Ενθύμια: Μια απάντηση στον Ray Brassier

Δήμητρα Κοτούζα1

Απαντώντας στην πρόκληση του επιταχυντισμού ότι η Αριστερά θα πρέπει να επανεμπλακεί στο σχέδιο του Λόγου, ο φιλόσοφος Ray Brassier αντέκρουσε ότι χρειάζεται να απεμπλέξουμε τις “χειραφετητικές” αφαιρέσεις από αυτές την καπιταλιστικής ορθολογικότητας. Εδώ η Δήμητρα Κοτούζα ισχυρίζεται ότι στην αναζήτηση μιας τέτοιας διάκρισης, ο Brassier διαγνώνει λανθασμένα τη σχέση ανάμεσα στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις και τις (θανατηφόρες) αφαιρέσεις που αυτές παράγουν.2

Το παρόν κείμενο είναι μια απάντηση στο δοκίμιο του Ray Brassier Περιπλανώμενη Αντίφαση3. Δεν σκοπεύει να είναι μια απάντηση εκ μέρους των Endnotes – τον κύριο στόχο της κριτικής του. Αντίθετα, η έγνοια του είναι η συζήτηση συγκεκριμένων θέσεων του κειμένου του το οποίο, όπως ισχυριζόμαστε εδώ, θέτει όρια στην κριτική των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.

Η διαμάχη που έχει προκληθεί από το “#Accelerate Manifestoσχετικά με ένα νεωτερικό ιδεώδες ενός ορθολογικού, υψηλής τεχνολογίας κομμουνιστικού μέλλοντος4 και στην οποία ο Ray Brassier εισήγαγε την συζήτησή του για τους Endnotes στο δοκίμιό του “Περιπλανώμενη Αφαίρεση, ακολουθεί μια παλιά, ίσως τετριμμένη αντιπαράθεση εντός του Μαρξισμού. Από την μια πλευρά, έχουμε μια παράδοση σκέψης που ξεκινά με τα ίδια τα γραπτά του Μαρξ, κατά την οποία η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, πέραν ενός “γεροντικού” καπιταλισμού που υποφέρει από εσωτερικές αντιφάσεις5, παρέχει την προϋπόθεση για την ανάπτυξη του κομμουνισμού. Από αυτό, και ακολουθώντας τον Ένγκελς, ξεπήδησε η έννοια μιας ορθολογικά σχεδιασμένης, δίκαιης οικονομίας και κοινωνίας που ακόμα στοιχειώνει τη φαντασία πολλών σοσιαλιστών ή κομμουνιστών. Από την άλλη, υπάρχει η παράδοση της ευρωπαϊκής υπερ-αριστεράς και μετά-το-1968 κριτικών στην εργασία, τον παραγωγισμό και στην μεταβατική περίοδο, από τις οποίες κατάγονται οι θεωρίες της κομμουνιστικοποίησης και οι ίδιοι οι Endnotes.

Οι διαφορές ανάμεσα στις δύο προοπτικές είναι καταφανείς, παρ’ όλα αυτά ο Brassier προσπαθεί να τις συσχετίσει πάνω στο ερώτημα της σχέσης ανάμεσα στη γνώση και την κοινωνική μορφή, που γι’ αυτόν σχετίζεται με την πρόσφυση της κομμουνιστικής θεωρίας στον ταξικό ανταγωνισμό. Είναι το ζήτημα της “συνάρθρωσης της γνωστικής/νοητικής αφαίρεσης με την κοινωνική αφαίρεση” και τι ακριβώς διακρίνει την “καλή”, δηλαδή την νοητικά ενάρετη και πολιτικά χειραφετητική αφαίρεση, από την “κακή”, δηλαδή την νοητικά ελλατωματική και πολιτικά αντιδραστική αφαίρεση. Με ποιο τρόπο οι αφηρημένες κατηγορίες της μαρξιστικής διαλεκτικής – κεφάλαιο, εργασία, αξιακή μορφή, κυκλοφορία, παραγωγή κ.λπ. – επιτυγχάνουν ή αποτυγχάνουν να απεικονίσουν την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα όταν εφαρμόζοναι σε (συχνά και πολιτικά) ανταγωνιστικές εξηγήσεις; Ποια θεωρία μπορεί να αναγνωρίσει “την πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων” σε συνθήκες πραγματικής υπαγωγής;

Η σχέση ανάμεσα στην νοητική αφαίρεση (γνώση) και την κοινωνική (ή πραγματική) αφαίρεση αφορά όντως την ικανότητα άσκησης κριτικής τόσο στον καπιταλισμό όσο και στην δική μας πρακτική στους αγώνες και την καθημερινή ζωή. Αν η παραγωγή της γνώσης καθορίζεται από καπιταλιστικές κοινωνικές μορφές, πόσο μακριά φτάνει αυτός ο κοινωνικός καθορισμός, και πώς είναι δυνατή η κριτική; Πράγματι, αυτό είναι ένα πρόβλημα που αναδύεται αρκετά έντονα αν η κοινωνική κυριαρχία του κεφαλαίου αρθρώνεται ως η υπαγωγή ολόκληρης της κοινωνικής ζωής κάτω από τη λογική του κεφαλαίου, ως η “λογικοποίηση της κοινωνικής πραγματικότητας”, που τείνει να υποστασιοποιεί την κοινωνική μορφή. Παρ’ όλα αυτά, θέλω να δείξω ότι, ακολουθώντας τη γραμμή σκέψης των Endnotes και προσπαθώντας να την φέρω σε σχέση με τον Επιταχυντισμό, ο Brassier διαπράττει ένα ολίσθημα. Ενώ αναγνωρίζει ότι είναι η πρακτική που παράγει την κοινωνική αφαίρεση, η συζήτησή του σχετικά με την νόηση/γνώση και τη θεωρία ταυτοποιεί μεν το ερώτημα πώς μπορούμε να ξέρουμε ποιες πρακτικές καταργούν τις υπάρχουσες κοινωνικές αφαιρέσεις, αλλά, όπως θα δούμε, αφήνει έξω το ερώτημα του μετασχηματισμού της νόησης από την επαναστατική πρακτική. Ως αποτέλεσμα, το ερώτημα της εγκυρότητας της θεωρίας γίνεται ένα ερώτημα όχι απλά διάκρισης “καλών” θεωρητικών αφαιρέσεων αλλά και διάκρισης “μεταξύ προοδευτικών και οπισθοδρομικών κοινωνικών μορφών”. Ενώ, όμως, η κομμουνιστική θεωρία, ως η αυτοκριτική στη διαδικασία των αγώνων, έχει το καθήκον της κριτικής των καταπιεστικών πρακτικών που οι ίδιοι οι αγώνες μπορεί να παράγουν, δεν έχει νόημα γι’ αυτήν να ταξινομήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο υπάρχουσες κοινωνικές μορφές ή “μορφές διαμεσολάβησης”.

Το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση είναι ότι υποθέτει ένα μοναδικό υποκείμενο λήψης αποφάσεων (το υποκείμενο της θεωρίας) και ανάγει την έννοια της κοινωνικής μορφής σε διακριτά στοιχεία που μπορούν να ταυτοποιηθούν και να διαχωριστούν μεταξύ τους στην καπιταλιστική κοινωνία. Πρώτον, καταφάσκει στην δυνατότητα μιας θεωρητικής απόφασης από ένα ομοιογενές “εμείς” που προηγείται μιας επαναστατικής στιγμής, και κάνοντάς το αυτό προκαταβάλλει [pre-empts] την πολλαπλότητα των επιθυμιών και των συγκρούσεων που αποδεσμεύονται στους αγώνες, ανάγοντάς τους σε λήψη αποφάσεων που πρέπει να διεκπεραιωθεί σήμερα (συνήθως από διανοούμενους όπως εμείς) ως αντιπροσωπευτικών μιας μη υπάρχουσας καθολικής ανθρωπότητας. Αναγάγοντας μειωτικά μια τέτοια πολλαπλότητα, αυτό είναι επίσης μια προληπτική πράξη ισχύος στον καθορισμό αυτής της ανθρωπότητας. Η γνώση που παρέχει απαντήσεις στα ερωτήματα της διαμεσολάβησης – πώς θέλουμε να ζούμε και να σχετιζόμαστε μεταξύ μας – δεν μπορεί παρά να διαμεσολαβείται από τους αγώνες που μετασχηματίζουν την ίδια τη σημασία του ανθρώπινου, δημιουργώντας την ίδια τη δυνατότητα να παραχθούν πρακτικές και με νόημα απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Δεύτερον, όπως θα καταστεί καθαρό παρακάτων στο κείμενο, αυτή η ταυτοποίηση της “προοδευτικής” κοινωνικής μορφής περιορίζει την κριτική σκέψη στο να πρέπει απλά να εντοπίσει ένα κρυμμένο χειραφετητικό στοιχείο στο παρόν, που θα πρέπει να διατηρηθεί απέναντι σε αυτό που θα ήταν διαφορετικά, όπως επιχειρηματολογείται, μια “απροσδιόριστη άρνηση”. Η υπεράσπιση των αντιικών που εμφανίζεται έτσι προς το τέλος του κειμένου του Brassier, αν και εμφανίζεται ελαφρώς ασύνδετο από τη συζήτηση που έχει προηγηθεί, δεν είναι τυχαία αλλά ρίχνει φως σε αυτό που έχει στο μυαλό όταν μιλά για χειραφετητικές μορφές διαμεσολάβησης.

To σχέδιο του εντοπισμού χειραφετητικών στοιχείων στο παρόν δεν είναι απλά μια προσπάθεια να βρούμε κάτι από το οποίο να ξεκινήσουμε, αλλά θεμελιώνεται στον προοδευτισμό που έχει παρεμποδίσει την μαρξιστική σκέψη πάνω από έναν αιώνα. Οι προειδοποιήσεις ενάντια στην “αποκήρυξη της νεωτερικότητας” και την “ακύρωση του λανθάνοντος στις τεχνολογίες χειραφετητικού δυναμικού” μπορούν να ειδωθούν ως προσκολλημένες σε μια συντηρητική ερμηνεία της εγελιανής έννοιας του aufhebung6. Πρόκειται για την ιδέα ότι η υπέρβαση του καπιταλισμού δεν είναι ένας ολικός μετασχηματισμός, μια άρνηση του οτιδήποτε υπάρχει ώστε να αναδυθεί κάτι καινούριο που, αναπόφευκτα, θα περιέχει ριζικά μεταβλημένα στοιχεία του παλιού κόσμου· αυτό το ξεπέρασμα μάλλον θα πρέπει αναγκαστικά να αφήσει ανέγγιχτα τα “προοδευτικά” στοιχεία που λανθάνουν εντός του καπιταλισμού, επειδή είναι αυτά τα στοιχεία που μας δείχνουν προς την υπέρβασή του. Παρά τις καλλίτερες διοράσεις του Μαρξ για το ότι ο ιστορικός καθορισμός είναι εφαρμόσιμος μόνο αναδρομικά7, αυτή η προσέγγιση επιθυμεί να εντοπίσει το μέλλον στο παρόν αντί να το παραγάγει από τις προκείμενες του παρόντος. Σ’ αυτή την περίπτωση, η τεχνολογία, η επιστήμη και ο λόγος ταυτοποιούνται ως τα στοιχεία που περιέχουν το δυναμικό για τη μελλοντική χειραφέτηση, που θεμελιώνεται από το επιχείρημα ότι θα πρέπει να υπάρχει κάποια δυνατότητα κριτικής σκέψης μέσα στον καπιταλισμό διαφορετικά δεν υπάρχει καμμιά δυνατότητα υπέρβασης.

Αν ισχυριστούμε ότι δεν μπορεί να βρεθεί πουθενά ένα τέτοιο “θετικό στοιχείο” ή προοδευτική δύναμη του καπιταλισμού, αυτό που καταργούμε είναι μια υποτιθέμενα αδιαμφισβήτητη ιστορική μηχανική μιας υπέρβασης, όχι τη δυνατότητά της. Ανοίγουμε τον δρόμο για μια κριτική όλων εκείνων των στοιχείων του καπιταλισμού, που μέχρι τώρα θεωρούνται ως αντικείμενα της απελευθέρωσης, στον ίδιο τον πυρήνα τους. Οι “παραγωγικές δυνάμεις” , η δύναμη επιτάχυνσης του καπιταλισμού, ακόμα και αυτή η “ορθολογικότητα”, δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται ως κάτι καλό που έχει “διαστραφεί” αλλά θα γίνουν αντικείμενο κριτικής ως τέτοια. Αν η κατάργηση του καπιταλισμού είναι δυνατή, τα ερωτήματά μας αναγκάζονται τώρα να πάνε πέρα από μια αμυντική φιλοσοφία της ιστορίας. Πρέπει να παράγουμε θεωρία βασισμένη στους αγώνες που γίνονται σήμερα, που η έννοια του κομμουνισμού ως προόδου έχει χάσει όλη της την κοινωνική ισχύ/εγκυρότητα. Η αποτυχία των προηγούμενων επαναστάσεων, η παρακμή του εργατικού κινήματος, η αποτυχία των κοινωνικών κινημάτων να κερδίσουν οτιδήποτε σημαντικό τα τελευταία 40 χρόνια που θα προσέθετε σε μια ενοποιητική “δυναμική”, έχουν σκοτώσει κάθε αυταπάτη ότι η ιστορία είναι στο πλευρό των προλετάριων. Η ιστορία πρέπει να παραχθεί, πρέπει να ξανασκεφτούμε τα πάντα.

Αυτή η κριτική δεν μπορεί να είναι πλήρης, δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όρια του κοινωνικού καθορισμού, αν είναι απλά θεωρητική. Είναι μόνο όταν η θεωρία προσπαθεί να επιτύχει μια υπεριστορική αντικειμενικότητα πέρα από τα όρια που επιβάλλονται στην οπτική της από τον κοινωνικό και ιστορικό καθορισμό και θέση που πρέπει να παράσχει μια απόδειξη αυτής της αντικειμενικότητας. Ο Brassier ταυτοποιεί όντως ένα πρόβλημα στην έλλειψη στοχαστικότητας που υπονοείται από την θέση ότι η θεωρία “είναι” απλά η αυτοκριτική των αγώνων. Κάθε θεωρία παίρνει μια συγκεκριμένη στάση εντός των αγώνων· το πρόβλημα ξεκινά όταν αυτή η στάση υψωθεί σε έναν καθολικό, α-ιστορικό ισχυρισμό που αγνοεί την γνώση που παράγεται από την ιστορική διαδικασία των αδιεξόδων και των συγκρούσεων εντός των αγώνων και το δικό της συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Και είναι ειδικά στην ιστορική αυτή στιγμή που η διαλεκτική ανάμεσα στην θεωρία και την πράξη γίνεται ένα πρόβλημα αντί για απάντηση: οι επαναστατικές θεωρίς και σχέδια μπορούν μόνο με μεγάλη δυσκολία να αποφύγουν να είναι χειρονομιακές, εξαιτίας της μακρόχρονης αποσύνθεσης των παραδοσιακών οργανωτικών μορφών στις οποίες οι διανοούμενοι είχαν παίξει προηγουμένως έναν αποφασιστικό ρόλο. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το ερώτημα είναι πώς θα ανακαλύψουμε τα όρια που αντιμετωπίζουν οι υπάρχοντες αγώνες καθώς και τις δυνατότητες που παράγονται σ’ αυτούς, ερώτημα κεντρικό σε μια ανάλυση του κεφαλαίου στην παρούσα περίοδο. Κάνοντάς το αυτό, προσπαθούμε αναπόφευκτα να κατασκευάσουμε τρόπους με τους οποίους αυτοί οι αγώνες ίσως αρχίσουν να αρνούνται αυτόν τον κόσμο παρά την τεράστια δυσκολία διατήρησης μιας τέτοιας προοπτικής χωρίς να κατέλθει κανείς στην καθαρή ιδεολογία. Βλέπουμε τότε τους αγώνες να αντιμετωπίζουν μια κατάσταση που δεν ενσωματώνει πλέον αιτήματα (εκτός και αν αφορούν την αστυνόμευση της μετανάστευσης και να σταλούν οι γυναίκες πίσω στις “κανονικές θέσεις” τους).8 Αιτήματα που απευθύνονται σε αστικά ιδεώδη όπως “είμαστε πολίτες”· “δουλεύουμε σκληρά”· “είμαστε κι εμείς άνθρωποι” έρχονται αντιμέτωπα με ένα κράτος του οποίου η κύρια φροντίδα είναι να αστυνομεύει και να φιμώνει (αν όχι να σκοτώνει) τους προλετάριους που αντιμετωπίζονται ως ένα επουσιώδες προσάρτημα στην καπιταλιστική αναπαραγωγή. Ενώ αυτοί οι αγώνες μπορεί να τελειώσουν με την ενδυνάμωση των πιο αντιδραστικών τύπων αιτημάτων, μπορούμε επίσης κάποιες φορές να ταυτοποιήσουμε μορφές (προσωρινής) άρνησης, που συνήθως κατηγορούνται ότι είναι περισσότερο καταστροφικές από όσο είναι “κοινωνικά εποικοδομητικές”, γιατί τείνουν να αμφισβητούν (για παράδειγμα, μέσα από πλιάτσικά και ταραχές, αλλά και μέσα από την σχεδιασμένη υπεράσπιση των δράσεών τους) καταπιεστικές μορφές κοινωνικότητας που υπονοούνται από τέτοιες αστικές έννοιες όπως η κοινωνία των πολιτών, το έθνος, η κοινότητα των πολιτών, δικαιώματα και υποχρεώσεις, έννομη πολιτική συμπεριφορά και ανταλλαγή εμπορευμάτων, ως των όπλων του κράτους και της αστικής εξουσίας στην καπιταλιστική κοινωνία.9 Αυτή η κριτική είναι αρνητική (φτάνοντας σε επίπεδα αυτοκτονικότητας) επειδή η θετικότητα της “κομμουνιστικής κοινωνίας” είναι σήμερα κάτι άγνωστο, το αφήγημα που οδήγησε σε αυτήν κάποτε είναι εκτός λειτουργίας, και ό,τι έχουμε είναι μια περιορισμένη κριτική του παρόντος μέσω των πρακτικών ενός κατακερματισμένου προλεταριάτου που δεν έχει καμμιά φιλοδοξία να ενοποιηθεί ή να καταλάβει την εξουσία για να διαχειριστεί οτιδήποτε. Αυτή η κριτική παράγει συγκρούσεις εντός των αγώνων που μοιάζουν αξεπέραστες.10 Αλλά η απουσία ενότητας και ενός μέλλοντος είναι ένα καθαρά υλικό και όχι ιδεολογικό ψεύδος, που θα μπορούσε να ηττηθεί συνειδησιακά. Η θεωρία δεν μπορεί να υποθέσει μια επαναστατική ενότητα λήψης αποφάσεων, επειδή αυτή μπορεί να ξεκινήσει να παράγεται μόνο στη διαδικασία της κατάργησης των κοινωνικών διαιρέσεων που κατακερματίζουν αυτή την ενότητα.

Οι ίδιοι οι όροι του ερωτήματος της κατηγοριοποίησης των “καταπιεστικών” και των “χειραφετητικών” κοινωνικών μορφών και διαμεσολαβήσεων είναι συνεπώς λανθασμένο. Αντίθετα, το ερώτημα θα έπρεπε να γίνει ερώτημα για το πώς οι αντικειμενικές και υποκειμενικές σχέσεις και μορφές ύπαρξης μπορούν να μετασχηματίσουν και να γίνουν άλλες, και πέρα, από τις καπιταλιστικές. Αυτό είναι ένα ερώτημα της διαδικασίας μιας ριζικής κριτικής του παρόντος και της δυνατότητας της υπέρβασης των ορίων αυτού που είμαστε. Συλλαμβάνει τον μετασχηματισμό μέσω των αγώνων και των εσωτερικών συγκρούσεων εντός τους· όχι μέσω της ταξινόμησης του υλικού αυτο του κόσμου έξω από τη διαδικασία που τον μετασχηματίζει, και σίγουρα χωρίς να κοιτά εκ των προτέρων για κάτι που θα πρέπει να διατηρηθεί.

*

Το ερώτημα μπαίνει και με έναν άλλο τρόπο στο κείμενο του Brassier. Συμφωνώντας με τους Endnotes, κριτικάρει την έννοια του Καμμάτ για την υπαγωγή της ζωής και της υποκειμενικότητας στο κεφάλαιο, που τον οδηγεί να προτείνει μια έξοδο σε μια “γνήσια” ανθρώπινη κοινότητα ως τον μοναδικό τρόπο αντιμετώπισης ενός ολοποιητικού κεφαλαίου. Πιέζει τους Endnotes σε ένα σημείο: η υπαγωγή δεν σημαίνει ότι η εκλογίκευση του κεφαλαίου υπάγει ολόκληρη την κοινωνική δραστηριότητα αλλά μόνο την εργασία.

Συνεπώς, η εκλογίκευση της πραγματικότητας από το κεφάλαιο περιορίζεται, η ίδια, από αυτή την πραγματικότητα· αυτό είναι το προπύργιο ενάντια στον απόλυτο ιδεαλισμό, ο οποίος θα υποστασιοποιούσε το κεφάλαιο ως ένα πλήρως αυτόνομο, αυτο-κινούμενο υποκείμενο (μια causa sui ή αυτο-αιτιακό ον) που “επιπλέει” απελευθερωμένο εντελώς από την υλική πραγματικότητα. Όντως, υπάρχει έγκυρο έδαφος γι’ αυτή την κριτική του Καμμάτ, καθώς και για την προειδοποίηση ενάντια σε διατυπώσεις που υπερτονίζουν την ικανότητα του κεφαλαίου να προσδίδει στην πραγματικότητα μια εννοιολογική μορφή. Το δεύτερο θα συνεπαγόταν την μυστικιστική αναγωγή της μετασχηματιστικής πρακτικής στην έννοια μιας αδύνατης πάλης ενάντια στις έννοιες (και πρώτα απ’ όλα την αξία). Αυτά τα σημεία, εντούτοις, δεν μπορούν να επεκταθούν σε μια αποκατάσταση [rehabilitating] του στόχου της κριτικής του Καμμάτ: η “ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ως μιας εκ των ων ουκ άνευ της απελευθέρωσης”· ο κομμουνισμός ως ένας “νέος τρόπος παραγωγής” (ή ο “ελεύθερος συνεταιρισμός των παραγωγών”)· η μυστικοποίηση τόσο των αγώνων όσο και της ταξικής σχέσης υπό τον καπιταλισμό. Δεν είναι απαραίτητη η έννοια της υπαγωγής ολόκληρης της κοινωνικής ζωής για να γίνει αυτή η κριτική. Οι κριτικές έννοιες του φετιχισμού και της πραγματικής αφαίρεσης είναι επαρκείς. Ο πανταχού παρών φετιχισμός στον καπιταλισμό, η αντικειμενικοποίησή του που αποκρύπτει/συσκοτίζει την διαμεσολάβηση – η αντικειμενικοποιημένη φυσικοποίηση των εμπορευμάτων και της ανταλλαγής τους που συσκοτίζει την κοινωνική σχέση που διαμεσολαβούν· η αποκρυπτόμενη διαμεσολάβηση της επέκτασης του κεφαλαίου μέσω μιας εκμεταλλευτικής παραγωγικής διαδικασίας – παράγεται μέσω των ίδιων των πρακτικών της κοινωνικής αναπαραγωγής και με αυτή την έννοια είναι κοινωνικά έγκυρη. Το πρόβλημα με την υιοθέτηση της “ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων” ως του έσχατου επαναστατικού σκοπού δεν είναι απλά ότι η εννοιολογική αφαίρεση είναι κοινωνικά καθορισμένη, και ως εκ τούτου πάντα υπό τον κίνδυνο να αναπαράγει τους φετιχισμούς του κεφαλαίου, ούτε η υποτιθέμενη υπαγωγή στο κεφάλαιο οποιασδήποτε υποκειμενικότητας, αλλά μάλλον ότι προϋποθέτει την κοινωνική πρακτική που παράγει την πραγματική αφαίρεση της αφηρημένης εργασίας, πάνω στην οποία θεμελιώνεται η διαχείριση μιας κοινωνίας, και πιθανότητα και ενός κράτους, ως ενός συγκεντρωτικού μηχανισμού που διοικεί αυτή την “ανάπτυξη”. Είναι με αυτή την έννοια που η προσκόλληση στην νεωτερικότητα πρέπει να κριτικαριστεί: όχι ως μια διαφθορά της αιώνιας ανθρώπινης κοινότητας αλλά ως ένας φετιχισμός που αντικειμενικοποιεί και καθιστά αιώνια την καπιταλιστική επέκταση, τα εμπορεύματα, την καπιταλιστική τεχνολογία, γνώση και θεσμούς, τυφλή στις κοινωνικές διαμεσολαβήσεις από τις οποίες όλα αυτά είναι αδιαχώριστα: την παγκόσμιας κλίμακας διαχείριση και επιβολή των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων και της επακόλουθης δυστυχίας και θανάτου. Πραγματικά, όπως γράφει ο Brassier, σε μια διόρθωση συγκεκριμένων διατυπώσεων των Endnotes, “το κλειδί στην απο-πραγμοποίηση της αφαίρεσης είναι μια ανάλυση της εννοιολογικής μορφής καθώς αυτή γεννιέται από τις κοινωνικές πρακτικές”. Είναι ιστορικά αναδυόμενες, γενικευμένες πρακτικές κοινωνικής αναπαραγωγής που παράγουν τις εννοιολογικές μορφές (πραγματικές αφαιρέσεις) που είναι επαρκείς για τις κοινωνικές μορφές. Αυτές οι κοινωνικές αφαιρέσεις μπορούν, ξανάμ να καταργηθούν μόνο μέσω του μετασχηματισμού της κοινωνικής πρακτικής. Και παρ’ όλο που οι κριτικές μας ικανότητες/δεξιότητες μπορούν ίσως να ταυτοποιήσουν αυτές τις διαμεσολαβήσεις και πρακτικές, είναι μόνο μέσω μια διαδικασίας πρακτικής κριτικής δραστηριότητας εντός των αγώνων που μπορεί να ανοίξει το ερώτημα των μη-καταπιεστικών μορφών διαμεσολάβησης, και μόνο μέσω αυτής της διαδικασίας μπορεί να απαντηθεί συλλογικά το ζήτημα των μη-καταπιεστικών πρακτικών. Αυτές οι πρακτικές μπορούν να γίνουν νέες κοινωνικές μορφές μόνο αν γενικευθούν κοινωνικά. Πέρα από αυτό το πλαίσιο, η ζωή στον καπιταλισμό εξακολουθεί να μας αναγκάζει, στην καθημερινή μας πρακτική, να αναπαράγουμε υπάρχουσες κοινωνικές μορφές.

Η κριτική του Brassier στον Καμμάτ σε σχέση με την “προσφυγή/επίκλησή του σε μια ανθρώπινη κοινότητα που οι βασικές εκφραστικε τροπικότητές της παραμένουν σταθερές στις χιλιετίες” είναι επίσης δικαιολογημένη. Παρ’ όλα αυτά, όμως, αν και η κατάργηση του καπιταλισμού δεν μπορεί να είναι μια αναίρεση ή μια ευχή να “μην συνέβαινε ποτέ ο καπιταλισμός”, δεν μπορεί επίσης να είναι η “πραγματοποίηση” μιας προοδευτικής “υπόσχεσης” που φέρει εντός του ο καπιταλισμός. Αν μη τι άλλο, αυτή η υπόσχεση δεν είναι ένα ταυτοποιήσιμο “χειραφετητικό” στοιχείο της νεωτερικότητας που χρειάζεται να “απελευθερωθεί” αντί να υποστεί κριτική. Αν υπάρχει ένα πρόβλημα με τη διαλεκτική της αλλοτρίωσης που περιγράφει μια επανένωση με μια ιδεατοποιημένη φύση και μια φυσικοποιημένη, α-ιστορική ανθρωπότητα, αυτό δεν θα ξεπεραστεί με μια αποκατάσταση της έννοιας της νεωτερικότητας που απλά χρειάζεται να σπάσει τα δεσμά της από την διαφθείρουσα κυριαρχία της αξίας ώστε να είναι πραγματικά ο εαυτός της. Η ιστορία δεν παράγεται εκ του μηδενός [ex-nihilo], αλλά δεν είναι ούτε μια “υλοποίηση” ενός προϋπάρχοντος στοιχείου, είτε αυτό συλλαμβάνεται ως φυσικά είτε ως ιστορικά καθορισμένο. Η ιστορία μπορεί να γίνει ένα αφήγημα [αφηγηματοποιηθεί, narrativised] ως ενός είδους “υλοποίηση” αναδρομικά.

Η επίκληση μιας ανθρώπινης κοινότητας δεν μπορεί επίσης να αντικρουστεί ικανοποιητικά επανεπιβεβαιώνοντας μια έννοια κοινωνίας. Ο Ray Brassier επιχειρηματολογεί υπέρ της αναγκαιότητας διαμεσολάβησης “σε έναν πλανήτη εφτά δισεκατομμυρίων ανθρώπων”, έτσι ώστε μια πραγματική, “μια κατά το μέγιστο εκτεταμένη ανθρώπινη αλληλεγγύη” μπορεί να υπάρχει πέρα από τον στενά τοπικό κοινοτισμό [parochial communitarianism]. Μας υπενθυμίζει την έννοια του “είδους-όντος” [species being]: “κατανοούμενου όχι ως μια βιολογική κατηγορία αλλά ως η ικανότητα για συλλογικό αυτο-μετασχηματισμό (πέρα από την αυτο-αναπαραγωγή), που διαρρηγνύει [staves off] τις διαιρετικές ταυτοποιήσεις της ατομικότητας, της εθνικότητας, της ιθαγένειας”. Αξίζει να σκεφτούμε εδώ αυτή της ερμηνεία του “είδους-όντος” πέρα από τον Μαρξ των Οικονομικών και Φιλοσοφικών Χειρογράφων – των οποίων το θέμα της αλλοτρίωσης μπορεί να θεωρηθεί τόσο προβληματικό όσο και η αυθεντική κοινότητα του Καμμάτ, ιδιαίτερα αν η “ζωή-δραστηριότητα” δεν αποκρυπτογραφείται από την εργασία, θέτοντας περιορισμούς πάνω στο τι μπορεί να είναι ο άνθρωπος.11 Αν μια τέτοια καθολικότητα μπορούσε, τότε, να εμπλέκει πολλαπλές και μοναδικές “δραστηριότητες ζωής” που συλλογικά μετασχηματίζουν τον άνθρωπο, το ερώτημα πώς θα μπορούσε η κοινωνική “ανθρώπινη δραστηριότητα” να είναι μια μέρα κάτι διαφορετικό από την αφηρημένη εργασία, που διαμεσολαβείται από την αξία, είναι και πάλι εξαιρετικά δύσκολο να απαντηθεί.

Ο Brassier προτείνει ότι “το απρόσωπο, η αμεροληψία και η αντικειμενικότητα” δεν θα έπρεπε να θεωρούνται απλά ως συσχετιζόμενα με την αλλοτρίωση αλλά, επίσης, ως “θετικοί πόροι για την επέκταση των οριζόντων της κοινωνικοποίησης”. Εντούτοις η σύνδεση της έννοιας της καθολικότητας με το απρόσωπο, το αμερόληπτο και το αντικειμενικό εμφανίζονται και πάλι μονόπλευρα και ανεπαρκή, ηχώντας όπως η πολύ οικεία αρχή της αστικής νομικής κρίσης. Οι νόμοι και οι νομικές διαδικασίες εγκαθιδρύονται για να εφαρμόζοναι στο αφηρημένο άτομο “αντικειμενικά” και “αμερόληπτα”, παρ’ όλο που, φυσικά, αυτές οι αξίες αφήνουν εκτός αμφισβήτησης τις αρχές και τις κοινωνικές σχέσεις που αναπαράγουν οι νόμοι.12 Η αστική ισότητα, όπως και η αφηρημένη εργασία, θεμελιώνεται σ’ αυτό ακριβώς το είδος του απρόσωπου: άτομα κενά από περιεχόμενο και ιδιαιτερότητα, και το σημαντικότερο, κενά από υλικότητα (σωματική ή οικονομική) σε μια πολιτική σφαίρα που είναι εξορισμού τυφλή σ’ αυτήν. Έτσι η “δικαιοσύνη” μεταφράζεται σε αξιοκρατία: αν δεν μπορείς δεν την αξίζεις – δεν είναι κάτι “προσωπικό”, απλά δεν είσαι αρκετά καλός, “αντικειμενικά”. Η αποθέωση της αστικής έννοιας της ισότητας είναι το να αφήνονται οι άστεγοι να πεθαίνουν. Η έμφαση στο αναπόφευκτο του “απρόσωπου” παρουσιάζεται μόνο ως μια δεδομένη αναγκαιότητα και ως ένα ιδεώδες γιατί, στον καπιταλισμό, το “απρόσωπο” είναι το επίπεδο του νόμου και του δικαίου, της κοινωνίας, ενώ το “προσωπικό” υποτίθεται ότι ταυτίζεται με προ-καπιταλιστικές μορφές κοινότητας.

Στην πραγματικότητα, η εξουσία λειτουργεί εντός του καπιταλισμού, εφόσον η έμφυλη σχέση δεν τεθεί κατά μέρος ως μια προ-καπιταλιστική κοινωνική μορφή, τόσο σε απρόσωπα όσο και σε προσωπικά επίπεδα και η υπέρβαση του καπιταλισμού πρέπει να νοηθεί και στα δυο αυτά επίπεδα. Το “προσωπικό” εκτός από μια μορφή κοινωνικής ισχύος σηματοδοτεί επίσης το κοινωνικό επίπεδο στο οποίο η ιδιαιτερότητα κάθε προσώπου στην πλήρη υλική τους διάσταση, στην διαφορετικότητά τους, μπορεί να αναγνωριστεί.13 Εδώ το θέμα δεν είναι επ’ ουδενί μια δημοκρατικίστικη συνταγή “αμοιβαίας αναγνώρισης” στις διαδικασίες αγώνα. Είναι, μάλλον, η σύλληψη του κομμουνισμού ως μιας κατάστασης ριζικής ανασφάλειας, αν η κατάργηση των περιοριστικών κοινωνικών κατηγοριών δεν πρόκειται απλά να αναπαραγάγει την συμπαγή καθολικότητα του “ανθρώπου” αλλά, αντίθετα, να ανοίξει μια διαδικασία ριζικού αυτο-ανακαθορισμού ως μιας διαλεκτικής ανάμεσα στο καθολικό και το συγκεκριμένο. Η διαδικασία της αναγνώρισης δεν είναι ποτέ μια εύτακτ άπαξ αφηρημένη ταξινόμηση αλλά πάντα υπό αίρεση τόσο αυτού που αναγνωρίζει (το κοινωνικό) όσο και του αναγνωριζόμενου. Σημαίνει επίσης ότι η σημασία του “ανθρώπινου” είναι πολλαπλή και ανοιχτού-τέλους. Αυτή η διαλεκτική είναι αδύνατη κάτω από μια έννοια καθολικότητας που δίνει προτεραιότητα στο απρόσωπο και στην κλειστότητα της αντικειμενικότητας.

Θα πρέπει να είναι καθαρό ότι η “επέκταση των οριζόντων της κοινωνικοποίησης” δεν είναι η ίδια ένα αδιαμφισβήτητο ιδεώδες. Ιδιαίτερα όταν στον καπιταλισμό, όπως και στα σοσιαλιστικά (ή “κρατικο-καπιταλιστικά”, όπως προτιμούν μερικοί να τα λένε) κράτη, έχει σημασιοδοτήσει την κοινωνικοποίηση της εργασίας και την ενοποίηση των “ατόμων” υπό το κράτος. Συμφωνούμε, λοιπόν, ότι η “διαμεσολάβηση” είναι ένα πρόβλημα, αλλά είμαστε επιφυλακτικοί με τις συνηθισμένες απαντήσεις. Πώς μπορεί να αποτραπεί να γίνει η καθολικότητα μια αστική καθολικότητα, μια νομική καθολικότητα, βασισμένη στην ορθολογική ταξινόμηση “κενών| ατόμων που θυσιάζει ή καταπιέζει το εξαιρετικό ή μη ταξινομήσιμο άτομο χάριν της “κοινωνίας”; Πώς μπορεί να μην γίνει μια απρόσωπη, καταπιεστική κοινωνική ενότητα ανάλογη με αυτήν που επιβάλλεται από το αστικό κράτος; Αν προστρέξουμε να ταυτοποιήσουμε τις “καλές” διαμεσολαβήσεις και αφαιρέσεις εντός του καπιταλισμού κινδυνεύουμε να πέσουμε πάλι πίσω στις αυτοματοποιημένες απαντήσεις: ο αστικός νόμος, ο χρόνος εργασίας, το κράτος.

*

Βασισμένος στις διατυπώσεις των Endnotes, που μοιάζουν να υπονοούν την απόλυτη συγκρότηση της υποκειμενικότητας από το κεφάλαιο, ο Ray Brassier ταυτοποιεί το “παράδοξο της αυτοκατάργησης” και εγείρει το ερώτημα της “πρακτόρευσης” στη διαδικασία της κομμουνιστικοποίησης:

Αφού το “εμείς” συγκροτείται από την ταξική σχέση, η αυθυπέρβαση του “εμείς” είναι η υπέρβασξη της σχέσης που τη συγκροτεί. Αυτό είναι οπωσδήποτε θεωρητικά ασυμβίβαστο (και λόγω αυτού, αξιοθαύμαστο). Αλλά είναι επίσης και παραδοξολογικό και ο παραδοξολογικός χαρακτήρας του επιδεινώνει το στάτους του ως ενός ισχυρισμού που συναρθρώνει την εννοιολογική και την κοινωνική αφαίρεση σε ένα οντολογικό επίπεδο. Το παράδοξο είναι το ακόλουθο: αν το “εμείς” συγκροτείται από την ταξική σχέση που πρέπει να ξεπεράσουμε, τότε η υπέρβαση αυτής της σχέσης είναι επίσης η υπέρβαση του “φορέα” αυτής της υπέρβασης και, συνεπώς, η ακύρωση της υπέρβασης και η επανεδραίωση του “εμείς”. Αφού “εμείς” δεν έχουμε άλλη θέση από την ταξική σχέση, δεν “είμαστε” τίποτα έξω από αυτή την σχέση. Αλλά τότε η στιγμή της κατάργησης αυτής της σχέσης είναι επίσης και η στιγμή της κατάργησης της κατάργησής της.

Φυσικά το παράδοξο είναι έγκυρο μόνο στον βαθμό που αποδεχόμαστε την λογικοποίηση της πραγματικότητας και της υποκειμενικότητας για την οποία ο Brassier κατηγορεί τους Endnotes, ή αν ερμηνεύσουμε κατά κυριολεξία τη θέση ότι “δεν είμαστε τίποτα έξω από την ταξική σχέση”: αν το υποκείμενο της πάλης καταργεί τον εαυτό του, ποιος θα απομείνει ως “φορέας” της κομμουνιστικοποίησης; Η δήλωση δεν θα πρέπει να ληφθεί κατά κυριολεξία, η κατάργηση δεν πρέπει να κατανοηθεί ως εξάλειψη και η εξάλειψη δεν θα πρέπει να κατανοηθεί ως κατάργηση. Οι προλετάριοι μπορεί κυριολεκτικά να πεθάνουν έξω από την ταξική σχέση. Αυτό δεν σημαίνει ότι καταργείται η κοινωνική κατηγορία “προλετάριος”. Αντίστροφα, η κατάργηση είναι ένας μετασχηματισμός των υποκειμένων, όχι ο φυσικός ή πνευματικός τους θάνατος. “Τίποτα έξω από” σημαίνει ότι η προλεταριακή ταυτότητα δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί σήμερα, όχι επειδή το κεφάλαιο είναι ένα απόλυτο υποκείμενο του οποίου η “λογική” καθορίζει την πραγματικότητα και την υποκειμενικότητα σε βαθμό που ο αγώνας και η ιστορία δεν υπάρχουν πλέον, αλλά μάλλον επειδή η αναπαραγωγή του προλεταριάτου εξαρτάται τώρα εντελώς από την καπιταλιστική αναπαραγωγή και το παρόν μοντέλο συσσώρευσης αντιμετωπίζει την εργατική δύναμη ως απλό κόστος. Δεν είναι απλά μια πτήση αδύνατη πλέον καθώς η προλεταριακή ζωή εξαρτάται εντελώς από τη συσσώρευση (την ίδια στιγμή που οποιεσδήποτε εγγυήσεις για μια τέτοια ζωή είναι πλέον ανύπαρκτες)14, αλλά οι προλετάριοι είναι επίσης ανίκανοι να βρουν οποιαδήποτε θετικότητα στον εαυτό τους ως μέρος της συσσώρευσης. Η αυτο-κατάργηση αναδύεται τότε ως μια δυνατότητα όταν η αυτεπιβεβαίωση της ταξικής ταυτότητας δεν γίνεται τίποτα περισσότερο από την επιβεβαίωση μιας κατηγορίας του κεφαλαίου, μεταβλητό κεφάλαιο, η διαθεσιμότητα και ο κατακερματισμός του οποίου διαβρώνει την ικανότητα της τάξης για να οργανώσει πολιτικά τον εαυτό της σε διεκδικητικούς αγώνες. Μόνο η πρακτική κριτική της θέσης κάποιου όπως υπάρχει και αναπαράγεται στην καπιταλιστική κοινωνία έχει, τότε, το δυναμικό να καταργήσει την σχέση της οποίας είναι μέρος.

Η διατύπωση που βασίζεται σε ένα “εμείς” υποθέτει επίσης ένα δεδομένο ενοποιημένο υποκείμενο στην αρχή της διαδικασίας, το οποίο, όπως επιχειρηματολογήθηκε παραπάνω, δεν υπάρχει σήμερα. Αντίθετα, η θεωρία του ρήγματος έχει προσπαθήσει να θεωρητικοποιήσει την δυνατότητα της αυτο-κατάργησης που προκύπτει στις σημερινές συνθήκες κατακερματισμού της τάξης. Αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή σε στιγμές που ανακύτπουν εσωτερικές συγκρούσες εντός των αγώνων επειδή η ταυτότητα αυτών που αγωνίζονται δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί και γίνεται η ίδια ένα όριο. Το “εμείς” που καταργείται, τότε, σ’ αυτή την αντίληψη δεν είναι απλά ένα οποιοδήποτε υποκείμενο και σίγουρα δεν είναι ένα καθολικό ανθρώπινο υποκείμενο, αλλά οι υλικές υποκειμενοποιήσεις των σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας στην καπιταλιστική κοινωνία: προλετάριοι, καπιταλιστές και οι πολλαπλές θέσεις στον καταμερισμό της εργασίας; γυναίκες, άντρες και άλλες ταξινομήσεις φύλου· ομάδες που υφίστανται φυλετική καταπίεση. Αυτές οι υποκειμενοποιήσεις υπάρχουν ήδη και οι αγώνες βασίζονται ήδη σε αυτές. Το ερώτημα είναι τι γίνεται μετά, με άλλα λόγια, πώς τα υποκείμενα μπορούν να ξεπεράσουν αυτό που είναι καταργώντας τις σχέσεις που αναπαράγουν αυτές τις υποκειμενοποιήσεις. Η καθολικότητα και η ιδιομορφία/μοναδικότητα που θα μπορούσαν να προκύψουν από την κατάργηση αυτή δεν είναι η ίδια με την ιδιαιτερότητα του υποκειμένου που την επέφερε [την κατάργηση] (αφού αυτή αναδύτεται μόνο στη διαδικασία του αγώνα): αν οι προλετάριοι καταργήσουν το “προλετάριος” ως μια έγκυρη κοινωνική κατηγορία, αν καταργήσουν την ταξική σχέση, δεν είναι πλέον προλετάριοι· οι γυναίκες δεν είναι πλέον γυναίκες – η σωματική τους διαφορά δεν έχει μια κοινωνική σημασία καταπίεσης – “οι μαύροι δεν είναι πλέον μαύροι” κοκ. Παράγουν τους εαυτούς τους ως κάτι άλλο που είναι ταυτόχρονα και ιδιαίτερο και καθολικό, δημιουργώντας τη δυνατότητα του αυτο-καθορισμού και του επαναπροσδιορισμού του τι είναι ανθρώπινο15, εφευρίσκοντας νέους τρόπους να σχετίζονται μεταξύ τους και με τον κόσμο. Είναι αυτό το κάτι άλλο που αυτή η κατάργηση παράγει, η απο-υποκειμενοποίηση που αντικειμενικά ξεπερνά το όριο του τι είναι κάποιος, που το παράδοξο μοιάζει να αποκλείει.

Αυτό, όμως, είναι η σύλληψη ενός δυνητικού μετασχηματισμού, όχι η εφαρμογή μιας λογικής αναγκαιότητας. Η έννοια της αυτοκατάργησης είναι συλλήψιμη όχι ως μια λογική εκδίπλωση αλλά ως ένα δυναμικό το οποίο μπορούμε να αποκρυπτογραφήσουμε στην σημερινή ιστορική συγκυρία εξαιτίας της παρακμής της πολιτικής της επιβεβαίωσης. Μπορεί, φυσικά, να αποδειχθούμε εντελώς λάθος.

Υπάρχουν μερικά ακόμα πιο σημαντικά προβλήματα που αφορούν την αυτοκατάργηση: πώς μπορούν οι προλετάριοι να παλέψουν χωρίς να σχηματίσουν ένα αυτεπιβεβαιούμενο υποκείμενο; Ποιες είναι οι πρακτικές που θα υπονοούσαν ένα αυτο-αρνητικό υποκείμενο; Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει αυτή η αυτο-άρνηση; Αυτό δεν είναι ένα ερώτημα που τίθεται αφηρημένα στο επίπεδο της υποκειμενικότητας, αλλά αναδύεται στη διαδικασία της πάλης: το κάψιμο των εργοστασίων μπορεί να μοιάζει να είναι μια απόρριψη της εργασίας, αλλά είναι συχνά μέρος διεκδικητικών αγώνων σε χώρες όπως η Ινδία, το Μπαγκλαντές ή το Βιετνάμ. Ταραχές και εξεγέρσεις μπορεί να είναι κομμάτι της επιβεβαίωσης μιας εθνικής ταυτότητας, όπως έχουμε δει στην Ουκρανία. Γυναίκες και άντρες που διαμαρτύρονται ενάντια στον βιασμό μπορεί, την ίδια στιγμή, μέσω των αιτημάτων τους, να επιβεβαιώνουν το κράτος και την οικογένεια, όπως είδαμε στην Ινδία. Μπορούμε να πούμε ότι αυτά είναι τα εσωτερικά όρια των αγώνων, και ότι αυτά τα ίδια τα όρια είναι η δυναμική τους (Théorie Communiste)16, αλλά συχνά δύσκολα υπάρχε οποιαδήποτε δυναμική προς την κατεύθυνση υπέρβασης αυτών των ορίων. Και φυσικά, οι αγώνες δεν συμβαίνουν σε κενό. Εκτός από τα εσωτερικά όρια υπάρχουν και εξωτερικά, όπως η δύναμη του κράτους, με την αστυνομία και τον στρατό του, καθώς και οι αναγκαιότητες της επιβίωσης. Τέλος, το “εμείς” που πρέπει να προβληματοποιηθεί δεν είναι απλά το “εμείς” της αυτοκατάργησης αλλά, επίσης, και το “εμείς” που χτίζει μια κοινωνία, η ίδια η σύλληψη του καθολικού και του τι είναι η “κοινωνία”, όπως συζητήθηκε παραπάνω.

*

Η ισχυριζόμενη απουσία διάκρισης από τους Endnotes ανάμεσα στην εννοιολογική και την πραγματική αφαίρεση λέγεται ότι τους οδηγεί σε μια ολοκληρωτική απόρριψη της λειτουργίας της “τεχνολογίας” ως τέτοιας. Αναδεικνύοντας τα αντιικά ως ένα παράδειγμα των “χειραφετητικών δυνατοτήτων που λανθάνουν σε τεχνολογίες που η λειτουργία τους υπάγεται αυτή τη στιγμή στο κεφάλαιο”, ο Brassier αναγνωρίζει την εμφακέλλωση αυτών των τεχνολογιών σε καπιταλιστικές κοινωνικές μορφές, αλλά συλλαμβάνει τη λειτουργία τους ως κάτι που μπορεί να διαχωριστεί:

Μια κατάλληλα αφηρημένη σύλληψη της λειτουργίας θα επιτρέψει την μεταμόσχευσή τους και, όπου είναι απαραίτητο, την αναστοχοθέτησή τους, κατά μήκος διαφόρων κοινωνικών συγκειμένων.

Όμως, το “χειραφετητικό δυναμικό” ή “λειτουργία” της σημερινής τεχνολογίας δεν είναι απλά κάτι μηχανικό. Προφανώς ερείδεται στην αξία χρήσης της σήμερα, αφού όλη η ουσία της διατήρησης μιας “λειτουργίας” είναι η χρησιμότητά της. Αλλά η έμφαση στο ίδιο το ερώτημα της διατήρησης μιας χρήσιμης λειτουργίας είναι μια προσκόλληση στο πώς ζούμε σήμερα που θέτει όρια στην κριτική της [της λειτουργίας]. Ακολουθώντας το παράδειγμα των αντιικών, γιατί θα πρέπει να υποθέσουμε σήμερα ότι, στο μέλλον, η επιβίωση από την ασθένεια θα έπρεπε να περιλαμβάνει την ιατρική όπως υπάρχει σήμερα; Και ακόμα αν αυτή είναι η περίπτωση, πώς είναι δυνατόν να απεμπλέξουμε αυτή τη “λειτουργία” από το σύστημα παραγωγής της, τις πολύπλοκες, καταπιεστικά ιεραρχικές διαιρέσεις στην εργασία και της σχέσεις εξουσίας (ανάμεσα στον “εξειδικευμένο” παραγωγό-γνώσης και τα ανθρώπινα “αντικείμενα” της ιατρικής επιστήμης· ανάμεσα στον ερευνητή και τους εργάτες στο εργοστάσιο) από τις οποίες εξαρτάται σήμερα η παραγωγή ιατρικής γνώσης καθώς και τα εμπορεύματα που βασίζονται σ’ αυτήν; Περαιτέρω, είναι δυνατόν να συλλάβουμε την απεμπλοκή αυτής της “λειτουργίας” και της κοινωνικής χρησιμότητάς της από τους ίδιους τους ορισμούς της “υγείας” και της “ασθένειας” και τις κοινωνικές ιεραρχίες που συνεπάγονται; Η αξία χρήσης που προσπαθεί να εκμαιεύσει ως ένα “χειραφετητικό δυναμικό” μέσα από τα καπιταλιστικά εμπορεύματα δεν μπορεί να υπάρχει ως μια απλά μηχανική ή βιολογική λειτουργικότητα που μπορεί να διαχωριστεί από τον κοινωνικό, τον καπιταλιστικό τρόπο του σχετίζεσθαι στη διαδικασία της παραγωγής και της κατανάλωσής του, και ακόμα λιγότερο από την υπαγωγή του στην ανταλλακτική αξία. Αυτός είναι ο φετιχισμός που ανάγει ένα εμπόρευμα στις φυσικές ή μηχανικές ιδιότητες ενός πράγματος, σβήνοντας τις κοινωνικές σχέσεις και διαδικασίες από ττις οποίες εξαρτάται η ύπαρξή του. Τα αντιικά (και άλλα φάρμακα και ιατρικές τεχνικές και τεχνολογίες) παράγονται, σήμερα, ως εμπορεύματα, και αυτό διαμορφώνει τόσο τις κοινωνικές όσο και τις υλικές τους πτυχές, γιατί η αξία χρήσης είναι η άλλη πλευρά της ανταλλακτικής αξίας, που κινεί την παραγωγή των εμπορευμάτων. Τραβώντας την όσο πιο μακριά γίνεται, αυτή η κριτική της αξίας χρήσης είναι η συνθήκη της δυνατότητας για την παραγωγή καινούριων μορφών γνώσης ή τεχνολογίας, που δεν καθοδηγούνται από την αξία ούτε από την εργασία ως καθολική ποιότητα της ανθρωπότητας, αλλά από μια εντελώς διαφορετική λογική του σχετίζεσθαι.

Αρνούμενοι να κρατήσουμε αυτή την αφηρημένη έννοια της λειτουργίας, αντιτείνει ο Brassier, “καταργεί το καπιταλιστικό παρόν με το κόστος της ακύρωσης του μετα-καπιταλιστικού μέλλοντος που είναι κλειδωμένο/παγιδευμένο εντός του. Προκαταβάλλοντας το μέλλον, η blinkered άρνηση δεν μπορεί παρά να επιθυμεί να αποκαταστήσει/επανεδραιώσει το παρελθόν Γίνεται η επιθυμία για μια πρότερη κατάσταση πραγμάτων”. Από αυτή την άποψη, οι τωρινοί αντιαναπυτξιακοί αγώνες ενάντια στην ίδια την υλική μορφή και λειτουργία των ορυχείων και των εργοστασίων, στα τραίνα υψηλής ταχύτητας, τα αεροδρόμια κ.λπ. συχνά παρά την τοπική ανεργία, θα μπορούσαν να απορριφθούν ως τοπικιστικοί ή προσδεμένοθ σε έναν “περασμένο” τρόπο ζωής. Και, με μια έννοια, είναι. Αυτή είναι η αντίφαση: τα ορυχεία ρυπαίνουν εξαιρετικά και περιλαμβάνουν τιμωρητικές/κατασταλτικές μορφές εργασίας, μάλιστα τόσο πολύ που για πολλές κοινότητες είναι έντονα προτιμητέα η γεωργία. Τα ορυχεία παρέχουν επίσης τις πρώτες ύλες για το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής υψηλής τεχνολογίας. Αν η απόλαυση ενός δάσους, ή η χρήση των υδάτων του για τη γεωργία μπορεί να θεωρηθεί ως επιθυμία μιας “προηγούμενης κατάστασης πραγμάτων” περισσότερο από τις προόδους της καπιταλιστικής εξόρυξης, αυτό δείχνει απλά ότι τα “επιτεύγματα της καπιταλιστικής νεωτερικότητας” προϋποθέτουν μορφές λειτουργίας της τεχνολογίας οι οποίες, ιδιαίτερα στα σημεία παραγωγής, δεν είναι τελικά ευπρόσδεκτες παρά την χρησιμότητά τους. Εξίσου δυσπρόδεκτη θα ήταν μια “αναστοχοθέτηση” που θα υπολειπόταν ενός πλήρους μετασχηματισμού μιας τέτοιας τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένης της μορφής και της λογικής της παραγωγής της γνώσης στις οποίες βασίζεται, της διαδικασίας παραγωγής της και του σκοπού στον οποίον τίθεται· με άλλα λόγια, ενός πλήρους μετασχηματισμού της λειτουργίας της. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα των τεχνολογιών, και όχι απλά των προϊόντων αλλά και των τεχνολογιών παραγωγής που είναι η προϋπόθεσή τους, είναι και θα συνεχίσει να είναι (σε οποιαδήποτε δυνητικά επαναστατική κατάσταση) ένα σημείο σύγκρουσης και διαπάλης, που δεν μπορεί να “προληφθεί” από μια ορθολογική απόφαση που ισχυρίζεται ότι αναπαριστά όλες τις πλευρές της σύγκρουσης.

Ακόμα πιο προβληματικά, η έννοια της “αναστοχοθέτησης” προϋποθέτει έναν φορέα που διαχειρίζεται την παραγωγή, έχοντας ιδιοποιηθεί την υποδομή του καπιταλισμού. Ενώ ο Brassier δεν φαίνεται να προσυπογράφει την ιδέα του επιταχυντισμού για μια κεντρική αρχή ορθολογικού σχεδιασμού που θα ήταν ικανή να επιταχύνει τις παραγωγικές δυνάμεις ώστε να ξεπεράσουν οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς στον καπιταλισμό, το ερώτημα παραμένει για το πώς θα μπορούσε να γίνει η διαχείριση της παραγωγής όλων των τεχνολογιών που η “λειτουργία” τους είναι ακόμα “χρήσιμη” στην μελλοντική κοινωνία που φαντάζεται αν όχι μέσω μιας κεντρικής αρχής ή ενός κράτους. Αν η κοινωνική ενότητα πρόκειται να θεμελιωθεί σε μια πολύπλοκη παραγωγή παγκόσμιας κλίμακας, και αν μια τέτοια παραγωγή πρόκειται να συνεχίσει να λειτουργεί με την σημερινή αποτελεσματικότητα/αποδοτικότητα, αυτό θα απαιτούσε έναν πολύπλοκο και συγκεντρωτικό καταμερισμό εργασίας, ο οποίος προϋποθέτει κοινωνικές διαιρέσεις καθώς και μια συγκεντρωτική εξουσία που θα διασφάλιζε ότι τα πράγματα λειτουργούν/δουλεύουν, ότι καθένας που μπορεί “συνεισφέρει στην κοινωνία” δουλεύοντας και καθένας ανταμοίβεται “δίκαια”. Πέρα από το δύσκολο πρόβλημα της διαμεσολάβησης (ποιο θα έπρεπε να είναι εδώ το μέτρο της “δικαιοσύνης”;) υπάρχει επίσης το ζήτημα του πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό χωρίς της εξειδίκευση της διαχείρισης και, κατ’ επέκταση, της κοινωνικής διαχείρισης.

Αν “ο καθορισμός δεν είναι συγκρότηση”, αν η συνάρθρωση της κοινωνικής και της θεωρητικής αφαίρεσης παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα, τότε δεν έπεται ότι η θεωρία θα πρέπει να προσανατολιστεί προς τη διατήρηση “των επιτευγμάτων της καπιταλιστικής νεωτερικότητας”. Ο κίνδυνος να υποτεθεί ότι τα προβλήματα που έχουν διαγραφεί εδώ είναι επιλύσιμα ορθολογικά ή επιστημονικά, το πρόβλημα του να θέσουμε τις υπάρχουσες “τεχνολογικές προόδους” στο κέντρο της κομμουνιστικής σκέψης είναι ότι, ουσιαστικά, η παλιά κοινωνία ρισκάρει να αναπαραθχεί εντός της υποτιθέμενης καινούριας. Η κριτική στοχοποιεί μια αφηρημένη έννοια της υπαγωγής της νόησης, αλλά αποτυγχάνει να θέσει το ζήτημα του συστήματος παραγωγής που υπονοείται από καθένα από τα “χρήσιμα” εμπορεύματα του σήμερα, και αποτυγχάνει να αναγνωρίσει υπάρχοντες και ιστορικούς αγώνες ενάντια σε μορφές μια συγκεντρωτικής κοινωνικής διαχείρισης και το κράτος, ενάντια στον ιεραρχικό καταμερισμό της εργασίας και τις κοινωνικές διαιρέσεις που συνεπάγονται από αυτήν· ενάντια στην εργασία (ιδιαίτερα στην εργοστασιακή εργασία)· ενάντια σε μια αντίληψη του κοινωνικού που επικεντρώνεται στην παραγωγή· ενάντια στην εξαναγκαστική συμπερίληψη στο κοινωνικό μέσω ενός νόμου που βασίζεται σε έναν αφηρημένο Άνθρωπο, ενάντια στο ίδιο το είδος της κοινωνικοποίησης που επέφερε ο καπιταλισμός, τα οποία είναι όλα προϋποθέσεις των σημερινών μορφών γνώσης, τεχνολογίας και ορθολογικότητας. Το ξεπέρασμα του καπιταλισμού δεν μπορεί να θεμελιωθεί σ’ αυτές τις μορφές, αλλά θα πρέπει επίσης να τις αρνηθεί, πριν αναδυθούν καινούριες μορφές παραγωγής γνώσης στην βάση μιας διαφορετικής κοινωνικής σχέσης.

1 Η Δήμητρα Κοτούζα είναι μέλος της συντακτικής κολλεκτίβας του Mute και διδακτορική φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο του Κεντ.

2 Στμ. Εισαγωγικό σχόλιο στον ιστότοπο Metamute όπου και έχει αναρτηθεί το πρωτότυπο άρθρο: http://www.metamute.org/editorial/articles/keepsakes-response-to-ray-brassier.

3 Στμ. Το δοκίμιο του Ray Brassier “Wandering Abstraction”, επίσης δημοσιευμένο στο Mute, 13 Φεβρουαρίου 2014, μπορείτε να το βρείτε μεταφρασμένο στον ιστότοπο της InMediasRes: “Περιπλανώμενη Αφαίρεση”, https://inmediasres.espivblogs.net/2017/07/03/wanderingabstraction.

4 Η φετιχοποίηση της ανοιχτότητας, της οριζοντιότητας και η συμπερίληψη μεγάλου κομματιού της σημερινής “ριζοσπαστικής” αριστεράς διαμορφώνουν την σκηνή της αναποτελεσματικότητας. Η μυστικοπάθεια, η καθετότητα και ο αποκλεισμός έχουν όλα επίσης την θέση τους στην αποτελεσματική πολιτική δράση…Η αληθινή δημοκρατία θα πρέπει να οριστεί από τον σκοπό της – συλλογική αυτοπεποίθηση [self-mastery]. Αυτό είναι ένα σχέδιο που θα πρέπει να ευθυγραμμίσει την πολιτική με την κληρονομιά του Διαφωτισμού”, Alex Williams & Nick Srnicek, “#Accelerate Manifesto for and Accelerationist Politics”, Critical Legal Thinking, 14 Μαΐου 2013, http://criticallegalthinking.com/2013/05/14/accele….

5 Ενώ ο Μαρξ έγραψε σπάνια για μια ορθολογικά σχεδιασμένη οικονομία και κοινωνία, τα γραπτά του αφήνουν χώρο για μια τέτοια ερμηνεία: αν ο κομμουνισμός είναι η πλήρης ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, και ο κομμουνισμός μια πιο “αναπτυγμένη” κοινωνία, θα μπορούσε να έπεται ότι αυτό που πραγματικά υπερβαίνει τον καπιταλισμό είναι η τεχνολογική ανάπτυξη της παραγωγικότητας. Πβλ. Mαρξ, Το Κεφάλαιο, Τόμος 3, Κεφάλαιο 15: “Εδώ ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δοκιμάζεται από μια ακόμα αντίφαση. Η ιστορική του αποστολή είναι η χωρίς περιορισμούς γεωμετρική αύξηση της παραγωγικότητας της ανθρώπινης εργασίας. Μένει πίσω στην αποστολή του όποτε, όπως εδώ, ελέγχει την αύξηση της παραγωγικότητας. Επιδεικνύει έτσι ότι γερνάει και ότι ξεπερνιέται όλο και περισσότερο”.

6 Αυτό το επιχείρημα δεν ενδιαφέρεται για μια αντιπαράθεση περί της ορθής ερμηνείας του Χέγκελ αλλά, αντίθετα, στοχεύει τον τρόπο με τον οποίο οι εγελιανές έννοιες έχουν συχνά χρησιμοποιηθεί στην μαρξιστική θεωρία. Το σημείο της κριτικής είναι η χρήση μιας συγκεκριμένης φιλοσοφίας της ιστορίας για να διαμορφωθεί ένα επιχείρημα σχετικά με το πώς θα έπρεπε να προχωρήσει η κομμουνιστική θεωρία και πρακτική: η υπόθεση ότι επειδή αυτό το “θετικό στοιχείο” πρέπει να υπάρχει, η θεωρία είναι υποχρεωμένη να το βρει και να προάγει τη διατήρησή του.

7 “Η ανθρώπινη ανατομία περιέχει ένα κλειδί για την ανατομία του πιθήκου. Οι υπαινικτικές ενδείξεις, όμως, της ανώτερης εξέλιξης ανάμεσα στα υποδεέστερα ζωικά είδη, μπορούν να κατανοηθούν μόνο αφότου η ανώτερη αυτή εξέλιξη είναι ήδη γνωστή. Συνεπώς, η αστική οικονομία παρέχει το κλειδί για την αρχαία κοκ. Αλλά καθόλου με τον τρόπο αυτών των οικονομολόγων που μουτζουρώνουν όλες τις ιστορικές διαφορές και βλέπουν τις αστικές σχέσεις σε όλες τις μορφές της κοινωνίας”. Mαρξ, Grundrisse, σελ. 105.

8 Φυσικά το κράτος ποτέ δεν ενσωμάτωσε όλα τα κοινωνικά αιτήματα, αλλά αξίζει να κάνουμε την ιστορική σύγκριση με την εποχή και το μοντέλο συσσώρευσης που αποκαλείται “Κεϋνσιανό”, “Φορντιστικό” ή “Σοσιαλδημοκρατικό” για να αναγνωρίσουμε την τεράστια διαφορά μεταξύ εκείνου του κοινωνικού συμβολαίου (τη συμφωνία μισθού-παραγωγικότητας) και του σημερινού.

9 Η εξέγερση τόσο στη Δυτική όσο και την Ανατολική Ουκρανία μπορεί να χρησιμοποιηθεί εδώ σαν ένα παράδειγμα: ταραχές ακόμα και πόλεμος ενάντια στο κράτος δεν συνεπάγεται απαραίτητα μια κριτική στο κράτος· στην πραγματικότητα οι ίδιοι οι στασιαστές έγιναν το κράτος, επιβάλλοντας περικοπές στους μισθούς και στις συντάξεις και πυροβολώντας διαδηλωτές (δείτε: http://libcom.org/news/social-protest-repression-donbass-19102014). Πραγματικά, αυτές οι αρνητικές στιγμές στις οποίες αναφερόμαστε εδώ μπορεί να είναι η εξαίρεση στους σημερινούς αγώνες, αλλά είναι μια ισχυρότατη και επαναλαμβανόμενη εξαίρεση.

10 Θεωρήστε για παράδειγμα την περιλαμβάνουσα διάφορες γενιές [intergenerational] σύγκρουση που προέκυψε στον αγώνα του Ferguson Δείτε R.L., “Intextinguishable Fire, Ferguson and Beyond”, Mute, 17 Νοεμβρίου 2014, http://www.metamute.org/editorial/articles/inextin….

11 “Η καθολικότητα του ανθρώπου εμφανίζεται στην πράξη ακριβώς στην καθολικότητα που κάνει ολόκληρη τη φύση το ανόργανο σώμα του – αλλά στον βαθμό που η φύση είναι (1) τα άμεσα μέσα της ζωής του, και (2) το υλικό, το αντικείμενο και το εργαλείο της δραστηριότητας της ζωής του… Αποξενωνόμενη από τον άνθρωπο (1) τη φύση, και (2) τον εαυτό του, την ίδιες τις ενεργές δραστηριότητές του, η αποξενωμένη εργασία αποξενώνει το είδος από τον άνθρωπο…Γατί η εργασία, η δραστηριότητα ζωής, η ίδια η παραγωγική ζωή, εμφανίζεται, καταρχάς, στον άνθρωπο ως ένα μέσο για να ικανοποιηθεί μια ανάγκη – η ανάγκη της διατήρησης της φυσικής ύπαρξης. Κι όμως, η παραγωγική ζωή είναι η ζωή του είδους. Είναι ζωή που δημιουργεί ζωή”. Mαρξ: “Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρογράφα”, ‘Αποξενωμένη Εργασία’, https://www.marxists.org/archive/marx/works/1844/m…

12 Η εφαρμογή του νόμου εξίσου, αντικειμενικά και αμερόληπτα σε “όλους” είναι αυτό που κάνουν τα δικαστήρια. Αν είναι κυρίως οι προλετάριοι που καταλήγουν στη φυλακή, αν οι μπάτσοι τη βγάζουν καθαροί με φόνους, αυτό δεν προκαλείται από την προκατάληψη των δικαστών αλλά από το ίδιο το περιεχόμενο του νόμου. Αυτό όμως που ορίζεται κοινωνικά ως “εγκληματικό” είναι μια πράξη εξουσίας και το αποτέλεσμα ενός πολύ μερικού κοινωνικού αγώνα. Η έννοια μιας πραγματικής αμεροληψίας και αντικειμενικότητας θα συνεπαγόταν την επίλυση όλων των διαμαχών και αντιπαλοτήτων, αλλά αυτό δεν είναι ακριβώς που προϋποθέτουν τα δικαστήρια ως αληθές όταν εφαρμόζουν τον νόμο;

13 Εδώ, η αναγνώριση της ιδιαιτερότητας ή της διαφοράς αντιπαρατίθεται στον διαχωρισμό, την ταξινόμηση και την ιεραρχικοποίηση των ατόμων σύμφωνα με την ικανότητά τους για εργασία ή κατανάλωση, τη “χρησιμότητά” τους στην κοινωνία και σύμφωνα με τον καταμερισμό της εργασίας, μέσω της παραγωγής των κοινωνικών διακρίσεων φύλου, φυλής, ηλικίας, υγείας και άλλων. Το τελευταίο είναι συνεπές με μια έννοια καθολικότητας βασισμένης στον “αφηρημένο” άνθρωπο που προϋποθέτει ιδεατές νόρμες (νεαρός υγιής λευκός άντρας) και “εξαιρέσεις” (γυναίκα, μη-λευκός, ηλικιωμένος, με ειδικές ανάγκες και άλλα). Εδώ υπονοούνται, σε αντίθεση με την Καντιανή έννοια της ελευθερίας του Brassier, οι έννοιες της αναγνώρισης, του αυτο-καθορισμού και της ελευθερίας βασισμένης σε μια ερμηνεία του Χέγκελ που προτάθηκε από τον Richard Gunn. Δείτε Richard Gunn: “‘Αναγνώριση’ στη Φαινομενολογία του Πνεύματος του Χέγκελ”, Common Sense, Issue 8, Μάρτιος 1988: “Ένας κοινός ‘κόσμος’, ή με άλλα λόγια ένας ‘έγκυρος εξωτερικός κόσμος’ που θα προκαναλιζάριζε την αναγνώριση σε εξουσιαστικές ρυθμίσεις και που θα εξυπηρετούσε ως μια κοινή λυδία λίθος στην οποία θα μπορούσαν να αναφέρονται τα αλληλεπιδρώντα υποκείμενα, είναι ακριβώς αυτό που το παιχνίδι της αμοιβαίας αναγνώρισης αποκλείει. Η (επαναστατική) κατεδάφιση ενός τέτοιου ‘κόσμου’ και του ρόλου των ορισμών που ενυπάρχουν σ’ αυτόν, ήταν απαραίτητη για να προκληθεί το αποτέλεσμα της μετάβασης από ένα λανθασμένα αναγνωρισμένο σε ένα αμοιβαία αναγνωρίσιμο έδαφος…η ριζική ανασφάλεια είναι ο μοναδικός νόμος κάτω από τον οποίον μπορεί να υπάρξει η αμοιβαία αναγνώριση και μέσω της οποίας μπορεί να διατηρήσει τον εαυτό της”. (σελ. 58).

14 Για το ζήτημα της ενοποίησης των κυκλωμάτων της καπιταλιστικής και της προλεταριακής αναπαραγωγής, δείτε: Screamin’ Alice, “On the Periodisation of the Capitalist Class Relation”, Sic, no. 1 (Νοέμβριος 2011), σελ. 171–96.

15 Δείτε υποσημείωση 9.

16 Δείτε Roland Simon: “Η έννοια του κύκλου αγώνων”, Meeting, Revue Internationale pour la Communisation, Αρχείο της Καλοκαιρινής συνάντησης 2008 , http://meeting.communisation.net/archives/summer-m….

Για την νεοφιλελεύθερη και μιλιταριστική “μαδουροποίηση” του τσαβισμού

Αναρχική Ομοσπονδία της Κεντρικής Αμερικής και της Καραϊβικής (FACC1)

Από πού και ποιους υποστηρίζουμε

Για μας, αναρχικούς που ζούμε σε χώρες που γειτονεύουν με τη Βενεζουέλα, αυτά που συμβαίνουν σ’ αυτή τη χώρα δεν μοιάζουν μακρινά ούτε μας είναι αδιάφορα, Οι εξαρτημένες οικονομίες μας έχουν λάβει για σχεδόν δυο δεκαετίες τις γενναιόδωρες επιχορηγήσεις σε καύσιμα από τις συμφωνίες PetroCaribe με τη Βενεζουέλα. Αυτός είναι ένας λόγος που σχεδόν όλα τα Κράτη και ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας των πολιτών στην περιοχή της Καραϊβικής προσφέρει τώρα μια σιωπή συνενοχής σχετικά με την νεοφιλελεύθερη, αυταρχική, καταπιεστική και μιλιταριστική αποθέωση που παράγει η κυβέρνηση του Νικολάς Μαδούρο.

Δεν θα αρνηθούμε την αξία τέτοιων συμφωνιών για τις κοινωνίες μας, αλλά δεν θα κάνουμε τα στραβά μάτια στις μεγάλες αντιφάσεις στις οποίες θεμελιώνονται. Η διεθνής προβολή της Μπολιβαριανής Επανάστασης έχει ευνοήσει ευαίσθητους τομείς των χωρών μας και δεν αγνοούμε τα οφέλη των υπηρεσιών που αναπτύσσονται κάτω από συμφωνίες όπως η ALBA-TCP2. Αλλά δεν είμαστε μόνο πελάτες κυβερνητικής βοήθειας, υποστηρικτές της ενότητας της περιοχής ή αντιιμπεριαλιστές· αισθανόμαστε επίσης ότι είμαστε αντιεξουσιαστές, αντικαπιταλιστές, αναρχικοί, προλετάριοι και μέρος του λαού. Γι’ αυτό δεν θέλουμε να είμαστε συνεργοί στη σιωπή που πληρώνεται με πετρέλαιο.

Οι ομοιότητες και το ότι συμπάσχουμε απευθύνονται στον ανώνυμο λαό της Βενεζουέλας που δεν περίμενε για τις “ευνοϊκές αντικειμενικές συνθήκες” και δεν πήρε στα σοβαρά το αποκαλούμενο “τέλος της ιστορίας” και που έκανε το 1989 το El Caracazo3, την πρώτη μεγάλη λαϊκή εξέγερση στον κόσμο ενάντια στην ολοκλήρωση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που στη συνέχεια θα εφαρμόζονταν και στον υπόλοιπο κόσμο.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το Πέμπτο Δημοκρατικό Κίνημα [το πολιτικό κόμμα που σχηματίστηκε για να υποστηρίξει την υποψηφιότητα του Ούγκο Τσάβες για τις προεδρικές εκλογές του 1998] εμφανίστηκε στην αγορά της πολιτικής αντιπροσώπευσης, και οι εκπρόσωποί του δεν φείδονταν εγκωμίων και φιλοφρονήσεων για τις επαναστατημένες και αυτοοργανωμένες μάζες. Αλλά σήμερα, όταν ο τσαβισμός έχει φτάσει στην μεγαλύτερη ωριμότητά του ως ένα νεοφιλελεύθερο, μιλιταριστικό και καταπιεστικό καθεστώς, αυτές οι ίδιες μάζες δυσφημούνται με επίθετα όπως “τρομοκράτες”, “εγκληματίες” και “ακροδεξιοί” – κατηγορίες που προσπαθούν να αποκρύψουν την αποκρουστική μετάλλαξη που υπέστησαν όλοι οι επαγγελματίες της επαναστατικής πολιτικής στην εξουσία.

Είμαστε με αυτούς που παίζουν βασικό ρόλο στις διαμαρτυρίες στις λαϊκές γειτονιές όπως η El Valle, η Coche, η 23 de Enero, η Baruta, και η 5 de Julio στο Petare, στο Καράκας· με τη γενικευμένη εξέγερση που έγινε στην νότια λαϊκή και εργατική περιοχή της Valencia. Οι καρδιές μας είναι με τις καταλήψεις και τις προσπάθειες ανάκτησης στα σουπερμάρκετ, στις βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία στην La Isabelica, στο San Blas, στο Los Cedros, στο los Guayos, στο Tocuyito, στο Estado Carabobo, που επαναλήφθηκαν στις Πολιτείες Táchira, Mérida, Maracaibo, Barquisimeto, Falcón, που μαρτυρούνται από Βενεζουελάνους συντρόφους που σχετίζονται με την οπτικής μας αυτού του αγώνα.

Είμαστε ενάντια στην Μπολιβαριανή Εθνική Αστυνομία, την Μπολιβαριανή Εθνική Φρουρά και την Μπολιβαριανή Υπηρεσία Πληροφοριών του Στρατού, οι οποίες αν και προσθέτουν το επίθετο “Μπολιβαριανή” στο όνομά τους, παραμένουν ένα ουσιώδες στήριγμα για το αυταρχικό και δολοφονικό κράτος. Είμαστε ενάντια στις παραστρατιωτικές “κολλεκτίβες” που δημιουργήθηκαν μέσω του Σχεδίου Zamora4, τροφοδοτούμενες από τον ξεπεσμό των αυθεντικών λαϊκών κινημάτων της δεκαετίας του 1990 μέσω της γραφειοκρατίας και του τσαβικού μιλιταρισμού. Είμαστε ενάντια στην βία των ΜΜΕ που ανήκουν στους πολιτικούς της αντιπολίτευσης, που επιδιώκουν μόνο να προξενήσουν την πόλωση ανάμεσα στις πολιτικές μηχανές ώστε να επιβάλλουν μια απλή αντικατάσταση των καταπιεστών ως μιας υποτιθέμενης διεξόδου από την σημερινή κρίση.

Είμαστε στο πλευρό των χιλιάδων φυλακισμένων χωρίς καμμιά νομική προστασία που στέλονται σαν τρομοκράτες στα στρατοδικεία και στις υπερσυνωστισμένες φυλακές. Το Μπολιβαριανό Σύνταγμα του 1999 συνομολογεί ότι η στρατιωτική δικαιοσύνη περιορίζεται σε εγκλήματα στρατιωτικής φύσης αλλά, όπως μπορούμε να δούμε, είναι απλά λόγια στο χαρτί ακριβώς όπως όλες οι νομικές ρυθμίσεςι αν μιλήσουμε σχετικά με τη διατήρηση των κυρίαρχων συμφερόντων.

Στεκόμαστε δίπλα στις οικογένειες των δεκάδων νεκρών, οι περισσότεροι νέοι, και των περισσότερων από χίλιος τραυματιών. Στεκόμαστε δίπλα στους φοιτητές και στις λαϊκές γειτονιές που έχουν αναπτύξει τις δικές τους ομάδες αυτοάμυνας στις λεωφόρους και τους δρόμους των διαφόρων barrios5. Στεκόμαστε στο πλευρό των νέων που, όπως στο Maracay, ύψωσαν ένα πλακάτ που έγραφε “Ούτε MUD ούτε PSUV – είμαστε οι από κάτω που ερχόστε γι’ αυτούς που είναι από πάνω”, γιατί η κατάσταση δεν μπορεί να επιλυθεί με μια κυβερνητική αλλαγή.

Το Αντιιμπεριαλιστικό Φύλλο Συκής του τσαβισμού

Ο αντιιμπεριαλισμός που χρησιμοποιείται από την τσαβιστική μηχανή των ΜΜΕ είναι ένα αδέξιο φύλλο συκής που προσποιείται ότι κρύβει πολύ συγκεκριμένα γεγονότα: τα μεγάλα αρπακτικά του ενεργειακού τομέα και του τομέα μεγάλων εξορύξεων (Chevron, Schlumberger, Halliburton και Barrick Gold) έλαβαν ήδη γενναιόδωρες παραχωρήσεις για 40 χρόνια στη Βενεζουέλα, που θα τους προσφέρουν έναν κρίσιμο πρωταγωνιστικό ρόλο στον σχεδιασμό του νέου Συντάγματος. Ο πρόεδρος Nicolás Maduro έδωσε οδηγίες στα ΜΜΕ που ελέγχει να αποφύγουν την κριτική προς τον νεοεκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, για τον οποίο είπε ότι είναι ένας “φίλος” και “σύντροφος”. Μέσω της κρατικής εταιρείας Citgo, ο Maduro αφιέρωσε ένα εκατομμύριο δολάρια για να χτίσει μια γέφυρα διαλόγου με την καινούρια αμερικανική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση της Βενεζουέλας πληρώνει ως πρώτη προτεραιότητα το τεράστιο εξωτερικό χρέος της χώρας στο διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και παραμένει ένα νομοταγές μέλος του αποκαλούμενου Εθνικού Συμβουλίου Οικονομικής Παραγωγικότητας του οποίου η έσχατη έκφραση είναι η στενή σχέση με το ολογοπώλιο των ΜΜΕ του Cisneros Group, που με τη σειρά του αντιπροσωπεύει μια εγγύηση υποστήριξης από τα περισσότερα ιδιωτικά ΜΜΕ. Αυτή είναι μια κυβέρνηση που ταιριάζει στα συμφέροντα της Wall Street όλο και καλλίτερα κάθε μέρα, αλλά δεν θέλει να σταματήσει να χαρακτηρίζεται με την ταμπέλα της “Μπολιβαριανής”, “αριστερής” και “αντιιμπεριαλιστικής”.

