Περιφερόμενη Αφαίρεση

του Ray Brassier1

Αναπτύσσοντας μια παρουσίαση που δόθηκε στο Συμπόσιο για τον Επιταχυντισμό στο Βερολίνο τον Δεκέμβριο του 2013, ο Ray Brassier αντλεί από τις αποκλίνουσες θεωρίες του “επιταχυντισμού” και της “κομμουνιστικοποίησης”, ο αμοιβαίος φωτισμός των οποίων εκθέτει τα προβλήματα της συνάρθρωσης της νοητικής/γνωσιακής αφαίρεσης και της κοινωνικής πρακτικής.

Ο “επιταχυντισμός” εγείρει παθιασμένη καταδίκη και εξίσου ένθερμη αποδοχή.2 Αυτό συμβαίνει ίσως επειδή αυτό που διακυβεύεται σε αυτή την “μαρξιστική αίρεση” είναι η σχέση μας με το μέλλον: είναι [αυτό το μέλλον] ο κομμουνισμός, κατανοούμενος ως “η πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων”;3 Είναι η ολοκλήρωση του Διαφωτισμού, κατανοούμενη ως η χειραφέτηση της ανθρωπότητας από την “αυτο-επιβαλλόμενη κηδεμονία της;”4 Ή είναι ο κομμουνισμός μάλλον η απάρνηση μιας νεωτερικότητας του Διαφωτισμού που δεν είναι τίποτα άλλο από ένα άλλοθι του δεσποτισμού του κεφαλαίου; Η εκδοχή του επιταχυντισμού που προτάθηκε πρόσφατα από τους Nick Srnicek και Alex Williams καταφάσκει στο πρώτο επανεπιβεβαιώνοντας το συμβόλαιο [compact] του Διαφωτισμού – και του κλασσικού Μαρξισμού – ανάμεσα στην χειραφέτηση και τον ορθολογισμό.5 Αυτός ο νέος, “ορθολογικός” επιταχυντισμός προτείνεται ως διορθωτικός των βιταλιστικών κλίσεων/ροπών των μεταδομιστικών προκατόχων του, η καλλίτερη επιτομή των οποίων είναι ο Αντι-Οιδίπους των Ντελέζ-Γκουαταρί, στον οποίον η πολιτική διαμεσολάβηση ανυψώθηκε σε μια αιολική διαδικασία απεδαφικοποίησης και η χειραφέτηση προωθούνταν από την μεταφυσική των επιθυμητικών-μηχανών.6 Η προσπάθεια των Srnicek και Williams να αποπλέξουν τον επιταχυντισμό από την βιταλιστική μεταφυσική απαιτεί την διάκριση μεταξύ της επιστημικής και της πολιτικής επιτάχυνσης ως δεικτών της διανοητικής και της κοινωνικής αφαίρεσης αντίστοιχα. Είναι η σύζευξη αυτού του τελευταίου ζεύγους που η πρότασή τους προσπαθεί να αρθρώσει/επεξεργαστεί. Συνεπω το ζήτημα της αφαίρεσης και του επιστημικού, κοινωνικού και πολιτικού σθένους/δεσμών [valences], αναδεικνύεται στο κέντρο της αναδιατύπωσής τους. Φυσικά, η υπόδειξη των Srnicek και Williams ότι η ανάδραση μεταξύ κοινωνικής και διανοητικής αφαίρεσης μπορεί να παίξει έναν θετικό χειραφετητικό ρόλο είναι αμφιλεγόμενη. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να καταλάβουμε τη σχέση μεταξύ αυτών των δύο δεικτών/καταχωρητών αφαίρεσης;

Από μαρξιστική σκοπιά, η κατανόηση αυτής της σύνδεσης, ή μεταξύ γνώσης και πολιτικής, απαιτεί μια θεωρία της κοινωνικής αφαίρεσης. Ακριβέστερα, η μαρξιστική ανάλυση της “πραγματικής αφαίρεσης” θα μπορούσε να προσφέρει το κλειδί για την στρατηγική συνάρθρωση της διανοητικής και της κοινωνικής αφαίρεσης. Αλλά αν, όπως υποστήριξε ο Alfred Sohn-Rethel, η δεύτερη καθορίζει ασύμμετρα την πρώτη, τότε ο ισχυρισμός εκ νέου της συμμετρίας τους θα απορριπτόταν συνοπτικά ως μια ιδεαλιστική αυταπάτη.7 Κατά τον ίδιο τρόπο, οι εκδοχές της αναπαραστατικής προτυποποίησης που, βάσει της ανάλυσης των Srnicek και Williams, υποτίθεται ότι παράγουν/αποφέρουν μια διανοητική πρόσφυσης [traction] στην αφηρημένη δυναμική του κεφαλαίου θα αποκλειστεί εκ των προτέρων εκ των προτέρων από τον ισχυρισμό ότι μια τέτοια αναπαράσταση είναι εγγενώς τυφλή στον ίδιο τον κοινωνικό της καθορισμό. Αυτός ο υποβιβασμός της αναπαράστασης έπεται από τον γυμνό ισχυρισμό ότι η πραγματική υπαγωγή από το κεφάλαιο της διανοητικής εργασίας ανάγει κάθε επιστημονική αναπαράσταση σε υπολογισμούς, πιθηκίζοντας τις αφαιρέσεις της αξιακής-μορφής. Αλλά αυτό με τη σειρά εισάγει περιπλοκές σχετικά με το τι ακριβώς διακρίνει την “καλή”, δηλαδή την διανοητικά ενάρετη και πολιτικά χειραφετητική αφαίρεση, από την “κακή”, δηλαδή την γνωσιακά ελαττωματική και πολιτικά αντιδραστική αφαίρεση.8 Πώς οι αφηρημένες κατηγορίες της μαρξιστικής διαλεκτικής – κεφάλαιο, εργασία, αξιακής-μορφή, εμπόρευμα, κυκλοφορία, παραγωγή κ.λπ. – επιτυγχάνουν ή αποτυγχάνουν να χαρτογραφήσουν την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα όταν εφαρμόζονται σε ανταγωνιζόμενες (και συχνά πολιτικά ανταγωνιστικές) εξηγήσεις; Ποιά θεωρία μπορεί να αναγνωρίσει “την πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων” σε συνθήκες πλήρους/πραγματικής υπαγωγής;

Θέλω να θίξω αυτό το ερώτημα αντιπαραβάλλοντας την προσπάθεια του επιταχυντισμού να ιχνηλατήσει την “πραγματική κίνηση” με αυτήν του Ζακ Καμμάτ, του οποίου το κείμενο “Η Περιπλάνηση της Ανθρωπότητας” (The Wandering of Humanity) δεν είναι απλά σύγχρονη με αυτά του κλασσικού επιταχυντισμού αλλά μοιράζεται και την κεντρική τους υπόθεση – την πλήρη ενσωμάτωση της εργασίας στο κεφάλαιο – ενώ διαγράφει έαν ριζικά διαφορετικό συμπέρασμα.9 H μετατροπή της ανθρωπότητας σε “κατοικίδιο” από το κεφάλαιο [domestication] θα αντικρουστεί όχι μέσω της Νιτσεϊκής υπέρβασης του “υπερβολικά ανθρώπινου” (την εξαπόλυση των επιθυμητικών-μηχανών κ.λπ.) αλλά μέσω της πλήρους εξόδου της ανθρώπινης κοινότητας από την “κοινότητα του κεφαλαίου” που επιβάλλεται μέσω της πραγματικής υπαγωγής10. Η ομάδα Endnotes ορίζει την κομμουνιστικοποίηση ως την “άμεση καταστροφή της αυτο-παραγώμενης σχέσης στην οποία οι εργάτες ως εργάτες – και το κεφάλαιο ως αυτο-αξιοποιούμενη αξία – βρίσκονται και φτάνουν να βρεθούν”.11 Αλλά, όπως θα δούμε, οι Endnotes απορρίπτουν την ανάλυση του Καμμάτ για την λογική της υπαγωγής όπως και τον ισχυρισμό του ότι οι ανθρώπινες κοινότητες μπορουν να αποσυρθούν από την αυτο-αναπαραγώμενη σχέση του κεφαλαίου. Ισχυρίζονται (ορθά, κατά την άποψή μου) ότι δεν μπορεί να υπάρξει έξοδος από την σχέση-κεφάλαιο γιατί αυτή μας συγκροτεί: “Αυτό που είμαστε συγκροτείται, στο πιο βαθύ επίπεδο, από αυτή τη σχέση, και είναι μια ρήξη με την αναπαραγωγή αυτού που είμαστε που αναγκαστικά θα διαμορφώσει τον ορίζοντα των αγώνων μας”.12 Δεν μπορεί λοιπόν να υπάρξει απόσχιση από τη σχέση-κεφάλαιο, μόνο η κατάργησή της. Η κομμουνιστικοποίηση είναι το όνομα αυτής της κατάργησης-σε-κίνηση. Πρόκειται για μια διαυγή και πειστική/επιβλητική θέση. Αλλά είναι η ακριβής έννοια με την οποία συγκροτούμαστε από τη σχέση-κεφάλαιο καθώς και η σύνδεση ανάμεσα στις διανοητικές και τις πρακτικές συνθήκες της κατάργησής της που θα ήθελα να εξετάσω στη συνέχεια. Το σκεπτικό για κάτι τέτοιο είναι το ακόλουθο: αν και ριζικά ανταγωνιστικά, η κομμουνιστικοποίηση και ο επιταχυντισμός μπορούν να αντιπαρατεθούν χρήσιμα με τέτοιον τρόπο ώστε καθένα να διαφωτίει το “τυφλό σημείο” του άλλου στην συνάρθρωση της διανοητικής και της κοινωνικής αφαίρεσης.

Υλοποιώντας την Αφαίρεση

Καταρχάς είναι αναγκαία μια προκαταρτική διευκρίνηση. Η αντίθεση ανάμεσα στο αφηρημένο και το συγκεκριμένο συνδέεται στενά με την αντίθεση ανάμεσα στο καθολικό και το ειδικό.13 Αυτά τα ζεύγη αντιθέτων σχηματίζουν ένα πλέγμα που επιτρέπει τέσσερις βασικές μεταθέσεις: συγκεκριμένο ειδικό και συγκεκριμένο καθολικό, αφηρημένο ειδικό και αφηρημένο καθολικό. Μόνο οι συζεύξεις αφηρημένο-συγκεκριμένο και καθολικό-ειδικό αποκλείονται ως αντιφατικές. Αλλά ακόμα και αυτό είναι αμφιλεγόμενο αφού ο Μαρξ μιλά για “συγκεκριμένες αφαιρέσεις” και ο Alain Badiou έχει κάνει δημοφιλή την έννοια μιας “καθολικής ιδιομορφίας”. Επιπλέον, πολλοί φιλόσοφοι ακολουθούν τον Χέγκελ ορίζοντας το “συγκεκριμένο” ως αυτό που εμβαπτίζεται σχεσιακά, σε αντίθεση με το “αφηρημένο” που είναι απομονωμένο ή μονόπλευρο. Σε ό,τι ακολουθεί, οι όροι “συγκεκριμένο” και “αφηρημένο” δεν σηματοδοτούν τύπους οντοτήτων, όπως το αντιληπτό ή το μη-αντιληπτό το υλικό και το άυλο. Χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν τους τρόπους με τους οποίους η σκέψη σχετίζεται με τις οντότητες. Όπως έδειξε ο Χέγκελ, αυτό που μοιάζει περισσότερο συγκεκριμένο, η ιδιαιτερότητα ή αισθητή αμεσότητα, είναι ακριβώς αυτό που είναι πιο αφηρημένο, και αυτό που μοιάζει περισσότερο αφηρημένο, η καθολικότηταμ ή η εννοιολογική διαμεσολάβηση, αποδεικνύεται να είναι το πιο συγκεκριμένο.14

Ένας υλισμός που είναι προσηλωμένος στην πραγματικότητα της αφαίρεσης, όπως είναι ο Μαρξισμός, θα πρέπει να μπορεί να εξηγήσει/δικαιολογήσει αυτή την ερμηνεία του αφηρημένου και του συγκεκριμένου χωρίς να γλιστρησει στιν ιδεαλισμό, για τον οποίο μια τέτοια ερμηνεία είναι προκαθορισμένη επειδή η πραγματικότητα είναι εν τέλει εφοδιασμένη με νοητική δομή. Η πρόκληση για τον υλισμό είναι να αναγνωρίσει την πραγματικότητα της αφαίρεσης χωρίς να ενδώσει στην ιδεαλιστική αντίληψη ότι η πραγματικότητα κατέχει μια μη-αναγώγιμη νοητική μορφή. Συνεπώς ο υλισμός θα πρέπει να μπορεί να εξηγήσει τι συνιστά την πραγματικότητα της νοητικά σχηματισμένης αφαίρεσης χωρίς να υποστασιοποιεί αυτή τη μορφή. Το κλειδί στην απο-πραγμοποίηση της αφαίρεσης είναι μια εξήγηση της νοητικής μορφής όπως αυτή παράγεται από τις κοινωνικές πρακτικές. Αυτό απαιτεί τη διάκριση μεταξύ πρακτικής και εργασίας: κάθε εργασία εμπεριέχει πρακτική, αλλά δεν “μετρά” ως εργασία κάθε πρακτική. Η διάκριση αυτή αποδεικνύεται ιδιαίτερα σημαντική όταν θεωρήσουμε την ανάλυση των Endnotes για τη σχέση ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο.

