Η κονκάρδα και η σβάστικα

Η κονκάρδα και η σβάστικα

του Shuja Haider1,2

Δεν χρειάζεται να πούμε ότι η αριστερή-φιλελεύθερη πολιτική ταυτοτήτων και ο λευκός εθνικισμός της εναλλακτικής-δεξιάς δεν είναι συγκρίσιμοι. Το πρόβλημα είναι ότι είναι συμβατοί

Η εναλλακτική-δεξιά έχει μιαν απάντηση – μιαν απάντηση που είναι συνεπής με την μακρόχρονη ιστορία του ιμπεριαλισμού και της λευκής υπεροχής. Όπως δείχνει η υιοθέτηση από την πλευρά τους της γλώσσας της πολιτικής ταυτοτήτων, η δεξιά αισθάνεται ανακούφιση όταν η απάντηση της αριστεράς απλά αντιστρέφει την απάντηση που έχει παραγάγει αυτή η ιστορία. Αυτό επιτρέπει στη δεξιά να ζωγραφίσει τις γραμμές μάχης, να σημαδέψει την περιοχή της δικής της λευκής εθνικής φαντασίωσης. Αλλά αν ερχόταν αντιμέτωπη με ένα ενοποιημένο “εμείς” – ένα υποκείμενο που αρνείται να αναγνωρίσει τα σύνορα, τις διαιρέσεις και τις ιεραρχίες που ρυθμίζονται από την λογική της ταυτότητας – η εναλλακτική-δεξιά θα ξέμενε χωρίς μέρος για να υψώσει τη σημαία της. Οι λευκοί εθνικιστές θα βρίσκονταν στην χειρότερη δυνατή θέση για ένα έθνος σε πόλεμο: να είναι ανίκανοι να ταυτοποιήσουν τον εχθρό.

Η κονκάρδα και η σβάστικα

του Shuja Haider1,2

Αν είχατε διαβάσει στις αρχές του 2016 για ένα συνέδριο ενός Ινστιτούτου Εθνικής Πολιτικής (National Policy Institute, NPI), πάνω στο θέμα της “Πολιτικής Ταυτοτήτων”, θα είχατε ίσως υποθέσει ότι θα ήταν ένα αθώο μάζεμα προοδευτικών. Αν το παρακολουθούσατε, θα βρισκόσαστε μπροστά σε μια δυσάρεστη έκπληξη. Το Ινστιτούτο Εθνικής Πολιτικής είναι μια οργάνωση λευκών εθνικιστών, υπό την εποπτεία του αγαπημένου παιδιού των ΜΜΕ, νεοναζί Richard Spencer.

Ο Spencer, ο οποίος κατέστησε δημοφιλή τον ευφημισμό “εναλλακτική δεξιά” [“alt-right”] αρέσκεται να περιγράφει την πλατφόρμα του ως μια “πολιτική ταυτοτήτων για τους λευκούς”. Μπαίνει στον κόπο να διορθώνει αυτούς που αναφέρονται στον ίδιον ως οπαδό της υπεροχής των λευκών, επιμένοντας ότι είναι απλά ένας “εθνικιστής” ή ένας “των παραδόσεων” ή, ακόμα καλλίτερα, ένας “των ταυτοτήτων”3. Θέλει να φέρει αυτό που αποκαλεί ως “λευκό έθνος-κράτος”, έναν τόπο όπου ο πληθυσμός προσδιορίζεται από την κληρονομικότητα. Σε μια γνωστή αντιστροφή του λεξιλογίου της κοινωνικής δικαιοσύνης, περιγράφει αυτό το κράτος ως “έναν ασφαλή χώρο για τους Ευρωπαίους”.

Ο Spencer έχει κάνει ανώτερες σπουδές στις ανθρωπιστικές επιστήμες, έχει περάσει κάποιο χρόνο στο φημισμένα αριστερό μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο Πανεπιστήμιο του Duke, και η θέση για το μάστερ του ήταν μια αντισημιτική ερμηνεία της κριτικής του Αντόρνο στην μουσική. Ο πολιτικός του μέντορας, Paul Gottfried, ήταν μαθητής του Μαρκούζε. Προφανώς, ο Spencer είναι πολύ στενά εξοικειωμένος τόσο με την ακαδημαϊκή αριστερή φιλοσοφία όσο και τον ακτιβισμό για την κοινωνική δικαιοσύνη των πανεπιστημιουπόλεων.

Ήταν απλά θέμα χρόνου πριν η δεξιά ταυτοποιήσει φιλελεύθερες και αριστερές στρατηγικές που θα μπορούσε η ίδια να υιοθετήσει, όπως προειδοποιούσε ότι θα συνέβαινε ένας συντηρητικός χριστιανός πρωτοετής του Πανεπιστημίου του Duke το 2015. Εν μέσω μιας εκτεταμένης διαμάχης σχετικά με προειδοποιητικά μηνύματα, αρνήθηκε να διαβάσει το μυθιστόρημα-κόμικ της Alison Bechdel Fun Home, απομνημονεύματα που εμπεριείχαν περιγραφές λεσβιακού σεξ. Το 2015 επίσης, ακτιβιστές του Πανεπιστημίου Yale έκαναν εκστρατεία για την αποβολή της Erika Christakis, μιας λέκτορος που είχε γράψει ένα mail επιχειρηματολογώντας ότι η διοίκηση του πανεπιστημίου δεν θα έπρεπε να επιβάλλει πολιτικές σχετικά με την πολιτισμική ευαισθησία των κουστουμιών των φοιτητών κατά το Halloween. Στα τέλη του 2016, τρολ της εναλλακτικής-δεξιάς σχημάτισαν μια διαδικτυακή “συμμορία” αφιερωμένη στην αποπομπή του George Ciccariello-Maher, ενός καθηγητή του Drexel που χρησιμοποίησε ειρωνικά την φράση “λευκή γενοκτονία” στο Twitter – μια φράση που είχε επίσης εμφανιστεί αλλά όχι ειρωνικά σε ένα τουίτ του Donald Trump, ο οποίος το αναμετάδωσε από τον λογαριασμό Twitter κάποιου στην εναλλακτική-δεξιά.

Μέχρι πρόσφατα, η φράση “πολιτικές λευκής ταυτότητας” ήταν μια παγίδα που οι προοδευτικοί προσπαθούσαν να στήσουν στους δεξιούς. Μια ρητορική ανθηρολογία4 θα υποτιμούσε ολόκληρη την βάρβαρη ιστορία του ρατσισμού στην Αμερική ως 400 χρόνια “πολιτικές λευκής ταυτότητας”, για να καταδείξει ότι η δεξιά ήταν ένοχη για τις ίδιες τακτικές όπως και η αριστερά.

