Για το black-block

του Salar Mohandesi1

Ούτε ένας φιλελευθερισμός του παρόντος ούτε ένας κομμουνισμός του παρελθόντος αρκούν σήμερα. Το μόνο πράγμα που αναζητούμε είναι μια κομμουνιστική στρατηγική του παρόντος. Το καθήκον μας είναι να προσπαθήσουμε να θέσουμε τα θεμέλια για μια οργάνωση της αυτόνομης προλεταριακής δραστηριότητας, σε μια μορφή που να είναι ιστορικά κατάλληλη. Σημαίνει να επαναεφεύρουμε τα “σοβιέτ” της εποχής μας, όπως έκαναν οι αυτόνομοι στη δική τους· να ανακαλύψουμε, μέσα από μια διαδικασία συλλογικού πειραματισμού, μια μορφή πάλης που θα συντονίζεται με την σύνθεση της τάξης μας, που θα συνδέει μεταξύ τους τα διάφορα στρώματα αυτής της τάξης και θα ανασυνθέτει αυτό το ετερόκλητο σώμα σε ένα ανταγωνιστικό υποκείμενο. Μόνο τότε θα είμαστε ικανοί να καθορίσουμε τη θέση, στους αγώνες μας, της τακτικής της μαχητικής σύγκρουσης με οδομαχίες. Χωρίς αυτό, χωρίς μια συνεκτική κομμουνιστική στρατηγική, το μόνο που έχουμε είναι ένα ζόμπι, που κυνηγά την ίδια του την σκιά.

H “αλληλοεξοντωτική διαμάχη αυτή τη στιγμή στην υπερ-αριστερά”, λέει η Wall Street Journal, είναι αυτή σχετικά με το “μπλακ-μπλοκ”. Και αν αυτή η διαμάχη έχει οδηγήσει την WSJ να μιλά για “υπερ-αριστερισμό”, τότε είναι σίγουρα μια διαμάχη που θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε.

Σε μια αναφορά με το όνομα “Ακτιβιστές και Αναρχικοί μιλούν για τον εαυτό τους στο Occupy Oakland” η Susie Cagle μας υπενθυμίζει ότι τα πιο σημαντικά πρόσφατα περιστατικά συγκρούσεων στον δρόμο, που έχουν αναφερθεί από τους φιλελεύθερους επικριτές του μπλακ-μπλοκ, μας υποχρεώνουν να εγκαταλείψουμε το στερεότυπο των κουκουλωμένων βανδάλων που σπάνε τζαμαρίες. Γράφει:

“Τα κτίρια προς τα οποία βάδισε το Occupy Oakland δεν ήταν στόχοι για καταστροφή αλλά για κατάληψη, για οργάνωση και για πολιτική και κοινοτιστική οικοδόμηση. Και οι διαδηλωτές που ήρθαν οπλισμένοι με πλαστικές, ξύλινες και μεταλλικές ασπίδες, που ταυτόχρονα προχώρησαν εναντίον της αστυνομίας αλλά και προστάτευσαν άλλους από αυτήν, δεν ήταν ένα μπλοκ, δεν ήταν ντυμένοι στα μαύρα και δεν κινούνταν σαν μια μονάδα”.

“Το μπλακ-μπλοκ δεν είναι μια επιλογή στυλ ζωής, είναι μια επιλογή τακτικής”, ισχυρίζεται η Cagle. Παρατηρεί ότι η μόνη πρόσφατη εμφάνιση του μπλακ-μπλοκ ήταν στη διάρκεια της “Γενικής Απεργίας” στις 2 Νοεμβρίου2, όταν σπάστηκαν τζαμαρίες τραπεζών, γράφτηκε με σπρέυ “ΑΠΕΡΓΙΑ” σε ένα κατάστημα Whole Foods, και καταλήφθηκε για λίγο το Travelers Aid Building, όλα αυτά από μια ομάδα ντυμένη στα μαύρα.

Με κάποιο τρόπο, όμως, ενώ όλες οι πλευρές αναγνωρίζουν ότι το πραγματικό ζήτημα είναι οι οδομαχίες καθαυτές, το μπλακ-μπλοκ έχει γίνει η αντιπροσωπευτική φιγούρα της διαμάχης, συνοψίζοντας την ένταση ανάμεα στην “μη-βία” και την “ποικιλομορφία των τακτικών”, την καταστροφή περιουσιών και τις νόμιμες πορείες, τον αναρχισμό και τον φιλελευθερισμό.

Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η ιστορία του μπλακ-μπλοκ αποκαλύπτει πολλά για την παρούσα στιγμή – μπορεί ακόμα και να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την φύση των καταλήψεων. Αλλά πριν αναζητήσουμε τα ίχνη αυτής της ιστορίας, θα έπρεπε να ασχοληθούμε με τους ορισμούς.

