Zero_Gravity Riots vol2

Γιατί δεν γίνονται πια αγώνες για (να αυξηθεί) το μεροκάματο;

[Zero_Gravity Riots vol2]


O κομμουνισμός είναι ένα περιεχόμενο – η κατάργηση της μισθωτής εργασίας – όχι μια μορφή

Aufheben n10


Αν κανείς κοιτάξει την τροχιά του ιστορικού εργατικού κινήματος, θα συμπεράνει εύκολα ότι όχι μόνο δεν προσπάθησε να καταργήσει το προλεταριάτο και τις συνθήκες που το δημιουργούν αλλά αντίθετα – τουλάχιστον όπως αντιπροσωπεύεται από τις κυρίαρχες παραδόσεις του – ενέργησε προς την επιβεβαίωση (ακόμα και την γενίκευση) την προλεταριακής συνθήκης και την επίτευξη αναγνώρισης για την εργατική τάξη σαν εργάτες, δηλαδή σαν υποκείμενα μέσα στην αστική κοινωνία. Αντί για το επαναστατικό σύνθημα «Καταργήστε το μισθωτό σύστημα!», που πρότεινε ο Μαρξ, το εργατικό κίνημα χάραξε στα λάβαρά του το συντηρητικό μότο: «Ένα δίκαιο ημερομίσθιο για ένα δίκαιο μεροκάματο!».
Theorie Communiste:
Συμβολές: Κομμουνιστική Θεωρία- Πέρα από τηνΥπεραριστερά“,
στο “Aufheben-TC:  μια κριτική ανταλλαγή

Η εισήγηση της ομάδας μας στο Zero_Gravity Riots vol2 στις 28 Ιουνίου στην Κατάληψη της Ανάληψης.

Στην παρουσίαση αυτή θα θίξουμε μόνο ορισμένα ζητήματα που μας απασχόλησαν μέχρι τώρα στις συζητήσεις της ομάδας μας, και όσα από αυτά θα αναφέρουμε θα είναι κυρίως με σκοπό να κεντρίσουμε μια συζήτηση εδώ.

1. Θα ξεκινήσουμε με την επισήμανση ότι κεντρική αξία στη μισθωτή σχέση κατέχει ο μισθός, ενώ η περίθαλψη και η ασφάλιση έχουν σημαντικό αλλά πιο περιφερειακό χαρακτήρα. Σε συνθήκες λοιπόν διαρκούς υποτίμησης της αξίας του μισθού τις τελευταίες δεκαετίες και ιδίως κατά την τελευταία πενταετία (σε αντίθεση με τη διεύρυνση των παροχών που χαρακτήρισε το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα), παρατηρούμε ότι οι εργατικοί αγώνες έχουν εστιάσει κυρίως στη διατήρηση των περιφερειακών κεκτημένων και λιγότερο στο να εμποδίσουν την παραπέρα μείωση της αξίας του μισθού, πόσο δε μάλλον να διεκδικούν την αύξησή του – με έναν τρόπο η εργατική τάξη φτάνει να εσωτερικοποιεί η ίδια την υποτίμησή της, να “αυτοϋποτιμάται”.

2. Πέρα από τον κεντρικό ρόλο του κράτους και του κεφαλαίου στο να κινητοποιούν διαδικασίες από τα πάνω, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε και την ευθύνη όσον αφορά τη χαμηλή αγωνιστικότητα τόσο των συνδικαλιστικών ηγεσιών, όσο και στρωμάτων εργαζομένων σε υψηλότερη θέση που δεν είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα να χάσουν κάποια από τα παραδοσιακά τους προνόμια, στο βαθμό που θα διατηρούσαν ακόμη κάποια άλλα από αυτά. Οι διαχωρισμοί εντός του προλεταριάτου είναι εγγενείς στην προλεταριακή συνθήκη και αντικειμενικοί, δεν επιβάλλονται από τα “έξω” με κάποια έννοια, και συνιστούν το ίδιο το όριο του εργατικού κινήματος και συνεπώς της υποχώρησης των αγώνων τις τελευταίες δεκαετίες.

3. Η υποτίμηση της αξίας της εργασίας του ντόπιου εργατικού δυναμικού συνδυάστηκε με την ακόμη μεγαλύτερη υποτίμηση της αξίας της εργασίας των μεταναστών, γεγονός που αντιμετωπίστηκε με σιωπή και αδιαφορία τόσο από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, όσο και από ένα τμήμα της ντόπιας εργατικής τάξης. Στον διαχωρισμό δηλαδή που ήδη υπήρχε ανάμεσα σε προνομιούχα (ρετιρέ) και λιγότερο προνομιούχα στρώματα εργαζομένων, ήρθε να προστεθεί ένας ακόμη διαχωρισμός στο εσωτερικό των μη προνομιούχων στρωμάτων, αυτός ανάμεσα σε ντόπιους και ξένους εργαζόμενους. Μέσα από ποικίλες εθνικιστικές λογικές, μπορούμε να πούμε ότι η εργατική τάξη στην Ελλάδα επιδίωξε να επιβιώσει κατ’ αρχήν ως ελληνική, συντασσόμενη σε μια σειρά από πολιτικά ζητήματα με τα αφεντικά της. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εθνική ενότητα λειτούργησε ως συγκολλητική ουσία ανάμεσα σε έλληνες μικροαφεντικά και προλετάριους, σε συνδυασμό με την αποσύνθεση της εργατικής ταυτότητας που ως διαδικασία είναι σε εξέλιξη ήδη από τη δεκαετία του 1970 και μετά, αλληλένδετα με τη διαδικασία αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου. Όσο βέβαια οι αγώνες των ελλήνων και ξένων προλετάριων θα παραμένουν ασύνδετοι, δεν μπορεί να αναδυθεί η δυνατότητα για μια πραγματικά συλλογική και συνεπώς αποτελεσματική δράση. Αντίθετα όλο και περισσότερο ο ερχομός των μεταναστών θα βιώνεται σαν “εισβολή”, ο διαχωρισμός μεταξύ ελλήνων και ξένων εργαζομένων θα εντείνεται και οι φασιστικές-ρατσιστικές αντιλήψεις θα ενισχύονται.

4. Οι διαχωρισμοί ανάμεσα σε έλληνες και ξένους, όπως και άλλοι σημαντικοί κοινωνικοί διαχωρισμοί, όσον αφορά το φύλο, τον σεξουαλικο προσανατολισμό, το θρήσκευμα, την αρτιμέλεια κ.α. είναι αναπόσπαστο κομμάτι της προλεταριακής κατάστασης, αποκτούν ιδιαίτερη συστηματικότητα στον καπιταλισμό και αξιοποιούνται από το κεφάλαιο για την υποτίμηση της εργασίας. Με αυτό δεν εννοούμε βέβαια ότι εκτός καπιταλισμού δεν θα υπήρχαν διαφοροποιήσεις όσον αφορά το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την αρτιμέλεια, ή την αίσθηση του ανήκειν σε μια κουλτούρα, θα είχαν όμως πολύ διαφορετική λειτουργία, παραδείγματα υπάρχουν εξάλλου άφθονα σε προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Στο εδώ και τώρα, το στοίχημα της διαθεματικότητας όσον αφορά τις διάφορες κινητοποιήσεις παραμένει κεντρικό, με σημαντικό υλικό να μπορεί να αντληθεί στο πρόσφατο παρελθόν από πλευρές που παρουσίασαν οι κινητοποιήσεις των πλατειών.

5. Τελικά τι νόημα έχουν οι αγώνες για τον μισθό; Αν το ζήτημα είναι να ξεφύγουμε από έναν ορίζοντα απλής επιβίωσης, οι αγώνες για τον μισθό και για την αναπαραγωγή μας, όσο σημαντικοί και αν είναι, δεν μπορούν να υπερβούν, στην καλλίτερη περίπτωση, ένα όριο ριζοσπαστικού ρεφορμισμού και οφείλουν να θέτουν στην πράξη το ερώτημα για τον χαρακτήρα της μισθωτής εργασίας, την αμφισβήτηση κομβικών πλευρών της και τελικά το αίτημα για τη συνολική κατάργησή της.

 

 

ΥΓ> Χρήσιμο διάβασμα:

In.Medias.Res
Ιούνιος 2016

inmediaslogo6

 

Σημειώσεις για το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο, από μια σερβιτόρα

Σημειώσεις για το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο, από μια σερβιτόρα

Το παρακάτω (ανα)δημοσιεύεται από την αγγλική του εκδοχή όπως εμφανίστηκε στον ελευθεριακό ιστότοπο libcom (http://libcom.org/news/notes-movement-against-loi-du-travail-waitress-may-2016-03062016) και αποτελεί, όπως τοποθετείται στο ίδιο το αγγλικό κείμενο: “μια οπτική, επιπέδου “δρόμου”, από μια συμμετέχουσα στο εν εξελίξει κίνημα ενάντια στον καινούριο γαλλικό εργασιακό νόμο, και έχει γραφτεί τον Μάιο του 2016”.

Είμαι μια σερβιτόρα. Προς το παρόν δουλεύω σαν extra σε ένα εστιατόριο που σερβίρει μόνο αυγά, μιας και δεν μπορούσα να βρω κάτι καλλίτερο. Αυτό σημαίνει ακριβώς ότι είμαι extra, περισσευούμενη, δηλαδή εντελώς αναλώσιμη, περιττή. Αυτό σημαίνει ότι έχω “ελεύθερο χρόνο” αλλά σημαίνει επίσης ότι δεν έχω μία, είμαι απένταρη. Δημιουργεί μια ολόκληρη ιεραρχία μέσα στον εργασιακό μου χώρο καθώς συχνά φορτώνομαι τις χειρότερες μικροδουλειές, η παρουσία μου διευκολύνει τα διαλείμματα των άλλων εργατών, ενώ συχνά με διώχνουν πριν από τη στιγμή που θα δικαιούμουν να έχω ένα νόμιμο, πληρωμένο διάλειμμα. Μερικές φορές οι εργοδότες μου με φωνάζουν για 2 ώρες και με διώχνουν ξανά. Το ταξίδι παίρνει συνολικά 1 ώρα και ευτυχώς είμαι καλή στο να “εξαπατώ” στο μετρό. Διαφορετικά θα πλήρωνα τα 2/5 του ωρομίσθιου μου για να πάω και να γυρίσω από κει. Μέχρι τώρα έχω δουλέψει μόλις δυο ή τρεις μέρες την εβδομάδα εκεί, και η μοναδική άλλη πηγή εισοδήματός μου είναι η φύλαξη παιδιών στα “Αγγλικά”, δηλαδή παίζοντας με όσο το δυνατόν περισσότερη ενέργεια με μικρά παιδιά για μια ή δύο ώρες κάθε φορά. Συχνά εκπλήσσομαι όταν γονείς, που εργάζονται οι ίδιοι, συχνά ως ακαδημαϊκοί στο πανεπιστήμιο, γυρνάνε στο σπίτι και μου λένε: “άρχισε να μιλάει καθόλου Αγγλικά;”, λες και μια ώρα της παρουσίας μου θα είχε μετασχηματίσει με μαγικό τρόπο τις γλωσσικές ικανότητες του τετράχρονου παιδιού τους. Παρ’ όλα αυτά, γνέφω, χαμογελάω, λέω ψέμματα “ναι, λίγο”, μιας και δεν θέλω να φαίνονται οι υπηρεσίες μου σαν να μην έχουν αποτέλεσμα. Την τελευταία φορά που πρόσεχα την αγαπημένη μου “μαθήτρια”, αυτή ντύθηκε με τα ψηλότάκουνα της μαμάς της και περάσαμε ολόκληρη την ημέρα ζωγραφίζοντας γουρούνια και πετώντας φλιτζάνια του τσαγιού στο πάτωμα· “Δεν θέλω να δουλέψω! Θέλω να σαχλαμαρίζω” είπε, πηδώντας πάνω κάτω στον καναπέ.

Όσον αφορά τη δουλειά μου σαν έξτρα, δεν είμαι σιγουρη ότι οι εργοδότες μου με έχουνε πραγματικά δηλώσει, αν και το ζήτησα, και καθώς δεν έχω ακόμα αριθμός κοινωνικής ασφάλισης (número secú), οι κακοπληρωμένες ώρες μου πιθανόν δεν συνεισφέρουν καθόλου στον ανύπαρκτο ακόμα φάκελο κοινωνικής ασφάλισής μου1. Το γραφείο κοινωνικής ασφάλισης λέει ότι αυτό είναι ευθύνη των εργοδοτών μου και αυτοί λένε ότι είναι δική μου. Την πρώτη μέρα που δούλεψα σε αυτή τη συγκεκριμένη δουλειά ήταν Πρωτομαγιά, και υπήρχε μια τεράστια διαδήλωση σε άλλα σημεία της πόλης, στην οποία έγιναν πολλές συλλήψεις· αργότερα μου είπαν κάποιοι ότι θα έπρεπε να πληρωθώ τα διπλά επειδή δούλευα αργία. Αντίθετα το αφεντικό, ο οποίος έχει συνταξιοδοτηθεί από την μουσική βιομηχανία, με οδήγησε στον μικρό παράδρομο δίπλα στο μαγαζί, που σερβίρει μόνο πιάτα αυγών για brunch2 στην τιμή των 25 ευρώ το γεύμα, και μου έβαλε 60 ευρώ στο χέρι για τις 7 μιση ώρες δουλειάς μου, σαν ένα είδος ειδικής μεταχείρισης. Στην πραγματικότητα αυτό είναι εντελώς παράνομο καθώς είναι πολύ λιγότερο από τον κατώτατο μισθό3, που είναι €9.67/ώρα.

Πριν από αυτό δούλευα σαν δασκάλα Αγγλικών με “περιστασιακό μισθό” (salarie ocassionel4), που σημαίνει ότι δεν έχεις εγγυημένες ώρες δουλειάς, ότι πληρώνεσαι ανάλογα με την δουλειά που μπορείς να πάρεις ενώ το πρακτορείο (εργασίας) παίρνει ένα μεγάλο ποσοστό από αυτά. Έχασα κάθε ενθουσιασμό σε σχέση με τη δουλειά αυτή, που απαιτούσε μεγάλο χρόνο προετοιμασίας και διαχείρισης, και συχνά περιελάμβανε ταξίδια σε μεγάλες αποστάσεις για μια ή δύο ώρες δουλειάς, γεγονός που οδηγούσε την μισθό μου πολύ κάτω από τον βασικό. Σε αντίθεση με τους περισσότερους Γάλλους/Γαλλίδες νέους/νέες, επειδή δεν είμαι Γαλλίδα, δεν έχω ένα RSA5 ή άλλα επιδόματα ακόμα, και έτσι πρέπει να επιβιώσω μόνο με πληρωμένες με μετρητά δουλειές. Αυτή η δουλειά δασκάλας μου έδινε μόνο όσα χρειάζονταν για το νοίκι και τίποτα περισσότερο, καθώς οι μαθητές μου (κυρίως επαγγελματίες) συχνά ακύρωναν τα μαθήματα. Την άφησα τελικά στην αρχή του κοινωνικού κινήματος, σχεδόν τυχαία, καθώς μια μέρα, υποθέτω ήταν στα τέλη του Φλεβάρη, υπήρχαν κάποια μαθητικά μπλόκα (lycées bloqués) και μια εξαιρετικά ενθουσιώδης και θυελλώδης μη-ανακοινωμένη πορεία (manifestation sauvage) μπροστά από μια πορεία συνδικάτων, στην Nation· αποφάσισα, τότε, να πω ότι ήμουνα αδιάθετη και να μην ξαναγυρίσω στη δουλειά. Πραγματικά αυτός ο τύπος απεργίας, που δεν είναι τυπικά συλλογική, είναι η μορφή πολλών “απεργιών” που οργανώθηκαν από φίλους στη διάρκεια του Μάρτη, του Απρίλη και του Μάη. Ήταν συνηθισμένο να ακούει κανείς κόσμο στις διαδηλώσεις να διηγείται ότι δεν είχε πάει μια μέρα στη δουλειά, δηλώνοντας αδιαθεσία, ή ακόμα και να δηλώνει, αν είχε ένα αφεντικό που έβλεπε με συμπάθεια τις απεργίες, ότι θα απεργήσει. Όπως και οι διδάσκοντες στο πανεπιστήμιο Παρίσι 8 που, ως επί το πλείστον, υποστήριξαν την απεργία των φοιτητών βαθμολογώντας τους μονομερώς με καλούς βαθμούς (16/20) σε όλες τις σχολές, ανάλογα, πολλοί αλληλέγγυοι γιατροί έδιναν δικαιολογητικά ασθένειας. Έτσι εντελώς τυχαία βρέθηκα να είμαι άνεργη στον ταραγμένο μήνα Απρίλιο, μιας και τότε ήταν επίσης οι σχολικές διακοπές.

Είμαι σίγουρη ότι οι συνθήκες για τη δουλειά του σερβιτόρου (δηλαδή: να ανεβοκατεβαίνεις σκάλες με βαριά, ζεστά πιάτα, το ένα πάνω από το άλλο, με φαγητά που οι πελάτες δεν τρώνε και κοστίζουν τρεις φορές το μεροκάματό σου· να φέρεσαι φιλικά στους πελάτες μπροστά στο αφεντικό· να μην έχεις εγγυημένες ώρες δουλειάς· μερικές φορές να παίρνεις ελάχιστα φιλοδωρήματα· να μην έχεις διαλείμματα αν και αυτό απαιτεί ο νόμος· το προσωπικό στην κουζίνα να είναι όλοι έγχρωμοι ενώ οι σερβιτόροι να είναι κυρίως λευκοί· το αφεντικό να είναι ανοργάνωτο και οι σερβιτόροι να δέχονται λεκτικές επιθέσεις· το αφεντικό, για παράδειγμα, να πετά και να σπάζει ένα πιάτο μπροστά στα πόδια ενός μάγειρα) δεν έχουν αλλάξει από τη δεκαετία του 1970. Πραγματικά, δεν υπάρχει τίποτα το εξαιρετικό σχετικά με αυτή τη δουλειά και δεν είναι χειρότερη από άλλα είδη σκληρότερων επαγγελμάτων. Παρ’ όλα αυτά διηγούμαι αυτές τις λεπτομέρειες σχετικά με την επαγγελματική μου κατάσταση για να εξηγήσω ότι ενώ η τεράστια αυτή κινητοποίηση των συνδικάτων έχει να κάνει με τα περίφημα γαλλικά σχήματα της κοινωνικής ασφάλισης και της σταθερής μεταπολεμικής δουλειάς, στα οποία ο εργασιακός νόμος επιτίθεται, για πολλά άτομα της ηλικίας μου και στην πραγματικότητα και για πολλούς ξένους, που δεν έχουν ακόμα πρόσβαση σε επιδόματα και κοινωνική ασφάλιση, οι συνέπειες του εργασιακού νόμου ισχύουν σε μεγάλο βαθμό ήδη. Υπάρχουν πολλά είδη συμβάσεων που βρίσκονται εκτός της σταθερότητας. Πραγματικά, αυτή την εβδομάδα φαίνεται ότι το ποιος θα πάρει την “κεφαλή της πορείας” (tête de cortége), είναι ταυτόχρονα τόσο ζήτημα υποστήριξης ή καταδίκης των ζημιών στην ιδιωτική περιουσία όσο και του ποιος εκπροσωπεί το κίνημα. Η κατάκτηση της “κεφαλής” εμφανίζεται επίσης σαν μια απαίτηση για την αναγνώριση των μη συνδικαλισμένων μορφών εργασίας.

