Για το black-block

του Salar Mohandesi1

Ούτε ένας φιλελευθερισμός του παρόντος ούτε ένας κομμουνισμός του παρελθόντος αρκούν σήμερα. Το μόνο πράγμα που αναζητούμε είναι μια κομμουνιστική στρατηγική του παρόντος. Το καθήκον μας είναι να προσπαθήσουμε να θέσουμε τα θεμέλια για μια οργάνωση της αυτόνομης προλεταριακής δραστηριότητας, σε μια μορφή που να είναι ιστορικά κατάλληλη. Σημαίνει να επαναεφεύρουμε τα “σοβιέτ” της εποχής μας, όπως έκαναν οι αυτόνομοι στη δική τους· να ανακαλύψουμε, μέσα από μια διαδικασία συλλογικού πειραματισμού, μια μορφή πάλης που θα συντονίζεται με την σύνθεση της τάξης μας, που θα συνδέει μεταξύ τους τα διάφορα στρώματα αυτής της τάξης και θα ανασυνθέτει αυτό το ετερόκλητο σώμα σε ένα ανταγωνιστικό υποκείμενο. Μόνο τότε θα είμαστε ικανοί να καθορίσουμε τη θέση, στους αγώνες μας, της τακτικής της μαχητικής σύγκρουσης με οδομαχίες. Χωρίς αυτό, χωρίς μια συνεκτική κομμουνιστική στρατηγική, το μόνο που έχουμε είναι ένα ζόμπι, που κυνηγά την ίδια του την σκιά.

H “αλληλοεξοντωτική διαμάχη αυτή τη στιγμή στην υπερ-αριστερά”, λέει η Wall Street Journal, είναι αυτή σχετικά με το “μπλακ-μπλοκ”. Και αν αυτή η διαμάχη έχει οδηγήσει την WSJ να μιλά για “υπερ-αριστερισμό”, τότε είναι σίγουρα μια διαμάχη που θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε.

Σε μια αναφορά με το όνομα “Ακτιβιστές και Αναρχικοί μιλούν για τον εαυτό τους στο Occupy Oakland” η Susie Cagle μας υπενθυμίζει ότι τα πιο σημαντικά πρόσφατα περιστατικά συγκρούσεων στον δρόμο, που έχουν αναφερθεί από τους φιλελεύθερους επικριτές του μπλακ-μπλοκ, μας υποχρεώνουν να εγκαταλείψουμε το στερεότυπο των κουκουλωμένων βανδάλων που σπάνε τζαμαρίες. Γράφει:

“Τα κτίρια προς τα οποία βάδισε το Occupy Oakland δεν ήταν στόχοι για καταστροφή αλλά για κατάληψη, για οργάνωση και για πολιτική και κοινοτιστική οικοδόμηση. Και οι διαδηλωτές που ήρθαν οπλισμένοι με πλαστικές, ξύλινες και μεταλλικές ασπίδες, που ταυτόχρονα προχώρησαν εναντίον της αστυνομίας αλλά και προστάτευσαν άλλους από αυτήν, δεν ήταν ένα μπλοκ, δεν ήταν ντυμένοι στα μαύρα και δεν κινούνταν σαν μια μονάδα”.

“Το μπλακ-μπλοκ δεν είναι μια επιλογή στυλ ζωής, είναι μια επιλογή τακτικής”, ισχυρίζεται η Cagle. Παρατηρεί ότι η μόνη πρόσφατη εμφάνιση του μπλακ-μπλοκ ήταν στη διάρκεια της “Γενικής Απεργίας” στις 2 Νοεμβρίου2, όταν σπάστηκαν τζαμαρίες τραπεζών, γράφτηκε με σπρέυ “ΑΠΕΡΓΙΑ” σε ένα κατάστημα Whole Foods, και καταλήφθηκε για λίγο το Travelers Aid Building, όλα αυτά από μια ομάδα ντυμένη στα μαύρα.

Με κάποιο τρόπο, όμως, ενώ όλες οι πλευρές αναγνωρίζουν ότι το πραγματικό ζήτημα είναι οι οδομαχίες καθαυτές, το μπλακ-μπλοκ έχει γίνει η αντιπροσωπευτική φιγούρα της διαμάχης, συνοψίζοντας την ένταση ανάμεα στην “μη-βία” και την “ποικιλομορφία των τακτικών”, την καταστροφή περιουσιών και τις νόμιμες πορείες, τον αναρχισμό και τον φιλελευθερισμό.

Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η ιστορία του μπλακ-μπλοκ αποκαλύπτει πολλά για την παρούσα στιγμή – μπορεί ακόμα και να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την φύση των καταλήψεων. Αλλά πριν αναζητήσουμε τα ίχνη αυτής της ιστορίας, θα έπρεπε να ασχοληθούμε με τους ορισμούς.

Στρατηγική και τακτική

Καθώς μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης αντιπαράθεσης σχετικά με το μπλακ-μπλοκ έχει περιστραφεί γύρω από το νόημα μιας “ποικιλομορφίας τακτικών”, μια έννοια που στην πραγματικότητα προέκυψε σχεδόν πριν από μια δεκαετία, ας πάρουμε μια στιγμή για να ορίσουμε την “τακτική”. Αυτό σημαίνει να ορίσουμε, επίσης, την “στρατηγική”, καθώς οι δύο αυτοί όροι δεν έχουν κάποιο νόημα έξω από την μεταξύ τους σχέση.

Συχνά λέγεται ότι μια τακτική είναι ένα συγκεκριμένο σύνολο από ελιγμούς για να κερδίσεις μια τοπικοποιημένη συμπλοκή. Από την άλλη, μια στρατηγική είναι ο τρόπος που αυτές οι ξεχωριστές αντιπαραθέσεις δένονται συνεκτικά μεταξύ τους για την πραγματοποίηση ενός ευρύτερου στόχου. Αυτά τα δύο απαρτίζουν, λοιπόν, μια αμφίδρομη σχέση στην πρακτική καθώς και στη θεωρία. Χωρίς μια στρατηγική, η τακτική παράγει μόνο μεμονωμένες αψιμαχίες· χωρίς τακτική, μια στρατηγική είναι μόνο ένα απραγματοποίητο όνειρο.

Η μαχητική σύγκρουση μέσω των οδομαχιών, που έχει προσωποποιηθεί σήμερα στο μπλακ-μπλοκ, είναι μια τακτική, καθώς αντιπροσωπεύει έναν συγκεκριμένο τρόπο για να κερδηθεί μια συγκεκριμένη αντιπαράθεση. Μπορεί να στέκει από μόνη της ή να συμπληρωθεί από έναν αριθμό άλλων τακτικών όπως ειρηνικές πορείες, μποϋκοτάζ, ή ακόμα και την ψήφο, για να ονομάσουμε μόνο μερικές. Η έκκληση για μια “ποικιλομορφία τακτικών”, σημαίνει απλά ότι όλες αυτές οι τακτικές θα πρέπει μείνουν ανοιχτές για μελλοντικές αντιπαραθέσεις. Αλλά αυτή η αθώα και φαινομενικά προφανής θέση, η οποία, στη θεωρία, θα μπορούσε να αναφέρεται σε οποιαδήποτε τακτική μπορεί να φανταστεί κανείς, έχει φτάσει τώρα να υιοθετεί ένα εξαιρετικά συγκεκριμένο νόημα. Η φράση δεν αναφέρεται πλέον στην ανάγκη επιδίωξης μιας πληθώρας θέσεων, αλλά μάλλον στο ερώτημα της συνεχιζόμενης βιωσιμότητας μιας μοναδικής τακτικής: της μάχης στον δρόμο, ιδαίτερα εντός του παραδείγματος του μπλακ-μπλοκ.

Η εμμονή σχετικά με το μπλακ-μπλοκ στους προηγούμενους μήνες είναι μια διεστραμμένη αντανάκλαση της πολύ πραγματικής κυριαρχίας αυτής της τακτικής στους σύγχρονους αγώνες. Αυτό είναι κάπως παράδοξο, επειδή στον τωρινό κύκλο αγώνων, το μπλακ-μπλοκ έχει πραγματικά εμφανιστεί σε λίγες μόνο περιοχές, κυρίως στις Βορειοδυτικές ΗΠΑ. Αλλά αν και η γεωγραφική έκταση της τακτικής αυτής είναι κάπως περιορισμένη, η παρουσία της στην συλογική φαντασία του κινήματος έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Φαίνεται σαν το μπλακ-μπλοκ να είναι παντού, μια χειροπιαστή πραγματικότητα, κάτι που ο καθένας θα πρέπει να πάρει το μέρος του – ακόμα, και ίσως ιδιαίτερα, αυτοί που δεν το έχουν πραγματικά δει σε δράση από πρώτο χέρι.