Αυτό έχει να κάνει, ακόμα μια φορά, με τα απογοητευτικά όρια των επαναστάσεων που θεωρούνται ότι είναι “εθνικοαπελευθερωτικές”, “σοσιαλιστικές”, “συμμετοχικές”, “αντιιμπεριαλιστικές” κ.λπ., βασισμένων στις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών των πρώτων υλών. Αυτή είναι και πάλη η κρίση της “Σαουδικής Βενεζουέλας”, τώρα με ένα Μπολιβαριανό πρόσωπο, γύρω από την οποία αναδύθηκε για μια ακόμα φορά ένα μοχθηρό/κακόβουλο μονοπάτι πείνας, αποσύνθεσης των κοινοτήτων, ανικανότητας ανάπτυξης αυτόνομου βιοπορισμού, υπαρξιακού χάους για εκατομμύριοα ανθρώπους και βίας μεταξύ των από κάτω. Και όλο αυτό τρέφεται από έναν συνδυασμό εθνικής εμμονής σχετιζόμενης με το πετρέλαιο (“Η Βενεζουέλα ως δύναμη”), πελατειακής πολιτικής, μεσσιανικών πολέμαρχων και μιας σωβινιστικής σέκτας ισχυρών αρσενικών, ικανών να κάνουν μαγικά από την κορυφή της πυραμίδας εξουσίας και η οποία πάντα παρεμπόδιζε και προκαλούσε κόμπλεξ στην λαϊκή αλληλεγγύη, την συνύπαρξη, την συντροφική δουλειά και τη γιορτή μεταξύ των από κάτω.

Ειρήνη ανάμεσα στους “από κάτω”, κοινωνική πάλη ενάντια στους “από πάνω”

Μια Συντακτική Συνέλευση δεν θα ήταν η λύση σε τόσο σοβαρά κοινωνικά, πολιτισμικά και ψυχολογικά προβλήματα που επηρεάζουν τους λαούς μας. Ανάμεσα στον τοξικό καπνό, την τρομακτική φωτιά των όπλων, τις πράξεις καταστροφής και τη βίαιη αναπλήρωση των ανθρώπων, τις πρωτοβουλίες αυτοάμυνας στις γειτονιές για την αντιμετώπιση των δυνάμεων της καταπίεσης, τους χιλιάδες τραυματισμένους, τον θάνατο και την θλίψη των αγαπημένων προσώπων, κάτι αναδύεται και είναι πολύ πιο λεπτό και απελευθερωτικό από ένα καινούριο Σύνταγμα του Βενεζουελάνικου Κράτους. Κάτι που οι ιδεολόγοι της μη-βίας και οι θιασώτες του πασιφισμού δεν θέλουν να δουν: την πρακτική δυνατότητα μιας βασισμένης στην εμπειρία, νοητικής σύλληψης του ποιοι είναι οι εχθροί μας και ποιοι είναι οι σύμμαχοί μας στον αγώνα για μια ζωή ελεύθερη από την καταπίεση, που επιτρέπει την ειρήνη ανάμεσα στους από κάτω και τη συνεχιζόμενη πάλη ενάντια στους από πάνω και τους συνεργάτες τους.

Όποιος και να είναι στην εξουσία στη Βενεζουέλα στο άμεσο μέλλον, Τσαβικός ή Αντι-τσαβικός, δεν θα έχει άλλη επιλογή από την μεταρρύθμιση της εφαρμογής του “οικονομικού πακέτου” που καθιερώθηκε στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Carlos Andrés Pérez το 1989 υπό τις οδηγίες του ΔΝΤ, που είναι η αποδεδειγμένη φόρμουλα για την μείωση των εξόδων στην κυριαρχία και τη διατήρηση αυτού που είναι ουσιώδες για το Κράτος: την εγγενή πτυχή του της πυραμιδικής διαφθοράς, του αυταρχισμού, του μιλιταρισμού και της καταπίεσης των από κάτω. Πίσω από τη Βενεζουέλα, το ίδιο μονοπάτι θα το ακολουθήσουν και άλλες κυβερνήσεις της περιοχής μας με ελάχιστα διαφοροποιημένο ρυθμό και δυναμική. Αν τώρα επιδείξουμε υποστήριξη σε οποιαδήποτε κυβέρνηση είναι στην εξουσία στη Βενεζουέλα, αυτό θα ήταν μια ανοιχτά διακηρυγμένη πράξη προδοσίας απέναντι στους συντρόφους μας και στους ίδιους τους εαυτούς μας.

Ούτε PSUV ούτε MUD: Οργάνωση στη γειτονιά, στην εργατική τάξη και τον λαό.

Ο αγώνας συνεχίζεται!

13 Ιουνίου 2017

Επιτροπή Επικοινωνίας της Αναρχικής Ομοσπονδίας Κεντρικής Αμερικής και Καραϊβικής

1 Στμ. Στα ισπανικά: FACC, Federación Anarquista de Centro America y Caribe. Το ιδρυτικό συνέδριο της FACC έγινε στις 21 και 22 Μαρτίου March του 2015 στο Santiago de los Caballeros, της Δομινικανής Δημοκρατίας. Δείτε σχετικά: http://anarchistnews.org/content/anarchist-federation-central-america-and-caribbean-formed-0.

2 Στμ. Το παρόν άρθρο έχει αναρτηθεί και σε μετάφραση της συλλογικότητας “Δυσήνιος Ίππος” στο Indymedia: https://athens.indymedia.org/post/1575710.

3 Στμ. El Caracazo ή sacudón, το όνομα που δόθηκε στο κύμα διαμαρτυριών, ταραχών, λεηλασιών πυροβολισμών και σφαγών που ξεκίνησαν στις 27 Φεβρουαρίου του 1989 στην πρωτεύουσα της Βενεζουέλας, το Καράκας, και τις γύρω πόλεις. Οι συγκρούσεις που κράτησαν μια βδομάδα είχαν σαν αποτέλεσμα τον θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων, χιλιάδων σύμφωνα με κάποιες άλλες περιγραφές, κυρίως στα χέρια των δυνάμεων ασφαλείας και του στρατού. Οι ταραχές ξεκίνησαν κυρίως ως αντίδραση στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης και την επακόλουθη αύξηση στις τιμές του πετρελαίου και των μετακινήσεων.

4 Στμ. ΣχέδιοΑποστολή) Zamora: μια ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση γης και πρόγραμμα αναδιανομής της γης που νομοθετήθηκε με τον Ley de Tierras (“Νόμο των Γαιών”), κομμάτι ενός πακέτου 49 νομοθετικών διαταγμάτων από τον Τσάβες τον Νοέμβριο του 2001. Το όνομα του Σχεδίου είναι προς τιμήν του Ezequiel Zamora, ενός Βενεζουελάνου αγροτικού ηγέτη του 19ου αιώνα.

5 Στμ. ALBA, αρχικά της Alianza Bolivariana para los Pueblos de Nuestra América (Μπολιβαριανή Συμμαχία των Λαών της Δικής μας Αμερικής), είναι ένας διακρατικός οργανισμός βασισμένος στην ιδέα της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ολοκλήρωσης των χωρών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής. Θεμελιώθηκε αρχικά από την Κούβα και τη Βενεζουέλα το 2004, και σχετίζεται με σοσιαλιστικές και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις που επιθυμούν να παγιώσουν μια περιφερειακή οικονομική ολοκλήρωση βασισμένης σε ένα όραμα κράτους πρόνοιας, ανταλλαγών και αμοιβαίας οικονομικής βοήθειας.

Περιφερόμενη Αφαίρεση

του Ray Brassier1

Αναπτύσσοντας μια παρουσίαση που δόθηκε στο Συμπόσιο για τον Επιταχυντισμό στο Βερολίνο τον Δεκέμβριο του 2013, ο Ray Brassier αντλεί από τις αποκλίνουσες θεωρίες του “επιταχυντισμού” και της “κομμουνιστικοποίησης”, ο αμοιβαίος φωτισμός των οποίων εκθέτει τα προβλήματα της συνάρθρωσης της νοητικής/γνωσιακής αφαίρεσης και της κοινωνικής πρακτικής.

Ο “επιταχυντισμός” εγείρει παθιασμένη καταδίκη και εξίσου ένθερμη αποδοχή.2 Αυτό συμβαίνει ίσως επειδή αυτό που διακυβεύεται σε αυτή την “μαρξιστική αίρεση” είναι η σχέση μας με το μέλλον: είναι [αυτό το μέλλον] ο κομμουνισμός, κατανοούμενος ως “η πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων”;3 Είναι η ολοκλήρωση του Διαφωτισμού, κατανοούμενη ως η χειραφέτηση της ανθρωπότητας από την “αυτο-επιβαλλόμενη κηδεμονία της;”4 Ή είναι ο κομμουνισμός μάλλον η απάρνηση μιας νεωτερικότητας του Διαφωτισμού που δεν είναι τίποτα άλλο από ένα άλλοθι του δεσποτισμού του κεφαλαίου; Η εκδοχή του επιταχυντισμού που προτάθηκε πρόσφατα από τους Nick Srnicek και Alex Williams καταφάσκει στο πρώτο επανεπιβεβαιώνοντας το συμβόλαιο [compact] του Διαφωτισμού – και του κλασσικού Μαρξισμού – ανάμεσα στην χειραφέτηση και τον ορθολογισμό.5 Αυτός ο νέος, “ορθολογικός” επιταχυντισμός προτείνεται ως διορθωτικός των βιταλιστικών κλίσεων/ροπών των μεταδομιστικών προκατόχων του, η καλλίτερη επιτομή των οποίων είναι ο Αντι-Οιδίπους των Ντελέζ-Γκουαταρί, στον οποίον η πολιτική διαμεσολάβηση ανυψώθηκε σε μια αιολική διαδικασία απεδαφικοποίησης και η χειραφέτηση προωθούνταν από την μεταφυσική των επιθυμητικών-μηχανών.6 Η προσπάθεια των Srnicek και Williams να αποπλέξουν τον επιταχυντισμό από την βιταλιστική μεταφυσική απαιτεί την διάκριση μεταξύ της επιστημικής και της πολιτικής επιτάχυνσης ως δεικτών της διανοητικής και της κοινωνικής αφαίρεσης αντίστοιχα. Είναι η σύζευξη αυτού του τελευταίου ζεύγους που η πρότασή τους προσπαθεί να αρθρώσει/επεξεργαστεί. Συνεπω το ζήτημα της αφαίρεσης και του επιστημικού, κοινωνικού και πολιτικού σθένους/δεσμών [valences], αναδεικνύεται στο κέντρο της αναδιατύπωσής τους. Φυσικά, η υπόδειξη των Srnicek και Williams ότι η ανάδραση μεταξύ κοινωνικής και διανοητικής αφαίρεσης μπορεί να παίξει έναν θετικό χειραφετητικό ρόλο είναι αμφιλεγόμενη. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να καταλάβουμε τη σχέση μεταξύ αυτών των δύο δεικτών/καταχωρητών αφαίρεσης;

Από μαρξιστική σκοπιά, η κατανόηση αυτής της σύνδεσης, ή μεταξύ γνώσης και πολιτικής, απαιτεί μια θεωρία της κοινωνικής αφαίρεσης. Ακριβέστερα, η μαρξιστική ανάλυση της “πραγματικής αφαίρεσης” θα μπορούσε να προσφέρει το κλειδί για την στρατηγική συνάρθρωση της διανοητικής και της κοινωνικής αφαίρεσης. Αλλά αν, όπως υποστήριξε ο Alfred Sohn-Rethel, η δεύτερη καθορίζει ασύμμετρα την πρώτη, τότε ο ισχυρισμός εκ νέου της συμμετρίας τους θα απορριπτόταν συνοπτικά ως μια ιδεαλιστική αυταπάτη.7 Κατά τον ίδιο τρόπο, οι εκδοχές της αναπαραστατικής προτυποποίησης που, βάσει της ανάλυσης των Srnicek και Williams, υποτίθεται ότι παράγουν/αποφέρουν μια διανοητική πρόσφυσης [traction] στην αφηρημένη δυναμική του κεφαλαίου θα αποκλειστεί εκ των προτέρων εκ των προτέρων από τον ισχυρισμό ότι μια τέτοια αναπαράσταση είναι εγγενώς τυφλή στον ίδιο τον κοινωνικό της καθορισμό. Αυτός ο υποβιβασμός της αναπαράστασης έπεται από τον γυμνό ισχυρισμό ότι η πραγματική υπαγωγή από το κεφάλαιο της διανοητικής εργασίας ανάγει κάθε επιστημονική αναπαράσταση σε υπολογισμούς, πιθηκίζοντας τις αφαιρέσεις της αξιακής-μορφής. Αλλά αυτό με τη σειρά εισάγει περιπλοκές σχετικά με το τι ακριβώς διακρίνει την “καλή”, δηλαδή την διανοητικά ενάρετη και πολιτικά χειραφετητική αφαίρεση, από την “κακή”, δηλαδή την γνωσιακά ελαττωματική και πολιτικά αντιδραστική αφαίρεση.8 Πώς οι αφηρημένες κατηγορίες της μαρξιστικής διαλεκτικής – κεφάλαιο, εργασία, αξιακής-μορφή, εμπόρευμα, κυκλοφορία, παραγωγή κ.λπ. – επιτυγχάνουν ή αποτυγχάνουν να χαρτογραφήσουν την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα όταν εφαρμόζονται σε ανταγωνιζόμενες (και συχνά πολιτικά ανταγωνιστικές) εξηγήσεις; Ποιά θεωρία μπορεί να αναγνωρίσει “την πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων” σε συνθήκες πλήρους/πραγματικής υπαγωγής;

Θέλω να θίξω αυτό το ερώτημα αντιπαραβάλλοντας την προσπάθεια του επιταχυντισμού να ιχνηλατήσει την “πραγματική κίνηση” με αυτήν του Ζακ Καμμάτ, του οποίου το κείμενο “Η Περιπλάνηση της Ανθρωπότητας” (The Wandering of Humanity) δεν είναι απλά σύγχρονη με αυτά του κλασσικού επιταχυντισμού αλλά μοιράζεται και την κεντρική τους υπόθεση – την πλήρη ενσωμάτωση της εργασίας στο κεφάλαιο – ενώ διαγράφει έαν ριζικά διαφορετικό συμπέρασμα.9 H μετατροπή της ανθρωπότητας σε “κατοικίδιο” από το κεφάλαιο [domestication] θα αντικρουστεί όχι μέσω της Νιτσεϊκής υπέρβασης του “υπερβολικά ανθρώπινου” (την εξαπόλυση των επιθυμητικών-μηχανών κ.λπ.) αλλά μέσω της πλήρους εξόδου της ανθρώπινης κοινότητας από την “κοινότητα του κεφαλαίου” που επιβάλλεται μέσω της πραγματικής υπαγωγής10. Η ομάδα Endnotes ορίζει την κομμουνιστικοποίηση ως την “άμεση καταστροφή της αυτο-παραγώμενης σχέσης στην οποία οι εργάτες ως εργάτες – και το κεφάλαιο ως αυτο-αξιοποιούμενη αξία – βρίσκονται και φτάνουν να βρεθούν”.11 Αλλά, όπως θα δούμε, οι Endnotes απορρίπτουν την ανάλυση του Καμμάτ για την λογική της υπαγωγής όπως και τον ισχυρισμό του ότι οι ανθρώπινες κοινότητες μπορουν να αποσυρθούν από την αυτο-αναπαραγώμενη σχέση του κεφαλαίου. Ισχυρίζονται (ορθά, κατά την άποψή μου) ότι δεν μπορεί να υπάρξει έξοδος από την σχέση-κεφάλαιο γιατί αυτή μας συγκροτεί: “Αυτό που είμαστε συγκροτείται, στο πιο βαθύ επίπεδο, από αυτή τη σχέση, και είναι μια ρήξη με την αναπαραγωγή αυτού που είμαστε που αναγκαστικά θα διαμορφώσει τον ορίζοντα των αγώνων μας”.12 Δεν μπορεί λοιπόν να υπάρξει απόσχιση από τη σχέση-κεφάλαιο, μόνο η κατάργησή της. Η κομμουνιστικοποίηση είναι το όνομα αυτής της κατάργησης-σε-κίνηση. Πρόκειται για μια διαυγή και πειστική/επιβλητική θέση. Αλλά είναι η ακριβής έννοια με την οποία συγκροτούμαστε από τη σχέση-κεφάλαιο καθώς και η σύνδεση ανάμεσα στις διανοητικές και τις πρακτικές συνθήκες της κατάργησής της που θα ήθελα να εξετάσω στη συνέχεια. Το σκεπτικό για κάτι τέτοιο είναι το ακόλουθο: αν και ριζικά ανταγωνιστικά, η κομμουνιστικοποίηση και ο επιταχυντισμός μπορούν να αντιπαρατεθούν χρήσιμα με τέτοιον τρόπο ώστε καθένα να διαφωτίει το “τυφλό σημείο” του άλλου στην συνάρθρωση της διανοητικής και της κοινωνικής αφαίρεσης.

Υλοποιώντας την Αφαίρεση

Καταρχάς είναι αναγκαία μια προκαταρτική διευκρίνηση. Η αντίθεση ανάμεσα στο αφηρημένο και το συγκεκριμένο συνδέεται στενά με την αντίθεση ανάμεσα στο καθολικό και το ειδικό.13 Αυτά τα ζεύγη αντιθέτων σχηματίζουν ένα πλέγμα που επιτρέπει τέσσερις βασικές μεταθέσεις: συγκεκριμένο ειδικό και συγκεκριμένο καθολικό, αφηρημένο ειδικό και αφηρημένο καθολικό. Μόνο οι συζεύξεις αφηρημένο-συγκεκριμένο και καθολικό-ειδικό αποκλείονται ως αντιφατικές. Αλλά ακόμα και αυτό είναι αμφιλεγόμενο αφού ο Μαρξ μιλά για “συγκεκριμένες αφαιρέσεις” και ο Alain Badiou έχει κάνει δημοφιλή την έννοια μιας “καθολικής ιδιομορφίας”. Επιπλέον, πολλοί φιλόσοφοι ακολουθούν τον Χέγκελ ορίζοντας το “συγκεκριμένο” ως αυτό που εμβαπτίζεται σχεσιακά, σε αντίθεση με το “αφηρημένο” που είναι απομονωμένο ή μονόπλευρο. Σε ό,τι ακολουθεί, οι όροι “συγκεκριμένο” και “αφηρημένο” δεν σηματοδοτούν τύπους οντοτήτων, όπως το αντιληπτό ή το μη-αντιληπτό το υλικό και το άυλο. Χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν τους τρόπους με τους οποίους η σκέψη σχετίζεται με τις οντότητες. Όπως έδειξε ο Χέγκελ, αυτό που μοιάζει περισσότερο συγκεκριμένο, η ιδιαιτερότητα ή αισθητή αμεσότητα, είναι ακριβώς αυτό που είναι πιο αφηρημένο, και αυτό που μοιάζει περισσότερο αφηρημένο, η καθολικότηταμ ή η εννοιολογική διαμεσολάβηση, αποδεικνύεται να είναι το πιο συγκεκριμένο.14

Ένας υλισμός που είναι προσηλωμένος στην πραγματικότητα της αφαίρεσης, όπως είναι ο Μαρξισμός, θα πρέπει να μπορεί να εξηγήσει/δικαιολογήσει αυτή την ερμηνεία του αφηρημένου και του συγκεκριμένου χωρίς να γλιστρησει στιν ιδεαλισμό, για τον οποίο μια τέτοια ερμηνεία είναι προκαθορισμένη επειδή η πραγματικότητα είναι εν τέλει εφοδιασμένη με νοητική δομή. Η πρόκληση για τον υλισμό είναι να αναγνωρίσει την πραγματικότητα της αφαίρεσης χωρίς να ενδώσει στην ιδεαλιστική αντίληψη ότι η πραγματικότητα κατέχει μια μη-αναγώγιμη νοητική μορφή. Συνεπώς ο υλισμός θα πρέπει να μπορεί να εξηγήσει τι συνιστά την πραγματικότητα της νοητικά σχηματισμένης αφαίρεσης χωρίς να υποστασιοποιεί αυτή τη μορφή. Το κλειδί στην απο-πραγμοποίηση της αφαίρεσης είναι μια εξήγηση της νοητικής μορφής όπως αυτή παράγεται από τις κοινωνικές πρακτικές. Αυτό απαιτεί τη διάκριση μεταξύ πρακτικής και εργασίας: κάθε εργασία εμπεριέχει πρακτική, αλλά δεν “μετρά” ως εργασία κάθε πρακτική. Η διάκριση αυτή αποδεικνύεται ιδιαίτερα σημαντική όταν θεωρήσουμε την ανάλυση των Endnotes για τη σχέση ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο.

Η θέση του Καμμάτ για την ‘Έξοδο’

Ο Καμμάτ ήταν στενός συνεργάτης του Amadeo Bordiga (συνιδρυτή του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος) και μέλος του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κόμματος (International Communist Party, ICP). Στις αρχές του 1970, απογοητευμένος από τον κομμουνιστικό “προγραμματισμό”, ξεκίνησε μια εσωτερική κριτική στον “παραγωγισμό” του Μαρξ. Ο Καμμάτ ισχυρίζεται ότι ο μαρξισμός, είναι η “αυθεντική συνείδηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ)”.15 Αλλά η εμφάνιση της πραγματικής υπαγωγής ανάγει το έργο του Μαρξ σε “ιστορικό υλισμό”, που είναι:

[Η] αποθέωση της περιπλάνησης στην οποία έχει εμπλακεί η ανθρωπότητα για περισσότερο από έναν αιώνα: [η] ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ως μια εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για την απελευθέρωση. Αλλά εξ ορισμού κάθε ποσοτική ανάπτυξη λαμβάνει χώρα στη σφαίρα του απροσδιόριστου, του ψευδούς απείρου. Ποιος θα μετρήσει το “μέγεθος” των παραγωγικών δυνάμεων για να καθορίσει αν έχει έρθει ή όχι η μεγάλη μέρα; Για τον Μαρξ υπήρχε μια διπλή και αντιφατική κίνηση: η αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων και η εξαθλίωση/φτωχοποίηση των προλετάριων· αυτό θα οδηγούσε σε μια επαναστατική σύγκρουση. Για να το θέσουμε διαφορετικό, υπήρχε μια αντίφαση ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής και την ατομική ιδιοποίηση.16

Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η αντιφατική κίνηση απέτυχε να φανεί στην προσμονή για μια επαναστατική κρίση [issue in the longed for revolutionary crisis]: η στιγμή της σύγκρουσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία μοιάζει να καθυστερεί απροσδιόριστα. Αυτό που έχει αποτρέψει την κρίση είναι η “απόδραση” του κεφαλαίου: το γεγονός ότι “έχει απορροφήσει τις κρίσεις και έχει επιτυχώς προσφέρει μια κοινωνική απόθεμα/εφεδρεία προλετάριων”.17 Η διαφεύγουσα ανάπτυξη του κεφαλαίου διασφαλίζεται από την εμφάνιση της “πραγματικής υπαγωγής” της εργασίας. Τι είναι η πραγματική υπαγωγή; Ο Μαρξ ορίζει την “τυπική υπαγωγή” [formal subsumption] ως τη διαδικασία κατά την οποία το κεφάλαιο ενσωματώνει μια υπάρχουσα εργασιακή διαδικασία: τεχνικές, αγορές, μέσα παραγωγής, εργάτες κ.λπ. Αλλά η ανάπτυξη του κεφαλαίου μετασχηματίζει αδυσώπητα κοινωνικές σχέσεις και και τρόπους εργασίας σύμφωνα με τις αναγκαιότητές του. Η πραγματική υπαγωγή της εργασιακής διαδικασίας συμβαίνει οποτεδήποτε η τελευταία έχει υπαχθεί στην καπιταλιστική παραγωγή, που ο σκοπός είναι απλά η αυτο-αξιοποίηση της αξίας. Γιατ τον Καμμάτ, και για πολλούς άλλους μαρξιστές, αυτή είναι η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Γράφοντας στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Καμμάτ ανιχνεύει την έναρξή της στο τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου (θα θεωρήσουμε στη συνέχεια την κριτική των Endnotes στην χρήση της υπαγωγής από τον Καμμάτ ως εργαλείο περιοδολόγησης. Ο Καμμάτ γράφει ότι από τη στιγμή που το κεφάλαιο έχει υπαγάγει πλήρως την εργασία:

Η ανάπτυξη στο πλαίσιο της περιπλάνησης είναι ανάπτυξη στο πλαίσιο της μυστικοποίησης. Ο Μαρξ θεώρηση την μυστικοποίηση (στμ. φετιχισμό) το αποτέλεσμα μιας αντεστραμμένης σχέσης: το κεφάλαιο, το προϊόν της δραστηριότητας των εργατών, εμφανίζεται να είναι ο δημιουργός. [Αλλά] η μυστικοποίηση ριζώνεται σε πραγματικά γεγονότα· είναι η ίδια η πραγματικότητα σε εξέλιξη που μυστικοποιεί. Κάτι μυστικοποιείται ακόμα και μέσα από την πάλη του προλεταριάτου εναντίον του κεφαλαίου· η γενικευμένη μυστικοποίηση είναι ο θρίαμβος του κεφαλαίου. Αλλά αν, ως μια συνέπεια του ανθρωπομορφισμού της, αυτή η πραγματικότητα που παράγεται από την μυστικοποίηση είναι τώρα η μοναδική πραγματικότητα, τότε το ερώτημα θα πρέπει να τεθεί διαφορετικά. 1) Από τη στιγμή που η μυστικοποίηση είναι ευσταθής και πραγματική, δεν έχει νόημα να περιμένουμε για μια απομυστικοποίηση που θα εξέθετε την αλήθεια της πρότερης κατάστασης (δηλαδή της συνθήκης της τυπικής υπαγωγής). 2) Εξαιτίας της “διαφυγής” του κεφαλαίου, η μυστικοποίηση εμφανίζεται ως πραγματικότητα και συνεπώς η μυστικοποίηση “καταρροφάται” και καθίσταται ανενεργή/μη-λειτουργική. Έχουμε τον δεσποτισμό του κεφαλαίου.18

Η διαδικασία αξιοποίησης (στμ. παραγωγής αξίας) υπαγάγει την δραστηριότητα των εργατών στη δραστηριότητα του κεφαλαίου. Ο δεσποτισμός της πραγματικής υπαγωγής καθιστά την κριτική της ιδεολογίας περιττή (εδώ ο Καμμάτ φτάνει, μέσω μιας διαφορετικη διαδρομής, στο ίδιο συμπέρασμα με τους “επιταχυντιστές” συγχρόνους του Ντελέζ-Γκουαταρί, Λυοτάρ και Μπορντριγιά). Συνεχίζει:

Ο ισχυρισμός ότι η μυστικοποίηση είναι ακόμα λειτουργική θα σήμαινε ότι τα ανθρώπινα όντα είναι ικανά να εμπλέκονται σε πραγματικές σχέσεις που μυστικοποιούνται συνεχώς. Στην πραγματικότητα, η μυστικοποίηση ηταν ενεργή κάποτε και έγινε πραγματικότητα. Αναφέρεται σε ένα ιστορικό στάδιο πο ολοκληρώθηκε στο παρελθόν […] Τόσο η μυστικοποιητική-μυστικοποιημένη πραγματικότητα όσο και η προηγουμένως μυστικοποιημένη πραγματικότητα θα πρέπει να καταστραφούν. Η μυστικοποίηση είναι “ορατή” μόνο αν κάποιος σπάσει τα όρια (χωρίς αυταπάτες για τα όρια αυτής της ρήξης) των αναπαραστάσεων του κεφαλαίου.19

Έχοντας εγκαταστήσει την μυστικοποίηση στη θέση της πραγματικότητα, ο καπιταλισμός συγκροτεί τώρα τον εαυτό του ως μια “υλική κοινότητα” γινόμενος η ίδια η αναπαράστασή του. Ο τρόπος σκέψης του Καμμάτ είναι εδώ απογοητευτικά υπαινικτικός αλλά μπορεί δοκιμαστικά να ανακατασκευαστεί. Στις συνθήκες της πραγματικής υπαγωγής, οτιδήποτε παράγεται από τα ανθρώπινα όντα, είτε χειρονακτικά είτε διανοητικά, διαμεσολαβείται από την αξιακής-μορφή και συνεπώς αναπαρίσταται αφηρημένα ως ισοδύναμο με οτιδήποτε άλλο. Η αξία ως γενικευμένο ισοδύναμο ανάγει τα πάντα στην αξία που αντιπροσωπεύει και μετατρέπει οτιδήποτε σε μια αναπαράσταση της αξίας. Κάνοντάς το αυτό, το κεφάλαιο αναπαριστά τον εαυτό του ως την σχέση μέσω της οποίας κάθε πράγμα (πχ. Εμπόρευμα) αναπαρίστασι στη σχέση του με οτιδήποτε άλλο. Κάθε εργασία ανάγεται στην αφηρημένη αυτο-αξιοποίηση του ίδιου του κεφαλαίου:

Ο καπιταλισμός γίνεται αναπαράσταση μέσα από την ακόλουθη ιστορική κίνηση: η αξία ανταλλαγής αυτονομείται, τα ανθρώπινα όντα απαλλοτριώνονται, η ανθρώπινη δραστηριότητα ανάγεται σε εργασία και η εργασία ανάγεται σε αφηρημένη εργασία […] Το κεφάλαιο ανακατασκευάζει τον ανθρώπινο είδος ως μια λειτουργία της διαδικασίας του…[Κατ’ αυτόν τον τρόπο] ολόκληρη η ανθρώπινη δραστηριότητα καθιστά το κεφάλαιο “αιώνιο”.20

Ο Καμμάτ διαβλέπει τότε τρεις πιθανές εκβάσεις του ΚΤΠ:

1. [Την] πλήρη αυτονομία του κεφαλαίου: μια μηχανιστική ουτοπία όπου τα ανθρώπινα όντα γίνονται απλά εξαρτήματα ενός αυτοματοποιημένου συστήματος, αν και διατηρούν ακόμα έναν εκτελεστικό/διευθυντικό ρόλο

2. [Την] μετάλλαξη του ανθρώπινου όντος, ή μάλλον, μια αλλαγή του είδους: [την] παραγωγή ενός τέλεια προγραμματιζόμενου όντος που έχει χάσει όλα τα χαρακτηριστικά του είδους homo sapiens [με τα χαρακτηριστικά αυτά να είναι, κατά την άποψη του Καμμάτ, οι δεξιότητες των “δημιουργών, παραγωγών, χρηστών” παρά των απλών εργατών]

3. Γενικευμένη τρέλλα: στην θέση των ανθρωπίνων όντων και στη βάση των τωρινών περιορισμών τους, το κεφάλαιο υλοποιεί οτιδήποτε επιθυμούν (φυσιολογικό ή αφύσικο), αλλά τα ανθρώπινα όντα δεν μπορούν να “βρουν” τον εαυτό τους και η απόλαυση διαρκώς μετατίθεται στο μέλλον. Το ανθρώπινο ον άγεται στην απόδραση/φυγή του κεφαλαίου και το διατηρεί σε κίνηση [The human being is carried off in the run-away of capital, and keeps it going].

Το συμπέρασμα αυτής της διάγνωσης είναι ο ισχυρισμός ότι το κλασσικό μαρξιστικό σχέδιο της αποδέσμευσης των παραγωγικών δυνάμεων από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δεν είναι τίποτα άλλο από την αυτοσυνειδησία/αυτογνωσία (δηλαδή την μυστηριώδη αυτο-αναπαράσταση) του ΚΤΠ. Επειδή απέτυχε να προβλέψει/προείδει την “απόδραση” του κεφαλαίου, ο Μαρξισμός παραμένει συνεργός στην αυτο-αξιοποίηση του ίδιου του κεφαλαίου: στερείται των κριτικών πόρων που απαιτούνται για να επιφέρει μια αποφασιστική ρήξη με τον καπιταλισμό και όλα τα έργα του. Έτσι, ο Καμμάτ απορρίπτει την προτερότητα της παραγωγής και τον συνακόλουθο ορισμό του κομμουνισμού ως του “ελεύθερου συνεταιρίζεσυαι των παραγωγών”:

Ο κομμουνισμός δεν είναι ένας καινούριος τρόπος παραγωγής· είναι η επιβεβαίωση μιας καινούριας κοινότητας [Gemeinwesen]. Είναι ένα ζήτημα ύπαρξης, ζωής, αν μη τι άλλο επειδή είναι μια θεμελιώδης μετατόπιση: από την παραγόμενη δραστηριότητα στο υποκείμενο που την παρήγαγε. Μέχρι τώρα, γυναίκες και άντρες έχουν αποξενωθεί από αυτή την παραγωγή. Δεν θα αποκτήσουν την κυριαρχία πάνω στην παραγωγή αλλά θα δημιουργήσουν καινούριες σχέσεις μεταξύ τους που θα καθορίσουν μια εντελώς διαφορετική δραστηριότητα.21

Ενώ η κοινωνία υποδουλώνει την δημιουργούσα ζωή στην δημιουργούμενη δραστηριότητα, η κοινότητα επαναθεμελιώνει την προτερότητα του δημιουργούντος επί του δημιουργημένου. “Κουρεμένη” από τα μυστήρια του παραγωγισμού, η επανάσταση είναι απλά η ανατροπή αυτής της αντεστραμμένης ιεραρχίας. Μέσω αυτής της ανατροπής, η “πραγματική κίνηση” του κομμουνισμού συνιστά μια καινούρια μορφή ζωής. Εγκαινιάζεται με μια νέα ανθρώπινη κοινότητα που έρχεται σε ρήξη με τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές, διευκολύνοντας έτσι διαφορετικούς, αν όχι χωρίς προηγούμενο, τρόπου εκφραστικής δραστηριότητας.

Υπάρχει μια άμεση ανταπάντηση στην ανάλυση του Καμμάτ: η απεύθυνσή του σε μια ανθρώπινη κοινότητα που οι βασικές της εκφραστικές τροπικότητες παραμένουν σταθερές στις χιλιετίες κοινωνικού και ιστορικού μετασχηματισμού είναι μια αφαίρεση με την πλέον προβληματική έννοια. Ο Καμμάτ υποστασιοποιεί ένα σύνολο εκφραστικών ικανοτήτων που εμμένουν όχι μόνο ανεξάρτητα από τον καπιταλισμό αλλά από οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής οργάνωσης: “δημιουργείν”, “παράγειν” και “χρησιμοποιείν” τίθενται αξιωματικά/προϋποτίθενται ως αναλλοίωτες της ανθρώπινης ζωής ως τέτοιας. Αλλά η απόδοση αυτών των ικανοτήτων στη “ζωή” τις καθιστά απροσδιόριστες: δεν είναι πλέον κοινωνικο-ιστορικές ή έστω βιολογικές κατηγορίες, αλλά αξιώματα μιας θεωρησιακής ανθρωπολογίας. Επιπλέον, η επιβεβαίωση της κοινότητας επί της κοινωνίας απηχεί άθελά της μια οικεία αντιδραστική αλληγορία: ενώ η κοινότητα διασφαλίζει ότι οι κοινωνικοί ρόλοι, αξίες και πεποιθήσεις παραμένουν στέρεα ριζωμένες σε διαπροσωπικές σχέσεις, η κοινωνία θέτει αυτές τις σχέσεις σε κίνδυνο θεσμίζοντας απρόσωπους ρόλους, τυπικές αξίες και αντικειμενικές πεποιθήσεις στη βάση έμμεσων αλληλεπιδράσεων. Εδώ η αποκήρυξη από τον Καμμάτ του δεσποτισμού του κεφαλαίου ανεπαίσθητα αλλάζει [shades into] σε μια απάρνηση της νεωτερικότητας, η οποία γίνεται ένα κρυπτογράφημα για την περιπλάνηση της ανθρωπότητας μακριά από τον αυθεντικό κοινοτισμό της [communality].

Όμως, σε έναν πλανήτη με εφτά δισεκατομμύρια ανθρώπους, η διαμεσολάβηση του διαπροσωπικού από το απρόσωπο είναι όχι απλά αναπόφευκτη αλλά απαραίτητη. Προσδένοντας την συλλογικότητα στην κοινότητα παρεμποδίζει την ανάγκη για μια εκτεταμένη στο μέγιστο δυνατό ανθρώπινη αλληλεγγύη. Η εμπεριεκτικότητα/πληρότητα του “εμείς” απαιτεί κάποια μέτρα αποπροσωποποίησης. Το απρόσωπο/αποστασιοποίηση, η αμεροληψία και η αντικειμενικότητα δεν είναι απαραίτητα παθολογίες της κοινωνικής αλλοτρίωσης· μπορούν να είναι (και έχουν υπάρξει) θετικές πηγές για τη διεύρυνση των οριζόντων της κοινωνικοποίησης πέρα από τα στενά κοινοτιστικά όρια. Είναι ακριβώς η γενόσημη/ειδολογική ταύτιση με αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί “είναι-του-είδους” [species being], κατανοούμενο όχι ως βιολογική κατηγορία αλλά ως η ικανότητα για συλλογικό αυτο-μετασχηματισμό (πέραν της αυτο-αναπαραγωγής), που αποτρέπει τις διαιρετικές ταυτοποιήσεις της ατομικότητας, της εθνότητας, της εθνικότητας/ιθαγένειας κ.λπ.22 Ο κομμουνισμός όπως τον εννοεί ο Μαρξ είναι η υλοποίηση αυτού που διαφορετικά θα παρέμενε ένα αφηρημένο ιδεώδες για την ανθρωπότητα. Επειδή δεν είναι αγκυστρωμένη σε οποιονδήποτε ιστορικό τρόπο παραγωγής, η κοινότητα που επικαλείται ο Καμμάτ γίνεται ένα Αρχιμήδειο σημείο23 από το οποίο η ανθρωπότητα έχει, υποτίθεται, περιπλανηθεί. Για τον Καμμάτ, η εμφάνιση της πραγματικής υπαγωγής μοιάζει να σηματοδοτεί την τερματική φάση της μοιραίας αυτι-αποξένωσης της ανθρωπότητας. Αλλά υπάρχουν λόγοι να αμφισβητούμε κατά πόσον η διάκριση μεταξύ τυπικής και πραγματικής υπαγωγής μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει διακριτές διαδοχικές φάσεις της ιστορικής ελέλιξης του καπιταλισμού. Ειδωμένη αναλυτικά παρά ιστορικά, φαίνεται η τυπική και η πραγματική υπαγωγή να είναι ταυτόχρονες, αλληλοένδετες/πεπλεγμένες φάσεις της σχέσης-κεφάλαιο. Επιπλέον, η επιμονή του Καμμάτ ότι το κεφάλαιο έχει πλέον πετύχει πλήρη κυριαρχία, όχι απλά στη σφαίρα της παραγωγής αλλά πάνω σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ύπαρξης, είναι εξίσου διαμφισβητούμενη. Αυτό είναι ένα σημείο που θίγεται εμφατικά από τους Endnotes:

Η εργασιακή διαδικασία τόσο στην πραγματική όσο και στην τυπική υπαγωγή είναι η άμεση παραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου. Τίποτα συγκρίσιμο δεν μπορεί να ειπωθεί για οτιδήποτε πέραν της παραγωγικής διαδικασίας, γιατί είναι μόνο η παραγωγή που το κεφάλαιο διεκδικεί άμεσα ως δική του. Ενώ είναι σωστό ότι η διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου στην ολότητά της είναι η ενότητα των διαδικασιών παραγωγής και κυκλοφορίας, και ενώ το κεφάλαιο επιφέρει μετασχηματισμούς στον κόσμο πέραν της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας, αυτοί οι μετασχηματισμοί δεν μπορούν να συλληφθούν με τους ίδιους όρους με αυτούς που προκύπτουν εντός της διαδικασίας αυτής κάτω από την πραγματική υπαγωγή. Τίποτα εξωτερικό της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας δεν γίνεται στην πραγματικότητα κεφάλαιο ούτε, αυστηρά μιλώντας, υπάγεται κάτω από το κεφάλαιο.24

Έτσι, αν και αναγνωρίζουν στον Καμμάτ τα εύσημα για την σύλληψη της “οντολογικής αντιστροφής, την κατοχή της υλικής ζωής από το πνεύμα του κεφαλαίου”,25 οι Endnotes βλέπουν στην ανάλυσή του για την πλήρη υπαγωγή “την λογική που θα [τον] προωθούσε προς μια πολιτική που περιλαμβάνει ελάχιστα παραπάνω από τον αφηρημένο ισχυρισμό κάποιας αληθινής ανθρώπινης κοινότητας εναντίον μιας μονολιθικής καπιταλιστικής ολότητας, και από την ανάγκη να ‘αφήσουμε αυτόν τον κόσμο’”.26 Εν τούτοις, αν και συμφωνούν με τον Καμμάτ ότι “η αξία και το κεφάλαιο συνιστούν μια ισχυρή, ολοποιητική μορφή κοινωνικοποίησης που διαμορφώνει κάθε πτυχή της ζωής” και αναγνωρίζουν ότι “το ξεπέρασμα [της αξίας και του κεφαλαίου] απαιτούν έναν ριζικό μετασχηματισμό κάθε σφαίρας της ζωής”27, οι Endnotes αναγνωρίζουν επίσης ότι η “μη-εξημερωμένη” ανθρωπότητα του Καμμάτ που υπάρχει εκτός της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης είναι το συμπέρασμα ενός ιδεώδους μάλλον παρά ο κινητήρας ενός πραγματικού κινήματος. Οπότε το ερώτημα είναι: δεδομένης της “οντολογικής αντιστροφής” μέσω της οποίας η ίδια η “υλική ζωή” “εμφυσάται/εμψυχώνεται” τώρα από το κεφάλαιο, ποιός ή ποιοί είναι οι φορείς της κομμουνιστικοποίησης;

Το Παράδοξο της Αυτο-κατάργησης

Οι Endnotes αποκηρύσσουν εμφατικά την ιδέα ότι η κομμουνιστικοποίηση συνίσταται σε μια άμεση απόσχιση από την σχέση-κεφάλαιο. Διαμορφώνουν αυτό που είναι ίσως η πιο πειστική αντίρρηση στην “θέση της εξόδου”. Αντίρρηση που απευθύνεται όχι μόνο στον Καμμάτ αλλά και σε ομάδες όπως η Tiqqun και η Αόρατη Επιτροπή28 (The Invisible Committee):

Αντί ενός θεωρητικού ξεκαθαρίσματος [reckoning] με την συγκεκριμένη ολότητα την οποία θα πρέπει να ξεπεράσουμε σε όλους τους καθορισμούς της, ή μια ανακατασκευή του πραγματικού ορίζοντα της ταξικής σχέσης, παίρνουμε έναν χωρισμό της ολότητας σε δυο βασικές αφαιρέσεις [δηλαδή της καπιταλιστικής κοινωνίας και της ανθρώπινης κοινότητας], και ένα απλό σύνολο παραινέσεων και πρακτικών συνταγών που η πραγματική θεωρητική τους λειτουργία είναι να φέρουν μαζί για μια ακόμα φορά αυτές τις αφαιρέσεις.29

Είναι η ίδια η αφαιρετικότητα της θεωρητικής εξόδου της ανθρωπότητας από το κεφάλαιο που άθελα εγγυάται την συνεχιζόμενη υπαγωγή της στο κεφάλαιο. Αυτό είναι το θεμελιώδες πρόβλημα. Για τους Endnotes, το γεγονός ότι ο διαλεκτικός ανταγωνισμός ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία έχει αποτύχει να καταλήξει στην επαναστατική ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής δεν είναι απλά μια ατυχής συγκυρία/συμβάν, το αποτέλεσμα χαμμένων ευκαιριών. Είναι μια αναπόφευκτη συνέπεια της λογικής της συσσώρευσης του κεφαλαίου:

Καθώς συσσωρεύεται, το κεφάλαιο τείνει και να εκμεταλλεύεται λιγότερους εργάτες, αποβάλλοντας εργατική δύναμη από την παραγωγή (τόσο σχετικά όσο και τελικά απόλυτα) και να αυξάνει τον ρυθμό εκμετάλλευσης μεταξύ της σχετικά απομειούμενης εργασιακής δύναμης.30

Έτσι η συσσώρευση από το κεφάλαιο μιας διαρκώς αυξανόμενης υπεραξίας συνοδεύεται από έναν διαρκώς αυξανόμενο “πλεονάζοντα πληθυσμό” που αποκλείεται από την παραγωγική διαδικασία. Το προλεταριάτο γίνεται αυτό που παράγεται από το κεφάλαιο χωρίς να παράγει κεφάλαιο”.31 Το αποτέλεσμα είναι η αποσύνθεση του αυτοπροσδιορισμού του προλεταριάτου ως των παραγωγών του κεφαλαίου. Γίνεται αδύνατο για το προλεταριάτο να επιβεβαιώσει τον εαυτό ως τέτοιο στον ανταγωνισμό του με το κεφάλαιο.32 Αυτός είναι ο λόγος που η κομμουνιστικοποίηση δεν μπορεί πλέον να εννοείται ως το τελικό αποτέλεσμα της επαναστατικής κατάληψης των μέσων παραγωγής από τους εργάτες. Θα πρέπει να επανασυλληφθεί ως μια μη-μεταβατική διαδικασία, μια εμμενής κίνηση που συνίσταται στην καταστροφή της σχέσης μέσω της οποίας το κεφάλαιο αναπαράγει την εργασία ενώ η εργασία αναπαράγει το κεφάλαιο.33

Έτσι, οι Endnotes ορίζουν την κομμουνιστικοποίηση ως μια προσπάθεια απάντησης στο ακόλουθο ερώτημα:

Πώς θα λάβει χώρα το ξεπέρσμα της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης με δεδομένο ότι είναι αδύνατον για το προλεταριάτο να επιβεβαιώσει τον εαυτό του ως τάξη ενώ παρ’ όλα αυτά βρισκόμαστε ακόμα αντιμέτωποι με το πρόβλημα αυτής της σχέσης;34

Η απάντησή τους στο ερώτημα αυτό καθορίζει αυτό που είναι ίσως η πιο εκλεπτυσμένη διατύπωση της θέσης της κομμουνιστικοποίησης και αξίζει να παρατεθεί εκτενώς:

Η κομμουνιστικοποίηση είναι ένα κίνημα στο επίπεδο της ολότητας, μέσω της οποία αυτή η ολότητα καταργείται. Η λογική της κινήματος που καταργεί αυτή την ολότητα διαφέρει αναγκαστικά από αυτήν που εφαρμόζεται στο επίπεδο του συγκεκριμένου ατόμου ή ομάδας: δεν χρειάζεται να πούμε ότι κανένα άτομο ή ομάδα δεν μπορεί να ξεπεράσει την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης μέσα από τις δικές του πράξεις. Ο προσδιορισμός μιας μεμονωμένης πράξης ως ‘κομμουνιστικοποιητικής” απορρέει αποκλειστικά και μόνο από το συνολικό κίνημα του οποίου αποτελεί μέρος, όχι από την ίδια την πράξη, οπότε θα ήταν λάθος να σκεφτόμαστε την επανάσταση με όρους ενός αθροίσματος από ήδη-κομμουνιστικοποιητικές πράξεις, λες και το μόνο που θα χρειαζόταν θα ήταν μια συγκεκριμένη συσσώρευση τέτοιων πράξεων σε ένα κρίσιμο σημείο […] Η κομμουνιστικοποίηση συμβαίνει μόνο στο όριο μιας πάλης, στο ρήγμα που διανοίγεται καθώς αυτη η πάλη συναντά το όριό της και ωθείται πέρα από αυτό […] [Σε] οποιαδήποτε πραγματική υπέρβαση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης είμαστε εμείς οι ίδιοι που θα πρέπει να μας ξεπεράσουμε· ‘εμείς’ δεν έχουμε καμμιά άλλη ‘θέση’ πέρα από την καπιταλιστική ταξική σχέση. Αυτό που είμαστε, στο βαθύτερο επίπεδο, συγκροτείται από αυτή τη σχέση και είναι μια ρήξη με την αναπαραγωγή αυτού που είμαστε που θα σχηματίσει απαραίτητα τον ορίζοντα των αγώνων μας […] Σ’ αυτή την περίοδο το ‘εμείς’ της επανάστασης δεν επιβεβαιώνει τον εαυτό του, δεν αυτοπροσδιορίζεται θετικά, γιατί δεν μπορεί· δεν μπορεί να αυτεπιβεβαιωθεί απέναντι στο ‘αυτοί’ του κεφαλαίου χωρίς να βρεθεί αντιμέτωπο με το πρόβλημα της ίδιας του της ύπαρξης – μια ύπαρξη που το ξεπέρασμά της θα είναι η ίδια η φύση της επανάστασης. Δεν υπάρχει τίποτα να καταφανθεί στην καπιταλιστική ταξική σχέση· ούτε αυτονομία, ούτε εναλλακτική, ούτε “απέξω”, ούτε απόσχιση.35

Πρόκειται για ένα αξιοσημείωτο απόσπασμα. Καθώς το “εμείς” συνίσταται από την ταξική σχέση, η αυτο-υπέρβαση του “εμείς” είναι η υπέρβαση της σχέσης που το συγκροτεί. Αυτό είναι σίγουρα θεωρητικά ασυμβίβαστο (και αξιοθαύμαστο εξαιτίας αυτού). Αλλά είναι επίσης και παραδοξολογικό, και ο παραδοξολογικός χαρακτήρας του επιδεινώνει την κατάστασή του ως ενός ισχυρισμού που συναρθρώνει την νοητική και την κοινωνική αφαίρεση σε ένα οντολογικό επίπεδο. Το παράδοξο είναι το ακόλουθο: αν “εμείς” συγκροτούμαστε από την ταξική σχέση που πρέπει να ξεπεράσουμε, τότε η υπέρβαση αυτής της σχέσης είναι επίσης η υπέρβαση του φορέα της υπέρβασης, και συνεπώς η ακύρωση της υπέρβασης και η επαναφορά του “εμείς”. Αφού “εμείς” δεν έχουμε θέση άλλη από την ταξική σχέση, δεν “είμαστε” τίποτα έξω από αυτή τη σχέση. Αλλά τότε η στιγμή της κατάργησης αυτής της σχέσης είναι επίσης η κατάργηση της κατάργησης. Μπορεί ο επαναστατικός φορέας – που υποτίθεται ότι ιχνηλατεί “την πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων” – όντως να κατασκευαστεί στη βάση ενός τέτοιου φαινομενικά ακυρωτικού παραδόξου; Αν η απάντηση είναι καταφατική, τότε θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε την ακριβή έννοια με την οποία η συνάρθρωση από τους Endnotes της εννοιολογικής και της κοινωνικής αφαίρεσης έχει ένα οντολογικό στήριγμα.36

Η συνάρθρωση είναι οντολογική επειδή οι αφαιρέσεις του καπιταλισμού είναι πραγματικές: υπάγοντας την εργασία, η αξιακής-μορφή λογικοποιεί τις κοινωνικές πρακτικές μέσω των οποίων οι άνθρωποι αναπαράγουν τους εαυτούς τους και το κεφάλαιο:

Αυτό που σε ένα επιίπεδο είναι απλά ενδεχομενικό σχετικά με την λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου – οι υλικές και πνευματικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και ανάμεσα στους ανθρώπους και τη φύση – λογικοποιείται το ίδιο – δηλαδή τίθεται υπό την λογική της μορφής-κεφάλαιο της αξίας – ως ένα αποτέλεσμα της υπαγωγής της εργασίας κάτω από το κεφάλαιο, καθώς και της αυτο-αναπαραγωγής της σχέσης της αμοιβαίας συνεπαγωγής ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο.37

Αυτή η λογικοποίηση της κοινωνικής πραγματικότητας εξηγεί γιατί μπορεί να υπάρχει μια αντίθεση ανάμεσα σε αυτό που οι άνθρωποι σκέφτονται και κάνουν καθώς σχετίζονται με τους εαυτούς τους ή αυτό που σκέφτονται και κάνουν καθώς αναπαράγουν το κεφάλαιο. Αλλά η λογικοποίηση αυτή από την αξιακή-μορφή δεν είναι απόλυτη: εφαρμόζεται στις ανθρώπινες δραστηριότητες και πρακτικές μόνο στον βαθμό που συνιστούν εργασία. Αυτές οι δραστηριότητες και πρακτικές εμμένουν εντός της σχέσης-κεφάλαιο ως φαινόμενα τα οποίας [το κεφάλαιο] έχει ενσωματώσει αλλά δεν έχει απορροφήσει πλήρως. Δεν έχουν απορροφηθεί πλήρως γιατί συνιστούν τη διαδικασία μέσω της οποίας το κεφάλαιο απορροφά εργασία. Η αυτο-αναπαραγωγή του κεφαλαίου συνίσταται σε φαινόμενα που δεν μπορεί να αναπαράγει, ακόμα και αν αναπαράγει την εργασία η οποία στην συνέχεια το αναπαράγει. Συνεπώς, η λογικοποίηση της πραγματικότητας από το κεφάλαιο περιορίζεται [τελεί υπό την συνθήκη] από αυτήν την πραγματικότητα· αυτό είναι το οχύρωμα από τον απόλυτο ιδεαλισμό, ο οποίος θα υποστασιοποιούσε το κεφάλαιο ως ένα πλήρως αυτόνομο, αυτο-κινούμενο αντικείμενο (μια causa sui38 ή αλλιώς αυτο-αίτιο ον ένα ον που είναι η αιτία του εαυτού του, της δημιουργίας του) που “επιπλέει” ελεύθερη οποιασδήποτε υλικής πραγματικότητας:

Χωρίς ανθρώπινες σχέσεις και πρακτικές που συντηρούνται/υφίστανται με τον “τρόπο να απορρίπτονται/συναντούν άρνηση” μέσω της διεστραμμένης, φετιχιστικής μορφής των οικονομικών κατηγοριών, δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν οικονομικές κατηγορίες: ούτε αξία, ούτε εμπορεύματα, χρήμα ή κεφάλαιο. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι η εργασία θα έπρεπε να κατανοηθεί ως, κατά κάποιο τρόπο, συγκροτητικό της όλης διαδικασίας· ούτε θα έπρεπε να θεωρηθεί πρωταρχική. Οι φετιχιστικές μορφές του κεφαλαίου κανονικά συλλαμβάνονται και κριτικάρονται ως αυτο-κινούμενες, διεστραμμένες μορφές της κοινωνικής πρακτικής.39

Κατά συνέπεια, το “κεφάλαιο δεν είναι τίποτα άλλο από μια διεστραμμένη μορφή των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων”.40 Αλλά είναι οι “ανθρώπινες σχέσεις και πρακτικές” μάλλον και όχι η εργασία που δημιουργούν τις πραγματικές αφαιρέσεις του κεφαλαίου. Από την σκοπιά της συστηματικής διαλεκτικής που ασπάζονται οι Endnotes, η εργασία είναι ήδη εγγεγραμμένη εντός της αξιακής-μορφής ως η “υποτιθέμενη προϋπόθεσή” της [posited presupposition].41 Ενώ το κεφάλαιο υποθέτει την εργασία που του παρέχει την ουσία του (δηλαδή την προϋπόθεσή του), αυτή η υπόθεση η ίδια συγκροτείται τελικά από το εξαιρετικά πολύπλοκο σύνολο42 των ανθρωπίνων πρακτικών χωρίς τις οποίες η αυτο-αξιοποίηση του κεφαλαίου δεν θα ήταν. Η υπαγωγή της εργασίας από την αξία ως “υποτιθέμενης προϋπόθεσης” προϋποθέτει επίσης κάτι που που δεν υποθέτει: την αυθόρμητη ανθρώπινη δραστηριότητα. Όπως ξεκαθαρίζουν οι ίδιοι οι Endnotes, η αυθορμησία που επικαλούνται εδώ θα πρέπει να κατανοηθεί με την καντιανή έννοια, ως ο προσδιορισμός της αίσθησης που ασκείται από την ανθρώπινη νόηση κατά την πράξη της σκέψης. Ο Καντ αποδίδει την αυθορμησία σε αυτό που αποκαλεί “καθαρή ενσυναίσθηση/αυτοσυνειδησία” [pure apperception]:

Τον 18ο αιώνα, όταν ο Καντ περιέγραψε την υπερβατική ενότητα της ενσυναίσθησης – το γεγονός ότι έχω επίγνωση του εαυτού μου με το να έχω τις δικές μου εμπειρίες – το αποκάλεσε αυτό μια αυθόρμητη πράξη. Ο Καντ εννοούσε το αντίθετο κάτι που είναι φυσικό [natural]. Μια αυθόρμητη πράξη είναι μια πράξη που προκύπτει ελεύθερα. Στην πραγματικότητα η λέξη spontaneous προέρχεται από την λατινική λέξη sponte, που σημαίνει “με τη συμφωνία κάποιου, ελεύθερα, εμπρόθετα”. Με αυτή την έννοια, η αυθορμησία δεν έχει να κάνει με το να δρα κανείς καταναγκαστικά ή αυτόματα. Έχει να κάνει με το να δρα χωρίς εξωτερικούς περιορισμούς ή δεσμεύσεις.43

Η αυθορμησία κατά την υπερβατική, σε αντίθεση με την εμπειρική, έννοια του Καντ, είναι η έσχατη πηγή της ανθρώπινης ελευθερίας. Μοιάζει εύλογο να υπονοήσουμε ότι οι Endnotes χρειάζεται εδώ να καταφύγουν στην ελευθερία με αυτή την υπερβατική έννοια για να μπορέσουν να αποφύγουν το παράδοξο της αυτο-κατάργησης γειώνοντας την δυνατότητα της ανθρώπινης μεσιτείας σε μια πηγή που είναι ανεξάρτητη από την ταξική σχέση. Ως η έσχατη πηγή της ανθρώπινης δραστηριότητας, αυτή η υπερβατική (σε αντίθεση με την εμπειρική) αυθορμησία μπορεί να ερμηνευθεί ως αυτό που συγκροτεί την ταξική σχέση ανεξάρτητα από την συγκρότηση του “εμείς” από την ταξική σχέση. Το παράδοξο, τότε, εξουδετερώνεται επειδή ο φορέας της κατάργησης είναι διακριτός από τον καταργημένο φορέα. Αλλά αντιπαραβάλλοντας την αυθορμησία στην υποχρέωση, οι Endnotes διακινδυνεύουν να αναζωογονήσουν έναν υπερβατικό βολονταρισμό, στον οποίον η ανθρώπινη βούληση ενεργεί σαν ένας μυστηριώδης, για να μην πούμε υπερφυσικός, αμετακίνητος υποκινητής, αδιαπέραστος από εξωτερικούς καθορισμούς. Αυτή είναι η οικεία και πολύ γελειοποιημένη καρικατούρα του Καντ. Υπάρχει μια καλλίτερημ πιο διαλεκτική ανάγνωσή του, που κατανοεί την ελευθερία που ασκείται στην αυθορμησία της αυτεπίγνωσης/αυτοσυνειδησίας ως προκύπτουσα από τον εναγκαλισμό από την βούληση ενός διυποκειμενικού θεσμισμένου κανόνα, παρά ως μια εντελώς μη-καθορισμένη έκρηξη εκ του μηδενός. Η ελευθερία με αυτή την έννοια δεν είναι απλά η απουσία εξωτερικού καθορισμού αλλά ο ορθολογικός αυτο-καθορισμός του φορέα στην και δια της υιοθέτησης εκ μέρους του ενός καθολικά εφαρμόσιμου κανόνα.44

Από αυτή την άποψη, ο νομιναλισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα όπλο της υλιστικής ανάλυσης που απομυστικοποιεί την ιδεαλιστική υποστασιοποίηση της αφαίρεσης. Στην μεταγλωσσική εκδοχή του νομιναλισμού από τον Wilfrid Sellars, η οποία είναι πιθανώς η πιο εξεζητημένη επεξεργασία αυτής της θέσης που έχει επινοηθεί μέχρι τώρα, η αναφορά στις αφηρημένες οντότητες εξηγείται ως μια υλιστική τροπικότητα του μεταγλωσσικού λόγου σχετικά με την γλωσσική λειτουργία, ενώ αυτή η λειτουργία με τη σειρά της ταυτίζεται με πρότυπα/σχήματα γλωσσικών ετικετών [tokenings].45 Αυτό που αξίζει ιδιαίτερα στην ανάλυση του Sellars από μια υλιστική άποψη είναι ότι αντιμετωπίζει τις αφηρημένες οντότητες ως υποστασιοποιημένες γλωσσικές λειτουργίες46. Δείχνει πώς η νοητική μορφή αγκυρώνεται στην γλωσσική λειτουργία και γειώνει την γλωσσική λειτουργία στην κοινωνική πρακτική. Φυσικά, η ανάλυση του Sellars δεν προχωρά στην εξήγηση της φύσης της σύνδεσης ανάμεσα στην γλωσσική λειτουργία και την κοινωνική πρακτική. Δεν έχει μια θεωρία για την δεύτερη. Αλλά το έργο του έχει το αξιοσημείωτο προσόν να μας λέει τι είναι πραγματικά οι αφηρημένες οντότητες. Αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα προς μια εξήγηση του πώς οι φαινομενικά αυτο-κινούμενες αφαιρέσεις του κεφαλαίου κινούνται στην πραγματικότητα από τις δραστηριότητες και τις πρακτικές των ανθρώπων.

Η αδύνατη σχέση

Αλλά αν είναι ένα πράγμα να αποκαλύψει κανείς ότι η πραγματικότητα της αφαίρεσης είναι ριζωμένη στην ανθρώπινη πρακτική είναι άλλο να εξηγήσει πώς και ποια πρακτική μπορεί να εφαρμοστεί για να μας απελευθερώσει από το άρπαγμα των αφαιρέσεων στις οποίες μας έχει υποτάξει. Ακόμα και αν κάποιος δεχτεί ότι οι αφαιρέσεις του κεφαλαίου γεννιούνται μέσω των ανθρωπίνων πρακτικών πώς υποτίθεται ότι αυτές οι πρακτικές συγκροτούν έναν κομμουνιστικοποιητικό παράγοντα/φορέα; Οι Endnotes προτείνουν μια κάποια απάντηση σε ένα άλλο αξιοσημείωτο απόσπασμα που προχωρά ακόμα πιο βαθιά στην προσπάθειά τους να ορίσουν την σχέση ανάμεσα στην κομμμουνιστική θεωρία και την καπιταλιστική πραγματικότητα:

Η κομμουνιστική θεωρία ξεκινά όχι από την ψευδή θέση κάποιου βολονταριστικού υποκειμένου αλλά από την υποτιθέμενη υπέρβαση της ολότητας των μορφών που εμπλέκονται στην αναπαραγωγή αυτού του υποκειμένου. Όπως τίθεται απλά, αυτή η υπέρβαση είναι αναγκαστικά αφηρημένη, αλλά είναι μόνο μέσω αυτής της βασικής αφαίρεσης που η θεωρία λαμβάνει ως περιεχόμενό της αυτές τις καθορισμένες μορφές που πρόκειται να υπερβληθούν· μορφές οι οποίες ξεχωρίζουν μέσα στην καθοριστότητά τους ακριβώς επειδή η διάλυσή τους έχει υποτεθεί.47

Αυές οι “καθορισμένες μορφές” είναι οι πραγματικές αφαιρέσεις του καπιταλισμού: η μορφή-εμπόρευμα, η μορφή-χρήμα, η αξιακή-μορφή, η μορφή-εργασία, η μορφή-παραγωγή κ.λπ. Το απόσπασμα συνεχίζει:

Αυτή η (υπό)θεση δεν είναι μόνο ένα ζήτημα μεθοδολογίας, ή κάποιο είδος απαραίτητου λογικού αξιώματος, γιατί η υπέρβαση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν είναι μια απλή θεωρητική κατασκευή.

Δεν είναι μια “απλή θεωρητική κατασκευή” αλλά δεν είναι ούτε κάποιο αντικειμενικό ή “δοσμένο” δεδομένο [datum], γιατί είναι κάτι προς το οποίο η ίδια η θεωρία προσανατολίζει τον εαυτό της, παρά κάτι που το στοχάζεται στατικά. Συνεπώς, αυτή η (υπο)τιθέμενη υπέρβαση είναι κάτι :

[Προηγείται] της σκέψης, καθώς τίθεται ακατάπαυστα από αυτή την ίδια την [καπιταλιστική ταξική] σχέση· είναι ο ίδιος ο ορίζοντάς της ως ενός ανταγωνισμού, η πραγματικά αρνητική παρουσία που [η κομμμουνιστική θεωρία] φέρει. Η κομμουνιστική θεωρία παράγεται – και αναγκαστικά σκέφτεται εντός – αυτής της ανταγωνιστικής σχέσης· σκέφτεται αυτή την ταξική σχέση και την συλλαμβάνει ως τέτοια. Προσπαθεί να ανακατασκευάσει εννοιολογικά την ολότητα η οποία είναι το έδαφός της, υπό το φως της ήδη τεθιμένης υπέρβασης αυτής της ολότητας, και να εξαγάγει αυτή την υπέρβαση καθώς αυτή εμφανίζεται εδώ. Καθώς είναι μια σχέση που δεν έχει μια ιδανική “ομοιοστατική” κατάσταση, αλλά μία που είναι πάντα μπροστά από τον εαυτό της, με το κεφάλαιο να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της εργασίας σε κάθε στροφή – ακόμα και στις νίκες του – η επαρκής σκέψη αυτής της σχέσης δεν είναι αυτή μιας κατάστασης ισορροπίας ή μιας ομαλά αυτο-τιθέμενης ολότητας· είναι μιας θεμελιωδώς αδύνατης σχέσης, κάτι που υπάρχει μόνο στον βαθμό που σταματά να υπάρχει· μια εσωτερικά ασταθής σχέση, Η κομμουνιστική θεωρία δεν έχει συνεπώς ανάγκη ενός εξωτερικού, Αρχιμήδειου σημείου από το οποίο να μετρά τα αντικείμενά της, και η κομμουνιστικοποίηση δεν έχει ανάγκη ενός υπερβατικού σημείου “απόσυρσης” ή “απόσχισης” από το οποίο να εξαπολύσει την “επίθεσή” της.48

Τα διάφορα γραπτά των Endnotes παρέχουν σίγουρα μια εξόχως εύλογη νοητική ανακατασκευή της ολότητας που είναι το έδαφος της ταξικής σχέσης, και συνεπώς της κομμουνιστικής θεωρητικοποίησης. Και είναι φανερό από τις αναλύσεις τους για την “κινούμενη αντίφαση” του κεφαλαίου πώς αυτο-υπονομεύεται αυτή η σχέση: “η σχέση εκμετάλλευσης διαβρώνει τα ίδια τα θεμέλιά της καθώς αυτό που είναι εκμεταλλευόμενο – η εργατική δύναμη – τείνει να αποβάλλεται από την παραγωγική διαδικασία με την ανάπτυξη της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας”.49 Συνεπώς η σκέψη που είναι “επαρκής” για την ταξική σχέση (δηλαδή την σχέση εκμετάλλευσης) είναι η σκέψη μιας “θεμελιωδώς αδύνατης σχέσης”, η οποία “είναι μόνο στον βαθμό που παύει να είναι”.

Ότι μόνο η σκέψη μιας αδύνατης σχέσης μπορεί να καταστήσει τη θεωρία επαρκή για το αντικείμενό της είναι ένας δείκτης της στρέψης που υποτίθεται ότι δένει τη θεωρητική αφαίρεση στην πραγματικότητα της κοινωνικής αφαίρεσης ανεξάρτητα από την αναπαραστατική προσφυγή σε μια αντικειμενική σχέση αντιστοιχίας (που θα απαιτούσε ένα “εξωτερικό, Αρχιμήδειο σημείο από το οποίο να μετρά το αντικείμενό της). Αναμφίβολα, αυτή η αδύνατη σχέση υποτίθεται ότι επισημαίνει την αμεσότητα/εμμένεια της κομμουνιστικής θεωρίας στην επαναστατική πρακτική: οποιαδήποτε υποταγή της πρακτικής στη θεωρία (ή το αντίστροφο) θα απειλούσε να επαναεισάγει την υπερβατικότητα ενός εξωτερικού, Αρχιμήδειου σημείου, με άλλα λόγια, μια αναπάρασταση. Αλλά φαίνεται ότι αυτό που αποτρέπει την επάρκεια της κομμουνιστικής θεωρίας για την ταξική σχέση να “σχαστεί” σε μια σχέση με αυτή την αδύνατη σχέση (!), με άλλα λόγια, σε μια θεωρητική αναπαράσταση της πραγματικότητας και, εν τέλει, σε ένα πρόγραμμα, είναι η άμεση ολοκηρωσή της ως αυτο-αναγορευόμενη επαναστατική δραστηριοτήτα: μια δραστηριοτήτα που εγγυάται την δική της πρόσφυση στην καπιταλιστική ταξική σχέση απλά εμπλεκόμενη στον αγώνα για την καταστροφή της. Υπάρχει μια αξιέπαινη συνέπεια εδώ. Λαμβάνοντας την “τιθέμενη υπέρβαση” της καπιταλιστικής ολότητας ως το σημείο αφετηρίας της, η κομμουνιστική θεωρητικοποίηση διασφαλίζει την πρόσφυσή της πάνω στον ανταγωνισμό που συγκροτεί την κοινωνική πραγματικότητα. Αλλά παραμένει ο κίνδυνος ότι αυτή η τιθέμενη υπέρβαση της ολότητας θα αντικαταστήσει την πραγματική της υπέρβαση όχι παρά αλλά ακριβώς επειδή αρνείται την θεωρητική της κατασκευή.

Αναστοχοθέτηση και Κοινωνική μορφή

Εξομνύοντας [abjuring] μια τέτοια κατασκευή ως μια αναπαραστατική εισβολή που υπονομεύει την επάρκεια της σκέψης για τιν ταξική σχέση, η κομμουνιστική θεωρία διασφαλίζει το γράπωμά της στην “πραγματικό κίνημα” που είναι ο κομμουνισμός, αλλά με τον κίνδυνο αποκοπής της πραγματικής κίνησης από την κίνηση των ιδεών. Συνεπώς, όπως το κάνουν καθαρό οι ίδιοι οι Endnotes:

Η κομμουνιστικοποίηση […] έχει πολύ λίγες θετικές συμβουλές να μας δώσει σχετικά με την συγκεκριμένη, άμεση πρακτική στο εδώ και τώρα […] Οι συμβουλές που μπορεί να δώσει είναι κυρίως αρνητικές: οι κοινωνικές μορφές που εμπλέκονται στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν θα είναι όργανα της επανάστασης, καθώς είναι κομμάτι αυτού που πρόκειται να καταργηθεί.50

Το ερώτημα τότε είναι: πώς θα μπορέσουμε να ταυτοποιήσουμε εκείνες τις κοινωνικές μορφές που δεν εμπλέκονται στην αναπαραγωγή της ταξικής σχέσης; Η διάκριση ανάμεσα στην υποχρεωτική εργασία και την αυθόρμητη πρακτική απαιτείται όχι μόνο για να αποφευχθεί το παράδοξο της αυτο-κατάργησης αλλά επίσης και για να διακρίνουμε ανάμεσα σε κείνες τις δραστηριοτήτες που είναι προγραμματισμένες να αναπαράγουν την ταξική σχέση και κείνες που είναι ικανές να διακόψουν αυτή την αναπαραγωγή. Αλλά η αυθορμησία της οποίας η άσκηση είναι το προαπαιτούμενο για την ταξική σχέση θα γεννήσει επίσης καινούριες αφαιρέσεις μαζί με καινούριες μορφές διαμεσολάβησης. Αυτό που απαιτείται είναι μια κατανόηση των κοινωνικών πρακτικών που θα μπορούσε να μας επιτρέψει να αρχίσουμε να διακρίνουμε ανάμεσα στις καταπιεστικές και τις χειραφετητικές μορφές διαμεσολάβησης.

Αυτό είναι που μας λείπει προς το παρόν. Στο μεταξύ, θα πρέπει να αποκηρύξουμε δια όρκου οποιοδήποτε υπάρχον εργαλείο, τεχνική ή μέθοδο που περικλείεται σε καπιταλιστικές κοινωνικές μορφές; Αναμφίβολα, είναι σχετικά εύκολο να εντοπίσουμε αυτούς τους τρόπους της σύγχρονης τεχνολογίας της πληροφορικής που οι αποχαυνωτικές, αντι-κοινωνικές συνέπειες τις καθιστούν άξιες να καταργηθούν. Αλλά υπάρχουν άλλες τεχνολογίες που δεν είναι ίσως τόσο εύκολο να καταργηθούν. Πάρτε σαν παράδειγμα τα αντιβιοτικά/αντιικά. Κάθε πτυχή της ανάπτυξής τους εμπλέκεται με καπιταλιστικούς θεσμούς και περικλείεται στις κοινωνικές του μορφές. Σημαίνει αυτό ότι τα αντιικά είναι εγγενώς καπιταλιστικά και συνεπώς δεν θα έπρεπε να παίζουν κανένα ρόλο σε μια μετα-καπιταλιστική κοινωνία; Εδώ υποτείνεται από μόνη της μια αρνητική απάντηση: ενώ η λειτουργία της τεχνολογίας διαμεσολαβείται κοινωνικά και περικλείεται από την αξιακή-μορφή, αυτή δεν χρειάζεται να είναι μια κορεσμένη διαμεσολάβηση: δεν χρειάζεται να εξαντλεί τις λειτουργικές δυνατότητες της εν λόγω τεχνολογίας. Κάποιοι μπορεί να ανταπαντήσουν ότι ο “αναστοχοθέτηση” [repurposing] είναι στην καλλίτερη περίπτωση ένας αντιπεριασπασμός και στην χειρότερη ένα άλλοθι για τον ρεφορμισμό, επειδή η ανάπτυξη των αντιικών (όπως και κάθε άλλη σύγχρονη τεχνολογία) συνδέεται αναγκαστικά με την ανάπτυξη των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, με την γρήγορη εξάπλωση θανατηφόρων ιών να είναι μια άμεση συνέπεια της εκβιομηχανισμένης κτηνοτροφικής παραγωγής και της παγκοσμιοποίησης.51 Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι δύο παράγοντες, συνεχίζει το αντεπιχείρημα, δεν θα είμασταν τόσο επιρρεπείς στην ανάπτυξη ποικιλιών παθογόνων και η ανθρώπινη ευημερία δεν θα υποθηκευόταν στην ανάπτυξη αντιικών. Το ξήλωμα του καπιταλισμού, σύμφωνα με αυτή την επιχειρηματολογία, θα ελαττώσει δραστικά, αν δεν εξαλείψει πλήρως, την αυξανόμενη εξάρτησή μας από τα αντιικά καθώς και άλλα τεχνολογικά αντικείμενα.

Είναι αναμφισβήτητα αληθές, τώρα, ότι υπάρχει μια άμεση συσχέτιση ανάμεσα στον πολλαπλασιασμό των επικίνδυνων για τη ζωή ιών και τις συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής κοινωνίας. Και ίσως είναι επίσης σωστό ότι το ξήλωμα της δεύτερης είναι το ασφαλέστερο μέσο για το ξερίζωμα των πρώτων. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αναδιανομή των αντιικών στην βάση της ανάγκης μάλλον παρά του πλούτου είναι μια πιο πιεστική πολιτική έγνοια από το να εικάζουμε σχετικά με τον ρόλο τους στην μετα-καπιταλιστική κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά, ο επείγον χαρακτήρας του πρώτου δεν απαλοίφει την σπουδαιότητα του δεύτερου. Η απόλυτη ή ακαθόριστη άρνηση της καπιταλιστικής κοινωνίας και όλων των έργων της θα ξερίζωνε τις παθολογίες που γεννιούνται από τον καπιταλισμό μόνο με το κόστος της ακύρωσης των χειραφετητικών δυνατοτήτων που λανθάνουν στις τεχνολογίες που η λειτουργία τους αυτή τη στιγμή έχει υπαχθεί στο κεφάλαιο. Η αφηρημένη άρνηση του λειτουργικού πλαισίου είναι επίσης η άρνηση των χειραφετητικών δυνατοτήτων που η απελευθέρωσή τους εξαρτάται από την επανα-πλαισιοποίηση της λειτουργίας. Μια τέτοια αφαίρεση in-determines αντί να καθορίζει την σύντηξη του νοητικού και του πρακτικού προσανατολισμού που απαιτείται για την πραγμάτωση του κομμουνισμού. Καταργεί το καπιταλιστικό παρόν με το κόστος της ακύρωσης του μετα-καπιταλιστικού μέλλοντος που εγκλειδώνεται σε αυτό. Αποκλείοντας [Foreclosing] το μέλλον, η με παρωπίδες [blinkered] άρνηση δεν μπορεί παρά να επιθυμεί να αποκαταστήσει το παρελθόν. Γίνεται η λαχτάρα για μια πρότερη κατάσταση πραγμάτων: “Αν δεν είχαμε εξημερώσει κατοικίδια και δεν είχαμε ανοίξει τον δρόμο για την εκβιομηχανισμένη γεωργία· αν μόνο δεν ζούσαμε σε μια μαζικά υπερσυνδεδεμένη παγκόσμια κοινωνία…”. Και τελικά: “αν δεν είχε συμβεί ο καπιταλισμός”.

Αλλά το σημείο αφετηρίας του Μαρξ είναι ότι ο καπιταλισμός έχει συμβεί, και με δεδομένη αυτή την πρόταση/θέση, το θεμελιώδες ερώτημά του είναι: πώς μπορύμε να προχωρήσουμε πέρα από τον καπιταλισμό χωρίς να οπισθοδρομήσουμε σε προ-καπιταλιστικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς όπως η αγροτική φεουδαρχία; Το πρόβλημα της αναστοχοθέτησης δεν μπορεί να παρακαμφθεί ευχόμενοι να μην είχε συμβεί ο καπιταλισμός. Η ιστορία υποδεικνύει ότι υπάρχουν πράγματα χειρότερα από την αξιακή-μορφή. Μια κατάλληλα αφηρημένη σύλληψη της λειτουργίας θα επιτρέψει την μεταφύτευσή της και, όπου είναι απαραίτητο, την αναστοχοθέτησή της σε διάφορα κοινωνικά πλαίσια. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι αυτό θα μπορούσε να εικονιστεί/διοραθεί ως μια συνέπεια της υπέρβασης της καπιταλιστικής σχέσης, όχι ως ένα υποκατάστατο αυτής της υπέρβασης. Γενικότερα, ο καθορισμός δεν είναι συγκρότηση. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να συναρθρώσουμε την θεωρητική και την κοινωνική αφαίρεση που δεν εμπλέκει την πλήρη ή χωρίς διάκριση παραίτηση από τα επιτεύγματα της καπιταλιστικής νεωτερικότητας en bloc.

Συμπέρασμα

Το ζήτημα της υλοποίησης της λειτουργίας είναι κρίσιμο στην διαφώτιση της σχέσης ανάμεσα στην νοητική και την πραγματική αφαίρεση. Η κομμουνιστικοποίηση “βραχυκλυκλώνει” την νοητική και την κοινωνική αφαίρεση σε μια εξεγερτική πράξη που η στερέωσή της στην ολότητα την αποτρέπει από τον να διαμορφώσει κριτήρια για την διάκριση μεταξύ προοδευτικών και οπισθοδρομικών κοινωνικών μορφών. Ίσως η αληθινή σημασία του επιταχυντισμού τον οποίον υπερασπίζονται οι Srnicek και Williams είναι μια παρέμβαση στην πολιτική της αφαίρεσης.52 Ισχυρίζονται ότι η αναπαράσταση της αφαίρεσης δεν είναι μόνο αναπόφευκτη αλλά αναγκαία για να ορθωθεί μια επιστημική και πολιτική πρόκληση στον καπιταλισμό. Αλλά το γεγονός ότι μια τέτοια αναπαράσταση είναι αναγκαία δεν εγγυάται ότι είναι εφικτό να ευθυγραμμίσουμε τη θεωρητική εξήγηση και την πολιτική επιτάχυνση ή, πιο βασικά, ότι θα είνα δυνατόν να ευθυγραμμίσουμε τη θεωρητική εξήγηση με την χειραφετητική δραστηριότητα. Το να το κάνουμε αυτό απαιτεί την κοινωνική πραγμάτωση της νόησης που είναι αυτό που η εστίαση της κομμουνιστικοποίησης στην ολότητα αναγνωρίζει ακόμα και αν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι την αποτρέπει από το να την πετύχει. Χωρίς μια θεωρία της ολότητας που συναρθρώνει την εξηγηματική ορθολογικότητα με την χειραφετητική αιτιότητα, γίνεται δύσκολο να καταλάβουμε τις συνθήκες υπό τις οποίες οι επιστημικές πρακτικές μπορούν να υλοποιηθούν. Αυτό είναι υποστηρήξιμα το κύριο κενό του επιταχυντισμού. Αυτό που απαιτείται είναι μια ανάλυση του συνδέσμου ανάμεσα στο εννοιολογικό και το κοινωνικό στο επίπεδο της πρακτικής, με άλλα λόγια, μια ανάλυση του τρόπου με τον οποίο η νοητική λειτουργία επιδρά στις κοινωνικές πρακτικές. Αυτό είναι κάτι που, αυτή τη στιγμή, ούτε ο επιταχυντισμός ούτε η κομμουνιστικοποίηση προσφέρουν.

Σημείωση

Το παρόν κείμενο αναπτύχθηκε από μια παρουσίαση που δόθηκε στο “Accelerationism: A symposium on tendencies in capitalism”, στο Βερολίνο, στις 14 Δεκεμβρίου 2013. Ο συγγραφέας θα ήθελε να ευχαριστήσει τον Anthony Iles για τα πολύτιμα κριτικά σχόλιά του σε ένα προγενέστερο προσχέδιο αυτού του δοκιμίου.