Στρατηγική και τακτική

Καθώς μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης αντιπαράθεσης σχετικά με το μπλακ-μπλοκ έχει περιστραφεί γύρω από το νόημα μιας “ποικιλομορφίας τακτικών”, μια έννοια που στην πραγματικότητα προέκυψε σχεδόν πριν από μια δεκαετία, ας πάρουμε μια στιγμή για να ορίσουμε την “τακτική”. Αυτό σημαίνει να ορίσουμε, επίσης, την “στρατηγική”, καθώς οι δύο αυτοί όροι δεν έχουν κάποιο νόημα έξω από την μεταξύ τους σχέση.

Συχνά λέγεται ότι μια τακτική είναι ένα συγκεκριμένο σύνολο από ελιγμούς για να κερδίσεις μια τοπικοποιημένη συμπλοκή. Από την άλλη, μια στρατηγική είναι ο τρόπος που αυτές οι ξεχωριστές αντιπαραθέσεις δένονται συνεκτικά μεταξύ τους για την πραγματοποίηση ενός ευρύτερου στόχου. Αυτά τα δύο απαρτίζουν, λοιπόν, μια αμφίδρομη σχέση στην πρακτική καθώς και στη θεωρία. Χωρίς μια στρατηγική, η τακτική παράγει μόνο μεμονωμένες αψιμαχίες· χωρίς τακτική, μια στρατηγική είναι μόνο ένα απραγματοποίητο όνειρο.

Η μαχητική σύγκρουση μέσω των οδομαχιών, που έχει προσωποποιηθεί σήμερα στο μπλακ-μπλοκ, είναι μια τακτική, καθώς αντιπροσωπεύει έναν συγκεκριμένο τρόπο για να κερδηθεί μια συγκεκριμένη αντιπαράθεση. Μπορεί να στέκει από μόνη της ή να συμπληρωθεί από έναν αριθμό άλλων τακτικών όπως ειρηνικές πορείες, μποϋκοτάζ, ή ακόμα και την ψήφο, για να ονομάσουμε μόνο μερικές. Η έκκληση για μια “ποικιλομορφία τακτικών”, σημαίνει απλά ότι όλες αυτές οι τακτικές θα πρέπει μείνουν ανοιχτές για μελλοντικές αντιπαραθέσεις. Αλλά αυτή η αθώα και φαινομενικά προφανής θέση, η οποία, στη θεωρία, θα μπορούσε να αναφέρεται σε οποιαδήποτε τακτική μπορεί να φανταστεί κανείς, έχει φτάσει τώρα να υιοθετεί ένα εξαιρετικά συγκεκριμένο νόημα. Η φράση δεν αναφέρεται πλέον στην ανάγκη επιδίωξης μιας πληθώρας θέσεων, αλλά μάλλον στο ερώτημα της συνεχιζόμενης βιωσιμότητας μιας μοναδικής τακτικής: της μάχης στον δρόμο, ιδαίτερα εντός του παραδείγματος του μπλακ-μπλοκ.

Η εμμονή σχετικά με το μπλακ-μπλοκ στους προηγούμενους μήνες είναι μια διεστραμμένη αντανάκλαση της πολύ πραγματικής κυριαρχίας αυτής της τακτικής στους σύγχρονους αγώνες. Αυτό είναι κάπως παράδοξο, επειδή στον τωρινό κύκλο αγώνων, το μπλακ-μπλοκ έχει πραγματικά εμφανιστεί σε λίγες μόνο περιοχές, κυρίως στις Βορειοδυτικές ΗΠΑ. Αλλά αν και η γεωγραφική έκταση της τακτικής αυτής είναι κάπως περιορισμένη, η παρουσία της στην συλογική φαντασία του κινήματος έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Φαίνεται σαν το μπλακ-μπλοκ να είναι παντού, μια χειροπιαστή πραγματικότητα, κάτι που ο καθένας θα πρέπει να πάρει το μέρος του – ακόμα, και ίσως ιδιαίτερα, αυτοί που δεν το έχουν πραγματικά δει σε δράση από πρώτο χέρι.

Αλλά είναι ακριβώς αυτή η συνεχιζόμενη εμμονή σε αυτή την μοναδική τακτική που μας εμποδίζει να διευρευνήσουμε στα σοβαρά τον αναγκαίο άλλο όρο αυτής της σχέσης: την στρατηγική. Οι συζητήσεις σχετικά με την αποκαλούμενη “ποικιλομορφία τακτικών” είναι ενδεικτικές ενός προβλήματος: εστιάζοντας όλη μας την ενέργεια στην αμφισβήτηση των πλεονεκτημάτων μιας τακτικής καταλήγουμε να παραμελούμε εντελώς την στρατηγική. Μια “ποικιλομορφία τακτικών” λίγη σχέση έχει με την στρατηγική· στην πραγματικότητα, φαίνεται να αντικαθιστά την στρατηγική με έναν φιλελεύθερο πλουραλισμό, Το ερώτημα δεν είναι αν θα πρέπει να επιδιώξουμε μια “ποικιλομορφία τακτικών” αλλά μάλλον: ποιο είδος στρατηγικής μας επιτρέπει να ενσωματώσουμε αποτελεσματικά ένα διαφοροποιημένο φάσμα τακτικών;