Αλλά είναι ακριβώς αυτή η συνεχιζόμενη εμμονή σε αυτή την μοναδική τακτική που μας εμποδίζει να διευρευνήσουμε στα σοβαρά τον αναγκαίο άλλο όρο αυτής της σχέσης: την στρατηγική. Οι συζητήσεις σχετικά με την αποκαλούμενη “ποικιλομορφία τακτικών” είναι ενδεικτικές ενός προβλήματος: εστιάζοντας όλη μας την ενέργεια στην αμφισβήτηση των πλεονεκτημάτων μιας τακτικής καταλήγουμε να παραμελούμε εντελώς την στρατηγική. Μια “ποικιλομορφία τακτικών” λίγη σχέση έχει με την στρατηγική· στην πραγματικότητα, φαίνεται να αντικαθιστά την στρατηγική με έναν φιλελεύθερο πλουραλισμό, Το ερώτημα δεν είναι αν θα πρέπει να επιδιώξουμε μια “ποικιλομορφία τακτικών” αλλά μάλλον: ποιο είδος στρατηγικής μας επιτρέπει να ενσωματώσουμε αποτελεσματικά ένα διαφοροποιημένο φάσμα τακτικών;

Γίνεται γρήγορα καθαρό ότι η υπερτροφία αυτής της τακτικής είναι στην πραγματικότητα ένα ευθύ αποτέλεσμα της ατροφίας μιας οποιασδήποτε αντίστοιχης στρατηγικής. Όπως έγραψε πρόσφατα ο Alberto Toscano, “αν κάτι αναδεικνύει την σύγχρονη αναζωογόνηση του θεωρητικού ενδιαφέροντος για τον κομμουνισμό, για τα διάφορα είδη του, είναι η, σχεδόν πλήρης, αγνόηση του ζητήματος της στρατηγικής”. Μπορούμε ίσως να προσθέσουμε ότι καθώς στρατηγική και τακτική μπορούν να υπάρχουν μόνο στην αμοιβαία αντίστροφη σχέση τους, η παραμόρφωση – ή ίσως ακόμα και η απουσία – της πρώτης μπορεί μόνο να οδηγήσει σε μοα αποσταθεροποίηση της δεύτερης.

Το σύμπτωμα αυτής της αποσταθεροποίησης είναι ο “καταναγκασμός” της επανάληψης. Η τακτική των οδομαχιών επαναλαμβάνεται τώρα εμμονικά, προσπαθώντας να υπεραντισταθμίσει το έλλειμα στρατηγικής. Στην πιο χονδροειδή μορφή του, αυτό σημαίνει απλά την επανάληψη του ίδιου πράγματος ξανά και ξανά με την ελπίδα ότι έτσι θα “εκβιαστεί” ένα είδος υπέρβασης· μερικοί λένε ότι η επανάληψη μιας τακτικής θα δημιουργήσει η ίδια μια στρατηγική.

Άλλοι προτείνουν ότι μια τακτική ήττα μπορεί να παράγει μια στρατηγική νίκη. Από την μια, αυτή η θέση υπονοεί την εννοιολογική κατάρρευση δυο διακριτών κατηγοριών σε μία· από την άλλη, φαίνεται να αντιπροσωπεύει την ίδια την ουσία της τελεολογικής σκέψης. Αν και συνδέονται, οι στρατηγικές δεν αναδύονται οργανικά από τις τακτικές. Υπονοώντας ότι η επανάληψη μιας μοναδικής τακτικής θα γεννήσει φυσικά κα αυθόρμητα μια στρατηγική αδικεί την πολυπλοκότητα της σχέσης τους.

Έχουμε μια μαχητική τακτική χωρίς μαι αντίστοιχη μαχητική στρατηγική, εγκλωβισμένοι καταναγκαστικά στην επανάληψη μιας “διογκωμένης” τακτικής για να παραχθεί μαγικά η απούσα στρατηγική. Και καθώς αυτό όλο το αδιέξοδο αναπαρίσταται από την δραματική εικόνα του μπλακ-μπλοκ, θα πρέπει να ακολουθήσουμε τα ίχνη της ιστορίας που μας οδήγησε εδώ.

Μια γενεαλογία του μπλακ-μπλοκ

Οι ρίζες του σημερινού μπλακ-μπλοκ φτάνουν πίσω στις εμπειρίες των ευρωπαϊκών κινημάτων της “αυτονομίας” στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Εκείνη την περίοδο οι καπιταλιστές, σε έναν αριθμό χωρών, υπονόμευαν συνειδητά την μαχητικότητα του εργάτη-μάζα, μετατοπιζόμενοι σε ένα καινούριο καθεστώς συσσώρευσης. Αυτή η αναδιάρθρωση χαρακτηριζόταν από συστηματική αποκέντρωση, ελαστικοποίηση, και χωρική αποδιάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας. Αυτή η μετατόπιση, που κάπως απλουστευτικά έχει θεωρηθεί ως μια απομάκρυνση από τα βιομηχανικά εργοστάσια προς την πιο σκεδασμένη παραγωγή υπηρεσιών, πληροφορίας και γνώσης, περιελάμβανε και έναν μετασχηματισμό στο έδαφος της πόλης. Από την μια, δημόσιοι χώροι που κάποτε χρησιμοποιούνταν από το προλεταριάτο – όπως κέντρα νεολαίας, πάρκα και τόποι συνάντησης – καταστράφηκαν. Από την άλλη, χώροι που κάποτε χρησιμοποιούνταν από τις μεγάλες βιομηχανίες – όπως αποθήκες, εργοστάσια, παραπήγματα – εγκαταλείπονταν καθώς οι καπιταλιστές επαναπροσανατόλιζαν τις επιχειρηματικές τους πρακτικές. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, ο Pierpaolo Mudu σημειώνει ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1990, “μόνο στο Μιλάνο είχαν εκκενωθεί βιομηχανικές ιδιοκτησίες συνολικής έκτασης 7 εκατομμυρίων τετραγωνικών μέτρων”.

Η ιταλική εργατική τάξη απάντησε στην αναδιάρθρωση αυτή ανοίγοντας έναν καινούριο κύκλο αγώνων στον οποίο αυτά τα εγκαταλελειμμένα κτίρια καταλήφθηκαν σε ολόκληρο τον Βορρά, που κάποτε ήταν η καρδιά της ιταλικής βαριάς βιομηχανίας, και μετασχηματίστηκαν ανταγωνιστικά σε βάσεις αυτόνομης προλεταριακής ισχύος. Στην πραγματικότητα, οι πρώτες από αυτές τις βάσεις, ή όπως θα αποκαλούνταν αργότερα “κοινωνικά κέντρα”, εμφανίστηκαν στους κενούς χώρους του Μιλάνου το 1975. Αν και τα κοινωνικά κέντρα, που άρχισαν να συνέχουν ένα είδος αρχιπελάγους απελευθερωμένων χώρων, ή αυτό που θα οριζόταν αργότερα ως “Αυτονομία”, ενεπλάκησαν σε έναν μεγάλο αριθμό δραστηριοτήτων – δίνοντας χώρο στις πολιτικές αντιπαραθέσεις, προσφέροντας νομική βοήθεια, οργανώνοντας δράσεις αλληλεγγύης για περιθωριοποιημένες ομάδες, κοκ. – η σημασία τους για τους Ιταλούς κομμουνιστές ήταν στον ρόλο τους ως “σύγχρονα σοβιέτ” ή κέντρα αυτόνομης εξουσίας που αναπτύσσονταν στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν του κράτους.

Οι επαναστάσεις του 20ου αιώνα πυροδοτήθηκαν από την πρόκληση του συνδικαλισμού, που προχώρησε από την ιδέα της αυτοδιαχείρισης στα εργατικά συμβούλια – στην Ρωσία λέγονταν σοβιέτ. Ο Paolo Virno, που συμμετείχε στην Αυτονομία, έχει προσπαθήσει να θεωρητικοποιήσει την γενική λογική της μορφής του σοβιέτ, εμπνευσμένος αναμφίβολα από τα κοινωνικά κέντρα της εποχής του. Ο Virno περιγράφει τα σοβιέτ ως “τα όργανα της μη-αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας”, τον χώρο στον οποίο η συνεργασία και η δημιουργικότητα από τις οποίες το κεφάλαιο εξαρτάται όλο και περισσότερο για την παραγωγή, μπορούν να αποκτήσουν μια ανεξάρτητη δημόσια ύπαρξη. Ο στόχος τους είναι να “απελευθερώσουν την δεξιοτεχνική συνεργασία από την σημερινή σύνδεσή της με την μισθωτή εργασία”. Από αυτή την άποψη, τα κοινωνικά κέντρα μπορούν να πάρουν την μορφή ιστορικών προσπαθειών αναζωογόνησης της μορφής-σοβιέτ σε ένα πλαίσιο που σημαδεύεται από τον “μετα-φορντισμό” και την ορατή σπουδαιότητα της γνώσης και της επικοινωνίας σε ένα ραγδαία επεκτεινόμενο τομέα υπηρεσιών.