Η δεξιά αναγνωρίζει τώρα τη συσχέτιση με ένα πονηρό χαμογελάκι. “Για όσο αποφεύγουμε και αρνούμαστε τις ταυτότητές μας, σε μια εποχή που κάθε άλλος άνθρωπος διεκδικεί την δική του, δεν θα έχουμε καμμιά δυνατότητα να αντισταθούμε τον εκτοπισμό μας, καμμιά ευκαιρία να ορίσουμε το μέλλον μας, καμμιά ευκαιρία να βρούμε έναν άλλον ορίζοντα”, λέει ο Richard Spencer, σε ένα εισαγωγικό βίντεο στον ιστότοπο του Ινστιτούτου Εθνικής Πολιτικής με τίτλο “Ποιοι Είμαστε;”

Ο Σπένσερ δεν νοιάζεται να του λένε ότι οι ισχυρισμοί του στην εθνική περηφάνεια και την αυτονομία ακούγονται κάποιες φορές όπως αυτοί που διατυπώνουν οι έγχρωμοι. Σύμφωνα με τους New York Times, το αναγνωρίζει ανοιχτά. Ο Spencer μπορεί να μοιάζει με έναν χαρακτήρα από μυθιστόρημα του Philip K. Dick ενσαρκώνοντας με κάποιον τρόπο το ίδιο το αντίθετό του.

Πώς καταφέρνει ένας ρατσιστής να επιχειρηματολογεί για τον σκοπό του με τη γλώσσα του αντιρατσισμού; Ένα πρόσφατο άρθρο στο Breitbart, συνυπογραμμένο από τον αντιδραστικό προβοκάτορα Milo Yiannopoulos, ίσως δείχνει πού βρήκε η εναλλακτική-δεξιά ένα σημείο διείσδυσης.

Ο Yiannopoulos επιχειρηματολογεί χαρούμενα για την συμπερίληψη των ιδεών της εναλλακτικής-δεξιάς στον “καθεστωτικό συντηρητισμο”, κάνοντας έναν προσεκτικό χορό γύρω από την κλασσική ρατσιστική ρητορική. “Καθώς οι κοινότητες αρχίζουν να συγκροτούνται από διαφορετικούς λαούς, η κουλτούρα και η πολιτική τους καθίσταται μια έκφραση των συστατικών τους λαών”, λέει ασαφώς, σε μια γλώσσα που πασχίζει για ουδετερότητα. Και προχωρά για να κάνει πιο συγκεκριμένη τη θέση του:

Οι διανοούμενοι της εναλλακτικής-δεξιάς θα ισχυρίζονταν επίσης ότι η κουλτούρα είναι αδιαχώριστη από την φυλή. Η εναλλακτική-δεξιά πιστεύει ότι κάποιος βαθμός διαχωρισμού είναι απαραίτητος για τη διατήρηση μιας κουλτούρας. Ένα τζαμί δίπλα σε έναν αγγλικό δρόμο γεμάτο από σπίτια με τη σημαία του Αγ. Γεωργίου δεν είναι, σύμφωνα με τους οπαδούς της εναλλακτικής-δεξιάς, ούτε ένας αγγλικός δρόμος ούτε ένας μουσουλμανικός δρόμος – ο διαχωρισμός είναι απαραίτητος για την διακριτότητα.

Κάποιοι άλλοι από την εναλλακτική-δεξιά έχουν ένα πιο λεπτό επιχείρημα. Λένε ότι όταν διαφορετικές ομάδες έρχονται μαζί, η κοινή κουλτούρα αρχίζει να απηχεί τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Αντί για ταμιά ή αγγλικά σπίτια, παίρνει κανείς τον αθεϊσμό και τον στόκο.

Κατά ειρωνικό τρόπο, είναι μια θέση που έχει πολλά κοινά με την αριστερή αντίθεση στην αποκαλούμενη “πολιτισμική οικειοποίηση”, μια ομοιότητα που αναγνωρίζεται ανοιχτά από την εναλλακτική-δεξιά.

Υπάρχει κάτι καινούριο σχετικά με την αδημονία της εναλλακτικής-δεξιάς να ισχυριστεί έναν κοινό σκοπό με την αριστερά. Ο καθεστωτικός συντηρητισμός εξακολουθεί να θεωρεί την αντίθεση στην “πολιτισμική αφομοίωση” ως έναν από τους αξιοκαταφρόνητους σκοπούς της φιλελεύθερης αριστεράς.

***

“Ανάμεσα στις πολλές ανόητες ιδέες των νεαρών αριστερών που θέλουν να εμφανίζονται καλοί χωρίς τον κόπο να κάνουν κάτι καλό, η ‘πολιτισμική οικειοποίηση’ ξεχωρίζει”, λέει το National Review. Η εξαίρεση ακτιβιστών ή κριτικών από το σερβίρισμα banh mi5 σε ψωμί τσιαμπάτα στις τραπεζαρίες του Oberlin, η έκκληση του Lionel Shriver σε μυθιστοριογράφους να απεικονίζουν χαρακτήρες από εθνικές ομάδες στις οποίες δεν ανήκουν οι ίδιοι, τα εσώρουχα της Victoria Secret που βασίζονται σε παραδοσιακά τελετουργικά φορέματα, κοκ., όλα αυτά κάνουν τα στόματα των συντηρητικών να τρέχουν σάλια. Στο μυαλό τους δεν υπάρχει καλλίτερο παράδειγμα για την ελαφρότητα και την τυρρανικότητα αυτών που αποκαλούν “πολεμιστές της κοινωνικής δικαιοσύνης”.

Ο απατηλά ανώδυνος όρος “πολιτισμική οικειοποίηση”, δανεισμένος από την ακαδημαϊκή ιδιόλεκτο, δεν μεταφέρει ο ίδιος την βαρύτητα που έχει σε ορισμένους κύκλους. Σύμφωνα με το διαδικτυακό περιοδικό Everyday Feminism, περιγράφει “μια συγκεκριμένη δυναμική ισχύος στην οποία μέλη μιας κυρίαρχης κουλτούρας παίρνουν στοιχεία από την κουλτούρα ανθρώπων που έχουν συστηματικά καταπιεστεί από αυτή την κυρίαρχη ομάδα”. Η ιδέα καταλήγει σε ένα τυπικό/ρουμπρίκα που καθορίζει ποιος επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται να συμμετέχει σε συγκεκριμένες συμπεριφορές. Μπορείς να μαγειρέψεις pho6; Μπορείς να διδάξεις γιόγκα; Εξαρτάται από το σε ποια κουλτούρα ανήκεις. Αν ανήκεις σε μια “κυρίαρχη κουλτούρα”, δεν θα έπρεπε πραγματικά να κάνεις τίποτα απ’ όλα αυτά. Το να κάνεις κάτι τέτοιο θα ήταν στην καλλίτερη περίπτωση κλεψιά, και στη χειρότερη βία.

Μπορεί να αποτελεί κάποια έκπληξη και στις δυο πλευρές του πεδίου της μάχης, αλλά η αριστερά δεν καταλάβαινε πάντα την “πολιτισμική οικειοποίηση” ως μια μορφή καταπίεσης. Αυτή η συνδήλωση του όρου είναι πανταχού παρούσα στο πολιτικό κλίμα που δημιουργούν τα κοινωνικά μέσα σήμερα. Αλλά όταν πρωτοάρχισε να χρησιμοποιείται, η “πολιτισμική οικειοποίηση” δήλωνε σχεδόν το αντίθετο του σημερινού της νοήματος.

