Του Matthijs Krul1
Το Endnotes 32 είναι το πιο πρόσφατο προϊόν της ομάδας συζήτησης των θεωρητικών της “κομμουνιστικοποίησης” που φέρουν το όνομα Endnotes. Στο παρόν άρθρο θα αποπειραθώ μια συζήτηση από μια σκοπιά συμπάθειας αλλά και κριτικής σ’ αυτά που θεωρώ μερικές από τις κομβικές συνεισφορές των γραπτών των Endnotes, ιδιαίτερα στα Endnotes 2 και Endnotes 3. Οι συζητήσεις των Endnotes και, ίσως, η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης γενικότερα, πιστεύω ότι μπορεί δικαιολογημένα να ειπωθεί ότι αναπτύσσουν δυο κεντρικές ιδέες σ’ ολόκληρο το έργο τους. Η πρώτη είναι ότι η ιστορία του 20ου αιώνα είναι αυτή της ιστορικής αποτυχίας του εργατικού κινήματος ως ενός κινήματος των εργατών, δηλαδή ως ένα κίνημα με αυτοσυνειδησία, βασισμένου στην εργατική ταυτότητα και την ταξική θέση του εργάτη – την επιβεβαίωση της εργατικής τάξης, συμπεριλαμβανομένων της σχετιζόμενων εννοιών της “εργατικής” εξουσίας, του “εργατικού” κράτους κοκ. Αυτό το εργατικό κίνημα θεωρείται ότι απέτυχε να κατανοήσει ότι η κατάργηση των τάξεων απαιτούσε την κατάργηση της αξιακής μορφής: όχι μια επιβεβαίωση της εργατικής ταυτότητας, αλλά την απεμπόληση μιας τέτοιας ταυτότητας – μια ταξική θέση που είναι μια “κακοτυχία”. Το κεντρικό ζήτημα είναι λοιπόν, όπως τίθεται στο Endnotes 2: “Η ιστορία της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι η ιστορία της αναπαραγωγής της ταξικής σχέσης. Είναι αυτή της αναπαραγωγής του κεφαλαίου ως κεφάλαιο, και – του απαραίτητου συνακόλουθου – της εργατικής τάξης ως εργατική τάξη. Αν υποθέσουμε ότι η αναπαραγωγή αυτής της σχέσης δεν είναι αναπόφευκτη, ποια είναι η πιθανότητα της μη-αναπαραγωγής της”;
Το δεύτερο επιχείρημα τότε, η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, είναι ότι η μόνη δυνατή μορφή που μπορεί να πάρει μια θεωρία της επανάστασης στον απόηχτο της εξαφάνισης ή αδυνατότητας στο παρόν αυτού του είδους του εργατικού κινήματος και της αποτυχίας του με τη μορφή του “πραγματικά υπαρκτού σοσιαλισμού” να υπερβεί πραγματικά τον νόμο της αξίας και να κινηθεί προς ένα καινούριο είδος κοινωνίας είναι να πετύχει αυτή την πλήρη υπέρβαση του νόμου της αξίας, της εμπορευματοποίησης της ζωής, της εργασίας και της αναπαραγωγής της υπό τον καπιταλισμό με έναν άμεσο τρόπο. Σύμφωνα με τους θεωρητικούς των Endnotes, ο καπιταλισμός όχι μόνο υπάγει πλήρως την εργατική τάξη υπ’ αυτόν, ούτως ώστε η αναπαραγωγή της εργατικής τάξης ως εργατική τάξη να είναι η αναπαραγωγή του ίδιου του καπιταλισμού, αλλά περιέχει επίσης μια τάση στον χρόνο να πολλαπλασιάζει “πλεονάζοντες πληθυσμούς”, τον εφεδρικό στρατό εργασίας που έλεγε ο Μαρξ: διαρκώς μεγαλύτερους αριθμούς εργατών αντικειμενικά μη-απαραίτητων για την τεχνολογικά μετασχηματισμένη παραγωγική διαδικασία, μια συσσώρευση λούμπεν προλετάριων σε παραγκουπόλεις και περιφέρειες.
Συνεπώς, ο “αριστερός κομμουνισμός” των Endnotes, αν αυτός είναι ο σωστός όρος σχετικά με τις πολιτικές τους υποδηλώσεις και στρατηγική, εκφράζεται με δυο τρόπους. Ο πρώτος είναι η απόρριψη, και η αντίθεση προς, οποιωνδήποτε κομμάτων (μικρών ή μεγάλων) που προσπαθούν για μια ακόμα φορά να επαναεπισκεφθούν την κρίσεις για τον 20ο αιώνα και να αναζωογονήσουν προσπάθειες – μέσω του ενός ή του άλλου προγράμματος οργάνωσης και επανάστασης για και από την εργατική τάξη – για την επίτευξη της ηγεμονίας στην κοινωνία, την επανάσταση της εργατικής τάξης, την εργατική εξουσία και τα παρόμοια. Ο δεύτερος είναι η αίσθηση ότι η ιστορική αποτυχία αυτών των προσεγγίσεων – και φυσικά ιδιαίτερα η ιστορική κληρονομιά της ΕΣΣΔ ως το απόγειο και το σύμβολο αυτής της μορφής μαρξιστικής ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος – βασίζουν την ελλιπή κατανόησή τους για την ολότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας και του νόμου της αξίας, που δεν μπορεί να καταργηθεί στην βάση μιας απλής άρνησης της ταξικής εξουσίας και της τοποθέτησης ενός κόμματος της εργατικής τάξης στους μοχλούς της μηχανής του κράτους και της κοινωνίας των πολιτιών. Πραγματικά, η αντίθεση μεταξύ εργατικής τάξης και κεφαλαίου είναι, και εδώ οι Endnotes συγκλίνουν με τον Εγελιανό Μαρξισμό και την θεωρία της αξιακής μορφής, μια έκφραση της αντίφασης ανάμεσα στην αξία χρήσης και την αξία ανταλλαγής στην ίδια την καπιταλιστική κοινωνία. Κανένα Κόμμα ή “εργατικό κράτος” δεν μπορεί να καταργήσει αυτή την αντίφαση με διατάγματα, ή να “έχει” έναν σοσιαλισμό που εμπεριέχει στην καρδιά του αυτή την αντίθεση. Μέχρι εδώ, μια χαρά.