Τα σοβιέτ έχουν υπάρξει ιστορικά το θεμέλιο των επαναστατικών εκρήξεων· ο Virno γράφει ότι “παρεμβάλλονται συγκρουσιακά στα διοικητικά εργαλεία του Κράτους, με μια οπτική να διαβρώσουν τα προνόμιά του και να απορροφήσουν τις λειτουργίες του”. Αυτό δεν σημαίνει την αναπαραγωγή του κράτους – για τον Virno τα σοβιέτ είναι σε πλήρη ρήξη με την “κανονικότητα της διοίκησης”, τα γραφειοκρατικά ιδεώδη της “αντιπροσώπευσης και της ανάθεσης/εκπροσώπησης”:

Είτε πρόκειται για το ζήτημα της διανομής του πλούτου είτε την οργάνωση των σχολείων, την λειτουργία των ΜΜΕ ή τον τρόπο λειτουργίας του προβληματικού κέντρου της πόλης3, τα Σοβιέτ επεξεργάζονται δράσεις που είναι παραδειγματικές και ικανές να ανθοφορήσουν σε καινούριους συνδυασμούς γνώσης, ηθικών τάσεων, τεχνολογιών και επιθυμιών.

Το κοινωνικό κέντρο ως μορφή της εξουσίας των σοβιέτ, αν και έγινε διάσημο αρχικά από τους Ιταλούς, με κανέναν τρόπο δεν περιορίστηκε σε αυτούς – ένα πολύ παρόμοιο φαινόμενο έλαβε χώρα και στη Γερμανία. Αν και υπήρξε μια “γερμανική άνοιξη” μαχητικότητας το 1977, το κίνημα στην πραγματικότητα απογειώθηκε μόνο λίγα χρόνια αργότερα, όταν οι καταληψίες άρχισαν να συνενώνονται. Σύντομα, μετά το 1980, το κίνημα των καταλήψεων πήρε την πρωτοβουλία της ανάκτησης εκατοντάδων σπιτιών σε ολόκληρη τη Δυτική Γερμανία, και οι “Autonomen” έφεραν τα σοβιέτ στη χώρα. Άρχισαν να σχηματίζουν τα δικά τους συμβούλια, να οργανώνουν εθνικά συνέδρια καταλήψεων, και, όπως στην Ιταλία, χρησιμοποίησαν τα κοινωνικά κέντρα για να διαβρώσουν το κράτος.

Έγινε όμως φανερό ότι αυτοί οι μαχητικοί χώροι δεν μπορούσαν ποτέ να ξεφύγουν από την κρατική καταστολή. Στην πραγματικότητα, οι αυτόνομοι ήταν σε επαγρύπνηση από την αρχή, ξέροντας οι ίδιοι ότι είναι υπό επίθεση, βασικός στόχος για την αστυνομία. Μετά τη βίαιη διάλυση της “Ελεύθερης Δημοκρατίας της Wendland” – ενός απελευθερωμένου χώρου στο Gorleben – το 1980 από την μεγαλύτερη κινητοποίηση της αστυνομίας στην Γερμανία από την εποχή του Χίτλερ, και μετά από ένα κύμα συστηματικών επιθέσεων σε καταλήψεις στο Δυτικό Βερολίνο τον Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, έγινε φανερό ότι, αν επρόκειτο να επιβιώσουν, οι Αυτόνομοι θα έπρεπε να προστατέψουν τους εαυτούς τους με πιο μαχητικούς τρόπους. Ομάδες ένοπλων Αυτόνομων, που η δύναμή τους ήταν ριζωμένη στα κοινωνικά κέντρα, αναδύθηκαν γρήγορα για να υπερασπιστούν τους χώρους αυτούς. Ένα, χωρίς αμφιβολία, απαραίτητο καθήκον που τελικά, όμως, θα κατανάλωνε όλη την ενέργεια του κινήματος, δημιουργώντας πόλωση ανάμεσα στους Αυτόνομους και εξασθενίζοντας την αλληλεγγύη τους.

“Καθώς οι μαχητικές δράσεις τους άρχισαν να δέχονται επίθεση από τους ίδιους τους συμμάχους τους”, σημειώνει ο ιστορικός George Katsiaficas, “οι ριζοσπάστες άρχισαν να αυτονομούνται όλο και περισσότερο – κάποιοι θα μπορούσαν να πουν να απομονώνονται – από το κύριο ρεύμα διαμαρτυρίας και κατέληξαν να συγκροτήσουν την δική τους πηγή μιας συλλογικής ταυτότητας”. Αυτές οι μαχητικές ομάδες, που τώρα εμπλέκονταν σε επιθετικές απεργίες καθώς και σε αμυντικούς ελιγμούς, άρχισαν να “σφυρηλατούν” μια συλλογική ταυτότητα μέσω της μονοπώλησης μιας μοναδικής τακτικής: μαχητική σύγκρουση μέσα από οδομαχίες. Ήδη στα μέσα της δεκαετίας του 1980, καθώς η καταστολή συνέχιζε να κλιμακώνεται, αυτές οι μαχητικές ομαδοποιήσεις παγίωσαν την πολιτισμική τους ταυτότητα, μερικές φορές σε αντίθεση με το υπόλοιπο κίνημα. “Τα μαύρα δερμάτινα μπουφάν που φορούσαν πολλοί άνθρωποι στις διαδηλώσεις, και οι μαύρες σημαίες που κρατούσαν άλλοι, σηματοδοτούσαν λιγότερο έναν ιδεολογικό αναρχισμό και περισσότερο ένα στυλ ντυσίματος και συμπεριφοράς”, γράφει ο Katsiaficas. Μαύρα ρούχα, μαύρες σημαίες, μάσκες του σκι, κράνη και το πανκ έγιναν “σύμβολα ενός τρόπου ζωής”. Εδώ είναι που γεννήθηκε το σύγχρονο μπλακ-μπλοκ.

Αλλά είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο, όταν το μπλακ-μπλοκ άρχισε να συγχωνεύεται σε μια διακριτή ταυτότητα, που τα κινήματα της Αυτονομίας, που ήταν η απαρχή του, άρχισαν στην πραγματικότητα να παίρνουν τον κατήφορο. Αυτή ήταν η υποκείμενη ιστορική πραγματικότητα της ιδεολογίας του μπλακ-μπλοκ. Η τακτική, στην πραγματικότητα, αναδύθηκε σε μεγάλο βαθμό ως ένας τρόπος για να σταματήσει αυτή η εσωτερική αποσύνθεση. Πολλοί ακτιβιστές πίστευαν ότι η αστάθειά τους ήταν καθαρά το αποτέλεσμα της κρατικής καταστολής, και υπεθεσαν ότι η οργανωμένη άμυνα των κοινωνικών κέντρων θα μπορούσε πράγματι να αναστρέψει την διαδικασία της αποσύνθεσης.

Η αλήθεια είναι ότι τα κινήματα της αυτονομίας, τόσο στην Γερμανία όσο και στην Ιταλία, ήταν στο χείλος της κατάρρευσης. Καθώς ανέπτυσσαν μια ισχυρά εσωτερική και αντιπολιτευτική ταυτότητα, βρέθηκαν να αδυνατούν όλο και περισσότερο να ξεπεράσουν την ηγεμονία μιας μοναδικής προλεταριακής φιγούρας. Απέτυχαν να συνδεθούν με άλλα στρώματα της εργατικής τάξης και δεν μπόρεσαν να σχηματίσουν μια συμμαχία με τις ευρύτερες μάζες. Nωρίτερα στον 20ο αιώνα, όταν πρωτογεννήθηκαν τα σοβιέτ, αυτό σήμαινε την σύνδεση του προλεταριάτου με την αγροτιά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και σε αυτήν του 1980, σήμαινε την σύνδεση του “προχωρημένου” κομματιού του προλεταριάτου, στην περίπτωση αυτή του “κοινωνικό εργάτη” – ή λιγότερο αμφιλεγόμενα, ενός είδους αμαλγάματος φοιτητών, νεολαίας και επισφαλών εργατών, που είχαν παρασυρθεί από ένα αποσυντιθέμενο κράτος πρόνοιας – με την υπόλοιπη εργατική τάξη. Ανίκανο, ή ίσως απρόθυμο να συνενώσει τα διαφορετικά κομμάτια της τάξης, το μπλακ-μπλοκ δεν έγινε τίποτα περισσότερο από μια υποτυπώδης αμυντική στρατιωτική δύναμη.

Η τελική εξαφάνιση των κοινωνικών κέντρων, όμως, δεν συνεπαγόταν απαραίτητα την εξαφάνιση αυτών των μαχητικών ομαδοποιήσεων που είχαν δημιουργηθεί αρχικά για την προστασία των υπό πολιορκία χώρων. Στην πραγματικότητα, επέζησαν, αλλά η λειτουργία τους έγινε όλο και περισσότερο αμφιλεγόμενη. Στη μέση της δεκαετίας του 1990, για παράδειγμα, μερικοί ακτιβιστές στην Ιταλία αποφάσισαν να σχηματίσουν την Tute Bianche, ή “Λευκά κουστούμια4, σαν μια άμεση απάντηση στην αποσύνθεση των κοινωνικών κέντρων που είχαν επιβιώσει. Οι Hardt και Negri περιγράφουν την ομάδα:

Η νεολαία στα κοινωνικά κέντρα άρχισε να αναγνωρίζει το καινούριο εργασιακό παράδειγμα που χαρακτήριζε τις εμπειρίες της: την κινητική, ελαστική, επισφαλή δουλειά που είναι τυπική του μετα-φορντισμού…Αντί των παραδοσιακών “μπλέ κουστουμιών” του παλιού εργαστασιακού εργάτη, τα “λευκά κουστούμια” αντιπροσώπευαν το καινούριο προλεταριάτο…Ισχυρίζονταν ότι ήταν οι “αόρατοι εργάτες”, καθώς δεν είχαν σταθερές συμβάσεις, ούτε ασφάλιση, ούτε βάση ταυτοποίησης. Η λευκότητά τους είχε την έννοια της αντιπροσώπευσης αυτής της αορατότητας. Και αυτή η αορατότητα, που χαρακτήριζε την δουλειά τους, θα αποδείκνυε επίσης την δύναμη του κινήματός τους.