1 O Ray Brassier διδάσκει φιλοσοφία στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού. Πρόσφατες δημοσιεύσεις περιλαμβάνουν: “That Which is Not: Philosophy as Entwinement of Truth and Negativity” στο Stasis, No.1, 2013. “Nominalism, Naturalism, and Materialism: Sellars’ Critical Ontology” στο Contemporary Philosophical Naturalism and its Implications, B. Bashour και H. Muller (εκδ.), London and New York: Routledge, 2013. “The Reality of Abstraction” στο Laruelle and Non-Philosophy, J.Mullarkey και A.P. Smith (εκδ.), Edinburgh University Press, 2012. “Lived Experience and the Myth of the Given”, Filozofski Vestnik, Vol. XXXII, No. 3, 2011.

2 Ο όρος “επιταχυντισμός” (“accelerationism”) επινοήθηκε από τον Benjamin Noys στο βιβλίο του “The Persistence of the Negative” (Edinburgh University Press 2010). Δείτε ιδιαίτερα σελ. 5-8.

3 Μαρξ και Ένγκελς: “Η Γερμανική Ιδεολογία” στο The Marx-Engels Reader, 2nd Edition, Ed. Robert C. Tucker, W.W. Norton and Company, σελ.162 (στμ. Ελληνική έκδοση:)

4 Αυτή είναι η διατύπωση του Καντ στο “Τι είναι ο Διαφωτισμός” (1784) και αυτή που πιστεύω συγκεκριμενοποιεί αντί να ξεφορτώνεται ο Μαρξ μέσω του Χέγκελ. Η χειραφέτηση της ανθρωπότητας από την υπερανθρώπινη εξουσία, είτε φυσική είτε θεϊκή, είναι η συνθήκη της ανθρώπινης ελευθερίας, που ο Καντ αποκαλεί “αυτονομία”. Η αυτονομία δεν θα πρέπει να συγχέεται με την ανεξαρτησία: κάποιος μπορεί να είναι αυτόνομος και παρόλα αυτά εξαρτημένος. Η “ανθρωπότητα” που επιβεβαιώνεται εδώ χαρακτηρίζεται από την ικανότητά της για αυτομετασχηματισμό όχι τα βιολογικά της γνωρίσματα/χαρακτηριστικά (στμ. Οι θέσεις εδώ είναι εντελώς “καστοριαδικές”). Ο ορθολογισμός κατανοούμενος ως μια κοινωνική πρακτική είναι κεντρικός στην ικανότητα για αυτομετασχηματισμό. Το να λέμε ότι ορθολογικά όντα δεν θα έπρεπε να αναγνωρίζουν οποιαδήποτε μη-ορθολογική αυθεντία (γιατί η τελευταία θα ήταν μια δύναμη, όχι μια εξουσία) δεν σημαίνει ότι ορθολογικά όντα θα έπρεπε να αγνοούν ή να παραβλέπουν οτιδήποτε μη-ορθολογικό. Ορθολογικά ζώα αγνοούν τη ζωικότητά τους με δικό τους κίνδυνο.

5 Δείτε: Nick Srnicek και Alex Williams #Accelerate: Manifesto for an Accelerationist Politics, http://syntheticedifice.wordpress.com/2014/02/04/accelerate-manifesto-for-an-accelerationist-politics. Αντλώ επίσης στοιχεία από δύο αδημοσίευτα ακόμα κείμενα: Nick Srnicek “Accelerationism: Epistemic, Economic, Political” (2013) και Alex Williams, “The Politics of Abstraction” (2013).

6 Ο Αντι-Οιδίπους περιέχει το σημείο αναφοράς (locus classicus) του επιταχυντισμού: “Αλλά ποιο είναι το επαναστατικό μονοπάτι; Υπάρχει κάποιο; – Είναι η απόσυρση από την παγκόσμια αγορά, όπως συμβουλεύει τις χώρες του Τρίτου Κόσμου να κάνουν ο Σαμίρ Αμίν, σε μια περίεργη αναβίωση της φασιστικής “οικονομικής λύσης”; Ή ίσως το να πάει κανείς στην αντίθετη κατεύθυνση; Δηλαδή, να προχωρήσει ακόμα περισσότερο στην κίνηση της αγοράς, της αποκωδικοποίησης και της απεδαφικοποίησης; Γιατί πιθανόν οι ροές δεν είναι ακόμα αρκετά απεδαφικοποιημένες ούτε αρκετά αποκωδικοποιημένες, από τη σκοπιά μιας θεωρίας και πρακτικής υψηλά σχιζοφρενικού χαρακτήρα. Να μην αποσυρθεί κανείς από τη διαδικασία, αλλά να προχωρήσει περισσότερο, να “επιταχύνει τη διαδικασία”, όπως το έθεσε ο Νίτσε: σχετικά με αυτό το ζήτημα, η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε δει τίποτα ακόμα”. Ντελέζ και Γκουαταρί, Anti-Oedipus, London: Athlone, σελ. 239-40 (στμ. Στα ελληνικά: Ντελέζ-Γκουαταρί: Αντι-Οιδίπους, εκδόσεις Πλέθρον, 2016 – πρώτη έκδοση: εκδόσεις Ράππα, 1981).

7 Alfred Sohn-Rethel, Intellectual and Manual Labour: a Critique of Epistemology, Atlantic Highlands, New Jersey: Humanities Press, 1977. Για μια διαφωτιστική συζήτηση της επικαιρότητας του Sohn-Rethel, δείτε Alberto Toscano: “The Culture of Abstraction” στο Theory, Culture and Society, 25(4) 2008, σελ. 57-75, και “The Open Secret of Real Abstraction” στο Rethinking Marxism, 20(2) 2008, σελ. 273-287.

8 Εκτός βέβαια και αν κάποιος επιμένει ότι η αφαίρεση per se είναι κακή: μια κίνηση της οποίας οι εξουθενωτικές συνέπειες για τη σκέψη δεν χρειάζεται καν να ειπωθούν ρητά/διευκρινιστούν.

9 Ντελέζ και Γκουαταρί: L’anti-Oedipe, Paris: Minuit, 1972· Jean-François Lyotard Des dispositifs pulsionels, Paris: Union Générale D’Éditions 1973 και Économie libidinale, Paris: Minuit, 1974· Jean Baudrillard Le mirroir de la production, Tournai: Casterman, 1973, L’Échange symbolique et la mort (Paris: Gallimard 1976). Η αγγλική έκδοση του The Wandering of Humanity, Detroit: Black & Red, 1975, του Καμμάτ, αποτελείται από δύο κείμενα που αρχικά δημοσιεύτηκαν (στα γαλλικά) στο περιοδικό Invariance το 1973.

10 Ο Καμμάτ χρησιμοποιεί τη γερμανική λέξη Gemeinwesen, που μπορεί να μεταφραστεί και ως “κοινότητα” και ως “κοινοπολιτεία” και μοιάζει να θέλει να αντιδιαστείλει ανάμεσα στην (ανθρώπινη) κοινότητα και την (καπιταλιστική) κοινωνία ή Gesellschaft. Αυτή η διάκριση ξεκινά από το έργο του γερμανού κοινωνιολόγου Ferdinand Tönnies (1855-1936). Δείτε το έργο του Gemeinschaft und Gesellschaft (Leipzig: Fues’s Verlag 1887), μεταφρασμένο από τον Charles Price Loomis ως Community and Society (East Lansing: Michigan State University Press 1957). Η διάκριση υιοθετήθηκε επίσης από τον Max Weber στο Economy and Society (1921), μεταφρασμένο και εκδοθέν από τους Guenter Roth και Claus Wittich, University of California Press 1978.

11 Endnotes: “Κρίση στην ταξική σχέση” στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή, έκδ. Φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015, δικτυακά: https://endnotes.org.uk/issues/2/en/endnotes-crisis-in-the-class-relation.

12 Endnotes: “What Are We to Do?” στο Communization and its Discontents, εκδ. Benjamin Noys, New York: Minor Compositions, 2011, σελ. 31.

13 Παραδοσιακά, τα particulars είναι έσχατα υποκείμενα κατηγόρησης, μη-αντιπροσωπεύσιμα [uninstantiable] και χωροχρονικά, ενώ τα universals είναι κατηγορήσιμα, έχουν πολλαπλές “ενσαρκώσεις” και συνεπώς είναι μη-χωροχρονικά.

14 Αυτό το σημείο το επεξεργάζομαι περαιτέρω στο “Lived Experience and the Myth of the Given”, Filozofski Vestnik, Vol. XXXII, No. 3, 2011.

15 Καμμάτ, ό.π., 1975, σελ. 22.

16 Στο ίδιο., σελ .23.

17 Στο ίδιο., σελ. 23.

18Ibid., p.24

19Ibid., p.24.

20Στο ίδιο, σελ. 6-7.

21Στο ίδιο., σελ. 36.

22 Για μια συζήτηση της επικαιρότητας της ιδέας της “γενόσημης ανθρωπότητας” δείτε Nina Power: “Badiou and Feuerbach: What is Generic Humanity?”, Subject Matters: A Journal of Communication and the Self, Vol. 2, no. 1, 2005.

23 Στμ. Αρχιμήδειο σημείο: ένα Αρχιμήδειο σημείο (“Punctum Archimedis” στα λατινικά) είναι ένα υποθετικό προνομιακό σημείο από το οποίο ένας παρατηρητής μπορεί αντικειμενικά να αντιλαμβάνεται το υπό διερεύνηση αντικείμενο, έχοντας μια θέα της ολότητας. Το ιδεώδες της “απομάκρυνσης κάποιου” από το αντικείμενο μελέτης ώστε να μπορεί να το δει σε σχέση με άλλα πράγματα, παραμένοντας όμως ανεξάρτητος από αυτά, περιγράφεται με την οπτική από ένα Αρχιμήδειο σημείο. Η έκφραση προέρχεται από τον Αρχιμήδη, ο οποίος υποτίθεται ότι είχε ισχυριστεί πως μπορεί να σηκώσει την ίδια τη Γη από τα θεμέλιά της αν είχε κάποιο σημείο να σταθεί, ένα στέρεο σημείο, και ένα αρκετά μεγάλο μοχλό. Αυτό αναφέρεται και στον δεύτερο διαλογισμό του Ντεκάρτ σε σχέση με την εύρεση της βεβαιότητας, του “αμετακίνητου σημείου” που έψαχνε ο Αρχιμήδης. Σκεπτικιστές και αντιρεαλιστές φιλόσοφοι κάνουν κριτική στην πιθανότητα ενός Αρχιμήδειου σημείου, ισχυριζόμενοι ότι είναι μια μορφή επιστημονισμού.

24 Endnotes: “Η Ιστορία της Υπαγωγής”, στο Endnotes II: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή, ελλ. έκδοση φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015.

25 Endnotes: “Κομμουνιστικοποίηση και θεωρία της αξιακής-μορφής” στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή, ελλ. έκδοση φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015, δικτυακά:

26 Στο ίδιο. Αυτή είναι μια αναφορά στο έργο του Καμμάτ “This World We Must Leave and Other Essays”, εκδ. Alex Trotter (Brooklyn: Autonomedia, 1995).

27 Endnotes, ό.π.

28 Στμ. Tiqqun: όνομα ενός γαλλικού φιλοσοφικού περιοδικού που ιδρύθηκε το 1999 με τον σκοπό της “επαναδημιουργίας των συνθηκών μιας άλλης κοινότητας”. Δημιούργημα διαφόρων συγγραφέων πριν διαλυθεί στη Βενετία το 2001 στον απόηχο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Το περιοδικό έγινε αντικείμενο του ενδιαφέροντος των ΜΜΕ μετά την σύλληψη του Julien Coupat, ενός από τους ιδρυτές του. Η ομάδα έδωσε στον όρο «κομμουνιστικοποίηση» μια άλλη σημασία. Σε συνέπεια προς τις υπεραριστερές καταβολές της, η προτίμηση της ομάδας προς τον όρο μοιάζει να είναι η έμφαση στον κομμουνισμό ως μιας άμεσης διαδικασίας μάλλον παρά σαν ενός μακροπρόθεσμου στόχου. Όμως για την ομάδα ο όρος κομμουνισμός δεν είναι πια συνώνυμος με την “επανάσταση”, θεωρούμενης ως μιας ιστορικής διαδικασίας, αλλά μοιάζει να ταυτίζεται με κάθε είδους δράσεις – από τις καταλήψεις και τη δημιουργία κομμούνων μέχρι το απλό “μοίρασμα” – που από τυπική άποψη θα θεωρούνταν σαν “προ-επαναστατικές”. Από τη σκοπιά της υπεραριστεράς, μια τέτοια πολιτική «εγκατάλειψης» ή, όπως το θέτει η Tiqqun, “λιποταξίας – η συγκρότηση χώρων και πρακτικών που θεωρούνται ότι είναι μερικά αυτόνομες από τον καπιταλισμό – συνήθως απορρίπτεται είτε ως αφελής είτε ως αντιδραστική. Η Αόρατη Επιτροπή είναι μια ανώνυμη ομάδα τα έργα της οποίας, όπως “Η Εξέγερση που Έρχεται”, πολιτικό κείμενο που υποθέτει την “επικείμενη κατάρρευση της καπιταλιστικής κουλτούρας”, έγιναν μαζί με τα κείμενα της Tiqqun ιδιαίτερα δημοφιλή στους αναρχικούς κύκλους των ΗΠΑ, και διέδωσαν έτσι αυτή την έννοια της “κομμουνιστικοποίησης” που χρησιμοποιήθηκε στις ανακοινώσεις των Αμερικάνων αναρχικών και εξεγερσιακών, ιδιαίτερα στους κόλπους του φοιτητικού κινήματος του 2009-2010 στην Καλιφόρνια. Τα μέλη της “Αόρατης Επιτροπής” επιχειρήθηκε να ταυτοποιηθούν από τη γαλλική αστυνομία στην υπόθεση των “εννέα του Tarnac”.

29 Endnotes: “What Are We to Do?”, στο Communization and its Discontents, ό.π., σελ. 33.

30 Endnotes: “Η Κινούμενη Αντίφαση”, στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015, δικτυακά:

31 Endnotes: “Κρίση στην ταξική σχέση”, στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015, δικτυακά:

32 Καθώς το τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού του οποίου η αναπαραγωγή διαμεσολαβείται από την ανταλλαγή της παραγωγικής εργασίας με τον μισθό μειώνεται, η μορφή-μισθός ως κομβική διαμεσολάβηση στην κοινωνική αναπαραγωγή μπορεί να εμφανίζεται όλο και πιο εξασθενέμενη. Με αυτές τις μεταβαλλόμενες συνθήκες, ο ορίζοντας της ταξικής σχέσης και οι αγώνες στους οποίους εμφανίζεται αυτός ο ορίζοντας, θα πρέπει, αναπόφευκτα, να αλλάξει. Στο πλαίσιο αυτό, τα παλιά Σχέδια του προγραμματιστικού εργατικού κινήματος καθίστανται παρωχημένα: ο κόσμος τους ήταν ένας κόσμος μιας αυξανόμενης βιομηχανικής εργασιακής δύναμης, στον οποίο ο μισθός εμφανιζόταν ως ο θεμελιώδης κρίκος στην αλυσίδα της κοινωνικής αναπαραγωγής, στο κέντρο του διπλού τροχού/καρουλιού [moulinet] όπου συναντιούνται το κεφάλαιο και το προλεταριάτο – ένα “αν θες αυτό από μένα, απαιτώ αυτό από σένα” – που θα μπορούσε να κυριαρχήσει στον ορίζοντα της ταξικής πάλης. Αλλά με την αύξηση του πλεονάζοντος πληθυσμού, αυτή η ίδια η αμοιβαιότητα τίθεται υπό διερώτηση και η μορφή-μισθός φεύγει, κατά συνέπεια, από το επίκεντρο ως ένα σημείο αμφισβήτησης. Υπάρχει η τάση, το προλεταριάτο να μην συναντά το κεφάλαιο στο κέντρο αυτού του διπλού τροχού αλλά σχετίζεται με αυτό ως μια όλο και περισσότερο εξωτερική δύναμη, καθώς το κεφάλαιο εισέρχεται στα δικά του προβλήματα αξιοποίησης”. Endnotes: “Κρίση στην ταξική σχέση”, στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015, δικτυακά:

33 Για μια κριτική συζήτηση της “μη-μεταβαστικότητας” στην κομμουνιστικοποίηση, δείτε Alberto Toscano: “Now and Never” στο Communization and its Discontents, ό.π., σελ. 85-101.

34 Endnotes: “What Are We to Do?”, στο Communization and its Discontents, ό.π., 2011, σελ. 29.

35 ό.π., σελ. 31.

36 Ο ισχυρισμός ότι η αντίθεση είναι προφανώς μια οντολογική κατηγορία, και ότι αυτό το ξέρουμε από τον Χέγκελ, είναι προβληματικός επειδή υποθέτει ότι ο Χέγκελ είναι ένας μεταφυσικός που πιστεύει σε πραγματικές αντιθέσεις· ένας ισχυρισμός που η πρόσφατη ακαδημαϊκή μελέτη του Χέγκελ προσπαθεί επίπονα να αμφισβητήσει. Είναι οι προτάσεις (ή οι κρίσεις) που αντιτίθενται μεταξύ τους, όχι τα πράγματα. Καθώς η αντίθεση είναι μια ενδο-εννοιολογική σχέση, η θέση των πραγματικών αντιθέσεων μοιάζει να προσδένει κάποιον στον είδος εκείνο μεταφυσικού ιδεαλισμού που επιμένει ότι η πραγματικότητα έχει μια προτασιακή μορφή. Αυτή είναι μια υπόθεση που οι υλιστές δεν θα ήταν έτοιμοι να δεχτούν. Η πιο εύλογη ερμηνεία του ισχυρισμού του Χέγκελ είναι ότι οι αντιθέσεις είναι αληθείς, όχι ότι συγκροτούν την “πραγματικότητα”, οτιδήποτε κι αν σημαίνει αυτό. Αυτή είναι μια συνεχιζόμενη αντιπαράθεση αλλά το σημαντικό κείμενο σχετικά είναι το “Hegel’s Idealism”, Cambridge: Cambridge University Press, 1989, του Robert Pippin. Η ανάγνωση του Pippin έχει αμφισβητηθεί έντονα, αλλά έχει αναζωογονήσει την ακαδημαϊκή μελέτη του Χέγκελ αμφισβητώντας τις παραδοσιακές μεταφυσικές ερμηνείες περί “απόλυτου ιδεαλισμού”. Η ερμηνεία του Χέγκελ από τον Robert Brandomαντικρούσει επίσης την μεταφυσική ανάγνωση: δείτε “A Spirit of Trust: A Semantic Reading of Hegel’s Phenomenology”, διαθέσιμο στο http://www.pitt.edu/~brandom/spirit_of_trust.html.

37 Endnotes:Η Κινούμενη Αντίφαση”, στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015.

38 Στμ. Causa sui (λατινικά: “αιτία του εαυτού του”) σημαίνει κάτι που γεννιέται εντός του εαυτού του. Η ιδέα αυτή είναι βασική στο έργο του Σπινόζα, του Φρόυντ, του Σαρτρ και του Ernest Becker, όπου σχετίζεται με ον σκοπό που τα πράγματα αποδίδουν στον εαυτό τους. Στην περίπτωση του Φρόυντ και του Μπέκερ η ιδέα χρησιμοποιείται συχνά ως ένα όχημα αθανασίας, όπου κάτι θα μπορούσε να δημιουργήσει νόημα ή να συνεχίσει να δημιουργεί νόημα μετά από την ίδια τη ζωή του.

39 Στο ίδιο.

40 Στο ίδιο.

41 Στο ίδιο. Δείτε επίσης Endnotes: “Κομμουνιστικοποίηση και Θεωρία της Αξιακής Μορφής”, στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015.

42 Στμ. Εξαιρετικό! Υλικό για την κατηγορική συστηματική διαλεκτική!

43 Endnotes: “Αυθορμησία, Διαμεσολάβηση, Ρήξη”, στο Endnotes 3: Φύλο, Φυλή, Τάξη και άλλες Κακοτυχίες”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015.

44 Συνεπώς, αντί να αντιπαραθέτουμε την αυθορμησία στον καταναγκασμό και την ελευθερία στην αναγκαιότητα, είναι διαλεκτικά προτιμότερο να κατανοήσουμε την αυθορμησία ως την υποχρέωση της βούλησης σε και από έναν κανόνα, παρά ως την άρνηση της υποχρέωσης από μια σκοτεινά κυρίαρχη, μη-καθορίσιμη βούληση. Η υπερβατική αυθορμησία είναι ορθολογικός αυτο-καθορισμός μέσω της εσωτερικοποίησης ενός εννοιλογικού περιορισμού. Με αυτή την έννοια, η αυθορμησία είναι σκέπτεσθαι και είναι σκέπτεσθαι ως ένα είδος πράττειν, παρά ως στοχασμός – που είναι η πηγή των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων και πρακτικών που συγκροτούν τις αφαιρέσεις του κεφαλαίου.

45 Παρουσιάζω μια πιο λεπτομερή ανάλυση των οντολογικών συνεπειών του μεταγλωσσικού νομιναλισμού του Sellars στο “Nominalism, Naturalism, and Materialism: Sellars’ Critical Ontology”, στο Contemporary Philosophical Naturalism and its Implications, εκδ. Bana Bashour και Hans Muller, London and New York: Routledge, 2013.

46 Στμ. Ω ναι! Τα έχουμε υποστασιοποιήσει ακόμα περισσότερο, τα έχουμε πει αριθμοπεδία!

47 Στο ίδιο., σελ. 34.

48 Στο ίδιο., σελ. 34.

49 Endnotes: Η Κινούμενη Αντίφαση”, στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015, δικτυακά: http://endnotes.org.uk/en/endnotes-the-moving-cont…

50 Στο ίδιο., σελ. 28.

51 Οφείλω αυτή την ένσταση στον Benjamin Noys.

52 Εκτός από τίτλος ενός μη δημοσιευμένου άρθρου του Alex Williams, αυτός είναι επίσης ο τίτλος ενός άρθρου από τον Matteo Pasquinelli (http://www.onlineopen.org/columns/the-politics-of-…), και της συμβολής του Alberto Toscano στον τόμο The Idea of Communism (Verso 2010).

Το ακραίο κέντρο και οι κοινωνικοί αγώνες στη Γαλλία:

από τον “Εργασιακό Νόμο” στις Προεδρικές εκλογές

του Davide Gallo Lassere1

Ενάντια στον Εργασιακό Νόμο και τον κόσμο του

Για να καταλάβουμε τη γαλλική άνοιξη του 2016, μπορούμε να ξεκινήσουμε με το σλόγκαν που πρωταγωνίστησε στις κινητοποιήσεις: “Ενάντια στον Εργασιακό Νόμο και τον Κόσμο του”2. Οι αγώνες στη Γαλλία το 2016 ξεκίνησαν στην πραγματικότητα με διαμαρτυρίες ενάντια στον νόμο El Khomri για τα εργασιακά, αλλά αμέσως έλαβε έναν πολύ γενικότερο και εκτεταμένο ριζοσπαστισμό που φαινόταν να πηγαίνει πολύ πιο μακριά από τον ίδιο τον εργασιακό νόμο: τον εργασιακό νόμο και τον κόσμο του, για να είμαστε ακριβείς. Κι αυτό όχι γιατί ο νόμος για τα εργασιακά ήταν τελικά μια ελάσσονα μεταρρύθμιση ή επειδή οι διαμαρτυρίες ενάντια σ’ αυτόν τον νόμο παρέμειναν περιθωριακές στο κίνημα, αλλά για δύο άλλους λόγους.

Πρώτον, επειδή αυτός ο νόμος είναι απόλυτα συμβατός με το σύνολο των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων: ταιριάζει μέσα στο κανονιστικό και θεσμικό πλαίσιο της σημερινής γαλλικής πραγματικότητας – και γενικότερα, στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα (αυτός ο νόμος, μόλις ενός χρόνου, μπορεί με ακρίβεια να κατανοηθεί ως το κομμάτι που λείπει στο τρέχον “ευρωπαϊκό καθεστώς” της μισθωτής εργασίας). Δεύτερον, ο σύνδεσμος μεταξύ του εργασιακού νόμου και αυτού του κόσμου, και συνεπώς ο σύνδεσμος μεταξύ της κριτικής σ’ αυτόν τον εργασιακό νόμο και την κριτική σ’ αυτόν τον κόσμο, έχει σημασία επειδή η εργασία έχει γίνει πιο διαβρωτική από ποτέ – περισσότερο ακόμα και από το παρελθόν.

Από τη δεκαετία του 1970, έχει υπάρξει μια αυξανόμενα οξεία υπαγωγή των ανθρώπινων δεξιοτήτων και της κοινωνικής σφαίρας στο κεφάλαιο· μια εντατικοποίηση και επέκταση της απασχόλησης των υποκειμένων και της καπιταλιστικής αξιοποίησης του κοινωνικού σε σχέση με αυτό που είχαμε δει σε προηγούμενες περιόδους, Το γαλλικό κίνημα κατάλαβε, λοιπόν, πολύ γρήγορα και πολύ ορθά ότι ο εργασιακός νόμος δεν ήταν το μόνο πρόβλημα – ότι είναι ο κόσμος του οποίου ο νόμος αποτελεί ορατή έκφραση/εκδήλωση που πρέπει να κριτικαριστεί και να αλλάξει. “Ενάντια στον Εργασιακό Νόμο και τον Κόσμο του”, είναι ένα σύνθημα και μια πολιτική λέξη-κλειδί που συνθέτει τέλεια τα διακυβεύματα όχι μόνο αυτής της κινητοποίησης αλλά την ευρύτερη ιστορική συγκυρία.

Όμως, ο κόσμος στον οποίον ανήκει ο εργασιακός νόμος, δεν περιορίζεται στην επισφαλοποίηση των υλικών συνθηκών της ζωής· περιλαμβάνει επίσης και αυταρχικές μετατοπίσεις στο όργανο του κράτους. Η αναδιαμόρφωση της παραγωγής και την αποξήλωση του κράτους πρόνοιας μετά τη δεκαετία του 1970 πάει χέρι-χέρι με την αναδιοργάνωση του κράτους. Για να το θέσουμε πιο συγκεκριμένα: η μετάβαση από την “κρίση του κράτους-σχεδιαστή” στην θέσμιση ενός κράτους διαρκούς κρίσης καθόρισε μια ουσιώδη αλλαγή της μορφής-κράτος. Στη διάρκεια των πρόσφατων λίγων δεκαετιών, έχουμε δει μια εντολή ενδυνάμωσης των εκτελεστικών εξουσιών, την παράκαμψη/βραχυκύκλωση των αντιπροσωπευτικών σωμάτων και των κοινωνικών κατηγοριών, μια τρομερή έλλειψη διαμεσολάβησης, ένα σφίξιμο των ιδεολογιών και πολιτικών λιτότητας, το βάθεμα των καταπιεστικών τάσεων και των αστυνομικών λογικών, και την δογματική ομογενοποίηση του καθοδηγούμενου από τα ΜΜΕ λόγου. Με λίγα λόγια, έχει υπάρξει μια πραγματική διαδικασία “απο-δημοκρατικοποίησης”, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Wendy Brown, δηλαδή της διάδοσης μιας κυβερνητικής ορθολογικότητας που λειτουργεί τοποθετώντας τον εαυτό της πέραν της δημοκρατικής νομιμοποίησης3. Και η κρίση έχει μόνο επιταχύνει, ριζοσπαστικοποιήσει και επανενδυναμώσει αυτές τις διαδικασίες που έχουν εκκενώσει αδυσώπητα/ασταμάτητα την μορφή και την ουσία των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι είναι μέσα στην ίδια την ΕΕ που η κρίση έχει αποκαλυφθεί, με ένα κρυστάλινα ξεκάθαρο τρόπο, ως μια κρίση μεθόδων διακυβέρνησης – αν και τα γεγονότα που έχουν συμβεί στη Βραζιλία, το Μεξικό, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Τουρκία είναι ενεικτικά πολύ δυσοίωνων σεναρίων.

Οι πρόσφατες, λοιπόν, μεταρρυθμίσεις στον εργασιακό χώρ συνιστούν ένα πισωγύρισμα όσων έχουν κερδηθεί στην μεταδημοκρατική ανάπτυξη των πολιτικών μας συστημάτων. Στοχεύουν στο να εξαλείψουν τα ενδιάμεσα σώματα, να διαρρήξουν τις σχέσεις κοινωνικής αλληλεγγύης και να υποτάξουν τα υποκείμενα στη λογική της αγοράς και του ανταγωνισμού: να θέσουν τον εξατομικευμένο και μοναχικό εργάτη απέναντι στη ανάγκες κερδοφορίας των υπερεθνικών περιθωρίων του μεγάλου κεφαλαίου. Με αυτή την έννοια, η εκμετάλλευση και η κυριαρχία, ή η επισφάλεια και η υπαγωγή, είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος: ο εργασιακός νόμος και ο κόσμος του, με το κράτος έκτακτης ανάγκης ως μιας ολοζώντανης επέκτασης. Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση πραγμάτων, τον προηγούμενο χρόνο ένας πλουραλισμός υποκειμενικοτήτων εξέφρασαν την δυσαρέσκεια τους μέσα από διαφορετικές πρακτικές και μέσα από διαφορετικούς πολιτικούς προσανατολισμούς και ευαισθησίες: φοιτητές, νεολαίοι, οι επισφαλείς, οι άνεργοι, οι μισθωτοί κ.λπ. μαζεμένοι στους δρόμους και διαμαρτυρόμενοι σε διάφορες περιστάσεις για τέσσερις μήνες, μπλοκάροντας τα πανεπιστήμια [facs], τα σχολεία, και τους εργασιακούς χώρους, καταλαμβάνοντας χώρους, απεργώντας, αντιμετωπίζοντας τις δυνάμεις της τάξης. Η κεφαλή της πορείας [cortège de tête]4 και τα απλά μέλη των συνδικάτων [bases du syndicat] – παρ’ όλες τις διαφορές τους στην κοινωνική σύνθεση και στις πολιτικές προοπτικές – μαζί στο Nuit Debout, κατάφεραν να τραβήξουν τα σημαντικότερα συνδικάτα με το μέρος τους, έστω και για μια στιγμή. Τα συνδικάτα πιέστηκαν να υιοθετήσουν θέσεις τις οποίες δεν θα είχαν λάβει πιθανόν ευθύς εξαρχής, αλλά τελικά το έκαναν, γιατί διαφορετικά θα ξεπερνιούνταν από τη δυναμική των κοινωνικών γεγονότων. Αυτοί οι παράγοντες άσκησαν, επομένως, μια ισχυρή επίδραση – μια θετική επίδραση – στις ηγεσίες των συνδικάτων. Φυσικά, αυτό δεν είναι το μοναδικό κριτήριο για να “μετρήσει” κανείς τι έκαναν η “κεφαλή της πορείας”, το Nuit Debout και τα απλά μέλη των συνδικάτων5. Μια από τις καλλίτερες ποιότητες, όμως, που είχαμε ήταν η ακόλουθη: την ικανότητα να καθορίσουμε τον χαρακτήρα της διαμαρτυρίας. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο που πρέπει να τονιστεί σε οποιαδήποτε διαδικασία αναστοχασμού.

Ένα χρόνο αργότερα

Αλλά στον απόηχο των προεδρικών εκλογών, τι απομένει από την τεράστια διαδικασία της πολιτικής υποκειμενοποίησης που “παρέσυρε” τη Γαλλία την άνοιξη του 2016; Ποια ήταν τα σημεία καμπής και, ακόμα σημαντικότερα, ποιες εμπειρίες αναδύθηκαν στο φως μεταξυ του φθινοπώρου του 2016 και της άνοιξης του 2017; Καταρχάς, μετά τις διαμαρτυρίες ενάντια στον εργασιακό νόμο, μετά τους αποκλεισμούς, τις απεργίες και τις καταλήψεις, μετά τις περισσότερες από 15 διαδηλώσεις την άνοιξη του 2016, το περασμένο καλοκαίρι οδήγησε σε πρωτοβουλίες των μαθητών, συμπεριλαμβανομένων των “καταλάβετε την τάξη σας” [“occupe ta salle”] και “διαταράξτε την πόλη σας” [“perturbe ta ville”]. Στη συνέχεια τα μέλη των συνδικάτων οργάνωσαν τη διαδήλωση της 15ης Σεπτεμβρίου – μια διαδήλωση που, σε αντίθεση με τις τρεις τελευταίες πορείες του καλοκαιριού, μπόρεσε να αρθρώσει ένα αποφασιστικά ψηλότερο επίπεδο ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι η βούληση και η αποφασιστικότητα για αγώνα ήταν ακόμα παρούσες στην αρχή του φθινοπώρου και της καινούριας σχολικής χρονιάς [la rentrée]. Και αμέσως μετά την 15η Σεπτεμβρίου: τον Οκτώβρη, υπήρχαν πορείες ενάντια στην κατεδάφιση και εκκαθάριση της “Ζούγκλας”, του στρατοπέδου μεταναστών και προσφύγων στο Καλαί, η πορεία προς το ZAD [zone à défendre] στην Notre-Dame-des-Landes6 και η υποστήριξη στους εργάτες της Goodyear που καταδικάστηκαν με έναν χρόνο φυλάκισης για την κατάληψη του εργοστασίου· στις αρχές του Νοέμβρη υπήρξε η εκκένωση του στατοπέδου μεταναστών Stalingrad και η κινητοποίηση σχετικά με την οικογένεια του Adama Traoré· τον Δεκέμβριο ήταν οι αντιφασιστικές πορείες· τον Γενάρη η ίδρυση της “Mη-Κυβερνήσιμης Γενιάς” [Génération ingouvernable]· τον Φεβρουάριο, οι ταραχές σχετικά με την “υπόθεση Théo” και οι “καταλήψεις τάξεων” [occupation des salles]· τον Μάρτιο η διεθνής απεργία γυναικών και η “Πορεία για Αξιοπρέπεια και Δικαιοσύνη”· τον Απρίλιο, πορείες ενάντια στις συγκεντρώσεις του Εθνικού Μετώπο (FN) και την δολοφονία από αστυνομικούς του Liu Shaoyo· και τέλος οι διαδηλώσεις του “κοινωνικού μετώπου”, αμέσως μετά τους δύο γύρους των προεδρικών εκλογών, οι συγκρούσεις της Πρωτομαγιάς κ.λπ.7

Αν θέλαμε να κάνουμε έναν ισολογισμό των διαμαρτυριών ενάντια στον εργασιακό νόμο, το πρώτο στοιχείο που θα τονίζαμε θα ήταν η πολιτική υποκειμενοποίηση που καθόρισαν, ιδιαίτερα μεταξύ συγκεκριμένων κομματιών της νεολαίας. Ή καλλίτερα: μεταξύ ορισμένων τμημάτων της επισφαλούς νεολαίας, καθώς η νεολαία ως τέτοια δεν είναι ένα πολιτικό υποκείμενο. Άσχετα από τις εκκλήσεις για το κατέβασμα στους δρόμους, άσχετα από τις θεωρητικές και πολιτικές συναντήσεις με τα αυτόνομα κινήματα, η ιστορία της δεκαετίας του 1970, η ανανέωση του Μαρξισμού και η τρέχουσα συγκυρία, περιέχουν όλα μια έντονη επιθυμία για μισθολογικούς αγώνες (με χιλιάδες ανθρώπων προετοιμασμένους να διαδηλώσουν) και μια επιμονή/πείσμα επιδίωξης εξίσου συμμετοχικών διαδικασιών συλλογικής μάθησης και αυτο-οργάνωσης [auto-formation] (με εκατοντάδες νέων με υψηλά κίνητρα).

Φυσικά, ο εργασιακός νόμος πέρασε μέσω του Άρθρου 49.38 του γαλλικού Συντάγματος. Αλλά οι παραδοσιακές δυνάμεις του “ακραίου κέντρου” κατέρρευσαν, με τους Ρεπουμπλικάνους και το Σοσιαλιστικό Κόμμα να ανασυγκροτούνται γύρω από τον Μακρόν, με άλλα λόγια, γύρω από μια αναδυόμενη μορφή που επιδιώκει να συνδυάσει τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου με αυτά των ανώτερων στρωμάτων του κράτους. Και επιπλέον, υπάρχει μια καινούρια αντιστεκόμενη υποκειμενικότητα που είχε αποκλειστεί από τις κυρίαρχες δυνάμεις τα προηγούμενα σαράντα χρόνια νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης της εργασίας και της κρατικής σφαίρας – υπάρχουν υποκείμενα [πθ συνεχίζουν να αντιτίθενται αποφασιστικά στο εργασιακό νόμο και τον κόσμο του, όπως φάνηκε καθαρά τον προηγούμενο χρόνο.

Από την σκοπιά μας, αυτός ο πολιτικός κύκλος μπορεί να ερμηνευθεί μέσα από μια παρατήρηση του Max Weber, την οποία παραθέτει ο Mario Tronti σ’ αυτό το υστερόγραφο στην δεύτερη έκδοση του “Εργάτες και Κεφάλαιο” (που εκδόθηκε λίγους μήνες μετά το “Θερμό Φθινόπωρο” των κινητοποιήσεων του 1969), ακριβώς πριν την “απογραφή” της ταξικής πάλης στις ΗΠΑ στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. “Οι διάδοχοί μας”, γράφει ο Weber, “δεν θα μας θεωρήσουν υπεύθυνους μπροστά στην ιστορία για το είδος της οικονομικής οργάνωσης που θα τους κληρονομήσουμε αλλά, μάλλον, για τον διαθέσιμο χώρο που κατακτάμε γι’ αυτούς στον κόσμο που αφήνουμε πίσω μας”9. Μπορούμε λοιπόν να συμφωνήσουμε στο ακόλουθο: η κινητοποίηση της άνοιξης του 2016 δημιούργησε σημαντικούς χώρους για ελιγμούς, περισσότερους από όσους ήταν διαθέσιμοι το 2015· παρήγαγε τις υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες για έναν πιο συντονισμένο τρόπο πολιτικής από αυτόν που προηγούνταν· άνοιξε ρήγματα στον τοίχο του παρόντος. Ρήγματα που εκτείνονται από την εκστρατεία του Jean-Luc Mélenchon (του υποψηφίου που ήξερε πώς να κεφαλαιοποιήσει με τον καλλίτερο τρόπο το Nuit Debout) μέχρι τις πιο ριζοσπαστικές συνιστώσες – με όλα τα υποκείμενα που βρίσκουν τον εαυτό τους ανάμεσα στους δυο αυτούς πόλους να είναι πολύ πιο δυνατά το 2017 απ’ όσο ήταν το 2015.

Αυτή η κοινή, επίμονη προσπάθεια, αποφασισμένη να ενεργοποιήσει τον εαυτό της, είναι, λοιπόν, το σημείο-κλειδί της εκκίνησης για οποιονδήποτε πολιτικό στοχασμό που στοχεύει να κατανοήσει τι συνέβη στη Γαλλία στη διάρκεια των προηγούμενων οκτώ μηνών· δηλαδή, οποιουδήποτε στοχασμού που προσπαθεί να διακρίνει το καθεστώς ημι-μόνιμης κινητοποίησης που έχουμε βιώει μετά το πέρασμα του εργασιακού νόμου. Παρ’ όλα αυτά, αληθεύει επίσης ότι στους μήνες που ακολούθησαν από την διαδήλωση της 15ης Σεπτεμβρίου του 2016, οι απλοί εργάτες – για να το συνοψίσουμε με συντομία – κατέστησαν όλο και πιο διαχωρισμένοι, ανίκανοι να συνεχίσουν να κινητοποιούνται με έναν μαζικό, συλλογικό τρόπο. Με άλλα λόγια, ήταν ανίκανοι να δομήσουν και να επεκτείνουν αυτή την αποφασιστικότητα, αυτή την υποκειμενική βούληση και ικανότητα να αναπαράγουν την κινητοποίηση με πιο αποτελεσματικές πολιτικές μορφές. Από τη στιγμή που τα μεγάλα συνδικάτα αποσύρθηκαν – και ήταν κατανοητό ότι αργά ή γρήγορα θα κατέληγαν να το κάνουν αυτό – υπήρξε και ένας ανάπαυλα/εφησυχασμός/αποκοίμισμα και στην αυτόνομη οργάνωση. Πέρα από τις συνεχιζόμενες αναταραχές και τις ξαφνικές ενδορήξεις [irruptions] που διέστιξαν [dotted] τους πρόσφατους μήνες, αυτό που προκύπτει από τις αρχές του Σεπτέμβρη μας έχει δείξει ότι μένει να ρίξουμε ακόμα πολύ λάδι στη φωτιά, αλλά τελικά δεν είμασταν πραγματικά ικανοί να ξαναζωντανέψουμε τη φλόγα.

Αυτή ήταν η φάση που εξελισσόταν από τις 15 Σεπτέμβρη μέχρι την 1η Μάη: αυτοοργανωμένες ομάδες ήταν τα πιο ορατά κομμάτια την προηγούμενη άνοιξη, αλλά από τη στιγμή που οι ομάδες αυτές απομονώθηκαν, μαζί με τους απλούς εργάτες και τα πιο ριζοσπαστικά συνδικάτα (SUD-Solidaires, CNT, κ.λπ.), δεν μπορούσαν να δομήσουν με επιτυχία μια παρατεταμένη κινητοποίηση με έναν αυτόνομο τρόπο. Δεν έχουμε καταφέρει να οργανώσουμε αυτή την επιθυμία, αυτή την ικανότητα και την αποφασιστικότητα – που ήταν πραγματικά παρούσα – ή να αναπαράγουμε και να επεκτείνουμε την κινητοποίηση. Η κεφαλή της πορείας, οι διαφωνούντες συνδικαλιστές και το Nuit Debout (συμπεριλαμβανομένων όλων των ορίων και των δυνατοτήτων αυτής της εμπειρίας) έκαναν ισχυρές, θετικές αναφορές στις κινητοποιήσεις, της πρόσφεραν ορμητικότητα, ριζοσπαστικότητα, και κλιμάκωση που δεν θα είχαν ποτέ επιτευχθεί αν την κατάσταση την ήλεγχαν οι μεγάλες συνδικαλιστικές ενώσεις· αλλά στη συνέχεια, χωρίς αυτές τις ενώσεις, η κατάσταση ήταν πολύ δυσχερής. Προχωρούσε με δυσκολία, για να πούμε το λιγότερο, και αυτό το γεγονός πρέπει να αναγνωριστεί: δεν πρέπει απλά να παραπονιόμαστε για τα εμπόδια, αλλά να προχωράμε πέρα από αυτά.

Ένα κίνημα με αιτήματα

Έναν χρόνο αργότερα, και χάρις στην ψήφιση του εργασιακού νόμου μέσω του άρθρου 49.3 και στον απόηχο ενός τέτοιου βαθέως κοινωνικού, πολιτισμικού και πολιτικού ξεσηκωμού, το θεμελιώδες ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι το ακόλουθο: πώς θα διατηρήσουμε στον χρόνο την κοινωνική δυναμική των κινητοποιήσεων και πώς θα πολλαπλασιάσουμε τους χώρους στους οποίους λαμβάνουν χώρα; Πώς θα ενσαρκώσουμε, πώς θα διοχετεύσουμε ή θα δομήσουμε την υποκειμενική ικανότητα, αποφασιστικότητα και επιθυμία να συνεχιστούν οι αγώνες που έχουν γίνει ορατοί από τον Σεπτέμβρη του 2016 – με αυτή την “έκρηξη” πρωτοβουλιών, κολλεκτίβων και μικρών ομάδων που βλέπει κανείς να υπάρχουν ακόμα;

Από αυτή την προοπτική, η πλήρης εγκατάλειψη του πεδίου των αιτημάτων, όπως συμβαίνει από την προηγούμενη χρονιά (το “δεν απαιτούμε τίποτα” ήταν ένα από τα συνθήμαυα σήμα-κατατεθέν των κινητοποιήσεων του 2016), αποδεικνύεται δίκοπο μαχαίρι10. Αν αυτή η εγκατάλειψη είναι ένδειξη μιας ριζοσπαστικότητας – που σημαίνει, στην τελική, ότι αναστρέφει το πλαίσιο της υπάρχουσας τάξης – τότε ενέχει επίσης τον κίνδυνο, την ίδια στιγμή, της απομάκρυνσης των αγώνων από την υλικότητα του συγκεκριμένου πεδίου μάχης τους11, αποτρέποντας έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια προς μια πολιτική επανασύνθεση που μπορεί να χτίσει μεγαλύτερες συμμαχίες μέσα στην πολλαπλότητα των κοινωνικών υποκειμένων που, την παρούσα στιγμή, αντιμετωπίζουν διαχωρισμένα και μεμονωμένα μια πολλαπλότητα διαφορετικών εχθρών. Οι πρόσφατοι αντιρατσιστικοί αγώνες είναι διδακτικοί από αυτή την άποψη. Στις φτωχο-γειτονιές12, στα λαϊκά προάστια [quartiers populaires], έχουν ήδη παραχθεί ισχυρές νέες μορφές πολιτικής έκφρασης, που είναι ταυτόχρονα πολύ κοινότοποι και πολύ πραγματιστικοί στους διακηρυγμένους στόχους τους. Τα να απαιτεί κανείς “Αλήθεια και Δικαιοσύνη για τους Adama”, μπορεύμε να συμφωνήσουμε, ότι δεν σημαίνει απαραίτητα την αμφισβήτηση της μεροληψίας των φιλελεύθερων νομικών μορφών. Με τον ίδιο τρόπο, η πορεία για “αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη” δεν συνεπάγεται απαραίτητα την ανατροπή της κυρίαρχης τάξης· το να βεβαιώνει κανείς “δεν είμαστε ζώα”, όπως έκαναν οι μετανάστες στο Στάλιγκραντ τον προηγούμενο Νοέμβρη, δεν απαιτεί κατά κανέναν τρόπο την εδραίωση των συνθηκών για την δυνατότητα της ανάπτυξης των γενικών ικανοτήτων των ανθρωπινων πλασμάτων. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται δύσκολο να σχετικοποιήσει κανείς την σπουδαιότητα αυτών των εμπειριών. Η κατασκευή αυτόνομων διαδρομών [parcours] για αιτήματα – που περιλαμβάνουν τόσο ένα στυλ μαχητικότητας όσο και την αναπαραγωγή των κινητοποιήσεων στον χρόνο – θα μπορούσε να παίξει έναν καθοριστικό ρόλο.

Από αυτή την άποψη, όμως, το πρόβλημα τι είδους αιτήματα, ή ποιο φάσμα αιτημάτων προκύπτει ευθύς εξαρχής. Στην παρούσα στιγμή, αν λάβουμε υπόψιν τι γίνεται στον κόσμο και τι γίνεται στη Γαλλία, υπάρχουν διαδικασίες σε κίνηση που που διαγράφουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα μονοπάτια για αιτήματα, που θέτουν τα ζητήματα της φυλής και του φύλου στο κέντρο του πολιτικού λόγου και των πρακτικών: τέτοια είναι, η κολλεκτίβα του παγκόσμιου γυναικείου κινήματος Ni Una Menos13 και, στην περίπτωση της Γαλλίας, οι αγώνες ενάντια στην αστυνομική βία.

Το παγκόσμιο γυναικείο κίνημα έχει το επίκεντρό του στη Λατινική Αμερική – και πιο συγκεκριμένα στην Aργεντινή – αλλά πρόσφατα έχει επίσης επεκταθεί στις ΗΠΑ, την Πολωνία, την Τουρκία κ.λπ. Σε όλα αυτά τα πλαίσια, το κίνημα περιλαμβάνει κινητοποιήσεις με έντονη πολιτική σύνθεση αλλά και κοινωνικά ετερογενείς, με μερικές μαχήτριες περισσότερο συνδεδεμένες με τη συνδικαλιστική παράδοση και άλλες πιο κοντά στα κοινωνικά κινήματα· γυναίκες προερχόμενες από τις μεσαίες τάξεις, άλλες από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα· φοιτήτριες, εργάτριες κ.λπ. Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον στο κίνημα αυτό, μεταξύ άλλων πραγμάτων, είναι το πέρασμα που έχει γίνει από την καταγγελία των μορφών έμφυλης βίας και σωματικής βλάβης (εμμονική παρενόχληση, βιασμός, δολοφονίες γυναικών) και την ενσωμάτωση ζητημάτων που έχουν να κάνουν με την εργασία, το κράτος πρόνοιας, τα κοινωνικά δικαιώματα, από τη μια μεριά, στον ρόλο και τη θέση των γυναικών στις κοινωνίες μας, από την άλλη. Η αναδιαμόρφωση/επαναχύτευση της τακτικής της απεργίας – η έμφυλη απεργία – είναι που κατέστησε εφικτό αυτό το ποιοτικό άλμα. Και αυτό δεν είναι ανώδυνο, καθώς δεν πρόκειται καθόλου για μια απλή συμπαράθεση μεταξύ μη αναγώγιμων αιτημάτων. Η απεργία των γυναικών είναι το όργανο που έχει επιτρέψει να γίνει μια σύνδεση ανάμεσα στη βία κατά των γυναικών και μια συγκεκριμένη πολιτικοποίηση των σύγχρονων μορφών εκμετάλλευσης και κυριαρχίας στις σφαίρες της οικονομικής παραγωγής και της κοινωνικής αναπαραγωγής. Με άλλα λόγια, η απεργία των γυναικών είναι το εργαλείο που έχει συνδέσει τις μορφές της έμφυλης βίας με το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο . Είναι μέσω αυτής της αναδιαμόρφωσης της τακτικής της απεργίας που αυτή η διπλή πτυχή μπορεί να αναγνωστεί και να κριτικαριστεί στην πρακτική: συγκεκριμένες μορφές βίας από την μια, και το κοινωνικό πλαίσιο από την άλλη, με την γυναικεία απεργία ως τον σύνδεσμο και τον καταλύτη αυτού του κινήματος διαμαρτυρίας.

Για να επιστρέψουμε στο γαλλικό παρόν: οι δυο αντικοινωνικές και αντιδραστικές διαδικασίες της αναδιάρθρωσης της εργασίας και της κρατικής σφαίρας, στις οποίες αναφερθήκαμε στην αρχή του άρθρου και οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν, μαζί με τον Étienne Balibar, ως ένας “εξτρεμισμός του κέντρου”, έχουν καθορίσει την μετάβαση από τον έλεγχο των υποκειμένων μέσω του κράτους πρόνοιας σε μια μορφή ελέγχου που συναρθρώνει το workfare και το warfare14.

Αυτή η μετάβαση ξεδιπλώνεται μέσα από μια διπλή τάση: 1.) πλήρως επισφαλής υποαπασχόληση (σύμφωνα με τις γραμμές του γερμανικού μοντέλου των μεταρρυθμίσεων Hartz IV, που υιοθετήθηκαν στον εργασιακό νόμο)· και 2.) την αυξανόμενη κεντρικότητα των τεχνολογιών ασφαλείας, από το αστυνομικό και το τιμωρητικό σωφρονιστικό σύστημα (το μοντέλο των ΗΠΑ προτιμάται από το κράτος έκτακτης ανάγκης). Στη Γαλλία, εξαιτίας του αποικιοκρατικού παρελθόντος και παρόντος, τα μετα-αποικιοκρατικά υποκείμενα εκτίθενται στα πιο άγρια αποτελέσματα αυτής της διπλής αναδιάρθρωσης: δηλαδή, μαύρα και αραβικά υποκείμενα. Και ήταν ακριβώς αυτά τα υποκείμενα που εγκατέλειψαν το κάλεσμα στα όπλα/“επιστράτευση” την προηγούμενη άνοιξη, αυτοί που δεν κινητοποιήθηκαν μαζικά [en masse], και που δεν κατέβηκαν στους δρόμους και τις πλατείες: ούτε τον Μάρτιο, με τα κλεισίματα των σχολείων και τις δράσεις στα πανεπιστήμια· ούτε τον Απρίλιο, με τις “καταλήψεις” των πλατειών· ούτε τον Μάιο με τις απεργίες· και ούτε στις πάνω από 15 διαδηλώσεις-πορείες που σημάδεψαν τις κινητοποιήσεις από τον Μάρτιο μέχριο τον Ιούλιο. Αν ακούσουμε τις συλλογικότητες από τις γειτονιές χαμηλού εισοδήματος και τα banlieues, ποιοι ήταν οι λόγοι γι’ αυτή την λιποταξία; Ότι εμείς, οι μαύροι και οι Άραβες, έχουμε την επειρία και έχουμε βιώσει τον εργασιακό νόμο κάθε μέρα για πολλές αρκετές δεκαετίες. Τι ίδιο ισχύει και για το κράτος έκτακτης ανάγκης: η αστυνομική βαρβαρότητα είναι το καθημερινό ψωμί που μας σερβίρουν, όχι εξαιτίας αυτού που κάνουμε – όπως εσείς, οι λευκοί μιλιτάντηδες – αλλά εξαιτίας του ποιοί είμαστε· όχι εξαιτίας του ότι διαμαρτυρόμαστε στους δρόμους αλλά επειδή ζούμε στις γειτονιές μας.

Αλλά από τον περασμένο Ιούλιο, σε συνδυασμό με τον τερματισμό των κινητοποιήσεων εναντίον του εργασιακού νόμου, έχουν οικοδομηθεί πολύ ενδιαφέροντα μονοπάτια για αιτήματα μέσω των κινητοποιήσεων ενάντια στον δομικό ρατσισμό του γαλλικού κράτους.Αυτές οι κινητοποιήσεις δεν ασκούν κριτική στις ρατσιστικές πρακτικές της αστυνομίας, αλλά στις πρακτικές της ρατσιστικής αστυνομίας, για να αναφέρουμε τον Omar Slaouti. Γενικότερα, δεν επιδιώκουν να αμφισβητήσουν τις ρατσιστικές πολιτικές του κράτους αλλά τις πολιτικές ενός ρατσιστικού κράτους15. Παρ’ όλα αυτά, αυτές οι κινητοποιήσεις – όπως η πρόσφατη “Πορεία για Αξιοπρέπεια και Δικαιοσύνη”, για παράδειγμα – έχουν δυσκολευτεί να κάνουν το ποιοτικό άλμα που το γυναικείο κίνημα έχει μπορέσει να πετύχει. Μέχρι τώρα, έχουν δώσει φανερή προτερότητα στην κριτική του ισχυρού βραχίονα του κράτους (αστυνομία, καταστολή, φυλάκιση, Ισλαμοφοβία, κ.λπ.) εις βάρος της κριτικής στον “απαλό” βραχίονα του κράτους: κράτος πρόνοιας, κοινωνικά δικαιώματα, ασφαλιστικά επιδόματα, εκπαίδευση, υγεία, κ.λπ. Προφανώς, δεν πρόκεται για ζήτημα εγκατάλειψης της κριτικής στην αστυνομική βία υπέρ της κριτικής μιας συνάρθρωσης του “κοινωνικού” και του “φυλετικού ζητήματος”, αλλά της σύνθεσης αυτών των δυο προοπτικών. Αυτό είναι ένα μείζον διακύβευμα αν θέλει κανείς να υποστηρίξει τους αυτόνομους αγώνες των φτωχογειτονιών και του αντιφασιστικών κινημάτων. Πάρτε δυο πρόσφατα παραδείγματα αστυνομικής βαρβαρότητας: Adama και Théo. Η οικογένεια του Adama Traoré μπόρεσε, χάρις στο δίκτυο ακτιβιστών που έδρασαν μαζί τους και γι’ αυτούς, να χτίσουν μια πολύ δυνατή και αποτελεσματική κινητοποίηση που ήταν ως επί το πλείστον ανθεκτικό στο ρεπουμπλικανικό αφήγημα. Η οικογένεια του Théo Luhaka, από την άλλη, που είναι κοντά στο οργανωμένο δίκτυο που περιστρέφεται γύρω από Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) – το οποίο παρήσχε σταθμούς εργασίας και νομική βοήθεια, και συνεπώς παρήγαγε και έσοδα – συνέπραξε/συνεργάστηκε αμέσως με το SOS Racisme και άλλες ομάδες υπό την αιγίδα του PS16.

Οι προεδρικές εκλογές

Μοιάζει, λοιπόν, προφανές ότι το κάλεσμα για την “υποστήριξη των ταραχών” [“soutenir l’émeute”] δεν είναι μια επαρκής προοπτική. Πρέπει να συνδυαστεό – και αυτό είναι το λιγότερο που μπορεί να ειπωθεί – με προσπάθειες να οικοδομηθεί μια “εφαρμόσιμη και διαρκής αλληλεγγύη” μέσα στις φτωχογειτονιές17. Σχετικά με αυτό, ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών μας προσφέρει κάποιες σημαντικές ενδείξεις. Όπως ισχυρίζεται το άρθρο της σύνταξης του Quartiers libres:

Από το Trappes μέχρι το Grigny, τις βόρεις γειτονιές της Μασαλλίας, το 93ο Διαμέρισμα [στο Seine-Saint-Denis], το 4ο Διαμέρισμα [Val-de-Marne], τα Υπερπόντια διαμερίσματα κ.λπ., η ψήφος στον Μελανσόν ήταν πρώτη σε αρκετές εκλογικές περιφέρειες χαμηλού εισοδήματος. Tα αποτελέσματα στις φτωχογειτονιές και στις υπερπόντιες επικράτειες δείχνουν κάτι που πολλοί έχουν ξεχάσει ή αγνοούν: η ταξική ψήφος υπάρχει στη Γαλλία. Τα ποσοστά του Ζαν Λυκ Μελανσόν σε συγκεκριμένες φτωχογειτονιές, που ξεπερνούν το 40%, όπως στην εκλογική του νίκη το 1993, τα φτωχότερα και πιο φυλετικοποιημένα διαμερίσματα στη Μητροπολιτική Γαλλία, δεν είναι άνευ σημασίας. Δεν είναι σημάδι υποστήριξης ή ταύτισης με την Ανυπότακτη Γαλλία, αλλά μάλλον αντιστοιχελι σε μια “κοινωνική” ψήφο από τα αριστερά, βασικά μια ταξική ψήφο18.

Ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών μας δίνει επίσης μιας διπλή πολιτική ένδειξη. Πρώτον, την αναμβφισβήτητη προσέλευση υπέρ του Εθνικού Μετώπου: έντεκα εκατομμύρια Γάλλοι, ή το 16% του πληθυσμού δεν δίστασαν να υποστηρίξουν ένα ανοιχτά φασιστικό κόμμα και πρόγραμμα, που η εφαρμογή του θα είχαν εξαιρετικά σοβαρές συνέπειες για τα φυλετικοποιημένα υποκείμενα στις φτωχογειτονιές19. Αφού κέρδισε 7.65 εκατομμύρια ψήφους στον πρώτο γύρο, μια σημαντική αύξηση από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2012 (5.52 εκ.) και τη νίκη στις Ευρωεκλογές του 2014 (4.71 εκ., ποσοστό 24.86%), το FN έκανε μια εντυπωσιακή διείσδυση στην καθολική και ρεπουμπλικανική δεξιά, που αν και δεν τόλμησε να υποστηρίξει το ΕΜ στον πρώτο γύρο, τελικά έσπασε το ταμπού τον προηγμένο μήνα, κάνοντας την 7η Μαΐου του 2017 μια πραγματικά ιστορική μέρα. Και στην πραγματικότητα, παρά έναν βαθμό μιας με δυσκολία συγκαλυπτόμενης δυσαρέσκειας ανάμεσα στους μιλιτάντηδες και τους ηγέτες, μερικά λεπτά μετά το αποτέλεσμα η Μαρίν Λεπέν ανακοίνωση μια σαρωτική ανανέωση του κόμματος ώστε να διατηρήσει την μακριά της πορεία μέσα στην γαλλική κοινή γνώμη.

Δεύτερον, η ψήφος υπέρ του Μακρόν δεν είναι κατά κανέναν τρόπο μια δεσμευτική επιλογή. Έντονα μη δημοφιλής πριν καν ακόμα φθάσει στο μέγαρο των Ηλυσίων, η εντολή στον Μακρόν αντιπροσωπεύει μοα ισχυρή συνέχεια σε σχέση με τη θητεία του Ολλάντ – την πιο μισητή προεδρία στην ιστορία της Πέμπτης Δημοκρατίας.20. Ο νέος πρόεδρος υπόσχεται να επεκτείνει την εργασιακή μεταρρύθμιση στη διάρκεια των πρώτων μηνών της θητείας του και σκοπεύει να το κάνει μέσω προεδρικών διαταγμάτων. Καθώς δεν είναι ξακάθαρο εκ των προτέρων κατά πόσον θα απολαμβάνει μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ο Μακρόν θα αναγκαστεί να προχωρήσει στηριζόμενος σε εκτελεστικές εξουσίες21. Αυτό μόνο θα οξύνει την έλλειψη εμπιστοσύνης στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, στο κομματικό σύστημα, και, γενικότερα, στην εκλογική κατανόηση της αναπαράστασης. Αυτός ο γύρος προεδρικών εκλογών μας πρόσφερε με άλλα δύο στατιστικά στοιχεία που πρέπει να αναφερθούν:το ποσοστό 25% της αποχής (το υψηλότερο από την αντιεκλογική “εξέγερση” του 1969) και τον αριθμό ρεκόρ των λευκών ψηφοδελτίων (12%).

Συμπεράσματα

Οι μήνες που έρχονται μοιάζουν ήδη να είναι πολύ έντονοι, τόσο από την σκοπιά των δράσεων των εργοδοτών όσο της δραστηριότητας των κοινωνικών κινημάτων. Πέρα και πάνω από την κλιμάκωση των κατασταλτικών μέτρων εναντίον των κοινωνικών κινημάτων που ανακοινώθηκαν ήδη από τον νέο πρόεδρο, το κυβερνητικό σχέδιο είναι σαφές: να εκμεταλλευθεί τους καλοκαιρινούς μήνες για να περάσει αντικοινωνικούς νόμους σχετικά με τους εργασιακούς χώρους και τα κοινωνικά δικαιώματα, παρακάμποντας το κοινοβούλιο αν είναι αναγκαίο. Όσον αφορά τα αντιστεκόμενα και αντιτιθέμενα υποκείμενα, οι τωρινές και μελλοντικές προκλήσεις είναι σημαντικές. Μετά από μια σύντομη προεκλογική υποχώρηση, οι τελευταίες εβδομάδες έχουν αναζωογονήσει την προσπάθεια να οικοδομηθεί μια “εγκάρσια”/διατέμνουσα δύναμη, της οποίας ο στόχος είναι να ενώσουν τους εργάτες της βάσης που διαφωνούν με τα πιο αποφασισμένα κομμάτια της επισφαλούς νεολαίας. Αν και η επανάληψη των “άγριων διαδηλώσεων” [manifs sauvages] στο βορειοανατολικό Παρίσι (που περιφρουρούνται όλο και περισσότερο από την αστυνομία και της στρατοχωροφυλακή) έχει χάσει την δυναμική της δημιουργίας πολιτικών υποκειμένων που είχε την προηγούμενη άνοιξη, η επιθυμητή αναθέρμανση μιας συμμαχίας ανάμεσα στα “μαύρα K-Way τζάκετ και τα κόκκινα γιλέκα22 [K-way noirs et chasubles rouges] που ανακοινώθηκε από το καινούριο “κοινωνικό μέτωπο” θα μπορούσε να δώσει μια ανάσα φρέσκου αέρα στις διαμαρτυρίες23.

Προς το παρόν, καμμιά υποκειμενικότητα δεν έχει την αποτελεσματική δύναμη να σηκώσει αυτή την αναμέτρηση από μόνη της: ούτε οι μισθωτοί, ούτε οι γυναίκες, ούτε τα υποκείμενα που υφίστανται τις φυλετικές διακρίσεις περισσότερο, ούτε η νεολαία – ακόμα και αν είναι στην πραγματικότητα μη-κυβερνήσιμοι! Αν θέλουμε να αμφισβητήσουμε το σχέδιο του κεφαλαίου και της κρατικής μηχανής, τότε θα πρέπει να ξεκινήσουμε (ξανά) από διαφορετικές συνιστώσες οι οποίες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οδήγησαν τους κοινωνικούς αγώνες στη Γαλλία από τις κινητοποιήσεις ενάντια στον εργασιακό νόμο μέχρι τις προεδρικές εκλογές. Στην ουσία, όπως παρατήρησε πρόσφατα η Simona de Simoni σε μια ομιλία της σχετικά με τον φεμινισμό και τον Μάριο Τρόντι, “οι διαφορές δεν έχουν λιγότερη σημασία από την σύγκρουση και η σύγκρουση χωρίς διαφορές δείχνει σε ένα μονοπάτι που δεν μπορεί πια να περπατηθεί”24. Σ’ αυτό το φως, και πέρα από όλες τις απαραίτητες κριτικές στον Μελανσόν, που δεν αξίζει να σταθούμε σ’ αυτές τώρα, τα συγκεκριμένα κοινωνικά μέτρα που προωθήθηκαν στο πρόγραμμα της “Ανυπότακτης Γαλλίας” και ο αχαλίνωτος ρατσισμός μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι το 2015 (ο οποίος οξύνθηκε στη διάρκεια αυτής της εκστρατείας) είχαν έναν μείζονα αντίχτυπο στις γαλλικές πόλεις και τα banlieues. Αν οι απλοί εργάτες και τα κινήματα νεολαίας θέλουν να χτίσουν ένα μονοπάτι συμμαχίας των φυλετικοποιημένων και διαχωρισμένων/απομονωμένων υποκειμένων, είναι αναγκαίο να ξεκινήσουν να διερευνούν σοβαρά τους τρόπους με τους οποίους αυτό το διαφορετικό θεματικό περιεχόμενο μπορεί να συναρθρωθεί και να επεξεργαστεί, προσδίδοντας μια κατ’ εξοχήν πολιτική διάσταση σε συγκεκριμένα αιτήματα25. Οι ανάγκες και οι απαιτήσεις που προσιδιάζουν σε μοναδικές συνθήκες ζωής μπορούν και πρέπει να γίνουν το πρωταρχικό έδαφος οποιουδήποτε ανανεωμένου ανταγωνισμού. Θα ήταν τότε καθήκον αυτού του ανταγωνισμού να “σπρώξει” αυτά τα αιτήματα σε μια πολιτική κατεύθυνση, χωρίς να ταυτίζεται απαραίτητα με αυτά – όπως μπόρεσαν να κάνουν τα πιο πετυχημένα πειράματα των ιταλικών “κόκκινων χρόνων” (1968-1977)26. Γιατί είναι μόνο μέσα από την σύγκλιση οικονομικών και κοινωνικών αγώνων – ακολουθώντας, για παράδειγμα, την πρόσφατη περίπτωση του Ni Una Menos – που θα μπορέσουμε να πυροδοτήσουμε μια πραγματική κρίση στο σύστημα των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων, όχι μόνο κάνοντα την άρχουσα τάξη να φοβηθεί, αλλά επίσης απειλώντας την άμεσα.

Αγγλική μετάφραση από τον Patrick King

1 Ο Davide Gallo Lassere είναι συνεργάτης ερευνητής στην διεπιστημονική ομάδα Sophiapol στο Πανεπιστήμιο Paris Ouest Nanterre La Défense. Αυτή τη στιγμή είναι μεταδιδακτορικός φοιτητής στο Ινστιτούτο Ανώτερων Σπουδών της Πάβια, και το έργο του περιλαμβάνει την πολτική, οικονομική και κοινωνική φιλοσοφία καθώς και θεωρίες του χρήματος και την ιστορία του καπιταλισμού.

2 Tο παρόν κείμενο στοχεύει απλά να ανοίξει μια συζήτηση στη Γαλλία σχετικά με τις πρακτικές και τις μορφές οργάνωσης που επί τω έργω εντός των κινημάτων. Απορρέει από μια σειρά παρατηρήσεων που έχουν γίνει σε συλλογικές συζητήσεις που έγιναν από τον τελευταίο Γενάρη με διάφορες συνθέσεις: στο Michèle Firk, στο Lieu-dit, στο Conséquences, στο Manifesten, στο La Planète, στο la Brèche, στο Cox, στο Bioslab και αρκετά πανεπιστήμια.

3 Δείτε Wendy Brown: “American Nightmare: Neoliberalism, Neoconservatism, and De-Democratization”, Political Theory 34.6 (Δεκέμβριος 2006): 690-714.

4 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: ένας όρος που είναι δύσκολο να αποδοθεί στα Αγγλικά, και αναφέρεται στο “μπροστινό κομμάτι” των πορειών και των διαμαρτυριών γύρω από το Nuit Debout. Φέρει μια μιλιτάντικη συνδήλωση, και ενώ τόσο η κοινωνική σύνθεση όσο και το αμφιλεγόμενο ρεπερτόριο αυτών των διαμαρτυριών επικαλύπτεται με τακτικές του μπλακ-μπλοκ στη Βόρεια Αμερική, υπάρχουν ιδαιτερότητες που πρέπει να ληφθούν υπόψιν. Είναι επίσης σημαντικό ότι σε κάποιες από τις μείζονες πορείες στη Γαλλία, τα συνδικάτα συχνά καταλαμβάνουν αυτό τον χώρο στην κεφαλή της πορείας, κάτι που αναμφισβήτητα δεν συνέβη την προηγούμενη άνοιξη.

5 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Για άλλές αναλύσεις σχετικά με το Nuit Debout, δείτε την συνέντευξη του Frédéric Lordon στον Στάθη Κουβελάκη: “Overturning a World”, Jacobin, 4 Μαΐου, 2016· ή την συνέντευξη του ίδιου του Κουβελάκη και πάλι στο Jacobin: “What’s Next for Nuit Debout?”, 15 Μαΐου, 2016.

6 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Για μια εξαιρετική ιστορική ανάλυση των κατασταλτικών μέτρων που χρησιμοποίησε η στρατοχωροφυλακή [gendarmes] εναντίον των διαμαρτυριών για τα ZAD, σε σχέση με τον θάνατο του Rémi Fraisse, δείτε Louise Fessard: “Grenades offensives: enquête sur le précédent de Creys-Malville en 1977”, Mediapart, 17 Δεκεμβρίου 2014.

7 Φυσικά, στις κινητοποιήσεις αυτές δεν συμμετείχαν όλες οι υποκειμενικότητες…

8 Στμ. Άρθρο του Γαλλικού Συντάγματος που παρέχει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να νομοθετεί μέσω “προεδρικών διαταγμάτων” παρακάμποντας την ψηφοφορία στη Βουλή.

9 Max Weber, “The National State and Economic Policy (Freiburg Address)”, μετάφραση Ben Fowkes, Economy and Society 9.4 (1980): 438. Δε’ιτε την πρόσφατη επανέκδοση του κλασσικού έργου του Τρόντι σε μια εξαιρετική μετάφραση στα γαλλικά: Mario Tronti, Ouvriers et capital, μετάφραση Yann Moulier-Boutang (Geneva: Entremonde, 2016).

10 Τελικά, μπορεί κανείς ακόμα και να επιχειρηματολογήσει ότι αυτό ήταν ένα σύμπτωμα μιας ιδιαίτερης κοινωνικής σύνθεσης, που δεν είχε οποιαδήποτε ανάγκη για μείζοντα αιτήματα…

11 Στμ. Περί της υλικότητας των αγώνων.

12 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: ακολουθώ εδώ την μετάφραση από τις ediciones ineditos αυτής της πολύτιμης συνέντευξη με έναν οργανωτή από τις λαϊκές γειτονιές: “Our Neighborhoods are not Political Deserts”, (“Οι γειτονιές μας δεν είναι πολιτικές έρημοι”), 16 Φεβρουαρίου, 2017. Ενώ η πιο κυριολεκτική μετάφραση θα ήταν “δημοφιλείς” [popular] γειτονιές, και αυτή χρησιμοποιείτα συχνά, αυτή χάνει όμως ένα σημαντικό βαθμό συσσωρευμένου νοήματος· το επιλεγμένο υποκατάστατο δεν είναι τέλειο και μπορεί να παραείναι οικονομίστικο.

13 Στμ. Ni una menos, που σημαίνει στα ισπανικά “Ούτε Μία Λιγότερη, είναι ένα φεμινιστικό κίνημα στην Αργεντινή που έχει διαδοθεί σε αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής, που κάνει εκστρατεία εναντίον της έμφυλης βίας. Στον επίσημο ιστότοπό της, το κίνημα Ni una menos αυτοπροσδιορίζεται ως “μια συλλογική κραυγή εναντίον της μάτσο βίας”. Η εκστρατεία ξεκίνησε από μια κολλεκτίβα γυναικών καλλιτεχνών, δημοσιογράφων και ακαδημαϊκών από την Αργεντινή για να αναπτυχθεί σε “μια ηπειρωτική συμμαχία φεμινιστικών δυνάμεων. Το κίνημα διοργανώνει συχνά διαμαρτυρίες εναντίον δολοφονιών γυναικών, αλλά έχει αγγίξει επίσης ζητήματα όπως οι έμφυλοι ρόλοι, η σεξουαλική παρενόχληση, τις μισθολογικές διαφορές λόγω φύλου, την σεξουαλική αντικειμενοποίηση, την νομιμοποίηση της έκτρωσης, τα δικαιώματα των εργατριών του σεξ και των διεμφυλικών ατόμων..

14 Πβλ. Étienne Balibar: “Du populisme au contre-populisme: histoire et stratégie” (“Από τον λαϊκισμό στον αντι-λαϊκισμό: ιστορία και στρατηγική”), Populismus Interventions, No. 3 (Θεσσαλονίκη, 2015), 1-12.

15 Πβλ. “Il est temps de marcher avec notre boussole politique’: Entretien avec Omar Slaouti”, (“Είναι ώρα να βαδίσουμε με τη δική μας πολιτική πυξίδα: μια συνέντευξη με τον Omar Slaouti ”), Contretemps, 16 Μαρτίου 2017.

16 Για μια επισκόπηση του πώς διαχειρίζεται το γαλλικό κράτος αυτές τις “περιφερειακές” περιοχές μέσω συνεταιριστικών και οικονομικών εργαλείων συνδεδεμένων με το PS, δείτε πχ. το άρθρο στον ιστότοπο Quartiers Libres: “Made in PS”, 27 Φεβρουαρίου 2017.

17 Πβλ. αντίστοιχα: “Soutenir L’Émeute” (“Υποστηρίξτε τις ταραχές”), Lundi Matin #94 (23 Φεβρουαρίου, 2017)· και “Pour une solidarité durable et appliquée” (“Για μια διαρκή και εφαρμόσιμη αλληλεγγύη”), Paris-Luttes.info, 17 Φεβρουαρίου 2017.

18 Δείτε την ανάλυση του πρώτου γύρου των εκλογών στο Quartiers Libres Au Quartier, on vote La Classe”, 28 Απριλίου 2017. Για μια ανάλυση της κοινωνικής και γεωγραφικής σύνθεσης της ψήφου, δείτε “X-Ray of a Shattered Vote”, Jacobin Magazine (Μάιος 2017).

19 Παρεμπιπτόντως, η ανικανότητα ενός μεγάλου μέρους των κοινωνικών κινημάτων να αρθρώσουν έναν διαφοροποιημένο λόγο, η οποία κατέληξε τοποθετώντας και τους δυο υποψήφιους στο ίδιο επίπεδο – με το σύνθημα “Ούτε πατρίδα ούτε αφεντικό, ούτε Λεπέν ούτε Μακρόν” (“Ni patrie ni patron, ni Le Pen ni Macron”) ως μια πτυχή μόνο – κάνει εμφανή για μια ακόμα φορά την δυσκολία για μια πολιτική αντιμετώπιση του ρατσισμού. Στην πραγματικότητα είναι μόνο από την σκοπιά των υφιστάμενων τις φυλετικές διακρίσεις [racialized], και από αυτήν μόνο, που μπορεί κανείς να θέσει το έδαφορς του κοινωνικού αγώνα ή του λανθάνοντα εμφυλίου πολέμου, ώστε να μην αναγκαστεί να επιστρέψει στις κάλπες στον δεύτερο γύρο για να “μποκάρει” το Εθνικό Μέτωπο. Πβλ. την σειρά συνεντεύξεων που διεξήγαγε η Carine Fouteau με μαχητές του αντιρατσιστικού κινήματος που δρουν στις φτωχογειτονιές που επέλεξαν να απόσχουν: “Voter ou s’abstenir: le «cas de conscience» des quartiers populaires”, Mediapart, 4 Μαΐου 2017.

20 Σύμφωνα με αρκετές έρευνες (ο αριθμός ποικίλει αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο), σχεδόν το ένα τρίτο των ψήφων στον Μακρόν οφειλόταν στην προσωπικότητα και το πρόγραμμά του, το άλλο τρίτο στο καινούριο που αντιπροσωπεύει (όπως ο Μπερλουσκόνι και ο Τραμπ, ο Μακρόν είναι άμεσο δημιούργημα της άρχουσας τάξης, αλλά προσποιείται ότι περνιέται για “αντισυστημικός”), και το τελευταίο τρίτο προήλθε από μια προσπάθεια μπλοκαρίσματος του FN. Ακόμα περισσότερο, ένα τμήμα των ψηφοφόρων που πήγαν στον Μακρόν θα μπορούσαν στην ουσία να είχαν ψηφίσει το LR (Ρεπουμπλικάνους) αν η εκστρατεία του Φιγιόν δεν είχε συγκλονιστεί από τα σκάνδαλα, ενώ ένα άλλο τμήμα θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ψηφίσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) αν τα αποτελέσματα στον πρώτο γύρο ήταν διαφορετικά. Με λίγα λόγια, η πιθανότητα μιας αντιπαράθεσης Λεπέν εναντίον Μελανσόν στον δεύτερο γύρο δεν ήταν στο βασίλειο της πολιτικής φαντασίας.

21 Με έναν διαφορετικό τρόπο απ’ό,τι συνέβη στη Γερμανία, την Ισπανία, την Ελλάδα, την Ιταλία και αλλού, όπο “μεικτές” συμμαχίες προχώρησαν στον σχηματισμό κυβερνήσεων, στη Γαλλία η επικύρωση μιας κυβέρνησης του ακραίου-κέντρου φαίνεται επικείμενη, με τον Μακρόν να παίρνει μια απόλυτη πλειοψηφία στις βουλευτικές εκλογές. Αυτή η προοπτική οξύνει, επιπλέον, την εξελισσόμενη κατάρρευση των δύο λεγόμενων μετριοπαθών κομμάτων.

22 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: ρούχα που φοριούνται συχνά από τα μέλη της κεφαλής της πορείας (μαύρα τζάκετ K-Way) και τους διαφωνούντες συνδικαλιστές (κόκκινα γιλέκα) αντίστοιχα.

23 Όπως οι περισσότερες παραγωγικές πολιτικές εμπειρίες της προηγούμενης άνοιξης, που θα μπορούσε να τις δει κανείς στην cortège de tête και στην διάρκεια των αυτόνομων αποκλεισμών.

25 Μια ομάδα συντρόφων/ισσών, περιλαμβανομένου του συγγραφέα του παρόντος, αποπειράται αυτή την περίοδο να κάνει ακριβώς αυτό. Αναδεικνύουμε, για παράδειγμα, το ζήτημα του κοινωνικού μισθού ή κοινωνικού εισοδήματος [revenu social] στα banlieues, αντιστρέφοντας, όμως, τους όρους με τους οποίους συνήθως έχει τεθεί το ζήτημα – τουλάχιστον εντός του ιταλικού εργατισμού και της αυτονομίας, που θεωρητικοποίησαν και τάραξαν τα πράγματα σχετικά με το ζήτημα ξεκινώντας από το πιο προχωρημένο σημείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, δηλαδή από την γνωσιακή και διανοητική εργασία, την κοινωνική συνεργατικότητα κ.λπ. Για να χρησιμοποιήσουμε την κλασσική μεταφορά του Bifo, για να μπορέσουμε να συλλάβουμε το δυναμικό του κοινωνικού μισθού, φαίνεται ότι θα πρέπει να κινηθούμε προς την Silicon Valley. Αλλά κατά την άποψή μου, φαίνεται εξίσου σημαντικό – και ακόμα περισσότερο στο γαλλικό πλαίσιο, με τις ιστορικές τους ιδιαιτερότητες – να καταλάβουμε τον κοινωνικό μισθό στο πλαίσιο στο οποίο οι διαδικασίες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης έχουν επιφέρει τα πιο άγρια και βίαια αποτελέσματα: δηλαδή τα banlieues, τις περιφέρειες των μητροπόλεων και των φτωχογειτονιών, θετόντάς τες στην τομή των αντιρατσιστικών αγώνων. Μόλις που έχουμε αρχίσει να διερευνούμε αυτή την προβληματική στις λίγες προηγούμενες βδομάδες, εμπλεκόμενοι αυτή τη στιγμή με καμμιά εκατοστή μαθητών του Λυκείου στα βόρεια και νότια banlieues του Παρισιού. Αυτό που έχει ήδη αναδυθεί από αυτές τις πρώτες επαφές, πέρα από μια ολόκληρη σειρά συμπτωματικών αντιφάσεων, είναι το δυναμικό του κοινωνικού μισθού σε όρους του πολιτικού φαντασιακού και προοπτικών του αυτοπροσδιορισμού. Για να το θέσουμε πιο πεζά: την αξιοσημείωτη ευελιξία να μπορεί κανείς να αποφασίζει αυτόνομα τι να κάνει, πού να το κάνει και πώς, χωρίς να υπόκειται πλήρως στους περιορισμούς της αγοράς εργασίας ή το οικογενειακό υπόβαθρο, είναι ένα στοιχείο που διανοίγει αρκετά αξιοθαύμαστα πεδία δυνατοτήτων. Ανάμεσα στους χιλιάδες τρόπους να προσδιορίσει κανείς το κοινωνικό εισόδημα, βρίσκω πιο ιδιαίτερα πειστική μια πρόσφατη διατύπωση, που υιοθετήθηκε από το ιταλικό τμήμα της παγκόσμιας κολλεκτίβας του γυναικείου κινήματος Ni Una Menos: ένας μισθός για τον αυτοκαθορισμό! Δείτε Maria Rosaria Marella, “Ni Una Menos: Un Reddito di Autodeterminazione contro lo sfruttamento capitalistico e patriarcale”, EuroNomade, 8 Μαρτίου 2017.