Οποιαδήποτε επανάσταση, λοιπόν, αν πρόκειται για επανάσταση, πρέπει να είναι στα “αριστερά” αυτών των προσεγγίσεων, με την έννοια ότι πρέπει να επιχειρούν μια πιο πλήρη και ριζική υπέρβαση. Για τους Endnotes, αυτή είναι η ιδέα τους για την αμεσότητα. Όπως διατυπώνεται στο Endnotes 3:
Να μιλάμε για αμεσότητα, σε σχέση με την επανάσταση, είναι απλά μια σύντμηση για το γεγονός ότι η επανάσταση καταργεί τις διαμεσολαβήσεις του σύγχρονου κόσμου. Να μιλάμε για την αμεσότητα του κομμουνισμού σημαίνει λοιπόν να επιβεβαιώνουμε ότι, σε αντίθεση με τους επαναστάτες του παρελθόντος, οι “κομμουνιστικοποιητές” θα πρέπει να πάρουν στα σοβαρά υπόψιν την συνοχή του σύγχρονου κόσμου. Ο εργάτης, η μηχανή, το εργοστάσιο, η επιστήμη και η τεχνολογία: κανένας από αυτούς τους όρους δεν εμφανίζεται ως ένα απόλυτο “καλό” [unqualified good], που πρέπει να αντιτεθεί στο κεφάλαιο και το κράτος, ως απόλυτα “κακά”. Δεν υπάρχει καμμιά ουδέτερη τάξη του κόσμου που μπορεί να αναλάβει η εργατική τάξη απλά και να την λειτουργήσει προς το συμφέρον της. Συνεπώς, η επανάσταση δεν μπορεί να είναι ζήτημα του να βρούμε καινούριους τρόπους διαμεσολάβησης των σχέσεων ανάμεσα στους εργάτες ή ανάμεσα στους ανθρώπους και τη φύση, το κράτος και την οικονομία, τους άντρες και τις γυναίκες κ.λπ.
Τα προηγούμενα τεύχη των Endnotes έχουν, μέσω μιας “αρνητικής” συζήτησης άλλων ρευμάτων του “αριστερού κομμουνισμού” και μιας επαναθεώρησης της ιστορίας του 20ου αιώνα, ανοίξει τον δρόμο· το τρίτο τεύχος είναι ίσως η πρώτη θετική έκφραση μιας στρατηγικής ματιάς/προοπτικής που βασίζεται σε αυτές τις ιδέες, συνεπώς αξίζει να συζητηθεί περαιτέρω.
Το Endnotes 3 απαρτίζεται από έναν αριθμό ανόμοιων κειμένων. Μεγάλο κομμάτι της δουλειάς καταλαμβάνεται από τη συζήτηση της ταυτότητας υπό τον καπιταλισμό και του τί θα σήμαιναν η φυλή και το φύλο και τέτοιες “ταυτότητες” της εργατικής τάξης ειδωμένες από την οπτική της κομμουνιστικοποίησης. Αν και προφανώς κεντρικά ερωτήματα για την πολιτική και κοινωνική ζωή της εργατικής τάξης σήμερα, ιδιαίτερα στη Δύση, αξίζουν μιας πο συγκεκριμένης συζήτησης και ως εκ τούτου δεν θα ασχοληθώ σε βάθος με αυτά εδώ. Στην παρούσα περίπτωση ενδιαφέρομαι περισσότερο να συζητήσω το νόημα και τις συνέπειες/υποδηλώσεις της κομμουνιστικοποίησης: μια θεωρία της επανάστασης ως αμεσότητας στην υπέρβαση των κατηγοριών της (καπιταλιστικής) αξίας. Αρχικά, επιτρέψτε μου να πω ότι υπάρχουν πολλά στοιχεία εδώ με τα οποία συντάσσομαι. Η επιθυμίας των θεωρητικών των Endnotes, ως “αριστερών κομμουνιστών”, να αναζητήσουν μια γενικότερη θεωρητική ανάλυση του 20ου αιώνα και να αναλάβουν μια διερεύνηση του (φαινόμενου;) “θανάτου της αριστεράς” είνα αξιοθάμαυστη. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που για τους Endnotes αυτό πηγαίνει πιο πέρα από προσπάθειες αναζωογόνησης του προγραμματιστικού κομμουνισμού αυτής ή της άλλης στιγμής της ιστορίας ή της γεωγραφίας όταν βρέθηκε το “αληθινό πρόγραμμα” – όπως στς πολλές προσπάθειες αναζωογόνησης της 2ης Διεθνούς, ή του αναρχισμού του Ισπανικού εμφυλίου, ή του “αληθινού Μαρξισμού” αυτού ή του άλλου κανονιστικού συγγραφέα όπως ο Λένιν ή η Λούξεμπουργκ ή ο Τρότσκυ.
Οι συγγραφείς των Endnotes, αντίθετα, προσεγγίζουν τον 20ο αιώνα με το μόνο πραγματικά αληθινό μαρξιστικό πνεύμα, με άλλα λόγια, με “νηφάλιο πνεύμα”. Η συζήτησή τους για το εργατικό κίνημα του 20ου αιώνα ως μιας έκφρασης της επιβεβαίωσης της ύπαρξης της εργατικής τάξης, και συνεπώς της αναπαραγωγής του καπιταλισμού, είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα λόγω της απουσίας μιας συνοδεύουσας προκαθορισμένης προγραμματικής ή στρατηγικής άποψης για την επανάσταση – φακών μιας “παράδοσης” μέσω των οποίας όλα τα ιστορικά γεγονότα πρέπει να επανερμηνευθούν και οι οποίοι πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως ένας χάρακας/μέτρο με τον οποίον να κριθούν τα πραγματικά ιστορικά κινήματα. Κατά την άποψή μου, αυτό τοποθετεί την ανάλυσή τους γι’ αυτόν “τον αιώνα των άκρων” ξεκάθαρα πάνω από αυτές των περισσότερων αριστερών σχολιαστών.
Θα μπορούσα να προσθέσω σ’ αυτό την συστηματική προσπάθεια κατανόησης της πραγματικής διαδικασίας της παραγωγής, της (ανα)διαμόρφωσης της εργατικής τάξης, και των πάνω και κάτω της πάλης που αυτά έχουν παραγάγει – εδώ μπορεί να ειδωθεί ένα συγκεκριμένο όφελος πρός την αυτονομία, όπως στη συζήτηση μιας “εργατικής έρευνας” στο Endnotes 2 – και την εξίσου συστηματική επιμονή στην κατάργηση του καπιταλισμού με όλες τις κατηγορίες του, και πρώτα απόλα της ίδιας της εργατικής τάξης. Η διατήρηση αυτού ως του μοναδικού μέτρου που οποιοσδήποτε κομμουνισμός θα έπρεπε να έχει, μάλλον παρά ο εθιμικός εκρομαντισμός της εργατικής τάξης καθαυτής, και ως του μοναδικού “αληθινού” ιστορικού υποκειμένου, την διαφοροποιεί σημαντικά από τον συνδυασμό νοσταλγίας και δογματισμού που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της ιστοριογραφίας των μαρξιστικών κομμάτων (σεκτών) της σύγχρονης εποχής (μπορεί κάποιος να σκεφτεί σ’ αυτό το σημείο την υποδοχή που έλαβε το περίφημο “Έχει σταματήσει η πορεία της Εργασίας προς τα μπρος;” του Hobsbawm, που ειδώθηκε εντελώς ως ένα πρόβλημα του εργατικού κινήματος και της σύλληψης αυτού του κινήματος ως της νίκης των εργατών, τώρα φαινομενικά και τραγικά “σταματημένου”· αυτό σε αντίθεση με την προοπτική των κριτικών της κομμουνιστικοποίησης ότι η νίκη του κομμουνισμού μπορεί μόνο να υπάρχει ως η κατάργηση της εργατικής τάξης).