Η ιδέα προηγήθηκε του όρου, ως προϊόν της Κέντρου για τις Σύγχρονες Πολιτισμικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Birmingham. Για διανοητές όπως ο Stuart Hall, η πολιτισμική οικειοποίηση περιέγραφε τον τρόπο που δημιουργούνταν οι υποκουλτούρες. Το σύγχρονο αντικείμενο έρευνας, σε μελέτες όπως η “Αντίσταση Μέσω των Τελετουργιών” του 1975, ήταν οι κουλτούρες των νέων στην Αγγλία: τεντυμπόυδες, “μοντέρνοι”7, σκίνχεντς κοκ. Αλλά ό,τι είχε προηγηθεί, πήγαινε βαθύτερα. Ινδικό φαγητό στην Αγγλία, σπιρίτσουαλς των νέγρων στην Αμερική, χαμάμ στη Γαλλία του 19ου αιώνα – όλα αυτά ήταν πλαίσια στα οποία μέλη αυτών που τώρα θα ονομάζαμε “περιθωριοποιημένες ομάδες” χρησιμοποιούσαν στοιχεία μιας κυρίαρχης κουλτούρας σε μεταβληθείσες μορφές, παράγοντας τις δικές τους κοινότητες που θα μπορούσαν να κρυφτούν από την κοινή θέα.

Η φράση “πολιτισμική οικειοποίηση” έγινε τυπική στις ακαδημαϊκές πολιτισμικές σπουδές τη δεκαετία του 1990, αν και ήδη από τότε οι συνυποδηλώσεις της αμφισβητούνταν. Ήταν ακρογωνιαίος λίθος της δουλειάς ακαδημαϊκών όπως ο James Sidbury, που τον χρησιμοποιούσαν για να περιγράφουν τις “δημιουργικές πράξεις” των Αφρικάνων σκλάβων στην Βιρτζίνια του 18ου αιώνα κατά τον σχηματισμό μιας “αντιπολιτευτικής κουλτούρας”. Ο George Lipsitz χρησιμοποίησε με παρόμοιο τρόπο την έννοια στην μελέτη του για την Αφροαμερικανική μουσική, χρησιμοποιώντας και τον δικό του, λιγότερο φορτισμένο όρο, “στρατηγική αντι-ουσιοκρατία” [anti-essentialism] – ένα γνέψιμο προς την μετα-αποικιακή θεωρία. Αλλά η ιδέα είχε θεωρητικοποιηθεί σε εκτενή λεπτομέρεια το 1979, στη θεμελιώδη μελέτη του Dick Hebdige Subculture.

Ο Hebdige, παλιότερα φοιτητής στο Birmingham, περιέγραψε τα εμπορεύματα της μαζικής παραγωγής ως “ανοιχτά σε μια διπλή κλίση”. Όπως το επεξεργάστηκε:

Αυτά τα “ταπεινά αντικείμενα” μπορεί να τα οικειοποιηθεί κανείς με μαγικό τρόπο· “κλεμμένα” από υποδεέστερες ομάδες και καμωμένα να μεταφέρουν “μυστικά” νοήματα: νοήματα που εκφράζουν, με κωδικούς, μια μορφή αντίστασης στην τάξη που εγγυάται την συνεχιζόμενη υποταγή τους.

Οι βασικές πηγές πληροφορίας του Hebdige ήταν οι πανκ στο Λονδίνο του τέλους της δεκαετίας του 1970, μια ομάδα που συγκροτούνταν όχι με βάση την εθνικότητα αλλά την εκούσια συμμετοχή.

Το Subculture ανιχνεύει το φάσμα της οικειοποίησης που άσκησαν οι πανκ του Λονδίνου, αρχίζοντας από το πιο πεζό σύμβολό τους, τις κονκάρδες.Αυτά τα αθώα εργαλεία “αποσπάστηκαν από το πλαίσιο του ‘βοηθήματος’ στο νοικοκυριό και φορέθηκαν σαν απαίσια στολίδια”. Το βιβλίο τελειώνει με το πιο φορτισμένο σύμβολο που υιοθέτησαν οι πανκ, πιθανόν το πιο φορτισμένο σύμβολο στην δυτική κουλτούρα: την σβάστικα.

Ο ισχυρισμός του Hebdige ήταν ότι οι πανκ δεν φορούσαν την σβάστικα σαν αναπάρασταση μιας ακροδεξιάς ιδεολογίας. Αντίθετα, ήταν μια αφελής μέθοδος να αποστασιοποιηθούν από την κουλτούρα των γονιών τους, μια γενιά Βρετανών για την οποία η σβάστικα “σηματοδοτούσε τον ‘εχθρό’”. Ο Hebdige αναφέρει έναν νεαρό πανκ, που έδινε συνέντευξη σε ένα περιοδικό στη διάρκεια του απόγειου του Λονδρέζικου πανκ το 1977, στην οποία εξηγεί ότι φορούσε την σβάστικα απλά επειδή “στους πανκ αρέσει να τους μισούν”.

Το πέρασμα του χρόνου μας επιτρέπει να βγάλουμε μερικά συμπεράσματα σχετικά με τα δυνητικά αποτελέσματα της πολιτισμικής οικειοποίησης. Για πολλά χρόνια, οι κονκάρδες συνδέθηκαν αξεδιάλυτα με τους πανκ, ίσως ακόμα περισσότερο απ’ όσο με τις μοδίστρες. Όσο για την σβάστικα, είναι ίσως ασφαλές να πούμε ότι οι περισσότεροι πρώην πανκ δεν είναι καθόλου περήφανοι που έχουν φορέσει μία – οι προηγούμενες συνδηλώσεις της δεν είχαν διαγραφεί τόσο εύκολα.

Αλλά σαράντα χρόνια αργότερα, οι κονκάρδες και οι σβάστικες εμφανίζονται ξανά, για εντελώς διαφορετικούς λόγους.

***

Όλα ξεκίνησαν όταν η Άλισον, μια Αμερικανίδα εκπατρισμένη που ζεί στο Λονδίνο, άρχισε να παρατηρεί αναφορές για ρατσιστική βία σε ολόκληρη τη χώρα. Τις μέρες μετά την ψηφοφορία για το Brexit, κοινότητες μεταναστών είχαν δεχτεί επιθέσεις, σε μια ανησυχητική ηχώ των ταραχών του Λονδίνου στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Μετανάστρια η ίδια, η Άλισον δεν είχε τη δυνατότητα να ψηφίσει στο δημοψήφισμα, αλλά ήθελε να βρει έναν άμεσο τρόπο για να δείξει στα μέλη των πληττόμενων ομάδων ότι η ίδια δεν ήταν μια απειλή – ότι ήταν ασφαλή στην παρουσία της.

Ήταν ιδέα του άντρα της να το κάνει φορώντας μια κονκάρδα. “Του αρέσουν τα λογοπαίγνια”, είπε στον Guardian. Η Άλισον μπήκε στο Twitter, αναρτώντας ένα κάλεσμα σε δράση. Πρόσθεσε ότι η κονκάρδα δεν θα έπρεπε να νοηθεί ως μια “κενή χειρονομία”, αλλά ως μια δέσμευση παρέμβασης υπέρ αυτών που διατρέχουν κίνδυνο. Ο συμβολισμός έφερε στο μυαλό την πρακτική των ακτιβιστών της παροχής ενός “ασφαλούς χώρου”, ενός χώρου μέσα στον οποίον οι καταπιεσμένοι άνθρωποι θα μπορούσαν να αναζητήσουν ανακούφιση και παρηγοριά από ένα τραυματικό περιβάλλον. Η κονκάρδα επέτρεπε σε συμπαθούντες λευκούς – “συμμάχους”, με τα λόγια της Άλισον – να κουβαλάνε έναν ασφαλή χώρο μαζί τους όπου πήγαιναν. Δυο μέρες αργότερα το tag #safetypin είχε γίνει ήδη εξαιρετικά δημοφιλές.

