Το ακραίο κέντρο και οι κοινωνικοί αγώνες στη Γαλλία:

από τον “Εργασιακό Νόμο” στις Προεδρικές εκλογές

του Davide Gallo Lassere1

Ενάντια στον Εργασιακό Νόμο και τον κόσμο του

Για να καταλάβουμε τη γαλλική άνοιξη του 2016, μπορούμε να ξεκινήσουμε με το σλόγκαν που πρωταγωνίστησε στις κινητοποιήσεις: “Ενάντια στον Εργασιακό Νόμο και τον Κόσμο του”2. Οι αγώνες στη Γαλλία το 2016 ξεκίνησαν στην πραγματικότητα με διαμαρτυρίες ενάντια στον νόμο El Khomri για τα εργασιακά, αλλά αμέσως έλαβε έναν πολύ γενικότερο και εκτεταμένο ριζοσπαστισμό που φαινόταν να πηγαίνει πολύ πιο μακριά από τον ίδιο τον εργασιακό νόμο: τον εργασιακό νόμο και τον κόσμο του, για να είμαστε ακριβείς. Κι αυτό όχι γιατί ο νόμος για τα εργασιακά ήταν τελικά μια ελάσσονα μεταρρύθμιση ή επειδή οι διαμαρτυρίες ενάντια σ’ αυτόν τον νόμο παρέμειναν περιθωριακές στο κίνημα, αλλά για δύο άλλους λόγους.

Πρώτον, επειδή αυτός ο νόμος είναι απόλυτα συμβατός με το σύνολο των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων: ταιριάζει μέσα στο κανονιστικό και θεσμικό πλαίσιο της σημερινής γαλλικής πραγματικότητας – και γενικότερα, στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα (αυτός ο νόμος, μόλις ενός χρόνου, μπορεί με ακρίβεια να κατανοηθεί ως το κομμάτι που λείπει στο τρέχον “ευρωπαϊκό καθεστώς” της μισθωτής εργασίας). Δεύτερον, ο σύνδεσμος μεταξύ του εργασιακού νόμου και αυτού του κόσμου, και συνεπώς ο σύνδεσμος μεταξύ της κριτικής σ’ αυτόν τον εργασιακό νόμο και την κριτική σ’ αυτόν τον κόσμο, έχει σημασία επειδή η εργασία έχει γίνει πιο διαβρωτική από ποτέ – περισσότερο ακόμα και από το παρελθόν.

Από τη δεκαετία του 1970, έχει υπάρξει μια αυξανόμενα οξεία υπαγωγή των ανθρώπινων δεξιοτήτων και της κοινωνικής σφαίρας στο κεφάλαιο· μια εντατικοποίηση και επέκταση της απασχόλησης των υποκειμένων και της καπιταλιστικής αξιοποίησης του κοινωνικού σε σχέση με αυτό που είχαμε δει σε προηγούμενες περιόδους, Το γαλλικό κίνημα κατάλαβε, λοιπόν, πολύ γρήγορα και πολύ ορθά ότι ο εργασιακός νόμος δεν ήταν το μόνο πρόβλημα – ότι είναι ο κόσμος του οποίου ο νόμος αποτελεί ορατή έκφραση/εκδήλωση που πρέπει να κριτικαριστεί και να αλλάξει. “Ενάντια στον Εργασιακό Νόμο και τον Κόσμο του”, είναι ένα σύνθημα και μια πολιτική λέξη-κλειδί που συνθέτει τέλεια τα διακυβεύματα όχι μόνο αυτής της κινητοποίησης αλλά την ευρύτερη ιστορική συγκυρία.

Όμως, ο κόσμος στον οποίον ανήκει ο εργασιακός νόμος, δεν περιορίζεται στην επισφαλοποίηση των υλικών συνθηκών της ζωής· περιλαμβάνει επίσης και αυταρχικές μετατοπίσεις στο όργανο του κράτους. Η αναδιαμόρφωση της παραγωγής και την αποξήλωση του κράτους πρόνοιας μετά τη δεκαετία του 1970 πάει χέρι-χέρι με την αναδιοργάνωση του κράτους. Για να το θέσουμε πιο συγκεκριμένα: η μετάβαση από την “κρίση του κράτους-σχεδιαστή” στην θέσμιση ενός κράτους διαρκούς κρίσης καθόρισε μια ουσιώδη αλλαγή της μορφής-κράτος. Στη διάρκεια των πρόσφατων λίγων δεκαετιών, έχουμε δει μια εντολή ενδυνάμωσης των εκτελεστικών εξουσιών, την παράκαμψη/βραχυκύκλωση των αντιπροσωπευτικών σωμάτων και των κοινωνικών κατηγοριών, μια τρομερή έλλειψη διαμεσολάβησης, ένα σφίξιμο των ιδεολογιών και πολιτικών λιτότητας, το βάθεμα των καταπιεστικών τάσεων και των αστυνομικών λογικών, και την δογματική ομογενοποίηση του καθοδηγούμενου από τα ΜΜΕ λόγου. Με λίγα λόγια, έχει υπάρξει μια πραγματική διαδικασία “απο-δημοκρατικοποίησης”, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Wendy Brown, δηλαδή της διάδοσης μιας κυβερνητικής ορθολογικότητας που λειτουργεί τοποθετώντας τον εαυτό της πέραν της δημοκρατικής νομιμοποίησης3. Και η κρίση έχει μόνο επιταχύνει, ριζοσπαστικοποιήσει και επανενδυναμώσει αυτές τις διαδικασίες που έχουν εκκενώσει αδυσώπητα/ασταμάτητα την μορφή και την ουσία των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι είναι μέσα στην ίδια την ΕΕ που η κρίση έχει αποκαλυφθεί, με ένα κρυστάλινα ξεκάθαρο τρόπο, ως μια κρίση μεθόδων διακυβέρνησης – αν και τα γεγονότα που έχουν συμβεί στη Βραζιλία, το Μεξικό, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Τουρκία είναι ενεικτικά πολύ δυσοίωνων σεναρίων.

Οι πρόσφατες, λοιπόν, μεταρρυθμίσεις στον εργασιακό χώρ συνιστούν ένα πισωγύρισμα όσων έχουν κερδηθεί στην μεταδημοκρατική ανάπτυξη των πολιτικών μας συστημάτων. Στοχεύουν στο να εξαλείψουν τα ενδιάμεσα σώματα, να διαρρήξουν τις σχέσεις κοινωνικής αλληλεγγύης και να υποτάξουν τα υποκείμενα στη λογική της αγοράς και του ανταγωνισμού: να θέσουν τον εξατομικευμένο και μοναχικό εργάτη απέναντι στη ανάγκες κερδοφορίας των υπερεθνικών περιθωρίων του μεγάλου κεφαλαίου. Με αυτή την έννοια, η εκμετάλλευση και η κυριαρχία, ή η επισφάλεια και η υπαγωγή, είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος: ο εργασιακός νόμος και ο κόσμος του, με το κράτος έκτακτης ανάγκης ως μιας ολοζώντανης επέκτασης. Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση πραγμάτων, τον προηγούμενο χρόνο ένας πλουραλισμός υποκειμενικοτήτων εξέφρασαν την δυσαρέσκεια τους μέσα από διαφορετικές πρακτικές και μέσα από διαφορετικούς πολιτικούς προσανατολισμούς και ευαισθησίες: φοιτητές, νεολαίοι, οι επισφαλείς, οι άνεργοι, οι μισθωτοί κ.λπ. μαζεμένοι στους δρόμους και διαμαρτυρόμενοι σε διάφορες περιστάσεις για τέσσερις μήνες, μπλοκάροντας τα πανεπιστήμια [facs], τα σχολεία, και τους εργασιακούς χώρους, καταλαμβάνοντας χώρους, απεργώντας, αντιμετωπίζοντας τις δυνάμεις της τάξης. Η κεφαλή της πορείας [cortège de tête]4 και τα απλά μέλη των συνδικάτων [bases du syndicat] – παρ’ όλες τις διαφορές τους στην κοινωνική σύνθεση και στις πολιτικές προοπτικές – μαζί στο Nuit Debout, κατάφεραν να τραβήξουν τα σημαντικότερα συνδικάτα με το μέρος τους, έστω και για μια στιγμή. Τα συνδικάτα πιέστηκαν να υιοθετήσουν θέσεις τις οποίες δεν θα είχαν λάβει πιθανόν ευθύς εξαρχής, αλλά τελικά το έκαναν, γιατί διαφορετικά θα ξεπερνιούνταν από τη δυναμική των κοινωνικών γεγονότων. Αυτοί οι παράγοντες άσκησαν, επομένως, μια ισχυρή επίδραση – μια θετική επίδραση – στις ηγεσίες των συνδικάτων. Φυσικά, αυτό δεν είναι το μοναδικό κριτήριο για να “μετρήσει” κανείς τι έκαναν η “κεφαλή της πορείας”, το Nuit Debout και τα απλά μέλη των συνδικάτων5. Μια από τις καλλίτερες ποιότητες, όμως, που είχαμε ήταν η ακόλουθη: την ικανότητα να καθορίσουμε τον χαρακτήρα της διαμαρτυρίας. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο που πρέπει να τονιστεί σε οποιαδήποτε διαδικασία αναστοχασμού.

