AfD – “Εναλλακτική για τη Γερμανία”: οι φασίστες ετοιμάζονται να επιστρέψουν στο γερμανικό Κοινοβούλιο1

Η Γερμανία εκλέγει ένα καινούριο κοινοβούλιο στις 24 Σεπτεμβρίου. Φαίνεται σίγουρο ότι το CDU θα κερδίσει την πλειοψηφία, συνεχίζοντας έτσι την μέχρι σήμερα 12ετή βασιλεία της Angela Merkel. Η προεκλογική περίοδος μοιάζει ανιαρή. Αλλά υπάρχει ένας πραγματικός κίνδυνος οι φασίστες να μπουν στο γερμανικό κοινοβούλιο με την Alternative für Deutschland, AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία).

Αν και υπάρχουν αρκετές φορές στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας (Bundesrepublik) που ο φασισμός έχει υψώσει το άσχημο κεφάλι του σε εθνικό επίπεδο (μόλις θυμηθήκαμε το πογκρόμ του Lichtenhagen, που συνέβη πριν από 2 χρόνια), η παρουσία ενός τέτοιου ακροδεξιού κόμματος με αυτή τη δύναμη στην ομοσπονδιακή Βουλή (Bundestag) είναι χωρίς προηγούμενο.

Η Εναλλακτική για τη ΓερμανίαΑfD είναι σχετικά νέα αλλά στη διάρκεια των 4 χρόνων έχει υποστεί μια εξέλιξη από (νεο-)φιλελεύθερη σε ακροδεξιά πολιτική δύναμη, ανάλογη με αυτή του Κόμματος Ελευθερίας της Αυστρίας (Freiheitliche Partei Österreichs, FPÖ), μόνο πολύ πιο γρήγορη. Είναι, όμως, σημαντικό να τονίσουμε ότι το ακροδεξιό στοιχείο ήταν ένα κομμάτι του πυρήνα της AfD από το ξεκίνημά της, αν και άρχισε να κυριαρχεί ανοιχτά μόνο μετά το 2015.

Η ιστορία της AfD: 2013-2015

Η AfD ιδρύθηκε στο Βερολίνο το 2013, από μια ομάδα που αυτοαποκαλούνταν Wahlalternative 2013 (Εκλογική Εναλλακτική 2013, WA13) και είχε προσπαθήσει να συνεργαστεί με τις ομάδες των ελεύθερων ψηφοφόρων, Freie Wähler2. Αυτές είναι συνήθως κεντροδεξιές φιλελεύθερες ομάδες που δεν σχηματίζουν κόμματα αλλά εκλογικές λίστες και παρατάξεις στα τοπικά και δημοτικά κοινοβούλια.

Αρχικά, η AfD εμφανιζόταν συνήθως ως ένα κόμμα ενάντια στο ευρώ: το κεντρικό της αίτημα ήταν η επιστροφή στο γερμανικό μάρκο και η βασική της απήχηση προερχόταν από μια ομάδα ακαδημαϊκών οικονομολόγων που κουβαλούσαν μαζί τους το βάρος της υποτιθέμενης ειδημοσύνης τους. Ακόμα και πριν από την ίδρυση της WA13, είχαν αντιταχθεί στην κίνηση της γερμανικής κυβέρνησης να διασώσει την Ελλάδα και τις τράπεζες μέσω του ESM (Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας)· άσκησαν κριτική ότι αυτό συνιστούσε επιδότηση των φτωχότερων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου από τη Γερμανία – αν και, στην πραγματικότητα, ήταν αυτο-διάσωση καθώς τα περισσότερα από τα χρήματα χρησιμοποιούνταν για την αποπληρωμή χρεών στις γερμανικές τράπεζες και εταιρείες. Απαιτούσαν τη διάλυση της Ευρωζώνης και έναν έλεγχο αυτού που αποκαλούσαν “εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων” – δηλαδή οτιδήποτε θα μπορούσε να δώσει στην ΕΕ περισσότερη εξουσία πάνω στις εθνικές κυβερνήσεις – μέσω δημοψηφισμάτων.

Αυτό μπορεί να μοιάζει μια αλλαγή που ξαφνιάζει σε σχέση με τη γενική υποστήριξη που το γερμανικό κεφάλαιο έδωσε στην Angela Merkel και την ΕΕ, αλλά προκαλεί λιγότερη έκπληξη όταν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά ποιοί ρίχτηκαν με ενθουσιασμό σ’ αυτό το σχέδιο. Ήταν μια μερίδα του κεφαλαίου αποτελούμενη από επιχειρήσεις οικογενειακής ιδιοκτησίας3, δηλαδή εκείνες στις οποίες οι περισσότερες από τις μισές μετοχές ελέγχονται από ένα πρόσωπο ή μια οικογένεια. Το Ίδρυμα Οικογενειακών Επιχειρήσεων (Stiftung Familienunternehmen, SF) και οι “Οικογενειακές Επιχειρήσεις” (Die Familienunternehmer, μια άλλη παρόμοια οργάνωση) υποστήριξαν το WA13, όπως και την AfD. Αυτό τους έθεσε απέναντι στον Ομοσπονδιακό Σύνδεσμο Γερμανικής Βιομχανίας (Bundesverband der deutschen Industrie, BDI), τον μεγαλύτερο οργανισμό πίεσης του γερμανικού κεφαλαίου, που ωφελήθηκε αφάνταστα από την κατάργηση των δασμών εντός της ΕΕ. Το SF, από την άλλη, είναι ένας οργανισμός που εκπροσωπεί πλούσιες οικογένειες, ιδιοκτήτες βιομηχανιών, με διακαή επιθυμία να διατηρήσουν τον κληρονομημένο πλούτο και την κοινωνική τους θέση. Οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες πουλάνε σε μια περιφερειακή ή στην εθνική αγορά και επενδύουν στο να κρατάνε τους παγκόσμιους ομίλους μακριά από αυτήν. Συνεπώς, όχι μόνο επιδιώκουν μια προστατευτική και εθνικιστική οικονομική πολιτική αλλά προάγουν επίσης αντιδραστικές ιδέες σχετικά με την οικογένεια και την κοινωνία4. Αν και οι δυο οργανώσεις έχουν αποστασιοποιηθεί από την AfD, μετά την προς τα δεξιότερα μετατόπισή της, εξακολουθούν να υπάρχουν έμμεσες συνδέσεις με τα πιο αντιδραστικά μέλη τους, ιδιαίτερα μέσω του Ομίλου Friedrich-August-von-Hayek και του ομώνυμου Ιδρύματος5.

Τον Φεβρουάριο του 2013, ο οικονομολόγος Bernd Lucke6 ανακοίνωσε ότι το Συμβούλιο του WA13 θα ίδρυε ένα καινούριο κόμμα και κάλεσε όλες τις “δυνάμεις κατά του ευρώ” να συμμετάσχουν. Δεν το έπραξαν όλοι – πολλές από τις κεντρώες ομάδες Ελεύθερων Ψηφοφόρων και άλλα μικρά αντι-ευρώ κόμματα θεώρησαν ότι το WA13 και τα σχέδιά του ήταν μετατοπισμένα πολύ στα δεξιά. Το αποτέλεσμα ήταν, φυσικά, ότι τα πιο δεξιά “Ευρωσκεπτιστικά” άτομα και ομάδες συμπτύχθηκαν στο καινούριο κόμμα. Ο πολιτικός επιστήμονας Sebastian Friedrich ισχυρίζεται στο πρόσφατο έργο του7 ότι ήταν ο Lucke αυτός που άνοιξε το κόμμα στην ακροδεξιά μετά από ένα απογοητευτικό αποτέλεσμα στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2013, χάνοντας για πολύ λίγο το όριο του 5% που χρειάζεται για την είσοδο στην Bundestag. Όμως, υπήρχε ήδη από την ίδρυσή της ένα πολύ ισχυρό ακροδεξιό στοιχείο στην AfD. Αν και ο Lucke και ένας άλλος εξέχων οικονομολόγος, ο Hans-Olaf Henkel8, εγκατέλειψαν την AfD σε μια έντονα δημοσιοποιημένη κίνηση το 2015, ασκώντας δριμεία κριτική στην καινούρια κατευθυνση που έπαιρνε το κόμμα, εθνικιστικά και σωβινιστικά στοιχεία υπήρχαν οργανικά στην κομματική πλατφόρμα ήδη από τη δημιουργία της.

Το κόμμα είχε τις πρώτες επιτυχίες του στη διάρκεια των ευρωεκλογών (εξέλεξε 7 ευρωβουλευτές) και στις γερμανικές δημοτικές εκλογές το 2014. Αργότερα, στην ίδια χρονιά, κατάφερε επίσης να μπει σε τρία τοπικά κοινοβούλια με χαμηλά διψήφια ποσοστά. Το κόμμα στράφηκε τελικά στα δεξιά όταν τα μέλη εξέλεξαν την Frauke Petry9 και τον Jörg Meuthen (έναν άλλο οικονομολόγο) ως [κοινοβουλευτικούς] εκπροσώπους, οδηγώντας τον Lucke να εγκαταλείψει το κόμμα (ο Henkel είχε αποχωρήσει νωρίτερα). Η Petry (ως πρώτος εκπρόσωπος) αντιπροσώπευε εκείνα τα τμήματα του κόμματος που ήθελαν στενότερη συνεργασία με το αυξανόμενο ρατσιστικό και αντιισλαμικό κίνημα “Pegida” (“Ευρωπαίοι Πατριώτες ενάντια στην ισλαμοποίηση της Δύσης”, “Patriotische Europäer gegen die Islamisierung des Abendlandes”, δείτε στη συνέχεια). Πριν από την αποχώρηση των πιο σημαντικών εκπροσώπων της νεοφιλελεύθερης πτέρυγας, δυο επικεφαλής παρατάξεων της AfD σε τοπικά κοινοβούλια (Björn Höcke – στην Θουριγγία, και André Poggenburg – στην Σαξονία-Anhalt) ίδρυσαν μια αντιδραστική πτέρυγα με ένα μανιφέστο (αποκαλούμενο η “Απόφαση της Ερφούρτης”, “Erfurt Resolution”) που περιέγραφε την AfD ως μια αντίδραση στην πρόσφατη προοδευτική πολιτισμική πολιτική. Στη συνέχεια της διάσπασης, η Petry έγινε η μορφή του κόμματος και επηρέασε σημαντικά την λαϊκιστική του πολιτική. Αλλά η εγγύτητα της AfD στο Pegida έκανε επίσης πολλές ακροδεξιές ομάδες στη Γερμανία να μπουν στο κόμμα και να προσπαθήσουν να επηρεάσουν την πλατφόρμα του.

Η ιδεολογία της AfD

Στην πρώτη φάση, ο ιδεολογικός πυρήνας του κόμματος παγιώθηκε. Συνίσταται από έξι βασικά στοιχεία, που αντιπροσωπεύονται στο κόμμα στις νεοφιλελεύθερες, εθνικο-συντηρητικές και εθνολαϊκιστικές φράξιες ή προσωπικά δίκτυα: ταξικότητα10, ρατσισμός, απολυταρχισμός, αντιφεμινισμός, αντισημιτισμός και εθνολαϊκισμός11.

Δημοσιογράφοι και ακαδημαϊκοί συνήθιζαν να αντιπαρατίθενται για το αν η AfD μπορεί να ονομαστεί φασιστικό ή εθνολαϊκιστικό κόμμα. Τώρα, όμως, ο τοξικός/επιθετικός ρατσισμός και ο ανοιχτός σεβασμός για το εθνολαϊκιστικό κίνημα, καθώς και οι δεσμοί με ομάδες της “Νέας Δεξιάς” όπως το Κίνημα Ταυτότητας12, έχουν απαντήσει το ερώτημα: η AfD μπορεί να μην είναι φασιστικό κίνημα με την ιστορική έννοια, αλλά, παρ’ όλα αυτά, χρησιμοποιεί τις συνηθισμένες κρυφές λέξεις-κλειδιά13 της “Νέας Δεξιάς” – χωρίς να υμνεί ανοιχτά τον Εθνικοσοσιαλισμό, αλλά χρησιμοποιεί την ιδεολογία, τις τακτικές και τους συμβολισμούς μιας πολλαπλότητας εθνολαϊκιστικών ομάδων, καθώς και της λεγόμενης “συντηρητικής επανάστασης”.

Η καλλίτερη περιγραφή της ιδεολογίας της AfD προέρχεται από τον κοινωνιολόγο Andreas Kemper, ο οποίος λέει ότι η κεντρική πολιτική πεποίθηση του κόμματος είναι η ανισότητα: πιστεύουν στην ανισότητα μεταξύ των τάξεων, μεταξύ των φυλών και μεταξύ αντρών και γυναικών. Οι τρεις διαστάσεις της ανισότητας συνδέονται με τα τρεις επικαλυπτόμενες ομάδες που σχημάτισαν το κόμμα το 201314.

– Ταξισμός

Η AfD έχει μια ισχυρή απέχθεια για τα περισσότερα από τα επιτεύγματα του γερμανικού κοινωνικού συστήματος. Στην πραγματικότητα, τα μέρη της πλατφόρμας της που ασχολούνται με κοινωνικά ζητήματα είναι τόσο σκληρά/δριμεία ώστε ο δημοσιογράφος Enno Park, αφού τα συνέκρινε με αυτά του ακροδεξιού NPD, το χαρακτήρισε “πιο δεξιό” από το δεύτερο, ένα κόμμα που πρόσφατα μόλις ξέφυγε από το να βγει εκτός νόμου ως αντισυνταγματικό15. Αυτό συμβαίνει γιατί το ανοιχτά νεοναζιστικό NPD τουλάχιστον αναγνωρίζει/παραχωρεί σ’ αυτούς που χαρακτηρίζει ως εθνοτικά Γερμανούς μερικά κοινωνικά προγράμματα, ενώ η AfD απαιτεί έναν ενιαίο φορολογικό συντελεστή, την πλήρη κατάργηση της ασφάλισης για τους άνεργους, περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, θέλει να συνδέσει τις ασφαλιστικές εισφορές με τα προσωπικά ιατρικά δεδομένα και είναι εναντίον του ελάχιστου μισθού. Είναι το κόμμα του κοινωνικού Δαρβινισμού για όλους.

Αυτό το πρόγραμμα φέρνει την AfD κοντά σε συγκεκριμένες φράξιες του γερμανικού κεφαλαίου: από την μια τις “οικογενειακές επιχειρήσεις” (Familienunternehmen) που υποστηρίζουν τον προστατευτισμό, αλλά δεν έχουν κανένα πρόβλημα με τις άλλες νεοφιλελεύθερες πολιτικές – ιδιαίτερα αυτές που αφορούν τον περαιτέρω περιορισμό των εργασιακών δικαιωμάτων· και, από την άλλη, τις εταιρείες ακινήτων που θα ήθελαν να αναιρέσουν τα ισχυρά δικαιώματα που έχουν οι ενοικιαστές στη Γερμανία. Εκπρόσωποι και των δυο αυτών ομάδων έχουν κάνει καμπάνιες στήριξης της AfD16.

Η εθνολαϊκιστική πτέρυγα, και αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, προτιμά ένα πιο κορπορατίστικο πρόγραμμα, που συνδυάζει μερικά πατερναλιστικά κοινωνικά προγράμματα (για όσους θεωρούν εθνοτικά Γερμανούς) με εργοδοτικά συνδικάτα17. Μερικοί τοπικοί ηγέτες έχουν ήδη ιδρύσει (αν και όχι με μεγάλη επιτυχία) τέτοια εργοδοτικά συνδικάτα. Δεν είναι ακόμα αρκετά καθαρό ποιες από τις ιδέες αυτές θα επικρατήσουν στο κόμμα.

– Ρατσισμός

Το 2010, ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός Thilo Sarrazin έγραψε το βιβλίο “Deutschland schafft sich ab” (“Η Γερμανία καταργεί τον εαυτό της”), στο οποίο χρησιμοποίησε ρατσιστικές ευγονικές θεωρίες και διαστρεβλωμένα δημογραφικά δεδομένα αντίστοιχα του διαβόητου “Bell Curve18 για να ισχυριστεί ότι ο “Γερμανικός λαός”, επειδή οι κατώτερες τάξεις και οι μετανάστες έχουν περισσότερα παιδιά, θα γίνεται σταδιακά λιγότερο ευφυής. Μέσω μιας έξυπνης [savvy] επικοινωνιακής στρατηγικής, το βιβλίο γνώρισε τεράστια επιτυχία, εμποδίζοντας να ακουστούν [drowning out] οι επιστημονικές διαψεύσεις και προκαλώντας/σπέρνοντας μια αντιπαράθεση τόσο έντονη ώστε κάποιοι αναλυτές να μιλάνε για το δυναμικό να δημιουργηθεί στη Γερμανία ένα κόμμα “Sarrazin”19. Κάποιο από αυτό το δυναμικό ενσωματώθηκε στην AfD. Αυτό την τοποθετεί επίσης εγγύτερα στο κίνημα “Pegida”, με τους πολιτικούς της AfD όλο και λογότερο διατεθιμένους να αποστασιοποιηθούν. Ο ελιτίστικος ψευδο-επιστημονικός ρατσισμός του Sarrazin και η Ισλαμοφοβία του Pegida είναι σημαντικά στοιχεία στην ιδεολογία της AfD.

– Απολυταρχισμός/Ελιτισμός

Ένα από τα ιδεολογικά στοιχεία που ενοποίησε τις τρεις φράξιες της AfD (νεοφιλελεύθερη, εθνικο-συντηρητική και εθνολαϊκιστική) πριν από τη διάσπαση, ήταν ο ελιτισμός. Αυτός εκφράστηκε αρχικά στο πώς η AfD αξιοποίησε την διάχυτη έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στους πολιτικούς και την τεχνοκρατική ιδεολογία διακηρύσσοντας ότι είναι ένα κόμμα “ειδικών” της οικονομίας, που έχουν τη γνώση και την αποφασιστικότητα να βρουν λύσεις για τις οποίες η πολιτική δεν ενδιαφερόταν.

Η κοινωνική βάση της AfD (δείτε και στη συνέχεια) είναι ιδιαίτερα επιρρεπής στις απολυταρχικές πολιτικές. Από το τεχνοκρατικό του ξεκίνημα, το κόμμα έχει αγκαλιάσει μια πιο ανοιχτή ιεραρχική πλατφόρμα, αλλά κάποιοι από τους ηγετικούς του υποψήφιους για το κοινοβούλιο σήμερα εξακολουθούν να την ενσωματώνουν στην πολιτική τους προσωπικότητα [persona]. Με δεδομένο ότι ο επιστημονικός ρατσισμός του Sarrazin βασιζόταν επίσης καθοριστικά σε κάποιον που λέει μια “άβολη αλήθεια” εναντίον της “αντιεπιστημονικής” πολιτικής ορθότητας και ότι ο ίδιος ισχυριζόταν ότι αποδεικνύει ότι όχι μόνο οι μετανάστες αλλά και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα έχουν ένα χαμηλότερο IQ, η σύνδεση ανάμεσα στον τεχνοκρατικό φιλελευθερισμό και τον ανοιχτά ρατιστικό απολυταρχισμό γίνεται καθαρότερη. Η πλατφόρμα του κόμματος επιδεικνύει μαι ανελέητη ιδεολογία ανταγωνισμού, μια πίστην στην ελεύθερη αγορά και βαθιά απορρύθιση κα μείωση της φορολογίας συγκρίσιμα με τον φιλελευθερισμό τύπου “Tea Party”. Δείχνει επίσης έναν ανάλογο σεβασμό προς τους επιχειρηματίες, ισχυριζόμενο ότι αν το κράτος τους παρακωλύει όσο το δυνατόν λιγότερο στην προσπάθειά τους για κέρδος, τότε θα ωφεληθεί συνολικά η κοινωνία.

Ο ελιτισμός είναι επίσης κυρίαρχος στις πολιτικές και κοινωνικές ιδέες του κόμματα. Ο Henkel έχει επανειλημμένα απαιτήσει μια “μεταρρύθμιση του πολιτικου συστήματος λήψης αποφάσεων”, δηλαδή ουσιαστικά τον αποκλεισμό τμημάτων του εκλογικού σώματος μέσω διαδικαστικών μέτρων που θα απέτρεπαν την αριστερά να πάρει την εξουσία. Μια από τις ηγέτιδες του κόμματος, η Beatrix von Storch, είναι πολύ ενεργή εδώ και καιρό σε κύκλους που θέλουν να επαναφέρουν τις γαίες της παλιά Πρωσικής τάξης ευγενών ανατολικά του ποταμού Elbe20.

Ομοφοβία, αντιφεμινισμός και χριστιανικός φονταμενταλισμός

Η AfD έχει ένα ισχυρό στοιχείο χριστιανικού φονταμενταλισμού. Το πρόσωπο με τη μεγαλύτερη επιρροή εδώ είναι η Beatrix von Storch, ο οποία είναι εξαιρετικά δραστήρια σε κύκλους της Ευαγγελικής εκκλησίας τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η Von Storch, μέσω του ΜΚΟ δικτύου της “Zivile Koalition e.V.” (“Συμμαχία Πολιτών”, ZK), έχει ασκήσει πιέσεις για μια αντιδραστική οικογενειακή πολιτική που κάνει διακρίσεις εναντίον των μη-ετεροφυλικών και μη-μονογαμικών σχέσεων και ενθαρρύνει τους “Γερμανούς” να αποκτούν περισσότερα παιδιά για να αντισταθμίσουν μια “συρρίκνωση” του εθνοτικού γερμανικού πληθυσμού που αυτοί αντιλαμβάνονται. Κάτω από τη στέγη της ZK, μια πρωτοβουλία της οποίας ηγείται ο Hedwig von Beverfoerde, οργάνωσε στη Γερμανία το 2014 την πρώτη “Demo für alle” (“Διαδήλωση για όλους”, εμπνευσμένη από την πρόσκαιρα επιτυχημένη “Manif pour tous” στη Γαλλία), μια σειρά αντιφεμινιστικών και ομοφοβικών πορειών χριστιανών φονταμενταλιστών εναντίον του δικαιώματος στην έκτρωση και μια πιο εμπεριεκτική διδακτέα σχολική ύλη σχετικά με το φύλο και τις τάξεις. Το λεγόμενο κίνημα προστασίας της ζωής (Lebensschutz) έχει πολλούς προσωπικούς δεσμούς με το κόμμα σε περιφερειακό επίπεδο και προσπαθεί να ασκήσει πίεση στο κόμμα ώστε να υιοθετήσει την χριστικανική φονταμενταλιστική, μισογύνικη και ομοφοβική κοσμοθεωρία του στην επίσημη πλατφόρμα του κόμματος. Οι διαδηλώσεις ενώνουν φονταμενταλιστές, “υπερασπιστές-της-ζωής” Χριστιανούς με εθνολαϊκιστές νεοναζί, που βλέπουν τον έλεγχο των γυναικών πάνω στο σώμα τους ως επιζήμιο για τους ρυθμούς αναπαραγωγής των εθνοτικών Γερμανών. Παρόμοιες συσχετίσεις μπορούν να βρεθούν στην AfD· για παράδειγμα, η Frauke Petry έχει πει ότι οι γερμανικές διατάξεις για τις εκτρώσεις θα πρέπει να είναι πιο περιοριστικές ώστε να αποτρέψουν την “εξόντωση του γερμανικού λαού” και απαίτησε την υποχρεωτική απόκτηση τριών παιδιών από κάθε γυναίκα21.

Άλλες θέσεις του κόμματος περιλαμβάνουν την αντίθεση στις ποσοστώσεις [συμμετοχής γυναικών], την διατήρηση των συμβατικών φύλων και τη γενική πολιτική ενάντια στην “πολιτική ορθότητα”. Το κόμμα συνδέεται επίσης με υπερκαθολικιστικά δίκτυα που λειτουργούν στην Ευρώπη στοχεύοντας στον “επανευαγγελισμό” μιας αυξανόμενα κοσμικής Ευρώπης. Αν και δεν μπορούν να συμφωνήσουν όλοι στο ζήτημα του χριστιανικού φονταμενταλισμού, ο αντιφεμινισμός περιγράφεται όλο και περισσότερο ως μια ιδεολογία που ενώνει πολλές διαφορετικές ομάδες της άκρας δεξιάς: μικροαστούς “ακτιβιστές των αντρικών δικαιωμάτων” μαζί με εθνικιστές συντηρητικούς, ευαγγελιστές Χριστιανούς και τη Νέα Δεξιά22.

Αντισημιτισμός

Ο αντισημιτισμός ως κομμάτι της νοοτροπίας των μελών της AfD προσέλκυσε την προσοχή της κοινής γνώμης με αφορμή ένα σκάνδαλο που ενέπλεκε την παράταξη της AfD στο κοινοβούλιο του κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Τον Μάρτιο του 2016, εκλογές σε τρία κρατίδια είχαν σαν αποτέλεσμα την είσοδο 61 νέων μελών (τα περισσότερα από αυτά από τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος) σε κοινοβούλια της Δυτικής Γερμανίας. Έπεσε στην προσοχή των ΜΜΕ ότι ένα από τα νεοεκλεγέντα μέλη στην τοπική βουλή (Landtag) της Βάδης-Βυρτεμβέργης, ο Wolfgang Gedeon, είχε εκδόσει αντοιχτά αντισημιτικά βιβλία, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι τα Πρωτόκολλα της Σιών είναι αληθινό έγγραφο και αποκαλώντας το γερμανικό μνημόσυνο του Ολοκαυτώματος “πολιτική θρησκεία” και τους αρνητές του Ολοκαυτώματος “διαφωνούντες”. Το κόμμα αντέδρασε αδύναμα, προσπαθώντας να έχει και την πίτα σωστή – μην προκαλώντας μια ανοιχτή σύγκρουση με ένα υπολιγίσιμο τμήμα των τοπικών του στελεχών και βάσης – και τον σκύλο χορτάτο – δηλαδή να αποφύγει να στιγματιστεί ως ένα αντισημιτικό κόμμα. Αν και ο Gedeon έχασε τη θέση του στην τοπική κομματική οργάνωση στην Konstanz, είχει τόσο έντονη υποστήριξη ανάμεσα στα μέλη της παράταξης της AfD στην τοπική βουλή ώστε παρέμεινε σ’ αυτήν μετά από μια – προσωρινή και προσχηματική – αποχώρηση.

Το σκάνδαλο Gedeon είναι μόνο η πιο δημοσιοποιημένη περίπτωση εκδήλωσης αντισημιτισμού στην AfD· αρκετά τοπικά στελέχη έχουν υπερασπιστεί αρνητές του Ολοκαυτώματος, έχουν εκδόσει αντισημιτικές καριακτούρες (συμπεριλαμβανομένης, πρόσφατα, μιας ψηφιακά επεξεργασμένης φωτογραφίας του σοσιαλδημοκράτη υποψήφιου για την καγκελαρία Martin Schulz με μια ελαφρά πιο γαμψή μύτη και πιο σαρκώδη χείλη) και έχουν ισχυριστεί ότι το Κεντρικό Εβραϊκό Συμβούλιο στη Γερμανία είχε “πολιτικό έλεγχο” πάνω στη Γερμανία και τη γερμανική κοινή γνώμη. Η Frauke Petry προσπάθησε να ανισταθμίσει το πρόσφατο σκάνδαλο με την φωτογραφία του Schulz ισχυριζόμενη ότι η AfD είναι “εγγυητής της εβραϊκής ζωής στη Γερμανία”, αναφερόμενη έτσι στην αντιμουσουλμανική στάση του κόμματος. Μερικοί το έχουν αποκαλέσει αυτό “εργαλειακή αλληλεγγύη με το Ισραήλ”23 – ένα φαινόμενο στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά της μετά το 2001 περιόδου, που προσυπογράφεται εντονότερα από τον Geert Wilders24 και τους Σουηδούς Δημοκράτες25, που χρησιμοποιούν τη δική τους “αλληλεγγύη με το Ισραήλ” ως μια νομιμοποίηση του αντιισλαμιστικού ρατσισμού τους. Ως εκ τούτου, ο πολιτικός επιστήμονας Samuel Salzborn έχει, επισημάνει ότι αν και η AfD, στις προγραμματικές της διακηρύξεις, δεν είναι ένα ανοιχτά αντισημιτικό κόμμα, είναι ένα “κόμμα για αντισημίτες”26.

Εθνολαϊκιστική (Völkisch) ιδεολογία

Στον απόηχο του σκανδάλου Gedeon, το κόμμα γνώρισε την πρώτη μάχη εξουσίας ανάμεσα στην (σχετικά) πιο πολιτικά ρεαλιστική φράξια, γύρω από την Frauke Petry, και την λεγόμενη Πατριωτική Πλατφόρμα (“Patriotische Plattform”), μια ομάδα των πιο ακροδεξιών μελών του κόμματος. Η σύγκρουση αυτή έχει τώρα κλιμακωθεί στο επίπεδο μιας ακόμα διάσπασης του κόμματος, μετατοπίζοντας την πιο βασική ομάδα ακόμα δεξιότερα. Η Πατριωτική Πλατφόρμα, μαζί με μια ομάδα που αυτοαποκαλείται απλά “Πτέρυγα” (“Der Flügel”) είναι η ομάδα μέσα στο κόμμα που συνδέεται στενότατα με την αποκαλούμενη “νέα δεξιά” στη Γερμανία, ένα σύνολο από “δεξαμενές σκέψης” και ΜΜΕ που προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στους δεξιούς συντηρητικούς και την ακροδεξιά. Η “Πατριωτική Πλατφόρμα” έχει δυναμώσει πλέον αρκετά ώστε να διεκδικήσει την ηγεσία του κόμματος. Οι θέσεις της, όπως και αυτές τις “Πτέρυγας”, περιγράφονται με τον καλλίτερο τρόπο ως εθνολαϊκιστικέςvölkisch.

Ο μη μεταφράσιμος όρος völkisch αναφέρεται στις ριζοσπαστικές εθνικιστικές πολιτικές και πολιτισμικές οργανώσεις που αναπτύχθηκαν στην περίοδο του γερμανικού Kaiserreich27 και της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Αυτές οι ομάδες είχαν εμμονή με την υποτιθέμενη γερμανική ή σκανδιναβική [nordic] κουλτούρα που είχε κατασταλεί μετά την διάδοση του χριστιανισμού. Συνέδεαν το γερμανικό έθνος με τις αρχαίες γερμανικές φυλές, προβάλλοντας σύγχρονες ταυτότητες στο παρελθόν. Η “Απόφαση της Ερφούρτης” παρουσιάζει την AfD ως εκπρόσωπο όχι των ψηφοφόρων της αλλά του “Λαού μας”. Η “Απόφαση” εισήχθη το 2015 από τον André Poggenburg, ο οποίος είναι τώρα μέλος της ομοσπονδιακής Εκτελεστικής Επιτροπής του κόμματος, και είναι το κειμενο στο οποίο αναφέρονται τόσο η “Πατριωτική Πλατφόρμα” όσο και η “Πτέρυγα”.

Ο πιο εξέχων εκπρόσωπος της εθνολαϊκιστικής πτέρυγας είναι ο Björn Höcke, πρόεδρος της AfD στη Θουριγγία, και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος28 στο τοπικό κοινοβούλιο (Landtag). Ιστορικός και δάσκαλος, ο Höcke προσέλκυσε το ενδιαφέρον των ΜΜΕ τον Ιανουάριο του 2017, όταν μετά από μια ομιλία στην οποία παραπονέθηκε για το “μνημείο του αίσχους στην καρδιά της πρωτεύουσάς μας”, αναφερόμενος στον τόπο μνήμης του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο, απαίτησε μια “στροφή 180 μοιρών στην πολιτική μνήμης μας” και συνέκρινε τους βομβαρδισμούς των συμμάχων στις γερμανικές πόλεις με τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, χαρακτηρίζοντάς τους μια προσπάθεια να “μας κλέψουν τη συλλογικής μας ταυτότητα”, “να μας ξεριζώσουν από τη ρίζα”, και ότι η προσπάθεια αυτή συνεχίστηκε με την “επανεκπαίδευση” από τους συμμάχους μετά το 194529. Όλες αυτές οι ιδέες χρησιμοποιούνται ευρέως στην φασιστική και νεοσυντηρητική γερμανική ακροδεξιά, στην οποία ο Höcke παραχωρεί επανειλημμένα συνεντεύξεις· έχει επίσης διαχρονικούς δεσμούς με επιφανείς μορφές της γερμανικής Νέας Δεξιάς. Τον τελευταίο χρόνο, έχουν έρθει στην επιφάνεια όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι ο Höcke έγραφε νεοναζιστικούς “φιλιππικούς” στον ακροδεξιό τύπο με το ψευδώνυμο “Landolf Ladig”, μαζί με ένα ακόμα μέλος του κόμματος, που θυμάται τον Höcke να το παραδέχεται ανοιχτά σε ένα τρίτο πρόσωπο30.

Σε κάθε περίπτωση, ο Höcke δεν έχει ποτέ “μασήσει τα λόγια του” και πολλοί ειδικοί έχουν προειδοποιήσει για τις ιδεολογικές του κλίσεις τα τελευταία δύο χρόνια. Αυτή τη στιγμή, ο Höcke κρατά τον εαυτό του μακριά από τους προβολείς της δημοσιότητας, ενώ ο Alexander Gauland31, που είναι ήδη ένας από τους δυο εκπροσώπους του κόμματος, παίζει το κλασσικό ακροδεξιό παχινίδι της πρόκλησης και της (μερικής) αναδίπλωσης στις τηλεοπτικές συζητήσεις με λίγο περισσότερη κομψότητα.

Κοινωνική Βάση, δημοσκοπήσεις και εκλογικά αποτελέσματα

Η κοινωνική βάση της AfD συγκροτείται λιγότερο από εργάτες και άνεργους και περισσότερο από Γερμανούς μικροαστούς – δημόσιους υπαλλήλους, μικροεπιχειρηματίες, εργαζόμενους σε δουλειές γραφείου (“λευκά κολλάρα”) και ειδικευμένους εργάτες εκτός της αγροτικής οικονομίας (“μπλε κολλάρα”). Το 2015, οι ψηφοφόροι της AfD ήταν σε πολύ μεγάλο ποσοστό άντρες με εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο πάνω από τον μέσο όρο, κυρίως ειδικευμένοι εργάτες ή αυτοαπασχολούμενοι και κάτω των 45 ετών. Το 2016, η εκλογική βάση αυξήθηκε σε μέγεθος και σε κατηγορίες, περιλαμβάνοντας τώρα περισσότερες γυναίκες – αν και τα 2/3 είναι ακόμα άντρες – και ανθρώπους με μέση εκπαίδευση. Αν και οι στατιστικές δείχνουν ότι έχει αυξήσει τα ποσοστά της μεταξύ των ανέργων και των εργατών, μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει ότι οι “εργάτες” είναι περισσότερο τεχνίτες και εξειδικευμένοι βιομηχανικοί εργάτες. Το ποσοστό ανεργίας στη Γερμανία είναι τόσο χαμηλό που ακόμα και μικρά κέρδη σε αυτή την ομάδα ψηφοφόρων φαίνονται μεγάλα αν εκφραστούν σε ποσοστά. Η (αυτο-)περιγραφή της AfD ως το κόμμα των “μικρών” δεν είναι λοιπόν πραγματικά ακριβής· οι ψηφοφόροι της προέρχονται κυρίως από την μεσαία και την κατώτερη μεσαία τάξη. Πριν από την διάσπαση, προσήλκυε κια ψηφοφόρους από άλλα κόμματα· αν και αυτό συμβαίνει ακόμα, τώρα έχει και μια σημαντική βάση σε πρώην μη-ψηφοφόρους. Έχει επίσης γίνει μια καινούρια επιλογή για ανθρώπους που ψήφιζαν το NPD και άλλα ακραία δεξιά κόμματα, επειδή μιλά παρόμοια σ’ αυτούς αλλά έχει υψηλότερες πιθανότητες επιτυχίας.

Μια σημαντική ώθηση για την AfD μετά την διάσπαση του 2015 ήρθε από το κίνημα Pegida. Το κίνημα αυτό ξεπήδησε τον χειμώνα του 2014, στον απόηχο της λεγόμενης “μεταναστευτικής κρίσης”. Μετά το άνοιγμα των γερμανικών συνόρων από την Merkel για τους πρόσφυγες από τη Συρία και το Ιράκ, αυτοί ήταν καλοδεχούμενοι από μεγάλο κομμάτι του γερμανικού πληθυσμού, που μέχρι και σήμερα έχει προσφερθεί εθελοντικά να συνδράμι με φαγητό και καταλύματα, καθώς και με την παροχή νομικής βοήθειας. Αυτή η διάθεση βοήθειας, αντιστράφηκε τον χειμώνα, όταν ιδρύθηκε το Pegida και ξεκίνησε μια αντεπίθεση, συγκεντρώνοντας κάτω από την ίδια στέγη όσους φοβούνται το “Ισλάμ”. Ξεκινώντας από την Δρέσδη, έχει έκτοτε επεκταθεί σε άλλες πόλεις, με μερικές σημαντικές τοπικές διαφοροποιήσεις. Αν και η προσοχή και η κινητοποίηση έχει έκτοτε συρρικνωθεί, άλλες, μικρότερες τοπικές ομάδες, έχουν αναλάβει τη διαμαρτυρία εναντίον των πολιτικών της Merkel και της έγερσης τοπικών κέντρων ασύλου. Η AfD έχει εμφανίσει μια διπρόσωπη προσέγγιση προς το Pegida, εναλλάσοντας την απόσταση με την συνεργασία. Αλλά όσοι διαδηλώνουν μαζί με το Pegida είναι πολύ πιθανόν να δουν την AfD ως την κοινοβευλευτική εκπροσώπηση αν όχι του ίδιου του κινήματος, τουλάχιστον των κεντρικών του αιτημάτων.

Τα τελευταία δύο χρόνια, η AfD έχει κερδίσει θέσεις σε όλο και περισσότερα τοπικά κοινοβούλια στη Γερμανία. Εκπροσωπείται τώρα σε 10 από τα 16 τοπικά κοινοβούλια και πλησιάζει τακτικά ποσοστά μεταξύ του 10 και 25% στις δημοσκοπήσεις για τις εκλογές στα διάφορα κρατίδια. Αυτό το δυναμικό διατηρείται ακόμα και τώρα, μετά το ρήγμα, αν και έχει συρρικνωθεί από το 14% (το 2016) στο 9% στις εθνικές δημοσκοπήσεις. Μαζί με το Pegida, η AfD δείχνει τη σημαντική διολίσθηση της πολιτικής στη Γερμανία και της γερμανικής κοινωνίας προς τον απολυταρχισμό και τον ρατσισμό – μια τάση που οι κοινωνιολόγοι είχαν περιγράψει εδώ και πολύ καιρό, και η οποία τώρα εγκατέλειψε το βασίλειο ενός σταθερού υπόγειου ρεύματος στον πολιτικό λόγο στη Γερμανία για να βγει πλέον στα ανοιχτά. Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο συμβαίνει μετά το 1945, αλλά είναι δυνατότερο από ποτέ.

Το κόμμα το 2017 και οι επερχόμενες ομοσπονδιακές εκλογές

Σήμερα, η εθνολαϊκιστική τάση έχει βασικά νικήσει. Οι νέοι ηγέτες είναι ο Alexander Gauland και η Alice Weidel. H Weidel υποτίθεται ότι εκπροσωπεί την “μετριοπαθή” πτέρυγα (ψήφισε υπέρ της αποπομπής του Höcke από το κόμμα), αλλά ο φιλελευθερισμός της είναι εντελώς οικονομικός και συνδυάζεται με έναν ανελέητο αντιισλαμικό ρατσισμό.

Οι συγκρούσεις είναι πιο πολύπλοκές – η Frauke Petry και άλλο ένα στέλεχος, ο Jörg Meuthen, οι καθορισμένοι εκπρόσωποι της όχι-τόσο-ακροδεξιάς παράταξης, δεν μπορούν να ανεχτούν ο ένας τον άλλον και έχουν αμφότεροι χρησιμοποιήσει κάθε πιθανότητα στο παρελθόν προσπαθωντας να ξεφορτωθούν ο ένας τον άλλον και τους υποστηρικτές του. Ο Meuthen συγκαταλεγόταν συνήθως μεταξύ των “μετριοπαθών”, αλλά έκτοτε έχει επιδείξει την ανοιχτή υποστήριξή του προς την ομάδα γύρω από τον Höcke και τον Gauland, τόσο ιδεολογικά όσο και προσωπικά. Ούτε είναι ο Höcke, όμως, ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός της εθνολαϊκιστικής πτέρυγας – είναι απλά ο πιο δημόσιος εκπρόσωπος της “Πτέρυγας”. Υπάρχουν άλλοι στην “Πτέρυγα” που, προς το παρόν, συνεργάζονται, αλλά θα μπορούσαν να γίνουν πολύ εύκολα αντίπαλοι διεκδικητές για τις ηγετικές θέσεις· επιπλέον υπάρχει και η “Πατριωτική Πλατφόρμα”. Ο πραγματικός νικητής αυτής της τελευταίας σύγκρουσης φαίνεται να είναι ο Alexander Gauland, ο οποίος δεν βγήκε στο προσκήνιο στη διάρκεια του σκανδάλου Höcke και τοποθέτησε τον εαυτό του, ενώ υποστήριζε τον Höcke, ως έναν από αυτούς που κρατούν ενωμένο το κόμμα. Είναι αυτός που πρότεινε την Alice Weidel ως συνηγέτιδα και έκανε την εθνολαϊκιστική πτέρυγα να την αποδεχτεί. Ο Gauland έχει επωφεληθεί εξαιρετικά από την όλη διαμάχη, παρουσιάζοντας επιτυχώς τον εαυτό τους ως έναν διαιτητή που δεν ανήκει σε καμμιά ομάδα, αλλά έχει από τότε αποδείξει πόσο κοντά βρίσκεται στην εθνολαϊκιστική ιδεολογία του Höcke. Είναι, όμως, πιο επιδέξιος με τα ΜΜΕ και παίζει το παλιό παιχνίδι των προκλήσεων σκανδάλων ως επαγγελματίας πολιτικός που είναι.

Η Weidel είναι μια πραγματικά ενδιαφέρουσα φιγούρα στο κόμμα. Μια οικονομολόγος που κέρδισε το διδακτορικό της με μια ανάλυση του κινέζικου συνταξιοδοτικού συστήματος, επέστρεψε μετά από έξι χρόνια εργασίας στην Κίνα το 2012 για να ριχτεί αμέσως στον ακτιβισμό ενάντια στο ευρώ. Συμμετέχει στο κόμμα από την ίδρυσή του, και θεωρείται ως μια από τις μετριοπαθείς και πραγματικά “ειδήμονες” ιδρυτές. Ζει επίσης σε μια ομοφυλόφιλη σχέση με δυο γιούς· τόσο η σύντροφός της όσο και τα παιδιά είναι έγχρωμα32. Αυτό μοιάζει σαν η οικογένεια απόλυτος εφιάλτης για ένα κόμμα που δουλεύει επιθετικά ενάντια στο να δίνεται σε οποιονδήποτε η επιλογή να ζει σε μη-παραδοσιακές, διαφυλετικές οικογένειες. Η Weidel δεν φαίνεται να νοιάζεται που η συνεργάτιδά της στην ηγεσία του κόμματος, η Beatrix von Storch, διατυπώνει ανοιχτά ότι “απεχθάνεται” μια κουλτούρα που ενθαρρύνει LGBT άτομα να ζουν στα ανοιχτά· ερωτώμενη [η Weidel] λέει ότι μπορεί να διαχωρίζει την πολιτική από την προσωπική της ζωή. Όλα αυτά εξακολουθούν να καθιστούν την Weidel το πιο “συμπαθητικό”, πιο μοντέρνο πρόσωπο του κόμματος· ο ανηλεής αλά-Heyek νεοφιλελευθερισμός της μετρά ως “μετριοπαθής” υπ’ αυτές τις συνθήκες.

Αν και προσπαθεί, στις δημόσεις εμφανίσεις της, να εστιάζει στην ειδικότητά της – τα οικονομικά – δεν κάνει πίσω στον αντιισλαμικό ρατσισμό της, ιδιαίτερα στο Facebook, όπου προσπαθεί να κινητοποιήσει κόσμο εναντίον των προσφύγων, μοιράζεται τα ρατσιστικά της ψέμματα σχετικά με τα ποσοστά εγκληματικότητας και άλλα. Αυτή τη στιγμή διεξάγει εκστρατεία για την εκλογή της στο κοινοβούλιο μαζί με τον Markus Frohnmaier, τον ηγέτη της οργάνωσης νεολαίας του κόμματος. Στις εμφανίσεις αυτές, ο Frohnmaier αναλμβάνει τον ρόλο του εκφραστή της ρητορικής μίσους με τις χαλκευμένες στατιστικές, ενώ η Weidel κλαυθμυρίζει για την καταπίεση της “ελευθερίας του λόγου” και ενεργεί ως η ειδικός οικονομολόγος. Από την ίδια την εμπειρία μου, όμως, οι λόγοι της για την οικονομία συνίστανται κυρίως από συγκεχυμένες επεξεργασίες σχετικά με το γιατί το ευρώ είναι κακό και μια περίεργη φετιχοποίηση του γερμανικού μάρκου και των μετρητών. Το κοινό της, όμως, μοιάζει να κολακεύεται από μια ειδικό που επιβεβαιώνει την δική του συγκεχυμένη φετιχοποίηση του μάρκου (καθώς και του χρυσού).

Πολλοί παρατηρητές έχουν χαρεί με τις εσωτερικές διαμάχες στο κόμμα, ιδιαίτερα όταν έχουν ως αποτέλεσμα μια ραγδαία πτώση στο ποσοστά των δημοσκοπήσεων. Πριν από τη εσωκομματική σύγκρουση, το κόμμα έφτασε ποσοστά 13-14% στις δημοσκοπήσεις, που δυνητικά το καθιστούσαν την τρίτη σε δύναμη κοινοβουλευτική παράταξη. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις του δίνουν ποσοστά μεταξύ του 7 και του 11%33. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι ο κίνδυνος έχει περάσει. Στο επίπεδο των κρατιδίων (Länder), τοπικές εξτρεμιστικές παρατάξεις έχουν καταφέρει να μπουν στα κοινοβούλια. Στη Θουριγγία, το τοπικό κόμμα (υπό την προεδρία του Björn Höcke) κέρδισε ποσοστό 10,6% το 2014· στην Σαξονία-Anhalt, μια άλλη εθνολαϊκιστική παράταξη υπό τον André Poggenburg μπήκε στο τοπικό κοινοβούλιο το 2016 με ποσοστό 24,3% ως το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα. Στις πρόσφατες εκλογές στο Saarland, που θεωρούνται ως ένας δείκτης για τις εκλογές της ομοσπονδιακής Βουλής τον Σεπτέμβρη, πολλοί ανακουφίστηκαν βλέποντας την AfD να περνά μετά βίας το όριο του 6% (στην Γερμανία ένα κόμμα πρέπει να ξεπεράσει το 5% για να μπει στο κοινοβούλιο)· αλλά η τοπική παράταξη στο Saarland είναι μια από τις πιο δεξιές στην AfD, για την ακρίβεια τόσο εξτρεμιστική που η ομοσπονδιακή ηγεσία εξέτασε ακόμα και την περίπτωση να αποβάλει ολόκληρη την παράταξη (Landesverband) από την AfD, πριν από την διαμάχη με τον Höcke. Συνεπώς, αν και το κόμμα είναι τώρα πολύ πιο ανοιχτά ρατσιστικό και εθνολαϊκιστικό, φαίνεται σίγουρο ότι θα μπει στο γερμανικό ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο. Αυτό δεν έχει προηγούμενο στην γερμανική πολιτική ζωή μετά το 1945. Το ίδιο το NPD κατάφερε μια φορά να φτάσει πολύ κοντά το 1969, σχεδόν μπαίνοντας στην Bundestag με το 4.3% των ψήφων· από τότε, όμως, κόμματα όπως το NPD δεν είχαν ποτέ στην πραγματικότητα τη δυνατότητα να ξεπεράσουν το πολύ-πολύ την αντιπροσώπευση σε λίγα μόνο τοπικά κοινοβούλια.Η AfD έχει καταφέρει αυτό που δεν είχαν καταφέρει οι προκάτοχοί της, το NPD και οι Ρεπουμπλικάνοι34: ενώνει ολόκληρο το φάσμα των πολιτικών τάσεων στα δεξιά των καθιερωμένων κομμάτων, από τους δεξιούς συντηρητικούς μέχρι την εξτρεμιστική ακροδεξιά.