Παρόλα αυτά, υπάρχουν, κατά την άποψή μου, επίσης κάποιες σοβαρές θεωρητικές αδυναμίες σ’ αυτή την προοπτική της κομμουνιστικοποίησης, και ίσως στην ίδια την προωστική δύναμη της κομμουνιστικοποίησης – αδυναμίες που αναδεικνύονται, ίσως, με τον καθαρότερο τρόπο στην περισσότερο στρατηγική ανάλυση του Endnotes 3. Κατά την άποψή μου, η συλλογικότητα των Endnotes δεν ξεφεύγουν εντελώς κι οι ίδιοι από έναν συγκεκριμένο ρομαντισμό. Αλλά αυτός ο ρομαντισμός δεν είναι νοσταλγικός, αλλά, όπως θα προσπαθήσω να επιχειρηματολογήσω εδώ, μάλλον ιδεαλιστικός και ανεπαρκώς ιστορικός. Θα προσπαθήσω να διαγράψε εν συντομία αυτές τις ενστάσεις.
Η πρώτη αδυναμία είναι η σταθερή τάση να υποκαθίσταται η ρομαντική άποψη – του εργάτη που υπερβαίνει τους περιορισμούς του καπιταλισμού και να επιτυγχάνει τον εργατικό παράδεισο – με μια εξίσου ρομαντική προοπτική της υπέρβασης της καπιταλιστικής ολότητας σε μια ονειρική χώρα ενός ελεύθερου παιχνιδιού σημαινόντων3. Μ’αυτό εννοώ την (φαινόμενη) χρήση από τους Endnotes της αμεσότητας, με την κυριολεκτική έννοια της υπέρβασης της διαμεσολάβησης, τόσο ως προϋπόθεσης όσο και ως περιεχομένου του κομμουνισμού. Για τους Endnotes, η ουσία αυτού που αποκαλούν κομμουνιστικοποίηση εμφανίζεται να συνίσταται από μια έκρηξη αντίθεσης στην αναπαραγωγή του καπιταλισμού συμπεριλαμβανομένων όλων των κατηγοριών του, μια εισβολή στο εδώ και τώρα. Αυτό υπονοεί ότι μια “κομμουνιστικοποιητική” επανάσταση είναι μια επανάσταση στην οποία όλες οι κατηγορίες διαμεσολάβησης της παρούσας κοινωνίας ξεπερνιούνται και στην οποία συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα από την παρούσα κοινωνία που να σχηματίζει την κληρονομιά για το μέλλον. Αυτό είναι ιδιαίτερα καθαρό στα δυο δοκίμια του Endnotes 3: “Αυθορμησία, Διαμεσολάβηση, Ρήξη”και στο “Logistics, Αντι-logistics και η Κομμουνιστική Προοπτική” του Jasper Bernes. Το πρώτο είναι χαλαρά οργανωμένο γύρω από μια συζήτηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ σχετικά με τη μαζική απεργία και το δεύτερο συζητά τη σύγχρονη καπιταλιστική επιμελητεία – αλλά και τα δύο έχουν σημαντικές κοινοτοπίες που βασίζονται στην απόρριψη της χρήσης οποιωνδήποτε δομών διαμεσολάβησης, είτε φυσικής (όπως η επιμελητεία) είτε νοητική (όπως στις διαμεσολαβούσες κατηγορίες) που υπάρχουν υπό τον καπιταλισμό, στην κομμουνιστικοποίηση ή στο σοσιαλιστικό μέλλον.
Στο άρθρο του Bernes, αυτό φαίνεται καθαρά. Η πραγμάτευσή του για την σύγχρονη επιμελητεία – την παράδοση just-in-time, τα παγκόσμια δίκτυα παραγωγής και διανομής, την “υπαγωγή της παραγωγής στις συνθήκες της κυκλοφορίας” και την “εξαΰλωση του χώρου από τον χρόνο” που οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν προείδει ήδη το 1848 ότι θα επέφερε η παγκόσμια αγορά – είναι παραδειγματική. Αλλά αντί να συζητήσει τις δυνατότητες και τις παγίδες αυτής της “επανάστασης στην επιμελητεία” για τους μαρξιστές, όπως γίνεται όλο και περισσότερο από μαρξιστές που ενδιαφέρονται στην εφαρμογή της τεχνολογίας για σοσιαλιστικές χρήσεις, ο Bernes τοποθετεί απλά τον εαυτό απέναντι από το φαινόμενο αυτό ολωσδιόλου. Καθώς η επιμελητεία καθοδηγείται από το κεφάλαιο, και η παγκοσμιοποίηση των κατηγοριών του κεφαλαίου σημαίνει την υποδούλωση και την “απο-κειμενοποίηση”4 [abjection] της εργατικής τάξης, η επιμελητεία πρέπει απλά να απορριφθεί ως μια ακόμα μεταξύ των πολλών “κακών διαμεσολαβήσεων” του κεφαλαίου. Γιατί αυτό; Ο Bernes δίνει μερικά πρακτικά παραδείγματα, τα οποία περιστρέφονται όλα γύρω από την αδυνατότητα της καταληψης της εξουσίας με έναν επαναστατικό τρόπο έτσι ώστε η ολότητα της παγκοσμιοποιημένης επιμελητείας να μπορεί να ελεγχεται από τους επαναστάτες. Αυτό είναι ουσιαστικά το πρόβλημα του “σοσιαλισμού σε μια χώρα”: ένα τεχνικό αλλά και πολιτικό πρόβλημα, το οποίο θα έπρεπε συνεπώς μάλλον να συζητηθεί καθαυτό, παρά να υποτίθεται η απάντησή του ως γνωστή.