Η θέση του Καμμάτ για την ‘Έξοδο’

Ο Καμμάτ ήταν στενός συνεργάτης του Amadeo Bordiga (συνιδρυτή του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος) και μέλος του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κόμματος (International Communist Party, ICP). Στις αρχές του 1970, απογοητευμένος από τον κομμουνιστικό “προγραμματισμό”, ξεκίνησε μια εσωτερική κριτική στον “παραγωγισμό” του Μαρξ. Ο Καμμάτ ισχυρίζεται ότι ο μαρξισμός, είναι η “αυθεντική συνείδηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ)”.15 Αλλά η εμφάνιση της πραγματικής υπαγωγής ανάγει το έργο του Μαρξ σε “ιστορικό υλισμό”, που είναι:

[Η] αποθέωση της περιπλάνησης στην οποία έχει εμπλακεί η ανθρωπότητα για περισσότερο από έναν αιώνα: [η] ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ως μια εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για την απελευθέρωση. Αλλά εξ ορισμού κάθε ποσοτική ανάπτυξη λαμβάνει χώρα στη σφαίρα του απροσδιόριστου, του ψευδούς απείρου. Ποιος θα μετρήσει το “μέγεθος” των παραγωγικών δυνάμεων για να καθορίσει αν έχει έρθει ή όχι η μεγάλη μέρα; Για τον Μαρξ υπήρχε μια διπλή και αντιφατική κίνηση: η αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων και η εξαθλίωση/φτωχοποίηση των προλετάριων· αυτό θα οδηγούσε σε μια επαναστατική σύγκρουση. Για να το θέσουμε διαφορετικό, υπήρχε μια αντίφαση ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής και την ατομική ιδιοποίηση.16

Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η αντιφατική κίνηση απέτυχε να φανεί στην προσμονή για μια επαναστατική κρίση [issue in the longed for revolutionary crisis]: η στιγμή της σύγκρουσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία μοιάζει να καθυστερεί απροσδιόριστα. Αυτό που έχει αποτρέψει την κρίση είναι η “απόδραση” του κεφαλαίου: το γεγονός ότι “έχει απορροφήσει τις κρίσεις και έχει επιτυχώς προσφέρει μια κοινωνική απόθεμα/εφεδρεία προλετάριων”.17 Η διαφεύγουσα ανάπτυξη του κεφαλαίου διασφαλίζεται από την εμφάνιση της “πραγματικής υπαγωγής” της εργασίας. Τι είναι η πραγματική υπαγωγή; Ο Μαρξ ορίζει την “τυπική υπαγωγή” [formal subsumption] ως τη διαδικασία κατά την οποία το κεφάλαιο ενσωματώνει μια υπάρχουσα εργασιακή διαδικασία: τεχνικές, αγορές, μέσα παραγωγής, εργάτες κ.λπ. Αλλά η ανάπτυξη του κεφαλαίου μετασχηματίζει αδυσώπητα κοινωνικές σχέσεις και και τρόπους εργασίας σύμφωνα με τις αναγκαιότητές του. Η πραγματική υπαγωγή της εργασιακής διαδικασίας συμβαίνει οποτεδήποτε η τελευταία έχει υπαχθεί στην καπιταλιστική παραγωγή, που ο σκοπός είναι απλά η αυτο-αξιοποίηση της αξίας. Γιατ τον Καμμάτ, και για πολλούς άλλους μαρξιστές, αυτή είναι η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Γράφοντας στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Καμμάτ ανιχνεύει την έναρξή της στο τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου (θα θεωρήσουμε στη συνέχεια την κριτική των Endnotes στην χρήση της υπαγωγής από τον Καμμάτ ως εργαλείο περιοδολόγησης. Ο Καμμάτ γράφει ότι από τη στιγμή που το κεφάλαιο έχει υπαγάγει πλήρως την εργασία:

Η ανάπτυξη στο πλαίσιο της περιπλάνησης είναι ανάπτυξη στο πλαίσιο της μυστικοποίησης. Ο Μαρξ θεώρηση την μυστικοποίηση (στμ. φετιχισμό) το αποτέλεσμα μιας αντεστραμμένης σχέσης: το κεφάλαιο, το προϊόν της δραστηριότητας των εργατών, εμφανίζεται να είναι ο δημιουργός. [Αλλά] η μυστικοποίηση ριζώνεται σε πραγματικά γεγονότα· είναι η ίδια η πραγματικότητα σε εξέλιξη που μυστικοποιεί. Κάτι μυστικοποιείται ακόμα και μέσα από την πάλη του προλεταριάτου εναντίον του κεφαλαίου· η γενικευμένη μυστικοποίηση είναι ο θρίαμβος του κεφαλαίου. Αλλά αν, ως μια συνέπεια του ανθρωπομορφισμού της, αυτή η πραγματικότητα που παράγεται από την μυστικοποίηση είναι τώρα η μοναδική πραγματικότητα, τότε το ερώτημα θα πρέπει να τεθεί διαφορετικά. 1) Από τη στιγμή που η μυστικοποίηση είναι ευσταθής και πραγματική, δεν έχει νόημα να περιμένουμε για μια απομυστικοποίηση που θα εξέθετε την αλήθεια της πρότερης κατάστασης (δηλαδή της συνθήκης της τυπικής υπαγωγής). 2) Εξαιτίας της “διαφυγής” του κεφαλαίου, η μυστικοποίηση εμφανίζεται ως πραγματικότητα και συνεπώς η μυστικοποίηση “καταρροφάται” και καθίσταται ανενεργή/μη-λειτουργική. Έχουμε τον δεσποτισμό του κεφαλαίου.18

Η διαδικασία αξιοποίησης (στμ. παραγωγής αξίας) υπαγάγει την δραστηριότητα των εργατών στη δραστηριότητα του κεφαλαίου. Ο δεσποτισμός της πραγματικής υπαγωγής καθιστά την κριτική της ιδεολογίας περιττή (εδώ ο Καμμάτ φτάνει, μέσω μιας διαφορετικη διαδρομής, στο ίδιο συμπέρασμα με τους “επιταχυντιστές” συγχρόνους του Ντελέζ-Γκουαταρί, Λυοτάρ και Μπορντριγιά). Συνεχίζει:

Ο ισχυρισμός ότι η μυστικοποίηση είναι ακόμα λειτουργική θα σήμαινε ότι τα ανθρώπινα όντα είναι ικανά να εμπλέκονται σε πραγματικές σχέσεις που μυστικοποιούνται συνεχώς. Στην πραγματικότητα, η μυστικοποίηση ηταν ενεργή κάποτε και έγινε πραγματικότητα. Αναφέρεται σε ένα ιστορικό στάδιο πο ολοκληρώθηκε στο παρελθόν […] Τόσο η μυστικοποιητική-μυστικοποιημένη πραγματικότητα όσο και η προηγουμένως μυστικοποιημένη πραγματικότητα θα πρέπει να καταστραφούν. Η μυστικοποίηση είναι “ορατή” μόνο αν κάποιος σπάσει τα όρια (χωρίς αυταπάτες για τα όρια αυτής της ρήξης) των αναπαραστάσεων του κεφαλαίου.19

Έχοντας εγκαταστήσει την μυστικοποίηση στη θέση της πραγματικότητα, ο καπιταλισμός συγκροτεί τώρα τον εαυτό του ως μια “υλική κοινότητα” γινόμενος η ίδια η αναπαράστασή του. Ο τρόπος σκέψης του Καμμάτ είναι εδώ απογοητευτικά υπαινικτικός αλλά μπορεί δοκιμαστικά να ανακατασκευαστεί. Στις συνθήκες της πραγματικής υπαγωγής, οτιδήποτε παράγεται από τα ανθρώπινα όντα, είτε χειρονακτικά είτε διανοητικά, διαμεσολαβείται από την αξιακής-μορφή και συνεπώς αναπαρίσταται αφηρημένα ως ισοδύναμο με οτιδήποτε άλλο. Η αξία ως γενικευμένο ισοδύναμο ανάγει τα πάντα στην αξία που αντιπροσωπεύει και μετατρέπει οτιδήποτε σε μια αναπαράσταση της αξίας. Κάνοντάς το αυτό, το κεφάλαιο αναπαριστά τον εαυτό του ως την σχέση μέσω της οποίας κάθε πράγμα (πχ. Εμπόρευμα) αναπαρίστασι στη σχέση του με οτιδήποτε άλλο. Κάθε εργασία ανάγεται στην αφηρημένη αυτο-αξιοποίηση του ίδιου του κεφαλαίου:

Ο καπιταλισμός γίνεται αναπαράσταση μέσα από την ακόλουθη ιστορική κίνηση: η αξία ανταλλαγής αυτονομείται, τα ανθρώπινα όντα απαλλοτριώνονται, η ανθρώπινη δραστηριότητα ανάγεται σε εργασία και η εργασία ανάγεται σε αφηρημένη εργασία […] Το κεφάλαιο ανακατασκευάζει τον ανθρώπινο είδος ως μια λειτουργία της διαδικασίας του…[Κατ’ αυτόν τον τρόπο] ολόκληρη η ανθρώπινη δραστηριότητα καθιστά το κεφάλαιο “αιώνιο”.20

Ο Καμμάτ διαβλέπει τότε τρεις πιθανές εκβάσεις του ΚΤΠ:

1. [Την] πλήρη αυτονομία του κεφαλαίου: μια μηχανιστική ουτοπία όπου τα ανθρώπινα όντα γίνονται απλά εξαρτήματα ενός αυτοματοποιημένου συστήματος, αν και διατηρούν ακόμα έναν εκτελεστικό/διευθυντικό ρόλο

2. [Την] μετάλλαξη του ανθρώπινου όντος, ή μάλλον, μια αλλαγή του είδους: [την] παραγωγή ενός τέλεια προγραμματιζόμενου όντος που έχει χάσει όλα τα χαρακτηριστικά του είδους homo sapiens [με τα χαρακτηριστικά αυτά να είναι, κατά την άποψη του Καμμάτ, οι δεξιότητες των “δημιουργών, παραγωγών, χρηστών” παρά των απλών εργατών]

3. Γενικευμένη τρέλλα: στην θέση των ανθρωπίνων όντων και στη βάση των τωρινών περιορισμών τους, το κεφάλαιο υλοποιεί οτιδήποτε επιθυμούν (φυσιολογικό ή αφύσικο), αλλά τα ανθρώπινα όντα δεν μπορούν να “βρουν” τον εαυτό τους και η απόλαυση διαρκώς μετατίθεται στο μέλλον. Το ανθρώπινο ον άγεται στην απόδραση/φυγή του κεφαλαίου και το διατηρεί σε κίνηση [The human being is carried off in the run-away of capital, and keeps it going].