26 Μαΐου (Παρίσι: Πέμπτη, Διαδήλωση)

Οι απεργίες στα διυλιστήρια και τα μπλόκα, που τώρα αναφέρονται περισσότερο στον διεθνή τύπο, συνεχίζονται από την Πέμπτη 19 Μαΐου και αυξάνονται σε δύναμη. Την Πέμπτη ακούσαμε ότι ήταν αδύνατον να βρει κανείς βενζίνη ή πετρέλαιο στην Ρεν, καθώς τα ΑΤΜ είχαν καταστραφεί στη διάρκεια της διαδήλωσης και τα διυλιστήρια απεργούσαν. Αυτή είναι μια έκδηλη περίπτωση στην οποία οι ενέργειες των “μπαχαλάκηδων” (casseurs) υποστηρίζουν τις δράσεις μιας απεργίας. Κάθε μέρα υπάρχουν εδώ νέα ότι άλλο ένα διυλιστήριο μπλοκαρίστηκε, ότι σε ένα άλλο οι απεργοί εκδιώχθηκαν. Συνήθως επανακαταλαμβάνονται. Τα μπλόκα στους δρόμους είναι πάρα πολλά για να τα μετρήσει κανείς. Τα πρωτοσέλιδα αφήνουν να εννοηθεί ότι το συνδικάτο, η CGT, έχει τη δύναμη να μπλοκάρει ολόκληρη τη χώρα και ο Μανουέλ Βαλ τους επέκρινε για το ίδιο έγκλημα. Την Τρίτη ο υπουργός Bruno Le Roux (ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην Εθνοσυνέλευση) φάνηκε να μετακινείται σε σχέση με τον νόμο λέγοντας ότι θα μπορούσε να τροποποιηθεί, αλλά ο ηγέτης της FO6 Jean Claude Mailly, απάντησε με ένα σύνολο από ελάχιστες απαιτήσεις για να υπάρξει μια ανάκληση [των απεργιών]. Το πρωί της Πέμπτης, ένα ηγετικό στέλεχος της CGT ανέφερε ότι είχε δεχτεί προωπικά και απειλητικά sms από υπουργό της κυβέρνησης.

Βίντεο από άλλες περιοχές της Γαλλίας δείχνουν εργάτες των διυλιστηρίων να τραγουδούν αντιμπατσικά τραγούδια προς τις γραμμές της στρατοχωροφυλακής (gendarmerie): “οι μπάτσοι πληρώνονται από τις μανάδες μας για να σκοτώνουν τα αδέρφια μας, οι μπάτσοι πληρώνονται από τις…δεν θα γίνουμε ποτέ μπάτσοι”, εδώ υπάρχει ένα λινκ (https://www.facebook.com/LorientDebout/videos/vb.206623113049744/233029510409104/?type=2&theater). Όσο περισσότερες μέρες παραμένουν κλειστά τα διυλιστήρια τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες να κλείσουν όλα μαζί καθώς αποτελεί απειλή για την ασφάλεια και την υγεία το να διατηρούνται σε λειτουργία χωρίς εργάτες. Σύμφωνα με την εφημερίδα Le Parisien, την Τρίτη 24 Μαΐου το 1/3 των βενζινάδικων είχαν μερική ή πλήρη έλλειψη, 6 στα 8 διυλιστήρια είχαν σταματήσει τη λειτουργία τους εντελώς ή λειτουργούσαν εν μέρει, τα δεξαμενόπλοια είχαν μπλοκαριστεί στην Μασαλλία και υπήρχε κάλεσμα για απεργία στους σιδηροδρόμους (SNCF) στην οποία συμμετείχε ήδη το 10% των εργαζόμενων. Αυτές οι απεργίες (δείτε συνδέσμους εδώ: http://paris-luttes.info/greve-a-repetition-en-ile-de-5849?lang=fr) είναι επιπλέον σε εξέλιξη ή πρόκειται να ξεκινήσουν στο Παρίσι. Την Πέμπτη 26/5, σύμφωνα με την ζωντανή ροή ειδήσεων της Le Monde, το 1/5 των βενζινάδικων σε εθνικό επίπεδο ήταν χωρίς καύσιμα. Το 40% των βενζινάδικων στο Παρίσι αντιμετώπιζαν δυσκολίες στο να προμηθευτούν καύσιμα και πραγματικά ένα βενζινάδικο, στο 19ο διαμέρισμα, είχε σηκώσει μια πινακίδα ύψους 1 μέτρου όπου γραφόταν με πλάγια πράσινα γράμματα: PAS DE GASOIL [ΧΩΡΙΣ ΒΕΝΖΙΝΗ]. Οι περιφρουρήσεις είχαν όμως και απώλειες. Στο Χερβούργο ένας συνδικαλιστής σκοτώθηκε στον δρόμο για μια πικετοφορία ενώ σε ένα άλλο μπλόκο ένας διαδηλωτής τραυματίστηκε καθώς χτυπήθηκε από έναν οδηγό φορτηγού.

Η Πέμπτη καταγραφόταν ως η 8η μεγάλη μέρα των κινητοποιήσεων ενάντια στον “Εργασιακό Νόμο”, κάτι που σημαίνει ότι υπήρχαν μεγάλες κινητοποιήσεις σε ολόκληρη τη χώρα, πορείες συνδικάτων συνοδευόμενες από απεργίες και μπλόκα. Η εκτίμηση της αστυνομίας για τον αριθμό των διαδηλωτών σε ολόκληρη τη Γαλλία ήταν 180.000 ενώ η CGT λέει ότι ήταν γύρω στις 300.000 (Le Monde). Στο Παρίσι, τα λύκεια Voltaire και Montaigne αποκλείστηκαν και πάλι, μαζί με την βιομηχανική ζώνη του Porte of Gennevilliers (από τις 8.30 μέχρι τις 9.20 πμ.). Μια διαδήλωση βάδισε από την Βαστίλλη στην Nation (μια σκόπιμα σύντομη διαδρομή). Όπως και με τη διαδήλωση της προηγούμενης Πέμπτης, το αυτόνομο μπλοκ (άνθρωποι που δεν σχετίζονται με τα συνδικάτα), που είχε μετονομαστεί σε tête de cortège, ήταν μεγάλο, γεμάτο από κάθε λογής κόσμο – μαύρο μπλοκ και λυκειόπαιδα. Η CGT είχε ήδη αρχίσει την πορεία όταν φτάσαμε εκεί, προφανώς για να εμποδίσει τα αυτόνομα κομμάτια να βρεθούν στην κεφαλή της πορείας.

Κομμάτια αυτής της κεφαλής αποσπάστηκαν σπάζοντας πράγματα, τζάμια στις στάσεις λεωφορείων, τζάμια κινούμενων διαφημιστικών, βιτρίνες καταστημάτων, μάλλον μόνο και μόνο επειδή ήταν τζάμια, αν και μερικά σπασίματα συνοδεύονταν από αντικαπιταλιστικά συνθήματα. Το υπόλοιπο πλήθος έλεγαν ο ένας στον άλλον να περιμένουν, χειροκροτούσαν όταν γίνονταν τα σπασίματα, και αλληλοπροστατεύονταν. Είχαν μια σιωπηλή αλληλεγγύη με αυτά τα πιο δραστήρια, κουκουλωμένα κομμάτια της πορείας, διαψεύδοντας αυτά που λέγονται για τους μπαχαλάκηδες στον τύπο. Σε ένα σημείο η ουρά της πορείας στρίβει προς τα δεξιά, πιθανόν για μια δράση, αλλά αυτό που συμβαίνει είναι ότι η στρατοχωροφυλακή, αφού έχει αφήσει χιλιάδες κόσμου να περάσει, αποφασίζει να σχηματίσει έναν κλοιό για να περιορίσει τους διαδηλωτές. Όλοι γιουχάρουν και δείχνουν να αψηφούν αυτή τη φορά, προχωρούν μπροστά, με τα χέρια σηκωμένα, φωνάζοντας “λευτερώστε τους συντρόφους μας” με προστακτικό τόνο. Η αστυνομία τους σπρώχνει, τους ψεκάζει, αλλά ολόκληρη η πορεία παραμένει εκεί. Καθώς τρώνε κάποιοι τα δακρυγόνα, άλλοι έρχονται μπροστά, τα χέρια πάντα ψηλά. “Όλοι μισούν τους μπάτσους”, φωνάζει ρυθμικά το πλήθος, προχωρώντας και πάλι μπροστά. Οι μπάτσοι σπρώχνουν πίσω, χτυπάνε τον κόσμο, χρησιμοποιούν σπρέι πιπεριού. Το πλήθος “κουβαριάζεται”, ανασυγκροτείται. Πιο μπροστά δεν μπορείς να δεις τίποτα μέσα από τον καπνό. Αργότερα, άκουσα ότι ήταν χιλιάδες κόσμου που στριμώχτηκαν και χτυπήθηκαν σε αυτό τον χώρο και ότι τα δακρυγόνα και οι “κρότου-λάμψης διασποράς” είχαν σαν αποτέλεσμα να πάρουν φωτιά αρκετοί διαδηλωτές, καθώς τα βλήμματα προσγειώνονταν πάνω στα ρούχα τους. Το πλήθος προχωρά μπροστά φωνάζοντας cassez-vous, “άντε γαμηθείτε”. Τελικά οι μπάτσοι νικιούνται, υποχωρούν, αφήνοντας όλον τον κόσμο να περάσει. Όλοι ξαναμεύζονται βιαστικά, κλαίγοντας. Τραυματισμένοι, και η πορεία συνεχίζεται.

Τα υπόλοιπα φαίνονται να γίνονται χωρίς την αστυνομία. Περισσότερα σπασίματα, μέσα σε αυτά μια έκθεση αυτοκινήτων Skoda, στην οποίο μπήκε ο κόσμος. Όλα αυτά γίνονται κάτω από το βλέμμα επιτήρησης μιας κάμερας υψηλής ευκρίνειας ενός πράκτορα της RG (Γαλλική υπηρεσία πληροφοριών) που προσποιείται τον δημοσιογράφο, σε ένα μπαλκόνι, ενώ μερικά μέλη των Cheminots (σιδηροδρομικών) περνάνε φωνάζοντας “casseurs, collabos” (μπαχαλάκηδες, συνεργάζεστε με το κράτος). Το γκράφιτι στους τοίχους λέει πράγματα όπως 1789: les casseurs prennent la Bastille! (1789 οι μπαχαλάκηδες κατέλαβαν την Βαστίλλη!)· vivre, sans temps (ζήσε χωρίς χρόνο) και enfin une manif qui se passe bien (τελικά, η πορεία πήγε καλά). Μια στιγμή ένα κατάστημα Emmaüs (ένα είδος μεγάλων εκπτωτικών καταστημάτων με φθηνά έπιπλα και ελαφρώς, μάλλον, ακριβά ρούχα) απειλείται. Ένα κομμάτι του αυτόνομου μπλοκ συμφωνεί με τους υπόλοιπους – όχι το Emmaüs! είναι ένα μαγαζί, καταλαβαίνουμε, που φροντίζει για τους φτωχούς. Έτσι το μπλακ μπλοκ στέκεται μπροστά από το μαγαζί και όλοι χειροκροτούν.

H Nation είναι και πάλι ένα βίαιο “παιδικό πάρκο”: η αστυνομία έχει αποκλείσει την μισή περιοχή χρησιμοποιώντας αυτά τα μεταφερόμενα οδοφράγματα. Είναι μεταλλικά και συχνά χρησιμοποιούνται για να αποκλείουν ολόκληρους δρόμους ενόψει διαδηλώσεων. Φαίνεται να τα χρησιμοποιούν κάθε τρίτη διαδήλωση, ή κάτι τέτοιο. Αναρωτιέμαι πώς τα μεταφέρουν μιας και μοιάζουν σαν τεράστια διακοσμητικά παραβάν, πίσω από τα οποία θα μπορούσε κανείς να ντυθεί αν δεν ήταν φτιαγμένα από μπλε πλέγμα. Ένας πολύχρωμος φοίνικας (το πουλί), φτιαγμένος από χαρτόνι, που βρισκόταν σε ολόκληρη την πορεία, είναι διακοσμημένος με τις λέξεις à l’assaut du ciel – για την έφοδο στον ουρανό. Ο Μαρξ έγραψε στον Kugelmann, στις 12 Απρίλη του 1871, για την Κομμούνα: ‘…ces parisiens montant à l’assaut du ciel’ – “…αυτοί οι Παριζιάνοι που εξαπέλυσαν την έφοδο στον ουρανό”. Ο φοίνικας ανεβαίνει καιόμενος στον ουρανό, αλλά η Le Parisien αναφέρεται σε αυτό σαν ένα “καιόμενο καροτσάκι για ψώνια’. Έχει στα σαγόνια του ψεύτικα λεφτά. Η αστυνομία έχει φτιάξει μια περίμετρο μισοφέγγαρου στην πλατεία και επιπλέον το υπόλοιπο της κεφαλής της πορείας δεν έχει φτάσει ακόμα. Ο κόσμος που κάθεται στις χορταριασμένες όχθες του Σηκουάνα, στο οδόστρωμα, σε παρτέρια με τριαντάφυλλα, στην πλατεία, πετά αντικείμενα στους μπάτσους. Για μια στιγμή ο ουρανός είναι γεμάτος από αντικείμενα, που ίπτανται τυχαία, στη συνέχεια αρχίζουν πάλι τα δακρυγόνα. Οι ασφαλίτες (BAC) εμφανίζονται, αρπάζουν στην τύχη έναν πιτσιρικά, όλοι τρέχουν καταπάνω τους, αυτοί επιστρέφουν με λοστάρια στα χέρια. Αναφέρεται κάπου ότι νωρίτερα δύο τέτοιοι ασφαλίτες κυνηγήθηκαν για να διωχτούν από μια πορεία και ένας από αυτούς έβγαλε το όπλο του σημαδεύοντας έναν διαδηλωτή. Η πλατεία γέμισε και πάλι δακρυγόνα, αμέτρητα τάγματα ΜΑΤατζήδων επιτέθηκαν από όλες τις κατευθύνσεις.

18-24 Μαΐου (Παρίσι: η υπόθεση με το καμμένο αμάξι της αστυνομίας)

Μετά την πορεία της 18ης Μαΐου, στην οποία κάηκε ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας, 5 άνθρωποι συνελήφθησαν και έγινε έρευνα στα σπίτια τους. Φαίνεται ότι διαλέχτηκαν στην τύχη και η επιλογή αυτή έγινε με τη δικαιολογία ότι είχαν λάβει προηγουμένως ένα “απαγορευτικό σημείωμα” που τους απαγόρευε να συμμετάσχουν στην πορεία το πρωί της Τρίτης (17 Μαΐου). Αυτό το σημείωμα “έληγε” το πρωί της Τρίτης και συνεπώς δεν ήταν πλέον σε ισχύ. Ένας από τους συλληφθέντες αφέθηκε μετά από μια μέρα κράτησης ενώ οι υπόλοιποι 4 οδηγήθηκαν το Σάββατο στον δικαστή, κατηγορούμενοι για:

– απόπειρα ανθρωποκτονίας
– αντίσταση από πρόθεση κατά της αρχής (από πρόθεση άσκηση βίας εναντίον δημόσιας αρχής)
– φθορά δημόσιας περιουσίας
– συμμετοχή σε ένοπλη συνάθροιση

H βαρύτητα των κατηγοριών φαίνεται να είχε επίσης επηρεαστεί από την οδηγία του υπουργού Άμυνας Bernard Cazeneuve, ο οποίος απαίτησε τις σκηρότερες δυνατές ποινές για όσους εμπλέκονταν στο περιστατικό, αφού είχε περιγράψει ως εξής τα συναισθήματά του:

“Βρήκα εξαιρετικά σοκαριστικό να βλέπω άτομα τριγύρω (από το περιπολικό), να καταγράφουν τη σκηνή με κάμερες, χωρίς να κινούνται ή να βοηθήσουν, σαν να επρόκειτο για μια φυσιολογική κατάσταση πραγμάτων. Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να θεωρήσω ότι πίσω από αυτές τις ορδές βαρβάρων εξακολουθεί να υπάρχει κάτι που να προσομοιάζει στην ανθρωπιά”.

Οι τέσσερις, φαινομενικά αυθαίρετα επιλεγμένοι, πήραν μια περίοδο μερικών ημερών πριν να οδηγηθούν στον δικαστή, αλλά προφυλακίστηκαν έτσι κι αλλιώς και κρατήθηκαν μέχρι που τρεις από αυτούς αφέθηκαν ελεύθεροι την Τρίτη το απόγευμα. Δικηγόροι είπαν δημόσια ότι η όλη υπόθεση στηριζόταν σε έναν άδειο φάκελο, και ότι οι τέσσερις είχαν στοχοποιηθεί τυχαία εξαιτίας των ατομικών τους φακέλων. Η μοναδική μαρτυρία στην υπόθεση ήταν η κατάθεση ενός πράκτορα της υπηρεσίας πληροφοριών (RG). Πραγματικά, η αστυνομική διεύθυνση έβγαλε μια δήλωση την Πέμπτη με την λεπτομέρεια ότι οι τέσσερις ήταν “γνωστοί στην αστυνομία από την συμμετοχή τους σε αντιφασιστικές ομάδες”, λες κι αυτό είναι από μόνο του έγκλημα. Τρεις απελευθερώθηκαν με εγγύηση το βράδυ της Τρίτης 24/5, το συνδικάτο των αστυνομικών είναι στα “μαχαίρια”.

9-19 Μαϊου (Διαδηλώσεις, Παρίσι)

Αυτή εδώ είναι μια συλλογή από σημειώσεις, γραμμένες από μια σερβιτόρα, που προσπαθεί να βάλει μαζί εμπειρίες από το Παρίσι και από τα υπόλοιπα μέρη της Γαλλίας στη διάρκεια του κινήματος ενάντια στον εργασιακό νόμο. Θα αρχίσει να ενώνει τα κομμάτια αναδρομικά από το διάστημα Μαρτίου – Μαΐου, μιλώντας παράλληλα και για την τωρινή συγκυρία.