Γίνεται γρήγορα καθαρό ότι η υπερτροφία αυτής της τακτικής είναι στην πραγματικότητα ένα ευθύ αποτέλεσμα της ατροφίας μιας οποιασδήποτε αντίστοιχης στρατηγικής. Όπως έγραψε πρόσφατα ο Alberto Toscano, “αν κάτι αναδεικνύει την σύγχρονη αναζωογόνηση του θεωρητικού ενδιαφέροντος για τον κομμουνισμό, για τα διάφορα είδη του, είναι η, σχεδόν πλήρης, αγνόηση του ζητήματος της στρατηγικής”. Μπορούμε ίσως να προσθέσουμε ότι καθώς στρατηγική και τακτική μπορούν να υπάρχουν μόνο στην αμοιβαία αντίστροφη σχέση τους, η παραμόρφωση – ή ίσως ακόμα και η απουσία – της πρώτης μπορεί μόνο να οδηγήσει σε μοα αποσταθεροποίηση της δεύτερης.

Το σύμπτωμα αυτής της αποσταθεροποίησης είναι ο “καταναγκασμός” της επανάληψης. Η τακτική των οδομαχιών επαναλαμβάνεται τώρα εμμονικά, προσπαθώντας να υπεραντισταθμίσει το έλλειμα στρατηγικής. Στην πιο χονδροειδή μορφή του, αυτό σημαίνει απλά την επανάληψη του ίδιου πράγματος ξανά και ξανά με την ελπίδα ότι έτσι θα “εκβιαστεί” ένα είδος υπέρβασης· μερικοί λένε ότι η επανάληψη μιας τακτικής θα δημιουργήσει η ίδια μια στρατηγική.

Άλλοι προτείνουν ότι μια τακτική ήττα μπορεί να παράγει μια στρατηγική νίκη. Από την μια, αυτή η θέση υπονοεί την εννοιολογική κατάρρευση δυο διακριτών κατηγοριών σε μία· από την άλλη, φαίνεται να αντιπροσωπεύει την ίδια την ουσία της τελεολογικής σκέψης. Αν και συνδέονται, οι στρατηγικές δεν αναδύονται οργανικά από τις τακτικές. Υπονοώντας ότι η επανάληψη μιας μοναδικής τακτικής θα γεννήσει φυσικά κα αυθόρμητα μια στρατηγική αδικεί την πολυπλοκότητα της σχέσης τους.

Έχουμε μια μαχητική τακτική χωρίς μαι αντίστοιχη μαχητική στρατηγική, εγκλωβισμένοι καταναγκαστικά στην επανάληψη μιας “διογκωμένης” τακτικής για να παραχθεί μαγικά η απούσα στρατηγική. Και καθώς αυτό όλο το αδιέξοδο αναπαρίσταται από την δραματική εικόνα του μπλακ-μπλοκ, θα πρέπει να ακολουθήσουμε τα ίχνη της ιστορίας που μας οδήγησε εδώ.

Μια γενεαλογία του μπλακ-μπλοκ

Οι ρίζες του σημερινού μπλακ-μπλοκ φτάνουν πίσω στις εμπειρίες των ευρωπαϊκών κινημάτων της “αυτονομίας” στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Εκείνη την περίοδο οι καπιταλιστές, σε έναν αριθμό χωρών, υπονόμευαν συνειδητά την μαχητικότητα του εργάτη-μάζα, μετατοπιζόμενοι σε ένα καινούριο καθεστώς συσσώρευσης. Αυτή η αναδιάρθρωση χαρακτηριζόταν από συστηματική αποκέντρωση, ελαστικοποίηση, και χωρική αποδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας. Αυτή η μετατόπιση, που κάπως απλουστευτικά έχει θεωρηθεί ως μια απομάκρυνση από τα βιομηχανικά εργοστάσια προς την πιο σκεδασμένη παραγωγή υπηρεσιών, πληροφορίας και γνώσης, περιελάμβανε και έναν μετασχηματισμό στο έδαφος της πόλης. Από την μια, δημόσιοι χώροι που κάποτε χρησιμοποιούνταν από το προλεταριάτο – όπως κέντρα νεολαίας, πάρκα και τόποι συνάντησης – καταστράφηκαν. Από την άλλη, χώροι που κάποτε χρησιμοποιούνταν από τις μεγάλες βιομηχανίες – όπως αποθήκες, εργοστάσια, παραπήγματα – εγκαταλείπονταν καθώς οι καπιταλιστές επαναπροσανατόλιζαν τις επιχειρηματικές τους πρακτικές. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, ο Pierpaolo Mudu σημειώνει ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1990, “μόνο στο Μιλάνο είχαν εκκενωθεί βιομηχανικές ιδιοκτησίες συνολικής έκτασης 7 εκατομμυρίων τετραγωνικών μέτρων”.