Στη συνέχεια, ο Bernes προσθέτει στο παραπάνω και το περίεργο επιχείρημα ότι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας κατάληψης των “μοχλών” της επιμελητείας, ακόμα και αν ήταν εφικτή, θα ήταν η περαιτέρω εξαφάνιση/απαρχαίωση της δουλειάς στις υπηρεσίες στη Δύση: “η ιδέα ότι το 15% περίπου των εργατών των οποίων η εργασία θα ήταν ακόμα χρήσιμη θα δουλεύουν για λογαριασμό άλλων – ως φροντιστές ενός κομμουνιστικού μέλλοντος – δεν μπορεί να δουλέψει πολιτικά, ακόμα και αν το σύστημα μπορούσε να παράγει αρκετά από όσα χρειάζονται οι άνθρωποι, και το εμπόριο για “πρώτες ύλες” [inputs] δεν δημιουργούσε κάποιο άλλο εμπόδιο/φραγμό”. Το αν αυτό εφαρμόζεται σε μια κοινωνία που έχει “κομμουνιστικοποιηθεί” ή για οποιαδήποτε προσπάθεια κομμουνιστικοποίησης που είναι πολύ μερική απέναντι στην ολότητα του κεφαλαίου, δεν είναι ξεκάθαρο. Αλλά εξαιτίας αυτού, συνεχίζει ο Bernes, το βασίλειο της ολότητας είναι αυτό του κεφαλαίου, και πρέπει να αποσυρθούμε/βγούμε από αυτό: “το όλον είναι το ψευδές, στην περίπτωση αυτή, όχι τόσο επειδή δεν μπορεί να αναπαρασταθεί επαρκώς ή επειδή οποιαδήποτε προσπάθεια για μια τέτοια αναπαράσταση ασκεί βία στις εσωτερικές της αντιφάσεις, αλλά επειδή όλες αυτές οι καθολικές αναπαραστάσεις διαψεύδουν το γεγονός ότι το όλον δεν μπορούμε ποτέ να επεξεργαστούμε το όλον ως τέτοιο. Η ολότητα του συστήματος επιμελητείας ανήκει στο κεφάλαιο”. Ο Bernes προτείνει, αντίθετα, ότι θα πρέπει να μπλοκάρουμε και να αντιτεθούμε στο παγκόσμιο σύστημα παραγωγής και διανομής: η αρνητική απάντηση/αντίδραση στην επιβεβλημένη διαμεσολάβηση.
Κατά την άποψή μου, αυτό είναι μια ασυνείδητη και μη πρακτική παραχώρηση στον ρομαντισμό του τοπικού και στις ουσιαστικά νοσταλγικές παρορμήσεις του “αντι-παγκοσμιοποιητικού” κινήματος, αν και εξαιρετικά πιο εκλεπτυσμένο στην κατανόηση του στρατηγικού ζητήματος. Είναι μια πολιτική καθαρής αντίθεσης, από την οποία λείπει, όμως, ένας από τους πιο κεντρικούς ισχυρισμούς του Μαρξ, δηλαδή ότι οι ίδιες οι τεχνολογικές και οργανωσιακές δυνατότητες του καπιταλισμού θα καθιστούσαν τον σοσιαλισμό εφικτό – η πρόταση/αρχή ενός σοσιαλισμού που είναι μάλλον “επιστημονικός”, δηλαδή ριζωμένος σε πραγματικές εξελίξεις, παρά “ουτοπικός”, δηλαδή αντιτιθέμενος στις πραγματικές εξελίξεις με αυθαίρετα ιδεατά προγράμματα. Το άρθρο του Bernes στο Endnotes στερείται, ίσως, του προγραμματισμού, σε συμφωνία με τη γενική κριτική που ασκεί η κομμουνιστικοποίηση στον προγραμματιστικό εργατισμό· αλλά, έτσι, απομένει με τίποτα άλλο από μια στάση απόρριψης, ο σκοπός της οποίας απορρίπτεται από την ίδια την ανάλυση του Bernes.
Πραγματικά, αν η επανάσταση δεν μπορεί να γίνει ταυτόχρονα παντού (κάτι που μπορεί αρκετά εύλογα να υποτεθεί), και αν “το κεφάλαιο μπορεί να μας πολεμήσει σε κάθε σημείο την ίδια στιγμή, γιατί το κεφάλαιο δεν είναι με καμμιά έννοια μια δύναμη με την οποία μπορούμε να πολεμήσουμε αλλά η ίδια η περιοχή στην οποία αυτή η διαμάχη λαμβάνει χώρα” – τότε με ποιο τρόπο θα μπορούσε να είναι δυνατή μια κομμουνιστικοποίηση από τα μέσα; Από την ανάλυση αυτή, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται περισσότερο εφικτό τοπικά από όσο σε παγκόσμιο επίπεδο, και όντως (όπως ορθά επισημαίνει ο Bernes) η σκοπιμότητα αυτή καθαυτή της παγκόσμιας επιμελητείας ήταν, καταρχάς, ακριβώς η παράκαμψη των τοπικών εξεγέρσεων, απεργιών, επαναστάσεων και άλλων αντικαπιταλιστικών ενεργειών. Η πρακτική κριτική όλων των διαμεσολαβήσεων του κεφαλαίου μοιάζει να μην μας αφήνει με τίποτα άλλο από σαμποτάζ χάριν του ίδιου του σαμποτάζ – την πολιτική του αναρχισμού και μηδενισμού του τέλους του αιώνα [fin-de-siècle].
Αυτό ενισχύει την εντύπωση, σίγουρα από το Endnotes 3, ότι η κριτική των Endnotes είναι με συνέπεια αυτή του σαμποτάζ, του μπλοκαρίσματος, του αρνητικού και του αντιτιθέμενου στην λογική της αξίας. Αυτό, θα πρέπει να πούμε, είναι ένα υγιές αντίδοτο στην συνήθεια κάποιων Μαρξιστών και κομμάτων να βλέπουν το σπέρμα Της Επανάστασης σε κάθε απεργία σε ένα εργοστάσιο μπισκότων στο Περού, αρκεί κάποιοι εργάτες να φοράνε ένα κόκκινο μπλουζάκι κάπου. Πραγματικά, κάποιος μπορεί να δεχτεί ότι γενικά οποιεσδήποτε από τις δραστηριότητες του εργατικού κινήματος ως τέτοιο τείνουν απλά να επανενδυναμώνουν την εργατική τάξη ως μια τάξη υποκείμενη στο κεφάλαιο, και το ίδιο έχει κάνει το μοντέλο της “μετάβασης” που προσφέρουν οι κομματικοί Μαρξιστές. Όμως, η καθαρή άρνηση της κομμουνιστικοποίησης έχει κι αυτή τα μειονεκτήματά της. Δεν μπορεί να συλλάβει πώς να πάμε από το Α στο Β, με έναν τρόπο διαφορετικό από την άρνηση στο υπάρχον· ενάντια στον χωρίς εγγυήσεις “Μαρξισμό της αυτοβοήθειας” των εργατιστών Μαρξιστών του 20ου αιώνα, προσφέρουν έναν Μαρξισμό που είναι ουσιαστικά γνωστικός – στον οποίον υπάρχουν μόνο εκρήξεις ενάντια στη λογική του υλικού κόσμου, εκρήξεις που πρέπει να περιέχουν εντός τους, αυθόρμητα και με άγριο τρόπο, την ολότητα του νέου κόσμου ενάντια στην ολότητα του παλιού. Για τους συγγραφείς του Endnotes, φυσικά, αυτό μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή και οπουδήποτε και δεν μπορεί ποτέ να προβλεφθεί – και με αυτή την έννοια δεν είναι μηδενιστές. Αλλά ενώ παρακαμπτει τον καθαρά αμυντικό Μαρξισμό, που ακολουθεί στην ουρά των εργατικών συνδικάτων και των σοσιαλδημοκρατών, κυριαρχώντας ουσιαστικά στην αριστερά σήμερα, και δεν επιδεικνύει καμμιά νοσταλγική τάση, έχει αντίθετα έναν καθαρά αντιτιθέμενο Μαρξισμό, έναν Μαρξισμό που διατηρεί αυτή τη ρομαντική μορφή, αλλά είναι άδειος από το περιεχόμενό της. Έχει, ίσως, μάλλον ένα μήνυμα ελπίδας, παρά ένα μήνυμα νοσταλγίας – αλλά ένα μήνυμα που δεν σχετίζεται με την πραγματική του ανάλυση.