Αυτό δείχνει τον πραγματικό κίνδυνο πίσω από την άνοδο της AfD. Είναι ένα σύμπτωμα μια σημαντικής μετατόπισης προς τα δεξιά στην γερμανική πολιτική ζωή, που φέρνει στο προσκήνιο έναν απολυταρχισμό στη γερμανική κοινωνία, ο οποίος ήταν πάντα εκεί αλλά έχει για πολύ καιρό περιοριστεί από τα κυρίαρχα καθιερωμένα κόμματα, καθώς και από τον σχετικό πλούτο και την πολιτική δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια, ο πολιτικός λόγος στη Γερμανία έχει στραφεί έντονα προς τα δεξιά. Μεγάλες αντιπαραθέσεις σχετικά με τον Sarrazin, τον αντιφεμινισμό, την απολογία για τους Ναζί ενός εξέχοντος πρώην παρουσιαστή ειδήσεων ή η επανανακάλυψη του Νίτσε από έναν πολύ γνωστό δημόσιο φιλόσοφο και πρύτανη μιας διαπρεπούς σχολής τέχνης, έχουν μετατοπίσει τα όρια του δημόσιου λόγου ακόμα δεξιότερα μετά το 2010. Η κρίση της Ευρωζώνης, στον απόηχο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008, και η αποκαλούμενη “προσφυγική κρίση” το 2015 έκαναν τα υπόλοιπα για να κινητοποιήσουν μεγάλα τμήματα της μικροαστικής τάξης στο να ψάξουν εκτός των καθιερωμένων κομμάτων. Ο πυρήνας της ιδεολογίας τους υπέρ της ανισότητας θα παραμείνει ακόμα και αν δεν συμβεί το ίδιο για την AfD.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://libcom.org/news/alternative-f-r-deutschland-parliamentary-elections-germany-08092017.

2 Στμ. Freie Wähler: Οι ελεύθεροι ψηφοφόροι είναι ένα μικρό γερμανικό κόμμα. Εμφανίστηκε από την Ομοσπονδιακή Ένωση Ελεύθερων Εκλογέων, στην οποία οι κοινοτικές ενώσεις ψηφοφόρων ενώνονται και είναι στενά συνδεδεμένες με αυτές. Οι ελεύθεροι ψηφοφόροι εκπροσωπούνται σήμερα στο Κοινοβούλιο της Βαυαρίας καθώς και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο οποίο αποτελούν μέλος του Ευρωπαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (EDP).

3 Στμ. Οι επιχειρήσεις Γιαννακόπουλων κ.λπ. μας λέει κάτι;;;!!!!

4 Στμ. Heine, Frederic/Thomas Sablowski. 2013. Die Europapolitik des deutschen Machtblocks und ihre Widersprüche: Eine Untersuchung der Positionen deutscher Wirtschaftsverbände zur Eurokrise, Berlin: Rosa-Luxemburg-Stiftung, https://www.rosalux.de/publikation/id/7138/die-europapolitik-des-deutschen-machtblocks-und-ihre-widersprueche (τελευταία πρόσβαση 08.09.2017)

5 Αμφότεροι συνδέονται προσωπικά τόσο με την AfD και την “Die Familienunternehmer”. Πβλ. Friedrich, Sebastian. 2016. Chefsache AfD: Der Kontakt zwischen AfD und “mittelständischen Unternehmen” wird wieder enger, http://www.sebastian-friedrich.net/?p=562 (πιο πρόσφατη πρόσβαση 04.03.2017)

6 Ο Bernd Lucke είναι καθηγητής Μακροοικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Προς το παρόν είναι σε άδεια μετά την έναρξη της πολιτικής τους δραστηριότητας. Αφότου εγκατέλειψε την AfD μετά από μια διαμάχη με την δεξιά πτέρυγα του κόμματος, ξεκίνηση ένα καινούριο κόμμα που απέτυχε όμως παταγωδώς στις εκλογές.

7 Friedrich, Sebastian. 2017. Die AfD. Analysen – Hintergründe – Kontroversen. Berlin: Betz + Fischer, σελ. 51.

8 Ο Henkel είναι εξέχουσα φυσιογνωμία στη γερμανική πολιτική και τις τηλεοπτικές συζητήσεις. Είναι πρώην διευθυντής της ΙΒΜ και επί μακρόν πρόεδρος της ομάδας πίεσης του Ομοσπανδιακού Συνδέσμου της Γερμανικής Βιομηχανίας (Bundesverband der Deutschen Industrie, BDI). Ο Henkel έχει επίσης δουλέψει για πολλά χρόνια με τους “Ελεύθερους Ψηφοφόρους” (“Freie Wähler”) για να προωθήσει τους πολιτικούς του στόχους.

9 Η Petry είναι μεταπτυχιακή χημικός που μετά από μια σύντομη ακαδημαϊκή καριέρα, προχώρησε στην ίδρυση μιας εταιρείας παραγωγής ενός καινούριου είδους πλαστικού πολυουρεθάνης. Η εταιρεία δήλωσε πτώχευση το 2013 και εξαγοράστηκε από μια κοινοπραξία. Έκτοτε έχει επικεντρωθεί στην πολιτική της καριέρα.

10 Στμ. Στο πρωτότυπο classism.

11 Στμ. Στο πρωτότυπο χρησιμοποιείται η γερμανική λέξη völkisch που προέρχεται από τη γερμανική λέξη Volk (το αντίστοιχο της αγγλικής folk) και αναφέρεται στην “εθνική ομάδα” ενός πληθυσμού και ενός λαού, με συνδηλώσεις στα γερματικά στην “εξουσία του λαού”. Στη Γερμανία το σχετικό κίνημα και ιδεολογία ήταν η ερμηνεία του λαϊκιστικού κινήματος με μια ρομαντική έμφαση στο φολκλόρ και την “οργανική”, δηλαδή μια “φυσικά ανταπυγμένη κοινότητα με ενότητα”, χαρακτηριζόμενη από την μεταφορά του λαού-ως-ενός-σώματος (Volkskörper) για ολόκληρο τον πληθυσμό στη διάρκεια μιας περιόδου από τον ύστερο 19ο αιώνα μέχρι την περίοδο των Ναζί. Η σύμφυση του εθνικιστικού και του λαϊκιστικού, ως έκφραση μιας αφηρημένης ενότητας συμφερόντων του “Έθνους-Λαού”, νομίζουμε ότι δικαιολογεί την απόδοση του όρου και των συναφών ιδεολογιών στα σύγχρονα ακροδεξιά, αλλά όχι μόνο (έχουμε επιχειρηματολογήσει αλλού για τις αριστερές εκδοχές αυτής της αφηρημένης ενότητας) ρεύματα ως εθνολαϊκισμός.

12 Στμ. στο πρωτότυπο Identitarian movement. Κίνημα του λευκού εθνικισμού που διακηρύσσει την διατήρηση της εθνικής ταυτότητας και μια επιστροφή στις “παραδοσιακές δυτικές αξίες”. Ξεκίνησε στη Γαλλία το 2002 ως ένα συντηρητικό κίνημα νεολαίας από τον χώρο της γαλλικής Nouvelle Droite (Νέας Δεξιάς) Génération Identitaire. Αρχικά ως το νεολαιίστικο τμήμα του αντιμεταναστευτικού Bloc Identitaire, διαμόρφωσε τη δική του ταυτότητα, με πρόθεση να εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη. Θεωρείται επίσης μέρος του αντι-τζιχαντιστικού κινήματος, αναπτύσσοντας σχέσεις πχ. με το Pegida και άλλα αντίστοιχα ρεύματα της νέας ακροδεξιάς. Σε μια πρόσφατη όξυνση αντιμεταναστευτικού ακτιβισμού, μέλη της κίνησης “Defend Europe”, που τοποθετούνται στον χώρο της Génération Identitaire, έχουν προχωρήσει στη ναύλωση του πλοιαρίου C-Star με αποστολή την “απώθηση” μεταναστών που προσπαθούν να φτάσουν στις ευρωπαϊκές ακτές. Χάρις στις παρεμβάσεις του αντιφασιστικού κινήματος, το C-Star δεν μπόρεσε να ελλιμενιστεί στα λιμάνια της Μεσογείου (μεταξύ αυτών η Ιεράπετρα, δείτε https://athens.indymedia.org/post/1576662) γεγονός που τελικά οδήγησε στην ακύρωση της “αποστολής” (https://athens.indymedia.org/post/1577008).

13 Στμ. Στο πρωτότυπο: dogwhistles. O όρος χρησιμοποιείται, με υποτιμητικό τρόπο, ειδικά στον χώρο της πολιτικής για να δηλώσει έναν τρόπο επικοινωνίας κάποιων μηνυμάτων που χρησιμοποιούν μια “κωδικοποιημένη” γλώσσα που μοιάζει να σημαίνει ένα πράγμα στον για τον γενικό πληθυσμό αλλά έχει ένα διαφορετικό, επιπρόσθετο ή ειδικότερο νόημα για ένα στοχευμένο κοινό. Η λέξη κυριολεκτικά αναφέρεται σε μια σφυρίχτρα εκπαίδευσης για σκυλιά εξ ου και η αναλογία, καθώς μια τέτοια σφυρίχτρα παράγει υψηλές συχνότητες (υπέρηχοι) που μπορεί να ακούσει ένα σκυλί αλλά όχι οι άνθρωποι.

14 Andreas Kemper: AfD – Partei der Ungleichheit, presentation held at Rosa-Luxemburg Stiftung: Lokale Strategien und Handlungsmöglichkeiten gegen Rechts – Vernetzungstagung zur Förderung der zivilgesellschaftlichen Bündnis – und Netzwerkarbeit gegen Rechts in Niedersachsen, Celle, 26.-27.06. 2016.

15 Enno Park: “Warum die AfD schlimmer ist als die NPD” (“Γιατί η AfD είναι χειρότερη από το NPD), http://www.ennomane.de/2016/03/14/warum-die-afd-schlimmer-ist-als-die-npd/ (πιο πρόσφατη πρόσβαση: 08.01.17). Το NPD έχει χάσει ψήφους και μέλη προς την AfD, η οποία έχει καταφέρει να δείχνει ένα πιο “αξιοσέβαστο” πρόσωπο προς την κοινή γνώμη ενώ προσφέρει παράλληλα στους ρατσιστές και τους νεοναζί μια καινούρια στέγη.

16 Friedrich, Sebastian. 2017. ‘Noch nicht abgeschrieben: die AfD und die Wirtschaft’, in: Der Rechte Rand 164, 10-11.

17 Στμ. Στα αγγλικά γνωστά ως “κίτρινα” (yellow) συνδικάτα.

18 Στμ. The Bell Curve: Intelligence and Class Structure in American Life (“Η καμπύλη Bell: Ευφυία και Ταξική δομή στην Αμερικάνικη ζωή”) βιβλίο που εκδόθηκε το 1994 από τον ψυχολόγο και Richard J. Herrnstein και τον πολιτικό επιστήμονα Charles Murray, στο οποίο οι συγγραφείς επιχειρηματολογούν ότι η ανθώπινη νοημοσύνη επηρεάζεται ουσιαστικά τόσο από κληρονομικούς όσο και περιβαλλοντικούς παράγοντες και είναι βασικός παράγοντας πρόβλεψης πολλών στοιχείων προσωπικής δυναμικής, περιλαμβανομένων του εισοδήματος, της επαγγελματικής απόδοσης, της γέννησης εκτός γάμου, της εγκληματικότητας, περισσότερο από το οικογενειακό κοινωνικο-οικονομικό στάτους ενός ατόμου. Ισχυρίζονται επίσης ότι άτομα με υψηλή νοημοσύνη, η “γνωστική ελίτ”, διαχωρίζονται από τα άτομα με μέση και κάτω του μέσου νοημοσύνη. Το βιβλίο ήταν εξαιρετικά αμφιλεγόμενο, ιδιαίτερα στα σημεία που οι συγγραφείς έγραψαν για τις φυλετικές διαφορές στη νοημοσύνη συζητώντας τις συνέπειες αυτών των διαφορών. Σύντομα, μετά από την έκδοση, πολλοί άνθρωποι επιδόθηκαν τόσο στην επίκριση όσο και στην υπεράσπιση του βιβλίου, ενώ γράφτηκαν επίσης αρκετά κείμενα ως απάντηση στο βιβλίο. Δείτε επίσης και την αναφορά στο άρθρο “Το σκοτάδι στο βάθος του τούνελ: τεχνητή νοημοσύνη και νεοαντίδραση” (https://inmediasres.espivblogs.net/2017/06/23/aineoreaction).

19 Ο ίδιος ο Sarrazin εξακολουθεί να είναι μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD).

20 Η von Storch είναι δικηγόρος και επί μακρόν πολιτική ακτιβίστρια. Μαζί με τον σύζυγό της Sven, ξεκίνησε την δεκαετία του 1990 την δημιουργία υπερσυντηρητικών δικτύων ασχολούμενων με την επαναφορά των παλιών κτημάτων/ακινήτων των ευγενών που αφαίρεσαν/απαλλοτρίωσαν οι Σοβιετικοί στην Ανατολική Γερμανία μετά τον πόλεμο, με τον αγώνα ενάντια στον γάμο των ομοφυλοφίλων και το δικαίωμα στην έκτρωση, καθώς και με την προώθηση νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών και μια επιστροφή στο γερμανικό μάρκο και μια εθνικιστική νομισματική πολιτική. Συνδέεται στενά με ομάδες και ΜΜΕ της αποκαλούμενης “Νέας Δεξιάς” στη Γερμανία και της λεγόμενης “εναλλακτικής δεξιάς” (“Alt-Right” στις ΗΠΑ, ενώ αρθρογραφεί και στο breitbart.com· πβλ. http://www.breitbart.com/london/2016/08/06/exclusive-afds-beatrix-von-storch-the-eu-should-be-a-fortress-against-illegal-migration/ (πρόσφατη πρόσβαση 22.04.2017).

21 Παρατίθεται στο: Siri, Jasmin. 2016. Geschlechterpolitische Positionen der Partei Alternative für Deutschland, στο: Häusler, Alexander (εκδ.): Die Alternative für Deutschland: Programmatik, Entwicklung und politische Verortung, Wiesbaden, σελ. 69-80, 75.

22 ό.π.

23 πβλ. http://www.hagalil.com/2017/04/afd-fpoe (πιο πρόσφατη πρόσβαση 20.04.2017)

24 Στμ. Geert Wilders, ιδρυτής και ηγέτης του ολλανδικού ακροδεξιού Κόμματος της Ελευθερίας (Partij voor de VrijheidPVV).

25 Στμ. Σουηδοί Δημοκράτες (Sverigedemokraterna, SD) εθνικιστικό κόμμα στη Σουηδία που ιδρύθηκε το 1988. Το ίδιο περιγράφεται ως κοινωνικό συντηρητικό κόμαμ με μια εθνικιστκή βάση. Όμως έχει περιγραφεί ως ακροδεξιό κόμμα, δεξιό λαϊκιστικό, εθνιστικό συντηρητικό και αντιμεταναστευτικό. Έχει τις ρίζες του στον σουηδικό φασισμό και ήταν κομμάτι του κινήματος λευκής υπεροχής στα τέλη της δεκαετίας του 1980.

26 Salzborn, Samuel: Zugeraunter Wahn, στο: taz, 10.10.2016; http://www.taz.de/!5346882/ (πιο πρόσφατη πρόσβαση 20.04.2017).

27 Στμ. Kaiserreich: κυριολεκτικά το κράτος ενός μονάρχη (Κάιζερ). Αναφέρεται κυρίως στην περίοδο της Γερμανικής Αυτοκρατορίας από το 1871 έως το 1918, όταν η μεγάλη πλειοψηφία των ιστορικά ανεξάρτητων γερμανικών κρατών (με την αξιοσημείωτη εξαίρεση της Αυστρίας) ενοποιήθηκαν κάτω από έναν Κάιζερ.

28 Στμ. στο πρωτότυπο party whip: στην αγγλική πολιτική κουλτούρα αναφέρεται στον υπεύθυνο της τήρησης της κομματικής πειθαρχίας.

29 Τεκμηριωμένο στην Tagesspiegel Online, 19.01.2017: http://www.tagesspiegel.de/politik/hoecke-rede-im-wortlaut-gemuetszustand-eines-total-besiegten-volkes/19273518.html (τελευταία πρόσβαση 20.04.2017)

30 Πβλ. Kemper, Andreas: Zur Konstruktion eines zweiten “Landolf Ladig”, https://andreaskemper.org/2017/04/19/zur-konstruktion-eines-zweiten-landolf-ladig/ (τελευταία πρόσβαση 20.04.2017)

31 Ο Gauland είναι ένας έμπειρος συντηρητικός πολιτικός καριέρας και πρώην εκδότης μιας τοπικής εφημερίδας στην Ανατολική Γερμανία. Είχε ιδρύσει μια δεξιά ομάδα εντός της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), αλλά εγκατέλειψε την προσπάθεια να στρέψει την CDU προς τα δεξιά αφότου έγινε καθαρό ότι η Angela Merkel είχε επιβάλλει οριστικά την κεντρώα πορεία της στο κόμμα.

32 Στμ. Στο πρωτότυπο POC, αρχικά του people of color.

33 Sonntagsfrage, 08.09. 2017, http://www.wahlrecht.de/umfragen/index.htm (τελευταία πρόσβαση 08.09.2017).

34 Στμ. Οι Ρεπουμπλικάνοι (στα γερμανικά: Die Republikaner, REP) είναι ένα εθνικιστικό συντηρητικό κόμμα στη Γερμανία με βασικό προγραμματικό κορμό την αντίθεση στη μετανάστευση. Προσελκύει κυρίως δυσαρεστημένους ψηφοφόρους που πιστεύουν ότι το CDU η η Χριστιανική Κοινωνική Ένωση της Βαυαρίας CSU (τα πιο καθιερωμένα συντηρητικά κόμματα στη Γερμανία) δεν είναι αρκετά συντηρητικά. Ιδρύθηκε το 1983 από πρώην μέλη της CSU. Είχε εκλέξει ευρωβουλευτές ανάμεσα στο 1989 και το 1994 και βουλευτές στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης μεταξύ του 1991 και του 2001. Στις τελευταίες εκλογές του 2013 το εθνικό ποσοστό του ήταν 0.2%.

Επανασύνδεση με την ιστορία. Σχετικά με μερικές προτάσεις να “πάμε πέρα από την κεφαλή της πορείας” και να κοιτάξουμε τις δράσεις μας1

Γιατί θα έπρεπε το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο 2 να είναι καλλίτερο από το προηγούμενο; Τι συνέβη πραγματικά την άνοιξη του 2016; Πώς μπορούν αυτές οι σκέψεις να τοποθετηθούν στην τρέχουσα κατάσταση και πώς μπορούμε να καθορίσουμε αυτή την κατάσταση; Τόσες πολλές ερωτήσεις που τα συμπεράσματά τους θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να διαμορφώσουμε κάποιες στρατηγικές σκέψεις για να προχωρήσουμε πέρα από την “κεφαλή της πορείας” με τρόπους άλλους από όμορφες φόρμουλες…

Η πραγματική κατάσταση

Πιστεύουμε ότι το ερώτημα “πώς να οργανωθούμε” είναι καθαυτό ξεπερασμένο. Αν μορφές οργάνωσης διατέμνουν τους αγώνες μας, τα προβλήματα που μπορεί να εμπλέκουν είναι πραγματικά αντιληπτά μόνο όταν δούμε αυτό που ο Bruno Astarian αποκαλεί “δραστηριότητα κρίσης”2. Τότε, τουλάχιστον για το “πραγματικό κίνημα” και όχι για την αντεπανάσταση που παράγεται, η οργάνωση δεν μπορεί να είναι πλέον αυτή των καθηκόντων, των “κομμουνιστικών μέτρων”3, τα οποία η πάλη επιβάλλει βίαια στον εαυτό της και τα οποία από μόνα τους θα είναι ικανά να παραγάγουν καινούριες μορφές ζωής σε ένα μαζικό επίπεδο, νέους τρόπους παραγωγής και διανομής των δραστηριοτήτων μας.

Αυτές οι λίγες δηλώσεις, συγκαλύπτουν προοπτικές που είναι σε αντίθεση με αυτό που μοιάζει να μοιράζονται αρκετά οι κυριότερες από τις πορείες μας: δεν είμαστε σε μια περίοδο αποσταθεροποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας· η δραστηριότητα των αγώνων μας ανήκει στην κυριαρχούσα νόρμα κάτω από την καθημερινή πορεία/ρουτίνα της ταξικής πάλης, και αυτή την ώρα δεν προεικονίζει καμμιά πραγματική υπέρβαση· με άλλα λόγια, βρίσκουμε τον εαυτό μας σε μια αντεπαναστατική ακολουθία στην οποία οι αγώνες μας παραμένουν απομονωμένοι παρά την, είναι αλήθεια, ανάγκη για ριζικές αλλαγές στο σύστημα, την οποία μοιράζεται ένα μεγάλο “κομμάτι” του πληθυσμού. Δεν πρόκειται για μια υπερεκτίμηση αυτού του “κομματιού”, ακόμα κι αν υπάρχει σε μια ετερογένεια που θα μπορούσε να “φτιάξει” τη δύναμή του.

Ξεκινώντας από την παρατήρηση ότι υπάρχουν δυναμικές στην ταξική πάλη που μπορεί να θέτουν άμεσα ερωτήματα στην πρακτική μας, ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την “κατάσταση”. Σε ένα άρθρο στο ελληνικό περιοδικό Blaumachen που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2013, “Από τη Σουηδία στην Τουρκία: η άνιση δυναμική της εποχής των ταραχών”, τίθενται τέσσερις σχετικά ανεξάρτητες δυναμικές:

  • Οι “ταραχές των αποκλεισμένων”, που λαμβάνουν χώρα σε χώρες τοποθετημένες ψηλά στην καπιταλιστική ιεραρχία αλλά δεν αρθρώνουν λόγο, άλλον από αυτόν των ταραχών, του πλιάτσικου και των καταστροφών, δείτε πληθυσμούς παγιδευμένους σε “λαϊκές γειτονιές” που εξεγείρονται ενάντια στο “κράτος τους” ως “ισόβια φυλακισμένοι”: Γαλλία 2005, Ελλάδα 2008, Αγγλία 2011, Σουηδία 2013, φυλετικές ταραχές στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως αυτές που ξέσπασαν στο Saint Louis μόλις πρόσφατα μετά την αθώωση του Stockley, κ.λπ.. Τουλάχιστον στη μορφή τους, αντιπροσωπεύουν την άρνηση των συνθηκών αναπαραγωγής στον τωρινό κόσμο.
  •  Οι ταραχές που συνδέονται με τα “κινήματα των πλατειών” των οποίων η ετερογενής σύνθεση είναι ακόμα πιο κοντά στα “μεσαία στρώματα” σε ουσιαστικά δημοκρατικό discourse (Occupy στις ΗΠΑ και Blockupy στη Γερμανία, μέρος του κινήματος στην Ελλάδα, “Αραβική Άνοιξη”, Τουρκία κ.λπ.). Αυτά τα κινήματα διαμορφώνουν συχνά πολύ συγκεκριμένα αιτήματα και προσπαθεί να αντιταχθεί στην “ολιγαρχία” με μια “δημοκρατία από τα κάτω”, από τον λαό, άμεση. Η ιδεολογία του “πολίτη” είναι πλειοψηφική.
  • Αυτές οι δύο δυναμικές δεν είναι εντελώς αντίθετες αλλά παραμένουν αντιθετικές προς το παρόν. Και οι δυο επίσης χαρακτηρίζονται από εσωτερικές αντιθέσεις και υπάρχει η τάση όπως φαίνεται να συναντηθούν. Για παραδειγμα, το γεγονός ότι η Ισπανία και η Γαλλία (αν και σε διαφορετικό επίπεδο) έχουν επηρεαστεί από τα κινήματα των πλατειών, ενώ στο παρελθόν τα κινήματα αυτά ήταν σε χώρες των “αναδυόμενων οικονομιών”.
  • Αυτό είναι που το Blaumachen ονομάζει “μεσαία στρώματα σε κατάρρευση” που εξεγείρονται επειδή βλέπουν τον τρόπο ζωής τους να καταρρέει ή επειδή δεν τους επιτρέπεται πλέον να συγκροτούνται ως τέτοια. Στις στιγμές αυτές, υπάρχουν προσπάθειες να δούμε: “η πλατεία Συντάγματος 2011” στην Ελλάδα, φοιτητικές ταραχές στη Χιλή και τον Καναδά και (σε διαφορετικό βαθμό, πάλι) ένα κίνημα εναντίον της αστυνομικής βίας στη Γαλλία (ταραχές στο Bobigny). Στις ταραχές αυτές αναδύεται ένα καινούριο συγκροτούμενο υποκείμενο: “νεολαία”. Παρ’ όλα αυτά, πάει πολύ πιο μακριά από την νεολαία απλά (περιλαμβάνοντας πολλούς ηλικιωμένους ανθρώπους που δεν θέλουν να γεράσουν, αφού “το μόνο που έχουν είναι η παιδικότητα”) και ομαδοποιεί ως επί το πλείστον υποκείμενα που δεν είναι δομικά αποκλεισμένα αλλά δεν βρίσκουν πλέον νόημα σ’ αυτόν τον κόσμο: θέλουν να τον αρνηθούν.

Σε διεθνές επίπεδο, μπορούν να ταυτοποιηθούν ακόμα τρεις δυναμικές οι οποίες όμως δεν αντανακλούν την τρέχουσα σκέψη:

  • Τα κινήματα διεκδίκησης μισθού στην περιφέρεια, Κίνα και Νοτιοανατολκή Ασία.
  • Τα κινήματα αντίστασης στον νεοφιλελευθερισμό της Νότιας Αμερικής: Βραζιλία, Μεξικό, Χιλή, Βολιβία κ.λπ.
  • Οι εξεγέρσεις των παραγκουπόλεων που μπορούν να συνδεθούν με τις ταραχές των αποκλεισμένων αλλά λαμβάνουν χώρα σε ένα πολύ διαφορετικό πλαίσιο, τις μεγαλουπόλεις του Νότου της παγκοσμιοποίησης, και οι οποίες πιστοποιούν/μαρτυρούν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο για το αναπτυξιακό χάσμα.

Τέλος, διεθνείς δυναμικές που διατέμνουν τις λειτουργίες των διεθνών κρατών και διαχειριστών του κεφαλαίου: η οργάνωση της βίας και η οργάνωση της οικονομίας τείνουν να συμφωνήσουν, σε βαθμό που απαλείφει την διάκριση ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη. Περισσότερο από έναν αφηρημένο παγκόσμιας κλίμακας εμφύλιο πόλεμο ή μια μόνιμη “κατάσταση έκτακτης ανάγκης”, η ουσία της διατύπωσης πρέπει να σχετιστεί με τις δυσκολίες του κεφαλαίου στη διαχείριση της εργατικής δύναμης.

“Στις φαβέλες της Βραζιλίας, στις φυλακές των ΗΠΑ, στα προάστεια των μεγαλύτερων μητροπόλεων, τις ζώνες ελεύθερο εμπορίου της Κίνας, στις πετρελαϊκές ζώνες της Κασπίας, στην Δυτική όχθη και τη Γάζα, η αστυνόμευση έχει γίνει η κοινωνική, δημογραφική διαχείριση, αναπαραγωγή και εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης”4.
Η κατανόηση της ανασύνθεσης/κανονικοποίησης της διατήρησης της παγκόσμιας τάξης είναι θεμελιώδης για να καταλάβουμε τις “εξεγέρσεις των αποκλεισμένων” και την “κατάσταση ισοβίτη” για τους πλεονάζοντες.

Μοιάζει ενδιαφέρον να ξαναβάλουμε ένα πλαίσιο στο κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο πάνω στις γραμμές αυτής της διεθνούς δυναμικής. Από την μια επειδή η επανάσταση δεν μπορεί να είναι παρά μόνο διεθνής: αφήνουμε τον μικρό εφιάλτη του “σοσιαλισμού σε μια χώρα” στους λιγοστούς σταλινικούς επιζήσαντες. Από την άλλη, για να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να στοχαστούμε, όσο καλλίτερα μπορούμε, το πραγματικό νόημα των δράσεών μας.

Το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο

Το κίνημα της άνοιξης του 2016 κινητοποίησε ως επί το πλείστον μια παροπλισμένο μεσοαστικό στρώμα. Σε μια μελέτη αφιερωμένη στη “μεσαία τάξη”, ο Bruno Astarian αφιερώνει ένα κεφάλαιο σ’ αυτήν5. Το περιεχόμενό της μοιάζει κάποιες φορές να είναι πολύ αυστηρό σχετικά με τις πρακτικές μας, αλλά μας φαίνεται ότι έχει πολλά να μας διδάξει, επειδή επιτέλους “βγάζει το κεφάλι μας από τον μεσοαστικό κώλο μας” και μας παρέχει μια ένα σχετικό πλαίσιο. Τι μπορούμε να μάθουμε;

Η αντίσταση στη διάλυση/ξεχαρβάλωμα των “κοινωνικών συνθηκών του φορντισμού” δεν πέτυχε ποτέ, από τη δημιουργία του CDD, στη μορφή ενός μαζικού πανεθνικού κινήματος. Οι απεργίες δεν γενικεύονται παρά μόνο στην δημόσιο τομέα ακόμα και αν, μετά το 1995, έχουν συνδεθεί με “κοινωνικά κινήματα”· ενώ οι περισσότερες παραμένουν τομεακές ή τοπικές.
Αυτές οι αντιστάσεις δεν αντιτίθενται σε ένα συγκεκριμένο αφεντικό ή σε ένα αντιπροσωπευτικό σώμα αφεντικών, αλλά μάλλον στο Κράτος και στη λογική της διάλυσης δεξιοτήτων/ειδικεύσεων που έχουν αποκτηθεί που το Κράτος προωθεί. Έχουν μια αυστηρά αμυντική αφετηρία.

Το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο είναι μέρος αυτών των αντιστάσεων αλλά όχι μόνο. Ως μια αντίδραση σε μια συνδυασμένη επίθεση (εναντίον των κλαδικών διαπραγματεύσεων/εναντίον των “μη-ευθυγραμμισμένων” σωματείων) υπήρχε επίσης και μια ενδοθεσμική σύγκρουση κράτους/συνδικάτων στην οποία το δεύτερο μέρος επιθυμούσε να επικυρώσει την ίδια του την αυτεπιβεβαίωση, την ίδια την θέση του στο πλαίσιο διαπραγμάτευσης.

Οι τρεις κύριες συνιστώσες (συνδικάτα, “κεφαλή της πορείας”, οι Nuit Debout) πολεμούσαν η καθεμία για διαφορετικούς στόχους. Δεν υπήρχαν τα μεγάλα πλήθη του 2005 ή του 2010 και ο μειοψηφικός χαρακτήρας του κινήματος οξυνόταν από έναν κατακερματισμό που δουλευόταν από την κυβέρνηση προς τα πάνω [upstream].

Τα σχολεία των πιο φτωχών προαστίων [banlieues] δεν κινητοποιήθηκαν στην πραγματικότητα. Τα λιγότερο ευνοημένα σχολεία που κινητοποιήθηκαν υποβάθμισαν their building the most. Οι καταλήψεις/αποκλεισμοί ήταν, παρ’ όλα αυτά, πολυάριθμοι σε ολόκληρη τη Γαλλία αλλά έμοιαζαν να έχουν σαν κίνητρο το γενικότερο εξωτερικό πλαίσιο. Δεν υπήρξε κάποιος μείζων αποκλεισμός στα [facs], εκτός από τις μέρες εθνικής κινητοποίησης. Οι καταλήψεις δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην καταστολή και δεν μπόρεσαν πραγματικά να αναπτύξουν κάτι. Προσπάθειες να αποκλειστούν εργασιακοί χώροι από τα “έξω” όπως αυτή στο λιμάνι της Gennevilliers (στις 28 Απριλίου) δεν είχαν την αναμενόμενη επιτυχία και έμειναν ξεκάθαρα ως εντελώς μειοψηφικά επεισόδια.

Η συνιστώσα των συνδικάτων ήταν η πιο προλεταριοποιημένη. Την ίδια στιγμή ο ρυθμός συμμετοχής στα συνδικάτα είναι πολύ χαμηλός και ακόμα χαμηλότερος ανάμεσα στους εργάτες του ιδιωτικού τομέα. Τα “κόκκινα συνδικάτα” έχουν μόνο τα τελευταία προπύργιά τους (λιμάνια, αποβάθρες, διυλιστήρια, πυρηνικά εργοστάσια…). Αν και τα συνδικάτα δεν έφεραν ποτέ μαζί μια μειοψηφικά του προλεταριάτου, η ικανότητά τους για κινητοποίηση υπήρξε ιδιαίτερα αποσυντεθιμένη εδώ: ήταν αναγκαίο να δωθεί μάχη και για να κινητοποιηθούν συγκεκριμένα στρατεύματα και για να περιοριστούν/περιχαρακωθούν άλλες πιο “περιρέουσες” συνιστώσες.

Μπορεί κανείς να αναφέρει “τοπικούς αγώνες” που εκμεταλλεύθηκαν το κίνημα προσπαθώντας να το χρησιμοποιοήσουν σαν ένα “αντηχείο για τα συγκεκριμένα αιτήματά τους”, στον ιδιωτικό τομέα (Amazon, McDonald’s, Campanile Tour Eiffel, κ.λπ.) ή στον δημόσιο τομέα (SNCF, σχολικές καντίνες, κ.λπ.).

Στην πραγματικότητα, η αλλαγή στις διαπραγματεύσεις δεν επρόκειτο να αλλάξει πολλά στην άμεση κατάσταση των εργατών εκτός από τους χώρους στους οποίους η δύναμη της CGT και της FO ήταν σημαντική και συνεπής (κάποιες φορές αρκεί ένα μαχητικό συνδικαλιστικό στέλεχος, ιδιαίτερα framing/αποτελεσματικό – που δεν είναι το ίδιο πράγμα) και όπου η αλλαγή στη διαπραγμάτευση γινόταν αντιληπτή και αισθητή τόσο ως μια επίθεση στο συνδικάτο όσο και ως μια επίθεση στους εργάτες (επίθεση στην ισχύ των αιτημάτων τους, στους ισχυρισμούς τους).
Το επίδομα ανεργίας, σε συνδυασμό με το υψηλό επίπεδο επισφαλούς απασχόλησης μεταξύ των προσλήψεων (ειδικότερα σε σχέση με το πραγματικό τους ποσοστό στο συνολικό μερίδιο των θέσεων εργασίας, όπου οι συμβάσεις “αορίστου χρόνου” [CDI]6 εξακολουθούν να είναι η κανονικότητα, καθώς οι επισφαλείς θέσεις εργασίας ευπολογίζονται γύρω στο 15%) επιτρέπει μια ρύθμιση της απασχόλησης και της κοινωνικής πάλης. Παρέχει στον άνεργο μια περίοδο ξεκούρασης καθιστώντας, όμως, παράλληλα δυνατή τη σύναψη μιας σύμβασης αορίστου χρόνου και τη διατήρηση του εργαζόμενου, όταν βρίσκει μια δουλειά, σε απασχόληση παρά τις, μερικές φορές, ιδιαίτερα δύσκολες εργασιακές συνθήκες. Είναι αυτές οι εργασιακές συνθήκες, οι επιπτώσεις στην υγεία, οι επαγγελματικές ασθένειες, ο φυσικός πόνος, η καταπόνηση που γίνονται αισθητά ως πρόβλημα από τους εργάτες και τους “παροπλισμένους” εργάτες· αλλά ο ρυθμός της δομικής ανεργίας και η δυνατότητα σήμερα εργασίας στον οικονομικό τομέα κάνει δυνατή την αποφυγή έντονων προβλημάτων προς το παρόν.

Ο νόμος El Khomri επεδίωξε να προκαλέσει μια καθυστέρηση στην αποξήλωση του φορντιστικού συμβιβασμού γιατί σ’ αυτή τη διαδικασία, νομικά τουλάχιστον, η Γαλλία είναι πίσω από άλλες χώρες του κέντρου του κύκλου συσσώρευσης. Λογικά, υπάρχει ο κίνδυνος επιτάχυσνης αυτής της διαδικασίας αποξήλωσης, ιδιαίτερα υπό τον Μακρόν.

Παρ’ όλα αυτά, πέρσι, όπως και το 2012, ο κόσμος δεν βγήκε έξω μαζικά για να τον απορρίψει. Η καταστολή που δέχτηκε το κίνημα δραματοποίησε την πραγματικότητά του. Σφυρηλατήσαμε κοινότητες αγώνα, δυναμώσαμε δεσμούς και μια κάποια ενοποίηση, “ενεργοποιημένη” ή “ανανεωμένη”, πραγματώθηκε με την συγκέντρωση δυνάμεων που προηγουμένως είχαν διασπαστεί. Αλλά η γαλλική οικονομία δεν παρέλυσε, το ποσοστό των απεργών και της αποχής από τη δουλειά δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλό, τα περιστατικά/επεισόδια πέρα από τις περικυκλωμένες και καθιερωμένες διαδηλώσεις δεν ήταν πολλά ούτε συστηματικά…παρά το όσα ζήσαμε, τα αφεντικά δεν ίδρωσαν και το κράτος, παρά την ακραία καταστολή, φάνηκε ικανό να διατηρεί τον έλεγχο των πραγμάτων παρά το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις δεν ήταν ευνοϊκές γι’ αυτό και το “χαρτί” [ισολογισμός] της εντολής δεν ξεγελούσε πλέον κανέναν.

Ο συνομιλητής ήταν πάντα το Κράτος, που απάντησε αδιαμφισβήτητα στέλνοντας τους μπάτσους· δεν ήταν ποτέ το κεφάλαιο.

Το ποσοστό της “Ανυπότακτης Γαλλίας”7 στις προεδρικές εκλογές χτίστηκε πάνω στα απομεινάρια της φωτιάς αυτού του κινήματος και στον αέρα της γενικότερης δυσαρέσκειας. Το ποσοστό της αποχής πιθανόν προεικονίζει, εφόσον η διαδικασία αποξήλωσης οξυνθεί, μια τομή/σημαντική εξέλιξη στην διαταξική σύνδεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την μεσαία τάξη.
Και το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο 2;

Εκ των προτέρων, δεν βλέπουμε τον λόγο, εκτός από εξωγενείς παράγοντες, που το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο 2, που ξεκίνησε στις 12 Σεπτεμβρίου, θα μπορούσε να τα καταφέρει καλλίτερα από το προκάτοχό του. Η ανεργία και ο μετα-φορντικός μετασχηματισμός της εργασίας εξακολουθούν να έχουν τον ρόλο τους ως βαλβίδες ασφαλείας.
Λέγοντας αυτό, δεν είμαστε βέβαια προφήτες και πιστεύουμε ότι είναι ακόμα δυνατό το κίνημα να επιταχυνθεί. Η μεταρρύθμιση του σημερινού συστήματος επιδομάτων ανεργίας, αν εφαρμοστεί κατά γράμμα και όχι ως μια “πρόταση φάντασμα” (που υποτίθεται ότι θα καταργηθεί στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων) δεν θα ευνοούσε καθόλου τον ρόλο της βαλβίδας της ανεργίας σήμερα.

Και ακόμα περισσότερο καθώς γίνεται φανερό ότι ένα κομμάτι του πληθυσμού αισθάνεται μια έντονη ανάγκη να επαναστατήσει…αλλά:

  •  Δεν έχει απαραίτητα τα μέσα. Όταν μεγαλώνεις ένα παιδί, χτυπήσεις και χάσεις τη δουλειά σου, που έχεις σκληρά κερδίσει, συμμετέχοντας στην απεργία ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, είναι μερικές φορές δύσκολο να κατέβεις στον δρόμο.
  •  Δεν νοιάζεται απαραίτητα για σλόγκαν έξω από συνταγές [anti-prescription slogans] και τον κώδικα υπέρ της εργασίας [pro-code of work]. Στην πραγματικότητα ο κώδικας της εργασίας δεν είναι πλέον ηγεμονικός. Η ευθυγράμμιση με της θέσεις των σοσιαλδημοκρατών, ακόμα και το να περιμένει κανείς ότι οι σοσιαλδημοκράτες από τις “βασικές” γραμμές [tracts] θα φέρουν πίσω τον κόσμο, αποδεικνύεται μια από τις πιο παραλυτικές αντιδράσεις μακροπρόθεσμα.
  • Δεν επηρεάζεται απαραίτητα από μια δυναμική που έχει επαναληφθεί επί δυο χρόνια, που έχει υποστεί υπερ-καταστολή, και έχει εγκαταστήσει τη δική της ρουτίνα και δεν φαίνεται ικανή να μεταλλαχθεί, όπως συνέβη στο ξεκίνημά της: η κεφαλή της πορείας [cortège de tête].

Την ίδια στιγμή, το κίνημα μπορεί εύκοκα να “ξεφουσκώσει”. Οι δυνατότητες κινητοποίησης της CGT δεν είναι τεράστιες, παρ’ όλες τις προσπάθειες του “Κοινωνικού Μετώπου” με όρους ενοποίησης. Είμαστε στην αρχή της σχολικής χρονιάς και οι μαθητές δεν θέλουν κατανάγκην να κάνουν καταλήψεις και αποκλεισμούς. Επιστρέφουμε στον χειμώνα, και ό,τι κι αν σκεφτεται κανείς, όταν ζει στη Γαλλία, ο χειμώνας επιδρά στην ενέργεια των νέων ανθρώπων – που συχνά φαίνεται να μειώνεται στην διάρκεια του εγκλιματισμού.
Οι διαπιστώσεις αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε δύο βασικές στρατηγικές προτάσεις:

Πρώτη: προσπάθεια να θέσουμε τους αποκλεισμούς στο επίκεντρο των κινητοποιήσεων, όχι τη διαδήλωση. Μπλοκάροντας, οι επισφαλείς, αυτοί που εξαναγκάζονται να πάνε για δουλειά, μποριύν να κινητοποιηθούν. Μπλοκάροντας μπορούμε να δούμε τους εαυτούς μας διαφορετικά σε σχέση με το τελετουργικό των ταραχών που είναι καθαρό ότι αρχίζουν να μην έχουν νόημα. Η απεργία δεν πρέπει πλέον, και δεν μπορεί, να είναι κεντρική. Ο αποκλεισμός, όμως, είναι “δίκοπο μαχαίρι”: μπορεί να βοηθήσει τον κόσμο να βγει έξω αλλά μπορεί, εξίσου, να στρέψει ολόκληρη τη Γαλλία εναντίον μας. Αν συμβαίνει αυτό, είναι επειδή η κατάσταση δεν είναι αυτή μιας εξέγερσης…Τελεία. Οι αποκλεισμοί από τους μαθητές των σχολείων έδειξαν ξεκάθαρα την αποτελεσματικότητά τους την άνοιξη του 2016. Αν οι “συνιστώσες” των συνδικάτων και των “ξάγρυπνων” [night-deboutist] μπορούν να πειστούν να ξεκινήσουν αποκλεισμούς στους εργασιακούς τους χώρους ή σε στρατηγικά σημεία, έρθουν να συμμετάσχουν σε αποκλεισμούς ολόκληρων περιοχών, τότε ίσως ο συνομιλητής μας να μην είναι μόνο το Κράτος αλλά και το κεφάλαιο. Αυτοί οι αποκλεισμοί θα μπορούσαν να πάρουν διαφορετικές μορφές και να συνδυαστούν με τοπικοποιημένους/αστικούς αγώνες όπως οι αγώνες γύρω από την περιοχή La Plaine στην Μασαλλία.

Είναι όταν καταλαμβάνονται οι επιχειρήσεις που τα μέρη αποκτούν ζωή, που υπάρχει ένα ζήτημα σχεδιασμού χρήσης της γης, που η οικονομία μπλοκάρεται, σε συντομία, όταν οι “από πάνω” αρχίζουν και φρικάρουν καθώς η δύναμη “από κάτω” αυξάνει, που τα ΜΑΤ επεμβαίνουν και οι ταραχές γίνονται πραγματικές. Είναι αυτή τη στιγμή που η πόλη επαναοικειοποιείται τον εαυτό της. Δεν είναι κατά μήκος μιας ευθείας από την Nation στη Βαστίλλη που μπορεί να βιωθεί ένα “μπάχαλο”. Ή, μάλλον, θα ήταν αναγκαίο να συμφωνήσουμε στον ορισμό των “ταραχών”. Μια διαδήλωση δεν γίνεται απαραίτητα “εναλλακτική” επιζητώντας τα “μπάχαλα”8. Είναι η ίδια η δραστηριότητά της που καθορίζει αυτό που πραγματικά είναι. Η δραστηριότητα αυτή εξαρτάται τόσο από ένα πολύ γενικότερο πλαίσιο όσο και από μια άμεση σχέση με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Δεν υπάρχει κάτι που μας εκπλήσσει στο γεγονός ότι, όταν η καταστολή είναι ασθενής, μια διαδήλωση που έχει ίσως και 5000 “κουκουλοφόρους” είναι άχρηστη. Είναι άχρηστη επειδή η διαδήλωση γίνεται κατανοητή – και ορίστηκε ως τέτοια και στις 12 Σεπτεμβρίου – μόνο σαν μια πορεία, ως η επιβεβαίωση μιας δύναμης αλλά σε καμμιά περίπτωση ως μια δραστηριότητα που θα αμφισβητούσε τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Δεν υπάρχουν 150 επιλογές για να ξεκινήσει μια τέτοια δραστηριότητα: να μπλοκάρεις την οικονομία, να καταλάβεις αν είναι ακόμα εφικτό, να την καταστρέψεις αν είναι αναγκαίο. Και όχι μόνο έναν από τους τέσσερις τοίχους των μπάτσων οπλισμένων σαν μπετόν, αλλά μια ολόκληρη πόλη. Προσωρινά θα “σπρώξει” [jostled] τον ίδιο τον εαυτό της. Αυτός ο μετασχηματισμός της σχέσης μας με τον χρόνο δεν θα χρειάζεται πλέον ένα αφηρημένο κάλεσμα γραμμένο από οποιονδήποτε προφήτη του πληκτρολογίου για να πραγματοποιηθεί, αλλά θα γίνεται αισθητός άμεσα μέσα από την δραστηριότητά μας, την αγωνιστική πρακτική μας. Ας σταματήσουμε να κοιτάμε τον κώλο μας, ας στραφούμε σε έναν πιο ανοιχτό, επαναστατικό ορίζοντα κατανοούμενο με την ιστορική του έννοια.

Δεύτερη στρατηγική πρόταση: να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για να εξασφαλίσουμε ότι όλες οι συνιστώσες του κινήματος διευρύνουν τα συνθήματα. Ποιοί είναι οι δρώντες που εμπλέκονται στις απεργίες των υγειονομικών, στις πορείες για αξιοπρέπεια και ενάντια στον ρατσισμό, στις επιτροπές υποστήριξης των Κούρδων, στους επαναστάτες της Riff; Πολλοί είναι εκεί, άλλοι όχι γιατί πρέπει να δουλέψουν ή να συνεχίσουν να επιβιώνουν στις γειτονιές τους. Τα συνθήματα δεν στοχεύουν στην αστυνομική βία αλλά στις διαδηλώσεις. Οι οποίες γίνονται στο κέντρο της πόλης και εξασκούν ένα τελετουργικό “μπάχαλο” που διακινδυνεύει όλο και περισσότερα στο νομικό επίπεδο.

Το Κράτος μπορεί να συντρίψει οποιοδήποτε άτομο υφίσταται φυλετικές διακρίσεις από τα προάστια που συλλαμβάνεται για το ρίξιμο μας πέτρας. Εμείς οι λευκοί που σπουδάζουμε αισθανόμαστε λίγο πιο προστατευμένοι από το κοινωνικο-πολιτισμικό μας κεφάλαιο. Τα κεντρικά μας συνθήματα δεν βάζουν στο επίκεντρο την διάρρηξη της ασφάλειας στην ανεργία. Πολλοί αισθάνονται την ανάγκη να βγουν στον δρόμο αλλά δεν νιώθουν να νοιάζονται πραγματικά για τον εργασιακό νόμο 2 ή για τις μορφές των διαμαρτυριών μας. Γιατί να μην προσπαθήσουμε να στήσουμε επιτροπές σύνδεσης μετακύ των εργαζόμενων στις επιχειρήσεις, να φέρουμε κοντά όσο περισσότερες ενώσεις αποό τις γειτονιές, συλλόγους καλλιτεχνών, τον κόσμο του “ελεύθερου κόμματος” [free party], τα αντιαποικιοκρατικά κινήματα καθώς και όλους τους τοπικούς αγώνες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το κίνημα ως ένα “αντηχείο”;

Αν το “Κοινωνικό Μέτωπο” αναδύεται από τα μοναδικά κατηγορηματικά αιτήματα που αφορούν τον εργασιακό κώδικα, αυτό θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αλλάξει την κατάσταση. Αλλά δεν μπορούμε να αφήσουμε σ’ αυτό το μονοπώλιο της “σύνδεσης” με έναν υπονομευτικό στόχο…Σκεφτόμαστε το ισχυρό απεργιακό κίνημα στα νοσοκομεία που μοιάζουν να είναι τόσο μακριά από μας…Τα νοσοκομεία είναι μοντέρνα, δεν μπορούμε να μιλήσουμε εκεί; Όσοι εμπλέκονται με αυτό θα πρέπει να είναι μόνο μεγαλοαστοί που δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για εξέγερση;
Η κολλεκτίβα “Médecine Libertaire” (δημιουργοί του περιοδικού Micrurus9), όμως, έκανε πολύ καλή, υπέροχη δουλειά, που δυστυχώς δεν φαίνεται να έχει συνέχεια με όρους “συζήτησης” στον ιατρικό κόσμο.