Ένα χρόνο αργότερα

Αλλά στον απόηχο των προεδρικών εκλογών, τι απομένει από την τεράστια διαδικασία της πολιτικής υποκειμενοποίησης που “παρέσυρε” τη Γαλλία την άνοιξη του 2016; Ποια ήταν τα σημεία καμπής και, ακόμα σημαντικότερα, ποιες εμπειρίες αναδύθηκαν στο φως μεταξυ του φθινοπώρου του 2016 και της άνοιξης του 2017; Καταρχάς, μετά τις διαμαρτυρίες ενάντια στον εργασιακό νόμο, μετά τους αποκλεισμούς, τις απεργίες και τις καταλήψεις, μετά τις περισσότερες από 15 διαδηλώσεις την άνοιξη του 2016, το περασμένο καλοκαίρι οδήγησε σε πρωτοβουλίες των μαθητών, συμπεριλαμβανομένων των “καταλάβετε την τάξη σας” [“occupe ta salle”] και “διαταράξτε την πόλη σας” [“perturbe ta ville”]. Στη συνέχεια τα μέλη των συνδικάτων οργάνωσαν τη διαδήλωση της 15ης Σεπτεμβρίου – μια διαδήλωση που, σε αντίθεση με τις τρεις τελευταίες πορείες του καλοκαιριού, μπόρεσε να αρθρώσει ένα αποφασιστικά ψηλότερο επίπεδο ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι η βούληση και η αποφασιστικότητα για αγώνα ήταν ακόμα παρούσες στην αρχή του φθινοπώρου και της καινούριας σχολικής χρονιάς [la rentrée]. Και αμέσως μετά την 15η Σεπτεμβρίου: τον Οκτώβρη, υπήρχαν πορείες ενάντια στην κατεδάφιση και εκκαθάριση της “Ζούγκλας”, του στρατοπέδου μεταναστών και προσφύγων στο Καλαί, η πορεία προς το ZAD [zone à défendre] στην Notre-Dame-des-Landes6 και η υποστήριξη στους εργάτες της Goodyear που καταδικάστηκαν με έναν χρόνο φυλάκισης για την κατάληψη του εργοστασίου· στις αρχές του Νοέμβρη υπήρξε η εκκένωση του στατοπέδου μεταναστών Stalingrad και η κινητοποίηση σχετικά με την οικογένεια του Adama Traoré· τον Δεκέμβριο ήταν οι αντιφασιστικές πορείες· τον Γενάρη η ίδρυση της “Mη-Κυβερνήσιμης Γενιάς” [Génération ingouvernable]· τον Φεβρουάριο, οι ταραχές σχετικά με την “υπόθεση Théo” και οι “καταλήψεις τάξεων” [occupation des salles]· τον Μάρτιο η διεθνής απεργία γυναικών και η “Πορεία για Αξιοπρέπεια και Δικαιοσύνη”· τον Απρίλιο, πορείες ενάντια στις συγκεντρώσεις του Εθνικού Μετώπο (FN) και την δολοφονία από αστυνομικούς του Liu Shaoyo· και τέλος οι διαδηλώσεις του “κοινωνικού μετώπου”, αμέσως μετά τους δύο γύρους των προεδρικών εκλογών, οι συγκρούσεις της Πρωτομαγιάς κ.λπ.7

Αν θέλαμε να κάνουμε έναν ισολογισμό των διαμαρτυριών ενάντια στον εργασιακό νόμο, το πρώτο στοιχείο που θα τονίζαμε θα ήταν η πολιτική υποκειμενοποίηση που καθόρισαν, ιδιαίτερα μεταξύ συγκεκριμένων κομματιών της νεολαίας. Ή καλλίτερα: μεταξύ ορισμένων τμημάτων της επισφαλούς νεολαίας, καθώς η νεολαία ως τέτοια δεν είναι ένα πολιτικό υποκείμενο. Άσχετα από τις εκκλήσεις για το κατέβασμα στους δρόμους, άσχετα από τις θεωρητικές και πολιτικές συναντήσεις με τα αυτόνομα κινήματα, η ιστορία της δεκαετίας του 1970, η ανανέωση του Μαρξισμού και η τρέχουσα συγκυρία, περιέχουν όλα μια έντονη επιθυμία για μισθολογικούς αγώνες (με χιλιάδες ανθρώπων προετοιμασμένους να διαδηλώσουν) και μια επιμονή/πείσμα επιδίωξης εξίσου συμμετοχικών διαδικασιών συλλογικής μάθησης και αυτο-οργάνωσης [auto-formation] (με εκατοντάδες νέων με υψηλά κίνητρα).

Φυσικά, ο εργασιακός νόμος πέρασε μέσω του Άρθρου 49.38 του γαλλικού Συντάγματος. Αλλά οι παραδοσιακές δυνάμεις του “ακραίου κέντρου” κατέρρευσαν, με τους Ρεπουμπλικάνους και το Σοσιαλιστικό Κόμμα να ανασυγκροτούνται γύρω από τον Μακρόν, με άλλα λόγια, γύρω από μια αναδυόμενη μορφή που επιδιώκει να συνδυάσει τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου με αυτά των ανώτερων στρωμάτων του κράτους. Και επιπλέον, υπάρχει μια καινούρια αντιστεκόμενη υποκειμενικότητα που είχε αποκλειστεί από τις κυρίαρχες δυνάμεις τα προηγούμενα σαράντα χρόνια νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης της εργασίας και της κρατικής σφαίρας – υπάρχουν υποκείμενα [πθ συνεχίζουν να αντιτίθενται αποφασιστικά στο εργασιακό νόμο και τον κόσμο του, όπως φάνηκε καθαρά τον προηγούμενο χρόνο.