Όταν το σοκ της εκλογικής ανατροπής διέσχισε τον Ατλαντικό, η κονκάρδα το ακολούθησε. Δυο μέρες μετά την Προεδρική εκλογή, η Michelle Goldberg έγραψε μια στήλη στο Slate υποστηρίζοντας τη χρήση της, σε μια Αμερική στην οποία “οι αξιολύπητοι ενθαρρύνονται”. Αλλά η υιοθέτηση εκ μέρους της του συμβόλου μετέβαλε τον σκοπό του. Η Goldberg ανησυχούσε ότι, όντας μια λευκή, θα μπορούσε να παρεξηγηθεί ως ψηφοφόρος του Τραμπ. “Χρειαζόμαστε ένα εξωστρεφές σημάδι συμπάθειας, έναν τρόπο για την πλειοψηφία από μας που ψήφισαν εναντίον του φασισμού να αναγνωριζόμαστε μεταξύ μας”, έγραψε. Σε αντίθεση με την δέσμευση της Άλισον για δράση, η κονκάρδα θα λειτουργούσε ως ένα σημάδι συγγένειας ανάμεσα στους ηττημένους υποστηρικτές της Χίλαρυ Κλίντον.

Την επόμενη μέρα η Fashionista δημοσίευσε ένα άρθρο με αριθμημένα σημεία8 με τίτλο “13 Safety Pin Brooches to Wear Now and for the Next Four Years9, υποσχόμενο έναν εύκολο τρόπο να δείξει κανείς την αλληλεγγύη του. Το Vogue ακολούθησε αμέσως, με μια συλλογή που περιελάμβανε διαμαντένιες και χρυσές κονκάρδες-σκουλαρίκια με τιμή $1065 το κομμάτι. “Βάλτε τα λεφτά σας εκεί που είναι το στόμα σας και αναλάβετε πραγματική δράση ενάντια στις δυνάμεις του μίσους”, τελείωνε το άρθρο.

Αυτός ο καινούριος ρόλος έκανε την κονκάρδα ακόμα πιο ευάλλωτη στην κριτική. Στο Mic, ο Phillip Henry την περιέγραψε ως τίποτα περισσότερο από “ένα αυτο-οργανωμένο φιλικό χτυπηματάκι στην πλάτη”. Σύντομα, η κονκάρδα έγινε σύμβολο όχι της προληπτικής δράσης ή της αλληλεγγύης αλλά της επιφανειακότητας. Ήταν η επιτομή αυτού που ο Henry αποκαλούσε “επιτελεστική εγρήγορση”10, μια περιεκτική σύντμηση για το παιχνίδι της απόκτησης υπεροχής11 που παίζουν οι λευκοί φιλελεύθεροι στο διαδίκτυο για να καθορίσουν ποιος είναι ο καλλίτερος σύμμαχος.

Σαν αποτέλεσμα, η άσκηση κριτικής στις κονκάρδες ήταν μια ακόμα πιο woker θέση που θα μπορούσε να πάρει κανείς. Αυτό οδήγησε σε συγκεχυμένες αντιμετωπίσεις του ζητήματος όπως η στήλη του Christopher Keelty στην Huffington Post, “Αγαπητοί Λευκοί, οι κονκάρδες σας είναι ντροπιαστικές”. Ο πεζός λόγος του Keelty τρεκλίζει άβολα ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο πρόσωπο, ταυτοποιούμενος ως λευκός και ταυτόχρονα απευθυνόμενος στους λευκούς ως μια ομάδα έξω από τον ίδιο. Υπονοεί δυο ανταγωνιστικούς ορισμούς της λευκότητας: έναν ορισμό ως μια κατάσταση διεφθαρμένης παρακμής, την οποία ο Keelty έχει ηρωικά υπερβεί, και έναν άλλον, ως βιολογικά καθοριζόμενο χαρακτηριστικό, που παραμένει αμετάλλακτο.

Μεταξύ άλλων πραγμάτων, αυτή η σύγχυση προσέφερε μια ευκαιρία για μπίζνες. Μπείτε [στο σάιτ των] Marissa Jenae Johnson και Leslie Mac, με το Safety Pin Box.

***

Η Marissa Jenae Johnson έχει κάτι σαν ιστορία στην δημόσια θέα, που ξεκίνησε όταν η ίδια, και μια άλλη ακτιβίστρια, διέκοψαν μια ομιλία του Bernie Sanders στο Σηάτλ. Σε μια αυτοσχέδια τοποθέτηση, επέκρινε πολύ σκληρά τον Sanders για ανεπαρκή απόδοση προσοχής στις κοινότητες των μαύρων, συστήνοντας τον εαυτό της ως συνιδρύτρια του Black Lives Matter στο Σηάτλ. Αλλά ένας άλλος ντόπιος ακτιβιστής του κινήματος, ο Mohawk Kuzma, είπε στους The Seattle Times ότι το κίνημα δεν είχε οργανωθεί συλλογικά αλλά “από δυο άτομα που δρούσαν το καθένα ανεξάρτητα”.

Η πρωτοβουλία της Johnson μεταφράστηκε εύκολα σε ένα επιχειρηματικό πνεύμα όταν δημιούργησε το “Safety Pin Box” με την φίλη της, και επίσης ακτιβίστρια, Leslie Mac. Η ιδέα τούς ήρθε όταν ήταν σε διακοπές μαζί στην Τζαμάικα, λίγο μετά την Προεδρική εκλογή. Είναι μια συνδρομητική υπηρεσία για ένα μηνιαίο κουτί, με τιμές μέχρι $100 τον μήνα – ο ιστότοπος διευκρινίζει ότι πρόκειται “για επιχείρηση όχι φιλανθρωπία”. Το κουτί δεν περιέχει κονκάρδες αλλά ένα “δρομολόγιο/πρόγραμμα”12 ακτιβιστικών καθηκόντων για “συμμάχους”, που ο ιστότοπος ορίζει ως “κάποιους από μια προνομιούχο ομάδα που υποστηρίζουν τις προσπάθειες καταπιεσμένων ανθρώπων”. Η υποστήριξή τους θα πρέπει να “επιδειχθεί οικονομικά, φυσικά, συναισθηματικά και πνευματικά”. Ο τόνος του ιστότοπου αποκτά μια βλοσυρή αλλά αισιόδοξη χροιά: “Είτε είστε καινούριοι στο ‘έργο των συμμάχων’ είτε είσασταν αρκετά οξύνοες για να γνωρίζετε ότι η αρχική έκφραση αλληλεγγύης της κονκάρδας είχε παρεκτραπεί, το Safety Pin Box είναι για σας!”