Τα λευκά κουστούμια αντιπροσώπευαν μια τελική προσπάθεια αναζωογόνησης των κοινωνικών κέντρων, στο φως ιστορικών συνθηκών που είχαν αλλάξει. Όταν έγινε φανερό, μετά το 2001, ότι η προσπάθεια είχε αποτύχει, ότι η κοινωνική τους βάση δεν μπορούσε να αναβιώσει και ότι η συγκεκριμένη μορφή πάλης που αντιπροσώπευαν είχε φτάσει στα ιστορικά της όρια, τα “λευκά κουστούμια” αποφάσισαν να εξαφανιστούν.

Η μοίρα του μπλακ-μπλοκ θα ήταν διαφορετική. Η τακτική ξαναγεννήθηκε, και στην πραγματικότητα πέτυχε και αναγνωρίστηκε5, μόνο μετά την “μεταμόσχευσή” της στις ΗΠΑ – ιδιαίτερα στο Σηάτλ το 1999 – όπου ένα κίνημα συγκρίσιμο με την γερμανική Αυτονομία δεν είχε υπάρξει ποτέ πριν. Αυτή η γεωγραφική απόσταση αντιπροσώπευε πολύ ισχυρά την ιστορική απόσταση ανάμεσα στο αναγεννημένο μπλακ-μπλοκ και τα συστατικά του όργανα από τον προηγούμενο κύκλο αγώνων. Το αμερικάνικο μπλακ-μπλοκ, σε αντίθεση με τα “λευκά κουστούμια”, δεν γεννήθηκε στα κοινωνικά κέντρα.

Ήταν πραγματικά με την έκρηξη του κινήματος της αντι-παγκοσμιοποίησης, που εκτείνεται περίπου από το 1999 μέχρι το 2003, που η τακτική του μπλακ-μπλοκ, τώρα εντελώς αποσυνδεδεμένη από την ίδια την ιδέα των κοινωνικών κέντρων, άρχισε να επιβιώνει ανεξάρτητα, αναδιαμορφώνοντας τον εαυτό του σε κάτι διαφορετικό από μια απλή τακτική. Η τεράστια πλειοψηφία αυτών που σχημάτιζαν τις τάξεις του μπλακ-μπλοκ στο Σηάτλ δεν είχαν άμεση μνήμη της γερμανικής Αυτονομίας των αρχών της δεκαετίας του 1980, διαχωρισμένοι από ένα μεγάλο γεωγραφικό χάσμα· έτσι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ανακατασκευάσουν μια καινούρια ταυτότητα για τους ίδιους. Η αναγέννηση του μπλακ-μπλοκ είχε ένα τίμημα: την ανυπέρβλητη αντίθεση ανάμεσα στην ύπαρξή του ως τακτική και την ύπαρξή του ως μια ταυτότητα. Όμως, αν και η ήττα του αντιπολεμικού κινήματος6, η επιδρομή των χρόνων της προεδρίας Bush και η παρακμή μιας οργανωμένης Αριστεράς ανάγκασε το μπλακ-μπλοκ να εξαφανιστεί λίγο-πολύ ως μια υλική τακτική, εδραίωσε, κατά παράδοξο τρόπο, την ταυτότητά του, χαρίζοντάς της μια μυστικιστική μεταθανάτια ζωή, που σήμερα ανασταίνεται και φετιχοποιείται.

Μια “μετέωρη” τακτική

Μετά από δεκαετίες καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης δεν υπάρχουν πλέον σήμερα καταλήψεις προς υπεράσπιση. Με την οριστική διάλυση του κράτους πρόνοιας, που κάποτε παρείχε τις συνθήκες μέσα στις οποίες μπορούσαν να αναδυθούν αυτόνομα κινήματα, και τη βίαιη καταστολή των κοινωνικών κέντρων που παρέμεναν, οι καταληψίες, που κάποτε αποτελούσαν την κοινωνική βάση του μπλακ-μπλοκ, έχουν εξαφανιστεί.

Αποχωρισμένο από αυτά τα θεμέλια, το μπλακ-μπλοκ συνέχισε να ζει σαν ένα είδος “μετέωρης” τακτικής7. Τώρα, στην μεταθανάτια ζωή του, η ιδέα του μπλακ-μπλοκ αναπαράγει εκπεφρασμένα μια μοναδική τακτική με την ελπίδα της επανανακάλυψης της στρατηγικής από την οποία αναδύθηκε. Σε ένα επιφανειακό επίπεδο, ήταν μια πρακτική οδομαχιών που χρησιμοποιούσε μαύρα ρούχα και μάσκες για να συγκρουστεί ανώνυμα με το κράτος, και σε κάποιες περιπτώσεις να καταστρέψει ιδιοκτησία. Αλλά μετά τον θάνατο και την αναγέννησή του, το μπλακ-μπλοκ έχει γίνει μια συγκεκριμένη ιδεολογία μάχης στον δρόμο: της χρήσης της σύγκρουσης με την αστυνομία για την μετατόπιση των εσωτερικών αντιθέσεων στο κίνημα. Και το κίνημα αφήνεται να ταλαντώνεται ανάμεσα σε δυο συμπληρωματικές ιδεολογίες, δυο ασυνείδητες στρατηγικές, στο όνομα της “ποικιλομορφίας των τακτικών”.

Η πρώτη περιλαμβάνει σκόπιμα σχεδιασμένες συγκρούσεις με την αστυνομία με την ελπίδα να καταστήσει θεαματικό το κίνημα προς φιλελεύθερη κατανάλωση. Περισσότερο φόρμουλα παρά στρατηγική, εφαρμόζεται αδιάκριτα, με πολύ λίγη έγνοια για το συγκεκριμένο πλαίσιο, και κατά παράδοξο τρόπο καθιστά την επιβίωση του κινήματος εξαρτώμενη από το να κάνει το κράτος να [το] ακούει.

Η δεύτερη περιλαμβάνει την προσπάθεια της επαναφοράς, με το ζόρι, στη ζωή των κοινωνικών κέντρων, της βάσης, κάποτε, του μπλακ-μπλοκ. Αποκομμένη, χωρίς τα κοινωνικά κέντρα που πρώτη δημιούργησε, η ιδεολογία του μπλακ-μπλοκ προσπαθεί τώρα να τα εγκαθιδρύσει με το ζόρι. Το εξαιρετικά εχθρικό νομικό καθεστώς και η υπεβολική στρατιωτική ισχύς του κράτους, μετατρέπει την κατάληψη ενός κτιρίου σε ένα πλαίσιο οδομαχίας. Και σε ορισμένο βαθμό, είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς πέρα από την επιτελεστική λειτουργία της ανασύστασης ενός κοινωνικού χώρου, που μοιάζει να είναι σκοπός καθαυτός, την ίδια την πραγματική κατασκευή του κέντρου. Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστέψουμε ότι ένα κοινωνικό κέντρο μπορεί να συγκροτηθεί στο πλαίσιο των συγκρούσεων στον δρόμο. Οι ένοπλοι Αυτόνομοι ποτέ δεν δημιούργησαν τα κατηλειμμένα κέντρα· ήταν το αρχιπέλαγος των αυτόνομων χώρων που δημιούργησαν τους ένοπλους Αυτόνομους. Και η πρόσφατη εμπειρία υποδεικνύει ότι στο πλαίσιο του αναπτυγμένου νεοφιλελευθερισμού, τα κοινωνικά κέντρα δεν θα είναι πιθανόν η μορφή που θα πάρει σήμερα η οργανωμένη αυτόνομη προλεταριακή δραστηριότητα.

Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια φιλελεύθερη ιδεολογία του παρόντος· στη δεύτερη μια κομμουνιστική ιδεολογία του παρελθόντος. Η μια έχει δανείσει μερικά από το πιο μαχητικά, ενεργητικά και αφοσιωμένα στοιχεία του κινήματος στον ακούσιο ρεφορμισμό· η άλλη έχει δανείσει αυτά τα στοιχεία στην εκπλήρωση οδηγιών που έχουν μεταβιβαστεί από ένα παρελθόν που δεν υπάρχει πλέον.

