Κύκλος αυτομόρφωσης στην “Κοινωνία του Θεάματος”

στην Κατάληψη της Ανάληψης

“Το θέαμα είναι η κατεξοχήν ιδεολογία, γιατί εκθέτει και εκδηλώνει, στην ολότητα του, την ουσία κάθε ιδεολογικού συστήματος: την εξαθλίωση, την καθυπόταξη και την άρνηση της πραγματικής ζωής”

Η Κοινωνία του Θεάματος“, Γκυ Ντεμπόρ

 

Η Καταστασιακή Διεθνής αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της ανάπτυξης του επαναστατικού κινήματος από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και μέχρι τις αρχές αυτής του 1970. Το έργο του Γκυ Ντεμπόρ “Η Κοινωνία του Θεάματος” συνοψίζει με έναν συνεκτικό και πυκνό τρόπο τις θεωρητικές αναπτύξεις των καταστασιακών όχι από την πλευρά μιας αφηρημένης ιδεολογίας αλλά από την κριτική πλευρά του επαναστατικού μετασχηματισμού της καθημερινής ζωής και της ανατροπής της κοινωνίας του θεάματος, δηλ. του “κεφαλαίου που έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό συσσώρευσης ώστε να μετατρέπεται σε εικόνα” (ΚτΘ, Θέση 34).

 

kyklos12

Όπως γράφει ο Ζαν Πιέρ Βουαγιέ:

“Η μοναδική πραγματική χρήση της θεωρίας – σε αντίθεση με την απολογητική θεαματική χρήση της –  είναι η κριτική της θεωρίας. Η μοναδική χρήση κάθε σκέψης άξιας του ονόματός της είναι η κριτική της σκέψης. Η σκέψη έχει σκοπό να δώσει μια μορφή που να επιδέχεται άμεσα κριτική σε ό,τι υπάρχει, επομένως να δώσει μια τέτοια μορφή και στη σκέψη – που υπάρχει…”.

J.P Voyer: “Αναφορά στην κατάσταση των ψευδαισθήσεων στο κόμμα μας και σκέψεις πάνω στην αρχή του κόσμου”, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος.

 

Κατά συνέπεια η πραγματική αξία της θεωρίας των καταστασιακών, εν προκειμένω της θεωρίας της κοινωνίας του θεάματος, είναι η κριτική της χρήση, η κριτική της οικειοποίηση στην πρακτική της επαναστατικής αμφισβήτησης του υπάρχοντος.

“Η κριτική θεωρία του θεάματος δεν είναι αληθής παρά μόνο δια της ενοποίησής της με το έμπρακτο ρεύμα της άρνησης στην κοινωνία, και αυτή η άρνηση, η επανάληψη της επαναστατικής ταξικής πάλης θα αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της αναπτύσσοντας τη θεωρία του θεάματος, που είναι η θεωρία των πρακτικών συνθηκών της συγχρόνου καταπίεσης και αντίστροφα αποκαλύπτει το μυστικό αυτού που θα μπορούσε να είναι”. ΚτΘ, Θέση 203.

Πρωτοβουλιακά λοιπόν ξεκινάμε έναν κύκλο αυτομόρφωσης με επίκεντρο την “Κοινωνία του Θεάματος” του Ντεμπόρ, που προφανώς τέμνεται με την κριτική ανάγνωση και των Χέγκελ, Μαρξ, Μπακούνιν, Φρόυντ και όλων όσων αποτελούν αναφορές της ίδιας της θεωρίας για το θέαμα. Παράλληλα θα θέλαμε να δούμε την καταστασιακή θεωρία και πρακτική ως γενικότερο ρεύμα. Το πρόγραμμα θα συγκεκριμενοποιείται στην πορεία και θα επικοινωνείται διαδικτυακά.

Προφανώς στην διαδικασία αυτομόρφωσης ζητούμενη είναι η ουσιαστική συμμετοχή όλων. Θα ήταν τουλάχιστον οξύμωρο να είμαστε “θεατές” σε μια ανάγνωση της “Κοινωνίας του Θεάματος“! Δεν υπάρχουν ειδικοί “καταστασιολόγοι”. Το κίνητρο είναι η συλλογική ανάπτυξη, με τρόπο συστηματικό και ισότιμο, μιας κριτικής γνώσης για πρακτική επαναστατική χρήση.

 

 

Άτοπη Δημοκρατία

Άτοπη Δημοκρατία

Μια αφήγηση της γαλλικής εξέγερσης της Άνοιξης του 2016

της Asja Crise

O απολογισμός που ακολουθεί, αναγκαστικά ατελής και ίσως επίσης ανακριβής σε κάποια σημεία, θα προσπαθήσει να περιγράψει τους πρόσφατους αγώνες στη Γαλλία όπως αναπτύχθηκαν στην πορεία τεσσάρων μηνών, από τα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τα μέσα του Ιουνίου. Βασίζεται τόσο σε μεταφράσεις υλικού από τις μέρες εκείνες όσο και σε προσωπικές (από πρώτο χέρι) εμπειρίες. Οι αγώνες αυτοί κατανόησαν τον εαυτό τους σαν μια πρόκληση όχι μόνο στον “Εργασιακό νόμο” [Loi du travail] που προτάθηκε από την σοσιαλιστική κυβέρνηση του Μανουέλ Βαλ και του Φρανσουά Ολλάντ, αλλά επίσης – σύμφωνα με ένα κεντρικό σλόγκαν – και “για ολόκληρο τον κόσμο του”, δηλαδή, τις συνθήκες που τον κατέστησαν πιθανό αλλά και παραμένουν εντελώς ανοιχτές στο σλόγκαν. Είναι αυτός ο κόσμος ο καπιταλιστικός κόσμος; Είναι ο “νεοφιλελεύθερος”; Είναι αυτός της επιβεβλημένης από την ΕΕ λιτότητας; Είναι απλά αυτός μιας κατά τα συνηθισμένα προδοτικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης; Εξάλλου υπάρχει το το πιο ριζοσπαστικό, ας πούμε πιο εποικοδομητικό, σλόγκαν που κυκλοφόρησε ανάμεσα στους νεαρούς διαδηλωτές, δανεισμένο από τον τίτλο της επιτυχίας, πέρσι το καλοκαίρι, του παρισινού χιπ-χοπ συγκροτήματος PNL: “le monde ou rien”: “ή τον κόσμο ή τίποτα”. Αν και θα προχωρήσω λίγο-πολύ με χρονολογική σειρά, υπάρχουν μια δυο παρατηρήσεις που θα πρέπει να γίνουν τώρα στην αρχή. Διαλέγω να ξεκινήσω με μια σύντομη έκθεση των συνεπειών των επιθέσεων της 13ης Νοέμβρη και του πλαισίου του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, φτάνοντας στην αρχή των κινητοποιήσεων στα τέλη του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου, με αιχμή του δόρατος τους μαθητές του λυκείου. Αυτή η έκθεση θα εστιάσει επιπλέον στην μητροπολιτική περιοχή του Παρισιού, όπου και ζούσα, με ελάχιστες αναφορές στις άλλες πόλεις.

Εκθέσεις των διαφορετικών φάσεων των αγώνων τυπικά χωρίζονται ως εξής, καθώς το κίνημα μεταλλάσεται από μήνα σε μήνα: ο Μάρτιος είναι ο μήνας της κινητοποίησης των μαθητών των λυκείων (συνεχίζοντας το κίνημα της προηγούμενης χρονιάς ενάντια σε μια διαφορετική εκδοχή του νόμου, που είχε προταθεί τότε από τον Emmanuel Macron, τον υπουργό οικονομικών), ενώ ο Απρίλιος είδε την κατάληψη της πλατείας République από το λεγόμενο κίνημα Nuit Debout και ο Μάιος ήταν ο μήνας των απεργιών και των αποκλεισμών, καθώς το πιο σημαντικό γαλλικό συνδικάτο, η CGT – παραδοσιακά ευθυγραμμισμένη με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα – βρέθηκε αναγκασμένη να μπει στη διαμάχη, σε έναν βαθμό και εξαιτίας των δικών της “ανυπάκουων” απλών μελών. Σε όλη αυτή την ακολουθία, συναντάμε τους περιβοήτους “casseur” [“μπαχακάληδες”, ταραξίες] που είναι μια εντελώς αμφιλεγόμενη φιγούρα μέσα στο κίνημα (και αυτό είναι το ζήτημα). Κουκουλωμένοι προλετάριοι μαθητές του λυκείου; Ριζοσπαστικοποιημένα απλά μέλη των συνδικάτων; Νεολαίοι από τα προαστιακά συγκροτήματα κατοικιών, διψασμένοι και ανυπόμονοι να πολεμήσουν την αστυνομία; “Αναρχικοί” ή “αυτόνομοι” μιλιτάντηδες; – στοχοποιούνται και αποκηρύσσονται από όλους τους αξιοσέβαστους παράγοντες του κινήματος, από τους σοσιαλιστές υπουργούς μέχρι την ηγεσία της CGT, ακόμα και από φωνές της “επαναστατικής” Αριστεράς. Την ίδια στιγμή, η φιγούρα αυτή λειτουγεί ως ενοποιητικό σημείο ταυτοποίησης για το ίδιο το κίνημα: “είμαστε όλοι μπαχακάληδες” ήταν ένα σύνθημα που ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις, ιδιαίτερα στη διάρκεια των έντονων συμπλοκών με την αστυνομία.

Συνέπειες της 13ης Νοέμβρη

Μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι της 13ης Νοεμβρίου, ο σοσιαλιστής πρόεδρος Φρανσουά Ολλάντ κήρυξε πόλεμο και ολόκληρη η γαλλική πολιτική τάξη αποδέχεται αυτή τη δήλωση1. Την 14η Νοεμβρίου, ο “πόλεμος” αποκτά ένα καινούριο όνομα: ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης, που κυρίως επιτρέπει στους μπάτσους να κουβαλάνε όπλα εκτός υπηρεσίας και που απαγορεύει τις διαδηλώσεις, το οποίο έχει επεκταθεί επανειλημμένα από τότε. Ο πόλεμος σαν κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Αλλά εναντίον ποιού; Και πού;

Στους μήνες που ακολούθησαν, οι πρώτες καταλήψεις της République, μιας κεντρικής παρισινής πλατείας στα βόρεια του Σηκουάνα, ήταν διχασμένες: ανάμεσα σε αυτούς που συγκεντρώνονταν ενάντια στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης και σε αυτούς που συγκεντρώνονταν σε μια προσπάθεια αψήφισης του ISIS, του φόβου, κάποιοι κλίνοντας και στα δύο. Η γαλλική ταυτότητα και κυρίως η ταυτότητα της γαλλικής νεολαίας διακυβεύονται. Νέοι, κυρίως λευκοί πολίτες επαγγελματίες καλούν σε “καταλήψεις” στις ταράτσες των καφέ αμέσως μετά τις επιθέσεις: “Ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, μια αίθουσα συναυλιών, η ταράτσα ενός εστιατορίου…Με το να μας επιτεθούνε, επιτίθενται σε αυτά που φοράμε, σε αυτά που αντιπροσωπεύουμε, σε αυτά που αγαπάμε και σε ό,τι λατρεύουμε περισσότερο. Με άλλα λόγια, στοχεύουν τη Δημοκρατία”. Εν τω μεταξύ αυξάνονται εκθετικά τα σταματήματα και οι έλεγχοι στα προάστια και στις γειτονιές της εργατικής τάξης με βάση τη φυλή.

Η τελευταία κατάσταση έκτακτης ανάγκης ήταν τον χειμώνα του 2005. Τα προάστια κάηκαν μετά τις δολοφονίες των Zyed και Bouna στις 27 Οκτώβρη αυτής της χρονιάς (στη μνήμη των οποίων υπάρχει τώρα μια οδός με τα ονόματά τους), και ήταν στη γεωγραφική τους επικράτεια που είχε εφαρμοστεί η κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι η τελευταία κατάσταση έκτακτης ανάγκης που είχε εφαρμοστεί στα γαλλικά εδάφη πριν το 2005 ήταν το 1955, στη

διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας, όταν το FLN2 είχε εξαπολύσει την επίθεσή του. Αυτή η κατάσταση έκτακτης ανάγκης συγκάλυπτε συχνά τον εμφύλιο πόλεμο μέχρι το 1963. Στη διάρκεια των αγώνων ενάντια στον Εργασιακό νόμο, ένα ακόμα στοιχειωμένο υπόλειμμα του πολέμου της Αλγερίας θα χρησιμοποιούνταν: το διάταγμα 49.3 που παρακάμπτει την ανάγκη της υποστήριξης της πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο3.

H μόνη άμεση χρήση της απαγόρευσης των διαδηλώσεων σε εφαρμογή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης ήταν στη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων του Νοεμβρίου (και, αργότερα, με την απειλή για την πορεία της 23ης Ιουνίου, αλλά χωρίς να παρθούν παρόμοια νομικά μέτρα): περίπου 40 άτομα παρέλαβαν στα σπίτια τους δικαστικές κλήσεις μετά από έναν αγώνα υπέρ των μεταναστών, με πρόστιμα που έφταναν συνολικά τις χιλιάδες ευρώ. Στη συνέχεια, μετά τις διαδηλώσεις εν αναμονή του συνεδρίου των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP21) στις 29 Νοεμβρίου, 317 άτομα προφυλακίστηκαν. Αυτές οι μαζικές συλλήψεις είχαν πιο πρόσφατα προηγούμενα: για παράδειγμα, στη διάρκεια του κινήματος για τον θάνατο του Rémi Fraisse τον Οκτώβριο του 2014, ο οποίος δολοφονήθηκε από την αστυνομία σε μια διαμαρτυρία εναντίον του σχεδίου για την κατασκευή αεροδρομίου στην περιοχή της Notre-Dame-Des-Landes.

Σε ολόκληρη τη γαλλική επικράτεια περισσότερες από 2200 επιδρομές της αστυνομίας διενεργήθηκαν που συνοδεύτηκαν με 300 συλλήψεις σε σπίτια πριν την COP21. Τέσσερα τζαμιά έκλεισαν για την υποτιθέμενη ριζοσπαστικοποίησή τους. Μας διαβεβαίωσαν ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είχε αποτέλεσμα και στην καταπολέμηση της μικροεγκληματικότητας: “μια ευκαιρία να κάνουμε ένα καθάρισμα πέρα από εκεί που υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουμε”. Διακινητές ναρκωτικών και ακτιβιστές είναι κατεξοχήν οι στόχοι αυτών των επιδρομών.

Ο αγώνας αρχίζει

Στις 17 Φεβρουαρίου, του 2016, αποκαλύπτεται στην εφημερίδα Le Parisien η αρχική πρόταση για τον νόμο. Αυτή η εκδοχή του νόμου περιέχει την ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη αλλαγή για την εργάσιμη εβδομάδα των 35 ωρών, η οποία θα απαλειφόταν στην τελική εκδοχή. Στις 19 Φεβρουαρίου, λανσάρεται ένα διαδικτυακό υπόμνημα ενάντια στον προτεινόμενο νόμο και υπογράφεται από περοσσότερα από ένα εκατομμύριο άτομα μέσα σε δύο εβδομάδες. Η 9η Μαρτίου θα είναι η πρώτη μέρα πανεθνικής δράσης που καλούν τα συνδικάτα. Όμως, οι μαθητές των σχολείων είχαν ήδη αυτοοργανωθεί από την στιγμή που η κυβέρνηση είχε ανακοινώσει τις μεταρρυθμίσεις, ακολουθώντας ένα αρχικό κάλεσμα από την “Εθνική Ένωση Μαθητών Γαλλίας” (L’Union Nationale des Étudiants de France, UNEF). Για τις τρεις πρώτες εβδομάδες του Μαρτίου, οι μαθητές των σχολείων πραγματοποιούσαν σταθερά άγριες πορείες και συγκρούσεις με την αστυνομία, τόσο στη διάρκεια των ημερών πανεθνικής δράσης όσο και άσχετα από αυτές. Επέλεξαν έναν τόπο και ώρα από τις διαδηλώσεις εναντίον της προτεινόμενης εκδοχής του Εργασιακού νόμου από τον Macron τον προηγούμενο χρόνο: συνάντηση στις 11πμ πριν από τις καλεσμένες από τα συνδικάτα απογευματινές πορείες. Αυτά τα καλέσματα συντονίζονταν χαλαρά από το MILI, το “Ανεξάρτητο Κίνημα Κοινών Αγώνων” (“Mouvement Inter Luttes Indépendant”), μια ομάδα παιδιών που μόλις είχαν αποφοιτήσει από το σχολείο και συνενώθηκαν το 2013 για να μπλοκάρουν την αποβολή ενός φίλου τους εξαιτίας του μεταναστευτικού του στάτους (τότε αποκαλούνταν “Mouvement Inter Lycées Indépendent”, “Ανεξάρτητο Διαλυκειακό Κίνημα”). Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν συνελεύσεις μαθητών, αρχικά κυρίως από το Παρίσι, που γρήγορα επεκτάθηκαν στα προάστια, όπου απεργούσαν επίσης οι καθηγητές (για παράδειγμα, στο Λύκειο “Μότσαρτ”).

Οι φοιτητές ενώθηκαν σύντομα με το κίνημα και επιχειρήθηκαν καταλήψεις πανεπιστημίων – όπως η απόπειρα κατάληψης στις 16 Μαρτίου του Tolbiac (Paris 7) μετά τη δεύτερη πανεθνική κινητοποίηση (που περιγράφηκε ως η πιο “χαρωπή”, δεδομένης της πολύ μεγάλης παρουσίας μαθητών). Είναι παράνομο να βρίσκεται κανείς στην πανεπιστημιούπολη όταν αυτή είναι κλειστή την ημέρα μιας απεργίας, ακόμα και για μια “ειρηνική συγκέντρωση διαμαρτυρίας”. Ο διευθυντής του πανεπιστημίου καλεί την αστυνομία στο πρώτο μισάωρο για τους 100 φοιτητές που είχαν οχυρωθεί μέσα στην πανεπιστημιούπολη. Παντού υπάρχουν ασφαλίτες μαζί με 500 Ματατζήδες και περίπου 20 βανάκια. Πολλοί μαθητές καταφτάνουν καθυστερημένα αλλά μόνο στη στιγμή για να είναι μάρτυρες της βάρβαρης αντίδρασης της αστυνομίας εναντίον των καταληψιών στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν. Αξιοποιώντας αυτή την αρχική ορμή, οι μαθητές ενώθηκαν με φοιτητές και “αυτόνομους” σε μια διαδήλωση στις 22 Μαρτίου, μια από τις πρώτες στη διάρκεια των οποίων επιδείχθηκε πολύ καθαρά η τακτική της “περικύκλωσης” της αστυνομίας4.

Για πρώτη φορά το αυτόνομο κομμάτι των πορειών των συνδικάτων πηγαίνει στην κεφαλή (la tête) των διαδηλώσεων, από το να μένει προς τα πίσω. Η ανεργία των νέων δεν επιλύθηκε από την προεδρία του Ολλάντ (μια από τις βασικές προγραμματικές εξαγγελίες του), αλλά αυξήθηκε. Η υπόσχεση του νόμου για “περισσότερες δουλειές”, αλλά σκατοδουλειές και workfare5, απορρίφθηκαν κατηγορηματικά από τη νεολαία, οργανωμένη ή μη σε συνδικάτα. Τα συνδικάτα χρειάζονταν τη “νεολαία” στην κεφαλή των πορειών, ώστε να είναι το πρόσωπο της πανωλεθρίας του Ολλάντ· αλλά να είναι μια “καλή”, ήσυχη νεολαία – όχι όπως η νεολαία του Λυκείου Bergson στις 25 Μαρτίου.

Οι μαθητές των λυκείων, συχνά σε ένδειξη αλληλεγγύης με τους απεργούς δασκάλους, μπλόκαραν τις σχολικές μονάδες σε ολόκληρη τη Γαλλία: με φωτιές, με κάδους, με οτιδήποτε. Αυτοί οι αποκλεισμοί προκάλεσαν την εμφάνιση των μπάτσων και των ματατζήδων. Στις 24 Μαρτίου, έγινε viral ένα βίντεο που έδειχνε έναν μπάτσο, ο οποίος αργότερα κατηγορήθηκε, που χτυπούσε βίαια έναν μαύρο μαθητή έξω από ένα αποκλεισμένο Λύκειο Bergson. Το επόμενο πρωί, οι μαθητές βγήκαν έτοιμοι, ως επί το πλείστον με μάσκες και κουκούλες. Περιμένοντας έξω από το σχολείο, γίνονταν ομιλίες από μαθητές που στέκονταν στον φράχτη. Οι δάσκαλοι κοίταγαν και στις δυο κατευθύνσεις, και μέσα από το σχολείο και δίπλα στους μαθητές τους. Κάθε καινούρια ομάδα παιδιών, αγόρια και κορίτσια, που επέλεγε να μην μπει στο σχολείο επευφημούνταν και κατακλυζόταν από αγκαλιές καθώς ενωνόταν με το υπόλοιπο πλήθος. Η αρχική ομάδα από 100-200 περίπου άτομα κατέβηκε τον λόφο από το πάρκο Buttes Chaumont με ένα γρήγορο, έντονο βήμα με τη συνοδεία μουσικής. Η πρώτη στάση ήταν μια αστυνομική διεύθυνση κοντά στο κανάλι που “βεβηλώθηκε” ήπια. Οι μπάτσοι κοίταγαν σαστισμένοι τα σκουπίδια που είχαν μαζευτεί, καθαρίζοντας τους στρατώνες ενώ ένα καθαριστικό του δήμου έξυνε ήδη το γκράφιτι. Η ομάδα ξεχύθηκε πάλι πίσω πάνω στον λόφο και επιτέθηκε σε μια δεύτερη αστυνομική διεύθυνση, αυτή τη φορά πιο κοντά στο σχολείο, και οπλισμένη με πέτρες, φωτοβολίδες, σωλήνες και ένα φτυάρι. Στη συνέχεια απαλλοτριώθηκε ένα γειτονικό σούπερ μάρκετ “για τους μετανάστες”, μέσα σε όλα τα άλλα πάρθηκαν και Πασχαλινά αυγά.

Στη διάρκεια αυτού του μήνα, το πανεπιστήμιο είναι ακόμα ένα σημείο συνάντησης που έχει νόημα: σχηματίζονται συνελεύσεις από ένα σωρό διαφορετικές πανεπιστημιουπόλεις του Παρισιού. Τα πανεπιστήμια και αλλού αρχίζουν να “ζεσταίνονται”: για παράδειγμα, υπάρχει μια αποτυχημένη κατάληψη στο Μπορντώ που κλιμακώθηκε πολύ γρήγορα και δεν κράτησε για πολύ. Στις συνελεύσεις, οι μαθητές των σχολείων, οι μιλιτάντηδες, οι φοιτητές, πιο ριζοσπάστες συνδικαλιστές συναντιούνται όλοι μαζί. Υπάρχουν πολλές συζητήσεις σχετικά με το τι είναι καινούριο σε αυτούς τους αγώνες δεδομένης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και της σοσιαλιστικής προεδρίας αλλά επίσης και αυτού που είναι οικείο – πολλοί από τους παρόντες στις συνελεύσεις είχαν εμπλακεί και στους αγώνες ενάντια στον νόμο CPE6 και ήρθαν προετοιμασμένοι να μεταδώσουν εμπειρίες: ποιο είναι το όριο του κινήματος που οργανώνει τον εαυτό του γύρω από την απόρριψη ενός νόμου; Μπορεί να γενικευτεί;

Nuit Debout: Ένα γενικό όνειρο

Η 31η Μαρτίου ήταν η τρίτη σημαντική μέρα διαμαρτυριών που είχαν καλέσει τα συνδικάτα, 200 σε ολόκληρη τη Γαλλία, και επρόκειτο να είναι η δεύτερη σε αριθμό συμμετοχής του κοινωνικού κινήματος. Νωρίτερα την ημέρα εκείνη, 50 Λύκεια στο Παρίσι είχαν αποκλειστεί, από τα οποία μόνο 20 τηρώντας την απεργιακή μέρα. Μερικές δειλές απεργίες στο μετρό και στους σιδηροδρόμους είχαν επίσης ξεκινήσει, καθώς και οι συνεχιζόμενες εσωτερικές εταιρικές διαμάχες στην Air France. Στη διάρκεια της κινητοποίησης που είχαν καλέσει τα συνδικάτα, μακαρίως εκδικητική παρά τη βροχή – με ένα εκατομμύριο στο Παρίσι, διπλάσιο αριθμό από τις κινητοποιήσεις της 9ης Μαρτίου, αριθμοί που δεν επαναλήφθηκαν μέχρι τη “μάχη” της 14ης Ιουνίου – μοιράζονταν φέιγ-βολάν που έλεγαν να μην πάει ο κόσμος στα σπίτια του μετά το τέλος της πορείας, αλλά να πάει στην πλατεία République. Το σύνθημα των αυτόνομων και των μαθητών “Paris debout, soulève toi!”, “Παρίσι, σήκω, ξεσηκώσου” το ιδιοποιήθηκαν: Nuit Debout. To επικαλούνται οι εκδότες ενός αριστερίστικου περιοδικού, του Fakir, του οποίου το σλόγκαν είναι “εξαγριωμένοι με όλους, σχεδόν με όλους”. Πραγματικά, οι εκδότες του περιοδικού διατηρούσαν άτυπους δεσμούς με το “Κόμμα της Αριστεράς” (Parti de Gauche) του Ζαν-Λυκ Μελανσόν7.

Έτσι ξεκίνησε το πέρασμα του Μαρτίου στον Απρίλιο. Η πρώτη νύχτα, με ένα πλήθος κυρίως τύπων λευκών μεσοαστών μαθητών που ανταποκρίθηκαν στον ψευδο-βασιλιά της επερχόμενης κοινότητας του Nuit Debout, τον Σπινοζικό οικονομολόγο Frédéric Lordon και σε μια ελεύθερη προβολή της ταινίας “Merci Patron!” (2016) του ιδρυτή του περιοδικού Fakir François Ruffin, ένα υποκινητικό ντοκυμαντέρ, σε στυλ Μάικλ Μουρ, που εστιάζει στην εξωτερική ανάθεση των γαλλικών δουλειών και στοχεύει τον μαγνήτη της πολυτέλειας Bernard Arnault, και που κατέληξε να προσελκύει ένα ευρύτερο πλήθος. Ο Lordon και ο Ruffin είχαν οργανώσει μια συνάντηση στις 23 Φεβρουαρίου στην “Εργατική Λέσχη8” (Bourse du Travail) με θέμα “Πώς να τους τρομάξετε” σχετικά με το φιλμ του δεύτερου. Οι αρχές του κινήματος Nuit Debout σημαδεύτηκαν από την επιθυμία να “καταπιεί” αυτά τα υπάρχοντα ρεύματα στην δική του άμορφη μορφή – “Είμαι Nuit Debout”, χωρίς οποιαδήποτε αιτήματα – μια επιθυμία που τελικά συνάντησε αντίσταση από πολλούς συμμετέχοντες, που ο καθένας είχε φέρει πολύ συγκεκριμένα αιτήματα που σχετίζονταν είτε με έναν συγκεκριμένο αγώνα, την εμπειρία φτωχοποίησης είτε με την δική του “ακραία” πλατφόρμα9.

Ένα από τα εντυπωσιακά πράγματα σχετικά με τις πρώτες μέρες των μικρών ακόμα συνελεύσεων στις αρχές του Απρίλη ήταν η ανακήρυξη της πλατείας ευθύς εξαρχής σε μια ζώνη ελεύθερη από μπάτσους. Δυο ή τρεις μπάτσοι που περιπολούσαν κοίταζαν. Αμέσως σχεδιάστηκαν σήματα που έλεγαν ότι η αστυνομία δεν ήταν καλοδεχούμενη εκεί – και πραγματικά, οι μπάτσοι ήταν, τελικά, σπάνια παρόντες άμεσα στην πλατεία στη διάρκεια του νόμιμα καθιερωμένου ωραρίου του Nuit Debout. Βασικά, η κατάληψη ακολουθούσε τη διάταξη της πόλης να τελειώνει κατά τη 1πμ, ένας κανονισμός που πολλές φορές επιβλήθηκε με τη βία. Στην αρχή η πλατεία ήταν ακόμα σημαδεμένη ως ένα μνημείο καθώς και ως ένα προπύργιο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης με περιπολίες και βανάκια της αστυνομίας να έχουν περικυκώσει ήδη τη γειτονική περιοχή· το κίνημα του Nuit Debout έπρεπε να την “αποσπάσει από το κράτος και την μνήμη αυτών που σύχναζαν περισσότερο στην περιοχή τον επόμενο ενάμιση μήνα. Οι “σέλφις” μπροστά στο κεντρικό άγαλμα της πλατείας ήταν πολύ λιγότερες, εκτός και αν επρόκειτο να φωτογραφήσουν όσους χόρευαν στην κορυφή του. Τα γειτονικά μπαρ και εστιατόρια που είχαν δεχτεί τις επιθέσεις ξανάνοιξαν. Όμως η παρουσία της αστυνομίας αυξήθηκε πραγματικά με το ξεκίνημα του Nuit Debout. Γέμισαν έναν κομβικό δρόμο που οδηγούσε στην Belleville, βάζοντας ανακοινώσεις σε μερικά από τα μπαρ που θα ήταν πολυσύχναστα να πάρουν μια απόσταση από την πλατεία καθώς και ότι θα μπορούσαν να είναι στόχος επιθέσεων με μολότοφ στη διάρκεια πιο ταραγμένων βραδιών (ενώ τα δακρυγόνα ρίχνονταν μέσα στη γραμμή του μετρό, εμπλέκοντας ακόμα και αυτούς που δεν θα το ήθελαν). Για εκείνους τους μήνες, κανείς δεν έμοιαζε να νοιάζεται πλέον, ούτε ακόμα και τα μέσα ενημέρωσης, σχετικά με τη ζωή του μνημείου (σε σύγκριση με την “σοκαριστική” καταστροφή της πλατείας από τις “παράνομες” ταραχές στη διάρκεια της Σύσκεψης COP21).

Μια πολλαπλότητα άνοιξε στην πλατεία: ωθούμενη κυρίως από το “ξεφύτρωμα” πολλαπλών “επιτροπών” (για παράδειγμα, πολιτικής οικονομίας, καθοδηγούμενης κυρίως από τύπους “bitcoin” χωρίς καμμιά ιδιαίτερη “κριτική”, γαλλο-αφρικανικών σχέσεων, οργανωτικών καθηκόντων κ.λπ.) που λάμβαναν χώρα παράλληλα σε μια γενική συνέλευση με “ελεύθερο βήμα” και με την συμμετοχή όλων, από τον ακραίο κηπουρό της διπλανής πόρτας μέχρι τους απεργούς σιδηροδρομικούς. Πολλές γυναίκες που σύχναζαν στην πλατεία ανέφεραν περιστατικά παρενόχλησης· μια αποκλειστική/μη-μικτή10 επιτροπή συστήθηκε επί τόπου ενώ μια μαρξιστική φεμινιστική επίσης μη-μικτή ομάδα αρχίζει να συναντιέται στην παραπλήσια Εργατική Λέσχη (που θα σχημάτιζαν επίσης τα δικά τους μπλοκ και θα τραγουδούσαν τα δικά τους συνθήματα στις πορείες). Οι σκηνές, που αυξήθηκαν σε αποτελεσματικότητα στη διάρκεια του μήνα, άνοιξαν γύρω στις 6μμ, αλλά άνθρωποι άρχισαν να μαζεύονται νωρίτερα για να μιλήσουν ή να κάνουν ένα διάλειμμα για φαγητό. Διαφορετικές ομάδες έστησαν τραπεζάκια ή έπιασαν χώρο, σημεία πληροφόρησης [infoshops], τα παιδιά του MILI, Κούρδοι, Παλαιστίνιοι, οδηγοί ταξί που πέρναγαν από κει κόρναραν σε ένδειξη συμπαράστασης, ντελιβεράδες της Kangaroo απλά άραζαν, ρέιβερς προσπαθούσαν να επιδειχτούν11 κ.λπ. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι επί μήνες πριν υπήρχε μια σκηνή από ανθρώπους που είχαν υποστεί έξωση από κοινωνικές κατοικίες, μέρος του προγράμματος ωραιοποίησης και άνθισης της αγοράς ακινήτων στο πλαίσιο των ολυμπιακών υποψηφιοτήτων και του σχεδίου επέκτασης του “Μείζονος Παρισίου”. Αυτή η σκηνή και ο στόχος της ενσωματώθηκαν στην ευρύτερη κατασκήνωση. Στήθηκε μια καντίνα με συνεισφορά ανάλογα με τη δυνατότητα καθενός και ανάμικτες κριτικές – κάποιοι Σύριοι πρόσφυγες που στριμώχνονταν σε μια γωνιά του δρόμου προτιμούσαν κατά περιόδους κάτι άλλο. Υπήρχε ένας ένας ραδιοφωνικός σταθμός που παρουσίαζε κάθε τι, ακόμα και κάποιους φοιτητές σε απεργία ενοικίου στο Λονδίνο που επισκέπτονταν το Παρίσι. Άστεγοι άνθρωποι (αυτοί χωρίς μια σταθερή διαμονή) άρχισαν επίσης να χρησιμοποιούν το Nuit Debout ως έναν πόρο και έστησαν οι ίδιοι μια “οργανωτική” σκηνή – στην οποία παρόλα αυτά δεν μπορούσαν να κοιμηθούν το βράδυ. Μετανάστες έστησαν κατασκηνώσεις πιο δίπλα, το καλλίτερο που μπορούσαν να κάνουν απέναντι στις εξώσεις της αστυνομίας, και στις οποίες μπορούσαν όντως να μείνουν στη διάρκεια της βραδιάς· κάποιες νύχτες μπήκαν στη δυναμική, με πορείες από και προς την πλατεία. Μια αρχική διαφωνία στο εσωτερικό της πλατείας αφορούσε το αν θα επιτρεπόταν η ύπαρξη πάγκων με λουκάνικα τύπου merguez12. Κατά διαστήματα στηνόταν μια φουσκωτή σκηνή προτζέκτορα, που έφερνε ταινίες για τα ZAD13, τους Μαύρους Πάνθηρες κ.λπ. στην πλατεία. Αλλά η βραδιά που προσήλκυσε τον περισσότερο κόσμο ήταν αυτή με τη συμφωνία του Dvorak, ενώ μποξέρ πυγμαχούσαν παραδίπλα για ένα άλλο κοινό. Όλα αυτά υπό την πανσέληνο.

Στο μεταξύ οι αποκλεισμοί των σχολείων συνεχίζονταν στο Παρίσι και στα προάστια, όπως και οι άγριες διαδηλώσεις από την πλατεία Nation με ή χωρίς μια καλεσμένη πανεθνική μέρας δράσης. Στις 5 Απριλίου καλείται άλλη μια πορεία από τα συνδικάτα, υπάρχουν εφτά μικρότερες πορείες την ίδια μέρα, ξεκινώντας με αποκλεισμούς σχολείων. Το πρωί ξεκινά με φλεγόμενα οδοφράγματα στο Λύκειο Levallois-Perret. Υπάρχουν γύρω στους 1500 μαθητές στην πορεία από την Nation και στη συνέχεια πολλές άγριες διαδηλώσεις, μετά την κύρια πορεία των συνδικάτων, που καταλήγουν στην République γύρω στις 4μμ., όπου ο κόσμος προσπαθεί να αποφασίσει για ένα σχέδιο δράσης απέναντι στην επαπειλούμενη εκκένωση της πλατείας που, όμως, δεν επιχειρείται τελικά. Στις 8 Απριλίου έγιναν 38 συλλήψεις μαθητών στην περιοχή του Île-de-France, 22 από τους οποίους ήταν στο προάστιο 93, Seine-Saint-Denis (με την αιτιολογία ότι πετούσαν περιττώματα, “μια προτροπή σε ταραχές”). Ένα αμάξι καίγεται, κάδοι φλέγονται, η αστυνομία χρησιμοποιεί βομβίδια διασποράς και δακρυγόνα – μερικοί μαθητές τραυματίζονται. Υπάρχουν αποκλεισμοί σχολείων που καταστέλλονται από την αστυνομία αυτή την ίδια μέρα σε ολόκληρη τη Γαλλία, για παράδειγμα στο Μονπελιέ.

Στη συνέχεια, μια άλλη κομβική νύχτα γι’ αυτό τον μήνα και για την ένταση στην Nuit Debout είναι η “apéro chez Valls” – ποτά στην κατοικία του Πρωθυπουργού Μανουέλ Βαλ – το απόγευμα της 9ης Απριλίου, μετά από μια ακόμα μέρα πανεθνικής κινητοποίησης σχεδόν 100.000 ατόμων στο Παρίσι. Κάποιος, στη διάρκεια της συνέλευσης, ισχυρίστηκε ότι ήταν η μεγαλύτερη άγρια διαδήλωση από τον καιρό του κινήματος ενάντια στον νόμο CPE το 2006, με σχεδόν 2.000 άτομα να ψάχνουν το σπίτι του Πρωθυπουργού (ασαφώς). Στη συνέχεια, η κυκλοφορία γύρω από την République μπλοκάρεται, με τα αμάξια να μεταμορφώνονται σε εστίες φωτιάς. Είναι φανερό στην πλατεία ότι θα παιχτεί η παλιά ένταση ανάμεσα στους “μπαχακάληδες” (casseur) και τους “πολίτες” (citoyen), αλλά σε μικρότερο βαθμό από ό,τι σε προηγούμενα κινήματα – με το Nuit Debout να είναι το κοινό πεδίο και των δύο υποκειμένων και με μια πραγματική απώλεια πίστης στις αντιπροσωπευτικές πολιτικές που βρίσκει συμπάθεια στο “συγκινησιακό” κομμάτι των ταραχών14 ή της εξέγερσης. Στις εβδομάδες που ακολούθησαν υπάρχει μια άγρια πορεία σχεδόν κάθε μέρα από την République, φωνάζει το σύνθημα “Manif Sauvage”, κάνει τον κύκλο της πλατείας για να μαζέψει διάφορους περίεργους, συνήθως για να κάνει θόρυβο έξω από ένα αστυνομικό τμήμα ή απλά για να τις “παίξει” με τους μπάτσους, στο Μαραί, την πολυτελή γειτονιά του Παρισιού κάτω ακριβώς από την République. Σημειωτέον, στις 14 Απριλίου, η αστυνομία πραγματικά “τσάκισε” τις άγριες πορείες των μαθητών που προηγήθηκαν των πορειών των συνδικάτων. Πολλοί συνελήφθηκαν εκείνο το πρωί, κάνοντας την κεφαλή της πορείας να μοιάζει άδεια μέχρι τη στιγμή που οι μαθητές ενώθηκαν και πάλι με την πορεία. Εκείνες τις επόμενες μέρες, άγριες πορείες συνεχίζουν να εκκινούν από την République και άλλοι αποκλεισμοί φαστφουντάδικων κ.λπ, ξεκινούν, υποστηριζόμενοι επίσης από μαθητές.

Στις 20 Απριλίου υπάρχει μια καθοριστική συνέλευση που οργανώνεται από το Fakir, τον Lordon και τον Ruffin στην “Εργατική Λέσχη”15.Εδώ, ο “μη-αιτηματικός” χαρακτήρας του Nuit Debout – προσδεμένος στον χώρο ελεύθερου λόγου,, έναν χώρο χωρίς ανθρώπινα μικρόφωνα – μετατράπηκε σε ένα “πώς κάνουμε μια γενική απεργία” με διάφορα μέλη συνδικάτων και μαθητές επίσης παρόντες, με τον Lordon να προβοκάρει τους συνδικαλιστές και τον Ruffin, κάπως λιγότερο σχολαστικό, να καθορίζουν ότι μόνο συγκεκριμένες προτάσεις, όχι αφηρημένες γενικολογίες – που θα έπρεπε να δωθούν μέσα σε ένα λεπτό! – θα μπορούσαν να ακουστούν (ενώ ο ίδιος μιλούσε πολύ περισσότερο). Οποιοσδήποτε πήγαινε να μιλήσει στομφώδικα για “Global Debout”, για παράδειγμα, γιουχαριζόταν και αποδοκιμαζόταν με σφυρίγματα. Η υπόθεση αυτή αφορούσε τη Γαλλία. Το δωμάτιο, κατάμεστο από σχεδόν 200 άτομα, ήταν υπερβολικά “λευκό”, περισσότερο από όσο είχε γίνει η πλατεία – ένα πραγματικό “κόσκινο” αυτών που ενδιαφέρονταν για την “συγκεκριμένη αφηρημένη πολλαπλότητα” του Nuit Debout· κανένας μαθητής δεν ήταν παρών, μόνο ένας ηγέτης από μια φοιτητική ένωση μίλησε για “τη νεολαία”.

Στις 21 Απριλίου υπάρχει το πρωί ένας αποκλεισμός των λεωφορείων της RATP16 στο Saint-Denis και μια συγκέντρωση μαθητών και σιδηροδρομικών κοντά στον σταθμό του Austerlitz και το Salpétrière. Το βράδυ στις 21 και 22 Απριλίου ένα κατειλημμένο παλιό σχολικό κτίριο στο 19ο διαμέρισμα ανοίγει για 400 μετανάστες με την υποστήριξη του Nuit Debout (ή τουλάχιστον, υπάρχει μια πινακίδα στην είσοδο· αλλά όσοι βοήθησαν δεν συνδέονται “επίσημα” ούτε περιορίζονται στο Nuit Debout). Θα κρατήσουν την κατάληψη μέχρι τις 4 Μαΐου όταν για πρώτη φορά είναι που η ίδια η αστυνομική διεύθυνση, όχι ο δήμος, που δίνει την εντολή της εκκένωσης (πιθανόν εξαιτίας των δεσμών με το Nuit Debout). Στη διάρκεια αυτών των ημερών γίνονται και άλλες βραχύβιες καταλήψεις “εκτός της πλατείας”, συμπεριλαμβανομένης αυτής του Théâtre de l’Odéon και της Comédie Française· καθοδηγούμενες από αυτούς που δουλεύουν στις τέχνες και λαμβάνουν επαπειλούμενες κρατικές επιχορηγήσεις. Στο σημείο αυτό μπορούμε επίσης να ανακαλέσουμε ότι στη διάρκεια αυτών των μηνών υπάρχουν απεργίες πείνας στο Καλαί καθώς το μεγαλύτερο στρατόπεδο μεταναστών κοντά στο Τούνελ του Καναλιού της Μάγχης αποδεκατίζεται από τις δυνάμεις των ΜΑΤ. Νωρίτερα στη χρονιά είχαν γίνει κινητοποιήσεις εκεί, που είχαν κατασταλεί πολύ άγρια, με το κράτος να θέλει διακαώς να τοποθετήσει αυτά τα καινούρια βιομετρικά κοντέινερ που μπορούν να στεγάσουν τον μισό μόνο πληθυσμό του στρατοπέδου μεταναστών στο Καλαί.

Στις 28 Απριλίου, την 59η Μαρτίου, γίνεται μια απόπειρα αποκλεισμού του Porte de Gennevilliers το πρωί, με πολλές συλλήψεις, πριν από μια ακόμα πανεθνική διαδήλωση, την τέταρτη μέχρι τότε, που τελειώνει στην Nation στο Παρίσι, όπου τα δακρυγόνα και ο πετροπόλεμος με τους μπάτσους είναι στο “φόρτε” τους. Στη διάρκεια της κεντρικής πορείας, βλέπουμε την τακτική της αστυνομίας να αποκόπτει την εκτός συνδικάτων κεφαλή της πορείας από τα συνδικάτα, αφήνοντας σε αυτά το αν θα συνεχίσουν στην ίδια διαδρομή ή όχι (όπως και στην επόμενη διαδήλωση της 1ης Μαΐου όπου εφαρμόστηκε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο η τακτική του kettling, αν και κάπως “διαπερατά”, παρά τις καλλίτερες προσπάθειες του Haussmann). Τα συνδικάτα κάθε φορά αποφάσιζαν να πηγαίνουν με την κεφαλή, ακόμα και όταν οι “Μονάδες Τάξης” (Service d’Ordre) της CGT εξακολουθούσαν να απωθούν τους διαδηλωτές από το να προχωρήσουν μπροστά σχηματίζοντας αλυσίδες17. Όλες οι πέτρες, που μαζεύονται στην σταθμό του d’Austerlitz, χρησιμοποιούνται στην Nation πριν από την απόπειρα ολονύχτιας κατάληψης της République για την οποία βγαίνουν τρικάκια και σχεδιάζεται για αργότερα: #RamèneTaPlanche: “Φέρτε τις δικές σας σανίδες”, #OnOccupeMieuxQueÇa: “Καταλαμβάνουμε και καλλίτερα από αυτό”, #OnReste: “Μένουμε”. Η γενική υποστήριξη για την κατάληψη είναι μικρή, ίσως εξαιτίας της απουσίας μιας πειστικής πρότασης στη γενική συνέλευση. Ή, όπως σημείωσε ένας σχολιαστής, οι άνθρωποι δεν είναι ακόμα τόσο απελπισμένοι κοινωνικά για να μείνουν την νύχτα, σε αντίθεση με την Ισπανία. Η πλατεία, μαζί με τo όμορφα κατασκευασμένo αγρόκτημα (hacienda) Situ, εκκενώνεται βίαια από την αστυνομία. Όσοι συνωστίζονται μέσα στο κτήμα ή το φρούριο χτυπιούνται με αέρια νεύρων, ένα κλικ αναβάθμιση από τα δακρυγόνα. Όταν καταστρέφεται το αγρόκτημα, αυτοί που δεν έχουν ξεφύγει χτυπιούνται από τους μπάτσους με πολλούς σοβαρούς τραυματισμούς. Η εκτεταμένη βία αναφέρθηκε ότι οφειλόταν στο γεγονός ότι ένας αστυνομικός είχε πέσει σε κώμα νωρίτερα την ίδια μέρα.

Μια “ανανεούμενη κατάληψη”, τουλάχιστον με το Nuit Debout σαν βάση, η δημιουργία μιας μικρής οχυρωμένης πόλης σε μια στρατιωτικοποιημένη πόλη, αποδεικνύεται πιο δύσκολη από μια κυλιόμενη, γενική απεργία και οικονομικό αποκλεισμό, που ξεδιπλώνεται με πλήρη ισχύ τον Μάιο (με την δική της περιορισμένη χρονικότητα). Κάποιοι παρατηρούν ότι ο ηγέτης της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGT), o Philippe Martinez, πρέπει να αισθάνθηκε υποχρεωμένος να υιοθετήσει μια πιο ριζοσπαστική γραμμή μετά το συνέδριο της CGT στις 28 Απριλίου ώστε να κλείσει το χάσμα ανάμεσα στην ηγεσία του συνδικάτου και της ριζοσπαστικοποιημένης βάσης του, ένα κομμάτι της οποίας φαίνεται να ενώνεται με τις αυτόνομες ομάδες στις διαδηλώσεις (όπως οι σιδηροδρομικοί και οι ταχυδρομικοί).

Απεργία, αποκλεισμοί…

H αρχή του Μαΐου στο Παρίσι σημαδεύεται από μια διαδήλωση της Πρωτομαγιάς που περικυκλώνεται, με παιδιά και ηλικιωμένους να χτυπιούνται με δακρυγόνα ενώ οι υπόλοιποι εκτός συνδικάτων διαδηλωτές γιορτάζουν. Το κράτος αρχίζει επίσης την καταστολή του ενάντια στους πρώτους βασικούς παράγοντες του κινήματος: 42 μαθητές δέχονται δικαστικές κλήσεις στις 2 Μαΐου, με 13 συλλήψεις από το Λύκειο Léonard de Vinci (στο προάστιο 92). Στα σπίτια των γονιών μερικών από αυτούς γίνονται ακόμα και επιδρομές της αστυνομίας. Ένας μαθητής από το Λύκειο Voltaire (στο Παρίσι) κινδυνεύει με 15 χρόνια φυλάκισης· ανάλογες κατηγορίες για έναν μαθητή στην Ναντ (απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά αστυνομικού). Φαίνεται ότι κλήσεις δέχτηκαν κυρίως παιδιά από τα προάστια – όχι τόσο αυτά που συμμετείχαν μέσα στο Παρίσι. Στο Παρίσι, συνεχίζονται και πάλι μικροί αποκλεισμοί σε φαστφουντάδικα. Αλλά η μεγαλύτερη είδηση μέχρι αυτό το σημείο είναι ότι η ίδια η αστυνομία θα οργανώσει τη δική της διαδήλωση ενάντι στο “αντι-μπατσικό μίσος” στις 18 Μαΐου στην République. Στις 9 Μαΐου γίνεται ένα κάλεσμα για να “περικυκλωθεί” μέσα στην πλατεία η αστυνομία. Φασιστικές ομάδες, όπως η Ligue de Défense Juiv καλούν σε στήριξη της πορείας.

Μια αποφασιστική μέρα ήταν η 10 Μαΐου και αυτό όχι μόνο εξαιτίας μιας απόπειρας να μποκαριστεί ένας αυτοκινητόδρομος από 150 ακτιβιστές κοντά στον Σηκουάνα σε ένδειξη αλληλεγγύης με τους απεργούς στην Mayotte. Την ίδια μέρα, η κυβέρνηση σπρώχνει τον νόμο ένα ακόμα επίπεδο παραπάνω, παρά τις διαιρέσεις στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, χρησιμοποιώντας το προαναφερθέν άρθρο 49.3 – και πάλι, ένα κατεπείγον διάταγμα που δεν απαιτεί πλειοψηφία, με προηγούμενο στον πόλεμο της Αλγερίας. Άνθρωποι συγκεντρώνονται έξω από την Εθνοσυνέλευση στη βροχή, με άγριες διαδηλώσεις να ξεσπάνε σε ολόκληρο ο Παρίσι απαιτώντας από τους Ολλάντ και Βαλ να παραιτηθούν.

Η 12η Μαΐου είναι η πέμπτη πανεθνική διαδήλωση. Πρέπει να σημειώσουμε ότι στις 11πμ οι διαδηλώσεις των μαθητών είχαν ξεθυμάνει εξαιτίας των διακοπών του Πάσχα και της καταστολής. Η καινούρια “φαεινή” ιδέα στην προσπάθεια του Κράτους να διαλύσει το κίνημα είναι οι απαγορεύσεις που στάλθηκαν σε μερικούς στοχευμένους ακτιβιστές την προηγούμενη μέρα. Η “Κολλεκτίβα Άμυνας”, αποτελούμενη από εθελοντές νομικούς υπερασπιστές, καταφέρνει να ανατρέψει μερικές από τις απαγορεύσεις αλλά αυτή η τακτική εξακολουθεί να στοιχειώνει μελλοντικές κινητοποιήσεις. H πορεία η ίδια αυτή την ημέρα είναι αρκετά κατηφής καθώς πλησιάζει στην Invalides και το Κοινοβούλιο, χωρίς μεγάλη κινητικότητα, και περιορίζεται πολύ εύκολα από την αστυνομία – η προσπάθεια ενός επιθετικού κομματιού να αποσπαστεί από την κύρια πορεία σταματάει προκαταβολικά. Καθώς φτάνει η πορεία στο Κοινοβούλιο, κόσμος – κυρίως πάλι κόσμος με κουστούμι – προσπαθεί να τρυπώσει στην περιφραγμένη περιοχή, προκαλώντας τους οπλισμένους φρουρούς με πέτρες. Αυτή είναι μια μέρα που επίσης οι “Μονάδες Τάξης” της CGT και της FO18 έρχονται αντιμέτωπες με την αυτόνομη κεφαλή της διαδήλωσης. Αλλά η αστυνομία μπορεί να ειδωθεί να παρενοχλεί τα μέλη των συνδικάτων εξίσου, για παράδειγμα, μην επιτρέποντάς τους να βγούν από την περικύκλωση αν τύχει να πιαστούν εκεί.

Υπάρχει μια απόπειρα κατάληψης ενός δημοτικού κτιρίου στη διάρκεια αυτής της καλεσμένης από τα συνδικάτα πορείας, που επικαλυπτεται με κόσμο του Nuit Debout και το πάλκο της Καλών Τεχνών γίνεται επίσης μάρτυρας μιας βραχύβιας κατάληψης: εδώ, η hacienda ξανακτίζεται (για λίγο). Στις 15 Μαΐου, που σηματοδοτεί την 5η επέπτειο του κινήματος των Indignados, γίνεται ένα παγκόσμιο κάλεσμα για ένα Nuit Debout σε ολόκληρη την Ευρώπη που προσελκύει μικρή υποστήριξη, ακόμα και σε άλλες πόλεις της Γαλλίας. Αντιμέτωπη με την προσγείωση της δικής της εικασίας για μια “σύγκλιση των αγώνων”, τουλάχιστον ασυνείδητα, το Nuit Debout περιορίζει την βασική του συνεκτική πλατφόρμα σε μια διαδικτυακή καμπάνια “NOlist” κατευθυνόμενη προς την αποκήρυξη της “κοινωνικά ανεύθυνης” παγκόσμιας μπράντας. Γράφοντας τώρα στις αρχές του Ιούλη, έχουμε περάσει για τα καλά ήδη 120 μέρες από τον Μάρτιο και το Nuit Debout συνεχίζει να υπάρχει, κατά τα λεγόμενα, τουλάχιστον διαδικτυακά.

Η 17η Μαΐου ήταν η έκτη πανεθνική διαδήλωση και αυτή τη φορά η περιφρούρηση των συνδικάτων (οι “Μονάδες Τάξης”) είναι οπλισμένη με μπαστούνια του μπέηζμπολ και αλυσίδες, ενώ οι αυτόνομοι στην κεφαλή της πορείας τραγουδούν “SO Collabo”, δηλαδή “Μονάδες Τάξης συνεργάτες” [της αστυνομίας]. Αλλά προφανώς ακόμα κι αυτό ήταν ένας συμβιβασμός: η αστυνομική διεύθυνση ήθελε [τα συνδικάτα] να σταματάνε και να ελέγχουν τον κόσμο, κάτι που τα συνδικάτα το αρνήθηκαν (όπως σημειωνόταν στον ιστότοπο της CGT). Αλλά και άλλα μέλη της CGT βρίζανε επίσης τα μέλη των ΜΤ. Δεν είναι σύμπτωση ότι αυτή η βίαιη καταστολή των περιβόητων “μπαχακάληδων” συμπίπτει με τις απεργίες που ξεκινούν γύρω στις 17 Μαΐου: εταιρείες καθαρισμού στο Παρίσι, Air France, κλυδωνιζόμενα ΜΜΜ (SNCF και RATP), εθνική εκπαίδευση, σκουπιδιάρηδες, η εθνική Βιβλιοθήκη, η ταχυδρομική υπηρεσία στο μπλοκ 92, γραφεία στην Asnières, η ΙΒΜ, 460 εργάτες μπλοκάρουν το διυλιστήριο στην Grandpuits. Και μετά, στις 18 Μαΐου, η Mαρί Λεπέν από το Εθνικό Μέτωπο ποζάρει στην πλατεία République μαζί με τους αστυνομικούς (για τους οποίους λέγεται ότι ψηφίζουν ΕΜ σε ποσοστό 50%) στη διάρκεια της οργανωμένης τους αντι-διαδήλωσης. Η πλατεία ήταν εντελώς αποκλεισμένη και υπήρχαν φήμες ότι προστατευόταν από ελεύθερους σκοπευτές. Αυτόνομοι και μαθητές μαζεύτηκαν περιφερειακά στην πλατεία – μερικοί επιτέθηκαν και έκαψαν ένα όχημα της αστυνομίας με τους μπάτσους να βγαίνουν απ’ αυτό πολύ εύκολα – πριν ξεκινήσουν μια άγρια διαδήλωση. Ακολουθεί η γλαφυρή απεικόνιση από τα ΜΜΕ και κατηγορούνται τέσσερα άτομα από μια αποκαλούμενη “αντιφασιστική” συμμορία – η Κολλεκτίβα νομικών παρατηρεί σε ένα δελτίο τύπου ότι το “αντιφασίστες” παίρνει τον ίδιο τόνο με το “μπαχαλάκηδες”, και γίνεται ένα a priori αδίκημα.

Τα πράγματα σίγουρα επιταχύνονται μετά την χρήση του διατάγματος 49.3 (στις 3 Μαΐου) – “η δημοκρατία μας μάς απογοήτευσε” – όχι μόνο με πανεθνικές κινητοποιήσεις και απεργίες σε συγκεκριμένους τομείς, αλλά και με διαφορετικούς “διεπαγγελματικούς” αποκλεισμούς19. Στις 19 Μαΐου καλείται άλλη μια πανεθνική διαδήλωση. Το πρωί ξεκινά με έναν διεπαγγελματικό αποκλεισμό

στις επιχειρήσεις Dubrac στο Saint-Denis για να αναδείξει τον ρόλο της MEDEF (Mouvement des Enterprises in France”, την ένωση των “αφεντικών” στην υιοθέτησητου νόμου. Ούτε οι μαθητές έχουν εξαφανιστεί: για παράδειγμα, το Λύκειο Mozart αποκλείετει στις 20 Μαΐου όχι μόνο ενάντια στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης και τον Εργασιακό νόμο, αλλά επίσης ενάντια στο διάταγμα 49.320. Το Nuit Debout εξακολουθεί να είναι ένα σημείο συνάντησης παρά την αξιοσημείωτη εξασθένισή του καθώς οι συνελεύσεις συνεχίζονται. Αλλά η πραγματική ζωή του εξαρτάται πρωτίστως από τη θέση της πλατείας καθώς το ίδιο το περιεχόμενό του έχει αποδυναμωθεί – η λειτουργία τους ως μιας θέσης κράτησης του “γενικού ονείρου” για την “γενική απεργία” έχει ανατραπεί; οι αποκλεισμοί που καθοδηγούνται από τα συνδικάτα “παίζουν το χαρτί” της τακτικής της νόμιμης κατάληψης (τουλάχιστον προς το παρόν). Πιο αξιοσημείωτα, “μιλιτάντηδες” του Nuit Debout αναφέρεται από τους

συνδικαλιστές ότι υποστηρίζουν αποκλεισμούς έξω από το Παρίσι, όπως αυτόν του κόμβου διαλογής αλληλογραφίας στο Colombes στις 24 Μαΐου.

Μέχρι τις 23 Μαΐου από 100 αποθήκες οι 5 είναι αποκλεισμένες σύμφωνα με τον υπουργό Ενέργειας, 2 εξαιτίας μισθολογικών αιτημάτων και 3 για λεγόμενους “εξωτερικούς” λόγους. Αυτό επηρεάζει 1500 από 12000 σταθμούς καυσίμων. Δημιουργείται ακόμα και εφαρμογή στο κινητό για το πού μπορεί κανείς να βρει μια αντλία – “fuel sentimentale”, όπως λεγόταν σε ένα tag. Η κυβέρνηση παρατηρεί ότι ο κόσμος μπορεί να προμηθευτεί καύσιμα από τα λιμάνια – κάτι που θα το λάβουν υπόψιν τους τις επόμενες λίγες εβδομάδες οι 3600 απεργοί λιμενεργάτες στο λιμάνι της Χάβρης (Le Havre). Όλοι σχεδόν οι πολιτικοί αποκλεισμοί εκκενώνονται από τα CRS (τα γαλλικά ΜΑΤ, υπό τις εντολές του σοσιαλιστή Υπουργού Εσωτερικών) και τα αντιμπατσικά συναισθήματα ενιχσύονται πολύ κατά τη διάρκειά τους, όπως δείχνουν και τα σχετικά συνθήματα που φωνάζονται. Το μπλογκ “la serveuse” αναφέρει ένα τέτοιο τραγούδι: “οι μπάτσοι πληρώνονται από τις μανάδες μας, για να σκοτώνουν τ’ αδέλφια μας, οι μπάτσοι πληρώνονται από…δεν θα γίνουμε ποτέ μπάτσοι”21. Αντι-μπαστικά αλλά χωρίς να δίνουν τίποτα στο έργο των μανάδων. Στις 24 Μαΐου η CGT αναφέρει ότι τα οχτώ διυλιστήρια της χώρας ή είναι σε απραξία ή έχουν σταματήσει. Ένας πολυήμερος αποκλεισμός στην Βόρεια Γαλλία σπάει από τα ΜΑΤ και αύρες νερού. Και πάλι, στα καθεστωτικά μέσα μια διαφοροποίηση ανάμεσα στους “αγώνες στους χώρους δουλειάς”, που περιορίζονται στην CGT, και την πιο διεπαγγελματική οργάνωση αποκλεισμών για “εξωτερικούς λόγους” είναι εμφανής – που ιδεολογικά δουλεύει ώστε αυτά τα δύο να κρατιούνται αμοιβαία αποκλειόμενα, κανονικοποιώντας αυτή την εντατικοποίηση της ταξικής πάλης στο σημείο αυτό γύρω από τον εργασιακό νόμο με την ιδέα ότι οι Γάλλοι πάντα απεργούν κ.λπ.

Ένας παραδειγματικός αποκλεισμός, με όρους που μας λένε “ποιοι” ήταν σε αυτόν, ήταν ο αποκλεισμός στην αποθήκη καυσίμων στο Coignières, δυτικά του Παρισιού στις 25 Μαΐου – συγκεκριμένα ενάντια στον εργασιακό νόμο. Δεν καλέστηκε απλά από την CGT, ήταν επιπλέον και διασυνδικαλιστικός, Ανάμεσα στα πενήντα περίπου και περισσότερα άτομα που μαζεύτηκαν τις πρώτες πρωινές ώρες ήταν σιδηροδρομικοί, ταχυδρομικοί, εργαζόμενοι στις χημικές βιομηχανίες – με λίγα λόγια ούτε ένας από αυτούς που εργάζονται στην ίδια την αποθήκη. Ο αποκλεισμός κράτησε για 5 ώρες πριν εκκενωθεί από τα ΜΑΤ. Ένας εργάτης στην αποθήκη αναφέρει ότι δεν θα υπάρχει καμμιά σημαντική επίπτωση στην καθυστέρηση της παράδοσης: αυτές τις μέρες η αποθήκη δούλευε υπερωρίες μέχρι αργά το βράδυ για να αντισταθμίσει. Ο αποφασιστικός αποκλεισμός, όμως, σύμφωνα με το εργάτη αυτόν, μοιάζει να είναι αυτός του αγωγού ανάμεσα στην Χάβρη και το Παρίσι, που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον αριθμό των ημερών με επαρκή αποθέματα για τη συγκεκριμένη αποθήκη. Την ίδια μέρα επίσης αρχίζει μια 24-ωρη απεργία στο πυρηνικό εργοστάσιο Nogent-Sur-Seine που έχει καλεστεί από την CGT, με τους αντιδραστήρες να χρειάζονται 3 με 5 μέρες για να επανέλθουν από το μπλακ άουτ.

Τις τελευταίες μέρες του Μαΐου τα προάστια του Παρισιού είναι γεμάτα από αποκλεισμούς και καταλήψεις: η 26η είναι μια μέρα πανεθνικής κινητοποίησης με ολοένα αυξανόμενη αστυνομική βία, απαγορεύσεις δρόμων και μια προσπάθεια να αποτραπούν οι αυτόνομοι από την κεφαλή της πορείας. Κατασκευάζεται ένας υπέροχος φλεγόμενος φοίνικας με το τσιτάτο του Μαρξ για “την έφοδο στον ουρανό” γραμμένο επάνω του. Όπως αναφέρει η “la serveuse”, παρόν είναι και το “παρατηρητικό βλέμμα μας κάμερας υψηλής ευκρίνειας που την χειρίζεται ένας πράκτορας (RG: η γαλλική μυστική υπηρεσία) που προσποιείται τον δημοσιογράφο πάνω σε ένα μπαλκόνι”, και συνεχίζει, όσον αφορά τον διχασμό σχετικά με τους “μπαχακάληδες”: “περνούν μερικά μέλη του συνδικάτου των σιδηροδρομικών λέγοντας “casseurs, Collabos” (μπαχακάληδες, ταραξίες, συνεργάζεστε με το κράτος)” ενώ πολλά άλλα μέλη συνδικάτων, συμπεριλαμβανομένων και των σιδηροδρομικών, χειροκροτούν όποτε γίνονται σπασίματα. Την ίδια μέρα γίνονται κι άλλοι αποκλεισμοί: ένας διεπαγγελματικός αποκλεισμός του λιμανιού της Gennevilliers στο 92ο προάστιο για 3 ώρες και μια κατάληψη ενός εργοταξίου από την CGT.

Και στη συνέχεια, στις 30 Μαΐου, ένα εργοστάσιο διαχείρισης σκουπιδιών (στο 94) αποκλείεται εκ νέου καθώς συνεχίζεται η απεργία των σκουπιδιάρηδων και ένα άλλο εργοστάσιο διαλογής στο 93 μπλοκάρεται τα ξημερώματα, καλεσμένο από την CGT. Παρόντες είναι και απεργοί που δουλεύουν για τον Δήμο και οδηγοί της TIRU/SYCTOM (θυγατρικές της Εταιρείας Ηλεκτρισμού – Electricité de France, EDF). Η κύρια δουλειά του εργοστασίου διαλογής είναι να μετατρέπει τα σκουπίδια σε ηλεκτρική ενέργεια, οπότε εδώ συναντιούνται οι αποκλεισμοί και των σκουπιδιών και της ενέργειας. Ο αποκλεισμός τερματίζεται πριν από το τέλος της μέρας από τα ΜΑΤ και ασφαλίτες με πολιτικά (μέλη της BAC), που αρχικά είχαν “εφευρεθεί” για τα προάστια. Αλλά η βασική κατάληψη που υποστηρίζει αυτός ο αποκλεισμός είναι από καμμιά εκατοστή σκουπιδιάρηδες και εργάτες της αποχεύτεσης στο Ivry από την προηγούμενη Δευτέρα. Η τακτική σχετικά με τα σκουπίδια που παίζεται είναι εμφανής στο Παρίσι: η CGT καλεί “τους πάντες” να συμμετάσχουν στον αποκλεισμό. Η προσπάθεια ανακατεύθυνσης των σκουπιδιών σε άλλους κλιβάνους στο Παρίσι προκαλεί προσπάθειες αποκλεισμού και αυτών στις αρχές του Ιουνίου. Σε ολόκληρη τη Γαλλία, από τα πάνω καλεσμένες από την CGT διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος ξεκινούν στις 26 Μαΐου και στη συνέχεια μια δεύτερη απεργία που περιλαμβάνει 19 πυρηνικά εργοστάσια ανακοινώνεται για την 1η Ιουνίου. Αυτές οι διακοπές ρεύματος στόχευαν ειδικά, σύμφωνα με το δελτίο τύπου της CGT, εγκαταστάσεις του κράτους και των εργοδοτών (MEDEF) αλλά παρόλα αυτά είχαν επιπτώσεις και σε εκαταντάδες χιλιάδες κόσμο. Το συνδικάτο στην SNCF (εθνικοί σιδηρόδρομοι, μέλη της CGT και του συνδικάτου SUD22) καλούν σε μια κυλιόμενη απεργία που αρχίζει από τις 31 Μαΐου: μόνο 6/10 γραμμές υψηλής ταχύτητας (TGV) και 4/6 γραμμές της RER23 καθίστανται ανενεργές. Και όπως παρατηρεί το “la serveuse”: “οι πικετοφορίες είχαν και απώλειες, στο Χερβούργο ένας συνδικαλιστής σκοτώθηκε με τη μηχανή του πηγαίνοντας σε μια πικετοφορία, ενώ σε έναν άλλο αποκλεισμό ένας άλλος διαδηλωτής τραυματίστηκε καθώς χτυπήθηκε από έναν οδηγό φορτηγού”.

