Το οριακό σημείο της καπιταλιστικής ισότητας

σημειώσεις για έναν αντιρατσισμό της κατάργησης [της φυλής]

Του Chris Chen

Εndnotes #3

Αναδημοσίευση από την ελληνική μετάφραση του Endnotes 3 (Φύλο, Φυλή, Τάξη και άλλες Δυστυχίες), φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2015.

Χωρίς μιαν επεξεργασία της σχέσης ανάμεσα στη «φυλή» και τη συστηματική αναπαραγωγή της ταξικής σχέσης, το ζήτημα της επανάστασης ως υπέρβασης των εδραιωμένων κοινωνικών διαιρέσεων μπορεί να τεθεί μόνο με μια στρεβλή και μη-πλήρη μορφή. Και χωρίς μια κατανόηση της δυναμικής της φυλετικοποίησης (racialisation) –από την ιστορική αφετηρία του καπιταλισμού κατά την περίοδο της «πρωταρχικής συσσώρευσης» μέχρι την κρατική αναδιάρθρωση των ΗΠΑ στη μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή– οι συνεχιζόμενοι αγώνες ενάντια στις εξελισσόμενες μορφές φυλετικής κυριαρχίας μπορούν μόνο να παραγνωριστούν ως ευρισκόμενοι στην περιφέρεια μιας, εν τέλει, φυλετικά ουδέτερης σύγκρουσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Αντί μιας εξασθένησης εξαιτίας της παρακμής ενός, όπως ερμηνεύεται μερικές φορές, άχρηστου πλέον συστήματος λαϊκών αντιλήψεων, η αντίσταση στη φυλετική υποταγή στις ΗΠΑ συνεχίζεται. Η «φυλή» δεν έχει αποδυναμωθεί: έχει, μάλλον, μετασχηματιστεί στο πλαίσιο των μέτρων λιτότητας και ενός ενισχυμένου «μετα-φυλετικού» κράτους ασφαλείας, το οποίο δημιουργήθηκε για να διαχειριστεί τις δήθεν φυλετικές απειλές στις οποίες εκθέτουν το έθνος η ζωή των άμισθων μαύρων, η εργασία των λατινοαμερικάνων μεταναστών και η «ισλαμική τρομοκρατία».

Το δουλεμπόριο των μαύρων στις ΗΠΑ συγκρότησε, μέσω της «φυλής», την «ελεύθερη» εργασία ως λευκή και το να είναι κανείς λευκός ως μια ιδιότητα μη-υποδούλωσης και αναπαλλοτρίωτου. Η τυπική κατάργηση της δουλείας έρχεται κατόπιν να ορίσει το αμερικανικό επίτευγμα αυτού που ο Μαρξ αποκάλεσε «διπλή ελευθερία»: την «ελευθερία» του αναγκαστικού διαχωρισμού από τα μέσα παραγωγής, και την «ελευθερία» πώλησης της εργασιακής δύναμης στη συλλογική τάξη των ιδιοκτητών αυτών των μέσων.1 Παρ’ όλα αυτά, όμως, η «φυλή» δεν καθιστά απλά πιο πολύπλοκη την όποια περιοδολόγηση της ιστορικής αφετηρίας του καπιταλισμού· ήταν ο πρωταγωνιστής μιας ολόκληρης σειράς εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, κινημάτων ενάντια στο απαρτχάιντ και για τα πολιτικά δικαιώματα στα μέσα του 20ου αιώνα. Μια πλανητικής έκτασης αντιρατσιστική επίθεση αμφισβήτησε τεσσερισήμισι σχεδόν αιώνες ρατσιστικής «κοινής λογικής» και, σε μεγάλο βαθμό, απαξίωσε τη λευκή υπεροχή ως εκπεφρασμένη κρατική πολιτική. Η «φυλή» ανασχηματίστηκε απέναντι σε αυτήν την ιστορικής σημασίας αντιρατσιστική έκρηξη συνεχίζοντας να υπάρχει ως ένα σώμα ιδεών –αλλά επίσης και ως μια σχέση κυριαρχίας εντός και εκτός της μισθωτής σχέσης– που αναπαράγεται μέσα από φαινομενικά μη-ρατσιστικούς θεσμούς και πολιτικές. Δυο δυναμικές αναπαρήγαγαν τη «φυλή» στις ΗΠΑ μετά τα αντιρατσιστικά κινήματα στα μέσα του 20ου αιώνα: πρώτον, η οικονομική υποταγή μέσω φυλετικών διαφοροποιήσεων στους μισθούς και της διαδικασίας συγκρότησης του [φυλετικά] περιττού (superfluisation) και, δεύτερον, η φυλετικοποιημένη βία και η παγκόσμια επέκταση του τιμωρητικού κράτους και του κράτους εθνικής ασφάλειας. Πιο πρόσφατες διαδικασίες κατ’ απόδοσιν φυλετικοποίησης δεν αντιπροσωπεύονται, σε μεγάλο βαθμό, πολιτικά ως ζητήματα «φυλής» επειδή έχουν επιφανειακά κωδικοποιηθεί ως φυλετικά-ουδέτερα – κρατικά εργαλεία πειθάρχησης, για παράδειγμα, που ορίζονται διαμέσου λόγων που αφορούν «τις απειλές για την εθνική ασφάλεια», την «παράνομη μετανάστευση» και την «αστεακή εγκληματικότητα».

Χωρίς μια κατανόηση της δομικής ισχύος της «φυλής» στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και ως οδηγού για την άνοδο του κράτους εγκλεισμού, ως απάντησης στο τέλος του νομικού διαχωρισμού, μπορούμε να έχουμε μια μερική μόνο κατανόηση της θεσμικής συγχώνευσης και της φαινομενικά απεριόριστης επέκτασης της αστυνομικής και στρατιωτικής εξουσίας τα τελευταία σαράντα χρόνια. Η αντιρατσιστική κριτική πρόσφατων κοινωνικών κινημάτων, όπως το Occupy Wall Street, και η ενοποίηση της αντιπολίτευσης κάτω απ’ τη σημαία μιας πολιτικής απο-αποικιοποίησης, διαφωτίζουν ένα μείζον ρήγμα στην αμερικανική πολιτική ζωή, το οποίο διαχωρίζει μια «πολιτική της φυλής» από μια «ταξική πολιτική». Η διανοητική πόλωση ανάμεσα σε αυτούς τους δυο πολιτικούς σχηματισμούς έχει αποκαλύψει την ανεπάρκεια τόσο των μαρξιστικών προσεγγίσεων της έννοιας της τάξης όσο και των θεωριών για τη «φυλή» που είναι διατυπωμένες σε ένα ιδίωμα πολιτισμικής διαφοράς, μάλλον, παρά κυριαρχίας.

Καθώς επικαλύπτεται με την τάξη, την κουλτούρα, την κάστα, το φύλο, το έθνος και την εθνότητα (ethnicity) –μολονότι εννοιολογικά διακριτή–, η φυλή δεν είναι μόνο ένα σύστημα ιδεών αλλά μια σειρά από διαδικασίες κατ’ απόδοσιν φυλετικοποίησης που δομούν πολλαπλά επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Παρά την αφοσίωση στην αμφισβήτηση της ρατσιστικής ιδεολογίας ως αποδίδουσας διαφοροποιητική αξία στη φυσική εμφάνιση και την καταγωγή, μεγάλο μέρος της αντιρατσιστικής ανάλυσης και πρακτικής εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τη «φυλή» ως ουσιαστικό, σαν μια ιδιότητα ή γνώρισμα ταυτοτήτων ή ομάδων μάλλον, παρά ως ένα σύνολο διαδικασιών απόδοσης που επιβάλλουν πλασματικές ταυτότητες και καθυποτάσσουν φυλετικοποιημένους πληθυσμούς. Η διαφοροποίηση της κατ’ απόδοσιν φυλετικής κατάταξης από εθελούσιες πράξεις πολιτισμικής ταυτοποίησης –και από ένα εύρος αποκρίσεων στη φυλετική κυριαρχία που εκτείνεται από τη (δια)φυγή μέχρι την ένοπλη εξέγερση– απαιτεί μια μετατόπιση της εστίασης από τη «φυλή» στον ρατσισμό. Αλλά η εστίαση στο φαινόμενο του ρατσισμού τείνει να περιορίζει το έδαφος πάνω στο οποίο η «φυλή» επιβάλλεται δομικά σε προσωπικές αντιλήψεις ή ρατσιστικές ιδεολογίες μάλλον, παρά σε θεσμικές διαδικασίες που μπορεί να γεννούν βαθιές φυλετικές ανισότητες χωρίς να απαιτούν ατομικές ρατσιστικές πεποιθήσεις ή προθέσεις.

Ως αποτέλεσμα, η «φυλή» θεωρητικοποιείται με όρους πολιτισμικής ή οικονομικής απόκλισης ως ένδειξη της ανάγκης είτε για την επιβεβαίωση υποτιμημένων συλλογικών ταυτοτήτων είτε για την πιο ολοκληρωμένη ενσωμάτωση ατόμων στις καπιταλιστικές αγορές που έχουν προσωρινά διαστρεβλωθεί από ατομικές προκαταλήψεις. Από τη μια πλευρά, η «φυλή» είναι μια μορφή πολιτισμικού στιγματισμού και στρεβλής αναπαράστασης που απαιτεί προσωπική, θεσμική και/ή κρατική αναγνώριση. Από την άλλη, η «φυλή» είναι ένα σύστημα μισθολογικών διαφοροποιήσεων, διαστρωμάτωσης πλούτου, επαγγελματικού και χωρικού διαχωρισμού. Είτε ως αντικείμενο υπεράσπισης είτε λοιδορούμενη από κριτικούς όλου του πολιτικού φάσματος, η έννοια της φυλετικής ή πολιτισμικής ταυτότητας έχει γίνει ένα είδος αντιπροσώπου για τη συζήτηση ζητημάτων που αφορούν τη «φυλή» εν γένει. Αντίστροφα, απόψεις που απορρίπτουν την «πολιτική της ταυτότητας» βασισμένες σε λειτουργιστικές ή επιφαινομεναλιστικές2 θεωρήσεις της «φυλής», προτείνουν μιαν εναλλακτική σοσιαλιστική και σοσιαλδημοκρατική «ταξική πολιτική» που βασίζεται, ουσιαστικά, πάνω στην ίδια πολιτική λογική της επιβεβαίωσης υποκειμένων –δηλαδή των εργατών– εντός και, μερικές, φορές ενάντια στον καπιταλισμό. Αυτή η διαίρεση ανάμεσα σε οικονομικές και πολιτισμικές μορφές της «φυλής» φυσικοποιεί τη φυλετική οικονομική ανισότητα και μετασχηματίζει το πρόβλημα της φυλετικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης είτε σε ένα επιφαινόμενο της τάξης είτε σε ζήτημα παραγνώρισης της ταυτότητας.3

Οι θεωρίες τόσο της πολιτισμικής όσο και της οικονομικής διαστρωμάτωσης έχουν την τάση να πλαισιώνουν το ζήτημα της φυλετικής ανισότητας κυρίως με τους όρους ενός προβλήματος άνισης κατανομής υπαρκτών προνομίων, ισχύος και πόρων ενώ ταυτόχρονα εξακολουθούν να θέτουν την οικονομία ως φυλετικά-ουδέτερη θεμελιωδώς ή ακόμα και ως μια μηχανή φυλετικής προόδου. Ένα έλλειμμα υλιστικών αναλύσεων της δέσμης των διαδικασιών απόδοσης [ταυτότητας] και τιμωρίας που οργανώνονται κάτω από το σημείο της «φυλής», σημαίνει ότι κριτικοί από όλο το πολιτικό φάσμα συνεχίζουν να υποτιμούν την οξύτητα και την έκταση της φυλετικής κυριαρχίας που οργανώνεται από κοινωνικούς θεσμούς οι οποίοι, θεωρητικά, «δεν κάνουν φυλετικές διακρίσεις». Φορτωμένη με λόγους περί αξιοκρατικής φυλετικής ανόδου, η «φυλή» εξακολουθεί να αναπαρίσταται είτε ως μια πολιτισμική ιδιαιτερότητα είτε ως μια απόκλιση από τη φυλετικά απροκατάληπτη πολιτική ισότητα. Και στις δυο περιπτώσεις η «φυλή» αρθρώνεται με τους όρους μιας πραγματικής ή απατηλής διαφοράς από μια πολιτική ή πολιτισμική νόρμα μάλλον, παρά ως μια μορφή δομικού καταναγκασμού.

Αν η «φυλή» κατανοηθεί έτσι, με όρους διαφοράς μάλλον, παρά κυριαρχίας, τότε η αντιρατσιστική πρακτική θα απαιτεί την κατάφαση των στιγματισμένων ταυτοτήτων και όχι την κατάργησή τους, ως δεικτών δομικής καθυπόταξης. Η διαμόρφωση ενός αντιρατσισμού της κατάργησης (abolitionist antiracism) θα απαιτούσε να φανταστούμε το τέλος της «φυλής» ως απόδοσης [ταυτότητας] ιεραρχικού χαρακτήρα και όχι ως μια άρνηση της υπεροχής των πολιτισμικών ταυτοτήτων. Η «φυλή» κατονομάζει εδώ μια σχέση καθυπόταξης. Η εννοιολογική έκθλιψη (elision) της διαφοράς ανάμεσα στην κατ’ απόδοσιν φυλετική κατάταξη και τις ατομικές και συλλογικές αποκρίσεις στη φυλετική έγκληση (interpellation) είναι ενδημική στο μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας είτε της υπεράσπισης είτε της αποκήρυξης μιας πολιτικής των ταυτοτήτων. Από τη σκοπιά της χειραφέτησης, μια κοινωνική τάξη (order) απελευθερωμένη από τη φυλετική και έμφυλη κυριαρχία δεν θα σήμαινε απαραίτητα το τέλος της ταυτότητας ως τέτοιας αλλά, μάλλον, των διαδικασιών απόδοσης ταυτότητας που είναι τόσο βαθιά συνδεδεμένες με την ιστορική γέννηση και διαδρομή του παγκόσμιου καπιταλισμού ώστε οι βασικές κατηγορίες της συλλογικής κοινωνικότητας θα μετασχηματίζονταν μέχρι του σημείου να μην είναι αναγνωρίσιμες.4

Η ραγδαία πτώση κατά τον 21ο αιώνα του μεριδίου της εργασίας στις ΗΠΑ στο εισόδημα των επιχειρήσεων και η μετάβαση στη λιτότητα άλλαξαν άρδην το έδαφος, τα επίδικα ζητήματα και τις δυνατότητες επιτυχίας όχι μόνο για το αμερικανικό εργατικό κίνημα αλλά και για όλους τους σύγχρονους αντιρατσιστικούς αγώνες. Η κληρονομιά των φυλετικών και έμφυλων αποκλεισμών που έχουν δομήσει το εργατικό κίνημα των ΗΠΑ υφίσταται μια σταθερή διάβρωση, την ίδια στιγμή που το σχετικό μέγεθος και η ισχύς της οργανωμένης εργασίας έχουν συρρικνωθεί. Επειδή ο δημόσιος τομέας, με τις ισχυρές επιταγές του κατά των διακρίσεων, αντιπροσωπεύει το τελευταίο οχυρό της οργανωμένης εργασίας στις ΗΠΑ, η εχθρότητα απέναντι στο αμερικανικό εργατικό κίνημα ενδύεται συχνά μια ρατσιστική ρητορική. Όπως επιχειρηματολογούν οι Kyriakides και Torres, τα οράματα της εποχής του 1960 για έναν Τρίτο Κόσμο αδέσμευτο ή για ένα υποκείμενο του αντιαποικιοκρατικού συνασπισμού στις ΗΠΑ έχουν, σε μια εποχή φθίνουσας ανάπτυξης, κατακερματιστεί σε πολλαπλά «εθνοτικά καθορισμένα υποκείμενα ταυτότητας που ανταγωνίζονται όχι μόνο για ένα κομματάκι ενός διαρκώς συρρικνούμενου οικονομικού διακανονισμού αλλά και για την αναγνώριση των δεινών που τους επιφέρει ένα έθνος-κράτος στο οποίο η δεξιά κέρδισε την πολιτική μάχη και η αριστερά τον πολιτισμικό πόλεμο».5

Προσάρτημα: σχετικά με την ορολογία

Η «φυλή» έχει περιγραφεί κατά καιρούς ως μια αυταπάτη, κοινωνική κατασκευή, πολιτισμική ταυτότητα, βιολογικό μύθευμα που είναι όμως κοινωνικό γεγονός καθώς και ως ένα εξελισσόμενο σύμπλεγμα από κοινωνικές σημασίες. Σε όλη την έκταση του παρόντος άρθρου, η «φυλή» εμφανίζεται μέσα σε εισαγωγικά ακριβώς για να αποφευχθεί η απόδοση ανεξάρτητων αιτιακών ιδιοτήτων σε αντικείμενα που ορίζονται από διαδικασίες απόδοσης. Για να το θέσουμε απλά, η «φυλή» είναι το αποτέλεσμα και όχι η αιτία της φυλετικής απόδοσης ταυτότητας ή των φυλετικοποιητικών διαδικασιών που δικαιολογούν ιστορικά ασύμμετρες σχέσεις ισχύος διαμέσου της αναφοράς σε φαινοτυπικά χαρακτηριστικά και την κοινή καταγωγή: «Ως υποκατάστατο του ρατσισμού, η φυλή μετασχηματίζει τη δράση ενός υποκειμένου σε γνώρισμα του αντικειμένου».6

Έχω επίσης περικλείσει τη «φυλή» σε εισαγωγικά για να προτείνω τρεις αμοιβαία επικαλυπτόμενες διαστάσεις του όρου: αυτή του δείκτη για ποικιλίες υλικών ανισοτήτων, αυτή μιας δέσμης ιδεολογιών και διαδικασιών που δημιουργούν μια φυλετικά διαστρωματωμένη κοινωνική τάξη (order) και αυτή μιας εξελισσόμενης ιστορίας της πάλης ενάντια στον ρατσισμό και τη φυλετική κυριαρχία – μια ιστορία που έχει βρεθεί συχνά μπροστά στη διακινδύνευση της εκπραγματίσης της «φυλής» με την επανεκτίμηση των επιβεβλημένων ταυτοτήτων ή της εκπραγμάτισης της «αφυλετικότητας» με την επιβεβαίωση των φιλελεύθερων φαντασιώσεων μιας ατομικιστικά απομονωμένης προσωπικότητας. Η συνύφανση της φυλετικής κυριαρχίας με την ταξική σχέση συντηρεί την ελπίδα του συστηματικού «ξηλώματος» της «φυλής» ως δείκτη άνισα δομημένων σχέσεων εξουσίας. Έτσι μπορούμε να φανταστούμε τη «φυλή» ως μια κατηγορία χειραφέτησης όχι από τη σκοπιά της επιβεβαίωσής της αλλά διαμέσου της κατάργησής της.

1 Μια σύντομη ιστορία της φυλετικής καθυπόταξης: από τη limpieza de sangre στο παγκόσμιο πλεονάζειν

Η τροχιά της φυλετικής κυριαρχίας, από τη σκλαβιά μέχρι τους φυλετικοποιημένους πλεονάζοντες πληθυσμούς, διαγράφει ένα μεγάλο ιστορικό τόξο ανάμεσα στην αποικιοκρατική δημιουργία της «φυλής» από την ισπανική έννοια της «καθαρότητας του αίματος» (limpieza de sangre) τον 16ο αιώνα και τη δομική της αναπαραγωγή κάτω από έναν αναδιαρθρωμένο παγκόσμιο καπιταλισμό – μια ιστορία που μόνο εν συντομία μπορεί να σκιαγραφηθεί εδώ. Η γενεαλογία της «φυλής» και των προδρόμων της μπορεί να ιχνηλατηθεί πίσω στη χωρική επέκταση της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας – από το μπαρόκ φυλετικοποιημένο σύστημα των καστών της Ισπανικής και Πορτογαλικής διοίκησης, μέχρι τη μεταγενέστερη, περισσότερο μανιχαϊστική, φυλετική τάξη που δημιουργήθηκε από τον βρετανικό αποικισμό της Αφρικής, της Αμερικής και της Ασίας. Η εξόντωση, υποδούλωση ή η αποικιοποίηση φυλετικοποιημένων πληθυσμών –συχνά από τα χέρια μιας τάξης υπηρετών υποκείμενων σε συμβάσεις υποτέλειας (indentured servants)7– σταθεροποίησε τη «φυλή» μέσω της μείωσης των ευρωπαίων υπηρετών και την ανάδυση του δουλεμπορίου των μαύρων. Πρόκειται για την άλλη όψη αυτού που οι μαρξιστές αποκαλούν «προλεταριοποίηση». Σημαδεμένοι από ατέλειωτες ιστορίες αποκλεισμού από τη μισθωτή σχέση και τη βίαιη υποταγή σε διάφορες μορφές «ανελεύθερης εργασίας», οι φυλετικοποιημένοι πληθυσμοί εισήχθησαν στον πρώιμο καπιταλισμό με τρόπους που εξακολουθούν να ορίζουν τους σύγχρονους πλεονάζοντες πληθυσμούς.

Η πρόχειρη αντιμετώπιση της φυλετικής βίας στην ιστορική αφήγηση της «πρωταρχικής συσσώρευσης» παραμένει ένα τυφλό σημείο στις μαρξιστικές αναλύσεις της σχέσης ανάμεσα στη «φυλή» και τον καπιταλισμό. Στην εποχή της κατάκτησης (conquista) και κατά τη μετάβαση στον καπιταλισμό, η «φυλή» δημιουργήθηκε μέσα από τη λεηλασία, την υποδούλωση και την αποικιοκρατική βία. Την ίδια ακριβώς στιγμή, η πρωταρχική συσσώρευση στην Αγγλία παρήγαγε μια εκτοπισμένη και πλεονάζουσα πρώην-αγροτιά καθώς το εργοστασιακό σύστημα που θα μπορούσε να την απορροφήσει δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί. Πολλοί πρώην αγρότες στάλθηκαν, τελικά, στις αποικίες ή εντάχθηκαν σε αυτοκρατορικές επιχειρήσεις – στο πολεμικό και το εμπορικό ναυτικό, κ.λπ. Κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα, ακόμα περισσότεροι από αυτούς τους πλεονάζοντες πληθυσμούς ενσωματώθηκαν στην αναπτυσσόμενη καπιταλιστική οικονομία είτε ως σκλάβοι από το δουλεμπόριο είτε ως μισθωτοί εργάτες, σύμφωνα με μια αυξανόμενα περίπλοκη τυπολογία της φυλής. Τελικά, μετά από δεκαετίες σύνθετων (compounding) αυξήσεων στην παραγωγικότητα της εργασίας, το κεφάλαιο άρχισε να αποβάλλει από την παραγωγική διαδικασία περισσότερη εργασία απ’ αυτή που απορροφούσε. Αυτό με τη σειρά του δημιούργησε ένα ακόμα είδος πλεονάζοντος πληθυσμού, με τη μορφή ενός δυσανάλογα μη-λευκού εφεδρικού στρατού εργασίας. Στην περιφέρεια του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, το κεφάλαιο ανανεώνει σήμερα τη «φυλή», δημιουργώντας τεράστιους πλεονάζοντες αστικούς πληθυσμούς από το σχεδόν ένα δισεκατομμύριο απελπιστικά φτωχοποιημένων απογόνων των σκλαβωμένων και αποικιοκρατούμενων που ζουν σε παραγκουπόλεις.

Τον 21ο αιώνα, η σημαντική υπεραντιπροσώπευση φυλετικοποιημένων ομάδων στις ΗΠΑ μεταξύ των ανέργων και των υποαπασχολούμενων –«οι τελευταίοι που προσλαμβάνονται και οι πρώτοι που απολύονται»– καταδεικνύει την κατά παραχώρηση, άνιση ενσωμάτωση αυτών των ομάδων σε ένα σύστημα έντονα φυλετικοποιημένων μισθολογικών διαφορών, επαγγελματικών διαχωρισμών και επισφαλούς εργασίας. Καθώς το κεφάλαιο απορρίπτει αυτούς τους σχετικά πλεονάζοντες πληθυσμούς στον πυρήνα του, το πλεονάζον κεφάλαιο, που παράγεται από λιγότερους και υφιστάμενους εντατικότερη εκμετάλλευση εργάτες στον Παγκόσμιο Βορρά, οργώνει την υδρόγειο για χαμηλότερους μισθούς και επανεμφανίζεται ως η φυλετική απειλή της φθηνής εργασίας από τον Παγκόσμιο Νότο. Στις ΗΠΑ, με το τέλος της εξασφαλισμένης εργασίας και την κατάργηση όσων προέβλεπε το κράτος προνοίας, έχει δημιουργηθεί ένα μαζικό «μετα-φυλετικό» κράτος ασφαλείας για να διαχειριστεί τις υποτιθέμενες πολιτισμικές απειλές για το έθνος – αστυνομεύοντας τη μαύρη άμισθη ζωή, απελαύνοντας την εργασία των μεταναστών και εξαπολύοντας έναν ατελείωτο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Η καταστροφική άνοδος του μαζικού εγκλεισμού των μαύρων, η υπερ-στρατιωτικοποίηση των νοτίων συνόρων των ΗΠΑ και η χωρίς τέλος συνέχιση των επιχειρήσεων ασφαλείας στον μουσουλμανικό κόσμο αποκαλύπτουν με ποιον τρόπο η «φυλή» παραμένει όχι μόνο μια πιθανοκρατικού χαρακτήρα απόδοση σχετικής οικονομικής αξίας αλλά και ένας δείκτης διαφοροποιημένης τρωτότητας απέναντι στην κρατική βία.8

2 Αναγιγνώσκοντας τη λευκή ανωτερότητα ξανά πίσω στη «βάση»

Ενώ ο Μαρξ και ο Ένγκελς επέμεναν γενικά στην ανάγκη οι εργάτες να αντισταθούν στις πιο κραυγαλέες εκδηλώσεις του ρατσισμού κατά τον 19ο αιώνα, δεν προσπάθησαν να αρθρώσουν τη σχέση «φυλής» και τάξης σε ένα επίπεδο κατηγοριών.9 Όπως παρατηρεί ο Derek Sayer, «ο Μαρξ ήταν ένας άνθρωπος της εποχής του και του τόπου του»:

Όπως οι περισσότεροι Βικτωριανοί, ο Μαρξ σκεφτόταν τόσο τη «φυλή» όσο και την οικογένεια ως φυσικές κατηγορίες (έστω και αν υπόκειντο σε κάποιες ιστορικές τροποποιήσεις) και δεν είχε κανένα πρόβλημα να διακρίνει μεταξύ «πολιτισμού» (που γι’ αυτόν είναι λευκός, δυτικός και σύγχρονος) και «βαρβαρότητας». Οι απόψεις του για τα ευεργετικά αποτελέσματα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας θα έφερναν σε δύσκολη θέση πολλούς μαρξιστές του 20ου αιώνα, άσχετα από τη στιλήτευση, εκ μέρους του, της βιαιότητας των μέσων του…».10

Η θεωρητική σχέση ανάμεσα στη «φυλή» και την τάξη έχει γίνει, έκτοτε, αντικείμενο μιας μακράς αντιπαράθεσης στις διάφορες ποικιλίες του ακαδημαϊκού μαρξισμού που αναδύθηκε καθώς η γενιά της «Νέας Αριστεράς», εμπνευσμένη από τους αγώνες της δεκαετίας του 1960, μπήκε στα πανεπιστήμια. Σε μια πρώιμη και σημαντική συνεισφορά σε αυτή τη συζήτηση, ο Stuart Hall ισχυρίστηκε ότι η «φυλή» είναι «η τροπικότητα (modality) με την οποία ‘βιώνεται’ η τάξη», το μέσο δια του οποίου αποκτάται η εμπειρία των ταξικών σχέσεων, η μορφή με την οποία [η τάξη] γίνεται αντικείμενο ιδιοποίησης και αγώνα.11 O Hall και άλλοι θεωρητικοί της κουλτούρας συμπλήρωσαν τις μαρξιστικές κατηγορίες της «βάσης» και του «εποικοδομήματος» με τις ιδέες δυτικών μαρξιστών όπως ο Λουί Αλτουσέρ και ο Αντόνιο Γκράμσι. Ειδικότερα ο Γκράμσι, με την ανάπτυξη της ιδέας της «ηγεμονίας» –που αφήνει χώρο για λεπτότερης υφής θεωρίες της κουλτούρας, της ιδεολογίας και της πολιτικής– έχει αποτελέσει κεντρική αναφορά στις ακαδημαϊκές προσπάθειες να επαναρθρωθεί η σχέση ανάμεσα στη «φυλή» και την τάξη. Σε αυτό το πνεύμα, η αντιρατσιστική πάλη θεωρείται ως ένας αγώνας για «δημοκρατική ηγεμονία», ο οποίος ήταν απόρροια της απαξίωσης της λευκής υπεροχής ως ρητής κρατικής πολιτικής.12 Μέχρι πρόσφατα, η γκραμσιανή ανάλυση της ηγεμονίας, η οποία διαμόρφωσε τόσο τη μαρξιστική πολιτισμική θεωρία όσο και αρκετές άλλες, με πολύ μεγάλη επιρροή, κριτικές αποτιμήσεις της «φυλής» και της δουλείας, έχει παραμείνει αδιαμφισβήτητη.13

Το πρόσφατο κριτικό έργο του Frank Wilderson –μέλους μιας ομάδας σύγχρονων θεωρητικών της μαύρης πολιτικής την οποία ο ίδιος ο Wilderson έχει γενικά ονομάσει ως «αφρο-πεσσιμιστική» και η οποία συμπεριλαμβάνει τους Saidiya Hartman, Hortense Spillers, Jared Sexton και Joy James– αμφισβητεί έντονα την καταλληλότητα αυτού του γκραμσιανού πλαισίου. Ο Wilderson αξιολογεί τα όρια μιας πολιτικής οικονομίας της «φυλής» που επικεντρώνεται στη μισθωτή εργασία μάλλον, παρά στις άμεσες σχέσεις φυλετικής βίας και τρόμου – από το δουλεμπόριο των μαύρων μέχρι τη μαζική τους φυλάκιση. Σε αντίθεση με μια μαρξιστική προοπτική που εστιάζει στην πάλη γύρω από τον μισθό ή γύρω από τους όρους εκμετάλλευσης, ο Wilderson αναγνωρίζει «τον δεσποτισμό της μη-μισθωτής σχέσης» ως τη μηχανή που κινεί τον ρατσισμό κατά των μαύρων14.

O Wilderson παρουσιάζει μια καταλυτική κριτική της συνάφειας μιας γκραμσιανής ανάλυσης της ηγεμονίας με την κατανόηση της δομικής βίας κατά των μαύρων. Για τον Wilderson, είναι η εστίαση στον μισθό που οδηγεί στην αδυναμία του μαρξισμού να εννοιολογήσει την άσκοπη βία ενάντια στα μαύρα σώματα, μια «σχέση τρόμου εν αντιθέσει προς μια σχέση ηγεμονίας».15 Ο Wilderson έχει δίκιο όταν τονίζει πως «το προνομιακό αντικείμενο του μαρξιστικού λόγου είναι ένας υποτελής (subaltern) ο οποίος προσεγγίζεται από το μεταβλητό κεφάλαιο – από έναν μισθό».16 Αυτό συμβαίνει επειδή η πρόσβαση στον μισθό ήταν ένα προαπαιτούμενο τόσο για την εργασία όσο και για τους μετέπειτα, βασισμένους στην ταυτότητα, πολιτικούς αγώνες που ακολούθησαν το τέλος του νομικού διαχωρισμού, καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Από τη σκοπιά του κλασικού εργατικού κινήματος, ο ρατσισμός θεωρείτο ένα ατυχές εμπόδιο σε μια διαδικασία προοδευτικής ενσωμάτωσης σε μια διευρυνόμενη εργατική τάξη. Όμως είναι ακριβώς η φυλετικοποίηση των άμισθων, των ανελεύθερων και των αποκλεισμένων που συγκροτεί την κοινωνία των πολιτών ως έναν χώρο στον οποίο η αναγνώριση είναι κατοχυρωμένη για τα μέλη της μέσω των τυπικών συμβάσεων μισθού και των αφηρημένων δικαιωμάτων του πολίτη.17 Έτσι, για τον Wilderson «το μαύρο υποκείμενο αποκαλύπτει την αδυναμία του μαρξισμού να σκεφτεί τη λευκή ανωτερότητα ως τη βάση».18

Σε αντίθεση με μια γκραμσιανή ανάγνωση του Μαρξ, με την καταφατική της εστίαση στη μισθωτή εργασία, οι θεωρητικοί της αξιακής μορφής παρέχουν ένα εναλλακτικό πλαίσιο για τη χαρτογράφηση της πολύπλοκης αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε άμεσες και έμμεσες μορφές κυριαρχίας. Αν και το κεφάλαιο αποτελεί, πρώτα και κύρια, μια έμμεση ή απρόσωπη μορφή κυριαρχίας (σε αντίθεση, για παράδειγμα, με το δουλεμπόριο μαύρων και τη φεουδαρχία) στην οποία οι σχέσεις παραγωγής δεν υπάγονται σε άμεσες κοινωνικές σχέσεις, αυτό δεν είναι απαραίτητα ασύμβατο με τη διατήρηση ή την αύξηση ευθέων μορφών φυλετικής και έμφυλης κυριαρχίας. Εδώ δεν εμπλέκονται μόνο άμισθες, καταναγκαστικές ή εξαρτημένες μορφές εργασίας αλλά, επίσης, και με κρίσιμο τρόπο, η διαχείριση αυτών των πληθυσμών που έχουν καταστεί περιττοί σε σχέση με το κεφάλαιο. Τέτοιοι πληθυσμοί είναι αναλώσιμοι αλλά, παρ’ όλα αυτά, παγιδευμένοι μέσα στη σχέση-κεφάλαιο, επειδή η ύπαρξή τους καθορίζεται από μια γενικευμένη εμπορευματική οικονομία που δεν αναγνωρίζει την ικανότητά τους για εργασία. Η διαχείριση αυτών των πληθυσμών μπορεί να ειπωθεί ότι είναι «μορφικά καθορισμένη» από τη σχέση-κεφάλαιο χωρίς, όμως, να υπάγεται σ’ αυτήν.

Η θεωρία του «μορφικού καθορισμού» του κράτους μπορεί επίσης να βοηθήσει στην υπέρβαση κάποιων ορίων της γκραμσιανής θεώρησης του κράτους ως ενός αντικειμένου επί του οποίου διάφορες κοινωνικές ομάδες ανταγωνίζονται να αποκτήσουν τον έλεγχο. Από τη «διαμάχη για την παραγωγή του κράτους» (statederivation debate) της δεκαετίας του 1970 προέκυψε μια εναλλακτική θεώρησή του ως ιδιαίτερης εκδήλωσης της σχέσης-κεφάλαιο – η οποία συνίσταται στον διαχωρισμό των έμμεσων, απρόσωπων σχέσεων παραγωγής από την άμεση πολιτική εξουσία. Έτσι, το κράτος, με τις επεκτεινόμενες τιμωρητικές του δυνατότητες ή τις δυνατότητες εγκλεισμού, μπορεί να επιβάλλει άμεσες σχέσεις φυλετικής κυριαρχίας ενώ, για παράδειγμα, εμπλέκεται το ίδιο στην πειθαρχική ρύθμιση και απέλαση της μεταναστευτικής εργασίας. Στις σχέσεις αυτές που διαμεσολαβούνται από την «ελεύθερη» ανταλλαγή, όπου ανταλλάσσεται ως εμπόρευμα η μισθωτή εργασία, το κράτος είναι υποχρεωμένο να εξασφαλίζει τους όρους της ανταλλαγής και των συμβολαίων, ενώ οι μη-μισθωτές σχέσεις θέτουν τη μία ή και τις δυο πλευρές σε μια σχέση δυνητικά εκτός ή κάτωθεν του νόμου. Η αυξανόμενα τιμωρητική ποινικοποίηση της αγοράς, πώλησης και μεταφοράς παράνομων ναρκωτικών αποτελεί, ίσως, ένα από τα πιο κακόφημα παραδείγματα φυλετικοποιημένης και φυλετικοποιούσας άτυπης οικονομίας η οποία δομείται θεμελιωδώς από την κρατική βία. Το προηγούμενο νομικό καθεστώς των γυναικών ως κινητής περιουσίας (chattel), όσον αφορά τον γάμο, παρέχει ένα άλλο παράδειγμα στο οποίο οι γυναίκες, κατά παράδοση, δεν προστατεύονταν από τη βία των συζύγων τους αλλά μόνο από τους άντρες που δεν ήταν σύζυγοί τους. Η περιορισμένη προστασία που αυτό το νομικό καθεστώς παρείχε στη γυναίκα ως κινητή περιουσία, ανακλήθηκε στην περίπτωση του μαύρου οικιακού υπηρετικού προσωπικού για να εξορθολογίσει τον βιασμό και τη διαδεδομένη σεξουαλική βία από τους λευκούς άντρες εργοδότες.19 Και στις δυο περιπτώσεις, η φυλετική διαίρεση τόσο της παραγωγικής όσο και της αναπαραγωγικής εργασίας διατηρεί με συνέπεια φυλετικές ιεραρχίες εντός των έμφυλων κατηγοριών και έμφυλες ιεραρχίες εντός των φυλετικών κατηγοριών.20

Το εργατικό κίνημα –αποδίδοντας αξία στη μισθωτή εργασία (wagelabour), την εργασία (work) και τον εργάτη ως το υποκείμενο της ιστορίας– απέτυχε να συλλάβει ότι η μισθωτή εργασία δεν είναι η μοναδική σταθερή μορφή εκμετάλλευσης στη βάση της οποίας μπορούν οι καπιταλιστές να αποκομίζουν κέρδος. Ο καπιταλισμός όχι μόνο αποδείχτηκε συμβατός με την ανελεύθερη εργασία –από τη σκλαβιά, τις συμβάσεις υποτέλειας, την εκμίσθωση των κατάδικων και την εργασία για την αποπληρωμή χρεών, μέχρι τις έμφυλες μορφές εργασίας στο σπίτι και την άμισθη παραγωγική εργασία– αλλά έχει απαιτήσει τη συστηματική φυλετικοποίηση αυτής της εργασίας διαμέσου της δημιουργίας μιας σειράς ουσιαστικά μη-αυτεξούσιων (nonsovereign),φυλετικοποιημένων (raced) και εμφυλοποιημένων (gendered) υποκειμένων. Αυτοί οι τρόποι εκμετάλλευσης δεν πρόκειται να εξαφανιστούν με την επέκταση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων σε ολόκληρο τον κόσμο – πχ. μέσω των μαζικών εκστρατειών των ανεξάρτητων κρατών στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Ασία για να υποτάξουν τους τοπικούς πληθυσμούς σε εγχειρήματα εκβιομηχάνισης. Αντίθετα, αναπαράγονται μέσα από τη δημιουργία πλεοναζόντων πληθυσμών με μορφή που μοιάζει με εκείνη της κάστας, πληθυσμών αποστερημένων από τον μισθό αλλά εγκλωβισμένων, ακόμα, μέσα στις καπιταλιστικές αγορές. Η «φυλή» δεν είναι εξωτερική στον καπιταλισμό ή απλά το προϊόν συγκεκριμένων ιστορικών σχηματισμών, όπως το καθεστώς απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική ή η Αμερική του Jim Crow.21 Με τον ίδιο τρόπο, ο καπιταλισμός δεν ενσωματώνει απλά τη φυλετική κυριαρχία σαν ένα παρεμπίπτον κομμάτι των λειτουργιών του, αλλά, από την γέννησή του, αρχίζει συστηματικά να παράγει και να αναπαράγει την «φυλή» ως μια παγκόσμια πλεονάζουσα ανθρωπότητα.

Σύμφωνα με την περίφημη παρατήρηση του Μαρξ, η βάση της «πρωταρχικής συσσώρευσης», η οποία απαιτεί την αποστέρηση της αγροτιάς [από τα μέσα αναπαραγωγής της] στην Αγγλία και τη Σκωτία, δημιουργεί στον Νέο Κόσμο τους σκλάβους των φυτειών, την απόσπαση πόρων και την εξόντωση των μη-ευρωπαϊκών πληθυσμών σε παγκόσμια κλίμακα:

Η ανακάλυψη των χρυσοφόρων και ασημοφόρων περιοχών στην Αμερική, η εξόντωση, το σκλάβωμα και το παράχωμα του ιθαγενούς πληθυσμού στα μεταλλεία, η έναρξη της κατάχτησης και της λεηλασίας των Ανατολικών Ινδιών, η μετατροπή της Αφρικής σε περιφραγμένη περιοχή κυνηγιού Μαύρων για το δουλεμπόριο – χαρακτηρίζουν τη χαραυγή της εποχής της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Αυτά τα ειδυλλιακά προτσές είναι κύρια στοιχεία της πρωταρχικής συσσώρευσης. Ακολουθεί κατά πόδας ο εμπορικός πόλεμος των ευρωπαϊκών εθνών με θέατρο την υδρόγειο. Ο πόλεμος αυτός αρχίζει με την αποσκίρτηση των Κάτω Χωρών από την Ισπανία, παίρνει γιγάντιες διστάσεις με τον αντιγιακωμπίνικο πόλεμο της Αγγλίας, συνεχίζεται με τέτιες πειρατικές εκστρατείες, όπως είναι ο πόλεμος του οπίου στην Κίνα κ.ο.κ.22

Ενώ μη-φυλετικά καθορισμένες ποικιλίες δουλικής εργασίας προηγούνται χρονικά της ευρωπαϊκής αποικιοκρατικής «εποχής των ανακαλύψεων», ο καπιταλισμός φέρει το μοναδικό διακριτικό γνώρισμα της χάλκευσης (forging) ενός συστηματικού ρατσιστικού δόγματος από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα –με αποκορύφωμα τις ανθρωπολογικές θεωρίες του επιστημονικού ρατσισμού του 19ου αιώνα– για να δικαιολογήσει τη φυλετική κυριαρχία, την αποικιοκρατική λεηλασία και μια σειρά από φυλετικά οριοθετημένες μορφές ανελεύθερης εργασίας και άνισων πολιτικών δικαιωμάτων. Η ιστορία του καπιταλισμού δεν είναι απλά η ιστορία της προλεταριοποίησης ενός ανεξάρτητου αγροτικού πληθυσμού αλλά και της βίαιης φυλετικής κυριάρχησης επί πληθυσμών των οποίων η αξιοποίηση με τους όρους της μισθωτής εργασίας, για να αντιστρέψουμε μια κοινά αποδεκτή διατύπωση, έχει υπάρξει ιστορικά απλώς ενδεχομενική: οι «κοινωνικά απονεκρωμένοι» αφρικανοί σκλάβοι, η ανακλητή κυριαρχία (revocable sovereignty) και η terra nullius23 των ιθαγενών λαών αλλά και το άνευρο, υπεράριθμο σώμα των χαμάληδων εργατών.

Οι φυλετικές ανισότητες έχουν αναπαραχθεί ως μια εγγενής κατηγορία του καπιταλισμού από τις απαρχές του όχι κατά κύριο λόγο διαμέσου του μισθού αλλά διαμέσου της απουσίας του. Η αρχική στιγμή επαφής ανάμεσα σε μια ευρωπαϊκή αποικιοκρατική τάξη (order) και ένα άμισθο, φυλετικοποιημένο «εκτός» του κεφαλαίου έχει σταδιακά συστηματοποιηθεί εντός του ίδιου του καπιταλισμού ως μια φυλετικοποιημένη παγκόσμια διαίρεση της εργασίας και ως μόνιμη δομική υπερπροσφορά αυτής της εργασίας, η οποία έχει παραγάγει «ένα δισεκατομμύριο κατοίκους πόλεων που κατοικούν σε μεταμοντέρνες παραγκουπόλεις».24

Στον βαθμό που οι αγορές εργασίας οργανώνουν την αναλογία της πληρωμένης προς την απλήρωτη εργασία, η «φυλή», ως δείκτης της οικονομικής υποταγής, θεμελιώνεται τόσο σε έναν μόνιμα πλεονάζοντα πληθυσμό όσο και στις παγιωμένες φυλετικοποιημένες μισθολογικές διαφορές. Η αποβολή ζωντανής εργασίας από την παραγωγική διαδικασία θέτει ένα είδος ημι-περατού φυλετικοποιημένου ορίου που χωρίζει τους παραγωγικούς από τους μη-παραγωγικούς πληθυσμούς ακόμα και εντός παλιότερων φυλετικών κατηγοριών: πρόκειται για ένα είδος εύκαμπτης παγκόσμιας χρωματικής γραμμής που διαχωρίζει την επίσημη από την παράτυπη οικονομία καθώς και την έμμισθη από την άμισθη ζωή. Αν και η χρωματική γραμμή της άμισθης ζωής είναι ελάχιστα περατή και τα ρητά φυλετικά κριτήρια δεν τιμωρούνται, πλέον, επισήμως, η υλική αναπαραγωγή της φυλετικής κυριαρχίας, περιλαμβανομένου του πολλαπλασιασμού των εντός του έθνους (intranational) μη-λευκών εθνοτικών (ethnic) ιεραρχιών25, θεμελιώνεται στις συνυφασμένες διαδικασίες του αποκλεισμού από τον μισθό, της αυξανόμενης εγκληματοποίησης των παράτυπων οικονομιών και της αναβασθμισμένης τρωτότητας απέναντι στην κρατική τρομοκρατία.

3 Η φυλετική κυριαρχία μετά τη «φυλετική ρήξη»

Αυτό που οι Howard Winant και Michael Omi αποκαλούν φυλετική «ρήξη» ή «μεγάλο μετασχηματισμό» –που τροφοδοτήθηκε, στα μέσα του 20ου αιώνα, από μια ιστορικής κλίμακας παγκόσμια αντιρατσιστική άνοδο των κοινωνικών κινημάτων απο-αποικιοποίησης, διεκδίκησης πολιτικών δικαιωμάτων και εναντίωσης στο απαρτχάιντ– έχει απαξιώσει τη λευκή ανωτερότητα ως ρητή κρατική πολιτική σε ολόκληρο τον κόσμο. Για τους Winant και Omi, η φυλετική κυριαρχία έδωσε τη θέση της στην πάλη για τη φυλετική ηγεμονία και ο καταναγκασμός έδωσε τη θέση του στη συναίνεση. Όμως, πενήντα χρόνια μετά τη φυλετική «ρήξη», η φυλετική κυριαρχία έχει επίσης εξελιχθεί. Πολλά, φαινομενικά, «μετα-αποικιακά» κράτη έχουν καταφύγει στη φυλετική βία και την εθνοκάθαρση (ethnic cleansing) στο όνομα της οικοδόμησης του έθνους και της οικονομικής ανάπτυξης. Μετά τη φυλετική «ρήξη», κεφάλαιο και φυλή συνυφαίνονται τόσο εντός όσο και εκτός της μισθωτής σχέσης. Μετά την κατάργηση των περισσότερων νόμων του Jim Crow στις ΗΠΑ και των φυλετικοποιημένων εθνικών περιορισμών στη μετανάστευση, αναδύθηκαν δύο αντιρατσιστικοί πολιτικοί προσανατολισμοί. Στην περίπτωση των αγώνων στις ΗΠΑ για την ελευθερία των μαύρων μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι διατηρούμενες φυλετικοποιημένες μισθολογικές διαφορές –όπως και οι φυλετικές διακρίσεις στην κατοικία, την εκπαίδευση και την πίστωση– έγιναν ο στόχος της πολιτικής ενός ύστερου κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων, ισότιμης ένταξης και εκλογικής αντιπροσώπευσης. Την ίδια στιγμή, ο φυλετικός αποκλεισμός από τον μισθό, ο de facto διαχωρισμός στα γκέτο και η έκθεση στη συστηματική αστυνομική βία, κατέστησαν τους κρατικούς θεσμούς –όπως η πρόνοια, οι φυλακές και η αστυνόμευση– στόχο ενός φεμινιστικού μαύρου κινήματος αναμόρφωσης του κράτους προνοίας, κυμάτων ταραχών σε γκέτο και φυλακές και μιας πιο μαχητικής πολιτικής αυτοάμυνας και αυτεπιβεβαίωσης.26

Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, δημοφιλή στερεότυπα στις ΗΠΑ όσον αφορά τη σχετική παραγωγικότητα διαφόρων φυλετικών υπο-ομάδων έχουν δικαιολογήσει την έκθεση αυτών των ομάδων στην κρατική επιτήρηση, αστυνόμευση ή φυλάκιση – από τους πυροβολισμούς «παρανόμων μεταναστών» από τη συνοριοφυλακή μέχρι τη μαζική φυλάκιση μαύρων. Την ίδια στιγμή, η «μετα-φυλετική» εκπολιτιστική αποστολή των ΗΠΑ και η συνεχιζόμενη διεξαγωγή μιας στρατιωτικής εκστρατείας κόστους πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε ολόκληρο τον ισλαμικό κόσμο έχουν διασφαλιστεί χάρη σε μια εθνική μυθολογία προοδευτικού ξεπεράσματος της κληρονομιάς της δουλείας και του νομικού διαχωρισμού.

Η μεταβαλλόμενη σχέση ανάμεσα στο κράτος των ΗΠΑ και τους πλεονάζοντες εγχώριους πληθυσμούς τονίζει τον παγκόσμιο, θεμελιώδη ρόλο της κρατικής βίας ως διαδικασίας φυλετικοποίησης. Ο ρόλος του ίδιου του κράτους ως ενός φαινομενικά ουδέτερου φορέα φυλετικής αναμόρφωσης μάλλον, παρά ως του κύριου φορέα φυλετικής βίας, παρέχει τον ελλείποντα τρίτο όρο για τη θεωρητικοποίηση της σχέσης ανάμεσα στη φυλή και το κεφάλαιο. Η σύγχρονη φυλετική πολιτική των ΗΠΑ δομείται θεμελιωδώς από την υποχώρηση της παγκόσμιας οικονομικής ηγεμονίας τους και από την υπερ-στρατιωτικοποίηση ενός «μετα-φυλετικού» κράτους ασφαλείας, ως απάντηση σε τρεις φυλετικοποιημένες «πολιτισμικές» απειλές: την εγκληματική απειλή των μαύρων πλεοναζόντων πληθυσμών, τη δημογραφική απειλή της μεταναστευτικής εργασίας λατινοαμερικάνικης καταγωγής και τον απεριόριστο κίνδυνο στον οποίο θέτει την εθνική ασφάλεια μια ελαστικά νοούμενη ισλαμική τρομοκρατική απειλή, της οποίας οι υποστηρικτές υπόκεινται σε συλλογική τιμωρία, βασανιστήρια και προληπτική εκρίζωση. Και οι τρεις αυτές απειλές στοχοποιούνται άμεσα και φυλετικοποιούνται από τους σωφρονιστικούς θεσμούς, τους θεσμούς απόδοσης ιθαγένειας και εσωτερικής ασφάλειας. Η άνοδος του κράτους εγκλεισμού (carceral state) κατά των μαύρων στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1970 και μετά, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τελετουργιών βίας του κράτους και των πολιτών οι οποίες ενισχύουν τη φυλετικοποίηση της άμισθης ζωής και την απόδοση φυλετικού χαρακτήρα στην έλλειψη μισθού. Από τη σκοπιά του κεφαλαίου, η «φυλή» ανανεώνεται όχι μόνο μέσα από τις επίμονες φυλετικοποιημένες μισθολογικές διαφορές ή τα είδη επαγγελματικού διαχωρισμού που έθεταν προηγούμενες θεωρίες της φυλής οι οποίες αναφέρονταν στη «διαιρεμένη αγοράς εργασίας», αλλά και μέσα από τη φυλετικοποίηση των άμισθων πλεοναζόντων ή περιττών πληθυσμών από το Χαρτούμ μέχρι τις παραγκουπόλεις του Καΐρου.27

4 «Φυλή» και πλεονάζουσα ανθρωπότητα

Η αποικιοκρατική και φυλετική γενεαλογία του ευρωπαϊκού καπιταλισμού έχει κωδικοποιηθεί ευθέως στην οικονομική «βάση» διαμέσου μιας συνεχιζόμενης ιστορίας φυλετικής βίας που δομεί τόσο την ανελεύθερη όσο και την παράτυπη εργασία και η οποία δένει τους πλεονάζοντες πληθυσμούς στις καπιταλιστικές αγορές. Αν η περιττότητα, η διαστρωμάτωση και οι μισθολογικές διαφορές απο-φυλετικοποιούνται και αν το φυλετικό περιεχόμενο τέτοιων κατηγοριών καθίσταται ενδεχομενικό, τότε η «φυλή» μπορεί να επανεμφανίζεται μόνο ως επιφαινόμενο και αποκτά μια de facto «ιδιαιτερότητα» που δυσχεραίνει οποιονδήποτε αιτιακό δεσμό ανάμεσα στον καπιταλισμό και τη φυλετικοποίηση. Οι φυλετικές τυπολογίες που αναδύθηκαν από, και κατέστησαν δυνατή, τη χωρική επέκταση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού ως τρόπου παραγωγής, έχουν ανανεωθεί μέσα στους αιώνες από μια εγγενή τάση του καπιταλισμού να παράγει πλεονάζοντες πληθυσμούς στα γκέτο, τις παραγκουπόλεις και τις φαβέλες σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Μετά τη φυλετική «ρήξη» στα μέσα του 20ου αιώνα, η τυπική αποαποικιοποίηση –σε χώρες και περιοχές όπως η Βραζιλία, η υποσαχάρια Αφρική και η Νότια Ασία– άφησε στο πέρασμά της κράτη εστιασμένα στην ανάπτυξη (developmentalist states) τα οποία απορρόφησαν ιδεολογίες βιομηχανοποίησης και έτσι, επίσης, φυλετικοποίησαν ιθαγενείς πληθυσμούς, εθνοτικές ομάδες και στιγμάτισαν κάστες ως περιφερειακές της μισθωτής σχέσης. Τέτοιοι πληθυσμοί δεν θα ενσωματωθούν ποτέ πλήρως στις διαδικασίες καπιταλιστικής συσσώρευσης, παρά μόνο ως σώματα για αστυνόμευση, αποθήκευση ή εξόντωση.