Από την σκοπιά μας, αυτός ο πολιτικός κύκλος μπορεί να ερμηνευθεί μέσα από μια παρατήρηση του Max Weber, την οποία παραθέτει ο Mario Tronti σ’ αυτό το υστερόγραφο στην δεύτερη έκδοση του “Εργάτες και Κεφάλαιο” (που εκδόθηκε λίγους μήνες μετά το “Θερμό Φθινόπωρο” των κινητοποιήσεων του 1969), ακριβώς πριν την “απογραφή” της ταξικής πάλης στις ΗΠΑ στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. “Οι διάδοχοί μας”, γράφει ο Weber, “δεν θα μας θεωρήσουν υπεύθυνους μπροστά στην ιστορία για το είδος της οικονομικής οργάνωσης που θα τους κληρονομήσουμε αλλά, μάλλον, για τον διαθέσιμο χώρο που κατακτάμε γι’ αυτούς στον κόσμο που αφήνουμε πίσω μας”9. Μπορούμε λοιπόν να συμφωνήσουμε στο ακόλουθο: η κινητοποίηση της άνοιξης του 2016 δημιούργησε σημαντικούς χώρους για ελιγμούς, περισσότερους από όσους ήταν διαθέσιμοι το 2015· παρήγαγε τις υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες για έναν πιο συντονισμένο τρόπο πολιτικής από αυτόν που προηγούνταν· άνοιξε ρήγματα στον τοίχο του παρόντος. Ρήγματα που εκτείνονται από την εκστρατεία του Jean-Luc Mélenchon (του υποψηφίου που ήξερε πώς να κεφαλαιοποιήσει με τον καλλίτερο τρόπο το Nuit Debout) μέχρι τις πιο ριζοσπαστικές συνιστώσες – με όλα τα υποκείμενα που βρίσκουν τον εαυτό τους ανάμεσα στους δυο αυτούς πόλους να είναι πολύ πιο δυνατά το 2017 απ’ όσο ήταν το 2015.

Αυτή η κοινή, επίμονη προσπάθεια, αποφασισμένη να ενεργοποιήσει τον εαυτό της, είναι, λοιπόν, το σημείο-κλειδί της εκκίνησης για οποιονδήποτε πολιτικό στοχασμό που στοχεύει να κατανοήσει τι συνέβη στη Γαλλία στη διάρκεια των προηγούμενων οκτώ μηνών· δηλαδή, οποιουδήποτε στοχασμού που προσπαθεί να διακρίνει το καθεστώς ημι-μόνιμης κινητοποίησης που έχουμε βιώει μετά το πέρασμα του εργασιακού νόμου. Παρ’ όλα αυτά, αληθεύει επίσης ότι στους μήνες που ακολούθησαν από την διαδήλωση της 15ης Σεπτεμβρίου του 2016, οι απλοί εργάτες – για να το συνοψίσουμε με συντομία – κατέστησαν όλο και πιο διαχωρισμένοι, ανίκανοι να συνεχίσουν να κινητοποιούνται με έναν μαζικό, συλλογικό τρόπο. Με άλλα λόγια, ήταν ανίκανοι να δομήσουν και να επεκτείνουν αυτή την αποφασιστικότητα, αυτή την υποκειμενική βούληση και ικανότητα να αναπαράγουν την κινητοποίηση με πιο αποτελεσματικές πολιτικές μορφές. Από τη στιγμή που τα μεγάλα συνδικάτα αποσύρθηκαν – και ήταν κατανοητό ότι αργά ή γρήγορα θα κατέληγαν να το κάνουν αυτό – υπήρξε και ένας ανάπαυλα/εφησυχασμός/αποκοίμισμα και στην αυτόνομη οργάνωση. Πέρα από τις συνεχιζόμενες αναταραχές και τις ξαφνικές ενδορήξεις [irruptions] που διέστιξαν [dotted] τους πρόσφατους μήνες, αυτό που προκύπτει από τις αρχές του Σεπτέμβρη μας έχει δείξει ότι μένει να ρίξουμε ακόμα πολύ λάδι στη φωτιά, αλλά τελικά δεν είμασταν πραγματικά ικανοί να ξαναζωντανέψουμε τη φλόγα.

Αυτή ήταν η φάση που εξελισσόταν από τις 15 Σεπτέμβρη μέχρι την 1η Μάη: αυτοοργανωμένες ομάδες ήταν τα πιο ορατά κομμάτια την προηγούμενη άνοιξη, αλλά από τη στιγμή που οι ομάδες αυτές απομονώθηκαν, μαζί με τους απλούς εργάτες και τα πιο ριζοσπαστικά συνδικάτα (SUD-Solidaires, CNT, κ.λπ.), δεν μπορούσαν να δομήσουν με επιτυχία μια παρατεταμένη κινητοποίηση με έναν αυτόνομο τρόπο. Δεν έχουμε καταφέρει να οργανώσουμε αυτή την επιθυμία, αυτή την ικανότητα και την αποφασιστικότητα – που ήταν πραγματικά παρούσα – ή να αναπαράγουμε και να επεκτείνουμε την κινητοποίηση. Η κεφαλή της πορείας, οι διαφωνούντες συνδικαλιστές και το Nuit Debout (συμπεριλαμβανομένων όλων των ορίων και των δυνατοτήτων αυτής της εμπειρίας) έκαναν ισχυρές, θετικές αναφορές στις κινητοποιήσεις, της πρόσφεραν ορμητικότητα, ριζοσπαστικότητα, και κλιμάκωση που δεν θα είχαν ποτέ επιτευχθεί αν την κατάσταση την ήλεγχαν οι μεγάλες συνδικαλιστικές ενώσεις· αλλά στη συνέχεια, χωρίς αυτές τις ενώσεις, η κατάσταση ήταν πολύ δυσχερής. Προχωρούσε με δυσκολία, για να πούμε το λιγότερο, και αυτό το γεγονός πρέπει να αναγνωριστεί: δεν πρέπει απλά να παραπονιόμαστε για τα εμπόδια, αλλά να προχωράμε πέρα από αυτά.

Ένα κίνημα με αιτήματα

Έναν χρόνο αργότερα, και χάρις στην ψήφιση του εργασιακού νόμου μέσω του άρθρου 49.3 και στον απόηχο ενός τέτοιου βαθέως κοινωνικού, πολιτισμικού και πολιτικού ξεσηκωμού, το θεμελιώδες ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι το ακόλουθο: πώς θα διατηρήσουμε στον χρόνο την κοινωνική δυναμική των κινητοποιήσεων και πώς θα πολλαπλασιάσουμε τους χώρους στους οποίους λαμβάνουν χώρα; Πώς θα ενσαρκώσουμε, πώς θα διοχετεύσουμε ή θα δομήσουμε την υποκειμενική ικανότητα, αποφασιστικότητα και επιθυμία να συνεχιστούν οι αγώνες που έχουν γίνει ορατοί από τον Σεπτέμβρη του 2016 – με αυτή την “έκρηξη” πρωτοβουλιών, κολλεκτίβων και μικρών ομάδων που βλέπει κανείς να υπάρχουν ακόμα;