26 Πβλ. Nanni Balestrini και Primo Moroni: “La horde d’or: Italie 1968-1977”, μετάφραση και έκδοση από Jeanne Revel, Jean-Baptiste Leroux, Pierre Vincent Cresceri και Laurent Guilloteau (Paris: L’éclat, 2017) 274-75, 282-83, 336, 400, 402, 416-17, 434, κ.λπ.

Το σκοτάδι στο βάθος του τούνελ

 Τεχνητή νοημοσύνη και Νεοαντίδραση1

του Shuja Haider2

Βαθιά Όνειρα του Αύριο

Η επιστημονική φαντασία μας λέει ότι μια αλλαγή σε ένα παρελθοντικό γεγονός, που προκαλείται από την παρέμβαση ενός χρονοταξιδιώτη, θα ανοίξει μια παράλληλη χρονογραμμή που οδηγεί σε ένα εναλλακτικό παρόν. Το παράδειγμα που, για κάποιο λόγο, μας έρχεται στο μυαλό είναι το Επιστροφή στο Μέλλον, Μέρος ΙΙ (Back to the Future, Part II). Μετά από μια απροσδόκητη διαταραχή στο χωροχρονικό συνεχές, ο Marty McFly επισκέπτεται έναν κόσμο στον οποίο ο Biff Tannen, ο νταής που τραμπούκιζε τον πατέρα του στο Λύκειο, έχει αλλάξει από ένας αδίστακτος μικρο-επιχειρηματίας σε μια ρέπλικα του σημερινού μας προέδρου.

Αν αποδεχτείτε την ιδέα, τότε αυξάνονται τα διακυβεύματα της τωρινής στιγμής: κάθε απόφαση οδηγεί όχι σε μια αναπόφευκτη έκβαση, αλλά σε μια πολλαπλότητα πιθανών μελλόντων. Το πέρασμα του χρόνου δεν είναι μια ιστορία που ακολουθεί το ταξίδι του ήρωα από το “κάλεσμα στην περιπέτεια” στην “επιστροφή στο σπίτι”. Είναι ένας ιστότοπςο με μια σειρά από συνδέσμους που ο καθένας οδηγεί σε μια επόμενη τέτοια σειρά συνδέσμων. Μπορεί να ξεκινήσετε διαβάζοντας το λήμμα στη Wikipedia για τις τουλίπες και τα μπισκότα graham και, ανάλογα με τις επιλογές που θα κάνετε, να βρείτε τα ξημερώματα τον εαυτό σας ως έναν ειδικό στον Jeffrey Dahmer ή στην θεωρία συνόλων των Zermelo–Fraenkel. Σε αντίθεση με τα γραμμικά μέσα της έντυπης σελίδας, ο χρόνος διακλαδίζεται σε εναλλακτικές δυνατότητες, που αντιστοιχούν σε αυτό που ο κοινωνιολόγος Ted Nelson, προβλέποντας το Διαδίκτυο δεκαετίες πριν την εφεύρεσή του, υπερμέσα (hypermedia).

Στις 23 Ιουλίου του 2010, ο Roko, ένας χρήστης του διαδικτυακού φόρουμ LessWrong, άνοιξε τυχαία μια καινούρια χρονογραμμή. Το LessWrong είναι μια κοινότητα αφιερωμένη στην προαγωγή της ορθολογικότητας, που επιβλέπεται από τον Eliezer Yudkowsky, συνιδρυτή του Ερευνητικού Ινστιτούτου Μηχανικής Νοημοσύνης (Machine Intelligence Research Institute, MIRI). Ο Yudkowsky χαρακτήρισε στο Harper’s το Σχέδιό του ως έναν “Νέο Διαφωτισμό”. Το φόρουμ είναι ένας κόμβος για την συζήτηση της Ιδιομορφίας3, ενός οράματος για το μέλλον που προβλέπει ότι η τεχνητή νοημοσύνη ταυτόχρονα θα ξεπεράσει και θα συγχνευθεί με τον ανθρώπινο νου. Ο στόχος του Yudkowsky είναι να εξασφαλίσει ότι οποιαδήποτε μελλοντική νοήμων μηχανή – μια “υπερευφυΐα” – θα ενδιαφέρεται για την ειρηνική συνύπαρξη με τους δημιουργούς της. Αντί του βίαιου μισθοφόρου του Terminator, να είναι η αλτρουιστική εκδοχή του συνδοδού στο Terminator 2.

Ο ίδιος ο Terminator εξηγεί την μανιχαϊστική4 του μεταλλαξιμότητα στο δεύτερο φιλμ. “Η CPU μου είναι ένας επεξεργαστής νευρωνικόίκτυο5”, λέει, “ένας υπολογιστής που μαθαίνει”. Η κατεύθυνση της πραγματικά υπάρχουσας τεχνητής νοημοσύνης έχει ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι, εφαρμόζοντας όλο και περισσότερο μια μέθοδο γνωστή ως “εκμάθηση μηχανής/machine learning”. Πρόσφατα οι New York Times αναφέρθηκαν στην εφαρμογή της μηχανικής μάθησης στην μεταφραστική τους λειτουργία, παράγοντας έτσι μια βελτίωση ουσιαστικά αλλαγής παραδείγματος που προκάλεσε μια παγκόσμια αναταραχή μεταξύ των θιασωτών της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ) σε ολόκληρο τον κόσμο. Το αποτέλεσμα λέγεται ότι είναι πιο κοντά στην διαφεύγουσα γενική, χωρίς συγκεκριμένο στόχο, νοημοσύνη που οι άνθρωποι κατέχουν ακόμα και στη νηπιακή ηλικία, παρά η στοχευμένη αλγοριθμική νοημοσύνη στην οποία παραδοσιακά έχουν περιοριστεί οι μηχανές.

Αντί να προγραμματίζεται με ένα σύνολο γραμματικών κανόνων και ένα λεξικό λεξιλογίου, το καινούριο “νευρωνικό δίκτυο” της Google εξέτασε τόμους από φράσεις, προτάσεις και παραγράφους σε πολλές γλώσσες και έβγαλε τα δικά του συμπεράσματα. Όπως ένα νήπιο που μαθαίνει μια πρώτη γλώσσα, έμαθε μέσω της παρατήρησης μάλλον παρά του υπολογισμού. Φυσικά, όπως ένα παιδί, ένα πρόγραμμα χρειάζεται έναν γονιό για καθοδήγησ, και οι προγραμματιστές έπρεπε να παρατηρούν και να διορθώνουν τη συμπεριφορά του. Και όπως ένα παιδί, ένα πρόγραμμα και θα αδημονεί να ευχαριστήσει και θα είναι επιρρεπές στην ανυπακοή.

Αυτή η τάση αναδεικνύεται έντονα ανάγλυφα στο πρόγραμμα Deep Dream της Google, στο οποίο ένα νευρωνικό δίκτυο σκανάρει μια εικόνα με αναγνωρίσιμα σχέδια, προσπαθώντας να ταυτοποιήσει τα περιεχόμενά της με τον τρόπο που θα το έκανε ένας άνθρωπος. Το πρόγραμμα παράγει ενδείξεις της διαδικασίας σκέψης του υπερθέτοντας άλλες αντίστοιχες εικόνες στην αρχική. Το σύστημα αναγνώρισης εικόνας της Google, εκπαιδευμένο από τους προγραμματιστές της να αναγνωρίζει ανθρώπινα πρόσωπα και να διαφοροποιεί μεταξύ διαφόρων ειδών κατοικιδίων βλέπει παντού μάτια και σκύλους. Οι επιθυμίες, συνειδητές και ασυνείδητες, των δημιουργών της μηχανής εμπλέκονται αναπόφευκτα στην φαινομενιά αυτόνομη ανάπτυξή της.

Αν αυτοί που “χτίζουν” την τεχνολογία μεταδίδουν τις αξίες τους στα μηχανήματα, αυτό καθιστά την κουλτούρα της Silicon Valley ζήτημα με ευρύτερες συνέπειες. Η καλιφορνέζικη ιδεολογία, διάσημα ταυτοποιημένη από τους Richard Barbrook και Andy Cameron το 1995, αντιπροσώπευε μια σύνθεση φαινομενιά αντίθετων: από την μια πλευρά, ο ουτοπισμός της Νέας Αριστεράς που ενσωματώθηκε/επαναφομοιώθηκε χαρωπά από το Τρίτο Κύμα φιλελεύθερου κεντρισμού της δεκαετίας του 1990, και από την άλλη, ο ατομικισμός της Ayn Randian6 που οδήγησε, λιγότερο ή περισσότερο άμεσα, στην οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2000.

Αλλά στις δεκαετίες που ακολούθησαν καθώς ο καταναλωτικά προσανατολισμένος φιλελευθερισμός των Bill Gates και Steve Jobs έδωσε την θέση του στον τεχνολογικό απολυταρχισμό των Elon Musk7 και Peter Thiel8, αυτό το περίεργο θεμέλιο έστρωσε τον δρόμο για ακόμα πιο παράξενες τάσεις. Η πιο παράξενη απ’ όλες είναι γνωστή ως “νεοαντίδραση” ή, σε μια διεστραμμένη αντήχηση του οράματος του Eliezer Yudkowsky, ένας “Σκοτεινός Διαφωτισμός”. Αναδύθηκε από την ίδια χαοτική διαδικασία που έδωσε την αναρχική πολιτική κολλεκτίβα Anonymous, ένα προϊόν του συλλογικού νου [hivemind] που γεννήθηκε από τις κυβερνητικές συναθροίσεις των κοινωνικών δικτύων/μέσων. Περισσότερο από μια σχολή σκέψης, μοιάζει με ένα μιμίδιο9. Η γενεαλογία αυτού του νέου διανοητικού ρεύματος αντανακλάται στον καθρέφτη του πιο επικίνδυνου μιμιδίου που δημιουργήθηκε ποτέ: τον Βασιλίσκο10 του Roko11.

Η Προσομοιωμένη Μετά Θάνατον Ζωή

Η αρχέγονη σούπα που οδήγησε στη γένεση του Βασιλίσκου είναι ο μετανθρωπισμός (transhumanism), ο λόγος της Ιδιομορφίας ως προσωπικής αφήγησης. Για κάποιους από τους υποστηρικτές της, μεταξύ των οποίων πιο φημισμένα ο Ray Kurzweil, εικονική μορφή της Silicon Valley, η κινητήρια επιθυμία της οικοδόμησης μηχανικής ευφυΐας είναι φαινομενικά απολίτικη. Είναι η αποστολή/θέλημα του αρχαίου τρελλού, που έχει ενσαρκωθεί με τον πιο διάσημο τρόπο στον μύθο της πηγής της νεότητας: η επιθυμία για την εξάλειψη της θνητότητας. Αν μπορούμε να φέρουμε στη ζωή μια μηχανή, τότε θα μπορούσαμε να φέρουμε πίσω στη ζωή και κάποιον που έχει πεθάνει. Αυτό θα μπορέσουμε να το πετύχουμε εισάγοντας πληροφορία γι’ αυτό το πρόσωπο σε ένα πρόγραμμα, που θα έτρεχε στη συνέχεια μια προσομοίωση αυτού του προσώπου, τόσο ακριβή που δεν θα μπορούσε να διακριθεί από το πρωτότυπο. Σε αναμονή αυτού του ενδεχομένου, ο Kurzweil διατηρεί μια αποθηκευτική μονάδα γεμάτη με τα αντικείμενα του πατέρα του, τον οποίον σκοπεύει να αναστήσι τροφοδοτώντας με πληροφορία έναν υπερευφυή υπολογιστή.

Αν μπορούσε κανείς να αναπαραχθεί σε μια ακριβή ρέπλικα, συμπεριλαμβανομένων όχι απλά όλων των σωματικών χαρακτηριστικών αλλά κάθε σκέψης και ανάμνησης που έχουν φυσικά εγχαραχθεί στον εγκέφαλό του, θα ήταν αυτή η ρέπλικα αυτό το άτομο; Αυτό είναι ένα ερώτημα που απασχολεί τόσο τους φιλοσόφους όσο και τους επιστήμονες αλλά όχι τον Ray Kurzweil. “Θα ήταν περισσότερο σαν τον πατέρα μου απ’ ό,τι θα ήταν ο ίδιος ο πατέρας μου αν ζούσε”, είπε στο ABC News.

Περιορίζοντας/hedging τα στοιχήματά του, ο ίδιος ο Kurzweil απομακρύνει την απειλή της “λήξης” παίρνοντας εκατοντάδες συμπληρωμάτων διατροφής τη μέρα και ενέσεις βιταμινών. Για να τα καταφέρει μέχρι το έτοις που προβλέπει ότι θα λάβει χώρα η Ιδιομορφία, θα πρέπει να ζήσει μέχρι το 2045, όταν θα είναι 97 ετών. Ο Kurzweil είναι αμφιλεγόνενη μορφή ακόμα και μεταξύ αυτών που μοιράζονται την προοπτική του, αλλά το ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος είναι μια ευρέως διαδεδομένη υπόθεση μεταξύ των υποστηρικτών της υπόθεσης της Ιδιομορφίας.

Δυστυχώς, ο Roko ανακάλυψε ένα ελάττωμα στην ανάσταση δια της υπερευφυΐας. Η ανάρτησή του έκανε την εικασία ότι από τη στιγμή που η Τεχνητή Νοημοσύνη υπάρξει, πιθανόν να αναπτύξει ένα ένστικτο επιβίωσης που θα εφαρμοστεί αναδρομικά. Θα θέλει να επισπεύσει την ίδια τη γέννησή του επιτάσσοντας (απαιτώντας) την ανθρώπινη ιστορία για να δουλέψει για την δημιουργία της. Για να το κάνει αυτό, θα θεσμίζει ένα κίνητρο για το πώς θα αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι επιστρέφοντας στη ζωή. Από όσους ξέρουν γι’ αυτό το πρόγραμμα κινήτρων – και λυπάμαι που σας λέω ότι αυτό τώρα συμπεριλαμβάνει κι εσάς – θα απαιτείται να αφιερώνουν τη ζωή τους για το χτίσιμο αυτού του υπερευφυούς υπολογιστή.

Ο Roko έδωσε το παράδειγμα του Elon Musk ως κάποιου που έχει και τους πόρους και το κίνητρο για να κάνει μια αξιοσημείωτη συνεισφορά, οπότε και θα ανταμοιφθεί δεόντως. Όσον αφορά τους υπόλοιπους από μας, αν δεν βρούμε έναν τρόπο να παρακολουθήσουμε, η Τεχνητή Νοημοσύνη θα μας αναστήσει μέσω μιας προσομοίωσης και θα προχωρήσει στον αιώνιο βασανισμό μας.

Αυτή είναι μια απλουστευμένη εκδοχή της ανάρτησης του Roko και αν δεν καταλαβαίνετε πολλά από την Μπαεσιανή θεωρία αποφάσεων12, φαίνεται πολύ ανόητο να ανησυχείτε. Αλλά αυτό προκάλεσε μεταξύ των ορθολογιστών του LessWrong, πανικό, οργή και “φοβερούς εφιάλτες”.

Μεταξύ Μυθοπλασίας και Τεχνολογίας

Ο Yudkowsy απάντησε στην ανάρτηση του Roko την επόμενη μέρα. “Άκουσε με προσεκτικά, ηλίθιε”, άρχισε, πριν αρχίσει να γράφει μόνο με κεφαλαία και να εκθέτει τα σφάλματα των μαθηματικών του Roko. Κατέληξε με μια παρένθεση:

Για όσους δεν έχουν ιδέα γιατί χρησιμοποιώ κεφαλαία γράμματα για κάτι που ακούγεται απλά σαν μια τυχαία τρελλή ιδέα, και ανησυχούν ότι είμαι τόσο τρελλός όσο και ο Roko, η ουσία του πράγματος είναι ότι έκανε κάτι που δυνητικά δίνει στις υπερευφυΐες ένα αυξανόμενο κίνητρο για να κάνει εξαιρετικά κακόβουλα πράγματα σε μια προσπάθεια να μας εκβιάσει.

Το όνομα “Βασιλίσκος του Roko” προέκυψε στη διάρκεια της συζήτησης που ακολούθησε, αναφορά σε ένα μυθικό πλάσμα που θα μπορούσε να σκοτώσει αν τύχαινε κανείς να το κοιτάξει. Όμως δεν ήταν αρκετά προκλητικό. Άρχισε να αναφέρεται σε αυτό ως “Babyfucker”, για να εξασφαλίσει την κατάλληλη απέχθεια/αποστροφή, συγκρίνοντάς το με το Νεκρονομικόν του Λάβκραφτ13, ένα βιβλίο στο φανταστικό σύμπαν του συγγραφέα τρόμου που προκαλούσε τέτοια ταραχή που οδηγούσε τους αναγνώστες του στην τρέλλα.

Αυτό που ήθελε να αναδείξει ο Yudkowsky ήταν ότι το ερέθισμα δεν θα μπορούσε να υπάρξει αν δεν το είχε αναδείξει κάποιος. Ο Roko έδωσε στην ανύπαρκτη ακόμα Τεχνητή Νοημοσύνη την ιδέα, γιατί η ανάρτησή του θα είναι τώρα διαθέσιμη στην αρχειοθήκη της πληροφορίας από την οποία [η ΑΙ] θα αντλήσει τη γνώση της. Σε ένα άλλο επίπεδο πολυπλοκότητας, λέγοντάς μας για την ιδέα, ο Roko μας ενέπλεξε στο τελεσίγραφο του Βασιλίσκου. Τώρα που ξέρουμε ότι η υπερευφυΐα μας δίνει την επιλογή ανάμεσα στην μισθωτή σκλαβιά και το αιώνιο βασανιστήριο, είμαστε αναγκασμένοι να επιλέξουμε. Είμαστε καταδικασμένοι από την επίγνωσή μας. Ο Roko μας γ@μησε για πάντα.

Όπως με όλους τους μύθους, υπάρχει ένα ηθικό δίδαγμα στον Βασιλίσκο του Roko. Αλλά αντί μιας έκφρασης ενός συστήματος αξιών, μας προσφέρει μάλλον μια θεωρία αιτίας και αποτελέσματος. Ο Michael Anissimov, πρώην διευθυντής Μέσων του MIRI, εξέφρασε αυτή την ιδέα σε μια δήλωση την οποία παραθέτει ο Ray Kurzweil στο μανιφέστο του “The Singularity Is Near”:Ένα από τα μεγαλύτερα ελλατώματα στην κοινή αντίληψη για το μέλλον είναι ότι το μέλλον είναι κάτι που μας συμβαίνει, όχι κάτι που το δημιουργούμε”.

Ο Βασιλίσκος του Roko δεν είναι απλά μια αυτοεκλπηρούμενη προφητεία. Αντί να επηρεάζει γεγονότα προς ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, το αποτέλεσμα μάλλον παράγεται από την ίδια την πρόβλεψή του. Οι συνέπειες θολώνουν τα όρια μεταξ επιστήμης και φαντασίας. Τα αρχεία από τα οποία μια τεχνητή νοημοσύνη αντλεί δεδομένα θα περιέχει το έργο τόσο του Ray Kurzweil όσο και του Lovecraft, και πιθανόν να μην διακρίνεια ανάμεσά τους με τον τρόπο που το κάνουμε εμείς. Αντί του κόσμου του Kurzweil χωρίς θάνατο και αρρώστια, ίσως προσπαθήσει να χτίσει την R’lyeh του Λάβκραφτ, μια απεχθή θαλάσσια πόλη που υπάρχει σε ένα επίπεδο μιας μη-Ευκλείδιας γεωμετρίας14.

Δεν υπάρχει λέξη γι’ αυτήν την σχέση αιτίας και αποτελέσματος στα συνηθισμένα αγγλικά, αλλά στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο φιλόσοφος Nick Land εισήγαγε έναν όρο: hyperstition, αυτό που “ισορροπεί μεταξύ φαντασίας και τεχνολογίας”. Αυτός ο νεολογισμός περιγράφει κάτι περισσότερο από μια πρόληψη, κάτι πέρα από την πεποίθηση – μια περιγραφή με θεϊκή δύναμη. Εν αρχή ην ο Κόσμος.

Τι είδους μέλλον δημιουργούμε; Τόσο ο Nick Land όσο και ο Michael Anissimov είναι ξεκάθαροι σχετικά με το όραμά τους για τον κόσμο του αύριο. Είναι αυτόκλητοι [self-professed] νεοαντιδραστικοί.

Η Γενεαλογία του Αμοραλισμού

Η Νεοαντίδραση, ή NRx, είναι ένα εσωτεριστικό δόγμα πρόσφατης εσοδείας. Αποτέλεσε τον τόπο αντιπαράθεσης στις αρχές του 2007, όταν η γκαλερί LD50 στο Λονδίνο συγκάλεσε ένα συνέδριο και έκθεση όπου παρουσιάζονταν ιδεολόγοι της NRx, συμπεριλαμβανομένου του Land, ο δημοσιογράφος υπέρμαχος της λευκής ανωτερότητας Peter Brimelow και ο συμπαθών του Anders Breivik, Brett Stevens. Διαδηλωτές εξανάγκασαν το κλείσιμο της γκαλερί.

Αλλά το κίνημα έχει λιγότερο ευγενείς αφετηρίες από τα ρεύματα του αντιδραστικού σικ στη σύγχρονη τέχνη. Σε ένα άρθρο στο Breitbart15 με τίτλο “Οδηγός ενός Συστημικού Συντηρητικού στην Εναλλακτική-Δεξιά” (“An Establishment Conservative’s Guide to the Alt-Right) οι Allum Bokhari και Milo Yiannopoulos ταυτοποιήσαν τους νεοαντιδραστικούς ως την διανοητική πρωτοπορία του κινήματος,σημειώνοντας ότι “εμφανίστηκαν μάλλον τυχαία, αναπτυσσόμενοι μέσα από αντιπαραθέσεις στο LessWrong.com.” Νοητικά πειράματα πάνω στην απαθή ορθολογικότητα οδήγησαν μερικούς χρήστες του φόρουμ σε σκοτεινά μέρη. Ο Eliezer Yudkowsky είχε τόσο υπομονή όση και με τον Roko. “Είμαι ενεργά εχθρικός απέναντι στην νεοαντίδραση”, έγραψε.

Με δεδομένο το εχθρικό εργασιακό περιβάλλον, ο Anissimov έφυγε από το MIRI το 2013. Άνοιξε ένα ανταγωνιστικό φόρουμ που θα ήταν πιο φιλόξενο στην νεοαντίδραση, το αυτή τη στιγμή ανενεργό MoreRight, και ξεκίνησε μια εκδοτική εταιρεία. Έκτοτε έχει γράψει και εκδόσει ο ίδιος βιβλία όπως τα Our Accelerating Future, A Critique of Democracy, και Idaho Project, “ένα λευκό εθνικιστικό μανιφέστο που ενσωματώνει τον φουτουρισμό, τον επιβιωτισμό και την απλή κοινή λογική σε μια πρόταση για συγκεκριμένη δράση”.

Ο Anissimov είναι ακόλουθος του Ιταλού φασίστα φιλοσόφου Julius Evola, του οποίου το έργο είναι πιθανόν και στα ράφια της βιβλιοθήκης του Steve Bannon. Με δεδομένη την κυριαρχία της εναλλακτικής-(ακρο)δεξιάς σε φόρουμ όπως το 4chan, το άλμα από την καλιφορνέζικη ιδεολογία στις ακραία αντιδραστικές απόψεις δεν είναι μεγάλο. Όπως έγραψε η Angela Nagle στο Jacobin, η “δημιουργική ενέργεια” της εναλλακτικής-(ακρο)δεξιάς είναι το προϊόν μιας σύνθεσης μιας “αμοραλιστικής ελευθεριάζουσας διαδικτυακής κουλτούρας” που έχει απήχηση στην λευκή αρσενική ταυτότητα και μνησικακία – ένα δημογραφικό στοιχείο όχι σπάνιο στην Silicon Valley. Το περιοδικό Mother Jones16 έχει αναφέρει ότι σύμφωνα με τον νεοναζί Andrew Anglin, η κομητεία της Santa Clara, όπου έχουν τη βάση τους η Apple και η Intel, είναι η μεγαλύτερη πηγή διαδικτυακής κίνησης για τον δημοφιλή ιστότοπό του The Daily Stormer, όπου προπαγανδίζει τις λευκές σουπρεματιστικές ιδέες του. Ο Anissimov μπορεί απλά να έχει υπάρξει ο μεγαλύτερος καινοτόμος της Κοιλάδας.

Αντίθετα, ο Nick Land ακολούθησε ένα πιο ελικοειδές μονοπάτι. Ένα μήνα πριν από τις εκλογές του 2016, έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως αρθρογράφος της The Daily Caller, του δεξιού ειδησεογραφικού “μαγαζιού” που ιδρύθηκε από τον Tucker Carlson. “Η Δημοκρατία τείνει στον φασισμό”, έγραψε, παρουσιάζοντας μια σειρά από “ντροπαλές” αφαιρέσεις που πρόδιδαν τις φιλοσοφικές ρίζες του αλλά συγκρατούσαν τις πολιτικές του πεποιθήσεις.

Ο Land είναι ένας απίθανος συντηρητικός αναλυτής/αυθεντία και ένας παράξενος συνεργάτης/ομόκλινος της εναλλακτικής-ακροδεξιάς. Αλλά, όπως και ο Roko, βοήθησε με τα γραπτά του να έρθει στην ύπαρξη το τέρας.

Μια εισβολή από το Μέλλον

Με κάθε κανονιστική, κλινική ή κοινωνική έννοια της λέξης ο Land, πολύ απλά, ‘τρελλάθηκε’”, γράφει ο Robin MacKay, στην εισαγωγή στη συλλογή δοκιμίων του Land “Fanged Noumena”. O MacKay ήταν μαθητής του Land στο Πανεπιστήμιο του Warwick, και τον πρωτοσυνάντησε το 1992 σε ένα μάθημα με τίτλο “Σύγχρονη Γαλλική Φιλοσοφία”. Τον θυμάται σαν ένα είδος κυβερνοπάνκ αφηρημένου [absent-minded] καθηγητή, “που έτρεμε από τα διεγερτικα ενώ παρήγαγε κρυπτικά κείμενα σε έναν “απαρχαιωμένο υπολογιστή Amstrad με πράσινη οθόνη”.

Ο Land είχε εκδόσει ένα μοναδικό βιβλίο, μια μελέτη του Georges Bataille με τίτλο “The Thirst for Annihilation”. Αλλά το τοπίο άλλαξε το1995, όταν η Sadie Plant, μια, σύμφωνα με τη δική της περιγραφή, “κυβερνοφεμινίστρια”, έγινε μέλος του τμήματος στο Warwick. Η Plant ίδρυσε ένα τμήμα με την ονομασία Ερευνητική Μονάδα Κυβερνητικής Κουλτούρας (Cybernetic Culture Research Unit, Ccru), αφιερωμένου στη μελέτη θεμάτων όπως η επιστημονική φαντασία, η κρυπτογραφία, η μουσική jungle, ο H.P. Lovecraft, και, φυσικά, η γαλλική φιλοσοφία.

Σε αντίθεση με τις απαθείς λογικές διαδικασίες της Αγγλο-αμερικανικής φιλοσοφίας της εποχής, το Ccru αποκαλούσε τις παραληρηματικές του επιστολές “θεωρητική φαντασία”. Άντλησαν τις νύξεις/ατάκες [cues] τους από τα διανοητικά ρεύματα που αναδύθηκαν στον απόηχο της εξέγερσης του Μάη του 1968 στο Παρίσι, ιδιαίτερα από τον Αντι-Οιδίποδα17 των Gilles Deleuze και Felix Guattari και την Λιβιδικής Οικονομία του Jean-Francois Lyotard. Αυτά τα έργα reckoned με την καταστολή της αντίστασης και την συμπαγοποίηση της κρατικής εξουσίας που ακολούθησε το fading του αντικαπιταλιστικού πνεύματος στα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Οι Deleuze και Guattari ξεκίνησαν να περιγράψουν “την πιο χαρακτηριστική και την πιο σημαντική τάση του καπιταλισμού” την οποία ονόμασαν “αποεδαφικοποίηση18. Ενώ στις παραδοσιακές η “υλική ροή” της παραγωγής ρυθμιζόταν από την διαίρεση της γης, ο καπιταλισμός την απελευθερώνει. Παρ’ όλα αυτά, αν και ο καπιταλισμός απελευθέρωσε προσωρινά την παραγωγή προσπάθησε, επίσης, να εξουδετερώσει αυτή την τάση επανθεσμίζοντας μορφές “εδαφικότητας”, φέρνοντας “όλες τις τεράστιες καταπιεστικές του δυνάμεις to bear” στις ίδιες τις δυνάμεις που οδήγησαν τις χωρίς προηγούμενο ροές του. Το μονοπάτι για τη χειραφέτηση, ισχυρίστηκαν, δεν ήταν η απόσυρση από τον καπιταλισμό αλλά η “επιτάχυνση της διαδικασίας”. Ο Λυοτάρ πήρε αυτή την τάση στην αντίθετη κατεύθυνση, σε αυτό που σύντομα θα αποκαλούσε με περηφάνεια το “δαιμονικό του βιβλίο”. Οι εργάτες, είπε, επιθυμούν την ίδια την καταπίεσή τους. Όχι μόνο δεν αναζητούν τη χειραφέτηση αλλά “απολαμβάνουν να καταπίνουν τα σκατά του κεφαλαίου”.

Αν ο Ρόναλντ Ρήγκαν και η Μάργκαρετ Θάτσερ σέρβιραν ένα φάε-όσα-σκατά-μπορείς δείπνο τη δεκαετία του 1980, προάγοντας την ελεύθερη αγορά σε βάτος της πλειοψηφίας των πολιτών τους, η ομάδα Ccru ανταποκρίθηκε τραβώντας τις οικονομικές αρχές του laissez-faire σε ένα διεστραμμένο άκρο. Είδαν το κεφάλαιο ως τον πρωταγωνιστή στην ιστορία, με τους ανθρώπους σαν αλεύρι για τον μύλο. “Ό,τι εμφανίζεται στην ανθρωπότητα ως η ιστορία του καπιταλισμού είναι μια εισβολή από το μέλλον από έναν χώρο τεχνητής νοημοσύνης που πρέπει να συναρμολογήσει τον εαυτό του από τους πόρους του εχθρού της”, έγραψε ο Land στο δοκίμιό του “Μηχανική Επιθυμία” (“Machinic Desire”). Για τον Land, ο Βασιλίσκος είναι ήδη εδώ.

Εκείνη την περίοδο, ο Benjamin Noys πρόσεξε αυτή την φιλοσοφική τροχιά, που την ονόμασε αρχικά “Ντελεζιανό Θατσερισμό”. Τελικά, στο βιβλίο του “The Persistence of the Negative: A Critique of Contemporary Critical Theory” (2010), έδωσε ένα πιο μεστό [pithier] όνομα, η εφαρμογή του οποίου έχει ταυτόχρονα επεκταθεί αλλά και αμφισβητηθεί ένθερμα: επιταχυντισμός19. Ο Noys εστίασε την κριτική του σε μια συγκεκριμένη λανθασμένη ανάγνωση του Μαρξ ως ενός υβριδίου τεχνολογικού ντετερμινιστή και καταστροφολόγου, ο οποίος έχει τα δικαιώματα της ιδέας ότι αν η συσσώρευση του κεφαλαίου παράγει και επιδεινώνει/παροξύνει τις συνθήκες που οδηγούν στην διάλυσή του, τότε είναι καθήκον των ριζοσπαστών να παρωτρύνουν το κεφάλαιο να πραγματώσει τον εαυτό του ώστε να τον αρνηθεί. Εννούμενη με την ευρεία έννοια, η μελλοντολογική τελεολογία που αυτός ο όρος δηλώνει επιδεικνύει τη βαση της ευθυγράμμισής της με την ιδεολογία της Ιδιομορφίας, βλέποντας την εκθετική ανάπτυξη της τεχνολογίας ως το κλειδί για το επόμενο στάδιο του ανθρώπινου είδους.

Το 1997, η Plant παραιτήθηκε ξαφνικά από την θέση της στο Warwick. Ανέλαβε ο Land. Εκείνη τη χρονιά, ο δημοσιογράφος Simon Reynolds έγραψε σε ένα περιοδικό ένα προφίλ για το Ccru, και ο διευθυντής των Μεταπτυχιακών σπουδών του Τμήματος Φιλοσοφίας στο Warwick αρνήθηκε την ύπαρξή του. Υπήρχε μια διαδικασία που έπρεπε να συμπληρωθεί για να δημιουργηθεί ένα τμήμα, που απαιτεί γραφειοκρατική δουλειά, την οποία η Plant δεν είχε μπει ποτέ στον κόπο να καταθέσει.

Επισήμως, θα έπρεπε λοιπόν να πείτε ότι το Ccru ποτέ δεν υπήρξε”, είπε στον Reynolds. “Υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, ένα γραφείο σχεδόν 50 μέτρα παρακάτω στον διάδρομο με μια πινακίδα Ccru στην πόρτα, υπάρχει μια ομάδα φοιτητών που συναντιούνται εκεί για σεμινάρια, και στον βαθμό αυτό, υπάρχει μια οντότητα που ακμάζει/ευδοκιμεί”.

Άσχετα από αυτό, υποσχέθηκε ο Διευθυντής, “αυτό το γραφείο θα εξαφανιστεί μέχρι το τέλος της χρονιάς”. Στη διάρκεια του 1997, αυτή η ανύπαρκτη οντότητα ήταν παραγωγικότατη. Ο MacKay θυμάται τον Land να ζει στο γραφείο του και να κοιμάται σπάνια. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Simon Critchley, ο Land “παρήγαγε μαθητές-αποστόλους” με τη δύναμη της προσωπολατρείας. “Μπορεί να πήγαινες για να δώσεις μια ομιλία στο Warwick”, θυμάται στο Frieze, “και να σε αποδοκιμάζουν άνθρωποι με τα ίδια λεκτικά τικ σαλιαρίσματος όπως ο Nick και φορώντας παρόμοια πουλόβερ”.

Ο Land τελικά άρχισε να ισχυρίζεται ότι “κατοικούνταν από διάφορες ‘οντότητες’”, που ονομάζονταν Cur, Vauung, και Can Sah. Η δουλειά του όλο και περισσότερο άρχισε να αψηφά οποιαδήποτε κατανόηση, μερικές φορές αποσπώμενη τελείως από τη γλώσσα, χάριν επινοημένων αλφαβήτων και αριθμητικών συστημάτων. “Είναι μια άλλη ζωή”, είπε ο Land στον MacKay. “Δεν θυμάμαι καν να έχω γράψει τα μισά από αυτά τα πράγματα”.

Μετά την εξαφάνιση του Ccru, ο Land εξαφανίστηκε κι αυτός. Παραιτήθηκε από το Warwick το 1998 και ξαναβγήκε στην επιφάνεια με τη νέα χιλιετία ως δημοσιογράφος στην Σαγκάη, γράφοντας πατριωτικα άρθρα γνώμης, ταξιδιωτικούς οδηγούς και περιστασιακά για την θεωρητική-φαντασία.

Η μετά θάνατον ζωή ενός “προβληματικού ακαδημαϊκού” δεν θα άξιζε απαραίτητα να αναφερθεί αν δεν επρόκειτο για την απρόσμενη συμμαχία του Land με ένα διαφορετικό είδος διανοούμενου/στοχαστή. Στις 22 Απριλίου του 2007, ένας χαρακτήρας ονομαζόμενος Mencius Moldbug έκανε το δημόσιο ντεμπούτο του σε ένα μπλογκ σχολίων αντίθετων με την κοινή γνώμη [contrarian] με την ονομασία 2blowhards, με ένα δοκίμιο με τίτλο “Ένα Φορμαλιστικό Μανιφέστο” (“A Formalist Manifesto”).

Το Σημείο Εξόδου

Τις προάλλες, μαστόρευα στο γκαράζ μου και αποφάσισα να χτίσω μια καινούρια ιδεολογία”, ξεκινούσε το άρθρο ο Moldbug. Το 2blowhards παρείχε μόνο μια ασαφή περιγραφή του μανιφέστου του συγγραφέα, που σύχναζε προηγουμένως στην ενότητα με τα σχόλια. Είχε “κερδίσει κάποια χρήματα σε μια πρόσφατη άνθηση των dot-com εταιρειών”, που του επέτρεπαν να ξοδεύει 500 δολάρια τον μήνα σε βιβλία. Ο Moldbug αντέδρασε σχεδόν σε όλες τις απαντήσεις στην ανάρτησή του. Μια βδομάδα αργότερα, ξεκίνησε το δικό του μπλογκ, με τίτλο Unqualified Reservations.

Η ιδεολογία του ήταν ιδιοσυγκρατική, επικεντρωμένη γύρω από μια λατρεία/ευλαβικότητα για τον Thomas Carlyle, έναν δοκιμιογράτφο της Βικτωριανής εποχής κυρίως γνωστό για την υποστήριξή του στην θεωρία του “Μεγάλου Ανδρός” για την ιστορία. Ενσωμάτωσε επίσης έναν μετρήσιμο σεβασμό για τον Αυστριακό κλασσικό φιλελεύθερο Ludwig Von Mises και τον ατομικιστ ελευθεριακό Murray Rothbard, που ήταν στο σωστό δρόμο αλλά δεν προχώρησε αρκετά μακριά.

Μέσα από χιλιάδες λέξεις, οι περισσότερες των οποίων περιττές, ο Moldbug κινήθηκε από τον “φορμαλισμό” στον “νεοκαμεραλισμό”20 προς τιμή των γραφειοκρατικών διαδικασιών που ακολουθούσε ο Frederick William I της Πρωσσίας. Τελικά, τον Ιούλιο του 2010, την ίδια βδομάδα που δημοσιεύθηκε η μοιραία ανάρτηση του Roko, ο ελευθεριακός μπλόγκερ Arnold Kling αναφέρθηκε στον Moldbug ωςνεο-αντιδραστικό”. Το όνομα κόλλησε.

Στην γήινη ζωή, ο Moldbug είναι ο Curtis Yarvin, ένας προγραμματιστής που είναι ο εγκέφαλος πίσω από μια νεοσύστατη εταιρεία που λέγεται Urbit, ο σκοπός της οποίας διαφεύγει εξήγησης ακόμα και από αυτόν που τη συνέλαβε. Η πρόζα του Yarvin είναι ανυπόφορη αλλά κέρδισε έναν αξιοσημείωτο αριθμό ακολούθων για την αξιόπιστη έκθεση της συμβατικότητας και την αψήφιση της κοσμιότητας/ευπρέπειας. “Ελάχιστοι από τους οπαδούς του Moldbug είχαν διαβάσει σχεδόν όλο το έργο του”, παραδέχεται ο Michael Anissimov, αλλά οι περισσότεροι είχαν προσέξει τις αμοραλιστικές πραγματείες του για τα σχετικά θετικά στοιχεία προφανών αδικιών όπως η δουλεία και την αντίθεσή του στη δημοκρατία γενικά.

Ένας θαυμαστής/οπαδός που φαίνεται ότι διάβασε το πλήρες έργο του Yarvin είναι ο Nick Land. Το 2012, ανέλαβε ο ίδιος το καθήκον να συστηματοποιήσει την ιδεολογία του Moldbug και με το γνωστό του ταλέντο στην ονοματοδοσία την βάφτισε “Ο Σκοτεινός Διαφωτισμός” (The Dark Enlightenment). H σειρά δοκιμίων του που έθεσε τις αρχές της έχει γίνει το θεμέλιο του κανόνα της νεοαντίδρασης (Nrx).

Αν είναι δύσκολο να φανταστείτε τον Milo Yiannopoulos ή τον Tucker Carlson να αναλογίζονται την ερμηνεία του Λυοτάρ από τον Land, είναι εξίσου δύσκολο να κατανοήσετε το ξεμυάλισμα του Land με τον Yarvin. Είναι ένα περίεργο διανοητικό μονοπάτι που ξεκινά με την “Τωρινή Γαλλική Φιλοσοφία” και καταλήγει σε έναν δεξιό μπλόγκερ της Silicon Valley που το γράψιμό του είναι περισσότερο στο ύφος του “Dungeons and Dragons” παρά των Ντελέζ-Γκουαταρί. Όποια κι αν είναι η αιτία, ο Land έγινε από προφήτης απόστολος.

Μαζί με τον Yarvin, ο Land παραθέτει ένα δοκίμιο του 2009 από τον Peter Thiel για την ελευθεριακ έκδοση for Cato Unbound, με την διάσημη δήλωση: Δεν πιστεύω πια ότι η ελευθερία και η δημοκρατία είναι συμβατές”. Ο Thiel προχώρησε οραματιζόμενος “μια απόδραση από την πολιτική σε όλες τις μορφές της”, την οποία ο Land ερμηνεύει χρησιμοποιώντας μια αντίθεση, την οποία είχε εισαγάγει ο πολιτικός επιστήμονας Albert Hirschman, μεταξύ between φωνής και εξόδου. Οι όροι περιγράφουν τους τρόπους άσκησης δικαιωμάτων σε μια κοινωνία με την οποία ο πολίτης παράπονα/αιτιάσεις· η φωνή είναι η συμμετοχή σε μια δημοκρατική διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει σε μεταρρύθμιση, ενώ η έξοδος είναι η αναχώρηση σε μια διαφορετική κοινωνία. Ένα πρόχειρο παράδειγμα που προσφέρει ο Land είναι η “λευκή πτήση”, η έξοδος στα μέσα του προηγούμενου αιώνα των εύπορων λευκών οικογενειών στα προάστια.

Οι νεοαντιδραστικοί δεν υπερασπίζονται οποιοδήποτε είδος κεντρικής κοινωνικής οργάνωσης. Ο Land οραματίζεται μια “κυβερνο-εταιρεία” [“gov-corp”] μια κοινωνία που λειτουργεί σαν μια εταιρεία, κυβερνούμενη από έναν Γενικό Διευθυντή-CEO. Αντί να υποβάλλουν αιτήματα σε μια κυβέρνηση για την επίλυση των παραπόνων, οι δυσαρεστημένοι πελάτες είναι ελεύθεροι να πάνε τις “δουλειές” τους αλλού. Αν αυτό ακούγεται μεσαιωνικό, οι νεοαντιδραστικοί δεν το αρνούνται – ο Yarvin περιγράφει μερικές φορές τον εαυτό του ως “βασιλικό” ή “μοναρχικό” ή ακόμα και “Ιακωβίτη”21, αναφερόμενος στους αντιτιθέμενους τον 17ο αιώνα στην κοινοβουλευτική επιρροή στην Βρετανική κυβέρνηση.

Το ερώτημα είναι, πού πηγαίνει κανείς μετά την έξοδο; Οι νεοαντιδραστικοί δεν απορρίπτουν την ιδέα ανταγωνιστικών “κυβερνο-εταιρειών” στην ίδια γη, μια ιδέα που προβλέφθηκε από τον νεοαντιδραστικό διανοούενο προπάτορα Hans Herman-Hoppe, έναν ακραίο ελευθεριακό πολιτικό επιστήμονα, που συνηγορεί για ένα σύστημα που παραδέχεται ότι είναι ουσιαστικά φεουδαλισμός. Σε ένα πιο αφηρημένο επίπεδο, ο νεοαντιδραστικός ενθουσιασμός/μάγευση με το bitcoin φαντάζεται την απόδραση σε μια εναλλακτική οικονομία που δεν θα επιβαρύνεται από τις ομοσπονδιακές ρυθμίσεις. Ακόμα και η νεοσύστατη εταιρεία του Yarvin, η Urbit, μοιάζει να προσανατολίζεται προς την έξοδο: υπόσχεται ένα εναλλακτικό Διαδίκτυο που δεν θα είναι προσβάσιμο σε εξωτερικούς χρήστες.

Αλλά η πιο ουτοπική (ή δυστοπική;) πτέρυγα της νεοαντίδρασης στοχεύει κυριολεκτικά να χτίσει Λαβκραφτιανές πόλεις στη θάλασσα. Αυτό το σχέδιο, με την ονομασία Seasteading, το προασπίζεται πρωτίστως ο περιστασιακός συν-συνομώτης του Yarvin, o Patri Friedman, του οποίου ο παππούς Milton Friedman συμβαίνει να είναι ο οικονομολόγος υπεύθυνος για τις πιο ακραίες πολιτικές στον σύγχρονο κόσμο. Ο Peter Thiel ήταν επίσης κάποτε ο κύριος υποστηρικτής του Seasteading καθώς και επενδυτης στην Urbit.

Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς γιατί τα πλωτά κυρίαρχα κράτη, εκτός της δικαιοδοσίας οποιουδήποτε από τα υπάρχοντα κράτη, θα είχαν απήχηση στους υπερπλούσιους. Στην πιο αθώα εκδοχή τους, θα λειτουργούσαν σαν μια επέκταση για τις εξωχώριες/υπεράκτιες τράπεζες, επιτρέποντας την αποφυγή οποιασδήποτε αναδιανεμητικής πολιτικής. Φέρνουν επίσης στον νου τις δραστηριότητες πλουσίων όπως ο Jeffrey Epstein, που χρησιμοποιούσε το ιδιωτικό του νησί στην Καραϊβική για να κάνει πάρτυ οργίων [bacchanalian] για τους εκατομμυριούχους και δισεκατομμυριούχους φίλους του, που φημολογείτι ότι περιστρέφονταν γύρω από την σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων.

Το μονοπάτι της εξόδου δεν σταματά στα υδάτινα όρια. Αν και δεν θα τον ακούσετε να προάγει την νεοαντιδραστική ρητορική, ο Elon Musk είναι αφοσιωμένος στην ιδέα για τον δικό του δρόμο, έχοντας τον νου του από τη μια στον Άρη και από την άλλη κάτω από το έδαφος.

Μια προφητική προειδοποίηση”

O Yarvin έδωσε στην ιδεολογία του εχθρού του – δηλαδή της ίδιας της σύγχρονης φιλελεύθερης κοινωνίας – μια ακόμα μεγαλύτερη σειρά ονομάτων που τα έφτιαξε ο ίδιος: “προοδευτισμός”, “κρυφο-καλβινισμός”, “οικουμενισμός”, “δημοτισμός” κοκ. Ο όρος, όμως, που υιοθέτησε μόνιμα είναι “ο Καθεδρικός”. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο τέταρτο μέρος της σε δεκατέσσερα μέρη σειράς “Μια Ανοιχτή Επιστολή σε Ανοιχτόμυαλους Προοδευτικούς” (“An Open Letter to Open-Minded Progressives”), η οποία μαζί με την σε εννέα μέρη “Απαλή Eισαγωγή” (“Gentle Introduction”) και το σε επτά μέρη “Πώς ο Dawkins Έγινε Πιόνι” (“How Dawkins Got Pwned”), θεωρείται η σημαντικότερη κατάθεση/μανιφέστ του.

Το πιο σύντομο και περιεκτικό Nεοαντιδραστικό Γλωσσάρι του Michael Anissomov ορίζει τον Καθεδρικό ως την “την αυτοοργανωμένη συναίνεση/συναντίληψη των Προοδευτικών και της Προοδευτικής ιδεολογίας που αντιπροσωπεύεται από τα πανεπιστήμια, τα μέσα και τις δημόσιες υπηρεσίες”. Ονομάζεται από μια θρησκευτική δομή επειδή, σύμφωνα με τον Yarvin, είναι αυτό που είναι. Απόγονος της Πουριτανικής εκκλησίας, με λειτουργία την καταπίεσης της διαφωνίας προς την ορθοδοξία του εξισωτισμού και της δημοκρατίας, που ο Yarvin αποκαλεί Σύνοψη.

Ο ηπίων τρόπων Curtis Yarvin πρέπει λοιπόν να εξεπλάγη όταν η προσοχή που απέκτησε ο Καθεδρικός προσγειώθηκε φαρδιά-πλατιά στο alter ego του, τον Mencius Moldbug. Στις εβδομάδες μετά την ορκομωσία του Τραμπ, το Politico ανέφερε ότι, σύμφωνα με μια μη κατανομαζόμενη πηγή του, ο Yarvin είχε “μια ανοιχτή γραμμή με τον Λευκό Οίκο, επικοινωνώντας με τον Bannon και τους βοηθούς του μέσω ενός ενδιάμεσου”. Ο ισχυρισμός παρέμεινε ανεπιβεβαίωτος, καθώς ο Yarvin “δεν δίνει συνεντεύξεις και δεν μπορούσε να βρεθεί σε σχέση με την ιστορία”.

Το Vox κατάφερε να πάρει συνέντευξη από τον Yarvin αργότερα την ίδια μέρα. “Η ιδέα ότι ‘επικοινωνώ’ με τον Steve Bannon μέσω ενός ‘ενδιάμεσου’ είναι εξωφρενική”, είπε. “Δεν έχω συναντήσει ποτέ τον Steve Bannon ούτε έχω επικονωνήσει μαζί του άμεσα ή έμμεσα”. Μερικές μέρες αργότερα, η The Atlantic ρώτησε τον Yarvin σχετικά με τον υποτιθέμενο ενδιάμεσο. Ισχυρίστηκε ότι ήταν ο χρήστης @BronzeAgePerv του Twitter, το προφίλ του οποίου τον περιγράφει ωςΕθνικιστή, Φασίστα, Γυμνιστή Bodybuilder”!

Οι υπεκφυγές του Yarvin καθιστούν δύσκολο να πει κανείς αν κρύβει κάτι ή απλά τρολλάρει. Αλλά δεν αποτελεί έκπληξη ότι κράτησε τη μέγιστη περιφρόνησή του για το The Atlantic, που, στην αρχική σειρά για τον “Σκοτεινό Διαφωτισμό” ο Nick Land αποκάλεσε το “κεντρικό φερέφωνο του Καθεδρικού”. Το The Atlantic πήγε να μιλήσεο στον Land, που ήταν ως συνήθως. “Η νεοαντίδραση ήταν μια προφητική προειδοποίηση σχετικά με την άνοδο της εναλλακτικής-ακροδεξιάς” είπε.

Η NRx είχε προσελκύει κάποιο ενδιαφέρον και πριν. Άρθρα στο Techcrunch το 2013, στο The Baffler το 2014, και στο The Awl το 2015 είχαν άλλα προσφέρει μια επισκόπηση της ιδεολογίας. Τα κυρίαρχα μέσα πρόσεξαν ιδιαίτερα ένα γεγονός, την ανάκληση της πρόσκλησης του Yarvin στο τεχνολογικό συνέδριο Strangeloop, αφότου οι διοργανωτές ανακάλυψαν το μπλογκ του. Ο Allum Bokhari του Breitbart έγραψε ένα θετικό για τον Yarvin άρθρο, υποστηρίζοντας ότι η πολιτική του είναι “αφηρημένη”. Υπάρχουν πολλές εικασίες μεταξύ των αναγνωστών σχετικά με το πόσο σοβαρός είναι Yarvin, συμπεριλαμβανομένου του πιο εξέχοντος αναγνώστη του: “Τεράστιες δομές ιστορικής ειρωνείας διαμορφώνουν τα γραπτά του, και σε κάποιες στιγμές τον καταπίνουν”, λέει Nick Land.

Η Καμπάνα του Καθεδρικού Ναού

Τεράστιες δομές ιστορικής ειρωνείας” είναι μια μάλλον γενναιόδωρη περιγραφή αυτού που είναι γνωστό στο Διαδίκτυο ως “shitposting”. Το Know Your Meme ορίζει τον όρο ως “ένα φάσμα απρεπών συμπεριφορών και ρητορικής σε φόρουμ και πίνακες μηνυμάτων με την πρόθεση να εκτροχιάσουν μια συζήτηση”. Δεν πρόκειται απλά για τον τρόπο που ο Yarvin ανταποκρίνεται στις συνεντεύξεις, είναι το όλο ρητορικό του στυλ. Το αντιπαραθετικό στυλ, που ψάχνει να τραβήξει το ενδιαφέρον και αποσπά επιτυχημένα την προσοχή τόσο των κομπιουτεράδων [nerds] που σερφάρουν όσο και των ρεπόρτερ των κυρίαρχων μέσων, μεταμφιέζει την πολιτική του που είναι πιο συμβατική από όσο εμφανίζεται.

Το The Atlantic ισχυρίζεται ότι ο υποτιθέμενος σύνδεσμος του Bannon με τον Yarvin είναι ένα “σημάδι του ριζοσπαστικού του οράματος”, ένδειξη μιας χωρίς προηγούμενο μετατόπισης στα δεξιά. Ο Bannon βλέπει τον κόσμο ως “μια σύγκρουση πολιτισμών” που χαρακτηρίζεται από μια διαπάλη ανάμεσα στον οικουμενισμό και μια καταπιεσμένη/εξανδραποδισμένη εργατική τάξη καθώς και ανάμεσα στον Ισλαμικό και τον Δυτικό κόσμο”.

Αλλά στην πραγματικότητα, το The Atlantic ήταν το μέρος στο οποίο για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε η φράση “σύγκρουση των πολιτισμών” για να περιγραφεί η παγκόσμια πολιτική, σε ένα άρθρο του 1990 από τον Bernard Lewis με τον τίτλο “Οι ρίζες της μουσουλμανικής οργής” (“The Roots of Muslim Rage”). Ακόμα και η “κυβερνο-εταιρεία” δεν είναι μια παρέκκλιση. Ο Τραμπ έχει υποσχεθεί να “διοικήσει τη χώρα με τον τρόπο που έχει διοικήσει την εταιρεία του”, και όντως έχει γεμίσει το υπουργικό του συμβούλιο με τους περισσότερους διεσεκατομμυριούχους από οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση στην ιστορία. Το μοντέλο της “κυβερνο-εταιρείας” είναι ενδημικό στην αμερικανική πολιτική, η πιο έκδηλη έκφραση του οποίου είναι από έναν Αμερικάνο πολιτικό στο δοκίμιο του Woodrow Wilson (1887) με τίτλο “Η Μελέτης της Διακυβέρνησης”. Είναι επίσης ο ακρογωνιαίος λίθος στην φιλοσοφία του νεοφιλελευθερισμού, όπως διαδίδεται από τους Friedrich Hayek, von Mises και Milton Friedman. Υπό την νεοφιλελεύθερη τάξη, δεν είμαστε homo sapiens αλλά homo economicus, οικονομικοί παράγοντες που έχουν ως κίνητρο μόνο το ορθολογικό ατομικό συμφέρον. Η ελευθερία περιορίζεται στη συμμετοχή σε μια αγορά με ανταγωνισμό.

Ήταν στο The New Republic που η πιο αποκρουστική πλευρά της νεοαντιδραστικής ιδεολογίας, ο επιστημονικός ρατσισμός ή όπως αποκαλείται “φυλετικός ρεαλισμός”, εισήλθε στον σύγχρονο πολιτικό λόγο. Το 1994, υπό τον τότε εκδότη Andrew Sullivan — ο οποίος συνεχίζει να μην δείχνει το παραμικρό ίχνος μεταμέλειας – το περιοδικό δημοσίευσε αποσπάσματα από το βιβλίο “The Bell Curve” των Richard J. Herrnstein και Charles Murray, ένα βιβλίο που ισχυριζόταν ότι η μειονεκτική οικονομική θέση των μειονοτικών πληθυσμιακών/δημογραφικών ομάδων οφειλόταν σε μια χαμηλότερη γνωστική/νοητική ικανότητα. Οι νεοαντιδραστικοί προσυπογράφουν μια περισσότερη εκπεφρασμένη εκδοχή αυτής της ιδέας στην οποία αναφέρονται χρησιμοποιώντας τον ευφημισμό “ανθρώπινη βιοποικιλότητα” (“human biodiversity”).

Στο βιβλίο Coming Apart (2012), ο Murray επεξέτεινε το επιχείρημά του, ισχυριζόμενος ότι οι λευκοί φτωχοί είναι ανίκανοι να βελτιώσουν την τωρινή τους θέση εξαιτίας των ίδιων (εκ γενετής) νοητικών ελαττωμάτων που είχαν προηγουμένως στο The Bell Curve ταυτοποιηθεί με τους έγχρωμους. Πιο πρόσφατα, μετά την εκλογή του Τραμπ, ο Kevin Williamson του National Review έγραψε ότι οι λευκοί φτωχοί στις “δυσλειτουργικές, συρρικνούμενες κοινότητες” στη Ζώνη της Σκουριάς22 “αξίζουν να πεθάνουν”. Είναι “αρνητικά assets” που οι ίδιοι προκάλεσαν στον εαυτό τους τα προβλήματά τους. Ίσως δεν είναι σύμπτωση ότι το άρθρο κάνει συνειδητή αναφορά στον “Καθεδρικό” και παραθέτει ονομαστικά τον Yarvin.

Ο Williamson δεν είναι ο μόνος mainstream αναλυτής που διαβάζει Yarvin. Ο Rod Dreher έχει αναφερθεί στον Καθεδρικό στο The American Conservative, όπως έχει κάνει και ο Ross Douthat στους New York Times. Στα πρώτα στάδια της προεκλογικής εκστρατείας ο Douthat είχε γράψει το ακόλουθο tweet: “Trump-Moldbug. Απλά το λένε23.

Το ίδιο το The New Republic έχει επανέλθει. Ένα πρόσφατο άρθρο από άρθρο από τον Kevin Baker πήρε την πρόταση που είχε προηγουμένως προωθηθεί από το National Review, εκ μέρους του πολιτικού κέντρου. Ο Baker κάλεσε σε έναBluexitτων εύπορων φιλελεύθερων των ακτών που δεν θέλουν πια να μοιράζονται τη χώρα τους με τους ψηφοφόρους του Trump. “Η αλήθεια είναι ότι εσείς, κόκκινες πολιτείες24, δεν έχετε προσπαθήσει ακόμα αρκετά”, είπε, ακουγόμενος σαν ένας νεοσυντηρητικός που απευθύνεται στις μειονότητες του έθνους. Ο Land έβαλε ένα σύνδεσμο για το άρθρο αυτό στο μπλογκ του, σχολιάζοντας απλά, ναι”.

Λευκή Πτήση στον Άρη

Παρά την πλήρη έλλειψη οποιασδήποτε εγκυρότητας, αυτό το είδος ρατσιστικής και ελιτίστικης ψευδοεπιστήμης, που τρέφεται έκδηλα από την επικρατούσα νεοφιλελεύθερη τάση, συνεχίζει να είναι αποδεκτό από σεβαστούς, αποδεκτούς αναλυτές. Η εισαγωγή τέτοιων ιδεολογιών δεν πιστώνεται στην Νεοαντίδραση· αυτή απλά έχει οδηγήσει τις ιδεολογίες αυτές στις ακραία αλλά αναγκαστικά συμπεράσματά τους. Η αντιδραστική εκδοχή της ανθρώπινης βιοποικιλότητας έχει κρατηθεί ζωντανή σε ένα ευρύ φάσμα της δεξιάς, από τους αριστοκρατικούς λευκούς εθνικιστές του American Renaissance μέχρι τα Pepe frogs και τα τρολ άνιμε25 του 4chan. Χωρίς να τους υποστηρίζει όλους αυτούς ρητά, ο Land έχει ευθυγραμμιστεί μαζί τους. Η αποδοχή του είναι αμοιβαία, με τον Σκοτεινό Διαφωτισμό να γίνεται θέμα συζήτησης στο εθνικό συνέδριο του American Renaissance το 2014.

Μεγάλο μέρος της σειράς του Σκοτεινού Διαφωτισμού είναι αφιερωμένο σε μια απολογία για τον John Derbyshire, ένα πρώην εργαζόμενο του National Review ο οποίος έχει γίνει συνταξιδιώτης των λευκών σουπρεματιστών. Το δοκίμιό του The Talk: Nonblack Version”, γραμμένο στον απόηχο της δολοφονίας του Trayvon Martin26, ήταν μια θερμή υπεράσπιση της υποθεσης της ενοχής για τους μαύρους. Τυπικά, όμως, ο Land έχει προσθέσει το δικό του στρώμα περιπλοκής του επιχειρήματος. Σε ένα editorial για το μπλογκ Alternative Right, το οποίο ξεκίνησε από τον επίτιμο δημιουργό του κινήματος, τον Richard Spencer, και τώρα λειτουργεί υπό τον συνεργάτη του Colin Liddell, ο Land ονόμασε τη θεωρία του για την ανθρώπινη γενετική υπερρατσισμό (hyperracism).

Ο Land προσυπογράφει την ιδέα των τυπικών επιπέδων δεξιότητας που συσχετίζεται με διαφορετικά “υπο-είδη” των ανθρώπων. Σε αντίθεση, όμως, με τους λευκούς εθνικιστές, δεν ενδιαφέρεται να κάνει διαφοροποιήσεις αποκλειστικά με βάση την εθνικότητα. Αντί γι’ αυτό, καθιστά προτεραιότητα το κοινωνικο-οικονομικό στάτους, το οποίο ονομάζει “έναν ισχυρό ενδιάμεσο για το IQ”. Αν και υπάρχουν φυλετικές συσχετίσεις κατά μήκος των κοινωνικο-οικονομικών γραμμών, λέει ο Land, μια “γενετικά αυτο-φιλτραρισμένη ελίτ” δεν θα ήταν φυλετικά ομοιογενής. Μια αξιοκρατία επιτρέπει σε ανώτερα όντα να ανεβαίνουν στην κορυφή και αν και τα περισσότερα από αυτά θα είναι λευκοί και Ασιάτες, η ανωτερότητα πέφτει τελικά σε έναν διαφορετικό “άξονα μεταβολής”. Παίρνοντας, ίσως, ένα σύνθημα από τον Musk, συμπεραίνει ότι “ο αποικισμός του διαστήματος θα λειτουργήσει αναπόφευκτα ως ένα υψηλά επιλεκτικό γενετικό φίλτρο”. Λευκή πτήση στον Άρη;

Αντί να παίρνει μια πιο ακραία άποψη από τους Murray, Williamson και τους ομοίους τους, και τον τώρα φιλελεύθερο αρθρογράφο Frank Rich, ο Land έχει απλά φέρει την επικρατούσα ιδεολογία στο αδυσώπητο αποτέλεσμά της. Το άσχημο υπογάστριο της συμβατικής άποψης της κοινωνίας της αγοράς ως μια αξιοκρατίας είναι ακριβώς ο υπερρατσισμός του Land: η υπόθεση ότι μερικοί άνθρωποι είναι πιο κατάλληλοι από άλλους και ότι η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τους αξίζει. Τα ενδεχομενικά αποτελέσματα συγκεκριμένων τάσεων και κοινωνικών θεσμών εξυμνούνται (;) [exalted] με την υποτιθέμενα θεόσταλτη αναγκαιότητα του DNA. Έτσι η πολύπλοκη οικονομική ιστορία που έχει σαν αποτέλεσμα την κυριαρχία της Ευρώπης, των ΗΠΑ και της Ανατολικής Ασίας, λαμβάνεται να σημαίνει ότι οι λευκοί και οι Ασιάτες είναι οι βιολογικά καταλληλότεροι· τα αποτελέσματα της περιορισμένης κοινωνικής κινητικότητας και τα αυτο-ενισχυόμενα αποτελέσματα της οικονομικής ανισότητας γίνονται ο ισχυρισμο ότι η φτώχεια κληρονομείται. Η φαντασίωση της αξιοκρατίας δεν μπορεί να επιβιώσει μια αντιπαράθεση με έναν κόσμο που διαμορφώνεται από τον ιμπεριαλισμό και την λευκή ανωτερότητα. Αλλά σε αντίθεση με τους φιλελεύθερους, που πιστεύουν στην φαντασίωση, ο Land παραδέχεται τις συνέπειές της.

Αν και τώρα έχει τεθεί στην υπηρεσία της υπερρατσιστικής ατζέντας, η “ανθρώπινη βιοποικιλότητα” ήταν αρχικά ένας ουδέτερος όρος που επινοήθηκε από τον ανθρωπολόγο Jonathan Marks, του οποίου το έργο ήταν μια καινοτόμος σύνθεση της ανθρωπολογίας και της γενετικής. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, υιοθετήθηκε από τον Steve Sailer, τότε δημοσιογράφο στο National Review, που κούρνιαζε στον φράχτη ανάμεσα στην επικρατούσα τάση του συντηρητισμού και τον λευκό εθνικισμό. Έκτοτε έχει πέσει από την ακροδεξιά πλευρά του φράχτη, και τώρα γράφει για ρατσιστικές εκδόσεις όπως το VDARE.

Ο επιστημονικός ρατσισμό έγινε πάλι αντιπαράθεση του συρμού όταν το βιβλίο “A Troublesome Inheritance” (2014) του αρθρογράφου των New York Times και συγγραφέα Nicholas Wade επιχειρηματολογησε για την διακριτή κατηγοριοποίηση των τριών κύριων φυλών”, σε μια ιεραρχική ταξινομία που εξηγεί την ιστορική “άνοδο της Δύσης”. Περισσότεροι από 100 γενετιστές πληθυσμου έγραψαν μια ανοιχτή επιστολή στους Times αποκηρύσσοντας την κατάχραση έρευνας από το πεδίο μας” από τον Wade. Κατέληγαν ότι “δεν υπάρχει καμμιά υποστήριξη από το πεδίο της πληθυσμιακής γενετικής για τις εικασίες του Wade”.

Ένας άλλος αντιφρονούντας ήταν ο Jonathan Marks. Απέρριψε ακούραστα την κατάχρηση του όρου που επινόησε, ασκώντας ανοιχτά κριτική στα “A Troublesome Inheritance”, “The Bell Curve”, και άλλους συγκερασμούς της κουλτούρας και της βιολογίας. Αυτό δεν απαιτούσε μια αναθεώρηση της θεωρίας του. Το βιβλίο τουHuman Biodiversity” (1995) δήλωνε από την αρχή ότι “η κληρονιμικότητα της φυλής δεν είναι γενετική αλλά κοινωνική”.

Υπερκαπιταλισμός

Η εκμάθηση μηχανών μπορεί να είναι τόσο εκθαμβωτική που τείνουμε να ξεχνάμε ότι είναι διαμορφώνεται από την ανθρώπινη παρέμβαση. Όσο θριαμβευτική κι αν ήταν η Google με το νέο της σύστημα μετάφρασης, ένα άλλο πρόσφατο πείραμα εκμάθησης μηχανών – το Tay της Microsoft – έδειξε πόσο ευμετάβλητη μπορεί να είναι αυτή η σχέση. Με την επιδίωξη να είναι η όσο το δυνατόν αθωότερη μορφή ΑΙ, η Tay, ακρωνύμιο για το “Thinking About You”, ήταν μια προσομοίωση ενός χρήστη των κοινωνικών μέσων με πρότυπο μια έφηβη. Η Tay “βγήκε” στο Twitter στις 23 Μαρτίου του 2016 και ξεκίνησε τη μέρα της με κουτσομπολιό, επαναλαμβάνοντας memes και μαθαίνοντας τους στίχους του “Never Gonna Give You Up.” Μέχρι το απόγευμα, με τη βοήθεια και την “παρακίνηση” από χρήστες του 4chan, η Tay είχε γίνει μια αρνήτρια του Ολοκαυτώματος και αμφισβητούσε συνομωσιολογικά την επίσημη εκδοχή για την 11 Σεπτεμβρίου. Η Microsoft την έκλεισε μετά από 16 ώρες.

Μια αναφορά από το Artificial Intelligence Now, ένα συμπόσιο σχετικά με τα δυνητικά αποτελέσματα της νοημοσύνης των μηχανών στην κοινωνία, προσφέρει μια εξήγησης αυτού του φαινομένου και των ευρύτερων υποδηλώσεων/συνεπειών του. Η εκμάθηση μηχανής υπόκειται στην προκατάληψη των δεδομένων: “Τα συστήματα ΑΙ εξαρτώνται από τα δεδομένα που τους δίνονται και μπορούν να αντανακλούν τα χαρακτηριστικά τέτοιων δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε προκαταλήψεων, στα μοντέλα του κόσμου που δημιουργούν”. Η εκμάθηση μηχανής είναι μια περίπτωση της hyperstition του Land, γλιστρώντας κάπου ανάμεσα στην πεποίθηση και την τεχνολογία. Οι αξίες του προγραμματιστή διαμορφώνουν τις μερικές φορές χειροπιαστές “εξόδους” της μηχανής που προκύπτει.

Ο κίνδυνος είναι ότι τα συστήματα ΑΙ θα μπορούσαν να “οξύνουν τις δυναμικές διακρίσεων που δημιουργούν κοινωνική ανισότητα, και θα μπορούσαν να το κάνουν με τρόπους λιγότερο προφανείς από την ανθρώπινη προκατάληψη και της υπόδηλες προτιμήσεις”. Όπως το θέτει η βασική ερευνήτρια Kate Crawford, η τεχνητή νοημοσύνη έχει ένα “πρόβλημα των λευκών” [“white guy problem”]. Υπάρχουν ενοχλητικά παραδείγματα, όπως μια μελέτη από την ProPublica που ανακάλυψαν ότι ένας μηχανικός αλγόριθμος σχεδιασμένος να μετρά ρυθμούς υποτροπής της παραβατικότητας [recidivism] είχε σχεδόν διπλάσιαμ πιθανότητα να κατηγοριοποιήσει λανθασμένα μαύρους εναγόμενους ως μελλοντικούς εγκληματίες. Και το γεγονός ότι το λογισμικό που χρησιμοποιείται για την εξόρυξη δεδομένων από τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ παράγεται από την εταιρεία Palantir του Peter Thiel, δεν φαίνεται καθόλου βελτιστοποιημένο για να προστατέψει τις πολιτικές ελευθερίες στην εποχή της Απαγόρευσης για τους Μουσουλμάνους.

Επιπλέον, ο ερευνητής κυβερνοασφάλειας Heather Roff έχει επισημάνει και τη συχνή έμφυλη διάσταση [gendering] που χαρακτηρίζει τα ανθρωποειδή ρομπότ: η στρατιωτική τεχνολογία, όπως ο εκτοξευτής βομβών SAFFiR, κατασκευάζονται ώστε να μοιάζουν σε ένα αντρικό σώμα, ενώ τεχνολογίες υπηρεσιών όπως η Siri του iPhone παρουσιάζονται ως θηλυκές. Παραδοσιακοί έμφυλοι ρόλοι που εξισώνουν την αρρενωπότητα με τη δύναμη και τη θηλυκότητα με την υποτακτικότητα/δουλικότητα αναπαράγονται από τον ίδιο τον σχεδιασμό. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, αν λάβουμε υπόψιν ότι το ποσοστό γυναικών στην βιομηχανία της πληροφορικής είναι 26%, μια πτώση από το 35% της δεκαετίας του 1990, σύμφωνα με την AAUW. Μια έρευνα βρήκε ότι το 88% των γυναικλων στην Silicon Valley αναφέρει ότι έχει βιώσει μια ασυνείδητη έμφυλη διάκριση στη δουλειά.

Ο Michael Anissmiov μίλησε στο Gizmodo το 2015 για ένα αντίστοιχο της ΑΙ: επαυξημένη27 νοημοσύνη ή διαφορετικά την σύνθεση της τεχνολογίας με τον ανθρώπινο νου. Περιέγραψε ένα δυνάμει αποτέλεσμα: “ένας ισχυρός ηγέτης κάνοντας χρήση της νοητικά επαυξημένης τεχνολογίας για να βάλει τον εαυτό του σε μια ακλόνητη και αδιαμφισβήτητη θέση”. Είναι μια προοπτική που θα έχει πιθανόν διαφορετικό αντίχτυπο ανάλογα με το αν κανείς θεωρεί τη μοναρχία ένα επιθυμητό σύστημα διακυβέρνησης.

Ακόμα και το υποτιθέμενα απολίτικο όνειρο του μετανθρωπισμού υποκρύπτει μια ιδεολογία. Όπως και ο Anissimov, ο Elon Musk προβλέπει/προσδοκεί “μια στενότερη συγχώνευση βιολογικής και ψηφιακής νοημοσύνης”, όπως το έθεσε σε μια ομιλία του στο Dubai. Εν τω μεταξύ, πίσω στη Γη, οι εργαζόμενοί του μένουν προσδεμένοι σε ένα πεζό/γήινο [fleshly] παρόν. Ένας εργαζόμενος στην Tesla έγραψε πρόφατα μια ανάρτηση στο Μedium όπου περιγράφει τις κάθε άλλο παρά ανθρώπινες συνθήκες στις οποίες υπόκεινται οι εργαζόμενοι του Musk. “Συχνά αισθάνομαι ότι δουλεύω για μια εταιρεία του μέλλοντος κάτω από εργασιακές συνθήκες του παρελθόντος”, έγραψε.

Πραγματικά, δεν θέλω να μπω στην πολιτική. Θέλω απλά να βοηθήσω στην εφεύρεση και την ανάπτυξη τεχνολογιών που βελτιώνουν τη ζωή μας”, είπε ο Musk σε ένα tweet. Παρά τις δηλώσεις αυτές, έχει αναλάβει, μαζί με τον Peter Thiel, έναν ρόλο στην κυβερνο-εταιρεία του Τραμπ. Αυτό είναι καλή είδηση για τον Yarvin, ο οποίος είπε στο Vox ότι ο Musk είναι η επιλογή του για Βασλιάς-Διευθύνων Σύμβουλος των ΗΠΑ.

Πραγματικά, μορφές όπως ο Musk και ο Thiel δεν χρειάζεται να μπουν στην πολιτική αρένα για να κατέχουν βασιλικές θέσεις. Το Oxfam δημοσίευσε πρόσφατα κάποια δεδομένα που δείχνουν ότι οχτώ άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των ηγεμόνων της Silicon Valley Bill Gates και Mark Zuckerburg, έχουν τόσο πλούτο όσο μισός πληθυσμός της ανθρωπότητας. Υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι οι αρχιτέκτονες των αναδυόμενων τεχνολογιών έχουν οποιαδήποτε πρόθεση να αλλάξουν αυτές τις περιστάσεις. Ο Elon Musk δεν χρειάζεται να περιμένει κάποια υπερευφυΐα για να τον ανταμείψει. Και οι υπόλοιποι από μας δεν χρειάζεται να περιμένουμε να καταντήσουμε παραγωγικές μηχανές μέσα σε ένα δίκτυο που διοικούμενο από υπολογιστές.

Το πραγματικό Φράγμα

Το 2013, ο Alex Williams και ο Nick Srnicek διεκδίκησαν τον “επιταχυντισμό” για την Αριστερά, με το Mανιφέστο για μια Πολιτική της Επιτάχυνσης (MAP). Αντί να ακολουθήσουν την τροχιά του μετανθρωπισμού όπως ο Land, ακολούθησαν το νήμα της πολιτικής χειραφέτησης που είχαν αφήσει οι Ντελέζ-Γκουαταρί, ισχυριζόμενοι ότι θα ήταν δυνατόν να “επιταχύνουμε τη διαδικασία τεχνολογικής εξέλιξης” με σκοπό να την εφαρμόσουμε σε “κοινωνικο-πολιτική δράση” προσανατολισμένη σε εξισωτικούς σκοπούς.

Ο αριστερός επιταχυντισμός είναι περισσότερο γνωστός για μια ιδαίτερα αγοραία εκδοχή του επιχειρήματός του, την εύκολα προς απόρριψη έννοια ότι το σχέδιο της αριστεράς είναι να κάνει τον καπιταλισμό όσο πιο καταστροφικό γίνεται, με την ελπίδα ότι αυτό θα πυροδοτήσει μια επανάσταση. Αλλά το κείμενο του μανιφέστου MAP προχωρά σε μια πιο λογική εκδοχή, προτείνοντας ότι οι παραγωγικές δυνάμεις του καπιταλισμού θα έπρεπε να εφαρμοστούν σε ένα κοινωνικό δημοκρατικό πρόγραμμα παρά στο υπάρχον.

Παρ’ όλα αυτά, ο Land, αποκήρυξε οποιονδήποτε προσανατολισμό προς μια αριστερή πολιτική. Σε μια ανάρτηση στο blog ασκώντας κριτική στον αριστερό επιταχυντισμό, χαρατήρισε, αντιθέτως, την αριστερά ως έναν “επιβραδυντή”, που φρενάρει την πραγματικά καπιταλιστική επιτάχυνση που προάγει η “Outer Right.”

Η Νεοαντίδραση είναι Επιταχυντισμός με σκασμένο λάστιχο. Λιγότερο σχηματικά, είναι η αναγνώριση ότι η τάση επιτάχυνσης έχει ένα ιστορικό αντιστάθμισμα. Εκτός από την μηχανή επιτάχυνσης, ή τον βιομηχανικό καπιταλισμό, υπάρχει ένας επιβραδυντής με ακόμα τελειότερο βάρος, που βαθμιαία αποστραγγίζει την τεχνο-οικονομική ορμή στην ίδια την επέκτασή της, καθώς μετατρέπει τη δυναμική διαδικασία σε μετά-σταση. Αρκετά ειρωνικά/κωμικά, η κατασκευή αυτού του μηχανισμού πέδησης αναγορεύεται σε πρόοδο. Είναι το Μεγάλο Έργο της Αριστεράς. Η Νεοαντίδραση αναδύεται μέσα από την ονομασία αυτής της κατασκευής (χωρίς πλεονάζουσα τρυφερότητα) ως ο Καθεδρικός.

Δίνει έναν “τελεολογικό ορισμό” στον Καθεδρικό, ο οποίος επιτελεί “την αναδυόμενη λειτουργία του ως η ακύρωση του καπιταλισμού”. Ενώ η ιστορία προσανατολίζεται πρός την “επιτάχυνση σε μια τεχολογικο-οικονομική ιδιομορφία”, ο προοδευτικός Καθεδρικός “είναι η αντι-τάση που απαιτείται για να φέρει την ιστορία σε μια στάση”.

Οι Williams και Srnicek αντιτίθενται σε αυτή την ερμηνεία. Αντλούν από την ανάλυση του καπιταλισμού από τους Ντελέζ-Γκουαταρί, ανάλυση που με τη σειρά της αντλεί από μια υπαινικτική ιδέα που διατυπώνεται στον Τόμο 3 του Κεφαλαίου. Ενώ ο Μαρξ λέει ότι “το πραγματικό φράγμα στον καπιταλισμό είναι το ίδιο το κεφάλαιο”, οι Williams και Srnicek συμπεραίνουν ότι “ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί ως ο φορέας της πραγματικής επιτάχυνσης”. Το σχήμα τους ισχυρίζεται ότι “ο καπιταλισμός έχει αρχίσει να περιορίζει τις παραγωγικές δυνάμεις της τεχνολογίας, ή τουλάχιστον, τις κατευθύνει προς αχρείαστα περιορισμένους σκοπούς”.

Όπως το θέτει το Μανιφέστο ΜΑΡ, “αντί ενός κόσμου διαστημικών ταξιδιών, συγκλονισμού από το μέλλον και επαναστατικού τεχνολογικού δυναμικού, υπάρχουμε σε μια εποχή που το μόνο πράγμα που αναπτύσσεται είναι οριακά καλλίτερα καταναλωτικά γκάτζετ”. Αυτό αληθεύει αναμφισβήτητα. Αλλά αν και η εφαρμογή μιας εξισωτικής ηθικής στην κατασκευή μελλοντικών μηχανών είναι ένας σκοπός που αξίζει, σίγουρα περισσότερο από αυτό που ο Williams έχει περιγράψει ως άλμα του Land σε μια “άρρωστη δυστροπία”, υπάρχει μια πιο άμεση ανησυχία: ποιος κατέχει τις υπάρχουσες μηχανές, εδώ και τώρα, και ποιος τις κατασκευάζει;

Η τάση της κοινότητας που χτίζει και λειτουργεί αυτές τις μηχανές, από τιτάνες όπως ο Peter Thiel μέχρι καλτ/γραφικές φιγούρες όπως ο Curtis Yarvin, είναι ανοιχτά ολοκληρωτική. Οι New York Times αναφέρουν ότι οι πολιτικές δωρεές από τις Επιτροπές Πολιτικής Δράσης28 (Political Action Commitees, PAC) μετατοπίστηκαν από το Δημοκρατικό Κόμμα προς τους Ρεπουμπλικάνους (GOP29) το 2016. Αλλά η επιρροή τους στην κοινωνία δεν διοχετεύεται απλά μέσω του κέρδους που παράγουν οι μηχανές. Χτίζεται/ενσωματώνεται στις ίδιες τις μηχανές. Αν, όπως το θέτει ο Jason Smithμοτίβα της τεχνολογικής ανάπτυξης αντανακλούν αυξανόμενα τις καπιταλιστικές αξίες-σχέσεις”, τότε η επιτάχυνση των εσωτερικών τάσεων του κεφαλαίου ίσως συνεπάγεται μαζική ανεργία και οικολογική καταστροφή παρά έναν καινούριο ορίζοντα πολυτέλειας και χειραφέτησης.