Στις ΗΠΑ, η μεταπολεμική απρόθυμη επέκταση των κοινωνικών παροχών του κεϋνσιανού κράτους σε μη-λευκές κοινότητες κατά τη δεκαετία του 1960, έχει τώρα ανακληθεί και, σε μεγάλο βαθμό, αντικατασταθεί από εργασιακά καθεστώτα σωφρονιστικά που λειτουργούν κατ’ εντολήν του κράτους και εφαρμόζονται σε αναλώσιμους πληθυσμούς οι οποίοι κατοικούν στις, πολιτικά μη εκπροσωπήσιμες, νεκρές ζώνες της φυλετικής, έμφυλης και σεξουαλικοποιημένης (sexualised) φτώχειας. Για τους πληθυσμούς αυτούς η μόνη εναλλακτική στη χαμηλόμισθη, επισφαλή κοινωφελή εργασία (service work) είναι μια εγκληματοποιημένη άτυπη οικονομία εφαπτόμενη στο αχανές σύστημα εγκλεισμού των ΗΠΑ. Ιδιαίτερα οι ΗΠΑ έχουν λειτουργήσει ως παγκόσμιο μοντέλο για μια «νέα διακυβέρνηση της κοινωνικής ανασφάλειας» που θεμελιώνεται σε μια τιμωρητική έξαρση της επιτήρησης, της αστυνόμευσης και της φυλάκισης ως απάντησης στην εξαφάνιση της εξασφαλισμένης μισθωτής εργασίας.28

Η «φυλή» έχει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ριζώσει σε δύο αλληλεπικαλυπτόμενες διαδικασίες κατανομής και ελέγχου. Η φυλετική διάκριση του παρελθόντος και του παρόντος λειτουργεί σωρευτικά και κατανέμει με άνισο τρόπο την επισφάλεια, την ανεργία και τον άτυπο χαρακτήρα της εργασίας σε ολόκληρη την οικονομία κατά μήκος «φυλετικών» και έμφυλων γραμμών. Ωστόσο, η «φυλή» έχει καταστεί λειτουργικό στοιχείο πολιτικών εγχειρημάτων κοινωνικού ελέγχου, κρατικών αλλά και του πεδίου των πολιτών (civilian), τα οποία ταξινομούν και ασκούν καταναγκασμό στα «άξια» και τα «ανάξια» τμήματα διαφόρων φυλετικών ομάδων ενώ καθορίζουν, ταυτόχρονα, την καταλληλότητά τους για την ιδιότητα του πολίτη. Διαβρώνοντας τον θεσμικό διαχωρισμό μεταξύ αστυνόμευσης, ασφαλειοποίησης (securitization) των συνόρων και παγκόσμιων πολεμικών επιχειρήσεων, ένα μαζικά επεκτεινόμενο κράτος ασφαλείας στέλνει πλέον κατά τη διάρκεια του βίου τους 1 στους 3 μαύρους στη φυλακή, απελαύνει σχεδόν μισό εκατομμύριο μετανάστες χωρίς χαρτιά τον χρόνο, έχει εξοντώσει από 100.000 μέχρι πάνω από ένα εκατομμύριο πολίτες μόνο στο Ιράκ και τώρα «ανεβάζει στροφές» για ένα πρόγραμμα «ύψωσης συνόρων» 46 δισεκατομμυρίων δολαρίων που περιλαμβάνει επιτήρηση με αυτόματες ιπτάμενες συσκευές (drones) και βιομετρική ανίχνευση κατά την έξοδο από τη χώρα. Η «φυλή» στον 21ο αιώνα αναδύεται απ’ αυτή τη μήτρα ασφαλειοποίησης.

5 Το πρόβλημα με την «τάξη»: η ταξική πολιτική ως πολιτική ταυτοτήτων

Καθώς μια ρητορική της φυλετικής διαφορετικότητας χρησιμοποιείται ευρέως για να συγκαλύψει ή ακόμα και να δικαιολογήσει την αυξανόμενη οικονομική ανισότητα, σύγχρονοι θεωρητικοί από τον Ζλαβόι Ζίζεκ και την Έλεν Μέικσινς Γουντ μέχρι τον Walter Ben Michaels ισχυρίζονται ότι αυτό που αποκαλούν πολυεθνικό ή νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, έχει φθάσει να υπεραμύνεται μιας «πολιτικής της φυλής» εναντίον μιας «ταξικής πολιτικής». Για τους κριτικούς αυτούς, τα κοινωνικά κινήματα που βασίζονται στην έννοια της ταυτότητας και, συγκεκριμένα, στη φιλελεύθερη πολυπολιτισμικότητα, είναι στην καλύτερη περίπτωση ουδέτερα και, στη χειρότερη, εχθρικά σε αυτό που ο Michaels θεωρεί ως το πλέον επείγον πρόβλημα, αυτό της ταξικής ανισότητας. Αντίστροφα, αντιρατσιστές θεωρητικοί, από τον Howard Winant μέχρι τον David Theo Goldberg, δεν κουράζονται να επιχειρηματολογούν για τη μη-αναγωγιμότητα της «φυλής» στην πολιτική οικονομία. Η θεσμικά επανενδυναμωμένη διαίρεση μεταξύ αντιρατσισμού και μαρξισμού έχει μακρά ιστορία. Δημοφιλείς, πρόσφατες ιστορικές θεωρήσεις της πολιτικής τροχιάς που διέγραψε η «Νέα Αριστερά» της δεκαετίας του 1960, έχει γίνει κοινός τόπος να αποδίδουν την ευθύνη για τον «κατακερματισμό» ενός ενιαίου επαναστατικού ταξικού υποκειμένου στην ανάδυση διαφόρων αντιρατσιστικών αγώνων: από τους εθνοτικούς εθνικισμούς των ΗΠΑ που ήταν ευθυγραμμισμένοι με τα αντιαποικιοκρατικά κινήματα των μέσων του 20ου αιώνα στην Αφρική και την Ασία· μέχρι την κριτική των μαύρων φεμινιστριών στην κεντρικότητα των εμπειριών των λευκών, ετεροφυλόφιλων γυναικών της μεσαίας τάξης κατά τη διάρκεια του δεύτερου φεμινιστικού κύματος· και μέχρι αυτό που συντηρητικοί και φιλελεύθεροι κριτικοί έχουν θρηνήσει ως άνοδο μιας βαλκανιοποίησης της «πολιτικής των ταυτοτήτων».

Η ιδεολογική πόλωση των θεωρητικών παραδόσεων που θέτουν είτε το ζήτημα της φυλής είτε της τάξης, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως «ο άτυχος γάμος του αντιρατσισμού με τον μαρξισμό»29. Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, με τον μαρασμό των μαρξιστικών αναλύσεων για τη «φυλή» και την αποικιοκρατία τριτοκοσμικού, μαοϊκού και γκεβαρικού τύπου καθώς και του τύπου των παγκοσμίων συστημάτων, ακαδημαϊκοί θεωρητικοί επικαλέστηκαν τον Μαρξ για να ξαναδιαβάσουν τη «φυλή» ως ιστορική ενδεχομενικότητα. Η «φυλή», τυπικά, διατηρείται στον ακαδημαϊκό μαρξιστικό λόγο ως μια κοινωνική διαίρεση στο εσωτερικό της εργατικής τάξης που «σπέρνεται» από τις οικονομικές ελίτ για να μειώσουν τους μισθούς, να κατακερματίσουν την εργατική εξεγερτικότητα και να δημιουργήσουν τη μόνιμη απειλή ενός μη-λευκού εφεδρικού στρατού εργασίας. Σε αυτές τις θεωρήσεις, η «φυλή» γίνεται μια λειτουργική ή παράγωγη συνιστώσα της ταξικής κυριαρχίας. Αυτή η λειτουργιστική ή «ταξικά αναγωγιστική» θεώρηση της «φυλής», έχει αμφισβητηθεί εκτεταμένα κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια από αντιρατσιστές διανοητές, αν και, συνήθως, η αμφισβήτηση αυτή δίνει έμφαση στη μη-αναγωγιμότητα ή τη σχετική αυτονομία της «φυλής» ως ενός από τα πολλά ισοδύναμα κι ωστόσο διαπεπλεγμένα συστήματα κυριαρχίας που μπορούν απλά να προστεθούν πάνω στην «τάξη». Τόσο οι μαρξιστικές όσο και οι αντιρατσιστικές θεωρίες ισχυρίζονται, αν και για εντελώς διαφορετικούς λόγους η καθεμία, ότι δεν υπάρχει συγκροτησιακή (constitutive) σχέση ανάμεσα στη «φυλή» και τον καπιταλισμό.

Οι σαρωτικές κριτικές που ασκήθηκαν στην «πολιτική των ταυτοτήτων» ή στη φιλελεύθερη πολυπολιτισμικότητα με όρους νεοφιλελεύθερης μυστικοποίησης, συγκαλύπτουν μια βαθύτερη έκθλιψη της ταυτοτικής (identitarian) λογικής που βρίσκεται επί τω έργω σε μια σοσιαλιστική και σοσιαλδημοκρατική «ταξική πολιτική». Το κλασικό εργατικό κίνημα, με την αντίληψή του για την «ταξική συνείδηση», οικοδομήθηκε πάνω στο όνειρο ότι η γενικευμένη κατάφαση μιας ταυτότητας της εργατικής τάξης θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως η βάση για μια εργατική ηγεμονία –στο πλαίσιο εθνικά συγκροτημένων ζωνών καπιταλιστικής συσσώρευσης–, συνεπώς και ως βάση για μια εργατική επανάσταση. Όπως συμβαίνει και με ένα μεγάλο κομμάτι της αντιρατσιστικής ακαδημαϊκής διανόησης, η μαρξιστική κριτική της πολιτικής ταυτοτήτων ανακατασκευάζει, τυπικά, τον καπιταλισμό ως πρόβλημα ταυτότητας, και συγκεκριμένα της εργατικής ταυτότητας, και ανάγει τη δομική εκμετάλλευση σε ανισότητες κατανομής του πλούτου. Εργατικοί αγώνες και αγώνες βασισμένοι στην ταυτότητα που σ’ αυτές τις θεωρήσεις υποτίθεται ότι διαφέρουν ποιοτικά, δομούνται στην πραγματικότητα από την ίδια λογική εκπροσώπησης που επιβεβαιώνει τις ταυτότητες μέσα στον καπιταλισμό. «Η ‘διαφορά’ που συγκροτεί την τάξη ως μια ‘ταυτότητα’», γράφει η Έλεν Μέικσινς Γουντ, «είναι εξ ορισμού μια σχέση ανισότητας και εξουσίας, με έναν τρόπο που δεν είναι αναγκαίος στη σεξουαλική ή την πολιτισμική ‘διαφορά’»:

Η εργατική τάξη, ως το άμεσο αντικείμενο της πιο θεμελιώδους και καθοριστικής – αν και σίγουρα όχι μοναδικής – μορφής καταπίεσης, και ως η μοναδική τάξη που τα συμφέροντά της δεν εξαρτώνται από την καταπίεση των άλλων τάξεων, μπορεί να δημιουργήσει, στον αγώνα της για να απελευθερωθεί η ίδια, τις συνθήκες για την απελευθέρωση όλων των ανθρώπων».30

Αυτό το επιχείρημα της Γουντ αναδεικνύει τρία αλληλένδετα προβλήματα στην πλαισίωση της διάδρασης ανάμεσα σε συστήματα φυλετικής, έμφυλης και οικονομικής κυριαρχίας που ταλανίζουν τόσο τις μαρξιστικές κριτικές της «πολιτικής των ταυτοτήτων» όσο και τις σύγχρονες θεωρίες της φυλετικής διαφοράς. Αν για τη Γουντ, η φυλή, το φύλο και η σεξουαλικότητα είναι εξ ορισμού μη-οικονομικές κατηγορίες της κοινωνικής ζωής που ενδεικνύουν (index) την οικονομική ανισότητα μόνο ενδεχομενικά, τότε η θέση ότι οι ταυτότητες αυτές δεν είναι συγκροτησιακές του καπιταλισμού ως τέτοιου, αποτελεί απλά μια ταυτολογία. Η κατάργηση της σεξουαλικής ή φυλετικής κυριαρχίας, που εδώ κατανοούνται κατά κύριο λόγο ως κατάλοιπες μορφές ιστορικής αδικίας, δεν θα ήταν λοιπόν κατ’ αρχήν ασύμβατη με τον καπιταλισμό. Εν κατακλείδι, σύμφωνα με αυτόν τον συλλογισμό, η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην τάξη και άλλες μορφές ταυτότητας έγκειται στο γεγονός ότι η ταυτότητα της τάξης δεν μπορεί να καταστεί αντικείμενο πανηγυρισμού. Κι όμως, το επιχείρημα παραλείπει τη θεμελιώδη αντίφαση ανάμεσα στην κατάργηση της ταξικής ανισότητας και τον υπόρρητο φορέα της χειραφέτησης που αποτυπώνεται στη φιγούρα της εργατικής τάξης. Μπορεί η φτώχεια να μην αποτελεί μια μορφή διαφοράς που επιδέχεται «πανηγυρισμού», παρόλα αυτά η Wood παράγει μιαν υπόρρητη καταφατικού χαρακτήρα θεώρηση της εργατικής τάξης ως εκείνου του κοινωνικού φορέα που είναι ταυτόχρονα υπεύθυνος και ο μοναδικά ικανός να τερματίσει τον καπιταλισμό. Το ερώτημα του πώς η επιβεβαίωση μιας τέτοιας ταυτότητας θα μπορούσε να φέρει το τέλος της ταξικής καταπίεσης χωρίς απλά να επανεπιβεβαιώνει τον καπιταλισμό με τη μεταμφίεση της εργατικής αυτο-διαχείρισης, παραλείπεται σιωπηρά. Παρά την προσπάθεια να ασκήσει κριτική στη λογική των βασισμένων στην ταυτότητα αγώνων, η Wood προσφέρει τελικά αυτό που θέλω να αποκαλώ μια καταφατικού χαρακτήρα πολιτική, δομικά μη-διακρίσιμη από ανάλογες καταφατικές θεωρήσεις της φυλετικής και έμφυλης διαφοράς.

Κι αν δεν επικεντρώναμε τους αντιρατσιστικούς αγώνες στη διαφορά αλλά στην κυριαρχία; Το να κατανοήσουμε τη «φυλή» όχι ως ένα σημάδι της διαφοράς αλλά ως ένα σύστημα κυριαρχίας, θέτει το ερώτημα της υλικής κατάργησης της «φυλής» ως δείκτη δομικής υποταγής. Τόσο οι αντιρατσιστικές κριτικές των μαρξισμών του ταξικού αναγωγισμού όσο και οι μαρξιστικές κριτικές των φιλελεύθερων μεταρρυθμιστικών, «απλώς πολιτισμικών»31 αντιρατσισμών, παρασιωπούν τις (ενοχλητικές γι’ αυτές) στρατηγικού χαρακτήρα ομοιότητες ανάμεσα στους αυξανόμενα απελπισμένους, αμυντικούς αγώνες του εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ και τις βασισμένες στη φυλή και το φύλο «πολιτικές ταυτότητας», απέναντι στις οποίες τίθεται με τόση συνέπεια αυτό το κίνημα. Όπως αποκάλυψαν, τόσο δραματικά, οι εργατικοί αγώνες στο Γουισκόνσιν το 2011, η στροφή του εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ προς το κράτος και τις εκλογικές πολιτικές προκειμένου να εξασφαλίσει το ίδιο του το δικαίωμα να υπάρχει, καθρεφτίζει την εξαιρετική δυσκολία εξασφάλισης, ακόμα και κατ’ ελάχιστον, φυλετικών προγραμμάτων αναδιανομής στον απόηχο των προγραμμάτων της «Μεγάλης Κοινωνίας» (Great Society)32 της δεκαετίας του 1960. Αυτό είναι σαν να λέμε ότι σε μια εποχή φθίνουσας συμμετοχής στη μαζική εργασία και στις οργανώσεις πολιτικών δικαιωμάτων, οι προοπτικές είναι ιδιαιτέρως αμυδρές τόσο για μια «πολιτική της φυλής» όσο και για μια «ταξική πολιτική». Η μετατόπιση της αναλυτικής εστίασης από τη διαφορά στην κυριαρχία κατευθύνει την προσοχή μας στη διαπλοκή (entanglement) της φυλής και του περιττεύειν, καθώς και της φυλετικοποιητικής επίδρασης της βίας, της φυλάκισης και του πολέμου. Απορρίπτοντας μια κατανόηση του καπιταλισμού ως μιας μηχανής φυλετικής ανόδου με αυξανόμενα συμπεριληπτικό χαρακτήρα και του κράτους ως του έσχατου εγγυητή της πολιτικής ισότητας, ένας αντιρατσισμός της κατάργησης θα απέρριπτε κατηγορηματικά τη συνεχιζόμενη επιβεβαίωση της θεμελιώδους ευπρέπειας, της παραγωγικότητας ή του πατριωτισμού των φυλετικοποιημένων ομάδων ως τρόπου καθορισμού της σχετικής καταλληλότητάς τους για τη φυλετική κυριαρχία. Ξεκινώντας από ριζικά διαφορετικές ιστορίες φυλετικοποίησης, αντιρατσιστικοί αγώνες καταργητικού χαρακτήρα θα στόχευαν να αποδιαρθρώσουν τον μηχανισμό της «φυλής» στην καρδιά της φαντασίωσης μιας τυπικής ελευθερίας, εκεί όπου το «οριακό σημείο της καπιταλιστικής ισότητας κείται γυμνό ως ο κεντρικός πρωταγωνιστής της φυλετικής διάταξης».33

1 Βλ., «Η Λογική του Φύλου» στην παρούσα έκδοση.

2 [Σ.τ.Μ.] Ο επιφαινομεναλισμός (epiphenomenalism) είναι φιλοσοφική θεώρηση σύμφωνα με την οποία η σκέψη και η συνείδηση δεν είναι παρά επιφαινόμενα οργανικών διαδικασιών.

3 Βλ., τις Nancy Fraser και Linda Alcoff, οι οποίες διατυπώνουν θεωρητικές απόψεις λεπτών αποχρώσεων, αν και αντιτιθέμενων σε μεγάλο βαθμό, σχετικά με τις πολιτικές δυνατότητες και τα όρια της «πολιτικής των ταυτοτήτων». Όπως υποστηρίζει το παρόν άρθρο, και οι δύο αυτές θέσεις διαπνέονται από την ιστορική υπόσχεση ενός υποκειμένου με χαρακτήρα σοσιαλδημοκρατικού συνασπισμού, που θα ένωνε την εργατική, φεμινιστική και αντιρατσιστική εξόρμηση. Βλ., Alcoff, Visible identities: Race, Gender, and the Self (Oxford University Press 2006) · και Fraser, ‘Rethinking Recognition’, New Left Review 3 (May-June 2000).

4 Βλ., «Αυθορμησία, διαμεσολάβηση, ρήξη», στην παρούσα έκδοση.

5 Christopher Kyriakides and Rodolfo Torres, Race Defaced: Paradigms of Pessimism, Politics of Possibility (Stanford University Press 2012), 119.

6 Barbara J. Fields, ‘Whiteness, racism, and identity’, International Labor and Working Class History 60 (Φθινόπωρο 2001), 48-56.

7 [Σ.τ.Μ.] Η σύμβαση υποτέλειας αποτελούσε σύστημα εργασίας εφαρμοζόμενο στις αγγλικές αποικίες στη Βόρεια Αμερική και αλλού κατά τον 17ο και 18ο αιώνα. Σύμφωνα με αυτό κάποιος μετανάστης-τρια από τη μητρόπολη «ξεχρέωνε» για τα έξοδα μεταφοράς του αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να υπηρετεί κάποιο αφεντικό για ορισμένο χρόνο.

8 Βλ., Nikhil Pal Singh, ‘Racial Formation in an Age of Permanent War’ in Daniel HoSang, Oneka LaBennett, and Laura Pulido, eds., Racial Formation in the Twenty-First Century (University of California 2012), 276-301.

9 Η διακήρυξη του Μαρξ ότι: «Η εργασία των ανθρώπων με λευκή επιδερμίδα δεν μπορεί να χειραφετηθεί εκεί όπου στιγματίζεται η εργασία των ανθρώπων με μαύρη επιδερμίδα» αναφέρεται συχνά από τους υπερασπιστές του όπως και οι καταγγελίες του για τον ρατσισμό κατά των Ιρλανδών. Λιγότερο συχνά αναφέρονται οι απόψεις του Μαρξ και του Ένγκελς για τους «τεμπέληδες Μεξικάνους» και για το ότι η αιτία της πολιτικής ανωριμότητας του Λαφάργκ, γαμπρού του Μαρξ, είναι το «στίγμα της νέγρικης κληρονομιάς του» και το «κρεολικό αίμα του». Βλ., Μαρξ, Κ. (1978α). Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος. Αθήνα: Σύγχρονη εποχή, σελ. 314∙ Ένγκελς, Φ. (1985). «Ο Δημοκρατικός Πανσλαβισμός [και οι ιστορικές προοπτικές των Σλάβων της ευρωπαϊκής Τουρκίας]» στο Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς. Η Ελλάδα, η Τουρκία και το ανατολικό ζήτημα. Αθήνα: Γνώση, σελ. 85· Babacar Camara, Marxist Theory, Black/African Specificities, and Racism (Lexington 2008), 71-2.

10 Derek Sayer, ‘Introduction to Readings from Karl Marx(Routledge 1989), ixx-xx.

11 Stuart Hall, ‘Race, Articulation, and Societies Structured in Dominance’, Black British Cultural Studies (University of Chicago Press 1996), 55.

12 Michael Omi and Howard Winant, «Racial Formation in the United States» (Routledge 1994).

13 Για μαρξιστικές προσεγγίσεις εναλλακτικές στην γκραμσιανή ανάλυση της ηγεμονίας, βλ., Bonefeld, Holloway, Richard Gunn, and Kosmas Psychopedis Open Marxism, vols. 1-3 (Pluto 1995).

14 Frank Wilderson III, ‘Gramsci’s Black Marx: Whither the Slave in Civil Society?’ Social Identities 9 (2003), 230.

15 Ό.π., σελ. 230.

16 Ό.π., σελ, 225.

17 Για μια μακροσκελή κριτική του μύθου της φυλετικής και έμφυλης ουδέτερης συμμετοχικής ομοτιμίας, που κυριαρχεί σε μεγάλα τμήματα της σκέψης τα οποία βασίζονται σε «κοινωνικά συμβόλαια», δείτε Charles W. Mills, «The Racial Contract» (Cornell UP 1997)· Carole Pateman, «The Sexual Contract» (Stanford UP 1988); Pateman και Mills, «Contract and Domination» (Polity 2007).

18 Wilderson, ‘Gramsci’s Black Marx: Whither the Slave in Civil Society?’, 225.

19 Βλ., Evelyn Nakano Glenn, ‘From Servitude to Service Work: Historical Continuities in the Racial Division of Paid Reproductive Labor’, Signs 18: 1 (1992), 1-43.

20 Όπως έχει παρατηρήσει η P. Valentine, «αυστηρές προσπάθειες να εμπλακεί κανείς με και να ενσωματώσει αναλύσεις για τη φυλή που δεν εναρμονίζονται άψογα (seamlessly mesh) με τις μαρξιστικές κατηγορίες, θα απαιτήσουν αναπόφευκτα τόσο μια αναθεώρηση μερικών από αυτές τις κατηγορίες όσο και την αμφισβήτηση μερικών εδραιωμένων ορθοδοξιών της αντιρατσιστικής σκέψης», P. Valentine, ‘The Gender Distinction in Communisation Theory’, Lies 1 (2012), 206. Το παρόν άρθρο είναι εν μέρει μια προσπάθεια ανταπόκρισης σε αυτήν την πρόσκληση.

21 [Σ.τ.Μ.] Η προέλευση του ονόματος «Jim Crow» έχει συχνά αποδοθεί στον «Jump Jim Crow», μια καρικατούρα των μαύρων χορευτών και τραγουδιστών παιγμένη από τον λευκό ηθοποιό Thomas D. Rice βαμμένο μαύρο, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1832. Ως αποτέλεσμα της φήμης του Rice, το όνομα Jim Crow είχε φτάσει ήδη από το 1838 να γίνει μια μειωτική έκφραση που σήμαινε τον «νέγρο». Η διατύπωση «νόμοι του Jim Crow» (Jim Crow Laws) αναφέρεται στο ρατσιστικό καθεστώς φυλετικού διαχωρισμού που θεσπίστηκε στον Νότο των Ηνωμένων Πολιτειών στα τέλη του 19ου αιώνα και τερματίστηκε νομικά, ως επί το πλείστον, το 1964 με τον Νόμο για τα Πολιτικά Δικαιώματα (Civil Rights Act).

22 Μαρξ, ό.π., σελ. 775.

23 [Σ.τ.Μ.] Η γη του κανενός. Όρος αναγόμενος στο ρωμαϊκό δίκαιο ο οποίος αναφέρεται σε περιοχές στις οποίες (θεωρείται πως) κανένα κράτος δεν ασκεί κυριαρχία.

24 Mike Davis, Planet of Slums (Verso 2006), 19.

25 [Σ.τ.Μ] Εδώ η τοποθέτηση των εθνοτικών (ethnic) ιεραρχιών εντός του έθνους φανερώνει μια εννόηση του τελευταίου που δεν οργανώνεται γύρω από την υποτιθέμενη κοινή καταγωγή και τον κοινό πολιτισμό. Η έννοια του έθνους στην περίπτωση αυτή αναφέρεται στην εθνική/κρατική επικράτεια ή/και στην ιδιότητα του πολίτη στην οποία (είναι δυνατό να) συμπεριλαμβάνονται άνθρωποι διαφορετικής καταγωγής.

26 Πρόσφατες μελέτες της ιστορίας της ένοπλης αυτοάμυνας στο Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα, ομάδων όπως, για παράδειγμα, οι Διάκονοι για την Άμυνα και τη Δικαιοσύνη (Deacons for Defense and Justice), έχουν τονίσει την πολυπλοκότητα της αφοσίωσης των ακτιβιστών του κινήματος στη στρατηγική της μη-βίας του Γκάντι. Βλ., Akinyele Omowale Umoja, We Will Shoot Back: Armed Resistance in the Mississippi Freedom Movement (NYU Press 2013) · Simon Wendt, The Spirit and the Shotgun: Armed Resistance and the Struggle for Civil Rights (University Press of Florida 2007).

27 Για να είμαστε ξεκάθαροι, αυτοί οι πληθυσμοί δεν βρίσκονται εκτός αλλά σταθερά εντός του καπιταλισμού –με μια σειρά ρυθμίσεων της εργασίας, που επιβάλλονται από μια σειρά τιμωρητικών μηχανισμών του κράτους– έτσι ώστε, μολονότι ο μισθός δεν διαμεσολαβεί πια άμεσα τη συλλογική πρόσβαση σε βασικές ανάγκες, όπως το φαγητό και η στέγαση, μια τεράστια παράτυπη οικονομία έχει αναδυθεί για να εξασφαλίσει τα βασικά μέσα επιβίωσης. Στο παράδειγμα της μερικής προλεταριοποίησης του αγροτικού πληθυσμού στην Κίνα και της δημιουργίας μιας μαζικής εργατικής δύναμης 160 εκατομμυρίων μεταναστών από την ύπαιθρο, οι εργάτες γης ή οι μικροαγρότες έχουν συχνά γίνει άμισθοι, αυτοαπασχολούμενοι εργάτες του τομέα της παράτυπης οικονομίας. Το όνειρο του ιστορικού εργατικού κινήματος (ένα όνειρο που ήταν, επίσης, το στήριγμα του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ και μιας σειράς αντιαποικιακών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων) για την προοδευτική ενσωμάτωση στον μισθό, προσέκρουσε στην πραγματικότητα της μόνιμης δομικής ανεργίας και περιττότητας (superfluity) .

28 Loïc Wacquant, Punishing the Poor: The Neoliberal Government of Social Insecurity (Duke University Press 2009). Για μια συζήτηση σχετικά με το πώς αναπτύχθηκε ένα τέτοιο μοντέλο στην περίπτωση της Βρετανίας, βλ., ‘A Rising Tide Lifts All Boats, στο παρόν τεύχος.

29 [Σ.τΜ.] Στο σημείο αυτό υπονοείται το άρθρο της Heidi Hartman (1979), ‘The Unhappy Marriage of Marxism and Feminism: Towards a More Progressive Union’. Βλ., «Ο άτυχος γάμος του μαρξισμού με το φεμινισμό: για μια πιο προοδευτική ένωση». Το κείμενο είναι προσβάσιμο στο http://www.genderpanteion.gr/gr/didaktiko_pdf/Hartmann_Feminism_Marxism.pdf.

30 Βλ., Γουντ, Ε. Μ. (1998). Η δημοκρατία ενάντια στον καπιταλισμό: για μια ανανέωση του ιστορικού υλισμού. Αθήνα: Στάχυ, σελ. 258· καιMarxism Without Class Struggle?’ Socialist Register 20 (Merlin 1983), 242.

31 [Σ.τ.Μ] Στο σημείο αυτό υπάρχει έμμεση αναφορά στο άρθρο της Judith ButlerMerely Cultural’. Βλ., Butler, J.(2005). «Ο Μαρξισμός και το απλώς πολιτισμικό». Θέσεις 93.

32 [Σ.τ.Μ.] Ο όρος Μεγάλη Κοινωνία (Great Society) αναφέρεται σε μια σειρά κρατικών προγραμμάτων της δεκαετίας του 1960 στις ΗΠΑ, τα οποία στόχευαν στην εξάλειψη της φτώχειας και της φυλετικής αδικίας.

33 Kyriakides and Torres, Race Defaced: Paradigms of Pessimism, Politics of Possibility, 36.

Η Κινούμενη αντίφαση

Η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου

ως διαλεκτική της ταξικής πάλης1

Endnotes #2

Το ίδιο το κεφάλαιο είναι η κινούμενη αντίφαση: προσπαθεί να περιορίσει τον χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη μεριά τοποθετεί τον χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου2.

Η συσσώρευση του κεφαλαίου και η ταξική πάλη

Η θεωρητική κριτική των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων απορρέει από την πραγματικότητα αυτών των σχέσεων, δηλαδή, από τη σχέση εκμετάλλευσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο. Αυτή η θεωρία είναι πρακτικά αναστοχαστική: τοποθετεί τον εαυτό της εντός της ταξικής πάλης και παράγεται από αυτήν3. Ως τέτοια, είναι εμμενώς κριτική: είναι η θεωρητική έκφραση των αντιφάσεων που ενυπάρχουν στην ολότητα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.

Οι εσωτερικές αντιφάσεις στη δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης μπορούν να θεωρητικοποιηθούν σε διαφορετικά επίπεδα αφαίρεσης: ως αντιφάσεις ανάμεσα στην αξία χρήσης και την αξία· ανάμεσα στη συγκεκριμένη και την αφηρημένη εργασία· ανάμεσα στην αναγκαία εργασία και την υπερεργασία· ανάμεσα στη συσσώρευση της αξίας και την τάση για απο-ουσιοποίηση αυτού που τίθεται ως πηγή της· και, πιο συγκεκριμένα, ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο. Αν η ολότητα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων οφείλει να θεωρητικοποιηθεί ως μια πολύπλοκη, αντιφατική ολότητα, ως η «κινούμενη αντίφαση», τότε οι αντιφάσεις σε ένα απλούστερο, περισσότερο αφηρημένο επίπεδο πρέπει να συλληφθούν ως καθορισμένες στιγμές της ίδιας αυτής ολότητας. Καθεμιά από αυτές τις στιγμές αποκτά τη δραστικότητά της μονάχα εντός της ολότητας των σχέσεων που τις συγκροτούν. Έτσι, για παράδειγμα, η εμμενής στην εμπορευματική μορφή αντίφαση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία είναι μια καθορισμένη στιγμή της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης: δεν υπάρχει ανταλλακτική αξία χωρίς γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή και δεν υπάρχει γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή χωρίς την εκμετάλλευση ενός προλεταριάτου από το κεφάλαιο.

Κατά τον ίδιο τρόπο, έπεται ότι η ταξική αντίφαση και η αντιφατική πορεία της συσσώρευσης του κεφαλαίου δεν μπορούν να αντιδιασταλούν κατηγορηματικά η μία προς την άλλη. Οι εμμενείς τάσεις στη συσσώρευση του κεφαλαίου είναι καθορισμένες στιγμές της ταξικής σχέσης. Σε ένα ορισμένο επίπεδο αφαίρεσης, είναι δυνατό να καταδειχθεί ότι οι εσωτερικές αντιφάσεις στην καπιταλιστική συσσώρευση τείνουν να υπονομεύουν την ίδια τη βάση της. Σε ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο, η ιστορική πορεία της συσσώρευσης του κεφαλαίου δεν είναι παρά η αντιφατική ανάπτυξη της σχέσης εκμετάλλευσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο· η ιστορία της είναι η ιστορία της ταξικής πάλης.

Η καπιταλιστική ροπή προς την παραγωγή υπεραξίας είναι, παραδόξως, ροπή τόσο προς την εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης όσο, ταυτόχρονα, και προς την αποβολή της από την παραγωγική διαδικασία. Το κεφάλαιο εξωθείται από την ίδια του τη δυναμική, έτσι όπως η τελευταία μεσολαβείται από τον ανταγωνισμό μεταξύ κεφαλαίων, να μειώσει την αναγκαία εργασία στο ελάχιστο. Η αναγκαία εργασία, ωστόσο, αποτελεί τη βάση επί της οποίας μπορεί να αντλεί υπεραξία. Η αναγκαία εργασία είναι για το κεφάλαιο πάντοτε και πολύ περισσότερη και πολύ λιγότερη απ’ ό,τι χρειάζεται.

Η σχέση της εκμετάλλευσης είναι, ευθύς εξαρχής, ενδογενώς ανταγωνιστική. Υπάρχει μια τάση μακράς διάρκειας για το κεφάλαιο, σε αυτή την ήδη ανταγωνιστική σχέση, να παράγει περισσότερους προλετάριους από όσους μπορεί να εκμεταλλευτεί επικερδώς. Καθώς συσσωρεύεται, το κεφάλαιο έχει την τάση να εκμεταλλεύεται λιγότερους εργάτες, αποβάλλοντας εργατική δύναμη από την παραγωγή (τόσο σχετικά όσο και, εν τέλει, απόλυτα), και προσπαθεί να αυξήσει το ποσοστό εκμετάλλευσης στο σχετικά απομειωμένο εργατικό δυναμικό. Οι προλετάριοι είναι αναγκασμένοι να αγωνίζονται ενάντια και στις δυο πτυχές αυτής της τάσης.

Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για μια αφαίρεση από την ταξική πάλη που θα μας επέτρεπε να σκεφτούμε πώς μπορεί να είναι η «κανονική διαδικασία συσσώρευσης». Ομοίως, δεν υπάρχει και εξωτερική ή αιτιακή σχέση ανάμεσα στην καπιταλιστική συσσώρευση και την ταξική πάλη: η δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι μια δυναμική της ταξικής πάλης. Προλεταριάτο και κεφάλαιο βρίσκονται σε μια σχέση αμοιβαίας συνεπαγωγής μεταξύ τους: κάθε πόλος αναπαράγει τον άλλον, έτσι ώστε η μεταξύ τους σχέση να είναι αυτοαναπαραγόμενη. Η σχέση είναι, εντούτοις, ασύμμετρη, καθώς είναι το κεφάλαιο που υπάγει την εργασία των προλετάριων.

Η κίνηση των οικονομικών κατηγοριών είναι η πραγμοποιημένη έκφραση της ταξικής σχέσης. Γι’ αυτό και η ισχύς της προσέγγισης ορισμένων θεωρητικών που συνδέονται με τον Ανοιχτό Μαρξισμό (Open Marxism), για παράδειγμα, έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι κατανοούν τις οικονομικές κατηγορίες –χρήμα, επιτόκια κ.ο.κ.– ως μεσολαβημένες μορφές της ταξικής πάλης4. Οι εν λόγω αυτό-κινούμενες οικονομικές κατηγορίες αποτελούν πραγμοποιημένες μορφές της δραστηριότητας της ίδιας της τάξης, οι οποίες αυτονομούνται (“ορθώνονται στα πισινά τους πόδια”5) και συγκροτούν τον εαυτό τους ως κεφάλαιο – ως τον ανταγωνιστικό, προς το προλεταριάτο, πόλο μέσα στη σχέση αμοιβαίας συνεπαγωγής. Η συσσώρευση του κεφαλαίου προκύπτει από τη σχέση εκμετάλλευσης που πάντοτε ήδη είναι μια σχέση πάλης· αντίστροφα, η ταξική πάλη είναι πάντοτε ήδη μια προσδιορισμένη σχέση σύμφωνα με τις αδήριτες ανάγκες της αξιοποίησης του κεφαλαίου.

Με τα παραπάνω αμφισβητούνται εκ βάθρων οι δυϊστικές αντιλήψεις που τοποθετούν τη συσσώρευση του κεφαλαίου από τη μια πλευρά και την ταξική πάλη από την άλλη, και οι οποίες χαρακτήρισαν τις περισσότερες εκδοχές του μαρξισμού στον 20ό αιώνα6. Αν συλλάβουμε την κινούμενη αντίφαση ως την ενική κίνηση της ολότητας των καπιταλιστικών σχέσεων –την ιστορική ανάπτυξη της σχέσης εκμετάλλευσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο ταυτόχρονα ως ιστορική πορεία της συσσώρευσης και ως πορεία της ταξικής πάλης– τότε είναι αυτή η αντίφαση που τελικά προσδιορίζει την επαναστατική δράση του προλεταριάτου ως ενός πόλου της αντίφασης7. Η δράση του προλεταριάτου που καταργεί τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις είναι η εμμενώς παραγόμενη άρση της σχέσης εκμετάλλευσης. Εξίσου πρέπει να αναγνωριστεί και ότι δεν υπάρχουν «γραμμές διαφυγής» ούτε “έξοδοι” από την καπιταλιστική ταξική σχέση. Ακόμα και αν η σχέση εκμετάλλευσης παράγει το δικό της “εξωτερικό” μέσω της τάσης για την παραγωγή πλεονάζοντος κεφαλαίου και πλεονάζοντος πληθυσμού, αυτοί οι αυξανόμενοι αριθμοί προλετάριων, των οποίων η εργασιακή δύναμη πλεονάζει ως προς τη συσσώρευση, παραμένουν εντός της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης8.

***

Αν το κεφάλαιο είναι η πραγμοποιημένη μορφή της δραστηριότητας του προλεταριάτου, με την οποία έρχεται αντιμέτωπο στη σχέση εκμετάλλευσης –η ίδια του η δραστηριότητα που αφαιρείται από αυτό, γίνεται ιδιοποιήσιμη ως κεφάλαιο και υπάγεται στη μορφή της αυτοαξιοποιούμενης αξίας– τότε ακόμα και το πιο συγκεκριμένο επίπεδο της ταξικής σχέσης τελεί υπό την εξουσία του αφηρημένου. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής χαρακτηρίζεται από την “κυριαρχία των αφαιρέσεων”9.

Ως αυτοαξιοποιούμενη αξία, το κεφάλαιο είναι μια πραγματική αφαίρεση. Ο ένας πόλος της σχέσης εκμετάλλευσης είναι αυτοκινούμενη πραγματική αφαίρεση. Η αυτοκίνησή της μεσολαβείται, φυσικά, από τη σχέση της με τον άλλο πόλο της σχέσης, το προλεταριάτο, αλλά και τα υλικά συμφέροντα των δρώντων παραγόντων του υπό ανθρώπινη μορφή και όσων επωφελούνται από αυτή, των φορέων της κεφαλαιακής σχέσης. Στην πορεία της αυτοαξιοποίησής του, το κεφάλαιο λαμβάνει μέσα από μια ποικιλία κινήσεων το σχήμα του χρηματικού κεφαλαίου (συμπεριλαμβανομένης της πληθώρας των μορφών του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου), του παραγωγικού κεφαλαίου και του εμπορευματικού κεφαλαίου. Έτσι, ακόμα κι αν στην πορεία της κυκλοφορίας του υποστασιοποιείται υλικά, παραμένει, κατά την έννοιά του, μια αυτοκινούμενη πραγματική αφαίρεση· η αυτοεπέκταση του αφηρημένου πλούτου.

Συνεπώς, αν και η εμμενής (δηλαδή, εντοπισμένη στο πεδίο της πρακτικής δράσης) κριτική των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων εκκινεί από μια φαινομενολογική αφετηρία –τη χαοτικά βιωμένη εμπειρία αυτών των σχέσεων και της ταξικής πάλης– έρχεται αμέσως αντιμέτωπη με τις πραγματικές αφαιρέσεις που διέπουν αυτές τις σχέσεις. Η θεωρητική κριτική της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης πρέπει, επομένως, να αναπαράγει την κίνηση των πρακτικά αφηρημένων μορφών που τη συνιστούν. Η εμπορευματική, η χρηματική και η κεφαλαιακή μορφή της αξίας είναι μορφές που μεσολαβούν τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις – η κριτική τους είναι μια κριτική της κοινωνικής μορφής. Μια εμμενής κριτική αυτών των μορφών ιχνηλατεί εκ νέου την αντιφατική τους κίνηση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ανασυγκροτώντας την πολύπλοκη ολότητα της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης: την κινούμενη αντίφαση.

Η αρχιτεκτονική της συστηματικής διαλεκτικής του κεφαλαίου

Ήταν απαραίτητο να κάνουμε αυτά τα προλογικά σχόλια επειδή η αρχιτεκτονική της συστηματικής διαλεκτικής του κεφαλαίου εγείρεται επί ενός αρκετά αφηρημένου θεμελίου σε σχέση με την ολότητα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων: της αξίας του εμπορεύματος. Όπως θα δούμε, όμως, η αξία αποδεικνύεται μια ολοποιητική κατηγορία, τέτοια ώστε η κίνησή της να είναι η αντιφατική κίνηση της ολότητας των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων – δηλαδή, της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης.

Η ανακατασκευή της μαρξικής συστηματικής διαλεκτικής του κεφαλαίου που παρουσιάζουμε εδώ βασίζεται, από πολλές απόψεις, σε αυτή που εισήγαγε ο Chris Arthur10. Στο περίτεχνα επεξεργασμένο σχήμα του Arthur, η αξία αποτελεί μια προσωρινή θεμελιωτική κατηγορία σε μια προοδευτικά αυτοσυγκεκριμενοποιούμενη και αναδραστικά αυτοθεμελιούμενη διαλεκτική, στην οποία οι εσωτερικές αντιφάσεις παράγουν την κίνηση από τη μια κατηγορία στην επόμενη. Σημείο εκκίνησης είναι η επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας – ήτοι, η σφαίρα της κυκλοφορίας και η ανταλλαγή των εμπορευμάτων. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι είναι μόλις στο 7o κεφάλαιο του 1ου τόμου του Κεφαλαίου που ο Μαρξ κατέρχεται στον “απόκρυφο τόπο της παραγωγής”11 για να λύσει το μυστήριο της προέλευσης της υπεραξίας. Πράγματι, ο Arthur ισχυρίζεται ότι ο Μαρξ εισάγει μάλλον πολύ νωρίς στη διαλεκτική την εργασία ως περιεχόμενο ή ουσία της αξίας – στην ανακατασκευή του Arthur, η διαλεκτική των μορφών της αξίας είναι μια διαλεκτική καθαρών μορφών, οι οποίες παράγονται από τη γενικευμένη ανταλλαγή εμπορευμάτων, άσχετα από το περιεχόμενο που αυτές οι μορφές προσλαμβάνουν στην παραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου στο σύνολό της12. Από τη γενικευμένη ανταλλαγή των εμπορευμάτων ανακύπτει μια διαλεκτική της αξίας, του αφηρημένου πλούτου, που προχωράει αφαιρετικά από το περιεχόμενο ή την ουσία της αξίας – δηλαδή, αφαιρετικά από την εργασία. Πρόκειται για τη διαλεκτική της επέκτασης του αφηρημένου πλούτου. Για να θεμελιωθεί η ίδια, ωστόσο, η επέκταση του αφηρημένου πλούτου οφείλει να θέσει τον εαυτό της ως την αλήθεια του υλικού κόσμου της ανθρώπινης κοινωνικής πρακτικής – πρέπει, δηλαδή, να κατοχυρώσει τον εαυτό της ως την αλήθεια αυτού του κόσμου με την υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο.

Η διαλεκτική των καθαρών μορφών αναδύεται στη σφαίρα της κυκλοφορίας από την ανταλλαγή των εμπορευμάτων. Από την άποψη της ολότητας της παραγωγικής διαδικασίας του κεφαλαίου, ως ενότητας των σφαιρών της παραγωγής και της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, η παραγωγή είναι τελεολογικά προσανατολισμένη στην ανταλλαγή – ή, ειδικότερα, στην αξιοποίηση της αξίας. Η εργασία υπάγεται στην κεφαλαιακή μορφή της αξίας. Η παραγωγή προσδιορίζεται μορφικά ως καπιταλιστική παραγωγή – δηλαδή, ως η διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου. Είναι, ασφαλώς, κοινότοπη η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει ανταλλαγή χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια παραγωγή. Θα ήταν, όμως, λάθος να ισχυριστούμε ότι η εργασία αποτελεί συγκροτητική αρχή της διαλεκτικής των καθαρών μορφών της αξίας. Στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, η λογική του κεφαλαίου ως μορφής της αξίας, αποκτά το προβάδισμα σε σχέση με την εργασιακή διαδικασία – υπάγει τη διαδικασία και θέτει εαυτήν ως την αλήθεια της. Με την υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, η εργασιακή διαδικασία προσδιορίζεται μορφικά ως η παραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου. Η λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου επιβάλλεται στην παραγωγή για τις ανθρώπινες ανάγκες. Το κεφάλαιο είναι το άλφα και το ωμέγα αυτής της διαδικασίας. Πρόκειται για τη διεστραμμένη επιβολή της λογικής/οντολογικής προτεραιότητας του κεφαλαίου έναντι της παραγωγικής δραστηριότητας, έτσι που οι παραγωγοί να μην αναπαράγονται (ή να μην έχουν τη δυνατότητα να αυτοαναπαράγονται) ως σκοποί οι ίδιοι για τον εαυτό τους13.

Η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου είναι η λογική αλληλοσυσχέτιση14 των κατηγοριών που προσδιορίζουν μορφικά την κοινωνική πρακτική στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Η προσέγγιση του Arthur ανασυγκροτεί τη λογική/οντολογική προτεραιότητα του κεφαλαίου, ως μια λογική καθαρών μορφών, έναντι της κοινωνικής πρακτικής που προσδιορίζεται μορφικά από αυτό. Στη συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου, ωστόσο, προκειμένου το κεφάλαιο να επισφραγίσει την αξίωση της αλήθειας του –δηλαδή, την αξίωση να αποτελεί την αλήθεια της κοινωνικής πρακτικής– δεν αρκεί μόνο να υπάγει την εργασία. Πρέπει, επίσης, και να αναπαράγει τον διαχωρισμό ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασιακή δύναμη – πράγμα που θα πει, πρέπει να θέτει τις προϋποθέσεις του. Δεν υπάρχει συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου χωρίς αυτόν τον πρότερο διαχωρισμό. Η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου μπορεί να πραγματωθεί μονάχα ως αυτοθεμελιούμενη (μολονότι εσωτερικά αντιφατική και, εν τέλει, αυτο-υπονομευόμενη) διαδικασία όταν το κεφάλαιο θέτει κατ’ αυτόν τον τρόπο τις προϋποθέσεις του. Καθώς αρθρώνεται, λοιπόν, η εμμενής κριτική των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, η αναπαραγωγή –η αναπαραγωγή της ταξικής σχέσης, όντας η ίδια εγγενώς μια σχέση πάλης– αποκτά κεντρική σπουδαιότητα ως κατηγορία. Η ταξική πάλη είναι ταυτόχρονα προϋπόθεση και αποτέλεσμα της συστηματικής διαλεκτικής.

Ένας άλλος τρόπος να καταδειχθεί αυτό είναι να πούμε, όπως κάναμε προηγουμένως, ότι δεν υπάρχει κοινωνία της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής χωρίς την καπιταλιστική εκμετάλλευση των εργατών. Ο νόμος της αξίας μόνο σε αυτή τη βάση μπορεί να λειτουργήσει. Χωρίς ανθρώπινες σχέσεις και πρακτικές που συντηρούνται “υπό τη μορφή της άρνησής τους”15 μέσω της διεστραμμένης, φετιχιστικής μορφής των οικονομικών κατηγοριών, δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν οικονομικές κατηγορίες: ούτε αξία, ούτε εμπορεύματα, ούτε χρήμα ή κεφάλαιο16. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι η εργασία θα έπρεπε να εκληφθεί ως μια τρόπον τινά συγκροτητική αρχή της όλης διαδικασίας· ούτε θα έπρεπε να εκληφθεί ως ο πρωταρχικός της όρος. Οι φετιχιστικές μορφές του κεφαλαίου κατανοούνται σωστά και βρίσκουν την αρμόζουσα θέση τους ως αντικείμενα κριτικής όταν κατανοούνται ως αυτοκινούμενες, διεστραμμένες μορφές κοινωνικής πρακτικής.

Άπαξ και οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις συγκροτηθούν ως μια αυτοαναπαραγόμενη –αν και εσωτερικά αντιφατική– ολότητα μέσω της υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο και της αναπαραγωγής της ταξικής σχέσης, η αξία προσδιορίζεται πλήρως ως κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας – ή, μάλλον, ως κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εκμετάλλευσης. Η αξία συγκροτείται μόνο αρνητικά, μέσω της εκμετάλλευσης των εργατών, και όχι καταφατικά, μέσω της συγκροτητικής δύναμης της εργασίας. Είναι η κεφαλαιακή μορφή της αξίας που θέτει την αφηρημένη εργασία, ή την αφηρημένη εκμετάλλευση των εργατών, ως την ουσία ή το περιεχόμενό της.

Η αξία, με αυτή την ύστατη έννοια, φέρει εγγεγραμμένη εντός της την εκμετάλλευση ή, μάλλον, εγγράφει την εκμετάλλευση εντός της μορφής της. Αυτό, όμως, που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι ότι το ερώτημα περί της ουσίας της αξίας, και περί του πώς αυτή η ουσία παράγεται επεκτατικά, είναι, από την ιδεατή ή λογική σκοπιά του κεφαλαίου, ένα ζήτημα που προκύπτει εκ των υστέρων – κι αυτό που τότε απαιτείται είναι να διαπλαστεί η κοινωνική πρακτική βάσει των λογικών αναγκαιοτήτων του κεφαλαίου.

Συνοψίζοντας, το κεφάλαιο αυτοθεμελιώνεται στην πράξη αναπαράγοντας τη δομικά ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο, σχέση που αποτελεί το εκ των ων ουκ άνευ της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Όταν η αξία ολοποιείται με αυτόν τον τρόπο, η αφετηρία της συστηματικής έκθεσης αποκαλύπτεται ως κάτι παραπάνω από ένα απλό σημείο εκκίνησης: εμφανίζεται ως μια στιγμή στην αυτοκίνηση της ολότητας. Η αξία διεκδικεί για τον εαυτό της μια λογική προτεραιότητα. Από τη στιγμή που έχουμε ανέλθει ως εκείνη την προοπτική θέση που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε την ολότητα, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η αξίωση αλήθειας της αξίας διασφαλίζεται μονάχα από τη δομικά «ψευδή» (δηλαδή, διεστραμμένη, μετατοπισμένη) και όμως εμπειρικά «αληθή» (δηλαδή, πραγματική, αποτελεσματική) σχέση ανάμεσα στο προλεταριάτο ως (ανα)παραγωγό του κεφαλαίου και το κεφάλαιο ως (ανα)παραγωγό του προλεταριάτου.

Παρ’ όλα αυτά, όπως έχουμε ήδη δει, η ίδια η ολότητα που συγκροτείται από τη συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου –η κοινωνική πρακτική που προσδιορίζεται μορφικά ως πρακτική προσανατολισμένη στη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου– είναι εσωτερικά αντιφατική. Είναι αυτές οι εσωτερικές αντιφάσεις –η συγκεκριμένη ιστορική τους εκδίπλωση– που απειλούν με διάλυση την καπιταλιστική ολότητα μέσω της επαναστατικής δράσης του προλεταριάτου.

Η λογική του κεφαλαίου

Η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου είναι μια διαλεκτική των μορφών της αξίας, τουτέστιν της εμπορευματικής, της χρηματικής και της κεφαλαιακής μορφής της αξίας. Η διαλεκτική αυτή εκτυλίσσεται χάρη στη λογική σύνδεση ανάμεσα στις μορφές αυτές, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο που προσλαμβάνουν. Καθεμιά μορφή παράγει την επόμενη μέσω μιας διαλεκτικής μετάβασης. Αυτή η διαλεκτική των καθαρών μορφών συγκροτεί με αυτόν τον τρόπο μια οιονεί ιδεατή οντολογία. Μια λογική των καθαρών μορφών, όπου καθεμία παράγει την επόμενη, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε υλικό περιεχόμενο: το κεφάλαιο θα μπορούσε να ιδωθεί σε αναλογία προς το αφηρημένο βασίλειο των μορφών της νόησης της εγελιανής λογικής. Και όντως, είναι πασίγνωστη η δημόσια παραδοχή του ίδιου του Μαρξ ότι, ακριβώς πριν τη συγγραφή ενός πρώτου σχεδιάσματος της κριτικής του στην πολιτική οικονομία, είχε ξεφυλλίσει τη Λογική του Χέγκελ, κάτι που τον βοήθησε να καταλήξει στη μέθοδο πραγμάτευσης την οποία θα ακολουθούσε17. Η ανασυγκρότηση της μαρξικής διαλεκτικής του κεφαλαίου από τον Arthur καθιστά αυτή τη σύνδεση ρητή και καταδεικνύει τη δομική ομολογία ανάμεσα στο Κεφάλαιο του Μαρξ και τη Λογική του Χέγκελ18. Σύμφωνα με τον Arthur, η λογική των καθαρών μορφών και στις δύο περιπτώσεις –οι μορφές της νόησης στη δεύτερη και της αξίας στην πρώτη– πρέπει, με μια ορισμένη έννοια, να θεωρηθεί πως ταυτίζεται.