Από αυτή την προοπτική, η πλήρης εγκατάλειψη του πεδίου των αιτημάτων, όπως συμβαίνει από την προηγούμενη χρονιά (το “δεν απαιτούμε τίποτα” ήταν ένα από τα συνθήμαυα σήμα-κατατεθέν των κινητοποιήσεων του 2016), αποδεικνύεται δίκοπο μαχαίρι10. Αν αυτή η εγκατάλειψη είναι ένδειξη μιας ριζοσπαστικότητας – που σημαίνει, στην τελική, ότι αναστρέφει το πλαίσιο της υπάρχουσας τάξης – τότε ενέχει επίσης τον κίνδυνο, την ίδια στιγμή, της απομάκρυνσης των αγώνων από την υλικότητα του συγκεκριμένου πεδίου μάχης τους11, αποτρέποντας έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια προς μια πολιτική επανασύνθεση που μπορεί να χτίσει μεγαλύτερες συμμαχίες μέσα στην πολλαπλότητα των κοινωνικών υποκειμένων που, την παρούσα στιγμή, αντιμετωπίζουν διαχωρισμένα και μεμονωμένα μια πολλαπλότητα διαφορετικών εχθρών. Οι πρόσφατοι αντιρατσιστικοί αγώνες είναι διδακτικοί από αυτή την άποψη. Στις φτωχο-γειτονιές12, στα λαϊκά προάστια [quartiers populaires], έχουν ήδη παραχθεί ισχυρές νέες μορφές πολιτικής έκφρασης, που είναι ταυτόχρονα πολύ κοινότοποι και πολύ πραγματιστικοί στους διακηρυγμένους στόχους τους. Τα να απαιτεί κανείς “Αλήθεια και Δικαιοσύνη για τους Adama”, μπορεύμε να συμφωνήσουμε, ότι δεν σημαίνει απαραίτητα την αμφισβήτηση της μεροληψίας των φιλελεύθερων νομικών μορφών. Με τον ίδιο τρόπο, η πορεία για “αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη” δεν συνεπάγεται απαραίτητα την ανατροπή της κυρίαρχης τάξης· το να βεβαιώνει κανείς “δεν είμαστε ζώα”, όπως έκαναν οι μετανάστες στο Στάλιγκραντ τον προηγούμενο Νοέμβρη, δεν απαιτεί κατά κανέναν τρόπο την εδραίωση των συνθηκών για την δυνατότητα της ανάπτυξης των γενικών ικανοτήτων των ανθρωπινων πλασμάτων. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται δύσκολο να σχετικοποιήσει κανείς την σπουδαιότητα αυτών των εμπειριών. Η κατασκευή αυτόνομων διαδρομών [parcours] για αιτήματα – που περιλαμβάνουν τόσο ένα στυλ μαχητικότητας όσο και την αναπαραγωγή των κινητοποιήσεων στον χρόνο – θα μπορούσε να παίξει έναν καθοριστικό ρόλο.

Από αυτή την άποψη, όμως, το πρόβλημα τι είδους αιτήματα, ή ποιο φάσμα αιτημάτων προκύπτει ευθύς εξαρχής. Στην παρούσα στιγμή, αν λάβουμε υπόψιν τι γίνεται στον κόσμο και τι γίνεται στη Γαλλία, υπάρχουν διαδικασίες σε κίνηση που που διαγράφουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα μονοπάτια για αιτήματα, που θέτουν τα ζητήματα της φυλής και του φύλου στο κέντρο του πολιτικού λόγου και των πρακτικών: τέτοια είναι, η κολλεκτίβα του παγκόσμιου γυναικείου κινήματος Ni Una Menos13 και, στην περίπτωση της Γαλλίας, οι αγώνες ενάντια στην αστυνομική βία.

Το παγκόσμιο γυναικείο κίνημα έχει το επίκεντρό του στη Λατινική Αμερική – και πιο συγκεκριμένα στην Aργεντινή – αλλά πρόσφατα έχει επίσης επεκταθεί στις ΗΠΑ, την Πολωνία, την Τουρκία κ.λπ. Σε όλα αυτά τα πλαίσια, το κίνημα περιλαμβάνει κινητοποιήσεις με έντονη πολιτική σύνθεση αλλά και κοινωνικά ετερογενείς, με μερικές μαχήτριες περισσότερο συνδεδεμένες με τη συνδικαλιστική παράδοση και άλλες πιο κοντά στα κοινωνικά κινήματα· γυναίκες προερχόμενες από τις μεσαίες τάξεις, άλλες από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα· φοιτήτριες, εργάτριες κ.λπ. Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον στο κίνημα αυτό, μεταξύ άλλων πραγμάτων, είναι το πέρασμα που έχει γίνει από την καταγγελία των μορφών έμφυλης βίας και σωματικής βλάβης (εμμονική παρενόχληση, βιασμός, δολοφονίες γυναικών) και την ενσωμάτωση ζητημάτων που έχουν να κάνουν με την εργασία, το κράτος πρόνοιας, τα κοινωνικά δικαιώματα, από τη μια μεριά, στον ρόλο και τη θέση των γυναικών στις κοινωνίες μας, από την άλλη. Η αναδιαμόρφωση/επαναχύτευση της τακτικής της απεργίας – η έμφυλη απεργία – είναι που κατέστησε εφικτό αυτό το ποιοτικό άλμα. Και αυτό δεν είναι ανώδυνο, καθώς δεν πρόκειται καθόλου για μια απλή συμπαράθεση μεταξύ μη αναγώγιμων αιτημάτων. Η απεργία των γυναικών είναι το όργανο που έχει επιτρέψει να γίνει μια σύνδεση ανάμεσα στη βία κατά των γυναικών και μια συγκεκριμένη πολιτικοποίηση των σύγχρονων μορφών εκμετάλλευσης και κυριαρχίας στις σφαίρες της οικονομικής παραγωγής και της κοινωνικής αναπαραγωγής. Με άλλα λόγια, η απεργία των γυναικών είναι το εργαλείο που έχει συνδέσει τις μορφές της έμφυλης βίας με το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο . Είναι μέσω αυτής της αναδιαμόρφωσης της τακτικής της απεργίας που αυτή η διπλή πτυχή μπορεί να αναγνωστεί και να κριτικαριστεί στην πρακτική: συγκεκριμένες μορφές βίας από την μια, και το κοινωνικό πλαίσιο από την άλλη, με την γυναικεία απεργία ως τον σύνδεσμο και τον καταλύτη αυτού του κινήματος διαμαρτυρίας.

Για να επιστρέψουμε στο γαλλικό παρόν: οι δυο αντικοινωνικές και αντιδραστικές διαδικασίες της αναδιάρθρωσης της εργασίας και της κρατικής σφαίρας, στις οποίες αναφερθήκαμε στην αρχή του άρθρου και οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν, μαζί με τον Étienne Balibar, ως ένας “εξτρεμισμός του κέντρου”, έχουν καθορίσει την μετάβαση από τον έλεγχο των υποκειμένων μέσω του κράτους πρόνοιας σε μια μορφή ελέγχου που συναρθρώνει το workfare και το warfare14.

Αυτή η μετάβαση ξεδιπλώνεται μέσα από μια διπλή τάση: 1.) πλήρως επισφαλής υποαπασχόληση (σύμφωνα με τις γραμμές του γερμανικού μοντέλου των μεταρρυθμίσεων Hartz IV, που υιοθετήθηκαν στον εργασιακό νόμο)· και 2.) την αυξανόμενη κεντρικότητα των τεχνολογιών ασφαλείας, από το αστυνομικό και το τιμωρητικό σωφρονιστικό σύστημα (το μοντέλο των ΗΠΑ προτιμάται από το κράτος έκτακτης ανάγκης). Στη Γαλλία, εξαιτίας του αποικιοκρατικού παρελθόντος και παρόντος, τα μετα-αποικιοκρατικά υποκείμενα εκτίθενται στα πιο άγρια αποτελέσματα αυτής της διπλής αναδιάρθρωσης: δηλαδή, μαύρα και αραβικά υποκείμενα. Και ήταν ακριβώς αυτά τα υποκείμενα που εγκατέλειψαν το κάλεσμα στα όπλα/“επιστράτευση” την προηγούμενη άνοιξη, αυτοί που δεν κινητοποιήθηκαν μαζικά [en masse], και που δεν κατέβηκαν στους δρόμους και τις πλατείες: ούτε τον Μάρτιο, με τα κλεισίματα των σχολείων και τις δράσεις στα πανεπιστήμια· ούτε τον Απρίλιο, με τις “καταλήψεις” των πλατειών· ούτε τον Μάιο με τις απεργίες· και ούτε στις πάνω από 15 διαδηλώσεις-πορείες που σημάδεψαν τις κινητοποιήσεις από τον Μάρτιο μέχριο τον Ιούλιο. Αν ακούσουμε τις συλλογικότητες από τις γειτονιές χαμηλού εισοδήματος και τα banlieues, ποιοι ήταν οι λόγοι γι’ αυτή την λιποταξία; Ότι εμείς, οι μαύροι και οι Άραβες, έχουμε την επειρία και έχουμε βιώσει τον εργασιακό νόμο κάθε μέρα για πολλές αρκετές δεκαετίες. Τι ίδιο ισχύει και για το κράτος έκτακτης ανάγκης: η αστυνομική βαρβαρότητα είναι το καθημερινό ψωμί που μας σερβίρουν, όχι εξαιτίας αυτού που κάνουμε – όπως εσείς, οι λευκοί μιλιτάντηδες – αλλά εξαιτίας του ποιοί είμαστε· όχι εξαιτίας του ότι διαμαρτυρόμαστε στους δρόμους αλλά επειδή ζούμε στις γειτονιές μας.