Το συμπέρασμα αυτής της διάγνωσης είναι ο ισχυρισμός ότι το κλασσικό μαρξιστικό σχέδιο της αποδέσμευσης των παραγωγικών δυνάμεων από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δεν είναι τίποτα άλλο από την αυτοσυνειδησία/αυτογνωσία (δηλαδή την μυστηριώδη αυτο-αναπαράσταση) του ΚΤΠ. Επειδή απέτυχε να προβλέψει/προείδει την “απόδραση” του κεφαλαίου, ο Μαρξισμός παραμένει συνεργός στην αυτο-αξιοποίηση του ίδιου του κεφαλαίου: στερείται των κριτικών πόρων που απαιτούνται για να επιφέρει μια αποφασιστική ρήξη με τον καπιταλισμό και όλα τα έργα του. Έτσι, ο Καμμάτ απορρίπτει την προτερότητα της παραγωγής και τον συνακόλουθο ορισμό του κομμουνισμού ως του “ελεύθερου συνεταιρίζεσυαι των παραγωγών”:

Ο κομμουνισμός δεν είναι ένας καινούριος τρόπος παραγωγής· είναι η επιβεβαίωση μιας καινούριας κοινότητας [Gemeinwesen]. Είναι ένα ζήτημα ύπαρξης, ζωής, αν μη τι άλλο επειδή είναι μια θεμελιώδης μετατόπιση: από την παραγόμενη δραστηριότητα στο υποκείμενο που την παρήγαγε. Μέχρι τώρα, γυναίκες και άντρες έχουν αποξενωθεί από αυτή την παραγωγή. Δεν θα αποκτήσουν την κυριαρχία πάνω στην παραγωγή αλλά θα δημιουργήσουν καινούριες σχέσεις μεταξύ τους που θα καθορίσουν μια εντελώς διαφορετική δραστηριότητα.21

Ενώ η κοινωνία υποδουλώνει την δημιουργούσα ζωή στην δημιουργούμενη δραστηριότητα, η κοινότητα επαναθεμελιώνει την προτερότητα του δημιουργούντος επί του δημιουργημένου. “Κουρεμένη” από τα μυστήρια του παραγωγισμού, η επανάσταση είναι απλά η ανατροπή αυτής της αντεστραμμένης ιεραρχίας. Μέσω αυτής της ανατροπής, η “πραγματική κίνηση” του κομμουνισμού συνιστά μια καινούρια μορφή ζωής. Εγκαινιάζεται με μια νέα ανθρώπινη κοινότητα που έρχεται σε ρήξη με τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές, διευκολύνοντας έτσι διαφορετικούς, αν όχι χωρίς προηγούμενο, τρόπου εκφραστικής δραστηριότητας.

Υπάρχει μια άμεση ανταπάντηση στην ανάλυση του Καμμάτ: η απεύθυνσή του σε μια ανθρώπινη κοινότητα που οι βασικές της εκφραστικές τροπικότητες παραμένουν σταθερές στις χιλιετίες κοινωνικού και ιστορικού μετασχηματισμού είναι μια αφαίρεση με την πλέον προβληματική έννοια. Ο Καμμάτ υποστασιοποιεί ένα σύνολο εκφραστικών ικανοτήτων που εμμένουν όχι μόνο ανεξάρτητα από τον καπιταλισμό αλλά από οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής οργάνωσης: “δημιουργείν”, “παράγειν” και “χρησιμοποιείν” τίθενται αξιωματικά/προϋποτίθενται ως αναλλοίωτες της ανθρώπινης ζωής ως τέτοιας. Αλλά η απόδοση αυτών των ικανοτήτων στη “ζωή” τις καθιστά απροσδιόριστες: δεν είναι πλέον κοινωνικο-ιστορικές ή έστω βιολογικές κατηγορίες, αλλά αξιώματα μιας θεωρησιακής ανθρωπολογίας. Επιπλέον, η επιβεβαίωση της κοινότητας επί της κοινωνίας απηχεί άθελά της μια οικεία αντιδραστική αλληγορία: ενώ η κοινότητα διασφαλίζει ότι οι κοινωνικοί ρόλοι, αξίες και πεποιθήσεις παραμένουν στέρεα ριζωμένες σε διαπροσωπικές σχέσεις, η κοινωνία θέτει αυτές τις σχέσεις σε κίνδυνο θεσμίζοντας απρόσωπους ρόλους, τυπικές αξίες και αντικειμενικές πεποιθήσεις στη βάση έμμεσων αλληλεπιδράσεων. Εδώ η αποκήρυξη από τον Καμμάτ του δεσποτισμού του κεφαλαίου ανεπαίσθητα αλλάζει [shades into] σε μια απάρνηση της νεωτερικότητας, η οποία γίνεται ένα κρυπτογράφημα για την περιπλάνηση της ανθρωπότητας μακριά από τον αυθεντικό κοινοτισμό της [communality].

Όμως, σε έναν πλανήτη με εφτά δισεκατομμύρια ανθρώπους, η διαμεσολάβηση του διαπροσωπικού από το απρόσωπο είναι όχι απλά αναπόφευκτη αλλά απαραίτητη. Προσδένοντας την συλλογικότητα στην κοινότητα παρεμποδίζει την ανάγκη για μια εκτεταμένη στο μέγιστο δυνατό ανθρώπινη αλληλεγγύη. Η εμπεριεκτικότητα/πληρότητα του “εμείς” απαιτεί κάποια μέτρα αποπροσωποποίησης. Το απρόσωπο/αποστασιοποίηση, η αμεροληψία και η αντικειμενικότητα δεν είναι απαραίτητα παθολογίες της κοινωνικής αλλοτρίωσης· μπορούν να είναι (και έχουν υπάρξει) θετικές πηγές για τη διεύρυνση των οριζόντων της κοινωνικοποίησης πέρα από τα στενά κοινοτιστικά όρια. Είναι ακριβώς η γενόσημη/ειδολογική ταύτιση με αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί “είναι-του-είδους” [species being], κατανοούμενο όχι ως βιολογική κατηγορία αλλά ως η ικανότητα για συλλογικό αυτο-μετασχηματισμό (πέραν της αυτο-αναπαραγωγής), που αποτρέπει τις διαιρετικές ταυτοποιήσεις της ατομικότητας, της εθνότητας, της εθνικότητας/ιθαγένειας κ.λπ.22 Ο κομμουνισμός όπως τον εννοεί ο Μαρξ είναι η υλοποίηση αυτού που διαφορετικά θα παρέμενε ένα αφηρημένο ιδεώδες για την ανθρωπότητα. Επειδή δεν είναι αγκυστρωμένη σε οποιονδήποτε ιστορικό τρόπο παραγωγής, η κοινότητα που επικαλείται ο Καμμάτ γίνεται ένα Αρχιμήδειο σημείο23 από το οποίο η ανθρωπότητα έχει, υποτίθεται, περιπλανηθεί. Για τον Καμμάτ, η εμφάνιση της πραγματικής υπαγωγής μοιάζει να σηματοδοτεί την τερματική φάση της μοιραίας αυτι-αποξένωσης της ανθρωπότητας. Αλλά υπάρχουν λόγοι να αμφισβητούμε κατά πόσον η διάκριση μεταξύ τυπικής και πραγματικής υπαγωγής μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει διακριτές διαδοχικές φάσεις της ιστορικής ελέλιξης του καπιταλισμού. Ειδωμένη αναλυτικά παρά ιστορικά, φαίνεται η τυπική και η πραγματική υπαγωγή να είναι ταυτόχρονες, αλληλοένδετες/πεπλεγμένες φάσεις της σχέσης-κεφάλαιο. Επιπλέον, η επιμονή του Καμμάτ ότι το κεφάλαιο έχει πλέον πετύχει πλήρη κυριαρχία, όχι απλά στη σφαίρα της παραγωγής αλλά πάνω σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ύπαρξης, είναι εξίσου διαμφισβητούμενη. Αυτό είναι ένα σημείο που θίγεται εμφατικά από τους Endnotes:

Η εργασιακή διαδικασία τόσο στην πραγματική όσο και στην τυπική υπαγωγή είναι η άμεση παραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου. Τίποτα συγκρίσιμο δεν μπορεί να ειπωθεί για οτιδήποτε πέραν της παραγωγικής διαδικασίας, γιατί είναι μόνο η παραγωγή που το κεφάλαιο διεκδικεί άμεσα ως δική του. Ενώ είναι σωστό ότι η διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου στην ολότητά της είναι η ενότητα των διαδικασιών παραγωγής και κυκλοφορίας, και ενώ το κεφάλαιο επιφέρει μετασχηματισμούς στον κόσμο πέραν της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας, αυτοί οι μετασχηματισμοί δεν μπορούν να συλληφθούν με τους ίδιους όρους με αυτούς που προκύπτουν εντός της διαδικασίας αυτής κάτω από την πραγματική υπαγωγή. Τίποτα εξωτερικό της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας δεν γίνεται στην πραγματικότητα κεφάλαιο ούτε, αυστηρά μιλώντας, υπάγεται κάτω από το κεφάλαιο.24

Έτσι, αν και αναγνωρίζουν στον Καμμάτ τα εύσημα για την σύλληψη της “οντολογικής αντιστροφής, την κατοχή της υλικής ζωής από το πνεύμα του κεφαλαίου”,25 οι Endnotes βλέπουν στην ανάλυσή του για την πλήρη υπαγωγή “την λογική που θα [τον] προωθούσε προς μια πολιτική που περιλαμβάνει ελάχιστα παραπάνω από τον αφηρημένο ισχυρισμό κάποιας αληθινής ανθρώπινης κοινότητας εναντίον μιας μονολιθικής καπιταλιστικής ολότητας, και από την ανάγκη να ‘αφήσουμε αυτόν τον κόσμο’”.26 Εν τούτοις, αν και συμφωνούν με τον Καμμάτ ότι “η αξία και το κεφάλαιο συνιστούν μια ισχυρή, ολοποιητική μορφή κοινωνικοποίησης που διαμορφώνει κάθε πτυχή της ζωής” και αναγνωρίζουν ότι “το ξεπέρασμα [της αξίας και του κεφαλαίου] απαιτούν έναν ριζικό μετασχηματισμό κάθε σφαίρας της ζωής”27, οι Endnotes αναγνωρίζουν επίσης ότι η “μη-εξημερωμένη” ανθρωπότητα του Καμμάτ που υπάρχει εκτός της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης είναι το συμπέρασμα ενός ιδεώδους μάλλον παρά ο κινητήρας ενός πραγματικού κινήματος. Οπότε το ερώτημα είναι: δεδομένης της “οντολογικής αντιστροφής” μέσω της οποίας η ίδια η “υλική ζωή” “εμφυσάται/εμψυχώνεται” τώρα από το κεφάλαιο, ποιός ή ποιοί είναι οι φορείς της κομμουνιστικοποίησης;

Το Παράδοξο της Αυτο-κατάργησης

Οι Endnotes αποκηρύσσουν εμφατικά την ιδέα ότι η κομμουνιστικοποίηση συνίσταται σε μια άμεση απόσχιση από την σχέση-κεφάλαιο. Διαμορφώνουν αυτό που είναι ίσως η πιο πειστική αντίρρηση στην “θέση της εξόδου”. Αντίρρηση που απευθύνεται όχι μόνο στον Καμμάτ αλλά και σε ομάδες όπως η Tiqqun και η Αόρατη Επιτροπή28 (The Invisible Committee):

Αντί ενός θεωρητικού ξεκαθαρίσματος [reckoning] με την συγκεκριμένη ολότητα την οποία θα πρέπει να ξεπεράσουμε σε όλους τους καθορισμούς της, ή μια ανακατασκευή του πραγματικού ορίζοντα της ταξικής σχέσης, παίρνουμε έναν χωρισμό της ολότητας σε δυο βασικές αφαιρέσεις [δηλαδή της καπιταλιστικής κοινωνίας και της ανθρώπινης κοινότητας], και ένα απλό σύνολο παραινέσεων και πρακτικών συνταγών που η πραγματική θεωρητική τους λειτουργία είναι να φέρουν μαζί για μια ακόμα φορά αυτές τις αφαιρέσεις.29

Είναι η ίδια η αφαιρετικότητα της θεωρητικής εξόδου της ανθρωπότητας από το κεφάλαιο που άθελα εγγυάται την συνεχιζόμενη υπαγωγή της στο κεφάλαιο. Αυτό είναι το θεμελιώδες πρόβλημα. Για τους Endnotes, το γεγονός ότι ο διαλεκτικός ανταγωνισμός ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία έχει αποτύχει να καταλήξει στην επαναστατική ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής δεν είναι απλά μια ατυχής συγκυρία/συμβάν, το αποτέλεσμα χαμμένων ευκαιριών. Είναι μια αναπόφευκτη συνέπεια της λογικής της συσσώρευσης του κεφαλαίου:

Καθώς συσσωρεύεται, το κεφάλαιο τείνει και να εκμεταλλεύεται λιγότερους εργάτες, αποβάλλοντας εργατική δύναμη από την παραγωγή (τόσο σχετικά όσο και τελικά απόλυτα) και να αυξάνει τον ρυθμό εκμετάλλευσης μεταξύ της σχετικά απομειούμενης εργασιακής δύναμης.30

Έτσι η συσσώρευση από το κεφάλαιο μιας διαρκώς αυξανόμενης υπεραξίας συνοδεύεται από έναν διαρκώς αυξανόμενο “πλεονάζοντα πληθυσμό” που αποκλείεται από την παραγωγική διαδικασία. Το προλεταριάτο γίνεται αυτό που παράγεται από το κεφάλαιο χωρίς να παράγει κεφάλαιο”.31 Το αποτέλεσμα είναι η αποσύνθεση του αυτοπροσδιορισμού του προλεταριάτου ως των παραγωγών του κεφαλαίου. Γίνεται αδύνατο για το προλεταριάτο να επιβεβαιώσει τον εαυτό ως τέτοιο στον ανταγωνισμό του με το κεφάλαιο.32 Αυτός είναι ο λόγος που η κομμουνιστικοποίηση δεν μπορεί πλέον να εννοείται ως το τελικό αποτέλεσμα της επαναστατικής κατάληψης των μέσων παραγωγής από τους εργάτες. Θα πρέπει να επανασυλληφθεί ως μια μη-μεταβατική διαδικασία, μια εμμενής κίνηση που συνίσταται στην καταστροφή της σχέσης μέσω της οποίας το κεφάλαιο αναπαράγει την εργασία ενώ η εργασία αναπαράγει το κεφάλαιο.33

Έτσι, οι Endnotes ορίζουν την κομμουνιστικοποίηση ως μια προσπάθεια απάντησης στο ακόλουθο ερώτημα:

Πώς θα λάβει χώρα το ξεπέρσμα της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης με δεδομένο ότι είναι αδύνατον για το προλεταριάτο να επιβεβαιώσει τον εαυτό του ως τάξη ενώ παρ’ όλα αυτά βρισκόμαστε ακόμα αντιμέτωποι με το πρόβλημα αυτής της σχέσης;34

Η απάντησή τους στο ερώτημα αυτό καθορίζει αυτό που είναι ίσως η πιο εκλεπτυσμένη διατύπωση της θέσης της κομμουνιστικοποίησης και αξίζει να παρατεθεί εκτενώς:

Η κομμουνιστικοποίηση είναι ένα κίνημα στο επίπεδο της ολότητας, μέσω της οποία αυτή η ολότητα καταργείται. Η λογική της κινήματος που καταργεί αυτή την ολότητα διαφέρει αναγκαστικά από αυτήν που εφαρμόζεται στο επίπεδο του συγκεκριμένου ατόμου ή ομάδας: δεν χρειάζεται να πούμε ότι κανένα άτομο ή ομάδα δεν μπορεί να ξεπεράσει την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης μέσα από τις δικές του πράξεις. Ο προσδιορισμός μιας μεμονωμένης πράξης ως ‘κομμουνιστικοποιητικής” απορρέει αποκλειστικά και μόνο από το συνολικό κίνημα του οποίου αποτελεί μέρος, όχι από την ίδια την πράξη, οπότε θα ήταν λάθος να σκεφτόμαστε την επανάσταση με όρους ενός αθροίσματος από ήδη-κομμουνιστικοποιητικές πράξεις, λες και το μόνο που θα χρειαζόταν θα ήταν μια συγκεκριμένη συσσώρευση τέτοιων πράξεων σε ένα κρίσιμο σημείο […] Η κομμουνιστικοποίηση συμβαίνει μόνο στο όριο μιας πάλης, στο ρήγμα που διανοίγεται καθώς αυτη η πάλη συναντά το όριό της και ωθείται πέρα από αυτό […] [Σε] οποιαδήποτε πραγματική υπέρβαση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης είμαστε εμείς οι ίδιοι που θα πρέπει να μας ξεπεράσουμε· ‘εμείς’ δεν έχουμε καμμιά άλλη ‘θέση’ πέρα από την καπιταλιστική ταξική σχέση. Αυτό που είμαστε, στο βαθύτερο επίπεδο, συγκροτείται από αυτή τη σχέση και είναι μια ρήξη με την αναπαραγωγή αυτού που είμαστε που θα σχηματίσει απαραίτητα τον ορίζοντα των αγώνων μας […] Σ’ αυτή την περίοδο το ‘εμείς’ της επανάστασης δεν επιβεβαιώνει τον εαυτό του, δεν αυτοπροσδιορίζεται θετικά, γιατί δεν μπορεί· δεν μπορεί να αυτεπιβεβαιωθεί απέναντι στο ‘αυτοί’ του κεφαλαίου χωρίς να βρεθεί αντιμέτωπο με το πρόβλημα της ίδιας του της ύπαρξης – μια ύπαρξη που το ξεπέρασμά της θα είναι η ίδια η φύση της επανάστασης. Δεν υπάρχει τίποτα να καταφανθεί στην καπιταλιστική ταξική σχέση· ούτε αυτονομία, ούτε εναλλακτική, ούτε “απέξω”, ούτε απόσχιση.35

Πρόκειται για ένα αξιοσημείωτο απόσπασμα. Καθώς το “εμείς” συνίσταται από την ταξική σχέση, η αυτο-υπέρβαση του “εμείς” είναι η υπέρβαση της σχέσης που το συγκροτεί. Αυτό είναι σίγουρα θεωρητικά ασυμβίβαστο (και αξιοθαύμαστο εξαιτίας αυτού). Αλλά είναι επίσης και παραδοξολογικό, και ο παραδοξολογικός χαρακτήρας του επιδεινώνει την κατάστασή του ως ενός ισχυρισμού που συναρθρώνει την νοητική και την κοινωνική αφαίρεση σε ένα οντολογικό επίπεδο. Το παράδοξο είναι το ακόλουθο: αν “εμείς” συγκροτούμαστε από την ταξική σχέση που πρέπει να ξεπεράσουμε, τότε η υπέρβαση αυτής της σχέσης είναι επίσης η υπέρβαση του φορέα της υπέρβασης, και συνεπώς η ακύρωση της υπέρβασης και η επαναφορά του “εμείς”. Αφού “εμείς” δεν έχουμε θέση άλλη από την ταξική σχέση, δεν “είμαστε” τίποτα έξω από αυτή τη σχέση. Αλλά τότε η στιγμή της κατάργησης αυτής της σχέσης είναι επίσης η κατάργηση της κατάργησης. Μπορεί ο επαναστατικός φορέας – που υποτίθεται ότι ιχνηλατεί “την πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων” – όντως να κατασκευαστεί στη βάση ενός τέτοιου φαινομενικά ακυρωτικού παραδόξου; Αν η απάντηση είναι καταφατική, τότε θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε την ακριβή έννοια με την οποία η συνάρθρωση από τους Endnotes της εννοιολογικής και της κοινωνικής αφαίρεσης έχει ένα οντολογικό στήριγμα.36

Η συνάρθρωση είναι οντολογική επειδή οι αφαιρέσεις του καπιταλισμού είναι πραγματικές: υπάγοντας την εργασία, η αξιακής-μορφή λογικοποιεί τις κοινωνικές πρακτικές μέσω των οποίων οι άνθρωποι αναπαράγουν τους εαυτούς τους και το κεφάλαιο:

Αυτό που σε ένα επιίπεδο είναι απλά ενδεχομενικό σχετικά με την λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου – οι υλικές και πνευματικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και ανάμεσα στους ανθρώπους και τη φύση – λογικοποιείται το ίδιο – δηλαδή τίθεται υπό την λογική της μορφής-κεφάλαιο της αξίας – ως ένα αποτέλεσμα της υπαγωγής της εργασίας κάτω από το κεφάλαιο, καθώς και της αυτο-αναπαραγωγής της σχέσης της αμοιβαίας συνεπαγωγής ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο.37

Αυτή η λογικοποίηση της κοινωνικής πραγματικότητας εξηγεί γιατί μπορεί να υπάρχει μια αντίθεση ανάμεσα σε αυτό που οι άνθρωποι σκέφτονται και κάνουν καθώς σχετίζονται με τους εαυτούς τους ή αυτό που σκέφτονται και κάνουν καθώς αναπαράγουν το κεφάλαιο. Αλλά η λογικοποίηση αυτή από την αξιακή-μορφή δεν είναι απόλυτη: εφαρμόζεται στις ανθρώπινες δραστηριότητες και πρακτικές μόνο στον βαθμό που συνιστούν εργασία. Αυτές οι δραστηριότητες και πρακτικές εμμένουν εντός της σχέσης-κεφάλαιο ως φαινόμενα τα οποίας [το κεφάλαιο] έχει ενσωματώσει αλλά δεν έχει απορροφήσει πλήρως. Δεν έχουν απορροφηθεί πλήρως γιατί συνιστούν τη διαδικασία μέσω της οποίας το κεφάλαιο απορροφά εργασία. Η αυτο-αναπαραγωγή του κεφαλαίου συνίσταται σε φαινόμενα που δεν μπορεί να αναπαράγει, ακόμα και αν αναπαράγει την εργασία η οποία στην συνέχεια το αναπαράγει. Συνεπώς, η λογικοποίηση της πραγματικότητας από το κεφάλαιο περιορίζεται [τελεί υπό την συνθήκη] από αυτήν την πραγματικότητα· αυτό είναι το οχύρωμα από τον απόλυτο ιδεαλισμό, ο οποίος θα υποστασιοποιούσε το κεφάλαιο ως ένα πλήρως αυτόνομο, αυτο-κινούμενο αντικείμενο (μια causa sui38 ή αλλιώς αυτο-αίτιο ον ένα ον που είναι η αιτία του εαυτού του, της δημιουργίας του) που “επιπλέει” ελεύθερη οποιασδήποτε υλικής πραγματικότητας:

Χωρίς ανθρώπινες σχέσεις και πρακτικές που συντηρούνται/υφίστανται με τον “τρόπο να απορρίπτονται/συναντούν άρνηση” μέσω της διεστραμμένης, φετιχιστικής μορφής των οικονομικών κατηγοριών, δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν οικονομικές κατηγορίες: ούτε αξία, ούτε εμπορεύματα, χρήμα ή κεφάλαιο. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι η εργασία θα έπρεπε να κατανοηθεί ως, κατά κάποιο τρόπο, συγκροτητικό της όλης διαδικασίας· ούτε θα έπρεπε να θεωρηθεί πρωταρχική. Οι φετιχιστικές μορφές του κεφαλαίου κανονικά συλλαμβάνονται και κριτικάρονται ως αυτο-κινούμενες, διεστραμμένες μορφές της κοινωνικής πρακτικής.39

Κατά συνέπεια, το “κεφάλαιο δεν είναι τίποτα άλλο από μια διεστραμμένη μορφή των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων”.40 Αλλά είναι οι “ανθρώπινες σχέσεις και πρακτικές” μάλλον και όχι η εργασία που δημιουργούν τις πραγματικές αφαιρέσεις του κεφαλαίου. Από την σκοπιά της συστηματικής διαλεκτικής που ασπάζονται οι Endnotes, η εργασία είναι ήδη εγγεγραμμένη εντός της αξιακής-μορφής ως η “υποτιθέμενη προϋπόθεσή” της [posited presupposition].41 Ενώ το κεφάλαιο υποθέτει την εργασία που του παρέχει την ουσία του (δηλαδή την προϋπόθεσή του), αυτή η υπόθεση η ίδια συγκροτείται τελικά από το εξαιρετικά πολύπλοκο σύνολο42 των ανθρωπίνων πρακτικών χωρίς τις οποίες η αυτο-αξιοποίηση του κεφαλαίου δεν θα ήταν. Η υπαγωγή της εργασίας από την αξία ως “υποτιθέμενης προϋπόθεσης” προϋποθέτει επίσης κάτι που που δεν υποθέτει: την αυθόρμητη ανθρώπινη δραστηριότητα. Όπως ξεκαθαρίζουν οι ίδιοι οι Endnotes, η αυθορμησία που επικαλούνται εδώ θα πρέπει να κατανοηθεί με την καντιανή έννοια, ως ο προσδιορισμός της αίσθησης που ασκείται από την ανθρώπινη νόηση κατά την πράξη της σκέψης. Ο Καντ αποδίδει την αυθορμησία σε αυτό που αποκαλεί “καθαρή ενσυναίσθηση/αυτοσυνειδησία” [pure apperception]:

Τον 18ο αιώνα, όταν ο Καντ περιέγραψε την υπερβατική ενότητα της ενσυναίσθησης – το γεγονός ότι έχω επίγνωση του εαυτού μου με το να έχω τις δικές μου εμπειρίες – το αποκάλεσε αυτό μια αυθόρμητη πράξη. Ο Καντ εννοούσε το αντίθετο κάτι που είναι φυσικό [natural]. Μια αυθόρμητη πράξη είναι μια πράξη που προκύπτει ελεύθερα. Στην πραγματικότητα η λέξη spontaneous προέρχεται από την λατινική λέξη sponte, που σημαίνει “με τη συμφωνία κάποιου, ελεύθερα, εμπρόθετα”. Με αυτή την έννοια, η αυθορμησία δεν έχει να κάνει με το να δρα κανείς καταναγκαστικά ή αυτόματα. Έχει να κάνει με το να δρα χωρίς εξωτερικούς περιορισμούς ή δεσμεύσεις.43

Η αυθορμησία κατά την υπερβατική, σε αντίθεση με την εμπειρική, έννοια του Καντ, είναι η έσχατη πηγή της ανθρώπινης ελευθερίας. Μοιάζει εύλογο να υπονοήσουμε ότι οι Endnotes χρειάζεται εδώ να καταφύγουν στην ελευθερία με αυτή την υπερβατική έννοια για να μπορέσουν να αποφύγουν το παράδοξο της αυτο-κατάργησης γειώνοντας την δυνατότητα της ανθρώπινης μεσιτείας σε μια πηγή που είναι ανεξάρτητη από την ταξική σχέση. Ως η έσχατη πηγή της ανθρώπινης δραστηριότητας, αυτή η υπερβατική (σε αντίθεση με την εμπειρική) αυθορμησία μπορεί να ερμηνευθεί ως αυτό που συγκροτεί την ταξική σχέση ανεξάρτητα από την συγκρότηση του “εμείς” από την ταξική σχέση. Το παράδοξο, τότε, εξουδετερώνεται επειδή ο φορέας της κατάργησης είναι διακριτός από τον καταργημένο φορέα. Αλλά αντιπαραβάλλοντας την αυθορμησία στην υποχρέωση, οι Endnotes διακινδυνεύουν να αναζωογονήσουν έναν υπερβατικό βολονταρισμό, στον οποίον η ανθρώπινη βούληση ενεργεί σαν ένας μυστηριώδης, για να μην πούμε υπερφυσικός, αμετακίνητος υποκινητής, αδιαπέραστος από εξωτερικούς καθορισμούς. Αυτή είναι η οικεία και πολύ γελειοποιημένη καρικατούρα του Καντ. Υπάρχει μια καλλίτερημ πιο διαλεκτική ανάγνωσή του, που κατανοεί την ελευθερία που ασκείται στην αυθορμησία της αυτεπίγνωσης/αυτοσυνειδησίας ως προκύπτουσα από τον εναγκαλισμό από την βούληση ενός διυποκειμενικού θεσμισμένου κανόνα, παρά ως μια εντελώς μη-καθορισμένη έκρηξη εκ του μηδενός. Η ελευθερία με αυτή την έννοια δεν είναι απλά η απουσία εξωτερικού καθορισμού αλλά ο ορθολογικός αυτο-καθορισμός του φορέα στην και δια της υιοθέτησης εκ μέρους του ενός καθολικά εφαρμόσιμου κανόνα.44

Από αυτή την άποψη, ο νομιναλισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα όπλο της υλιστικής ανάλυσης που απομυστικοποιεί την ιδεαλιστική υποστασιοποίηση της αφαίρεσης. Στην μεταγλωσσική εκδοχή του νομιναλισμού από τον Wilfrid Sellars, η οποία είναι πιθανώς η πιο εξεζητημένη επεξεργασία αυτής της θέσης που έχει επινοηθεί μέχρι τώρα, η αναφορά στις αφηρημένες οντότητες εξηγείται ως μια υλιστική τροπικότητα του μεταγλωσσικού λόγου σχετικά με την γλωσσική λειτουργία, ενώ αυτή η λειτουργία με τη σειρά της ταυτίζεται με πρότυπα/σχήματα γλωσσικών ετικετών [tokenings].45 Αυτό που αξίζει ιδιαίτερα στην ανάλυση του Sellars από μια υλιστική άποψη είναι ότι αντιμετωπίζει τις αφηρημένες οντότητες ως υποστασιοποιημένες γλωσσικές λειτουργίες46. Δείχνει πώς η νοητική μορφή αγκυρώνεται στην γλωσσική λειτουργία και γειώνει την γλωσσική λειτουργία στην κοινωνική πρακτική. Φυσικά, η ανάλυση του Sellars δεν προχωρά στην εξήγηση της φύσης της σύνδεσης ανάμεσα στην γλωσσική λειτουργία και την κοινωνική πρακτική. Δεν έχει μια θεωρία για την δεύτερη. Αλλά το έργο του έχει το αξιοσημείωτο προσόν να μας λέει τι είναι πραγματικά οι αφηρημένες οντότητες. Αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα προς μια εξήγηση του πώς οι φαινομενικά αυτο-κινούμενες αφαιρέσεις του κεφαλαίου κινούνται στην πραγματικότητα από τις δραστηριότητες και τις πρακτικές των ανθρώπων.

Η αδύνατη σχέση

Αλλά αν είναι ένα πράγμα να αποκαλύψει κανείς ότι η πραγματικότητα της αφαίρεσης είναι ριζωμένη στην ανθρώπινη πρακτική είναι άλλο να εξηγήσει πώς και ποια πρακτική μπορεί να εφαρμοστεί για να μας απελευθερώσει από το άρπαγμα των αφαιρέσεων στις οποίες μας έχει υποτάξει. Ακόμα και αν κάποιος δεχτεί ότι οι αφαιρέσεις του κεφαλαίου γεννιούνται μέσω των ανθρωπίνων πρακτικών πώς υποτίθεται ότι αυτές οι πρακτικές συγκροτούν έναν κομμουνιστικοποιητικό παράγοντα/φορέα; Οι Endnotes προτείνουν μια κάποια απάντηση σε ένα άλλο αξιοσημείωτο απόσπασμα που προχωρά ακόμα πιο βαθιά στην προσπάθειά τους να ορίσουν την σχέση ανάμεσα στην κομμμουνιστική θεωρία και την καπιταλιστική πραγματικότητα:

Η κομμουνιστική θεωρία ξεκινά όχι από την ψευδή θέση κάποιου βολονταριστικού υποκειμένου αλλά από την υποτιθέμενη υπέρβαση της ολότητας των μορφών που εμπλέκονται στην αναπαραγωγή αυτού του υποκειμένου. Όπως τίθεται απλά, αυτή η υπέρβαση είναι αναγκαστικά αφηρημένη, αλλά είναι μόνο μέσω αυτής της βασικής αφαίρεσης που η θεωρία λαμβάνει ως περιεχόμενό της αυτές τις καθορισμένες μορφές που πρόκειται να υπερβληθούν· μορφές οι οποίες ξεχωρίζουν μέσα στην καθοριστότητά τους ακριβώς επειδή η διάλυσή τους έχει υποτεθεί.47

Αυές οι “καθορισμένες μορφές” είναι οι πραγματικές αφαιρέσεις του καπιταλισμού: η μορφή-εμπόρευμα, η μορφή-χρήμα, η αξιακή-μορφή, η μορφή-εργασία, η μορφή-παραγωγή κ.λπ. Το απόσπασμα συνεχίζει:

Αυτή η (υπό)θεση δεν είναι μόνο ένα ζήτημα μεθοδολογίας, ή κάποιο είδος απαραίτητου λογικού αξιώματος, γιατί η υπέρβαση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν είναι μια απλή θεωρητική κατασκευή.

Δεν είναι μια “απλή θεωρητική κατασκευή” αλλά δεν είναι ούτε κάποιο αντικειμενικό ή “δοσμένο” δεδομένο [datum], γιατί είναι κάτι προς το οποίο η ίδια η θεωρία προσανατολίζει τον εαυτό της, παρά κάτι που το στοχάζεται στατικά. Συνεπώς, αυτή η (υπο)τιθέμενη υπέρβαση είναι κάτι :

[Προηγείται] της σκέψης, καθώς τίθεται ακατάπαυστα από αυτή την ίδια την [καπιταλιστική ταξική] σχέση· είναι ο ίδιος ο ορίζοντάς της ως ενός ανταγωνισμού, η πραγματικά αρνητική παρουσία που [η κομμμουνιστική θεωρία] φέρει. Η κομμουνιστική θεωρία παράγεται – και αναγκαστικά σκέφτεται εντός – αυτής της ανταγωνιστικής σχέσης· σκέφτεται αυτή την ταξική σχέση και την συλλαμβάνει ως τέτοια. Προσπαθεί να ανακατασκευάσει εννοιολογικά την ολότητα η οποία είναι το έδαφός της, υπό το φως της ήδη τεθιμένης υπέρβασης αυτής της ολότητας, και να εξαγάγει αυτή την υπέρβαση καθώς αυτή εμφανίζεται εδώ. Καθώς είναι μια σχέση που δεν έχει μια ιδανική “ομοιοστατική” κατάσταση, αλλά μία που είναι πάντα μπροστά από τον εαυτό της, με το κεφάλαιο να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της εργασίας σε κάθε στροφή – ακόμα και στις νίκες του – η επαρκής σκέψη αυτής της σχέσης δεν είναι αυτή μιας κατάστασης ισορροπίας ή μιας ομαλά αυτο-τιθέμενης ολότητας· είναι μιας θεμελιωδώς αδύνατης σχέσης, κάτι που υπάρχει μόνο στον βαθμό που σταματά να υπάρχει· μια εσωτερικά ασταθής σχέση, Η κομμουνιστική θεωρία δεν έχει συνεπώς ανάγκη ενός εξωτερικού, Αρχιμήδειου σημείου από το οποίο να μετρά τα αντικείμενά της, και η κομμουνιστικοποίηση δεν έχει ανάγκη ενός υπερβατικού σημείου “απόσυρσης” ή “απόσχισης” από το οποίο να εξαπολύσει την “επίθεσή” της.48

Τα διάφορα γραπτά των Endnotes παρέχουν σίγουρα μια εξόχως εύλογη νοητική ανακατασκευή της ολότητας που είναι το έδαφος της ταξικής σχέσης, και συνεπώς της κομμουνιστικής θεωρητικοποίησης. Και είναι φανερό από τις αναλύσεις τους για την “κινούμενη αντίφαση” του κεφαλαίου πώς αυτο-υπονομεύεται αυτή η σχέση: “η σχέση εκμετάλλευσης διαβρώνει τα ίδια τα θεμέλιά της καθώς αυτό που είναι εκμεταλλευόμενο – η εργατική δύναμη – τείνει να αποβάλλεται από την παραγωγική διαδικασία με την ανάπτυξη της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας”.49 Συνεπώς η σκέψη που είναι “επαρκής” για την ταξική σχέση (δηλαδή την σχέση εκμετάλλευσης) είναι η σκέψη μιας “θεμελιωδώς αδύνατης σχέσης”, η οποία “είναι μόνο στον βαθμό που παύει να είναι”.