“Η Γαλλία πάει καλλίτερα” (Ολλάντ)

Στις αρχές Ιουνίου, εν μέσω ενός ξεσπάσματος πλημμυρών σε όλη τη χώρα, η πίεση, που υποστηρίζεται από την CGT και διεπαγγελματικά σχήματα συνεχίζεται, ενισχυόμενη ενόψει της εθνικής ημέρας της 14ης Ιουνίου που θα ήταν καθοριστική για την συνέχιση του κινήματος (το ταβάνι των απεργιών χωρίς την κυβέρνηση να υποχωρεί, τουλάχιστον στον βαθμό που οργανώνεται γύρω από το αίτημα της απόσυρσης εντελώς του νόμου, άσχετα από οποιεσδήποτε τροποποιήσεις). Αυτοί που απεργούν σε κάποιους τομείς της εκπαίδευσης και της τέχνης ουσιαστικά πληρώνονται από την κυβέρνηση. Μια ανοιχτή-κλειστή (μέσο μεταφοράς στο Παρίσι) απεργία ξεκινά της 2 Ιουνίου, με το λάκτισμα να δίνεται από μια διεπαγγελματική διαμαρτυρία με τους σιδηροδρομικούς στην κεφαλή και μια απόπειρα αποκλεισμού του Porte de Versailles – στις επόμενες μέρες βλέπουμε αποκλεισμούς ταχυδρομείων (στα προάστια 91 και 92), εργοστάσια επεξεργασίας σκουπιδιών, σιδηρογραμμών (στο Παρίσι), αμαξοστάσια σκουπιδιάρικων (6 Ιουνίου), δρόμων γύρω από το αεροδρόμιο Σαρλ Ντε Γκωλ (CDG), μια προσπάθεια κατάληψης των γραφείων της MEDEF (7 Ιουνίου)24. Εν των μεταξύ το Nuit Debout (στην 97η ημέρα του, #97mars) κάνει πορείες στα πιο “δημοφιλή διαμερίσματα”, οργανώνοντας “βήματα ελεύθερου λόγου” εκεί, με ένα πανό για την “σύγκλιση των αγώνων” – και πραγματικά, κάποιοι αγώνες, όπως αυτοί των καθαριστριών και κατά των εξώσεων συγκλίνουν εκεί. Το Nuit Debout είχε ήδη επεκταθεί στις πλατείες των προαστίων και του ευρύτερου Παρισιού, αλλά αυτό ήταν περισσότερο συμβολικό, ενοποιητικό, αυτών των τάσεων (και που, όπως, αναφερόταν συνήθως κυριαρχούνταν στη συνέχεια από τοπικούς πολιτικούς παράγοντες). Όλα αυτά γίνονται με φόντο/σκηνικό τα 2 εκατομμύρια επισκέπτες για το Ευρωπαϊκό κύπελλο ποδοσφαίρου (Euro Cup) 2016 και με τον Ολλάντ να δηλώνει ότι παρά τις διαμαρτυρίες η “τρομοκρατία” παραμένει ο μεγαλύτερος εχθρός του κράτους – προσκολημμένος/clinging απελπισμένα στη κήρυξη πολέμου που έκανε ο ίδιος τον περασμένο Νοέμβριο, πόλεμος που έκτοτε ήταν εντελώς ξεκάθαρο ότι είχε εξαπολυθεί ενάντια στους προλετάριους και δεν του είχε προσφέρει καμμιά παραπάνω εκτίμηση.

Η “μάχη” της 14ης Ιουνίου είναι τεράστια, με ένα εκατομμύριο να διαδηλώνει μόνο στο Παρίσι. Η CGT κουβαλά κόσμο από παντού, ιδιαίτερα από την Χάβρη. Χιλιάδες επί χιλιάδων είναι στην κεφαλή με τους αυτόνομους, άλλοι πορεύονται με πανώ, άλλοι χωρίς, άγριοι, παντού, δεν έχουν πλέον το “μαθητικό” πρόσωπο επειδή τα περισσότερα πρόσωπα είναι καλυμμένα. Η αστυνομία ανεβάζει τη βία της: πολλοί τραυματίζονται, οι γιατροί και νοσοκόμοι του δρόμου τρέχουν παντού, μερικοί με κονκάρδες του Nuit Debout, οι μπάτσοι επιτίθενται κατά βούληση, περικυκλώνουν το πιο “ζωηρό” κομμάτι της κεφαλής στην πρώτη γραμμή, παρεμποδίζουν την ταχύτητα και, κάπου στα μισά, φέρνουν και μια αύρα νερού (κάτι νέο για το Παρίσι στη διάρκεια αυτών των αγώνων, αλλά που είχε χρησιμοποιηθεί ήδη σε άλλες πόλεις όπως η Ρεν). Παρακείμενοι δρόμοι είναι σε αυτό το σημείο αποκλεισμένοι και “σφραγισμένοι”, με λίγο χώρο για τα άγρια κομμάτια που αποσπούνται από την πορεία και που μέχρι τώρα είχαν γίνει κάτι συνηθισμένο. Η αύρα παίρνει τη θέση της περιφρούρησης των συνδικάτων ανάμεσα στα κομμάτια των αυτόνομων και των συνδικάτων, αλλά πραγματικά υπάρχει τεράστια διαπερατότητα ανάμεσα σε αυτά τα δύο, με ταχυδρομικούς και σιδηροδρομικούς όχι μόνο από το πιο ριζοσπαστικό συνδικάτο SUD αλλά και από την CGT να ενώνονται με την κεφαλή. Η αύρα στοχεύει επίσης και τους αυτόνομους και τα συνδικάτα. Στο τέλος της πορείας οι διαδηλωτές βρίσκονται μέσα σε σύννεφα δακρυγόνων αναμεμιγμένα με νερό στην Invalides· η πορεία δεν αφήνεται καν να ανασυγκροτηθεί.

Η μέρα σημειώνεται ως μια “επιτυχία” από τα συνδικάτα αλλά μετά από ήδη 15 μέρες κυλιόμενων απεργιών, με μερικούς τομείς της CGT να κάνουν πίσω, το αποτέλεσμα για το αίτημα της “απόσυρσης” [του νόμου] παραμένει ασαφές. Μερικοί αυτόνομοι διακηρύσσουν ότι το πέρασμα στο επόμενο “όριο” των ταραχών-εξέγερσης είναι αυτό που ακολουθεί – και ο Βαλ ρίχνει σε αυτό το σημείο την ευθύνη για τους “μπαχακάληδες” σχεδόν αποκλειστικά στην CGT, παρά τη φανερή συνεργασία της με την αστυνομία ολόκληρο τον τελευταίο μήνα. Ένα υπόμνημα που υπογράφεται από 50000 άτομα, απευθύνεται στον Ολλάντ με τη θεωρία ότι ήταν ασφαλίτες αυτοί που πραγματικά έσπασαν τα παράθυρα του νοσοκομείου Necker για παιδιά. Εκείνη την ημέρα ακόμα και τα μέλη των συνδικαλιστών διαμαρτύρονταν έξω από τις αστυνομικές διευθύνσεις μέσα στη βροχή για την απελευθέρωση των συντρόφων τους. Πολλές στα γρήγορα οργανωμένες άγριες πορείες ακολουθούν τη νύχτα και καπνοί σηκώνονται πάνω από την République μετά από το κάψιμο ενός αυτοκινήτου της RATP. Αλλά το Nuit Debout αισθάνεται πραγματικά νεκρό και το ποδόσφαιρο έχει επισήμως αφιχθεί σε ολόκληρη τη Γαλλία. Ακόμα και η CGT ανταποκρίνεται στον Βαλ με μια μεταφορά για τους ποδοσφαιρόφιλους στο ανακοινωθέν της – λες και δεν είναι δουλειά των οπαδών να διασφαλίσουν την ασφάλεια μέσα στο στάδιο ή δεν είναι δουλειά τους να εγγυηθούν την ασφάλεια σε μια νόμιμη πορεία (παρά τις προσπάθειές τους).

Τότε στις 23 Ιουνίου, για πρώτη φορά μετά το 1958, κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας και υπό τις διαταγές του αρχηγού της αστυνομίας Maurice Papon (του μόνου αξιωματούχου της κυβέρνησης του Βισύ που καταδικάστηκε για τον ρόλο του στην απέλαση Εβραίων και υπεύθυνου για το μακελειό των Αλγερινών στο Παρίσι το 1961), μια σοσιαλιστική κυβέρνηση διακήρυξε ότι θα απαγόρευε μια καλεσμένη από τα συνδικάτα πορεία. Η 23η Ιουνίου του 2016, μια από τις μέρες δράσης με την πιο έντονη καταστολή, ήταν μια μέρα περπατώντας σε κύκλους από τη Βαστίλλη και πίσω πάλι εκεί· είχαν εγκατασταθεί πρόχειρες κάμερες· έλεγχοι σε τσάντες· καλλίτερα να μην έχεις αντιασφυξιογόνα μάσκα μαζί σου (είναι παράνομο να προσπαθείς να προστατεύσεις τον εαυτό σου αποτελεσματικά από τα δακρυγόνα)· πολλές συλλήψεις, ανάμεσα στις οποίες και μελών των συνδικάτων, πχ. ένας εργάτης μέλος του SUD από το 92ο προάστιο μπήκε στη φυλακή, απεργώντας από τις αρχές Μαΐου· το συνδικάτο αστυνομικών Unité SGP (της Force Ouvrière) επικαλέστηκε ότι οι αστυνομικοί είναι “κουρασμένοι” και σε “ένταση”. Αυτό μπορεί να ειδωθεί σαν μια προσπάθεια της κυβέρνησης να μειώσει ειδικά τη διαπραγματευτική και απεργιακή δύναμη της CGT, αν και η απεργία της μέρας αυτή έχει καλεστεί και από τα υπόλοιπα συνδικάτα.

Περισσότερη καταστολή ακολούθησε καθώς οι νομικές κατηγορίες μαζεύονται, σε ένα χωρίς προηγούμενο περιστατικό προκαταβολικής στοχοποίησης, η αστυνομία περιμένει μια ομάδα εκατό περίπου καταληψιών της “Εργατικής Λέσχης” να ενωθούν με μια από τις τελευταίες πανεθνικά καλεσμένες πορείες. Τους σταμάτησαν και τους υπέβαλλαν σε έλεγχο και περιορισμό για 9 ώρες. Τώρα, στην μετά Brexit εποχή, η δυναμική του ίδιου του κινήματος στην πλατεία, στις πικετοφορίες και στους δρόμους μπορεί να ειδωθεί σε ξεκάθαρη υποχώρηση ενόψει του καλοκαιριού καθώς εμφανίζονται στο προσκήνιο οι φιλόσοφοι πιέζοντας για ένα διαδικτυακό υπόμνημα για δημοψήφισμα25. Ας περιμένουμε να δούμε λοιπόν τι θα γίνει τον Σεπτέμβρη…

Υστερόγραφο

Από τότε που γράφτηκε αυτό το σημείωμα στα τέλη Ιουνίου και στις αρχές Ιουλίου, όπου και η έκθεση τελειώνει με ταπεινοφροσύνη, το διάταγμα 49.3 χρησιμοποιήθηκε και τρίτη φορά για το οριστικό πέρασμα του νόμου στις 20 Ιουλίου, με την εφαρμογή ενός συνόλου 7000 τροποποιήσεων. Τώρα είναι ζήτημα του “τι πρέπει να ξέρεις” σαν εργάτης αυτού του νόμου-παλίμψηστου και έχει προταθεί να γίνει μια “εύπεπτη” μορφή για “αρχάριους” του διαβοήτου χοντρού, κόκκινου βιβλίου του γαλλικού εργατικού κώδικα. Εν τω μεταξύ η πολιτική κρίση έχει βαθύνει για την λιγότερο δημοφιλή κυβέρνηση μέχρι σήμερα, εξίσου ισοπεδωμένη από την “αποτυχία” των γαλλικών δυνάμεων ασφαλείας μετά τις επιθέσεις στη Νίκαια. Ο Βαλ αποδοκιμάζεται πριν και μετά την τήρηση σιγής στην Νίκαια. Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης έχει επίσημα επεκταθεί μέχρι τον Ιανουάριο του 2017. Ο Ολλάντ εξακολουθεί να κρατά μια σκληρή γραμμή με την Τερέζα Μέη στις διαπραγματεύσεις για το Brexit και η Μαρί Λεπέν ακονίζει τα μαχαίρια της για τις επερχόμενες εκλογές, ευλογώντας την απόφαση της Βρετανίας για απαχώρηση από την ΕΕ. Και τώρα ξεσπούν ταραχές στο προάστιο του Beaumont-sur-Oise για τη δολοφονία του Adama Traoré ενώ ήταν κρατούμενος, με περισσότερες διαμαρτυρίες και φωτιές να “ανθίζουν” στο καλοκαίρι.

1 Αυτή η ενότητα είναι εν μέρει μια μετάφραση ενός κειμένου που εμφανίστηκε μετά τις επιθέσεις. Άλλες πληροφορίες έχουν μεταφραστεί από την αυτόνομη μπροσούρα Paris Debout, που περιείχε ιστορίες τόσο από αριστερά όσο και καθεστωτικά πρακτορεία ειδήσεων.

2 Στμ. FLN, Front de Libération Nationale: το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο της Αλγερίας, το βασικό εθνικό κίνημα στη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας και το μοναδικό νόμιμο πολιτικό κόμμα στο κράτος της Αλγερίας μέχρι την νομιμοποίηση άλλων κομμάτων το 1989.

3 Το άρθρο 49.3, αποκαλούμενο και “δέσμευση υπευθυνότητας” (στμ. στα αγγλικά: “commitment of responsibility”), επιτρέπει στην κυβέρνηση να περάσει έναν νόμο χωρίς μια ψηφοφορία κάτω από το κάλυμα της απόρριψης μιας ψήφου μη-εμπιστοσύνης που η αντιπολίτευση θα πρέπει να καταθέσει για τον τύπο, με μικρή ελπίδα επιτυχίας.

4 Στμ. στα αγγλικά kettling. H τακτική της αστυνομίας να περιορίζει μια ομάδα διαδηλωτών ή διαμαρτυρόμενων σε μια μικρή περιοχή, ως μέθοδο ελέγχου του πλήθους στη διάρκεια μιας διαδήλωσης.

5 Στμ. Workfare:

To workfare είναι μια λέξη που δεν υπάρχει ακόμα στο πολιτικό λεξιλόγιό μας. Ωστόσο, η έννοια της «ανταποδοτικής πρόνοιας», όπως θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε τον όρο, δεν είναι ξένη σαν εμπειρία σε πολλούς και πολλές ανέργους, όπως θα φανεί στο κείμενο που ακολουθεί. Ορίζοντάς το πρόχειρα, το workfare αποτελεί μια προσπάθεια των αφεντικών να επιβάλλουν την εργασία σε ένα ιδιαίτερα «ανθεκτικό» πληθυσμό ανέργων. Θεωρούμε, απλά, ότι αποτελεί μια από τις πιο καίριες στρατηγικές του κεφαλαίου για να εξέλθει από την οικονομική κρίση, η οποία, μην το ξεχνάμε, ακόμα μαίνεται στην καρδιά του καπιταλιστικού συστήματος”.

Από την ιστοσελίδα της Συνέλευσης για την Κυκλοφορία των Αγώνων: https://skya.espiv.net

6 Στμ. CPE: contrat première embauche (Πρώτη Συμβόλαιο Απασχόλησης) ήταν μια καινούρια μορφή σύμβασης εργασίας που επιχειρήθηκε να περάσει την Άνοιξη του 2006 στη Γαλλία από τον Πρωθυπουργό Βελπέν. Αυτή η σύμβαση που θα ήταν διαθέσιμη αποκλειστικά σε εργαζόμενους ηλικίας κάτω των 26 ετών, θα καθιστούσε ευκολότερο για τους εργοδότες να απολύουν εργαζόμενους αφαιρώντας την ανάγκη να παρέχεται κάποιος λόγος για την απόλυση για μια “δοκιμαστική περίοδο” 2 ετών, με αντάλλαγμα κάποιες οικονομικές εγγυήσεις στους εργαζόμενους. Η ενεργοποίηση αυτής της τροπολογίας στον λεγόμενο “Νόμο Ισότητας στις Ευκαιρίες” (loi sur l’égalité des chances) για την εφαρμογή του νόμου ήταν τόσο αντιδημοφιλής που γρήγορα ξέσπασαν μαζικές διαδηλώσεις, κυρίως από νεαρούς φοιτητές, που η κυβέρνηση ανακάλεσε την τροπολογία. Στην πραγματικότητα, ο πρόεδρος Σιράκ είχε δηλώσει ότι ο νόμος θα εισαγόταν στον νομικό κώδικα (κώδικα νομοθεσίας) αλλά δεν θα εφαρμοζόταν. Το Άρθρο 8 στις 31 Μαρτίου 2006 του “Νόμου Ισότητας στις Ευκαιρίες”, που καθιέρωνε τον CPE, ανακλήθηκε από έναν νόμο στις 21 Απριλίου του 2006 για την “Πρόσβαση των Νέων στην Επαγγελματική Ζωή των Επιχειρήσεων”. Το υπόλοιπο του “Νόμου Ιστότητας”, εναντίον των διατάξεων του οποίου επίσης είχαν αγωνιστεί οι φοιτητές, διατηρήθηκε.

7 H πρώτη συνάντηση που οργανώθηκε από τον Lordon και τον Ruffin, σχετικά με την ταινία του δεύτερου, ήταν στις 23 Φεβρουαρίου, στο δημοτικό κτίριο της “Εργατικής Λέσχης” (Bourse du Travail) κοντά στην République. Αυτό που κατέληξε να λέγεται “Nuit Debout” απαντούσε στον προτεινόμενο νόμο με τη δική του λογική και προσπάθησε να συγχωνευθεί με το οδηγούμενο από τους μαθητές κίνημα σε εκείνο το σημείο.

8 Στμ. Bourse du Travail (κυριολεκτικά “εργατικές ανταλλαγές”, στα γαλλικά), είναι μια μορφή εργατικού συμβουλίου στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα στη Γαλλία, όπου οι οργανώσεις της εργατικής τάξης ενθάρρυναν την αλληλοβοήθεια, την εκπαίδευση και την αυτοοργάνωση μεταξύ των μελών τους. Γι’ αυτό και το αποδίδουμε ως “Εργατική Λέσχη”.

9 Στμ. στο πρωτότυπο wingnut: αναφέρεται στα ιδεολογικά ακραία άτομα από οποιαδήποτε πλευρά του πολιτικού φάσματος που επαναλαμβάνει αναντίρρητα οποιαδήποτε προπαγάνδα και/ή θεωρία συνομωσίας διαδίδεται από την πλευρά του πολιτικού φάσματος που υποστηρίζουν, όσο παράλογη και αν είναι.

10 Που απέκλειε cis άντρες, αλλά περιελάμβανε trans.

11 Στμ. Στο πρωτότυπο “rave-off”, που αναφέρεται σε ανθρώπους που δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση ή εμπειρία στο rave ή στο χορό αλλά προσπαθούν να δώσουν στους άλλους αυτή την εντύπωση.

12 Στμ. Merguez: κοκκινωπό, πικάντικο φρέσκο λουκάνικο από αρνί ή μοσχάρι από την κουζίνα της Βόρειας Αφρικής. Είναι πολύ δημοφιλές στην Μέση Ανατολή και της Ευρώπη, και ιδιαίτερα στη Γαλλία τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

13 Στμ. ZAD: zone à défendre: Ζώνη για Υπεράσπιση, γαλλικός νεολογισμός – μεταστροφή του “zone d’aménagement différé”, “περιοχή αναβαλλόμενης ανάπτυξης” – που αναφέρεται σε μια μαχητική κατάληψη ή σε μια αναρχική κομμούνα που έχει σαν στόχο να μπλοκάρει με υλικό τρόπο ένα αναπτυξιακό σχέδιο.

14 Στμ. Στο πρωτότυπο κείμενο η γαλλική λέξη για τις ταραχές: émeutes.

15 Ένα δημόσιο διοικητικό κτίριο κοντά στην République που χρησιμοποιήθηκε για οργανωτικούς σκοπούς όλους αυτούς τους μήνες καθώς και (όπως προειπώθηκε) για μη-μικτές φεμινιστικές συναντήσεις, συναντήσεις αυτόνομων – καταλαμβάνεται στις 28 Ιουνίου και η αστυνομία περικυκλώνει τον κόσμο έξω από αυτό για εννιά ώρες, παρεμποδίζοντας όλους να ενωθούν με την μεγαλύτερη διαμαρτυρία.

16 Στμ. RATP, Όμιλος RATP, αρχικά του: Régie Autonome des Transports Parisiens – Αυτόνομος Διαχειριστής Συγκοινωνιών του Παρισιού, ο κρατικός οργανισμός λειτουργίας των αστικών συγκοινωνιων στο Παρίσι, ο αντίστοιχος ΟΑΣΑ, που ιδρύθηκε το 1948.

17Στη θέση τους για να στέκονται απέναντι στους εξεγερμένους από τον 19ο αιώνα.

18 Στμ. FO: Force Ouvrière, (Εργατική Δύναμη) τυπικά CGTFO, η τρίτη μεγαλύτερη εργατική συνομοσπονδία στη Γαλλία, προήλθε το 1948 από αντιπολιτευόμενη, στην πρόσδεση της CGT στο ΚΚΓ, διάσπαση.

19Αποκλεισμούς στους χώρους δουλειάς που δεν γίνονται μόνο από όσους εργάζονται σε αυτούς.

20Αργότερα, τον ίδιο μήνα, θα διαμαρτυρηθούν ενάντια στην προτεινόμενη υποχρεωτική λήψη δείγματος σάλιου, στη βάση “βιοπολιτικών” λόγων.

21 Δείτε εξαιρετικές λεπτομερείς σημειώσεις για το κείμενο εδώ, από μια σερβιτόρα. Στμ. Μεταφρασμένο στα ελληνικά και διαθέσιμο εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/2016/06/22/σημειώσεις-για-το-κίνημα-ενάντια-στον/

22 Στμ. SUD Rail: γαλλικό συνδικάτο σιδηροδρομικών, μέλος της “Union syndicale Solidaires”. Το SUD είναι ακρωνύμιο των λέξεων: “solitaire, unitaire et démocratique, “αλληλεγγύης, ενωτικό και δημοκρατικό”.

23 Στμ. RER: Réseau Express Régional, “Τοπικό Express Δίκτυο”: ένα υβριδικό (μετρό και τρένο) σύστημα ταχείας μεταφοράς επιβατών που εξυπηρετεί το Παρίσι και τα προάστιά του.

24 Σε αυτό το σημείο έχει υπάρξει καθοριστική η συνδυαστική συλλογή κομβικών ημερομηνιών από το Paris-Luttes και το αυτόνομο περιοδικό Paris Debout.

25 Μπαλιμπάρ και άλλοι: “La loi El Khomri mérite un référendum” – “O νόμος El Khomri αξίζει ένα δημοψήφισμα”, Le Monde, 28 Ιουνίου 2016.

To κείμενο σε pdf: republique_absurd-doc

Κριτική της Kαταστασιακής Διεθνούς

Gilles Dauvé

 

 

Αναδημοσίευση της μετάφρασης του κειμένου “Critique of the Situationist International” του Gilles Dauvé από το “Κόκκινο Νήμα”.

 

H ιδεολογία και το σύστημα της μισθωτής εργασίας

Ο καπιταλισμός μετασχηματίζει τη ζωή σε χρήμα απαραίτητο για την επιβίωση. Τείνει κανείς να κάνει οτιδήποτε για ένα σκοπό που διαφέρει απ’ αυτόν που υποδηλώνει το περιεχόμενο της δραστηριότητάς του. Αυτή είναι η λογική της αλλοτρίωσης: γίνεται κανείς ένας άλλος· το σύστημα της μισθωτής εργασίας κάνει κάποιον ξένο προς ό,τι κάνει, προς ό,τι είναι, προς τους άλλους.

Βέβαια η ανθρώπινη δραστηριότητα δεν παράγει μόνο αγαθά και σχέσεις, αλλά και αναπαραστάσεις. Ο άνθρωπος δεν είναι homo faber: ο υποβιβασμός της ανθρώπινης ζωής στην οικονομία (από τότε που την ανέλαβε ο επίσημος μαρξισμός) χρονολογείται από την ενθρόνιση του κεφαλαίου. Κάθε δραστηριότητα είναι συμβολική: δημιουργεί ταυτόχρονα και προϊόντα και μια θεώρηση του κόσμου. Η χωροταξία ενός πρωτόγονου χωριού

«συνοψίζει και επιβεβαιώνει τις σχέσεις μεταξύ του Ανθρώπου και του σύμπαντος, μεταξύ της κοινωνίας και του υπερφυσικού κόσμου, μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών» (Λεβί-Στρως).

Ο φετιχισμός του εμπορεύματος είναι απλά η μορφή που παίρνει αυτός ο συμβολισμός σε κοινωνίες που κυριαρχούνται από την ανταλλαγή.

Καθώς το κεφάλαιο τείνει να παράγει τα πάντα ως κεφάλαιο, να κατακερματίζει τα πάντα για να τ’ ανασυνθέτει με τη βοήθεια των σχέσεων της αγοράς, μετατρέπει και την αναπαράσταση σ’ ένα ειδικευμένο τομέα της παραγωγής. Απογυμνωμένοι από τα μέσα της υλικής τους ύπαρξης, οι μισθωτοί είναι απογυμνωμένοι και από τα μέσα παραγωγής των ιδεών τους, που παράγονται από έναν ειδικευμένο τομέα (εξ ου και ο ρόλος των «διανοούμενων», όρος που καθιερώθηκε στη Γαλλία από το Μανιφέστο των (ντρεϊφουσικών) Διανοούμενων το 1898). Ο προλετάριος λαμβάνει αυτές τις αναπαραστάσεις (τις ιδέες, τις εικόνες, τους υπόρρητους συνειρμούς, τους μύθους) όπως λαμβάνει απ’ το κεφάλαιο τις άλλες πτυχές της ζωής του. Σχηματικά μιλώντας, ο εργάτης του δέκατου ένατου αιώνα παρήγαγε τις ιδέες του (ακόμα και τις αντιδραστικές) στο καφενείο, στο μπαρ ή στη λέσχη, ενώ ο σημερινός εργάτης βλέπει τις δικές του στην τηλεόραση ―μια τάση που ασφαλώς θα ήταν γελοίο να προεκταθεί σε βαθμό ώστε να υπαχθεί σ’ αυτήν το σύνολο της πραγματικότητας.

Ο Μαρξ όρισε την ιδεολογία ως το υποκατάστατο μιας πραγματικής αλλά αδύνατης αλλαγής: η αλλαγή βιώνεται στο επίπεδο του φανταστικού. Ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάσταση σε κάθε σφαίρα της ζωής του. Δε μετασχηματίζει πλέον τίποτα παρά μόνο σε εικόνες. Ταξιδεύει για ν’ ανακαλύψει εκ νέου τα στερεότυπα της ξένης χώρας· αγαπά με τέτοιο τρόπο ώστε να παίζει το ρόλο του φλογερού εραστή ή της τρυφερής ερωμένης κτλ. Έχοντας στερηθεί την εργασία (εννοούμενη ως μετασχηματισμός του περιβάλλοντος και του εαυτού) μέσω της μισθωτής εργασίας, ο προλετάριος ζει το «θέαμα» της αλλαγής.

Ο σημερινός μισθωτός δε ζει μέσα στην «αφθονία» συγκριτικά με τον εργάτη του δέκατου ένατου αιώνα που ζούσε μέσα στη «φτώχεια». Ο μισθωτός δεν καταναλώνει απλώς αντικείμενα αλλά αναπαράγει τις οικονομικές και πνευματικές δομές που τον βαρύνουν. Είναι ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, αντίθετα με την άποψη του Invariance[1], που δεν μπορεί ν’ απελευθερωθεί απ’ αυτές τις αναπαραστάσεις παρά μόνο καταστρέφοντας την υλική τους βάση. Ζει μέσα σε μια κοινότητα σημείων που τον αναγκάζουν να συνεχίζει: υλικά (πίστωση), ιδεολογικά και ψυχολογικά (αυτή η κοινότητα είναι απ’ τις λίγες που υπάρχουν). Όμως δεν καταναλώνει κανείς μόνο σημεία: οι καταναγκασμοί είναι εξίσου πολλοί, και πρώτα απ’ όλα οικονομικοί (λογαριασμοί που πρέπει να πληρωθούν κτλ). Το κεφάλαιο στηρίζεται στην παραγωγή και πώληση αντικειμένων. Ότι αυτά τα αντικείμενα λειτουργούν ως σημεία (και μερικές φορές κυρίως ως τέτοια) είναι μεν γεγονός, αλλά αυτό δεν αναιρεί σε καμιά περίπτωση την υλικότητά τους. Μόνο οι διανοούμενοι πιστεύουν ότι ζουν σ’ έναν κόσμο που αποτελείται μόνο από σημεία.[2]

Aληθινό και ψεύτικο

Ποιές είναι οι συνέπειες για το επαναστατικό κίνημα της «λειτουργίας της κοινωνικής φαινομενικότητας στο σύγχρονο καπιταλισμό»;[3] Όπως έλεγαν ο Μαρξ και ο Ντεζάκ[4], ο κομμουνισμός ήταν πάντα το όνειρο του κόσμου. Σήμερα το όνειρο χρησιμεύει στο να μην αλλάζει η πραγματικότητα. Κανείς δεν μπορεί ν’ αρκεστεί στο να «λέει» την αλήθεια: αυτή μπορεί να υπάρξει μόνο ως πράξη, ως σχέση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, λόγου και πράξης, έκφρασης και μετασχηματισμού, και εκδηλώνεται ως ένταση. Το «ψεύτικο» δεν είναι ένα προπέτασμα που κρύβει τη θέα. Το «αληθινό» υπάρχει μέσα στο ψεύτικο, στη Le Monde ή στην τηλεόραση, και το «ψεύτικο» μέσα στο αληθινό, σε κείμενα που είναι επαναστατικά ή ισχυρίζονται ότι είναι. Το ψεύτικο επιβάλλεται μέσα απ’ την πρακτική του, απ’ τη χρήση που κάνει της αλήθειας: το αληθινό είναι αληθινό μόνο μέσα στο μετασχηματισμό. Η επαναστατική δραστηριότητα που αρκείται στο ν’ αντιπαραθέτει το λόγο της στο λόγο του ραδιοφώνου είναι σχεδόν ασήμαντη. Ας εξετάσουμε το χάσμα μεταξύ των λέξεων και της πραγματικότητας. Η Κ.Δ. απαιτούσε από τους επαναστάτες να μη θαμπώνονται από τις λέξεις. Η επαναστατική θεωρία δε γίνεται επαναστατική από μόνη της, αλλά από την ικανότητα εκείνων που την κατέχουν να τη χρησιμοποιήσουν ανατρεπτικά ―όχι με μια ξαφνική αναλαμπή αλλά μ’ έναν τρόπο παρουσίασης και διάχυσης που αφήνει ίχνη έστω και λίγο ορατά. Η καταγγελία π.χ. των αριστεριστών είναι δευτερεύουσας σημασίας. Αν τη μετατρέψει κανείς σε άξονα της δραστηριότητάς του θα καταλήξει να μην ασχολείται με θεμελιώδη ζητήματα εξ αιτίας της πολεμικής ενάντια σ’ αυτή ή σ’ εκείνη την ομάδα. Αυτός ο τρόπος δράσης τροποποιεί το περιεχόμενο των ιδεών και των πράξεων. Σχετίζεται κανείς με το ουσιώδες μόνο μέσω καταγγελιών και γρήγορα η καταγγελία γίνεται το ουσιώδες.

Απέναντι σ’ ένα πλήθος ατόμων και κειμένων με ριζοσπαστικές βλέψεις, η Κ.Δ. θέτει επιτακτικά το εξής ερώτημα: είναι αυτή η θεωρία προϊόν μιας ανατρεπτικής κοινωνικής σχέσης που αναζητά την έκφρασή της, ή μια παραγωγή ιδεών που διαδίδονται χωρίς να συμβάλλουν σε μια πρακτική ενοποίηση; Όλοι ακούνε ραδιόφωνο, αλλά το ραδιόφωνο ενοποιεί τους προλετάριους στην υπηρεσία του κεφαλαίου ―μέχρι τη μέρα που αυτά τα τεχνικά μέσα καταληφθούν από επαναστάτες προλετάριους, όπου μια ωριαία εκπομπή θ’ αξίζει όσο χρόνια προηγούμενης «προπαγάνδας».

Όμως, το «τέλος της ιδεολογίας» δε σημαίνει ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια κοινωνία χωρίς ιδέες, λειτουργώντας αυτόματα σα μια μηχανή: αυτό θα προϋπέθετε μια «ρομποτοποιημένη» και άρα μη «ανθρώπινη» κοινωνία, καθώς θα ήταν στερημένη απ’ την αναγκαία αντίδραση των μελών της. Έχοντας γίνει ιδεολογία με την έννοια της Γερμανικής Ιδεολογίας, το φαντασιακό αναπτύσσεται ακριβώς μ’ αυτόν τον τρόπο. Δεν υπάρχει καμιά δικτατορία των κοινωνικών σχέσεων που μας τηλεκατευθύνει χωρίς αντίδραση και σκέψη απ’ την πλευρά μας. Αυτή είναι μια πολύ μερική εικόνα της «βαρβαρότητας». Το λάθος στις περιγραφές εντελώς ολοκληρωτικών κοινωνιών (το 1984 του Όργουελ ή η ταινία ΤΗΧ 1138) βρίσκεται στο ότι όλες οι κοινωνίες, ακόμα και οι πιο καταπιεστικές έχουν σαν προϋπόθεση την παρέμβαση και τη δράση των ανθρώπων στη λειτουργία τους. Κάθε κοινωνία, συμπεριλαμβανομένης ιδιαίτερα της καπιταλιστικής, ζει απ’ αυτές τις εντάσεις, ακόμα και αν διατρέχει τον κίνδυνο να καταστραφεί απ’ αυτές. Η κριτική της ιδεολογίας δεν αρνείται το ρόλο ούτε των ιδεών ούτε της συλλογική δράσης στην προπαγάνδισή τους.

Tο θεωρητικό αδιέξοδο της έννοιας του «θεάματος»

Η έννοια του θεάματος ενώνει πολλές δεδομένες ενέργειες παρουσιάζοντας την κοινωνία ―και άρα και τον επαναστατικό της μετασχηματισμό― ως δραστηριότητα. Ο καπιταλισμός δε «μυστικοποιεί» τους εργάτες. Η δράση των επαναστατών δεν απομυστικοποιεί· είναι η έκφραση ενός πραγματικού κοινωνικού κινήματος. Η επανάσταση δημιουργεί μια διαφορετική δραστηριότητα που είναι προϋπόθεση για ό,τι η κλασσική επαναστατική θεωρία αποκαλούσε «πολιτικά» καθήκοντα (την καταστροφή του κράτους).

Αλλά η Κ.Δ. δεν μπόρεσε να συλλάβει μ’ αυτόν τον τρόπο την έννοια που έφερε στο προσκήνιο. Επένδυσε τόσο πολύ σ’ αυτήν την έννοια ώστε ανασύνθεσε το σύνολο της επαναστατικής θεωρίας γύρω από το θέαμα.

Σύμφωνα με τη θεωρία του «γραφειοκρατικού καπιταλισμού» της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, το κεφάλαιο βασιζόταν στη γραφειοκρατία. Σύμφωνα με τη θεωρία της «θεαματικής εμπορευματικής κοινωνίας», η Κ.Δ. εξήγησε τα πάντα μέσα από το θέαμα. Δε φτιάχνει κανείς μια επαναστατική θεωρία παρά μόνο συνολικά και βασίζοντάς την σε ό,τι είναι θεμελιώδες για την κοινωνική ζωή. Όχι, το ζήτημα της «κοινωνικής φαινομενικότητας» δεν είναι «το κλειδί για κάθε νέο επαναστατικό εγχείρημα».[5]

Οι παραδοσιακές επαναστατικές ομάδες δεν είδαν στα MME παρά μόνο νέα μέσα χειραγώγησης. Αλλά για την Κ.Δ., ο τρόπος έκφρασης των «MME» αντιστοιχεί σ’ έναν τρόπο ζωής που δεν υπήρχε πριν 100 χρόνια. Η τηλεόραση δεν κάνει κατήχηση, αλλά εγγράφεται σ’ έναν τρόπο ύπαρξης. Η Κ.Δ. έδειξε τη σχέση ανάμεσα στη μορφή και τη βάση, ενώ ο παραδοσιακός μαρξισμός δεν είδε παρά νέα εργαλεία στην υπηρεσία του ίδιου σκοπού.

Εν τω μεταξύ, η έννοια του θεάματος όπως την επεξεργάστηκε η Κ.Δ. εμπίπτει σε ό,τι αντιλαμβάνονταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς με τον όρο «ιδεολογία». Το βιβλίο του Ντεμπόρ Η Κοινωνία του Θεάματος παρουσιάζεται ως μια προσπάθεια ερμηνείας της καπιταλιστικής κοινωνίας και της επανάστασης, όμως στην πραγματικότητα εξετάζει μόνο τις μορφές τους, που είναι σημαντικά αλλά όχι καθοριστικά φαινόμενα. Περιβάλλει την περιγραφή τους με μια θεωρητικοποίηση που δίνει την εντύπωση μιας θεμελιώδους ανάλυσης, ενώ στην πραγματικότητα η μέθοδος και το θέμα που εξετάζεται παραμένουν πάντα στο επίπεδο της κοινωνικής φαινομενικότητας. Σ’ αυτό το επίπεδο το βιβλίο είναι εξαιρετικό. Το πρόβλημα είναι ότι γράφτηκε (και διαβάστηκε) σα να επρόκειτο κανείς να βρει εκεί μέσα κάτι που δεν υπάρχει. Ενώ η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα ανέλυσε το ζήτημα της επανάστασης μέσω της βιομηχανικής κοινωνιολογίας, η Κ.Δ. το αναλύει ξεκινώντας με ένα στοχασμό πάνω στα κοινωνικά επιφαινόμενα. Αυτό δε σημαίνει ότι Η Κοινωνία του Θεάματος είναι επιφανειακή. Η αντίφασή της και τελικά το θεωρητικό και πρακτικό της αδιέξοδο είναι ότι αποτελεί μια μελέτη του βάθους διαμέσου και μέσω της επιφανειακής φαινομενικότητας. Η Κ.Δ. δεν είχε καμιά ανάλυση του κεφαλαίου: το κατανοούσε αλλά μέσω των αποτελεσμάτων του. Άσκησε κριτική στο εμπόρευμα, όχι στο κεφάλαιο ―ή μάλλον άσκησε κριτική στο κεφάλαιο ως εμπόρευμα κι όχι ως σύστημα αξιοποίησης που δεν περιλαμβάνει μόνο την ανταλλαγή αλλά και την παραγωγή.

Σ’ όλο το βιβλίο ο Ντεμπόρ παραμένει στο επίπεδο της κυκλοφορίας ενώ απουσιάζει η αναγκαία στιγμή της παραγωγής, της παραγωγικής εργασίας. Αυτό που τρέφει το κεφάλαιο δεν είναι η κατανάλωση, όπως δίνει σε κάποιον να καταλάβει, αλλά η δημιουργία της αξίας απ’ την εργασία. Ο Ντεμπόρ σωστά αποδίδει μεγάλη σημασία στη σχέση μεταξύ φαινομενικότητας και πραγματικότητας και όχι στη σχέση μεταξύ ψευδαίσθησης και πραγματικότητας, λες και η φαινομενικότητα δεν υπάρχει. Αλλά κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει το πραγματικό πάνω στη βάση του φαινομενικού. Έτσι ο Ντεμπόρ δεν ολοκληρώνει το σχέδιό του. Δε δείχνει πως ο καπιταλισμός μετατρέπει σε αιτία, ή ακόμα και σε κινητήρια δύναμη, αυτό που δεν είναι παρά το αποτέλεσμα. Η κριτική της πολιτικής οικονομίας (που δεν κάνει ο Ντεμπόρ, αρκούμενος στο να την αγνοεί όπως και οι ουτοπικοί πριν απ’ αυτόν) δείχνει πως ο προλετάριος βλέπει να βρίσκεται πάνω απ’ αυτόν και ενάντιά του όχι μόνο το προϊόν του, αλλά η δραστηριότητά του. Στο φετιχισμό του εμπορεύματος, το εμπόρευμα φαίνεται να κινείται από μόνο του. Στο φετιχισμό του κεφαλαίου, το κεφάλαιο αποκτά μια αυτονομία που δεν κατέχει παρουσιαζόμενο σα ζωντανό ον (το Invariance είναι θύμα αυτής της ψευδαίσθησης): κανείς δεν ξέρει από που έρχεται, ποιος το παράγει, με ποια διαδικασία ο προλετάριος το δημιουργεί, από ποιες αντιφάσεις ζει ή ίσως πεθάνει. Ο Ντεμπόρ μετατρέπει το θέαμα σε ουσία του καπιταλισμού αντί να δείξει πώς παράγεται απ’ τον καπιταλισμό. Υποβιβάζει τον καπιταλισμό στη θεαματική του διάσταση και μόνο. Η κίνηση του κεφαλαίου γίνεται η κίνηση του θεάματος. Με τον ίδιο τρόπο το κείμενο Βασικές Κοινοτοπίες[6] φτιάχνει μια ιστορία του θεάματος μέσω της θρησκείας, του μύθου, της πολιτικής, της φιλοσοφίας κτλ. Αυτή η θεωρία παραμένει περιορισμένη σ’ ένα κομμάτι των πραγματικών σχέσεων και φτάνει ως το σημείο να κάνει το σύνολο των πραγματικών σχέσεων να βασίζεται πάνω σ’ αυτό το κομμάτι.

Το θέαμα είναι η δραστηριότητα που γίνεται παθητική. Η Κ.Δ. ανακάλυψε εκ νέου ό,τι είχε πει ο Μαρξ στα Grundrisse σχετικά με την εξέλιξη της εργασίας του Ανθρώπου (του αυτομετασχηματισμού του) σε μια ξένη δύναμη που τον συνθλίβει: αντιμέτωπος μ’ αυτήν, δε ζει πια, απλά κοιτάζει. Η Κ.Δ. έδωσε μια νέα πνοή σ’ αυτό το θέμα. Όμως το κεφάλαιο δεν είναι μόνο παθητικοποίηση. Χρειάζεται την παρέμβαση των προλετάριων, όπως έδειξε η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα.[7] Η υπερεκτίμηση του θεάματος απ’ την Κ.Δ. είναι ένδειξη ότι κάνει θεωρία πάνω στη βάση μιας κοινωνικής οπτικής που γεννήθηκε στην περιφέρεια της κοινωνίας, αλλά που η Κ.Δ. πίστευε ότι ήταν κεντρική.

Tο θέαμα και η θεωρία της τέχνης

Η θεωρία του θεάματος εκφράζει την κρίση του χωρόχρονου έξω από την εργασία. Το κεφάλαιο δημιουργεί όλο και περισσότερο μια ζώνη εκτός εργασίας σύμφωνα με τη λογική της οικονομίας του: δεν επεκτείνει τον ελεύθερο χρόνο για να ελέγχει τις μάζες, αλλά γιατί υποβιβάζει τη ζωντανή εργασία σε ένα υποδεέστερο ρόλο στην παραγωγή, μειώνει τον εργάσιμο χρόνο και αυξάνει τον μη εργάσιμο χρόνο των μισθωτών.

Το κεφάλαιο δημιουργεί για τους μισθωτούς ένα χωρόχρονο που είναι αποκλεισμένος και κενός, γιατί η κατανάλωση ποτέ δεν καταφέρνει να τον γεμίσει εντελώς. Μιλώντας για χωρόχρονο σημαίνει ότι επιμένουμε στο γεγονός ότι υπάρχει μείωση τη εργάσιμης μέρας, και ότι αυτός ο απελευθερωμένος χρόνος κατέχει επίσης και ένα γεωγραφικό και κοινωνικό χώρο, ιδιαίτερα το δρόμο (δες τη σημασία που είχε η πόλη και η περιπλάνηση για την Κ.Δ.).

Αυτή η κατάσταση συμπίπτει με μια διπλή κρίση της «τέχνης». Πρώτον, η τέχνη δεν έχει πια νόημα γιατί η δυτική κοινωνία δεν ξέρει που πηγαίνει. Μετά το 1914 η Δύση έχασε το νόημα και την κατεύθυνση του πολιτισμού. Ο επιστημονισμός, ο φιλελευθερισμός και οι απολογίες περί των «απελευθερωτικών» αποτελεσμάτων των παραγωγικών δυνάμεων χρεοκόπησαν, όπως και οι αντίπαλοί τους (Ρομαντισμός κτλ). Έκτοτε η τέχνη έγινε τραγική, ναρκισσιστική ή η άρνηση του εαυτού της. Σε προηγούμενες περιόδους κρίσης έψαχνε κανείς να βρει το νόημα του κόσμου: σήμερα αμφιβάλλει κανείς αν υπάρχει κάτι τέτοιο. Δεύτερον, η αποικιοποίηση της αγοράς και η μάταιη και ξέφρενη αναζήτηση μιας «κατεύθυνσης» κατατάσσει τον καλλιτέχνη στην υπηρεσία της κατανάλωσης έξω από την εργασία.

Η Κ.Δ. έχει επίγνωση της κοινωνικής της προέλευσης. Mια από τις ταινίες του Ντεμπόρ, το Σχετικά με το πέρασμα ορισμένων προσώπων… (του 1959)[8], μιλά για ανθρώπους που βρίσκονται «στο περιθώριο της οικονομίας». Σ’ αυτό το χώρο, όπως η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα στο χώρο της επιχείρησης, η Κ.Δ. κατάλαβε ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει την τάση ν’ αποκλείει τους ανθρώπους από κάθε δραστηριότητα και την ίδια στιγμή να τους εντάσσει σε μια ψευδοσυμμετοχή. Αλλά, όπως και η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, αναγάγει σε καθοριστικό κριτήριο την αντίθεση μεταξύ ενεργητικότητας και παθητικότητας. Η επαναστατική πρακτική συνίσταται στη διάλυση της «ίδιας της αρχής του θεάματος: τη μη επέμβαση».[9] Στο τέλος της διαδικασίας, τα εργατικά συμβούλια θα είναι το μέσο για να είναι κανείς ενεργός, για την κατάργηση του διαχωρισμού. Το κεφάλαιο συνεχίζει να υπάρχει με τον αποκλεισμό των ανθρώπων, με την παθητικότητά τους. Ό,τι κινείται προς την κατεύθυνση της άρνησης της παθητικότητας είναι επαναστατικό. Άρα ο επαναστάτης ορίζεται από ένα «νέο στυλ ζωής» που θα είναι «παραδειγματικό».[10]

Το πεδίο εκτός εργασίας βασίζεται σε δεσμούς που είναι πιο απρόβλεπτοι (βλέπε την περιπλάνηση) και πιο υποκειμενικοί απ’ τη μισθωτή εργασία, η οποία ανήκει περισσότερο στο αναγκαίο και το αντικειμενικό. Στην παραδοσιακή οικονομία, η Κ.Δ. αντιτάσσει «μια οικονομία της επιθυμίας»·[11] στην αναγκαιότητα αντιτάσσει την ελευθερία· στο μόχθο, την ευχαρίστηση· στην εργασία, την αυτοματοποίηση που θα την καταστήσει περιττή· στη θυσία, τη χαρά. Η Κ.Δ. αντιστρέφει τις αντιθέσεις, που πρέπει όμως να ξεπεραστούν. Ο κομμουνισμός δεν απελευθερώνει απ’ την αναγκαιότητα της εργασίας, καταργεί την ίδια την «εργασία» (σαν διαχωρισμένη και αλλοτριωτική δραστηριότητα). Η Κ.Δ. ταυτίζει την επανάσταση με την απελευθέρωση από τους καταναγκασμούς, βασισμένη στην επιθυμία και πάνω απ’ όλα στην επιθυμία για άλλους ανθρώπους, στην ανάγκη για σχέσεις. Συνδέει την «κατάσταση» με την «εργασία» με άσχημο τρόπο, πράγμα που περιορίζει την έννοια της κατάστασης. Σκέφτεται την κοινωνία και την ανατροπή της από την πλευρά των μη μισθωτών κοινωνικών στρωμάτων. Γι’ αυτό αποδίδει στο παραγωγικό προλεταριάτο αυτά που είχε πει για όσους είναι εκτός μισθωτής εργασίας (συμμορίες του δρόμου, οι μαύροι των γκέτο). Επειδή αγνοούσε το κέντρο βάρους του κινήματος, η Κ.Δ. στράφηκε προς τη συμβουλιακή ιδεολογία: τα συμβούλια επιτρέπουν μια «άμεση και ζωντανή επικοινωνία».[12] Η επανάσταση παρουσιάστηκε σαν επέκταση της κατασκευής δι-υποκειμενικών καταστάσεων στο σύνολο της κοινωνίας.

Η κριτική της Κ.Δ. περνά μέσα απ’ την αναγνώριση της «πρωτοποριακής καλλιτεχνικής» της πλευράς. Η προέλευσή της κοινωνιολογικά έδινε λαβή για υβριστικές και γελοίες ερμηνείες του στυλ «ήταν μικροαστοί». Το ζήτημα σαφώς βρίσκεται αλλού. Στην περίπτωση της Κ.Δ., παρήγαγαν θεωρία από την ίδια τους την κοινωνική εμπειρία. Η καλλιτεχνική καταγωγή της Κ.Δ. δεν αποτελεί στίγμα από μόνη της· όμως αφήνει τα σημάδια της στη θεωρία και την εξέλιξή της όταν η ομάδα εξετάζει τον κόσμο απ’ την σκοπιά του συγκεκριμένου κοινωνικού στρώματος που ανήκει. Το πέρασμα σε μια επαναστατική θεωρία και δράση με γενικότερη αναφορά (οι οποίες δεν έχουν πια σα μόνο στόχο την τέχνη, την πολεοδομία κτλ) αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη λογική απ’ την πλευρά της Κ.Δ. Η Κ.Δ. λέει ότι κάθε νέο τεύχος του περιοδικού της μπορεί και πρέπει να επιτρέπει σε κάποιον να ξαναδιαβάσει όλα τα προηγούμενα μ’ έναν καινούργιο τρόπο. Αυτό είναι πράγματι το χαρακτηριστικό μιας θεωρίας που γίνεται όλο και πιο πλούσια, που εμπλουτίζεται, και είναι το αντίθετο του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Το ζήτημα δεν είναι απ’ τη μια μεριά η γενική άποψη της Κ.Δ. κι απ’ την άλλη η περισσότερο ή λιγότερο κριτική σχέση με την τέχνη. Η κριτική του διαχωρισμού ήταν η κατευθυντήριά της γραμμή. Στην τέχνη, καθώς και στα συμβούλια, στην αυτοδιαχείριση, στην εργατική δημοκρατία και στην οργάνωση[13] η Κ.Δ. ήθελε να καταργήσει το διαχωρισμό, να δημιουργήσει μια πραγματική κοινότητα. Ενώ η Κ.Δ. αρνείτο να «εκφράζει αμφιβολίες» με το στυλ του Καρντάν, κατέληξε να υιοθετεί την προβληματική της «συμμετοχής» με το στυλ του Σωλιέ.[14]

H Κ.Δ. και η ομάδα Σοσιαλισμός ή Bαρβαρότητα

Για να πετύχει τη «διαφάνεια των δι-υποκειμενικών σχέσεων», η Κ.Δ. κατέληξε στη συμβουλιακή ιδεολογία που υποστήριζε η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα . Το συμβούλιο είναι το μέσο για την εκ νέου ανακάλυψη της ενότητας. Ο Ντεμπόρ ήρθε σ’ επαφή με την ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα μέσω του Canjuers και ήταν μέλος της για αρκετούς μήνες, πράγμα που δεν αναφέρθηκε ποτέ στο περιοδικό της Κ.Δ. Αντιθέτως, στο Αληθινό Σχίσμα στη Διεθνή, μιλώντας με αφορμή τον Καγιάτι αναφέρεται ότι αποκλείεται η περίπτωση «μιας διπλής ένταξης (και στην Κ.Δ. και σ’ άλλη ομάδα), που θα προσέγγιζε αμέσως τη χειραγώγηση».[15] Όπως και να έχει όμως, ο Ντεμπόρ συμμετείχε στις δραστηριότητες αυτής της ομάδας, το διάστημα που ήταν μέλος, με σημαντικότερο το ότι ήταν ένας απ’ αυτούς που στάλθηκαν στο Βέλγιο στη μεγάλη απεργία του 1960. Στο τέλος μιας διεθνούς συνάντησης που οργάνωσε η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, που ήταν παραπλανητική και συγχρόνως αποκαλυπτική της έλλειψης προοπτικής και που ολοκληρώθηκε με μια επηρμένη ομιλία του Σωλιέ πάνω στα καθήκοντα της ομάδας, ο Ντεμπόρ ανακοίνωσε την παραίτησή του. Κατά ειρωνικό τρόπο, δήλωσε ότι συμφωνούσε μεν με τις μεγάλες προοπτικές που περιέγραψε ο Σωλιέ, αλλά δεν ένιωθε αντάξιος ενός τέτοιου κολοσσιαίου καθήκοντος.

Η Κ.Δ. στο τεύχος 6 (του 1961) υιοθέτησε την ιδέα των συμβουλίων, αν όχι της συμβουλιακής ιδεολογίας· εν πάση περιπτώσει υιοθέτησε την άποψη περί της διαίρεσης ανάμεσα σε «διευθύνοντες» και «εκτελεστές». Το εγχείρημα που ξεκίνησε η Κ.Δ στο 6ο τεύχος, και που περιείχε μεταξύ άλλων «τη χωρίς αυταπάτες μελέτη του κλασσικού εργατικού κινήματος» και του Μαρξ, δε θα πραγματοποιείτο. Η Κ.Δ. αγνοούσε την πραγματικότητα της κομμουνιστικής αριστεράς, ιδιαίτερα τον Μπορντίγκα. Το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι του επαναστατικού κινήματος θα παρέμενε πάντα μία βελτιωμένη εκδοχή της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Είδε τη θεωρία μέσα απ’ αυτό το φίλτρο.

Στις Βασικές Κοινοτοπίες ο Βανεγκέμ παρακάμπτει ελαφρά τη καρδία το Μαρξ και ξαναγράφει την ιστορία υπό το πρίσμα του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα προσθέτοντας την κριτική του εμπορεύματος. Η Κ.Δ. έκανε κριτική στο Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα αλλά μόνο ως ένα βαθμό: για την Κ.Δ., αυτή η ομάδα περιόρισε το σοσιαλισμό στην εργατική αυτοδιαχείριση, ενώ στην πραγματικότητα σημαίνει αυτοδιαχείριση των πάντων. Ο Σωλιέ περιορίστηκε στο εργοστάσιο, ενώ ο Ντεμπόρ ήθελε να αυτοδιαχειριστεί τη ζωή. Η διαδικασία που ακολουθεί ο Βανεγκέμ μοιάζει μ’ αυτή του Καρντάν. Αναζητάει ένα σημείο (μια ένδειξη)· όχι μόνο στην επαίσχυντη εκμετάλλευση των εργατών στο εργοστάσιο, αλλά στην αθλιότητα των κοινωνικών σχέσεων, εκεί βρίσκεται η επαναστατική σπίθα:

«Η άψυχη ιδιότητα του θεάματος και της καθημερινής ζωής είναι το μοναδικό σημάδι».

Στο Αληθινό Σχίσμα επίσης γίνεται αναφορά στις ενδείξεις μιας αφόρητης πραγματικότητας. Ο Βανεγκέμ είναι ενάντια στο χυδαίο μαρξισμό αλλά δεν ενσωμάτωσε το μαρξισμό στην κριτική του. Δεν αφομοίωσε ό,τι ήταν επαναστατικό στο Μαρξ και εξαλείφτηκε απ’ το μαρξισμό του κατεστημένου. Στο τεύχος 9 (του 1963) η Κ.Δ. ακόμα αναγνώριζε ότι ο Καρντάν «προπορευόταν».

Οι Βασικές Κοινοτοπίες, όπως και η Κοινωνία του Θεάματος, τοποθετούνται στο επίπεδο της ιδεολογίας και των αντιφάσεών της. Ο Βανεγκέμ δείχνει πως η θρησκεία έχει μετατραπεί σε θέαμα, πράγμα που αναγκάζει την επαναστατική θεωρία να κάνει κριτική του θεάματος όπως κάποτε έπρεπε να ξεκινήσει από μια κριτική της θρησκείας και της φιλοσοφίας. Αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο κατακτιέται μόνο η (προ)υπόθεση της επαναστατικής θεωρίας: το βασικό έργο παραμένει ανολοκλήρωτο. Η Κ.Δ. αρχικά περίμενε πολλά απ’ τονΛεφέβρ[16] και τον Καρντάν, αλλά μετά τους απέρριψε κατηγορηματικά. Όμως αυτό που παρέμενε κοινό στην Κ.Δ. και σε αυτούς ήταν η έλλειψη μιας θεωρίας του καπιταλισμού και της κοινωνίας. Κοντά στο 1960 ανοίχτηκε σε νέους ορίζοντες, όμως δεν έκανε το αποφασιστικό βήμα. Η Κ.Δ. επιχείρησε να κατανοήσει την έννοια της αξίας (βλ. το κείμενο του Γιορν για την πολιτική οικονομία και την αξία χρήσης) αλλά δεν την αναγνώρισε ως αυτό που είναι. Η θεωρία της στερείτο κεντρικότητας και οικουμενικότητας. Αυτό την έκανε να υπερεκτιμήσει πολύ διαφορετικά κοινωνικά κινήματα χωρίς να βλέπει την καρδιά του προβλήματος.

Για παράδειγμα, το κείμενο για το Watts[17] είναι ένα αναμφισβήτητα έξοχο ρηξικέλευθο θεωρητικό έργο. Υιοθετώντας με τον τρόπο της ό,τι θα μπορούσαν να είχαν πει μεταξύ τους σχετικά με την ανταλλαγή ο Mauss και ο Μπατάϊγ, η Κ.Δ. έθεσε το ζήτημα της μεταβολής αυτής καθ’ αυτής της ουσίας της καπιταλιστικής κοινωνίας. Μάλιστα το άρθρο κλείνει με την υιοθέτηση της ρήσης του Μαρξ για τη σχέση του Ανθρώπου με την αληθινή κοινωνική φύση του, κάτι που είχε αρχίσει να κάνει και ο Καμάτ στο ΔΚΚ[18] την ίδια εποχή.[19] Αλλά καθώς η Κ.Δ. παρέμενε στο επίπεδο του εμπορεύματος, ήταν ανίκανη να διακρίνει τα διάφορα επίπεδα της κοινωνίας και να προσδιορίσει τι είναι η επανάσταση. Όταν γράφει ότι

«μια εξέγερση ενάντια στο θέαμα τοποθετείται στο επίπεδο της ολότητας»[20], αποδεικνύει ότι μετατρέπει το θέαμα σε ολότητα. Με τον ίδιο τρόπο οι «αυτοδιαχειριστικές» της αυταπάτες την έκαναν να παραποιήσει τα γεγονότα σχετικά με την Αλγερία μετά το πραξικόπημα του Μπουμεντιέν:

«Το μοναδικό πρόγραμμα των αλγερινών σοσιαλιστών είναι η υπεράσπιση του αυτοδιαχειριζόμενου τομέα, όχι μόνο όπως είναι, αλλά όπως θα έπρεπε να είναι».[21]

Μ’ άλλα λόγια, χωρίς επανάσταση, δηλαδή χωρίς την καταστροφή του κράτους και καίριων αλλαγών στην κοινωνία, η Κ.Δ. πίστευε ότι θα μπορούσε να υπάρξει εργατική αυτοδιεύθυνση, και ότι οι επαναστάτες θά ’πρεπε να δουλέψουν για την επέκτασή της.

Θετική ουτοπία

Η Κ.Δ. επανέφερε στο εσωτερικό της επαναστατικής δραστηριότητας όλη τη συζήτηση γύρω από τις συνέπειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης μετά το 1914, μια συζήτηση την οποία είχε ξεκινήσει η κομμουνιστική αριστερά και κάλυπτε μια σειρά θεμάτων όπως ο ρεφορμισμός, τα έθνη, οι πόλεμοι, η εξέλιξη του κράτους, κτλ. Η Κ.Δ. είχε διασχίσει το μονοπάτι πάνω στο οποίο βάδισε η κομμουνιστική αριστερά.

Η Κ.Δ. αντιλαμβανόταν το κομμουνιστικό κίνημα και την επανάσταση σαν την παραγωγή από τους προλετάριους νέων σχέσεων μεταξύ τους και με τα «πράγματα». Ανακάλυψε εκ νέου τη μαρξική ιδέα του κομμουνισμού ως το κίνημα μέσα στο οποίο οι άνθρωποι δημιουργούν οι ίδιοι τις σχέσεις τους. Αν εξαιρέσουμε τον Μπορντίγκα, η Κ.Δ. πρώτη επανασυνδέθηκε με την ουτοπική παράδοση. Αυτό ήταν ταυτόχρονα η δύναμη και η αμφισημία της.

Αρχικά η Κ.Δ. ήταν μια εξέγερση που επιδίωκε να επανακτήσει τα πολιτισμικά μέσα που τα μονοπωλούσαν το χρήμα και η εξουσία. Πριν απ’ αυτήν οι πιο διαυγείς καλλιτέχνες θέλησαν να καταργήσουν το διαχωρισμό ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή· η Κ.Δ. ήταν πιο απαιτητική: επιθυμούσε την κατάργηση της διάστασης ανάμεσα στη ζωή και την επανάσταση. Ο «πειραματισμός» υπήρξε για το σουρρεαλισμό ένας απατηλός τρόπος για να βγάλει την τέχνη απ’ την απομόνωσή της απ’ την πραγματικότητα: η Κ.Δ. τον εφάρμοσε για να δημιουργήσει μια θετική ουτοπία. Η αμφισημία προέρχεται απ’ το γεγονός ότι η Κ.Δ. δεν ήξερε ακριβώς αν ήταν ζήτημα μιας διαφορετικής ζωής από δω και πέρα ή απλά μιας πορείας προς αυτήν την κατεύθυνση.

«Ξέρουμε πολύ καλά πως η κουλτούρα που πολεμάμε θα εξαλειφθεί πραγματικά μόνο αν μαζί της γκρεμιστεί η ολότητα του οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού που την στηρίζει. Αλλά χωρίς άλλη αναβολή, στόχος της καταστασιακής Διεθνούς είναι να πολεμήσει αυτήν την κουλτούρα καταμέτωπο και σ’ όλο της το πλάτος μέχρι να επιβάλλει έναν αυτόνομο καταστασιακό έλεγχο κι εξοπλισμό σ’ εκείνους που κρατούν στα χέρια τους τις υπάρχουσες πολιτιστικές εξουσίες. Με λίγα λόγια στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας μέσα στην κουλτούρα… Το κέντρο μιας τέτοιας ανάπτυξης εντός της κουλτούρας θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να είναι η UNESCO αφού πρώτα η Κ.Δ. την καταλάβει: ένα νέο είδος λαϊκού πανεπιστημίου απαλλαγμένο απ’ την παλιά κουλτούρα· τέλος, η κατασκευή ουτοπικών κέντρων που σε σχέση με συγκεκριμένες σημερινές εξελίξεις στο κοινωνικό πεδίο του ελεύθερου χρόνου, θα πρέπει ν’ απελευθερωθούν πλήρως απ’ την κυρίαρχη καθημερινή ζωή και να λειτουργούν σα προγεφυρώματα για μια νέα εισβολή στην καθημερινή ζωή».[22]

Η ιδέα μιας σταδιακής απελευθέρωσης συνδέεται μ’ αυτή της αυτοδιαχείρισης που σιγά-σιγά επεκτείνεται παντού: δεν αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως ολότητα. Επίσης θεωρεί προνομιακή την «κουλτούρα», το «κέντρο του νοήματος μιας κοινωνίας χωρίς νόημα».[23]

Αυτή η υπερεκτίμηση του ρόλου της κουλτούρας αργότερα θα πέρναγε στην εργατική αυτονομία: η «εξουσία των συμβουλίων» όφειλε να επεκτείνεται μέχρι την κατάληψη όλης της κοινωνίας. Αυτά τα δύο στοιχεία έχουν βαθιές ρίζες στην καταγωγή της Κ.Δ. Το πρόβλημα λοιπόν δεν ήταν ότι η Κ.Δ. παρέμεινε πολύ «καλλιτεχνική» με την μποέμικη έννοια, στερούμενη «αυστηρότητας» (λες και οι «μαρξιστές» ήταν αυστηροί) αλλά ότι εφάρμοσε την ίδια μέθοδο προσέγγισης παντού.

Τα εγχειρήματα για μια «άλλη ζωή» ήταν άφθονα στην Κ.Δ. Το τεύχος 6 της Κ.Δ. (του 1961) αναφερόταν σε μια πειραματική πόλη. Στο συνέδριο του Γκέτεμποργκ, ο Βανεγκέμ έκανε λόγο για «κατασκευή καταστασιακών βάσεων, που θα προετοιμάζουν το έδαφος της ενιαίας πολεοδομίας και της απελευθερωμένης ζωής».[24] Η εισήγηση (σύμφωνα με τα πρακτικά) «δε συναντά αντιρρήσεις».[25]

Για την Κ.Δ. φτιάχνει κανείς μια οργάνωση: όμως οι επαναστατικές ομάδες «μπορούν να θεωρούνται διαρκής πρωτοπορία μόνον αν δώσουν το παράδειγμα ενός καινούργιου στυλ ζωής».[26] Η υπερεκτίμηση της οργάνωσης και του καθήκοντος μιας διαφορετικής ζωής τώρα οδήγησαν προφανώς σε μια αυτο-υπερεκτίμηση της Κ.Δ. Ο Τρόκκι δήλωσε στο τεύχος 8:

«Επιδιώκουμε μια κατάσταση όπου η ζωή θα ανανεώνεται συνεχώς απ’ την τέχνη, μια κατάσταση κατασκευασμένη απ’ τη φαντασία… Έχουμε ήδη κάνει αρκετά προπαρασκευαστικά πειράματα: είμαστε έτοιμοι για δράση».

Έχει σημασία το γεγονός ότι η κριτική που έγινε σ’ αυτό το κείμενο στο επόμενο τεύχος δεν έθιξε αυτή την πλευρά. Ο Τρόκκι θα έκανε πράξη αυτό το πρόγραμμα με τον τρόπο του στο «Σχέδιο Σίγμα»: η Κ.Δ. δεν το αποκήρυξε, αλλά μόνο δήλωσε ότι ο Τρόκκι δεν εφάρμοζε το σχέδιο αυτό με την ιδιότητα του μέλους της Κ.Δ. (τ.9).