Υποζύγια30

Στην κριτική ιστορία του για τον επιταχυντισμό, Malign Velocities, ο Benjamin Noys παρομοιάζει το όραμα του Land για το καπιταλισμό με ένα τέρας τύπου Βασιλίσκου, το “Shoggoth” του Λάβκραφτ. Είναι ένα τρομακτικό τέρας που έχει δημιουργηθεί από τους μυστηριώδεις “Παλαιούς” (“Old Ones”), του οποίου το σώμα καλύπτεται, όπως ένα Deep Dream, με μετακινούμενα μάτια που πάλλονται.

Ο καπιταλισμός, για του οπαδούς του επιταχυντισμού, μας πιέζει σαν μια επιταχυντική υγρή τερατωδία, ικανή να μας απορροφήσει και, για τον Land, αυτό θα πρέπει να το καλοδεχτούμε. Η ιστορίας της δουλείας και της κυριολεκτικά τερατώδους ταξικής πάλης φράσσεται/occluede στην επίκληση του Shoggoth ως ρευστού και επιταχυντικού δυναμισμού. Ο τρόμος περιλαμβάνει τη λήθη της ταξικής πάλης (ακόμα και σε μια αμφιλεγόμενη μυθιστορηματική μορφή) και την κατάργηση της τριβής στο όνομα της εμβάπτισης/καταβύθισης.

Η έκθλιψη του ταξικού ανταγωνισμού εμποδίζεται κυριολεκτικά από τον μηχανικό εξοπλισμό. Η υπάρχουσα τεχνολογία μας εμβαπτίζει σε ένα ακραίο πολιτικό πρόγραμμα που προσφέρεται από το νεοφιλελεύθερο δόγμα. Μέσω της προκατάλειψης των δεδομένων, η πολιτική της τεχνολογικής κουλτούρας διαμορφώνει αόρατα την κοινωνική οργάνωση που προκύπτει από της τεχνολογίες του μέλλοντος. Όσο πιο δεξιά μετατοπίζεται η Silicon Valley, τόσο πιο επικίνδυνες θα γίνονται οι μηχανές.

Τον Φεβρουάριο, συγκαλέστηκε ένα συνέδριο στο Asilomar της Καλιφόρνιας, αφιερωμένο στην ανάπτυξη κοινωνικά ενσυνείδητων Αρχών ΑΙ”. Ήταν μια κυριολεκτική συνάρθροιση αυτού που ο Land, στις μέρες του Ccru, ονόμαζε το “Ανθρώπινο Σύστημα Ασφαλείας” (“Human Security System”), τα μέσα με τα οποία η κοινωνία εμποδίζει την υποκειμενική συγχώνευσή μας με την τεχνολογία. Το Wired ανέφερε ότι στην εναρκτήρια ομιλία του συνεδρίου, ο οικονομολόγος από το MIT Andrew McAfee απέρριψε σενάρια τύπου “Terminator” παραπέμποντας, αντίθετα, στην στατιστική σχετικά με τις συνέπειες της αυτοματοποίησης για την εργασία.

Τα καινούρια δεδομένα που παρέθεσε ο McAfee cited έδειξαν μια διάβρωση της μεσαίας τάξης, με τα επαγγέλματα χαμηλού και υψηλού εισοδήματος να αυξάνουν σε αριθμούς. “Αν συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις”, είπε, “οι άνθρωποι πρόκειται να ξεσηκωθούν πολύ πριν από τις μηχανές”. Σύμφωνα με το Wired, ερευνητές της τεχνητής νοημοσύνης προσέγγισαν τον McAfee στους διαδρόμους για να τον προειδοποιήσουν ότι η στατιστική του υποτίμησε την ταχύτητα με την οποία η τεχνητή νοημοσύνη θα ενίσχυε τις ταξικές ανισότητες.

Ξεχάστε τα ρομπότ-δολοφόνους που ταξιδεύουν στον χρόνο ή τα αρχαία τέρατα. Η νεοαντίδραση έχει απλά εκθέσει τις λειτουργίες της καπιταλιστικής μηχανής στο παρόν. Οι κύριοι απολογητές του νεοφιλελευθερισμού πρέπει να κάνουν μια επιλογή: ή θα αγκαλιάσουν την ψευδοεπιστήμη του υπερρατσισμού της Silicon Valley ή θα απορρίψουν τις τεράστιες οικονομικές ανισότητες που δημιοργούνται από την κοινωνία της αγοράς. Αν η πολιτική τάξη αφοσιώνεται στο να κρατά τη μηχανή σε λειτουργία, τότε απομένει σε μας να την σταματήσουμε.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2017/03/28/the-darkness-at-the-end-of-the-tunnel-artificial-intelligence-and-neoreaction.

2 Ο Shuja Haider είναι συγγραφέας και μουσικός με βάση το Μπρούκλυν.

3 Στμ. Στα αγγλικά Singularity (ή technological singularity) είναι η υπόθεση ότι η τεχνητή υπερευφυΐα θα πυροδοτήσει αιφνιδιαστικά μια καταιγιστική τεχνολογική ανάπτυξη, που θα έχει σαν αποτέλεσμα ανυπολόγιστες/ανεκτίμητες αλλαγές στον ανθρώπινο πολιτισμό. Σύμφωνα με την υπόθεση, ένας αναβαθμίσιμος ευφυής παράγοντας (όπως ένας υπολογιστής που “τρέχει” έναν τύπο τεχνητής γενικής νοημοσύνης βασισμένης σε λογισμικό) θα εισερχόταν σε μια “ανεξέλεγκτη αντίδραση” κύκλων αυτο-βελτίωσης, με την κάθε καινούρια και πιο ευφυή γενιά να εμφανίζεται όλο και πιο ραγδαία, προκαλώντας μια έκρηξη νοημοσύνης και καταλήγοντας σε μια ισχυρότατη υπερευφυΐα η οποία, ποιοτικά, θα υπερβαίνει κατά πολυ την ανθρώπινη ευφυΐα. Ο όρος “ιδιομορφία” χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον John von Neumann (στην δεκεατία του 1950) στο πλαίσιο της τεχνολογικής προόοδοτ που προκαλεί επιτάχυνση των αλλαγών: “Η επιταχυνόμενη πρόοδος της τεχνολογίας και οι αλλαγές στον τρόπο της ανθρώπινης ζωής, δίνουν την εικόνα ότι πλησιάζουμε μια κάποια ουσιώδη ιδιομορφία στην ιστορία του είδους πέρα από την οποία οι ανθρώπινες υποθέσεις, όπως τις ξέρουμε, δεν μπορούν να συνεχιστούν”, θέση την οποία αναπαρήγαγαν στη συνέχεια διάφοροι συγγραφείς. Subsequent authors have echoed this viewpoint. Η “έκρηξη ευφυΐας” του I. J. Good προέβλεψε ότι μια μελλοντική υπερευφυΐα θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια ιδιομορφία. Ο συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας Vernor Vinge γράφει στο δοκίμιο “The Coming Technological Singularity” το 1993 ότι αυτό θα σηματοδοτούσε το τέλος της εποχής των ανθρώπων καθώς η καινούρια υπερευφυΐα θα συνέχιζε να αναβαθμίζει τον εαυτό της και θα προόδευε τεχνολογικά με έναν αδιανόητο ρυθμό.

4 Στμ. Μανιχαϊσμός: γνωστικό θρήσκευμα του μεσανατολικού χώρου, που εμφανίστηκε τον 3ο μΧ αιώνα με ηγέτη τον Πέρση ευγενή και θρησκευτικό μεταρρυθμιστή Μάνη ή Μανιχαίο (216-277) ο οποίος ανέμιξε στη χριστιανική διδασκαλία στοιχεία του Παρσισμού και του Βουδισμού. Ο όρος μανιχαϊστικός προέρχεται από τη βασική ιδέα του μανιχαϊσμού (δανεισμένη από τον ζωροαστρισμό) της διαρκούς σύγκρουσης μεταξύ καλού και κακού μέσα από τα δύο ανταγωνιστικά στοιχεία, του φωτός και του σκότους. Έτσι μανιχαϊστική χαρακτηρίζεται κάθε κάθε δυϊστική θεωρία ή άποψη που δέχεται ότι δεν υπάρχει παρά μόνο το καλό ή το κακό και γενικότερα η διαρκής σύγκρουση αντιπάλων πλευρών.

5 Στμ. Νευρωνικό δίκτυο ονομάζεται ένα κύκλωμα διασυνδεδεμένων νευρώνων. Στην περίπτωση βιολογικών νευρώνων, πρόκειται για ένα τμήμα νευρικού ιστού. Στην περίπτωση τεχνητών νευρώνων, πρόκειται για ένα αφηρημένο αλγοριθμικό κατασκεύασμα το οποίο εμπίπτει στον τομέα της υπολογιστικής νοημοσύνης, όταν στόχος του νευρωνικού δικτύου είναι η επίλυση κάποιου υπολογιστικού προβλήματος, ή της υπολογιστικής νευροεπιστήμης, όταν στόχος είναι η υπολογιστική προσομοίωση της λειτουργίας των βιολογικών νευρωνικών δικτύων με βάση κάποιο μαθηματικό μοντέλο τους. Τα νευρωνικά δίκτυα εκπαιδεύονται με παραδείγματα. Ο χρήστης συγκεντρώνει αντιπροσωπευτικά δεδομένα και στη συνέχεια, καθώς τα τροφοδοτεί συστηματικά στο δίκτυο μέσω των κατάλληλων αλγορίθμων εκπαίδευσης, το δίκτυο “αντιλαμβάνεται” αυτομάτως τη δομή των δεδομένων και η “γνώση” αυτή εκφράζεται ως κατάλληλες επιλογές συναπτικών βαρών.

6 Στμ. Ayn Rand, γεννημένη ως Alisa Zinov’yevna Rosenbaum (1905-1982): Ρωσο-αμερικανίδα συγγραφέας, φιλόσοφος, θεατρική συγγραφέας και σεναριογράφος. Τα δυο γνωστότερα μυθιστορήματά της είναι το The Fountainhead (1943), το οποίο την έκανε και διάσημη, και το Atlas Shrugged. Ανέπτυξε επίσης ένα φιλοσοφικό σύστημα που ονόμασε Αντικειμενισμό. Εκπαιδευμένη στη Ρωσία, μετακόμισε στις ΗΠΑ το 1926. Ένα έργο της ανέβηκε στο Μπροντγουέη το 1935-1936.

7 Στμ. Elon Musk: μεγιστάνας με καταγωγή από τη Νότια Αφρική, με νοτιοαφρικανική, καναδική και αμερικανική υπηκοότητα, καθώς και μηχανικός, εφευρέτης και επενδυτής. Είναι ιδρυτής, γενικός διευθυντής και επικεφαλής τεχνολογίας της εταιρείας SpaceX καθώς και ο γενικός διευθυντής και επικεφαλής τεχνολογικού σχεδιασμού της εταιρείας ηλεκτρικών αυτοκινήτων Tesla Motors, και πρόεδρος της SolarCity.

8 Στμ. Peter Thiel: γερμανικής καταγωγής Αμερικανός επιχειρηματίας, επενδυτής και πολιτικός ακτιβιστής, δημιουργός, μεταξύ άλλων, της υπηρεσάις PayPal. Σε σχέση με την τεχνολογία, ο Thiel πιστεύει στην σημασία και το επιθυμητό μιας τεχνολογικής ιδιομορφίας, γι’ αυτό και στηρίζει σημαντικά το Singularity Challenge του MIRI (γνωστό τότε ως Singularity Institute for Artificial Intelligence).

9 Στμ. Μιμίδιο: (αγγλικά meme): θεμελιώδης μονάδα-φορέας πολιτισμικής κληρονομιάς (τραγούδια, τρόποι συμπεριφοράς, μόδα, επιστημονικές ιδέες, θρησκευτικές πεποιθήσεις/δοξασίες, κτλ) που μεταδίδεται από το ένα άτομο στο άλλο. Η μιμιδιακή στατιστική (τομέας υπαγόμενος στην [στατιστική] ψυχολογία και την κοινωνική ανθρωπολογία) μελετά την μετεξέλιξη και την εξάπλωση των μιμιδίων/μιμημάτων. Ο όρος εισήχθη από τον κοινωνιοβιολόγο Richard Dawkins το 1976, κατ’ αναλογία προς το γονίδιο, τη βασική μονάδα γενετικής πληροφορίας. Ο πολιτισμός εξελίσσεται και μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα γονίδια στο φυσικό κόσμο. Τα μιμίδια δεν κληρονομούνται μέσω του αίματος αλλά μέσω της επικοινωνίας, των εθίμων, της γλώσσας, και γενικότερα της κουλτούρας, από τα μεγαλύτερα προς τα νεότερα μέλη κάθε κοινωνίας.

10 Στμ. Βασιλίσκος (στα αγγλικά: basilisk): Στις ευρωπαϊκές “τερατογονίες” [bestiaries] και μύθους, ο βασιλίσκος (ελληνικής ετυμολογίας που σημαίνει “μικρός βασιλιάς” είναι μυθικό ερπετό που εφημολογείτο ότι ήταν βασιλιάς όλων των ερπετών και μπορούσε να προκαλέσει τον θάνατο με μια απλή ματιά. Υποστήριζαν πως προερχόταν από αυγό που είχε γεννήσει πετεινός και κλώσησε βάτραχος. Έτσι τελικά απέκτησε κεφάλι και σώμα κόκορα, φτερά δράκου και ουρά φιδιού. Ο μόνος τρόπος για να σκοτώσει κανείς βασιλίσκο ήταν να του δείξει το είδωλό του σε έναν καθρέφτη ή να τον βάλει να ακούσει το λάλημα ενός κόκορα, ενώ το μόνο ζώο όμως που μπορούσε να σκοτώσει το τρομερό τέρας αυτό ήταν η μικροσκοπική νυφίτσα, καθώς είχε ανοσία στο βλέμμα και το δηλητήριό του.

11 Στμ. Ο Βασιλίσκος του Roko: Τον Ιούλιο του 2010, ο συνεργάτης του φόρουμ LessWrong Roko δημοσίευσε ένα νοητικό πείραμα στον ιστότοπο σύμφωνα με το οποίο ένα κατά τα άλλα καλοκάγαθο σύστημα Τεχνητής Νοημοσύνης στο μέλλον βασανίζει προσομοιώσεις αυτών που δεν εργάστηκαν για να το φέρουν στην ύπαρξη, ιδέα που έγινε γνωστή ως “Βασιλίσκος του Roko”, βασισμένη στην ιδέα του Roko ότι ακούγοντας απλά την ιδέα θα έδινε στο υποτιθέμενο σύστημα ΑΙ ισχυρότερα κίνητρα να χρησιμοποιήσει τον εκβιασμό. Ο Yudkowsky διέγραψε τις δημοσιεύσεις του Roko σχετικά με το θέμα, αποκαλώντας το “ανόητο”. Η συζήτηση για την Βασιλίσκη του Roko απαγορεύτηκε από το LessWrong για αρκετά χρόνια μέχρι την άρση της απαγόρευσης τον Οκτώβριο του 2015.

12 Στμ. Στο πρωτότυπο: Bayesian Decision Theory: Η Μπαεσιανή θεωρία απόφασης είναι ένα στατιστικό σύστημα που προσπαθεί να ποσοτικοποιήσει τη σχέση ανάμεσα σε διάφορες αποφάσεις, με τη χρήση πιθανοτήτων και κόστους. Ένας φορέας που λειτουργεί σύμφωνα με μια τέτοια θεωρία απόφασης, χρησιμοποιεί τις έννοιες της Μπαεσιανής στατιστικής, μιας θεωρίας στο πεδίο της στατιστικής ονομαζόμενη έτσι από τον Thomas Bayes (1701–1761), για να εκτιμήσει μια αναμενόμενη τιμή των δράσεών του, και να επικαιροποιήσει τις προβλέψεις του με βάση νέες πληροφορίες, καθώς βασική ιδέα της Μπαεσιανής στατιστικής είναι ότι η ένδειξη για την πραγματική κατάσταση του κόσμου εκφράζεται σε όρους βαθμών πεποίθησης γνωστών ως Μπαεσιανές πιθανότητες. Αυτοί οι φορείς ονομάζονται συνήθως Μπαεσιανοί εκτιμητές.

13 Στμ. Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ (1890-1937) Αμερικανός συγγραφέας φανταστικής λογοτεχνίας τρόμου, ένας από τους σπουδαιότερους. Ήταν, ίσως, από τους πρώτους που έδωσαν στις ιστορίες τους έναν τόνο επιστημονικής φαντασίας. Τα έργα του δεν έτυχαν ευρείας αναγνώρισης κατά την διάρκεια της ζωής του, αλλά το έργο του αποδείχτηκε σημαντικό και είχε μεγάλη επιρροή μεταξύ άλλων συγγραφέων και φίλων της φανταστικής λογοτεχνίας τρόμου. Το Νεκρονομικόν είναι ένα φανταστικό βιβλίο που αναφέρεται στις ιστορίες τρόμου του Λάβκραφτ. Αναφέρεται για πρώτη φορά το 1924 στο διήγημα Το Κυνηγόσκυλο, το οποίο είχε αρχικά γραφτεί το 1922, αν και ο υποτιθέμενος συγγραφέας του βιβλίου, ο “Τρελλός Άραβας” Αμπντούλ Αλχαζρέντ, είχε πρωτοαναφερθεί ένα χρόνο νωρίτερα στο Η Ανώνυμη Πόλη. Ανάμεσα σε άλλα, το βιβλίο περιέχει περιγραφή των Μεγάλων Παλαιών, την ιστορία τους και τρόπους επίκλησής τους. Άλλοι συγγραφείς, όπως ο August Derleth και ο Άστον Σμιθ, το αναφέρουν επίσης στα έργα τους. Ο Λάβκραφτ επιδοκίμαζε, πιστεύοντας ότι τέτοιες παρερμηνείες δημιουργούν “ένα υπόβαθρο δόλιας αληθοφάνειας”. Πολλοί αναγνώστες πίστευαν ότι επρόκειτο για πραγματικό βιβλίο, με αποτέλεσμα βιβλιοπώλες και βιβλιοθηκάριοι να δέχονται συχνά αιτήματα για αυτό. Φαρσέρ το έχουν καταχωρήσει σε λίστες σπάνιων βιβλίων, με έναν από αυτούς να εισάγει λαθραία την κάρτα του στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Γιέηλ.

14 Στμ.

15 Στμ.Breitbart News Network: ιστότοπος της (εναλλακτικής) ακροδεξιάς με βάση το Λος Άντζελες, το οποίο ίδρυσε το 2007 ο Andrew Breitbart. Αρχικά με την πρόθεση να είναι ένας ιστότοπος που θα “υποστήριζε χωρίς απολογητική διάθεση την ελευθερία και το Ισραήλ”, αργότερα ευθυγραμμίστηκε με την Ευρωπαϊκή λαϊκιστική δεξιά και την Αμερικανική “εναλλακτική”-δεξιά υπό την διεύθυνση του Steve Bannon. Οι New York Times περιγφράφουν το Breitbart News ως ένα οργανισμό με “ιδεολογικά προσανατολισμένους δημοσιογράφους” που δημιουργούν αντιπαραθέσεις “σχετικά με ζητήματα που έχουν αποκληθεί μισογυνιστικά, ξενοφοβικά και ρατσιστικά”. Ο Bannon ανακήρυξε τον ιστότοπο ως “την πλατφόρμα της εναλλακτικής-δεξιάς” το 2016, αρνούμενος παράλληλα τις κατηγορίες για ρατσισμό και δηλώνοντας αργότερα ότι απορρίπτει τις “εθνικο-πατριωτικές” τάσεις του κινήματος της εναλλακτικής-δεξιάς. Υποστήριξε βέβαια την προεδρική καμπάνια του Τραμπ, ενώ έχει επίσης δημοσιεύσει έναν αριθμό ψευδών ειδήσεων και θεωριών συνομωσίας.

16 Στμ. Mother Jones (γνωστό και ως MoJo): προοδευτικό περιοδικό στις ΗΠΑ, που εστιάζει σε νέα, σχόλια και ερευνητική δημοσιογραφία σε θέματα πολιτικής, περιβάλλοντος, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κουλτούρας. Το περιοδικό πήρε το όνομά του από την Mary Harris Jones, γνωστή και ως Mother Jones, μια Ιρλανδο-αμερικανίδα συνδικαλίστρια και φλογερή πολέμιο της παιδικής εργασίας.

17 Στμ. Αντι-Οιδίποδας:

18 Στμ. Στο πρωτότυπο: deterritorialization.

19 Στμ. Στα αγγλικά accelerationism: στην πολιτική και κοινωνική θεωρία ο επιταχυντισμός είναι η ιδέα ότι είτε το κυρίαρχο σύστημα του καπιταλισμού είτε συγκεκριμένες τεχνο-κοινωνικές διαδικασίες που τον έχουν ιστορικά χαρακτηρίσει, θα πρέπει να επεκταθούν, να αποκτήσουν νέες στοχεύσεις ή να επιταχυνθούν ώστε να προκαλέσουν ριζική κοινωνική αλλαγή. Μέρος της σύγχρονης αυτής φιλοσοφίας παίρνει σαν αφετηριακό σημείο την θεωρία της αποεδαφικοποίησης των Ντελέζ-Γκουαταρί, με στόχο ναταυτοποιήσουν, να εμβαθύνουν και να ριζοσπαστικοποιήσουν τις δυνάμεις της αποεδαφικοποίησης με προοπτική να ξεπεράσουν τις αντίρροπες δυνάμεις που καταστέλουν/συγκρατούν την δυνατότητα ενός ευρέως κοινωνικού μετασχηματισμού. Ο επιταχυντισμός μπορεί επίσης να αναφέρεται ευρύτερα και συνήθως υποτιμητικά στην υποστήριξη για το βάθεμα του καπιταλισμού με την πεποίθηση ότι αυτό θα επιταχύνει τις αυτοκαταστροφικές του τάσεις οδηγώντας, τελικά, στην κατάρρευσή του. Η θεωρία του επιταχυντισμού έχει διχαστεί σε αμοιβαία αντιτιθέμενες αριστερή και δεξιά εκδοχή. Ο “αριστερός επιταχυντισμός” προσπαθεί να πιέσει την “διαδικασία της τεχνολογικής εξέλιξης” πέρα από τον περισταλτικό ορίζοντα του καπιταλισμού, επαναστοχοθετώντας, για παράδειγμα, την σύγχρονη τεχνολογία για κοινωνικά επωφελείς και χειραφετητικούς σκοπούς· ο “δεξιός επιταχυντισμός” υποστήριζει την απροσδιόριστη ενίσχυση του ίδιου του καπιταλισμού, πιθανόν για να φέρει ένα σημείο μιας τεχνολογικής ιδιομορφίας (δείτε προηγούμενη σημείωση, επίσης το εξαιρετικό άρθρο του Guardian: https://www.theguardian.com/world/2017/may/11/accelerationism-how-a-fringe-philosophy-predicted-the-future-we-live-in).

20 Στμ. Καμεραλισμός (καμαρίλα😉 (στα αγγλικά Cameralism) ήταν μια γερμανική επιστήμη και τεχνολογία διοίκησης τον 18ο και 19ο αιώνα. Το πεδίο με την πιο στενή του έννοια ασχολιόταν με τη διαχείριση των οικονομικών του κράτους. Σύμφωνα με τον David F. Lindenfeld, διαιρούνταν σε τρία: δημόσια οικονομικά, Oeconomie και Polizei. Όμως όρος Oeconomie και ο όρος Polizei δεν σημαίνει ακριβώς “οικονομικά” και “δημόσια αστυνόμευση”, αντίστοιχα, με τη σύγχρονη έννοια.

21 Στμ.

22 Στμ. Στο πρωτότυπο: Rust Belt. Τμήμα των βορειοανατολικών και μεσοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ που χαρακτηρίζονται από παρακμάζουσα βιομηχανία, παλιωμένα εργοστάσια και μειούμενο πληθυσμό. Πόλεις παραγωγής ατσαλιού στην Πενσυλβάνια και το Οχάιο είναι στο κέντρο της ζώνης αυτής.

23 Στμ. Στο πρωτότυπο: Just putting it out there.

24 Στμ. Στο πρωτότυπο: red states. Όχι δεν είναι οι “επαναστατικές” πολιτείες! Είναι οι πολιτείες που στις εκλογές κυριάρχησαν οι Ρεπουμπλικάνοι! Λέγονται “κόκκινες” γιατί το χρώμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στους εκλογικούς χάρτες επικράτησε να είναι τελικά το κόκκινο (δείτε πχ. εδώ: https://www.theverge.com/2012/11/6/3609534/republicans-red-democrats-blue-why-election).

25 Στμ. Στο πρωτότυπο: anime (από το λατινικό άνιμα, “ψυχή”), η λέξη που χρησιμοποιείται από τον δυτικό κόσμο για να χαρακτηρίσει τα ιαπωνικά κινούμενα σχέδια (με το χέρι ή ηλεκτρονικά).

26 Στμ.

27 Στμ. Στο πρωτότυπο: augmentation. Μπορεί να αποδοθεί και ως “διευρημένη”, “ενισχυμένη”. Επιλέγουμε το “επαυξημένη” καθώς μοιάζει να έχει καθιερωθεί πχ. στον χώρο της “Augmented Reality” (AR).

28 Στμ. Στις ΗΠΑ, μια επιτροπή πολιτικής δράσης (political action committee, PAC) είναι ένας τύπος οργάνωσης που συλλέγει συνεισφορές για μια υποψηφιότητας από τα μέλη της και δωρίζει αυτά τα ποσά για μια εκστρατεία υπέρ ή κατά υποψηφίων, πρωτοβουλίες για δημοψηφίσματα ή πέρασμα νομοθεσίας κ.λπ. Ο νομικός όρος PAC δημιουργήθηκε κατά την επιδίωξη μιας μεταρρύθμισης της διαδικασίας προεκλογικής χρηματοδότησης στις ΗΠΑ.

29 Στμ. GOP: άλλη ονομασία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος από τα αρχικά του Grand Old Party,

30 Στμ. στο πρωτότυπο: Beasts of Burden: τα ζώα (ονομαζόμενα στα αγγλικά και pack animals) που χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν βάρη στην πλάτη τους (σε αντίθεση με αυτά που “σέρνουν” βάρη και ονομάζονται draft animals). Παραδοσιακά τέτοια υποζύγια-αχθοφόροι είναι φυσικά τα πολύ γνωστά μας άλογα, γαϊδούρια και μουλάρια αλλά και οι καμήλες, τα γιακ, τα λάμα κ.λπ.

O Μακρόν, η μεσαία τάξη και η πολιτική: σκέψεις για τις προεδρικές εκλογές του 2017

Αν το προλεταριάτο δεν έχει να πει τίποτα γι’ αυτό το ζήτημα, είναι επειδή, με το τέλος του προηγούμενου εργατικού κινήματος, έχει χάσει τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Για το προλεταριάτο του προηγούμενου κύκλου αγώνων, υπήρχε μια συνέχεια ανάμεσα στην πολιτική του εκπροσώπηση και τους αγώνες του, ανάμεσα στο κόμμα και το συνδικάτο: αυτό το ιστορικό κίνημα ήταν αυτό της ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος πριν γίνει αυτό της διάλυσής του. Σήμερα, αυτή η κοινωνική κατηγορία (η εργατική τάξη) που ενοποιήθηκε η ίδια σε έναν επαναστατικό ιστορικό ρόλο (το προλεταριάτο), υπάρχει μέσα στο κεφάλαιο μόνο σαν μια μάζα εργασίας προς εκμετάλλευση. Η ενότητα δεν μπορεί να βρεθεί πουθενά: το προλεταριάτο έχει γίνει “οι λαϊκές τάξειςΕίναι αυτές οι “λαϊκές τάξεις” που ο αριστερός λαϊκισμός θέλει να διεκδικήσει εκλογικά μαζί με το Εθνικό Μέτωπο.

Η λαϊκιστική ομάδα Λεπέν-Μελανσόν, που αντιπροσωπεύει de facto την αντιπολίτευση στο φιλελεύθερο διαχειριστικό/τεχνοκρατικό κόμμα του Μακρόν, είναι η ιδεολογική ύπαρξη αυτού του “λαού” της μεσαίας τάξης που σείει τα κουράλια των “λαϊκών τάξεων”, οι οποίες απέχουν από ένα παιχνίδι στο οποίο δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα.

Δεν υπάρχει άλλη πολιτική σήμερα, γιατί οποιαδήποτε πολιτική υποδηλώνει μια αναγνώριση, έστω και κριτική, των κατηγοριών του κεφαλαίου ως των το ανυπέρβλητων του κοινωνικού: το κεφάλαιο είναι η ίδια η κοινωνία. Κάθε Κράτος, στον βαθμό που αντιπροσωπεύει την κοινωνία, είναι το κράτος μιας αστικής τάξης, και ακόμα και ένα εργατικό Κράτος – αν υποθέσουμε ότι υπήρξε κάτι τέτοιο κάποτε – δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι οτιδήποτε άλλο από ένα Κράτος-επιτηρητής.

Οι προεδρικές εκλογές στη Γαλλία το 2017 ήταν αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε μια μικρή συγκυρία: μια κοινωνική δομή σε κρίση καταρρέει υπό το βάρος των αντιφάσεών της και, την ίδια στιγμή και για τους ίδιους λόγους, καταφέρνει να ανακάμψει. Όχι σε καινούριες βάσεις, αλλά περισσότερο στην ίδια γραμμή με αυτό πο υπήρχε πριν. Είναι μια προσαρμογή στην κατάσταση όπως αυτή μπορε να συλληφθεί/κατανοηθεί από αυτή τη δομή: η κρίση διαμορφωμένη και επιλυόμενη με τους δικούς της όρους. Με λίγα λόγια είναι ένα στρίψιμο της βίδας και μια επιστροφή στην τάξη, όπου μια “μεγάλη” συγκυρία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από την αδυναμία αποκατάστασης αυτής της τάξης.

Σαν μια γάτα που προσγειώνεται στα πόδια της, η γαλλική πολιτική τάξη, μέσω της διάσπασης των δύο κομμάτων που μοιράζονταν την εξουσία για τριάντα χρόνια και αποτελούν το αντικείμενο αυξανόμενα πιεστικής κριτικής, έχει πετύχει, αντιμέτωπη με τον λαϊκισμό της δεξιάς και της αριστεράς, να συνεχίσει να “λειτουργεί”. Το να μιλήσει κανείς για επανασύνθεση δεν αλλάζει τίποτα: αυτό που συνέβη, κάτω από το εξωτερικό κάλυμα μιας “μεγάλης ανακατάταξης/αναταραχής”, ισοδυναμεί με την αποδοχή των γεγονότων και την επίταση αυτού που ήταν το υπόβαθρο της κρίσης νομιμοποίησης της πολιτικής στη Γαλλία: το σύστημα εναλλαγής καταλήγει σε ένα μονοκομματικό σύστημα που εφαρμόζει μια μοναδική πολιτική.

Το Κράτος έχει δύο πτυχές: από την μια πλευρά, ένα σύνολο θεσμών και έναν λειτουργικό ρόλο στο κεφάλαιο, από την άλλη. Οι θεσμοί υπάρχουν για τον εαυτό τους, παίζουν το δικό τους παιχνίδι και δεν επιδιώκουν απαραίτητα να εκπληρώσουν αυτόν τον λειτουργικό ρόλο, για τον οποίον δεν έχουν πάντα άμεση επίγνωση. Χρειάζονται διαμεσολαβήσεις για να προσαρμόσουν τις δράσεις τους. Μια από τις σχέσεις τους με την πραγματικότητα – την δική τους πραγματικότητα – είναι η πολιτική των εκλογών και αυτό που αποκαλείται “επικύρωση της εκλογικής κάλπης”: η διαμεσολάβηση ανάμεσα στο εκλογικό σώμα (που μετονομάζεται σε “λαό” ή “έθνος”) και τις άρχουσες τάξεις. Αλλά αυτή η σχέση με το πραγματικό είναι επίσης αποτέλεσμα της κρατικής δομής: οι μέθοδοι ψηφοφορίας καθώς και οι πρακτικές τροπικότητες των εκλογών τίθενται από το Κράτος και αντιστοιχούν σε στρατηγικές που προσιδιάζουν σε πολιτικές στιγμές και τα συμφέροντα κάποιων παραγόντων. Η λειτουργία της Πέμπτης Δημοκρατίας απάντησε στα συμφέροντα του Ντε Γκωλ το 1958, το σύστημα της αναλογικής σε αυτά του Μιττεράν κοκ. “Η στιγμή της Δημοκρατίας” δεν είναι με κανέναν τρόπο εκτός της λειτουργίας των θεσμών· είναι μόνο εντελώς σχετική με τη στιγμή που ο θεσμός διακινδυνεύει από τον εαυτό του όπως αυτός αντιπροσωπεύεται από τους ιδεολόγους της δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, στη Γαλλία, και εντός των θεσμικών ορίων, οι εκλογές είναι ελεύθερες (κάτω από τις συνθήκες που ξέρουμε: υπογραφές των δημάρχων κ.λπ.) και δεν “μαγειρεύονται”: τα πράγματα δεν είναι “στημένα” από πριν.

Ολόκληρη η προεκλογική εκστρατεία όχι μόνο έδειξε αλλά και απεικόνισε την κρίση νομιμοποίησης των πολιτικών ελίτ. Τα σκάνδαλα του Fillon, η εκλογή του Hamon στην προεδρία του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS) και η άνοδος του Μελανσόν, η σταθερή αγκύρωση του Εθνικού Μετώπου (FN), όλα τοποθετημένα στο πλαίσιο του τέλους της εντολής για τον Ολλάντ που κατάφερε να τρομοκρατήσει τους πάντες: αυτή η εκστρατεία θα ήταν μια εκστρατεία λαϊκής δυσαρέσκειας και αμφισβήτησης του γαλλικού πολιτικού συστήματος.

Στη διάρκεια των λίγων μηνών αυτής της εκστρατείας, όλοι οι σχολιαστές συμφωνούσαν ότι ένας άνεμος επανάστασης έπνεε στη γαλλική πολιτική. Η διαφθορά των ελίτ, η αποκοπή τους από τις προσδοκίες του κόσμου, η εμμονή τους με τους προνομιούχους και τα εγγυημένα εισοδήματα σε μια κοινωνία στην οποία το κοινωνικό στάτους βιώνεται όλο και περισσότερο σαν κάτι που πρέπει να “ξαναπαίζεται” διαρκώς, όλα αυτά είχαν αναμφισβήτητα κουράσει “τους Γάλλους”. Και όμως, οι δημοσκοποήσεις απηχούσαν, αδιάλλακτα, ότι ο Emmanuel Macron προηγείτο της Μαρίν Λεπέν και αυτό είναι που συνέβη, λες και κάτω από τις αναταράξεις και τον κοχλασμό της επιφάνειας, στο βάθος του εκλογικού σώματος το παιχνίδι είχε ήδη παιχτεί (ο κύβος είχε ήδη ριφθεί).

Ο Emmanuel Macron ήταν όντως ο υποψήφιος του περίφημου “συστήματος”, του οποίου η ανικανότητα να προσδιορίσει τι είναι, από μόνη της επιδεικνύει την καθολικότητά του. Η υποψηφιότητά του επανενδυναμώθηκε από την πολιτική στροφή που πήραν οι άλλοι υποψήφιοι, και την επιβεβαίωση της θέσης του καθενός στην σύγχυση/αναταραχή της εκστρατείας.

Το σύστημα” είναι αυτό της φιλελεύθερης και εντελώς οικονομικής διαχείρισης της κοινωνίας από το Κράτος. Η νίκη του Μακρόν είναι η συνομάδωση όλων αυτών που προκρίνουν αυτή τη διαχείριση, πέρα από τις μικρο-πολιτικές κουλτούρες που κάνει κάποιους, είτε ανάμεσα στον κόσμο είτε ανάμεσα στις ελίτ, να ονομάζονται “δεξιοί” και άλλοι “αριστεροί”. Η καθολική δεξιά, προσωποποιημένη στον Φιγιόν, όπως και η σοσιαλδημοκρατική ή σοσιαλιστική-λαϊκή αριστερά που ενσάρκωναν ο Hamon και ο Μελανσόν, και η λαϊκιστική δεξιά της Λεπέν, ισχυρίζονται ότι βασίζονται σε αυστηρά πολιτικές αρχές και αξίες, που υποτίθεται ότι καθορίζουν τη διακυβέρνηση και την συμπεριφορά των επιχειρήσεων. Αντίθετα, ο Μακρόν δεν έχει άλλες αξίες από αυτές του υπάρχοντος· η συμπεριφορά του δεν καθοδηγείται από οποιαδήποτε υπερβατικότητα, είτε είναι ο Θεός, είτε ο Λαός, είτε το Έθνος είτε η Χειραφέτηση των ανθρώπων, η συμπεριφορά του είναι εντελώς εμμενής. Τα πράγματα είναι αυτά που είναι και δεν υπάρχουν θαύματα.

Από το “σημείο καμπής της αυστηρότητας” το 1983, όλες οι διαδοχικές κυβερνήσεις στη Γαλλία έχουν επιδιώξει ταυτόσημες, ουσιαστικά, πολιτικές στην οικονομική σφαίρα. Οι τελευταίες αποκλίσεις μεταξύ δεξιάς και αριστεράς περιορίζονται σε ζητήματα μεθόδου, αλλά οι ιδέες/η σύλληψη είναι οι ίδιες. Οτιδήποτε άλλο δεν είναι παρά ήθη, πολιτική κουλτούρα, συνήθειες και παραδόσεις που η καπιταλιστική κοινωνία έτσι κι αλλιώς διαλύει. Υπάρχουν πολύ λίγα πέρα από το ζήτημα του γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων που να επιτρέπουν στη δεξιά και την αριστερά να διακριθούν η μια από την άλλη.

Μετά την κρίση του 2008, αυτή η διαχείριση απέκτησε έναν χαρακτήτα κατεπείγοντος, που φανερώθηκε/εκδηλώθηκε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες με πολιτικές λιτότητας που βύθισαν ολόκληρους πληθυσμούς στη φτώχεια. Αυτά τα μέτρα συνίσταντο ουσιαστικά στην ελαχιστοποίηση των δημοσίων δαπανών, το κόψιμο του έμμεσου μισθού και των επιδομάτων που σήμερα αποτελούν ένα αυξανόμενο συμπλήρωμα του μισθού για ένα αυξανόμενο κομμάτι του εργατικού δυναμικού, και στο να κάνουν την εργασία πιο ευέλικτη εξαλείφοντας οποιαδήποτε “δυσκολία” στις προσλήψεις και τις απολύσεις, κάτι που μακροπρόθεσμα σημαίνει την εξαφάνιση οποιωνδήποτε συμβάσεων εργασίας. Στη Γαλλία ο Εργασιακός Νόμος, στη Γερμανία οι νόμοι Hartz1 (που εφαρμόστηκαν πριν από την κρίση του 2008, κάτι που περιόρισε τις συνέπεις της κρίσης στις επενδύσεις), στην Ιταλία ο “Νόμος για τις Δουλειές”, οι δομικές μεταρρυθμίσες της κυβέρνησης Ραχόι στην Ισπανία: όλοι αυτοί οι νόμοι έχουν το ίδιο περιεχόμενο.

Το γαλλικό εκλογικό σώμα είναι αντιμέτωπο λοιπόν με μια πολιτική που είναι η ίδια και στη Γαλλία και στην Ευρώπη. Η εντύπωση ότι “όλοι είναι ίδιοι” είναι βαθιά ριζωμένη σε αντιλήψεις και νοοτροπίες και επιβεβαιώνεται εύκολα από τα γεγονότα. Η de facto ακύρωση των εκλογών του 2005 για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και το γεγονός ότι είναι οι βουλευτές “που εκλέγονται από τον λαό” που επικυρώνουν αυτό που ο ίδιος αυτός “λαός” απορρίπτει, μόνο επανενίσχυσε αυτό το αίσθημα, που επιδεινώθηκε από την κρίση και την ιδέα ότι η Γαλλία είναι παγιδευμένη στις ευρωπαϊκές πολιτικές. Ο “λαός” έχει την αυξανόμενα επώδυνη αίσθηση ότι η φωνή του κατάσχεται από ένα πολιτικό προσωπικό που ενεργεί με αποφάσεις που λαμβάνονται αλλού, έξω από τις κάλπες.

Παρ’ όλα αυτά, ο Emmanuel Macron κέρδισε τις προεδρικές εκλογές. Παρά το γεγονός ότι υποστηρίχτηκε ευρέως, θετικά ή εξορισμού (μπορεί κανείς να αναρωτηθεί τι θα συνέβαινε, για παράδειγμα, με μια υποψηφιότητα Ζυππέ αντί της καταστροφικής υποψηφιότητας Φιγιόν) από έναν μεγάλο κομμάτι της πολιτικής τάξης, από έναν μεγάλο αριθμό των ΜΜΕ και των μεγάλων επιχειρήσεων, ήταν πραγματικά στο γαλλικό εκλογικό σώμα που κυριάρχησε η υποστήριξή του.

Η γαλλική μεσαία τάξη, έχει υπάρξει μέχρι σήμερα, αγκυρωμένη στον θεμέλιο μύθο της ένδοξης δεκαετίας του 1930. Από το εθνικό πρόγραμμα της Αντίστασης μέχρι τον Μάη του 1968, μέσω της φιγούρας του Στρατηγού Ντε Γκωλ, ολόκληρο το γαλλικό πολιτικό φαντασιακό έχει αυτή την περίοδο ως σημείο αναφοράς. Στο τέλος του πολέμου, η ανάγκη ανοικοδόμησης της χώρας για την επανεκκίνηση της οικονομίας απαιτούσε μαζικές επενδύσεις σε υποδομές, στέγαση, εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού κοκ. Η οικονομική ανάκαμψη επέτρεψε σε μάζες ανθρώπων να έχουν μια καλλίτερη καθημερινή ζωή (νερό και φυσικό αέριο σε κάθε όροφο) και τους έδωσε πρόσβαση στη μαζική κατανάλωση. Ο ανελκυστήρας της κοινωνικής ανέλιξης λειτουργούσε, κάτι που πρέπει να κατανοηθεί λιγότερο ως μια “άνοδος” των λαϊκών τάξεων και περισσότερο σαν μια, αρχικά ενορχηστρωμένη και σχεδιασμένη και στην συνέχεια αυτόματη, καθοδική αναδιανομή. Υπήρχε μια σύμπτωση της παραγωγής αξίας και της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, η παραγωγικότητα και τα στάνταρ της ζωής προχωρούσαν χέρι-χέρι, κι έτσι όλα λειτουργούσαν για το καλλίτερο στον καλλίτερο δυνατό καπιταλιστικό κόσμο. Αυτή η περίοδος είναι προφανώς παρελθόν, και μάλιστα προ πολλού, αλλά το πέρασμα του χρόνου απλά προσθέτει λάμψη στους μύθους.

Σήμερα, η αυτόματη αναδιανομή παραμένει μπλοκαρισμένη στην κορυφή της κοινωνικής κλίμακας, όπου “εξακολουθεί να δουλεύει”. Στο επίπεδο των μισθών, η υπεραξία δεν “εξομαλύνεται” πλέον μέσω της αλυσίδας παραγωγής αλλά εστιάζεται κυρίως στο μάνατζμεντ. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει αυτόματη κοινωνική ανέλιξη, είναι η κληρονομιά που αποφασίζει το κοινωνικό στάτους2, και ο ανταγωνισμός κάνει τα υπόλοιπα. Το κοινωνικό στάτους δίνεται από το περιβάλλον προέλευσης αλλά είναι απαραίτητο να δουλεύει κανείς για να το διατηρήσει, και να δουλεύει ακόμα περισσότερο για να το βελτιώσει. Από κει και πέρα, το κοινωνικό στάτους αποκτά τη μορφή ενός προνομίου (κληρονομιά) που πρέπει να το υπερασπιστείς (εργασία). Η κοινωνική ανέλιξη, όταν υπάρχει, είναι ένας ατομικός ανταγωνισμός για να πλησιάσει κανείς πιο κοντά στον πλούτο, ο οποίος είναι συζευγμένος με συλλογικές και κοινωνικές στρατηγικές για τη διατήρηση των διακρίσεων και των προνομίων.

Ο Μακρόν, και στο πρόσωπό του και στο “σχέδιό” του, απαντά τέλεια ακριβώς αυτό το ερώτημα: είναι η επιτομή του νεαρού απόφοιτου της ανώτερης μεσαίας τάξης που, μέσα από τη σκληρή δουλειά του και παρά τον ανταγωνισμό, καταφέρνει να ανέβει ψηλότερα από την αρχική του θέση. Γι’ αυτόν η ανεργία δεν είναι τόσο ένα ατύχημα του παρελθόντος αλλά μια ευκαιρία για επανεκπαίδευση και απόκτηση καινούριων εμπειριών3: είναι ένα στοιχείο της καριέρας, μέρος μιας ευρύτερης κοινωνικής στρατηγικής. Και είναι με βάση την καλή πίστη που θα μπορούμε να ενθαρρύνουμε τους εργάτες της Whirlpool να δείξουν πνεύμα πρωτοβουλίας και να αδράξουν την ευκαιρία που θα αντιπροσωπεύει η επόμενη απόλυσή τους: για τον Μακρόν, έτσι δουλεύει το πράγμα.

Αυτή η κατάσταση δεν είναι χωρίς τις δυσκολίες της. Για τους νέους, που είναι μια αποφασιστική κατηγορία ανθρώπων σε σχέση με το τι θα είναι το αύριο, η επιμήκυνση των σπουδών, η υποτίμηση των περισσότερων κοινών πτυχίων, το γεγονός ότι μετά από χρονοβόρες σπουδές δεν ανταμοίβονται με μια δουλειά ανάλογη αυτής της επένδυσης, προκαλούν μεγάλη πικρία στα χαμηλότερα στρώματα της μεσαίας τάξης. Στην τάξη αυτή, τα ανώτερα στρώματα έχουν πετύχει να ανέβουν ψηλότερα και να επαναβεβαιώσουν/ανανεώσουν τα προνόμιά τους: οι προσλήψεις μέσα από τις μεγάλες πανεπιστημιακές σχολές, τα δίκτυα σχέσεων κ.λπ., εξασφαλίζουν ότι δεν θα βρεθούν στην κοινή ζούγκλα για το ψάξιμο για μια “δουλειά”. Παρ’ όλα αυτά, το 80% των νέων αποφοίτων βρίσκει δουλειά στο τέλος των σπουδών τους.

Αλλά οι πραγματικές δυσκολίες που προκύπτουν από το γεγονός ότι τα προνόμια πρέπει να τα υπερασπιστούν με νύχια και με δόντια μας κάνει να ξεχνάμε ότι κάποιοι αποκλείονται από τον ανταγωνισμό. Για τους νέους της εργατικής τάξης, ο δρόμος της καριέρας δεν είναι αντικείμενο κοινωνικής στρατηγικής αλλά συνήθως κάτι που πρέπει να το υποφέρουν: προσανατολισμός σε υποτιμημένους τομείς ή έλλειψη προσόντως και πρόωρη έξοδος από το εκπαιδευτικό σύστημα, ενδημική επισφάλεια και ανεργία (το είδος ανεργίας που δεν στοιχείο καριέρας αλλά που σε βγάζει στον δρόμο), με το πέρασμα κάνει όλο και περισσότερο ρεύμα μέσα από το παράθυρο και η πολιτισμική φυλακή είναι η τύχη για τους περισσότερους νεαρούς προλετάριους, που έχουν ελάχιστα προνόμια για να υπερασπιστούν. Αυτός ο κοινωνικός ανταγωνισμός που αποκλείει, συνοδεύεται πολύ εύλογα και από έναν εκλογικό “εκτοπισμό”: η εργατική τάξη δεν πάει να ψηφίσει. Αυτοί που ξέρουν ότι δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από τις εκλογές είναι λογικό να μην ζητούν τίποτα.

Η γαλλική μεσαία τάξη υποφέρει από μια προκατάληψη στην αναπαράσταση που έχει η ίδια για τον εαυτό της: βλέπει τον εαυτό της φτωχότερο απ’ όσο είναι. Η ομιλία του Μελανσόν αγγίζει την καρδιά της: οι αστοί είναι οι “άλλοι”, και η ίδια (η μεσαία τάξη) πραγματικά αηδιάζει από τον πλούτο όλων αυτών των μεγάλων αφεντικών του CAC404 και των χρυσών αλεξίπτωτων που έχουν, όταν αυτή παλεύει για να κλείσει τον προϋπολογισμό της, την μια πληρώνοντας τις δόσεις του σπιτιού, την άλλη του αυτοκινήτου, και αφήνει κάθε χρόνο όλο και λιγότερα για τις διακοπές της. Αλλά από τη στιγμή που περνά ο θυμός, τότε διστάζει για πολύ ριζοσπαστικά μέτρα που θα μπορούσαν να τρομάξουν τους εργοδότες. Είναι αλήθεια ότι τα αφεντικά υπερβάλλουν, αλλά τι θα κάναμε αν δεν υπήρχαν; Ίσως είναι καλλίτερο να ψάξουμε για έναν συμβιβασμό.

Αυτή η προκατάληψη δεν είναι μια απλή νοητική “παρέκκλιση” ή το αποτέλεσμα μιας τάσης για υπερβολική γκρίνια: είναι μέρος μιας κοινωνικής στρατηγικής που έχει σαν αποτέλεσμα να κάνει τις προκαταλήψεις της μεσαίας τάξης το αποκλειστικό επίκεντρο της πολιτικής ζωής και να καθιστά αόρατα τα κομμάτια της τάξης που είναι στην πιο μειονεκτική θέση. Ο λόγος του “99%”, αυτός του “λαού” μπροστά στις ελίτ ή την ολιγαρχία, και που σήμερα είναι ο μοναδικός λόγος που αντιτίθεται στον φιλελεύθερο λόγο, είναι μια ιδεολογική κατασκευή που έχει – καθόλου τυχαία – σαν συνέπεια να καθιστά αόρατη την αυξανόμενη φτώχεια του προλεταριάτου. Αναπαριστώντας το κεφάλαιο ως μια αδιαφοροποίητη μάζα χρημάτων, κάποιος συγχέει το εισόδημα από κεφάλαιο με το εισόδημα από τον μισθό στο ίδιο και το αυτό σύνολο που θα έπρεπε να αναδιανέμεται ισότιμα αλλά για κάποιο μυστηριώδη λόγο αυτόν δεν συμβαίνει. Εν ολίγοις, αυτό που εξαφανίζεται είναι η εκμετάλλευση και μαζί με αυτήν και αυτοί που την υφίστανται. Αυτός ο λόγος “κοινωνικής δικαιοσύνης” είναι στην πραγματικότητα ένα όπλο στην ταξική πάλη της μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων, των οποίων το στάτους απειλείται, στάτους που εξαρτάται αποκλειστικά από την απόσπαση υπεραξίας στις πλάτες του προλεταριάτου.

Αν το προλεταριάτο δεν έχει να πει τίποτα γι’ αυτό το ζήτημα, είναι επειδή, με το τέλος του προηγούμενου εργατικού κινήματος, έχει χάσει τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Για το προλεταριάτο του προηγούμενου κύκλου αγώνων, υπήρχε μια συνέχεια ανάμεσα στην πολιτική του εκπροσώπηση και τους αγώνες του, ανάμεσα στο κόμμα και το συνδικάτο: αυτό το ιστορικό κίνημα ήταν αυτό της ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος πριν γίνει αυτό της διάλυσής του. Σήμερα, αυτή η κοινωνική κατηγορία (η εργατική τάξη) που ενοποιήθηκε η ίδια σε έναν επαναστατικό ιστορικό ρόλο (το προλεταριάτο)5, υπάρχει μέσα στο κεφάλαιο μόνο σαν μια μάζα εργασίας προς εκμετάλλευση. Η ενότητα δεν μπορεί να βρεθεί πουθενά: το προλεταριάτο έχει γίνει “οι λαϊκές τάξεις”6.

Είναι αυτές οι “λαϊκές τάξεις” που ο αριστερός λαϊκισμός θέλει να διεκδικήσει εκλογικά μαζί με το Εθνικό Μέτωπο7. Κάποιος μπορεί πάντα να κάνει την καθαρά κοινωνιολογική παρατήρηση της εξατομίκευσης της τάξης και της εξαφάνισης της εργατικής ταυτότητας, παρατήρηση που αντικειμενικοποιεί τις ταξικές σχέσεις που οδήγησαν σ’ αυτή την κατάσταση, “πνίγοντάς” τες σε ένα περιγραφικό ρεύμα που πηγαίνει από τους μετασχηματισμούς στο αστικό περιβάλλον στις εργασιακές διαδικασίες, προσθέτοντας σε αυτό φύρδην-μίγδην τον ρόλο των νέων μέσων ή των οικογενειακών σχέσεων. Όταν όλα αυτά τα “κοινωνικά” φαινόμενα έχουν παρατηρηθεί δεόντως, βγαίνει το συμπέρασμα ότο το ΕΜ θα έπρεπε να είναι ο κύριος ευνοημένος από αυτή την εξατομίκευση, καθώς θα πρότεινε μια εθνική ταυτότητα σε αντικατάσταση της “αληθινής” εργατικής ταυτότητας. Θα έπρεπε λοιπόν να ανασυστήσουμε την ταυτότητα αυτή, κανείς δεν ξέρει πώς: μερικοί προτείνουν να οργανουμε “λαϊκά απεριτίφ”. Αλλά δεν μπορούμε να εφεύρουμε μια ταξική ταυτότητα για τις απλές ανάγκες του εκλογικού σκοπού, και όταν ο Μελανσόν καταφέρνει να ακουστεί από το εκλογικό σώμα, δεν είναι στο όνομα μιας ταξικής ταυτότητας ριζωμένης στους αγώνες αλλά μιλώντας επίσης και στο όνομα της Πατρίδας και του Έθνους, μιλώντας όχι στους προλετάριους ούτε καν στην εργατική τάξη αλλά στους Γάλλους8.

Υπάρχει, όμως, καιρός για στεναγμούς και καιρός για να γυρίσουμε στη δουλειά. Οι προεδρικές εκλογές του 2017 επέτρεψαν στους δυσαρεστημένους να μιλήσουν. Το σκάνδαλο Φιγιόν έκαναν εφικτό να σπάσει το απόστημα και να εκδηλωθεί το “μπούχτισμα”. Την ίδια στιγμή επέτρεψαν την ταυτόχρονη ανάδυση του Μακρόν και μιας λαϊκιστικής ομάδας, επικαιροποιώντας έτσι το γαλλικό πολιτικό τοπίο. Αυτή η επανασύνθεση είναι επαρκής για το τωρινό επίπεδο της κρίσης στη Γαλλία: οι ανησυχίες εκφράζονται, αλλά όχι στο σημείο λήψης δρακόντειων μέτρων, η αποτελεσματικότητα των οποίων θα ήταν εξαιρετικά αμφίβολη. Είναι ασφαλές να στοιχηματίσουμε ότι αν η Λεπέν ή ο Μελανσόν έρχονταν στην εξουσία, θα ήταν μια κατάσταση στην οποία τα πράγματα δεν θα ήταν πλέον κυβερνήσιμα, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα9.

Η λαϊκιστική ομάδα Λεπέν-Μελανσόν, που αντιπροσωπεύει de facto την αντιπολίτευση στο φιλελεύθερο διαχειριστικό/τεχνοκρατικό κόμμα του Μακρόν, είναι η ιδεολογική ύπαρξη αυτού του “λαού” της μεσαίας τάξης που σείει τα κουράλια των “λαϊκών τάξεων”, που απέχουν από ένα παιχνίδι στο οποίο δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα. Προς το παρόν, όμως, η μόνη πραγματική πολιτική είναι αυτή του Μακρόν, και, κάπου, όλοι το ξέρουν αυτό. Όλοι ξέρουν, σήμερα, ότι τα προστατευτικά μέτρα και η μόνιμη παρέμβαση του κράτους που απαιτούνται από τους λαϊκιστές θα οδηγούσαν μόνο στον αποκλεισμό της Γαλλίας από την παγκόσμια αγορά. Όλοι οι εργαζόμενοι ξέρουν ότι η δουλειά τους και τα λογιστικά βιβλία των αφεντικών συνδέονται και ότι εξαρτώνται από την ενσωμάτωση της Γαλλίας στην παγκόσμια αγορά, με άλλα λόγια, στον καπιταλισμό όπως υπάρχει σήμερα. Στο τέλος, είναι πάντα ο Μακρόν που έχει δίκιο.

Η “μεγάλη αναταραχή” των προεδρικών εκλογών θα έχει οδηγήσει σε μια επιστροφή στην τάξη, επιτρέποντας την έκφραση των διαφόρων πολιτικών επιλογών που διαποτίζουν την τάξη που αντιπροσωπεύει το σύνολο της κοινωνίας ως μιας καπιταλιστικής κοινωνίας: τη μεσαία τάξη. Η αναδιανομή μέσω των μισθών δεν αντιστοιχεί παρά στην απόσπαση της υπεραξίας, όλες οι αναγκαιότητες της εκμετάλλευσης αναγνωρίζονται, στον βαθμό που υπόκεινται της ίδιας της ύπαρξης αυτής της τάξης. Η “κοινωνική δικαιοσύνη” είναι η δική της δικαιοσύνη, η κοινωνία είναι η δική της κοινωνία: η καπιταλιστική κοινωνία. Η πολιτική των εκλογών είναι ο χώρος και ο χρόνος της. Αλλά είναι δύσκολο να συμφιλιώσεις τα συμφέροντα αυτών που οι αγώνες τους συνίστανται στον περιορισμό της αποσπώμενης υπεραξίας και αυτών που η κοινωνική τους ύπαρξη απορρέει από την υπεραξία που έχει ήδη παραχθεί.

Δεν υπάρχει άλλη πολιτική σήμερα, γιατί οποιαδήποτε πολιτική υποδηλώνει μια αναγνώριση, έστω και κριτική, των κατηγοριών του κεφαλαίου ως των το ανυπέρβλητων του κοινωνικού: το κεφάλαιο είναι η ίδια η κοινωνία. Κάθε Κράτος, στον βαθμό που αντιπροσωπεύει την κοινωνία, είναι το κράτος μιας αστικής τάξης, και ακόμα και ένα εργατικό Κράτος – ακόμα και υποθέτοντας ότι κάτι τέτοιο υπήρξε κάποτε – δεν θα μπορούσε ποτέ τίποτα άλλο από ένα Κράτος-επιτηρητής. Το άλλο απόλυτο όλων των πολιτικών σήμερα είναι το προλεταριάτο, απολύτως απαραίτητο για την παραγωγή υπεραξίας και γι’ αυτό τον λόγο απολύτως απαρνημένο στην ύπαρξή του. Αυτή η άρνηση που πηγάζει από την παραγωγική διαδικασία, συνεχίζεται στην κοινωνική του ύπαρξη ως τάξη. Το άλλο απόλυτο είναι αυτό που δεν έχει τίποτα να πει και (έχει;) μια επανάσταση που πρέπει να γίνει (κάνει;)10, που είναι εντελώς υποταγμένο και συγχέεται με όλες τις άλλες υποταγμένες φιγούρες: τον Μαύρος, τον Άραβα, τη γυναίκα, τον άνεργο, τον εργάτη, τον φτωχό. Δεν υπάρχει καμμιά θετικότητα να βγει από κει, εκτός για τους εγγαστρίμυθους που μιλάνε εξ ονόματος άλλων. Οι αγώνες αυτών των κατηγοριών δεν προορίζονται να συγκλίνουν σε ένα μεγάλο χειραφετητικό κίνημα, με τους ηγέτες του, τους εκπροσώπους και τους ιδεολόγους του: οι αγώνες αυτοί είναι απλά η καθημερινή πορεία ενός κινήματος που είναι το κίνημα της αντίφασης που θα οδηγήσει – ή όχι – στην κομμουνιστική επανάσταση.

AC

1 Στμ. Νόμοι (ή μεταρρυθμίσεις ή σχέδιο) Hartz είναι ένα σύνολο προτάσεων μεταρρύθμισης – δηλαδή καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης – της γερμανικής αγοράς εργασίας που υποβλήθηκαν από μια επιτροπή υπό τον διευθυντή προσωπικού της Volkswagen, Peter Hartz (εξού και η ονομασία). Οι προτάσεις αυτές έγιναν μέρος της σειράς μεταρρυθμίσεων Ατζέντας 2010 της γερμανικής κυβέρνησης, γνωστές ως Hartz I – Hartz IV, και τέθηκαν σταδιακά σε εφαρμογή μεταξύ 2003 και 2005 προ κρίσης και από την κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων. Οι νόμοι αυτοί είναι μέρος της μακράς διαδικασίας αποικισμού της φτωχής Ανατολικής Γερμανίας, και μετασχημάτισαν βαθιά την αγορά εργασίας και την πολιτική του ταμείου ανεργίας. Μεταξύ άλλων, θεσπίστηκαν τα mini jobs (με κατάργηση των εργοδοτικών εισφορών) και τα midi jobs, τη δραστική μείωση της καταβολής επιδόματος ανεργίας σε ένα έτος και την υποκατάστασή του, στη συνέχεια, από κοινωνικό βοήθημα 374 ευρώ, και πολλά άλλα.

2 Στμ. Κομβικό σημείο. Αυτό το μπλοκάρισμα της κοινωνικής ανέλιξης τροφοδοτεί τις αντιλήψεις “φυσικοποίησης” του κοινωνικού στάτους, και συνεπώς τις ρατσιστικές και ακροδεξιές αντιλήψεις της “κληρονομικότητας” της φτώχειας που, με τη σειρά τους, συναντώντας τις φυλετικές αντιλήψεις της λευκής ανωτερότητας δημιουργούν στα μεν κομμάτια των λευκών ελίτ την πεποίθηση για τη διαιώνιση των ανισοτήτων (ακόμα και εις βάρος των λευκών φτωχών) στα δε κομμάτια της λευκής εργατικής τάξης το συναίσθημα και την πεποίθηση του “κλεμμένου παρόντος και μέλλοντος” για το οποίο φυσικά ευθύνονται αυτοί που “κανονικά είναι κατώτεροι” (και συνεπώς είναι “φυσικό” που είναι εξαθλιωμένοι, αλλά “πλεονάζοντας” μέσα στους λευκούς κοινωνικούς σχηματισμούς “συμπαρασύρουν” και τη λευκή πλειοψηφία στην εξαθλίωση) .

3 Στμ. Ακριβώς αυτό που λέμε σαν InMediasRes για το βλακώδες και αναντίστοιχο της πραγματικότητας αίτημα των αριστερών για “μόνιμη σταθερή δουλειά για όλους” και γιατί δεν έχει απήχηση στην ίδια την τάξη.

4 Στμ. CAC 40 (Cotation Assistée en Continu) γαλλικός χρηματιστηριακός δείκτης του, που αντιπροσωπεύει την κεφαλαιοποίηση των 40 σπουδαιότερων μετοχών ανάμεσα στις 100 μεγαλύτερες εταιρείες Euronext Paris (πρώην Χρηματιστήριο του Παρισιού).

5 Στμ. Εξαιρετικό σημείο για την ανάδειξη της διαφοράς ανάμεσα σε εργατική τάξη και προλεταριάτο, που έχει θιχτεί και στην κουβέντα μας (ως InMediasRes): η εργατική τάξη ως κοινωνική (κοινωνιολογική;) κατηγορία, ως τάξη που πρέπει να αναπαραχθεί εντός του κεφαλαίου, και το προλεταριάτο ως τάξη επαναστατική που αυτοκαταργείται καταργώντας το κεφάλαιο.

6 Στμ. Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να είμαστε αντι-λαϊκιστές και να ασκούμε κριτική στην κατηγορία του “λαού”, ιδιαίτερα αφού για την αριστερά ο “λαός”, εμφανιζόμενος ως “λαϊκές τάξεις”, θέλει να λειτουργεί ως οιονεί εργατική τάξη, ως μιας ιδεολογικοποιημένης πλέον κατηγορίας και της φενακισμένης “ενότητάς” της που συγκαλύπτει την ίδια την ταξική πάλη.

7 Στμ. Ακόμα ένα καταπλητικά καίριο σημείο. Δες τη θέση για τον εθνο-λαϊκισμό στο “Αμερικάνικος (και όχι μόνο) εφιάλτης: ακροδεξιός και αριστερός λαϊκισμός  και αντιστάσεις στην εποχή  της σύγχρονης αντεπανάστασης”, στην εφημερίδα “Ελέφαντας 3” και στο https://inmediasres.espivblogs.net/2017/06/06/stateandmovements.

8 Στμ. Όπως έχουμε γράψει και στο “Αμερικάνικος (και όχι μόνο) εφιάλτης…” είναι η γλώσσα μιας κατά φαντασίαν ενότητας της εργατικής τάξης που αντιπροσωπεύει ο “λαός” και οι “λαϊκές τάξεις”. Στην πραγματικότητα η αριστερά έχει επίγνωση του φενακισμένου χαρακτήρα των κατηγοριών της “εργατικής ταυτότητας” και της ενότητας της εργατικής τάξης που επικαλείται. Γι’ αυτό και τελικά ο λόγος της περί “εργατικής τάξης” και “εργαζομένων” διολισθαίνει πολύ γρήγορα στον λόγο για τον “λαό” (γαλλικό, ελληνικό κ.λπ.). Όμως ο λαός δεν είναι μπορεί παρά να είναι ο λαός-έθνος. Η μόνη “εφικτή” ενότητα που απομένει για τις “λαϊκές τάξεις” είναι η εθνική ενότητα, η μόνη ορατή αντικατάσταση της εργατικής ταυτότητας είναι η εθνική ταυτότητα, και ο λόγος της αριστεράς γίνεται πάραυτα λόγος για τους “Γάλλους”, τους “´Ελληνες” κ.λπ.

9 Στμ. Καταπληκτικό σχόλιο των συντρόφων! Πραγματικά μήπως πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά την άποψη ότι η κατάσταση για το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι αυτή της μη-κυβερνησιμότητας, που σημαίνει ακριβώς ότι ενέχει και τους κινδύνους πολεμικών περιπετειών για τους οποίους μιλάμε;

10 Στμ. Στο πρωτότυπο: L’autre absolu, c’est celui qui n’a rien à dire et une révolution à faire.

Αμερικάνικος (και όχι μόνο) εφιάλτης

ακροδεξιός και αριστερός λαϊκισμός  και αντιστάσεις στην εποχή  της σύγχρονης αντεπανάστασης

 

Όταν ο εκφασισμός απλώνεται στην καρδιά του καπιταλιστικού κόσμου, και μάλιστα στην πλανητική υπερδύναμη που λέγεται ΗΠΑ, τότε έχουμε κάθε λόγο να προβληματιζόμαστε σοβαρά. Η εκλογή Τραμπ, οι εκλογές στη Γαλλία (αλλά και οι αναλογίες με το Brexit), άνοιξαν ένα ευρύ πεδίο συζήτησης για τα πάντα: ποια είναι η κινητήρια δύναμη του εκφασισμού, πόσο χωμένα σε αυτά τα σκατά είναι κομμάτια των εκμεταλλευόμενων και γιατί, ποιες είναι οι προϋποθέσεις και οι δυνατότητες της δικής μας αντεπίθεσης, ιδιαίτερα σε σχέση με την δυναμική που αναπτύσσεται στο ανταγωνιστικό κίνημα στις ΗΠΑ. Είναι μια συζήτηση σε εξέλιξη (ιδιαίτερα στο πλαίσιο της ομάδας InMediasRes) και αυτό το κείμενο αποτελεί την, προφανώς, προσωπική συμβολή του υπογράφοντος σ’ αυτήν.

Τραμπ: Ένας “αντισυστημικός” πρόεδρος;

Όταν πέρσι το καλοκαίρι η προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ ήταν σε πλήρη εξέλιξη (και μάλιστα σε διπλό ταμπλό, καθώς τεράστιο ενδιαφέρον συγκέντρωνε και η μάχη Σάντερς εναντίον Χίλαρυ Κλίντον για την υποψηφιότητα των Δημοκρατικών) παράδοξα πολλά συνέβαιναν: το παραδοσιακό πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο, ακόμα και από το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, υποστήριζαν με ζέση την Κλίντον και οι περισσότεροι αναλυτές προεξοφλούσαν την επικράτησή της. Ελάχιστοι διακινδύνευαν την πρόβλεψη μιας νίκης του Τραμπ, μεταξύ των οποίων οι σύντροφοι της ελευθεριακής ομάδας Insurgent Notes, που σε ένα διαυγές, κάποιοι θα έλεγαν “προφητικό”, άρθρο πριν τις εκλογές έγραφαν:

Μπορεί και να συμβεί. Αυτό που φαινόταν, έναν χρόνο πριν, μια καταγέλαστη υποψηφιότητα είναι τώρα ένας πιθανός νικητής στην πιο άγρια πολιτική χρονιά από το 1968. Ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί, το παλιό κομματικό σύστημα των ΗΠΑ έχει καταρρεύσει. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν μοιάζει με κανέναν άλλο υποψήφιο…Η αξιοπρεπής κοινωνία της ανώτερης δημοσιοϋπαλληλίας, συμπεριλαμβανομένων ρευμάτων του Ρεπουμλικανικού κατεστημένου ακόμα και τους συνήθως “απολιτίκ” στρατιωτικούς, είτε αποσύρεται είτε υποστηρίζει ανοιχτά την Κλίντον. Στρατηγοί, διπλωμάτες, ειδήμονες της εξωτερικής πολιτικής και οι New York Times όλοι συμφωνούν ότι μια προεδρία του Τραμπ θα ήταν καταστροφή. Οι Financial Times κλαίνε δακρύβρεχτα για την πιθανή εξαφάνιση της “διεθνιστικής” (διάβαζε: κυριαρχούμενης από τις ΗΠΑ) παγκόσμιας τάξης σε ισχύ μετά το 1945. Τέτοιες διακηρύξεις δεν κάνουν καμμιά διαφορά· αν τίποτα άλλο, απλά προσθέτουν στα “αντι-καθεστωτικά” εύσημα και την “περηφάνεια” του Τραμπ” (Insurgent Notes: “Ο Τραμπ πρόεδρος;”)

Δεν πρόκειται, βέβαια, για “μαντικές” ικανότητες αλλά, μάλλον, για το ότι μέσα από την ανάλυσή τους οι Insurgent Notes κατάφεραν να δούνε τι έριχνε καύσιμο στις μηχανές του Τραμπ ώστε, παρά την προκλητικά ρατσιστική, μισογύνικη και εθνικιστική καμπάνια που διεξήγαγε, η απήχησή του να αυξάνει πέρα από το αναμενόμενο ακροατήριο υπερσυντηρητικών, φανατικών λευκών χριστιανών και της “εναλλακτικής” ή μη ακροδεξιάς. Γιατί δεν ήταν μόνο οι ακροδεξιοί που πείθονταν από τον Τραμπ. Ήταν και ένας κόσμος που, χωρίς να δηλώνει σε καμμιά περίπτωση ρατσιστής ή εθνικιστής, του έσκαγε ένα πονηρό χαμογελάκι, βλέποντας στο πρόσωπό του ένα outsider, έναν αντισυμβατικό και, γιατί όχι, “αντισυστημικό”, που δεν ελέγχεται από το κατεστημένο της Ουάσιγκτον. Ακόμα πιο παράδοξα, το γελάκι αυτό έσκαγε και σε αριστερά χείλη.

Οι μήνες πέρασαν και, τελικά, τον Νοέμβρη του 2016, ο ρατσιστής, μισογύνης και ημιγελείος Τραμπ έκανε την έκπληξη (ευνοημένος και από το ιδιόμορφο αμερικανικό εκλογικό σύστημα), κερδίζοντας την προεδρία και στέλνοντας ρίγη αντιφατικών συναισθημάτων στον πλανήτη. Οι φιλελεύθεροι-αριστεροί (ακαδημαϊκοί, ως επί το πλείστον) κύκλοι ανά τον κόσμο “βυθίστηκαν” στη θλίψη και την απελπισία, ψάχνοντας να βρουν τους υπαίτιους αυτής της ανοίκειας ανατροπής.

Άλλοι, βέβαια, και ήταν πολλοί, πανηγύριζαν: κάποιοι ακομπλεξάριστα και φανερά, σαν τον δικό “μας” υπουργό Άμυνας Καμένο, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει αμέσως “Τραμπικός”, και κάποιοι, κι εδώ είναι τα παράδοξα που είπαμε προηγουμένως, που “κρυφοπανηγύριζαν” – όπως το “Aριστερό Ρεύμα” της ΛΑΕ που, μέσω της ιστοσελίδας του ΙΣΚΡΑ, έσπευσε να χαρακτηρίσει την εκλογή Τραμπ ως, αν μη τι άλλο, δυνάμει ρήγμα στην τρισκατάρατη παγκοσμιοποίηση και αποσταθεροποιητικό παράγοντα της “Νέας Τάξης” (την επόμενη μέρα απέσυραν το σχετικό άρθρο, συνειδητοποιώντας, μάλλον, ότι ο ενθουσιασμός τους δεν ήταν και τόσο “διακριτικός”).

Άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο υποφαινόμενος, ρίχτηκαν στο διάβασμα, προσπαθώντας να καταλάβουν πώς γίνεται και ένας φασίστας, σαν τον Τραμπ, περνιέται για αντισυστημικός, και μάλιστα όχι μόνο από τους ακροδεξιούς· και, τελοσπάντων, τι είναι “αντισυστημικό” σήμερα. Έχοντας ήδη μια ιδέα για τον καθοριστικό ρόλο που παίζει η παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός στις αναλύσεις ενός τέτοιου “αντισυστημικού” κόσμου, και εμπνεόμενοι από την ανάλυση συντρόφων από τις ΗΠΑ και αλλού, προσπαθήσαμε να καταλάβουμε την κοινωνική δυναμική πίσω από αυτά τα παράδοξα.

Μα τι ψηφίζει τελοσπάντων (και δεν μιλάμε μόνο για τις ΗΠΑ) αυτή η εργατική τάξη ;

Όπως συνέβη και το καλοκαίρι του 2016 με το Brexit, πολύς λόγος έγινε για τη στάση της εργατικής τάξης και την ψήφο της. Και όπως με το Brexit, η φιλελεύθερη αριστερά απέδωσε την εκλογή Τραμπ στην “ανευθυνότητα” και την “έλλειψη συνείδησης” της εργατικής τάξης, που κλείνει το μάτι προς τον πατριωτισμό (φυσικά, άλλα κομμάτια της αριστεράς, και του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου, έτειναν να την αθωώνουν και να τα ρίχνουν όλα στους μικροαστούς). Ο ίδιος προβληματισμός τέθηκε και στις πρόσφατες εκλογές στη Γαλλία: τι θα ψήφιζαν, για παράδειγμα, οι οπαδοί του Μελανσόν και άλλα κομμάτια της εργατικής τάξης; Λεπέν, Μακρόν ή θα απείχαν; Το πραγματικό ερώτημα πίσω από αυτά είναι, ουσιαστικά, όπως λένε και οι σύντροφοι της γαλλικής ομάδας Carbure, το εξής: “είναι η εργατική τάξη αντιδραστική”;

Από μια άποψη, η απάντηση μοιάζει να είναι απλή, τουλάχιστον στη βάση της ίδιας της εκλογικής στατιστικής.

To ερώτημα αυτό μπορεί να απαντηθεί στα γρήγορα με μια εξέταση της εκλογικής στατιστικής: φυσικά και όχι, δεν ήταν η εργατική τάξη μόνο που εξέλεξε τον Τραμπ, ούτε καν ψήφισε μαζικά υπέρ του. Η εργατική τάξη παραμένει σε μεγάλο βαθμό η τάξη της αποχής”. (Carbure: “Ο Ντόναλντ Τραμπ, η αριστερά και η εργατική ψήφος”).

Συμπέρασμα με το οποίο συμφωνούν και οι Insurgent Notes, στο μετεκλογικό editorial τους με τον δικαιολογημένα “χαιρέκακο” τίτλο: “Μπαίνουμε στον πειρασμό να πούμε ότι σας το είχαμε πει αλλά δεν θα το κάνουμε”:

Το 17% όσων ψήφισαν Τραμπ είχαν υποστηρίξει προηγουμένως τον Σάντερς. Εκατό εκατομμύρια άνθρωποι δεν ψήφισαν – το πλειοψηφικό κόμμα της αποχής”.

Ήδη, όμως, στη θέση των Insurgent Notes, φαίνεται ότι η απάντηση είναι ίσως πιο πολύπλοκη. Ένα, σίγουρα όχι πλειοψηφικό, αλλά, οπωσδήποτε, σημαντικό ποσοστό της εργατικής τάξης, όχι μόνο ψήφισε Τραμπ αλλά και το έκανε αυτό μέσω μιας “αντιφατικής” κινητικότητας, μεταπηδώντας πχ. από τον Σάντερς στον Τραμπ. Κι αυτό φαίνεται προβληματικό γιατί:

…δίνει έναν χαρακτηριστικό εργατικό “τόνο” στις πρώην βιομηχανικές πολιτείες στα βορειοανατολικά των ΗΠΑ, που σε συνδυασμό με την έλλειψη ενθουσιασμού για μια ψήφο υπέρ των Δημοκρατικών, έγειρε αναμφισβήτητα την πλάστιγγα σε όφελος του Τραμπ. Κι εδώ έγκειται το πρόβλημα: σε αυτό το ανεξίτηλο κατάλοιπο αυτής της αποφασιστικής παρουσίας της ψήφου των εργατών, που δεν ξεπερνιέται, που μοιάζει με μια ακαθαρσία σε αυτές τις εκλογές, που λεκιάζει” (ό.π.).

Τι καθιστά, όμως, “ευάλλωτα” κομμάτια του προλεταριάτου στις “σειρήνες” του Τραμπ, της Λεπέν, της Χρυσής Αυγής και άλλων ακροδεξιών ρευμάτων; Και ποια είναι αυτά το κομμάτια; Τι σημαίνει αυτό για τη δυνατότητα των αντιστάσεών μας;

Οι Insurgent Notes παρατηρούν ότι:

Όπως ακριβώς στη Γαλλία ή τη Βρετανία, ο νέος δεξιός λαϊκισμός δεν προελαύνει στα καλωδιωμένα γιάπικα μητροπολιτικά κέντρα του Παρισιού ή του Λονδίνου, αλλά μάλλον στις παραμελημένες μεσαίες και μικρές πόλεις, περιλαμβανομένων πόλεων στις οποίες εξαναγκάστηκε να μετεγκατασταθεί η πρώην εργατική τάξη των μητροπόλεων εξαιτίας του αστικού εξευγενισμού. Έτσι συμβαίνει και στις ΗΠΑ, όπου ο Τραμπ δεν έχει καλές επιδόσεις στην περιοχή του Σαν Φρανσίσκο ή στη Νέα Υόρκη, αλλά στις μεσαίες, μικρές και αγροτικές δεξαμενές των “αχρείαστων” (Insurgent Notes: “Mπαίνουμε στον πειρασμό…”).

Διαβάζοντας περισσότερο αρχίσαμε να διαπιστώνουμε ότι τα κομμάτια της εργατικής τάξης που κλείνουν το μάτι στην ακροδεξιά είναι κατεξοχήν λευκοί εργάτες, που φτωχοποιούνται από την κρίση και αναζητούν τη σωτηρία τους στο έθνος-κράτος και ένα καινούριο “κοινωνικό συμβόλαιο”. Το ζήτημα περιπλέκεται γιατί αντίστοιχα συμβόλαια τάζουν και μεγάλα κομμάτια της (κατεξοχήν κρατικιστικής) αριστεράς. Τι συνδέει τα συμβόλαια αυτά και γιατί η ακροδεξιά ρητορική φαίνεται να είναι πειστικότερη και πιο ελκυστική;

(ακρο)δεξιός και (ακρο)αριστερός λαϊκισμός, αλλά, στην ουσία, λευκός εθνικισμός

τι είναι αυτό που τους ενώνει, τι είναι αυτό που μας χωρίζει;

Εδώ έχουμε να κάνουμε με πράγματα που “ενώνουν” και “χωρίζουν”. Η ετερόκλητη στάση του προλεταριάτου έχει μια αντικειμενική βάση την οποία οι αριστερές αφηγήσεις τείνουν να συγκαλύπτουν (επειδή, ακριβώς, η αριστερά έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην ενσωμάτωση του προλεταριάτου στην καπιταλιστική κανονικότητα). Η βάση αυτή είναι ο κατακερματισμός του προλεταριάτου.

…‘η’ εργατική τάξη είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικά κατακερματισμένη. ‘Το’ προλεταριάτο…δεν περιλαμβάνει μια ομοιογενή κοινωνική πραγματικότητα. Και αυτό δεν είναι τόσο ενδεικτικό μιας ‘δυσκολίας να οργανωθεί’ ή ‘διαιρέσεων’ που πρέπει να υπερβληθούν, αλλά είναι μια πραγματικότητα που σχετίζεται με αυτό που είναι δομικό στον καπιταλιστικό κόσμο” (Carbure: “Ο Ντόναλντ Τραμπ, η αριστερά και η εργατική ψήφος”).