Η συστηματική διαλεκτική είναι η άρθρωση κατηγοριών που αλληλοσυσχετίζονται μέσα σε ένα υπάρχον συγκεκριμένο όλο – στην περίπτωσή μας, στο καπιταλιστικό σύστημα. Ως τέτοια, η αλληλοσυσχέτιση αυτών των κατηγοριών είναι συγχρονική: συνυπάρχουν στον χρόνο ή συναρμόζονται μεταξύ τους ταυτόχρονα. Η συγχρονικότητα, όμως, των αλληλοσυσχετίσεων των λογικών κατηγοριών δεν σημαίνει ότι είναι αδύνατο να τις διακρίνουμε. Πράγματι, η διαλεκτική προχωράει από τη μια κατηγορία στην άλλη μέσω αναγκαίων, ενδογενών συνδέσεων ή μεταβάσεων. Τόσο η εγελιανή διαλεκτική στη Λογική όσο και η μαρξική του Κεφαλαίου προχωρούν από τις πιο αφηρημένες, απλούστερες κατηγορίες σε ακόμα πιο συγκεκριμένες, πολύπλοκες κατηγορίες. Ο Χέγκελ εκλαμβάνει αυτές τις μεταβάσεις ως ενδογενώς και αντικειμενικά προσδιορισμένες. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Μαρξ θεωρεί ότι στόχος είναι η ανίχνευση της «εσωτερικής σύνδεσης που υπάρχει ανάμεσα στις οικονομικές κατηγορίες ή τη σκοτεινή δομή του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος […] [ώστε] να εξακριβωθούν οι εσωτερικές συνδέσεις, η φυσιολογία, ούτως ειπείν, του καπιταλιστικού συστήματος […]19”.

Τόσο για τον Χέγκελ όσο και για τον Μαρξ, η συστηματική διαλεκτική οφείλει να αντιστοιχεί επαρκώς στο αντικείμενό της, που και στις δυο περιπτώσεις είναι ένα συγκεκριμένο όλο, χαρακτηριζόμενο από ένα σύνολο εσωτερικών σχέσεων. Συνεπώς, η συστηματική διαλεκτική αρθρώνει την αλληλοσυσχέτιση των λογικών στιγμών μιας ολότητας· κάθε στιγμή αυτής της ολότητας προϋποθέτει, και προϋποτίθεται από, όλες τις άλλες:

κάτι σχετίζεται ενδογενώς με κάτι άλλο, αν αυτό το άλλο αποτελεί μια αναγκαία συνθήκη της φύσης του. Με τη σειρά τους, οι ίδιες οι σχέσεις τοποθετούνται ως στιγμές μιας ολότητας και αναπαράγονται μέσα από τη δραστικότητά της20.

Ο Μαρξ υπογραμμίζει ότι στο “ολοκληρωμένο αστικό σύστημα […] κάθε αποτέλεσμα είναι ταυτόχρονα και προϋπόθεση, […] αυτό συμβαίνει σε κάθε οργανικό σύστημα”21. Χάρη σε αυτή την κυκλικότητα της διαλεκτικής, οι σχέσεις είναι αμφίδρομες. Στη μια κατεύθυνση, η κεφαλαιακή μορφή της αξίας προϋποθέτει τις χρηματικές σχέσεις· το χρήμα, με τη σειρά του, προϋποθέτει τις εμπορευματικές σχέσεις. Εξίσου, όμως, θα πρέπει να ισχύει και η αντίστροφη ακολουθία εσωτερικών σχέσεων: η έννοια της αξίας μόνο στο επίπεδο της ολότητας των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων μπορεί να θεμελιωθεί επαρκώς. Η κυκλικότητα και ο αμφίδρομος χαρακτήρας της συστηματικής διαλεκτικής συνεπάγονται τη συγχρονικότητα των στιγμών της εντός της ολότητας των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων22. Έπεται, άρα, ότι η διαλεκτική διαδοχή από το εμπόρευμα στο χρήμα και, τελικά, στο κεφάλαιο δεν θα πρέπει να κατανοηθεί ως μια χρονική διαδοχή. Επιπλέον, αποτελεί, ευθύς εξαρχής, την άρθρωση των σχέσεων που χαρακτηρίζουν ειδικά την καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή. Η διαλεκτική ιχνηλατεί εκ νέου μια λογική, μάλλον, και όχι χρονική, ακολουθία στιγμών.

Η διαλεκτική των μορφών της αξίας

Σύμφωνα με την ανακατασκευή του Chris Arthur, εκείνο που κατευθύνει τη διαλεκτική είναι η κίνηση της αυτοθεμελίωσης της αξίας. Ο αρχικός καθορισμός της αξίας ως καθαρής καθολικής ουσίας του εμπορεύματος ή «απλής εμμένειας», αποδεικνύεται ανεπαρκής. Η αξία φανερώνει τον εαυτό της ως εμμενή, όχι στο εμπόρευμα, αλλά στις σχέσεις μεταξύ των εμπορευμάτων. Ο προσδιορισμός, εντούτοις, της αξίας στις εμπορευματικές σχέσεις αποδεικνύεται ο ίδιος αντιφατικός και η αντίφαση αυτή επιλύεται προσωρινά με τη μετάβαση σε ένα καθολικό ισοδύναμο: “η αξία δεν μπορεί να πραγματωθεί σε μια τυχαία ανταλλαγή αλλά απαιτεί την ενοποίηση του κόσμου των εμπορευμάτων μέσω της καθιέρωσης ενός καθολικού ισοδυνάμου”23. Έτσι, η αφαίρεση της αξίας, που ενέχεται υπόρρητα στις εμπορευματικές σχέσεις, θεμελιώνεται τώρα σε μια μορφή, η οποία τη θέτει ρητά, τουτέστιν το χρήμα. Αυτή η κίνηση, από την εμπορευματική μορφή της αξίας στη χρηματική μορφή, μπορεί να ιδωθεί, με εγελιανούς όρους, ως μια κίνηση από την αξία καθ’ εαυτήν στην αξία δι’ εαυτήν.

Η χρηματική μορφή της αξίας υφίσταται, όμως, και η ίδια δομικές ατέλειες ή εσωτερικές αντιφάσεις. Γιατί προκειμένου να είναι αξία δι’ εαυτήν, να “ενεργοποιεί την έννοια της αξίας σε μια αυτόνομη μορφή”24, η χρηματική μορφή της αξίας δεν αρκεί απλά να μεσολαβεί ανάμεσα στα εμπορεύματα κατά την ανταλλαγή τους. Αν, όμως, από την άλλη πλευρά, αποσυρθεί από την κυκλοφορία και αποθησαυριστεί, χάνει τον χαρακτήρα της ως αξία και καταλήγει να γίνει ένα απλό «μεταλλικό σκουπίδι». Αυτή η αντίφαση προκαλεί την ανάδυση μιας καινούριας μορφής της αξίας που δεν παίζει πλέον τον δευτερεύοντα ρόλο της απλής μεσολάβησης μεταξύ εμπορευμάτων (κατά το σχήμα Ε-Χ-Ε [Στμ.: εμπόρευμα-χρήμα-εμπόρευμα]), αλλά, αντίθετα, καθιστά τον εαυτό της αντικείμενο της κατάδυσής της στην κυκλοφορία, ή την απόληξη, τον σκοπό, το τέλος της κυκλοφορίας, όπως αναπαρίσταται στο σχήμα X-E-X´ [Στμ.: χρήμα-εμπόρευμα-νέο χρήμα]. Αυτή η αντιστροφή παράγει την κεφαλαιακή μορφή της αξίας. Σε εγελιανή ορολογία, έχουμε τώρα φτάσει στην αξία καθ’ εαυτήν και δι’ εαυτήν: αξία που εκλαμβάνει τον εαυτό της ως αυτοσκοπό.

Η κεφαλαιακή μορφή της αξίας, η αυτοαξιοποιούμενη αξία, όμως, δεν μπορεί να ενεργοποιήσει τον εαυτό της στη σφαίρα της κυκλοφορίας, όπου επικρατεί η ανταλλαγή ισοδύναμων. Αυτή η εσωτερική αντίφαση την ωθεί να εξωτερικεύσει τον εαυτό της στον υλικό κόσμο της παραγωγής, όπου μπορεί να παραχθεί υπεραξία μέσω της εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης. Αυτή η κίνηση της υπαγωγής της παραγωγής στην αξιακή μορφή θέτει την (αφηρημένη) εργασία ως την ουσία της αξίας.

Η μετάβαση από το Ε-Χ-Ε στο Χ-Ε-Χ´

Στην πραγμάτευση της λογικής μετάβασης από το σχήμα E-X-E (το χρήμα ως μέσο κυκλοφορίας) στο σχήμα X-E-X´ (το χρήμα ως σκοπός της κυκλοφορίας), ο Μαρξ αναπτύσσει μια σειρά από συναφή επιχειρήματα. Μια εξήγηση για τη μετάβαση μπορεί να βρεθεί στη δομική τάση του κυκλώματος E-X-E να αποσυντίθεται στις στιγμές E-X και X-E, οι οποίες αποτελούν δυο διακριτές, στον χώρο και τον χρόνο, συναλλαγές. Με τα λόγια του ίδιου του Μαρξ:

Το γεγονός ότι τα δύο προτσές [δηλαδή, Ε-Χ και Χ-Ε], που έρχονται αντιμέτωπα σαν αυτοτελή, αποτελούν μιαν εσωτερική ενότητα, σημαίνει επίσης ότι η εσωτερική τους ενότητα κινείται μέσα σε εξωτερικές αντιθέσεις. Αν συνεχιστεί πέρα από ένα ορισμένο σημείο η εξωτερική αυτοτελοποίηση των προτσές που εσωτερικά δεν είναι αυτοτελή, επειδή συμπληρώνουν το ένα το άλλο, τότε η ενότητα επιβάλλεται βίαια – με μια κρίση25.

Οι στιγμές E-X και X-E είναι εξωτερικά ανεξάρτητες – καθεμιά αντιπροσωπεύει ιδιαίτερες τυχαίες συναλλαγές που δεν σχετίζονται απαραίτητα μεταξύ τους. Από κοινού, όμως, σχηματίζουν μια εσωτερική ενότητα ή συσχετίζονται εσωτερικά (κάτι που σημαίνει ότι καθεμιά προϋποθέτει την άλλη – ο πωλητής του πρώτου εμπορεύματος θα πρέπει να πουλήσει για να έχει τη δυνατότητα να αγοράσει το δεύτερο). Θα μπορούσε, κατά συνέπεια, να ειπωθεί ότι το σχήμα E-X-E εκθέτει μια εσωτερική αντίφαση. Η σύμπτωση επιδιώξεων μεταξύ αγοραστών και πωλητών δεν επιτυγχάνεται πάντοτε στην αγορά. Από την άποψη μιας πλήρως ανεπτυγμένης εμπορευματικής ανταλλαγής, αυτή η τάση εκδηλώνεται σαν μια τάση προς την κρίση – κυρίως την κρίση της αποτυχίας της αξίας να ενεργοποιήσει τον εαυτό της εξαιτίας διαταραχών στη σφαίρα της κυκλοφορίας.

Στην πραγμάτευση αυτής της μετάβασης από τον Tony Smith, αυτή η “δομική τάση” προς τον διαχωρισμό των στιγμών E-X και X-E “παράγει η ίδια μια δομική τάση ξεπεράσματος του εν λόγω διαχωρισμού”26. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εσωτερική ανεπάρκεια στο σχήμα E-X-E παράγει την ίδια τη διαλεκτική άρση της27 (sublation) στο σχήμα X-E-X´:

η συσσώρευση του χρήματος ως χρήματος παρέχει μια αρχή ενότητας η οποία μπορεί να υπερβεί τη διαρθρωτική τάση προς τον κατακερματισμό που είναι εμμενής στο κύκλωμα του χρήματος ως μέσου κυκλοφορίας28.

Στην αντιστροφή από το σχήμα E-X-E στο σχήμα X-E-X´, η ανταλλακτική αξία έχει σφετεριστεί τη θέση της αξίας χρήσης ως τελικότητας της διαδικασίας ανταλλαγής. Το χρήμα συσσωρεύεται για να παρακαμφθεί το πρόβλημα ότι ένα εμπόρευμα θα πρέπει πρώτα να πουληθεί ώστε να αγοραστεί ένα άλλο. Μπορούμε, λοιπόν, να διακρίνουμε αντικειμενικές δομικές τάσεις που οδηγούν σε μια κατίσχυση του σχήματος X-E-X´ επί του σχήματος E-X-E, ή του χρήματος ως σκοπού της ανταλλαγής επί του χρήματος ως μέσου κυκλοφορίας.

Η συσσώρευση ανταλλακτικής αξίας προκειμένου να αποτραπούν οι διαταραχές στην κυκλοφορία αντιστοιχεί, έτσι, στην κυριαρχία της ρευστής αξιακής μορφής επί της στερεοποιημένης αξίας χρήσης του εμπορεύματος, κάτι που είναι απαραίτητο αν είναι να διατηρηθεί η ροή της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Αυτή η αντιστροφή μπορεί να περιγραφεί ως δομικά αναγκαία για την αυτοαναπαραγωγή της ολότητας – του συστήματος, δηλαδή, της καπιταλιστικής εμπορευματικής ανταλλαγής.

Η διαλεκτική αντιστροφή από το χρήμα ως μέσο ανταλλαγής στο χρήμα ως σκοπό της ανταλλαγής συνεπάγεται κατ’ αναγκαιότητα μια αντιστροφή του σχήματος E-X-E στο X-E-X´, δηλαδή στη συσσώρευση ανταλλακτικής αξίας, και όχι απλά στο σχήμα X-E-X. Άπαξ και θεμελιωθεί η δομική ανέλιξη από το σχήμα E-X-E στο σχήμα X-E-X´ –άπαξ και το χρήμα καταστεί σκοπός της ανταλλαγής– η ανταλλαγή δεν εξυπηρετεί κανέναν στόχο πλέον, αν δεν αυξάνει το ποσό του χρήματος που ανταλλάσσεται. Ο μόνος τρόπος για να διατηρείται η αξία ως σκοπός της ανταλλαγής είναι να αυξάνεται. Αν αυτό δεν συμβεί, θα περιέλθει και πάλι στη θέση του απλού μέσου ανταλλαγής.

Η αντίφαση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης στη χρηματική μορφή της αξίας

Στα Grundrisse, ο Μαρξ διατυπώνει ένα δεύτερο συναφές επιχείρημα από την άποψη μιας εμμενούς δομικής αναγκαιότητας ή λογικής για τη μετάβαση από τη χρηματική μορφή στην κεφαλαιακή μορφή της αξίας. Η χρηματική μορφή της αξίας σπαράσσεται από μια εσωτερική αντίφαση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης, ή μεταξύ καθολικότητας και ιδιαιτερότητας: η ύπαρξη ενός ιδιαίτερου ποσού χρήματος αντιφάσκει προς την ουσία του, που είναι να αποτελεί τον πλούτο ως τέτοιον. Γράφει ο Μαρξ:

Είδαμε κιόλας στο χρήμα πώς η αξία που έχει ανεξαρτητοποιηθεί σαν τέτοια –μ’ άλλα λόγια, η γενική μορφή του πλούτου– δεν είναι ικανή για καμιά άλλη κίνηση εκτός από ποσοτική: να αυξάνεται. Σύμφωνα με την έννοιά της, η αξία αυτή είναι η συμπερίληψη όλων των αξιών χρήσης· καθώς όμως δεν είναι πάντα παρά ένα καθορισμένο ποσό χρήματος (εδώ κεφαλαίου), το ποσοτικό της όριο βρίσκεται σε αντίφαση προς την ποιότητά της. Άρα από τη φύση της τείνει ολοένα να ξεπεράσει το ίδιο της το όριο. […] Ήδη γι’αυτό το λόγο, για την αξία που κρατιέται στη μορφή της αξίας η αυτοδιατήρηση συμπίπτει με την αύξηση· και η αξία δεν διατηρεί τον εαυτό της παρά ακριβώς με το να ξεπερνά ολοένα το ποσοτικό της όριο, που βρίσκεται σε αντίφαση προς τον μορφολογικό της προσδιορισμό, προς την εσωτερική της γενικότητα29.

Για κάθε ιδιαίτερη ποσότητα αξίας, η αυτοαξιοποίησή της είναι κάτι το επιβεβλημένο, προκειμένου να επιτευχθεί η αντιστοίχηση της ύπαρξής της στην καθολική της ουσία, ή να επιχειρηθεί η ενεργοποίηση της έννοιάς της, που είναι να αποτελεί τον πλούτο ως τέτοιον. Αλλά αυτή η κίνηση αυτοεπέκτασης είναι επίσης και ο μόνος τρόπος για την αξία δι’ εαυτήν να διατηρεί την εαυτή της ως τέτοια. Η κεφαλαιακή μορφή της αξίας ορίζεται από μια δομικά προσδιορισμένη ώθηση προς την άπειρη αυτοεπέκταση.

Από την άποψη της συνολικής διαλεκτικής της αξιακής μορφής, που, όπως έχουμε δει, μπορεί να συλληφθεί ως μια κίνηση της αυτοθεμελίωσης της αξίας, η μετάβαση από τη χρηματική μορφή της αξίας στην κεφαλαιακή μορφή αίρει την αντίθεση ανάμεσα στο χρήμα και τα εμπορεύματα. Υπό τη μορφή του κεφαλαίου, η αξία –ως καθολική ουσία– αποκτά τη μορφή άλλοτε των εμπορευμάτων άλλοτε του χρήματος, που γίνονται μορφές της ύπαρξής της, και μεταξύ των οποίων εναλλάσσεται ασταμάτητα. Η αξία είναι τώρα καθ’ εαυτήν και δι’ εαυτήν και έχει αυτοθεμελιωθεί ως η ενότητα, η οποία επιστεγάζει την κίνηση ανάμεσα στο χρήμα και τα εμπορεύματα30.

Ο Μαρξ, όπως είδαμε νωρίτερα, περιγράφει πώς –στην πορεία της μετάβασης από το σχήμα Ε-Χ-Ε στο σχήμα Χ-Ε-Χ´ – η αξία μεταμορφώνεται στο «αυτόματο υποκείμενο» μιας διαδικασίας η οποία είναι ο σκοπός της (Bestimmung) – δηλαδή, η αυτοαξιοποίησή της. Αυτό που διαπιστώνουμε εδώ είναι ότι το κεφάλαιο είναι δομικά ή λογικά προσδιορισμένο· η κίνησή του προκύπτει από λογική αναγκαιότητα. Ως αυτοαξιοποιούμενη αξία, το κεφάλαιο γίνεται το αδιαφιλονίκητα δεσπόζoν ή «επιστέφον υποκείμενο» (overarching subjectübergreifendes Subjekt)31 της διαδικασίας ανταλλαγής εμπορευμάτων, που τώρα τίθεται ως η διαδικασία της ίδιας της αξιοποίησής του. Μπορούμε να πούμε, λοιπόν, ότι με το κεφάλαιο έχουμε ένα λογικό, αν όχι, ίσως, ακόμα και συνειδητό, υποκείμενο32.

Η έννοια του κεφαλαίου και η τελεολογία του Χ-Ε-Χ´

Η έννοια του κεφαλαίου, Χ-Ε-Χ´, φέρει εγγεγραμμένη εντός της μια τελεολογία: την αυτοεπέκταση της αξίας. Όπως είδαμε, η αντιστροφή από το σχήμα Ε-Χ-Ε στο σχήμα Χ-Ε-Χ´ είναι μια αντιστροφή μέσου και σκοπού: το μέσο της κυκλοφορίας γίνεται, ως κεφάλαιο, ο σκοπός της κυκλοφορίας. Η αξία, ως αυτοσυντήρητη, καθίσταται ο ίδιος ο σκοπός της. Ως ο γενικός τύπος του κεφαλαίου, το σχήμα Χ-Ε-Χ´ αντιπροσωπεύει, έτσι, το τέλος (telos) του κεφαλαίου.

Πρόκειται, παρ’ όλα αυτά, για ένα ιδιόμορφο τέλος, καθώς δεν αποτελεί παρά το σημείο εκκίνησης για έναν νέο κύκλο αξιοποίησης. Συνεπώς, ο κύκλος Χ-Ε-Χ´ επαναλαμβάνεται αδιάκοπα εκ νέου. Όταν το μέσο γίνεται αυτοσκοπός, τότε ανακύπτουν παράδοξες συνέπειες, όπως διέκρινε, πριν από τον Μαρξ, ο Αριστοτέλης. Στο Κεφάλαιο, παρουσιάζοντας τη δική του θεωρητικοποίηση για την αντιστροφή από το σχήμα Ε-Χ-Ε στο σχήμα Χ-Ε-Χ´, ο Μαρξ μνημονεύει την αριστοτελική διάκριση ανάμεσα στην οικονομική (που αντιστοιχεί στο σχήμα E-X-E και προτάσσει την αξία χρήσης) και τη χρηματιστική (που αντιστοιχεί στο σχήμα Χ-Ε-Χ´ και προτάσσει την αφηρημένη και χωρίς όρια μορφή του πλούτου), παραθέτοντας μάλιστα και ένα απόσπασμα από τον Αριστοτέλη:

Η χρηματιστική λοιπόν διακρίνεται από την οικονομική στο ότι “γι’ αυτήν η κυκλοφορία είναι η πηγή του πλούτου […]. Και φαίνεται σα να περιστρέφεται γύρω στο χρήμα, γιατί το χρήμα είναι η αρχή και το τέλος αυτού του τρόπου ανταλλαγής […]. Επομένως είναι απεριόριστος ο πλούτος, που επιδιώκει η χρηματιστική. Ακριβώς όπως κάθε τέχνη, που ο σκοπός της δεν της χρησιμεύει σαν μέσο αλλά σαν τελικός σκοπός, είναι απεριόριστη στην επιδίωξή της, γιατί προσπαθεί πάντα να πλησιάσει όσο μπορεί περισσότερο σ’ αυτόν, ενώ οι τέχνες που επιδιώκουν τα μέσα για το σκοπό, δεν είναι απεριόριστες, γιατί ο ίδιος ο σκοπός τους βάζει όριο, έτσι και γι’ αυτήν τη χρηματιστική δεν υπάρχουν όρια του σκοπού της, αλλά ο σκοπός της είναι ο απόλυτος πλουτισμός”33.

Αυτό το απεριόριστο που απορρέει από την αντιστροφή μέσου και σκοπού, έτσι ώστε το μέσο να γίνεται αυτοσκοπός, περιγράφεται από τον Μαρξ ως εξής:

Η απλή εμπορευματική κυκλοφορία – η πούληση για την αγορά – χρησιμεύει σαν μέσο για έναν τελικό σκοπό που βρίσκεται έξω από την κυκλοφορία, για την ιδιοποίηση αξιών χρήσης για την ικανοποίηση αναγκών. Αντίθετα, η κυκλοφορία του χρήματος σαν κεφάλαιο αποτελεί αυτοσκοπό, γιατί η αξιοποίηση της αξίας υπάρχει μόνο μέσα στα πλαίσια αυτής της κίνησης που διαρκώς ανανεώνεται. Γι’ αυτό, η κίνηση του κεφαλαίου είναι απεριόριστη34.

Σε αντίθεση με το σχήμα Ε-Χ-Ε που προχωράει, μέσω της ανταλλαγής, από ένα εμπόρευμα, στο ένα άκρο, σε ένα άλλο εμπόρευμα, στο άλλο άκρο, το οποίο «βγαίνει από την κυκλοφορία και περιέρχεται στην κατανάλωση», η διαδρομή Χ-Ε-Χ´ “ξεκινάει από το χρήμα και ξαναγυρνάει τελικά στο ίδιο το χρήμα”35. Από το ότι αυτή η κίνηση ανανεώνεται σταθερά και το χρήμα επιστρέφει σταθερά στον εαυτό του, το σχήμα Χ-Ε-Χ´ μπορεί να χαρακτηριστεί με εγελιανούς όρους ως ένα αληθινό ή αυθεντικό άπειρο36. Παρ’ όλα αυτά, όμως, μπορεί να θεωρηθεί και ως ψευδές άπειρο, στον βαθμό που το σχήμα Χ-Ε-Χ´ ενσωματώνει επίσης και τη στιγμή της αξιοποίησης· γιατί, όπως έχουμε δει, για την αξία ως κεφάλαιο είναι δομικά επιβεβλημένη η ώθηση να κινηθεί πέρα από τους δικούς της ποσοτικούς φραγμούς, αποδυόμενη σε μια ατελεύτητη συσσώρευση.

Αυτές οι δύο πτυχές του κεφαλαίου –δηλαδή, η σταθερή επιστροφή του κεφαλαίου στον εαυτό του ως αληθές άπειρο και η ακατάπαυστη εξώθησή του πέρα από τον εαυτό του, ως ψευδές ή κίβδηλο άπειρο– όταν ληφθούν μαζί, του προσγράφουν μια σισύφεια αποστολή. Ως ουσιωδώς αυτοαξιοποιούμενη αξία, το κεφάλαιο είναι καταδικασμένο σε διαρκή ανησυχία, σε αέναη κίνηση, γιατί το να μείνει ακίνητο σημαίνει την καταστροφή του. Ο ιδιάζων σκοπός του κεφαλαίου είναι, λοιπόν, να επεκτείνεται ασταμάτητα. Ως αληθινό άπειρο, το τέλος του είναι ο εαυτός του. Ως ψευδές άπειρο, το τέλος του είναι να υπερβεί τον εαυτό του· το τέλος του είναι μια ατέρμονη ανάπτυξη. Κατά παράδοξο τρόπο, η συσσώρευση του κεφαλαίου είναι μια τελεολογία δίχως τέλος.

Το κεφάλαιο πασχίζει αδιάκοπα να επιτύχει έναν φευγαλέο ή σταθερά απομακρυνόμενο στόχο. Τη στιγμή που ο στόχος του επιτυγχάνεται, την ίδια στιγμή αποδεικνύεται ότι αυτός ο στόχος είναι ένας αντικατοπτρισμός· τη στιγμή που ο σκοπός του πραγματοποιείται, την ίδια στιγμή τίθεται εκ νέου. Το κεφάλαιο είναι, έτσι, καταδικασμένο στην ύπαρξη ενός νεκροζώντανου, την αέναη ανησυχία του δαιμονικού βρικόλακα, του καταδικασμένου να κυνηγάει τα θηράματά του στη γη, ενώ η ψυχή του βρίσκεται στον προθάλαμο της κόλασης37. Είναι ένα αεικίνητο (perpetuum mobile).

Η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου είναι, όπως έχουμε δει, μια συγχρονική σχέση των λογικών στιγμών μιας συγκεκριμένης ολότητας, του καπιταλιστικού συστήματος. Όμως, τώρα, μπορούμε να δούμε ότι απότοκος αυτής της συστηματικής λογικής είναι μια διαχρονική δυναμική της αέναης κίνησης της αυτοαναπαραγωγής και αυτοεπέκτασης του κεφαλαίου. Αυτό είναι κάτι περισσότερο από μια τάση μακράς διάρκειας – είναι ένας εμμενής νόμος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου σε περισσότερο συγκεκριμένα επίπεδα αφαίρεσης

Η έκθεσή μας έχει παραμείνει μέχρι τώρα σε ένα πολύ αφηρημένο επίπεδο. Έχουμε δει πώς η διαλεκτική των μορφών της αξίας, αναδυόμενη από τη γενικευμένη ανταλλαγή των εμπορευμάτων, παράγει μια εμμενή λογική ώθηση προς την ακατάπαυστα αυτοαναπαραγόμενη κίνηση της αυτοαξιοποίησης της αξίας. Αυτή η διαλεκτική των καθαρών μορφών αναπτύσσεται αφαιρετικά από την άμεση διαδικασία της παραγωγής και αφαιρετικά από το ζήτημα της ουσίας της αξίας. Οι καθαρές μορφές, όμως, απαιτούν ένα περιεχόμενο, ώστε να μπορεί να ενεργοποιηθεί η αφηρημένη λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Είναι μέσα από την υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο που οι μορφές της αξίας αποκτούν ένα τέτοιο περιεχόμενο: στην υπαγωγή της παραγωγής στην «έννοια» του κεφαλαίου, η παραγωγική διαδικασία τίθεται και προσδιορίζεται μορφικά ως η διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, όμως, είναι η ανταλλαγή καπιταλιστικά παραγόμενων εμπορευμάτων που θέτει την αφηρημένη εργασία ως την ουσία της αξίας. Οι διαδικασίες παραγωγής και κυκλοφορίας προσδιορίζονται, έτσι, ως στιγμές μιας ενότητας: της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής. Καμιά ξεχωριστή στιγμή αυτής της διαδικασίας δεν είναι πρότερη των άλλων – καθεμιά προϋποθέτει όλες τις άλλες38. Όπως είδαμε, ωστόσο, το κεφάλαιο, μέσω της υπαγωγής της εργασίας σε αυτό, επιβάλλει τη λογική προτεραιότητά του στην κοινωνική διαδικασία της ζωής.

Η συσσώρευση του κεφαλαίου στηρίζεται στην εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας. Η πορεία της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι η ανάπτυξη αυτής της σχέσης εκμετάλλευσης – είναι η ανάπτυξη της σχέσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο. Ήδη, στο πλέον αφηρημένο επίπεδο, μπορούμε να διακρίνουμε μια κατευθυντική δυναμική, η οποία καθορίζει την πορεία της καπιταλιστικής ιστορίας – την αέναη ώθηση προς τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Η πορεία, όμως, της καπιταλιστικής συσσώρευσης –δηλαδή, η πορεία της σχέσης εκμετάλλευσης– μεσολαβείται από περισσότερο πολύπλοκες, συγκεκριμένες κατηγορίες, κάποιες εκ των οποίων αναπτύσσονται από τον Μαρξ στους τρεις τόμους του Κεφαλαίου, και οι οποίες αποτελούν πιο συγκεκριμένους προσδιορισμούς της λογικά διευθετημένης διαδικασίας της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Δεν δίνουμε εδώ ένα πλήρες περίγραμμα της συστηματικής διαλεκτικής του κεφαλαίου – ένα σχέδιο που, έτσι κι αλλιώς, ουδέποτε ολοκλήρωσε ο Μαρξ. Οι τρεις δημοσιευμένοι τόμοι του Κεφαλαίου του Μαρξ, πραγματεύονται το κεφάλαιο γενικά, στα επίπεδα της καθολικότητας, της ιδιαιτερότητας και της ενικότητας αντίστοιχα – δηλαδή, σε προοδευτικά πιο συγκεκριμένα επίπεδα αφαίρεσης, ή σε πιο πολύπλοκα επίπεδα μεσολάβησης39. Είναι στο επίπεδο του κεφαλαίου-εν-γένει ως ενικότητας, στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, που οι τάσεις μακράς διάρκειας εντός της συσσώρευσης του κεφαλαίου ως ολότητας –ως ενότητας πολλών κεφαλαίων– μπορούν να εξεταστούν.

Θα εκθέσουμε προκαταβολικά εδώ εν συντομία μερικές από αυτές τις τάσεις μακράς διάρκειας. Όπως σημειώσαμε στην εισαγωγή του παρόντος άρθρου, η καπιταλιστική συσσώρευση τείνει να υπονομεύει την ίδια της τη βάση. Η ίδια τάση μπορεί να εκφραστεί και ως εξής: η σχέση εκμετάλλευσης διαβρώνει το ίδιο της το θεμέλιο, καθώς αυτό που αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης –η εργασιακή δύναμη– έχει την τάση να αποβάλλεται από την παραγωγική διαδικασία με την αύξηση της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας. Η ίδια τάση βρίσκει έκφραση στην αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και την πτώση του ποσοστού κέρδους – την τάση δηλαδή προς την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου, έτσι που το κεφάλαιο αποδεικνύεται ανίκανο να δημιουργήσει σε επαρκή αναλογία καινούρια πεδία για την παραγωγική εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης, για την παραγωγή επαρκούς υπεραξίας με την οποία να αξιοποιεί τον εαυτό του.

Όπως έχουμε δει, η σχέση εκμετάλλευσης είναι εξ ορισμού μια αντιφατική σχέση – μια σχέση ταξικής πάλης. Οι τάσεις μακράς διάρκειας που έχουμε αρχίσει να σκιαγραφούμε αποτελούν, ως εκ τούτου, προσδιορισμούς της ταξικής πάλης. Η ιστορία της είναι η ιστορία μιας κινούμενης αντίφασης – η συγκρουσιακή και μαστιζόμενη από κρίσεις αναπαραγωγή της σχέσης εκμετάλλευσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο.

Συμπέρασμα

Η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου είναι, κατά πρώτο λόγο, μια διαλεκτική των καθαρών μορφών – ήτοι, των μορφών της αξίας. Η αξία θεμελιώνει εαυτή αναδραστικά μέσω της διαλεκτικής μετάβασης από τις αντιφατικές μορφές της αξίας (το εμπόρευμα και το χρήμα) στην κεφαλαιακή μορφή της αξίας: αξία, της οποίας ο σκοπός είναι να αναπαράγει τον εαυτό της – μια ολοποιητική, απόλυτη μορφή. Για να ενεργοποιήσει τον εαυτό της και να θεμελιωθεί στην πραγματικότητα, αυτή η ολοποιητική μορφή θα πρέπει να προσλάβει ένα περιεχόμενο – κι αυτό το κάνει μέσω της υπαγωγής της εργασίας σε αυτή και τον μορφικό προσδιορισμό της κοινωνικής διαδικασίας της ζωής ως παραγωγικής διαδικασίας του κεφαλαίου. Πράγματι, όπως έχουμε δει, το κεφάλαιο δεν είναι παρά μια διεστραμμένη μορφή των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων. Ακόμα περισσότερο, για να θεμελιωθεί στην πραγματικότητα, το κεφάλαιο πρέπει να θέτει τις ίδιες του τις προϋποθέσεις – πρέπει να αναπαράγει τον εαυτό του και το ενδογενές του «έτερο», το προλεταριάτο, τον άλλο πόλο της σχέσης εκμετάλλευσης. Πρέπει να αναπαράγει την ίδια τη σχέση εκμετάλλευσης. Στον βαθμό που η σχέση εκμετάλλευσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο είναι αυτοαναπαραγόμενη, μπορούμε να πούμε ότι η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου είναι ολοποιητική και κλειστή στην κυκλικότητά της.

Αν, όμως, η συστηματική διαλεκτική είναι κλειστή σε ένα επίπεδο αφαίρεσης, αυτή η κλειστότητα τίθεται σε αμφισβήτηση στο πιο συγκεκριμένο επίπεδο της πραγματικής ιστορίας της ταξικής σχέσης. Η αυτοαναπαραγωγή της σχέσης εκμετάλλευσης μέσω της αμοιβαίας αναπαραγωγής του κεφαλαίου και του προλεταριάτου δεν μπορεί να παραμείνει εγγυημένη εσαεί. Όντως, στον βαθμό που υπάρχουν τάσεις μακράς διάρκειας, εγγενείς στην καπιταλιστική συσσώρευση, οι οποίες απειλούν να υπονομεύσουν την ίδια της τη βάση, και στον βαθμό που η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου –ως διαλεκτική της ταξικής πάλης– παράγει ένα προλεταριάτο πρόσφορο να διαλύσει την ίδια την ταξική σχέση, η διαλεκτική δεν μπορεί να ειπωθεί ότι είναι κλειστή, αλλά, μάλλον, ανοιχτή ως προς την έκβασή της40.

Αυτή η ανοιχτότητα της διαλεκτικής ως προς την έκβαση δεν προκύπτει από την ενδεχομενικότητα της ταξικής πάλης ως προς τη συστηματική λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης: η ταξική πάλη δεν είναι μια «εξωγενής μεταβλητή». Αυτό που σε ένα επίπεδο είναι απλά ενδεχομενικό ως προς τη λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης –οι υλικές και πνευματικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και ανάμεσα στους ανθρώπους και τη φύση– εκλογικεύεται το ίδιο –τίθεται δηλαδή υπό τη λογική της κεφαλαιακής μορφής της αξίας– ως αποτέλεσμα της υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, καθώς και της αυτοαναπαραγωγής της σχέσης αμοιβαίας συνεπαγωγής ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο. Έπεται ότι η ιστορία της ταξικής σχέσης είναι προσδιορισμένη βάσει του ιδιαίτερα ασύμμετρου χαρακτήρα αυτής της σχέσης, στην οποία ο ένας πόλος ορίζεται από την αφηρημένη λογική της αυτοεπέκτασης της αξίας και υπάγει την εργασία του άλλου πόλου. Το προλεταριάτο δεν είναι διατεθειμένο να πειθαρχήσει και τόσο εύκολα μπροστά στις αδήριτες ανάγκες και την κρίσιμη κατάσταση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αλλά η δυστροπία του, ή ίσως καλύτερα ο ανταγωνισμός του, έχει έναν προσδιορισμένο χαρακτήρα βάσει της θέσης του ως πόλου της κινούμενης αντίφασης. Η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου –ως διαλεκτική της ταξικής πάλης– είναι, σε τελική ανάλυση, ανοιχτή ως προς την έκβασή της επειδή κυοφορεί τον κίνδυνο του ίδιου του εμμενώς παραγόμενου ξεπεράσματός της κατά την επαναστατική δράση του προλεταριάτου, το οποίο, μέσα από άμεσα μέτρα κομμουνιστικοποίησης, καταργεί τον εαυτό του και το κεφάλαιο και παράγει τον κομμουνισμό.

1 Αναδημοσίευση από την ελληνική έκδοση: Endnotes 2: “Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2015.

2 Μαρξ, Κ. (1990α). Grundrisse, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Β’. Αθήνα: Στοχαστής, σελ. 539.

3 Η ιδέα μιας πρακτικά αναστοχαστικής θεωρίας αναπτύσσεται από τον Richard Gunn στο άρθρο του “Practical Reflexivity in Marx”, Common Sense 1, 1987.

4 Βλ. π.χ. τους τρεις τόμους του Open Marxism που δημοσιεύθηκαν από τις εκδόσεις Pluto Press, καθώς και το W. Bonefeld & J. Holloway. (1995). Global Capital, National State, and the Politics of Money. London: Palgrave Macmillan.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: “rearing themselves up on their hind legs”. Μια παρόμοια διατύπωση συναντάται στα οικονομικά χειρόγραφα του Μαρξ της περιόδου 1861-1863, βλ. Marx, K. (1994). Economic Manuscript of 1861-63 (MECW 34). New York City: International Publishers. p. 130.

6 Βλ. Marramao, G. (Winter 1975-1976). «Theory of Crisis and the Problem of Constitution». Telos 26.

7 Βλ. τον “Επίλογο” στο Endnotes 1, για μια σκιαγράφηση της ικανότητας προσδιορισμού της ιστορίας που αναλογεί στην επαναστατική δράση του προλεταριάτου ως κομμουνιστικοποίηση.

8 Βλ. το άρθρο “Αθλιότητα και Χρέος” (στον ίδιο τόμο: Endnotes 2).

9 Μαρξ, Κ. (1989α). Grundrisse, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Α’. Αθήνα: Στοχαστής, σελ. 115. [Σ.τ.Μ.: Στην ελληνική μετάφραση το πλήρες σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής: «Αυτές οι εμπράγματες σχέσεις εξάρτησης, αντίθετα από τις προσωπικές, εμφανίζονται επίσης με τέτοιο τρόπο (η εμπράγματη σχέση εξάρτησης δεν είναι παρά οι κοινωνικές σχέσεις που προβάλλουν σαν αυτοτελείς απέναντι στα φαινομενικά ανεξάρτητα άτομα· δηλαδή οι δικές τους, ανεξαρτητοποιημένες απέναντι σ’ αυτά τα ίδια, αμοιβαίες σχέσεις παραγωγής) ώστε τα άτομα κυριαρχούνται τώρα από αφαιρέσεις, ενώ προηγούμενα είταν εξαρτημένα το ένα από το άλλο» (οι εμφάσεις στο πρωτότυπο)].

10 Βλ. ιδίως Arthur, C. (2002). The New Dialectic and Marx’s Capital. Leiden: Brill.

11 Στμ.: Μαρξ, Κ. (1978α). Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος. Αθήνα: Σύγχρονη εποχή, σελ. 189. Το 7ο κεφάλαιο της αγγλικής έκδοσης του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου αντιστοιχεί στο 5ο της ελληνικής.

12 Πιθανόν, ο Μαρξ αισθάνεται υποχρεωμένος να ισχυριστεί εξ αρχής ότι η εργασία είναι το περιεχόμενο της αξίας για πολιτικούς λόγους. Βλ. το άρθρο «Κομμουνιστικοποίηση και Θεωρία της Αξιακής Μορφής» στο παρόν τεύχος για μια πραγμάτευση της πολιτικής διάστασης της κριτικής του Μαρξ στην πολιτική οικονομία.

13 Στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, οι λογικές μορφές (δηλαδή, οι μορφές της αξίας), αποκτούν οντολογικό στάτους ως πραγματικές αφαιρέσεις. Μέσω της υπαγωγής της εργασίας στον εαυτό του, το κεφάλαιο επισφραγίζει την προτεραιότητα της λογικής του, για την οποία θα μπορούσε νε ειπωθεί ότι έχει πραγματική ύπαρξη.

14 Στμ. Ο όρος interrelation θα μπορούσε να αποδοθεί και ως ενδοσυσχέτιση για να δοθεί έτσι έμφαση στο γεγονός ότι αφορά τη σχέση δύο “πραγμάτων” όχι ως εξωτερικών το ένα προς το άλλο, αλλά την εγγενή, ενδογενή σχέση τους ως εσωτερικών “μερών” μιας ολότητας. Προτιμήσαμε, όμως, τον όρο “αλληλοσυσχέτιση” μιας και αυτός χρησιμοποιείται συνήθως για την απόδοση του συγκεκριμένου αγγλικού όρου, περιλαμβάνοντας και τη συνδήλωση της ενδογενούς αμοιβαίας σχέσης.

15 Στμ.: Στο πρωτότυπο: “in the mode of being denied”. Η έκφραση αυτή έγινε τρέχουσα στη σύγχρονη μαρξιστική φιλολογία μέσα από το έργο των θεωρητικών της τάσης του Ανοιχτού Μαρξισμού, βλ. ιδίως: Gunn, R. (1992). «Against Historical Materialism». Στο W. Bonefeld, R. Gunn & K. Psychopedis (eds). Open Marxism: Theory and Practice, vol. II. London: Pluto Press, pp. 1-45. Στην απόδοσή της ακολουθήσαμε τη μεταφράστρια του έργου του Holloway, J. (2006). Ας Αλλάξουμε τον Κόσμο Χωρίς να Καταλάβουμε την Εξουσία. Αθήνα: Σαββάλας, σελ. 84-85 (μετάφραση: Άννα Χόλογουεη).

16 Χρησιμοποιούμε τον όρο “διαστροφή” για να αποδώσουμε τον όρο που χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Μαρξ: “Verrückung”, που μπορεί επίσης να αποδοθεί και ως “μετατόπιση” (displacement). Η γερμανική λέξη φέρει επίσης και τη συνδήλωση της “παράνοιας” (insanity).

17 Βλ. Marx & Engels. (1975). Selected Correspondence. Moscow: Progress Publishers, p. 121. Ο Μαρξ είχε αποκτήσει, ως δώρο από τον Freiligrath, το αντίγραφο της Λογικής του Χέγκελ που είχε ο Μπακούνιν.

18 Στην ανακατασκευή του Arthur, η πρόοδος των κατηγοριών στα πρώτα έξι κεφάλαια του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου αντιστοιχίζεται στη Λογική του Χέγκελ, κατά τρόπο ώστε η λογική κίνηση από την ανταλλαγή εμπορευμάτων στην αξία να παραλληλίζεται με τη “Διδασκαλία περί του Είναι”· ο “διπλασιασμός του χρήματος και των εμπορευμάτων” παραλληλίζεται με τη “Διδασκαλία περί της Ουσίας”· και, τέλος, το κεφάλαιο ως “απόλυτη μορφή” που θέτει την πραγματοποίησή του στην εργασία και τη βιομηχανία, αντιστοιχεί στην “Έννοια” του Χέγκελ. Βλ. Arthur, ό.π., pp. 79-110.

19 Marx, K. (1989). Economic Manuscript of 1861-63 (MECW 31). New York City: International Publishers, σελ. 390.

20 Arthur, ό.π., σελ. 24-25.

21 Μαρξ, Κ. (1990α). Grundrisse, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Β’. Αθήνα: Στοχαστής, σελ. 205.

22 Στο Αντι-Ντίρινγκ, αλλά και αλλού, ο Ένγκελς συγχέει τη συγχρονική και τη διαχρονική διάσταση της διαλεκτικής αναπτύσσοντας αυτό που έχει γίνει γνωστό ως «λογικο-ιστορική μέθοδος», σύμφωνα με την οποία η λογική μέθοδος του Κεφαλαίου αντικατοπτρίζει τα ιστορικά στάδια ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι, ο Ένγκελς ερμηνεύει το τμήμα του Κεφαλαίου όπου θίγεται το ζήτημα της ανταλλαγής των εμπορευμάτων τοποθετώντας το στο συγκείμενο μιας υποτιθέμενης ιστορικής εποχής της λεγόμενης «απλής εμπορευματικής παραγωγής». Για μια κριτική αυτής της άποψης βλ. Arthur, C. (1996). «Engels as Interpreter of Marx’s Economics». Στο Arthur, C. (ed.). Engels Today: A Centenary Appreciation. London: MacMillan. Οι υποστηρικτές της συστηματικής διαλεκτικής έχουν, λοιπόν, προσπαθήσει με νύχια και με δόντια να διαφοροποιήσουν την προσέγγισή τους από όλες τις αντιλήψεις μιας ιστορικής διαλεκτικής, συμπεριλαμβανομένης της λεγόμενης διαλεκτικής των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων σε διάφορους τρόπους παραγωγής, καθώς και από την πιο εγελιανή μαρξιστική προβληματική της ιστορίας της αλλοτρίωσης και του ξεπεράσματός της.

23 Arthur, C. (2002). The New Dialectic and Marx’s Capital. Leiden: Brill, σελ. 31.

24 Ό.π.

25 Μαρξ, Κ. (1978α). Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος. Αθήνα: Σύγχρονη εποχή, σελ. 126.

26Smith, T. (1990). The Logic of Marx’s Capital. Albany, NY: SUNY Press, p. 89.

27 Στμ: Sublation: εξαιρετικά λεπτός όρος (συχνά χρησιμοποιείται για την απόδοση του εγελιανού “Aufhebung”) που σημαίνει την άρση ή την εξαφάνιση τινός σε μια διαλεκτική διαδικασία που το διατηρεί ως μερικό σε μια νέα σύνθεση.

28Ό.π.

29 Μαρξ, Κ. (1990α). Grundrisse, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Β’. Αθήνα: Στοχαστής, σελ. 198.

30 Αυτή η κίνηση είναι ανάλογη της κίνησης από τη “Διδασκαλία περί της Ουσίας” στη “Διδασκαλία περί της Έννοιας” στη Λογική του Χέγκελ.

31 Στμ.: Στην ελληνική μετάφραση, οι όροι αυτοί αποδίδονται ως «αναπτυσσόμενο υποκείμενο», Μαρξ, Κ. (1978α). Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος. Αθήνα: Σύγχρονη εποχή, σελ. 167.

32 Ο Moishe Postone αναπτύσσει αυτό το θέμα, συνδέοντας το κεφάλαιο με μια ασυνείδητη εκδοχή του εγελιανού Geist, στο (2003) “Lukács and the Dialectical Critique of Capitalism”. Στο R. Albritton & J. Simoulidis (eds). New Dialectics and Political Economy. London: Palgrave MacMillan. Φυσικά, το κεφάλαιο, ως αλλοτριωμένη αντικειμενικότητα που λαμβάνει μια υποκειμενικότητα στη διαδικασία της ίδιας της αυτοαξιοποίησής του, δεν είναι παρά μια διεστραμμένη μορφή των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ ατόμων.

33Μαρξ, ό.π., σελ. 165-166, σημ. 6.

34Μαρξ, ό.π., σελ. 164-165. (Στμ.: η έμφαση από τους συντάκτες του κειμένου).

35Ό.π., σελ. 162.

36 Βλ. Χέγκελ, Γ. (1991). Η επιστήμη της λογικής [Η μικρή Λογική]. Αθήνα: Δωδώνη, σελ. 223. [Στμ.: το πλήρες σχετικό χωρίο, στην ελληνική έκδοση, είναι το ακόλουθο: «Το Κάτι μεταβαίνοντας σε κάτι άλλο απλώς και μόνο συνδέεται με τον εαυτό του. Αυτός ο αυτοσχετισμός μέσα στην μετάβαση και μέσα στο άλλο, είναι η αληθινή απεραντοσύνη» (η έμφαση στο πρωτότυπο)].

37 Όπως θα δούμε παρακάτω, το κεφάλαιο είναι το πνεύμα που ζωοδοτεί την παραγωγική διαδικασία – ο Μαρξ χρησιμοποιεί τη μεταφορά ενός βρυκόλακα (ζόμπι) που ρουφάει αντί για αίμα τη ζωντανή εργασία. Μια άλλη κατάλληλη μεταφορά είναι, ίσως, αυτή του κεφαλαίου ως αφέντη-ζόμπι, του πνεύματος-ζόμπι που διευθύνει απ’ έξω τη δραστηριότητα των εργατών-ζόμπι, των ζωντανών νεκρών. Φυσικά, όλη αυτή η γοτθική εικονογραφία δεν θα πρέπει να συσκοτίζει την έννοια κατά την οποία η κίνηση του κεφαλαίου είναι επίσης η ολόπλευρη ανάπτυξη των αναγκών και της καθολικότητας, αν και υπό τη μορφή της άρνησής τους (δηλαδή, ως το σύμπαν της αξίας).

38 Στμ.: Αυτήν την ενότητα της (οντολογικής) μη-προτεραιότητας, μη-αναγωγιμότητας και συμπληρωματικότητας, θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε και αρχή της διαλεκτικής ολότητας.

39 Βλ. Shortall, F. (1994). The Incomplete Marx. Aldershot: Avebury, pp. 445-454 και Arthur, C. (2002) “Capital in General and Marx’s Capital”. Στο M. Campbell & G. Reuten (eds.). The Culmination of Capital. London: Palgrave Macmillan, για μια πραγμάτευση του όλου σχεδίου.

40 Η ταξική πάλη μεσολαβείται από πολλά επίπεδα συγκεκριμένων προσδιορισμών που παραμένουν εκτός θεωρητικής πραγμάτευσης στο παρόν άρθρο. Οι κύκλοι της πάλης και οι μορφές που παίρνουν ιστορικά τα επαναστατικά κινήματα προσδιορίζονται από τις μεταβαλλόμενες παγιώσεις της ταξικής σχέσης και τις αλλαγές στον χαρακτήρα της ίδιας της αυτοσυσχέτισης του προλεταριάτου στη σχέση του με το κεφάλαιο. Παραπέμπουμε τους αναγνώστες στο παρόν και σε άλλα τεύχη του Endnotes, στα οποία το περίγραμμα της ταξικής πάλης και της ιστορίας της εξετάζεται με πιο συγκεκριμένους όρους.

Η σκιά της Φυτείας

του Asad Haider1

Γι’ αυτόν τον λόγο ήταν κρίσιμο να μην αναχθεί το πρόβλημα του ρατσισμού σε ένα ζήτημα προκατάληψης, οφειλόμενης στο ενστικτώδες μίσος από την πλευρά των λευκών. Αντίθετα, όταν το ζήτημα της φυλής επανατδιατυπώθηκε στο πλαίσιο της ιστορίας της περιοχής στην οποία αναδύθηκε ο ρατσισμός, ως μια διαφοροποίηση μορφών εργασίας και της δικαιικής τους ελευθερίας, έγινε φανερό ότι η λευκή ανωτερότητα μπορούσε επίσης να ασκήσει τη βία της ενάντια στους λευκούς εργάτες, κτηματίες, κολίγες και μετανάστες των οποίων η εκμετάλλευση ενισχυόταν και αναπαραγόταν από τις επιβιώσεις της δουλείας.

Υπάρχει μια διήγηση που λέμε στους εαυτούς μας σχετικά με την ιστορία και που την παρουσιάζει ως μια αιώνια πρόοδο προς την ελευθερία. Στην αφήγηση αυτή, ο καπιταλισμός θεωρείται, τόσο από τους φιλελεύθερους όσο και από τους μαρξιστές, ως ένα κεφάλαιο, αφού κατανοείται να περιστρέφεται γύρω από την κατηγορία της ελεύθερης μισθωτής εργασίας – τον κατά το δίκαιο ελεύθερο και μετακινούμενο εργάτη που εισέρχεται σε ένα εθελούσιο συμβόλαιο με τον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής στην αγορά.

Αλλά η αφήγηση αυτή, όπως έχει επισημάνει η Heide Gerstenberger, βασίζεται σε μια εσφαλμένη προϋπόθεση. “Η πραγματική ιστορία του καπιταλισμού”, γράφει, “δεν υποστηρίζει την υπόθεση ότι η πλήρης νομική και πολιτική αυτονομία των εργατών είναι ένα θεμελιώδες προαπαιτούμενο για τις καπιταλιστικές μορφές εκμετάλλευσης”2. Στην πραγματικότητα, στη διάρκεια της ανάδυσης του καπιταλισμού και της αρχικής ραγδαίας ανάπτυξης, η ελεύθερη μισθωτή εργασία περιελάμβανε ένα περιθωριακό κομμάτι των πληθυσμών που ενσωματώνονταν στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Διάφορες μορφές καταναγκαστικής εργασίας ήταν διαδεδομένες ευρέως σε ολόκληρο τον αποικιακό κόσμο, καλύπτοντας τις ανάγκες σε βαμβάκι, καφέ και ζάχαρη της Αγγλίας της Βιομηχανικής Επανάστασης3.

Πώς επηρεάζει αυτή η αναγνώριση, που υποστηρίζεται από την σύγχρονη έρευνα στην ιστορία του καπιταλισμού, τις εννοιολογικές μας κατηγορίες4; Ο όρος “φυλετικός καπιταλισμός”, η πιο συχνά επικαλούμενη διατύπωση του περίφημου βιβλίου του Cedric Robinson “Black Marxism”, αναδεικνύεται όλο και περισσότερο. Σε πρώτη ματιά, μοιάζει να αναπαριστά με ακρίβεια την ιστορία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η οποία, όπως ο ίδιος ο Μαρξ περιέγραψε με ζωντάνια, χαρακτηριζόταν από τη λεηλασία των αποικιών και την βαρβαρότητα της δουλείας.

O όρος έχει επίσης μια αξιοσημείωτη πολιτική απήχηση. Στη θέση των φορμαλιστικών αντιπαραθέσεων σχετικά με “τη φυλή και την τάξη”, δείχνει προς μια ενιαία αντι-ρατσιστική και αντι-καπιταλιστική πολιτική. Ίσως ακόμα-ακόμα να επιτρέπει μια κάποια θεωρητική υβριδοποίηση μεταξύ Μαρξισμού και αυτού που ο Robinson αποκαλεί “Μαύρη Ριζοσπαστική Παράδοση”.