Η διεύρυνση των συνθημάτων σε εικονικές μπροσούρες δημοσιευμένες μόνο σε μαχητικά δίκτυα δεν θα εξυπηρετήσει κανέναν σκοπό. Αυτό το άρθρο είναι επίσης μια πρόσκληση να πολλαπλασιάσουμε τα υψωμένα χέρια. Να γενικεύσουμε την ιδέα ότι μια εξέγερση μπορεί να ξεσπάσει στην διάρκεια της θητείας του Μακρόν. Αργή ή γρήγορα. Να συνεχίσουμε να εξηγούμε τι σημαίνει η διαδικασία της ρήξης, τι λένε οι ταραχές και τι μπορούν να κάνουν, να μιλήσουμε για τους διεθνείς αγώνες (Βολιβία, Βραζιλία, Μεξικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Μπαγκλαντές κ.λπ., δεν μιλάμε πια γι’ αυτά!). Μέσα από μπροσούρες, άρθρα, αλλά και στη δουλειά, το σχολείο, παντού. Και όσο το δυνατόν περισσότερο μέσα από δράσεις. Θυμόμαστε σαν τέτοια, το κάλεσμα από νέους ανθρώπους πριν από το Bobigny TGI στις 23 Σεπτεμβρίου στις 4μμ, ενάντια στην αστυνομική βία και σε απάντηση στο πρόσφατο περιστατικό εξαιρετικά βίαιης ανάκρισης ενός νεαρού ατόμου στο Bobigny.

Αυτά τα τεντωμένα χέρια μπορούν επίσης να απευθυνθούν σε κόσμο εκ των προτέρων αντιδραστικό. Θα μπορούσαμε βέβαια, αντίθετα, να παραμείνουμε ανάμεσα στους μιλιτάντηδες, αλλά πιστεύουμε ότι μια τέτοια δυναμική δεν μπορεί παρά να μας σπρώξει να ανοίξουμε πιο βαθύ τον λάκκο μας, πηγαίνοντας ακόμα πιο πίσω το πιθανό διάστημα μιας γενικευμένης εξέγερσης. Γιατί λοιπόν να μην μιλήσουμε στους χώρους του νομαδισμού, της γιορτής, της οικειοποίησης του δρόμου, του χώρου και της υπαίθρου; Αυτά είναι αντικείμενα που αυτός ο κόσμος γνωρίζει και νομίζουμε ότι έχουμε πράγματα να μοιραστούμε σχετικά. Σίγουρα, τώρα ζητάνε χρήματα…Αλλά ποιος δεν θέλει;

Μας αρέσει να φανταζόμαστε να αποκλείουμε μέρη ή γειτονιές με τη βοήθεια fairgrounds, που να μετατρέπονται σε χώρους άγριας γιορτής αυτοχρηματοδοτούμενους από ταμεία αλληλεγγύης.
Πέρα από τις λίγες αυτές στρατηγικές προτάσεις, οι οποίες μας προσκαλούν επίσης να αφήσουμε τις συνηθισμένες φαντασιώσεις, πολλές από τις οποίες επιμένουν από την αρχή των κινητοποιήσεων σε διάφορες άλλες χρονικότητες των αγώνων που κυριαρχούν σε περιόδους κρίσης. Αν και η επαναοικειοποίηση της ίδιας της πρακτικής μας αυτονομίας είναι πολύ σημαντική, νομίζουμε ότι σε όρους επαναφυσικοποίηση/επανακοινωνικοποίησης, τίποτα πιο ανησυχητικό δεν μπορεί να παρεμβληθεί απ’ ό,τι στη διάρκεια μιας κρίσης. Τα υπόλοιπα είναι μόνο ένας περιθωριακός τρόπος ζωής, που δεν μπορεί να γενικευτεί μακροπρόθεσμα, ιδιαίτερα αφού παραμένει θεμελιωδώς “κρατημένος” για συγκεκριμένες κατηγορίες πληθυσμού καταλήγει πάντα τελικά να ενσωματώνεται στην αναπαραγωγή του συστήματος10. Μπορεί να ικανοποιούμαστε μ’ αυτόν τον τρόπο ζωής και να περιοριζόμαστε να τον διαφημίζουμε, αλλά μας φαίνεται ότι είναι μια φτωχή προοπτική…

Αν δεν υπάρχει κάποιο εξωγενές γεγονός11 να ριζοσπαστικοποιήσει και να κάνει εντονότερο τον αγώνα, και να ενωθεί και με άλλες συνιστώσες, θα επιστρέψουμε σε μια επίπεδη περίοδο. Δεν υπάρχει λόγος να κουραστούμε από αυτό και να αντλήσουμε δικαιολογημένη περηφάνεια, παρά μόνο για λόγους επιβίωσης: εδαφικοί αγώνες, αγώνες μεταναστών, κοκ. Αγώνες που στην πραγματικότητα κείνται σε μια άλλη χρονικότητα και τους οποίους πρέπει να επικαλεστούμε όσο το δυνατόν περισσότερο στις γενικότερες κινητοποιήσεις. Θα μπορούσαμε επίσης να επαναθεμελιώσουμε μια συγκεκριμένη αγκίστρωση στον “κόσμο της εργασίας”…Ίσως καταλήξαμε κάπως βιαστικά στην εξαφάνισή του ή στο τέλος της κεντρικότητάς του. Ποιος δεν χρειάζεται σήμερα μετρητά12; Και για ποιον δεν εξαρτάται αυτό από την κατάσταση τς αγοράς εργασίας, την θέση του στις σχέσεις παραγωγής, τη σχέση του με την ανεργία; Ως τέτοιες, μπορεί κανείς να παραθέσει τις εμπειρίες από εργατικές έρευνες, όπως αυτές από την Kolinko στη Γερμανία13 ή το Motarbetaren στην Σουηδία:

“Οι μαχητικές έρευνες είναι εργαλεία παρέμβασης που δουλεύουν επαγωγικά. Επαγωγικά εργαλεία, από το γεγονός ότι μας βοηθούν να περιγράψουμε την ταξική πάλη και εργαλεία παρέμβασης με την έννοια ότι συμβάλλουν στην ανάπτυξη αυτών των αγώνων. Σήμερα, στη Σουηδία, το Motarbetaren (ο αντι-εργάτης) – είναι μια ενημερωτική μπροσούρα που κυκλοφορεί σε εργασιακούς χώρους σε διάφορα σημεία της Σουηδίας – είναι μια πιο συστηματική έκφραση αυτής της μαχητικής έρευνας. Το Motarbetaren περιγράφει και διαχέει τακτικές έξω από τα συνδικάτα που χρησιμοποιούν οι εργάτες για να κάνουν τη ζωή τους ευκολότερη στους χώρους δουλειάς. Η ενημερωτική μπροσούρα κάνει τους ανθρώπους να συναντιούνται, τουλάχιστον έμμεσα. Όσοι διαδίδουν και διαβάζουν το Motarbetaren, παίρνοντας το περιεχόμενό του στα σοβαρά, παράγουν τώρα ήδη καινούριες σχέσεις οικοδομημένες σε δυνατότητες και αξίες διαφορετικές από αυτές της αντιπροσώπευσης. Το Motarbetaren είναι, συνεπώς, μια μετριοπαθής προσπάθεια να διαδοθεί η αυτόνομη δραστηριότητα, με την έννοια ότι η παραγωγή της αυτοδραστηριότητας σήμερα είναι ένα απαραίτητο κομμάτι της μελλοντικής θριαμβευτικής επανάστασης”.

Οι μαχητικές έρευνες μπορούν να βοηθήσουν να αντιληφθούμε λίγο πιο συγκεκριμένα τις προϋποθέσεις αυτού που ο εργάτης θα μπορούσε να κάνει στη δραστηριότητα κρίσης.
Αν οι διαμαρτυρίες ενταθούν, καλούμε για το σχηματισμό επιτροπών σύνδεσης φοιτητών και εργατών, στο μοντέλο κάπως αυτού που είχε γίνει στο Censier το 1968. Πολλαπλασιάζοντας τις “απρόβεπτες αντιπαραθέσεις”, αυτές οι αυτόνομες επιτροπές είχαν, στην πραγματικότητα, τοποθετήσει τον εαυτό τους στο κέντρο της ριζοσπαστικότητας εκείνων των δύο μηνών της γενικευμένης εξέγερσης. Επιτρέποντας διασυνδέσεις αγροτών-εργατών, ενισχύοντας τις χειρονομίες αλληλεγγύης ανάμεσα στα αγωνιζόμενα εργοστάσια, επεκτείνοντας το μέγεθος της απεργίας, υποστηρίζοντας τους πιο μαχητικούς εργάτες, το Censi επιθυμούσε να διευρύνει τις δυνατότητες μέχρι τη στιγμή που προείδε την οργάνωση μιας “φτώχειας” του κόσμου στη μορφή μιας κομμουνιστικοποίησης, ενός “μετασχηματισμού” αυτού που παράγεται από τα κάτω.

Είναι στις στιγμές που η αλληλεγγύη, το δώρο και το αντίδωρο, η συλλογική προσπάθεια επικρατούν πάνω σε όλα τα άλλα συμφέροντα και εξασκούνται ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία που ένας χειροπιαστός κομμουνισμός γίνεται αντιληπτός, παίρνει σχήμα στις “κοιλότητες” των άμεσων στόχων του. Και σ’ αυτό το σημείο τα ΜΑΤ θα είναι στην έξοδο [seront de sortie]. Δεν θα χρειάζεται πλέον να παίζουμε το παιχνιδάκι του “πού είναι ο τρελλός” σε υπερασφαλείς δρόμους όπου μπορούμε να κρυφτούμε μέσα στο πλήθος, αλλά να υπερασπιστούμε συγκεκριμένα τα μέτρα που λαμβάνονται στη δραστηριότητα κρίσης, όπου έχουν παρθεί. Μας είναι δύσκολο να γράψουμε ένα τέτοιο κείμενο: απεχθανόμαστε τις οδηγίες για δράση που την σκέφτεται κανείς πέρα από την ίδια τη δράση και το νόημα που η ίδια δίνει στον εαυτό της· είναι απαραίτητα άβολο να οραματίζεσαι ένα κοντινό μέλλον και να θες να εγγράψεις σ’ αυτό εντολές· ελπίζουμε πραγματικά ότι το παρόν κείμενο δεν θα γίνει καλά κατανοητό. Γράφτηκε τόσο ως ένα χτύπημα όσο και ως ένα πισωγύρισμα. Να σταματήσουμε σ’ αυτά τα δυο στάδια μας φάνηκε κάπως περιφρονητικό και δεν επιθυμούμε να προωθήσουμε την αδράνεια· ζήσαμε υπέροχα πράγματα το 2016. Εξού και οι προκαταρκτικές προτάσεις και τακτικές που διαβλέπουμε. Ο μοναδικός στόχος τους είναι να δώσει ιδέες, να ανοίξει διαδρομές, να καλέσει σε πραγματικές αντιπαραθέσεις πέρα από τις πορείες “λειτανίες”.

Επιβεβαιώνοντας τους εαυτούς μας βγαίνοντας στους δρόμους και λέγοντας στο κράτος ότι υπάρχουμε, δεν έχουμε και πολλά να κάνουμε. Θέλουμε να ανατρέψουμε αυτόν τον κόσμο, όχι να κάνουμε διαφήμιση μιλιταντισμού, αυτοκόλλητα, “αποδομητικούς” εναλλακτικούς τρόπους ζωής…που καταστρέφονται, όμως, αμέσως από την πολιτικο-δικαστική μηχανή που μας περιθωριοποιεί γρήγορα, φτάνοντας να καταστρέφει την οικογενειακή και κοινωνική μας ζωή.

Αμφιβάλλουμε: εξακολουθούμε να βλέπουμε τους εαυτούς μας όπως οποιονδήποτε άλλον, μπροστά από τον καθένα; Αυτή είναι σίγουρα μια από τις πιο σημαντικές μας ιδέες. “Τώρα παίζονται όλα” λένε με ενοχή μερικοί νεο-μιλιτάντηδες, αυξάνοντας έτσι τις αναστολές αυτών που δεν βγαίνουν έξω. Τους λέμε, για πολλοστή φορά, να βγάλουν το κεφάλι τους από τον πισινό τους.

Ναι, ας συνεχίσουμε να ανοίγουμε καταλήψεις, να κρατάμε εναλλακτικούς χώρους. Αλλά ας μην το αφήσουμε αυτό να γίνει μια πανάκεια! Επιβιώνουμε και τραβάμε κουπί όπως ο καθένας. Προσπαθούμε να ανακτήσουμε μια ελάχιστη αυτονομία.

Ναι, ας συνεχίσουμε να συνδέσυμε τους αγώνες μας, να προσπαθούμε, να προσπαθούμε. Αλλά ας μην το εμφανίζουμε λες και η επανάσταση είναι ήδη εδώ, όχι σαν τον ζωντανό κομμουνισμό, γιατί, πέρα από τα να μας κάνει γελείους, αυτό μας αποτρέπει σίγουρα από το να εγγράφουμε τις δράσεις μας στην ιστορική και διεθνιστική προοπτική.

P.-S.

Δημοκρατία, βουτηγμένη στο αίμα. Για το καταλανικό δημοψήφισμα: το παλιό κράτος, ένα καινούριο κράτος ή καθόλου κράτος;

των CrimethInc1

Την 1η Οκτωβρίου, στη διάρκεια ενός δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Καταλωνίας, η ισπανική αστυνομία επιτέθηκε σε πλήθη ψηφοφόρων, έσπασε τις τζαμαρίες σχολείων που φιλοξενούσαν εκλογικά τμήματα και χτύπησε ηλικιωμένους πολίτες στην τύχη. Σε απάντηση, μια τεράστια γενική απεργία έλαβε χώρα στη Βαρκελώνη στις 3 Οκτωβρίου. Δημιουργώντας αυτή την αντίθεση ανάμεσα στη βία της ισπανικής αστυνομίας και την αυτοοργάνωση των Καταλανών ψηφοφόρων, οι υποστηρικτές της ανεξαρτησίας έχοουν δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο εθνικισμός και η δημοκρατία προσφέρουν μια λύση [στο πρόβλημα] της κρατικής καταστολής και της αστυνομικής βίας. Και στην πορεία περιέβαλαν την καταλανική αστυνομία με μια ανανεωμένη νομιμοποίηση. Αν, όμως, η δημοκρατία, ο εθνικισμός και η αστυνομική βία δεν είναι αντιτιθέμενα φαινόμενα αλλά τρεις πτυχές του ίδιου πράγματος; Στο άρθρο αυτό, ισχυριζόμαστε ότι ο τρόπος για να επιτευχθεί ο αυτοκαθορισμός/αυτοδιάθεση δεν είναι να δημιουργήσουμε ένα νέο κράτος αλλά να καταργήσουμε το κράτος ως ένα μοντέλο για τις ανθρώπινες σχέσεις.

Αλλά, ας μην πάρετε τα λόγια μας τοις μετρητοίς. Ας κάνουμε λίγο πίσω για να δούμε αν υπάρχει κάποιος συνεκτικός/συνεπής τρόπος να επιλύσουμε την διαμάχη σχετικά με την κρατική εθνική κυριαρχία πέρα από τν αναρχική προσέγγιση.

Ποια πλευρά είναι Δημοκρατική;

Και οι δυο πλευρές ισχυρίζονται ότι μάχονται για τη δημοκρατία. Η ισπανική αστυνομία εμφανίζει τον εαυτό της ως τον υπερασπιστή του νόμου και της τάξης, ενώ οι υποστηρικτές της καταλανικής ανεξαρτησίας λένε ότι διεκδικούν την αυτοδιάθεση μέσω των εκλογών. Αυτές είναι δυο διαφορετικά οράματα για το τι συνεπάγεται η δημοκρατία.

Ή μήπως δεν είναι; Ας κοιτάξουμε λίγο πιο προσεκτικά

Αν δημοκρατία σημαίνει απλά να σου επιτίθεται η αστυνομία στο όνομα θεσμών που έχουν επικυρωθεί πριν γεννηθείς, τότε δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να την διακρίνουν από τη δικτατορία. Το γεγονός ότι οι μισθοί των οργάνων της τάξεως που σε χτυπάνε πληρώνονται με λεφτά από τους φόρους που αποσπούν από σένα απλά προσθέτει στα τραύματα και την προσβολή. Το ισπανικό κράτος πρέπει να νομιμοποιεί αυτούς τους νόμους, την αστυνομία και τους φόρους με δημοκρατικές εκλογές διαφορετικά θα είναι σε όλους ολοφάνερο ότι η εξουσία του θα στηρίζεται αποκλειστικά στη βία. Αυτό εξηγεί σε έναν βαθμό το υπονοούμενο ότι η πλειοψηφία των Καταλανών δεν θέλει πραγματικά την ανεξαρτησία.

Αλλά οι “παρτιζάνοι” της καταλανικής ανεξαρτησίας αντιμετωπίζουν μια εκδοχή του ίδιου παραδόξου. Τι βαρύτητα θα έχει το δημοψήφισμα που διενεργούν αν το αποτέλεσμά του δεν εφαρμοστεί μέσω των νόμων, της αστυνομίας και των φόρων; Καλώντας για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου καταλανικού κράτους, καλούν στην αναπαραγωγή όλων αυτών στα οποία εναντιώνονται σχετικά με την ισπανική κυριαρχία. Η Καταλωνία έχει ήδη τη δική της αστυνομία και φοροσυλλέκτες που μεταχειρίζονται αυτούς που αντιστέκονται με την ίδια βία με την οποία η ισπανική αστυνομία αντιμετώπισε τους επίδοξους ψηφοφόρους την Κυριακή.

Συνεπώς, δεν υπάρχει ερώτημα για το ποια πλευρά είναι δημοκρατική. Είναι και οι δυο. Το ερώτημα, μάλλον, είναι ποιες εκλογές, νόμοι και αστυνομία θα πρέπει να κυριαρχήσουν – οι ισπανικοί ή οι καταλανικοί; Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα, πρέπει να αντιμετωπίσουμε ένα βαθύτερο πρόβλημα, το ζήτημα της εθνικής/κρατικής κυριαρχίας.

Τι κάνει τις εκλογές νόμιμες;

Ήταν το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου νόμιμες; Η καταλανική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ήταν. Εν τω μεταξύ, ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Ραχόι ισχυρίζεται ότι δεν “έλαβε χώρα κανένα δημοψήφισμα αυτοδιάθεσης στην Καταλωνία”, ακολουθώντας τη μακρά παράδοση πολιτικών όπως ο Τραμπ που αναγορεύουν/ανακηρύσσουν την πραγματικότητα κατ’ εντολήν [με διατάγματα].

Τι χρειάζεται για να είναι νομιμοποιημένο ένα δημοψήφισμα; Είναι ζήτημα του ποσοστού του πληθυσμού που συμμετέχει; Ή το σημαντικό στοιχείο είναι το αν η ψηφοφορία ακολουθεί/τηρεί ένα καθιερωμένο πρωτόκολλο;

Σύμφωνα με την καταλανική κυβέρνηση, το 90% των ψήφων της Κυριακής ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας. Από την άλλη πλευρα, μόν το 42% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων συμμετείχαν στο δημοψήφισμα – 2,2 εκατομμύρια από τα 5,3 εκατομμύρια των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Αυτό εξακολουθεί να είναι ένα αρκετά καλό ποσοστό συμμετοχής, αν λάβουμε υπόψιν ότι 12.000 Ισπανοί αστυνομικοί επιτίθενταν βίαια ψηφοφόρους σε ολόκληρη την Καταλωνία, προκαλώντας σχεδόν 900 καταγεγραμμένους τραυματισμούς και σίγουρα πολλούς περισσότερους που πέρασαν χωρίς να αναφερθούν. Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό αντιστοιχεί σε λιγότερο από το μισό των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων και σημαντικά μικρότερο από το μισό του πληθυσμού.

Οι αντιτιθέμενοι στην ανεξαρτησία της Καταλωνίας μποϋκοτάρισαν τις εκλογές. Ακόμα και αν δεν το είχαν κάνει αυτό, οι περισσότεροι πιθανόν δεν θα διακινδύνευαν να χτυπηθούν από την ισπανική αστυνομία με σκοπό να ψηφίσουν για να συνεχίσει αυτή η αστυνομία να έχει την εξουσία της. Είναι εξαιρετικά πιθανό ότι η πλειοψηφία των κατοίκων της Καταλωνίας δεν θέλει την ανεξαρτησία, άσχετα από τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος.

Ως αναφορά, καμμιά προεδρική εκλογή στην ιστορία των ΗΠΑ έχει συμπεριλάβει ποτέ ποσοστό μεγαλύτερο από το 43% του συνολικού πληθυσμού. Αναρίθμητοι άνθρωποι έχουν μποϋκοτάρει τις αμερικανικές εκλογές, αλλά αυτό ποτέ δεν αποθάρρυνε αυτούς που κυβερνούν από την Ουάσιγκτον από το να υποθέτουν ότι κατέχουν μια νόμιμη εξουσία. Αν αποφασίσουμε ότι το δημοψήφισμα στην Καταλωνία δεν ήταν αρκετά αντιπροσωπευτικό τότε, κατά πάσα πιθανότητα, πρέπει να απορρίψουμε και την νομιμοποίηση κάθε προεδρικής εκλογής στις ΗΠΑ.

Άλλοι ισχυρίζονται ότι αυτό που κάνει μια εκλογή νόμιμη δεν είναι το ποσοστό του πληθυσμού που συμμετέχει, αλλά κατά πόσον συμμετέχει σύμφωνα με ένα κανονικό πρωτόκολλο. Αυτό το επιχείρημα είναι περισσότερο δημοφιλές μεταξύ του ακραίου κέντρου, το είδος ανθρώπων που κολλημένοι με τους κανόνες άσχετα από το ποιοι είναι αυτοί οι κανόνες και από ποιους έχουν γραφτεί. Πριν πειστούμε από αυτό το επιχείρημα, ας ανακαλέσουμε ότι ήταν ένα πρωτόκολλο που κρατούσε τις γυναίκες ή τους έγχρωμους από το να συμμετέχουν στις εκλογές για τον πρώτο ενάμισι αιώνα της δημοκρατίας στις ΗΠΑ, όπως ακριβώς και οι σημερινοί κανόνες εξακολουθούν να αποτρέπουν πολλούς έγχρωμους από το να ψηφίσουν σήμερα. Η προσκόλληση στο πρωτόκολλο δεν εξασφαλίζουν την συμπερίληψη ή τον εξισωτισμό.

Αλλά το πραγματικό πρόβλημα του πρωτοκόλλου είναι ότι μας επιστρέφει στο πρόβλημα της κυριαρχίας. Αν δυο διαφορετικές κυβερνήσεις καθιερώσουν δυο διαφοετικά σύνολα κανόνων, πώς καθορίζουμε ποιο από αυτά είναι νόμιμο; Κάθε υπάρχουσα κυβέρνηση ήρθε στην εξουσία απορρίπτοντας την εξουσία/αρχή της προκατόχου της. Δεν μπορούμε να κάνουμε έτσι απλά ό,τι μας λένε οι αρχές· πρέπει να πάρουμε τις δικές μας αποφάσεις για το τι είναι δίκαιο.

Το πρόβλημα της κυριαρχίας – Δημοκρατία, Εθνικισμός και πόλεμος

Τι πρέπει να καθορίζει σε ποια Πολιτεία [polity] ανήκουν οι άνθρωποι; Τα έθνη το καθορίζουν, γενικά, αυτό με βάση τον τόπο γέννησης ή την καταγωγή. Η πρώτη προσέγγιση διαιωνίζει το φεουδαλικό σύστημα· η δεύτερη κάνει την εθνικότητα2 ένα είδος συστήματος κάστας. Κανένα από τα μοντέλα αυτά δεν είναι “δημοκρατικό” με την έννοια της εξασφάλισης για όλους ίσων δικαιωμάτων και συμμετοχής στην κοινωνία. Δεν προσφέρουν, επίσης, καμμιά καθοδήγηση σχετικά με το τι θα πρέπει να κάνουμε όταν ανταγωνιστικές Πολιτείες απαιτούν την νομιμοφροσύνη μας, όπως θα συμβεί στην Καταλωνία αν αυτή η σύγκρουση ενταθεί.

Πρέπει η απάντηση στο ερώτημα αυτό να καθοριστεί από τον κανόνα της πλειοψηφίας; Υπάρχουν πολλά προβλήματα με την προσέγγιση αυτή. Για παράδειγμα, δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα της κλίμακας. Οι φανατικοί οπαδοί της ανεξαρτησίας πιθανόν να αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού στην Βαρκελώνη – σημαίνει αυτό ότι μπορούν να επιβάλλουν την ατζέντα τους στην μειοψηφία που αντιτίθεται σ’ αυτό; Οι Καταλανοί αποτελούν μια μειοψηφία μέσα στο ισπανικό κράτος – σημαίνει αυτό ότι η Ισπανία μπορεί να τους επιβάλλει να παραμείνουν Ισπανοί υπήκοοι; Η Ισπανία αποτελεί μια μειοψηφία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία είναι η ίδια μια μειοψηφία μέσα στα Ηνωμένα Έθνη. Πρέπει η παγκόσμια πολιτική να είναι απλά ένα ζήτημα διαρκώς μεγαλύτερων πλειοψηφιών που επιβάλλον αποφάσεις σε μειοψηφίες;

Ο εθνικισμός αναπτύσσεται ως μια απάντηση σ’ αυτό το δίλημμα. Κατανοώντας το ζήτημα της [εθνικής] κυριαρχίας ως έναν ανταγωνισμό συσσώρευσης/συγκέντρωσης μειονοτήτων με κάθε κόστος, οι άνθρωποι συγκροτούν μπλοκ στη βάση επιφανειακών ομοιοτήτων όπως η εθνικότητα, η γλώσσα, η θρησκεία και η υπηκοότητα. Τα μπλοκ αυτά ανταγωνίζονται για τον έλεγχο εντός κάθε κράτους και σε συγκρούσεις μεταξύ κρατών. Αυτή η πάλη λαμβάνει χώρα με μη-βίαιο τρόπο ως δημοκρατία και με βίαιο τρόπο ως πόλεμος – όπου βρίσκει κανείς τη δημοκρατία, ο πόλεμος δεν είναι ποτέ μακριά.

Υπάρχουν δυο πολύ σοβαρά προβλήματα με αυτή την προσέγγιση. Πρώτον, παροξύνει τις εσωτερικές ιεραρχίες· δεύτερον, επιβάλλει την συμμόρφωση και την πάλη κυριάρχησης πάνω στους άλλους ως την δυϊκή βάση όλων των σχέσεων. Στην πράξη, ο εθνικισμός σημαίνει να καταπιέζεσαι και να σε εκμεταλλεύονται άνθρωποι της ίδιας εθνικότητας, γλώσσας, θρησκείας ή υπηκοότητας με σένα. Για να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας ενάντια σ’ αυτούς που σκοπεύουν να μας κυβερνούν, θα πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας διασχίζοντας τα όρια της ταυτότητας, να σχηματίσουμε κοινές στοχεύσεις στη βάση των φιλοδοξιών/επιδιώξεων που μοιραζόμαστε για ελευθερία και ειρηνική συνύπαρξη. Οι εθνικιστές υπόσχονται να πετύχουν την αυτοδιάθεση στη βάση κοινών ταυτοτήτων, αλλά ο αληθινός αυτοκαθορισμός απαιτεί συμβιωτικές σχέσεις που υπερβαίνουν την ταυτότητα.

Η αρχή της πλειοψηφίας είναι η ίδια το πρόβλημα. Από την μια πλευρά, η θεωρία της αρχής της πλειοψηφίας υποτείνει ότι είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχτούμε οτιδήποτε επιθυμεί η πλειοψηφία, υπαγορεύοντας μια πλήρη παραίτηση/αποποίηση κάθε ηθικής υπευθυνότητας. Από την άλλη, η πρακτική της αρχής της πλειοψηφίας υλοποιεί σιωπηλά την αρχή ότι η ισχύς ορίζει το δίκαιο, ανάγοντας όλες τις σχέσεις σε έναν φονικό ανταγωνισμό.

Επειδή η αρχή της πλειοψηφίας είναι το θεμέλιο της δημοκρατίας, δεν θα πρέπει να εκπλησσόμαστε όταν η δημοκρατία εξυπηρετεί την νομιμοποίηση και την κινητοποίηση της βίας του κράτους, προκαλώντας αντίπαλα κράτη να κάνουν το ίδιο σε απάντηση. Αυτός είναι ο διπλός κίνδυνος που προκύπτει από το κίνημα ανεξαρτησίας στην Καταλωνία: θα μπορούσε να εγκαθιδύσει ένα καινούριο κράτος εξίσου καταπιεστικό με το προηγούμενο, αλλά που θα ήταν δυσκολότερο να αμφισβητηθεί καθώς θα εμφανίζεται πιο αντιπροσωπευτικό – και θα πυροδοτούσε ανοιχτές εχθροπραξίες μεταξύ εδραιωμένων/κατοχυρωμένων κρατών που γίνονται ανίκανοι να φανταστούν το ένα το άλλο ως οτιδήποτε άλλο από εχθρούς. Το δεύτερο σενάριο μοιάζει πολύ απίθανο τώρα, αλλά δεν είμαστε οι μόνοι που εικάζουμε ότι καθώς οι οικονομικές και οικολογικές κρίσεις εντείνονται, ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία θα γίνεται ένα πιο κοινό υπόδειγμα για την πολιτική του μέλλοντος από τις σοσιαλδημοκρατίες τους 20υ αιώνα.

Αναρχικές εναλλακτικές

Οι αναρχικοί έχουν αναζητήσει επί μακρόν μια διέξοδο από τις παγίδες του εθνικισμού και της δημοκρατίας.

Στη θέση της υπηκοότητας, ένα κατάλοιπο του φεουδαλισμού και το συστήματος των καστών, προτείνουμε εθελούσιες συσχετίσεις που δεν διεκδικούν αποκλειστικό έλεγχο των πληθυσμών και των περιοχών. Στη θέση του εθνικισμού, προτείνουμε αμοιβαία βοήθεια κατά μήκος όλων των ταυτοτήτων. Στη θέση του κράτους, προτείνουμε πραγματική αυτοδιάθεση σε μια αποκεντρωμένη βάση. Στη θέση της δημοκρατίας, της αρχής της πλειοψηφίας, προτείνουμε τις αρχές της οριζοντιότητας και της αυτονομίας. Στη θέση των πολέμων που ο εθνικισμός και η δημοκρατία πάντα υποδαυλίζουν, προτείνουμε την αλληλεγγύη και την δικαιοσύνη που μετασχηματίζει.

Τι θα σήμαινε αυτά σήμερα στην Καταλωνία, όπου οι φανατικοί της Ισπανικής κυριαρχίας συγκρούονται με τους φανατικούς της καταλανικής ανεξαρτησίας; Η απάντησή μας είναι ουτοπική, αλλά προσφέρει ένα σημείο εκκίνησης για να φανταστούμε τι θα μπορούσαμε να πετύχουμε μέσα από τα κοινωνικά μας κινήματα εκτός από τα να δημιουργούμε καινούριες κρατικές δομές.

Ας γίνει η Ισπανία μια εθελοντική ένωση που θα αποτελείται από οποιονδήποτε σε κάθε τόπο ταυτίζεται με αυτήν, και ας είναι η Καταλωνία μια άλλη τέτοια εθελοντική ένωση ανάμεσα σε χιλιάδες ακόμα. Ας συνυπάρχουν όλες όλες αυτές οι ενώσεις με την συνθήκη ότι καμμιά δεν επιδιώκει να κυβερνά τις άλλες ή να τις αποστερεί από τους πόρους τους. Ας ξεκινήσει κάθε μια τέτοια ένωση να δημιουργεί “κοινά” παρά να συσσωρεύει ιδιωτικό πλούτο, και ας ενώσουν όλες τις δυνάμεις τους για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους οποτεδήποτε οτιδήποτε απειλεί αυτά τα “κοινά” ή την ελευθερία αυτών που συμμετέχουν σ’ αυτές.

Σ’ αυτό το όραμα, κάθε πρόσωπο μπορεί να συμμετέχει σε όσες διαφορετιές ενώσεις βλέπει ότι ταιριάζει. Κάθε ένωση θα λειτουργούσε σαν ένα πείραμα συλλογικής δημιουργικότητας, που θα διαμορφώνεται εναλλάξ από δημοψηφικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων και από την αυθόρμητη αλληλοπλοκή της αυτοδιευθυνόμενης δραστηριότητας των συμμετεχόντων. Στη θέση του δολοφονικού ανταγωνισμού του καπιταλισμού και της κρατικής μηχανής [statecraft], κάθε μια από αυτές τις ενώσεις θα πάλευε να προσφέρει το πιο ικανοποιητικό/πληρωτικό μοντέλο για τις συνεργατικές ανθρώπινες σχέσεις. Μια διαδικασία φυσικής επιλογής θα αντάμοιβε τα πιο γενναιόδωρα και “θρεπτικά” σχέδια παρά τα πιο εγωιστικά και βάρβαρα, χωρίς να τα μειώνει σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή ή να επιβάλλει τον ανταγωνισμό ως ένα παιχνίδι μηδενικού-αθροίσματος που ο νικητής-τα-παίρνει-όλα.

Αυτό το όραμα προϋπάρχει το αναρχικού κινήματος· έχει προηγούμενα σε μια ποικιλία αυτόχθονων κοινωνιών και ομοσπονδιών. Είναι ήδη το μοντέλο με βάση το οποίο αναρχικοί στη Βαρκελώνη και παντού στον κόσμο οργανώνονται σε δίκτυα ή συνελεύσεις, κοινωνικά κέντρα, οργανώσεις και ομάδες συνάφειας. Ακόμα και αν δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε ακόμα αυτό το όραμα στην κλίμακα μιας περιοχής ή μιας ηπείρου, μπορούμε να δρούμε σύμφωνα με τη λογική του, χτίζοντας δίκτυα αλληλοβοήθειας και ανιστεκόμενοι στην τυρρανία όποτε ερχόμαστε αντιμέτωποι μ’ αυτήν.

Από αυτό το πλεονεκτικό σημείο, μπορούμε να δούμε ότι όταν η αστυνομία επιτίθεται σε ανθρώπους που προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν κάλπες, οι αναρχικοί θα πρέπει να παρεμβαίνουν – όχι για να υπερασπιστούν τις κάλπες, αλλά για να προστατέψουν τους ανθρώπους από την αστυνομία. Πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι η νίκη σε δημοψηφίσματα δεν θα μας φέρει πιο κοντά στον κόσμο των ονείρων μας – το σημαντικό είναι να αναπτύξουμε την ικανότητα να δημιουργούμε τις σχέσεις που επιθυμούμε σε μια άμεση βάση, με τρόπο που μπορεί να απλώνεται ριζωματικά μέσα στην κοινωνία.

Την ίδια στιγμή, πρέπει να κάνουμε ξεκάθαρο οτιδήποτε έχει κοινό η καταλανική αστυνομία με την ισπανική και oποιαδήποτε άλλη αστυνομία σε ολόκληρο τον κόσμο. Έχουμε δει την καταλανική αστυνομία να επιτίθεται σε διαδηλώσεις ξανά και ξανά ακριβώς όπως έκανε η ισπανική αστυνομία την Κυριακή. Αν προκαλούν λιγότερη οργή όταν επιτίθενται σε μετανάστες, εργάτες και αναρχικούς απ’ όσο όταν επιτίθενται σε ψηφοφορους, αυτό δείχνει μόνο πόσο μακρύ δρόμο έχουμε να διανύσουμε.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://crimethinc.com/2017/10/04/democracy-red-in-tooth-and-claw-on-the-catalan-referendum-the-old-state-a-new-state-or-no-state-at-all.

2 Στμ. Ιθαγένεια ή υπηκοότητα ονομάζεται νομικά η ιδιότητα του πολίτη, για την ακρίβεια ο νομικός δεσμός του ατόμου με το κράτος στο οποίο ανήκει. Κάθε άνθρωπος αποκτά ιθαγένεια τη στιγμή που γεννιέται, κατά κανόνα την ίδια με έναν από τους γονείς του (δίκαιο του αίματος) ή υπό προϋποθέσεις του τόπου γέννησής του (δίκαιο του εδάφους). Συνεπώς, στην περίπτωση του ελληνικού κράτους, οι όροι ιθαγένεια και υπηκοότητα είναι ταυτόσημοι (τουλάχιστον και δεν ταυτίζονται με τον όρο εθνικότητα, που δεν αναφέρεται σε μια νομική ή πολιτική σχέση αλλά στην ηθική και πολιτισμική σχέση του ανθρώπου με τον πολιτισμό απ’ όπου προέρχεται η οικογένειά του και με τις αξίες της οποίας μεγαλώνει. Στα αγγλικά οι όροι citizenship και nationality χρησιμοποιούνται συχνά εναλλακτικά για να δηλώσουν και την ιθαγένεια/υπηκοότητα και την εθνικότητα. Λόγω της διάκρισης όμως των δυο εννοιών στο νομικο πλαίσιο του ελληνικού κράτους, θεωρούμε ορθότερο να αποδίδουμε το citizenship, που αναφέρεται ακριβώς ιδιότητα του πολίτη, ως ιθαγένεια, και το nationality ως εθνικότητα.

Απεργία και πορείες ενάντια στον εργασιακό νόμο του Μακρόν

Τέσσερα συνδικάτα κάλεσαν σε γενική απεργία για σήμερα ενάντια στον νέο εργασιακό νόμο του Γάλλου προέδρου Μακρόν, αυτό αναφέρεται συχνά ως Μacron 2 ή Macron XXL, γιατί ο Μακρόν ήταν πίσω από την τελευταία αναθεώρηση του νόμου που έγινε γνωστός ως “Νόμος El-Khomri” και ο κανούριος είναι ακόμα χειρότερος.

Ο νόμος επιτρέπει αλλαγές στις συμβάσεις εργασίας σε μικρές επιχειρήσεις εφόσον συμφωνούν τα 2/3 των εργαζόμενων. Εισάγει μέγιστες αποδοχές (αποζημιώσεις), με βάση την ηλικία, την προϋπηρεσία και τις προοπτικές απασχόλησης, για δικαστήρια επίλυσης εργατικών διαφορών, από 1 έως 22 μισθούς. Επιτρέπει επίσης σε επεκτεινόμενες επιχειρήσεις να μην αυξάνουν τον αριθμό των αντιπροσώπων των εργαζομένων· αυτή τη στιγμή από τη στιγμή που συμπληρώνεται ένας ορισμένος αριθμός εργαζομένων το εργοδότης είναι αναγκασμένος να επιτρέπει την εκλογή αντιπροσώπων, τη δημιουργία επιτροπών του προσωπικού κ.λπ. Θα μειώσει τη νομική υποχρέωση της συμμετοχής των συνδικάτων στις διαπραγματεύσεις. Ο νόμος θα επιτρέπει επίσης στους εργαζόμενους να συμφωνούν σε δυσμενέστερες εργασιακές συνθήκες από αυτές που επιτρέπει ο “εργασιακός νόμος”, αυτή τη στιγμή συμφωνίες μπορούν να γίνουν μόνο αν βελτιώνουν τις συνθήκες. Για παράδειγμα, ένας εργοδότης μπορεί να συμφωνήσει να δώσει μπόνους/επιπλέον πληρωμή για μια δύσκολη εργασία αλλά δεν μπορεί να αποσύρει an antisocial hours payment.

Η CGT, η Solidaires, η FSU2 και η UNEF, όλα τα συνδικάτα πήραν μέρος στην απεργία.

Η CGT ισχυρίζεται ότι 450 με 500 χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν στις πορείες σ’ ολόκληρη τη χώρα, η αστυνομία ισχυρίζεται ότι ο αριθμός αυτός είναι στις 230 χιλιάδες με 60 ή 24 χιλιάδες στο Παρίσι. Σύμφωνα με την αστυνομία έγιναν 4 συλλύψεις στο Παρίσι, τρεις στη Νάντ και πέντε στη Λυών.

Σύμφωνα με την κυβέρνηση απήργησε το 3.29% των δασκάλων και ισχυρίζεται ότι έκλεισαν μόνο 7 σχολεία.

Στην περιοχή του Παρισιού: στις γραμμές της RER (το μετρό και ο προαστιακός) η κίνηση ήταν μεταξύ των 2/3 και του μισού μιας συνηθισμένης κανονικής μέρας. Οι γραμμές της TER (περιφερειακοί σιδηρόδρομοι) επηρεάστηκαν λιγότερο.

Στην Κυανή Ακτή και την Προβηγκία τα μισά τραίνα ήταν ακινητοποιημένα, στον Βορρά τα δύο/τρίτα των δρομολογίων ακυρώθηκαν εξαιτίας της απεργίας, στο Sarthe [Δυτική Γαλλία] το ένα τρίτο και στην Franche-Comté επίσης το ένα τρίτο.

Παρά τους ισχυρισμούς από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορία ότι δεν θα υπήρχαν συνέπειες, υπήρξαν καθυστερήσεις και ακυρώσεις στην Νίκαια, τη Μασαλλία, στα αεροδρόμια Ορλύ και Σαρλ ντε Γκώλ του Παρισιού και πιθανόν και αλλού.

Στην Caen, όπου 3 με 6 χιλιάδες άνθρωποι κατέβηκαν στην απεργία, μεταξύ τους και εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, υπήρχε έντονη συζήτηση για την αλληλεγγύη με δεδομένο ότι ο Μακρόν “θα έρθει για όλους” αργά ή γρήγορα.

Σύμφωνα με τις εφημερίδες μια “γιορταστική ατμόσφαιρα” στο Παρίσι διακόπηκε από επεισόδια όταν μέλη ενός “μπλοκ 300 περίπου κουκουλοφόρων άρχισαν να πετάνε αντικείμενα και η αστυνομία αντέδρασε με τη ρίψη δακρυγόνων”. Η ομάδα “αντικατασταλτικού συντονισμού” παρείχε έναν τηλεφωνικό αριθμό ώστε ο κόσμος να μπορεί να αναφέρει συλλήψεις, ενέργειες και κινήσεις της αστυνομίας κ.λπ.

Η ακόλουθη χρονική ακολουθία βασίζεται σε μια αντίστοιχη που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο Paris-luttes, οπότε αν δεν αναφέρεται ρητά μια άλλη πόλη, τα γεγονότα αφορούν το Παρίσι:

  • Αρκετά λύκεια στο Παρίσι και στις γύρω περιοχές είχαν αποκλειστεί από μαθητές από το πρωί, αν και μερικά ξανάνοιξαν όταν οι απεργοί έφυγαν για να συμμετάσχουν στις πορείες. Υπήρχε μια Γενική Συνέλευση3 στο Πανεπιστήμιο 8 του Παρισιού με 50 άτομα.

  • Στις 12.30 η αστυνομία άρχισε να κάνει ελέγχους σε κάποια άτομα στην République, απ’ όπου θα ξεκινούσε η πορεία. Στη 1.00 έφτασαν 100 μαθητές σχολείου, η παρουσία της αστυνομίας ήταν διακριτική αλλά με πολλές μονάδες σε αναμονή τριγύρω. Ο σταθμός της Βαστίλλης έκλεισε λίγο αργότερα κατόπιν εντολής της αστυνομίας. Εν τω μεταξύ, στην Λυών η κεφαλή της πορείας απομονώθηκε και κυκλώθηκε από την αστυνομία. Οι διοργανωτές από τα συνδικάτα προσπάθησαν να διαπραγματευτούν την απελευθέρωση όσων είχαν περικυκλωθεί οι οποίοι ταυτόχρονα δέχονταν τα χτυπήματα και τα δακρυγόνα των μπάτσων, τουλάχιστον πέντε άτομα τραυματίστηκαν. Η CGT αρνήθηκε να μετακινηθέι μέχρι να αρθεί ο αστυνομικός κλοιός, τελικά μια ώρα αργότερα ο κόσμος αφήνεται ελεύθερος αλλά μόνο μετά από έναν “ενδελεχή έλεγχο” [στα γαλλικά: “contrôle complet”] που σημαίνει εξακρίβωση στοιχείων και πλήρη έλεγχο, έγιναν δύο συλλήψεις.

  • Στην 1.30 η ομάδα των μαθητών στην République είχε φτάσει τα 300 άτομα και ξεκίνησε για την Βαστίλλη. Στην πανεπιστημιούπολη του Πανεπιστημίου Jussieu υπήρχε μια ομάδα 100 φοιτητών. Στη Βαστίλλη έπαιρναν θέση τα αυτοκίνητα της Ένωσης και σχηματιζόταν το μπλοκ WITCH4. Το μπλοκ των “Μαγισσών” πορεύτηκε πίσω από ένα πανώ με το σύνθημα “Macron au Chaudron”, δηλαδή “βάλτε τον Μακρόν στη χύτρα”.

  • Λίγο μετά οι μαθητές έφτασαν στη Βαστίλλη. “Όλοι μισούν τα διατάγματα”5 και “ah anti anti-capitalist”, την ίδια στιγμή 150 φοιτητές περικυκλώνονται στο πανεπιστήμιο Jussieu και αναγκάζονται να υπλβληθούν σε έλεγχο.

  • Στις 2μμ οι πορείες έχουν αρχίσει, το μπλοκ WITCH είναι στην κεφαλή, συνήθως αυτή τη θέση την παίρνουν οι μαθητές αλλά αυτή τη φορά δεν το προσπάθησαν. Υπάρχει μια ομάδα “Forain” με ένα φορτηγάκι με ηχεία και τουλάχιστον 100 διαδηλωτές. Λίγο αργότερα το μπλοκ από το Jussieu ενώνεται με την πορεία.

  • Στις 2.30 η κεφαλή της πορείας έχει εκατοντάδες άτομα και αυξάνεται σταθερά, είναι σχεδόν στη γέφυρα του Austerlitz, όπου είναι σταθμευμένη μια αύρα νερού.

  • Στις 3μμ, η κεφαλή έχει 5000 άτομα από τα οποία τα 1000 είναι μπλακ-μπλοκ. Φτάνουν αναφορές από την Tours, όπου διαδήλωσαν 5000 άτομα, αρκετά σχολεία έκλεισαν και το 25% των οδηγών στις δημόσιες συγκοινωνίες συμμετείχαν στην απεργία..

  • Στις 3.10 η κεφαλή της πορείας φτάνει στο SaintMarcel όπου η αστυνομία έχει μπλοκάρει τον δρόμο με τα ειδικά φράγματα για τις διαδηλώσεις. Η ουρά της πορείας είναι ακόμα στη Βαστίλλη και οι διαδηλωτές αριθμούν δεκάδες χιλιάδες.

  • Στις 3.30 υψώνεται ένα πανώ που καλεί σε πορεία αλληλεγγύης την επόμενη βδομάδα για τους συλληφθέντες για την πυρπόληση ενός οχήματος της αστυνομίας στη διάρκεια των περσινών διαδηλώσεων ενάντια στον εργασιακό νόμο. Η αστυνομία άρχισε να αυξάνει τις προκλήσεις, χτυπώντας τον κόσμο με μικρές στρογγυλές ασπίδες καθώς περνούσε. Οι διαδηλωτές διατήρησαν την πειθαρχία τους.

  • 3.40: η κεφαλή της πορείας έχει πλέον 10 χιλιάδες κόσμο, η αστυνομία επιτίθεται με δακρυγόνα και βόμβες σφαιριδίων6. Οι διαδηλωτές πετούν πέτρες. Η κεφαλή της πορείς διασπάται προσωρινά στα δύο αλλά καταφέρνει να επανενωθεί πριν μπορέσει να το εκμεταλλευτεί η αστυνομία. Η πλατεία της Βαστίλλης είναι ακόμα γεμάτη. Η ομάδα “Forain” αρχίζει πάλι να τραγουδά τη Μασαλλιώτιδα, αμέσως αρχίζουν συνθήματα “Όλοι μισούν τη Μασαλλιώτιδα”.

  • 4μμ: Επιθέσεις από τα CRS [τα γαλλικά ΜΑΤ] με χρήση δακρυγόνων, βομβών σφαιριδίων και την υποστήριξη μιας αύρας νερού που οδηγεί ένα φράγμα μέσα στην πορεία, αποχωρίζοντας μια ομάδα. Το κανόνι νερού υποχωρεί από μια μολότωφ αλλά η αστυνομία σπρώχνει τον κόσμο πίσω με βόμβες σφαιριδίων και προχωρά σε συλλήψεις με τη βοήθεια των “Ομάδως Τάξης” της CGT, ένα μπλοκ που περιλαμβάνει πολλά μέλη από την ομάδα “forain” ωθεί τους μπάτσους προς τα πίσω οπότε οι διαδηλωτές καταφέρνουν να επανενωθούν, μερικοί απελευθερώνονται από τη σύλληψη.