Η αμφισημία κορυφώθηκε με το Βανεγκέμ που μάλιστα έγραψε «Μια πραγματεία σαβουάρ-βιβρ προς χρήση των νέων γενεών»[27] στον τωρινό κόσμο, τονίζοντας ποιες θα μπορούσαν να είναι οι κοινωνικές σχέσεις. Πρόκειται για ένα εγχειρίδιο για την καταστροφή της λογικής της αγοράς και της μισθωτής εργασίας οπουδήποτε αυτό μπορεί να γίνει ατιμώρητα. Το Αληθινό Σχίσμα εκφράστηκε σκληρά για το Βανεγκέμ και το βιβλίο του. Σωστά ο Ντεμπόρ και ο Σαγκουϊνέτι μίλησαν για «εξορκισμό»:

«Μίλησε για να μην είναι».[28]

Σίγουρα. Όμως η κριτική είναι καθυστερημένη. Το βιβλίο του Βανεγκέμ ήταν δύσκολο να παραχθεί γιατί δεν μπορεί να βιωθεί, υπό την απειλή του να ξεπέσει απ’ τη μια σ’ έναν περιθωριακό ποσιμπιλισμό[29] και από την άλλη σε μια προσταγή που είναι απραγματοποίητη και άρα ηθική. Είτε κανείς στριμώχνεται στις χαραμάδες της αστικής κοινωνίας ή ασταμάτητα της αντιπαραθέτει μια διαφορετική ζωή που είναι ανίσχυρη γιατί μόνο η επανάσταση μπορεί να την κάνει πραγματικότητα. Η Κ.Δ. έβαλε το χειρότερό της εαυτό μέσα στο χειρότερό της κείμενο. Ο Βανεγκέμ ήταν η πιο αδύναμη πλευρά της Κ.Δ., αυτή που αποκαλύπτει όλες της τις αδυναμίες. Η θετική ουτοπία είναι επαναστατική σαν απαίτηση, σαν ένταση, γιατί δεν μπορεί να πραγματωθεί εντός αυτής της κοινωνίας· γίνεται γελοία όταν κανείς προσπαθεί να τη βιώσει σήμερα. Αντί να επιτίθεται ατομικά στο Βανεγκέμ, το Αληθινό Σχίσμα θα μπορούσε να είχε κάνει έναν απολογισμό της πρακτικής που δημιούργησε έναν Βανεγκέμ, όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε (βλέπε παρακάτω).

Ο ρεφορμισμός της καθημερινότητας μεταφέρθηκε κατόπιν στο επίπεδο της εργασίας· να φτάνεις αργοπορημένη στη δουλειά, έγραφε ο Ratgeb[30], είναι η αρχή της κριτικής της μισθωτής εργασίας. Δεν επιδιώκουμε να ειρωνευτούμε τον Βανεγκέμ, το δυστυχή θεωρητικό μιας τέχνης της ζωής, της «ριζοσπαστικότητας». Το μπρίο του καταφέρνει απλά και μόνο να γεμίσει την Πραγματεία με μια κούφια εκζήτηση που προκαλεί το μειδίαμα. Το Αληθινό Σχίσμα χλευάζει κακόβουλα τη συμπεριφορά του Βανεγκέμ το Μάη του ’68, όταν έφυγε για τις προγραμματισμένες του διακοπές αν και τα «γεγονότα» είχαν αρχίσει (επέστρεψε γρήγορα). Αυτή η προσωπική αντίφαση αντανακλούσε τη θεωρητική και πρακτική αντίφαση που χαρακτήριζε την Κ.Δ. απ’ τις απαρχές της. Όπως κάθε ηθική, η θέση του Βανεγκέμ ήταν ανίσχυρη και αναγκαστικά συνετρίβη όταν ήρθε σ’ επαφή με την πραγματικότητα. Καταγγέλλοντας τη συμπεριφορά του η Κ.Δ. επιδόθηκε και αυτή σε μια ηθικολογική πρακτική: κατέκρινε πράξεις χωρίς να εξετάζει τα αίτιά τους. Αυτή η αποκάλυψη του παρελθόντος του Βανεγκέμ, είτε ενοχλεί ή διασκεδάζει τους ριζοσπάστες, έχει και κάτι το δυσάρεστο. Αν η ασυνέπεια του Βανεγκέμ του 1968 είχε σημασία, τότε η Κ.Δ. έπρεπε να είχε βγάλει συμπεράσματα απ’ αυτήν, όπως δεν έχασε την ευκαιρία να κάνει σ’ ένα σωρό άλλες περιπτώσεις, και δε θα έπρεπε να περιμένει 4 χρόνια για να τη σχολιάσει. Αν η παράλειψη του Βανεγκέμ δεν είχε σημασία, τότε δεν υπήρχε λόγος να συζητιέται, ακόμα και αφού έφυγε από την Κ.Δ. Στην πραγματικότητα η Κ.Δ., για να χρησιμοποιήσουμε την ίδια της την έκφραση, εξόρκισε την αδυναμία της ηθικής της καταγγέλλοντας τα άτομα που απέτυχαν να σταθούν στο ύψος αυτής της ηθικής, και έτσι έσωσε με μιας και την ηθική και αυτήν την ίδια ως Κ.Δ. Ο Βανεγκέμ έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος ενός ανέφικτου ουτοπισμού.

Yλισμός και ιδεαλισμός στην KΔ

Ενάντια στη μιλιτάντικη[31] ηθικολογία, η Κ.Δ. εκθείαζε μια άλλη ηθική: αυτή της αυτονομίας των ατόμων τόσο μέσα στην κοινωνική ομάδα όσο και την επαναστατική ομάδα. Όμως, μόνο μια δραστηριότητα εντός ενός κοινωνικού κινήματος επιτρέπει την αυτονομία μέσω μιας αποτελεσματικής πρακτικής. Διαφορετικά η απαίτηση για αυτονομία καταλήγει να δημιουργεί μια ελίτ εκείνων που ξέρουν πως να γίνουν αυτόνομοι. Όποιος μιλά για ελιτισμό μιλά και για οπαδούς. Η Κ.Δ. επέδειξε μεγάλο οργανωτικό ιδεαλισμό, όπως έκανε και ο Μπορντίγκα (που θεωρούσε τον επαναστάτη ως «αποτοξινωμένο»), αν και η Κ.Δ. το χειρίστηκε διαφορετικά. Κατέφυγε σε μια άμεση πρακτική ηθική, που φανερώνει την αντίφασή της. Κάθε ηθική βάζει πάνω από τις δεδομένες κοινωνικές σχέσεις την υποχρέωση να συμπεριφέρεται κανείς μ’ έναν τρόπο που πάει κόντρα σ’ αυτές τις σχέσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, η ηθική της Κ.Δ. απαιτούσε σεβασμό στον αυθορμητισμό.

Ο ιδεαλισμός της Κ.Δ. περιορίζεται στην αντίληψη της κοινωνίας ως δι-υποκειμενικότητας, ως αλληλεπίδρασης των ανθρώπινων σχέσεων στο πεδίο του άμεσου, παραβλέποντας την ολότητα: όμως η κοινωνία είναι επίσης και η παραγωγή των ίδιων της των υλικών συνθηκών, και οι άμεσες σχέσεις αποκρυσταλλώνονται σε θεσμούς, με το κράτος επικεφαλής. Η «δημιουργία συγκεκριμένων καταστάσεων» είναι μόνο μια πλευρά του επαναστατικού κινήματος. Θεωρητικοποιώντας την, η Κ.Δ. πράγματι εκκινά από τις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξης, αλλά τις υποβιβάζει σε δι-υποκειμενικές σχέσεις. Αυτή είναι η σκοπιά του υποκειμένου που προσπαθεί να ανακαλύψει εκ νέου τον εαυτό του, και όχι μια σκοπιά που συμπεριλαμβάνει και το υποκείμενο και το αντικείμενο. Είναι το «υποκείμενο», απογυμνωμένο από την «αναπαράστασή» του. Η συστηματοποίηση αυτής της αντίθεσης στην Κοινωνία του Θεάματος επαναλαμβάνει την ιδεαλιστική αντίθεση, που χαρακτηρίζεται από το ότι ξεχνά τις αντικειμενικοποιήσεις του Ανθρώπου (εργασία, οικειοποίηση του κόσμου, ένωση του Ανθρώπου και της φύσης). Η αντίθεση υποκειμένου-αντικειμένου είναι η κατευθυντήρια γραμμή της δυτικής φιλοσοφίας, διαμορφωμένη μέσα σ’ έναν κόσμο του οποίου το νόημα διαφεύγει του Ανθρώπου λίγο-λίγο. Ήδη ο Ντεκάρτ αντιπαρέβαλλε την πρόοδο των μαθηματικών στη στασιμότητα της μεταφυσικής. Ο Άνθρωπος της εμπορευματικής κοινωνίας ψάχνει για το ρόλο του.

Η Κ.Δ. δεν ενδιαφερόταν για την παραγωγή. Κατηγορούσε το Μαρξ ότι παραήταν οικονομιστής, αλλά η ίδια δεν έκανε κριτική της πολιτικής οικονομίας. Η κοινωνία είναι ένα σύνολο σχέσεων που επιβάλλονται καθώς αντικειμενικοποιούνται, δημιουργώντας υλικά ή κοινωνικά αντικείμενα (θεσμούς)· η επανάσταση καταστρέφει τον καπιταλισμό με μια ανθρώπινη πράξη στο επίπεδο των αντικειμενικοποιήσεών της (σύστημα παραγωγής, τάξεις, κράτος) απ’ αυτούς ακριβώς που βρίσκονται στο κέντρο αυτών των σχέσεων.

Ο Ντεμπόρ είναι για το Φρόιντ ό,τι ο Μαρξ για το Χέγκελ: θεμελιώνει μια υλιστική θεωρία των προσωπικών σχέσεων, κάτι που αποτελεί αντίφαση. Αντί να εκκινά απ’ το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, η έννοια της «κατασκευής καταστάσεων» απομονώνει τη σχέση μεταξύ υποκειμένων απ’ την ολότητα των σχέσεων. Με τον ίδιο τρόπο που, για τον Ντεμπόρ, το θέαμα εξηγεί τα πάντα για τον καπιταλισμό, η επανάσταση εμφανίζεται σαν η κατασκευή καταστάσεων που επεκτείνονται στο σύνολο της κοινωνίας. Η Κ.Δ. δεν κατανόησε τις μεσολαβήσεις στις οποίες βασίζεται η κοινωνία· και πρώτιστα ανάμεσά τους την εργασία, τη «θεμελιώδη ανάγκη» (Ουίλιαμ Μόρις) του Ανθρώπου. Σα συνέπεια, δε διέκρινε ξεκάθαρα τις μεσολαβήσεις στη βάση των οποίων μπορεί να γίνει η επανάσταση. Για να βγει απ’ τη δυσκολία μεγαλοποίησε τη μεσολάβηση της οργάνωσης. Οι συμβουλιακές, δημοκρατικές και αυτοδιευθυντιστικές θέσεις της εξηγούνται απ’ την άγνοιά της γύρω απ’ την κοινωνική δυναμική.

Η Κ.Δ. επέμενε σε οργανωτικές μορφές για να καλύψει την ανεπάρκεια του περιεχομένου που της διέφευγε. Εφαρμόζοντας την «αντιστροφή της γενικής» όπως ο Μαρξ στα πρώτα του έργα, ξαναέστησε τα πράγματα στα πόδια τους: αντέστρεψε τους όρους της ιδεολογίας για να κατανοήσει τον κόσμο όπως είναι στην πραγματικότητα. Όμως μια πραγματική κατανόηση θα ήταν κάτι παραπάνω από μια αντιστροφή: ο Μαρξ δεν αρκέστηκε ν’ αναποδογυρίσει το Χέγκελ και τους νεαρούς Χεγκελιανούς.

Η Κ.Δ. αντιλήφθηκε το κεφάλαιο μόνο στη μορφή του εμπορεύματος, αγνοώντας το συνολικό κύκλο. Απ’ το Κεφάλαιο, ο Ντεμπόρ κρατά μόνο την πρώτη πρόταση, χωρίς να την κατανοεί: το κεφάλαιο εμφανίζεται σα συσσώρευση εμπορευμάτων, αλλά είναι κάτι πολύ περισσότερο. Η Κ.Δ. αντιλήφθηκε την επανάσταση σαν αμφισβήτηση περισσότερο των σχέσεων διανομής (βλ. την εξέγερση του Watts) παρά των σχέσεων παραγωγής. Ήξερε τι ήταν το εμπόρευμα αλλά όχι η υπεραξία.

Η Κ.Δ. έδειξε ότι η κομμουνιστική επανάσταση δεν μπορούσε να είναι μόνο μια άμεση επίθεση εναντίον του εμπορεύματος. Αυτή της η συμβολή ήταν αποφασιστική. Αν και η Ιταλική Αριστερά είχε περιγράψει τον κομμουνισμό σαν την καταστροφή της αγοράς και είχε ήδη απορρίψει την ιδεολογία των παραγωγικών δυνάμεων[32] δεν είχε καταλάβει την τρομερά ανατρεπτική δύναμη συγκεκριμένων κομμουνιστικών μέτρων.[33] Σύμφωνα μάλιστα με τον Μπορντίγκα, η κομμουνιστικοποίηση ακολουθεί την κατάληψη της «πολιτικής εξουσίας». Η Κ.Δ. θεωρούσε ότι η επαναστατική διαδικασία βρίσκεται στο επίπεδο των ανθρώπινων σχέσεων. Όμως το κράτος δεν μπορεί να καταστραφεί ούτε σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο, ούτε αποκλειστικά με τη διάλυση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων που το στηρίζουν.

Η Κ.Δ. κατέληξε στο αντίστροφο λάθος απ’ αυτό που έκανε ο Μπορντίγκα. Ο τελευταίος υποβίβασε την επανάσταση στην εφαρμογή ενός προγράμματος· η πρώτη την περιόρισε στην ανατροπή των άμεσων σχέσεων. Ούτε ο Μπορντίγκα ούτε η Κ.Δ. αντιλήφθηκαν το πρόβλημα στο σύνολό του. Ο ένας συνέλαβε μια ολότητα απ’ την οποία έλειπαν τα συγκεκριμένα μέτρα και οι συγκεκριμένες σχέσεις που την απαρτίζουν· η άλλη, μια ολότητα χωρίς ενότητα ή σκοπό, άρα ένα άθροισμα ιδιαίτερων σημείων που σιγά-σιγά επεκτείνονται. Ανίκανοι να καταλάβουν θεωρητικά τη διαδικασία στο σύνολό της, κατέφυγαν και οι δύο στην οργάνωση σα γιατρικό για να διασφαλίσουν την ενότητα της διαδικασίας ―το κόμμα για τον Μπορντίγκα, τα συμβούλια για την Κ.Δ. Στην πράξη, ενώ ο Μπορντίγκα αποπροσωποποιούσε τα επαναστατικά κινήματα σε βαθμό υπερβολής, η Κ.Δ. ήταν μια επιβεβαίωση του ατόμου σε βαθμό ελιτισμού. Αν και αγνοούσε πλήρως τον Μπορντίγκα, η Κ.Δ επιτρέπει ν’ αναπτυχθεί περαιτέρω η άποψη του Μπορντίγκα για την επανάσταση μέσω μιας σύνθεσης με τη δική της.

Η ίδια η Κ.Δ. δεν μπόρεσε να πραγματώσει αυτή τη σύνθεση, κάτι που προϋποθέτει μια συνολική άποψη του τι είναι κοινωνία. Εφήρμοζε το θετικό ουτοπισμό με μόνο στόχο την αποκάλυψη, και αναμφίβολα αυτό ήταν το θεωρητικό της κώλυμα.

«Αυτό που πρέπει να συμβεί… στα κέντρα της άνισα μοιρασμένης αλλά ζωτικής εμπειρίας είναι μια απομυστικοποίηση».[34]

Υπήρχε μια κοινωνία «του θεάματος», μια κοινωνία «ψευδούς συνείδησης», σε αντίθεση με τον υποτίθεται κλασσικό καπιταλισμό του δέκατου ένατου αιώνα: το ζήτημα ήταν να της δοθεί μια χρονική συνείδηση του εαυτού της. Η Κ.Δ. ποτέ δε διαχωρίστηκε απ’ τον ιδεαλισμό του Λούκατς, όπως δείχνει η μόνη κριτική στην Κ.Δ. που έχει εμφανιστεί μέχρι τώρα: Supplement au no. 301 de la Nouvelle Gazette Rhenane.[35] Ο Λούκατς γνώριζε (με τη βοήθεια του Χέγκελ και του Μαρξ) ότι ο καπιταλισμός είναι η απώλεια της ενότητας, ο κατακερματισμός της συνείδησης. Αλλά αντί να συμπεράνει απ’ αυτό ότι οι προλετάριοι θα επανασυνθέσουν μια ενωτική άποψη του κόσμου μέσω της ανατρεπτικής τους δράσης (που θα καταλήξει στην επανάσταση), θεώρησε ότι για να γίνει αυτή η ανατροπή πρέπει πρώτα να επανενοποιηθεί και να ανακαλυφτεί εκ νέου η συνείδηση. Καθώς αυτό είναι αδύνατο, κατέφυγε κι αυτός στη μαγεία και θεωρητικοποίησε την ανάγκη συγκεκριμενοποίησης της συνείδησης, που πρέπει να ενσαρκωθεί σε οργάνωση για να γίνει δυνατή η επανάσταση. Αυτή η οργανωμένη συνείδηση είναι το «κόμμα». Αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως ότι, η δικαιολόγηση του κόμματος είναι για τον Λούκατς δευτερεύουσα: το πρωτεύον είναι ο ιδεαλισμός της συνείδησης, η προτεραιότητα που αποδίδεται στη συνείδηση, με το κόμμα να είναι μόνο η εκδήλωσή της. Το ουσιώδες στη θεωρία του είναι ότι η συνείδηση πρέπει να ενσαρκωθεί σε οργάνωση. Η Κ.Δ. υιοθετεί άκριτα τη θεωρία του Λούκατς για τη συνείδηση αλλά αντικαθιστά το «κόμμα» με την Κ.Δ. απ’ τη μια και τα Συμβούλια απ’ την άλλη. Για την Κ.Δ., όπως και για τον Λούκατς, η διαφορά ανάμεσα στην «τάξη καθ’ εαυτήν» και στην «τάξη δι’ εαυτήν» είναι ότι η δεύτερη κατέχει ταξική συνείδηση. Ότι αυτή η συνείδηση δε θα της δοθεί από ένα κόμμα, αλλά θα ξεπηδήσει αυθόρμητα απ’ την οργάνωση των εργατών σε συμβούλια, είναι εντελώς δευτερεύον. Η Κ.Δ. θεώρησε τον εαυτό της μια οργάνωση προορισμένη να αποκαλύψει την αλήθεια: έκανε την αποκάλυψη αρχή της δράσης της. Αυτό εξηγεί την υπερβολική σημασία που έδινε η Κ.Δ. το 1968 στην τάση για «πλήρη δημοκρατία». Η δημοκρατία είναι ο καταλληλότερος τόπος για να φωτιστούν οι συνειδήσεις. Όλα συνοψίζονται στον ορισμό της Κ.Δ. για τον προλετάριο ως κάποιον που «δεν έχει κανέναν έλεγχο πάνω στη ζωή του και που το ξέρει».

Η τέχνη σήμερα είναι εθελούσια αλλοτρίωση· στην τέχνη, η συστηματική πρακτική της επινόησης κάνει πιο ορατή την πλαστότητα της ζωής. Εγκλωβιζόμενη στην ιδέα της περί «θεάματος», η Κ.Δ. παρέμεινε δέσμια της καταγωγής της. Η Κοινωνία του Θεάματος είναι ήδη ένα «κλειστό» βιβλίο. Η θεωρία της φαινομενικότητας στρέφεται ενάντια στον εαυτό της. Μπορεί μάλιστα να βρει κανείς σ’ αυτό την καταγωγή των προσφιλών σήμερα ιδεών για το κεφάλαιο ως αναπαράσταση. Το κεφάλαιο «γίνεται εικόνα… το συμπυκνωμένο αποτέλεσμα της κοινωνικής εργασίας… γίνεται ορατό και υπάγει το σύνολο της πραγματικότητας στη φαινομενικότητα».

Η Κ.Δ. γεννήθηκε την ίδια στιγμή που γεννήθηκαν όλες οι απόψεις σχετικά με την «επικοινωνία» και τη γλώσσα και σ’ αντίδραση προς αυτές, όμως έτεινε κυρίως να θέτει το ίδιο πρόβλημα με διαφορετικούς όρους. Η Κ.Δ. διαμορφώθηκε ως κριτική της επικοινωνίας, και ποτέ δεν ξέφυγε απ’ αυτή της την προέλευση: το συμβούλιο πραγματώνει μια «αληθινή» επικοινωνία. Εν τούτοις, αντίθετα με τον Μπαρτ και το συνάφι του, η Κ.Δ. αρνήθηκε την αυτοαναφορικότητα του σημείου. Δε θέλησε να μελετήσει τη φαινομενική πραγματικότητα (τη μελέτη των «μυθολογιών» ή του «εποικοδομήματος», του τόσο αγαπητού στον Γκράμσι) αλλά την πραγματικότητα ως φαινομενικότητα. Ο Μαρξ έγραψε το 1847:

«Ανθρώπινη δραστηριότητα=εμπόρευμα. Η εκδήλωση της ζωής, της ενεργούς ζωής, εμφανίζεται ως απλό μέσο: η φαινομενικότητα, διαχωρισμένη απ’ αυτή τη δραστηριότητα, γίνεται αντιληπτή ως αυτοσκοπός».

Η ίδια η Κ.Δ. υπέκυψε στο φετιχισμό με το να καθηλωθεί σε μορφές: εμπόρευμα, υποκείμενο, οργάνωση, συνείδηση. Όμως, αντίθετα μ’ αυτούς που σήμερα επαναλαμβάνουν τις ιδέες της διατηρώντας μόνο τα φανταχτερά τμήματα και τα λάθη, η Κ.Δ. δε συνήθιζε να συγχέει τη γλώσσα με την κοινωνία. Αυτό που για την Κ.Δ. ήταν μια αντίφαση, για το μοντερνισμό έγινε λόγος ύπαρξης (raison d’etre).

Kανένας θεωρητικός απολογισμός

Τίποτα δεν είναι ευκολότερο από έναν λανθασμένο απολογισμό. Μπορεί κανείς ακόμη και να τον ξανακάνει, σαν την περίφημη αυτοκριτική, κάθε φορά που αλλάζει απόψεις. Αποκηρύσσει το παλιό σύστημα σκέψης για να μπει στο καινούργιο, αλλά δεν αλλάζει τον τρόπο ύπαρξής του. Ο «θεωρητικός απολογισμός» στην πραγματικότητα μπορεί να είναι η πιο δόλια πρακτική ενώ εμφανίζεται σαν η πιο έντιμη. Το Αληθινό Σχίσμα καταφέρνει να μη μιλά για την Κ.Δ. και το τέλος της, εν πάση περιπτώσει να μην έρχεται αντιμέτωπο με τις απόψεις της ―με μια λέξη, μιλά γι’ αυτήν μη-θεωρητικά. Καταγγέλλοντας (αναμφίβολα με ειλικρίνεια) τη θριαμβολογία και την αυταρέσκεια αναφορικά με την Κ.Δ. και μέσα στην Κ.Δ., αλλά χωρίς θεωρητική κριτική, το βιβλίο καταλήγει να παρουσιάζει την Κ.Δ. σαν ένα πρότυπο. Οι Ντεμπόρ και Σανγκουινέτι δεν μπαίνουν στα ουσιώδη παρά μόνο με τους φιλοκαταστασιακούς, οι οποίοι τους έδωσαν το ερέθισμα για να κάνουν μερικές καλές παρατηρήσεις, αλλά μόνο στο επίπεδο των υποκειμενικών σχέσεων, των συμπεριφορών. Η θεωρία πάντα αντικρίζεται απ’ την σκοπιά των συμπεριφορών που την ενσαρκώνουν· σίγουρα είναι μια σημαντική διάσταση, αλλά όχι η αποκλειστική.

Δεν υπάρχει αυτοανάλυση της Κ.Δ. Η Κ.Δ. ήρθε· το 1968 αναγγέλλει την επιστροφή της επανάστασης· τώρα η Κ.Δ. θα εξαφανιστεί για ν’ αναγεννηθεί παντού. Αυτή η διαυγής μετριοφροσύνη αποκρύπτει δύο ουσιώδη σημεία: οι συγγραφείς επιχειρηματολογούν λες και η οπτική της Κ.Δ. ήταν ολόσωστη· δεν αναρωτιούνται μήπως υπήρχε σχέση ανάμεσα στη στειρότητα της Κ.Δ. μετά το 1968 (δες την αλληλογραφία της Συζήτησης Προσανατολισμού) και την ανεπάρκεια αυτής της οπτικής. Ακόμα και για τους φιλοκαταστασιακούς, οι Ντεμπόρ και Σανγκουινέτι δε θεμελιώνουν καμιά λογική συσχέτιση μεταξύ της Κ.Δ. και των οπαδών της. Η Κ.Δ. υπήρξε επαναστατική χάρη σε μια θεωρία βασισμένη σε συμπεριφορές (πράγμα που αργότερα θα γινόταν τροχοπέδη στην εξέλιξή της). Μετά την περίοδο της επαναστατικής δράσης, οι φιλοκαταστασιακοί δε διατήρησαν τίποτα άλλο εκτός απ’ τη συμπεριφορά. Δεν μπορεί κανείς να κρίνει έναν ηγέτη μόνο απ’ τους οπαδούς του: όμως, εν μέρει, έχει τους οπαδούς που ο ίδιος έχει προσελκύσει. Η Κ.Δ. αποδέχθηκε ακούσια το ρόλο του ηγέτη, μέσα από τις ίδιες της τις απόψεις. Δεν πρότεινε άμεσα έναν τρόπο ζωής (σαβουάρ-βιβρ) αλλά, παρουσιάζοντας τις ιδέες της σαν ένα «εγχειρίδιο τρόπου ζωής» (σαβουάρ-βιβρ), ώθησε τους αναγνώστες της σε μια τέχνη του ζειν. Το Αληθινό Σχίσμα καταγράφει την ιδεολογική χρήση που επιφυλάχθηκε στην Κ.Δ., τη μετατροπή της σε θέαμα, όπως λέει το βιβλίο, απ’ τους μισούς αναγνώστες του περιοδικού της. Αυτό ήταν εν μέρει αναπόφευκτο (βλ. παρακάτω για την επαναφομοίωση), εν μέρει όμως οφειλόταν και στην ίδια της τη φύση. Κάθε ριζοσπαστική θεωρία ή κίνημα επαναφομοιώνεται λόγω των αδυναμιών του: ο Μαρξ λόγω της μελέτης της οικονομίας καθ’ αυτήν και των ριζοσπαστικών-ρεφορμιστικών του τάσεων· η Γερμανική Αριστερά λόγω της συμβουλιακής ιδεολογίας, κτλ. Οι επαναστάτες παραμένουν επαναστάτες όταν επωφελούνται απ’ αυτές τις επαναφομοιώσεις, εξαλείφοντας τους περιορισμούς τους ώστε να προχωρούν προς μια μεγαλύτερη ολοκλήρωση. Το Αληθινό Σχίσμα είναι επίσης ένα σχίσμα στο μυαλό των συγγραφέων του. Κάνουν κριτική στο Βανεγκέμ λες και οι ιδέες του ήταν ξένες στην Κ.Δ. Διαβάζοντας τον Ντεμπόρ και το Σανγκουινέτι νομίζει κανείς ότι η Κ.Δ. δεν είχε καμιά ευθύνη για την «Πραγματεία σαβουάρ-βιβρ προς χρήση των νέων γενεών»: νομίζει κανείς ότι η αδυναμία του Βανεγκέμ ανήκει εξ ολοκλήρου σ’ αυτόν. Είτε το ένα ισχύει ή το άλλο: είτε η Κ.Δ. όντως είχε υπόψη τα λάθη του ―αλλά τότε γιατί δεν ανέφερε τίποτα γι’ αυτά;― ή τα αγνοούσε. Η Κ.Δ. εγκαινιάζει εδώ μια πρακτική οργάνωσης (που η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα θα χαρακτήριζε «γραφειοκρατική»): δε μαθαίνει κανείς για τις παρεκκλίσεις των μελών παρά μόνο μετά τη διαγραφή τους. Η οργάνωση διατηρεί την καθαρότητά της· τα λάθη των μελών της δεν την επηρεάζουν. Τα προβλήματα ξεκινούν από τις ανεπάρκειες των μελών, ποτέ από τα πάνω, και όχι από την οργάνωση. Καθώς η μεγαλομανία που τελικά επέδειξαν οι ηγέτες δεν εξηγεί τα πάντα, είναι κανείς υποχρεωμένος να δει μέσα σ’ αυτή τη συμπεριφορά την ένδειξη μιας μυστικοποιημένης συνειδητοποίησης του αδιεξόδου της ομάδας, και ενός μαγικού τρόπου σωτηρίας της. Ο Ντεμπόρ ήταν η Κ.Δ. Τη διέλυσε: αυτό θα ήταν ένδειξη μιας ξεκάθαρης και έντιμης συμπεριφοράς αν δεν την είχε την ίδια στιγμή καταστήσει αθάνατη. Διέλυσε την Κ.Δ. για να την κάνει τέλεια, τόσο λίγο ανοιχτή στην κριτική όσο λίγο ήταν ο ίδιος ικανός να την κριτικάρει.

Με τον ίδιο τρόπο, η ταινία του Η Κοινωνία του Θεάματος είναι ένας εξαιρετικός τρόπος να καταστήσει αθάνατο το βιβλίο του. Η στασιμότητα πάει χέρι-χέρι με την απουσία απολογισμού. Ο Ντεμπόρ δε διδάχτηκε τίποτα. Το βιβλίο ήταν μια ελλιπής θεωρητικοποίηση: η ταινία την παγίωσε. Αυτή η αγκύλωση είναι ακόμα πιο χτυπητή σ’ αυτά που προστέθηκαν για την επανέκδοση της ταινίας το 1976. Ο Ντεμπόρ απαντά σε μια σειρά κριτικών για την ταινία, αλλά δε λέει ούτε λέξη για διάφορα άτομα (κάποια απ’ αυτά με πολύ διαφορετικές απόψεις απ’ τις δικές μας) που έκριναν την ταινία αυστηρά από επαναστατική σκοπιά. Προτιμά να επιτίθεται στο Νουβέλ Ομπζερβατέρ.[36] Όλο και περισσότερο το πρόβλημά του είναι να υπερασπιστεί το παρελθόν του και εξ αιτίας αυτής του της ανάγκης είναι καθηλωμένος, γιατί το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να το επανερμηνεύει. Η Κ.Δ. δεν του ανήκει πια. Το επαναστατικό κίνημα θα την οικειοποιηθεί παρά τους καταστασιακούς.

Mια άσκηση ύφους

Αν και κατά τα άλλα σοβαρό, το βιβλίο του Σανγκουινέτι Μια Φιλαλήθης Έκθεση[37] είναι εν τούτοις ένα δείγμα της αποτυχίας του. Δε θα κρίνουμε το βιβλίο απ’ το κοινό του, που το εκτίμησε σαν ένα καλό αστείο εις βάρος της αστικής τάξης. Αυτοί οι αναγνώστες αρκούνται να επαναλαμβάνουν ότι οι καπιταλιστές είναι κρετίνοι, ακόμα και αξιοκαταφρόνητοι, σε σύγκριση με τις «πραγματικές» άρχουσες τάξεις του παρελθόντος· αν θέλαμε, λένε, θα μπορούσαμε να είμαστε πολύ μεγαλύτεροι και καλύτεροι αστοί. Ο ελιτισμός και η περιφρόνηση προς τον καπιταλισμό είναι αρκετά χλευαστικές σαν αντιδράσεις, αλλά καθησυχαστικές όταν η επανάσταση δε φαίνεται πια να είναι μια απόλυτη βεβαιότητα. Aλλά η αυταρέσκεια στην καταγγελία της αστικής παρακμής απέχει πολύ απ’ το να είναι ανατρεπτική. Τη μοιράζονται και εκείνοι που (όπως ο Σορέλ) περιφρονούν την αστική τάξη ενώ θέλουν να σώσουν τον καπιταλισμό. Η καλλιέργεια αυτής της συμπεριφοράς είναι άρα γελοία για όποιον έχει και τις ελάχιστες επαναστατικές βλέψεις. Ας παραδεχτούμε πάντως ότι ο Σανγκουινέτι κατάφερε να σκοράρει.

Το πρόβλημα με το οποίο δεν ασχολήθηκε σχεδόν κανείς απ’ τους σχολιαστές (και ευλόγως) είναι αν θέτει μια επαναστατική προοπτική. Αν όχι, απλά κατάφερε να ρίξει ένα πυροτέχνημα μέσα στην αστική πολιτική και στο κομματικό παιγνίδι. Η απόδειξη φαίνεται στην πράξη. Η ανάλυση που κάνει των παρελθοντικών γεγονότων είναι λανθασμένη, το ίδιο και η επαναστατική προοπτική που προτείνει.

Πρώτα απ’ όλα, δεν υπήρξε κανένας «κοινωνικός πόλεμος» στην Ιταλία το 1969, ούτε στην Πορτογαλία το 1975. Το Μάη του ’68 στη Γαλλία ξεπήδησε μια τεράστια αυθόρμητη οργάνωση των εργατών: σ’ ολόκληρη τη χώρα, και σε εκατοντάδες μεγάλες επιχειρήσεις, οι προλετάριοι συμμετείχαν την ίδια στιγμή στην «προλεταριακή εμπειρία», στη σύγκρουση με το κράτος και τα συνδικάτα, και κατάλαβαν στην πράξη ότι ο εργατικός ρεφορμισμός εξυπηρετεί μόνο το κεφάλαιο. Αυτή η εμπειρία δε θα σβήσει. Ήταν ένα αναπόφευκτο ρήγμα, και μάλιστα μόνιμο ακόμα και αν το τραύμα φαίνεται τώρα να έχει επουλωθεί.

Όμως η Κ.Δ. νόμισε ότι αυτό το ρήγμα ήταν η ίδια η επανάσταση. Το 1968 πραγμάτωσε γι’ αυτήν ό,τι το 1956 για την ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα: την πρακτική επαλήθευση της θεωρίας της. Όμως στην πραγματικότητα ήταν η επιβεβαίωση των ορίων της και η αρχή της σύγχισής της. Το Αληθινό Σχίσμα δηλώνει ότι το κίνημα των καταλήψεων είχε καταστασιακές ιδέες: αυτό όμως δείχνει τα όρια των καταστασιακών ιδεών τη στιγμή που ξέρουμε ότι σχεδόν όλοι οι απεργοί άφησαν τον έλεγχο της απεργίας στα συνδικάτα ―εκτός κι αν κανείς μυθοποιεί το κίνημα των καταλήψεων. Αυτή η αγνόηση του κράτους απ’ την πλευρά του κινήματος δεν ήταν ξεπέρασμα του Γιακωβινισμού αλλά απόρροιά του, όπως ήταν και στην Παρισινή Κομμούνα: η μη καταστροφή του κράτους, ο απλός εκδημοκρατισμός του, συμβάδιζε το 1871 με την προσπάθεια μερικών ανθρώπων να δημιουργήσουν μια δικτατορία στα πρότυπα του 1793. Είναι αλήθεια ότι ―εξετάζοντας το 1871 ή το 1968― θά ’πρεπε κανείς να αναδεικνύει τη δύναμη και όχι την αδυναμία του κομμουνιστικού κινήματος, την ύπαρξή του και όχι την απουσία του. Διαφορετικά οι επαναστάτες αναπτύσσουν μόνο έναν αφ’ υψηλού πεσσιμισμό και μια αφηρημένη άρνηση του οτιδήποτε δεν είναι «η επανάσταση». Αλλά το επαναστατικό κίνημα είναι τέτοιο μόνο αν κριτικάρει τον εαυτό του, εμμένοντας σε μια παγκόσμια προοπτική, σ’ ό,τι έλειπε από τα περασμένα προλεταριακά κινήματα. Δεν κεφαλαιοποιεί το παρελθόν. Το κράτος και η αντεπανάσταση είναι που χρησιμοποιούν τα όρια των περασμένων κινημάτων και φτιάχνουν το πρόγραμμά τους απ’ αυτά. Ο θεωρητικός κομμουνισμός ασκεί κριτική στις προηγούμενες εμπειρίες, αλλά επίσης κάνει και τη διάκριση μεταξύ προλεταριακών εφόδων όπως στη Γερμανία το 1918-21 και επιθέσεων που το κεφάλαιο έφερε αμέσως σε τέλμα όπως το 1871 και στην Ισπανία το 1936. Δεν αρκείται να περιγράφει τη θετική δράση, αλλά επίσης υποδεικνύει τις ρήξεις που έπρεπε αυτή να προκαλέσει για να κάνει την επανάσταση. Η Κ.Δ. έκανε το αντίθετο. Πολύ περισσότερο, αρχίζοντας το 1968, θεωρητικοποίησε μια επερχόμενη επανάσταση. Αλλά πάνω απ’ όλα αρνήθηκε το ζήτημα του κράτους.

«Όταν οι εργαζόμενοι μπορούν να μαζεύονται ελεύθερα και χωρίς ενδιάμεσους για να συζητήσουν τα πραγματικά τους προβλήματα, το κράτος αρχίζει να διαλύεται».[38]

Καθαρός αναρχισμός. Μακράν του να θέλει να καταλύσει το κράτος, όπως θα περίμενε κανείς, ο αναρχισμός χαρακτηρίζεται ακριβέστερα απ’ την αδιαφορία του προς αυτό. Αντίθετα μ’ εκείνον το «Μαρξισμό» που βάζει πρώτα και πάνω απ’ όλα την αναγκαιότητα της «κατάληψης της εξουσίας», ο αναρχισμός στην πραγματικότητα παραβλέπει το ζήτημα της κρατικής εξουσίας. Η επανάσταση ξεδιπλώνεται, οι επιτροπές και οι συνελεύσεις σχηματίζονται παράλληλα με το κράτος που, απογυμνωμένο από την εξουσία του, καταρρέει από μόνο του. Βασισμένος σε μια υλιστική αντίληψη της κοινωνίας, ο επαναστατικός μαρξισμός θεωρεί ότι το κεφάλαιο δεν είναι μόνο μια κοινωνική δύναμη που έχει επεκταθεί παντού, αλλά ότι επίσης βρίσκεται συγκεντρωμένο σε θεσμούς (και πρώτα απ’ όλα στις ένοπλες δυνάμεις) που έχουν μια σχετική αυτονομία, και που ποτέ δε πεθαίνουν από μόνοι τους. Η επανάσταση θα θριαμβεύσει μόνο όταν θα ορθώσει ενάντιά τους μια δράση ταυτόχρονα γενικευμένη και συγκεντρωμένη. Ο στρατιωτικός αγώνας βασίζεται στον κοινωνικό μετασχηματισμό, αλλά έχει το δικό του ειδικό ρόλο. Η Κ.Δ. απ’ την πλευρά της υποχώρησε προς τον αναρχισμό και υπερτίμησε τη σημασία των εργατικών συνελεύσεων (το 1968, η Εργατική Εξουσία (Pouvoir Ouvrier) και η Ομάδα Επαφών για τη Δράση των Εργαζομένων (Groupe de Liaison pour l’ Action des Travailleurs) καλούσαν κι αυτές κυρίως σε δημοκρατικές εργατικές συνελεύσεις).

Ομοίως, το να λέει κανείς ότι στην Πορτογαλία η πίεση των εργατών εμπόδισε τη δημιουργία ενός σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους, σημαίνει το να έχει την οπτική μόνο του κράτους, του κεφαλαίου. Έχει πρόβλημα το κεφάλαιο ν’ αναπτυχθεί στην Πορτογαλία, να δημιουργήσει ένα νέο και ισχυρό πόλο συσσώρευσης εκεί; Δεν ήταν ο στόχος της «επανάστασης των γαρυφάλλων» να καναλιζάρει τις συγχισμένες λαϊκές και προλεταριακές βλέψεις προς ψευδείς μεταρρυθμίσεις, έτσι ώστε το προλεταριάτο να παραμείνει ήσυχο; Η αποστολή εξετελέσθη. Δεν επρόκειτο για μισή νίκη του προλεταριάτου, αλλά για μια σχεδόν ολοκληρωτική ήττα, όπου η «προλεταριακή εμπειρία» ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, γιατί δεν υπήρξε, τρόπος του λέγειν, καμιά άμεση σύγκρουση, καμιά συσπείρωση των προλετάριων γύρω από μια θέση αντίθετη στον καπιταλισμό. Ποτέ δε σταμάτησαν να υποστηρίζουν το εκδημοκρατισμένο κράτος, ακόμα κατά καιρούς και ενάντια στα κόμματα, που τα κατηγορούσαν για «προδοσία».

Ούτε στην Ιταλία του 1969, ούτε στην Πορτογαλία του 1974-75 υπήρξε «κοινωνικός πόλεμος». Γιατί τι είναι ο κοινωνικός πόλεμος αν όχι μια μετωπική σύγκρουση ανάμεσα σε τάξεις, που αμφισβητεί τις βάσεις της κοινωνίας ―τη μισθωτή εργασία, την ανταλλαγή, το κράτος; Δεν υπήρξε ούτε καν η απαρχή μιας σύγκρουσης ανάμεσα σε τάξεις, και ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κράτος στην Ιταλία και την Πορτογαλία. Το 1969, τα απεργιακά κινήματα μερικές φορές μετατράπηκαν σε εξεγέρσεις αλλά δεν είναι κάθε εξέγερση η αρχή της επανάστασης. Οι συγκρούσεις γύρω απ’ τις διεκδικήσεις μπόρεσαν να γίνουν βίαιες και ακόμα να προκαλέσουν την έναρξη ενός αγώνα ενάντια στις δυνάμεις της Tάξης. Όμως ο βαθμός βίας δεν αποτελεί ένδειξη του περιεχομένου του αγώνα. Στις συγκρούσεις με την αστυνομία οι εργάτες συνέχισαν να πιστεύουν σε μια αριστερή κυβέρνηση. Ζητούσαν ένα «πραγματικά δημοκρατικό κράτος» ενάντια στις συντηρητικές δυνάμεις που υποτίθεται κυριαρχούσαν σ’ αυτό. Το να εξηγεί κανείς την αποτυχία του «κοινωνικού πολέμου» εξαιτίας της παρουσίας του ΚΚ είναι τόσο σοβαρό, όσο το ν’ αποδίδει κανείς τα πάντα στην απουσία του κόμματος. Θά ’πρεπε να ρωτά κανείς αν η Γερμανική επανάσταση απέτυχε το 1919 εξ αιτίας του SPD και των συνδικάτων; Ή θά ’πρεπε καλύτερα να ρωτά κανείς γιατί υπήρχαν το SPD και τα συνδικάτα, γιατί οι εργάτες συνέχιζαν να τα υποστηρίζουν; Πρέπει κανείς να ξεκινά από το εσωτερικό του προλεταριάτου.

Ασφαλώς είναι παρήγορο να βλέπουμε ότι ένα βιβλίο που παρουσιάζει το KK σαν έναν απ’ τους στυλοβάτες του καπιταλισμού, έχει ευρεία κυκλοφορία. Όμως αυτή η επιτυχία είναι διφορούμενη. Αν το κεφάλαιο δεν έχει πια μια συνολική σκέψη, ή μάλιστα καθόλου πια διανοητές (πράγμα που σε κάθε περίπτωση είναι λάθος), τότε η K.Δ. σκέφτεται αρκετά καλά για λογαριασμό του, αλλά άσχημα για το προλεταριάτο, όπως θα δούμε. Ο Σανγκουινέτι καταλήγει να σκέφτεται με καπιταλιστικούς όρους. Στην πραγματικότητα, έχει κατασκευάσει μια ανάλυση όμοια μ’ αυτή που θα έκανε ένας καπιταλιστής που έχει αφομοιώσει το χυδαίο μαρξισμό. Η αστική τάξη είναι αυτή που μιλάει για επανάσταση όπου δεν υπάρχει καμιά. Γι’ αυτήν τα κατειλημμένα εργοστάσια και τα οδοφράγματα είναι η αρχή μιας επανάστασης. Ο επαναστατικός μαρξισμός δεν παίρνει τη φαινομενικότητα για πραγματικότητα και τη στιγμή για το σύνολο. Η «βαρύτητα» του μαρξισμού είναι προτιμότερη από μια ελαφρότητα χωρίς περιεχόμενο. Αλλά ας αφήσουμε τους αναγνώστες να διαλέξουν ανάλογα με το τι τους ενδιαφέρει να διαβάσουν.

Η Κ.Δ. κατάφερε να κάνει μια άσκηση ύφους: η τελική ετυμηγορία για μια ομάδα που χλεύασε τη λατρεία του ύφους σε έναν κόσμο χωρίς ύφος. Κατέληξαν στο τέλος να το παίζουν καπιταλιστές, με την πλήρη έννοια της λέξης. Η ευφυία της Κ.Δ. παραμένει αλώβητη, αλλά δεν της έχει μείνει τίποτα άλλο παρά ευφυία. Η Κ.Δ. δίνει καλές συμβουλές στους καπιταλιστές, αλλά κακές στους προλετάριους, στους οποίους δεν προτείνει τίποτα άλλο παρά συμβουλιακή ιδεολογία.

Το βιβλίο Μια Φιλαλήθης Έκθεση περιέχει δύο ιδέες: 1) η συμμετοχή του ΚΚ στην κυβέρνηση είναι απαραίτητη στον ιταλικό καπιταλισμό· 2) η επανάσταση είναι τα εργατικά συμβούλια. Η δεύτερη ιδέα είναι λάθος, η πρώτη σωστή· την εξέφρασαν και καπιταλιστές σαν τον Ανιέλλι. Με μια λέξη, ο Σανγκουινέτι καταφέρνει να συλλάβει την ολότητα σαν αστός και τίποτα περισσότερο. Θέλησε να εμφανιστεί σαν πεφωτισμένος αστός: τα κατάφερε πάρα πολύ καλά. Νίκησε τον εαυτό του στο ίδιο του το παιγνίδι.[39]

Eπαναφομοίωση

Την ίδια εποχή ο Χαϊμέ Σεμπρούν, ο συγγραφέας του “Ο Κοινωνικός Πόλεμος στην Πορτογαλία” δημοσίευσε μια Επιτομή Επαναφομοίωσης. Να τι είχε πει κάποτε η Κ.Δ. για την «επαναφομοίωση»:

«Είναι απόλυτα φυσικό που οι εχθροί μας καταφέρνουν να μας χρησιμοποιούν εν μέρει… όπως και το προλεταριάτο, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι αδύνατο να μας εκμεταλλευτούν μέσα στις σημερινές συνθήκες».[40] «Οι ζωντανές έννοιες υφίστανται την ίδια ακριβώς στιγμή τις πιο αληθινές και τις πιο ψεύτικες χρήσεις… γιατί ο αγώνας της κριτικής πραγματικότητας ενάντια στο απολογητικό θέαμα μας οδηγεί σ’ έναν αγώνα γύρω από τις λέξεις, ένα αγώνα τόσο πιο σκληρό όσο πιο κεντρικές είναι οι λέξεις. Δεν είναι μια εξουσιαστική εκκαθάριση αλλά η συνοχή της χρήσης μιας έννοιας στη θεωρία και την πρακτική ζωή αυτή που αποκαλύπτει την αλήθεια».[41]

Η αντεπανάσταση δεν υιοθετεί τις επαναστατικές ιδέες επειδή είναι μοχθηρή ή χειραγωγική, πόσο μάλλον φτωχή σε ιδέες, αλλά επειδή οι επαναστατικές ιδέες ασχολούνται με πραγματικά προβλήματα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπη η αντεπανάσταση. Είναι γελοίο να καταπιάνεται κανείς με την καταγγελία της χρήσης των επαναστατικών θεμάτων ή εννοιών που κάνει ο εχθρός. Σήμερα, όλοι οι όροι, όλες οι έννοιες έχουν διαστρεβλωθεί. Το ανατρεπτικό κίνημα θα τις επανοικειοποιηθεί μόνο μέσω της δικής του πρακτικής και θεωρητικής ανάπτυξης.

Από το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα ο καπιταλισμός και το εργατικό κίνημα έχουν δημιουργήσει ένα περιθωριακό στρώμα στοχαστών που παίρνουν τις επαναστατικές ιδέες απλώς και μόνο για να τις αδειάσουν απ’ το ανατρεπτικό τους περιεχόμενο και να τις προσαρμόσουν στο κεφάλαιο. Η αστική τάξη έχει απ’ τη φύση της μια περιορισμένη άποψη του κόσμου. Πρέπει να καταφεύγει στην άποψη της τάξης, του προλεταριάτου, που είναι ο φορέας ενός άλλου σχεδίου. Αυτό το φαινόμενο έχει επεκταθεί από τότε που έχει αναγνωριστεί επίσημα ότι ο μαρξισμός έχει δημόσια χρησιμότητα. Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου, το κεφάλαιο αντλούσε απ’ αυτόν την αίσθηση της ενότητας όλων των σχέσεων και της σημασίας της οικονομίας (με την έννοια που ο Λούκατς σωστά είπε ότι ο καπιταλισμός παράγει μια κατακερματισμένη άποψη της πραγματικότητας). Αλλά στο βαθμό που ο καπιταλισμός αρχίζει να κυριαρχεί στο σύνολο της ζωής, αυτή η άποψη ―γενικά μιλώντας, αυτή του παλιομοδίτικου οικονομίστικου χυδαίου μαρξισμού― είναι ανεπαρκής για την πολυπλοκότητά του και την επέκταση των συγκρούσεων σε όλα του τα επίπεδα. Στη δεύτερη περίοδο, σ’ αυτήν που ζούμε σήμερα, ο ντετερμινιστικός ορθόδοξος μαρξισμός έχει απορριφθεί απ’ την ίδια την αστική τάξη. Στα πανεπιστήμια είχε πλάκα να σηκώνει κανείς τους ώμους αδιάφορα προς το Κεφάλαιο πριν 50 χρόνια: γύρω στο 1960 έγινε αποδεκτό να βρίσκει κανείς σ’ αυτό «ενδιαφέρουσες ιδέες», ιδιαίτερα μάλιστα επειδή αυτές «εφαρμόζονταν» στην EΣΣΔ… Για να είναι κανείς μοντέρνος σήμερα, αρκεί να πει ότι το Κεφάλαιο ανήκει στην ορθολογιστική και αναγωγιστική παράδοση της δυτικής φιλοσοφίας απ’ τον Ντεκάρτ ή ακόμα απ’ τον Αριστοτέλη. Ο νέος επίσημος μαρξισμός δεν είναι άξονας· αντίθετα, ο καθένας βάζει λίγο απ’ αυτόν παντού. Χρησιμεύει στο να θυμίζει τον «κοινωνικό» χαρακτήρα κάθε πρακτικής: η «επαναφομοίωση» της Κ.Δ. είναι μόνο μια ιδιαίτερη περίπτωση.

Ένα απ’ τα φυσικά κανάλια αυτής της εξέλιξης είναι το πανεπιστήμιο, καθώς ο μηχανισμός του οποίου είναι μέρος χρηματοδοτεί ένα μεγάλο μέρος της έρευνας πάνω στον εκμοντερνισμό του κεφαλαίου. Η επίσημη «επαναστατική» σκέψη είναι η ανιχνευτική περίπολος του κεφαλαίου. Χιλιάδες διορισμένοι υπάλληλοι κριτικάρουν τον καπιταλισμό από κάθε πλευρά.

Ο μοντερνισμός εκφράζει την κοινωνική κρίση της οποίας η κρίση του προλεταριάτου είναι μόνο μία πλευρά. Από τα όρια που το ανατρεπτικό κίνημα συναντά σε κάθε βήμα, ο μοντερνισμός φτιάχνει τους στόχους του. Χρησιμεύει ιδιαίτερα για να δικαιολογεί τον άμεσο ρεφορμισμό στο κοινωνικό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, ο παραδοσιακός ρεφορμισμός της εργατικής τάξης δε χρειάζεται πια δικαιολόγηση εφ’ όσον έχει γίνει κανόνας. Ο ρεφορμισμός των συνηθειών και της καθημερινής ζωής χρειάζεται ακόμα θεωρητικοποίηση, τόσο ενάντια στο επαναστατικό κίνημα απ’ όπου προέρχεται, όσο κι ενάντια στις καθυστερημένες καπιταλιστικές φράξιες που απορρίπτουν ελευθερίες που εν τούτοις είναι ακίνδυνες για το κεφάλαιο. Ο μοντερνισμός άρα αναπτύσσεται γιατί βοηθά το κεφάλαιο ν’ απελευθερωθεί απ’ τα δεσμά που περιορίζουν την καπιταλιστική ελευθερία (sic). Ο ρεφορμισμός της καθημερινής ζωής είναι ακόμα σε ανοδική φάση, όπως ήταν πριν από εβδομήντα χρόνια ο οικονομικός ρεφορμισμός και ο ρεφορμισμός της εργατικής τάξης.

Το κοινό χαρακτηριστικό κάθε μοντερνισμού είναι να χρησιμοποιεί την επαναστατική θεωρία κατά το ήμισυ· βασικά η προσέγγισή του είναι αυτή του «μαρξισμού» ενάντια στο Μαρξ. Το αξίωμά του είναι ν’ απαιτεί, όχι την επανάσταση, αλλά την απελευθέρωση από συγκεκριμένους περιορισμούς. Θέλει τη μέγιστη ελευθερία εντός της υπάρχουσας κοινωνίας. Η κριτική του θα είναι πάντα αυτή του εμπορεύματος και όχι του κεφαλαίου, της πολιτικής και όχι του κράτους, του ολοκληρωτισμού και όχι της δημοκρατίας. Είναι τυχαίο που ο ιστορικός του αντιπρόσωπος, ο Μαρκούζε, προήλθε από μια Γερμανία που εξαναγκάστηκε ν’ απομακρυνθεί από τις ριζοσπαστικές επιδιώξεις που εκφράστηκαν το 1917-21;

Είναι κατανοητό να καταγγέλλει κανείς τις αλλοιώσεις στην επαναστατική θεωρία για να κάνει τα πράγματα εντελώς ξεκάθαρα ―με τον όρο, όμως, ότι πρόκειται για κάτι περισσότερο από απλά μια καταγγελία. Στο βιβλίο του Σεμπρούν δεν υπάρχει ούτε στάλα θεωρίας.

Ας πάρουμε δύο παραδείγματα. Στην κριτική του G. Guegan[42] ο Σεμπρούν δείχνει τι θεωρεί σημαντικό. Γιατί επιτίθεται σφοδρά σ’ αυτό το πρόσωπο; Να διαχωρίζεις τον εαυτό σου, ακόμα και με σκληρή γλώσσα, δεν έχει νόημα παρά μόνο αν τον τοποθετείς κάπου ψηλότερα. Ο Σεμπρούν μιλά για τη ζωή του Guegan σε αρκετές σελίδες. Όμως αν είναι στ’ αλήθεια αναγκαίο να μιλήσει κανείς για τον Guegan, υπάρχει κάτι που πρέπει να ξεκαθαριστεί σχετικά με τα Cahiers du Futur (Σημειωματάρια το Μέλλοντος), το έντυπο που εξέδιδε. Αν το πρώτο τεύχος ήταν αχρείαστα αλαζονικό, το δεύτερο, αφιερωμένο στην αντεπανάσταση, είναι ιδιαίτερα απεχθές. Παρουσιάζει το γεγονός ότι η αντεπανάσταση τρέφεται απ’ την επανάσταση σαν παράδοξο, ευχαριστιέται να τονίζει το μπέρδεμα χωρίς να εξηγεί τίποτα, σαν κάτι απολαυστικό ανάμεσα σε αυτάρεσκα νοσηρές ζωγραφιές, και δημιουργεί σύγχιση. Προσθέτει ακόμα λίγη ιδεολογία σ’ αυτόν τον (σκόπιμο;) χλευασμό κάθε επαναστατικής δραστηριότητας, ο οποίος καλλιεργεί ένα αίσθημα ανωτερότητας σ’ αυτούς που έχουν καταλάβει διότι βρίσκονταν εκεί: «Να που οδηγεί η επανάσταση…» (διάβαζε: «Να τι ήμουν όταν ήμουν μιλιτάντης…»). Μπορεί κανείς μόνο να φανταστεί τι θα είχε ίσως γράψει η Κ.Δ. γι’ αυτό στην ακμή της.

Ο Σεμπρούν δείχνει επίσης πώς ο Καστοριάδης καινοτόμησε αναλαμβάνοντας το καθήκον να «επαναφομοιώσει» τα ίδια του τα παλιά επαναστατικά κείμενα και μοχθώντας να τα κάνει αδύνατον να διαβαστούν φορτώνοντάς τα με προλόγους και υποσημειώσεις. Με μια πρώτη ματιά αυτό είναι διασκεδαστικό, αλλά όχι και τόσο άμα γνωρίζει κανείς τι οφείλει η Κ.Δ. στην ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Ο Σεμπρούν δείχνει μάλιστα και συγκατάβαση για τη «μαρξιστική» περίοδο του Σωλιέ. Αυτή η υπεραριστερή ομάδα ήταν πράγματι εντελώς στεγνή, όμως όχι αρκετά για να εμποδίσει τον Ντεμπόρ να γίνει μέλος της. Είτε μας αρέσει, είτε όχι αυτό είναι πλαστογράφηση: διασκεδάζει τον αναγνώστη ενώ τον κάνει να ξεχνά τι οφείλει η χρεοκοπία της Κ.Δ. στο Σωλιέ, πριν χρεοκοπήσει ο ίδιος.

Σ’ αυτές τις δύο περιπτώσεις όπως και σ’ άλλες, τα άτομα κρίνονται απ’ τη συμπεριφορά τους κι όχι απ’ τη θεωρητική τους εξέλιξη, απ’ την οποία θα μπορούσε κανείς να ωφεληθεί. Ο Σεμπρούν μας παρουσιάζει μια πινακοθήκη ηθικών πορτραίτων. Δεν αναλύει, κρίνει. Διαπομπεύει κάποιους μαλάκες που έκλεψαν απ’ την Κ.Δ. Κριτικάροντας αυτές τις συμπεριφορές, δεν είναι και ο ίδιος τίποτα άλλο από μια συμπεριφορά.

Όπως κάθε ηθικίστικη πρακτική, οδηγεί και αυτή σε κάποια τερατουργήματα. Το πιο εξόφθαλμο είναι η επιδείνωση της πρακτικής της οργάνωσης που έχει ήδη αναφερθεί σε σχέση με το Αληθινό Σχίσμα. Ως νέος σωματοφύλακας του Ντεμπόρ, ο Σεμπρούν ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς με πρώην μέλη της Κ.Δ. Διαβάζοντας αυτά τα έργα, ο αμύητος θα νομίζει ότι η Κ.Δ. δεν ήταν ποτέ τίποτα το ιδιαίτερο. Απασχολημένος με την αυτοκαταστροφή του, ο Ντεμπόρ εξαπολύει τώρα ένα σεκταρισμό που αποκαλύπτει το φόβο του για τον κόσμο. Το ύφος του Σεμπρούν άρα μπορεί να προσβάλλει μόνο οτιδήποτε μπαίνει στην ακτίνα του και δεν είναι ο Ντεμπόρ. Έτσι ο Σεμπρούν γίνεται ο ίδιος το σύμβολο της οροθέτησης. Δεν ξέρει ούτε πώς να επιδοκιμάσει ούτε πώς να χλευάσει. Απ’ τη ριζοσπαστική κριτική δε διατήρησε παρά μόνο την περιφρόνηση.

Θέαμα

Η Κ.Δ. πάντα έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για το σήμα κατατεθέν της και διαφήμιζε η ίδια τον εαυτό της. Μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες της ήταν να θέλει να παρουσιάζεται χωρίς αδυναμίες, χωρίς λάθη, λες και είχε γίνει ο Σούπερμαν. Σήμερα δεν είναι τίποτα περισσότερο απ’ αυτήν την εικόνα. Ως κριτική των παραδοσιακών ομάδων και του μιλιταντισμού, η Κ.Δ. το έπαιζε Διεθνής, μετατρέποντας την πολιτική σε χλευασμό. Η απόρριψη του ψευτοσοβαρού μιλιτάντη που το μόνο που πραγματώνει είναι το πνεύμα της μοναστικής ζωής, σήμερα χρησιμεύει για να παρακάμπτει σοβαρά προβλήματα. Ο Βουαγιέ ήταν συστηματικά χλευαστικός οσότου κατέληξε και ο ίδιος άξιος χλευασμού. Η απόδειξη ότι η Κ.Δ. τελείωσε είναι ότι συνεχίζει μ’ αυτή τη μορφή. Ως κριτική του θεάματος, η Κ.Δ. επιδεικνύει τη χρεοκοπία της με το να γίνεται η ίδια θεαματική και καταλήγει να είναι το αντίθετο απ’ αυτό που προοριζόταν.

Γι’ αυτό το λόγο, η Κ.Δ. συνεχίζει να χαίρει της εκτίμησης ενός κοινού που χρειάζεται απελπισμένα μια ριζοσπαστικότητα απ’ την οποία διατηρεί μόνο το γράμμα και τα σύμβολα. Προερχόμενη από μια κριτική της τέχνης, η Κ.Δ. καταντά να χρησιμοποιείται (σε πείσμα του ίδιου της του εαυτού και εξ αιτίας του) σαν λογοτεχνικό έργο. Βρίσκει κανείς ευχαρίστηση στο να διαβάζει την Κ.Δ. ή τους απογόνους της, ή τους κλασσικούς που αυτή εκτιμούσε, όπως άλλοι βρίσκουν ευχαρίστηση στο να ακούνε Doors. Την περίοδο που η Κ.Δ. ήταν πραγματικά ερευνητική και αυτο-ερευνητική, όταν η πρακτική του χλευασμού περιέβαλλε μια πραγματική θεωρητική και ανθρώπινη πρόοδο, όταν το χιούμορ δε χρησίμευε απλά σαν μάσκα, το ύφος της Κ.Δ. ήταν πολύ λιγότερο αβίαστο και ευλύγιστο από αυτό των σύγχρονων κειμένων. Το πλούσιο σε περιεχόμενο κείμενο αντιστέκεται στο συγγραφέα του καθώς και τους αναγνώστες του. Το κείμενο που δεν είναι τίποτα άλλο από ύφος ρέει στρωτά.

Η Κ.Δ. συνέβαλε στο επαναστατικό κοινό καλό και οι αδυναμίες της έχουν γίνει τροφή για ένα κοινό τεράτων, που δεν είναι ούτε εργαζόμενοι ούτε διανοούμενοι, και που δεν κάνουν τίποτα. Στερημένοι από πρακτική, πάθος και συχνά ανάγκες, δεν έχουν τίποτα μεταξύ τους παρά ψυχολογικά προβλήματα. Όταν οι άνθρωποι συναντιούνται χωρίς να κάνουν τίποτα, δεν έχουν τίποτα κοινό παρά μόνο την υποκειμενικότητά τους. Η Κ.Δ. τους είναι απαραίτητη· στο έργο της διαβάζουν την προκατασκευασμένη θεωρητική δικαίωση του ενδιαφέροντός τους γι’ αυτές τις σχέσεις. Η Κ.Δ. τους δίνει την εντύπωση ότι η ουσιαστική πραγματικότητα βρίσκεται στις άμεσες δι-υποκειμενικές σχέσεις, και ότι η επαναστατική δράση συνίσταται στην ανάπτυξη μιας ριζοσπαστικότητας σ’ αυτό το επίπεδο, ιδιαίτερα στην αποφυγή της μισθωτής εργασίας, που συμπίπτει με την ύπαρξή τους ως declassés. Το μυστικό αυτής της ριζοσπαστικότητας συνίσταται στο ν’ απορρίπτει ό,τι υπάρχει (συμπεριλαμβανομένου και του επαναστατικού κινήματος) ώστε να του αντιπαραθέτει ό,τι βρίσκεται πολύ μακριά του (ακόμα και αν αυτό δεν έχει τίποτα το επαναστατικό). Αυτή η καθαρή εναντίωση δεν έχει τίποτα το επαναστατικό πέρα από τις λέξεις. Το life-style έχει τους κανόνες του, που είναι τόσο περιοριστικοί όσο κι αυτοί του «αστικού» κόσμου. Πολύ συχνά, οι αστικές αξίες αντιστρέφονται και γίνονται απολογία του να μη δουλεύεις, να ζεις περιθωριακά, του οτιδήποτε φαίνεται παραβατικό. Ο αριστερισμός απολογείται για το προλεταριάτο σαν αυτό να είναι κάτι θετικό σ’ αυτήν την κοινωνία: οι φιλοκαταστασιακοί αυτοεκθειάζονται (ως προλετάριοι) σαν καθαρή άρνηση. Όσο γι’ αυτούς που έχουν κάποια θεωρητική αξία, το σύνθημά τους είναι πάντα η «κριτική της Κ.Δ.», μια κριτική αδύνατη γι’ αυτούς γιατί θα ήταν ταυτόχρονα κριτική του «χώρου» τους.

Το δυνατό σημείο της Κ.Δ. δεν ήταν η θεωρία της αλλά το ότι βοήθησε να επισημανθούν οι θεωρητικές και πρακτικές αναγκαιότητες στις οποίες η θεωρία της μόνο εν μέρει μπόρεσε ν’ ανταποκριθεί. Η Κ.Δ. ήταν η κατάφαση της επανάστασης. Η άνοδός της συνέπεσε με μια περίοδο που μπορούσε κανείς να νομίζει ότι η επανάσταση θα ερχόταν σύντομα. Δεν είχε τα εφόδια για να επιβιώσει και μετά απ’ αυτήν την περίοδο. Κατάφερε να κάνει την αυτοκριτική ενός κοινωνικού στρώματος ανίκανου να κάνει μόνο του την επανάσταση, καταγγέλλοντας τις ίδιες του τις βλέψεις (όπως για παράδειγμα αυτές αντιπροσωπεύονται στον αριστερισμό, που θέλει τους εργάτες να καθοδηγούνται από «συνειδητοποιημένους» «αποστάτες» της αστικής τάξης).

Pιζοσπαστική υποκειμενικότητα

Σε σχέση με τον κλασσικό επαναστατικό μαρξισμό (καλό παράδειγμα του οποίου ήταν ο Σωλιέ), η Κ.Δ. είχε την ίδια λειτουργία, και τα ίδια όρια, που είχε ο Φόϋερμπαχ σε σχέση με το Χεγκελιανισμό. Για να ξεφύγει απ’ την τυραννική διαλεκτική της αλλοτρίωσης/πραγμοποίησης, ο Φόϋερμπαχ κατασκεύασε ένα ανθρωπολογικό όραμα τοποθετώντας τον Άνθρωπο, και ιδιαίτερα την αγάπη και τις αισθήσεις, στο κέντρο του κόσμου. Για να ξεφύγει απ’ τον οικονομισμό και το φετιχισμό του εργοστασίου (usinisme) της υπεραριστεράς, η Κ.Δ. επεξεργάστηκε ένα όραμα όπου οι ανθρώπινες σχέσεις βρίσκονταν στο κέντρο, όραμα που είναι σε συμφωνία με την «πραγματικότητα», είναι υλιστικό, αν αποδίδεται σ’ αυτές τις σχέσεις η πλήρης τους βαρύτητα ώστε να συμπεριλαμβάνουν και την παραγωγή, την εργασία. Η ανθρωπολογία του Φόϋερμπαχ άνοιξε το δρόμο για το θεωρητικό κομμουνισμό, σαν αυτόν που κατάφερε να συνθέσει ο Μαρξ στην εποχή του με τα Χειρόγραφα του 1844. Με τον ίδιο τρόπο, η θεωρία των «καταστάσεων» έχει ενσωματωθεί σ’ ένα όραμα του κομμουνισμού που η Κ.Δ. ήταν ανίκανη να έχει, όπως αυτό που παρουσιάζεται σήμερα στο Un monde sans argent.[43]

Για τον ίδιο λόγο, ο Ντεμπόρ διάβασε το Μαρξ υπό το φως του Καρντάν, θεωρώντας ότι ο «ώριμος» Μαρξ είχε βουλιάξει στην πολιτική οικονομία, πράγμα που είναι λάθος. Το όραμα του Ντεμπόρ για τον κομμουνισμό είναι στενό σε σχέση με το συνολικό πρόβλημα. Η Κ.Δ. δεν εξέτασε το ανθρώπινο είδος και τη συμφιλίωσή του με τη Φύση. Περιορίστηκε σε ένα πολύ δυτικό, βιομηχανικό αστικό σύμπαν. Προσδιόρισε την αυτοματοποίηση σε λάθος πλαίσιο. Μίλησε για την «καθυπόταξη της φύσης», πράγμα που επίσης μαρτυρά την επιρροή της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Όταν εξέταζε τις υλικές συνθήκες, σε σχέση με την οργάνωση του χώρου, ακόμα και αυτό ήταν γι’ αυτήν ζήτημα «σχέσεων μεταξύ ανθρώπων». Η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα ήταν περιορισμένη στην επιχείρηση, η Κ.Δ. στην υποκειμενικότητα. Προχώρησε όσο πιο πολύ μπορούσε, μένοντας όμως στην αρχική της τροχιά. Ο θεωρητικός κομμουνισμός είναι κάτι περισσότερο από επαναστατική ανθρωπολογία. Τα Χειρόγραφα του 1844 αφομοίωσαν το όραμα του Φόϋερμπαχ επανατοποθετώντας τον Άνθρωπο εντός της ολότητας των σχέσεών του.

