Η δυναμική φύλου-τάξης

Théorie Communiste1,2

Η Théorie Communiste για τη σχέση ανάμεσα στην τάξη και το φύλο

Είναι άμεσα φανερό ότι όλες οι κοινωνίες “κρατιούνται”3 από μια διπλή διάκριση: μεταξύ φύλων και μεταξύ τάξεων.

Ότι αυτό το ζεύγος διακρίσεων οργανώνει όλες τις κοινωνίες δεν είναι τυχαίο: η έννοια της υπερεργασίας ενώνει (συνδέει) την διπλή διάκριση. Σε όλους τους τρόπους παραγωγής μέχρι τώρα, η εργασία, δηλαδή η αύξηση του πληθυσμού, είναι η κύρια παραγωγική δύναμη (και θα παραμείνει για όσο δεν υπάρχει κάτι άλλο που θα αποκαλέσουμε παραγωγική δύναμη). Διακρίσεις φύλου και τάξης προϋποτίθενται στην έννοια της υπερεργασίας (όλα αυτά αναπτύχθηκαν στο πρώτο κεφάλαιο του κειμένου μας [δείτε το τεύχος TC 23]).

Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (κτπ) είναι ο πρώτος τρόπος παραγωγής που έχει πρόβλημα με την εργασία και την αύξηση του πληθυσμού. Άλλοι τρόποι παραγωγής είχαν, επίσης, προβλήματα με την αύξηση του πληθυσμού αλλά ήταν περιστασιακά προβλήματα ρύθμισης και όχι το συγκεκριμένο πρόβλημα μιας δυναμικής. Κανένας τρόπος παραγωγής πριν από τον καπιταλισμό δεν είχε μια δυναμική της δημιουργίας της εργασίας που είναι αναγκαία για την κατάργησή του.Η έμφυλη διάκριση σε αυτούς τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής μπορεί να είναι (εξαιρετικά) απαράδεκτη αλλά δεν είναι μια αντίφαση γιατί ορίζει για κάθε άτομο τις εγγενείς συνθήκες της ατομικότητάς του.

Για να γίνει η υπερεργασία ο τόπος [locus] μιας διπλής αντίφασης είναι, οπωσδήποτε, αναγκαίο είναι αναγκαίο να έχουμε τη διάκριση εργάτη και μη-εργάτη ως μια αντίφαση (κάτι που βρίσκουμε σε όλους τους τρόπους παραγωγής) αλλά είναι, επίσης, αναγκαίο να υπάρχει μια αντιφατική δυναμική μεταξύ πλεονάζουσας και αναγκαίας εργασίας, αντίφαση που εισάγεται μόνο από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Αυτή η αντιφατική δυναμική, που είναι η αντίφαση του κτπ, αλλάζει τη διάκριση ανάμεσα στα φύλα από κάτι εγγενές στο άτομο σε κάτι που έχει ενδεχομενικό και προβληματικό καθεστώς. Η αντίφαση εμφανίστηκε στον ίδιο τον πυρήνα της διάκρισης (σχετικά με την ‘εγγενή συνθήκη της ατομικότητας’ και μια ‘αντίφαση που εμφανίστηκε’, πβλ. Η Γερμανική Ιδεολογία). Η αντίφαση αυτή περιέχει εντός της τόσο την συνθήκη όσο και τις τροπικότητες της έκφρασής της (τον ‘λόγο’ της, την πρακτική της): την ενδεχομενικότητα των κοινωνικών καθορισμών για κάθε άτομο, την αφαίρεσή τους, την καθολικότητα/μοναδικότητά τους. Μια ενδεχομενικότητα για τον καθορισμό της τάξης, μια ενδεχομενικότητα για τον καθορισμό του φύλου. Δεν υπάρχουν πλέον αντικειμενικά άτομα (πβλ. Formen…). Το πιο κρίσιμο, όμως, είναι ότι η ενδεχομενικότητα αυτή δεν είναι η ίδια ενδεχομενική αλλά δομική, καθοριστική του ορισμού των ατόμων· είναι αναγκαία. Η ενδεχομενικότητα δεν αναφέρεται πίσω σε ένα άτομο, σε ένα πρόσωπο που ίσως ανήκει σε μια τάξη ή ένα φύλο ή όχι. Η ίδια η ενδεχομενικότητα δεν μπορεί να μην υπάρχει.

Αυτές οι ενδεχομενικότητες της διάκρισης φύλου και του προσδιορισμού της τάξης έχουν έναν ταυτόσημο λόγο ύπαρξης [raison d’être] (εδώ ο “λόγος ύπαρξης” δεν είναι συνώνυμος με το “περιεχόμενο”: ο λόγος ύπαρξης/raison d’être στον Χέγκελ είναι το έδαφος/θεμέλιο [fondement]· με άλλα λόγια, η ανακλαστικότητα της ουσίας του συγκεκριμένου [particulier] στο άλλο του· αυτό το άλλο είναι ο λόγος ύπαρξής του στον βαθμό που η μοναδικότητα ορίζεται από την διαφορά ανάμεσα στο ίδιο και στο σχεσιακό του άλλο: οπότε αυτό το άλλο είναι ο λόγος ύπαρξης).

Αυτός ο ταυτόσημος λόγος ύπαρξης (της διάκρισης του φύλου και της διάκρισης της τάξης) είναι η αντίφαση πλεονάζουσας και αναγκαίας εργασίας που θεμελιώνει/εγκαθιδρύει (διαμεσολαβεί το ένα μέσω του άλλου) την ενδεχομενικότητα του καθορισμού του φύλου και του καθορισμού της τάξης εξίσου (η εργασία ως η κύρια παραγωγική δύναμη· αύξηση του πληθυσμού). Σε αυτό το επίπεδο δεν μπορούμε να πούμε ακόμα ότι η ενδεχομενικότητα της ταξικής σχέσης είναι η δυναμική της έμφυλης σχέσης. Στην πραγματικότητα, στο σημείο αυτό, αυτά τα δύο είναι τόσο αξεδιάλυτα που είναι αδύνατο να χρησιμοποιήσει κανείς το ένα για να ορίσει χωρίς αυτό να είναι ταυτολογικό. Είναι ζήτημα του να τα “ξεχωρίσει” κανείς4.

Η υπερεργασία είναι η ουσία και η έννοια και των δύο διακρίσεων· η αντίφαση μεταξύ πλεονάζουσας και αναγκαίας εργασίας είναι η έννοια της ενδεχομενικότητάς τους. Είναι η θέση σε κίνηση αυτής της αντίφασης που, στον κτπ (τον μόνο τρόπο παραγωγής στον οποίον υπάρχει αυτή η αντίφαση), αποπλέκει/διαχωρίζει/αποσυνδέει την διπλή διάκριση τάξης και φύλου. Αυτή η αντίφαση (πλεονάζουσα/αναγκαία εργασία) είναι μια κινούμενη αντίφαση, περιέχει εντός της, ως αντίφαση, την αναγκαιότητα και την ικανότητα της ίδιας της αναπαραγωγής της.

Η μισθωτή εργασία είναι η μεσολάβηση μεταξύ της καθαρής υποκειμενικότητας της εργασίας (της μη-αντικειμενικότητας του εργάτη στον κτπ· της κατάστασης της έλλειψης “εφεδρειών”) και της συνθήκης και των μέσων της εργασίας ως αντικειμενικότητας. Η μισθωτή εργασία είναι η κατάργηση του διαχωρισμού εντός του διαχωρισμού, η κατάργηση της ενδεχομενικότητας εντός της ενδεχομενικότητας. Αλλά η κίνηση αυτή υπόκειται σε μια ουσιώδη συνθήκη: την ύπαρξη και αναπαραγωγή των έμφυλων διαφορών, και αυτό με δύο έννοιες.

Πρώτα απ’ όλα, η μισθωτή εργασία περιέχει εξ ορισμού, την δημιουργία, διαφοροποίηση και ιεράρχηση της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας, της παραγωγής και της αναπαραγωγής. Η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης είναι η ιδιωτική υπόθεση των εργατών. Αδιαπέραστη από την παραγωγική της πτυχή, περιλαμβάνει την αναπαραγωγή των σωμάτων των εργατών, τον έλεγχο [arraisonnement] των γυναικών και την ιδιωτικοποίησής τους (οι γυναίκες ως ατομική ιδιοκτησία/οι γυναίκες υποβιβαζόμενες στην ιδιωτική σφαίρα). Η μισθωτή εργασία προϋποθέτει την αναπαραγωγή ως ένα ιδιωτικό ζήτημα της φυλής των εργατών και την εξατομικευμένη ιδιοποίηση των γυναικών – με άλλα λόγια κάθε αρσενικός εργάτης αποκτά τη δικιά του. Αυτή η ιδιοποίηση τους καθορίζει εντός της ιδιωτικής σφαίρας. Ορίζοντας το φύλο κάτω από την έννοια της πλεονάζουσας εργασίας με τον πληθυσμό ως την κύρια παραγωγική δύναμη, το θηλυκό φύλο “προσδένεται” στην αναπαραγωγή. Από αυτή την άποψη το σώμα των μισθωτών είναι αρσενικό (θα χρειαστεί να επιστρέψουμε στην σημασία της συμμετοχής των γυναικών στη μισθωτή εργασία από την αρχή του καπιταλισμού).

Δεύτερον, η κίνηση της αντίφασης ανάμεσα στην πλεονάζουσα και την αναγκαία εργασία, ως μια αντίφαση σε εξέλιξη, συνεπάγεται την απόκρυψη της ενδεχομενικότητας της διαφοροποίησης των φύλων. Στην κινούμενη αντίφαση, αυτή η ενδεχομενικότητα υπάρχει για να μην υπάρχει: η εργασία ως εκμεταλλεύσιμη ύλη δημιουργεί μια διάκριση των φύλων, και ως τέτοια είναι η συγκαλυμένη βάση της αντίφασης μεταξύ πλεονάζουσας και αναγκαίας εργασίας. Είναι η σχετική αξία της σχέσης ανάμεσα στην πλεονάζουσα και την αναγκαία εργασία που είναι υπό διακύβευση (η μια περισσότερο η άλλη λιγότερο) και όχι η απόλυτη αξία (όχι συν ούτε πλην) αυτής της σχέσης: η εργασία ως παραγωγική δύναμη και εκμεταλλεύσιμη ύλη. Ως εκτούτου, αυτή η κίνηση προϋποθέτει την φυσικοποίηση της διάκρισης των φύλων. Από αυτή την οπτική, η αντίφαση σε εξέλιξη έχει την διάκριση των φύλων ως προϋπόθεση.

Από την θέση σε κίνηση της αντίφασης και από τα δύο αυτά σημεία, έπεται ότι η διάκριση των τάξεων και η ταξική πάλη δεν προκαλούν την διάκριση των φύλων ως ένα ενδεχομενικό φαινόμενο (ως μια αντιφατική φαινομενικότητα, δηλαδή με άλλα λόγια, ως μια ατυχή ή δυσάρεστη ατομικότητα).

Όχι μόνο αυτή η κίνηση κατηγορίζεται στην ύπαρξη της διάκρισης των φύλων, αλλά επίσης στην φυσικοποίησή της, της εξαφάνιση της ενδεχομενικότητάς της (στη Δύση, ήταν στον 16ο αιώνα που η σχέση των φύλων έφτασε να φυσικοποιηθεί ως μια ατομική ουσία αντί ενός συνόλου συμπεριφορών. Το αντικειμενικό άτομο δεν χρειάζεται να φυσικοποιηθεί· είναι πάντα ήδη καθορισμένο. Αυτό που το χαρακτηρίζει και το διακρίνει δεν είναι η ουσία του αλλά οι συμπεριφορές του. Η φυσικοποίηση, από την πλευρά της, είναι το συμπλήρωμα της αφαίρεσης και της καθολικότητας [universality]).

H έμφυλη σχέση είναι μια αντίφαση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες. Ως τέτοια, αυτή η αντίφαση είναι στην ταξική πάλη ενάντια στην ταξική πάλη. Σε μια ταξική κοινωνία, η διάκριση των φύλων συσκοτίζεται διαρκώς ως ένα κοινωνικό φαινόμενο· είναι η προϋπόθεση που φυσικοποιεί η ταξική κοινωνία. Η αντίφαση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες εξασφαλίζει την ύπαρξή της εντός της ταξικής πάλης εναντίον του εαυτού της, ακριβέστεεα εναντίον της συγκρουσιακής τους αναπαραγωγής. Ο προλετάριος (άντρας) που παλεύει ως τέτοιος ενάντια στο κεφάλαιο αναπαράγει στην προλεταριακή του πάλη την διάκριση των φύλων και την αντίφαση μεταξύ αντρών και γυναικών.

Αν μπορεί να ειπωθεί ότι η δυναμική της διάκρισης των φύλων είναι η ενδεχομενικότητα της ταξικής σχέσης, αυτό ισχύει μόνο στον βαθμό που αυτή είναι ευθέως/άμεσα αυτό που είναι: μια αντίφαση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες μόνο εκεί που υπάρχει η ενδεχομενικότητα της ταξικής συσχέτισης.

Η ιεραρχική και αντιφατική διάκριση των φύλων είναι η ενδεχομενικότητα της ταξικής συσχέτισης· η δεύτερη δεν υπάρχει πουθενά αλλού (μια ισότητα είναι πάντα αντιστρέψιμη, αλλά πάντα έχει έναν τρόπο να δηλώνει τον εαυτό τη εκεί που είναι πιο εκφραστική). Η ενδεχομενικότητα της ταξικής συσχέτισης που υπάρχει στην αντίφαση μεταξύ πλεονάζουσας και αναγκαίας εργασίας είναι ριζωμένη στο ίδιο το γεγονός ότι η εργασία είναι η κύρια παραγωγική δύναμη. Με την έμφυλη διάκριση, είναι η εργασία ως παραγωγική δύναμη και εκμεταλλεύσιμη ύλη που διακυβεύεται σε αυτή την αντίφαση – με άλλα λόγια, για να το θέσουμε απλά, η ιδιοποίηση των γυναικών από όλους τους άντρες (μισθωτούς και καπιταλιστές).

Υπό διακύβευση είναι η ίδια η σχέση που περιλαμβάνεται ως τέτοια, ως εργασία, ανάμεσα στην πλεονάζουσα και την αναγκαία εργασία και όχι η κίνηση της αντίφασης αυτής ως μια αντίφαση σε εξέλιξη. Αυτό που μετρά δεν είναι η θέση του κέρσορα αλλά το αντικείμενο στο οποίο ο κέρσορας εφαρμόζεται και χωρίς το οποίο ο κέρσορας δεν θα υπήρχε.

Στη ροή της ιστορίας, η αντίφαση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες λαμβάνει το εισιτήριό της από την ταξική πάλη: η Αγγλική Επανάσταση, 1789, 1830, 1848, ο αναρχισμός στην αλλαγή του αιώνα, η περίοδος μετά το 1968, (σύμφωνα με την Joan Scott [Only Paradoxes to Offer], η ιστορία του φεμινισμού μοιάζει με ψευδαίσθηση). Χρειάζεται μια συγκεκριμένη πίεση στην ταξική πάλη (ο όρος “πίεση” είναι ασαφής και χρησιμοποιείται εδώ μόνο ενθυμητικά/evocatively – τα κριτήρια θα έπρεπε να καθοριστούν) ώστε η φυσικοποίηση της διάκρισης των φύλων που η ταξική πάλη δεν προϋποθέτει πλέον να λαμβάνεται ως δεδομένη (αυτό το “δεν λαμβάνεται πλέον ως δεδομένη” είναι ένα κριτήριο για την πίεση αυτή). Αλλά τότε, σε αυτή την περίπτωση, η συγκεκριμένη δυναμική της διάκρισης των φύλων εμφανίζεται να πηγαίνει κόντρα/buck στην πορεία της ταξικής πάλης, όσο “ριζική” και “βίαιη” και αν είναι. Και το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ.

Η ταξική πάλη είναι ένα παιχνίδι που θα είχε πάντα τον ίδιο νικητή αν δεν συνέβαινε να κουβαλά μαζί του την κατάργηση των ίδιων των κανόνων του (πβλ. TC 20 και την περίληψη: “De la contradiction entre le prolétariat et le capital à la production du communisme5”): η εκμετάλλευση είναι μια αντίφαση καθεαυτή. “Είναι το αντικείμενο ως μια ολότητα, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, που είναι σε αντίφαση με τον εαυτό του στην αντίφαση των στοιχείων του είναι για κάθε ένα στοιχείο μια αυτο-αντίφαση, αφού το άλλο είναι το δικό του άλλο”.

Αλλά το περιεχόμενο και η λύση αυτής της αυτο-αντίφασης ως μιας αντίφασης μεταξύ τάξεων είναι η προβληματική ανάδυση της διάκρισης των φύλων και της αντίφασης μεταξύ αντρών και γυναικών. Η αντίφαση αυτή φτάνει στην καρδιά της ταξικής πάλης ως μια επιβαλλόμενη και, πάνω απ’ όλα, συγκεκριμένη παρουσία.

Η Paola Tabet (L’Arraisonnement des femmes, “Η σύλληψη των γυναικών”), δείχνει ότι η “αναπαραγωγή είναι το έδαφος πάνω στο οποίο βασίζονται οι κοινωνικές σχέσεις της σεξουαλικότητας”. Είναι το έδαφος, η ουσία και η δυναμική της αντίθεσης μεταξύ αντρών και γυναικών που μπορεί να αναπτυχθεί ως τέτοια, για τον εαυτό της, μαζί με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Η δυναμική της, στην σφαίρα της αναπαραγωγής, είναι η εργασία στον κτπ (πάντα αναγκαία, πάντα πλεονάζουσα). Η αντίθεση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες δεν μπορεί να “ενδιπλωθεί” στην ταξική πάλη, αλλά η σύζευξη αυτών των δύο δεν είναι τυχαία, ούτε θεωρητικά ούτε ως ένα σύνολο ιστορικών συμβάντων.

Στην αντίθεσή του με το κεφάλαιο, το προλεταριάτο είναι σε αντίθεση με τον εαυτό του και αυτή η αυτο-αντίφαση μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και στους αγώνες του, στην δράση του ως τάξη, με άλλα λόγια, ως μια υστέρηση/καθυστέρηση/χάσμα [écart] εντός του ορίου (της δράσης του ως τάξης). Αλλά στην πορεία των ταξικών αγώνων, η αντίθεση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες είναι αυτό που επιτρέπει την διάσχιση του ορίου/συνόρου, επειδή το συγκεκριμένο έδαφός του είναι η αναπαραγωγή (μαζί με οτιδήποτε άλλο συνιστά αυτό το έδαφος: ιδιαίτερα τον διαχωρισμό ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, που είναι απαραίτητα υπό αμφισβήτηση) έτσι ώστε να μην είναι πλέον ζήτημα απλά μιας πάλης μεταξύ των τάξεων αλλά της ίδιας της ύπαρξής τους όταν αυτό που εμφανίζεται είναι η εργασία η ίδια ως παραγωγική δύναμη, και η εμφάνιση της εργασίας ως παραγωγικής δύναμης εγκαθιδρύει την ενδεχομενικότητα του ταξικού προσδιορισμού.

Λαϊκές επαναστάσεις (η Αγγλική Επανάσταση, η Γαλλική Επανάσταση, η διπλής-τάσης επαναστάσεις [πβλ. Μαρξ: the New Rhenish Gazette· Τρότσκυ: Η Διαρκής Επανάσταση· Guerin: Les Luttes de classes sous la Premiere Republique, “Οι ταξικοί αγώνες κατά τη διάρκεια της Πρώτης Δημοκρατίας] ή οι εργατικές επαναστάσεις σημαδεύουν πάντα μια επιστροφή εντός των ορίων “βάζοντας τις γυναίκες στη θέση τους”.

Αυτή η σύνδεση δεν είναι τυχαίο για τους λόγους που έχουμε ήδη δώσει, αλλά δεν είναι ούτε αναγκαία, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Η αντίθεση μεταξύ αντρών και γυναικών χρειάζεται να επιβεβαιώσει τον εαυτό της εντός και κυρίως εναντίον της ταξικής πάλης (το ανακλαστικό παιχνίδι των αντιμαχόμενων τάξεων). Το προλεταριάτο πρέπει να βρει έναν τρόπο, στους αγώνες του ως τάξη (όριο), εναντίον του κεφαλαίου, να αμφισβητήσει τον εαυτό του, ώστε να επηρεαστεί από αυτή την αντίθεση μεταξύ αντρών και γυναικών. Με άλλα λόγια για να αποκτήσει νόημα αυτή η σύνδεση και για τις δυο αντιθέσεις που συζητάμε.

Αυτό πρέπει να αφορούν οι αγώνες.

Παρ’ όλα αυτά ένας αγώνας γυναικών, ακόμα και όταν θέτει συνηθισμένα αιτήματα που τα ίδια δεν είναι ιδιαίτερα “φεμινιστικά” (μισθοί, εργασιακές συνθήκες, απολύσεις…) δεν είναι ποτέ απλά ένας αγώνας ή μια απεργία, αλλά πάντα ένας αγώνας ή μια απεργία από γυναίκες. Στην πραγματικότητα, η αντίθεση μεταξύ αντρών και γυναικών δεν είναι ποτέ απούσα, είτε τίθεται ως τέτοια ή εμφανίζεται απλά στη θεματική. Όλα τα γυναικεία κινήματα βάζουν στο τραπέζι (ή απλά κάνουν εμφανές) το ζήτημα του διαχωρισμού της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας (το να αμφισβήτησουν τον διαχωρισμό τους σημαίνει να αμφισβητήσουν την ίδια την ύπαρξη των σφαιρών αυτών, που δεν είναι τίποτα αν δεν είναι διαχωρισμένες) που συνιστά τη μισθωτή σχέση· το ζήτημα συντήρησης, της αλληλεγγύης και της μη παραγωγικής-αναπαραγωγικής εργασίας, με άλλα λόγια, την οργάνωση της ζωής παρά την ανταλλαγή· το ζήτημα της σεξουαλικότητας (μια υποτιθέμενη δημόσια εμφάνιση συνδέεται πάντοτε με μια αποκλίνουσα σεξουαλικότητα)· και τέλος την ευχαρίστηση να βρίσκονται μαζί όχι μόνο ως εργάτριες ή εργαζόμενες αλλά ως γυναίκες.

Ακόμα και η συμμετοχή των συζύγων, των συντρόφων, των μητέρων, των αδελφών κ.λπ στους αγώνες των (αντρών) εργατών αλλάζει ριζικά το περιεχόμενο και το εύρος αυτών των αγώνων (ο μακρόχρονος αγώνας των Άγγλων ανθρακωρύχων δεν είναι κατανοητός χωρίς αυτόν τον παράγοντα).

Είτε στους δικούς τους αγώνες είτε σε αυτούς των (αντρών) εργατών, όταν παρεμβαίνουν οι γυναίκες, ακόμα και στην άμεση έκφραση συνηθισμένων αιτημάτων, μια διαφορετική διάσταση, κάτι άλλο από το ανακλαστικό παιχνίδι μεταξύ των τάξεων, εμφανίζεται πάντα.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από την αγγλική απόδοση στο http://libcom.org/library/gender-class-dynamic-theorie-communiste.

2 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης. Έχει ληφθεί από την μπροσούρα του 2011 από τις εκδόσεις Petroleuse Press. Αρχικά δημοσιευμένο ως προσάρτημα στο άρθρο Gender distinction, programmatism and communisation (“Έμφυλη διάκριση, προγραμματισμός και κομμουνιστικοποίηση) στο τεύχος 23 του περιοδικού Theorie Communiste (TC 23).

3 Στμ. Στην αγγλική μετάφραση: hinge on.

4 Στμ. Στην αγγλική μετάφραση: It’s a matter of teasing them apart.

5 Στμ. “Από την αντίφαση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο στην παραγωγή του κομμουνισμού”.

Σύντροφοι, αλλά γυναίκες

Théorie Communiste1,2

H TC για τις αντιφάσεις μεταξύ της ταξικής πάλης και της κατάργησης του φύλου.

 

H επανάσταση ως κατάργηση της τάξης και του φύλου εγείρει συγκεκριμένα ερωτήματα και προβλήματα που προσιδιάζουν στην σύνδεση μεταξύ ταξικής και γυναικείας πάλης. Ένα από τα προβλήματα που τίθενται για μας είναι ότι το αφετηριακό σημείο για το παρόν κείμενο, που τοποθετείται εντός ενός εν εξελίξει σχεδίου που έχει δει αρκετές αναθεωρήσεις και προχωρήματα, είναι η αναγκαιότητα της κατάργησης του φύλου στην επανάσταση νοούμενης ως κομμουνιστικοποίησης. Συνεπώς, οδηγούμαστε να διερευνήσουμε το ζήτημα της συνάρθρωσης μεταξύ των ταξικών αγώνων και των αγώνων των γυναικών, μεταξύ της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της αντρικής κυριαρχίας, μεταξύ του φεμινισμού και του προγραμματισμού….

Επομένως το σημείο αφετηρίας αυτού του κειμένου δεν τοποθετείται στους παρόντες αγώνες ή στην δομή της σχέσης όπως αυτή φανερώνεται σ’ αυτούς.

Τώρα, αν κανείς αποδεχτεί ότι η κατάργηση των φύλων θα είναι μια επανάσταση μέσα στην επανάσταση, αυτό προϋποθέτει μια συγκεκριμένη δυναμική που δεν υπάγεται σε αυτήν της ταξικής πάλης ακόμα και όταν η τελευταία στρέφεται ενάντια στον εαυτό της. Επιπλέον, αν μιλά κανείς για την συγκεκριμένη δυναμική στην εξέλιξη της επανάστασης, υπάρχει ήδη σήμετα μια συγκεκριμένη δυναμική της έμφυλης σχέσης που δεν ανάγεται στην ταξική σχέση. Για να μιλήσουμε για συγκεκριμένη δυναμική θα πρέπει να μιλήσουμε για συγκεκριμένη αντίθεση, γιατί μια απλή σχέση ανταγωνισμού δεν εμπεριέχει οποιαδήποτε δυναμική. Συνεπώς, πρόκειται για την δυνατότητα να σκεφθούμε μια επανάσταση μέσα στην επανάσταση, μια αντίφαση μέσα στην αντίφαση. Όμως, το να συμπεριλάβουμε ένα στοιχείο μόνο εντός ενός άλλου στοιχείου είναι προβληματικό. Οι παγίδες και οι δυσκολίες είναι αναρίθμητες. Μπορούμε να το δούμε αυτό στην πρόσφατη ιστορία των σχέσεων μεταξύ φεμινισμού και προγραμματισμού. Πραγματικά, στο πλαίσιο του προγραμματισμού, υπάρχουν χονδρικά δυο πιθανότητες για τις γυναίκες που έρχονται αντιμέτωπες με αυτό το ζήτημα είτε στους αγώνες είτε στη θεωρία:

  • Αν οι γυναίκες υποθέσουν την εκμετάλλευσή τους ως μια έκφραση/άρθρωση της ταξικής πάλης, τότε η έμφυλη σχέση εξαφανίζεται τόσο στην πρακτική όσο και στη θεωρία. Με άλλα λόγια, η κατηγορία “γυναίκα” απορροφάται και καθίσταται αόρατη από την ταξική πάλη. Αυτή η προσέγγιση προσποιείται ότι αντιμετωπίζει το ζήτημα, αλλά το κάνει μόνο για να το εξαφανίσει (αυτό είναι ένα από τα αδιέξοδα της τάσης της “ταξικής πάλης” εντός του φεμινισμού).

  • Αν οι γυναίκες που βάζουν το ζήτημα αναγκαστούν, για να αποφύγουν την πρώτη λύση που μόλις παρουσιάσαμε, να υποθέσουν την ύπαρξη ενός ειδικού τρόπου εκμετάλλευσης ανεξάρτητα από την καπιταλιστική σχέση εκμετάλλευσης, αυτό το κάνουν για να επιτρέψουν ένα προχώρημα εντός των συγκεκριμένων κατηγοριών και διαδικασιών της έμφυλης σχέσης. Αυτή είναι η συνεισφορά των “επαναστατριών φεμινιστριών” που οικοδόμησαν την έννοια της οικιακής εργασίας και που μιλούν για την κατάργηση αντρών και γυναικών. Αυτή η συνεισφορά είναι η βάση πάνω στην οποία μπορέσαμε να αναλάβουμε το συγκεκριμένο έργο. Όμως, και παρά το διακύβευμα, έχουμε επίγνωση ότι είναι δύσκολο και τεχνητό να διατηρήσουμε έναν διαχωρισμό, να σκεφτόμαστε την κατηγορία της γυναίκας και την κατηγορία του προλεταριάτου ως ανεξάρτητες, γιατί στην πραγματική ζωή κάποια είναι ταυτόχρονα και τα δύο.

Αν θέτουμε το ζήτημα της δυναμικής, είναι επειδή σε συγκεκριμένους αγώνες όπου οι γυναίκες θέτουν το ζήτημα της έμφυλης σχέσης, βλέπουμε αμέσως ότι πρέπει τότε να αντιμετωπίσουν τους άντρες συντρόφους τους στον αγώνα αυτό, όπως για παράδειγμα στο κίνημα των πικετέρος στην Αργεντινή. Τον Αύγουστο του 2005 σχηματίστηκε το Movimiento de mujeres desocupadas (Κίνημα των Ανέργων Γυναικών, MMD) από το Tartagal, και αυτές οι γυναίκες ήθελαν να παλέψουν “μόνες” τους επειδή “αν και ήταν η πλειοψηφία στις οργανώσεις των πικετέρος, δεν ήταν η πλειοψηφία στα αποφασιστικά σώματα των οργανώσεων αυτών” ((Bruno Astarian: “Le mouvement des piqueteros – Argentine 1994–20063, μπροσούρα του Échanges4). O Bruno Astarian προσθέτει: “και όταν τα οφέλη του κινήματος μοιράστηκαν, οι γυναίκες ήταν μάλλον αδικημένες”. Συμπεραίνει, όμως:

“Προς το παρόν, αυτά είναι όλα όσα ξέρουμε για το κίνημα MMD του Tartagal. Αλλά δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς περισσότερα για να καταλάβει ότι η δημιουργία του σηματοδοτεί μια οπισθοδρόμηση στο γενικότερο κίνημα. Ο διαχωρισμός του αγώνα των ανέργων γυναικών από αυτόν των ανέργων αντρών, όπως κάθε διαχωρισμός που θεμελιώνεται στη φυλή, την ηλικία, την εθνικότητα κ.λπ., πάει ενάντια στην κατάργηση των κατηγοριών της καπιταλιστικής κοινωνίας, κατηγορίες που έχουμε δει να υπονομεύονται σε πιο έντονες φάσεις του αγώνα” (ibid.)

Δεν ξέρουμε ποιο είδος ρόλου ή θέση θα μπορούσαν να αποκτήσουν οι ομάδες γυναικών στην καρδιά αυτών των αγώνων, αλλά μια κριτική που βλέπει την εμφάνισή τους να είναι ένα απλό σημάδι οπισθοδρόμησης και της διαίρεσης του κινήματος, όπως θα καταλαβαίναμε την “εθνικότητα”, δεν είναι τίποτα άλλο από μια ηχώ της κλασσικής ιδέας του προγραμματισμού.

Συνάγουμε, επομένως, ότι εντός της έμφυλης σχέσης και της κατάστασης των γυναικών, υπάρχει κάτι που αντίκειται στην ταξική πάλη και το οποίο έχει ένα πολύ συγκεκριμένο αποτέλεσμα: όταν οι γυναίκες αγωνίζονται, είτε στην ιδιωτική είτε στην δημόσια σφαίρα, όταν επιτίθενται στην ίδια την ύπαρξη αυτών των σφαιρών, που συνίσταται ακριβώς στον διαχωρισμό τους σε ιδιωτική και δημόσια, πρέπει να αντιμετωπίσουν τους άντρες συντρόφους τους, στον βαθμό που αυτοί είναι άντρες και στον βαθμό που είναι σύντροφοί τους. Και αυτές είναι συντρόφισσες των αντρών, αλλά είναι γυναίκες.

Τέλος, αφού τα έχουμε συνυπολογίσει όλα αυτά, η σημασία του προσδιορισμού της συγκεκριμένης δυναμικής της έμφυλης σχέσης έγκειται στο ότι τότε θα είμαστε ικανοί να σκεφτούμε πώς και γιατί οι μελλοντικές πρώην-γυναίκες – που από τις ίδιες τους τις πράξεις βάζουν την ανγκαιότητα της κατάργησης του φύλου, εξαιτίας της θέσης τους στην αντιφατική σχέση άντρας/γυναίκα – θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τους μελλοντικούς πρώην-άντρες στην πορεία της επανάστασης για να ξεπεράσουν αυτή τη διαίρεση.

1 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης. Έχει ληφθεί από την μπροσούρα του 2011 από τις εκδόσεις Petroleuse Press. Αρχικά δημοσιευμένο ως προσάρτημα στο άρθρο Gender distinction, programmatism and communisation (“Έμφυλη διάκριση, προγραμματισμός και κομμουνιστικοποίηση”) στο τεύχος 23 του περιοδικού Theorie Communiste (TC 23).

2 Στμ. Μεταφρασμένο από την αγγλική απόδοση στο http://libcom.org/library/comrades-women-theorie-communiste.

3 Στμ. Bruno Astarian: “Το κίνημα των πικετέρος – Αργεντινή 1994-2006”.

4 Στμ. Échanges (Échanges et Movement), όνομα ενός δικτύου που σχηματίστηκε το 1975 από μέλη διαφόρων ομάδων: κάποια πρώην μέλη της αγγλικής ομάδας Solidarity, μέλη της ομάδας Informations et Correspondances Ouvrières (Εργατικά Νέα και Ανταποκρίσεις, ICO), η οποία προήλθε από την ομάδα Informations Liaisons Ouvrières (ILO) των Λεφόρ και Ανρί Σιμόν το 1958 μετά την αποχώρησή τους από την ομάδα “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα”, μέλη της ολλανδικής ομάδας συμβουλιακών κομμουνιστών «Daad en Gedachte», μέλη της μικρής βελγικής ομάδας ακτιβιστών που εξέδιδε την εφημερίδα “Liaisons”. Εκτός από την τριμηνιαία επιθεώρηση Échanges, το δίκτυο εκδίδει και διανέμει δωρεάν και το δελτίο “Dans le Monde une Classe en Lutte” (“Μέσα στον Κόσμο, μια Τάξη σε Πάλη” ή σε πιο ελεύθερη απόδοση: “Η Ταξική Πάλη στον Κόσμο”). Ανάμεσα στους συγγραφείς του δικτύου ξεχωρίζουν οι Ngô Văn, Henri Simon κ.ά.

Κρίση Ταυτότητας

του Salar Mohandesi1

Το κόψιμο του αδιαμεσολάβητου συνδέσμου μεταξύ ταυτότητας και πολιτικής σημαίνει την εγκατάλειψη της ψευδαίσθησης ότι οι άνθρωποι θα προσχωρήσουν αναπόφευκτα σε ριζοσπαστικές πολιτικές – ή άλλοι σε αντιδραστικές πολιτικές – απλά εξαιτίας της ταυτότητάς τους. Αυτό κατά κανόνα κάνει το έργο μας πιο δύσκολο. Αλλά το κουράγιο να ξεφύγουμε από αυτή την ιδεολογία θα ανοίξει ξανά τον χώρο για πολιτική στρατηγική, επιτρέποντάς μας να εφεύρουμε μια καινούρια, ιστορικά κατάλληλη λύση στο πρόβλημα της ενότητας. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να πολεμήσουμε αποτελεσματικά την πολιτική ταυτοτήτων των ιδεολόγων του Δημοκρατικού Κόμματος όπως η Palmieri, παραμένοντας πιστοί στο χειραφετητικό πνεύμα της Κολλεκτίβας του ποταμού Combahee.

Το απόγευμα της 1ης Ιουνίου του 1863, η Harriet Tubman οδήγησε μια επιδρομή παρανόμων στις όχθες του ποταμού Combahee, κοντά στο Beaufort στη Νότια Καρολίνα, απελευθερώνοντας περισσότερους από 750 σκλάβους. Έναν αιώνα αργότερα, μια ομάδα μαύρων φεμινιστριών διοχέτευσαν αυτή την συλλογική πράξη χειραφέτησης για να εφεύρουν μια καινούρια πολιτική για την εποχή τους. Ονομάστηκαν “Κολλεκτίβα του Ποταμού Combahee” (Combahee River Collective).

Όντας, αρχικά, παράρτημα της Εθνικής Οργάνωσης Μαύρων Φεμινιστριών (National Black Feminist Organization) στη Βοστώνη, η Κολλεκτίβα ξεκίνησε με τέσσερις μαύρες γυναίκες που μαζεύονταν σε ένα καθιστικό για να συζητήσουν πώς έφτασαν να εμπλακούν με τη ριζοσπαστική πολιτική. Και οι τέσσερις είχαν πάρει το βάπτισμα του πυρός2 στο αντιπολεμικό κίνημα, στο κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων, στο κίνημα της Μαύρης Ισχύος3 ή σε κινήματα γυναικείας χειραφέτησης της προηγούμενης δεκαετίας. Παρ’ όλο που τα κινήματα αυτά πολέμησαν ασταμάτητα για μεγαλύτερη συμμετοχικότητα χωρίς αποκλεισμούς, την διεύρυνση του νοήματος της απελευθέρωσης, οι γυναίκες αυτές είχαν αρχίσει, σταδιακά, να απογοητεύονται με τον επίμονο σεξισμό του μαύρου εθνικισμού και τη συνεχιζόμενη κυριαρχία των λευκών γυναικών στο φεμινιστικό κίνημα. Αν τα κινήματα χειραφέτησης των μαύρων και των γυναικών είχαν εγείρει μια εσωτερική κριτική της σοσιαλιστικής πολιτικής τη δεκαετία του 1960, αυτός ο “λόχος” μαύρων γυναικών έβαλε σκοπό της να κάνει το ίδιο γι’ αυτά τα κινήματα.

Αντλώντας από τη φεμινιστική πρακτική της συνειδητοποίησης4, την εφάρμοσαν εξερευνώντας τις δικές τους εμπειρίες ως μαύρες λεσβίες που αντιμετώπιζαν όχι μόνο μία αλλά πολλαπλές μορφές καταπίεσης. Όπως εξηγούσαν στην περίφημη δήλωσή τους το 1977:

Μια πολιτική συνεισφορά, που αισθανόμαστε ότι έχουμε κάνει ήδη, είναι η επέκταση της φεμινιστικής αρχής ότι το προσωπικό είναι πολιτικό. Στις συνεδρίες συνειδητοποίησης, για παράδειγμα, έχουμε, με πολλούς τρόπους, προχωρήσει πέρα από τις αποκαλύψεις των λευκών γυναικών επειδή καταπιανόμαστε με τις συνέπειες όχι μόνο του φύλου αλλά και της φυλής και της τάξης.

Συνέχισαν, κάνοντας, πιθανόν για πρώτη φορά, χρήση του όρου “πολιτική ταυτοτήτων”:

Αυτή η εστίασή μας στην ίδια την καταπίεσή μας, ενσαρκώνεται στην έννοια της πολιτικής ταυτοτήτων. Πιστεύουμε ότι η βαθύτερη και, δυνητικά, πιο ριζοσπαστική πολιτική έρχεται απευθείας από την ίδια τη δική μας ταυτότητα, σε αντίθεση με το να δουλεύουμε για να βάλουμε τέλος στην καταπίεση κάποιου άλλου. Στην περίπτωση των μαύρων γυναικών αυτή είναι μια ιδιαίτερα απεχθής, επικίνδυνη, απειλητική και, ως εκ τούτου, επαναστατική ιδέα, επειδή είναι φανερό, κοιτώντας σε όλα τα πολιτικά κινήματα που προηγούνται από μας, ότι οποιοσδήποτε άλλος από εμάς αξίζει να περισσότερο να απελευθερωθεί.

Αν και κριτική απέναντί στα υπάρχοντα κινήματα, ο στόχος της Κολλεκτίβας δεν ήταν η απόρριψη της σοσιαλιστικής πολιτικής. Αντίθετα, επιμένοντας στην αυτονομία τους, στις κοινές εμπειρίες τους και στην ασυμβίβαστη προσήλωσή τους στην απελευθέρωση από κάθε μορφή καταπίεσης, η Κολλεκτίβα του ποταμού Combahee ήλπιζε να εμβαθύνει τον σοσιαλισμό, αναδεικνύοντας στο προσκήνιο τα συμφέροντα, τις επιθυμίες και τους αγώνες όλων των καταπιεσμένων ομάδων, ιδιαίτερα των πιο περιθωριοποιημένων. “Είμαστε σοσιαλίστριες” ανακοινώνουν οι συγγραφείς της διακήρυξης. “Δεν πιστεύουμε όμως ότι μια σοσιαλιστική επανάσταση που δεν είναι επίσης μια φεμινιστική και αντιρατσιστική επανάσταση θα εγγυηθεί την απελευθέρωσή μας”.

Στη διάρκεια των δεκαετιών που ακολούθησαν, αυτές οι ενοράσεις κωδικοποιήθηκαν σε αυτό που τώρα καταλαβαίνουμε ως “πολιτική ταυτοτήτων”. Στην πορεία, όμως, ό,τι ξεκίνησε ως μια υπόσχεση για το ξεπέρασμα κάποιων ορίων του σοσιαλισμού στο χτίσιμο μιας πλουσιότερης, πιο ποικιλόμορφης και εμπεριεκτικής σοσιαλιστικής πολιτικής, έκανε δυνατό κάτι πολύ διαφορετικό. Το ρίζωμα της πολιτικής δράσης στην ταυτότητα των υποκειμένων προσέφερε μια πολλά υποσχόμενη απάντηση στο πιο πιεστικό πολιτικό πρόβλημα της εποχής, αλλά άφησε ανοιχτό και ένα άνοιγμα που σύντομα θα το εκμεταλλεύονταν άνθρωποι με διαμετρικά αντίθετη πολιτική από αυτήν της Κολλεκτίβας του ποταμού Combahee.

Αυτή η στρατηγική εμφανίστηκε πρόσφατα όταν η Jennifer Palmieri, πρώην διευθύντρια επικοινωνίας της Χίλαρυ Κλίντον, προσπάθησε να εξηγήσει την έκρηξη των διαμαρτυριών εναντίον του Τραμπ μετά την ορκωμοσία του. “Κάνετε λάθος να κοιτάτε όλα αυτά τα πλήθη και να σκέφτεστε πως αυτό σημαίνει ότι όλοι θέλουν 15 δολλάρια ωρομίσθιο”, είπε σε μια εμφάνισή της στο δίκτυο MSNBC τον Φεβρουάριο. “Μην υποθέτετε ότι η απάντηση στα μεγάλα πλήθη είναι η μετατόπιση της πολιτικής στα αριστερά…Από την πλευρά μας, όλα έχουν να κάνουν, τώρα, με την ταυτότητα”.

Στα χέρια της Palmieri, η πολιτική ταυτοτήτων δεν σηματοδοτεί, πλέον, την πάλη ενάντια σε αλληλένδετες μορφές καταπίεσης, αλλά αντιπαρατίθεται στην πάλη εναντίον της εκμετάλλευσης, στον αγώνα για τη βελτίωση της ζωής των εργατών, ανεξάρτητα από το φύλο, την φυλή, την σεξουαλικότητα ή την ιθαγένεια. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η πολιτική δεν έχει να κάνει με την αλλαγή του κόσμου αλλά με την επιλογή σου, ως καταναλωτής, στην διαμόρφωση μιας ταυτότητας:

Γυναίκες που απορρίπτουν τα [καταστήματα] Nordstrom και Neiman Marcus5 λένε ότι αυτό σημαίνει ισχύ γι’ αυτές. Δεν με παίρνει στα σοβαρά ο Ντόναλντ Τραμπ, ωραία λοιπόν θα σας δείξω την αξία και την δύναμή μου και νομίζω ότι είναι η δική μας εκδοχή της πολιτικής ταυτοτήτων στην αριστερά που είναι περισσότερο ενδυναμωτική…

Μακράν του να βοηθά στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, η πολιτική ταυτοτήτων αυτού του είδους χρησιμοποιείται τώρα ρητά από το Δημοκρατικό Κόμμα για να “κρατηθεί στα πράγματα”. Στο πλαίσιο αυτό είναι κατανοητό ότι πολλοί έχουν φτάσει να στηλιτεύουν την πολιτική ταυτοτήτων ως ένα εμπόδιο στη σοσιαλιστική ενότητα. Ξεχνώντας τις ρίζες της πολιτικής αυτής στα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα, πολλοί επικριτές έχουν φτάσει λανθασμένα στο σημείο να την βλέπουν ως εντελώς ξένη προς τον σοσιαλισμό, προχωρώντας στη αποκήρυξη όλων των μαχητικών υποστηρικτών της – συμπεριλαμβανομένων άλλων σοσιαλιστών – με μια σφοδρότητα που οι περισσότεροι από μας επιφυλάσσουμε μόνο για τους πιο απεχθείς εχθρούς μας.

Κάνοντας τα πράγματα ακόμα χειρότερα, οι περισσότεροι από τους επικριτές αυτούς, αντί να προσφέρουν μια θετική εναλλακτική, ξαναζωντανεύουν τετριμμένες διατυπώσεις, επισείοντας άκριτα λέξεις όπως “η τάξη”, χωρίς να προσπαθούν να λάβουν υπόψιν τους τις εύλογες ανάγκες πολλών ριζοσπαστών που έχουν φτάσει να συντάσσονται πίσω από κάποια μορφή πολιτικής ταυτοτήτων. Το ελάττωμα αυτών των κριτικών είναι η έλλειψη αναγνώρισης των χειραφετητικών αφετηριών της πολιτικής ταυτοτήτων και των ιστορικών περιστάσεων από τις οποίες αναδύθηκε. Για να προχωρήσουμε μπροστά, θα πρέπει να ανιχνεύσουμε πώς η χειραφετητική πολιτική της Κολλεκτίβας Combahee River οδήγησε στις αντιδραστικές ασυναρτησίες δημοσιογραφίσκων όπως η Jennifer Palmieri.

Εμπλουτίζοντας τον Σοσιαλισμό

Στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, οι Αμερικάνοι σοσιαλιστές βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα τεράστιο φάσμα διαφορών. Συνάντησαν τους μισθωτούς εργάτες και τους άνεργους, τους ειδικευμένους τεχνίτες και τους μαγαζάτορες, τους κολλίγες και τους αγρότες. Ήρθαν αντιμέτωποι με διαφορές στην ηλικία, το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, την εθνικότητα και την ιθαγένεια. Ανακάλυψαν τεράστιες περιφερειακές διαφοροποιήσεις, ανάμεσα στον Νότο και τον Βορρά, την πόλη και την ύπαιθρο, την ηπειρωτική χώρα και τις αποικίες, οι οποίες εκτείνονταν, μέσω των περιοχών των Ινδιάνων, από το Πουέρτο Ρίκο μέχρι τις Φιλιππίνες. Για να προχωρήσουν έπρεπε να επιλύσουν μια τεράστια στρατηγική πρόκληση: πώς να ενοποιήσουν όλες αυτές τις αποκλίνουσες κοινωνικές δυνάμεις σε ένα μοναδικό κίνημα;

Από πολλές απόψεις, η ιστορία του σοσιαλισμού σ’ αυτή τη χώρα μπορεί να ειδωθεί ως μια ακολουθία πολιτικών πειραμάτων σχεδιασμένων για να λύσουν αυτό το πρόβλημα, του οποίου οι όροι έχουν αναμφισβήτητα αλλάξει, αλλά οι παράμετροι και τα διακυβεύματά του δεν έπαψαν ποτέ να απασχολούν τους σοσιαλιστές. Αυτό δεν συνεπάγεται, με κανέναν τρόπο, μια γραμμική ιστορία. Η οργάνωση των σοσιαλιστών ήταν ιδιαίτερα άνιση, με αναποδιές και αδιέξοδα να ελλοχεύουν σε κάθε γωνιά. Όταν ήταν εφικτές κάποιες σημαντικές τομές, αυτό συχνά συνέβαινε μέσα από άλματα, που περιελάμβαναν ριζοσπαστικές, συνταρακτικές ρήξεις με επί μακρόν κρατούσες ιδέες.