  • 4.30: η πορεία φτάνει στην Place d’Italie, η αστυνομία αποκλείει τις εξόδους αλλά αφήνει τον κόσμο να φεύγει ένας-ένας χωρίς έλεγχο.

  • 5.15: η τελευταία ομάδα, η CFDT, φεύγει από τη Βαστίλλη.

Εκτός από το πολυ-φωτογραφημένο μπλοκ WITCH, πολλά πανώ αναφέρονταν στη δήλωση του Μακρόν ότι δεν θα ενδώσει στους “τεμπέληδες, τους κυνικούς και τους εξτρεμιστές”7. Ένα πλακάτ γράφει λοιπόν: “Πολύ τεμπέλης για να σκεφτώ ένα σύνθημα”!

Aν και η CFDT και η FO δεν απεργούσαν επίσημα μερικά από τα μέλη του συμμετείχαν.

Οι “Ομάδες Τάξης” [Service d’Ordre] της CGT κουβαλάνε φανερά όπλα στις πορείες ως συνήθως. Παραπονιούνται ότι οι διαδηλωτές δεν τους ακολουθούν και ότι τους αφήνουν πίσω, ο κόσμος τους χλευάζει και μετά από μερικά μπρος-πίσω ένας από αυτούς λέει ότι είναι μπάτσος, ξαφνιάζοντας πολλούς από τους μιλιτάντηδες της CGT, προκύπτει ότι το τμήμα του συνδικάτου των μπάτσων Vigi αποτελεί μέρος των “Ομάδων Τάξης” και ότι είναι αυτοί που τρέχουν πρώτοι απ’ όλους να συλλάβουν κόσμο όταν η πορεία δέχεται επίθεση από τα CRS.

Ο “Βασιλιάς των Forains8 κάλεσε σε αποκλεισμούς και ισχυρίστηκε ότι 10000 φορτηγά είχαν αποκλείσει δρόμους κατά μήκος της χώρας, 500 από αυτά στο Παρίσι. Ο βασικός δακτύλιος στο Etoile είχε αποκλειστεί κατά τις 7 το πρωί και υπήρχαν αναφορές και για άλλους αποκλεισμούς και παρακώλυση της κυκλοφορίας στη διάρκεια ολόκληρης της μέρας.

Η παρουσία προσώπων του Σοσιαλιστικού Κόμματος όπως ο Bernard Hamon, του γραμματέα του ΓΚΚ, και του Μελανσόν, ηγέτη της “France Insoumise”, έδειξε το ενδιαφέρον των αριστερών πολιτικών κομμάτων να αφομοιώσουν αυτές τις διαμαρτυρίες, ιδιαίτερα από το Σοσιαλιστικό Κόμμα που ακόμα περιδινίζεται από την κατρακύλα στην πέμπτη θέση στις προεδρικές εκλογές και την πανωλεθρία στις εκλογές για το κοινοβούλιο, πέντε από τους βουλευτές του ΣΚ ήταν παρόντα στις πορείες.

 

1 Στμ. Δημοσιευμένο εδώ: http://libcom.org/news/strike-protests-against-macrons-employment-law-12092017, από τον Jef Costello.

2 FSU: Fédération syndicale unitaire (Ενοποιημένη Συνδικαλιστική Ομοσπονδία), το πέμπτο μεγαλύτερο συνδικάτο στη Γαλλία και το μεγαλύτερο στον δημόσιο τομέα και ιδιαίτερα στην εκπαίδευση.

3 Στα γαλλικά AG (Assemble Generale) μια ανοιχτή συνέλευση συνήθως για να αποφασιστεί μια απεργία ή μια δράση αποκλεισμού. Ένας αριθμός 50 ατόμων δεν είναι αρκετός για την αξιόπιστη λήψη τέτοιων αποφάσεων.

4 Ένα μπλοκ σε αλληλεγγύη προς τα σύγχρονα κινήματα και ομάδες σε πορείες φεμινιστικές, του κινήματος Black Lives Matter, πορείες ενάντια στον Τραμπ κ.λπ. Φαίνεται να έχει σαν βάση το Πανεπιστήμιο 7 του Παρισιού.

5 Στα γαλλικά: “Tout le monde déteste les ordonnances”, αναφορά στο γεγονός ότι ο Macron έχει αρχίσει να χρησιμοποιεί κι αυτός Προεδρικά Διατάγματα για να επιβάλλει την πολιτική του. Το σύνθημα συνήθως λέει: “Όλοι μισούν την αστυνομία”.

6 Βόμβες σφαιριδίων, βομβίδες που περιέχουν πλαστικά σφαιρίδια. Μια από αυτές παραλίγο να σκοτώσει κάποιον στις περσινές διαδηλώσεις· μπορείτε να δείτε τον μπάτσο εδώ κι εδώ να τη ρίχνει χωρίς καν να κοιτάζει,αδιάκριτα – οι μπάτσοι ισχυρίζονται αργότερα ότι προσπάθησαν να βοηθήσουν το άτομο αλλά δέχτηκαν επίθεση από τους “μπαχαλάκηδες”, στο βίντεο μπορεί να δει κανείς ότι οι μπάτσοι ρίχνουν δακρυγόνα στον κόσμο που προσπαθούσε να βοηθήσει τον τραυματία, ο οποίος τέθηκε σε τεχνητό κώμα σαν αποτέλεσμα του τραυματισμού του.

7 Στμ. Στα γαλλικά: “les fainéants, les cyniques et les extrêmes”.

8 Η λέξη Forain αναφέρεται σε περιπλανόμενες κοινότητες και άλλους που διατηρούν λούνα παρκ. Ο λεγόμενος “Βασιλιάς” των Forains είναι ο Marcel Campion ο οποίος έχει ελεγχθεί για παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας, ενώ έχει λάβει το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής.

Το προσφυγικό αρχιπέλαγος

Η ιστορία «από τα μέσα» για το τι πήγε στραβά στην Ελλάδα

 

Αναδημοσίευση από το blog της Αντιφασιστικής Πρωτοβουλίας Βύρωνα: http://antifavironas.blogspot.gr/2017/06/blog-post.html

 

Επιλέξαμε να μεταφράσουμε αυτό το εκτενές, δημοσιογραφικού χαρακτήρα, κείμενο γιατί παρέχει μια λεπτομερή και αρκετά κατατοπιστική εικόνα για ό,τι στον δημόσιο λόγο αποκαλείται “πρόσφατη προσφυγική κρίση” στην ελληνική επικράτεια. Στην πραγματικότητα, αυτό που διαδραματίζεται εδώ και καιρό είναι η κλιμάκωση ενός πολέμου κατά των μεταναστριών/ών, στον οποίο το ελληνικό κράτος, μακράν από το να “υποκύπτει” σε έξωθεν πιέσεις ή να “συμβιβάζεται”, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Η βαρβαρότητα της Αμυγδαλέζας σήμερα έχει συμπληρωθεί από τον “ανθρωπισμό” των ΜΚΟ που εργάζονται πίσω από τα συρματοπλέγματα (κι αυτός ο συνδυασμός κρατικής καταστολής και κρατικής “φροντίδας” είναι όντως μια ουσιαστική διαφορά της σημερινής αριστερο-ακροδεξιάς κυβέρνησης από τους προκατόχους της) αλλά παραμένει βαρβαρότητα, και μάλιστα επιδεινούμενη. 

Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύθηκε στα Αγγλικά στις 06/03/2017 στον ιστότοπο News Deeply

 

Το προσφυγικό αρχιπέλαγος: Η ιστορία «από τα μέσα» για το τι πήγε στραβά στην Ελλάδα

των Daniel Howden, Αποστόλη Φωτιάδη

 

Το «Refugees Deeply» [1] διερευνά τις αποτυχίες στην πιο δαπανηρή ανθρωπιστική βοήθεια που δόθηκε στην ιστορία, η οποία εκτυλίχθηκε στη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η Widad Madrati, όπως όλα τα παιδιά, θυμάται το πρώτο χιόνι που έπεσε στο Ωραιόκαστρο σαν κάτι το αξιοθαύμαστο. Δημιούργησε ένα υπέροχο λευκό κάλυμμα πάνω από την εξαθλίωση ενός στρατοπέδου για πρόσφυγες, που είχε χωροθετηθεί στον περίβολο μιας εγκαταλελειμμένης αποθήκης, στους λόφους πάνω από τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας, τη Θεσσαλονίκη. Η δεκαεφτάχρονη Σύρια δεν ενοχλήθηκε που ο σωλήνας νερού στις εξωτερικές δεξαμενές είχε παγώσει. Έβγαλε φωτογραφίες από τις παγωμένες συσσωματώσεις.

Οι φωτογραφίες στο κινητό της δεν έδειχναν τίποτα για τις χαλασμένες χημικές τουαλέτες ή το πεταμένο, αδύνατο να φαγωθεί φαγητό, ούτε για τις ετοιμόρροπες σκηνές που είχαν σφηνωθεί στο παγωμένο χώμα από τους πρόσφυγες, που όπως και η δική της οικογένεια, έφτασαν πολύ αργά για να βρουν ένα μέρος στο εσωτερικό της κατασκευασμένης από μπετόν αποθήκης. Αντίθετα, οι φωτογραφίες της απεικόνιζαν παιδιά να παίζουν με το χιόνι.

Απομονωμένη έξω από τα κτίρια του Ωραιοκάστρου, σε μια σκηνή καλυμμένη με χιόνι, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας Madrati αντιμετώπισαν πιο ρεαλιστικά το πρόβλημα της επιβίωσής τους και ικέτευσαν τις Αρχές και τους εθελοντές να βρουν έναν τρόπο για να φύγουν από το στρατόπεδο. Ήταν μια τετραμελής οικογένεια, όταν έφυγαν από το Χαλέπι, η οποία έγινε πενταμελής στην πορεία, αφού γεννήθηκε η αδερφή της Widat, η Μαρία, στην Τουρκία. Και είχαν υποστεί χειρότερες ταπεινώσεις στην Ελλάδα από τις ικεσίες.

Η οικογένεια ήταν επίσης από τις τελευταίες που άφησαν τον προηγούμενο προσωρινό τους κατάλυμα στην Ειδομένη, όπου άντεξαν για δέκα εβδομάδες, αφότου έκλεισε ο χαοτικός καταυλισμός στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας τον Μάρτιο του ’16, με την ελπίδα ότι θα ξανανοίξει. Δεν άνοιξε ποτέ.

Ο καταυλισμός εκκενώθηκε και οι κάτοικοί του μετακινήθηκαν σε πρώην βιομηχανικές περιοχές, όπως το Ωραιόκαστρο, και σε εγκαταλελειμμένα στρατόπεδα. «Έκλαιγα όταν φύγαμε από την Ειδομένη,» λέει η Widat. «Ένιωθα να χάνω την ελπίδα μου, όταν τόσοι άνθρωποι κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα και εμείς όχι».

Διηγείται την ιστορία της με τα αγγλικά που έμαθε από εθελοντές στην Ειδομένη και στη συνέχεια τα δίδαξε σε άλλα παιδιά προσφύγων στο Ωραιόκαστρο. Η οικογένειά της, η οποία πληροί τις προϋποθέσεις μέσα από οποιαδήποτε σχεδόν κριτήρια, για να κριθεί ως προσφυγική, έχει γίνει μάρτυρας πολλών από τα πράγματα που πήγαν στραβά στην Ελλάδα, από τότε που η χώρα έγινε η «πύλη εισόδου» στην Ευρώπη για αριθμούς ρεκόρ προσφύγων και μεταναστών.

Η πορεία της οικογένειας Madrati από την άφιξή της στην Ε.Ε. υπήρξε μια περιήγηση σε μέχρι πρότινος «σκοτεινά» μέση στην Ελλάδα που έχουν αποκτήσει διεθνή κακοφημία για τη μιζέρια των συνθηκών διαβίωσης που «προσφέρουν», από την άφιξή τους στη Μόρια της Λέσβου, μέχρι την Ειδομένη και το Ωραιόκαστρο.

Η πιο δαπανηρή ανθρωπιστική βοήθεια

Οι βασανιστικές εμπειρίες της οικογένειας Madrati έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη διεθνή χρηματοδότηση και την ενέργεια που έχει δαπανηθεί, για να βοηθηθούν άνθρωποι σαν και αυτούς.

Μια ακολουθία γεγονότων που ξεκίνησε με το ρεκόρ στις προσφυγικές ροές στην Ελλάδα τον Ιούνιο του ’15 και κορυφώθηκε με τη φωτογραφία του νηπίου από τη Συρία που πνίγηκε, του Aylan Kurdi, αφύπνισε τον κόσμο σε σχέση με την προσφυγική κρίση. Το αποτέλεσμα αυτής της αφύπνισης ήταν να γείρει όλο το ανθρωπιστικό οικοδόμημα προς την Ελλάδα, με αποστολές πόρων που άλλαξαν ξαφνικά πορεία από τον Τρίτο Κόσμο προς την Ευρώπη. Παρακίνησε πρωτοφανή αριθμό διεθνών εθελοντών να έρθει στην χώρα, τον οργανισμό για τους πρόσφυγες του Ο.Η.Ε. να κηρύξει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης εντός της Ε.Ε. και την Ε.Ε. να χρησιμοποιήσει τη δική της μονάδα ανθρωπιστικής ανταπόκρισης εντός της Ευρώπης για πρώτη φορά. Αυτή η διαδικασία έγινε η πιο δαπανηρή ανθρωπιστική ανταπόκριση στην ιστορία σύμφωνα με πολλούς ειδικούς βοήθειας, όταν αποτιμήθηκε σύμφωνα με το κόστος ανά δικαιούχο.

Το πόσα ακριβώς χρήματα δαπανήθηκαν στην Ελλάδα από την Ε.Ε έχει πολλές φορές αναφερθεί, αλλά ελάχιστα κατανοηθεί. Το Refugees Deeply έχει υπολογίσει ότι έχουν περιέλθει στην Ελλάδα 803 εκατομμύρια δολάρια [740 εκατομμύρια €] από το 2015, στα οποία περιλαμβάνονται όλα τα κεφάλαια τα οποία χορηγήθηκαν ή δαπανήθηκαν, όλες οι σημαντικές διμερείς χρηματοδοτήσεις και οι κύριες πηγές ιδιωτικών δωρεών.

Οι κύριες πηγές χρηματοδότησης ελέγχονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το εκτελεστικό όργανο της Ε.Ε., η οποία επιβλέπει το Asylum Migration Integration Fund (A.M.I.F.- Ταμείο για το Άσυλο, την Μετανάστευση και την Ενσωμάτωση) και το Internal Security Fund (I.S.F.- Ταμείο για την Εσωτερική Ασφάλεια), τα οποία από κοινού αφιέρωσαν 541 εκ. δολάρια [498 εκ. €] για τις ελληνικές ανάγκες χρηματοδότησης. Παρ όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση φάνηκε ανίκανη να απορροφήσει σημαντικό μέρος αυτών των κεφαλαίων και χρειάστηκε επείγουσα βοήθεια από την Επιτροπή, η οποία διοχετεύθηκε με άλλα μέσα.

Η σύγχυση σχετικά με την πραγματική έκταση των δαπανών παροξύνθηκε από τις διογκωμένες δηλώσεις του Ευρωπαίου Επίτροπου Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας, Δημήτρη Αβραμόπουλου, ο οποίος έχει συχνά αναφερθεί σε αριθμούς που ξεπερνούν το ένα δις ευρώ (1.06 δις δολάρια). Αυτό το ποσό αφορά προφανώς όλα τα διαθέσιμα και θεωρητικά κεφάλαια και όχι μόνο αυτά που έχουν πράγματι διατεθεί ή δαπανηθεί.

Ωστόσο, το συνολικό ποσό των 803 εκατ. δολαρίων αποτελεί την πιο δαπανηρή ανθρωπιστική βοήθεια στην ιστορία. Με βάση το ότι τα χρήματα αυτά δαπανήθηκαν για την αντιμετώπιση των αναγκών του συνόλου του 1,3 εκατομμυρίων ανθρώπων που εισήλθαν στην Ελλάδα από το 2015, το κόστος ανά δικαιούχο θα ήταν 780 δολάρια [718 €] για τον κάθε πρόσφυγα. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος αυτών των χρημάτων διοχετεύθηκε για τις ανάγκες αυτών που εγκλωβίστηκαν στην Ελλάδα μετά το κλείσιμο των συνόρων, και σε αυτήν τη βάση το κόστος ανά δικαιούχο είναι 14.088 δολάρια [12.972 €].[Μπορείτε να διαβάσετε εδώ άλλο σχετικό άρθρο του Refugees Weekly, με την αναλυτική παρουσίαση των ποσών που διοχετεύθηκαν στην Ελλάδα.]

Οι συγκρίσεις ανάμεσα σε διάφορες ανθρωπιστικές κρίσεις, που μπορεί να ποικίλλουν από πολέμους μέχρι φυσικές καταστροφές, δεν είναι ακριβείς. Η ανταπόκριση στον σεισμό στην Αϊτή το 2010 ανήλθε στα 3,5 δις δολάρια [3.2 δις €], σύμφωνα με το U.N. Relief Web (Δίκτυο Ανακούφισης του Ο.Η.Ε. [2]), αλλά η κρίση επηρέασε πάνω από 3 εκατομμύρια ανθρώπους και τα χρήματα δαπανήθηκαν σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Αξιωματούχοι από τη διεύθυνση ανθρωπιστικών επιχειρήσεων της Ε.Ε. πιστεύουν ότι το κόστος ανά δικαιούχο ήταν άνευ προηγουμένου όσον αφορά τις σχετικές δράσεις της Ε.Ε.. Και όμως, ένας ανώτερος αξιωματούχος υπολόγισε ότι τόσο πολύ όσο τα «70 [64 €] δολάρια από κάθε 100 [91 €] δολάρια» είχαν σπαταληθεί άσκοπα.

Προσφυγική φλέβα χρυσού

Η εφιαλτική εικόνα του Aylan Kurdi να κείτεται πνιγμένος σε μια παραλία της Τουρκίας στις 2 Σεπτεμβρίου του ’15, διαμοιράστηκε πάνω από 20 εκατ. φορές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Προκάλεσε μια άμεση αύξηση στις αναζητήσεις Google που σχετίζονταν με τη Συρία και μια χιονοστιβάδα από ιδιωτικές δωρεές σε φιλανθρωπικά ιδρύματα που ασχολούνται με θέματα προσφύγων.

Ο Σουηδικός Ερυθρός Σταυρός παρατήρησε άλμα στις καθημερινές δωρεές που δέχθηκε, 55 φορές μεγαλύτερες την εβδομάδα, αφού η εικόνα κυκλοφόρησε, σύμφωνα με μελέτη που έγινε με επικεφαλή τον Paul Slovic στο Πανεπιστήμιο του Oregon. Σύμφωνα με τη Διεθνή Επιτροπή Διάσωσης (I.R.C. International Rescue Committee), μια ομάδα «ανακούφισης» με έδρα τη Νέα Υόρκη, η αντίδραση στη φωτογραφία δημιούργησε αύξηση στις δημόσιες δωρεές. Ένας ανώτερος αξιωματούχος της ομάδας δήλωσε ότι η αντίδραση στη φωτογραφία έριξε την ιστοσελίδα τους, παρόλο που άλλοι από το προσωπικό της I.R.C. δήλωσαν αργότερα στο Refugees Deeply ότι αυτό δεν συνέβη. Ο Slovic παρατηρεί ότι ο θάνατος του νηπίου «ξύπνησε τον κόσμο για ένα σύντομο χρονικό διάστημα», αλλά επίσης έκανε επιτακτική ανάγκη για τις διεθνείς Μ.Κ.Ο να δείξουν ότι ανταποκρίνονται στα γεγονότα που λάμβαναν χώρα στην Ανατολική Μεσόγειο.

Για τις ήδη υπάρχουσες οργανώσεις στην Ελλάδα η ξαφνική εισροή χρημάτων ήταν τόσο ευπρόσδεκτη, όσο και αποσταθεροποιητική. Η «Μετάδραση», μια ελληνική Μ.Κ.Ο γνωστή για την εκπαίδευση και επιπλέον τις παροχές της σχεδόν στα πάντα, από διερμηνείς μέχρι υπηρεσίες πρώτης ανάγκης, έχασε κομμάτι του εξειδικευμένου προσωπικού της από μεγαλύτερες Μ.Κ.Ο οι οποίες μπορούσαν να δώσουν πολύ υψηλότερους μισθούς.

Η επικεφαλής της «Μετάδρασης», κα. Λώρα Παππά, θεωρεί ότι η μεγάλη εισροή χρημάτων μετέτρεψε τους πρόσφυγες σε «εμπορεύματα» και ενθάρρυνε βραχυπρόθεσμες δράσεις «Αυτές [οι διεθνείς οργανώσεις] έψαχναν τρόπους να δείξουν την παρουσία τους στην Ελλάδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα για κάποιους να χάσουν την ευκαιρία να επενδύσουν εποικοδομητικά».

Το θλιβερό της συμπέρασμα είναι ότι «καμιά φορά τα λεφτά μπορούν να κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό».

Ανάμεσα στις προειδοποιητικές ιστορίες που αναδύθηκαν από εκείνη την περίοδο ήταν αυτή του διαμετακομιστικού Κέντρου «Απάνεμο» στη Λέσβο. Μια εγκατάσταση εκατομμυρίων δολαρίων, που χτίστηκε από την I.R.C (Διεθνή Επιτροπή Διάσωσης) σε μια απότομη πλαγιά κοντά στις κύριες παραλίες προσέλευσης μεταναστών, τους πιο φορτωμένους μήνες του 2015, και σχεδιάστηκε για να δέχεται 2.000 αφίξεις προσφύγων την ημέρα. Όντας χρηματοδοτούμενο από δωρεές ιδιωτών, χρήματα για βοήθεια από το Βρετανικό κράτος και το φιλανθρωπικό ίδρυμα Radcliffe, χαιρετίστηκε από την I.R.C ως το «πολυπόθητο κέντρο υποδοχής που παρέχει ζωτικής σημασίας υπηρεσίες στους πρόσφυγες».

Η I.R.C δηλώνει ότι ήταν σε θέση να διαλύσει τα περισσότερα από τα υλικά και να τα χρησιμοποιήσει σε άλλες εγκαταστάσεις, αλλά το κέντρο τώρα στέκει αχρησιμοποίητο, ενώ χαοτικές συνθήκες σε άλλο μέρος του ίδιου νησιού έχουν οδηγήσει σε θανάτους προσφύγων. Όμως η ταχεία απορρόφηση πόρων με αμφισβητούμενα αποτελέσματα δεν περιορίζεται σε καμία περίπτωση μόνο στην I.R.C..

Η απόφαση της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες να χαρακτηρίσει την Ελλάδα χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης όσον αφορά την κλίμακα ιεράρχησής της, μετέτρεψε εν μία νυκτί μια σκούνα σε δεξαμενόπλοιο – ένα γραφείο με μια ντουζίνα προσωπικό, που η κύρια δουλειά του ήταν να επιβλέπει συμβασιούχους που βοηθούσαν την ελληνική υπηρεσία ασύλου, έγινε ξαφνικά ένας Λεβιάθαν. Η ομάδα της Υπ. Αρμοστείας του Ο.Η.Ε για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα διευρύνθηκε σε 600 υπαλλήλους μοιρασμένους σε 12 γραφεία. Περίπου το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού ήταν διεθνές προσωπικό.

Οι περισσότεροι Έλληνες κερδίζουν λιγότερα από 800 ευρώ το μήνα, ενώ το ντόπιο προσωπικό της Υπ. Αρμοστείας έχει συμβάσεις που ισοδυναμούν με περισσότερο από το διπλάσιο του ποσού αυτού. Το διεθνές της προσωπικό δε, κερδίζει τρεις φορές περισσότερα χρήματα απ’ ότι οι τοπικοί ομόλογοί του. Η Φωτεινή Ράντσιου, ένα μέλος του προσωπικού της Υπ. Αρμοστείας που πήρε άδεια από τον οργανισμό για να δουλέψει εθελοντικά στην πατρίδα της, την Ελλάδα, παρατήρησε ότι οι εντάσεις μεταξύ ντόπιων και διεθνών υπαλλήλων περιέπλεκαν τις σχέσεις εντός του οργανισμού. Δήλωσε, ακόμη, ότι το ντόπιο προσωπικό παραγκωνίστηκε και «αντιμετωπιζόταν σαν γραμματείς» από το νεοεισερχόμενο διεθνές προσωπικό.

Η απόφαση να αναλάβει ένα ρόλο στην ελληνική κρίση έθεσε επίσης την Υπ. Αρμοστεία σε τροχιά σύγκρουσης με ένα από τα πυρηνικά χαρακτηριστικά της αποστολής της, το να υποστηρίζει τα δικαιώματα των προσφύγων. Λειτουργώντας για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση εντός της Ε.Ε., η οποία είναι και ο δεύτερος μεγαλύτερος χρηματοδότης του οργανισμού παγκοσμίως, η Υπ. Αρμοστεία αντιμετώπισε ένα δίλημμα σε σχέση με το να επικρίνει (ή μη) τους δωρητές της. «Αντί να συνηγορούν για την προστασία των προσφύγων, έμειναν σιωπηλοί από το φόβο για τις πολιτικές συνέπειες» λέει η Ράντσιου. «Ακόμη και αν ήθελαν να επικρίνουν την πολιτική που παραβίαζε τις αρχές τους, δεν μπορούσαν».

Οι διεθνείς οργανισμοί θα συνεργάζονταν με μια ελληνική διοίκηση, η οποία, τουλάχιστον σε επίπεδο δημόσιων δηλώσεων, ήταν ανάμεσα στις πιο φιλοπροσφυγικές στην Ευρώπη. Ωστόσο, πολλοί αξιωματούχοι του κυβερνώντος κόμματος ΣΥΡΙΖΑ έχουν αντιιμπεριαλιστικές πεποιθήσεις και είχαν μια ροπή να αντιλαμβάνονται τις καλά χρηματοδοτούμενες ξένες οργανώσεις ως αποικιοκρατικές παρά σαν ανθρωπιστικές.

Ένας ανώτερος έλληνας αξιωματούχος είπε ότι ανίχνευσε «μια αποικιακή νοοτροπία» ανάμεσα στο προσωπικό των διεθνών Μ.Κ.Ο. που συνέχισαν να απολαμβάνουν τον αυξημένο λόγω επιδομάτων μισθό τους, ενώ δούλευαν σε ένα πιο άνετο περιβάλλον. «Ήταν μια καλή δουλειά να δουλεύεις σε μια χώρα με καλά εστιατόρια και άνετα κρεβάτια και να παίρνεις και επίδομα σαν να είσαι στη Σομαλία». Πολλοί διεθνείς αξιωματούχοι δήλωσαν στο Refugees Deeply ότι οι Έλληνες υπουργοί ξεκινούσαν τις συνεδριάσεις υπενθυμίζοντάς τους ότι «δεν βρίσκονταν στη Σομαλία» και ότι η Ελλάδα έχει τη δική της κυβέρνηση, τους νόμους και τους θεσμούς της.

Η δυσαρέσκεια τροφοδοτήθηκε από το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της προσφερόμενης χρηματοδότησης κατευθύνθηκε προς τους διεθνείς οργανισμούς και όχι προς την ελληνική κυβέρνηση. Αυτό ήταν τελικά, σύμφωνα με διπλωμάτες, Έλληνες αξιωματούχους και υπαλλήλους καταστροφικό, δεδομένου ότι η κυβέρνηση είχε τον ρόλο του συντονιστή και ακόμη την δικαιοδοσία της τελικής απόρριψης των project.

Οι εντάσεις επίσης αναγνωρίστηκαν και από την πλευρά των Μ.Κ.Ο.. «Ο συντονισμός της αντίδρασης αποτέλεσε βασικό εμπόδιο, με την Ύπατη Αρμοστεία να αποτυγχάνει να συνεργαστεί παραγωγικά με την κυβέρνηση και την κυβέρνηση να αποτυγχάνει στο να πάρει επείγουσες, στρατηγικές αποφάσεις αρκετά γρήγορα» δήλωσε το φιλανθρωπικό, με έδρα στα Ηνωμένο Βασίλειο, ίδρυμα Oxfam.

«Είμαστε σε πόλεμο!»

Το φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης δεν είναι κάτι καινούργιο για την Ελλάδα. Νεοεισερχόμενοι πληθυσμοί από τα Βαλκάνια και από πιο ανατολικά ήρθαν από την δεκαετία του 1990 και αργότερα, και σε μεγάλο βαθμό αφέθηκαν στην τύχη τους. Η μεγαλύτερη αξία που δόθηκε στο θέμα ήταν να αποκτήσει δικό του τμήμα στο Υπουργείο Εσωτερικών. Αλλά οι αξιωματούχοι που ασχολούνταν με την μετανάστευση είχαν πρόσβαση σε μία από τις μεγαλύτερες πηγές χρημάτων που επιβλέπεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως αναφέραμε και πριν, το ταμείο Asylum Migration Integration Fund (A.M.I.F- Ταμείο για το Άσυλο, την Μετανάστευση και την Ενσωμάτωση) και Internal Security Fund (I.S.F- Ταμείο για την Εσωτερική Ασφάλεια).

Σχετικά περίπλοκα στην αξιοποίηση τους, αυτά τα ταμεία είναι οργανωμένα επταετή προγράμματα σχετικά με την «μετανάστευση και την διαχείριση των συνόρων» ξεκινώντας από το 2014 και απαιτούσαν από τους Έλληνες να δημιουργήσουν μια διαχειριστική αρχή και να οργανώσουν ένα στρατηγικό σχέδιο. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την κυβέρνηση ανακάλυψε ότι είχε γίνει πολύ λίγη σχετική προεργασία από την προηγούμενη συντηρητική κυβέρνηση. Οι αριστεριστές, των οποίων η πρόθεση ήταν να αντιμετωπίσουν το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες σε σχέση με την κρίση χρέους, έδειξαν εξίσου ελάχιστο ενδιαφέρον για να κάνουν τα πρώτα βήματα για την αποδέσμευση αυτών των κεφαλαίων. Αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εργάζονταν στο A.M.I.F. παραπονούνταν ότι δεν μπορούσαν να βρουν κανένα για να μιλήσουν στην Αθήνα, παρά την ενδεχόμενη προσφορά μισού δισεκατομμυρίου ευρώ.

Χρειάστηκε να υπάρξει το ιστορικό κύμα αφίξεων προσφύγων και μεταναστών που «έσκασε» στα ελληνικά νησιά τον Ιούνιο του 2015, για να εξαναγκαστούν σε μια επανεξέταση του θέματος. Έγιναν τότε κάποια πρώτα βήματα για την ίδρυση μιας διαχειριστικής αρχής και την κατάθεση ενός σχεδίου. Αλλά λόγω ανασχηματισμού και νέων εκλογών αυτές οι προσπάθειες αδράνησαν.

Με τον ανασχηματισμό ο κ. Ιωάννης Μουζάλας διορίστηκε αναπληρωτής υπουργός. Όντας γυναικολόγος-μαιευτήρας και με μεγάλη θητεία στην φιλανθρωπική οργάνωση «Γιατροί του Κόσμου» φάνηκε σαν μια ισχυρή επιλογή για έναν ρόλο που ανταγωνίζονταν για προσοχή με την οικονομική κρίση.

Αυτοί που ήλπιζαν σε έναν ήπιο διαχειριστή επρόκειτο να απογοητευθούν. Υπάλληλοι που ήταν παρόντες εκείνη την χρονική περίοδο, θυμούνται τον γκριζομάλλη γιατρό να δείχνει ελάχιστη υπομονή αναφορικά με τις τεχνικές λεπτομέρειες του νέου του πόστου, και μια τάση να «πετά» επιχειρησιακές ερωτήσεις, καθώς περπατούσε πάνω–κάτω στο γραφείο δηλώνοντας: «Είμαστε σε πόλεμο!».

Ένας υπάλληλος του Υπουργείου που εμπλέκονταν στην δημιουργία της διαχειριστικής αρχής για την αποδέσμευση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων είπε στο καινούργιο του αφεντικό ότι η τεχνική δουλειά ήταν πολύ σημαντική. Εξηγήθηκε στον κ. Μουζάλα ότι το Υπουργείο θα έπρεπε να αφιερώσει «ένα σημαντικό μέρος του χρόνου του στην δημιουργία της διαχειριστικής αρχής» προκειμένου να αποκτήσει «ένα σύστημα που να λειτουργεί».

Σύμφωνα με στελέχη του Υπουργείου, η συμβουλή αγνοήθηκε.

Καθώς πλησίαζε το φθινόπωρο του 2015, η Ελλάδα παρέμενε ένας «διάδρομος προσφύγων», με την πλειονότητα των νέων αφίξεων να περνούν λιγότερο από μια εβδομάδα εντός της χώρας, από την άφιξή τους στα νησιά μέχρι την έξοδό τους από τα βόρεια σύνορα κατά μήκος της διαδρομής των Δυτικών Βαλκανίων. Η θεωρία γύρω από το πώς θα έπρεπε να λειτουργούν τα ευρωπαϊκά σύνορα αποσυνδέθηκε από την πραγματικότητα. Σύμφωνα με τους κανόνες της λέσχης της χωρίς σύνορα, της ζώνης Schengen, οι άνθρωποι που φτάνουν στην Ε.Ε. πρέπει να υποβάλλουν αίτηση ασύλου στη χώρα εισόδου. Θεωρητικά, το κράτος εισόδου είναι αρμόδιο για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τη νομοθεσία περί ασύλου και πρέπει να αποτρέπει την αναχώρηση τους.

Καθώς εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες πέρασαν από την Ελλάδα, έγινε ξεκάθαρο ότι αυτή δεν είχε ούτε τον μηχανισμό, ούτε την ικανότητα να εξαναγκάσει τους νεοεισερχόμενους να υποβάλλουν αίτηση ασύλου.

Η Ελλάδα τέθηκε υπό σημαντική πίεση από την Ε.Ε για την δημιουργία hot spot (κέντρων υποδοχής μεταναστών) στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, τη Λέσβο, την Κω, τη Λέρο, τη Χίο και τη Σάμο, για την ταυτοποίηση και τη λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων από όλες τις νέες αφίξεις. Τον Οκτώβριο, ο έλληνας Πρωθυπουργός, κ. Αλέξης Τσίπρας, υποσχέθηκε στη Γερμανίδα Καγκελάριο, κα. Angela Merkel, ότι τα hot spot θα είναι έτοιμα να λειτουργήσουν μέσα σε ένα μήνα.

Στα τέλη Οκτωβρίου του 2015, περιφερειακοί ηγέτες συνήλθαν στις Βρυξέλλες με θέμα τη διαδρομή των Δυτ. Βαλκανίων σε μία ατμόσφαιρα που περιγράφηκε από διπλωμάτη που ήταν παρών ως «μετα βίας κρυμμένος πανικός».

Ήταν ήδη ξεκάθαρο στους συγκεντρωμένους ηγέτες ότι οποιαδήποτε μελλοντικά σχέδια για την αναχαίτιση των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη θα εξαρτώνταν από την ικανότητα της Ελλάδας να επεξεργαστεί τις νέες αφίξεις, να ταυτοποιήσει όσους είχαν ανάγκη προστασίας και να απελάσει εκείνους που δεν θα πληρούσαν τις προϋποθέσεις. Ήταν επίσης σαφές σε όλους ότι η Ελλάδα δεν ήταν καν κοντά στο να πράξει κάτι από τα παραπάνω.

«Είτε θα βοηθήσετε (την Ελλάδα) μαζικά τώρα, είτε θα αντιμετωπίσετε ένα τεράστιο αριθμό μεταναστών να μπαίνει στην Ευρώπη» δήλωσε ανώτερος αξιωματούχος των Ην. Εθνών στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στο περιθώριο της συνάντησης, ο κ. Frans Timmernans, αντιπρόεδρος της Ευρ. Επιτροπής παραδέχθηκε στην Υπ. Αρμοστεία ότι δεν είχε «καμία ιδέα» για το πώς να χειριστεί αυτήν την κατάσταση.

Η προσέγγιση που προέκυψε συνδύαζε τις απειλές για τη θέση της Ελλάδας στη ζώνη Schengen με την αποδέσμευση έκτακτων κονδυλίων για την κατασκευή και λειτουργία νέων εγκαταστάσεων. Μέχρι το τέλος της συνόδου η Ελλάδα είχε συμφωνήσει να φιλοξενήσει 50.000 πρόσφυγες, με την Υπ. Αρμοστεία του Ο.Η.Ε για τους Πρόσφυγες επιφορτισμένη να βρει θέσεις σε ξενοδοχεία για 20.000 απ’ αυτούς και με τους υπόλοιπούς να στεγάζονται σε καταυλισμούς του ελληνικού κράτους.

Από τα μέσα Νοεμβρίου είχε ήδη διαφανεί ότι οι διπλωματικές συμφωνίες δεν άλλαζαν την πραγματική κατάσταση. Ομάδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που διεξήγαγε επιτόπιους ελέγχους στον Έβρο, στην βόρεια Ελλάδα και στα νησιά Χίο και Σάμο ανέφερε «τίποτα δεν φαίνεται να είναι έτοιμο ή να σχεδιάζεται…Όλο το σύστημα φαίνεται να είναι οργανωμένο για να καταγράφονται οι μετανάστες και μετά να αφήνονται να φύγουν».

Έλληνας αστυνομικός που υπηρετούσε στο κέντρο υποδοχής μεταναστών της Μόρια το έθεσε πιο λακωνικά, εξηγώντας ότι η δουλειά του ήταν να παίρνει μια φωτοτυπία της ταυτότητας, δαχτυλικά αποτυπώματα και στην συνέχεια να επιταχύνει τη διαδρομή τους προς την Γερμανία: «Φωτοτυπία, Αποτύπωμα, Μέρκελ».

Ο Διάδρομος γίνεται Αποθήκη

Στην Αθήνα είχε καθιερωθεί ένα παρασκευιάτικο τελετουργικό, σύμφωνα με το οποίο εκπρόσωποι από τον ελληνικό στρατό, την αστυνομία και διάφορα υπουργεία συναντιόντουσαν με μια ομάδα της Ευρ. Επιτροπής και των Ην. Εθνών, για να τους ενημερώνουν για την ανύπαρκτη πρόοδο των εργασιών. Τη δεύτερη Παρασκευή του Φλεβάρη του 2016, όμως, η βολική αυτή ρουτίνα διαταράχθηκε από τον κ. Maarten Verwen, τον επικεφαλής της Ευρ. Επιτροπής στην Ελλάδα, ο οποίος ανακοίνωσε ότι τα σύνορα επρόκειτο να κλείσουν: «Κύριοι, σας δώσαμε χρόνο», είπε στην συνάντηση, σύμφωνα με κάποιον παρόντα. «Δεν προετοιμαστήκατε. Καλή τύχη. Τώρα πρόκειται να συμβεί».

Με το επικείμενο κλείσιμο των συνόρων, την ανυπαρξία hot spot και ένα επικείμενο «ψήσιμο» στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. στα τέλη Φλεβάρη, ο έλληνας Πρωθυπουργός, κ. Τσίπρας, βρήκε έναν απρόσμενο σωτήρα. Ο κ. Πάνος Καμμένος ήταν ένας από τους αδιαμφισβήτητους πολιτικούς νικητές από την αναταραχή της ελληνικής πολιτικής σκηνής και την κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων της. Πρόκειται για έναν γεροδεμένο δεξιό με έφεση στη στρατιωτική αμφίεση, που θεωρεί υπεύθυνη για την ελληνική κρίση χρέους μια σκιώδη συνωμοσία του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος, ο οποίος βρέθηκε να είναι ο ελάσσων εταίρος σε μια κυβέρνηση συνεργασίας. Σε αντάλλαγμα για την ενδυνάμωση μιας σκληρά αριστερής κυβέρνησης ανέλαβε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.

Πριν τον Φλεβάρη, η συμβολή του κ. Καμμένου στο προσφυγικό ήταν να γκρινιάζει ότι η Ευρώπη θα έπρεπε να υποχωρήσει στις διαπραγματεύσεις για το χρέος, αλλιώς η Ελλάδα θα την πλημμύριζε με μετανάστες. Οι διαθέσεις του άλλαξαν μόνο όταν 74 εκ. δολάρια [68 εκ. €] προστέθηκαν στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εθν. Άμυνας για την υποστήριξη των προσφύγων, βοήθημα που θα επαναλαμβανόταν ετησίως. Σε διάστημα μικρότερο των 10 ημερών ο στρατός ίδρυσε λιτές αλλά λειτουργικές εγκαταστάσεις στα hot spot.

Το σχέδιο φτιάχτηκε για αδράνεια, απόκρυψη του χάους, έξωθεν πίεση και δράσεις της τελευταίας στιγμής. Με την ευθύνη για την ανταπόκριση, τώρα διαχωρισμένη ανάμεσα σε διάφορα ελληνικά υπουργεία και έναν Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών συνηθισμένο να δουλεύει στον Τρίτο Κόσμο, τα λεφτά της Ευρ. Επιτροπής έρρεαν, ενώ παραμελούνταν η αποτελεσματική επίβλεψη του τρόπου με τον οποίο ξοδεύονταν. Ακόμη, μια σειρά τροπολογιών που πέρασαν από το ελληνικό κοινοβούλιο αφαίρεσαν τις απαιτήσεις λογιστικού ελέγχου στα συμβόλαια που σχετίζονταν με την προσφυγική κρίση.
 
Παράλληλο Σύστημα

Στις 9 Μαρτίου του 2016, με το κλείσιμο των συνόρων με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, το μονοπάτι των μεταναστών έγινε δυσκολότερο. Εννέα ημέρες μετά παρουσιάστηκε συμφωνία μεταξύ της Τουρκίας και της Ε.Ε., σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα θα απέλαυνε τους νεοαφιχθέντες πρόσφυγες και μετανάστες και η Τουρκία θα ανέκοπτε την πορεία τους, με αντάλλαγμα χρήματα «βοήθειας» και πολιτικές παραχωρήσεις. Ενώ η συμφωνία αυτή έγινε δημόσια αντιληπτή σαν σοκ, η κυβέρνηση στην Αθήνα γνώριζε για πολλούς μήνες το τι ερχόταν.

Ένας δημοφιλής θρήνος στην Ελλάδα είναι ότι η χώρα έχει «καλούς νόμους», αλλά φρικτή διακυβέρνηση. Ένας ακόμη καλός νόμος, ο νόμος 4375/2016, προστέθηκε στη σχετική νομολογία τον Απρίλιο. Συγκέντρωσε το ad hoc συνονθύλευμα διάφορων υπηρεσιών από διάφορα υπουργεία κι δημιούργησε ένα Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής. Παρά ταύτα, αυτοί που επιφορτίστηκαν με την εφαρμογή του, απέτυχαν να τον κάνουν πράξη.

Ο κ. Οδυσσέας Βουδούρης διορίστηκε από τον Πρωθυπουργό ως διευθυντής σε μια νέα Γενική Γραμματεία, υπό τον κ. Μουζάλα, για να κάνει μεγάλο μέρος της δουλειάς βάσης, από την λειτουργία των hot spot μέχρι τον διορισμό διευθυντών στους καταυλισμούς. Οι δυο άνδρες είχαν πολλά κοινά: και οι δύο ήταν γιατροί με μεγάλη θητεία σε φιλανθρωπικούς οργανισμούς – στην περίπτωση του κου. Βουδούρη, επρόκειτο για τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα.

Όταν ο κ. Μουζάλας ζήτησε από τον καινούργιο του υφιστάμενο να περιμένει και να δει πώς λειτουργεί το σύστημα, προτού αναλάβει πρωτοβουλίες, ο κ. Βουδούρης αρχικά συμμορφώθηκε. Επειδή όμως, έξι βδομάδες μετά, ακόμη παρατηρούσε την κατάσταση από το περιθώριο, έγραψε στον κ. Μουζάλα λέγοντάς του ότι η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Οι δύο άντρες έπαψαν να μιλούν μεταξύ τους, σύμφωνα με υπαλλήλους του Υπουργείου, ανταλλάσσοντας μόνο αλληλογραφία. Ο κ. Βουδούρης ισχυρίστηκε ότι, αντί για μια επαγγελματική γραφειοκρατία με ξεκάθαρους ρόλους, ο κ. Μουζάλας είχε διαμορφώσει ένα «παράλληλο σύστημα» στελεχωμένο από συγγενείς και προσωπικούς του φίλους. Αυτό το υποτιθέμενο σύστημα περιελάμβανε, σύμφωνα με πολλές πηγές, την ανιψιά του, Κατερίνα Μαμόλη, στη διοίκηση του γραφείου του, μία φίλη της από το πανεπιστήμιο, τη Χριστίνα Χρηστίδου, και έναν φίλο του αδερφού του από το κολέγιο, τον Ιωσήφ Αλεξανδρίδη.

«Δεν είχαν καμία επαγγελματική ή διοικητική εμπειρία», δηλώνει ο κ. Βουδούρης. «Δεν ήταν μόνο το ότι δεν είχαν καμία επίσημη δικαιοδοσία, ήταν ανίκανοι».

Το Refugees Deeply ρώτησε τον κ. Μουζάλα περί των υφιστάμενων σχέσεων του με ορισμένα βασικά μέλη του προσωπικού του και περί των επαγγελματικών τους προσόντων, αλλά εκείνος αρνήθηκε να κάνει κάποιο σχόλιο.

Τα πράγματα έφτασαν σε κρίσιμο σημείο, όταν ο κ. Βουδούρης με τη συνδρομή της Ύπατης Αρμοστείας και χρησιμοποιώντας 1,8 εκ. δολάρια/1,6 εκ. € από την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, κανόνισε να προσλάβει 118 συμβασιούχους, για να ξεκινήσει τη στελέχωση της Γενικής Γραμματείας του. Σύμφωνα με επιστολές, που διάβασε και το Refugees Deeply, η κίνηση παρακωλύθηκε από τον κ. Μουζάλα ακόμα και μετά από παρέμβαση ανώτερου αξιωματούχου του Ο.Η.Ε., ο οποίος εξήγησε ότι οι προσλήψεις θα πληρώνονταν από χρήματα που θα χάνονταν, αν έμεναν αναξιοποίητα. Ο κ. Μουζάλας ρωτήθηκε επίσης για την παρέμβασή του σε σχέση με αυτές τις προσλήψεις, αλλά πάλι αρνήθηκε να κάνει κάποιο σχόλιο για αυτό το άρθρο.

Ο κ. Νίκος Ξυδάκης, που ως αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών συνεργαζόταν στενά με τον κ. Μουζάλα καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, άρχισε να ανησυχεί όλο και περισσότερο για τον χειρισμό του ζητήματος της προσφυγικής κρίσης. «Επρόκειτο για διαχειριστική αμέλεια…. Θα μπορούσε να είχε αντιμετωπιστεί και θα μπορούσε να είχαμε μια πολύ καλύτερη κατάσταση…. Η Ελλάδα μπορεί να βρει καινοτόμες λύσεις. Τώρα δεν υπάρχει καθόλου χρόνος για διαχειριστική αμέλεια και βραχυπρόθεσμες προσεγγίσεις».

Μιλώντας στην κρατική τηλεόραση, το Νοέμβριο του ’16, ο κ. Μουζάλας απέπεμψε την ευθύνη από το Υπουργείο του. «Δεν ήταν δική μας ευθύνη να πάνε τα χρήματα σε ΜΚΟ … Αυτή ήταν απόφαση της Ε.Ε. Δεν έχουμε εμείς τον έλεγχο αυτών των χρημάτων. Ελέγχονται από τις αρμόδιες αρχές της Ε.Ε., αυτός είναι ο νόμος».

Το προσφυγικό αρχιπέλαγος

Όταν ο Ιμάμης Αλί έφτασε τον Απρίλιο στη Softex, ένα ερειπωμένο εργοστάσιο χαρτιού υγείας στην κάτω μεριά από ένα διυλιστήριο έξω από τη Θεσσαλονίκη, κοιμόταν στο ύπαιθρο έξω από το ετοιμόρροπο κεντρικό κτίριο. Εννέα μήνες μετά, εξακολουθώντας να περιμένει νέα σχετικά με το αν θα γίνονταν επανένωση με τη σύζυγο του στην Ολλανδία, ο εξηνταοχτάχρονος Παλαιστίνιος που είχε ζήσει στη Συρία, μεταφέρθηκε σε κοντέινερ που προστάτευε από τις καιρικές συνθήκες.