Το ίδιο πράγμα μπορεί να δειχθεί, θα ισχυριζόμουνα, και για τη συζήτησή τους σχετικά με τις διαμεσολαβήσεις στην θεωρία, μάλλον, παρά στην πράξη – όπως στο δοκίμιο για την ρήξη, την αυθορμησία και τη διαμεσολάβηση που αναφέρθηκε παραπάνω. Ενώ θα περίμενε κάποιος ότι αυτή η συζήτηση, που ξεκινά με ένα σχόλιο στα άρθρα της Ρόζας Λούξεμπουργκ για τη μαζική απεργία και το αυθόρμητο, θα προσέφερε μια στρατηγική καθοδήγηση, καμμιά τέτοια οπτική δεν αναδύεται. Ίσως κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ κοντά στα προγράμματα των κομματικών Μαρξιστών. Αντίθετα, ο κεντρικός ισχυρισμούς του άρθρου – όπως και της κομμουνιστικοποίησης γενικά – είναι να επαναλάβει ότι τα προγενέστερα κομμουνιστικά κινήματα, στον βαθμό που βασίζονταν στο εργατικό κίνημα, δεν είχαν καμμιά έννοια “ρήξης”. Τι είναι όμως αυτή η “ρήξη”; “Η ρήξη αναγκάζει κάθε άτομο, που εμπλέκεται στην πάλη, να διαλέξει πλευρά: να αποφασίσει αν συντάσσεται με την πλευρά του κομμουνιστικού κινήματος – ως το κίνημα της πρακτικής καταστροφής αυτού του κόσμου – ή διαφορετικά, με την πλευρά της συνέχισης της εξέγερσης, στη βάση αυτού που είναι. Με αυτή την έννοια, η ρήξη είναι μια στιγμή της ανταρσίας, της επιλογής πλευράς”.
Όλα αυτά είναι εντάξει, αλλά το ίδιο θα μπορεί για οποιαδήποτε στρατιωτικού τύπου εξέγερση, ή αντάρτικο ή ακόμα και εκλογές. Συνεπώς, τι διακρίνει αυτή τη ρήξη από τα προγράμματα των κομματικών Μαρξιστών του παρελθόντος (και του παρόντος); “Η διαφορά ανάμεσα στις οργανώσεις και το κόμμα είναι, λοιπόν, η διαφορά ανάμεσα, αφενός σε επιτροπές ανέργων, συνελεύσεων γειτονιάς και σωματείων βάσης – που οργανώνουν τη διάρρηξη/αναστάτωση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων – και αφετέρου ομάδων παρτιζάνων – που αναδιαμορφώνουν δίκτυα μεταφορών και επικοινωνίας και οργανώνουν την δημιουργία και ελεύθερη διανομή αγαθών και υπηρεσιών. Οι κομμουνιστικές τακτικές διαλύουν τις ίδιες τις διακρίσεις (πχ. ανάμεσα σε εργαζόμενους και άνεργους) πάνω στις οποίες βασίζονται οι προλεταριακές οργανώσεις. Και κάνοντάς το αυτό, εκκινούν την ενοποίηση της ανθρωπότητας”.
Έχουμε και πάλι: ο κομμουνισμός, για τους Endnotes, είναι ουσιαστικά η κατάργηση των κατηγοριών του καπιταλισμού διευατές και καθεαυτές. Και πάλι θα δώσω έμφαση στην θεμελιώδη συμφωνία μου – και ίσως αυτό να γίνεται αυξανόμενα κοινά αποδεκτό στον “Δυτικό Μαρξισμό” γενικότερα – ότι οποιοσδήποτε κομμουνισμός πρέπει πράγματι να ξεπεράσει ολοκληρωτικά τον νόμο της αξίας, και ότι η ίδια η επανάσταση, για να είναι πλήρης, συνεπάγεται μια τέτοια υπέρβαση των κατηγοριών του καπιταλισμού ώστε να την θέσει σε ένα εντελώς διαφορετικό σύνολο κοινωνικών σχέσεων για πάντα. Αλλά αυτό δεν ήταν ποτέ τόσο αξιοθαύμαστο όσο υπονοείται. Το ερώτημα ήταν πάντα πώς αυτή η εννοιολογική απαίτηση, αυτή η υπέρβαση των πραγματικών αφαιρέσεων, σχετίζεται με την ίδια την μη-αφηρημένη στρατηγική της ίδιας της επανάστασης. Τα συνθηματικά αναγνώρισης των κομματικών Μαρξιστών είναι συνθηματκά της στρατηγικής και ολόκληρη η θεωρία τους υπηρετεί μόνο αυτόν τον σκοπό (που αποτελεί και μια από τις κύριες ενστάσεις που έχω απέναντί τους).
Σχετικά μ’ αυτό, οι Endnotes δεν μπορούν να μας πουν τίποτα άλλο από το ότι “η επανάσταση σήμερα μπορεί να σημαίνει μόνο εφτά δισεκατομμύρια ανθρώπους που προσπαθούν να βρουν τρόπους να αναπαραγάγουν τους εαυτούς τους με μη καπιταλιστικούς τρόπους”. Αυτό όχι μόνο είναι ελάχιστα διαφωτιστικό, αλλά μοιάζει επίσης να αντιφάσκει με την έμφαση στην ολότητα ως το βασίλειο του κεφαλαίου. Εδώ, κατά την άποψή μου, η ανάγκη κατάργησης όλων των διαμεσολαβήσεων του κεφαλαίου στο εδώ και το τώρα φτάνει στην αδυνατότητα του να συμβεί από μια καθαρά “αρνητική” οπτική, δηλαδή από μια σκοπιά που υποθέτει ένα είδος προεικόνισης αυτής της κατάργησης. Είναι, στην ουσία, ένα κυκλικό επιχείρημα: η επανάσταση πρέπει να καταργήσει τις διαμεσολαβήσεις του κεφαλαίου, και το μόνο σημείο που αυτό μπορεί να επιτευχθεί είναι εκεί που οι διαμεσολαβήσεις του κεφαλαίου καργούνται. Η κομμουνιστικοποίηση προϋποθέτει την απάντηση στο ερώτημά της [begs its own question]. Η πρότασή μου είναι ότι αυτό συμβαίνει εξαιτίας ενός λεπτού ιδεαλισμού και μιας ανιστορικότητας στο επιχείρημα: μια αποστροφή στη “μετάβαση” τρέπεται σε μια αποστροφή της χρονικότητας και της ιστορικής αιτιότητας.