Αλλά από τον περασμένο Ιούλιο, σε συνδυασμό με τον τερματισμό των κινητοποιήσεων εναντίον του εργασιακού νόμου, έχουν οικοδομηθεί πολύ ενδιαφέροντα μονοπάτια για αιτήματα μέσω των κινητοποιήσεων ενάντια στον δομικό ρατσισμό του γαλλικού κράτους.Αυτές οι κινητοποιήσεις δεν ασκούν κριτική στις ρατσιστικές πρακτικές της αστυνομίας, αλλά στις πρακτικές της ρατσιστικής αστυνομίας, για να αναφέρουμε τον Omar Slaouti. Γενικότερα, δεν επιδιώκουν να αμφισβητήσουν τις ρατσιστικές πολιτικές του κράτους αλλά τις πολιτικές ενός ρατσιστικού κράτους15. Παρ’ όλα αυτά, αυτές οι κινητοποιήσεις – όπως η πρόσφατη “Πορεία για Αξιοπρέπεια και Δικαιοσύνη”, για παράδειγμα – έχουν δυσκολευτεί να κάνουν το ποιοτικό άλμα που το γυναικείο κίνημα έχει μπορέσει να πετύχει. Μέχρι τώρα, έχουν δώσει φανερή προτερότητα στην κριτική του ισχυρού βραχίονα του κράτους (αστυνομία, καταστολή, φυλάκιση, Ισλαμοφοβία, κ.λπ.) εις βάρος της κριτικής στον “απαλό” βραχίονα του κράτους: κράτος πρόνοιας, κοινωνικά δικαιώματα, ασφαλιστικά επιδόματα, εκπαίδευση, υγεία, κ.λπ. Προφανώς, δεν πρόκεται για ζήτημα εγκατάλειψης της κριτικής στην αστυνομική βία υπέρ της κριτικής μιας συνάρθρωσης του “κοινωνικού” και του “φυλετικού ζητήματος”, αλλά της σύνθεσης αυτών των δυο προοπτικών. Αυτό είναι ένα μείζον διακύβευμα αν θέλει κανείς να υποστηρίξει τους αυτόνομους αγώνες των φτωχογειτονιών και του αντιφασιστικών κινημάτων. Πάρτε δυο πρόσφατα παραδείγματα αστυνομικής βαρβαρότητας: Adama και Théo. Η οικογένεια του Adama Traoré μπόρεσε, χάρις στο δίκτυο ακτιβιστών που έδρασαν μαζί τους και γι’ αυτούς, να χτίσουν μια πολύ δυνατή και αποτελεσματική κινητοποίηση που ήταν ως επί το πλείστον ανθεκτικό στο ρεπουμπλικανικό αφήγημα. Η οικογένεια του Théo Luhaka, από την άλλη, που είναι κοντά στο οργανωμένο δίκτυο που περιστρέφεται γύρω από Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) – το οποίο παρήσχε σταθμούς εργασίας και νομική βοήθεια, και συνεπώς παρήγαγε και έσοδα – συνέπραξε/συνεργάστηκε αμέσως με το SOS Racisme και άλλες ομάδες υπό την αιγίδα του PS16.

Οι προεδρικές εκλογές

Μοιάζει, λοιπόν, προφανές ότι το κάλεσμα για την “υποστήριξη των ταραχών” [“soutenir l’émeute”] δεν είναι μια επαρκής προοπτική. Πρέπει να συνδυαστεό – και αυτό είναι το λιγότερο που μπορεί να ειπωθεί – με προσπάθειες να οικοδομηθεί μια “εφαρμόσιμη και διαρκής αλληλεγγύη” μέσα στις φτωχογειτονιές17. Σχετικά με αυτό, ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών μας προσφέρει κάποιες σημαντικές ενδείξεις. Όπως ισχυρίζεται το άρθρο της σύνταξης του Quartiers libres:

Από το Trappes μέχρι το Grigny, τις βόρεις γειτονιές της Μασαλλίας, το 93ο Διαμέρισμα [στο Seine-Saint-Denis], το 4ο Διαμέρισμα [Val-de-Marne], τα Υπερπόντια διαμερίσματα κ.λπ., η ψήφος στον Μελανσόν ήταν πρώτη σε αρκετές εκλογικές περιφέρειες χαμηλού εισοδήματος. Tα αποτελέσματα στις φτωχογειτονιές και στις υπερπόντιες επικράτειες δείχνουν κάτι που πολλοί έχουν ξεχάσει ή αγνοούν: η ταξική ψήφος υπάρχει στη Γαλλία. Τα ποσοστά του Ζαν Λυκ Μελανσόν σε συγκεκριμένες φτωχογειτονιές, που ξεπερνούν το 40%, όπως στην εκλογική του νίκη το 1993, τα φτωχότερα και πιο φυλετικοποιημένα διαμερίσματα στη Μητροπολιτική Γαλλία, δεν είναι άνευ σημασίας. Δεν είναι σημάδι υποστήριξης ή ταύτισης με την Ανυπότακτη Γαλλία, αλλά μάλλον αντιστοιχελι σε μια “κοινωνική” ψήφο από τα αριστερά, βασικά μια ταξική ψήφο18.

Ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών μας δίνει επίσης μιας διπλή πολιτική ένδειξη. Πρώτον, την αναμβφισβήτητη προσέλευση υπέρ του Εθνικού Μετώπου: έντεκα εκατομμύρια Γάλλοι, ή το 16% του πληθυσμού δεν δίστασαν να υποστηρίξουν ένα ανοιχτά φασιστικό κόμμα και πρόγραμμα, που η εφαρμογή του θα είχαν εξαιρετικά σοβαρές συνέπειες για τα φυλετικοποιημένα υποκείμενα στις φτωχογειτονιές19. Αφού κέρδισε 7.65 εκατομμύρια ψήφους στον πρώτο γύρο, μια σημαντική αύξηση από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2012 (5.52 εκ.) και τη νίκη στις Ευρωεκλογές του 2014 (4.71 εκ., ποσοστό 24.86%), το FN έκανε μια εντυπωσιακή διείσδυση στην καθολική και ρεπουμπλικανική δεξιά, που αν και δεν τόλμησε να υποστηρίξει το ΕΜ στον πρώτο γύρο, τελικά έσπασε το ταμπού τον προηγμένο μήνα, κάνοντας την 7η Μαΐου του 2017 μια πραγματικά ιστορική μέρα. Και στην πραγματικότητα, παρά έναν βαθμό μιας με δυσκολία συγκαλυπτόμενης δυσαρέσκειας ανάμεσα στους μιλιτάντηδες και τους ηγέτες, μερικά λεπτά μετά το αποτέλεσμα η Μαρίν Λεπέν ανακοίνωση μια σαρωτική ανανέωση του κόμματος ώστε να διατηρήσει την μακριά της πορεία μέσα στην γαλλική κοινή γνώμη.