Η Κ.Δ. όφειλε πολλά στα κείμενα του νεαρού Μαρξ, αλλά δεν μπόρεσε να δει μια σημαντική τους διάσταση. Ενώ άλλοι κομμουνιστές απέρριπταν την πολιτική οικονομία σα δικαιολόγηση του καπιταλισμού, ο Μαρξ την υπερέβη. Η κατανόηση του προλεταριάτου προϋποθέτει μια κριτική της πολιτικής οικονομίας. Η Κ.Δ. είχε πολύ περισσότερα κοινά με τον Mόζες Χες και τον Βίλχελμ Βάϊτλινγκ, το Φόϋερμπαχ και το Στίρνερ: εξέφρασαν όλοι τους μια στιγμή της ανάδυσης του προλεταριάτου. Η περίοδος που τους γέννησε (1830-1848) μοιάζει σε μεγάλο βαθμό μ’ αυτήν που ζούμε σήμερα. Προτείνοντας μια ριζοσπαστική υποκειμενικότητα ενάντια σ’ έναν κόσμο εμπορευμάτων και πραγμοποιημένων σχέσεων, η Κ.Δ. εξέφρασε μια αναγκαιότητα που ήταν μεν θεμελιακή, όμως έπρεπε να ξεπεραστεί. Ο Μπέκερ, ένας φίλος του Βάϊτλινγκ, έγραψε το 1844:

«Θέλουμε να ζήσουμε, ν’ απολαύσουμε, να κατανοήσουμε τα πάντα… Ο κομμουνισμός ασχολείται με την ύλη μόνο και μόνο για να την κυριεύσει και να την υποτάξει στο νου και στο πνεύμα».

Πολλές απ’ τις συζητήσεις σήμερα αναπαράγουν αυτές τις προ του 1848 διαμάχες. Όπως το Invariance σήμερα, ο Φόϋερμπαχ μετέτρεψε την ανθρωπότητα σε ένα ον που επιτρέπει το σπάσιμο της απομόνωσης:

«Η απομόνωση υποδηλώνει μια στενή και περιορισμένη ζωή, ενώ η κοινότητα, σ’ αντιδιαστολή, υποδηλώνει μια απεριόριστη και ελεύθερη ζωή».

Αν και ο Φόϋερμπαχ θεωρητικοποίησε εννοιολογικά τη σχέση μεταξύ Ανθρώπου και Φύσης (κατηγορώντας το Χέγκελ για το ότι την είχε παραβλέψει) μετέτρεψε το ανθρώπινο είδος σε ένα ον πέρα και πάνω από την κοινωνική ζωή: « Η ενότητα του Εγώ και του Εσύ είναι ο Θεός». Τα Χειρόγραφα του 1844 έδωσαν στις αισθήσεις τη θέση που τους ταιριάζει στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Αντίθετα ο Φόϋερμπαχ έκανε την αισθητικότητα (sic) το πρωταρχικό πρόβλημα:

«Η νέα φιλοσοφία βασίζεται πάνω στην αλήθεια των αισθημάτων. Στην αγάπη, και γενικότερα, στα αισθήματά του, κάθε άνθρωπος επιβεβαιώνει την αλήθεια της νέας φιλοσοφίας».

Η θεωρητική αναγέννηση γύρω στο 1968 αναζωογόνησε την παλιά έννοια εντός των ίδιων ορίων. Ο Στίρνερ αντιπαρέθεσε τη «θέληση» του ατόμου στο μοραλισμό του Xες και στην καταγγελία του εγωισμού απ’ τον Βάϊτλινγκ, όπως και η Κ.Δ. αντιπαρέθεσε την επαναστατική χαρά στη μιλιτάντικη αυτοθυσία. Η επιμονή πάνω στην υποκειμενικότητα αποτελεί απόδειξη του γεγονότος ότι οι προλετάριοι δεν έχουν ακόμα καταφέρει ν’ αντικειμενικοποιήσουν μια επαναστατική πρακτική. Όταν η επανάσταση παραμένει στο επίπεδο της επιθυμίας, είναι δελεαστικό να κάνει την επιθυμία άξονα της επανάστασης.

1979

[1] (σ.τ.μ.) Invariance: περιοδικό που εκδίδει από το 1966 μια ομάδα γύρω από το Zακ Kαμάτ. O Kαμάτ συνεργαζόταν με τον Mπορντίγκα και το Διεθνές Kομμουνιστικό Kόμμα αλλά μετά το Mάη του ’68 στράφηκε προς μια κριτική ανάλυση της ιταλικής κομμουνιστικής αριστεράς, του έργου του Mπορντίγκα αλλά και του Mαρξ. Eνώ αρχικά το όνομα του περιοδικού αναφερόταν στο «αμετάβλητο της θεωρίας του προλεταριάτου», το 1973 δήλωνε την «αμετάβλητη επιθυμία για την εκ νέου ανακάλυψη της χαμένης ανθρώπινης κοινότητας» και κατέληξε ν’ απορρίψει όχι μόνο τη θεωρία των επαναστατικών οργανώσεων, της επαναστατικής συνείδησης, της προοδευτικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αλλά και της ίδιας της ταξικής πάλης.

[2] Ο όρος «σημείο» χρησιμοποιείται στα στρουκτουραλιστικά κείμενα και με αυτό εννοείται το σημαίνον (η αναπαράσταση) που έχει διαχωριστεί απ’ το αρχικό του σημαινόμενο (ένα φαινόμενο στον κόσμο). Ένα «σημείο» άρα είναι μια αναπαράσταση που αναφέρεται μόνο στον εαυτό της, δηλαδή είναι «ταυτολογική» (σημ. του αμερικάνου μεταφραστή).

[3] Κ.Δ. τεύχος 10.

[4] (σ.τ.μ.) Ζοζέφ Ντεζάκ: (1822-1864). Γάλλος ριζοσπάστης κομμουνιστής, απ’ τους προδρόμους του αναρχοκομμουνισμού. O μπογιατζής Nτεζάκ συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση του 1848 και ανέλυσε τις αιτίες της αποτυχίας της απορρίπτοντας κάθε μορφή κράτους και τον προυντονικό κολλεκτιβισμό. H «οργανωμένη κοινότητα» ή η «αναρχική κοινότητα» γι’ αυτόν θα ήταν η ελεύθερη παραγωγή και κατανάλωση που θα βασίζονταν στην ελεύθερη κυκλοφορία των ικανοτήτων και των αναγκών του καθένα. Στο έργο του υπάρχει μια πρώιμη άρνηση της μισθωτής εργασίας και της ανταλλακτικής αξίας που συνδυάζεται με την απόρριψη της θρησκείας, της οικογένειας και της ατομικής ιδιοκτησίας.

[5] Κ.Δ., τ. 10.

[6] Tου Ραούλ Βανεγκέμ (ελλ. έκδ. Ελεύθερος Τύπος).

[7] Σε μια σειρά άρθρων στο Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα έδειχναν πως η καπιταλιστική βιομηχανία χρειάζεται την ενεργητική και δημιουργική συνεργασία των εργατών για να λειτουργήσει. Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα αυτού του πράγματος ήταν η τακτική της βάσης των βρετανικών συνδικάτων να εργάζονται «σύμφωνα με τον κανονισμό εργασίας», όπου όλες οι εργασίες εκτελούνται ακριβώς σύμφωνα με το συμβόλαιο του συνδικάτου και τους όρους του αφεντικού. Αυτό συνήθως είχε σαν αποτέλεσμα μείωση της παραγωγής σε μια κλίμακα μέχρι και 50% (σημ. του αμερικάνου μεταφραστή).

[8] Το σενάριο της ταινίας υπάρχει στο Ενάντια στον Κινηματογράφο (ελλ. έκδ. Άκμων).

[9] Κ.Δ., τ. 1, IS, Το Ξεπέρασμα της Τέχνης, σελ. 58 (εκδόσεις Ύψιλον).

[10] Κ.Δ., τ. 7, IS, Το Ξεπέρασμα της Τέχνης, σελ. 233.

[11] Κ.Δ., τ. 7, IS, Το Ξεπέρασμα της Τέχνης, σελ. 234.

[12] Η Κοινωνία του Θεάματος, θέση 116 (ελλ. έκδ. Ελεύθερος Τύπος).

[13] Βλ. το κείμενο «Ελάχιστος ορισμός των επαναστατικών οργανώσεων». IS, Το Ξεπέρασμα της Τέχνης, σελ. 376.

[14] (σ.τ.μ.) «Σωλιέ» ήταν το πρώτο ψευδώνυμο που χρησιμοποίησε ο Kαστοριάδης στην ομάδα Σοσιαλισμός ή Bαρβαρότητα για αρκετά χρόνια. Όταν άρχισε ν’ αμφισβητεί το μαρξισμό το άλλαξε σε «Kαρντάν».

[15] Το Αληθινό Σχίσμα στη Διεθνή, σελ. 67 (ελλ. έκδ. Ελεύθερος Τύπος).

[16] Ανρί Λεφέβρ: κάποτε υπήρξε ο πιο εκλεπτυσμένος απολογητής του γαλλικού ΚΚ από φιλοσοφική σκοπιά (βλ. το βιβλίο του Διαλεκτικός Υλισμός). Ο Λεφέβρ εγκατέλειψε το κόμμα και στα τέλη του ’50 με αρχές ’60 άρχισε να διαμορφώνει μια «κριτική θεωρία της καθημερινής ζωής». Το έργο του επηρέασε την Κ.Δ. αν και η σκοπιά του παρέμεινε πάντα κυρίως ακαδημαϊκή και κοινωνιολογική. Η Κ.Δ. τον κατήγγειλε όταν δημοσίευσε ένα κείμενο για την Παρισινή Κομμούνα που σε μεγάλο βαθμό βασιζόταν σε ιδέες που έκλεψε από τις «Θέσεις» της Κ.Δ. πάνω στο ίδιο θέμα (σημ. του αμερικάνου μεταφραστή).

[17] Βλ. στο τεύχος 10 (του 1966) το άρθρο με τον τίτλο, Η παρακμή και η πτώση της θεαματικής-εμπορευματικής κοινωνίας. IS, Το Ξεπέρασμα της Τέχνης, σελ. 327.

[18] Διεθνιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ιδρύθηκε το 1943).

[19] Βλ. το τ. 1 του Invariance.

[20] IS, Το Ξεπέρασμα της Τέχνης, σελ. 339.

[21] Κ.Δ., τ. 9, του 1964.

[22] Κ.Δ., τ. 5 (του 1960). IS, Το Ξεπέρασμα της Τέχνης, σελ. 164.

[23] ό.π., σελ. 163.

[24] ό.π., σελ.251.

[25] ό.π., σελ. 252.

[26] ό.π., σελ. 233.

[27] H επανάσταση της καθημερινής ζωής, ελλ. έκδοση Άκμων.

[28] Το Αληθινό Σχίσμα στη Διεθνή, σελ. 115.

[29] (σ.τ.μ.) Ποσιμπιλισμός: ο όρος προέρχεται απ’ τη Γαλλία του τέλους του δέκατου ένατου αιώνα. Όταν στις εκλογές του Oκτωβρίου του 1881 η Mαρξιστική Oμοσπονδία του Kόμματος των Σοσιαλιστών Eργατών Γαλλίας συνετρίβη, μια ομάδα εντός της άρχισε να υποστηρίζει μια πιο πραγματιστική, ρεφορμιστική πολιτική για την Oμοσπονδία. H εγκατάλειψη της τακτικής του «όλα αμέσως» και η υιοθέτηση σταδίων για την ικανοποίηση των άμεσων αιτημάτων, αυτών που είναι εφικτό (possible) να πραγματοποιηθούν θα γεννούσε τη λέξη ποσιμπιλισμό (και ποσιμπιλιστές). Aντίστοιχα, θα βάφτιζε ιμποσιμπιλιστές όσους συνέχιζαν να θεωρούν τον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό ως αλληλοαποκλειόμενα συστήματα και να παραμένουν υπέρμαχοι του επαναστατικού «μαξιμαλιστικού προγράμματος».

[30] (σ.τ.μ) «Ratgeb»: ψευδώνυμο που χρησιμοποίησε ο Βανεγκέμ στο βιβλίο του Από την άγρια απεργία στη γενικευμένη αυτοδιεύθυνση (ελλ. έκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη). O Ratgeb υπήρξε ένας διάσημος ζωγράφος του δεκάτου έκτου αιώνα ο οποίος τάχθηκε στο πλευρό των χωρικών του Mύντσερ, αλλά σε αντίθεση με τον Nτύρερ, διαμελίστηκε μετά την ήττα των χωρικών επειδή η καταγωγή του ήταν ταπεινή.

[31] Η λέξη μιλιτάντης (αγωνιστής) έχει άλλο νόημα στα γαλλικά και άλλο στ’ αγγλικά. Η λέξη έχει την ίδια προέλευση απ’ τη λέξη «στρατιωτικός». Kαι στις δύο γλώσσες μεταφέρει την ιδέα να παλεύεις για έναν σκοπό. Όμως στ’ αγγλικά σημαίνει μαχητικός, «επιθετικά ενεργητικός» (σύμφωνα με το λεξικό Webster, του 1993). Στα γαλλικά είχε παλιά θετική έννοια (οι «μιλιτάντες» ήταν υποτίθεται αφοσιωμένοι στρατιώτες του εργατικού κινήματος), μέχρι που η Κ.Δ. τη συνέδεσε με μια αρνητική αφοσίωση αυτοθυσίας σε ένα σκοπό: έτσι χρησιμοποιούμε τον όρο εδώ.

[32] Δηλ. την ιδεολογία που εξυμνεί την ανάπτυξή τους σαν αυτοσκοπό (σημ. του αμερικάνου μεταφραστή).

[33] Όπως την ανατρεπτική σημασία της μαζικής άρνησης πληρωμής και της ελεύθερης διανομής αγαθών και υπηρεσιών που εφαρμόστηκαν από το ιταλικό κίνημα αυτομείωσης. Φυσικά σε μια ώριμη επαναστατική κατάσταση αυτό θα επεκτεινόταν και θα συμπεριλάμβανε την άμεση κομμουνιστικοποίηση καίριων παραγωγικών μέσων και για την εξασφάλιση της επιβίωσης του προλεταριακού κινήματος και για την υπονόμευση των προσόδων των εναπομεινουσών καπιταλιστικών δυνάμεων (σημ. του αμερικάνου μεταφραστή).

[34] Κ.Δ. τ. 7.

[35] Εκδόθηκε το 1975 απ’ τις εκδόσεις de l’ Oubli στο Παρίσι.

[36] (σ.τ.μ.) «Έγκυρο» αριστερό εβδομαδιαίο περιοδικό στο οποίο αρθρογραφούν προσωπικότητες από όλο το φάσμα της γαλλικής διανόησης.

[37] (σ.τ.μ.) Στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τον τίτλο Σχετικά με την ιταλική κρίση, εκδ. Άκμων.

[38] Tο Αληθινό Σχίσμα, θέση 19.

[39] (σ.τ.μ.) Eδώ είμαστε αναγκασμένοι να επισημάνουμε κάποιες διαφωνίες μας με το συγγραφέα. Aκόμα κι αν δεχτούμε ότι ο Σανγκουινέτι ήταν υπεραισιόδοξος σχετικά με την προοπτική της προλεταριακής εφόδου των δεκαετιών ’60-’70 στην Iταλία και την Πορτογαλία, απ’ την άλλη δεν την υποτιμάμε ―τουλάχιστον όχι όσο ο Nτωβέ― έχοντας υπόψη μας τη λυσσαλέα και τεράστιας έκτασης και έντασης αναδιάρθρωση που ανέλαβαν τα αφεντικά ως απάντηση ―και που κρατάει μέχρι σήμερα. Aυτό που παραβλέπει όμως εντελώς ο Nτωβέ ―κι ήταν ένας κεντρικός στόχος του Σανγκουινέτι― είναι η αποκάλυψη της στρατηγικής της έντασης του ιταλικού κράτους, δηλ. της τεχνητής τρομοκρατίας, του θεάματος του κράτους που απειλείται, σκηνοθετημένου απ’ το ίδιο. Tην αρχή, που έγινε με τη βομβιστική επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα, ακολούθησαν και άλλες χοντροκομμένες τρομοκρατικές επιθέσεις, οργανωμένες απ’ τις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες σε αντιπερισπασμό προς τον πραγματικό εχθρό του κράτους, τον εσωτερικό. Oφείλουμε ν’ αναγνωρίσουμε ότι πρώτοι οι ιταλοί καταστασιακοί αποκάλυψαν ―και μάλιστα έγκαιρα, το 1969― τη χρήση της τρομοκρατίας απ’ το κράτος.

[40] Κ.Δ., τ. 9, IS, Το Ξεπέρασμα της Τέχνης, σελ. 301.

[41] Κ.Δ., τ. 10.

[42] Ο Guegan ήταν ο διευθυντής (και ο πραγματικός ιδρυτής) των εκδόσεων Champ Libre μέχρι που απολύθηκε το 1975. Τώρα είναι διάσημος στους λογοτεχνικούς και πρωτοποριακούς κύκλους (σημ. του αμερικάνου μεταφραστή).

[43] Le communisme: un monde sans argent (ο κομμουνισμός: ένας κόσμος χωρίς χρήμα), 3 τόμοι, απ’ την Organisation des Jeunes Travailleurs Revolutionnaires, Παρίσι, 1975 (σημ. του αμερικάνου μεταφραστή).

Παρήχθη το 2002 από το Kόκκινο Nήμα. Μετάφραση του ‘Critique of the Situationist International‘. Έχει ληφθεί από τον ιστότοπο Antagonism.

Επιστροφή στην ΚΔ

Aufheben #09: Συμβολές

Gilles Dauve: Επιστροφή στην Καταστασιακή Διεθνή

Το κείμενο “Κριτική της Καταστασιακής Διεθνούς” του Gilles Dauve (Jean Barrot) είναι ένα από τα σημαντικότερα κείμενα σχετικά με τους καταστασιακούς. Αναδημοσιεύουμε παρακάτω μια επικαιροποίηση του κειμένου που πρόκειται να δημοσιευθεί στα ελληνικά από “Τα Παδιά της Γαλαρίας}”1.

To έτος 2000, η “κοινωνία του θεάματος” έχει γίνει μια πιασάρικη έκφραση της μόδας, όχι τόσο διάσημη όσο συνήθιζε να είναι η “ταξική πάλη”, αλλά κοινωνικά πιο αποδεκτή. Επιπλέον, η Καταστασιακή Διεθνής (ΚΔ) επισκιάζεται τώρα από την κεντρική της φιγούρα, τον Γκυ Ντεμπόρ, που αυτή τη στιγμή απεικονίζεται ως ο τελευταίος ρομαντικός επαναστάτης. Είτε στο Βερολίνο είτε στην Αθήνα, κανείς θα πρέπει να πάει πέρα από την καταστασιακή μόδα για να εκτιμήσει τη συνεισφορά της ΚΔ στην επανάσταση. Με τον ίδιο τρόπο, κάποιος πρέπει να διαρήξει το “μαρξιστικό” βέλο για να καταλάβεο τι είπε πραγματικά ο Μαρξ και τι εξακολουθεί να σημαίνει για μας.

H ΚΔ έδειξε ότι δεν υπάρχει επανάσταση χωρίς μια άμεση γενικευμένη κομμουνιστικοποίηση ολόκληρης της ζωής, και ότι αυτός ο μετασχηματισμός είναι μια από τις συνθήκες/προϋποθέσεις της καταστροφής της κρατικής εξουσίας. Επανάσταση σημαίνει το να μπει ένα τέλος σε όλους τους διαχωρισμούς και πρώτα απόλα στον διαχωρισμό εκείνο που αναπαράγει όλους τους άλλους: την εργασία ως αποκομμένη από το υπόλοιπο της ζωής (ετμ.). To να απαλλαγούμε από τη μισθωτή εργασία συνεπάγεται την απο-εμπορευματοποίηση του τρόπου που τρώμε, κοιμόμαστε, μαθαίνουμε και ξεχνάμε, κινούμαστε από το ένα μέρος στο άλλο, φωτίζουμε το υπνοδωμάτιό μας, σχετιζόμαστε με την βελανιδιά κάτω στον δρόμο, κ.λπ.

Είναι όλα αυτά κοινοτοπίες; Ε, λοιπόν, δεν ήταν πάντα και, ακόμα και τώρα, δεν είναι για όλους.

Αρκεί να διαβάσουμε τις “Αρχές της Κομμουνιστικής Παραγωγής και Διανομής2,3 γραμμένο το 1935 από την Ολλανδο-γερμανική Αριστερά, για να συνειδητοποιήσουμε το εύρος της εξέλιξης. Όσον αφορά τον Μπορντίγκα και τους επιγόνους του, πάντα θεωρούσαν τον κομμουνισμό σαν ένα πρόγραμμα που θα έμπαινε σε πρακτική μετά την κατάληψη της εξουσίας. Ας θυμηθούμε απλά τι συζητιόταν γύρω στα 1960, όταν οι ριζοσπάστες αντιπαρατίθενταν σχετικά με την “εργατική εξουσία” και όριζαν την κοινωνική αλλαγή ως μια ουσιαστικά πολιτική διαδικασία.

H επανάσταση είναι κομμουνιστικοποίηση. Αυτό είναι τόσο σημαντικό, για παράδειγμα, όσο ήταν η απόρριψη των συνδικάτων μετά το 1918. Δεν λέμε ότι η επαναστατική θεωρία πρέπει να αλλάζει κάθε τριάντα χρόνια, αλλά ότι μια αξιάριθμη προλεταριακή μειονότητα απέρριψε τα συνδικάτα μετά το 1914, και μια άλλη ενεργή μειοψηφία σκόπευε σε μια κριτική της καθημερινής ζωής στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Η ΚΔ υπερέβη τα όρια της οικονομίας, της παραγωγής, του χώρου δουλειάς [workshop] και του εργατισμού επειδή, εκείνη την εποχή, από το Watts μέχρι το Τορίνο, οι προλετάριοι αμφισβητούσαν πραγματικά το σύστημα της εργασίας και των δραστηριοτήτων έξω από αυτήν. Αλλά τα δύο αυτά πεδία σπάνια δέχονταν επίθεση από τις ίδιες ομάδες: οι μαύροι θα εξεγείρονταν ενάντια στην εμπορευματοποίηση της ζωής στα γκέτο, ενώ οι μαύροι και λευκοί εργάτες θα επαναστατούσαν ενάντια στον υποβιβασμό τους σε γρανάζια της μηχανής, παρόλα αυτά τα δυο κινήματα απέτυχαν να ενωθούν. Στους χώρους δουλειάς, οι εργάτες απέρριπταν από την μια την εργασία και από την άλλη ζητούσαν μεγαλύτερους μισθούς: η ίδια η μισθωτή εργασία δεν ξεπεράστηκε ποτέ. Παρόλα αυτά υπήρχαν απόπειρες να αμφισβητηθεί το σύστημα ως ολότητα, στην Ιταλία για παράδειγμα, και η ΚΔ ήταν ένας από τους τρόπους με τους οποίους αυτές οι προσπάθειες βρήκαν έκφραση.

Εδώ είναι που οι καταστασιακοί εξακολουθούν να μας (δια)φωτίζουν. Και εδώ είναι επίσης που επιδέχονται κριτική.

Το όριο της ΚΔ έγκειται στο δυνατό της σημείο: μια κριτική του εμπορεύματος που επέστρεψε στα βασικά χωρίς ακριβώς να φτάσει στη βάση. Η ΚΔ αρνήθηκε και ταυτόχρονα αγκάλιασε τη συμβουλιακή αριστερά. Όπως και η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, θεώρησε το κεφάλαιο ως μια διαχείριση που αποστερεί τους προλετάριους από οποιονδήποτε έλεγχο πάνω στις ζωές τους, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αναγκαίο να βρεθεί ένας κοινωνικός μηχανισμός που να επιτρέπει [να δίνει τη δυνατότητα] σε όλους να πάρουν μέρος στη διαχείριση της ζωής. Η θεωρία της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα για τον “γραφειοκρατικό καπιταλισμό” έδωσε περισσότερη σημασία στην γραφειοκρατία παρά στο κεφάλαιο. Ανάλογα, η θεωρία της ΚΔ για την “θεαματική κοινωνία” έκρινε το θέαμα ως πιο σημαντικό στον καπιταλισμό από το ίδιο το κεφάλαιο. Τα τελευταία γραπτά του Ντεμπόρ, για την ακρίβεια, επαναόρισαν τον καπιταλισμό ως πλήρως ολοκληρωμένο θέαμα, αλλά αυτή η λάθος σύλληψη υπήρχε εκεί από τότε που η “Κοινωνία του Θεάματος” εξέλαβε λανθασμένα το μέρος με το όλο το 1967.

Το θέαμα δεν είναι αιτία του εαυτού του4. Ριζώνεται στις παραγωγικές σχέσεις και μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα από μια κατανόηση του κεφαλαίου, όχι αντίστροφα. Είναι η διαίρεση της εργασίας που μετασχηματίζει τον εργάτη σε έναν θεατή της εργασίας του, των προϊόντων του, τελικά της ίδιας της ζωής του. To θέαμα είναι η ύπαρξή μας αλλοτριωμένη σε εικόνες που τρέφονται από αυτήν [την ύπαρξή μας], το αυτοματοποιημένο αποτέλεσμα των κοινωνικών μας δράσεων. Ξεκινά από μας και διαχωρίζεται από μας μέσω της καθολικής αναπαράστασης των εμπορευμάτων (ετμ.). Γίνεται εξωτερικό προς τη ζωή μας επειδή η ζωή μας σταθερά αναπαράγει την εξωτερικοποίησή της.

Η έμφαση στο θέαμα οδήγηση σε ένα αγώνα για μια μη-θεαματική κοινωνία: στην καταστασιακή σκέψη, η εργατική δημοκρατία λειτουργεί ως ένα αντίδοτο στην ενατένιση, ως η καλλίτερη δυνατή μορφή δημιουργίας καταστάσεων. Η ΚΔ αναζητούσε μια αυθεντική δημοκρατία5, μια δομή όπου οι προλετάριοι δεν θα ήταν πλέον θεατές. Αναζητούσε για ένα μέσο (δημοκρατία), έναν τόπο (το συμβούλιο) και έναν τρόπο ζωής (γενικευμένη αυτοδιαχείριση) που θα ενδυνάμωναν τους ανθρώπους να σπάσουν τα δεσμά αλυσίδες της παθητικότητας.

Δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στις κατά Ντεμπόρ και Βανεγκέμ εκδοχές της ΚΔ. Ο συμβουλιασμός και η ριζική υποκειμενικότητα δίνουν αμφότερα έμφαση στην αυτενέργεια, είτε προέρχεται από μια εργατική κολλεκτίβα είτε από ένα άτομο.

“Πιστεύω ότι όλοι οι φίλοι μου κι εγώ θα είμασταν ικανοποιημένοι να εργαζόμαστε ανώνυμα στο Υπουργείο Ελεύθερου Χρόνου, για μια κυβέρνηση που μακροπρόθεσμα θα νοιαζόταν να αλλάξει τη ζωή (…)” (Ντεμπόρ, Potlatch6, n.29, 1957).

Αρχικά οι καταστασιακοί πίστευαν ότι ήταν εφικτό να πειραματιστούν κατευθείαν με νέους τρόπους ζωής. Γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι τέτοια πειράματα απαιτούν μια πλήρη συλλογική επαναοικειοποίηση των συνθηκών της ύπαρξης, Ξεκίνησαν με μια επίθεση στο θέαμα ως παθητικότητας, και στράφηκαν στην επιβεβαίωση του κομμουνισμού ως δραστηριότητας. Αυτό είναι ένα θεμελιώδες σημείο από το οποίο δεν μπορούμε να υπαναχωρήσουμε. Αλλά στη διάρκεια όλης αυτής της διαδικασίας (επαν)ανακάλυψης, το ελάττωμα ήταν η υπόθεση ότι θα πρέπει να υπάρχει μια χρήση της ζωής, που λογικά οδήγησε στην έρευνα για μια ολικά διαφορετική χρήση.

Αυτή η αναζήτηση για μια διαφορετική χρήση της ζωής κάποιου τροφοδοτούσε αλλά ταυτόχρονα κουτσούρευε την κριτική της ΚΔ για τον μιλιταντισμό. Ήταν αναγκαίο να εκτεθεί η πολιτική δράση ως μια διαχωρισμένη δραστηριότητα στην οποία το άτομο μάχεται για έναν σκοπό που αφαιρείται από την ίδια τη ζωή του, καταπιέζει τις επιθυμίες του και θυσιάζει τον εαυτό του για έναν σκοπό ξένο προς τα συναισθήματα και τις ανάγκες του. Έχουμε δει όλοι παραδείγματα μιας αφοσίωσης σε μια ομάδα και/ή ένα όραμα του κόσμου που έχει σαν αποτέλεσμα το άτομο να γίνεται μη δεκτικό στα πραγματικά γεγονότα, και ανίκανο να πραγματοποιήσει ανατρεπτικές δράσεις όταν αυτές είναι δυνατές.

Αλλά μόνο η αλληλεπίδραση των πραγματικών σχέσεων μπορεί να αποτρέψει την ανάπτυξη προσωπικών αδυναμιών και της αλλοτριωτικής αυτο-άρνησης. Αντίθετα, η ΚΔ καλούσε για μια καθολική ριζοσπαστικότητα και 24ωρη συνέπεια, αντικαθιστώντας τα ήθη των μιλιτάντηδων με τα ριζοσπαστικά ήθη, που είναι εξίσου μη λειτουργικά. Οι ίδιες οι εκθέσεις της ΚΔ για τον χαμό της μετά το 1968 είναι ένα θλιβερό ανάγνωσμα: γιατί δεν συμβαίνει σχεδόν ποτέ να είναι κανείς στο ύψος της κατάστασης; ήταν ο Γκυ Ντεμπόρ ο μόνος που ήταν στο ύψος αυτό; Ίσως το βασικό σφάλμα του Ντεμπόρ ήταν να δρα (και να γράφει) σαν να μην επρόκειτο να μην κάνει ποτέ λάθος.

Ήταν ανατρεπτικό να περιπαίζει κανείς την ψευδή μετριοπάθεια των μιλιτάντηδων αποκαλώντας τον εαυτό του Διεθνή, και να στρέφει το θέαμα ενάντια στον εαυτό του, όπως στο σκάνδαλο του Στρασβούργου7 (1967). Αλλά το “όπλο” είχε τα αντίθετα αποτελέσματα όταν οι καταστασιακοί προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν διαφημιστικές τεχνικές ενάντια στο σύστημα της διαφήμισης. Το σύνθημα “Σταματήστε το Σόου!” εκφυλίστηκε στο να γίνουν οι ίδιοι ένα θέαμα, και τελικά να επιδεικνύονται. Δεν είναι τυχαίο ότι η ΚΔ αρεσκόταν να αναφέρεται στον Μακιαβέλι και τον Κλαούζεβιτς. Πραγματικά, οι καταστασιακοί πίστευαν ότι, εφόσον ασκούνταν με στυλ και διαίσθηση/ενόραση, κάποια στρατηγική θα επέτρεπε σε μιαν ομάδα ευφυών ανθρώπων να νικήσουν τα μήντια/ΜΜΕ στο ίδιο τους το παιχνίδι και να επηρεάσουν την κοινή γνώμη με έναν επαναστατικό τρόπο. Αυτό από μόνο του αποδεικνύει μια λανθασμένη κατανόηση της θεαματικής κοινωνίας.

Πριν και κατά το 1968, η ΚΔ έβρισκε συνήθως τη σωστή στάση απέναντι στις πραγματικότητες που χρειαζόταν να γελειοποιηθούν πριν μπορέσει κανείς να τις επαναστατικοποιήσει: η πολιτική, η ηθική της εργασίας, ο σεβασμός για την κουλτούρα, καλή θέληση της αριστεράς κοκ. Αργότερα, καθώς η καταστασιακή δραστηριότητα έφθινε, δεν είχαν απομείνει πολλά παρά μια στάση, και γρήγορα ούτε καν η σωστή, καθώς αφήνεται στην αυτο-εκτίμηση, τον φετιχισμό των συμβουλίων, μια γοητεία για την κρυφή πλευρά των παγκοσμίων ζητημάτων, συν λανθασμένες αναλύσεις για την Ιταλία και την Πορτογαλία.

Η ΚΔ προανήγγειλε την έλευση της επανάστασης. Αυτό που ήρθε είχε πολλά από τα γνωρίσματα που είχει αναγγείλει η ΚΔ. Τα συνθήματα στους δρόμους του Παρισιού το 1968 και της Μπολόνια το 1977 ήταν ηχώ άρθρων που είχαν προηγουμένων δημοσιευθεί σε μια επιθεώρηση με ιλλουστρασιόν κάλυμα. Παρόλα αυτά, δεν ήταν μια επανάσταση. Η ΚΔ ισχυρίστηκε ότι είχε γίνει μια επανάσταση.

Η γενικευμένη δημοκρατία (και πάνω απ’ όλα, η εργατική δημοκρατία) ήταν το ανατρεπτικό όνειρο στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές αυτής του 1970: αντί να το αντιληφθούν αυτό σαν το όριο της περιόδου, οι καταστασιακοί το ερμήνευσαν σαν μια δικαίωση του καλέσματος για τη δημιουργία συμβουλίων. Απέτυχαν να δουν ότι η αυτόνομη αυτοδιαχείριση των αγώνων στα εργοστάσια μπορούν να είναι μόνο ένα μέσο, ποτέ ένας σκοπός αυτή καθαυτή ούτε μια αρχή.

Η αυτονομία συνόψισε το πνεύμα της εποχής: είναι η απελευθέρωση κάποιου από το σύστημα – όχι σε κομμάτια.

Μια μελλοντική επανάσταση θα είναι λιγότερο η συνάθροιση του προλεταριάτου σαν ένα μπλοκ, θα είναι μάλλον η αποσύνθεση αυτού που μέρα με τη μέρα αναπαράγει τους προλετάριους σαν προλετάριους. Αυτή η διαδικασία σημαίνει τη συνάντηση και την οργάνωση στον χώρο δουλειάς, αλλά και τον μετασχηματισμό του χώρου δουλειάς και την έξοδο από αυτόν τόσο όσο και την συνάντηση εκεί [shopfloor]. H κομμουνιστικοποίηση δεν θα έχει σαν παράδειγμα το Σαν Φραντσίσκο του 1966 ούτε θα επανεκτελέσει τις προηγούμενες στάσεις στα εργοστάσια σε μια πολύ μεγαλύτερη κλίμακα.

Η ΚΔ κατέληξε να προσθέσει τον συμβουλιασμό στις αυταπάτες σχετικά με ένα επαναστατικό σαβουάρ-βιβρ, δηλ. ένα ανατρεπτικό στυλ ζωής. Έβαλε το αίτημαγια έναν κόσμο στον οποίο η ανθρώπινη δραστηριότητα θα ήταν ισοδύναμηε με την διαρκή απόλαυση, και απεικόνισε το τέλος της εργασίας ως την αρχή μιας άπειρης χαράς και πλάκας. Δεν ξέφυγε ποτέ ουσιαστικά από την τεχνοκρατική προοδευτικίστικη θεώρηση μιας αφθονίας ως αποτέλεσμα της αυτοματοποίησης.

Από τις πολύ λίγες ομάδες που είχαν μια κοινωνική επίδραση στο ανατρεπτικό κύμα στα μέσα της δεκαετίας του 1960, η Καταστασιακή Διεθνής έδωσε την καλλίτερη προσέγγιση στον κομμουνισμό με τον τρόπο που αυτός γινόταν αντιληπτός εκείνη την περίοδο. Υπήρχε μια ιστορικά ανυπέρβλητη ασυμβατότητα ανάμεσα στο:

Κάτω η εργασία!

και το

Η εξουσία στους Εργάτες!“.

Η ΚΔ στάθηκε ακριβώς στο σταυροδρόμι αυτής της αντίφασης (ετμ.).

Gilles Dauve

Ιούνιος 2000

1 Στμ. Η μετάφραση του κειμένου “Κριτική στην Καταστασιακή Διεθνή” υπάρχει διαδικτυακά εδώ: https://libcom.org/library/κριτική-της-kαταστασιακής-διεθνούς-gilles-dauvé. Το παρόν κείμενο υπάρχει και σε παλιότερη μετάφραση από το “Κόκκινο νήμα” εδώ: https://libcom.org/library/επιστροφή-στην-kδ-gilles-dauvé.

2 Σημείωση του εκδότη: Δείτε “Τι ήταν η ΕΣΣΔ; Προς μια θεωρία της παραμόρφωσης της αξίας: Μέρος ΙΙΙ: Αριστερός Κομμουνισμός και η Ρώσικη Επανάσταση””, σελ. 37, στο Aufheben #8, Φθινόπωρο 1999.

3 Στμ. Οι “Αρχές της Κομμουνιστικής Παραγωγής και Διανομής” είναι έργο της ομάδας αριστερών κομμουνιστών GIK (Group of International Communists) που ιδρύθηκε το 1926 στην Ολλανδία, οι ιδέες της οποίας διαμορφώθηκαν από τις εμπειρίες της Ρωσικής και την Γερμανικής επανάστασης του 1917 και 1918.

4 Στμ. Εδώ είμαστε! Ο χεγκελιανός ορισμός του κεφαλαίου ως αυτοσκοπού κ.λπ.!

5 Στμ. Η δημοκρατία ως αναπαραγωγή του διαχωρισμού του πολιτικού. Όρια Καστοριάδη, Ντεμπόρ.

6Στμ. Περιοδικό της Λεττριστικής Διεθνούς, ομάδας που σχηματίστηκε με την αποχώρηση του Ντεμπόρ και άλλων από την Λεττριστική ομάδα του Isidore Isou και στη συνέχεια συγχωνεύθηκε με τo “Διεθνές Κίνημα για ένα Φαντασιακό Bauhaus” και την “Ψυχογεωγραφική Ένωση του Λονδίνου” για να σχηματίσουν την Καταστασιακή Διεθνή. Εκδόθηκαν συνολικά 28 τεύχη από το 1954 μέχρι το 1957, ενώ δύο επιπλέον τεύχη εμφανίστηκαν τον Νοέμβριο του 1957 και τον Ιούλιο του 1959, τώρα με τον αναθεωρημένο υπότιτλο “Information bulletin of the Situationist International“. Η λέξη potlatch αναφέρεται στην πρακτική μιας γιορτής/γεύματος ανταλλαγής δώρων που εφαρμόζεται από τους ιθαγενείς πληθυσμούς της βορειοδυτικής ακτής του Ειρηνικού στον Καναδά και τις ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων αποτελεί το πρωταρχικό οικονομικό σύστημα.

7Στμ. Μιά από τις πιο γνωστές “φάρσες” που οργάνωσαν οι καταστασιακοί, δηλαδή της τακτικής του σχεδιασμού μιας ανατρεπτικής πολιτικής φάρσας, πλάκας, κοροϊδία κ.λπ. Εκμεταλλευόμενοι την απάθεια των συναδέλφων τους, πέντε “φιλο-καταστασιακοί” φοιτητές, δηλαδή φοιτητές επηρεασμένοι από την ΚΔ, παρεισήφρυσαν στην Φοιτητική Ένωση του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου τον Νοέμβριο του 1966 και άρχισαν να σκαδαλίζουν τις αρχές. Η πρώτη ενέργειά τους ήταν να σχηματίσουν μια “Εταιρεία Αναγνώρισης των Αναρχικών” με την ονομασία “Η Εταιρεία για την Αποκατάσταση του Καρλ Μαρξ και του Ραβασόλ”; στη συνέχεια ιδιοποιήθηκαν χρηματικούς πόρους της ένωσης για να τυπώσουν σε φλάυερ την “Επιστροφή της Φάλαγγας Ντουρούτι”, του μεταστραμμένου κόμικ του Andre Bertrand. Στη συνέχεια κάλεσαν τους καταστασιακούς να συμβάλλουν σε μια κριτική του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η μπροσούρα “Η Μιζέρια των Φοιτητικών Κύκλων”, που γράφτηκε από τον Τυνήσιο καταστασιακό Mustapha/Omar Khayati. Οι φοιτητές προχώρησαν άμεσα στο τύπωμα 10.000 αντιγράφων της μπροσούρας χρησιμοποιώντας χρήματα του Πανεπιστημίου και την μοίρασαν στη διάρκεια μιας εκδήλωσης για την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους. Αυτό προκάλεσε αμέσως την κατακραυγή των τοπικών, εθνικών και διεθνών ΜΜΕ. Άλλες διάσημα σκάνδαλα που προκάλεσαν οι καταστασιακοί είναι η “Υπόθεση της Notre-Dame” και η “Αναφορά για τη διάσωση του καπιταλισμού” του Σαγκουινέτι. Πηγή: Wikipedia: https://en.wikipedia.org/wiki/Situationist_prank.

Ξενοφοβία

Ταξική πάλη, ξενοφοβία και οι τοπικές ελίτ1

To παρόν άρθρο παρέχει ένα σύντομο παράδειγμα για μελέτη του πώς η αυτοοργάνωση «από-τα-κάτω» δίνει την δυνατότητα σε κοινότητες στην Ν. Αφρική να αντισταθούν στην ξενοφοβική βία.

Η ξενοφοβική βία και το πλιάτσικο που ακολούθησαν τη δήλωση του βασιλιά Zwelithini ότι οι ξένοι «μαζεύουν τα μπαγκάζια τους και φεύγουν» απλώθηκε σε μικρές και μεγάλες πόλεις σε ολόκληρη τη χώρα. Παρ’ όλα αυτά, οι πρόσφατες επιθέσεις δεν αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά· ούτε είναι ο Zwelithini ο αποκλειστικά υπεύθυνος για την υπόθαλψή τους. Τοπικές ελίτ – ιδιαίτερα εκείνες που σχετίζονται με το κυβερνών κόμμα – επίσης ενθάρρυναν αντιμεταναστευτικές στάσεις και δράσεις. Το παρόν άρθρο, βασιζόμενο σε συνομιλίες με ακτιβιστές του Abahlali baseFreedom Park, καταπιάνεται με το πώς οι τοπικές ελίτ διεγείρουν την «ξενοφοβία» ώστε να προστατεύσουν τα ταξικά τους συμφέροντα και πώς αντιδρούν σε αυτό προοδευτικοί ακτιβιστές της εργατικής τάξης.

Ξενοφοβία και τοπικές ελίτ

Το Freedom Park είναι ανάμεσα στις λίγες κοινότητες στις οποίες η ανάπτυξη είναι «καθοδόν». Xτίζονται σπίτια του προγράμματος «Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης» (Reconstruction and Development Programme, RDP) κ.λπ. Όμως οι κάτοικοι εκφράζουν παράπονα για την διαφθορά σχετικά με τις προσφορές των εταιρειών και τα συμβόλαια. Οι αναπτυξιακές εταιρείες έχουν κατηγορηθεί ότι στρέφουν τους ντόπιους εργάτες εναντίον των μεταναστών για να εξασφαλίσουν φτηνά μεροκάματα. Αυτές οι εταιρείες, που συνδέονται με τις τοπικές ελίτ του ANC (Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο), αισθάνθηκαν ότι οι Νοτιοαφρικανοί εργάτες δεν θα δέχονταν τους χαμηλούς μισθούς που πρόσφεραν και έτσι προσέγγισαν μετανάστες εργάτες, που συχνά είναι σε πιο απελπιστική θέση εξαιτίας της επισφαλούς τους κατάστασης, προσφέροντάς τους δουλειές με μισθούς χαμηλότερους από αυτούς που προσπαθούσαν να διαπραγματευτούν οι ντόπιοι. Αυτός είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους οι τοπικές ελίτ στρέφουν μετανάστες και ντόπιους εργάτες εναντίον αλλήλων, δημιουργώντας ένα εύφορο έδαφος για την διάδοση ξενοφοβικών αισθημάτων.

Οι ακτιβιστές έπεισαν όμως την κοινότητα να απαιτήσει όλοι οι εργάτες να πληρώνονται έναν επαρκή, για να ζήσουν, μισθό, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους, καθώς και έλεγχο πάνω στην ανάπτυξη του Freedom Park. Αυτό στρίμωξε στη γωνία τις εταιρείς και τις τοπικές ελίτ, απειλώντας να υπονομεύσει τα κέρδη και την πολιτική τους νομιμοποίηση. Έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να εκτρέψουν την προσοχή της κοινότητας και να ανακατευθύνουν την απογοήτευσή της.

Μια ευκαιρία παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 2014 όταν το Freedom Park έμεινε χωρίς ρεύμα για σχεδόν μια βδομάδα. Στις διαμαρτυρίες των κατοίκων, το κράτος απάντησε με βία. Οι κάτοικοι προσπάθησαν να διαφύγουν μέσα στην πόλη και μερικοί λεηλάτησαν μαγαζιά μεταναστών, θεωρώντας τους υπεύθυνους για την κρίση αυτή. Αυτό συνέβη γιατί οι τοπικές πολιτικές ελίτ έκαναν συστηματική

προπαγάνδα, επιρρίπτοντας την ευθύνη για την διακοπή του ρεύματος στους Σομαλούς μαγαζάτορες με τον ισχυρισμό ότι είναι αυτοί που καταναλώνουν το ρεύμα της κωμόπολης εξαιτίας της χρήσης βιομηχανικών ψυγείων μεγάλης ισχύος.

Οι ακτιβιστές ήξεραν ότι αυτό ήταν ψέμα γιατί τέτοιες διακοπές ρεύματος συνέβαιναν και πριν από τον ερχομό των μεταναστών στην κωμόπολη. Στην πραγματικότητα, ξέροντας ότι το Freedom Park ήταν μια ραγδαία αναπτυσσόμενη περιοχή είχαν προειδοποιήσει την κυβέρνηση, ήδη πριν από δέκα χρόνια, ότι η υποδομή δεν θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες του αναπτυσσόμενου πληθυσμού.

Μια δεύτερη ευκαιρία για να στραφεί αλλού η προσοχή της κοινότητας από τα πραγματικά προβλήματά της ήρθε τον Ιανουάριο του 2015, όταν στο γειτονικό Σοβέτο ξέσπασε ένα κύμα λεηλασιών σε μαγαζιά μεταναστών. Η τοπική πολιτική ελίτ, γύρω από το SANCO2 και το ANC, υποτίθεται ότι προειδοποίησε τους ξένους μαγαζάτορες να κλείσουν τα μαγαζιά τους γιατί τα προϊόντα τους δεν ήταν επιθυμητά και θα λεηλατούνταν. Προσπάθησαν επίσης να αποσπάσουν χρήματα από ξένους μαγαζάτορες σε αντάλλαγμα προστασίας. Όμως ο κόσμος λέει ότι ήταν αυτές οι ίδιες τοπικές ελίτ, που προσπάθησαν να αποσπάσουν χρήματα από τους μετανάστες μαγαζάτορες, που επίσης υπόσχονταν αλκοόλ και λεφτά στους εξαρτημένους από ναρκωτικά για να πλιατσικολογήσουν τα μαγαζιά των ξένων· κάτι που υποδηλώνει ότι η ξενοφοβία, τουλάχιστον σε μερικές μικρές πόλεις, υποθάλπτεται για να προστατευθούν τα πολιτικά και οικονομικά τους συμφέροντα και υιοθετείται από μια μικρή τυχοδιωκτική μειονότητα και όχι την ευρύτερη κοινότητα.

Πολεμώντας την ξενοφοβία

Οι Abahlali3 αποφάσισαν ότι θα έπρεπε να αντιδράσουν. Ξεκίνησαν κοινοτικές περιπολίες για να αποτρέψουν τους πλιατσικολόγους και ενθάρρυναν κάθε νοικοκυριό να έχει μια σφυρίχτρα την οποία και να χρησιμοποιεί οποτεδήποτε έβλεπε κάποιους να διαπράττουν λεηλασίες, ώστε όλοι οι γείτονες να προστρέξουν για να τους σταματήσουν. Κάλεσαν επίσης μια συνέλευση της κοινότητας για να εξηγήσουν στον κόσμο ότι η κρίση που είχε προκύψει στην πόλη δεν είχε προκληθεί από την παρουσία των μεταναστών εμπόρων αλλά από μια ανεπαρκή υποδομή και ένα σύστημα που έχει ως κίνητρο το κέρδος. Η συνέλευση δεν είχε επιτυχία γιατί αυτοί που βρίσκονταν πίσω από τις λεηλασίες – μια μικρή ομάδα που ενισχυόταν από τους τοπικούς συμβούλους και επιχειρηματίες – δεν αναγνώριζαν καμμιά συνέλευση και άσκησαν φυσική βία στους ακτιβιστές.

Μετά από αυτό, οι Abahlali άρχισαν να οργανώνονται σπίτι-σπίτι, καθώς σε κάθε τέτοιο συγκρότημα έμεναν τόσο μετανάστες όσο και ντόπιοι. Οργάνωσαν συνελεύσεις πολυκατοικιών για να συζητήσουν τα πραγματικά προβλήματα που επηρέαζαν τα μέλη της κοινότητας. Η κοινότητα ανταποκρίθηκε θετικά και οι άνθρωποι άρχισαν να λένε ότι η ευθύνη για την κρίση στο Freedom Park ανήκε στην πραγματικότητα στην κυβέρνηση.

Επιπρόσθετα από τον αγώνα τους για έλεγχο της κοινότητας πάνω στην ανάπτυξη και για έναν επαρκή για διαβίωση μισθό για όλους – συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών – οι Abahlali προσπαθούν επίσης να βοηθήσουν στην ενσωμάτωση των μεταναστών στην κοινότητα ενθαρρύνοντάς τους, για παράδειγμα, να γράφουν τα παιδιά τους στα τοπικά σχολεία, ώστε να μπορέσουν να μπουν σε μια διαδικασία ενσωμάτωσης, προσκαλώντας τους μετανάστες να υποστηρίξουν τις διαδηλώσεις τους, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες σε ζητήματα όπως η ξενοφοβία και υποστηρίζοντας την Λαϊκή Διαδήλωση Ενάντια στην Ξενοφοβία που διοργανώθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ στις 23 Απριλίου.

Η αυτοοργάνωση της τάξης είναι η λύση

Η περίπτωση του Freedom Park – που πιθανότατα δεν είναι μεμονωμένη – δείχνει ότι οι τοπικές ελίτ χρησιμοποιούν το φόβητρο της ξενοφοβίας για να στρέφουν σε λάθος κατεύθυνση την δικαιολογημένη απογοήτευση του τοπικού πληθυσμού, απογοήτευση που προκαλείται από την φτώχεια, την έλλειψη παροχής υπηρεσιών και ανάπτυξης και την απουσία μιας συμμετοχής σε όλα αυτά, για να προστατέψουν τα δικά τους πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα· και ότι η λύση στο πρόβλημα είναι η ανεξάρτητη ταξική αυτοοργάνωση και αλληλεγγύη ανάμεσα στις εθνότητες, όπως δείχνει το παράδειγμα των Abahlali baseFreedom Park.

1Μεταφρασμένο από την αναδημοσίευση στο libcom.org: http://libcom.org/news/class-struggle-%E2%80%98xenophobia%E2%80%99-local-elite-21052015.

2 Στμ. Αρχικά του South African National Civic Organisation.

3 Κίνημα των κατοίκων των παραγκουπόλεων που αγωνίζεται για την βελτίωση των συνθηκών ζωής των φτωχότερων στρωμάτων της νοτιοαφρικανικής κοινωνίας και τον εκδημοκρατισμό από-τα-κάτω προτάσσοντας μια λογική προάσπισης των «Κοινών» με την προσπάθεια δημιουργίας δικτύων κοινοτήτων/κομμούνων, σαμποτάροντας τις εκλογές και απέχοντας από κομματικές πρακτικές.

2 Χρόνια Κατάληψη Ανάληψης

2 Χρόνια Κατάληψη Ανάληψης

 

Η Κατάληψη Ανάληψης κλείνει στις 3 Οκτώβρη δύο χρόνια και προχωρά στη διοργάνωση εκδηλώσεων τις επόμενες τρεις βδομάδες.

Η αρχή γίνεται με τη συζήτηση με θέμα “Τοπικά κινήματα, αυτοοργανωμένοι χώροι και αγώνες“, την Παρασκευή 30 Σεπτέμβρη στις 7μμ.

Από το κείμενο της πρόσκλησης στη συζήτηση:

Είμαστε σε μια κρίσιμη συγκυρία για το ανταγωνιστικό κίνημα με την αριστερο-ακροδεξιά συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να προχωρά ακάθεκτη στην όξυνση της επίθεσης στα καταπιεζόμενα και εκμεταλλευόμενα κοινωνικά στρώματα, στην υποτίμηση των ζωών μας, ενώ οι αντιστάσεις που ορθώνονται δεν είναι σίγουρα αντίστοιχες της έντασης της επίθεσης. Επιπλέον ο διάχυτος κοινωνικός φασισμός που διατρέχει τη ραχοκοκαλιά της μικροαστικής ελληνικής κοινωνίας εμφανίζει επίσης σημάδια έξαρσης και παίρνει επιθετική μορφή με φασιστοεπιτροπές ανά την Ελλάδα που δρουν σαν το μακρύ χέρι της αντιμεταναστευτικής, ρατσιστικής πολιτικής του ελληνικού κράτους και της κυβέρνησής του.
Θεωρούμε ότι είναι επιτακτική ανάγκη να στοχαστούμε συλλογικά τις ιδιαιτερότητες της συγκυρίας αυτής, τη δυναμική και την κατάσταση των εγχειρημάτων μας και τις προκλήσεις που ανοίγονται μπροστά μας για να μπορέσουμε να γίνουμε η ρηξιακή και εξεγερσιακή δύναμη αντίστασης που θα κάνει τις γειτονιές και τις πόλεις μας κινούμενη άμμο για κράτος, αφεντικά και φασίστες.

 

Ολόκληρο το πρόγραμμα στην αφίσα της Συνέλευσης:

 

 

afisa1

 

 

η κομμουνιστικοποίηση και οι θεωρητικοί της

Φίλες και Φίλοι της Αταξικής Κοινωνίας:

Για την κομμουνιστικοποίηση και τους θεωρητικούς της

Αν ο όρος “κομμουνιστικοποίηση” απουσιάζει από το Endnotes 4 αυτό οφείλεται εν μέρει στα ζητήματα που καλύπτουμε και εν μέρει στη δική μας απογοήτευση για τον τρόπο με τον οποίο αυτή η λέξη έφτασε να σχετίζεται με μια καινούρια θεωρητική “μάρκα” και/ή μια ριζοσπαστική ταυτότητα. Θα επιστρέψουμε στο θέμα του κομμουνισμού στην τρέχουσα περίοδο στο τεύχος Endnotes 5 αλλά, ως μια προεπισκόπηση αυτού του τεύχους, δημοσιεύουμε εδώ μια κριτική ματιά στην “κομμουνιστικοποίηση” από μερικούς φίλους δικούς μας και της αταξικής κοινωνίας (Freundinnen und Freunden der klassenlosen Gesellschaft). Δεν συμφωνούμε σε όλα μαζί τους, και θα συμπεριλάβουμε μια απάντηση στο ερχόμενο τεύχος, αλλά στο μεταξύ ελπίζουμε να δώσουμε λίγη τροφή για σκέψη.

Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό των “Φίλων” Kosmoprolet ως μια απάντηση στην κριτική της Theorie Communiste (TC) στις “28 Θέσεις για την Ταξική κοινωνία” των “Φίλων”. Μια μετάφραση της αρχικής κριτικής της TC μπορεί να βρεθεί εδώ http://endnotes.org.uk/file_hosting/28-thesis-on-class-society-a-critical-commentary.pdf1

Την δεκαετία του 1970, κάποιος στη Γαλλία εφηύρε τη λέξη κομμουνιστικοποίηση για να εκφράσει μια σχετικά απλή, αλλά σημαντική, ιδέα: η προλεταριακή επανάσταση δεν είναι η αυτο-οργάνωση του προλεταριάτου αλλά η αυτο-κατάργησή του (ετμ.). Η ιδέα δεν είναι καινούρια, καθώς μπορεί να βρεθεί σε ένα “πολεμικό” κείμενο του 18452. Παρόλα αυτά, ποτέ δεν έπαιξε έναν ισχυρό ρόλο στο εργατικό κίνημα, σηματοδοτώντας, στην καλλίτερη περίπτωση, τον ορίζοντα ενός μακρινού μέλλοντος. Στην ατζέντα κυριάρχησε, μάλλον, η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο. Στη μεταβατική σοσιαλιστική κοινωνία, που θα ακολουθούσε, και η οποία θα κυριαρχούνταν ακόμα από την εμπορευματική παραγωγή και την αυστηρή μέτρηση του ατομικού μεριδίου του κοινωνικού πλούτου, το προλεταριάτο θα έβαζε τα θεμέλια του κομμουνισμού ως μιας αταξικής κοινωνίας στην οποία δεν θα υπήρχε μισθωτό σύστημα και, όντως, ούτε πια προλεταριάτο. Ο όρος κομμουνιστικοποίηση εκφράζει το παρωχημένο αυτής της έννοιας (ετμ.). Σύμφωνα με τους θιασώτες της κομμουνιστικοποίησης, ο κομμουνισμός δεν είναι ένας μακρινός στόχος αλλά η ίδια η κίνηση που εκμηδενίζει όλες τις σχέσεις ανταλλαγής καθώς και το κράτος. Όπως είναι εμφανές από το κείμενό μας “28 Θέσεις για την Ταξική Κοινωνία“, μοιραζόμαστε αυτή την προοπτική, αν και, σύμφωνα με έναν γαλλικό θεωρητικό κύκλο, αυτό το κάνουμε “με μισή καρδιά” κάπως και, τελικά, δεσμευμένοι στην “επιβεβαίωση του προλεταριάτου”3. Αυτό είναι που θέλουμε να εξετάσουμε στη συνέχεια.

Αυτό που είναι χαρακτηριστικό του περιοδικού Theorie Communiste (TC) — το οποίο προέκυψε την δεκαετία του 1970 από το περιβάλλον του συμβουλιακού κομμουνισμού και για αρκετό καιρό ήταν το αντικείμενο ένθερμων αντιπαραθέσεων σε κύκλους διασκορπισμένους σε ολόκληρο τον κόσμο – είναι ότι προσπαθεί να ιστορικοποιήσει την προοπτική της κομμουνιστικοποίησης (ετμ.). Για την TC, δεν είναι μόνο τα ηγεμονικά ρεύματα του παλιού εργατικού κινήματος – ο Δυτικός Ρεφορμισμός και ο Μπολσεβικισμός – αλλά επίσης και οι διαφωνούντες της ριζοσπαστικής αριστεράς, μέχρι την δεκαετία του 1970, που βασίζονταν στην έννοια μιας θετικής εργατικής ταυτότητας. Αυτό που ενώνει αυτά τα ρεύματα και την κατανόησή τους για τον κομμουνισμό, σύμφωνα με την TC, είναι ότι θέτουν την εργασία ως την καθορίζουσα αρχή της νέας κοινωνίας. Εξίσου σημαντικά, η TC συμπεριλαμβάνει σε αυτή την προοπτική και την αυτο-οργάνωση και την εργατική αυτονομία, όπως αυτές διαδόθηκαν από ριζοσπάστες στο παρελθόν, βάζοντας σε όλη αυτή την προοπτική την ταμπέλα “προγραμματισμός“. Είναι με αυτόν τον τρόπο που η Καταστασιακή Διεθνής (ΚΔ) φτάνει να θεωρείται ως ένα φαινόμενο ιστορικής μετάβασης: ενώ πηγαίνει πέρα από τους περιορισμούς του “προγραμματισμού”, προωθώντας την αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου, η ΚΔ ήταν, την ίδια στιγμή, δέσμια σε μια εποχή παρακμής, ψάχνοντας να πετύχει αυτή την αυτο-κατάργηση με τα μέσα των εργατικών συμβουλίων. Ήταν μόνο με την αναδιάρθρωση της δεκαετίας του 1970 – χονδρικά οτιδήποτε περιγράφεται σήμερα ως επισφάλεια, μετα-Φορντισμός, νεοφιλελευθερισμός, παγκοσμιοποίηση, και τα οποία η TC σηματοδοτεί ως “δεύτερη φάση της πραγματικής υπαγωγής” (ετμ.) – που αυτή η φάση της ταξικής αντίθεσης έφτασε σε ένα τέλος. Μόνο με την εξαφάνιση οποιασδήποτε θετικής εργατικής ταυτότητας γίνεται νοητή η πραγματική κατάργηση της σχέσης-κεφάλαιο. Η TC δεν ισχυρίζεται ότι οι προηγούμενοι επαναστάτες έκαναν “λάθη”· ισχυρίζεται, μάλλον, ότι οι προηγούμενες ιδέες για την επανάσταση και τον κομμουνισμό ήταν επαρκείς για το σχήμα της αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο εκείνη την εποχή αλλά δεν είναι πλέον σήμερα. Σήμερα, η συσσώρευση του κεφαλαίου και η αναπαραγωγή της εργατικής τάξης αναπτύσσονται αποκλίνοντας μεταξύ τους· η τάξη των προλεταρίων δεν βρίσκει πλέον επιβεβαίωση στην καπιταλιστική ανάπτυξη· από τους αγώνες της γίνεται φανερό ότι έξω από την σχέση-κεφάλαιο δεν είναι τίποτα· η ίδια της ύπαρξη δεν είναι πλέον τίποτα άλλο από έναν εξωτερικό περιορισμό. Για πρώτη φορά, αυτό ανοίγει την δυνατότητα της αυτο-κατάργησης του προλεταριάτου.

Οι φίλοι της κομμουνιστικοποίησης αντιμάχονται σχετικά με αυτήν την ιστορικοποίηση για χρόνια. Η πιο εμφανής αντίθεση προέρχεται από τους Gilles Dauvé και Karl Nesic: “Φυσικά και η υλοποίηση του κομμουνισμού εξαρτάται από την ιστορική στιγμή, αλλά η βαθιά του ουσία παραμένει αναλλοίωτη το 1796 και το 2002. Αν η “φύση” του προλεταριάτου λαμβάνεται έτσι όπως την συνόψισε ο Μαρξ θεωρητικά, τότε η υπονομευτική στιγμή στην προλεταριακή ύπαρξη δεν εξαρτάται από τις διαδοχικές μορφές τις οποίες η πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης αποκτά”4. Οι Dauvé και Nesic κατηγορούν την TC για ντετερμινισμό· η TC κατηγορεί τους Dauvé και Nesic για έλλειψη ιστορικής προοπτικής5.

Και σε μας ασκείται κριτική για την απουσία τέτοιας προοπτικής. Είναι αλήθεια ότι σε μια παράγραφο των Θέσεων, μιλάμε για την επανάσταση και τις μίζερες συνθήκες που αντιμετώπισε στη Ρωσία το 1917, και είναι αλήθεια πως γράψαμε ότι “οι ταξικοί αγώνες θα μπορούσαν να έχουν διαφορετικές εκβάσεις”. Όμως, αντί να κάνουμε εικασίες σχετικά με αυτές τις εκβάσεις, συνεχίζουμε: “Αλλά η έποψη της ιστορίας καθορίζεται αναπόφευκτα από την περαιτέρω εξέλιξή της, στην οποία η διαλεκτική της καταπίεσης και της χειραφέτησης δεν έχει πάψει”. Ολόκληρο το κείμενο είναι μια έκκληση ενάντια στην νοσταλγία, η οποία θα έπρεπε να είναι ήδη προφανής από το γεγονός ότι χαρακτηρίζουμε το πιο προχωρημένο “δείγμα” της εποχής εκείνης, δηλαδή αυτό των συμβουλιακών κομμουνιστών, ως την “αυτοδιαχείριση της εμπορευματικής παραγωγής”· η κατάργηση της εμπορευματικής παραγωγής εμφανίστηκε μόλις γύρω στα 1968, απλά εξαιτίας του “υψηλότερου επιπέδου της καπιταλιστικής κοινωνικοποίησης, η οποία μπορεί άμεσα” – χωρίς μια μεταβατική σοσιαλιστική φάση αίματος, ιδρώτα και δακρύων – “να εξελιχθεί σε κομμουνισμό”. Στο ίδιο αδιαμφισβήτητο πνεύμα σχολιάζουμε το πρόγραμμα του Μαρξ για την κατάληψη της κρατικής εξουσίας: “Όλα αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν”. Όταν η TC διακωμωδεί την σύνδεση που κάνουμε με τον ίδιο τον Canne-Meijer, στα “κουπόνια εργασίας” του οποίου προβάλλουμε την ένστασή μας με την κομμουνιστικοποίηση, παραβλέπει το γεγονός ότι δίνουμε έμφαση μόνο σε μια αρκετά σύγχρονη σκέψη του Canne-Meijer, συγκεκριμένα ότι είναι στους ίδιους τους αγώνες – και όχι μετά από μια κατάκτηση της εξουσίας – που αναδύονται καινούριες κοινωνικές σχέσεις. Εν ολίγοις, αν η TC διαβάζει σε ένα κείμενο σχετικά με την ιστορική αλλαγή της ταξικής κοινωνίας και τις προσπάθειες υπέρβασής της, μια “συστηματική ουσία της επανάστασης”· αν ανακαλύπτει μια “εξιδανικευμένη” προσέγγιση6 της εργατικής αυτονομίας των δεκαετιών του 1960 και του 1970, παρά το γεγονός ότι την κατονομάζουμε ως την “πραγματική κίνηση των μισθωτών εργατών”, που ήθελαν “αν όχι τα πάντα, τότε τουλάχιστον μεγαλύτερους μισθούς και λιγότερη εργασία” και ότι η “αυτονομία τους…σήμαινε “άγριες”7 απεργίες – ή απεργίες με το συνδικάτο, αλλά χωρίς έγνοια για τη χασούρα”· αν αναπαριστούν το κύριο θέμα μας8 ως μια “αντίθεση ανάμεσα στην αυτο-οργάνωση και στον “υποκαταστασιασμό””9, παρόλο που εμείς οι ίδιοι κριτικάρουμε μια τέτοια αντίθεση ως μια “συγκεκριμένη μυθολογία της ριζοσπαστικής αριστεράς” — τότε της διαφεύγει εντελώς η ουσία αυτού που λέμε.

Οι πραγματικές διαφορές έγκεινται αλλού. Έχουν να κάνουν με την έννοια της παραγωγής, τον χαρακτήρα των σημερινών αγώνων και την σχέση ανάμεσα στην Θεωρία και τους αγώνες. Θα προσπαθήσουμε να διευκρινίσουμε τις σκέψεις μας σε αυτά τα ζητήμα και να δείξουμε γιατί, για μας. οι θέσεις της TC μοιάζουν να είναι χτισμένες έντονα στον σκοταδισμό.