Φυσικά, μια ενοποιημένη αντιρατσιστική και αντικαπιταλιστική πολιτική δεν θα αποτελούσε καινούρια εφεύρεση. Ο μαύρος κομμουνιστής Harry Haywood, για παράδειγμα, έγραφε το 1933:

Στην παρούσα εποχή του ιμπεριαλισμού και της προλεταριακής επανάστασης το ζήτημα των Νέγρων στις ΗΠΑ πρέπει να θεωρηθεί ως μέρος του εθνικού αποικιοκρατικού προβλήματος, ή, με άλλα λόγια, είναι μέρος του γενικού, παγκόσμιας κλίμακας, προβλήματος της ελευθερίας των καταπιεσμένων και των εξαρτημένων λαών από τις αλυσίδες του ιμπεριαλισμού5.

Στην βάση αυτής της ανάλυσης, το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ, ενεπλάκη σε μια συνεχή επίθεση στην λευκή ανωτερότητα, θέτοντας τα θεμέλια για το κίνημα της απελευθέρωσης των μαύρων6. Παρ’ όλα αυτά, όπως πολλοί άλλοι σχολιαστές, ο Robinson βλέπει την υποκείμενη θεωρία ως ένα ατυχές και αρχαϊκό ευρω-μαρξιστικό φορτίο, αν όχι και μια ξένη επιβολή από Ρώσους πράκτορες. Αυτό συμβαίνει γιατί ο Haywood είχε προτείνει πως η παγκόσμια κεντρικότητα του αγώνα των μαύρων έγκειτο στον χαρακτήρα του ως μέρους του εθνικού ζητήματος7. Η “Θέση για τη Μαύρη Ζώνη8” (“Black Belt Thesis”), κανονικοποιημένη από την Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν) το 1928, πρότεινε ότι η γη που εκτείνεται από το Ανατολικό Τέξας μέχρι την Βιρτζίνια, με την καρδιά της στα λειβάδια της Αλαμπάμα και του Μισσισιπή, συνιστούσε ένα μαύρο έθνος που είχε το δικαίωμα να απαιτήσει την αυτοδιάθεσή του.

Παραμένει να δούμε το είδος πολιτικής που μπορεί να οικοδομηθεί στο θεμέλιο της έννοιας του φυλετικού καπιταλισμού. Για να προσδιορίσουμε ποια οργανωτική και πρακτική δραστηριότητα μπορεί να απορρέει από αυτή την ανάλυση, θα έπρεπε να στραφούμε στην σύγκριση που έχουμε μπροστά μας: την δουλειά των κομμουνιστών στις αρχές του 20ου αιώνα, που ξεκίνησε με τη,ν τώρα πια, ευρέως απαξιωμένη και γελειοποιούμενη θέση της “Μαύρης Ζώνης”. Υπό διακύβευση δεν είναι μόνο η μαρξιστική ανάλυση της ιστορίας αλλά επίσης και η πρακτική και οργανωτική κληρονομιά της διεθνούς επανάστασης. Σήμερα, η κληρονομιά αυτή διατρέχει τον κίνδυνο να αναχθεί σε μια απόκρυφη μυθολογία. Η διατήρησή της απαιτεί από μας να επισκεφθούμε ξανά γλώσσες, παλιές και νέες, για να ανακαλύψουμε ποιες αναπάντεχες σημασίες μπορεί να αποκαλυφθούν στις έννοιες του “φυλετικού καπιταλισμού” και του “μαύρου έθνους”.

Η Μαύρη Ριζοσπαστική Παράδοση

Πρώτα απ’ όλα είναι ουσιώδες να αναγνωρίσουμε ότι στο “Black Marxism”, ο Robinson δεν έχει απλά τροποποιήσει μια μαρξική ανάλυση του καπιταλισμού, υποδεικνύοντας απλά ότι η φυλετική καταπίεση ήταν μια από τις ορίζουσες της ανάπτυξής του. Ο “φυλετικός καπιταλισμός” είναι, μάλλον, μια κατηγορία που αρθρώνεται συγκεκριμένα από το προνομιακό σημείο της “Μαύρης Ριζοσπαστικής Παράδοσης”. Για να ορίσει την Μαύρη Ριζοσπαστική Παράδοση, ο Robinson έπρεπε να ακολουθήσει τα ίχνη ενός απίστευτου σαρώματος της παγκόσμιας ιστορίας. Προτείνει ότι η Μαύρη Ριζοσπαστική Παράδοση έχει τις ρίζες της στην συλλογική αντίσταση των σκλάβων του Νέου Κόσμου, μια αντίσταση η οποία, κατ’ αυτόν, βασιζόταν σε μια επστημολογία που “απέδιδε την ανωτερότητα στο μεταφυσκιό και όχι στο υλικό”9.

Σύμφωνα με αυτή την επιστημολογία, η δύναμη στην οποία αντιτίθεται η Μαύρη Ριζοσπαστική Παράδοση μπορεί να ταυτοποιηθεί ως “φυλετικός καπιταλισμός”. Η αντίσταση των μαύρων βασιζόταν, λέει ο Robinson, στην “Αφρικανικότητα της συνείδησής μας – κάποιο επιστημολογικό μέτρο που είναι εμπεδωμένο στο μυαλό μας και θεωρεί ότι ο φυλετικός καπιταλισμός, του οποίου είμαστε μάρτυρες, ήταν ένα απαράδεκτο πρότυπο της ανθρώπινης συμπεριφοράς10.

Από αυτό το πλεονεκτικό σημείο, σημείο που αποδίδει μια προνομιακή θέση στο πολιτισμικό και το μεταφυσικό, η σύγκρουση μιας Αφρικανικής συνείδησης με τον φυλετικό καπιταλισμό είναι ένα είδος σύγκρουσης πολιτισμών, καθώς ο φυλετικός καπιταλισμός εκφράζει τον χαρακτήρα του ίδιου του Δυτικού Πολιτισμού. Τι χαρακτηρίζει λοιπόν τον Δυτικό πολιτισμό και πώς μπορεί να εξηγηθεί η έκφρασή του ως φυλετικού καπιταλισμού από πολιτισμικές και μεταφυσικές και όχι υλικές αιτίες; O Robinson το εξηγεί αυτό με όρους ενός συστήματος “φυλετισμού11, που προηγείται του καπιταλισμού και κατηγοριοποιεί τους ποικίλους πληθυσμούς της Ευρώπης, οι οποίοι διακρίνονται από τοπικές, πολιτισμικές και γλωσσολογικές διαφορές. Το έθνος είναι μια απατηλή κατηγορία· συγχέει τη δομή του γραφειοκρατικού κράτους με την πραγματική ιστορία συγκεκριμένων ταυτοτήτων και κοινωνικών δομών που συγκρότησαν την ευρωπαϊκή κοινωνία. Ο Robinson καταλαβαίνει τον καπιταλισμό ως μια εμβάθυνση του φυλετισμού: Η τάση λοιπόν του ευρωπαϊκού πολιτισμού, μέσω του καπιταλισμού, δεν ήταν να ομογενοποιήσει αλλά να διαφοροποιήσει – να μεγενθύνει τις τοπικές διαφορές και τις διαφορές υπο-κουλτούρας και διαλέκτων σε “φυλετικές” διαφορές”12.

Ο “φυλετισμός” επιτρέπει στον Robinson να παράσχει μια μεταφυσική και πολιτισμική εξήγηση της ανάδυσης του καπιταλισμού. Απέναντι στην αναγωγή της ιστορικής εξήγησης σε υλικούς παράγοντες, ισχυρίζεται: “Ο φυλετισμός υποδήλωνε όχι μόνο μεσαιωνικές, φεουδαλικές και καπιταλιστικές κοινωνικές δομές, μορφές ιδιοκτησίας και τρόπους παραγωγής αλλά, επίσης, τις ίδιες τις αξίες και παραδόσεις της συνείδησης μέσα από τις οποίες οι λαοί εκείνων των εποχών μπορούσαν να κατανοήσουν τους κόσμους και τις εμπειρίες τους”13. Ο καπιταλισμός είναι μια στιγμή στην ανάπτυξη του ευρωπαϊκού φυλετισμού.

Μαύρος Εγελιανισμός

Ο Χέγκελ εξηγεί την παγκόσμια ιστορία ως τη διαδοχή συγκεκριμένων εθνικών πνευμάτων, του πνεύματος ενός λαού καθώς οικδομείται αντικειμενικά στο κράτος, και το οποίο εξαρτάται από την πολιτισμική διαμόρφωση της αυτο-συνείδησής του14. Αλλά αντίθετα από τον Χέγκελ, για τον οποίο η ιδαιτερότητα μιας κουλτούρας και της εθνικής της έκφρασης ενώνεται με την ανάπτυξη μιας παγκόσμιας ιστορίας, ο Robinson παρουσιάζει μια σχετικιστική φιλοσοφία της ιστορίας, με την έννοια ότι διαφορετικοί λαοί διακρίνονται από διαφορετικές πνευματικές αρχές, των οποίων η σχέση δεν είναι αυτή μιας προόδου.

Ο Robinson μας δείχνει τον φυλετικό χαρακτήρα του εγελιανού Απόλυτου Πνεύματος, που είναι τελικά η συγκρότηση της ιστορίας της Ευρώπης ως πνευματικής ενότητας. Όμως, ο Robinson δεν επιδιώκει να διορθώσει τον εσφαλμένο οικουμενισμό του Χέγκελ, αλλά μάλλον να αντιπαραθέσει στο Λευκό Απόλυτο Πνεύμα μια ενοποιημένη Μαύρη Ριζοσπαστική Παράδοση, που δεν φιλοδοξεί μια Παγκόσμια Ιστορία αλλά μια εσωτερική συνέπεια της δικής της κοινότητας.

Σε ένα πολιτικό επίπεδο, το βιβλίο του Robinson οδηγεί σε μια αποκήρυξη του Μαρξισμού – είναι ένας μετα-μαρξισμός. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια αντιφατική χρονικότητα επί τω έργω, επειδή θεωρητικά η προβληματική του Robinson είναι προ-μαρξιστική. Έχει προτείνει έναν Μαύρο Εγελιανισμό που προσπαθεί να υπερβεί τον μηχανιστικό υλισμό, όπως έκανε ο Χέγκελ με την φιλοσοφία του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.

Αλλά ο υλισμός του Μαρξ δεν ήταν απλά μια επιστροφή από τον ιδεαλισμό του Χέγκελ στον υλισμό του 18ου αιώνα. Ήταν μια εντελώς καινούρια εφεύρεση, βασισμένη σε μια πρωτότυπη και προσεκτική κριτική του ιδεαλισμού. Ενώ η επεξεργασία του όρου “φυλετικός καπιταλισμός” από τον Ρόμπινσον ταυτοποιεί θεμελιωδώς σημαντικά χαρακτηριστικά της ιστορικής ανάπτυξης της παγκόσμιας αγοράς και της αναδιοργάνωσης που επέφερε στον παγκόσμιο πληθυσμό (έθνη, μετανάστευση, δουλεία), παραμένει, όπως η “κοινωνία των πολιτών” του Χέγκελ, μια ιδεολογική έννοια. Ακόμα και η πιο επιφανειακή ερμηνεία του όρου υποδηλώνει την ύπαρξη ενός μη-φυλετικού καπιταλισμού – με άλλα λόγια, ενός καπιταλισμού που δεν αναδύθηκε ούτε αναπτύχθηκε εντός μιας παγκόσμιας αγοράς, που ενσωμάτωσε την φυλετική δουλεία. Ένας τέτοιος καπιταλισμός δεν υπάρχει, παρά μόνο ως μια πλασματική a posteriori κατασκευή.

Αν εξετάσουμε βαθύτερα τον όρο, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα σοβαρό ιστοριογραφικό πρόβλημα. Εξηγώντας τον καπιταλισμό ως την έκφραση μιας υποκείμενης πολιτισμικής λογικής, η έννοια του φυλετικού καπιταλισμού αποκρύπτει τις ενδεχομενικές απαρχές των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων – το κομβικό σημείο που διαχωρίζει τον Μαρξ από τον Άνταμ Σμιθ. Κάτω από αυτό το φως, είναι ευκολότερο να καταλάβουμε την αδυναμία του Robinson να παρουσιάσει μια συνεκτική ερμηνεία του Μαρξ. Αυτό που εμφανίζεται ως μια κριτική στον Μαρξ είναι, στην καλλίτερη περίπτωση, μια κριτική στον Χέγκελ, από το προνομιακό σημείο ενός Χέγκελ που έχει “μετακομίσει” στην Αφρική.

Συνεπώς, ο τρόπος που ο Robinson παρουσιάζει φιγούρες που θα μπορούσαν, με ακρίβεια, να περιγραφούν ως “Μαύροι Μαρξιστές”, εξαρτάται από ιδιοσυγκρατικές αναγνώσεις, καθώς προσπαθεί να ενσωμάτωσει αυτές τις φιγούρες στην Μαύρη Εγελιανή Παράδοση, υπονοώντας ότι από αυτή την προνομιακή θέση έφτασαν να δουν τον Μαρξισμό ως ανεπαρκή. Αυτό μπορεί να ισχύει, σε κάποιο βαθμό, για τον Richard Wright· τα άλλα παραδείγματα, όμως, του Robinson, ο W.E.B. Du Bois και ο C.L.R. James, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως η καλλίτερη διάψευση της θέσης του, καθώς καταδεικνύουν ότι ο Μαρξισμός είναι ένα πολύ πιο ποικιλόμορφο και γόνιμο έδαφος από όσο υποδεικνύει ο ίδιος.

Για να παρουσιάσει τους Du Bois και James ως επικριτές του Μαρξισμού, μάλλον, παρά ως κάποιους από τους πιο λαμπρούς και σημαντικούς εκπροσώπους του, ο Robinson παρουσιάζει μια αναγωγιστική καρικατούρα της μαρξιστικής θεωρίας, καταφεύγοντας σε αμφίβολες ερμηνείες του έργου τους που ούτε κατ’ ελάχιστον δεν δικαιολογούνται από τις ίδιες τις αναφορές του15.

Η σκιά της Φυτείας

Τα όρια αυτής της καρικατούρας είναι προφανή. Παρουσιάζει, όμως, η κομμουνιστή ανάλυση, που υποτείνει τη θέση για την “Μαύρη Ζώνη”, μια ουσιαστική εναλλακτική στην Σμιθιανή υπόθεση του Robinson ότι ο καπιταλισμός ήταν η φυσική συνέπεια των ευρωπαϊκών αξιών;

Ας επιστρέψουμε στο έργο του Harry Haywood: “Negro Liberation”, του 1948. Η αμερικάνικη φυτεία σκλάβων του 19ου αιώνα, γράφει ο Haywood, ήταν:

ένα υβρίδιο δύο συστημάτων, της κλασσικής οικονομίας των δούλων και του μοντέρνου καπιταλισμού, που συνδύαζε τα χειρότερα γνωρίσματα αμφότερων. Ο πατέρας της ήταν μια καπιταλιστική κοινωνία που παράγει εμπορεύματα, αναπτύχθηκε κάτω από τις φτερούγες της και υπόκειτο στις σχέσεις της αγοράς της. Τότε, όπως και τώρα, η φύση της σοδειάς των κτηματιών, η τιμή της και τα κέρδη που απέφερε, καθορίζονταν από την καπιταλιστική αγορά. Οι προμήθειες και η χρηματοδότησή της έρχονταν από έξω. Στη διάρκεια της δουλείας, η φυτεία χρηματοδοτούνταν από μεγάλα τραπεζικά και οικονομικά ιδρύματα στον Βορρά καθώς και στην Αγγλία16.

Το αποκαλούμενο “φυλετικό πρόβλημα”, ισχυρίζεται ο Haywood, ήταν το αποτέλεσμα “των κοινωνικών δομών που επιβλήθηκαν πάνω στους Νέγρους κάτω από τις συνθήκες οικονομικής επιβίωσης της δουλείας, και του εξω-οικονομικού στοιχείου του φυλετικού καταναγκασμού”17. Η συνεχιζόμενη ύπαρξή της γινόταν έκδηλη με την “παράξενη ανωμαλία μιας οιονεί δουλοπαροικίας στην ίδια την καρδιά της πιο αναπτυγμένης βιομηχανικά χώρας του κόσμου”18. Ο “Jim Crow”19, το λυντσάρισμα, η τρομοκρατία της Κου Κλουξ Κλαν, η καλλιέργεια με “μορτή”20, και η υποδούλωση λόγω χρεών21 επέτρεψαν “στους πρώην δουλοκτήτες να διατηρήσουν τις παλιές σχέσεις δουλείας υπο τις νέες συνθήκες της νομικής απελευθέρωσης”22.

Η Μεγάλη Μετανάστευση23, που έγειρε την πλάστιγγα του μαύρου πληθυσμού προς τις πόλεις και τον Βορρά, ήταν μια μορφή αντίστασης σε αυτές τις επιβιώσεις της δουλείας, μια γραμμή διαφυγής που αποστέρησε το κεφάλαιο από μια τεχνητά φτηνότερη εργατική δύναμη24. Καθώς η ικανότητά του να χρησιμοποιεί επιπλέον εξω-οικονομικό καταναγκασμό για να αυξάνει την παραγωγικότητα παράκμαζε, το κεφάλαιο δεν είχε άλλη επιλογή από το να στηριχτεί στην εκμηχάνιση της γεωργίας, η οποία με τη σειρά της εκτόπισε τους μαύρους κολίγες, οδηγώντας ακόμα μεγαλύτερους πληθυσμούς στις πόλεις του Βορρά, όπου ακολουθούνταν από αυτό που ο Haywood αποκαλεί “σκιά της φυτείας25.

Στον Βορρά, η μαύρη μισθωτή εργασία ήρθε, στα εργοστάσια και στους δρόμους της πόλης, αντιμέτωπη με την ίδια δυναμική. Ας θυμηθούμε την περίφημη ρήση του Malcolm X: “Όσο είσαι νότια από το σύνορα με τον Καναδά, είσαι Νότια”. Ένας και μόνο μαύρος βιομηχανικός εργάτης μπορεί να υποχρεωνόταν από μια ρατσιστική διεύθυνση να κάνει τη δουλειά αρκετών λευκών εργατών σε συνθήκες αυξανόμενης ανασφάλειας. Η αυτοματοποίηση στα εργοστάσια συνήθως σήμαινε ανεργία για τους μαύρους, οδηγώντας σε μια στενή σύνδεση της ταξικής πάλης στα εργοστάσια με τις εξεγέρσεις, στις πόλεις, όσων ήταν έξω από αυτά26. Αυτοί οι συνεχιζόμενοι αγώνες έδειξαν ότι η νομική ελευθερία της μισθωτής εργασίας δεν είναι προϊόν μιας εγγυημένης ιστορικής εξέλιξης· εμφανίζεται μόνο όταν η εξαρτημένη από την αγορά εργατική τάξη αντιστέκεται στην εξουσία και τον καταναγκασμό που της επιβάλλεται.

Η ιδεολογία της Φυλής

Με ποιο τρόπο η καπιταλιστική δύναμη και καταναγκασμός έφτασαν να ασκούνται σύμφωνα με φυλετικές γραμμές; Ένα πολεμικό κείμενο του Harry Haywood με τον εξαιρετικό τίτλο “Against Bourgeois-Liberal Distortions of Leninism on the Negro Question in the United States27, προσπαθεί να απαντήσει το ερώτημα28. Δηλώνει εκεί: “Η φυλή σαν κοινωνικό ζήτημα, υπάρχει μόνον για τους αστούς ιδεολόγους και στα μυαλά όσων παραπλανούνται από αυτούς”. Η βασική κίνηση αυτής της ιδεολογίας είναι να εμποτίσει “διαφορές μέσα στο ανθρώπινο είδος, όπως αυτή του χρώματος του δέρματος, της υφής των μαλλιών κ.λπ.” με “μια κοινωνική σημασία”, και σε αυτή τη βάση να ισχυριστούν “την ύπαρξη στη φύση κυρίαρχων και δουλικών φυλών”29.

Αυτό δεν σήμαινε, όμως, ότι η φυλή ήταν απλά μια ψευδαίσθηση. Οι φυλετικές θεωρίες αναδύθηκαν για να προσφέρουν μια ηθική δικαιολόγηση των αποικιοκρατικών πολιτικών, και ως εκ τούτου απέκτησαν πραγματικές πολιτικές μορφές που διαιώνιζαν την υποκείμενη σχέση εκμετάλλευσης30. Καλλιεργώντας το μίσος και την μνησικακία μεταξύ των πληθυσμών των εθνών των καταπιεσμένων και των καταπιεστών, η ιδεολογία της φυλής απέτρεψε την ανάδυση μιας ενιαίας παγκόσμιας αμφισβήτησης του ιμπεριαλισμού.

Αυτή η ιδεολογία πήρε μια ιδιαίτερη μορφή στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, εξαιτίας δύο δημογραφικών παραγόντων. Ο πρώτος ήταν η μετανάστευση. Οι άρτι αφιχθέντες μετανάστες υπόκεινταν σε ιδιαίτερη εκμετάλλευση, ενώ οι ντόπιοι Αμερικάνοι εργάτες απολάμβαναν μεγαλύτερα προνόμια και ήταν οργανωμένοι σε κλειστά σωβινιστικά συντεχνιακά συνδικάτα. Αλλά αυτή η διαφοροποίηση έτεινε να εξαφανιστεί, καθώς οι Ευρωπαίοι μετανάστες ενσωματώνονταν με το πέρασμα των γενεών. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η δουλεία των Αφρικανών, που κατέστησε δυνατό το ρίζωμα της διαφοροποίησης στην αγορά εργασίας σε ορατές φυσικές διαφορές. Γράφει ο Haywood: “Η ιδιάζουσα ιστορική ανάπτυξη του αμερικάνικου καπιταλισμού προσδεμένη, όπως ήταν, με την ανάπτυξη της παραγωγής του βαμβακιού και την αναγκαία χρησιμοποίηση της εργασίας των Νέγρων σκλάβων, συνέβαλε στην πρώιμη ανάπτυξη των φυλετικών θεωριών. Η ηθική επιβολή κυρώσεων στο βάρβαρο σύστημα της δουλείας έκανε αναγκαίο τον αποκλεισμό του Νέγρου σκλάβου από την κατηγορία των ανθρώπων31.

Καθώς οι μαύροι και οι λευκοί ζούσαν δίπλα-δίπλα στις Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς τις αυστηρές γεωγραφικές, πολιτισμικές και γλωσσολογικές διαιρέσεις που χαρακτήριζαν τις σχέσεις της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, ο φυλετικός παράγοντας κατέστη κεντρικός πυλώνας της κυρίαρχης ιδεολογίας. Το αμερικανικό έθνος έφτασε να προσδιορίζεται σε όρους της λευκότητας, με την φυσική διαφορά στο χρώμα να υπερβαίνει τις ενδο-ευρωπαϊκές ιεραρχίες ανάμεσα στους μετανάστες, ιεραρχίες που κουβαλούσαν καταπιεσμένες εθνικότητες από την Ιρλανδία, την Νότια Ιταλία και την Ρωσική Αυτοκρατορία.

Δεν αποτελούσε, λοιπόν, έκπληξη ότι μαύρη εθνικιστική αντίδραση του Marcus Garvey32 θα ήταν επίσης ριζωμένη στην φυλετική ιδεολογία. Ακόμα και η ρεφορμιστική θεωρία της φυλετικής ενσωμάτωσης33 ήταν επιρρεπής σε αυτή την παγίδα. Αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα του ρατσισμού σαν ένα ζήτημα προκατάληψης, εξαιτίας του ενστικτώδους μίσους από την πλευτά των λευκών, ανήγαγε ολόκληρη την οικονομική και κοινωνική δομή του ρατσισμού στην ιδεολογική της αναπαράσταση. Η φιλελεύθερη ρεφορμιστική θεωτία ήταν συνεπώς ανίκανη να αναγνωρίσει τον πολιτικό ανταγωνισμό ανάμεσα στην μαύρη αυτοχειραφέτηση και την σκιά της φυτείας – μπορούσε μόνο να δει την εξάλειψη της προκατάληψης, μέσω της εκπαίδευσης και της φιλανθρωπίας.

Οι φαντασιώσεις του Απόσχισης

Για τους μαύρους κομμουνιστές, το κίνημα του Garvey αντιπροσώπευε μια από τα κάτω εναλλακτική στον ρεφορμιστικό “ενσωματισμό”· συντονιζόταν με το εθνικιστικό υπόγειο ρεύμα των μαύρων μαζών, που ο Haywood περιέγραφε ως “ένα αυτόχθον προϊόν, αναδυόμενο από το έδαφος της υπερ-εκμετάλλευσης και καταπίεσης των Μαύρων στις Ηνωμένες Πολιτείες”34. Επειδή οι απόψεις του Garvey35 άνοιξαν έναν δρόμο απόρριψης της λευκής κοινωνίας, όπως αυτή υπήρχε, και όχι μιας συμπερίληψης σε αυτήν, προσέλκυσαν απλούς ανθρώπους από την “καταβαραθρωμένη μαύρη αγροτιά” που είχε μεταναστεύσει πρόσφατα. Προσέλκυσε, όμως, και επιχειρηματίες των γκέττο, που έψαχναν να προστατεύσουν τις “ισχνές αγορές” τους από τις “καταπατήσεις των αρπακτικών λευκών εταιρικών συμφερόντων”. Επειδή αυτό το μαζικό κίνημα συμπεριελάμβανε “διάφορες τάξεις και κοινωνικές ομαδοποιήσεις, με αντικρουόμενα συμφέροντα, τάσεις και κίνητρα, που είχαν συγκεντρωθεί μαζί κάτω από το ενοποιητικό λάβαρο της εθνικής απελευθέρωσης”, είχε έναν θεμελιωδώς αντιφατικό χαρακτήρα36. Ενώ οι απλοί άνθρωποι είδαν το μαύρο εθνικό κράτος ως “την εκπλήρωση την επιθυμιών τους για γη και ελευθερία”, η ηγετική ελίτ επεδίωξε να εγκαθιδρύσει μια “ελεγχόμενη από τους Μαύρους οικονομία” εντός της οποίας θα μπορούσε να “εκμεταλλευτεί τις ίδιες τις μάζες της από τον υπερβάλλοντα ανταγωνισμό του κυρίαρχου λευκού κεφαλαίου”37.

Το κίνημα του Garvey προσπάθησε να επιλύσει αυτές τις αντιθέσεις με μια ιδεολογία της φυλής, και αυτή η ιδεολογία αναπαριστούσε μια οργανωτική προακτική αποσχιτισμού38. Η ουτοπική προβολή της εξόδου στην Αφρική έδωσε στον αποσχιτισμό μια βάση στο φαντασιακό μιας οργανικής κοινότητας που προϋπήρχε της αμερικανικής ιστορίας. Με αυτόν τον τρόπο ο μαύρος αποσχιτισμός αντέστρεψε τη φυλετική ιδεολογία που είχε συνοδεύσει τη λευκή κυριαρχία. Η ιδέα της εθνικής καταπίεσης ήταν μια προσπάθεια εξόδου από αυτό το έλος: η φυλή δεν θα έπρεπε να ληφθεί ως μια προ-δεδομένη κατηγορία, ένα αληθινό, ουσιαστικό γνώρισμα που στη συνέχεια έγινε το αντικείμενο φυλετικής προκατάληψης. Μια θεωρία της φυλετικής καταπίεσης θα έπρεπε να εξηγήσει την συγκρότηση του ίδιου του φαινομένου της φυλής, παρά να προϋποθέσει την ύπαρξή της39.

Γι’ αυτόν τον λόγο ήταν κρίσιμο να μην αναχθεί το πρόβλημα του ρατσισμού σε ένα ζήτημα προκατάληψης, οφειλόμενης στο ενστικτώδες μίσος από την πλευρά των λευκών. Αντίθετα, όταν το ζήτημα της φυλής επανατδιατυπώθηκε στο πλαίσιο της ιστορίας της περιοχής στην οποία αναδύθηκε ο ρατσισμός, ως μια διαφοροποίηση μορφών εργασίας και της δικαιικής τους ελευθερίας, έγινε φανερό ότι η λευκή ανωτερότητα μπορούσε επίσης να ασκήσει τη βία της ενάντια στους λευκούς εργάτες, κτηματίες, κολίγες και μετανάστες των οποίων η εκμετάλλευση ενισχυόταν και αναπαραγόταν από τις επιβιώσεις της δουλείας. Μια ενότητα στο “Negro Liberation”, με τον τίτλο “H Υποβάθμιση των Λευκών” διατυπώνει αυτή τη θέση λεπτομερώς:

Δεν είναι τυχαίο…ότι εκεί που οι Νέγροι καταπιέζονται περισσότερο, εκεί και η θέση των λευκών είναι περισσότερο υποβαθμισμένη. Στοιχεία που ξεθάφτηκαν και δημοσιοποιήθηκαν ευρέως…έχουν ρίξει άπλετο φως στον “παράδεισο” της ρατσιστικής μισαλλοδοξίας κάτω από την γραμμή Mason-Dixon40. Ξεμπροστιάζουν το συγκλονιστικό κόστος της “λευκής ανωτερότητας”, τόσο σε όρους των προτύπων υγείας, διαβίωσης και πολιτισμού για τις μεγάλες μάζες των λευκών στον Νότο. Δείχνουν ότι η “λευκή ανωτερότητα”…είναι συνώνυμη με την πιο ακραία φτώχεια και μιζέρια των λευκών στον Νότο. Δείχνουν ότι το “κρατήστε τους Νέγρους από κάτω” σημαίνει, για ολόκληρο τον Νότο, τον χαμηλότερο μισθό και το χειρότερο επίπεδο ζωής σε εθνικό επίπεδο. Η “λευκή ανωτερότητα” σημαίνει, σε εθνικό επίπεδο, την υψηλότερη αναλογία ενοικιαστών και κολίγων, το μεγαλύτερο ποσοστό παιδικής εργασίας, την πιο ταπεινωτική και διάχυτη εκμετάλλευση των γυναικών, τους χειρότερους δείκτες υγείας και στέγασης, τον υψηλότερο αναλφαβητισμό, το χαμηλότερο επίπεδο συνδικαλιστικής οργάνωσης, και την λιγότερη δημοκρατία41.

Αποδείχτηκε, σαν συνέπεια, ότι η απαίτηση για την αυτοδιάθεση των μαύρων δεν ήταν ένα ιδιαίτερο συμφέρον μιας φυλετικής ομάδας. Όπως γράφει ο Haywood “αντιπροσωπεύει τα βασικά συμφέροντα την φτωχοποιημένης λευκής μειοψηφίας της περιοχής της οποίας η οπισθοδρόμηση και η απελπισία είναι αγκυρωμένες στην καταπίεση των μαζών των Νέγρων, αφού ο μόνος τρόπος να απελευθερωθούν είναι μέσω της ασυμβίβαστης υποστήριξης για πλήρη δικαιώματα στους Νέγρους42.

Προς την καθαρότητα και την ενότητα

Δεν είναι στις προθέσεις μου να υποστηρίξω, όπως εξακολουθούν, ίσως, ακόμα και σήμερα, να κάνουν κάποια συγκεκριμένα γκρουπούσκουλα, ότι η ανθεκτικότητα της ρατσιστικής βίας και εκμετάλλευσης σήμερα πρέπει να εξηγηθούν ως “εθνική καταπίεση”·ακόμα λιγότερο ότι θα ήταν εύλογη μια έκκληση για ένα μαύρο έθνος στον αμερικανικό Νότο. Ας ανακαλέσουμε, όμως, ότι η κομμουνιστική ανάλυση για το εθνικό ζήτημα κατανοούσε την πάλη για αυτοδιάθεση ως μια επίθεση στα θεμέλια του ιμπεριαλισμού και όχι ως ένα αφηρημένο δικαίωμα μιας οργανικής κοινότητας43. Τα έθνη κατανοούνταν ως ιστορικά συνιστώμενα φαινόμενα, που, μάλλον, συγκροτούσαν μια δοσμένη κοινότητα, παρά ονομάτιζαν μια προϋπάρχουσα. Η υποδούλωση μειονοτήτων, με τη μορφή της εθνικής καταπίεσης, προκάλεσε την ανάγκη να μπορεί κανείς να μιλά τη δική του γλώσσα, να μαθαίνει τη δική του ιστορία στο σχολείο, να μετακινείται ελεύθερα στη γη που γεννήθηκε. Αλλά το δίκαιο αυτών των αιτημάτων δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον εξορθολογισμό μιας ουσιοκρατικής και αποσχιστικής πολιτικής, σύμφωνα με τις απόψεις του Garvey, που θα απέκοπταν κάθε εθνική κοινότητα από τον αγώνα ενάντια στον κοινό ιμπεριαλιστή εχθρό. Το αίτημα για αυτοδιάθεση έπρεπε να αναληφθεί από μια πολυ-εθνική οργάνωση που θα προσπαθούσε να ξεσηκώσει μια διεθνή επανάσταση.

Θα κάνουμε μια παύση, για μια στιγμή, για να εκτιμήσουμε την πολυπλοκότητα και την λεπτότητα αυτού του επιχειρήματος. Απορρίπτει εντελώς την ιδέα ότι υπάρχει ένα συνεκτικό και εναδικό44 συμφέρον μιας οργανικής μαύρης κοινότητας, επειδή αυτή καθαυτή η ιδέα βασίζεται σε μια αντιστροφή της λευκής σουπρεματιστικής45 ιδεολογίας της φυλής, και επειδή αποκρύπτει την αντικειμενική σύγκρουση ανάμεσα στην πλειοψηφία των μαύρων και την μαύρη ελίτ. Ταυτόχρονα, όμως, απορρίπτει εξίσου έντονα την οικονομίστικη και σοσιαδημοκρατική άποψη πως. προωθώντας τα συμφέροντα την λευκών εργατών, θα λυθεί αυτομάτως και το πρόβλημα της καταπίεσης των μαύρων. Στην πραγματικότητα, ούτε καν τα οικονομικά συμφέροντα των λευκών εργατών δεν μπορούν να αντιπροσωπευθούν έξω από το πλαίσιο της πάλης για την απελευθέρωση των μαύρων. Με τα λόγια του Haywood: “το σύνθημα της αυτοδιάθεσης είναι ένα σύνθημα για ενότητα. Ο επιτακτικός σκοπός του ήταν και είναι ακόμα να ενώσουμε τις εκμεταλλευόμενες μάζες των λευκών και των μαύρων, των εργαζόμενων και καταπιεσμένων λαών κάθε εθνικότητας”.46

Το σχέδιο της χειραφέτησης βρίσκεται έξω από τα όρια της μεταφυσικής “Μαύρης Ριζοσπαστικής Παράδοσης”. Και σίγουρα δεν θα πλησιάσουμε καθόλου πιο κοντά στο σχέδιο αυτό, επικαλούμενοι τον “φυλετικό καπιταλισμό”. Η λέξη “καπιταλισμός” είναι αρκετή από μόνη της για να ονοματίσει τον εχθρό μας· ας τον αντικρίσουμε ευθέως, χωρίς ντροπή ή δισταγμό.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://viewpointmag.com/2017/02/12/the-shadow-of-the-plantation/#rf28-7339. O Asad Haider είναι συντάκτης του Viewpoint Magazine.

2 Heide Gerstenberger, “The Political Economy of Capitalist Labor”, Viewpoint 4 (Σεπτέμβριος 2014). Σημειώστε ότι αυτό το σχόλιο ακολουθεί μια επισκόπηση της ανθεκτικότητας του εξω-οικονομικού καταναγκασμού στην Αγγλία και τη Γαλλία – υποδεικνύοντας ότι η ανάλυσή του, που παρήχθη από θεωρητικούς της δουλείας και της αποικιοκρατίας, δεν είναι μια ήσσονος σπουδαιότητας εισαγωγή, αλλά μάλλον έχει οικουμενική σημασία στην θεωρία των καπιταλιστικών εργασιακών καθεστώτων.

3 Για μερικές θεωρητικές συνέπειες αυτού του σημείου δείτε: Sandro Mezzadra, “How Many Histories of Labor? Towards a Theory of Postcolonial Capitalism”, Ιανουάριος 2012, transversal· και Massimiliano Tomba, “Historical Temporalities of Capital: An Anti-Historicist Perspective”, Historical Materialism, 17:4 (2009): σελ. 44-65. Δείτε επίσης Yann Moulier-Boutang: De l’esclavage au salariat: économie historique du salariat bridé (Paris: PUF, 1998), σελ. 89-270.

4 Για μια αξιόλογη ανασκόπηση αυτής της πρόσφατης εμπειρικής βιβλιογραφίας και τα εννοιολογικά της χάσματα, δείτε John Clegg: “Capitalism and Slavery”, Critical Historical Studies (Φθινόπωρο 2015).

5 Harry Haywood: “The Struggle for the Leninist Position on the Negro Question in the United States”, The Communist, Σεπτέμβριος 1933.

6 Δείτε την εξαιρετική εισαγωγή του Erin Gray στο έργο των Harry Haywood and Milton Howard: Lynching: A Weapon of National Oppression, που αναδημοσιεύεται στο Viewpoint.

7 Για μια ζωτικής σημασίας εννοιολογική ανάλυση του εθνικού ζητήματος δείτε Gavin Walker (2011): “Postcoloniality and the National Question in Marxist Historiography”, Interventions: International Journal of Postcolonial Studies, 13:1, σελ. 120-137.

8 Στμ. Black Belt: Περιοχή στις Νότιες ΗΠΑ που ιστορικά συνδέεται με τις καλλιέργειες βαμβακιού και τον πληθυσμό των μαύρων που δούλευαν σε αυτές σαν σκλάβοι. Η ιδέα για πλήρη ανεξαρτησία υιοθετήθηκε επίσης από Αμερικανούς κομμουνιστές ακτιβιστές. Το ΚΚ των ΗΠΑ (CPUSA) ήταν το πρώτο που πρότεινε ότι οι Αφροαμερικανοί στην Μαύρη Ζώνη συγκροτούσαν ένα καταπιεσμένο έθνος και ότι θα έπρεπε να τους επιτραπεί να ψηφίσουν για αυτοδιάθεση, όπως είχε συμβεί με άλλους πληθυσμούς εμτά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο κάτω από τους κανόνες της Κοινωνίας των Εθνών. Μετά από λυσσαλέα αντιπαράθεση στο 6ο Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) το 1928, το ΚΚ των ΗΠΑ υιοθέτησε επίσημα ένα σχέδιο για την αυτοδιάθεση ενός Αφροαμερικανικού έθνους στην Μαύρη Ζώνη.

9 Cedric Robinson, Black Marxism: The Making of the Black Radical Tradition (Chapel Hill: The University of North Carolina Press, 2000), σελ. 169. Στο βιβλίο του Robinson έχει ασκηθεί κριτική από ένα συγκεκριμένο vantage point ενός συγκεκριμένου Μαρξισμού στο άρθρο του Gregory Meyerson: “Rethinking Black Marxism: Reflections on Cedric Robinson and Others”, Cultural Logic 3:2 (Άνοιξη 2001). Το άρθρο του Meyerson παρέχει μερικές χρήσιμες και ερμηνευτικές διορθωτικές κινήσεις, αν και δεν ακολουθεί την προσέγγιση που εμείς αξιοποιούμε εδώ για να ταυτοποιήσουμε την προβληματική του Robinson.

10 Robinson, Black Marxism, σελ. 308.

11 Στμ. Στο πρωτότυπο: racialism.

12 Robinson, Black Marxism, σελ. 26.

13 Robinson, Black Marxism, σελ. 66.

14 Δείτε: G.W.F Hegel, The Philosophy of History, μετάφραση J. Sibree (New York: The Colonial Press, 1899), 71· Vorlesungen über die Philosophie der Geschichte, εκδ. Eduard Gans (Berlin: Duncker & Humblot, 1848), σελ. 89.

15 Για μια διόρθωση δείτε: Matthieu Renault, “Toward a Counter-Genealogy of Race: On C.L.R. James” και Ferruccio Gambino, “W.E.B. Du Bois and the Proletariat in Black Reconstruction”.

16 Harry Haywood, Negro Liberation (New York: International Publishers, 1948), σελ. 49-60.

17 Haywood, Negro Liberation, σελ. 44.

18 Haywood, Negro Liberation, σελ. 11.

19 Στμ. H φράση “Jim Crow Law” συναντάται ήδη από το 1892 στον τίτλο ενός άρθρου των New York Times σχετικά με τους εκλογικούς νόμους στον αμερικανικό Νότο. Η προέλευση της φράσης έχει συχνά αποδοθεί στο “Jump Jim Crow”, μια καρικατούρα των μαύρων χορευτών και τραγουδιστών, παιγμένη από τον λευκό ηθοποιό Thomas D. Rice βαμμένο μαύρο, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1832 και χρησιμοποιούνταν για να σατυριστούν οι λαϊκιστικές πολιτικές του Andrew Jackson. Σαν αποτέλεσμα της φήμης του Rice, το όνομα “Jim Crow” είχε φτάσει ήδη από το 1838 να γίνει μια μειωτική έκφραση που σήμαινε “Νέγρος”. Όταν, στα τέλη του 19ου αιώνα, τα νομοθετικά σώματα των πολιτειών του Νότου πέρασαν νόμους φυλετικού διαχωρισμού εις βάρος των μαύρων, αυτοί έγιναν γνωστοί ως “Jim Crow laws”. Αρχικά αποδίδοντας ένα καθεστώς “διαχωρισμού αλλά ισότητας” για τους Αφροαμερικάνους, οι νόμοι αυτοί δημιούργησαν στον Νότο ένα καθεστώς de jure διαχωρισμού που διαρκώς επιδεινωνόταν σε όλους σχεδόν τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Οι νόμοι καταργήθηκαν μόλις το 1965.

20 Στμ. Στο πρωτότυπο: sharecropping. Είναι το σύστημα καλλιέργειας με “μορτή”, δηλαδή με την απόδοση ενός συγκεκριμένου μεριδιου (“μορτή” ή “γεώμορο”) από την παραγωγή ενός κτήματος στον ιδιοκτήτη του. Ο αγρότης που υπόκειται σε αυτό το σύστημα λέγεται στα αγγλικά sharecropper, το οποίο και αποδίδουμε ως κολίγας.

21 Στμ. Στο πρωτότυπο: peonage. H υποδούλωση ή η καταναγκαστική εργασία λόγω/ για την αποπληρωμή χρεών.

22 Haywood, Negro Liberation, σελ. 37.

23 Στμ. Η Μεγάλη Μετανάστευση: στο πρωτότυπο The Great Migration, ήταν η μετακίνηση 6 εκατομμυρίων Αφροαμερικανών από τον αγροτικές περιοχές του Νότυ των ΗΠΑ, στις αστικές Βορειοανατολικές, Μεσοδυτικές και Δυτικές πολιτείες που συνέβη την περίοδο από το 1910 έως το 1970. Μέχρι το 1910, περισσότερο από το 90% του αφροαμερικανικού πληθυσμού ζούσε στον αμερικανικό Νότο. Το 1900, μόνο το ένα πέμπτο των Αφροαμερικανών που ζούσαν στον Νότο ζούσαν σε αστικές περιοχές. Με το τέλος της Μεγάλης Μετανάστευσης, το 53% του πληθυσμού των Αφροαμερικανών παρέμεναν στον Νότο, ενώ το 40% ζούσε στον Βορρά και το 7% στη Δύση και ένα πολύ υψηλό του ποσοστό είχε αστικοποιηθεί. Μέχρι το 1970, περισσότερο από το 80% των Αφροαμερικανών ζούσαν σε πόλεις, και μέχρι το 1960, από τους Αφροαμερικανούς που εξακολουθούσαν να ζουν στον Νότο, οι μισοί ζούσαν σε πόλεις.

24 Haywood, “For a Revolutionary Position on the Negro Question”. Δείτε επίσης Negro Liberation, σελ. 16-20.

25 Haywood, Negro Liberation, σελ. 113-4.

26 Ο όρος (στο πρωτότυπο: “outsiders”, στμ.) ανήκει στον James Boggs, στο βιβλίο του: The American Revolution· δείτε την εισαγωγή του Patrick King στο: “Black Power: A Scientific Concept Whose Time Has Come” in e-flux.

27 Στμ. “Ενάντια στις Αστικο-φιλελεύθερες στρεβλώσεις του Λενινισμού σχετικά με το Ζήτημα των Νέγρων στις ΗΠΑ”.

28 Harry Haywood: “Against Bourgeois-Liberal Distortions of Leninism on the Negro Question in the United States”, The Communist, Αύγουστος 1930.

29 Haywood, “Against Bourgeois-Liberal Distortions”, σελ. 695-6.

30 Haywood, “Against Bourgeois-Liberal Distortions”, σελ. 696.

31 Haywood, “Against Bourgeois-Liberal Distortions”, σελ. 698.

32 Στμ. Marcus Mosiah Garvey, Jr.: πολιτικός ηγέτης από την Τζαμάικα, εκδότης, δημοσιογράφος, επιχειρηματίας, ρήτορας και υποστηρικτής του κινήματος του Παναφρικανισμού, για την επίτευξη του οποίου ίδρυσε την Universal Negro Improvement Association and African Communities League (UNIA-ACL). Ίδρυσε επίσης την “Black Star Line”, ναυτιλιακή επιβατική εταιρεία που προωθούσε την επιστροφή της Αφρικανικής διασποράς στις προγονικές πατρίδες.

33 Στμ. Στο πρωτότυπο integrationism.

34 Haywood, “Black Bolshevik”, σελ. 230.

35 Στμ. Στο πρωτότυπο Garveyism.

36 Δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί ο μαζικός χαρακτήρας του κινήματος του Garvey: υπήρχε ισχυρή υποστήριξη για την “Ενιαία Εταιρεία για την Πρόοδο των Νέγρων” (United Negro Improvement Association) τόσο στις πόλεις όσο και στις αγροτικές περιοχές του Νότου. Η Mary G. Rolinson έχει γράψει μια αξιοσημείωτη έκθεση για την δημοφιλία της UNIA μεταξύ των μαύρων κολίγων στην “Μαύρη Ζώνη” στην διάρκεια της δεκαετίας του 1920, που άφησε μια βαθιά επιρροή σε μεταγενέστερα κινήματα διαμαρτυρίας και εκκλήσεων για αυτoδιάθεση στην περιοχή: “Grassroots Garveyism: The United Negro Improvement Association in the Rural South, 1920-1927” (Chapel Hill, NC: University of North Carolina Press, 2007). Ο Robin D.G. Kelley έχει εξερευνήσει τις συνεχιζόμενες επιδράσεις του μαύρου εθνικισμού, περιλαμβανομένου του κινήματο του Garvey, σε κομμυνιστές ακτιβιστές στο “Afric’s Sons with Banner Red: African-American Communists and the Politics of Culture, 1919-1934”, στο “Imagining Home: Class, Culture, and Nationalism in the African Diaspora”, εκδ. Sidney J. Lemelle και Robin D.G. Kelley (New York: Verso, 1994), σελ. 35-54.

37 Haywood, Black Bolshevik, σελ. 109-110· δείτε επίσης Negro Liberation, σελ. 197-204.

38 Στμ. Στο πρωτότυπο separatism.

39 Δείτε την περιεκτική σύνοψη, σε ένα άλλο πλαίσιο, του Étienne Balibar: “Το αντικείμενο (ο στόχος) του σύγχρονου ευρωπαϊκού ρατσισμού δεν είναι με κανέναν τρόπο απλά οι μαύροι, οι Άραβες ή οι Μουσουλμάνοι, αν και αναμφίβολα αυτοί σηκώνουν το κύριο βάρος. Αυτό το σημείο έχει αξία επιπλέον γιατί μας αναγκάζει, για μια φορά ακόμα, να προχωρήσουμε πέρα από αφηρημένες ερμηνείες με όρους σύγκρουσης ταυτοτήτων ή απόρριψης του Άλλου και της “ετερότητας” καθαυτής – σαν να ήταν η ετερότητα κάτι που συγκροτείται a priori: εξηγήσεις που, στην πραγματικότητα, αναπαράγουν απλά μέρος του ίδιου του ρατσιστικού discourse”. Politics and the Other Scene, μετ. Christine Jones, James Swenson, Chris Turner (New York: Verso, 2002), σελ. 44.

40 Στμ. Γραμμή Mason-Dixon: γεωγραφικά η γραμμή που ορίστηκε, μεταξύ 1763 και 1767, για να διευθετήσει μια συνοριακή διαφορά μεταξύ των πολιτειών της Μασαχουσέτης, της Πενσυλβάνια και του Ντελαγουέαρ στην αποικιακή Αμερική. Στη λαϊκή της χρήση, συμβολίζει ένα πολιτιστικό σύνορο ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο (Dixie). Μετά την κατάργηση της δουλείας από την πολιτεία της Πενσυλβάνια, χρησίμευε ως μια διαχωριστική γραμμή για την νομιμότητα της δουλείας. Διαχωρισμός που δεν εκτεινόταν πέρα από την Πενσυλβάνια γιατί το Ντελαγουέαρ, που τότε ήταν μια πολιτεία στην οποία ίσχυε ακόμα το καθεστώς της δουλείας, εκτεινόταν βόρεια και ανατολικά του συνόρου. Επίσης στα βόρεια και ανατολικά του συνόρου, βρισκόταν το New Jersey, στο οποίο η δουλεία καταργήθηκε τυπικά το 1846, αν και οι πρώην σκλάβοι εξακολουθούσαν να είναι “μαθητευόμενοι” στους αφέντες τους μέχρι και την ψήφιση, το 1865, της 13ης Τροποποίησης στο αμερικανικό Σύνταγμα.

41 Haywood, Negro Liberation, σελ. 66-7.

42 Haywood, Negro Liberation, σελ. 166.

43 Για την θεματική της “κοινότητας” δείτε: Jean-Luc Nancy, The Inoperative Community, εκδ. Peter Connor και μετάφραση Peter Connor, Lisa Garbus, Michael Holland και Simona Sawhney (Minnesota: University of Minnesota Press, 1991)· καθώς και Étienne Balibar:Citizenship without Community” στο: “We, the People of Europe? Reflections on Transnational Citizenship”, μετάφραση James Swenson (Princeton: Princeton University Press, 2004).

44 Στμ. Στο πρωτότυπο: unitary. Στο πλαίσιο των μαθηματικών, αποδίδεται ως μοναδιαίος/μοναδιακός. Η λέξη “εναδικός” νομίζουμε εκφράζει με τον πιο ικανοποιητικό τρόπο το ταυτόχρονο της ενότητας και της μοναδικότητας που σημαίνει ο αγγλικός όρος.

45Στμ. Στο πρωτότυπo: suprematism, η ιδεολογία της φυλετικής ανωτερότητας.

46 Haywood, Black Bolshevik, σελ. 279.

Wobblies και Αντιφασίστες στη Μοντάνα

 ακυρώνουν πορεία νεοναζί1 2

Αναφορά για την αντιφασιστική κινητοποίηση στο Whitefish της Δυτικής Μοντάνα, όπου νεοναζί είχαν καλέσει σε μια ένοπλη πορεία εναντίον των Εβραίων κατοίκων της πόλης. Αναδημοσιευμένο από το Its Going Down.

Από τότε που ο Andrew Anglin3 ανακοίνωσε, πριν από έναν μήνα, το κάλεσμα για μια ένοπλη πορεία εναντίον των Εβραίων κατοίκων του Whitefish, οι αγωνιστές της εργατικής τάξης, ριζοσπάστες αριστεροί και αντιφασίστες από τη δυτική Μοντάνα, δεν έχασαν ούτε ώρα στο να οργανώσουν μιαν απάντηση. Έχουμε αγωνιστεί ενάντια σε πολλαπλές προσπάθειες των φασιστών να επιδράμουν στην πολιτεία μας, κάποιες από τις οποίες ήταν τελείως αποτυχημένες (όπως η κίνηση της Εθνικής Συμμαχίας (National Alliance) στο Bozeman το 2004-2005) και άλλες, εκ των οποίων κάποιες είχαν μια μερική επιτυχία πριν καταρεύσουν, όπως η “Pioneer Little Europe4” της April Gaede5 (που κρατά ένα χαμηλό προφίλ, όσον αφορά τις ανοιχτές διοργανώσεις, αυτές τις μέρες, αλλά εξακολουθεί να κουβαλά περιστασιακούς Ναζί στην περιοχή του Kalispell, με σκοπό να οικοδομήσει μια “ενσυνείδητη κοινότητα” σουπρεματιστών6). Aποφασισμένοι να μην αφήσουμε καμμιά άλλη ομάδα ηλίθιων με το βάδισμα της χήνας, να τρομοκρατήσει τους γείτονές μας και να προσπαθήσει να καθορίσει την περιοχή μας, αριστεριστές και βετεράνοι του αντιφασιστικού αγώνα αρχίσαμε γρήγορα να συναντιόμαστε για να συζητήσουμε τι θα κάνουμε. Πρίν από την καινούρια χρονιά, μέλη της Τμήματος Γενικών Μελών της Missoula της IWW, της Queer Insurrection Unit7 (QIU) και της Αlliance for Intersectional Power8 (AIP) είχαν ήδη συμφωνήσει να σχηματίσουν μια συμμαχία για δράσης, και να αποφασίσουν9 για τις λεπτομέρειες μετά από εξαντλητικές συζητήσεις.