Δεύτερον, η ψήφος υπέρ του Μακρόν δεν είναι κατά κανέναν τρόπο μια δεσμευτική επιλογή. Έντονα μη δημοφιλής πριν καν ακόμα φθάσει στο μέγαρο των Ηλυσίων, η εντολή στον Μακρόν αντιπροσωπεύει μοα ισχυρή συνέχεια σε σχέση με τη θητεία του Ολλάντ – την πιο μισητή προεδρία στην ιστορία της Πέμπτης Δημοκρατίας.20. Ο νέος πρόεδρος υπόσχεται να επεκτείνει την εργασιακή μεταρρύθμιση στη διάρκεια των πρώτων μηνών της θητείας του και σκοπεύει να το κάνει μέσω προεδρικών διαταγμάτων. Καθώς δεν είναι ξακάθαρο εκ των προτέρων κατά πόσον θα απολαμβάνει μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ο Μακρόν θα αναγκαστεί να προχωρήσει στηριζόμενος σε εκτελεστικές εξουσίες21. Αυτό μόνο θα οξύνει την έλλειψη εμπιστοσύνης στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, στο κομματικό σύστημα, και, γενικότερα, στην εκλογική κατανόηση της αναπαράστασης. Αυτός ο γύρος προεδρικών εκλογών μας πρόσφερε με άλλα δύο στατιστικά στοιχεία που πρέπει να αναφερθούν:το ποσοστό 25% της αποχής (το υψηλότερο από την αντιεκλογική “εξέγερση” του 1969) και τον αριθμό ρεκόρ των λευκών ψηφοδελτίων (12%).

Συμπεράσματα

Οι μήνες που έρχονται μοιάζουν ήδη να είναι πολύ έντονοι, τόσο από την σκοπιά των δράσεων των εργοδοτών όσο της δραστηριότητας των κοινωνικών κινημάτων. Πέρα και πάνω από την κλιμάκωση των κατασταλτικών μέτρων εναντίον των κοινωνικών κινημάτων που ανακοινώθηκαν ήδη από τον νέο πρόεδρο, το κυβερνητικό σχέδιο είναι σαφές: να εκμεταλλευθεί τους καλοκαιρινούς μήνες για να περάσει αντικοινωνικούς νόμους σχετικά με τους εργασιακούς χώρους και τα κοινωνικά δικαιώματα, παρακάμποντας το κοινοβούλιο αν είναι αναγκαίο. Όσον αφορά τα αντιστεκόμενα και αντιτιθέμενα υποκείμενα, οι τωρινές και μελλοντικές προκλήσεις είναι σημαντικές. Μετά από μια σύντομη προεκλογική υποχώρηση, οι τελευταίες εβδομάδες έχουν αναζωογονήσει την προσπάθεια να οικοδομηθεί μια “εγκάρσια”/διατέμνουσα δύναμη, της οποίας ο στόχος είναι να ενώσουν τους εργάτες της βάσης που διαφωνούν με τα πιο αποφασισμένα κομμάτια της επισφαλούς νεολαίας. Αν και η επανάληψη των “άγριων διαδηλώσεων” [manifs sauvages] στο βορειοανατολικό Παρίσι (που περιφρουρούνται όλο και περισσότερο από την αστυνομία και της στρατοχωροφυλακή) έχει χάσει την δυναμική της δημιουργίας πολιτικών υποκειμένων που είχε την προηγούμενη άνοιξη, η επιθυμητή αναθέρμανση μιας συμμαχίας ανάμεσα στα “μαύρα K-Way τζάκετ και τα κόκκινα γιλέκα22 [K-way noirs et chasubles rouges] που ανακοινώθηκε από το καινούριο “κοινωνικό μέτωπο” θα μπορούσε να δώσει μια ανάσα φρέσκου αέρα στις διαμαρτυρίες23.

Προς το παρόν, καμμιά υποκειμενικότητα δεν έχει την αποτελεσματική δύναμη να σηκώσει αυτή την αναμέτρηση από μόνη της: ούτε οι μισθωτοί, ούτε οι γυναίκες, ούτε τα υποκείμενα που υφίστανται τις φυλετικές διακρίσεις περισσότερο, ούτε η νεολαία – ακόμα και αν είναι στην πραγματικότητα μη-κυβερνήσιμοι! Αν θέλουμε να αμφισβητήσουμε το σχέδιο του κεφαλαίου και της κρατικής μηχανής, τότε θα πρέπει να ξεκινήσουμε (ξανά) από διαφορετικές συνιστώσες οι οποίες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οδήγησαν τους κοινωνικούς αγώνες στη Γαλλία από τις κινητοποιήσεις ενάντια στον εργασιακό νόμο μέχρι τις προεδρικές εκλογές. Στην ουσία, όπως παρατήρησε πρόσφατα η Simona de Simoni σε μια ομιλία της σχετικά με τον φεμινισμό και τον Μάριο Τρόντι, “οι διαφορές δεν έχουν λιγότερη σημασία από την σύγκρουση και η σύγκρουση χωρίς διαφορές δείχνει σε ένα μονοπάτι που δεν μπορεί πια να περπατηθεί”24. Σ’ αυτό το φως, και πέρα από όλες τις απαραίτητες κριτικές στον Μελανσόν, που δεν αξίζει να σταθούμε σ’ αυτές τώρα, τα συγκεκριμένα κοινωνικά μέτρα που προωθήθηκαν στο πρόγραμμα της “Ανυπότακτης Γαλλίας” και ο αχαλίνωτος ρατσισμός μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι το 2015 (ο οποίος οξύνθηκε στη διάρκεια αυτής της εκστρατείας) είχαν έναν μείζονα αντίχτυπο στις γαλλικές πόλεις και τα banlieues. Αν οι απλοί εργάτες και τα κινήματα νεολαίας θέλουν να χτίσουν ένα μονοπάτι συμμαχίας των φυλετικοποιημένων και διαχωρισμένων/απομονωμένων υποκειμένων, είναι αναγκαίο να ξεκινήσουν να διερευνούν σοβαρά τους τρόπους με τους οποίους αυτό το διαφορετικό θεματικό περιεχόμενο μπορεί να συναρθρωθεί και να επεξεργαστεί, προσδίδοντας μια κατ’ εξοχήν πολιτική διάσταση σε συγκεκριμένα αιτήματα25. Οι ανάγκες και οι απαιτήσεις που προσιδιάζουν σε μοναδικές συνθήκες ζωής μπορούν και πρέπει να γίνουν το πρωταρχικό έδαφος οποιουδήποτε ανανεωμένου ανταγωνισμού. Θα ήταν τότε καθήκον αυτού του ανταγωνισμού να “σπρώξει” αυτά τα αιτήματα σε μια πολιτική κατεύθυνση, χωρίς να ταυτίζεται απαραίτητα με αυτά – όπως μπόρεσαν να κάνουν τα πιο πετυχημένα πειράματα των ιταλικών “κόκκινων χρόνων” (1968-1977)26. Γιατί είναι μόνο μέσα από την σύγκλιση οικονομικών και κοινωνικών αγώνων – ακολουθώντας, για παράδειγμα, την πρόσφατη περίπτωση του Ni Una Menos – που θα μπορέσουμε να πυροδοτήσουμε μια πραγματική κρίση στο σύστημα των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων, όχι μόνο κάνοντα την άρχουσα τάξη να φοβηθεί, αλλά επίσης απειλώντας την άμεσα.

Αγγλική μετάφραση από τον Patrick King

1 Ο Davide Gallo Lassere είναι συνεργάτης ερευνητής στην διεπιστημονική ομάδα Sophiapol στο Πανεπιστήμιο Paris Ouest Nanterre La Défense. Αυτή τη στιγμή είναι μεταδιδακτορικός φοιτητής στο Ινστιτούτο Ανώτερων Σπουδών της Πάβια, και το έργο του περιλαμβάνει την πολτική, οικονομική και κοινωνική φιλοσοφία καθώς και θεωρίες του χρήματος και την ιστορία του καπιταλισμού.