Ούτε ένας φιλελευθερισμός του παρόντος ούτε ένας κομμουνισμός του παρελθόντος αρκούν σήμερα. Το μόνο πράγμα που αναζητούμε είναι μια κομμουνιστική στρατηγική του παρόντος. Το καθήκον μας είναι να προσπαθήσουμε να θέσουμε τα θεμέλια για μια οργάνωση της αυτόνομης προλεταριακής δραστηριότητας, σε μια μορφή που να είναι ιστορικά κατάλληλη. Σημαίνει να επαναεφεύρουμε τα “σοβιέτ” της εποχής μας, όπως έκαναν οι αυτόνομοι στη δική τους· να ανακαλύψουμε μέσα από μια διαδικασία συλλογικού πειραματισμού μια μορφή πάλης που θα συντονίζεται με την σύνθεση της τάξης μας, που θα συνδέει μεταξύ τους τα διάφορα στρώματα αυτής της τάξης και θα ανασυνθέτει αυτό το ετερόκλητο σώμα σε ένα ανταγωνιστικό υποκείμενο. Μόνο τότε θα είμαστε ικανοί να καθορίσουμε τη θέση, στους αγώνες μας, της τακτικής της μαχητικής σύγκρουσης με οδομαχίες. Χωρίς αυτό, χωρίς μια συνεκτική κομμουνιστική στρατηγική, το μόνο που έχουμε είναι ένα ζόμπι, που κυνηγά την ίδια του την σκιά.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://viewpointmag.com/2012/02/12/on-the-black-bloc/.

2 Στμ. Αναφορά στην γενική απεργία που οργανώθηκε στις 2 Νοεμβρίου στο Όκλαντ στο πλαίσιο του Occupy Oakland. Δες πχ.: https://en.wikipedia.org/wiki/2011_Oakland_general_strike.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο inner city. Μεταφράζουμε προβληματικό γιατί ο αγγλικός όρος αναφέρεται ιδαίτερα στο κέντρο της πόλης που σχετίζεται με κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.

4 Στμ. Η ιταλική λέξη “tute” σημαίνει “κουστούμι” αλλά και με την έννοια της στολής εργασίας· η αγγλική απόδοσή της “overalls” σημαίνει “φόρμα”, όπου φόρμα είναι βέβαια η κλασσική εργατική φόρμα/παντελόνι εργασίας (αλλιώς “σαλοπέτα”). Χρησιμοποιούμε λοιπόν την απόδοση “κουστούμια” αλλά με την έννοια της στολής εργασία ς.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο “came into its own”.

6 Στμ. Προφανώς αναφέρεται στην 2η εισβολή στο Ιράκ το 2003.

7 Στμ. Στο πρωτότυπο “floating”.

Back in Black

 (ή η επιστροφή του μπλακ-μπλοκ)

του Salar Mohandesi1

Τέλος, και το σημαντικότερο, αν πρόκειται να δουλέψει αυτή η επανένωση, χρειαζόμαστε μια στρατηγική. Άλλωστε, το μπλακ-μπλοκ αντιπροσωπεύει μόνο μια τακτική. Αν και η προεδρία του Τραμπ έχει δημιουργήσει μια καινούρια ανάγκη για μαχητική αντιπαράθεση, τα γενικότερα στρατηγικά ζητήματα, που θα δώσουν σε μια τέτοια τακτική νόημα, παραμένουν ανοιχτά. Πώς μπορούμε να συναρθρώσουμε αποκλίνουσες κοινωνικές δυνάμεις σε μια σταθερή πολιτική ενότητα που θα σέβεται τις διαφορετικές ανάγκες, συμφέροντα και επιθυμίες; Ποιες μορφές οργανωμένης αυτο-δραστηριότητας θα συντονιστούν με την συγκεκριμένη σύνθεση της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ; Με ποιον τρόπο μπορεί η αντίσταση ενάντια στον Τραμπ να μετασχηματιστεί σε ένα θετικό κίνημα για την ριζική κοινωνική αλλαγή, πέρα από τον καπιταλισμό και το κράτος; Μόνο σκεπτόμενοι μέσα από αυτά τα στρατηγικά ερωτήματα μπορούμε πραγματικά να καθορίσουμε την θέση του μπλακ-μπλοκ, και όχι το αντίστροφο.

Στμ. Ένα καταπληκτικό άρθρο των συντρόφων από τις ΗΠΑ για τις επιθετικές και μη-επιθετικές πτυχές των αγώνων και τα τακτικά και στρατηγικά ερωτήματα της συνάρθρωσής τους για το επαναστατικό, ανταγωνιστικό κίνημα στη σημερινή συγκυρία. Εξαιρετική συμβολή σε μια κατανόηση των χαρακτηριστικών του ανταγωνιστικού κινήματος και στη χώρα μας, ιδιαίτερα σε σχέση με τις διαρκώς συζητούμενες πτυχές της κόπωσης, της υποχώρησης, της ενσωμάτωσης των εγχειρημάτων και την προσπάθεια μιας ουσιαστικής συζήτησης στα ζητήματα τακτικής και στρατηγικής. To προγενέστερο – και εκτενέστερο για το μπλακ-μπλοκ (δημισιευμένο μάλιστα στις 12 Φλεβάρη του 2012), άρθρο “Back in Black“, του ίδιου συγγραφέα, αποτελεί με μια έννοια προαπαιτούμενο για την κατανόηση του παρόντος άρθρου.

Στις 3 Μαΐου του 1969, αρκετές εκατοντάδες ριζοσπάστες φοιτητές καρφώνανε με το βλέμμα τους μια ομάδα φασιστών έξω από τη Σορβόνη, στο Παρίσι. Την προηγούμενη μέρα, η νεοφασιστική ομάδα Occident είχε κάψει τα γραφεία μιας αριστερίστικης φοιτητικής οργάνωσης, αφήνοντας το “επισκεπτήριό” της, τον κέλτικο σταυρό. Σε απάντηση, ριζοσπάστες φοιτητές κάλεσαν σε διαδήλωση ενάντια στον “φασισμό και τον τρόμο”, όντας αποφασισμένοι για μάχη.

Συρράξεις ανάμεσα σε ριζοσπάστες και φασίστες είχαν γίνει ένα αρκετά κοινό γνώρισμα της παρισινής πολιτικής ζωής από την εποχή του πολέμου της Αλγερίας, όταν οι φασίστες στραφήκανε στην τρομοκρατία, τις δολοφονίες και τις βομβιστικές επιθέσεις σε μια ύστατη προσπάθεια να αποτρέψουν την ανεξαρτησία της Αλγερίας, να συντρίψουν την αριστερά και να καταλάβουν την κρατική εξουσία. Μετά τον πόλεμο, παραστρατιωτικές ομάδες, όπως η Occident, συνέχισαν να διεξάγουν τον πόλεμο εναντίον της αριστεράς. Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί ριζοσπάστες φοιτητές ξεκίνησαν την πολιτική τους εκπαίδευση στην οργάνωση του αντιφασισμού, όπου έμαθαν πώς να μάχονται τους φασίστες στους δρόμους, να έρχονται αντιμέτωποι με την αστυνομία, να οργανώνουν γρήγορες, επιθετικές δράσεις. Όπως εξήγησε ένας ριζοσπάστης: “Ήμουν αντιφασίστας. Αυτός ήταν ο τρόπος που κοινωνικοποιήθηκα. Άλλοι ασκούνταν στην διαλεκτική – εγώ εξασκούμουν στο γκλομπ ”2.

Οι ομάδες της ριζοσπαστικής νεολαίας της δεκαετίας του 1960 εξελίχθηκαν σε παραστρατιωτικές πτέρυγες γνωστές ως Service d’Ordre (SO), Ομάδες Τάξης. Όπως υποδεικνύει και το όνομά τους, οι SO ανέλαβαν την ευθύνη της διατήρησης της γενικότερης τάξης. Δρούσαν σαν “σερίφηδες3” στις διαδηλώσεις, προστάτευαν τις πορείες και τις συναντήσεις από επιδρομές, υπερασπίζονταν τα μοιράσματα εφημερίδων από φασιστικές επιθέσεις, και αργότερα χειρίζονταν και την ασφάλεια στις καταλήψεις. Αλλά οι SO έπαιζαν και έναν επιθετικό ρόλο, διακόπτοντας τις διαλέξεις στη διάρκεια φοιτητικών απεργιών, εισβάλλοντας σε φασιστικές συγκεντρώσεις και αντιμετωπίζοντας την αστυνομία στη διάρκεια διαδηλώσεων. Για όσους ήταν στο κίνημα, δεν υπήρχε αντίφαση ανάμεσα σε αυτές τις λειτουργίες, όσο οι SO απαντούσαν στον γενικότερο αγώνα.

Εκείνη την Παρασκευή και οι δυο πλευρές ήρθαν προετοιμασμένες. Όταν οι αλήτες της Occident βάδισαν προς το Πανεπιστήμιο, φορώντας κράνη, με παλούκια και καπνογόνα, οι φοιτητές έβαλαν τα κράνη τους και έσπασαν έπιπλα για να φτιάξουν αυτοσχέδια όπλα για την αναπόφευκτη μάχη σώμα με σώμα. Πανικοβλημένος, ο πρύτανης κάλεσε την αστυνομία, που έκανε τα πράγματα χειρότερα επιτιθέμενη στην διαδήλωση και κάνοντας συλλήψεις αδιάκριτα. Οι φοιτητές απάντησαν γρήγορα, περικυκλώνοντας τα βανάκια της αστυνομίας, ξηλώνοντας τα λιθόστρωτα και πετώντας πέτρες στους μπάτσους.