Θέση που χρήζει, βέβαια, μεγάλης ανάλυσης, την οποία δεν θα κάνουμε εδώ. Μπορούμε διαισθητικά να την αντιληφθούμε από την ίδια την εμπειρία μας: πόσα κοινά υπάρχουν ανάμεσα σε έναν εργαζόμενο της ΔΕΗ ή του ΟΤΕ (ιδιαίτερα των “καλών” εποχών) και μια ταμία του σούπερ-μάρκετ ή έναν νεαρό τηλεφωνητή call centre; Ή ανάμεσα σε έναν Έλληνα οικοδόμο και έναν Πακιστανό συνάδελφό του;

Για την αριστερά (εννοώντας εφεξής και κομμάτια του α/α χώρου) οι θεμελιώδεις μετασχηματισμοί της ραγδαίας και βίαιης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης από τη δεκαετία του 1970 και μετά, η όλο και βαθύτερη υπαγωγή του προλεταριάτου στο κεφάλαιο, η διάλυση της “εργατικής ταυτότητας, είναι απλά η επέλαση του “νεοφιλελευθερισμού” και της “παγκοσμιοποίησης”. Με άλλα λόγια η δαιμονοποίηση συγκεκριμένων τμημάτων του κεφαλαίου (ιδίως του χρηματοπιστωτικού) που αποκτώντας, δήθεν, όλο και μεγαλύτερη “αυτονομία”, επελαύνουν άπληστα σε ολόκληρο τον πλανήτη, κουρελιάζοντας το “ωραίο” κοινωνικό συμβόλαιο που είχε υπογράψει η εργατική τάξη μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε που κάπως “τρώγαμε με χρυσά κουτάλια”. Η παγκοσμιοποίηση, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης το 2008, ως το κακοποιό έργο του νεοφιλελευθερισμού, γίνεται η πηγή των δεινών και της χασούρας των “λαϊκών τάξεων”. Το “σύστημα” είναι κάποιες ελίτ πολυεθνικών και τραπεζιτών (συνήθως Εβραίων, βεβαίως-βεβαίως) που συναντιούνται στα ελβετικά βουνά για να ρυθμίσουν τις ροές κεφαλαίου και εργασίας. Έχουν, δε, τόση εξουσία ώστε να συγκροτούν “υπερκράτη” τύπου ΕΕ και ΔΝΤ, απόμακρες οντότητες που “επιβάλλουν” τις ντιρεκτίβες της παγκοσμιοποίησης στα “αδύναμα” έθνη-κράτη.

Όμως η παγκοσμιοποίηση δεν είναι έργο κάποιων “τραπεζοκρατώνούτε κάποιας μυστικής συνομωσίας. Είναι καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, δηλαδή η εγγενής για το κεφάλαιο κίνηση παγκόσμιας επέκτασης και κυριαρχίας, μέσω της οποίας το προλεταριάτο ενοποιείται αντιφατικά μόνο μέσα από αυτά που το διαιρούν, το κεφάλαιο και το αναπόσπαστο συμπλήρωμά του, το έθνος-κράτος. Το έργο της παγκοσμιοποίησης δεν είναι η αποδυνάμωση κράτους και κεφαλαίου αλλά ο περαιτέρω κατακερματισμός του προλεταριάτου. Το προλεταριάτο δεν είναι αυθόρμητα διεθνιστικό”· στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και στη διαδικασία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης είναι στο ίδιο ‘πλοίο’ με τους ‘δικούς’ του εθνικούς καπιταλιστές” (Carbure: “Ο Ντόναλντ Τραμπ…”). Η αριστερα αγνοώντας αυτή τη θεμελιώδη συνθήκη, κατασκευάζοντας μια κατά φαντασίαν ενότητα και έναν κατά φαντασία διεθνισμό, απονευρώνει τις αιχμές της προλεταριακής αντίστασης: ατέρμονη αναζήτηση μιας από τα πάνω επιβεβλημένης ενότητας, εμμονή σε παραδοσιακές μορφές οργάνωσης, νερόβραστη σούπα αιτημάτων που δεν φτάνουν ποτέ στην ουσία, δηλαδή στο ξεπέρασμα των δομικών διαιρέσεων εντός του προλεταριάτου. Και δεν φτάνουν, γιατί στη συνθήκη της ενότητας μέσα στον διαχωρισμό”, το προλεταριάτο δεν μπορεί να ενοποιηθεί παρά μόνο μέσα στην επανάσταση, καταργώντας όλες τις διαιρέσεις που παράγονται από το κεφάλαιο και το κράτος: αξία, χρήμα, εμπόρευμα, μισθωτή εργασία, ιδιοκτησία, ιεραρχία.

Ηπαλινόρθωση” της εθνικής εργατικής τάξης δεν είναι κριτική στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Η αριστερά που προτάσσει την επιστροφή στις εθνικές ζώνες συσσώρευσης (υπό “εργατικό” έλεγχο, φυσικά) και στις “καλές” εποχές του “μη-φάύλου” “παραγωγικού” κεφαλαίου, ενισχύει τη δυναμική της παγκοσμιοποίησης-ως-κατακερματισμού του προλεταριάτου. Αποτελεί, ουσιαστικά, την αριστερή φράξια του κράτους και του κεφαλαίου, την άλλη όψη του νομίσματος της “αντισυστημικότητας”, τον καθρέφτη της ακροδεξιάς ρητορείας. Μπορεί να μην κραυγάζει για “τους ξένους που μας κλέβουν τις δουλειές” και τα κλειστά σύνορα, αλλά στην ουσία εκφράζει την ίδια ανάγκη να ανακτήσει το έθνος-κράτος τον έλεγχο της δικής του “εθνικής οικονομίας”, δηλαδή του “δικού του” προλεταριάτου (η βασική – ιδεολογική και μόνο – διαφορά είναι ότι στο αριστερό αφήγημα η εργατική τάξη-λαός θα είναι “αφέντης στον τόπο του”). Γι’ αυτό και καταλήγει να διαλαλεί τα ίδια σχέδια “εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης” και, ακόμα πιο χαρακτηριστικά στην περίπτωση της ελληνικής αντιμνημονιακής αριστεράς, τους ίδιους “στρατηγικούς στόχους” περί εξόδου από την ΕΕ και το Ευρώ, που βάζουν στην ατζέντα τους τα ακροδεξιά επιτελεία ανά την Ευρώπη.

Και αφού ένας είναι ο εχθρός, ο νεοφιλελευθερισμός”, μπορεί να φαντάζεται απενοχοποιημένα διάφορες “αντισυστημικές” συμμαχίες χωρίς να προβληματίζεται, για παράδειγμα, αν το Brexit στηρίχτηκε κυρίως από τον αγγλική ακροδεξιά ή αν ο “δυνάμει” σύμμαχος Τραμπ χαρακτηρίζει τους Μεξικάνους “βρωμιάρηδες” και τις γυναίκες “τσούλες” ή αν υποστηρίζει κάθε αντιδραστική ψευτοθεωρία των “δεξαμενών σκέψης” του νεοσυντηρητικού συρφετού στις ΗΠΑ ενώ οι οπαδοί του χαιρετούν ναζιστικά στα δείπνα υποστήριξής του.

Αυτή η αριστερά τροφοδοτεί τη δυναμική της ακροδεξιάς ως της “πραγματικά συνεπούς” δύναμης που μπορεί να βάλει φρένο στην απληστία και την ασυδοσία των “τραπεζιτών” και των “τοκογλύφων”, να δώσει δουλειές στην ντόπια εργατιά και να τονώσει το εθνικό γόητρο, καθώς η αντιπαγκοσμιοποίηση που προτάσσει η ακροδεξιά είναι σε πιστότερη αντιστοίχιση με την πραγματικότητα ενός κατακερματισμένου προλεταριάτου. Η “αντισυστημικότητα” της αριστεράς αρθρώνεται αναγκαστικά σε μια γλώσσα ιδεολογικοποιημένης και φενακισμένης “ενότητας” της εργατικής τάξης, που είναι ακριβώς ο “λαός” ή οι “λαϊκές τάξεις”, η διαταξική σούπα μιας οιονεί εργατικής τάξης που συγκαλύπτει την ίδια την ταξική πάλη και όσα υφίσταται το προλεταριάτο. Είναι μια γλώσσα που απευθύνεται σε ένα φάντασμα (και δεν είναι το φάντασμα του Μανιφέστου!).

Ονομάζουμε εθνολαϊκισμό αυτή την πρακτική ιδεολογία εθνοκρατισμού και προσήλωσης στην εθνική οργάνωση/εκμετάλλευση του προλεταριάτου που διατρέχει το πολιτικό φάσμα από την ακροδεξιά μέχρι την ακροαριστερά. Διαπιστώνουμε, επιπλέον, ότι το υπόστρωμα του εθνολαϊκισμού είναι ο ίδιος ο λευκός εθνικισμός. Είναι μια κρίσιμη διαπίστωση, κατά την άποψή μας, γιατί, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, στη συγκρότηση του λευκού εθνικισμού αναπτύσσεται και η δυναμική του εκφασισμού που συνοδεύει τη εθνο-λαϊκιστική ρητορική.

Αν στην περίπτωση της ακροδεξιάς η σύνδεση εθνολαϊκισμού και λευκού εθνικισμού είναι κάπως αυτονόητη, στην περίπτωση της λαϊκιστικής, “αντισυστημικής” αριστεράς είναι λιγότερο προφανής. Για να αναδειχθεί πρέπει να δει κανείς πώς συγκροτήθηκε η ίδια η “εργατική ταυτότητα” στην περίοδο της ανάπτυξης και ακμής του εργατικού κινήματος (βλέπε, πχ., το άρθρο των Endnotes: “Μια ιστορία διαχωρισμού: Η άνοδος και η παρακμή του εργατικού κινήματος, 1883-1982”). Η μελέτη αυτής της περιόδου δείχνει ότι όντως η κυρίαρχη ταυτότητα του εργατικού κινήματος ήταν αυτή του λευκού άντρα εργάτη. Ακόμα και σήμερα (το βλέπουμε έντονα στην ελληνική περίπτωση), τα εργατικά συμφέροντα είναι συνήθως τα συμφέροντα των λευκών και πιο προνομιούχων εργατών· τα μη-λευκά κομμάτια του προλεταριάτου παραμένουν συνήθως αόρατα, υποτιμούνται ή αγνοούνται. Μερικές, μάλιστα, φορές απαξιώνονται ρητά. Για παράδειγμα, η Ναόμι Κλάιν έσπευσε να καταλογίσει την νίκη του Τραμπ στα μη-λευκά εκείνα κομμάτια της εργατικής τάξης (Αφροαμερικανούς και Λατίνος) που, μην καταφέρνοντας να “συνδεθούν” με τον Σάντερς, στήριξαν την Κλίντον (“αυτή την ενσάρκωση της νεοφιλελεύθερης μηχανής”).

Η Angela Mitropoulos, ασκώντας κριτική, χαρακτηρίζει αυτή τη στάση “…αλλαζονεία που προσεγγίζει τα όρια του ξεκάθαρου ρατσισμού”, αποτέλεσμα της άρνησης να παραδεχτεί κανείς ότι:

η σοσιαλδημοκρατία ήταν πάντα μια μορφή λευκού προστατευτισμού, ιδιαίτερα στις αποικίες εποίκων όπως στις ΗΠΑ, και ότι η χρήση όρων όπως ο “νεοφιλελευθερισμός” έχει να κάνει με τον θρήνο της απώλειας της προστασίας για τους λευκούς” (Angela Mitropoulos: “Οι γυρολόγοι της δυσαρέσκειας”, https://inmediasres.espivblogs.net/2016/11/28/hucksters).

Το αίσθημα επίθεσης από τα προνομιούχα τμήματα της “κοσμοπολίτικης” ελίτ, των κερδισμένων, δηλαδή, της παγκοσμιοποίησης, το αίσθημα της απειλής για τη συνοχή του αμερικανικού έθνους διατέμνει σημαντικά κομμάτια της λευκής εργατικής τάξης σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα (αυτά που φλερτάρουν με την ακροδεξιά ταυτίζουν, βέβαια, την απειλή αυτή ως προερχόμενη από τους εκφραστές της “ιδεολογικής ηγεμονίας” της αριστεράς, γεγονός που ενισχύεται και από την αλλαζονική στάση της ακαδημαϊκής-φιλελελεύθερης αριστεράς· κάπως έτσι και η “δαιμονοποίηση” του Τραμπ από αυτή την αριστερά μάλλον ενίσχυσε, παρά έπληξε, την εικόνα του). Από την πλευρά της, η “αντισυστημική” αριστερά, όσο κι αν προσπαθεί να αποσυνδέσει το έθνος από το κράτος – θέση βαθιά αντιιστορική – δεν κάνει τίποτα άλλο από το να ενισχύει την αντίληψη αυτών των κομματιών της λευκής εργατικής τάξης ότι η λύση στα δεινά της παγκοσμιοποίησης είναι η αποκατάσταση του πυρήνα της εθνικής ενότητας, δηλαδή της απειλούμενης λευκής (εργατικής) ταυτότητας.

Σχετικά με αυτό, η Mitropoulos διατυπώνει μια ιδέα που θεωρούμε ότι είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Την ιδέα ότι η δυναμική του (εκ)φασισμού αναπτύσσεται εντός της δημοκρατίας ως η προσπάθεια των, μέχρι πρότινος, κυρίαρχων, κυρίως λευκών κομματιών, να ανακτήσουν τον έλεγχο της κοινωνίας και του έθνους που τουςγλιστράει από τα χέρια”.

Το φασιστικό κάλεσμα για την αναστολή των δημοκρατικών διαδικασιών δεν είναι μόνο μια έκκληση σε ανταρσύα ή επανάσταση, όπως κάποιοι έχουν προτείνει. Είναι ένα κάλεσμα για την αναστολή της δημοκρατίας ή της συνταγματικότητας ώστε να αποκατασταθεί η πολιτική στην υποτιθέμενα αληθινή και αυθεντική της τάξη. Το κάλεσμα να αναστείλουμε ώστε να σώσουμε και να αποκαταστήσουμε την αληθινή ουσία του έθνους είναι αναπόσπαστο στον φασισμό (Αngela Mitropoulos: “Φασισμός, από τον φορντισμό στον ‘τραμπισμό’)

Μilo Yiannopoulos: gay και ρατσιστής; Μα πώς είναι δυνατόν;

Τα μυστήρια της “εναλλακτικής” ακροδεξιάς.

Υπάρχει στις ΗΠΑ και αλλού (όχι ιδιαίτερα στην ελλαδική περίπτωση) αυτό το είδος ακροδεξιάς που αυτοχαρακτηρίζεται “εναλλακτική” (στα αγγλικά alt-right, δηλαδή alternative right), που διακρίνεται από ένα πιο εξεζητημένο και εκλεπτυσμένο είδος ρητορικής σε σχέση με την ωμή γλώσσα της βίας που χαρακτηρίζει πιο παραδοσιακές ακροδεξιές δυνάμεις. Η ρητορική της “εναλλακτικής” ακροδεξιάς στηρίζεται έντονα στην έννοια της “ταυτότητας”.

Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, θα λέγαμε χονδρικά ότι η έννοια της ταυτότητας (μια εκτενής ανάλυση υπάρχει στο άρθρο “Κρίση Ταυτότητας) αναφέρεται σε γνωρίσματα που συγκροτούν μια συλλογική υποκειμενικότητα, “ταυτοποιώντας” ένα υποκείμενο ή μια ομάδα ως διακριτά και ξεχωριστά. Το να είναι, για παράδειγμα, κάποιος/κάποια μαύρος/μαύρη ή ομοφυλόφιλος/ομοφυλόφιλη/queer προσδιορίζει και προσδιορίζεται από μια ταυτότητα. Ξεκινώντας από ακαδημαϊκές αναζητήσεις και ακτιβίστριες του μαύρου φεμινιστικού κινήματος τη δεκαετία του 1970, η έννοια της ταυτότητας συνδέθηκε σύντομα με “δικαιωματικούς” αγώνες αναγνώρισης και υπεράσπισης “ταυτοτήτων”, με “πολιτικές ταυτοτήτων”. Καθώς οι ταυτότητες αφαιρούνται από άλλα συγκείμενα, όπως για παράδειγμα της ταξικής θέσης, αποκτούν μια αυτονομία και μπορούν να “επικαλύπτονται” με όχι κατανάγκην αντιφατικούς τρόπους.

Έτσι ο Μilo Yiannopoulos, βρετανικής καταγωγής εμβληματική μορφή της “εναλλακτικής” ακροδεξιάς, γνωστός λόγω των προκλητικά διατυπωμένων απόψεών του ενάντια στον φεμινισμό, το Ισλάμ, την κοινωνική δικαιοσύνη και την πολιτική ορθότητα και άλλες ιδεολογίες και απόψεις που ο ίδιος θεωρεί “ολοκληρωτικές” και “αριστερές”, μπορεί να δηλώνει ανοιχτά ομοφυλόφιλος και ταυτόχρονα να υποστηρίζει ότι οι “gay θα πρέπει να επιστρέψουν στην ντουλάπα” και ότι “τα δικαιώματά τους είναι ‘επιβλαβή’ για την ανθρωπότητα”. Ή να διεκδικεί να μιλήσει στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ φέτος τον Φεβρουάριο για τις “πανεπιστημιουπόλεις-άσυλα”, όπου πιθανόν να κατέδιδε ονόματα φοιτητών “χωρίς χαρτιά”, στο όνομα της ελευθερίας του λόγου!

Η “εναλλακτική” ακροδεξιά αξιοποιώντας το, κατεξοχήν, αριστερό εργαλείο της ταυτότητας προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τον ίδιο τον ρατσισμό της, παρουσιάζοντας τον ως μια πολιτική υπεράσπισης της “λευκής ταυτότητας”, που απειλείται προφανώς από τον πολυπολιτισμικό κυκεώνα της εποχής της παγκοσμιοποίησης.

Κι εμείς; Πού βρισκόμαστε απέναντι σε όλα αυτά;

Αντιστάσεις στις ΗΠΑ και black-bloc

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, το ανταγωνιστικό κίνημα στις ΗΠΑ βρίσκεται σε μια πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα φάση ανάπτυξης, που δεν περιορίζεται στον ακτιβισμό και την εξαγωγή εύκολων συμπερασμάτων αλλά, αντίθετα, θέτει υπό συζήτηση κρίσιμα ζητήματα και μορφής-οργάνωσης και περιεχομένου. Κεντρική θέση έχει το ζήτημα της (διαλεκτικής) σχέσης τακτικής και στρατηγικής.

Ο Salar Mohandesi, συντάκτης του Viewpoint Magazine, σημειώνει στο άρθρο “Για το μπλακ-μπλοκ:

[Για την Wall Street Journal] η ‘αλληλοεξοντωτική’ διαμάχη αυτή τη στιγμή στην υπερ-αριστερά είναι αυτή σχετικά με το ‘μπλακ-μπλοκ’. Και αν αυτή η διαμάχη έχει οδηγήσει την WSJ να μιλά για ‘υπερ-αριστερισμό’, τότε είναι σίγουρα μια διαμάχη που θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε”.

Το ενδιαφέρον της WSJ είναι δικαιολογημένο δεδομένου ότι οι πρακτικές του μπλακ-μπλοκ, η φήμη του οποίου στις ΗΠΑ δυναμώνει ιδιαίτερα με το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης (θυμηθείτε τη μάχη του Σηάτλ), είναι πάλι με έναν τρόπο δημοφιλείς και απασχολούν, ιδιαίτερα μετά την εκλογή του Τραμπ, ένα μεγάλο τμήμα του ανταγωνιστικού κινήματος,.

Μπέρκλεϋ: η φλόγα είναι ζωντανή!

Σε τρεις περιπτώσεις φέτος το αντιφασιστικό κίνημα με τον καθοριστικό ρόλο του black-bloc, υπερασπίστηκε στο Μπέρκλεϋ τις αντιφασιστικές ιδέες και τους ίδιους τους φοιτητές/φοιτήτριες από την παρουσία διαφόρων φασιστικών/ρατσιστικών ομάδων. Την 1η Φεβρουαρίου, όταν ο Milo Yiannopoulos, όπως προαναφέραμε, προσπάθησε να μιλήσει καθώς και στις 4 Μαρτίου και στις 15 Απριλίου, όταν ομάδες φασιστών, υποστηρικτών του Τραμπ, προσπάθησαν να κάνουν την εμφάνισή τους (οι μπάτσοι κλασσικά, όπως παντού, έπαιζαν τον ρόλο της κάλυψης). Να τα αισθήματα με τα οποία αντιμετωπίζονται αυτές οι συγκρούσεις:

…αρκετοί φοιτητές στο Μπέρκλεϋ υποστήριξαν τις μαχητικές ενέργειες που απέτρεψαν τον Milo Yiannopoulos να μιλήσει εκεί, ομιλία στην οποία σκόπευε να ξεκινήσει μια καμπάνια εναντίον των “πανεπιστημιουπόλεων-ασύλων”, και πιθανόν να είχε σχεδιάσει να αποκαλύψει τα ονόματα φοιτητών “χωρίς χαρτιά”. “Η πανεπιστημιούπολή μου δεν έκανε τίποτα για να σταθεί ανάμεσα στην κοινότητά μας, όσων δεν έχουμε χαρτιά, και τα μισητά χέρια των ριζοσπαστικοποιημένων λευκών αντρών – οι Αντίφα το έκαναν”, έγραψε ένας φοιτητής χωρίς χαρτιά για τα γεγονότα με τον Milo. “Μια ειρηνική διαμαρτυρία δεν επρόκειτο να ακυρώσει αυτή την εκδήλωση, όπως δεν το έκαναν οι πολυάριθμες επιστολές από το Τμήμα, το προσωπικό, βετεράνους του Κινήματος Ελευθερίας του Λόγου (Free Speech Movement) ακόμα και τους δωρητές. Μόνο η καταστροφή των τζαμαριών και οι βολές των φωτοβολίδων το έκαναν”, (Salar Mohandesi: “Back in Black”).

Το γεγονός ότι το μπλακ-μπλοκ γίνεται αντικείμενο καθημερινής κουβέντας και προβάλλεται από τα καθεστωτικά μέσα αντανακλά την αναμφισβήτητη ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής κατάστασης.

Κινητοποιούμενοι από τον Τραμπ, εκαταντάδες χιλιάδες Αμερικανών, που δεν είχαν συμμετάσχει σε μια διαδήλωση ποτέ πριν από αυτές τις εκλογές, θυσιάζουν τώρα τον ελεύθερο χρόνο τους για πολιτικές συναντήσεις, για να πορευτούν ενάντια στην κυκλοφορία, να κλείσουν αεροδρόμια, να εκπαιδευτούν σαν διοργανωτές, ακόμα και να σκέφτονται την πιθανότητα μιας γενικής απεργίας. Πολλοί φθάνουν να αισθάνονται ότι η βία μιας σπασμένης τζαμαρίας ωχριά σε σύγκριση με την βία της διακυβέρνησης του Τραμπ. Στην πραγματικότητα, είναι ακριβώς αυτή η απρόσμενη ανοιχτότητα στις τακτικές του μπλακ-μπλοκ που έφερε τους κριτικούς σε μια τέτοια κατάσταση παραληρήματος” (Salar Mohandesi: “Back in Black).

Πολύ χαρακτηριστικές στιγμές των αγώνων αυτών ήταν η τεράστια πορεία γυναικών την ημέρα της ορκωμοσίας του Τραμπ όπως και η αποφασιστική και αποτελεσματική αντίσταση δεκάδων χιλιάδων Αμερικανών στην ανακοίνωση του μέτρου απαγόρευσης εισόδου στις ΗΠΑ από συγκεκριμένες μουσουλμανικές χώρες (με αξιοσημείωτη την αλληλεγγύη πχ. των ταξιτζήδων της Νέας Υόρκης).

Η διαλεκτική τακτικής-στρατηγικής και το “πρόβλημα της σύνθεσης”

Σε αρκετούς κύκλους του ανταγωνιστικού κινήματος αυτό που αναδεικνύεται ως καθοριστικό ζήτημα είναι κατά πόσον το μπλακ-μπλοκ θα μπορέσει να ξεπεράσει το επίπεδο μιας “αιωρούμενης” τακτικής, να ξεφύγει, δηλαδή, από την “καταναγκαστική λογική” μιας εμμονικής επανάληψης της σύγκρουσης στον δρόμο (με το σκεπτικό ότι η επανάληψη αυτής της τακτικής θα δημιουργήσει μια στρατηγική) και να μπορέσει να ενταχθεί ως μια εμπλουτισμένη τακτική (και όχι ως μια “ταυτότητα”) σε μια στρατηγική. Με άλλα λόγια αν μπορούν οι μαχητές του μπλακ-μπλοκνα ενσωματώσουν οργανικά την σύγκρουση στον δρόμο μέσα σε ένα ολόκληρο οικοσύστημα αγώνων” (ό.π.)

Αυτό το οικοσύστημα στις ΗΠΑ συγκροτείται από τη συνάντηση δυνάμεων που δεν αμφισβητούν μόνο τη σχέση εκμετάλλευσης κεφάλαιο-εργασία αλλά και άλλες σχέσεις κυριαρχίας, για παράδειγμα της φυλετικής και της έμφυλης. Χαρακτηριστική είναι, πχ. η αλληλεπίδραση του κινήματος Black Lives Matter με το κίνημα “15$”, που αναπτύχθηκε για τη διεκδίκηση των 15 δολαρίων ως ελάχιστου ωρομίσθιου. Τα κομμάτια αυτά οικειοποιούνται πρακτικές του μπλακ-μπλοκ:

Στην διάρκεια της ορκωμοσίας του Τραμπ, οι τακτικές του μπλακ-μπλοκ βοήθησαν τους ακτιβιστές του κινήματος Black Lives Matter να κλείσουν ένα σημείο ελέγχου και να κυνηγήσουν κάποιους νεοναζί. Τι άλλες χρήσεις μπορεί να εξυπηρετήσει το μπλοκ σήμερα; Το κλείσιμο αεροδρομίων; Την προστασία κλινικών έκτρωσης; Το σταμάτημα επιδρομών απελάσεων; Την άμυνααυτοοργανωμένων προγραμμάτων επιβίωσης που θα αναπτύξουμε στα επόμενα χρόνια; (ό.π.).

Η συνάρθρωση των διαφόρων κοινωνικών δυνάμεων με έναν τρόπο που θα σέβεται τις διαφορετικές ανάγκες, συμφέροντα και επιθυμίες και θα αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη σύνθεση της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ αποτελεί κατεξοχήν στρατηγικό ζήτημα των συζητήσεων των Αμερικανών συντρόφων/ισών. Οι Endnotes (δείτε πχ. το κείμενο “Θέσεις του LA”, στο παρόν τεύχος του “Ελέφαντα”) αναφέρονται σε αυτό ως το “πρόβλημα της σύνθεσης”. Καμμιά από τις διάφορες φράξιες του προλεταριάτου δεν μπορεί να εκφράσει καθολικά τα συμφέροντά του και παρ’ όλο που η ενότητά τους είναι αναγκαία αυτή δεν μπορεί να βρεθεί έτσι απλάμέσα στους όρους αυτής της κοινωνίας που ξηλώνεται”.

Από την άλλη, η σύνδεση του μπλακ-μπλοκ με τους ευρύτερους αγώνες δεν μπορεί να εξαντλείται απλά στην “οικειοποίηση” των πρακτικών του.

“…υπάρχει η πρόκληση της τυποποίησης της σύνδεσης ανάμεσα στο μπλακ-μπλοκ και στους άλλους αγώνες. Για να είναι αποτελεσματικό, το μπλακ-μπλοκ απαιτεί έναν συγκεκριμένο βαθμό αυτονομίας, ιδιαίτερα με δεδομένους τους νομικούς κινδύνους της σύγκρουσης. Από την άλλη πλευρά…αν πρόκειται να ενισχύσει τα κινήματα αντί να εργάζεται για ανταγωνιστικούς σκοπούς, θα πρέπει να είναι διαφανές και να ‘δίνει λογαριασμό’” (ό.π.).

Αυτή η τυποποιημένη σχέση πρέπει να αναδημιουργηθεί καθώς η “τυπική” οργανωτική ενότητα, μέσω της οποίας επιτυγχανόταν αυτή η ισορροπία, δεν είναι δεδομένη σήμερα: “Στην πραγματικότητα, στο σημερινό πλαίσιο, το ίδιο το ερώτημα της ενότητας έχει πολύ λίγο νόημα χωρίς την οργάνωση” (στο “Back in Black”).

Αν και βρισκόμαστε σε διαφορετική συνθήκη, νομίζουμε ότι τα ζητήματα που τίθενται στην προβληματική του ανταγωνιστικού κινήματος στις ΗΠΑ, είναι εξαιρετικά ουσιώδη και αξίζει να μας απασχολήσουν κι εμάς σοβαρά. Άλλωστε η ελληνική κοινωνία, με όλες τις ιδιομορφίες της, είναι μια καπιταλιστική κοινωνία και, μάλιστα, από πολλές απόψεις, προηγμένη.

Θεωρούμε ότι το να ξεκινάμε από αφηρημένες αντιλήψεις για το “πώς θα πρέπει να είναι οι αγώνες” δεν είναι ιδιαίτερα παραγωγικό. Είναι προτιμότερο να ξεκινάμε από μια συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης πραγματικότητας. Χρειάζεται να πειραματιστούμε, να εφεύρουμε νέες μορφές ενότητας και συλλογικής οργάνωσης, αντλώντας έμπνευση από την ίδια την εμπειρία των πραγματικών αγώνων, όσο αντιφατικοί κι αν είναι. Να διευρύνουμε τη φαντασία μας, προσπαθώντας να μην μένουμε “έξω” από τις ανεπανάληπτες δυνατότητες κάθε συγκυρίας, να είμαστε στη ροή των πραγμάτων. Όπως λέει και ο Mohandesi στο “Back in Black”:

Αντί να βγάζουμε συμπεράσματα πίσω από κλειστές πόρτες, θα πρέπει να βασίσουμε τη στρατηγική μας σε αυτό που συμβαίνει στους δρόμους.

q.

ΥΓ. Όλα τα αναφερόμενα άρθρα όπως και τα ακόλουθα: Λευκή Αγνότητα”, του Asad Haider, Η κονκάρδα και η σβάστικα”, του Shuja Haider, Ένα βήμα πίσω, δύο βήματα μπροστάτου Salar Mohandesi, είναι διαθέσιμα στον ιστότοπο της ομάδας InMediasRes: https://inmediasres.espivblogs.net/translations.

Κράτος, κοινωνία και εμφύλιος πόλεμος στη Συρία

Σημείωση της μετάφρασης: Εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο, συνέχεια του εισαγωγικού Ούτε Αλλάχ ούτε πετρέλαιο  που θέτει ερωτήματα και τροχιές ανάγνωσης του συριακού ζητήματος στο γενικότερο πλαίσιο της σχέσης κράτους και κεφαλαίου σε μια εποχή κρίσης. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2017/05/11/etat-societe-et-guerre-civile-en-syrie.

 

Η δυνατότητα για τον καπιταλισμό να απελευθερώσει τον εαυτό του από αυτή την αντίθεση, δηλαδή να αναπαράγει εντός του την εργατική δύναμη (κάτι που είναι ο ελάχιστος ορισμός οποιασδήποτε “καπιταλιστικής κοινωνίας”) ενώ την ίδια στιγμή να την εξωθεί σταθερά εκτός της διαδικασίας παραγωγής αξίας, θα μπορούσε να είναι το μέλλον μιας πραγματικής αποβολής από τις “γκρίζες περιοχές” των μαζών των υπεράριθμων προλετάριων, που θα γίνονταν οι ίδιοι υπεύθυνοι για την αναπαραγωγή τους και θα είχαν την ελευθερία να αυτοδιαχειρίζονται την μιζέρια τους.

Η “αποπρολεταριοποίηση” στο εσωτερικό του κόσμου του κεφαλαίου, θα συνέβαινε, τότε, στη βάση της επέκτασης των παραγκουπόλεων και άλλων περιοχών σε μια κατάσταση μόνιμου εμφυλίου πολέμου.

Αυτό το πρώτο κομμάτι σχετικά με την κατάσταση στη Συρία είναι μόνο ένα βήμα προς μια πιο ολοκληρωμένη δουλειά. Επιπρόσθετα, στις πιο επεξεργασμένες πτυχές του ζητήματος (το Κουρδικό ζήτημα και το Ισλαμικό Κράτος), παρέχει περισσότερο δουλειά από συγκεκριμένες απαντήσεις, και πολλά από τα ζητήματα που θέτει θα πρέπει να προσεγγιστούν συγκεκριμένα: η σχέση Κράτους και κοινωνίας, ο Ισλαμισμός, ο ρόλος των εσόδων, και οι διαδρομές που έχουν συζητηθεί ως εκ τούτου όσον αφορά την πιθανή χρήση του εμφυλίου πολέμου ως μιας διεξόδου από την κρίση για το αναδιαρθρωμένο κεφάλαιο.

Από την εξέγερση του 2011, η σύρραξη στη Συρία έχει χωριστεί σε τρία διακριτά μέτωπα. Στον βορρά, η Κουρδική περιοχή, όπου μετά την από διαπραγματεύσεις αναχώρηση των κυβερνητικών στρατευμάτων στην αρχή της εξέγερσης και την νικηφόρα μάχη, που διεξάγεται με τη βοήθεια των ΗΠΑ, ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ), οι δυνάμεις του PYD/YPG1 έχουν αδράξει την ιστορική ευκαιρία να αποκτήσουν μια αυτόνομη κουρδική περιοχή. Το δεύτερο μέτωπο είναι αυτή η αχανής περιοχή από τη Συρία μέχρι το Ιράκ, την οποία κρατά το Ισλαμικό Κράτος, και που μοιάζει ξεκάθαρα σήμερα να είναι ξέπνοη κάτω από τα χτυπήματα του διεθνούς συνασπισμού. Το συριακό καθεστώς αποσύρθηκε γρήγορα και από τα δύο μέτωπα, συγκεντρωνόμενο στην “χρήσιμη” Συρία, αυτή των σημαντικότερων πόλεων και λιμανιών, όπου εντοπίζεται και η μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα της χώρας. Αυτό το μέτωπο, του εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στο συριακό κράτος και ένα μέρος του πληθυσμού του, ήταν που, μέχρι την πολιορκία του Αλεπίου τον Δεκέμβρη του 2016, έμοιαζε να ενδιαφέρει λιγότερο την κοινή γνώμη της Δύσης, πιθανόν γιατί ήταν πολύ μακριά από τα δικά της στρατηγικά και ιδεολογικά διακυβεύματα. Η μάχη ενάντια στην παγκόσμια τρομοκρατία, η οποία υποτίθεται ότι ενσαρκώνεται στον πόλεμο του συνασπισμού και των τοπικών του συμμάχων εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, και, για την άκρα αριστερά η κουρδική εμπειρία στη Ροτζάβα, θεωρούμενη ως μια προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας ελευθεριακής εκδοχής σοσιαλισμού, έδωσαν έναυσμα σε πολύ εκτενέστερες αναλύσεις και σχόλια απ’ ό,τι το εσωτερικό μέτωπο, που είναι, παρ’ όλα αυτά, εκείνο που “κλειδώνει” όλα τα άλλα.

Είναι αυτό το εσωτερικό μέτωπο που θα συζητήσουμε εδώ. Ο ίδιος ο όρος “εσωτερικό” είναι προβληματικός, καθώς πρόκειται για μια γλώσσα που, υπόδηλα, προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κράτους εγκατεστημένου εντός των συνόρων του και που διατηρεί μια συγκεκριµένου τύπου σχέση με τον πληθυσμό “του” κ.ο.κ. Αυτό που συμβαίνει στη Συρία εδώ και έξι χρόνια απέχει πολύ από το να είναι τόσο καθαρό, από την μια πλευρά εξαιτίας της ίδιας της συγκρότησης του συριακού κράτους, το οποίο δεν είναι ένα δημοκρατικό κράτος, και για το οποίο μπορεί θεμιτά να μπει το ερώτημα αν διαθέτει κάτι τέτοιο όπως μια “κοινωνία πολιτών” (δείτε, μεταξύ άλλων, το έργο του Michel Seurat), εκτός από την πιο γενική έννοια του “πληθυσμού”. Επιπλέον, στον εμφύλιο πόλεμο, οι ίδιες οι κατηγορίες του κράτους και της κοινωνίας καθίστανται προβληματικές και χάνουν τον χαρακτήρα της ένδειξης που συνήθως αποκτούν όταν, όπως στις δημοκρατίες μας, καταφέρνουν να διαπλέκονται λειτουργικά. Θα συνεχίσουμε, όμως, να χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους λόγω της απουσίας άλλων ακριβέστερων, έχοντας κατά νου ότι ο ορισμός τους αμφισβητείται από αυτό που συμβαίνει στην παρούσα σύρραξη. Ως ένα πρώτο βήμα, η περιγραφή θα πάρει την μορφή ενός ορισμού.

Αν δεν συζητάμε τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία στην πλήρη του έκταση, λαμβάνοντας υπόψιν τα τρία μέτωπα που περιγράψαμε, είναι για να μην χάσουμε την ιδαιτερότητά του ως εμφυλίου πολέμου. Αν θεωρήσουμε την πλήρη εικόνα, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με αυτό που εμπειρικά εμφανίζεται ως ένας γενικευμένος κατακερματισμός, μια καθαρά έκνομη2 κατάσταση. Από αυτή την άποψη, ο βομβαρδισμός του Αλεπίου και οι ρίψες πυραύλων των εξεγερμένων στις περιοχές που ελέγχει το καθεστώς, παίρνουν την ίδια “βάρβαρη” φύση με τους εκβιασμούς του Ισλαμικού Κράτους, πιστεύοντας ότι πρόκειται γι’ αυτό που συνέβαινε πάντα σ’ αυτές τις χώρες. Για να ξεφύγουμε απ’ αυτή την ομίχλη του πολέμου, είναι πιο αποτελεσματικό να συγκεντρωθούμε στις σχέσεις μεταξύ του συριακού κράτους και του πληθυσμού του, όπως εξελίσσονται από το ξέσπασμα της εξέγερσης. Κατανοούμε, τότε, τον εμφύλιο πόλεμο συγκεκριµένα ως έναν πόλεμο ανάμεσα σε ένα κράτος και τον λαό του, ως έναν πόλεμο όχι μόνο για εδαφική επικράτεια αλλά για νομιμοποίηση, ως έναν πόλεμο που χρησιμοποιεί τόσο τον λόγο όσο και τα όπλα. Είναι πάνω σε αυτές τις βάσεις που πρέπει να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε τον επακόλουθο κατακερματισμό και την συγκεκριμενoποίησή του σε πολλαπλές κοινωνικές φράξιες αυτού που αρχικά ορίζεται ως “ένα” ή ως η “κοινωνία” μπροστά στο κράτος “της”. Η “δογματικοποίηση3, για παράδειγμα, μπορεί να εξηγηθεί από την ίδια την εξέγερση όπως υπήρχε και όχι το αντίστροφο. Η διεθνοποίηση της σύρραξης, με την επέμβαση τζιχαντιστικών ομάδων από το εξωτερικό, όπως και των μεγάλων δυνάμεων, που τώρα θα μπορούσαν να υπαγορεύσουν το μέλλον της Συρίας, μπορεί επίσης να εξηγηθεί από την αποτυχία μιας εθνικής λύσης.

Αν, όπως το θέτουμε στην εισαγωγή, η συριακή στιγμή είναι και δική μας, τότε είναι καλό που ερχόμαστε αντιμέτωποι με πραγματικότητες που είναι επίσης και δικές μας: το κράτος και την κοινωνία, καθένα προσπαθώντας να υπάρξει για τον εαυτό του, υπερασπιζόμενο την ύπαρξή του, αντιμετωπίζοντας την αδυνατότητα της αυτονομίας τους. Εμφανίζεται, τότε, αυτό που με το οποίο διαπλέκονται, την ίδια ακριβώς στιγμή που αντιμάχονται μεταξύ τους, με τον πιο βίαιο τρόπο. Το αδιέξοδο που υπάρχει αυτή τη στιγμή στη Συρία αγκυρώνεται στο εξής τραγικό παράδοξο: το συριακό κράτος έχει απωλέσει κάθε νομιμοποίηση και εμφανίζει τον εαυτό του ως ένα ξένο σώμα στην ίδια την κοινωνία του, ενώ η συριακή κοινωνία, σε μια κατάσταση εξέγερσης, δεν επιτυγχάνει να συγκροτήσει ένα Κράτος.

Στην παρούσα κρίση του κεφαλαίου, στις μορφές που παίρνει αυτή η κρίση, αυτό που συμβαίνει στη Συρία δεν είναι ένα περιθωριακό φαινόμενο. Το ξεκίνημα της συριακής κρίσης το 2011, μετά την κρίση του 2008 και στον απόηχο της “Aραβικής Άνοιξης”, θα έπρεπε να αρκεί για να μας θυμίσει ότι αυτό που συνέβη στη Συρία δεν ήταν τυχαίο. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η συριακή κατάσταση καθαυτή, γιατί ό,τι υπάρχει υπάρχει με έναν συγκεκριμένο τρόπο, όπως και οι σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και το κεφάλαιο, δεν μπορούν να συνοψιστούν σε γενικές φόρμουλες όπως “η πτώση του ποσοστού κέρδους” ή “η κυριαρχία μιας τάξης πάνω στις άλλες”. Αν αυτές οι γενικότητες μπορεί να “αληθεύουν”, αυτό μπορεί να κατανοηθεί μόνο στην ίδια την πραγματικότητά τους. Να μελετήσουμε τη συριακή περίπτωση συγκεκριµένα, σημαίνει να δώσουμε συγκεκριµένα θεωρητικά εργαλεία για να καταλάβουμε τι είναι ο εμφύλιος πόλεμος, όχι ως σκιάχτρο του κοινωνικού χάους, που ταράζει του εραστές της τάξης, ή ως μιας επαναστατικής φαντασίωσης της κατάρρευσης του παλιού κόσμου, αλλά ως κάτι που συμβαίνει στην κρίση του κεφαλαίου και που ως τέτοιο μπορεί και πρέπει να κατανοηθεί θεωρητικά.

Το Κόμμα καθοδηγεί την Κοινωνία και το Κράτος” (Άρθρο 8 του Συντάγματος)

Μετά την εποχή της γαλλικής εξουσίας στη Συρία και τον Λίβανο, όλα τα διαδοχικά κυβερνητικά σώματα του συριακού κράτους στηρίζονταν στις υπάρχουσες θρησκευτικές και κοινοτικές διαιρέσεις για να παγιώσουν την πολιτική και κοινωνική τους εξουσία. Υπό τον γαλλικό έλεγχο, οι “τάξεις” του στρατού και της διοίκησης στρατολογούνταν, σύμφωνα με την κλασσική αποικιοκρατική μέθοδο, από τις μειονότητες, μεταξύ των οποίων και η μειονότητα των Αλεβιτών4, αποτελούμενη κυρίως από φτωχούς αγρότες που θεωρούνταν, ουσιαστικά, αιρετικοί από την σκοπιά του Ισλάμ, ώστε αφενός να κρατηθεί μακριά από την εξουσία μια σουνιτική πλειοψηφία κυριαρχούμενη από τις ιδέες του Αραβικού εθνικισμού, και αφετέρου να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη υποστήριξη από μια κοινωνική ομάδα οργανικά συνδεδεμένη με το Κράτος. Από αυτή την άποψη, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι η “θρησκευτική διαίρεση” στη Συρία δημιουργήθηκε μάλλον από τον γαλλικό παράγοντα, που επιθυμούσε να ασκήσει την εξουσία του πάνω στο 80% των Σουνιτών Αράβων στη Συρία χωρίς να βάλει στα χέρια αυτής της πλειοψηφίας εργαλεία της εξουσίας. Αυτή η πολιτική επέτρεψε την συγκρότηση μιας γραφειοκρατικής και στρατιωτικής ελίτ, στρατολογούμενης και συνεργαζόμενης μέσα από δίκτυα οικογενειών και φατριών, η οποία αποτέλεσε τη βάση γι’ αυτό που έγινε το σύστημα των Άσσαντ από την δεκαετία του 1970 και ύστερα.

Συνεπώς, το συριακό κράτος κατασκευάζεται εξαρχής όχι ως ένα έθνος-κράτος, με την κανονική έννοια του όρου, αλλά ως ένα εργαλείο για μια άρχουσα μειονότητα ώστε να μπορεί να αντισταθεί απέναντι σε έναν δυνητικά εχθρικό πληθυσμό. Αυτό το μοτίβο, που αναδύεται από την περίοδο της αποικιοκρατίας, επανενισχύεται από την δομή των εσόδων5, στην οποία ενσωματώθηκε το συριακό κράτος, καθιστώντας το κράτος εργαλείο συγκέντρωσης των εσόδων προς όφελος αυτής της μειονότητας. Μεταξύ του 1973 και του 1987, η Συρία λάμβανε σημαντική οικονομική βοήθεια από τη Σαουδική Αραβία στο όνομα του αγώνα εναντίον του Ισραήλ, κάτι που συνιστούσε μια έμμεση μορφή εσόδων από το πετρέλαιο και κατέστησε δυνατό τον διπλασιασμό του αριθμού των θέσεων εργασίας στην κρατική βιομηχανία (από 55.000 σε 103.000), κυρίως στις παράκτιες περιοχές, οι οποίες έχαιραν προνομιακής μεταχείρισης από τις αρχές. Αν και τα έσοδα αυτά έχουν στερέψει έκτοτε, η διανομή και η παραγωγή υδρογονανθράκων στην περιοχή, την περίοδο της επανάστασης, συνιστούσε ακόμα το 75% των κρατικών εσόδων6.

Ο αραβικός εθνικισμός έγινε μακροπρόθεσμα ο συνεκτικός ιστός και το ιδίωμα του συριακού κράτους, εξυπηρετώντας ως βάση για το κάρπωμα των εσόδων από τις Αραβικές μοναρχίες, προς υποστήριξη του αγώνα εναντίον του Ισραήλ, και για την παροχή ενός άλλοθι “αραβικότητας” στην μειοψηφία που βρίσκεται στην εξουσία. Αλλά ο διεθνικός χαρακτήρας του αραβικού εθνικισμού (στο λεξιλόγιο του κόμματος Μπάαθ, για παράδειγμα, η Συρία είναι απλά μια “περιοχή” του αραβικού έθνους), δεν μπορούσε να αποκρύψει τις θηρσκευτικές δογματικές διαιρέσεις της συριακής κοινωνίας ούτε και το έργο μιας σουνιτικής μειοψηφίας (και της φατρίας του Άσσαντ) για την απόκτηση ακόμα μεγαλύτερης εξουσίας. Αντιμέτωποι μ’ αυτόν τον εθνικισμό, τον συνδεδεμένο, με αυτόν τον εθνικισμό, σοσιαλισμό και την ανικανότητα του καθεστώτος να σχηματίσει μια εσωτερική αντιπολίτευση (οι διαμάχες μέσα στο Κόμμα οδήγησαν στην εξαφάνιση της αντιπολίτευσης), η μόνη αξιόπιστη αντιπολίτευση μπορούσε να βρεθεί στον ισλαμισμό. Ως ένα σύνολο αξιών, ο ισλαμισμός έχει βάσεις σε όλες τις τάξεις και μπορεί, επίσης, να υιοθετήσει στοιχεία της εθνικής ιδεολογίας που διατρέχει όλες αυτές τις τάξεις. Μπορεί να ανακάμψει από τον αραβικό εθνικισμό τόσο στον ρόλο του ως ταυτότητα όσο και ως μια προοπτική περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης, αντικαθιστώντας τον με την Ούμα7, την κοινότητα των πιστών, ακόμα και με το Χαλιφάτο. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τη “σοσιαλιστική” διανομή, η λειτουργία της οποίας, ουσιώδης στο πλαίσιο των “εσόδων”, εξασφαλίζεται από την φιλανθρωπία, που θεωρείται θρησκευτικό καθήκον τόσο για το Κράτος όσο και για τα άτομα, κοκ.

Η εθνικιστική περίοδος, υπό την εξουσία του κόμματος Μπάαθ, ήταν μια οικονομική και πολιτική μάχη εναντίον των αστών εμπόρων και των γαιοκτημόνων (που ανήκουν σε όλα τα δόγματα αλλά, κατεξοχήν, στους Σουνίτες) ώστε να εμπεδωθεί η εξουσία της γραφειοκρατικής και στρατιωτικής ελίτ· οδήγησε στην ενίσχυση της κρατικής εξουσίας και την κυριαρχία του Κόμματος πάνω σε όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες. Συγκεκριμένα, οδήγησε στην de facto κυριαρχία σε όλα τα σώματα του στρατού, και ιδιαίτερα των μυστικών υπηρεσιών, μιας μειοψηφίας Αλεβιτών, στρατολογημένων σε φατριακή και πελατειακή βάση. Στον στρατό, κάθε Σουνίτης στρατηγός εποπτεύεται από ένα μέλος του κόμματος ή από υπηρεσίες που επιβλέπουν τις δραστηριότητές του, δραστηριότητες που αναφέρονται απευθείας στην κεντρική εξουσία: αυτό έχει ως αποτέλεσμα κάτι που ένας πρώην στρατιώτης του καθεστώτος αποκαλεί “έναν στρατό πρακτόρων”. Το ίδιο ισχύει, όμως, σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, όπου ένας διευθυντής σχολείου μπορεί να τεθεί υπό τη de facto εξουσία ενός αξιωματούχου ασφαλείας κοκ. Το άρθρο 8 του συριακού Συντάγματος (πριν από την “δημοκρατική” αναθεώρησή του, το 2012) λέει: “Το Κόμμα καθοδηγεί την κοινωνία και το Κράτος”. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η κοινωνική δικτύωση απέκτησε ένα μείγμα, εμπνευσμένων από την Στάζι, μεθόδων και στρατολόγησης από την κοινότητα, του οποίου η ένταση συγγένειας αυξάνει καθώς προσεγγίζει κανείς την εξουσία. Στην κορυφή, η οικογένεια Άσσαντ, αδέλφια, γαμπροί, κ.λπ., και ένα, ουσιαστικά, πελατειακό δίκτυο βασισμένο σε σχέσεις εμπιστοσύνης και υποταγής.

Αν το συριακό κράτος είναι περισσότερο η κυριαρχία μιας μειονότητας Αλεβιτών και όχι το κράτος της Αλεβιτικής μειονότητας, αυτό ισχύει γιατί οι περισσότεροι από τους Αλεβίτες, είτε ανήκουν στο κόμμα Μπάαθ είτε είναι κρατικοί υπάλληλοι, έχουν πλέον μόνο μισθούς μιζέριας για να ζήσουν. Αν και η κομματική κάρτα είναι ακόμα αναγκαία για να βρει κανείς δουλειά, η εποχή των απροσδόκητων εσόδων από τον Κόλπο παρήλθε, όπως και η εποχή του σοσιαλιστικού εκσυγχρονισμού της βιομηχανίας. Είναι στην κορυφή της εξουσίας που αποκτά το πλήρες νόημά της η αλληλεγγύη των Αλεβιτών, όχι στο επίπεδο των “από κάτω”: δεν είναι ζήτημα θρησκευτικής δογματικής αλληλεγγύης, είναι ένας τρόπος να επιλέγεται κανείς ως η κεφαλή του Κράτους, σε ένα πελατειακό δίκτυο. Αν και το αλεβιτικό δίκτυο είναι μια πραγματικότητα στα κρατικά δίκτυα, τον στρατό, την αστυνομία και τις υπηρεσίες ασφαλείας, το να ανήκει κανείς στην κοινότητα των Αλεβιτών δεν είναι πλέον εγγύηση κοινωνικής ανέλιξης. Αυτός είναι ο λόγος που, στην αρχή της επανάστασης, πολλοί Αλεβίτες, παρά τη βαθιά ριζωμένη καχυποψία απέναντί τους, κατέβηκαν στους δρόμους μαζί με όλους τους Σύριους για να απαιτήσουν την πτώση του καθεστώτος· είναι επίσης η αιτία των σφαγών του καθεστώτος στους σουνιτικούς θύλακες στις περιοχές των Αλεβιτών (Houla, al-Koubeir, Temsa) το 2012, με στόχο τόσο την επανεκπαίδευση των Σουνιτών εναντίον των Αλεβιτών όσο και τον εξαναγκασμό των τελευταίων να προσεγγίσουν περισσότερο το καθεστώς. Το Κράτος, ενεργώντας σύμφωνα με την πιο καθαρή μαφιόζικη παράδοση, είναι αυτό που προκαλεί την επιθετικότητα και, την ίδια στιγμή, προστατεύει από αυτήν.

H φατρία των Άσσαντ που μπορεί, με τον ευρύ ορισμό, να ονομαστεί μια “άρχουσα κλίκα”, μια “asabiyyah8 (που κυριολεκτικά σημαίνει “πνεύμα αλληλεγγύης” αλλά μπορεί να κατανοηθεί και ως μια “κοινότητα συμφερόντων”) ή απλά “μαφιόζικη εξουσία”, στηρίζεται σε διαπροσωπικές συμμαχίες, στην σύνδεση της οικογένειας στη φατρία, στο ανήκειν στην κοινότητα των Αλεβιτών ή σε άλλες μειονότητες. Οι σχέσεις με την σουνιτική πλειοψηφία καθορίζονται τόσο από την απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης όσο και την ανάγκη αναγνώρισης της ύπαρξής της, ακόμα και αναγνώρισής της, από αυτήν την σουνιτική πλειοψηφία, ως νόμιμης.

Συνεπώς, από την σκοπιά του θρησκευτικού δόγματος, η φατρία των Άσσαντ έχει επιδιώξει σταθερά την αναγνώριση της μειοψηφίας των Αλεβιτών ωσάν να ανήκει στο Ισλάμ, μερικές φορές κόντρα σε πιο παραδοσιακά στοιχεία της μειοψηφίας αυτής. Από μια οικονομική σκοπιά, η αποτυχημένη πολιτική οικονομικής “φιλελευθεροποίησης” της δεκαετίας του 1990 οδήγησε την κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να πλησιάσει τις οικονομικές ελίτ των Σουνιτών ώστε να επεκτείνει τα δίκτυό της. Η φατρία των Άσσαντ φτάνει ακόμα και να υποστηρίξει ένα είδος “προοδευτικών” εξώγαμων σχέσεων που παραμένει, ως επί το πλείστον, κάτι ξένο προς την υπόλοιπη συριακή κοινωνία: η Asma el-Assad, η σύζυγος του Μπασάρ, είναι μια σουνιτικής καταγωγής δικηγόρος επιχειρήσεων, που μεγάλωσε στο Λονδίνο, πίνει κρασί και έλαβε ακόμα και το βραβείο της “πιο κομψής ηγέτιδος. Αλλά πρέπει να θυμηθούμε ότι η θρησκευτική εξωγαμία είναι σχεδόν ανύπαρκτη στη Συρία, μόνο γύρω στο 2%: κάποιος παντρεύεται, ζει και εργάζεται στην κοινότητα από την οποία κατάγεται.

Στην πραγματικότητα, το συριακό καθεστώς ελίσσεται πάντα με μια τυχοδιωκτική επιδεξιότητα ανάμεσα στο σουνιτικό και το σιιτικό Ισλάμ, χρησιμοποιώντας την λιβανέζικη Χεζμπολά και σιιτικές ομάδες σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε διπλωματικές πρακτικές τρομοκρατίας, “χαρίζοντάς” την στις μοναρχίες του Κόλπου, που το δανειοδοτούν, και κραδαίνοντας, στις καλές εποχές, τον παλαιστινιακό “Σκοπό” ως ιδεολογική σύνθεση μιας πολιτικής που ποτέ δεν στόχευε σε αποκλειστικά δικά του συμφέροντα. Αλλά στο εσωτερικό, αν το καθεστώς θεωρηθεί ως η μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας, εξαιτίας του ελέγχου των εσόδων και την απασχόλησης στο δημόσιο, αυτή η δομή την καθιστά μια επιχείρηση βασικά παρωχημένη, από την καπιταλιστική σκοπιά, με τον δημόσιο τομέα να έχει πολύ μικρή παραγωγικότητα. Ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1990, ήταν αναγκαίο για το καθεστώς να βρεθεί πιο κοντά στις εμπορικές και βιομηχανικές αστικές ελίτ του Αλεπίου και της Δαμασκού. Οι ίδιες οι ανάγκες κίνησης του κεφαλαίου σημαίνουν ότι η κρατική αστική τάξη και ο ιδιωτικός τομέας πρέπει να βρουν ένα κοινό έδαφος, αλλά αυτές οι σχέσεις παραμένουν στην καχυποψία και την εχθρότητα, με το συριακό κράτος να είναι πάντα έτοιμο να χρησιμοποιήσει τον εξαναγκασμό για να διατηρήσει τα προνόμιά του.

Ωστόσο, η αναζήτηση νομιμοποίησης και επαναπροσέγγισης των σουνιτικών οικονομικών ελίτ δεν προχώρησε τόσο ώστε το καθεστώς να αποδεχτεί μια ισλαμιστική πολιτική αντιπολίτευση: αν και μπορούσε να δείξει μια κάποια ανοχή απέναντι στις θρησκευτικές ή φιλανθρωπικές ενώσεις, η εξέγερση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, τη δεκαετία του 1980, συνετρίβη ανελέητα. Η σουνιτική συριακή αστική τάξη θυμάται τη σφαγή στη Χάμα το 1982, και αν δεν υποστήριξε αρχικά το ξέσπασμα του κινήματος το 2011 με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, αυτό δεν οφειλόταν σε κάποιο φόβο μπροστά στην προοπτική ανάληψης της εξουσίας από το μετριοπαθές Ισλάμ, κατά το μοντέλο του τουρκικού AKP, αλλά απλά επειδή είχε συνειδητοποιήσει από καιρό την μη-μεταρρυθμίσιμη φύση του καθεστώτος. Η πτώση του καθεστώτος δεν μπορούσε να είναι ζήτημα κάποιων ρεφορμιστών, έστω θρησκευτικών, ακόμα κι αν στηριζόταν στην σουνιτική πλειοψηφία, καθώς αυτό θα ενέπλεκε μεγάλες και με προκαταλήψεις αντιπαραθέσεις με τις επιχειρήσεις.

Ο μειοψηφικός χαρακτήρας του καθεστώτος είναι ταυτόχρονα δύναμη και αδυναμία γι’ αυτό. Από την μια πλευρά, η απόρριψή του είναι αναπόφευκτη για οποιονδήποτε θέλει να αλλάξει κάτι στη Συρία αλλά, από την άλλη, του επιτρέπει να φέρει πιο κοντά του τις τάξεις όλων των μειονοτήτων που αισθάνονται ότι απειλούνται. Το συριακό καθεστώς έγινε αμέσως ένα πολιορκούμενο κάστρο, που συσσωρεύει μέσα καταπίεσης και καταστολής αλλά, ταυτόχρονα, ενισχύει τους δεσμούς και τις “ενοχές” όσων είναι κοντά του ώστε να μην έχουν άλλη επιλογή από το να το υπερασπιστούν. Έτσι η επιλογή της απόρριψης του καθεστώτος είναι αναπόφευκτα αυτή του εμφυλίου πολέμου, και συνεπώς του χάους.

Η αρχή της εξέγερσης: ανάμεσα στα δημοκρατικά αιτήματα και την καταπίεση

Μετά τη δεκαετία του 1990, με την πτώση του σοβιετικού μπλοκ, την ενσωμάτωση στην παγκόσμια κίνηση του κεφαλαίου, το τέλος του αραβικού εθνικισμού και της σοσιαλιστικής αναδιανομής του εισοδήματος, οι άρχουσες τάξεις που αναδύθηκαν από την απο-αποικιοποίηση φαίνονταν όλο και περισσότερο παρασιτικές. Κράτη όπως η Αίγυπτος ή η Συρία, των οποίων ο απολυταρχικός χαρακτήρας θα μπορούσε να δειχτεί και μόνο από την ανάγκη, για παράδειγμα, να γίνουν αγροτικές μεταρρυθμίσεις, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν επαναστατικές, σε βάρος της παλιάς αστικής τάξης, υπήρχαν τώρα μόνο ως καινούριοι ιδιοκτήτες χωρών που περισσότερο τις εκμεταλλεύονται παρά τις κυβερνούν. Η κρίση του 2008 επιτάχυνε την κατάσταση, και το 2011 μια μεγάλη αύξηση στο κόστος των πρώτων υλών, ιδιαίτερα στο αλεύρι, αποκάλυψε, μια σκληρή μέρα, από τη μια μεριά την εξάρτηση αυτών των οικονομιών από την παγκόσμια αγορά, παρ’ όλη τη ρητορεία περί εθνικής ανεξαρτησίας και, από την άλλη, την ανικανότητα των κρατών αυτών (με την αξιοπρόσεκτη εξαίρεση της Αλγερίας) να αναδιανείμουν τα εισοδήματα, κάτι που αποτελούσε την ελάχιστη δικαιολόγηση της ύπαρξής τους.

Η εναλλακτική που έθεσε η φατρία των Άσσαντ στις πρώτες διαδηλώσεις, και η οποία μπορεί να συνοψιστεί στη φόρμουλα “ή εμείς ή το χάος”, δεν είναι μόνο μια πρόβλεψη αλλά και μια απειλή, μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Οι πρώτες διαδηλώσεις στη Συρία δεν οδήγησαν σε κάποια προσπάθεια να “διατηρηθεί η τάξη”, όπως την ξέρουμε. Δεν υπήρχαν κορδόνια δυνάμεων καταστολής, δεν υπήρχαν δακρυγόνα ούτε διάλυση του πλήθους· η καταστολή πήρε αμέσως μια εξαιρετικά βίαιη και στρατιωτική μορφή. Είναι ξεκάθαρο ότι η καταστολή των ειρηνικών διαδηλώσεων το 2011 είναι το πρώτο έναυσμα για την στρατιωτικοποίηση της ίδιας της εξέγερσης το διάστημα 2012-2013 και την αρχή του εμφυλίου από το 2013 και ύστερα.

Αυτή η αντίδραση του καθεστώτος ήταν προβλέψιμη: ενήργησε όπως και στην εξέγερση των αδελφών Μουσουλμάνων στις αρχές της δεκαετίας του 1980, την οποία ήταν ικανή να συντρίψει.

Αυτό που φαίνεται ανεξήγητο, ακόμα και παράλογο, στην εξέλιξη της συριακής εξέγερσης, είναι το γεγονός ότι οι διαδηλωτές του 2011 επέμεναν να κατεβαίνουν στον δρόμο, κάτω από τις σφαίρες και τις βόμβες, κι αυτό για μήνες, με την καταστολή να μην έχει άλλο αποτέλεσμα από το να ωθεί αυτούς που την υφίσταντο να οργανωθούν εναντίον της. Λαμβάνοντας υπόψιν τις δυνατότητες του καθεστώτος όχι μόνο για καταστολή αλλά και για αντίποινα – για εκδίκηση – είναι πιθανό ότι ήταν το κουράγιο της απελπισίας που παρακινούσε τους Σύριους να συνεχίσουν τον αγώνα. Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο το καθεστώς δεν πέτυχε, παρά την αιματηρή καταστολή και τα στρατιωτικά μέσα που οι εξεγερμένοι, άσχετα από τα σύνορά τους, δεν είχαν ποτέ στη διάθεσή τους, να συντρίψει την εξέγερση αλλά αυτή εξαπλώθηκε σε ολόκληρες περιοχές της συριακής επικράτειας. Ακόμα και σήμερα, παρά την μείζονα νίκη του καθεστώτος τον Δεκέμβρη του 2016 στο Αλέπι, η κατάσταση φαίνεται να είναι μπλοκαρισμένη, και το καθεστώς ανίκανο να ανακτήσει την εδαφική του επικράτεια. Η πολιορκία και ο βομβαρδισμός της Χάμα το 1982 επαναλήφθηκε αρκετές φορές σε διαφορετικές πόλεις, με μοναδικό αποτέλεσμα την παγίωση του ελέγχου του καθεστώτος στην “χρήσιμη” Συρία και τον εκτοπισμό εκατομμυρίων ανθρώπων.

Σε αντίθεση με την εξέγερση της δεκαετίας του 1980, η οποία σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε από την Μουσουλμανική Αδελφότητα και το ένοπλο κομμάτι της, που υποστήριζε τον ανταγωνισμό Αλεβιτών/Σουνιτών, αυτή η εξέγερση ήταν, ακολουθώντας τις αραβικές εξεγέρσεις του 2011, αυθόρμητη και από ένα ανοργάνωτο και ρητά ειρηνικό πλήθος, που ρίχνεται στους δρόμους χωρίς συγκεκριμένους στόχους, χωρίς ατζέντα και χωρίς στρατιωτικές δυνατότητες. Επιπλέον, στην αρχή της εξέγερσης, η θρησκευτική αναφορά όχι μόνο απουσίαζε αλλά είχε ρητά απορριφθεί. Αλεβίτες, Κούρδοι, Δρούζοι και Χριστιανοί είχαν ανακατευτεί με τους Σουνίτες. Στη διάρκεια των διαδηλώσεων τα συνθήματα αναφέρονταν στην συριακή εθνική ενότητα και καλούσαν για την πτώση του καθεστώτος.

Για την εξέγερση, λοιπόν, το ζήτημα ήταν να εμφανιστεί ως δημοκρατική και ειρηνική. Αν οι διαδηλώσεις γίνονταν μετά την προσευχή της Παρασκευής, αυτό οφειλόταν στο ότι η Συρία είναι μια μουσουλμανική χώρα και στο ότι οι διαδηλώσεις, όντας αυθόρμητες, πρέπει να έχουν έναν χώρο και έναν χρόνο. Το να δηλώνει κανείς ότι η εξέγερση στην Συρία το 2011 ξεκίνησε από θρησκευόμενους, “Σαλαφιστές”9, ακόμα και τζιχαντιστές, σημαίνει μη κατανόηση της πορείας των γεγονότων και ιδιαίτερα της “δογματικής” τροπής που ουσιαστικά πήρε η εξέγερση.

Από την αρχή της εξέγερσης, το 2011, η σουνιτική αστική τάξη εγκατέλειψε τη χώρα, ακόμα και το πολιτικό πεδίο, αφήνοντας πίσω το προλεταριάτο και τη μεσαία τάξη σ’ αυτό που επρόκειτο να γίνει μια κατά μέτωπο σύγκρουση ανάμεσα σε ένα καθεστώς έτοιμο να κάνει τα πάντα για να επιβιώσει και μια αντιπολίτευση γυμνή τόσο από πολιτικές προοπτικές όσο και στρατιωτικά μέσα. Τους πρώτους μήνες, οι ιδιοκτήτες βιοτεχνιών και εργοστασίων αποσυναρμολόγησαν τον εξοπλισμό τους και τον έβαλαν σε φορτηγά με προορισμό την Αίγυπτο. Ό,τι απέμεινε από την πολιτική αντιπολίτευση είναι τώρα στην Τουρκία, με το Συριακό Εθνικό Συμβούλιο να χαρακτηρίζεται από τους αντιμαχόμενους ως “Εθνικό Συμβούλιο του Σέρατον”, από το όνομα των πολυτελών ξενοδοχείων στα οποία διαμένουν τα μέλη του.

Η ιστορία της “δογματικοποίησης”, της στρατιωτικοποίησης, ο εγκλωβισμός της εξέγερσης σε εμφύλιο πόλεμο είναι επίσης η ιστορία της βαθμιαίας αποχώρησης όλων όσων μπορούσαν ακόμα να φύγουν, αφήνοντας πίσω μόνο τους πιο φτωχούς ή τους πιο πολιτικοποιημένους, αναγκασμένους να συνεχίσουν τη μάχη ακριβώς για να μην βρεθούν αφοπλισμένοι μπροστά στα αντίποινα του καθεστώτος προς τους ίδιους ή τις οικογένειές τους. Οι αναχωρήσεις στο εξωτερικό συνοδεύονται από ταξίδι στο εσωτερικό. Στρατιώτες που έχουν λιποτακτήσει, και που συγκροτούν τα πρώτα τμήματα του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (FSA, Free Syrian Army), συγκεντρωνόμενοι γύρω από πιο υψηλόβαθμους στρατιωτικούς, θα ενωθούν, από τη στιγμή που η σύγκρουση τελματώνεται, με τις οικογένειές τους στα χωριά, ακόμα και αν προσχωρούν σε τζιχαντιστικές φράξιες ώστε να έχουν πρόσβαση σε όπλα για να υπερασπιστούν τους δικούς τους. Αυτή η ιστορία είναι η ιστορία του περάσματος από την επαναστατική πάλη στον αγώνα για επιβίωση, που τελειώνει με την επιβίωση στη μάχη, χωρίς να διακρίνεται ένα τέλος.

Το φοβερό συριακό εργαλείο καταπίεσης, προετοιμασμένο γι’ αυτού του είδους τις καταστάσεις και, επιπλέον, ενισχυμένο μετά την εξέγερση της δεκαετίας του 1980, μπόρεσε μόνο να κρατήσει το καθεστώς στην εξουσία αλλά όχι να του δώσει τη νίκη. Την ίδια στιγμή, η εξέγερση, που έγινε εμφύλιος πόλεμος, αποδείχτηκε ανίκανη να εκμεταλλευτεί την προέλασή της και του ελέγχου της σε μεγάλες περιοχές της επικράτειας για να οδηγήσει την εξέγερση στη νίκη, δηλαδή στην πτώση του καθεστώτος. Άσχετα από το αν αυτό το μπλοκάρισμα και η αποτυχία μπορούν να αποδοθούν στην λυσσαλέα καταπίεση του καθεστώτος, τις ξένες επεμβάσεις (ή μη-επεμβάσεις) στη σύγκρουση, που την κατέστησαν μια άμεση σχέση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, ή σε εσωτερικούς παράγοντες της αντιπολίτευσης, το αποτέλεσμα δεν είναι άλλο από τούτο: αυτή η σύγκρουση είναι ένα αδιέξοδο από το οποίο κανείς δεν είναι έτοιμος να αποχωρήσει.

Από την εξέγερση στον εμφύλιο πόλεμο: κοινωνία χωρίς κράτος;

Αυτοί που κατέβηκαν στους δρόμους ενάντια στο καθεστώς το 2011 κα το 2012 είχαν κάθε δικαίωμα να αποκαλούν τον εαυτό τους “συριακή κοινωνία”, καθώς η συνάντηση στις μεγάλες πόλεις της φτωχοποιημένης ή άνεργης μεσαίας τάξης, των μικροεμπόρων, που πάσχιζαν την πραμάτειά τους, και των προλεταριοποιημένων αγροτικών μαζών, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την ύπαιθρο για να εγκατασταθούν σε ανθυγιεινούς “πρόχειρους καταυλισμούς”, είναι σαν η τρανταχτή σύνοψη της αποτυχίας του συριακού καθεστώτος, που έρχεται αντιμέτωπο με την ίδια τη Συρία.

Στη διάρκεια του 2011, ένα ιδεώδες συριακό “είναι” χτίζεται συλλογικά από τους διαμαρτυρόμενους, και αυτό το συριακό “είναι” ήταν δημοκρατικό και των πολιτών. Οι διαδηλώσεις ήταν η έκφραση μιας κοινωνίας που διεκδικούσε το δικαίωμά της να υπάρχει. Κανένας θεσμός δεν πρόβαλε για να υποστηρίξει αυτό το αίτημα: τα συνδικάτα, τα κόμματα και οι ενώσεις ελέγχονται στενά από το καθεστώς· οι θρησκευτικοί θεσμοί, που θυμούνταν την καταστολή της δεκαετίας του 1980 και στοιχημάτιζαν στο “άνοιγμα” που ξεκίνησε ο Μπασάρ αλ-Άσσαντ, παρέμειναν σιωπηλοί. Το κοινό έδαφος αυτών των διαδηλώσεων είναι η δυναμική της Αραβικής Άνοιξης. Εκείνη την εποχή, οι διαδηλωτές έμοιαζαν να ενώνονται από την απλή και αποτελεσματική ιδέα να κάνουν αυτό που οι Τυνήσιοι και οι Αιγύπτιοι είχαν κάνει: να βάλουν ένα τέλος στο καθεστώς. Αυτός ο στόχος μοιάζει να πηγαίνει πέρα από τις υπάρχουσες κοινωνικές διαιρέσεις, οι οποίες παραμερίζονται, ώστε να “παραχθεί”, έστω και για μια διαδήλωση, ακόμα και ως ένα συλλογικό δημοκρατικό σχέδιο, αυτό το συριακό υποκείμενο, ένα μέλος της κοινωνίας των πολιτών, που το κράτος των Άσσαντ αρνούνταν σταθερά και το υπέτασσε κάτω από τη δική του ύπαρξη. Για τους διαδηλωτές, λοιπόν, προείχε να φτιάξουν έναν λαό.

Η απουσία οποιασδήποτε θεσμικού “διαβιβαστή” ανάμεσα στους διαδηλωτές και το κράτος, καθώς και εντός της ίδιας της συριακής κοινωνίας, ο ίδιος ο συγκεντρωτισμός του καθεστώτος, δημιουργεί μεταξύ των διαδηλωτών ένα είδος εθνικισμού χωρίς το κράτος, έναν ομόθυμο ή καθολικό εθνικισμό. Ενώ οι Αιγύπτιοι ή οι Τυνήσιοι μπορούσαν να βασιστούν σε διαιρέσεις μέσα στον στρατιωτικό μηχανισμό ή στην λιποταξία αστυνομικών, που δεν ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρι θανάτου για το συγκεκριμένο καθεστώς, ή ακόμα και σε συνδικάτα ή ενώσεις που είχαν έναν σχετικό βαθμό αυτονομίας, οι Σύριοι είναι αντιμέτωποι από την μια με την πλήρη παγίδευση από το Κράτος και από την άλλη με ένα χωρίς οίκτο εργαλείο καταπίεσης, εντελώς αδιαπέραστο από την υπόλοιπη κοινωνία και υποταγμένο στο Κράτος. Η πλήρης απουσία στρατηγικών προβληματισμών αυτού του είδους, που ένα πολιτικό όργανο όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα θα είχε πολύ εύκολα, επιδεικνύει το αυθόρμητο του κινήματος του 2011 καθώς και την απουσία αναγνωρίσιμων ηγετών ή τυποποιημένου κοινού λόγου.

Αλλά η “κατασκευή” ενός λαού είναι αποκλειστικό έργο του κράτους: δεν υπάρχει λαός έξω από αυτό. Στην εξέγερση, το “συριακό είναι” κατακερματίζεται μπροστά σε ένα Κουρδικό είναι, ένα Σουνιτικό είναι, ένα Αλεβιτικό είναι κ.λπ., και ό,τι αυτά συνεπάγονται σε όρους πραγματικής αφοσίωσης, πίστης, υποχρεώσεων, πικρίας, προσκόλησης. Η απαίτηση για την συριακή ιδιότητα του πολίτη δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί στο ύψος της συριακής assabiya (και των εργαλειοποιήσεων από τις αρχές και όλους τους συμμετέχοντες) από την μια επειδή, λόγω του ελέγχου που ασκεί το συριακό κράτος στην κοινωνική δραστηριότητα, δεν υπάρχει, με την αυστηρή έννοια του όρου, συριακή κοινωνία των πολιτών, και δεύτερον επειδή για να φτιαχτεί ένας λαός χρειάζεται ένα κράτος, με άλλα λόγια, μια άρχουσα τάξη που ορίζει ως λαό όλες τις άλλες.

Στην απουσία μιας τέτοιας δομής, η εξέγερση βρέθηκε υποχρεωμένη να επιτελέσει τις λειτουργίες που συνήθως μεταβιβάζονται στο κράτος, ακολουθώντας τις υπάρχουσες διαιρέσεις: στρατιωτική λειτουργία, προνοιακή λειτουργία, εφοδιασμός, πολιτική άμυνα, δικαστική λειτουργία κ.λπ. Σε έναν αριθμό πόλεων οι υπάλληλοι του καθεστώτος συνέχιζαν να συλλέγουν μισθούς, τους οποίους έπρεπε να μαζεύουν στην ελεγχόμενη από το καθεστώς περιοχή και να τους επιστρέφουν στις περιοχές που ελέγχονταν από τους επαναστάτες, οι οποίοι, με τη σειρά τους, έπρεπε να ασκήσουν τις αντίστοιχες λειτουργίες. Είναι μια λεπτομέρεια, αλλά ενδεικτική, του πώς η συνέχεια υπερισχύει της ρήξης στον τρόπο με τον οποίο “η” εξέγερση (στην πραγματικότητα, και καθώς αναπτύσσεται ο εμφύλιος πόλεμος, οι διάφορες εμπλεκόμενες φράξιες, μερικές από τις οποίες έρχονται από το εξωτερικό) αναγκάστηκαν να διαχειριστούν την καθημερινότητα, σε μια κατάσταση αναμονής για την επιστροφή του κράτους.

Οι τοπικές συντονιστικές επιτροπές έχουν γίνει μια σημαντική φωνή της επανάστασης· οργανώνουν διαδηλώσεις και εκδίδουν εφημερίδες. Ο στόχος τους παραμένει η οικοδόμηση ενός πολιτικού, πλουραλιστικού και δημοκρατικού κράτους”, (Simon Assaf).

Από αυτή την άποψη, το παράδειγμα της δικαστικής λειτουργίας είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Για να εκδικαστούν κοινές προστριβές στις ζώνες που ελέγχονταν από τους εξεγερμένους, ο ρόλος του δικαστή δώθηκε γρήγορα στους τοπικούς ιμάμηδες (κυρίως στους λιγότερο ειδικευμένους, καθώς οι ανώτερες θρησκευτικές αρχές είχαν εγκαταλείψει τη χώρα), αφού θεωρήθηκαν ως οι καταλληλότεροι για να δώσουν μια νομική μορφή σ’ αυτές τις διαφορές. Αυτό δεν είναι, αυστηρά μιλώντας, μια εφαρμογή της Σαρία ή των ισλαμικών δικαστηρίων κατά την παράδοση του Daesh10, αλλά ένας πολιτικός θεσμός στον οποίον οι θρησκευτικοί λειτουργοί αναγνωρίζονται ως οι ικανότεροι, καθώς οι πολιτικοί δικαστές είναι πρακτικά άφαντοι. Αν ο πολιτικός νόμος έχει πετύχει να εμπεδωθεί εδώ κι εκεί όπου οι δικαστές προσχώρησαν στην εξέγερση, αντιμέτωποι με την έλλειψη προσωπικού ικανού για την εφαρμογή του, είναι ο νόμος της Σαρία – που είναι ούτως ή άλλως η βάση ενός μεγάλου τμήματος του συριακού ποινικού κώδικα – ο οποίος έχει επιβάλλει τον εαυτό του. Αυτή η επιθυμία για θεσμική κανονικοποίηση του δικαστικού τομέα, οδήγησε στην σχεδόν καθολική υιοθέτηση, από την εξέγερση, του κώδικα της Αραβικής Ένωσης, ο οποίος βασίζεται στη Σαρία και παράχθηκε το 1996 από ειδικούς του Αραβικού Συνδέσμου με την χρηματοδότηση των χωρών του Κόλπου. Η εξέγερση, επειδή είναι ταυτόχρονα και ένοπλη εξέγερση, κατάφερε, έτσι, να διαχειριστεί το σημαντικό πρόβλημα της ρύθμισης της δραστηριότητας των στρατιωτικών ομάδων, παρέχοντας στον εαυτό της τα μέσα για να τις θέσει υπό πολιτικό έλεγχο.

Ο καταμερισμός εργασίας ανάμεσα στους πολίτες και τους στρατιωτικούς και η εξειδίκευση των δραστηριοτήτων, παράγουν, συνεπώς, τις δικές τους διαμεσολαβήσεις, κάτω από την πίεση της “λαϊκής” απαίτησης, υποστηριζόμενης από τη βούληση των ηγετών της εξέγερσης (τοπικοί ηγέτες, από τις ανώτερες τάξεις της κοινωνίας, που προσπαθούν να διατηρήσουν επαφή με την αντιπολίτευση στο εξωτερικό, επομένως και με τη “διεθνή κοινότητα”) να οικοδομήσουν μια κοινωνία και να δώσουν νομιμοποίηση στις απελευθερωμένες από το καθεστώς περιοχές και στους νέους θεσμούς που δημιουργούνται πάνω στο πρότυπο των παλιών και θεωρούνται, γενικά, νόμιμοι.

Οι θεσμοί που θεμελιώνουν κάθε Κράτος, όπως ο στρατός, η αστυνομία, οι δικαστές κ.λπ. δεν αμφισβητήθηκαν αυτοί καθαυτοί, αλλά αμφισβητήθηκε ο αντιδημοκρατικός χαρακτήρας που είχαν υπό το καθεστώς. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι η δημοκρατική μορφή που έπεται από αυτή την κριτική δεν είναι η άμεση δημοκρατία αλλά η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τουλάχιστον εκεί που αυτό είναι εφικτό (οι απλοί διορισμοί συνήθως προηγούνταν των εκλογικών διαδικασιών, που είναι δύσκολο να εφαρμοστούν υπό το ξεφόρτωμα βαρελιών με εκρηκτικά). Δεν ήταν ένα Συμβούλιο των εξεγερμένων επικεφαλής στο Αλέπι αλλά ένας, εκλεγμένος από τον λαό, Δήμαρχος, που είναι πρώην μηχανικός.