Οι προηγούμενες δύο εβδομάδες ήταν τόσο εξουθενωτικές όπως και οι προηγούμενες, αν όχι περισσότερο, καθώς η γαλλική αστυνομία είχε μόλις ανακαλύψει την “τακτική του διχτυού” (όπως τα δίχτυα για ψάρεμα), γνωστή επίσης και ως “περικύκλωση”. Αρκετές επιθέσεις με δακρυγόνα και εξουδευτερωτικές “περικυκλώσεις” συνδυάζονταν με μια ατμόσφαιρα εξαιρετικά υγρή, με πολλή βροχή, ενώ πολλοί άνθρωποι είχαν ήδη μεγάλο έλλειμα ύπνου από τον Απρίλη και τον Μάρτη. Η Τρίτη 10 του Μάη ξεκίνησε, για παράδειγμα, με ένα κάλεσμα για μπλόκα στις 7 το πρωί, το μπλόκο ήταν η λέξη της εβδομάδας. Το σχέδιο έμοιαζε να είναι να μπλοκαριστεί ο σταθμός του Bercy, τα τερματικά τραίνων και λεωφορείων, καθώς υπήρχε, την ίδια μέρα, μια απεργία από το Sud7, ένα συνδικάτο σιδηροδρομικών. Ήταν μια καλά οργανωμένη δράση, ξεκίνησε από την Όπερα, όπου αυτοί που είχαν ξυπνήσει νωρίς-νωρίς μπήκαν στους συρμούς του μετρό, παίρνοντας διάφορες γραμμές και σε διάφορες κατευθύνσεις, πριν καταλήξουν σε ένα μεγάλο κυνηγητό – στον σταθμό, έξω από αυτόν και πάλι πίσω στον σταθμό. Το παιχνίδι γάτας-ποντικιού απλώθηκε γύρω και από τον σταθμό Dugommier κατά τις 8.30πμ, ο οποίος περικυκλώθηκε από τη στρατοχωροφυλακή. Ο πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλ πέρασε τον νόμο κάποια στιγμή την ώρα του μεσημεριανού κάνοντας χρήση ενός ειδικού διατάγματος του 49-3, το οποίο είχε εισαχθεί στην διάρκεια της αστάθειας ανάμεσα στην 3η και την 4η Δημοκρατία8.

Ο καιρός ήταν ολόκληρη τη βδομάδα πολύ υγρός και “βαρύς”, προκαλώντας σοβαρούς, παρατεταμένους πονοκέφαλους και βροχή χωρίς ανακούφιση. H Εθνική Συνέλευση στις 6 το απόγευμα επισκιάστηκε από ομίχλη, εκλάμψεις και καπνούς. Ισχυρές δυνάμεις των ΜΑΤ (CRS) και της στρατοχωροφυλακής απώθησαν σταδιακά όλον τον κόσμο προς τα πίσω, τον διέσπασαν. Μια μικρή μη-ανακοινωμένη πορεία ξεκίνησε, κάπως αφελώς, αφού είχε μόνο καμμιά πενηνταριά άτομα, κατά τις 7μμ, για να περικλυκλωθεί στην προκυμαία του Σηκουάνα, αναγκαζόμενη να στριμωχτεί σχεδόν δίπλα στο νερό, όπου μέσα από τα παράθυρα των πολυτελών βαρκών Παριζιάνοι (;) ή τουρίστες (;) φαίνονταν να χοροπηδούν και να χορεύουν σουίνγκ ανέμελα. Η αστυνομία απέκλεισε την προκυμαία, επιτρέποντας μόνο σε δρομείς που φορούσαν φωσφορίζουσες στολές να περνάνε, και στην συνέχεια έριξε δακρυγόνα. Οι διαδηλωτές έτρεχαν και σταματούσαν καθώς δεν υπήρχε κάποιο σημείο για να καταφύγουν. H αστυνομία του ποταμιού – πόσο κινητικοί είναι πραγματικά σε κάποιες περιστάσεις – πέρναγε με ταχύπλοα καθώς τα παιδιά έριχναν ό,τι μπορούσαν: βλήματα, κομμάτια από σκαλωσιές. Τα δακρυγόνα συνεχίστηκαν για αρκετές ώρες καθώς ο κόσμος ήταν εντελώς παγιδευμένος στον δρόμο πάνω από την προκυμαία, χωρίς να μπορεί να αναπνεύσει ή να κατεβεί, τα πνευμόνια γέμιζαν ξανά και ξανά με τοξικά αέρια.

Την Πέμπτη στις 12/5 άλλη μια διαδήλωση ξεκίνησε κοντά στο Montparnasse. Αρχικά υπήρξαν συγκρούσεις με τα δακρυγόνα να αναμειγνύονται με τους περαστικούς. Στα μισά περίπου, η πορεία κατέληξε σε ένα ανοιχτό μέρος δίπλα σε ένα τεράστιο μέγαρο. Κανείς δεν ήξερε ποιο ήταν αυτό το κτίριο, το μόνο που ήξεραν γρήγορα ήταν ότι ελεγχόταν από στρατιωτικούς, ένοπλους φρουρούς. Κάτι άρχισε να συμβαίνει στην πλατεία αλλά καθώς κόσμος άρχισε να μπαίνει από μια πλαϊνή είσοδο, έγινε αντιληπτός και αμέσως κατέφτασαν στρατιώτες με τα όπλα οπλισμένα. Ξανάβρεξε δακρυγόνα. Μια τσάντα με πέτρες (paves, πέτρες από πεζοδρόμια, που τις πήρε το πλήθος) αφέθηκε στον δρόμο, μέσα στο χάος, καθώς δακρυγόνα CS9 πετάχτηκαν για μια ακόμα φορά μέσα στο πλήθος, η πορεία ήταν τόσο στριμωγμένη που δεν μπορούσε να κινηθεί προς τα μπρος, αν και κάποιοι κατάφεραν να ξεφύγουν και να στήσουν στη συνέχεια μερικά οδοφράγματα. Η πορεία αναγκάστηκε να επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε και έτσι άρχισε μια μακρόσυρτη περικύκλωση που προκαλούσε σύγχυση. Τελικά, όλοι πήγαν σπίτια τους. Σε αυτή την πορεία, της Τρίτης 12 Μάη, η CGT συνεργαζόταν ανοιχτά με την αστυνομία για να ελέγξει τη διαδήλωση, και αυτό ήταν φανερό καθώς φορτηγάκια περνούσαν ανάμεσα στις γραμμές της αστυνομίας χωρίς να βοηθάνε τους πεζούς διαδηλωτές ή τους πιο νέους ή όσους φορούσαν μάσκες.

Εκείνο το απόγευμα καταλήφθηκε η Σχολή Καλών Τεχνών στο St Germain des Près και ξεκίνησε μια Γενική Συνέλευση γύρω στα μεσάνυχτα. Η κατάληψη αυτή οδήγησε σε πολλές διενέξεις ιδιαίτερα καθώς πολλοί φοιτητές, που φοιτούν στο συγκεκριμένο Πανεπιστήμιο, εξέφραζαν την θετική τους εκτίμηση γι’ αυτό, λέγοντας ότι διαφέρει από άλλα ιδρύματα, ότι το αγαπούν και ταυτίζονται μαζί του. Η κατάληψη είχε σαν αποτέλεσμα να καταστραφούν δύο υπολογιστές, κάτι που τελικά διέσπασε το σώμα των φοιτητών. Ένα κάστρο από πλάκες του δρόμου χτίστηκε στο μέσο του προαυλίου, θυμίζοντας αυτό που είχε χτιστεί στις 28 Απριλίου στην Πλατεία Δημοκρατίας, πριν από την βίαιη εκκένωσή της. Η κατάληψη της Καλών Τεχνών εκκενώθηκε τελικά τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής αλλά ήταν ωραία για όσο κράτησε.

Ο διάλογος σχετικά με τους μπαχαλάκηδες (casseurs) άρχισε σταδιακά να διαχέεται στην ατμόσφαιρα τις επόμενες μέρες, όπως δεν είχε συμβεί ποτέ όλο το προηγούμενο διάστημα. Την Κυριακή μαζί με έναν φίλο δελεαστήκαμε από μια πρόσκληση για απεριτίφ στο σπίτι μιας ηλικιωμένης κυρίας στο Denfert Rochereau. Η ηλικιωμένη κυρία είναι μια αριστροκράτισα, μητέρα δύο μοντερνιστών ζωγράφων, ενώ η μητέρα της ήταν ερωμένη και μαθήτρια του Picabia10. Βολεμένη σε ένα ντιβάνι απέναντι στην εσωτερική της διακόσμηση: φυτά, τοτέμ, υψηλού στυλ πίνακες γυμνών γυναικών (ένας απειλητικός χωρίς πρόσωπο ιππότης, με μια πανοπλία, να τους σφτιχαγκαλιάζει τα στήθη), ανέπτυσσε την απαρέσκειά της για τις διαδηλώσεις, για τους ταραξίες: “To σιχαίνομαι όταν έρχονται εδώ, σπάνε τα πάντα…δεν είναι από το Παρίσι, έρχονται από τα προάστια11, απλά θέλουν να καταστρέψουν τα πάντα”. Η ρατσιστική της περιγραφή για τη νεολαία από τα προάστια, ως πλασμάτων με τον ψυχαναγκασμό να σπάνε, έμοιαζε να ταιριάζει με την γενική αποστείρωση του εσωτερικού του διαμερίσματός της, στο οποίο ζωντανά πράγματα είχαν αργά απολιθωθεί, στυλιζαριστεί.

Την Τρίτη, η συνεργασία της CGT με την αστυνομία συνεχίστηκε. Οι “Μονάδες Τάξης” (περιφρούρηση) της CGT, που είναι μέρος αυτού του συνδικάτου, ήταν παρατεταγμένη σε ένα τεράστιο μπλοκ. Οι ΜΤ είναι ουσιαστικά αυτο-εκλεγμένοι “μπρατσαράδες” από κάθε συνδικάτο, που υποτίθεται ότι ελέγχουν την πορεία – προφανώς αυτό δεν έχει πάντα χαρακτηριστικά συνεργασίας – τις τελευταίες εβδομάδες φαίνεται ότι ο σκοπός τους είναι η προσπάθεια να κερδίσουν την κεφαλή της πορείας. Μοιάζουν, με τα κράνη και το σουλούπι τους, με τους ασφαλίτες (BAC). Κάποια άτομα από τις ΜΤ – δυο οικτροί Σταλινικοί με μεγάλα παλούκια – επιτέθηκαν στην πορεία την Πέμπτη και το πλήθος τους την “έπεσε”, πετώντας τους ότιδήποτε είχε πρόχειρο – κάδους, σκουπίδια, μπουκάλια. Ο δημόσιος λόγος εναντίον των μπαχαλάκηδων μοιάζει να δυναμώνει την τελευταία βδομάδα, από τότε που πέρασε ο Νόμος, και φαίνεται ότι τα συνδικάτα θέλουν να ενισχύσουν αυτόν τον διαχωρισμό, ανάμεσα σ’ αυτούς που “δουλεύουν” (σε πιο ασφαλείς, και εντός σωματείων δουλειές) και – ειρωνικά – σε αυτούς που δεν μπορούν να δουλέψουν ή δεν δουλεύουν με τις ίδιες δυνατότητες (όπως το salariat12, το πρεκαριάτο13, τα παιδιά από τα προάστια, τα μέλη του MILI: Mouvement Inter-Luttes Indépendents, οι σπουδαστές, lycéens). Ή, εν πάσει περιπτώσει, αυτό μου φαίνεται ότι είναι το νόημα αυτού του διαχωρισμού.

Τελοσπάντων, στη διαδήλωση της Τρίτης, που ακολούθησε γενικά την ίδια διαδρομή από την École Militaire, εν μέσω δακρυγόνων, μολότωφ, κρότου-λάμψης διασποράς, καιγόμενους κάδους και ιπτάμενα μπουκάλια, στην πλατεία Denfert Rochereau, οι Μονάδες Τάξης (της CGT), περικύκλωσαν τον κόσμο ενώ αυτός προσπαθούσε να ξεφύγει από μια επίθεση της αστυνομίας και μια δηλητηριασμένη από τα δακρυγόνα πλατεία. Οι ΜΤ είναι επίσης επικίνδυνες, καθώς κατεβαίνουν στις πορείες με λοστάρια, μπαστούνια του μπέηζμπολ, κράνη, σπρέι πιπεριού και γάντια με βαράκια στις αρθρώσεις. Στην συνέχεια η διαδήλωση απέκτησε ενδιαφέρον, καθώς αποκρυσταλλώθηκαν τα στρατόπεδα, οι ΜΤ βρέθηκαν περικυκλωμένες και από τις δυο πλευρές.

Την Τρίτη το βράδυ, στην Πλατεία Δημοκρατίας, ενόψει της προετοιμασίας για μια διαδήλωση της αστυνομίας την Τετάρτη που καλούσε να σταματήσει το “το αντι-μπατσικό μίσος”, κόσμος κάλυπτε το έδαφος της πλατείας σε ανάμνηση των ημερών στις οποίες σκοτώθηκαν πολίτες από την αστυνομία από το 1950. Σε ανεξίτηλο λευκό και μπλε χρώμα, αυτές οι μέρες γράφτηκαν δίπλα σε γκράφιτι που ανακαλούσε την ιστορία της συνεργασίας της Γαλλικής αστυνομίας με τους Ναζί. Η χονδρική μετάφραση των λέξεων, ύψους 30 εκ., είναι: “ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΚΤΟΠΙΣΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΕΚΤΟΠΙΣΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ”. Η διαδήλωση για να “σταματήσει το αντι-μπατσικό μίσος”, απαιτούσε φυσικά μια αντι-διαδήλωση, μιας και η βαναυσότητα των μπάτσων ήταν τόσο άγρια. Καθώς ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των μπάτσων (ΜΑΤ) στη Γαλλία ψηφίζουν Εθνικό Μέτωπο (FN), όλοι υποπτεύονταν ότι θα υπήρχε και μεγάλη παρουσία φασιστών. Φημολογούνταν ότι, σε ένδειξη συμπαράστασης προς την αστυνομία, θα συμμετείχαν, αν και σε πλήρη αντίθεση μεταξύ τους, τόσο η LDJ (μια φασιστική Σιωνιστική ομάδα: Ligue de Défense Juive) καθώς και οπαδοί του Alain Soral (μια νεοναζιστική, φανατικά αντισημιτική ομάδα). Το πρωί, φτάσαμε πολυ αργά, για να βρούμε πολύ τεταμένες γραμμές της αστυνομίας, εκατοντάδες ανθρώπους (αριστερούς και αντιφασίστες) να έχουν απωθηθεί από την πλατεία κατά εκατοντάδες. Είμασταν μονίμως πίσω για πέντε λεπτά, αλλά τελικά βρήκαμε τον δρόμο μας για το Quai de Valmy, όπου υπήρχαν στήλες τοξικού μαύρου καπνού που έβγαιναν από τα αποκαΐδια ενός αυτοκινήτου της αστυνομίας.

Η αντι-μπατσική πορεία είχε τώρα διαλυθεί, αλλά στην Πλατεία Δημοκρατίας ήταν αδύνατον να μπει κανείς, καθώς προστατευόταν από τη στρατοχωροφυλακή, και μια πορεία αστυνομικών μπροστά, πιο μακριά, κοντά στο άγαλμα, με δικές τους φωτοβολίδες. Ροδακινί καπνός. Η Μαρί Λεπέν ήταν μέσα, κάνοντας κάποιου τύπου ομιλία, ως η σταρ των φασιστών. Παιδιά ήταν έξω από το κορδόνι της αστυνομίας, μια μικρή ομάδα αντίστασης, λίγο λυπηρό θέαμα. Άκουσα ένα πιτσιρικά να λέει: “Μα την Μαρί Λεπέν; Σοβαρά;” Ακτιβιστές έλεγαν ότι το πρόβλημα δεν ήταν η αστυνομία αλλά οι φασίστες και υπήρχε μια άγρια αντιπαράθεση στην οποία αρκετοί Ιταλοί έλεγαν: μόνο ο στρατός θα μπορούσε ποτέ να ενωθεί σε μια λαϊκή εξέγερση, ποτέ η αστυνομία, αφού ψηφίζουν Εθνικό Μέτωπο. Φαινόταν ότι μια άλλη πορεία αστυνομικών, ενάντια στους φασίστες και την αστυνομία, κατέφθανε στην πλατεία για να υποστηρίξει την αντι-μπατσική πορεία. Έμοιαζε πολύ καταθλιπτικό, η πλατεία (που λίγες βδομάδες πριν, αν και ένα φιλελεύθερο και αρκετά βαρετό μέρος μιας πολυποίκιλης πολιτικής δραστηριότητας, αλλά πάντως ένας τόπος) είχε εκκαθαριστεί, με τη βία, ενώ διευκολυνόταν τώρα η πραγματοποίηση μιας πορείας φασιστών. Ο κόσμος διαφωνούσε για το αν η αστυνομία μπορούσε να συμμετάσχει στο αντικυβερνητικό κίνημα, και έμοιαζε εξαιρετικά μπερδεμένος σε σχέση με την ιστορία. Ιταλοί κομμουνιστές άραζαν τριγύρω, πολλοί ενθουσιασμένοι και ξεσηκωμένοι για να φύγουν, πολλοί κουρασμένοι από την θολή ατμόσφαιρα.

Την Πέμπτη 19 Μάη, έγινε μια τεράστια διαδήλωση που ξεκίνησε από την Νασιόν και τελείωσε στην Place d’Italie. Η κεφαλή, το “αυτόνομο” κομμάτι της διαδήλωσης, δηλαδή το κομμάτι που δεν σχετίζεται με τα συνδικάτα, ήταν τεράστιο (κάποιοι λένε για 10.000 άτομα), και πήρε την μπορστινή θέση στη διαδήλωση. Σε μια πολύ έντονη αντιπαράθεση στη συνέχεια δυο φίλοι συζητούσαν τον τρόπο με τον οποίο πιο μετριοπαθείς φοιτητές μετακινήθηκαν από τις γραμμές του Nouveau Parti Anticapitaliste, για να ενωθούν με αυτό το πιο αυτόνομο κομμάτι. Υπήρξαν κάποιες συγκρούσεις, και στην Place D’italie η αστυνομία έκανε έφοδο στην πλατεία, επιτιθέμενη στους διαδηλωτές και ρίχνοντας τα συνηθισμένα δακρυγόνα. Οι ΜΤ της CGT επιτέθηκαν και πάλι στην πορεία και αυτό έγινε θέατρο πολλών συγκρούσεων πριν τελικά διαλυθεί ο κόσμος.

Πηγή: https://laserveuse.tumblr.com/

1Στμ. Στα “ένσημά μου”, θα λέγαμε.

2Στμ. Γεύμα μεταξύ πρωινού (breakfast) και μεσημεριανού (lunch).

3Στμ. Στα γαλλικά SMIC: salaire minimum interprofessionnel de croissance, το κατώτατο νόμιμο ωρομίσθιο.

4Στμ. Το δικό μας αντίστοιχο είναι θα λέγαμε “αναπληρωτής” καθηγητής.

5Στμ. RSA: revenu de solidarité active, επίδομα ανεργίας που αποσκοπεί στο να διευκολύνει την επιστροφή στην αγορά εργασίας (δείτε πχ. https://en.wikipedia.org/wiki/Revenu_de_solidarit%C3%A9_active).

6Στμ. FO:Force Ouvrière, (Εργατική Δύναμη) τυπικά CGT-FO, η τρίτη μεγαλύτερη εργατική συνομοσπονδία στη Γαλλία, προήλθε το 1948 από αντιπολιτευόμενη, στην πρόσδεση της CGT στο ΚΚΓ, διάσπαση.

7Στμ. SUD Rail: γαλλικό συνδικάτο σιδηροδρομικών, μέλος της “Union syndicale Solidaires”. Το SUD είναι ακρωνύμιο των λέξεων: “solitaire, unitaire et démocratique, “αλληλεγγύης, ενωτικό και δημοκρατικό”.