Λοιπόν, αυτό θα πρέπει να το εξηγήσω με έναν κάπως έμμεσο τρόπο, καθώς θέλω να καταστήσω καθαρό τι εννοώ με αυτούς τους όρους. Οι συγγραφείς των Endnotes απορρίπτουν ορθώς μια“ουδέτερη” ή “αποθεωτική” οπτική της επιστήμης, της τεχνολογίας, των κατηγοριών της διαφοροποίησης της εργατικής τάξης (ταυτότητες) και την φυσικοποίηση οποιασδήποτε πτυχής της ταξικής κοινωνίας ως τέτοιας. Αλλά στον ενδελεχή και διαπεραστικό σκεπτικισμό τους απέναντι στην ιστορία τους κομμουνιστικού κινήματος και της πραγμοποίησης από αυτό των καπιταλιστικών κατηγοριών – ιδιαίτερα της τάξης, αλλά όχι μόνο της τάξης, όπως δείχνει το επιχείρημα για για την επιμελητεία – η ιστορικότητα αυτών των ίδιων των κινημάτων, οι ίδιες οι προσπάθειές τους να εναρμονίσουν την ανάγκη για “ρήξη” με τις στρατηγικές της “επανάστασης”, σβήνουν από τη ματιά μας. Άσχετα από το πόσο λανθασμένα είχαν συλληφθεί διάφορες απαντήσεις στο δίλημμα αυτό σε διάφορες εποχές, αυτό είναι ένα πρόβλημα του οποίου είχαν πολύ καλά επίγνωση ακόμα και οι πρώιμοι Μαρξιστές, όπως φαίνεται, για παράδειγμα, στις συζητήσεις του Λένιν για τον “κρατικό καπιταλισμό” της Ρώσικης Επανάστασης, ή την ατυχή άποψη των “δύο σταδίων”, πρώτα-σοσιαλισμός-μετά-κομμουνισμός, την έμφαση των Μαοϊκών για την επιμονή των αστικών σχέσεων μετά την επανάσταση κοκ.
Σε αντίθεση μ’ αυτό, για τους Endnotes η ιστοριογραφία στηρίζεται, τότε, σε μια κατανόηση του 20ου αιώνα ως ενός “αιώνα λαθών”, μια άνοδο και πτώση ενός (κομμουνιστικού) εργατικού κινήματος που ποτέ δεν κατάλαβε πλήρως τι θα συνεπαγόταν η υπέρβαση του νόμου της αξίας. Εξίσου, η άποψή τους για τον τωρινό αιώνα είναι μάλλον ρομαντικά αυτή της δυνατότητας αυτή η ιδέα να παρουσιαστεί η ίδια, κάπως, κάπου, στη διεκδίκηση της ελευθερίας ενάντια στους καθορισμούς του καπιταλισμού (οι Endnotes υπονοούν ότι αυτό είναι τώρα δυνατό επειδή η διαδικασία προλεταριοποίησης είναι πλήρης). Αλλά αν μια τέτοια ανάλυση είναι απλά έκφραση ενός Μπλοχιανού είδους ελπίδας για ελευθερία, τότε στερείται του περιεχομένου της “πραγματικής κίνησης που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων”.
Είναι αλήθεια ότι αυτή η πραγματική κίνηση δεν θα πρέπει να ταυτιστεί με το εργατικό κίνημα με την παραδοσιακή έννοια, ούτε με ένα κενό σημαίνον του Κόμματος σε μια νοσταλγία για τη 2η Διεθνή, παρόλα αυτά για να “δουλέψει” η ιστορική προσδοκία του Μαρξ για την επανάσταση απαιτεί ένα πραγματικό κίνημα. Και το “πραγματικό” εδώ είναι με την ίδια ακριβώς έννοια του “υλικού” στον “ιστορικό υλισμό”: δηλαδή, χοντρικά, ένα κίνημα που βασίζεται στην πολιτική οικονομία και την πραγματική της ουσία των προϊόντων, της τεχνολογίας, της εργασίας, της επιβίωσης και της αναπαραγωγής μέσω της παραγωγής και της κατανάλωσης. Είναι ακριβώς αυτές οι διαμεσολαβήσεις που δεν μπορούμε απλά να αρνηθούμε: κατηγορίες που, όσο “διαμεσολαβητικές” και αν είναι, δεν είναι καθαρά ιστορικές στον καπιταλισμό και δεν είναι μόνο “πραγματικές αφαιρέσεις” με τον τρόπο που η τάξη, το φύλο, η φυλή και οι άλλες “κακοτυχίες” είναι, αλλά θέτουν ζητήματα για οποιαδήποτε κοινωνία μπορούμε να φανταστούμε που υποφέρει από σπάνη.
Άλλωστε είναι μόνο αφού έχει καταργηθεί η σπάνη με μια έννοια που το αληθινό “βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει”, όχι πριν· και αυτή είναι μια υλική απαίτηση, όχι ένα ζήτημα διανομής, ούτε ζήτημα κατάργησης των διαμεσολαβήσεων που αναπαραστούν την σπάνη σε μας. Εγείρεται, λοιπόν, το ερώτημα του πώς πριν να επιτευχθεί αυτό (και άσχετα από το πώς μπορεί να επιτευχθεί), πραγματικά υπαρκτά ανθρώπινα όντα θα πάνε από το Α στο Β, από την τωρινή κατάσταση των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής σε μια άλλη. Μια απλά αρνητική απάντηση που ορθά απορρίπτει τον εργατισμό και την νοσταλγία του τωρινών Μαρξισμών, αλλά δεν προσφέρει μια απάντηση πέρα από την ένρηξη της επανάστασης ως του Γεγονότος της ελευθερίας, αποτυγχάνει πραγματικά να πάει πιο πέρα από μερικές από τις παλιότερες αναρχικές απόψεις της αυθορμησίας και της απόρριψης ως της ίδιας της επανάστασης. Η ιστορία της καθαρής αρνητικότητας ως αντίθεσης στον καπιταλισμί, είτε μέσω του αναρχισμού του-τέλους-του-αιώνα είτε της Σχολής της Φραγκφούρτης, δεν είναι πιο ισχυρή σ’ αυτό το σημείο από την ιστορία όλων των εργατίστικων προγραμμάτων από τον Μάο μέχρι τον Ευρωκομμουνισμό. Με την έννοια αυτή, θα ισχυριζόμουνα ότι ενώ οι Endnotes ρωτούν τις σωστές ερωτήσεις – και μερικές από τις περιγραφές τους για τη σχέση ανάμεσα στην εργασία ως ένα εμπόρευμα, τον νόμο της αξίας, και την καπιταλιστική κοινωνία ως τέτοια είναι ανάμεσα στις καλλίτερες που υπάρχουν – οι απαντήσεις τους στις ερωτήσεις αυτές ξεπέφτουν σε ένα ανιστορικισμό και ρομαντισμό της “εμμένειας μιας ιδέας”. Όμως, δεν μπορεί κανείς να φέρει τον παλίο τυφλοπόντικα ξανά στην επιφάνεια χωρίς μια γερή δόση σκαψίματος στην υπάρχουσα γη.