Ότι μόνο η σκέψη μιας αδύνατης σχέσης μπορεί να καταστήσει τη θεωρία επαρκή για το αντικείμενό της είναι ένας δείκτης της στρέψης που υποτίθεται ότι δένει τη θεωρητική αφαίρεση στην πραγματικότητα της κοινωνικής αφαίρεσης ανεξάρτητα από την αναπαραστατική προσφυγή σε μια αντικειμενική σχέση αντιστοιχίας (που θα απαιτούσε ένα “εξωτερικό, Αρχιμήδειο σημείο από το οποίο να μετρά το αντικείμενό της). Αναμφίβολα, αυτή η αδύνατη σχέση υποτίθεται ότι επισημαίνει την αμεσότητα/εμμένεια της κομμουνιστικής θεωρίας στην επαναστατική πρακτική: οποιαδήποτε υποταγή της πρακτικής στη θεωρία (ή το αντίστροφο) θα απειλούσε να επαναεισάγει την υπερβατικότητα ενός εξωτερικού, Αρχιμήδειου σημείου, με άλλα λόγια, μια αναπάρασταση. Αλλά φαίνεται ότι αυτό που αποτρέπει την επάρκεια της κομμουνιστικής θεωρίας για την ταξική σχέση να “σχαστεί” σε μια σχέση με αυτή την αδύνατη σχέση (!), με άλλα λόγια, σε μια θεωρητική αναπαράσταση της πραγματικότητας και, εν τέλει, σε ένα πρόγραμμα, είναι η άμεση ολοκηρωσή της ως αυτο-αναγορευόμενη επαναστατική δραστηριοτήτα: μια δραστηριοτήτα που εγγυάται την δική της πρόσφυση στην καπιταλιστική ταξική σχέση απλά εμπλεκόμενη στον αγώνα για την καταστροφή της. Υπάρχει μια αξιέπαινη συνέπεια εδώ. Λαμβάνοντας την “τιθέμενη υπέρβαση” της καπιταλιστικής ολότητας ως το σημείο αφετηρίας της, η κομμουνιστική θεωρητικοποίηση διασφαλίζει την πρόσφυσή της πάνω στον ανταγωνισμό που συγκροτεί την κοινωνική πραγματικότητα. Αλλά παραμένει ο κίνδυνος ότι αυτή η τιθέμενη υπέρβαση της ολότητας θα αντικαταστήσει την πραγματική της υπέρβαση όχι παρά αλλά ακριβώς επειδή αρνείται την θεωρητική της κατασκευή.

Αναστοχοθέτηση και Κοινωνική μορφή

Εξομνύοντας [abjuring] μια τέτοια κατασκευή ως μια αναπαραστατική εισβολή που υπονομεύει την επάρκεια της σκέψης για τιν ταξική σχέση, η κομμουνιστική θεωρία διασφαλίζει το γράπωμά της στην “πραγματικό κίνημα” που είναι ο κομμουνισμός, αλλά με τον κίνδυνο αποκοπής της πραγματικής κίνησης από την κίνηση των ιδεών. Συνεπώς, όπως το κάνουν καθαρό οι ίδιοι οι Endnotes:

Η κομμουνιστικοποίηση […] έχει πολύ λίγες θετικές συμβουλές να μας δώσει σχετικά με την συγκεκριμένη, άμεση πρακτική στο εδώ και τώρα […] Οι συμβουλές που μπορεί να δώσει είναι κυρίως αρνητικές: οι κοινωνικές μορφές που εμπλέκονται στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν θα είναι όργανα της επανάστασης, καθώς είναι κομμάτι αυτού που πρόκειται να καταργηθεί.50

Το ερώτημα τότε είναι: πώς θα μπορέσουμε να ταυτοποιήσουμε εκείνες τις κοινωνικές μορφές που δεν εμπλέκονται στην αναπαραγωγή της ταξικής σχέσης; Η διάκριση ανάμεσα στην υποχρεωτική εργασία και την αυθόρμητη πρακτική απαιτείται όχι μόνο για να αποφευχθεί το παράδοξο της αυτο-κατάργησης αλλά επίσης και για να διακρίνουμε ανάμεσα σε κείνες τις δραστηριοτήτες που είναι προγραμματισμένες να αναπαράγουν την ταξική σχέση και κείνες που είναι ικανές να διακόψουν αυτή την αναπαραγωγή. Αλλά η αυθορμησία της οποίας η άσκηση είναι το προαπαιτούμενο για την ταξική σχέση θα γεννήσει επίσης καινούριες αφαιρέσεις μαζί με καινούριες μορφές διαμεσολάβησης. Αυτό που απαιτείται είναι μια κατανόηση των κοινωνικών πρακτικών που θα μπορούσε να μας επιτρέψει να αρχίσουμε να διακρίνουμε ανάμεσα στις καταπιεστικές και τις χειραφετητικές μορφές διαμεσολάβησης.

Αυτό είναι που μας λείπει προς το παρόν. Στο μεταξύ, θα πρέπει να αποκηρύξουμε δια όρκου οποιοδήποτε υπάρχον εργαλείο, τεχνική ή μέθοδο που περικλείεται σε καπιταλιστικές κοινωνικές μορφές; Αναμφίβολα, είναι σχετικά εύκολο να εντοπίσουμε αυτούς τους τρόπους της σύγχρονης τεχνολογίας της πληροφορικής που οι αποχαυνωτικές, αντι-κοινωνικές συνέπειες τις καθιστούν άξιες να καταργηθούν. Αλλά υπάρχουν άλλες τεχνολογίες που δεν είναι ίσως τόσο εύκολο να καταργηθούν. Πάρτε σαν παράδειγμα τα αντιβιοτικά/αντιικά. Κάθε πτυχή της ανάπτυξής τους εμπλέκεται με καπιταλιστικούς θεσμούς και περικλείεται στις κοινωνικές του μορφές. Σημαίνει αυτό ότι τα αντιικά είναι εγγενώς καπιταλιστικά και συνεπώς δεν θα έπρεπε να παίζουν κανένα ρόλο σε μια μετα-καπιταλιστική κοινωνία; Εδώ υποτείνεται από μόνη της μια αρνητική απάντηση: ενώ η λειτουργία της τεχνολογίας διαμεσολαβείται κοινωνικά και περικλείεται από την αξιακή-μορφή, αυτή δεν χρειάζεται να είναι μια κορεσμένη διαμεσολάβηση: δεν χρειάζεται να εξαντλεί τις λειτουργικές δυνατότητες της εν λόγω τεχνολογίας. Κάποιοι μπορεί να ανταπαντήσουν ότι ο “αναστοχοθέτηση” [repurposing] είναι στην καλλίτερη περίπτωση ένας αντιπεριασπασμός και στην χειρότερη ένα άλλοθι για τον ρεφορμισμό, επειδή η ανάπτυξη των αντιικών (όπως και κάθε άλλη σύγχρονη τεχνολογία) συνδέεται αναγκαστικά με την ανάπτυξη των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, με την γρήγορη εξάπλωση θανατηφόρων ιών να είναι μια άμεση συνέπεια της εκβιομηχανισμένης κτηνοτροφικής παραγωγής και της παγκοσμιοποίησης.51 Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι δύο παράγοντες, συνεχίζει το αντεπιχείρημα, δεν θα είμασταν τόσο επιρρεπείς στην ανάπτυξη ποικιλιών παθογόνων και η ανθρώπινη ευημερία δεν θα υποθηκευόταν στην ανάπτυξη αντιικών. Το ξήλωμα του καπιταλισμού, σύμφωνα με αυτή την επιχειρηματολογία, θα ελαττώσει δραστικά, αν δεν εξαλείψει πλήρως, την αυξανόμενη εξάρτησή μας από τα αντιικά καθώς και άλλα τεχνολογικά αντικείμενα.

Είναι αναμφισβήτητα αληθές, τώρα, ότι υπάρχει μια άμεση συσχέτιση ανάμεσα στον πολλαπλασιασμό των επικίνδυνων για τη ζωή ιών και τις συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής κοινωνίας. Και ίσως είναι επίσης σωστό ότι το ξήλωμα της δεύτερης είναι το ασφαλέστερο μέσο για το ξερίζωμα των πρώτων. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αναδιανομή των αντιικών στην βάση της ανάγκης μάλλον παρά του πλούτου είναι μια πιο πιεστική πολιτική έγνοια από το να εικάζουμε σχετικά με τον ρόλο τους στην μετα-καπιταλιστική κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά, ο επείγον χαρακτήρας του πρώτου δεν απαλοίφει την σπουδαιότητα του δεύτερου. Η απόλυτη ή ακαθόριστη άρνηση της καπιταλιστικής κοινωνίας και όλων των έργων της θα ξερίζωνε τις παθολογίες που γεννιούνται από τον καπιταλισμό μόνο με το κόστος της ακύρωσης των χειραφετητικών δυνατοτήτων που λανθάνουν στις τεχνολογίες που η λειτουργία τους αυτή τη στιγμή έχει υπαχθεί στο κεφάλαιο. Η αφηρημένη άρνηση του λειτουργικού πλαισίου είναι επίσης η άρνηση των χειραφετητικών δυνατοτήτων που η απελευθέρωσή τους εξαρτάται από την επανα-πλαισιοποίηση της λειτουργίας. Μια τέτοια αφαίρεση in-determines αντί να καθορίζει την σύντηξη του νοητικού και του πρακτικού προσανατολισμού που απαιτείται για την πραγμάτωση του κομμουνισμού. Καταργεί το καπιταλιστικό παρόν με το κόστος της ακύρωσης του μετα-καπιταλιστικού μέλλοντος που εγκλειδώνεται σε αυτό. Αποκλείοντας [Foreclosing] το μέλλον, η με παρωπίδες [blinkered] άρνηση δεν μπορεί παρά να επιθυμεί να αποκαταστήσει το παρελθόν. Γίνεται η λαχτάρα για μια πρότερη κατάσταση πραγμάτων: “Αν δεν είχαμε εξημερώσει κατοικίδια και δεν είχαμε ανοίξει τον δρόμο για την εκβιομηχανισμένη γεωργία· αν μόνο δεν ζούσαμε σε μια μαζικά υπερσυνδεδεμένη παγκόσμια κοινωνία…”. Και τελικά: “αν δεν είχε συμβεί ο καπιταλισμός”.

Αλλά το σημείο αφετηρίας του Μαρξ είναι ότι ο καπιταλισμός έχει συμβεί, και με δεδομένη αυτή την πρόταση/θέση, το θεμελιώδες ερώτημά του είναι: πώς μπορύμε να προχωρήσουμε πέρα από τον καπιταλισμό χωρίς να οπισθοδρομήσουμε σε προ-καπιταλιστικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς όπως η αγροτική φεουδαρχία; Το πρόβλημα της αναστοχοθέτησης δεν μπορεί να παρακαμφθεί ευχόμενοι να μην είχε συμβεί ο καπιταλισμός. Η ιστορία υποδεικνύει ότι υπάρχουν πράγματα χειρότερα από την αξιακή-μορφή. Μια κατάλληλα αφηρημένη σύλληψη της λειτουργίας θα επιτρέψει την μεταφύτευσή της και, όπου είναι απαραίτητο, την αναστοχοθέτησή της σε διάφορα κοινωνικά πλαίσια. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι αυτό θα μπορούσε να εικονιστεί/διοραθεί ως μια συνέπεια της υπέρβασης της καπιταλιστικής σχέσης, όχι ως ένα υποκατάστατο αυτής της υπέρβασης. Γενικότερα, ο καθορισμός δεν είναι συγκρότηση. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να συναρθρώσουμε την θεωρητική και την κοινωνική αφαίρεση που δεν εμπλέκει την πλήρη ή χωρίς διάκριση παραίτηση από τα επιτεύγματα της καπιταλιστικής νεωτερικότητας en bloc.