Η ιταλική εργατική τάξη απάντησε στην αναδιάρθρωση αυτή ανοίγοντας έναν καινούριο κύκλο αγώνων στον οποίο αυτά τα εγκαταλελειμμένα κτίρια καταλήφθηκαν σε ολόκληρο τον Βορρά, που κάποτε ήταν η καρδιά της ιταλικής βαριάς βιομηχανίας, και μετασχηματίστηκαν ανταγωνιστικά σε βάσεις αυτόνομης προλεταριακής ισχύος. Στην πραγματικότητα, οι πρώτες από αυτές τις βάσεις, ή όπως θα αποκαλούνταν αργότερα “κοινωνικά κέντρα”, εμφανίστηκαν στους κενούς χώρους του Μιλάνου το 1975. Αν και τα κοινωνικά κέντρα, που άρχισαν να συνέχουν ένα είδος αρχιπελάγους απελευθερωμένων χώρων, ή αυτό που θα οριζόταν αργότερα ως “Αυτονομία”, ενεπλάκησαν σε έναν μεγάλο αριθμό δραστηριοτήτων – δίνοντας χώρο στις πολιτικές αντιπαραθέσεις, προσφέροντας νομική βοήθεια, οργανώνοντας δράσεις αλληλεγγύης για περιθωριοποιημένες ομάδες, κοκ. – η σημασία τους για τους Ιταλούς κομμουνιστές ήταν στον ρόλο τους ως “σύγχρονα σοβιέτ” ή κέντρα αυτόνομης εξουσίας που αναπτύσσονταν στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν του κράτους.

Οι επαναστάσεις του 20ου αιώνα πυροδοτήθηκαν από την πρόκληση του συνδικαλισμού, που προχώρησε από την ιδέα της αυτοδιαχείρισης στα εργατικά συμβούλια – στην Ρωσία λέγονταν σοβιέτ. Ο Paolo Virno, που συμμετείχε στην Αυτονομία, έχει προσπαθήσει να θεωρητικοποιήσει την γενική λογική της μορφής του σοβιέτ, εμπνευσμένος αναμφίβολα από τα κοινωνικά κέντρα της εποχής του. Ο Virno περιγράφει τα σοβιέτ ως “τα όργανα της μη-αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας”, τον χώρο στον οποίο η συνεργασία και η δημιουργικότητα από τις οποίες το κεφάλαιο εξαρτάται όλο και περισσότερο για την παραγωγή, μπορούν να αποκτήσουν μια ανεξάρτητη δημόσια ύπαρξη. Ο στόχος τους είναι να “απελευθερώσουν την δεξιοτεχνική συνεργασία από την σημερινή σύνδεσή της με την μισθωτή εργασία”. Από αυτή την άποψη, τα κοινωνικά κέντρα μπορούν να πάρουν την μορφή ιστορικών προσπαθειών αναζωογόνησης της μορφής-σοβιέτ σε ένα πλαίσιο που σημαδεύεται από τον “μετα-φορντισμό” και την ορατή σπουδαιότητα της γνώσης και της επικοινωνίας σε ένα ραγδαία επεκτεινόμενο τομέα υπηρεσιών.

Τα σοβιέτ έχουν υπάρξει ιστορικά το θεμέλιο των επαναστατικών εκρήξεων· ο Virno γράφει ότι “παρεμβάλλονται συγκρουσιακά στα διοικητικά εργαλεία του Κράτους, με μια οπτική να διαβρώσουν τα προνόμιά του και να απορροφήσουν τις λειτουργίες του”. Αυτό δεν σημαίνει την αναπαραγωγή του κράτους – για τον Virno τα σοβιέτ είναι σε πλήρη ρήξη με την “κανονικότητα της διοίκησης”, τα γραφειοκρατικά ιδεώδη της “αντιπροσώπευσης και της ανάθεσης/εκπροσώπησης”:

Είτε πρόκειται για το ζήτημα της διανομής του πλούτου είτε την οργάνωση των σχολείων, την λειτουργία των ΜΜΕ ή τον τρόπο λειτουργίας του προβληματικού κέντρου της πόλης3, τα Σοβιέτ επεξεργάζονται δράσεις που είναι παραδειγματικές και ικανές να ανθοφορήσουν σε καινούριους συνδυασμούς γνώσης, ηθικών τάσεων, τεχνολογιών και επιθυμιών.