Η πιο επίμονη από αυτές τις κληρονομημένες ιδέες, και αυτή που η πολιτική των ταυτοτήτων θα έφτανε να ορίσει ως απέναντί της, ήταν ο ταξικός αναγωγισμός: η ιδέα ότι οι ιδιαίτερες πολιτικές απαιτήσεις ενός συγκεκριμένου τύπου ειδικευμένων, αρσενικών και, συχνά, λευκών βιομηχανικών εργατών στην καπιταλιστική ενδοχώρα μπορούσαν να αντιπροσωπεύσουν τους αγώνες όλων των άλλων, παράγοντας υποτίθεται μια ενότητα από τα πάνω. Φυσικά, ενώ αυτός ο αναγωγισμός ήταν συχνά μέρος μιας σοσιαλιστικής σκέψης, σπάνια ήταν μέρος όντως μιας σοσιαλιστικής πρακτικής – και όταν ήταν, έθετε σοβαρά σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των σοσιαλιστικών οργανώσεων. Γι’ αυτόν τον λόγο, σοσιαλιστές που σκέφονταν πιο προωθημένα, αμφισβήτησαν συχνά αυτή την ιδεολογία, η οποία αντιμετώπισε το πιο σοβαρό πλήγμα από ένα κύμα νέων αγώνων στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Αυτά τα κινήματα άνοιξαν ορίζοντες για την θεωρητικοποίηση της ενότητας μεταξύ κοινωνικών δυνάμεων λαμβάνοντας, όμως, ταυτόχρονα υπόψιν τους ιδιαίτερους αγώνες, ανάγκες και συμφέροντα.

Εκείνες τις δεκεατίες, ένας κύκλος εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων διεύρυνε τον διεθνιστικό ορίζοντα του σοσιαλισμού. Αν και οι σοσιαλιστές είχαν πάντα ψηλά τη σημαία του διεθνισμού, το βάθος αυτής της δέσμευσης ήταν χειρότερο απ’ ό,τι θα ήθελε κανείς. Αν και η υποστήριξη των αγώνων σε άλλες χώρες, ιδιαίτερα στην Πολωνία, διαμόρφωσε τη βάση για την Διεθνή Ένωση Εργατών (την Πρώτη Διεθνή, International Workingmen’s Association), η διεθνής απεύθυνσή της παρέμενε περιορισμένη κυρίως στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Η Δεύτερη Διεθνής τα πήγε λίγο καλλίτερα, έχοντας αντιπροσώπους από ένα μόνο σοσιαλιστικό κόμμα εκτός Δύσης, την Ιαπωνία.

Όσον αφορά τον υπόλοιπο κόσμο, η πλειοψηφία του οποίου υπέφερε από κάποια μορφή ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, μερικοί σοσιαλιστές πίστευαν ότι η αποικιοκρατία ήταν στην πραγματικότητα στοιχείο προόδου. Άλλοι απαιτούσαν θορυβωδώς την απο-αποικιοποίηση, αλλά ισχυρίζονταν ότι η απελευθέρωση των αποικιών μπορούσε μόνο να έπεται της επανάστασης των εργατών στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Ακόμα και η φημισμένη Τρίτη Διεθνής, η οποία κετέστησε τον αντιιμπεριαλιστικό διεθνισμό ακρογωνιαίο λίθο του σοσιαλισμού, είχε ένα δύσκολο ξεκίνημα6. Όπως διακήρυξε ο Λέον Τρότσκυ στο μανιφέστο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το οποίο και ανέγνωσε στο πρώτο της συνέδριο: “Σκλάβοι των αποικιών στην Αφρική και την Ασία! Η ώρα της δικτατορίας του προλεταριάτου στην Ευρώπη θα είναι επίσης και η ώρα της δικής σας απελευθέρωσης!”.

Μέσω της πίεσης από τους ίδιους τους ανθρώπους των αποικιών, η Κομιντέρν (η Κομμουνιστική Διεθνής) σύντομα αναθεώρησε μερικές από αυτές τις, στηριγμένες στη θεωρία των σταδίων, υποθέσεις, θέτοντας το βάρος της πίσω από αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ακόμα και έτσι, όμως, ο διεθνισμός της παρέμεινε άνισος καθώς η αναπόφευκτη στρατιωτική, οικονομική και διπλωματική υποστήριξη στους απελευθερωτικούς αγώνες συνδυαζόταν κάποιες φορές με μια πατερναλιστική στάση και μια τάση αναγωγής της διεθνιστικής αλληλεγγύης σε εργαλείο της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής, που ισοδυναμούσε, κάποτε, με την σύναψη συμφωνιών με τα αστικά κράτη εις βάρος των τοπικών επαναστατικών αγώνων.

Στα τέλη των δεκαετιών του 1950 και του 1960, απελευθερωτικά κινήματα σε ολόκληρο τον πλανήτη επανεφηύραν τον σοσιαλιστικό διεθνισμό. Από την Κούβα μέχρι το Βιετνάμ, επαναστάτες αγωνίζονταν όχι μόνο για την ανεξαρτησία τους αλλά και για την απελευθέρωση ολόκληρου του πλανήτη, ισχυριζόμενοι ότι οι αγώνες τους συνέβαλαν αποφασιστικά σε ένα αληθινά παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα. Όπως το έθεταν οι Βιετναμέζοι κομμουνιστές το 1966: “παλεύοντας για τα συμφέροντα του λαού μας, παλεύουμε επίσης και για τα συμφέροντα των λαών ολόκληρου του κόσμου”. Αντί επιτυχημένων σοσιαλιστικών επαναστάσεων στις καπιταλιστικές χώρες, που θα χρησίμευαν ως προϋπόθεση για χειραφετητικές επαναστάσεις στο εξωτερικό, οι επαναστάσεις στον αποικιοποιημένο κόσμο θα πυροδοτούσαν τώρα μια αναγέννηση του ριζοσπαστισμού στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο.

Η αλληλεγγύη σ’ αυτές τις αντιιμπεριαλιστικές επαναστάσεις έγινε η καθοριστική αρχή της ριζοσπαστικής αριστεράς στις ΗΠΑ, οδηγώντας πολλούς ριζοσπαστικοποιημένους νέους να ασκήσουν κριτική στον καπιταλισμό, να υιοθετήσουν τον σοσιαλισμό και να αγκαλιάσουν την επανάσταση. Διαβάζοντας τα γραπτά μη-λευκών συγγραφέων όπως ο Μάο Τσετούνγκ, ο Frantz Fanon7, ο Amilcar Cabral8 ή ο Che Guevara, και αντλώντας έμπνευση από αυτούς που αντιστέκονταν στη σφοδρή επίθεση του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ, αγκάλιασαν το πιο διεθνιστικό, μέχρι τότε, όραμα για τον σοσιαλισμό.

Με τη σειρά τους αυτές οι επαναστάσεις ριζοσπαστικοποίησαν τους αγώνες μεταναστών και εθνικών μειονοτήτων που άρχισαν να ζητούν μια βαθύτερη ποικιλομορφία του σοσιαλισμού στις ΗΠΑ. Οι επιδόσεις του αμερικάνικου σοσιαλισμού στη φυλετική και εθνοτική συμπερίληψη ήταν πάντα περιπετειώδεις. Αν και τελικά τα μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος9 ήταν κυρίως ξένοι, το κόμμα είχε υποστηρίξει την επιβολή ορίων στην είσοδο μεταναστών στις ΗΠΑ καθώς και συνδικάτα που απέκλειαν μετανάστες ενώ είχε πολύ μικρή απήχηση μεταξύ των Αφροαμερικανών. Το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ έκανε μια πολύ πιο οργανωμένη προσπάθεια, προσηλωνόμενο στην αυτοδιάθεση των μαύρων, οργανώνοντας πρωτοβουλίες στον Νότο και στρατολογώντας έναν αριθμό ταλαντούχων μαύρων θεωρητικών όπως ο Harry Haywood και η Claudia Jones.

Στη δεκαετία του 1960 ένας αστερισμός ομάδων μαύρων όπως το Κίνημα Επαναστατικής Δράσης10 (Revolutionary Action Movement), το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων (Black Panther Party11, BPP) και η Λίγκα Μαύρων Επαναστατών Εργατών (League of Revolutionary Black Workers12), “έχτισαν” πάνω σ’ αυτή την κληρονομιά, συντήκοντας τον σοσιαλισμό με τον μαύρο εθνικισμό. Αν και στόχευαν στην οικοδόμηση ενός πολυφυλετικού σοσιαλιστικού κινήματος, ισχυρίζονταν ότι οι σοσιαλιστές δεν μπορούσαν να προχωρήσουν ζητώντας απλά από τους μαύρους να δώσουν τα χέρια με τους λευκούς στους αγώνες, λες και το απλό γεγονός ότι ήταν όλοι εργάτες ήταν η μοναδική βάση που απαιτούνταν για την ενότητα. Η ενότητα, όπως ορθά ισχυρίζονταν, εξαρτιώταν από την ευθεία σύγκρουση με τις ιδιαίτερες μορφές καταπίεσης που αντιμετώπιζαν οι Αφροαμερικανοί, καθώς αυτές επέβαλλαν, τελικά, τις ισχυρότερες διαιρέσεις μέσα στην εργατική τάξη.

Αντλώντας από προγενέστερες συζητήσεις σχετικά με την εθνική αυτοδιάθεση, ισχυρίζονταν ότι οι αιώνεςθεσμοποιημένης φυλετικής καταπίεσης στις ΗΠΑ είχαν αναπαραγάγει τους Αφροαμερικανούς ως έναν δομικά περιθωριοποιημένο πληθυσμό. Οι μαύροι υπόκεινταν ιστορικά όχι μόνο στην χειρότερη εκμετάλλευση στους εργασιακούς χώρους, αλλά και σε διάχυτες διακρίσεις, νομικούς διαχωρισμούς, αποκλεισμό από την πολιτική συμμετοχή, την σταθερή απειλή της βίας, και την περιορισμένη πρόσβαση σε αξιοπρεπή διαμονή, υγεία και παροχή κρατικών υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, οι Αφροαμερικανοί είχαν τις δικές τους ιδιαίτερες ανάγκες, που απαιτούσαν έναν βαθμό αυτονομίας. Όπως ανήγγειλε το πρώτο σημείο του προγράμματος των Μαύρων Πανθήρων: “Θέλουμε Ισχύ για να Καθορίσουμε το Πεπρωμένο της Δικής μας Μαύρης Κοινότητας”. Αυτό σήμαινε οργανωτική ανεξαρτησία αλλά, επίσης, και τη δημιουργία νέων εναλλακτικών θεσμών: αυτοάμυνα, εκπαίδευση, προγράμματα στέγασης, προγράμματα δωρεάν πρωϊνών και ιατρεία.

Απαντώντας σε παρόμοιες συνθήκες, άλλες μειονοτικές ομάδες, ακολούθησαν το μοντέλο των Πανθήρων. Οι “Καφέ Μπερέδες” (Brown Berets), μια επαναστατική οργάνωση των Chicano13, οργάνωσε άμεσες δράσεις ενάντια στην αστυνομική βαρβαρότητα, καθιέρωσε κοινωνικές υπηρεσίες όπως δωρεάν προγεύματα και ιατρεία καθώς και εκπαιδευτικά μαθήματα. Το ίδιο έκαναν και οι “Young Lords”, μια πορτορικάνικη συμμορία που εξελίχθηκε σε επαναστατική μαρξιστική οργάνωση. Το Κόμμα των Ερυθροφρουρών (Red Guard Party14), μια επαναστατική οργάνωση Κινεζοαμερικανών με βάση την Chinatown στο Σαν Φρανσίσκο, έμοιαζε ακόμα περισσότερο στο Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων, το οποίο όχι μόνο τους ενθάρρυνε να υιοθετήσουν το όνομα Ερυθροφρουροί αλλά και τους εισήγαγε στον Μαοϊσμό. Ακολουθώντας αυτό το πρότυπο, ακόμα και οι φτωχοί λευκοί οργάνωσαν τη δική τους ομάδα, τους Νέους Πατριώτες (Young Patriots15).

Αν και υπερασπίζονταν σταθερά την οργανωτική τους αυτονομία, όλες αυτές οι ομάδες συνεργάζονταν. Η αυτονομία δεν σήμαινε για τις οργανώσεις αυτές το αποτράβηγμα σε αυτάρκεις κοινότητες· ήταν η προϋπόθεση για μια βαθύτερη ενότητα. Στο Σικάγο, εργάστηκαν για τη δημουργία ενός συνασπισμού, του Rainbow Coalition16, Αφροαμερικανών, Πορτορικάνων, Μεξικανών και φτωχών λευκών. Αν και αυτοί οι σοσιαλιστές του χρώματος δεν ενώθηκαν ποτέ κάτω από μια μοναδική οργάνωση, ο σοσιαλισμός στις ΗΠΑ δεν ήταν ποτέ πιο ποικιλόμορφος.

Εκτός από τη διεύρυνση της διεθνιστικής διάστασης του σοσιαλισμού και την διαφοροποίηση στις τάξεις του, οι αγώνες της δεκαετίας του 1960 ξερίζωσαν μορφές καταπίεσης που προγενέστερα αγνοούνταν. Αν και δεν αληθεύει ότι τα σοσιαλιστικά κινήματα του παρελθόντος ήταν μυωπικά προσκολλημένα στα “οικονομίστικα”17 ζητήματα, υπήρχαν πολλές μορφές καταπίεσης που οι περισσότεροι σοσιαλιστές είτε δεν έβλεπαν είτε δεν τους απέδιδαν ιδιαίτερη προσοχή. Όλα αυτά άλλαξαν στη δεκαετία του 1960, καθώς πολλοί ριζοσπάστες άρχισαν να ισχυρίζονται ότι η απελευθέρωση θα πρέπει να ξεδιπλωθεί σε όλες τις σφαίρες της ζωής. Αντλώντας από προηγούμενες κριτικές από το μαύρο κίνημα και εμπνεόμενοι από τα αντιαποικιοκρατικά κείμενα, μαύροι ριζοσπάστες κατέδειξαν τα ψυχολογικά αποτελέσματα της καταπίεσής τους στις ΗΠΑ, μαζί με άλλες εμφανείς μορφές καταπίεσης.

Περιθωριοποιημένες μέσα στα ίδια τα κινήματα, τα οποία βοήθησαν να υπάρξουν, οι φεμινίστριες ανέπτυξαν γρήγορα αυτή τη γραμμή διερεύνησης για να δείξουν ότι η καταπίεση των γυναικών ήταν φανερή σε καθημερινές αλληλεπιδράσεις που διαπερνούσαν ακόμα και την αριστερά. Μέσω ομάδων συνειδητοποίησης, οι γυναίκες συζητούσαν τις προσωπικές τους εμπειρίες, ανακαλύπτοντας συλλογικά ότι αυτά που θεωρούνταν απομονωμένα, ατομικά προβλήματα στην πραγματικότητα ήταν κοινά προβλήματα, κοινωνικά.

“Ένα από τα πρώτα πράγματα που ανακαλύπτουμε σε αυτές τις ομάδες είναι ότι τα προσωπικά προβλήματα είναι πολιτικά προβλήματα”, εξήγησε η Carol Hanisch στο περίφημο δοκίμιό της: “The Personal is Political” (“Το Προσωπικό είναι Πολιτικό”). Μέσα από αυτό το μνημειώδες άλμα, οι φεμινίστριες επεξέτειναν ριζικά το πολιτικό πεδίο. Έδειξαν ότι οι προσωπικοί χώροι, όπως η κουζίνα και η κρεβατοκάμαρα, ήταν τόποι εκμετάλλευσης. Η καταπίεση δεν περιοριζόταν σε τυπικούς θεσμούς, αλλά διαπότιζε κάθε πτυχή της ζωής κάποιου. Κοιτώντας στις προσωπικές τους εμπειρίες, για να ξεσκεπάσουν αυτές τις άλλες μορφές καταπίεσης, οι φεμινίστριες ισχυρίστηκαν ότι ο σοσιαλισμός θα πρέπει να είναι πολύ πλουσιότερος από ό,τι φανταζόταν κανείς πριν. Θα έπρεπε να σημαίνει την κατάργηση του σεξισμού και του ρατσισμού, την απελευθέρωση στο προσωπικό, ψυχολογικό και σεξουαλικό επίπεδο.

Nέα Όρια

Το 1969, μια ομάδα ριζοσπαστών, που αυτοαποκαλούνταν Weathermen18, αποφάσισαν ότι ήταν η στιγμή να κλιμακώσουν τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα. Για να δικαιολογήσουν το σκεπτικό τους, κυκλοφόρησαν ένα μανιφέστο, που έφερε μια επιγραφή από τον Lin Biao, τον Αντιπρόεδρο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, ο οποίος προσπάθησε να καθολικοποιήσει το ρητό του Μάο ότι το κλειδί για την επανάσταση ήταν η περικύκλωση των πόλεων από την ύπαιθρο. “Η ύπαιθρος, και μόνον η ύπαιθρος, μπορεί να παράσχει τις επαναστατικές βάσεις απο τις οποίες οι επαναστάτες μπορούν να βαδίσουν προς την τελική νίκη”, διακήρυξε ο Lin Biao το 1965. “Μιλώντας για ολόκληρο τον πλανήτη, αν μπορούμε να ονομάσουμε τη Βόρεια Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη ‘τις πόλεις του κόσμου’, τότε η Ασία, η Αφρική και η Λατινική Αμερική συνιστούν τις ‘αγροτικές περιοχές του’”.

Για τους Weathermen, αυτό σήμαινε πως ο σοσιαλισμός θα ερχόταν στις ΗΠΑ όταν αυτές ήταν ενθυλακωμένες από σοσιαλιστικές επαναστάσεις στο εξωτερικό, με τη βοήθεια αντάρτικων δράσεων στο εσωτερικό από την πεφωτισμένη μειονότητα των ριζοσπαστών ακτιβιστών εναντίον του πόλεμου. Ενώ όλοι οι αντιιμπεριαλιστές στις ΗΠΑ αναγνώριζαν τον καθοδηγητικό ρόλο των αγώνων στο εξωτερικό στην πάλη για μια παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση, οι Weathermen ισχυρίζονταν τώρα ότι μόνο αυτοί οι αγώνες στον “τρίτο κόσμο” θα πραγματοποιούσαν την επανάσταση. Όπως εξήγησε αργότερα ο Σαμίρ Αμίν, οι υπέρμαχοι αυτού του ακατέργαστου Τριτοκοσμισμού “αρπάζονταν από κυριολεκτικές εκφράσεις, όπως ‘ο Ανατολικός άνεμος θα κυριαρχήσει πάνω στον Δυτικό’, ή ‘τα κέντρα της καταιγίδας’, για να απεικονίσουν την αδυνατότητα της πάλης για τον σοσιαλισμό στη Δύση, μάλλον, παρά για να συλλάβουν το γεγονός ότι η αναγκαία πάλη για τον σοσιαλισμό στη Δύση περνά επίσης μέσω του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα στις ίδιες τις Δυτικές κοινωνίες”. Παρά τις προθέσεις τους να επικεντρώσουν στους αγώνες των άλλων, αυτός ο τρόπος σκέψης οδήγησε τους Weathermen να δημιουργήσουν περισσότερα εμπόδια στην ενότητα.

Οι Weathermen, όμως, δεν ήταν μόνοι. Στην πραγματικότητα, αντιπροσώπευαν έναν ευρύτερο μετασχηματισμό στις δεκαετίες του 1960 και 1970: συγκεκριμένες τάσεις, εντός αυτών των χειραφετητικών κινημάτων, άρχισαν να παράγουν ένα καινούριο σύνολο ορίων στην ενότητα.

Ένα από τα πιο ανησυχητικά αυτά όρια ήταν η ενοχή. Ανακαλύπτοντας ξαφνικά το μεγάλο βάθος της καταπίεσης των άλλων, καθώς και τα ιστορικά όρια του σοσιαλισμού στους αγώνες για το ξεπέρασμα τέτοιων μορφών καταπίεσης, μερικοί ριζοσπάστες, ιδιαίτερα όπως οι Weathermen, υπέκυψαν σε μια πολιτική της ενοχής. Αισθανόμενοι προσωπικά υπεύθυνοι για τον ρατσισμό στην πατρίδα τους ή για τη μαζική δολοφονία Βιετναμέζων από την κυβέρνηση των ΗΠΑ στο εξωτερικό, ανήγαγαν, ουσιαστικά, τον ακτιβισμό σε αυτομαστίγωση, την πολιτική στον ηθικισμό. Κατά ειρωνικό τρόπο, αν και η πρόθεσή τους ήταν να τραβήξουν την προσοχή σε περιθωριοποιημένους αγώνες, όταν οι λευκοί ακτιβιστές έφεραν στο προσκήνιο τις πράξεις εξιλέωσής τους, επικέντρωσαν την ιστορία στους ίδιους.

Ο καταναγκασμός που συνόδευε την αποκήρυξη άλλων λευκών, επειδή απέτυχαν να αναγνωρίσουν την συνενοχή τους στον ρατσισμό ή τον ιμπεριαλισμό, απλά επιβάρυνε αυτή την τάση. Την ίδια στιγμή που αστυνόμευαν άλλους λευκούς, οι ριζοσπάστες αυτοί έτειναν να ρομαντικοποιούν τους μαύρους μαχητές και τους μαχητές από τον Τρίτο Κόσμο, αποθεώνοντας τους αγώνες τους. Πεπεισμένοι ότι οι επαναστάσεις στο εξωτερικό δεν θα μπορούσαν να κάνουν λάθος, οι αντιιμπεριαλιστές εξιδανίκευαν αυτά τα κινήματα, καταστέλλοντας την συντροφική κριτική για κάποια από τα προφανή όριά τους. Με την ίδια λογική, μερικές λευκές γυναίκες χαρίζονταν στους μαύρους άντρες όσον αφορά την κριτική του σεξισμού. Υπέθεταν, εξηγεί η ιστορικός Christine Stansell, ότι οι μαύροι άντρες “εξαιρούνταν από το αρσενικό προνόμιο, μια ιδέα που ενοχλούσε ιδιαίτερα τις μαύρες γυναίκες”.

Αυτή η δυναμική επικαλυπτόταν με το σχετιζόμενο πρόβλημα της πρωτοπορίας. Αν και ριζωμένοι οι ίδιοι, με πολλούς τρόπους, σε τέτοιες ιδέες, οι νέοι αγώνες της δεκαετίας προκαλούσαν υπόρρητα την υπόθεση της πρωτοποριακότητας ότι ένα κομμάτι του κόσμου θα χάραζε τον δρόμο για τα υπόλοιπα, ότι οι αγώνες μιας φιγούρας της τάξης θα οδηγούσαν απαραίτητα όλες τις άλλες, ότι οι επιθυμίες ενός τομέα της εργατικής τάξης θα αντιπροσώπευαν τις επιθυμίες οποιουδήποτε άλλου.

Αντίθετα, οι αγώνες αυτοί καταδείκνυαν την ανάγκη ολοκλήρωσης ενός ολόκληρου πεδίου διακριτών αγώνων: την ενότητα των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών με αυτές του αποικιοκρατούμενου κόσμου, των μισθωτών εργατών με τους ανέργους, των φυλετικών και εθνικών μειονοτήτων με τους λευκούς. Αντί να ακολουθούν τους λευκούς εργοστασιακούς εργάτες, ισχυρίζονταν, θα έπρεπε να σέβονται την ηγεσία των μαύρων λούμπεν. Αντί οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες να οδηγούν τον δρόμο για ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο, έπεφτε τώρα εξολοκλήρου στον “Τρίτο Κόσμο” να κάνει την παγκόσμια επανάσταση.

Ένα άλλο εντεινόμενο πρόβλημα ήταν η τάση ομογενοποίησης διακριτών κοινωνικών ομάδων με τρόπους που διέγραφαν τις εσωτερικές τους διαφορές. Όλο και περισσότερο, καταπιεσμένες ομάδες έφτασαν να θεωρούνται, και συχνά έβλεπαν και οι ίδιες τον εαυτό τους, ως αδιαφοροποίητες οντότητες. Για παράδειγμα, μερικοί μαχητές στον Παγκόσμιο Νότο μίλησαν για ένα ενιαίο “σχέδιο για τον Τρίτο Κόσμο” που έτεινε, με τα λόγια του Aijaz Ahmad, να διαιρεί τον κόσμο σε μονολιθικά μπλοκ. Επικαλούμενες την ιδέα μιας παγκόσμιας “αδελφοσύνης των γυναικών”, μερικές φεμινίστριες στις ΗΠΑ ισχυρίστηκαν ότι όλες οι γυναίκες, ανεξάρτητα από τις ταξικές ή φυλετικές διαφορές τους, ήταν ενωμένες από την ίδια εμπειρία. Την ίδια στιγμή, αρκετοί μαύροι ριζοσπάστες επικαλούνταν μια οργανική “μαύρη κοινότητα”, στην οποία υποτίθεται ότι ανήκουν όλοι οι μαύροι.

Πραγματικά, στη δεκαετία του 1960, οι περισσότεροι μαύροι εθνικιστές, συμπεριλαμβανομένων των Μαύρων Πανθήρων, μίλησαν για την “μαύρη κοινότητα” ως τη βάση των πολιτικών τους σχεδίων – κοινοτική άμυνα, κοινοτικός έλεγχος, κοινοτική ενδυνάμωση. Όμως, κάποιοι από τους Πάνθηρες κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες να μην ομογενοποιήσουν τη μαύρη κοινότητα σε ένα μοναδικό όλον, αποκλείοντας, για παράδειγμα, εκείνους τους μαύρους επιχειρηματίες που αρνούνταν να συνεισφέρουν στα προγράμματα επιβίωσης των Πανθήρων. Όπως το έθεσε αργότερα ο Eldridge Cleaver: “Ανακαλύψαμε ότι μέσα στην μαύρη κοινότητα είχαμε εχθρούς εξίσου θανάσιμους με τους εχθρούς μας στη λευκή κοινότητα, οπότε οι κατηγορίες της μαύρης και της λευκής κοινότητας κατέληξαν να μην έχουν νόημα για μας”.

Παρ’ όλα αυτά, μερικά εθνικιστικά ρεύματα ισχυρίζονταν πως η φυλετική ενότητα των Αφροαμερικανών μπροστά στη λευκή Αμερική υπερέβαινε όλες τις άλλες δυνατές διαιρέσεις εντός της μαύρης κοινότητας. Αν και η ιδέα είχε κάποια πραγματική βάση, και μπορούσε να υπηρετήσει την επιτελεστική λειτουργία της παραγωγής μιας ενότητας, η σύλληψη μιας οργανικής μαύρης κοινότητας κατέληξε να ισοπεδώνει κρίσιμες ενδοφυλετικές διαιρέσεις, φυσικοποιώντας την κοινωνική κατασκευή της “κοινότητας”, και τελικά ανοίγοντας τον δρόμο σε μια πολιτική βασιζόμενη στη γνησιότητα.

Η εστίαση στον κοινοτικό έλεγχο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αυξανόμενη έμφαση στην πολιτική της αντιπροσώπευσης, που συμπεριελάμβανε αλλά δεν περιοριζόταν, στην εκλογική αντιπροσώπευση. Αρχίζοντας στα τέλη της δεκαετίας του 1960, μαύροι ακτιβιστές έστρεψαν σταθερά την προσοχή τους στην κατάληψη της κρατικής Ισχύος. Ακόμα και οι πιο επαναστατικές ομάφες, όπως οι Μαύροι Πάνθηρες, άρχισαν να βάζουν σαν προτεραιότητα τον εκλογικό αγώνα, με τον Bobby Seale να κατεβαίνεις ως υποψήφιος δήμαρχος στο Όκλαντ το 1973. Η ιδέα της “μαύρης κοινότητας” έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προώθηση ενός κύματος μαύρων πολιτικών σε δημόσιες θέσεις, αλλά είχε δυο πλευρές. “Στο κατασκεύασμα της μαύρης κοινότητας”, ισχυρίστηκε ο Adolph Reed, “αυτοί που εμφανίζονται ως ηγέτες ή εκπρόσωποι δεν είναι τόσο αντιπρόσωποι όσο καθαρή ενσάρκωση των συλλογικών φιλοδοξιών”. Αυτό αφήνει την σχέση μεταξύ των ηγετών και των καθοδηγούμενων “αδιαμεσολάβητη”.

Η συνέπεια είναι, καταδεικνύει ο Reed, ένα προβληματικό είδος αντιπροσώπευσης:

Με το ίδιο κριτήριο, σε αυτή την άποψη της μαύρης πολιτικής, το ζήτημα του εκλογικού σώματος επιλύεται από την αρχή· υπάρχει ένα, γενικά φυλετικό εκλογικό σώμα, καθώς όλα τα μέλη της οργανικής κοινότητας προϋποτίθεται ότι μοιράζονται εξίσου τους στόχους της και τους καρπούς της υλοποίησής τους.

Αυτό που αναδύεται, με άλλα λόγια, είναι η υπόθεση ότι όλα τα μέλη της κοινότητας κατέχουν τα ίδια συμφέροντα, και ότι οι αντιπρόσωποι είναι άμεση ενσάρκωση αυτής της συλλογικής βούλησης. Η υπόθεση αντιμετώπισε προκλήσεις. Το να λειτουργεί κανείς με μια τόσο βαθιά οργανική σύλληψη της κοινότητας έκανε εξαιρετικά δύσκολη της αξιολόγηση των αντιπροσώπων. Ο μόνος τρόπος καταδίκης ενός μαύρου πολιτικού, οι πολιτικές του οποίου δεν ευεργετούσαν την υποτιθέμενα αδιαφοροποίητη μαύρη κοινότητα, την οποία είχαν εκλεγεί να υπηρετούν, ήταν καταφεύγοντας στη γλώσσα της αυθεντικότητας: δεν ήταν πραγματικά μαύροι. Επιπλέον, υποθέτοντας την ταυτότητα ανάμεσα στους αντιπροσώπους και ένα προκαθορισμένο εκλογικό σώμα άνοιξε την πόρτα σε ένα είδος προσχηματικής υποστήριξης19. Το αποτέλεσμα ήταν, όπως περιγράφει ο Reed, ότι λευκοί εκτός της κοινότητας αυτής, σοσιαλιστές ή όχι, έφτασαν να ισχυρίζονται ότι αφού δεν ήταν μέρος της μαύρης κοινότητας, έπρεπε να ταυτοποιήσουν μεμονωμένα άτομα ή ομάδες μαύρων που “αντανακλούν τη γνήσια διάθεση, συναισθήματα, βούληση ή προτιμήσεις της πραγοποιημένης κοινότητας”. “Αυτή η παρώθηση”, συνεχίζει, “προσθέτει ένα παραπάνω φορτίο σε ικανούς μαύρους ρήτορες-εκπροσώπους να ενεργούν ως ιεραπόστολοι στην λευκή αριστερά”. Η διαφυλετική αλληλεγγύη κινδύνευε να αναχθεί σε προσχηματική υποστήριξη.

Τέλος, χωρίς ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα, σταθερή πίεση από τα κάτω και μια ανθεκτική σύνδεση με μαζικά κινήματα, οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι μπορεί να αποτύχουν να πραγματοποιήσουν θεμελιώσεις αλλαγές στις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις. Ή, ακόμα χειρότερα, θα μπορούσαν να απορροφηθούν σε κρατικά όργανα ως ένα διακριτό ηγετικό στρώμα σχεδιασμένο να κρατά το εκλογικό σώμα σε τάξη. Όπως προνοητικά ευφυολογούσε ο Amiri Baraka το 1972: “μαύρα πρόσωπα σε υψηλές θέσεις, αλλά οι ίδιοι αρουραίοι και κατσαρίδες, οι ίδιες παράγκες και σκουπίδια, η ίδια αστυνομία να μαστιγώνει τα κεφάλια σας, ή ίδια ανεργία και οι ίδιοι τοξικομανείς στους διαδρόμους να ληστεύουν γριούλες”.

Η υπερ-προσωποποίηση της πολιτικής γέννησε ένα άλλο σύνολο δυνητικών ορίων. Ο ισχυρισμός ότι το προσωπικό ήταν πολιτικό συνεπαγόταν αναγκαστικά ότι και το πολιτικό θα έπρεπε επίσης να είναι προσωπικό, μια γραμμή σκέψης που θα μπορούσε να καταντήσει σε ένα ατομικιστικό στυλ πολιτικής. Οι χίπηδες μπορούσαν να ισχυριστούν ότι το να αφήνουν μακριά μαλλιά, να καπνίζουν μαριχουάνα ή να ακούνε rock-n-roll ήταν ένα είδος πολιτικής υπονόμευσης. Μαύροι πολιτισμικοί εθνικιστές υποστήριζαν ότι οι Αφροαμερικανοί εστίαζαν στην αλλαγή του lifestyle, φορώντας διαφορετικά ρούχα ή υιοθετώντας αφρικανικά τελετουργικά – ακόμα και αν αυτό σήμαινε κάποια καινούρια, όπως το Kwanzaa20, γιορτή που εφηύρε ο γεννημένος στο Μέρυλαντ Ron Everett, αφού άλλαξε το όνομά του σε Karenga, το οποίο σημαίνει “διατηρητής της παράδοσης” στα Σουαχίλι. Επιχειρηματολογώντας ότι το προσωπικό είναι η βάση για ριζική αλλαγή, μερικές ριζοσπάστριες φεμινίστριες έκαιγαν τα σουτιέν τους, έκοβαν τα μαλλιά τους κοντά και ενστερνίζονταν τον πολιτικό λεσβιασμό ως τον μόνο τρόπο για να σπάσουν πραγματικά την πατριαρχία. Η Christine Stansell συνοψίζει αυτή τη λογική: “Αν μπορούσες να μετασχηματίσεις την δυναμική ισχύος της προσωπικής ζωής, τότε οτιδήποτε άλλο – ο νόμος, η πολιτική, η εκπαίδευση, η εργασία, ο γάμος – θα ακολουθούσαν”.

H στροφή στο lifestyle συνάντησε επίσης δριμεία κριτική. Ριζοσπάστες όπως η “Επαναστατική Ένωση” (Revolutionary Union, RU) ισχυρίζονταν ότι η αντικουλτούρα κινδύνευε να καταρρεύσει σε έναν ηδονιστικό ατομικισμό που εύκολα δάνειζε τον εαυτό του στην εμπορευματοποίηση – αν και η RU συχνά έφτανε πολύ μακριά στο άλλο άκρο21, συμβουλεύοντας τα μέλη της να έχουν μια “ευπρεπή” εικόνα για να μην ξενίζουν τους εργάτες. Άλλοι ισχυρίζονταν ότι η εστίαση στα σύμβολα δεν εγγυούνταν και μια αλλαγή στις υλικές κοινωνικές σχέσεις. Οι Μαύροι Πάνθηρες, για παράδειγμα, αποκήρυξαν τον αποσχιστικό δουλοπρεπή εθνικισμό22 του Karenga, στον οποίον αντέτασσαν έναν “επαναστατικό εθνικισμό” βασισμένο στον πολυφυλετικό αγώνα για την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων. Εν τω μεταξύ, λεσβίες που είχαν ξοδέψει δεκαετίες να αγωνίζονται ενάντια στην ομοφοβία επιτέθηκαν στις νεόκοπες “πολιτικές λεσβίες” οι οποίες συχνά τις αποκήρυσσαν για έλλειψη “πολιτικής συνείδησης” ή, ακόμα χειρότερα, ως ακόμα υπόδουλες στην ανδροκρατία.

Αυτή η στροφή στο προσωπικό οδήγησε σε μια έντονη εστίαση στην μικροπολιτική της καθημερινής ζωής. Αφού ο σεξισμός αναπαραγόταν και αναπαράγεται καθημερινά, και συχνά με αόρατους τρόπους, φεμινίστριες ορθρά εξέταζαν ενδελεχώς τις διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις και έστρεφαν την προσοχή τους σε καθημερινές σεξιστικές ενέργειες. Ενώ, όμως, η κριτική των επιθετικών συμπεριφορών ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της χειραφέτησης, ειδικά με δεδομένο τον διάχυτο σεξισμό στην αριστερά, η αδιάκοπη δημόσια αποκήρυξη διέτρεχε τον κίνδυνο να καταντήσει ένας σκοπός καθαυτόν, αποσπασμένος από την ευρύτερη, συλλογική πάλη ενάντια στους θεσμούς και τα εργαλεία του κράτους.

Το να κάνεις τον άλλον “σκουπίδι”23, όπως λεγόταν κάποιες φορές, ήταν επίσης δυνητικά αυτο-καταστροφικό, αναγκάζοντας πολλές γυναίκες να φύγουν από το κίνημα. “Ένα ασαφές πρότυπο αδελφικής συμπεριφοράς τίθεται από κάποιες ανώνυμες “δικαστίνες”, οι οποίες, στη συνέχεια, καταδικάζουν όσες δεν ανταποκρίνονται σε αυτά τα πρότυπά τους”, εξηγεί η Jo Freeman σε ένα άρθρο του Απρίλη του 1976. Και συνεχίζει: μέσα από αδιάκοπες προσβολές και εξευτελισμούς, “αυτό σε κάνει να νιώθεις ότι η ίδια σου η ύπαρξη είναι εχθρική προς το Κίνημα και ότι αυτό είναι κάτι που τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει”.

Βέβαια, αυτό το είδος τοξικής, συγκρουσιακής πολιτικής δεν ήταν μοναδική στον φεμινισμό, αλλά διαχεόταν σε μεγάλα τμήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς σε κείνες τις δεκαετίες. Αποκηρύξεις και εξευτελισμοί ήταν ένας κοινός τρόπος για την αντιμετώπιση προβλημάτων και οι “παραβάτες” αναγκάζονταν συχνά να κριτικάρουν τους εαυτούς τους δημόσια για τα παραμικρά παραπτώματα, οδηγώντας πίσω σε μια πολιτική της ντροπής και της ενοχής. Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, οι προσπάθειες για ενότητα έγιναν βεβιασμένες. Η σύγχρονη κουλτούρα των πιεστικών εκκλήσεων24 έχει την αφετηρία της εκεί.

Πολιτική Ταυτοτήτων

Η εγγραφή των πολιτικών αγώνων με όρους “ταυτοτήτων” ήταν το πιο σημαντικό επακόλουθο αυτών των τάσεων που αναδύθηκαν από τους αγώνες των δεκαετιών του 1960 και 1970. Αν και κοινός τόπος σήμερα, ο όρος “ταυτότητα” εμφανίστηκε μόνο ως μια δημοφικής κατηγορία στην κοινωνική ανάλυση στη δεκαετία του 1950. Πρωτοπόροι στην “επίθεση” ήταν κοινωνιολόγοι όπως ο Erving Goffman, και ψυχολόγοι, ο σημαντικότερος των οποίων είναι ο Erik Erikson, ο ψυχαναλυτής που έγινε διάσημος για την χρήση του όρου “κρίση ταυτότητας”.

Όπως παρατηρεί ο Philip Gleason, όλοι αυτοί οι διανοούμενοι χρησιμοποιούσαν τον όρο “ταυτότητα”, αν και τον ερμήνευαν με διαφορετικούς τρόπους, για να ξανασκεφτούν τη σχέση ανάμεσα στον εαυτό και την κοινωνία, ένα μείζον αντικείμενο στην ακαδημαϊκή έρευνα στις δεκαετίες του 1950 και 1960. Η ταυτότητα, εξηγεί ο Erikson, αφορά “μια διαδικασία ‘εντοπισμένη’ στον πυρήνα του ατόμου αλλά ταυτόχρονα και στον πυρήνα της κοινοτικής κουλτούρας, μια διαδικασία που θεμελιώνει, στην πραγματικότητα, την ταυτότητα αυτών των δύο ταυτοτήτων”. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο όρος είχε περάσει στην κοινή χρήση, και στο φόντο των ταραχωδών γεγονότων της δεκαετίας αυτής, όλοι άρχισαν να αναφέρονται στην “ταυτότητα” ως έναν τρόπο για να αναφερθούν στη συλλογική υποκειμενικότητα.

Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η “ταυτότητα” εισήλθε στα κοινωνικά κινήματα στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα εκείνα, όπως το κίνημα των μαύρων και το κίνημα της γυναικείας απελευθέρωσης, που έδιναν έμφαση στην ψυχολογική, καθημερινή πλευρά της καταπίεσης. Πάρτε, για παράδειγμα, την χρήση του όρου από τους Stokely Carmichael και Charles V. Hamilton στο βιβλίο τους, του 1966, “Black Power”:

Η βασική μας ανάγκη είναι να ανακτήσουμε την ιστορία και την ταυτότητά μας από αυτό που πρέπει να αποκαλέσουμε πολιτισμική τρομοκρατία, από την λεηλασία της αυτο-δικαιολογούμενης λευκής ενοχής. Θα πρέπει να παλέψουμε για το δικαίωμα να δημιουργήσουμε τους δικούς μας όρους μέσω των οποίων θα ορίσουμε τους εαυτούς μας και τη σχέση μας με την κοινωνία, και να επιδιώξουμε την αναγνώριση αυτών των όρων. Αυτή είναι η πρώτη ανάγκη ενός ελεύθερου λαού, και το πρώτο δικαίωμα που ο οποιοσδήποτε καταπιεστής πρέπει να αναστείλλει.

Όπως έχει προτείνει ο L.A. Kauffman, η ταυτότητα έφτασε να σημαίνει όχι απλά μια περιγραφή, αλλά ένα σχέδιο – μια αίσθηση του εαυτού διαμορφωμένη από την εμπειρία της καταπίεσης, αλλά επίσης και κάτι που θα πρέπει να αγκαλιαστεί, να επιβεβαιωθεί. Απηχώντας την ψυχολογική προέλευση του όρου, που συνέδεε το άτομο με την ομάδα, ήταν επίσης ένα σχέδιο της κοινότητας. Όπως εξηγούν οι Carmichael και Hamilton, οι Μαύροι Πάνθηρες επιδίωκαν να δημιουργήσουν μια “αίσθηση του ανήκειν στο λαό25”: περηφάνια αντί ντροπής, για το ότι είναι κανείς μαύρος, και μια στάση αδερφικής, κοινοτικής υπευθυνότητας του ενός για τον άλλον μεταξύ των μαύρων”.

Σταδιακά, μερικοί ακτιβιστές εξέλιξαν αυτή τη γραμμή σκέψης σε ένα άλλο επίπεδο. Ισχυρίστηκαν ότι οι προσωπικές εμπειρίες δημιούργησαν σχετικά σταθερές ταυτότητες, ότι ο καθένας κατείχε μια από αυτές τις ταυτότητες και ότι η πολιτική θα έπρεπε να βασιστεί στην έρευνα για αυτή την ταυτότητα και την επακόλουθη κατονομασία, υπεράσπιση και δημόσια έκφραση. Ενώ αρκετοί ριζοσπάστες στην δεκαετία του 1960 είχαν ισχυριστεί ότι η διερεύνηση προσωπικών εμπειριών θα μπορούσε να βοηθήσει ως ένα πρώτο βήμα για την ανακάλυψη συγκεκριμένων μορφών καταπίεσης, την κατανόηση της λειτουργίας τους και τελικά για την ανάπτυξη πολιτικών στρατηγικών για το ξεπέρασμά τους, μερικοί νεώτεροι έφτασαν να επιμένουν σε έναν ευθύ και αδιαμεσολάβητο δεσμό ανάμεσα στην ταυτότητα κάποιου και την πολιτική του. Αντί να είναι μέρος ενός πολιτικού σχεδίου, η ταυτότητα ήταν τώρα μάλλον ένα πολιτικό σχέδιο καθαυτό.

Η ιδέα ότι θα μπορούσε κανείς να τραβήξει μια ευθεία γραμμή ανάμεσα στην ταυτότητα και την πολιτική θα γινόταν η βάση της πολιτικής ταυτοτήτων στην σύγχρονη μορφή της, ο πυρήνας γύρω από τον οποίον όλα τα άλλα στοιχεία – ενοχή, η εμμονή με το στυλ ζωής ή η ομογενοποίηση των ομάδων – έφτασαν να έλκονται την επόμενη δεκαετία. Αν και αυτός ο τρόπος σκέψης παρέμεινε αρχικά περιθωριακός, στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, η φαύλη αντίδραση της συντήρησης, η καταστροφή των ριζοσπαστικών κινημάτων, η αποδήμηση της πολιτικής κριτικής στα πανεπιστήμια, ο πολλαπλασιασμός των μονοθεματικών εκστρατειών, και η αναδιάρθρωση των καπιταλιστικών σχέσεων όλα “δούλεψαν” με απρόσμενους τρόπους για να δημιουργήσουν τις ιστορικές συνθήκες που επέτρεψαν τελικά στην πολιτική ταυτοτήτων να επιτύχει ένα είδος ηγεμονίας στην αριστερά.

Ωστόσο, οι περιορισμό της ήταν εμφανείς από την αρχή. Το σημαντικότερο απ’ όλα, η πολιτική ταυτοτήτων έτεινε να ισοπεδώνει σημαντικές διακρίσεις ανάμεσα σε κατά τα άλλα ετερογενείς ταυτότητες. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που αναδύθηκε η ιδέα της “διαθεματικότητας26. Aν και τώρα θεωρείται σχεδόν συνώνυμη με την πολιτική ταυτοτήτων, η έννοια στην πραγματικότητα ξεκίνηση ως μια κριτική των ελαττωμάτων της.

“Το πρόβλημα με την πολιτική ταυτοτήτων”, ισχυρίζεται η Kimberlé Crenshaw, η ακαδημαϊκή νομικός που επινόησε τον όρο “διαθεματικότητα”, είναι ότι “συχνά συνταυτίζει ή αγνοεί διαφορές στο εσωτερικό των ομάδων”. Προσπάθησε να ξεπεράσει έναν από τους κομβικούς περιορισμούς της πολιτικής ταυτοτήτων δείχνοντας με ποιο τρόπο μερικές ομάδες υφίστανται όχι απλά ένα είδος καταπίεσης αλλά την “τομή” αρκετών μορφών καταπίεσης. Συνεπώς, η ταυτότητα δεν είναι μονολιθική, αλλά συχνά συντίθεται από αρκετά ανύσματα, κάτι που σημαίνει ότι το πολιτικό υποκείμενο πρέπει να διευκρινιστεί: όχι απλά μαύρη, για παράδειγμα, αλλά μαύρη, queer και γυναίκα.

Αν και η θεωρία της διαθεματικότητας πρόσθεσε μια πολύ απαραίτητη απόχρωση στην πολιτική ταυτοτήτων, συνάντησε, η ίδια, τα δικά της όρια. Όπως έχουν εξηγήσει οι Sue Ferguson και David McNally, ενώ η “οι εξηγήσεις με βάση τη διαθεματικότητα έχουν ορθώς επιμείνει πως είναι αδύνατο να απομονώσει κανείς οποιοδήποτε συγκεκριμένο σύνολο σχέσεων καταπίεσης από ένα άλλο”, δεν έχουν αναπτύξει οποιαδήποτε συνεκτική εξήγηση του “γιατί και πώς” διαφορετικές μορφές καταπίεσης τέμνονται μεταξύ τους με κάποιους τρόπους και όχι κάποιους άλλους. Το αποτέλεσμα είναι συχνά μια απαρίθμηση μορφών καταπίεσης χωρίς μια επαρκή εξήγηση της άρθρωσή τους σε ένα δομημένο, αν και πάντα άνισο, όλον. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίον, για παράδειγμα, μαχητές αυτού του τύπου διαθεματικής πολιτικής ταυτοτήτων σχεδόν πάντα επανέρχονται στη σύνθεση ατέλειωτων καταλόγων αδικιών όταν προσπαθούν να εξηγήσουν αυτό στο οποίο αντιτίθενται – την αποικιοκρατική λευκή σουπρεματιστική ετεροκανονιστική πατριαρχία, ή κάτι παρόμοιο. Επιπλέον, αφού η λίστα είναι ο μόνος τρόπος για να παρουσιαστεί το αντικείμενο της κοινωνικής πάλης, η αποτυχία να περιληφθεί μια συγκεκριμένη μορφή καταπίεσης στην κύρια λίστα συχνά θα ερμηνευθεί λανθασμένα ως η σκόπιμη απόρριψη ή διαγραφή ενός συγκεκριμένου αγώνα ενάντια σε μια συγκεκριμένη μορφή καταπίεσης.

Στην απουσία μιας θεωρίας που να εξηγεί γιατί δημιουργήθηκαν αυτές οι πολλαπλές μορφές καταπίεσης, πώς αλληλεπιδρούν και γιατί αναπαράγονται από κοινού, αναδύεται μια τάση φυσικοποίησης κοινωνικά-κατασκευασμένων ταυτοτήτων. Ως αποτέλεσμα, ταυτότητες φτάνουν να εμφανίζονται ως προ-κατασκευασμένες, συσκοτίζοντας τις πολύπλοκες ιστορικές συνθήκες που τις δημιούργησαν και συνεχίζουν να τις αναδημιουργούν. “Τα ταυτοτιστικά27 πολιτικά σχέδια”, εξηγεί ο Wendy Brown, μετασχηματίζουν τα βάσανα σε “ουσιοποιημένες ταυτότητες”, αλλά ξεχνούν ότι “τα βάσανα δεν μπορούν να επιλυθούν στο επίπεδο των ταυτοτήτων”:

Ίσως είναι ευκολότερο να δούμε αυτή τη δυναμική σε πεδία συζήτησης28 που ουσιοποιούν την σύγκρουση σε περιοχές όπως η Βόρεια Ιρλανδία, η Μέση Ανατολή ή η Νότια Αφρική. Το να σχηματοποιούμε το πρόβλημα σε αυτές τις περιοχές ως πρόβλημα των Καθολικών εναντίον των Προτεσταντών, των Αράβων εναντίον των Εβραίων, των μαύρων εναντίον των λευκών, αντί να κατανοούμε τον αντιθετικό χαρακτήρα αυτών των ταυτοτήτων ως εν μέρει παραγόμενο και φυσικοποιούμενο από τις ιστορικές λειτουργίες της Ισχύος (αποικιοκρατία των αποίκων, καπιταλισμός κ.λπ.) είναι μια κραυγαλέα απο-ιστορικοποιητική και απο-πολιτικοποιητική κίνηση – ακριβώς αυτό το είδος κίνησης που οδηγεί στην ηθικοποίηση του θρήνου ή της μομφής, στην προσωποποίηση της ιστορικής σύγκρουσης σε άτομα, κάστες, θρησκείες ή φυλές παρά σε ισχυρές πολιτικές αναλύσεις και στρατηγικές.