Εκείνη την ημέρα έγιναν 574 συλλήψεις. Οι φοιτητές σε ολόκληρο το Παρίσι ριζοσπαστικοποιήθηκαν από τη βίαιη καταστολή και βγήκαν στους δρόμους απαιτώντας την απελευθέρωση των συντρόφων τους. Οι διαμαρτυρίες κλιμακώθηκαν μια βδομάδα αργότερα, στις 10 Μαΐου, όταν ριζοσπάστες νεολαίοι, καθοδηγούμενοι από τις σκληραγωγημένες στις μάχες SO, συγκρούστηκαν το βράδυ με την αστυνομία. Οι φοιτητές έκοψαν δέντρα και αναποδογύρισαν αυτοκίνητα ώστε να στήσουν οδοφράγματα, τέντωσαν καλώδια κατά πλάτος των δρόμων και κύλησαν αυτοκίνητα στις γραμμές της αστυνομίας, άναψαν φωτιές για να ανακόψουν την προώθηση των μπάτσων και εξαπέλυσαν ομοβροντίες από πέτρες. Όταν οι καπνοί των δακρυγόνων τελικά καθάρισαν, 200 αυτοκίνητα κείτονταν κατεστραμμένα, τουλάχιστον 400 άτομα είχαν τραυματιστεί και πάνω από 500 άτομα συνελήφθησαν.

Είναι αξιοσημείωτο ότι παρά τους βανδαλισμούς, τη βία και την καταστροφή ιδιοκτησιών, οι δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι το 80% των κατοίκων του Παρισιού υποστήριζαν την νεολαία. Για την ακρίβεια, οι κάτοικοι του Καρτιέ Λατέν, προμήθευσαν τους διαδηλωτές με φαγητό, νερό, υλικά για τα οδοφράγματα, και καταφύγιο από την αστυνομία. Στις 13 Μαΐου τα συνδικάτα κάλεσαν σε απεργία. Φοιτητές κατέλαβαν το Πανεπιστήμιο, εργάτες στα εργοστάσια τους ακολούθησαν γρήγορα και μέχρι το τέλος του μήνα σχεδόν εννιά εκαταμμύρια εργάτες απεργούσαν. Καθώς η ζωή στην πρωτεύουσα είχε καθηλωθεί, ο πρόεδρος Ντε Γκωλ έφυγε από τη χώρα για να διαβουλευτεί με τον στρατό. Αν και ο Ντε Γκωλ ανέκτησε γρήγορα τον έλεγχο, τα γεγονότα του Μάη αναστάτωσαν εκ βάθρων τη γαλλική κοινωνία. Τα εργοστάσια έγιναν μη διοικήσιμα για περισσότερο από μια δεκαετία, πολύμορφα κοινωνικά κινήματα πολλαπλασιάστηκαν σε ολόκληρη τη χώρα και ο ίδιος ο Ντε Γκωλ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την προεδρία το 1969.

Είναι καταπληκτικό, λοιπόν, να βλέπει κανείς την αντίδραση της φιλελεύθερης διανόησης στην επιστροφή του μπλακμπλοκ σήμερα. Μερικοί κριτικοί, όπως η Erica Chenoweth, ισχυρίζονται ότι η “ιστορία” αποδεικνύει, υποτίθεται, πως οι “τακτικές του μπλακ-μπλοκ” είναι αναποτελεσματικές. Καταρχάς, εξηγήσεις σαν αυτές συνταυτίζουν, λαθεμένα, την μαχητική σύγκρουση στον δρόμο με τον ένοπλο αγώνα ενάντια σε δικτατορίες, αναπαριστώντας λανθασμένα το μπλακ-μπλοκ ως μια πολιτοφυλακή ή αντάρτικη δύναμη, μάλλον, παρά ως μια συγκεκριμένη τακτική. Ακόμα χειρότερα, είναι ιστορικά ανακριβείς. Ελάχιστοι ιστορικοί αμφισβητούν ότι οι μαχητικές συγκρούσεις στον δρόμο έπαιξαν έναν καθοριστικό, καταλυτικό ρόλο στη Γαλλία της δεκαετίας του 1960. Υπάρχει, επίσης, συμφωνία ότι η τακτική αυτή αποδείχτηκε αποτελεσματική και σε πολλούς άλλους αγώνες – ως παράδειγμα, το οποίο αφορά τις ίδιες τις ΗΠΑ, θεωρήστε την εξέγερση του Detroit το 1967. Οι ταραχές όχι μόνο δεν οδήγησαν στο χάος αλλά, στην πραγματικότητα, γέννησαν μακροχρόνιες και ανθεκτικές οργανώσεις όπως η “Λίγκα των Επαναστατών Μαύρων Εργατών” (League of Revolutionary Black Workers4).

Αλλά ας μην κάνουμε το αντίθετο λάθος από την Chenoweth. Το παράδειγμα του Μάη του 1968 δεν υποδεικνύει ότι οι συγκρούσεις στον δρόμο θα φτάσουν, αυτομάτως, να προκαλέσουν μαζικά κινήματα του τύπου που αναποδογύρισαν ριζικά την γαλλική κοινωνία τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Οι συγκρουσιακές τακτικές της ριζοσπαστικής νεολαίας πριν και στη διάρκεια του Μάη του 1968 πυροδότησαν μια εξαιρετικά εύφλεκτη συγκυρία και η ακριβής ακολουθία των γεγονότων του Μάη δεν μπορεί να επαναληφθεί ποτέ ξανά.

Συνεπώς, η “ιστορία” δεν μας παρέχει μοντέλα που θα πρέπει να αποφύγουμε ή να ακολουθήσουμε μηχανικά. Αν η ιστορία των μαχητικών συγκρούσεων μάς δείχνει κάτι, είναι ότι οι τακτικές του μπλακ-μπλοκ μπορούν να δουλέψουν σε κάποιες περιπτώσεις και σε κάποιες άλλες όχι: η αποτελεσματικότητα εξαρτάται από την συγκεκριμένη συγκυρία. Επικλήσεις του όμορφου παρελθόντος μπορεί να ρίξουν φως σε μια εποχή στην οποία κάτι, όπως το μπλακ-μπλοκ, έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στα κοινωνικά κινήματα αλλά δεν μπορούν να μας πουν τίποτα για το αν το μπλακ-μπλοκ είναι κατάλληλο σήμερα. Μόνο μια συγκεκριμένη ανάλυση μιας συγκεκριμένης κατάστασης μπορεί να προσδιορίσει ποιον ρόλο, αν οποιονδήποτε, μπορεί να παίξει το μπλακ-μπλοκ στα σημερινά κινήματα. Αν και αρκετοί έχουν δικαιολογημένα αμφισβητήσει συνολικά την αποτελεσματικότητα του μπλοκ την τελευταία περίπου δεκαετία, σήμερα βρισκόμαστε σε μιαν αντικειμενικά διαφορετική ιστορική συγκυρία, η οποία θα μπορουσε να μας αναγκάσει να ξανασκεφτούμε τον δυνητικό ρόλο του μπλακ-μπλοκ.

Nέα Συγκυρία

Όπως έχω επιχειρηματολογήσει αλλού, το μπλακ-μπλοκ αντιπροσώπευε μια συγκεκριμένη τακτική που κάποτε απολάμβανε μια πολύτιμη θέση στην στρατηγική ενός συγκεκριμένου αστερισμού κινημάτων. Αλλά στη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990 τα κινήματα αυτά κατέρρευσαν, η καταστολή εκτοξεύθηκε και οι ριζοσπαστικοί χώροι αναδομήθηκαν, υπονομεύοντας τις κοινωνικές βάσεις που γείωναν τις τακτικές του μπλακ-μπλοκ. Το μπλοκ κατάφερε να επιβιώσει σαν ένα είδος μιας “αιωρούμενης τακτικής”, αλλά αυτή η επιβίωση είχε ένα κόστος. Χωρίς μια ευρύτερη τακτική, οι “παρτιζάνοι” του μπλοκ βρέθηκαν αναγκασμένοι να αναπαράγουν διαρκώς αυτή την μοναδική τακτική, με την ελπίδα ότι θα ξαναζωντάνευαν αυθόρμητα την στρατηγική που κάποτε της έδινε νόημα, παγιδευόμενοι έτσι σε μια ατέρμονη απειρία θεαματικών δράσεων. Διαχωρισμένοι από τα συλλογικά όργανα, τα μέλη του έτειναν να υιοθετούν μια διακριτή πολιτισμική ταυτότητα, μερικές φορές σε ευθεία αντίθεση με τα κινήματα. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, μερικοί μαχητές του μπλακ-μπλοκ χλεύαζαν άλλους διαδηλωτές επειδή προσπαθούσαν να τους συγκρατήσουν, ενώ λιγότερο συγκρουσιακοί ακτιβιστές αποκήρυσσαν το μπλοκ για ανεύθυνο τυχωδιοκτισμό. Είναι από αυτή την περίοδο που χρονολογείται η φήμη του μπλοκ.