Το κοινωνικό κέντρο ως μορφή της εξουσίας των σοβιέτ, αν και έγινε διάσημο αρχικά από τους Ιταλούς, με κανέναν τρόπο δεν περιορίστηκε σε αυτούς – ένα πολύ παρόμοιο φαινόμενο έλαβε χώρα και στη Γερμανία. Αν και υπήρξε μια “γερμανική άνοιξη” μαχητικότητας το 1977, το κίνημα στην πραγματικότητα απογειώθηκε μόνο λίγα χρόνια αργότερα, όταν οι καταληψίες άρχισαν να συνενώνονται. Σύντομα, μετά το 1980, το κίνημα των καταλήψεων πήρε την πρωτοβουλία της ανάκτησης εκατοντάδων σπιτιών σε ολόκληρη τη Δυτική Γερμανία, και οι “Autonomen” έφεραν τα σοβιέτ στη χώρα. Άρχισαν να σχηματίζουν τα δικά τους συμβούλια, να οργανώνουν εθνικά συνέδρια καταλήψεων, και, όπως στην Ιταλία, χρησιμοποίησαν τα κοινωνικά κέντρα για να διαβρώσουν το κράτος.

Έγινε όμως φανερό ότι αυτοί οι μαχητικοί χώροι δεν μπορούσαν ποτέ να ξεφύγουν από την κρατική καταστολή. Στην πραγματικότητα, οι αυτόνομοι ήταν σε επαγρύπνηση από την αρχή, ξέροντας οι ίδιοι ότι είναι υπό επίθεση, βασικός στόχος για την αστυνομία. Μετά τη βίαιη διάλυση της “Ελεύθερης Δημοκρατίας της Wendland” – ενός απελευθερωμένου χώρου στο Gorleben – το 1980 από την μεγαλύτερη κινητοποίηση της αστυνομίας στην Γερμανία από την εποχή του Χίτλερ, και μετά από ένα κύμα συστηματικών επιθέσεων σε καταλήψεις στο Δυτικό Βερολίνο τον Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, έγινε φανερό ότι, αν επρόκειτο να επιβιώσουν, οι Αυτόνομοι θα έπρεπε να προστατέψουν τους εαυτούς τους με πιο μαχητικούς τρόπους. Ομάδες ένοπλων Αυτόνομων, που η δύναμή τους ήταν ριζωμένη στα κοινωνικά κέντρα, αναδύθηκαν γρήγορα για να υπερασπιστούν τους χώρους αυτούς. Ένα, χωρίς αμφιβολία, απαραίτητο καθήκον που τελικά, όμως, θα κατανάλωνε όλη την ενέργεια του κινήματος, δημιουργώντας πόλωση ανάμεσα στους Αυτόνομους και εξασθενίζοντας την αλληλεγγύη τους.

“Καθώς οι μαχητικές δράσεις τους άρχισαν να δέχονται επίθεση από τους ίδιους τους συμμάχους τους”, σημειώνει ο ιστορικός George Katsiaficas, “οι ριζοσπάστες άρχισαν να αυτονομούνται όλο και περισσότερο – κάποιοι θα μπορούσαν να πουν να απομονώνονται – από το κύριο ρεύμα διαμαρτυρίας και κατέληξαν να συγκροτήσουν την δική τους πηγή μιας συλλογικής ταυτότητας”. Αυτές οι μαχητικές ομάδες, που τώρα εμπλέκονταν σε επιθετικές απεργίες καθώς και σε αμυντικούς ελιγμούς, άρχισαν να “σφυρηλατούν” μια συλλογική ταυτότητα μέσω της μονοπώλησης μιας μοναδικής τακτικής: μαχητική σύγκρουση μέσα από οδομαχίες. Ήδη στα μέσα της δεκαετίας του 1980, καθώς η καταστολή συνέχιζε να κλιμακώνεται, αυτές οι μαχητικές ομαδοποιήσεις παγίωσαν την πολιτισμική τους ταυτότητα, μερικές φορές σε αντίθεση με το υπόλοιπο κίνημα. “Τα μαύρα δερμάτινα μπουφάν που φορούσαν πολλοί άνθρωποι στις διαδηλώσεις, και οι μαύρες σημαίες που κρατούσαν άλλοι, σηματοδοτούσαν λιγότερο έναν ιδεολογικό αναρχισμό και περισσότερο ένα στυλ ντυσίματος και συμπεριφοράς”, γράφει ο Katsiaficas. Μαύρα ρούχα, μαύρες σημαίες, μάσκες του σκι, κράνη και το πανκ έγιναν “σύμβολα ενός τρόπου ζωής”. Εδώ είναι που γεννήθηκε το σύγχρονο μπλακ-μπλοκ.

Αλλά είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο, όταν το μπλακ-μπλοκ άρχισε να συγχωνεύεται σε μια διακριτή ταυτότητα, που τα κινήματα της Αυτονομίας, που ήταν η απαρχή του, άρχισαν στην πραγματικότητα να παίρνουν τον κατήφορο. Αυτή ήταν η υποκείμενη ιστορική πραγματικότητα της ιδεολογίας του μπλακ-μπλοκ. Η τακτική, στην πραγματικότητα, αναδύθηκε σε μεγάλο βαθμό ως ένας τρόπος για να σταματήσει αυτή η εσωτερική αποσύνθεση. Πολλοί ακτιβιστές πίστευαν ότι η αστάθειά τους ήταν καθαρά το αποτέλεσμα της κρατικής καταστολής, και υπεθεσαν ότι η οργανωμένη άμυνα των κοινωνικών κέντρων θα μπορούσε πράγματι να αναστρέψει την διαδικασία της αποσύνθεσης.