Η διαίρεση που αρχικά παράχθηκε από τις κονκάρδες της Άλισον, ανάμεσα στους καταπιεσμένους ανθρώπους και τους συμμάχους τους, εδώ γίνεται οξύτερη. Yπάρχουν αυστηρές διακρίσεις σχετικά με το ποιοι εκτελούν τα καθήκοντα, καθώς και προς όφελος ποιού θα πρέπει να προσανατολιστούν αυτά τα καθήκοντα. Ένα από τα ερωτήματα στις Συχνές Ερωτήσεις (FAQ) του ιστότοπου ρωτά: “Γιατί το Safety Pin Box εστιάζει στους μαύρους και όχι σε όλους τους περιθωριοποιημένους ανθρώπους;” Είναι ένα εύλογο σημείο, υπό το φως των απειλών που εκφράστηκαν εναντίον των Λατίνων και των Μουσουλμάνων Αμερικάνων από την Προεδρία Τραμπ. Η απάντηση προβάλλει μια ολόκληρη ταξινομία πολιτικής υπευθυνότητας και μεσολάβησης/αντιπροσώπευσης.

Το Safety Pin Box δημιουργήθηκε από Μαύρες γυναίκες για Μαύρες γυναίκες ή θηλυπρεπή άτομα13. Συχνά οι Μαύροι, και ιδιαίτερα οι Μαύρες γυναίκες/θηλυκά αναμένεται να δουλεύουν για οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον εαυτό τους. Το Safety Pin Box είναι μια δράση ριζοσπαστικής αυτο-συντήρησης και διακηρύσσουμε ανοιχτά ότι “Δεν Είμαστε τα Μουλάρια σας” (#NotYourMule). Υπάρχουν πολλές άλλες οργανώσεις και προσπάθειες που υποστηρίζουν άλλες ταυτότητες και είστε ευπρόσδεκτοι να τις υποστηρίξετε επίσης.

Διατίθενται επιπρόσθετα αξεσουάρ, όπως ένα t-shirt που γράφει, “Πληρώνω επανορθώσεις.” Θα είναι σίγουρα καλή είδηση για την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση ότι δεν είναι πλέον υπεύθυνη για αποζημιώσεις, αλλά ότι αυτές θα πληρώνονται από τους φορτωμένους με ενοχές μεσοαστούς λευκούς.

Σύμφωνα με μια εκπομπή του Vice News, στην υπηρεσία έχουν εγγραφεί μέχρι τώρα μερικές εκατοντάδες άτομα. Αυτός ο αριθμός περιλαμβάνει έναν σοβαρό κάτοικο του Park Slope ο οποίος έδωσε συνέντευξη στο Vice, και προσπαθεί να “ευαισθητοποιηθεί” πλήρως αφού έχει λάβει κουτιά αξίας ενός χρόνου. Αλλά η προσπάθεια χρηματοποίησης της “συμμαχικότητας” έχει αντιμεωπίσει και τον σκεπτικισμό – αν και ο ιστότοπος υποδεικνύει ότι ένα μέρος των κερδών θα επιστρεφόταν στις μαύρες ακτιβίστριες, ένα άλλο θα πάει στις ιδρύτριες. “Δεν σκοπεύω να πω στον αέρα ότι δεν πρόκειται να αγοράσω ένα καινούριο αυτοκίνητο”, λέει αστειευόμενη η Mac στον ανταποκριτή του Vice.

Μια από τους πιο πρώιμες κριτικές προήλθε από τον δημοσιογράφο έρευνας Lee Fang, ο οποίος αμφισβήτησε τα κίνητρα πίσω από αυτή την επιχείρηση. Σε μια σειρά από σκληρά σχόλια στο Twitter, αποκάλεσε το Safety Pin Box ως: “Herbalife για επιτελεστικούς ανθρώπους”. Η αντίδραση στον Fang αποκάλυψε ένα πρότυπο στην πρακτική της κοινωνικής δικαιοσύνης της “πρόκλησης”14. Το ζήτημα δεν ήταν αν το σχόλιο του Fang ήταν δίκαιο, αλλά κατά πόσον δικαιούνταν να το κάνει. Ένα τουίτ που έκτοτε έχει διαγραφεί, το τοποθέτησε πολύ περιεκτικά: “Ο Lee Fang εκφράζει όλα τα στραβά με τους λευκούς άντρες της χιλιετηρίδας”.

Υπήρχε ένα πρόβλημα με τη διατύπωση αυτής της θέσης, που ήταν ότι ο Lee Fang δεν είναι λευκός. Μια εναλλακτική τακτική αποδοκιμάζει αυτόν τον “ρατσιστή μαλάκα που μισεί τον ίδιο του τον εαυτό” για δουλοπρέπεια προς τους “λευκούς πατερούληδες”15, και στη χειρότερη εκδοχή της επικαλέστηκε τις μπανάνες και τα Twinkies – κίτρινα απ’ έξω λευκά από μέσα. “Ο Lee Fang είναι ο Ασιάτης τύπος που βγάζει τα προς το ζην καταφερόμενος εναντίον των μαύρων για να εντυπωσιάζει τους λευκούς”, τελείωνε ένα άλλο τουίτ. Αποτυχημένες προσπάθειες να αμφισβητηθούν τα διαπιστευτήριά του ως έγχρωμος, η θέση των Ασιατο-αμερικανών ως ομάδας, θα εμπλέκονταν επίσης: ο Fang και άλλοι σαν αυτόν “ταιριάζουν στο μοντέλο του μύθου της μειονότητας εντός της οποίας κάνουν τη δουλειά των οπαδών της λευκής υπεροχής”.

Αν και τα γεγονότα παρέμειναν νεφελώδη από την περίοδο εκείνη που τα σημεία ενδιαφέροντος στο Twitter μετατοπίστηκαν, υπήρχε μια ξεκάθαρη αρχή σε λειτουργία, μια αρχή που είχε γίνει χαρακτηριστική των σύγχρονων υποστηρικτών των κοινωνικής δικαιοσύνης. Η επιλεξιμότητα και το δικαίωμα των ανθρώπων να ισχυρίζονται συγκεκριμένα πράγματα εξαρτάται από το σύνολο των κριτηρίων που εμπίπτουν στην κατηγορία της “ταυτότητας”. Το δικαίωμά σου στην πολιτική μεσολάβηση καθορίζεται από την περιγραφή σου.

Μένουμε έτσι με μια απλή ερμηνευτική για τον καθορισμό της αληθοτιμής μια δήλωσης. Ποιοι το είπαν, σε ποια ομάδα ανήκουν, και τι δικαιούνται τα μέλη αυτής της ομάδας να λένε;

***

Αν η κονκάρδα ήταν ένα αμφιλεγόμενο σύμβολο στην αριστερά, η σβάστικα ήταν εξίσου αμφιβητούμενη στην δεξιά. Την εβδομάδα πριν από την εκλογή του Τραμπ, καθώς οι κονκάρδες άρχισαν να προσελκύουν την προσοχή, το Southern Poverty Law Center κατέγραψε τουάχιστον 60 περιπτώσεις γκραφίτι με σβάστικες στις ΗΠΑ. Αλλά οι ιδεολόγοι της εναλλακτικής-δεξιάς έχουν αρχίσει να αποφεύγουν την χρήση αυτού του συμβόλου. Οι New York Times ανέφεραν ότι το Εθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα (National Socialist Movement), μια από τις κύριες νεοναζιστικές ομάδες της Αμερικής, σταμάτησε την χρήση του συμβόλου, σε μια προσπάθεια που ο ηγέτης της οργάνωσης αποκάλεσε “προσπάθεια να ενσωματωθεί περισσότερο και να γίνει πιο κυρίαρχη”.