Σε αναλογία με τον τρόπο που οι Endnotes μοιάζει να συντηρούν, και ζητώ συγγνώμη από τον J.L. Mackie, μια “θεωρία λάθους” για την ιστορία του 20ου αιώνα, έτσι και η ιδέα που έχουν για την καπιταλιστική κοινωνία μοιάζει να βασίζεται σε ένα λογικό λάθος. Με αυτό εννοώ ότι οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής του καπιταλισμού παράγουν κακές διαμεσολαβήσεις επειδή βασίζονται στην “λάθος” αντίθεση ανάμεσα στην αξία ανταλλαγής και την αξία χρήσης. Όπως γράφουν: “ο καπιταλισμός είναι ένα σύνολο διαχωρισμών ή οντολογικών χασμάτων/σχισμών – μεταξύ των ανθρώπινων όντων και των πιο εσώτατων ικανοτήτων τους – που στη συνέχεια διαμεσολαβούνται από την αξία και το κράτος”. Ίσως αποτελεί μια φτωχή διατύπωση, αλλά να βλέπει κανείς τον καπιταλισμό ως βασιζόμενο πρωτίστως σε οντολογικά χάσματα, και μόνο αναλυτικά στη συνέχεια να διαμεσολαβείται από την αξία και το κράτος και όλες τις “πραγματικές αφαιρέσεις”, είναι πραγματικά μια περίεργη προσέγγιση – μια προσέγγιση που πραγματικά υποδεικνύει τον καπιταλισμό ως ένα κατηγορικό λάθος που έχει (τυχαία;) αναδυθεί στην ιστορία. Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν είναι αρκετό για την κομμουνιστικοποίηση να φέρει ένα “βασίλειο” απλά από αξίες χρήσης, αλλά για τους συγγραφείς του Endnotes, είναι μια κοινωνία που πρέπει να ξεπεράσει όλες τις διαμεσολαβήσεις και όλες τις κατηγορίες αυτής της “τυπικής λογικής” του κεφαλαίου συνολικά. Αυτή η λογική είναι μια λογική που δεν είναι λειτουργική ανθρώπινα – σαν να είχαμε να κάνουμε εδώ με μια ψευδή απόδειξη, μια εξίσωση που αποτυγχάνει.
Φυσικά, ένα μείζον μέρος του υποβάθρου εδώ είναι η αντίσταση – ήδη ειπωμένη από τον Μαρξ σε απάντηση των πολύ πραγματικών γεγονότων της παρισινής Κομμούνας – στην ιδέα ότι κάποιος μπορεί απλά να πάρει στα χέρια του τον υπάρχοντα μηχανισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας και να τον χρησιμοποιήσει για την “εργατική εξουσία”. Αυτό καθαυτό είναι δικαιολογημένο. Αλλά η συνέπειά του για την προοπτική της κομμουνιστικοποίησης είναι ότι ψάχνει να συνδυάσει την υπέρβαση όλων των υπαρχουσών κατηγοριών από τα μέσα, χωρίς κατά κανέναν τρόπο να αναπαράγει τις κατηγορίες αυτές· και η μόνη απάντηση που μπορούν να δώσουν σε έναν τέτοιο γρίφο είνα ουσιαστικά η άρνηση αυτών των κατηγοριών. Στον βαθμό που αυτό έχει μια θεωρία, δεν έχει ιστορική αιτιότητα. Δεν είναι μια έκφραση της ιστορικής κίνησης και δυνατότητας, αλλά μια φιλοσοφική ένσταση (κάποιος θα μπορούσε να σημειώσει εδώ την παλιά υιοθέτηση μετικών από τις μεθοδολογικές υποθέσεις της θεωρίας της δημόσιας επιλογής και του φιλελεύθερου θεσμισμού [institutionalism], όπως στην απεικόνιση της επανάστασης ως ένα πρόβλημα συλλογικής δράσης. Για τους Endnotes αυτή είναι, ίσως, η βάση της απόρριψης του ψεύτικου οπτιμισμού των κομματικών Μαρξιστών, αλλά υποτείνει ότι οι κατηγορίες τους δεν έχουν εξεταστεί πλήρως).
Ο Μαρξ, όμως, επέμενε στην ιστορικότητα, συμπεριλαμβανομένης κάποιας διιστορικότητας όταν απαιτείται για τη σύγκριση ενός τρόπου παραγωγής με έναν άλλον – μερικές φορές τόσο χονδροειδώς όπως στις δηλώσεις του ότι ο χειρόμυλος δίνει τον φεουδαλισμό, η ατμομηχανή τον καπιταλισμό κοκ. Στο μυαλό μου, αυτός ο ιστορικός υλισμός, και η έννοια ότι οι καπιταλιστικές αξιακές σχέσεις είναι μια συγκεκριμένη έκφραση (μια πολύ κακή μάλιστα!) ενός γενικότερου προβλήματος, έχουν σημασία. Όχι επειδή θέλω να εξυμνήσω τις αρετές ενός εναλλακτικού Whiggism, μια μακρά ιστορία σοσιαλιστικής τεχνολογικής προόδου που θα αντικαταστήσει τη φιλελεύθερη. Αλλά, μάλλον, επειδή για να δούμε την “πραγματική κίνηση” ως μια κίνηση της ελεύθερης βούλησης ενάντια στον καθορισμό μέσω κατηγοριών σημαίνει να δούμε το πρόβλημα στο επίπεδο της οντολογίας, των “οντολογικών χασμάτων” που αναφέρθηκαν – με άλλα λόγια, στο επίπεδο των ιδεών. Αν η κριτική επικεντρωθεί σ’ αυτό, τότε πρόκειται ουσιαστικά για μια αναβίωση, σε μια μαρξιστική μορφή, της νεαρής Εγελιανής κριτικής στην αντίθεση ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα των πολιτών και την υποταγή τους μέσω των πηγών της κοινωνικής αλλοτρίωσης – θρησκεία, κεφάλαιο κοκ.