Συμπέρασμα

Το ζήτημα της υλοποίησης της λειτουργίας είναι κρίσιμο στην διαφώτιση της σχέσης ανάμεσα στην νοητική και την πραγματική αφαίρεση. Η κομμουνιστικοποίηση “βραχυκλυκλώνει” την νοητική και την κοινωνική αφαίρεση σε μια εξεγερτική πράξη που η στερέωσή της στην ολότητα την αποτρέπει από τον να διαμορφώσει κριτήρια για την διάκριση μεταξύ προοδευτικών και οπισθοδρομικών κοινωνικών μορφών. Ίσως η αληθινή σημασία του επιταχυντισμού τον οποίον υπερασπίζονται οι Srnicek και Williams είναι μια παρέμβαση στην πολιτική της αφαίρεσης.52 Ισχυρίζονται ότι η αναπαράσταση της αφαίρεσης δεν είναι μόνο αναπόφευκτη αλλά αναγκαία για να ορθωθεί μια επιστημική και πολιτική πρόκληση στον καπιταλισμό. Αλλά το γεγονός ότι μια τέτοια αναπαράσταση είναι αναγκαία δεν εγγυάται ότι είναι εφικτό να ευθυγραμμίσουμε τη θεωρητική εξήγηση και την πολιτική επιτάχυνση ή, πιο βασικά, ότι θα είνα δυνατόν να ευθυγραμμίσουμε τη θεωρητική εξήγηση με την χειραφετητική δραστηριότητα. Το να το κάνουμε αυτό απαιτεί την κοινωνική πραγμάτωση της νόησης που είναι αυτό που η εστίαση της κομμουνιστικοποίησης στην ολότητα αναγνωρίζει ακόμα και αν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι την αποτρέπει από το να την πετύχει. Χωρίς μια θεωρία της ολότητας που συναρθρώνει την εξηγηματική ορθολογικότητα με την χειραφετητική αιτιότητα, γίνεται δύσκολο να καταλάβουμε τις συνθήκες υπό τις οποίες οι επιστημικές πρακτικές μπορούν να υλοποιηθούν. Αυτό είναι υποστηρήξιμα το κύριο κενό του επιταχυντισμού. Αυτό που απαιτείται είναι μια ανάλυση του συνδέσμου ανάμεσα στο εννοιολογικό και το κοινωνικό στο επίπεδο της πρακτικής, με άλλα λόγια, μια ανάλυση του τρόπου με τον οποίο η νοητική λειτουργία επιδρά στις κοινωνικές πρακτικές. Αυτό είναι κάτι που, αυτή τη στιγμή, ούτε ο επιταχυντισμός ούτε η κομμουνιστικοποίηση προσφέρουν.

Σημείωση

Το παρόν κείμενο αναπτύχθηκε από μια παρουσίαση που δόθηκε στο “Accelerationism: A symposium on tendencies in capitalism”, στο Βερολίνο, στις 14 Δεκεμβρίου 2013. Ο συγγραφέας θα ήθελε να ευχαριστήσει τον Anthony Iles για τα πολύτιμα κριτικά σχόλιά του σε ένα προγενέστερο προσχέδιο αυτού του δοκιμίου.

1 O Ray Brassier διδάσκει φιλοσοφία στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού. Πρόσφατες δημοσιεύσεις περιλαμβάνουν: “That Which is Not: Philosophy as Entwinement of Truth and Negativity” στο Stasis, No.1, 2013. “Nominalism, Naturalism, and Materialism: Sellars’ Critical Ontology” στο Contemporary Philosophical Naturalism and its Implications, B. Bashour και H. Muller (εκδ.), London and New York: Routledge, 2013. “The Reality of Abstraction” στο Laruelle and Non-Philosophy, J.Mullarkey και A.P. Smith (εκδ.), Edinburgh University Press, 2012. “Lived Experience and the Myth of the Given”, Filozofski Vestnik, Vol. XXXII, No. 3, 2011.

2 Ο όρος “επιταχυντισμός” (“accelerationism”) επινοήθηκε από τον Benjamin Noys στο βιβλίο του “The Persistence of the Negative” (Edinburgh University Press 2010). Δείτε ιδιαίτερα σελ. 5-8.

3 Μαρξ και Ένγκελς: “Η Γερμανική Ιδεολογία” στο The Marx-Engels Reader, 2nd Edition, Ed. Robert C. Tucker, W.W. Norton and Company, σελ.162 (στμ. Ελληνική έκδοση:)

4 Αυτή είναι η διατύπωση του Καντ στο “Τι είναι ο Διαφωτισμός” (1784) και αυτή που πιστεύω συγκεκριμενοποιεί αντί να ξεφορτώνεται ο Μαρξ μέσω του Χέγκελ. Η χειραφέτηση της ανθρωπότητας από την υπερανθρώπινη εξουσία, είτε φυσική είτε θεϊκή, είναι η συνθήκη της ανθρώπινης ελευθερίας, που ο Καντ αποκαλεί “αυτονομία”. Η αυτονομία δεν θα πρέπει να συγχέεται με την ανεξαρτησία: κάποιος μπορεί να είναι αυτόνομος και παρόλα αυτά εξαρτημένος. Η “ανθρωπότητα” που επιβεβαιώνεται εδώ χαρακτηρίζεται από την ικανότητά της για αυτομετασχηματισμό όχι τα βιολογικά της γνωρίσματα/χαρακτηριστικά (στμ. Οι θέσεις εδώ είναι εντελώς “καστοριαδικές”). Ο ορθολογισμός κατανοούμενος ως μια κοινωνική πρακτική είναι κεντρικός στην ικανότητα για αυτομετασχηματισμό. Το να λέμε ότι ορθολογικά όντα δεν θα έπρεπε να αναγνωρίζουν οποιαδήποτε μη-ορθολογική αυθεντία (γιατί η τελευταία θα ήταν μια δύναμη, όχι μια εξουσία) δεν σημαίνει ότι ορθολογικά όντα θα έπρεπε να αγνοούν ή να παραβλέπουν οτιδήποτε μη-ορθολογικό. Ορθολογικά ζώα αγνοούν τη ζωικότητά τους με δικό τους κίνδυνο.

5 Δείτε: Nick Srnicek και Alex Williams #Accelerate: Manifesto for an Accelerationist Politics, http://syntheticedifice.wordpress.com/2014/02/04/accelerate-manifesto-for-an-accelerationist-politics. Αντλώ επίσης στοιχεία από δύο αδημοσίευτα ακόμα κείμενα: Nick Srnicek “Accelerationism: Epistemic, Economic, Political” (2013) και Alex Williams, “The Politics of Abstraction” (2013).

6 Ο Αντι-Οιδίπους περιέχει το σημείο αναφοράς (locus classicus) του επιταχυντισμού: “Αλλά ποιο είναι το επαναστατικό μονοπάτι; Υπάρχει κάποιο; – Είναι η απόσυρση από την παγκόσμια αγορά, όπως συμβουλεύει τις χώρες του Τρίτου Κόσμου να κάνουν ο Σαμίρ Αμίν, σε μια περίεργη αναβίωση της φασιστικής “οικονομικής λύσης”; Ή ίσως το να πάει κανείς στην αντίθετη κατεύθυνση; Δηλαδή, να προχωρήσει ακόμα περισσότερο στην κίνηση της αγοράς, της αποκωδικοποίησης και της απεδαφικοποίησης; Γιατί πιθανόν οι ροές δεν είναι ακόμα αρκετά απεδαφικοποιημένες ούτε αρκετά αποκωδικοποιημένες, από τη σκοπιά μιας θεωρίας και πρακτικής υψηλά σχιζοφρενικού χαρακτήρα. Να μην αποσυρθεί κανείς από τη διαδικασία, αλλά να προχωρήσει περισσότερο, να “επιταχύνει τη διαδικασία”, όπως το έθεσε ο Νίτσε: σχετικά με αυτό το ζήτημα, η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε δει τίποτα ακόμα”. Ντελέζ και Γκουαταρί, Anti-Oedipus, London: Athlone, σελ. 239-40 (στμ. Στα ελληνικά: Ντελέζ-Γκουαταρί: Αντι-Οιδίπους, εκδόσεις Πλέθρον, 2016 – πρώτη έκδοση: εκδόσεις Ράππα, 1981).

7 Alfred Sohn-Rethel, Intellectual and Manual Labour: a Critique of Epistemology, Atlantic Highlands, New Jersey: Humanities Press, 1977. Για μια διαφωτιστική συζήτηση της επικαιρότητας του Sohn-Rethel, δείτε Alberto Toscano: “The Culture of Abstraction” στο Theory, Culture and Society, 25(4) 2008, σελ. 57-75, και “The Open Secret of Real Abstraction” στο Rethinking Marxism, 20(2) 2008, σελ. 273-287.

8 Εκτός βέβαια και αν κάποιος επιμένει ότι η αφαίρεση per se είναι κακή: μια κίνηση της οποίας οι εξουθενωτικές συνέπειες για τη σκέψη δεν χρειάζεται καν να ειπωθούν ρητά/διευκρινιστούν.

9 Ντελέζ και Γκουαταρί: L’anti-Oedipe, Paris: Minuit, 1972· Jean-François Lyotard Des dispositifs pulsionels, Paris: Union Générale D’Éditions 1973 και Économie libidinale, Paris: Minuit, 1974· Jean Baudrillard Le mirroir de la production, Tournai: Casterman, 1973, L’Échange symbolique et la mort (Paris: Gallimard 1976). Η αγγλική έκδοση του The Wandering of Humanity, Detroit: Black & Red, 1975, του Καμμάτ, αποτελείται από δύο κείμενα που αρχικά δημοσιεύτηκαν (στα γαλλικά) στο περιοδικό Invariance το 1973.

10 Ο Καμμάτ χρησιμοποιεί τη γερμανική λέξη Gemeinwesen, που μπορεί να μεταφραστεί και ως “κοινότητα” και ως “κοινοπολιτεία” και μοιάζει να θέλει να αντιδιαστείλει ανάμεσα στην (ανθρώπινη) κοινότητα και την (καπιταλιστική) κοινωνία ή Gesellschaft. Αυτή η διάκριση ξεκινά από το έργο του γερμανού κοινωνιολόγου Ferdinand Tönnies (1855-1936). Δείτε το έργο του Gemeinschaft und Gesellschaft (Leipzig: Fues’s Verlag 1887), μεταφρασμένο από τον Charles Price Loomis ως Community and Society (East Lansing: Michigan State University Press 1957). Η διάκριση υιοθετήθηκε επίσης από τον Max Weber στο Economy and Society (1921), μεταφρασμένο και εκδοθέν από τους Guenter Roth και Claus Wittich, University of California Press 1978.

11 Endnotes: “Κρίση στην ταξική σχέση” στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή, έκδ. Φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015, δικτυακά: https://endnotes.org.uk/issues/2/en/endnotes-crisis-in-the-class-relation.

12 Endnotes: “What Are We to Do?” στο Communization and its Discontents, εκδ. Benjamin Noys, New York: Minor Compositions, 2011, σελ. 31.

13 Παραδοσιακά, τα particulars είναι έσχατα υποκείμενα κατηγόρησης, μη-αντιπροσωπεύσιμα [uninstantiable] και χωροχρονικά, ενώ τα universals είναι κατηγορήσιμα, έχουν πολλαπλές “ενσαρκώσεις” και συνεπώς είναι μη-χωροχρονικά.

14 Αυτό το σημείο το επεξεργάζομαι περαιτέρω στο “Lived Experience and the Myth of the Given”, Filozofski Vestnik, Vol. XXXII, No. 3, 2011.

15 Καμμάτ, ό.π., 1975, σελ. 22.

16 Στο ίδιο., σελ .23.

17 Στο ίδιο., σελ. 23.

18Ibid., p.24

19Ibid., p.24.

20Στο ίδιο, σελ. 6-7.

21Στο ίδιο., σελ. 36.

22 Για μια συζήτηση της επικαιρότητας της ιδέας της “γενόσημης ανθρωπότητας” δείτε Nina Power: “Badiou and Feuerbach: What is Generic Humanity?”, Subject Matters: A Journal of Communication and the Self, Vol. 2, no. 1, 2005.

23 Στμ. Αρχιμήδειο σημείο: ένα Αρχιμήδειο σημείο (“Punctum Archimedis” στα λατινικά) είναι ένα υποθετικό προνομιακό σημείο από το οποίο ένας παρατηρητής μπορεί αντικειμενικά να αντιλαμβάνεται το υπό διερεύνηση αντικείμενο, έχοντας μια θέα της ολότητας. Το ιδεώδες της “απομάκρυνσης κάποιου” από το αντικείμενο μελέτης ώστε να μπορεί να το δει σε σχέση με άλλα πράγματα, παραμένοντας όμως ανεξάρτητος από αυτά, περιγράφεται με την οπτική από ένα Αρχιμήδειο σημείο. Η έκφραση προέρχεται από τον Αρχιμήδη, ο οποίος υποτίθεται ότι είχε ισχυριστεί πως μπορεί να σηκώσει την ίδια τη Γη από τα θεμέλιά της αν είχε κάποιο σημείο να σταθεί, ένα στέρεο σημείο, και ένα αρκετά μεγάλο μοχλό. Αυτό αναφέρεται και στον δεύτερο διαλογισμό του Ντεκάρτ σε σχέση με την εύρεση της βεβαιότητας, του “αμετακίνητου σημείου” που έψαχνε ο Αρχιμήδης. Σκεπτικιστές και αντιρεαλιστές φιλόσοφοι κάνουν κριτική στην πιθανότητα ενός Αρχιμήδειου σημείου, ισχυριζόμενοι ότι είναι μια μορφή επιστημονισμού.