Σχετικά με την Παραγωγή του Κομμουνισμού

Δύσκολα μπορεί να βρεθεί μια σκέψη στην θεωρία του Μαρξ που να θεωρείται πιο αμφισβητήσιμη από αυτήν για την εργασία ως μια “αιώνια φυσική αναγκαιότητα”. Απέναντι στο ιστορικό υπόβαθρο του κρατικού σοσιαλισμού και των κομμουνιστικών κομμάτων στη Δύση, πλαίσιο μέσα στο οποίο η εργατική τάξη οδηγήθηκε σε όλο και πιο σκληρή και επίμοχθη δουλειά, αυτή η ιδέα διαβάζεται σαν μια απολογία του status quo: δεν μπορεί κάποιος να τα βάλει με τη φυσική αναγκαιότητα. Συνεπώς, σε όλη τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών η “κριτική της εργασίας” στις διαφορετικές, και μερικές φορές αντιφατικές, μορφές της έχει κερδίσει σημαντικό έδαφος. Όμως, αυτή η κριτική, ως επί το πλείστον, “κάνει κύκλους”, οδηγώντας κάποιον να συμπεράνει ότι η κριτική της πολιτικής οικονομίας από τον Μαρξ περιέχει η ίδια την πιο εύλογη κριτική της εργασίας ή, με άλλα λόγια, ότι η υπάρχουσα μορφή της ίδιας της εργασίας είναι η πιο ριζική κριτική της. Η υποτιθέμενα αμφιλεγόμενη φόρμουλα του Μαρξ δεν είναι μια φυσικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων αλλά, αντίθετα, καθιστά πρώτα απόλα αυτές τις σχέσεις καταληπτές. Ο Μαρξ κριτικάρει την εργασία με την έννοια ότι καθιστά διακριτό τον δυικό χαρακτήρα της εργασίας προς εμπορευματική παραγωγή που (προϋπο)θέτει την αξία-χρήσης καθώς και την αξία-ανταλλαγής. Αυτό το εξέλαβε ως τον άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται10 η κριτική της πολιτικής οικονομίας επειδή από αυτήν εκπηγάζουν, σε εμβρυακή μορφή, όλες οι αντιθέσεις του υπάρχοντος τρόπου παραγωγής.

Το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα δεν έβαλε στο στόχαστρο τον διπλό χαρακτήρα της εργασίας, αλλά έκανε εκστρατεία ενάντια στην “αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και την ατομική ιδιοιποίηση”. Το σκάνδαλο από το οποίο προέκυπτε αυτή η αντίθεση ήταν η κατάφωρη αντίθεση ανάμεσα στους φτωχούς εργαζόμενους και τους πλούσιους μη-εργαζόμενους. Αν οι αστοί είχαν σκανδαλίσει τους φεουδάρχες ευγενείς απαιτώντας ότι ο πλούτος θα έπρεπε να είναι καρπός της εργασίας, ήταν τώρα το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα που κινητοποιούσε αυτό το ίδιο απόφθεγμα11, ενάντια στην ίδια την αστική κοινωνία. Η κριτική του απευθυνόταν ενάντια στους καπιταλιστές που ζούσαν από την δουλειά των άλλων και ο σοσιαλισμός του υποτίθεται ότι θα πραγμάτωνε την αστική αρχή της αξιοκρατίας: “Από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του – στον καθένα σύμφωνα με την απόδοσή του”. Παρά την μιζέρια που επέφερε στους εργάτες σύστημα του εργοστασίου, η βιομηχανία μεγάλης-κλίμακας φαινόταν να είναι μια τεράστια πρόοδος σε σχέση με τις προ-σύγχρονες μορφές παραγωγής. Βρισκόταν απλά σε λάθος χέρια και θα έπρεπε να αποσπαστεί από τους ιδιοτελείς12 καπιταλιστές ώστε να εφαρμοστεί για το κοινό καλό κάτω από την αιγίδα του κράτους. Ενώ το εργατικό κίνημα αντιτάχθηκε στο συγκεκριμένο σχήμα της εργασιακής διαδικασίας, δεν έβαλε ποτέ στο στόχαστρο την κοινωνική μορφή της εργασίας προς εμπορευματική παραγωγή· μάλλον θα έπρεπε να την διαχειριστεί συνειδητά το κράτος. Από αυτή την άποψη, ο κρατικός καπιταλισμός στην Ανατολή ήταν το νόμιμο παιδί του εργατικού κινήματος, και συνεπώς η κριτική του – όπως είναι ιδιαίτερα φανερό στον Τροτσκισμό – στόχευε σχεδόν αποκλειστικά στον πολιτικό δεσποτισμό και το έλλειμα σε σχέση με τις πολιτικές ελευθερίες αλλά σχεδόν ποτέ στη φύση της οικονομίας του.

Το εργατικό κίνημα δεν συνηγορούσε για έναν κόσμο εργασίας από ενθουσιασμό για την σκληρή δουλειά13 αλλά από σκέτη ανάγκη. Η τεχνική πρόοδος και η επέκταση της υποχρέωσης στην εργασία για όλα τα μέλη της κοινωνίας υποτίθεται ότι θα συντόμευαν την εργάσιμη μέρα. Οι αριστεροί ιστορικο-κοινωνιολόγοι έχουν σωστά επιμείνει ότι η ταξική πάλη και το εργατικό κίνημα – η συμπεριφορά των εργατών και τα επίσημα προγράμματα των οργανώσεών τους – ήταν δυο πολύ διαφορετικά πράγματα. Το χάσμα ανάμεσα στους ηγέτες των εργατών, που καλούσαν για αύξηση της παραγωγής, και τους εργάτες που ήθελαν να γλιτώσουν από τη δουλειά όποτε ήταν δυνατό, μπορεί να ειδωθεί από τον 19ο αιώνα, στον ισπανικό Εμφύλιο και μέχρι την, υπό τον Σαλβαδόρ Αλλιέντε, σοσιαλιστική Χιλή. Αλλά η κοινωνία ως ολότητα δεν μπορούσε να γλιτώσει από τη δουλειά, και αν οι εργάτες ήθελαν μια διαφορετική κοινωνία, η εργασία θα εξακολουθούσε αναγκαστικά να είναι ακόμα στον πυρήνα της.

Αυτό ήταν αλήθεια ακόμα και για τους διαφωνούντες. Το υπερ-αριστερό KAPD καλούσε στο πρόγραμμά του το 1920 για μια: “ανελέητη επιβολή της υποχρέωσης στη δουλειά”14 και ενώ ο κρατικός καπιταλισμός εξυμνούσε την δική του “ενσυνείδητη εφαρμογή του νόμου της αξίας”, οι συμβουλιακοί κομμουνιστές προσπαθούσαν να αποδείξουν σε εκτενείςγραπτές εκθέσεις ότι ο κοινωνικά-αναγκαίος χρόνος, στον οποίον βασίζεται ο νόμος της αξίας, θα μπορούσε επίσης να υπολογιστεί από τους ίδιους τους συνεταιρισμένους παραγωγούς για να ξεπεράσουν τις σχέσεις αγοράς. Στην ουσία της, λοιπόν, η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι τίποτα περισσότερο από την εισαγωγή της εργάσιμης ώρας ως της μονάδας μέτρησης που ρυθμίζει και ελέγχει το σύνολο της οικονομικής ζωής. Χρησιμεύει ως το μέτρο για την παραγωγή και, ταυτόχρονα, το δικαίωμα των παραγωγών στο μερίδιό τους από το κοινωνικό προϊόν μετράται μέσω της εργαλειακότητάς της”15. Αυτό το τελευταίο σημείο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για τους συγγραφείς. Ακόμα και μετά τον Μάη του 1968, οι Γάλλοι υπερ-αριστεριστές παρουσίαζαν τέτοιες τεχνικές μέτρησης ως μια αρχή του μέλλοντος16. Είναι σημαντικό ότι ο Πωλ Μάτικ, πρώην μέλος του KAPD, αναφέρθηκε σε αυτή την ιδέα ως “αδύναμη”, σαράντα χρόνια αργότερα σε μια εισαγωγή στην έκδοση του έργου αυτού. Οι συμβουλιακοί κομμουνιστές της δεκαετίας του 1930 περιέγραφαν “μια φάση της σοσιαλιστικής ανάπτυξης στην οποία εξακολουθεί να κυριαρχεί η αρχή της ανταλλαγής ισοδύναμων”. Ο Μάτικ αντικρούει αυτόν τον “ωμό” σοσιαλιστικό εξισωτισμό με μια παραπομπή από τον Μαρξ: “η κατάργηση της κυκλοφορίας που βασίζεται στον εργασιακό χρόνο για την διανομή”, έχει σαν αποτέλεσμα “την υλοποίηση της κομμουνιστικής αρχής: “από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του”. Στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες…οι κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις είναι επαρκώς αναπτυγμένες για να παράγουν μέσα κατανάλωσης σε υπεραφθονία. Περισσότερο από το μισό όλης της καπιταλιστικής παραγωγής καθώς και οι μη-παραγωγικές δραστηριότητες που σχετίζονται με αυτήν (και οι οποίες παραβλέπουν τις παραγωγικές δυνάμεις που μένουν ανεκμετάλλευτες) δεν έχουν να κάνουν απολύτως τίποτα με την πραγματική ανθρώπινη κατανάλωση, αλλά έχουν νόημα μόνο στο πλαίσιο της παράλογης οικονομίας της καπιταλιστικής κοινωνίας. Είναι, συνεπώς, φανερό ότι κάτω από τις συνθήκες μιας κομμουνιστικής οικονομίας θα παράγονται τόσα καταναλωτικά αγαθά ώστε οποιοσδήποτε υπολογισμός των ατομικών μεριδίων καθενός από τον μέσο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας θα ήταν περιττός”17.

Όπως με κάθε προσπάθεια ιστορικής περιοδολόγησης και σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να δωθεί ακριβής ημερομηνία για το πότε φτάσαμε στο σημείο αυτό. Παρόλα αυτά, κοιτώντας πίσω σε πάνω από διακόσια χρόνια κομμουνιστικής θεωρίας, μπορεί να ειπωθεί ότι αυτό που ο Μαρξ, ξεκινώντας από τις ιστορικές τάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής “στον ιδανικό μέσο όρο του”, περιέγραψε ως ένα μακρινό μέλλον, φαινόταν να είναι μια χειροπιαστή δυνατότητα λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο: η κατάργηση της εμπορευματικής παραγωγής και ένας πλήρης μετασχηματισμός της υλικής διαδικασίας της ζωής της κοινωνίας. Ο Loren Goldner18 περιέγραψε αυτή την περίοδο ως την “Grundrisse φάση του καπιταλισμού”, στην οποία η επιστημονική δουλειά, που φέρνει μαζί της την αυτοματοποίηση, ανάμεσα σε άλλα, απαλλοτριώνεται άμεσα από το κεφάλαιο19. Απέναντι σε αυτό το υπόβαθρο, ο Χέρμπερτ Μαρκούζε προσπαθούσε, to 1967, να συλλογιστεί κατά πόσον η διάκριση του Μαρξ ανάμεσα στο βασίλειο της ελευθερίας και το βασίλειο της αναγκαιότητας ήταν αναχρονιστική, αν τελικά δεν δινόταν η ευκαιρία “να αφεθεί το βασίλειο της ελευθερίας να εμφανιστεί μέσα στο βασίλειο της αναγκαιότητας – στην εργασία και όχι μόνο πέρα από την αναγκαία εργασία”. Η τάση που προβλεπόταν στα “Grundrisse” για την μείωση της φυσικής εργασίας σε ένα ελάχιστο, έκανε εφικτή μια ελεύθερη κοινωνία στην οποία “το παιχνίδι, με τις δυνητικότητες της ανθρώπινης και μη-ανθρώπινης φύσης, θα γινόταν το περιεχόμενο της κοινωνικής εργασίας”. Στοχαζόμενος “την σύγκλιση της τεχνολογίας και της τέχνης και την σύγκλιση εργασίας και παιχνιδιού”, ο Μαρκούζε “έδειχνε” προς μια παράδοση της κριτικής της εργασίας που φτάνει πίσω στον Γερμανικό Ιδεαλισμό, τον Charles Fourier και τον Πωλ Λαφάργκ. Με δεδομένη, όμως, την κατάσταση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων εκείνη την εποχή, δεν προκαλεί έκπληξη ότι αυτή η κριτική δεν βρήκε ευήκοα ώτα στο εργατικό κίνημα και περιορίστηκε στον ρόλο της ουτοπικής, ιδεαλιστικής “συνοδευτικής” μουσικής σχεδόν μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα. Ως υλιστής, ο Μαρκούζε απέρριπτε “μια ρομαντική οπισθοδρόμηση από την τεχνολογία”. Ισχυρίζεται, μάλλον, ότι “τα δυνητικά απελευθερωτικά ευεργετήματα της τεχνολογίας και της εκβιομηχάνισης δεν θα αρχίσουν ποτέ να είναι καν αληθινά και ορατά μέχρι να ξεμπερδέψουμε με την καπιταλιστική εκβιομηχάνιση και την καπιταλιστική τεχνολογία”20.

Το όριο της ελευθερίας, του παιχνιδιού, οριοθετείται από την εξωτερική φύση, η οποία δεν μπορεί να μετασχηματιστεί κατά βούληση, επειδή η εμπρόθετη21ανθρώπινη δραστηριότητα πρέπει να προσαρμόζεται στην φύση ως ενός αντικειμενικού, εξωτερικού δεδομένου. Αποκαλώντας την εργασία “παραγωγική δραστηριότητα”, αλλάζει κανείς το όνομα αλλά δεν μεταβάλλει το ίδιο το πράγμα. Οι ιδέες του Μαρκούζε είναι υλιστικές στον βαθμό που η δυνατότητα επανασυμφιλίωσης ανάμεσα στη δουλειά και το παιχνίδι, ανάμεσα στην εμπρόθετη και την ελεύθερη δραστηριότητα δεν απορρέει από τίποτα άλλο παρά τα αποτελέσματα της κυριαρχίας επί της φύσης όπως διαμορφώθηκαν υπό το μαστίγιο του κεφαλαίου. Το κάνει αυτό με ιδιαίτερη προσοχή όταν λέει: “ότι η εργασία ως τέτοια δεν μπορεί να καταργηθεί”, αν και μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από τη σημερινή της μορφή, έτσι ώστε “η σύγκλιση εργασίας και παιχνιδιού δεν αποκαλύπτεται πολύ μακρινή από τις δυνατότητες”22. Όταν γράφουμε στις “Θέσεις” ότι η επανάσταση δεν θα μπορούσε να διαλύσει το βασίλειο της αναγκαιότητας “σε οτιδήποτε άλλο από παιχνίδι και ευχαρίστηση”, αυτό είναι μια υπενθύμιση των ορίων που η προσπάθεια μιας τέτοιας διάλυσης θα συναντήσει επανειλημμένα. Είναι μια αναγνώριση της φύσης και της αναγκαιότητας της διαμεσολάβησης με αυτήν. Συνεπώς επιβάλλεται επιφύλαξη σε σχέση με μια κριτική της εργασίας που “προκαλεί” την ιδέα ότι η εργασία δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μάλλον συνδέεται με έναν εξωτερικό σκοπό.

Σε αντίθεση με τις εικασίες σχετικά με την συμφιλίωση ή όχι ανάμεσα στην εργασία και το παιχνίδι στο μέλλον, η κριτική της κοινωνικής μορφής της εργασίας είναι ζήτημα του “εδώ και τώρα”. Η απόσταση από το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί με τέτοιο τρόπο που δεν είναι η “αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και την ατομική ιδιοποίηση” αλλά η αντίφαση της ίδιας της εργασίας για εμπορευματική παραγωγή – η αντίθεση ανάμεσα στην δημιουργία πλούτου και την αξιοποίηση, που πρέπει να επιλυθεί. Η TC φαίνεται να μην διαθέτει κάποια έννοια γι’ αυτή την αντίφαση, επειδή δεν κατανοεί την υπάρχουσα μορφή της εργασίας και συνεπώς ούτε την κατηγορία της αξίας. Ο χαρακτηρισμός μας για την μορφή αυτή ως κοινωνικά μη-κοινωνική κατανοείται λανθασμένα και απορρίπτεται ως μια επανάληψη του “θέματος” του “φιλοσοφικού κομμουνισμού της δεκαετίας του 1840”: “Κάποιος πρέπει να κάνει ξεκάθαρο ότι η εργασία ως παραγωγός αξίας, ακριβέστερα ως αξιοποίηση του κεφαλαίου, καθώς και ως διαίρεσης της εργασίας ως εμπορευματικής παραγωγής, είναι κοινωνική. Αυτή η κοινωνικοποίηση δεν χρειάζεται να αντιστοιχεί σε οποιαδήποτε “πραγματική κοινωνικότητα”23 για να εμφανίζεται ως αντίθεση, μάλλον η αντίθεση έγκειται ανάμεσα στις τάξεις”. Το να αντιπαραθέτει κανείς την αντίθεση ανάμεσα στις τάξεις σε αυτήν που είναι εγγενής στην εργασία-για-εμπορευματική-παραγωγή σημαίνει ότι χάνει το καίριο σημείο.

Οι τάξεις, η πλεονάζουσα εργασία και η εκμετάλλευση είναι “αρχαίες”. Αυτό που δίνει στην σύγχρονη ταξική σχέση την δυναμική και εκρηκτική της δύναμη είναι το γεγονός ότι οι προλετάριοι παράγουν πλούτο σε μια μορφή που είναι αντιφατική και επιρρεπής σε κρίσεις και έτσι φέρουν την δυνατότητα να υπερβούν τις σύγχρονες κοινωνικές σχέσεις: η αύξηση του υλικού πλούτου δεν είναι το ίδιο με την αύξηση της αξίας24. Αυτό που διαφοροποιεί τον σύγχρονο μισθωτό εργάτη από τον σκλάβο και τον δουλοπάροικο είναι ότι διακινδυνεύει συστηματικά να καταστήσει τον εαυτό του πλεονάζοντα μέσα από την εργασία του (ετμ.). Οι αντιφάσεις αυτές είναι εμφανείς μέσα στο εμπόρευμα σε μια εμβρυακή μορφή και έτσι η εργασία-για-εμπορευματική-παραγωγή είναι κοινωνική μόνο με μια τετριμμένη έννοια, σύμφωνα με την οποία κάθε δουλειά, εκτός από αυτή των Ροβινσόνων των πολιτικών οικονομολόγων, είναι κοινωνική. Ιδιαίτερο σχετικό με αυτό είναι το εξής: “Χρηστικά αντικείμενα γίνονται εμπορεύματα, μόνο επειδή είναι προϊόντα εργασίας μεμονωμένων ιδιωτών ή ομάδων ιδιωτών25 που εκτελούν τη δουλειά τους ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον. Το συνολικό άθροισμα της εργασίας αυτών των ατόμων σχηματίζει την αθροιστική εργασία της κοινωνίας…ο συγκεκριμένος κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας κάθε παραγωγού δεν φανερώνεται ο ίδιος εκτός από την πράξη της ανταλλαγής. Με άλλα λόγια, η εργασία του ατόμου επιβεβαιώνεται ως ένα μέρος της εργασίας της κοινωνίας μόνο μέσα από σχέσεις τις οποίες η πράξη της ανταλλαγής θεμελιώνει άμεσα ανάμεσα στα προϊόντα και έμμεσα, μέσω των προϊόντων, ανάμεσα στους παραγωγούς. Για τους τελευταίους, λοιπόν, οι σχέσεις που συνδέουν την εργασία ενός ατόμου με τα υπόλοιπα άτομα εμφανίζονται όχι ως άμεσες κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα σε άτομα που δουλεύουν αλλά ως αυτό που πραγματικά είναι, υλικές σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα και κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα”26. Η TC γυρνάει το ζήτημα ανάποδα όταν απορρίπτει την κοινωνικοποίηση της εργασίας και των μέσων παραγωγής ως το “Άλφα και το Ωμέγα της επιβεβαίωσης του προλεταριάτου”. Αν το προλεταριάτο είναι η τάξη που διαχωρίζεται από τα μέσα παραγωγής, και ανάγεται στην γυμνή υποκειμενικότητα μιας δεξαμενής εργασίας, ικανό μόνο να επιβιώσει πουλώντας τον χρόνο ζωής του στο κεφάλαιο, τότε η αυτο-κατάργησή του δεν συνίσταται σε τίποτα άλλο από το να αποκτήσει την κατοχή αυτών των μέσων παραγωγής.

Μας φαίνεται ότι η TC έχει εγκαταλείψει κάθε υλιστική σύλληψη της παραγωγής, μια κίνηση που έχει ως αποτέλεσμα μια παράξενη αντιπαράθεση μηδενισμού και ρομαντισμού: μηδενισμού όσον αφορά τον σημερινό κόσμο και ρομαντισμού όσον αφορά τον κομμουνισμό. Ο κομμουνισμός δεν είναι πλέον η καθορισμένη άρνηση της κοινωνίας, αλλά ένα απόλυτο θαύμα. Η TC παραφράζει την θέση μας ότι “η ‘αναγκαιότητα’ παράγει την ταξική κοινωνία και όχι το αντίστροφο”, αλλά την βρίσκει ακατανόητη, λες και είναι κάποια αποκλίνουσα27 ιδέα ότι η ιστορική αφετηρία της ταξικής διαίρεσης ήταν η παρόρμηση να μετατοπιστεί η φυσική αναγκαιότητα της εργασίας στους άλλους. Αυτό συμβαίνει γιατί η φύση δεν έχει θέση στην σκέψη της TC (ετμ.). Η εργασία δεν λαμβάνεται ως ένας ενδιάμεσος ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, που παίρνει πάντα μια συγκεκριμένη κοινωνική μορφή, αλλά μόνο ως μια κοινωνική σχέση:

Η παραγωγή παρουσιάζεται [στις “28 Θέσεις“] σαν μια ενοχλητική αναγκαιότητα, παραμένοντας παρόλα ουδέτερη και αντικειμενική, που εκτελείται από μιαν εξίσου ουδέτερη και αντικειμενική δραστηριότητα – την εργασία. Το μόνο που χρειάζεται είναι να ελαττώσουμε αυτή την κατάρα. Παρόλα αυτά, όμως, η εργασία παρουσιάζει μια κοινωνική σχέση, αρκετά ανάλογα με τις παραγωγικές δυνάμεις. Ο σκοπός δεν είναι η μείωσή της αλλά η κατάργησή της“.

Το ότι αυτή η κατάργηση, που ισοδυναμεί με μια μετονομασία της εργασίας σε “παραγωγική δραστηριότητα” και στο “ότι γίνεται παθιασμένη”, δεν είναι ίσως άμεσα εφικτή, αναγνωρίζεται σε μια σύντομη στιγμή νηφαλιότητας για να αποσυρθεί αμέσως στη συνέχεια:

Ίσως οι παραγωγικές δραστηριότητες δεν θα γίνουν στο σύνολό τους “παθιασμένες” σε μια”βραδιά”, αλλά σίγουρα ο κομμουνισμός δεν είναι νοητός ως μια αντιπαράθεση δυο διαφορετικών σφαιρών. Είναι αδύνατο στον κομμουνισμό κάποιες δραστηριότητες να συνεχίζουν να είναι “χωρίς πάθος” ενώ κάποιες άλλες θα έχουν αποβάλλει αυτόν τον χαρακτήρα“.

Αυτές οι δυο προτάσεις αντιφάσκουν μεταξύ τους με τόσο κραυγαλέο τρόπο που καταλήγουν σε έναν τετραγωνισμό του κύκλου. Το αποτέλεσμα είναι ευσεβείς πόθοι και αυθαίρετα διατάγματα. H ειρωνεία – ο κύκλος που αναφέραμε παραπάνω και στον οποίο κινείται η σημερινή “κριτική της εργασίας” – είναι ότι το να πούμε πως “γίνονται παθιασμένες” όλες οι “παραγωγικές δραστηριότητες” δεν περιγράφει τίποτα άλλο από μια συνθήκη στην οποία “η εργασία έχει γίνει όχι μόνο ένα μέσο για τη ζωή αλλά η πρωταρχική επιθυμία της”28, μια φράση που τρομοκρατεί τους φίλους της κομμουνιστικοποίησης. Γλωσσικά παιχνίδια αυτού του τύπου, ο πυρήνας της σημερινής “κριτικής της εργασίας”, οδηγούν ευθέως σε μια απελπιστική σύγχυση ορολογίας.

Όσο δε αφορά τις σφαίρες, το τέλος του διαχωρισμού τους απορρέει από το τέλος της μισθωτής εργασίας. Το όριο ανάμεσα στην οικονομία, μια σφαίρα που υπόκειται σε τυφλούς νόμους, και όλες τις άλλες σφαίρες της ζωής συμπίπτει με το όριο ανάμεσα στην μισθωτή εργασία και την “σχόλη”. Αν οι προλετάριοι καταργούσαν την μισθωτή εργασία και συνεπώς και τον εαυτό τους ως τάξη, παίρνοντας την κατοχή των μέσων παραγωγής των ζωών τους, η οικονομία, ως μια διακριτή σφαίρα, θα εξαφανιζόταν· παρόμοια με την επαναπορρόφηση του κράτους από την κοινωνία, για την οποία ο Μαρξ μιλάει σε κάποιο σημείο, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για την επαναπορρόφηση της οικονομίας από την κοινωνία29. Αυτό είναι που εννοούσαμε με την φράση ότι το βασίλειο της αναγκαιότητας “δεν θα επέμενε στη σημερινή αφηρημένη του αντίθεση με ένα βασίλειο της ελευθερίας που θα ήταν άδειο από οποιαδήποτε δυνατότητα διαμόρφωσης του κόσμου”. Αν ο Μαρξ σε ένα κλασσικό απόσπασμα οραματίζεται “μια μείωση της εργάσιμης μέρας”, αυτό είναι παραπλανητικό, στον βαθμό που υπονοεί την διατήρηση δυο ξεκάθαρα διακριτών περιοχών, δίνοντας, έτσι, σχεδόν την εντύπωση ότι στον κομμουνισμό θα εξακολουθεί να υπάρχει “χτύπημα της κάρτας”30. Μας φαίνεται ότι η αδυναμία της TC, και αρκετών άλλων, είναι ότι μπορούν να θεωρήσουν την αντίθετη άποψη (την κατάργηση του χτυπήματος της κάρτας) μόνο βασισμένοι στην ψευδή πρόταση ότι όλες οι παραγωγικές δραστηριότητες “γίνονται με πάθος” και, συνεπώς, ζωγραφίζουν τον κομμουνισμό με έναν μάλλον αφελή ή παιδαριώδη τρόπο ως καθαρή ευχαρίστηση και παιχνίδι, κάτι που σίγουρα δεν θα είναι. Αυτή η θέση είναι απλά η κατοπτρική εικόνα της διαβοήτης αστικής ιδεολογίας η οποία, από τις αναπόφευκτες δυσκολίες της ζωής, εξάγει το αναπόφευκτο της κυριαρχίας και του εξαναγκασμού. Τα ελεύθερα συνεταιρισμένα άτομα θα έχουν να ασχοληθούν με ενοχλητικές αναγκαιότητες· το πώς θα το κάνουν δεν το ξέρουμε, αλλά έχουμε εμπιστοσύνη ότι η κομμούνα δεν θα αποτύχει εξαιτίας του προβλήματος του ποιος θα καθαρίσει την τουαλέτα αύριο. Και όσο θα υπάρχουν ενοχλητικές αναγκαιότητες που πρέπει να αντιμετωπιστούν, η “οικονομία του χρόνου” (Μαρξ) θα παραμένει φυσικά σχετική· είναι δύσκολο να δούμε, για παράδειγμα, γιατί θα πρέπει να έχει “πάθος” η παραγωγή των ποτηριών για τον καφέ, αντί να ολοκληρώνεται με μια ελάχιστη δαπάνη χρόνου. Το ζητούμενο θα ήταν να υπάρχει η ελευθερία να οργανωθούν όλα αυτά τα πράγματα σύμφωνα με τη σύνεση και αντίστοιχα με τις ανάγκες και τις ικανότητες όλων, αν και το μέγεθος του καθήκοντος δεν θα έπρεπε να υποτιμηθεί και, σίγουρα, απαιτεί σχεδιασμό (μια λέξη που εγείρει υποψίες Σταλινισμού ανάμεσα στους περισσότερους οπαδούς της κομμουνιστικοποίησης, αν και, φυσικά, δεν μπορούν να προσδιορίσουν με ποιό τρόπο αρκετά δισεκατομμύρια αλληλεξαρτώμενων ατόμων θα μπορούσαν να οργανώσουν τις ζωές τους χωρίς σχεδιασμό).

Από την άλλη πλευρά, η TC απαγορεύει από την θεωρία αυτό που δεν είναι ευχολόγιο αλλά μια πραγματική αντίθεση του παρόντος – την αντίθεση ανάμεσα στην δημιουργία του πλούτου και την δημιουργία αξίας. Η αδυναμία της να συλλάβει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής σαν μια συγκεκριμένη κοινωνική μορφή ιδιοποίησης της φύσης οδηγεί στην φαντασίωση ενός κομμουνισμού χωρίς τα “βάσανα” της υλικότητας: “”Αν υπάρχει μια ανανεωμένη ελπίδα στην αναγνώριση της “σχόλης”31, τότε αυτή βασίζεται στην ανάπτυξη της “παραγωγικότητας” (Θέση 21). Σημαίνει αυτό ότι θα πρέπει να διατηρηθεί η δεύτερη για να μπορέσει να επιτραπεί η πρώτη”; Ναι, θα πρέπει. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Το μυστήριο του πώς είναι δυνατή η σχόλη χωρίς την παραγωγικότητα επιλύεται με την έννοια ότι το χαμερπές “έχειν” στον κομμουνισμό δεν είναι εδώ πρόβλημα, επειδή έχει να κάνει με κάτι ανώτερο: “Είναι σημαντικό να δώσουμε ξεκάθαρη έμφαση ότι η δυνατότητα πλεονάσματος δεν καθιστά εφικτό τον κομμουνισμό, αλλά ότι η παραγωγή του κομμουνισμού καθορίζει το πλεόνασμα – όχι ποσοτικά, αλλά κοινωνικά, με την έννοια ότι μετασχηματίζει την παραγωγή των σχέσεων ανάμεσα στα άτομα ως άτομα σε κέντρο και σκοπό όλων των δραστηριοτήτων. Υπερβαίνοντας την κατηγορία του έχειν, ο κομμουνισμός παρέχει πλούτο, που δεν μπορεί πλέον να μετρηθεί, ένα εντελώς διαφορετικό νόημα”. “Το πλεόνασμα που δημιουργείται μέσω της κομμουνιστικής επανάστασης δεν είναι της τάξης του έχειν αλλά του “είναι μαζί“, της κοινότητας”. Για να είναι μαζί, όμως, οι άνθρωποι σε “γυμνές” κοινότητες δεν είναι απαραίτητο να υποθέτει κανείς το στοίχημα της κομμουνιστικής επανάστασης· αυτή η τύχη υπάρχει ήδη σήμερα.

Αναφερόμαστε σε αυτά τα αποσπάσματα με τέτοια λεπτομέρεια επειδή δεν αφορούν κάποια δευτερεύουσα πλευρά αλλά, μάλλον, το κεντρικό ερώτημα της σχέσης ανάμεσα στην ελεύθερη κοινωνία και αυτήν που υπάρχει σήμερα. Αν είναι κάτι σημαντικό στην αντιπαράθεση σχετικά με την “κομμουνιστικοποίηση”, τότε αυτό έχει να κάνει με την επανατοποθέτηση του ερωτήματος των πιθανών εκβάσεων των ταξικών αγώνων, αντί της απλής περιγραφής τους σε άνευ διακρίσεων αναφορές για απεργίες. Και αν υπάρχει κάτι ορθό σε αυτήν [την κομμουνιστικοποίηση] είναι η επιμονή στο ότι αυτή η έκβαση μπορεί να είναι μόνο το τέλος του προλεταριάτου, όχι ο θρίαμβός του. Τα αποσπάσματα που παραθέσαμε, όμως, αποκαλύπτουν μια αποτυχία που χαρακτηρίζει κάποιους ριζοσπάστες σήμερα πολύ πιο πέρα από την TC. Αν ο σοσιαλισμός του εργατικού κινήματος ήταν κάτι λίγο περισσότερο από την διαιώνιση της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης κάτω από τον έλεγχο του κράτους, τότε ο σημερινός ριζοσπαστισμός είναι συχνά απλός ψευδο-ριζοσπαστισμός, επειδή δεν μπορεί πλέον να αποκρυπτογραφήσει τις δυνατότητες για μια άλλη κοινωνία μέσα στην υπάρχουσα32,33 (ετμ.). Το αποτέλεσμα είναι ένα είδος αντεστραμμένου φετιχισμού: αυτό που πολιτικοί οικονομολόγοι κάνουν σαν εσκεμμένη απολογία διατυπώνεται εδώ ως φαινομενική αποκήρυξη. Όπως ακριβώς από την στενόμυαλη προοπτική της πολιτικής οικονομίας οποιαδήποτε μέσα παραγωγής είναι από την φύση τους κεφάλαιο και η εργασία μπορεί να πάρει μόνο τη μορφή της μισθωτής εργασίας, έτσι και οι περισσότεροι υποστηρικτές της κομμουνιστικοποίησης ταυτίζουν την συγκεκριμένη κοινωνική μορφή της παραγωγικής διαδικασίας με το υλικό της σχήμα. Έτσι, το κάψιμο των εργοστασίων και άλλων κτιρίων θεωρείται η πιο υψηλή έκφραση της επαναστατικής υποκειμενικότητας, όπως έδειξαν με τον πιο όμορφο τρόπο οι Έλληνες ακόλουθοι της TC, που διακήρυξαν τις πρόσφατες ταραχές στο Λονδίνο ως “ένα ιστορικό ορόσημο” και παρουσίασαν το κάψιμο των εργοστασίων από τους απεργούς εργάτες στο Μπαγκλαντές ως έναν τρόπο “επίθεσης στην ίδια τους την ύπαρξη ως προλετάριων”34. Ακόμα και μια απλή καταμέτρηση των πραγμάτων που οι προλετάριοι λεηλατούν και διανέμουν ελεύθερα στην πορεία μιας τέτοιας εξέγερσης θεωρείται από τους οπαδούς της κομμουνιστικοποίησης ως μια πρωτότυπη αμαρτία καθώς το ζήτημα είναι να συνειδητοποιήσουμε “τον απόλυτο αντι-σχεδιασμό”35. Ενώ η TC επιμένει ότι η επαναστατική ρήξη μπορεί μόνο να αναδυθεί από την ταξική πάλη, το περιεχόμενο αυτής της ρήξης παραμένει μυστικιστικό:

“Η κατάργηση των τάξεων σημαίνει επίσης την κατάργηση της δραστηριότητας ως υποκειμενικότητας καθώς και του προϊόντος της ως αντικειμενικότητας που στέκεται απέναντί της[…]. Η απο-αντικειμενικοποίηση του κόσμου ξεδιπλώνεται στην κίνηση της ίδιας της επανάστασης”.

Αντί να κριτικάρονται οι κοινωνικές μορφές της δραστηριότητας και του προϊόντος (μισθωτή εργασία και το εμπόρευμα), καταδικάζονται η δραστηριότητα και το προϊόν ως τέτοια· αντί να καταδικάζεται η γυμνή υποκειμενικότητα του μισθωτού εργάτη και η αντικειμενικότητα του κεφαλαίου που στέκεται απέναντί του ως μια ξένη δύναμη, κηρύσσεται ο πόλεμος στην υποκειμενικότητα και την αντικειμενικότητα ως τέτοιες, λες και η ιστορία του ανθρώπινου είδους που “βγαίνει” έξω από τη φύση θα μπορούσε να ανακληθεί λίγο πριν από την ίδια την εξόντωση της ανθρωπότητας36. Το κριτικό περιεχόμενο συνταγών όπως η “απο-αντικειμενικοποίηση του κόσμου” και η “κατάργηση της δραστηριότητας ως υποκειμενικότητας” ισοδυναμεί με το τίποτα· επικαλούνται, απλά, ένα αδιαίρετο όλον, μια καθαρή αμεσότητα, που είναι και ο λόγος για τον οποίο διακηρύσσεται τίποτα λιγότερο από την “κατάργηση της κοινωνίας” και το “τέλος όλων των διαμεσολαβήσεων”37. Έτσι το ταξίδι οδηγεί από την κριτική της ψευδούς διαμεσολάβησης σε καθαρή αμεσότητα, από την κοινωνία στην κοινότητα, από το έχειν στο είναι, από τον Μαρξ στον Βούδα.

Ο “Νέος Κύκλος Αγώνων”

Αυτό για το οποίο αναγνωρίζεται, συνήθως, η TC στη διεθνή συζήτηση είναι η προσπάθεια να επεξεργαστεί το καινούριο στην παρούσα κατάσταση και να θεωρήσει την προηγούμενη ιστορία της ταξικής πάλης ως ένα ανεπίστρεπτα κλειστό κεφάλαιο. Σχεδόν όλοι οι ριζοσπάστες έχουν τα δικά τους ιστορικά μέτρα σύγκρισης38 όπου οι εργάτες έκαναν αυτό που θα έπρεπε να κάνουν και τώρα – αν και πάντα κάτι πήγε στραβά, που είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να μαθαίνονται “μαθήματα από την ιστορία” ώστε, την επόμενη φορά, τα πράγματα να πάνε καλλίτερα: για τους αριστερούς κομμουνιστές, αυτή είναι η περίοδος μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην οποία υπήρχε μια (όχι πάντα ευχάριστη) συνεργασία εργατικών συμβουλίων και κομμουνιστικών οργανώσεων από τη Δυτική Ευρώπη μέχρι τη Ρωσία· για τους αναρχοσυνδικαλιστές, αυτή η περίοδος ήταν ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος· για τους οπαδούς της Καταστασιακής Διεθνούς ήταν ο Μάης του 1968· για τους εργατιστές ήταν η περίοδος των αγώνων του εργάτη-μάζα στα εργοστάσια τις δεκαετίες του 1960 και 197039· για τους διανοητικά πιο ευέλικτους, αυτή η περίοδος ήταν λίγο απ’ όλα. Η TC επιμένει ότι όλα αυτά είναι εξίσου ιστορία, τόσο η εργατική αυτονομία της δεκαετίας του 1970 όσο και οι αριστεροί κομμουνιστές και τα συνδικάτα της δεκαετίας του 1920, καθώς η αναδιάρθρωση των πρόσφατων δεκαετιών έχει βάλει τέλος στην εργατική εξουσία και την εργατική ταυτότητα. Αυτή η αναδιάρθρωση δεν περιορίζεται στην παραγωγική διαδικασία αλλά επηρεάζει την ταξική σχέση ως σύνολο:

“Η αναπαραγωγή του κεφαλαίου, που ήταν καθηλωμένη σε μια λίγο-πολύ περιορισμένη εθνική ή περιφερειακή περιοχή, χάνει το πλαίσιο της συνοχής και αναφορών. Το κράτος προστάτευε την συνοχή αυτής της αναπαραγωγής, κατά το ότι αυτή απορρέει από τον κυρίαρχο πόλο (αυτόν που υπαγάγει τον άλλο) στην αλληλοπλοκή του προλεταριάτου και του κεφαλαίου. Ήταν ο εγγυητής αυτής της αλληλοπλοκής, αυτό που συνηθιζόταν να λέει ότι διατηρεί τον “κοινωνικό συμβιβασμό”. Η αρχή της απώλειας αυτής της συνοχής βασίζεται στην διαίρεση ανάμεσα στη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Η αξιοποίηση του κεφαλαίου δραπετεύει “προς τα πάνω” σε κομμάτια ή τμήματα του παγκόσμιου κύκλου του κεφαλαίου, στο επίπεδο της επένδυσης, της εξίσωσης του κέρδους και στο πλαίσιο του ανταγωνισμού.

Η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης δραπετεύει “προς τα κάτω”. Στο “καλλίτερο” σενάριο προκύπτει μια αποσύζευξη του μισθού και της παραγωγικότητας. Το κράτος πρόνοιας μετασχηματίζεται σε μια απόλυτη, ολική, τυποποιημένη προκαταβολική αγορά της εργατικής δύναμης στο ελάχιστο επίπεδο, που μειώνει την αξία της τη στιγμή της εξατομικευμένης της πώλησης. Στο χειρότερο σενάριο: αυτοσυντήρηση, τοπική αλληλεγγύη και παράλληλες οικονομίες (…). Εκεί που τα συμφέροντα της βιομηχανίας, του χρηματοπιστωτισμού και της εργατικής δύναμης συνδέονταν χωρικά, μπορεί να θεμελιωθεί ένας διαχωρισμός ανάμεσα στην αξιοποίηση του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Ο χώρος του αναδιαρθρωμένου καπιταλιστικού κόσμου υποδιαιρείται στις “φράκταλ”40 ζώνες του: η υδρόγειος, οι ήπειροι, οι χώρες, οι περιφέρειες, οι πόλεις και οι γειτονιές. Σε κάθε επίπεδο, ένας αστερισμός από διαφορετικές ζώνες αρθρώνεται: ένας “υπερανεπτυγμένος” πυρήνας· ζώνες που ομαδοποιούνται γύρω από περισσότερο ή λιγότερο πυκνούς καπιταλιστικούς πυρήνες· ζώνες που ταλανίζονται από την κρίση και χαρακτηρίζονται από την άμεση βία ενάντια στα “κοινωνικά σκουπίδια”, περιθώρια, γκέτο και μια υπόγεια οικονομία που ελέγχεται από διάφορες μαφιόζικες ομάδες”41.

H TC συνοψίζει αυτή την κατάσταση ως διπλή αποσύμπλεξη42 ανάμεσα στην αξιοποίηση και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης: ως μια γεωγραφική απόκλιση και ως μια αποσύζευξη του εισοδήματος του εργάτη από τον μισθό μέσω μιας επέκτασης της καταναλωτικής πίστωσης. Το αποτέλεσμα είναι μια κρίσης στην μισθωτή σχέση, που αντανακλάται σε ένα καινούριο αθέμιτο των μισθολογικών αιτημάτων43 (ετμ.). Η ύπαρξη του εργάτη έχασε το λούστρο της και δεν βρίσκει πια επιβεβαίωση στην κίνηση του κεφαλαίου· δεν είναι πια τίποτα άλλο από έναν εξωτερικό περιορισμό. Απέναντι σε αυτό το σκηνικό, η TC βλέπει έναν “νέο κύκλο αγώνων”, στον οποίο – σύμφωνα με την ατέλειωτα επαναλαμβανόμενη συνταγή – το να δρα ως τάξη είναι το ίδιο το όριο της ταξικής πάλης. Γίνονται αναφορές σε αγώνες χωρίς αιτήματα όπως στα γαλλικά προάστια44 το 2005 και στην Ελλάδα το 2008· σε εργάτες που κλείνουν εργοστάσια, που δεν διεκδικούν να κρατήσουν τη δουλειά τους αλλά, μάλλον, αποζημιώσεις· σε καταλήψεις εργασιακών χώρων, στις οποίες δεν υπάρχει αυτοδιαχειριζόμενη επανεκκίνηση της παραγωγής αλλά, μάλλον, καταστροφή των προϊόντων και των μηχανών· σε εμπειρίες όπως στην Αργεντινή, όπου η αυτοοργάνωση των εργατών ως εργατών απλά παρέτεινε τους διαχωρισμούς ανάμεσα σε διαφορετικούς τομείς· στο κίνημα στη Γαλλία το 2006 που καλούσε για την απόσυρση του νόμου CPE45 χωρίς να ελπίζει σε πολλά από αυτό το αίτημα, πόσο μάλλον να πιστεύει ότι το αίτημα για σταθερές δουλειές θα μπορούσε να δημιουργήσει μαι σύνδεση με τη νεολαία των προαστίων46.

Όπως διαγράφεται στις “28 Θέσεις“, κι εμείς βλέπουμε τα καθοριστικά χαρακτηριστικά των τελευταίων δεκαετιών με τέτοιους όρους: με τα μεγάλα προπύργια των εργατών στα παλιά κέντρα να είναι υπό κατάρρευση, μετεγκαταστάσεις της παραγωγής, προσωρινότητα που επεκτείνεται για τα καλά στις “κανονικές” εργασιακές σχέσεις, αυξημένο παγκόσμιο ανταγωνισμό ανάμεσα στους μισθωτούς και την έκπτωση της σοσιαλδημοκρατικής υπόσχεσης για ανοδική κοινωνική κινητικότητα47,48. Και, σε αντίθεση με τον ισχυρισμό στην απάντηση της TC, για μας δεν πρόκειται ούτε για μια διάσωση της εργατικής αυτονομίας των δεκαετιών του 1960 και του 1970 (τον αφανισμό της οποίας στην πορεία της αναδιάρθρωσης διατυπώνουμε ρητά), ούτε περιμένουμε “σε σχέση με τους επισφαλείς και τους “πλεονάζοντες” (…) την αναγέννηση ενός ουσιαστικά παρόμοιου παράγοντα”, ιδιαίτερα από τη στιγμή που δεν ξέρουμε πώς να φανταστούμε κάτι τέτοιο: πώς θα μπορούσαν οι επισφαλείς και οι πλεονάζοντες να επιφέρουν την αναγέννηση ενός κινήματος που η βάση του ήταν η βιομηχανία μεγάλης-κλίμακας (ετμ.); Ο ισχυρισμός μας ότι το “μέλλον της τάξης ως ολότητας εξαρτάται αποφασιστικά από την ικανότητα των πλεοναζόντων να κάνουν την κατάστασή τους το σημείο αφετηρίας για ένα γενικευμένο κοινωνικό κίνημα” είναι ακριβώς που δεν στοχεύει στην “αναγέννηση” ενός φθίνοντος κινήματος αλλά στην ιστορικά καινοφανή μας κατάσταση. Αυτό που ξεχωρίζει τον παγκόσμιο αστερισμό σήμερα από την περίοδο γύρω στο 1917 αλλά, επίσης, και γύρω στο 1968, δεν είναι λιγότερο, μεταξύ άλλων, ο “γιγάντιος πλεονάζων πληθυσμός”, που αναφέρεται στις “28 Θέσεις” και που είναι αποτέλεσμα δραματικών κυμάτων εξορθολογισμού στη βιομηχανία καθώς και της “πράσινης επανάστασης” στον Νότο, δηλαδή της συνεχιζόμενης προλεταριοποίησης του αγροτικού πληθυσμού (και, συνεπώς, και στις δυο περιπτώσεις, από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων). Αυτό το “άτυπο προλεταριάτο” (Mike Davis) κάνει την “κεντρικότητα του εργοστασίου”, που επικαλούνται οι εργατιστές, να μοιάζει αρκετά απαρχαιωμένη, χωρίς να είναι το ίδιο το καινούριο “κεντρικό υποκείμενο”. Δεν θέλουμε να συμμετέχουμε σε τέτοια παιχνίδια των θεωρητικών της επανάστασης – η μια φράξια θεωρεί την παραγωγική εργατική τάξη ως ήδη ενσωματωμένη και προσβλέπει εναγώνια στους αποκλεισμένους και τις εξεγέρσεις τους για το ψωμί, η άλλη θεωρεί τις εξεγέρσεις αυτές ως αδύναμες και στηρίζεται στην παραγωγική εργατική τάξη και τα δυνατά της χέρια – και η υπερβολική ανάδειξη των ταραχών στα προάστια ως μιας εξέγερσης ενάντια σε “οτιδήποτε παράγει και καθορίζει [τους εξεγερμένους]”49 δεν είναι δική μας, αλλά της TC.

Αν και σε μεγάλο βαθμό σωστή, η εικόνα της TC για την σημερινή εποχή “στραβώνει” όταν εξυπηρετεί στην επίκληση μιας κατάστασης στην οποία σχεδόν τίποτα δεν αφήνεται στους εργάτες πέρα από το να επαναστατήσουν εναντίον της ίδιας τους της ύπαρξης ως τάξης. Αυτό που καταθλίβει τους άλλους και προκαλεί τη νοσταλγία τους – η ατέλειωτη αλυσίδα ηττών στους πρόσφατους εργατικούς αγώνες – προσφέρει έναν καλό λόγο για αισιοδοξία σε αυτή την προοπτική. Και αν δεν κάνουμε λάθος, είναι ιδιαιτέρως αυτά τα καλά νέα, ότι η αυτο-κατάργηση της τάξης είναι ήδη στην ατζέντα σε αυτόν τον νέο κύκλο αγώνων, που εξηγεί την γοητεία της TC.

Η εικόνα της προηγούμενης περιόδου, που σε μεγάλο βαθμό προσομοιάζει τον “Φορντισμό” των θεωρητικών της Ρύθμισης, ήδη είναι έντονα σχηματοποιημένη, οπότε το παρόν προβάλλει σε ακόμα μεγαλύτερη αντίθεση. Ο “Φορντισμός” δεν ήταν ένας συνεκτικός εθνικός σχηματισμός: οι βιομηχανίες που τον υποστήριζαν – κατασκευαστές καταναλωτικών αγαθών διαρκείας – παρήγαγαν για την παγκόσμια αγορά και ήδη γι’ αυτόν τον λόγο δεν θεωρούσαν την τοπική εργατική τάξη ως καταναλωτές, αλλά, όπως πάντα συνέβαινε, ως έναν παράγοντα κόστους. Οι αυξανόμενοι πραγματικοί μισθοί των χρυσών δεκαετιών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ήταν “ιδανικοί”50 για την αξιοποίηση (αυτή η υπόθεση είναι ένας αριστερός Κεϋνσιανός μύθος), αλλά οι εργάτες έπρεπε να δώσουν μάχη γι’ αυτούς και μπορούσαν να κερδηθούν επειδή η συσσώρευση δούλευε σαν “ρολόι” και διασφάλιζε, για αρκετό καιρό, πλήρη απασχόληση.

Αυτά είναι εδώ και καιρό παρωχημένα. Με την υφέρπουσα κρίση υπερσυσσώρευσης, τις τελευταίες δεκαετίες, τις επαναστάσεις στις επικοινωνίες και τις μεταφορές που επιτρέπουν έναν καινούριο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, τις τεράστιες αυξήσεις παραγωγικότητας των ψηφιακών τεχνολογιών και την προλεταριοποίηση του νότιου ημισφαιρίου, αυτός ο αστερισμός κατέρρευσε. Σαν αποτέλεσμα, η θέση των μισθωτών στα παλιά κέντρα έγινε πιο επισφαλής, αν και με σημαντικές διαφορές από χώρα σε χώρα – η Γερμανία, για παράδειγμα, είναι πολύ λιγότερο “μετα-Φορντική” από την Βρετανία ή τις ΗΠΑ, με τον πυρήνα της εργασιακής δύναμης του ισχυρού εξαγωγικού τομέα να έχει την ικανότητα, σε μεγάλο βαθμό, να υπερασπιστεί την θέση του. Αλλά η εικόνα μιας παγκόσμιας καθοδικής τροχιάς των μισθών και των εργασιακών συνθηκών είναι λάθος (ετμ.). Στον ίδιο βαθμό που οι εργάτες αισθάνονται την καινούρια παγκόσμια πίεση πάνω στους μισθούς, αυτοί στις νέες ζώνες άνθησης είναι περιστασιακά σε θέση να αποσπάσουν κάτι από τον ταξικό εχθρό. Μοιάζει πολύ τολμηρό να υποθέσουμε έναν γενικευμένο “αθέμιτο χαρακτήρα των μισθολογικών αιτημάτων” όταν ακόμα και ο Economist εύχεται ό,τι καλλίτερο στην κινέζικη εργατική τάξη, για τους μισθολογικούς της αγώνες, ώστε να εξισορροπήσει τις ανισότητες στην παγκόσμια οικονομία και όταν, ακόμα πιο πρόσφατα, η απαίτηση για ελεύθερα συνδικάτα κυκλοφορούσε μέσα στους αγώνες εκεί51. Αληθεύει, φυσικά, ότι οι μεγάλες συγκεντρώσεις εργατών στην Ινδία ή την Κίνα δεν “παρουσιάζουν μια επιστροφή σε αυτό που εξαφανίστηκε στη ‘Δύση’ – ένα κοινωνικό σύστημα που…καθόρισε την εργατική ταυτότητα και εξέφρασε τον εαυτό του στο εργατικό κίνημα”, αν μη τι άλλο επειδή οι ιστορικοί σχηματισμοί δεν παίρνουν ποτέ “άδεια” να φύγουν από ένα μέρος για να αναδυθούν ξανά, ως πιστά αντίγραφα, σε κάποιο άλλο. Αλλά μια απλή καταστροφολογία, που αντικρούεται ήδη από τις μισθολογικές βελτιώσεις στις περιοχές που προσπαθούν ακόμα να “καλύψουν τη διαφορά” (από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές περιοχές, στμ.), δύσκολα βοηθάει στην κατανόηση της σημερινής ταξικής πραγματικότητας. Για πολλούς προλετάριους στην Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία, για παράδειγμα, ο καπιταλισμός κουβαλάει ακόμα, ή για πρώτη φορά, την υπόσχεση μιας καλλίτερης ζωής, ή τουλάχιστον μια ζωής που δεν είναι τόσο ζοφερή και μονότονη όπως αυτή στην ύπαιθρο από την οποία, και δεν είναι αυτό έκπληξη, αποχωρούν για να πάνε στις καινούριες μητροπολιτικές περιοχές52. Αυτοί οι άνθρωποι μοιάζουν να προτιμούν τον πλούτο του “έχειν”, μάλλον, από το να είναι μαζί σε μια αγροτική κοινότητα.

Η προσπάθεια της TC να φέρει τους διάφορους αγώνες ανά τον κόσμο στον (κοινό) παρονομαστή του “νέου κύκλου” που προαναγγέλλει το μήνυμα της αυτο-κατάργησης της τάξης χαρακτηρίζεται από ευσεβείς πόθους και έχει σαν αποτέλεσμα μια επιβεβλημένη κατασκευή, ένα παγιωμένο σύστημα μέσα στο οποίο επιχειρείται να συμπιεστεί η πραγματικότητα· ό,τι δεν χωράει στην εικόνα αγνοείται. Απλά δεν είναι αλήθεια, για παράδειγμα, ότι οι αγώνες για τους μισθούς δεν είναι πουθενά επιτυχημένοι ή ότι το αίτημα για αποζημιώσεις έχει γενικά αντικατασταθεί από το αίτημα για την διάσωση θέσεων εργασίας. Αντί να αποδίδεται μια κοινή ιστορική τάση σε ετερόκλητους αγώνες, θα έπρεπε να τους κατανοήσουμε ακριβώς στην διαφορετικότητά τους, ως μια έκφραση μιας συγκεκριμένης στιγμής.

Η θέση ότι βρίσκουμε τους εαυτούς μας σήμερα σε μια κρίση της μισθωτής σχέσης και ότι η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο βρίσκεται τώρα στο επίπεδο της αναπαραγωγής των ίδιων των τάξεων είναι μια υπερεκτίμηση της κατάστασης. Μέσα από την συνηθισμένη πορεία των επιχειρήσεων, την καθημερινή απόδοση της μισθωτής εργασίας, η ταξική σχέση αναπαράγεται σταθερά. Αναπαράγοντας τις ζωές τους, οι προλετάριοι αναπαράγουν το κεφάλαιο και την εξάρτησή τους από αυτό. Αν η ζωή των εργατών γίνεται πιο επισφαλής και ο πλεονάζων πληθυσμός αυξάνεται, αυτό είναι κακό για τους ανθρώπους αλλά αδιάφορο για το κεφάλαιο, του οποίου η συνεχιζόμενη ύπαρξη δεν εξαρτάται από τη γενική ανθρώπινη ευτυχία. Μια κρίση της μισθωτής σχέσης, κατανοούμενη όχι ως μια μόνιμη κρίση της προλεταριακής ύπαρξης αλλά ως ένα ιστορικό σταυροδρόμι, θα ήταν δεδομένη μόνο αν οι προλεταριοποιημένοι προσπαθούσαν να ξεπεράσουν αυτή τη σχέση (ετμ.). Αυστηρά μιλώντας, η μαγική φόρμουλα ότι “το να δρα ως τάξη είναι το όριο της ταξικής πάλης” ή ότι η ύπαρξη της τάξης σήμερα είναι μόνο ένας εξωτερικός καταναγκασμός, δεν διατυπώνει τίποτα περισσότερο από το ότι οι εργάτες δεν αισθάνονται άνετα στο ίδιο τους το πετσί και είναι όλο και λιγότερο σε θέση να υπερασπίζονται το status quo.

Η διαφορά από προγενέστερες εποχές, όταν υπήρχε ένα περιβάλλον εργατών με αυτοπεποίθηση, περηφάνεια και ένα σοσιαλιστικό όραμα ενός μελλοντικού εργατικού πολιτισμού, απελευθερωμένου από τους αργόσχολους και τα αφεντικά, δεν πρέπει να υπιτιμάται. Όμως, η εξαφάνιση όλων σημαίνει αυτή καθαυτή τίποτα περισσότερο από το ότι ο μόνος ορίζοντας που παραμένει είναι ο παλιός κόσμος, όσο σάπιος και παραπαίων να είναι. Σε σύγκριση με τις σημερινές εκκλήσεις για “πραγματική δημοκρατία”, για ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, την ανακατανομή κοκ., με τις οποίες οι μισθωτοί στα παλιά κέντρα διαμαρτύρονται ενάντια στην εξελισσόμενη επισφαλειοποίησή τους, ακόμα και ο ξεθωριασμένος σοσιαλισμός των παλιών ημερών μπορεί να μοιάζει σχεδόν ανατρεπτικός.

Θεωρία και Πρόβλεψη

Η TC αποφεύγει αυτή την ζοφερή πραγματικότητα με μια επιχείρηση που απορρέει από το πυροβολικό ακριβώς του παλιού υπερ-αριστερισμού, στην καταστολή του οποίου έχει η ίδια δεσμευετεί: οι θεωρητικοί προβάλλουν την επιθυμία τους για την επανάσταση στους σύγχρονους αγώνες. Όπως, ακριβώς, κάποιοι συμβουλιακοί κομμουνιστές έβλεπαν την ανάδυση της επανάστασης των συμβουλίων όποτε οι δράσεις των εργατών ξέφευγαν από τον έλεγχο των συνδικάτων, οι αγώνες του σήμερα θεωρούνται από την TC σε ένα επίσης θριαμβολογικό φως: “Ο κομμουνισμός ανήκει στο παρόν επειδή είναι το περιεχόμενο των σημερινών πρακτικών της ταξικής πάλης”. Υποβιβασμένη στο βασίλειο των μύθων ως μια ιστορική σταθερά, η επαναστατική φύση του προλεταριάτου ξαφνικά αναδύεται στο παρόν: “Το προλεταριάτο ως μια τάξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και η επαναστατική τάξη είναι ταυτόσημα”. Ήδη η έννοια ενός σκοπού και η νηφάλια παρατήρηση ότι αυτός ο σκοπός έχει προς το παρόν λίγους φίλους θεωρείται αξιόμεπτη. Και οι ίδιοι θεωρητικοί του κομμουνισμού, που δεν έδειξαν κανέναν ενδοιασμό ορίζοντας με μεγάλη λεπτομερειακότητα τi είναι και τι δεν είναι ο κομμουνισμός, ξαφνικά επιδεικνύουν μεγάλη ταπεινοφροσύνη και ισχυρίζονται ότι δεν είναι τίποτα άλλο από αυτούς που κρατούν σημειώσεις από το παγκόσμιο προλεταριακό πνεύμα, του οποίου η δραστηριότητα λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια τους: “Δεν είναι το (να θέσει κανείς) το ζήτημα του τελικού σημείου της ταξικής πάλης στο μέλλον, αλλά ο ίδιος ο ορισμός της αντίθεσης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο, που αναπαριστά τώρα την ταξική πάλη”. Μια τέτοια ταπεινοφροσύνη ισοδυναμεί με μια αξιοσημείωτη ύβρη, στον βαθμό που ο κομμουνισμός των θεωρητικών δεν είναι πλέον απλά μια ιδέα των θεωρητικών – και από αυτή την άποψη μια ίσως αρκετά εκκεντρική ιδέα – αλλά της αποδίδεται η υψηλότερη καθαγίαση του να εκφράζει την ίδια την ιστορική κίνηση. Οι δικοί μας στοχασμοί σχετικά με την θεωρία και την πρακτική ίσως να είναι μη ικανοποιητικοί. Αλλά είναι ακόμα λιγότερο ικανοποιητικό να επιλύει κανείς το πρόβλημα αρνούμενος εκ των προτέρων τη διαφορά και διακηρύσσοντας τη θεωρία του ως τίποτα λιγότερο από την συμπυκνωμένη και γενικευμένη έκφραση των ίδιων των αγώνων.

Αυτός ο διακηρυγμένος αυτοπεριορισμός της θεωρίας δεν μπορεί να στηριχθεί από τους υπέρμαχους της κομμουνιστικοποίησης. Το να πάρει κανείς στα σοβαρά αυτόν τον αυτοπεριορισμό θα σήμαινε να απαλείψει ακριβώς αυτό που είναι σχετικό στην αντιπαράθεση γύρω από την κομμουνιστικοποίηση, δηλαδή την προσπάθεια να προκαθορίσει κανείς την επανάσταση μετά το τέλος του σοσιαλισμού σε όλες τις διαφορετικές της εκφάνσεις. Παίζοντας με την ιδέα του τι μπορεί να σημαίνει η επανάσταση σε ένα ιστορικό σημείο, στο οποίο η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας καθώς και η εργατική αυτοδιαχείριση έχουν εξαντληθεί ως μια προοπτική, στην οποία δεν μπορεί να υπάρχει άλλη ενότητα της τάξης πριν από την αυτο-κατάργησή της και όπου η τάξη πιθανόν δεν χρειάζεται καν να αναγνωρίσει τον εαυτό της ως τέτοια για να δράσει, τονίζοντας, για παράδειγμα, ότι σε μια κατάσταση επαναστατικής κρίσης η κατάληψη και η ελεύθερη διανομή των αγαθών θα είναι το ισχυρότερο όπλο του προλεταριάτου στη διαδικασία αυτο-κατάργησής του, τέτοιες συνεισφορές στην αντιπαράθεση δεν είναι τίποτα λιγότερο από κομμουνιστική κοινωνική μυθοπλασία, μια ενσυνείδητη προβολή, και αυτό είναι που την κάνει ενδιαφέρουσα53,54.

Αυτό που καθιστά αυτές τις συνεισφορές ελλατωματικές είναι μια σταθερή μετατόπιση προς τον μυστικισμό που, σε τελική ανάλυση, οδηγείται από τον φόβο της έννοιας της παραγωγής, αν και η εικόνα δεν είναι πάντα ξεκάθαρη από αυτή την άποψη. Σε αυτό ακριβώς το αποφασιστικό σημείο, οι θεωρητικοί της κομμουνιστικοποίησης μπλέκονται σε τίποτα άλλο από αντιφάσεις και καταλήγουν σε πλήρη σύγχυση. Έχοντας πει ότι “ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μας επιτρέπει ήδη να δούμε – αν και αντιφατικά και όχι πάντα ως μια “καλή πλευρά” – την ανθρώπινη δραστηριότητα ως μια συνεχή παγκόσμια κοινωνική ροή, και την “γενική διάνοια” ή τον “συλλογικό εργάτη” ως την κυρίαρχη δύναμη της παραγωγής”, ισχυρίζονται, στην αμέσως επόμενη πρόταση, ότι “ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής δεν προεικονίζει55 τίποτα”56· το προϊόν, που καταργείται ως τέτοιο πριν από μια στιγμή, επανα-αναδύεται σε ντροπιαστικά εισαγωγικά στο σενάριο της επανάστασης, όπου διανέμεται ελεύθερα· η κοινωνικοποίηση της εργασίας και των μέσων παραγωγής κρίνονται, κάποιες φορές, ως το “Άλφα και το Ωμέγα της επιβεβαίωσης του προλεταριάτου” και κάποιες άλλες ως η μόνη επαναστατική διέξοδος. Κάποιες στιγμές φαίνεται ότι οι θεωρητικοί της κομμουνιστικοποίησης δεν καταλαβαίνουν τον ίδιο τον εαυτό τους. Πρέπει να τους αναγνωριστεί ότι αμείλικτα παρατηρούν το τέλος μιας εποχής, δείχνοντας αυτό που, από την προοπτική του σήμερα, είναι ανεπαρκές σχετικά με τις προγενέστερες προσπάθειες για την επανάσταση, και τουλάχιστον θέτουν το ζήτημα του πώς η κλιμάκωση των ταξικών αγώνων σε κομμουνισμό θα μπορούσε να συμβεί σήμερα.

Σημειώσεις

1 Στμ. και στα ελληνικά εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/μεταφράσεις.

2 “Το προλεταριάτο εκτίει την ποινή που η ατομική ιδιοκτησία επιβάλλει στον εαυτό της παράγοντας το προλεταριάτο, όπως ακριβώς εκτελεί την ποινή που η μισθωτή εργασία επιβάλλει στον εαυτό της παράγοντας τον πλούτο για τους άλλους και την φτώχεια για την ίδια. Όταν το προλεταριάτο γίνει νικηφόρο, με κανέναν τρόπο δεν γίνεται η κυρίαρχη πλευρά της κοινωνίας, γιατί είναι νικηφόρο μόνο καταργώντας τον εαυτό του και το αντίθετό του. Τότε εξαφανίζεται το προλεταριάτο όπως και τον αντίθετό του που το καθορίζει, η ατομική ιδιοκτησία”. Φρ.Ένγκελς-Καρλ Μαρξ: “Η Αγία Οικογένεια ή η Κριτική της Κριτικής , MECW 4, σελ. 36. Ελλ. έκδοση: εκδόσεις Αναγνωστίδη.

3 Freundinnen und Freunde der klassenlosen Gesellschaft: “28 Thesen zur Klassengesellschaft“, Kosmoprolet 1, 2007 [αγγλική μετάφραση]. H κριτική στην οποία απαντάμε εδώ δημοσιεύτηκε ως: Theorie Communiste: “Zwischen Arbeiterautonomie und Kommunisierung. Eine Kritik an den “28 Thesen zur Klassengesellschaft“, Kosmoprolet 3, 2011 [αγγλική μετάφραση]. Το πολύ μακροσκελέστερο γαλλικό κείμενο μπορεί να βρεθεί εδώ: http://dndf.org/?p=8215.

4Gilles Dauvé, Karl Nesic, “Love of Labour? Love of Labour Lost}”, 2002. Παραθέτουμε εδώ από το ελαφρά διαφορετικό κείμενο της γερμανικής έκδοσης που δημοσιεύτηκε ως: “Lieben die ArbeiterInnen die Arbeit?” (Συμπλήρωμα στο Wildcat-Zirkular 65″, 2003).Στμ. Στα ελληνικά ως: “Προλεταριάτο και εργασία – Μια ιστορία αγάπης;”, Τα Παιδιά της Γαλαρίας, τεύχος 11.

5Το Βρετανικό-αμερικανικό περιοδικό Endnotes έχει καταγράψει και σχολιάσει μέρη αυτής της συνεχιζόμενης ανταλλαγής.

6 Στμ. στο πρωτότυπο romanticisation.

7 Στμ. στο πρωτότυπο wildcat.

8 Στμ. στο πρωτότυπο leitmotif, αλλιώς και μοτίβο.

9 Στμ. στο πρωτότυπο substitutionism.

10 K. Μαρξ, “To Κεφάλαιο“, τομ. 1 (MECW 35), σελ. 51.

11 Στμ. στο πρωτότυπο maxim, αλλιώς και γνωμικό.

12Στμ. στο πρωτότυπο self-serving.