Η αλήθεια είναι ότι τα κινήματα της αυτονομίας, τόσο στην Γερμανία όσο και στην Ιταλία, ήταν στο χείλος της κατάρρευσης. Καθώς ανέπτυσσαν μια ισχυρά εσωτερική και αντιπολιτευτική ταυτότητα, βρέθηκαν να αδυνατούν όλο και περισσότερο να ξεπεράσουν την ηγεμονία μιας μοναδικής προλεταριακής φιγούρας. Απέτυχαν να συνδεθούν με άλλα στρώματα της εργατικής τάξης και δεν μπόρεσαν να σχηματίσουν μια συμμαχία με τις ευρύτερες μάζες. Nωρίτερα στον 20ο αιώνα, όταν πρωτογεννήθηκαν τα σοβιέτ, αυτό σήμαινε την σύνδεση του προλεταριάτου με την αγροτιά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και σε αυτήν του 1980, σήμαινε την σύνδεση του “προχωρημένου” κομματιού του προλεταριάτου, στην περίπτωση αυτή του “κοινωνικό εργάτη” – ή λιγότερο αμφιλεγόμενα, ενός είδους αμαλγάματος φοιτητών, νεολαίας και επισφαλών εργατών, που είχαν παρασυρθεί από ένα αποσυντιθέμενο κράτος πρόνοιας – με την υπόλοιπη εργατική τάξη. Ανίκανο, ή ίσως απρόθυμο να συνενώσει τα διαφορετικά κομμάτια της τάξης, το μπλακ-μπλοκ δεν έγινε τίποτα περισσότερο από μια υποτυπώδης αμυντική στρατιωτική δύναμη.

Η τελική εξαφάνιση των κοινωνικών κέντρων, όμως, δεν συνεπαγόταν απαραίτητα την εξαφάνιση αυτών των μαχητικών ομαδοποιήσεων που είχαν δημιουργηθεί αρχικά για την προστασία των υπό πολιορκία χώρων. Στην πραγματικότητα, επέζησαν, αλλά η λειτουργία τους έγινε όλο και περισσότερο αμφιλεγόμενη. Στη μέση της δεκαετίας του 1990, για παράδειγμα, μερικοί ακτιβιστές στην Ιταλία αποφάσισαν να σχηματίσουν την Tute Bianche, ή “Λευκά κουστούμια4, σαν μια άμεση απάντηση στην αποσύνθεση των κοινωνικών κέντρων που είχαν επιβιώσει. Οι Hardt και Negri περιγράφουν την ομάδα:

Η νεολαία στα κοινωνικά κέντρα άρχισε να αναγνωρίζει το καινούριο εργασιακό παράδειγμα που χαρακτήριζε τις εμπειρίες της: την κινητική, ελαστική, επισφαλή δουλειά που είναι τυπική του μετα-φορντισμού…Αντί των παραδοσιακών “μπλέ κουστουμιών” του παλιού εργαστασιακού εργάτη, τα “λευκά κουστούμια” αντιπροσώπευαν το καινούριο προλεταριάτο…Ισχυρίζονταν ότι ήταν οι “αόρατοι εργάτες”, καθώς δεν είχαν σταθερές συμβάσεις, ούτε ασφάλιση, ούτε βάση ταυτοποίησης. Η λευκότητά τους είχε την έννοια της αντιπροσώπευσης αυτής της αορατότητας. Και αυτή η αορατότητα, που χαρακτήριζε την δουλειά τους, θα αποδείκνυε επίσης την δύναμη του κινήματός τους.

Τα λευκά κουστούμια αντιπροσώπευαν μια τελική προσπάθεια αναζωογόνησης των κοινωνικών κέντρων, στο φως ιστορικών συνθηκών που είχαν αλλάξει. Όταν έγινε φανερό, μετά το 2001, ότι η προσπάθεια είχε αποτύχει, ότι η κοινωνική τους βάση δεν μπορούσε να αναβιώσει και ότι η συγκεκριμένη μορφή πάλης που αντιπροσώπευαν είχε φτάσει στα ιστορικά της όρια, τα “λευκά κουστούμια” αποφάσισαν να εξαφανιστούν.