Με άλλα λόγια, μεταξύ πολλών μαχητών της πολιτικής ταυτοτήτων, υπάρχει μια τάση να χρησιμοποιούνται άκριτα ταυτότητες όπως η “φυλή” για να εξηγήσουν φαινόμενα, όταν είναι ακριβώς η ιστορική ύπαρξη αυτών των ταυτοτήτων που πρέπει η ίδια να εξηγηθεί. Τότε οι ταυτότητες αυτές τείνουν να κλείσουν στον εαυτό τους ως σταθερές εκφράσεις της ίδιας της ζωής.

Μόνο εκείνοι που ανήκουν σε μια δεδομένη ταυτότητα υποτίθεται ότι μπορούν να καταλάβουν συγκεκριμένες μορφές καταπίεσης. Αυτό συνεπάγεται ότι όχι μόνο αυτοί που δεν ανήκουν σε αυτή την ταυτότητα δεν μπορούν να καταλάβουν αυτή την μορφή καταπίεσης αλλά και ότι όλοι αυτοί που ανήκουν στην εν λόγω ταυτότητα θα έχουν μια αυτόματη γνώση της: κανένας λευκός δεν μπορεί ποτέ να καταλάβει πραγματικά τον ρατσισμό, όπως ακριβώς κάθε έγχρωμο άτομο θα καταλάβει φυσικά τον ρατσισμό απλά και μόνο επειδή έχει σκουρότερο χρώμα δέρματος. Ακόμα περισσότερο, υποτίθεται ότι αυτή η εμπειρική γνώση θα οδηγήσει απαραίτητα σε ορθές πολιτικές τάσεις εναντίον αυτών των μορφών καταπίεσης.

Κατά συνέπεια, ένα από τα θεμελιώδη προβλήματα της σύγχρονης πολιτικής ταυτοτήτων είναι ο αναγωγισμός. Όπως υποννοεί ο ίδιος ο όρος, για τους παρτιζάνους της πολιτικής ταυτοτήτων η πολιτική κάποιου είναι ευθεία αντανάκλαση της ταυτότητάς του. Σύμφωνα με την υπόθεση, το φύλο, η φυλή ή ο σεξουαλικός προσανατολισμός κάποιου θα οδηγήσει αυτόματα σε συγκεκριμένες πολιτικές στάσεις. Επειδή είσαι λευκή γυναίκα, θα ψηφίσεις οπωσδήποτε Χίλαρυ Κλίντον. Επειδή είσαι μαύρος σε μια θεμελιωδώς ρατσιστική κοινωνία, τότα θα πρέπει αυτομάτως να έχεις μια αντι-ρατσιστική πολιτική. Αν ανήκεις σε μια περιθωριοποιημένη ομάδα, θα πρέπει να προσυπογράψεις μια πολιτική ταυτοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο, η πολιτική ταυτοτήτων έφτασε να διαγράψει τις ενδεχομενικές διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στην ταυτότητα και την πολιτική.

Όπως γνωρίζει ο καθένας, αυτοί που λέγεται ότι ανήκουν σε μια συγκεκριμένη ταυτότητα συχνά – αν όχι όλο τον καιρό – αποτυχγάνουν να συμπεριφερθούν σύμφωνα με τα συμφέροντα που τους αποδίδονται. Όταν συμβαίνει αυτό, επιστρατεύεται ένας αριθμός επιχειρημάτων για να διασωθεί ο ντετερμινισμός της πολιτικής ταυτοτήτων. Πρώτον, στη γλώσσα με ένα στοιχειωμένα ανάλογο τρόπο στην ανυπόληπτη πια έννοια της “ψευδούς συνείδησης”, οι παρτιζάνοι της πολιτικής ταυτοτήτων κατακρίνουν αυτούς που προδίδουν τα συμφέροντά τους ως εξαπατημένους. Δεύτερον, αλλάζουν συνεργασία. Για παράδειγμα, αντί να ασχοληθούν με το περιεχόμενο του έργου τους, κάποιοι κριτικοί αποκηρύσσουν συγγραφείς όπως ο Adolph Reed και η Barbara Fields σαν “Μπάρμπα Θωμάδες”, συνδέοντάς τους ακόμα ακόμα και με τον Colin Powell και την Condoleezza Rice. Τρίτον, αυτοί που αποκλίνουν από την πολιτική που απαιτεί η ταυτότητά τους ίσως κατηγορηθούν ότι δεν ανήκουν πραγματικά σ’αυτήν. Αυτός είναι ο λόγος που έγχρωμοι που ασκούν κριτική στην πολιτική ταυτοτήτων συχνά κατηγορούνται ότι είναι λευκοί.

Κρίση

Στις 12 Απριλίου του 2015, έξι αστυνομικοί στη Βαλτιμόρη, εκ των οποίων οι τρεις ήταν μαύροι, δολοφόνησαν τον 19χρονο Freddie Gray υπό το βλέμμα ενός μαύρου επιτρόπου της αστυνομίας, ενός μαύρου δημάρχου, ενός μαύρου γενικού εισαγγελέα και του μαύρου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Όταν χιλιάδες ξεσηκώθηκαν σε διαμαρτυρίες, ο Μπαράκ Ομπάμα ο ίδιος βγήκε να τους αποκηρύξει ως “εγκληματίες” και “αλήτες ταραχοποιούς”. Η ρατσιστική δολοφονία και η τεράστια κρατική καταστολή που ακολοθησε, έχει ισχυριστεί ο Keeanga-Yamahtta Taylor, αντιπροσωπεύει ένα ορόσημο. “Πάντοτε υπήρχαν ταξικές διαφορές ανάμεσα στους Αφροαμερικανούς, αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που αυτές οι ταξικές διαφορές έχουν εκφραστεί με την μορφή μιας μειοψηφίας μαύρων να έχει αποκτήσει σημαντική πολιτική ισχύ και εξουσία πάνω στην πλειοψηφία των μαύρων ζωών”.

Επιμένοντας στην ποικιλομορφία, φέρνοντας στο προσκήνιο τους αγώνες αυτών που οι ιστορίες τους είχαν συχνά χαθεί από προσώπου, και υπογραμμίζοντας στους τρόπους που οι διάφορες μορφές καταπίεσης αναπαράγονται καθημερινά, η πολιτική ταυτοτήτων όντως προσέδωσε ποικιλία στην ριζοσπαστική πολιτική για ένα διάστημα, αλλά τελικά στηρίχτηκε σε εξαιρετικά προβληματικές προϋποθέσεις που πρόσφατα γεγονότα τις έχουν φέρει σε κατάσταση κρίσης. Η Βαλτιμόρη έδειξε ότι η αναζήτηση για μια παραστατική αντιπροσώπευση που να βασίζεται στην ψευδαίσθηση μιας οργανικής φυλετικής αλληλεγγύης δεν μπορεί να βάλει τέρμα στον ρατσισμό. “Όταν ένας μαύρος δήμαρχος, που κυβερνά μια ως επί το πλείστον πόλη μαύρων, βοηθά στην κινητοποίηση μιας στρατιωτικής μονάδας υπό την ηγεσία μιας μαύρης γυναίκας για να καταστείλλει μια μαύρη εξέγερση, τότε είμαστε σε μια νέα περίοδο της πάλης για την ελευθερία των μαύρων”, γράφει ο Taylor. Αν και χωρίς αμφιβολία αναγκαία, η αντιπροσώπευση παραμένει ανεπαρκής από μόνη της. Έχει σημασία ποιοι είναι αυτοί οι αντιπρόσωποι, τι συμφέροντα υπηρετούν, τι κάνουν στην πράξη και πώς λογοδοτούν.

Ο κύκλος των προεδρικών εκλογών που πέρασε παρουσίασε μια ακόμα πρόκληση στις υποθέσεις μας σχετικά με τον άμεσο σύνδεσμο μεταξύ ταυτότητας και πολιτικής. Πώς, σύμφωνα με την άποψη αυτή, μπορεί να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι το 52% των λευκών γυναικών ψήφισε υπέρ ενός σεξουαλικού αρπακτικού; Ή ότι μέχρι ένα ποσοστό 30% των Λατινοαμερικάνων έριξαν την ψήφο τους υπέρ ενός ατόμου που αποκαλούσε τους Μεξικάνους εγκληματίες; Με λίγα λόγια, πώς μπορεί κανείς να εξηγήσει γιατί τόσοι άνθρωποι ενήργησαν ενάντια στα “συμφέροντα”, που υποτίθεται ότι απαιτεί η ταυτότητά τους;

Επιβάλλοντας μια “παράκαμψη” ανάμεσα στο υπόβαθρο κάποιου και τις ιδιαίτερες πολιτικές θέσεις του, η πολιτική ταυτοτήτων εξαφάνισε το κρίσιμο ενδιάμεσο βήμα: τον πολιτικό αγώνα (ετμ.). Η σκληρή δουλειά της εμπλοκής με τον κόσμο, να ακούς τις συγκεκριμένες ανάγκες τους, να συνδέεις συλλογικά τις επιθυμίες τους με ένα σχέδιο, της οικοδόμησης ενός πολιτικού κινήματος μέσω της οργάνωσης και της πάλης, αντικαθίσταται από μια έκκληση στην υποτιθέμενη ταυτότητά τους. Όπως έδειξαν οι πρόσφατες εκλογές, η πολιτική ταυτοτήτων όχι μόνο εξαρτάται από μια σαθρή θεωρία για το πώς πολιτικοποιούνται οι άνθρωποι αλλά δε δουλεύει καν.

Παρά την προοδευτική της αφετηρία, η πολιτική ταυτοτήτων έχει γίνει, πλέον, όλο και περισσότερο εμπόδιο στην ενότητα. Σε μια ειρωνική αντιστροφή, αυτό που κάποτε ξεκίνησε ως μια κριτική στον αναγωγισμό έχει τώρα περιπέσει στο ίδιο εννοιολογικό λάθος. Ιστορικά, πολλά σοσιαλιστικά κινήματα “βάλτωσαν” σε έναν χονδροειδή “εργατισμό” που υποστήριζε ότι οι εργάτες έχουν αναγκαστικά τη σωστή πολιτική κοσμοθεώρηση απλά και μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι εργάτες (ετμ.). Αν οποιεσδήποτε “κακές ιδέες είχαν εισαχθεί στο κίνημα, αυτό συνέβαινε εξαιτίας μικροαστικών επιρροών. Όσοι προέρχονταν από ένα προλεταριακό υπόβαθρο εγκωμιάζονταν, ενώ όσοι δεν είχαν τέτοια προέλευση ελέγχονταν εξονυχιστικά, αναγκάζονταν να εξιλεωθούν για τα επαγγέλματα των γονιών τους ή πιέζονταν να αλλάξουν την “ταξική ταυτότητά” τους.

Όπως έχει δείξει η ιστορικός Sheila Fitzpatrick, στη Σοβιετική Ένωση, η τάξη έφτασε ακόμα και να βιολογικοποιηθεί για ένα διάστημα, αναγώμενη από μια κοινωνική σχέση σε κάτι που κάποιος κληρονομεί από τους γονείς. Μια παρόμοια θεωρία “γραμμής αίματος” της ταξικής ταυτότητας εμφανίστηκε, επίσης, στην Κίνα στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης. Πίσω απ’ όλα αυτά ήταν η υπόθεση ότι η ταξική θέση κάποιου καθορίζει αυτόματα την πολιτική του. Όλα τα άλλα ήταν επιφαινόμενα, μια μεταγενέστερη σκέψη. Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, γυναίκες, Αφροαμερικανοί, μετανάστες, queer άτομα και άλλοι άσκησαν κριτική σε αυτόν τον ακραίο ταξικό αναγωγισμό, υποστηρίζοντας, ορθώς, ότι έθετε ένα τεράστιο φράγμα στην ενότητα. Σήμερα, όμως, η πολιτική ταυτοτήτων έφερε μέσα, στα κρυφά, τον ντετερμινισμό από την πίσω πόρτα.

Εναλλακτικές

Από τη στιγμή που αυτό, το οποίο τελικά τυποποιήθηκε ως πολιτική ταυτοτήτων, έχει την αφετηρία του σε εκείνους τους εκρηκτικούς αγώνες που στόχευαν στην υπέρβαση των πραγματικών περιορισμών του σοσιαλιστικού κινήματος, υποθέτουμε συχνά ότι η σύγχρονη πολιτική ταυτοτήτων είναι ο μόνος τρόπος που εγγυάται την διαφορετικότητα και την συμπερίληψη. Στην πραγματικότητα, για πολλούς ο όρος “πολιτική ταυτοτήτων” έχει γίνει μια σύντμηση για τον σεβασμό, την συμπερίληψη και την ανάδειξη στο προσκήνιο των αγώνων των περιθωριοποιημένων ανθρώπων. Ως εκ τούτου, η άσκηση κριτικής στην πολιτική ταυτοτήτων αντιμετωπίζεται συχνά ως ισοδύναμη με την φίμωση των περιθωριοποιημένων φωνών και την επιστροφή σε ένα παλιό, ταξικά αναγωγιστικό πλαίσιο του σοσιαλισμού.

Αλλά η πολιτική ταυτοτήτων αντιπροσωπεύει μια μόνο λύση στην πρόκληση της οικοδόμησης της ενότητας. Δεν χρειάζεται να είναι η μοναδική, και δεδομένων των αυξανόμενων περιορισμών της, φαίνεται αναγκαίο να διαμορφώσουμε συλλογικά μια καλλίτερη λύση. Αυτό σε καμμιά περίπτωση δεν σημαίνει την εγκατάλειψη των συγκεκριμένων αγώνων, αναγκών και συμφερόντων των περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων· σημαίνει, μάλλον, να βρούμε έναν καλλίτερο τρόπο οικοδόμησης μαζικών κινημάτων. Ενώ είναι σημαντικό να ασκούμε κριτική στην πολιτική ταυτοτήτων, είναι πολύ πιο σημαντικό να βρούμε θετικές εναλλακτικές που αντιμετωπίζουν καλλίτερα τα πολύ πραγματικά προβλήματα που οι παρτιζάνοι της πολιτικής ταυτοτήτων προσπάθησαν να επιλύσουν ανεπιτυχώς.

Φυσικά, η οικοδόμηση μιας τέτοιας εναλλακτικής στρατηγικής απαιτεί χρόνο και μπορεί να είναι μόνο ένα συλλογικό σχέδιο. Αλλά ένα από τα πρώτα απαραίτητα βήματα είναι να εφεύρουμε πιο αποτελεσματικές έννοιες. Αυτό δεν σημαίνει την άκριτη επιστροφή στην κληρονομημένη έννοια της “τάξης”. Στην πραγματικότητα, όσοι αντιπαραθέτουν άμεσα την “τάξη” στην “ταυτότητα” δεν κάνουν τίποτα για να λύσουν το πρόβλημα. Πολύ συχνά, η αντίληψή τους για την τάξη, αποκεκαλυμμένη σε μια εμμονή με μια φανταστική “λευκή εργατική τάξη”, είναι ακόμα πιο αναγωγιστική από την πολιτική των ταυτοτήτων, προσφέροντας ελάχιστα στην αντιμετώπιση των πραγματικών αναγκών των περιθωριοποιημένων ομάδων. Θα έπρεπε να επιστρέψουμε στην έννοια της “τάξης”, αλλά και αυτή πρέπει επίσης να επανεφευρεθεί και να μην λαμβάνεται ως δεδομένη.

Αντί να παίρνουμε για δεδομένη την ύπαρξη μια συλλογή κλειστών, αδιαφοροποίητων, οργανικών κοινοτήτων, θα έπρεπε ίσως να κοιτάξουμε στην έννοια της σύνθεσης της τάξης29, δηλαδή της ιχνηλάτησης της συσχέτισης ανάμεσα στον τρόπο που η τάξη συγκροτείται υλικά ως μια συγκεκριμένη στιγμή στην ιστορία και τον τρόπο που η τάξη συγκροτεί η ίδια τον εαυτό της30 ή πώς συνδυάζει ενεργά τα διαφορετικά της μέρη για να συγκροτήσει μια μοναδική δύναμη. Αντί να κάνουμε υποθέσεις για τις ανάγκες των περιθωριοποιημένων ανθρώπων, ίσως αξίζει να αναλάβουμε συγκεκριμένες έρευνες και αυτο-έρευνες για να ανακαλύψουμε τι θέλουν πραγματικά οι άνθρωποι, γιατί έχουν υιοθετήσει συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις.

Τέλος, αντί να υποθέτουμε έναν αυτόματο δεσμό ανάμεσα στο DNA κάποιου και την πολιτική του, θα έπρεπε να επιστρέψουμε στην έννοια της συνάρθρωσης31 για να καταλάβουμε τους ενδεχομενικούς τρόπους με τους οποίους διαφορετικά υποκείμενα φτάνουν σε διαφορετικές πολιτικές. Όπως έχει οριστεί από τον Stuart Hall, η συνάρθρωση είναι μια “σύνδεση που μπορεί να παράγει ενότητα ανάμεσα σε δυο διαφορετικά στοιχεία, κάτω από ορισμένες συνθήκες. Είναι μια διασύνδεση που δεν είναι αναγκαία, καθορισμένη, απόλυτη ή ουσιώδης για πάντα” (ετμ.). Ο Hall αναπτύσσει περαιτέρω:

Πρέπει να ρωτήσεις κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί μια σύνδεση να “πλαστεί32” ή να κατασκευαστεί; Οπότε η αποκαλούμενη “ενότητα” ενός πεδίου είναι πραγματικά η “συνάρθρωση” διαφορετικών, διακεκριμένων στοιχείων τα οποία μπορούν να επανασυναρθρωθούν με διαφορετικούς τρόπους επειδή δεν έχουν κάποια αναγκαστική σχέση του “ανήκειν”. H “ενότητα” που έχει σημασία είναι μια διασύνδεση ανάμεσα στο συναρθρωμένο πεδίο και τις κοινωνικές δυνάμεις με τις οποίες μπορεί, κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, αλλά όχι αναγκαστικά, να συνδέεται…Για να το θέσω με έναν διαφορετικό τρόπο: η θεωρία της συνάρθρωσης ρωτά πώς μια ιδεολογία ανακαλύπτει ένα υποκείμενο αντί να ρωτά πώς το υποκείμενο κάνει τις αναγκαίες και αναπόφευκτες σκέψεις που ανήκουν σ’ αυτό· μας επιτρέπει να σκεφτούμε πώς μια ιδεολογία ενδυναμώνει τους ανθρώπους, πώς τους επιτρέπει να αρχίσουν να αποκτούν μια αίσθηση ή ένα νόημα της ιστορικής τους κατάστασης, χωρίς να ανάγουν αυτές τις μορφές καταληπτότητας στην κοινωνικο-οικονομική ή ταξική τοποθέτησή τους ή την κοινωνική τους θέση.

Αμφισβητώντας τον ντετερμινιστικό τρόπο σκέψης, η έννοια της συνάρθρωσης μπορεί να εξηγήσει καλλίτερα πώς οι άνθρωποι υιοθετούν φαινομενικά ξένες πολιτικές θέσεις, γιατί ανταγωνιστικές κοινωνικές δυνάμεις εισέρχονται σε αντιφατικές συμμαχίες και γιατί αυτοί που δεν αντιμετωπίζουν άμεσα συγκεκριμένες μορφές καταπίεσης μπορούν να είναι σε θέση να τις πολεμήσουν.

Το κόψιμο του αδιαμεσολάβητου συνδέσμου μεταξύ ταυτότητας και πολιτικής σημαίνει την εγκατάλειψη της ψευδαίσθησης ότι οι άνθρωποι θα προσχωρήσουν αναπόφευκτα σε ριζοσπαστικές πολιτικές – ή άλλοι σε αντιδραστικές πολιτικές – απλά εξαιτίας της ταυτότητάς τους. Αυτό κατά κανόνα κάνει το έργο μας πιο δύσκολο. Αλλά το κουράγιο να ξεφύγουμε από αυτή την ιδεολογία θα ανοίξει ξανά τον χώρο για πολιτική στρατηγική, επιτρέποντάς μας να εφεύρουμε μια καινούρια, ιστορικά κατάλληλη λύση στο πρόβλημα της ενότητας. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να πολεμήσουμε αποτελεσματικά την πολιτική ταυτοτήτων των ιδεολόγων του Δημοκρατικού Κόμματος όπως η Palmieri, παραμένοντας πιστοί στο χειραφετητικό πνεύμα της Κολλεκτίβας του ποταμού Combahee.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2017/03/16/identity-crisis/. Ο Salar Mohandesi είναι από τους ιδρυτικούς συντάκτες του Viewpoint Magazine και υποψήφιος διδάκτορας της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.

2 Στμ. στο πρωτότυπο: cut their teeth.

3 Στμ. Το κίνημα της Μαύρης Ισχύος (Black Power movement) ήταν ένα πολιτικό κίνημα για την επίτευξη μιας μορφής ισχύος/δύναμης των μαύρων και των πολλών φιλοσοφιών που περιέχει. Το κίνημα γνώρισε διάφορες μορφές ακτιβισμού, κάποιες βίαιες, άλλες ειρηνικές, όλες με την ελπίδα να πετύχουν την ενδυνάμωση των μαύρων. Αντιπροσώπευε επίσης σοσιαλιστικά κινήματα, όλα με το γενικό κίνητρο της βελτίωσης της θέσης των μαύρων στην κοινωνία. Κάποια άτομα, προερχόμενα από το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα, αμφισβήτησαν τη φιλοσοφία του κινήματος αυτού ζητώντας, επηρεαζόμενοι από τον Malcolm X, πιο ριζοσπαστικές δράσεις. Ο ακρογωνιαίος λίθος του κινήματος ήταν το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων, μια οργάνωση αφοσιωμένη στον σοσιαλισμό και τη χρήση της βίας για την επίτευξή του. Αναπτυσσόμενο μέσα από την κριτική στο Κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα της δεκαετίας του 1960, και για ένα διάστημα και σε αυτήν του 1970, το κίνημα της Μαύρης Ισχύος αναπτύχθηκε και έγινε πιο βίαιο. Μετά από χρόνια βίας, πολλοί εγκατέλειψαν το κίνημα ενώ η αστυνομία άρχισε να συλλαμβάνει κάποιους από τους βίαιους πρωταγωνιστές του. Το κίνημα διαδόθηκε επίσης στην Καραϊβική ως Black Power Revolution.

4 Στμ. στο πρωτότυπο: consciousness-raising. Μπορεί να αποδοθεί και ως ευαισθητοποίηση.

5 Στμ. Αλυσίδες πολυτελών καταστημάτων στις ΗΠΑ (και αλλού) που “έκαναν” πρωτοσέλιδα όταν τον Φεβρουάριο του 2017 απέκλεισαν από τις πωλήσεις τους την συλλογή της κόρης του Τραμπ, Ivanka.

6 Στμ. στο πρωτότυπο: got off to a rocky start.

7 Στμ. Frantz Omar Fanon (1925 – 1961), γεννημένος στη Μαρτινίκα Αφρικανός από την Καραϊβική, ψυχίατρος, φιλόσοφος, επαναστάτης και συγραφέας του οποίου το έργο έχει σημαντική επιρροή στο πεδίο των σπουδών της μετα-αποικιοκρατικής εποχής, της κριτικής θεωρίας και του Μαρξισμού. Ως διανοούμενος, ο Fanon ήταν πολιτικός ριζοσπάστης, οπαδός του Παναφρικανισμού και μαρξιστής ανθρωπολόγος που ασχολήθηκε με την ψυχοπαθολογία της αποικιοποίησης καθώς και τις ανθρωπιστικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνέπειες της απο-αποικιοποίησης.

8 Στμ. Amílcar Lopes da Costa Cabral, μηχανικός αγροτικής παραγωγής, ποιητής, διανοούμενος, θεωρητικός και επαναστάτης από την Γουινέα Μπισάο-Κάπο Βέρντε. Ένας από τους πιο επιφανείς Αφρικανούς αντιαποικιοκράτες, οδήγησε το εθνικιστικό κίνημα της Γουινέα Μπισάο και του Κάπο Βέρντε και τον απελευθερωτικό αγώνα που ακολούθησε στην Γουινέα Μπισάο. Δολοφονήθηκε τον Δεκέμβριο του 1973, σχεδόν οχτώ μήνες πριν η Γουινέα Μπισάο ανακηρύξει την ανεξαρτησία της. Αν και όχι Μαρξιστής, επηρεάστηκε βαθύτατα από τον Μαρξισμό και έγινε πηγή έμπνευσης για τα επαναστατικά σοσιαλιστικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα σε ολόκληρο τον κόσμο.

9 Στμ. To Σοσιαλιστικό Κόμμα των ΗΠΑ (Socialist Party of the United States of America, SPUSA), συχνά συντομογραφημένο σε Σοσιαλιστικό Κόμμα, είναι ένα πολυτασικό δημοκρατικό σοσιαλιστικό κόμμα στις ΗΠΑ. Το ΣΚ των ΗΠΑ ιδρύθηκε το 1973 ως διάδοχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Αμερικής, που είχε μετονομαστεί σε Σοσιαλιστές Δημοκράτες των ΗΠΑ ένα χρόνο πριν. Το κόμμα είναι επίσημα προσηλωμένο στον πολυτασικό δημοκρατικό σοσιαλισμό. Περιγράφει τον εαυτό του ως αντιτιθέμενο σε όλες τις μορφές καταπίεσης, ιδιαίτερα τον καπιταλισμό και τις εξουσιαστικές μορφές του κομμουνισμού, υποστηρίζοντας την δημιουργία μιας “ριζοσπαστικής δημοκρατίας που θέτει τις ζωές των ανθρώπων κάτω από τον έλεγχό τους – μια μη-ρατσιστική, αταξική, φεμινιστική σοσιαλιστική κοινωνία”. Υποστηρίζει επίσης την πλήρη ανεξαρτησία από το Δημοκρατικό Κόμμα.

10 Στμ. Το Κίνημα Επαναστατικής Δράσης (Revolutionary Action Movement, RAM) ήταν μια εθνικιστική επαναστατική ομάδα μαύρων στις ΗΠΑ που έδρασε από το 1962 μέχρι το 1969. Ήταν η πρώτη ομάδα που εφάρμοσε τη φιλοσοφία του Μαοϊσμού στις συνθήκες των μαύρων στις ΗΠΑ και προσέδωσε αρχές στην επαναστατική πολιτική του κινήματος της Μαύρης Ισχύος. Η πολιτική τους διαμόρφωση επηρέασε έντονα την πολιτική των Huey Newton, Bobby Seale και άλλων σημαντικών ιδρυτών και μελών του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων.

11 Στμ. Το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων (Black Panther Party, BPP) (αρχικά Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων για την Αυτοάμυνα) ήταν μια επαναστατική, εθνικιστική οργάνωση των μαύρων που έδρασε στις ΗΠΑ από το 1966 έως το 1982, με διεθνή τμήματα ενεργά στο Ηνωμένο Βασίλειο στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και στην Αλγερία από το 1969 έως το 1972. Στην γέννησή του (15 Οκτωβρίου του 1966), η κύρια δράση του BPP ήταν οι ένοπλες περιπολίες για την επίβλεψη της συμπεριφοράς των αστυνομικών του Τμήματος του Όκλαντ και η αντιμετώπιση της αστυνομικής βαρβαρότητας σε αυτή την πόλη της Καλιφόρνιας. Το 1969 άρχισε να δίνεται βάρος σε κοινωνικά προγράμματα για την κοινότητα. Το BPP δημιούργησε μια ποικιλία τέτοιων προγραμμάτων, το πιο εκτεταμένο των οποίων ήταν το Δωρεάν Πρόγευμα για τα Παιδιά καθώς και κοινοτικά ιατρεία για την αντιμετώπιση προβλημάτων όπως η ανισότητα στο φαγητό. Ο μεγαλύτερος αριθμός μελών και η περιοχή της μεγαλύτερης επιρροής του Κόμματος ήταν στις περιοχές του Όκλαντ και του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο, της Νέας Υόρκης, του Σικάγο, του Λος Άντζελες, του Σηάτλ και της Φιλαδέλφειας. Ο διευθυντής του FBI J. Edgar Hoover αποκάλεσε το BPP ως “τη μεγαλύτερη απειλή για την εσωτερική ασφάλεια της χώρας” και επέβλεψε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα (COINTELPRO) παρακολούθησης, διείσδυσης, ψευδoμαρτύρων, αστυνομικής παρενόχλησης και πολλών άλλων τακτικών, σχεδιασμένων για να υπονομεύσουν την ηγεσία των Πανθήρων, να ενοχοποιήσουν μέλη του κόμματος, να απαξιώσουν και να ποινικοποιήσουν το Κόμμα και να το αποστραγγίσουν από πόρους και δυναμικό. Αυτό το πρόγραμμα κατηγορήθηκε και για δολοφονίες μελών των Μαύρων Πανθήρων. Η ιστορία του BPP είναι αμφιλεγόμενη. Ειδικοί το έχουν χαρακτηρίσει ως την οργάνωση του μαύρου κινήματος με την μεγαλύτερη επιρροή στα τέλη της δεκαετίας του 1960, και ως “τον ισχυρότερο σύνδεσμο ανάμεσα στην εγχώρια πάλη για την απελευθέρωση των μαύρων και την παγκόσμια αντίσταση στον Αμερικανικό ιμπεριαλισμό”. Άλλοι σχολιαστές το έχουν περιγράψει ως περισσότερο ποινική παρά πολιτική οργάνωση, χαρακτηριζόμενη από την “προτίμηση στον εντυπωσιασμό εις βάρος της ουσίας”.

12 Στμ. Η Λίγκα των Μαύρων Επαναστατών Εργατών (The League of Revolutionary Black Workers), σχηματίστηκε το 1969 στο Ντητρόιτ του Μίσιγκαν, ενοποιώντας έναν αριθμό διαφορετικών Επαναστατικών Συνδικαλιστικών Κινήσεων (Revolutionary Union Movements, RUMs) που αναπτύσσονταν ραγδαία στην αυτοκινητοβιομηχανία και άλλους βιομηχανικούς τομείς – βιομηχανίες στις οποίες οι μαύροι εργάτες ήταν συγκεντρωμένοι στο Ντητρόιτ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές αυτής του 1970. Η δημιουργία της Λίγκας ήταν μια προσπάθεια να σχηματιστεί ένα πιο συνεκτικό πολιτικό όργανο καθοδηγούμενο από τις αρχές της απελευθέρωσης των μαύρων και του Μαρξισμού-Λενινισμού με στόχο την απόκτηση πολιτικής ισχύος και άρθρωσης των ιδιαίτερων συμφερόντων των μαύρων εργατών μέσω της πολιτικής δράσης. Αν και ήταν ενεργή για σύντομο σχετικά διάστημα, ήταν μια σημαντική εξέλιξη σε μια περίοδο αυξανόμενης μαχητικότητας και πολιτικής δράσης των μαύρων εργατών.

13 Στμ. Chicano ή Chicana (προφέρεται επίσης και Xicano, Xicana) είναι μια επιλεγμένη ταυτότητα μερικών Μεξικανοαμερικανών στις ΗΠΑ. Ο όρος χρησιμοποιείται, μερικές φορές, εναλλάξ με τον όρο Μεξικανοαμερικανός, αν και τέτοιοι όροι έχουν ένα ευρύ φάσμα σημασιών σε διάφορα σημεία στις Νοτιοανατολικές ΗΠΑ. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ευρέως στη διάρκεια του κινήματος των Chicanos από τους Μεξικανούς ως έκφραση περηφάνειας για μια κοινή πολιτισμική, εθνική και κοινοτική ταυτότητα.

14 Στμ. Το Κόμμα των Ερυθροφρουρών (Red Guard Party) ήταν μια ριζοσπαστική οργάνωση Κινεζοαμερικανών νέων του δρόμου που σχηματίστηκε τον Φεβρουάριο του 1969. Το κόμμα δημιουργήθηκε στις σκοτεινές αίθουσες μπιλιάρδου στην Chinatown του Σαν Φρανσίσκο με στόχο να πετύχει τη δημιουργία επαρκών κοινωνικών υπηρεσιών και να λειτουργήσει ως ένα ενιαίο μέτωπο ενάντια στην αστυνομική βαρβαρότητα και καταπίεση που αντιμετώπιζαν ως μειονότητες. Οι Ερυθροφρουροί λειτούργησαν ως μια πρωτοποριακή επαναστατική οργάνωση για το Ασιατο-αμερικανικό κίνημα στη Δυτική Ακτή που προσπάθησε να πολεμήσει την δεδομένη εικόνα της μειονότητας και να προάγει την αλληλεγγύη με άλλες καταπιεζόμενες εθνικές μειονότητες. Αν και υπήρξαν για ένα σύντομο χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, η παρουσία τους υπογραμμίζει τις διαφορετικές ριζοσπαστικές κριτικές και αντιδράσεις στις αντιλαμβανόμενες αδικίες.

15 Στμ. Η Οργάνωση των Νέων Πατριωτών (Young Patriots Organization) ήταν μια αμερικανική αριστερή οργάνωση στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Αναπτύχθηκε από ένα πρότζεκτ της οργάνωσης Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία (Students for a Democratic Society, SDS) με την ονομασία Δουλειά ή Εισόδημα Τώρα (Jobs Or Income Now, JOIN). Με αφετηρία στο Uptown του Σικάγο, η οργάνωση σχεδιάστηκε για να υποστηρίζει νέους, λευκούς μετανάστες από την περιοχή των Απαλλαχίων. Όμως η συμμετοχή ήταν ανοιχτή σε όλες τις φυλές. Με τους Fred Hampton από τους Μαύρους Πάνθηρες, τον José “Cha-Cha” Jiménez της οργάνωσης Young Lords Organization, και τον Katiri LaRouge της Native American Housing Committee, οι “Νέοι Πατριώτες” συνέβαλαν στον σχηματισμό του Συνασπισμού του Ουράνιου Τοξου, Rainbow Coalition (δεν έχει σχέση με την μεταγενέστερη οργάνωση Rainbow/PUSH Coalition του Jesse Jackson). Η αρχική αλληλεπίδραση της ομάδας με τους Μαύρους Πάνθηρες παρουσιάζεται στο ντοκυμαντέρ του 1969 American Revolution 2. Φορούσαν την σημαία της Συνομοσπονδίας στα μπλε τζην τζάκετ και στους μπερέδες τους και πολεμούσαν ενάντια στον ρατσισμό. Συμμετείχαν σε διαδηλώσεις εναντίον της αστυνομικής βαρβαρότητας και των διακρίσεων στη στέγαση. Το 1971 ένα τμήμα προσπάθησε να φτιάξει μια εθνική οργάνωση, με το όνομα Patriot Party, που δεν έχει καμμιά σχέση με την ομώνυμη δεξιά ομάδα.

16 Στμ. Ο Συνασπισμός του Ουράνιου Τόξου (Rainbow Coalition) ήταν ένας συνασπισμός στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές αυτής του 1970, που ιδρύθηκε στο Σικάγο από τους Fred Hampton, ακτιβιστή του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων, William “Preacherman” Fesperman, Jack (Junebug) Boykin, Bobby Joe Mcginnis και Hy Thurman της Οργάνωσης Νέων Πατριωτών (Young Patriots Organization) και τον Jose “Cha Cha” Jimenez, ιδρυτή της οργάνωσης Young Lords, ως ένα κίνημα πολιτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στη συνέχεια διευρύνθηκε για να συμπεριλάβει διάφορες ριζοσπαστικές σοσιαλιστικές ομάδες και κοινότητες όπως η Συμμαχία των Φτωχών του Πάρκου Λίνκολν (Lincoln Park Poor People’s Coalition). Συνδεόταν με το ανερχόμενο κίνημα για τη Μαύρη Δύναμη, που κινητοποίησε την δυσαρέσκεια πολλών Αφροαμερικανών και τον ακτιβισμό άλλων εθνικών μειονοτήτων μετά την ψήφιση της νομοθεσίας για τα πολιτικά δικαιώματα από τον Δημοκρατικό πρόεδρο Lyndon Johnson, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ο συνασπισμός έκανε συμφωνίες για τον τερματισμό της εγκληματικότητας και της βίας μεταξύ των συμμοριών, καθώς οι ηγέτες του πίστευαν ότι οι πόλεμοι συμμοριών μεταξύ των φτωχών νέων δεν πρόσφεραν κανένα όφελος. Ο Hampton και οι συνεργάτες του πίστευαν ότι η πολιτική “μηχανή” της οικογένειας Daley στο Σικάγο (δύο μέλη της οποίας διετέλεσαν δήμαρχοι της πόλης) και η αμερικάνικη άρχουσα τάξη χρησιμοποιούσαν τους πολέμους συμμοριών για να παγιώσουν τις πολιτικές τους θέσεις μέσω της χρηματοδότησης για την επιβολή του νόμου και της δραματοποίησης της εγκληματικότητας, μάλλον, παρά των υποκείμενων κοινωνικών προβλημάτων.

17 Στμ. στο πρωτότυπο: “bread and butter” issues.

18 Στμ. Weathermen: Η οργάνωση Weather Underground Organization, κοινώς γνωστή και ως Weather Underground, ήταν μια μαχητική αμερικανική ριζοσπαστική αριστερή που ιδρύθηκε στην πανεπιστημιούπολη Ann Arbor του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Η ομάδα έγινε γνωστή στην καθομιλουμένη ως Weathermen. Σχηματίστηκε το 1969 ως μια φράξια των Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία (Students for a Democratic Society, SDS) αποτελούμενη κυρίως από την ηγεσία της SDS και τους υποστηρικτές της. Ο σκοπός της ήταν η δημιουργία ενός παράνομου επαναστατικού κόμματος για την ανατροπή της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Με επαναστατικές θέσεις χαρακτηριζόμενες από την “μαύρη εξουσία” και την αντίθεση στον πόλεμο του Βιετνάμ, η ομάδα διεξήγαγε μια σειρά από βομβιστικές ενέργειες στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και πήρε μέρος σε δράσεις όπως η απόδραση του Timothy Leary. Οι “Μέρες της Οργής”, η πρώτη δημόσια διαδήλωσή τους στις 8 Οκτώβρη του 1969, ήταν μια εξέγερση στο Σικάγο προγραμματισμένη να συμπέσει χρονικά με την δίκη των Επτά του Σικάγο. Το 1970 η ομάδα εξέδωσε μια “Διακήρυξη Κατάστασης Πολέμου” ενάντια στην κυβέρνηση των ΗΠΑ.

19 Στμ. στο πρωτότυπο: tokenism. Για την ακρίβεια, ο όρος δηλώνει προσχηματικές δράσεις υποστήριξης μειονοτικών ή περιθωριακών ομάδων που φαινομενικά τους παρέχουν πλεονεκτήματα ώστε να δίνεται η εντύπωση δίκαιης μεταχείρισης.

20 Στμ. Η Kwanzaa, είναι μια γιορτή που διαρκεί μια εβδομάδα που γιορτάζεται στις ΗΠΑ και άλλα έθνη της Δυτικής αφρικανικής διασποράς στην Αμερική. Η γιορτή τιμά την αφρικανική κληρονομιά στην Αφροαμερικανική κουλτούρα και γιορτάζεται από τις 26 Δεκεμβρίου μέχρι την 1η Ιανουαρίου, οπότε και κορυφώνεται σε πανηγύρι και ανταλλαγή δώρων. Η Kwanzaa έχει τις ρίζες της στο κίνημα του μαύρου εθνικισμού της δεκαετίας του 1960 και θεμελιώθηκε ως ένα μέσο για να βοηθήσει τους Αφροαμερικανούς να επανασυνδεθούν με την αφρικάνικη ιστορική και πολιτισμική τους κληρονομιά, ενωνόμενοι σε έναν κοινό διαλογισμό και μελέτη των αφρικανικών παραδόσεων και του Nguzo Saba, των “εφτά αρχών της Αφρικανικής Κληρονομιάς”, για τις οποίες ο Karenga είπε ότι είναι “μια κοινοτιστική Αφρικανική φιλοσοφία”. Για τον Karenga, μια μείζονα προσωπικότητα του κινήματος της Μαύρης Ισχύος, η δημιουργία τέτοιων γιορτών υπογράμμιζε επίσης μια ουσιαστική πρόταση ότι “πρέπει να έχουμε μια πολιτισμική επανάσταση πριν από μια βίαιη επανάσταση. Η πολιτισμική επανάσταση δίνει ταυτότητα, σκοπό και κατεύθυνση”.

21 Στμ. στο πρωτότυπο: “bent the stick too far”.

22 Στμ. στο πρωτότυπο: Pork chop nationalism, ιδιωματισμός που αναφέρεται σε έναν μαύρο που ενεργεί δουλοπρεπώς προς τους λευκούς.

23 Στμ. στο πρωτότυπο: trashing.

24 Στμ. στο πρωτότυπο: call-out culture.

25 Στμ. στο πρωτότυπο: peoplehood.

26 Στμ. στο πρωτότυπο: intersectionality.

27 Στμ. στο πρωτότυπο: identitarian. Αποδίδουμε ως ταυτοτιστικός, δηλαδή ο σχετικός με την ταυτότητα, που είναι σαφώς ακριβέστερος, στο πλαίσιο αυτό, από τα ταυτιστικός ή ταυτολογικός. Πολιτικά ο όρος είναι ήδη φορτισμένος με την ακροδεξιά ρητορική. Παραθέτουμε από την Wikipedia: “To ταυτοτιστικό κίνημα, (Identitarian movement) είναι ένα πανευρωπαϊκό κοινωνικο-πολιτικό κίνημα που ξεκίνησε στη Γαλλία το 2002 ως ένα ακροδεξιό κίνημα νεολαίας προερχόμενο από την Génération Identitaire της νέας Δεξιάς. Αρχικά η νεολαιίστικη πτέρυγα του αντιμεταναστευτικού, ακροδεξιού Bloc Identitaire πήρε τη δική του ταυτότητα και ταξινομείται πλέον ως μια διακριτή συνολικά οντότητα με την πρόθεση της διάδοσής της σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το ταυτοτιστικό κίνημα υποστηρίζει τη διεκδίκηση δικαιωμάτων για τα μέλη συγκεκριμένων ευρωπαϊκών εθνοπολιτισμικών ομάδων. Το κίνημα περιγράφεται επίσης ως ‘αντι-τζιζαντιστικό’ κίνημα”. Ο όρος χρησιμοποιείται, για παράδειγμα, σε ένα άρθρο στην Καθημερινή με τον, μάλλον ευφημιστικό, τίτλο: “Ταυτοτισμός η νέα κίνηση για το μέλλον της Ευρώπης”: http://www.kathimerini.gr/889596/article/epikairothta/kosmos/taytotismos-h-nea-kinhsh—gia-to-mellon-ths-eyrwphs/.

28 Στμ. στο πρωτότυπο discourses. Αποδίδουμε ως πεδία (πχ. συζήτησης) και στη συνέχεια του κειμένου.

29 Στμ. Εξαιρετικό σημείο. Σύνδεση με το ζήτημα της “σύνθεσης” (composition issue) που θέτουν οι Endnotes.

30 Στμ. Η τάξη διευατήν και καθεαυτήν. Πώς η τάξη συγκροτείται “αντικειμενικά” ως τάξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (καθεαυτήν) και πώς αποκτά συνείδηση του εαυτού της (διεαυτήν).

31 Στμ. στο πρωτότυπο: articulation.

32 Στμ. στο πρωτότυπο: forged.

Γαλλία: κατάληψη Πύργου θα μπορούσε να σημάνει

την κατάκτηση του δικαιώματος παραμονής για μετανάστες εργάτες

Αναδημοσίευση και μετάφραση από εδώ: https://libcom.org/news/france-tower-occupation-could-win-migrant-workers-their-right-stay-26032017

Η νίκη για 105 μετανάστες εργάτες είναι πολύ πιθανή ακολουθώντας την κατάληψη για δυο εβδομάδες των Πύργου Semmaris στο Παρίσι με το αίτημα αυτοί και 23 άλλοι σύντροφοί τους να νομιμοποιηθούν και να αποκτήσουν πλήρη εργασιακά δικαιώματα.

Οι εργάτες χωρίς χαρτιά (δηλαδοί όσοι δεν έχουν έγγραφα ταυτοποίησης), που είναι οργανωμένοι στο Τμήμα 94 του συνδικάτου της CGT, παρέμεναν οχυρωμένοι στο ισόγειο της αγοράς Rungis στον δήμο Chevilly-Larue από τις 13 Μαρτίου διαμαρτυρόμενοι για την αποτυχία των αρχών να χειριστούν το αίτημά τους για νομιμοποίηση.

Πολλοί από τους καταληψίες μένουν για χρόνια στη χώρα, μην έχοντας κανέναν τρόπο να διαπραγματευτούν ή να επιβάλλουν τα εργασιακά τους δικαιώματα, εξαιτίας του “γκρίζου” νομικού καθεστώτος τους.

Μιλώντας στην εφημερίδα La Parisien, ο Mamadou, από το Μάλι, είπε: “Έφτασα στη Γαλλία το 2009, και δουλεύω για την ΜΙΝ εφτά χρόνια – για μένα όλα είναι έτοιμα, δεν ξέρω πού μπλοκάρει (η νομιμοποίηση)”.

Όμως, μέσα σε λίγες μέρες από την κατάληψη, και εν μέσω αυξανόμενης πίεσης από την κοινή γνώμη, αντιπρόσωποι από την τοπική Νομαρχία ανακοίνωσαν τώρα ότι οι αιτήσεις των εργατών θα αντιμετωπιστούν “όσο το δυνατόν γρηγορότερα”.

Η ομάδα δουλεύει υπό την “αιγίδα” της MIN, μιας κρατικής ιδιοκτησίας εταιρίας πώλησης τροφίμων χονδρικής, η οποία πιστεύεται ότι απασχολεί γύρω στους 600 εργάτες χωρίς χαρτιά, εκμεταλλευόμενη την επισφαλή νομική τους θέση για να εμποδίζει τις διαπραγματεύσεις σχετικά με τις πληρωμές και τα ωράριά τους. Το προσωπικό δουλεύει σε οτιδήποτε από την καθαριότητα μέχρι την προετοιμασία φαγητού και τη φύλαξη των χώρων. Ένας συνδικαλιστής εκπρόσωπος της CGT είπε:

Δουλεύουν σε τομείς όπου είναι αναντικατάστατοι. Πληρώνουν τους φόρους τους, συνεισφέρουν αλλά δεν έχουν δικαιώματα. Η CGT δεν θέλει εργάτες χωρίς δικαιώματα και ξέρει, όπως και στον αγώνα για την ισότητα των φύλων, ότι η κατάκτηση δικαιωμάτων για όσους είναι στη χειρότερη θέση/worst-off means ανεβάζει τον πήχη για όλους.

Η περιφρούρηση της απεργίας θα τελειώσει μόνο με την έκδοση από τον εργοδότη των εγγράφων που είναι απαραίτητα για την νομιμοποίηση, καθώς και μιας προσωρινής άδειας από την Νομαρχία που θα παραχωρεί κάρτα κατοίκου για έναν χρόνο σε όλους αυτούς τους εργάτες…

Ένα καινούριο βήμα έγινε την Τετάρτη 22 Μαρτίου για την έναρξη της νομιμοποίησης. Το τμήμα 94 της CGT, η συλλογικότητα των μεταναστών εργατών της και το ευρύτερο σωματείο θα εκτιμήσουν την εξέλιξη της διαδικασίας και θα παραχωρήσουν συνέντευξη τύπου τη Δευτέρα 27 Μαρτίου στις 11πμ.

Η επισφαλής εργασία για τους εργάτες χωρίς χαρτιά έχει χειροτερέψει τον τελευταίο χρόνο με την εφαρμογή των νέων αλλαγών στον γαλλικό μεταναστευτικό νόμο, που έχουν καταστήσει την χρήση ενός “ψευδωνύμου” αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης και έχουν σκληρύνει την διαδικασία απόκτησης ετήσιας άδειας παραμονής/κατοίκου.

Συγκρούσεις black-bloc με φασίστες

και υποστηρικτές του Τραμπ στο Μπέρκλεϋ, Καλιφόρνια

 

 

Από το libcom News:  https://libcom.org/blog/black-block-clashes-fascist-groups-trump-supporters-berkeley-california-17042017

 

To Σάββατο 15 Απριλίου ένα μπλακ-μπλοκ αποτελούμενο από νεαρούς αντιφασίστες, αναρχικούς και κομμουνιστές έδωσε μάχη εναντίον μελών νεοναζιστικών οργανώσεων και υποστηρικτών του Τραμπ στο Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνια.