8Στμ. 3η και 4η Γαλλική Δημοκρατία: το καθεστώς στη Γαλλία από το 1870, μετά την κατάρρευση της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας, μέχρι το 1940, με την ήττα της Γαλλίας στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και από το 1946 μέχρι το 1958, αντίστοιχα. Το διάταγμα 49-3 δίνει την δυνατότητα στην κυβέρνηση να παρακάμπτει την Εθνοσυνέλευση στην θέσπιση μιας νομοθεσίας, κάτι αντίστοιχο των Προεδρικών Διαταγμάτων στο ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα.

9Στμ. Τύπος δακρυγόνου. Η ονομασία CS προέρχεται από τα αρχικά των επωνύμων των χημικών που ανακάλυψαν την ενεργό ουσία, τους Corson και Stoughton.

10Francis Picabia (1879-1953): Γάλλος ζωγράφος της avant-garde, ποιητής και τυπογράφος. Αφού πειραματίστηκε με τον Ιμπρεσσιονισμό και τον πουαντιγισμό, συνδέθηκε τελικά με τον κυβισμό.

11Στμ. Στα γαλλικά banlieues.

12Στμ. Salariat, “σαλαριάτο”, όρος που αναφέρεται στην διαφορά ανάμεσα σε wage και salary. Αρκετές φορές οι όροι χρησιμοποιούνται εναλλάξ, αλλά σε άλλες περιπτώσεις διαφοροποιούνται με την έννοια ότι ο μισθός/wage αναφέρεται στην πληρωμή κάποιου με την ώρα (με βάση ωρομίσθιο) και ο οποίος δικαιούται πχ. υπερωριών, ενώ salary ονομάζεται ο ετήσιος συνολικός μισθός που λαμβάνει κάποιος, υπολογιζόμενος με βάση ένα συγκεκριμένο ποσό για συγκεκριμένο διάστημα και συνήθως δεν δικαιούται υπερωριών.

13Στμ. Precariat, “πρεκαριάτο”, το κομμάτι της εργατικής τάξης που δουλεύει με επισφαλείς (precarious) όρους και συνθήκες.

Πού πήγαν οι αγώνες για το μεροκάματο;

Ο δεύτερος τόμος των zero_gravity_riots! Στην Κατάληψη της Ανάληψης στις 28 Ιουνίου στις 8μμ!

                  [η τάξη δεν είναι μια  επιβεβαιωτική έννοια, αλλά μια] “εντελώς αρνητική έννοια. Η κριτική της ταξικής κοινωνίας δεν βρίσκει την θετική επίλυση σε καλλίτερα πληρωμένους και πλήρως απασχολούμενους παραγωγούς υπεραξίας. Την βρίσκει μόνο στην αταξική κοινωνία”

(Bonefeld, Critical Theory, σελ. 222.}.

 

Πού πήγαν οι αγώνες για το μεροκάματο;

Γιατί δεν γίνονται αγώνες για αύξηση μισθού;

  • Μήπως επειδή για κάποιους ο μισθός φτάνει και μέχρι πρότινος περίσσευε;
  • Μήπως γιατί υπάρχουν ακόμα καβάτζες (το ΕΚΑΣ του παππού, το πατρικό της
    μαμάς, το λάδι από το χωριό…);
  • Μήπως γιατί κανείς δεν παίζει μπάλα τους εργατοπατέρες;
  • Μήπως επειδή πολλοί από μας έχουμε συνηθίσει να είμαστε αόρατοι και ορατός
    να γίνεται μόνο ο συνδικαλιστής του δημοσίου;
  • Μήπως γιατί αφήσαμε τους μετανάστες, που πατούσαμε τόσο καιρό στις πλάτες
    τους, να πέσουν ακόμα πιο χαμηλά;
  • Μήπως γιατί τα ρετιρέ δεν ήταν μόνο μια προπαγάνδα της δεξιάς; ή
  • Μήπως γιατί όσο τα αφεντικά αποθρασύνονται, τόσο εμείς κοιτάζουμε την πάρτη
    μας και λουφάζουμε στη γωνιά του ρινγκ;

Τι συμβαίνει τελικά με την ταξική πάλη; Δεν ξέρουμε ακριβώς αλλά επειδή μαίνεται (από την πλευρά των αφεντικών τουλάχιστον…) θέλουμε να συζητήσουμε όλα τα παραπάνω ερωτήματα.

 

WAGE SLAVE psd

 

Τέλος ψευδαισθήσεων, ανάπαυλα τέλος!

Μπροστά στην κρίση του κράτους και την αριστερή διαχείρισή της:

τέλος ψευδαισθήσεων, ανάπαυλα τέλος!

«Οι πρίγκηπες και οι κυβερνήσεις είναι, μακράν, τα πιο επικίνδυνα στοιχεία σε μια κοινωνία»,

Μακιαβέλλι, «O Ηγεμόνας».

Η στρατηγική επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου παραμένει η συνέχιση της επίθεσης στα προλεταριακά και μικροαστικά στρώματα – και μάλιστα τώρα με ακόμα πιο αναβαθμισμένους όρους. Το 3ο μνημόνιο είναι θα λέγαμε το πιο ταξικό απ’ όλα, με την έννοια ότι καθίσταται πλέον όρος επιβίωσης για το κεφάλαιο η συγκεντροποίηση με κάθε τρόπο – ακόμα και μέσα από την επίθεση σε στρώματα που αποτελούν τη βάση της πολιτικής του εκπροσώπησης (επαγγελματίες, αγρότες, δημοσιο-υπαλληλία). Καμμιά πλέον ανοχή σε μικρο-επιχειρήσεις, μικρομάγαζα, μικρά αφεντικά. Αυτός είναι ο παράγοντας που αντικειμενικά οξύνει τον ταξικό ανταγωνισμό καθώς και τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του ελληνικού κράτους.

περί ΣΥΡΙΖΑ: δεν είχαμε ποτέ καμμιά αυταπάτη, καμμιά ψευδαίσθηση, καμμιά προσδοκία από τον ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τα προλεταριακά συμφέροντα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια έκφραση της “αριστεράς του Κράτους”, η άνοδος του στην εξουσία, η νίκη της κυβερνώσας αριστεράς είναι η ήττα των αγώνων της προηγούμενης περιόδου, η ήττα που παράχθηκε από την αδυναμία τους να ξεπεράσουν το όρια του αντιμνημονιακού λόγου – αιτήματα που απευθύνονταν στο Κράτος και προσπαθούσαν να απαντήσουν στα αδιέξοδα του Κράτους – επιστροφή στην προ Μνημονίων κατάσταση, “δικαιότερο Κράτος”, να ακουστεί η “κοινωνία των πολιτών”. Τα προλεταριακά και πληβειακά στρώματα της κοινωνίας όχι μόνο δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά αντίθετα η ύπαρξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αναπόφευκτη απουσία οποιασδήποτε αυτόνομης κριτικής και αντίστασης στην επέλεση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης από την πλευρά τους. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει καμμιά αμφιβολία για την πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ να υπογράψει ένα καινούριο Μνημόνιο. Οι ελιγμοί του δημοψηφίσματος και του show των διαπραγματεύσεων δεν είχαν καμμιά άλλη έννοια από την προσπάθεια αντιμετώπισης των εσωτερικών συσχετισμών στον ΣΥΡΙΖΑ, την εκτόνωση και ενσωμάτωση του όποιου αντιμνημονιακού μένους και της στοίχισης των πολιτικών δυνάμεων στην διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής. Ταυτόχρονα αναδεικνύουν και τα όρια του κοινοβουλευτισμού: οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι μεταβάλλουν “μαγικά” το Όχι του “άμεσοδημοκρατικού” δημοψηφίσματος σε “Ναι”.

Για την πέρα του ΣΥΡΙΖΑ αριστερά, τα πράγματα είναι απλά τραγικά: όχι μόνο σύρθηκε από τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, εγκλωβισμένη από πλήθος αυταπάτες αλλά και τώρα, μακριά από οποιαδήποτε διάθεση αυτοκριτικής, αναβαθμίζει την ενσωμάτωσή της στον κυρίαρχο εθνικοπατριωτικό λόγο που βλέπει “εκβιαστές δανειστές” και “προδότες” κυβερνητικούς και “πραξικοπήματα” που υφαρπάζουν το όχι του λαού ή την συναίνεση της κυβέρνησης κ.λπ. Τα προλεταριακά στρώματα δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από αυτή την αριστερά, μια πραγματική σκιά των υπολειμμάτων ενός εργατικού κινήματος που δεν υπάρχει πια και δεν υπάρχει γιατί το πρόγραμμά του δεν πήγαινε πέρα από την κατάληψη του κράτους και τον ορίζοντα ενός κρατικού καπιταλισμού· γιατί σαρώθηκε από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση – αυτή που διέλυσε και τα κακόφημα καθεστώτα του υπαρκτού. Μιλάει στο όνομα ενός φαντάσματος που ονειρεύτεται ότι θα “μπουκάρει” στο προσκήνιο της ιστορίας ανά πάσα στιγμή! Είναι επιπλέον επικίνδυνη γιατί δεν έχει κανένα πρόβλημα να συμβαδίζει στον δρόμο των αντιΕΕ επιλογών του κεφαλαίου και των μικροαστικών στρωμάτων με όλον τον ακροδεξιό εσμό που επίσης περήφανα ψήφισε “Όχι”.

Από τις πιο αντιπρολεταριακές θέσεις της αριστεράς είναι αυτό το παραμύθι περί κακών Ευρωπαίων και δανειστών εναντίον της πτωχής πλην τίμιας Ελλάδας. Η σύγκρουση είναι ανάμεσα στο κεφάλαιο σε όλες του τις εκδοχές και στα φτωχοποιημένα και άλλα στρώματα που θα πρέπει να υποτιμηθούν για να ξεπεράσει το κεφάλαιο την κρίση του. Στην ελληνική περίπτωση οι ιδιαιτερότητες συγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας έχουν οδηγήσει το ελληνικό κράτος σε πραγματικό αδιέξοδο, σε χρεοκοπία, παρά την ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου ως αποτελέσματος της εφαρμογής των Μνημονίων. Το ελληνικό κράτος συντηρείται στην “ζωή” ακριβώς με την τεχνητή υποστήριξη των “κακών” Ευρωπαίων. Αντιθέσεις μεταξύ διαφόρων μερίδων του κεφαλαίου εντός και εκτός Ελλάδας δεν αντανακλούν παρά δευτερεύουσες επιλογές σε σχέση με τον ρυθμό, την ένταση και τον τρόπο υλοποίησης της κοινής και κεντρικής επιλογής που είναι το χτύπημα των προλεταριακών στρωμάτων, η παραπέρα εξαθλίωση και περιθωριοποίηση. Για να το πούμε απλά: είναι όλοι κακοί· κακοί Ευρωπαίοι διαγκωνίζονται με τους κακούς Έλληνες για το ποιοί θα μας εξαθλιώσουν περισσότερο.

φιλοΕΕ και αντιΕΕ γραμμές δεν είναι παρά δυο εκδοχές της εθνικής αφήγησης που προσπαθεί να συγκροτήσει το ελληνικό κεφάλαιo και κράτος για να απαντήσει τα αδιέξοδά του. Όποια και να επικρατήσει αυτό θα γίνει μόνο με ένταση της καταστολής εναντίον των αντιστεκόμενων σε όλα τα επίπεδα. Ευρώ/δραχμή, μνημόνιο/αντιμνημόνιο είναι διλήμματα στα οποία δεν μας ενδιαφέρει να απαντήσουμε. Για τους προλετάριους/ες, ντόπιους και μετανάστες η μόνη προοπτική είναι αυτή της αυτόνομης προλεταριακής αντίστασης/αντεπίθεσης ενάντια σε εθνικές στρατηγικές και μέτωπα. Δεν ξέρουμε από πριν τον δρόμο· ξέρουμε σίγουρα, όμως, πού δεν θα τον ψαξουμε.

In Medias Res

     Ιούλιος 2015

Οι ταραχές έξω απ’ τη Βουλη και η νηνεμία στους χώρους εργασίας

Οι ταραχές έξω απ’ τη Βουλή και η νηνεμία στους χώρους εργασίας

Από το 2010 μέχρι και λίγο πριν τις εκλογές του 2015 η κήρυξη μιας γενικής απεργίας έμοιαζε να αποτελεί ένα κρίσιμο συμβάν, ένα crash test για τις διαχειριστικές δεξιότητες των κυβερνώντων, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να εκφραστεί η δυσαρέσκεια των κυβερνώμενων. Επενδυόταν είτε με έντονες ανησυχίες για μια ενδεχόμενη διασάλευση της τάξης στο κέντρο της Αθήνας είτε με μεγάλες προσδοκίες για μια κάποιου είδους πολιτική ανατροπή ή έστω για την αποτροπή υπερψήφισης μιας ακόμα δέσμης μέτρων «εσωτερικής υποτίμησης».

Οι ανησυχίες εκφράζονταν στους τηλεοπτικούς δέκτες, στις επιφυλλίδες της Καθημερινής, στα πηγαδάκια στο περιστύλιο της Βουλής, στις προπαρασκευαστικές συσκέψεις στη ΓΑΔΑ. Στην απέναντι όχθη, οι προσδοκίες χρωμάτιζαν με έναν τόνο ενίοτε αποκαλυψιακό τα σχόλια των χρηστών των διαδικτυακών μέσων αντιπληροφόρησης, τις τοποθετήσεις των παρευρισκόμενων στις συνελεύσεις των πολιτικών συλλογικοτήτων που ετοιμάζονταν να παρέμβουν στη μεσημβρινή διαδήλωση της ημέρας της απεργίας, αλλά παρείχαν επίσης και τη συναισθηματική πρώτη ύλη στις γεμάτες μελοδραματικά κλισέ προκηρύξεις των αριστερών εμπόρων ελπίδας που έστηναν στον δρόμο τα «κινηματικά» θεμέλια για την επερχόμενη κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, με το πάθος ενός πρεζέμπορα που καταναλώνει κι ο ίδιος τη νοθευμένη πρέζα την οποία εμπορεύεται.

Και οι ανησυχίες των «από πάνω» και οι προσδοκίες των «από κάτω» είχαν ως κοινό παρονομαστή την πεποίθηση ότι μια γενική απεργία, υπό τις παρούσες συνθήκες, ήταν προπάντων ένα συμβάν πολιτικό: κάτι που θα εκδήλωνε τη δυναμική του μπροστά από το κοινοβούλιο και μπορούσε να καθορίσει τις αποφάσεις που θα λαμβάνονταν εκεί, ανάλογα βέβαια με την εκδηλωνόμενη απεργιακή δυναμική, δηλαδή, με τη μάζα και τη μαχητικότητα του συγκεντρωμένου πλήθους στην πλατεία Συντάγματος. Αυτή η πεποίθηση εξακολούθησε να χαίρει ευρύτατης απήχησης ακόμα και τις μέρες που ο Βαρουφάκης πάλευε με τα ανήμερα νεοφιλελεύθερα θεριά των Βρυξελλών για να περάσει το δικό του «μετριοπαθές» σχέδιο διάσωσης των ελληνικών αφεντικών, με τη διακριτική στήριξη τόσο του ΣΕΒ όσο και της ΓΣΕΕ, και την οργή κατά του δαίμονα Σόϊμπλε να ξεχειλίζει, μπροστά από το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, όπου οι κόκκινες και οι κοκκινόμαυρες σημαίες συνυπήρχαν, χωρίς να προκαλούνται έκδηλα αισθήματα δυσφορίας, με τις γαλανόλευκες.

Εκείνη την, ας την πούμε, «ηρωική» περίοδο της κυβερνώσας αριστερο-ακροδεξιάς, το πολιτικό νόημα της γενικής απεργίας είχε ήδη αρχίζει να μεταστρέφεται. Δεν επρόκειτο πια για μια δοκιμασία, αλλά για ένα ακόμα διαπραγματευτικό χαρτί στις διαβουλεύσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους του ελληνικού κράτους. Όταν τα κάστρα στην άμμο που είχε φτιάξει η Αριστερά (εντός κι εκτός ΣΥΡΙΖΑ) έπεσαν και αντί για το «τέλος της λιτότητας» ήλθε το τρίτο, αριστερο-ακροδεξιό αυτή τη φορά, Μνημόνιο, τότε κηρύχθηκε μεν η επαπειλούμενη γενική απεργία, οι συριζαίοι υπουργοί, όμως, τόνιζαν ότι ήταν ευπρόσδεκτη, περίπου ως ένα ακόμα επιχείρημα προς τους ξεροκέφαλους συνομιλητές τους στο εξωτερικό μπας και χαλαρώσουν τις ασφυκτικές πιέσεις τους ή κάνουν τα στραβά μάτια εκ των υστερών, κατά την εφαρμογή των μέτρων. Το ίδιο θα επαναλάμβαναν και φέτος, ενόψει της ψήφισης του νομοσχεδίου για το ασφαλιστικό.

Αυτό δε σήμαινε ότι οι δυνάμεις καταστολής θα απέφευγαν να ανοίγουν κεφάλια ή να κάνουν συλλήψεις στον σωρό, όποτε αυτό κρινόταν τακτικά απαραίτητο βάσει των μακρόπνοων κρατικών σχεδιασμών αντιμετώπισης του εσωτερικού εχθρού, που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνέχισε και εκλέπτυνε. Σήμαινε πάντως ότι η γενική απεργία, που είχε από καιρό αναχθεί σε μια απεργιακή συγκέντρωση μπροστά από το κοινοβούλιο, πλέον είχε γίνει ένα κάποιο συμπλήρωμα στις τεχνικές διακυβέρνησης. Κατά τα λοιπά, η μηχανή της εθνικής οικονομίας, ιδίως από το 2012 και μετά, παρά τις κηρυσσόμενες γενικές απεργίες λειτουργούσε κανονικά και αδιαλείπτως, με ορισμένες μονάχα πρόσκαιρες μικρές διαταραχές, ξαναμπαίνοντας μάλιστα σε τροχιά ανάκαμψης.

Η ιδέα ότι μια γενική απεργία, ήτοι, μια γενική άρνηση των εργατών/τριών να πάνε στη δουλειά τους και να κάνουν τη δουλειά τους (δεδομένου ότι σήμερα υπάρχουν πολλοί εργάτες/τριες που δε χρειάζεται να πάνε σε έναν καθορισμένο χώρο εργασίας για να δουλέψουν), πρέπει να εκληφθεί ως ένα συμβάν πολιτικό ή ότι έχει νόημα μονάχα αν μπορεί να προκαλέσει ανακατατάξεις στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, είναι μια ιδέα η οποία έχει περιβληθεί, εδώ και πολλές δεκαετίες, με την ισχύ του αυτονόητου χάρη στη ακατάπαυστη σχετική προπαγάνδα των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων. Τα τελευταία χρόνια, αυτό έγινε μια απτή πραγματικότητα. Οι γενικές απεργίες που κήρυσσαν οι ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ είχαν αδιαμφισβήτητα πολιτική βαρύτητα. Το πρόβλημα, όμως, έγκειται ακριβώς εκεί. Γιατί αυτό που υπόρρητα εννοείται ως «πολιτικό», και αυτό που όντως, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι το «πολιτικό» στην παρούσα μορφή κοινωνικής οργάνωσης, συνηχεί με, και επικαλύπτεται από, το «κρατικό».