Μια εβδομάδα πριν από την προτεινόμενη μέρα για την πορεία, ο Anglin ανακοίνωσε την ακύρωσή της, ισχυριζόμενος ότι η πόλη έθετε “παράλογες απαιτήσεις” για την πορεία. Αποφασίσαμε να μην χαλαρώσουμε την επαγρύπνησή μας. Αν και θα απαιτούνταν νομικά μια άδεια για να κατέβουν στον δρόμο, οι Ναζί θα μπορούσαν ακόμα να βαδίσουν νόμιμα – με όπλα ή χωρίς – στο πεζοδρόμιο· δεν είμαστε σίγουροι ότι η ακύρωση δεν ήταν ένας αντιπερισπασμός. Εκτιμώντας ότι δεν θα ήταν καλό να εμπιστευθούμε τον λόγο των φασιστών, και ότι το να κινηθούμε για να τους αιφνιδιάσουμε θα ήταν μια καλή πρακτική για μια πορεία αργότερα, συνεχίσαμε να σχεδιάζουμε. Υπάρχουν κάποιες σεβαστές διαφωνίες σχετικά με την παρουσίαση της καλλίτερης δυνατής μαχητικής αντίδρασης σε μια ανοιχτή φασιστική απειλή χωρίς να βάλουμε σε μεγαλύτερο κίνδυνο εμάς ή τους κατοίκους του Whitefish. Μερικά από τα αρχικά σχέδια έμειναν στο ράφι και κάποια άλλα τροποποιήθηκαν πάρα πολύ, όλα προσανατολισμένα στο να είμαστε ικανοί να υπερασπιστούμε αποφασιστικά τους εαυτούς μας και τους άλλους από την φασιστική βία. Αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε ομαδικά σε περίπτωση που οποιαδήποτε αμάξια πάθαιναν βλάβη ή κάποιοι Ναζί προσπαθούσαν να μας στήσουν ενέδρα στον δρόμο της επιστρογής στην Missoula (μια τακτική που ένας οργανωτής της AIP είχε εφαρμόσει προηγουμένως εναντίον τους σε μια άλλη άσχετη καμπάνια). Οριστικοποιήσαμε την τακτική και την στρατηγική μας σε μια νυχτερινή συνάντηση στις 15, όταν επιλέξαμε ένα σημείο συνάντησης έξω από την πόλη και ο κόσμος αποφάσισε ποιες διαδρομές θα ακολουθούσε και με ποιους.

Τα αυτοκίνητα έφτασαν στο συμφωνημένο σημείο συνάντησης νωρίς το επόμενο πρωί, επιλύθηκαν κάποια μπερδέματα της τελευταίας στιγμής και κατευθύνθηκαν βόρεια πάνω από το Evaro Hill γύρω στο ξημέρωμα. Μεταξύ άλλων προληπτικών μέτρων ταξιδεύαμε σε έναν πυκνό σχηματισμό κρατώντας επαφή μέσω ασυρμάτου, καταφέρνοντας να φτάσουμε στο Whitefish σε λιγότερο από τρεις ώρες – παρά τους παγωμένους δρόμους και την διαρκή ομίχλη που βρήκαμε κοντά στο Saint Ig. Όταν φτάσαμε στην πόλη είχαμε μια σύντομη συζήτηση σχεδιασμού και αποφασίσαμε να μοιραστούμε για να “χτενίσουμε” την περιοχή για οποιαδήποτε παρουσία Ναζί στους δρόμους του Whitefish και ύστερα ξανασυναντηθήκαμε μετά τη 1 το μεσημέρι. Μια ομάδα είδε ένα ζευγάρι ύποπτες φάτσες που κόζαραν από ένα μπλε φορτηγάκι που το ξαναεντοπίσαμε στο κέντρο της πόλης λίγο πριν φύγουμε αργότερα το απόγευμα εκείνης της ημέρας. Μια άλλη ομάδα τσέκαρε το κτίριο στην διεύθυνση 22 Lupfer Avenue, που ανήκει στη μητέρα του Richard Spencer, και το οποίο έμοιαζε σχετικά ακατοόκητο και κλειστό για δουλειές, και βρήκε ένα αρκετά διασκεδαστικό φυλλάδιο εναντίον του Spencer που το είχε αναρτήσει κάποιος άγνωστος γείτονας από το Whitefish. Υπήρχε μια ανεπιβεβαίωτη αναφορά για θέαση του Spencer, το πιο πιθανόν μια λαθεμένη ταυτοποίηση καθώς ο “Richie Rich” ήταν πιθανόν στην Ουάσιγκτον προετοιμαζόμενος για την πλέον διάσημη μίμηση του “σάκου του μποξ”10.

Στις 1.30 το μεσημέρι συναντηθήκαμε πίσω στο πάρκινγκ και μας πλησίασε ένας ασφαλίτης ρωτώντας μας για τη φύση της συνάντησής μας και από πού είμαστε. Το άτομο που είχαμε ορίσει υπέυθυνο να μιλήσει με την αστυνομία, κράτησε την κουβέντα σύντομη, επιβεβαιώνοντας μόνο ότι είμαστε από τη Missoula και ότι είμαστε αντιφασίστες και όχι Ναζί – γεγονός για το οποίο ο αστυνομικός φαινόταν αρκετά ενήμερος ακόμα και πριν να ρωτήσει. Αφού έφυγε ο μπάτσος, αρπάξαμε μερικά από τα πλακάτ μας και κατευθυνθήκαμε προς το Depot Park, στο βόρειο μέρος του κέντρου. Αρκετοί κάτοικοι της πόλης στους δρόμους κοιτούσαν συγκρατημένα μέχρι να μπορέσουν να καταλάβουν τι ήταν τα πλακάτ και οι σημαίες μας και τότε μας έκαναν μπράβο με τους αντίχειρες, έσκασαν πλατιά χαμόγελα και μας ευχαρίστησαν που ήρθαμε. “Ε φίλε, ακούμε εδώ για κάποιες ομάδες που εμφανίζονται, είμαστε χαρούμενοι που είναι οι καλοί τύποι!” είπε έαν άτομο έξω από ένα καφέ στο Central. Ένας οδηγός σε ένα μαύρο φορτηγάκι μάς φώναξε, καθώς περνούσε δίπλα, “love trumps hate!”, έχοντας ακόμα την εντύπωση ότι είμαστε οι Ναζί. Το ίδιο πρόσωπο λίγο αργότερα μας πλησίασε, αισθανόμενος ντροπή για το λάθος του και λέγοντας ότι ήλπιζε πως θα ξαναρθούμε αν ο Anglin αξιοποιούσε την απειλή του (και όπως του είπαμε, χωρίς δισταγμό, θα ξαναρθούμε).

Με το που φράσαμε στο Depot Park, τα νέα ότι είμαστε μια συγκέντρωση εναντίον των Ναζί είχαν διαδοθεί σε ολόκληρη την πόλη και δεχτήκαμε σωρό από κορναρίσματα επιδοκιμασίας, μπράβο και υψωμένες γροθιές από οδηγούς και πεζούς εξίσου καθώς παίρναμε τη θέση μας στην γωνία μπροστά από τα γραφεία “Πάρκων και Αναψυχής” (Parks and Recreation office). Εκεί υπήρχαν αρκετοί κάτοικοι που πλησίασαν τα μέλη της IWW/GDC εκφράζοντας την εκτίμησή τους για το ότι το σωματείο μας, που αποτελεί ένα διακεκριμένο κομμάτι της ιστορίας της Μοντάνα, στεκόταν δίπλα τους στον αγώνα εναντίον των ξενόφερτων φασιστών. Ένας πιο ηλικιωμένος κύριος ανέφερε μάλιστα ότι ο πατέρας του ήταν ένας Wobbly και τώρα σκεφτόταν να συμμετάσχει στο σωματείο. Ένας άλλος μας πλησίασε σιγά-σιγά στο φορτηγό του, στραβωμένος11 και φωνάζοντας προς το μέρος μας “ναι, είναι όλοι ένας μάτσος δειλοί, ούτε καν εμφανίστηκαν! Είναι καλό που σας βλέπουμε εδώ. Οι φίλοι μου που ήταν παλιά στις ειδικές δυνάμεις κι εγώ είμασταν έξω όλο το πρωί ψάχνοντάς τους!”.

Έγινε σύντομα φανετό ότι αν όποιοι Ναζί ήταν τριγύρων δεν σκέφτονταν ότι ήταν μια καλή μέρα για να ξεμυτίσουν οπότε αποφασίσαμε να ξεφορτώσουμε μερικά κουζινικά και ένα σύστημα PA από ένα από τα οχήματά μας. Βαλθήκαμε να φτιάξουμε μερικές κανάτες δυνατό καφέ και να μιλήσουμε με μερικούς από τους ντόπιους, που όλοι τους εξέφρασαν την επιδοκιμασία τους για την επίσκεψή μας. Μια ομάδα εθελοντών από τον “Εθνικό Δικηγορικό Σύλλογο” (National Lawyers’ Guild) εμφανίστηκαν για να παρατηρήσουν και μερικά μέλη από τις διάφορες ομάδες αντάλλαξαν επαφές μαζί τους. Αξίζει να σημειώσουμε ότι όλη αυτή την ώρα που είμαστε στον δρόμο, οχήματα του αστυνομικού τμήματος του Whitefish έκαναν κύκλους παρακολουθώντας και επιτηρώντας την παρουσία μας.

Γύρω στις 4 το απόγευμα τραβήξαμε μια ομαδικ φωτογραφία και αποφασίσαμε να κινηθούμε πτος τη γωνία της 2ης οδού και της Central, μερικά τετράγωνα από το πάρκο. Στήσαμε την μικροφωνική (PA) καθώς μερικοί τύποι απο την πόλη ετοίμασαν ένα τραπέζι σερβίροντας σούπα matzo12. Μίλησαν άτομα και από τις δικές μας ομάδες και από την κοινότητα, είχε μόλις τελειώσει η μία ομιλία όταν οι μπάτσοι αποφάσισαν απροκάλυπτα να τραβήξουν το καλώδιο της μικροφωνικής λίγο αφού ο ομιλητής αναφέρθηκε σε ζητήματα αστυνομικής βαρβαρότητας. Η ένταση ανάμεσα στα μέλη της ομάδας και την αστυνομία κορυφώθηκε εκείνη τη στιγμή αλλά ευτυχώς δεν κλιμακώθηκε περισσότερο καθώς κούπες με ζεστή σούπα μοιράστηκαν γύρω-γύρω, ένα καλοδεχούενο κέρασμα σε μια μέρα με (θερμοκρασία;) 5 βαθμούς. Τελικά ένας αυτόχθονας οργανωτής, ακτιβιστής και καλλιτέχνης που έφερε μαζί του και μερικούς τύπους από την Ουάσιγκτον, τραγούδησε χωρίς ενισχυτές και έκανε την τελευταία ομιλία της πορείας μας. Ο ήλιος βασίλευε καθώς γυρνούσαμε στα οχήματά μας και ξανασυγκεντρώναμε το κομβόι μας για την επιστροφή στην Missoula. Αν και υπήρχε μια κάποια ανησυχία που είχαμε μπει στη “μαύρη λίστα” των τοπικών μπάτσων (που δεν μετριάστηκε καθόλου από το γεγονός ότι ένας αστυνομικός σε ένα φορτηγάκι χωρίς πινακίδες μας ακολουθούσε κατά βήμα στην αριστερή λωρίδα για σχεδόν πέντε μίλια από την αναχώρησή μας) δεν συναντήσαμε καμμιά ιδιαίτερη παρενόχλησηη από την αστυνομία. Μετά από μια παγωμένη διαδρομή άλλων τριών ωρών βρεθήκαμε πίσω στα σπίτια μας, στην Missoula.

Η εμπερία μας στο Whitefish ήταν εξαιρετικά θετική, αλλά σε δεύτερη σκέψη υπήρχαν μερικά πράγματα που μερικοί από μας νιώθουμε ότι θα μπορούσαμε να τα είχαμε κάνει καλλίτερα. Βασικά μερικοί από μας αισθάνονται ότι το να μείμουμε κουκουλωμένοι αφότου ήταν φανερό ότι οι Ναζί δεν θα εμφανίζονταν ίσως έχει αφήσει μια κακή εντύπωση σε κάποιους ντόπιους, αν και αρκετοί αισθάνονται ακόμα ότι ήταν μια καλή ιδέα με δεδομένη την ικανότητα που έχουν επιδείξει αρκετοί φασίστες στην τεχνολογία αναγνώρισης φυσιογνωμιών και συλλογής προσωπικών πληροφοριών13· για να μην αναφέρουμε την μεγάλη πιθανότητα ότι μέλη της ομάδας Pioneer Little Europe της April Graede μπορεί να παραμόνευαν τριγύρω προσπαθώντας να συλλέξουν πληροφορίες για τους αντιφασίστες από την περιοχή. Υπήρχαν διάφορες σκοτεινές φιγούρες που μας ακολουθούσαν σε διάφορα σημεία την ημέρα και αυτό είναι μια χαρά· είδαν πόσοι είμαστε, είδαν την δύναμή μας και ποιανού σπίτι είναι αυτό το μέρος. Ήταν απαραίτητο να δείξουμε στον κόσμο ότι η δυτική Μοντάνα δεν είναι γόνιμο έδαφος για να αναπτυχθούν οι φασίστες, ακόμα και παρά τους λίγους σπόρους που περιστασιακά πρέπει να ξεριζώσουμε. Υπάρχει ακόμα αρκετός σκεπτικισμός ότι ο con-man Anglin θα προσπαθήσει να πραγματοποιήσει την απειλή του, αλλά δεδομένης της επιτυχίας της δοκιμαστικής μας προσπάθειας θα είμαστε περισσότερο από έτοιμοι γι’ αυτόν αν το κάνει, και αναμφίβολα σε πολύ μεγαλύτερους αριθμούς.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από τον ιστότοπο libcom.org: http://libcom.org/news/montana-wobblies-antifa-out-organize-nazis-13022017.

2 Στμ. IWW-Wobblies: Η κοινή ονομασία των μελών της οργάνωσης Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (Industrial Workers of the World, IWW), ενός διεθνούς εργατικού συνδικάτου που ιδρύθηκε το 1905 στο Σικάγο. Το συνδικάτο συνδυάζει τον γενικό με τον εργοστασιακό/βιομηχανικό συνδικαλισμό, καθώς είναι ένα γενικό συνδικάτο του οποίου τα μέλη οργανώνονται περαιτέρω μέσα στη βιομηχανία στην οποία απασχολούνται. Η φιλοοσοφία και η τακτική της IWW περιγράφονται ως “επαναστατικό εργοστασιακός συνδικαλισμός”, με δεσμούς τόσο με τα σοσιαλιστικά όσο και τα αναρχικά εργατικά κινήματα.

3 Στμ. Αndrew Anglin: ιδρυτής του The Daily Stormer, ενός αμερικανικού νεοναζιστικού και υπέρ της ανωτερότητας της λευκής φυλής ιστότοπου ειδήσεων και σχολίων, το οποίο ίδρυσε σε αντικατάσταση του παλιότερου ιστότοπου Total Fascism.

4 Στμ. Pioneer Little Europe: προσπάθεια να δημιουργηθούν κοινότητες αποκλειστικά λευκών (εξ ου το “Europe”), που ξεκίνησε το 2008 από την περιοχή Kalispell της Μοντάνα.

5 Στμ. April Gaede: Αμερικανίδα υπέρμαχος της λευκής ανωτερότητας, γνωστή κυρίως ως μητέρα των δίδυμων κοριτσιών Λυνξ και Λέννον, που δημιούργησαν σε εφηβική ηλικία το ρατσιστικό και σουπρεματιστικό μουσικό ντουέτο Prussian Blue. Το 2011 αποκήρυξαν τις προηγούμενες πολιτικές τους ιδέες.

6 Στμ. Στο πρωτότυπο: supremacist. Ο υποστηρικτής της ιδέας της ανωτερότητας (supremacy) της λευκής φυλής.

7 Στμ. Queer Insurrection Unit: Koλλεκτίβα queer και έμφυλα διαφοροποιημένων ατόμων που προτάσσουν την ριζική διαθεματική queer απελευθέρωση. Σύμφωνα με τα λόγια τους:

Με τους Τραμπ, Πενς, και την μπάντα τους των λευκών σουπρεματιστών να είναι στην κυβέρνηση, και πράξεις λευκής/cis/ετερο κ.λπ. σουπρεματιστικής βίας σε έξαρση, αισθανόμαστε την άμεση ανάγκη για δράση. Προτάσσουμε την υπεράσπιση και την αλληλέγγυα δράση με queer και τρανς συντρόφισες, γυναίκες, έγχρωμα άτομα, εργάτριες του σεξ, συντρόφους με διαφορετικές δεξιότητες, αυτούς που δεν είναι neurotypical, τους φυλακισμένους, τους μετανάστες, και άλλους που αισθάνονται περιθωριοποιημένοι, στοχευμένοι, και κάτω από τον κίνδυνο φυσικής, πνευματικής και φυσικής βίας στην τρέχουσα πολιτική και κοινωνική συγκυρία. Είμαστε ενάντια στην αστυνομία, ενάντια στο κράτος και ενάντια στις φυλακές, νιώθουμε ότι αυτές οι ομάδες και οι άνθρωποι επανενδυναμώνουν την λευκή σουπρεματιστική, ιμπεριαλιστική, ετερο-cis-κανονιστική, καπιταλιστική πατριαρχία που θέλουμε να πολεμήσουμε. Θέλουμε να πάρουμε άμεση δράση, να μην περιμένουμε μέχρι ο Λευκός Οίκος να αισθανθεί να χαρίσει δικαιώματα. Γαμήστε τους έμφυλους ρόλους, γαμήστε την cis-ανωτερότητα και τους ναζι της “εναλλακτικής-δεξιάς”. Γαμήστε την θηλυκοφοβία, γαμήστε την έμφυλη δυαδικότητα, γαμήστε το βιομηχανικό σύμπλεγμα των φυλακών και το σύστημα (μη)-δικαιοσύνης, γαμήστε τον “κριτικό στο έμφυλο ριζοσπαστικό φεμινισμό”! Γαμήστε την λευκή περηφάνεια και γαμήστε την αποικιοκρατία! Σεβαστείτε την ύπαρξη αλλιώς να περιμένετε αντίσταση” (από το http://queerinsurrectionunit.tumblr.com/aboutus).

8 Στμ. Alliance for Intersectional Power: Συμμαχία για την Διαθεματική Εξουσία. Οργάνωση που δημιουργήθηκε για την παροχή εκπαίδευσης και υποστήριξης στον αγώνα ενάντια στο καπιταλισμό και την λευκή ανωτερότητα. Σύμφωνα με τα λόγια τους:

Η Συμμαχία για την Διαθεματική Δύναμη θέτει μαχητές στην πρώτη γραμμή του αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό και την λευκή ανωτερότητα. Όλες οι δράσεις της ΑΙΡ επιδιώκουν να ενδυναμώσουν και να υπερασπιστούν μια πλουραλιστική κοινωνία που υπάρχει έξω από το σουπρεματιστικό, καπιταλιστικό οικοδόμημα. Μέσω της εκπαίδευσης, της προβολής, της υποστήριξης στις τακτικές και την άμεση δράση, η AIP να πάρει την εξουσία από αυτούς που επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν το νερό, τη γη και τους ανθρώπους της, και να επιτρέψει σε αυτούς που επιθυμούν να ζήσουν βιώσιμα σε μια κοινωνία ισότητας, να ενδυναμώσουν τους εαυτούς τους και να διατηρήσουν τον πλανήτη για τις μελλοντικές γενιές (από το http://alliesforindigenouspower.org/).

9 Στμ. Στο πρωτότυπο: hash the details.

10 Στμ. Αναφέρεται στο περιστατικό κατά το οποίο ο Spencer δέχτηκε μια γροθιά στο πρόσωπο από αντιφασίστα στη διάρκεια τηλεοπτικής συνέντευξης στις 20 Ιανουαρίου.

11 Στμ. Στο πρωτότυπο: mean-mugging.

12 Στμ. Matzo ball ή matzah: ζυμαρικά των Εβραίων Ασκενάζι, φτιαγμένα από άζυμο ψωμί και ένα μείγμα αυγών, νερού και λίπους, όπως λάδι, μαργαρίνη ή λίπος κοτόπουλου που σερβίρεται παραδοσιακά σούπα κοτόπουλου. Για μερικούς είναι ένα βασικό φαγητό κατά το (εβραϊκό) Πάσχα.

13 Στμ. Στο πρωτότυπο: doxxing, από σύντμηση του document.

Για το black-block

του Salar Mohandesi1

Ούτε ένας φιλελευθερισμός του παρόντος ούτε ένας κομμουνισμός του παρελθόντος αρκούν σήμερα. Το μόνο πράγμα που αναζητούμε είναι μια κομμουνιστική στρατηγική του παρόντος. Το καθήκον μας είναι να προσπαθήσουμε να θέσουμε τα θεμέλια για μια οργάνωση της αυτόνομης προλεταριακής δραστηριότητας, σε μια μορφή που να είναι ιστορικά κατάλληλη. Σημαίνει να επαναεφεύρουμε τα “σοβιέτ” της εποχής μας, όπως έκαναν οι αυτόνομοι στη δική τους· να ανακαλύψουμε, μέσα από μια διαδικασία συλλογικού πειραματισμού, μια μορφή πάλης που θα συντονίζεται με την σύνθεση της τάξης μας, που θα συνδέει μεταξύ τους τα διάφορα στρώματα αυτής της τάξης και θα ανασυνθέτει αυτό το ετερόκλητο σώμα σε ένα ανταγωνιστικό υποκείμενο. Μόνο τότε θα είμαστε ικανοί να καθορίσουμε τη θέση, στους αγώνες μας, της τακτικής της μαχητικής σύγκρουσης με οδομαχίες. Χωρίς αυτό, χωρίς μια συνεκτική κομμουνιστική στρατηγική, το μόνο που έχουμε είναι ένα ζόμπι, που κυνηγά την ίδια του την σκιά.

H “αλληλοεξοντωτική διαμάχη αυτή τη στιγμή στην υπερ-αριστερά”, λέει η Wall Street Journal, είναι αυτή σχετικά με το “μπλακ-μπλοκ”. Και αν αυτή η διαμάχη έχει οδηγήσει την WSJ να μιλά για “υπερ-αριστερισμό”, τότε είναι σίγουρα μια διαμάχη που θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε.

Σε μια αναφορά με το όνομα “Ακτιβιστές και Αναρχικοί μιλούν για τον εαυτό τους στο Occupy Oakland” η Susie Cagle μας υπενθυμίζει ότι τα πιο σημαντικά πρόσφατα περιστατικά συγκρούσεων στον δρόμο, που έχουν αναφερθεί από τους φιλελεύθερους επικριτές του μπλακ-μπλοκ, μας υποχρεώνουν να εγκαταλείψουμε το στερεότυπο των κουκουλωμένων βανδάλων που σπάνε τζαμαρίες. Γράφει:

“Τα κτίρια προς τα οποία βάδισε το Occupy Oakland δεν ήταν στόχοι για καταστροφή αλλά για κατάληψη, για οργάνωση και για πολιτική και κοινοτιστική οικοδόμηση. Και οι διαδηλωτές που ήρθαν οπλισμένοι με πλαστικές, ξύλινες και μεταλλικές ασπίδες, που ταυτόχρονα προχώρησαν εναντίον της αστυνομίας αλλά και προστάτευσαν άλλους από αυτήν, δεν ήταν ένα μπλοκ, δεν ήταν ντυμένοι στα μαύρα και δεν κινούνταν σαν μια μονάδα”.

“Το μπλακ-μπλοκ δεν είναι μια επιλογή στυλ ζωής, είναι μια επιλογή τακτικής”, ισχυρίζεται η Cagle. Παρατηρεί ότι η μόνη πρόσφατη εμφάνιση του μπλακ-μπλοκ ήταν στη διάρκεια της “Γενικής Απεργίας” στις 2 Νοεμβρίου2, όταν σπάστηκαν τζαμαρίες τραπεζών, γράφτηκε με σπρέυ “ΑΠΕΡΓΙΑ” σε ένα κατάστημα Whole Foods, και καταλήφθηκε για λίγο το Travelers Aid Building, όλα αυτά από μια ομάδα ντυμένη στα μαύρα.

Με κάποιο τρόπο, όμως, ενώ όλες οι πλευρές αναγνωρίζουν ότι το πραγματικό ζήτημα είναι οι οδομαχίες καθαυτές, το μπλακ-μπλοκ έχει γίνει η αντιπροσωπευτική φιγούρα της διαμάχης, συνοψίζοντας την ένταση ανάμεα στην “μη-βία” και την “ποικιλομορφία των τακτικών”, την καταστροφή περιουσιών και τις νόμιμες πορείες, τον αναρχισμό και τον φιλελευθερισμό.

Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η ιστορία του μπλακ-μπλοκ αποκαλύπτει πολλά για την παρούσα στιγμή – μπορεί ακόμα και να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την φύση των καταλήψεων. Αλλά πριν αναζητήσουμε τα ίχνη αυτής της ιστορίας, θα έπρεπε να ασχοληθούμε με τους ορισμούς.

Στρατηγική και τακτική

Καθώς μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης αντιπαράθεσης σχετικά με το μπλακ-μπλοκ έχει περιστραφεί γύρω από το νόημα μιας “ποικιλομορφίας τακτικών”, μια έννοια που στην πραγματικότητα προέκυψε σχεδόν πριν από μια δεκαετία, ας πάρουμε μια στιγμή για να ορίσουμε την “τακτική”. Αυτό σημαίνει να ορίσουμε, επίσης, την “στρατηγική”, καθώς οι δύο αυτοί όροι δεν έχουν κάποιο νόημα έξω από την μεταξύ τους σχέση.

Συχνά λέγεται ότι μια τακτική είναι ένα συγκεκριμένο σύνολο από ελιγμούς για να κερδίσεις μια τοπικοποιημένη συμπλοκή. Από την άλλη, μια στρατηγική είναι ο τρόπος που αυτές οι ξεχωριστές αντιπαραθέσεις δένονται συνεκτικά μεταξύ τους για την πραγματοποίηση ενός ευρύτερου στόχου. Αυτά τα δύο απαρτίζουν, λοιπόν, μια αμφίδρομη σχέση στην πρακτική καθώς και στη θεωρία. Χωρίς μια στρατηγική, η τακτική παράγει μόνο μεμονωμένες αψιμαχίες· χωρίς τακτική, μια στρατηγική είναι μόνο ένα απραγματοποίητο όνειρο.

Η μαχητική σύγκρουση μέσω των οδομαχιών, που έχει προσωποποιηθεί σήμερα στο μπλακ-μπλοκ, είναι μια τακτική, καθώς αντιπροσωπεύει έναν συγκεκριμένο τρόπο για να κερδηθεί μια συγκεκριμένη αντιπαράθεση. Μπορεί να στέκει από μόνη της ή να συμπληρωθεί από έναν αριθμό άλλων τακτικών όπως ειρηνικές πορείες, μποϋκοτάζ, ή ακόμα και την ψήφο, για να ονομάσουμε μόνο μερικές. Η έκκληση για μια “ποικιλομορφία τακτικών”, σημαίνει απλά ότι όλες αυτές οι τακτικές θα πρέπει μείνουν ανοιχτές για μελλοντικές αντιπαραθέσεις. Αλλά αυτή η αθώα και φαινομενικά προφανής θέση, η οποία, στη θεωρία, θα μπορούσε να αναφέρεται σε οποιαδήποτε τακτική μπορεί να φανταστεί κανείς, έχει φτάσει τώρα να υιοθετεί ένα εξαιρετικά συγκεκριμένο νόημα. Η φράση δεν αναφέρεται πλέον στην ανάγκη επιδίωξης μιας πληθώρας θέσεων, αλλά μάλλον στο ερώτημα της συνεχιζόμενης βιωσιμότητας μιας μοναδικής τακτικής: της μάχης στον δρόμο, ιδαίτερα εντός του παραδείγματος του μπλακ-μπλοκ.

Η εμμονή σχετικά με το μπλακ-μπλοκ στους προηγούμενους μήνες είναι μια διεστραμμένη αντανάκλαση της πολύ πραγματικής κυριαρχίας αυτής της τακτικής στους σύγχρονους αγώνες. Αυτό είναι κάπως παράδοξο, επειδή στον τωρινό κύκλο αγώνων, το μπλακ-μπλοκ έχει πραγματικά εμφανιστεί σε λίγες μόνο περιοχές, κυρίως στις Βορειοδυτικές ΗΠΑ. Αλλά αν και η γεωγραφική έκταση της τακτικής αυτής είναι κάπως περιορισμένη, η παρουσία της στην συλογική φαντασία του κινήματος έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Φαίνεται σαν το μπλακ-μπλοκ να είναι παντού, μια χειροπιαστή πραγματικότητα, κάτι που ο καθένας θα πρέπει να πάρει το μέρος του – ακόμα, και ίσως ιδιαίτερα, αυτοί που δεν το έχουν πραγματικά δει σε δράση από πρώτο χέρι.

Αλλά είναι ακριβώς αυτή η συνεχιζόμενη εμμονή σε αυτή την μοναδική τακτική που μας εμποδίζει να διευρευνήσουμε στα σοβαρά τον αναγκαίο άλλο όρο αυτής της σχέσης: την στρατηγική. Οι συζητήσεις σχετικά με την αποκαλούμενη “ποικιλομορφία τακτικών” είναι ενδεικτικές ενός προβλήματος: εστιάζοντας όλη μας την ενέργεια στην αμφισβήτηση των πλεονεκτημάτων μιας τακτικής καταλήγουμε να παραμελούμε εντελώς την στρατηγική. Μια “ποικιλομορφία τακτικών” λίγη σχέση έχει με την στρατηγική· στην πραγματικότητα, φαίνεται να αντικαθιστά την στρατηγική με έναν φιλελεύθερο πλουραλισμό, Το ερώτημα δεν είναι αν θα πρέπει να επιδιώξουμε μια “ποικιλομορφία τακτικών” αλλά μάλλον: ποιο είδος στρατηγικής μας επιτρέπει να ενσωματώσουμε αποτελεσματικά ένα διαφοροποιημένο φάσμα τακτικών;

Γίνεται γρήγορα καθαρό ότι η υπερτροφία αυτής της τακτικής είναι στην πραγματικότητα ένα ευθύ αποτέλεσμα της ατροφίας μιας οποιασδήποτε αντίστοιχης στρατηγικής. Όπως έγραψε πρόσφατα ο Alberto Toscano, “αν κάτι αναδεικνύει την σύγχρονη αναζωογόνηση του θεωρητικού ενδιαφέροντος για τον κομμουνισμό, για τα διάφορα είδη του, είναι η, σχεδόν πλήρης, αγνόηση του ζητήματος της στρατηγικής”. Μπορούμε ίσως να προσθέσουμε ότι καθώς στρατηγική και τακτική μπορούν να υπάρχουν μόνο στην αμοιβαία αντίστροφη σχέση τους, η παραμόρφωση – ή ίσως ακόμα και η απουσία – της πρώτης μπορεί μόνο να οδηγήσει σε μοα αποσταθεροποίηση της δεύτερης.

Το σύμπτωμα αυτής της αποσταθεροποίησης είναι ο “καταναγκασμός” της επανάληψης. Η τακτική των οδομαχιών επαναλαμβάνεται τώρα εμμονικά, προσπαθώντας να υπεραντισταθμίσει το έλλειμα στρατηγικής. Στην πιο χονδροειδή μορφή του, αυτό σημαίνει απλά την επανάληψη του ίδιου πράγματος ξανά και ξανά με την ελπίδα ότι έτσι θα “εκβιαστεί” ένα είδος υπέρβασης· μερικοί λένε ότι η επανάληψη μιας τακτικής θα δημιουργήσει η ίδια μια στρατηγική.

Άλλοι προτείνουν ότι μια τακτική ήττα μπορεί να παράγει μια στρατηγική νίκη. Από την μια, αυτή η θέση υπονοεί την εννοιολογική κατάρρευση δυο διακριτών κατηγοριών σε μία· από την άλλη, φαίνεται να αντιπροσωπεύει την ίδια την ουσία της τελεολογικής σκέψης. Αν και συνδέονται, οι στρατηγικές δεν αναδύονται οργανικά από τις τακτικές. Υπονοώντας ότι η επανάληψη μιας μοναδικής τακτικής θα γεννήσει φυσικά κα αυθόρμητα μια στρατηγική αδικεί την πολυπλοκότητα της σχέσης τους.

Έχουμε μια μαχητική τακτική χωρίς μαι αντίστοιχη μαχητική στρατηγική, εγκλωβισμένοι καταναγκαστικά στην επανάληψη μιας “διογκωμένης” τακτικής για να παραχθεί μαγικά η απούσα στρατηγική. Και καθώς αυτό όλο το αδιέξοδο αναπαρίσταται από την δραματική εικόνα του μπλακ-μπλοκ, θα πρέπει να ακολουθήσουμε τα ίχνη της ιστορίας που μας οδήγησε εδώ.

Μια γενεαλογία του μπλακ-μπλοκ

Οι ρίζες του σημερινού μπλακ-μπλοκ φτάνουν πίσω στις εμπειρίες των ευρωπαϊκών κινημάτων της “αυτονομίας” στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Εκείνη την περίοδο οι καπιταλιστές, σε έναν αριθμό χωρών, υπονόμευαν συνειδητά την μαχητικότητα του εργάτη-μάζα, μετατοπιζόμενοι σε ένα καινούριο καθεστώς συσσώρευσης. Αυτή η αναδιάρθρωση χαρακτηριζόταν από συστηματική αποκέντρωση, ελαστικοποίηση, και χωρική αποδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας. Αυτή η μετατόπιση, που κάπως απλουστευτικά έχει θεωρηθεί ως μια απομάκρυνση από τα βιομηχανικά εργοστάσια προς την πιο σκεδασμένη παραγωγή υπηρεσιών, πληροφορίας και γνώσης, περιελάμβανε και έναν μετασχηματισμό στο έδαφος της πόλης. Από την μια, δημόσιοι χώροι που κάποτε χρησιμοποιούνταν από το προλεταριάτο – όπως κέντρα νεολαίας, πάρκα και τόποι συνάντησης – καταστράφηκαν. Από την άλλη, χώροι που κάποτε χρησιμοποιούνταν από τις μεγάλες βιομηχανίες – όπως αποθήκες, εργοστάσια, παραπήγματα – εγκαταλείπονταν καθώς οι καπιταλιστές επαναπροσανατόλιζαν τις επιχειρηματικές τους πρακτικές. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, ο Pierpaolo Mudu σημειώνει ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1990, “μόνο στο Μιλάνο είχαν εκκενωθεί βιομηχανικές ιδιοκτησίες συνολικής έκτασης 7 εκατομμυρίων τετραγωνικών μέτρων”.

Η ιταλική εργατική τάξη απάντησε στην αναδιάρθρωση αυτή ανοίγοντας έναν καινούριο κύκλο αγώνων στον οποίο αυτά τα εγκαταλελειμμένα κτίρια καταλήφθηκαν σε ολόκληρο τον Βορρά, που κάποτε ήταν η καρδιά της ιταλικής βαριάς βιομηχανίας, και μετασχηματίστηκαν ανταγωνιστικά σε βάσεις αυτόνομης προλεταριακής ισχύος. Στην πραγματικότητα, οι πρώτες από αυτές τις βάσεις, ή όπως θα αποκαλούνταν αργότερα “κοινωνικά κέντρα”, εμφανίστηκαν στους κενούς χώρους του Μιλάνου το 1975. Αν και τα κοινωνικά κέντρα, που άρχισαν να συνέχουν ένα είδος αρχιπελάγους απελευθερωμένων χώρων, ή αυτό που θα οριζόταν αργότερα ως “Αυτονομία”, ενεπλάκησαν σε έναν μεγάλο αριθμό δραστηριοτήτων – δίνοντας χώρο στις πολιτικές αντιπαραθέσεις, προσφέροντας νομική βοήθεια, οργανώνοντας δράσεις αλληλεγγύης για περιθωριοποιημένες ομάδες, κοκ. – η σημασία τους για τους Ιταλούς κομμουνιστές ήταν στον ρόλο τους ως “σύγχρονα σοβιέτ” ή κέντρα αυτόνομης εξουσίας που αναπτύσσονταν στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν του κράτους.

Οι επαναστάσεις του 20ου αιώνα πυροδοτήθηκαν από την πρόκληση του συνδικαλισμού, που προχώρησε από την ιδέα της αυτοδιαχείρισης στα εργατικά συμβούλια – στην Ρωσία λέγονταν σοβιέτ. Ο Paolo Virno, που συμμετείχε στην Αυτονομία, έχει προσπαθήσει να θεωρητικοποιήσει την γενική λογική της μορφής του σοβιέτ, εμπνευσμένος αναμφίβολα από τα κοινωνικά κέντρα της εποχής του. Ο Virno περιγράφει τα σοβιέτ ως “τα όργανα της μη-αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας”, τον χώρο στον οποίο η συνεργασία και η δημιουργικότητα από τις οποίες το κεφάλαιο εξαρτάται όλο και περισσότερο για την παραγωγή, μπορούν να αποκτήσουν μια ανεξάρτητη δημόσια ύπαρξη. Ο στόχος τους είναι να “απελευθερώσουν την δεξιοτεχνική συνεργασία από την σημερινή σύνδεσή της με την μισθωτή εργασία”. Από αυτή την άποψη, τα κοινωνικά κέντρα μπορούν να πάρουν την μορφή ιστορικών προσπαθειών αναζωογόνησης της μορφής-σοβιέτ σε ένα πλαίσιο που σημαδεύεται από τον “μετα-φορντισμό” και την ορατή σπουδαιότητα της γνώσης και της επικοινωνίας σε ένα ραγδαία επεκτεινόμενο τομέα υπηρεσιών.

Τα σοβιέτ έχουν υπάρξει ιστορικά το θεμέλιο των επαναστατικών εκρήξεων· ο Virno γράφει ότι “παρεμβάλλονται συγκρουσιακά στα διοικητικά εργαλεία του Κράτους, με μια οπτική να διαβρώσουν τα προνόμιά του και να απορροφήσουν τις λειτουργίες του”. Αυτό δεν σημαίνει την αναπαραγωγή του κράτους – για τον Virno τα σοβιέτ είναι σε πλήρη ρήξη με την “κανονικότητα της διοίκησης”, τα γραφειοκρατικά ιδεώδη της “αντιπροσώπευσης και της ανάθεσης/εκπροσώπησης”:

Είτε πρόκειται για το ζήτημα της διανομής του πλούτου είτε την οργάνωση των σχολείων, την λειτουργία των ΜΜΕ ή τον τρόπο λειτουργίας του προβληματικού κέντρου της πόλης3, τα Σοβιέτ επεξεργάζονται δράσεις που είναι παραδειγματικές και ικανές να ανθοφορήσουν σε καινούριους συνδυασμούς γνώσης, ηθικών τάσεων, τεχνολογιών και επιθυμιών.

Το κοινωνικό κέντρο ως μορφή της εξουσίας των σοβιέτ, αν και έγινε διάσημο αρχικά από τους Ιταλούς, με κανέναν τρόπο δεν περιορίστηκε σε αυτούς – ένα πολύ παρόμοιο φαινόμενο έλαβε χώρα και στη Γερμανία. Αν και υπήρξε μια “γερμανική άνοιξη” μαχητικότητας το 1977, το κίνημα στην πραγματικότητα απογειώθηκε μόνο λίγα χρόνια αργότερα, όταν οι καταληψίες άρχισαν να συνενώνονται. Σύντομα, μετά το 1980, το κίνημα των καταλήψεων πήρε την πρωτοβουλία της ανάκτησης εκατοντάδων σπιτιών σε ολόκληρη τη Δυτική Γερμανία, και οι “Autonomen” έφεραν τα σοβιέτ στη χώρα. Άρχισαν να σχηματίζουν τα δικά τους συμβούλια, να οργανώνουν εθνικά συνέδρια καταλήψεων, και, όπως στην Ιταλία, χρησιμοποίησαν τα κοινωνικά κέντρα για να διαβρώσουν το κράτος.

Έγινε όμως φανερό ότι αυτοί οι μαχητικοί χώροι δεν μπορούσαν ποτέ να ξεφύγουν από την κρατική καταστολή. Στην πραγματικότητα, οι αυτόνομοι ήταν σε επαγρύπνηση από την αρχή, ξέροντας οι ίδιοι ότι είναι υπό επίθεση, βασικός στόχος για την αστυνομία. Μετά τη βίαιη διάλυση της “Ελεύθερης Δημοκρατίας της Wendland” – ενός απελευθερωμένου χώρου στο Gorleben – το 1980 από την μεγαλύτερη κινητοποίηση της αστυνομίας στην Γερμανία από την εποχή του Χίτλερ, και μετά από ένα κύμα συστηματικών επιθέσεων σε καταλήψεις στο Δυτικό Βερολίνο τον Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, έγινε φανερό ότι, αν επρόκειτο να επιβιώσουν, οι Αυτόνομοι θα έπρεπε να προστατέψουν τους εαυτούς τους με πιο μαχητικούς τρόπους. Ομάδες ένοπλων Αυτόνομων, που η δύναμή τους ήταν ριζωμένη στα κοινωνικά κέντρα, αναδύθηκαν γρήγορα για να υπερασπιστούν τους χώρους αυτούς. Ένα, χωρίς αμφιβολία, απαραίτητο καθήκον που τελικά, όμως, θα κατανάλωνε όλη την ενέργεια του κινήματος, δημιουργώντας πόλωση ανάμεσα στους Αυτόνομους και εξασθενίζοντας την αλληλεγγύη τους.

“Καθώς οι μαχητικές δράσεις τους άρχισαν να δέχονται επίθεση από τους ίδιους τους συμμάχους τους”, σημειώνει ο ιστορικός George Katsiaficas, “οι ριζοσπάστες άρχισαν να αυτονομούνται όλο και περισσότερο – κάποιοι θα μπορούσαν να πουν να απομονώνονται – από το κύριο ρεύμα διαμαρτυρίας και κατέληξαν να συγκροτήσουν την δική τους πηγή μιας συλλογικής ταυτότητας”. Αυτές οι μαχητικές ομάδες, που τώρα εμπλέκονταν σε επιθετικές απεργίες καθώς και σε αμυντικούς ελιγμούς, άρχισαν να “σφυρηλατούν” μια συλλογική ταυτότητα μέσω της μονοπώλησης μιας μοναδικής τακτικής: μαχητική σύγκρουση μέσα από οδομαχίες. Ήδη στα μέσα της δεκαετίας του 1980, καθώς η καταστολή συνέχιζε να κλιμακώνεται, αυτές οι μαχητικές ομαδοποιήσεις παγίωσαν την πολιτισμική τους ταυτότητα, μερικές φορές σε αντίθεση με το υπόλοιπο κίνημα. “Τα μαύρα δερμάτινα μπουφάν που φορούσαν πολλοί άνθρωποι στις διαδηλώσεις, και οι μαύρες σημαίες που κρατούσαν άλλοι, σηματοδοτούσαν λιγότερο έναν ιδεολογικό αναρχισμό και περισσότερο ένα στυλ ντυσίματος και συμπεριφοράς”, γράφει ο Katsiaficas. Μαύρα ρούχα, μαύρες σημαίες, μάσκες του σκι, κράνη και το πανκ έγιναν “σύμβολα ενός τρόπου ζωής”. Εδώ είναι που γεννήθηκε το σύγχρονο μπλακ-μπλοκ.

Αλλά είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο, όταν το μπλακ-μπλοκ άρχισε να συγχωνεύεται σε μια διακριτή ταυτότητα, που τα κινήματα της Αυτονομίας, που ήταν η απαρχή του, άρχισαν στην πραγματικότητα να παίρνουν τον κατήφορο. Αυτή ήταν η υποκείμενη ιστορική πραγματικότητα της ιδεολογίας του μπλακ-μπλοκ. Η τακτική, στην πραγματικότητα, αναδύθηκε σε μεγάλο βαθμό ως ένας τρόπος για να σταματήσει αυτή η εσωτερική αποσύνθεση. Πολλοί ακτιβιστές πίστευαν ότι η αστάθειά τους ήταν καθαρά το αποτέλεσμα της κρατικής καταστολής, και υπεθεσαν ότι η οργανωμένη άμυνα των κοινωνικών κέντρων θα μπορούσε πράγματι να αναστρέψει την διαδικασία της αποσύνθεσης.

Η αλήθεια είναι ότι τα κινήματα της αυτονομίας, τόσο στην Γερμανία όσο και στην Ιταλία, ήταν στο χείλος της κατάρρευσης. Καθώς ανέπτυσσαν μια ισχυρά εσωτερική και αντιπολιτευτική ταυτότητα, βρέθηκαν να αδυνατούν όλο και περισσότερο να ξεπεράσουν την ηγεμονία μιας μοναδικής προλεταριακής φιγούρας. Απέτυχαν να συνδεθούν με άλλα στρώματα της εργατικής τάξης και δεν μπόρεσαν να σχηματίσουν μια συμμαχία με τις ευρύτερες μάζες. Nωρίτερα στον 20ο αιώνα, όταν πρωτογεννήθηκαν τα σοβιέτ, αυτό σήμαινε την σύνδεση του προλεταριάτου με την αγροτιά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και σε αυτήν του 1980, σήμαινε την σύνδεση του “προχωρημένου” κομματιού του προλεταριάτου, στην περίπτωση αυτή του “κοινωνικό εργάτη” – ή λιγότερο αμφιλεγόμενα, ενός είδους αμαλγάματος φοιτητών, νεολαίας και επισφαλών εργατών, που είχαν παρασυρθεί από ένα αποσυντιθέμενο κράτος πρόνοιας – με την υπόλοιπη εργατική τάξη. Ανίκανο, ή ίσως απρόθυμο να συνενώσει τα διαφορετικά κομμάτια της τάξης, το μπλακ-μπλοκ δεν έγινε τίποτα περισσότερο από μια υποτυπώδης αμυντική στρατιωτική δύναμη.

Η τελική εξαφάνιση των κοινωνικών κέντρων, όμως, δεν συνεπαγόταν απαραίτητα την εξαφάνιση αυτών των μαχητικών ομαδοποιήσεων που είχαν δημιουργηθεί αρχικά για την προστασία των υπό πολιορκία χώρων. Στην πραγματικότητα, επέζησαν, αλλά η λειτουργία τους έγινε όλο και περισσότερο αμφιλεγόμενη. Στη μέση της δεκαετίας του 1990, για παράδειγμα, μερικοί ακτιβιστές στην Ιταλία αποφάσισαν να σχηματίσουν την Tute Bianche, ή “Λευκά κουστούμια4, σαν μια άμεση απάντηση στην αποσύνθεση των κοινωνικών κέντρων που είχαν επιβιώσει. Οι Hardt και Negri περιγράφουν την ομάδα:

Η νεολαία στα κοινωνικά κέντρα άρχισε να αναγνωρίζει το καινούριο εργασιακό παράδειγμα που χαρακτήριζε τις εμπειρίες της: την κινητική, ελαστική, επισφαλή δουλειά που είναι τυπική του μετα-φορντισμού…Αντί των παραδοσιακών “μπλέ κουστουμιών” του παλιού εργαστασιακού εργάτη, τα “λευκά κουστούμια” αντιπροσώπευαν το καινούριο προλεταριάτο…Ισχυρίζονταν ότι ήταν οι “αόρατοι εργάτες”, καθώς δεν είχαν σταθερές συμβάσεις, ούτε ασφάλιση, ούτε βάση ταυτοποίησης. Η λευκότητά τους είχε την έννοια της αντιπροσώπευσης αυτής της αορατότητας. Και αυτή η αορατότητα, που χαρακτήριζε την δουλειά τους, θα αποδείκνυε επίσης την δύναμη του κινήματός τους.

Τα λευκά κουστούμια αντιπροσώπευαν μια τελική προσπάθεια αναζωογόνησης των κοινωνικών κέντρων, στο φως ιστορικών συνθηκών που είχαν αλλάξει. Όταν έγινε φανερό, μετά το 2001, ότι η προσπάθεια είχε αποτύχει, ότι η κοινωνική τους βάση δεν μπορούσε να αναβιώσει και ότι η συγκεκριμένη μορφή πάλης που αντιπροσώπευαν είχε φτάσει στα ιστορικά της όρια, τα “λευκά κουστούμια” αποφάσισαν να εξαφανιστούν.

Η μοίρα του μπλακ-μπλοκ θα ήταν διαφορετική. Η τακτική ξαναγεννήθηκε, και στην πραγματικότητα πέτυχε και αναγνωρίστηκε5, μόνο μετά την “μεταμόσχευσή” της στις ΗΠΑ – ιδιαίτερα στο Σηάτλ το 1999 – όπου ένα κίνημα συγκρίσιμο με την γερμανική Αυτονομία δεν είχε υπάρξει ποτέ πριν. Αυτή η γεωγραφική απόσταση αντιπροσώπευε πολύ ισχυρά την ιστορική απόσταση ανάμεσα στο αναγεννημένο μπλακ-μπλοκ και τα συστατικά του όργανα από τον προηγούμενο κύκλο αγώνων. Το αμερικάνικο μπλακ-μπλοκ, σε αντίθεση με τα “λευκά κουστούμια”, δεν γεννήθηκε στα κοινωνικά κέντρα.

Ήταν πραγματικά με την έκρηξη του κινήματος της αντι-παγκοσμιοποίησης, που εκτείνεται περίπου από το 1999 μέχρι το 2003, που η τακτική του μπλακ-μπλοκ, τώρα εντελώς αποσυνδεδεμένη από την ίδια την ιδέα των κοινωνικών κέντρων, άρχισε να επιβιώνει ανεξάρτητα, αναδιαμορφώνοντας τον εαυτό του σε κάτι διαφορετικό από μια απλή τακτική. Η τεράστια πλειοψηφία αυτών που σχημάτιζαν τις τάξεις του μπλακ-μπλοκ στο Σηάτλ δεν είχαν άμεση μνήμη της γερμανικής Αυτονομίας των αρχών της δεκαετίας του 1980, διαχωρισμένοι από ένα μεγάλο γεωγραφικό χάσμα· έτσι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ανακατασκευάσουν μια καινούρια ταυτότητα για τους ίδιους. Η αναγέννηση του μπλακ-μπλοκ είχε ένα τίμημα: την ανυπέρβλητη αντίθεση ανάμεσα στην ύπαρξή του ως τακτική και την ύπαρξή του ως μια ταυτότητα. Όμως, αν και η ήττα του αντιπολεμικού κινήματος6, η επιδρομή των χρόνων της προεδρίας Bush και η παρακμή μιας οργανωμένης Αριστεράς ανάγκασε το μπλακ-μπλοκ να εξαφανιστεί λίγο-πολύ ως μια υλική τακτική, εδραίωσε, κατά παράδοξο τρόπο, την ταυτότητά του, χαρίζοντάς της μια μυστικιστική μεταθανάτια ζωή, που σήμερα ανασταίνεται και φετιχοποιείται.

Μια “μετέωρη” τακτική

Μετά από δεκαετίες καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης δεν υπάρχουν πλέον σήμερα καταλήψεις προς υπεράσπιση. Με την οριστική διάλυση του κράτους πρόνοιας, που κάποτε παρείχε τις συνθήκες μέσα στις οποίες μπορούσαν να αναδυθούν αυτόνομα κινήματα, και τη βίαιη καταστολή των κοινωνικών κέντρων που παρέμεναν, οι καταληψίες, που κάποτε αποτελούσαν την κοινωνική βάση του μπλακ-μπλοκ, έχουν εξαφανιστεί.

Αποχωρισμένο από αυτά τα θεμέλια, το μπλακ-μπλοκ συνέχισε να ζει σαν ένα είδος “μετέωρης” τακτικής7. Τώρα, στην μεταθανάτια ζωή του, η ιδέα του μπλακ-μπλοκ αναπαράγει εκπεφρασμένα μια μοναδική τακτική με την ελπίδα της επανανακάλυψης της στρατηγικής από την οποία αναδύθηκε. Σε ένα επιφανειακό επίπεδο, ήταν μια πρακτική οδομαχιών που χρησιμοποιούσε μαύρα ρούχα και μάσκες για να συγκρουστεί ανώνυμα με το κράτος, και σε κάποιες περιπτώσεις να καταστρέψει ιδιοκτησία. Αλλά μετά τον θάνατο και την αναγέννησή του, το μπλακ-μπλοκ έχει γίνει μια συγκεκριμένη ιδεολογία μάχης στον δρόμο: της χρήσης της σύγκρουσης με την αστυνομία για την μετατόπιση των εσωτερικών αντιθέσεων στο κίνημα. Και το κίνημα αφήνεται να ταλαντώνεται ανάμεσα σε δυο συμπληρωματικές ιδεολογίες, δυο ασυνείδητες στρατηγικές, στο όνομα της “ποικιλομορφίας των τακτικών”.

Η πρώτη περιλαμβάνει σκόπιμα σχεδιασμένες συγκρούσεις με την αστυνομία με την ελπίδα να καταστήσει θεαματικό το κίνημα προς φιλελεύθερη κατανάλωση. Περισσότερο φόρμουλα παρά στρατηγική, εφαρμόζεται αδιάκριτα, με πολύ λίγη έγνοια για το συγκεκριμένο πλαίσιο, και κατά παράδοξο τρόπο καθιστά την επιβίωση του κινήματος εξαρτώμενη από το να κάνει το κράτος να [το] ακούει.

Η δεύτερη περιλαμβάνει την προσπάθεια της επαναφοράς, με το ζόρι, στη ζωή των κοινωνικών κέντρων, της βάσης, κάποτε, του μπλακ-μπλοκ. Αποκομμένη, χωρίς τα κοινωνικά κέντρα που πρώτη δημιούργησε, η ιδεολογία του μπλακ-μπλοκ προσπαθεί τώρα να τα εγκαθιδρύσει με το ζόρι. Το εξαιρετικά εχθρικό νομικό καθεστώς και η υπεβολική στρατιωτική ισχύς του κράτους, μετατρέπει την κατάληψη ενός κτιρίου σε ένα πλαίσιο οδομαχίας. Και σε ορισμένο βαθμό, είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς πέρα από την επιτελεστική λειτουργία της ανασύστασης ενός κοινωνικού χώρου, που μοιάζει να είναι σκοπός καθαυτός, την ίδια την πραγματική κατασκευή του κέντρου. Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστέψουμε ότι ένα κοινωνικό κέντρο μπορεί να συγκροτηθεί στο πλαίσιο των συγκρούσεων στον δρόμο. Οι ένοπλοι Αυτόνομοι ποτέ δεν δημιούργησαν τα κατηλειμμένα κέντρα· ήταν το αρχιπέλαγος των αυτόνομων χώρων που δημιούργησαν τους ένοπλους Αυτόνομους. Και η πρόσφατη εμπειρία υποδεικνύει ότι στο πλαίσιο του αναπτυγμένου νεοφιλελευθερισμού, τα κοινωνικά κέντρα δεν θα είναι πιθανόν η μορφή που θα πάρει σήμερα η οργανωμένη αυτόνομη προλεταριακή δραστηριότητα.

Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια φιλελεύθερη ιδεολογία του παρόντος· στη δεύτερη μια κομμουνιστική ιδεολογία του παρελθόντος. Η μια έχει δανείσει μερικά από το πιο μαχητικά, ενεργητικά και αφοσιωμένα στοιχεία του κινήματος στον ακούσιο ρεφορμισμό· η άλλη έχει δανείσει αυτά τα στοιχεία στην εκπλήρωση οδηγιών που έχουν μεταβιβαστεί από ένα παρελθόν που δεν υπάρχει πλέον.