Η μοίρα του μπλακ-μπλοκ θα ήταν διαφορετική. Η τακτική ξαναγεννήθηκε, και στην πραγματικότητα πέτυχε και αναγνωρίστηκε5, μόνο μετά την “μεταμόσχευσή” της στις ΗΠΑ – ιδιαίτερα στο Σηάτλ το 1999 – όπου ένα κίνημα συγκρίσιμο με την γερμανική Αυτονομία δεν είχε υπάρξει ποτέ πριν. Αυτή η γεωγραφική απόσταση αντιπροσώπευε πολύ ισχυρά την ιστορική απόσταση ανάμεσα στο αναγεννημένο μπλακ-μπλοκ και τα συστατικά του όργανα από τον προηγούμενο κύκλο αγώνων. Το αμερικάνικο μπλακ-μπλοκ, σε αντίθεση με τα “λευκά κουστούμια”, δεν γεννήθηκε στα κοινωνικά κέντρα.

Ήταν πραγματικά με την έκρηξη του κινήματος της αντι-παγκοσμιοποίησης, που εκτείνεται περίπου από το 1999 μέχρι το 2003, που η τακτική του μπλακ-μπλοκ, τώρα εντελώς αποσυνδεδεμένη από την ίδια την ιδέα των κοινωνικών κέντρων, άρχισε να επιβιώνει ανεξάρτητα, αναδιαμορφώνοντας τον εαυτό του σε κάτι διαφορετικό από μια απλή τακτική. Η τεράστια πλειοψηφία αυτών που σχημάτιζαν τις τάξεις του μπλακ-μπλοκ στο Σηάτλ δεν είχαν άμεση μνήμη της γερμανικής Αυτονομίας των αρχών της δεκαετίας του 1980, διαχωρισμένοι από ένα μεγάλο γεωγραφικό χάσμα· έτσι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ανακατασκευάσουν μια καινούρια ταυτότητα για τους ίδιους. Η αναγέννηση του μπλακ-μπλοκ είχε ένα τίμημα: την ανυπέρβλητη αντίθεση ανάμεσα στην ύπαρξή του ως τακτική και την ύπαρξή του ως μια ταυτότητα. Όμως, αν και η ήττα του αντιπολεμικού κινήματος6, η επιδρομή των χρόνων της προεδρίας Bush και η παρακμή μιας οργανωμένης Αριστεράς ανάγκασε το μπλακ-μπλοκ να εξαφανιστεί λίγο-πολύ ως μια υλική τακτική, εδραίωσε, κατά παράδοξο τρόπο, την ταυτότητά του, χαρίζοντάς της μια μυστικιστική μεταθανάτια ζωή, που σήμερα ανασταίνεται και φετιχοποιείται.

Μια “μετέωρη” τακτική

Μετά από δεκαετίες καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης δεν υπάρχουν πλέον σήμερα καταλήψεις προς υπεράσπιση. Με την οριστική διάλυση του κράτους πρόνοιας, που κάποτε παρείχε τις συνθήκες μέσα στις οποίες μπορούσαν να αναδυθούν αυτόνομα κινήματα, και τη βίαιη καταστολή των κοινωνικών κέντρων που παρέμεναν, οι καταληψίες, που κάποτε αποτελούσαν την κοινωνική βάση του μπλακ-μπλοκ, έχουν εξαφανιστεί.

Αποχωρισμένο από αυτά τα θεμέλια, το μπλακ-μπλοκ συνέχισε να ζει σαν ένα είδος “μετέωρης” τακτικής7. Τώρα, στην μεταθανάτια ζωή του, η ιδέα του μπλακ-μπλοκ αναπαράγει εκπεφρασμένα μια μοναδική τακτική με την ελπίδα της επανανακάλυψης της στρατηγικής από την οποία αναδύθηκε. Σε ένα επιφανειακό επίπεδο, ήταν μια πρακτική οδομαχιών που χρησιμοποιούσε μαύρα ρούχα και μάσκες για να συγκρουστεί ανώνυμα με το κράτος, και σε κάποιες περιπτώσεις να καταστρέψει ιδιοκτησία. Αλλά μετά τον θάνατο και την αναγέννησή του, το μπλακ-μπλοκ έχει γίνει μια συγκεκριμένη ιδεολογία μάχης στον δρόμο: της χρήσης της σύγκρουσης με την αστυνομία για την μετατόπιση των εσωτερικών αντιθέσεων στο κίνημα. Και το κίνημα αφήνεται να ταλαντώνεται ανάμεσα σε δυο συμπληρωματικές ιδεολογίες, δυο ασυνείδητες στρατηγικές, στο όνομα της “ποικιλομορφίας των τακτικών”.

Η πρώτη περιλαμβάνει σκόπιμα σχεδιασμένες συγκρούσεις με την αστυνομία με την ελπίδα να καταστήσει θεαματικό το κίνημα προς φιλελεύθερη κατανάλωση. Περισσότερο φόρμουλα παρά στρατηγική, εφαρμόζεται αδιάκριτα, με πολύ λίγη έγνοια για το συγκεκριμένο πλαίσιο, και κατά παράδοξο τρόπο καθιστά την επιβίωση του κινήματος εξαρτώμενη από το να κάνει το κράτος να [το] ακούει.