«Πολιτικό», στην κυρίαρχη γλώσσα αλλά και στην αντικειμενική πραγματικότητα, είναι ό,τι μπορεί να εγγραφεί στο πεδίο του κράτους, μιας άρθρωσης μηχανισμών αυτονομημένης από την κοινωνία. Και «πολιτική» είναι, όπως εύστοχα είχε κάποτε πει ο Μπίσμαρκ, η τέχνη του εφικτού, με άλλα λόγια: ένα σύνολο από τεχνικές για την εξεύρεση και επιβολή λύσεων στις κοινές, δημόσιες υποθέσεις χωρίς να θίγονται οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις (σχέσεις ταξικής εκμετάλλευσης, έμφυλης και εθνικής-φυλετικής καταπίεσης) που κατανέμουν αφετηριακά διαφορετική ισχύ στα αφηρημένα υποκείμενα-«πολίτες», τα οποία καλούνται να αποφασίσουν, ή μάλλον, αφού άμεσα αποφασίζουν τυπικά μονάχα ορισμένοι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι, να συναινέσουν εκ των υστέρων σε αυτές τις λύσεις ή να τις απορρίψουν.

Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που τελικά δεν πρέπει να παραξενευόμαστε από το γεγονός ότι η πρόσφατη μετατροπή των γενικών απεργιών σε πολιτικά συμβάντα, έτσι όπως συντελέστηκε στην τωρινή ελληνική πραγματικότητα, με την κριτική, τόσο στις πράξεις όσο και στα λόγια, να στρέφεται μακριά από τις σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης που διαμορφώνουν το βασικό περίγραμμα αυτής της πραγματικότητας, συνεπαγόταν και την εξουδετέρωση του όπλου της απεργίας ως μέσου άμυνας για την εργατική τάξη και ως δυνητικής απειλής για την ευρυθμία της εθνικής οικονομίας. Η κήρυξη μιας γενικής απεργίας, κάμποσο καιρό τώρα, κατά τεκμήριο σημαίνει ένα μαζικό διάβημα διαμαρτυρίας προς το κράτος, μια άσκηση πίεσης προς τους φορείς της νομοθετικής εξουσίας, και όχι μια κήρυξη πολέμου στον πόλεμο των αφεντικών. Οι κίνδυνοι παράλυσης που σήμερα αντιμετωπίζει η οικονομία της Γαλλίας, λόγω των απεργιακών αποκλεισμών, στην Ελλάδα αποφεύχθηκαν από νωρίς. Αντίθετα, εδώ επικράτησε, σχεδόν παντού, η λογική ότι οι προλεταριακές αντιστάσεις δε βγάζουν τάχα πουθενά «από μόνες τους», και ότι είχε φθάσει η ώρα των «πολιτικών εναλλακτικών λύσεων» που θα μας οδηγούσαν ως δια μαγείας στον παράδεισο … μιας ζωής με αφεντικά, αλλά «χωρίς λιτότητα».

Κατά ειρωνικό τρόπο, μετά από 150 περίπου χρόνια, μοιάζουν να δικαιώνονται, ή τουλάχιστον να ξαναφαίνονται χρήσιμες, ορισμένες διαπιστώσεις του Μιχαήλ Μπακούνιν, εκείνου που πρώτος συνέδεσε την έννοια της γενικής απεργίας με την προοπτική της κοινωνικής επανάστασης. Χαράσσοντας, το 1869, έναν προσανατολισμό αντίθετο από εκείνον που θα προτείνουν, τρία χρόνια αργότερα1, οι αντίπαλοί του στην (Πρώτη) Διεθνή Ένωση Εργατών, οι οποίοι πίστευαν πως ο ασφαλέστερος δρόμος προς την κοινωνική επανάσταση είναι εκείνος της «οργάνωσης», εννοώντας με αυτό τη συγκρότηση μαζικών εργατικών κομμάτων ικανών να διεκδικήσουν μια θέση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, ο Μπακούνιν υποστήριξε τη θέση ότι η ίδια η εμπειρία της απεργίας, ως εμπειρία ταξικού αγώνα, δημιουργεί μια συλλογική δύναμη ικανή να αμφισβητήσει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Είναι οι αναγκαιότητες του αγώνα, τα πρακτικά προβλήματα με τα οποία αναμετρώνται όσες/οι αγωνίζονται, που καθιστούν δυνατή την ανάπτυξη δεσμών ανάμεσα σε εργάτες διαφορετικών κλάδων και διαφορετικών εθνικών ταυτοτήτων2. Οι πολιτικές μηχανορραφίες κάθε λογής, οι τακτικές για τη συσσώρευση πολιτικής ισχύος, όσο κι αν ντύνονται στα κόκκινα, είναι, δε θα κουραστεί να υπογραμμίζει στα γραπτά του των επόμενων χρόνων ο Μπακούνιν, πάντοτε, επί της ουσίας, αστικές τακτικές. Ακόμα και στην καλύτερη εκδοχή τους, προϋποθέτουν την αποσύνδεση της πολιτικής χειραφέτησης από την κοινωνική χειραφέτηση, την εξιδανίκευση της πρώτης ως πρωταρχικού καθήκοντος του παρόντος, γύρω απ’ το οποίο τα πάντα οφείλουν να περιστρέφονται, και τον εξοβελισμό της δεύτερης στον άξονα ενός απροσδιόριστου, μακρινού μέλλοντος. Έτσι, όμως, οι κοινωνικές σχέσεις εκμετάλλευσης και εξουσίας μένουν, σε πραγματικό χρόνο, ανέπαφες. Η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων αναπαράγεται, δεν ανατρέπεται, με πολιτικά μέσα.

Η αλήθεια είναι πως κάτι ανάλογο είχε πει και ο σημαντικότερος από τους αντιπάλους του Μπακούνιν στην Πρώτη Διεθνή, ο Μαρξ, δυο δεκαετίες, όμως, πριν. Σε ένα κείμενο πολεμικής που δημοσίευσε το 1844, θα γράψει τα εξής:

Μια κοινωνική επανάσταση βρίσκεται στη σκοπιά του όλου ακριβώς επειδή –ακόμα κι αν λαμβάνει χώρα μόνο σε μία εργοστασιακή περιφέρεια– είναι μια διαμαρτυρία του ανθρώπου ενάντια στον απάνθρωπο βίο, διότι βαίνει από τη σκοπιά του μεμονωμένου πραγματικού ατόμου, διότι η κοινότητα, ενάντια στο χωρισμό της οποίας από αυτό το ίδιο αντιδρά το άτομο, είναι η αληθινή κοινότητα του ανθρώπου, η ανθρώπινη ουσία. Αντιθέτως, η πολιτική ψυχή μιας επανάστασης συνίσταται στην τάση των πολιτικά ανίσχυρων τάξεων να άρουν την απομόνωσή τους από την κρατική οργάνωση και από την κυριαρχία. Η σκοπιά τους είναι εκείνη του κράτους, ενός αφηρημένου όλου, το οποίο υπάρχει μόνο μέσω του χωρισμού του από τον πραγματικό βίο, το οποίο είναι αδιανόητο χωρίς την οργανωμένη αντίθεση μεταξύ της γενικής ιδέας και της ατομικής ύπαρξης του ανθρώπου, Συνεπώς μια επανάσταση με πολιτική ψυχή, σύμφωνα με την περιορισμένη και δισχιδή φύση αυτής της ψυχής, οργανώνει έναν κυρίαρχο κύκλο στην κοινωνία εις βάρος της κοινωνίας.3

Αφορμή για τις σκέψεις του Μπακούνιν περί της γενικής απεργίας ήταν το ξέσπασμα δύο μεμονωμένων απεργιών στη Γενεύη. Αφορμή για τo παραπάνω απόσπασμα του Μαρξ ήταν μια μεμονωμένη απεργία στη Σιλεσία. Και στις δύο περιπτώσεις, η έμφαση δίνεται στην εμπειρία του ταξικού αγώνα και τις πραγματικές δυνατότητες, τις οποίες αυτή η εμπειρία αναδεικνύει, για την άρση των διαχωρισμών που κάνουν τη ζωή κάθε ξεχωριστού ατόμου να είναι ένας ανελεύθερος, απάνθρωπος βίος. Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι, οπωσδήποτε, πολύ διαφορετικός από τον καπιταλισμό που γνώρισαν ο Μπακούνιν και ο Μαρξ. Έχοντας, όμως, πια την ευχέρεια να διακρίνουμε πόσο σημαντικότερες, από την άποψη μιας έμπρακτης κριτικής στην κοινωνική βαρβαρότητα, ήταν οι μεμονωμένες απεργίες των μεταναστών προλετάριων στη Σκάλα Λακωνίας ή τη Μανωλάδα από τις απεργιακές κινητοποιήσεις της ΑΔΕΔΥ στο Σύνταγμα, χρειάζεται να επιστρέψουμε στο ίδιο σημείο εκκίνησης.

Οι προλεταριακοί αγώνες δεν είναι τυφλές μορφές τις οποίες πρέπει να γεμίσουμε με «πολιτικά περιεχόμενα». Είναι προτιμότερο να γυρίσουμε αυτήν την εξίσωση ανάποδα: η μορφή και το περιεχόμενο της «πολιτικής», όπως και η μορφή και το περιεχόμενο της «κοινωνίας», πρέπει να αμφισβητηθούν ριζικά από τους προλεταριακούς αγώνες, γιατί όπως σωστά επισήμαινε και πάλι ο Μπακούνιν «η κοινωνική τάξη, η εξουσία, και το κράτος είναι τρεις όροι αδιάρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους, κάθε ένας εκ των οποίων προϋποθέτει τους δύο άλλους, και που λαμβανόμενοι από κοινού μπορούν να συμπυκνωθούν στις ακόλουθες λέξεις: η πολιτική καθυπόταξη και η οικονομική εκμετάλλευση των μαζών»4.

Lenorman

1 Στο Συνέδριο της Χάγης (1872) που σηματοδότησε την οριστική οργανωτική ρήξη ανάμεσα στη μαρξιστική και την αναρχική πτέρυγα της Διεθνούς Ένωσης Εργατών.

2 Βλ. M. Bakounine, “La double grève de Genève”, στο: M. Bakounine, Œuvres, τόμ. 5, Paris : P.-V. Stock, 1911, σελ. 37-52.

3 K. Marx, «Κριτικές σημειώσεις στο περιθώριο για το άρθρο ‘Ο βασιλιάς της Πρωσίας και η κοινωνική μεταρρύθμιση’. Από έναν Πρώσο (Εμπρός!, τευχ. 60)», στο: K. Marx, Κείμενα από τη δεκαετία του 1840: Μια ανθολογία, μετάφραση-επιμέλεια: Θανάσης Γκιούρας, Αθήνα: Εκδόσεις ΚΨΜ, 2014, σελ. 342-358 – το παράθεμα στις σελ. 357-358.

4M. Bakounine, “[Lettre au journal «La Liberté», de Bruxelles] A la rédaction de «La Liberté»” [5 octobre 1872], στο: Arthur Lehning (επιμ.), Archives Bakounine 2: Michel Bakounine et les conflits dans l’Internationale, 1872, Leiden: E. J. Brill, 1965, σελ. 145-168 – το παράθεμα στη σελ. 161.

Κοινωνικο-ταξικον δραμα εις πολλας πραξεις

Η Μεταπολίτευση Πέθανε! Ζήτω η Μεταπολίτευση!

[Κοινωνικο-ταξικόν Δράμα εις πολλάς Πράξεις]

ή αλλιώς: Η κατασκευή του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, η αναδιάρθρωση

κράτους και κεφαλαίου και το διαρκές reset της Ελληνικής Δημοκρατίας μετά το 1970

  • Μα τι είναι επιτέλους αυτή η καπιταλιστική αναδιάρθρωση; Η μεγάλη εικόνα, η παγκόσμια, και λίγη ιστορία των ταξικών αγώνων (ναι, επιμένουμε ότι η βάση της κοινωνικής δυναμικής είναι η ταξική πάλη στην ιστορικότητά της ως έκφραση των σχέσεων ταξικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης και όχι η αφηρημένη κίνηση οικονομικών μεγεθών): εργατικό κίνημα και η διάλυση της εργατικής ταυτότητας (συγγνώμη, της ποιας; )

  • Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας και ο πολιτικός μετασχηματισμός του ελληνικού κράτους. Το ελληνικό κράτος ως δυτική Δημοκρατία, οι βασικές μεταβλητές και σταθερές του: μια αστική τάξη διχασμένη μεταξύ κοσμοπολίτικου και εθνικού ρόλου, με πλήρη έλεγχο πάνω στο (βαθύ) κράτος, και ένας μετεμφυλιακός κοινωνικός σχηματισμός όπου αντηχούν ακόμα έντονα οι άγριοι ταξικοί αγώνες της προηγούμενης περιόδου και οι διαιρέσεις που παρήγαγαν.

Πρooοίμιον-Πράξις 1η

  • 1974-1981: Ο σφιχτός εναγκαλισμός του ελληνικού κράτους με το ελληνικό κεφάλαιο παράγει το ελληνικό παράδοξο Ι: η “σοσιαλμανία” του Εθνάρχη Καραμανλή και το φαινόμενο ΠΑ.ΣΟ.Κ. Παντού ιδιωτικοποιούν τα πάντα αλλά εδώ τα πάντα κρατικοποιούνται!

Πράξις 2η

  • 1981-1989: Μα πραγματικά, τι γίνεται σε αυτή την Ελλάδα; Δεν έχουν καπιταλισμό; Η ευημερία και οι μύθοι της Μεταπολιτευσης που αγαπήσαμε (δες ClassWarDogz). Το ελληνικό παράδοξο ΙΙ: αναδιάρθρωση με παροχές και κοινωνικό κράτος; Δεν πρόκειται περί παραδόξου όμως αλλά περί ευφυούς κοινωνικής μηχανικής: πριν υποτιμήσεις πρέπει φτιάξεις τον νέο, μεταπολιτευτικό πια, εθνικό κορμό. Και αν δεν λαδώσεις δεν φτιάχνεις καινούριες ταξικές συμμαχίες, δεν θάβεται το τσεκούρι του ταξικού πολέμου. Είπαμε τέρμα το μετεμφυλιακό κράτος, είμαστε Δημοκρατία τώρα. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολλοί πρόθυμοι σύμμαχοι: παλιοί αντάρτες του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, αγρότες και υπάλληλοι, οικοδόμοι, φοιτητές και ΔΕΠ, γιατροί και δικηγόροι, μάστορες και εργολάβοι, όλοι οι καλοί χωράνε σε αυτή την καινούρια “λαϊκή” συμμαχία για τον Σοσιαλισμό.

Intermezzo I

  • 1989: το όριο του πρώτου μεγάλου κύκλου της Μεταπολιτευσης και η διαδικασία “κάθαρσης”. Επιτέλους πότε θα έχουμε πραγματική υπαγωγή σε αυτό το κράτος; Και όπου γάμος και γιορτή η Βασίλω (συγγνώμη, η Αριστερά εννοούμε) πρώτη. ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ version 1 (ή αλλιώς αφήστε 100 ρεφορμιστικά λουλούδια να ανθίσουν, των γαρύφαλλων του ΚΚΕ συμπεριλαμβανομένων).

  • 1990-1993: Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Η ελληνική εκδοχή του Θατσερισμού ή αλλιώς κάποια πράγματα πρέπει να γίνονται στην ώρα τους…

  • 1993-1996: …και η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο! Η γλυκιά επιστροφή της Σοσιαλδημοκρατίας. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ είναι η ατμομηχανή της αναδιάρθρωσης (τα αφεντικά την λένε εκσυγχρονισμό, ντε) και οι μετανάστες οι θερμαστές. Ο εθνικός κορμός αρχίζει να αισθάνεται κάποια ρίγη αλλά δεν πολυδίνει σημασία. Ο Αντρέας φεύγει αλλά οι τεχνοκράτες έρχονται και φαίνονται αποφασισμένοι και ικανοί να σταθεροποιήσουν την κατάσταση.

Πράξις 3η

  • 1996-2004: η χρυσή οκταετία του ελληνικού καπιταλισμού: ευρωπαϊκή ενσωμάτωση, νέες εθνικές ιδέες και οράματα, Βαλκανική “υπερδύναμη” και αναδιάταξη του εθνικού κορμού. Αρχίζει να γίνεται ορατή η διάλυση της εργατικής ταυτότητας και η συγκρότηση του εθνικιστικού και ρατσιστικού παροξυσμού που εγγράφεται στα σώματα των κοριτσιών από την Ανατολική Ευρώπη που ξεζουμίζονται στα σκυλάδικα και στα μπαρ της εθνικής εκτόνωσης, των οικοδόμων από την Αλβανία και την Πολωνία, των εργατών γης από την την Ασία και την Αφρική. Κάθε peak προμηνύει, όμως, μια κατρακύλα.

Πράξις 4η

  • 2004-2009: Εντάξει και η Δεξιά μπορεί να κυβερνήσει αυτή την χώρα, όταν η Σοσιαλδημοκρατία παρουσιάζει κόπωση. Η υποτίμηση αρχίζει και παίρνει σβάρνα και τους ντόπιους – εργάτριες στα supermarket, καθαρίστριες, εργαζόμενους στα stage και τα voucher, κάθε λογής επισφαλείς, αλλά πού να τα δει αυτά ο εθνικός κορμός (δημοσιο-υπαλληλία, αγρότες, επαγγελματίες, πανεπιστημιακοί, μικροαστοί εργάτες). Αυτοί έχουν κάνει καλό ντήαλ με το κράτος και το κεφάλαιο, προεδρεύουν στα συνδικάτα και θεωρούν την “γενιά των 750” ευρώ παρακατιανή. Τα σύννεφα, όμως, μαζεύονται στον ορίζοντα και ξεσπάνε βίαια τον Δεκέμβρη του 2008, ποτίζοντας με όξινη ταξική βροχή το πεδίο μιας πόλης που ξυπνά μητρόπολη.

Intermezzo II

  • 2009: Το κράτος στα πρόθυρα (τρόπος του λέγειν, γιατί έχει πέρασει ολόκληρη την πόρτα) της χρεοκοπίας και το καύσιμο της μεταπολιτευτικής αισιοδοξίας αρχίζει να τελειώνει – πριν τελειώσει, το εκλογικό σώμα παίρνει μια τελευταία δυνατή τζούρα και ετοιμάζεται να εφορμήσει για άλλη μια φορά στον σοσιαλιστικό ουρανό, νανουριζόμενο με το παραμύθι ενός ακόμα Παπανδρέου: “Λεφτά υπάρχουν”. Προφανώς η κρίση χρέους που ξέσπασε από το 2008 αφορά τους κουτόφραγκους.

Πράξις 5η

  • 2010: Είναι επίσημο πλέον. Η κρίση θέλει αναδιάρθρωση – και αφού τόσα χρόνια ακόμα και το κεφάλαιο στην Ελλάδα αρνιόταν να υπαχθεί πλήρως στον εαυτό του, κάποια πράγματα θα πρέπει να γίνουν γρήγορα και γίνονται. Βίαιη υποτίμηση λέγεται και προλεταριοποίηση αλλά το να είσαι προλετάριος ακούγεται σαν βρισιά στα αυτιά της ελληνικής εργατικής τάξης και των μικροαστών – πόσο μάλλον να είσαι μετανάστης προλετάριος. Τώρα που αρχίζει να ζορίζεται για τα καλά ο εθνικός κορμός, άντε να μαζέψεις το φασιστικό απόστημα.