13Στμ. στο πρωτότυπο drudgery.

14Πρόγραμμα του KAPD (Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα Εργατών) (1920). Το KAPD ιδρύθηκε την άνοιξη του 1920 ως μια υπερ-αριστερή διάσπαση από το KPD (Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα), το οποίο κατηγορούσαν για μια αυταρχική “πολιτική ηγεσίας” και απομάκρυνση από τον αντικοινοβουλευτισμό και την απόρριψη των συνδικάτων. Αν και αρχικά επεδίωξε να γίνει μέλος στην Μπολσεβίκικη Τρίτη Διεθνή και έφτασε ακόμα και να δικαιολογήσει την κατάπνιξη της εξέγερσης της Κροστάνδης το 1921, σύντομα στράφηκε σε μια δριμεία κριτική του Ρωσικού “κρατικού καπιταλισμού”. Με την υποχώρηση του επαναστατικού κύματος μετά τον (Πρώτο Παγκόσμιο) Πόλεμο, το κόμμα, που αριθμούσε, κατά τα φαινόμενα, μέχρι και 80.000 μέλη, περιέπεσε σύντομα σε εσωτερικές συγκρούσεις και τελικά σε απόλυτη ανυποληψία.

15Group of International Communists, Oλλανδία: “Fundamental Principles of Communist Production and Distribution” [1930]. Στμ. Group of International Communists, GIK: Oμάδα αριστερών κομμουνιστών στην Ολλανδία, που ιδρύθηκε το 1926 και της οποίας οι ιδέες διαμορφώθηκαν από τις εμπειρίες της Ρωσικής και την Γερμανικής επανάστασης του 1917 και 1918.

16Πβλ. Informations et correspondences ouvrières (ICO), “La Grève généralisée en France, mai-juin 1968“, Paris 2007.

17Πωλ Μάτικ: “Introduction’ to The Fundamental Principles of Communist Production and Distribution“, 1970.

18Στμ. Loren Goldner, εκδότης του περιοδικού Insurgent Notes, συγγραφέας και ακτιβιστής που ζει στην Νέα Υόρκη. Πολλά από

τα γραπτά του βρίσκονται στον ιστότοπο Break Their Haughty Power, http://breaktheirhaughtypower.org.

19Loren Goldner, “Facing Reality 45 Years Later: Critical Dialogue with James/Lee/Chaulieu“.

20Herbert Marcuse: “Das Ende der Utopie. Vorträge und Diskussionen in Berlin 1967“, (Frankfurt/M. 1980), σελ. 10, 14. Στμ. στα ελληνικά: Χ. Μαρκούζε: “Το τέλος της Ουτοπίας“, εκδόσεις Ύψιλον, 1985.

21Στμ. στο πρωτότυπο purposeful.

22ό.π., σελ. 34-35.

23Στμ. στο πρωτότυπο sociality.

24Μια προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσουμε την παρούσα κρίση της αξιακής μορφής επιχειρείται από τον Sander: “Eine Krise des Werts“, Kosmoprolet 2 (2009) [αγγλική μετάφραση].

25Στμ. στο πρωτότυπο private individuals.

26 Mαρξ: “Tο Κεφάλαιο” τομ. 1, σελ. 87.

27 Στμ. στο πρωτότυπο aberrant, θα λέγαμε και αφύσικη.

28 Mαρξ: “Κριτική του Προγράμματος της Γκότα“.

29Στμ. Σημαντικό σημείο κριτικής. Μπορεί να (επαν)απορροφηθεί η οικονομία από την κοινωνία; Τι σημαίνει κάτι τέτοιο;

30Στμ. στο πρωτότυπο punch clock, το ρολόι στο οποίο κάποιος/α “χτυπάει κάρτα”.

31Στμ. στο πρωτότυπο idleness, μπορεί να αποδοθεί και ως τεμπελιά.

32Αυτή η ιδέα αναπτύσσεται λεπτομερειακά από τον Raasan Samuel Loewe στο “Produktivkraftkritik und proletarische Bewegung“, Kosmoprolet 3, 2011.

33Στμ. Θα λέγαμε, σχετικά με το σημείο αυτό, ότι σε αυτή τη βάση θα μπορούσε να διερευνηθεί μια έννοια “θετικότητας” του κομμουνιστικού προτάγματος, πέρα από τη “θετικότητα” ενός ρεφορμιστικού πραγματισμού ή μιας εναλλακτικότητας.

34Blaumachen: “Η εποχή των ταραχών” (επικαιροποιημένο), στο libcom.org. Όπως εξηγεί το ίδιο το Blaumachen, τα εργοστάσια κάηκαν επειδή τα αφεντικά δεν είχαν πληρώσει μισθούς για πολλούς μήνες – ένα καθαρά θεμιτό και, ελπίζουμε, αποτελεσματικό μέσο στον αγώνα για τους μισθούς, ένα μέσο που χωρίς αμφιβολία οδηγούνταν επίσης από το μίσος για την άθλια δουλειά στο εργοστάσιο, αλλά τίποτα που να δείχνει σε οτιδήποτε πέρα από την προλεταριακή ύπαρξη. Για κάποιες, σε μεγάλο βαθμό κατάλληλες,αντιρρήσεις σε τέτοιες τάσεις μεταξύ των ακολούθων της κομμουνιστικοποίησης δείτε Sander και Mac Intosh: “Is the Working Class Liquidated ?“, Internationalist Perspective 55 (2011).

35Bruno Astarian: “Δραστηριότητα Κρίσης και Κομμουνιστικοποίηση}” (2010). Σε αυτό το κείμενο, ο Astarian συμφωνεί με την TC, αλλά κάποιες φορές ο μυστικισμός του της αμεσότητας προχωρά ακόμα πιο πέρα: γι’ αυτόν, ακόμα και “ο διαχωρισμός ανάμεσα στην ανάγκη και τα μέσα της ικανοποίησής της”, που υποτίθεται ότι θα φανεί αρκετά αδύνατο να ξεπεραστεί, είναι επίσης ένα πρόβλημα. Στμ. στα ελληνικά εδώ: http://www.blaumachen.gr/2011/02/δραστηριότητα-κρίσης-και-κομμουνιστ/.

36Στμ. στο πρωτότυπο: “as if the history of humanity stepping out of nature could be revoked short of the extinction of humankind itself“.

37 Theorie Communiste: “Το μετέωρο βήμα της κομμουνιστικοποίησης: κομμουνιστικοποίηση εναντίον κοινωνικοποίησης

(“The suspended step of communisation: communisation vs. socialization“, 2009. Στμ. Διαθέσιμο στο https://libcom.org/library/communisation-vs-socialisation-suspended-step-communisation-theorie-communiste).

38Στμ. στο πρωτότυπο benchmarks.

39Καθώς οι εργατιστές πασχίζουν να ανακαλύψουν την πραγματική συμπεριφορά της τάξης, μια τέτοια ιστορική παγίωση (Στμ. στο πρωτότυπο fixation) θα έπρεπε να είναι μακριά από τη σκέψη τους. Όμως, όπως κάθε εμπειρική μελέτη, έτσι και οι έρευνες των εργατιστών βασίζονται σε συγκεκριμένες υποθέσεις που αποφασίζουν, καταρχάς, τι ψάχνει κανείς. Στην δική τους περίπτωση αυτό είναι η πεποίθηση πως αυτό που έχει σημασία είναι η “εργατική εξουσία” στο σημείο της παραγωγής. Για τον λόγο αυτό, ψάχνουν επίσης σήμερα για τους πρωτοποριακούς αγώνες “ανάμεσα στην παγκοσμιοποιημένη παραγωγική συνεργατικότητα” – “με μετριοπαθή επιτυχία”, όπως παραδέχονται οι ίδιοι (Πρόλογος στο Συμπλήρωμα: “Der historische Moment/ArbeiterInnen verlassen die Fabrik“, Wildcat 88 (2011)). Σχετικά με τις προκύπτουσες ιδεολογικές στρεβλώσεις, πβλ. I.M. Zimmerwald: “Die Abenteuer der Autonomie}”, Kosmoprolet 1 (2007).

40 Στμ. Ενδιαφέρουσα μαθηματική αναλογία από την TC!

41 R.S.: “Ballade en novembre“, 2005.

42Στμ. στο πρωτότυπο decoupling, μπορεί να αποδοθεί και ως αποσύμπλεξη.

43Στμ. στο πλαίσιο του ερωτήματος που θέσαμε ως InMediasRes για το “πού πήγαν οι αγώνες για το μεροκάματο“, κάπου εδώ θα έπρεπε να αρχίζει στα σοβαρά η διερεύνησή μας.

44Στμ. Τα διαβόητα, όπως και στο πρωτότυπο, banlieues.

45Στμ. CPE: Contrat Première Embauche, (Σύμβαση Πρώτης Απασχόλησης): ήταν ένας νέος τύπος σύμβασης απασχόλησης που επιχειρήθηκε να περάσει την άνοιξη του 2006 στη Γαλλία από την κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Βελπέν. Αυτή η σύμβαση που θα εφαρμοζόταν αποκλειστικά μόνο σε εργαζόμενους κάτω των 26 ετών, θα έκανε ευκολότερο για τους εργοδότες να απολύουν τους απασχολούμενους χωρίς την ανάγκη να δικαιολογούν την απόλυση για μια αρχική “δοκιμαστική περίοδο” δύο ετών, σε αντάλλαγμα για κάποιες οικονομικές εγγυήσεις για τους εργαζόμενους. Όμως, η θεσμοθέτηση της νομοθεσίας αυτής ως τροπολογίας/προσθήκης στην αποκαλούμενη “Πράξη της Ισότητας Ευκαιριών” (“Loi sur l’égalité des chances“) που θέσπιζε αυτή την σύμβαση ήταν τόσο αντιδημοφιλής ώστε πολύ σύντομα ξέσπασαν μαζικές διαμαρτυρίες, κυρίως από νέους σπουδαστές, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να ανακαλέσει την τροπολογία. Το υπόλοιπο, όμως, της “Πράξης ισότητας των ευκαιριών”, της οποίας οι διατάξεις είχαν, επίσης, γίνει αντικείμενο του κινητοποιήσεων των σπουδαστών, διατηρήθηκε.

46 R.S.: “The present moment”, 2009. Στμ. “H παρούσα στιτγμή”, διαθέσιμο στο: http://libcom.org/library/present-moment-theorie-communiste.

47Όλα αυτά δεν είναι με καμμιά έννοια πρωτότυπα, καθώς αυτές οι εξελίξεις συζητιούνται επίσης από την ακαδημαϊκή και ρεφορμιστική αριστερά. Σε αντίθεση με αυτούς, όμως, δεν παίρνουμε αυτές τις εξελίξεις σαν ένα αποτέλεσμα μιας τελικά αυθαίρετης και, συνεπώς, αναστρέψιμης “νεοφιλελεύθερης” πολιτικής μετατόπισης (ετμ.).

48Στμ. Πολύ σημαντική και ενδιαφέρουσα σύνδεση εδώ του “αυθαίρετου” με το “αναστρέψιμο”, θερμοδυναμικά, σχεδόν, θα λέγαμε!

49R.Simon: “The present moment“.

50 ό.π.

51The rising power of China’s workers. Why it’s good for the world“, The Economist, 31.7.2010.

52 Στμ. Αρκετές φορές, βέβαια, απομακρύνονται από την ύπαιθρο με το ζόρι.

53Δείτε, για παράδειγμα, Theorie Communiste: “Self-organisation is the first act of the revolution; it then becomes an obstacle which the revolution has to overcome“, 2005· “The suspended step of communisation”, 2009.

54Στμ. Το πρώτο κείμενο στα ελληνικά: Theorie Communiste: “H αυτοοργάνωση είναι το πρώτο βήμα της επανάστασης· στη συνέχεια γίνεται ένα εμπόδιο που η επανάσταση πρέπει να ξεπεράσει“, διαθέσιμο στο: https://inmediasres.espivblogs.net/files/2016/06/tc_autonomy.pdf.

55Στμ. Στο πρωτότυπο prefigures.

56Théorie Communiste: “Self-organisation is the first act…“.

Το κειμενο σε pdf: H κομμουνιστικοποίηση και οι θεωρητικοί της

Theorie Communiste: κριτικό σχόλιο στις “28 Θέσεις για την αταξική κοινωνία”

Théorie Communiste:

Ένα κριτικό σχόλιο στις “28 Θέσεις για την Ταξική Κοινωνία1

Οι “28 Θέσεις” του Kosmoprolet απορρέουν από μια προβληματική που παγιδεύεται ανάμεσα στις θεωρίες της εργατικής αυτονομίας, που εξακολουθούν να συνδέονται με τον εργατισμό, και την θεωρία της επανάστασης ως “αυτο-κατάργησης του προλεταριάτου”, ή αυτό που μπορεί να αποκληθεί θεωρία της κομμουνιστικοποίησης. Με τον τρόπο αυτό η κομμουνιστικοποίηση ορίζεται ταυτόχρονα πολύ αφηρημένα ως “αυτο-κατάργηση”, και πολύ συγκεκριμένα ως αυτο-οργάνωση”, ως επανασύσταση των “προλεταριοποιημένων” ως ενός ιστορικού υποκειμένου, ενός συλλογικού παράγοντα που υπάρχει διευατό, ένα υποκείμενο ανάλογο με αυτό των δοξασμένων ριζοσπαστικών ημερών της ταξικής πάλης μέχρι το 1970. Ο πρώτος ορισμός λειτουργεί ως ένας ιδεολογικός εξωραϊσμός για να καλύψει τον τετριμμένο χαρακτήρα του δεύτερου. Η ίδια η χρήση του όρου “αυτο-κατάργηση” συνδέει αυτές τις Θέσεις με τη δεκαετία του 1970, όταν αυτή η έννοια αντιπροσώπευε το ακραίο σημείο στο οποίο οι θεωρίες της αυτοοργάνωσης και του συμβουλιασμού πίστευαν ότι έχουν βρει την λύση στο αδιέξοδό τους.

Στις “28 Θέσεις”, ο “επαναστατικός κομμουνιστικός ριζοσπαστισμός” (αν και μειοψηφικός) μπορεί να βρεθεί σε ολόκληρη την ιστορία, αλλά, στην πραγματικότητα, το περιεχόμενό του δεν περιγράφεται ποτέ σε προηγούμενες περιόδους. “Το προλεταριάτο δεν έχει επαναστατική ουσία” (Θέση 9), όμως, παρόλα αυτά, λέγεται ότι υπάρχει μια ουσιαστική κομμουνιστική επαναστατική πρακτική. Εδώ έγκειται η ασυνέπεια του κειμένου. Αυτό που κανονικά ανήκει στην επανάσταση, κατανοούμενης ως της προαγωγής του προλεταριάτου σε άρχουσα τάξη – το προλεταριάτο ως μια τάξη που υπάρχει ως τέτοια για τον εαυτό της ενάντια στο κεφάλαιο – συλλαμβάνεται σάν να ανήκει σε οποιαδήποτε επανάσταση. Ταυτόχρονα (και αντιφατικά), το τρέχον περιεχόμενο της επανάστασης και του κομμουνισμού τίθεται σαν να υπάρχει από πάντα, ακόμα και αν προωθείται από μερικές μειοψηφίες. Η αναιρούμενη επαναστατική ουσία (της οποίας η άρνηση όπως θα δούμε γίνεται μόνο με έναν ταυτολογικό τρόπο) επιστρέφει διαρκώς ως μια ιστορική σταθερά αυτού που η επανάσταση ή ο κομμουνισμός είναι ή θα έπρεπε να είναι. Αλλά τότε η αυτοκατάργηση δεν είναι τίποτα παραπάνω από την αυτόνομη αυτεπιβεβαίωση της τάξης.

Ουσία

Στις “28 Θέσεις” η ταξική πάλη εμφανίζεται να έχει δυο πλευρές. Μια επαναστατική, που είναι σταθερή, αυτό που πρέπει να είναι η επανάσταση στις “εκλάμψεις των πιο προωθημένων στιγμών της” (Θέση 2), με άλλα λόγια η αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου”. Και μια δεύτερη, που υπόκειται στις ιδιοτροπίες και τα απρόοπτα της συγκυρίας και την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που παίρνει κυρίως την μορφή του “κρατικιστικού ρεύματος” και του “ρεφορμισμού”. Ανάμεσα στις δυο αυτές πλευρές δεν παράγεται καμμιά αναγκαία σχέση, άλλη από το βάρος των περιστάσεων και την εγκατάλειψη των “επαναστατικών αρχών”. Αυτό οδηγεί θεωρητικά σε μια επαναστατική φύση και, ιστορικά, δίνει σε αυτές τις έντονες στιγμές της ταξικής πάλης ένα περιεχόμενο και σκοπό που δεν ήταν δικά τους. Εν τέλει, αυτό μετασχηματίζει την παρούσα στιγμή σε ένα αδύνατον να αποκρυπτογραφηθεί ιερογλυφικό. Ούτε οι εξεγερμένοι του 1848, ούτε οι Κομμουνάροι του 1871, ούτε οι Γερμανοί εργάτες το 1919 ούτε οι Ρώσοι εργάτες το 1917 είχαν σαν στόχο τους την “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου”, αλλά μάλλον την αυτόνομη επιβεβαίωση του προλεταριάτου ενάντια στο κεφάλαιο. Αν αυτές οι Θέσεις τελικά ταυτίζουν αυτή την επιβεβαίωση με την “αυτο-κατάργηση”, καθιστώντας την μια σταθερά της επανάστασης, δεν μπορούν να αναγνωρίσουν ότι ένας τέτοιος στόχος, ένα τέτοιο περιεχόμενο υπήρχε μόνο ως η άλλη πλευρά της ανόδου της τάξης μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, εκφραζόμενη σε ρεύματα ταυτοποιημένα ως κρατικιστικά. Αυτή ήταν μια συγκρουσιακή, βίαιη, εσωτερική σχέση που κατέστησε αυτό το κρατικιστικό ρεύμα την αντεπανάσταση σε μια εσωτερική σχέση με την επανάσταση.

Ήταν η τραγωδία του 20ου αιώνα ότι η επανάσταση ξέσπασε σε κείνα τα μέρη ατα οποία οι συνθήκες για τον κομμουνισμό ήταν οι χειρότερες που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί” (Θέση 14). ‘Ο,τι λέγεται σ’ αυτή τη Θέση υποθέτει μια επαναστατική φύση” ταυτόσημη με τον εαυτό της στη διάρκεια της ταξικής πάλης, που έχει να αναμετρηθεί με συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματώνεται. Καμμιά εξήγηση δεν δίνεται για τους λόγους πίσω από τέτοιες απόπειρες για μια δικτατορία του προλεταριάτου” άλλη από το ότι “οι συνθήκες ήταν οι χειρότερες”. Έτσι, εξ’ ορισμού, η επανάσταση ήταν στην πραγματικότητα η αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου” αλλά σε τέτοιες συνθήκες στις οποίες ήταν στην πράξη “μεταβατική περίοδος” και “δικτατορία του προλεταριάτου”. Από τη στιγμή που η αυτόνομη επιβεβαίωση της τάξης έγινε το σταθερό ουσιώδες περιεχόμενο της επανάστασης, η προβληματική αποκρύπτει το γεγονός ότι η επανάσταση ως επιβεβαίωση της τάξης έχει, σ’ αυτή τη βάση, μια αναγκαστική σχέση με την αντ-επανάστασή της.

Όταν η Θέση προσφέρει, εν μέρει, το περιεχόμενο του τι ήταν η επανάσταση – η ανερχόμενη ισχύς του προλεταριάτου ως της κυρίαρχης τάξης και η απελευθέρωση της εργασίας – τότε ορίζει και περιγράφει αυτό το περιεχόμενο ως μια τραγωδία”, δηλαδή μια αντίφαση σε σχέση με αυτό που η επανάσταση είναι, μια αδυνατότητα να είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι.

Η Θέση 6, αφιερωμένη στη Ρωσική Επανάσταση του 1917, μιλάει επίσης για ένα κομμουνιστικό ρεύμα”. Το κομμουνιστικό ρεύμα “στράφηκε προς την απόκτηση του ελέγχου της παραγωγής και της διανομής, και επεδίωξε τον συντονισμό μεταξύ διαφορετικών εργασιακών χώρων”. Αλλά κανένα από “αυτά τα δύο κινήματα [την εργατική τάξη και την επαναστατημένη αγροτιά – σημείωση της TC], δεν ήταν σε θέση να εγγυηθεί την συνολική κοινωνική αναπαραγωγή. Το καθήκον της οργάνωσης της οικονομικής επιβίωσης έπεσε στο Μπολσεβίκικο Κόμμα, με μια δεσποτική μορφή κατευθυνόμενη ενάντια και στους εργάτες και στους αγρότες” (Θέση 6). Δεν μαθαίνουμε τίποτα περισσότερο σχετικά με το “κομμουνιστικό ρεύμα” ή την σχέση του με την Μπολσεβίκικη επανάσταση. Η ιδιοποίηση της παραγωγής και της διανομής καθώς και ο συντονισμός διαφορετικών εργασιακών χώρων συνιστούν την αυτο-κατάργηση” του προλεταριάτου; Δύο παραπομπές που εισάγονται στις Θέσεις και κάποια ιστορικά σχόλια οδηγούν τον αναγνώστη να πιστέψει κάτι τέτοιο.

Η πρώτη παραπομπή προέρχεται από τον Henk Canne-Meijer στη Θέση 15, την οποία το Kosmoprolet παρουσιάζει ως μια περιγραφή του “κινήματος της κομμουνιστικοποίησης” (η έμφαση προστέθηκε από τους ίδιους τους συγγραφείς), και συνεπώς την αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου:

Για όσο καιρό τα μαζικά κινήματα είναι ακόμα μικρά και παραμένουν μια επιφανειακή υπόθεση, η τάση προς την κυριάρχηση όλων των κοινωνικών δυνάμεων δεν έρχεται στο φώς τόσο ξεκάθαρα. Αν, όμως, τα κινήματα αυτά μεγαλώσουν, τότε όλο και περισσότερες λειτουργίες υπεισέρχονται στην δικαιοδοσία των αγωνιζόμενων μαζών, – η σφαίρα της δράσης τους επεκτείνεται. Και σε αυτή την αγωνιζόμενη μάζα ανακύπτει τότε μια εντελώς καινούρια ομαδοποίηση των σχέσεων ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα και την παραγωγική διαδικασία. Μια καινούρια “τάξη” αναπτύσσεται. Αυτά είναι τα ουσιώδη διακριτικά σημάδια των ανεξάρτητων κινημάτων της τάξης, που αποτελούν συνακόλουθα τον τρόμο των αστών”.

Αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι, σε αντίθεση με ό,τι λέγεται στη συγκεκριμένη Θέση, αυτό κανένα τρόπο δεν αντιστοιχεί στο “σενάριο του Παρισινού Μάη του 1968” (πβλ. Bruno Astarian: “Strikes in France in May-June 1968”, Echanges), το περιεχόμενο της αναφοράς από τον Canne-Meijer πολύ δύσκολα πηγαίνει πιο πέρα από οποιαδήποτε παλιά προφητικά κείμενα του είδους που ήταν αρεστά στον επαναστατικό συνδικαλισμό. Ο Canne-Meijer βοηθούσε, την ίδια στιγμή, στο γράψιμο του προσχεδίου των “Fundamental Principles of Communist Production and Distribution” του GIK2, που το Kosmoprolet ορίζει ως “μια κομμουνιστική κοινωνία που βασίζεται στην αξία”. Πρόκεται λοιπόν για μια κατανόηση της αναφοράς από τον Canne-Meijer που μας εκπλήσσει, καθώς εκφράζει απλά την άποψη ότι το κίνημα της επανάστασης είναι μια επιβεβαίωση της τάξης. Με τον τρόπο αυτό, μας λένε ότι ο Canne-Meijer είναι ήδη ένας θεωρητικός της κομμουνιστικοποίησης…ενώ ταυτόχρονα υπολογίζει εργάσιμες ώρες για να τυπώσει τα μικρά του κουπόνια (εγρασίας). Εδώ όχι μόνο η “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου” τίθεται ως αυτό που η επανάσταση θα έπρεπε να είναι πάντα καθαυτή, ταυτόχρονα δεν είναι και τίποτα περισσότερο από την αυτεπιβεβαίωση του προλεταριάτου που διατηρεί την αυτονομία του.

Η δεύτερη παραπομπή είναι στον Werner Imhof:

Οι μισθωτοί εργάτες αν μπορούν καθόλου να ενωθούν, είναι ως μια τάξη “για τον εαυτό της”, με σκοπό να καταργήσουν τον εαυτό τους ως τάξη, μέσω της πλήρους άρνησης της κατακερματισμένης ατομικής ιδιοκτησίας, μέσω του ενδιαφέροντος όχι απλά της ιδιοποίησης των λειτουργικών μέσων της παραγωγής, αλλά επίσης της ιδιοποίησης της κοινωνικής διαδικασίας της αναπαραγωγής στην ολότητά της (και αυτό σημαίνει απαραίτητα: σε μια παγκόσμια κλίμακα)” (Θέση 13).

Εδώ το “να καταργήσουν τον εαυτό τους ως τάξη” δεν είναι τίποτα περισσότερο από την κοινωνικοποίηση της εργασίας και των μέσων παραγωγής, καθώς και την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας: με άλλα λόγια, την αλφαβήτα της επιβεβαίωσης του προλεταριάτου και της ενοποίησής του. Κι εδώ της παραπομπής

προηγείται ένα σχόλιο που την εμφανίζει ως “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου”. Τίποτα σε αυτή την παραπομπή, όπως και στην προηγούμενη, δεν πηγαίνει πιο πέρα από τις διαφορετικές μορφές της οργάνωσης της παραγωγής, και ζητήματα διαχείρισης και ιδιοκτησίας.

To 1968, οι “επαναστατικές μειοψηφίες” συνέλαβαν την αυτο-κατάργηση “με μεγαλύτερη ακρίβεια από τους προηγούμενούς τους” στην διάρκεια του επαναστατικού κύκλου γύρω στο 1917 (Θέση 16). Μας λένε, λοιπόν, ότι εκείνη την εποχή, το 1917, η επανάσταση ήταν ήδη η “αυτο-κατάργηση”, κάτι που θα έπρεπε να

καταδειχτεί. Όμως, σε αυτή την περίπτωση, αν ήταν ήδη αυτο-κατάργηση, πώς συμβαίνει και “οι αγώνες της δεν την έχουν οδηγήσει μέχρι σήμερα πέρα από την ταξική κοινωνία αλλά βαθύτερα σε αυτήν” (Θέση 9); Παρά την γενική διακήρυξη της Θέσης 9 (“δεν υπάρχει επαναστατική ουσία”, “το προλεταριάτο είναι οι αγώνες του”), σε κάθε περίπτωση η πάλη είναι “αυτο-κατάργηση”, και η επανάσταση πάντα ουσιαστικά ταυτόσημη με τον εαυτό της. Έπεται ότι το προλεταριάτο είναι πάντα ουσιαστικά επαναστατικό, αλλά για διάφορους λόγους τα πράγματα ποτέ δεν πάνε καλά.

Γιατί η Ρωσική επανάσταση ήταν μια “αποτυχία”; Το Kosmoprolet συλλαμβάνει την πτυχή της διαχείρισης και της απόκτησης του ελέγχου των εργοστασίων στη Ρωσική Επανάσταση κατά την ανοδική της φάση στο διάστημα από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 1917. Δεν αρνείται τα γεγονότα, αλλά τα βαφτίζει ως ένα κομμουνιστικό ρεύμα” και δίνει ως περιεχόμενο σε αυτό το ρεύμα την αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου”. Από το σημείο αυτό κι ύστερα τίποτα δεν βγάζει νόημα. Θα πρέπει να ξεπεράσουμε αυτήν την ουσιοκρατία της Επανάστασης και του Κομμουνισμού για να μπορέσουμε να δούμε τον ουσιώδη σύνδεσμο ανάμεσα στην επανάσταση και την Μπολσεβίκικη αντεπανάσταση.

Η Μπολσεβίκικη αντεπανάσταση εκπηγάζει και ρέει φυσικά αφεαυτού της (κάτι που δεν σημαίνει χωρίς συγκρούσεις) στην πορεία της επανάστασης των εργατών. Είναι, όπως είπε ο Τρότσκυ, “η κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο στο σύνολό του” και, μαζί με αυτό, “ο εργατικός έλεγχος θεμελιωμένος προς το συμφέρον μιας σχεδιασμένης ρύθμισης της εθνικής οικονομίας” (“Ψήφισμα για τον Εργατικό Έλεγχο της 14/27 Νοεμβρίου 1917”, στο: Carr, “The Bolshevik Revolution, vol. 2, The Economic Order”, σελ. 77). Αν η επανάσταση είναι ο έλεγχος και η διαχείριση των εργοστασίων, η οργάνωση των σχέσεών τους, η κυκλοφορία και η ανταλλαγή προϊόντων της εργασίας, τότε δεν έχει τίποτα άλλο να αντιπαραθέσει στο κράτος, την αξία, τον σχεδιασμό και την ανανεωμένη καπιταλιστική κεντρική διαχείριση από την “από-τα-κάτω” Σοβετική δημοκρατία. Meaning, nothing, a pure form and resistance to work that has once again been imposed.

Η Μπολσεβίκικη αντεπανάσταση γίνεται το αποτέλεσμα τύχης, γιατί η επανάσταση δεν συλλαμβάνεται στην ιστορικότητά της, ούτε στην ουσία της σαν επανάσταση-ως-επιβεβαίωση-της-εργατικής-τάξης: “Οι Μπολσεβίκοι ίσως είχαν παραμείνει στο επαναστατικό στρατόπεδο…” αν είχε γίνει επανάσταση στην Ευρώπη. Όχι, ξεκινώντας από το Μπρεστ-Λιτόβσκ3, οι Μπολσεβίκοι κάνουν τα πάντα ώστε να μην υπάρξει επανάσταση στην Ευρώπη, όπως μας λέει οποιοδήποτε “κοινά γνωστό” κείμενο4 της υπεραριστεράς. Ό,τι ξέρουμε είναι ότι “η δικτατορία του κόμματος εκτέλεσε μια από τις εναλλακτικές που επέτρεπαν οι εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες το 1917” (Θέση 6)5. Αλλά γιατί, ποιά ήταν η σχέση ανάμεσα στους Μπολσεβίκους και το “κομμουνιστικό ρεύμα” της Ρωσικής Επανάστασης; Εδώ, όχι μόνο η απουσία της επανάστασης στη Δύση παρέχει μια διαφυγή από μια ανάλυση της Ρωσικής Επανάστασης και της σχέσης της με την Μπολσεβίκικη αντεπανάσταση, αλλά και εξακολουθεί να θέτει το ζήτημα της σχέσης των Μπολσεβίκων με την επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη.

Πώς θα μπορούσαν οι Μπολσεβίκοι με την ιδιότητά τους ως “κρατιστές” (όπως τους αποκαλούν οι συγκεκριμένες Θέσεις) να “είχαν μείνει στο επαναστατικό στρατόπεδο”; Ποιο “επαναστατικό στρατόπεδο” είναι αυτό, αυτό με την εξουσία των εργατικών Συμβουλίων; Στην πραγματικότητα ήταν το “επαναστατικό στρατόπεδο” της περιόδου εκείνης, αρκεί να μην σκέφτεται κανείς ότι η πραγματική επανάσταση, όπως και η “πραγματικά κοινωνική”, ήταν πάντα η “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου”. Αλλά στις Θέσεις αυτές, ανάμεσα στην “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου” και την επιβεβαίωσή του δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από τη διαφορά ανάμεσα στην αυτονομία και την αντιπροσώπευση. Αν οι προλετάριοι δρουν αφεαυτού τους πρόκειται για αυτο-κατάργηση” (ή σχεδόν, ανάλογα με τις συνθήκες)· αν βασίζονται σε αντιπροσωπεύσεις, τότε μιλάμε για επιβεβαίωση. Συνεπώς, η επανάσταση έχει μια αμετάβλητη φύση και είναι η προβληματική των συνθηκών που διαμορφώνει τις μορφές υπό τις οποίες η φύση αυτή εμφανίζεται. Βρίσκουμε αυτή την προβληματική στην μορφή της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της αντίθεσής τους με τις σχέσεις παραγωγής.

Η Θέση 17 μας λέει ότι “το να πάρουμε την αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις ως σημείο αφετηρίας έχει πέσει σε ανυποληψία και αυτό όχι χωρίς λόγο”. Όμως, μετά από αυτή την δικαιολογημένη κριτική της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων ως του βασιλικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό, η Θέση θεωρεί ότι αυτή η ίδια ανάπτυξη “μπορεί να εξυπηρετήσει τους παραγωγούς κάτω από άλλες κοινωνικές σχέσεις”. Το ουσιώδες πράγμα είναι να θεωρούμε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αυτή την ανάπτυξη ως μια συσσώρευση χρησιμοποιήσιμων συνθηκών και όχι ως ένα είδος αντίθεσης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο. Ακόμα περισσότερα, όταν οποιαδήποτε θεώρηση δεν έχει ασκήσει κριτική στην ίδια την έννοια των παραγωγικών δυνάμεων, οδηγεί στην αναφορά με την οποία κλείνη αυτή η Θέση:

Έτσι, το 1969 το Comitato Operaio di Porto Marghera6 παρατηρούσε ότι “η ποσότητα της συσσωρευμένης επιστήμης είναι τόσο μεγάλη ώστε η εργασία θα μπορούσε άμεσα να μειωθεί σε ένα παρεμπίπτον γεγονός της ανθρώπινης ύπαρξης, παρά να διακηρύσσεται ως το “θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης””.

Η παραγωγή τίθεται ως μια, κατά κοινή παραδοχή, βαριά και όχι ευχάριστη αναγκαιότητα, ουδέτερη, όμως, και αντικειμενική, που ασκείται από μια εξίσου ουδέτερη και αντικειμενική δραστηριότητα, την εργασία. Όλο το ζήτημα είναι να περιοριστεί αυτή η “κατάρα”. Αλλά όπως και οι παραγωγικές δυνάμεις, η εργασίαείναι μια κοινωνική σχέση. Το ζήτημα δεν είναι να μειωθεί αλλά να καταργηθεί. Αν υπάρχει μια ελπίδα αναγνώρισης της πιθανότητας της “σχόλης”7, αυτή θα βασιζόταν σε μια ανάπτυξη της “παραγωγικότητας” (Θέση 21). Πρέπει να πιστέψουμε, άραγε, ότι αν θέλουμε να εξασφαλίσουμε το ένα (τη σχόλη) είναι αναγκαίο να διατηρήσουμε το άλλο: την παραγωγικότητα;

Ακόμα κι αν αυτό επιτευχθεί μέσω μιας διαδικασίας διαλογής και μια χρήση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων “προς όφελός μας”, παραμένει το γεγονός ότι το προλεταριάτο υιοθετεί/αναλαμβάνει τον “όχι τιμητικό ρόλο ενός προσαρτήματος8 της καπιταλιστικής ανάπτυξης” που έχει αποκηρυχθεί στην Θέση 16 ως ένα χαρακτηριστικό του “παλιού εργατικού κινήματος”. Όμως η ίδια θέση επιβεβαιώνει ότι η “καπιταλιστική κοινωνικοποίηση” είναι τέτοια που “μπορεί να οδηγήσει άμεσα στον κομμουνισμό” (δική μας έμφαση – TC). O Μαρξ, στην παραπομπή που ακολουθεί αυτή την παράξενη διατύπωση, θέτει “γυμνή” μια κινούμενη αντίφαση και όχι μια πρόοδο που κατατείνει προς έναν άμεσο μετασχηματισμό (ετμ.).

To προλεταριάτο είναι ακόμα σε τέτοιο βαθμό αυτός ο “ανέντιμος κολαούζος” που οι επιλογές του για δράση και οι πιθανότητες μιας επαρκούς φανέρωσης της σταθερής φύσης της επανάστασης εξαρτώνται από αυτή την ανάπτυξη, όπως φαίνεται στην περίπτωση της Ρωσικής Επανάστασης και στις “χείριστες συνθήκες” της ή πιο γενικά στην “περίοδο του εργατικού κινήματος”, όταν δεν υπήρχε το “χωρίς να είναι ποτέ πραγματικά ικανό να την υπερβεί” (Θέση 3, δική μας έμφαση – TC). Εδώ η επανάσταση, ως διιστορική σταθερά, και η προβληματική των συνθηκών, που διευκολύνουν ή αποτελούν τροχοπέδη στην εκδήλωση αυτής της σταθεράς, συνδυάζονται.

Αυτή η αντίθεση, ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής, που έχει περιέλθει σε ανυποληψία”, σύμφωνα με την Θέση 17, “επιτείνεται” στη Θέση 18. Μια επίταση που κάνει “τον αναχρονισμό του κεφαλαίου να γίνεται αισθητός”. Ακολουθώντας τον Ντεμπόρ, η εργασία κρίνεται σύμφωνα με την παραγωγή της σε μια ιστορική “γενεαλογική γραμμή”9 που οδηγεί από την χρησιμότητα στην επιβλάβεια αυτού που παράγει. Αυτή η (ηθική) θεώρηση είναι καθαρά αντικειμενιστική και δεν λαμβάνει υπόψη της την εργασία ως μια δραστηριότητα σε μια συγκεκριμένη κοινωνική σχέση.

Δεν είναι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων εγγύτερα, αλλά η ιστορία της αντίθεσης που παράγει αυτή την κίνηση, που φέρνει τον καιρό της επανάστασης.

Στα “Grundrisse”, ο Μαρξ μας δίνει την ουσία της κριτικής της αντικειμενιστικής αντίληψης αυτής της αντίθεσης:

Το κεφάλαιο το ίδιο είναι η κινούμενη αντίφαση, [κατά] το ότι πιέζει για την μείωση του εργάσιμου χρόνου σε ένα ελάχιστο, ενώ, από την άλλη, θέτει τον εργάσιμο χρόνο ως το μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου. Συνεπώς εκμηδενίζει τον εργάσιμο χρόνο στην αναγκαία για να την αυξήσει στην πλεονάζουσα μορφή του”.

Οι σχέσεις παραγωγής είναι οι ίδιες ο περιορισμός στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή η αντίθεση επιλύεται σε μια αντίθεση εσωτερική στις ίδιες τις σχέσεις παραγωγής, μια αντίθεση που το περιεχόμενο, η μορφή και η διαδικασία της είναι η εκμετάλλευση (και σε ένα άμεσο επίπεδο, η πάλη ανάμεσα στις τάξεις δεν είναι συνέπεια ούτε διαμορφώνεται από αυτή την “αντίθεση”).

Η αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής είναι μόνο η μορφή με την οποία εμφανίζεται η εσωτερική αντίθεση της αξιοποίησης του κεφαλαίου (μια κινούμενη αντίφαση), και είναι παρούσα τόσο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων όσο και στις σχέσεις παραγωγής. Οι παραγωγικές δυνάμεις είναι η υλική μορφή των σχέσεων παραγωγής, είναι ως κοινωνική εργασία διαχωρισμένη από την ατομική εργασία που έχουν αυτή την αντιφατική δύναμη που μπορεί να επιφέρει την κατάλυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Τελικά αυτή η περίφημη αντίθεση ανάγεται στην αντίθεση ανάμεσα στην ικανότητα της εργασίας να παράγει αξία για το κεφάλαιο και την αμφισβήτηση αυτής της ικανότητας, που εμπεριέχει η ίδια η δράση της (ετμ.).

Η αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις δρα στις Θέσεις αυτές όχι μόνο ως μια συνθήκη που διαμορφώνει την σταθερή φύση της επανάστασης και του κομμουνισμού, αλλά επίσης ορίζει (ετμ.) την επανάσταση και τον κομμουνισμό.

Όμως δεν πρέπει να φορτώσουμε στην επανάσταση τη ψευδή υπόσχεση ότι θα μετατρέψει το βασίλειο της αναγκαιότητας σε παιχνίδι και ευχαρίστηση· έστω και ελάχιστα, αυτό το βασίλειο της αναγκαιότητας θα συνεχίσει να υφίσταται στη σημερινή του αφηρημένη αντίθεση με το βασίλειο της ελευθερίας, εκκενωμένο από οποιαδήποτε δυνατότητα διαμόρφωσης του κόσμου” (Θέση 13) (στμ. Μεταφραστική διαφορά από την μετάφραση των “28 Θέσεων” από τον coghnorti).

Εξαιρετικά ισορροπημένη πράξη, αλλά οι δυο προτάσεις παραμένουν ξεχωριστές προτάσεις που απλά αποκαλύπτουν μια μεγάλη σύγχυση.

Αν συνδέσουμε την παραπομπή της Θέσης 13 με αυτήν για τους εργάτες του Porto Marghera (δες παραπάνω), πρέπει να συμπεράνουμε ότι είναι η “αναγκαιότητα” που κάνει την ταξική κοινωνία και όχι η ταξική κοινωνία που κάνει την αναγκαιότητα”. Πρέπει να επιβεβαίωσουμε εμφατικά ότι δεν είναι η δυνατότητα της αφθονίας που επιτρέπει τον κομμουνισμό, αλλά ότι είναι η παραγωγή του κομμουνισμού που ορίζει, όχι ποσοτικά αλλά κοινωνικά, την αφθονία, καθιστώντας την παραγωγή των σχέσεων ανάμεσα στα άτομα ως άτομα το μέσο και τον σκοπό κάθε δραστηριότητας (ετμ.). Ξεπερνώντας τις κατηγορίες του έχειν, ο κομμουνισμός δίνει ένα άλλο περιεχόμενο στην πλούτο που δεν μπορεί να μετρηθεί. Είναι η διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις που δημιουργεί τις ιστορικές (και όχι φυσικές) έννοιες της ανάγκης, της έλλειψης ακόμα και της αφθονίας, σε σχέση με μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και όχι σε σχέση με τις ανθρώπινες ανάγκες που ως τέτοιες είναι μη-ορίσιμες (ετμ.) (όπως και η ικανοποίησή τους).

Η δραστηριότητα του ανθρώπου, ως αντικειμενικού όντος, είναι εργασία μόνο στον βαθμό που η κοινωνική δραστηριότητα και η ατομική δραστηριότητα δεν συμπίπτουν στις σχέσεις που τα άτομα διατηρούν μεταξύ τους. Αυτή η δραστηριότητα γίνεται η διαμεσολάβηση που τα συνδέει και ορίζει, μέσω των συνθηκών με τις οποίες συντελείται, την ατομική δραστηριότητα ως κοινωνική δραστηριότητα. Η κατάργηση της εργασίας είναι η κατάργηση μιας κοινωνικής σχέσης. Το να πούμε ότι οι άνθρωποι σε μια “κομμουνιστική κοινωνία” συνεχίζουν να διατηρούν οργανικές ανταλλαγές με την φύση και συνεπώς ότι υπάρχει (ακόμα) εργασία σημαίνει να καθιστούμε την έννοια της εργασίας κάτι τόσο άχρηστο όσο και αληθινό (κάτι τετριμένα αληθινό): το ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να αναπνέουν δεν μας λέει τίποτα σχετικά είτε με τον κομμουνισμό είτε με τον καπιταλισμό. Όχι μόνο είναι άχρηστη η έννοια της εργασίας που χρησιμοποιείται κατ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά επίσης αντιφάσκει με τον εαυτό της, καθώς συμπεριλαμβάνει κάθε δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των δραστηριοτήτων που θεωρούνται “ανώτερες” και προκύπτουν από τον ελεύθερο χρόνο κάποιου/ας , μια έννοια εργασίας που ο Μαρξ θεωρεί ως “μη-εργασία”. Αληθεύει ότι η κατάργηση της εργασίας δεν είναι στον πυρήνα της επαναστατικής δράσης (γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε με την τυποποίηση αντιθετικών κοινωνικών σχέσεων σε συγκεκριμένους τύπους δραστηριοτήτων, με συνέπεια την φυσικοποίησή τους και την αναγωγή τους σε ένα πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα σε άτομα, φύση και κοινωνία), παρόλα αυτά αληθεύει εξίσου ότι η κατάργηση του κεφαλαίου και η παραγωγή του κομμουνισμού είναι η κατάργηση της εργασίας, ακόμα και αν αυτό δεν προκύπτει από μια προβληματική και μια δυναμική εσωτερική στην “εργασιακή δραστηριότητα”.

Πιθανόν η παραγωγική δραστηριότητα δεν θα γίνει παθιασμένη “εν μια νυκτί” αλλά αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ο κομμουνισμός δεν μπορεί να επιτρέψει την συνύπαρξη δυο διαφορετικών σφαιρών. Δεν μπορεί να υπάρχουν συγκεκριμένες δραστηριότητες που θα παραμένουν “μη-παθιασμένες” και άλλες που θα έχουν γίνει.

Το να πούμε ότι υπάρχουν προβλήματα που δεν θα λυθούν “σε μια νύχτα” είναι αληθές. Τα προβλήματα αυτά είναι πραγματικά και δεν θα λυθούν με το κούνημα ενός μαγικού ραβδιού. Το γεγονός ότι ο κομμουνισμός θα πρέπει να επιλύσει σε ένα πρώτο βήμα προβλήματα που κληρονομούνται από τον καπιταλισμό (άνιση ανάπτυξη, ο ποιοτικός μετασχηματισμός των μέσων/εργαλείων παραγωγής, η απάλειψη των επικίνδυνων φυτών, η ελάττωση της (υπερ)συγκέντρωσης του πληθυσμού, o περιορισμός των υλικών μορφών, εγγεγραμμένων στον χώρο, της αντίθεσης πόλης-υπαίθρου, η “αποκατάσταση” των προηγούμενων αγροτικών ή “φυσικών” χώρων) δεν δημιουργεί μια περίοδο δραστηριότητας κατά την οποία δεν θα “λειτουργεί” σύμφωνα με αυτό που είναι, σε συμφωνία με την ίδια του την φύση, και δεν θα το κάνει αυτό μέχρι να επιτευχθεί ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης, ένα επίπεδο που είναι τελικά εντελώς αδύνατο να προσδιοριστεί.

Στο κεφάλαιο, η κοινωνία, ως το πρωταρχικό αποτέλεσμα της παραγωγής, υπάγεται κάτω από τον πόλο του κεφαλαίου το οποίο, ως μια κοινωνική σχέση, είναι απαραίτητο ένα αντικείμενο. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, η αντικειμενικότητα είναι η συνεχώς αναπαραγώμενη μορφή που το κεφάλαιο ως θεμελιώδης κοινωνική σχέση παίρνει, σε αντίθεση με την υποκειμενικότητα της δραστηριότητας που υπόκειται σε αυτό και που ως τέτοια αποτελεί τον άλλο πόλο του τρόπου παραγωγής ή της παραγωγικής διαδικασίας. Η κατάργηση των τάξεων σηματοδοτεί τόσο την κατάργηση της δραστηριότητας ως υποκειμενικότητας όσο και την κατάργηση του προϊόντος της ως αντικειμενικότητας σε αντίθεση με αυτήν (την δραστηριότητα ως υποκειμενικότητα). Η αφθονία που δημιουργείται από την κομμουνιστική επανάσταση δεν είναι ζήτημα του έχειν αλλά του είναι μαζί, της κοινότητας. Αυτό που συμβαίνει τη στιγμή της ίδιας της επανάστασης είναι η απο-αντικειμενικοποίηση του κόσμου. Η πηγή του αμφιλεγόμενου της προσέγγισης στον κομμουνισμό σε αυτές τις Θέσεις έγκειται στην ίδια την σύλληψη της προοδευτικής” ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Είναι πάνω από όλα αυτή η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (λαμβανόμενη) από μόνη της που θα μπορούσε να επιτρέψει τον κομμουνισμό. Η επανάσταση δεν είναι στην πραγματικότητα μια ρήξη με αυτή την ανάπτυξη κατανοούμενη ως ένα καθορισμός της ταξικής πάλης, ως μια σχέση μεταξύ των τάξεων, αλλά απλά ως μια δαφορετική χρησιμοποίηση αυτών των δυνάμεων.

Από την σταθερή φύση της επανάστασης, προτυποποιημένης πάνω στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, φτάνουμε στην ουσία του επαναστατικού προλεταριάτου. Η Θέση 9 μας λέει ότι “το προλεταριάτο δεν έχει επαναστατική ουσία”, αλλά λειτουργεί περισσότερο ως μια άρνηση που επιδιώκει να καταπνίξει αυτό που είναι εμφανές σε όλο το κείμενο παρά ως μια πρόταση από την οποία μπορούν να προκύψουν όλες οι συνέπειες.

  • Το προλεταριάτο δεν έχει επαναστατική ουσία”

  • Το προλεταριάτο είναι η πάλη του”

  • Οι αγώνες του δεν το έχουν οδηγήσει μέχρι σήμερα πέρα από την ταξική κοινωνία αλλά βαθύτερα σε αυτήν”

  • Εξίσου ελάχιστα ισχύει ότι με την ενσωμάτωση του προλεταριάτου η δυνατότητα της επανάστασης έχει εκμηδενιστεί”

  • H υλιστική σύλληψη της ιστορίας υποθέτει ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, ότι οι ταξικοί αγώνες θα μπορούσαν να είχαν διαφορετικές εκβάσεις”

  • Το προλεταριάτο είναι αυτό που κάνει”, αλλά θα μπορούσε να έχει κάνει κάτι άλλο.

  • Συμπέρασμα 1: το προλεταριάτο θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι επειδή αν οι αγώνες του ήταν κάποιου άλλου είδους η πρόταση “το προλεταριάτο είναι η πάλη του” μας οδηγεί στο ότι: το προλεταριάτο θα μπορούσε να έχει έναν διαφορετικό ορισμό.

  • Συμπέρασμα 2: συνεπώς το προλεταριάτο δεν είναι αυτό που κάνει επειδή θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που κάνει.

  • Συμπέρασμα 3: το προλεταριάτο θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Αλλά αν το προλεταριάτο ήταν διαφορετικό, θα ήταν πρώτον αδύνατον για μας να πούμε κάτι τέτοιο, και δεύτερον αδύνατον για μας να το αποκαλέσουμε προλεταριάτο.

Η ανάπτυξη του κεφαλαίου δεν είναι τίποτα περισσότερο από την αντίφαση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο, δεν υπάρχει κάποιος “σύνδεσμος” ανάμεσά τους, ούτε στέρεος ούτε ρευστός ούτε από τον ένα όρο στον άλλον. Δεν υπάρχει τίποτα να κατασκευαστεί ανάμεσα στον ντετερμινισμό και την ελευθερία, την αναγκαιότητα και την δυνατότητα, το αναλλοίωτο και το ενδεχομενικό, ανάμεσα στην λίγο καθορισμένη ελευθερία και τον ντετερμινισμό που να είναι λίγο ελεύθερος, ανάμεσα στις συνθήκες και την δραστηριότητα.

Το να ισχυρίζεται κανείς ότι “η ταξική πάλη θα μπορούσε να ήταν αλλιώς” σημαίνει να αναγνωρίζει την ανάπτυξη του κεφαλαίου ως ένα πλαίσιο στο οποίο αποδίδουμε λιγότερη ή περισσότερη αποτελεσματικότητα, αλλά πάντοτε ως ένα άθροισμα συνθηκών. Το να υπερβούμε όλες τις εκφάνσεις του ντετερμινισμού σημαίνει να θεωρούμε την επανάσταση και τον κομμουνισμό ως πραγματικές ιστορικές παραγωγές την μοναδικής ιστορίας που υπάρχει, αυτής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Όταν ορίζουμε την εκμετάλλευση ως την αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο, ορίζουμε την αντίθεση ως μια ιστορία. Το στάδιο της συσσώρευσης δεν είναι μια εξωτερική συνθήκη νικών και ηττών, δεν είναι μια συγκυρία. Η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν είναι η πραγματοποίηση ή η συνθήκη της αντίθεσης των τάξεων που αντιπαραθέτει το προλεταριάτο στην τάξη των καπιταλιστών, είναι η πραγματική της ιστορία. Αυτή η αντίθεση δεν υιοθετεί διαφορετικές μορφές· δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτές τις μορφές που είναι η δυναμική του ίδιου του μετασχηματισμού τους. Ο κομμουνισμός είναι ιστορικός και είναι σε σχέση με την άμεση διαδρομή κάθε κύκλου αγώνων. Όταν λέμε ότι η επανάσταση μπορεί να είναι μόνο άμεση κομμουνιστικοποίηση, αυτό δεν σημαίνει ότι ο κομμουνισμός θα εμφανιστεί τώρα, επιτέλους, όπως θα μπορούσε να είναι στην πραγματικότητα ή όπως θα έπρεπε πάντα να είναι.

Θα μπορούσε να έχει συμβεί κάτι διαφορετικό; Δεν ξέρουμε και δεν δίνουμε δεκάρα. Το ερώτημα δεν έχει νόημα. Αυτό που δεν συνέβη κάνει κάποιον να αφήνει το βασίλειο της σκέψης για να εισέλθει σ’ αυτό της δοξασίας και της πίστης. Η ιδεολογία του δυνατού μπορεί να κοιτάξει προς το παρελθόν και να πει: “αυτό θα μπορούσε να έχει γίνει ή να μην έχει γίνει”· συνίσταται πάντα, από την σκοπιά της περιόδου που ακολουθεί, στο να θεωρεί κανείς ως ενδεχομενικό αυτό που ήταν ουσιώδες στην προηγούμενη περίοδο (ετμ.). Από αυτή την αντικατάσταση πηγάζει η πίστη στο αναλλοίωτο ως τον ουσιώδη πυρήνα που θα προκύψει από αυτή την κίνηση.

Είναι θεωρητικά αδύνατον να υποστηρίξει κανείς ταυτόχρονα ότι δεν υπάρχει κάποια επαναστατική ουσία και ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά.

Οι αγώνες οδηγούσαν πάντα το προλεταριάτο “ακόμα πιο βαθιά στην ταξική κοινωνία” και όμως “η δυνατότητα της επανάστασης δεν είχε εκμηδενιστεί”. Αν “η δυνατότητα της επανάστασης δεν είχε εκμηδενιστεί” αυτό συμβαίνει επειδή υπήρξε. Συνεπώς οι αγώνες δεν “οδηγούσαν το προλεταριάτο ακόμα βαθύτερα στην ταξική κοινωνία”, ή αλλιώς η “επανάσταση” υπήρχε μόνο ως μια “δυνατότητα”. Αλλά τότε ποιά είναι η βάση αυτής της δυνατότητας αν “το προλεταριάτο είναι οι αγώνες του” και “οι αγώνες του…κ.λπ.”;

Αυτό που φέρνει το Kosmoprolet σε όλα αυτά τα λογικά αδιέξοδα είναι η υπόθεση μιας ουσιολογικής σύλληψης της επανάστασης και του κομμουνισμού. Η επανάσταση είναι, εξ ορισμού, για το Kosmoprolet πάντα η “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου” και η “κομμουνιστικοποίηση” (ακόμα και αν η “αυτο-κατάργηση” αυτή συγχέεται με την αυτόνομη επιβεβαίωση). Παρόλα αυτά δεν συνέβη και είναι δύσκολο ακόμα και να ταυτοποιήσει κανείς ιστορικά τα πρώτα βήματά της (οι “εκλάμψεις των στιγμών προχωρήματος” και οι “μικρές ριζοσπαστικές μειονότητες” δεν ορίζονται ποτέ σε σχέση με το περιεχόμενό τους). Το Kosmoprolet μας λέει ότι αυτό δεν συνέβη επειδή το προλεταριάτο δεν το έκανε. Το προλεταριάτο δεν έχει επαναστατική ουσία αλλά η επανάσταση είναι ουσιώδης10. Αλλά αν η επανάσταση είναι ουσιώδης, αυτό που κάνει το προλεταριάτο μετράται ως προς αυτό το πρότυπο (θα μπορούσε να έχει κάνει κάτι άλλο) επειδή η αληθινή επαναστατική έκβαση υπάρχει δυνητικά πάντα, έχει “εκμηδενιστεί”. Σε όλη τη διάρκεια του “εργατικού κινήματος” η ταξική πάλη είχε την “λανθασμένη αντίληψη” (Θέση 8) ότι θα “ξεπερνούσε το κεφάλαιο”.

Ας το πούμε απλούστερα: το προλεταριάτο σε αυτές τις Θέσεις έχει μια επαναστατική ουσία, αλλά αληθεύει επίσης ότι “είναι οι αγώνες του”, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η ουσία υπόκειται σε συνθήκες (ετμ.).

Αυτή η ουσία είναι μια αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής της οποίας το προλεταριάτο είναι μια προσωποποίηση. Το “κοινωνικό” υποστασιοποιείται εδώ σε σχέση με την άμεση (“μη-κοινωνική”) ύπαρξη. Δεν μπορούμε να κάνουμε το κοινωνικό” έναν καθορισμό σε αντίθεση με μια “μη-κοινωνική” ύπαρξη στον καπιταλισμό. Αυτό που χαρακτηρίζεται ως “μη-κοινωνικό” σε αυτές τις Θέσεις είναι στην πραγματικότητα το μόνο υπάρχον κοινωνικό, και ειναι εντελώςκοινωνικό. Υποστασιοποιώντας το, το Kosmoprolet μπορεί να έχει μια σταθερά στον ορισμό του προλεταριάτου που το ορίζει ως επαναστατικό, αλλά ενάντια στην ύπαρξή του όπως αυτή έχει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αυτή είναι μια εσωτερική αντίθεση που συνδέει δυο όρους που δεν έχουν τίποτα κοινό, εκτός από το να είναι (αν δεν είναι) το ένα το ακριβώς αντίθετο του άλλου. Είναι αντίθετα που δεν περνάνε το ένα στο άλλο, όπως ακριβώς συνέβαινε στην περίπτωση του φιλοσοφικού κομμουνισμού των αρχών της δεκαετίας του 1840, με τις διαχωρισμένες εξατομικευμένη ύπαρξη των ατόμων και την κοινοτι(στι)κή11 ύπαρξη”.

Η επανάσταση είναι τότε η “ευθυγράμμιση” του κοινωνικού με τον εαυτό του. Εδώ επανανακαλύπτουμε τον κανονικισμό12 και την επαναστατική ουσία της τάξης εντός ενός δυισμού που ποτέ δεν κατασκευάζεται τυπικά και εκπεφρασμένα σε αυτές τις Θέσεις. Αυτό που λείπει είναι η μετάβαση από τον έναν στον άλλο όρο της δυικότητας: η απουσία μιας ανάπτυξης13 ανάμεσα στους οικονομικούς αγώνες και την επανάσταση (Θέση 13) γίνεται ένα ρήγμα που η διάσχισή του είναι μια απόλυτη αντιστροφή εξαρτώμενη από όλα αυτά που αναπτύσσονται από την “κομμουνιστική προοπτική” και “συνείδηση” στις προηγούμενες τέσσερις Θέσεις.

Η παραγωγή αυτής της παραγράφου (Θέση 13) μοιάζει να είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η “κοινωνικοποίηση μέσω του κεφαλαίου παραμένει αντιφατική”. Όταν οι Θέσεις διακρίνουν και αντιθέτουν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής “την παραγωγή για τους άλλους” και την παραγωγή που αποκτά μόνο μια “κοινωνική εγκυρότητα με την δράση της ανταλλαγής” (Θέση 13), αγνοούν το γεγονός ότι είναι αυτή η “εγκυρότητα” που είναι “παραγωγή για τους άλλους”, είναι η ίδια η ύπαρξή της. Οι Θέσεις προϋποθέτουν εκπεφρασμένα μια “πραγματικά κοινωνική” και μια “ψευδή κοινότητα” (Θέση 13), κάτι που οδηγεί, για παράδειγμα, στο γεγονός ότι αν οι προλετάριοι “αποκτήσουν τον έλεγχο των αντίστοιχων εργασιακών χώρων” αυτό δεν θα ήταν κάτι πραγματικά κοινωνικό. Η εργατική επανάσταση, που είχε σαν περιεχόμενο την επιβεβαίωση του προλεταριάτου, παρουσιάζεται και κριτικάρεται ως προς αυτό το πρότυπο: δεν ήταν πραγματικά κοινωνική”.

Αυτή η κοινωνικοποίηση εμπεριέχει μιαν αντίφαση, αλλά η ίδια η κοινωνικοποίηση δεν είναι αντιφατική σε σχέση με τον εαυτό της, σε σχέση με αυτό που είναι “πραγματικά κοινωνικό14. Δεν υπάρχει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής αντίφαση σχετικά με την “κοινωνικοποίηση” αυτή καθεαυτή. Στις Θέσεις η αντίθεση των τάξεων ενδιπλώνεται πίσω σε μια αντίθεση της έννοιας της κοινωνικοποίησης, από την οποία είναι δυνατό κάθε είδος “ολισθήματος” σε σχέση με τα προλεταριοποιημένα άτομα”.

Στην Θέση 15, οι “εξατομικευμένοι μισθωτοί εργάτες μετασχηματίζουν τους εαυτούς τους σε κοινωνικά άτομα”. Αυτή είναι η “κίνηση της κομμουνιστικοποίησης”.

Λες και οι εργάτες δεν είναι κοινωνικά άτομα. Στο θεμέλιο αυτής της θέσης υπάρχει μια ολόκληρη διαλεκτική του “κοινωνικού”, μιας “κοινωνικής αντίθεσης” (Θέση 13). Η εργασία δεν είναι την ίδια στιγμή “κοινωνική” και “μη-κοινωνική” (Θέση 13). Λες και το “κοινωνικό” έφτασε τελικά με τον κομμουνισμό στην επαρκή του μορφή του “πραγματικά κοινωνικού”.

Αυτό το “κοινωνικό” είναι στις Θέσεις η “επαναστατική φύση”, που κατασκευάζεται πάντα ως το αρνητικό αυτού που είναι το προλεταριάτο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (“μη-κοινωνικό”). Μπορεί συνεπώς να είναι επαναστατικό μόνο στην “αυτο-κατάργησή” του. Αλλά αυτή η “αυτο-κατάργηση” είναι η υπέρβαση της αντίφασης του “κοινωνικού”.

Θα έπρεπε να ειπωθεί ξεκάθαρα ότι η εργασία είναι κοινωνική ως παραγωγός της αξίας και ακριβέστερα ως αξιοποίηση του κεφαλαίου, ως διαίρεση της εργασίας και ως παραγωγή εμπορευμάτων. Αυτή η κοινωνικοποίηση δεν χρειάζεται οποιαδήποτε αναφορά σε κάτι “πραγματικά κοινωνικό” για να είναι μια αντίθεση· αλλά αυτή η αντίθεση δεν αντιθέτει το “μη-κοινωνικό” στο “πραγματικά κοινωνικό”. Είναι μια αντίθεση ανάμεσα σε τάξεις. Αν δεν το λέμε αυτό τότε κάτω από τις παρούσες κοινωνικές” μορφές προϋποθέτουμε ένα πραγματικά κοινωνικό.

Στη Θέση 16, το κοινωνικό ως περιεχόμενο της αυτο-κατάργησης του προλεταριάτoυ εμφανίζεται (σε αντίθεση με τον φιλοσοφικό κομμουνισμό) ως το αποτέλεσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

Το κοινωνικό είναι η “ορθολογική καθολικότητα”, κάτι στο οποίο βρίσκουμε μια μορφή παραγωγής που τον σκοπό της μπορούμε να τον αναγνωρίσουμε” ως την δική μας “ικανότητα να αναγνωρίσουμε τον σκοπό της παραγωγής ως δικό μας” (Θέση 13). Εδώ δεν έχουμε τίποτα άλλο παρά την “κοινωνία των συνεταιρισμένων παραγωγών”, την κατάργηση της αγοράς ως μιας ορθολογικής οργάνωσης της παραγωγής, έτσι ώστε η “ατομική ιδιοκτησία έχει οδηγήσει στη συλλογική οργάνωση της ζωής”15. Το Kosmoprolet έχει μια σταθερή ουσία της επανάστασης και του κομμουνισμού που δεν μπορούν παρά να γίνουν μια επαναστατική ουσία του προλεταριάτου, αλλά ταυτόχρονα δεν θέτει πλέον το προλεταριάτο ως τον φορέα του κομμουνιστικού σχεδίου, ως αυτό που ενσωματώνει αυτή την επαναστατική ουσία. Το Kosmoprolet θέλει ταυτόχρονα την επανάσταση ως αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου και ένα προλεταριάτο ως έναν συλλογικό παράγοντα”, παρόμοιο με το “προλεταριακό περιβάλλον”16. Φυσικά δεν θα είναι το ίδιο, αλλά [όπως και] το πρώτο θα εμφανιστεί ως μια τάξη “διεαυτή” ενάντια στο κεφάλαιο, μια τάξη που έχει επανασυσταθεί και ενοποιηθεί ως ένας “καλά ορισμένος συλλογικός παράγοντας.

Τάξη

Μέχρι την αναδιάρθρωση της αντιφατικής σχέσης ανάμεσα στις τάξεις τις δεκαετίες του 1970 και 1980, η ταξική πάλη όπως και το εργατικό κίνημα βασίζονταν στην αντίθεση ανάμεσα, από την μια πλευρά, της δημιουργίας και της ανάπτυξης της εργατικής δύναμης που έμπαινε σε εργασία από το κεφάλαιο με έναν αυξανόμενα συλλογικό και κοινωνικό τρόπο και, από την άλλη, στις μορφές της ιδιοποίησης αυτής της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο στην άμεση διαδικασία της παραγωγής και στην διαδικασία της αναπαραγωγής. Αυτή είναι η αντιφατική κατάσταση που αναπτύχθηκε σε αυτόν τον κύκλο αγώνων ως εργατική ταυτότητα – μια ταυτότητα που βρήκε τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της και τις άμεσες τροπικότητές της αναγνώρισης στο “μεγάλο εργοστάσιο”, στη διχοτόμηση ανάμεσα στην απασχόληση και την ανεργία, την εργασία και την εκπαίδευση, την υπαγωγή της εργασιακής διαδικασίας στην συλλογικότητα των εργατών, στην σύνδεση ανάμεσα στους μισθούς, την ανάπτυξη και την παραγωγικότητα εντός μιας εθνικής περιοχής, στις θεσμικές αντιπροσωπεύσεις που όλα αυτά συνεπάγονται, τόσο στο επίπεδο του εργοστασίου όσο και στο επίπεδο του Κράτους. Υπήρχε πραγματικά μια αυτο-προϋπόθεση του κεφαλαίου, σε συμμόρφωση προς την έννοια του κεφαλαίου, αλλά η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο εντοπιζόταν σε αυτό το επίπεδο από την ίδια την παραγωγή και την επιβεβαίωση, εντός της ίδιας αυτο-προϋπόθεσης, μιας εργατικής ταυτότητας μέσω της οποίας η ταξική πάλη, ως εργατικό κίνημα, ήταν δομημένη. Αυτή η ταυτότητα ήταν η “ψυχή και το σώμα”17 όλων των πρακτικών, και συνείχε τους πάντες, από συγκεκριμένες φράξιες της σοσιαλδημοκρατίας μέχρι την εργατική αυτονομία.

Η Θέση 1 αναγνωρίζει την εξαφάνιση κάποιου πράγματος, αλλά το κάνει με έναν ανεπαρκή τρόπο:

Η προσωρινή έκβαση της ιστορίας του κεφαλαίου στις αναπτυγμένες ζώνες του παρουσιάζεται η ίδια ως μια αταξική ταξική κοινωνία, στην οποία το παλιό εργατικό περιβάλλον έχει διαλυθεί σε μια γενικευμένη εξάρτηση-από-τον-μισθό: παντού προλεταριοποιημένα άτομα, πουθενά το προλεταριάτο, όχι ως μια αναγνωρίσιμη ομάδα ανθρώπων και σίγουρα όχι ως ένας συλλογικός παράγοντας ως η αρνητική, διαρρηκτική πλευρά της κοινωνίας”.