24 Endnotes: “Η Ιστορία της Υπαγωγής”, στο Endnotes II: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή, ελλ. έκδοση φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015.

25 Endnotes: “Κομμουνιστικοποίηση και θεωρία της αξιακής-μορφής” στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή, ελλ. έκδοση φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015, δικτυακά:

26 Στο ίδιο. Αυτή είναι μια αναφορά στο έργο του Καμμάτ “This World We Must Leave and Other Essays”, εκδ. Alex Trotter (Brooklyn: Autonomedia, 1995).

27 Endnotes, ό.π.

28 Στμ. Tiqqun: όνομα ενός γαλλικού φιλοσοφικού περιοδικού που ιδρύθηκε το 1999 με τον σκοπό της “επαναδημιουργίας των συνθηκών μιας άλλης κοινότητας”. Δημιούργημα διαφόρων συγγραφέων πριν διαλυθεί στη Βενετία το 2001 στον απόηχο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Το περιοδικό έγινε αντικείμενο του ενδιαφέροντος των ΜΜΕ μετά την σύλληψη του Julien Coupat, ενός από τους ιδρυτές του. Η ομάδα έδωσε στον όρο «κομμουνιστικοποίηση» μια άλλη σημασία. Σε συνέπεια προς τις υπεραριστερές καταβολές της, η προτίμηση της ομάδας προς τον όρο μοιάζει να είναι η έμφαση στον κομμουνισμό ως μιας άμεσης διαδικασίας μάλλον παρά σαν ενός μακροπρόθεσμου στόχου. Όμως για την ομάδα ο όρος κομμουνισμός δεν είναι πια συνώνυμος με την “επανάσταση”, θεωρούμενης ως μιας ιστορικής διαδικασίας, αλλά μοιάζει να ταυτίζεται με κάθε είδους δράσεις – από τις καταλήψεις και τη δημιουργία κομμούνων μέχρι το απλό “μοίρασμα” – που από τυπική άποψη θα θεωρούνταν σαν “προ-επαναστατικές”. Από τη σκοπιά της υπεραριστεράς, μια τέτοια πολιτική «εγκατάλειψης» ή, όπως το θέτει η Tiqqun, “λιποταξίας – η συγκρότηση χώρων και πρακτικών που θεωρούνται ότι είναι μερικά αυτόνομες από τον καπιταλισμό – συνήθως απορρίπτεται είτε ως αφελής είτε ως αντιδραστική. Η Αόρατη Επιτροπή είναι μια ανώνυμη ομάδα τα έργα της οποίας, όπως “Η Εξέγερση που Έρχεται”, πολιτικό κείμενο που υποθέτει την “επικείμενη κατάρρευση της καπιταλιστικής κουλτούρας”, έγιναν μαζί με τα κείμενα της Tiqqun ιδιαίτερα δημοφιλή στους αναρχικούς κύκλους των ΗΠΑ, και διέδωσαν έτσι αυτή την έννοια της “κομμουνιστικοποίησης” που χρησιμοποιήθηκε στις ανακοινώσεις των Αμερικάνων αναρχικών και εξεγερσιακών, ιδιαίτερα στους κόλπους του φοιτητικού κινήματος του 2009-2010 στην Καλιφόρνια. Τα μέλη της “Αόρατης Επιτροπής” επιχειρήθηκε να ταυτοποιηθούν από τη γαλλική αστυνομία στην υπόθεση των “εννέα του Tarnac”.

29 Endnotes: “What Are We to Do?”, στο Communization and its Discontents, ό.π., σελ. 33.

30 Endnotes: “Η Κινούμενη Αντίφαση”, στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015, δικτυακά:

31 Endnotes: “Κρίση στην ταξική σχέση”, στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015, δικτυακά:

32 Καθώς το τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού του οποίου η αναπαραγωγή διαμεσολαβείται από την ανταλλαγή της παραγωγικής εργασίας με τον μισθό μειώνεται, η μορφή-μισθός ως κομβική διαμεσολάβηση στην κοινωνική αναπαραγωγή μπορεί να εμφανίζεται όλο και πιο εξασθενέμενη. Με αυτές τις μεταβαλλόμενες συνθήκες, ο ορίζοντας της ταξικής σχέσης και οι αγώνες στους οποίους εμφανίζεται αυτός ο ορίζοντας, θα πρέπει, αναπόφευκτα, να αλλάξει. Στο πλαίσιο αυτό, τα παλιά Σχέδια του προγραμματιστικού εργατικού κινήματος καθίστανται παρωχημένα: ο κόσμος τους ήταν ένας κόσμος μιας αυξανόμενης βιομηχανικής εργασιακής δύναμης, στον οποίο ο μισθός εμφανιζόταν ως ο θεμελιώδης κρίκος στην αλυσίδα της κοινωνικής αναπαραγωγής, στο κέντρο του διπλού τροχού/καρουλιού [moulinet] όπου συναντιούνται το κεφάλαιο και το προλεταριάτο – ένα “αν θες αυτό από μένα, απαιτώ αυτό από σένα” – που θα μπορούσε να κυριαρχήσει στον ορίζοντα της ταξικής πάλης. Αλλά με την αύξηση του πλεονάζοντος πληθυσμού, αυτή η ίδια η αμοιβαιότητα τίθεται υπό διερώτηση και η μορφή-μισθός φεύγει, κατά συνέπεια, από το επίκεντρο ως ένα σημείο αμφισβήτησης. Υπάρχει η τάση, το προλεταριάτο να μην συναντά το κεφάλαιο στο κέντρο αυτού του διπλού τροχού αλλά σχετίζεται με αυτό ως μια όλο και περισσότερο εξωτερική δύναμη, καθώς το κεφάλαιο εισέρχεται στα δικά του προβλήματα αξιοποίησης”. Endnotes: “Κρίση στην ταξική σχέση”, στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015, δικτυακά:

33 Για μια κριτική συζήτηση της “μη-μεταβαστικότητας” στην κομμουνιστικοποίηση, δείτε Alberto Toscano: “Now and Never” στο Communization and its Discontents, ό.π., σελ. 85-101.

34 Endnotes: “What Are We to Do?”, στο Communization and its Discontents, ό.π., 2011, σελ. 29.

35 ό.π., σελ. 31.

36 Ο ισχυρισμός ότι η αντίθεση είναι προφανώς μια οντολογική κατηγορία, και ότι αυτό το ξέρουμε από τον Χέγκελ, είναι προβληματικός επειδή υποθέτει ότι ο Χέγκελ είναι ένας μεταφυσικός που πιστεύει σε πραγματικές αντιθέσεις· ένας ισχυρισμός που η πρόσφατη ακαδημαϊκή μελέτη του Χέγκελ προσπαθεί επίπονα να αμφισβητήσει. Είναι οι προτάσεις (ή οι κρίσεις) που αντιτίθενται μεταξύ τους, όχι τα πράγματα. Καθώς η αντίθεση είναι μια ενδο-εννοιολογική σχέση, η θέση των πραγματικών αντιθέσεων μοιάζει να προσδένει κάποιον στον είδος εκείνο μεταφυσικού ιδεαλισμού που επιμένει ότι η πραγματικότητα έχει μια προτασιακή μορφή. Αυτή είναι μια υπόθεση που οι υλιστές δεν θα ήταν έτοιμοι να δεχτούν. Η πιο εύλογη ερμηνεία του ισχυρισμού του Χέγκελ είναι ότι οι αντιθέσεις είναι αληθείς, όχι ότι συγκροτούν την “πραγματικότητα”, οτιδήποτε κι αν σημαίνει αυτό. Αυτή είναι μια συνεχιζόμενη αντιπαράθεση αλλά το σημαντικό κείμενο σχετικά είναι το “Hegel’s Idealism”, Cambridge: Cambridge University Press, 1989, του Robert Pippin. Η ανάγνωση του Pippin έχει αμφισβητηθεί έντονα, αλλά έχει αναζωογονήσει την ακαδημαϊκή μελέτη του Χέγκελ αμφισβητώντας τις παραδοσιακές μεταφυσικές ερμηνείες περί “απόλυτου ιδεαλισμού”. Η ερμηνεία του Χέγκελ από τον Robert Brandomαντικρούσει επίσης την μεταφυσική ανάγνωση: δείτε “A Spirit of Trust: A Semantic Reading of Hegel’s Phenomenology”, διαθέσιμο στο http://www.pitt.edu/~brandom/spirit_of_trust.html.

37 Endnotes:Η Κινούμενη Αντίφαση”, στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015.

38 Στμ. Causa sui (λατινικά: “αιτία του εαυτού του”) σημαίνει κάτι που γεννιέται εντός του εαυτού του. Η ιδέα αυτή είναι βασική στο έργο του Σπινόζα, του Φρόυντ, του Σαρτρ και του Ernest Becker, όπου σχετίζεται με ον σκοπό που τα πράγματα αποδίδουν στον εαυτό τους. Στην περίπτωση του Φρόυντ και του Μπέκερ η ιδέα χρησιμοποιείται συχνά ως ένα όχημα αθανασίας, όπου κάτι θα μπορούσε να δημιουργήσει νόημα ή να συνεχίσει να δημιουργεί νόημα μετά από την ίδια τη ζωή του.

39 Στο ίδιο.

40 Στο ίδιο.

41 Στο ίδιο. Δείτε επίσης Endnotes: “Κομμουνιστικοποίηση και Θεωρία της Αξιακής Μορφής”, στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015.

42 Στμ. Εξαιρετικό! Υλικό για την κατηγορική συστηματική διαλεκτική!

43 Endnotes: “Αυθορμησία, Διαμεσολάβηση, Ρήξη”, στο Endnotes 3: Φύλο, Φυλή, Τάξη και άλλες Κακοτυχίες”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015.

44 Συνεπώς, αντί να αντιπαραθέτουμε την αυθορμησία στον καταναγκασμό και την ελευθερία στην αναγκαιότητα, είναι διαλεκτικά προτιμότερο να κατανοήσουμε την αυθορμησία ως την υποχρέωση της βούλησης σε και από έναν κανόνα, παρά ως την άρνηση της υποχρέωσης από μια σκοτεινά κυρίαρχη, μη-καθορίσιμη βούληση. Η υπερβατική αυθορμησία είναι ορθολογικός αυτο-καθορισμός μέσω της εσωτερικοποίησης ενός εννοιλογικού περιορισμού. Με αυτή την έννοια, η αυθορμησία είναι σκέπτεσθαι και είναι σκέπτεσθαι ως ένα είδος πράττειν, παρά ως στοχασμός – που είναι η πηγή των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων και πρακτικών που συγκροτούν τις αφαιρέσεις του κεφαλαίου.

45 Παρουσιάζω μια πιο λεπτομερή ανάλυση των οντολογικών συνεπειών του μεταγλωσσικού νομιναλισμού του Sellars στο “Nominalism, Naturalism, and Materialism: Sellars’ Critical Ontology”, στο Contemporary Philosophical Naturalism and its Implications, εκδ. Bana Bashour και Hans Muller, London and New York: Routledge, 2013.

46 Στμ. Ω ναι! Τα έχουμε υποστασιοποιήσει ακόμα περισσότερο, τα έχουμε πει αριθμοπεδία!

47 Στο ίδιο., σελ. 34.

48 Στο ίδιο., σελ. 34.

49 Endnotes: Η Κινούμενη Αντίφαση”, στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015, δικτυακά: http://endnotes.org.uk/en/endnotes-the-moving-cont…

50 Στο ίδιο., σελ. 28.

51 Οφείλω αυτή την ένσταση στον Benjamin Noys.

52 Εκτός από τίτλος ενός μη δημοσιευμένου άρθρου του Alex Williams, αυτός είναι επίσης ο τίτλος ενός άρθρου από τον Matteo Pasquinelli (http://www.onlineopen.org/columns/the-politics-of-…), και της συμβολής του Alberto Toscano στον τόμο The Idea of Communism (Verso 2010).

Leave a Reply

Your email address will not be published.