  • 2010-2014: Το “έπος” του αντιμνημονιακού αγώνα και στο βάθος ΣΥΡΙΖΑ (Συνασπισμός version 2, με εξελιγμένη τεχνογνωσία). Το παραμύθι των κακών Ευρωπαίων δανειστών εναντίον της πτωχής πλην τίμιας Ελλάδας μαγνητίζει τα “λαϊκά” στρώματα και διαγράφει το όριο των διαταξικών αγώνων της περιόδου, δηλ. το ίδιο το κράτος, το οποίο κωφεύει στα αιτήματα για προστασία, αξιοκρατία, και ανακατανομή βαρών. Βαθιά ανησυχία καταλαμβάνει τον εθνικό κορμό για την τύχη του μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβολαίου, και έτσι ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ μπας και σώσει την παρτίδα.

Πράξις 6η

  • 2015-…: Η ήττα που βιώνεται σαν νίκη. Η πλατεία Συντάγματος περνά την Αμαλίας. Η πρώτη (και δεύτερη) φορά αριστερο-ακροδεξιά κυβέρνηση σηματοδοτεί το τέλος του δεύτερου μεγάλου κύκλου της Μεταπολίτευσης. Ο δράκος των Μνημονίων απέδρασε, όλοι αναρωτιούνται αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το νέο ΠΑΣΟΚ, η ανάγκη για μια αίσθηση μεταπολιτευτικής συνέχειας είναι ισχυρή. Τα νέα, όμως, δεν είναι καθόλου καλά για μας. Ασχέτως του αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι Σοσιαλδημοκρατία ή όχι, η υποτίμησή μας είναι πια εμπεδωμένη πραγματικότητα, οι προλετάριοι που περισσεύουν στην Μ.Ανατολή, την Ασία, την Αφρική γίνονται πεδίο ασκήσεων βαρβαρότητας των κρατών και του κεφαλαίου. Τα αφεντικά αισθάνονται ότι παίζουν χωρίς αντίπαλο. Αν και αναζητούν ακόμα την νέα εθνική αφήγηση και το ακροατήριό της, ονειρεύτονται το τέλος της κρίσης και ανεβάζουν στροφές. Ελληνικό κράτος και κεφάλαιο αισθάνονται τόσο σταθεροποιημένα ώστε δελεάζονται να μπουν σε έναν καινούριο κύκλο επέκτασης. Η κρίση τώρα μπορεί να λέγεται και πόλεμος.

Πράξις ;

(…πρέπει να την γράψουμε εμείς)

Κι εμείς; Ο μόνος τρόπος να σπάσει αυτή η λούπα της Μεταπολίτευσης, δηλ. ο φαύλος κύκλος της εκμετάλλευσης και της υποτίμησής μας, είναι η προλεταριακή μας αντεπίθεση μέσα από αυτόνομους και αδιαμεσολάβητους αγώνες, ντόπιων και μεταναστών, ενάντια σε εθνικές στρατηγικές και μέτωπα, χτυπώντας την καρδιά του κεφαλαίου και της κυριαρχίας: την ιδιοκτησία, το εμπόρευμα, το θέαμα, κάθε έμφυλη και φυλετική διάκριση. Ο ορίζοντας της κοινωνικής χειραφέτησης και της ελευθερίας διανοίγεται πάντα μπροστά μας.

                                         In.Medias.ReS

Φλεβάρης 2016

inmediaslogo6

ZERO_GRAVITY RIOTS vol1

ZERO_GRAVITY RIOTS vol. 1

Η Μεταπολίτευση Πέθανε! Ζήτω η Μεταπολίτευση!

Η πλήξη είναι πάντα αντεπαναστατική. Πάντα” Γκυ Ντεμπόρ

Την Τρίτη 23 Φλεβάρη μαζευτήκαμε στην κατάληψη της Ανάληψης, για να “συζητήσουμε να αποδομήσουμε και να γιορτάσουμε ειρωνικά το νέο τέλος και τη νέα αρχή της μεταπολίτευσης”. Ήταν η πρώτη έκδοση, μετά από “χίλια βάσανα”, του project Zero_Gravity Riots, της ρηξικέλευθης πρότασης των InMediasRes για τη μη βαρετή προσέγγιση στην κοινωνικοταξική πάλη. Επιλέξαμε ως θεματική τη “Μεταπολίτευση” μιας και, για αρκετό καιρό, απορροφηθήκαμε και συζητήσαμε αυτό το καταπληκτικό reset του ελληνικού κράτους από το 1974 και μετά, όπως γράψαμε και στο κείμενο της σχετικής αφίσας:

“Βαρεθήκατε να ακούτε για το τέλος της μεταπολίτευσης;

Άνεργοι, Απόκληροι, Προλετάριοι, Μετανάστριες. Σας έχουμε νέα! Η μεταπολίτευση ξανατελείωσε και άρχισε ξανά και θα ξαναρχίζει μέχρι να την τελειώσουμε εμείς…

Γιατί η Μεταπολίτευση είναι το διαρκές reset της Ελληνικής Δημοκρατίας, δηλαδή η επαναλαμβανόμενη πρσπάθεια εκσυγχρονισμού της, που είναι και προσπάθεια ανανέωσης της εκμετάλλευσής μας από τα αφεντικά, της καταπίεσης και της υποτίμησής μας, με σύγχρονα, δυτικά μέσα.

1974, 1981, 1989, 1996, 2004, 2010, 2015, σε όλους αυτούς τους χρονικούς σταθμούς ερχόταν η ελπίδα μόνο που, όπως συνέβη και με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α, η ελπίδα αφορούσε το κεφάλαιο και τις αναδιαρθρώσεις του, με όχημα τις κοινωνικές συμμαχίες που προσπαθούσε να συγκροτήσει υπό νέα συλλογικά ιδεώδη. Κάθε φορά, η ελπίδα πουλιόταν ως τρόπος ανανέωσης της εμπιστοσύνης στα αφεντικά και το κράτος τους. Κάθε φορά, οι δικοί μας αγώνες, το μόνο έδαφος όπου η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή μπορεί να δοκιμαστεί, ενσωματώνονταν σε νέες εθνικές αφηγήσεις.

Μόνο αν αναμετρηθούμε με τα όρια των δικών μας αγώνων, μπορούμε να σπάσουμε αυτόν τον φαύλο κύκλο…”

Μετά από μια σύντομη εισήγηση:

H Μεταπολίτευση με ορόσημο το 1974 και την αλλαγή του πολιτεύματος, σηματοδοτεί την πορεία της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού κράτους, τουλάχιστον όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα. Στα χρόνια που ακολουθούν χαρακτηριστική είναι η επέκταση της εξουσίας του κράτους και η διαμόρφωση μιας νέας κουλτούρας στη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων, πραγματικότητα που κατοχυρώνεται με την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981. Τα οικονομικά σκάνδαλα του 1989 με τον Κοσκωτά, οι ολυμπιακοί αγώνες του 2004 μας προσγειώνουν στην κρίση του 2010. Η μετέπειτα περίοδος χαρακτηρίζεται από τους αγώνες του κινήματος, εποχή που τελεώνει με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και τη “διάψευση της Ελπίδας”. Η Μεταπολίτευση, λοιπόν, για μια ακόμη φορά τελείωσε!

έγινε συζήτηση με αφορμή το κοινωνικο-ταξικόν δράμα εις πολλάς πράξεις: Η Μεταπολίτευση Πέθανε! Ζήτω η Μεταπολίτευση!”, το οποίο προς τέρψιν σας παρατίθεται σε διπλανή στήλη, για να ακολουθήσει ένα νοσταλγικό και ενθουσιώδες ταξίδι σε επικές και χαρακτηριστικές στιγμές που σημαδεύουν όλην αυτήν τη σαραντάχρονη περίοδο, στο οποίο αρκετές/οι επέδειξαν δεινές χορευτικές ικανότητες.

Εργαζόμαστε πυρετωδώς για την διοργάνωση του δεύτερου Zero_Gravity Riots, που θα είναι αφιερωμένο στους “αγώνες για τον μισθό”, για την ακρίβεια στην απουσία τους..

Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης ΙΙ

Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης: ψηλαφώντας μια ρωγμή ανάμεσα στην ύφεση και την ενσωμάτωση

ΙΙ: χρεοκοπία/δημοψήφισμα: το σημείο έκρηξης της οικονομίας (και της ιδεολογίας της)

 

Αυτή η μετατόπιση από το (σχετικά) ηπιότερο δίλημμα «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» στο «υπαρξιακό» πλέον: «Ευρώπη/αντιΕυρώπη», είναι ένδειξη μιας βαθιά ποιοτικής αλλαγής στην διαδικασία και στο επίπεδο του ταξικού ανταγωνισμού. Στο πολιτικό επίπεδο ακυρώνει και εξανεμίζει καθοριστικά το συγκριτικό πλεονέκτημα της Αριστεράς – τη δύναμη ενσωμάτωσης που εκφράστηκε με την κυβερνητική αλλαγή. Οι αντιφάσεις της αριστεράς – και όχι μόνο της κυβερνώσας – εκτίθενται ανεπανόρθωτα. Διαγράφεται εντελώς ξεκάθαρα η σύγκρουση των «ευρωπαϊστών», που προκρίνουν τον «ρεαλισμό» της συστράτευσης με τις επιλογές του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, με τις τάσεις εκείνεις που εξακολουθούν να φαντασιώνονται τον «σοσιαλισμό», δηλαδή ένα κρατικό καπιταλισμό με εθνικούς όρους.

 

 

Η ουσιαστική ήττα του προηγούμενου κύκλου αγώνων, μετουσιωμένη σε νικηφόρα «κυβερνώσα αριστερά», αποκάλυψε εξαιρετικά γρήγορα την ένταση που σοβεί στην θεμελιακή αντινομία της: δεν μπορεί τελικά να είναι νικηφόρα μια διαδικασία ήττας και ενσωμάτωσης, και αυτό αφορά όχι μόνο το ανταγωνιστικό κίνημα αλλά όλους τους δρώντες παράγοντες του κοινωνικού σχηματισμού. Η κυβερνώσα αριστερά όχι μόνο δεν μπορεί να εγγυηθεί τον απαραίτητο συμβιβασμό που θα εξασφαλίσει την απρόσκοπτη συνέχιση της αναπαραγωγής του ελληνικού κράτους αλλά, αντίθετα, έδρασε καταλυτικά στην επιτάχυνση της εκδήλωσης των εκρηκτικών προβλημάτων του. Μέσα σε μόλις πέντε μήνες βιώνουμε την αποδόμηση σχεδόν όλων των συναινέσεων που είχαν παραχθεί μέχρι τώρα: φατρίες και μερίδες του κεφαλαίου, αλληλοσυγκρουόμενα μικρο-μεσοαστικά στρώματα αφόπλισαν και ρίχνονται με ζέση στον εξοντωτικό χορό της επιβίωσης.

Όταν μιλά η δημοκρατία, και ειδικά μέσω δημοψηφισμάτων, είναι το κεφάλαιο, ως ο κρίσιμος διαχειριστής, που θέτει και εκβιάζει απαντήσεις από τους υπόλοιπους «εταίρους» της «κοινωνίας των πολιτών». Το δημοψήφισμα είναι η πολιτική εκδίπλωση του σημείου έκρηξης της οικονομίας, η ιδεολογικοποίηση των διλημματικών επιλογών που το κεφάλαιο, μπροστά στο φάσμα της χρεοκοπίας, θέτει στον εαυτό του και στις υπόλοιπες τάξεις.

Οι προσπάθειες αναδιάρθρωσης των προηγούμενων χρόνων δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα και αυτό φυσικά δεν οφείλεται σε «τυφλούς» μηχανισμούς της οικονομίας αλλά στη συνολική ένταση της ταξικής πάλης και των αντιθέσεων εντός του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού (και φυσικά του ευρύτερου διεθνούς περιβάλλοντος). Όσο και αν είναι αδιαμφισβήτητη η ήττα των αγώνων της προηγούμενης περιόδου, εξίσου αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι η εκδηλωμένη ή μη αντίσταση των πληττόμενων στρωμάτων επέτεινε αποφασιστικά την κρίση του κεφαλαίου στην Ελλάδα.

Δηλωτικό της επιδείνωσης της κρίσης είναι το γεγονός ότι το κυρίαρχο δίπολο της προηγούμενης περιόδου – Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο – αδυνατεί να εκφράσει τις μεταβληθείσες αντιθέσεις. Το φάσμα της χρεοκοπίας μετατοπίζει το κρίσιμο ερώτημα «με ποιον ρυθμό θα συνεχιστεί η αναδιάρθρωση και η υποτίμηση των πληβειακών στρωμάτων» σε ερωτήματα που βρίσκονται στον «σκληρό πυρήνα» της οικονομίας: με ποιο νόμισμα, με ποιο μοντέλο ανάπτυξης και εις βάρος ποιων ευρύτερων στρωμάτων θα προχωρήσει η καπιταλιστική αναδιάρθρωση για να ξεφύγει από τον ορατό κίνδυνο μιας πλήρους απορρύθμισης;

Αυτή η μετατόπιση από το (σχετικά) ηπιότερο δίλημμα «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» στο «υπαρξιακό» πλέον: «Ευρώπη/αντιΕυρώπη», είναι ένδειξη μιας βαθιά ποιοτικής αλλαγής στην διαδικασία και στο επίπεδο του ταξικού ανταγωνισμού. Στο πολιτικό επίπεδο ακυρώνει και εξανεμίζει καθοριστικά το συγκριτικό πλεονέκτημα της Αριστεράς – τη δύναμη ενσωμάτωσης που εκφράστηκε με την κυβερνητική αλλαγή. Οι αντιφάσεις της αριστεράς – και όχι μόνο της κυβερνώσας – εκτίθενται ανεπανόρθωτα. Διαγράφεται εντελώς ξεκάθαρα η σύγκρουση των «ευρωπαϊστών», που προκρίνουν τον «ρεαλισμό» της συστράτευσης με τις επιλογές του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, με τις τάσεις εκείνεις που εξακολουθούν να φαντασιώνονται τον «σοσιαλισμό», δηλαδή ένα κρατικό καπιταλισμό με εθνικούς όρους.

Αυτό σημαίνει, πιο θεμελιακά, ότι η διευρυμένη κοινωνική συμμαχία που είχε συγκροτηθεί πάνω στο αίτημα μιας «επιστροφής στην προ του μνημονίου» κατάσταση διαρρηγνύεται, δημιουργώντας τους όρους μιας εντελώς διχαστικής πόλωσης του «λαϊκού» παράγοντα που βιώνει την αδυσώπητη πραγματικότητα της κατάρρευσης της καπιταλιστικής κανονικότητας: οι ουρές των πιστών που συνωστιζόμαστε μπροστά στους βωμούς των ΑΤΜ δεν έχουμε κανένα σκήνωμα για να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας, τίποτα θαυματουργό δεν φαίνεται να μπορεί να αποτρέψει την καταστροφή των μικρών (ή μεγαλύτερων) κεφαλαίων των καταθετών, να αναστρέψει το σπιράλ της χρεοκοπίας, παρεκτός, ίσως, από τον «από μηχανής Θεό» που ακούει στο αρκτικόλεκτο «ESM».

Στην εξαιρετικά αυτή κρίσιμη συγκυρία ανοίγεται για το ανταγωνιστικό κίνημα μια δυνατότητα να σπάσει το δικό του σπιράλ ψευδαισθήσεων, να ανοίξει ένα ρήγμα μεταξύ ύφεσης και ενσωμάτωσης που μοιάζει να εμπεδώνει ο κύκλος του αριστερού κυβερνητισμού. Αυτό προϋποθέτει όμως ότι θα πρέπει να αναμετρηθεί γενναία με τις δικές του αντιφάσεις και αδιέξοδα, ότι πρέπει να πάρει το ρίσκο της αυτοκριτικής.

Στην προσπάθεια να τοποθετηθούν – διολισθαίνοντας ίσως στο πεδίο της καθεστωτικής/διαμεσολαβημένης πολιτικής – εγχειρήματα και συλλογικότητες πολώνονται – κάποιες φορές με όχι ιδιαίτερα συντροφικούς όρους – στις επιλογές του «όχι» και της «αποχής». Το ενδιαφέρον είναι βέβαια ότι επιλογές αυτές ξεδιπλώνονται στην αμοιβαία κριτική τους: το όχι ως κριτική της «φυγόμαχης», «ελιτίστικης», «απομονωτιστικής» επιλογής της αποχής, η αποχή ως κριτική της «ενσωματωμένης», «υποταγμένης», «ψευδεπίγραφης» επιλογής αντίστασης. Αυτό που θέλουμε να υποστηρίξουμε, όμως, είναι ότι η διαλεκτική των δύο αυτών θέσεων είναι πολύ πιο πλούσια από την αμοιβαία αναίρεσή τους, που αποτελεί μια πλευρά μόνο της πραγματικότητας. Γιατί σαφέσταστα στην επιλογή της αποχής δεν υπάρχει μόνον ελιτισμός, φυγομαχία κ.λπ. και φυσικά στο «όχι» δεν ενδιαιτεί μόνον η ενσωμάτωση και ο «κυβερνητισμός».

Η επιλογή μας είναι η «αποχή» και αυτό δεν συμβαίνει επειδή η «αποχή» απαιτεί έναν μικρότερο βαθμό φαντασιακής επένδυσης σε σχέση με το «όχι», ούτε επειδή είναι σχετικά πιο εύκολα υπερασπίσιμη (αν μη τι άλλο, στην βάση ότι η συσπείρωση γύρω από το «όχι» καλύπτει ένα φάσμα δυνάμεων από την ακροδεξιά μέχρι κομμάτια του α/α χώρου). Επιλέγουμε την «αποχή» κυρίως για τις δυνατότητες ριζικής κριτικής που διανοίγει, εφόσον οριοθετείται ξεκάθαρα στο πεδίο της αντιπαράθεσης με τον αριστερό και (ακρο)δεξιό εθνισμό που τροφοδοτεί τις μηχανές του «όχι», αντιπαράθεση που είναι απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση για την άρθρωση οποιασδήποτε προλεταριακής κριτικής.

Οι δυνατότητες αυτές δεν πραγματώνονται βέβαια αυτομάτως. Αν και τα όρια του «όχι» είναι πολύ ευδιάκριτα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπόκειται και η «αποχή» σε περιορισμούς. Μια πιο ενδελεχής ανάλυση μπορεί να καταδείξει ότι και η επιλογή της «αποχής» μπορεί να ενταχθεί σε μια δυναμική ύφεσης του ανταγωνιστικού κινήματος, όπως αναλύσαμε στο πρώτο μέρος αυτού του κειμένου, αν εξαντλείται στην απλή αναπαραγωγή στερεότυπων, μανιχαϊστικών δηλώσεων του τύπου: «Κάτω το Κράτος και το Κεφάλαιο», «αποχή από τα αστικά διλήμματα» κ.λπ.