Ο συνταξιούχος μηχανικός πήρε τον τιμητικό τίτλο του «ιμάμη», επειδή καθοδηγούσε τις προσευχές σε μια σκηνή που οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν σαν τζαμί. Επίσης είχε ηγετικό ρόλο σε μια σειρά διαμαρτυρίες για τις συνθήκες διαβίωσης στον καταυλισμό. Όταν τελικά του χορηγήθηκε ακρόαση με υπαλλήλους του Ο.Η.Ε. το κύριο πράγμα που ήθελε να μάθει ήταν: «Ποιος είναι ο υπεύθυνος εδώ, σ’ αυτόν τον καταυλισμό; Η αστυνομία; Ο στρατός; Ο Ο.Η.Ε.; Σε ποιον πρέπει να απευθυνθούμε;».

Η εμπειρία του ιμάμη από τις σκληρές συνθήκες, από το αίσθημα να είσαι αβοήθητος και από το να μην ξέρεις σε ποιον να στραφείς, ήταν κοινή σε αμέτρητες περιπτώσεις προσφύγων. Αναγκασμένη να «αποθηκεύει» ανθρώπους που ήταν αποφασισμένοι να φύγουν, η ελληνική κυβέρνηση ακολούθησε μια αντισυμβατική στρατηγική. Ένα αρχιπέλαγος από καταυλισμούς απλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα, από μια άγονη πλαγιά πάνω από το μεγαλύτερο διυλιστήριο της χώρας, μέχρι τα απόμερα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου και ένα σύμπλεγμα από μολυσμένες και επισφαλείς πρώην βιομηχανικές περιοχές γύρω από την Θεσσαλονίκη. Το μολυσμένο από βαρέα μέταλλα νερό, οι σπασμένες πλάκες αμιάντου και η παρουσία του κουνουπιού Anopheles [3] θα παρακινούσε το ελληνικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων να συστήσει το κλείσιμό τους τον Ιούλιο.

Η στρατηγική «αρχιπέλαγος», παρότι επιδοκιμάστηκε για την αποφυγή δημιουργίας προσφυγικών γκέτο, δημιούργησε ένα διοικητικό και οικονομικό βάρος που η άστοχη συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης με τους διεθνείς οργανισμούς δεν μπορούσε να στηρίξει. Φανέρωσε, επίσης τη συγκλονιστική απουσία μιας λειτουργικής διοικητικής αλυσίδας.

Εάν ρωτήσετε πόσοι ακριβώς προσφυγικοί καταυλισμοί υπάρχουν στην Ελλάδα, κάνεις δεν θα ξέρει να σας απαντήσει με βεβαιότητα . Δελτία τύπου του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής κάνουν λόγο για 39 καταυλισμούς, κάποιοι από τους οποίους είναι άδειοι, κάποιοι άλλοι δεν λειτουργούν αλλά παραμένουν σε ετοιμότητα, και άλλοι είναι ακόμα σε φάση σχεδιασμού όμως δεν εμφανίζονται σε αυτήν τη λίστα. Η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες ανέφερε ότι υπάρχουν πάνω από 50, αλλά δεν έδωσε συγκεκριμένο αριθμό.

Με το κλείσιμο των συνόρων και τον αποκλεισμό της διαδρομής των δυτικών Βαλκανίων περίπου 11.000 πρόσφυγες στοιβάχτηκαν στην Ειδομένη. Στο παρασκήνιο των γεγονότων αυτών, δινόταν ένας αγώνας για την ανεύρεση πιθανών σημείων για την εγκατάσταση των προσφύγων, που διευθυνόταν από τον κ. Μουζάλα και το στενό κύκλο των συμβούλων του, συμπεριλαμβανομένου του κ. Αλεξανδρίδη. Κάποιες από τις πιο προβληματικές επιλογές που έκαναν ήταν μια σειρά από ιδιόκτητες αποθήκες, όπως το Ωραιόκαστρο, όπου βρέθηκε η οικογένεια Madrati, το βυρσοδεψείο Καραμανλή έξω από την Θεσσαλονίκη και η Softex.

Αυτά τα σημεία, που επιλέχτηκαν ως προτιμητέα σε σχέση με άλλα δημόσια, ήταν ανεπαρκή σε εγκαταστάσεις και υλικά για την κάλυψη βασικών αναγκών. Δεν καλύπτονταν από αποχετευτικά, ηλεκτροδοτικά ή υδροδοτικά συστήματα κατάλληλα για μεγάλους πληθυσμούς ανθρώπων. Η σύνδεση με το σύστημα συγκοινωνίας – εξαιρετικά αναγκαία στους πρόσφυγες, που πρέπει να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και ασύλου – ήταν σε μεγάλο βαθμό ανύπαρκτη. Στη Softex, για παράδειγμα, η δημόσια εταιρία συγκοινωνιών δεν παρέχει καμία υπηρεσία, γιατί η περιοχή ήταν σημείο εμπορίας ναρκωτικών και θεωρείται επικίνδυνη.

Η επιμονή σε αυτές τις περιοχές περιέπλεξε ακόμη περισσότερο το ρόλο της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες και της E.C.H.O. [4], στις οποίες δεν επιτρέπεται να αναπτύσσουν ατομική ιδιοκτησία. Όταν υπάλληλοι του Ο.Η.Ε. κατέθεσαν τις ενστάσεις τους, τους δόθηκαν υποσχέσεις κατ’ ιδίαν από τον κ. Μουζάλα ότι οι συγκεκριμένες περιοχές θα λειτουργούσαν ως προσωρινή λύση για διάστημα δύο μηνών και μετά θα έκλειναν. Ο κ. Μουζάλας αρνήθηκε να κάνει δηλώσεις αναφορικά με τις υποσχέσεις αυτές. Πολλά απ’ αυτά τα σημεία συνεχίζουν να λειτουργούν ακόμη και σήμερα.

«Είναι ανεξήγητο το ότι δεν κατάφεραν να βρουν χώρους ιδιοκτησίας του δημοσίου.» δήλωσε ο διευθυντής μίας από τις μεγαλύτερες διεθνείς Μ.Κ.Ο. που λειτουργούν στην Ελλάδα. «Το να καταλαμβάνεις τόσο πολλούς ιδιόκτητους χώρους είναι τρέλα, και μάλιστα πληρώνουν ενοίκιο για απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης».

Τον Ιούλιο του 2016, ο «υπολοχαγός» του κ. Μουζάλα στο Υπουργείο, ο κ. Βουδούρης, ολοκλήρωσε μια αξιολόγηση των χώρων αυτών και συμπερασματικά συνέστησε το κλείσιμο μιας σειράς από καταυλισμούς, συμπεριλαμβανομένων των αποθηκών. Αυτή η ενέργεια θα μείωνε το συνολικό τους αριθμό από 39 σε 24. Τα πορίσματα της έκθεσης είχαν την υποστήριξη του τεχνικού προσωπικού της E.C.H.O. και της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες.

Παρ’ όλα αυτά, το σχέδιο των εικοσιτεσσάρων καταυλισμών απορρίφθηκε από τον κ. Μουζάλα, ο οποίος υπέδειξε στους αρμόδιους ότι υπήρχε σχέδιο για περισσότερους καταυλισμούς και όχι λιγότερους. Ο κ. Βουδούρης παραιτήθηκε σε διάστημα λίγο μεγαλύτερο από ένα μήνα μετά. Οι επανειλημμένες οχλήσεις αρμοδίων του Ο.Η.Ε. και της Ε.Ε. για ένα γενικό σχέδιο με λεπτομέρειες γύρω από το ποιοι χώροι θα δημιουργούνταν και το σε ποιους θα δίνονταν προτεραιότητα, απαντήθηκαν από το ελληνικό Υπουργείο με την ίδια λίστα των 39 χώρων.

«Για λόγους σχεδιασμού, θα ήταν μεγάλης αξίας να μας δοθεί μια τελική λίστα των διάφορων κατηγοριών μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, η οποία να υποδεικνύει ποιοι χώροι θα λειτουργούσαν μακροπρόθεσμα, ποιοι θα έκλειναν πριν το χειμώνα και ποιοι θα προετοιμάζονταν για τον χειμώνα», δήλωσε ο ανώτερος αξιωματούχος της Υπ. Αρμοστείας στην Ελλάδα, Giovanni Lepri.

Το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής ρωτήθηκε, για τους σκοπούς αυτού του άρθρου, αν θα μπορούσε να μοιραστεί λεπτομέρειες γύρω απ το γενικότερο σχεδιασμό, για την ανάπτυξη των καταυλισμών και για τη χρήση των πόρων, αλλά αρνήθηκε να σχολιάσει.

Εν τω μεταξύ, εθελοντές , υπάλληλοι της ανθρωπιστικής βοήθειας, διπλωμάτες αλλά και οι ίδιοι οι πρόσφυγες ήταν μπερδεμένοι με την αποτυχία του Υπουργείου να διορίσει υπεύθυνους στους καταυλισμούς. Σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο οι υπεύθυνοι των καταυλισμών θα έπρεπε να είχαν οριστεί από τη γενική γραμματεία του κ Βουδούρη, την οποία ο Υπουργός είχε περιθωριοποιήσει και αρνηθεί να στελεχώσει.

Tη θέση της πήρε ένα ad hoc σύστημα, στο οποίο κάποιες εγκαταστάσεις είχαν διευθυντές ορισμένους από το Υπουργείο, ενώ άλλες διευθύνονταν από αξιωματικούς του στρατού ή Μ.Κ.Ο.. Σε ορισμένες περιπτώσεις αξιωματικοί του στρατού διορισμένοι να κατασκευάσουν τους καταυλισμούς, παρέμειναν, αφού το Υπουργείο απέτυχε να διορίσει αντικαταστάτες τους. Στην επακόλουθη αναστάτωση, μερικοί καταυλισμοί στο Βορρά είχαν « περισσότερους υπαλλήλους ανθρωπιστικής βοήθειας παρά πρόσφυγες», σύμφωνα με ευρωπαίο διπλωμάτη που παρακολουθούσε την λειτουργία τους. Στα Διαβατά, σε έναν από τους πρώτους καταυλισμούς που ιδρύθηκε σε πρώην στρατόπεδο στη Βόρεια Ελλάδα, ήταν ενεργές 40 Μ.Κ.Ο.. Σε άλλους καταυλισμούς, ο ίδιος διπλωμάτης ανακάλυψε ότι «τους παρέδιδαν μαθήματα γιόγκα, αλλά δεν είχαν καθόλου ηλεκτρικό ρεύμα».

Οι θανατηφόρες συνέπειες αυτής της έλλειψης ηγεσίας θα γίνονταν εμφανείς με την έναρξη του χειμώνα στη Μόρια, το κέντρο υποδοχής μεταναστών της Λέσβου.

Ο χειμώνας έρχεται

Ένα από τα λίγα θετικά που οι αιτούντες άσυλο είχαν να αντιμετωπίσουν ερχόμενοι στην Ελλάδα στα τέλη του 2015 ήταν το ασυνήθιστα ήπιο κλίμα. Το ότι η Ελλάδα δεν έχει καθόλου χειμώνα είναι πάντως μύθος, και οι θερμοκρασίες στον Βορρά μπορεί να είναι πολύ χαμηλές από τον Δεκέμβρη μέχρι τον Φλεβάρη.

Από τα τέλη της άνοιξης του 2016 οι μεγαλύτερες, διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις είχαν ήδη καταθέσει σχέδια για να διαμορφωθούν οι καταυλισμοί με σκηνές κατάλληλες για το χειμώνα και οι χορηγοί ήταν σε διαδικασία ανεύρεσης κεφαλαίων. Η Arbeiter-Samariter-Bund (ASB), μία γερμανική Μ.Κ.Ο., υπέβαλε πρόταση 1,6 εκ. δολαρίων [1,4 εκ. €] για να μετατρέψει τη Softex σε χώρο στέγασης 1500 ατόμων, σε κοντέινερ εξοπλισμένα με θέρμανση και υδραυλικές εγκαταστάσεις. Συμφωνήθηκε να δοθούν χρήματα βοήθειας διμερώς από τη Γερμανία για τη χρηματοδότηση του χειμερινού καταυλισμού και η πρόταση κατατέθηκε στο ελληνικό Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής.

Αντί να υπογράψουν και να επιτρέψουν την έναρξη των εργασιών, οι Έλληνες ανταποκρίθηκαν με δική τους πρόταση κόστους 8 εκ. δολαρίων/7,3 εκ. €. Όταν οι δωρητές και οι ανθρωπιστικές οργανώσεις δήλωσαν ότι με αυτήν την πρόταση το σχέδιο δεν θα ξεκινούσε, ο κ. Μουζάλας αρνήθηκε να μετακινηθεί από τις θέσεις του ή να διαπραγματευτεί μια συμβιβαστική λύση. Σε επιστολή, με ημερομηνία 7 Ιουλίου, το Υπουργείο έγραψε στην ASB «για τη Softex τα σχέδιά μας δεν πρόκειται να αλλάξουν» και γι’ αυτό η πρότασή τους απορριπτόταν.

Οι δυσμενείς συνέπειες απ τη ματαίωση του σχεδίου για τη Softex συζητήθηκαν στο ελληνικό κοινοβούλιο αργότερα τον ίδιο μήνα. Δέκα βουλευτές απαίτησαν να μάθουν με ποια κριτήρια αξιολογήθηκε η πρόταση της ASB και γιατί τελικά απορρίφθηκε. Σύμφωνα με τα αρχεία της Βουλής, η ίδια επερώτηση ανέδειξε επίσης το θέμα της άτυπης διοικητικής αλυσίδας που είχε συσταθεί για την διαχείριση των καταυλισμών.

Το να απαντιούνται προτάσεις ανθρωπιστικών οργανισμών με πολύ πιο δαπανηρές αντιπροτάσεις, συνέβη και για άλλους χώρους. Σε τουλάχιστον δύο ακόμη περιπτώσεις, υπάλληλοι της ECHO αρνήθηκαν να επικυρώσουν σχέδια για τους καταυλισμούς υποβεβλημένα απ το Υπουργείο. Ακολούθησε η ματαίωση υλοποίησης οποιουδήποτε σχεδίου.

Εν τω μεταξύ, ανώτεροι υπάλληλοι στην Υπηρεσία Ασύλου του Ο.Η.Ε. κατέληξαν να αισθάνονται ότι τους χρησιμοποιούν σαν «ντελιβεράδες ανθρωπιστικής βοήθειας», αφού η κυβέρνηση τους τηλεφωνούσε αργά τα βράδια για να τους ζητήσει «μενού εξοπλισμού και υλικών». Αυτό παραχωρούνταν από την Υπ. Αρμοστεία χωρίς καμία σαφή εικόνα για το που θα αξιοποιούνταν και από ποιόν.

Παράγοντας επίτασης της αβεβαιότητας ήταν το «σκοτεινό παιχνίδι» γύρω από τον αριθμό των προσφύγων εντός των ελληνικών συνόρων. Μετά το κλείσιμο των βόρειων συνόρων και την εφαρμογή της συμφωνίας Ελλάδας – Τουρκίας, οι αφίξεις μειώθηκαν δραματικά. Στην ανακοίνωση από το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής της πρώτης επίσημης καταμέτρησης των αιτούντων ασύλου που παρέμεναν στην Ελλάδα, γίνονταν λόγος για 57.000 άτομα στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά.

Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε, με τις ελάχιστες νέες αφίξεις στα νησιά, σε 63.000 στο επίσημο δελτίο του Υπουργείου. Όμως, τα νούμερα αυξάνονταν σε αντίθεση με όσα έβλεπαν στους καταυλισμούς ευρωπαίοι αξιωματούχοι και υπάλληλοι σε Μ.Κ.Ο., όπου όλο και περισσότεροι άνθρωποι εξαφανίζονταν. Στα τέλη του Ιουλίου, εμφανίστηκε μια νέα στήλη στην έκθεση του Υπουργείου στην οποία καταγράφονταν «οι πρόσφυγες εκτός καταυλισμών». Όσο οι αριθμοί που αναφέρονταν στους επιμέρους καταυλισμούς μειώνονταν, οι αριθμοί στην νέα στήλη αυξάνονταν.

Επιτόπιοι έλεγχοι που πραγματοποιήθηκαν από ξένο διπλωμάτη σε καταυλισμό κοντά στη Θεσσαλονίκη, ανέδειξαν τεράστιες διαφορές ανάμεσα στα επίσημα νούμερα και σ’ αυτά που όντως υπήρχαν. Στο Ωραιόκαστρο, για παράδειγμα, όπου ο επίσημός αριθμός των διαμενόντων ήταν 604, υπήρχαν μόνο 135 άνθρωποι παρόντες στο χώρο. Οι υπεύθυνοι εστίασης του καταυλισμού, οι οποίοι λάμβαναν προϋπολογισμό 6 δολάρια [5,5 €] την ημέρα για κάθε άτομο – όπως γίνεται στους καταυλισμούς σε ολόκληρη τη χώρα- γνώριζαν πολύ καλά για την διαφορά αυτή και είπαν στον διπλωμάτη ότι παρέδιδαν 200 γεύματα ενώ εξακολουθούσαν να χρηματοδοτούνται με βάση τα επίσημα νούμερα.

Όταν, τον Δεκέμβρη, η Wall Street Journal έγραψε ότι χιλιάδες πρόσφυγες που υπολογίζονταν στα επίσημα νούμερα είχαν «χαθεί», το Υπουργείο ανταπάντησε πως επρόκειτο για αβάσιμο ισχυρισμό. Έπρεπε να φτάσει ο Φεβρουάριος, για να παραδεχτεί τελικά η Υπ. Αρμοστεία ότι είχε μετρήσει 13.000 λιγότερους πρόσφυγες απ’ την ελληνική κυβέρνηση.

Ενώ βρίσκεται υπό πίεση να αποδείξει ότι έχει τα σύνορά της υπό έλεγχο, η Ελλάδα πολύ δύσκολα μπορεί να παραδεχτεί ότι, παρ όλα αυτά, χιλιάδες πρόσφυγες έχουν περάσει λαθραία στα Βαλκάνια. Το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι υπάρχουν πάνω από 62.000 πρόσφυγες στην Ελλάδα.

Παράλληλα με την σύγχυση στους αριθμούς, όσο ο χειμώνας πλησίαζε, μερικοί υπάλληλοι του Ο.Η.Ε. εξομολογούνταν κατ ιδίαν ότι έβλεπαν εφιάλτες στους οποίους, παιδιά προσφύγων στέκονταν στο χιόνι μπροστά από σκηνές με το λογότυπο της Υπ. Αρμοστείας. Ενώ οι αντιπαραθέσεις με την ελληνική κυβέρνηση γύρω από το ακριβές μέγεθος των κοντέινερ συνεχίζονταν και τον Οκτώβρη, η Υπ. Αρμοστεία έκανε το μονομερές βήμα να ενημερώσει το Υπουργείο ότι θα έθετε σε προτεραιότητα 15 χώρους και θα ξεκινούσε τον εφοδιασμό τους με κανονικού μεγέθους κοντέινερ.

«Η κυβέρνηση θα εξωθούσε κάθε φορά τα πράγματά ως το χείλος του γκρεμού, προτού συμφωνήσει σε οτιδήποτε» δήλωσε ευρωπαίος υπάλληλος που γνώριζε τις διαπραγματεύσεις, «Με την προετοιμασία για τον χειμώνα ξεπέρασαν το χείλος του γκρεμού».

Ξεκίνησε ένας αγώνας εναντίον των καιρικών συνθηκών ο οποίος έληξε τον Νοέμβριο, με τα πρώτα χιόνια στους πρόποδες του βουνού Όλυμπος, στην Πέτρα Ολύμπου, έναν καταυλισμό για Yazidi που είχαν εγκαταλείψει το κομμάτι εκείνο του Ιράκ στο οποίο είχε επιτεθεί το ΙSIS. Αν και δημοσιεύθηκαν φωτογραφίες με αποκλεισμένες από το χιόνι σκηνές της Υπ. Αρμοστείας, οι ίδιοι οι πρόσφυγες είχαν μεταφερθεί ώρες πριν, σε ενοικιαζόμενα δωμάτια στη λουτρόπολη της Βόλβης.

Στις 5 Ιανουαρίου ο κ. Μουζάλας προκάλεσε την τύχη του, στη διάρκεια μιας επίσκεψης για επιλογή καταυλισμού στον Βορρά, διακηρύσσοντας ότι οι προετοιμασίες για τον χειμώνα είχαν τελειώσει. «Κανένας πρόσφυγας ή μετανάστης δεν είναι πλέον μέσα στο κρύο», δήλωσε στους δημοσιογράφους, προσθέτοντας ότι κανείς δεν έμενε πλέον σε σκηνές, εκτός από 40 άτομα στο Βαγιοχώρι, κοντά στην Θεσσαλονίκη, και 100 στην Αθήνα.

Οι δηλώσεις αυτές γύρισαν μπούμερανγκ στον Υπουργό μέσα σε λίγες ημέρες, όταν ξέσπασε το επόμενο κύμα κακοκαιρίας το οποίο συνοδεύτηκε από καινούργιες φωτογραφίες προσφύγων να διαβιούν κάτω από άθλιες συνθήκες, αυτή τη φορά στα νησιά. Ο κ. Μουζάλας απάντησε επιθετικά στον νέο γύρο ερωτήσεων, λέγοντας πως οι προηγούμενες δηλώσεις του αφορούσαν μόνο την ηπειρωτική Ελλάδα και ότι οι σκηνές μπορεί να μην είναι «φιλοξενία τεσσάρων αστέρων» αλλά ήταν καθόλα επαρκής.

Πριν το τέλος του ίδιου μήνα τρεις αιτούντες άσυλο στον καταυλισμό της Μόρια, στη Λέσβο, πέθαναν. Πλάνα από τον καταυλισμό κατέστησαν σαφές το ότι κάποιοι πρόσφυγες και μετανάστες ζούσαν ακόμη σε υπό κατάρρευση σκηνές, χωρίς καμία προστασία από την παγωνιά. Μάρτυρες από την τοπική κοινωνία δήλωσαν ότι, οι τρεις νέοι άντρες έχασαν τη ζωή τους από την εισπνοή αναθυμιάσεων από το πλαστικό, που είχαν μαζέψει και κάψει, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κρατηθούν ζεστοί. Οι ελληνικές αρχές δεν έχουν ακόμη αποσαφηνίσει τα αίτια του θανάτου τους.

Ενώ η ελληνική και διεθνής προσοχή επικεντρώθηκε στους υπόλοιπους ανθρώπους που έμεναν σε σκηνές μέσα στο χιόνι, μια δαπανηρή και απελπισμένη, ως προς το να σώσει τα προσχήματα, άσκηση βρίσκονταν σε εξέλιξη στην βόρεια Ελλάδα: η μεταφορά εκατοντάδων προσφύγων και μεταναστών σε παραθαλάσσια ξενοδοχεία και σαλέ πολυτελείας για σκι ,στα βουνά πάνω από τα Γρεβενά, τρεις ώρες με το αυτοκίνητο μακριά από την πόλη. Ολόκληροι προϋπολογισμοί, που προορίζονταν για την κατασκευή ημιμόνιμων εγκαταστάσεων στους καταυλισμούς, δαπανούνταν σε λογαριασμούς ξενοδοχείων. Υπάλληλοι της ανθρωπιστικής βοήθειας επιβεβαιώνουν ότι οι βραχυπρόθεσμες συμφωνίες με τους ιδιοκτήτες των ξενοδοχείων πρόκειται να λήξουν τον Μάρτιο.

Ένας έκπληκτος Σύριος, μεταφέρθηκε από τον άθλιο καταυλισμό στο Ωραιόκαστρο, όπου οι σκηνές ήταν σφηνωμένες στο εσωτερικό και τριγύρω από το τσιμεντένιο κέλυφος μιας εγκαταλελειμμένης βιοτεχνίας, για να βρεθεί εν μέσω ενός συνδυασμού χιονιού και ομίχλης που κράτησε μια εβδομάδα, στο spa resort της Βασιλίτσας, ένα ξενοδοχείο με γήπεδα τένις και τζάκια, κοντά σε ένα δημοφιλές χιονοδρομικό κέντρο.

«Μας αναβάθμισαν σε αυτό το μέρος», έγραψε στο facebook. «Είναι σαν ψυγείο».

Το χάος σαν αποτροπή

Η κ. Κατερίνα Πούτου έχει γίνει μία καταξιωμένη επιστολογράφος. Βετεράνος στο ξαφνικά πολυπληθές ανθρωπιστικό πεδίο της Ελλάδας, είναι επικεφαλής της «Άρσης», μίας από τις μεγαλύτερες Μ.Κ.Ο.. Από τον Ιούλιο του 2016 έχει εξαπολύσει μια μάχη μέσω αλληλογραφίας με μια σειρά ελλήνων υπουργών σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να διασφαλίσει τις βασικές ανάγκες εξακοσίων από τις πιο ευάλωτες ομάδες προσφύγων στην Ελλάδα, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται ασυνόδευτοι ανήλικοι και μόνες μητέρες με παιδιά.

Οι 600 πρόσφυγες στεγάζονται σε ξενώνες που διοικούνται από την «Άρσις» και επτά άλλες ομάδες που σίγουρα πληρούν τις προϋποθέσεις για την αποδέσμευση κονδυλίων από το A.M.I.F της Ευρ. Επιτροπής, κονδύλια τα οποία πρέπει να διοχετευθούν μέσω της ελληνικής κυβέρνησης. Η κα. Πούτου έχει αναγκαστεί να εκλιπαρήσει επανειλημμένα υπουργεία, τα οποία φάνηκαν είτε ανίκανα είτε απρόθυμα να βάλουν σε λειτουργία τους γραφειοκρατικούς μοχλούς για να εξασφαλίσουν την άφιξη των κονδυλίων.

Η έγκριση του νόμου του Απριλίου του 2016 για τη θέσμιση Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, προέβλεπε την ανάληψη από το νέο Υπουργείο των αναγκών στέγασης για τις πιο ευάλωτες ομάδες. Όμως, η αποτυχία των Υπουργείων Μεταναστευτικής Πολιτικής και Ανάπτυξης να εγκαθιδρύσουν μια αποτελεσματική διαχειριστική αρχή και να αποδεσμεύσουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια δημιούργησε έναν οικονομικό «γκρεμό» αφήνοντας αυτούς που είχαν αναλάβει την φροντίδα των ευάλωτων ομάδων να παραπαίουν στο χείλος του.

Επιστολές από τον Ιούλιο και τον Αύγουστο δείχνουν ότι η Υπ. Αρμοστεία και η I.O.M. [5] παρενέβησαν για να πληρώσουν τους λογαριασμούς ως το τέλος του έτους. Από τον Νοέμβριο η πένα της κας. Πούτου στόχευε στον κ. Μουζάλα και στον κ. Αλέξη Χαρίτση, τον Υπουργό Ανάπτυξης, εκλιπαρώντας για πληροφορίες για το τι πρόκειται να συμβεί στο τέλος του χρόνου. Δεν υπήρξε καμία απάντηση. Την προπαραμονή της πρωτοχρονιάς η Υπ. Αρμοστεία και η Ι.Ο.Μ. προσέφεραν παράταση ενός μηνός. Όταν και αυτή έληξε, η κα. Πούτου άρχισε να αντιγράφει τις, πλέον εξοργισμένες, επιστολές της, απευθύνοντάς τες στο γραφείο του Πρωθυπουργού. Απάντηση συνέχιζε να μη δίνεται, απλώς βρέθηκε ένα ακόμη βραχυπρόθεσμο τσιρότο ξένης οικονομικής βοήθειας.

«Δεν είμαι σίγουρη ότι οι αξιωματούχοι κατανοούν τις συνέπειες της κατάστασης που έχουν δημιουργήσει ή τον εξευτελισμό που φέρει για την χώρα» δήλωσε η κα. Πούτου. «Δεν έχω ιδέα γιατί δεν κάνουν λειτουργική την διαχειριστική αρχή. Κάθε υπουργός, που κατανοεί τις ευθύνες τις θέσης του, θα μπορούσε να το καταφέρει αυτό, εάν έδειχνε το απαιτούμενο ενδιαφέρον».

Η κατάσταση εκτροχιάστηκε τον Φεβρουάριο, όταν οι Έλληνες υπάλληλοι της υπηρεσίας ασύλου στα νησιά ξεκίνησαν απεργία. Οι εργαζόμενοι είχαν ενημερωθεί μέσω υπηρεσιακού email ότι «η εμπρόθεσμη καταβολή των μισθών αναβάλλεται επ’ αόριστον». Από την αρχή του χρόνου, η ευθύνη για την πληρωμή τους είχε μετατεθεί, βάσει νόμου, στο Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, αλλά δεν υπήρχε ο γραφειοκρατικός μηχανισμός για να χειριστεί το θέμα. Εφτά μήνες μετά την έγκριση του νόμου 4375 δεν υπήρχε ξεκάθαρη δομή σχετικά με το πώς θα έπρεπε να μοιάζει ο μηχανισμός.

Περίπου 40 βουλευτές , από το ίδιο το κόμμα του Υπουργού, απείλησαν να εγείρουν το θέμα εντός του κοινοβουλίου αλλά μέχρι ώρας ο Υπουργός εξακολουθεί να απολαμβάνει την υποστήριξη του Πρωθυπουργού. Υποστηρικτές του επίσης υπάρχουν και πολύ πέρα από την Αθήνα.

Η δεύτερη γραμμή σε όλες σχεδόν τις δημόσιες δηλώσεις του Υπουργού αφορά στην αμέριστη υποστήριξη στην συμφωνία Ε.Ε – Τουρκίας. Η αφοσίωση αυτή, που υποστηρίζει την πρώτη προτεραιότητα της Ευρ. Επιτροπής, την επιβράδυνση δηλαδή των μεταναστευτικών ροών, έχει μέχρι στιγμής θωρακίσει τον κ. Μουζάλα και άλλα κυβερνητικά πρόσωπα από οποιαδήποτε σοβαρή κριτική.

«Ο κ. Μουζάλας είναι ο άνθρωπός τους και γνωρίζουν ότι θα στηρίξει την θέση τους ωσάν να ήταν σκαλισμένη σε μάρμαρο», δήλωσε ο κ. Βουδούρης. «Είναι ένας ανίκανος αλλά είναι ο δικός τους ανίκανος».

Μερικοί επικριτές αναγνωρίζουν ένα ακόμη πιο κυνικό quid pro quo [αντάλλαγμα]. Υποστηρίζουν ότι, όσο μεγαλύτερη είναι η αναστάτωση στην Ελλάδα, όσο δυσκολότερες οι συνθήκες διαβίωσης, τόσο μεγαλύτερη η αποτροπή για άλλους πρόσφυγες και μετανάστες που αντιλαμβάνονται την χώρα σαν τον δρόμο προς την Ε.Ε. Η γενναιόδωρη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση- η οποία έχει συστηματικά μεγαλοποιηθεί από τον Ευρωπαίο Επίτροπο για την Μετανάστευση- προσφέρει μια εύλογη αμφιβολία σχετικά με την ευθύνη για τις συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα, χωρίς να ανακουφίζει τα πολύ πραγματικά προβλήματα στο πεδίο. Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρνήθηκε το ότι υπάρχει οποιαδήποτε στρατηγική αποτροπής, επιμένοντας ότι τα χρήματα «δόθηκαν για τη βελτίωση των συνθηκών στην Ελλάδα».

Ως Έλληνας που ζει και δουλεύει στο Παρίσι, ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος, ο οποίος είναι και ο επικεφαλής του ελληνικού παραρτήματος της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, μίας από τις παγκοσμίως παλαιότερες ομάδες για τα δικαιώματα, έχει παρατηρήσει, από πολύ κοντά και τις δύο πλευρές του ζητήματος. Η πεποίθηση του είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει χρησιμοποιήσει το «χάος», για να θωρακιστεί από την πιθανή μαζική επιστροφή εκείνων που θα αποτύχουν οι αιτήσεις ασύλου τους σε άλλες χώρες τις Ε.Ε.. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ορισμένα από τα κράτη-μέλη επιθυμούν, από τον Μάρτη και μετά, να ξαναμπεί σε λειτουργία η επονομαζόμενη Συνθήκη του Δουβλίνου. Ο κ. Χριστόπουλος είναι επίσης σαφής στο ότι αντίθετα από το να αποδυναμωθεί η θέση του κ. Μουζάλα σε σχέση με τις Βρυξέλλες, τα δεινά και η σπατάλη στην Ελλάδα κέρδισαν γι’ αυτόν «την απόλυτη στήριξη της Επιτροπής».

«Το ελληνικό διοικητικό χάος λειτουργεί σαν την καλύτερη αποτροπή» για άλλους που ελπίζουν να φτάσουν στην Ευρώπη, δήλωσε ο κ. Χριστόπουλος. «Στέλνει το μήνυμα, ότι η Ελλάδα είναι ένα χάλι, οπότε μην έρχεστε προς τα εδώ».

Μετάφραση: Α.

Επιμέλεια: Κ. 

Σημειώσεις της μεταφράστριας

[1] Ανεξάρτητο ειδησεογραφικό project αφιερωμένο στην κάλυψη της προσφυγικής κρίσης. Περισσότερα εδώ.

[2] Διαδικτυακή πύλη πληροφόρησης του Ο.Η.Ε. που καταγράφει δράσεις οργανωμένης ανθρωπιστικής βοήθειας σε ανθρωπιστικές κρίσεις σε όλο τον κόσμο. Περισσότερα εδώ.

[3] Είδος κουνουπιού που ευθύνεται για τις περισσότερες περιπτώσεις μετάδοσης ελονοσίας στον άνθρωπο.

[4] Ακρωνύμιο για το European Community Humanitarian Aid Office – Γραφείο Ανθρωπιστικής Βοήθειας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, υπηρεσία της Ε.Ε. η οποία πλέον ονομάζεται Directorate-General for European Civil Protection and Humanitarian Aid Operations – Τμήμα Ανθρωπιστικής Βοήθειας και Πολιτικής Προστασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Περισσότερα εδώ.

[5] International Organization for Migration, Διεθνής Οργανισμός για τη Μετανάστευση, υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε. Περισσότερα εδώ.

Κριτική των γεγονότων στο Αμβούργο

Mouvement Autonome Revolutionnaire1

Μια σύντομη υπενθύμιση των γεγονότων, ειδωμένη από το εσωτερικό, πέρα από την θριαμβολογική προπαγάνδα.

Υπάρχει επίσης και ένα προσωπικό σχόλιο: το ζήτημα δεν είναι τόσο κατά πόσον το Αμβούργο νίκησε την αστυνομία ή όχι, αλλά να αναγνωρίσουμε ότι όσο υπάρχει μια αστυνομική δύναμη δεν πρόκειται να νικηθεί, η καθαρά στρατιωτική νίκη είναι οπωσήποτε έξω από τις δυνατότητές μας. Το διακύβευμα είναι να καταργήσουμε την κοινωνική σχέση που κάνει να υπάρχει η αστυνομία, με άλλα λόγια, να εξασφαλίσουμε συγκεκριμένα ότι η αξία δεν κυκλοφορεί πλέον, να καταργήσουμε την ανταλλαγή της αγοράς και την παραγωγή, όχι μόνο μέσω λεηλασιών και σαμποτάζ αλλά μέσω της χαριστικής παραγωγής και της ελεύθερης παραγωγής των μέσων ύπαρξης και αγώνα. Αυτό που διακυβεύεται είναι να θεμελιώσουμε κομμουνιστικές σχέσεις ανάμεσα στα άτομα, σχέσεις που δεν θα κρατάνε για μια νύχτα αλλά θα επιβάλλονται ως η ίδια η πραγματικότητα. Η ένοπλη πάλη, αν είναι αναπόφευκτη, είναι μόνο ένα εργαλείο ανάμεσα σε άλλα για να το επιτρέψουν αυτό. Επιπλέον, η εξεγερτική ένοπλη πάλη έχει πολύ λίγα κοινά, όσον αφορά την τακτική και τους στόχους της, με τις διαδηλώσεις στους δρόμους που σε καμμιά περίπτωση δεν αποτελούν μια γενική επανάληψη της επαναστατικής σύγκρουσης. Έχοντας κάποιος διατυπώσει αυτό καθαρά, μπορεί, τελικά, να συζητήσει τι συμβαίνει στη διάρκεια των αντι-διασκέψεων, στέκοντας σε μια απόσταση τόσο από τις σοκαριστικές δηλώσεις των ριζοσπαστών όσο και τις αγανακτισμένες κριτικές των καλών πολιτών της αριστεράς”2.

Είναι αναγκαίο να ξαναζωντανέψουμε την παλιά διαμάχη της πολιτικής σημασίας των αντισυγκεντρώσεων κορυφής; Με άλλα λόγια να παίξουμε το θέαμα των ταραχών που αναμένεται από όλα τα διεθνή αστικά ΜΜΕ, να ριχτούμε στο στόμα του λύκου της αστυνομίας της οποίας η δύναμη γίνεται τότε βέλτιστη, να κινη(τοποιη)θούμε απλά λίγες μέρες για μια στιγμή έντονης σύγκρουσης ενώ τα δίκτυα των τοπικών αγωνιστών θα υποστούν στη συνέχεια το περίφημο μετά-τη-σύνοδο υπερ-κατασταλτικό πλαίσιο· η μη χρησιμότητα ή ακόμα και η ματαιοδοξία του “μπλοκαρίσματος” μιας διεθνούς συνόδου κ.λπ. Στα παραπάνω θα αντιπαρατεθούν τα ακόλουθα επιχειρήματα: να αρνηθούμε το εκβιασμό του εφημερου στρατιωτικο-αστυνομικού πλέγματος πάνω σε μια πόλη, να αρνηθούμε να αφήσουμε τους πανίσχυρους καπιταλιστές ηγέτες να μοιράζουν τον κόσμο και να αποφασίζουν για τις ζωές μας μέσα στην αδιαφορία και την απουσία οποιασδήποτε σύγκρουσης και πολιτικής παρέμβασης, να αρνηθούμε να αφήσουμε τις σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις να μιλούν για όλους/όλες, να σπάσουμε την ένοπλη ειρήνευση/κατευνασμό, να συναντήσουμε άλλα δίκτυα και να μοιραστούμε την τοπική μαχητική πραγματικότητα κ.λπ. Επιπλέον, αυτή η αντιπαράθεση, που παρήχθη από την παρένθεση της “εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης”3, και η οποία αναμφισβήτητα δεν θα ξανανοίξει με τα γεγονότα του Αμβούργου – η πρώτη διεθνής σύσκεψη κορυφής και αντι-διάσκεψη στην καρδιά ενός αστικού κέντρου στην Ευρώπη (συμπεριλαβανομένης της σύσκεψης του ΝΑΤΟ στο Στρασβούργο τον Απρίλιο του 2009) είναι η μόνη που πρέπει να διερευνηθεί;

Θα έπρεπε μάλλον να συγκεντρώσουμε τις παρατηρήσεις μας στις ίδιες τις διαδηλώσεις ενάντια στην G20 στο Αμβούργο (από τις 2 μέχρι τις 9 Ιουλίου του 2017), για να αξιολογήσουμε τα εγκωμιαστικά σχόλια σε αρκετά κείμενα και μαρτυρίες, ιδιαίτερα αυτά στον ιστότοπο larotative.info4. Νικήθηκε” πραγματικά η αστυνομία; Και τι σημαίνει το “νικήθηκε” για την αστυνομία;

Αν και οι ταραχές στην περιοχή του Schanze (όπου βρίσκεται το αυτόνομο κέντρο της Rote Flora) κράτησαν για αρκετές ώρες το απόγευμα της Παρασκευής 7 Ιουλίου, καταφέρνοντας να κρατήσουν την αστυνομία σε απόσταση, το αστικό, εμπορικό και τραπεζικό κέντρο της πόλης δεν υπέστη ούτε γρατζουνιά.

Είναι αλήθεια ότι η ένταση των ταραχών που διήρκεσαν όλη τη νύχτα σε μια σχετικά μεγάλη περιοχή της γειτονιάς διατήρησε την υπονομευτική της δύναμη. Πέρα από τις χιλιάδες αυτόνομους που κράτησαν την σύγκρουση με την αστυνομία, αρκετοί κάτοικοι της γειτονιάς κατέβηκαν στους δρόμους για να υποστηρίξουν, ουσιαστικά, την επαναοικειοποίησή της. Ο κόσμος μοιράστηκε το γέλιο και τη χαρά ανάμεσα στο πλιάτσικο στα σουπερμάρκετ και το ύψωμα δεκάδων καιόμενων οδοφραγμάτων. Αν η αστυνομία δεν υποστηριζόταν από ειδικές (οπλισμένες) μονάδες με αυτόματα για να καταλάβει τελικά τους δρόμους, είναι αδιαμφισβήτητο ότι δεν θα μπορούσε να αποτρέψει αυτή την άγρια επαναοικειοποίηση στη διάρκεια της βραδιάς.

Παρ’ όλα αυτά, νικήθηκε η αστυνομία; Άλλωστε, δεν κατάφερε να προστατεύσει τις αστικές και πλούσιες συνοικίες; Δεν είναι η φωτιά που μαινόταν στη φτωχική και απομακρυσμένη γειτονιά της Αλτόνα το ξημέρωμα της 7ης Ιουλίου απόδειξη της ανικανότητάς μας να σπάσουμε την καπιταλιστική ειρήνη στο υπερ-κέντρο της πόλης; Επιπλέον, η αποτυχημένη απόπειρα της διαδήλωσης “Welcome to Hellτην προηγούμενη μέρα (Πέμπτη 6 Ιουλίου), που διαλύθηκε από την αστυνομία πριν καν ξεκινήσει, ενώ υποτίθεται ότι θα κατευθυνόταν στον υπερ-καταναλωτικό κέντρο, σηματοδότησαν χωρίς αμφιβολία την ανικανότητά μας να διατρήσουμε το σύστημα της αστυνομίας. Γιατί πρέπει όντως να μιλήσουμε για την πορεία της 6ης Ιουλίου: 20000 άτομα, με επικεφαλής ένα μπλακ-μπλοκ με αρκετές χιλιάδες άτομα, ήταν κυριολεκτικά περικυκλωμένοι από εκατοντάδες μπάτσους υποστηριζόμενους από θωρακισμένα οχήματα και αύρες νερού. Το αιφνιδιαστικό χτύπημα των μπάτσων στο πίσω μέρος του μπλοκ προκάλεσε πανικό σε ολόκληρο το τμήμα του μπλακ-μπλοκ που διαλύθηκε χαοτικά, επιτρέποντας στην αστυνομία να επιτεθεί από όλες τις πλευρές προκαλώντας πολυάριθμούς, αρκετούς δε σοβαρούς, τραυματισμούς. Όλοι προσπάθησαν ενστικτωδώς να βρουν καταφύγιο στις αποβάθρες, κυνηγημένοι από την αστυνομία [που δεν έδινε δεκάρα]5. Μια πικρή αποτυχία για τους μιλιτάντηδες και μια ολική νίκη για την αστυνομία. Αν η ισορροπία δύναμης αποκαταστάθηκε, τελικά, το απόγευμα της Παρασκευής 7 Ιουλίου, αυτό έγινε στην “δική μας” περιοχή, γύρω από την Rote Flora. Και το κυνηγητό από την αστυνομία, που συνεχίστηκε ολόκληρο το βράδυ μέχρι και την Κυριακή, απέδειξε την αξία του.

Η αστυνομία τελικά έπαιξε τέλεια τον ρόλο που της ανατέθηκε. Χωρίς την χρήση “ωμής δύναμης” όπως στη Γαλλία, έφτασε ένα υψηλό επίπεδο σε όρους “λογιστικής” (ελάχιστη χρήση όπλων, ελεγχόμενη ανάπτυξη, συστηματικοί έλεγχοι, αποτελεσματικότητα στις εξακριβώσεις κ.λπ.) ένα περίγραμμα των νέων καταπιεστικών μορφών που έρχονται, ικανών να υπονομεύσουν την ανατρεπτική δυναμική πριν ακόμα να εκφραστεί.

Παρ’ όλα αυτά, η θετική πλευρά των γεγονότων στο Αμβούργο δεν θα πρέπει να μπει στη ζυγαριά με αυτά που μόλις ειπώθηκαν. Δεν θα πρέπει να μπει στο ίδιο επίπεδο γιατί περιέχει ένα δυναμικό που είναι αυτάρκες.

Ειδικότερα, η αλληλεγγύη ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού είναι σεβαστή, ιδιαίτερα ως αποτέλεσμα των επαναλαμβανόμενων επιθέσεων της αστυνομίας εναντίον των κάμπινγκ των διαδηλωτών που τελικά δεν κατάφεραν να διατηρηθούν: εκκλησίες, καταλήψεις και μέρη αγώνα (μπαρ, το στάδιο της St Pauli…) καθώς και πολλοί κάτοικοι στην “εναλλακτική” γειτονιά του St Pauli άνοιξαν τις πόρτες τους· το θέατρο δίπλα στον σταθμό είναι επίσης γεμάτο. Τελικά, μια σχετική πρακτική συνοχή μπόρεσε να διατηρηθεί στην πλευρά της αυτονομίας.

Όλα τα παραπάνω θέλουν να προσθέσουν μια απόχρωση σε συγκεκριμένα κείμενα που ανέβηκαν στο διαδίκτυο, να διευρύνουν την αντιπαράθεση και να ενδυναμώσουν την συλλογική μας ευφυία. Δεν τίθεται εδώ ζήτημα μιας “απόλυτης” κριτικής που αρνείται κάθε πρακτική πτυχή που έλαβε χώρα στο Αμβούργο· αντίθετα, το παρόν κείμενο σκοπεύει να διαγράψει μια εποικοδομητική έμφαση.

Αλληλεγγύη στους αγωνιστές που είναι υπό κράτηση

1 Στμ. Μεταφρασμένο από την αναδημοσίευση εδώ: http://dndf.org/?p=16025.

2 Στμ. Εισαγωγικό σχόλιο στο κείμενο όπως παρουσιάζεται στην αναδημοσίευση του dndf.org.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: altermondialiste.

4 Στο https://larotative.info/g20-a-hamburg-la-font-has-been-2327.html.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: traqué par la police qui n’a pas fait de quartier.

Μια επικαιροποίηση του “Holding Pattern”

Εισήγηση του περιοδικού Endnotes για τις εκδηλώσεις σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, 27-28 Νοεμβρίου

Στο κείμενο ‘The Holding Pattern’ (Διαδικασία Κράτησης) στο τεύχος 3 του Endnotes εισηγηθήκαμε ότι, όπως ακριβώς οι έκτακτες ενέργειες που αναλήφθηκαν από τα καπιταλιστικά κράτη από το 2007 και μετά είχαν καταφέρει να παγώσουν την εξέλιξη της κρίσης, ομοίως οι αγώνες της περιόδου 2011-2013 είχανε ανασταλεί αδυνατώντας να επιχειρήσουν κάτι πέραν της αδύναμης ενότητας που εγκαθιδρύθηκε στο κίνημα των πλατειών και η οποία οριζόταν από αισθήματα αντιλιτότητας, αντιδιαφθοράς, καθώς και αντιμπατσικά. Στην παρουσίαση που ακολουθεί σκοπεύουμε να επανέλθουμε σε ορισμένες από εκείνες τις ιδέες.

Μπορούμε να εξετάσουμε την κρίση του 2007/8 υπό δύο πρίσματα. Από μια άποψη, αποτέλεσε πραγματικά τη βαθύτερη κρίση από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης. Ήταν μια κρίση επικών διαστάσεων. Όμως, από μια άλλη, δεν επρόκειτο για κάτι καινούριο· ήταν απλώς η τελευταία από μια μακρά σειρά κρίσεων. Από το 1973 οι υφέσεις έχουν γίνει μακρύτερες και βαθύτερες, ενώ οι φάσεις της ανάπτυξης μεταξύ των κρίσεων έχουν γίνει ασθενέστερες. Τα κράτη έθεσαν σε ισχύ μηχανισμούς για τη διαχείριση των επαναλαμβανόμενων κρίσεων του κεφαλαίου, οι οποίοι κινητοποιήθηκαν γρήγορα, για άλλη μια φορά, το 2008. Τα κράτη επωμίστηκαν τα ιδιωτικά χρέη ως δημόσια, όπως είχαν κάνει σε πολυάριθμες κρίσεις στο παρελθόν, όμως αυτή τη φορά σε μια πολύ μεγαλύτερη κλίμακα: οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έπρεπε να διασωθούν. Παράλληλα, συνέχισαν τις δαπάνες για επιδόματα ανεργίας και άλλες παροχές, όπως είχαν κάνει και στο παρελθόν, παρά τα μειούμενα κρατικά έσοδα. Εν τω μεταξύ, οι κεντρικές τράπεζες έλαβαν έκτακτα μέτρα. Έριξαν τα επιτόκια στο μηδέν τοις εκατό, προσφέροντας ουσιαστικά στις ιδιωτικές τράπεζες δωρεάν χρήμα, και στη συνέχεια άρχισαν να δανείζουν απευθείας τον ιδιωτικό τομέα, στηρίζοντας τις κατακρημνιζόμενες αγορές χρεογράφων, παίζοντας τον ρόλο των «πιστωτών έσχατης ανάγκης».