Η αστυνομία ενήργησε ως συνεργός των ακροδεξιών ομάδων επιτρέποντάς τους την πρόσβαση στην κυρίως περιοχή της πορείας (των αντιφασιστών). Μαζί με τα συνηθισμένα μπλουζάκια και καπέλα με τα “Make America Great Again”, οι ακροδεξιοί κουβαλούσαν αντισημιτικά σύμβολα, σημαίες με σβάστικες και σε κάποιες φάσεις χαιρετούσαν ναζιστικά.

Ενώ γίνονταν οι συγκρούσεις, το μπλακ-μπλοκ σήκωνε γενναία ένα πανό που έγραφε: “Θα υπερασπιστούμε τις κοινότητές μας”, θέτοντας έτσι την οργάνωση γύρω από την “κοινότητα” ως μια εναλλακτική για το αμερικάνικο προλεταριάτο.

Στη διάρκεια της μάχης, αντικείμενα και κομμάτια ξύλα από φράχτες χρησιμοποιήθηκαν από τους αντιφασίστες για να ανασχέσουν την πορεία των φασιστικών ομάδων. Οι φασίστες χρησιμοποίησαν παλούκια ακόμα και δακρυγόνα εναντίον των αντιφασιστών διαδηλωτών.

 

Υλικά για μια επαναστατική θεωρία του Κράτους

των Asar Haider και Salar Mohandesi1

“Πιστεύω ότι η θέση του Κράτους στην τρέχουσα σκέψη της Αριστεράς είναι πολύ προβληματική”, έγραψε ο Stuart Hall το 1984, εν μέσω του πολέμου της Μάργκαρετ Θάτσερ εναντίον του “εσωτερικού εχθρού”. Σκεφτόταν την κληρονομιά της μεταπολεμικής περιόδου, που είδε την επέκταση των δημοσίων υπηρεσιών μέσα στο πλαίσιο μιας τεράστιας επέκτασης της παρέμβασης του κράτους στην κοινωνική ζωή. Η επακόλουθη κρίση και αναδιόρθρωση του παγκόσμιου καπιταλισμού χαρακτηριζόταν από την στρατηγική της χρήσης της αστυνόμευσης και της καταστολής, για να μην αναφέρουμε την παγκόσμια πολεμκή ισχύ – κράτος πολέμου παράλληλα με το κράτος πρόνοιας [πόλεμος παράλληλα με ευημερία2]. Η περιγραφή από τον Hall του ιδεολογικού διλήμματος που αντιμετώπιζε η Αριστερά θα μπορούσε, με μια ελάσσονα επικαιροποίηση της ορολογίας, να έχει γραφτεί στις σημερινές ΗΠΑ:

Από την μια, όχι μόνο υπερασπιζόμαστε την προνοιακή πλευρά του κράτους, πιστεύουμε ότι θα έπρεπε κι όλας να επεκταθεί μαζικά. Και όμως, από την άλλη, νιώθουμε ότι υπάρχει κάτι βαθιά αντικοινωνικό στο πώς λειτουργεί αυτό το κράτος πρόνοιας. Ξέρουμε, πραγματικά, ότι το υφίστανται μάζες απλών ανθρώπων, την ίδια στιγμή που επωφελούνται απ’ αυτό, σαν μια παρεμβατική, διευθυντική, γραφειοκρατική δύναμη στις ζωές τους. Παρ’ όλα αυτά, αν ακολουθήσουμε πολύ μακριά αυτόν τον συγκεκριμένο δρόμο, ποιους άλλους θα βρούμε να μας κρατούν συντροφιά στη διαδρομή; Μα φυσικά τους Θατσερικούς, τη νέα Δεξιά, τους “ένθερμους ευαγγελιστές” της ελεύθερης αγοράς, που φαίνεται (δεν το φωνάζουν και πολύ δυνατά) να λένε περίπου παρόμοια πράγματα για το κράτος. Μόνο που είναι απασχολημένοι να δημιουργούν κεφάλαιο εναντίον μας σε αυτό ακριβώς το σημείο, χρησιμοποιώντας την διάχυτη λαϊκή δυσαρέσκεια για τους τρόπους που τα προνοιακά μέρη του κράτους λειτουργούν ως καύσιμο για μια αντι-αριστερή, τύπου “μειώστε3 το κράτος”, εκστρατεία. Και ποια είναι η δική μας άποψη στο θέμα αυτό – για να είμαστε ειλικρινείς; Είμαστε υπέρ της “μείωσης του κράτους” – συμπεριλαμβανομένου του κράτους πρόνοιας; Είμαστε υπέρ ή κατά της διαχείρισης ολόκληρης της κοινωνίας από το κράτος; Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Θατσερισμός αιφνιδιάζει4 κι εδώ την Αριστερά – πηδώντας από την μια αβέβαιη θέση στην άλλη, αβέβαιη για το έδαφος5.

Σήμερα είμαστε αντιμέτωποι με μια ακόμα πιο δραστική επέκταση της κρατικής εξουσίας. Ακόμα και τα κυρίαρχα ΜΜΕ καταγράφουν με τρόμο τις νέες τεχνολογίες παρακολούθησης και την αυξανόμενη σύνθεση συγχώνευση στρατιωτικού και αστυνομικού ελέγχου, παράλληλα με την συνεχή αύξηση στο εσωτερικό των φυλακών και της οχύρωσης της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας.

Η υπερτροφία όμως των κατασταλτικών διαστάσεων του κράτους βρίσκει το ταίριασμά της σε έναν ακρωτηριασμό των προνοιακών του λειτουργιών. Η νεοφιλελεύθερη αναδιόρθρωση, που ξεκίνησε την δεκαετία του 1970, προσλαμβάνεται λοιπόν από ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς ως μια απώλεια των “αγγελικών” αποτελεσμάτων του κράτους, όλων όσων αναδύθηκαν από τη ρύθμιση της οικονομίας και την εμπέδωση των αγορών. Το κράτος που παρακολουθούμε μελαγχολικά6 στην εποχή της λιτότητας έχει να κάνει τόσο με τους δασκάλους και τους ταχυδρομικούς όσο και με τους μπάτσους και τις φυλακές. “Απροετοίμαστοι”, όπως περιέγραψε και ο Hall, αναρωτιόμαστε αν δεν ήταν καλλίτερα να είχαμε πάρει αποστάσεις από το Tea Party, ακόμα και τους υπέρμαχους της λιτότητας από το Δημοκρατικό Κόμμα ή την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, υπερασπιζόμενοι τις μεγάλες κυβερνήσεις από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Δεν μπορούμε να βρούμε την διέξοδο από αυτή την δύσκολη θέση: να πολεμάμε μερικές πλευρές του κράτους – την αστυνομική βία, το ρατσιστικό δικαστικό σύστημα, έναν μηχανισμό επιτήρησης πέρα από τα πιο άγρια όνειρα του J. Edgar Hoover – ενώ από την άλλη κάνουμε τα πάντα για να διατηρήσουμε άλλες – ένα αποτυχημένο σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης, τα βαλλόμενα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, τις καταρρέουσες υποδομές. Εν τω μεταξύ, μια από τις πιο πολύτιμες αρχές της κληρονομιάς μας – όχι η μεταρρύθμιση, όχι η διείσδυση, αλλά η κατάργηση του κράτους – κινδυνεύει να εγκαταλειφθεί λόγω των σλόγκαν ενός ανήσυχου περιθωρίου του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

Δυστυχώς, αυτές οι σχηματοποιήσεις έχουν γίνει επίσης ένα εμπόδιο στην διαύγεια σχετικά με τον σύγχρονο καπιταλισμό. Εντελώς συγκαλυμμένος είναι ο ρόλος του κράτους στην διαχείριση του κράτους που ακολούθησε την μεταπολεμική άνθιση, και ο χαρακτήρας του νεοφιλελευθερισμού ως ενός καθόλα καθοδηγούμενου-από-το-κράτος σχεδίου – στο οποίο ο θεσμικός συντονισμός των αγορών και η διείσδυση της οικονομίας στην καθημερινή ζωή, και τα δυο μέρος της κληρονομιάς του New Deal, επεκτάθηκαν θεμελιωδώς και συναρθρώθηκαν σε μια ανοιχτή επίθεση στην εργασία7.

Η βάρβαρη πραγματικότητα του νεοφιλελεύθερου κράτους, άφθονα εκτεθιμένη κατά την οικονομική ιστορία, μπορεί να τεκμηριωθεί τόσο στα δόγματα των θεωρητικών του – ένα είδος ενότητα της νεοφιλελεύθερης θεωρίας και πρακτικής που περιγράφεται εύγλωττα στις επισκέψεις θαυμασμού του Friedrich Hayek στην Χιλή του Πινοσέτ. Όπως θα αναγνώριζαν τόσο ο Ralph Miliband όσο και ο Νίκος Πουλαντζάς, σε μια στιγμή της υποτιμημένης σύγκλισης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους, ακριβώς τη στιγμή που η περίφημη αντιπαράθεσή τους έφτανε σε μια βιτριολική κορύφωση, η ήττα του Σαλβαδόρ Αλλιέντε είχε ήδη εγείρει το στρατηγικό ζήτημα του κράτους – το ερώτημα της κοινοβουλευτικής δράσης, η πολιτική αφοσίωση και πίστη των κρατικών υπαλλήλων, η σοσιαλιστική χρήση του εργαλείου του κράτους, η σχέση της μεταρρύθμισης του κράτους με τα λαϊκά κινήματα, και η κίνδυνος που έθετε η βία της Δεξιάς8. Το πρόβλημα του κράτους ήταν στο ίδιο το κέντρο τόσο της ήττας της Αριστεράς όσο και της ανόδου του νεοφιλελευθερισμού.

Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια έχουμε δει καίριες μετατοπίσεις στο πεδίο των πολιτικών πιθανοτήτων. Μετά από μια μακρά περίοδο παρακμής, ένας νέος κύκλος αγώνων φαίνεται να έχει ανοίξει, που σημαδεύεται από μια έξαρση των ριζοσπαστικών κινημάτων που στέκονται ενάντια στο κράτος. Παγκόσμιες κινητοποιήσεις ενάντια στους καταπιεστικούς νόμους για τη μετανάστευση, την αστυνομική βία και τη λιτότητα, θέτουν ευθέως το ζήτημα του κράτους στο τραπέζι. Έτσι κι αλλιώς, οι αγώνες για καθαρό νερό, ενάντια στη ρατσιστική αστυνομία, και σχετικά με το μέλλον των δημοσίων σχολείων θίγουν όλοι ζητήματα του κράτους. Παράλληλα, όμως, με τα κινήματα αυτά υπάρχει επίσης μια εντυπωσιακή αναζωογόνηση των σοσιαλιστικών εκλογικών κομμάτων και προγραμμάτων – από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α9 στην Ελλάδα, το Ποδέμος στην Ισπανία, η Kshama Sawant10 στο Σηάτλ – καθώς και μεγάλος ενθουσιασμός για τον δημοτικό11 σοσιαλισμό, τα λαϊκά δημοψηφίσματα ακόμα και προοπτικές για ένα μελλοντικό τρίτο κόμμα.

Αλλά η σχέση ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις είναι αβέβαιη. Μια πλευρά της Αριστεράς ελπίζει να συμμετέχει στο κράτος – για να προωθήσει βελτιωτικές μεταρρυθμίσεις, να αποκαταστήσει τις μορφές δημοσίων δαπανών που χαρακτήριζαν το, σήμερα, ακρωτηριασμενο κράτος πρόνοιας, να πιέσουν τους εκλεγμένους αξιωματούχους και να τους ωθήσουν προς τα αριστερά ή για να εκλεγούν οι ίδιοι στο κοινοβούλιο ή την τοπική κυβέρνηση. Στο αντίθετο άκρο είναι αυτοί που απορρίπτουν κατηγορηματικά το πεδίο των εκλογών, εντοπίζοντας ως πρωταρχική γραμμή πάλης τη σύγκρουση με την αστυνομία. Ενώ τα πιο μαχητικά στοιχεία αποκηρύσσουν όσους επιδιώκουν να δουλέψουν εντός του κράτους ως συνεργάτες του, στηλιτεύοντας οποιαδήποτε τέτοια συμμετοχή ως μια ασυγχώρητη συνθηκολόγηση με την λογική του, οι πραγματιστές επιμένουν ότι οι συγκρουσιακές πολιτικές μόνο ζημιώνουν το κίνημα, και δαιμονοποιούν τους πεισματάρηδες συντρόφους τους με όρους χειρότερους, μερικές φορές, από αυτούς που θα ακούσει κανείς από τη Δεξιά. Στο παρελθόν, σοσιαλιστικά κινήματα προσπαθούσαν να συναρθρώσουν αυτές τις προσεγγίσεις στο κράτος σε ένα συνεκτικό μέτωπο·σήμερα, όμως, η απόσταση μεταξύ τους είναι μεγαλύτερη από ποτέ.

Αυτό που απαιτεί η κατάστασή μας είναι ένας στρατηγικός αναστοχασμός του κράτους. Η ανανεωμένη δύναμη των εκλογικών αγώνων από την μια, και των μαχητικών κινητοποιήσεων, από την άλλη, σχηματίζουν ένα ζωντανό τοπίο δράσης, μια ιλλιγιώδη “ποικιλομορφία τακτικών”. Πολύ συχνά, όμως, οι διανοούμενοι, για να θεωρητικοποιήσουν αυτούς τους αγώνες, χρησιμοποιούν μια γλώσσα που παραμένει εγκλωβισμένη σε παρωχημένες οργανωτικές παραδόσεις και εξακολουθούν να πολεμούν τις βεντέτες μιας προηγούμενης γενιάς – εναντίον του αναρχισμού, εναντίον του Λενινισμού, εναντίον του Ευρωκομμουνισμού. Είναι στιγμή να σταματήσουμε να τρέχουμε πίσω από φαντάσματα. Μια ανανεωμένη θεωρία του κράτους, το είδος της θεωρίας που μπορεί να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε τις πολιτικές αμφισημίες και ασάφειες του παρόντος, θα αναδυθεί από έναν χώρο αντιπαράθεσης/συνάντησης, από την σύγκλιση προοπτικών που καθορίζονται από διαφορετικά σύνολά αγώνων σε διαφορετικές εποχές και μέρη. Το παρόν τεύχος του Viewpoint επιδιώκει να είναι μια συνεισφορά στον ξαναχτίσιμο μιας τέτοιας θεωρίας. Δεν έχουμε να προτείνουμε κάποια “γραμμή”· αντίθετα στοιχηματίζουμε ότι είναι ακριβώς μέσα από τέτοιους αναπάντεχους συνδυασμούς και αντιπαραθέσεις που ένα σύνολο ιστορικά κατάλληλων στρατηγικών μπορεί να αρχίσει να αναδύεται.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://viewpointmag.com/2014/10/28/mate%c2%adri%c2%adals-for-a-rev%c2%ado%c2%adlu%c2%adtion%c2%adary-the%c2%adory-of-the-state/. Οι συγγραφείς είναι (τακτικοί) συντάκτες του Viewpoint Magazine. Το παρόν άρθρο είναι το editorial του τεύχους 4 του Viewpoint, που είναι αφιερωμένο ακριβώς στο Κράτος.

2 Στμ. στο πρωτότυπο: warfare alongside welfare.

3 Στμ. στο πρωτότυπο: “roll back the state”. Συνήθως η φράση “roll back” σημαίνει “αποκατάσταση”, “επιστροφή σε πρότερη κατάσταση”, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει “αποσύρετε”, “μειώστε”.

4 Στμ. στο πρωτότυπο: “catches the Left on the hop”.

5 Stuart Hall, “The State – Socialism’s Old Caretaker”, Marxism Today (Nοέμβριος 1984)· επίσης και στη συλλογή The Hard Road to Renewal (London: Verso, 1988). Δείτε τις αυτοκριτικές σκέψεις του σχετικά με το υπόλοιπο του άρθρου αυτού καθώς και σχετικά με την κληρονομιά της επιθερώρησης Marxism Today στην συνέντευξη με την Helen Davis, στο βιβλίο της τελευταίας: Understanding Stuart Hall (London: Sage, 2004), 157-8· καθώς και το ευφυές σχόλιο του Robin Blackburn για την πολιτική συγκυρία της περιόδου του Hall: “Stuart Hall: 1932-2014,” New Left Review 86 (Μάρτιος – Απρίλιος 2014).

6 Στμ. Στο πρωτότυπο: forlornly.

7 Για αξιοσημείωτα παραδείγματα της εκτεταμένης βιβλιογραφίας σχετικά με το νεοφιλελεύθερο κράτος δείτε Werner Bonefeld: “Free economy and the strong state: Some notes on the state”, Capital & Class 34 (2010) και Martijn Konings: “Neoliberalism and the American State”, Critical Sociology 36:5 (2010).

8 Δείτε Ralph Miliband: “The Coup in Chile”, Socialist Register 10 (1973), επίσης στη συλλογή Class Power and State Power (London: Verso, 1983)· και Νίκος Πουλαντζάς: State, Power, Socialism (London: New Left Books, 1978), 263 (Στμ. Στα ελληνικά: Νίκος Πουλαντζάς: “Το Κράτος, η Εξουσία και ο Σοσιαλισμός”, εκδόδεις Θεμέλιο, 2008). Σε ένα χειρόγραφο, που είναι τώρα υπό επεξεργασία, ιχνηλατούμε αυτή την σύγκλιση και προσπαθούμε να εξηγήσουμε την σημασία της, αλλά το σημείο αυτό έχει ήδη επχειρηματολογηθεί από προσεκτικούς αναγνώστες και του Miliband και του Πουλαντζά. Δείτε: Leo Panitch: “The State and the Future of Socialism”, Capital & Class 4:2 (1980)· “Ralph Miliband, Socialist Intellectual,” Socialist Register 31 (1995)· και “The Impoverishment of State Theory”, στο Paradigm Lost: State Theory Reconsidered (Minneapolis: University of Minnesota Press, 2002). Για ειδική αναφορά στην αντιπαράθεσή τους δείτε: Bob Jessop, “Dialogue of the Deaf: Some Reflections on the Poulantzas-Miliband Debate” στο Class, Power and the State in Capitalist Society: Essays on Ralph Miliband, εκδ. Paul Wetherly, Clyde W. Barrow, και Peter Burnham (London: Palgrave Macmillan, 2008).

9 Στμ. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι το συγκεκριμένο άρθρο έχει γραφτεί στα τέλη Οκτώβρη του 2014, δηλαδή στο απόγειο της πρόσληψης του ΣΥ.ΡΙΖ.Α (αλλά και του Ποδέμος) από την διεθνή κοινή γνώμη και μεγάλα κομμάτια της αριστεράς και της αριστερής διανόησης – ας θυμηθούμε την μοναδική εκείνη παρουσία του Ζίζεκ στο πλευρό του Αλέξη Τσίπρα στο αίθριο του “Μουσείου Μπενάκη” στην Πειραιώς – που έβλεπαν τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α και την άνοδο ως πραγματικά ριζοσπαστικές δυνατότητες και πεδίο πιθανών ρήξεων και τους παρείχαν αφειδώς υποστήριξη. Φανταζόμαστε ότι σήμερα οι αρθρογράφοι σίγουρα θα ήθελαν να αναθεωρήσουν την εκτίμησή τους.

10 Στμ. Η Kshama Sawant είναι Αμερικανίδα, ινδικής καταγωγής, σοσιαλίστρια πολιτικός, ακτιβίστρια και μέλος της Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής, παράταξης που κέρδισε μια έδρα στο Δημοτικό Συμβούλιο του Σηάτλ. Πριν κερδίσει την θέση αυτή, είχε κατέβει ως υποψήφια, χωρίς επιτυχία, για τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Η Sawant είναι η πρώτη σοσιαλίστρια που κέρδισε μια θέση στο κεντρικό ΔΣ του Σηάτλ μετά την Anna Louise Strong η οποία είχε εκλεγεί στην Σχολική Επιτροπή το 1916.

11 Στμ. Στο πρωτότυπο: municipal.

Το Φύλο/Είδος του Κόμματος

Το Φύλο/Είδος του Κόμματος12

του Étienne Balibar3

Αυτό είναι το κείμενο μιας ομιλίας που δόθηκε στο Διεθνές Συνέδριο “Donne Politica Utopia,” προς τιμήν της Rossana Rossanda, στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβα το διήμερο 14-15 Μαΐου του 2010.

Έχω επιλέξει “Το Φύλο/Είδος του Κόμματος” ως τίτλο, ρισκάροντας ένα λογοπαίγνιο στα γαλλικά καθώς και στα ιταλικά (ποιο είναι το φύλο του κόμματος ή ποιος τύπος κόμματος;)4 Έμοιαζε αδύνατο να μην εκμεταλλευθεί κανείς την ευκαιρία να αποτιμήσει/εκτιμήσει τι είναι προβληματικό και τι αξίζει να το σκεφτούμε ξανά στις μορφές της πολιτικής ενασχόλησης που με προσδένουν με την Rossana Rossanda5, αλλά και έμμεσα με τους Mario Tronti, Luciana Castellina, και αρκετούς άλλους που , σήμερα, παρευρίσκονται πιθανόν εδώ6. Θα ήθελα να επιστρέψω σύντομα σε αυτό που πιθανόν αποτελεί το κεντρικό πρόβλημα της πολιτικής υποκειμενικότητας, στο σημείο που η μαρξιστική σκέψη συνάντησε το όριό της και τελικά “χτύπησε” ένα αδιέξοδο: την μορφή-κόμμα και την συγκρουσιακή σχέση της με μια άλλη “μορφή”, αυτήν του “γυναικείου κινήματος” και, συνεπώς, του φεμινισμού.

Στην προσέγγιση αυτή, θα χρησιμοποιηθεί ένα διπλό ρητορικό σχήμα. Είναι μια μεταφορά, καθώς η λέξη genre εκλαμβάνεται εδώ τόσο με την έννοια του φύλου (gender), ή της κοινωνικής κατασκευής της σεξουαλικής διαφοράς, όσο και με την έννοια του τύπου (type) ενός θεσμού, μιας πολιτικής δράσης ή της συλλογικής υποκειμενικότητας που αποκαλείται το “κόμμα”. Ωστόσο είναι, επίσης, μια μετωνυμία, καθώς (και πάλι στα Γαλλικά και τα τα Ιταλικά, εξαιτίας των ομοιοτήτων στις μεταπολεμικές μας ιστορίες) ο κοινός όρος “κόμμα” στην πραγματικότητα δηλώνει ένα μοναδικό κόμμα: το κομμουνιστικό κόμμα. Αυτός ο περιορισμός μπορεί να φαίνεται εν πρώτοις αυθαίρετος και αναχρονιστικός αν δεν είμασταν σήμερα μάρτυρες ενός ανανεωμένου ενδιαφέροντος για την “μορφολογική” ιδιαιτερότητα των κυριότερων “μαζικών” κομμουνιστικών κομμάτων, και των αντιφάσεων που τα διαμόρφωσαν. Φυσικά, αυτό το ενδιαφέρον είναι αδιαχώριστο από μια γενικότερη προσπάθεια να σκεφτούμε την τρέχουσα κρίση της πολιτικής, η οποία εμφανίζεται τόσο ως μια κρίση δημοκρατίας όσο και μια κρίση υπηκοότητας, επηρεάζοντας τόσο τα “κόμματα” όσο και τα “κινήματα”, και ριζώνεται τόσο σε τοπικές όσο και παγκόσμιες μορφές ανήκειν [appartenance].

Οποιαδήποτε συνεισφορά σε αυτή την αντιπαράθεση που επικαλείται συγκεκριμένα σχήματα/μορφές θα πρέπει να ιστορικοποιηθεί προσεκτικά: με άλλα λόγια, να τοποθετηθεί χωρικά και χρονικά/να χρονολογηθεί. Έχω αποφασίσει λοιπόν να στηριχθώ σε ένα ξαναδιάβασμα αρκετών ουσιαστικών κειμένων που σχετίζονται με τις διαμάχες σχετικά με την “μορφή-κόμμα” την στιγμή που, όπως φαίνεται, αυτή η έκφραση αναδύθηκε μέσα σε μαρξιστικούς διανοητικούς κύκλους, σε μια συγκυρία που ήταν, η ίδια, πολύ κρίσιμη: το σημείο καμπής των δεκαετιών του 1970 και 1980, που σημαδεύτηκε στην Ιταλία από το τραγικό τέλος της εμπειρίας του “Ιστορικού Συμβιβασμού”, και, στγ Γαλλία, από την τελική αποτυχία του “Κοινού Προγράμματος” ως μια προσπάθεια για μια λαϊκή ενότητα υποκινούμενη από τα πάνω. Ήταν επίσης η στιγμή που φάνηκε να είναι ο επιθανάτιος ρόγχος της ενέργειας που τέθηκε σε κίνηση από τον Μάη του 1968 και τον “Creeping May” που ακολούθησε7. Θα εξετάσω τρία κείμενα που, ενώ είναι σχεδόν σύγχρονα, το καθένα έχει πολύ διαφορετικό περιεχόμενο: την παρέμβαση του Λουί Αλτουσσέρ που δημοσιεύθηκε στο Il Manifesto το 1979: “Le marxisme comme théorie finie8· το βιβλίο της Rossanda, Le altre, του 1979, που συλλέγει μια σειρά από αναφορές της που διεξήχθησαν μεταξύ του 1978 και του 1979 για το ραδιοφωνικό πρόγραμμα RadioTre, με τη συμμετοχή μαχητών, διανοούμενων και πολιτικών και συνδικαλιστικών ηγετών9· και τέλος, το έργο του Μάριο Τρόντι: “Il tempo della politica”, του 1980, στο οποίο ακριβώς και πρωτοεμφανίζεται η γλώσσα της “μορφής-κόμμα”10. Για λογικούς και ιστορικούς λόγους, θα τα συζητήσω με την ακόλουθη σειρά: Αλτουσσέρ, Τρόντι, Ροσσάντα.

Τρεις Παρεμβάσεις στην Κρίση: Αλτουσσέρ, Τρόντι, Ροσσάντα

Ο Αλτουσσέρ δεν μιλά για μια “κρίση της πολιτικής” ή των θεσμικών της μορφών, αλλά για μια “κρίση του Μαρξισμού”, η οποία ήταν γι’ αυτόν ουσιαστικά μια μόνιμη κρίση της σχέσης ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη στον Μαρξισμό: ο Μαρξισμός δεν είναι η θεωρία της πραγματικής της πολιτικής (που καθορίζεται, αν δεν επιβάλλεται, από τις περιστάσεις της παρέμβασής του στην ιστορία, παρέμβαση που είναι πάντα απρόβλεπτη) και ως εκ τούτου, η μαρξιστική πολιτική δεν αντιστοιχεί πλέον στην “θεωρία” της (με άλλα λόγια, το σχέδιό της για την μετάβαση στον κομμουνισμό ή την “επανάσταση”). Αυτή η κριτική στοχεύει την μαρξιστική παράδοση γενικά, της οποίας οι ρίζες θα πρέπει να αναζητηθούν σε συγκεκριμένα “όρια” του ίδιου του Μαρξ, αλλά ιδιαίτερα στον Γκράμσι και την κληρονομιά του: έχει επειδή ο Γκράμσι είναι κακός μαρξιστής, αλλά επειδή στην ηρωϊκή του προσπάθεια να σκεφτεί τις αιτίες και τα αποτελέσματα της κρίσης, επανενδυναμώνει την “αστική” διάκριση – εγελιανής προέλευσης – ανάμεσα στην πολιτική κοινωνία και την κοινωνία των πολιτών. Αντίθετα, στην άποψη του Αλτουσσέρ, αυτή η διάκριση θα πρέπει οπωσδήποτε να καταργηθεί11. Αυτός είναι ο λόγος, στην συζήτηση σχετικά με την στρατηγική του “Ευρωκομμουνισμού” που ακολούθησε, διακήρυξε ο ίδιος ότι είναι υπέρ αυτού που ο Πιέτρο Ινγκράο αποκαλούσε μια “γενικευμένη πολιτικοποίηση” και δήλωσε ότι όλο αυτό θα “κατέληγε θέτοντας υπό αμφισβήτηση την οργανωτική μορφή του ίδιου του κόμματος”12. Αυτή η κρίση είναι μια “κρίση της αυτονομίας της πολιτικής”, κρίση την οποία καταλαβαίνω, στο πλαίσιο αυτό, ότι είναι όχι τόσο μια κριτική των θεωριών της αυτονομίας του πολιτικού όσο μια κριτική της αυτονόμησης της πολιτικής, της λειτουργίας και των οργανώσεών της, των διαδικασιών της για συζήτηση κ.λπ. σε σχέση με τα ίδια τα κοινωνικά (ή “μαζικά”) κινήματα13. Αυτός είναι ο λόγος που ο ίδιος ο Αλτουσσέρ μπορεί, ταυτόχρονα, να συνηγορεί και για ένα (μαζικό) κομμουνιστικό κόμμα που θα ήταν αυτόνομο, με την έννοια ότι θα έπρεπε να “κείται εκτός κράτους” [fuori dello Stato]. Με άλλα λόγια, ένα κόμμα του οποίου η πολιτική μορφή θα ήταν ριζικά ξένη προς, ή εξωτερική προς τη λογική του (αστικού) κράτους και ανεξάρτητη από το “παιχνίδι” του14.

Ας σκεφθούμε λίγο αυτή τη διαμόρφωση, καθώς περιέχει με μιας ολόκληρη την ριζοσπαστικότητα και τις αμφισημίες της θέσης του Αλτουσσέρ. Οι αδημοσίευτες θεωρητικές αναπτύξεις του Αλτουσσέρ αυτής της περιόδου, που έχουν βρεθεί στο χειρόγραφο “Marx in His Limits”, μπορούν να μας βοηθήσουν να αποσαφηνίσουμε το νόημα. Στην ουσία, επιμένει ότι αυτό που χαρακτηρίζει το αστικό κράτος είναι η εξωτερικότητά του προς την ταξική πάλη15. Παίρνοντας υπόψιν μια παραδοσιακή έννοια στην μαρξιστική θεωρία – αυτήν της “αυτονόμησης του εργαλείου του κράτους” – ο Αλτουσσέρ προσπαθεί να την μεταστρέψει σε ένα “θετικό” γνώρισμα για το κράτος (της μορφής-κράτος), που ενέχει όχι μόνο έναν συμπληρωματικό βαθμό αλλοτρίωσης αλλά μια συγκεκριμένη “αποδοτικότητα/αποτελεσματικότητα”16.

Σημαίνει αυτό ότι το κράτος βρίσκεται “εκτος πολιτικής” (ενώ το κομμουνιστικό κόμμα, καταφέρνοντας να οργανώνεται “εκτός του κράτους”, θα έβρισκε τον εαυτό του, την ίδια στιγμή, ικανό “να κάνει πολιτική”, fare politica, αυτό ακριβώς που το κράτος προσπαθεί να αποτρέψει το κόμμα να κάνει είτε αντιπροσωπεύοντάς το είτε απορροφώντας το); Είναι, μάλλον, ένα ζήτημα εγγραφής μιας θεμελιώδους αμφισημίας εντός της ίδιας της έννοιας της “πολιτικής”, της οποίας τα νοήματα και πρακτικές για την άρχουσα τάξη και την επαναστατική τάξη δεν επικαλύπτονται πλέον17,18. Η διπλή έννοια της “πολιτικής” χρησιμεύει στην έκφραση μιας σύγκρουσης μη αναγώγιμων τάσεων που ο Αλτουσσέρ στην προσπάθειά του να την ξεκαθαρίσει σε μαρξιστικούς όρους, σχετίζει με το ερώτημα της “αναπαραγωγής” (αναπαραγωγή των συνθηκών της παραγωγής, και ευρύτερα η αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων). Κάθε τόπος/πεδίο της αναπαραγωγής είναι ουσιαστικά τόπος/πεδίο μιας σύγκρουσης μεταξύ κοινωνικών δυνάμεων ή, ακριβέστερα, μεταξύ ιστορικών τάσεων – μερικές από τις οποίες τείνουν να αναπαραγάγουν την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων με τον ίδιο τρόπο (ή ακόμα και σε μια “διευρυμένη” εκδοχή), ενώ άλλες τείνουν να διακόπτουν το αποτέλεσμα της κυριαρχίας (και συνεπώς να επιδεικνύουν το παράδοξο μιας “αναπαραγωγής” που είναι μια “μη-αναπαραγωγή”)19. Η έκβαση αυτής της διαρκούς πάλης θα ήταν, τελικά, “τυχηματικός”20: η αναπαραγωγή του υπάρχοντος δεν είναι εγγυημένη, μπορεί μερικές φορές να οδηγεί στην θραύση των “ιδεολογικών μηχανισμών/εργαλείων του κράτους”, διευθυνόμενης ή οργανωμένης από ένα “μαζικό κόμμα”, που είναι απολύτως μοναδικό/ιδιάζον και ριζικά διαφορετικό από άλλα “κόμματα” εντός του μηχανισμού της αναπαραγωγής της ηγεμονίας.

Είναι προφανώς εύλογο/δικαιολογημένο να ρωτήσουμε κατά πόσον ή όχι αυτή η κατασκευή (που, ας μην ξεχνάμε, παρέμεινε ατελής), είναι εντελώς ταυτολογική: το κομμουνιστικό κόμμα είναι ικανό να διαλύσει τους μηχανισμούς της αστικής ταξικής κυριαρχίας στον βαθμό που λειτουργεί σύμφωνα με αρχές που αντιτίθενται σε αυτές που κυβερνούν τους μηχανισμούς αυτής της κυριαρχίας, και συνεπώς η απόστασή τους είναι μη αναγώγιμη…Κάποιος μπορεί επίσης να προσέξει το “έργο” που με αυτόν τον τρόπο ενεργείται στους δομικούς περιορισμούς της πολιτικής, επιδιώκοντας να εντοπίσει (θεωρητικά) το σημείο της αστάθειάς τους, την πιθανότητα ξεπεράσματός τους, πού φτάνει στα ίδια του τα όρια ο “κύκλος” της αναπαραγωγής.

Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, θα έπρεπε να ειπωθεί ότι σε αυτή την θεωρητική δουλειά, που υποστηρίζεται από μια συγκεκριμένη πολιτική εμπειρία, το πολιτικό [le politique] παραμένει απολύτως ομοιογενές: η ετερογενής διάσταση, την οποία αντιπροσωπεύει ιδιαίτερα ο φεμινισμός, δεν παίζει κανέναν ρόλο (κανέναν ιδιαίτερο ρόλο, εν πάσει περιπτώσει, καθώς μπορούμε πάντα να φανταστούμε ότι κανονικές εκφράσεις όπως το “μαζικό κόμμα” ή “μαζικά κινήματα” καλύπτουν επίσης μια πολιτική “προς/για τις γυναίκες”, όπως στις κομμουνιστικές οργανώσεις που ξεπήδησαν από την Τρίτη Διεθνή, κάτι που με μια έννοια είναι η πληρέστερη έκφραση της αποτυχίας αναγνώρισης του προβλήματος που ο φεμινισμός θέτει στην πολιτική)21. Θα αντισταθούμε στον πειρασμό να εφαρμόσουμε “μια συμπωματολογική ανάγνωση” βραχυκυκλώνοντας [“κόβοντας δρόμο”] αναδρομικές βογραφικές θεωρήσεις με το (λυπηρό) γεγονός ενός συγκεκριμένου κομφορμισμού, που εκείνη την εποχή μοιραζόταν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των Μαρξιστών. Ή μάλλον, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι το σύμπτωμα συγκεντρώνεται στην επίμονη χρήση του όρου “αναπαραγωγή”· λες και ο Αλτουσσέρ (και οι μαθητές του) δεν είχαν ποτέ επίγνωση ότι η λέξη που ο Μαρξ χρησιμοποιεί για να αναλύσει την δομική διάσταση του κεφαλαίου είχε επίσης ένα άλλο νόημα, προσδεμένο στην σεξουαλικότητα και την “ζωή”, και συνεπώς στην λειτουργία στην οποία είχαν κατεξοχήν περιοριστεί οι γυναίκες στις ιστορικές κοινωνίες: αυτήν της μητέρας επιφορτισμένης με την ανατροφή παραγωγών, πολεμιστών, πολιτών και, αν χρειάζεται, διανοούμενων, καλλιτεχνών ή πολιτικών…Αξίζει να ρωτήσουμε τουλάχιστον κατά πόσον, εκείνη την περίοδο, οποιοσδήπτε στον κύκλο του Αλτουσσέρ ανέφερε ποτέ στον ίδιον ότι αυτή η αμφισημία θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση ολόκληρη την σύλληψή του για την “πολιτική”22.

Ας εξετάσουμε τώρα, με έναν εξίσου σχηματικό τρόπο, τις διατυπώσεις του Μάριο Τρόντι το 1980: μιλά όχι για μια “κρίση του Μαρξισμού” αλλά για μια “κρίση του καπιταλισμού”· ή, μάλλον, για μια καπιταλιστική κρίση23. Για να είμαστε σαφείς: αυτό δεν σημαίνει μια “οικονομική κρίση”, αλλά πραγματικά μια πολιτική κρίση της οποίας οι “συνθήκες”, όπως απαιτείται από μια μαρξιστική προοπτική, απορρέουν από την ιστορία των παραγωγικών σχέσεωβ: είναι η κρίση ενός συγκεκριμένου μοντέλου του τρόπου με τον οποίο οι αγώνες της εργατικής τάξης ενσωματώνονται στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Ή, ακόμα καλλίτερα, είναι η κρίση ενός τρόπου “διαχείρισης” των ταξικών συγκρούσεων που τις ενσωματώνει στην συγκρότηση ενός βιομηχανοποιημένου μοντέλου (μαζική παραγωγή και κατανάλωση) που ξεκινά στις ΗΠΑ τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 (με το New Deal) για να εξαχθεό στη συνέχεια στη Ευρώπη, ιδιαίτερα στο “πολιτικό εργαστήρι” της Ιταλίας της δεκαετίας του 1960. Ο Τρόντι ορίζει το Κεϋνσιανό κράτος ως την “τελική κλασσική μορφή της αστικής πολιτικής”, όχι επειδή περιλαμβάνει ένα μοντέλο του κράτους με την καταστατική/συνταγματική έννοια (κατανοούμενου ακόμα και ως μιας “υλικής” συγκρότησης), αλλά στον βαθμό που είναι ένα “τακτικό μοντέλο” – με την έννοια ενός κοινωνικού πολέμου – μέσω του οποίου θα μπορούσε να αναπτυχθεί/χρησιμοποιηθεί η πολιτική ικανότητα της αστικής τάξης. Παρ’ όλα αυτά, εισήλθε σε κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όπως μαρτυρείται από τα κινήματα αντίστασης που πλημμύρισαν παντού τη δημόσια σφαίρα:

Ένα κοινωνικό άλμα που δεν κυβερνάται από το πολιτικό προκαλεί πάντα ένα ρήγμα ανάμεσα στις γενιές, μια εξέλιξη χωρίς σχέδιο έχει πάντα το αποτέλεσμα να αναστέλλει [ratcheting] τον ταξικό ανταγωνισμό. Οι νέοι και οι εργάτες έδωσαν το σύνθημα μιας καινούριας πιθανής ενότητας ως μιας εναλλακτικής στο σύστημα. Οι φοιτητές εγκατέλειψαν τα πανεπιστήμια, οι εργάτες εγκατέλειψαν τα εργοστάσια: αυτή η μεγαλειώδη μεταφορά δεν μεταφράστηκε, δεν ερμηνεύθηκε. Παρ’ όλα αυτά, το σύγχρονο επίπεδο ταξικής πάλης ήταν ήδη γραμμένο εκεί: μια πολιτική κεντρικότητα στον κύκλο νέων δυνάμεων του κοινωνικού ανταγωνισμού24.

Τι σημαίνει, στο πλαίσιο αυτό, η “αυτονομία του πολιτικού”;

Κατά την άποψή μου, μοιάζει να σημαίνει δυο πράγματα. Από την μια πλευρά, καταδεικνύει το (μη αναστρέψιμο; ή το τυχηματικό, που συνδέεται με την στιγμή της “κρίσης”;) τέλος της αυτονομίας του οικονομικού, και συνεπώς το τέλος της ψευδαίσθησης σύμφωνα με την οποία η οικονομική εξέλιξη – οι μετασχηματισμοί στη βιομηχανία – που συνιστούν μια “υλική βάση” πρότερη της ταξικής πάλης25. Από την άλλη, δηλώνει την πολιτική κεντρικότητα του μοναδικού επαναστατικού υποκειμένου: της εργατικής τάξης. Αλλά είναι σε αυτό ακριβώς το σημείο που η κρίση μετασχηματίζει τις ίδιες της συνθήκες της: επάγει μια μετάλλαξη η οποία αντανακλάται υποκειμενικά ως η “κρίση της μορφής-εργατικό κόμμα”26.

Ο Τρόντι μας λέει ότι αυτό είναι αποτέλεσμα μιας σύζευξης της αποκτηθείσας από τους εργάτες ικανότητας υπονόμευσης των μορφών εξουσίας που ασκούνταν από το κεφάλαιο στο εργοστάσιο και του ριζικού μετασχηματισμού – ενός επαναστατικού μετασχηματισμού, θα μπορούσε να πει κανείς – που αλλάζει το νόημα της κατηγορίας της “εργασίας”: όχι απλά μια καινούρια διαίρεση της εργασίας, αλλά μια κατάργηση των παραδοσιακών διαιρέσεων μεταξύ παραγωγικής και μη-παραγωγικής εργασίας και μεταξύ χειρονακτικής και διανοητικής εργασίας (και συνεπώς ίσως μεταξύ παραγωγής και εκπαίδευσης). Από αυτή την άποψη, θα πρέπει να γίνει ένα ακόμα βήμα, “πέρα από την αυτονομία του πολιτικού”: όταν η εργασία μετατρέπεται σε “μη-εργασία” (αλλά και όταν επίσης η μη-εργασία γίνεται “εργασία”), η εργασία έχει γίνει μια πολιτική κατηγορία27. Οπότε εγείρεται το προφανές ερώτημα: πώς μπορεί ένα “κομμουνιστικό κόμμα” να εξακολουθεί να είναι ένα “κόμμα της τάξης”: το κόμμα θα πρέπει αναμφισβήτητα να μπορέσει να κατανοήσει (και να οργανώσει) αυτή την διαλεκτική αντίφαση του να είναι ένα “κόμμα της εργατικής τάξης” που δεν είναι πλέον, κοινωνιολογικά μιλώντας, ένα “εργατικό κόμμα” αλλά το κόμμα μιας “επεκτεινόμενης” τάξης που διαρκώς υπερβαίνει τα ίδια τα όριά της.

Για μια ακόμα φορά στο σημείο αυτό μπαίνουμε στον πειρασμό να ρωτήσουμε (αναδρομικά) τον Τρόντι: πού βρίσκονται οι γυναίκες σε αυτή την διαλεκτική; Πού είναι το γυναικείο κίνημα; Σε αντίθεση με ό,τι είδαμε στο έργο του Αλτουσσέρ, οι γυναίκες δεν απουσιάζουν εντελώς, αλλά συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία ενός “οργανωμένου κινήματος”, που προορίζεται να μπει στο κτίριο ενός “ανοιχτού κόμματος”, που με έναν τρόπο δεν είναι τίποτα άλλο από την ίδια την “συνάντησή” τους [του κινήματος και του κόμματος]28. Ο Τρόντι καταγράφει τρία “κινήματα” αυτού του τύπου, που η σημασία τους έχει αποδειχτεί μετά το 1968. Ευθύς εξαρχής, είναι φανερό ότι αυτό είναι ζήτημα πολιτικών – όχι κοινωνιολογικών – κατηγοριών, ακόμα και αν πρέπει κανείς να καταφύγει στην κοινωνιολογία για να καταλάβει τις τομές τους: το εργατικό κίνημα (ή την νέα πολιτικοποίηση των εργατικών αγώνων), το συλλογικό κίνημα της νεολαίας, που επαναστατεί εναντίον του απολυταρχισμού και της ωφελιμισμού της αστικής κοινωνίας (που,με αυτή την έννοια, είναι “κομμουνιστικό” με μια διανοητική έννοια) και το κίνημα της γυναικείας απελευθέρωσης, η ατομική και συλλογική εξέγερση ενάντια σε μορφές οικογενειακής (πατριαρχικής) εξάρτησης και νέων (αστικών) μορφών αρσενικής εξουσίας, που παράγει πολιτικά παράδοξα στον καπιταλισμό (ιδιαίτερα μέσω της εισόδου των γυναικών στην εργασιακή δύναμη/εργατικό δυναμικό, που αποτελεί ένα “δείγμα ισότητας”)29. Παραμένει, ωστόσο, η υποψία ότι μια ιεραρχία κατηγοριών βρίσκεται εδώ επί τω έργω, τουλάχιστον στο μορφολογικό επίπεδο (αυτό των “μορφών” του κινήματος ή του κόμματος): η κριτική της αστικής και πατριαρχικής οικογένειας κατανοείται με όρους μιας ταξικής σχέσης και μιας κοινωνικής κυριαρχίας που θα πρέπει να ανατραπεί, και οι οργανωτικές της μορφές θεωρούνται μέσω ενός “ενιαίου” [unitaire] μοντέλου του οποίου η αποτελεσματικότητα καταδείχθηκε από το κίνημα της νεολαίας. Αντίστροφα, θα πρέπει κανείς να σημειώσει την πολύ ιδιαίτερη σημασία που ο Τρόντι αποδίδει στο γυναικείο κίνημα (αν όχι στον ίδιο τον φεμινισμό) για να διασφαλίσει τον δημοκρατικό χαρακτήρα της κομμουνιστικής πολιτικής. Αυτό δεν είναι έξω από τα ενδιαφέροντα/πρπβληματισμούς που υπόκεινται των συζητήσεων που διοργανώνονται την ίδια ιστορική στιγμή από την Rossanda, και συνεπώς συνδέει τις συζητήσεις αυτές (φαινομενικά με ποιο “εμπειρικό” τρόπο) με τους στοχασμούς πάνω στην κρίση της μορφής-κόμμα ως της “της αναγκαιότητας και της δυσκολίας να κρατούνται μαζί συζητήσεις και αποφάσεις, πάθος και πειθαρχία, πραγματική μαχητικότητα και πραγματική ηγεσία”, των οποίων η αντίφαση είναι ότι “σήμερα, σταθερά και κρίσιμα, το κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται αντιμέτωπο πρόσωπο με πρόσωπο με τη σύγχρονη δημοκρατία”30.

Ερχόμαστε τώρα στο τρίτο κείμενο της ίδιας περιόδου: Le altre31, δημοσιευμένο από την Rossana Rossanda το 1979, στη βάση επεισοδίων εκπομπών στο ραδιόφωνο RadioTre που είχαν ηχογραφηθεί την προηγούμενη χρονιά. Φαίνεται σημαντικό ότι αποτελεί ένα συλλογικό βιβλίο, ήδη μια πολιτική εμπειρία από μόνο του/καθαυτό, στην οποία η συγγραφέας πήρε μέρος σε μια “αναμέτρηση”/συνάντηση μεταξύ γενεών, αντρών και γυναικών, εργατών και διανοουμένων, μεταξύ διαφορετικών μορφών μαχητικής δραστηριότητας (κομμουνιστές, συνδικαλιστές, φεμινίστριες). Αυτό την οδήγησε να θέσει τα θεμέλια της παρελθούσης πολιτικής ενασχόλησής της – στο ΚΚΙ – υπό αμφισβήτηση. Λέει, όμως, εξίσου ξεκάθαρα ότι αυτή η εμπειρία της επέτρεψε να υπονομεύσει αυτή την ενασχόληση από τα μέσα, μέσω της “κομμουνιστικής αίρεσης” που αντιπροσώπευε το έργο της ομάδας του Il Manifesto: “καμμιά άλλη πολιτική ομάδα δεν ήταν πιο γεμάτη από γυναίκες, από την κορυφή μέχρι τη βάση. Απίστευτες γυναίκες, ειδήμονες και δυνατές…Ήταν πάντα το μέσο της πολιτικής ομάδας, αξεπέραστες σε έργο αλλά πεισματάρες στις αποφάσεις”32. Θα μπορούσε λοιπόν να μιλήσει κανείς για έναν “πρακτικό φεμινισμό” στην ομάδα Manifestο (όχι χωρίς αντιφάσεις, καθώς με έναν συγκεκριμένο τρόπο οι γυναίκες συμπεριφέρονταν ως “τέλοιοι άντρες”), ακόμαι και για ένας “θεωρητικό φεμινισμό” αν λάβει υπόψιν το περιεχόμενο των 200 Θέσεων για τον Κομμουνισμό, από το 1970 (που επίσης δεν είναι κενό αντιφάσεων)33. Φαίνεται ότι αυτή η εμπειρία – ταυτόχρονα αντιφατική και παραγωγική – παρέχει μια καθαρή αντίστιξη με την ιδέα μιας κρίσης των (δημοκρατικών) πολιτικών μορφών που αναφέρεται στη συνέχεια, όταν η Rossanda περιγράφει τις απογοητεύσεις που ασχολούνταν με την πολιτική στον απόηχο του πολέμου και το αποτράβηγμά τους [reflux] από τα κόμματα (όχι μόνο από το κομμουνιστικό κόμμα), και την αυξανόμενη σύγκρουση ανάμεσα στις αξίες του πολιτικού θεσμού και τις δικές τους αξίες: “Οι γυναίκες αποτραβήχτηκαν [rifluiscono] από τα κόμματα, όπως αποτραβήχτηκαν και από το δικό μας, επειδή δεν αναγνώριζαν πλέον τον εαυτό τους σε αυτές τις μορφές σχέσεων και επικοινωνίας, που ήταν τότε οι μορφές του πολιτικού, οι κοινοί κανόνες ανάμεσα στον εκμεταλλευτή και τον εκμεταλλευόμενο, τον κυβερνώντα και τον κυβερνώμενο”34. Μπορούμε εδώ να αποφύγουμε μια κριτική εφαρμογή του επιχειρήματος, που προέρχεται από τον Ένγκελς, τον Μπάμπελ, την Clara Zetkin καθώς και τον Γκράμσι που καθιστά τη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική μέτρο της δημοκρατικής ανάπτυξης του κόμματος35. Θα πρέπει να γίνει ακόμα μια διάκριση ανάμεσα σε μια κατάσταση στην οποία οι γυναίκες αποκλείονται επίσημα από την πολιτική, υποβαθμιζόμενες στην τάξη των “παθητικών πολιτών”, και με τη βία αν είναι απαραίτητο, και μια κατάσταση στην οποία, αν και “καλούνται” [να συμμετέχουν], καταλήγουν να φεύγουν, επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν τις φωνές τους να ακουστούν ή τις ανάγκες τους να αναγνωριστούν. Παρατηρήστε την εγγύτητα αυτών των όρων: αποκλεισμός, αποτράβηγμα, έξοδος.