Δεν μπορούμε να ικανοποιούμαστε πλέον από μια αταβιστική επίκληση των θεμελιωδών όρων της θεωρίας όταν αυτοί δεν γειώνονται με κάποιο τρόπο στην ρέουσα πραγματικότητα. Με άλλα λόγια όλο και λιγότεροι σύντροφοι και συντρόφισσες ικανοποιούνται από την αντιδιαλεκτική χρήση των όρων της ταξικής πάλης όταν αυτοί δεν τοποθετούνται στο πλαίσιο της ιστορικής τους συγκυρίας και εκδίπλωσης. Δεν αρκεί να προτάσσει κανείς την «συστημική» αποσταθεροποίηση, πρέπει να αποτυπώνει την πραγματική δυναμική και τους όρους της τώρα, έστω και περιγραφικά.

Η επιλογή της «αποχής» οριοθετεί μια ριζική αντίθεση και ασκεί μια ριζική κριτική στον βαθμό ακριβώς που αναζητά την πηγή των αρνήσεών της σε μια ανατομία των διαδικασιών πρωτίστως στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού ως οργανικής ολότητας (και φυσικά στην διαλεκτική της ένταξη στην ευρύτερη ολότητα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού) και όχι με όρους εξωτερικά σχετιζόμενων «μηχανισμών», που στο «όχι» παίρνει συνήθως την μορφή μιας σύγκρουσης Ελλάδας/Δανειστών (ακόμα και στις αναρχικής απόχρωσης αιτιολογήσεις, ο ρόλος του «ντόπιου κεφαλαίου» τείνει να υποβαθμίζεται μέσα στην γενικότερη άσκηση ισχύος των «ιμπεριαλιστικών μηχανισμών»). Αυτό είναι και ένα λεπτό και εντελώς κρίσιμο όριο διαχωρισμού από τις εθνικής έμπνευσης αφηγήσεις – κάθε αφήγηση με όρους σύγκρουσης του «μέσα» με το «έξω» είναι αντικειμενικά στο πλαίσιο μιας φανταστικής ενότητας του «μέσα».

Οι δυνατότητες ριζικής κριτικής που ενυπάρχουν στην «αποχή» μπορούν να απελευθερωθούν στον βαθμό που προσπαθούμε να στοχαστούμε και να αναμετρηθούμε με μερικά εντελώς κρίσιμα και κομβικά ερωτήματα: γιατί αυτή η κρίση είναι πραγματική; Γιατί έχει φτάσει σε αυτό το σημείο έκρηξης της οικονομίας; Ποιες είναι οι τεκτονικές μετατοπίσεις στα κοινωνικά στρώματα, πώς αναδιατάσσονται αυτά και γύρω από ποιες πολιτικές δυνάμεις, στο πλαίσιο αυτής της οριακής κατάστασης; Και κυρίως: ποιες δυνατότητες δημιουργούνται από την αντικειμενική όξυνση της ταξικής πάλης για το πέρασμα σε έναν νέο κύκλο αγώνων των προλεταριακών και πληβειακών στρωμάτων;

Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να έχουμε καθαρό ότι τα διλήμματα που τίθενται μέσω του δημοψηφίσματος ούτε πλασματικά είναι ούτε αφορούν μόνο το κεφάλαιο: μια, στοιχειώδης έστω, αντίληψη της διαλεκτικής του κεφαλαίου, καθιστά φανερό ότι αυτά είναι διλήμματα που τίθενται εντελώς πραγματικά και στα ίδια τα προλεταριακά και πληβειακά στρώματα.

Η κρίση αντανακλά το πραγματικά οριακό σημείο στο οποίο έχει φτάσει η αναπαραγωγή του καπιταλιστικού σχηματισμού στην Ελλάδα συνολικά. Πρόκεται για την αδιαμφισβήτητη χρεοκοπία ενός κράτους που δεν μπορεί πλέον να εξασφαλίσει στοχειωδώς τις βασικές του ανάγκες και λειτουργίες μετά από πέντε χρόνια τεχνητής «μηχανικής υποστήριξης» από τους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς της ΕΕ και του ΔΝΤ.

Η απόσπαση της υπεραξίας καθίσταται όλο και πιο δυσχερής μετά από την διαρκή αφαίμαξη και υποτίμηση των εργατικών στρωμάτων και την φυσική τάση φυγής κεφαλαίων από το εγχώριο σύστημα μπροστά στην αβεβαιότητα μιας αναιμικής προοπτικής ανάπτυξης. Αυτό αναγκάζει το κεφάλαιο να αναζητήσει και να στραφεί σε νέες πηγές υποτίμησης, προς τα μικρο-μεσοαστικά εκείνα στρώματα (δημοσιοϋπαλληλία, ελεύθεροι επαγγελματίες, μεταπράτες, πάροχοι υπηρεσιών κ.λπ.) που είχαν καταφέρει να επιβιώσουν (ή ακόμα και να αναπτυχθούν) στον προηγούμενο κύκλο της αναδιάρθρωσης/επίθεσης.

Αυτή η δυναμική, όμως, συνιστά πηγή αναβάθμισης του αδιεξόδου. Γιατί είναι ακριβώς αυτά τα στρώματα που στοιχίστηκαν και συσπειρώθηκαν γύρω από τις δυνατότητες που φαινόταν να διαγράφει η «κυβερνώσα αριστερά». Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να λειτουργήσει ηγεμονικά γιατί φάνηκε να εξασφαλίζει μια ευρεία συναίνεση όχι μόνο των πληβειακών στρωμάτων αλλά και των στρωμάτων που προαναφέραμε. Όλοι είχαν να περιμένουν κάτι από την αριστερή διαχείριση. Αυτή η συμμαχία κλυδωνίζεται πλέον: για τα πληβειακά στρώματα (αλλά και συγκεκριμένες μερίδες του κεφαλαίου) είναι σχετικά αδιάφορο ποιο θα είναι το νόμισμα της επόμενης μέρας. Ακόμα και η προοπτική εκτός ΕΕ φαντάζει λιγότερο εφιαλτική. Όμως για τα μικρο-μεσοαστικά στρώματα που την «έβγαλαν» σχετικά καθαρή μέχρι τώρα (και τις πιο σημαντικές μερίδες του κεφαλαίου) αυτά δεν είναι καθόλου αυτονόητα, αποτελούν σχεδόν «κόκκινες γραμμές».

Ο πραγματικός κίνδυνος που κυοφορεί αυτή η μετατόπιση είναι η υπονεύμεση της απολύτως ζωτικής, για την ευστάθεια του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, εθνικής συσπείρωσης, που φαινόταν να επιτυγχάνεται στην βάση της «περήφανης διαπραγμάτευσης». Ένας νεός διχασμός αναδύεται απειλητικά μέσα από την «σχιζοφρενική» εικόνα δύο στρατοπέδων που συσπειρώνονται υπό την γαλανόλευκη.

Δεν είναι ότι έχουμε φτάσει σε ένα σημείο αμφισβήτησης του έθνους ως του καθοριστικού πόλου συσπείρωσης και ενοποίησης. Μόνο που αυτός ο πόλος μοιάζει να κινδυνεύει να υποστεί μια σχάση, σχάση που αναγκαστικά θα εκφραστεί και στο επίπεδο της πολιτικής εκπροσώπησης. Η εθνική συναίνεση δεν φαίνεται να μπορεί να εξασφαλιστεί από έναν κυρίαρχο/ηγεμονικό πολιτικό διαμεσολαβητή, τον ΣΥΡΙΖΑ εν προκειμένω, και συνεπώς ανοίγει ένας νέος κύκλος πολιτικής αποσταθεροποίησης και αμφισβήτησης, ειδικά όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε τον προνομιακό διαχειριστή για την συνέχιση του σχεδίου αναδιάρθρωσης με την συναίνεση των πληττόμενων στρωμάτων.

Πρέπει να επεξεργαστούμε και να στοχαστούμε πάνω στις προϋποθέσεις εισόδου του προλεταριακού παράγοντα στο προσκήνιο δημιουργούν αυτές οι δομικές μετατοπίσεις. Γιατί όντως διανοίγονται τέτοιες δυνατότητες (και η επιλογή της «αποχής» τις κρατά ανοιχτές) αλλά αυτό δεν συμβαίνει de facto ούτε αυτοματικά. Οι μηχανές της ταξικής πάλης δεν παράγουν αυτομάτως κανένα δημιουργικό χάος, όπως θέλουν να φαντασιώνονται  κάποιοι που συντάσσονται, και αυτό είναι επίσης ενδιαφέρον, είτε με την «αποχή» είτε με το «όχι». Το χάος μιας συστημικής αποσταθεροποίησης είναι δημιουργικό μόνον εφόσον παράγεται ως αποτέλεσμα μιας συνειδητής παρέμβασης του προλεταριακού παράγοντα, που υπερβαίνει τα όρια τόσο μιας «αντανακλαστικής» αντίδρασης στις πρ τοβουλίες του κεφαλαίου όσο και μιας κλασσικής, εργατίστικης, «αυτόνομης» δράσης της τάξης-διεαυτήν.

Μπροστά μας απλώνεται η δυνατότητα της ριζικής αναμέτρησής μας με το υπάρχον, δηλαδή της δοκιμής, στο πεδίο της πρακτικότητας, των ίδιων των θεωρητικών σχημάτων της κομμουνιστικοποίησης.

 

q.

Ιούλιος 2015

Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης Ι

Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης:

ψηλαφώντας μια ρωγμή ανάμεσα

στην ύφεση και την ενσωμάτωση

Ι: Στο ζενίθ των ψευδαισθήσεων

Το διάστημα λίγο πριν εκδηλωθούν οι ραγδαίες εξελίξεις των τελευταίων ημερών, με έναν κάπως παράδοξα «συγχρονικό» τρόπο, βρισκόταν σε εξέλιξη μια συζήτηση μεταξύ συντρόφων και συντροφισσών που συμμετείχαμε στο εγχείρημα της Λαμπηδόνας και αποχωρήσαμε από αυτό μετά την ρήξη του Οκτώβρη του 2014.

Η συζήτηση ξεκίνησε σαν μια αυτο-κριτική αποτίμηση της συμμετοχής μας στο συγκεκριμένο εγχείρημα, κινούμενη από την ανάγκη και την επιθυμία μας να αναδειχθούν βαθύτερα στοιχεία της αντιπαράθεσης και να εξαχθούν κάποια σημαντικά πολιτικά συμπεράσματα πέρα από τον ορίζοντα της προσωπικής εμπειρίας· όχι από αφηρημένη σκοπιά αλλά από τη σκοπιά μιας ενεργούς στάσης απέναντι στη συγκυρία, μιας ενσυνείδητης αναμέτρησης με το υπάρχον.

Έτσι η συζήτηση επεκτάθηκε γρήγορα σε έναν γενικότερο προβληματισμό σχετικά με τα χαρακτηριστικά και την εξέλιξη των εγχειρημάτων «από τα κάτω». Εγχειρήματα που αναδύθηκαν μέσα από την δυναμική του κύκλου αγώνων που ξεκινάει με τον Δεκέμβρη του 2008 αλλά διέρχεται την επίσης καθοριστική περίοδο των “κινημάτων των πλατειών” και των συγκρούσεων της περιόδου 2011-2012. Επιχείρησε μια αρκετά διεισδυτική ματιά στην δυναμική που οδήγησε στην εμφάνιση των αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων των τελευταίων χρόνων και πολύ πιο ουσιαστικά των ορίων τους, όρια που η σημερινή συγκυρία καθιστά εντελώς ορατά και χειροπιαστά (για όσους/ες φυσικά θέλουν να τα δουν).

Η διακριτότητα των δυο χρονικών οροσήμων (Δεκέμβρης του 2008 και αγώνες του 2011-12) αντανακλά πέρα από τις διαφορετικές αφετηρίες μας και τα διαφορετικά και, κάποιες φορές, αντιφατικά χαρακτηριστικά που τα εγχειρήματα αυτά ανέπτυξαν.

Εντελώς συνοπτικά, αν ο Δεκέμβρης του 2008 μπορεί να ειδωθεί ουσιαστικά σαν μια εξέγερση νεανικών, κυρίως, κομματιών του ντόπιου και ξένου προλεταριάτου, που η ριζοσπαστικότητά τους εκφράστηκε μέσα από μια κριτική στα πάντα και την απουσία συγκεκριμένων αιτημάτων, οι αγώνες της περιόδου 2011-12 αποτυπώνουν, αντίθετα, την βαθμιαία πορεία πολιτικοποίησης ενός κινήματος που, μέσα από διαταξικές εκφράσεις (όπως το \textit{κίνημα των πλατειών}), διεκδίκησε να διεμβολίσει το κυρίαρχο πολιτικό σκηνικό ακόμα και να καλύψει το «κενό» ενός πάσχοντος και σε βαθιά κρίση πολιτικού συστήματος εκπροσώπησης, βάζοντας κεντρικά πολιτικά ζητήματα στη βάση του «αντιμνημονιακού» αγώνα και του «εκδημοκρατισμού του κράτους».

Η αυξανόμενη πολιτικοποίηση αυτού του κινήματος εμπεριείχε, όμως, στον πυρήνα του αυτό που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε δυναμική της κρατικοποίησης των αντιστάσεων: ένα κίνημα που το σημείο αναφοράς του είναι τελικά το ίδιο το Κράτος και η διαχείρισή του. Οι πολιτικές εξελίξεις, ήδη από τις εκλογές του 2012 μέχρι και την ανάδειξη της «πρώτη φορά» αριστερής
κυβέρνησης, επιβεβαιώνουν με τον πιο καταφατικό τρόπο την εκτίμηση για την πορεία του μετασχηματισμού των αντιστάσεων και της ενσωμάτωσής τους, με άλλα λόγια της καθοριστικής τους ήττας.

Η διάχυση του κινήματος των πλατειών στην πληθώρα τοπικοποιημένων αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων πρέπει να εγγραφεί σε αυτή την ουσιαστική ήττα των κινημάτων του γενικότερου κύκλου αγώνων του 2011-12, παρά το γεγονός, φυσικά, ότι σε καμμιά περίπτωση η πρόθεση αυτών των εγχειρημάτων δεν ήταν η ήττα ή η ενσωμάτωση. Αντανακλά όμως ένα εγγενές όριό τους, στον βαθμό που σε μια «τακτικιστική», θα λέγαμε, προσπάθεια τοπικοποίησης και διάχυσης των αντιστάσεων τοπικοποιούν και διαχέουν ταυτόχρονα τον διάλογο/αντιπαράθεση με το Κράτος.

Έτσι μαζί με την οριζοντιότητα και της αυτοοργάνωση, τα περισσότερα από αυτά τα εγχειρήματα μετέφεραν σε τοπική κλίμακα και την διαταξικότητα και την «διαπολιτικότητα» του κινήματος των πλατειών, διατηρώντας επίσης την ατζέντα των κεντρικών πολιτικών διακυβευμάτων. Ένας πολυσυλλεκτικός κόσμος δώθηκε με πραγματικό ενθουσιασμό και ένταση στη διεκδίκηση δημόσιων τοπικών χώρων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εστίες αντίστασης στην επέλαση της αναδιάρθρωσης και διεκδίκησης καλλίτερων όρων διαχείρισής της από την μεριά των «από τα κάτω».

Αυτός ο πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας συνιστά όμως, από την πρώτη στιγμή, και ένα όριο, αφού διατηρεί το πολιτικό στην μορφή μιας πολιτικοποίησης ενταγμένης σε ήδη στερεοποιημένες κομματικές ή μη ταυτότητες, που ισορροπεί σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή διαμεσολαβημένου πολιτικού λόγου ο οποίος πασχίζει να ακουστεί στην κεντρική πολιτική σκηνή. Το κανάλι του «αντιμνημονιακού» λόγου, είναι το πιο εύχερο κανάλι έκφρασης αυτής της πολιτικοποίησης καθώς συμπύκνωνε προνομιακά τα διαταξικά αιτήματα της αναστροφής και αποκατάστασης των «αδικιών»  που έχουν υποστεί τα πληβειακά και άλλα πληττόμενα κοινωνικά στρώματα χωρίς να ασκεί καμμιά ριζική κριτική στην ίδια την κρίση και την αναδιάρθρωση που προκαλεί τα πλήγματα αυτά.

Και όταν ακόμα, κάτω από την πίεση της ίδιας της υποβάθμισης των ζωών μας, τα εγχειρήματα αυτά ανέλαβαν έναν ρόλο απάντησης σε αυτή την υποβάθμιση, μέσα από λειτουργίες «απάλυνσης» των συνεπειών της κρίσης (συλλογικές κουζίνες, μέσα πολιτισμικής έκφρασης, διαχείριση της καθημερινότητας κ.λπ.), αυτό αποτέλεσε μια έσχατη πηγή αντίφασης για τα ίδια, για τον εξής πολύ ουσιαστικό λόγο: η απάντηση στην κρίση αναπαραγωγής μας δεν μπορεί να δωθεί πραγματικά χωρίς μια ριζική κριτική στο υπάρχον, δηλ. στο κράτος και τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις, δηλ. στο κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, χωρίς τον πειραματισμό με νέες μορφές σχέσεων και δυναμικών μεταξύ μας.

Η απουσία μιας τέτοιας ριζικής κριτικής δεν είναι αφηρημένη: είναι η βιωμένη έκφραση ελλειμάτων και αδυναμιών. Είναι τα σοβαρά προβλήματα συνοχής και συντροφικότητας που συμπυκνώνονται σε πρακτικές που δοκιμάζουν την ενότητα των εγχειρημάτων ως συλλογικών διαδικασιών, φτάνοντας, κάποτε, μέχρι την πλήρη διάρρηξη τους.

Είναι μια απουσία που δεν περιορίζεται ούτε αναιρείται από έναν τυπικά «καθαρότερο» ιδεολογικοπολιτικό χαρακτήρα και τείνει να ενσωματώνει την κρατικοποίηση ως μια κρίσης ταυτότητας και προσανατολισμού των εγχειρημάτων. Αν, για κάποια εγχειρήματα, το σημείο ρωγμής είναι η αδυναμία παραγωγής πλέον ενός συνθετικού πολιτικού λόγου, αδυναμία που ενισχύεται από την πολυσυλλεκτικότητα και το εύθραυστο των συναινέσεων που απορρέει από αυτήν (και σε συνδυασμό, φυσικά, με εντελώς ειδικά, «τοπικά», χαρακτηριστικά) η διαδικασία κρατικοποίησης και της συνακόλουθης κρίσης ταυτότητας εκδηλώνεται και σε κομμάτια του α/α χώρου μέσα, κυρίως, από την ενδυνάμωση και κυριάρχηση του «αντιμνημονιακού-αντιΕΕ» λόγου. Αν για κάποια εγχειρήματα η κρίση ταυτότητας εκδηλώνεται στην «πρώτη», θα λέγαμε, φάση της εισβολής της αριστεράς στο τοπικό κρατικό πεδίο των δήμων, ήταν μάλλον ζήτημα χρόνου και εισβολής της αριστεράς και στο εθνικό επίπεδο του κράτους, για να εκδηλωθούν και σε κομμάτια του α/α χώρου τα διλήμματα, οι εντάσεις και οι αποκλίσεις της τοποθέτησής τους ως προς την «κυβερνώσα Αριστερά» και την αριστερή διαχείριση του Κράτους.