Η δεύτερη περιλαμβάνει την προσπάθεια της επαναφοράς, με το ζόρι, στη ζωή των κοινωνικών κέντρων, της βάσης, κάποτε, του μπλακ-μπλοκ. Αποκομμένη, χωρίς τα κοινωνικά κέντρα που πρώτη δημιούργησε, η ιδεολογία του μπλακ-μπλοκ προσπαθεί τώρα να τα εγκαθιδρύσει με το ζόρι. Το εξαιρετικά εχθρικό νομικό καθεστώς και η υπεβολική στρατιωτική ισχύς του κράτους, μετατρέπει την κατάληψη ενός κτιρίου σε ένα πλαίσιο οδομαχίας. Και σε ορισμένο βαθμό, είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς πέρα από την επιτελεστική λειτουργία της ανασύστασης ενός κοινωνικού χώρου, που μοιάζει να είναι σκοπός καθαυτός, την ίδια την πραγματική κατασκευή του κέντρου. Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστέψουμε ότι ένα κοινωνικό κέντρο μπορεί να συγκροτηθεί στο πλαίσιο των συγκρούσεων στον δρόμο. Οι ένοπλοι Αυτόνομοι ποτέ δεν δημιούργησαν τα κατηλειμμένα κέντρα· ήταν το αρχιπέλαγος των αυτόνομων χώρων που δημιούργησαν τους ένοπλους Αυτόνομους. Και η πρόσφατη εμπειρία υποδεικνύει ότι στο πλαίσιο του αναπτυγμένου νεοφιλελευθερισμού, τα κοινωνικά κέντρα δεν θα είναι πιθανόν η μορφή που θα πάρει σήμερα η οργανωμένη αυτόνομη προλεταριακή δραστηριότητα.

Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια φιλελεύθερη ιδεολογία του παρόντος· στη δεύτερη μια κομμουνιστική ιδεολογία του παρελθόντος. Η μια έχει δανείσει μερικά από το πιο μαχητικά, ενεργητικά και αφοσιωμένα στοιχεία του κινήματος στον ακούσιο ρεφορμισμό· η άλλη έχει δανείσει αυτά τα στοιχεία στην εκπλήρωση οδηγιών που έχουν μεταβιβαστεί από ένα παρελθόν που δεν υπάρχει πλέον.

Ούτε ένας φιλελευθερισμός του παρόντος ούτε ένας κομμουνισμός του παρελθόντος αρκούν σήμερα. Το μόνο πράγμα που αναζητούμε είναι μια κομμουνιστική στρατηγική του παρόντος. Το καθήκον μας είναι να προσπαθήσουμε να θέσουμε τα θεμέλια για μια οργάνωση της αυτόνομης προλεταριακής δραστηριότητας, σε μια μορφή που να είναι ιστορικά κατάλληλη. Σημαίνει να επαναεφεύρουμε τα “σοβιέτ” της εποχής μας, όπως έκαναν οι αυτόνομοι στη δική τους· να ανακαλύψουμε μέσα από μια διαδικασία συλλογικού πειραματισμού μια μορφή πάλης που θα συντονίζεται με την σύνθεση της τάξης μας, που θα συνδέει μεταξύ τους τα διάφορα στρώματα αυτής της τάξης και θα ανασυνθέτει αυτό το ετερόκλητο σώμα σε ένα ανταγωνιστικό υποκείμενο. Μόνο τότε θα είμαστε ικανοί να καθορίσουμε τη θέση, στους αγώνες μας, της τακτικής της μαχητικής σύγκρουσης με οδομαχίες. Χωρίς αυτό, χωρίς μια συνεκτική κομμουνιστική στρατηγική, το μόνο που έχουμε είναι ένα ζόμπι, που κυνηγά την ίδια του την σκιά.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://viewpointmag.com/2012/02/12/on-the-black-bloc/.

2 Στμ. Αναφορά στην γενική απεργία που οργανώθηκε στις 2 Νοεμβρίου στο Όκλαντ στο πλαίσιο του Occupy Oakland. Δες πχ.: https://en.wikipedia.org/wiki/2011_Oakland_general_strike.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο inner city. Μεταφράζουμε προβληματικό γιατί ο αγγλικός όρος αναφέρεται ιδαίτερα στο κέντρο της πόλης που σχετίζεται με κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.

4 Στμ. Η ιταλική λέξη “tute” σημαίνει “κουστούμι” αλλά και με την έννοια της στολής εργασίας· η αγγλική απόδοσή της “overalls” σημαίνει “φόρμα”, όπου φόρμα είναι βέβαια η κλασσική εργατική φόρμα/παντελόνι εργασίας (αλλιώς “σαλοπέτα”). Χρησιμοποιούμε λοιπόν την απόδοση “κουστούμια” αλλά με την έννοια της στολής εργασία ς.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο “came into its own”.

6 Στμ. Προφανώς αναφέρεται στην 2η εισβολή στο Ιράκ το 2003.

7 Στμ. Στο πρωτότυπο “floating”.

Leave a Reply

Your email address will not be published.