Αλλά η αυγή της διακυβέρνησης του Τραμπ έχει αλλάξει το παιχνίδι. Εξαπολύοντας μια τεράστια επίθεση σε όλα τα κομμάτια της εργατικής τάξης, η προεδρία του έχει εγείρει ζητήματα σχετικά με την γενική και την προσωπική ασφάλεια και τη σωματική ακεραιότητα. Η μονομερής επιβολή από τον Τραμπ ρατσιστικών μεταναστατευτικών πολιτικών έχει ήδη προκαλέσει σύγχυση στις ζωές των μεταναστών. Μελλοντικές ενέργειες θα θέσουν σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο τη ζωή των μεταναστών χωρίς χαρτιά. Αν περάσει, σε πανεθνικό επίπεδο, ο νόμος των Ρεπουμπλικάνων για το δικαίωμα στην εργασία, θα μπορούσε να προκαλέσει πλήγμα5 στα συνδικάτα, αφήνοντας αμέτρητους Αμερικανούς εργάτες σε ακόμα πιο ευάλλωτη θέση, από αυτήν που βρίσκονται σήμερα. Εν τω μεταξύ, η επέλαση του Τραμπ κατά της “μεταρρύθμισης στην υγεία” θα μπορούσε να αφήσει 20 εκατομμύρια Αμερικανούς ανασφάλιστους, προκαλώντας δυνητικά 43.956 θανάτους τον χρόνο. Τα εγκλήματα μίσους έχουν ήδη εκτοξευθεί, καθώς αποθρασσυμένοι φασίστες ζωγραφίζουν σβάστικες σε πόλεις σε ολόκληρη τη χώρα, στέλνους θανάσιμες απειλές σε συναγωγές και τζαμιά, και παρενοχλούν λεκτικά και σωματικά μειονότητες. Μόλις πριν από δυο βδομάδες ένας υποστηρικτής του Τραμπ πυροβόλησε έναν διαμαρτυρόμενο διαδηλωτή σε εκδήλωση του Milo Yiannopoulos στο Seattle – το δικαίωμα του θύματος στην ελευθερία του λόγου δεν έτυχε καμμιάς άμυνας από τους φιλελεύθερους υπερασπιστές των πολιτικών δικαιωμάτων σε αντίθεση με αυτήν που επιφυλάχθηκε στον Richard Spencer, για μια μη-θανάσιμη μπουνιά που δέχτηκε. Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να ξανασκεφτούμε τον ρόλο που η μαχητική αντιπαράθεση, και η αυτοάμυνα, μπορούν να παίξουν στην προστασία των συλλογικών κινημάτων.

Υπάρχουν, επίσης, ενδείξεις ότι η ιδέα της σύγκρουσης κερδίζει ευρύτερη αποδοχή. Πολλοί από τους διοργανωτές που δεν είχαν προηγουμένως υιοθετήσει τις τακτικές του μπλακ-μπλοκ γίνονται όλο και περισσότερο δεκτικοί, και σε κάποια μέρη επιδιώκουν συμμαχίες με αυτούς που τις χρησιμοποιούν. Παρά την διαφωνίες που συνοδεύουν τα γεγονότα, φαίνεται ότι αρκετοί φοιτητές στο Berkeley υποστήριξαν τις μαχητικές ενέργειες που απέτρεψαν τον Milo Yiannopoulos να μιλήσει εκεί, ομιλία στην οποία σκόπευε να ξεκινήσει μια καμπάνια εναντίον των “πανεπιστημιουπόλων-ασύλων”6, και πιθανόν να είχε σχεδιάσει να αποκαλύψει τα ονόματα φοιτητών χωρίς χαρτιά. “Η πανεπιστημιούπολή μου δεν έκανε τίποτα για να σταθεί ανάμεσα στην κοινότητά μας, όσων δεν έχουμε χαρτιά, και τα μισητά χέρια των ριζοσπαστικοποιημένων λευκών αντρών – οι Αντίφα το έκαναν”, έγραψε ένας φοιτητής χωρίς χαρτιά για τα γεγονότα με τον Milo. “Μια ειρηνική διαμαρτυρία δεν επρόκειτο να ακυρώσει αυτή την εκδήλωση, όπως δεν το έκαναν οι πολυάριθμες επιστολές από το Τμήμα, το προσωπικό, βετεράνους του Κινήματος Ελευθερίας του Λόγου (Free Speech Movement) ακόμα και τους δωρητές. Μόνο η καταστροφή των τζαμαριών και οι βολές των φωτοβολίδων το έκαναν”.

Υπάρχει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για το μπλακ-μπλοκ ακόμα στην κυρίαρχη κοινή γνώμη. Μέσα σε ώρες, το βίντεο με τον Richard Spencer να δέχεται μια μπουνιά στο πρόσωπο είχε σχεδόν ένα εκατομμύριο επισκέψεις, και επενδύθηκε με μουσική υπόκρουση από το “Born in the U.S.A.” μέχρι το “The Boys Are Back in Town”. Το μπλακ-μπλοκ κουβεντιάζεται τώρα στο μεσημεριανό, προβάλλεται στην καλωδιακή και σχολιάζεται στα πρωτοσέλιδα των New York Times, προκαλώντας μερικούς φιλελεύθερους της μόδας όπως η Sarah Silverman να ξανασκεφτούν τι προκείμενές τους. Αυτή η αλλαγή αντίληψης είναι, πιθανόν, και αντανάκλαση της ριζοσπαστικοποίησης της πολιτικής κατάστασης. Κινητοποιούμενοι από τον Τραμπ, εκαταντάδες χιλιάδες Αμερικανών, που δεν είχαν συμμετάσχει σε μια διαδήλωση ποτέ πριν από αυτές τις εκλογές, θυσιάζουν τώρα τον ελεύθερο χρόνο τους για πολιτικές συναντήσεις, για να πορευτούν ενάντια στην κυκλοφορία, να κλείσουν αεροδρόμια, να εκπαιδευτούν σαν διοργανωτές, ακόμα και να σκέφτονται την πιθανότητα μιας γενικής απεργίας. Πολλοί φθάνουν να αισθάνονται ότι η βία μιας σπασμένης τζαμαρίας ωχριά σε σύγκριση με την βία της διακυβέρνησης του Τραμπ. Στην πραγματικότητα, είναι ακριβώς αυτή η απρόσμενη ανοιχτότητα στις τακτικές του μπλακ-μπλοκ που έφερε τους κριτικούς σε μια τέτοια κατάσταση παραληρήματος.

Την ίδια στιγμή, οι μαχητές του μπλακ-μπλοκ αναγνωρίζουν την ανάγκη να βρουν τρόπους για να ενσωματώσουν οργανικά την σύγκρουση στον δρόμο μέσα σε ένα ολόκληρο οικοσύστημα αγώνων. Μην ξεχνάμε ότι στο Berkley, οι δράσεις του μπλοκ ήταν μόνο μια πτυχή μιας ευρύτερης καμπάνιας που περιελάμβανε την δημοσίευση άρθρων γνώμης, την αγορά εισιτηρίων [της εκδήλωσης του Milo Yiannopoulos], δουλειά μαζί με το Τμήμα για να πιεστεί η διοίκηση του Πανεπιστημίου να ακυρώσει την εκδήλωση, οργάνωση μέσω της UAW, απεύθυνση στους τοπικούς πολιτικούς και σε διάφορες κοινότητες της περιοχής, και την διοργάνωση δημόσιων συναντήσεων.

Οι μαχητές του μπλακ-μπλοκ με τους οποίους μίλησα σε πρόσφατες διαδηλώσεις στην Φιλαδέλφεια, τόνιζαν τη σπουδαιότητα της δουλειάς μαζί και όχι ενάντια στις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις. Αυτό σημαίνει τον μετασχηματισμό του μπλοκ από μια ταυτότητα σε μια εντεταγμένη τακτική. Ο δρόμος προς τα μπροστά είναι, λοιπόν, να εμπλουτιστεί δημιουργικά η σύγκρουση στον δρόμο όχι μόνο με ένα ευρύτερο φάσμα τακτικών αλλά με ευρύτερα μαζικά κινήματα, που σημαίνει πιθανόν ότι θα βάλλουν το μπλοκ σε ένα φάσμα χρήσεων, όπως έκαναν οι Γάλλοι ριζοσπάστες την δεκαετία του 1960 με την service d’ordre.

Στην διάρκεια της ορκωμοσίας του Τραμπ, οι τακτικές του μπλακ-μπλοκ βοήθησαν τους ακτιβιστές του κινήματος Black Lives Matter να κλείσουν ένα σημείο ελέγχου και να κυνηγήσουν κάποιους νεοναζί. Τι άλλες χρήσεις μπορεί να εξυπηρετήσει το μπλοκ σήμερα; Το κλείσιμο αεροδρομίων; Την προστασία κλινικών έκτρωσης; Το σταμάτημα επιδρομών απελάσεων; Την άμυνα αυτοοργανωμένων προγραμμάτων επιβίωσης που θα αναπτύξουμε στα επόμενα χρόνια;

Προκλήσεις

Το ερώτημα, λοιπόν, είναι κατά πόσον η προεδρία του Τραμπ έχει δημιουργήσει τις συνθήκες για την αποκατάσταση του μπλακ-μπλοκ στην ιστορική του λειτουργία ως ενός αναπόσπαστου στοιχείου των μαζικών αγώνων αντί ως μιας “αιωρούμενης” τακτικής. Φαίνεται ότι η δυνατότητα υπάρχει, αλλά η εδραίωση αυτής της “συνάντησης” θα αντιμετωπίσει αναμφίβολα πολλές προκλήσεις.