Η κρίση των εγχειρημάτων δεν έχει να κάνει, λοιπόν, απλά με το γεγονός ότι, ακόμα και στην εποχή των αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων, ειδικά των πολυσυλλεκτικών, συγκεντρωτικές πρακτικές αναμετρώνται και διασταυρώνονται με αντίρροπες οριζόντιες διαδικασίες, πρακτικές που κάποιες φορές αποκτούν και ξεκάθαρες μορφές «κάθετης» χειραγώγησης και ελέγχου. Ούτε στην επιδερμικότητα ή μη των συναινέσεων που παράγονται, δοκιμάζοντας διαρκώς την συνοχή των εγχειρημάτων. Το πιο κρίσιμο όριο που, όπως είπαμε ήδη, εκδηλώνεται ως κρίση και όριο φυσιογνωμίας και ύπαρξης, είναι ακριβώς η διαλεκτική της κρατικοποίησης/ήττας/κρίσης των κινημάτων, η διαλεκτική της αναγνώρισης του κράτους ως προνομιακού πεδίου αντιπαράθεσης και διαλόγου και της πολιτικής-ως-διαμεσολάβησης. Όλα μοιάζουν να περιστρέφονται γύρω από το Κράτος, χωρίς όμως να το βάζουν στο επίκεντρο μιας ριζικής κριτικής.

Η διαλεκτική αυτή καταλύθηκε/επιταχύνθηκε από την πρόσφατη κυβερνητική αλλαγή. Αλλαγή που αποτελεί το σημείο «υπερσυσσώρευσης» αυτής της διαλεκτικής, το σημείο έκρηξης των ψευδαισθήσεων ενός κύκλου αγώνων – και πολλών εκ των υποκειμένων του – που πιστεύουν ότι έχουν νικήσει μέσα από την ήττα.

Είναι αυτή η διαλεκτική επί τω έργω που καθιστά την τοποθέτηση απέναντι στην αριστερή διαχείριση εντελώς κεντρική και καθοριστική, για ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, από την παραδοσιακή άκρα αριστερά μέχρι την μαχητική αναρχία, καταδεικνύοντας ότι η προσπάθεια διεμβόλισης του κεντρικού πολιτικού σκηνικού και απεύθυνσης σε ένα κεντρικό πολιτικό υποκείμενο – που ακόμα και για τον α/α χώρο παίρνει τα χαρακτηριστικά ενός «λαϊκού παράγοντα», έχει όντως διαβρωτικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μια δυναμική πραγματικά θεμελιώδη και με εγκάρσιο χαρακτήρα· μια δυναμική που (ανα)παράγει την ήττα, δρώντας διαλυτικά και απονευρώνοντας τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα πολλών εγχειρημάτων.

Καθώς μπαίνουμε σε μια περίοδο ιδιαίτερης όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και αυταρχικοποίησης του κράτους, και μάλιστα σε συνθήκες αριστερής διαχείρισής του, αυτές οι πιέσεις (και οι εσωτερικές αντιθέσεις) θα ενταθούν για πάρα πολλά εγχειρήματα και θα πάρουν ακόμα πιο δραματικό χαρακτήρα γύρω από το εντελώς κρίσιμο δίλημμα: με το κράτος ή με τα κινήματα}; Μπροστά σε αυτό το δίλημμα θα εκδηλώνονται πρακτικές που θα πρέπει να τις δούμε ως αυτό που πραγματικά είναι: βραχίονας και φωνή του κράτους μέσα στο κίνημα. Τα εντελώς φαινομενικά παράδοξα παραδείγματα εγχειρημάτων του α/α χώρου που συστρατεύονται στις στρατηγικές μιας «εθνικά περήφανης» απάντησης στις προκλήσεις των μηχανισμών των «δανειστών» θα πληθαίνουν.

Είμαστε σε ένα σημείο που τα εγχειρήματα μοιάζουν να εγκλωβίζονται μεταξύ ενσωμάτωσης (μετατροπής τους, ουσιαστικά, σε εξαρτήματα του – τοπικού ή κεντρικού – Κράτους) και μιας αυτοαναφορικής υποχώρησης. Όσα ζήσαμε στην Λαμπηδόνα τον περασμένο Οκτώβρη ήταν όντως μια εικόνα από το σήμερα και το εγγύς μέλλον, καθώς θα εντείνεται η κρίση φυσιογνωμίας για πολλά κομμάτια του κινήματος. Μέσα σε αυτή την συγκυρία θα απαιτεί όλο και πιο εξαιρετική διαύγεια και κριτική δύναμη για να μην περιδινηθούμε σε αυτό το ρεύμα και να διατηρήσουμε το δικαίωμα στην ανίχνευση ριζοσπαστικών αντιστάσεων απέναντι στο Κράτος και την κυριαρχία.

q.

Ιούλιος 2015

Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης ΙΙΙ

Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης: ψηλαφώντας μια ρωγμή ανάμεσα στην ύφεση και την ενσωμάτωση

ΙΙΙ: τέλος ψευδαισθήσεων, ανάπαυλα τέλος!

«Οι πρίγκηπες και οι κυβερνήσεις είναι, μακράν, τα πιο επικίνδυνα στοιχεία σε μια κοινωνία»,

Μακιαβέλλι, «O Ηγεμόνας».

Όλα αυτά σημαίνουν ένα μόνο πράγμα για το ανταγωνιστικό κίνημα: ανάπαυλα τέλος. Σημαίνουν την ρήξη με τις δυναμικές της ύφεσης και της ενσωμάτωσης. Απόλυτο όριο και προϋπόθεση γι’ αυτή την ρήξη είναι η κάθετη αντιπαράθεση και πολεμική με οποιαδήποτε εθνικοπατριωτικά αφηγήματα και διλήμματα. Στο εξής κάθε άποψη και πρακτική, κάθε παρέμβαση στο δημόσιο χώρο και λόγο δεν θα κινείται στο πεδίο της ασάφειας και της δυνατότητας αλλά στο έδαφος της αμείλικτης κριτικής των θεωρητικών σχημάτων μας στην πράξη της ριζικής άρνησης της αθλιότητας.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι ενδεικτικό των ριζικών ανακατατάξεων που συντελούνται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και των πολιτικών τους αντανακλάσεων. Υπάρχει μια γενικευμένη ρευστότητα που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για απόλυτες εκτιμήσεις – πχ. σχετικά με τον ηγεμονικό ρόλο του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, την ικανότητά του να εκφράσει τις ανακατατάξεις αυτές κ.λπ. Οι σταθερές που μπορούμε να διακρίνουμε είναι μάλλον ότι οι μεταλλάξεις αφορούν όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς σχηματισμούς και ότι επιβεβαιώνουν τον θεμελιακό προσανατολισμό των δυνάμεων της κυριαρχίας: την συγκρότηση ενός αποτελεσματικού και συμπαγούς εθνικού μετώπου που να μπορεί να μετουσιώσει αυτές τις δυναμικές διεργασίες σε μια στρατηγική διεξόδου του ελληνικού κράτους από την κρίση. Οι εκατοντάδες κυματίζουσες γαλανόλευκες των πανηγυρισμών στο Σύνταγμα δεν αφήνουν καμμιά αμφιβολία για το ποιος είναι ο πραγματικός νικητής του δημοψηφίσματος: ο εθνικοπατριωτισμός και μάλιστα με έντονο ταξικό πρόσημο (και δεν αφήνουν ταυτόχρονα και πολλά περιθώρια δικαίωσης και «ερμηνειών» στα κομμάτια εκείνα του ανταγωνιστικού κινήματος που επέλεξαν κριτικά το «όχι»).

Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α δεν μπορεί να συγκροτήσει ένα πλειοψηφικό εθνικό μέτωπο από μόνος του – και αυτό είναι ενδεικτικό των ορίων της αριστερής διαχείρισης. Οι περισσότεροι – και πρωτίστως οι φενακισμένοι αριστεροπατριώτες αναλυτές – θέλουν ή προσποιούνται να ξεχνούν πως στο ποσοστό του 61,3% συγκαταλέγεται αυτοδίκαια το διόλου ευκαταφρόνητο 7% της ΧΑ (και αν συνυπολογίσουμε και το 4-5% των ΑΝΕΛ η κατάσταση είναι ακόμα πιο ενδεικτική) ούτε φυσικά αναγνωρίζουν ότι το περιβόητο ταξικό πρόσημο που επικαλούνται έχει και ένα επιπλέον μελανό πρόσημο. Αντίστοιχα αγνοούν αυτοί οι «αναλυτές» ότι το εντυπωσιακό ποσοστό του «όχι» δεν έχει κανένα αυτονόητο «αντι-ΕΕ» πρόσημο, καθώς στο ποσοστό αυτό συναθροίζονται και στρώματα που δεν επιθυμούν – αυτή τη στιγμή τουλάχιστον – την ρήξη με την ΕΕ αλλά ένα βιώσιμο μνημόνιο.

Ακόμα και η αποτύπωση της ταξικής διάρθρωσης της ψήφου είναι ενδεικτική του ότι, πέραν των στρωμάτων που έχουν ήδη προλεταριοποιηθεί (άνεργοι, επισφαλείς, χαμηλοσυνταξιούχοι κ.λπ.), τα μικρο-μεσοαστικά στρώματα είναι πραγματικά διχασμένα σχετικά με τον τρόπο και το εύρος της περαιτέρω υποτίμησής τους. Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που υπονομεύει την δυνατότητα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α να εκφράσει συνθετικά τα διαταξικά συμφέροντα που συσπειρώνονται γύρω από το «όχι» (και την αυτόματη πολιτική του κεφαλαιοποίηση), συνεπώς τον ρόλο του ως «εγγυητή της εθνικής συνοχής».

Φυσικά οι τακτικισμοί του ΣΥΡΙΖΑ στην διαχείριση του αδιεξόδου, με την επιλογή του δημοψηφίσματος, του παρέχουν, εκ του αποτελέσματος, τον πρώτο λόγο σχετικά με την επίτευξη αυτής της πολυπόθητης εθνικής συσπείρωσης, αναγκάζοντας και τις άλλες δυνάμεις, εντός ή εκτός δημοκρατικού τόξου, να ακολουθήσουν, με περισσότερη ή λιγότερη προθυμία – τουλάχιστον στον βαθμό που δεν αρθρώνεται μια πειστική εναλλακτική διαφορετική από αυτήν του «εθνικά περήφανου συμβιβασμού». Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι απόλυτα κυρίαρχος του παιχνιδιού. Όλοι οι πρωταγωνιστές κάνουν τους υπολογισμούς τους, είναι πάνω απ’ όλα προσεκτικοί και υπερθεματίζουν σε εκδηλώσεις εθνικής ομοψυχίας και υπευθυνότητας.

Στο ζενίθ των ψευδαισθήσεων (και της θεαματικής διαχείρισης της κρίσης, με τα όρια να μετατοπίζονται από το επίπεδο της οικονομίας – και την κυρίαρχη μορφή του σταρ-οικονομολόγου που μοιάζει τώρα παραφωνία στην κρισιμότητα των περιστάσεων – σε αυτό της σκληρής πολιτικής διαχείρισης όπου ανατέλλει πλέον ηγεμονικά ο σταρ-πολιτικός Τσίπρας) η συντριπτική νίκη του «Όχι» είναι άλλη μια στιγμή επιβεβαίωσης της διαλεκτικής της ήττας που βιώνεται ως νίκη: την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος, πολύς κόσμος που είχε ψηφίσει «Όχι» αναρωτιόταν αν τελικά είχε νικήσει το «Ναι»! Εδώ θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στον ΣΥΡΙΖΑ την δεινή, οργουελική σχεδόν, ικανότητα χρήσης αυτής της διαλεκτικής στη διαχείριση της κρίσης: εν μέσω μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης, εξαιτίας ενός ετοιμόρροπου τραπεζικού συστήματος, και «αδίστακτων τελεσιγράφων των δανειστών», καταφέρνει να αποσπάσει από τον αντιμνημονιακό «λαϊκό» παράγοντα την κρίσιμη συναίνεση σε ένα καινούριο, «αντιμνημονιακό» Μνημόνιο με την ταυτόχρονη εμπέδωση μιας αίσθησης «νίκης». Ο τόπος που λαμβάνει χώρα αυτή η μαγική μετουσίωση δεν είναι παρά ο κοινός τόπος της «εθνικής αξιοπρέπειας», όπου τελικά εξαϋλώνονται – ως ύλη και αντιύλη – το ναι και το όχι, η νίκη και η ήττα, το ευρώ και η δραχμή, και συγχωνεύονται σε μια υπερβατική νίκη του εθνικού «ρεαλισμού».

Όμως η αριστερή ταχυδακτυλουργία φτάνει στο όριό της καθώς η χεγκελιανή, σχεδόν, ευφορία της υπερβατικής εθνικής ενότητας προσκρούει ξανά στον πεισματάρικο κόσμο των ταξικών αντιθέσεων, όπου τα «ναι» και «όχι» επανανοηματοδούνται ως αμοιβαία αποκλειόμενες και άκρως διλημματικές, πραγματικά υπαρξιακές, επιλογές για το κεφάλαιο και τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό συνολικά: με ποιες εσωτερικές και εξωτερικές συμμαχίες, με ποιο μοντέλο αναδιάρθρωσης και ανάπτυξης μπορεί να διασωθεί το χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος;

Το εύρος της νίκης του «όχι» δεν πρέπει να συγκαλύπτει τα κυρίαρχα στοιχεία της τωρινής συγκυρίας, δηλ. την διάχυτη ρευστότητα και την έντονη πόλωση που επικρατεί σε όλα τα επίπεδα: στις διαταξικές μετατοπίσεις και συσπειρώσεις, στις πολιτικές διαμεσολαβήσεις, στις ιδεολογικές ανακατασκευές. Η όξυνση των διλημμάτων και η παράταση μιας καπιταλιστικής μη-κανονικότητας μπορεί να οδηγήσει σε ριζικές ανατροπές.

Ο θρίαμβος απέχει από την πανωλεθρία όσο (η πιθανότητα για) ένα «κούρεμα» καταθέσεων και η προθυμία υποβολής διαπιστευτηρίων στον εκκολαπτόμενο Ηγεμόνα ίσως αποδειχτεί πρόωρη.

Η μετάλλαξη του διλήμματος «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» σε αυτό για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού θα είναι μια βασανιστική διεργασία, στην οποία οι θέσεις και εντάσεις μεταξύ των διαφόρων παραγόντων δεν είναι εντελώς (προ)καθορισμένες. Όλοι μοιάζουν να προσπαθούν να «αγοράσουν χρόνο», αναμένοντας την διαμόρφωση κάποιων νέων σημείων ευστάθειας του συστήματος. Έχουμε όμως σοβαρές επιφυλάξεις κατά πόσον οι υποκείμενες αντιθέσεις και η οξύτητα της απορρύθμισης της καπιταλιστικής «μηχανής» μπορούν να επιλυθούν στο επίπεδο των πολιτικών διαμεσολαβήσεων. Αντίθετα όλα θα κριθούν στο σκληρό πεδίο των εκρηκτικών αντιθέσεων της ελληνικής κοινωνίας, στην ανάδρασή της με το σημείο θραύσης της οικονομίας. Από τη δυνατότητα απόσπασης ή όχι συναίνεσης ενός αντιμνημονιακού «λαϊκού» παράγοντα σε μνημονιακά προγράμματα και την ικανότητα του ελληνικού κράτους να ισορροπεί στο σημείο μηδέν μιας πλήρους χρεοκοπίας. Από την πιθανότητα οι αγώνες που θα ξεσπάσουν στο έδαφος των οξυμμένων αυτών αντιθέσεων, να υπερβούν ή όχι τα όρια των εθνικών διλημμάτων (μνημόνιο/αντιμνημόνιο, φιλο-ΕΕ/αντι-ΕΕ) – κάτι που εξαρτάται οργανικά από την ένταση και το περιεχόμενο της παρέμβασης των προλεταριακών/πληβειακών στρωμάτων σε αυτόν τον νέο κύκλο αγώνων.

Η επικράτηση μιας αντι-ΕΕ γραμμής θα είναι σαφώς πιο επιθετική από την πλευρά του κράτους και της κυριαρχίας. Αφενός γιατί αντιπροσωπεύει έναν συνολικό στρατηγικό επαναπροσανατολισμό σε «αχαρτογρά- φητες» περιοχές, έξω και πέρα από το πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αφετέρου γιατί ο φορέας της είναι ένα αριστερο-ακροδεξιό εθνικό μέτωπο το οποίο μπορεί να αποκτήσει ιδιαίτερα επικίνδυνα χαρακτη- ριστικά. Η ένταση και η ποιότητά τους δεν μπορεί να εκτιμηθεί αυτή τη στιγμή καθώς συναρτώνται από την δυνατότητα αυτού του εθνικού μετώπου να αποκτήσει και κινηματικό χαρακτήρα με την ταυτόχρονη ανά- δειξη και επιβολή ενός Ηγεμόνα (Τσίπρας;) ως ελληνικής εκδοχής του τσαβισμού. Οι συνθήκες σαφέσταταυπάρχουν καθώς η αντι-ΕΕ γραμμή εμφανίζεται ως η λογική σχεδόν συνέπεια και «αναβάθμιση» του «αντιμνημονιακού αγώνα».

Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή: η προϊούσα αστάθεια, η ρευστότητα και η πόλωση που επάγεται η ύπαρξη δύο ισχυρών εθνικών γραμμών, συνιστούν εξαιρετικά σοβαρό συστημικό κίνδυνο: είναι απολύτως ζωτικό να κατισχύσει μια ενιαία εθνική αφήγηση, η διαλεκτική της εθνικής ενότητας να ανοίξει μια οδό διαφυγής από τα σημερινά αδιέξοδα. Το κράτος (και όχι μόνο το ελληνικό) θα προσπαθήσει να παίξει καταλυτικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία «λύσης του δράματος», φυσικά με τα γνωστά μέσα που διαθέτει για αυτές τις περιστάσεις: την βίαιη καταστολή σε όλα τα επίπεδα. Τα προλεταριοποιημένα και αντιστεκόμενα τμήματα της κοινωνίας βρίσκονται αντιμέτωπα όχι απλά με την εξαθλίωση, εξαιτίας της ακόμα οξύτερης υποτίμησής τους, αλλά με την ίδια την επιβίωση. Όλα αυτά σημαίνουν ένα μόνο πράγμα για το ανταγωνιστικό κίνημα: ανάπαυλα τέλος. Σημαίνουν την ρήξη με τις δυναμικές της ύφεσης και της ενσωμάτωσης. Απόλυτο όριο και προϋπόθεση γι’ αυτή την ρήξη είναι η κάθετη αντιπαράθεση και πολεμική με οποιαδήποτε εθνικοπατριωτικά αφηγήματα και διλήμματα. Στο εξής κάθε άποψη και πρακτική, κάθε παρέμβαση στο δημόσιο χώρο και λόγο δεν θα κινείται στο πεδίο της ασάφειας και της δυνατότητας αλλά στο έδαφος της αμείλικτης κριτικής των θεωρητικών σχημάτων μας στην πράξη της ριζικής άρνησης της αθλιότητας.

q.

Ιούλιος 2015