Ούτε ένας φιλελευθερισμός του παρόντος ούτε ένας κομμουνισμός του παρελθόντος αρκούν σήμερα. Το μόνο πράγμα που αναζητούμε είναι μια κομμουνιστική στρατηγική του παρόντος. Το καθήκον μας είναι να προσπαθήσουμε να θέσουμε τα θεμέλια για μια οργάνωση της αυτόνομης προλεταριακής δραστηριότητας, σε μια μορφή που να είναι ιστορικά κατάλληλη. Σημαίνει να επαναεφεύρουμε τα “σοβιέτ” της εποχής μας, όπως έκαναν οι αυτόνομοι στη δική τους· να ανακαλύψουμε μέσα από μια διαδικασία συλλογικού πειραματισμού μια μορφή πάλης που θα συντονίζεται με την σύνθεση της τάξης μας, που θα συνδέει μεταξύ τους τα διάφορα στρώματα αυτής της τάξης και θα ανασυνθέτει αυτό το ετερόκλητο σώμα σε ένα ανταγωνιστικό υποκείμενο. Μόνο τότε θα είμαστε ικανοί να καθορίσουμε τη θέση, στους αγώνες μας, της τακτικής της μαχητικής σύγκρουσης με οδομαχίες. Χωρίς αυτό, χωρίς μια συνεκτική κομμουνιστική στρατηγική, το μόνο που έχουμε είναι ένα ζόμπι, που κυνηγά την ίδια του την σκιά.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://viewpointmag.com/2012/02/12/on-the-black-bloc/.

2 Στμ. Αναφορά στην γενική απεργία που οργανώθηκε στις 2 Νοεμβρίου στο Όκλαντ στο πλαίσιο του Occupy Oakland. Δες πχ.: https://en.wikipedia.org/wiki/2011_Oakland_general_strike.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο inner city. Μεταφράζουμε προβληματικό γιατί ο αγγλικός όρος αναφέρεται ιδαίτερα στο κέντρο της πόλης που σχετίζεται με κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.

4 Στμ. Η ιταλική λέξη “tute” σημαίνει “κουστούμι” αλλά και με την έννοια της στολής εργασίας· η αγγλική απόδοσή της “overalls” σημαίνει “φόρμα”, όπου φόρμα είναι βέβαια η κλασσική εργατική φόρμα/παντελόνι εργασίας (αλλιώς “σαλοπέτα”). Χρησιμοποιούμε λοιπόν την απόδοση “κουστούμια” αλλά με την έννοια της στολής εργασία ς.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο “came into its own”.

6 Στμ. Προφανώς αναφέρεται στην 2η εισβολή στο Ιράκ το 2003.

7 Στμ. Στο πρωτότυπο “floating”.

Back in Black

 (ή η επιστροφή του μπλακ-μπλοκ)

του Salar Mohandesi1

Τέλος, και το σημαντικότερο, αν πρόκειται να δουλέψει αυτή η επανένωση, χρειαζόμαστε μια στρατηγική. Άλλωστε, το μπλακ-μπλοκ αντιπροσωπεύει μόνο μια τακτική. Αν και η προεδρία του Τραμπ έχει δημιουργήσει μια καινούρια ανάγκη για μαχητική αντιπαράθεση, τα γενικότερα στρατηγικά ζητήματα, που θα δώσουν σε μια τέτοια τακτική νόημα, παραμένουν ανοιχτά. Πώς μπορούμε να συναρθρώσουμε αποκλίνουσες κοινωνικές δυνάμεις σε μια σταθερή πολιτική ενότητα που θα σέβεται τις διαφορετικές ανάγκες, συμφέροντα και επιθυμίες; Ποιες μορφές οργανωμένης αυτο-δραστηριότητας θα συντονιστούν με την συγκεκριμένη σύνθεση της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ; Με ποιον τρόπο μπορεί η αντίσταση ενάντια στον Τραμπ να μετασχηματιστεί σε ένα θετικό κίνημα για την ριζική κοινωνική αλλαγή, πέρα από τον καπιταλισμό και το κράτος; Μόνο σκεπτόμενοι μέσα από αυτά τα στρατηγικά ερωτήματα μπορούμε πραγματικά να καθορίσουμε την θέση του μπλακ-μπλοκ, και όχι το αντίστροφο.

Στμ. Ένα καταπληκτικό άρθρο των συντρόφων από τις ΗΠΑ για τις επιθετικές και μη-επιθετικές πτυχές των αγώνων και τα τακτικά και στρατηγικά ερωτήματα της συνάρθρωσής τους για το επαναστατικό, ανταγωνιστικό κίνημα στη σημερινή συγκυρία. Εξαιρετική συμβολή σε μια κατανόηση των χαρακτηριστικών του ανταγωνιστικού κινήματος και στη χώρα μας, ιδιαίτερα σε σχέση με τις διαρκώς συζητούμενες πτυχές της κόπωσης, της υποχώρησης, της ενσωμάτωσης των εγχειρημάτων και την προσπάθεια μιας ουσιαστικής συζήτησης στα ζητήματα τακτικής και στρατηγικής. To προγενέστερο – και εκτενέστερο για το μπλακ-μπλοκ (δημισιευμένο μάλιστα στις 12 Φλεβάρη του 2012), άρθρο “Back in Black“, του ίδιου συγγραφέα, αποτελεί με μια έννοια προαπαιτούμενο για την κατανόηση του παρόντος άρθρου.

Στις 3 Μαΐου του 1969, αρκετές εκατοντάδες ριζοσπάστες φοιτητές καρφώνανε με το βλέμμα τους μια ομάδα φασιστών έξω από τη Σορβόνη, στο Παρίσι. Την προηγούμενη μέρα, η νεοφασιστική ομάδα Occident είχε κάψει τα γραφεία μιας αριστερίστικης φοιτητικής οργάνωσης, αφήνοντας το “επισκεπτήριό” της, τον κέλτικο σταυρό. Σε απάντηση, ριζοσπάστες φοιτητές κάλεσαν σε διαδήλωση ενάντια στον “φασισμό και τον τρόμο”, όντας αποφασισμένοι για μάχη.

Συρράξεις ανάμεσα σε ριζοσπάστες και φασίστες είχαν γίνει ένα αρκετά κοινό γνώρισμα της παρισινής πολιτικής ζωής από την εποχή του πολέμου της Αλγερίας, όταν οι φασίστες στραφήκανε στην τρομοκρατία, τις δολοφονίες και τις βομβιστικές επιθέσεις σε μια ύστατη προσπάθεια να αποτρέψουν την ανεξαρτησία της Αλγερίας, να συντρίψουν την αριστερά και να καταλάβουν την κρατική εξουσία. Μετά τον πόλεμο, παραστρατιωτικές ομάδες, όπως η Occident, συνέχισαν να διεξάγουν τον πόλεμο εναντίον της αριστεράς. Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί ριζοσπάστες φοιτητές ξεκίνησαν την πολιτική τους εκπαίδευση στην οργάνωση του αντιφασισμού, όπου έμαθαν πώς να μάχονται τους φασίστες στους δρόμους, να έρχονται αντιμέτωποι με την αστυνομία, να οργανώνουν γρήγορες, επιθετικές δράσεις. Όπως εξήγησε ένας ριζοσπάστης: “Ήμουν αντιφασίστας. Αυτός ήταν ο τρόπος που κοινωνικοποιήθηκα. Άλλοι ασκούνταν στην διαλεκτική – εγώ εξασκούμουν στο γκλομπ ”2.

Οι ομάδες της ριζοσπαστικής νεολαίας της δεκαετίας του 1960 εξελίχθηκαν σε παραστρατιωτικές πτέρυγες γνωστές ως Service d’Ordre (SO), Ομάδες Τάξης. Όπως υποδεικνύει και το όνομά τους, οι SO ανέλαβαν την ευθύνη της διατήρησης της γενικότερης τάξης. Δρούσαν σαν “σερίφηδες3” στις διαδηλώσεις, προστάτευαν τις πορείες και τις συναντήσεις από επιδρομές, υπερασπίζονταν τα μοιράσματα εφημερίδων από φασιστικές επιθέσεις, και αργότερα χειρίζονταν και την ασφάλεια στις καταλήψεις. Αλλά οι SO έπαιζαν και έναν επιθετικό ρόλο, διακόπτοντας τις διαλέξεις στη διάρκεια φοιτητικών απεργιών, εισβάλλοντας σε φασιστικές συγκεντρώσεις και αντιμετωπίζοντας την αστυνομία στη διάρκεια διαδηλώσεων. Για όσους ήταν στο κίνημα, δεν υπήρχε αντίφαση ανάμεσα σε αυτές τις λειτουργίες, όσο οι SO απαντούσαν στον γενικότερο αγώνα.

Εκείνη την Παρασκευή και οι δυο πλευρές ήρθαν προετοιμασμένες. Όταν οι αλήτες της Occident βάδισαν προς το Πανεπιστήμιο, φορώντας κράνη, με παλούκια και καπνογόνα, οι φοιτητές έβαλαν τα κράνη τους και έσπασαν έπιπλα για να φτιάξουν αυτοσχέδια όπλα για την αναπόφευκτη μάχη σώμα με σώμα. Πανικοβλημένος, ο πρύτανης κάλεσε την αστυνομία, που έκανε τα πράγματα χειρότερα επιτιθέμενη στην διαδήλωση και κάνοντας συλλήψεις αδιάκριτα. Οι φοιτητές απάντησαν γρήγορα, περικυκλώνοντας τα βανάκια της αστυνομίας, ξηλώνοντας τα λιθόστρωτα και πετώντας πέτρες στους μπάτσους.

Εκείνη την ημέρα έγιναν 574 συλλήψεις. Οι φοιτητές σε ολόκληρο το Παρίσι ριζοσπαστικοποιήθηκαν από τη βίαιη καταστολή και βγήκαν στους δρόμους απαιτώντας την απελευθέρωση των συντρόφων τους. Οι διαμαρτυρίες κλιμακώθηκαν μια βδομάδα αργότερα, στις 10 Μαΐου, όταν ριζοσπάστες νεολαίοι, καθοδηγούμενοι από τις σκληραγωγημένες στις μάχες SO, συγκρούστηκαν το βράδυ με την αστυνομία. Οι φοιτητές έκοψαν δέντρα και αναποδογύρισαν αυτοκίνητα ώστε να στήσουν οδοφράγματα, τέντωσαν καλώδια κατά πλάτος των δρόμων και κύλησαν αυτοκίνητα στις γραμμές της αστυνομίας, άναψαν φωτιές για να ανακόψουν την προώθηση των μπάτσων και εξαπέλυσαν ομοβροντίες από πέτρες. Όταν οι καπνοί των δακρυγόνων τελικά καθάρισαν, 200 αυτοκίνητα κείτονταν κατεστραμμένα, τουλάχιστον 400 άτομα είχαν τραυματιστεί και πάνω από 500 άτομα συνελήφθησαν.

Είναι αξιοσημείωτο ότι παρά τους βανδαλισμούς, τη βία και την καταστροφή ιδιοκτησιών, οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι το 80% των κατοίκων του Παρισιού υποστήριζαν την νεολαία. Για την ακρίβεια, οι κάτοικοι του Καρτιέ Λατέν, προμήθευσαν τους διαδηλωτές με φαγητό, νερό, υλικά για τα οδοφράγματα, και καταφύγιο από την αστυνομία. Στις 13 Μαΐου τα συνδικάτα κάλεσαν σε απεργία. Φοιτητές κατέλαβαν το Πανεπιστήμιο, εργάτες στα εργοστάσια τους ακολούθησαν γρήγορα και μέχρι το τέλος του μήνα σχεδόν εννιά εκαταμμύρια εργάτες απεργούσαν. Καθώς η ζωή στην πρωτεύουσα είχε καθηλωθεί, ο πρόεδρος Ντε Γκωλ έφυγε από τη χώρα για να διαβουλευτεί με τον στρατό. Αν και ο Ντε Γκωλ ανέκτησε γρήγορα τον έλεγχο, τα γεγονότα του Μάη αναστάτωσαν εκ βάθρων τη γαλλική κοινωνία. Τα εργοστάσια έγιναν μη διοικήσιμα για περισσότερο από μια δεκαετία, πολύμορφα κοινωνικά κινήματα πολλαπλασιάστηκαν σε ολόκληρη τη χώρα και ο ίδιος ο Ντε Γκωλ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την προεδρία το 1969.

Είναι καταπληκτικό, λοιπόν, να βλέπει κανείς την αντίδραση της φιλελεύθερης διανόησης στην επιστροφή του μπλακμπλοκ σήμερα. Μερικοί κριτικοί, όπως η Erica Chenoweth, ισχυρίζονται ότι η “ιστορία” αποδεικνύει, υποτίθεται, πως οι “τακτικές του μπλακ-μπλοκ” είναι αναποτελεσματικές. Καταρχάς, εξηγήσεις σαν αυτές συνταυτίζουν, λαθεμένα, την μαχητική σύγκρουση στον δρόμο με τον ένοπλο αγώνα ενάντια σε δικτατορίες, αναπαριστώντας λανθασμένα το μπλακ-μπλοκ ως μια πολιτοφυλακή ή αντάρτικη δύναμη, μάλλον, παρά ως μια συγκεκριμένη τακτική. Ακόμα χειρότερα, είναι ιστορικά ανακριβείς. Ελάχιστοι ιστορικοί αμφισβητούν ότι οι μαχητικές συγκρούσεις στον δρόμο έπαιξαν έναν καθοριστικό, καταλυτικό ρόλο στη Γαλλία της δεκαετίας του 1960. Υπάρχει, επίσης, συμφωνία ότι η τακτική αυτή αποδείχτηκε αποτελεσματική και σε πολλούς άλλους αγώνες – ως παράδειγμα, το οποίο αφορά τις ίδιες τις ΗΠΑ, θεωρήστε την εξέγερση του Detroit το 1967. Οι ταραχές όχι μόνο δεν οδήγησαν στο χάος αλλά, στην πραγματικότητα, γέννησαν μακροχρόνιες και ανθεκτικές οργανώσεις όπως η “Λίγκα των Επαναστατών Μαύρων Εργατών” (League of Revolutionary Black Workers4).

Αλλά ας μην κάνουμε το αντίθετο λάθος από την Chenoweth. Το παράδειγμα του Μάη του 1968 δεν υποδεικνύει ότι οι συγκρούσεις στον δρόμο θα φτάσουν, αυτομάτως, να προκαλέσουν μαζικά κινήματα του τύπου που αναποδογύρισαν ριζικά την γαλλική κοινωνία τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Οι συγκρουσιακές τακτικές της ριζοσπαστικής νεολαίας πριν και στη διάρκεια του Μάη του 1968 πυροδότησαν μια εξαιρετικά εύφλεκτη συγκυρία και η ακριβής ακολουθία των γεγονότων του Μάη δεν μπορεί να επαναληφθεί ποτέ ξανά.

Συνεπώς, η “ιστορία” δεν μας παρέχει μοντέλα που θα πρέπει να αποφύγουμε ή να ακολουθήσουμε μηχανικά. Αν η ιστορία των μαχητικών συγκρούσεων μάς δείχνει κάτι, είναι ότι οι τακτικές του μπλακ-μπλοκ μπορούν να δουλέψουν σε κάποιες περιπτώσεις και σε κάποιες άλλες όχι: η αποτελεσματικότητα εξαρτάται από την συγκεκριμένη συγκυρία. Επικλήσεις του όμορφου παρελθόντος μπορεί να ρίξουν φως σε μια εποχή στην οποία κάτι, όπως το μπλακ-μπλοκ, έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στα κοινωνικά κινήματα αλλά δεν μπορούν να μας πουν τίποτα για το αν το μπλακ-μπλοκ είναι κατάλληλο σήμερα. Μόνο μια συγκεκριμένη ανάλυση μιας συγκεκριμένης κατάστασης μπορεί να προσδιορίσει ποιον ρόλο, αν οποιονδήποτε, μπορεί να παίξει το μπλακ-μπλοκ στα σημερινά κινήματα. Αν και αρκετοί έχουν δικαιολογημένα αμφισβητήσει συνολικά την αποτελεσματικότητα του μπλοκ την τελευταία περίπου δεκαετία, σήμερα βρισκόμαστε σε μιαν αντικειμενικά διαφορετική ιστορική συγκυρία, η οποία θα μπορουσε να μας αναγκάσει να ξανασκεφτούμε τον δυνητικό ρόλο του μπλακ-μπλοκ.

Nέα Συγκυρία

Όπως έχω επιχειρηματολογήσει αλλού, το μπλακ-μπλοκ αντιπροσώπευε μια συγκεκριμένη τακτική που κάποτε απολάμβανε μια πολύτιμη θέση στην στρατηγική ενός συγκεκριμένου αστερισμού κινημάτων. Αλλά στη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990 τα κινήματα αυτά κατέρρευσαν, η καταστολή εκτοξεύθηκε και οι ριζοσπαστικοί χώροι αναδομήθηκαν, υπονομεύοντας τις κοινωνικές βάσεις που γείωναν τις τακτικές του μπλακ-μπλοκ. Το μπλοκ κατάφερε να επιβιώσει σαν ένα είδος μιας “αιωρούμενης τακτικής”, αλλά αυτή η επιβίωση είχε ένα κόστος. Χωρίς μια ευρύτερη τακτική, οι “παρτιζάνοι” του μπλοκ βρέθηκαν αναγκασμένοι να αναπαράγουν διαρκώς αυτή την μοναδική τακτική, με την ελπίδα ότι θα ξαναζωντάνευαν αυθόρμητα την στρατηγική που κάποτε της έδινε νόημα, παγιδευόμενοι έτσι σε μια ατέρμονη απειρία θεαματικών δράσεων. Διαχωρισμένοι από τα συλλογικά όργανα, τα μέλη του έτειναν να υιοθετούν μια διακριτή πολιτισμική ταυτότητα, μερικές φορές σε ευθεία αντίθεση με τα κινήματα. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, μερικοί μαχητές του μπλακ-μπλοκ χλεύαζαν άλλους διαδηλωτές επειδή προσπαθούσαν να τους συγκρατήσουν, ενώ λιγότερο συγκρουσιακοί ακτιβιστές αποκήρυσσαν το μπλοκ για ανεύθυνο τυχωδιοκτισμό. Είναι από αυτή την περίοδο που χρονολογείται η φήμη του μπλοκ.

Αλλά η αυγή της διακυβέρνησης του Τραμπ έχει αλλάξει το παιχνίδι. Εξαπολύοντας μια τεράστια επίθεση σε όλα τα κομμάτια της εργατικής τάξης, η προεδρία του έχει εγείρει ζητήματα σχετικά με την γενική και την προσωπική ασφάλεια και τη σωματική ακεραιότητα. Η μονομερής επιβολή από τον Τραμπ ρατσιστικών μεταναστατευτικών πολιτικών έχει ήδη προκαλέσει σύγχυση στις ζωές των μεταναστών. Μελλοντικές ενέργειες θα θέσουν σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο τη ζωή των μεταναστών χωρίς χαρτιά. Αν περάσει, σε πανεθνικό επίπεδο, ο νόμος των Ρεπουμπλικάνων για το δικαίωμα στην εργασία, θα μπορούσε να προκαλέσει πλήγμα5 στα συνδικάτα, αφήνοντας αμέτρητους Αμερικανούς εργάτες σε ακόμα πιο ευάλλωτη θέση, από αυτήν που βρίσκονται σήμερα. Εν τω μεταξύ, η επέλαση του Τραμπ κατά της “μεταρρύθμισης στην υγεία” θα μπορούσε να αφήσει 20 εκατομμύρια Αμερικανούς ανασφάλιστους, προκαλώντας δυνητικά 43.956 θανάτους τον χρόνο. Τα εγκλήματα μίσους έχουν ήδη εκτοξευθεί, καθώς αποθρασσυμένοι φασίστες ζωγραφίζουν σβάστικες σε πόλεις σε ολόκληρη τη χώρα, στέλνους θανάσιμες απειλές σε συναγωγές και τζαμιά, και παρενοχλούν λεκτικά και σωματικά μειονότητες. Μόλις πριν από δυο βδομάδες ένας υποστηρικτής του Τραμπ πυροβόλησε έναν διαμαρτυρόμενο διαδηλωτή σε εκδήλωση του Milo Yiannopoulos στο Seattle – το δικαίωμα του θύματος στην ελευθερία του λόγου δεν έτυχε καμμιάς άμυνας από τους φιλελεύθερους υπερασπιστές των πολιτικών δικαιωμάτων σε αντίθεση με αυτήν που επιφυλάχθηκε στον Richard Spencer, για μια μη-θανάσιμη μπουνιά που δέχτηκε. Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να ξανασκεφτούμε τον ρόλο που η μαχητική αντιπαράθεση, και η αυτοάμυνα, μπορούν να παίξουν στην προστασία των συλλογικών κινημάτων.

Υπάρχουν, επίσης, ενδείξεις ότι η ιδέα της σύγκρουσης κερδίζει ευρύτερη αποδοχή. Πολλοί από τους διοργανωτές που δεν είχαν προηγουμένως υιοθετήσει τις τακτικές του μπλακ-μπλοκ γίνονται όλο και περισσότερο δεκτικοί, και σε κάποια μέρη επιδιώκουν συμμαχίες με αυτούς που τις χρησιμοποιούν. Παρά την διαφωνίες που συνοδεύουν τα γεγονότα, φαίνεται ότι αρκετοί φοιτητές στο Berkeley υποστήριξαν τις μαχητικές ενέργειες που απέτρεψαν τον Milo Yiannopoulos να μιλήσει εκεί, ομιλία στην οποία σκόπευε να ξεκινήσει μια καμπάνια εναντίον των “πανεπιστημιουπόλων-ασύλων”6, και πιθανόν να είχε σχεδιάσει να αποκαλύψει τα ονόματα φοιτητών χωρίς χαρτιά. “Η πανεπιστημιούπολή μου δεν έκανε τίποτα για να σταθεί ανάμεσα στην κοινότητά μας, όσων δεν έχουμε χαρτιά, και τα μισητά χέρια των ριζοσπαστικοποιημένων λευκών αντρών – οι Αντίφα το έκαναν”, έγραψε ένας φοιτητής χωρίς χαρτιά για τα γεγονότα με τον Milo. “Μια ειρηνική διαμαρτυρία δεν επρόκειτο να ακυρώσει αυτή την εκδήλωση, όπως δεν το έκαναν οι πολυάριθμες επιστολές από το Τμήμα, το προσωπικό, βετεράνους του Κινήματος Ελευθερίας του Λόγου (Free Speech Movement) ακόμα και τους δωρητές. Μόνο η καταστροφή των τζαμαριών και οι βολές των φωτοβολίδων το έκαναν”.

Υπάρχει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για το μπλακ-μπλοκ ακόμα στην κυρίαρχη κοινή γνώμη. Μέσα σε ώρες, το βίντεο με τον Richard Spencer να δέχεται μια μπουνιά στο πρόσωπο είχε σχεδόν ένα εκατομμύριο επισκέψεις, και επενδύθηκε με μουσική υπόκρουση από το “Born in the U.S.A.” μέχρι το “The Boys Are Back in Town”. Το μπλακ-μπλοκ κουβεντιάζεται τώρα στο μεσημεριανό, προβάλλεται στην καλωδιακή και σχολιάζεται στα πρωτοσέλιδα των New York Times, προκαλώντας μερικούς φιλελεύθερους της μόδας όπως η Sarah Silverman να ξανασκεφτούν τι προκείμενές τους. Αυτή η αλλαγή αντίληψης είναι, πιθανόν, και αντανάκλαση της ριζοσπαστικοποίησης της πολιτικής κατάστασης. Κινητοποιούμενοι από τον Τραμπ, εκαταντάδες χιλιάδες Αμερικανών, που δεν είχαν συμμετάσχει σε μια διαδήλωση ποτέ πριν από αυτές τις εκλογές, θυσιάζουν τώρα τον ελεύθερο χρόνο τους για πολιτικές συναντήσεις, για να πορευτούν ενάντια στην κυκλοφορία, να κλείσουν αεροδρόμια, να εκπαιδευτούν σαν διοργανωτές, ακόμα και να σκέφτονται την πιθανότητα μιας γενικής απεργίας. Πολλοί φθάνουν να αισθάνονται ότι η βία μιας σπασμένης τζαμαρίας ωχριά σε σύγκριση με την βία της διακυβέρνησης του Τραμπ. Στην πραγματικότητα, είναι ακριβώς αυτή η απρόσμενη ανοιχτότητα στις τακτικές του μπλακ-μπλοκ που έφερε τους κριτικούς σε μια τέτοια κατάσταση παραληρήματος.

Την ίδια στιγμή, οι μαχητές του μπλακ-μπλοκ αναγνωρίζουν την ανάγκη να βρουν τρόπους για να ενσωματώσουν οργανικά την σύγκρουση στον δρόμο μέσα σε ένα ολόκληρο οικοσύστημα αγώνων. Μην ξεχνάμε ότι στο Berkley, οι δράσεις του μπλοκ ήταν μόνο μια πτυχή μιας ευρύτερης καμπάνιας που περιελάμβανε την δημοσίευση άρθρων γνώμης, την αγορά εισιτηρίων [της εκδήλωσης του Milo Yiannopoulos], δουλειά μαζί με το Τμήμα για να πιεστεί η διοίκηση του Πανεπιστημίου να ακυρώσει την εκδήλωση, οργάνωση μέσω της UAW, απεύθυνση στους τοπικούς πολιτικούς και σε διάφορες κοινότητες της περιοχής, και την διοργάνωση δημόσιων συναντήσεων.

Οι μαχητές του μπλακ-μπλοκ με τους οποίους μίλησα σε πρόσφατες διαδηλώσεις στην Φιλαδέλφεια, τόνιζαν τη σπουδαιότητα της δουλειάς μαζί και όχι ενάντια στις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις. Αυτό σημαίνει τον μετασχηματισμό του μπλοκ από μια ταυτότητα σε μια εντεταγμένη τακτική. Ο δρόμος προς τα μπροστά είναι, λοιπόν, να εμπλουτιστεί δημιουργικά η σύγκρουση στον δρόμο όχι μόνο με ένα ευρύτερο φάσμα τακτικών αλλά με ευρύτερα μαζικά κινήματα, που σημαίνει πιθανόν ότι θα βάλλουν το μπλοκ σε ένα φάσμα χρήσεων, όπως έκαναν οι Γάλλοι ριζοσπάστες την δεκαετία του 1960 με την service d’ordre.

Στην διάρκεια της ορκωμοσίας του Τραμπ, οι τακτικές του μπλακ-μπλοκ βοήθησαν τους ακτιβιστές του κινήματος Black Lives Matter να κλείσουν ένα σημείο ελέγχου και να κυνηγήσουν κάποιους νεοναζί. Τι άλλες χρήσεις μπορεί να εξυπηρετήσει το μπλοκ σήμερα; Το κλείσιμο αεροδρομίων; Την προστασία κλινικών έκτρωσης; Το σταμάτημα επιδρομών απελάσεων; Την άμυνα αυτοοργανωμένων προγραμμάτων επιβίωσης που θα αναπτύξουμε στα επόμενα χρόνια;

Προκλήσεις

Το ερώτημα, λοιπόν, είναι κατά πόσον η προεδρία του Τραμπ έχει δημιουργήσει τις συνθήκες για την αποκατάσταση του μπλακ-μπλοκ στην ιστορική του λειτουργία ως ενός αναπόσπαστου στοιχείου των μαζικών αγώνων αντί ως μιας “αιωρούμενης” τακτικής. Φαίνεται ότι η δυνατότητα υπάρχει, αλλά η εδραίωση αυτής της “συνάντησης” θα αντιμετωπίσει αναμφίβολα πολλές προκλήσεις.

Πρώτα απ’ όλα υπάρχει η υποκρισία της αμερικανικής παραδοσιακής αντίληψης σχετικά με την βία. Στη διάρκεια του Μάη του 1968, ο κόσμος του Παρισιού ελάχιστα σκεφτόταν τις δεκάδες αυτοκίνητα που κάηκαν. Η αστυνομία, την οποία η πλειοψηφία δεν σεβόταν καθόλου, είχε ξεκάθαρα άδικο. Αντίθετα, αν και είναι ξεκάθαρο ότι χιλιάδες Αμερικανών είναι στο σημείο να ξανασκεφτούν την μαχητική σύγκρουση στον δρόμο, η ιδεολογία της τάξης και του νόμου παραμένει ισχυρή. Ακόμα και μεταξύ αυτών που αντιτίθενται στον Τραμπ, η αθωότητα της αστυνομίας θεωρείται δεδομένη ενώ τα θύματά της θεωρούνται από πριν ένοχα. Για να βρει το μπλακ-μπλοκ μια σταθερή θέση στα σημερινά κινήματα, θα πρέπει να αλλάξει αυτός ο ιδεολογικός σεβασμός στις αρχές του νόμου.

Αυτό δεν σημαίνει σε καμμιά περίπτωση ότι λέμε, όπως κάνουν οι φιλελεύθεροι, πως αυτή η στάση είναι τόσο βαθιά ριζωμένη ώστε να σηκώσουμε ψηλά τα χέρια και να αστυνομεύουμε τα κινήματά μας, για να έχουν απήχηση στις φιλελεύθερες ευαισθησίες. Αν υπάρχει ένα πράγμα που έχουμε μάθει αυτόν τον τελευταίο χρόνο, είναι ότι οι απόψεις των ανθρώπων μπορούν να αλλάξουν ραγδαία. Μπορούμε να περιμένουμε ότι ο Τραμπ θα κάνει ένα μέρος αυτής της δουλειάς για μας. Αλλά μπορούμε επίσης να προσπαθήσουμε να εξαπολύσουμε μια εντατική καμπάνια πολιτικής διαπαιδαγώγησης, ιδιαίτερα στις μαζικές διαδηλώσεις που συγκεντρώνουν δεκάδες χιλιάδες άτομα κάθε βδομάδα, που θα επιμένει ότι προσεγγίζουμε την σύγκρουση όχι μέσω ηθικολογικών κρίσεων αλλά μέσω μιας τακτικής θεώρησης.

Δεύτερον, υπάρχει η πρόκληση της τυποποίησης (φορμαλισμού) της σύνδεσης ανάμεσα στο μπλακ-μπλοκ και στους άλλους αγώνες. Για να είναι αποτελεσματικό, το μπλακ-μπλοκ απαιτεί έναν συγκεκριμένο βαθμό αυτονομίας, ιδιαίτερα με δεδομένους τους νομικούς κινδύνους της σύγκρουσης. Από την άλλη πλευρά, το μπλακ-μπλοκ, αν πρόκειται να ενισχύσει τα κινήματα αντί να εργάζεται για ανταγωνιστικούς σκοπούς, θα πρέπει να είναι διαφανές και να “δίνει λογαριασμό”. Στο παρελθόν, αυτή η ισορροπία επιτυγχανόταν μέσω μιας τυπικής οργανωτικής ενότητας. Η service d’ordre, για παράδειγμα, υπήρχε εντός, και έπαιρνε γενικές κατευθύνσεις, από μια μεγαλύτερη οργάνωση. Με τον τρόπο αυτό, όσοι εμπλέκονταν σε τακτικές του μπλοκ και όσοι εμπλέκονταν σε άλλες δράσεις, μπορούσαν να συντονίζουν τις προσπάθειές τους για να πετυχαίνουν την μέγιστη αποτελεσματικότητα. Για να κάνουμε την σύνδεση να δουλέψει σήμερα, θα πρέπει να βρούμε τρόπους να αναδημιουργήσουμε αυτή την “τυποποιημένη” σχέση, που σημαίνει να βρούμε νέες μορφές ενότητας και να οικοδομήσουμε συλλογικές οργανώσεις. Στην πραγματικότητα, στο σημερινό πλαίσιο, το ίδιο το ερώτημα της ενότητας έχει πολύ λίγο νόημα χωρίς την οργάνωση.

Τέλος, και το σημαντικότερο, αν πρόκειται να δουλέψει αυτή η επανένωση, χρειαζόμαστε μια στρατηγική. Άλλωστε, το μπλακ-μπλοκ αντιπροσωπεύει μόνο μια τακτική. Αν και η προεδρία του Τραμπ έχει δημιουργήσει μια καινούρια ανάγκη για μαχητική αντιπαράθεση, τα γενικότερα στρατηγικά ζητήματα, που θα δώσουν σε μια τέτοια τακτική νόημα, παραμένουν ανοιχτά. Πώς μπορούμε να συναρθρώσουμε αποκλίνουσες κοινωνικές δυνάμεις σε μια σταθερή πολιτική ενότητα που θα σέβεται τις διαφορετικές ανάγκες, συμφέροντα και επιθυμίες; Ποιες μορφές οργανωμένης αυτο-δραστηριότητας θα συντονιστούν με την συγκεκριμένη σύνθεση της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ; Με ποιον τρόπο μπορεί η αντίσταση ενάντια στον Τραμπ να μετασχηματιστεί σε ένα θετικό κίνημα για την ριζική κοινωνική αλλαγή, πέρα από τον καπιταλισμό και το κράτος; Μόνο σκεπτόμενοι μέσα από αυτά τα στρατηγικά ερωτήματα μπορούμε πραγματικά να καθορίσουμε την θέση του μπλακ-μπλοκ, και όχι το αντίστροφο.

Διευρύνοντας τους Ορίζοντές μας

Στις 7 Μαΐου του 1968, μέλη της UJCml, μιας από τις ριζοσπαστικές φοιτητικές οργανώσεις της εποχής, συναντήθηκαν στην École Νormale Supérieure για να συζητήσουν για την φοιτητική εξέγερση. Ο Robert Linhart, ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της ομάδας, θεωρούσε ότι η όλη υπόθεση ήταν ένα “κόλπο”. Προσδεμένος σε έναν χονδροειδή εργατισμό, ο Linhart επιχειρηματολόγησε ότι οι εξεγερμένοι φοιτητές δεν θα μπορούσαν πιθανά να καθοδηγήσουν την επανάσταση. Στην πραγματικότητα, οι παιδαριώδεις συγκρούσεις στον δρόμο δεν ήταν απλά μόνο ένας αποπροσανατολισμός αλλά εξυπηρετούσε άμεσα τα σχέδια της αστικής τάξης κρατώντας τους φοιτητές παγιδευμένους στο Quartier Latin, μακριά από τους εργάτες. Όπως εξηγούσε άλλωστε το φυλλάδιό τους, “Και τώρα στα Εργοστάσια!”, όλοι θα έπρεπε να “αφήσουμε τις αστικές συνοικίες όπου δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε”, και “να πάμε στα εργοστάσια και τις λαϊκές γειτονιές για να ενωθούμε με τους εργάτες”, την μοναδική τάξη που μπορεί να κάνει την επανάσταση.

Όμως η εντολή να αγνοήσουν τις φοιτητικές διαδηλώσεις δεν “καθόταν” και πολύ καλά στους ακτιβιστές της UJCml, που έβλεπαν το Quartier Latin να φλέγεται. Η γυναίκα του Linhart του είπε: “Robert, οι φοιτητές μάχονται εκεί έξω. Είναι ανόητο να καθόμαστε εδώ πέρα, πίσω από τις κλειστές πόρτες. Είναι ώρα να πάμε κι εμείς…Το προλεταριάτο θέλει να συμμετάσχει στις διαδηλώσεις και, ακολουθώντας το παράδειγμα των φοιτητών, να κατέβει σε απεργία!”. Όμως, ο Linhart, αρνήθηκε να κουνηθεί. Παγιδευμένη σε άκαμπτα μοντέλα, αρνούμενη να αξιολογήσει την καινοτομία της κατάστασης εκείνη τη στιγμή, η UJCml έχασε τις εναρκτήριες “σκηνές” του Μάη του 1968.

Σήμερα, βέβαια, δεν είναι 1968, ούτε πρόκειται να είναι ποτέ ξανά. Τα γεγονότα του Μάη δεν μας δίνουν ένα μοντέλο για να το ακολουθήσουμε. Αντίθετα, αποκαλύπτουν την ανάγκη να χειριστούμε τα μοντέλα και τις δεδομένες ιδέες με προσοχή, να παραμένουμε πολιτικά ευέλικτοι ενόψει μιας καινούριας και μη οικείας κατάστασης. Πραγματικά, αυτό είναι ένα μάθημα που έβγαλαν οι Γάλλοι αγωνιστές αφότου κόπασε η ενέργεια της ανατρεπτικής περιόδου. Πολλοί προσπάθησαν να διαμορφώσουν ένα ιστορικά επαρκές, αποτελεσματικό σύνολο πολιτικών πρακτικών, μέσα από έρευνα και “επιτροπές δράσης”, ώστε να στήσουν “μεταβιβαστές” μεταξύ των αγώνων των εργατών, των φοιτητών, των μεταναστών και του, ακόμα σημαντικού, γαλλικού αγροτικού πληθυσμού. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι είμαστε σε μια ριζικά διαφορετική και ιστορικά ασταθή συγκυρία. Οι “οδηγίες του παιχνιδιού” μπορούν να μας πάνε μέχρι εδώ. Πρέπει να αντλήσουμε έμπνευση από τους αγώνες τριγύρω μας, όποιες κι αν είναι οι αντιφάσεις τους, και να διευρύνουμε την φαντασία μας.

Ίσως να έχει παρέλθει η εποχή του μπλακ-μπλοκ, ίσως παραμένει εντελώς ανεπαρκές για την παρούσα συγκυρία. Μπορεί, όμως, και να συμβαίνει ότι μπορούμε να βρούμε τρόπους να επανενσωματώσουμε το μπλακ-μπλοκ στους σημερινούς αγώνες, τρόποι που τελικά θα δυναμώσουν τα κινήματά μας ακόμα περισσότερο. Δεν θα πάμε πουθενά παραδομένοι στην ανακλαστική, βασισμένη στον ηθικισμό, αποκήρυξη, σε αμφιβόλου αξίας εκκλήσεις στην αυθεντία της ιστορίας ή σε παγιωμένες ιδέες σχετικά με το πώς θα έπρεπε να μοιάζουν οι αγώνες, ενώ οι πραγματικοί αγώνες μαίνονται εκεί έξω. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε με μια συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης για να δούμε τι είδους πολιτικά πειράματα χρειαζόμαστε σήμερα, εξασφαλίζοντας ότι δεν θα χάσουμε τις δυνατότητες γεγονότων χωρίς προηγούμενο. Αντί να βγάζουμε συμπεράσματα πίσω από κλειστές πόρτες, θα πρέπει να βασίσουμε τη στρατηγική μας σε αυτό που συμβαίνει στους δρόμους.

1 Salar Mohandesi is an editor of Viewpoint and a doctoral candidate in History at the University of Pennsylvania.

2 Στμ. Στα γαλλικά: matraque.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: parade marshals.

4 Στμ.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: gut the unions.

6 Στμ. Στο πρωτότυπο: sanctuary campuses.

Ο Ντόναλντ Τραμπ, η αριστερά και η εργατική ψήφος

του AC από το περιοδικό Carbure1

Το προλεταριάτο δεν ανήκει ούτε στην αριστερά ούτε στην ριζοσπαστική αριστερά: το προλεταριάτο δεν είναι ένα πολιτικό υποκείμενο, είναι μια τάξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Με όλες τις άλλες τάξεις, έχει ανέβει στον τρέχοντα κύκλο του καπιταλισμού, που δεν φέρει πλέον οποιαδήποτε επαναστατική θετικότητα, που θα έκανε την επανάσταση να ρέει απλά από το γεγονός ότι το προλεταριάτο υπάρχει ήδη στο κεφάλαιο. Έχει παρέλθει η εποχή που το προλεταριάτο μπορούσε να σκεφθεί ένα μοναδικό βήμα με το οποίο θα μπορούσε να κατακτήσει την εξουσία και να γίνει η κυρίαρχη τάξη: αυτό που ο παρών κύκλος φέρνει είναι η κατάργηση των τάξεων και της κοινωνίας. Το προλεταριάτο, στην αντιφατική του σχέση προς το κεφάλαιο, είναι η τάξη που φέρει την αυτοκατάργησή του. Η επανάσταση δεν είναι ούτε μια επιλογή, ούτε εγγεγραμμένη στην φύση του, ούτε καθοδηγείται από μια ιστορική αναγκαιότητα υπέρβασης της ιστορίας. Μολοταύτα, δεν λείπει τίποτα από το προλεταριάτο για να κάνει την επανάσταση: είναι επαναστατικό μόνο έτσι όπως είναι, είτε μας αρέσει είτε όχι.

H εκλογή του Ντ. Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ, εκτός από τα ερωτήματα που θέτει σχετικά με τις αλλαγές στην αμερικανική πολιτική που είναι πιθανόν να προκαλέσει ή όχι, ξεσήκωσε στην διεθνή αριστερά μια διαμάχη της οποίας το κεντρικό ερώτημα μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Έχει ή όχι η αμερικανική εργατική τάξη ψηφίσει μαζικά υπέρ του Τραμπ; Ερώτημα κάτω από το οποίο κρύβεται αυτό εδώ: είναι η εργατική τάξη αντιδραστική;

Το ερώτημα αυτό μπορεί να απαντηθεί στα γρήγορα με μια εξέταση της εκλογικής στατιστικής: φυσικά και όχι, δεν ήταν η εργατική τάξη μόνο που εξέλεξε τον Τραμπ, ούτε καν ψήφισε μαζικά υπέρ του. Η εργατική τάξη παραμένει σε μεγάλο βαθμό η τάξη της αποχής. Αλλά αν και η εκλογή Τραμπ παραμένει στο μεγαλύτερο βαθμό αποτέλεσμα ενός κλασσικού ρεπουμπλικανικού εκλογικού σώματος, έχει, παρ’ όλα αυτά, έναν χαρακτηριστικό εργατικό “τόνο” στις πρώην βιομηχανικές πολιτείες στα βορειοανατολικά των ΗΠΑ, που σε συνδυασμό με την έλλειψη ενθουσιασμού για μια ψήφο υπέρ των Δημοκρατικών, έγειρε αναμφισβήτητα την πλάστιγγα σε όφελος του Τραμπ. Κι εδώ έγκειται το πρόβλημα: σε αυτό το ανεξίτηλο κατάλοιπο αυτής της αποφασιστικής παρουσίας της ψήφου των εργατών, που δεν ξεπερνιέται, που μοιάζει με μια ακαθαρσία σε αυτές τις εκλογές, που λεκιάζει.

Αυτό που δεν ισχύερι, ιδιαίτερα για ό,τι απομένει από την αριστερά και την άκρα αριστερά, είναι ότι “η” εργατική τάξη είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικά κατακερματισμένη. “Το” προλεταριάτο, είτε κατανοείται ως “η τάξη αυτών που παράγουν άμεσα υπεραξία” είτε ως “αυτοί που δεν έχουν τίποτα άλλο εκτός από τα χέρια τους για να ζήσουν”, δεν περιλαμβάνει μια ομοιογενή κοινωνική πραγματικότητα. Και αυτό δεν είναι τόσο ενδεικτικό μιας “δυσκολίας να οργανωθεί” ή “διαιρέσεων” που πρέπει να υπερβληθούν, αλλά είναι μια πραγματικότητα που σχετίζεται με αυτό που είναι δομικό στον καπιταλιστικό κόσμο.

Αυτός ο κατακερματισμός δεν είναι ουδέτερος, αρθρώνεται αναγκαστικά εντός των “στιγμών” του κεφαλαίου: εξαιτίας της υλικής πραγματικότητας της αμοιβαίας εμπλοκής του στον τρόπο παραγωγής, το “κλασσικό βιομηχανικό προλεταριάτο” (η “εργατική τάξη”) είναι μια ετερόφυλη πραγματικότητα, λευκή και αρσενική. “Όλες οι κατηγορίες του κεφαλαίου είναι έμφυλες” (ΤC2) και το προλεταριάτο είναι μια συνιστώσα αυτού του τρόπου παραγωγής. Για τον ίδιο λόγο, το προλεταριάτο δεν κάνει τίποτα σχετικά με την ιδέα του έθνους: δεν είναι αυθόρμητα διεθνιστικό, είναι στο ίδιο “πλοίο” με τους “δικούς” του εθνικούς καπιταλιστές στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και στη διαδικασία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης3.

Το αμερικανικό προλεταριάτο που ψήφισε υπέρ του Τραμπ είναι πάνω από όλα η παλιά βιομηχανική ζώνη, η περίφημη Σκουριασμένη Ζώνη4, παλιότερα γνωστή ως Βιομηχανική Ζώνη, και μοιάζει και στην ταξική της ύπαρξη σαν σκουριασμένη, ξεπερασμένη και χωρίς χρήση όπως αυτά τα εργοστάσια: χρεωκοπημένα εργοστάσια, χρεωκοπημένη τάξη. Το “αμερικάνικο Όνειρο” ήταν πράγματι ένα όνειρο, ένα ιδεολογικό παράγωγο, αλλά αυτό το όνειρο βασιζόταν σε πολύ υλικές κοινωνικο-οικονομικές πραγματικότητες: το ότι συνεχίζεται και σήμερα, όταν αυτές οι πραγματικότητες είναι ως επί το πλείστον ξεπερασμένες, του δίνει τη μορφή ενός εφιάλτη.

Αυτό που δημιούργησε την Βιομηχανική Ζώνη στην χρυσή της εποχή είναι η επέκταση του φορντιστικού μοντέλου. Αυτό που ενοποίησε την τάξη ήταν η συγκέντρωσή της στις βιομηχανικές πόλεις, αρθρωμένη υλικά γύρω από τα εργοστάσια και κοινωνικά συγκεντρωμένη γύρω από το φορντιστικό όνειρο: την δημιουργία, από την εργατική τάξη σφυρηλατημένης από την παγκόσμια κρίση του 1929, μιας σταθερής και ειρηνευμένης μεσαίας τάξης. Επιπρόσθετα από την κάθετη διαίρεση της εργασίας και την προτοτυποίηση που ήταν τα τεχνικά της μέσα, ο μοχλός αυτής της ενσωμάτωσης της εργασίας ήταν η συνάρθρωση ανάμεσα στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και την αξιοποίηση του κεφαλαίου: ιδανικά, οι εργάτες κατανάλωναν αυτά που παρήγαγαν. Η αξία της εργατικής δύναμης περιελάμβανε ταυτόχρονα μια αναπαραγωγή της και επιπρόσθετο κεφάλαιο, με λίγα λόγια, ήταν εμπλουτισμένη. Φυσικά, οι καπιταλιστές πλούτιζαν περισσότερο από τους άλλους, αλλά κάποιος πρέπει να διαχειρίζεται το σταθερό κεφάλαιο, και όπως πιστευόταν, η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αξίζει τον σοσιαλισμό από αυτή την άποψη. Αυτό το μοντέλο βασιζόταν πάνω από όλα στην βαριά βιομηχανία: βιομηχανίες ατσαλιού, άνθρακα και κυρίως την αυτοκινητοβιομηχανία.

Τα εργοστάσια ήταν η ραχοκοκαλιά ενός κοινωνικού συστήματος που αργότερα θα μπορούσε να διακλαδωθεί σε διάφορους κλάδους υπηρεσιών, με την υπεραξία να απορρέει από αυτό το αρμονικό σύμπαν, στο οποίο ο καθένας είχε μια τηλεόραση, ένα ψυγείο γεμάτο με “φρέσκια” Coca Cola, ένα αμάξι και ένα μικρό σπίτι, και μέσα σε αυτό μια γυναίκα που είχε παιδιά και ετοίμαζε το φαγητό. Η μεσαία τάξη “ακουμπούσε” στην εργατική· η οικογενειακή ολοκλήρωση επεξέτεινε την μισθολογική ολοκλήρωση: υπήρχαν άντρες, γυναίκες, εργάτες αλλά και μαύροι και λευκοί, όλοι ζούσαν στο σπίτι. Η ιδεώδης αναπαράσταση του Αμερικανού εργάτη, καθώς και η φιγούρα του παγκόσμιου εργάτη, ήταν ένας λευκός άντρας με ανεβασμένα μανίκια που κοίταγε με αισιοδοξία τον ανατέλλοντα ήλιο των κοπιαστικών μικρών πρωινών. Η αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης ήταν ταυτόσημη με την συνεχή παραγωγή της κοινωνικής ολότητας: ήταν η ίδια η Κοινωνία. Άσχετα από την πραγματικότητα των συνθηκών εκμετάλλευσής του, είχε ένα μέλλον και μπορούσε να είναι περήφανος.

Αλλά ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν σκοπεύει στην κατανάλωση για όλους, ούτε στην ειρηνική ενσωμάτωση της τάξης (κάποιοι θα έλεγαν στην αλλοτρίωση) ούτε καν στην αφηρημένη συσσώρευση του κεφαλαίου: στόχος του είναι η απόσπαση υπεραξίας, η αύξηση των ποσοστών κέρδους, και αυτό επιτυγχάνεται μόνο με έναν τρόπο: την εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας. Είναι εξαιτίας αυτού που ο καπιταλισμός είναι μια σχέση ανάμεσα σε τάξεις και που το κύριο προϊόν του είναι η αναπαραγωγή αυτής της σχέσης.

Στην κρίση των δεκαετιών του 1960 και 1970, και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ της δεκαετίας του 1980, ήταν η εργατική τάξη συνολικά που ηττήθηκε. Από μια τάξη που παρήγαγε, με την δική της δραστηριότητα αναπαραγωγής της, το σύνολο του κοινωνικού, κατέληξε να μπει στην μάζα των υπεράριθμων. Από αυτή την παρακμή, παράχθηκε μια ηθικιστική εικόνα, στην πιο καθαρή αμερικανική φιλελεύθερη παράδοση: αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουν πώς να ζήσουν. Η κριτική στις “δυσλειτουργικές κοινότητες”, που χρησιμοποιούν την κοινωνική βοήθεια για να αγοράζουν ναρκωτικά αντί να βγουν από την κατάστασή τους (αυτή η θολή θεωρία των “δυσλειτουργικών οικογενειών, διαψευσμένη εκατοντάδες φορές, είναι παρ’ όλα αυτά μέρος των κοινών αναπαραστάσεων· την βρίσκουμε και σήμερα ακόμα, για παράδειγμα, στη σειρά Shameless), στη συνέχεια παίρνει την ίδια στιγμή την θέση της πολιτικής ανάλυσης, κοινωνικής ταυτοποίησης, και του “ξίφους” για την μεσαία τάξη, που αδημονεί να ξεχωρίσει τον εαυτό της από τα “λευκά σκουπίδια”.

Είναι σε αυτή την εργατική τάξη, τα ξεχασμένα ορφανά του φορντιστικού ονείρου, που απευθύνεται ο Τραμπ όταν διακηρύσσει στην εκστρατεία του: “Θα βάλουμε πίσω στη δουλειά τους ανθρακωρύχους μας, τους εργάτες μας στην σιδηροβιομηχανία και στην βιομηχανία ατσαλιού, αυτό είναι που θέλουν”, σε αυτή την τάξη απευθύνεται, αλλά και στο κομμάτι της μεσαίας τάξης που η κοινωνική της ύπαρξη βασιζόταν στην παραγωγή και στην βαριά βιομηχανία, τις υπηρεσίες και εκεί που υπήρχε μια εγγύηση ασφάλειας. Και αυτός ο λόγος, τουλάχιστον στα παλιά βιομηχανικά προπύργια, ακούστηκε: αυτή η εργατική τάξη ψήφισε όντως υπέρ του Τραμπ.

Αυτή η εργατική τάξη ήταν ακόμα πιο ευαίσθητη στον λόγο αυτό επειδή διατυπώθηκε από ένα πρόσωπο που ήταν ταυτόχρονα απωθητικό στα μάτια της διανοούμενης μεσαίας τάξης και στους πλούσιους: απόδειξη ότι κάποιος μπορεί να επιτύχει έξω από τα πλαίσια και τα πολιτισμικά μοντέλα που αυτή η τάξη επιβάλλει. Ο Τραμπ πέτυχε να ενσαρκώσει στο πρόσωπό του την ταξική συμμαχία που σημάδεψε την φορντική εποχή: την κεντρικότητα της εργατικής τάξης, την αναπαραγωγή της ενσωματωμένης τάξης στη διάρκεια της συσσώρευσης, την υποστήριξη των υπηρεσιών στον παραγωγικό τομέα, τις προστατευτικές παρεμβάσεις, τον προσανατολισμό της παραγωγής από το Κράτος, καθώς και την διαπερατότητα των τάξεων, που επιτρέπει την κοινωνική άνοδο των εργατών. Όλα αυτά είναι προφανώς το σημάδι μιας εποχής που έχει παρέλθει, και είναι εξίσου εμφανές ότι, για παράδειγμα, ότι δεν θα επιιτραπεί στους Αμερικανούς βιομήχανους να απαγορεύσουν την μετατόπιση από οποιονδήποτε, είτε λέγεται Τραμπ είτε λέγεται Σάντερς. Όμως ο λόγος αυτός ακούστηκε από αυτούς στους οποίους απευθύνθηκε. Έχοντας εξασφαλίσει το ρεπουμπλικανικό ακροατήριο, ο Τραμπ κατάφερε να κάνει τη διαφορά με αυτόν τον λόγο.

Ο λόγος της Αριστεράς και της ριζοσπαστικής Αριστεράς σχετικά με αυτό το ζήτημα μπορεί να συνοψιστεί σε δύο διαμετρικά αντίθετες θέσεις, που απλά τυποποιούν την εργατική τάξη. Από την μια πλευρά η κατάσταση της καθαρής και απλής κατακραυγής της τάξης, η ίδια που παρατηρήθηκε με το Brexit, που αρκείται να λέει ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι εντελώς ανεκπαίδευτοι, αποπροσανατολισμένοι, βαθιά ρατσιστές, μισογύνηδες κ.λπ. Ότι η αριστερά έχει μια αποστολή να τους εκπολιτίσει και να τους δώσει μια γεύση προόδου· μια τοποθέτηση που παίρνει πιο πατερναλιστική χροιά στην εκλογική αριστερά τύπου Μελανσόν. Από την άλλη πλευρά, η ριζοσπαστική αριστερά, από τους Τροτσκιστές μέχρι τους αναρχοκομμουνιστές, επιλέγουν την καθαρή άρνηση: η εργατική τάξη δεν είναι έτσι, η αντιδραστική εργατική ψήφος είναι η ίδια ένας μύθος: είναι η μεσαία τάξη και οι μικροαστοί που ενσαρκώνουν τον φασισμό αλά Τραμπ, η εργατική τάξη δεν έχει να κάνει τίποτα με αυτό, από την ίδια της την ουσία είναι αγνή. Με δεδομένη αυτή τη θέση, η μόνη ρητορική που υπάρχει είναι να θυμίζει κανείς στο προλεταριάτο (που ακούει προσεκτικά αυτές τις διακηρύξεις, ακούγοντας τον σταθμό TSF) ότι η ψήφος στον Τραμπ δεν είναι προς το συμφέρον του, ότι το συμφέρον του είναι η ενότητα της τάξης και η κομμουνιστική επανάσταση και ότι η συμμαχία με τους μικροαστούς δεν οδηγεί πουθενά, γιατί ο Τραμπ είναι ο υποψήφιος του καπιταλισμού. Αμήν.