Αλλά δεν είναι όλοι οι ρατσιστές εύκολα ταυτοποιήσιμοι ως νεοναζί σκίνχεντς. Ένα από τα πιο παλιά “μαγαζάκια” του ευγενικού ρατσισμού, που η εναλλακτική-δεξιά έφερε στο προσκήνιο της σύγχρονης πολιτικής, είναι είναι η Αμερικανική Αναγέννηση (American Renaissance), μια λευκή εθνικιστική έκδοση που ξεκίνησε από τον γελείο αριστοκράτη Jared Taylor. Η ευφημιστική γλώσσα του “φυλετικού ρεαλισμού” ντύνει τον εξτρεμισμό τους με γραβάτα και κοστούμι, και όχι χωρίς κάποια επιτυχία. Στη “δεξαμενή σκέψης” του Taylor, το “The New Century Foundation”, μόλις αποδόθηκε το καθεστώς του μη-κερδοσκοπικού οργανισμού από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, μαζί με το Ινστιτούτο Εθνικής Πολιτικής του Spencer και άλλες δύο λευκές εθνικιστικές οργανώσεις.

Κάπως απροσδόκητα, ο Chris Roberts, ένας επαγγελματίας συγγραφέας του American Renaissance, έγραψε πρόσφατα μια ανάρτηση στο μπλογκ που υποδηλώνει μια καινούρια δυνατότητα στρατολόγησης.

Μια ενδιαφέρουσα “γωνιά” στην πολιτική Αριστερά έχει εμφανιστεί τους τελευταίους 18 μήνες. Είναι ένα τμήμα της αριστερής πτέρυγας του Bernie Sanders, σοσιαλιστές που αντιτίθενται γενικά στην πολιτική της φυλετικής ταυτότητας και τη διαπόμπευση των φτωχών λευκών ειδικότερα. Τους αποκαλώ την αντί-αντί-λευκή Αριστερά.

Ο Roberts προχωρά στην παράθεση, ως μαρτυρία, ενός αριθμού άρθρων στο Jacobin Magazine, στα οποία περιλαμβάνεται και ένα γραμμένο από τον υποφαινόμενο. Ελπίζει ότι η “αριστερή αντίθεση στην σκέψη εναντίον των λευκών θα μπορούσε να είναι το πρώτο βήμα στην ανάπτυξη μιας φυλετικής συνείδησης για τους νεαρούς λευκούς”.

Αλλά ο Roberts παραβλέπει ένα κενό στη λογική του. Αν ο λευκός εθνικισμός είναι μια μορφή πολιτικής ταυτοτήτων, τότε “οι σοσιαλιστές που αντιτίθενται γενικά στην πολιτική ταυτοτήτων” θα ήταν, εξ ορισμού, αντίθετοι στον εθνικισμό αυτό. Ο Roberts και ο “λόχος” του δεν μπορούν να συλλάβουν μια πολιτική που βασίζεται σε μια καθολική αρχή, αλλά μόνο μια που βασίζεται στην αντίθεση των ταυτοτήτων16. Αυτό που φοβούνται περισσότερο απ’ όλα είναι ένας τρόπος σκέψης για τους ανθρώπους που είναι αδιάφορος ως προς την φυλή.

Ρατσιστές λιγότερο εκλεπτυσμένοι από αυτούς του American Renaissance, αναφέρονται σε οποιαδήποτε πρακτική ομαδοποιεί ανθρώπους κατά μήκος εθνικοτήτων ως “λευκή γενοκτονία”, την παρανοϊκή φαντασίωση που επικαλείται ο Ciccariello-Maher. “Η λευκή γενοκτονία” δεν περιγράφει την μαζική δολοφονία των λευκών, αλλά την έλευση ενός κόσμου στον οποίον οι άνθρωποι δεν μπορούν πλέον να διαχωριστούν σε αυστηρές φυλετικές κατηγορίες. Η φράση επινοήθηκε από τον υπέρμαχο της λευκής υπεροχής David Lane, συγγραφέα επίσης του σλόγκαν γνωστού ως “14 Λέξεις”: “Πρέπει να εξασφαλίσουμε την υπάρξη του λαού μας και ένα μέλλον για τα λευκά παιδιά”.

Οι λευκοί εθνικιστές δεν ενοχλούνται ιδιαίτερα απο τις διαμαρτυρίες για την πολιτισμική οικειοποίηση, με δεδομένο ότι, όπως το θέτει ο Yiannopoulos, “η κουλτούρα είναι αδιαχώριστη από την φυλή”. Όταν αυτή η υποκείμενη προϋπόθεση δεν αμφισβητείται, η ρητορική του κυρίαρχου αντιρατσισμού είναι η ίδια επιρρεπής στην οικειοποίηση από τη δεξιά. Αυτό που οδηγεί κάποιον, όπως ο Richard Spencer, να ζητά αποδοχή για περιστατικά όπως αυτό στο Πανεπιστήμιο της Οττάβα, όταν μια ελεύθερη τάξη γιόγκα για φοιτητές με ειδικές ανάγκες έκλεισε εξαιτίας πολιτισμικών ζητημάτων με συνέπειες”. Μια δήλωση της Φοιτητικής Ομοσπονδίας σχετικά με το ζήτημα έφτασε τόσο μακριά ώστε να συνδέσει το περιστατικό με την απειλή μιας “πολιτισμικής γενοκτονίας”. Στο blog του Radix Journal, μιας έκδοσης της εναλλακτικής-δεξιάς που ίδρυσε ο ίδιος, ο Spencer με δυσκολία μπορούσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του. Αναφέρθηκε στο περιστατικό ως ένα παράδειγμα “διαμόρφωσης φυλετικής συνείδησης”, και χειροκρότησε τους ακτιβιστές φοιτητές που “ενεπλάκησαν στο είδος ιδεολογικού σχεδίου στο οποίο οι ‘της παράδοσης’ δύσκολα θα δούλευαν”.

Δεν χρειάζεται να πούμε ότι η αριστερή-φιλελεύθερη πολιτική ταυτοτήτων και ο λευκός εθνικισμός της εναλλακτικής-δεξιάς δεν είναι συγκρίσιμοι. Το πρόβλημα είναι ότι είναι συμβατοί17.