Αυτή είναι η προοπτική που ο Μαρξ μοιραζόταν, τουλάχιστον στα πρώιμα γραπτά του – αλλά πριν τοποθετήσει, κατά πολλούς, την πολιτική οικονομία και αυτό που έχει γίνει γνωστό ως “ιστορικός υλισμός” στο επίκεντρο (και δεν χρειάζεται να προσυπογράψει κανείς το πλήρες αλτουσσεριανό εργαλείο του “επιστημολογικού ρήγματος”, για να πει κάτι τέτοιο). Φυσικά, οι Endnotes λένε ότι κάποιος θα πρέπει να καταστρέψει τις διαμεσολαβήσεις αυτές καταστρέφοντας τις υποκείμενές τους οντότητες. Αλλά το ερώτημα γίνεται, τότε: τι είναι αυτό που πρέπει να καταστρέψουμε και πώς να το καταστρέψουμε χωρίς αυτό να λογιστεί ως μια απώλεια για την μελλοντική κοινωνία που έχουμε στο μυαλό μας; Στην στροφή τους [veering] ανάμεσα στην κριτική στο επίπεδο των κατηγοριών και στην “καταστροφική” κριτική των υποκείμενών τους οντοτήτων, οι Endnotes εξακολουθούν να αποφεύγουν το ιστορικό πρόβλημα με το οποίο ήρθε αντιμέτωπο το εμπνευσμένο από τον Μαρξ εργατικό κίνημα και αυτό ήταν, κατά την άποψή μου, η βάση της πραγματικής εμπειρίας του 20ου αιώνα. Η ΕΣΣΔ, οι σοσιαλδημοκρατικές “αποκλίσεις”, η ανάπτυξη του Ευρωκομμουνισμού, και το πιο σημαντικό, η ιστορία της αριστεράς του 20ου αιώνα ως αυτό που έχω αποκαλέσει αλλού ιδεολογία του “κράτους της ανάπτυξης”. Πολλά από αυτά ήταν λάθος, πολά δεν οδήγησαν ποτέ στο ξεπέρασμα της αξίας, και ίσως, πραγματικά, ολόκληρος ο κομμουνισμός του 20ου αιώνα ήταν η λάθος απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Αλλά ήταν, το δίχως άλλο, απαντήσεις – τίποτα από αυτά δεν ήταν ένα ατύχημα, μια σύμπτωση ή ένα λάθος κατηγοριών.
Το αν ο Στάλιν είχε λάθος σε σχέση με τη θεωρία της αξίας και το αν ο Τρότσκυ ήταν ένας “παραγωγιστής” και ένα μαστίγιο της εργατικής πειθαρχίας δεν είναι αλήθεια στο εδώ ή στο εκεί. Το “υπόδειγμα” του 20ου αιώνα, όσο και αν είναι μια “εποχή των άκρων”, παραείναι ομοιόμορφο και ανεξάρτητο από τη βούληση και τα κίνητρα των ατόμων που εμπλέκονται ώστε να εξαρτιέται από ένα λάθος κατηγοριών ή μια ανεπαρκή κατανόηση της πραγματικής υπαγωγής. Αν ο Στάλιν μπορούσε να είχε διαβάσει Ντωβέ, αυτό δεν θα είχε καμμιά σημασία. Αυτό το λέω όχι για να είμαι σχολαστικός, αλλά για να δώσω έμφαση στο ότι αυτό που φαίνεται να λείπει από την ανάλυση των Endnotes είναι μια έννοια ιστορικής αιτιότητας. Η κομμουνιστικοποίηση γίνεται ένα μαρξιστικό υποκατάστατο γι’ αυτό που ήταν το μεγαλειώδες για τους στοχαστές του Διαφωτισμού και του πρώιμου Ρομαντισμού – την συγκέντρωση στην ελευθερία όλων των ανόμοιων στοιχείων που προηγουμένως αλυσώνονταν από την αιτιότητα, το γίγνεσθαι-πλήρης με το γίγνεσθαι-ελεύθερος αυτού που ήταν κατακερματισμένο και ανελεύθερο-εκ-καθορισμού.
Αυτό σίγουρα συμφωνεί με την ιδέα του Μαρξ να είναι κανείς “κυνηγός το απόγευμα και κριτικός το βράδυ”, του Μαρξ της υπέρβασης της σπάνης και της ίδιας της διαίρεσης της εργασίας. Αλλά χωρίς να θέλει κανείς να αναβιώσει το μοντέλο των δύο σταδίων του “σοσιαλισμού” και του ανώτερου “κομμουνισμού”, πρέπει να είναι καθαρό ότι δεν μπορεί να έχει “ένα πραγματικό κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων”, που να μην είναι με κάποιο τρόπο κομμάτι της παρούσας κατάστασης πραγμάτων και να μην τα “ξαναφτιάχνει” εντός των ορίων των παρόντων διαμεσολαβήσεων – κάτι που δεν μπορεί να ξεπεραστεί από την απλή δύναμη της βούλησης, διαφορετικά θα είχε γίνει από τον Keats και τον Shelley, πριν από πολύ καιρό. Αυτό που μπορεί, τότε, να πει κανείς για τους Endnotes είναι ότι θέτοντας τις σωστές ερωτήσεις για την αριστερά της περιόδου μετά το (ας πούμε) 1871, δεν παρέχουν μια απάντηση. Αυτό δεν είναι μεγάλο ελάττωμα, γιατί ένας γνωστός άγνωστος είναι μεγάλο προχώρημα από μόνο του. Ίσως δεν υπάρχει, ακόμα, μια απάντηση – ίσως ισχύει ότι η ίδια η “πραγματική κίνηση” δεν είναι προς το παρόν επαρκής για να μας δώσει μια απάντηση που να πηγαίνει πέρα από μια εμμενή κριτική των κατηγοριών της όπως αυτή που μας παρέχουν οι Endnotes σε μια θετική μορφή γνώσης, έναν σοσιαλισμό που δεν είναι ούτε της καθαρής βεβαιότητας ούτε της καθαρής ελπίδας.
1 Στμ. Το πρωτότυπο δημοσιευμένο εδώ: http://www.thenorthstar.info/?p=11909.
2 Στμ. Endnotes 3: “Φύλο, φυλή, τάξη και άλλες κακοτυχίες”, εκδ. φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015.
3 Στμ. Στο πρωτότυπο: signifier. Στην γλωσσολογία/σημειολογία το σημαίνον, δηλαδή ως η υλική μορφή (κάτι που μπορεί κάποιος να δει, να ακούσει, να αγγίξει, να μυρίσει ή γευτεί) ενός σημείου ενώ το σημαινόμενο (signified) ως αυτό που το σημείο σημαίνει (νόημα, σημασία ή περιεχόμενο του σημείου).
4 Στμ. Δείτε σχετικά το κείμενο των Endnotes στο Endnotes 4: “Ένα ταυτόσημο αποκείμενο-υποκείμενο;” μεταφρασμένο στο https://2008-2012.net/2016/02/10/ένα-ταυτόσημε-αποκείμενο-υποκείμενο.