Μπορούμε λοιπόν να συλλάβουμε μια τριπλή διαλεκτική να διαπερνά ολόκληρο το βιβλίο.

1. Πρώτον, αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε διαλεκτική της ετερότητας [l’étrangeté]: μια γυναίκα στην πολιτική είναι μια γυναίκα “διαφορετική” [of difference], αλλά αυτή η θέση μοιάζει με αυτήν ενός “μυστικού πράκτορα”, που εισάγει τα φεμινστικά συμφέροντα [intérêt] στον κομμουνισμό:

Οι γυναίκες εγκαταλείπουν τα κόμματα ή επιστρέφουν – κι εδώ η Lidia Menapace εισάγει ένα θέμα που θα δούμε να υιοθετείται και πάλι από γυναίκες με πολύ διαφορετικές πολιτικές θέσεις, αλλά που όλες συνδέονται με την εμπειρία του φεμινισμού – με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό από το παρελθόν. Με ένα ψυχρό κοσμικό μάτι, λέει: ξέροντας ότι δεν μπορούν να πετύχουν τους στόχους τους ως γυναίκες μέσα στα κόμματα, ήταν παρ’ όλα αυτά χρήσιμο να παραμένουν σ’ αυτά ώστε να εγγυηθούν κοινωνικούς δεσμούς. Παραμείναμε, επιτρέποντας στους εαυτούς μας ένα χαμόγελο, σαν οι μυστικοί πράκτορες του φεμινισμού, χωρίς να παραδινόμαστε, παραμένοντας σε επαγρύπνηση36.

Αναγνωρίζεται εδώ η ετερογένεια των χειραφετητικών συμφερόντων, της οποίας το έδαφος /θεμέλιο [fondement] είναι η διαφορετικότητα των γυναικών σε σχέση με τον πολιτικό κόσμο των αντρών (διαμορφωμένου από μια αρσενική κυριαρχία, που συμπεριλαμβάνεται ως/qua επαναστατική πολιτική). Αυτή είναι μια ετερογένεια που δεν πρέπει να οριστεί είτε με οικονομικούς όρους (ή με τον καταμερισμό της εργασίας) ή απλά με κοινωνικούς όρους (με λειτουργίες, ρόλους, ιεραρχίες) αλλά με όρους σεξουαλικότητας και σεξουαλικής διαφοράς – αθτό ακριβώς που η θεσμική πολιτική (και συνεπώς και τα κόμματα) δεν μπορούν να “αντέξουν” αλλά το καταπιέζουν, διανοητικά και πρακτικά.

2. Ακολουθεί η διαλεκτική της ισότητας και της ανισότητας: απαντώντας σε μια συνομιλήτρια (Licia Conte) που υπερασπίζεται την προτεραιότητα της αξίας της ελευθερίας, η Rossana εξηγεί ότι η κατηγορία της ισότητας είναι περισσότερο ανατρεπτική/υπονομευτική πολιτικά (το “φάντασμα” που πάντα στοιχειώνει το discourse της εξουσίας). Είναι επίσης πιο παραδοξολογική, ιδιαίτερα από την σκοπιά των γυναικών, που είναι συνηθισμένες να βλέπουν τις εαυτές τους να τους αρνούνται την ουσιαστική/πραγματική ελευθερία, πρόσβαση στα δικαιώματα και τις κοινωνικές δραστηριότητες καθώς και να βλέπουν τα εξισωτικά πολιτικά discourse (δημοκρατικά, ρεπουμπλικανικά ακόμα και κομμουνιστικά) να λειτουργούν με τη σειρά τους ως αρνήσεις της διαφοράς ανάμεσα στα φύλα, κάτι που μπορεί να τις οδηγήσει να βλέπουν, αντίστροφα, μια προστασία του δικαιώματος στην διαφορά στην διατήρηση της ανισότητας37. Αλλά στην “διπλή δυσπιστία” [double méfiance] των γυναικών – που μερικές φορές έχει σαν αποτέλεσμα τον συντηρητισμό, και κάποιες άλλες της εξέγερση – υπάρχει ένα κρίσιμο ερώτημα για την πολιτική: αυτό της ατομικότητας και της απροσδιοριστίας που φέρει.38

3. Και τέλος, υπάρχει η διαλεκτική η εσωτερική στον ίδιο τον “φεμινισμό”: η διαίρεση ανάμεσα στο “πρώτο” και το “δεύτερο” κύμα του φεμινισμού, που μοιάζει να αναπαράγει μια παλιότερη κοινωνική διαίρεση ανάμεσα στην δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα39. Αλλά ο φεμινισμός του δεύτερου-κύματος αντί να επιβεβαιώνει ότι το “προσωπικό είναι πολιτικό” με ένα απλοϊκό τρόπο, μάλλον εστιάζει στον μετασχηματισμό των διατομικών σχέσεων και στον τρόπο με τον οποίο αυτές επηρεάζουν την ατομικότητα την ίδια. Με μια έννοια, αυτό συνιστά έναν άλλο “τόπο” για την πολιτική, έξω από τους επίσημους θεσμούς της και τον γενικό ορισμό. Ωστόσο, η Ροσσάντα δεν υποχωρεί από τον ορισμό της “πολιτικής” με μια ευρεία έννοια ως την συγκρουσιακή σφαίρα των σχέσεων ανάμεσα στο κράτος, την κοινωνία και τα κόμματα. Τουλάχιστον σε επιφανειακό επίπεδο, αναδύεται εδώ ένα απορητικό πρόβλημα στο discourse: ο φεμινισμός αλλάζει και δεν αλλάζει τον τόπο της πολιτικής…υπάρχει ένας τρόπο να κρατήσει κανείς την απόστασή του από τον φεμινισμό που περιγράφει ή με τον οποίο διαλέγεται (“Εγώ που δεν είμαι μια φεμινίστρια”);?40 Ή αυτό σημαίνει όντως ότι ο φεμινισμός, σε σχέση με την πολιτική, δεν αντιπροσωπεύει τόσο μια πραγματική μετατόπιση προς έναν ήδη υπάρχοντα τόπο, ως μια “ατοπική” [atopique]41 ικανότητα υπονόμευσης και αμφισβήτησης την εξουσίας σε διαφορετικές θεσμικές “τοποθεσίες” της πολιτικής, τόσο από τα πάνω όσο και από τα κάτω;42 Ερχόμαστε έτσι αντιμέτωποι με την μεταφορά του μυστικού πράκτορα και της λειτουργίας του κρυφού περάσματος μέσα από τα σύνορα. Δεν γνωρίζουμε, όμως, το αποτελέσματα μπορεί να παραγάγει στην “αναπαραγωγή” των κλασσικών μορφών της ταξικής πάλης.

Η Μορφή-Κόμμα: πολιτική γένεση και έμφυλη δομή

Στο σημείο αυτό είναι φυσικά αναγκαίο να αφήσουμε πίσω μια απλή “αντιπαράθεση” μεταξύ κειμένων που εκφράζουν τις αβεβαιότητες μιας συγκυρίας (μια συγκυρία που σε μας σήμερα μοιάζει σαν το “τέλος” μιας συγκεκριμένης εποχής πολιτικής, δεν είναι το τέλος της ίδιας της πολιτικής)43. Είναι αναγκαίο να πάμε πίσω στην αρχή μιας συζήτησης για την μορφή-κόμμα ως μια ιστορική μορφή που παρήγαγε (και πιθανόν να παραγάγει ακόμα) καθορισμένα αποτελέσματα, αντικειμενικά όπως και υποκειμενικά. Αυτή η “μορφή” αναμφισβήτητα δεν υλοποιείται με τον ίδιο τρόπο· δεν έχει παραμείνει αμετάλλακτη. Παρά ταύτα, έχει μια συγκεκριμένη λογική, και έχει υποβληθεί στη Δύση (και αλλού, καθώς όπως και η “μορφή-έθνος” και η “μορφή-σχολείο” [forme scolaire], έχει εξαχθεί σε ολόκληρο τον κόσμο) σε δομικούς περιορισμούς. Στο σημείο αυτό θα περιοριστώ σε μερικές προγραμματικές ενδείξεις, που υπόκεινται σε αλλαγή και επαναδιαμόρφωση υπό το φως της συζήτησης. Θα οργανώσω αυτές τις ενδείξεις γύρω από τρία προβλήματα που αφορούν, αντίστοιχα, την γενεαλογία της μορφής-κόμματος, τα γνωρίσματα του “κομματικού κομμουνισμού” σε σχέση με την σεξουαλική διαφορά, και, τέλος, τις αντιφατικές συνέπειες του φεμινισμού στις προσπάθειες εκδημοκρατισμού του κομμουνιστικού κόμματος.

H γενεαλογία της μορφής-κόμμα, όπως την καταλαβαίνουμε σήμερα, είναι στην πραγματικότητα ένα ολόκληρο πρόγραμμα έρευνας, οδηγούμενο από την αναμέτρηση (και ίσως την σύγκρουση) δύο εξηγηματικών γραμμών. Βλέπουμε ξεκάθαρα στα Τετράδια Φυλακής πού σε αυτή την διαίρεση, θα μπορούσε κανείς να πει, ελέγχει απόλυτα την χρήση της έννοιας του “Σύγχρονου Ηγεμόνα”, το μέσο με το οποίο ο Γκράμσι προσπαθεί ταυτόχρονα και να διακρίνει την μοναδικότητα της κομμουνιστικής εμπειρίας [phénomène] μετά την Ρωσική Επανάσταση και να φανταστεί την διαφοροποίησή της στην βάση νέων ιστορικών συνθηκών που δημιουργήθηκαν από την αναμέτρηση με τον ευρωπαϊκό φασισμό. Από την μια πλευρά, έχουμε τον πλήρη στοχασμό πάνω στην μετάβαση του εργατικού κινήματος από την “οικονομική-κορπορατίστικη” φάση του στην ορθώς “πολιτική” φάση, της οποίας [μετάβασης] το κόμμα πρέπει να είναι το όργανο: το κόμμα είναι αυτή η δυνάμει ηγεμονική δύναμη στην κοινωνία που ανατρέφει/καλλιεργεί την ανάδυση των “οργανικών διανοούμενων” από την εργατική τάξη και καθοδηγεί στην διαμόρφωση μιας νέας συλλογικής ικανότητας στοχασμού πάνω στην ιστορικότητα των καπιταλιστικών “σχέσεων δύναμης”. Από την άλλη, έχουμε μια ολόκληρη διεπιστημονική έρευνα, χωρίς καθορισμένα όρια, για τον σχηματισμό των θεσμών της αστικής εθνικής πολιτικής, στην οποία οι στιγμές των “ενεργών” και των “παθητικών” επαναστάσεων ξεδιπλώνονται, μέχρι την ανάδυση μαζικών κομμάτων, όπου μια συγκεκριμένη “δημοκρατική” σύντηξη του ελιτισμού και του λαϊκισμού καθίσταται λειτουργική/μπαίνει σε λειτουργία. Από αυτή την προοπτική, το κομμουνιστικό κόμμα “δεν εφηύρε” την μορφή του: λαμβάνει το κόμμα-μορφή από την ιστορία, ακόμα κι αν αυτή μετασχηματίστηκε προς τους σκοπούς του, και το θέτει στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης “υλικής συγκρότησης”, της οποίας αποτελεί τον ένα πόλο. Αν τότε πρόκειται να ρωτήσουμε πώς μια διαιρεμένη γενεαλογία θα μπορούσε να διαφωτίσει την “οργανική” παρουσία του σεξισμού εντός της μορφής-κόμματος, τότε κατευθυνόμαστε προς θεμελιωδώς πολύ διαφορετικά, ακόμα και ετερογενή, φαινόμενα44. Από την μια πλευρά βρίσκεται το γεγονός – με κανέναν τρόπο αναγώγιμο σε ένα κοινωνιολογικό “απόβαρο” κληρονομημένο από το παρελθόν, αλλά είναι μάλλον μια “εφεύρεση” της σύγχρονης βιομηχανοποίησης – αυτού που μπορούμε να ονομάσουμε την εμφυλοποίηση των αγώνων, και συνεπώς του “φύλου” τους. Υπάρχει, ιδιαίτερα, η ανδροπρέπεια των μορφών των εργατικών αγώνων (η απεργία, η εξέγερση), αλλά επίσης και ο ρόλος της απαραίτητης υποστήριξης – πήγαινα να πω φροντίδας – που παίζουν οι γυναίκες (υλική, ηθικη ακόμα και συναισθηματική: να πηγαίνουν φαγητό και ανεφοδιασμό στους απεργούς, να θαυμάζουν τον ηρωϊσμό τους, να συνεχίζουν και να διαδίδουν τις αξίες της αλληλεγγύης μέσα στη λαϊκή κουλτούρα, από γενιά σε γενιά)45. Από την άλλη πλευρά, έχουμε όλες τις μορφές του ανδρικού μονοπωλίου στην πολιτική αντιπροσώπευση, από το οποίο επίσης απορρέει ο αρσενικός χαρακτήρας των πολιτικών δράσεων και ρητορικής, αυτό που η Geneviève Fraisse46 όρισε αρνητικά ως την απαγόρευση της δημόσιας αντιπροσώπευσης που επιβάλλεται στις γυναίκες στη διάρκεια της αστικής εποχής (και συνεπώς η απαγόρευση της συμμετοχής στην “κυριαρχία”/sovereignty, με την ρεπουμπλικανική έννοια του όρου)47. Τίποτα από όλα αυτά δεν αλλάζει ουσιαστικά με την είσοδο της εργατικής τάξης (που η ίδια αποτελείται από άντρες εργάτες…πολύ περισσότερο από γυναίκες εργάτριες) στο δημοκρατικό πολιτικό πλαίσιο.

Είναι, όμως, αναμφισβήτητα επιτακτικό να αφήσουμε πίσω αυτή την καθαρά θεσμική γενεαλογία της ιδέα του επαναστατικού κόμματος και να λάβουμε υπόψιν τις κοινωνικές και ιστορικές πραγματικότητες, στις οποίες ανθρωπολογικοί καθορισμοί έρχονται στην επιφάνεια. Αυτό είναι το δεύτερο πρόβλημα: θα επιχειρηματολογήσουμε εδώ ότι η “μορφή-κόμμα” στην οποία οργανώνεται η πολιτική ως η μορφοοποίηση μιας συλλογικής βούλησης είναι επίσης, ενδογενώς, μια ιστορική διαμόρφωση ανθρωπολογικών διαφορών, στον βαθμό που αφορά την διαίρεση μεταξύ χειρονακτικής και πνευματικής εργασίας (που μελετήθηκε από τον Γκράμσι) καθώς και η διαφορά μεταξύ των φύλων (που αγνοήθηκε από αυτόν). Είναι ζήτημα κατανόησης εδώ τι εξηγεί την ικανότητα των ιστορικών κομμουνιστικών κομμάτων για εξέγερση και αντίσταση (μπαίνει κανείς στον πειρασμό να τα αποκαλέσει “πραγματικά υπαρκτά” κόμματα, με τον τρόπο που υπήρχε ένας “πραγματικά υπαρκτός σοσιαλισμός”, με τον οποίον διατηρούσαν οργανικούς – αν και κάποιες φορές συγκρουσιακούς – δεσμούς). Το νήμα ανάλυσης που μοιάζει πιο κατάλληλη για την μελέτη του κομμουνισμού του κόμματος είναι η διαλεκτική ανάμεσα στις λειτουργίες του ως μιας αντι-κοινωνίας και της στρατηγικής του ως μιας αντι-εξουσίας. Αυτό προφανώς εγείρει το ερώτημα της γνώσης – με έναν οξύ τρόπο – του σε ποιο σημείο το κίνημα που επεδίωξε να είναι δυνητικά ηγεμονικό και ίσως έχει εμφανιστεί ως μια πρόκληση στην υπάρχουσα τάξη ήταν ουσιαστικά “υποδεέστερο” καθώς διατήρησε και αναπαρήγαγε τις κοινωνικές σχέσεις και τις μορφές συμβολικής βίας χαρακτηριστικές της κοινωνίας εντός της οποίας αναπτύχθηκε48. Από την πλευρά μου θα διακρίνω μεταξύ αυτών των δύο πτυχών, των οποίων ο ρόλος έχει επικαλεστεί με τη σειρά του από αναλυτές της ιστορίας των γαλλικών και ιταλικών – και γενικότερα, των δυτικών – κομμουνιστικών κομμάτων49.

Ο όρος “αντι-κοινωνία” αναφέρεται στο σύνολο των μορφών αντίστασης στην εκμετάλλευση, αλληλεγγύη στους αγώνες, και συγκρούσεις με το κράτος, την εκκλησία και τις “κοινωνικές πολιτικές” της αστικής τάξης στον καθορισμό των εθνικών συνθηκών. Παίρνει τις μορφές του πολιτικού κόμματος και (στον περίφημο σταλινικό ορισμό) τους ιμάντες μεταβίβασης – συνδικάτα, πολιτιστικές οργανώσεις, δήμοι – και καλλιεργεί ένα μοντέλο κοινωνικοποίησης που αντιτίθεται στην αστική κοινωνικοποίηση, αναπτύσσοντς μια σχετικά ξεχωριστή ταξική κουλτούρα και εκπαίδευση. Αυτό το σημείο είναι καθοριστικό αν θέλουμε να κατανοήσουμε πώς στην πραγματικότητα τη τάξη “δι-εαυτήν” προβάλλεται στην “τάξη-καθεαυτήν” και την αναπαράγει, όχι το αντίστροφο· αυτό αντίκειται στο ιδεώδες σχήμα του σχηματισμού της ταξικής συνείδησης που θεωρητικοποιήθηκε από τον Μαρξ (και τελειοποιήθηκε από τον Lukács). Όπως ισχυρίζεται ο Françoise Duroux, η έσχατη βάση αυτής της αναπαραγωγής είναι η “οικογένεια των εργατών”, με την διπλή έννοια της γενικής: την εργατική οικογένεια, αλλά επίσης την οικογένεια που ο (αρσενικός) εργάτης “κατέχει” (και τα μέσα με τα οποία επίσης “κατέχει” τις γυναίκες)50. Αυτός είναι ο λόγος που στο πραγματικό κομμουνιστικό κόμμα (παρά μερικές – πάντα περιορισμένες και επισφαλείς – εξαιρέσεις, ιδιαίτερα μεταξύ των διανοουμένων) η κοινωνική δομή αποκλείει τις γυναίκες από την άμεση πολιτική δράση, οποιαδήποτε λήψη αποφάσεων, ενώ τις καθιστά τους φρουρούς/φύλακες της ταξικής συνείδησης (όπως ακριβώς στο αστικό κράτος και την οικογένεια, γίνονται οι φύλακες του πατριωτισμού και των θρησκευτικών αξιών). Δεν μας εκπλήσσει καθόλου ότι σε αυτές τις συνθήκες, η μορφή-κόμμα είναι ριζικά ασύμβατη με τον φεμινισμό στις διάφορες μορφές του, μιας και ο φεμινισμός αρχίζει θέτοντας υπό αμφισβήτηση/διερώτηση αυτού του ρόλου αναπαραγωγής των συλλογικών αξιών που αποδίδονται στην διαφορά μεταξύ των φύλων. Ο φεμινισμός, λοιπόν, δεν είναι τόσο ο “ταξικός εχθρός” όσο ο “εχθρός της τάξης” [Le féminisme n’est donc pas tant “l’ennemi de classe” que “l’ennemi de la classe”]: αλλά συχνά, στην δραματική ιστορία των πραγματικών κομμουνιστικών κομμάτων, η δεύτερη απόδοδση κατέρρευσε στην πρώτη, και οι φεμινίστριες θεωρούνταν ότι είναι αστές πράκτορες μέσα στο εργατικό κίνημα (κάτι που, όπως έχουμε δει, η Rossanda και οι συντρόφισές της προσπάθεια κατά ειρωνικό τρόπο να αντιστρέψουν σε ένα επαναστατικό γνώρισμα).

Η “αντι-εξουσία” έχει ένα διαφορετικό νόημα: είναι η ικανότητα του κόμματος να αντιτίθεται το ίδιο στο κράτος και την άρχουσα τάξη μέσω του σχηματισμού μιας αυτόνομης πολιτικής ηγεσίας. Ο Λένιν θεωρητικοποιεί αυτή τη μορφή ηγεσίας – κάπου ανάμεσα μεταξύ περιγραφής και συνταγής – ως έναν οργανικό συνδυασμό επιστήμης και οργάνωσης. Ιστορικά, αυτός ο συνδυασμός κορυφώνεται στην μορφή του “ηγέτη”, που είναι ταυτόχρονα και θεωρητικός και οργανωτής, και φαντάζομαι ότι κάποιος θα παραδεχτεί εύκολα ότι στον 20ο αιώνα αυτη η φιγούρα στην οποία αυτές οι δυο πτυχές κλασσικής “αντιπροσώπευσης” ενώνονται είναι τυπικά ανδρική (για να μην πούμε αρσενική/αρρενωπή). Υπάρχουν, παρ’ όλα αυτά, γυναίκες που “επέβαλλαν” την είσοδό τους σε αυτό το “κλαμπ” των θεωρητικών και των οργανωτών, η πιο αξιοσημείωτη και τραγική είναι η Rosa Luxemburg51. Αυτός είναι ο λόγος που χρειάζεται να είμαστε λίγο πιο λεπτοί και να μην επαναλαμβάνουμε απλά τις φεμινιστικές γενικότητες για τον αρσενικό χαρακτήρα της γνώσης και της εξουσίας και να ανακατασκευάσουμε την ανάλυση της συμβολικής βίας που συνδέεται με την αυθεντία της γνώσης, την διάδοσή της σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον [milieu] στο οποίο οι απαιτήσεις εκπαίδευσης ήταν ιδιαίτερα ισχυρές, και ο συνδυασμός τους με φαλλοκρατικές τροπικότητες προσκόλλησης στην πειθαρχία και την παραγωγή της “κοινής λογικής” εντός των οργανώσεων52. Η αντι-εξουσία δεν είναι μια αντι-κοινωνία, αλλά το αποτέλεσμα των στρατηγικών της αντι-εξουσίας υποστηριζόμενες από μορφές αντι-κοινωνίας, αυτές των “πραγματικά υπαρκτών” κομμουνιστικών κομμάτων (και πάλι: όχι χωρίς προβλήματα, αντιστάσεις, εξαιρέσεις, υπονομεύσεις), που όντως βασίζονταν σε συγκεκριμένες μορφές πατριαρχίας και διανοητικής πατριαρχίας, την επανενδυνάμωση της οικογένειας και την συναίνεση των γυναικών σε μια “ορθολογικά” αντρική αυθεντία/εξουσία, καθώς και μια αδελφοσύνη μεταξύ των μαχητών (συντρόφων) της οποίας “φυσικά” οι ευεργετούμενοι/δικαιούχοι ήταν άντρες. Εξ αυτού του γεγονότος, οι γυναίκες ήταν και περιλαμβανόμενες από τα κάτω σε μια υποδεέστερη θέση και αποκλεισμένες από τα πάνω από την “κορυφή” (ή τοποθετημένες σε μια εκκεντρική [excentrique] θέση). Αυτή η αντιφατική κατάσταση είναι ένα ιστορικό γεγονός, φυσικά, αλλά είναι επίσης και ένα δομικό χαρακτηριστικό, που εκφράζει την “αδύνατη” σχέση που η μορφή-κόμμα διατηρεί με τον συνδυασμό των ταξικών και έμφυλων σχέσεων ή ετερογενών μορφών κυριαρχίας53.

Ωστόσο, προκύπτει ένα τρίτο ερώτημα: όλη αυτή η ιστορία δεν έλαβε χώρα δίχως σύγκρουση και ή μετασχηματισμό. Ο κομμουνισμός του κόμματος διατέμνεται με τους κοινωνικούς και ηθικούς μετασχηματισμούς της κοινωνίας. Η αντι-κοινωνία δεν είναι στην πραγματικότητα εξωτερική προς την αστική κοινωνία ή δεν μπορεί να μείνει εκεί [έξω] για πολύ καιρό, και μάλιστα συμβάλλει στην εξέλιξή της. Αλλά, πάνω απ’ όλα, η κομμουνιστική ιδέα ή γενικότερα η ιδέα μιας “επανάστασης” που θα ανέτρεπε την κοινωνική κυριαρχία σε όλες τις μορφές της, συνιστά έναν αντιφατικό καταλύτη [ferment] μέσα στις πολιτικές οργανώσεις. Αυτό που μου φαίνεται ενδιαφέρον είναι πρώτα απ’ όλα η διαρκής ένταση που απορρέει από το γεγονός ότι το κομμουνιστικό κόμμα αποκαλύπτει τον εαυτό του να είναι, με μια συγκεκριμένη έννοια, λιγότερο δημοκρατικό από την κοινωνία που επιδιώκει να “εγκαθιδρύσει”, και ακόμα λιγότερο δημοκρατικό στην εσωτερική του οργάνωση από την φιλελεύθερη κοινωνία που το ίδιο διαμορφώνει εντός (ακόμα και αν η διαφορά μεταξύ μιας θεσμικής, τυπικής δημοκρατίας και μιας δημοκρατίας που θα ευεργετούσε ουσιαστικά τις μάζες πρέπει να κατανοηθεί προσεκτικά)54. Αλλά ακόμα πιο εικοτολογικά, μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα του πώς να φανταστούμε την προσμονή του κομμουνισμού, ως συλλογική χειραφέτηση, εντός του κινήματος και των θεσμών ή των οργανώσεων που τον προετοιμάζουν. Αυτό είναι ολόκληρο το ζήτημα της αυτοθέσμισης του κομμουνισμού από τους ίδιους τους κομμουνιστές, στις ίδιες τις σχέσεις τους προς την οργάνωση, με τον στόχο της επαναστατικής τους γενίκευσης μέσα σε ολόκληρη την κοινωνία, που μετατρέπει την έκφραση “κομμουνιστικό κόμμα” σε ένα οξύμωρο ή μια ενότητα αντιθέτων55. Όπως ακριβώς ο Λένιν συζήτησε ένα “κράτος μη-κράτος”, υπάρχει η ανάγκη για να γίνει συζήτηση για ένα “κόμμα μη-κόμμα”. Αλλά αν ακολουθήσουμε τα ίχνη της θεωρησιαής διάστασης του προβλήματος πίσω στην ιστορική εμπειρία (ιδιαίτερα αυτή των δεκαετιών του 1960 και του 1970), βλέπουμε πραγματικά στοιχεα μιας συγκεκριμένης ουτοπίας να έρχεται στο προσκήνιο (δηλαδή μια ουτοπία που υλοποιείται στην αμεσότητα του παρόντος αντί να προβάλλεται στο μέλλον ή να την σκεφτόμαστε με όρους της προσδοκίας της) και είναι επίσης ένας από τους τρόπους με τον οποίο η μορφή-κόμμα τίθεται υπό διερώτηση: αυτός είναι ο λόγος που, υποκειμένα περισσότερο ή λιγότερο θεμελιακά στην αιρετική τους επιρροή, τα “πραγματικά” κόμματα απέρριψαν θεμελιωδώς αυτά τα στοχεία που ενέτεινα την ίδια την ιστορική τους κρίση σε αντίθεση με ανανεωτικους παράγοντες, αναμένοντας τη μετάβαση σε μια άλλη περίοδο. Όμως αυτά τα στοιχεία δεν ενοποιήθηκαν· ή τουλάχιστον ακόμα και αν δεν ήταν ασύμβατα, δεν σχημάτισαν τις συνιστώσες ενός “κινήματος των κινημάτων” (όπως ήθελε να πιστεύει ο Τρόντι, και όπως πίστευαν κι άλλοι, στο εξαιρετικό πλαίσιο μετά το 1968). Χωρίς να εξαίρω/καθιστώ μοναδικό το νεολαιίστικο και φοιτητικό κίνημα (και για να ταυτοποιήσει καλλίτερα αυτό, που εκείνη την περίοδο, έφερε την δυνατότητα μιας ειλικρινούς “συνάντησης” ανάμεσα στη φοιτητιώσα νεολαία και τους νεαρούς εργάτες), θα έλεγα ότι υπήρχε, ενάντια στην μορφή-κόμμα, μια αναγέννηση αυτού που συνιστούσε πάντα το “άλλο” του, της συμβουλιακής δημοκρατίας (συχνά αποκαλούμενη στη Γαλλία ως “αυτοδιαχείριση” [autogestion])56. Και υπήρε και ο φεμινισμός ως το ευρύτερο κίνημα των γυναικών στην κοινωνία, για το δικαίωμα του λόγου και την ισότητα των φύλων, χωρίς την αναγωγή του ενός μοντέλου στο άλλο. Και οι δυο περιπτώσεις περιλαμβάνουν μια διαδικασία ριζοσπαστικού εκδημοκρατισμού, ή του “εκδημοκρατισμού της δημοκρατίας” της ίδιας, σε περιορισμένες ιστορικές την μορφές. Και στις δυο περιπτώσεις το αρχικό αποτέλεσμα αυτού του εκδημοκρατισμού ήταν να αποδομεί [dismember/démembrer] το “πολιτικό σώμα”, να διαλύει την οργανική (εξ ορισμού φαντασιακή) ενότητα πάνω στην οποία το κόμμα συνέχιζε να αναγνωρίζει τον εαυτό του για να αντιπαραθέσει την εξουσία [puissance] του κυριαρχούμενου σε αυτήν του κυρίαρχου, την επαναστατική κυριαρχία/sovereignty του λαού σε αυτήν του καπιταλιστικού κράτους. Παρ’ όλα αυτά όπως φάνηκε στα επόμενα χρόνια, αυτή η αποδόμηση απελευθέρωσε μια ετερογένεια· άνοιξε έναν χώρο στην αυτονομία για ένα διάστημα, λίγο πολύ, αλλά δεν άρθρωσε μια πολιτική στρατηγική.

Φεμινισμός, το τελευταίο ουτοπικό καταφύγιο του Κομμουνισμού

Αυτός είναι ο λόγος που θα ήθελα να τελειώσω αυτή την υπενθύμιση/αναπόληση των παλιών συζητήσεων, αυτό το περίγραμμα μιας αναδρομικής θεωρητικοποίησης, με μια απλή υπόθεση, που μοιάζει εύλογη στη βάση αυτών των συζητήσεων. Για να ισχυριστεί κανείς ότι η μορφή-κόμμα δεν είναι εντελώς “τελειωμένη”, με την έννοια της ολοκλήρωσης μιας ιστορικής πορείας (η οποία θα ήτνα επίσης σίγουρα το τέλος μιας συγκεκριμένης άρθρωσης του κινήματος, των κοινωνικών συγκρούσεων, της πολιτικής και του θεωρητικού discourse), θα πρέπει κανείς να πει ότι ο φεμινισμός που απορρίφθηκε από τον ιστορικό κομμουνισμό έχει γίνει, με έναν συγκεκριμένο τρόπο, το τελευταίο ουτοπικό καταφύγιό του57. Θα επανέλθω σε μια λεκτική διατύπωση που έχω χρησιμοποιήσει αλλού, προσπαθώντας να δείξω ότι η σημασία της πολιτικής προοπτικής δεν είναι τόσο για να παράσχει έναν “ορισμό” του κομμουνισμού ως της αντεστραμμένης εικόνας της σύγχρονης κοινωνίας, όσο για να απαντήσει το ερώτημα: “ποιοι είναι οι κομμουνιστές σήμερα”; σε μια ορισμεη ιστορική κατάσταση, και σε έναν συγκεκριμένο κοινωνικό τόπο, και “τι κάνουν”;58 Ας θυμηθούμε ότι αυτός είναι ο τρόπος που ο ίδιος ο Μαρξ συνέδεσε την κριτική του στον καπιταλισμό και στην αστική εξουσία στο τέλος του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Και θα πω αυτό: μια από τις πιθανές αποκρίσεις (όχι μόνο σήμερα, φυσικά) είναι ότι οι “κομμουνιστές” είναι τώρα “φεμινιστές” (είτε αποκαλούν έτσι τον εαυτό τους είτε όχι) επειδή οι φεμινιστές παρέχουν ένα συμπλήρωμα επαναστατικής και δημοκρατικής πολιτικής στον ιστορικό κομμουνισμό: ένα συμπλήρωμα που ο ίδιος δεν πίστευε ότι χρειαζόταν αφού πίστευε ότι είναι αυτάρκης (φανταζόταν τον εαυτό του ως μια “ολοκλήρωση” του “πραγματικού κινήματος που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων”), αλλά χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσε πιθανόν να ξεκινήσει ξανά [reconstituer] (αν και τώρα, είναι η περίπτωση που κάποιος πρέπει, σε μια συγκεκριμένη συγκυρία, να θεωρεί τον εαυτό του ως συνιστώσα ή στοιχείο μιας καινούριας πολιτικής και όχι ως την ενοποιητική του φιγούρα). Είναι με αυτή την έννοια που προτείνω να θεωρήσουμε τους φεμινιστές/τις φεμινίστριες ως ένα “τελευταίο ουτοπικό καταφύγιο”: επειδή αυτό που είναι και αυτό που κάνουν είναι αποφασιστικά ασύμβατο με την κλειστότητα που εκφράζεται από την ιδέα του “κόμματος” ή τουλάχιστον από την ιστορική αναπαράστασή του ως μιας “συλλογικής” πολιτικής (η μεγάλη Γκραμσιανή ιδέα του “συλλογικού διανοούμενου” δεν έχει χάσει τίποτα από την αξία της), αλλά επίσης και ως “διαχωρισμένου”, “ομοιογενοποιημένου” (ή του οποίου η αυτονομία θα περιοριζόταν/καθοριζόταν από την ομοιογένειά του). Εγκαταλελειμμένη μόνο στον ταξικό της καθορισμό, η προοπτική της επαναστατικής ηγεμονίας επανέρχεται αναπόφευκτα στο φαντασιακό της καθαρότητας, ενώ η σεξουαλική διαφορά συνιστά ένα κατάλοιπο κοινωνικής, ηθικής και ανθρωπολογικής – και συνεπώς επίσης πολιτικής – μη καθαρότητας. Για να συλλάβουμε το γεγονός ότι ο φεμινισμός δεν μπορεί να αναχθεί στην ιδέα ενός “γυναικείου κινήματος” ως έκφρασης εταιρικών/corporative συμφερόντων, για να μην αναφέρουμε ένα “γυναικείο κόμμα” (επειδή δεν ισχυρίζεται ότι είναι ένα άλλο “κομμάτι” ή “θέση” από μια μη-αφομοιώσιμη διαφορά), υποδεικνύω έναν όρο που έχει πρόσφατα χρησιμοποιήσει ο Françoise Duroux: μάλλον ατόπια [atopia] παρά ουτοπία. Αλλά λέγοντας “το τελευταίο ουτοπικό καταφύγιο για τον κομμουνισμό”, σκέφτομαι ακριβώς αυτή την αποδιοργάνωση των αυτοαναφορικών οργανωτικών του μορφών, που είναι την ίδια στιγμή ένας τρόπος να επαναφέρουμε το ζήτημα της πολιτικής πρακτικής ως τέτοιας, πέρα από ξεπερασμένους όρους (αυτό που μπαίνουμε στον πειρασμό να αποκαλέσουμε, μαζί με τον Koselleck, το παρελθόν του μέλλοντος/futures past) και ιστορικά καθιζημένες μορφές. “Ατοπική” σε σχέση με υπάρχουσες μορφές πολιτικής δεν σημαίνει “απολιτική”: το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση. Και αυτό είναι αναμφίβολα αυτό που η Ροσσάντα επεδίωκε να υπονοήσει στο σχόλιό της πάνω στην Αντιγόνη59.

1 Μεταφρασμένο από τον Patrick King και τον Asad Haider. Οι μεταφραστές επιθυμούν να ευχαριστήσουν τους Jason E. Smith και Andrew Anastasi για τα πολύτιμα σχόλιά τους σε προσχέδια της παρούσας μετάφρασης.

2 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2017/03/15/the-genre-of-the-party/.

3 Ο Étienne Balibar είναι Γάλλος φιλόσοφος και αυτή τη στιγμή Επετειακός Πρόεδρος της Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Φιλοσοφίας στο Kingston University London και Επισκέπτης Καθηγητής στο Columbia University.

4 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Αυτό το λογοπαίγνιο, το οποίο ο Balibar εφαρμόζει σε αρκετά σημεία του κειμένου, είναι σχεδόν αδύνατο να αποδοθεί επαρκώς στα Αγγλικά. Για τις κύριες λατινογενείς γλώσσες – Γαλλικά, Ιταλικά, Ισπανικά και Πορτογαλικά – η λέξη για το “φύλο” (genre, για παράδειγμα, στα Γαλλικά) μπορεί να αναφέρεται τόσο στην σεξουαλική διαφορά όσο και ευρύτερα στο “είδος” ή τον “τύπο” του x, προερχόμενο από τη λατινική ρίζα genus (γένος). Ο τίτλος είναι κατεξοχής παράδειγμα: δηλώνει ταυτόχρονα ο “φύλο” του κόμματος (όπως ρωτά ο Balibar παρενθετικά, ποιο είναι το φύλο του κόμματος) καθώς και τον “τύπο” του κόμματος (ή αλλιώς ποιον “τύπο” κόμματος, όπως και στο “κόμμα νέου τύπου” του Λένιν). Εξαιτίας της δυσκολίας να συλλάβουμε αυτή την πολυσημία, έχουμε αφήσει το genre στο γαλλικό πρωτότυπο στα σημεία που εσκεμμένα ο Balibar καλεί αυτή τη διπλή σημασία, και αποδίδουμε με πλάγιους χαρακτήρες την χρήση της σε ολόκληρο το κείμενο. – Σημείωση της ελληνικής μετάφρασης. Στα ελληνικά βέβαια η διάκριση των δύο όρων είναι σαφής, οπότε χρησιμοποιούμε τις αντίστοιχες λέξεις: φύλο και τύπος ταυτόχρονα για να αποδώσουμε την αρχική “αμφισημία”.

5 Στμ. Rossana Rossanda: Ιταλίδα πολιτικός της αριστεράς και δημοσιογράφος. Έχει γεννηθεί στην Pula της Κροατίας, που τότε αποτελούσε τμήμα της Ιταλίας. Σπούδασε στο Μιλάνο και ήταν μαθήτρια του φιλόσοφου Antonio Banfi. Σε πολύ νεαρή ηλικία, πήρε μέρος στην Ιταλική αντίσταση και, μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου μπήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας (PCI). Μετά από μια σύντομη περίοδο, ο ΓΓ Palmiro Togliatti την όρισε υπεύθυνη πολιτισμού στο Κόμμα. Εξελέγη πρώτη φορά στη Βουλή των Αντιπροσώπων (Italian Chamber of Deputies) το 1963. Το 1968 εξέδωσε ένα μικρό δοκίμιο με τίτλοL’anno degli studenti” (“Η χρονιά των φοιτητών”), στο οποίο εξέφραζε/διακήρυσσε την υποστήριξή της στο νεολαιίστικο κίνημα. Η Rossanda ήταν μέλος μιας μειοψηφίας μέσα στο Κόμμα που αντιτίθετο στην Σοβιετική Ένωση και μαζί με τους Luigi Pintor, Valentino Parlato και Lucio Magri ίδρυσε το κόμμα και την εφημερίδα Ιl manifesto. Αυτό προκάλεσε την διαγραφή της από το ΚΚΙ μετά το 12ο Συνέδριό του στην Μπολόνια. Στις εκλογές του 1972, το Il Manifesto έλαβε μόνο το 0,8% των ψήφων οπότε και συγχωνεύθηκε με το Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας, σχηματίζοντας το Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας για τον Κομμουνισμό. Αργότερα εγκατέλειψε την κομματική πολιτική αλλά διατήρησε τον ρόλο της ως διευθύντρια της εφημερίδας Ιl manifesto. Είναι επίσης μέλος της συντακτικής ομάδας του Sin Permiso.

6 Προφανώς έχω επηρεαστεί από υπάρχοντες τίτλους: “Le genre de l’histoire”, τον τίτλο ενός τεύχους του 1988 των Cahiers du Grif [ενός γαλλικού φεμινιστικού περιοδικού] στο οποίο εμφανίστηκε μια μετάφραση του άρθρου της Joan Scott: “Gender: A Useful Category of Historical Analysis”· και πιο πρόσφατα: Rada Ivekovic, Le sexe de la nation (Paris: Léo Scheer, 2003).

7 Ανακαλώντας την κομμουνιστική εμπειρία και τις κριτικές της, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε την αποφασιστική σημασία ενός συγκαιρινού γεγονότος στην Ανατολική Ευρώπη: την Άνοιξη της Πράγας και την συντριπτική της ήττα από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας.

8 Tο κείμενο αυτά ανατέθηκε από την Rossana Rossanda για να επεκτείνει και να γενικεύσει την παρέμβαση του Αλτουσσέρ στο συνέδριο για την “Εξουσία και την Αντιπολίτευση στις μετα-επαναστατικές κοινωνίες” στη Βιέννη το 1978 (δείτε την αγγλική έκδοση: “Power and Opposition in Post-Revolutionary Societies”, εκδόσεις Il Manifesto, μετάφραση Patrick Camiller και John Rothschild (London: Ink Links Ltd., 1979) και προκάλεσε μια διεθνή διαμάχη, που κράτησε για αρκετές εβδομάδες στις στήλες της ιταλικής ημερήσιας κομμουνιστικής εφημερίδας Il Manifesto, πριν συγκεντρωθεί σε έναν μικρό τόμο που είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστεί σήμερα: Discutere lo Stato (Bari: De Donato, 1978). Η διαμάχη συνεχίστηκε από και αναπτύχθηκε από τον Αλτουσσέρ σε ένα ανολοκλήρωτο έργο: “Marx in His Limits,” στο: The Philosophy of the Encounter: Later Writings, 1978-1987, εκδ. Olivier Corpet και Francois Matheron, μετάφραση. G.M. Goshgarian (New York: Verso, 2006). Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Για το αρχικό άρθρο το οποίο αναφέρει ο Balibar, δείτε: Louis Althusser, “Le marxisme comme théorie finie” “Ο Μαρξισμός ως πεπερασμένη θεωρία”, στο Solitude de Machiavel, “Η Μοναξιά του Μακιαβέλλι”, εκδ. Yves Sintomer (Paris: PUF: 1998), 281-96. Η λέξη “Finie” θα πρέπει να ληφθεί εδώ με την έννοια της “πεπερασμένης” ή περιορισμένης θεωρίας, κουβαλώντας, όμως, ταυτόχρονα και τις συνδηλώσεις του “τελειωμένου”, “ολοκληρωμένου” ή “εξαντλημένου”, όπως υπονοείται στα γραπτά του Αλτουσσέρ την ίδια περίοδο σχετικά με την “κρίση του Μαρξισμού”.

9 Rossana Rossanda, Le altre: conversazioni a Radiotre sui rapporti tra donne e politica, libertà, fraternità, uguaglianza, democrazia, fascismo, resistenza, stato, partito, rivoluzione, femminismo (Milan: Bompiani, 1980)

10 Mario Tronti, Il tempo della politica, “Ο καιρός της πολιτικής”, (Rome: Editori Riuniti, 1980). Το κείμενο αυτή ήταν το πρώτο στην, τότε καινούρια, σειρά Tendenze από τις εκδόσεις Editori Riuniti. Ο Τρόντι μου έχει πει ότι εκείνη την περίοδο της “μορφής-κόμμα” (ως η αντίθεση της “μορφής-κράτος”) κυκλοφορούσε στο διανοητικό περιβάλλον του εργατισμού (operaismo) (προσωπική συνομιλία).

11 Είχε ο Αλτουσσέρ δίκιο σχετικά με τον Γκράμσι σ’ αυτό το σημείο; Αφήνω αυτό το ερώτημα κατά μέρος. Για να καταλάβει κανείς καλλίτερα την συγκυρία των αναφορών του Αλτουσσέρ στον Γκράμσι, θα έπρεπε να ανακατασκευάσει ολόκληρη τη διαμάχη που αφορά την “πίστη” ή την “απιστία” του Τολλιάτι και της χρήσης του Γκράμσι από τους ηγέτες του ΚΚΙ, αλλά και την “προβοκάτσια” που ξεκίνησε από την παρέμβαση του Norberto Bobbio στα μέσα της δεκαετίας του 1970, που επεσήμαινε ότι κλείνοντας το χάσμα ανάμεσα στην πολιτική κοινωνία και την κοινωνία των πολιτών έθεσε τις βάσεις για αντιδημοκρατικές τάσεις στην κομμουνιστική παράδοση από την εποχή του Μαρξ.

12 “finisce per mettere in causa la forma di organizzazione del partito stesso”, Discutere lo Stato, 14. Στμ. “Καταλήγει να αμφισβητούν τη μορφή οργάνωσης του ίδιου του κόμματος”.

13 ό.π., σελ. 20. Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Ο Balibar αναφέρεται εδώ στο έργο του Τρόντι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 πάνω στην “αυτονομία του πολιτικού”. Στην ίδια γραμμή με άλλους στοχαστές της εποχής του, όπως ο Norberto Bobbio, ο Τρόντι είδε μείζονα χάσματα στην πολιτική θεωρία του Μαρξισμού και την κατανόηση εκ μέρους της του Κράτους. Η αυτόνομη λογική του “πολιτικού” – το πεδίο στο οποίο κρατικοί θεσμοί και ταξικές δυνάμεις ανταποκρίνονται στις οικονομικές εξελίξεις, με το κράτος να αναλαμβάνει συχνά έναν ενεργό ρόλο ελέγχου στην διαδικασία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής – κάτι που σημαίνει ότι δεν ήταν δυνατόν να διαβάσει κανείς την ταξική πάλη ως απλή αντανάκλαση της κοινωνικής δυναμικής. Για τον Τρόντι, υπάρχουν ειδικές μορφές της “σύγχρονης αστικής εξουσίας” ή “πολιτικών κύκλων του κεφαλαίου” που δεν βρίσκονται σε ένα-προς-ένα αντιστοιχία με τους οικονομικούς ρυθμούς της καπιταλιστικής συσσώρευσης και οι οποίες, για τον Τρόντι, αποκτούν μια μορφή προτεραιότητας από την Μεγάλη Ύφεση και αργότερα. Φυσικά, η πρακτική σπουδαιότητα για την ανάλυση αυτής της ιδιαιτερότητας ήταν το ζήτημα του κόμματος και της πολιτικής οργάνωσης των εργατών εντός και ενάντια στο κράτος. Ωστόσο, υπάρχει μια ισχυρή τάση στο έργο του Τρόντι σχετικά με το αντικείμενο αυτό αντικατάστασης του εργατικού κόμματος από την ίδια την εργατική τάση (ένα κατάλοιπο, όπως είχε προτείνει ο Αντόνιο Νέγκρι της ιταλικής συγκυρίας και της στρατηγικής του ΚΚΙ για τον Ιστορικό Συμβιβασμό), θέτοντας έτσι το ερώτημα κατά πόσον η ανάγκη αποτελεσματικής διακυβέρνησης του κράτους ουσιαστικά κυριάρχησε της απαίτησης για την κατάργηση του καπιταλιστικού κράτους. Κάτι τέτοιο θα ήταν ακριβώς η αυτοματοποίηση της πολιτικής την οποία στοχοποίησε ο Αλτουσσέρ, μια αποσύνδεση των κομμουνιστικών οργανώσεων από τα μαζικά κινήματα. Δείτε: Matteo Mandarini, “Notes on the Political Over the Longue Durée”, από το τεύχος του Viewpoint που είναι αφιερωμένο στο κράτος, που αποτελεί μια εισαγωγή στο δοκίμιο του Τρόντι: “The Political”, 1979. Δείτε επίσης: Sara R. Farris, “Althusser and Tronti: The Primacy of Politics Versus the Autonomy of the Political”, στο Encountering Althusser: Politics and Materialism in Contemporary Radical Thought, εκδ. Katja Diefenbach, Sara R. Farris, Gal Kirn, και Peter D. Thomas (London: Bloomsbury, 2013), σελ. 185-203.