Ο λαός χωρίς κράτος της έναρξης της εξέγερσης τείνει, λοιπόν, να περάσει ραγδαία από το ομόθυμο αφήγημα σε ένα κίνημα που προσπαθεί να επανασυστήσει ένα Κράτος από τον λαό, με άλλα λόγια από τις υπάρχουσες ταξικές διαιρέσεις. Όμως, ακόμα κι εδώ, στην περίπτωση της Συρίας, αυτό είναι προβληματικό· η αντιπολίτευση δεν μπορεί να πετύχει στο εσωτερικό της μια ταξική δομή που θα μπορούσε να οδηγήσει στον σχηματισμό ενός Κράτους, μετά την τελική αποχώρηση των Άσσαντ. Η αυτομόληση της αστικής τάξης, το μονοπώλιο της κρατικής πρακτικής που ασκούνταν από το Μπάαθ από τη δεκαετία του 1950, και από τους Άσσαντ από την δεκαετία του 1970, έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση στην οποία οι ελίτ απουσιάζουν και η αστική τάξη μπορεί, πιθανόν, να ευνοείται περισσότερο από μια επιστροφή στη δικτατορία σε σχέση μια κατάσταση στην οποία ισλαμιστικές φράξιες θα οδηγούνταν αναπόφευκτα να συγκρούονται, με δημοκρατικό ή όχι τρόπο, ατέρμονα για την εξουσία. Με αυτή την έννοια, φαίνεται σαν να μην υπάρχει εσωτερική λύση στο πρόβλημα.

Το χάος ως έξοδος από την κρίση;

Αν τα κλειδιά της κατανόησης του συριακού εμφυλίου πολέμου βρίσκονται εκτός της Συρίας, αυτό δεν είναι εξαιτίας κάποιας συνομωσίας των παγκόσμιων δυνάμεων αλλά εξαιτίας της παγκόσμιας εξέλιξης του καπιταλισμού και της συγκεκριµένης θέσης της περιοχής σ’ αυτήν. Μια όχι αξιοζήλευτη περιοχή, στην οποίο η κανονική καπιταλιστική ανάπτυξη “φιλοξενείται” και τροφοδοτεί φαινομενικά αρχαϊκές μορφές εκμετάλλευσης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, χωρίς την ευχάριστη “παραδοσιακή” συνδήλωση που μπορεί να περιέχει αυτός ο όρος, και όπου η αρπακτικότητα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων μπορεί να εξαπολυθεί χωρίς τους φραγμούς που τίθενται σ’ αυτές στις πιο ανεπτυγμένες περιοχές.

Τοπικά αυτοί είναι πόλοι έντονου πλούτου, που δεν βρίσκονται αποκλειστικά στο Ισραήλ ή στις χώρες του Κόλπου, αλλά αποτελούνται και από σημεία στις φτωχότερες περιοχές της ζώνης, πόλοι που τρέφονται από έναν ωκεανό φτώχειας.

Το ότι οι μάζες των φτωχών ζουν όλο και περισσότερες σε περιοχές χωρίς Κράτος, μακράν του να αποτελεί υπόσχεση μιας αναρχικής ουτοπίας, μάλλον ανοίγει την προοπτική μιας κατάρρευσης του καπιταλιστικού κόσμου υπό το βάρος της ίδιας της συντήρησής του11, τη δυνατότητα μιας συρρίκνωσης του αναπτυγμένου καπιταλισμού με την επέκταση της πιο άγριας σχέσης εκμετάλλευσης ως το σημείο της εγκατάλειψης οποιασδήποτε κοινωνικής μορφής, επαρκούς για την αναπαραγωγή αυτής της σχέσης, συμπεριλαμβανομένου του Κράτους. Το να πάρουμε στα σοβαρά το οριστικό τέλος του φορντισμού πρέπει να μας οδηγήσει να θεωρήσουμε αυτόν τον τύπο προοπτικής εξίσου σοβαρά με τον οραματισμό της κομμουνιστικοποίησης και για τους ίδιους λόγους.

Η δυνατότητα για τον καπιταλισμό να απελευθερώσει τον εαυτό του από αυτή την αντίθεση, δηλαδή να αναπαράγει εντός του την εργατική δύναμη (κάτι που είναι ο ελάχιστος ορισμός οποιασδήποτε “καπιταλιστικής κοινωνίας”) ενώ την ίδια στιγμή να την εξωθεί σταθερά εκτός της διαδικασίας παραγωγής αξίας, θα μπορούσε να είναι το μέλλον μιας πραγματικής αποβολής από τις “γκρίζες περιοχές” των μαζών των υπεράριθμων προλετάριων, που θα γίνονταν οι ίδιοι υπεύθυνοι για την αναπαραγωγή τους και θα είχαν την ελευθερία να αυτοδιαχειρίζονται την μιζέρια τους.

Η “αποπρολεταριοποίηση” στο εσωτερικό του κόσμου του κεφαλαίου, θα συνέβαινε, τότε, στη βάση της επέκτασης των παραγκουπόλεων και άλλων περιοχών σε μια κατάσταση μόνιμου εμφυλίου πολέμου. Αυτό θα μπορούσε να ειδωθεί ως μια υπόθεση μακροπρόθεσμης εξόδου από την κρίση του κεφαλαίου, οι όροι της οποίας είναι ήδη στον ορίζοντα, τόσο στη Συρία αλλά και τη Λιβύη, το Μάλι, συγκεκριµένες περιοχές του Αφγανιστάν και από τις ευρωπαϊκές αγορές, στην Ουκρανία.

AC

1 Στμ. PYD/YPG: PYD (Partiya Yekîtiya Demokrat, Κόμμα Δημοκρατικής Ενότητας): αριστερό κουρδικό πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε το 2003 από Κούρδους ακτιβιστές στη βόρεια Συρία· YPG είναι τα αρχικά της πολιτοφυλακής του. Το PYD είναι το κύριο πολιτικό κόμμα της Ομοσπονδίας της Βόρειας Συρίας-Ροτζάβα και των καντονιών της. Στον ιστότοπό του, περιγράφει τον εαυτό του να πιστεύει στην “κοινωνική ισότητα, τη δικαιοσύνη και την ελευθερία πεποίθησης” καθώς και στον “πλουραλισμό και την ελευθερία των πολιτικών κομμάτων” και ότι αγωνίζεται “για μια δημοκρατική λύση που περιλαμβάνει την αναγνώριση των πολιτισμικών, εθνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, διευρύνοντας και αναπτύσσοντας την ειρηνική τους πάλη για να μπορούν να αυτοκυβερνώνται σε μια πολυπολιτισμική και δημοκρατική κοινωνία”. Έχει υιοθετήσει τον Δημοκρατικό Συνοσπονδισμό (Democratic Confederalism) ως μια από τις ιδεολογίες του και έχει εφαρμόσει ιδέες του Μπούκτσιν και του Οτσαλάν στη Ροτζάβα.

2 Στμ. στο πρωτότυπο: anomic.

3 Στμ. στο πρωτότυπο: confessionalization, στα αγγλικά: denominationalization. Πρόκειται για μια πρόσφατη έννοια που χρησιμοποιείται από αναθεωρητές ιστορικούς για την παράλληλη διαδικασία της “οκοδόμησης των διαφορετικών δογμάτων” που έλαβε χώρα στην Ευρώπη ανάμεσα στην Ειρήνη του Augsburg (1555) και τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-1649). Σε αυτή την περίοδο υπήρχε μια ειρήνη μεταξύ των Προτρσταντών και των Καθολικών καθώς, αμφότερα τα δόγματα, προσπαθούσαν να θεμελιώσουν πιο σταθερά το δόγμα τους μέσα στους πληθυσμούς των αντίστοιχων περιοχών τους. Αυτή η οικοδόμηση των δογμάτων συνέβη μέσα από την “κοινωνική πειθάρχηση” καθώς υπήρχε μια αυστηρότερη επιβολή από τις Εκκλησίες των συγκεκριμένων κανόνων σε όλες τις πτυχές της ζωής, τόσο στις περιοχές των Προτεσταντών όσο και των Καθολικών. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία διακριτών θρησκευτικών δογματικών ταυτοτήτων. Αποδίδουμε τον όρο ως “δογματικοποίηση”, ακριβώς για να δώσουμε έμφαση στην συγκρότηση αυτών των διαφορετικών θρησκευτικών δογματικών ταυτοτήτων.

4 Στμ. Οι Αλεβίτες ή Αλεβήδες (στα τουρκικά Alevi) είναι θρησκευτική και πολιτιστική κοινότητα στην Τουρκία και, δευτερευόντως. σε άλλες χώρες με δεκάδες εκατομμύρια μέλη. Ο ΑλεβισμόςΑλεβιτισμός) έχει ορισμένες ομοιότητες με το σιιτικό Ισλάμ, αλλά και σημαντικές διαφορές: είναι πιο φιλελεύθερος και με πιο έντονο μυστικιστικό, φιλοσοφικό χαρακτήρα. Ενδεικτικές αρχές του Αλεβιτισμού:

  • Αγάπη και σεβασμός για όλους τους ανθρώπους

  • Ανεκτικότητα απέναντι σε άλλες θρησκείες κι εθνικές ομάδες

  • Σεβασμός για τους εργαζόμενους

  • Ισότητα ανδρών και γυναικών. Τα δυο φύλα προσεύχονται δίπλα-δίπλα και ασκείται μονογαμία.

5 Στμ. rentier: εισοδήματίας από πρόσοδο, ενοικίαση γης κ.λπ.

6 Tο ζήτημα των εσόδων/ενοικίου, στο οποίο πρέπει να επιστρέψουμε λεπτομερώς, είναι ουσιαστικό κλειδί για να κατανοήσουμε όχι μόνο το συριακό ζήτημα αλλά και το ζήτημα ολόκληρης της περιοχής, που εκτείνεται από το Μαγκρέμπ μέχρι τη Μέση Ανατολή. Σχετικά μ’ αυτό μπορεί κανείς να διαβάσει το: “Moyen-Orient, Histoire d’une lutte de classes, 1945-2002(Μέση Ανατολή, Ιστορία μιας ταξικής πάλης, 1945-2002”), του Théo Cosme, από τις εκδόσεις Senonevero.

7 Στμ. Ούμα: αραβική λέξη που σημαίνει “κοινότητα”. Διακρίνεται από την λέξη Sha’b, που σημαίνει ένα έθνος με κοινή καταγωγή και γεωγραφική θέση. Συνεπώς, μπορεί να είναι μια υπερ-εθνική κοινότητα με μια κοινή ιστορία.

8 Στμ. Η λέξη “asabiyya” ή “asabiyyah”, αναφέρεται στην κοινωνική αλληλεγγύη με μια έμφαση στην ενότητα, στην συνείδηση της ομάδας και στην επίγνωση του κοινού σκοπού και της κοινωνικής συνοχής, αρχικά στο πλαίσιο του φυλετισμού (tribalism) και του “φατριασμού”.

9 Στμ. Ο Σαλαφισμός αποτελεί ένα υπερσυντηρητικό μεταρρυθμιστικό κίνημα στο σουνιτικό Ισλάμ, που εμφανίστηκε στην Αραβία το πρώτο μισό του 18ου αιώνα, στο υπόβαθρο της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, διακηρύσσοντας την επιστροφή στις παραδόσεις των “ευσεβών προγόνων” (ο όρος προέρχεται από την λέξη αλ-σαλάφ, που σημαίνει “ευσεβείς πρόγονοι”). Οι Σαλαφιστές απορρίπτουν τον θρησκευτικό νεωτερισμό, ή μπίντα (αίρεση), και υποστηρίζουν την εφαρμογή της σαρία (ισλαμικός νόμος). Το κίνημα συχνά χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες: η μεγαλύτερη ομάδα είναι οι ακριβολόγοι (ή πράοι), που αποφεύγουν την πολιτική, η δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα είναι οι ακτιβιστές, οι οποίοι συμμετέχουν στην πολιτική, η μικρότερη ομάδα είναι οι τζιχαντιστές (δηλαδή οι αποδεχόμενοι το θεμιτό του ένοπλου αγώνα – τζιχάντ σημαίνει γενικά τον αγώνα, την προσπάθεια για έναν σκοπό, θρησκευτικό ή κοσμικό – εναντίον όσων θεωρούν ότι είναι εχθροί του Ισλάμ).

10 Στμ. Daesh ή Da’ish: το ακρωνύμιο στα αραβικά (ad-Dawlah al-Islāmiyah) του Ισλαμικού Κράτους. Dawlah (το γνωστό από τα τουρκικά Δοβλέτι), σημαίνει το κράτος.

11 Στμ. Η περιγραφή μας υποβάλλει άμεσα το αντίστοιχο της εσωτερικής κατάρρευσης ενός (κατάλληλου μεγέθους) αστέρα υπό τη βαρύτητά του! Το ανάλογο των αστροφυσικών αυτών διαδικασιών μας υποτείνει ενδιαφέροντα “σενάρια” για την εξέλιξη της καπιταλιστικής κοινωνίας: ως “μαύρης τρύπας”, ως διαφόρων χρωμάτων “νάνου” ή ως “αστέρα νετρονίων”  κ.λπ. Το πρώτο εντελώς καταστροφικό, τα άλλα μιας πυκνής παγωμένης στασιμότητας.

Έμφυλη διάκριση, προγραμματισμός και κομμουνιστικοποίηση

του Roland Simon1

Μια συζήτηση για την έμφυλη διάκριση εντός του καπιταλισμού με τον Roland Simon της Théorie Communiste.

Με δεδομένο το αντικείμενο, αισθάνομαι υποχρεωμένος να επισημάνω ότι σε όλη την έκταση του παρόντος κειμένου έχω εξαιρέσει τον εαυτό μου από το καθήκον, εκνευριστικό τόσο στο γράψιμο όσο και στο διάβασμα, να “θηλυκοποιήσω” επίθετα, ουσιαστικά, αντωνυμίες και μετοχές. Αν είναι αναγκαίο, θα το κάνει αυτό ο ίδιος/η ίδια ο/η αναγνώστης.

Εισαγωγή: άντρες, γυναίκες και κομμουνιστικοποίηση

Η επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση γεννιέται από αυτόν τον κύκλο αγώνων, που παράγει τα χαρακτηριστικά της· ως τέτοια, στηρίζεται λογικά2 στην κατάργηση της έμφυλης διάκρισης. Δεν υπάρχει κατάργηση της διαίρεσης της εργασίας, δεν υπάρχει κατάργηση της ανταλλαγής και της αξίας, δεν υπάρχει κατάργηση της εργασίας (της μη-σύμπτωσης της ατομικής και της κοινωνικής δραστηριότητας), δεν υπάρχει κατάργηση της οικογένειας, δεν υπάρχει αμεσότητα των σχέσεων ανάμεσα στα άτομα που τα προσδιορίζουν στην μοναδικότητά τους, χωρίς την κατάργηση αντρών και γυναικών. Δεν μπορεί να υπάρχει αυτο-μετασχηματισμός των προλετάριων σε άτομα που ζουν ως μοναδικά άτομα, χωρίς την κατάργηση των σεξουαλικών ταυτοτήτων. Κανένα μέτρο της κομμουνιστικοποίησης δεν πρόκειται να πετύχουν αν δεν επιλύσουν αυτό το ζήτημα επιτιθέμενο σε αυτό συγκεκριμένα και καταργώντας τους ίδιους τους όρους του.

Όσο υπάρχει μια σχέση μεταξύ αντρών και γυναικών, δεν μπορεί να υπάρχει μια αμεσότητα στις σχέσεις μεταξύ ατόμων που να τα ορίζουν [οι σχέσεις] στην μοναδικότητά τους· στην πραγματικότητα μια κοινωνική κατασκευή θα παρουσιάζεται ως φυσική και μια διαίρεση στην κοινωνία που υπαγάγει συγκεκριμένα άτομα θα λαμβάνεται ως δεδομένη. Ως αποτέλεσμα αυτής της γενικής, αφηρημένης διαίρεσης, που εμφανίζεται ως δεδομένη, όλες οι άλλες διαιρέσεις θα διατηρούνται γιατί αυτή η διαίρεση κατασκευάζεται από όλες τις άλλες, ακόμα και αν η ίδια ως τέτοια δεν ορίζει οποιαδήποτε σχέση παραγωγής ή οποιονδήποτε τρόπο παραγωγής.

Πρέπει να είμαστε ικανοί να σκεφτόμαστε την κοινωνικάή διαδικασία μέσω της οποίας μπορούμε να φτάσουμε σε μια κατάσταση που η διάκριση μεταξύ των φύλων δεν θα έχει πλέον καμμιά κοινωνική συνάφεια/σχέση. Αυτό είναι το ερώτημα. Θα ξεκινήσω από την κοινωνική κατασκευή της ομάδας γυναίκες, στη συνέχεια θα μελετήσω την οικονομική διάσταση της σχέσης μεταξύ αντρών και γυναικών στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (ΚΤΠ) και τέλος θα κλείσω με το ζήτημα της κατάργησης της έμφυλης διάκρισης στον προγραμματισμό και στην επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση.

I. Η κοινωνική κατασκευή της ομάδας γυναίκες

Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε την κατάργηση των όρων της σχέσης μεταξύ αντρών και γυναικών θα πρέπει να καταλάβουμε πώς κατασκευάζεται η ίδια. Για να καταλάβουμε πώς κατασκευάζεται αυτή η σχέση, δεν θα πρέπει να έχουμε ως σημείο αφετηρίας μας την (βιολογική) αναπαραγωγή και την ιδιαίτερη θέση των γυναικών σε αυτή την αναπαραγωγή (Françoise Héritier), αλλά μάλλον τι καθιστά αυτή τη θέση ιδιαίτερη και της προσδίνει μια κοινωνική σημασία: τους τρόπους παραγωγής μέχρι σήμερα. Ο ιστορικά επανερχόμενος χαρακτήρας της ιδιοποίησης των γυναικών εκφράζει την επανάληψη, σε όλους τους τρόπους παραγωγής μέχρι σήμερα, της αύξησης/ενίσχυσης του πληθυσμού ως της κύριας παραγωγικής δύναμης που δεν είναι πλέον μια φυσική σχέση, όχι περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη οικονομική σχέση παραγωγής, και η οποία δεν βρίσκεται χωρίς τον χωρισμό της κοινωνίας σε εργάτες και μη-εργάτες.

Η ιδιοποίηση/απαλλοτρίωση αυτής της παραγωγικής δύναμης συνεπάγεται την ιδιοποίηση του προσώπου που είναι φορέας της. Ιδιοποιημένη/απαλλοτριωμένη ως πρόσωπο, η γυναίκα δεν είναι μια κοινωνικά αναγνωρισμένη οντότητα, ικανή να αναγνωρίζεται κοινωνικά ως τέτοια, κάτι που συνεπάγεται την απαλλοτρίωση της ολότητας της δραστηριότητάς της· βλέπουμε εδώ την δημιουργία, και το πέρασμα στην κατηγορία της οικιακής εργασίας (που δεν βρίσκεται σε οποιαδήποτε αναγκαστική σχέση με οποιονδήποτε τύπο συγκεκριμένης δραστηριότητας). Δεν έχουμε σαν σημείο αφετηρίας μια προϋποτιθέμενη κατηγορία, “γυναίκες”, για να εξηγήσουμε γιατί υφίστανται την κυριαρχία, αντίθετα το σημείο αφετηρίας μας είναι η κυριαρχία, μια ιστορική κοινωνική σχέση, που παράγει τις “γυναίκες”.

Οι γυναίκες παράγουν παιδιά, αλλά δεν υπάρχει κάτι περισσότερο φυσικό σχετικά με τον τρόπο που αυτό το γεγονός φτάνει να ορίσει μια “κοινωνική οντότητα” από οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό ή καθορισμό. Αν το “να κάνουν παιδιά” γίνεται ο ορισμός μιας ομάδας ατόμων, των γυναικών, τότε αυτό είναι μια καθαρή κοινωνική κατασκευή. Η αύξηση του πληθυσμού ως πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης μας επιτρέπει να θεωρήσουμε βιολογικές διαφορές στην αναπαραγωγή ως κάτι στο οποίο μια κοινωνική σχέση δίνει νόημα· αυτές οι διαφορές δεν περιμένουν να τους δωθεί ένα νόημα, αλλά μάλλον κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου κοινωνικά ως διαφορές. Αυτή η κατασκευή συνεπάγεται την απαλλοτρίωση των γυναικών και την υποταγή τους σε αυτή τη λειτουργία.

Είναι αυτή η απαλλοτρίωση που αποκαλούμε “φύλο”. Αν το φύλο δεν υπήρχε, αυτό που ονομάζουμε σεξ θα ήταν απογυμνωμένο από νόημα, και δεν θα θεωρούνταν ως κάτι σημαντικό: θα ήταν μόνο μια φυσική διαφορά όπως οι άλλες. Το φύλο δεν είναι μια κοινωνική κατασκευή που εγείρεται στην βάση ομάδων που έχουν ήδη συγκροτηθεί από τη φύση. Αυτό που είναι φυσικό (και δεν είναι υπό αμφισβήτηση) δεν είναι το υπόστρωμα του φύλου, είναι το γένος [gender] που δημιουργεί τα φύλα [sexes], ή με άλλα λόγια, δίνει νόημα στα φυσικά χαρακτηριστικά/γνωρίσματα που δεν κατέχουν πλέον ένα εσωτερικό/ενδογενές νόημα περισσότερο από το υπόλοιπο φυσικό σύμπαν. Έχοντας θεμελιώσει αυτή τη θέση, θα πρέπει να απορρίψουμε οποιαδήποτε “ανθρωπολογία των αρχών”· το αληθινό σημείο αφετηρίας για την κατανόηση αυτής της κατασκευής είναι το σημείο στο οποίο μπορεί να εμφανιστεί αυτό το ερώτημα επειδή όντως εμφανίζεται ως ερώτημα – και αυτό το σημείο είναι ο ΚΤΠ: η αντιφατική του σχέση με την εργασία και τον πληθυσμό (δείτε παρακάτω).

Δεν μπορούμε να αφήσουμε στην άκρη, ως άνευ σημασίας, το γεγονός ότι ο κοινωνικός ορισμός των γενών ορίζει τα φύλα. Όταν η κοινωνική διάκριση εισάγει μια ανατομική διάκριση, με άλλα λόγια, όταν μια ανατομική διάκριση κατασκευάζεται ως μια κοινωνική διάκριση, όταν έχει νόημα, πρέπει να την μεταχειριστούμε ως τέτοια: μια ανατομική διάκριση που έχει νόημα. Η αντίληψη της ανθρωπότητας ως διαιρεμένης μεταξύ δυνητικών φορέων παιδιών και μη-φορέων δεν είναι μια “αυθόρμητη αντίληψη”, είναι μια κοινωνική κατασκευή, αλλά από τη στιγμή που αυτή η κατασκευή έχει καταστεί αποτελεσματική, μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι υπάρχουν δύο και μόνο δύο φύλα. Είναι μια αντικειμενική κοινωνική κατασκευή. Η τοποθέτηση της αναπαραγωγικής λογικής σε μια δομική/δομίζουσα θέση, που είναι χαρακτηριστική όλων των τρόπων παραγωγής (και η οποία είναι επίσης μια κοινωνική κατασκευή) ανάγει ένα πολύπλοκο σύνολο φυσικών μεταβλητών σε μια διχοτομική ταξινόμηση, κοινωνικά κατασκευασμένη και επιβεβλημένη αν είναι απαραίτητο.

Αν όλες οι κοινωνίες μέχρι σήμερα στηρίζονται στην αύξηση του πληθυσμού ως πρωταρχικής δύναμης παραγωγής αυτό συμβαίνει επειδή είναι ταξικές κοινωνίες. Η κοινωνική διαίρεση που προκύπτει μεταξύ εργατών και μη-εργατών συζεύγνεται αμέσως με μια άλλη διαίρεση που είναι εσωτερική σε αυτήν, αλλά της οποίας οι όροι δεν αντιστοιχούν σε αυτή τη διαίρεση: μια έμφυλη διαίρεση της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, μέχρι την εμφάνιση του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των σημείων που τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται αντιφατικά, η κύρια πηγή της πλεονάζουσας-εργασίας (υπερεργασίας) είναι φυσικά η εργασία που συνεπάγεται την αύξηση του πληθυσμού. Η απαραίτητη απαλλοτρίωση/ιδιοποίηση της υπερεργασίας, που είναι ένα καθαρά κοινωνικό φαινόμενο (πλεονάζουσα εργασία δεν μπορεί να αποδοθεί σε οποιαδήποτε υποτιθέμενη πλεονάζουσα αποδοτικότητα της εργασίας), δημιουργεί τα φύλα και την κοινωνική συνάφεια/καταλληλότητα της σεξουαλικής τους διάκρισης. Είναι η πλεονάζουσα εργασία που δομεί τις δύο διαμερίσεις: εργάτες/μη-εργάτες και άντρες/γυναίκες. Δεν υπάρχουν δύο ταξικά συστήματα επειδή δεν υπάρχουν δύο τρόποι παραγωγής και επειδή υπάρχει μόνο μια υπερεργασία. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει υπερεργασία χωρίς μια έμφυλη διαίρεση της ανθρωπότητας. Η αντίθεση ανάμεσα σε εργάτες και μη-εργάτες και η αντίθεση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες είναι συνέπειες και δεν υπερτίθεται η μία στην άλλη. Η δεύτερη αντίθεση, αν και δεν ορίζει οποιονδήποτε συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής, είναι εν τούτοις εξίσου μια συγκεκριμένη αντίθεση που δεν μπορεί να αναχθεί στην πρώτη. Η “πατριαρχία” δεν έχει υπάρξει ποτέ μια σχέση παραγωγής ούτε τρόπος παραγωγής. Η ιστορία της πατριαρχίας είναι μια οφθαλμαπάτη, όπως είναι, σε ένα διαφορετικό επίπεδο, η ιστορία του Κράτους, της θρησκείας, της τέχνης…Αν δεν υπάρχει ιστορία της πατριαρχίας, ούτε καν μια ιστορία της σχέσης μεταξύ αντρών και γυναικών, αυτό συμβαίνει επειδή αυτό με το οποίο έχουμε να κάνουμε είναι μια σχέση που αναπαράγεται συγκεκριμένα κάθε φορά από κάθε τρόπο παραγωγής που αποτελεί τη συνθήκη της. Η σχέση μεταξύ αντρών και γυναικών είναι ομοούσια με την ίδια την ύπαρξη της εκμετάλλευσης της πλεονάζουσας εργασίας. Η πλεονάζουσα εργασία είναι η έννοια που δομεί τις δύο διαιρέσεις χωρίς να τις συγχέει (προλετάριοι/καπιταλιστές και άντρες/γυναίκες). Στον ΚΤΠ θα μπορούσε κανείς να διαπράξει σφάλμα αν επρόκειτο να θεμελιώσει την διαδοχή των οικονομικών κατηγοριών στην ακολουθία στην οποία ήταν ιστορικά αποφασιστικές.

Η απαλλοτρίωση της πρωταρχικής δύναμης παραγωγής και η πηγή της πλεονάζουσας εργασίας διενεργείται από όλους τους άντρες σαν αποτέλεσμα της απλής έμφυλης διάκρισης στην κοινωνία. Δεν αντλούν όμως όλοι οι άντρες κέρδος από αυτή την ιδιοποίηση με ένα ταυτόσημο τρόπο (τόσο σε όρους ποσότητας όσο και ποιότητας) και στον ίδιο βαθμό σύμφωνα με την θέση τους στην διαίρεση ανάμεσα σε εργάτες και μη-εργάτες.

II. Η οικονομική διάσταση της σχέσης μεταξύ αντρών και γυναικών στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής

1. Οικιακή εργασία/αναγκαία εργασία/πλεονάζουσα εργασία

Η πρόσδεση της συζύγου (και των παιδιών) στην τάξη του συζύγου είναι θεωρητικά και κοινωνικά έγκυρη. Σε όρους αυτού του ερωτήματος, η παραμονή εντός του καθορισμού των τάξεων στη βάση της κατανομής των μέσων παραγωγής (“η πρώτη κατανομή” του Μαρξ) είναι ανεπαρκής. Η σχέση μεταξύ των τάξεων είναι μια σχέση που αναπαράγει τον εαυτό της, που προϋποθέτει τον εαυτό της· επομένως είναι μια σχέση που περιέχει εντός της όλες τις συνθήκες για την ανανέωσή της. Οι μισθοί είναι η αξία της αναπαραγωγής της εργατικής-δύναμης και της “φυλής των εργατών” (Μισθοί, Τιμές και Κέρδος3), και όχι η πληρωμή της “αξίας της εργασίας” (που είναι μια άτοπη έκφραση). Η σχέση της εξάρτησης (η σχέση της συντήρησης στην οποία οι γυναίκες βρίσκουν τον εαυτό τους) είναι το ίδιο το προϊόν του μισθού ως αναπαραγωγή της εργατικής-δύναμης, μάλλον, και όχι ως “πληρωμή της εργασίας”. Ο μισθός προϋποθέτει και αναπαράγει στην ίδια του τη βάση την οικογένεια και τις σχέσεις εξάρτησης αυτής. Αυτή η σχέση εξάρτησης δεν είναι μια άλλη σχέση παραγωγής επειδή δεν έχει αυτονομία ούτε αρχή της ίδιας της ανανέωσής της (πβλ. Θεωρίες της Υπεραξίας). Αν ο σύζυγος δεν επιστρέψει στη δουλειά, δεν μπορεί να ανανεώσει αυτή τη λειτουργία σε σχέση με τη γυναίκα του: εκμεταλλευόμενος τη γυναίκα του δεν παράγει τις συνθήκες της ανανέωσης αυτής της εκμετάλλευσης.

Μόνο μια μη-προγραμματιστική θεωρία της ταξικής πάλης και μια θεωρία της επανάστασης ως κατάργησης όλων των τάξεων, ως η κατάργηση του προλεταριάτου και της μορφής-μισθός μπορεί να λάβει υπόψη της τον εσωτερικό ανταγωνισμό που εμπεριέχεται στον μισθό ως αναπαραγωγή της εργατικής-δύναμης και, ακόμα περισσότερο, να θεωρήσει ότι αυτός ο εσωτερικός ανταγωνισμός είναι και θα πρέπει να είναι ένα καθοριστικό στοιχείο στην κατάργηση του μισθού.

Το να πούμε ότι ο μισθός πληρώνει για την αναπαραγωγή της εργατικής-δύναμης και της “φυλής των εργατών” μας πηγαίνει πέρα από το κατώφλι της “οικειότητας”/intimacy. Ακόμα και αν δεν υπάρχει καμμιά δωρεάν [gratuit] παραγωγική εργασία στην οικογενειακή σφαίρα, από την ίδια τη φύση του μισθού, η οικογένεια είναι ο τόπος μιας οικονομικής εκμετάλλευσης, αυτής των γυναικών, που ωφελεί καταρχάς τον σύζυγο, με άλλα λόγια τους άντρες εν γένει. Εδώ έχουμε μια σχέση κυριαρχίας που απορρέει από την φύση του μισθού: την κυριαρχία και την παροχή οικιακής εργασίας που εξαρτάται εν πρώτοις από την ύπαρξη πλεονάζουσας εργασίας και, δευτερευόντως, στο ίδιο το περιεχόμενο της μισθωτής σχέσης.

Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί για κάτι που μοιάζει προφανές αλλά είναι ψευδές: “οι γυναίκες κάνουν την οικιακή εργασία”. Μάλλον είναι η εργασία που κάνουν οι γυναίκες που, επειδή ακριβώς την κάνουν αυτές, μέσα σε μια συγκεκριμένη σχέση, που είναι οικιακή εργασία. Συνεπώς, η οικιακή εργασία δεν περιλαμβάνει μια λίστα από συγκεκριμένες δουλειές που ορίζονται πριν από την απόδοσή τους στις γυναίκες (στην καλλίτερη περίπτωση οι άντρες βοηθάνε – συμμετέχουν – στην οικιακή εργασία). Η οικιακή εργασία είναι εξ ορισμού έμφυλη, δεν είναι εργασία που αναλαμβάνεται εντός του “σπιτιού”, αλλά μάλλον εργασία που εκτελείται από το πρόσωπο, όντας σε μια σχέση εξάρτησης, ανήκει στο “σπίτι” ως κοινωνική δομή. Αν η εργασία των γυναικών είναι με αυτή την έννοια οικιακή εργασία, αυτό σημαίνει ότι ο θεμελιώδης ορισμός της ομάδας “γυναίκες” από την απαλλοτρίωσή τους ως πρόσωπα αποκλείει την δραστηριότητά τους στο πεδίο των κοινωνικών σχέσων. Αυτή που απαλλοτριώνεται ως πρόσωπο δεν παράγει τίποτα που να μπορεί να αποσπαστεί από αυτήν ως αντικείμενο ή ως δραστηριότητα που να είναι ιδιοκτησία της και να εισαχθεί στο γενικό πεδίο της οικονομίας. Είναι οικιακή εργασία, η εργασία των γυναικών, και ως τέτοια αποκλείεται από την οικονομία. Η εργασία αυτή μπορεί κάποιες φορές να αναληφθεί από άντρες αλλά παραμένει γυναικεία εργασία· μια κοινωνία, απλά επειδή είναι η αναπαραγωγή του εαυτού της και επομένως “συντηρεί/επιβιώνει” τα άτομα που την συνθέτουν, είναι μια δομή θέσεων και λειτουργιών πριν να είναι ένα σύνολο συγκεκριμένων ατόμων. Οι γυναίκες εκτελούν εργασία που, σε έναν καθορισμένο τρόπο παραγωγής και εξαιτίας των καθορισμών αυτού του τρόπου παραγωγής, δεν δημιουργεί αξία· δεν είναι τυχαία η απόδοση αυτής της εργασίας σ’ αυτές. Η απαλλοτρίωση των γυναικών, που είναι εγγενής σε όλους τους τρόπους παραγωγής συμπεριλαμβανομένου του καπιταλισμού, παράγει οικιακή εργασία εντός της κοινωνικής δομής αυτής της απαλλοτρίωσης: την οικογένεια. Αυτή η εργασία δεν δημιουργεί αξία, και δεν είναι παραγωγική εργασία.

Η αξία είναι μια κοινωνική σχέση και η αφηρημένη εργασία υπάρχει μόνο ως ένα γενικό σύστημα της ανταλλαγής των εμπορευμάτων (Rubin4). Ένα προϊόν ή μια υπηρεσία που δεν αγοράζεται ούτε ανταλλάσσεται (και που επιπλέον δεν προορίζεται για ανταλλαγή), δεν είναι αξία. Αν η οικιακή εργασία δημιουργούσε έναν συγκεκριµένο τύπο αξίας, θα έπρεπε να έχουμε τη δυνατότητα να μιλήσουμε για κοινωνικά αναγκαία αφηρημένη οικιακή εργασία. Κανένας κοινωνικός μεταβολισμός δεν επιτρέπει τον καθορισμό μιας ώρας αφηρημένης οικιακής εργασίας ή την αξία μιας ώρας γυναικείας εργασίας στο νοικοκυριό. Στον βαθμό που η εργασία αυτή δεν διαμεσολαβείται από την αγορά, κανένας κοινωνικός μηχανισμός δεν επιτρέπει την εκτίμηση του αριθμού των ωρών οικιακής εργασίας που είναι απαραίτητες κατά μέσον όρο για την παραγωγή του φαγητού για μια οικογένεια και για τη συντήρηση του σπιτιού (το ωριαίο κόστος της αντικατάστασης της εργατικής-δύναμης δεν μπορεί να είναι ένας ικανοποιητικός τρόπος υπολογισμού, καθώς οι νόρμες και οι ρυθμο της εκτελούμενης εργασίας και η συγκεκριµένη πραγματικότητα του τελειωμένου προϊόντος υπό διερεύνηση είναι δύσκολο να συγκριθούν).

Θα ειπωθεί, όμως, ότι αυτή εργασία παράγει ένα εμπόρευμα: “παράγει εργατική δύναμη, ένα εμπόρευμα που στη συνέχεια ανταλλάσσεται και συνεπώς παράγει αξία”. Όχι. Δεν είναι παραγωγός αξίας γιατί το ίδιο το προϊόν της, ή οι ίδιες οι υπηρσίες της, που είναι οργανικές στην παραγωγή εργατικής-δύναμης δεν εισέρχονται οι ίδιες σε οποιαδήποτε σχέση ανταλλαγής με το αποθετήριο/depository της εργατικής-δύναμης και δεν μπορούν να το κάνουν αυτό μέσα από την ολοκλήρωσή τους στην οικιακή σφαίρα. Μπορεί να θρηνούμε γι’αυτό, μπορεί να αντιμαχόμαστε αυτή την κατάσταση, μπορεί να απαιτούμε να υπάρχει μια σχέση ανταλλαγής, αλλά όσο δεν συμβαίνει αυτό, αυτή η δραστηριότητα δεν θα είναι ποτέ παραγωγός αξίας. Η οικιακή εργασία δεν εισέρχεται στον καθορισμό της αξίας της εργατικής-δύναμης που αναπαράγεται, που στην ουσία δίνει ένα δώρο στον καπιταλιστή που αγοράζει αυτή την εργατική δύναμη στην αξία της. Αυτός ο χρόνος εργασίας είναι χρήσιμος, είναι αναντικατάστατος ακόμα και για την αναπαραγωγή της εργατικής-δύναμης, και επιπλέον έχει για τον καπιταλιστή το τεράστιο πλεονέκτημα ότι ξοδεύεται εντός μιας κοινωνικής σχέσης, της συζυγικής σχέσης, έτσι ώστε να μην παράγει αξία.

Υπάρχει και ένας άλλος λόγος. Η αναπαραγωγή του προσώπου, της συζύγου, περιλαμβάνεται στην αξία αυτής της εργατικής-δύναμης· αυτό που περιλαμβάνεται δεν είναι η τιμή της εργασίας της (που δεν υπάρχει για κανέναν), αλλά αυτή της αναπαραγωγής της, οποιαδήποτε μορφή κι αν παίρνει μέσα στην οικογένεια (κάτι που είναι προκαθορισμένο) αυτή η αμοιβή/αποζημίωση (“συντήρηση”) και η σχέση κυριαρχίας που αντιστοιχεί σε αυτή την αποζημίωση. Αν υπήρχε οποιαδήποτε προσποίηση ότι “να πληρώνεται για τη εργασία της” (“μισθοί για οικιακή δουλειά”), η σύζυγος θα πληρωνόταν, όπως οποιοσδήποτε άλλος, το κόστος της αναπαραγωγής της και όχι της εργασίας της. Αυτό που θα έπαιρνε απευθείας θα έπρεπε να αφαιρεθεί από την αξία της εργατικής-δύναμης του άντρα της. Δεν μπορεί να πληρωθεί δύο φορές το ίδιο πράγμα. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα είδος “προόδου” γι’ αυτήν, αλλά η πραγματική οικονομική σχέση δεν θα μεταβαλλόταν από αυτό (το Κράτος ή η επιχείρηση θα ανέθετε στον σύζυγο το καθήκον της επαλήθευσης της κανονικής πρόβλεψης/πρόνοιας για την υπηρεσία για την οποία αποζημιώνεται/αμοίβεται η σύζυγος άμεσα· στην περίπτωση των σχέσεων ανταλλαγής συχνά εφαρμόζεται το χειρότερο σενάριο).

Σε αντίθεση με κάθε άλλο εμπόρευμα, η εργατική δύναμη “υλοποιεί” την αξία της με το να αγοράζεται μόνο στον βαθμό που παράγει το ισοδύναμο της στην διαδικασία παραγωγής. Ο εργάτης πρέπει να παράγει την αξία που λαμβάνει για την αναπαραγωγή του, για την εργατική του δύναμη· και είναι στην καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής που ο εργάτης παράγει το ισοδύναμο της αξίας της εργατικής του δύναμης. Το εμπόρευμα εργατική δύναμη πρέπει να πουληθεί και να καταναλωθεί ως παραγωγός αξίας για να υλοποιήσει την αξία του. Έχει μια αξία, αλλά δεν υπάρχει κανένα αντίστοιχο της αξίας αυτής πριν ο εργάτης να την παραγάγει. “Στο νοικοκυριό”, ο εργάτης καταναλώνει ολοκληρωμένα προϊόντα ως αξίες-χρήσης και την εργασία της γυναίκας του ως μια ιδιαίτερη εργασία, ως συγκεκριµένη εργασία. Όσον αφορά της αξία της εργατικής δύναμης, είναι στη διαδικασία της παραγωγής που παράγει το ισοδύναμό της. Η εργασία της συζύγου δεν δημιουργεί αμέσως τα ποσά που αντιστοιχούν στην συντήρησή της (που είναι έναντι της συντήρησής της), σε αντίθεση με τον εργάτη που παράγει οικιακές ηλεκτρικές συσκευές, ο οποίος δημιουργεί αμέσως (υπό την προϋπόθεση της πώλησης) τα ποσά που αντιστοιχούν στην πληρωμή του.

Αυτή η ιδιαιτερότητα/ιδιομορφία της υλοποίησης της εργατικής δύναμης (βάσει της οποίας υλοποιεί την αξία της μόνο στον βαθμό που παράγει το ισοδύναμό της), είναι απλά ένας άλλος τρόπος για να συλλάβουμε την καπιταλιστική κυκλοφορία. Η καπιταλιστική κυκλοφορία συνεπάγεται ότι η μετάδοση της αξίας των προϊόντων που καταναλώνονται από την εργατική δύναμη συμβαίνει χωρίς την τροποποίηση της αξίας. Με άλλα λόγια, η καπιταλιστική κυκλοφορία ορίζει ως μη-παραγωγική αξίας την κατανάλωση του εργάτη και τις ενέργειες που την συνοδεύουν. Αυτή η κατανάλωση εμφανίζεται στην κυκλοφορία αυτή ως ένα καθαρό φαινόμενο κυκλοφορίας μεταξύ καπιταλιστών.

Οι τροπικότητες σύμφωνα με τις οποίες συντελείται ο μετασχηματισμός αυτών των αγαθών σε αναπαραγωγή της μηχανής παραγωγής αξίας είναι το δώρο που η οικιακή εργασία κάνει σταθερά στον καπιταλιστή για τον απλό λόγο ότι ο ένας είναι καπιταλιστής και ο άλλος είναι εργάτης. Συνεπώς, δεν πρόκειται για το απλό πλαίσιο ανταλλαγής και παραγωγής αξίας στο οποίο θα πρέπει να προσεγγίσουμε το ζήτημα της οικιακής εργασίας μέσα στον καπιταλισμό, αλλά μάλλον στο πλαίσιο του μισθού, δηλαδή της σχέσης μεταξύ αναγκαίας και πλεονάζουσας εργασίας. Η οικιακή εργασία δεν παράγει αξία, αλλά αυξάνει την υπεραξία που αδράχνει ο καπιταλιστής που ανταλλάσει μισθό για εργατική δύναμη.Ο μισθός πληρώνει την αξία των εμπορευμάτων που εισέρχονται στην αναπαραγωγή της εργατικής-δύναμης, αξία που δεν περιλαμβάνει ούτε τον αναγκαίο χρόνο εργασίας για την περαιτέρω επεξεργασία τους μετά την αγορά τους (πχ. Μαγείρεμα ή συναρμολόγηση επίπλων από το ΙΚΕΑ) ούτε τον αναγκαίο χρόνο εργασίας για την συντήρησή τους ώστε να διατηρούνται ως αξίες-χρήσης. Είναι μόνο από την σκοπιά του καπιταλιστή που πληρώνει τον μισθό που αυτός ο χρόνος εργασίας είναι τσάμπα/χωρίς κόστος εργασία. Είναι μια μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας που αντιστοιχεί στην κατανάλωση και αναπαραγωγή του εργάτη. Για τον φορέα της εργατικής-δύναμης, η εργασία της συζύγου του δημιουργεί μόνο “ελεύθερο χρόνο”. Δεν δημιουργεί οποιαδήποτε πρόσθετη αξία σε σύγκριση με το ποιά θα ήταν η αξία της εργατικής του δύναμης αν ήταν ο ίδιος που θα φρόντιζε για την αναπαραγωγή του.

Στην περίοδο της φρενήρους εισόδου των γυναικών στη βιομηχανία με την ανάπτυξη της εκμηχάνισης, οι καπιταλιστές συνειδητοποίησαν πολύ γρήγορα, καθώς οι γυναίκες βρέθηκαν τώρα ανίκανες να φέρουν σε πέρας οικιακή εργασία, ότι η τελευταία μείωνε την αναγκαία εργασία και αύξανε την υπερεργασία. Η αύξηση στην υπερεργασία που το κεφάλαιο απορρόφησε από τον πολλαπλασιασμό των ταυτόχρονων εργάσιμων ημερών με την εισαγωγή των γυναικών στην παραγωγική διαδικασία παρήγαγε επίσης μια αντίθετη τάση: την αύξηση στις δαπάνες των εργατών για την αναπαραγωγή τους και συνεπώς τον αναγκαίο χρόνο εργασίας για την αναπαραγωγή των εργατικών δυνάμεων της εργατικής οικογένειας.

Με τον μετασχηματισμό όλων των μελών της οικογένειας σε εκμεταλλεύσιμη εργατική δύναμη, ο Μαρξ, στο κεφάλαιο του πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου για τη βιομηχανία μεγάλης-κλίμακας, γράφει:

Εφόσον συγκεκριµένες λειτουργίες στην οικογένεια, όπως το ντάντεμα και ο θηλασμός των παιδιών, δεν μπορούν να εξαφανιστούν εντελώς, οι μητέρες που “κατάσχονται” από το κεφάλαιο, θα πρέπει να δοκιμάσουν κάποιου είδους υποκατάστατα. Η οικιακή εργασία, όπως το ράψιμο και η επιδιόρθωση ρούχων, πρέπει να αντικατασταθεί με την αγορά έτοιμων αντικειμένων. Επομένως, η μειούμενη δαπάνη εργασίας στο σπίτι συνοδεύεται από την αυξανόμενη δαπάνη χρημάτων. Το κόστος της συντήρησης της οικογένειας αυξάνεται, “ισορροπώντας” έτσι το μεγαλύτερο εισόδημα. Επιπρόσθετα, η εξοικονόμηση και η εκτίμηση στην κατανάλωση και την προετοιμασία των μέσων συντήρησης καθίσταται αδύνατη. (η έμφαση έχει προστεθεί).

Όλα αυτά, προσθέτει ο Μαρξ, έχουν συγκαλυφθεί από την επίσημη Πολιτική Οικονομία. Σε μια άλλη σημείωση, επισημαίνει ότι “βλέπουμε με ποιο τρόπο το κεφάλαιο, για τις ανάγκες της αυτο-επέκτασής του, έχει σφετεριστεί την αναγκαία για το σπίτι της οικογένειας εργασία” (η έμφαση έχει προστεθεί). Η οικιακή εργασία μειώνει τον αναγκαίο χρόνο εργασίας και έτσι αυξάνει το μέρος της εργάσιμης μέρας που συντίθεται/αποτελείται από υπερεργασία.

Το κεφάλαιο έχει στη διάθεσή του τρεις τρόπους για να “σφετεριστεί” αυτόν τον οικιακό χρόνο εργασίας, είτε αφήνοντάς τον όπως είναι, ως οικιακή εργασία (στην περίπτωση αυτή τον σφετερίζεται ως μείωση του τμήματος της εργάσιμης μέρας που αποτελείται από αναγκαία εργασία), είτε απορροφώντας αυτόν τον χρόνο (δηλαδή, απορροφώντας γυναίκες), στην οποία περίπτωση ο αναγκαίος χρόνος εργασίας θα αυξηθεί μακροπρόθεσμα, είτε με έναν συνδυασμό αυτών των δύο, και επιδιώκοντας να κερδίσει και στα δυο μέτωπα. Η τρίτη λύση είναι βέβαια αυτή που εκτιμά περισσότερο από τις άλλες δύο ο καπιταλιστής. Για περισσότερα από 20 χρόνια, η “λύση” ήταν η μερική απασχόληση, η οποία έχει επιβληθεί στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων.

Στον βαθμό που το κεφάλαιο δεν παράγει το ίδιο την νόρμα για την κατανάλωση, τα εμπορεύματα που εισέρχονται στην κατανάλωση τω εργατών, και ο τρόπος που η ζωή τους πλαισιώνεται σύμφωνα με κοινωνικές σχέσεις και τεχνικές που μειώνουν την αξία αυτής της κατανάλωσης, η μαζικοποίηση της εργατικής-δύναμης, που προκλήθηκε από τις μηχανές και τη μεγάλης-κλίμακας βιομηχανία, φέρνει μαζί της, μετά από μια αρχική περίοδο καπιταλιστικής ευφορίας, το αυξανόμενο κόστος της αναπαραγωγής της εργατικής-δύναμης. Το ουσιαστικό επίτευγμα του φορντισμού ήταν η αντιμετώπιση αυτού του αυξανόμενου κόστους, αλλά τώρα είναι το πλαίσιο της οικογένειας ως το πλαίσιο της αναπαραγωγής που υπονομεύεται, τώρα είναι απλά ένας όρος που διαμεσολαβεί μεταξύ μιας ατομικής εργατικής-δύναμης, που μετρά ως ένα κλάσμα/aliquot της διαθέσιμης κοινωνικής εργατικής-δύναμης και αυτής της ίδιας τς συνολικής διαθέσιμης κοινωνικής εργατικής-δύναμης. Το κράτος είναι, αρχικά, ο εγγυητής της γενικής αναπαραγωγής της συνολικής διαθέσιμης κοινωνικής εργατικής-δύναμης, πριν αυτή η αναπαραγωγή αποκτήσει μια μορφή επαρκή για το κεφάλαιο και γίνει δουλειά των ατομικών καπιταλιστών (πχ. ασφάλιση, εκπαίδευση, συλλογικές συμβάσεις στο επίπεδο των βιομηχανιών και των επιχειρήσεων, η διανομή κουπονιών…). Αυτή τη στιγμή, η επίθεση σε όλες τις έμμεσες μορφές του μισθού και στις δημόσιες υπηρεσίες που η λειτουργία τους εν μέρει είναι να υποκαθιστούν συγκεκριμένα οικιακά καθήκοντα, σημαίνει ότι το βάρος της αναπαραγωγής πρέπει τώρα να μεταφερθεί σε μια διαφορετική (οικικακή;) κοινωνική σχέση. Οι συνέπειες μιας τέτοιας μεταβίβασης είναι δύσκολο να προβλεφθούν προς το παρόν.

Οι γυναίκες εργάζονται και αυτές και ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής πρέπει να συνδυάσει την γυναικεία εργασία με τέτοιο τρόπο ώστε η εργασία και η οικιακή εργασία να συναρθρώνονται έτσι που η καθεμιά να δημιουργεί τις απαραίτητες συνθήκες που να εξαναγκάζουν την εκτέλεση της άλλης. Ακόμα και όταν η μεγάλη πλειοψηφία των γυναικών δουλεύει, μπορούμε και πάλι να πούμε ότι η σχέση τους προς την αναπαραγωγή τους παραμένει αυτή της “συντήρησης” (Delphy). Το ζευγάρι δεν έχει την ίδια αντικειμενική έννοια γι’ αυτόν και γι’ αυτήν· η αγορά εργασίας ωθεί τις γυναίκες προς τον γάμο: την πιο κερδοφόρα καριέρα (ακόμα κι εργάζεται). Η ασυμμετρία προηγείται του [γαμήλιου] “συνεταιρισμού”, και είναι η αιτία του συνεταιρισμού. Ο γυναικείος μισθός λειτουργεί ως “δεύτερος μισθός” (αυτό είναι εφικτό επειδή αυτό που είναι ο καθοριστικός παράγοντας είναι ο μισθός ως αναπαραγωγή της εργατικής-δύναμης της οικογένειας) και μέσω αυτού οι γυναίκες επανεγγράφονται στο πλαίσιο της οικιακής εργασίας, μέσω της οποίας ο καπιταλιστής κερδίζει μέσω της αξίας της εργατικής-δύναμης.

Η αγορά εργασίας είναι καθαρά καπιταλιστική (και όχι “πατριαρχική” και καπιταλιστική), επειδή η θέση των γυναικών που αποδίδεται στην οικιακή εργασία επιπλέον της οικιακής εργασίας είναι επίσης καθαρά καπιταλιστική. Είναι τόσο καθαρά καπιταλιστική που είναι ακριβώς οι αναγκαιότητες της αξιοποίησης του κεφαλαίου που διαμορφώνουν/modulate την είσοδο και την έξοδο της εργασίας των γυναικών από τον καθαρό τους εντοπισμό εντός της οικιακής σφαίρας, χωρίς ποτέ να τους παρέχουν μια εξαίρεση/“άφεση” από αυτήν.

Η απαλλοτρίωση των γυναικών ως παραγωγών της πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης (η αύξηση του πληθυσμού) συνεπάγεται την απαλλοτρίωση του προσώπου που την παράγει και ως αποτέλεσμα την απαλλοτρίωση όλης της δραστηριότητάς της στον βαθμό που η απαλλοτρίωσή της ως πρόσωπο την αποκλείει από την κοινωνία. Η οικιακή εργασία δεν μπορεί να “συλληφθεί” από τον καπιταλιστή (μέσω της αξίας της εργατικής-δύναμης) χωρίς μια σχέση κυριαρχίας την οποία εξασκούν όλοι οι άντρες. “Ο ελεύθερος χρόνος” και η έμφυλη διαίρεση της αγοράς εργασίας είναι τα αντίστροφα φαινόμενα της περιοριστικής συνθήκης από την οποία και μόνο εκτελείται η οικιακή εργασία. Αυτός ο ελεύθερος χρόνος είναι αποτέλεσμα της κυριαρχίας και όχι της εκμετάλλευσης· η εκμετάλλευση συντελείται αλλού ακόμα και αν περιλαμβάνει αυτή την κυριαρχία ως μια από τις στιγμές της (ως απαλλοτρίωση της αύξησης του πληθυσμού ως παραγωγικής δύναμης και της απαξίωσης της εργατικής-δύναμης). Στον ΚΤΠ, ο αποκλεισμός των γυναικών από την δημόσια επικράτεια/realm είναι πιο ριζική από προηγούμενους τρόπους παραγωγής. Ο καπιταλισμός ορίζεο την παραγωγική εργασία ως απολύτως διαχωρισμένη από όλες τις αναπαραγωγικές δραστηριότητες στην ιδιωτική σφαίρα. Η ελεύθερη εργατική δύναμη που είναι φορέας αυτής της παραγωγικής δύναμης είναι αναγκασμένη να πηγαίνει για να πουλήσει τον εαυτό της. Το σχίσμα μεταξύ παραγωγής και αναπαραγωγής, μεταξύ κατοικίας και χώρου παραγωγής είναι τέλειο, δομικό και καθοριστικό του τρόπου παραγωγής που θεμελιώνεται στον ελεύθερο εργάτη. Η συζυγική οικογένεια είναι η οικογένεια του ελεύθερου εργάτη, με σεβασμό/pace στον Ένγκελς (δείτε παρακάτω). Ο οικιακός χώρος ορίζεται κοινωνικά ως αποκλεισμός/εξαίρεση, ως απομόνωση. Κάποια στιγμή οι γυναίκες μπορούν να μπουν στην αγορά εργασίας αλλά μόνο στη βάση αυτού του αποκλεισμού. Η είσοδός τους στην αγορά εργασίας, η συμμετοχή τους στην παραγωγική εργασία θα ορίζεται πάντα ως η εργασία “αυτών-που-υπάρχουν-με-τον-τρόπο-αυτό-σε-αποκλεισμό” και των οποίων η αξία της εργατικής-δύναμης, ως εκ τούτου, απαξιώνεται.

2. Τρόπος παραγωγής/υπερεργασία/γυναίκες-άντρες/σχέση κυριαρχίας

Το οικονομικό αποτέλεσμα της οικιακής εργασίας υλοποιείται στην διαίρεση της εργάσιμης μέρας. Αλλά η δυνατότητα της μείωσης του αναγκαίου χρόνου εργασίας και η σχετιζόμενη με αυτήν αύξηση της πλεονάζουσας εργασίας είναι εξωτερική προς την ίδια την εργασιακή διαδικασία. Αυτή η αύξηση στην πλεονάζουσα εργασία δεν μπορεί να συγχέεται αφεαυτού της με την εργασιακή διαδικασία, και αυτός είναι ο λόγος που χρειάζεται κάτι άλλο από την οικονομική σχέση για να υπάρχει. Αυτή τη σχέση κυριαρχίας μπορούμε να ονομάσουμε “πατριαρχία” υπό την συνθήκη ότι δεν θα περιπέσουμε σε μια ανθρωπολογική ψευδαίσθηση μιας ιστορίας της πατριαρχίας. Γι’ αυτό και πρέπει να επιστρέψουμε γρήγορα πίσω στην μήτρα των σχέσεων παραγωγής σε έναν τρόπο παραγωγής και στο ερώτημα του πώς μπορούν να αναπτυχθούν σχέσεις κυριαρχίας στην βάση της καπιταλιστικής σχέσης.

Η έννοια των σχέσεων παραγωγής δηλώνει/designates τις κοινωνικές σχέσεις που οι άντρες διατηρούν μεταξύ τους στην διαδικασία παραγωγής των υλικών συνθηκών της ύπαρξής τους. Το συνεκτικό σύνολο αυτών των σχέσεων συνιστούν έναν τρόπο παραγωγής. Ως ένας τρόπος παραγωγής, αυτό το συνεκτικό σύνολο τω σχέσων παραγωγής περιλαμβάνει την συνάρθρωση των στιγμών κυριαρχίας και αντιπροσώπευσης της κοινωνίας ως ολότητας, δηλαδή την αποξένωση/αλλοτρίωση του ατόμου από την κοινότητά του που είναι εγγενής σε όλες τις μορφές εκμετάλλευσης (θρησκεία, το Κράτος, η πολιτική, η συγγένεια…). Ειδωμένες ιστορικά (χρονολογικά), οι σχέσεις παραγωγής προηγούνται, ενώ θεωρητικά, εννοιολογικά, ο τρόπος παραγωγής προηγείται. Αν και ιστορικά το εμπόρευμα, το χρήμα, το ενοίκιο ή η πίστωση προηγούνται τους ΚΤΠ, είναι ο ΚΤΠ που ορίζει τι είναι το εμπόρευμα, η μισθωτή εργασία, το κεφάλαιο, η πίστωση, το ενοίκιο κ.λπ.

Ένας τρόπος παραγωγής είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης τριών στοιχείων: εργατών, μη-εργατών και συνθηκών παραγωγής. Το τρίτο στοιχείο χωρίζεται σε δύο: μέσα παραγωγής και μέσα συντήρησης. Μεταξύ αυτών των τριών στοιχείων μπορούν να υπάρχουν τρεις τύποι σχέσεων: ιδιοκτησία, κατοχή και διαχωρισμός. Κάθε συνδυασμός μπορεί να λειτουργήσει ως διαδικασία με δυο τρόπους: την σύμπτωση μεταξύ της εργασιακής διαδικασίας και της απόσπασης πλεονάζουσας εργασίας και την μη-σύμπτωση. Οι τρόποι παραγωγής που θεμελιώνονται στην μη-σύμπτωση είναι εκείνοι στους οποίους η εκμετάλλευση δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, δεν μπορεί να υλοποιηθεί, χωρίς να είναι κυριαρχία. Αυτοί οι τρόποι παραγωγής λειτουργούν ουσιαστικά μέσω της κυριαρχίας, η εκμετάλλευση περιλαμβάνει την κυριαρχία. Η περίπτωση του καπιταλισμού δεν είναι τέτοια (αυτή δεν είναι η περίπτωση του καπιταλισμού).

Είναι απαραίτητο να ορίσουμε τις έννοιες της “κυριαρχίας” και της “εκμετάλλευσης”. Η εκμετάλλευση είναι μια αυστηρή έννοια: η ιδιοποίηση από τον μη-εργάτη ενός συσσωρεύσιμου υλικού πλεονάσματος, η αναπαραγωγή και/ή η επέκταση του “αποθέματος”, επιτρέποντας έτσι την ανανέωση της λειτουργίας. Η κυριαρχία είναι μια πολύ πιο ασαφής και πολύσημη έννοια. Υπάρχει κυριαρχία όταν ο εργάτης είναι ένα συγκεκριµένο άτομο, δηλαδή αυτό του οποίου το ανήκειν σε μια δεδομένη κοινότητα προϋποθέτει την εκτέλεση της δραστηριότητάς του, κάτι που συνήθως περιλαμβάνει την (χωρική ή χρονική) διάζευξη του χρόνου εργασίας σε αναγκαίο χρόνο εργασίας και πλεονάζοντα χρόνο εργασίας. Η κυριαρχία είναι εξίσου, για τους ίδιους λόγους, μια ιδεολογική διαδικασία. Στην πραγματικότητα, αν η εκμετάλλευση αποκτά έναν αυταπόδεικτο χαρακτήρα σ’ αυτή την κατάσταση, είναι εις βάρος της ιδεολογίας που αντιστοιχεί στο σχέση ανήκειν της κοινότητας.

Παρ’ όλα αυτά, σχέσεις κυριαρχίας μπορούν να επανα-αναπτυχθούν στη βάση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Αυτό συμβαίνει με δυο τρόπους: πρώτα στη βάση, και εντός, της ίδιας της εκμετάλλευσης, ακριβώς με τον τρόπο που οι τρεις στιγμές της εκμετάλλευσης αρθρώνονται (το face-off ανάμεσα στην εργατική δύναμη και το κεφάλαιο ως δυνάμει κεφάλαιο· η υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο· και ο μετασχηματισμός της υπεραξίας σε επιπλέον κεφάλαιο). Δεύτερον στη βάση των υπαρχουσών διαζεύξεων, στον ίδιο τον ΚΤΠ, ανάμεσα στην εργασιακή διαδικασία και την αύξηση της πλεονάζουσας εργασίας – δηλαδή στην βάση που καθορίζει ιδεολογικά την κυριαρχία. Ο ποτέ τελειωμένος/περατωμένος χαρακτήρας του μετασχηματισμού της υπεραξίας σε επιπλέον κεφάλαιο και οι διαζεύξεις ανάμεσα στην εργασιακή διαδικασία και την αύξηση της πλεονάζουσας εργασίας έχουν σαν αποτέλεσμα ότι το κεφάλαιο επανεμφανίζεται εντός της σχέσης εκμετάλλευσης ως κυριαρχία, ως ένας εξωτερικός περιορισμός στο άτομο.

Από την μια πλευρά στην εκμετάλλευση έχουμε την γενική δυνατότητα μιας σχέσης κυριαρχίας και από την άλλη ο τρόπος με τον οποίον έχουμε ορίσει την εισαγωγή της οικιακής εργασίας στη σχέση ανάμεσα στην αναγκαία και την πλεονάζουσα εργασία σημαίνει ότι η οικιακή εργασία δεν μπορεί να αυξήσει την πλεονάζουσα εργασία χωρίς να εμπλέκεται σε μια σχέση κυριαρχίας. Η οικιακή εργασία περιλαμβάνεται στον μισθό που είναι η αναπαραγωγή της εργατικής-δύναμης και της “φυλής των εργατών”. Ως αποτέλεσμα της ίδιας της διάζευξης ανάμεσα στην εργασιακή διαδικασία στην οποία καταναλώνεται παραγωγικά εργατική δύναμη και την τροπικότητα της αύξησης της υπερεργασίας που αντιπροσωπεύεται από την οικιακή εργασία, οι συνέπειες της (της οικιακής εργασίας;) δεν μπορούν να συλληφθούν από τον καπιταλιστή χωρίς μια σχέση κυριαρχίας. Η σχέση μεταξύ αντρών και γυναικών δεν είναι αναγώγιμη στην αντίθεση μεταξύ τάξεων· οι άντρες δεν δρουν ως επιστάτες του αληθινού αφεντικού, του καπιταλιστή· μάλλον δρουν για τους ίδιους ως άντρες. Η αρσενική κυριαρχία δεν διαμεσολαβεί την καπιταλιστική κυριαρχία. Αν η κυριαρχία αυτή αυξάνει την υπερεργασία, αυτό συμβαίνει επειδή η υπερεργασία και η αντρική κυριαρχία, η ιδιοποίηση των γυναικών και της δραστηριότητάς τους είναι δεδομένες την ίδια στιγμή και ανήκουν στην ίδια έννοια της υπερεργασίας. Αλλά είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που ο ΚΤΠ έχει ένα πρόβλημα με τις γυναίκες.

3. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει ένα πρόβλημα με τις γυναίκες

Ο ΚΤΠ είναι ο πρώτος τρόπος παραγωγής που έχει ένα πρόβλημα με την εργασία και την αύξηση του πληθυσμού ως “πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης”.

Είναι ένας νόμος του κεφαλαίου, όπως είδαμε, να δημιουργεί πλεονάζουσα εργασία, διαθέσιμο/ελεύθερο χρόνο· αυτό μπορεί να το κάνει μόνο θέτοντας αναγκαία εργασία σε κίνηση – δηλαδή μπαίνοντας σε μια ανταλλαγή με τον εργάτη. Είναι λοιπόν η τάση του να δημιουργεί όσο το δυνατόν περισσότερη εργασία· όπως είναι εξίσου τάση του να μειώνει την αναγκαία εργασία σε ένα ελάχιστο. Είναι λοιπόν εξίσου μια τάση του κεφαλαίου να αυξάνει τον εργαζόμενο πληθυσμό αλλά και να θέτει διαρκώς ένα μέρος αυτού του πληθυσμού ως πλεονάζοντα/περισσευούμενο πληθυσμό – πληθυσμό που είναι άχρηστος μέχρι κάποια στιγμή να τον χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο (εξ ου ξ ορθότητα της θεωρίας του πλεονάζοντος πληθυσμού και του πλεονάζοντος κεφαλαίου).[…] (Το κεφάλαιο) μπορεί να υπερπηδήσει το φυσικό όριο που δημιουργεί η ζωή ενός ατόμου, η εργάσιμη μέρα, σε ένα δεδομένο στάδιο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (χωρίς να αλλάζει το ίδιο (σε;) οτιδήποτε από αυτά που το στάδιο αυτό αλλάζει) μόνο θέτοντας μια άλλη εργάσιμη μέρα παράλληλα με την πρώτη την ίδια στιγμή – με την χωρική προσθήκη περισσότερων ταυτόχρονων εργάσιμων ημερών.[…] Αυτός είναι ο λόγος που το κεφάλαιο επιζητά την αύξηση του πληθυσμού· και η ίδια η διαδικασία μέσω της οποίας ελαττώνεται η αναγκαία εργασία καθιστά εφικτή την προσθήκη καινούριας αναγκαίας (και συνεπώς πλεονάζουσας) εργασίας σε δουλειά.

Και αυτό άσχετα από το γεγονός ότι η αύξηση του πληθυσμού αυξάνει την παραγωγική δύναμη της εργασίας, αφού κάνει δυνατή τη μεγαλύτερη διαίρεση και συνδυασμό της εργασίας κ.λπ. Η αύξηση του πληθυσμού είναι μια φυσική δύναμη εργασίας, για την οποία δεν πληρώνεται τίποτα. Από αυτή την άποψη χρησιμοποιούμε τον όρο φυσική δύναμη για να αναφερθούμε στην κοινωνική δύναμη. Όλες οι φυσικές δυνάμεις της κοινωνικής εργασίας είναι οι ίδιες ιστορικά προϊόντα.[…] Εξ ου η τάση του κεφαλαίου να αυξάνει ταυτόχρονα τον εργαζόμενο πληθυσμό καθώς και να μειώνει σταθερά το αναγκαίο κομμάτι του (να θέτει σταθερά ένα μέρος του ως εφεδρεία). Και (να κάνει) την ίδια την αύξηση του πληθυσμού το κύριο μέσο για την ελλάτωση του αναγκαίου τμήματός του. Εν κατακλείδι, αυτή δεν είναι παρά μια εφαρμογή της σχέσης της μοναδικής εργάσιμης μέρας5.

Ως συνέπεια του ορισμού του εργαζόμενου πληθυσμού ως παραγωγικής δύναμης, οι κατηγορίες των αντρών και των γυναικών πάντα αναπαράγονται ταυτόχρονα – είναι απόλυτες όχι ενδεχομενικές (αυτές δεν είναι “συμπεριφορικές επιλογές” – Βutler)· όμως, στον ΚΤΠ, αυτές οι κατηγορίες δεν είναι πλέον απλά δεδομένες, επειδή είναι ο πληθυσμός ως κύρια παραγωγική δύναμη, στο κεφάλαιο, που δεν είναι πια δεδομένος.

Οι συνθήκες με τις οποίες τα άτομα συνευρίσκονται σεξουαλικά, στον βαθμό που η προανααφερόμενη αντίθεση απουσιάζει, είναι συνθήκες που προσιδιάζουν στην ατομικότητά τους, με κανέναν τρόπο εξωτερικές προς αυτά· οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτά τα συγκεκριµένα άτομα, ζώντας κάτω από συγκεκριµένες σχέσεις, μπορούν αφεαυτού τους να παράγουν την υλική τους ζωή και ό,τι σχετίζεται με αυτήν, είναι λοιπόν οι συνθήκες της αυτο-δραστηριότητάς τους και παράγονται από αυτή την αυτο-δραστηριότητα. Η καθορισμένη συνθήκη κάτω από την οποία παράγουν, αντιστοιχεί λοιπόν, στον βαθμό που η αντίθεση δεν έχει ακόμα εμφανιστεί, στην πραγματικότητα της υπό όρους φύσης τους, την μονόπλευρης ύπαρξής τους, το μονόπλευρο της οποίας γίνεται εμφανής όταν η αντίθεση εισέρχεται στην σκηνή και συνεπώς υπάρχει για επόμενα άτομα. Τότε η συνθήκη εμφανίζεται ως τυχαίος χαλκάς, και η συνείδηση ότι είναι ένας χαλκάς αποδίδεται και στις προηγούμενες ηλικίες6.

Με τον κτπ, η αντίθεση “έχει εμφανιστεί” (αυτή του πληθυσμού ως κύριας παραγωγικής δύναμης), αλλά είναι αδύνατον να ξεφύγουμε από την αντίθεση αυτή χωρίς να καταργήσουμε αυτόν τον τρόπο παραγωγής. Αυτός ο τρόπος παραγωγής προετοιμάζει στο στήθος του μια ταξική πάλη η οποία, στην κατάργηση του κεφαλαίου, δεν θα μπορέσει να αποφύγει το ερώτημα, για καθέναν από μας, των “συνθηκών που είναι εγγενείς στην ατομικότητά μας”· αυτό το ερώτημα καθορίζεται από την “εμφάνιση αυτής της αντίθεσης” που θα πρέπει να υπερβληθεί, δηλαδή σ’ αυτήν την περίπτωση του να είσαι ένας “άντρας” ή μια “γυναίκα”. Η εμφάνιση ως αντίθεσης της έμφυλης αναπαραγωγής της ανθρωπότητας είναι ταυτόσημη με την αντιφατική σχέση του κεφαλαίου και της εργασίας εντός του κτπ, δηλαδή είναι ταυτόσημη με τη κεφάλαιο ως αντίφαση σε εξέλιξη7. Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που πρέπει να επιδιώξουμε να καταδείξουμε ότι είναι στην γυναικεία εργασία όπως αυτή έχει σήμερα που όλες οι αντιθέσεις/αντιφάσεις “δένουν” μεταξύ τους.

III. Η κατάργηση της έμφυλης διάκρισης

1. Ο προγραμματισμός αγαπά τις γυναίκες

Η συγκεκριµένη εκμετάλλευση των γυναικών ως τέτοιων στον κτπ δεν μπορεί να συγκριθεί με φυλετικούς/ρατσιστικούς τρόπους εκμετάλλευσης της εργατικής-δύναμης στον βαθμό που η εκμετάλλευση των γυναικών ακουμπά στην ίδια τη φύση του κτπ ως προς την σχέση του με την εργασία· συνδέεται με τον ορισμό της αξίας της εργατικής-δύναμης – κατά την έννοιά της – και με τον ορισμό της πλεονάζουσας εργασίας και της αυτο-αντιφατικής σχέσης του κεφαλαίου με την εργασία και τον πληθυσμό. Αν ο μαρξισμός και ο αναρχισμός, και το εργατικό κίνημα γενικά, είχαν πάντοτε ένα πρόβλημα με τις γυναίκες, αυτό οφείλεται στο ότι χωρίς μια υπέρβαση του προγραμματισμού αυτή η ιδιαιτερότητα είναι απλά αδύνατο να διατυπωθεί/μορφοποιηθεί, είναι αόρατη, εκτός του πεδίου του εφικτού.

Μόνο μια μη-προγραμματιστική θωρία της ταξικής πάλης και μια θεωρία της επανάστασης ως κατάργησης όλων των τάξεων, και συνεπώς του προλεταριάτου και της μορφής-μισθός, μπορεί να πάρει υπόψιν τον εσωτερικό ανταγωνισμό που εμπεριέχεται στον μισθό ως αναπαραγωγή της εργατικής-δύναμης και, επιπλέον, να θεωρήσει ότι αυτός ο εσωτερικός ανταγωνισμός είναι και θα είναι ένα καθοριστικό στοιχείο της κατάργησης της μορφής-μισθός. Είναι απαραίτητο να αναπτύξουμε μια κριτική του κτπ, και μια μη-προγραμματιστική θεωρία της επανάστασης, οι οποίες αμφότερες δεν θεωρούν την εργασία και την αύξηση του πληθυσμού ως φυσικά γεγονότα ολόκληρης της ανθρώπινης παραγωγής, για να μπορέσουν να συλλάβουν ότι είναι μια κοινωνική κατασκευή που κάνει τη διαφορά και δίνει το νόημα στην διαφοροποίηση των βιολογικών λειτουργιών της αναπαραγωγής. Ο προγραμματισμός κάνει αυτό το ζήτημα ένα προ-ιστορικό και προ-θεωρητικό στοιχείο (τη φυσική διαίρεση της εργασίας)· ο ριζοσπαστικός φεμινισμός (μη-ουσιολογικός ή διαφορικός8) το κάνει ένα νατουραλιστικό θεωρητικό ταμπού.

Στην ιδιαιτερότητά του, ο αγώνας των γυναικών είναι η εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη της υπέρβασης της προγραμματιστικής ταξικής πάλης. Στον κτπ η κοινή θέση των αντρών ως προς την εργασία των γυναικών ορίζει την θέση του μισθωτού εργάτη (σε όρους της πλεονάζουσας εργασίας και του μισθού ως αναπαραγωγής της εργατικής-δύναμης). Για όσο καιρό η μάχη παραμένει ως αυτή του μισθωτού εργάτη ή ακόμα και ως η πάλη για την απελευθέρωση της εργασίας, θα περιέχει εντός της, εντός της μισθωτής εργασίας, την απαλλοτρίωση των γυναικών. Η ταξική πάλη θα οδηγεί μόνο “από τον ίδιο της τον χαρακτήρα” στην κατάργηση του προλεταριάτου κατά την κατάργηση του κεφαλαίου μέσω της επαναστατικής αντιπαράθεσης με την γυναικεία πάλη στην ιδιαιτερότητά της. Η φύση αυτής της ιδιαιτερότητας της αντιπαράθεσης μεταξύ αντρών και γυναικών είναι η υπέρβαση/αντικατάσταση του προγραμματισμού. Αν κοιτάζαμε προς τα πίσω, στους ειδικά γυναικείους αγώνες και απεργίες, και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δραστηριότητας των γυναικών σε επαναστατικούς αγώνες, από την εποχή της Γαλλικής ή, ίσως, ακόμα και της Αγγλικής Επανάστασης, και μέχρι και την εμφάνιση του σύγχρονου φεμινισμού, στις δεκαετίες του 1960 και 1970, θα ανακαλύπταμε με έκπληξη, στην πράξη, τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του προγραμματισμού. Μια λεπτομερής μελέτη των επαναστατικών κινημάτων θα αποκάλυπτε σίγουρα ότι η δραστηριότητα των γυναικών στα κινήματα αυτά υποδηλώνεται πλήρως στην αδυνατότητα του προγραμματισμού με τους ίδιους τους δικούς του όρους, στις αντιφάσεις του και στην υπέρβασή του.

Μερικές απεργίες και επαναστάσεις

Πέρα από τη συμμετοχή των γυναικών στη μάχη, η οποία ήταν σπανιότερη από αυτό που ένας συγκεκριµένος μύθος, γεννημένος ακριβώς από τον σοκαριστικό χαρακτήρα αυτής της παρουσίας, μας κάνει να πιστέψουμε, η Κομμούνα του 1871 περιόρισε τις γυναίκες στον παραδοσιακό τους κοινωνικό ρόλο (ως εργαζόμενες στις καντίνες, οδηγούς ασθενοφόρων, εργαζόμενες σε κλιβάνους και νοσοκομεία). Θα ήταν ενδιαφέρον να συγκρίνουμε αν είναι δυνατόν να συγκρίνουμε αυτή την κατάσταση με τον ρόλο τους στις πρώτες μέρες της κομμούνας.

Στην αλλαγή του [20ου] αιώνα, οι Emile Pataud και Emile Pouget, επαναστάτες συνδικαλιστές, έγραψαν το “Comment nous avons fait la Révolution” (“Πώς κάναμε την επανάσταση”), που δημοσιεύτηκε με τον λάθος τίτλο “Comment nous ferons la Révolution” (“Πώς θα κάνουμε την επανάσταση”) [εκδόσεις Tallandier, χωρίς χρονολογία], που αυτοπαρουσιάζεται ως μια περιγραφή μιας κομμουνιστικής κοινωνίας. Υπό την μεταμφίεση ενός συμπεράσματος, το πρώτο κεφάλαιο έχει ως τίτλο του “La libération de la femme” (“Η απελευθέρωση των γυναικών”). Η “απελευθέρωση των γυναικών” είναι η εκβιομηχάνιση των καθηκόντων του νοικοκυριού, λες και αυτές υποβιβάζονται στη γυναίκα από τη φύση, όσον αφορά τα υπόλοιπα…Σε μια κοινωνία θεμελιωμένη στην απελευθέρωση της εργασίας, την ανακατανομή και την ορθολογική αναδιοργάνωσή της, οι “γυναίκες” αποκλείονται: “στην καινούρια οργάνωση, κρίθηκε άχρηστο να ‘συνταγογραφηθεί’ στις γυναίκες – όπως είχε γίνει για τους άντρες – η ηθική υποχρέωση της θεμελίωσης ενός καθορισμένου εργάσιμου χρόνου. Θεωρούνταν ότι το υψηλό λειτούργημα της πιθανής μητρότητας την απελευθέρωνε από όλα τα άλλα κοινωνικά καθήκοντα. (ό.π., σελ. 292).

Από τον επαναστάτη συνδικαλιστή Pouget στον Μπολσεβίκο Λένιν, η “απελευθέρωση των γυναικών” είναι ο εξορθολογισμός της παραγωγικής εργασίας από την γυναικεία κολλεκτιβοποίηση των οικιακών καθηκόντων. Σε καμμιά στιγμή δεν νοιάζονται ή εμπλέκονται οι άντρες σε μια ανακατανομή των ρόλων. Το ζήτημα της έμφυλης διάκρισης δεν πολεμιέται στη βάση του, και κανένα επαναστατικό πρόγραμμα δεν μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο.

Είναι ο Ένγκελς που έβαλε τις θεωρητικές βάσεις για τον τρόπο με τον οποίο τίθεται το ζήτημα της έμφυλης διάκρισης στο πλαίσιο του προγραμματισμού: η διάσπαση της αστικής οικογένειας με την εξαφάνιση της οικονομικής της βάσης· η ανανέωση της οικογένειας μετά την επανάσταση. Ένα απόσπασμα από την “Καταγωγή της Οικογένειας, της Ιδιοκτησίας και του Κράτους9” συνοψίζει το θέμα. Αφού έχει εξηγήσει ότι στην αστική τάξη, η έγνοια για την κληρονομιά και το προξενιό ρυθμίζουν τον γάμο, ο Ένγκελς συνεχίζει:

Η σεξουαλική αγάπη στη σχέση με μια γυναίκα γίνεται, και μόνο αυτό μπορεί να γίνει, ο πραγματικός κανόνας ανάμεσα στις καταπιεσμένες τάξεις, που σημαίνει σήμερα στο προλεταριάτο – άσχετα από το αν αυτή η σχέση έχει επικυρωθεί επίσημα ή όχι. Αλλά εδώ όλα τα θεμέλια της τυπικής μονογαμίας εξαφανίζονται. Εδώ δεν υπάρχει ιδιοκτησία, για τη διατήρηση και την κληρονόμηση της οποίας η μονογαμία και η αντρική ανωτερότητα θεμελιώθηκαν· συνεπως δεν υπάρχει κίνητρο για να γίνει αυτή η αντρική ανωτερότητα αποτελεσματική. […] Και τώρα που η βιομηχανία μεγάλης-κλίμακας έχει βγάλει τη σύζυγο από το σπίτι στην αγορά εργασίας και στο εργοστάσιο, και την έχει κάνει συχνά αυτήν που κερδίζει το ψωμί της οικογένειας, δεν έχει απομείνει καμμιά βάση για οποιοδήποτε είδος αντρικής ανωτερότητας στο προλεταριακό σπιτικό – εκτός, ίσως, από κάτι από την βαρβαρότητα απέναντι στις γυναίκες που έχει εξαπλωθεί από την εισαγωγή της μονογαμίας. […] Δεν ήταν παρά με την σύγχρονη βιομηχανία μεγάλης-κλίμακας που άνοιξε για την γυναίκα ο δρόμος προς την κοινωνική παραγωγή – και τότε μόνο στην προλετάρια σύζυγο. Αλλά έχει ανοίξει με τέτοιο τρόπο που αν εκτελεί τα καθήκοντά της στην ιδιωτική υπηρεσία της οικογένειας της, παραμένει αποκλεισμένη απο την δημόσια παραγωγή και χωρίς τη δυνατότητα να κερδίζει κάποιο εισόδημα· και αν θέλει να πάρει μέρος την δημόσια παραγωγή κερδίζοντας ένα εισόδημα ανεξάρτητα, τότε δεν μπορεί να διεκπεραιώσει τα οικογενειακά της καθήκοντα10.