Βλέπουμε ότι όλες αυτές οι θέσεις επιμένουν στον παράλογο χαρακτήρα αυτής της επιλογής: με λίγα λόγια, άλλη μια “δυσλειτουργική” συμπεριφορά. Αλλά ποια ορθολογικότητα αντιπαρατίθεται σε αυτό το “παράλογο” και ποιο είναι το συμφέρον της τάξης; Είναι η γαλλική “Αριστερή Αριστερά” πιο ρεαλιστική όταν προτείνει την επιστροφή στο πρόγραμμα του Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης του 1947; Δεν θρηνεί μετανιώνοντας για την απώλεια της δοξασμένης δεκαετίας του 1930; Δεν θρηνεί για αυτήν την ισχυρή, οργανωνμένη εργατική τάξη, που ζούσε γύρω από τα εργοστάσια, τα οποία θα κατείχε συλλογικά μετά την σοσιαλιστική επανάσταση; Μπορεί η φιλελεύθερη αριστερά να καταδείξει στην εργατική τάξη ότι η επιδίωξη του “Ευρωπαϊκού οικοδομήματος” είναι προς όφελός της μετά από αυτά συνέβησαν, για παράδειγμα, στην Ελλάδα; Μπορούν οι αναρχοκομμουνιστές να καταδείξουν χειροπιαστά στην εργατική τάξη ότι η καταστροφή του κράτους, μάλλον, παρά μια δημοκρατική πολιτική είναι η λύση για το μέλλον, όταν σήμερα ο καθένας μπορεί να δει τι μπορεί να κάνει ένα κράτος που καταρρέει, όπως στη Συρία, για παράδειγμα; Και είναι εύλογο να παρουσιάζουμε την επανάσταση σαν μια στιγμή γιορτής συλλογικής εκπλήρωσης, κάτω από αυτές τις συνθήκες; Για ποια ορθολογικότητα και για ποιον ρεαλισμό μιλάμε;

Η νίκη του Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές δεν είναι σίγουρα ευχάριστο νέο, αλλά ποια θα ήταν τα καλά νέα; Ναι, το προλεταριάτο, με όλες τις άλλες τάξεις, άγεται μακριά, με την κρίση του καπιταλισμού, σε ένα κίνημα στο οποίο το κράτος εμφανίζεται ως το τελευταίο προπύργιο απέναντι στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Αυτό είναι που απειλείται στην κρίση της ίδιας της κοινωνίας, και όσων την δομούν ως μια καπιταλιστική κοινωνία. Οι ταυτότητες του φύλου, της τάξης, της φυλής είναι ένα πλήθος κοινωνικές αντιστοιχήσεις και – ταυτόχρονα – προστατευτικές ταυτότητες για να τις υπερασπιστεί κανείς: κάποιος έχει μόνο αυτό που είναι σε αυτή την κοινωνία, και η κατάργησή του είναι τόσο μια απώλεια όσο και μια “απελευθέρωση”. Η κατάργηση της καπιταλιστικής κοινωνίας ή οποιασδήποτε κοινωνίας δεν μπορεί να επιτευχθεί με έναν τρόπο αποκάλυψης ή απελευθέρωσης· δεν είναι ένα πέπλο που αφαιρείται από την αλήθεια των σχέσεων, είναι μια εσωτερική μάχη κάθε μιας από τις ταυτότητες που δομούνται σε κοινωνικο-οικονομικές στιγμές του τρόπου παραγωγής. Ο εμφύλιος πόλεμος είναι μόνο η (πρωτ)αρχική του μορφή.

Το προλεταριάτο δεν ανήκει ούτε στην αριστερά ούτε στην ριζοσπαστική αριστερά: το προλεταριάτο δεν είναι ένα πολιτικό υποκείμενο, είναι μια τάξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Με όλες τις άλλες τάξεις, έχει ανέβει στον τρέχοντα κύκλο του καπιταλισμού, που δεν φέρει πλέον καμμιά επαναστατική θετικότητα, που θα έκανε την επανάσταση να ρέει απλά από το γεγονός ότι το προλεταριάτο υπάρχει ήδη στο κεφάλαιο. Έχει παρέλθει η εποχή που το προλεταριάτο μπορούσε να σκεφθεί ένα μοναδικό βήμα με το οποίο θα μπορούσε να κατακτήσει την εξουσία και να γίνει η κυρίαρχη τάξη: αυτό που ο παρών κύκλος φέρνει είναι η κατάργηση των τάξεων και της κοινωνίας. Το προλεταριάτο, στην αντιφατική του σχέση προς το κεφάλαιο, είναι η τάξη που φέρει την αυτοκατάργησή του. Η επανάσταση δεν είναι ούτε μια επιλογή, ούτε εγγεγραμμένη στην φύση του, ούτε καθοδηγείται από μια ιστορική αναγκαιότητα υπέρβασης της ιστορίας. Μολοταύτα, δεν λείπει τίποτα από το προλεταριάτο για να κάνει την επανάσταση: είναι επαναστατικό μόνο έτσι όπως είναι, είτε μας αρέσει είτε όχι.

1 Στμ. Αρχικά δημισιευμένο εδώ: https://carbureblog.com/2016/11/21/donald-trump-la-gauche-et-le-vote-ouvrier/.

2 Στμ. TC: σύντμηση της ομάδας Theorie Communiste, εκ των θεμελιωτών του ρεύματος της κομμουνιστικοποίησης.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: De même, le prolétariat n’a pas rien à voir avec l’idée de Nation.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: Rust Belt. Τμήμα των βορειοανατολικών και μεσοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ που χαρακτηρίζονται από παρακμάζουσα βιομηχανία, παλιωμένα εργοστάσια και μειούμενο πληθυσμό. Πόλεις παραγωγής ατσαλιού στην Πενσυλβάνια και το Οχάιο είναι στο κέντρο της ζώνης αυτής.

Λευκή Αγνότητα

του Asad Haider1

Ανάμεσα σε άλλα πράγματα, η λευκότητα είναι και ένα είδος σολιψισμού2. Από την δεξιά μέχρι την αριστερά, οι λευκοί συστηματικά και επιτυχώς αναδρομολογούν οποιαδήποτε πολιτική συζήτηση στην ταυτότητά τους. Το περιεχόμενο αυτής της ταυτότητας, ως αναμενόμενο, παραμένει ανεξερεύνητο και ακαθόριστο. Είναι το ψευδές θεμέλιο του προτύπου αμερικανικού μοντέλου της ψευδο-πολιτικής.

Η πιο ύπουλη μορφή λευκής ψευδο-πολιτικής είναι η λευκή ενοχή. Το αν είναι επικίνδυνη ή ηθικά επιλήψιμη/αξιοκατάκρητη ως ανοιχτός ρατσισμός της λευκής ανωτερότητας, είναι ένα παραπλανητικό ζήτημα. Αμφότερα ενισχύουν περισσότερο την ψευδαίσθηση της λευκότητας.

Σε έναν θεωρητικό “φιλιππικό” με τον τίτλο “Tο κέντρο έχει πέσει και ο λευκός εθνικισμός καλύπτει αυτό το κενό”, ο λευκός συγγραφέας Ned Resnikoff αναφέρει, σημαίνοντας συναγερμό, ότι “τα λευκά μέλη της αυτοαποκαλούμενης ριζοσπαστικής αριστεράς είναι πιο κοντα από όσο νομίζουν στον δεξιό λευκό λαϊκισμό”. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι οι δεξιοί λευκοί λαϊκιστές κάνουν περήφανα ναζιστικούς χαιρετισμούς δημοσίως και διεκδικούν τον Τραμπ ως τον ήρωά τους, αυτό σίγουρα μοιάζει με έναν λόγο ανησυχίας.

Αλλά ο Resnikoff αντιμετωπίζει/μπαίνει σε προβλήματα όταν προσπαθεί να δει πιο λεπτομερειακά αυτή την επικίνδυνη “λευκή αριστερά”. Το πρόβλημα είναι, όπως αποδεικνύεται, ότι δεν είναι όλοι αυτοί οι αριστεροί λευκοί. Το Jacobin Magazine, θεωρούμενο ως το κατεξοχήν παράδειγμα της λευκής αριστεράς, έχει ως ιδρυτικό του εκδότη τον Bhaskar Sunkara – τον έχω δει προσωπικά, και είναι πιο σκουρόχρωμος από μένα. Ο Resnikoff καταδεικνύει επίσης μια επιδοκιμαστική αναφορά από τον λευκό εθνικιστή Chris Roberts ενός άρθρου στο Jacobin που γράφτηκε από τον Shuja Haider3. Είμαι αρκετά σίγουρος ότι και αυτός ο άλλος Κος Haider δεν είναι λευκός, μιας και στην πραγματικότητα είμαστε συγγενείς.

Αυτές οι αντιπαραθέσεις, που αναζωπυρόνονται διαρκώς μετά την εκλογή του Τραμπ, παρέχουν στους λευκούς μια τέλεια ευκαιρία για να κάνουν τον κόσμο να περιστρέφεται γύρω τους. Στο Twitter οι φιλελεύθεροι λευκοί κατηγορούν όσους ασκούν κριτική στην πολιτική των ταυτοτήτων ότι αγνοούν το λευκό προνόμιο, ενώ οι λευκοί σοσιαλιστές αντιδρούν επισημαίνοντας πόσοι λευκοί υπάρχουν στην Αμερική.

Στο μεταξύ, κανείς δεν ξέρει τι να κάνει με τους μη-λευκούς, όπως εγώ, που προσπαθούν να παρέμβουν στην αντιπαράθεση. Μέχρι τώρα η στρατηγική των φιλελεύθερων λευκών συνοψίζεται σε μια εξιδανικευμένη/αποθεωτική μορφή του να βάζουν τα δάχτυλα στα αυτιά τους και να φωνάζουν “Δεν μπορώ να σας ακούσω!”. Οι λευκοί στο Twitter εξακολουθούν να μας κατηγορούν αποφασιστικά ότι είμαστε λευκοί, ενώ οι λευκοί γνωστοί μας επισημαίνουν ότι δεν είμαστε. Και έτσι γυρνάει και πάλι πίσω, στους λευκούς και στις φαντασιώσεις τους. Έχουμε προσπαθήσει, για κάποιο καιρό, να το αγνοήσουμε αυτό και να συνεχίσουμε να μιλάμε για τα ουσιαστικά ζητήματα. Αλλά οι λευκοί μας κάνουν την ζωή ακόμα πιο δύσκολη όταν ισχυρίζονται ότι μιλάνε στο όνομά μας. Το μόνο που μπορώ να συμπεράνω είναι ότι το παράξενο φαινόμενο που ονομάζεται λευκότητα παράγει μια πολύ βαθιά και επίμονη ψυχοπαθολογία, στην οποία είναι πια καιρός να επιτεθούμε ανοιχτά.

***

Αυτό που καταδεικνύει ο Ned Resnikoff είναι ότι η λευκή ενοχή έχει μια σκοτεινή πλευρά, την οποία προτείνω να τιτλοφορήσουμε ως “λευκή αγνότητα”. Είναι ένα είδος ιδεολογίας μιας φυλετικής υγιεινής που εγκολπώνει την πολυπολιτισμικότητα και την ποικιλομορφία αλλά προσπαθεί να απαλείψει τα ανεπιθύμητα στοιχεία από την ίδια την λευκή ταυτότητα.

Από την πλευρά της λευκής αγνότητας, υπάρχουν καλοί λευκοί. Έχουν πανεπιστημιακά πτυχία, ακούνε τον NPR4 και έχουν πολλούς POC5 φίλους. Αλλά δυστυχώς υπάρχουν και κακοί λευκοί. Είναι κακοί επειδή πιθανόν ψήφισαν υπέρ του Τραμπ. Αλλά γίνεται χειρότερο. Ακούνε κάντρυ και τρώνε βιομηχανικά εκθρεμμένο κρέας. Είναι προσβλητικά υπέρβαροι, και πηγαίνουν τις Κυριακές στην εκκλησία αντί να πηγαίνουν για γιόγκα. Και το πιο αηδιαστικό, δουλεύουν σε βρώμικες χειρονακτικές δουλειές και έχουν μια ποταπή/τιποτένια εμμονή με το να βγάλουν περισσότερα λεφτά, αγνοώντας ότι στο Χάρβαρντ ένας έγχρωμος φοιτητής της Αγγλικής φιλολογίας αναγκάζεται να αντέξει το δράμα του να διαβάσει τον Huckleberry Finn6.

Το όλο πράγμα γίνεται πιο πολύπλοκο γιατί υπάρχουν και μερικοί άλλοι κακοί λευκοί που δεν θα έπρεπε να είναι κακοί, όπως ο Mark Lilla ή ο Todd Gitlin7. Παρά την καλή τους εκπαίδευση και τα εισοδήματά τους, αποτυγχάνουν να αγκαλιάσουν την λευκή αγνότητα. Αντίθετα, υποστηρίζουν και συνηγορούν την επιστροφή στις πολιτικές της λευκής ταυτότητας των δεκαετιών του 1930 και του 1940, όταν ένας καλοκάγαθος πρόεδρος εξασφάλισε ένα κράτος πρόνοιας για τους λευκούς συμπατριώτες του.

Όπως αποδεικνύεται, αυτοί οι “ληγμένοι8” λευκοί είναι στην πραγματικότητα θεόσταλτο δώρο για το όλο σχέδιο της λευκής αγνότητας, επειδή εξυπηρετούν στην απαξίωση/προσβολή της αξιοπιστίας οποιασδήποτε πιθανής ιδεολογικής απειλής. Όλοι οι μη-λευκοί επικριτές της λευκής αγνότητας μπορούν να απορριφθούν/αγνοηθούν υποστηρίζοντας φωναχτά ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μεταμφιεσμένοι “ληγμένοι” λευκοί. Είτε είσαι μαύρος, είτε Άραβας, είναι Πορτορικάνος, είναι Κορεάτης, θα πρέπει να επανα-ταυτοποιηθείς αν αποτύχεις να παίξεις τον ρόλο σου.

Πραγματικά, προς μεγάλη έκλπηξη των καλών λευκών, δεν συντάσσονται όλοι οι μη-λευκοί με την λευκή αγνότητα. Αρκετοί το κάνουν, σίγουρα, επειδή η κρυφή πραγματικότητα που η λευκή αγνότητα προσπαθεί να συγκαλύψει είναι ότι οι μη-λευκοί είναι εξίσου ικανοί στην ποικιλία απόψεων και προοπτικών όπως οι λευκοί. Για να πετύχει η λευκή αγνότητα, οι μη-λευκοί θα πρέπει να εξιδανικευτούν/ειδωθούν ειδυλλιακά ως τα ευγενή θύματα. ´Οταν αποτυγχάνουν να ταιριάξουν σε αυτή την κατηγορία, η λευκή αγνότητα μοιάζει να στερείται ένα κανονικό θεμέλιο.

Ο Fredrik deBoer ρωτά: “Τον απασχολεί τον Resnikoff ότι οι πιο οξείες κριτικές στις πολιτικές ταυτότητας που ξέρω προέρχονται από έγχρωμους συγγραφείς;”. Είναι ένα ερώτημα που κρατά πολλούς λευκούς ξάγρυπνους την νύχτα. Αλλά για τους υπόλοιπους από μας οι λόγοι είναι προφανείς. Επειδή έχουμε βιώσει ρατσισμό από καλά φερόμενους και καλά εκπαιδευμένους φιλελεύθερους τόσο συχνά όσο και από τους συντηρητικούς χωριάτες του Νότου9 που αυτοί απεχθάνονται· επειδή δεν ευνοηθήκαμε ποτέ από την συγκαταβατική και πατροναριστική συμπεριφορά των λευκών υποστηρικτών της πολυπολιτισμικότητας· επειδή αναγνωρίζουμε στο άφθονο φιλελεύθερο μίσος για τους λευκούς φτωχούς τον ίδιο αχρείο κοινωνικό Δαρβινισμό που στις λιγότερο δημόσιες στιγμές απευθύνεται εναντίον μας.

***

“Η μεταφορά δεν είναι ποτέ αθώα”, παρατηρεί ο Derrida10. “Προσανατολίζει την έρευνα και παγιώνει αποτελέσματα”. Η πρωταρχική μεταφορά για την λευκότητα είναι το σακίδιο, που εισήχθη από την λευκή συγγραφέα Peggy McIntosh στο σημαντικό της άρθρο “White Privilege: Unpacking the Invisible Knapsack” [“Λευκό Προνόμιο: Ξεπακετάροντας το Αόρατο Σακίδιο”].

Φυσικά, η McIntosh δεν ήταν η πρώτη που προσπάθησε να περιγράψει τις συνέπειες της λευκότητας. Είναι πολύ γνωστό αυτό που έγραψε ο W.E.B. Du Bois11 για τα νομικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα που παραχωρούνται στους λευκούς στο “Black Reconstruction”:

Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η ομάδα των λευκών εργατών, ενώ λαμβάνει έναν χαμηλό μισθό, αποζημιωνόταν εν μέρει με ένα είδος δημόσιου και ψυχολογικού μισθού. Τους αποδιδόταν δημόσιος σεβασμός και τίτλοι ευγενίας επειδή ήταν λευκοί. Γίνονταν ελεύθερα δεκτοί μαζί με όλες τις τάξεις των λευκών στις δημόσιες λειτουργίες, τα δημόσια πάρκα, και στα καλλίτερα σχολεία. Οι αστυνομικοί έβγαιναν από τις τάξεις τους, και τα δικαστήρια, εξαρτώμενα από τις ψήφους τους, τους μεταχειρίζονταν με τόση επιείκια που ενθάρρυναν την ανομία. Η ψήφος τους εξέλεγε τους δημόσιους λειτουργούς, και ενώ αυτό είχε μικρή επίδραση στην οικονομική κατάσταση, είχε πολύ μεγάλη επίδραση πάνω στην προσωπική μεταχείριση που αντιμετώπιζαν και τον σεβασμό που τους αποδιδόταν. Τα σχολικά κτίρια των λευκών ήταν τα καλλίτερα στην κοινότητα και περίοπτα τοποθετημένα ενώ κόστιζαν ανά άτομο από δύο έως δέκα φορές περισσότερο από ό,τι τα σχολεία για έγχρωμους. Οι εφημερίδες ειδικεύονταν σε ειδήσεις που κολάκευαν τους λευκούς φτωχούς και αγνοούσαν σχεδόν εντελώς τους νέγρους εκτός από τις περιπτώσεις εγκλημάτων και γελειοποίησης.

Όμως το άρθρο της McIntosh λειτούργησε σε ένα πολύ διαφορετικό “καταχωρητή”/καταχωρήθηκε πολύ διαφορετικά από την ιστορική έρευνα του Du Bois για την ταξική σύνθεση στις μεταπολεμικές ΗΠΑ. Είναι πιθανόν ότι η McIntosh έγραψε με τις καλλίτερες προθέσεις, με σκοπό να μειώσει τις βαρβαρικές συμπεριφορές ανάμεσα στους λευκούς. Δυστυχώς, το αποτέλεσμα του άρθρου της ήταν να παράσχει στους λευκούς νέους και φαινομενικά προοδευτικούς τρόπους για να επικεντρώσουν την πολιτική στην λευκή ταυτότητα.

Αυτό συνέβη γιατί η McIntosh αναφέρεται σε ολόκληρο το άρθρο εναλλάξ στην “φυλή μου”, την “φυλετική μου ομάδα” και το “χρώμα του δέρματός μου”. Το πρώτο “λευκό προνόμιο” που κατονομάζει είναι αυτό: “Μπορώ αν το επιθυμώ να κανονίσω να είμαι στην παρέα των ανθρώπων της φυλής τον περισσότερο καιρό”. Ένα άλλο είναι ότι μπορεί “να πηγαίνει σε ένα μουσικό κατάστημα και να περιμένω ότι θα βρω να αντιπροσωπεύεται ικανοποιητικά η μουσική της φυλής μου”.

Θα αφήσουμε κατά μέρος αυτό που φαίνεται να είναι μια έλλειψη εξοικείωσης με την ιστορία της αμερικάνικης λαϊκής μουσικής. Αυτό που είναι σημαντικό είναι η εξίσωση του χρώματος (του δέρματος), της κατηγορίας της “φυλής” και διακριτών ομαδοποιήσεων ανθρώπινων πλασμάτων.

Με αυτή την εξίσωση, η λευκή ενοχικότητα αναπαράγει τον θεμέλιο “μύθο” της φυλής: ότι υπάρχει ένα βιολογικό θεμέλιο, εκφρασμένο σε φυσικούς φαινότυπους, για διαφορετικές ομάδες ανθρώπινων πλασμάτων που έχουν διαφορετικές κουλτούρες και μορφές ζωής.

Η ιδέα της φυλής είναι μια αυταπάτη, μια αυταπάτη όμως που έχει ένα “πραγματικό” υλικό αποτέλεσμα. Η “λευκή φυλή” είναι ένας πιο συγκεκριμένος σχηματισμός – μια πολιτική δομή πιο πρόσφατης έμπνευσης/εφεύρεσης.

Αλλά η μεταφορά του σακιδίου χρησιμεύει στην απόκρυψη/συγκάλυψη της πραγματικότητας της λευκότητας. Η McIntosh γράφει: “το λευκό προνόμιο είναι όπως ένα αόρατο και χωρίς βάρος σακίδιο με ειδικές προμήθειες, χάρτες, διαβατήρια, βιβλία με κωδικούς, πιστωτικές κάρτες, ρούχα, εργαλεία και ελυκές επιταγές”.

Το σακίδιο το κουβαλάει ένα άτομο που “διαπλέει” το ανοιχτό κοινωνικό πεδίο. Περιέχει εργαλεία που δίνουν την δυνατότητα στο άτομο να πλοηγείται στο πεδί με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από αυτούς που τα σακίδιά τους είναι συγκριτικά πιο άδεια. Τα εφόδια που περιέχονται στο σακίδιο συνιστούν την λευκότητα σαν προνόμιο επειδή το σακίδιο το κουβαλά ένα άτομο που ανήκει στην λευκή ταυτότητα.

Αν το σακίδιο με τα προνόμια φέρεται από ένα άτομο που έχει ήδη ταυτοποιηθεί ως λευκό, τότε η λευκότητα θα πρέπει αναγκαστικά να κατανοηθεί ως ένα βιολογικό γνώρισμα. Το εσφαλμένο της έννοιας είναι προφανές: οι άνθρωποι που περιγράφονται ως λευκοί αυτή τη στιγμή έχουν ένα ευρύ και σύνθετο φάσμα γενεαλογικών γραμμών/καταγωγών, πολλές από τις οποίες προηγουμένως θεωρούνταν ως ξεχωριστές “φυλές” οι ίδιες (οι πολύ καλά τεκμηριωμένες αλλά συχνά ξεχασμένες φυλετικοποιήσεις των Σλάβων, των Ιταλών, των Ιρλανδών, κ.λπ.).

Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι έχει γίνει απλά ένα μικρό λάθος στην περιγραφή: στην πραγματικότητα, η ίδια η λευκότητα συγκροτείται από τα περιεχόμενα του σακιδίου. Η συγκρότηση της λευκότητας ως ταυτότητας και ως προνομίου είναι ταυτόχρονες: οι προμήθειες του σακιδίου φέρουν στον κάτοχό του όχι μόνο πλεονεκτήματα αλλά και την ταυτότητά του.

Αλλά, τότε, πώς ξέρουμε ότι το περιεχόμενο της ταυτότητας που παρέχεται έχει να κάνει κάτι με την “λευκότητα”; Σίγουρα, επιπρόσθετα με τα συγκεκριμένα αντικείμενα που απονέμουν ένα προνόμιο, κανείς θα βρει σε οποιοδήποτε σακίδιο μιας ταυτότητας μια απειρία από αυθαίρετες λεπτομέρειες: το μήκος των μαλλιών, τις διατροφικές προτιμήσεις, τις δεξιότητες με τους υπολογιστές κ.λπ. Με άλλα λόγια, το σακίδιο, για να περιγράωψει την ταυτότητα ενός ατόμου, θα έπρεπε να περιέχει οτιδήποτε συγκροτεί την “αυτό-τητα” του συγκεκριμένου ατόμου. Δεν θα μας παρείχει καμμιά διαίσθηση/ενόραση σχετικά με την οργανωτική αρχή που συγκροτεί τα χαρακτηριστικά/γνωρίσματα αυτά ως κάτι που μπορεί να αποκληθεί “λευκό”. Δεν θα υπήρχε τρόπος να διακρίνουμε τα “λευκά” χαρακτηριστικά από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, από τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων από την Πενσυλβάνια ή από τα χαρακτηριστικά των χεβυμεταλλάδων.

Αυτή είναι η αποτυχία της φιλελεύθερης σκέψης. Ένας πολιτικός σχηματισμός όπως η λευκότητα δεν μπορεί να εξηγηθεί ξεκινώντας από την ταυτότητα ενός ατόμου – την αναγωγή της πολιτικής στην ψυχολογία του ατόμου/εαυτού. Το σημείο εκκίνησης θα έπρεπε να είναι η κοινωνική δομή και οι σχέσεις που την συγκροτούν, μέσα στις οποίες συντίθενται και τα άτομα. Και ξεχνιέται πολύ συχνά ότι δεκαετίες πριν από το σακίδιο της McIntosh, ο όρος “λευκό προνόμιο” προήλθε από μια τέτοια θεωρία.

***

Η θεωρία του “προνομίου του λευκού δέρματος” προωθήθηκε από μέλη μιας αντιρεβιζιονιστικής διάσπασης από το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ (την Provisional Organizing Committee), και έφτασε να έχει μια τεράστια επίδραση στην Νέα Αριστερά και το Νέο Κομμουνιστικό Κίνημα. Μια σειρά δοκιμίων από τους Theodore Allen και Noel Ignatiev, συλλεγμένα στην μπροσούρα White Blindspot, προσέφερε την αρχική διατύπωση. Το επιχείρημα των Ignatiev και Allen ήταν ότι η κληρονομιά της δουλείας ήταν η επιβολή της λευκής υπεροχής από την άρχουσα τάξη, ως ενός εργαλείου ταξικής διαίρεσης. Αλλά αυτή ήταν μια πολιτική θεωρία, όχι μια πολιτισμική ή ηθική, και υποστήριζε ότι ο “λευκός σωβινισμός” ήταν στην πραγματικότητα επιζήμιος για την λευκή εργατική τάξη, αποτρέποντας/εμποδίζοντας την ενότητα με τους μαύρους εργάτες. Συνεπώς, η μάχη ενάντια στην λευκή υπεροχή ήτσαν στην πραγματικότητα ένας κεντρικό κομμάτι ενός πολιτικού προγράμματος που ευνοούσε/προέτασσε την αυτοοργάνωση όλων των εργατών. Η εισαγωγή του Ignatiev αξίζει να αναφερθεί αναλυτικά:

Το τέλος της λευκής υπεροχής δεν είναι αποκλειστικά μια απαίτηση των Νέγρων, διαχωρισμένη από τις ταξικές απαιτήσεις ολάκερης της εργατικής τάξης. Δεν μπορεί να αφεθεί στους Νέγρους να την παλέψουν μόνοι, με τους λευκούς εργάτες να “έχουν συμπάθεια στον αγώνα τους”, “να τον υποστηρίζουν”, “να απορρίπτουν τις ρατσιστικές συκοφαντίες” κ.λπ., αλλά στην πραγματικότητα να αγωνίζονται για τα “δικά τους” αιτήματα.

Η ιδεολογία του λευκού σωβινισμού είναι δηλητήριο της αστικής τάξης που κατευθύνεται πρωτίστως στους λευκούς εργάτες, που αξιοποιείται ως ένα όπλο για την υποδούλωση/υποταγή και τους μαύρους και τους λευκούς εργάτες. Έχει την υλική της βάση στην πρακτική της λευκής υπεροχής, που είναι ένα έγκλημα όχι απκά ενάντια στους μη-λευκούς αλλά ενάντια σε ολόκληρο το προλεταριάτο. Συνεπώς, η εξάλειψή της σίγουρα προκρίνεται ως μια από τις ταξικές απαιτήσεις ολόκληρης της εργατικής τάξης. Στην πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψιν τον ρόλο που αυτή η άθλια πρακτική έχει παίξει ιστορικά στον να κρατά πίσω την πάλη της αμερικάνικης εργατικής τάξης, ο αγώνας ενάντια στην λευκή υπεροχή γίνεται το κεντρικό άμεσο καθήκος ολόκληρης της εργατικής τάξης.

Καθώς αυτή η γλώσσα υιοθετήθηκε από την Νέα Αριστερά, υπέστη σοβαρούς ιδεολογικούς μετασχηματισμούς. Το μανιφέστο “You Don’t Need a Weatherman12 to Know Which Way the Wind Blows13, που κυκλοφόρησε στο ταραχώδες συνέδριο των Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία (SDS) το 1969, προτείνοντας μια πολιτική επικεντρωμένη στην λευκή ενοχή παρά στην προλεταριακή ενότητα. Η οργάνωση Weather Underground χρησιμοποίησε την γλώσσα του “προνομίου” για να απορρίψει την λευκή εργατική τάξη ως μια δύναμη επαναστατικής αλλαγής, συνδέοντας, αντίθετα, την πολιτική πάλη με πρωτοποριακές ομάδες όπως η ίδια, που επιτίθονταν στο δικό τους προνόμιο υιοθετώντας ένα επαναστατικό στυλ ζωής. Αυτό έγινε ισοδύναμο τελικά με την αυτομαστίγωση (με εκρηκτικά) των λευκών ριζοσπαστών, που αντικατέστησαν τις μάζες με τον εαυτό τους και επικέντρωσαν ναρικισσιστικά την προσοχή στον εαυτό τους και όχι στα κινήματα για τους μαύρους και τον Τρίτο Κόσμο που ισχυρίζονταν ότι υποστήριζαν – ανάγοντας αυτά τα κινήματα σε μια ρομαντική φαντασίωση βίαιης εξέγερσης. Με άλλα λόγια, το σχέδιο της μαύρης αυτονομίας και αυτο-απελευθέρωσης – που συνεπαγόταν την συνολική αυτο-απελευθέρωση των φτωχών και της εργατικής τάξης – ουσιαστικά αποδυναμώθηκε/απενεργοποιήθηκε από την ανάλυση με όρους χρώματος των Weather Underground.

Ο Ignatiev επιτέθηκε ανηλεώς στην προβληματική των Weatherman σε ένα άρθρο με τίτλο “Without a Science of Navigation We Cannot Sail in Stormy Seas14, που αποτελεί σήμερα μια στενόχωρη/ενοχλητική ανακάλυψη:

Η λευκή υπεροχή είναι το πραγματικό μυστικό της εξουσίας της αστικής τάξης και η κρυφή αιτία πίσω από την αποτυχία του εργατικού κινήματος σε αυτή την χώρα. Τα προνόμια των λευκόχρωμων εξυπηρετούν μόνο την αστική τάξη και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν θα μας αφήσουν να ξεφύγουμε από αυτά, αλλά αντίθετα μας κατατρέχουν με αυτά κάθε στιγμή, άσχετα από το πού πάμε. Είναι δηλητηριώδες δόλωμα. Το να λέμε ότι η αποδοχή του προνομίου των λευκών είναι προς το συμφέρον των λευκών εργατών είναι ισοδύναμο με το να προτείνουμε ότι είναι προς όφελος του ψαριού να καταπιεί το σκουλήκι μαζί με το αγκίστρι. Το να ισχυριζόμαστε ότι η αποκήρυξη/απάρνηση των προνομίων αυτών είναι μια “θυσία” είναι σαν να ισχυριζόμαστε ότι το ψάρι κάνει μια θυσία όταν πηδάει έξω από το νερό, τινάζει την ουρά του, κουνά το κεφάλι του μανιασμένα προς κάθε κατεύθυνση και στην “sacrifice” is to argue that the fish is making a sacrifice when it leaps from the water, flips its tail, shakes its head furiously in every direction and throws the barbed offering.

Η σημερινή πολιτική προνομόων δεν μπορεί ίσως να επιτρέψει μια τοποθέτηση αυτού του είδους. Αντίθετα έχουμε μείνει με τις ατέλειωτες παραλλαγές της θέσης των Weatherman, αν και χωρίς την έκκληση στα όπλα, τις ληστείες τραπεζών και την θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό.

***

Οι λευκοί φιλελεύθεροι αφήνουν να εννοηθεί ότι το νέο κύμα των “υπέρ των λευκών” σοσιαλιστών αναδύθηκε για να υπερασπιστεί την “λευκή εργατική τάξη”. Αυτά είναι ανοησίες. Οι μαύροι επαναστάτες σε ολόκληρη τη διάρκεια της αμερικάνικης ιστορίας έχουν επιχειρηματολογήσει ότι η χειραφέτηση απαιτεί την υπέρβαση της διαιρετικής λογικής της ταυτότητας. Αν και χαρακτήρισε τα υλικά πλεονεκτήματα της λευκότητας ως έναν “ψυχολογικό μισθό”, ο W.E.B. Du Bois δεν ανήγαγε την λευκότητα σε ένα φαινόμενο ατομικής ψυχολογίας. Στην πραγματικότητα, στην παράγραφο που προηγείται αμέσως από την αναφορά στον ψυχολογικό μισθό, ο Du Bois έγραψε:

Η θεωρία της φυλής συμπληρώθηκε από μια προσεκτικά και αργά εξελισσόμενη μέθοδο, που δημιούργησε ένα τέτοιο διαχωριστικό εμπόδιο15 ανάμεσα στους λευκούς και μαύρους εργάτες που πιθανόν να μην υπάρχουν σήμερα στον κόσμο δυο άλλες ομάδες εργατών με τα ίδια πρακτικά συμφέροντα που να μισούν και να φοβούνται η μιά την άλλη τόσο βαθιά και επίμονα και που να έχουν κρατηθεί σε τόση απόσταση μεταξύ τους ώστε καμμιά να μην βλέπει κανένα κοινό συμφέρον.

Αν σήμερα οι λευκοί φιλελεύθεροι αρνηθούν να αναγνωρίσουν αυτό το κοινό συμφέρον, και αποφύγουν το σοσιαλιστικό πρόγραμμα που τόσο έντονα προσυπέγραφε ο Du Bois, θα απομείνουμε εγκλωβισμένοι στο προπατορικό αμάρτημα της λευκότητας: την συμμαχία των φτωχών λευκών, που εγκαταλείφθηκαν από τις ελίτ του Βορρά, με τις αναχρονιστικές και αντιδραστικές δυνάμεις του λευκού κεφαλαίου.

“Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να μεταρρυθμίσει τον εαυτό του”, έγραψε ο Du Bois. “Είναι καταδικασμένος στην αυτοκαταστροφή. Καμμιά καθολικοποιημένη ιδιοτέλεια δεν μπορεί να φέρει το κοινωνικό καλό σε όλους”. Σε αντίθεση με τους σημερινούς φιλελεύθερους της πολυπολιτισμικότητας, ο Du Bois δεν επιζητούσε απλά μια πιο ποικιλόμορφη και διευρυμένη κυρίαρχη τάξη. Αναγνώριζε ότι η ανισότητα θα παραμένει όσο διατηρείται ο καπιταλισμός. Πάντα υπήρχε μια μόνο εναλλακτική στην λευκότητα και τις “αγκαθωτές” προσφορές της: η πολυφυλετική συμμαχία της εργατικής τάξης ενάντια στην λευκή υπεροχή και την ατομική ιδιοκτησία.

1 Στμ. Δημοσιευμένο στο Viewpoint Magazine: https://viewpointmag.com/2017/01/06/white-purity/.

2 Στμ. Σολιψισμός (από τις λατινικές λέξεις solus, που σημαίνει “μόνος”, και ipse, που σημαίνει “εαυτός”) είναι η φιλοσοφική ιδέα ότι μόνο ο ίδιος ο νους κάποιου είναι σίγουρο ότι υπάρχει. Ως μια επιστημολογική θέση, ο σολιψισμός πιστεύει ότι η γνώση οποιουδήποτε πράγματος εκτός του νου κάποιου είναι αβέβαιη· ο εξωτερικός κόσμος και οι άλλοι νόες δεν μπορεί κανείς να ξέρει και ίσως να μην υπάρχουν έξψ από τον νου. Ως μια μεταφυσική θέση, ο σολιψισμός προχωρά ακόμα παραπέρα στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος και οι άλλοι νόες δεν υπάρχουν.

3 Στμ. Πρόκειται για το άρθρο του Shuja Haider: “Η κονκάρδα και η σβάστικα”, δημοσιευμένο αρχικά στο Viewpoint Magazine και στα ελληνικά εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/2017/01/08/safetypin/.

4 Στμ. NPR: αρχικά του National Public Radio ενός ιδιωτικά και δημόσια χρηματοδοτούμενου αμερικανικού μη-κερδοσκοπικού οργανισμού ΜΜΕ που λειτουργεί και ως εθνικός syndicator σε ένα δίκτυο 900 δημοσίων ραδιοφωνικών σταθμών στις ΗΠΑ. Το NPR παράγει και διανέμει ειδήσεογραφικό και πολιτιστικό πρόγραμμα. Οι μεμονωμένοι σταθμοί δεν είναι υποχρεωμένοι να αναμεταδίδουν όλα τα προγράμματα που παράγονται από το NPR.

5 Στμ.

6 Στμ.

7 Στμ. Τodd Gitlin: αμερικανός κοινωνιολόγος, πολιτικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και πολιτιστικός σχολιαστής. Έχει γράψει εκτενώς σχετικά με τα ΜΜΕ, την πολιτική, την διανόηση και την τέχνη για εκλαϊκευτικές και ακαδημαϊκές εκδόσεις. Υπήρξε ακτιβιστής σαν φοιτητής στο Χάρβαρντ και πρόεδρος των Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία (SDS), δείτε και τη σχετική σημείωση παρακάτω.

8 Στμ. Στο πρωτότυπο lapsed. Μπορεί να αποδοθεί και ως “παρωχημένοι”.

9 Στμ. Στο πρωτότυπο rednecks.

10 Στμ. Ζακ Ντεριντά (γαλλ. Jacques Derrida: Γάλλος φιλόσοφος γεννημένος στην Αλγερία, γνωστός κυρώς για την ανάπτυξη μιας σημειωτικής ανάλυσης γνωστή ως αποδόμηση. Το κοπιαστικό και λεπτομερειακό έργο του είχε βαθιά επίδραση στο πεδίο της θεωρίας της λογοτεχνίας και στην φιλοσοφία (καθώς αυτό το έργο στάθηκε κρίσιμο για τον διαχωρισμό ανάμεσα σε ηπειρωτική ευρωπαϊκή και σε αγγλοσαξονική φιλοσοφία). Το έργο του επηρέασε πολλά επιστημονικά πεδία που δεν σχετίζονταν ευθέως με την φιλοσοφία όπως το πεδίο των επιστημών του δικαίου και της αρχιτεκτονικής. Ανάμεσα στα πιο γνωστά του έργα συγκαταλέγονται το Περί Γραμματολογίας, Τα φαντάσματα του Μάρξ, Η φωνή και το φαινόμενο.

11 Στμ. William Edward Burghardt “W. E. B.” Du Bois (1868 – 1963), Αμερικανός κοινωνιολόγος, ιστορικός, ακτιβιστής των πολιτικών δικαιωμάτων, οπαδός του Παναφρικανισμού, συγγραφέας και εκδότης. Γεννημένος στο Great Barrington, στην Μασαχουσέτη, ο Du Bois μεγάλωσε σε μια σχετικά ανεκτική και ενοποιημένη κοινότητα. Αφού ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και το Χάρβαρντ, όπου ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός που απέκτησε διδακτορικό, έγινε καθηγητής της ιστορίας, της κοινωνιολογίας και των οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Ατλάντα. Ήταν επίσης ένας από τους συνιδρυτές της Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Εγχρώμων (National Association for the Advancement of Colored People, NAACP) το 1909.

12 Στμ. Weathermen: Η οργάνωση Weather Underground Organization, κοινώς γνωστή και ως Weather Underground, ήταν μια μαχητική αμερικανική ριζοσπαστική αριστερή που ιδρύθηκε στην πανεπιστημιούπολη Ann Arbor του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Αρχικά ονομαζόμενη και ως Weatherman, η ομάδα έγινε γνωστή στην καθομιλουμένη ως οι Weathermen. Η οργάνωση σχηματίστηκε το 1969 ως μια φράξια των Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία (SDS) αποτελούμενη ως επί το πλείστον από την ηγεσία της SDS και τους υποστηρικτές της. Ο σκοπός της ήταν η δημιουργία ενός παράνομου/μυστικού επαναστατικού κόμματος για την ανατροπή της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Με επαναστατικές θέσεις χαρακτηριζόμενες από την “μαύρη δύναμη” και την αντίθεση στον πόλεμο του Βιετνάμ, η ομάδα διεξήγαγε μια σειρά από βομβιστικές ενέργειες στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και πήρε μέρος σε δράσεις όπως η απόδραση του Timothy Leary. Οι “Μέρες της Οργής”, η πρώτη δημόσια διαδήλωσή τους στις 8 Οκτώβρη του 1969, ήταν μια εξέγερση στο Σικάγο προγραμματισμένη να συμπέσει χρονικά με την δίκη των Επτά του Σικάγο. Το 1970 η ομάδα εξέδωσε μια “Διακήρυξη Κατάστασης Πολέμου” ενάντια στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, με το όνομα “Weather Underground Organization”.

13 Στμ. “Δεν χρειάζεσαι έναν weatherman για να ξέρεις από πού φυσάει ο άνεμος”. Για τους weathermen δείτε την προηγούμενη σημείωση.

15Στμ. Στο πρωτότυπο drove such a wedge.

Μεξικό: Πίσω από το κίνημα αυτό, είναι η πείνα.

Αν δεν το καταλαβαίνεις, κλείσε το στόμα σου και μάθε

Δημοσιευμένο αρχικά στο Facebook από το Alerta Proletarios, την Τετάρτη 11 Ιανουαριου 2017, σ’ αυτό το λινκ.Μεταφρασμένο από τα ισπανικά από τους ediciones inéditos1.

Οι πρώτες μέρες του νέου έτους είδαν μια αύξηση στις τιμές των καυσίμων στο Μεξικό, ακολουθούμενη από αποκλεισμούς δρόμων, διοδίων και πρατηρίων. Αλλά αυτό που τράβηξε περισσότερο την προσοχή ήταν μια σειρά λεηλασιών σε πολλές πόλεις. Οι απαλλοτριωτές πήραν κυρίως τηλεοράσεις, ηλεκτρονικές συσκευές αλλά και παιχνίδια και άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Υπήρξαν περισσότερες από 500 συλλήψεις σε μια βδομάδα, μερικοί άνθρωποι σκοτώθηκαν, δημιουργήθηκε πανικός στην κυβέρνηση, στις επιχειρήσεις και σε όλα τα πολιτικά κόμματα.

Η κοινωνία λατρεύει τη μορφή-εμπόρευμα: την προσκυνά, την τοποθετεί στην αγία τράπεζα όπου και πρέπει να τιμάται. Και η μεγαλύτερη έκφραση αυτής της λατρείας δεν είναι η κατανάλωση, αλλά η εργασία. Μέσα από τη συνεχή εργασία, η ανθρώπινη δραστηριότητα μετασχηματίζεται σε εμπόρευμα. Αν και φαίνεται ότι δουλεύουμε μόνο και μόνο για να παραγάγουμε κάτι που θα γίνει ένα εμπόρευμα ή για να έχουμε πρόσβαση σε αυτό, η ίδια η δραστηριότητά μας είναι ένα εμπόρευμα που πρέπει να ανταλλαχθεί με άλλα αγαθά: το απόλυτα ελάχιστο για να μπορέσουμε να ξαναγυρίσουμε στη δουλειά. Με λίγα λόγια: δουλεύουμε για να αγοράζουμε εμπορεύματα και καταλήγουμε να είμαστε ικανοί να αγοράσουμε αρκετά ώστε να μπορούμε να επιστρέψουμε στη δουλειά την επόμενη μέρα.

Δεν είναι τα πλιάτσικα που προξένησαν τον φόβο. Η ιδέα μιας τρομοκρατημένης κοινωνίας διαδόθηκε από το κράτος, τα ΜΜΕ, τον τύπο και ιδιαίτερα τα κοινωνικά δίκτυα. Αυτός ο φόβος εξαπλώθηκε όχι μόνο από τα “ρομπότ” του διαδικτύου αλλά και από τα “ζόμπι” που επαναλαμβάνουν αυτά που τους λένε οι άλλοι χωρίς να σκέφτονται. Αυτοί που φοβούνται είναι οι αστοί. Οι ηγέτες. Είναι ανίκανοι να καταλάβουν την γλώσσα της εξέγερσης, έχουν βυθιστεί στον πανικό και θέλουν η δική τους αντίδραση να είναι και δική μας. Περίμεναν μόνο πορείες, ελεγχόμενους αποκλεισμούς και ειρηνικές δράσεις: όλα αυτά μπορούν λίγο-πολύ να γίνουν ανεκτά, να ελεγχθούν ή να κατασταλούν εύκολα.

Όμως η εξέγερση ξέσπασε. Άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους από μόνοι τους, και ανάμεσα σε άλλα πράγματα πήγαν και στα καταστήματα και πήραν αυτά που ήθελαν. Βεβήλωσαν την ηθική του Κεφαλαίου που μας λέει ότι πρέπει να δουλέψουμε για να έχουμε αυτά που θέλουμε. Οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν γρήγορα ότι δεν χρειάζεται να σκοτώνεται κανείς στη δουλειά κάθε βδομάρα, κάθε δεκαπενθήμερο, κάθε μήνα, όλο τον χρόνο ή για πάντα για να πάρει αυτά που χρειάζεται. Πολύ γρήγορα, οι επαγγελματίες πολιτικοί γίνονται ακόμα πιο άχρηστοι σε οποιονδήποτε, όταν οι άνθρωποι παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους.

Κλέφτες χωρίς όνομα, συχνά με ακάλυπτα πρόσωπα: ένα πλήθος που δεν χρειάζεται να κρύβεται ή να κατονομάζει τονε εαυτό του. Τι περίμεναν; Μια δήλωση; Μια συνέντευξη τύπου; Έναν εκπρόσωπο; Έναν αρχηγό; Μια εξήγηση; Ότι κάποιος θα έβαζε τους κανόνες του παιχνιδιού; Ότι κάποιος θα έλεγε “θα τα σταματήσουμε όλα αυτά όταν όταν θα ικανοποιήσουν τα αιτήματά μας ή όταν θα υπογράψουν έγγραφα, όταν μας δεχτούν στα γραφεία τους, μας δώσουν το ένα ή το άλλο”; Περίμεναν να έχουν μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις για έναν μήνα; Να τους ζητήσουμε να παραιτηθούν; Περίμεναν από μας να πούμε: “αυτός είναι ο υποψήφιός μας”;

Είναι η πολιτική του πλήθους. Χωρίς εσένα: χωρίς τους σωτήρες σου, χωρίς τους αντιπροσώπους σου. Χωρίς παγίδες. Χωρις προδότες. Χωρίς ήρωες, χωρίς τους γενναίους, χωρίς τους αδιάφορους. Είναι η πολιτική των ανθρώπων χωρίς εσένα: χωρίς τους “ειδικούς”, χωρίς τις πρωτοπορίες, χωρίς “επαναστάτες”, χωρίς διαπραγματευτές. Είναι μια εξέγερση απελπισίας: μια εξέγερση που δεν περιμένει τίποτα από σένα, τα κόμματά σου, τις εκστρατείες σου, τις μεγάλες ομάδες σου. Έχοντας εμπιστοσύνη σε αυτούς που κάνουν το ίδιο πράγμα με μένα, σε αυτούς που συνεργάζομαι, σε αυτούς που δεν πέθαναν, έχοντας εμπιστοσύνη στις ίδιες μας τις δυνάμεις.

Λένε ότι όλο αυτό είναι ενορχηστρωμένο, ότι καθένας ξέρει κάποιον που ήξερε κάποιον που είπε ότι εξαγοράστηκαν για να τα κάνουν όλα αυτά. Δεν έχει σημασία αν αυτό συνέβη ή όχι. Οι περισσότεροι από αυτούς που συμμετείχαν στις λεηλασίες ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι. Αν σε πληρώνουν 80 πέσος την ημέρα για να πεινάς ενώ δουλεύεις και αυτό σε κάνει να αισθάνεσαι και περήφανος, τότε μην έρχεσαι σε μένα για να μου κάνεις κηρύγματα αξιοπρέπειας. Πολλοί άνθρωποι συμμετείχαν και δεν πήραν ούτε ένα πέσο. Πολλοί άνθρωποι συμμετείχαν και έβαλαν σε ρίσκο τους εαυτούς τους, όχι στο όνομα της αξίας/τιμής αλλά από αναγκαιότητα. Αντί να μην πάρουν τίποτα, πήραν πίσω ένα μικρό κάτι. Πίσω από αυτό το κίνημα υπάρχει η πείνα. Αν δεν το καταλαβαίνεις αυτό, κάνε πίσω, κλείσε το στόμα σου και μάθε.

Μερικοί λένε ότι οι άνθρωποι “κλέβουνε” τηλεοράσεις και άλλες συσκευές αντί για φασόλια και τορτίγιας. Η ιδεολογία τους είναι ότι βλέπουνε τους φτωχούς να κλέβουνε εξαιτίας της ένδειας.

Παραπονιούνται ότι αυτοί που λεηλατούν χρησιμοποιούνταν για την κατάπνιξη κάθε διαμαρτυρίας, για να αποπροσανατολίσουν την προσοχή. Ψέμματα: οι διαμαρτυρίες πάντα καταστέλλονταν, καθώς κανείς δεν περίμενε ότι θα συμβεί κάτι και περίμεναν από μας να παραιτηθούμε και απλά να καθόμαστε να βλέπουμε το ίδιο έργο όπως και πριν: λίγες πορείες, λίγη καλά καναλιζαρισμένη και οριοθετημένη/περιορισμένη βία, πολίτες, η κοινωνία των πολιτών και ο λαός “Επαναστατήστε όπως πρέπει: όλοι στο διαδίκτυο και χωρίς να τολμήσετε να περπατήσετε στο γρασίδι. Αυτοί που εξέτρεψαν την προσοχή στον “φόβο” και τους “προβοκάτορες” ήσουν εσύ, οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι ευάλλωτοι/αδύναμοι πολίτες και η αστυνομία. Οι άνθρωποι που λεηλατούσαν ήταν πολύ απασχολήμένοι με τις υποθέσεις τους για να αποπροσανατολιστούν από τις γελειότητές σας.

Αυτοί που δεν έχουν τίποτα δεν φοβούνται τίποτα. Αυτοί που φοβούνται είναι οι εταιρείες, οι επιχειρηματίες και οι μικρόμυαλοι. Δεν θέλεις οι άνθρωποι να σου πάρουν κάτι; Τότε, μοιράσου αυτό που έχεις και αυτό είναι υπεραρκετό. Δεν θέλεις ο κόσμος να έρθει στο μαγαζί παρά μόνο αν πρόκειται να αγοράσει κάτι; Τότε, κλείστο. Θα συνεχίσεις να πουλάς με πίστωση και να χρεώνεις τους πελάτες σου που δεν μπορούν να δώσουν εγγύηση μεγαλύτερη από το διπλάσιο; Τότε πρέπει να περιμένεις ότι οι πλιατσικολόγοι θα έρθουν μια μέρα να σε χρεώσουν για όσα έχεις πουλήσει και χρεώσει και μάλιστα με τόκο. Ό,τι μας έχουν αρνηθεί, θα το πάρουμε λίγο-λίγο και χωρίς ευθύνη.

Ακούμε μια ισχυρή κραυγή για ειρήνη, αλλά αυτοί είναι που κήρυξαν τον πόλεμο. Οι πολιτικοί θα επιχειρηματολογήσουν για ηρεμία, αλλά η υπομονή μας έχει εξαντληθεί. Οι αδιάφοροι ή χλιαροί θα απαιτήσουν προσοχή, αλλά η κατάσταση έχει γίνει ανεξέλεγκτη. Αλλά δεν παραείναι όλο αυτό συνετό; Ξέχνα τα παρακάλια και πέθανε από την πείνα; Αυτοί που δεν μπορούν να δουν πέρα από τη μύτη τους θα απαιτήσουν ένα πρόγραμμα, έναν “καλά-οργανωμένο” αγώνα. Το πρόγραμμά μας: θέλουμε τα πάντα. Αυτό είναι το κόμμα μας: δεν θα σας ακολουθήσουμε άλλο.

Σε υποστήριξη των πλιατσικολόγων!

Γενάρης 2017

1 Στμ. Το παρόν κείμενο μεταφράστηκε από το αντίστοιχο γαλλικό που δημοσιεύεται εδώ: http://dndf.org/?p=15595.

Η κονκάρδα και η σβάστικα

Η κονκάρδα και η σβάστικα

του Shuja Haider1,2

Δεν χρειάζεται να πούμε ότι η αριστερή-φιλελεύθερη πολιτική ταυτοτήτων και ο λευκός εθνικισμός της εναλλακτικής-δεξιάς δεν είναι συγκρίσιμοι. Το πρόβλημα είναι ότι είναι συμβατοί

Η εναλλακτική-δεξιά έχει μιαν απάντηση – μιαν απάντηση που είναι συνεπής με την μακρόχρονη ιστορία του ιμπεριαλισμού και της λευκής υπεροχής. Όπως δείχνει η υιοθέτηση από την πλευρά τους της γλώσσας της πολιτικής ταυτοτήτων, η δεξιά αισθάνεται ανακούφιση όταν η απάντηση της αριστεράς απλά αντιστρέφει την απάντηση που έχει παραγάγει αυτή η ιστορία. Αυτό επιτρέπει στη δεξιά να ζωγραφίσει τις γραμμές μάχης, να σημαδέψει την περιοχή της δικής της λευκής εθνικής φαντασίωσης. Αλλά αν ερχόταν αντιμέτωπη με ένα ενοποιημένο “εμείς” – ένα υποκείμενο που αρνείται να αναγνωρίσει τα σύνορα, τις διαιρέσεις και τις ιεραρχίες που ρυθμίζονται από την λογική της ταυτότητας – η εναλλακτική-δεξιά θα ξέμενε χωρίς μέρος για να υψώσει τη σημαία της. Οι λευκοί εθνικιστές θα βρίσκονταν στην χειρότερη δυνατή θέση για ένα έθνος σε πόλεμο: να είναι ανίκανοι να ταυτοποιήσουν τον εχθρό.