14 Αυτό είναι το σημείο της συζήτησης με το οποίο δηλώνω ο διαφωνώ· προσπάθησα να χρησιμοποποιήσω την αλτουσσεριανή ιδέα των “ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους”, που για μένα θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει τα κομμουνιστικά κόμματα, ενάντια στην άποψη του ίδιου του Αλτουσσέρ (Discutere lo Stato, 271 sq.).

15 Στμ. Εξαιρετικά σημαντική θέση.

16 Αλτουσσέρ: “Marx in His Limits”, 70 sq. Η επιχειρηματολογία του Αλτουσσέρ κατευθύνεται ευθέως και ειδικά εναντίον του επιχειρήματος του Νίκου Πουλαντζά ότι το κράτος “εξ ορισμού διασχίζεται/διατρέχεται από την ταξική πάλη”· θέση η οποία, λέει ο Αλτουσσέρ, ισοδυναμεί με το να “επιδίδεται κανείς σε ευσεβείς πόθους/ευχολόγια”.

17Προσέξτε ότι ο Αλτουσσέρ δεν λέει ότι η αστική τάξη είναι “διαχωρισμένη από την ταξική πάλη” – αυτό θα ήταν μια αντίφαση όρων, καθώς επιμένει σε άλλα σημεία στο γεγονός ότι ότι η ύπαρξη των τάξεων δεν προηγείται της ιστορικής τους πάλης. Αλλά για να εμπλακεί στην ταξική πάλη και για να θεσμίσει αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε, μαζί με τον Γκράμσι, “ηγεμονία”, η αστική τάξη κατασκευάζει έναν μηχανισμό ή εργαλείο “διαχωρισμένο από την ταξική πάλη” (το κράτος) μέσω του οποίου μπορεί να κυβερνά για τα δικά της συμφέροντα και το οποίο της επιτρέπει την ίδια στιγμή να “ουδετεροποιεί” την επαναστατική ταξική πάλη (να την “απο-πολιτικοποιεί”: υπάρχει μια ξεκάθαρη σύγκλιση εδώμε τον Τρόντι και, εμμέσως/δια αντιπροσώπου, τον Καρλ Σμιτ).

18 Στμ. Εξαιρετικά σημαντική η προηγούμενη σημείωση, μας δίνει την αφορμή να μιλήσουμε για τον φετιχισμό του κράτους, δηλαδή το γεγονός ότι η κυριαρχία της αστικής τάξης και η επιβολή της βίας της δεν μπορεί να συγκροτηθεί παρά μόνο μέσω της απόκρυψης της κυριαρχίας αυτής, μέσω της απόκρυψης της ίδιας της ταξικής πάλης, συμπυκνωνόμενη σε ένα κράτος “ουδέτερο”, διαχωρισμένο από την ταξική πάλη και εκφράζον το “γενικό-καθολικό συμφέρον της κοινωνίας”. Τελικά αναδεικνύεται έτσι η κεντρικότητα της έννοιας του φετιχισμού στις συνολικές δομές του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κεφαλαίου και κράτους. Θα αναφερθούμε εκτενέστερα.

19 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: To φαινόμενο της κυριαρχίας [l’effet de domination] είναι ο λειτουργικός μηχανισμός με το οποίον “δουλεύει” μια σχέση υποταγής/καθυπόταξης ή αναπαράγει τον εαυτό της – μια σχέση ιδεολογικής κυριαρχίας, για παράδειγμα. Δείτε Étienne Balibar και Pierre Macherey: “On Literature as an Ideological Form: Some Marxist Propositions”, μετ. Ian McLeod, John Whitehead, και Ann Wordsworth, Oxford Literary Review 3, no. 1 (1978): σελ. 4-12.

20 Στμ. Στο πρωτότυπο: aleatory, κυβευτικός, από το λατινικό alea, που σημαίνει κύβος ή ζάρι και το αντίστοιχο παιχνίδι βλ. τη διάσημη φράση: alea iacta est, ο κύβος ερρίφθη).

21 Σε συζήτηση στο συνέδριο της Πάντοβα [όπου παρουσιάστηκε το παρόν άρθρο], η Luciana Castellina ανακάλεσε συγκεκριμένα πώς, εντός των κομμουνιστικών κομμάτων, οι μαχητικές γυναίκες ή ακόμα και “ηγέτιδες” ήταν επιφορτισμένες με την εφαρμογή μιας “πολιτικής για γυναίκες” που κατά κανέναν τρόπο δεν ήταν μια “γυναικεία πολιτική” [des femmes militantes ou même “dirigeantes” étaient chargées de mettre en œuvre une “politique envers les femmes” qui n’était à aucun degré une politique des femmes]. Δεν απαιτούνταν καν να αντικρούσουν [elles reprennent à leur compte] τις θέσεις της Καθολικής Εκκλησίας για τις εκτρώσεις, την αντισύλληψη ή το διαζύγιο.

22 Στο βιβλίο της: Wayward Reproductions: Genealogies of Race and Nation in Transatlantic Modern Thought (Durham, NC: Duke University Press), του 2004, η Alys Eve Weinbaum μεταφέρει μια συζήτηση που εκείνη κι εγώ είχαμε το 1996 στο Amherst (στο συνέδριο Rethinking Marxism) όπου με ρώτησε γιατί δεν σκέφθηκα την διπλή έννοια της “αναπαραγωγής” όταν έψαχνα να ορίσω την ιστορική λειτουργία του “γενεαλογικού σχήματος” που συγκροτεί την “μορφή-έθνος”: στο οποίο είχα απαντήσει λέγοντας ότι αυτές οι δυο ριζικά διαφορετικές – αν και ομώνυμες – έννοιες δεν θα έπρεπε να συγχέονται…Δεν θυμάμαι τη συζήτηση, αλλά είμαι σίγουρος ότι έχει δίκιο: χωρίς αμφιβολία δεν θα πρέπει να “συγχέονται” αλλά θα έπρεπε σίγουρα να “συναρθρωθούν” ή καλλίτερα: να “υπερκαθοριστούν” [overdetermined].

23 Il tempo, σελ. 43.

24 Il tempo, 33. Nvr;itera (18), o Tρόντι επανεπιβεβαιώνει ότι το κίνημα του 1968 δεν είχε “ηττηθεί”.

25 “Η κοινωνία είχε σίγουρα αλλάξει, με την κρίση και την έξοδο από την κρίση, με τους πολέμους και τους αγώνες. Ήταν πράγματι το τέλος της κοινωνίας των πολιτών, το bürgerliche Gesellschaft, των Ferguson και Hegel, Smith και Mαρξ. Ήταν πραγματικά το τέλος της ιδεολογικής ιστορίας της “αστικής κοινωνίας”, ως ο διαχωρισμο του πολιτικού Κράτους, ως ο κόσμος του ατόμοθ και του ιδιωτικού εναντίον της σφαίρας του δημοσίου συμφέροντος, ως η αγορά και η παραγωγή διακριτές από την νόρμα και την απόφαση. Δεν θα έπρεπε να το ονομάσουμε όλο αυτό: γέννηση της αυτονομίας του πολιτικού; Ας το ονομάσουμε λοιπόν: το τέλος της αυτονομίας του οικονομικού…”Il tempo, σελ. 20-21.

26 “Εκεί που ο καπιταλισμός ήταν αδύναμος…η πολιτική οργάνωση του εργατικού κινήματος βρήκε [ιστορικούς] χώρους ανάπτυξης. Εκεί που ο καπιταλισμός ήταν δυνατός, μέσω της επιθετικότητας, μέσω της καινοτομίας, μέσω της απόλυτης έλλειψης παρελθόντος, μέσω της απεριόριστης διαθεσιμότητας πόρων…δεν εμφανίστηκε ποτέ καμμιά πολιτική μορφή προλεταριακής οργάνωσης. Ο υπόλοιπος κόσμος των εργατών θα πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτή την κατάσταση. Η μορφή του εργατικού κόμματος είναι σε κρίση…”, Il tempo, σελ. 77.

27 Il tempo, σελ. 71.

28 “Η έννοια ενός οργανωμένου κινήματος αρχίζει να γίνεται δυνατή. Δεν είναι το κόμμα που θα πρέπει να ανοίξει τον εαυτό του και να γίνει κίνημα. Και είναι το κίνημα, ή καλλίτερα τα κινήματα, που θα πρέπει να σκεφθούν να δώσουν στον εαυτό τους, νέες, άγνωστες μορφές, χωρίς να δανειστούν από κανένα μοντέλο, αφετηρίες, αρχές, πειράματα οργάνωσης…” Il tempo, σελ. 102.

29 “Επειδή εδώ, σε αντίθεση με οτιδήποτε ο Μαρξισμός έχει υποστηρίξει μέχρι τώρα, βλέπουμε ότι το εξισωτικό παραάδειγμα [instance] αναδεικνύεται άμεσα από το προχώρημα του καπιταλισμού – τη γυναίκα που δουλεύει και παράγει και έχει εισόδημα και αγωνίζεται – ενώ η ανισότητα παραμένει και βαθαίνει και εκρήγνυται στο έδαφος του πολιτικού, δηλαδή στο πεδίο των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα φύλα, όχι στην οικογένεια-εργοστάσιο, αλλά στην οικογένεια-Κράτος, όπου η διαίρεση που μετράει, μεταξύ αντρών και γυναικών, καθώς και μεταξύ πατεράδων και γιών, είναι πραγματικά όχι η οικονομική σχέση ανάμεσα σε παραγωγούς και καταναλωτές αλλά η πολιτική εκείνη ανάμεσα σε κυβερνώμενους και κυβερνώντες” Il tempo, σελ. 104.

30 Il tempo, σελ. 101.

31 Στμ. “Η Άλλη”.

32 Le altre, σελ. 20.

33 “Στις 200 Θέσεις για τον Κομμουνισμό, οι γυναίκες παρουσιάζονταν ως πλήρης περιθωριοποίηση, και στο σωστό σημείο, συνεπώς ως προβληματικοποίηση της ιδέας του επαναστατικού υποκειμένου. Δεν ήταν ατελείς προλετάριοι, που φιλοδοξούσαν για την κεντρικότητα των εργατών – ήταν αυτόνομες φιγούρες, άμεσοι φορείς αξίας…Αλλά έχοντας πει αυτό, μεταξύ αυτών και άλλων ομάδων που δεν παρατητούνταν ως διαφορετικές, αφηνόταν πάντα ανάμεσα στις παρενθέσεςι ότι, αν οι γυναίκες ήταν ένα προϊόν της ιστορίας, ήταν προϊόν μιας ιστορίας αρκετά παλιάς που να συμπίπτει με τον χρόνο της φύσης…” (ό.π.).

34 ό.π., σελ. 30.

35 Antonio Gramsci, The Prison Notebooks, Volume 3, μετάφραση και έκδοση Joseph Buttigieg και Antonio Callari (New York: Columbia University Press, 1993), 202 (§65).

36 Le altre, σελ. 178.

37 “Άλλες φωνές από το Μιλάνο: η θετικότητα της ανισότητας είναι ότι ο καθένας από μας είναι διαφορετικός. Είμαστε διαφορετικοί/ες και αυτό είναι ένα θετικό γεγονός, και αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε. Αλλά το αρνητικό είναι η σταθερή/άκαμπτη διαίρεση των ρόλων, της κουλτούρας. Από τον τρόπο της διαφορετικής εκπαίδευσης των κοριτσιών και άρα της απόδοσης σ’ αυτά ενός συγκεκριμένου ρόλου ως ενήλικες…με αυτόν τον τρόπο καταφέρνουν να μειώσουν όλες τις ικανότητες μιας γυναίκας”, ό.π., σελ. 109.

38 ό.π., σελ. 115.

39ό.π., σελ. 28-9.

40 ό.π., σελ. 74.

41 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: atopic (ατοπικό) από την ελληνική λέξη átopos ή atopía (άτοπος ή ατοπία) που σημαίνει “εκτός τόπου” ή “χωρίς τόπο”.

42 Françoise Duroux:“Une classe de femmes est-elle possible?”: Post-scriptum pour une mise à l’heure et propositions pour un essai d’épistémologie du “gender” à la manière de Nietzsche (αδημοσίευτο κείμενο): “Αλλά αυτή η έξοδος από τη φύση [που επάγεται από τον “ταξικό ρατσισμό”, εν μέρει συγκρίσιμου με τον “σεξουαλικό ρατσισμό”] αποδεικνύεται παρ’ όλα αυτά να είναι αδύνατη, για τους πληβείους, για τους εργάτες, επειδή πληρούνται δύο συσχετιζόμενες συνθήκες: η δυνατότητα της απόδοσης ενός σχήματος στην ομάδα (η δυνατότητα του συλλογικού, του σχηματισμού μιας ομάδας, του σχηματισμού δεσμών), [και] η δυνατότητα της εγγραφής αυτής της ομάδας στην polis (πόλη) και στο πολιτικό τοπίο. Δεν έχει σημασία ότι αυτή η δεύτερη δυνατότητα εξαρτάται από μια οριοθέτηση περιοχών: αυτής της κοινότητας των αντρών, εν σχέσει με τον αποκλεισμό των γυναικών…Ποιές είναι αυτές που αποκαλούμε γυναίκες σε σχέση με αυτές τις δυο δυνατότητες; Μέσα από τρεις σκηνές, θα προσπαθήσω να με ποιον τρόπο οι γυναίκες της πρώτης κατηγορίας, που χωρίς αμφιβολία θα παραμείνουν τελευταίες, έρχονται αντιμέτωπες με την απορία (aporia) της ταυτότητας και αναγκάζονται την να σπρώξουν στις έσχατες συνέπειες. Απορίες, αδιέξοδα, η μελέτη των “ζητημάτων” – αυτοί οι όροι επιμένουν στα φεμινιστικά κείμενα, συμπτώματα μιας ανεπαρκούς σχέσης των γεγονότων με τις διατυπώσεις. Στο σύστημα των “αντιπροσωπεύσεων” και των εννοιών, δεν υπάρχουν “λύεσις”, εκτός από μια επιστροφή στην αρχική περίπτωση: την συμπληρωματικότητα των φύλων. Τρεις σκηνές στις οποίες εμφανίζεται ένα χάσμα [discrepancy]: η “έξοδος από τη φύση” γίνεται η απόσχιση από την Ακρόπολη [στον μύθο της Λυσιστράτης], δυσαρέσκεια [malentendu] προς τη Δημοκρατία [η καταπίεση των “πολιτών” στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης], η απόσχιση από τους “outsiders” [το “Outsiders’ Society” της Virginia Woolf], αδύνατα χωρίς την εγκατάλειψη του τόπου, της ταυτότητας και της τάξης. Η ουτοπία συναντά την ατοπία…” (σελ. 10-11).

43 Δείτε άλλο ένα κείμενο το Μάριο Τρόντι: La politica al tramonto, (Turin: Einaudi 1998).

44 Θα ήταν ενδιαφέρον να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους εμφανίζεται αυτό το γενεαλογικό δίλημμα, φτάνοντας πίσω στον Μαρξ. Ειδικά στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, υπάρχουν δυο καθαρές γραμμές” σε ανταγωνισμό μεταξύ τους: η έκφραση “κομμουνιστικό κόμμα” ουσιαστικά σηματοδοτεί την συνειδητοποίηση και την οργάνωση των αγώνων των προλεταριακών τάξεων, που δεν είναι τίποτα άλλο από την έκφραση της αλλοτρίωσης ή της εσωτερικής αποσύνθεσης της αστικής κοινωνίας (αυτή είναι η γραμμή που θα ακολουθήσει στο άκρο ο Lukács στο Ιστορία και Ταξική Συνείδηση το 1923)· αλλά από την άλλη, ο Μαρξ περιγράφει την ιστορία της ταξικής πάλης ως μια διαδοχή/ακολουθία μορφών ανταγωνισμού που σταδιακά επηρεάζουν έναν αυξανόμενο αριθμό ομάδων (μια “πόλωση” της κοινωνίας, στην πορεία της οποίας η αστική τάξη “εκπαιδεύει το προλεταριάτο” [enrôle le prolétariat], παρέχοντάς του μια “πολιτική εκπαίδευση” μέχρι να γίνει αυτόνομο και να στραφεί εναντίον της αστικής τάξης). Και χωρίς αμφιβολία αυτή η διπλή γραμμή είναι παρούσα στο “Τι Να Κάνουμε;” του Λένιν, στο οποίο η “ταξική συνείδηση” των εργατών και η οργανωτική τους ικανότητα συνδέεται οργανικά με την ικανότητά τους να αντιπροσωπεύουν “όλες τις τάξεις της κοινωνίας”.

45 “Θα είναι λοιπόν ως ‘κόκκινες σύζυγοι’ [épouses rouges], για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση της Clara Zetkin, που οι γυναίκες θα προσκληθούν στην ‘ταξική πάλη’, θα συμπεριλαμβάνονται στην τάξη, θα ενστερνίζονται τα συμφέροντά της, θα συνεργάζονται σε μια ιστορική διαδικασία που δεν επηρεάζει την θέση τους” (Duroux, ό.π., αναφ., σελ. 17). Ο Duroux σημειώνει ότι μια τέτοια υποταγή ταλαντώνεται ανεξέλεγκτα μεταξύ μιας ανάπτυξης της διαίρεσης της εργασίας ανάμεσα στα φύλα και μια πολιτική εργαλειοποίηση της σεξουαλικής σχέσης (ή, αν προτιμά κανείς, της “αγάπης”).

46 Στμ. Geneviève Fraisse: Σύγχρονη Γαλλίδα φιλόσοφος και ιστορικός στο ρεύμα της φεμινιστικής σκέψης.

47 Geneviève Fraisse, Les Deux gouvernements: la famille et la Cité, (Paris: Folio Gallimard, 2000).

48 Παρά ταύτα, αυτή η αναπαραγωγή δεν θα έπρεπε να αναγνωστεί με έναν μοιρολατρικό ή ντετερμινιστικό τρόπο, καθώς εμπεριέχει επίσης μια διακυβευτική διάσταση, όπως θα έλεγε ο Αλτουσσέρ. Αυτός είναι χωρίς αμφιβολία ο λόγος που η Ροσσάντα μπορεί να γράφει ότι “το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με το μεγαλύτερο [από τα πολιτικά κόμματα], το κομμουνιστικό κόμμα…είναι ήδη ένας τρόπος ξεκαθαρίσματος με το κράτος”, Le altre, σελ. 30.

49 O όρος “αντι-κοινωνία”, που έχει αποκτήσει μια γενική χρήση στην σύγχρονη κοινωνιολογία, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σχετικά με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα από την Annie Kriegel (που ήταν μια σχεδόν φανατική μαχήτρια του κόμματος και στη συνέχεια έγινε μια από τις πιο μανιώδεις επικρίτριες) σε ένα κείμενο του 1968: Les communistes français. 1920-1970 (Paris: Le Seuil, 1985 [1968]). Φυσικά, όταν ληφθεί πέραν της πολεμικής, αυτή η κατηγορία ανοίγει ένα πρόβλημα χωρίς εύκολη λύση: ανάμεσα σε μια de facto συνθήκη μιας εργατικής-εργατίστικης κουλτούρας (η οποία είναι, όπως βλέπουμε σήμερα μεταξύ των μεταναστών εργατών, μια στρατηγική για την υπεράσπιση παραδοσιακών οικογενειακών μορφών που απειλούνται από την μισθωτή εργασία) και την αντι-καπιταλιστική “volonté de scission” (“διάθεση για απόσχιση”), υπάρχει μια λίστα από ιστορικές τροπικότητες του “communitarianism” που έδωσαν γέννηση/προκάλεσαν την ταξική συνείδηση. Από την άλλη πλευρά, η “αντι-εξουσία” είναι μια κατηγορία της φιλελεύθερης πολιτικής παράδοσης (πάντα σε δράση/ισχύ στην ιδέα του ισολογισμού, checks and balances) που την ιδιοποιήθηκε η μαρξιστική πολιτική θεωρία, και που την έχει εγγράψει σε μια γενικευμένη αναπαράσταση της πολιτικής ως σύγκρουσης ή ακόμα και “πολέμου” που συνεχίζεται με άλλα μέσα.

50 Françoise Duroux, “La famille des ouvriers: mythe ou politique?”, Διδακτορική Διατριβή, University of Paris-VII, 1982. Αυτό το ερώτημα ψάχνει βαθύτερα στο “ανείπωτο/άρρητο” του Μαρξισμού, καθώς αναγκάζει κάποιον να εξετάσει με ποιον τρόπο ο Μαρξ “απέκλεισε” την σχέση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες ως μια σεξουαλική σχέση από το σχήμα των μορφών κυριαρχίας, που συμπεριλαμβανόταν, στην πραγματικότητα στους “ουτοπικούς” καπιταλισμούς που κριτικάρισε ο Μαρκς. Αληθεύει ότι αυτή η συμπερίληψη θα εξανάγκαζε τον Μαρξ να αμφισβητήσει την γραμμικότητα της ιστορικής σειράς διαδοχής των μορφών εκμετάλλευσης, καθώς και να αποκηρύξει την ιδέα ότι αυτό που χαρακτηρίζει το προλεταριάτο είναι η ριζική απουσία ιδιοκτησίας (Eigentumslosigkeit), και ότι στην κομμουνιστική επανάσταση οι προλετάριοι δεν “έχουν τίποτα άλλο να χάσουν από τις αλυσίδες τους”. Οι προλετάριοι είναι πάντα ιδιοκτήτες “κάποιου πράγματος”, δηλαδή των συζύγων τους (και σωματικά και μέσω της οικιακής εργασίας) και των οικογενειών τους· συνεπώς έχουν “κάτι να χάσουν”, ή τουλάχιστον οι ηθικές συνθήκες της επανάστασης δεν παρουσιάζονται με όρους που είναι άμεσα καθολικοποιήσιμοι.

51 Συγκεκριμένα, η αμφίσημη στάση του Λένιν απέναντι στη Ρόζα Λούξεμπουργκ θα έπρεπε να μελετηθεί, και a fortiori και αυτή του Lukács, που είναι πιο κοντά στις θεωρητικές θέσεις από την αρχή. Αλλά στο “Ιστορία και Ταξική Συνείδηση”, ο Lukács το “πήρε απάνω” του, θα λέγαμε, να προσφέρει κριτικές στην Λούξεμπουργκ για τον τρόπο με τον οποίο η Ρωσική Επανάσταση εξαφάνισε/διέλυσε το ζήτημα της δημοκρατίας: η απάντηση που ο Λένιν, στο εξής, ήταν ανίκανος να δώσει.

52 Το αντίστροφο του οποίου μπορεί να είναι αυτό που η Geneviève Fraisse αποκαλεί και πάλι “συναίνεση”, που αντανακλά ευθέως την κλασσική προβληματική της “εθελοντικής δουλείας”. Geneviève Fraisse, Du consentement (Paris: Editions du Seuil, 2007).

53 Ο Μαρξισμός αποδεικνύεται ανίκανος να “επιλύσει” την λογική αντίφαση που έγκειται στο ότι η τάξη δεν μπορεί να “διαιρέσει” την κατηγορία των γυναικών χωρός η σεξουαλική διαφορά (ή το “φύλο”) να μην διαιρέσει την τάξη: οι αστοί δεν είναι εργάτες και οι εργάτες (δεν) είναι αστοί, αλλά η χειραφέτηση των εργατών σε σχέση με τις δυο μορφές κυριαρχίας που υπόκεινται αμφισβητεί την “ουδετερότητα” του προλεταριάτου όσον αφορά το φύλο – που εκτείνει, στην πράξη, ένα αρσενικό μοντέλο του κοινωνικού ανταγωνισμού (του οποίου η ακραία μορφή είναι ο “κοινωνικός” ή ο “εμφύλιος πόλεμος”).

54 Το παράδοξο είναι ότι οι κοινωνικοί αγώνες που οργανώνονται από το κομμουνιστικό κόμαμ εκδημοκρατίζουν την αστική κοινωνία, αλλά δικαιολογούν (για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο) μια μη-δημοκρατική πειθαρχία και ένα μονοπώλιο εξουσίας μέσα στο κόμμα. Είμαστε εδώ κοντά σε αυτό που λέει ο Georges Lavau, σε μια σπουδαία μελέτη του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που αποκαλείται σε Μακιαβελλικούς όρους (δανεισμένο όχι από τον Ηγεμόνα αλλά από το Discourses on Livy) η “παραλειτουργία” (στμ. Στο πρωτότυπο: “tributary function”) του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Georges Lavau, À quoi sert le Parti communiste français? (Paris: Fayard, 1981).

55 Το απλό γεγονός της τοποθέτησης αυτού του ερωτήματος σπάζει την παράδοση της “δικτατορίας του προλεταριάτου”, όπως αυτή θεωρητικοποιείται μετά τον Λένιν, καθώς στηρίζεται στην Αποκαλυπτική ιδέα της έλευσης της απόλυτης δημοκρατίας που περνά μέσα από το αντίθετό της, ακόμα και μέσα από την θεσμική της άρνηση. Αλλά από την άλλη πλευρά ή αντίστροφα, η ιδεά ενός θεσμού πάλης για τον κομμουνισμό που θα πρέπει να τον υλοποιήσει εκ των προτέρων και καθαυτόν (ή να προεικονίσει το κομμουνιστικό μέλλον) φτάνει/δένεται πίσω, μέσω των “συνδέσεων/συσχετίσεων” με τον ουτοπικό σοσιαλισμό, στην μεσσιανική πολιτική των πρώτων Χριστιανικών κοινοτήτων (που ήταν επίσης, στη Δύση, αναμφισβήτητα τα πρώτα μέρη στα οποία πήρε σχήμα αυτό που ο Alain Badiou αποκαλεί “κομμουνιστική υπόθεση”).

56 Αλλά επίσης και εντός του “συστήματος” και στους όλο και λιγότερο πειθήνιους/υπάκοους ιμάντες μεταβίβασης, ιδιαίτερα τα συνδικάτα: Πβλ. Bruno Trentin, Il Sindacato dei consigli (μια συλλογή συνεντεύξεων με τον Bruno Ugolini, Editori Riuniti, Roma, 1980). Βρίσκει κανείς μια κρυπτική παρουσίαση της σύγκρουσης που διαίρεσε την CGT το 1968, πάνω σε αυτό το σημείο και που είχε σαν αποτέλεσμα τη νίκη του παλιότερου, ελεγκτικού οργάνου του συνδικάτου από την ηγεσία από την ηγεσία του κόμματος, στα απομνημονεύματα που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα από τον Georges Séguy, πρώην γραμματέα της γαλλικής CGT: Résister: de Mauthausen à Mai 68 (Paris: L’Archipel, 2008).

57 Αφήνω στην άκρη το ερώτημα της συμβουλιακής δημοκρατίας, το οποίο θέτει άλλα ζητήματα, ακόμα και αν μπορούν να διαφοροποιηθούν μόνο αφηρημένα. Η κληρονομιά της ιδέα των “συμβουλίων” σήμερα προσκαλεί πρωταρχικά έρευνα πάνω στις εμπειρίες της συμμετοχικής, μη-κοινοβουλευτικής “αντι-δημοκρατίας” (στμ. Στο πρωτότυπο: “counter-democracy”) (που δεν σημαίνει αντι-κοινοβουλευτική). Πβλ. Yves Sintomer, Le pouvoir au peuple (Paris: La découverte, 2007). Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Έχουμε αποδώσει την δύσκολη φράση του Balibar “recours utopique”, ως “τελευταίο ουτοπικό καταφύγιο”, ακολουθώντας την μετάφραση του Michael C. Behrent που βρίσκεται σε μια πρόσφατη συνέντευξη με τον Balibar, που διεξήγαγαν ο Nicolas Duvoux και ο Pascal Sévérac στο La vie des idées. Σημειώστε ότι η χρήση του όρου από τον Balibar, αν και όχι εντελώς σαφής, μοιάζει ανα συνδέεται στενά με αυτή ενός “συμπληρώματος” – μια άλλη σκηνή ή τροπικότητα της πολιτικής που χρειάζεται να ληφθεί υπόψιν στην ιδιαιτερότητά της.

58 Étienne Balibar: “Occasional Notes on Communism”, μετάφραση Blandine Joret, Krisis: Journal of Contemporary Philosophy, no.1 (2011).

59 Σοφοκλής: Αντιγόνη, Con un saggio di Rossana Rossanda, μετάφραση: Luisa Biondetii (Milan: Feltrinelli, 1987).

Μαύροι ξεβράκωτοι και φιλόδοξα ανδρείκελα

Cedric J. Robinson, C.L.R James και η κριτική της πολιτικής ηγεσίας1,2

του Alberto Toscano3

…ο κόσμος ήταν, γενικά, κατά πολύ ανώτερος από τους ηγέτες του. Όσο περισσότερο έσκαβα σε αυτή την ιστορία τόσο το περισσότερο ανακάλυπτα ότι αυτό που πραγματικά είχε σημασίακρυβόταν από κάτω, στα σκοτεινά βάθη…Ο βασικός παράγοντας ήταν ο κόσμος. Για να τους ξαναβρώ, για να τους αντικαταστήσω στον ρόλο τους, έχω αναγκαστεί να αναγάγω στις πραγματικές τους διαστάσεις τα φιλόδοξα ανδρείκελα, των οποίων τα νήματα κινούσε ο κόσμος, και στα οποία, νομίζαμε μέχρι σήμερα ότι θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε και να βρούμε την εσωτερική κίνηση της ιστορίας. Η αναγνώριση αυτού του γεγονότος, πρέπει να ομολογήσω, με κατέπληξε. Στον βαθμό που έχω εμπλακεί ακόμα πιο βαθιά σε αυτή τη μελέτη ανακάλυψα ότι οι ηγέτες του κόμματος, οι ήρωες της συμβατικής ιστορίας, δεν έχουν προβλέψει τίποτα, ότι δεν πήραν ποτέ καμμιά πρωτοβουλία για οποιοδήποτε από τα σημαντικά ζητήματα, και ιδιαίτερα για εκείνα που ήταν ομόθυμο έργο του κόσμου στην αρχή της επανάστασης. Αφημένοι στον εαυτό τους αυτές τις αποφασιστικές στιγμές, από τους προσποιούμενους τους ηγέτες τους, οι άνθρωποι βρήκανε λύση σε αυτό που έπρεπε να γίνει και το έκαναν. – Jules Michelet4.

Οι θέσεις της εξουσίας είναι πολύ ζεστές και άνετες. C.L.R. James5

Όταν ακούω ανθρώπους να επιχειρηματολογούν σχετικά με τον Μαρξισμό ενάντια στους εθνικιστικούς ή ρατσιστικούς αγώνες, είμαι πολύ μπερδεμένος. Στην Αγγλία εξέδιδα μια τροτσκιστική εφημερίδα καθώς και την εθνικιστική, υπέρ των Αφρικανών, εφημερίδα του George Padmore, και κανείς δεν τσακωνόταν. Οι Τροτσκιστές διάβαζαν και πουλούσαν την εφημερίδα των Αφρικανών και…υπήρχαν (Αφρικανοί) εθνικιστές που διάβαζαν και πουλούσαν την εφημερίδα των Τροτσκιστών. Κινούμουν ανάμεσά τους, παρακολουθούσαμε ο ένας τις συναντήσεις του άλλου και δεν υπήρχε πρόβλημα επειδή όλοι είχαμε γενικά τον ίδιο στόχο: την ελευθερία μέσα από την επανάσταση6.

Όπως ο Θουκυδίδης πίστευε ότι η ιστορική συνείδηση ενός λαού σε κρίση προσέφερε την πιθανότητα πιο ενάρετων πράξεων, πιο ενήμερων και ορθολογικών επιλογών, το ίδιο πιστεύω κι εγώ. Cedric J. Robinson7.

 Αν είναι να επιβιώσουμε, δεν θα πρέπει να πάρουμε τίποτα από ό,τι είναι νεκρό και πρέπει να διαλέξουμε πολύ προσεκτικά από ό,τι πεθαίνει Cedric J. Robinson8.

Έχει περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή που η αιτία της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την Ευρώπη Β.Ι.Λένιν9.

Στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου του βιβλίου The Black Jacobins, “The Property,” ο James αφηγείται εκ νέου μια διάσημη και θεωρητικά φορτισμένη βινιέτα10 σχετικά με τον Toussaint L’Ouverture11, η οποία μοιάζει να εγγράφει στην ανάδυση της επαναστατικής ηγεσίας των Μαύρων στο ριζοσπαστικό περιθώριο του πλαισίου του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Στην πολεμική επιτομή του Abbé Raynal: “Philosophical and Political History of the Establishments and Commerce of the Europeans in the Two Indies” (1770), ο Toussaint διάβασε τυχαία τις ακόλουθες γραμμές, τις οποίες, στην επαναφήγηση του James, ο επαναστάτης ηγέτης από την Αϊτή θα επαναλάμβανε στον εαυτό του:

Έχουν ήδη εγκαθιδρυθεί δύο αποικίες νέγρων φυγάδων, που οι συμφωνίες και η ισχύς τους τις προστατεέυουν από μια επίθεση. Αυτές οι αστραπές αναγγέλλουν τη βροντή. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένας θαρραλέος αρχηγός. Πού είναι αυτός ο σπουδαίος άντρας που η Φύση τον οφείλει στα οργισμένα, καταπιεσμένα και βασανισμένα παιδιά της; Πού είναι; Θα εμφανιστεί, χωρίς αμφιβολία· θα προβάλλει μπροστά και θα σηκώσει την ιερή σημαία της ελευθερίας. Αυτό το σεβάσμιο σημάδι θα συγκεντρώσει τριγύρω του τους συντρόφους στα παθήματά του. Πιο ορμητικοί από τους χείμαρους, θα αφήσουν παντού τα ανεξίτηλα σημάδια της δίκαιης δυσαρέσκειάς τους. Παντού οι άνθρωποι θα ευλογούν το όνομα του ήρωα που θα έχει ξαναθεμελιώσει τα δικαιώματα της ανθρώπινης φυλής· παντού θα εγείρουν τρόπαια προς τιμήν του12.

Και σχολιάζει ο James: “είναι μια τραγωδία των μαζικών κινημάτων ότι χρειάζονται και μπορούν μόνο πλύ σπάνια να βρίσκουν επαρκή ηγεσία”. Τραγωδία – όπως έχουν διερευνήσει πρόσφατα οι David C. Scott και Jeremy Matthew Glick13 – είναι πράγματι το επανερχόμενο όνομα για το ιστορικό μεγαλείο και τα δραματικά όρια που σωρρεύονται [accrue] στην σχέση ανάμεσα στην πολιτική ηγεσία και την δράση των μαζών στα γραπτά του James, από την παράλληλη ανακατασκευή της επανάστασης στην Αϊτή και της επανάστασης των Μπολσεβίκων μέχρι τις παρεμβάσεις του στην αντιπαράθεση για την απο-αποικιοποίηση και την Μαύρη Δύναμη στις δεκαετίες του 1960 και του 1970.

Η μοιραία ανάγκη και τα μοιραία όρια της ηγεσίας είναι μια συνάρτηση των ιστορικών μεταβάσεων ή κρίσεων στις οποίες η δράση των μαζών δεν συγχρονίζεται, σαν να λέμε, με τους υλικούς και ιδεολογικούς καθορισμούς της και στις οποίες η ηγεσία – αν και αποκηρύσσεται από τον James για “προχωρημένες” χρονικότητες και γεωγραφίες της ταξικής πάλης – μοιάζει ένα αναπόφευκτο εργαλείο σύνθεσης και ενδυνάμωσης. Είτε στο “The Black Jacobins” είτε τέσσερις δεκαετίες αργότερα στο “Nkrumah and the Ghana Revolution”, το ιστορικό, στρατηγικό και δραματικό ερώτημα της πολιτικής ηγεσίας είναι επίσης στο επίκεντρο της μαρξιστικής προλεταριακής πολιτικής και στους αγώνες για την απελευθέρωση των Μαύρων, με τρόπους που ευελπιστώ να σκιαγραφήσω εδώ. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που νομίζω ότι η ηγεσία μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα προνομιούχο πρίσμα για να ξαναεπισκεφτούμε, σε αυτόν τον θεωρητικό φόρο τιμής στο έργο του Cedric J. Robinson, την δική του συνάντηση με το έργο του James, τόσο στο Black Marxism όσο και στο δικίμιο του 1992: C.L.R. James and the World-System”. Από τις μορφές με τις οποίες ασχολείται ο Robinson στο “Black Marxism” αλλά και πιο πέρα – ο James – τον οποίον εύστοχα χαιρετίζει ως ένα “εξαιρετικά σπάνιο παράδειγμα ενός ζωντανού, ενεργού και αγωνιζόμενου Μαρξισμού” – είναι βάσιμα αυτή για την οποία ο στοχασμός πάνω στη θεωρία και την πρακτική των αγώνων των μαύρων, είτε στις Δυτικές Ινδίες είτε στην “Μαύρη Ζώνη”14 των ΗΠΑ είτε σε ολόκληρο το Παναφρικανικό κίνημα, ήταν αδιαχώριστες αν όχι εντελώς μη διακρίσιμες από μια θεμελιώδη αναθεώρηση και πίστη σε μια μαρξιστική και λενινιστική παράδοση15. Αν από μια συγκεκριμένη γωνία, η δημιουργία της Μαύρης Ριζοσπαστικής Παράδοσης είναι επίσης η διάλυση ενός επισφαλούς ιδεολογικού αμαλγάματος αποκαλούμενου “Μαύρος Μαρξισμός”, τότε η τροχιά του James θέτει ίσως την πιο “γενετική” [generative] πρόκληση στην πρόταση του Robinson ότι η Παράδοση είναι μια δημιουργική άρνηση ενός Δυτικού παραδείγματος πολιτικής σκέψης που περιλαμβάνει τον Μαρξισμό, συμπεριλαμβανομένου και αυτού του ίδιου του James.

Σε ό,τι ακολουθεί θα ήθελα να ξεκινήσω με μια σύντομη βαθμονόμιση της δύναμης της κατεδάφισης από τον Robinson του μύθου και της κοινωνικής επιστημολογίας της πολιτικής ηγεσίας στο πρώτο του βιβλίο: The Terms of Order: Political Science and the Myth of Leadership (1980), το οποίο, αν και σε έναν πιο “αρχαιολογικό”16 και ημι-υπερβατικό πνεύμα από το Black Marxism, θέτει πολλές από τις κατευθυντήριες γραμμές του μεταγενέστερου έργου του17. Στο Terms, ο Robinson αμφισβητεί ήδη την δυνατότητα μιας επιτυχημένης εμμενούς υπέρβασης των ορίων της Δυτικής πολιτικής σκέψης ως μια ιδεολογίας κυριαρχίας εμπεδωμένης στην πολύπλοκη κληρονομιά του φυλετικού καπιταλισμού – ρίχνοντας αμφιβολίες στην ικανότητα του αναρχισμού να αμφισβητεί το πλέγμχα [nexus] της αυθεντίας, της τάξης και της ηγεσίας ενώ ταυτόχρονα ανοίγει το ζήτημα, μέσω μιας μελέτης του λαού της Τόνγκα, της δυνατότητας μιας αντιπολιτικής ουτοπίας αναδυόμενης από τις αφρικανικές παραδόσες της συλλογικής ζωής.

Σε μια σαγηνευτική επανερμηνεία της έννοιας του χαρίσματος του Weber, το Terms εκθέτει επίσης την επιμονή του Robinson στην ιδέα της δημιουργικής δύναμης της μαζικής αντίστασης και της παράγωγης φύσης της ηγεσίας. ΣτοBlack Marxism, Black Movements in America” και σε δυνατά δοκίμια σχετικά με τον Fanon, τον Du Bois18 και ιδιαίτερα τον Amilcar Cabral19 (τον μοναδικό πολιτικό στοχαστή του 20ου αιώνα που ξεχωρίζει ως ένα είδος επαναστατικού προτύπου για τον Robinson στις αρχές της δεκαετίας του 1980) αυτή η κριτική της πολιτικής ηγεσίας εμπλουτίζεται με μια ισχυρή ταξική κριτική, η οποία συνδέει το πρόβλημα της πολιτικής ηγεσίας με αυτό των αντιφάσεων που ταλανίζουν τους μικροαστούς και τον σχηματισμό εκείνης της μαύρης ιντελλιγκέντσιας στην οποία ανήκε ο ίδιος ο James.

Από αυτό το προνομιακό σημείο, το τραγικό πορτραίτο του Toussaint από τον James είναι μια καμουφλαριζμένη αυτοπροσωπογραφία. Αντί μιας αξιολόγησης της θεωρητικής και βιογραφικής διάγνωσης από τον Robinson των εντάσεων που διατρέχουν την συνάντηση του C.L.R. James με την Μαύρη Ριζοσπαστική Παράδοση, θέλω να θίξω την εντυπωσιακή σύγκλιση μεταξύ πολλών θεμάτων στη δουλειά του Robinson και στις προσπάθειες του ίδιου του James για αυτοκριτική ή αυτο-αναθεώρηση στα μαθήματά του σχετικά με τους “Μαύρους Ιακωβίνους” μετά το 1971, καθώς και την συνήχησή τους με την επανεξέταση από τον James της προβληματικής ηγέτες-μάζες στην κριτική εξιστόρησή του για την επανάσταση στην Γκάνα. Είναι σε αυτό το σημείο της μεγαλύτερης συγγένειας που μπορούμε να δούμε επίσης πού διατηρούν η κατανόηση από τον Robinson της Μαύρης Ριζοσπαστικής Παράδοσης και ο “Μαύρος Μαρξισμός” του James τις πολιτικές και θεωρητικές διαφορές τους, τις οποίες θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε ως μια διαφορά ανάμεσα στην πολιτική αυτονομία των επαναστατικών αγώνων των μαύρων και της μεταφυσικής αυτονομίας μιας αντιπολιτικής παράδοσης αντίστασης.

Προμηνυόμενο από ένα άρθρο για τη θέση του χαρίσματος στην πολιτική σκέψη του Malcolm X20, το πρώτο βιβλίο του Cedric Robinson είναι μια πυκνή, περίτεχνη/πολύπλοκη και αδιάλλακτη καταστροφή αυτού που ο υπότιτλος του βιβλίου (μια αναθεωρημένη εκδοχή της διδακτορικής του διατριβής)21 συλλαμβάνει ως τον πολιτικό μύθο που δομεί τη Δυτική πολιτική σκέψη. Αν και ο Robinson επιστρατεύει ένα εντυπωσιακό πυροβολικό για να, με τα ίδια του τα λόγια, “κακοποιήσει/προσβάλλει την πολιτική συνείδηση” της Δύσης (με τρόπους, παρεμπιπτόντως, που δεν ανάγονται στο συνονθύλευμα των σύγχρονων απο-αποικιακών και μετα-αποικιακών προοπτικών, και ακόμα λιγότερο στις υποθετικές “Αφρο-πεσιμιστικές” επικλήσεις της “μαυρότητας”), ο υποκείμενος ισχυρισμός είναι λιτός και έντονος: η Δυτική πολιτική σκέψη και πολιτική επιστήμη στηρίζονται σε δυο πλάνες: ότι η ηγεσία είναι απαραίτητη για την διατήρηση της τάξης και ότι η ιεραρχία μπορεί να νομιμοποιηθεί ορθολογικά22. Όπως παρατηρεί: “Η προϋπόθεση ότι η πολιτική ηγεσία είναι μια έννοια μέσω της οποίας το γεγονός της κοινωνικής οργάνωσης μπορεί να καταστεί αναγνωρίσιμο είναι απατηλή. Και όμως είναι αυτή η ίδια προϋπόθεση που υποτείνει τόσο τις φιλελεύθερες όσο και τις ριζοσπαστικές προσπάθειες για την κοινωνική αναδιοργάνωση και ‘τελειοποίηση’23. Αλλά η ψευδαίσθηση του πολιτικού παραμένει, κατά έναν τρόπο που προκαλεί σύγχυση, ατάραχη από μια ιστορική καταγραφή που αποδεικνύει άφθονα ότι η πολιτικά παγιωμένη και επιβεβλημένη εξουσία δεν είναι πηγή κοινωνικής σταθερότητας και τάξης, καθιστώντας διάτρητη την αυταπάτη της ηγεσίας ως του “αντικειμένου-επίλυσης” εκείνου του “αντικειμένου-προβλήματος” που είναι η περιοδική κρίση σταθερότητας (σίγουρα πρόκειται για μια δήλωση που χρειάζεται πολύ λίγη αποδειξη στις αρχές του 2017).

Οι βιβλιογραφίες στην κοινωνιολογία, την πολιτική επιστήμη, την ιστορία και την κοινωνική ψυχολογία επιβεβαιώνουν ηχηρά, μέσω της πληθώρας των αναλυτικών εργαλείων, την μεταφυσική της ηγεσίας”. Σύμφωνα με την δηκτικά εξεζητημένη αποστροφή του Ρόμπινσον: “Είναι, πράγματι, δύσκολο να ξεφύγουμε από την μοχθηρή τυρρανία μιας νόησης που δεν μπορεί απλά να διακηρύξει αλλά και να σμιλέψει την διάπλαση του σφάλματός της σε πραγματικότητα”.24 Στο Δυτικό πολιτικό παράδειγμα αυτή το σφάλμα-που-γίνεται-πραγματικότητα επιβάλλει την ηγεσία ως το όργανο της αναπαράστασης και της συσχέτισης με την αντικειμενική πραγματικότητα της τάξης και της εξουσίας, υπερκαλύπτοντάς25 την με μια πολιτική μεταφυσική που “γεννιέται/ξεπηδάει”26 από ένα μικτό παράδειγμα που συνδυάζει τις παραμέτρους της γεωμετρικής τάξης με το κατεπείγον των σωτηριολογικών αφηγήσεων, και η οποία παρουσιάζει τον ηγέτη ως “το όργανο της ορθολογικής δράσης όπου η ορθολογική δράση κατανοείται ως συλλογική δράση που επεκτείνει την επιβίωση μιας κοινότητας”27, και όπου “η ψευδαίσθηση της καθαρής απόφασης [επιχορηγεί/subsidizes] την πίστη στην επιλεκτική φύση του λήπτη των αποφάσεων”28.