***

Στα τέλη του 2016, το MTV News πρόβαλλε ένα βίντεο με την ονομασία “2017 Resolutions for White Guys18. Το βίντεο δείχνει αρκετούς νέους ανθρώπους, κάποιοι από τους οποίους είναι λευκοί και άρρενες, να απευθύνονται σε άλλους “λευκούς τύπους” σε δεύτερο πρόσωπο. “Υπάρχουν μερικά πράγματα που πιστεύουμε ότι θα μπορούσατε να κάνετε λίγο καλλίτερα το 2017”, λέει ένας από τους ομιλητές. Οι “λευκοί τύποι” θεωρούνται υπευθυνοι για την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, την ιστορία της φυλετικής ανισότητας στην Αμερική, την βαρβαρότητα της αστυνομίας, και έναν αριθμό ακόμα άλλων κοινωνικών δεινών. Κατηγορούνται συλλογικά για την επιεική ποινή που ο δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Καλιφόρνια Aaron Persky επέβαλλε στον Brock Turner για σεξιστική επίθεση.

Η κατηγορική ταύτιση των λευκών με ισχυρές, διεφθαρμένες φιγούρες όπως ο Persky δεν είναι απλά μια κατηγορία – είναι επίσης και μια απαλλαγή. Η εξώθηση της λογικής της “συμμαχικότητας” σε ένα ακόμα μεγαλύτερο άκρο, καλεί μάλλον για τον παθητικό τους ρόλο παρά τη συμμετοχή τους.

Αυτή η τακτική μπορεί να είναι χρήσιμη για να κερδίζει κανείς λογομαχίες στο διαδίκτυο, αλλά έχει πολύ μικρότερη αξία στις προσπάθειες οργάνωσης στον πραγματικό κόσμο. Αντίθετα, συμμαχίες ανάμεσα σε κινήματα όπως συνασπισμοί ανάμεσα σε τοπικά παραρτήματα του Black Lives Matter και του Fight for $15, απαιτούν οι συμμετέχοντες να πάρουν έναν ρόλο πίσω από τη συμμαχία. Όπως παρατηρεί η Keeanga-Yamahtta Taylor στο βιβλίο της σχετικά με την ιστορία του κινήματος Black Lives Matter, υπάρχει μια “λογική σύνδεση” ανάμεσα σε αυτούς τους σκοπούς: “η υπερέκθεση των Αφροαμερικανών στις τάξεις των φτωχών και της εργατικής τάξης τούς έχει κάνει στόχους της αστυνομίας, που κυνηγά σαν θηράματα όσους προέρχονται από τα χαμηλά εισοδήματα”. Με περισσότερους από τους μισούς μαύρους εργάτες να βγάζουν λιγότερα από $15 την ώρα, η μάχη για έναν βιώσιμο μισθό έχει γίνει κομμάτι ενός καλέσματος για κοινωνική δικαιοσύνη. Επιπλέον διατυπώνει ένα αίτημα εκ μέρους όλων.

Ο Nic Smith, εργάτης στα Virginia Waffle House και ακτιβιστής, μέλος του κινήματος Fight for $15, έγραψε για αυτό το είδος συνεργασίας στην Washington Post.

Στην διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και στον απόηχό της, πολιτικοί, αναλυτές, δημοσκόποι και ειδήμονες προσπάθησαν να διαιρέσουν την εργατική τάξη κατά μήκος των φυλετικών γραμμών. Έχοντας μεγαλώσει στην κομητεία Dickenson, σε μια κοινότητα με 98% λευκούς, το μόνο που ήξερα ήταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η λευκή εργατική τάξη. Όταν όμως μπήκα στο κίνημα Fight for $15, συνάντησα ανθρώπους που εργάζονται σε εστιατόρια σε άλλα μέρη αυτής της πολιτείας και έμαθα με ποιο τρόπο δουλειές που πληρώνουν τόσο λίγο κάνουν επίσης ζημιά και στους εργαζόμενους στις μεγαλύτερες πόλεις. Και ότι πολλές οικογένειες σε αυτές τις μεγαλύτερες πόλεις αντιμετωπίζουν και επιπρόσθετες απειλές, όπως την αστυνομική βία και τον κίνδυνο της απέλασης. Λευκοί, μάυροι, μελαμψοί – είμαστε όλοι μαζί σε αυτό – παλεύοντας για μια καλλίτερη ζωή για τις οικογένειές μας.

Για τον Smith, όπως και για ομάδες όπως οι Young Patriots πριν από αυτόν, η μάχη ενάντια στην αστυνομική βία και την απέλαση είναι η μάχη τους. Είναι κομμάτι ενός συλλογικου αιτήματος που διατυπώνουν “ξεχασμένες κοινότητες σε ολόκληρο το έθνος μας”. Η οικοδόμηση ενός κινήματος βασισμένου σε καθολικές αρχές δεν έχει δουλέψει πάντα – οι παγίδες της ταυτότητας στοιχειώνουν εδώ και καιρό ακόμα και τον πιο σοβαρό οικουμενισμό των Aμερικάνων σοσιαλιστών. Αλλά ακόμα και όταν αυτό το είδος συνασπισμού δεν είναι πετυχημένο, έχει τουλάχιστον μια μεγάλη αρετή: είναι το αντίθετο του “ιδεολογιού σχεδίου” που ο Richard Spencer ελπίζει ότι θα εκτελέσει γι’ αυτόν η αριστερά.

Αντίθετα, το βίντεο “Αποφάσεις για το 2017” δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη απειλή για την εναλλακτική-δεξιά. Η αντίδραση σε αυτό ήταν τόσο δριμεία που το MTV το απέσυρε μέσα σε 48 ώρες από την ανάρτησή του. Αλλά η δήλωση που κάνει δεν είναι απλά αναποτελεσματική ως πολιτική στατηγική – αποτυγχάνει και ως πολιτική ανάλυση. Ενώ το βίντεο κατονομάζει το αντικείμενο (“λευκοί τύποι”) στο οποίο απευθύνεται, ευθυγραμμίζοντάς τους ουσιαστικά με την δεξιά, δεν αρθρώνει επαρκώς την ταυτότητα του υποκειμένου που κάνει αυτή τη δήλωση.

Το ομιλούν υποκείμενο είναι “εμείς”. Αυτό που μένει αναπάντητο είναι ποιον αντιπροσωπεύει η αντωνυμία; Ποιούς περιλαμβάνει; Αυτή είναι η ερώτηση που ο Richard Spencer έθεσε στο επίκεντρο στην προπαγάνδα του Ινστιτούτου Εθνικής Πολιτικής: “ποιοι είμαστε;”

Η εναλλακτική-δεξιά έχει μιαν απάντηση – μιαν απάντηση που είναι συνεπής με την μακρόχρονη ιστορία του ιμπεριαλισμού και της λευκής υπεροχής. Όπως δείχνει η υιοθέτηση από την πλευρά τους της γλώσσας της πολιτικής ταυτοτήτων, η δεξιά αισθάνεται ανακούφιση όταν η απάντηση της αριστεράς απλά αντιστρέφει την απάντηση που έχει παραγάγει αυτή η ιστορία. Αυτό επιτρέπει στη δεξιά να ζωγραφίσει τις γραμμές μάχης, να σημαδέψει την περιοχή της δικής της λευκής εθνικής φαντασίωσης. Αλλά αν ερχόταν αντιμέτωπη με ένα ενοποιημένο “εμείς” – ένα υποκείμενο που αρνείται να αναγνωρίσει τα σύνορα, τις διαιρέσεις και τις ιεραρχίες που ρυθμίζονται από την λογική της ταυτότητας – η εναλλακτική-δεξιά θα ξέμενε χωρίς μέρος για να υψώσει τη σημαία της. Οι λευκοί εθνικιστές θα βρίσκονταν στην χειρότερη δυνατή θέση για ένα έθνος σε πόλεμο: να είναι ανίκανοι να ταυτοποιήσουν τον εχθρό19.