Η κονκάρδα και η σβάστικα

του Shuja Haider1,2

Αν είχατε διαβάσει στις αρχές του 2016 για ένα συνέδριο ενός Ινστιτούτου Εθνικής Πολιτικής (National Policy Institute, NPI), πάνω στο θέμα της “Πολιτικής Ταυτοτήτων”, θα είχατε ίσως υποθέσει ότι θα ήταν ένα αθώο μάζεμα προοδευτικών. Αν το παρακολουθούσατε, θα βρισκόσαστε μπροστά σε μια δυσάρεστη έκπληξη. Το Ινστιτούτο Εθνικής Πολιτικής είναι μια οργάνωση λευκών εθνικιστών, υπό την εποπτεία του αγαπημένου παιδιού των ΜΜΕ, νεοναζί Richard Spencer.

Ο Spencer, ο οποίος κατέστησε δημοφιλή τον ευφημισμό “εναλλακτική δεξιά” [“alt-right”] αρέσκεται να περιγράφει την πλατφόρμα του ως μια “πολιτική ταυτοτήτων για τους λευκούς”. Μπαίνει στον κόπο να διορθώνει αυτούς που αναφέρονται στον ίδιον ως οπαδό της υπεροχής των λευκών, επιμένοντας ότι είναι απλά ένας “εθνικιστής” ή ένας “των παραδόσεων” ή, ακόμα καλλίτερα, ένας “των ταυτοτήτων”3. Θέλει να φέρει αυτό που αποκαλεί ως “λευκό έθνος-κράτος”, έναν τόπο όπου ο πληθυσμός προσδιορίζεται από την κληρονομικότητα. Σε μια γνωστή αντιστροφή του λεξιλογίου της κοινωνικής δικαιοσύνης, περιγράφει αυτό το κράτος ως “έναν ασφαλή χώρο για τους Ευρωπαίους”.

Ο Spencer έχει κάνει ανώτερες σπουδές στις ανθρωπιστικές επιστήμες, έχει περάσει κάποιο χρόνο στο φημισμένα αριστερό μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο Πανεπιστήμιο του Duke, και η θέση για το μάστερ του ήταν μια αντισημιτική ερμηνεία της κριτικής του Αντόρνο στην μουσική. Ο πολιτικός του μέντορας, Paul Gottfried, ήταν μαθητής του Μαρκούζε. Προφανώς, ο Spencer είναι πολύ στενά εξοικειωμένος τόσο με την ακαδημαϊκή αριστερή φιλοσοφία όσο και τον ακτιβισμό για την κοινωνική δικαιοσύνη των πανεπιστημιουπόλεων.

Ήταν απλά θέμα χρόνου πριν η δεξιά ταυτοποιήσει φιλελεύθερες και αριστερές στρατηγικές που θα μπορούσε η ίδια να υιοθετήσει, όπως προειδοποιούσε ότι θα συνέβαινε ένας συντηρητικός χριστιανός πρωτοετής του Πανεπιστημίου του Duke το 2015. Εν μέσω μιας εκτεταμένης διαμάχης σχετικά με προειδοποιητικά μηνύματα, αρνήθηκε να διαβάσει το μυθιστόρημα-κόμικ της Alison Bechdel Fun Home, απομνημονεύματα που εμπεριείχαν περιγραφές λεσβιακού σεξ. Το 2015 επίσης, ακτιβιστές του Πανεπιστημίου Yale έκαναν εκστρατεία για την αποβολή της Erika Christakis, μιας λέκτορος που είχε γράψει ένα mail επιχειρηματολογώντας ότι η διοίκηση του πανεπιστημίου δεν θα έπρεπε να επιβάλλει πολιτικές σχετικά με την πολιτισμική ευαισθησία των κουστουμιών των φοιτητών κατά το Halloween. Στα τέλη του 2016, τρολ της εναλλακτικής-δεξιάς σχημάτισαν μια διαδικτυακή “συμμορία” αφιερωμένη στην αποπομπή του George Ciccariello-Maher, ενός καθηγητή του Drexel που χρησιμοποίησε ειρωνικά την φράση “λευκή γενοκτονία” στο Twitter – μια φράση που είχε επίσης εμφανιστεί αλλά όχι ειρωνικά σε ένα τουίτ του Donald Trump, ο οποίος το αναμετάδωσε από τον λογαριασμό Twitter κάποιου στην εναλλακτική-δεξιά.

Μέχρι πρόσφατα, η φράση “πολιτικές λευκής ταυτότητας” ήταν μια παγίδα που οι προοδευτικοί προσπαθούσαν να στήσουν στους δεξιούς. Μια ρητορική ανθηρολογία4 θα υποτιμούσε ολόκληρη την βάρβαρη ιστορία του ρατσισμού στην Αμερική ως 400 χρόνια “πολιτικές λευκής ταυτότητας”, για να καταδείξει ότι η δεξιά ήταν ένοχη για τις ίδιες τακτικές όπως και η αριστερά.

Η δεξιά αναγνωρίζει τώρα τη συσχέτιση με ένα πονηρό χαμογελάκι. “Για όσο αποφεύγουμε και αρνούμαστε τις ταυτότητές μας, σε μια εποχή που κάθε άλλος άνθρωπος διεκδικεί την δική του, δεν θα έχουμε καμμιά δυνατότητα να αντισταθούμε τον εκτοπισμό μας, καμμιά ευκαιρία να ορίσουμε το μέλλον μας, καμμιά ευκαιρία να βρούμε έναν άλλον ορίζοντα”, λέει ο Richard Spencer, σε ένα εισαγωγικό βίντεο στον ιστότοπο του Ινστιτούτου Εθνικής Πολιτικής με τίτλο “Ποιοι Είμαστε;”

Ο Σπένσερ δεν νοιάζεται να του λένε ότι οι ισχυρισμοί του στην εθνική περηφάνεια και την αυτονομία ακούγονται κάποιες φορές όπως αυτοί που διατυπώνουν οι έγχρωμοι. Σύμφωνα με τους New York Times, το αναγνωρίζει ανοιχτά. Ο Spencer μπορεί να μοιάζει με έναν χαρακτήρα από μυθιστόρημα του Philip K. Dick ενσαρκώνοντας με κάποιον τρόπο το ίδιο το αντίθετό του.

Πώς καταφέρνει ένας ρατσιστής να επιχειρηματολογεί για τον σκοπό του με τη γλώσσα του αντιρατσισμού; Ένα πρόσφατο άρθρο στο Breitbart, συνυπογραμμένο από τον αντιδραστικό προβοκάτορα Milo Yiannopoulos, ίσως δείχνει πού βρήκε η εναλλακτική-δεξιά ένα σημείο διείσδυσης.

Ο Yiannopoulos επιχειρηματολογεί χαρούμενα για την συμπερίληψη των ιδεών της εναλλακτικής-δεξιάς στον “καθεστωτικό συντηρητισμο”, κάνοντας έναν προσεκτικό χορό γύρω από την κλασσική ρατσιστική ρητορική. “Καθώς οι κοινότητες αρχίζουν να συγκροτούνται από διαφορετικούς λαούς, η κουλτούρα και η πολιτική τους καθίσταται μια έκφραση των συστατικών τους λαών”, λέει ασαφώς, σε μια γλώσσα που πασχίζει για ουδετερότητα. Και προχωρά για να κάνει πιο συγκεκριμένη τη θέση του:

Οι διανοούμενοι της εναλλακτικής-δεξιάς θα ισχυρίζονταν επίσης ότι η κουλτούρα είναι αδιαχώριστη από την φυλή. Η εναλλακτική-δεξιά πιστεύει ότι κάποιος βαθμός διαχωρισμού είναι απαραίτητος για τη διατήρηση μιας κουλτούρας. Ένα τζαμί δίπλα σε έναν αγγλικό δρόμο γεμάτο από σπίτια με τη σημαία του Αγ. Γεωργίου δεν είναι, σύμφωνα με τους οπαδούς της εναλλακτικής-δεξιάς, ούτε ένας αγγλικός δρόμος ούτε ένας μουσουλμανικός δρόμος – ο διαχωρισμός είναι απαραίτητος για την διακριτότητα.

Κάποιοι άλλοι από την εναλλακτική-δεξιά έχουν ένα πιο λεπτό επιχείρημα. Λένε ότι όταν διαφορετικές ομάδες έρχονται μαζί, η κοινή κουλτούρα αρχίζει να απηχεί τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Αντί για ταμιά ή αγγλικά σπίτια, παίρνει κανείς τον αθεϊσμό και τον στόκο.

Κατά ειρωνικό τρόπο, είναι μια θέση που έχει πολλά κοινά με την αριστερή αντίθεση στην αποκαλούμενη “πολιτισμική οικειοποίηση”, μια ομοιότητα που αναγνωρίζεται ανοιχτά από την εναλλακτική-δεξιά.

Υπάρχει κάτι καινούριο σχετικά με την αδημονία της εναλλακτικής-δεξιάς να ισχυριστεί έναν κοινό σκοπό με την αριστερά. Ο καθεστωτικός συντηρητισμός εξακολουθεί να θεωρεί την αντίθεση στην “πολιτισμική αφομοίωση” ως έναν από τους αξιοκαταφρόνητους σκοπούς της φιλελεύθερης αριστεράς.

***

“Ανάμεσα στις πολλές ανόητες ιδέες των νεαρών αριστερών που θέλουν να εμφανίζονται καλοί χωρίς τον κόπο να κάνουν κάτι καλό, η ‘πολιτισμική οικειοποίηση’ ξεχωρίζει”, λέει το National Review. Η εξαίρεση ακτιβιστών ή κριτικών από το σερβίρισμα banh mi5 σε ψωμί τσιαμπάτα στις τραπεζαρίες του Oberlin, η έκκληση του Lionel Shriver σε μυθιστοριογράφους να απεικονίζουν χαρακτήρες από εθνικές ομάδες στις οποίες δεν ανήκουν οι ίδιοι, τα εσώρουχα της Victoria Secret που βασίζονται σε παραδοσιακά τελετουργικά φορέματα, κοκ., όλα αυτά κάνουν τα στόματα των συντηρητικών να τρέχουν σάλια. Στο μυαλό τους δεν υπάρχει καλλίτερο παράδειγμα για την ελαφρότητα και την τυρρανικότητα αυτών που αποκαλούν “πολεμιστές της κοινωνικής δικαιοσύνης”.

Ο απατηλά ανώδυνος όρος “πολιτισμική οικειοποίηση”, δανεισμένος από την ακαδημαϊκή ιδιόλεκτο, δεν μεταφέρει ο ίδιος την βαρύτητα που έχει σε ορισμένους κύκλους. Σύμφωνα με το διαδικτυακό περιοδικό Everyday Feminism, περιγράφει “μια συγκεκριμένη δυναμική ισχύος στην οποία μέλη μιας κυρίαρχης κουλτούρας παίρνουν στοιχεία από την κουλτούρα ανθρώπων που έχουν συστηματικά καταπιεστεί από αυτή την κυρίαρχη ομάδα”. Η ιδέα καταλήγει σε ένα τυπικό/ρουμπρίκα που καθορίζει ποιος επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται να συμμετέχει σε συγκεκριμένες συμπεριφορές. Μπορείς να μαγειρέψεις pho6; Μπορείς να διδάξεις γιόγκα; Εξαρτάται από το σε ποια κουλτούρα ανήκεις. Αν ανήκεις σε μια “κυρίαρχη κουλτούρα”, δεν θα έπρεπε πραγματικά να κάνεις τίποτα απ’ όλα αυτά. Το να κάνεις κάτι τέτοιο θα ήταν στην καλλίτερη περίπτωση κλεψιά, και στη χειρότερη βία.

Μπορεί να αποτελεί κάποια έκπληξη και στις δυο πλευρές του πεδίου της μάχης, αλλά η αριστερά δεν καταλάβαινε πάντα την “πολιτισμική οικειοποίηση” ως μια μορφή καταπίεσης. Αυτή η συνδήλωση του όρου είναι πανταχού παρούσα στο πολιτικό κλίμα που δημιουργούν τα κοινωνικά μέσα σήμερα. Αλλά όταν πρωτοάρχισε να χρησιμοποιείται, η “πολιτισμική οικειοποίηση” δήλωνε σχεδόν το αντίθετο του σημερινού της νοήματος.

Η ιδέα προηγήθηκε του όρου, ως προϊόν της Κέντρου για τις Σύγχρονες Πολιτισμικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Birmingham. Για διανοητές όπως ο Stuart Hall, η πολιτισμική οικειοποίηση περιέγραφε τον τρόπο που δημιουργούνταν οι υποκουλτούρες. Το σύγχρονο αντικείμενο έρευνας, σε μελέτες όπως η “Αντίσταση Μέσω των Τελετουργιών” του 1975, ήταν οι κουλτούρες των νέων στην Αγγλία: τεντυμπόυδες, “μοντέρνοι”7, σκίνχεντς κοκ. Αλλά ό,τι είχε προηγηθεί, πήγαινε βαθύτερα. Ινδικό φαγητό στην Αγγλία, σπιρίτσουαλς των νέγρων στην Αμερική, χαμάμ στη Γαλλία του 19ου αιώνα – όλα αυτά ήταν πλαίσια στα οποία μέλη αυτών που τώρα θα ονομάζαμε “περιθωριοποιημένες ομάδες” χρησιμοποιούσαν στοιχεία μιας κυρίαρχης κουλτούρας σε μεταβληθείσες μορφές, παράγοντας τις δικές τους κοινότητες που θα μπορούσαν να κρυφτούν από την κοινή θέα.

Η φράση “πολιτισμική οικειοποίηση” έγινε τυπική στις ακαδημαϊκές πολιτισμικές σπουδές τη δεκαετία του 1990, αν και ήδη από τότε οι συνυποδηλώσεις της αμφισβητούνταν. Ήταν ακρογωνιαίος λίθος της δουλειάς ακαδημαϊκών όπως ο James Sidbury, που τον χρησιμοποιούσαν για να περιγράφουν τις “δημιουργικές πράξεις” των Αφρικάνων σκλάβων στην Βιρτζίνια του 18ου αιώνα κατά τον σχηματισμό μιας “αντιπολιτευτικής κουλτούρας”. Ο George Lipsitz χρησιμοποίησε με παρόμοιο τρόπο την έννοια στην μελέτη του για την Αφροαμερικανική μουσική, χρησιμοποιώντας και τον δικό του, λιγότερο φορτισμένο όρο, “στρατηγική αντι-ουσιοκρατία” [anti-essentialism] – ένα γνέψιμο προς την μετα-αποικιακή θεωρία. Αλλά η ιδέα είχε θεωρητικοποιηθεί σε εκτενή λεπτομέρεια το 1979, στη θεμελιώδη μελέτη του Dick Hebdige Subculture.

Ο Hebdige, παλιότερα φοιτητής στο Birmingham, περιέγραψε τα εμπορεύματα της μαζικής παραγωγής ως “ανοιχτά σε μια διπλή κλίση”. Όπως το επεξεργάστηκε:

Αυτά τα “ταπεινά αντικείμενα” μπορεί να τα οικειοποιηθεί κανείς με μαγικό τρόπο· “κλεμμένα” από υποδεέστερες ομάδες και καμωμένα να μεταφέρουν “μυστικά” νοήματα: νοήματα που εκφράζουν, με κωδικούς, μια μορφή αντίστασης στην τάξη που εγγυάται την συνεχιζόμενη υποταγή τους.

Οι βασικές πηγές πληροφορίας του Hebdige ήταν οι πανκ στο Λονδίνο του τέλους της δεκαετίας του 1970, μια ομάδα που συγκροτούνταν όχι με βάση την εθνικότητα αλλά την εκούσια συμμετοχή.

Το Subculture ανιχνεύει το φάσμα της οικειοποίησης που άσκησαν οι πανκ του Λονδίνου, αρχίζοντας από το πιο πεζό σύμβολό τους, τις κονκάρδες.Αυτά τα αθώα εργαλεία “αποσπάστηκαν από το πλαίσιο του ‘βοηθήματος’ στο νοικοκυριό και φορέθηκαν σαν απαίσια στολίδια”. Το βιβλίο τελειώνει με το πιο φορτισμένο σύμβολο που υιοθέτησαν οι πανκ, πιθανόν το πιο φορτισμένο σύμβολο στην δυτική κουλτούρα: την σβάστικα.

Ο ισχυρισμός του Hebdige ήταν ότι οι πανκ δεν φορούσαν την σβάστικα σαν αναπάρασταση μιας ακροδεξιάς ιδεολογίας. Αντίθετα, ήταν μια αφελής μέθοδος να αποστασιοποιηθούν από την κουλτούρα των γονιών τους, μια γενιά Βρετανών για την οποία η σβάστικα “σηματοδοτούσε τον ‘εχθρό’”. Ο Hebdige αναφέρει έναν νεαρό πανκ, που έδινε συνέντευξη σε ένα περιοδικό στη διάρκεια του απόγειου του Λονδρέζικου πανκ το 1977, στην οποία εξηγεί ότι φορούσε την σβάστικα απλά επειδή “στους πανκ αρέσει να τους μισούν”.

Το πέρασμα του χρόνου μας επιτρέπει να βγάλουμε μερικά συμπεράσματα σχετικά με τα δυνητικά αποτελέσματα της πολιτισμικής οικειοποίησης. Για πολλά χρόνια, οι κονκάρδες συνδέθηκαν αξεδιάλυτα με τους πανκ, ίσως ακόμα περισσότερο απ’ όσο με τις μοδίστρες. Όσο για την σβάστικα, είναι ίσως ασφαλές να πούμε ότι οι περισσότεροι πρώην πανκ δεν είναι καθόλου περήφανοι που έχουν φορέσει μία – οι προηγούμενες συνδηλώσεις της δεν είχαν διαγραφεί τόσο εύκολα.

Αλλά σαράντα χρόνια αργότερα, οι κονκάρδες και οι σβάστικες εμφανίζονται ξανά, για εντελώς διαφορετικούς λόγους.

***

Όλα ξεκίνησαν όταν η Άλισον, μια Αμερικανίδα εκπατρισμένη που ζεί στο Λονδίνο, άρχισε να παρατηρεί αναφορές για ρατσιστική βία σε ολόκληρη τη χώρα. Τις μέρες μετά την ψηφοφορία για το Brexit, κοινότητες μεταναστών είχαν δεχτεί επιθέσεις, σε μια ανησυχητική ηχώ των ταραχών του Λονδίνου στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Μετανάστρια η ίδια, η Άλισον δεν είχε τη δυνατότητα να ψηφίσει στο δημοψήφισμα, αλλά ήθελε να βρει έναν άμεσο τρόπο για να δείξει στα μέλη των πληττόμενων ομάδων ότι η ίδια δεν ήταν μια απειλή – ότι ήταν ασφαλή στην παρουσία της.

Ήταν ιδέα του άντρα της να το κάνει φορώντας μια κονκάρδα. “Του αρέσουν τα λογοπαίγνια”, είπε στον Guardian. Η Άλισον μπήκε στο Twitter, αναρτώντας ένα κάλεσμα σε δράση. Πρόσθεσε ότι η κονκάρδα δεν θα έπρεπε να νοηθεί ως μια “κενή χειρονομία”, αλλά ως μια δέσμευση παρέμβασης υπέρ αυτών που διατρέχουν κίνδυνο. Ο συμβολισμός έφερε στο μυαλό την πρακτική των ακτιβιστών της παροχής ενός “ασφαλούς χώρου”, ενός χώρου μέσα στον οποίον οι καταπιεσμένοι άνθρωποι θα μπορούσαν να αναζητήσουν ανακούφιση και παρηγοριά από ένα τραυματικό περιβάλλον. Η κονκάρδα επέτρεπε σε συμπαθούντες λευκούς – “συμμάχους”, με τα λόγια της Άλισον – να κουβαλάνε έναν ασφαλή χώρο μαζί τους όπου πήγαιναν. Δυο μέρες αργότερα το tag #safetypin είχε γίνει ήδη εξαιρετικά δημοφιλές.

Όταν το σοκ της εκλογικής ανατροπής διέσχισε τον Ατλαντικό, η κονκάρδα το ακολούθησε. Δυο μέρες μετά την Προεδρική εκλογή, η Michelle Goldberg έγραψε μια στήλη στο Slate υποστηρίζοντας τη χρήση της, σε μια Αμερική στην οποία “οι αξιολύπητοι ενθαρρύνονται”. Αλλά η υιοθέτηση εκ μέρους της του συμβόλου μετέβαλε τον σκοπό του. Η Goldberg ανησυχούσε ότι, όντας μια λευκή, θα μπορούσε να παρεξηγηθεί ως ψηφοφόρος του Τραμπ. “Χρειαζόμαστε ένα εξωστρεφές σημάδι συμπάθειας, έναν τρόπο για την πλειοψηφία από μας που ψήφισαν εναντίον του φασισμού να αναγνωριζόμαστε μεταξύ μας”, έγραψε. Σε αντίθεση με την δέσμευση της Άλισον για δράση, η κονκάρδα θα λειτουργούσε ως ένα σημάδι συγγένειας ανάμεσα στους ηττημένους υποστηρικτές της Χίλαρυ Κλίντον.

Την επόμενη μέρα η Fashionista δημοσίευσε ένα άρθρο με αριθμημένα σημεία8 με τίτλο “13 Safety Pin Brooches to Wear Now and for the Next Four Years9, υποσχόμενο έναν εύκολο τρόπο να δείξει κανείς την αλληλεγγύη του. Το Vogue ακολούθησε αμέσως, με μια συλλογή που περιελάμβανε διαμαντένιες και χρυσές κονκάρδες-σκουλαρίκια με τιμή $1065 το κομμάτι. “Βάλτε τα λεφτά σας εκεί που είναι το στόμα σας και αναλάβετε πραγματική δράση ενάντια στις δυνάμεις του μίσους”, τελείωνε το άρθρο.

Αυτός ο καινούριος ρόλος έκανε την κονκάρδα ακόμα πιο ευάλλωτη στην κριτική. Στο Mic, ο Phillip Henry την περιέγραψε ως τίποτα περισσότερο από “ένα αυτο-οργανωμένο φιλικό χτυπηματάκι στην πλάτη”. Σύντομα, η κονκάρδα έγινε σύμβολο όχι της προληπτικής δράσης ή της αλληλεγγύης αλλά της επιφανειακότητας. Ήταν η επιτομή αυτού που ο Henry αποκαλούσε “επιτελεστική εγρήγορση”10, μια περιεκτική σύντμηση για το παιχνίδι της απόκτησης υπεροχής11 που παίζουν οι λευκοί φιλελεύθεροι στο διαδίκτυο για να καθορίσουν ποιος είναι ο καλλίτερος σύμμαχος.

Σαν αποτέλεσμα, η άσκηση κριτικής στις κονκάρδες ήταν μια ακόμα πιο woker θέση που θα μπορούσε να πάρει κανείς. Αυτό οδήγησε σε συγκεχυμένες αντιμετωπίσεις του ζητήματος όπως η στήλη του Christopher Keelty στην Huffington Post, “Αγαπητοί Λευκοί, οι κονκάρδες σας είναι ντροπιαστικές”. Ο πεζός λόγος του Keelty τρεκλίζει άβολα ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο πρόσωπο, ταυτοποιούμενος ως λευκός και ταυτόχρονα απευθυνόμενος στους λευκούς ως μια ομάδα έξω από τον ίδιο. Υπονοεί δυο ανταγωνιστικούς ορισμούς της λευκότητας: έναν ορισμό ως μια κατάσταση διεφθαρμένης παρακμής, την οποία ο Keelty έχει ηρωικά υπερβεί, και έναν άλλον, ως βιολογικά καθοριζόμενο χαρακτηριστικό, που παραμένει αμετάλλακτο.

Μεταξύ άλλων πραγμάτων, αυτή η σύγχυση προσέφερε μια ευκαιρία για μπίζνες. Μπείτε [στο σάιτ των] Marissa Jenae Johnson και Leslie Mac, με το Safety Pin Box.

***

Η Marissa Jenae Johnson έχει κάτι σαν ιστορία στην δημόσια θέα, που ξεκίνησε όταν η ίδια, και μια άλλη ακτιβίστρια, διέκοψαν μια ομιλία του Bernie Sanders στο Σηάτλ. Σε μια αυτοσχέδια τοποθέτηση, επέκρινε πολύ σκληρά τον Sanders για ανεπαρκή απόδοση προσοχής στις κοινότητες των μαύρων, συστήνοντας τον εαυτό της ως συνιδρύτρια του Black Lives Matter στο Σηάτλ. Αλλά ένας άλλος ντόπιος ακτιβιστής του κινήματος, ο Mohawk Kuzma, είπε στους The Seattle Times ότι το κίνημα δεν είχε οργανωθεί συλλογικά αλλά “από δυο άτομα που δρούσαν το καθένα ανεξάρτητα”.

Η πρωτοβουλία της Johnson μεταφράστηκε εύκολα σε ένα επιχειρηματικό πνεύμα όταν δημιούργησε το “Safety Pin Box” με την φίλη της, και επίσης ακτιβίστρια, Leslie Mac. Η ιδέα τούς ήρθε όταν ήταν σε διακοπές μαζί στην Τζαμάικα, λίγο μετά την Προεδρική εκλογή. Είναι μια συνδρομητική υπηρεσία για ένα μηνιαίο κουτί, με τιμές μέχρι $100 τον μήνα – ο ιστότοπος διευκρινίζει ότι πρόκειται “για επιχείρηση όχι φιλανθρωπία”. Το κουτί δεν περιέχει κονκάρδες αλλά ένα “δρομολόγιο/πρόγραμμα”12 ακτιβιστικών καθηκόντων για “συμμάχους”, που ο ιστότοπος ορίζει ως “κάποιους από μια προνομιούχο ομάδα που υποστηρίζουν τις προσπάθειες καταπιεσμένων ανθρώπων”. Η υποστήριξή τους θα πρέπει να “επιδειχθεί οικονομικά, φυσικά, συναισθηματικά και πνευματικά”. Ο τόνος του ιστότοπου αποκτά μια βλοσυρή αλλά αισιόδοξη χροιά: “Είτε είστε καινούριοι στο ‘έργο των συμμάχων’ είτε είσασταν αρκετά οξύνοες για να γνωρίζετε ότι η αρχική έκφραση αλληλεγγύης της κονκάρδας είχε παρεκτραπεί, το Safety Pin Box είναι για σας!”

Η διαίρεση που αρχικά παράχθηκε από τις κονκάρδες της Άλισον, ανάμεσα στους καταπιεσμένους ανθρώπους και τους συμμάχους τους, εδώ γίνεται οξύτερη. Yπάρχουν αυστηρές διακρίσεις σχετικά με το ποιοι εκτελούν τα καθήκοντα, καθώς και προς όφελος ποιού θα πρέπει να προσανατολιστούν αυτά τα καθήκοντα. Ένα από τα ερωτήματα στις Συχνές Ερωτήσεις (FAQ) του ιστότοπου ρωτά: “Γιατί το Safety Pin Box εστιάζει στους μαύρους και όχι σε όλους τους περιθωριοποιημένους ανθρώπους;” Είναι ένα εύλογο σημείο, υπό το φως των απειλών που εκφράστηκαν εναντίον των Λατίνων και των Μουσουλμάνων Αμερικάνων από την Προεδρία Τραμπ. Η απάντηση προβάλλει μια ολόκληρη ταξινομία πολιτικής υπευθυνότητας και μεσολάβησης/αντιπροσώπευσης.

Το Safety Pin Box δημιουργήθηκε από Μαύρες γυναίκες για Μαύρες γυναίκες ή θηλυπρεπή άτομα13. Συχνά οι Μαύροι, και ιδιαίτερα οι Μαύρες γυναίκες/θηλυκά αναμένεται να δουλεύουν για οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον εαυτό τους. Το Safety Pin Box είναι μια δράση ριζοσπαστικής αυτο-συντήρησης και διακηρύσσουμε ανοιχτά ότι “Δεν Είμαστε τα Μουλάρια σας” (#NotYourMule). Υπάρχουν πολλές άλλες οργανώσεις και προσπάθειες που υποστηρίζουν άλλες ταυτότητες και είστε ευπρόσδεκτοι να τις υποστηρίξετε επίσης.

Διατίθενται επιπρόσθετα αξεσουάρ, όπως ένα t-shirt που γράφει, “Πληρώνω επανορθώσεις.” Θα είναι σίγουρα καλή είδηση για την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση ότι δεν είναι πλέον υπεύθυνη για αποζημιώσεις, αλλά ότι αυτές θα πληρώνονται από τους φορτωμένους με ενοχές μεσοαστούς λευκούς.

Σύμφωνα με μια εκπομπή του Vice News, στην υπηρεσία έχουν εγγραφεί μέχρι τώρα μερικές εκατοντάδες άτομα. Αυτός ο αριθμός περιλαμβάνει έναν σοβαρό κάτοικο του Park Slope ο οποίος έδωσε συνέντευξη στο Vice, και προσπαθεί να “ευαισθητοποιηθεί” πλήρως αφού έχει λάβει κουτιά αξίας ενός χρόνου. Αλλά η προσπάθεια χρηματοποίησης της “συμμαχικότητας” έχει αντιμεωπίσει και τον σκεπτικισμό – αν και ο ιστότοπος υποδεικνύει ότι ένα μέρος των κερδών θα επιστρεφόταν στις μαύρες ακτιβίστριες, ένα άλλο θα πάει στις ιδρύτριες. “Δεν σκοπεύω να πω στον αέρα ότι δεν πρόκειται να αγοράσω ένα καινούριο αυτοκίνητο”, λέει αστειευόμενη η Mac στον ανταποκριτή του Vice.

Μια από τους πιο πρώιμες κριτικές προήλθε από τον δημοσιογράφο έρευνας Lee Fang, ο οποίος αμφισβήτησε τα κίνητρα πίσω από αυτή την επιχείρηση. Σε μια σειρά από σκληρά σχόλια στο Twitter, αποκάλεσε το Safety Pin Box ως: “Herbalife για επιτελεστικούς ανθρώπους”. Η αντίδραση στον Fang αποκάλυψε ένα πρότυπο στην πρακτική της κοινωνικής δικαιοσύνης της “πρόκλησης”14. Το ζήτημα δεν ήταν αν το σχόλιο του Fang ήταν δίκαιο, αλλά κατά πόσον δικαιούνταν να το κάνει. Ένα τουίτ που έκτοτε έχει διαγραφεί, το τοποθέτησε πολύ περιεκτικά: “Ο Lee Fang εκφράζει όλα τα στραβά με τους λευκούς άντρες της χιλιετηρίδας”.

Υπήρχε ένα πρόβλημα με τη διατύπωση αυτής της θέσης, που ήταν ότι ο Lee Fang δεν είναι λευκός. Μια εναλλακτική τακτική αποδοκιμάζει αυτόν τον “ρατσιστή μαλάκα που μισεί τον ίδιο του τον εαυτό” για δουλοπρέπεια προς τους “λευκούς πατερούληδες”15, και στη χειρότερη εκδοχή της επικαλέστηκε τις μπανάνες και τα Twinkies – κίτρινα απ’ έξω λευκά από μέσα. “Ο Lee Fang είναι ο Ασιάτης τύπος που βγάζει τα προς το ζην καταφερόμενος εναντίον των μαύρων για να εντυπωσιάζει τους λευκούς”, τελείωνε ένα άλλο τουίτ. Αποτυχημένες προσπάθειες να αμφισβητηθούν τα διαπιστευτήριά του ως έγχρωμος, η θέση των Ασιατο-αμερικανών ως ομάδας, θα εμπλέκονταν επίσης: ο Fang και άλλοι σαν αυτόν “ταιριάζουν στο μοντέλο του μύθου της μειονότητας εντός της οποίας κάνουν τη δουλειά των οπαδών της λευκής υπεροχής”.

Αν και τα γεγονότα παρέμειναν νεφελώδη από την περίοδο εκείνη που τα σημεία ενδιαφέροντος στο Twitter μετατοπίστηκαν, υπήρχε μια ξεκάθαρη αρχή σε λειτουργία, μια αρχή που είχε γίνει χαρακτηριστική των σύγχρονων υποστηρικτών των κοινωνικής δικαιοσύνης. Η επιλεξιμότητα και το δικαίωμα των ανθρώπων να ισχυρίζονται συγκεκριμένα πράγματα εξαρτάται από το σύνολο των κριτηρίων που εμπίπτουν στην κατηγορία της “ταυτότητας”. Το δικαίωμά σου στην πολιτική μεσολάβηση καθορίζεται από την περιγραφή σου.

Μένουμε έτσι με μια απλή ερμηνευτική για τον καθορισμό της αληθοτιμής μια δήλωσης. Ποιοι το είπαν, σε ποια ομάδα ανήκουν, και τι δικαιούνται τα μέλη αυτής της ομάδας να λένε;

***

Αν η κονκάρδα ήταν ένα αμφιλεγόμενο σύμβολο στην αριστερά, η σβάστικα ήταν εξίσου αμφιβητούμενη στην δεξιά. Την εβδομάδα πριν από την εκλογή του Τραμπ, καθώς οι κονκάρδες άρχισαν να προσελκύουν την προσοχή, το Southern Poverty Law Center κατέγραψε τουάχιστον 60 περιπτώσεις γκραφίτι με σβάστικες στις ΗΠΑ. Αλλά οι ιδεολόγοι της εναλλακτικής-δεξιάς έχουν αρχίσει να αποφεύγουν την χρήση αυτού του συμβόλου. Οι New York Times ανέφεραν ότι το Εθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα (National Socialist Movement), μια από τις κύριες νεοναζιστικές ομάδες της Αμερικής, σταμάτησε την χρήση του συμβόλου, σε μια προσπάθεια που ο ηγέτης της οργάνωσης αποκάλεσε “προσπάθεια να ενσωματωθεί περισσότερο και να γίνει πιο κυρίαρχη”.

Αλλά δεν είναι όλοι οι ρατσιστές εύκολα ταυτοποιήσιμοι ως νεοναζί σκίνχεντς. Ένα από τα πιο παλιά “μαγαζάκια” του ευγενικού ρατσισμού, που η εναλλακτική-δεξιά έφερε στο προσκήνιο της σύγχρονης πολιτικής, είναι είναι η Αμερικανική Αναγέννηση (American Renaissance), μια λευκή εθνικιστική έκδοση που ξεκίνησε από τον γελείο αριστοκράτη Jared Taylor. Η ευφημιστική γλώσσα του “φυλετικού ρεαλισμού” ντύνει τον εξτρεμισμό τους με γραβάτα και κοστούμι, και όχι χωρίς κάποια επιτυχία. Στη “δεξαμενή σκέψης” του Taylor, το “The New Century Foundation”, μόλις αποδόθηκε το καθεστώς του μη-κερδοσκοπικού οργανισμού από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, μαζί με το Ινστιτούτο Εθνικής Πολιτικής του Spencer και άλλες δύο λευκές εθνικιστικές οργανώσεις.

Κάπως απροσδόκητα, ο Chris Roberts, ένας επαγγελματίας συγγραφέας του American Renaissance, έγραψε πρόσφατα μια ανάρτηση στο μπλογκ που υποδηλώνει μια καινούρια δυνατότητα στρατολόγησης.

Μια ενδιαφέρουσα “γωνιά” στην πολιτική Αριστερά έχει εμφανιστεί τους τελευταίους 18 μήνες. Είναι ένα τμήμα της αριστερής πτέρυγας του Bernie Sanders, σοσιαλιστές που αντιτίθενται γενικά στην πολιτική της φυλετικής ταυτότητας και τη διαπόμπευση των φτωχών λευκών ειδικότερα. Τους αποκαλώ την αντί-αντί-λευκή Αριστερά.

Ο Roberts προχωρά στην παράθεση, ως μαρτυρία, ενός αριθμού άρθρων στο Jacobin Magazine, στα οποία περιλαμβάνεται και ένα γραμμένο από τον υποφαινόμενο. Ελπίζει ότι η “αριστερή αντίθεση στην σκέψη εναντίον των λευκών θα μπορούσε να είναι το πρώτο βήμα στην ανάπτυξη μιας φυλετικής συνείδησης για τους νεαρούς λευκούς”.

Αλλά ο Roberts παραβλέπει ένα κενό στη λογική του. Αν ο λευκός εθνικισμός είναι μια μορφή πολιτικής ταυτοτήτων, τότε “οι σοσιαλιστές που αντιτίθενται γενικά στην πολιτική ταυτοτήτων” θα ήταν, εξ ορισμού, αντίθετοι στον εθνικισμό αυτό. Ο Roberts και ο “λόχος” του δεν μπορούν να συλλάβουν μια πολιτική που βασίζεται σε μια καθολική αρχή, αλλά μόνο μια που βασίζεται στην αντίθεση των ταυτοτήτων16. Αυτό που φοβούνται περισσότερο απ’ όλα είναι ένας τρόπος σκέψης για τους ανθρώπους που είναι αδιάφορος ως προς την φυλή.

Ρατσιστές λιγότερο εκλεπτυσμένοι από αυτούς του American Renaissance, αναφέρονται σε οποιαδήποτε πρακτική ομαδοποιεί ανθρώπους κατά μήκος εθνικοτήτων ως “λευκή γενοκτονία”, την παρανοϊκή φαντασίωση που επικαλείται ο Ciccariello-Maher. “Η λευκή γενοκτονία” δεν περιγράφει την μαζική δολοφονία των λευκών, αλλά την έλευση ενός κόσμου στον οποίον οι άνθρωποι δεν μπορούν πλέον να διαχωριστούν σε αυστηρές φυλετικές κατηγορίες. Η φράση επινοήθηκε από τον υπέρμαχο της λευκής υπεροχής David Lane, συγγραφέα επίσης του σλόγκαν γνωστού ως “14 Λέξεις”: “Πρέπει να εξασφαλίσουμε την υπάρξη του λαού μας και ένα μέλλον για τα λευκά παιδιά”.

Οι λευκοί εθνικιστές δεν ενοχλούνται ιδιαίτερα απο τις διαμαρτυρίες για την πολιτισμική οικειοποίηση, με δεδομένο ότι, όπως το θέτει ο Yiannopoulos, “η κουλτούρα είναι αδιαχώριστη από την φυλή”. Όταν αυτή η υποκείμενη προϋπόθεση δεν αμφισβητείται, η ρητορική του κυρίαρχου αντιρατσισμού είναι η ίδια επιρρεπής στην οικειοποίηση από τη δεξιά. Αυτό που οδηγεί κάποιον, όπως ο Richard Spencer, να ζητά αποδοχή για περιστατικά όπως αυτό στο Πανεπιστήμιο της Οττάβα, όταν μια ελεύθερη τάξη γιόγκα για φοιτητές με ειδικές ανάγκες έκλεισε εξαιτίας πολιτισμικών ζητημάτων με συνέπειες”. Μια δήλωση της Φοιτητικής Ομοσπονδίας σχετικά με το ζήτημα έφτασε τόσο μακριά ώστε να συνδέσει το περιστατικό με την απειλή μιας “πολιτισμικής γενοκτονίας”. Στο blog του Radix Journal, μιας έκδοσης της εναλλακτικής-δεξιάς που ίδρυσε ο ίδιος, ο Spencer με δυσκολία μπορούσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του. Αναφέρθηκε στο περιστατικό ως ένα παράδειγμα “διαμόρφωσης φυλετικής συνείδησης”, και χειροκρότησε τους ακτιβιστές φοιτητές που “ενεπλάκησαν στο είδος ιδεολογικού σχεδίου στο οποίο οι ‘της παράδοσης’ δύσκολα θα δούλευαν”.

Δεν χρειάζεται να πούμε ότι η αριστερή-φιλελεύθερη πολιτική ταυτοτήτων και ο λευκός εθνικισμός της εναλλακτικής-δεξιάς δεν είναι συγκρίσιμοι. Το πρόβλημα είναι ότι είναι συμβατοί17.

***

Στα τέλη του 2016, το MTV News πρόβαλλε ένα βίντεο με την ονομασία “2017 Resolutions for White Guys18. Το βίντεο δείχνει αρκετούς νέους ανθρώπους, κάποιοι από τους οποίους είναι λευκοί και άρρενες, να απευθύνονται σε άλλους “λευκούς τύπους” σε δεύτερο πρόσωπο. “Υπάρχουν μερικά πράγματα που πιστεύουμε ότι θα μπορούσατε να κάνετε λίγο καλλίτερα το 2017”, λέει ένας από τους ομιλητές. Οι “λευκοί τύποι” θεωρούνται υπευθυνοι για την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, την ιστορία της φυλετικής ανισότητας στην Αμερική, την βαρβαρότητα της αστυνομίας, και έναν αριθμό ακόμα άλλων κοινωνικών δεινών. Κατηγορούνται συλλογικά για την επιεική ποινή που ο δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Καλιφόρνια Aaron Persky επέβαλλε στον Brock Turner για σεξιστική επίθεση.

Η κατηγορική ταύτιση των λευκών με ισχυρές, διεφθαρμένες φιγούρες όπως ο Persky δεν είναι απλά μια κατηγορία – είναι επίσης και μια απαλλαγή. Η εξώθηση της λογικής της “συμμαχικότητας” σε ένα ακόμα μεγαλύτερο άκρο, καλεί μάλλον για τον παθητικό τους ρόλο παρά τη συμμετοχή τους.

Αυτή η τακτική μπορεί να είναι χρήσιμη για να κερδίζει κανείς λογομαχίες στο διαδίκτυο, αλλά έχει πολύ μικρότερη αξία στις προσπάθειες οργάνωσης στον πραγματικό κόσμο. Αντίθετα, συμμαχίες ανάμεσα σε κινήματα όπως συνασπισμοί ανάμεσα σε τοπικά παραρτήματα του Black Lives Matter και του Fight for $15, απαιτούν οι συμμετέχοντες να πάρουν έναν ρόλο πίσω από τη συμμαχία. Όπως παρατηρεί η Keeanga-Yamahtta Taylor στο βιβλίο της σχετικά με την ιστορία του κινήματος Black Lives Matter, υπάρχει μια “λογική σύνδεση” ανάμεσα σε αυτούς τους σκοπούς: “η υπερέκθεση των Αφροαμερικανών στις τάξεις των φτωχών και της εργατικής τάξης τούς έχει κάνει στόχους της αστυνομίας, που κυνηγά σαν θηράματα όσους προέρχονται από τα χαμηλά εισοδήματα”. Με περισσότερους από τους μισούς μαύρους εργάτες να βγάζουν λιγότερα από $15 την ώρα, η μάχη για έναν βιώσιμο μισθό έχει γίνει κομμάτι ενός καλέσματος για κοινωνική δικαιοσύνη. Επιπλέον διατυπώνει ένα αίτημα εκ μέρους όλων.

Ο Nic Smith, εργάτης στα Virginia Waffle House και ακτιβιστής, μέλος του κινήματος Fight for $15, έγραψε για αυτό το είδος συνεργασίας στην Washington Post.

Στην διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και στον απόηχό της, πολιτικοί, αναλυτές, δημοσκόποι και ειδήμονες προσπάθησαν να διαιρέσουν την εργατική τάξη κατά μήκος των φυλετικών γραμμών. Έχοντας μεγαλώσει στην κομητεία Dickenson, σε μια κοινότητα με 98% λευκούς, το μόνο που ήξερα ήταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η λευκή εργατική τάξη. Όταν όμως μπήκα στο κίνημα Fight for $15, συνάντησα ανθρώπους που εργάζονται σε εστιατόρια σε άλλα μέρη αυτής της πολιτείας και έμαθα με ποιο τρόπο δουλειές που πληρώνουν τόσο λίγο κάνουν επίσης ζημιά και στους εργαζόμενους στις μεγαλύτερες πόλεις. Και ότι πολλές οικογένειες σε αυτές τις μεγαλύτερες πόλεις αντιμετωπίζουν και επιπρόσθετες απειλές, όπως την αστυνομική βία και τον κίνδυνο της απέλασης. Λευκοί, μάυροι, μελαμψοί – είμαστε όλοι μαζί σε αυτό – παλεύοντας για μια καλλίτερη ζωή για τις οικογένειές μας.

Για τον Smith, όπως και για ομάδες όπως οι Young Patriots πριν από αυτόν, η μάχη ενάντια στην αστυνομική βία και την απέλαση είναι η μάχη τους. Είναι κομμάτι ενός συλλογικου αιτήματος που διατυπώνουν “ξεχασμένες κοινότητες σε ολόκληρο το έθνος μας”. Η οικοδόμηση ενός κινήματος βασισμένου σε καθολικές αρχές δεν έχει δουλέψει πάντα – οι παγίδες της ταυτότητας στοιχειώνουν εδώ και καιρό ακόμα και τον πιο σοβαρό οικουμενισμό των Aμερικάνων σοσιαλιστών. Αλλά ακόμα και όταν αυτό το είδος συνασπισμού δεν είναι πετυχημένο, έχει τουλάχιστον μια μεγάλη αρετή: είναι το αντίθετο του “ιδεολογιού σχεδίου” που ο Richard Spencer ελπίζει ότι θα εκτελέσει γι’ αυτόν η αριστερά.

Αντίθετα, το βίντεο “Αποφάσεις για το 2017” δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη απειλή για την εναλλακτική-δεξιά. Η αντίδραση σε αυτό ήταν τόσο δριμεία που το MTV το απέσυρε μέσα σε 48 ώρες από την ανάρτησή του. Αλλά η δήλωση που κάνει δεν είναι απλά αναποτελεσματική ως πολιτική στατηγική – αποτυγχάνει και ως πολιτική ανάλυση. Ενώ το βίντεο κατονομάζει το αντικείμενο (“λευκοί τύποι”) στο οποίο απευθύνεται, ευθυγραμμίζοντάς τους ουσιαστικά με την δεξιά, δεν αρθρώνει επαρκώς την ταυτότητα του υποκειμένου που κάνει αυτή τη δήλωση.

Το ομιλούν υποκείμενο είναι “εμείς”. Αυτό που μένει αναπάντητο είναι ποιον αντιπροσωπεύει η αντωνυμία; Ποιούς περιλαμβάνει; Αυτή είναι η ερώτηση που ο Richard Spencer έθεσε στο επίκεντρο στην προπαγάνδα του Ινστιτούτου Εθνικής Πολιτικής: “ποιοι είμαστε;”

Η εναλλακτική-δεξιά έχει μιαν απάντηση – μιαν απάντηση που είναι συνεπής με την μακρόχρονη ιστορία του ιμπεριαλισμού και της λευκής υπεροχής. Όπως δείχνει η υιοθέτηση από την πλευρά τους της γλώσσας της πολιτικής ταυτοτήτων, η δεξιά αισθάνεται ανακούφιση όταν η απάντηση της αριστεράς απλά αντιστρέφει την απάντηση που έχει παραγάγει αυτή η ιστορία. Αυτό επιτρέπει στη δεξιά να ζωγραφίσει τις γραμμές μάχης, να σημαδέψει την περιοχή της δικής της λευκής εθνικής φαντασίωσης. Αλλά αν ερχόταν αντιμέτωπη με ένα ενοποιημένο “εμείς” – ένα υποκείμενο που αρνείται να αναγνωρίσει τα σύνορα, τις διαιρέσεις και τις ιεραρχίες που ρυθμίζονται από την λογική της ταυτότητας – η εναλλακτική-δεξιά θα ξέμενε χωρίς μέρος για να υψώσει τη σημαία της. Οι λευκοί εθνικιστές θα βρίσκονταν στην χειρότερη δυνατή θέση για ένα έθνος σε πόλεμο: να είναι ανίκανοι να ταυτοποιήσουν τον εχθρό19.

1 Στμ. Από το Viewpoint Magazine: https://viewpointmag.com/2017/01/04/the-safety-pin-and-the-swastika/

2 Ο Shuja Haider είναι συγγραφέας και μουσικός που μένει στο Μπρούκλιν.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: identitarian.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο rhetorical flourish.

5 Στμ. banh mi: Τύπος βιετναμέζικου ψωμιού και σάντουιτς.

6 Στμ. pho: είδος βιετναμέζικης σούπας.

7 Στμ. Mods: μια υποκουλτούρα που ξεκίνησε στο Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του 1960 και διαδόθηκε, σε διάφορους βαθμούς, σε άλλες χώρες, συνεχίζοντας ακόμα και σήμερα σε μικρότερη κλίμακα. Εστιασμένη στη μουσική και στη μόδα, αυτή η υποκουλτούρα έχει τις ρίζες της σε μια μικρή ομάδα Λονδρέζων στυλάτων νεαρών ανδρών στα τέλη της δεκαετίας του 1950 που ονομάζονταν μοντερνιστές επειδή άκουγαν μοντέρνα τζαζ, αν και η υποκουλτούρα επεκτάθηκε συμπεριλαμβάνοντας και γυναίκες.

8 Στμ. Στο πρωτότυπο listicle, από τις λέξεις list και article: τύπος άρθρου ή δοκιμίου με την μορφή αριθμημένης λίστας (σημείων).

9 Στμ. “13 καρφίτσες κονκάρδες για να φορέσετε τώρα και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια”.

10 Στμ. στο πρωτότυπο wokeness. Η λέξη woke σημαίνει, μεταξύ άλλων, το να έχει κανείς επίγνωση, τι τρέχει σε μια κοινότητα και ιδιαίτερα σε σχέση με ζητήματα ρατσισμού και κοινωνικής αδικίας. Δείτε: http://www.urbandictionary.com/define.php?term=woke.

11 Στμ. στο πρωτότυπο game of oneupmanship.

12Στμ. στο πρωτότυπο itinerary.

13 Στμ. στο πρωτότυπο femmes: παραδοσιακά θηλυκές γυναίκες (ιδιαίτερα μια θηλυπρεπής λεσβία) ή θηλυπρεπείς ομοφυλόφιλοι άνδρες που υιοθετούν έναν παραδοσιακά θηλυκό σεξουαλικό ρόλο.

14Στμ. Στο πρωτότυπο call-out.

15 Στμ. Για την ακρίβεια πρόκειται για ένα τουίτ προς τον Fang που λέει: “Ο ρατιστικός κώλος του Fang, που μισεί τον ίδιο του τον εαυτό, εποφθαλμιά το πρότυπο καθεστώς μεινότητας και το εκμεταλλεύεται για όλους τους λευκούς πατερούληδές του”.

16Στμ. Εξαιρετικό σημείο. Το έχουμε ξαναπιάσει και αλλού: η καθολικότητα ως η επαναστατική και χειραφετητική αρχή του προλεταριάτου.

17Στμ. Εξαιρετικά σημαντική διατύπωση, συμπυκνώνει αυτό ακριβώς που ισχυριζόμαστε για την επικινδυνότητα του αριστερού εθνο-λαϊκισμού.

18Στμ. “Αποφάσεις της Νέας Χρονιάς του 2017 για Λευκούς Τύπους”.

19 Σημειωμα του μεταφραστη. Εξαιρετικό και κατάλληλο σημείο για να αρθρώσουμε μια πρώτη κριτική στο κείμενο. Ο συγγραφέας θέτει πολύ ορθά την άποψη ότι η άρνηση της ταυτότητας – η άρνηση όχι στο πλαίσιο της πολιτισμικής οικειοποίησης ή οποιουδήποτε άλλου μερικού μέσου αλλά στο πλαίσιο της καθολικότητας του χειραφετητικού προτάγματος της ανθρωπότητας, είναι αυτό που θα βραχυκύκλωνε την βασισμένη στις ταυτότητες πολιτική της ακροδεξιάς. Όμως μας φαίνεται ότι υποτιμά επίσης την πραγματικότητα των διαιρέσεων στην εργατική τάξη και – μεταξύ άλλων – κατά μήκος των “φυλετικών γραμμών”. Οι διαιρέσεις είναι πραγματικές και παράγονται από τις υλικές συνθήκες μιας κοινωνίας και ενός τρόπου παραγωγής, του καπιταλιστικού, που ενώ, θεωρητικά, θα έπρεπε να είναι όντως “φυλετικά αδιάφορη”, δεν είναι, εξαιτίας ακριβώς της ενσωμάτωσης σε αυτόν ταυτοτήτων – δηλαδή των μορφών ιεραρχίας, κυριαρχίας και διαχωρισμού της ανθρωπότητας, από τις προκαπιταλιστικές συνθήκες. Δεν έχουμε εδώ να δώσουμε μια εύκολη απάντηση γιατί οι φυλετικές ταυτότητες επιβιώνουν στον καπιταλισμό και σε ποιον βαθμό επικαλύπτεται η φυλετική κυριαρχία με την σχέση εκμετάλλευσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Όμως είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο φυλετικός διαχωρισμός είναι βασική σχέση κυριαρχίας για το κεφάλαιο και μάλιστα όχι τόσο όσον αφορά την ίδια την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας γενικά αλλά τους διαχωρισμούς εντός του προλεταριάτου ειδικά. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, η υποτίμηση της πραγματικότητας των φυλετικών διαχωρισμών εντός του προλεταριάτου οδηγεί στο να ακούγεται το πρόταγμα της ενότητάς του απλά ως ευσεβής πόθος. To ζήτημα του “εμείς” και του υποκειμένου, με άλλα λόγια το πρόβλημα της σύνθεσης στην γλώσσα της κομμουνιστικοποίησης, είναι πραγματικά το κατεξοχήν επαναστατικό ζήτημα σήμερα και δεν μπορεί να απαντηθεί απλά μέσα από τις οπωσδήποτε σημαντικές “συμμαχίες” μεταξύ υποκειμένων που αναδεικνύει και ο συγγραφέας. Οι συμμαχίες αυτές είναι ελπιδοφόρες ενδείξεις των πρακτικών που το προλεταριάτο μπορεί να αναπτύξει στο ξεδίπλωμα των αγώνων του, αλλά σε καμμιά περίπτωση δεν προεικονίζουν μια “συνταγή”. Θα πρέπει να πούμε ότι η θέση, για παράδειγμα, των Endnotes ή της Theorie Communiste ότι αυτό που σήμερα ενοποιεί το προλεταριάτο είναι αυτό που το χωρίζει, δηλαδή το κεφάλαιο, και ότι η μόνη συνείδηση που το προλεταριάτο μπορεί να έχει σήμερα είναι η συνείδηση του κεφαλαίου, εξακολουθεί να ισχύει.