Αυτές οι ενέργειες αποδείχθηκαν αποτελεσματικές: η οικονομία σταθεροποιήθηκε και η καθοδική πορεία διακόπηκε. Το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν τώρα οι χώρες υψηλού εισοδήματος ήταν ότι οι οικονομίες τους αναπτύσσονταν όλο και πιο αργά ήδη για 40 χρόνια πριν από το ξέσπασμα της κρίσης. Οι ρυθμοί ανάπτυξης μειώθηκαν από 4,3 τοις εκατό τη δεκαετία του 1960 σε 2,9 τοις εκατό τη δεκαετία του ’70, 2,2 τοις εκατό αυτή του ’80, 1,8 τοις εκατό στα ’90s, για να φτάσουν στο 1,1 τοις εκατό στα ’00s. Προκειμένου να στηρίξουν τις αποδυναμωνόμενες οικονομίες, οι κυβερνήσεις είχαν ήδη βουτήξει βαθιά στο χρέος κατά τις δεκαετίες του ’80, του ’90 και του ’00: ξόδευαν κατά τη διάρκεια των περιόδων κάμψης, αλλά αποτύγχαναν να αποπληρώσουν τα χρέη τους κατά τις φθίνουσες ανακάμψεις. Ως εκ τούτου, εισήλθαν στην κρίση του 2007 με πολύ υψηλή αναλογία χρέους προς ΑΕΠ. Τα επίπεδα του χρέους στην Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν στο 36 και 44 τοις εκατό του ΑΕΠ, αντίστοιχα· αναλογίες που αυξήθηκαν σε 98 και 90 τοις εκατό το 2014. Στη Γαλλία, τις ΗΠΑ και την Πορτογαλία ήταν ήδη υψηλότερα, γύρω στο 65 τοις εκατό του ΑΕΠ, και έχουν πλέον φθάσει σε 95, 105, και 130 τοις εκατό. Εν τω μεταξύ, στην Ιταλία και την Ελλάδα, όπου τα επίπεδα του χρέους ήταν ήδη γύρω στο 100 τοις εκατό του ΑΕΠ, έχουν αυξηθεί σε 132 και 177 τοις εκατό. Σε όλες σχεδόν τις χώρες που εξετάσαμε στο Endnotes 3, το 2013, τα επίπεδα του χρέους έχουν συνεχίσει να αυξάνονται. Η Γερμανία αποτελεί εξαίρεση ως η μόνη χώρα που βλέπει τα επίπεδα του χρέους της να μειώνονται, από το 80 τοις εκατό του ΑΕΠ το 2010 σε ένα υψηλό ακόμη 73 τοις εκατό το 2014.

Γιατί να μετρά κανείς τα χρέη ως ποσοστό του ΑΕΠ; Ο λόγος είναι απλός: οι εθνικές κυβερνήσεις πρέπει να πληρώσουν τα χρέη τους από τους φόρους επί του συνολικού ετήσιου εισοδήματος. Καθώς τα επίπεδα του χρέους αυξάνονται, ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο αυτών των φορολογικών εσόδων πρέπει να διατίθεται για την εξόφληση του τόκου των χρεών, καθώς και για την αποπληρωμή του αρχικού κεφαλαίου. Τα κράτη δαπανούν πραγματικά τεράστια χρηματικά ποσά, αλλά το κάνουν μόνο και μόνο για να αποτρέψουν την κατάρρευση των οικονομιών. Μετά από μια αρχική περίοδο μερικής ανάκαμψης το 2010-11, οι οικονομίες των χωρών υψηλού εισοδήματος αναπτύσσονται για άλλη μια φορά ολοένα πιο αργά. Εξαιρέσεις είναι οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου έχει λάβει χώρα μια περιορισμένη ανάκαμψη, εξαιτίας μιας μαζικής εκστρατείας ποσοτικής χαλάρωσης. Φυσικά, η ανάκαμψη αυτή είχε μικρό όφελος για τους περισσότερους εργαζομένους. Τα επίπεδα ανεργίας παραμένουν υψηλά· πράγματι, σε παγκόσμιο επίπεδο, η ανάκαμψη έχει υπάρξει σε μεγάλο βαθμό «άνεργη»: μολονότι το συνολικό ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό σταθεροποιήθηκε το 2013, και ορισμένες χώρες έχουν δει μια ανάκαμψη στην απασχόληση, οι τρέχουσες προβλέψεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας κάνουν λόγο για συνεχιζόμενη μακροπρόθεσμη πτώση.1 Σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη και την Ιαπωνία, τα ποσοστά ανάπτυξης έχουν παραμείνει εξαιρετικά χαμηλά ή και αρνητικά· στην περίπτωση της τελευταίας έχουν παραμείνει στάσιμα εδώ και σχεδόν μια εικοσιπενταετία. Παρά τα Abenomics,2 η Ιαπωνία μόλις εισήλθε εκ νέου σε τεχνική ύφεση. Πολλές οικονομίες δεν έχουν ανακάμψει στα προ του 2008 επίπεδα ΑΕΠ· στην περίπτωση της Ελλάδας, το ΑΕΠ έχει βέβαια συρρικνωθεί σημαντικά.

Αυτή η κατάσταση έχει καταστήσει τις θέσεις των κρατών επισφαλείς. Σε τελευταία ανάλυση, η ικανότητα του κράτους να δανείζεται βασίζεται σε μια υπόσχεση μελλοντικής ανάπτυξης, μέσα από την οποία το κράτος θα πληρώσει τα χρέη του. Λόγω του συνδυασμού των ήδη υψηλών επιπέδων χρέους και της πολύ αργής ανάπτυξης μετά την κρίση, τα κράτη έχουν βρεθεί παγιδευμένα μεταξύ δύο αντιτιθέμενων πιέσεων. Από τη μία πλευρά, οι κυβερνήσεις έχουν αναγκαστεί να δαπανήσουν πολλά χρήματα, κάτι που χρειάζεται να πράττουν ακόμα και τώρα, προκειμένου να αποτραπεί η μετατροπή της υποχώρησης (recession) σε ύφεση (depression). Από την άλλη πλευρά, τα κράτη έχουν ήδη ξοδέψει τόσα πολλά χρήματα κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών που δεν τους έχουν απομείνει παρά ελάχιστα για να δώσουν. Υποστηρίζουμε ότι αυτό ήταν που καθόρισε τη μορφή της κρίσης. Κι ωστόσο, αντί να δαπανήσουν ακόμα περισσότερα χρήματα, μια απαραίτητη κίνηση για την αναθέρμανση της οικονομίας, οι κυβερνήσεις των πλούσιων χωρών έλαβαν μέρος σε μια εκστρατεία λιτότητας. Εν ολίγοις, ανακάλυψαν ότι από τη στιγμή που είχαν διασώσει τον χρηματοπιστωτικό τομέα, δεν τους έμεναν πλέον πολλά για να παράσχουν. Ενώ ήταν σε θέση για κάποιο διάστημα να διατηρήσουν τις δαπάνες και κατά συνέπεια τη ζήτηση στην οικονομία, σύντομα τα κράτη αυτά έπρεπε να αρχίσουν τις περικοπές. Για να αποδείξουν ότι είχαν ακόμα στα χέρια τους τον δημοσιονομικό κρουνό –πράγμα απαραίτητο προκειμένου να πείσουν τους πιστωτές τους ότι διατηρούν τον έλεγχο των οικονομικών τους–, τα εν λόγω κράτη ανακοίνωσαν, και στη συνέχεια ξεκίνησαν, μαζικές περικοπές στις δαπάνες, ακόμη κι αν την ίδια στιγμή διέσωζαν τις τράπεζες.

Φυσικά, τα κράτη περιέκοψαν τις δαπάνες ακριβώς εκεί που θα περίμενε κανείς: σε σχολεία και νοσοκομεία, στην κρατική απασχόληση και στα διάφορα προγράμματα κοινωνικών δαπανών. Έτσι, για πολλούς ανθρώπους, η κατάσταση δεν ήταν απλά καταστροφική. Δεν ήταν μόνο ότι πολλοί άνθρωποι βρέθηκαν χωρίς δουλειά· ότι οι ηλικιωμένοι, με τις συνταξιοδοτικές τους αποταμιεύσεις ξαφνικά απομειωμένες, έπρεπε να επιστρέψουν στη δουλειά· ότι το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης και της εκπαίδευσης αυξήθηκε, την ίδια στιγμή που τα εισοδήματα των νοικοκυριών ήταν ισχνά, και ούτω καθεξής. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, βάραινε επίσης η αίσθηση ότι η κυβέρνηση ενήργησε με έναν φαινομενικά μοχθηρό τρόπο προς τον πληθυσμό. Σε πολλούς φάνηκε ότι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι είχαν χάσει τα μυαλά τους: στην τελική, δεν θα έπρεπε να έχουν αναγκάσει τις τράπεζες να πληρώσουν προκειμένου να διασώσουν τους ανθρώπους, και όχι το αντίθετο; Η κύρια εξήγηση που βρέθηκε πρόχειρη σε εκείνη τη φάση ήταν ότι οι κυβερνήσεις ενεργούσαν παράλογα. Με άλλα λόγια, τα κράτη θα μπορούσαν να έχουν κάνει το σωστό, αλλά για κάποιο λόγο δεν το έπραξαν. Ποιος είναι αυτός ο λόγος; Πολλοί ισχυρίζονταν ότι τα κράτη ενεργούσαν παράλογα επειδή είχαν αλωθεί από ιδιωτικά συμφέροντα. Κατά συνέπεια, οι κυβερνήσεις δεν ενεργούσαν πλέον στην υπηρεσία του γενικού συμφέροντος, αλλά, μάλλον, στην υπηρεσία των υπερπλουσίων. Η δημοκρατία είχε δώσει τη θέση της στην ολιγαρχία. Ήταν με αυτόν τον τρόπο που η μορφή της κρίσης προσδιόρισε τη συνολική μορφή των αγώνων αυτής της περιόδου: «η πραγματική δημοκρατία ενάντια στη λιτότητα». Η πραγματική δημοκρατία θα ήταν σε θέση, σύμφωνα με τη λογική των διαμαρτυριών, να αναγκάσει τα κράτη να παρέμβουν προς το συμφέρον του έθνους, και όχι προς το συμφέρον των «κολλητών» καπιταλιστών. Φυσικά, από τη στιγμή που οι διαδηλωτές ήρθαν κοντά, οι αγώνες τους εξελίχθηκαν με περισσότερο ενδιαφέροντες τρόπους. Όπως αποδείχθηκε, ήταν δύσκολο για αυτούς να βρουν μια κοινή βάση για αυτήν τη συνάντηση, μιας και βίωναν την κρίση με πολύ διαφορετικούς τρόπους, κάποιοι χειρότερα από άλλους. Εν τω μεταξύ, οι όροι και οι προοπτικές του παλιού εργατικού κινήματος, πεθαμένοι από καιρό, δεν αναβίωσαν (σε αντίθεση με τις ελπίδες που έτρεφαν πολλοί αριστεροί). Οι προοπτικές αυτές, συνεπώς, δεν ήταν διαθέσιμες ως μέσο για την ενοποίηση των διαδηλωτών. Μιλώντας γενικά, θα λέγαμε ότι αυτό που βλέπουμε είναι από πολλές απόψεις μια αυθόρμητα εξελισσόμενη αντικαπιταλιστική προοπτική που δεν συνιστά ακόμη κομμουνιστική προοπτική, και η οποία είναι αποσυνδεδεμένη από τις παλιές ιστορίες της αριστεράς. Στο Endnotes 3 ονομάσαμε αυτή τη συνθήκη το «πρόβλημα της σύνθεσης»:

Πρόβλημα της σύνθεσης αποκαλείται το πρόβλημα της σύνθεσης, του συντονισμού ή της ενοποίησης προλεταριακών τμημάτων κατά την πορεία του αγώνα τους. Σε αντίθεση με το παρελθόν –ή, τουλάχιστον, σε αντίθεση με εξιδανικευμένες αναπαραστάσεις του παρελθόντος– δεν είναι πλέον δυνατό τα τμήματα της τάξης να ερμηνεύονται σαν να συνθέτουν ήδη τον εαυτό τους, σαν η ενότητά τους να ήταν με κάποιο τρόπο δοσμένη «καθ’ εαυτήν» (ως η ενότητα του ειδικευμένου, του μαζικού ή του «κοινωνικού» εργάτη). Σήμερα, δεν υπάρχει κάποια τέτοια ενότητα· ούτε μπορεί κανείς να προσδοκά να προκύψει με περαιτέρω αλλαγές στην τεχνική σύνθεση της παραγωγής. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν υπάρχει κανένα προκαθορισμένο επαναστατικό υποκείμενο. Δεν υπάρχει καμία «δι’ εαυτήν» ταξική συνείδηση ως συνείδηση κάποιου γενικού συμφέροντος, το οποίο μοιράζονται όλοι οι εργάτες. Ή, καλύτερα, μια τέτοια συνείδηση μπορεί να είναι μόνο η συνείδηση του κεφαλαίου, αυτού που ενοποιεί τις εργάτριες ακριβώς διαχωρίζοντάς τες.3

Αυτό το πρόβλημα της σύνθεσης προκύπτει σε μια κατάσταση που, όπως περιγράψαμε στο Endnotes 2, κυριαρχείται από την ταυτόχρονη ύπαρξη πλεονάζοντος κεφαλαίου και πλεοναζόντων προλετάριων. Επικεντρωθήκαμε τότε στην εμφάνιση και τη διεύρυνση των πλεοναζόντων πληθυσμών, ως της ανθρώπινης ενσάρκωσης των αντιφάσεων του κεφαλαίου.4 Στο Endnotes 4 απαντάμε σε εσφαλμένες φαντασιώσεις για τον πλεονάζοντα πληθυσμό ως ένα νέο είδος ενοποιημένου ή ενοποιήσιμου υποκειμένου.5 Έχει υποστηριχθεί ότι οι πλεονάζοντες πληθυσμοί έχουν πολύ μικρή άμεση συμβολή στη συσσώρευση· στερούνται την επιρροή των παραδοσιακών παραγωγικών εργατών, οι οποίοι μπορούν να ακινητοποιήσουν το σύστημα αποσύροντας την εργασία τους. Εξάλλου, οι πλεονάζοντες πληθυσμοί μπορούν να περιθωριοποιηθούν, να φυλακιστούν και να γκετοποιηθούν. Μπορούν να εξαγοραστούν με πελατειακές σχέσεις· οι ταραχές τους μπορούν να αφεθούν έως ότου να εξαντληθούν. Πώς θα μπορούσαν οι πλεονάζοντες πληθυσμοί να διαδραματίσουν κάποιο βασικό ρόλο στην ταξική πάλη;

Ο πλεονάζων πληθυσμός ως τέτοιος δεν μας δίνει κάποια απάντηση, όμως μας βοηθά να προσδιορίσουμε το ερώτημα. Στον βαθμό που μια απάντηση μπορεί να βρεθεί, στοιχηματίζουμε ότι ο πραγματικός τόπος όπου μπορεί να τεθεί –και ως εκ τούτου πιθανά να απαντηθεί– το παραπάνω ερώτημα, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στα συγκεκριμένα είδη των αγώνων στους οποίους εμπλέκονται σήμερα οι προλετάριοι, και συνεπώς είναι εν πολλοίς σε αυτά που θα πρέπει να εστιάσουμε τις αναλύσεις μας. Στα κινήματα του 2011-13, φάνηκε συχνά ότι η ατέρμονη διαπραγμάτευση του προβλήματος της σύνθεσης παρήγαγε την ασθενέστερη των ενοτήτων. Οι κατασκηνώσεις του κινήματος των πλατειών ήταν σε μεγάλο βαθμό παραδομένες στο αχανές έργο της ανακάλυψης μιας κοινής βάσης για δράση. Οι αριστεροί συχνά το επέκριναν αυτό λες και μπορούσε απλώς να αναχθεί σε κάποιο είδος ιδεολογικής σύγχυσης ή λάθους. Όμως η απουσία ή η αδυναμία των αιτημάτων αποτελούσε ένα περισσότερο ή λιγότερο αναπόφευκτο σημείο εκκίνησης για αυτούς τους αγώνες, δοσμένο από την ευθραυστότητα της σύνθεσής τους. Στον βαθμό που θα μπορούσε να ανακαλυφθεί κάποια ενότητα, σιωπηρά επρόκειτο για μια λαϊκιστική τέτοια, η οποία οριζόταν από την αντίθεσή της προς το κράτος ως τον παράλογο ή διεφθαρμένο εκτελεστή της λιτότητας.

Όμως η μορφή εμφάνισης της κρίσης ήταν άλλη από την ουσία της. Στην πραγματικότητα, οι κυβερνήσεις δεν ενεργούσαν παράλογα στον απόηχο της κρίσης. Όπως επιχειρηματολογήσαμε στο Holding Pattern, τα κράτη δρούσαν στην πραγματικότητα από μια θέση αδυναμίας: οι μακροχρόνιοι μηχανισμοί διαχείρισης της κρίσης συναντούν τα όριά τους, εξαιτίας ενός συνδυασμού δεκαετιών επιβραδυνόμενης ανάπτυξης και ανερχόμενων επιπέδων δανεισμού. Σε έναν κόσμο που τα επίπεδα του χρέους είναι τόσο υψηλά, συμπεριλαμβανομένων των χρεών των κυβερνήσεων, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, η διατήρηση της βασικής υπόσχεσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος –ότι δηλαδή αυτά τα χρέη θα αποπληρωθούν– είναι και πρέπει να είναι ο βασικός στόχος των κρατών, αν επιθυμούν η οικονομία να συνεχίσει να υπάρχει (κάτι που προφανώς επιθυμούν). Αυτό είναι κάτι που μόλις τώρα δείχνουν να ανακαλύπτουν στον οικονομικό τύπο. Ερευνητές και ακαδημαϊκοί που βρίσκονται κοντά στους κύκλους που χαράσσουν την πολιτική γραμμή ανακαλύπτουν τώρα αυτό που ήταν κάτω από τη μύτη τους όλο αυτό το διάστημα: ότι η οικονομία υφίσταται αυτό που αποκαλούν «μακράς διαρκείας στασιμότητα». Διατυπωμένο απλά, η οικονομία αναπτύσσεται ολοένα πιο αργά. Κάτω από συνθήκες τόσο αργής ανάπτυξης, τα κράτη ανακαλύπτουν ότι θα έχουν πολύ μικρά περιθώρια ελιγμών σε περίπτωση καταστροφικών γεγονότων, είτε πρόκειται για μελλοντικές οικονομικές κρίσεις είτε για τις ήδη αναδυόμενες συνέπειες της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής. Ο αργά αναπτυσσόμενος καπιταλισμός θα παράξει επίσης ακόμα μεγαλύτερα επίπεδα ανισότητας, όπως έχει ισχυριστεί ως γνωστόν και ο Τομά Πικετί (ανακυκλώνοντας παλιές μαρξιστικές αλήθειες). Συνεπώς, θα επαληθεύεται όλο και περισσότερο ότι οι πλούσιοι θα παραμένουν πλούσιοι και οι φτωχοί θα παραμένουν φτωχοί, ενώ ένα ολοένα αυξανόμενο μερίδιο εισοδημάτων θα ρέει προς αυτούς που κατέχουν κληρονομημένο πλούτο. Επιστρέφουμε αργά αλλά σταθερά σε έναν κόσμο στον οποίο η προσωπική εξουσία του κληρονομημένου πλούτου αντικαθιστά έναν κόσμο όπου το χρήμα κυκλοφορεί ως απρόσωπος αφέντης. Αυτά τα απαισιόδοξα συμπεράσματα γίνονται τώρα αρκούντως διαδεδομένα, με έναν τρόπο που δεν υπήρχε όταν γράφαμε το Holding Pattern, σηματοδοτώντας μια σημαντική μετατόπιση στον δημόσιο λόγο. Ένα αυξανόμενο, αν και ακόμα σχετικά μικρό, κομμάτι του πληθυσμού στις πλούσιες χώρες κατανοεί ότι το κράτος, ακόμα και ένα αληθινό δημοκρατικό κράτος, δεν μπορεί να μας σώσει –είτε έτσι είτε αλλιώς, η ανάκαμψη δεν πρόκειται να έρθει– και συνεπώς θα πρέπει να βρούμε έναν άλλο τρόπο για να κάνουμε τη ζωή βιώσιμη· πρέπει να βρούμε έναν καινούριο δρόμο προς τα εμπρός.

Παρ’ όλα αυτά, παραμένουμε, με μια πολύ πραγματική έννοια, κολλημένοι στην ίδια κατάσταση, οικονομικά και κοινωνικά, με αυτή που βρισκόμασταν το 2011 (ακόμη κι αν με έναν συχνά υπόγειο τρόπο πολλά αλλάζουν και εξελίσσονται). Αν και δεν έχει προκαλέσει κάποια ανάκαμψη, ο τρόπος διαχείρισης της κρίσης έχει τουλάχιστον σταματήσει την αιμορραγία. Οι αγώνες της περιόδου 2011-2013 έλαβαν χώρα σε μαζική κλίμακα, όμως εξαιτίας των αποφασιστικών ενεργειών των κρατών, οι οποίες περιόρισαν την κρίση, οι αγώνες ήταν εξίσου περιορισμένοι και οι ίδιοι. Ωστόσο, όπως και το 2012, εξακολουθεί να ισχύει ότι το τωρινό holding pattern είναι απίθανο να διαρκέσει για πολύ. Πρώτα απ’ όλα, είναι πολύ πιθανό να συμβεί μια νέα έκρηξη, προερχόμενη από τις πλούσιες χώρες. Το σημαντικότερο γεγονός εδώ, για το οποίο θα πρέπει οπωσδήποτε να συζητήσουμε, είναι η συνεχιζόμενη, και τώρα αναμφίβολα επιδεινούμενη, κρίση στην Ελλάδα, με το ενδεχόμενο αυτή να διαχυθεί προς τις υπερχρεωμένες και αργά αναπτυσσόμενες Γαλλία και Ιταλία, ρίχνοντας πρακτικά τη χαριστική βολή στην Ευρωζώνη.

Η δεύτερη πιθανή πηγή μιας έκρηξης αφορά τις επιπτώσεις από τα προγράμματα της λεγόμενης «ποσοτικής χαλάρωσης». Οι κεντρικές τράπεζες στις ΗΠΑ και το ΗΒ, και πλέον στην Ευρώπη και την Ιαπωνία, έχουν αναλάβει δράση ακριβώς εκεί που τα κράτη απέτυχαν να το κάνουν. Εν τη απουσία περαιτέρω κρατικών δαπανών, οι κεντρικές τράπεζες αναλαμβάνουν μια ηπιότερη αλλά ισοδύναμη μορφή παρέμβασης. Ουσιαστικά, οι τράπεζες αυτές δημιουργούν χρήμα, χρησιμοποιώντας το για να εξωθήσουν επενδυτές έξω από τα ασφαλή κεφάλαια, όπως τα κρατικά ομόλογα, και προς περισσότερο ριψοκίνδυνα επενδυτικά αγαθά, όπως τα χρηματιστήρια. Οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν εν μέρει να διογκώσουν εκ νέου φούσκες. Όμως η ποσοτική χαλάρωση έχει επιφέρει αντιφατικά αποτελέσματα. Από τη μια πλευρά, έσπρωξε τόνους χρήματος προς τις χώρες χαμηλού εισοδήματος. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που οι χώρες αυτές κατάφεραν να ανταποκριθούν στην κρίση με έναν διαφορετικό τρόπο, υιοθετώντας όχι μέτρα λιτότητας αλλά μαζικές εκστρατείες δαπανών. Την ίδια στιγμή, προκάλεσε την άνοδο των τιμών των τροφίμων και των καυσίμων σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό μετέδωσε την κρίση απευθείας στις ζωές των φτωχότερων ανθρώπων του πλανήτη, οι οποίοι ήδη δυσκολεύονταν εξαιρετικά να τα φέρουν βόλτα, πυροδοτώντας τις διαδηλώσεις για τα τρόφιμα που προηγήθηκαν της Αραβικής Άνοιξης. Είναι πιθανό ότι ο τερματισμός της ποσοτικής χαλάρωσης, όπως απειλείται να συμβεί τώρα, θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερο χάος στις οικονομίες των φτωχών κρατών, οι οποίες ήδη δείχνουν σημάδια σημαντικής εξασθένησης.

Υπάρχει και μια τρίτη ευλογοφανής πηγή για το τέλος αυτού του holding pattern: η εξάπλωση της κρίσης των πλούσιων κρατών στα φτωχότερα. Το γεγονός ότι η διάδοση της κρίσης από τις πλουσιότερες χώρες στις φτωχότερες θα μπορούσε να πάρει τόσο χρόνο ταιριάζει με τα ιστορικά προηγούμενα. Ας θυμηθούμε ότι η κρίση χρέους στον λεγόμενο τρίτο κόσμο, το 1982, ήρθε 9 χρόνια μετά το ξεκίνημα της κρίσης στις πλούσιες χώρες, το 1973. Αυτή τη στιγμή βλέπουμε τεράστιες επιβραδύνσεις της οικονομίας στην Κίνα, τη Ρωσία, τη Βραζιλία και τη Νότια Αφρική, αν και η Ινδία εξακολουθεί να αναπτύσσεται. Ο πραγματικός κίνδυνος εδώ είναι ότι οι φούσκες που δημιουργήθηκαν από την κινεζική κυβέρνηση θα μπορούσαν να σκάσουν. Θα είναι σε θέση η κρατική παρέμβαση στην Κίνα να αποτρέψει τον αποπληθωρισμό που έχει αρχίσει να παράγεται λόγω της φούσκας στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων από το να εξελιχθεί σε μια μαζική κρίση; Ποιες θα είναι οι αλυσιδωτές επιπτώσεις για τους ανθρώπους που ζουν σε άλλες χώρες χαμηλού εισοδήματος, οι οποίες μέχρι τώρα στηρίζονταν στη μαζική ζήτηση από μέρους της Κίνας για να διατηρήσουν την ανάπτυξη των οικονομιών τους; Ποιες θα είναι οι συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία; Το ζήτημα είναι ότι οι πιέσεις που περιγράψαμε στο Holding Pattern εξακολουθούν να ισχύουν, παρ’ όλο που η κατανόηση της κοινής γνώμης για την κατάσταση αυτή έχει εξελιχθεί. Παραμένουμε εγκλωβισμένοι στο μέσο ενός τρένου που εκτροχιάζεται σε αργή κίνηση. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να φαντασιώνονται σχετικά με το τι θα μπορούσε να γίνει προκειμένου να αποφευχθεί το δυστύχημα, αν με κάποιο τρόπο εξαλείφονταν ξαφνικά όλοι οι περιορισμοί που εμποδίζουν τη συντονισμένη δράση. Όμως ενώ οι μαρξιστές οικονομολόγοι ονειρεύονται τρόπους για «να σώσουν τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό από τον ίδιο του τον εαυτό», το τρένο συνεχίζει την πορεία του. Η παγκόσμια οικονομία είναι μια τεράστια, οργανική αλληλοσυσχέτιση δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτή η διαδικασία θα πάρει χρόνο.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ

Γράψαμε το Holding Pattern σε μια στιγμή που, εκ των υστέρων, μοιάζει να ήταν το τέλος μιας κορύφωσης στο κίνημα των πλατειών, ένας τελευταίος ρόγχος, ακριβώς πριν αρχίσουν τα πάντα να καταρρέουν. Τη στιγμή που το γράφαμε, η πλατεία Ταχρίρ και το Σύνταγμα, η Πούερτα ντελ Σολ, η Oscar Grant Plaza και το πάρκο Ζουκότι είχαν όλα τους εκκενωθεί βίαια, με ελάχιστα σημάδια ότι θα μπορούσαν να διεκδικηθούν εκ νέου. Δεν ήταν η εξωτερική καταστολή αλλά οι εσωτερικές αδυναμίες που ταυτοποιήσαμε ως αιτία για την ήττα αυτών των κινημάτων: η ανικανότητά τους να εδραιώσουν μια πραγματική ενότητα πέρα από την καθημερινή διαχείριση των κατασκηνώσεων. Εντούτοις, η κατάληψη στο πάρκο Γκεζί στην Ιστανμπούλ, η οποία μόλις είχε ξεκινήσει τη στιγμή συγγραφής του άρθρου, έμοιαζε να υποδεικνύει ότι σε παγκόσμιο επίπεδο η δυναμική του κινήματος δεν είχε ίσως εξαντληθεί ακόμα. Κλείσαμε, λοιπόν, διερωτώμενοι αν τα κινήματα θα συνέχιζαν στη βάση της υπάρχουσας αδύναμης ενότητας, συνεχίζοντας συνεπώς να ηττώνται, ή αν ενδεχομένως θα έβρισκαν καινούριες μορφές αγώνα. Όμως την ώρα που το Endnotes 3 πήγαινε στο πιεστήριο, ακόμα και αυτό το αμφιλεγόμενο συμπέρασμα άρχισε να μοιάζει υπεραισιόδοξο. Γιατί το πραξικόπημα του Σίσι στην Αίγυπτο (ενδεδυμένο τον μανδύα της πλατείας Ταχρίρ) εισήγαγε για πρώτη φορά τους μαζικούς πυροβολισμούς στο ρεπερτόριο αυτών των κινημάτων. Την επόμενη χρονιά είδαμε ακόμα μια αιματοβαμμένη πλατεία στο Μαϊντάν, η οποία αυτή τη φορά τύγχανε υπεράσπισης από φασίστες. Λίγο αργότερα, το «Occupy Bangkong», οργανωμένο απο τους βασιλόφρονες με τα «κίτρινα πουκάμισα», κατάφερε να ξεκινήσει ένα στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ταϋλάνδη. Πολλοί συμπέραναν ότι είχαμε εισέλθει σε μια περίοδο αντίδρασης, όπου τις ιδέες και τις μορφές του κινήματος είχαν πλέον ιδιοποιηθεί ολωσδιόλου σκοτεινότερες δυνάμεις.

Αυτό το συμπέρασμα, ωστόσο, αποδείχτηκε πως ήταν πρόωρο. Γιατί στην πραγματικότητα αρκετά από τα κινήματα για τα οποία γράψαμε σχετικά στο Holding Pattern επιβίωσαν, ενώ ακόμη και εκείνα που δεν επιβίωσαν, συνέχισαν να εμπνέουν ανάλογα κινήματα στα χρόνια που ακολούθησαν. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένου ότι ο πρωταρχικός στόχος αυτών των κινημάτων, η λιτότητα, εντάθηκε περαιτέρω – μαζί με αυτό που γινόταν αντιληπτό ως «υπηρέτριά» της, τη διαφθορά. Στην Ισπανία, το κίνημα της 15ης Μαΐου απέφυγε σε μεγάλο βαθμό τα εμπόδια που έπληξαν άλλα κινήματα, γιατί κατάφερε να απλωθεί πέρα από την αρχική κατάληψη μιας πλατείας, σε συνελεύσεις και δίκτυα μαχητικών εργατών σε όλη την επικράτεια. Αντιπαραβάλλοντας το κοινοβούλιο, ως ζώνη δωροδοκιών και διαφθοράς, στις πλατείες, ως ζώνη διαφάνειας και παραδειγματικής δράσης, οι καταλήψεις κατάφεραν να αυτοπαρουσιαστούν ως κάτι φρέσκο και συναρπαστικό παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τη λιτότητα ως σύμπτωμα της διαφθοράς: υπήρχε η αντίληψη ότι οι πολιτικοί ψήφιζαν περικοπές γιατί πληρώνονταν από τους τραπεζίτες, συνεπώς οι πλατείες θα μπορούσαν να καταστούν αδιάφθορες με την πλήρη απαγόρευση των πολιτικών κόμματων.

Η Πουέρτα ντελ Σολ ήταν η πιο ρητά αντιπολιτική από τις πλατείες. Παρ’ όλα αυτά, καθώς το κίνημα της 15 Μαΐου υποχωρούσε, μεγάλο μέρος αυτής της ενέργειας κατέληξε να ρεύσει σε κοινοβουλευτική κατεύθυνση, καθώς οι Podemos και οι Ganemos άρχισαν να τα πάνε καλά στις δημοσκοπήσεις. Εκεί, όπως και στην Ελλάδα, η λογική της αντιλιτότητας οδηγήθηκε στην αναπόφευκτη κατάληξή της: αν το κράτος ενεργεί παράλογα επιβάλλοντας λιτότητα στον πληθυσμό, αυτό που χρειάζεται να γίνει είναι να πάρουμε τον έλεγχό του και να διορθώσουμε αυτό το λάθος. Σε μια φαινομενικά παράδοξη εξέλιξη, λοιπόν, η αντιπολιτική των πλατειών έγινε η πολιτική αντιπολιτική ενός νέου κύματος κομματικών σχηματισμών. Κατά τη διαδικασία αυτή, τα εν λόγω κινήματα όχι μόνο πρόδωσαν τις αντιπολιτικές τους ρίζες, αλλά προσέκρουσαν στα όρια της πολιτικής της αγανάκτησης. Το Podemos ανακάλυψε γρήγορα ότι η δεξιά μπορούσε εξίσου να εκμεταλλευτεί την απαρέσκεια για τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα, διχάζοντας έτσι την ψήφο ενάντια στη διαφθορά. Και όταν διάφοροι ακτιβιστές των κινημάτων πέτυχαν όντως να εκλεγούν, δεν μπορούσαν πλέον να αποδίδουν τη λιτότητα απλά στη διαφθορά, καθώς ανακάλυψαν ότι πράγματι δεν υπήρχαν λεφτά στα δημοτικά, περιφερειακά ή κρατικά ταμεία. Ακόμα και όταν ο ΣΥΡΙΖΑ εκλέχθηκε στο υψηλότερο κυβερνητικό επίπεδο, δεν μπόρεσε να αντιτάξει στους πιστωτές οπαδούς της λιτότητας παρά μόνο την πρόταση για ένα ελαφρώς χαμηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα.

Άλλα καινούρια κινήματα δανείστηκαν μορφές και τακτικές από το κύμα του 2011-2012, αποφεύγοντας ταυτόχρονα την κοινοβουλευτική οδό. Το μαζικό φοιτητικό κίνημα που ξέσπασε στη Χιλή το 2013 δημιούργησε ανοιχτές συνελεύσεις πάνω στο μοντέλο του κινήματος της 15 Μαΐου, εμπνεόμενο ταυτόχρονα από το Κεμπέκ. Στις αρχές του 2014, οι απεργίες στη Βοσνία οδήγησαν σε μια εξέγερση κατά την οποία πολλά κυβερνητικά κτίρια πυρπολήθηκαν. Οι τακτικές συνελεύσεις, ή αλλιώς «πλένουμς», εξέδωσαν έναν συγκεχυμένο χείμαρρο αιτημάτων, στην καρδιά του οποίου βρισκόταν η απόρριψη του διεφθαρμένου συστήματος του εθνοτικού εθνικισμού. Το κίνημα αυτό είχε συνειδητές αναφορές στην Αραβική Άνοιξη και την 15 Μαΐου, καθώς και στο κίνημα των φοιτητικών καταλήψεων του 2010 στην Κροατία. Το φθινόπωρο του 2014, μια φοιτητική απεργία στο Χονγκ Κονγκ ενώθηκε με μια φιλοδημοκρατική ομάδα, την «Occupy Central with Love and Peace», για να καταλάβουν την κεντρική επιχειρηματική συνοικία, προσελκύοντας στην κορύφωσή του κινήματος σχεδόν 100.000 άτομα. Στα κινήματα αυτά η αντιλιτότητα και η αντιδιαφθορά συνέχισαν να είναι κυρίαρχα μοτίβα, όπως συνέβη και με την παραδειγματική φύση των ίδιων των καταλήψεων, οι οποίες κατάφεραν να διατηρήσουν την αθωότητά τους κρατώντας απόσταση από τις εκλογικές πολιτικές. Αυτό εξακολούθησε να ισχύει και στην περίπτωση των ΗΠΑ, με τη σύντομη αναγέννηση του Occupy στη Νέα Υόρκη στη διάρκεια του τυφώνα Σάντι: οι κρατικοί οργανισμοί, που είχαν αποδειχθεί ανεπαρκείς στην περίπτωση του τυφώνα Κατρίνα, έμελλε να αντικατασταθούν από την άμεση δράση, οργανωμένη μέσω αποκεντρωμένων δικτύων.

Στο Holding Pattern εστιάσαμε σε ένα εσωτερικό όριο αυτών των αγώνων: στο γεγονός ότι οι καταληψίες ήταν σε θέση να επιτύχουν μόνο μια αδύναμη ενότητα στη βάση των πρακτικών αναγκαιοτήτων και της κοινής τους επιδίωξης για ενότητα. Στην πραγματικότητα ανακάλυψαν ότι ήταν βαθιά διαιρεμένοι, τόσο αναφορικά με την αντικειμενική τους κατάσταση όσο και από την άποψη των πολιτικών και θρησκευτικών τους ιδεών, και οι διαιρέσεις αυτές θα εκδηλώνονταν κάποιες φορές με τη μορφή βίαιων συγκρούσεων στις πλατείες. Στους αγώνες που ακολούθησαν, τέτοιες διαιρέσεις ενίοτε ενισχύονταν έτι περισσότερο. Έτσι, στο Μαϊντάν, οι φασίστες επέβαλαν τους κανόνες τους για τη συμμετοχή των αριστερών, των αναρχικών και των φιλελεύθερων, ήταν όμως γνωστό ότι αυτή η εύθραυστη συμμαχία θα κρατούσε μόνο για όσο ο κοινός τους εχθρός, ο Γιανουκόβιτς, θα παρέμενε στην εξουσία. Στη Μέση Ανατολή, με την αξιοπρόσεκτη εξαίρεση της Τουρκίας, οι εθνοτικές και θρησκευτικές διαφορές, οι οποίες αρχικά έμοιαζαν να εξαχνώνονται στις πλατείες, συχνά ενισχύονταν καθώς οι καταλήψεις συνεχίζονταν και ξέσπαγαν σε ανοιχτή σύγκρουση όποτε (όπως στην Τυνησία και την Αίγυπτο) οι εξεγέρσεις αποδεικνύονταν προσωρινά πετυχημένες στην ανατροπή των παλιών καθεστώτων.

Όμως η κατάληξη αυτών των κινημάτων καταδεικνύει άλλο ένα όριο, το οποίο παραβλέψαμε στο Holding Pattern: τη γεωπολιτική. Διάφορες δυνάμεις κατάφεραν να επωφεληθούν από αυτές τις καταστάσεις αποσταθεροποίησης. Στο Μαϊντάν, οι εντάσεις μεταξύ των εθνικιστών και των φιλο-ΕΕ φιλελεύθερων σιγόβραζαν για μήνες αλλά δεν είχαν την ευκαιρία να εκδηλωθούν ανοιχτά, καθώς, αμέσως μετά την παραίτηση του Γιανουκόβιτς, η Ρωσία –αντιμέτωπη με την προοπτική της επέκτασης της ΕΕ και του ΝΑΤΟ σε μια ακόμα χώρα της «γειτονιάς» της– εισέβαλε στην Κριμαία και ξεκίνησε έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπου στην ανατολική Ουκρανία. Σε εκείνο το σημείο η εξέγερση μετατράπηκε σε εμφύλιο πόλεμο. Στην Αίγυπτο, οι συγκρούσεις ανάμεσα στους ριζοσπάστες και τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, ή ανάμεσα στους μουσουλμάνους και τους κόπτες, οι οποίες είχαν αναπτυχθεί στον απόηχο της πτώσης του Μουμπάρακ, βυθίστηκαν τελικά σε ένα ευρύτερο περιφερειακό παιχνίδι εξουσίας, καθώς η σαουδαραβική οικονομική βοήθεια επέτρεψε στο βαθύ κράτος της Αιγύπτου να επανεδραιωθεί. Αλλού, από τη Συρία μέχρι το Μπαχρέιν και από την Υεμένη μέχρι τη Λιβύη, οι ελπίδες της Αραβικής Άνοιξης έσβησαν τελικά μέσα στον εμφύλιο πόλεμο, τις στρατιωτικές επεμβάσεις ή και τα δύο.

Ένα άλλο, λιγότερο ψυχροπολεμικό, γεωπολιτικό όριο αναδείχθηκε, φυσικά, από την κοινοβουλευτική παρέκκλιση του ΣΥΡΙΖΑ. Κι εδώ ήταν τελικά ο περιφερειακός ηγεμόνας που θα αποφάσιζε τη μοίρα των κινημάτων, ό,τι κι αν προέκυπτε από τις συνελεύσεις και τα δημοψηφίσματα. Για να κατανοήσει κανείς τον «χλιαρό» χαρακτήρα των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ (ένα προτεινόμενο ποσοστό 3% για το πρωτογενές πλεόνασμα αντί του 4%), θα πρέπει να αντιληφθεί ότι πρόκειται για κάτι περισσότερο από ένα απλό ζήτημα δομικών ανισορροπιών στην Ευρωζώνη: είναι γεγονός ότι τα συμφέροντα των Γερμανών φορολογουμένων συγκρούονται πραγματικά με αυτά των εργαζόμενων στο ελληνικό δημόσιο. Το ζήτημα είναι πως για πολλά κράτη, σε μια ολοένα πιο αλληλεξαρτημένη παγκόσμια οικονομία, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να επιζητούν τον κινητό πλούτο των πιστωτών. Βασικές κοινωνικές υπηρεσίες που παραδοσιακά θα χρηματοδοτούνταν από τη φορολόγηση των εύπορων, χρηματοδοτούνται τώρα όλο και περισσότερο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, με δάνεια από τους τελευταίους – και μάλιστα πληρώνοντάς τους τόκους σε αντάλλαγμα της χάρης! Οι αυξανόμενες απαιτήσεις από το κράτος εκ μέρους των απολυμένων εργατών, σε ένα περιβάλλον κρίσης, συμπίπτουν με την αυξανόμενη πίεση από τους πιστωτές, είτε ντόπιους ή διεθνείς. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να συντηρηθεί χωρίς ξένο συνάλλαγμα και, όπως έδειξαν τα γεγονότα του καλοκαιριού, οποιαδήποτε ένδειξη μονομερούς κήρυξης πτώχευσης θα εξαντλήσει τα φορολογήσιμα έσοδα για τη χώρα. Ενδεχομένως η μόνη επιλογή, όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε σχέση με το «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος, ήταν να «επιλέξει την αυτοκτονία αντί του θανάτου».

Ένα ανάλογο των εξελίξεων του ΣΥΡΙΖΑ έχει εμφανιστεί πρόσφατα στο Ηνωμένο Βασίλειο, με την απρόσμενη ανάδειξη ενός μέλους της, από καιρό περιθωριοποιημένης, αριστερής πτέρυγας του Εργατικού Κόμματος στην ηγεσία του τελευταίου. Οι πολιτικοί λόγοι (discourses) που χαιρέτισαν αυτήν την εξέλιξη είναι απασχολημένοι με κενές ρητορικές κατανομές ανάμεσα στο παλιό και το νέο, μα είναι σίγουρο ότι η κοινωνική σύνθεση που έσπρωξε τον Τζέρεμι Κόρμπιν στη νίκη δεν είναι ίδια με εκείνη που υποστήριζε τον Τόνι Μπεν στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Οι θεσμικές ασφάλειες έχουν φυσικά ήδη κινητοποιηθεί για να καταστείλουν αυτή την άνοδο, και πιθανόν να το καταφέρουν. Μπορεί όμως ένα κόμμα που μοιάζει ήδη εδώ και χρόνια «κατάχλωμο», να αποφύγει να υποστεί μια ακόμη μεγαλύτερη απώλεια νομιμοποίησης στην πορεία; Το ερώτημα κλειδί για την τρέχουσα ένταση της πολιτικής αντιπολιτικής παραμένει: πόσα ακόμα κρούσματα τέτοιων «πλοίων» που τσακίζονται στα βράχια θα χρειαστούν μέχρι να παραχθεί κάτι ποιοτικά διαφορετικό, και τι θα είναι αυτό;

Το νόημα αυτής της ανάλυσης δεν είναι ότι θα πρέπει απλώς να περιμένουμε μέχρι το τρέχον holding pattern να τελειώσει. Το νόημα έγκειται στο να προσδιορίσουμε με έναν στρατηγικά ωφέλιμο τρόπο ποιες είναι οι δυναμικές και τα όρια της σημερινής κατάστασης, ώστε να μπορέσουμε να δράσουμε με διαύγεια. Ο προσδιορισμός των ορίων δεν είναι ένα απλώς αρνητικό ζήτημα εντοπισμού περιορισμών στη δράση, διαγιγνώσκοντας απαισιόδοξα τους λόγους που δεν μπορούμε να προχωρήσουμε πιο πέρα. Είναι ζήτημα προσδιορισμού των καθορισμένων συνθηκών του παρόντος· και οι συνθήκες αυτές είναι η θετική βάση για το είδος της δράσης που πραγματικά προκύπτει. Εντός του τωρινού πλαισίου, έχουμε δει να αναπτύσσονται δυναμικοί τρόποι αγώνων, όπως αυτοί γύρω από το κίνημα Black Lives Matter στις ΗΠΑ. Αυτές οι μορφές χτίστηκαν τόσο πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις που έχουν δημιουργηθεί όσο και στις παρεκβατικές δυνατότητες που έχουν ανοιχθεί στα πρόσφατα κύματα αγώνων· κατέρριψαν ορισμένες αδυναμίες του Occupy, επανεφευρίσκοντάς τες με άλλους τρόπους. Παρότι με διάφορους τρόπους το περιεχόμενό τους παρέμεινε εντός ενός ριζοσπαστικού δημοκρατικού πλαισίου, προχώρησαν πέρα από την κατάληψη, αναπτύσσοντας περισσότερο συγκρουσιακές τακτικές. Μολονότι υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι στον ορίζοντα, είναι φανερό ότι η στιγμή εξακολουθεί να κυοφορεί δυνατότητες.

1 World Employment and Social Outlook: Trends, ILO 2015, pp. 18–19 and World Employment and Social Outlook, Trends 2014: Risk of a Jobless Recovery, ILO 2014.<

Τι πρέπει να κάνουμε;

Endnotes1

O όρος “κομμουνιστικοποίηση” έχει γίνει πρόσφατα ένα είδος “καραμέλας”. Σ’αυτό έχει συνεισφέρει ένας αριθμός παραγόντων από τους οποίους ο προεξάρχων είναι διάφορα κείμενα που έχουν γίνει της μόδας. Ένα απ’ αυτά, “Η Εξέγερση που Έρχεται1 – σχετιζόμενο με το γαλλικό περιοδικό Tiqqun, και το “Tarnac 9”, που απέκτησε το αμφίβολο γόητρο να είναι στο επίκεντρο ενός μείζονος σκανδάλου “τρομοκρατίας” – είναι αυτό με την μεγαλύτερη επιρροή. Επιπρόσθετα, η ογκώδης βιβλιογραφία που παράχθηκε από το φθινοπωρινό κύμα των φοιτητικών αγώνων στην Καλιφόρνια το 2009 – μια βιβλιογραφία εν μέρει εμπνευσμένη από τέτοια γαλλικά κείμενα – είναι ένας επίσης σημαντικός παράγοντας2. Η συμβολή σ’ αυτή την καλιφορνέζικη βιβλιογραφία αφενός μιας γλώσσας inflected από τυπικά πομπώδεις Tiqqunisms, και, αφετέρου, από έννοιες εν μέρει απορρέουσες από το έργο μιας περισσότερο μαρξιστικής γαλλικής υπεραριστεράς – και τη βολική παρουσία, και στα δυο αυτά σημεία αναφοράς, ενός αρκετά ασυνήθιστου όρου, της “κομμουνιστικοποίησης” – έχουν συμβάλλει στην εμφάνιση ενός κάπως μυθολογικού λόγου γύρω από αυτή την λέξη. Αυτή η κομμουνιστικοποίηση εμφανίζεται ως ένα πιο στυλάτο υποκατατάστατο για κάποιες άλλες ελαφρώς πιο σεβάσμιες λέξεις-καραμέλα όπως “αυτονομία”, έχοντας τουλάχιστον τη σπίθα κάτι τι του καινούριου, τη μαγεία ενός ριζοσπαστικού “αμεσοτισμού” [immediatism], και την υποστήριξη κάποιας γαλλικής βιβλιογραφίας που ακούγεται εύγλωττη. Αυτή η κομμουνιστικοποίηση είναι, αν μη τι άλλο, μια ασαφής νέα ενσάρκωση της απλής ιδέας ότι η επανάσταση είναι κάτι που πρέπει να το κάνουμε εδώ και τώρα, για τους εαυτούς μας, που δένει ωραία με τα συναισθήματα ενός ήδη υπάρχοντος εξεγερτικού αναρχισμού.