1 Στμ. Από το Viewpoint Magazine: https://viewpointmag.com/2017/01/04/the-safety-pin-and-the-swastika/

2 Ο Shuja Haider είναι συγγραφέας και μουσικός που μένει στο Μπρούκλιν.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: identitarian.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο rhetorical flourish.

5 Στμ. banh mi: Τύπος βιετναμέζικου ψωμιού και σάντουιτς.

6 Στμ. pho: είδος βιετναμέζικης σούπας.

7 Στμ. Mods: μια υποκουλτούρα που ξεκίνησε στο Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του 1960 και διαδόθηκε, σε διάφορους βαθμούς, σε άλλες χώρες, συνεχίζοντας ακόμα και σήμερα σε μικρότερη κλίμακα. Εστιασμένη στη μουσική και στη μόδα, αυτή η υποκουλτούρα έχει τις ρίζες της σε μια μικρή ομάδα Λονδρέζων στυλάτων νεαρών ανδρών στα τέλη της δεκαετίας του 1950 που ονομάζονταν μοντερνιστές επειδή άκουγαν μοντέρνα τζαζ, αν και η υποκουλτούρα επεκτάθηκε συμπεριλαμβάνοντας και γυναίκες.

8 Στμ. Στο πρωτότυπο listicle, από τις λέξεις list και article: τύπος άρθρου ή δοκιμίου με την μορφή αριθμημένης λίστας (σημείων).

9 Στμ. “13 καρφίτσες κονκάρδες για να φορέσετε τώρα και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια”.

10 Στμ. στο πρωτότυπο wokeness. Η λέξη woke σημαίνει, μεταξύ άλλων, το να έχει κανείς επίγνωση, τι τρέχει σε μια κοινότητα και ιδιαίτερα σε σχέση με ζητήματα ρατσισμού και κοινωνικής αδικίας. Δείτε: http://www.urbandictionary.com/define.php?term=woke.

11 Στμ. στο πρωτότυπο game of oneupmanship.

12Στμ. στο πρωτότυπο itinerary.

13 Στμ. στο πρωτότυπο femmes: παραδοσιακά θηλυκές γυναίκες (ιδιαίτερα μια θηλυπρεπής λεσβία) ή θηλυπρεπείς ομοφυλόφιλοι άνδρες που υιοθετούν έναν παραδοσιακά θηλυκό σεξουαλικό ρόλο.

14Στμ. Στο πρωτότυπο call-out.

15 Στμ. Για την ακρίβεια πρόκειται για ένα τουίτ προς τον Fang που λέει: “Ο ρατιστικός κώλος του Fang, που μισεί τον ίδιο του τον εαυτό, εποφθαλμιά το πρότυπο καθεστώς μεινότητας και το εκμεταλλεύεται για όλους τους λευκούς πατερούληδές του”.

16Στμ. Εξαιρετικό σημείο. Το έχουμε ξαναπιάσει και αλλού: η καθολικότητα ως η επαναστατική και χειραφετητική αρχή του προλεταριάτου.

17Στμ. Εξαιρετικά σημαντική διατύπωση, συμπυκνώνει αυτό ακριβώς που ισχυριζόμαστε για την επικινδυνότητα του αριστερού εθνο-λαϊκισμού.

18Στμ. “Αποφάσεις της Νέας Χρονιάς του 2017 για Λευκούς Τύπους”.

19 Σημειωμα του μεταφραστη. Εξαιρετικό και κατάλληλο σημείο για να αρθρώσουμε μια πρώτη κριτική στο κείμενο. Ο συγγραφέας θέτει πολύ ορθά την άποψη ότι η άρνηση της ταυτότητας – η άρνηση όχι στο πλαίσιο της πολιτισμικής οικειοποίησης ή οποιουδήποτε άλλου μερικού μέσου αλλά στο πλαίσιο της καθολικότητας του χειραφετητικού προτάγματος της ανθρωπότητας, είναι αυτό που θα βραχυκύκλωνε την βασισμένη στις ταυτότητες πολιτική της ακροδεξιάς. Όμως μας φαίνεται ότι υποτιμά επίσης την πραγματικότητα των διαιρέσεων στην εργατική τάξη και – μεταξύ άλλων – κατά μήκος των “φυλετικών γραμμών”. Οι διαιρέσεις είναι πραγματικές και παράγονται από τις υλικές συνθήκες μιας κοινωνίας και ενός τρόπου παραγωγής, του καπιταλιστικού, που ενώ, θεωρητικά, θα έπρεπε να είναι όντως “φυλετικά αδιάφορη”, δεν είναι, εξαιτίας ακριβώς της ενσωμάτωσης σε αυτόν ταυτοτήτων – δηλαδή των μορφών ιεραρχίας, κυριαρχίας και διαχωρισμού της ανθρωπότητας, από τις προκαπιταλιστικές συνθήκες. Δεν έχουμε εδώ να δώσουμε μια εύκολη απάντηση γιατί οι φυλετικές ταυτότητες επιβιώνουν στον καπιταλισμό και σε ποιον βαθμό επικαλύπτεται η φυλετική κυριαρχία με την σχέση εκμετάλλευσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Όμως είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο φυλετικός διαχωρισμός είναι βασική σχέση κυριαρχίας για το κεφάλαιο και μάλιστα όχι τόσο όσον αφορά την ίδια την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας γενικά αλλά τους διαχωρισμούς εντός του προλεταριάτου ειδικά. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, η υποτίμηση της πραγματικότητας των φυλετικών διαχωρισμών εντός του προλεταριάτου οδηγεί στο να ακούγεται το πρόταγμα της ενότητάς του απλά ως ευσεβής πόθος. To ζήτημα του “εμείς” και του υποκειμένου, με άλλα λόγια το πρόβλημα της σύνθεσης στην γλώσσα της κομμουνιστικοποίησης, είναι πραγματικά το κατεξοχήν επαναστατικό ζήτημα σήμερα και δεν μπορεί να απαντηθεί απλά μέσα από τις οπωσδήποτε σημαντικές “συμμαχίες” μεταξύ υποκειμένων που αναδεικνύει και ο συγγραφέας. Οι συμμαχίες αυτές είναι ελπιδοφόρες ενδείξεις των πρακτικών που το προλεταριάτο μπορεί να αναπτύξει στο ξεδίπλωμα των αγώνων του, αλλά σε καμμιά περίπτωση δεν προεικονίζουν μια “συνταγή”. Θα πρέπει να πούμε ότι η θέση, για παράδειγμα, των Endnotes ή της Theorie Communiste ότι αυτό που σήμερα ενοποιεί το προλεταριάτο είναι αυτό που το χωρίζει, δηλαδή το κεφάλαιο, και ότι η μόνη συνείδηση που το προλεταριάτο μπορεί να έχει σήμερα είναι η συνείδηση του κεφαλαίου, εξακολουθεί να ισχύει.

Leave a Reply

Your email address will not be published.