2 Tο παρόν κείμενο στοχεύει απλά να ανοίξει μια συζήτηση στη Γαλλία σχετικά με τις πρακτικές και τις μορφές οργάνωσης που επί τω έργω εντός των κινημάτων. Απορρέει από μια σειρά παρατηρήσεων που έχουν γίνει σε συλλογικές συζητήσεις που έγιναν από τον τελευταίο Γενάρη με διάφορες συνθέσεις: στο Michèle Firk, στο Lieu-dit, στο Conséquences, στο Manifesten, στο La Planète, στο la Brèche, στο Cox, στο Bioslab και αρκετά πανεπιστήμια.

3 Δείτε Wendy Brown: “American Nightmare: Neoliberalism, Neoconservatism, and De-Democratization”, Political Theory 34.6 (Δεκέμβριος 2006): 690-714.

4 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: ένας όρος που είναι δύσκολο να αποδοθεί στα Αγγλικά, και αναφέρεται στο “μπροστινό κομμάτι” των πορειών και των διαμαρτυριών γύρω από το Nuit Debout. Φέρει μια μιλιτάντικη συνδήλωση, και ενώ τόσο η κοινωνική σύνθεση όσο και το αμφιλεγόμενο ρεπερτόριο αυτών των διαμαρτυριών επικαλύπτεται με τακτικές του μπλακ-μπλοκ στη Βόρεια Αμερική, υπάρχουν ιδαιτερότητες που πρέπει να ληφθούν υπόψιν. Είναι επίσης σημαντικό ότι σε κάποιες από τις μείζονες πορείες στη Γαλλία, τα συνδικάτα συχνά καταλαμβάνουν αυτό τον χώρο στην κεφαλή της πορείας, κάτι που αναμφισβήτητα δεν συνέβη την προηγούμενη άνοιξη.

5 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Για άλλές αναλύσεις σχετικά με το Nuit Debout, δείτε την συνέντευξη του Frédéric Lordon στον Στάθη Κουβελάκη: “Overturning a World”, Jacobin, 4 Μαΐου, 2016· ή την συνέντευξη του ίδιου του Κουβελάκη και πάλι στο Jacobin: “What’s Next for Nuit Debout?”, 15 Μαΐου, 2016.

6 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Για μια εξαιρετική ιστορική ανάλυση των κατασταλτικών μέτρων που χρησιμοποίησε η στρατοχωροφυλακή [gendarmes] εναντίον των διαμαρτυριών για τα ZAD, σε σχέση με τον θάνατο του Rémi Fraisse, δείτε Louise Fessard: “Grenades offensives: enquête sur le précédent de Creys-Malville en 1977”, Mediapart, 17 Δεκεμβρίου 2014.

7 Φυσικά, στις κινητοποιήσεις αυτές δεν συμμετείχαν όλες οι υποκειμενικότητες…

8 Στμ. Άρθρο του Γαλλικού Συντάγματος που παρέχει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να νομοθετεί μέσω “προεδρικών διαταγμάτων” παρακάμποντας την ψηφοφορία στη Βουλή.

9 Max Weber, “The National State and Economic Policy (Freiburg Address)”, μετάφραση Ben Fowkes, Economy and Society 9.4 (1980): 438. Δε’ιτε την πρόσφατη επανέκδοση του κλασσικού έργου του Τρόντι σε μια εξαιρετική μετάφραση στα γαλλικά: Mario Tronti, Ouvriers et capital, μετάφραση Yann Moulier-Boutang (Geneva: Entremonde, 2016).

10 Τελικά, μπορεί κανείς ακόμα και να επιχειρηματολογήσει ότι αυτό ήταν ένα σύμπτωμα μιας ιδιαίτερης κοινωνικής σύνθεσης, που δεν είχε οποιαδήποτε ανάγκη για μείζοντα αιτήματα…

11 Στμ. Περί της υλικότητας των αγώνων.

12 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: ακολουθώ εδώ την μετάφραση από τις ediciones ineditos αυτής της πολύτιμης συνέντευξη με έναν οργανωτή από τις λαϊκές γειτονιές: “Our Neighborhoods are not Political Deserts”, (“Οι γειτονιές μας δεν είναι πολιτικές έρημοι”), 16 Φεβρουαρίου, 2017. Ενώ η πιο κυριολεκτική μετάφραση θα ήταν “δημοφιλείς” [popular] γειτονιές, και αυτή χρησιμοποιείτα συχνά, αυτή χάνει όμως ένα σημαντικό βαθμό συσσωρευμένου νοήματος· το επιλεγμένο υποκατάστατο δεν είναι τέλειο και μπορεί να παραείναι οικονομίστικο.

13 Στμ. Ni una menos, που σημαίνει στα ισπανικά “Ούτε Μία Λιγότερη, είναι ένα φεμινιστικό κίνημα στην Αργεντινή που έχει διαδοθεί σε αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής, που κάνει εκστρατεία εναντίον της έμφυλης βίας. Στον επίσημο ιστότοπό της, το κίνημα Ni una menos αυτοπροσδιορίζεται ως “μια συλλογική κραυγή εναντίον της μάτσο βίας”. Η εκστρατεία ξεκίνησε από μια κολλεκτίβα γυναικών καλλιτεχνών, δημοσιογράφων και ακαδημαϊκών από την Αργεντινή για να αναπτυχθεί σε “μια ηπειρωτική συμμαχία φεμινιστικών δυνάμεων. Το κίνημα διοργανώνει συχνά διαμαρτυρίες εναντίον δολοφονιών γυναικών, αλλά έχει αγγίξει επίσης ζητήματα όπως οι έμφυλοι ρόλοι, η σεξουαλική παρενόχληση, τις μισθολογικές διαφορές λόγω φύλου, την σεξουαλική αντικειμενοποίηση, την νομιμοποίηση της έκτρωσης, τα δικαιώματα των εργατριών του σεξ και των διεμφυλικών ατόμων..

14 Πβλ. Étienne Balibar: “Du populisme au contre-populisme: histoire et stratégie” (“Από τον λαϊκισμό στον αντι-λαϊκισμό: ιστορία και στρατηγική”), Populismus Interventions, No. 3 (Θεσσαλονίκη, 2015), 1-12.

15 Πβλ. “Il est temps de marcher avec notre boussole politique’: Entretien avec Omar Slaouti”, (“Είναι ώρα να βαδίσουμε με τη δική μας πολιτική πυξίδα: μια συνέντευξη με τον Omar Slaouti ”), Contretemps, 16 Μαρτίου 2017.

16 Για μια επισκόπηση του πώς διαχειρίζεται το γαλλικό κράτος αυτές τις “περιφερειακές” περιοχές μέσω συνεταιριστικών και οικονομικών εργαλείων συνδεδεμένων με το PS, δείτε πχ. το άρθρο στον ιστότοπο Quartiers Libres: “Made in PS”, 27 Φεβρουαρίου 2017.

17 Πβλ. αντίστοιχα: “Soutenir L’Émeute” (“Υποστηρίξτε τις ταραχές”), Lundi Matin #94 (23 Φεβρουαρίου, 2017)· και “Pour une solidarité durable et appliquée” (“Για μια διαρκή και εφαρμόσιμη αλληλεγγύη”), Paris-Luttes.info, 17 Φεβρουαρίου 2017.

18 Δείτε την ανάλυση του πρώτου γύρου των εκλογών στο Quartiers Libres Au Quartier, on vote La Classe”, 28 Απριλίου 2017. Για μια ανάλυση της κοινωνικής και γεωγραφικής σύνθεσης της ψήφου, δείτε “X-Ray of a Shattered Vote”, Jacobin Magazine (Μάιος 2017).