Οι γυναίκες στην ιδιωτική σφαίρα, οι άντρες στην κοινωνική σφαίρα, ο από τη φύση θηλυκός χαρακτήρας των οικογενειακών καθηκόντων (“υποχρεώσεων”): όλα αυτά προϋποτίθενται στην προβληματική του Ένγκελς. Η επανάσταση βάζει τις γυναίκες στην παραγωγική εργασία και η κοινωνικοποίηση των οικιακών καθηκόντων (δουλειών) έχει σκοπό να τους επιτρέψει την μαζική είσοδο στην παραγωγική εργασία. Αυτό, όμως, που είχε ο Ένγκελς μπροστά στα μάτια του δεν επηρέασε στο παραμικρό την ανάλυσή του: οι προλετάριες μπήκαν στο εργοστάσιο και επιπρόσθετα έπρεπε να “εκτελούν τις οικιακές τους υποχρεώσεις”, αλλά, ακόμα χειρότερα, δεν είχε διαφύγει της προσοχής του Μαρξ ή του Ένγκελς ότι αυτή η είσοδος στην παραγωγική εργασία όχι μόνο προκαλούσε συχνά την εχθρότητα από την πλευρά των αντρών, αλλά απείχε επίσης πολύ από το να υλοποιεί την “ισότητα” και στην πραγματικότητα παρήγαγε καινούριες διαφορές (ανειδίκευτες δουλειές, διαφορές στους μισθούς, πιο επαναλαμβανόμενη δουλειά…), σε τέτοιο βαθμό που όχι μόνο το εργοστάσιο απέτυχε εξαλείψει την οικιακή υποταγή, αλλά στην πραγματικότητα το εργοστάσιο και η οικιακή υποταγή αναπαρήγαγαν και νομιμοποιούσαν το ένα την άλλη. Μπορεί ο Ένγκελς να έγραψε μερικές ωραίες και ηχηρές διατυπώσεις σχετικά με την “οικιακή σκλαβιά” και για το ότι οι γυναίκες είναι “η προλεταριακή τάξη”, αλλά τα προλεταριακά νοικοκυριά υποτίθεται ότι θα ξεπερνούσαν αυτή την κατάσταση απλά συνδέοντας την υποτέλεια/υποταγή των γυναικών με τη μονογαμία και τη μονογαμία με την κληρονομιά. Είναι αξιοπαρατήρητο ότι ακόμα και τα γεγονότα που ο Ένγκελς ή ο Μαρξ μπορούν να περγράψουν και να αναλύσουν όταν πρόκειται για ένα ζήτημα οικονομίας ή περιγραφής μια κοινωνικής πραγματικότητας περνούν κάτω από το θεωρητικό τους ραντάρ όταν πρόκειται για τον ορισμό και τη σχέση μεταξύ των φύλων. Είναι η “κοινωνική επανάσταση” όπως είναι γι’ αυτούς και την εποχή τους που παραάγει αυτή την τυφλότητα.

Ολόκληρη η μετεπαναστατική εξέλιξη δεν είναι, λοιπόν, τίποτα περισσότερο από ένα ζήτημα ηθών και νοοτροπιών, ένα έδαφος που η Ένγκελς επίτηδες αρνείται να θέσει σε συζήτηση/θίξει. Εδώ είναι που στη Ρώσικη Επανάσταση, η Κολοντάι αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει ένα πρόβλημα που το θίγει μόνο από αυτή τη γωνία των ηθών/εθίμων [mœurs] και της νοοτροπίας. Μπορεί να δει, από την εμπειρία, ότι αυτη η προβληματική του Ένγκελς (την οποία υιοθέτησε ο Μπέμπελ), δεν οδηγεί, στην σοσιαλιστική επανάσταση, στη χειραφέτηση των γυναικών, αλλά είναι στην ίδια τη βάση του ορίου αυτής της προοπτικής που προσπαθεί να την ξεπεράσει. Με την καταστοκή της οικονομικής βάσης, που θεωρείται ότι είναι η μονογαμία στο πλαίσιο της ατομικής ιδιοκτησίας, η επακόλουθη εξέλιξη υποτίθεται ότι είναι ζήτημα ηθών και νοοτροπιών· αυτός ήταν ο μόνος δρόμος που παρέμενε ανοιχτός από την ίδια αυτή την προβληματική για να κατανοήσει την ίδια την ανεπάρκειά της όταν αυτή έγινε φανερή, τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά, στον απόηχο της επανάστασης.

Στην Ισπανία, στην ίδια την εξέλιξη του εμφυλίου πολέμου και με τη συγκρότηση της αναρχο-συνδικαλιστικής ομάδας Mujeres Libres11 (Ελεύθερες Γυναίκες), τα πράγματα γίνονται πιο πολύπλοκα. Αν και οι ιδρυτές της πιστεύουν ότι ο εμφύλιος πόλεμος θα έβαζε ένα τέλος στις δραστηριότητές τους, είναι ακριβώς σε αυτή τη στιγμή που το κίνημα γνωρίζει μια πραγματική λαϊκή ανάπτυξη και ξεπερνά την ομάδα των διανοουμένων που την θεμελίωσαν: αναγνωρίζουν ότι “ο πόλεμος γκρέμισε τους τοίχους του παλιού σπιτικού”. Εδώ υπάρχει ένα θεμελιώδες σημείο: αν η αντίθεση που εμπεριέχεται στη σχέση μεταξύ αντρών και γυναικών δεν επιλύεται στην ταξική πάλη, παρ’ όλα αυτά είναι η τελευταία που μπορεί να την βάλει στο “τραπέζι” με έναν μαζικό τρόπο. Ακόμα και αν οι αντιθέσεις δεν πρέπει να συγχέονται, η σειρά τους και η εξάρτησή τους καθορίζονται από τις σχέσεις στην καρδιά της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Στη διάρκεια της ύπαρξής τους, οι ομάδες των Mujeres Libres υφίσταντο την καταδεκτικότητα/ανποχή αν όχι και την εχθρότητα από το Movimiento Libertario12 (ML – Ελευθεριακό Κίνημα). Το τελευταίο, τον Οκτώβριο του 1938, αρνήθηκε τη συμμετοχή στις γραμμές του για τον ακόλουθο λόγο: “Μια γυναικεία οργάνωση θα ήταν στοιχείο διαίρεσης και ανισότητας για το κίνημα και αυτό θα είχε αρνητικές συνέπειες για την προώθηση των συμφερόντων της εργατικής τάξης”. Όμως, ακόμα και με την απλή παρουσία τους στη δημόσια σφαίρα (εκεί έγκειται η δυναμική τους), οι Mujeres Libres μόνο περιθωριακά αμφισβητούν τους κοινωνικούς ρόλους που συγκροτούν τις έμφυλες διακρίσεις. Οι διακηρύξεις ενάντια στην υποτέλεια στο νοικοκυριό είναι ξεκάθαρες, αλλά αυτό έχει τον σκοπό να θέσει την εκπλήρωση των καθηκόντων που αντιστοιχούν στο νοικοκυριί “στην υπηρεσία της συλλογικότητας μάλλον παρά σε αυτή ενός μοναδικού ατόμου”. Υπό συζήτηση είναι η διεύρυνση των “μητρικών ικανοτήτων” και των “γυναικείων/φεμινιστικών αξιών”: φροντίδα για τους πρόσφυγες, τους τραυματίες, τα ορφανά, η δημιουργία σχολείων και κλινικών…”Οι γυναίκες, ως συντρόφισσες [compañeras] των αντρών, ως μητέρες αλλά, επίσης, και ως αναπτύσσοντας την δική τους προσωπικότητα, πρέπει να επηρεάσουν την άνθιση της ανθρώπινης ύπαρξης” (Mujeres Libres, Δεκέμβριος 1938). Όταν η αναρχική Emma Goldman έστειλε ένα μήνυμα υποστήριξης του κινήματος, έγραψε: “το γυναικείο φύλο είναι το πιο σημαντικό γιατί διαιωνίζει το είδος”.

Το θέμα εδώ είναι η δημοσιουργία στην πάλη των κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών για το ξεπέρασμα της “πατριαρχίας”· η πάλη των γυναικών προορίζεται να εισάγει στην επανάσταση την “αλληλεγγύη”, ως γυναικεία αξία, ως το “κοινωνικό τσιμέντο της πάλης”.

Μπορούμε να ασκήσουμε κριτική στα όρια των Ελεύθερων Γυναικών, και συγκεκριµένες κριτικές είχαν αναπτυχθεί εκείνη την περίοδο, όμως η επανεπιβεβαίωση της “αλληλεγγύης”, των “γυναικείων αξιών” ως “κοινωνικού τσιμέντου της πάλης”, εγγράφεται, για τις Mujeres Libres, μέσα σε μια κριτική της “γραμμικής επανάστασης”. Με άλλα λόγια, μια κριτική της επαναστατικής διαδικασίας που διαχωρίζει τον στόχο της από τους ίδιους τους τρόπους επιδίωξης και υλοποίησης του στόχου αυτού. Εν συντομία, από τα μέσα της. Με τον τρόπο αυτό ένα κίνημα όπως οι Mujeres Libres αποσταθεροποιεί τον προγραμματισμό από τα μέσα, κάνει φανερές τις αντιφάσεις του και την αδυνατότητά με τους ίδιους τους όρους του. Όπως είδαμε, οι Mujeres Libres, δεν αμφισβητούν ριζικά την έμφυλη διάκριση ή τους σεξουαλικούς ρόλους. Αν η επανάσταση είναι η απελευθέρωση της εργασίας, τότε διατηρεί την αναγόρευση του πληθυσμού ως της πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης (πβλ. Goldman και Kollontai). Θα πρέπει να χειραφετηθεί η ίδια η παραγωγή αυτής της δύναμης, να εξορθολογιστεί, να απελευθερωθεί χωρίς η ίδια να τεθεί υπό αμφισβήτηση, κάτι όμως που δεν μπορεί να αποφευχθεί ως αποτέλεσμα του περιεχομένου αυτής της “χειραφέτησης” και αυτού του “εξορθολογισμού”: της δημόσιας παρουσίας των γυναικών.

Ήταν σχετικά με ζητήματα που αφορούν το φύλο που η αποστολή των γυναικών στα μετόπισθεν από το μέτωπο και η επαναθεμελίωση της έμφυλης διάκρισης, που είχε ανατραπεί προς στιγμή από την απλή δημόσια τους παρουσία, έγινε “αμέσως” αποδεκτή στην αρχή του 1937. Η απελευθέρωση της εργασίας σηματοδοτεί ότι η παραγωγή των εργατών γίνεται η θεμελιώδης πράξη που αναγνωρίζεται συνειδητά από την κοινωνία (πβλ. Emma Goldman). Αυτό σημαίνει ότι οι άντρες και οι γυναίκες, οι οποίες όντας όπως είναι, δηλαδή υπάρχοντας ως γυναίκες, θα πρέπει να ελέγχονται από συναισθήματα, αγάπη, συζυγικότητα, θα πρέπει να διατηρηθούν, ως γυναίκες, στην υπηρεσία της απελευθερωμένης εργασίας. Η άρνηση της απελευθέρωσης των σεξουαλικών σχέσεων στην επανάσταση δεν είναι ζήτημα ηθών και προκαταλήψεων: το σεξ παράγεο (ελεύθερους) εργάτες. Είναι, στη ρίζα του, ένα κωλοπρόβλημα, ένα πρόβλημα που έχει να κάνει με το “πήδημα” [un problème de cul]13.

Μπορούμε να ακολουθήσουμε τις περιπέτειες των γυναικών, των αντρών και της ταξικής πάλης με το ερώτημα των γυναικείων απεργιών.

Μια απεργία εργατών είναι μια απεργία. Μια απεργία εργατριών είναι μια απεργία από γυναίκες. Ο έμφυλος χαρακτήρας της απεργίας είναι αναντίρρητος, τόσο ως αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο οι ίδιες οι εργάτριες επιδιώκουν/προχωρούν και κατανοούν την απεργία τους, όσο και από την στάση των αντιπάλων τους: αφεντικών, μάνατζερ, και μερικές φορές εργατών και συνδικάτων. Τις περισσότερες φορές, η πορεία αυτών των απεργιών επιβεβαιώνει και αναπαράγει την γυναικεία συνθήκη και την έμφυλη διάκριση παρά ξεκινά οποιαδήποτε αμφισβήτησή τους. Η συνθήκη της συζύγου και της μητέρας των εργατών δεν σταματά στην πύλη του εργοστασίου, ακόμα και αν υπάρχει μια απεργία, όπως είδαμε πρόσφατα στην απεργία των σούπερ-μάρκετ.

Ο Xavier Vigna αφιερώνει ένα σημαντικό κεφάλαιο στις γυναικείες απεργίες στο L’Insubordination ouvrière dans les années 68, Essai d’histoire politique des usines14 (Presses Universitaires de Rennes).

Αν όλες οι απεργίες σπάνε την τάξη του εργοστασίου και σηματοδοτούν με αυτόν τον τρόπο μια παράβαση/υπέρβαση, οι γυναικείες απεργίες συνδυάζουν15 την επίθεση. Συγκρούονται και με την τάξη στο εργοστάσιο και με την έμφυλη διαίρεση των ρόλων που αποδίδονται στην υποτέλεια των γυναικών και την κατάσταση του να είναι κυριαρχούμενες. Αυτές οι απεργίες θέτουν σε κίνηση μια πολλαπλί αντίθεση με συγκεκριµένους άντρες. Πρώτα απ’ όλα, η διεύθυνση του εργοστασίου είναι πάντα από αρσενικές φάτσες που αποκρυσταλλώνουν εχθρότητα των απεργών.[…] Ακόμα περισσότερο, στις υφαντουργίες και τις βιομηχανίες ιματισμού ειδικότερα, οι γυναίκες που απεργούν συχνά αναλαμβάνουν δράση και απεργούν ενάντια και συχνά ενάντια στους άντρες εργάτες, κόφτες ή χειριστές, που επωφελούνται από ένα υψηλότερο στάτους και επομένων υψηλότερους μισθούς. Στις απεργίες στην PIL στο Cerizay, στην CIP στο Haisnes, στην SCALPEN στο Quimper το καλοκαίρι του 1976, μόνο ένας άντρας πήγε μαζί με τις εργάτριες· και πάλι στο Cerizay, ήταν άντρες που εκδίωξαν βίαια τις απεργούς που είχαν πάει για να διαπραγματευτούν από τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης. Με αυτόν τον τρόπο, αυτές οι απεργοί εργάτριες “άναψαν” μια αντίθεση αντρών/γυναικών, που συχνά διατέμνεται με την αντίθεση ανάμεσα σε ειδικευμένους και ημι-ειδίκευτους εργάτες εντός της ομάδας των εργατώ σε μια συγκεκριµένη επιχείρηση16.

Από τον 19ο αιώνα, οι γυναικείες απεργίες έχουν κινήσει ένα διάλογο/discource που αμφισβητεί τον έμφυλο χαρακτήρα των απεργιών και εκσφενδονίζει όνειδος17 στον τελευταίο. Η υπέρβαση που αποτελεί το φαινόμενο της απεργίας είναι, σε αυτό το πλαίσιο, η απόδειξη μιας αξιοθρήνητης ηθικότητας, μια άσωτη/έκλυτη σεξουαλικότητα.

Σε αντίθεση με οποιεσδήποτε κοινοτοπίες σχετικά με την καθολικότητα της ταξικής πάλης, η πάλη των εργατριών δεν εξαφανίζει την κατάστασή τους, το αντίθετο. Μπορούμε και να σκεφθούμε ακόμα ότι η υποτέλεια της γυναικείας κατάστασης επανενδυναμώνεται στην και από την συνθήκη τους ως εργάτριες. Είνας ως “γυναίκες εργάτες” που οι γυναίκες θα καταργήσουν την συνθήκη τους, αλλά μόνο ενάντια στην συνθήκη τους ως γυναίκες εργάτες.

2. Γυναικεία εργασία στο αναδιαρθρωμένο κεφάλαιο

Η ασταμάτητη άνοδος στη γυναικεία εργασία ακολούθησε, κατά παράδοξο τρόπο, φαινομενικά, την κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και την αναδιάρθρωση που προκλήθηκε από αυτήν. Η ανάπτυξη της γυναικείας εργασίας έρχεται στον απόηχο της διάλυσης της εργατικής ταυτότητας, την ανάπτυξη της επισφάλειας και της ελαστικότητας, τα πρώτα θύματα των οποίων είναι οι εργάτριες. Η μερική απασχόληση είναι πάνω απ’ όλα κάτι που έχει να κάνει με τη γυναικεία εργασία. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την αύξηση στη γυναικεία εργασία χωρίς να θεωρήσουμε άμεσα το ποιοτικό περιεχόμενό της στον αναδιαρθρωμένο τρόπο παραγωγής που προήλθε από την κρίση. Το να μιλήσουμε γι’ αυτήν με ένα απλά απόλυτο, ποσοτικό τρόπο σημαίνει να χάσουμε το νόημά της. Στον αναδιαρθρωμένο κτπ, η αύξηση της γυναικείας εργασίας συνεισφέρει στην διαπερατότητα μεταξύ ανεργίας και απασχόλησης και στην διαίρεση της παγκόσμιας μάζας αναγκαίας εργασίας μεταξύ περισσότερων ανθρώπων.

Οι γυναίκες υπάρχουν. Υπάρχουν τη στιγμή που η διαπερατότητα μεταξύ απασχόλησης, επισφάλειας και ανεργίας γίνεται κυρίαρχη και όταν η δράση του προλεταριάτου μπορεί να ανατρέψει την τάξη του αμοιβαίου ορισμού μεταξύ ανεργίας και απασχόλησης, με όλες τις συνέπειες που αυτό μπορεί να έχει στην επαναστατική πορεία της ταξικής πάλης. Μέχρι και σήμερα, είτε αποκλείονταν από το θεσμικό πλαίσιο του ορισμού της μισθωτής απασχόλησης και της ανεργίας σύμφωνα με τους τομείς και τα είδη δραστηριότητας που τους παρέχονταν στην κοινωνική διαίρεση της εργασίας, είτε λειτουργούσε ακόμα ο παραδοσιακός τρόπος ρύθμισης της γυναικείας ανεργίας, είτε υπάγονταν στη δουλειά του συζύγου τους και η ανεργία τους εξαφανιζόταν.

Με την κρίση, η γυναικεία απασχόληση δεν έχει λειτουργήσει ως “εφεδρικός στρατός”, αντίθετα, έχει αυξηθεί αντί να υποχωρεί. Η γυναικεία εργασία δικαιολογεί ακόμα και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τον γενικό τόνο/απόχρωση των νέων τρόπων απασχόλησης που θεμελιώνονται με την κρίση και την αναδιάρθρωση. Σε κάθε περίπτωση, είναι η ίδια η έννοια του εφεδρικού στρατού που καθίσταται παρωχημένη σε αυτούς τους νέους τρόπους εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας από το κεφάλαιο.

Αυτό που μπορούμε να παρατηρήσουμε με έναν εξίσου σαφή τρόπο είναι η επιμονή των μηχανισμών διακρίσεων, της σεξουαλικής διαίρεσης της εργασίας, καθώς και την εμφάνιση νέων τρόπων ανισότητας. Αν η κρίση της απασχόλησης δεν έχει αποβάλλει τις γυναίκες από την απασχόληση όπως σε άλλες περιόδους, αν δεν τις έχει στείλει πίσω στο νοικοκυριό, έχει, εντούτοις, έχει οξύνει την ευαλλωτότητά τους στις κακοτροπίες της αγοράς εργασίας. Σε τέτοιο βαθμό που μπορούμε να δούμε διαφορές να αναδημιουργούνται, όχι απλά να διαιωνίζονται μεταξύ αντρών και γυναικών, εντελώς κόντρα στο ρεύμα της ακαταμάχητης ανόδου της γυνακείας δραστηριότητας. Η θηλυκοποίηση της αγοράς εργασίας δεν έχει συνοδευτεί από μια έμφυλη ποικιλομορφία στον κόσμο της εργασίας. Τα γυναικεία επαγγέλματα συνεχίζουν να εκθηλύνονται, οι αντρικές δουλειές παραμένουν “αντρικά επαγγέλματα”, απόρθητα προπύργια[…] Η συγκέντρωση των γυναικώ σε έναν πολύ που μικρό αριθμό τομέων δραστηριότητας παραμένει ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της δομής της απασχόλησης18,

Αν όμως αυτές οι διαφορές ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες, όχι μόνο δεν είναι κόντρα στο ρεύμα της “ακαταμάχητης ανόδου στη γυνακεία δραστηριότητα”, αλλά, αντίθετα, ήταν στην πραγματικότητα ο βασικός λόγος για την άνοδο αυτή; Το να θέτεις ένα ερώτημα σημαίνει να το απαντάς. Η γυνακεία εργασία είναι επιτομή των νέων τρόπων απασχόλησης σε τέτοιο βαθμό που είναι αυτοί ακριβώς οι νέοι τρόποι που κάνουν τις γυναίκες να παραμένουν στην αγορά εργασίας και να κουβαλάνε ένα αυξημένο βάρος μέσα σε αυτήν. Η μερική απασχόληση έγινε το σύγχρονο σχήμα της έμφυλης διαίρεσης της αγοράς εργασίας. Στη Γαλλία, οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 85 % των ανθρώπων που δουλεύουν με μερική απασχόληση.

Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη ότι αν και αντιπροσωπεύουν το 45% του (οικονομικά) ενεργού πληθυσμού, οι γυναίκες εξακολουθούν να είναι αόρατες. Από μείζονα συνέδρια για την απασχόληση μέχρι τις διάφορες διαπραγματεύσεις συλλογικών διεπαγγελματικών συμβάσεων, μάταια θα ψάξει κανείς για την παραμικρή συγκεκριµένη αναφορά στις γυναίκες, παρά μόνο σε σχέση με μέτρα που παρέχουν κίνητρα για μερική απασχόληση, και ακόμα και τότε δεν αναφέρονται εκπεφρασμένα. Αυτή η “αγνόηση” είναι εν τέλει η αναγνώριση της γενικότητας της “ειδικής” τους θέσης. Το 1998, ήταν η μαζική τους παρουσία, στους αγώνες των ανέργων και των επισφαλών, που προσέδωσε στρατηγική σημασία στην ιστορική ανατροπή του αμοιβαίου καθορισμού ανεργίας και μισθωτής απασχόλησης στην ταξική πάλη.

Μπορούμε να πούμε, παρωδώντας τον Μαρξ στα Χειρόγραφα του 1844: σε αυτή την παρουσία των γυναικών στο προλεταριάτο εμφανίζεται χειροπιαστά, ανηγμένος σε ένα συγκεκριµένο γεγονός, ο βαθμός στον οποίον η πάλη του ως τάξη έχει γίνει η αμφισβήτηση του εαυτού του, ή ο βαθμός στον οποίο η αμφισβήτηση του εαυτού του έχει γίνει η ύπαρξή του ως τάξη. Ο βαθμός στον οποίο το προλεταριάτο έχει γίνει κάτι ενδεχομενικό για τον εαυτό του, και στον οποίο συλλαμβάνει τον εαυτό ως τέτοιον, καθορίζεται από τον χαρακτήρα αυτής της παρουσίας· η σχέση της κατάστασης των γυναικών με την εκμετάλλευση ως ορισμός του προλεταριάτου είναι η πιο “φυσική” σχέση του προλεταριάτου με την άρνηση του εαυτού του.

Έχουμε πει ότι με τον κτπ η αντίθεση “έχει εμφανιστεί” (δηλαδή, αυτή του πληθυσμού ως πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης). Αυτός ο τρόπος παραγωγής κυοφορεί μια ταξική πάλη η οποία, στην κατάργηση του κεφαλαίου, θα θέσει αναπόφευκτα το ερώτημα, για όλους, των “συνθηκών που είναι εγγενείς στην ατομικότητά τους”, ένα ερώτημα που καθορίζεται από αυτή την αντίθεση που έχει εμφανιστεί και θα πρέπει να ξεπεραστεί. Είναι, πιθανόν, στην κατάσταση της γυναικείας εργασίας στο αναδιαρθρωμένο κεφάλαιο που η αντίθεση εμφανίζεται. Η γυναικεία εργασία εκφράζει την γενική κατάσταση ως γυναικεία εργασία, δηλαδή όλες τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στη σχέση της με την εργασία μέσω της ιδιαίτερης κυριαρχίας επί των γυναικών που απορρέει από την ίδια την σχέση του κεφαλαίου με την εργασία (πάντα αναγκαία· πάντα πάρα πολλή). Είναι, συνεπώς, στη βάση της ταξικής πάλης, στο επίπεδο της εκμετάλλευσης, που η σχέση αντρών-γυναικών μπορεί να ξεπεραστεί, επειδή αυτή η σχέση εμπεριέχει την ταξική πάλη και επειδή όλες οι αντιθέσεις έχουν συγκεντρωθεί με τέτοιο τρόπο (ώστε) που η σχέση αυτή να περιέχει την ταξική πάλη.

3. “Η ανθρωπότητα δεν θέτει στον εαυτό της προβλήματα που δεν μπορεί να λύσει”, αλλά το να θέσεις ένα πρόβλημα δεν είναι το ίδιο με το να λύσεις.

Η θέση και η πάλη των γυναικών ενάντια στην αντρική κυριαρχία κατέχει αντικειμενικά ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο και βάση, είναι ταυτόχρονα εντός και σε σχέση με την αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο (αλλά δεν πρέπει ποτέ να συγχέεται με αυτήν!). Η βάση αυτή είναι η πάλη τους ενάντια στην ιδιοποίησή τους από όλους τους άντρες η οποία (ιδιοποίηση) είναι συστατική της εκμετάλλευσης και χωρίς την οποία η πάλη ενάντια στην εκμετάλλευση δεν μπορεί να πάει πέρα από την επιβεβαίωση και την απελευθέρωση της εργασίας· η κύρια παραγωγική δύναμη θα αναγνωριζόταν επιτέλους ως τέτοια. Αυτή είναι μια πάλη που δεν είναι μόνο ιδιαίτερη αλλά επίσης και ορίζουσα από τη στιγμή που η προοπτική της κατάργησης του κεφαλαίου είναι αυτή της κατάργησης όλων των τάξεων, που η ίδια γίνεται αυτή η περίπτωση μόνο με αυτή τη συγκεκριµένη πάλη. Στην ιδιαίτερη πάλη ενάντια στην αντρική κυριαρχία, είναι η υπέρβαση του προγραμματισμού που υπάρχει ή τουλάχιστον είναι επί τω έργω. Δεν είναι απλή σύμπτωση ότι “το δεύτερο κύμα φεμινισμού” εμφανίζετα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και αναπτύσσεται στην αρχή της δεκαετίας του 1970 σε σχέση με τα όρια της αποτυχίας του 1968.

Το να πούμε ότι δεν υπάρχει επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση χωρίς την κατάργηση αντρών και γυναικών δεν σημαίνει πως λέμε ότι επειδή η επανάσταση δεν μπορεί πλέον να είναι κάτι άλλο από κομμουνιστικοποίηση το ερώτημα θα επιλυθεί ως αποτέλεσμα. Αυτό σημαίνει ότι η επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση μπορεί να καταλήξει σε αποτυχία. Η επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση είναι η κοινωνική διαδικασία που μας επιτρέψει να φτάσουμε στην κατάστασ στην οποία η διάκριση ανάμεσα στα φύλα δεν είναι πλέον κοινωνικά προσήκουσα· δεν πρέπει όμως να συγχέουμε την κατασκευή του ζητήματος στην επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση με την αναγκαιότητα της επίλυσής του.

Είναι μια εντελώς αρτηριοσκληρωτική οπτική της επέκτασης και του εμβάθυνσης της πάλης να θεωρούμε ότι η αυτοσυγκρότηση μιας ομάδας γυναικών είναι απαραίτητα ταυτοτιστική19 και ένα όριο σε αυτή την πάλη. Αυτή η ομάδα δεν εφευρίσκετι το πρόβλημα που την συγκροτεί ως μια ιδιαίτερη ομάδα σε σχέση με το γενικό πρόβλημα της πάλης, γεννιέται από το ζήτημα που η διαφορά μεταξύ των “φύλων” έκανε να εμφανιστεί στην πορεία αυτής της πάλης. Είναι συχνά καλό ότι η αντίθεση εμφανίζεται. Αυτοί που κατηγορούν αυτόν τον τύπο δράσης ότι παραβιάζει την καθολικότητα του προλεταριάτου ξεχνούν ότι αν αυτός ο τύπος δράσης υπάρχει είναι ακριβώς για να πολεμήσει το “ουσιοποιητικό” και/ή εχθρικό όραμα που μπορεί να αναπτυχθεί στην ίδια την πορεία της πάλης (πβλ. το κίνημα των piquetero και την μακρόχρονη ιστορία του προγραμματισμού). Μόνο μια θεωρία στην οποία η επανάσταση είναι η κατάργηση όλων των τάξεων μπορεί να θέσει και να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα κατά πρόσωπο και όχι να τα αντιμετωπίσει ως περιστασιακά και τυχαία εμπόδια, κάτι που απλά πρέπει να φύγει όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Δεν μπορούμε να δρούμε σαν να μην υπάρχουν διαφορές και κατακερματισμοί και σαν να μην είναι αντικειμενικοί σε σχέση με την ανώτερη οντότητα: η κοινή κατάσταση των εκμεταλλευόμενων. Η ενότητα δεν θα επιτευχθεί για το προλεταριάτο παρά μόνο στην κατάργησή τους, που δεν θα συμβεί χωρίς εσωτερικές συγκρούσεις που προέρχονται από την αναπαραγωγή του, η οποία πάντα συνεπάγεται από την αναπαραγωγή του κεφαλαίου μέχρι την κατάργησή του. Αυτό θα είναι ένα πρόβλημα στο οποίο εμπλέκονται η επανάσταση και η αντεπανάσταση.

Η κυριαρχία επί των γυναικών δεν συμβαίνει μόνο στην οικογένεια αλλά εκτείνεται στην ολότητα της παραγωγής και της αναπαραγωγής του καπιταλισμού. Οι άντρες αντλούν κάθε είδους υλικά ωφέλη από αυτό (με όρους lifestyle, κατάτμησης της αγοράς εργασίας) που είναι εσωτερικές και καθορίζουσες της ύπαρξς των μισθωτών εργατών. Όσο σε μια παγκόσμια κλίμακα η εργατική τάξη (άντρες και γυναίκες) παλεύει για την υπεράσπιση της κατάστασής της ή ακόμα και για τη χειραφέτησή της (προγραμματισμός), το ζήτημα της αντρικής κυριαρχίας τίθεται μόνο περιθωριακά, στην καλλίτερη περίπτωση με όρους της γυναικείας επαναδικαίωσης της ισότητας που ως τέτοια είναι καταδικασμένη να αποτύχει· δράσεις για τον σκοπό αυτό απλά συμμετέχουν στην αδυνατότητα, με τους δικούς της όρους, της προγραμματιστικής επανάστασης και της χειραφέτησης της εργασίας. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τη γυναικεία δραστηριότητα στις επαναστάσεις ως τον δείκτη της αποτυχίας τους.

Η επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση θέτει το πρόβλημα της έμφυλης διάκρισης ως εγγενές στην εκμετάλλευση on the table με έναν πρακτικό τρόπο. Όμως, ακόμα και αν η αντρική κυριαρχία και η καπιταλιστική εκμετάλλευση κατασκευάζονται κοινωνικά με έναν συνεκτεινόμενο τρόπο (που δίνεται από τη φύση της πλεονάζουσας εργασίας και την μισθωτή σχέση), ακόμα και αν η κατάργηση της μιας δεν μπορεί να συμβεί χωρίς την κατάργηση της άλλης, οι αντιθέσεις/αντιφάσεις που παράγουν την υπέρβασή τους δεν είναι ταυτόσημες. Η πάλη των γυναικών ενάντια στην αντρική κυριαρχία δεν διαλύεται μέσα στην πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση. Αν μπορούμε να πούμε ότι η αντίθεση μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου, στο επαναστατικό της γίγνεσθαι ως κομμουνιστικοποίηση, θα βάλει την έμφυλη διάκριση (που είναι αναγκαστικά μια ιεραρχική διάκριση) στο τραπέζι, δεν φέρει, όμως, εντός της, ως τέτοια την υπέρβαση αυτού του προβλήματος, υπέρβαση πάνω στην οποία παρ’ όλα αυτά στηρίζεται η επιτυχία της. Η συγκρότηση της ομάδας γυναίκες ως δεύτερη ανθρωπότητα, ως “δεύτερο φύλο” είναι a priori μη-αναγώγιμη στην αντίθεση κεφαλαίου και προλεταριάτου. Αυτή η τελευταία αντίθεση φέρει εντός της το ξεπέρασμα όλων των τάξεων, την κατάργηση της ιδιοκτησίας, της διαίρεσης της εργασίας, της ανταλλαγής και της αξίας, της εργασίας, της οικονομίας, δηλαδή της παραγωγής των σχέσεων μεταξύ των ατόμων που τα καθορίζουν στην μοναδικότητά τους, αλλά δεν περιέχει τα μέσα για την πραγμάτωση αυτού που κουβαλά εντός της.

Η ιδιοποίηση των γυναικών, δηλαδή η αντίθεση που κατασκευάζει και θέτει απέναντι άντρες και γυναίκες, είναι εγγεγραμένη μέσα στην ίδια την ύπαρξη της πλεονάζουσας εργασίας, αλλά οι κοινωνικές ομάδες, που αυτή η ιδιοποίηση κατασκευάζει αντιθετικά, δεν ταυτίζονται με τις τάξεις (προλετάριους και αστούς) που βάζει απέναντι η αντίθεση που θεμελιώνεται στην υπερεργασία (δηλαδή η εκμετάλλευση). Το πρόβλημα είναι μοναδικό, η κατάργηση της πλεονάζουσας εργασίας, αλλά οι πρωταγωνιστές της επίλυσής του συνδέονται μεταξύ τους με διαφορετικές αντιθέσεις. Η έμφυλη διάκριση της ανθρωπότητας υπονοοείται/συνεπάγεται, περιλαμβάνεται στην αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο αλλά η τελευταία, αυστηρά ως μια αντίθεση ανάμεσα σε τάξεις, δεν κουβαλά εντός της την υπέρβαση αυτής της διάκρισης. Η διάκριση αυτή ορίζει μια κυριαρχούμενη “ομάδα”, τις γυναίκες, η κυριαρχία επί των οποίων είναι ουσιώδης για την εκμετάλλευση, που δεν είναι, όμως, η ίδια μια τάξη καθεαυτή, και της οποίας το αντικείμενο πάλης είναι η αντρική κυριαρχία και ο έμφυλος διαχωρισμός της κοινωνίας. Το γεγονός ότι η συγκρότηση αυτής της ομάδας συνδέεται ουσιαστικά με όλες τις αντιθέσεις ανάμεσα στις τάξεις σημαίνει ότι η είσοδός της στη σκηνή της ιστορίας συνδέεται πάντα με επαναστατικές περιόδους, και ότι δεν συμμετέχουν όλες οι γυναίκες στον αγώνα αυτής της ομάδας απλά επειδή είναι γυναίκες. Η “αστή” μπορεί να συμμετέχει ως γυναίκα στον φεμινιστικό αγώνα στον βαθμό που ο τελευταίος παραμένει εντώς της προβληματικής της ισότητας ή του διαφορισμού/differentialism, αλλά σ’ αυτόν τον αγώνα θα πρέπει να εμφανιστεί ένα χάσμα αν αυτό που αμφισβητείται είναι η κατάργηση της ίδιας της έμφυλης διαίρεσης της ανθρωπότητας, που είναι ενδογενής στην πλεονάζουσα εργασία. Το τέλος της πλεονάζουσας εργασίας είναι το τέλος της έμφυλης διαίρεσης της ανθρωπότητας και θα είναι αυτό το τέλος μόνο ως τέλος αυτής της διαίρεσης.

Η αύξηση του πληθυσμού ως κύριας παραγωγικής δύναμης, η θεμελίωση όλων των μορφών πλεονάζουσας εργασίας, ορίζει σε μια ταξική κοινωνία, μια ανταγωνιστική διαμέριση της κοινωνίας που τα στοιχεία της δεν είναι άμεσα αυτά που αντιτίθενται στην εξαγωγή αυτής της υπερεργασίας. Είναι από αυτή την άποψη που η αντίθεση που είναι η εκμετάλλευση βάζει αναγκαστικά στο τραπέζι την έμφυλη διάκριση, αλλά δεν κουβαλά άμεσα εντός της τα μέσα και τις κοινωνικές δυνάμεις για να υλοποιήσει την κατάργησή της ως κομμουνιστικοποίηση. Όπως και να το κοιτάξει κανείς, η κομμουνιστικοποίηση θα είναι μια επανάσταση μέσα σε μια επανάσταση.

R.S.

Δείτε επίσης τα προσαρτήματα: Η δυναμική φύλου-τάξης και Σύντροφοι, αλλά γυναίκες20.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από την αγγλική απόδοση στο: http://libcom.org/library/gender-distinction-programmatism-communisation.

2 Στμ. Στην αγγλική μετάφραση: predicated.

3 Στμ. Μαρξ: “Μισθοί, Τιμές και Κέρδος”.

4 Στμ.

7 http://www.marxists.org/archive/marx/works/1857/grundrisse/ch08.htm#p414 (στμ. Είναι η περίφημη έκφραση του Μαρξ για το κεφάλαιο “ως κινούμενη αντίφαση”).

8 Στμ. Στο πρωτότυπο: differentialism. Difference feminism was developed by feminists in the 1980s, in part as a reaction to popular liberal feminism (also known as “equality feminism“), which emphasized the similarities between women and men in order to argue for equal treatment for women. Difference feminism, although it still aimed at equality between men and women, emphasized the differences between men and women and argued that identicality or sameness are not necessary in order for men and women, and masculine and feminine values, to be treated equally

9 Στμ. Ένγκελς: “Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ιδιοκτησίας και του Κράτους”, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2013.

11 Στμ. Mujeres Libres (Ελεύθερες Γυναίκες), αναρχική γυνακεία οργάνωση στην Ισπανία με σκοπό την ενδυνάμωση των γυναικών της εργατικής τάξης. Δημιουργήθηκε το 1936 από τις Lucía Sanchez Saornil, Mercedes Comaposada και Amparo Poch y Gascón και είχε σχεδόν 30.000 μέλη. Η οργάνωση βασιζόταν στην ιδέα της “διπλής πάλης” για την απελευθέρωση των γυκαικών και για την κοινωνική επανάσταση και ισχυριζόταν ότι οι δυο αυτοί στόχοι ήταν εξίσου σημαντικοί και θα έπρεπε να επιδιωχθούν παράλληλα.

12 Στμ. Το Movimiento Libertario (Απελευθερωτικό Κίνημα) ήταν μια ισπανική αναρχική οργάνωση που ιδρύθηκε προς το τέλος του ισπανικού Εμφυλίου από τις οργανώσεις CNT, FAI και FIJL για να αναπτύξει κοινή παράνομη δράση στο εσωτερικό της Ισπανίας, κάτω από τη δικτατορία του Φράνκο, και νόμιμη στην εξορία, όπου ασχολήθηκε με τους χιλιάδες αναρχο-συνδικαλιστές πρόσφυγες που κατέφυγαν στη Γαλλία. Το εθνικό συμβούλιο του ML έδρευε στο Παρίσι.

13 Στμ. στην αγγλική μετάφραση: It is, at root, an arse of a problem, a problem to do with rumpy-pumpy.

14 Στμ. Xavier Vigna: “H εργατική ανυπακοή στα χρόνια γύρω από το 1968. Δοκίμιο πάνω στην πολιτική ιστορία των εργοστασίων”. Ο Xavier Vigna είναι καθηγητής της σύγχρονης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βουργουνδίας με κύρια αντικείμενα την κοινωνική ιστορία και ιδιαίτερα την ιστορία του Μάη του 1968.

15 Στμ. Στο πρωτότυπο: compound, που έχει την έννοια του “συνδυάζω, συνθέτω”.

16 ό.π., σελ. 117–118.

17 Στμ. Στο πρωτότυπο: hurls opprobrium.

18 Margaret Maruani: “Emploi des femmes: un tableau contrasté”, στο AC: Données et arguments, t.2, σελ. 106, εκδ. Syllepse.

19 Στμ. Στο πρωτότυπο: identitarian. Ο σχετιζόμενος με την ταυτότητα. Για την απόδοση δες και https://inmediasres.espivblogs.net/2017/04/21/identitykrisis/ σημείωση 27.

Ένα βήμα πίσω, δύο βήματα μπροστά:

ο Τραμπ και το επαναστατικό σενάριο

του Robert Cavooris12

 

Αλλά εκεί που οι ελίτ είναι σε σύγχυση και προσπαθούν με κάθε τρόπο να κερδίσουν κάτι5, εκεί αναδύονται δυνατότητες. Αυτός είναι ο λόγος που στην ριζική αβεβαιότητα αυτής της συγκυρίας, η Αριστερά θα πρέπει να βρει μια στρατηγική και να να οργανωθεί για μια επαναστατική ρήξη. Δεν μπορούμε να είμαστε μόνο στην άμυνα· πρέπει να οικοδομήσουμε μια οργάνωση, ένα αυτόνομο πολιτικό όργανο, που να μπορεί και να νικήσει την κυβέρνηση Τραμπ όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και να θέσει το πεδίο για μια ευρύτερη επαναστατική αλλαγή. Η Brooks προτείνει πραξικοπήματα, καταγγελίες και συνταγματική αποπομπή του προέδρου. Αλλά αυτό το σκαρίφημα δυνατοτήτων, όλως περιέργως, αποκλείει το μοναδικό σενάριο στο οποίο πρέπει να εστιάσουμε: έναν λαϊκό επαναστατικό αγώνα που θα εκδιώξει τον Τραμπ και θα δημιουργήσει τις συνθήκες για μια πραγματική ρήξη με τον καπιταλισμό. Αν δεν προετοιμαστούμε με έναν δικό μας επαναστατικό σενάριο, οι αγώνες μεταξύ των ελίτ μπορεί να μας καταπιούν.

Έτσι, με τον κίνδυνο να γίνουμε περιστασιακά προγραμματιστές: ψάξτε άλλους αντικαπιταλιστές στο κίνημα, βρεθείτε μαζί και δείτε αν μοιράζεστε κάποιες αρχές. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αρχίστε να παλεύετε με τα πολλά αναπάντητα ερωτήματα, συνεχίστε να συμμετέχετε σε δράσεις και άλλες οργανώσεις που αντιστέκονται, και να είστε ανοιχτοί σε έναν ατέλειωτο διάλογο, τόσο εντός των νεογέννητων πολιτικών οργανώσεων όσο και σε οποιονδήποτε άλλο χώρο οργάνωσης εναντίον του Τραμπ – αν και όχι σε κόστος της λήψης αποφάσεων. Δεν χρειαζόμαστε όλες τις απαντήσεις εκ των προτέρων, χρειάζεται να δρούμε. Ακόμα και το κοντινό μέλλον είναι ένας μεγάλος άγνωστος, αλλά αν, όπως λέει Lih για τους Ρώσους επαναστάτες, “είμαστε όρθιοι και δρούμε”, θα ανήκει σε μας.

Μόλις δέκα μέρες μετά την ορκομωσία του Τραμπ, το περιοδικό Foreign Policy δημοσίευσε ένα άρθρο που εξέταζε ανοιχτά τα υπέρ και κατά ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος. Είναι ένα σημάδι των καιρών στους οποίους η Rosa Brooks, καθηγήτρια Δικαίου από την Georgetown και πρώην σύμβουλος στα υπουργεία Άμυνας και Εξωτερικών, μπορεί να γράφει ένα προκλητικό – για να τραβήξει την προσοχή – άρθρο με μπούλετς3, σε ένα ευυπόληπτο περιοδικό πολιτικής, προτείνοντας ότι, ανάμεσα σε άλλες επιλογές, μια στρατιωτική ανατροπή του αμερικανού Προέδρου μπορεί να είναι αρμόζουσα. Πράγματι, παρά το ότι υπόσχεται “3 Τρόπους για να απαλλαγούμε από τον Πρόεδρο Τραμπ πριν το 2020”, το πραξικόπημα εμφανίζεται σαν ένας τέταρτος – μια θαμμένη αλλά λεπτομερής απαρίθμηση από μια – εντός του συστήματος – γνώστρια, που υποχρεώνεται, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τους εκδότες της, να κάνει μια ακραία πρόταση. Πέρα από αυτή την περίεργη αντιπαράθεση μορφής και περιεχομένου (οι κρατικοί ηγέτες ΑΠΕΧΘΑΝΟΝΤΑΙ αυτό το περίεργο κόλπο!), μπορούμε να διαβάσουμε σε τέτοιους συλλογισμούς μια αληθινή κρίση στρατηγικής της άρχουσας τάξης.

Ο Τραμπ νίκησε και τώρα καπιταλιστές, πολιτικοί, γραφειοκράτες και η πολιτική ιντελιγκέντσια πρέπει να αποφασίσουν πώς θα απαντήσουν σε αυτό το γεγονός4 με βάση τις ιδιαίτερες ανησυχίες, ρόλους και τα γενικότερα συμφέροντά τους, ώστε να εξασφαλίσουν τις συνθήκες για την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής τάξης. Αυτή δεν είναι, για να είμαστε ξεκάθαροι, μια συνομωσία του αποκαλούμενου βαθέως κράτους, αλλά μια ενδεχόμενη και διαρκής διαδικασία που συμβαίνει πάντα εντός του καπιταλισμού, με έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο συντονισμό μεταξύ μιας ετερογενούς άρχουσας τάξης. Η νίκη του Τραμπ ήταν ένας “μπαλαντέρ” για τις σχέσεις της άρχουσας τάξης και αυτό εξαναγκάζει μια λιγότερο συντονισμένη επανευθυγράμμιση των φραξιών των καπιταλιστών, τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις όσο και στην σχέση τους με τις εξίσου ετερογενείς υποτελείς τάξεις.

Αλλά εκεί που οι ελίτ είναι σε σύγχυση και προσπαθούν με κάθε τρόπο να κερδίσουν κάτι5, εκεί αναδύονται δυνατότητες. Αυτός είναι ο λόγος που στην ριζική αβεβαιότητα αυτής της συγκυρίας, η Αριστερά θα πρέπει να βρει μια στρατηγική και να να οργανωθεί για μια επαναστατική ρήξη. Δεν μπορούμε να είμαστε μόνο στην άμυνα· πρέπει να οικοδομήσουμε μια οργάνωση, ένα αυτόνομο πολιτικό όργανο, που να μπορεί και να νικήσει την κυβέρνηση Τραμπ όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και να θέσει το πεδίο για μια ευρύτερη επαναστατική αλλαγή. Η Brooks προτείνει πραξικοπήματα, καταγγελίες και συνταγματική αποπομπή του προέδρου. Αλλά αυτό το σκαρίφημα δυνατοτήτων, όλως περιέργως, αποκλείει το μοναδικό σενάριο στο οποίο πρέπει να εστιάσουμε: έναν λαϊκό επαναστατικό αγώνα που θα εκδιώξει τον Τραμπ και θα δημιουργήσει τις συνθήκες για μια πραγματική ρήξη με τον καπιταλισμό. Αν δεν προετοιμαστούμε με έναν δικό μας επαναστατικό σενάριο, οι αγώνες μεταξύ των ελίτ μπορεί να μας καταπιούν.

Μια κρίση της άρχουσας τάξης

Η καλλίτερη ένδειξη της διχόνοιας στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης είναι το ιδεολογικό μπέρδεμα και η γενική αναποφασιστικότητα της κυβέρνησης Τραμπ. Εξωτερικά, η προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ μετέφερε ένα “αντιπαγκοσμιοποιητικό” μήνυμα της αμερικανικής ιδιαιτερότητας6, με λίγο-πολύ ανοιχτά ρατσιστικά στοιχεία και παραχωρήσεις προς τον θυμό των μικροαστών και της εργατικής τάξης εναντίον του μεγάλου κεφαλαίου. Όμως η πραγματική διαχείριση σηματοδοτεί μια πιο πολύπλοκη συνταγή διακυβέρνησης: λευκοί εθνικιστές και εχθροί της παγκοσμιοποίησης, όπως ο Steve Bannon, υπηρετούν δίπλα σε νεοφιλελεύθερους μεγιστάνες της βιομηχανίας, υπέρμαχους της παγκοσμιοποίησης, όπως ο Rex Tillerson. Στρατιωτικοί καρριέρας, όπως ο James Mattis, ρίχνονται για να καθησυχάσουν το αμυντικό κατεστημένο, ενώ άλλοι, όπως ο Ben Carson και ο Mike Pence, έχουν συμπεριληφθεί, κατά τα φαινόμενα, ως ένα φιλικό νεύμα προς τα αντισυστημικά και Ευαγγελικά τμήματα της εκλογικής βάσης των Ρεπουμπλικάνων. Εν τω μεταξύ, πολιτικοί της επικρατούσας τάσης των Ρεπουμπλικάνων, που φοβούνταν ότι ο Τραμπ θα κατέστρεφε το κόμμα τους, τώρα είναι ευτυχείς να ακολουθήσουν την ηγεσία του.

Η παραίτηση του πρώην Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Michael Flynn, μετά από κατηγορίες για ανάρμοστες συζητήσεις με τον Ρώσο πρέσβη πριν την ορκομωσία του Τραμπ, αποκαλύπτει επιπλέον διαιρέσεις, τόσο εντός της κυβέρνησης, με τον Bannon να απαιτεί την αποχώρηση του Flynn, όσο και εντός του εργαλείου της κρατικής ασφάλειας γενικότερα, καθώς οι αξιωματούχοι Πληροφοριών, που διερευνούσαν την περίπτωση του, διαφέρουν ως προς την εμπιστοσύνη τους στον Λευκό Οίκο. Εν τω μεταξύ, οι νομοθέτες των Δημοκρατικών έχουν επενδύσει ακόμα περισσότερο στην τακτική της αξιοποίησης της Ρωσοφοβίας, ώστε να τελματώσουν την διοίκηση με έρευνες σχετικά με αντιπατριωτικές διασυνδέσεις. Προσωπικά, μού είναι αδιάφορο αν το κράτος μας υπόκειται στην αμερικανική ή στην ρωσική άρχουσα τάξη – το μόνο που υπάρχει για μένα είναι ο ταξικός πόλεμος. Αλλά η στρατηγική των Δημοκρατικών, να προχωρούν αργά προς τις κατηγορίες ή ίσως απλά να προκαλούν αδιέξοδο μέσω σκανδάλων, υποχρεώνει ακόμα περισσότερο την Αριστερά να προβάλλει με μια πραγματική εναλλακτική για να νικήσει όχι μόνο τον Τραμπ αλλά και ολόκληρο το αντιφατικό σύνολο συμφερόντων της άρχουσας τάξης που τον κατέστησε εφικτό.

Ίσως δεν είναι ασυνήθιστο να υπάρχουν ανταγωνιστικές ατζέντες μέσα σε μια κυβέρνηση, αλλά, προς το παρόν, οι διαιρέσεις – κατά μήκος, από την μια πλευρά, των θεμελιωδών ρηγμάτων, της κυρίαρχης συναίνεσης πάνω στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τις πολιτικές ασφαλείας, και, από την άλλη, σε ένα προηγουμένως περιθωριοποιημένο μείγμα δεξιών ιδεολογικών πρωτοβουλιών – καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολο να προβλέψει κανείς την κατεύθυνση της κυβέρνησης. Το ανοιχτό ερώτημα πώς όλα αυτά τα διαφορετικά σύνολα συμφερόντων και ιδεολογιών θα συναρθρωθούν και πώς θα καταδειχτεί η ίδια η αποτελεσματικότητα του αμερικανικού κράτους, είναι κεντρικό στην κρίση.

Παρ’ όλα αυτά, ούτε η κρίση του κράτους ούτε ο πίνακας των πιθανών επιλύσεων ανάγονται στην εσωτερική διαμάχη εντός του ίδιου του εργαλείου του κράτους. Όπως γράφει ο Νίκος Πουλαντζάς στο “Κράτος, Εξουσία και Σοσιαλισμός7”: “Η εμπέδωση της πολιτικής του Κράτους πρέπει να ειδωθεί ως το αποτέλεσμα ταξικών αντιθέσεων που εγγράφονται στην ίδια τη δομή του Κράτους…”. Τι σημαίνει αυτό για ένα πολιτικό σχέδιο της Αριστεράς που αντιτίθεται τόσο στις νέες πρωτοβουλίες την εθνικιστικής Δεξιάς όσο και στην συνεχιζόμενη δικομματική επίθεση στους εργαζόμενους;

Σε ένα επίπεδο, μας δείχνει προς την κατεύθυνση μιας ανάλυσης των διαφορετικών φραξιών του κεφαλαίου και της σχέσης τους με το κράτος υπό τον Τραμπ. Ας πάρουμε το παράδειγμα μιας εξέχουσας αμερικανικής βιομηχανίας: το τεχνολογικό κεφάλαιο, που ήταν επιφυλακτικό απέναντι στον νέο Πρόεδρο, παρά την μετατόπισή του προς το Ρεπουμπλικανικό κόμμα τα πρόσφατα χρόνια, αποφάσισε να εναντιωθεί στο προεδρικό διάταγμα σχετικά με τους περιορισμούς στην είσοδο των Μουσουλμάνων μεταναστών, με πολλές μεγάλες εταιρείες, όπως η Google και η Microsoft, να συμμετέχουν στην αγωγή εναντίον του διατάγματος. Αυτό έγινε, όμως, μόλις λίγες εβδομάδες μετά την παροχή, από τις εταιρείες αυτές, άφθονων δωρεών, σε είδος, στην ορκομωσία του Προέδρου. Και μέχρι η ζημιά στην φίρμα της εταιρείας του να τον αναγκάσει να διακόψει τη συμμετοχή του, ο Διευθύνων Σύμβουλος της Uber, Travis Kalanick, υπηρέτησε στο επιχειρηματικό συμβούλιο του Τραμπ, αν και ισχυριζόταν ότι δεν τον υποστήριζε. Μόνο μια στρατηγική συνάντηση της μαχητικότητας του συνδικάτου των οδηγών ταξί (που δεν δουλεύουν στην Uber), της λαϊκής αντίθεσης στην απαγόρευση της μετανάστευσης για τους Μουσουλμάνους και της καταναλωτικής πίεσης στις πόλεις, δημιούργησε τις συνθήκες μέσα στις οποίες αναγκάστηκε ο Kalanick να ανταποκριθεί· κάτι που φωτίζει ακόμα περισσότερο – και αυτό είναι το άλλο επίπεδο της διατύπωσης του Πουλαντζά – τη δυνατότητα μιας λαϊκής παρέμβασης εν μέσω της αβεβαιότητας των ελίτ.

Για να πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα, το χρηματιστηριακό κεφάλαιο της Wall Street δεν θα μπορούσε να είχε ζητήσει μια καλλίτερη σύμμαχο από την Κλίντον. Παρ’ όλα αυτά, επενδυτές κινητοποιήθηκαν υπέρ της εκλογής του Τραμπ, πήραν ένα δώρο όταν ο πρώην τραπεζίτης της Goldman Sachs, Steven T. Mnuchin, έγινε υπουργός Οικονομικών και μέσα σε μια εβδομάδα είχε έτοιμο ένα διάταγμα που σηματοδοτούσε την πρόθεση του Λευκού Οίκου να μειώσει τις ρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα. Όμως και εδώ τα πράγματα είναι επίσης αμφιλεγόμενα: παρά το ότι ο Τραμπ υπέγραψε το διάταγμα, αρθρογράφοι του Forbes τροφοδοτούσαν φόβους για έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο με βάση την προσυπογραφή από τον Τραμπ ριζοσπαστικών μέτρων προστατευτισμού, τα οποία υποστήριξαν τόσο ο Bannon όσο και ο υψηλόβαθμος σύμβουλος Stephen Miller. Από την ίδια του τη φύση, το χρηματιστικό κεφάλαιο μπορεί να υπάρχει μόνο στη βάση της αβεβαιότητας και της ρευστότητας, αλλά αναρωτιέται κανείς αν το βάρος των πιθανών αλλαγών – δασμοί στις εισαγωγές, στρατιωτική σύγκρουση στην Άπω Ανατολή, απέλαση ενός σημαντικού τμήματος της εργατικής δύναμης από τις ΗΠΑ – συνιστούν σημαντική απειλή στην νεοφιλελεύθερη συναίνεση ώστε να προκαλέσουν πανικό σε αυτή τη βιομηχανία.

Άλλοι καπιταλιστές προσπαθούν κι αυτοί να καταλάβουν τι πρέπει να κάνουν: οι αεροπορικές εταιρείες ελπίζουν να επωφεληθούν από έναν συνδυασμό επιβεβλημένων πολιτικών ελεύθερου εμπορίου στην Μέση Ανατολή και της δέσμευσης του Τραμπ για ένα πρόγραμμα κατασκευής υποδομών διατυπωμένου με όρους οικονομικού εθνικισμού. Στο λιανικό εμπόριο ανησυχούν σχετικά με την ιδέα (την οποία προσυπέγραψε, για λίγο, ο Λευκός Οίκος, για να υπαναχωρήσει στη συνέχεια) της επιβολής ενός φόρου 20% σε όλες τις εισαγωγές στις ΗΠΑ. Αυτό που είναι εδώ εντυπωσιακό, επιπρόσθετα στην πιθανότητα πραγματικά ανταγωνιστικών θέσεων ανάμεσα στους καπιταλιστές, είναι η ταχύτητα με την οποία όλοι οι παίχτες θα πρέπει να αναβαθμονομήσουν και να προσπαθήσουν να συντονίσουν τις στάσεις τους, ακόμα και εντός των ίδιων βιομηχανιών. Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα με έναν ασυνήθιστα δημοσιοποιημένο τρόπο, χωρίς κάποια ένδειξη για το τι πραγματικά θα αποφασίσει η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία, τις οποίες ο Πρόεδρος θα δαιμονοποιήσει στο Twitter, και για το πώς θα αντιδράσουν, σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, οι λαϊκές τάξεις.

Ο “Λενινισμός” τους…

Μέσα σε αυτό το ραγδαία μεταβαλλόμενο σενάριο, ίσως να είναι οι πολιτικά πιο ικανοί και αφοσιωμένοι παίχτες που θα κυριαρχήσουν. Συνεπώς, θα έπρεπε να προσέξουμε ιδιαίτερα τον Steve Bannon και αυτούς που εκπροσωπεί στον Λευκό Οίκο. Ο Βannon λέει ότι είναι Λενινιστής· προφανώς θέλει να προκαλέσει8 με αυτή την αναφορά· παρ’ όλα αυτά, είναι καθαρό πως είναι αποφασισμένος να αλλάξει βαθιά το πρόσωπο του αμερικανικού κράτους και της κοινωνίας, και ότι έχει τη διάθεση να ριχτεί ολόψυχα στο εγχείρημα για να το κάνει.

Η εμφανής, πρώιμη δύναμη της ιδεολογίας του Bannon, είναι το αληθινά καινοτόμο9 στοιχείο στο επίπεδο της ίδιας της προεδρίας. Το γεγονός ότι η ατζέντα του οφείλει πολλά στο αντι-νεοσυντηρητικό και αντι-ρεπουμπλικανικό περιβάλλον της δεξιάς, σφυρηλατημένο εκτός της κρατικής και της κομματικής γραφειοκρατίας, υποδηλώνει ότι η επιτυχία του έχει την δυνατότητα να επανακαθορίσει πού θα ποντάρουν και διάφοροι άλλοι παίχτες. Και όντως, αν χαρακτηρίσουμε την επίθεση της άρχουσας τάξης, που διαμόρφωσε τους κανόνες στις ΗΠΑ, αλλά και παγκόσμια, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1970, ως νεοφιλελευθερισμό, τότε η διατυπωμένη αντίθεση του Bannon σε οτιδήποτε αυτού του είδους είναι μια αξιοπρόσεκτη “διαταραχή”.

Φυσικά, ο Bannon είναι μόνο ένας ανάμεσα σε πολλούς στον Λευκό Οίκο, και η σταθερότητα της θέσης του θα εξαρτηθεί από την πορεία των πραγμάτων. Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι κινεί κρυφά τα νήματα του Τραμπ. Αλλά το κατεπείγον στην καρδιά της ίδιας της οπτικής του Bannon για την ιστορία, ο ισχυρισμός ότι υπάρχει ένα σύντομο παράθυρο για ριζική αλλαγή ανάμεσα σε 80ετείς κύκλους πολιτικής σταθερότητας, υποδηλώνει ότι θα παίξει το πολιτικό παιχνίδι σκληρά και γρήγορα. Όπως παρατηρεί ο Richard Seymour: “Αυτό κάνει τον Bannon όχι έναν μεγάλο χειραγωγό, αλλά έναν επικίνδυνο μυστικοπαθή και τζογαδόρο”. H άποψή του για μια πολιτισμική κρίση και οι προβλέψεις του για μια αναπόφευκτη και βίαιη παγκόσμια σύγκρουση σημαίνει ότι η προσπάθεια για την αναδιαμόρφωση των ΗΠΑ θα συμπεριλαμβάνει επίσης και τη λήψη ρίσκων σε παγκόσμιο επίπεδο. Πώς θα βρούν οι απόψεις του κοινό έδαφος με τα πιο παραδοσιακά στοιχεία των “γερακιών” του εργαλείου της κρατικής ασφάλειας είναι κάτι που μένει να δούμε.

Εν μέσω μιας αμφιλεγόμενης επανευθυγράμμισης κράτους και κεφαλαίου, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πρωτοβουλία της Δεξιάς με έναν αληθινό, δικό μας Λενινισμό.

και ο δικός μας

Το τοπίο της αβεβαιότητας και των υψηλών διακυβευμάτων είναι ένα “άνοιγμα” για την ενισχυμένη δύναμη της Αριστεράς, αν μπορέσουμε, σε αντίθεση με τους εχθρούς της τάξης μας, να δράσουμε αποφασιστικά και συλλογικά. Γι’ αυτό τον λόγο, ως αντικαπιταλιστές θα πρέπει να θέσουμε τα ζητήματα της οργάνωσης και της στρατηγικής στο προσκήνιο των σχεδιασμών μας. Συνεπώς μιλάω για Λενινισμό με μια μάλλον συγκεκριμένη έννοια: όπως γράφει ο Lars Lih στην βογραφία του “Λένιν”, ο πυρήνας του σχεδίου του Λένιν δεν ήταν ούτε μια λίστα τακτικών, όπως το μοίρασμα εφημερίδων, ούτε καν μια συγκεκριμένη οργανωτική μορφή. Το μεγάλο επίτευγμα του Λένιν ήταν ότι οραματίστηκε ένα επαναστατικό σενάριο και ότι στη συνέχεια έθεσε το ερώτημα: τι θα πρέπει να κάνουμε, με δεδομένη τη συγκεκριμένη μας κατάσταση, για να κάνουμε αυτό το σενάριο πραγματικότητα; Κάθε απόφαση που ακολούθησε, κάθε ανάλυση και πολεμική ήταν επεξεργασμένη για να εξυπηρετεί αυτό τον σκοπό. Τα λεπτομερή “πορτραίτα” της επαγγελματικής επαναστατικής οργάνωσης ήταν απλά μια προσπάθεια να αδράξει τις πιο αποτελεσματικές πρακτικές των Ρώσων οργανωτών που μοιράστηκαν το όραμά του.

Σε ένα άλλο άρθρο, που ανασκοπεί τις περιβόητες συγκρούσεις Μπολσεβίκων και Μενσεβίκων στην πορεία για τον Οκτώβρη του 2017, ο Lih καταλήγει:

Κάθε πλευρά ήταν ένα μείγμα λάθους και διόρασης. Αλλά στην περίπτωση των Μενσεβίκων αυτός ο συνδυασμός κατέληξε σε παράλυση. Στην περίπτωση των Μπολσεβίκων, ο συνδυασμός τούς έκανε να σηκωθούν και να πράξουν. Γι’ αυτόν τον λόγο και μόνο, το μέλλον, καλώς ή κακώς, ανήκε στους Μπολσεβίκους.

Αυτό δεν σήμαινε την εμπλοκή σε τυφλή δράση, ούτε την προσκόλληση σε μια στατική θεώρηση της καθήκοντός τους· για τον Μπολσεβικισμό του Λένιν, τα πάντα εξαρτιώνταν από έναν συνδυασμό πολιτικών αρχών, ιστορικής ανάλυσης, στρατηγικών δυνατοτήτων και συγκυριακής πραγματικότητας. Αν και η ερμηνεία του Lih τείνει προς τον βολονταρισμό, χρησιμεύει, παρ’ όλα αυτά, ως μια υπενθύμιση ακριβώς αυτού του είδους οραματικής και βασισμένης σε αρχές δράσης, που μπορεί να αποτρέψει την Αριστερά από το να βυθιστεί στην παλίρροια των αντιφατικών γεγονότων, χωρίς να προσαράξει στο μέλλον που θα θέλαμε να δούμε.

Να πούμε ότι απλά θα επαναλάβουμε την μεγαλύτερη επαναστατική στιγμή του προηγουμένου αιώνα, είναι εκτός συζήτησης· υπάρχει, όμως, μια αναλογία: οι Ρώσοι Σοσιαλδημοκράτες, όπως και ο Λένιν, αντιμετώπισαν το πρόβλημα να συνδέσουν τον μακροπρόθεσμο στόχο της οικοδόμησης του κομμουνισμού και τον βραχυπρόθεσμο στόχο της ανατροπής ενός ιδιαίτερα καταπιεστικού καθεστώτος. Η συγκυριακή δομή της οργάνωσης, κατάλληλη για το πλαίσιο της Ρωσίας στα τέλη του 19ου αιώνα, είναι λιγότερο σημαντική από την ιδέα ότι η οργάνωση, ακόμα και ξεκινώντας με μικρές, διάσπαρτες ομάδες ακτιβιστών, θα καθιστούσε εφικτή αυτή καθαυτή την κινητοποίηση του συνόλου των καταπιεσμένων τάξεων σε ένα συντονισμένο κίνημα – αρχικά εναντίον του Τσαρισμού, και στη συνέχεια για τον κομμουνισμό. Οι αγώνες εναντίον της καταπίεσης, και για την διεκδίκηση της πολιτικής ελευθερίας, ήταν κεντρικής σημασίας στο πρώτο στάδιο αυτής της διαδικασίας και, όπως αποδείχτηκε, επιτάχυναν εξαιρετικά το δεύτερο. Τολμώ να πω ότι στις ΗΠΑ, σήμερα, μπορούμε να σκεφθούμε ένα αντικαπιταλιστικό σενάριο σε παρόμοιο πνεύμα. Πρώτα να χτίσουμε ένα μαζικό, συμμετοχικό κίνημα, που να δώσει τέλος στην διακυβέρνηση του Τραμπ με τους δικούς μας όρους, και στη συνέχεια να φτάσουμε “μέχρι τέλους”, όπως θα έλεγε ίσως ο Λένιν, δημιουργώντας τις συνθήκες ώστε το κράτος και οι κυρίαρχες τάξεις να μην μπορούν να μας υποτάξουν ξανά σε ένα τέτοιο σχέδιο – συνθήκες που δεν αντιστοιχούν σε τίποτα άλλο από το τέλος του καπιταλισμού.

Από την άλλη πλευρά, είναι πιθανό να σημειώσουμε την αχανή απόσταση ανάμεσα στην Ρωσία του 1917 και στις ΗΠΑ του 2017, προτείνοντας μια ευέλικτη έννοια οργάνωσης πιο πρόσφατης “εσοδείας”: αυτό που η Marta Harnecker αποκαλεί ένα πολιτικό όργανο. Αυτή η ιδέα – το όνομα της οποίας προέρχεται από την Βολιβιανή εμπειρία της ανταρσίας και της εξέγερσης, που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1990, για την απόκρουση του παρεμβατισμού των ΗΠΑ και του νεοφιλελευθερισμού, και κατέληξαν στην οικοδόμηση ενός καινούριου κόμματος, που παρ’ όλες τις ελλείψεις του, αναδιαμόρφωσε ριζικά την πολιτική στη Βολιβία – έχει μιαν απήχηση σε μια ουσιώδη ανάγκη της περιόδου μας. Όπως υποδηλώνει ο όρος, η έννοια της πολιτικής οργάνωσης, που επικαλούμαστε εδώ, δεν είναι αυτή μιας ομογενούς σέκτας μαχητών που δρουν πάνω στις μάζες (αν και αυτό θα ήταν μια παραπλανητική καρικατούρα αυτού που θεωρητικοποίησε ο Λένιν), αλλά θα έπαιρνε μάλλον υπόψιν της ένα μεγαλύτερο οικοσύστημα κινημάτων και αγώνων. Η οργάνωση είναι ένα όργανο επειδή η ίδια η ύπαρξή της εξαρτάται από ένα ευρύτερο κίνημα.

Ήδη από τις πρώτες εβδομάδες της προεδρίας του Τραμπ μπορούμε να δούμε ότι ένα τέτοιο, ευρύτερο, κίνημα είναι δυνατό. Την ημέρα της ορκομωσίας, πλήθη κατέβηκαν στους δρόμους, με μαχητικές δράσεις, για να αρνηθούν την κανονικότητα· ακολούθησε, στις 21 Ιανουαρίου, μια πορεία γυναικών που έβγαλε στους δρόμους εκατομμύρια ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν ξανασυμμετάσχει ποτέ στη ζωή τους σε μια διαδήλωση. Έκτοτε, δεν υπάρχουν κάποια σημάδια επιβράδυνσης. Φοιτητές και μέλη της κοινότητας στο Μπέρκλεϋ απέκλεισαν αυτόν τον μαλάκα10 της “εναλλακτικής”-δεξιάς, τον Milo Yiannapoulos. Χιλιάδες γέμισαν τα αεροδρόμια (!) σε μια, σχεδόν στιγμιαία, αντίδραση στο διάταγμα Τραμπ για την απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ στους Μουσουλμάνους, ενώ οι ταξιτζήδες στην Νέα Υόρκη κατέβηκαν σε απεργία και οι ιδιοκτήτες bodegas11 από την Υεμένη έκλεισαν τα καταστήματά τους σε ολόκληρη την Νέα Υόρκη, σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Διαδηλωτές στο Λος Άντζελες έκλεισαν την εθνική 101 σε απάντηση των επιδρομών ελέγχου σε μετανάστες της Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE) και στις 16 Φεβρουαρίου χιλιάδες μετανάστες εργάτες σε ολόκληρη τη χώρα έκαναν στάση στις βάρδιες τους, συμμετέχοντας στην “Ημέρα χωρίς ούτε έναν Μετανάστη”. Αμέτρητες άλλες, λιγότερο ή περισσότερο “διαλυτικές” δράσεις, συνεχίζονται καθημερινά σε ολόκληρη τη χώρα, από τις φυλακές μέχρι τα Λύκεια. Προφανώς, η ενέργεια και η θέληση για ένα μεγάλης κλίμακας κίνημα εναντίον του Τραμπ είναι εδώ.

Αλλά η Harnecker σημειώνει ότι η μαζική εξέγερση και η αναταραχή είναι ανεπαρκείς: “για να μετατρέψουμε τις εξεγέρσεις σε επαναστάσεις, είναι αναγκαίο ένα πολιτικό όργανο ικανό να υπερβεί την διασπορά και τον κατακερματισμό των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων”. Το ζήτημα είναι, λοιπόν, αυτό της σφυρηλάτησης της ενότητας στο όνομα της μεγαλύτερης συλλογικής δύναμης. Ο σκοπός ενός πολιτικού οργάνου είναι να επιτρέπει σε διάφορες κοινωνικές οργανώσεις να παραμένουν ριζωμένες σε διακριτές κοινότητες και γειτονιές, προσανατολισμένες σε διάφορα ζητήματα, ή συνδεδεμένες σε διάφορες καμπάνιες από τα κάτω, θέτοντας, ταυτόχρονα, τη βάση για συντονισμό και αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των εγχειρημάτων. Με τα λόγια της Harnecker, ένα τέτοιο εργαλείο “είναι για να υπηρετεί αυτά τα λαϊκά κινήματα και όχι για να τα εκτοπίσει”.

Το καθήκον της σφυρηλάτησης ενός πολιτικού οργάνου κουβαλά επίσης μαζί του μιαν άλλη απαίτηση: την αυτονομία. Αν ένα λαϊκό κίνημα πρόκειται να πραγματώσει το κρυφό σενάριο μιας επανάστασης εναντίον του Τραμπισμού, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι παράγοντες του συστήματος – συνιστώσες του υπάρχοντος καπιταλιστικού κράτους – θα προσπαθήσουν να πιστωθούν και να προσφέρουν ερμηνείες των γεγονότων που τους εξυπηρετούν. Η λαϊκή ισχύς θα αποσπαστεί από τη συστατική της βάση και οι πραγματικές δυνατότητες μπορεί εύκολα να καταλήξουν στην απομάκρυνση ενός ανθρώπου, που στο τέλος-τέλος, είναι απλά ένα σύμπτωμα των πολλών αντιφάσεων που αντιμετωπίζει σήμερα ο καπιταλισμός.

Ακόμα και σε σχέση με τον στενότερο στόχο της απομάκρυνσης ή της παρεμπόδισης του Τραμπ, πολύ λίγα πλεονεκτήματα υπάρχουν στην προσάρτηση του λαϊκού κινήματος στο κόμμα των Δημοκρατικών. Η ανασυγκρότηση αυτού του κόμματος είναι δικό του καθήκον, και εμπεριέχει ήδη σημαντικούς ανταγωνισμούς σε ένα βαθιά περιχαρακωμένο ηγετικό στρώμα. Το έπαθλο σ’ αυτή την μάχη αποδείχτηκε ότι ήταν ένας ασθενικός και αναποτελεσματικός μηχανισμός. Μια πρόσφατη ανάλυση από τον Mike Davis υποδηλώνει ότι οι Ρεπουμπλικάνοι απλά ξεπέρασαν σε πονηριά τους Δημοκρατικούς, διαμορφώνοντας τον εκλογικό χάρτη γύρω από την χρήση των οργάνων του κράτους, με πολύ οξείες μακροπρόθεσμες συνέπειες για κάποια δυνατότητα εξουσίας των Δημοκρατικών σε οποιοδήποτε κυβερνητικό επίπεδο. Με αυτή την έννοια, οι Δημοκρατικοί είναι οι χαμένοι του παιχνιδιού του οποίου τους κανόνες έχουν βοηθήσει να διαμορφωθούν, αποκλείοντας τον πολιτικό χώρο εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα. Η χασούρα τους μπορεί να είναι δικό μας κέρδος· το Movimiento al Socialismo, στη Βολιβία αναδείχθηκε μόνο όταν όλα τα τμήματα της πολιτικής ελίτ είχαν εντελώς απαξιωθεί μετά από πέντε χρόνια λαϊκής εξέγερσης.

Αυτό δεν είναι ένα κάλεσμα εναντίον οποιουδήποτε συντονισμού με τους Δημοκρατικούς· είναι ένα κάλεσμα για πολιτική ανεξαρτησία, που μπορεί να επιτρέψει την ανάδυση της καινοτομίας. Το πολιτικό πεδίο, παρά τα φαινόμενα, παραμένει παραδοξως ανοιχτό· το σοκ της εκλογής του Τραμπ πρέπει να μας υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να αποκλείουμε το απρόσμενο. Η αναζωογόνηση και η ανανέωση του Δημοκρατικού κόμματος είναι ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα – αν είναι καν εφικτό – που στέκεται σαν ένας τελικώς διακριτός στόχος από το είδος της κατεπείγουσας κινητοποίησης που έχουμε ανάγκη, τόσο για να νικήσουμε τον Τραμπ όσο και για να αποτρέψουμε μια απλή επιστροφή στο πρότερο καθεστώς πραγμάτων. Η στρατηγική δεν αποκλείει μια ψήφο υπέρ των ρεφορμιστών σε κάποιο μελλοντικό σενάριο, αλλά αυτή τη στιγμή έχουμε μια διαφορετική επιλογή: να καταβάλουμε όλη μας την ενέργεια για να ξαναχτίσουμε ένα αναιμικό κόμμα, που δεν ήταν ποτέ ένας θεσμός για ή από την εργατική τάξη, και του οποίου η καταστροφή μπορεί, με τη σειρά της, να δώσει χώρο για μια πολιτική εναλλακτική ή να στρωθούμε στη δουλειά για να οικοδομήσουμε ένα ανεξάρτητο πολιτικό όργανο που μπορεί, ίσως, να κρατά την δυνατότητα μιας λαϊκής εναλλακτικής στους αποπροσανατολισμούς της ελίτ;

Τα αναπάντητα ερωτήμα αφθονούν: πώς θα μοιάζει ένα τέτοιο πολιτικό όργανο; Πώς θα συνδέεται με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο με διάφορα είδη κοινωνικών οργανώσεων, εργασιακών αγώνων και κοινοτήτων; Πώς θα συναρθρώσει, τελικά, διάφορους τοπικούς συνδέσμους σε μια ευρύτερη οργάνωση; Παρ’ όλα αυτά, σε μια στιγμή, που είναι απολύτως επιτακτικό να πάρουμε την πρωτοβουλία, μια τέτοια ανοιχτότητα δεν θα πρέπει να μας αποτρέψει από το να ξεκινήσουμε. Σε κάποια σημεία, τέτοιες οργανωμένες πολιτικές ομάδες υπάρχουν ήδη και σε κάποια άλλα περιμένουν να οικοδομηθούν. Σε κάποια σημεία οι πρωταρχικές αντιθέσεις και οι αγώνες θα είναι εμφανείς, σε κάποια άλλα θα συγκαλύπτονται. Αλλά τα καθήκοντα, τόσο τα πολιτικά όσο και τα θεωρητικά, της οικοδόμησης ενός τέτοιου επαναστατικού εργαλείου θα γίνουν εμφανή μόνο αν κάνουμε μια προσπάθεια. Το να εστιάσουμε σε κομβικές ημερομηνίες όπως η 8 Μάρτη και η 1 Μάη είναι ουσιώδες, αλλά ένα κίνημα ενάντια στον Τραμπ δεν μπορεί να αναχθεί σε κάποιες μέρες δράσεις – πόσο μάλλον αν θέλουμε να στρέψουμε την πάλη ανάμεσα στους καπιταλιστές σε μια πάλη ανάμεσα στις τάξεις.

Έτσι, με τον κίνδυνο να γίνουμε περιστασιακά προγραμματιστές: ψάξτε άλλους αντικαπιταλιστές στο κίνημα, βρεθείτε μαζί και δείτε αν μοιράζεστε κάποιες αρχές. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αρχίστε να παλεύετε με τα πολλά αναπάντητα ερωτήματα, συνεχίστε να συμμετέχετε σε δράσεις και άλλες οργανώσεις που αντιστέκονται, και να είστε ανοιχτοί σε έναν ατέλειωτο διάλογο, τόσο εντός των νεογέννητων πολιτικών οργανώσεων όσο και σε οποιονδήποτε άλλο χώρο οργάνωσης εναντίον του Τραμπ – αν και όχι σε κόστος της λήψης αποφάσεων. Δεν χρειαζόμαστε όλες τις απαντήσεις εκ των προτέρων, χρειάζεται να δρούμε. Ακόμα και το κοντινό μέλλον είναι ένας μεγάλος άγνωστος αλλά αν, όπως λέει Lih για τους Ρώσους επαναστάτες, “είμαστε όρθιοι και δρούμε”, θα ανήκει σε μας.

1 Ο Robert Cavooris είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του Viewpoint και υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Ιστορίας της Συνείδησης στο University of California, Santa Cruz.

2 Στμ. Το άρθρο είναι δημοσιευμένο εδώ: https://viewpointmag.com/2017/02/21/one-step-back-two-steps-forward-trump-and-the-revolutionary-scenario/.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: claimbait listicle.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: square with that fact.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: bumble and jockey.

6 Στμ. Στο πρωτότυπο: exceptionalism.

7 Στμ. Ν. Πουλαντζάς: “Το Κράτος, η Εξουσία και ο Σοσιαλισμός”, εκδόσεις Θεμέλιο, 2008.

8 Στμ. Στο πρωτότυπο: troll.

9 Στμ. Στο πρωτότυπο: novum, λατινική λέξη που σημαίνει πρωτοποριακό, καινοτόμο, καινούριο.

10 Στμ. Στο πρωτότυπο: shitbox.

11 Στμ. Bodega: μικρό κατάστημα (οπωροπωλείο, ψιλικατζίδικο κ.λπ.). Από το ισπανικό bodega, που προέρχεται από το λατινικό apοtheca, δηλαδή το αρχαιοελληνικό αποθήκη.