Η πολιτική καρδιά του The Terms of Order θα πρέπει να αναζητηθεί στις λεπτές αποχρώσεις της αντιπαράθεσης της εμμενούς [immanent] κριτικής σε αυτό το πολιτικό παράδειγμα εντός της ευρωπαϊκής αναρχικής παράδοσης και της εναλλακτικής στην ηγεσία που κατατίθεται στην εθνογραφία των αντιπολιτικών κοινωνιών. Αυτή η κριτική στον αναρχισμό είναι ένα υπόδειγμα του είδους της οριοθέτησης από τον Ρόμπινσον των ορίων του Μαρξισμού, που αξίζει μεγαλύτερη διερώτηση, αλλά για τους σκοπούς του παρόντος δοκιμίου θέλω να επικεντρώσω [home in] στην επαναδιατύπωση εκ μέρους του της Βεμπεριανής έννοιας του χαρίσματος. Η τελευταία χρησιμεύει ως ένα είδος αρμού [hinge] για το Terms: είναι το τυφλό σημείο μιας πολιτικής επιστήμης που είναι υποχρεωμένη να καταφύγει σε παράλογα παράγωγα μιας εργαλειακής πολιτικής αυθεντίας/εξουσίας την οποία καταστατικά αποκηρύσσει και αντιπροσωπεύει ένα άνοιγμα για αναστοχασμό της ηγεσίας όχι ως αυτού που εξουσιαστικά διατάσσει μια μάζα σε ένα κοινωνικά ευσταθή και υπάκουο λαό, αλλά ξεπηδούν από μαζικά κινήματα με έναν τρόπο που δεν μπορεί να εμπεριέχεται στην τάξη ή την εξουσία. Η ηγεσία βγαίνει από το κίνημα και όχι το ανάποδο. Τραβώντας από τις αντιφάσεις τις εγγενείς στην θεώρηση του Βέμπερ για το χάρισμα ως της “ειδικά δημιουργικής επαναστατικής δύναμης στην ιστορία”29, ο Robinson μας διδάσκει ότι:Στην πραγματικότητα είναι η χαρισματική μορφή που έχει επιλεγεί από τις κοινωνικέ περιστάσεις, τις ψυχοδυναμικές ιδιαιτερότητες και την παράδοση και όχι οι ακόλουθοί της που επιλέγονται από αυτήν”30. Το φαινόμενο του χαρίσματος είναι ένα είδος καταλοίπου ή αδιαίρετου υπολείματος που η ορθολογική πολιτική επιστήμη δεν μπορεί να μεταβολίσει, και τι οποίο πρέπει ταυτόχρονα να προϋποθέτει και να αντιμετωπίζει ως παθολογικό. Έξω από το μικτό παράδειγμα της Δυτικής πολιτικής επιστήμης, το χάρισμα αντλεί την αυθεντία του πέραν του ηγέτη, και ο χαρισματικός ηγέτης ο ίδιος είναι ένας “χαρισματικοποιημένος οπαδός” των οπαδών του. Συνεπώς, η ιστορικά κυρίαρχη εικόνα της πολιτικής αυθεντίας είναι η “διαστροφή του χαρίσματος” και “η αλλοτρίωση της μαζικής αυθεντίας του χαρίσματος”, με το τελευταίο να γίνεται κατανοητό ως “μια ψυχοκοινωνική δύναμη που κατασκευάζεται από έναν λαό ο οποίος έχει υποστεί/περάσει από μια εκτεταμένη περίοδο τραυματικής έντασης”.31

Δύο δεκαετίες, σχεδόν, μετά από το “Terms”, ο Robinson θα επαναλάμβανε αυτή την μορφοποίηση του χαρίσματος για να τοποθετήσει τον Martin Luther King (και τον Malcolm X) στην Μαύρη χειραφετητική πολιτική που βρήκε την κύρια ρίζα τους όχι στην εμπειρία των ελεύθερων Μάυρων στον Βορρά, όπως συνέβαινε στην περίπτωση μιας συμβιβαστικής ελιτίστικης φυλετικής πολιτικής, αλλά στην αντίσταση των σκλάβων: “Η χαρισματική εξουσία/αυθεντία του Κινγκ είναι παρακλάδι της Αφρο-χριστιανικής παράδοσης εμπεδωμένης στη συνείδηση των πλέον αστικοποιημένων Μαύρων στον Νότο και αλλού…Στην συμπεριφορά του, ήταν λιγότερο ένα πρόσωπο και περισσότερο μια κοινωνική και ιστορική ταυτότητα”.32 Αυτό είναι σε αντίστοιξη με εκείνους τους “αντιπροσωπευτικούς έγχρωμους άντρες” που ο Ρόμπινσον θεωρεί σε μεγάλο βαθμό άσχετους με τις μάζες των μαύρων που οικοδομούν τις δικές τους εναλλακτικές μορφές κοινοτικής ζωής. Το “φαινόμενο του χαρισματικού”, αντίθετα, παραμένει στην εκτίμηση του Ρόμπινσον “το μόνο όργανο επιβίωσης και απελευθέρωσης που είναι οργανικό, με άλλα λόγια αυθεντικό, προς τθις περιστάσεις, την παράδοση και την ψυχική φύση της μεγάλης μάζας των ανθρώπων που ζουν κάτω από την καταπίεση”, με τον ηγέτη ένα “άψογα κουρδισμένο” όργανο, ευαίσθητο στα βάσανα και τις προσδοκίες/φιλοδοξίες των μαζών που του έχουν δώσει το χάρισμα σε μια συγκυρία κρίσης.33 Όπως παρατηρεί η Erica R. Edwards (η οποία επίσης συνέγραψε την εισαγωγή στο The Terms of Order) στο Charisma and the Fiction of Black Leadership, μια θαρραλέα πολιτισμική κριτική της έμφυλης λογικής της μαύρης ηγεσία είναι ταυτόχρονα πραγματικότητα και μύθος: “Μια από τις θεμελιώδεις προβληματικές της μαύρης πολιτικής νεωτερικότητας είναι [το] διπλό δυναμικό του ρόλου της χαρισματικής ηγεσίας: να πειθαρχεί, από τη μια, και από την άλλη να διαρηγνύει, ακριβώς στην βάση της χαρισματικής συμπεριφοράς, τους πειθαρχικούς μηχανισμούς της καπιταλιστικής τάξης”.34

Από την άλλη, αν και ο ίδιος ο James ήταν επιφυλακτικός με την έννοια του χαρίσματος, ακόμα και με τη γλώσσα της ψυχολογίας (αν και διόρθωσε τον εαυτό του σχετικά με αυτό στις διαλέξεις του 1971 για τους Μαύρους Ιακωβίνους), η αναγνώριση ότι η ηγεσία αντλεί τον δυναμισμό της (και τα όριά της) από τα μαζικά κινήματα, και όχι το αντίθετο, και ότι είναι μια λειτουργία της κρίσης (και πιο συγκεκριμένα της επαναστατικής μετάβασης), ανήκει βαθιά στον James. Είναι εντυπωσιακό, από αυτή την άποψη, ότι ο Robinson επιλέγει να παρουσιάσει την ανάλυση του James για το αμάρτημα35 ή το τραγικό ελάττωμα του Toussaint ως την υπόδηλη αναγνώριση των ορίων της ίδιας της ταξικής προοπτικής, αυτήν μιας μαύρης ιντελλιγκέντσιας της διασποράς, που επέτρεψε επίσης στον James, μαζί με τους Du Bois και Padmore, αλλά και τους Cabral και Fanon, να κάνουν το θεωρητικό άλμα από το Δυτικό πολιτικό παράδειγμα στην Μαύρη Ριζοσπαστική Παράδοση. Σχολιάζοντας αυτό που ο James αναφέρει υπαινικτικά ως την “αποτυχία διαφωτισμού” του Toussaint, τον συνδυασμό ενός εξουσιαστικού σχεδίου εκσυγχρονισμού του κράτους με την κώφευση στις απαιτήσεις των ίδιων των μαύρων εργατών που τον έκαναν ηγέτη – “το να “ζαλίσεις”/μπερδέψεις τις μάζες σημαίνει το να καταφέρεις το πιο θανάσιμο όλων των πληγμάτων στην επανάσταση”, διακήρυξε ο James – ο Ρόμπινσον επιδεικνύει την κλινική του διόραση:

Φυσικά, αναγνωρίζουμε σε αυτούς τους ισχυρισμούς τον Jamεs (και ίσως ακόμα και την μίμησή του του Padmore). Μπορούμε να δούμε την διακηρυγμένη ταύτιση μιας μαύρης επαναστατικής ιντελλιγκέντσιας με τις μάζες· την προθυμία της συνέχισης της υποταγής στον “επιστημονικό σοσιαλισμό” μέσω της άρνησης της υλικής δύναμης της ιδεολογίας υποδεικνύοντας ταυτόχρονα μια πικρή απογοήτευση από το κομμουνιστικό κίνημα· η πατερναλιστική στάση απέναντι στους οργανικούς ηγέτες των μαζών· και την αμφιλεγόμενη περηφάνεια της θέσης που προϋποτίθεται από τον εκδυτικισμένο ιδεολόγο. Επιπλέον, είναι φανερό ότι ο James αντιμετώπιζε κριτικά την ίδια την τάξη του. Σε αντίθεση με τους συμμάχους του, ήταν αναγκασμένος να αντιμετωπίσει τα όρια πέρα από τα οποία δεν θα μπορούσε να εμπιστευτεί τους μικροαστούς. Για τον λόγο αυτό έπρεπε να επιμένει συχνά ότι οι επαναστατικές μάζες πρέπει να κρατήσουν την επαναστατική κατεύθυνση, χωρίς ποτέ να καταφεύγουν/σέβονται τους επαγγελματίες επαναστάτες, κόμματα ή την ιντελλιγκέντσια36.

Ο Robinson ανασκάπτει περισσότερο πώς στις Σημειώσεις της Διαλεκτικής και σε σχετικά κείμενα από την Τάση Johnson-Forrest37 και τους διαδόχους της ο James είχε συμπληρώσει την ιχνηλάτησή του της ιστορικής λογικής της ταξικής πάλης ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη με μια προσοχή στον μετασχηματισμό της μικροαστικής τάξης. Η αναγνώριση αυτού του μετασχηματισμού ήταν αναγκαία “επειδή αυτό το στρώμα είχε αναλάβει την ηγεσία του προλεταριακού κινήματος και μετά την πρόδοσε38, το αντι-πρωτοποριακό αξίωμα του James – “Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο να οργανώσουμε” – θα έπρεπε επίσης να διαβαστεί ως το προϊόν αυτής της ζωτικής αυτο-κριτικής των μικροαστών, με άλλα λόγια ως μια ταξική ανάλυση της σύνθεσης και του προσανατολισμο της επαναστατικής ηγεσίας. Ότι αυτό ήταν μια μόνιμη έγνοια για τον James, ιδιαίτερα όσον αφορούσε το ζήτημα της Μαύρης και της Παναφρικανικής ηγεσίας, μαρτυρείται εύλογα από τους στοχασμούς του σχετικά με την ανάγκη εμπιστοσύνης προς τις μάζες εναντίον των συμπράξεων και των υπεκφυγών των μικροαστών ηγετών. Σχεδιάζοντας πάνω στο Season of Adventure του George Lamming, ο James αναλογίζεται [muses]:

Δεν ξέρω κανένα σημείο όπου οποιοσδήποτε διανοούμενος, οποιοδήποτε μέλος μιας πνευματικής ελίτ, να έχει πάρει επάνω του την πλήρη ευθύνη για ό,τι έχει συμβεί στον κόσμο που έχει αφήσει πίσω του. Ο λαός θα βρει τον δρόμο του. Εμείς που είχαμε το πλεονέκτημα θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την ευθύνη μας…δεν υπάρχουν πολλοί διανοούμενοι που συνειδητοποιούν αυτό που κάνουν και τα κοινωνικά εγκλήματα που διαπράττουν, που λένε: “κέρδισα μια υποτροφία, μπήκα στην ελίτ και άφησα τους ανθρώπους μου πίσω, και αισθάνομαι ότι η δράση από την πλευρά μου ευθύνεται γιαυτό που τους συμβαίνει”.39

Στο ίδιο το έργο του Robinson, τα πιο οξέα πολιτικά μαθήματα που μπορούν να εξαχθούν σχετικά με την αμφιλεγόμενη αλλά κρίσιμη κατάσταση της μαύρης μικροαστικής ιντελλιγκέντσιας – “διαμεσολαβητές ανάμεσα στους μαύρους εργάτες και το κοινωνικό κέντημα που υφαίνεται από τις καπιταλιστικά καθορισμένες μορφές της παραγωγής”40 όπως γράφει στο Black Marxism – μπορούν να βρεθούν στο άρθρο του “Amilcar Cabral and the Dialectic of Portuguese Colonialism”, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Radical America το 1981. Εκεί, ο Robinson εντοπίζει την ευφυία της αντιαποικιοκρατικής ηγεσίας του Cabral στην ικανότητά του να ανατέμνει επιδέξια τις αντιφάσεις της αποικιοποιημένης κοινωνίας, και συγκεκριμένα το πρόβλημα της επαναστατικής μικροαστικής τάξης. Η θεωρία και η πρακτική του Cabral θεμελιώνονται στην αναγνώριση μιας επαναστατικής κατάστασης στην οποία όλοι οι παραδοσιακοί ταξικοί “πρωταγωνιστές” στις ευρωπαϊκές επαναστάσεις ήταν καχεκτικοί ή απόντες: ούτε βιομηχανικό προλεταριάτο, ούτε αναπτυγμένη αστική τάξη, ούτε μαζική αγροτιά. Μάλλον, ήταν η μεταμόρφωση της μικροαστικής τάξης από την οποία εξαρτιόταν η επαναστατική ορμή. Όπως διακήρυξε ο Cabral στην Αβάνα το 1966: “Η επαναστατική μικροαστική τάξη πρέπει να είναι ικανή να αυτοκτονήσει ως τάξη για να μπορέσει να ξαναγεννηθεί ως επαναστάτες εργάτες, τελείως ταυτισμένοι με τις βαθύτερες επιδιώξεις του λαού στον οποίο ανήκουν”.41 Μια δημιουργική προσαρμογή του ειλημμένουν ταξικού σχήματος της επαναστατικής πολιτικής (ενός “stretching” θα μπορούσαμε να πούμε παραφράζοντας τον Fanon) απαιτούνταν από τις συνθήκες στη Γουινέα και το Κάπο Βέρντε, ένα δίκτυο/κόμβος μετασχηματισμού ανάμεσα στους μικροαστούς και τον λαό.

Στο “Nkrumah and the Ghana Revolution”, ο C.L.R. James θα έφερνε στο προσκήνια ακριβώς αυτό το πρόβλημα, αφενός αναγνωρίζοντας πλήρως τη συνεισφορά των απλών Αφρικανών στην ανάδυση του κινήματος αντιαποικιοκρατικής χειραφέτησης (περισσότερο των γυναικών στις “λαϊκές αγορές”42 στην Γκάνα) και αφετέρου απεικονίζοντας την προσωπική πολιτική ηγεσία, σε μεγάλο βαθμό όπως είχε κάνει και στο The Black Jacobins, ως μια αναγκαιότητα στο πλαίσιο μιας “οπισθοδρομικής” κοινωνίας. Σε αντίθεση με τον Robinson, ακόμα και στην ερμηνεία του τελευταίου για τη συνάφεια του James με τον Oliver C. Cox και την απομάκρυνση του τελευταίου από την γραμμική λογική της μαρξιστικής ταξικής πάλης, και παρά την αναγνώριση από τον ίδιο της κρίσιμης συνεισφοράς των απλών Αφρικανών και των παραδοσιακών πολιτικών τους θεσμών στον αγώνα για την απελευθέρωση, ο James εμφανίζεται όντως να παρουσιάζει την διάκριση προχωρημένου/οπισθοδρομικού ως κρίσιμη για την κεντρικότητα της ηγεσίας στην αντι-αποικιοκρατική πολιτική, σε αντιδιαστολή με την ταξική πολιτική στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Αυτή η διάκριση είναι επίσης ουσιώδης για την “τραγωδία” της ηγεσίας, με τον Nkrumah43 να μοιάζει να επαναλάμβανει, με διαφορετική μορφή, τα σφάλματα του Toussaint, χάνοντας την αίσθηση των μαζών ενώ είχε εμπλακεί με τις προφανείς αναγκαιότητες του εκσυγχρονισμού.

Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό ότι εδώ, όπως και στα σημαντικότερα κείμενά του σχετικά με την αυτονομία των αγώνων των μαύρων στις ΗΠΑ, ο James επιστρέφει, σε ένα είδος ετερόδοξου δογματισμού, στην αυθεντία του Λένιν, επιστρέφοντας στα ίδια αυτά αποσπάσματα για την ζωτικότητα και την σχετική ανεξαρτησία των μη-προλεταριακών αγώνων, συμπεριλαμβανομένων των αγώνων των μικροαστών και των αγροτών (ιδιαίτερα στα γραπτά του Λένιν για την Ιρλανδία), για να γειώσει τα μαρξιστικά διαπιστευτήρια μιας επαναστατικής πολιτικής που δεν έχει το προλεταριάτο ως το αποκλειστικό (ή στην περίπτωση των Παναφρικανικών αγώνων, ούτε καν ως το στρατηγικά κομβικό) υποκείμενό του. Έτσι, όπως ακριβώς στη δεκαετία του 1940 ο James θα υπογράμμιζε τις παρατηρήσεις του Λένιν στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τον “ποικιλόχρωμο”/ετερόκλητο/ανομοιόμορφο χαρακτήρα των αγώνων στους οποίους διαφορετικές μη-προλεταριακές ομάδες και τάξεις παίζουν έναν αναγκαίο/απαραίτητο ρόλο44 για να υποστηρίξει τα επιχειρήματά του για την αυτονομία των αγώνων των μαύρων, έτσι και στοχαζόμενος τα αδιέξοδα στην Γκάνα του Nkrumah της δεκαετίας του 1960, θα ερμήνευε τα ύστερα κείμενα ατου Λένιν για την κρατική διοίκηση ως μια ριζοσπαστική αναγνώριση της περιθωριακότητας του κλασσικά αντιληπτού προλεταριάτου στην πολιτική των “καθυστερημένων” χωρών, είτε πρόκειται για την ΕΣΣΔ είτε για την Γκάνα45 (αξίζει εδώ να σημειωθεί, με όρους της έμφασης που δίνει ο Ρόμπινσον στην αυτοκριτική του C.L.R. James για την επαναστατική μικροαστική ιντελλιγκέντσια, ότι ο James προτείνει ότι μπορεί κανείς να κάνει ένα μοντέλο της ανεξαρτησίας των “φυλετικών” και εθνο-μειονοτικών αγώνων πάνω σε αυτό των αγώνων των μη-επαναστατικών τάξεων).

Παρενθετικά, μπορούμε να σημειώσουμε ότι ενώ η προσωπική ηγεσία διαγράφεται δευτερευόντως [side-lined] στα γραπτά του James για την μαρξιστική οργάνωση και το “Ζήτημα των Νέγρων” τη δεκαετία του 1940, το ζήτημα της ηγεσίας μετατοπίζεται στο σύνθετο ζήτημα της ηγεσίας του προλεταριάτου ως τάξη (του προλεταριάτου ως ηγετικής τάξης) – μια τάξη για την οποία μπορούμε να πούμε ότι όσο περισσότερο καθοδηγεί τόσο λιγότερο χρειάζεται ηγέτες ή πρωτοποριακά αποσπάσματα. Κατά την εκτίμηση του James, όπως διατυπώθηκε με πολεμική διαύγεια στο “Key Problems in the Study of Negro History” (1950), ανάμεσα στα ιδεολογικά εγκλήματα του Σταλινισμού ήταν η ανειλικρινής υπηρεσία που έπαιξε για τη μαζική δράση, ζαχαρώνοντας μια εξουσιαστική σύλληψη της ηγεσίας και ότι διέσυρε/συκοφάντησε την πραγματικότητα ότι οι αληθινοί ηγέτες ήταν “άνθρωποι που κάθε βήμα τους καθορίζεται/οριοθετείται από την αναγνώριση ότι αντιπροσωπεύουν τα βαθύτερα ένστικτα και επιθυμίες των μαζών”.46

Από το “Black Jacobins” μέχρι το “Nkrumah” και τα γραπτά για την Μαύρη Δύναμη, ο C.L.R. James θα συνέχιζε να διατηρεί μια ασταθή ισορροπία ανάμεσα στους αυθόρμητους μαζικούς αγώνες για αυτο-χειραφέτηση και τον (ίσως τραγικό) ρόλο της προσωπικής ηγεσίας. Επεκτείνοντας την μέθοδο της διαλεκτικής βιογραφίας που θίγεται πρώτη φορά στη μελέτη του για τον εργάτη ηγέτη από τις Δυτικές Ινδίες Cipriani και ανέπτυξε αριστοτεχνικά στη μελέτη του για την επαναστατική ακολουθία στον Άγιο Δομήνικο/Αϊτή, ο C.L.R. James θα τριγύριζε γύρω από το ζήτημα της μαύρης ηγεσίας, όχι απλά στο πλαίσιο της Αφρικής ή των Δυτικών Ινδιών (όπου οι διαφορετικές μεταξύ τους φιγούρες των Marcus Garvey, Padmore, Fanon, Nyerere και άλλων επανέρχονται) αλλά και στο πλαίσιο των ΗΠΑ, όπως μαρτυρούν τα εξαιρετικά θετικά πορτραίτα των Stokely Carmichael και George Jackson47 (αν και έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε την πρόκληση, την τόσο αντίθετη στην στάση του Ρόμπινσον απέναντι στα μαύρα κινήματα, της ανάδειξης στο προσκήνιο/ως προεξάρχουσας της φιγούρας του Λίνκολν)48. Αλλά στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, η σταθερή έγνοια του για την αυτονομία των μαζικών αγώνων των μαύρων, και η διάκριση ανάμεσα στην ηγεσία της τάξης και την προσωπική αυθεντία, θα οδηγούσε/είχε ως επακόλουθο σε πραγματεύσεις των αγώνων των μαύρων που όχι μόνο κινούνται πλησιέστερα στην σταθερή έμφαση του Ρόμπινσον στην “ικανότητα για αντίσταση των απλών μαύρων”49, ως εμβαπτισμένουν σε αυτόνομες παραδόσεις αντίστασης, αλλά σε μεγάλο βαθμό υπονομεύουν την ίδια την πηγή του φαινομένου του χαρίσματος.

Στο “Μαύροι Ξεβράκωτοι” (“Black Sansculottes”), ένα μικρό άρθρο γραμμένο το 1964 για το Ενημερωτικό Δελτίο του Ινστιτούτου Φυλετικών Σχέσεων, έναν χρόνο μετά την δεύτερη έκδοση του Black Jacobins, ο James εστιάζει στο τραγικό λάθος του Toussaint, στο οποίο η προσφυγή στη γαλλική κουλτούρα και κεφάλαιο σήμαινε την υπονόμευση “των μόλις δημιουργηθέντων ενεργειών των ίδιων των οπαδών του”.50 Επιδεικνύοντας το βαθύ ένστικτό του για ιστορικές αναλογίες που μοιράζεται με τον Τρότσκυ, και το οποίο του επέτρεπε να παρουσιάζει μια ιστορία της επανάστασης στην Αϊτή που έχει ταυτόχρονα ως πρότυπο και προμηνύει την Μπολσεβίκικη επανάσταση ως ένα κρίσιμο μάθημα-αντικείμενο για το Παναφρικανικό κίνημα – όλα με τη σειρά τους διαβασμένα μέσω του πρίσματος της ριζοσπαστικής ιστοριογραφίας της Γαλλικής Επανάστασης – ο James διακηρύσσει: “το δίλημμα του Toussaint ήταν μια στοιχειώδης και πρωτόγονη μορφή του διλήμματος που αντιμετωπίζουν όλες οι πρόσφατα ανεξαρτητοποιημένες οπισθοδρομικές περιοχές σήμερα”. Πιο συγκεκριμένα, είναι από τον Πρόλογο της πολύτομης ιστορίας της Γαλλικής Επανάστασης του Jules Michelet, και την μετέπειτα εκλέπτυνσή της από τον Georges Lefebvre, που ο James θα αντλούσε ένα κομβικό μάθημα για μια κριτική της επαναστατικής ηγεσίας, δηλαδή ότι η προσοχή θα έπρεπε να μετατοπιστεί από τα θεαματικά κατορθώματα των πρόδηλων/φανερών ηγετών, τις “φιλόδοξες μαριονέτες” του Michelet και να ανακατευθυνθεί στον παράγοντα των λαϊκών μαζών και σε αυτό που ο Lefebvre ονομάζει “αφανείς ηγέτες τους”.

Ενώ ο James δεν υποχώρησε από την ιδέα ότι οι σπουδαίοι άνθρωποι δημιουργούν ιστορία (αν και όχι κάτω από συνθήκες της επιλογής τους και υπό την ανοχή των μαζικών κινημάτων και αισθημάτων), η “είσοδος του χορού” είναι κρίσιμη στον αυτοκριτικό στοχασμό του πάνω στους “Μαύρους Ιακωβίνους”, όπως σηματοδοτείται από την επανάληψη της νουθεσίας των Michelet-Lefebvre να αποδίδεται προσοχή στους αφανείς ηγέτες, εμπλουτισμένη εδώ από μια αναγνώριση της σχετικής ανωτερότητας του “Black Reconstruction” του Du Bois επί του Black Jacobins όσον αφορά την απόδοση προσοχής στον ρόλο της μαύρης κουλτούρας και της θρησκευτικής συνείδησης στην πολιτική ψυχολογία της αντίστασης, καθώς στην πραγμάτευση του “χωρίς-ηγέτες” φαινόμενο της γενικής απεργίας εναντίον των ιδιοκτητών των φυτειών. Επιπλέον, αναγνωρίζοντας τον κρίσιμο ρόλο που είχαν η αφρικάνικη πολιτική κουλτούρα και marronage στη διαμόρφωση της αντίστασης των σκλάβων, ο James τονίζει με ποιο τρόπο, ξαναγράφοντας το The Black Jacobins, θα είχε ανακατασκευάσει τις φωνές των επαναστατημένων σκλάβων, όχι απλά την καταγραφή των πράξεών τους όπως “ιζηματοποιήθηκαν/κατακάθισαν” [sedimented] στα μητροπολιτικά αρχεία: “Δεν θέλω σήμερα να γράφω και να λέω: αυτά είναι που αυτοί μας είπαν σχετικά με το πώς μας μεταχειρίστηκαν. Όχι άλλο, όχι. Θα ήθελα να πω για το τι θα είχαμε να πούμε εμείς για το πώς μας μεταχειρίστηκαν, και ξέρω ότι αυτή η πληροφορία υπάρχει σε όλο το υλικό…Έχουμε χορτάσει από αυτά που αυτοί έχουν πει για μας ακόμα και όταν αυτό είναι με συμπάθεια” (θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι το εξαιρετικό The Making of Haiti της Carolyn Fick, που κάνει μια αξιοσημείωτη θεματική χρήση της έννοιας του “αφανούς ηγέτη” πλησιάζει πραγματικά πολύ κοντά στο ξαναγράψιμο που φαντάζεται ο James)51.

H σημασία της εξύμνησης των αφανών ηγετών και του λαού από τον Michelet για την μετατόπιση της σκέψης του James σχετικά με το πολύπλοκο πρόβλημα της επαναστατικής ηγεσίας είναι προφανής στον κρίσιμο ρόλο της στο ζωτικό/καθοριστικό κεφάλαιο του Nkrumah and the Ghana Revolution πάνω στον “Λαό και τον Ηγέτη”, όπου ο James παίρνει επίσης την ευκαιρία να “επιπλήξει” τον Τρότσκυ για έλλειψη κατανόησης/παρανόηση και υπερτονισμό του “πολύ δύσκολου ερωτήματος, της σχέσης του ηγέτη με το μαζικό κίνημα σε μια επανάσταση” στο βιβλίο του Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης (History of the Russian Revolution)52, ένα από τα καθοριστικά υποδείγματα για το The Black Jacobins.53 Αν και μπορεί να ειπωθεί ότι και ο ίδιος ο James παραμένει αιχμάλωτος/γοητευμένος από τις αναποδιές/περιπέτειες [vicissitudes] του μεγάλου αρσενικού ηγέτη, η αντι-αποικιοκρατική κριτική του στη μικροαστική ιντελλιγκέντσια και η προσοχή που δίνει στην αφανή ηγεσία και την αυτενέργεια των μαζών είναι μια πλούσια λεωφόρος πέρα από τις επαναλήψεις, είτε τραγικές είτε κωμικές, της διαλεκτικής του ηγέτη-των-μαζών. Και παρ’ όλο που ποτέ δεν αποκρυσταλλώνεται στην ιδέα μιας διακριτής Μαύρης Ριζοσπαστικής Παράδοσης που θα συνιστούσε/συγκροτούσε μια διακριτή και “ολική” θεωρία απελευθέρωσης, θεμελιωμένης σε μια “μοναδική ιστορική ταυτότητα” και ούτε κάνει την καθαρή ρήξη με την Μαρξική διαλεκτική που ο Ρόμπινσον αναδεικνύει κάπως [glimpses] στο Mariners54 με τις παθολογικές μορφές ολοκληρωτικής καθοδήγησης (Ahab) και μικροαστικής διανοητικής συνενοχής (Ishmael), η γραφή του James σχετικά με την μαζική επαναστατική πολιτική των Μαύρων συνηχεί/συντονίζεται στην διαύγαση δρόμων με την σταθερή και πολύπλευρη προσοχή του Ρόμπινσον στις “ικανότητες για αντίσταση των συνηθσμένων μαύρων” και την εγρήγορσή του εναντίον της παγίδας της ηγεσίας ως κομβικού για την κοινωνικο-πολιτική εξουσία του μεταφυσικού φετίχ της τάξης. Αλλά το κάνει αυτό ενώ παρακάμπτει το φαινόμενο του χαρίσματος, ένα φαινόμενο που για τον James δεν είναι, ή δεν είναι πια, απολύτως απαραίτητο για το καναλιζάρισμα της ενέργειας των λαϊκών αγώνων55. Αν δεν υπάρχει τίποτα πια για να οργανωθεί, ίσως να μην υπάρχει και κανείς για να ακολουθήσει.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://viewpointmag.com/2017/02/16/black-sansculottes-and-ambitious-marionettes-cedric-j-robinson-c-l-r-james-and-the-critique-of-political-leadership/.

2 Μια εκδοχή του άρθρου αυτού είχε αρχικά παρουσιαστεί στο συνέδριο “Historical Materialism 2016” στο Λονδίνο ως μέρος μιας διπλής συνεδρίας με θεματική: The Black Radical Tradition: The Legacy of Cedric Robinson”.

3 Ο Alberto Toscano διδάσκει στο Κολλέγιο Goldsmiths, του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, όπου συνδιευθύνει το Κέντρο για την Φιλοσοφία και της Κριτική Σκέψη (Centre for Philosophy and Critical Thought). Είναι συγγραφέας του “Fanaticism: On the Uses of an Idea, and Cartographies of the Absolute” (μαζί με τον Jeff Kinkle). Είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Ιστορικού Υλισμού (Historical Materialism) και υπεύθυνος έκδοσης της σειράς “The Italian List” των εκδόσεων Seagull Books.

4 Jules Michelet, Πρόλογος στο “Histoire de la revolution française”, αναφέρεται στο: C.L.R. James, Nkrumah and the Ghana Revolution (London: Allison & Busby, 1977), σελ. 106.

5 C.L.R. James, “Lectures on the Black Jacobins (1971),” Small Axe 4, no. 2 (Σεπτέμβριος 2000), σελ. 65-112.

6 C.L.R. James: “Towards the Seventh Pan-African Congress”, στο: At the Rendezvous of Victory: Selected Writings of C.L.R. James (London: Allison & Busby, 1984), σελ. 236-50

7 Cedric J. Robinson, “,” Perspectives on Anarchist Theory, 3, no. 1 (Άνοιξη 1999), σελ. 1, 6-8.

8 Cedric J. Robinson, Black Marxism: The Making of the Black Radical Tradition (Chapel Hill: University of North Carolina Press, 2000 [1983]), σελ. 316.

9 Β.Ι. Λένιν: “On the Slogan for a United States of Europe”, Collected Works, Volume 21: August 1914-December 1915 (Moscow: Progress Publishers, 1964), 342. Στμ. Στα ελληνικά:

10 Στμ. Στο πρωτότυπο: vignette.

11 Στμ. Ο François-Dominique Toussaint Louverture (1743 – 1803), γνωστός επίσης και ως Toussaint L’Ouverture ή Toussaint Bréda, είναι ο πιο γνωστός ηγέτης της Αϊτινής επανάστασης. Η στρατιωτική και πολιτική οξυδέρκειά του έσωσαν τα κέρδη της πρώτης Μαύρης εξέγερσης τον Νοέμβριο του 1791. Αρχικά πολέμησε για τους Ισπανούς εναντίον των Γάλλων· στη συνέχεια για τη Γαλλία εναντίον της Ισπανίας και της Βρετανίας· και τελικά για την αποικιακή εθνική κυριαρχία του Αγίου Δομίνικου (της σύγχρονης Αϊτής) ενάντια στη Γαλλία του Ναπολέοντα. Στην συνέχεια βοήθησε στον μετασχηματισμό της εξέγερσης σε ένα επαναστατικό κίνημα, το οποίο ήδη από το 1800 είχε μετατρέψει τον Άγιο Δομίνικο, την πιο ευημερούσα αποικία σκλάβων της εποχής εκείνης, στην πρώτη ελεύθερη αποικιακή κοινωνία που είχε ρητά απορρίψει τη φυή ως την βάση της κοινωνικής κατάταξης.

12 Αναφέρεται στο: C.L.R. James, The Black Jacobins: Toussaint L’Ouverture and the San Domingo Revolution, 2nd rev ed. (New York: Vintage Books, 1989 [1963]) σελ. 25.

13 David Scott, Conscripts of Modernity: The Tragedy of Colonial Enlightenment (Durham, N.C.: Duke University Press, 2004)· Omens of Adversity: Tragedy, Time, Memory, Justice (Durham, N.C.: Duke University Press, 2014)· Jeremy Matthew Glick, The Black Radical Tragic: Performance, Aesthetics, and the Unfinished Haitian Revolution (New York: NYU Press, 2016). Για μερικές κριτικές σκέψεις πάνω στη θέση του Scott, δείτε το δικό μου: “Politics in a Tragic Key”, Radical Philosophy 180 (Ιούλιος/Αύγουστος 2013).

14 Στμ. Μαύρη Ζώνη, Black Belt: Περιοχή στις Νότιες ΗΠΑ που ιστορικά συνδέεται με τις καλλιέργειες βαμβακιού και τον πληθυσμό των μαύρων που δούλευαν σε αυτές σαν σκλάβοι. Η ιδέα για πλήρη ανεξαρτησία υιοθετήθηκε επίσης από Αμερικανούς κομμουνιστές ακτιβιστές. Το ΚΚ των ΗΠΑ (CPUSA) ήταν το πρώτο που πρότεινε ότι οι Αφροαμερικανοί στην Μαύρη Ζώνη συγκροτούσαν ένα καταπιεσμένο έθνος και ότι θα έπρεπε να τους επιτραπεί να ψηφίσουν για αυτοδιάθεση, όπως είχε συμβεί με άλλους πληθυσμούς εμτά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο κάτω από τους κανόνες της Κοινωνίας των Εθνών. Μετά από λυσσαλέα αντιπαράθεση στο 6ο Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν) το 1928, το ΚΚ των ΗΠΑ υιοθέτησε επίσημα ένα σχέδιο για την αυτοδιάθεση ενός Αφροαμερικανικού έθνους στην Μαύρη Ζώνη.

15 Robinson, Black Marxism, 285.

16 Στμ.. Μάλλον κατά τη φουκωική έννοια του όρου “αρχαιολογία” [δηλαδή της γνώσης].

17 Cedric J. Robinson, The Terms of Order: Political Science and the Myth of Leadership (Chapel Hill: University of North Carolina Press, 2016 [1980].

18 Στμ. William Edward Burghardt “W. E. B.” Du Bois (1868 – 1963), Αμερικανός κοινωνιολόγος, ιστορικός, ακτιβιστής των πολιτικών δικαιωμάτων, οπαδός του Παναφρικανισμού, συγγραφέας και εκδότης. Γεννημένος στο Great Barrington, στην Μασαχουσέτη, ο Du Bois μεγάλωσε σε μια σχετικά ανεκτική και ενοποιημένη κοινότητα. Αφού ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και το Χάρβαρντ, όπου ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός που απέκτησε διδακτορικό, έγινε καθηγητής της ιστορίας, της κοινωνιολογίας και των οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Ατλάντα. Ήταν επίσης ένας από τους συνιδρυτές της Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Εγχρώμων (National Association for the Advancement of Colored People, NAACP) το 1909.

19 Δείτε: Cedric J. Robinson, “The Appropriation of Frantz Fanon”, Race & Class, 35, no. 1 (1993), σελ. 79-91· “Du Bois and Black Sovereignty: The Case of Liberia”, Race & Class, 32, no. 2 (1990), σελ. 39-50· Amilcar Cabral and the Dialectic of Portuguese Colonialism, Radical America, 15, no.3 (Mάιος – Ιούνιος 1981), σελ. 39-58.

20 Cedric J. Robinson, “Malcolm Little as a Charismatic Leader,” Afro-American Studies 3 (1972), σελ. 81-96.

21 Για την ιδαίτερα γεμάτη συμπτώσεις ιστορία της διατριβής του Robinson και την καθυστερημένη απονομή της, δείτε την νεκρολογία του Robin D.G. Kelley: “Cedric J. Robinson: the Making of a Black Radical Intellectual”, Counterpunch, 17 Ιουνίου, 2016.

22 Ό.π., σελ. 6.

23 Ό.π., σελ. 4-5.

24 Ό.π., σελ. 36.

25 Στμ. Στο πρωτότυπο: overcoding.

26 Στμ. Στο πρωτότυπο: spawned.

27 Ό.π., σελ. 39.

28 Ό.π., σελ. 65.

29 Ό.π., σελ. 83.

30 Ό.π., σελ. 151.

31 Ό.π., 156.

32 Cedric J. Robinson, Black Movements in America (London, Routledge, 1997), σελ. 144.

33 Robinson, The Terms of Order, σελ. 151-152.

34 Erica R. Edwards, Charisma and the Fiction of Black Leadership (Minneapolis: University of Minnesota Press, 2012), σ. 5.

35 Στμ. Στο πρωτότυπο: hamartia.

36 Robinson, Black Marxism, σελ. 278.

37 Στμ. Η Τάση Johnson–Forest, αναφέρεται σε μια ριζοσπαστική τάση της Αριστεράς στις ΗΠΑ που σχετίζεται με τους Μαρξιστές θεωρητικούς C. L. R. James και Raya Dunayevskaya, που χρησιμοποιούσαν τα ψευδώνυμα J.R. Johnson και Freddie Forest αντίστοιχα. Με αυτούς συνδέθηκε και ο συγγραφέας/ακτιβιστής Grace Lee Boggs, που θεωρείται ως ο τρίτος συνιδρυτής. Η διαδρομή της Τάση συνδέεται με τις διαρκείς διαμάχες στον Τροτσκιστικό χώρο στις ΗΠΑ. Αποχωρούν αρχικά το 1940 από το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα των ΗΠΑ (SWP), για να δημιουργήσoυν το Κόμμα των Εργατών (WP). Διαφωνίες σε σχέση με τη φύση του σοβιετικού κράτους (για το οποίο οι James, Dunayevskaya, Lee πιστεύουν ότι είναι κρατικο-καπιταλιστικό) και η δυσαρέσκεια του James για την έλλειψη ενδιαφέροντος του WP για τον μαύρο ακτιβισμό τους οδηγούν να επανενταχθούν στο SWP. Σταδιακά η Τάση δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην επιστροφή στα “βασικά” του Μαρξισμού, καθώς και στον Χέγκελ ως θεμελίου του Μαρξισμού (χάρις στην Dunayevskaya,η οποία είχε ενσκύψει βαθιά στα γραπτά του Μαρξ και του Λένιν). Η Τάση διασπάστηκε τελικά το 1955 καθώς ο James έφτασε στο συμπέρασμα ότι πλέον δεν ήταν απαραίτητο ένα κόμμα της πρωτοπορίας σε αντίθεση με την Dunayevskaya, η οποία, παρά το ότι επίσης πίστευε ότι ένα Λενινιστικού τύπου κόμμα είναι ξεπερασμένο, θεωρούσε ότι υπήρχε ανάγκη για κάποιου τύπου επαναστατική οργάνωση.

38ό.π., σελ. 284.

40 Robinson, Black Marxism, σελ. 257.

41 Amilcar Cabral, “The Weapon of Theory” (1966), αναφέρεται στο Robinson: “Amilcar Cabral and the Dialectic of Portuguese Colonialism”, σελ. 52.

42Στμ. Στο πρωτότυπο: market-women.

43 Στμ. Kwame Nkrumah: (1909 – 1972) ο άνθρωπος που οδήγησε την Γκάνα στην ανεξαρτησία από τη Βρετανία το 1957 και υπηρέτησε ως πρώτος Πρωθυπουργός και Πρόεδρος της χώρας. Ο Nkrumah απέκτησε αρχικά ισχύ ως ηγέτης του αποικιακού Gold Coast, και την διατήρησε μέχρι την απομάκρυνσή του το 1966. Μορφή του 20ου αιώνα με μεγάλη επιρροή και υποστηρικτής του Παναφρικανισμού, ήταν επίσης ένας εκ των ιδρυτών του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας και κέρδισε το Βραβείο Λένιν για την ειρήνη το 1962.

44 Δείτε: J.R. Johnson [C.L.R. James], “The Historical Development of the Negroes in American Society” (1943), στο C.L.R. James on the “Negro Question”, ed. Scott McLemee (Jackson, MS: University Press of Mississippi, 1996), σελ. 72-3.

45 Δείτε: C.L.R. James, “Lenin and the Problem” (1964), παράρτημα στο: Nkrumah and the Ghana Revolution, σελ. 189-213. Αυτό το κείμενο εμφανίστηκε επίσης στο: Radical America 4, no. 4 (Μάιος 1970), σελ. 97-110.

46 J.R. Johnson [C.L.R. James], “Key Problems in the Study of Negro History”, στο C.L.R. James on the “Negro Question”, 128.

47 C.L.R. James, “Black Power” (1967), στο Spheres of Existence (Westport, CT: Lawrence Hill & Co., 1980)· “George Jackson”, Radical America 5, no. 6 (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1971): 51-56. Τα γράμματα του Jackson, γράφει ο James: “είναι κατά την άποψή μου τα πιο αξιοσημείωτα πολιτικά ντοκουμέντα που έχουν εμφανιστεί εντός ή εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών από τον θάνατο του Λένιν”, (54).

48 Δείτε: “Black Studies and the Contemporary Student”, στο: At the Rendezvous of Victory.

49 Robinson, Black Marxism, σελ. 383.

50 C.L.R. James: “Black Sansculottes”, στο At the Rendezvous of Victory, σελ. 160.

51 James, “Lectures on The Black Jacobins”, σελ. 99.

52 Στμ. Λ. Τρότσκυ: Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης (δίτομο έργο), εκδόσεις Παρασκήνιο, 2006.

53 James, Nkrumah and the Ghana Revolution, σελ. 105.

54 Θεωρήστε αυτό το αξιοσημείωτο αν και αμφισβητήσιμο απόσπασμα, στο οποίο ο Robinson προσπαθεί να συγχνωνεύσει το “διαζύγιο” του Oliver Cromwell Cox από την μαρξιστική ιστορική λογική του κεφαλαίου, με τα γραπτά του James για τον κρατικό καπιταλισμό και την καταστροφολογία που είναι εγγενής στον Δυτικό πολιτισμό: “Στην αποκαλυψιολογική ερμηνεία του για τον Μόμπυ Ντικ, ο, James έχει συγχνωνεύσει το γραφειοκρατικό στρώμα της θεωρίας του κρατικού καπιταλισμού με τους ήρωες της “παγκόσμιας ιστορίας” του Χέγκελ, των οποίων η παθιασμένη πίστη στο δίκαιο των ιδιωτικών τους σκοπών και συμφερόντων είναι τέτοια που δεν μπορούν να συμμορφωθούν με οποιαδήποτε ανομοιότητα/ανισοτιμία ανάμεσα σε αυτό που επιθυμούν για τον εαυτό τους και αυτό που η κοινή ηθική και το νομικό σύστημα απαιτούν από τους ανθρώπους γενικά’. Και, κάνοντας κάτι τέτοιο, καταδίκασε διπλά το παγκόσμιο σύστημα, καταρρέοντας σε μια διεστραμμένη στάση/στασιμότητα της ταξικής πάλης (την εξουσία των γραφειοκρατών) το τραγικό θέαμα του αυτο-εξοντωνόμενου και αυτο-δαιμονισμένου ατόμου. Χωρίς να έχει πετύχει μια σύνθεση, ο James είχε αντιπαραθέσει αντικρουόμενα ιστορικά παραδείγματα: ένα της τάξης, το άλλο εντροπικό και χαοτικό. Σε μια εποχή στην οποία οι δικτάτορες είχαν χαράξει με το μαχαίρι το δρόμο τους στο πλέγμα της ιστορίας, ο James είχε ανασύρει από την φιλοσοφία της ιστορίας του Χέγκελ μια μορφή γενετικά συνδεδεμένη με την μυθο-ιδεολογία του ιουδαιοχριστιανικού μεσσιανισμού, μια μορφή που εμφανίζεται στις διαψευμένες προσδοκίες του Χέγκελ για τον Φρειδερίκο Γουιλιέλμο και τον Ναπολέοντα, επανεμφανίζεται ως ο Υπεράνθρωπός του Νίτσε, και ξανά ως ο χαρισματικός ηγέτης του Βέμπερ. Ο Μαρξ είχε φανταστεί ότι το βιομηχανικό προλεταριάτο ήταν ο ήρωας του καπιταλισμού και είχε εφεύρει μια θεωρία της ιστορίας που το αφήγημά της δικαιολογούσε αυτή την προϋπόθεση. Ο James τίμησε αυτή την πίστη μέχρι παράβασης [in the breach]: επιλέγοντας να αντιπροσωπεύσει τις καταστροφικές και χαοτικές ωθήσεις του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος με την εμφάνιση μιας νέας ολοκληρωτικής προσωπικότητας από την οποία ο κόσμος θα μπορούσε να σωθεί μόνο από τις κινητοποιούμενες εργατικές τάξεις. Τα παραδείγματα ήταν ασυμβίβαστα/ασυμφιλίωτα. Ο Αχάμπ κατείχε την επιθυμία/βούληση και την θεσμική εξουσία να καταστρέψει το πλήρωμά του και να εξαλείψει την κοινωνική τους τάξη. Στην έκθεση του Μελβίλ από τον James, η διαλεκτική στην οποία είχε προσκοληθεί ο Μαρξ, ανάμεσα στον αφέντη και τον σκλάβο, ανάμεσα στον καπιταλιστή και το προλεταριάτο, ανάμεσα στον άνθρωπό και τη φύση, είχε αποδειχτεί ανεπαρκής για το καθήκον της διάρρηξης των φρικιαστικών δυνάμεων του καπιταλισμού”. Cedric J. Robinson, “C.L.R. James and the World-System”, Race & Class, 34, no. 2 (1999), σελ. 59-60.

55 Δείτε: J.R. Johnson [C.L.R. James], “Marcus Garvey” (1940), στο C.L.R. James and the “Negro Question”, σελ. 114-16.

Χρονικό ημερών λεηλασίας και εξέγερσης

Ή, αλλιώς, τι θα ακολουθήσει1;

Μεταφρασμένο από τα ισπανικά. Αρχικά δημοσιευμένο στις 8 Ιανουαρίου 2017 στο: Antagonismo – Por el communismo y anarquia: https://antagonismorp.wordpress.com/2017/01/08/cronica-de-estos-dias-de-saqueo-y-revuelta-o-que-sigue/.

Παραπομπή:

Τι περισσότερο μπορούν ακόμα να πάρουν από μένα; Μου πήραν το αίμα, τώρα είναι το αμάξι μου![…] Τρελό αίμα υψηλών οκτανίων που με γεμίζει. Αν πρόκειται να πεθάνω, θα πεθάνω ιστορικά, στον Fury Road.

Mad Max: Fury Road

Η Αρχή

Μέρες όπως η σημερινή, 4 Ιανουαρίου του 2017, μέρες οργής και αδρεναλίνης θα τις θυμόμαστε. Είναι ιδιαίτερες μέρες, καθώς σε αντίθεση με τις μέρες που ατομικά λατρεύουμε, όπως μια μέρα μεγάλων γενεθλίων, τις διακοπές εκείνες στην παραλία ή την πολύχρωμη μέρα των νεκρών, αυτές τις μέρες θα τις θυμόμαστε όλοι, και πολλοί από μας θα τις θυμόμαστε σαν εξαιρετικές μέρες.

Μόλις λίγες μέρες πριν, εδώ στον τόπο που ονομάζεται Μεξικό, ανακοινώθηκε ότι η τιμή της βενζίνης θα εκτοξευόταν μεταξύ 14 και 20%, “εξαιτίας των διεθνών τιμών”, σύμφωνα με τον [Μεξικάνο πρόεδρο] Peña Nieto. Ξέχασε να πει ότι αυτό ήταν εξαιτίας της Ενεργειακής Μεταρρύθμισης που είχε προωθήσει η κυβέρνησή του. Αυτό δεν είναι κάτι καινούριο σε αυτή τη χώρα· κάθε χρόνο η τιμή της βενζίνης αυξάνει και μαζί της εκτοξεύονται οι τιμές των άλλων προϊόντων, όπως το φαγητό, οι μεταφορές, τα ρούχα, τα ενοίκια κ.λπ. Μέρα με τη μέρα νιώθαμε τον πόνο με 17 πέσος στην αρχή και μετά στα 19 και τα 19 και τώρα στα περισσότερο από 20. Ο Τραμπ νίκησε, το Brexit πέρασε, η κατάσταση στη Συρία χειροτέρεψε· όλα πάμε από το κακό στο χειρότερο. Αλλά εξακολουθούσε να είναι ένα συνηθισμένο τέλος της χρονιάς όταν ανακοινώθηκε το gasolinazo, καθώς σκεφτήκαμε ότι τίποτα δεν θα συνέβαινε αφού όλοι ήταν συνηθισμένοι σε αυτή την κατάσταση. Αλλά δεν ήταν αυτό που συνέβη.