19 Παρεμπιπτόντως, η ανικανότητα ενός μεγάλου μέρους των κοινωνικών κινημάτων να αρθρώσουν έναν διαφοροποιημένο λόγο, η οποία κατέληξε τοποθετώντας και τους δυο υποψήφιους στο ίδιο επίπεδο – με το σύνθημα “Ούτε πατρίδα ούτε αφεντικό, ούτε Λεπέν ούτε Μακρόν” (“Ni patrie ni patron, ni Le Pen ni Macron”) ως μια πτυχή μόνο – κάνει εμφανή για μια ακόμα φορά την δυσκολία για μια πολιτική αντιμετώπιση του ρατσισμού. Στην πραγματικότητα είναι μόνο από την σκοπιά των υφιστάμενων τις φυλετικές διακρίσεις [racialized], και από αυτήν μόνο, που μπορεί κανείς να θέσει το έδαφορς του κοινωνικού αγώνα ή του λανθάνοντα εμφυλίου πολέμου, ώστε να μην αναγκαστεί να επιστρέψει στις κάλπες στον δεύτερο γύρο για να “μποκάρει” το Εθνικό Μέτωπο. Πβλ. την σειρά συνεντεύξεων που διεξήγαγε η Carine Fouteau με μαχητές του αντιρατσιστικού κινήματος που δρουν στις φτωχογειτονιές που επέλεξαν να απόσχουν: “Voter ou s’abstenir: le «cas de conscience» des quartiers populaires”, Mediapart, 4 Μαΐου 2017.

20 Σύμφωνα με αρκετές έρευνες (ο αριθμός ποικίλει αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο), σχεδόν το ένα τρίτο των ψήφων στον Μακρόν οφειλόταν στην προσωπικότητα και το πρόγραμμά του, το άλλο τρίτο στο καινούριο που αντιπροσωπεύει (όπως ο Μπερλουσκόνι και ο Τραμπ, ο Μακρόν είναι άμεσο δημιούργημα της άρχουσας τάξης, αλλά προσποιείται ότι περνιέται για “αντισυστημικός”), και το τελευταίο τρίτο προήλθε από μια προσπάθεια μπλοκαρίσματος του FN. Ακόμα περισσότερο, ένα τμήμα των ψηφοφόρων που πήγαν στον Μακρόν θα μπορούσαν στην ουσία να είχαν ψηφίσει το LR (Ρεπουμπλικάνους) αν η εκστρατεία του Φιγιόν δεν είχε συγκλονιστεί από τα σκάνδαλα, ενώ ένα άλλο τμήμα θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ψηφίσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) αν τα αποτελέσματα στον πρώτο γύρο ήταν διαφορετικά. Με λίγα λόγια, η πιθανότητα μιας αντιπαράθεσης Λεπέν εναντίον Μελανσόν στον δεύτερο γύρο δεν ήταν στο βασίλειο της πολιτικής φαντασίας.

21 Με έναν διαφορετικό τρόπο απ’ό,τι συνέβη στη Γερμανία, την Ισπανία, την Ελλάδα, την Ιταλία και αλλού, όπο “μεικτές” συμμαχίες προχώρησαν στον σχηματισμό κυβερνήσεων, στη Γαλλία η επικύρωση μιας κυβέρνησης του ακραίου-κέντρου φαίνεται επικείμενη, με τον Μακρόν να παίρνει μια απόλυτη πλειοψηφία στις βουλευτικές εκλογές. Αυτή η προοπτική οξύνει, επιπλέον, την εξελισσόμενη κατάρρευση των δύο λεγόμενων μετριοπαθών κομμάτων.

22 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: ρούχα που φοριούνται συχνά από τα μέλη της κεφαλής της πορείας (μαύρα τζάκετ K-Way) και τους διαφωνούντες συνδικαλιστές (κόκκινα γιλέκα) αντίστοιχα.

23 Όπως οι περισσότερες παραγωγικές πολιτικές εμπειρίες της προηγούμενης άνοιξης, που θα μπορούσε να τις δει κανείς στην cortège de tête και στην διάρκεια των αυτόνομων αποκλεισμών.

25 Μια ομάδα συντρόφων/ισσών, περιλαμβανομένου του συγγραφέα του παρόντος, αποπειράται αυτή την περίοδο να κάνει ακριβώς αυτό. Αναδεικνύουμε, για παράδειγμα, το ζήτημα του κοινωνικού μισθού ή κοινωνικού εισοδήματος [revenu social] στα banlieues, αντιστρέφοντας, όμως, τους όρους με τους οποίους συνήθως έχει τεθεί το ζήτημα – τουλάχιστον εντός του ιταλικού εργατισμού και της αυτονομίας, που θεωρητικοποίησαν και τάραξαν τα πράγματα σχετικά με το ζήτημα ξεκινώντας από το πιο προχωρημένο σημείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, δηλαδή από την γνωσιακή και διανοητική εργασία, την κοινωνική συνεργατικότητα κ.λπ. Για να χρησιμοποιήσουμε την κλασσική μεταφορά του Bifo, για να μπορέσουμε να συλλάβουμε το δυναμικό του κοινωνικού μισθού, φαίνεται ότι θα πρέπει να κινηθούμε προς την Silicon Valley. Αλλά κατά την άποψή μου, φαίνεται εξίσου σημαντικό – και ακόμα περισσότερο στο γαλλικό πλαίσιο, με τις ιστορικές τους ιδιαιτερότητες – να καταλάβουμε τον κοινωνικό μισθό στο πλαίσιο στο οποίο οι διαδικασίες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης έχουν επιφέρει τα πιο άγρια και βίαια αποτελέσματα: δηλαδή τα banlieues, τις περιφέρειες των μητροπόλεων και των φτωχογειτονιών, θετόντάς τες στην τομή των αντιρατσιστικών αγώνων. Μόλις που έχουμε αρχίσει να διερευνούμε αυτή την προβληματική στις λίγες προηγούμενες βδομάδες, εμπλεκόμενοι αυτή τη στιγμή με καμμιά εκατοστή μαθητών του Λυκείου στα βόρεια και νότια banlieues του Παρισιού. Αυτό που έχει ήδη αναδυθεί από αυτές τις πρώτες επαφές, πέρα από μια ολόκληρη σειρά συμπτωματικών αντιφάσεων, είναι το δυναμικό του κοινωνικού μισθού σε όρους του πολιτικού φαντασιακού και προοπτικών του αυτοπροσδιορισμού. Για να το θέσουμε πιο πεζά: την αξιοσημείωτη ευελιξία να μπορεί κανείς να αποφασίζει αυτόνομα τι να κάνει, πού να το κάνει και πώς, χωρίς να υπόκειται πλήρως στους περιορισμούς της αγοράς εργασίας ή το οικογενειακό υπόβαθρο, είναι ένα στοιχείο που διανοίγει αρκετά αξιοθαύμαστα πεδία δυνατοτήτων. Ανάμεσα στους χιλιάδες τρόπους να προσδιορίσει κανείς το κοινωνικό εισόδημα, βρίσκω πιο ιδιαίτερα πειστική μια πρόσφατη διατύπωση, που υιοθετήθηκε από το ιταλικό τμήμα της παγκόσμιας κολλεκτίβας του γυναικείου κινήματος Ni Una Menos: ένας μισθός για τον αυτοκαθορισμό! Δείτε Maria Rosaria Marella, “Ni Una Menos: Un Reddito di Autodeterminazione contro lo sfruttamento capitalistico e patriarcale”, EuroNomade, 8 Μαρτίου 2017.

26 Πβλ. Nanni Balestrini και Primo Moroni: “La horde d’or: Italie 1968-1977”, μετάφραση και έκδοση από Jeanne Revel, Jean-Baptiste Leroux, Pierre Vincent Cresceri και Laurent Guilloteau (Paris: L’éclat, 2017) 274-75, 282-83, 336, 400, 402, 416-17, 434, κ.λπ.

Leave a Reply

Your email address will not be published.