Το αντικείμενο για το οποίο το Kosmoprolet θα ήθελε να μας μιλήσει είναι η παρούσα σχέση ανάμεσα στις τάξεις· αυτό για το οποίο πραγματικά μας μιλάει είναι απλά το αρνητικό της προηγούμενης περιόδου. Κάτι που καταλήγει σε ένα οξύμωρο: “την αταξική ταξική κοινωνία”. Το Kosmoprolet δεν προσπαθεί να εξηγήσει το περιεχόμενο και την μορφή της ταξικής πάλης – που δεν μπορεί να είναι πλέον το ίδιο με αυτό της προηγούμενης περιόδου – μέσω της παρούσας ταξικής σχέσης. Μας λέει απλά ότι αυτό που υπήρχε δεν υπάρχει πια, και ότι αυτή η απουσία ορίζει την παρούσα περίοδο. Αλλά κάτι που υπάρχει δεν μπορεί να εξηγηθεί από κάτι που δεν υπήρξε ή που δεν υπάρχει πια.

Εκτός και αν είναι κανείς ικανοποιημένος με το ότι το κεφάλαιο δεν αυτο-αξιοποιείται πλέον μέσα από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, τότε οι τάξεις εξακολουθούν να υπάρχουν και η Θέση 12 ορίζει την σχέση των τάξεων με έναν αδιαμφισβήτητο τρόπο: “η ταξική σχέση είναι μια σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και τους προλετάριους, ανάμεσα στην αυτο-αξιοποιούμενη αξία και την εργατική δύναμη”. Θα υπήρχαν “προλεταριοποιημένα άτομα” αλλά “πουθενά το προλεταριάτο, ούτε ως μια αναγνωρίσιμη ομάδα ανθρώπων και σίγουρα όχι ως ένας συλλογικός φορέας” (Θέση 1). Η εξήγηση αυτού του γεγονότος θα ήταν ότι “η προλεταριακή ύπαρξη εμφανίζεται να μην είναι πουθενά ορατή ακριβώς επειδή βρίσκεται σχεδόν παντού” (Θέση 12). Ποιός θα μπορούσε να είναι αυτός ο “συλλογικός παράγοντας”; Θα ήταν οποιοσδήποτε θα μπορούσε να οδηγήσει τους αγώνες στους οποίους “το μέλλον της κοινωνίας διακυβεύεται”, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είναι “η αρνητική, διαρρηκτική πλευρά της κοινωνίας” (Θέση 1). Οι Θέσεις αυτές δίνουν σε κάποιον την εντύπωση ότι κοιτάμε την παρούσα ταξική πάλη σαν από έναν καθρέφτη αυτοκινήτου. Το “προλεταριακό περιβάλλον” (Θέση 2), που είναι το απόλυτο σημείο αναφοράς γι’ αυτόν τον “συλλογικό φορέα” ως της “αρνητικής, διαρρηκτικής πλευράς της κοινωνίας”, έχει εδώ και πολύ καιρό οριστικά πεθάνει και θαφτεί, και το Kosmoprolet το ξέρει. Αλλά αυτό το οποίο προσμονεί, κοιτώντας προς τους επισφαλείς και τους “αποκλεισμένους”, είναι η αναγέννηση ενός ταυτόσημου φορέα, και μέχρι αυτό το σημείο δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν τάξεις σε αυτή την ταξική κοινωνία. Αλλά δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει ξανά ένας ταυτόσημος συλλογικός φορέας· και, πάνω απόλα, δεν είναι οι άνεργοι, οι επισφαλείς και οι “αποκλεισμένοι”, έτσι όπως τους συλλαμβάνουν αυτές οι Θέσεις, που μπορούν να είναι ο καταλύτης για αυτή την “επανασύσταση”, εκτός και αν φαντάζεται κανείς έναν κόσμο ανθρώπων που ζουν παράλληλα στην καπιταλιστική κοινωνία, που σίγουρα δεν ήταν η περίπτωση με τους προλετάριους του προλεταριακού περιβάλλοντος”. Παρά το όσα λέει η Θέση 1, αυτό το “προλεταριακό περιβάλλον” δεν συνιστούσε μια “ανεξάρτητη κοινωνία μέσα στην αστική κοινωνία” (Θέση 2) αφού, αν “η καρδιά του ήταν το εργοστάσιο”, αυτό συνέβαινε επειδή αυτοί οι προλετάριοι πήγαιναν κάθε μέρα εκεί για να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη.

Δεν πρόκειται να υπάρξει κάτι τέτοιο ποτέ ξανά, και τόσο το καλλίτερο.

Προς το παρόν, η επανάσταση εξαρτάται από μια αντίθεση που είναι συστατική της ταξικής πάλης: το να είναι μια τάξη είναι, για το προλεταριάτο, ένα εμπόδιο που η πάλη του ως μια τάξη θα έπρεπε να ξεπεράσει/καταργήσει.

Αυτός ο κύκλος αγώνων είναι η δράση μιας ανασυσταθείσας εργατικής τάξης. Είναι ζήτημα, στις κεντρικές περιοχές συσσώρευσης, της εξαφάνισης των μεγάλων εργατικών προπυργίων και της προλεταριοποίησης των απασχολούμενων, της τριτογενοποίησης18 της εργασίας (ειδικοί συντήρησης, χειριστές μηχανών, οδηγοί φορτηγών, ντελιβεράδες, εργάτες αποθηκών, κ.λπ. – αυτοί είναι οι τύποι δουλειάς που εκτελούνται τώρα από την πλειοψηφία των εργατών), εργασία σε εταιρείες ή μικρότερες τοποθεσίες, ένας καινούριος καταμερισμός εργασίας και η εργατική τάξη με τις υπεργολαβίες χαμηλά αμοιβόμενων δραστηριοτήτων (νεαροί εργάτες που πληρώνονται με τον ελάχιστο μισθό, συχνά προσωρινοί, χωρίς επαγγελματικές προοπτικές), η γενίκευση της “ακριβώς-στην-ώρα”19 παραγωγής, η παρουσία νεαρών εργατών για τους οποίους η τυπική εκπαίδευση έχει διαρρήξει το νήμα των γενεών και οι οποίοι απιρρίπτουν μαζικά την δουλειά στο εργοστάσιο και την συνθήκη του εργάτη εν γένει.

Η μεγάλη συγκέντρωση των εργατών στην Ινδία ή την Κίνα απαρτίζει ένα τμήμα αυτού του παγκόσμιου κατακερματισμού της εργατικής δύναμης. Τόσο με όρους του παγκόσμιου χαρακτήρα τους όσο και με όρους του δικού τους εθνικού ανήκειν, αυτές οι συγκεντρώσεις (εργατικής δύναμης) δεν μπορούν να θεωρηθούν μια αναγέννηση, σε έναν άλλο τόπο, αυτού που έχει εξαφανιστεί στη “Δύση”. Η εργατική ταυτότητα καθοριζόταν από ένα κοινωνικό σύστημα ύπαρξης και αναπαραγωγής και εκφραζόταν στο εργατικό κίνημα. Δεν οριζόταν απλά από την ύπαρξη κάποιων ποσοτικών υλικών χαρακτηριστικών.

Το παράδοξο αυτής της νέας ταξικής σύνθεσης είναι ότι κάνει την αναγνώριση της ύπαρξης της εργατικής τάξης να εξαφανίζεται την ίδια στιγμή που η συνθήκη της έχει επεκταθεί και αυτή η “εξαφάνιση” είναι η ίδια μόνο το αποτέλεσμα αυτής της καινούριας σύνθεσης και της κατάτμησής της. Η εργατική τάξη δεν θα μπορούσε να είναι πιο παρούσα και η ταξική πάλη είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ιστορία. Αλλά από την μια πλευρά η τάξη δεν επιβεβαιώνεται πλέον στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και, από την άλλη, για το προλεταριάτο η αντίθεσή του με το κεφάλαιο εμπεριέχει το να αμφισβητεί τον ίδιο του τον εαυτό. Η ενότητα της τάξης δεν μπορεί πλέον να συγκροτηθεί στη βάση του μισθού και των αιτηματικών αγώνων20, ως ενός προκαταρκτικού σταδίου της επαναστατικής του δραστηριότητας. Η ενότητα του προλεταριάτου μπορεί να είναι μόνο η δραστηριότητα που καταργεί τον εαυτό του, καταργώντας οτιδήποτε το διαιρεί (ετμ.). Ένα κομμάτι του προλεταριάτου, ξεπερνώντας τον αιτηματικό χαρακτήρα της πάλης του, θα λάβει μέτρα κομμουνιστικοποίησης και θα αναδείξει το ζήτημα21 της ενοποίησης του προλεταριάτου, που με τη σειρά της δεν θα είναι τίποτα άλλο από την ενοποίηση της ανθρωπότητας, με άλλα λόγια, τη δημιουργία της ως ενός συνόλου σχέσεων που τα άτομα εγκαθιδρύουν ανάμεσά τους στην μοναδικότητά τους.

Αυτό που διακρίνει την παρούσα σχέση της εκμετάλλευσης είναι το γεγονός ότι η σχέση του προλεταριάτου προς το κεφάλαιο δεν περιλαμβάνει πλέον την σχέση του προλεταριάτου με τον εαυτό του, την επιβεβαίωση της ταυτότητάς του για τον εαυτό του ενάντια στο κεφάλαιο. Μπορεί να πει κανείς ότι σήμερα η πιο αναδεδειγμένη22 μορφή της “τάξης-διεαυτήν” είναι η πρακτική, ενεργή, συγκρουσιακή23 αναγνώριση του ότι όλες οι συνθήκες για την ύπαρξη και την αναπαραγωγή του προλεταριάτου είναι μια εξωτερικότητα εντός του κεφαλαίου. Το προλεταριάτο δεν αναγνωρίζει πλέον τον εαυτό του ως μια τάξη, παρά μόνο σαν μια τάξη που υπάρχει εντελώς έξω από τον εαυτό της. Και αυτό έχει εμφανιστεί εδώ και πολύ καιρό στις “εργασιακές συγκρούσεις” που περιλαμβάνουν τόσο την παραγωγή όσο και την συνέχεια του κύκλου της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Εδώ είναι που “διακυβεύεται το μέλλον της κοινωνίας”.

Δεν είναι το ζήτημα να πούμε ότι “παρά τα φαινόμενα οι τάξεις υπάρχουν”, αλλά ότι οι τάξεις υπάρχουν τώρα με σε μια αντιφατική σχέση που οδηγεί σε αυτή την εμφάνιση24, και ότι υπάρχουν σε αυτή την εμφάνιση. Αυτή η εμφάνιση ή εξαφάνιση (το “προλεταριοποιημένο άτομο” της Θέσης 1) είναι σε μεγάλο βαθμό αμφισβητήσιμη και η ίδια, από την στιγμή που η τάξη δεν θεωρείται (δεν προσλαμβάνεται25) αναγκαστικά ως ο “συλλογικός δρων παράγοντας” που θα διεκπεραίωνε την υπέρβαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στην επιβεβαίωση της παρούσας κατάστασής του, την επιβεβαίωση αυτού που ήταν σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής και με τέτοιο τρόπο που αυτός ο τρόπος παραγωγής το επιβεβαίωνε: η τάξη της παραγωγικής εργασίας.

Στη Θέση 12, η τάξη δεν θα περιέγραφε πλέον τίποτα περισσότερο από “την γενικευμένη επιταγή26 για κάποιον να πουλήσει την εργατική του δύναμη”· δεν θα μπορούσαμε επομένως να έχουμε πλέον “δυο καλά ορισμένα στρατόπεδα, αλλά αντί γι’ αυτό μια αχανή ποικιλία καταστάσεων”. Εδώ, το Kosmoprolet δεν περιλαμβάνει (δεν λαμβάνει υπόψιν) στην πώληση της εργατικής δύναμης για την αξιοποίηση του κεφαλαίου το γεγονός ότι αυτή η πώληση, σε αυτή τη σχέση, ορίζεται σαν μια αντίφαση για το κεφάλαιο και για την ίδια. Αν η αντίφαση που είναι η παραγωγική εργασία δεν ήταν στην καρδιά της γενικευμένης προλεταριοποίησης, αυτή η ίδια η προλεταριοποίηση δεν θα υπήρχε. Αυτή είναι η αντίφαση ανάμεσα στην αναγκαία και την πλεονάζουσα εργασία· είναι η τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει, νοούμενο ως η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο· είναι, για τον ίδιο λόγο27, το κεφάλαιο ως κινούμενη αντίφαση. Έχουμε, τότε, την ενότητα του ορισμού της τάξης ως κατάστασης και ως πρακτικής (σαν να λέμε “καθεαυτήν” και “διεαυτήν”, αν θέλετε).

Στην Θέση 24, το περιεχόμενο των αυτοοργανωμένων αγώνων κριτικάρεται σαν να μη προσδίδει σε αυτούς κάτι περισσότερο “χειραφετητικό per se” από τους αγώνες που καθοδηγούνται από τα συνδικάτα. Θα έπρεπε κανείς να ορίσει ποιό θα μπορούσε να είναι το “χειραφετητικό περιεχόμενο” ενός αγώνα. Μια μη-κανονιστική ανάλυση της παρούσας περιόδου θα απαντούσε συγκεκριμένα το ερώτημα που αφορά αυτή την περίοδο (την παραγωγή του ταξικού ανήκειν ως εξωτερικού περιορισμού) καταδεικνύοντας ότι ενώ υπάρχει μια ρήξη και μια υπέρβαση ανάμεσα σε αιτηματικούς και επαναστατικούς αγώνες, οι δεύτεροι δεν είναι ούτε θαύματα ούτε το αντίθετο ή μια άρνηση των πρώτων. Σε αυτές τις Θέσεις η αντίθεση ανάμεσα σε αυτές τις δυο μορφές πάλης δεν συσχετίζεται με κάτι, καθώς η επαναστατική πάλη κατανοείται, ξεκινώντας από αιτηματικούς αγώνες, ως μια συνεπαγωγή από την άρνησή τους. Αν το ζήτημα του χειραφετητικού περιεχομένου δεν χρειάζεται να τεθεί στο πλαίσιο της προβληματικής αυτών των

θέσεων, αυτό συμβαίνει επειδή η απάντηση προϋποτίθεται υπόδηλα: υπάρχει κάτι που ξέρουμε ότι είναι η επανάσταση. Κι αυτό σε αντίθεση (καθαρή αντίθεση) με το χειραφετητικό” περιεχόμενο, όπως το βρίσκουμε στην “στενότητα των αγώνων”, που επίσης είναι εντελώς ακαθόριστο.

Στην πραγματικότητα αυτό που είναι υπόδηλο, αυτό που δεν λέγεται, αυτό που εμφανίζει τον εαυτό του ως τόσο αυτονόητο που δεν χρειάζεται να διατυπωθεί, είναι ότι το “χειραφετητικό περιεχόμενο” σημαίνει “αυτό που οι εργάτες κάνουν οι ίδιοι”, ενώ η “στενότητα” αναφέρεται στο γεγονός ότι στηρίζονται σε μια αντιπροσώπευση”. Αλλά αν κανείς ξεκινήσει από αυτή την κλίμακα αξιών, είναι αδύνατον να συλλάβει την “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου” (αν θέλετε να χρησιμοποιήσετε αυτή την έκφραση), που δεν έχει κανένα νόημα εκτός και αν αναφέρεται στην επαναστατική φύση του προλεταριάτου. Η επανάσταση και ο κομμουνισμός ως σταθερές, που οι Θέσεις αρνούνται εκπεφρασμένα, αποτελούν παρόλα αυτά τον οπλισμό των Θέσεων αυτών, την μοναδική τους συνοχή, καθώς είναι μέσω αυτής της επαναστατικής φύσης που οι δύο όροι ενός οξύμωρου μπορούν να συνδεθούν: από την μια πλευρά, η επανάσταση ως αυτο-κατάργηση και από την άλλη η άσκηση μιας τέτοιας πρακτικής από μια τάξη που αναμένεται να είναι τυπικά παρόμοια με αυτήν που ορίζεται από την αντιφατική σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο, σχέση στην οποία η επανάσταση υπήρχε ως μια επιβεβαίωση της τάξης.

Ολόκληρη η δυναμική της ιστορίας της ταξικής πάλης ανάγεται, με αυτόν τον τρόπο,στη σύγκρουση ανάμεσα σε δυο αρχές: την αυτονομία και την αντιπροσώπευση. Από τη μια πλευρά, “επαναστατικές αρχές” (Θέση 2), από την άλλη η κρατικιστική τάση του εργατικού κινήματος και η φιγούρα του πολίτη ως της ολοκληρωμένης, επιτευχθείσας μορφής αντιπροσώπευσης. Για το προλεταριάτο, η απόδραση από την αντιπροσώπευση, “το να βγει έξω από την ύπαρξή του ως ενός αστικού νομικού υποκειμένου” (Θέση 24), σημαίνει “να διεκδικήσει τα δικά του συμφέροντα”. Όμως, σε ολόκληρη την έκταση αυτών των θέσεων, το “κρατικιστικό ρεύμα” ήταν επίσης ένας αντιπρόσωπος των “ιδίων συμφερόντων”. Αυτά τα “ίδια συμφέροντα” δεν έχουν από μόνα τους καμμιά αξία. Τα “ίδια συμφέροντα” έχουν καθευτά και αφεαυτά28 τόση λίγη αξία που για να φτάσουν στο “χειραφετητικό τους περιεχόμενο” οι προλετάριοι θα έπρεπε “να υπερβούν τον κατά τα άλλα απαραίτητο εγωισμό τους” (Θέση 24· η έμφαση προστέθηκε).

Οι προλετάριοι δεν έχουν “κοινούς σκοπούς” ως προλετάριοι (ετμ.). Είναι στην σχέση τους με το κεφάλαιο (την σχέση που ορίζει το κεφάλαιο όπως υπάρχει από την αναδιάρθρωση των δεκαετιών του 1970 και 1980) που το ταξικό τους ανήκειν παράγεται σαν ένας εξωτερικός περιορισμός έτσι ώστε, σε έναν συγκεκριμένο αγώνα, μπορούν να οδηγηθούν να διαμορφώσουν έναν κοινό σκοπό που έχει ως περιεχόμενο του όχι την κοινή δεδομένη κατάστασή τους αλλά αυτό που, σε αυτή την δεδομένη κατάσταση, παράγει την κατάργησή της.

Η υπάρχουσα και εκρηκτική σύνδεση ανάμεσα στην κρίση, ορισμένη στον συγκεκριμένο της χαρακτήρα ως μια κρίση της μισθωτής σχέσης, και το αθέμιτο των μισθολογικών διεκδικήσεων, μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι συγκεκριμένοι αγώνες, στην πιο εσωτερική σχέση που κάνει το προλεταριάτο μια τάξη αυτού του τρόπου παραγωγής, μπορούν να περάσουν σε μια γενικότητα που δεν θα ήταν πλέον αφηρημένη, στον βαθμό που το περιεχόμενο αυτής της γενικότητας καθιστά αυτές τις συγκεκριμένες πτυχές29 δικές της, ως μια αμφισβήτηση, από το προλεταριάτο, του ορισμού του ως μιας τάξης, ή ως την παραγωγή του ταξικού ανήκειν ως ενός εξωτερικού περιορισμού. Το συγκεκριμένο δεν είναι πλέον κάτι προαπαιτούμενο που θα πρέπει να ξεπεραστεί: η υπέρβαση είναι, συγκεκριμένα, η ίδια η κίνησή της επειδή η γενικότητα που δρα τώρα δεν είναι μια γενική κατάσταση της τάξης αλλά η κατάργησή της.

Η υπέρβαση της ετερότητας30 κάθε κομματιού της τάξης δεν είναι η επικαιροποίηση ή η πραγματοποίηση ενός προϋπάρχοντος “κοινού”. Η κατηγορική31 πάλη μπορεί να αποκτήσει μια γενική κλίμακα και σημασία όχι στη βάση μιας κατηγορικής απαίτησης αλλά της άρνησής της. Με άλλα λόγια, αυτή η νοηματοδότηση32 και αυτή η κλίμακα δεν συνιστούν μια ενότητα για το προλεταριάτο. Δεν υπάρχει πια τίποτα αρκετά γενικό παρά μόνο στην κατάπνιξή του. Δεν είναι δυνατόν να οραματιστούμε, με τον τρόπο που κάνει το Wildcat-Kolinko33, την ανασύσταση ενός είδους αυτόνομου, ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος.

Αν δεν ικανοποιείστε μόνο βλέποντας τη σημασία της αυτο-οργάνωσης αποκλειστικά στον ριζοσπαστισμό που επιφέρει στους αιτηματικούς αγώνες αλλά, αντίθετα, την θεωρείτε ως ένα “πειραματικό έδαφος για την μελλοντική κοινωνία”, ως ένα είδος μαθητείας, η αυτο-οργάνωση γίνεται μια μορφή χωρίς περιεχόμενο, μια καθαρή παιδαγωγική. Δεν είναι η περίπτωση ότι απροσδιόριστα άτομα θα πειραματίζονται, έξω από κάθε κοινωνικό σχηματισμό, με άλλες κοινωνικές σχέσεις· οι προλετάριοι θα πρέπει να διεξάγουν την επανάσταση ενάντια στο πώς “έμαθαν” να κυβερνούν τους εαυτούς τους, ενάντια στη ταξική τους θέση σε αυτή την κοινωνία. Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στο υποκείμενο μιας δραστηριότητας που συνίσταται στον σεβασμό του νόμου και ένα υποκείμενο μιας δραστηριότητας που καταργεί την μισθωτή σχέση; Ανάμεσα σε ένα υποκείμενο που παραμένει αυτό που είναι, που αυτο-οργανώνει τον εαυτό του, και ένα υποκείμενο που καταστέλλει το κεφάλαιο καταστέλλοντας τον εαυτό του;

Η αυτονομία των αγώνων ως η ικανότητα να περάσει κανείς από τους αιτηματικούς αγώνες στην επαναστατική πάλη είναι μια κατασκευή που δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για το περιεχόμενο αυτού του περάσματος. Παραμένει μια φορμαλιστική προσέγγιση στην ταξική πάλη (ετμ.).

Οι αγώνες στο τέλος της δεκαετίας του 1960 και στην δεκαετία του 1970 είναι φυσικά η υποχρεωτική αναφορά σε οποιαδήποτε επαναστατική θεωρία της αυτονομίας. Αυτοί οι αγώνες “έβαλαν τέλος στο όμορφο όνειρο της αταξικής ταξικής κοινωνίας: μεγαλύτεροι μισθοί και λιγότερη δουλειά” (Θέση 19). Καμμιά εξήγηση δεν δίνεται γι’ αυτό το κύμα αγώνων, το περιεχόμενο και την μορφή του, μέσω της αναφοράς στη σχέση εκμετάλλευσης εκείνης της στιγμής. Εκτός και αν πρόκειται, στο τέλος της Θέσης 18, για μια συγκεκριμένη κοινωνική εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Αλλά το πιο σημαντικό κομμάτι της Θέσης 19 βρίσκεται στους λόγους που προσφέρονται (ως εξήγηση) για το τέλος της αυτονομίας: η αυτοματοποίηση των εργατικών προπυργίων”, οι υπεργολαβίες34 και η αύξηση της ανεργίας. Που, εξ αντιδιαστολής (a contrario), υπαινίσσεται ότι το κύμα των αυτόνομων αγώνων της δεκαετίας του 1970 ήταν ριζωμένο στην ύπαρξη αυτών των εργατικών προπυργίων, τον περιορισμό της συσσώρευσης στις εθνικές αρένες, έναν συγκεκριμένο τύπο συνεργασίας στην εργασιακή διαδικασία και στην πλήρη απασχόληση. Με άλλα λόγια στην εργατική ταυτότητα. Αλλά τότε πού βρίσκεται η αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου; Στην ίδια την αυτονομία. Και για μια ακόμα φορά συναντούμε την επανερχόμενη ταύτιση, σε αυτές τις Θέσεις, της αυτο-κατάργησης με την αυτόνομη επιβεβαίωση. Αν η αυτόνομη ταξική πάλη μπορεί να οριστεί ως “η αποσύζευξη μισθού και παραγωγικότητας”, αυτό με κανένα τρόπο δεν ισοδυναμεί με μια “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου”.

Από τη στιγμή που η αναμενόμενη “επανασύνθεση” της τάξης λαμβάνει χώρα, η παρούσα περίοδος θα δει αυτή την ταυτοποίηση να υφίσταται ένα τελικό “λίφτινγκ” που θα την καταστήσει πιο κατάλληλη ως “αυτο-κατάργηση”. Είναι το περιεχόμενο αυτής της επανασύνθεσης που θα πρέπει να εξεταστεί, καθώς και η λειτουργία της στην συνολική “οικονομία” αυτών των θέσεων.

Στην παγκοσμιοποίηση και την ανάδυση μιας “παγκόσμιας εργατικής τάξης” βρίσκεται η ελπίδα ότι μετά από έναν αιώνα αντι-ιμπεριαλιστικής μυθολογίας, μια καινούρια εποχή προλεταριακού διεθνισμού ανατέλλει” (Θέση 20). Αυτή η διαβεβαίωση όμως μοιάζει να αντιφάσκει με αυτό που ειπώθηκε στη Θέση 13: “Η κοινωνικοποίηση μέσω του κεφαλαίου παραμένει αντιφατική, καθώς αυτό που συνδέει τους ανθρώπους είναι αυτό που επίσης τους διαχωρίζει”, καθώς ο κατακερματισμός των ανθρώπων ήταν εγγενής στην σχέση του προλεταριάτου με το κεφάλαιο. Και ακόμα περισσότερο καθώς, σε αυτή τη διαδικασία, κάθε εργάτης είναι σε παγκόσμιο ανταγωνισμό με οποιονδήποτε άλλο” (Θέση 20). Αυτή η αντίφαση επιλύεται με έναν τυπικό τρόπο από το γεγονός ότι σε αυτήν την “παγκόσμια εργατική τάξη” το “πρεκαριάτο” είναι κατά συνέπεια η παγκόσμια κανονικότητα του προλεταριάτου. Παρόμοια, αν “αυτό που ενώνει εργάτες και ανέργους είναι ο μόνιμος φόβος” (Θέση 21), θα μπορούσε κάποιος, εξίσου θεμιτά, να πει ότι, είναι, αντίθετα, κι αυτό που τους διαχωρίζει. Δεν τους “ενώνει”, τους θέτει σε μια σχέση εκμετάλλευσης, σε μια αντίφαση με τον ίδιο τον ορισμό τους στο κεφάλαιο, έτσι που η κατάργηση της συνθήκης τους να μπορεί να γίνει η ενοποίησή τους.

Είναι στη Θέση 22 που αυτή η φαινομενική αντίφαση επιλύεται: “το μέλλον της τάξης ως ολότητα” εξαρτάται “αποφασιστικά από την ικανότητα των πλεοναζόντων να κάνουν την κατάστασή τους σημείο αφετηρίας για ένα γενικευμένο κοινωνικό κίνημα”. Εδώ έγκειται η ελπίδα για μια επανασύσταση της τάξης “ως ολότητας”, μια επανασύσταση αναγκαία για την τάξη ώστε να πετύχει το καθεστώς ενός επαναστατικού υποκειμένου ενάντια στο κεφάλαιο. Είναι η φύση αυτού του γενικευμένου κοινωνικού κινήματος που, στις παρούσες συνθήκες, δεν παράγεται, όπως δεν παράγεται και οποιοσδήποτε από τους καθορισμούς του. Η επανασύσταση που περιλαμβάνει τους επισφαλείς, τους ανέργους, τους “πλεονάζοντες” και τους αποκλεισμένους” διασώζει την αυτονομία, αφού δεν κατοικούν35 “βαθιά μέσα στην αταξική ταξική κοινωνία”, δεν μπορούν να αγωνιστούν για να “επικυρώσουν το στάτους τους ως πωλητές εργατικής δύναμης”. Η παρουσίαση του “αποκλεισμού” και της “περίσσειας” σε αυτές τις Θέσεις διατηρεί την αυτο-κατάργηση ως αυτόνομη επιβεβαίωση της τάξης και την καθιστά ταυτόχρονα πιο επαρκώς σαν μια “τάξη ενάντια στον εαυτό της” από τον εργάτη-μάζα του μεγάλου Φορντικού εργοστασίου. Με αυτόν τον τρόπο, η ανάλυση του “αποκλεισμού” παρακάμπτεται εντελώς από την πολιτική αναγκαιότητα αυτών των θέσεων.

Το ότι “το προλεταριάτο τελικά ξεκινά την παγκόσμια θριαμβευτική του πορεία” με την μορφή αυτού του πρεκαριάτου, αυτής της “παγκόσμιας κανονικότητας του προλεταριάτου”, παραμένει αδιαμφισβήτητη. Αλλά σε αυτή την περίπτωση είναι αναγκαίο να ορίσουμε την ταξική σχέση, ανάμεσα σε άλλα, που απορρέει από αυτό: το τέλος της εργατικής ταυτότητας· την ταυτότητα της αντίθεσης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο με την αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την ίδια του την ύπαρξη ως τάξης, με άλλα λόγια, την ταυτότητα της αντίθεσης του ίδιου του ορισμού του ως τάξης και της αντίθεσής του με το κεφάλαιο· τον

μη-συστηματικό χαρακτήρα των μισθολογικών αιτημάτων· το να αγωνίζεται ως τάξη γίνεται το εσωτερικό όριο της ταξικής πάλης· την διπλή διάζευξη ανάμεσα στην αξιοποίηση του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης· την άπειρη αντανάκλαση36 της παγκόσμιας ζωνοποίησης ανάμεσα σε “κέντρο” και “περιφέρεια”. Διατυπώνονται κάποια από τα χαρακτηριστικά της αναδόμησης37 αλλά όλο αυτό δεν συντίθεται ποτέ ως μια αναδόμηση, ως ένας μετασχηματισμός της σχέσης εκμετάλλευσης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο. Επί το πλείστον, η περίοδος περιγράφεται αρνητικά ως μια συσσώρευση χαρακτηριστικών της προηγούμενης περιόδου που έχουν ξεπεραστεί. Στην καλλίτερη περίπτωση, αυτή η αναδόμηση γίνεται μια σειρά “αντι-μεταρρυθμίσεων”.

Το “μένος” των “αποκλεισμένων” που προκύπτει από την εξαθλίωση στα “παλιά [καπιταλιστικά] κέντρα” θεωρείται απλά ως “μένος”. Αυτό το “μένος” αναλύεται μόνο ως αποτέλεσμα μιας αρνητικής κατάστασης: το κράτος, το κεφάλαιο δεν μπορούν πλέον να τους ενσωματώσουν, δεν μπορούν πλέον να τους μετασχηματίσουν σε εργατική δύναμη, παρά μόνο ως μια δυνητική τέτοια. “Τίποτα δεν μπορεί να προσφερθεί”.

Ο “όχλος” που αναφέρεται στην Θέση 22 δεν “ενσωματώνει την τάση του κεφαλαίου να παράγει έναν γιγαντιαίο πλεονάζοντα πληθυσμό”. Είναι η παρούσα μορφή της παγκοσμιοποίησης, με άλλα λόγια, της διάζευξης, σε κάθε ζώνη (συσσώρευσης), ανάμεσα στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή

της εργατικής δύναμης. Αυτό το “μένος” είναι, μαζί με έναν αριθμό άλλων δραστηριοτήτων στην ταξική πάλη, η παραγωγή στην παρούσα σχέση εκμετάλλευσης του ταξικού ανήκειν ως εξωτερικού περιορισμού, η αντίφαση με την ίδια την συνθήκη του στην αντίθεσή του με το κεφάλαιο, και της αμφισβήτησής της (της αμφισβήτησης της συνθήκης του).

Αν οι Θέσεις αυτές επιμένουν σε αυτά τα τμήματα του προλεταριάτου είναι επειδή στα άτομα που απαρτίζουν αυτά τα τμήματα θα βρουν την παραδειγματική ύπαρξη των προλεταριοποιημένων ατόμων” που, σε όλη την έκταση αυτών των θέσεων, έχουν αντικαταστήσει το προλεταριάτο. Όντας ένα μοντέλο των προλεταριοποιημένων ατόμων και μην συγκροτώντας πλέον μια τάξη, θα μπορούσαν να είναι η αυτόνομη ενσωμάτωση της αντίθεσης της “αταξικής ταξικής κοινωνίας”. Όπως και στον φιλοσοφικό κομμουνισμό, το απόλυτα “μη-κοινωνικό” μπορεί να μετατραπεί στο πραγματικά κοινωνικό”.

Αντιμέτωπα με αυτό το προσδοκώμενο μέλλον, η κατάρρευση των συνδικάτων και των αμυντικών” αγώνων δεν γίνονται αντιληπτά με όρους του αθέμιτου ή, ακόμα καλλίτερα, της ασυστηματικότητας των μισθολογικών αιτημάτων. Για άλλη μια φορά, η “αυτο-κατάργηση” ως υπέρβαση δεν παράγεται αλλά τίθεται μόνο δίπλα-δίπλα ως μια αντίδραση σε μια αδυνατότητα επιβίωσης για το προλεταριάτο, από την μια, και μια αδυνατότητα για το κεφάλαιο να χρησιμοποιήσει το σύνολο της εργατικής δύναμης, από την άλλη.

Προχωρώντας με αυτόν τον τρόπο, βρίσκεσαι και πάλι αντιμέτωπος με την αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής. Η αντίθεση λέει ότι άπαξ και έχει επιτευχθεί ένα συγκεκριμένο στάδιο, το κεφάλαιο είναι ένας περιορισμός, που δεν είναι πλέον προοδευτικός, από τη στιγμή που αρχίζει να καθιστά την εργασία μη-ουσιώδη στην παραγωγική διαδικασία. Το να καθιστά την εργασία “πλεονάζουσα” θα σήμαινε την σπατάλη παραγωγικών δυνάμεων. Ο επαναστατικός χαρακτήρας του προλεταριάτου γίνεται η εξέγερσή του ενάντια στην περίσσειά του, μια εξέγερση στο όνομα των παραγωγικών δυνάμεων εναντίον των σχέσεων παραγωγής. Διασώζεις την χειραφέτηση της εργασίας ξεκινώντας από το να την καταστήσεις μη-ουσιαστική – μεγάλο κατόρθωμα.

Η προοπτική της αυτο-κατάργησης λειτουργεί στις Θέσεις αυτές απλά ως μια εναλλακτική, αντιμέτωπη με μια αδυνατότητα. Και όλα αυτά επειδή η αυτο-κατάργηση” τίθεται ως μια σταθερά, και η ταξική σχέση, που μπορεί να την παραγάγει, ως έχουσα θέσει σε παιχνίδι μια τάξη παρόμοια με μιαν άλλη, για την οποία η επανάσταση ήταν η επιβεβαίωσή της. Αντίθετα, η φόρμουλα “αταξική ταξική κοινωνία” μπορεί, κάνοντας μια καρικατούρα των πραγμάτων, να κατανοηθεί ως η ισχυρότερη έκφραση της παρούσας ταξικής πάλης. Μια περίοδος στην οποία, ακριβώς, η πάλη του προλεταριάτου ως τάξης εμπεριέχει ως το ίδιο το όριό της το να είναι μια τάξη, και στην οποία αυτή η ταξική ύπαρξη παράγεται ως ένας εξωτερικός περιορισμός.

Η ταξική πάλη παράγει την ίδια την υπέρβασή της επειδή η ταξική πάλη δεν είναι τίποτα άλλο από το κεφάλαιο ως μια κινούμενη αντίφαση. Υπάρχει μια ταυτότητα ανάμεσα στο προλεταριάτο ως τάξης του τρόπου παραγωγής και ως επαναστατικής τάξης.

Η παρούσα περίοδος βαφτίζεται, κατά παράδοξο τρόπο, “Μια Εποχή χωρίς Υπόσχεση”. Παράδοξα, γιατί θα έπρεπε να είναι μια εποχή υπόσχεσης με δεδομένα όλα αυτά που προηγήθηκαν, όντας η εποχή της επαρκούς εμφάνισης και κατάδειξης της αυτο-κατάργησης”. Και όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, γιατί δεν έχουμε το

αναμενόμενο, πολυπόθητο υποκείμενο. Όλα τα ερωτήματα που προκαλούνται στο τελευταίο μέρος αυτών των σχολίων και που αντιμετωπίζονται στις τελευταίες τέσσερις Θέσεις – ερωτήματα σχετικά με την συνείδηση, την θεωρία που διαχωρίζεται από την τάξη, την θεωρία και την πρακτική, την θεωρία που θα έπρεπε να δείχνει την υλική της δύναμη – μπορούν να εξηγηθούν από αυτό το κενό που είναι εγγενές στην ολότητα της προβληματικής αυτών των θέσεων. Όπως συμβαίνει με όλες τις θεωρίες που έχουν μια επαναστατική φύση και συνθήκες, υπάρχει πάντα κάτι που λείπει και που θα μπορούσε να καταστήσει τους όρους μιας δυαδικής σχέσης επαρκείς τον έναν για τον άλλο. Συνήθως, οι επαναστάτες της αυτονομίας επιμένουν να ενεργούν σαν το προλεταριάτο να ήταν ενοποιημένο καθεαυτό ως μια δυνάμει επαναστατική τάξη, από τον μισθό. Το Kosmoprolet ξέρει πολύ καλά ότι αυτό δεν ισχύει πλέον, παρόλα αυτά πρέπει να είναι ικανοποιημένο ότι από την μια πλευρά η τάξη θα επανασυσταθεί γύρω από τους “πλεονάζοντες”, των οποίων η σχέση με το κεφάλαιο δεν είναι ουσιώδης, και, από την άλλη, ότι το προλεταριάτο θα ενοποιηθεί από τον μισθό υπό την συνθήκη ότι “υπερβαίνει τον κατά τα άλλα απαραίτητο εγωισμό” της μισθωτής εργασίας. Στο όνομα τίνος; Στο όνομα της συνείδησης, της επαναστατικής φύσης, της θεωρίας, της ελευθερίας του να δρα, που γίνονται οι συνθήκες για την συγκρότηση του υποκειμένου.

Συνείδηση

Όταν το Kosmoprolet γράφει (στην Θέση 25) ότι “τα όρια της καθημερινής πάλης εξυπηρετούν ως μια νομιμοποίηση του κόμματος πρωτοπορίας”, έχουμε να κάνουμε με μια καθαρά ιδεολογική κριτική του Λενινισμού, της πρωτοπορίας, της συνείδησης ως κάποιου πράγματος που “φέρνεται” στις μάζες.

Ως μια ιδεολογική προβληματική, αυτές οι Θέσεις απαντούν στο πραγματικό πρόβλημα του καιρού μας: η σχέση ανάμεσα στους καθημερινούς αγώνες και την επανάσταση δεν παίρνει πλέον την μορφή μιας “ανάπτυξης”, μιας αυξανόμενης δύναμης της τάξης, αλλά μιας παύσης, μιας καταβολής38 (μπορούμε να το θέσουμε αυτό στην εξής φόρμουλα: η τάξη είναι το υποκείμενο της κομμουνιστικής της δραστηριότητας όταν εισέρχεται σε μια σύγκρουση με την προηγούμενη κατάστασή της). Αλλά αυτό το γνήσιο πρόβλημα – που το Kosmoprolet πραγματεύεται μέσω του ζητήματος της συνείδησης – του διαχωρισμού των κομμουνιστών από την πλειοψηφία της τάξης, ένα υποκείμενο που “κουβαλάει” την επανάσταση είναι, όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει, σε αντίθεση με το περιεχόμενο της επανάστασης.

Από την άποψη αυτή, η πρώτη πρόταση της Θέσης 25 (που παραθέσαμε προηγουμένως) είναι μια ομολογία: ποιο ερώτημα ανακύπτει τώρα με όρους της νομιμοποίησης ενός Λενινιστικού κόμματος πρωτοπορίας; Κανένα. Το πραγματικό ερώτημα, αυτό που δεν εγκαταλείπει το αντικείμενό του για να το αναπαραστήσει σε κάποιο άλλο, είναι αυτό της ανάλυσης των ορίων σε αυτούς τους αγώνες. Αυτές οι Θέσεις επισημαίνουν και αναπαριστούν αυτά τα όρια σε ένα άλλο ερώτημα που δεν είναι πλέον έγκυρο. Ανταποκρινόμενες σε ένα ερώτημα που δεν είναι πλέον έγκυρο, η απάντησή τους είναι εξίσου παρωχημένη: “η κοινωνική επανάσταση δεν μπορεί να είναι ζήτημα ηγεσίας ή κεντρικής καθοδήγησης”. Αυτή είναι η απάντηση της υπεραριστεράς στην εποχή του Μεσοπολέμου. Εκείνη την εποχή η απάντηση αυτή είχε νόημα σε σχέση με το περιεχόμενο της επανάστασης (την επιβεβαίωση του προλεταριάτου στην αποκάλυψη του επαναστατικού του είναι ενάντια σε όλες τις διαμεσολαβήσεις της ύπαρξής του ως τάξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής), αλλά δεν έχει νόημα πλέον σήμερα.

Παρόλα αυτά, υπάρχει για το Kosmoprolet μια “ορθή στιγμή του Λενινισμού” (Θέση 25). Αυτή η “ορθή στιγμή” του “βολονταρισμού” (ό.π.) βασίζεται στο γεγονός ότι “το προλεταριάτο δεν θα εξαναγκαστεί ποτέ να κάνει μια επανάσταση”. Θα περιμέναμε αυτή η πρόταση να καταδειχθεί από μια ανάλυση της σχέσης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο, της αυτο-προϋπόθεσής του, την απουσία του αναπόφευκτου της επανάστασης, κ.λπ. Ε, λοιπόν, όχι. Το “προλεταριάτο δεν θα εξαναγκαστεί ποτέ να κάνει μια επανάσταση”, “επειδή οι άνθρωποι αρχίζουν να δημιουργούν την ιστορία τους συνειδητά”. Ο “βολονταρισμός” θα ήταν “ορθός” επειδή η ενσυνείδητη παρέμβαση (αυτή η προβληματική απαιτεί μια κατανόηση της συνείδησης και του φορέα της ως ενός προσώπου, θα επανέλθουμε σε αυτό) είναι απαραίτητη για να αφαιρεθεί αυτό χωρίς το οποίο η ιδέα της επανάστασης θα ήταν μια αντίφαση όρων. Είναι λοιπόν η φύση του αποτελέσματος, που λογικά δεν προϋπάρχει της διαδικασίας παραγωγής του, η οποία, ενώ δεν υπάρχει, καθορίζει την φύση της διαδικασίας. Αυτό ονομάζεται ντετερμινισμός από τις τελικές αιτίες, ή τελεολογία.

Φυσικά η επανάσταση είναι μια εθελούσια πράξη (θα ήταν καλλίτερο να γράψουμε εδώ: τα κομμουνιστικά μέτρα που θα ληφθούν σε ένα κύμα αγώνων), αλλά η εθελούσια πράξη δεν είναι μια άγνωστη πράξη. Η προλεταριακή δραστηριότητα δεν καθορίζει τον εαυτό της επειδή το αποτέλεσμα πρέπει να είναι “συνειδητή ιστορία”, καθορίζει τον εαυτό της μέσω της σχέσης της με το κεφάλαιο και τίποτα άλλο, και αυτή η σχέση είναι μια αντίφαση. Βλέπουμε τον ντετερμινισμό εδώ μόνο στην συνθήκη του να θέλει κανείς να καθορίσει το υποκείμενο της επανάστασης πριν από τις σχέσεις στις οποίες αυτό υπάρχει και που αποτελούν τον καθορισμό του, τις σχέσεις στις οποίες δρα και οι οποίες είναι η συνείδησή του.

Αν είμαι υποχρεωμένος ως προλετάριος, δεν εξαναγκάζομαι ενάντια στη θέλησή μου (“ελεύθερο αποκαλείται αυτό που υπάρχει αποκλειστικά από την αναγκαιότητα της ίδιας του της φύσης [διαβάστε εδώ: την αναγκαιότητα των σχέσεών του] και του οποίου η δράση καθορίζεται αποκλειστικά από το ίδιο”· Σπινόζα: “Ηθικά VII“, ορισμός)39. Η κομμουνιστικοποίηση ως σχέδιο δεν υπάρχει ως ένα “επέκεινα”, ήδη εκεί, ενάντια στο κεφάλαιο, δεν είναι το αποτέλεσμα μια απεριόριστης ή ουσιώδους ελευθερίας, αλλά η δραστηριότητα του προλεταριάτου κατά την καταστροφή του κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, η προλεταριακή δραστηριότητα εντός του τρόπου παραγωγής που βασίζεται στο κεφάλαιο καθορίζεται εντός της σχέσης της αμοιβαίας σύμπλεξής του με το κεφάλαιο. Η κομμουνιστικοποίηση είναι το έργο του προλεταριάτου ως τέτοιου, δηλαδή ως μιας τάξης αυτής της κοινωνίας, συνεπώς υπόκειται στην εξέλιξη των ταξικών αντιθέσεων αυτής της κοινωνίας και την ιστορία τους. Η συνείδηση ή η θέληση δεν προϋπάρχουν της σχέσης της οποίας έχουν μια συνείδηση ή μέσα στην οποία θα πρέπει να πάρουν αποφάσεις. Η επανάσταση δεν θέτει τον εαυτό της με όρους περιορισμού ή ελευθερίας, σαν να ήταν το αποτέλεσμα ανθρώπων που κάνουν ηθικές επιλογές. Αυτό θα περιελάμβανε να θεωρούμε τους συγκροτημένους ανθρώπους ως άτομα που είναι αντιμέτωπα με μια επιλογή, δηλαδή ανεξάρτητα από την σχέση που τα συγκροτεί.

Τα πράγματα γίνονται όμως ακόμα χειρότερα, αυτό το ερώτημα εμφανίζεται μόνο στον θεωρητικό που, βλέποντας με άλλους μια ταινία που έχουν ήδη ξαναδεί, φαντάζονται ότι μόνο αυτοί ξέρουν το τέλος (“την κομμουνιστική προοπτική”). Αλλά η ταξική πάλη δεν είναι ταινία. Και αν “η σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική δεν προσεγγίζει την τάξη από τα έξω…ούτε…περιμένει ευλαβικά τη σωτηρία από αυτήν” (Θέση 25) αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει “κομμουνιστική προοπτική”. Από πού θα έπαιρναν οι κομμουνιστές αυτή την προοπτική;

Όταν μιλάμε για κομμουνισμό, μιλάμε γι’ αυτόν στο παρόν, δηλαδή μιλάμε για ταξική πάλη, γι’ αυτό που στους τωρινούς ταξικούς αγώνες μπορεί να παράξει την υπέρβαση των τάξεων. H “κομμουνιστική προοπτική” είναι η προοπτική που, ξέροντας το τέλος της ιστορίας, θεωρεί το ξετύλιγμα που οδηγεί σε αυτό

τυχηματικό. Φτάνουμε, στο τέλος της Θέσης 25, στην περιγραφή αυτής της σκηνής όταν οι “προλετάριοι και οι κομμουνιστές μπορούν να επικοινωνήσουν και να αλληλεπιδράσουν ο ένας με τον άλλον και μεταξύ τους”. Ποιοί είναι αυτοί οι κομμουνιστές που δεν είναι προλετάριοι και ποιοί είναι αυτοί οι προλετάριοι που

είναι καθαρά προλετάριοι; Γιατί για να υπάρχει “αλληλεπίδραση”, “αμοιβαιότητα”, θα πρέπει να υπάρχουν δυο διακριτά στη φύση τους πράγματα. Αρχίζουν οι προλετάριοι να θέτουν σε εφαρμογή τις ιδέες των κομμουνιστών; Αρχίζουν οι κομμουνιστές, μέχρι τώρα “φαντάσματα” και “ανύπαρκτοι”, να γίνονται σάρκα από το προλεταριάτο; Το μόνο που κάνει όλο αυτό, στην πραγματικότητα, είναι να παρέχει άλλη μια απάντηση στο ερώτημα του Λένιν για τον διαχωρισμό των κομμουνιστών από την τάξη.

“Η πρωτοπορία συγκροτείται απλά από όσους κάνουν το σωστό πράγμα στη σωστή στιγμή και συνεπώς φωτίζουν τις δυνατότητες που βρίσκονται στις παγιωμένες σχέσεις” (Θέση 28). Αυτόν τον ορισμό τον καταλαβαίνουμε μόνο σε σχέση με “την δύναμη της ιδεολογίας” που περιγράφεται στην ίδια Θέση: η ιδεολογία “εξορθολογίζει την κυριαρχία του κεφαλαίου, την καταπίεση των αναγκών των ίδιων των ατόμων, ως αναπόφευκτη μοίρα, συνεπώς καθιστώντας την πιο υποφερτή. Καθώς άλλες κοινωνικές σχέσεις παρεμποδίζονται, η καθημερινή συνείδηση συναινεί με τις υπάρχουσες συνθήκες”. Με άλλα λόγια, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι μια μεγάλη απάτη που έχει καταφέρει μέχρι τώρα να “κυριαρχήσει” πάνω στα άτομα (εδώ το κείμενο μιλά για ανάγκες και άτομα και όχι για τάξεις και καταπίεση – το κείμενο μετατοπίζει διαρκώς θεωρητικούς”καταχωρητές”40) εξαπατώντας τα σχετικά με τη μοίρα τους. Αρκεί να διατρήσει κανείς το “βέλο” και τότε γίνονται ορατές άλλες κοινωνικές σχέσεις ορατές. Η πρωτοπορία λέει: “ο βασιλιάς είναι γυμνός”, αλλά αυτό πρέπει να ειπωθεί “τη σωστή στιγμή”. Απορεί κανείς γιατί αν το κάνει αυτό αύριο δεν θα δουλέψει. Ίσως επειδή υπάρχει μια συνθήκη: “οι προλετάριοι πρέπει να κάνουν το πρώτο βήμα για να αναπτύξουν την επιθυμία να κατανοήσουν και τελικά να ξεπεράσουν τις υπάρχουσες σχέσεις”. Είναι αλήθεια ότι, σε αντίθεση με τους θεωρητικούς του κομμουνισμού, κάποιος δεν μπορεί να κάνει ένα γαϊδούρι να πιεί νερό αν δεν διψάει. Από τη στιγμή που έχουν κάνει αυτό το πρώτο βήμα, ένα είδος όσμωσης ανάμεσα σε κομμουνιστές και προλετάριους θα λάβει χώρα.

Δεν υπάρχουν δύο πλευρές, μια της τάξης και μια άλλη της θεωρίας: η θεωρητική παραγωγή, με την πιο συνήθη έννοια του όρου, είναι μια δραστηριότητα της τάξης ανάμεσα σε άλλες. Μια κομμουνιστική ή επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να βρει τον εαυτό της ως “εξωτερική” στην πορεία της ταξικής πάλης. Συνεπώς η κομμουνιστική θεωρία μπορεί κανονικά να περιγραφεί ως τέτοια αν είναι ικανή να συμπυκνώνει, έστω και με τον πιο αφηρημένο τρόπο, ακόμα και σε μια δύσκολη γλώσσα (δεν έχει σημασία), την πραγματική εμπειρία των πραγματικών προλετάριων.

Αν τώρα θεωρήσουμε την θεωρία ως “φασματική” (ως φάντασμα) σε σχέση με την κοινή πορεία της ταξικής πάλης, γίνεται ένα είδος λανθάνουσας συνείδησης της τάξης, γνήσια και αποτελεσματική μόνο σε κάποια πράγματα αλλά δυνητικά ενεργοποιημένης σε όλα: ψευδής στους σημερινούς αγώνες, και στιγματισμένη από τα όριά τους, αλλά αληθής όσον αφορά το δυναμικό της πραγματικής υπέρβασης, κάποια στιγμή πολύ μακρινή ή πολύ κοντινή· πάντα, όμως, ως μια προσδοκία της σκέψης και της πρακτικής του προλεταριάτου. Όπως δεν υπάρχει “ανάπτυξη” των αγώνων έτσι δεν υπάρχει και “ανάπτυξη” της θεωρίας.

Αν ασκήσουμε κριτική στην ιδέα της “ανάπτυξης” των σημερινών αγώνων σε επανάσταση (η θεμελιώδης ρήξη συμβαίνει στην αμφισβήτηση από το προλεταριάτο του ίδιου του ορισμού τους ως τάξης), το όλο ζήτημα είναι, τότε, ένα ζήτημα εγγραφής, εντός του παρόντος κύκλου, της θεωρίας αυτού του κύκλου, ως της ίδιας της κριτικής της σχετικά με αυτό. Η θεωρία δεν είναι εξωτερική στην πορεία της ταξικής πάλης αλλά δεν είναι, επίσης, σε μια απλοϊκή θετική σχέση με αυτήν. Αν η θεωρία δηλώνει41 το γεγονός ότι το να αγωνίζεται ως τάξη είναι το σημερινό όριο της ταξικής πάλης (με άλλα λόγια, αν θέλει κανείς να την αποκαλέσει έτσι, η μόνη “κομμουνιστική προοπτική”, γι’ αυτό μιλάμε για κομμουνιστικοποίηση), αυτό συμβαίνει γιατί βιώνεται ως τέτοια. Αλλά, εξ ορισμού, είναι πάντα εσωτερικό στο γεγονός του να αγωνίζεται ως τάξη ότι εμφανίζεται αυτό το όριο – ποτέ δεν αποκτά μια συγκεκριμένη ύπαρξη. Η διερώτηση δεν υπάρχει ποτέ ανεξάρτητα από τον εαυτό της. Με αυτόν τον τρόπο, από τη μια πλευρά, αυτή η θεωρία, που προσδιορίζει το ταξικό ανήκειν ως το όριο της ταξικής πάλης, αρνείται να είναι μια ιδεολογία της εναλλακτικής. Και, δεύτερον, επειδή προσδιορίζει το ταξικό ανήκειν ως όριο, επειδή προσδιορίζει τους όρους της αντίθεσης, που στην πραγματικότητα αποτελούν μια ενότητα, επειδή εξαιτίας της ίδιας της μεθόδου της και σε συμφωνία με τους συγκεκριμένους κανόνες της, δίνει προτεραιότητα στην διάκριση πάνω από την ενότητα, ενώ στην καθημερινή πρακτική των αγώνων η ενότητα και η μη-διάκριση κυριαρχούν (και το ξέρει αυτό), αρνείται μια αφελή σχέση με την ταξική πάλη. Από αυτή την άποψη, είναι μια αφαίρεση και μάλιστα μια κριτική αφαίρεση.

“Θεωρία και πράξη42, των οποίων ο αμοιβαίος εναγκαλισμός προαναγγέλεται στις επαναστατικές στιγμές της ιστορίας, σήμερα αποκλείουν αμοιβαία η μία την άλλη σε μια παγιωμένη αντίθεση” (Θέση 26). Σύμφωνα με το ίδιο το κείμενο αυτής της Θέσης, αυτό μπορεί να εξηγηθεί απλά από το γεγονός ότι δεν είμαστε σε μια “επαναστατική στιγμή της ιστορίας”. Επιπλέον, έξω από αυτές τις στιγμές, ή ακόμα και σε αυτές, θα μπορούσαμε να προσφέρουμε κάθε είδους ιστορικά αντι-παραδείγματα, πολύ πριν από την εποχή μας. Γιατί σε αυτές τις τελικές Θέσεις, η θεωρία είναι η έκφραση μιας “κομμουνιστικής προοπτικής”, επειδή ο λόγος ύπαρξής της είναι ο στόχος να αποσυνδεθεί η ταξική πάλη από την πορεία της, επειδή το παρόν περιεχόμενο της επανάστασης ως αυτο-κατάργηση περιμένει τον φορέα της, “θεωρία και πρακτική αποκλείουν αμοιβαία η μία την άλλη”. Σε αυτές τις Θέσεις, η θεωρία δεν είναι θεωρία της παρούσας ταξικής πάλης αλλά μάλλον αυτό του στόχου, από την σκοπιά της σημερινής ταξικής πάλης· και η πρακτική δεν είναι η αντιφατική πρακτική της ταξικής πάλης στους παρόντες καθορισμούς της και στην οποία μόνο ο “στόχος” υπάρχει επειδή δεν είναι τίποτα έξω από την παραγωγή της, αλλά μια πρακτική αναγκαστικά μη-συνεπής με τον “στόχο” (“κομμουνιστική προοπτική”), μιας και ο στόχος (αυτός) υπάρχει ήδη στη θεωρία.

H θεωρία πρέπει να εξετάζεται υπόψιν συγκεκριμένα. Η θεωρία είναι άνθρωποι που μιλάνε κάπου, που δρουν, που γράφουν περιοδικά και κείμενα, που κυκλοφορούν φυλλάδια, που παράγουν αφίσες, είναι συναντήσεις και συζητήσεις. Ακόμα και όταν λέμε ποιο είναι το νόημα μιας συγκεκριμένης σύγκρουσης ή (ποια είναι) η γενική τάση αυτής ή της άλλης περιόδου, μιλάμε γι’ αυτά στο παρόν, ώστε να συμμετέχουμε στην ταξική πάλη όπως αυτή συγκροτείται τώρα και ώστε να μην είμαστε πιο προχωρημένοι από άλλους, που θα έμεναν πίσω.

Ο κομμουνισμός είναι του παρόντος, επειδή είναι το περιεχόμενο των τωρινών πρακτικών της ταξικής πάλης. Ο κομμουνισμός είναι η αντιφατική κίνηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η διαδικασία της αποσύνθεσής του. Δεν είναι ένα κρυμμένο νόημα. Είναι η αντίφαση ανάμεσα στην πλεονάζουσα και την αναγκαία εργασία, του νόμου της αξίας και της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, την μάζας της υπεραξίας και του συνολικού χρησιμοποιήμενου κεφαλαίου, της καθολικότητας των παραγωγικών δυνάμεων και της βάσης και του περιεχομένου της: της εκμετάλλευσης. Όλα αυτά τα “πράγματα”, που είναι άμεσα μέρη της πάλης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο (η καλλίτερη συνόψιση αυτού είναι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους), είναι εσωτερικά στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και στην απαραίτητη πορεία της υπέρβασής του.

Δεν είναι η “κομμουνιστική προοπτική” που “αναζητά να επιλύσει τις αντικειμενικές αντιφάσεις της κοινωνίας” (Θέση 28). Το να μιλήσουμε για την επίλυση των αντιφάσεων της σύγχρονης κοινωνίας σημαίνει να μιλήσουμε για την ταξική πάλη σήμερα και όχι στο μέλλον. Αυτές οι αντιφάσεις δεν είναι “αντικειμενικές”. “Το κεφάλαιο ως κινούμενη αντίφαση” είναι η αντίθεση ανάμεσα στις τάξεις ή, για το θέσουμε πιο απλά, της παρούσας ταξικής πάλης. Είναι η συνθήκη και η πορεία της ίδιας της επίλυσής της43.

Το ερώτημα του ρόλου της θεωρίας θα έπρεπε να ρέει φυσικά από το περιεχόμενο και όχι να τίθεται επιτακτικά απλά για να τίθεται. Ας γίνουμε και πάλι αθώοι και ας σταματήσουμε να μαστιγώνουμε τους εαυτούς μας. Ήταν στο τέλος της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές αυτής του 1970 που αυτό το συγκεκριμένο αντικείμενο εμφανίστηκε: η θεωρία ως ένα αντικείμενο καθαυτό, ξέχωρα από αυτό που εξιστορεί. Αυτό το αντικείμενο έχει ένα πιστοποιητικό γέννησης και ιστορικά μια ημερομηνία (λήξης): αυτή είναι η εποχή του τέλους της επανάστασης ως της επιβεβαίωσης της τάξης, το τέλος της εργατικής ταυτότητας, η εποχή του τέλους οποιασδήποτε ανάπτυξης ανάμεσα στους αιτηματικούς αγώνες και την επανάσταση, είναι η εποχή που δεν μπορεί να συνδεθεί άμεσα με την ταξική πάλη επειδή είναι “ο θεωρητικός της επανάστασης”, αλλά όταν η επανάσταση υποχώρησε αυτός ο “θεωρητικός” αισθάνθηκε σαν ορφανός. Ως τέτοια, θεωρία είναι αυτές οι δραστηριότητες που εξηγούν και δικαιολογούν τον εαυτό τους, χωρίς να τίθενται ως ένα αντικείμενο καθαυτές. Ο “διαχωρισμός” είναι μόνο πρόβλημα γι’ αυτό το αντικείμενο.

Αυτό το αντικείμενο γίνεται παρωχημένο.

Όταν σε αυτούς τους αγώνες η ίδια η ύπαρξη του προλεταριάτου ως τάξης εμφανίζεται ως ένας εξωτερικός περιορισμός, δηλαδή ως το ίδιο το όριο των αγώνων του προλεταριάτου ως τάξης, οι αγώνες “αρπάζονται”44 από τον εαυτό τους με έναν αυτοκριτικό τρόπο. Αυτή η “αρπαγή”, όπως και η ίδια η θεωρία, γίνεται μια κριτική αφαίρεση. Ανάμεσα σε μεταβαλλόμενες δραστηριότητες, ταραχές, απεργίες χωρίς αιτήματα στη δεκαετία του 1970, ταραχές και πάλι τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, αλλά και με έναν πιο συνηθισμένο τρόπο, οι αγώνες επιδεικνύουν την ενεργή άρνηση – ενάντια στο κεφάλαιο – της προλεταριακής συνθήκης, συμπεριλαμβανομένων εδώ της αυτοοργάνωσης ή εφήμερων φανερώσεων και ορίων της αυτοδιαχείρισης. Οι άμεσοι αγώνες, τόσο πρακτικά όσο και στην ίδια την “λογική” τους45, παράγουν σταθερά μια εσωτερική απόσταση με τον εαυτό τους. Αυτή η απόσταση είναι η κομμουνιστική προοπτική46, ως μια συγκεκριμένη και αντικειμενική συνάρθρωση47 ανάμεσα στη θεωρία και στην άμεση κατανόηση που οι αγώνες έχουν για τον εαυτό τους. Αν αυτή η άμεση κατανόηση των αγώνων τείνει η ίδια να γίνει μια κριτική αφαίρεση, τότε η θεωρία, αντιστρόφως, υπονομεύεται κατά τον ίδιο της τον ορισμό.

Αυτή η δραστηριότητα τοποθετεί τον εαυτό της εντός της καθημερινής πορείας της πραγματικής ταξικής πάλης, καθώς παράγει συγκεκριμένα την ίδια την υπέρβασή της ως κομμουνιστική επανάσταση, και θα πρέπει να καταλάβουμε αυτές τις δραστηριότητες ως παραγόμενες από αυτή την πορεία, ως έναν από τους πρακτικούς καθορισμούς της, ως ένα από τα στοιχεία της και, καθαυτές, ως ένα από τα θεωρητικά της χαρακτηριστικά. Αυτή η θεωρητική παραγωγή δεν υπάρχει καθαυτή, ως ένα συγκροτημένο σώμα, που αντιτίθεαι και προηγείται της πορείας της ταξικής πάλης. Αυτός είναι ο λόγος που η θεωρία θα πρέπει να ειδωθεί ως ένα πραγματικό μέρος της πάλης, και η κομμουνιστική προοπτική ως η εκλέπτυσμένη άρθρωση της θεωρίας, που είναι η κριτική αφαίρεση του θεωρητικού χαρακτήρα των αγώνων, ο αυτο-κριτικός τρόπος με τον οποίον οι αγώνες συλλαμβάνουν τον εαυτό τους.

Παράρτημα σχετικά με το φύλο

H “Θέση 11″, αυτή που αφορά τις γυναίκες, που αφορά, με άλλα λόγια, τη διάκριση φύλου ή την αντίθεση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, μας φαίνεται εξαιρετικά προβληματική. Μέσα στη γενική οικονομία των “Θέσεων”, η Θέση αυτή δεν είναι καθόλου απαραίτητη, προφανώς έχει εισαχθεί μόνο και μόνο επειδή πρέπει να αναφερθεί. Αυτή η Θέση είναι τόσο έξω από την ευρύτερη προβληματική των θέσεων ως σύνολο που είναι σχεδόν αδύνατον να ενσωματώσει κανείς την κριτική της στη συνολικότερη επιχειρηματολογία· παρόλα αυτά αποκαλύπτει, όμως, το ίδιο γενικότερο όριο αυτών των “Θέσεων”.

H πρώτη πρόταση είναι, αυτή καθαυτή, μια ομολογία ότι η συγκεκριμένη Θέση θα μπορούσε εξίσου να έχει και να μην έχει περιληφθεί: “Μέσα (η έμφαση δική μας – στμ. δηλαδή της TC) στις διαιρέσεις που έχουν παγιωθεί από την θριαμβευτική παρέλαση του καπιταλισμού, είναι και αυτή ανάμεσα στις σφαίρες της

παραγωγής και της αναπαραγωγής, ένας σεξουλικά κωδικοποιημένος διαχωρισμός ο οποίος συνοδευόμενος από κάθε είδος ιδεολογιών νομιμοποίησης, ενισχυόμενων από την ανθρωπολογία ή τη βιολογία, έγινε ένα κοινωνικό μοντέλο με την μορφή της αστικής οικογένειας”. Συνεπώς, ανάμεσα σε μια σειρά αντικειμένων έχουμε επιλέξει να συζητήσουμε αυτό, αλλά θα μπορούσαμε, το ίδιο καλά, να είχαμε επιλέξει κάποιο άλλο.

Σε αυτή την Θέση, ο “σεξουαλικά κωδικοποιημένος διαχωρισμός” είναι μόνο η μορφή του διαχωρισμού ανάμεσα στην παραγωγή και την αναπαραγωγή. Το ότι αυτός ο διαχωρισμός είναι “σεξουαλικά κωδικοποιημένος” παρουσιάζεται εδώ σαν να είναι προφανής και υποστηρίζεται μόνο με την νομιμοποίηση από τη βιολογία και την ανθρωπολογία. Η διάκριση φύλου (η έμφυλη διάκριση), η αντίθεση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, δεν είναι εδώ τίποτα περισσότερο από ένα όνομα για κάτι άλλο.

“Η μορφή της αστικής οικογένειας” έγινε ένα “κοινωνικό μοντέλο” σε τέτοιο βαθμό ώστε “το μοντέλο (δική τους έμφαση – στμ. του Kosmoprolet) ενός σεξουαλικού καταμερισμού εργασίας, στον οποίο ο ρόλος αυτού που βγάζει το ψωμί πέφτει στο αρσενικό, να επιβάλλει τον εαυτό του (δική μας έμφαση – στμ. της TC) και μέσα στους προλεταριακούς κύκλους”. Η διάκριση φύλου, που είναι εξ ορισμού μια ιεραρχική διάκριση και μια αντίθεση, είναι εδώ ένα ιδεώδες που επιβάλλεται και συντηρείται από τη δύναμη της ιδεολογίας στον βαθμό που “η υλική βάση για τη διατήρηση των ιεραρχικών έμφυλων σχέσεων είναι λίγο-πολύπαρωχημένη…” (Θέση 11). Είναι αλήθεια, ότι με λίγη δόση “αισιοδοξίας” κάποιος θα επιτρεπόταν να “πιστεύει ότι η χειραφέτηση των γυναικών και η επίτευξη του στάτους τους ως αστικών υποκειμένων έχει ολοκληρωθεί” και το ότι “υπόκεινται σε όλα τα βάσανα της ύπαρξης ως κάτοχοι εργατικής δύναμης, ενώ συνήθως κερδίζουν λιγότερα από τους άντρες και δουλεύουν με μερική απασχόληση πιο συχνά…” είναι απλά ένα είδος λυπηρού γεγονότος. Ότι η διάκριση φύλου μπορεί να εξαλειφθεί “στη βάση της αστικής κοινωνίας εξαρτάται μεταξύ άλλων από την ανθεκτικότητα αυτής της ιδεολογίας (δηλαδή της “κοινωνιο-βιολογίας)” (Θέση 11). Όχι μόνο δεν μπορεί αυτή η διάκριση να καταργηθεί “στη βάση της αστικής κοινωνίας”, για λόγους που έχουν να κάνουν με τις ίδιες τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, αλλά ακόμα και η αντίθεση ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες είναι, εντός της σχέσης εκμετάλλευσης, μια συγκεκριμένη αντίθεση στην οποία οι γυναίκες και οι άντρες “φορείς” θα πρέπει να διευθετήσουν τους “λογαριασμούς” τους εντός ενός επαναστατικού κινήματος που συγκροτείται ως τέτοιο.