Αλλά αυτή η κομμουνιστικοποίηση είναι, εκτός από την πιο αφηρημένη έννοια, κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό για το οποίο γινόταν αντιπαράθεση εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια μεταξύ των “σκοτεινών” κομμουνιστικών ομάδων που έχουν δανείσει ως επί το πλείστον το περιεχόμενο σ’ αυτό τον όρο, έστω και αν φέρνει ίχνη των χαρακτηριστικών των προγόνων του, έστω και αν φωτίζεται ίσως από τις θεωρίες τους. Φυσικά, η “κομμουνιστικοποίηση” δεν ήταν ποτέ ατομική ιδιοκτησία της μιας ή της άλλης από αυτές τις ομάδες. Έχει, τουλάχιστον, μια συγκεκριμένη ελάσσονα θέση στο γενικό λεξικό της αριστερής παράδοσης ως μια διαδικασία που καθιστά κάτι κοινοτικό ή κοινό [communal , common, αντίστοιχα]. Κάποιοι έχουν αρχίσει πρόσφατα να μιλούν, με παρόμοιο σκοπούμενο νόημα, για μια εν εξελίξει διαδικασία “κοινοτικοποίησης” [commonization]. Αλλά τέτοιες γενικές έννοιες δεν έχουν ενδιαφέρον καθεαυτές· αν επρόκειτο να προσπαθήσουμε να αναζητήσουμε σαν ραβδοσκόποι κάποιο κοινό περιεχόμενο στην ακαταστασία των θεωριών και των πρακτικών που ομαδοποιούνται κάτω από τέτοιους όρους, θα ξεμέναμε μόνο με την πιο ισχνή αφαίρεση. Θα καταπιαστούμε λοιπόν εδώ μόνο με τις δυο χρήσεις της λέξης που είναι υπό διακύβευση στην τρέχουσα συζήτηση της κομμουνιστικοποίησης: αυτήν που προέρχεται από κείμενα όπως η “Η Εξέγερση που Έρχεται” και αυτήν που προέρχεται από γραπτά των Troploin, Théorie Communiste και άλλων Γάλλων κομμουνιστών της μετά-το-1968 περιόδου. Είναι πρωτίστως από κείμενα των δεύτερων – ιδιαίτερα αυτά της Théorie Communiste (TC) – που έχουμε αντλήσει την ίδια τη δική μας κατανόηση της κομμουνιστικοποίησης, μια κατανόηση που θα σκιαγραφήσουμε σε ό,τι ακολουθεί. Όπως συμβαίνει, και οι δύο αυτές χρήσεις έχουν πολλαπλασιαστεί από τις γαλλικές στις αγγλόφωνες αντιπαραθέσεις τα πρόσφατα χρόνια, μια διαδικασία στην οποία έχουμε παίξει κάποιο ρόλο. Αλλά θα ήταν λάθος να εκλάβουμε αυτή τη σύμπτωση ως σημάδι μιας μοναδικής γαλλικής αντιπαράθεσης σχετικά με την κομμουνιστικοποίηση, ή μιας συνεχούς3 “κομμουνιστικοποιητικής” τάσης εντός της οποίας οι συγγραφείς της “Εξέγερσης που Έρχεται” ή της TC, για παράδειγμα, αντιπροσωπεύουν αποκλίνουσες θέσεις. Αυτό που είναι κοινό στις χρήσεις αυτές είναι το πολύ-πολύ ότι μπορεί να ειπωθεί πως σηματοδοτούν μια συγκεκριμένη επιμονή στην αμεσότητα στον τρόπο που σκέφτεται κανείς πάνω στο πώς συμβαίνει μια κομμουνιστική επανάσταση. Αλλά, όπως θα δούμε, η μια “αμεσότητα” δεν είναι η ίδια με την άλλη· το ερώτημα είναι: ποιες διαμεσολαβήσεις απουσιάζουν;

Αν ο τόνος του κειμένου που ακολουθεί είναι συχνά πολεμικός, αυτό δεν οφείλεται στο ότι απολαμβάνουμε να ασκούμε κριτική σε ανθρώπους που υφίστανται ήδη κακομεταχείριση από το γαλλικό κράτος, κατηγορούμενοι ως “τρομοκράτες” στην ισχνή βάση των κατηγοριών ότι έγραψαν ένα βιβλίο και διέπραξαν μια ελάσσονα δράση σαμποτάζ. Είναι επειδή μακρόχρονες αντιπαραθέσεις που σχετίζονται με την έννοια της κομμουνιστικοποίησης – αντιπαραθέσεις στις οποίες έχουμε συμμετάσχει – έχουν συνδεθεί λανθασμένα με τις θεωρίες που παρουσιάζονται σε κείμενα όπως “Η Εξέγερση που Έρχεται” και το “Κάλεσμα”, και ως εκ τούτου κινδυνεύουν να χαθούν στην έρπουσα ομίχλη που αυτά τα κείμενα έχουν συγκεντρώσει4. Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο αυτά τα κείμενα αλλά η αποδοχή από τον αγγλόφωνο κόσμο της “κομμουνιστικοποίησης” γενικά. Έχει καταστεί λοιπόν αναγκαίο να κάνουμε μια διάκριση: η “θεωρία της κομμουνιστικοποίησης” που συζητιέται στην Αγγλοσφαίρα είναι εν πολλοίς μια φανταστική οντότητα, ένα τεχνητό κατασκεύασμα της αγγλόφωνης υποδοχής διαφόρων άσχετων έργων. Η περιορισμένη διαθεσιμότητα σχετικών έργων στα αγγλικά και ο σχεδόν ταυτόχρονος τρόπος με τον οποίο κάποια από αυτά τα έργα έγιναν ευρύτερα γνωστά, σίγουρα συνέβαλαν στη σύγχυση· μια συγκεκριμένη προδιάθεση σε σχέση με τη Γαλλία, την θεωρία και την πολιτική της, πιθανόν βοήθησαν. Η Αγγλοσφαίρα έχει μια ιδιόρρυθμη τάση να παίρνει κάθε “λάλημα” κάποιου γαλλικού κόκκορα ως ένα σύνθημα για να πιάσει δουλειά στον “κήπο” του και με τις δικές του θεωρητικές μυθοπλασίες· προσθέστε σ’ αυτά ένα μείζον πολιτικό σκάνδαλο και μοιάζει να είναι σχεδόν πρακτικά αδύνατο να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της.

Η πρόθεσή μας, όμως, δεν είναι απλά να ασκήσουμε πολεμική από την σκοπιά κάποιας εναλλακτικής θεωρίας. Στον βαθμό που είναι δυνατόν να συλλάβουμε τις καθορισμένες περιστάσεις που παράγουν κείμενα σαν αυτά, αυτές δεν μας παρουσιάζουν απλά λαθεμένες θεωρίες. Μάλλον, παρουσιάζουν τα μερικά, αποσπασματικά θραύσματα μιας ιστορικής στιγμής που συλλαμβάνεται στην σκέψη. Προσπαθώντας να κρατηθούμε σταθερά στη γενική κίνηση της καπιταλιστικής ταξικής τάξης, η κομμουνιστική θεωρία ίσως ρίχνει φως στον χαρακτήρα τέτοιων στιγμών, και συνεπώς στις θεωρητικές κατασκευές που αυτές παράγουν. Και κάνοντάς το αυτό, ίσως εκθέτουν, επίσης, τα όρια, τις παραλείψεις και τις εσωτερικές τους αντιφάσεις. Στον βαθμό που τέτοιες κατασκευές είναι συμπτωματικές του γενικότερου χαρακτήρα της ιστορικής στιγμής, η διερώτησή τους ίσως αποσπάσει κάτι σχετικά με τον χαρακτήρα της ταξικής σχέσης συνολικά.

Αν η κομμουνιστικοποίηση σηματοδοτεί μια συγκεκριμένη αμεσότητα στο πώς συμβαίνει η επανάσταση, για μας αυτό δεν παίρνει τη μορφή μιας πρακτικής συνταγής· η “κομμουνιστικοποίηση” δεν συνεπάγεται κάποιο ένταλμα για την έναρξη της επανάστασης ευθύς αμέσως, ή σε μια ατομική βάση. Αυτό που κυρίως διακυβεύεται είναι, μάλλον, το ερώτημα τι είναι η επανάσταση· η “κομμουνιστικοποίηση” είναι το όνομα μιας απάντησης σ’ αυτό το ερώτημα. Το περιεχόμενο μιας τέτοιας απάντησης εξαρτάται απαραίτητα από αυτό που πρόκειται να ξεπεραστεί: με άλλα λόγια, η αυτοαναπαραγωγή της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης και το σύμπλεγμα των κοινωνικών μορφών που εμπλέκονται στην αναπαραγωγή αυτή – η αξιακή μορφή, το κεφάλαιο, η έμφυλη διάκριση, η μορφή-κράτος, η μορφή-νόμος κ.λπ. Συγκεκριμένα, μια τέτοια υπέρβαση πρέπει απαραίτητα να είναι η άμεση αυτοκατάργηση της εργατικής τάξης, καθώς οτιδήποτε λιγότερο από αυτό αφήνει το κεφάλαιο μαζί με τον πρόθυμο συνεταίρο του έτοιμους να συνεχίσουν τον χορό της συσσώρευσης. Η κομμουνιστικοποίηση σηματοδοτεί τη διαδικασία αυτής της άμεσης αυτοκατάργησης και είναι στην ευθύτητα αυτής της αυτοκατάργησης που μπορεί να ειπωθεί ότι η κομμουνιστικοποίηση σηματοδοτεί μια συγκεκριμένη “αμεσότητα”.

Η κομμουνιστικοποίηση τυπικά αντιτίθεται σε μια παραδοσιακή έννοια μιας μεταβατικής περιόδου που πάντα επρόκειτο να λάβει χώρα μετά την επανάσταση, όταν το προλεταριάτο θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τον κομμουνισμό, έχοντας ήδη πάρει τον έλεγχο της παραγωγής και/ή του κράτους. Ξεκινώντας από τη βάση της συνεχιζόμενης ύπαρξης της εργατικής τάξης, η μεταβατική περίοδος θέτει την πραγματική επανάσταση σε έναν απομακρυνόμενο ορίζοντα, διαιωνίζοντας εν τω μεταξύ αυτό που υποτίθεται ότι πρέπει να υπερβεί. Για μας αυτό δεν είναι ένα στρατηγικό ερώτημα, καθώς αυτά τα ζητήματα έχουν διευθετηθεί από ιστορικές εξελίξεις – το τέλος του προγραμματιστικού εργατικού κινήματος, την εξαφάνιση της θετικής ταυτότητας της εργατικής τάξης, την απουσία οποιουδήποτε είδους εργατικής εξουσίας στον ορίζοντα: δεν είναι πλέον δυνατόν να φανταστούμε μια μετάβαση στον κομμουνισμό στη βάση μιας προηγούμενης νίκης της εργατικής τάξης ως εργατική τάξη. Το να επιμένουμε σε συμβουλιακές ή Λενινιστικές συλλήψεις της επανάστασης είναι τώρα ουτοπικό, σαν να μετράμε την πραγματικότητα έναντι νοητικών κατασκευών που δεν φέρουν καμμιά ιστορική πραγματική βάση [actuality]. Η ταξική πάλη έχει επιζήσει του προγραμματισμού και διαφορετικά σχήματα ενοικούν τώρα τον ορίζοντά της. Με την αυξανόμενη περίσσεια της εργατικής τάξης στην παραγωγή – την δυνητική της αναγωγή σε έναν απλά πλεονάζοντα πληθυσμό – και τον προκύπτοντα λεπτό/ασθενικό χαρακτήρα της μορφής-μισθός ως το ουσιαστικό σημείο συνάντησης των δυο κυκλωμάτων αναπαραραγωγής, δεν μπορεί παρά να είναι μόνο παραισθησιακό να συλλαμβάνει κανείς την επανάσταση με όρους εργατικής εξουσίας. Παρ’ όλα αυτά, είναι ακόμα η εργατική τάξη που θα πρέπει να καταργήσει τον εαυτό της5.

Για μας, η κομμουνιστικοποίηση δεν σηματοδοτεί μια γενική θετική διαδικασία “μοιράσματος” ή “του καθιστώ κοινό”. Σηματοδοτεί την συγκεκριμένη επαναστατική καταστροφή των σχέσεων ιδιοκτησίας που συγκροτούν την καπιταλιστική ταξική σχέση. Το μοίρασμα καθαυτό – αν έχει οποιοδήποτε νόημα – πολύ δύσκολα μπορεί να κατανοηθεί ότι εμπλέκει αυτή την αναίρεση των καπιταλιστικών σχέσεων, γιατί διάφορα είδη “μοιράσματος” ή “κοινών” μπορούν εύκολα να δειχθούν ότι παίζουν σημαντικό ρόλο εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας χωρίς κατά κανέναν τρόπο να παρεμποδίζουν την καπιταλιστική συσσώρευση. Πραγματικά, είναι συχνά ουσιώδεις – ή ακόμα και συστατικές – αυτής της συσσώρευσης: καταναλωτικά αγαθά που μοιράζονται εντός των οικογενειών, ρίσκο που μοιράζερται μέσω της ασφάλισης, πόροι που μοιράζονται μεταξύ εταιρειών, επιστημονική γνώση που μοιράζεται μέσω ακαδημαϊκών δημοσιεύσεων, πρότυπα και πρωτόκολλα που μοιράζονται μεταξύ ανταγωνιστικών κεφαλαίων επειδή αναγνωρίζονται ότι εμπίπτουν στο κοινό συμφέρον τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, χωρίς αντίφαση, αυτό που παραμένει κοινό είναι το αντίστοιχο/ομόλογο σε μια ιδιοποίηση. Ως τέτοια, μια δυναμική κομμουνιστικοποίησης θα περιελάμβανε την καταστροφή τέτοιων μορφών “μοιράσματος”, όπως ακριβώς θα περιελάμβανε την καταστροφή ατομικής ιδιοποίησης. Και παρ’ όλο που κάποιοι μπορεί να αποδίδουν αξία σε μια μοιρασιά που διευκολύνει ένα συγκεκριμένο επίπεδο μέσων διαβίωσης πέρα από αυτό που καθιστά δυνατό ο μισθός, σ’ έναν κόσμο που κυριαρχείται από την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης μπορεί να συμβαίνει μόνο στο περιθώριο αυτής της αναπαραγωγής, ως εναλλακτικά ή συμπληρωματικά μέσα επιβίωσης και, ως τέτοια, δεν είναι επαναστατικά τα ίδια.

Η κομμουνιστικοποίηση είναι μια κίνηση στο επίπεδο της ολότητας, μέσω της οποίας αυτή η ολότητα καταργείται. Η λογική της κίνησης που καταργεί αυτή την ολότητα διαφέρει αναγκαστικά από αυτήν που εφαρμόζεται στο επίπεδο του συγκεκριμένου ατόμου ή ομάδας: δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι κανένα άτομο ή ομάδα δεν μπορεί να ξεπεράσει την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης μέσω των δικών τους δράσεων. Ο καθορισμός μιας ατομικής δράσης ως “κομμουνιστικοποιητικής” ρέει μόνο από την συνολική κίνηση της οποίας είναι μέρος, όχι από την ίδια τη δράση, και θα ήταν συνεπώς λάθος να σκεφτόμαστε την επανάσταση με όρους αθροίσματος ήδη κομμουνιστικοποιητικών δράσεων, λες και ό,τι χρειαζόταν ήταν μια συγκεκριμένη συσσώρευση τέτοιων δράσεων σε ένα κρίσιμο σημείο. Η σύλληψη της επανάστασης ως μιας τέτοιας συσσώρευσης προϋποθέτει μια ποσοτική επέκταση που υποτίθεται ότι προκαλεί έναν ποιοτικό μετασχηματισμό. Σε σχέση με αυτό, δεν διαφέρει από την προβληματική της διαρκούς ανάπτυξης των αγώνων σε επανάσταση που ήταν κάποτε από τα διάχυτα χαρακτητιστικά της προγραμματικής εποχής6. Σε αντίθεση με αυτές τις γραμμικές συλλήψεις της επανάστασης, η κομμουνιστικοποίηση είναι το προϊόν μιας ποιοτικής μετατόπισης εντός της δυναμικής της ίδιας της ταξικής πάλης. Η κομμουνιστικοποίηση προκύπτει μόνο στο όριο ενός αγώνα, στο ρήγμα που ανοίγεται καθώς αυτός ο αγώνας συναντά το όριό του και ωθείται πέρα από αυτό. Έτσι η κομμουνιστικοποίηση έχει ελάχιστες θετικές συμβουλές να μας δώσει σχετικά με συγκεκριμένες, άμεσες πρακτικές στο εδώ και τώρα, και σίγουρα δεν μπορεί να συνταγογραφήσει συγκεκριμένες δεξιότητες, όπως η παραβίαση μιας κελιδαριάς ή η χειροπρακτική7, όπως τόσοι άλλοι δρόμοι, τους οποίους παίρνουν τόσα εξεγερμένα υποκείμενα για τον ουρανό.8 Η συμβουλή που μπορεί να μας δώσει είναι πρωτίστως αρνητική: οι κοινωνικές μορφές που εμπλέκονται στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν θα είναι εργαλεία της επανάστασης αφού είναι μέρος αυτού που πρόκειται να καταργηθεί.

Η κομμουνιστικοποίηση δεν είναι λοιπόν μια μορφή προεικόνισης της επαναστατικής πρακτικής, του τύπου εκείνου που ποικίλοι αναρχισμοί επιδιώκουν να είναι, μιας και δεν έχει καμμιά θετική ύπαρξη πριν από μια επαναστατική κατάσταση. Ενώ είναι δυνατόν να δει κανείς το ζήτημα της κομμουνιστικοποίησης σαν να τίθεται, με μια έννοια, από την δυναμική της παρούσας καπιταλιστικής ταξικής σχέσης, η κομμουνιστικοποίηση δεν εμφανίζεται ακόμα άμεσα ως μια μορφή πρακτικής ή ως ένα σύνολο ατόμων με τις σωστές ιδέες σχετικά με μια τέτοια πρακτική. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε απλά να περιμένουμε την κομμουνιστικοποίηση ως ένα είδος μεσσιανικής άφιξης – στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι καν μια επιλογή, γιατί η εμπλοκή στην δυναμική της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν είναι κάτι από το οποίο μπορούμε να επιλέξουμε να βγούμε ή, αναλόγως, να μπούμε. Η εμπλοκή στην ταξική πάλη δεν είναι ζήτημα μιας πολιτικής πρακτικής που μπορεί να επιλεχθεί αυθαίρετα, από μια θεωρησιακή σκοπιά. Οι αγώνες απαιτούν τη συμμετοχή μας, ακόμα και αν δεν παρουσιάζουν ακόμα τον εαυτό τους σαν την επανάσταση. Η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης μας προειδοποιεί για τα όρια που είναι εγγενή σε τέτοιους αγώνες και αποδίδει πράγματι προσοχή στις δυνατότητες μιας πραγματικής επαναστατικής ρήξης που διανοίγεται εξαιτίας, η μάλλον παρά, τα όρια αυτά. Για μας λοιπόν, η κομμουνιστικοποίηση είναι μια απάντηση στο ερώτημα τί είναι η επανάσταση. Αυτό είναι ένα ερώτημα που παίρνει μια συγκεκριμένη ιστορική μορφή ενόψει της αυταπόδεικτης χρεοκοπίας των παλιών προγραμματιστικών εννοιών, αριστερίστικων, αναρχικών και υπεραριστερών εξίσου: πώς μπορεί να συμβεί η υπέρβαση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης, δεδομένου ότι είναι αδύνατο για το προλεταριάτο να επιβεβαιωθεί ως τάξη παρ’ όλα αυτά είμαστε ακόμα αντιμέτωποι με το πρόβλημα αυτής της σχέσης; Κείμενα, όμως, όπως το “Κάλεσμα” ή “Η Εξέγερση που Έρχεται”, δεν θέτουν καν κανονικά το ερώτημα τι είναι η επανάσταση, γιατί στα κείμενα αυτά το πρόβλημα έχει ήδη εξαερωθεί σε ένα εννοιολογικό μίασμα. Στα κείμενα αυτά, η επανάσταση θα γίνει όχι από οποιαδήποτε υπάρχουσα τάξη ή στη βάση οποιασδήποτε πραγματικής, υλικής ιστορικής κατάστασης· θα γίνει από “φιλίες”, από “τον σχηματισμό της ευαισθησίας/λογικής σε μια δύναμη”, “την ανάπτυξη ενός αρχιπελάγους κόσμων”, “μια άλλη πλευρά της πραγματικότητας”, “το κόμμα των εξεγερμένων” – αλλά πάνω απ’ όλα, από αυτή την πάντα παρούσα και πάντα άμορφη θετικότητα: εμάς. Ο αναγνώστης παρακαλείται να πάρει πλευρά με αυτό το “εμείς” – το “εμείς μιας θέσης” – να ενωθεί με αυτό στον επικείμενο χαμό του “καπιταλισμού, του πολιτισμού, της αυτοκρατορίας, πείτε το όπως θέλετε”. Αντί μιας συγκεκριμένης, αντιφατικής σχέσης, υπάρχουν “αυτοί που μπορούν να ακούσουν” το κάλεσμα και κείνοι που δεν μπορούν· εκείνοι που διαιωνίζουν “την έρημο” κι εκείνοι με μια “προδιάθεση σε μορφές επικοινωνίας τόσο έντονες ώστε, όταν αυτές τίθενται στην πρακτική, αρπάζουν από τον εχθρό την περισσότερη από τη δύναμή του”. Άσχετα από τις δηλώσεις τους περί του αντιθέτου9, ισοδυναμούν αυτές οι διακηρύξεις σε κάτι άλλο από αυτεπιβεβαίωση ενός ταυτιστικά οριζόμενου ριζικού περιβάλλοντος;

Σε αυτή την πιο εξεγερτική ενσάρκωση, η κομμουνιστικοποίηση προκύπτει ως μια απάντηση σε ένα πραγματικό ιστορικό ερώτημα. Αλλά το ερώτημα σ’ αυτή την περίπτωση είναι το “τι να κάνουμε” τιθέμενο από το κλείσιμο του κύματος αγώνων που είχε στο κέντρο του το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα10. Οι συγγραφείς σωστά αναγνωρίζουν την αδυνατότητα της ανάπτυξης οποιασδήποτε πραγματικής αυτονομίας σε “αυτό που κρατιέται κοινό” εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας, παρ’ όλα αυτά η εξάντληση του “πάμε από σύνοδο κορυφής σε σύνοδο κορυφής”, “μπλακ-μπλοκ” ακτιβιστικού περιβάλλοντος καθιστά επιτακτικό γι’ αυτούς είτε να βρουν καινούριες πρακτικές με τις οποίες να εμπλακούν ή να στήσουν μια κομψή υποχώρηση. Έτσι το “ΤΑΖ11, η εναλλακτική, η κομμούνα κ.λπ., θα πρέπει να τα ξανασκεφτούμε, αλλά με μια κριτική του εναλλακτικισμού στο μυαλό: ναι θα πρέπει να αποχωρήσουμε, αλλά αυτή η αποχώρηση θα πρέπει να περιλαμβάνει επίσης “πόλεμο”12. Καθώς τέτοια απελευθερωμένα, υποτίθεται, μέρη δεν μπορούν να σταθεροποιηθούν ως εκτός του “καπιταλισμού, του πολιτισμού, της αυτοκρατορίας, ή όπως θέλει να το πει κανείς”, δεν μπορούν να επανασυλληφθούν ως μέρος της επέκτασης και της γενίκευσης ενός ευρέως εξεγερσιακού αγώνα. Εφόσον ο αγώνας είναι επιτυχής, αυτές οι εναλλακτικές δεν θα αποδειχθούν τελικά αδύνατες· η γενίκευσή τους θα είναι η συνθήκη της δυνατότητάς τους. Είναι αυτή η δυναμική της γενίκευσης που ταυτοποιείται ως μια από τις “κομμουνιστικοποιήσεις” – η κομμουνιστικοποίηση ως, λίγο πολύ, ο σχηματισμός κομμούνων σε μια διαδικασία που δεν σταματά μέχρι να έχει λυθεί το πρόβλημα της εναλλακτικής, αφού δεν πρέπει πλέον να είναι μια εναλλακτική. Αλλά όλα αυτά είναι χωρίς μια καθαρή έννοια του τι πρέπει να καταστραφεί μέσε μιας τέτοιας δυναμικής. Η συνθετότητα των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων, και η πραγματική δυναμική της ταξικής σχέσης, “ξεπετάγονται” με μια επιδεικτική ανθηροστομία προς όφελος μιας αρμαθιάς ανούσιων αφαιρέσεων. Χαρούμενοι που το “εμείς” της επανάστασης δεν χρειάζεται κανέναν πραγματικό ορισμό, το μόνο που πρέπει να ξεπεράσουμε διεκδικείται άδικα από το “αυτοί” – μια οντότητα που μπορεί να παραμείνει εξίσου αφηρημένη: μια κακώς ορισμένη γενική “θεότητα”13 (καπιταλισμός, πολιτισμός, αυτοκρατορία κ.λπ.), που θα πρέπει να καταστραφεί από τους – στα χειρότερα σημεία του “Καλέσματος” – Αυθεντικούς που έχουν σφυρηλατήσει “έντονες” φιλίες και οι οποίοι πραγματικά εξακολουθούν να νιώθουν παρά την κακότητα του κόσμου.

Αλλά το πρόβλημα δεν μπορεί να εναπόκειται μόνο στο “αυτοί” που έτσι εξαιρεί θεμελιωδώς το “εμείς μιας θέσης” από τη δυναμική της επανάστασης. Αντίθετα, σε οποιαδήποτα πραγματική υπέρβαση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης είμαστε εμείς που πρέπει να ξεπεραστούμε· “εμείς” δεν έχουμε “θέση” εκτός της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης. Αυτό που είμαστε συγκροτείται, στο βαθύτερο επίπεδο, από αυτή τη σχέση, και είναι μια ρήξη με την αναπαραγωγή αυτού που είμαστε που αναγκαστικά θα διαμορφώσει τον ορίζοντα των αγώνων μας. Δεν είναι πλέον εφικτό για την εργατική τάξη να ταυοποιήσει τον εαυτό της θετικά, να αγκαλιάσει τον ταξικό της χαρακτήρα ως την ουσία αυτού που είναι· παρ’ όλα αυτά είναι ακόμα σταμπαρισμένη με την απλή πραγματικότητα του γεγονότος [facticity] του ταξικού ανήκειν μέρα με τη μέρα καθώς αντιμετωπίζει, στο κεφάλαιο, την συνθήκη της ύπαρξής της. Σ’ αυτή την περίοδο, το “εμείς” της επανάστασης δεν επιβεβαιώνει τον εαυτό του, δεν ταυτοποιεί τον εαυτό του θετικά, επειδή δεν μπορεί· δεν μπορεί να επιβεβαιώσει τον εαυτό του ενάντια στο “αυτοί” του κεφαλαίου χωρίς να έρθει αντιμέτωπο με το πρόβλημα της ίδιας της ύπαρξής του – μια ύπαρξη που θα είναι η φύση της επανάστασης που πρέπει να υπερβληθεί. Δεν υπάρχει τίποτα να επιβεβαιωθεί στην καπιταλιστική ταξική σχέση· καμμιά αυτονομία, καμμιά εναλλακτική, κανένα “έξω”, καμμιά απόσχιση.

Μια υπόδηλη προϋπόθεση σε κείμενα όπως το “Κάλεσμα” και “Η Εξέγερση που Έρχεται” είναι ότι αν το ταξικό μας ανήκειν ήταν μια δεσμευτική συνθήκη, τώρα πια δεν είναι. Μέσω μιας άμεσης πράξης ισχυρισμού μπορούμε να αρνηθούμε ένα τέτοιο ανήκειν εδώ και τώρα, να θέσουμε τους εαυτούς μας εκτός του προβλήματος. Είναι πιθανόν αξιοσημείωτο ότι δεν είναι μόνο το περιβάλλον που συνδέεται με το Tiqqun και την “Εξέγερση που Έρχεται” που έχουν αναπτύξει μια θεωρία που λειτουργεί με βάση αυτή την υπόθεση στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Σε κείμενα όπως “Κομμουνισμός της Επίθεσης” και “Κομμουνισμός της Απόσυρσης” ο Μαρσέλ και η ομάδα Batko με την οποία σχετίζεται τώρα, προσφέρουν μια πολύ πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή. Αντί των αυταξίας μιας εξεγερσιακής σκηνής, στην περίπτωση αυτή η θεωρία αναδύεται ως ένας επανασυλληφθείς/ξανασχεδιασμένος αυτονομισμός διαμορφωμένος από έναν μπουφέ [smorgasbord] εσωτεριστικής θεωρίας – μαρξικής και άλλων – αλλά τελικά οι τυπικές προϋποθέσεις είναι οι ίδιες.14 Λαμβάνοντας την εμμένεια της αυτοαναπαραγωγής της ταξικής σχέσης ως ένα κλειστό σύστημα χωρίς οποιοδήποτε νοητό τέρμα, ο Μαρσέλ θέτει την αναγκαιότητα μιας καθαρά εξωτερικής, υπερβατικής στιγμής – της “απόσυρσης” – στη βάση της οποίας οι κομμουνιστές μπορούν να εξαπολύσουν μια “επίθεση”. Αλλά, μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, τι άλλο μπορεί να σημαίνει μια τέτοια “απόσυρση” εκτός από τον βολονταριστικό σχηματισμό ενός είδους “ριζοσπαστικού” περιβάλλοντος που είναι ευχαριστημένο να υπομένει όσο απέχει από το να εκφράζει, σε μια προσπάθεια να εξορθολογίσει την συνεχιζόμενη αναπαραγωγή του εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας, το είδος της μαχητικότητας που βρίσκουμε στην “Εξέγερση που Έρχεται”;

Το να επιμείνουμε, ενάντια σ’ αυτό, στην πλήρη εμμένεια της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης – στην πλήρη σύμπλεξή μας με το κεφάλαιο – δεν σημαίνει να παραιτηθούμε σε μια μονολιθική, κλειστή ολότητα, που δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να αναπαράγει τον εαυτό της. Φυσικά, εμφανίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο αν κανείς εκκινεί από την υπόθεση του βολονταριστικά νοούμενου υποκειμένου: για ένα τέτοιο υποκείμενο, η ολότητα των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων θα μπορούσε μόνο να εμπλέκει το μηχανικό ξεδίπλωμα μιας καθαρά εξωτερικής διαδικασίας. Αλλά αυτό το υποκείμενο είναι μια ιστορικά συγκεκριμένη κοινωνική μορφή, διαιωνιζόμενη η ίδια μέσω της λογικής της αναπαραγωγής της ταξικής σχέσης, ως το συμπλήρωμά της. Όντας ευαισθητοποιημένη στο πρόβλημα αυτού του υποκειμένου, η “Εξέγερη που Έρχεται” ξεκινά με μια αποκήρυξη του Φιχτικού Εγώ=Εγώ το οποίο βρίσκει να εκφράζεται παραδειγματικά στο σλόγκαν της ReebokΕίμαι αυτό που είμαι”. Ο “εαυτός” εδώ είναι μια επιβολή του “αυτοί”· ένα είδος νευρωτικής, διαχειριζόμενης μορφής που “θέλουν να σφραγίσουν επάνω μας”15. Το “εμείς” είναι να απορρίψουμε αυτή την επιβολή και να βάλουμε στη θέση της μια σύλληψη “πλασμάτων μεταξύ πλασμάτων, ιδιομορφιών μεταξύ ομοίων, ζωντανής σάρκας που υφαίνει τη σάρκα του κόσμου”16. Αλλά το “εμείς” που απορρίπτει αυτή την επιβολή εξακολουθεί να είναι ένα βολονταριστικό υποκείμενο· η απόρριψη του “εαυτού” από αυτό παραμένει μόνο μια απόρριψη και η αντικατάστασή του από όρους που ακούγονται πιο ενδιαφέροντες δεν μας βγάζει από το πρόβλημα. Λαμβάνοντας την επιβολή του “εαυτού” επάνω του να είναι κάτι μονόδρομο και εντελώς εξωτερικό, το “εμείς” θέτει έναν άλλο πιο αληθινό εαυτό πέραν του πρώτου, έναν εαυτό που είναι πραγματικά ο εαυτός του. Αυτή η αυθεντική εαυτότητα – “ιδιομορφία”, “πλάσμα”, “ζωντανή σάρκα” – δεν χρειάζεται απαραίτητα να συλληφθεί ατομικιστικά, παρ’ όλα αυτά παραμένει ένα βολονταριστικό υποκείμενο που συλλαμβάνει τον εαυτό του ως ιστάμενο αφεαυτού [self-standing] και την αντικειμενικότητα που το καταπιέζει ως κάτι απλά εκεί έξω. Η παλιά αφαίρεση του εγωιστικού υποκειμένου περνά μια παράξενη μετάλλαξη στην παρούσα φάση με τη μορφή του εξεγερτικού – ενός αληθινά Στιρνερικού17 υποκειμένου – για το οποίο δεν είναι μόνο το ταξικό ανήκειν από το οποίο μπορούμε να απαλλαχθούμε με έναν βολονταριστικό ισχυρισμό, αλλά η ίδια η επιβολή του “εαυτού”. Αλλά ενώ το ταξικό ανήκειν μας είναι μη-επιβεβαιώσιμο – μια απλή συνθήκη της ύπαρξής μας στη σχέση μας με το κεφάλαιο – και ενώ ο αφηρημένος “εαυτός” ίσως είναι μέρος μιας ολότητας την οποία πρέπει να ξεπεράσουμε – αυτό δεν σημαίνει ότι οποιοδήποτε από αυτά τα δύο είναι αποκηρύξιμο. Είναι μόνο στην επαναστατική καταστροφή αυτής της ολότητας που αυτές οι μορφές μπορούν να ξεπεραστούν.

Η απόδοση προτεραιότητας σε μια συγκεκριμένη έννοια είναι ένα μείζον αποτέλεσμα και καθοριστικό παράγοντα αυτής της θέσης. Η θεωρία καλείται για να νομιμοποιήσει μια πρακτική η οποία δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί, και από αυτό προκύπτει ένας δυισμός: το βολονταριστικό “εμείς” και την απαθή αντικειμενικότητα που είναι το αναγκαίο ομόλογό της. Παρά τους ισχυρισμούς τους ότι έχουν ξεπεράσει την “κλασσική πολιτική”, αυτά τα κείμενα συλλαμβάνουν την επανάσταση, τελικά, με όρους δύο αντιθετικών γραμμών: το εμείς που “οργανώνεται” και όλες τις άλλες δυνάμεις που στοιχίζονται εναντίον του. Η τακτική σκέψη γίνεται τότε ο οδηγός και κανόνας γι’ αυτό το “εμείς”, διαμεσολαβώντας τις σχέσεις με ένα αντικείμενο που παραμένει εξωτερικό. Αντί ενός θεωρητικού ξεκαθαρίσματος με την συγκεκριμένη ολότητα που πρέπει να υπερβούμε με όλους τους καθορισμούς της, ή μια ανακατασκευή του πραγματικού ορίζοντα της ταξικής σχέσης, παίρνουμε έναν διαχωρισμό της ολότητας σε δυο βασικές αφαιρέσεις, και ένα απλό σύνολο προτροπών και πρακτικές συνταγές των οποίων η πραγματική θεωρητική λειτουργία είναι να επανασυσχετίσουν αυτές τις αφαιρέσεις. Φυσικά, ούτε το “Κάλεσμα” ούτε “Η Εξέγερση που Έρχεται” παρουσιάζουν τον εαυτό τους σαν να προσφέρουν “μια θεωρία”. Το “Κάλεσμα”, συγκεκριμένα, κάνει μια προσπάθεια να παρακάμψει θεωρητικά ερωτήματα απευθυνόμενο, ευθύς εξαρχής, στο “προφανές”, που “δεν είναι πρωταρχικά ζήτημα λογικής ή σκέψης”, αλλά είναι μάλλον αυτό που “προσδένεται στο εύλογο, στους κόσμους”, αυτό που “κρατιέται κοινό” ή “απομακρύνει”. Το φαινομενικό σημείο αυτών είναι να “στήσουν” μια απλή “κραυγή της καρδιάς” [cri de coeur] – μια άμεση, προ-θεωρητική απογραφή των λόγων που έχουμε να επαναστατήσουμε ενάντια σ’ αυτόν τον κακό, κακότατο κόσμο – στη βάση του ποιοι θα ενωθούν με τους συγγραφείς για την εξέγερση. Αλλά αυτή η διακήρυξη αμεσότητας μεταμφιέζει τη θεωρία που έχει κάνει ήδη τη διαμεσολάβηση, που έχει προκατασκευάσει το “προφανές”· μια θεωρία της οποίας οι θεμελιακές δεσμεύσεις είναι στο “εμείς”, που θα πρέπει να κάνει κάτι, και στο πατρικό του “αυτοί” – δεσμεύσεις που ματαιώνουν εκ των προτέρων οποιαδήποτε σύλληψη της πραγματικής κατάστασης. Η θεωρία που υποκαθιστά [για] τον εαυτό της [με] την απλή περιγραφή του τι πρέπει να κάνουμε, αποτυγχάνει στο ίδιο το καθήκον της, καθώς αποκηρύσσοντας την πραγματική της άποψη ως θεωρία εγκαταλείπει την προοπτική μιας πραγματικής κατανόσης όχι μόνο αυτού που πρέπει να ξεπεραστεί αλλά, επίσης, και του τι πρέπει κάτι τέτοιο να περιλαμβάνει.

Η κομμουνιστική θεωρία ξεκινά όχι από την ψευδή θέση ενός βολονταριστικού υποκειμένου, αλλά από την τιθέμενη υπέρβαση της ολότητας των μορφών που εμπλέκονται στην αναπαραγωγή αυτού του υποκειμένου. Απλά τιθέμενη, αυτή η υπέρβαση είναι αναγκαστικά αφηρημένη, αλλά είναι μόνο μέσω αυτής της βασικής αφαίρεσης που η θεωρία λαμβάνει ως περιεχόμενό της τις καθορισμένες μορφές που θα πρέπει να υπερβληθούν· μορφές που προβάλλουν στην καθοριστότητά τους ακριβώς επειδή έχει τεθεί η διάλυσή τους. Αυτό το τίθεσθαι δεν είναι απλά ζήτημα μεθοδολογίας ή ένα είδος αναγκαίου λογικού αξιώματος, γιατί η υπέρβαση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν είναι μια απλή θεωρητική κατασκευή. Μάλλον, προτρέχει της σκέψης, καθώς τίθεται αδιάκοπα από την ίδια αυτή τη σχέση· είναι ο ίδιος ο ορίζοντάς της ως ένας ανταγωνισμός, η πραγματική αρνητική παρουσία που φέρει. Η κομμουνιστική θεωρία παράγεται – και αναγκαστικά σκέφτεται εντός – αυτής της ανταγωνιστικής σχέσης· είναι σκέψη της ταξικής σχέσης και συλλαμβάνει τον εαυτό της ως τέτοια. Αποπειράται να ανακατασκευάσει εννοιολογικά την ολότητα που είναι το έδαφός της υπό το φως της ήδη τεθειμένης υπέρβασης αυτής της ολότητας, και να διαγράψει/σκιαγραφήσει την υπέρβαση όπως αυτή παρουσιάζει τον εαυτό της εδώ. Μιας και είναι μια σχέση που δεν έχει μια ιδανική “ομοιοστατική” κατάσταση, αλλά μια που είναι πάντα “υπολείπεται” του εαυτού της, με το κεφάλαιο να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της εργασίας σε κάθε “γύρο” – ακόμα και στις νίκες του – η επαρκής σκέψη γι’ αυτή τη σχέση δεν είναι αυτή κάποιας κατάστασης ισορροπίας, ή μιας ομαλά αυτο-τιθέμενης ολότητας· είναι αυτή μιας θεμελιωδώς αδύνατης σχέσης, κάτι που υπάρχει μόνο στον βαθμό που σταματά να υπάρχει· μια ενδογενώς ασταθής, ανταγωνιστική σχέση. Η κομμουνιστική σχέση δεν έχει λοιπόν ανάγκη ενός εξωτερικού, Αρχιμήδειου σημείου από το οποίο να αντλήσει το μέτρο του αντικειμένου της, και η κομμουνιστικοποίηση δεν έχει ανάγκη ένα υπερβατικό σημείο θεώρησης μιας “απόσυρσης” ή “απόσχισης” από το οποίο να εξαπολύσει την “επίθεσή της.

Η κομμουνιστική θεωρία δεν παρουσιάζει μια εναλλακτική απάντηση στο ερώτημα “τι να κάνουμε;”, γιατί η κατάργηση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν είναι κάτι πάνω στο οποίο μπορεί κανείς να αποφασίσει. Φυσικά, το ερώτημα αναγκαστικά τίθεται κάποιες φορές στα συγκεκριμένα υποκείμενα και ομάδες που συγκροτούν τις τάξεις σ’ αυτή τη σχέση· θα ήταν άτοπο να ισχυριστούμε ότι είναι καθαυτό με κάποιο τρόπο “λάθος” να θέτουμε ένα τέτοιο ερώτημα – η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης ως η άμεση κατάργηση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν θα μπορούσε ποτέ να ακυρώσει τέτοιες στιγμές. Άτομα και ομάδες κινούνται εντός της δυναμικής της ταξικής σχέσης και των αγώνων της, προσανατολιζόμενες εμπρόθετα/σκόπιμα στον κόσμο όπως αυτός παρουσιάζεται. Αλλά μερικές στιγμές βρίσκουν τον εαυτό τους σε μια στιγμή που η ρευστότητα αυτής της κίνησης έχει διαρραγεί, και πρέπει να στοχαστούν, να αποφασίσουν ποιος είναι ο καλλίτερος τρόπος να συνεχίσουν. Η τακτική σκέψη τότε επιβάλλεται με τις διακριτές διαιρέσεις της, το σύμπτωμα μιας στιγμιαίας διακοπής στην άμεση εμπειρία της δυναμικής. Όταν η αναδυόμενη αυτή τακτική σκέψη αποδειχτεί ότι δεν έχει “διαλυθεί” η ίδια στην υπέρβαση του προβλήματος, και η συνέχιση της εμπλοκής σε προφανείς αγώνες παρουσιάζεται προς το παρόν ως ένα ανυπέρβλητο πρόβλημα, αυτό το άτομο ή η ομάδα ωθείται στο θεωρησιακό εκείνο σημείο της άποψης ότι έχει μια καθαρά εξωτερική σχέση με το αντικείμενο, ακόμα κι ενώ παλεύει να εγκαθιδρύσει έναν πρακτικό σύνδεσμο μ’ αυτό.

Στο “Κάλεσμα” και την “Εξέγερση που Έρχεται”, αυτό το βασικό δίλημμα προσλαμβάνει μια θεωρητική μορφή. Υποχωρώντας από τα υψηλά ενός κύματος αγώνων, τίθεται το τακτικό ερώτημα· στη συνέχεια, και καθώς αυτό το κύμα μαζεύεται ακόμα περισσότερο – και μαζί του και το πλαίσιο που προέτρεψε αυτό το ερώτημα – η θεωρία υποδεικνύει μια εντελώς θεωρησιακή οπτική, έστω και αν “χειρονομεί” δραματικά για δράση. Το αντικείμενό της γίνεται εντελώς εξωτερικό και υπερβατικό ενώ το υποκείμενό της ανάγεται σε μια τετριμένη λίστα δεξιοτήτων επιβίωσης, όπως αυτές από τον Ray Mears18. Τη στιγμή που γεννιόταν η Tiqqun, καθώς οι δομές του παλιού εργατικού κινήματος κείτονταν πίσω του και το πεδίο δράσης έγινε μια ακαθόριστη “παγκοσμιοποίηση” – ο ορίζοντας ενός θριαμβεύοντος φιλελεύθερου καπιταλισμού – το ταξικό ανήκειν εμφανιζόταν ως κάτι που είχε ήδη αποβληθεί, ένα απλό δέρμα, και το κεφάλαιο, επίσης, εξίσου δύσκολο να ταυτοποιηθεί ως ο άλλος πόλος μιας εγγενώς ανταγωνιστικής σχέσης. Εδώ έγκειται το ιστορικά-προσδιορισμένο περιεχόμενο που αντιπροσωπεύουν αυτά τα κείμενα: το ακαθόριστο του αντικειμένου του ανταγωνισμού, η βολονταριστική σχέση προς την ολότητα που κατασκευάζεται από αυτόν τον ανταγωνισμό. Την αδιαφορία προς το πρόβλημα της τάξης και της υπέρβασής της. Η “έρημος”, στην οποία η Tiqqun χτίζει τα “κάστρα” της από άμμο, ήταν ο ξηρός, χωρίς χαρακτηριστικά, ορίζοντας ενός χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού του τέλους του αιώνα [fin de siècle]. Αφορμώντας από αυτή την έρημο, χωρίς την ικανότητα να την συλλάβει ως μια περαστική στιγμή στην δυναμική της ταξικής σχέσης, η Tiqqun δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει προείδει την παρούσα κρίση και τους αγώνες που έχουν έρθει μ’ αυτήν19.

Το “τι πρέπει να κάνουμε;” που τίθεται από το τέλος του κύματος αγώνων που είχαν το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης στο επίκεντρό τους είναι τώρα παρελθόν· υπάρχει πολύ μικρή ανάγκη στην παρούσα στιγμή να ψάξουμε τριγύρω για πρακτικές συμβουλές για την επανεγκαθίδρυση μιας κάποις εξεγερτικής πρακτικής ή θεωρητικές δικαιολογήσεις για ένα καταφύγιο σε “ριζοσπαστικά” περιβάλλοντα. Είναι μια σκληρή ιστορική ειρωνία ότι το γαλλικό κράτος θα έβρισκε σε αυτή την άποψη, που ορίζεται ακριβώς από την απελπισία του αντικειμένου της, τη θεμελώδη αναφορά της σε μια στιγμή που έχει παρέλθει, την απειλή της “τρομοκρατίας” και μια “υπεραριστερά” που αξίζει να την συντρίψει ακόμα περισσότερο. Κι ενώ κρατά τον εαυτό του απασχολημένο με τα προκλητικά αψήφιστα, μελαγχολικά ξεσπάσματα ενός συνηθισμένου εξεγερτισμού, ωθώντας τους δυστυχισμένους πρωταγωνιστές τους σε ένα υψηλού προφίλ “τρομοκρατικό” σκάνδαλο, προκύπτουν τεκτονικές κινήσεις εντός της παγκόσμιας ταξικής σχέσης πολύ σημαντικότερες και πολύ πιο απειλητικές για την καπιταλιστική κοινωνία.

Η παγκόσμια εργατική τάξη είναι προς το παρόν υπό μια εμφανή επίθεση καθώς οι λειτουργοί του κεφαλαίου προσπαθούν να σταθεροποιήσουν ένα παγκόσμιο σύστημα που είναι διαρκώς στο χείλος της καταστροφής, και δεν έχει καμμιά ανάγκη εξεγερσιακής εμψυχωτικής διάλεξης για να αρχίσουν να αντιδρούν. Η ιδιόλεκτος αυθεντικότητας της Tiqqun συνόδευσε το ξέσπασμα των φοιτητικών καταλήψεων στην Καλιφόρνια, αλλά φυσικά αυτές δεν ήταν αγνώνες μιας εξεγερτικής “κομμουνιστικοποίησης”, που διεξάγεται βολονταριστικά στην έρημο, ενάντια σε ένα ακαθόριστο “αυτοί”. Αυτοί οι αγώνες ήταν μια συγκεκριμένη συγκυριακή αντίδραση στην μορφή που η παρούσα κρίση είχε πάρει καθώς έπληξε την πολιτεία της Καλιφόρνια, και πιο συγκεριμένα το σύστημα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Ήταν μια κατάσταση που απαιτούσε αντίσταση, αλλά χωρίς να υπάρχει καμμιά αίσθηση ότι ρεφορμιστικά αιτήματα θα είχαν οποιοδήποτε νόημα – εξου και η ρητορική “χωρίς αιτήματα” του πρώτου κύματος αυτών των αγώνων. Την ίδια στιγμή, η κομμουνιστικοποίηση δεν παρουσιάστηκε ως μια άμεση δυνατότητα ούτε υπήρχε οποιαδήποτε άλλη φαινομενικά επαναστατική δυναμική “στα χαρτιά”. Παγιδευμένη ανάμεσα στην αναγκαιότητα της δράσης, την αδυνατότητα του ρεφορμισμού και την απουσία οποιουδήποτε επαναστατικού ορίζοντα, αυτοί οι αγώνες πήραν τη μορφή μιας μεταβατικής γενίκευσης των καταλήψεων και δράσεων για τις οποίες δεν μπορούσε να υπάρχει μια καθαρή ιδέα του τι θα σήμαινει να “νικήσουμε”. Ήταν η χωρίς αιτήματα, προσωρινή κατάληψη χώρων, σ’ αυτούς τους αγώνες, που έφτασε να ταυτοποιηθεί με την “κομμουνιστικοποίηση”. Όμως, δεδομένης της απουσίας οποιασδήποτε δυνατότητας μιας πραγματικής κομμουνιστικοποίησης εδώ, η γλώσσα της “περασμένης χρονιάς” – “TAΖ”, “αυτονομία” κ.λπ. – θα ήταν καταλληλότερη για να χαρακτηρίσει τέτοιες δράσεις. Ενώ αυτή η γλώσσα ήταν, πριν από δέκα χρόνια, αυτή της “ριζοσπαστικής” πτέρυγας των κινημάτων, στην Καλιφόρνια αυτή η άνθηση αυτόνομων χώρων ήταν η μορφή του ίδιου του κινήματος. Κατά διεστραμμένο τρόπο, ήταν ο ίδιος ο αναχρονισμός της προβληματικής της Tiqqun που της επέτρεψε να συντονιστεί με ένα κίνημα που πήρε αυτή τη μορφή. Αν η “κομμουνιστικοποίηση” της Tiqqun είναι μια εξεγερσιακή επανεφεύρεση του “TAZ”, της “αυτονομίας” κ.λπ., διαμορφωμένη στο όριο της ιστορικής στιγμής που παρήγαγε αυτές τις ιδέες, στην Καλιφόρνια συνάντησε ένα κίνημα που επιτέλους ήταν επαρκές γι’ αυτές τις ιδέες, αλλά που ήταν τέτοιο μόνο ως μια μπλοκαρισμένη – και όμως την ίδια στιγμή απαραίτητη – αντίδραση στην κρίση.