Αυτή τη βδομάδα οι άνθρωποι άρχισαν να μιλάνε μεταξύ τους. Η εξέγερση ξεκίνησε. Οι μακρινές διαμαρτυρίες στην Baja California2 και την Sonora ξεκίνησαν να διαδίδονται στόμα με στόμα. Είπανε ότι στην Baja California κόσμος κατέλαβε τις γραμμές καυσίμων και άρχισε να μοιράζει τσάμπα βενζίνη στους περαστικούς. Ότι μπλάκαραν τις εθνικές οδούς στην Oaxaca, ότι γίνονταν διαμαρτυρίες στις επαρχίες Jalisco, Chiapas, Chilpancingo και Tlaxcala, στο Morelos και στην Can-Cún.

Στη συνέχεια οι διαμαρτυρίες άρχισαν να έρχονται πιο κοντά. Στο Acolman, Ecatepec, Naucalpan, Nicolás Romero, Cuautitlán, Tultepec και Tecámac, Cuautepec [δήμοι στην Πολιτεία του Μεξικού]. Ότι έφτασαν ακόμα και στο Gustavo A. Madero [βόρειο προάστιο της Πόλης του Μεξικού]. Ότι έρχονται! Ότι είναι καθοδόν! Ποιος ξέρει ποιοι είναι, αλλά ήταν πολλοί, θυμωμένοι και αποφασισμένοι. Άρχισαν να εμφανίζονται στα κοινωνικά δίκτυα με εικόνες και βίντεο. Ήταν ο καθένας, κάθε ξεχωριστό άτομο, εμείς. Η εξέγερση ξέσπασε.

Κλέψε ότι θέλεις και μην επιστρέφεις τίποτα

Παραπομπή:

Μην φοβάστε την καταστροφή των εμπορευμάτων. Μην σας πιάνει φόβος στη θέα της λεηλασίας των καταστημάτων. Το κάνουμε επειδή αυτά τα εμπορεύματα είναι δικά μας. Κι εσείς (όπως κι εμείς στο παρελθόν) μεγαλώσατε να σηκώνεστε κάθε πρωί με τον σκοπό να δημιουργείτε πράγματα που αργότερα δεν θα είναι δικά σας. Πάρτε τα πίσω και μοιραστείτε τα. Έτσι ακριβώς όπως κάνουμε με τους φίλους μας και τους αγαπημένους μας.

Γραμμένο από έλληνες εργάτες προς τους σπουδαστές, 2008

Στη γειτονιά μου, όλοι είχαν βγει έξω τσεκάροντας το σκηνικό, τρέχοντας εδώ κι εκεί, φυλάγοντας τσίλιες, συζητώντας. Ακόμα πιο βόρεια, στο Ecatepec και σε άλλες κοντινές συνοικίες, προλετάριοι λεηλατούσαν μαγαζιά όπως τα Coopel και Elektra, σούπερ-μάρκετ όπως τα Wal-Mart, Chedarui, Bodega Aurrera και Soriana. Μερικές φήμες μίλαγαν ότι λεηλατούνταν ακόμα και ΑΤΜ, τράπεζες και ενεχυροδανειστήρια. Εκείνη την ημέρα δούλευα το πρωί και ένας συνάδελφος παραπονιόταν ότι είχε αργήσει γιατί είχαν κλείσει τον αυτοκινητόδρομο Mexico-Pachua. Ότι είναι από το Coacalco και ότι εκεί είχαν ήδη γίνει λεηλασίες ενώ υπήρχαν και φήμες για συγκρούσεις με την αστυνομία. Αυτό που τσάτισε περισσότερο τον συνάδελφο αυτόν δεν ήταν τόσο το ότι είχε καθυστερήσει αλλά ότι τώρα θα μπορούσε να συμμετέχει κι αυτός στη λεηλασία ενός καταστήματος Coopel. Όλοι μιλούσαν γι’ αυτό στη δουλειά: “πραγματικά το παρακάνανε τώρα”, “αλήθεια θα μπορούσα να πάρω όπλο τώρα και να ξεσηκωθώ”, “καλά, σε κανονική κατάσταση δεν θα έκανα κάτι τέτοιο, αλλά αφού ήδη κάνουν πλιάτσικο, αυτό το συναίσθημα της μεταδοτικής αρρώστειας και της συγκίνησης στον κόσμο…λοιπόν, σε αυτή την περίπτωση σίγουρα θα έπαιρνα κάτι για μένα”, “αν ήταν οργανωμένο και είχε συνέχεια τότε θα ήταν ακόμα πιο ντοπαριστικό”. Όλοι σφυρίζανε και γελούσαν νευρικά, σαν να ήταν γεμάτοι με ενθουσιασμό, ή σαν να ήταν η γορτή των Επφανείων για τους πλούσιους [αργία στο Μεξικό που γιορτάζεται με την προσφορά δώρων στα παιδιά]. Και μετά, σε ολόκληρη τη διαδρομή για το σπίτι, άκουγα ψιθύρους στο μετρό σχετικά με κάποιο πλιάτσικο που συνέβαινε εδώ κι εκεί. Και το καλλίτερο, φτάνοντας στο παζάρι3 κοντά στο σπίτι μου, μια ομάδα από κυρίες αντιδικούσαν: “έρχεται και κατά δω”, “δεν πρόκειται να κάνουν κάτι εναντίον μας και αν πρόκειται να κάνουν, καλά είμαστε περισσότεροι από αυτούς”, “καλά, λεηλατούν μόνο τα μεγάλα καταστήματα, δεν πρόκειται να έρθουν στα παζάρια μας”, “καλά αν έρθουν θα τους διώξω κακήν κακώς”, “άντε, για έλα κορίτσι μου”. Τις ρώτησα μακιαβελικά: “ποιος έρχεται Jefa;” “Οι πλιατσικολόγοι, δεν το χεις ακούσει; Είναι παντού. Λένε ότι κλέβουν τα πάντα”. “Όχι, Jefa, είναι άνθρωποι απλά σαν κι εμάς, δεν πρόκειται να μας κάνουν τίποτα, και τέλος πάντων λεηλατούν μ´ονο τα μεγάλα μαγαζιά”, της είπα για να την ηρεμήσω και να την πληροφορήσω ότι δεν έχει να ανησυχει για τίποτα όσον αφορά τα πράγματα που πουλά στο παζάρι. Και όντως δεν είχε τίποτα να φοβάται. Αυτό που είχε σημασία ήταν να συζητηθεί κάτι για το οποίο δεν είχαμε ποτέ μιλήσει. Το αν είναι αναγκαίο να λεηλατούμε στην διάρκεια των διαμαρτυριών, κατά πόσον σε αυτό λέμε ναι “επειδή είμαστε πραγματικά μπουχτισμένοι όσο δεν πάει”, κατά πόσον λέμε όχι επειδή “πρέπει να επιτεθούμε και όχι απλά να κλέψουμε τηλεοράσεις για να αλλοτριωθούμε για μια ακόμη φορά”, ότι την “έχουμε γαμήσει όλοι”.

Οι λεηλασίες, η καταστροφή των εμπορευμάτων και των μηχανών συνιστούν μια λίστα από επαναλαμβανόμενες πρακτικές της οργής και της εξέγερσης της τάξης μας, του προλεταριάτου. Από τις μέρες των πειρατικών επιθέσεων μέχρι την οργή των παιδιών του Ludd4. Από την εξέγερση στην Αργεντινή το 2001 μέχρι το κάψιμο μετρητών και εμπορευμάτων στη διάρκεια της εξέγερσης στην Ελλάδα το 2008. Η τρέλα της απόλαυσης, οργή ανάμικτη με συγκίνηση, αυτοί οι προλετάριοι με τα πριόνια που ανοίγουν τα ρολά των μαγαζιών Elektra, σαν να είναι ένα δώρο από τους Τρεις Μάγους, είναι μια τρύπα στον χρόνο που ξανανάβει την οργή, ένα παράθυρο προς τη ζωή. Να κλέβεις αυτούς που σε κλέβουν είναι δικαιοσύνη, να καις τα μαγαζιά αυτών που σου αλυσοδένουν τη ζωή είναι αγώνας, να σπας την κανονικότητα (γιατί δεν λεηλατούμε μαγαζιά και σούπερ-μάρκετ) είναι ο σπινθήρας που χρειαζόμαστε. Αλλά δεν είναι αρκετό.

Ας το ξανασκεφτούμε όλο αυτό. Πουλάω τον χρόνο που φτιάχνει τη ζωή μου. Αν αυτό είναι όντως έστι, τότε όταν δουλεύει κανείς ανταλλάσει την ίδια του τη ζωή για χρήμα που είναι συσσωρευμένη εργασία. Ένα μέρος από αυτών των χρημάτων είναι ένα προκαθορισμένο έξοδο ώστε να μπορείς να επιβιώνεις, να μπορείς να τρως, να έχεις κάπου να κοιμηθείς, ώστε να μπορείς να εξακολουθείς να δουλεύεις γι’ αυτούς. Ό,τι απομένει, αφού έχει πληρώσει για φαγητό και μετακινήσεις, χρησιμοποιείται με δυο το πολύ τρόπους: ή το ξοδεύεις ή το αποταμιεύεις5. Το ξοδεύεις για ψυχαγωγία και “διασκέδαση”: πας σινεμά, αγοράζεις φάρμακα ή αλκοόλ, βγαίνεις με το αγόρι σου, αγοράζεις καινούριο κινητό. Αγοράζεις, καταναλώνεις: και καθώς οι περισσότεροι από μας δεν έχουμε τα λεφτά για να πάρουμε ένα iPhone7 (ούτε και που θέλουμε) τότε ζητάς πίστωση για να το αγοράσεις με ό,τι έχει απομείνει από τον μισθό σου. Μια καινούρια τηλεόραση, ένα πλυντήριο, ένα XBox, ρούχα, αθλητικά και ίσως ένα καινούριο κινητό. Οι εθνικές αλυσίδες καταστημάτων που δίνουν τη μεγαλύτερη πίστωση είναι η Elektra και η Coopel, καθώς και εκείνες που διαθέτουν πρακτορεία της Western Union καθώς έχουμε οικογένειες που μας στέλνουν λεφτά από τις ΗΠΑ [από τους gabacho6] και αυτά τα λεφτά καταλήγουν συνήθως να ξοδεύονται στα Elektra. Τα καταστήματα που είναι στα προάστια και στις πόλεις είναι επίσης που σε “ψαρεύουν” με τη δυνατότητα πληρωμών με δόσεις, λίγα-λίγα, και όλοι ξέρουμε ότι καταλήγεις να πληρώνεις τα διπλά από την αρχική τιμή. Τότε, γιατί στο διάολο κάνουμε πάντα κάτι τέτοιο; Λεηλατήθηκαν τα Elektra αλλά όχι τα iStore ή τα Palacio de Hierro για τον απλό λόγο ότι αυτά τα μαγαζιά δεν υπάρχουν στις γειτονιές μας. Και δεν υπάρχουν εδώ που είμαστε γιατί απλά δεν έχουμε τα μέσα για να ξοδέψουμε τις οικονομίες μας στα εμπορεύματα που είναι για τους πλούσιους. Δεν υπάρχουν καταστήματα Liverpools [ακριβά κασταστήματα λιανικής] σε κάθε γωνιά και εκεί που υπάρχει ένα φυλάγονται από έναν αριθμό μπάτσων μέσα σε ένα mall. Όταν φτάνουν στο σημείο για αυθόρμητο πλιάτσικο, οι προλετάριοι λεηλατούν και διεκδικούν πίσω εμπορεύματα από κείνα τα ονομαστά καταστήματα που είναι κοντά τους και στα προάστια στην περιφέρεια της πόλης. Γιατί εκεί είναι που ζούμε! Εκεί που υπερσυνωστιζόμαστε· εκεί που τρώμε μέχρι και δυο ώρες για να μετακινηθούμε με τη δημόσια συγκοινωνία για να πάμε στη δουλειά μας ώστε να μπορούμε να σπαταλάμε τις ζωές μας για μια χούφτα πέσος.

Η λεηλασία δεν είναι μόνο εύλογη, είναι αναφαίρετο δικαίωμα. Απαλλοτριώνουμε αυτά που φτιάχνουν οι άλλοι προλετάριοι. Απαλλοτριώνουμε εκείνο το μικρό κομμάτι της ζωής που θα πουλούσαμε για κάποιο καινούριο ζευγάρι αθλητικά, ή μια τηλεόραση. Ή για φαγητό ή ρούχα ή για περισσότερα χρήματα. Εδώ είναι που αρχίζουμε να αποστασιοποιούμαστε από την φιγούρα του καλού πολίτη που δεν σπρώχνει, δεν τρέχει, δεν κραυγάζει αλλά ψηφίζει. Τον τύπο του ατόμου που όταν έχει ένα πρόβλημα με τον γείτονά του πηγαίνει στο δικαστήριο· που αν τον κλέψουν πάει στην αστυνομία που στη συνέχεια τον εκβιάζει και τον εξευτελίζει· που αν έχει παράπονο εργασιακό θα πάει στο συνδικάτο. Ο προλετάριος που λεηλατεί είναι μάλλον το είδος ατόμου που παίρνει τη ζωή του στα χέρια του, γίνεται υπεύθυνος για τον εαυτό του και εξαλείφει όλες αυτές τις ηλίθιες μορφές διαμεσολάβησης, όλα αυτά τα εμπόδια και δεσμά που βάζουν φραγμούς στη ζωή.

Και τι γίνεται αφότου έχω κλέψει αυτή την τηλεόραση;

Παραπομπή:

All that we got, it seems we have lost
We must have really paid the cost
Burnin’ and a-lootin’ tonight
(Say we gonna burn and loot)
Burnin’ and a-lootin’ tonight
(One more thing)
Burnin’ all pollution tonight

Burning and Lootin’, Bob Marley & The Wailers

Φυσικά η απαλλοτρίωση είναι αναφαίρετο δικαίωμα και αναγκαία, αλλά μετά τι; Αφότου κλέψεις την τηλεόραση, κάθεσαι την Κυριακή, την ανοίγεις και βλέπες την αγαπημένη σου εκπομπή, αλλάζει κανάλι και οι ειδήσεις των 3 σου λέει ότι αυτό που συνέβη την προηγούμενη βδομάδα ήταν πραγματικά κακό, και ότι οι λεηλασίες έγιναν από εγκάθετους και ξεπουλημένους. “Δεν είμαι εγκάθετος” λες στον εαυτό σου· “ούτε ένας ξεπουλημένος”, αλλά έχουν μετατρέψει την δράση σου σε μια αναπαράσταση. Κυριολεκτικά. Κάτι ξένο, μια εικόνα εξωτερική σε σένα, στις ανάγκες σου, έτσι ώστε ούτε εσύ ούτε οι άλλοι να κολλήσουν την “ασθένεια”, έτσι ώστε να μείνεις μακριά από τους δρόμους. Και αυτό συμβαίνει γιατί αν υπάρχει κάτι δύσκολο να κάνει κάποιος στη ζωή είναι να σπάσει την κανονικότητα. Πολλές φλόγες εξέγερσης σβήνουν γιατί πρέπει να φάμε για να αγωνιστούμε, και μπορούμε να φάμε μόνο αν έχουμε λεφτά για να αγοράσουμε φαΐ, και για να έχεις λεφτά πρέπει να δουλέψεις κι έτσι γυρνάμε όλοι στις δουλειές μας και η εξέγερση σβήνει. Σίγουρα, δεν μπορούμε να αγωνιζόμαστε συνέχεια, αλλά υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα σε μια μάχη και έναν πόλεμο.

Σε αυτή την κοινωνία τα πάντα είναι ένα εμπόρευμα. Αυτή η κοινωνία, που συσσωρεύει πράγματα με έναν αρρωστημένο και εμμονικό τρόπο, ονομάζεται καπιταλισμός και στη συνέχεια όταν αυτή η συσσώρευση έχει αυξηθεί τόσο σε ένα τερατώδες μέγεθος, οπότε αρχίζουμε να μην την κατανοούμε, σταματάμε και την χαζεύουμε με ποπκόρν στα χέρια. Ένας προλετάριος την ονόμασε κοινωνία του θεάματος. Ο πόλεμος ανάμεσα στους στερημένους και τους καπιταλιστές, ανάμεσα στις τάξεις, υπόκειται επίσης σε αυτούς τους ίδιους κανόνες. Ορίζουν τα συμβούλια και τους κανόνες, αλλά ποτέ δεν τους κατάλαβαν ούτε μπόρεσαν να τους ελέγξουν. Μετά τις λεηλασίες υπάρχουν δυο πράγματα: κάθεσαι στη θέση σου και βλέπεις μια ταινία, με την καινούρια συσκευή BluRay και την SmartTV (κλεμμένα και τα δύο) και στη συνέχεια επιστρέφεις στη δουλειά για να μπορείς να πληρώσεις το Netflix of Blim, για το οποίο υπέγραψες, και για να ξεπληρώσεις το χρέος σου στην τράπεζα, στο Coopel και στη θεία σου, και για να μπορέσεις να αγοράσεις φαγητό και να πληρώσεις το νοίκι ή να προετοιμαστείς για μια δεύτερη επίθεση. Πολλοί από μας έχουμε μπει σε αυτό τον πόλεμο αλλά δεν είναι εύκολο. Όταν συνειδητοποιήσεις ότι έχεις πια απηυδήσει από αυτή την κοινωνία και ότι θες να ξαναεπιτεθείς, το πρώτο συναίσθημα είναι σαν να κολυμπάς στην μέση του ωκεανού, μακριά από τους πάντες. Τότε θυμάσαι ότι και ο δον Μπέτο πήρε μέρος στο πλιάτσικο και ότι είδες την Φρίντα να τρέχει με ένα κινητό από το Elektra. Βρήκαμε ο ένας τον άλλον στον δρόμο. Δεν είμασταν ποτέ μόνοι. Αυτό συμβαίνει γιατί όλοι εμείς στη γειτονιά είμαστε στην ίδια κατάσταση της μισθωτής εργασίας. Και για να προχωρήσουμε μπροστά, από την μάχη στον πόλεμο, το επόμενο βήμα είναι να οργανώσουμε αυτή την οργή.

Μακάρι η σπίθα να κάψει όλη τη βενζίνη

Παραπομπή:

Αυτοί που απέτυχαν να συνειδητοποιήσουν ότι για τον Μαρξ και για το επαναστατικό προλεταριάτο η ενιαιοποιημένη ιστορική σκέψη ήταν κατά κανέναν τρόπο διακριτή από μια πρακτική στάση που θα έπρεπε να υιοθετηθεί γενικά κατέληξαν να γίνουν θύματα της ίδιας της πρακτικής που υιοθέτησαν.

– Guy Debord, “Κοινωνία του Θεάματος” (Θέση 95)

Ένας συνάδελφος μου είπε, “γάμησέ τα, θα έπρεπε λοιπόν να έχουμε κάνα όπλο”, χωρίς καμμιά αμφιβολία, κάποια στιγμή θα έπρεπε…αλλά πρώτα πρέπει να αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλο και να ξέρουμε το πεδίο της μάχης. Αυτή την βδομάδα έχουν γίνει συνελεύσεις και συναντήσεις και τις επόμενες μέρες θα υπάρξουν σίγουρα και άλλες. Αυτές είναι οι στιγμές που μπορούμε να ανασάνουμε και να σκεφτούμε την επόμενη κίνησή μας. Αλλά όταν συμβεί αυτό, θα προκύψουν δυο πράγματα: Να μιλάμε με τις ώρες στις συνελεύσεις όπου θα φτάσουν οι οργανώσεις, σαν τα πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα, τους αντάρτες (;), τους Τροτσκιστές, τους Τορτσιστές (?) και όλους αυτούς τους μαλάκες. Θα τραβήξουν τη συνέλευση σε μάκρος και θα τσακώνονται μεταξύ τους, λέγοντας ότι το κίνημα θα πρέπει να γίνει ένα κίνημα “Έξω ο Πένια” ή “Για ένα καινούριο σύνταγμα”, λες και ένα καινούριο κομμάτι χαρτί θα έλυνε τα πάντα. Θα προσποιούνται ότι είναι η Βουλή των Αντιπροσώπων και θα φτάσουν σε ένα μοναδικό συμπέρασμα: τίποτα. Ή ίσως μια ειρηνική πορεία, από τον Άγγελο της Ανεξαρτησίας ως το Zócalo, που θα τελειώσει αφού έχει σταματήσει στο hemiciclo a Juárez και αυτό είναι όλο7…ή μπορούμε να τους αγνοήσουμε…ή να τους διώξουμε και να οργανωθούμε για μας τους ίδιους. Χωρίς ιδεολογίες, εξοπλισμένοι με τη διαίσθησή μας και την πρακτική μνήμη μας, θυμούμενοι ότι και άλλοι πριν από μας έχουν εξεγερθεί, ότι και πριν από μας υπήρξαν λεηλασίες και οδοφράγματα, ότι δεν είμαστε μόνοι μας και δεν είμαστε οι πρώτοι. Αυτές οι εμπειρίες θα μας βοηθήσουν στις μέρες που θα έρθουν. Αλλά γαμώτο, δεν πρέπει να τρομάζουμε τους εαυτούς μας. Σε όλους τους πολέμους υπάρχουν πάντα πράκτορες της προπαγάνδας. Με αυτό εννοώ, ανθρώπους που τους έχουν εμπιστευτεί την διάδοση ψεμμάτων αρκετές φορές ώστε να γίνονται η αλήθεια που περιμένουμε, στη συνέχεια την επαναλαμβάνουμε και τελικά φάνουμε να σκεφτόμαστε ότι αυτό είναι που πραγματικά σκεφτόμαστε. Σήμερα όλα τα ΜΜΕ, το Ίντερνετ, οι αριστερές και δεξιές εφημερίδες κάνουν αυτό το πράγμα. Ας μην τις διαβάζουμε και ας μην τα παρακολουθούμε, και αν τις διαβάζουμε ας τους κάνουμε κριτική, και αν τους κάνουμε κριτική τότε τις διαψεύδουμε και μετά δημιουργούμε τη δική μας εκδοχή, αυτήν που ζούμε, αυτή θα είναι η προπαγάνδα μας. Με τον τρόπο αυτό θα βρούμε περισσότερο κόσμο στο πλευρό μας.

Ξέρουμε ακόμα ότι τα πράγματα δεν είναι ποτέ με το μέρος μας, αυτό είναι καθαρό. Ότι ο αγώνας μας δεν είναι για μια καλλίτερη χώρα ή για περισσότερη δημοκρατία. Αυτήν που έχουν η Γαλλία και οι ΗΠΑ, αν και κοιτώντας εκεί θα δούμε ότι κι εκεί έχουν υπάρξει λεηλασίες και εξέγερση, γιατί ο κόσμος του εμπορεύματος καταρρέει κι εκεί. Είναι προλετάριοι σε πόλεμο, που εκφράζουν την οργή τους κάθε μέρα και που την τελευταία χρονιά ξέσπασε σε μια εξέγερση. Είμαστο το ίδιο κι εδώ κι εκεί.

Αυτές τις μέρες μπορούμε να συνεχίσουμε με το πλιάτσικο και την εξέγερση, που αποτελούν ένα σημαντικό βήμα στη μάχη μας. Μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι, να συνεχίσουμε να ξαναπαίρνουμε πίσω κάτι από τις χαμμένες μας ζωές, και ύστερα περισσότερο και περισσότερα…και ακόμα περισσότερο. Θα μπορούμε να ονειρευόμαστε και να ζούμε, να αλλάζουμε αυτό που είναι σάπιο σε αυτόν τον κόσμο, ποιος ξέρει, θα μπορούσαμε ακόμα και να γίνουμε ιστορία αναγνωρίζοντάς την σαν επανάσταση. Αν δεν μπορούμε, θα αφήσουμε μια σημαντική εμπειρία για αυτούς που θα ακολουθήσουν, αλλά μόνο αν παλέψουμε. Αν όχι, τα παιδιά σας, τα ανήψια σας, θα εξακολουθήσουν να χρεώνονται για να ικανοποιούν τις ψευτοανάγκες τους, να δουλεύουν για πάρα πολλά χρόνια και θα θυμούνται ότι το 2017 ένα μέλος της οικογένειας έκλεψε μια τηλεόραση.

Θάνατος σε οτιδήποτε μπαίνει στον δρόμο της ζωής του προλεταριάτου στον δρόμο του πολέμου του!

Παράρτημα8

Πάω στο τοπικό πλιάτσικο αλλά πριν από αυτό: Ποιος κλέβει ποιον; Έχω δει βίντεο ανθρώπων που απαλλοτριώνουν από καταστήματα όπως τα Coppel και Elektra, διαβόητα επειδή δίνουν τις πιο τοκογλυφικές δόσεις, καταστήματα που ψάχνουν τους χαμηλο-εισοδηματίες μιας και δεν έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν διαφορετικά μια ηλεκτρική κουζίνα, ένα ψυγείο ή μια τηλεόραση, και που καταλήγουν να πληρώνουν περισσότερο από τα διπλάσια από την αρχική τιμή, επιχειρήσεις που πλουτίζουν από την φτώχεια μας όπως πάντα. Δεν είναι σύμπτωση ότι αυτά είναι τα καταστήματα από τα οποία οι άνθρωποι ξεκίνησαν να πάρουν ένα μικρό μέρος από αυτά που τους έχουν πάρει, με την απατεωνιά [crockery] των βδομαδιάτικων δόσεων και κόσμος πήγε κάτω σε αυτό το μαγαζί στη γωνία της 21ης οδού και απέδωσε λίγη δικαιοσύνη με τον δικό του τρόπο”.

ENHORABUENA: καφέ σε μια κυριλέ περιοχή της Πόλης του Μεξικού
Δημοσιογράφος: Τι έχουν να κάνουν όλα αυτά με το Gasolinazo;
Συνεντευξιαζόμενος: Τα πάντα, είναι ο ίδιος εχθρός με πολλά κεφάλια.

Δημοσίευση ενός κοσμογυρισμένου προλετάριου. 4 Ιαν. 2017. Πόλη του Μεξικού

***

Λέμε στη γαμημένη κυβέρνηση ότι το έχουν παρακάνει. Εμείς που ζούμε στο Las Tranca θα υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας, δεν θα εκφοβιστούμε από καμμιά γαμημένη κυβέρνηση. Ενρίκε Πένια Νιέτο, ο λαός του Las Trancas Azacpotzaclo σε φωνάζει παλιομαλάκα! (τα λόγια ενός πραγματικά εξαγριωμένου προλετάριου), παλιογαμημένε ποντικέ! Εδώ είμαστε έτοιμοι, να κοίτα (βγάζει έξω ένα κοπίδι), με γαμημένα χτυπήματα θα πεθάνουμε εδώ, σκύλε. Τώρα ξέρεις παλιομαλάκα!”.

ένας εξαγριωμένος προλετάριος, 4 Ιαν. 2017, Πόλη του Μεξικού.

Οι σοσιαλδημοκράτες θα έρθουν να σου πουν:

Μην λεηλατείς

Οι αστοί θα έρθουν να σου πουν:

Μην λεηλατείς

Οι ακτιβιστές με τα προγράμματα υποστήριξης θα έρθουν και θα σου πουν:

Μην λεηλατείς

Οι ακαδημαϊκοί ειδικοί με τα ερευνητικά τους προγράμματα, θα έρθουν και θα σου πουν:

Μην λεηλατείς

Οι ηγέτες των συνδικάτων θα έρθουν και θα μας πουν ότι πρέπει να δουλέψουμε περισσότερο και έτσι θα αυξήσουμε τους μισθούς μας· θα σου πουν:

Μην λεηλατείς

Όταν δουν ότι τίποτα δεν δουλεύει, και ότι είναι ο ίδιος μίζερος κόσμος, θα αρχίσουν το πλιάτσικο. Αλλά εκείνη τη στιγμή δεν υπάρχει πια τίποτα να λεηλατήσεις γιατί ΗΣΟΥΝ ΕΣΥ ΠΟΥ ΕΙΧΕΣ ΗΔΗ ΛΕΗΛΑΤΗΘΕΙ.

Ένας χοντρός προλετάριος, Mexico City. 4 Ιαν. 2017

1 Στμ. Μεταφρασμένο από την αγγλική έκδοση στο libcom.org: https://libcom.org/news/chronicle-days-looting-revolt-or-what-comes-next-19012017.

2 Στμ. Baja California: επίσημα Estado Libre y Soberano de Baja California, “Ελεύθερη και Κυρίαρχη Πολιτεία της Μπάχα Καλιφόρνια”, κυριολεκτικά «Κάτω Καλιφόρνια”, μια από τις 31 πολιτείες του Μεξικού. Είναι τόσο η βορειότερο όσο και δυτικότερη πολιτεία του Μεξικού.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο swap meet. Μέρη που μαζευεται κόσμος για να ανταλλάξει ή να πουλήσει διάφορα πράγματα κοινού ενδιαφέροντος. Θα λέγαμε και ανταλλακτικό παζάρι αλλά αυτό που είναι πιο κοντινό είναι όντως τα παζάρια όπως στο τέλος της Ερμού κ.λπ. των πλανόδιων.

4 Εδώ αναφερόμαστε στον Λουδισμό. Την δράση του “Νέου Λουδ” του μυθικού προλετάριου, ενός υφαντή ο οποίος το 1799 υπουίθεται ότι ξεκίνησε αυτό το είδος πρακτικών, σαμποτάζ και λεηλασιών, αφού είχε καταστρέψει δυο ραπτομηχανές με τις οποία δούλευε. Αυτό συνεχίστηκε από το 1800 μέχρι το 1830, κυρίως στην Αγγλία.

5 Τα αποταμιεύεις για μια σύνταξη, ένα σπίτι ή ένα αμάξι ή για να τα ξοδέψεις αργότερα, αφού όταν μεγαλώσεις δεν θέλεις πια να δουλέψεις ή απλά δεν μπορείς. Και τότε σαν ηλικιωμένος ζεις ακόμα καμμιά δεκαριά χρόνια και μετά πεθαίνεις.

6 Στμ. Gabacho: το άτομο με καταγωγή από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

7 Μιας και αυτή είναι, στην πραγματικότητα, η λειτουργία τους, να σκοτώνουν τον όποιο ενθουσιασμό. Ιστορικά έχουν υπάρξει οργανώσεις που στο παρελθόν έχουν δείξει ότι είναι εχθροί μας. Αυτές οι οργανώσεις ομαδοποιούνται γύρω από τα αιτήματα της “σοσιαλδημοκρατίας”. Η εξέγερση δεν είναι κοινωνική αλλά, μάλλον, κομμουναλιστική, που σημαίνει και βαθιά αντιδημοκρατική.

8 Αυτό δεν θα συμπεριληφθεί στην προπαγάνδα στον δρόμο. Θα υπάρχει αποκλειστικά στο διαδίκτυο για να δείχνει την σοφία της τάξης μας.

Ούτε Αλλάχ ούτε πετρέλαιο

για μια ανοιχτη προσέγγιση στο συριακό ζήτημα1

Αυτό το κείμενο, που μπορεί να διαβαστεί σαν μια εισαγωγή, είναι το πρώτο σε μια σειρά άρθρων που θα ακολουθήσουν σχετικά με τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία.

Όταν, τον Δεκέμβρη του 2016, το καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ, με την υποστήριξη της ρωσικής πολεμικής αεροπορίας και των σιιτικών πολιτοφυλακών, κατέλαβε την περιοχή του Αλεπίου, τον έλεγχο της οποίας είχε απωλέσει από το 2012, η κοινή γνώμη ανακάλυψε με έκπληξη ότι η σύρραξη στη Συρία δεν περιορίζεται σε κάποιους μαυροντυμένους φανατικούς, που αποκεφαλίζουν με σπαθιά τους Αμερικάνους στρατιώτες, ούτε σε ένα τζιχαντιστικό ρεύμα Βέλγων νέων, που ριζοσπαστικοποιούνται στο Διαδίκτυο ούτε στην πλημμυρίδα προσφύγων που τρέχουν στα τουρκικά παράλια ή κάτω από τις γέφυρες του παρισινού μετρό. Αυτό που ανακαλύπτει, τότε, η διεθνής κοινή γνώμη είναι η Συριακή εξέγερση, την στιγμή ακριβώς που αυτή υφίσταται τη μεγαλύτερη ήττα της.

Αυτή η ανακάλυψη προκάλεσε μια διαμάχη σχετικά με την αξιολόγηση της εξέγερσης. Για το καθεστώς και τους υποστηρικτές του, ο απλός όρος “τρομοκράτες” ή “τζιχαντιστές” είναι επαρκής για να περιγράψει ολόκληρη την αντιπολίτευση, νομιμοποιώντας έτσι την συντριβή, κάτω από τις βόμβες, της πολιτικής κυβέρνησης των εξεγερμένων του Αλεπίου, των πολιτών που είχαν εγκλωβιστεί ή αναζητούσαν καταφύγιο εκεί και των ίδιων των στρατιωτικών ομάδων, είτε ήταν “τζιχαντιστές” είτε όχι. Για την κοσμική αντιπολίτευση και τους υποστηρικτές της, στις διάφορες συνιστώσες της, από τις πιο δημοκρατικές μέχρι τις πιο ακροαριστερές, όταν το ζήτημα φτάνει στην παρουσία τζιχαντιστικών ομάδων ανάμεσα στους εξεγερμένους, συμφωνούνε γύρω από τον όρο “δογματικοποίηση2.

Η χρήση του όρου δικαιολογείται από το γεγονός ότι το 2011, στη διάρκεια των πρώτων διαδηλώσεων ενάντια στο καθεστώς στο πλαίσιο της Αραβικής Άνοιξης, οι θρησκευτικές δογματικές διαιρέσεις δεν εκδηλώνονταν οι ίδιες· στην πραγματικότητα έμπαιναν προσεκτικά στην άκρη από τους διαδηλωτές, που προσπαθούσαν να επιδείξουν εθνική ενότητα ενάντια στο καθεστώς. Αυτό, όμως, δεν διήρκησε για πολύ και μπροστά στην καταπίεση και τον αδιαμφισβήτητο αντισουνιτικό προσανατολισμό της, οι θρησκευτικές διαιρέσεις μεταξύ των Συρίων γρήγορα επικράτησαν. Παρουσιαζόμενη έτσι, η δογματικοποίηση γίνεται μια ατυχής αναπόφευκτη πραγματικότητα: αναπόφευκτη επειδή αγκιστρώνεται στην κοινωνική πραγματικότητα της Συρίας, αντανακλώντας την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ και αποκλίνοντας από τις υποτιθέμενα “προοδευτική” μορφή των πρώτων διαδηλώσεων. H δογματικοποίηση είναι, τότε, το σημάδι της αποτυχίας της κοσμικής και δημοκρατικής Συριακής αντιπολίτευσης η οποία δεν κατάφερε να συγκρατήσει αυτό το “ρεύμα”, οπότε ο όρος χρησιμοποιείται για να καταδείξει, με έναν αρνητικό τρόπο, την πολιτική αναγκαιότητα αυτής της αντιπολίτευσης. Θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε, από αυτή την άποψη, ότι η ρητορική του Συριακού καθεστώτος ενάντια στο Ισλάμ αντανακλάται επίσης και σε αυτό το πεδίο [discourse], κάτι που εξηγεί, επίσης, την μεγαθυμία ενός μέρους της Αραβικής (και Δυτικής) Αριστεράς και άκρας Αριστεράς προς την Συρία του Άσσαντ.

Πολύ εύλογα, το discourse για την δογματικοποίηση είναι το σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο των πολιτικών ομάδων που αντιτίθενται στον Ισλαμισμό, και αυτός είναι ο λόγος που φτάνει σε ένα σημείο κορεσμού με το σκιάχτρο των δημόσιων εκτελέσεων από την Αλ Κάιντα ή το Ισλαμικό Κράτος, τις βιαιοπραγίες προς τους Σιίτες και άλλες μειονότητες, τη σαρία, την πρακτική της δουλείας κ.λπ., πράγματα τραγικά αληθινά, τα οποία, όμως, αν ληφθούν από μόνα τους δεν έχουν καμμιά εξηγηματική δύναμη. Ως αποτέλεσμα, έχουμε μια διαδικασία που οδήγησε από τις ειρηνικές διαδηλώσεις το 2011 στο ξέσπασμα της αντιπολίτευσης, με πολλαπλές οπλισμένες ομάδες, με άλλα λόγια τη μετάβαση από την διαμαρτυρία στον εμφύλιο πόλεμο, διαδικασία για την οποία δεν έχουμε τα μέσα να ταυτοποιήσουμε τις αιτίες και τους μηχανισμούς της. Αυτό που εξαφανίζεται πίσω από την “δογματικοποίηση”, είναι το φαινόμενο του ίδιου του εμφυλίου πολέμου, στην παρείσδυσή του στον λόγο και την πρακτική ομάδων που ισχυρίζονται ότι είναι Ισλαμικές αλλά και στις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων ένοπλων ομάδων, μεταξύ αυτών των ομάδων και του καθεστώτος, και την σχέση όλων αυτών των παραγόντων με έναν πληθυσμό πολιτών που οδηγείται στη φυγή εξαιτίας του πολέμου.

Ότι ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία έχει καθηλωθεί σε έναν πόλεμο μεταξύ ομάδων που ισχυρίζονται διάφορα δογματικά ή εθνικά υπάρχοντα (στην περίπτωση των Κούρδων) είναι φανερό, αλλά είναι απλά αυτό. Γιατί, πώς μπορούμε να μιλήσουμε για τις αντιθέσεις μεταξύ ομάδων του ίδιου δόγματος, όπως το πρώην μέτωπο της AlNosra και το ΙΚ; Πώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι ο στρατός του ΙΚ αντλεί την στρατιωτική δομή του από τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους του κόμματος Ba’ath; Πώς μπορούμε να μιλήσουμε για τις σχέσεις ανάμεσα στους σουνιτικούς πληθυσμούς συνολικά και αυτές τις ομάδες; Πώς μπορούμε να δώσουμε μια εξήγηση για τις σχέσεις της μειοψηφίας των Αλουιτών που είναι στην εξουσία με άλλες μειονότητες; Υποστηρίζουν όλοι οι Κούρδοι το PYD3; Προφανώς, η “δογματικοποίηση” αντιστοιχεί σε ένα επίπεδο ανάλυσης που δεν υποστηρίζει την ακρίβεια γιατί, από τη στιγμή που κάποιος προχωρά λίγο βαθύτερα, οι θρησκευτικές συγγένειες θολώνουν προς όφελος της ταξικής αλληλεγγύης, του πολιτικού ανταγωνισμού, του στρατιωτικού ζητήματος και των καινούριων οικονομικών προβλημάτων που έχουν αναδυθεί εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου. Αυτό το πλέγμα ανάλυσης είναι, τότε, στην καλλίτερη περίπτωση, μόνο περιγραφικό και εξηγεί μόνο αυτό που δεν μπορεί να αγνοηθεί στις συριακές δογματικές διαιρέσεις· στη χειρότερη είναι ταυτολογικό ή γίνεται εργαλείο ενός ιδεολογικά ενδιαφέροντος αντπερισπασμού.

Από τη στιγμή που ο υστερικός φανατισμός, του οποίου το Ισλαμικό Κράτος είναι το παράδειγμα, γίνεται ο καθολικός εξηγηματικός παράγοντας, είναι η κατάρρευση του κράτους και της κοινωνίας που εξαφανίζεται σαν ένα πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο βρίσκεται εντός του παρόντος του καπιταλιστικού κόσμου αλλά και στην ίδια τη συριακή κοινωνική πραγματικότητα: ο εμφύλιος πόλεμος γίνεται μια στιγμή καθαρού ανορθολογισμού, ένα είδος παράλληλου σύμπαντος που δημιουργείται από μια μεσαιωνική θρησκευτική ιδεολογία η οποία συγκρούστηκε ανεξήγητα με τον σύγχρονο κόσμο, στην πραγματικότητα του οποίου δεν θα μπορούσε ποτέ να αναχθεί. Όντας ανεξήγητη, αυτή η πραγματικότητα δεν χρειάζεται να εξηγηθεί ή, αν είναι εξηγήσιμη, είναι μόνο όσον αφορά την ισλαμική φύση των Αραβικών κοινωνιών, όπου προφανώς το Ισλάμ είναι η “δέουσα” πραγματικότητα για τους Μουσουλμάνους, κάτι που σημαίνει ότι οι Άραβες “είναι αυτό που είναι” και συνεπώς δεν θα έπρεπε να περιμένουμε κάτι περισσότερο.

Αντιμέτωπο με τον λόγο περί δογματικοποίησης υπάρχει και άλλο ένα επίπεδο λόγου, που απλώνεται από την άκρα αριστερά μέχρι την ακροδεξιά το οποίο επιδιώκει να αναλύσει τα γεγονότα στη Συρία με μακροοικονομικά και γεωπολιτικά στοιχεία: το ζήτημα του “σουνιτικού τόξου”, αυτό των υδρογονανθράκων που μεταφέρονται μέσω της Συρίας, οι ρωσικές στρατιωτικές βάσεις και οι διάφοροι διεθνείς ανταγωνισμοί παίζουν, τότε, τον ρόλο ενός από μηχανής θεού στο συριακό δράμα, το οποίο εξακολουθεί να γράφεται κάπου αλλού, εκτός Συρίας. Το γεγονός ότι το 2011, χιλιάδες άνθρωποι κατέβαιναν στους δρόμους κάθε Παρασκευή για να διαμαρτυρηθούν, κάτω από τις σφαίρες του καθεστώτος, εξηγείται μόνο από τον φανατισμό των διαδηλωτών, καθοδηγούμενων από τη δράση των μυστικών υπηρεσιών: οτιδήποτε άλλο δεν κάτι είναι περισσότερο από οικονομία, διπλωματία, εμπορικές σχέσεις μεταξύ των κρατών. Εδώ υποτίθεται ότι έχουμε να κάνουμε με έναν πραγματικά ορθολογικό καπιταλισμό, στον οποίον το κίνητρο των πράξεων των υποκειμένων είναι πάντα έξω από τις πραγματικές σχέσεις που διατηρούν, σε μια χονδροειδή, μαρξιστικού-τύπου ανάλυση που ισοδυναμεί με την αποκάλυψη μιας σειράς άγνωστων καθορισμών των πρωταγωνιστών, καθορισμών που έχουν την πηγή τους σε αυτό που ονομάζεται “οικονομία”.

Αυτή η οικονομία θα ήταν ο μαρξιστικός “τελικός καθορισμός”, που έχει γίνει άμεσα αναγνώσιμος από εκείνους που διαθέτουν την ορθή μέθοδο ανάλυσης, που προσπερνούν χαρούμενα αυτό που προηγουμένως ήταν η υποτιθέμενη τελευταία στιγμή, ο πραγματικός κόσμος, ο οποίος υπάρχει μόνο σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, μια συγκυρία. Όμως, η οικονομία, που αντικειμενικοποιείται κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν είναι ούτε καν η έσχατη μαρξιστική οντότητα. Αποκαλύπτει κανείς την δυναμική της μη-αντίφασης: είναι μόνο μια φετιχοποιημένη σύλληψη των κοινωνικών σχέσεων εκμετάλλευσης και κυριαρχίας· η εξάλειψη αυτών των σχέσεων κάτω από την φυσική μαρτυρία της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι όλες αυτές οι αναλύσεις καταλήγουν, τις περισσότερες φορές, να υποστηρίζουν το καθεστώς Άσσαντ, με άλλα λόγια το στάτους κβο: η “οικονομία” με αυτή την έννοαι είναι μια σκέψη για την τάξη.

Αλλά η καπιταλιστική πραγματικότητα δεν περιορίζεται σε ροές κεφαλαίου και εμπορευμάτων και σχέσεις μεταξύ κρατών, με κοινωνίες, όπως και με αυτό το κίνημα, που θα επηρεάζονταν σίγουρα από την καπιταλιστική πραγματικότητα, αλλά θα υπήρχαν, ταυτόχρονα, και σύμφωνα με οποιασδήποτε άλλη, δική τους, διαφορετική νόρμα. Ο καπιταλισμός είναι επίσης, και πρώτα απ’ όλα, ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων: δεν υπάρχει καπιταλισμός χωρίς καπιταλιστικές κοινωνίες, και η Συρία, αν και πολύ διαφορετική από τις Δυτικές δημοκρατίες, οι οποίες θεωρούν τον εαυτό τους ως το μοντέλο κάθε κοινωνίας, είναι πραγματικά μια καπιταλιστική κοινωνία.

Αυτό που πρέπει να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε είναι με ποιο τρόπο ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία “δένει” με την τωρινή στιγμή της παγκόσμιας κρίσης του κεφαλαίου, κατανοούμενης όχι μόνο ως οικονομική αλλά, επίσης, και ως κοινωνική κρίση, στις ιδιάζουσες συνθήκες της συριακής κοινωνίας. Είναι από την καρδιά αυτής της κοινωνίας που θα πρέπει να προσπαθήσουμε να μιλήσουμε, χωρίς να καταφύγουμε σε ολικές εξηγήσεις, που θα μας έφερναν πίσω σε έναν μοναδικό παράγοντα – είτε είναι η θρησκεία είτε το πετρέλαιο – για τη διάχυτη κοινωνική έκρηξη οποιασδήποτε κοινωνίας σε εμφύλιο πόλεμο. Δεν θα είναι αρκετό, όμως, να φτιάξουμε το “ιμπρεσσιονιστικό” πανόραμα για το τι συνέβη από το 2011. Θα είναι απαραίτητο να συλλάβουμε τους διάφορους καθορισμούς στην ιεραρχική τους συνάρθρωση, ώστε να δούμε ποιοτικά, με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο, τα πράγματα, με έναν ανοιχτό τρόπο, που δεν είναι απλά περιγραφικός ή αναγωγιστικός. Και, τέλος, μακριά από τις αφηρημένες διακηρύξεις αλληλεγγύης και την αναπαυτική αδιαφορία των πολιτών των Δυτικών δημοκρατιών. που θεωρούν τους εαυτούς τους προστατευμένους από τέτοιες “αναστατώσεις”, πρέπει να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε πώς αυτή η στιγμή είναι και δική μας. Προφανώς, αυτό είναι ένα καθήκον μεγάλης κλίμακας, αλλά θα προσπαθήσουμε, τουλάχιστον, να επισημάνουμε μερικούς τρόπους για να κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2017/02/04/ni-dieu-ni-petrole-pour-une-approche-ouverte-de-la-question-syrienne/.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: confessionalization”, στα αγγλικά: denominationalization. Πρόκειται για μια πρόσφατη έννοια που χρησιμοποιείται από αναθεωρητές ιστορικούς για την παράλληλη διαδικασία της “οκοδόμησης των διαφορετικών δογμάτων” που έλαβε χώρα στην Ευρώπη ανάμεσα στην Ειρήνη του Augsburg (1555) και τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-1649). Σε αυτή την περίοδο υπήρχε μια ειρήνη μεταξύ των Προτρσταντών και των Καθολικών καθώς, αμφότερα τα δόγματα, προσπαθούσαν να θεμελιώσουν πιο σταθερά το δόγμα τους μέσα στους πληθυσμούς των αντίστοιχων περιοχών τους. Αυτή η οικοδόμηση των δογμάτων συνέβη μέσα από την “κοινωνική πειθάρχηση” καθώς υπήρχε μια αυστηρότερη επιβολή από τις Εκκλησίες των συγκεκριμένων κανόνων σε όλες τις πτυχές της ζωής, τόσο στις περιοχές των Προτεσταντών όσο και των Καθολικών. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία διακριτών θρησκευτικών δογματικών ταυτοτήτων. Αποδίδουμε τον όρο ως “δογματικοποίηση”, ακριβώς για να δώσουμε έμφαση στην συγκρότηση αυτών των διαφορετικών δογματικών/θρησκευτικών ταυτοτήτων.

3 Στμ. PYD: τα αρχικά της κουρδικής ονομασίας (Partiya Yekîtiya Demokrat) του Κόμματος Δημοκρατικής Ενότητας,‎ ενός αριστερού κουρδικού πολιτικού κόμματος που ιδρύθηκε το 2003 από Κούρδους ακτιβιστές στη βόρεια Συρία. Είναι το κύριο πολιτικό κόμμα της Ομοσπονδίας της Βόρειας Συρίας-Ροτζάβα και των καντονιών της. Στον ιστότοπό του, το PYD περιγράφει τον εαυτό του να πιστεύει στην “κοινωνική ισότητα, τη δικαιοσύνη και την ελευθερία πεποίθησης” καθώς και στον “πλουραλισμό και την ελευθερία των πολιτικών κομμάτων” και ότι αγωνίζεται “για μια δημοκρατική λύση που περιλαμβάνει την αναγνώριση των πολιτισμικών, εθνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, διευρύνοντας και αναπτύσσοντας την ειρηνική τους πάλη για να μπορούν να αυτοκυβερνώνται σε μια πολυπολιτισμική και δημοκρατική κοινωνία”. Έχει υιοθετήσει τον Δημοκρατικό Συνοσπονδισμό (Democratic Confederalism) ως μια από τις ιδεολογίες του και έχει εφαρμόσει ιδέες του Μπούκτσιν και του Οτσαλάν στη Ροτζάβα.