Αυτή η εξαιρετικά επιφανειακή ανάλυση της διάκρισης φύλου εγείρει δύο από τις θεμελιώδεις θεωρίες των “28 Θέσεων“: την ταύτιση της αυτόνομης επιβεβαίωσης της τάξης με την “αυτο-κατάργηση” και την ελπίδα για μια επανασύνθεση του συλλογικού παράγοντα, ως της διαρρηκτικής, αρνητικής πλευράς της κοινωνίας, επικεντρωμένου γύρω από τους “αποκλεισμένους” και τους “πλεονάζοντες”.

Η πρώτη θεωρία καθιστά απαγορευτική μια ανάλυση της διάκρισης φύλου με βάση την εργασία, τον μισθό και την πλεονάζουσα εργασία, καθώς η απλή θεώρηση – ως μιας υλικής κοινωνικής σχέσης – αυτής της διάκρισης, θέτει υπό ερώτηση την επιβεβαίωση της όποιας τάξης συνολικά. Η δεύτερη, μας επιτρέπει να μιλήσουμε για το φύλο αν και μόνο ως έναν “διαχωρισμό” ανάμεσα σε άλλους. Με άλλα λόγια, να μιλήσουμε γι´ αυτήν με τέτοιο τρόπο ώστε η επανασύνθεση [της τάξης] να συντελείται με μια εξαιρετικά ασαφή σχέση ως προς την εκμετάλλευση, σε μια σχέση υπόδηλης αμοιβαιότητας που ήδη υπονομεύεται οπουδήποτε αλλού, καθώς οποιαδήποτε άλλη καταπίεση, διαίρεση ή ιεραρχία, που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε, μπορεί να πάρει τη Θέση της.

Για να καταλάβουμε την κοινωνική κατασκευή που είναι οι “γυναίκες”, δεν πρέπει να ξεκινήσουμε από την αναπαραγωγή (τη βιολογική) και την ιδιαίτερη Θέση των γυναικών στην αναπαραγωγή αλλά από αυτό που κάνει αυτή τη Θέση μοναδική και συνιστά την κοινωνική της σημασία: τους τρόπους παραγωγής μέχρι και την τωρινή στιγμή. Ο ιστορικά επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας της ιδιοποίησης των γυναικών εκφράζει την συνέχεια, μέσα από όλους τους τρόπους παραγωγής μέχρι και σήμερα, της εργασίας και της αύξησης του πληθυσμού ως της πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης, που δεν είναι περισσότερο φυσική σχέση από οποιαδήποτε άλλη οικονομική παραγωγική σχέση και που δεν μπορεί να συμβεί χωρίς τον διαχωρισμό της κοινωνίας ανάμεσα σε εργάτες και μη-εργάτες (ετμ.). Αν το να “έχει παιδιά” είναι ένας ορισμός μιας ομάδας ανθρώπων, των γυναικών, αυτό είναι μια καθαρά κοινωνική κατασκευή. Παίρνοντας την αύξηση του πληθυσμού ως την πρωταρχική παραγωγική δύναμη μας επιτρέπει να θεωρήσουμε τις βιολογικές διαφορές εντός της αναπαραγωγής απλά σαν κάτι που το νόημά του κατασκευάζεται από μια κοινωνική σχέση· δεν είναι κάτι που “περιμένει” να αποκτήσει νόημα, αλλά κατασκευάζεται εντελώς κοινωνικά ως διαφορά. Αυτή η κατασκευή προϋποθέτει την ιδιοποίηση των και την υπαγωγή τους σε αυτή τη λειτουργία.

Η ιδιοποίηση των γυναικών, ως παραγωγών της πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης (ως αύξησης του πληθυσμού), συνεπάγεται και την ιδιοποίηση του προσώπου που την παράγει, και ως τέτοια συνεπάγεται την ιδιοποίηση κάθε τι που η γυναίκα κάνει στον τρόπο που καθορίζει τον αποκλεισμό της από την κοινωνία. Η εργασία στο σπίτι δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί από τον καπιταλιστή (μέσω της αξίας της εργατικής δύναμης) χωρίς την άσκηση μιας σχέσης κυριαρχίας από όλους τους άντρες. Ούτε η αναπαραγωγική εργασία πληρώνεται, αν και η εργασία ποτέ δεν πληρώνεται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αυτό που πληρώνεται είναι η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (ετμ.). Η πληρωμή για την εργατική δύναμη, η μισθωτή σχέση, περιλαμβάνει την οικιακή48 σχέση εντός της (δεν μπορούμε να πούμε το αντίθετο, γιατί αν ο εργάτης δεν επιστρέψει για να πουλήσει την εργατική του δύναμη δεν μπορεί να ανανεώσει την “οικιακή” σχέση).

Οι γυναίκες εισέρχονται στην αγορά εργασίας αλλά στη βάση αυτού του αποκλεισμού (ετμ.). Το ότι στις γυναίκες ανατίθεται ο ρόλος της οικιακής δουλειάς επιπρόσθετα της επί πληρωμή δουλειάς, είναι εντελώς καπιταλιστικό. Αν είναι καθαρά καπιταλιστικό, είναι οι ίδιες αυτές αναγκαιότητες αξιοποίησης του κεφαλαίου που προσαρμόζουν την “είσοδο” και την “έξοδο” της γυναικείας εργασίας στην πραγματική της τοποθεσία εντός της οικιακής σφαίρας, χωρίς να απαλλάσσεται ποτέ από αυτήν. “Η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης με τη μορφή αγαθών, τουλάχιστον στις πόλεις” (Θέση 11) αποκαλύπτεται η ίδια ως καθαρό “discourse“, όταν έρχεται αντιμέτωπη με την παραμικρή διερεύνηση σχετικά με τις στιγμές της οικιακής εργασίας.

Μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ο αποκλεισμός των γυναικών από τον δημοσιο χώρο είναι πιο ριζικός από παλιότερους τρόπους παραγωγής. Ο καπιταλισμός ορίζει την παραγωγική εργασία ως εντελώς διαχωρισμένη από όλες τις αναπαραγωγικές δραστηριότητες της ιδιωτικής σφαίρας. Η ελεύθερη εργασιακή

δύναμη που εμπεριέχει την παραγωγική εργασία πρέπει να ταξιδέψει έξω από την ιδιωτική σφαίρα για να πουληθεί. Το σχίσμα ανάμεσα στην παραγωγή και την αναπαραγωγή, το σπίτι και τον χώρο παραγωγής, είναι απόλυτο, δομικό και συγκροτητικό του τρόπου παραγωγής που βασίζεται στον ελεύθερο εργάτη και την πώληση της εργατικής του δύναμης, του οποίου ο μισθός χρησιμεύει για την αναπαραγωγή (ετμ.).

Η “οικιακή” σχέση εμπεριέχεται στον μισθό, που είναι τόσο η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης όσο και η “φυλή των εργατών”49. Από αυτό έπεται μια διάξευξη ανάμεσα στην εργασιακή διαδικασία, στην οποία εργατική δύναμη ξοδεύεται παραγωγικά, και την τροπικότητα της επέκτασης της πλεονάζουσας εργασίας, που αντιπροσωπεύεται από την οικιακή εργασία, της οποίας τα αποτελέσματα δεν μπορεί να τα καρπωθεί ο καπιταλιστής χωρίς μια σχέση κυριαρχίας.

Η αντρική κυριαρχία δεν μεσολαβεί την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Αν αυτή η κυριαρχία αυξάνει την πλεονάζουσα εργασία αυτό συμβαίνει επειδή πλεονάζουσα εργασία και αντρική κυριαρχία, η ιδιοποίηση των γυναικών, όπως και των δραστηριοτήτων τους και του χρόνου τους, συμβαίνουν ταυτόχρονα, καθώς αμφότερα ανήκουν στην ίδια έννοια της πλεονάζουσας εργασίας. Αλλά είναι ακριβώς εδώ που ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει ένα πρόβλημα με τις γυναίκες. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι ο πρώτος τρόπος παραγωγής που έχει ένα πρόβλημα με την εργασία και την αύξηση του πληθυσμού ως της “πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης”. Είναι με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής που αυτή η αντίθεση “εμφανίστηκε” (αυτή του πληθυσμού ως πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης), αλλά είναι αδύνατον να ξεφύγουμε από αυτήν χωρίς την κατάργηση αυτού του τρόπου παραγωγής. Η εμφάνιση της αντίθεσης της εμφυλης50 αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους είναι ταυτόσημη με την αντιθετική σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή, σαν να λέμε, ταυτόσημη με το κεφάλαιο ως αντίφαση σε κίνηση.

Αν όλες οι κοινωνίες μέχρι τώρα διαμορφώνουν την αύξηση του πληθυσμού ως την πρωταρχική παραγωγική δύναμη, αυτό συμβαίνει επειδή είναι ταξικές κοινωνίες. Η προκύπτουσα διαίρεση της κοινωνίας ανάμεσα σε εργάτες και μη-εργάτες αναδιπλασιάζει αυτόματα μια άλλη διαίρεση που είναι εσωτερική σε αυτήν, αλλά της οποίας οι όροι δεν επικαλύπτονται51: μια έμφυλη διαίρεση της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, μέχρι και τον καπιταλισμό, στον οποίο το όλο πράγμα [δηλαδη, η παραπάνω αντίθεση] καθίσταται αντιφατικό, η κύρια πηγή της πλεονάζουσας εργασίας είναι, φυσικά, η εργασία, κάτι που είναι ενδεικτικό της ανάγκης για αύξηση του πληθυσμού. Η αναγκαία ιδιοποίηση της πλεονάζουσας εργασίας, η οποία είναι ένακαθαρά κοινωνικό φαινόμενο (το πλεόνασμα δεν οφείλεται σε οποιαδήποτε σκοπούμενη υπερ-παραγωγικότητα της εργασίας), είναι αυτή που δημιουργεί το φύλο και την κοινωνική συνάφεια της σεξουαλικής διάκρισης. Είναι η πλεονάζουσα εργασία που δομεί τα δύο μέρη (εργάτες/μη-εργάτες·άντρες/γυναίκες). Δεν υπάρχουν δύο συστήματα τάξεων52 επειδή δεν υπάρχουν δυο τρόποι παραγωγής και επειδή υπάρχει μόνο μια μορφή πλεονάζουσας εργασίας53. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει πλεονάζουσα εργασία χωρίς την έμφυλη διαίρεση της κοινωνίας. Η αντίθεση ανάμεσα σε εργάτες και μη-εργάτες και η σύγκρουση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες είναι συνακόλουθες, αλλά δεν μπορούμε να τις υπερθέσουμε δεν μπορούμε να τις υπερθέσουμε (ετμ.). Η δεύτερη, αν και δεν ορίζει οποιονδήποτε συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής, είναι, παρόλα αυτά, μια ιδιαίτερη αντίθεση που δεν μπορεί να αναχθεί στην πρώτη. Το “συντρόφισες αλλά γυναίκες” προσπαθεί να πει ακριβώς αυτό.

Όσο η επανάσταση είναι η επιβεβαίωση του προλεταριάτου και η απελευθέρωση της εργασίας, είναι αδύνατον να αμβισβητήσουμε, τόσο πρακτικά όσο και θεωρητικά, την κοινωνική κατασκευή των γυναικών. Ο μισθός είναι η αξία της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και της “φυλής των εργατών” (Wages Price and Profit, σελ. 46)54 και όχι η πληρωμή για την “αξία της εργασίας” ή για “τη δουλειά” (άτοπες εκφράσεις). Ούτε μπορούμε, όπως για παράδειγμα η Exit!55, να κατηγορήσουμε τον νόμο της αξίας ότι είναι έμφυλος όταν είναι το ίδιο το πράγμα που είναι. Η σχέση εξάρτησης (η σχέση υποστήριξης στην οποία βρίσκει τον εαυτό της η γυναίκα) είναι (και η ίδια) το ίδιο προϊόν του μισθού όπως και η αναπαραγωγή της εργασίας και η “απλήρωτη εργασία”. Μόνο μια θεωρία της επανάστασης ως κατάργησης όλων των τάξεων, ως κατάργησης του προλεταριάτου και του μισθού, μπορεί να λάβει υπόψιν της τον εσωτερικό ανταγωνισμό που εμπεριέχεται στον μισθό ως αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, πόσο δε μάλλον αν σκεφτούμε ότι αυτός είναι ένας εσωτερικός ανταγωνισμός και θα έπρεπε να είναι καθοριστικό στοιχείο για την κατάργηση της μισθωτής εργασίας. Όσο η μάχη παραμένει μάχη του μισθωτού εργάτη ή ακόμα μάχη για την απελευθέρωση της εργασίας, θα περιέχει εντός της, εντός της μισθωτής εργασίας, την ιδιοποίηση των γυναικών.

Η ταξική πάλη θα είναι η κατάργηση του προλεταριάτου μόνο μέσα από την κατάργηση του κεφαλαίου στην επαναστατική αναμέτρηση πλάι στον αγώνα των γυναικών με όλη τους την ιδιαιτερότητα. Όσο η επανάσταση αφορά την χειραφέτηση της εργασίας θα διατηρεί την ανακήρυξη του πληθυσμού ως της πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης. Η παραγωγή αυτής της παραγωγικής δύναμης πρέπει η ίδια να χειραφετηθεί, να εξορθολογιστεί, να απελευθερωθεί χωρίς να αμφισβητηθεί η ίδια – αυτό, παρόλα αυτά, που δεν μπορεί να αποφευχθεί, παίρνοντας υπόψιν τι εμπεριέχεται σε αυτή την “χειραφέτηση”, αυτόν τον “εξορθολογισμό” είναι: η εμφάνιση των γυναικών στον δημόσιο χώρο (η δημόσια εμφάνιση των γυναικών). Στις προηγούμενες επαναστατικές περιόδους υπήρχε πάντα μια κεντρική προκατάληψη με το “να βάλουμε τις γυναίκες πίσω στη θέση τους”.

1 Μεταφρασμένο από τους/τις Endnotes και φίλους/ες. Αυτή η εκδοχή της κριτικής από την TC εμφανίστηκε στο τεύχος Kosmoprolet 3. Το μακροσκελέστερο γαλλικό πρωτότυπο κείμενο μπορεί να βρεθεί εδώ. Συμπεριλάβαμε επίσης το παράρτημα της TC με την κριτική της στην Θέση 11, σχετικά με το φύλο.

2 Στμ. Group of International Communists, GIK: Iδρυμένη το 1926, η GIK ήταν μια ομάδααριστερών κομμουνιστών στην Ολλανδία, της οποίας οι ιδέες διαμορφώθηκαν από τις εμπειρίες της Ρωσικής και την Γερμανικής επανάστασης του 1917 και 1918. Tο αναφερόμενο κείμενο (Fundamental Principles of Communist Production and Distribution) είναι από τα βασικά θεωρητικά κείμενα τηςομάδας.

3 Στμ. Με την ονομασία Συνθήκη του Μπρεστ–Λιτόφσκ φέρεται μια ιστορική συνθήκη που συνομολογήθηκε στις 3 Μαρτίου του 1918 στην ομώνυμη πόλη της άλλοτε Λευκορωσίας μεταξύ της Μπολσεβικικής Ρωσίας (Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία) και των Κεντρικών δυνάμεων κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συνθήκη αυτή χαρακτηρίστηκε επίσης και ως “συνθήκη άνευ προσαρτήσεων – άνευ αποζημιώσεων”. Της υπογραφής της συνθήκης αυτής είχε προηγηθεί, ένα μήνα πριν, ομώνυμη συνθήκη με την Ουκρανία.

4 Στμ. στο πρωτότυπο vulgata, δηλαδή η Βουλγάτα ή Βουλγκάτα, η λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής που έγινε στο τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ. από τον Ιερώνυμο κατ’ εντολή του Πάπα Δάμασου Α’ και υιοθετήθηκε από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Η ετυμολογία της λέξης αναφέρεται ακριβώς στην “κοινή ή “για τον λαό” έκδοση της Αγίας Γραφής, εξ ου και η μεταφορική απόδοση που επιλέγουμε.

5 Η παραπομπή που χρησιμοποιεί η TC δεν αντιστοιχεί ακριβώς στην αγγλική μεταφραση.

6 Στμ. H Marghera είναι προάστιο της Βενετίας με λιμάνι που αποτέλεσε τις δεκαετίες του 1960 και 1970 ένα από τα σημαντικά κέντρα της ταξικής πάλης και των αγώνων της ιταλικής αυτονομίας, ιδιαίτερα στις χημικές βιομηχανίες της μεγάλης βιομηχανικής ζώνης της περιοχής.

7 Στμ. στο πρωτότυπο idleness, άλλες αποδόσεις: απραξία αδράνεια.

8 Στμ. στο πρωτότυπο appendage, που θα μπορούσε και να αποδοθεί, πιο δηκτικά, και ως κολαούζος.

9 Στμ. στο πρωτότυπο historical lineage.

10 Στμ. στο πρωτότυπο essential. Τα συμφραζόμενα υποτείνουν ίσως και το ουσιολογική.

11 Στμ. στο πρωτότυπο communal.

12 Στμ. στο πρωτότυπο normativism.

13 Στμ. στο πρωτότυπο growing-over.

14 Στμ. αυτή η πρόταση είναι πραγματικά δυσνόητη!

15 Στμ. στο πρωτότυπο: “such that private property has yielded to the collective organisation of life“.

16 Στμ. στο πρωτότυπο milieu.

17 Στμ. στο πρωτότυπο flesh and bones.

18 Στμ. στο πρωτότυπο tertiarisation, με άλλα λόγια η ενίσχυση του τριτογενούς τομέα, δηλαδή του τομέα των υπηρεσιών.

19 Στμ. στο πρωτότυπο just-in-time, σύστημα παραγωγής στο οποίο τα απαραίτητα υλικά ή “μέρη” παραδίδονται αμέσως πριν από την στιγμή που χρειάζονται ώστε να ελαχιστοποιείται το κόστος απογραφής (inventory) των εμπορευμάτων.

20 Στμ. στο πρωτότυπο demand-based struggles, εναλλακτικά: διεκδικητικοί αγώνες ή αγώνες διεκδικήσεων.

21 Στμ. στο πρωτότυπο broach, εναλλακτικά: θα ανοίξει την κουβέντα.

22 Στμ. στο πρωτότυπο elevated, εναλλακτικά ίσως και προφανής, χτυπητή.

23 Στμ. στο πρωτότυπο conflictual, εναλλακτικά και αντιφατική.

24 Στμ. στο πρωτότυπο appearance.

25 Στμ. στο πρωτότυπο assimilated.

26 Στμ. στο πρωτότυπο imperative.

27 Στμ. στο πρωτότυπο by the same token.

28 Στμ. στο πρωτότυπο in and of themselves.

29 Στμ. στο πρωτότυπο particularities.

30 Στμ. στο πρωτότυπο otherness.

31 Στμ. στο πρωτότυπο categorical (sic). Προφανώς εννοεί την πάλη συγκεκριμένων κατηγοριών, δηλαδή κομματιών, της τάξης.

32 Στμ. στο πρωτότυπο signification.

33 Στμ.

34 Στμ. στο πρωτότυπο outsourcing.

35 Στμ. στο πρωτότυπο lodged.

36 Στμ. στο πρωτότυπο: mis-en-abyme.

37 Στμ. στο πρωτότυπο restructuration.

38 Στμ. στο πρωτότυπο overcoming.

39 Στμ. Εξαιρετικό! Σχόλιο και ελληνική αναφορά.

40 Στμ. στο πρωτότυπο registers.

41 Στμ. στο πρωτότυπο designates, μπορεί να αποδοθεί και ως: προσδιορίζει, σηματοδοτεί.

42 Στμ. στο πρωτότυπο praxis.

43 Στμ. Πόσο χεγκελιανό!

44 Στμ. στο πρωτότυπο seize upon.

45 Στμ. στο πρωτότυπο in their own discourse.

46 Στμ. Η περίφημη Θέση της TC για την απόκλιση και μάλιστα εδώ με μια έννοια η TC θα ήθελε πραγματικά να “μαθηματικοποιήσει” την επανάσταση. H κομμουνιστική προοπτική, δηλαδή η “απόκλιση”, η “απόκλιση” των αγώνων από τον εαυτό τους, τίθεται ως κάποιου είδους μετρική!

47 Στμ. στο πρωτότυπο articulation.

48 Στμ. στο πρωτότυπο domestic.

49 Στμ. στο πρωτότυπο “the race of workers“.

50 Στμ. στο πρωτότυπο gendered, μπορεί να αποδοθεί ίσως και ως εμφυλοποιημένης.

51 Στμ. Εδώ είναι όλη η ουσία της Θέσης της TC , που μοιάζει λίγο ad hoc και προφανώς χρήζει ανάλυσης.

52 Στμ. Με άλλα λόγια η TC διατυπώνει εδώ την εξήγησή της γιατί γυναίκες και άντρες δεν συνιστούν κοινωνικές τάξεις.

53 Στμ. Κλασσικός Μαρξ, αφενός, και αφετέρου αυτή η ροπή της TC προς την “μαθηματικοποίηση”! Ένα-προς-ένα αντιστοίχιση ταξικού συστήματος και τρόπου παραγωγής/πλεονάζουσας εργασίας.

54 Στμ. Αναφέρεται στο: Μαρξ, “Μισθός, Τιμή, Κέρδος“, ελλ. έκδοση: Σύγχρονη Εποχή, 2011.

55 Exit!, θεωρητική ομάδα που προήλθε από την διάσπαση της ομάδας Krisis Group το 2004 με την πραξικοπηματική, σύμφωνα με τα μέλη του Krisis, αποχώρηση μιας μειοψηφίας της συντακτικής ομάδας, αποτελούμενης από τους Robert Kurz, Roswitha Scholz και μερικά άλλα μέλη.

Ξεσπάσματα, “μαζέματα”και εξάντληση (συνέχεια)

Ξεσπάσματα, “μαζέματα”και εξάντληση (συνέχεια)

Rolan Simon

 

Συνέχεια του άρθρου1 του Rolan Simon, με τον ίδιο τίτλο, που δημοσιεύθηκε στις 24/05/2016, σχετικά με το κίνημα Nuits Debouts και το κίνημα ενάντια στον νόμο (El Khomri) για τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις στη Γαλλία, μεταφρασμένο από τα γαλλικά από το Des Nouvelles Du Front2.

 

(και πάλι σχετικά με το κίνημα αγώνων ενάντια στον Εργασιακό Νόμο)


Η θέση μας για την “εξάντληση” του κινήματος [εναντίον του νόμου για τα εργασιακά] συγκέντρωσε την προσοχή μερικών αναγνωστών που ανακάλυψαν το μικρό μας κείμενο, δημοσιευμένο στο dndf.org: “Débordements, imbordements et épuisement”3. Μερικά πρόσφατα γεγονότα, μπλοκαρίσματα και απεργίες μοιάζουν να ακυρώνουν αυτή την άποψη. Είναι αλήθεια ότι το κίνημα επανακάμπτει αλλά πώς έγινε αυτό; Δεν είναι παράξενο που αυτή η “εξάντληση” έχει συγκεντρώσει κάποια προσοχή, γιατί στο τέλος της ημέρας αυτό που έχει σημασία είναι οι πρακτικές, τα ζητήματα, οι δράσεις και οι απόψεις που έχουμε και/ή δημιουργούμε και οι τρόποι που αυτές οι απόψεις ενεργούν. Όμως, παρά την προσοχή που συγκέντρωσε, αυτή η θέση, για την “εξάντληση”, δεν ήταν η “κεντρική θέση” του κειμένου.

Το κεντρικό θέμα αυτών των λίγων γραμμών ήταν το αθέμιτο των εργατικών αιτημάτων το οποίο, εξαιτίας μιας απλής επιβεβλημένης κατάστασης (ο υπουργός Sapin μόλις πρόσφατα διακήρυξε ότι “οι απαιτήσεις δεν ήταν ποτέ θεμιτές”), γίνεται με έναν μερικό, τραυλό και σπασμωδικό τρόπο η πραγματική κατανόηση του κινήματος. Το προβληματικό όριο όλων αυτών ήταν ένα περιεχόμενο που “επέπλεε σαν μια συνείδηση που απελευθερώνει τον εαυτό της από τα όριά της”, σαν αυτή η συνείδηση “να ξεπέρασε τις κανονικές συνθήκες παραγωγής της”. Είναι το περίφημο “γυάλινο φράγμα”4 της παραγωγής με το οποίο συγκρούονται πολλοί σύγχρονοι γενικοί αγώνες, που τώρα βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα στο “βασίλειο” της αναπαραγωγής.

Από αυτά που αναφέρουμε παραπάνω, κάποια πράγματα πρόκειται να αλλάξουν. Αλλά πρέπει να αποφύγουμε να το δούμε αυτό σαν κάτι απλό, γραμμικό και μονόπλευρο. Απεργίες και μπλοκαρίσματα συμβαίνουν στην ώρα τους, εξαφανίζονται και μετά επανεμφανίζονται. Ξανά και ξανά, λες και το κίνημα αναζητεί τον λόγο ύπαρξής τους. Πρέπει καταρχάς να παρατηρήσουμε ότι αυτό που είναι σε κίνηση και που μοιάζει να αντικρούει την θέση μας για την “εξάντληση” βασίζεται σε “συντεχνιακά” αιτήματα. Έτσι, σε πρώτη ματιά, τίποτα δεν μοιάζει να μπορεί να μας αποτρέψει να σκεφτούμε ότι αυτή η πορεία δράσης και η “επανάκαμψη” του κινήματος θα μπορούσε να είναι η εξαφάνιση αυτού που έχει ήδη εμφανιστεί και έχει απλά χαρακτηριστεί ως η πρώτη φάση του κινήματος. Στην πραγματικότητα, αυτό που έχει ήδη εμφανιστεί παραμένει η βασική τάση, αλλά χωρίς να παραμένει ήρεμα εντός του στόχου της “διάσχισης” του γυάλινου φράγματος, κάτι που σημαίνει ότι πηγαίνει πέρα από τον σχηματισμό των συνθηκών της ύπαρξής του.

Σε αυτό το “πέρασμα” (του “γυάλινου φράγματος”) το “δεν απαιτούμε τίποτα”, οι συλλογικότητες του αγώνα και οι “Nuits Debout” αφήνουν πίσω της αφηρημένη γενίκευσή τους. Φυσικά μέσα σε αυτή την αφηρημένη γενίκευση ήρθαν στο προσκήνιο ο άνεργοι, οι χωρίς χαρτιά, οι μη-λευκοί των προαστίων, οι γυναίκες, οι εργασιακές συνθήκες, η στέγαση, η εισβολή των εμπορευμάτων στις ζωές μας, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η αγροτική παραγωγή στα χωριά κ.λπ. Αλλά καμμιά από αυτές τις “αιτίες”, όσο πραγματική και να είναι, δεν είχε στην περατότητά της οποιαδήποτε ύπαρξη από μόνη της, ούτε ήταν εκεί ως στιγμή μιας ολότητας που επρόκειτο να εμφανιστεί, ως μια στιγμή που θα είχε ήδη προαναγγείλει μια τελική σύγκλιση, είτε εικονικά είτε δυνητικά, αρκεί να συμπεριλαμβανόταν [στην ολότητα αυτή]. Έννοιες της “ιδιότητας του πολίτη”, του “είμαστε ο λαός”, του “είμαστε μαζί” κόρεσαν τον λόγο τους. Ποιός ήταν ο εχθρός; Η αστυνομία: που καταλογίζεται σαν εχθρός γιατί απέτρεψε όλα αυτά να λειτουργήσουν από μόνα τους σύμφωνα με την επιθυμία καθενός. “Όλοι μισούν την αστυνομία”, αλλά δεν εξυπηρετεί κανέναν σκοπό το να μισεί κανείς τον μπάτσο με το γκλομπ αν δεν μισεί την εξουσία που τον χειρίζεται. Γενικά αυτή η οπτική ήταν στο τέλος μια οπτική από το πουθενά, χωρίς αντιπάλους, χωρίς εχθρούς ή απλά αυτή η οπτική τους αγνόησε με έναν υπέροχο τρόπο. Αλλά η οπτική από το πουθενά δεν εκφράζει απαραίτητα μια κατάσταση που δεν υπάρχει.

Σύμφωνα με μια έρευνα που έκαναν οι κοινωνιολόγοι της EHESS5 (ως ενδεικτική θεώρηση), η κοινωνική σύνθεση των “Nuits Debout” είναι περισσότερο διαφοροποιημένη από ό,τι περιγραφόταν αρχικά: περιλαμβάνονται εκεί οι άνεργοι, οι κάτοικοι των προαστίων, εργάτες. Παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη πλειοψηφία των συμμετεχόντων είναι απόφοιτοι πανεπιστημίων (όπως παρατηρείται και στη μελέτη και από την δική μας επίσκεψη σε ένα από τα μαζέματα τους). Αν αυτό δεν δημιουργεί παρεμβολές στο να είσαι άνεργος, τότε σίγουρα καθορίζει το συγκεκριμένο κοινωνικό προφίλ από το οποίο προέρχεται η γλώσσα της γενικότερης κοινωνίας, των “Κοινών”, της δικαιοσύνης και της αδικίας. Οι μεσο-αστοί απόφοιτοι των πανεπιστημίων, βρίσκοντας τους εαυτούς τους στην ζωή της κοινότητας, είναι μια ενσάρκωση της αφηρημένης νόρμας της δημοκρατικής ιδιότητας του πολίτη. Οι “Nuits Debout” ξέρουν πολύ καλά να μιλούν για τον εαυτό τους και είναι πολύ φωτογενείς στα μέσα, τα οποία μπόρεσαν να βρουν επιτέλους σε αυτούς το είδος τους. Η φράση “δεν απαιτούμε τίποτα” ήταν μια αφηρημένη γενικότητα που εμφανίζεται, και μερικές φορές δρα, ως ένας “επαναφομοιωτής” του κοινωνικά συγκεκριμένου αναβρασμού. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, τα 2/3 των συμμετεχόντων από το Παρίσι στο “Nuits Debout” δεν είχαν συμμετάσχει σε οποιαδήποτε διαδήλωση εναντίον του Εργασιακού Νόμου.

Τώρα τα αιτήματα έχουν επιστρέψει και παίζουν τον ρόλο τους αλλά πρόκειται για έναν αμφιλεγόμενο ρόλο. Εδώ είναι που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή. Η κατεύθυνση του κινήματος, και το πέρασμά του σε ένα άλλο επίπεδο, αποτελούν μια επιστροφή αλλά αυτό δεν συνιστά απαραίτητα μια αντίφαση στην εξάντληση-εξαφάνιση αυτού που θα μπορούσε να εμφανιστεί ως ένας θεμελιώδης προσδιορισμός της πρώτης φάσης του· η οποία [φάση] θα μπορούσε να περιγραφεί ως η μη-αιτηματική αφηρημένη γενικότητα με όλους τους ιδεολογικούς περιορισμούς, καθώς αυτή η γενικότητα ήταν η ίδια ιδεολογία. H υπέρβαση αυτής της αφηρημένης γενικότητας περνά μέσα από το συγκεκριμένο και αυτή τη στιγμή το συγκεκριμένο παίρνει την μορφή αιτημάτων. Πρέπει όμως να αποφύγουμε να σκεφτούμε ότι το όλον πρέπει να υπάρχει σε κάθε μέρος, ότι το όλον δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να βρίσκεται στην καρδιά κάθε κατάστασης, στην οποία εκτυλίσσεται όχι με όρους ισχύος αλλά με όρους πράξεων. Θα περάσουμε από μια αφηρημένη γενικότητα σε μια “εκφραστική ολότητα”, η ολότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εκφράζει τον εαυτό της σε μια ιεραρχική δομή με θεμελιώδεις προσδιορισμούς και δεσπόζουσες δυνάμεις, τις οποίες καθορίζουν αυτοί οι προσδιορισμοί (δεν είναι αδύνατον ότι ο θεωρητικός στοχασμός, ακόμα και ο πολύ αφηρημένος, θα μπορούσε να είναι χρήσιμος). Είναι με αυτόν τον τρόπο που η “διάσχιση” του γυάλινου φράγματος εμφανίζεται ως καθοριστικό στοιχείο άσχετα από το ποια είναι η γενική κίνηση των αγώνων.

Το ανήκειν στην τάξη ως ένας εξωτερικός περιορισμός είναι μια κατάσταση, μια έξαρση εντός της ταξικής πάλης, στην οποία το συγκεκριμένο και το αίτημα είναι παρόντα και παίζουν τον ρόλο τους. Αυτή η κατάσταση, και αυτή η έξαρση, είναι ένα αποτέλεσμα συγκεκριμένων δυνάμεων και εξαρτώνται από την σχέση ανάμεσα στην πρακτική του προλεταριάτου και την πρακτική του Κράτους και της κυρίαρχης τάξης. Έτσι που για να πάρει αυτή η πρακτική μια μορφή, την πρακτική των αιτημάτων, θα πρέπει ήδη να χρησιμοποιηθεί η διάσχιση του γυάλινου φράγματος ώστε το αίτημα να γίνει μια σειρά ρηγματώσεων. Αυτές οι ρηγματώσεις μπορούν να ειδωθούν από τον ατρόμητο τρόπο με τον οποίο κάποιοι ρίχνονται σε μειοψηφικές δράσεις, με μπλοκαρίσματα που πηγαίνουν πέρα από τον τομέα τους ή ένα συγκεκριμένο επάγγελμα, από την επιθυμία να απεργήσουν σε μια ολόκληρη ομάδα τοπικών επιχειρήσεων, από το “πορώδες” των ορίων ανάμεσα στις στιβαρές πορείες των συνδικάτων και τις “άτυπες πορείες”6, από την μη περιθωριοποίηση των πορειών και των ξεσπασμάτων από τους αποκαλούμενους “αλήτες” (casseurs7), καθώς και με την σχέση αλληλεπικάλυψης που ενώνει όλα τα επίπεδα των αγώνων. Η αλληλοπλοκή όλων των αιτημάτων έχει σαν αποτέλεσμα να τίθεται σε αμφισβήτηση Το Αίτημα.

Πάνω σε αυτή τη βάση, εκτυλίσσεται, μέσα στις συνθήκες της εμφάνισης της πραγμάτωσης του ταξικού ανήκειν ως ενός εξωτερικού περιορισμού, μια “διαλεκτική” (αν και φευγαλέα) ανάμεσα στα αιτήματα και τις αντιδράσεις της κυρίαρχης τάξης. Το σημάδι της εμφάνισής της [της διαλεκτικής] θα γινόταν (πέρα από τις απεργίες και τα ξεσπάσματα) ένα σύνολο πρακτικών που θα τροποποιούσε την χρήση των δημόσιων συγκοινωνιών, των διυλιστηρίων κ.λπ. με σκοπό την επέκταση και και την τροποποίηση των αγώνων που είναι ήδη σε εξέλιξη· πέρα από κάθε διαχειριστική ανησυχία καθώς και πέρα από οποιαδήποτε συγκεκριμένα αιτήματα. Αυτή η “ιδιοποίηση” των εργαλείων αγώνα δεν είναι μια μορφή ιδιοκτησίας. Η “ιδιοποίηση” αυτή δεν είναι ποτέ μια δραστηριότητα που θεσμοποιεί τον εαυτό της, μάλλον εμπίπτει στον κοινοτιστικό ορισμό της χρήσης του.

Οι πρακτικές δυνατότητες μιας τέτοιας κατάστασης πρέπει να φωτίζουν, στη “διάσχιση” του γυάλινου φράγματος, τις ρηγματώσεις, και στην συνέχεια, μια καταβύθιση σε αυτά τα αιτήματα, επειδή είναι αυτά τα αιτήματα που εκκίνησαν για μια ακόμα φορά το κίνημα. Πρέπει, αναδεικνύοντας και υπογραμμίζοντας με έντονο τρόπο, να εργαστούμε για την εμφάνιση της απουσίας άλλων ρηγματώσεων εντός των αιτημάτων που διατυπώνονται, συμπεριλαμβανομένων της ασθενούς επιβεβαίωσης των αυτόνομων γυναικών εντός του κινήματος καθώς και της ημι-απουσίας οποιασδήποτε συζήτησης για την φυλετικοποίηση της εργασίας στην καθημερινή της ύπαρξης, υπό το κεφάλαιο και τον κόσμο του. Η ανάδειξη της αδυναμίας ή της απουσίας αυτών των ρηγματώσεων εντός των διατυπωμένων αιτημάτων σημαίνει ήδη την ανάδειξη της παρούσας αστάθειας επειδή η σύγκλιση δεν είναι απαραίτητα (δυστυχώς, ίσως) η λεωφόρος που οδηγεί το προλεταριάτο να αμφισβητήσει την ίδια την ύπαρξή του και την αντίφασή του εντός του κεφαλαίου. Με αυτή την έννοια, το κάλεσμα για ή ακόμα η πραγματοποίηση μιας “Γενικής Απεργίας” θα μπορούσε να είναι τόσο αμφιλεγόμενη όσο οποιαδήποτε σύγκλιση.

Εισάγοντας και αναδεικνύοντας την σχέση αυτών των ρηγματώσεων με τις πρακτικές της κυρίαρχης τάξης, θα πρέπει να στοιχηματίσουμε στην αδιαλλαξία αυτής της τάξης. Αντιμέτωπη με τα επαπειλούμενα μπλοκαρίσματα και απεργίες στα διυλιστήρια, η Total S.A (Γαλλική πολυεθνική με ολοκληρωμένες εργασίες πετρελαίου και αερίου) ανακοίνωσε ότι θα αναθεωρήσει τις επενδύσεις της στην Γαλλία. Υπάρχω; Είμαι απαραίτητος ως ένας εργάτης της Total ή όχι; – αυτές θα μπορούσαν να είναι οι σκέψεις ενός εργάτη στο Fos-Sur-Mer. Θα πρέπει να στοιχηματίσουμε εξίσου και στην συγκεκριμένη κρίση του Γαλλικού Κράτους, που έχει γίνει ένας “φουσκωμένος ασκός”. Είναι επίσης εντός της σχέσης της καπιταλιστικής τάξης με το Κράτος της που βρίσκεται η διακήρυξη ότι το ανήκειν στην τάξη είναι ένας εξωτερικός περιορισμός· πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η σχέση εμπεριέχει καταστάσεις στις οποίες δημουργείται μια απόσταση ανάμεσα σε πρακτικές βασισμένες σε αιτήματα, μια απόσταση ώστε εντός της βασισμένης σε αιτήματα πρακτικής, ο φορέας, που εκφράζει τα αιτήματα, αμφισβητείται, γιατί αυτός υπάρχει μόνο εξαιτίας της τάξης που ο ίδιος βλέπει μπροστά του. Περνάμε από ένα επιβαλλόμενο αθέμιτο των αιτημάτων σε ένα διεκδικούμενο αθέμιτο, όπου ο ίδιος ο φορέας των αιτημάτων αρχίζει να διερωτάται ποιός είναι. Καθώς η τάση υπάρχει ήδη, δεν είναι αναγκαίο οι πρακτικές, που θα μπορούσαν να οικοδομήσουν αυτή την δυναμική, να αυτονομηθούν από τον λόγο της ύπαρξής τους (να δράς ως τάξη, να διεκδικείς αιτήματα) και να προσπαθούν να προλαμβάνουν την δυναμική που επιδιώκουν να οικοδομήσουν.

Όσο δε αφορά το “Nuits Debout”, είναι εμφανές ότι η γενική αλλαγή στη φύση του κινήματος, του οποίου αποτελούν μια στιγμή, είτε θα τους μετασχηματίσει είτε θα προκαλέσει την εξαφάνισή τους. Αυτό θα αποκαλύψει ακόμα πιο καθαρά πόσο ετερογενείς είναι οι συμμετέχοντες σε αυτό, στην απαίτηση να επαναδιαμορφώσουν τις θέσεις τους σχετικά με πολιτικές, δημοκρατικές, και βασισμένες στην κοινωνία των πολιτών λύσεις. Είτε αυτό θα είναι το τέλος τους είτε θα αλλάξει η κοινωνική τους σύνθεση. Η παρούσα αμφισημία των πρακτικών αιτημάτων θα πρέπει να γίνει το κεντρικό τους προνόμιο. Ή μάλλον, είτε οι συνελεύσεις τους θα περιπέσουν εντελώς σε μια αυτο-αναφορική ιδεολογία μιας Κοινότητας υπό κατασκευή (παράλληλα με την οφθαλμαπάτη των ψηφιακών συσκευών που εξασφαλίζουν την εικονική τους ύπαρξη) κάτω από το κάλυμα της ιδεολογικής επέκτασης των “κοινών”· ή θα εισέλθουν σε μια διαδικασία πολιτικής ανασυγκρότησης a la Podemos (που στην πραγματικότητα δεν είναι κάτι πιθανό για την Γαλλία· ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία).

Τελειώνοντας θα επιστρέψουμε στην αρχή, καθώς πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα που τέθηκε στην εισαγωγή: η διάσχιση του γυάλινου φράγματος, που ήταν ο δρόμος μέσα από τον οποίο η πρώτη φάση του κινήματος αυτο-συστάθηκε για να βρει τις ίδιες τις συνθήκες της ύπαρξής του, ώστε για να μην είνα πλέον “στον αέρα”, μπορεί κάλλιστα να είναι και το θάψιμό του. Η εξάντληση αυτού που συνέστησε την πρώτη του φάση θα μπορούσε επίσης να το εμποδίσει να φτάσει ένα ψηλότερο επίπεδο. Τίποτα δεν είναι γραμμικό ή μονομερές, αλλά αυτά είναι τα ζητήματα και οι θέσεις που πρέπει να καθορίσουμε.

Μετάφραση: q.

1 Στμ. Το πρώτο μέρος του άρθρου (με τον ίδιο τίτλο: “Débordements, imbordements et épuisement”) δημοσιεύθηκε στο dndf.org στις 3/5/2016 (δείτε εδώ: dndf.org/?p=14975) και μεταφρασμένο στα ελληνικά εδώ: https://2008-2012.net/2016/05/08/από-το-ξεπέρασμα-των-ορίων-στην-αποορι/.

2 To παρόν μέρος του άρθρου αποδόθηκε από την αγγλική μετάφραση (με τίτλο: “Outbreaks, inbreaks and exhaustion”) που δημοσιεύεται στον ελευθεριακό ιστότοπο libcom.org, δείτε εδώ: libcom.org/library/outbreaks-inbreaks-exhaustion-follow-roland-simon.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο ad nauseum, λατινική έκφραση που σημαίνει κυριολεκτικά “μέχρι ναυτίας” αλλά και “μέχρι εξαντλήσεως” ή και “μέχρι αηδίας”.

4 Στμ. Για την βασική αυτή έννοια της Théorie Communiste (TC), δες το κείμενο: “Το Αόρατο Φράγμα“, δημοσιευμένο στο “Τα παιδιά της Γαλαρίας”, τ.14.

5 Στμ. EHESS, École des hautes études en sciences sociales: η γνωστή Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών στη Γαλλία.

6 Στμ. Δες και το κείμενο “Σημειώσεις για το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο, από μια σερβιτόρα”, στον ιστότοπο: https://inmdediasres.espivblogs.net.

7 Στμ. Casseurs στα ελληνικά θα λέγαμε “μπαχαλάκηδες”.

ΒRExit και ελληνική Αριστερά*: ακόμα πιο αντιπρολεταριακά, ακόμα πιο βαθιά στη δίνη του εθνο-λαϊκισμού!

Αναδημοσιεύουμε εδώ την τοποθέτηση συντρόφων σε εκδήλωση (Λαμπηδόνα, 11/7) για το BRExit και τις εξελίξεις στην Ε.Ε

* Στην Αριστερά αυτή υπάρχουν φυσικά συντρόφισσες και σύντροφοι που, αν και εξακολουθούν να τοποθετούνται με όρους πολιτικής γεωγραφίας σε αυτήν, προσπαθούν να μιλούν με όρους αγώνα από την πλευρά της τάξης και του προλεταριάτου.


Εδώ και κάμποσο καιρό, κι ενώ ο μονομερής ταξικός πόλεμος των αφεντικών συνεχίζεται, κλιμακώνεται και βαθαίνει, με τις ήττες για το προλεταριάτο να σωρεύονται σε όλη την Ευρώπη, και ακόμα περισσότερο στην Ελλάδα (που από το 2007 μέχρι το 2012 είχαμε έναν κύκλο έντονων ταξικών αντιπαραθέσεων), οι δημοσιολόγοι της ελληνικής Αριστεράς επιδεικνύουν μια ιδιαίτερη έφεση στο να ανακαλύπτουν και να επικαλούνται ελπιδοφόρους «πολιτικούς σεισμούς». Διόλου τυχαία, αυτή η έφεση συνοδεύεται από την τάση να αποσιωπούνται, να απωθούνται ή (στην καλύτερη περίπτωση) να υποτιμούνται οι εξεγερσιακές εκδηλώσεις της προλεταριακής εναντίωσης που έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα την πρόσφατη κοινωνική ιστορία. Όπως πάντα, το βλέμμα πέφτει επιλεκτικά στα δυνητικά αντικείμενά του: κανείς βλέπει κάτι ή αποφεύγει να δει κάτι, αναλόγως με το πού αποβλέπει.

Τον Δεκέμβρη του 2008, όταν το αόρατο προλεταριάτο, με και χωρίς χαρτιά, εμφανίστηκε ως μια σκοτεινή αλλά πολύ πραγματική κοινωνική δύναμη σε κάθε πόλη της Ελλάδας αμφισβητώντας την κοινωνική κανονικότητα, οι αρθρογράφοι, πανελίστες και πολιτευτές της ελληνικής Αριστεράς δεν έβλεπαν παρά «νεανικές εκρήξεις», πολιτικά ασήμαντες αν δεν επιστεγάζονταν από έναν «Δεκέμβρη των [σ.σ. ορατών και ελλήνων] εργαζόμενων» ή από την ανάδυση μιας «προγραμματικά αξιόπιστης» και «ηγεμονικής» Αριστεράς. Τον Ιούλη του 2015, αντίθετα, όταν ο Βαρουφάκης και ο Τσίπρας διαπραγματεύονταν σκληρά με τους ευρωπαίους ομολόγους τους για το καλύτερο σενάριο διάσωσης των ελληνικών αφεντικών (που για τους πρώτους, μεταξύ άλλων, σήμαινε τη διατήρηση της φορολογικής ασυλίας των ελλήνων εφοπλιστών), κι ενώ σε επίπεδο ταξικής πάλης τα ελληνικά αφεντικά είχαν καταφέρει να κλείσουν, χωρίς να συναντούν παρά ελάχιστες αντιστάσεις, δύο χρόνια άτυπης στάσης πληρωμών προς τους εργάτες τους, οι ίδιοι άνθρωποι έβλεπαν τρομακτικές δονήσεις που θα άλλαζαν τάχα το πρόσωπο αυτής της χώρας.

Τον Αύγουστο του 2011, όταν το αόρατο προλεταριάτο στη Βρετανία, πάλι με αφορμή ένα περιστατικό θανατηφόρας κατασταλτικής βίας, βγήκε στους δρόμους για να εκφράσει βίαια τη διάθεση του να πάψει να ζει υπό αστυνομική επιτήρηση μέσα σε ένα ασφυκτικό σύμπαν από αστραφτερά καταναλωτικά σκατά, οι εγχώριες αριστερές συζητήσεις ήταν αρκετά απορροφημένες από το ζήτημα της αποκατάστασης της «εθνικής κυριαρχίας», την οποία τα Μνημόνια τάχα είχαν καταλύσει, και των ευεργετικών ή μη (για ποιους άραγε; Μα, ασφαλώς, για την ελληνική εθνική οικονομία…) επιπτώσεων της επαναφοράς του εθνικού νομίσματος για να ασχοληθούν, έστω και λίγο στα σοβαρά, με όσα συνέβαιναν στις βρετανικές πόλεις. Τον Ιούλιο του 2016, όμως, όταν η δεξιά των Βρετανών Συντηρητικών και ένας διαταξικός συρφετός από ακραίους νεοφιλελεύθερους, ξενόφοβους, ρατσιστές και φασίστες επέβαλε δημοψήφισμα για την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ και το κέρδισε, τα ρολόγια στην ελληνική Αριστερά για άλλη μια φορά σταμάτησαν. Χωρίς χρονοτριβή, οργανώθηκαν δημόσιες πανηγυρικές εκδηλώσεις, γράφηκαν δεκάδες λιγότερο ή περισσότερο ντροπαλοί διθύραμβοι, εξαγγέλθηκε ξανά το επικείμενο τέλος του απόλυτου (στα μάτια των ελληναριστερών) Κακού, δηλαδή της ελεγχόμενης από τους Γερμανούς ΕΕ, ενός Κακού απ’ ό,τι φαίνεται πολύ χειρότερου από το ελληνικό κεφάλαιο, για να μην πούμε κουβέντα για το ελληνικό κράτος.

Σε μια τέτοια πανηγυρική εκδήλωση, ένας από τους πιο σεσημασμένους δημοσιολόγους της ελληνικής Αριστεράς, ο κ. Κουβελάκης ξεκίνησε την ομιλία του, με τον εύγλωττο τίτλο «Νέος γύρος στην Ευρώπη» (ιστότοπος Iskra, 10/7/16), ομολογώντας ότι «η καμπάνια του Brexit ηγεμονεύτηκε από αντιδραστικές, ξενοφοβικές έως και ανοιχτά ρατσιστικές δυνάμεις». Ο συγκεκριμένος ειδήμων επί της πολιτικής στρατηγικής, που μέχρι προχθές είχε εναποθέσει τις ελπίδες του για «νέους γύρους στην Ευρώπη», και μας καλούσε να εναποθέσουμε και τις δικές μας, σε μια αριστερο-ακροδεξιά κυβέρνηση, όπως ήταν η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, δεν αμέλησε να προσθέσει ότι το γεγονός αυτό «επιφέρει μια σειρά από αρνητικές επιπτώσεις, που αποτυπώνονται στο κλίμα σύγχυσης που επικρατεί σήμερα στην βρετανική κοινωνία, και ειδικότερα στην Αριστερά, χωρίς να ξεχνάμε την παρατηρούμενη έξαρση των περιστατικών ρατσιστικής βίας ή την δολοφονία της βουλεύτριας του Εργατικού Κόμματος, και οπαδού της παραμονής, Τζο Κοξ από φανατικό ακροδεξιό». Συνέχισε απτόητος, παρόλα αυτά, εξηγώντας ότι αυτό οφείλεται στο ότι η «ευρύτερη Αριστερά» (μα γιατί αυτός ο πλεονασμός; Αφού η εθνοσωτήρια αριστερά-με-άλφα-κεφαλαίο είναι όσο ευρύτερη μπορεί να είναι, καλύπτοντας, στην Ελλάδα τουλάχιστον που έχει ολοκληρωθεί, μια πρώτη φορά στην πράξη, με τον ΣΥΡΙΖΑ, και μια δεύτερη φορά, κατά φαντασία, στην ΛΑΕ, η συγκρότησή της με ηγεμονικούς όρους, όλο το φάσμα του «αριστερού, προοδευτικού, πατριωτικού δημοκρατικού αντιμνημονιακού χώρου» όπως αρέσκονται να γράφουν οι συντάκτες της Iskra;) άφησε τους ρατσιστές να παίζουν μόνοι τους. Και αποτελεί εκείνη τον φορέα που δικαιωματικά θα όφειλε να ηγηθεί μιας τέτοιας καμπάνιας, μετατοπίζοντας την έμφαση από την εκδίωξη των Πολωνών και Νοτιοευρωπαίων εργατών ή την επιβολή ακραίων μέτρων περαιτέρω υποτίμησης της εργασιακής δύναμης, που ούτε η ΕΕ προς το παρόν δεν επιτρέπει, γιατί αυτές ακριβώς, για να μην ξεχνιόμαστε, ήταν οι κεντρικές αιχμές των τωρινών ηγητόρων της καμπάνιας για το Brexit (κάτι που ο κ. Κουβελάκης έντεχνα αποσιωπά) στο «δημοκρατικό αίτημα» της ανάκτησης της «εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας».

Οπωσδήποτε, έστω και η παραδοχή ότι η Τζο Κοξ δολοφονήθηκε από το μαχαίρι ενός φασίστα, στα πλαίσια της καμπάνιας για το Brexit, και έτσι όπως οι οργανωμένοι φασίστες γενικά, είτε στην Ελλάδα είτε στην Αγγλία, αντιλαμβάνονται τι είναι μια εκλογική καμπάνια, είναι σημαντική, δεδομένου ότι ένας άλλος μεγάλης περιωπής ελληναριστερός πανελίστας, τόσο μάλιστα βαθιά ελληναριστερός που πολλά ελληνικά φασισταριά διαβάζουν πάντα με ενδιαφέρον τις γεμάτες εθνικιστικές εξάρσεις γεωπολιτικές αναλύσεις του, και μέχρι πρότινος, αγνοώντας πόσο πολύ είχε μεταλλαχθεί η άλλοτε «άκρα αριστερά», θεωρούσαν ότι προέρχεται από ή ανήκει στον «πατριωτικό», κατά την ιδιόλεκτό τους, «χώρο», ο κ. Δελαστίκ, την επόμενη κιόλας μέρα από τη φασιστική δολοφονία (βλ. το άρθρο του με τίτλο «Φόνος βουλευτή υπέρ της ΕΕ», Πριν, 18/6/16, προδημοσίευση στον ιστότοπο Iskra, 17/6/16) είχε ισχυριστεί ότι οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες ήταν ο αληθινός οργανωτής και αυτουργός του εγκλήματος, με σκοπό την άσκηση «ψυχολογικής πίεσης» στον «αγγλικό λαό» (sic, ας προσέξουμε επίσης τη χρήση μιας γλώσσας που μόνο οι άγγλοι ακροδεξιοί μιλάνε: «αγγλικό», όχι «βρετανικό» λαό ή λαούς της Βρετανίας!!!). Τι είναι, όμως, ακόμα και αυτό το τόσο κυνικό ξέπλυμα των φασιστικών μαχαιριών μπροστά στον υπέρτατο στόχο, τη διάλυση της ΕΕ; Μια απλή παρωνυχίδα που τη βγάζεις εύκολα και την πετάς στο τασάκι. Κι εδώ είναι, σε αυτήν την ιεράρχηση του τι είναι σημαντικό και τι όχι, που ο κ. Κουβελάκης, ο οποίος μέσα στον ορυμαγδό των ιδεολογικών στρατηγημάτων του επιλέγει να ξεστομίσει και μια ωμή, όσο κι ένα μαχαίρι φασίστα, αλήθεια, ακολουθεί την ίδια ακριβώς στάση με τον κ. Δελαστίκ, ο οποίος δεν είχε την παραμικρή αναστολή να συγκαλύψει την επιθετικότητα των φασιστών, μιλώντας αρχικά με βεβαιότητα για οργανωμένο σχέδιο μυστικών υπηρεσιών, για να το μαζέψει ένα μήνα μετά με πιο συνετές τάχαμου δήθεν διατυπώσεις του στυλ «πιθανολογούμενη άνευ στοιχείων ανάμιξη» («Τους έφαγαν εν ψυχρώ και τους δύο», Πριν, 9/7/16).

Την άνοιξη του 2011, οι έλληνες φασίστες είχαν εξαπολύσει επί δύο βδομάδες πογκρόμ στο κέντρο της Αθήνας. Η ελληνική Αριστερά αυτό το είχε θεωρήσει λεπτομέρεια, και δεν έκανε τίποτα για να αντιμετωπίσει τις ορδές των αιμοσταγών φασιστών. Το 2012, η Χρυσή Αυγή έκανε προεκλογικές καμπάνιες σε κεντρικές γειτονιές της Αθήνας οργανώνοντας εκατοντάδες επιθέσεις σε μετανάστες, κάτι που συνεχίστηκε μέχρι και το φθινόπωρο του 2013. Τότε, η ελληνική Αριστερά ανησυχούσε για τον «παραπλανημένο λαό», και συνέχισε κατά τα λοιπά να προσπαθεί να στήσει το δική της πρόταση «εθνικής διεξόδου» που, όπως διαπιστώσαμε τον Γενάρη του 2015, περιλάμβανε χωρίς καμιά σοβαρή εσωτερική τριβή ακόμα και τη μη-ναζιστική ελληνική άκρα δεξιά (τους ΑΝΕΛ). Την περίοδο που οι κυβερνήσεις των «μνημονιακών» πολιτικών κομμάτων έστηναν το θεσμικό οπλοστάσιο της παρανομοποίησης των μεταναστριών/ών και το αρχιπέλαγος των στρατοπέδων συγκέντρωσης για τις/ους μη χαρτιά εργάτριες/ες σε όλη την ελληνική επικράτεια, η ελληνική Αριστερά ανέμιζε ελληνικές σημαίες στο Σύνταγμα και δάκρυζε με τον εθνικό ύμνο έξω από την ΕΡΤ, προφανώς για να ηγεμονεύσει στον «ελληνικό λαό», πέρα από τις περισπάσεις των ταξικών ανταγωνισμών, και να μην τον αφήσει να παραπλανηθεί και άλλο. Και τελικά όταν η «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ανέθετε στον ελληνικό στρατό να διαχειρίζεται τα «κέντρα καταγραφής» προσφύγων και μεταναστών που οικοδομούνταν υπό τη μορφή στρατοπέδων συγκέντρωσης, η ελληνική Αριστερά, τόσο η κυβερνώσα όσο και η μη-πλέον-κυβερνώσα, έκανε πως δεν βλέπει τίποτα πέρα από τα κύματα «αλληλεγγύης του φιλόξενου ελληνικού λαού» (ταυτίζοντας, έτσι, αναφανδόν ό,τι έκαναν ορισμένα τμήματα της εργατικής τάξης με τον υποκριτικό, συμπληρωματικό στην παρανομοποίηση και τον εγκλεισμό, ανθρωπισμό των ελληνικών αφεντικών) ή όταν αναγκαζόταν να δει έριχνε για χιλιοστή φορά την ευθύνη στους δαίμονες του «διευθυντηρίου» των Βρυξελλών ή στο ΝΑΤΟ, στους κακούς ξένους και τους «ντόπιους τοποτηρητές» τους.

Πάντα το σημαντικό ήταν ο ελληνικός «λαός», και η «εθνική κυριαρχία». Πάντα το κρίσιμο επίδικο ήταν το ίδιο για το οποίο ο Βαρουφάκης και ο Τσίπρας τον Ιούλιο του 2015 ζήτησαν από τον «λαό» να τους παραχωρήσει, ψηφίζοντας Όχι, ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί: ποια είναι η καλύτερη λύση για το ελληνικό κράτος, ως εγγυητή της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού κεφαλαίου; Ιδού το κεφαλαιώδες ερώτημα…Η εργατική τάξη, και προπάντων τα μη-εθνικοποιημένα τμήματά της, οι χωρίς χαρτιά, οι αόρατοι, όσες και όσοι δεν εγγράφονται στην ισχύουσα πολιτική διάταξη ή εγγράφονται μονάχα οριακά, ως «επισφαλείς», «μαύροι» του ιδιωτικού τομέα κ.ο.κ., μπορεί να θυσιαστεί για την ώρα στους βωμούς της διάσωσης της εθνικής οικονομίας μέσα από διαταξικές συμμαχίες που απολήγουν σε σχέδια αποκατάστασης της ισχύος του εθνικού κράτους. Μετά, αν η Αριστερά ηγεμονεύσει, αν ανακτήσει την «εθνική κυριαρχία», αν διώξει τις «δυνάμεις κατοχής», αν δεν υποχωρήσει στις πιέσεις των «τοκογλύφων» και ξαναφέρει τη Δραχμή, βλέπουμε. Ίσως επανέλθουν και ορισμένα επιδόματα, ίσως οι ορατοί έλληνες εργάτες βρουν κι αυτοί ξανά μια θέση στο ακτινοβόλο σύμπαν του παραγωγικά ανασυγκροτημένου ελληνικού καπιταλισμού. Μέχρι τότε, η ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης, οι χιλιάδες νεκροί στο Αιγαίο, οι αστυνομική βία, η τρομοκρατία των ελληνικών αφεντικών, είναι απλά ύλη, στην καλύτερη περίπτωση, για δακρύβρεχτα μονόστηλα ή σχόλια εν παρόδω, όπως είναι και τα 331 καταγεγραμμένα περιστατικά ρατσιστικής βίας στη Βρετανία μέσα σε μια μόλις βδομάδα μετά το δημοψήφισμα για το Brexit.

Αυτού του τύπου η ιεράρχηση φανερώνει κάτι που ούτε και οι πιο βαρύγδουποι αφηρημένοι όρκοι πίστης στον … μελλοντικό σοσιαλιστικό παράδεισο δεν μπορούν πια να συσκοτίσουν: για τη σημερινή ελληνική Αριστερά αντικείμενο κριτικής είναι κάποιοι διακρατικοί μηχανισμοί στην Ευρώπη και κάποιες επιμέρους πτυχές του ελληνικού καπιταλισμού και όχι η ίδια η εκμεταλλευτική και καταπιεστική ελληνική κοινωνική πραγματικότητα, ως τμήμα της ευρωπαϊκής κοινωνικής πραγματικότητας. Αν ίσχυε το δεύτερο ενδεχόμενο, τότε η επίγνωση ότι οι μηχανισμοί της ΕΕ λειτουργούν ως μέσα πανευρωπαϊκού συντονισμού των αφεντικών, για να διεξάγουν τον ταξικό τους πόλεμο, θα έπρεπε να οδηγεί στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν της «ανάκτησης της λαϊκής κυριαρχίας». Τότε, θα ήταν πολύ πιο σημαντικό το τι σήμερα υφίστανται οι μετανάστες στην Λέρο από τους έλληνες μπάτσους και τους έλληνες ρατσιστές, το τι σήμαινε η ελληνική ανάπτυξη των προηγούμενων δεκαετιών για τους μη-έλληνες Βαλκάνιους εργάτες, το τι γινόταν τόσο καιρό στο Καλαί και την Ειδομένη. Τότε, η ανάλυση της πολιτικής κατάστασης στη Βρετανία θα γινόταν με γνώμονα τα βιώματα των Πολωνών, Νοτιοευρωπαίων, Αφρικανών ή Ασιατών εργατών, και όχι τη δυσφορία των λευκών Άγγλων ξενόφοβων εργατών που συμμαχούν με τα εξίσου λευκά αφεντικά τους. Τότε, η άμεση προτεραιότητα θα ήταν οι οικοδόμηση διεθνών δικτυώσεων και κοινοτήτων αγώνα που θα αμφισβητούν έμπρακτα τις εθνικές ταυτότητες, και θα καθιστούν ορατ@, και πολιτικά σημαίνοντ@ όσ@ σήμερα είναι αόρατ@, αναλώσιμ@, πλεονάζοντ@: αυτό το πολύχρωμο κουρέλι από εμπειρίες καθυπόταξης και αντίστασης που είναι, στην καθημερινότητά της, η τάξη μας. Για τους ίδιους λόγους για τους οποίους η ελληνική Αριστερά δεν κατάλαβε τίποτα, κι ούτε επιδίωξε να καταλάβει, για τις προλεταριακές εξεγέρσεις στην Αθήνα, στο Λονδίνο ή στη Στοκχόλμη, ή για την άνοδο του φασισμού, ως κοινωνικής τάσης, στην Ελλάδα, τώρα κάνει πως τα μαχαίρια των Άγγλων φασιστών δεν υπάρχουν, πως είναι ένα προπαγανδιστικό κόλπο των πρακτόρων του Σόϊμπλε. Γιατί θέλει να υπερασπιστεί, με όλα τα νύχια και τα δόντια της, κάτι από το υπάρχον, εκείνο που επέτρεπε παλιότερα στα σταλινικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να λειτουργούν ως θηριοδαμαστές του προλεταριάτου κι εκείνο που επιτρέπει αυτές τις μέρες στον, μέχρι προχθές παρουσιαζόμενο ως ελληνική εκδοχή του Τσε, κ. Τσίπρα να επισκέπτεται καμαρωτός την Κίνα ψάχνοντας για επενδύσεις: το έθνος-κράτος ως εγγυητή της ομαλής αναπαραγωγής των εκμεταλλευτικών σχέσεων, και άρα της ομαλότητας της ζωής όπως είναι, όπως την έχουμε μάθει να είναι.

Αν σήμερα στην Ευρώπη τα αφεντικά μας παίζουν μονότερμα, αν στον δημόσιο λόγο δεσπόζουν μόνο οι δικές τους επιλογές, τα δικά τους διλήμματα, για το πώς θα υποτιμήσουν τις ζωές μας πιο αποτελεσματικά, είτε μέσω της συντονισμένης πανευρωπαϊκά «εσωτερικής υποτίμησης» ανά χώρα είτε μέσω της όξυνσης των διακρατικών ανταγωνισμών και του πολέμου, σε αυτήν τη δυστοπική κατάσταση, ανάμεσα σε πολλές άλλες παραμέτρους, έχει συμβάλει και η εμφάνιση, μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες και ενάντια στην όποια χειραφετητική δυναμική τους, πολιτικών μετώπων εθνικής σωτηρίας στα οποία η κριτική στον νεοφιλελευθερισμό συνδέεται με την υπεράσπιση του έθνους-κράτους. Από αυτήν την άποψη, το πείραμα του ΣΥΡΙΖΑ, η συγκυβέρνηση με την άκρα δεξιά και η εξουθένωση κάθε δυναμικής κοινωνικής αντίστασης μέσα σε ένα κλίμα εθνικής ομοψυχίας για την καλύτερη διαπραγμάτευση με τους «ξένους», είναι, ή θα έπρεπε να είναι για όσες/ους δεν παραμένουν ακόμα υπό την επήρεια του πρόσφατου μαζικού αντιμνημονιακού ψεκασμού, αρκετά ενδεικτικό ώστε να μη χρειάζεται εδώ να πούμε περισσότερα. Το γεγονός ότι σήμερα κάποιοι, πανηγυρίζοντας για τη νίκη στην Βρετανία της ξενοφοβικής αγγλικής άκρας δεξιάς, δείχνουν διατεθειμένοι στο εγγύς μέλλον να συμπλεύσουν, δηλαδή να κολυμπήσουν ή να προσπαθήσουν να ψαρέψουν στα ίδια βρώμικα νερά, με κάθε ακροδεξιό κατακάθι, ακόμα και με κάθε επίδοξο υποκινητή πογκρόμ, αρκεί να τάσσεται κατά της ΕΕ καταδεικνύει ότι αυτή η εμμονή με την «εθνική κυριαρχία» δεν είναι ένα αστείο με το οποίο μπορούμε να γελάμε στεκόμενες/οι παράμερα. Είναι ένα παιχνίδι με μια φωτιά που τελικά μόνο οι φασίστες, ή οι ετοιμοπόλεμοι εθνικοί στρατοί, ξέρουν να δαμάσουν και να μεταχειριστούν πολιτικά.

Προλετάριες/Προλετάριοι ενάντια

στις εθνικο-λαϊκές αφηγήσεις και μέτωπα