να εμφανίζεται ότι οδηγείται περισσότερο από γεγονότα εξωγενή μάλλον παρά από το εσωτερικό. Ίσως ακόμα και να καταλαβαίνουν ότι το να αντιμετωπίζουν τον Καταλανισμό ως κυρίως αντιδραστικό υπονομεύει την δυνατότητα ενός Καταλανικού κράτους. Παρ’ όλα αυτά το ερώτημα πρέπει να τεθεί: γιατί η επιθυμία για μια καταλανική ή βασκική εθνική υπόσταση έχει αναδυθεί ως μαζικό κίνημα μόνο από την ισπανική πλευρά αυτών των ιστορικών περιοχών; Η προφανής απάντηση είναι ότι το Γαλλικό κράτος είναι πολύ πιο πετυχημένο στο να κάνει τους ανθρώπους να “αισθάνονται” Γάλλοι. Στην ισπανική πλευρά, οι μηχανισμοί που συνάπτουν/συνδέουν τους ανθρώπους σε ένα πολιτικό σώμα αναπτύχθηκαν καθυστερημένα και ήταν αδύναμοι.
Για παράδειγμα, ένα εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν δημιουργήθηκε παρά μόνο στα τέλη του 19ου αιώνα. Έρευνες τη δεκαετία του 2000 δείχνουν ότι η ταύτιση με το ισπανικό έθνος είναι ακόμα σχετικά ασθενής, και, αυτό έχει ενδιαφέρον, βρέθηκε πιο αδύναμη στην “μονογλωσσική” περιοχή της Εξτρεμαδούρα παρά στην Καταλωνία. Αυτό που καθιστά τον καταλανισμό ακριβώς μια πιθανή διαδρομή σε μια καινούρια χειραφετητική πολιτική είναι ότι εμπεριέχει ένα στοιχείο κοινωνικής και πολιτικής κριτικής που προσδίδει στον αγώνα του για έκφραση ένα χειραφετητικό δυναμικό. Θεωρείται, συνεπώς, αναγκαστικά ως μια προσβολή/ύβρις από τις κρατούσες δυνάμεις, που αντιδρούν αποκαλύπτοντας την αντιδημοκρατική και βίαιη φύση τους.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχον δυο ψυχές στο κίνημα υπέρ της κυριαρχίας, και, όπως το CUP και άλλες δυνάμεις αναγνωρίζουν, ο αγώνας πρέπει επίσης να είναι για να ξεπεράσει η προοδευτική την συντηρητική “ψυχή”. Αυτό απαιτεί ταξική πολιτική και στρατηγική, καθώς και ειλικρίνεια σε σχέση με τα όρια όλων των εθνικών σχεδίων. Σημαίνει την εύρεση τρόπων για να διασφαλιστεί ότι μια ρήξη με τιν Ισπανία είναι προς όφελος των εργαζόμενων. Η πρόταση από την καταλανική Αριστερά για την έναρξη μιας συνταγματικής διαδικασίας δημιουργίας ενός νέου πολιτικού και κοινωνικού πλαισίου μέσα από μαζική συμμετοχή ίσως βοηθήσει στην κατεύθυνση αυτή.
Αναγνωρίζοντας τον Καταλανισμό ως έναν στοχασμό (και ενίσχυση) της αποτυχίας της Ισπανίας βοηθά να εξηγηθεί η φιλοπόλεμη συμπεριφορά του ισπανικού κράτους απέναντι στην αυτοδιάθεση της Καταλωνίας. Αυτό είναι κομβικό στην κατανόηση της παρούσας κρίσης ως αναγνώρισης των ορίων της ρήξης με το ακροδεξιό παρελθόν της Ισπανίας ή της ύβρεως που αποκτά το καθεστώς λόγω την επιτυχίας του στο κλείσιμο των κομμάτων υπέρ της βασκικής ανεξαρτησίας και των δημοψηφισμάτων. Υποδεικνύει ότι μια μεταρρύθμιση του κράτους ήταν πάντα μια απίθανη έκβαση.
Στις μέρες που έρχονται, είναι πιθανόν να δούμε περισσότερες αντιπαραθέσεις. Απειλές από τον Ραχόι για την αναστολή της καταλανικής αυτονομίας αν ανακηρυχθεί η ανεξαρτησία, και τις ανάλογες κινήσεις για την σύλληψη των μελών της κυβέρνησης που μπορεί να ακολουθήσουν, μπορεί να προκαλέσουν μεγαλύτερες και πιο μαχητικές κινητοποιήσεις από ό,τι έχουμε δει μέχρι τώρα. Αν συμβεί αυτό, τότε ίσως να μπαίνουμε σε μια αχαρτογράφητη περιοχή για τη σύγχρονη Ευρώπη.
Καταλανοί ακτιβιστές σε μαχητικά συνδικάτα, το CUP, και ριζοσπαστικές οργανώσεις, καθώς και πολλοί μέσα στο Podemos, το los Comunes, και τα κινήματα υπέρ της κυριαρχίας, θα προσπαθήσουν να συνεχίσουν την προώθηση της δημοκρατικής πάλης προς τα αριστερά. Αλλά είναι κρίσιμο για την επιτυχία τους να προσφερθεί αλληλεγγύη σε διεθνές επίπεδο – συμπεριλαμβανομένης της πίεσης προς τις κυβερνήσεις που λύνουν τα χέρια του Ραχόι.
1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.jacobinmag.com/2017/10/catalonia-independence-franco-spain-nationalism