Είναι ως ένα αποτέλεσμα αυτού του μπλοκαρισμένου κινήματος που η “κομμουνιστικοποίηση” έχει φτάσει να διακρίνεται μετά βίας από αυτό που οι άνθρωποι συνήθιζαν να αποκαλούν “αυτονομία”· ένας μόνο από τους πιο πρόσφατους όρους (μαζί με τους “ανθρώπινη απεργία”, “φανταστικό κόμμα” κ.λπ.) στην ιδιόλεκτο μιας βασικά συνεχούς Αγγλο-αμερικανικής ευαισθησίας. Αυτή η λογική πάντα περιελάμβανε μια τάση/κλίση προς την αφηρημένη, βολονταριστική αυτεπιβεβαίωση – στην Tiqqun βρίσκει τον εαυτό της να ανακλάται πίσω στην ίδια – και επομένως δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη ότι εδώ η “κομμουνιστικοποίηση” είναι αναλόγως αφηρημένη, βολονταριστική και αυτεπιβεβαιωτική. Η άφιξη αυτή της “κομμουνιστικοποίησης” στο προσκήνιο μιας ριζοσπαστικής κομψότητας/εξεζήτησης σημαίνει πιθανόν πολύ λίγα καθαυτή, αλλά το να βρίσκει μέχρι τώρα το μείζον κίνημα τη φωνή του σ’ αυτή τη γλώσσα είναι πιο ενδιαφέρον, γιατί το αδιέξοδο αυτού του κινήματος δεν είναι απλά μια συγκεκριμένη έλλειψη προγράμματος ή αιτημάτων αλλά ένα σύμπτωμα της αναπτυσσόμενης κρίσης στην ταξική σχέση. Αυτό που έρχεται δεν είναι μια αλά Tiqqun εξέγερση, έστω και αν ο Glenn Beck νομίζει ότι “κατασκοπεύει” μια τέτοια στις Αραβικές εξεγέρσεις. Αν η κομμουνιστικοποίηση εμφανίζεται αυτή τη στιγμή είναι στην χειροπιαστή έννοια ενός αδιεξόδου στην δυναμική της ταξικής σχέσης· αυτή είναι μια εποχή στην οποία το τέλος αυτής της σχέσης “καραδοκεί” αντιληπτά στον ορίζοντα, ενώ το κεφάλαιο πέφτει σε κρίση σε κάθε “στροφή” και η εργατική τάξη είναι αναγκασμένη να διεξάγει μια πάλη για την οποία δεν υπάρχει πιθανή νίκη.

Υπερασπιζόμενοι το Charlottesville: Μια επιτόπια αναφορά

του Nick Murray1

Την Κυριακή, ένας νεαρός φασίστας ήρθε στο Charlottesville της Βιρτζίνια, για να συμμετάσχει στην πορεία “Unite the Right” στο Emancipation Park της πόλης. Μετά τη διάλυση της μάζωξης των ακροδεξιών από την αστυνομία, οδήγησε το αμάξι του μέσα από ένα πλήθος ειρηνικών διαδηλωτών σε αντισυγκέντρωση που πορεύονταν στην πόλη. Μία από τις πορευόμενες, η Heather Heyer, χτυπήθηκε και σκοτώθηκε από το αυτοκίνητο. Άλλοι 19 αναφέρθηκαν ως τραυματίες, και ένας πραγματικός απολογισμός των θυμάτων θα περιελάμβανε επίσης όσους ήταν παρόντες και εμφάνισαν άμεσα συμπτώματα μετατραυματικού στρες.

Στεκόμουνα δίπλα στη σύγκρουση, έχοντας έρθει στο Charlottesville για να πάρω μέρος στις διαδηλώσεις ενάντια στο “Unite the Right”. Για όσους είμασταν στην πορεία, ο θάνατος της Heyer ήταν ιδιαίτερα σοκαριστικός γιατί ήρθε σε κάτι που έμοιαζε πολύ ήρεμο [lull]. Κανείς από την πορεία των ακροδεξιών δεν φαινόταν πουθενά. Τότε, περίπου 10 μέτρα πριν από την διασταύρωση, είδα ένα πλήθος που ήταν μπροστά από μένα να σπρώχνεται προς τα πίσω. Την ίδια στιγμή, άκουσε έναν δυνατό θόρυβο σύγκρουσης και έτρεξα να καλυφθώ. Με το που γύρισα, δευτερόλεπτα αργότερα, ο δρόμος ήταν ένα χάος και οι νοσηλευτές έσπευδαν στο σημείο.

Αυτό δεν ήταν, όπως αναφέρθηκε από κάποια ΜΜΕ, μια βίαιη εξέλιξη ή ένα παράδειγμα βίας που “εξεράγη” μες στη μέρα σαν να ωθήθηκε στην επιφάνεια από κάποιες φυσικές, υπόγειες δυνάμεις. Στο έδαφος, ήταν καθαρό ότι το Unite the Right οργανώθηκε για να φέρει βία τόσο κυριολεκτικ΄ξ όσο και μεταφορική στην κοινότητα του Charlottesville. Ηγέτες της “εναλλακτικής”-δεξιάς, οπλισμένοι με ρόπαλα και σπρέυ πιπεριού, δεν μιλούσαν μεταφορικά όταν διαφήμιζαν το γεγονός ως τη “Μάχη του Charlottesville”, μια εικόνα που επανεπιβεβαίωναν με εικόνες του Photoshop που απεικόνιζαν αυτούς τους ηγέτες να πυροβολούν ανθρώπους με το σημάδι “Antifa,” ή αντιφασίστες.

Η φαύλη ιεραρχία των συμμετεχόντων φασιστικών και “εναλλακτικών” δεξιών ομάδων τονίστηκε όταν ένας από τους ηγέτες, ένας άντρας με το όνομα Baked Alaska, δέχθηκε σπρέυ πιπεριού για να του παρασχεθεί ιατρική φροντίδα κατά προτεραιότητα γιατί ήταν ένας “V.I.P.” Είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι θα γινόταν κάτι αντίστοιχο για τους αντιδιαδηλωτές. Χάρις σε μια μαζική οργανωτική προσπάθεια, οι κάτοικοι της Charlottesville στάθηκαν πλάι-πλάι σε συμμάχους εκτός της πόλης, σχηματίζοντας έναν ευρύ και ισχυρό συνασπισμό που δούλεψε συλλογικά για να υπερασπιστεί την πόλη απέναντι σε εκατοντάδες ανθρώπους που ανοιχτά αυτοπροσδιορίζονταν ως φασίστες, ναζί και λευκοί εθνικιστές. Σε μια πρωινή πορεία, ένας ομιλητής ανακοίνωσε ότι ήταν καινούριος στην Charlottesville. Κάποιος στο πλήθος ανταπάντησε: “Καλωσόρισες”!

Άνθρωποι διαφορετικού δόγματος, χρώματος και τρόπου ζωής, ήρθαν για να κινητοποιηθούν”, είπε νωρίς το πρωί της Κυριακής, ο David Straughn, ένα μέλος του τοπικού παραρτήματος του Black Lives Matter στο Charlottesville, ενώ περιμέναμε για μια πορεία με επικεφαλής κληρικούς να βγει στους δρόμους. Υπήρχε ένα αίσθημα ταραχής στον αέρα, αλλά και πολλής αγάπης και, κάτω απ’ αυτό, μια μικρή δόση χαράς/αγαλλίασης, ακόμα και απόλαυσης, καθώς συνειδητοποιούσαμε με ποια πλευρά είχαμε πραγματικά ενωθεί. “Είμαστε δυνατοί. Δημιουργούμε το προσχέδιο για ολόκληρο το έθνος”.

Οι διαδηλωτές”, είπε ο Straughn, θα αντιμετώπιζαν “άλλες ομάδες λευκής υπεροχής που ήρθαν και διέχεαν το μίσος τους στις γειτονιές άλλων ανθρώπων, στο Πόρτλαντ, στο Τενεσσή, στη Νέα Υόρκη, στην Ουάσιγκτον D.C. Δημιουργούμε το προσχέδιο. Μπορείτε να το κάνετε αυτό. Μπορείτε να ενωθείτε όλοι και να πολεμήσετε ενάντια στην λευκή υπεροχή. Αν μπορεί να το κάνει το Charlottesville, τότε όλοι μπορούν να το κάνουν”.

Αυτό κάνει το παράδειγμα του Charlottesville ιδιαίτερα χρήσιμο. Δεν ήταν, όπως θα ήθελε να πιστεύει η “εναλλακτική”-δεξιά, απλά αντιφασίστες που απέρριψαν αυτούς τους φασίστες – ήταν μια ολόκληρη κοινότητα, λειτουργώντας ως κοινότητα. Σε μια πρωινή σύγκρουση που έλαβε χώρα μεταξύ Emancipation Park και High Street, κληρικοί από διάφορα δόγματα είχαν κάνει “αλυσίδες” πίσω από μια ομάδα κομμουνιστών που είχαν κάνει το ίδιο. Φασίστες στο άλλο μπλοκ απάντησαν με χαιρετισμούς “Λευκής Δύναμης” και στη συνέχεια διέσχισαν το πεζοδρόμιο. Έμοιαζαν να είναι αρκετά βιαστικοί – μέχρι που κάποιος στην ομάδα σταμάτησε για να ξυλοκοπήσει έναν μεσήλικα άντρα που τον είχαν ξαπλώσει κάτω. Στον απόηχο αυτού, άνθρωποι έξω από την First United Methodist Church προσέφεραν νερό σ’ αυτούς που είχαν δεχτεί επίθεση. Ένας ιερέας στο πάρκινγκ μου είπε ότι του ενέπνευσε μεγάλη ελπίδα να βλέπει τόσους πολλούς αντιδιαδηλωτές στον δρόμο. Και στη συνέχεια με αγκάλιασε (αργότερα αυτή η εκκλησία έγινε ένα κέντρο περίθαλψης για το βιωματικό τραύμα των αυτοπτών μαρτύρων που έφευγαν από τη σκηνή της επίθεσης του αυτοκινήτου).

Εστιατόρια – κάποια υπό την πίεση των κατοίκων, άλλα ενεργώντας ανεξάρτητα – αρνήθηκαν τις υπηρεσίες τους σε φασίστες που περνούσαν τις εισόδους τους. Ακόμα και το συνηθσισμένο σημείο που έχω το κυριακάτικο brunch μου πήρε θέση. “Έχουμε πολύ κόσμο στην ουρά”, είπε ο ιδιοκτήτης σε όσους περίμεναν για τραπέζι. “Οπότε οποιοσδήποτε είναι Ναζί πρέπει να ξεκουμπιστεί από δω”.

Κάποια οργάνωση εκ μέρους των ντόπιων ήταν ανάλογα άτυπη. Μια κάτοικος της Charlottesville που δεν είχε παρακολουθήσει την αντισυγκέντρωση, μου είπε ότι οι γείτονές της είχαν συνεισφέρει στην υπόθεση παρκάροντας τα αυτοκίνητά τους κατά μήκος του δρόμου – ήταν ένας γρήγορος τρόπος για να μπλοκαριστούν ήσυχα οι λευκοί σουπρεματιστές που θα ήθελαν να παρκάρουν εκεί τα φορτηγάκιά τους.

Όσοι κάτοικοι της Charlottesville δεν συμμετείχαν φαίνεται ότι το μετάνιωσαν: στη διάρκεια της Κυριακής με προσέγγισαν δυο φορές ξένοι που μου έδωσαν ευχές και με ρώτησαν πώς θα μπορούσαν να εμπλακούν σε μελλοντικές αντιρατσιστικές δράσεις. Ένα καθήκον σε άλλες πόλεις θα είναι να βοηθηθούν τέτοιοι άνθρωποι να συμμετάσχουν σε διαμαρτυρίες πριν αυτές συμβούν και να προετοιμάζονται κατάλληλα για τέτοιες καταστάσεις που, όπως έχουμε δει, μπορούν γρήγορα να γίνουν εξαιρετικά έντονες.

Στη Charlottesville αφθονούσε αυτό το είδος οργάνωσης: μεγάλο μέρος της υποδομής είχε δημιουργηθεί ενόψει μιας πορείας της Κου Κλουξ Κλαν στις αρχές του Ιουλίου. Η ΚΚΚ είχε συγκεντρωθεί στο Justice Park. Το Σάββατο, το Justice Park έγινε ένας τόπος καταφυγίου όπου οι αντιδιαδηλωτές είχαν την άδεια να συγκεντρωθούν. Οι αριστεροί που παρακολούθησαν ασχολήθηκαν έντονα να κάνουν μια εντυπωσιακά συντονισμένη παρουσία. Η Redneck Revolt, μια αναρχική ομάδα, περιφρούρησε την περίμετρο με AR-15 ενώ Κουάκεροι σιωπηλά προσεύχονταν κάτω από τα δέντρα εντός της περιμέτρου. Αργότερα, νωρίς το απόγευμα, το πάρκο έγινε τόπος συνάντησης για τους Δημοκράτες Σοσιαλιστές της Αμερικής και άλλες ομάδες.

Όσο μπορώ να πω, η ιδέα της “ποικιλομορφίας των τακτικών” αναγνωρίστηκε από όλα τα μέρη. Οι λέξεις επαναλμβάνονταν συχνά στις συναντήσεις που έθεσαν τη βάση για την άμυνα της Κυριακής. Όταν έφθασε η μέρα, η φράση δεν ήταν πλέον απαραίτητη, γιατί έγινε γρήγορα φανερό ότι σε μια σύγκρουση με τους Ναζί – κυριολεκτικά Ναζί, που καλούν υπέρ της λευκής εξουσίας και φορούν εξοπλισμό καλυμμένο με εμβλήματα των Ναζί – δεν χρειάζεσαι καμμιά κοινοτοπία για να θυμίσεις στον εαυτό σου πώς να αντιμετωπίσεις αυτούς που πορεύονται μαζί σου χέρι-χέρι, ιδιαίτερα όχι όταν οι σύντροφοί σου βάζουν τα σώματά τους σε κίνδυνο για να προστατέψουν την πόλη.

Κάθε κόμβος της οργανωμένης δραστηριότητας έπαιξε τον ρόλο της, και κάυε μέρος αναγνώρισε τον ρόλο των άλλων. Οι άνθρωποι που επέβλεπαν την Πρώτη Μεθοδιστική Εκκλησία δεν παρείχαν άσυλο μόνο σε συγκεκριμένους τύπους διαδηλωτών. Τουλάχιστον δυο θρησκευτικοί ηγέτες, ο Cornel West και ο Αιδ. Osagyefo Sekou, αναγνώρισαν ότι οι Antifa τους έσωσαν τη ζωή. Εν τω μεταξύ, όσοι προτιμούσαν τις τακτικές των Antifa, ή τουλάχιστον αυτοί που μίλησα μαζί τους, αναγνώρισαν ότι υπήρχε αρκετή δουλειά ακόμα να γίνει με όσους δεν ήταν συνηθισμένοι και δεν αισθάνονταν άνετα με την άμεση αντιπαράθεση, ιδιαίτερα εκείνοι όπως οι μετανάστες που ήταν ιδιαίτερα ευάλλωτοι στις συνέπειες.

Πρέπει να σημειώσω ότι δεν ήμουν στο Charlottesville ως δημοσιογράφος (δεν σκόπευα να γράψω αυτή την αναφορά μέχρι τη στιγμή που ένας φίλος το πρότεινε το επόμενο πρωί). Επειδή ήδη μετέδιδα πληροφορίες μεταξύ ακτιβιστών που δεν ήταν επιτόπου και αυτών που ήταν, τα κοινωνικά μέσα δεν ήταν μια σημαντική πηγή, και δεν παρακολουθούσα τις πηγές μου [feed] στο Facebook και το Twitter. Έτσι ήταν ακόμα πιο παράταιρο όταν τελικά μπήκα στο διαδίκτυο και είδα λίγους φιλελεύθερους σχολιαστές – μερικοί αρκετά γνωστοί, μερικοί απλά μέρος των δικών μου δικτύων – να βάλλουν κατά μερικών από τους πιο ριζοσπαστικοποιημένους διαδηλωτές στον συνασπισμό της Charlottesville, ενώ ακόμα μέλη αυτού του συνασπισμού ήταν σε άμεσο φυσικό κίνδυνο. Αυτοί που απορρίπτουν την αρχή της “ποικιλομορφίας των τακτικών” που βοήθησε να διατηρηθεί ενωμένη αυτή η συμμαχία θα έπρεπε να σκεφθούν σοβαρά την πιθανότητα ότι ίσως να μην είναι “ανάμεσα στις δυο πλευρές” αλλά απλά με την λάθος πλευρά.

Μετά τη Charlottesville, κανείς δεν μπορεί πλέον να αρνηθεί ότι αυτή η μάχη είναι απλά αυτό – μια μάχη. Οι ομάδες της “εναλλακτικής”-δεξιάς, των φασιστών και των λευκών σουπρεματιστών οργάνωσαν το “Unite the Right” με τον διακηρυγμένο στόχο να τσακίσουν την αντιρατιστική αντιπολίτευση. Απέτυχαν μπροστά σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήδη το απόγευμα της Κυριακής, ένας από τους αρχηγούς τους, ο Jason Kessler, κυριολεκτικά έφυγε τρέχοντας από την πόλη (και φαίνεται ότι δεν είχε καν σωματοφύλακες γιατί αυτή η αποτυχία δημιούργησε ένα σχίσμα με τους δηλωμένους ναζί του Traditionalist Workers Party2).

Αυτό ίσως καθιστά την αντίσταση στην Charlottesville ένα τραυματικό είδος επιτυχίας – αν και μερικές φορές είναι ευκολότερο να κρίνεις αυτό το είδος πραγμάτων όταν δεν είσαι επιτόπου. Από εκεί που ήμουνα και από αυτό του οποίου ήμουνα μάρτυρας, οποιαδήποτε επιτυχία είχε σαν προϋποθέσεις τα εξής δυο πράγματα. Πρώτον, το κουράγιο, την ενότητα και τον συντονισμό του συνασπισμού που έχω περιγράψει.

Δεύτερον, ήταν κρίσιμο ότι σχεδόν κάθε άτομο το οποίο άκουσα – είτε αντιπροσώπευε το Black Lives Matter, το Antifa, την Συμμαχία των Μαύρων Φοιτητών του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια, μια εκκλησία ή μια οποιαδήποτε από τις δεκάδες άλλες οργανώσεις που ήταν παρούσες το Σάββατο – συνέδεσαν ρητά τα γεονότα της Κυριακής με τον συστηματικό και ιστορικό ρατσισμό στη Βιρτζίνια και αλλού. Στην Charlottesville, η πρόκληση είναι τώρα πώς θα χρησιμοποιηθεί η τωρινή δυναμική/ορμή και η οργανωτική ικανότητα για να ωθήσουν περισσότερο τη μάχη ενάντια στη λευκή υπεροχή ως σύστημα. Αλλού, η πρόκληση είναι επίσης να μάθουμε από την Charlottesville, που έχει αποδείξει ότι μια πόλη μπορεί να οργανώσει την αυτοάμυνά της όταν καταφτάνουν/κατεβαίνουν οι λευκοί εθνικιστές.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2017/08/17/defending-charlottesville-a-report-from-the-ground. Ο Nick Murray είναι δημοσιογράφος που ζει τση Νέα Υόρκη. Είναι πρώην συντάκτης στα περιοδικά Rolling Stone και Village Voice, και με συνεισφορές στους New York Times, στο Pitchfork και το Vice.

2 Στμ. Το Traditionalist Worker Party ιδρύθηκε το 2015 ως κομματικό παρακλάδι, για συμμετοχή σε τοπικές εκλογές, του Tradionalist Youth Network (TYN), μιας λευκής εθνικιστικής ομάδας της “εναλλακτικής”-δεξιάς στις ΗΠΑ. Το ΤΥΝ ιδρύθηκε το 2013 από τον Matthew Heimbach, και προάγει τον λευκό αποσχιστισμό και την λευκή υπεροχή στο πλαίσιο του Χριστιανισμού. Έχει ως μοντέλο το κίνημα του ταυτοτισμού (Identitarian movement) στην Ευρώπη και έχει οργανώσει έναν αριθμό διαμαρτυριών και άλλων τοπικών δράσεων.

Βενεζουέλα: το αδιέξοδο του “μπολιβαριανού δρόμου για τον Σοσιαλισμό”

της International Communist Tension

Δεν υπήρξε επανάσταση στη Βενεζουέλα. Το να είναι κανείς ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό δεν είναι το ίδιο με το να είναι αντίθετος στον καπιταλισμό αλλά μόνο σε μια μορφή του. Αυτό, όμως, δεν τροφοδοτεί το σοσιαλδημοκρατικό αφήγημα του “Κορμπινισμού”. Σήμερα, στα μέσα μια προεκλογικής εκστρατείας, ο ισχυρισμός ότι “η Βενεζουέλα είναι σοσιαλιστική” επαναλαμβάνεται χαρούμενα από δεξιές εφημερίδες και πολιτικούς σαν ένα χαιρέκακο σχόλιο για την κοινωνική καταστροφή που έχει γίνει η Βενεζουέλα.


Το άρθρο που ακολουθεί σχετικά με την αναπτυσσόμενη πολιτική, κοινωνική και οικονομική κρίση είναι μια μετάφραση από την αδελφή οργάνωση Battaglia Comunista. Σκοπός του είναι η διάψευση όλων αυτών των τάσεων από την Εργατική Αριστερά μέσω των Τροτσκιστών στους Μαρξιστές-Λενινιστές (δηλαδή Σταλινικούς) που ισχυρίζονται ψευδώς ότι η Βενεζουέλα είναι “σοσιαλιστική”. Πίσω στο 2009, σε έναν κόσμο που πληττόταν ακόμα από μια παγκόσμια οικονομική κατάρρευση, ο βουλευτής Jeremy Corbyn μπορούσε να ισχυρίζεται:

Η Βενεζουέλα εξολοθρεύει στα σοβαρά την φτώχεια απορρίπτοντας εμφατικά τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των παγκόσμιων οικονομικών θεσμών. Η επιτυχία των ριζοσπαστικών πολιτικών στη Βενεζουέλα επιτυγχάνεται με την πρόνοια και τις παροχές στους φτωχούς, την απελευθέρωση πόρων αλλά πάνω απ’ όλα, με τη δημόσια εκπαίδευση και τη λαϊκή συμμετοχή”.

Αλλά, όπως δείχνει το παρόν άρθρο, το καθεστώς του Ούγκο Τσάβες κάλπαζε τότε στην πλάτη των εκτοξευόμενων τιμών του πετρελαίου. Δεν υπήρξε επανάσταση στη Βενεζουέλα. Το να είναι κανείς ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό δεν είναι το ίδιο με το να είναι αντίθετος στον καπιταλισμός αλλά μόνο σε μια μορφή του. Αυτό, όμως, δεν τροφοδοτεί το σοσιαλδημοκρατικό αφήγημα του “Κορμπινισμού”. Σήμερα, στα μέσα μια προεκλογικής εκστρατείας, ο ισχυρισμός ότι “η Βενεζουέλα είναι σοσιαλιστική” επαναλαμβάνεται χαρούμενα από δεξιές εφημερίδες και πολιτικούς σαν ένα χαιρέκακο σχόλιο για την κοινωνική καταστροφή που έχει γίνει η Βενεζουέλα. Αλλά αυτό είναι ένα επικίνδυνο ψέμα από όλες τις πλευρές, όπως στο άρθρο μας για τον θάνατο του Τσάβες.

Είναι ακριβώς αυτό το θόλωμα των νερών, αυτή η εξίσωση του σοσιαλισμού με τον καπιταλισμό συν κάποιο επίπεδο κράτους πρόνοιας/κρατικής παρέμβασης/εθνικοποίησης που κρατά το παγκόσμιο προλεταριάτο σε μια κατάσταση κατάπτωσης μπροστά από την άρχουσα τάξη των καπιταλιστών σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο κρατικός καπιταλισμός δεν είναι ένα βήμα προς τα μπροστά όπως, πολλοί αποκαλούμενοι Μαρξιστές, πιστεύουν ακόμα. Είναι ένα προπύργιο ενάντια στην ανάδυση ενός εργατικού κινήματος πιο συνειδητοποιημένου ταξικά και υπονομεύει την δυνατότητα οποιασδήποτε αναδυόμενης πολιτικής οντότητας που είναι γνήσια διεθνιστική (και συνεπώς δεν μπορεί να εξισωθεί με τον λαϊκιστικό “Μπολιβαρισμό”) και με ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα για την κατάργηση του καπιταλισμού με τον μόνο δυνατό τρόπο: την ανατροπή του υπάρχοντος κράτους υπέρ του άμεσου ελέγχου της οικονομίας από τους ίδιους τους εργάτες μέσα από τις δικές τους μορφές άμεσης δημοκρατίας. Αυτή είναι η πολιτική κατεύθυνση που πρέπει οπωσδήποτε να πάρει η εργατική τάξη αν θέλει να μην υποφέρει ακόμα χειρότερα επίπεδα εξαθλίωσης στα χέρια ενός αδηφάγου χτυπημένου από την κρίση καπιταλισμού”, leftcom.org.

Σήμερα, η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση έχει χτυπήσει και τη Βενεζουέλα και μετά από τρία χρόνια χαμηλών τιμών για το πετρέλαιο η χώρα είναι κοντά στη χρεοκοπία. Θα ξοδέψει “σχεδόν το ίδιο ποσό για την εξυπηρέτηση του χρέους της, γύρω στα 10 δισεκατομμύρια δολάρια, με αυτό που θα ξοδέψει για εισαγωγές άλλες από πετρέλαιο, συμπεριλαμβανομένων τροφίμων και φαρμάκων…” (Steve Johnson, Financial Times, 6 Ιουνίου, 2017). Κατά ειρωνικό τρόπο αυτό προέρχεται από ένα άρθρο σχετικά με την αγορά από Δυτικούς επενδυτές (όπως η Goldman Sachs) κρατικού χρέους της Βενεζουέλας ώστε να μπορέσουν να κερδοσκοπήσουν από οποιονδήποτε φόβο χρεοκοπίας ακολουθήσει. Δύσκολα πρόκειται για άλμα από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Οι συνέπειες για τον πληθυσμό είναι δεινές όπως καταγράφει με πολλά στοιχεία το άρθρο που ακολουθεί.

CWO
7 Ιουνίου 2017

Βενεζουέλα: οικονομική κρίση, κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου και η αποτυχία του μυστηριώδους “Μπολιβαριανού δρόμου για τον σοσιαλισμό”

Οι δρόμοι του Καράκας σφύζουν από δεκάδες χιλιάδες άνεργων νέων, ανθρώπους που μένουν σε παραγκουπόλεις, φοιτητές, μικροαστούς που αρχίζουν να γίνονται προλετάριοι. Καθώς οι διαμαρτυρίες ενάντια στην κυβέρνηση πολλαπλασιάζονται, στέλνονται η αστυνομία και ο στρατός για να καταστείλουν τα πάντα. Η βίαιη καταστολή έχει οδηγήσει δεκάδες θανάτους μεταξύ των διαδηλωτών και εκατοντάδες συλλήψεις ατόμων της αντιπολίτευσης. Επιφανειακά, αυτή είναι μια “τυπική” σύγκρουση ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία και αυτούς που είναι εκτός εξουσίας, οπότε δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς περισσότερα: με τη διαφορά ότι υπάρχει ένας αριθμός πτυχών που κάνουν την Βενεζουελάνικη τραγωδία πιο πολύπλοκη και δύσκολη να αναγνωστεί.

Πίσω από τον Βενεζουελάνικο εμφύλιο πόλεμο βρίσκεται μια οικονομική κρίση που τα πρόσφατα χρόνια έχει πλήξει πιθανόν τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες περισσότερο από τις άλλες: αυτές οι χώρες έχτισαν απίστευτο πλούτο από αυτή την πρώτη ύλη αλλά χωρίς να σκεφτούν στο ελάχιστο την οικονομική διαφοροποίηση. Έτσι από τη στιγμή που η τιμή ου πετρελαίου έπεσε περισσότερο από 50% η κατάρρευση αυτών των οικονομιών ήταν αναπόφευκτη. Ενώ ο Τσάβεζ απολάμβανε την περίοδο των υψηλών τιμών του πετρελαίου για να κάνει τη Βενεζουέλα μια από τις οικονομικά “αναδυόμενες” χώρες, ο Μαδούρο είχε την ατυχία να πρέπει να διαχειριστεί αυτή τη δεύτερη φάση με όλα τα επακόλουθα προβλήματά της.

Η ανεργία, αν και επίσημα αρκετά χαμηλή γύρω στο 10%, αυξάνεται. Ο πληθωρισμός, στο 800%, σαρώνει τους μισθούς των εργαζόμενων, παραγκωνίζοντας την κατανάλωση καθώς οι μισθοί δεν πληρώνονται πλέον ή δεν συλλέγονται. Με ο ποσοστό φτώχειας ήδη ένα από τα υψηλότερα στον κόσμο, η προοπτική ακόμα πιο δραστικής χειροτέρευσης της οικονομίας σημαίνει το τέλος του περιορισμένου κράτους προνοίας που είχε οικοδομηθεί στην χρυσή εποχή των μερισμάτων από το πετρέλαιο. Ως αποτέλεσμα, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ζει με τον φόβο ενός μέλλοντος ακόμα μεγαλύτερης φτώχειας και ανασφάλειας.

Θα μπορούσε να την πει κανείς απόγονο της καπιταλιστικής κρίσης. Αντίθετα, στους Σταλινικούς-Μαοϊκούς και άλλους αριστερίστικους κύκλους, αυξάνονται οι φωνές για την υπεράσπιση του “ένδοξου” Μπολιβαριανού σοσιαλιστικού πειράματος που εφευρέθηκε από τον Τσάβεζ και συνεχίζεται από τον φυσικό κληρονόμο του, Μαδούρο. Προειδοποιούν για αντεπανάσταση στη Βενεζουέλα, λες και είχε υπάρξει προηγουμένως καμμιά προλεταριακή επανάσταση για να την υπερασπιστεί κανείς. Μοιρολογούν για ένα σχέδιο των ΗΠΑ να επανεδραιώσουν τον κυρίαρχο ρόλο τους στη Λατινική Αμερική και να εξαλείψουν οποιοδήποτε σοσιαλιστικό πείραμα στη Αμερικάνικη μικρή ήπειρο. Εδώ βρισκόμαστε στο βασίλειο της γελειότητας, αλλά κάποιοι στην εργατική τάξη κάνουν ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και παίρνουν στα σοβαρά το Σταλινικο-μαοϊκο ανάθεμα που εξακολουθεί να μαστίζει το διεθνές προλεταριακό πολιτικό τοπίο.

Φυσικά, αληθεύει ότι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός θα χαιρόταν να έχει σαν “αυλή” μια σειρά χωρών από την Ονδούρα μέχρι τη Νικαράγουα και από την Αργεντινή μέχρι τη Βραζιλία, μέσω της Βενεζουέλας. Και ισχύει επίσης ότι στοιχεία της παραδοσιακής αστικής τάξης: ιδιώτες επιχειρηματίες, έμποροι, και μικροαστοί καραδοκούν ανάμεσα στην αντιπολίτευση προς την κυβέρνηση του Μαδούρο. Βλέπουν μια δεξιά κυβέρνηση ως τον καλλίτερο τρόπο για να βρουν έναν δρόμο πίσω στην αγκαλιά του θείου Σαμ: όλα μέρος της αυταπάτης ότι κάτι τέτοιο θα έφερνε μια θετική οικονομική και πολιτική αλλαγή. Αλλά η ιδέα ότι όλα αυτά συνιστούν μια καπιταλιστική συνωμοσία ενάντια στο λεγόμενο “σοσιαλιστικό” καθεστώς του Μαδούρο είναι γελοία.

Η πραγματικότητα της “Σοσιαλιστικής” Βενεζουέλας

Ποτέ δεν υπήρξε μια σοσιαλιστική επανάσταση στη Βενεζουέλα. Ο Τσάβεζ, όντας ένας καλός λαϊκιστής, οδηγήθηκε σε ένα απολυταρχικό πολιτικό καθεστώς. Έκανε καναδύο απόπειρες στρατιωτικού πραξικοπήματος που απέτυχαν και όταν τελικά ανέβηκε στην εξουσία διέπραξε ένα συνταγματικό πραξικόπημα που του επέτρεψε να επεκτείνει την προεδρία του “μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος”, περιλαμβανομένης της επέκτασης της εξουσίας στον κληρονόμο του, όπως αρμόζει σε έναν συνταγματικό μονάρχη, με δεδομένο ότι είναι αυτός που διαμόρφωσε το Σύνταγμα. Σε όρους της οικονομίας, το τσαβικό καθεστώς δεν έθεσε καν το πρόβλημα της “μίμησης” μεταρρυθμίσεων ώστε να δώσει έστω την εντύπωση της έναρξης ενός μετασχηματισμού των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Αντίθετα, η πολιτική εξουσία, συνδυασμένη με την οικονομική εξουσία που προερχόταν από τα έσοδα από το πετρέλαιο, χρησιμοποιείτο για να ενισχυθεί κάθε πλευρά της καπιταλιστικής οικονομίας: από την εξόρυξη του πετρελαίου και το μάρκετινγκ μέχρι τη χρήση της κερδοσκοπικής χρήσης ενός σημαντικού μέρους των ίδιων των εσόδων από το πετρέλαιο – όλα πακεταρισμένα σε ένα είδος κρατικού καπιταλισμού που ο στόχος του ήταν η διατήρηση της απολαβής των ετήσιων εσόδων από το πετρέλαιο για την διαιώνιση της παραμονής στην πολιτική εξουσία.

Η κοινωνική πρόοδος που είχε σαν σημαία το καθεστώς Τσάβεζ ποτέ δεν συνέβη. Η μάχη ενάντια στον αναλφαβητισμό, την έξαλειψη της βίας στις μεγάλες πόλεις, η προοδευτική αποξήλωση των φοβερών φαβελών έχουν – στο μεγαλύτερο βαθμό – μείνει στα χαρτιά. Τα λίγα που έγιναν εξυπηρέτησαν μόνο στη διατήρηση μιας κοινωνικής βάσης ανάμεσα στις δεκάδες εκατομμύρια των απελπισμένων ανθρώπους που προσκολλώνται στην ψεύτικη ελπίδα ότι το πρόγραμμά του θα φέρει, αν όχι τη σωτηρία, τουλάχιστον μια μικρή βελτίωση. Το πρόγραμμα, που οδήγησε στην επανεκλογή του, έπρεπε να παραχωρήσει μερικές σταγόνες από τα πετρελαϊκά έσοδα στις λαϊκές ψευδαισθήσεις ενώ τα υπόλοιπα πήγαν στον κυβερνητικό μηχανισμό, στον πλουτισμό μιας καινούριας κρατικής αστικής τάξης, στην πιο θρασεία οικονομική κερδοσκοπία όπως σε οποιαδήποτα άλλη καπιταλιστική χώρα, με τη διαφορά ότι στις χώρες αυτές δεν συμβαίνει να αποκαλούν κάτι τέτοιο “σοσιαλιστικό πείραμα”. Όταν η τιμή του αργού πετρελαίου έπεσε δραματικά οι ελλείψεις του καθεστώτος αποκαλύφθηκαν σε όρους της σχολικής εκπαίδευσης, της υγείας και της μάχης ενάντια στη φτώχεια.

Σύμφωνα με μελες που διεξήχθησαν ανάμεσα στον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο του 2016 από την Caritas Venezuela, σε συνεργασία με την Caritas France, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ελβετική Ομοσπονδία, υπάρχουν ενδείξεις χρόνιου υποσιτισιμού για τα παιδιά στη Βενεζουέλα. Σε μερικές περιοχές έχει φτάσει στα επίπεδα κρίσης, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Σύμφωνα με την έκθεση: ‘Υπάρχουν επικίνδυνες και μη αναστρέψιμες στρατηγικές επιβίωσης σε οικονομικούς, κοινωνικούς και βιολογικούς όρους και αυτό που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι η κατανάλωση φαγητού που μαζεύεται από τις άκρες των δρόμων’” [caritas.org].

Σύμφωνα με μια έρευνα τον Ιούνιο του 2016 στην πολιτεία της Μιράντε, το 86% των παιδιών φοβούνται ότι δεν θα έχουν τίποτα να φάνε και το 50% από αυτά έχουν πάει στο κρεβάτι πεινασμένα αφού δεν υπήρχε τίποτα στο σπίτι για φαγητό”.

Από την πλευρά της η Erika Guevara, διευθύντρια του περιφερειακού γραφείου της Διεθνούς Αμνηστείας, έγραψε τον Ιούνιο του 2016:

Το Νοσοκομείο Παίδων JM de los Ríos στο Καράκας, που αποτελούσε το καμάρι της χώρας ως πρότυπο της παιδιατρικής φροντίδας στ Βενεζουέλα, είναι σήμερα ένα τραγικό σύμβολο της κρίσης σ’ αυτή την Λατινοαμερικάνικη χώρα.

Το μισό από το γιγαντιαίο κτίριο καταρρέει, οι τοίχοι ξεφλουδίζουν, οι όροφοι πλημμυρίζουν και τα δωμάτια είναι σε τόσο άσχημη κατάσταση που δεν χρησιμοποιούνται πλέον.

Στο υπόλοιπο μισό του νοσοκομείου που χρησιμοποιείται ακόμα, νοσηλεύονται εκατοντάδες παιδιά. Αλλά χωρίς τα απολύτως απαραίτητα φάρμακα και άλλες βασικές ιατρικές προμήθειες, και οι μητέρες τους έχουν ήδη σταματήσει να ρωτάνε γι’ αυτά.

Η έλλειψη ιατρικών εφοδίων είναι μια πλευρά μόνο της βαθιάς ανθρωπιστικής κρίσης που κατατρώει τη Βενεζουέλα εδώ και τρία χρόνια. Αυτή η τραγωδία θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Για χρόνια η χώρα απολάμβανε την ευημερία ενός από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα πετρελαίου στον κόσμο.

Αλλά η ξαφνική πτώση στην τιμή του πετρελαίου εξέθεσε μια πραγματικότητα που κάνει το αίμα κάποιου να παγώνει: η κυβέρνηση της Βενεζουέλας είχε ξεχάσει να επενδύσει σε υποδομές. Μια χώρα που συνήθιζε να εισάγει τα πάντα από τρόφιμα μέχρι φάρμακα δεν μπορεί πλέον να πληρώσει για αντιβιοτικά.

Οι συνέπειες ήταν καταστροφικές. Σύμφωνα με τη Βενεζουελάνικη Datanalisis, η χώρα στερείται το 80% των τροφίμων και των φαρμάκων που χρειάζεται…

Η Βενεζουέλα έχει επίσης ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά ανθρωποκτονιών στον κόσμο. Οι γιατροί, όντας αντιμέτωποι με μια τέτοια έλλειψη, θα πρέπει να αυτοσχεδιάζουν για να σώσουν ζωές, σαν να δουλεύουν σε εμπόλεμη ζώνη. Τα ιδιωτικά νοσοκομεία αντιμετωπίζουν αντίστοιχες δυσκολίες/προκλήσεις στην εύρεση βασικών φαρμάκων και προμηθειών.

Το παλιότερο προσωπικό στο Μαιευτήριο Concepción Palacios, το μεγαλύτερο στη χώρα μας είπε ότι το πρώτο τρίμηνο του 2016 πέθαναν 101 νεογέννητα, αριθμός διπλάσιος από την ίδια περίοδο της προηγούμενης χρονιάς. Στο ίδιο νοσοκομείο, σχεδόν 100 γυναίκες πέθαναν κατά τον τοκετό από την αρχή του 2016. Η απουσία επίσημων στατιστικών για τους θανάτους στα νοσοκομεία δείχνει ότι η κυβέρνηση του προέδρου Νίκολας Μαδούρο αρνείται την διεθνή βοήθεια την ίδια στιγμή που καταλογίζει αυτή την τρομακτική εσωτερική πραγματικότητα στους εχθρούς της”.

Οι φωνές της Πείνας, μια αναφορά από το κανάλι Telemundo γυρισμένη από τον Βενεζουελάνο δημοσιογράφο Fernando Girón, δείχνει πώς παιδιά στη Βενεζουέλα μάχονται με αρπακτικά πουλιά για μερικά κόκκαλα χοιρινού πεταγμένα από έναν χασάπη” (El Nacional, 28 Φεβρουαρίου 2017, el-nacional.com).

“Η πείνα στη Βενεζουέλα δεν είναι αστείο. Η έλλειψη βασικών τροφίμων είναι τέτοια που έχει φτάσει σε αδιανόητα όρια και πολίτες είναι πιθανόν να καταρρεύσουν από εξάντληση προσπαθώντας να φέρουν λίγο φαγητό στο τραπέζι της οικογένειας”. (alencontre.org/ameriques/amelat/venezuela/venezuela-faim-et-progressisme.html).

Υπό το τσαβικό καθεστώς, το Βενεζουελάνικο πετρέλαιο επέτρεψε την συσσώρευση σχετικά μεγάλων ποσών κεφαλαίου, αλλά χωρίς να φέρει ούτε καν μια μεσαίας κλίμακας βιομηχανική ανάπτυξη. Αντίθετα, μερικά ψίχουλα πετιούνταν στον κοσμάκη για να εξασφαλίσουν την εκλογική του υποστήριξη, ενώ τα έσοδα από το πετρέλαιο πλούτιζαν την κρατική νομενκλατούρα των υψηλόβαθμων στρατιωτικών, τραπεζιτών, διευθυντών των κρατικών κεφαλαίων, των υπουργών οικονομικών και Οικονομίας και κερδοσκόπων κάθε είδους που συνδέονταν με το καθεστώς. Μεταξύ του 2003 και 2013 περισσότερα από 180 δισεκατομμύρια δολάρια έφυγαν από τη Βενεζουέλα για να βρουν “καταφύγιο” σε κερδοσκοπικές κινήσεις “made in the USA”. Το σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων που ήταν η βάση αυτής της “απόδρασης” κεφαλαίων, καρπός της δόλιας διαχείρισης των εσόδων από το πετρέλαιο, συγκαλύφθηκε από τις κρατικές αρχές, μακριά από τα μάτια της οφειλόμενης νομικής διαδικασίας. Το σκάνδαλο υποτιμήθηκε στα μάτια της κοινής γνώμης με την ήπια καταδίκη του ως ενός μεμονωμένου επεισοδίου απάτης και κανείς δεν διώχθηκε ποτέ. Ούτε αποκαλύφθηκε το κοινωνικό κόστος αυτής της κερδοσκοπικής κίνησης του κράτους ως σύνολο.

Συνεπώς η εμπειρία του “Μπολιβαριανού Δρόμου προς τον Σοσιαλισμό” είναι το για πολλοστή φορά πικρό χάπι που το προλεταριάτο της Βενεζουέλας πρέπει να καταπιεί. Είναι ο κληρονόμος και συνεργός σ’ αυτό το παλιό αλλά σάπιο περιβάλλον του Σταλινισμού και του Μαοϊσμού στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω. Παρά την απουσία οποιουδήποτε πραγματικού σημείου αναφοράς για την εργατική τάξη στην σημερινή Κίνα (όπως ακριβώς, για να είμαστε ξεκάθαροι, και παλιότερα), η εργατική τάξη στη Βενεζουέλα είναι σε ακόμα χειρότερη θέση. Οποιοσδήποτε λόγος για τον “σοσιαλισμό” ως της δόλιας διαχείρισης των κρατικών εσόδων από το πετρέλαιο εξ ολοκλήρου εντός των καπιταλιστικών οικονομικών κατηγοριών, συμπεριλαμβανομένης της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας, σημαίνει τη συμβολή στον πολιτικό αφοπλισμό των μαζών στις οποίες, αντίθετα, θα πρέπει να ξεσκεπαστεί η απάτη.

Στην πραγματικότητα, η κρίση ξεγύμνωσε το κίβδηλο σενάριο της Βενεζουέλας. Αμέσως μόλις το εύκολο κεφάλαιο σταμάτησε να ρέει, το σπίτι από τραπουλόχαρτα κατέρρευσε μίζερα και τα ψίχουλα της πρόνοιας έδωσαν τη θέση τους σε δρόμους γεμάτους από απελπισμένους ανθρώπους που αναζητούν ένα λιγότερο καταστροφικό μέλλον. Αντί της “υπεράσπισης του σοσιαλισμού” ή “της συνωμοσίας ενάντια στην επαναστατική κυβέρνηση του Μαδούρο” είναι μάλλον αναγκαίο να καταδικάσουμε έντονα και απερίφραστα την απάτη που έσυρε τις μάζες και να ξεκαθαρίσουμε ότι η προλεταριακή και κομμουνιστική επανάσταση ακολουθεί πολύ διαφορετικές διαδρομές.

Ό,τι συμβαίνει στη Βενεζουέλα δεν έχει καμμιά σχέση με μια επανάσταση για να υποστηρίξει κανείς ή έναν “σοσιαλισμό” για να υπερασπιστεί. Δεν υπάρχει καν ένα πλαίσιο για την πολυδιαδεμόνη φράση για τη “μείωση της φτώχειας”. Όπως έχουμε γράψει σε προηγούμενα άρθρα, οι πενιχρές προμήθειες του κράτους πρόνοιας όχι μόνο δεν λύνουν το πρόβλημα της φτώχειας αλλά ούτε καν δημιουργούν τη βάση για να ξεκινήσει η αντιμετώπισή του τόσο γιατί ήταν απλά ψίχουλα όσο και γιατί χρησιμοποιούνταν μόνο σαν εφάπαξ για να κερδηθεί το εκλογικό παιχνίδι.

Στην πραγματικότητα είμαστε αντιμέτωποι με έναν πραγματικό εμφύλιο πόλεμο (που περιλαμβάνει πυροβολισμούς) ανάμεσα σε μια κρατική αστική τάξη που βασίζεται στο πετρέλαιο που έχει διασφαλίσει την χρηματο-οικονομική εξουσία της μέσω του πολιτικού ελέγχου αλλά η οποία απειλείται τώρα από τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης, και την παλιά αστική τάξη που θέλει να επιστρέψει στην εξουσία με κάθε κόστος. Η πρώτη υπερασπίζεται την εξουσία της στο όνομα ενός ψευδο-σοσιαλισμού, η δεύτερη στο όνομα μιας ψευδο-δημοκρατίας και ελευθερίας, με άλλα λόγια της ικανότητάς της να χειριστεί την τρέχουσα πτώση/καθοδική πορεία των εσόδων από το πετρέλαιο. Και οι δυο στρέφονται στο προλεταριάτο, τους εργάτες, τους ανέργους, σαν δυνάμεις κρούσης που μπορούν είτε να τους φέρουν είτε να τους κρατήσουν στην εξουσία. Είναι η ίδια παλιά απάτη από την ίδια παλιά αστική τάξη που δεν της έχουν απομείνει πλέον πολλά χαρτιά να παίξει για να κρατήσει το σύστημα σε λειτουργία αλλά εξακολουθούν να βρίσκουν ακόμα υποστήριξη από την “αριστερά” του κεφαλαίου σε ολόκληρο τον κόσμο.

2 Ιουνίου 2017

fd