Πρώτα απ’ όλα υπάρχει η υποκρισία της αμερικανικής παραδοσιακής αντίληψης σχετικά με την βία. Στη διάρκεια του Μάη του 1968, ο κόσμος του Παρισιού ελάχιστα σκεφτόταν τις δεκάδες αυτοκίνητα που κάηκαν. Η αστυνομία, την οποία η πλειοψηφία δεν σεβόταν καθόλου, είχε ξεκάθαρα άδικο. Αντίθετα, αν και είναι ξεκάθαρο ότι χιλιάδες Αμερικανών είναι στο σημείο να ξανασκεφτούν την μαχητική σύγκρουση στον δρόμο, η ιδεολογία της τάξης και του νόμου παραμένει ισχυρή. Ακόμα και μεταξύ αυτών που αντιτίθενται στον Τραμπ, η αθωότητα της αστυνομίας θεωρείται δεδομένη ενώ τα θύματά της θεωρούνται από πριν ένοχα. Για να βρει το μπλακ-μπλοκ μια σταθερή θέση στα σημερινά κινήματα, θα πρέπει να αλλάξει αυτός ο ιδεολογικός σεβασμός στις αρχές του νόμου.

Αυτό δεν σημαίνει σε καμμιά περίπτωση ότι λέμε, όπως κάνουν οι φιλελεύθεροι, πως αυτή η στάση είναι τόσο βαθιά ριζωμένη ώστε να σηκώσουμε ψηλά τα χέρια και να αστυνομεύουμε τα κινήματά μας, για να έχουν απήχηση στις φιλελεύθερες ευαισθησίες. Αν υπάρχει ένα πράγμα που έχουμε μάθει αυτόν τον τελευταίο χρόνο, είναι ότι οι απόψεις των ανθρώπων μπορούν να αλλάξουν ραγδαία. Μπορούμε να περιμένουμε ότι ο Τραμπ θα κάνει ένα μέρος αυτής της δουλειάς για μας. Αλλά μπορούμε επίσης να προσπαθήσουμε να εξαπολύσουμε μια εντατική καμπάνια πολιτικής διαπαιδαγώγησης, ιδιαίτερα στις μαζικές διαδηλώσεις που συγκεντρώνουν δεκάδες χιλιάδες άτομα κάθε βδομάδα, που θα επιμένει ότι προσεγγίζουμε την σύγκρουση όχι μέσω ηθικολογικών κρίσεων αλλά μέσω μιας τακτικής θεώρησης.

Δεύτερον, υπάρχει η πρόκληση της τυποποίησης (φορμαλισμού) της σύνδεσης ανάμεσα στο μπλακ-μπλοκ και στους άλλους αγώνες. Για να είναι αποτελεσματικό, το μπλακ-μπλοκ απαιτεί έναν συγκεκριμένο βαθμό αυτονομίας, ιδιαίτερα με δεδομένους τους νομικούς κινδύνους της σύγκρουσης. Από την άλλη πλευρά, το μπλακ-μπλοκ, αν πρόκειται να ενισχύσει τα κινήματα αντί να εργάζεται για ανταγωνιστικούς σκοπούς, θα πρέπει να είναι διαφανές και να “δίνει λογαριασμό”. Στο παρελθόν, αυτή η ισορροπία επιτυγχανόταν μέσω μιας τυπικής οργανωτικής ενότητας. Η service d’ordre, για παράδειγμα, υπήρχε εντός, και έπαιρνε γενικές κατευθύνσεις, από μια μεγαλύτερη οργάνωση. Με τον τρόπο αυτό, όσοι εμπλέκονταν σε τακτικές του μπλοκ και όσοι εμπλέκονταν σε άλλες δράσεις, μπορούσαν να συντονίζουν τις προσπάθειές τους για να πετυχαίνουν την μέγιστη αποτελεσματικότητα. Για να κάνουμε την σύνδεση να δουλέψει σήμερα, θα πρέπει να βρούμε τρόπους να αναδημιουργήσουμε αυτή την “τυποποιημένη” σχέση, που σημαίνει να βρούμε νέες μορφές ενότητας και να οικοδομήσουμε συλλογικές οργανώσεις. Στην πραγματικότητα, στο σημερινό πλαίσιο, το ίδιο το ερώτημα της ενότητας έχει πολύ λίγο νόημα χωρίς την οργάνωση.

Τέλος, και το σημαντικότερο, αν πρόκειται να δουλέψει αυτή η επανένωση, χρειαζόμαστε μια στρατηγική. Άλλωστε, το μπλακ-μπλοκ αντιπροσωπεύει μόνο μια τακτική. Αν και η προεδρία του Τραμπ έχει δημιουργήσει μια καινούρια ανάγκη για μαχητική αντιπαράθεση, τα γενικότερα στρατηγικά ζητήματα, που θα δώσουν σε μια τέτοια τακτική νόημα, παραμένουν ανοιχτά. Πώς μπορούμε να συναρθρώσουμε αποκλίνουσες κοινωνικές δυνάμεις σε μια σταθερή πολιτική ενότητα που θα σέβεται τις διαφορετικές ανάγκες, συμφέροντα και επιθυμίες; Ποιες μορφές οργανωμένης αυτο-δραστηριότητας θα συντονιστούν με την συγκεκριμένη σύνθεση της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ; Με ποιον τρόπο μπορεί η αντίσταση ενάντια στον Τραμπ να μετασχηματιστεί σε ένα θετικό κίνημα για την ριζική κοινωνική αλλαγή, πέρα από τον καπιταλισμό και το κράτος; Μόνο σκεπτόμενοι μέσα από αυτά τα στρατηγικά ερωτήματα μπορούμε πραγματικά να καθορίσουμε την θέση του μπλακ-μπλοκ, και όχι το αντίστροφο.

Διευρύνοντας τους Ορίζοντές μας

Στις 7 Μαΐου του 1968, μέλη της UJCml, μιας από τις ριζοσπαστικές φοιτητικές οργανώσεις της εποχής, συναντήθηκαν στην École Νormale Supérieure για να συζητήσουν για την φοιτητική εξέγερση. Ο Robert Linhart, ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της ομάδας, θεωρούσε ότι η όλη υπόθεση ήταν ένα “κόλπο”. Προσδεμένος σε έναν χονδροειδή εργατισμό, ο Linhart επιχειρηματολόγησε ότι οι εξεγερμένοι φοιτητές δεν θα μπορούσαν πιθανά να καθοδηγήσουν την επανάσταση. Στην πραγματικότητα, οι παιδαριώδεις συγκρούσεις στον δρόμο δεν ήταν απλά μόνο ένας αποπροσανατολισμός αλλά εξυπηρετούσε άμεσα τα σχέδια της αστικής τάξης κρατώντας τους φοιτητές παγιδευμένους στο Quartier Latin, μακριά από τους εργάτες. Όπως εξηγούσε άλλωστε το φυλλάδιό τους, “Και τώρα στα Εργοστάσια!”, όλοι θα έπρεπε να “αφήσουμε τις αστικές συνοικίες όπου δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε”, και “να πάμε στα εργοστάσια και τις λαϊκές γειτονιές για να ενωθούμε με τους εργάτες”, την μοναδική τάξη που μπορεί να κάνει την επανάσταση.

Όμως η εντολή να αγνοήσουν τις φοιτητικές διαδηλώσεις δεν “καθόταν” και πολύ καλά στους ακτιβιστές της UJCml, που έβλεπαν το Quartier Latin να φλέγεται. Η γυναίκα του Linhart του είπε: “Robert, οι φοιτητές μάχονται εκεί έξω. Είναι ανόητο να καθόμαστε εδώ πέρα, πίσω από τις κλειστές πόρτες. Είναι ώρα να πάμε κι εμείς…Το προλεταριάτο θέλει να συμμετάσχει στις διαδηλώσεις και, ακολουθώντας το παράδειγμα των φοιτητών, να κατέβει σε απεργία!”. Όμως, ο Linhart, αρνήθηκε να κουνηθεί. Παγιδευμένη σε άκαμπτα μοντέλα, αρνούμενη να αξιολογήσει την καινοτομία της κατάστασης εκείνη τη στιγμή, η UJCml έχασε τις εναρκτήριες “σκηνές” του Μάη του 1968.

Σήμερα, βέβαια, δεν είναι 1968, ούτε πρόκειται να είναι ποτέ ξανά. Τα γεγονότα του Μάη δεν μας δίνουν ένα μοντέλο για να το ακολουθήσουμε. Αντίθετα, αποκαλύπτουν την ανάγκη να χειριστούμε τα μοντέλα και τις δεδομένες ιδέες με προσοχή, να παραμένουμε πολιτικά ευέλικτοι ενόψει μιας καινούριας και μη οικείας κατάστασης. Πραγματικά, αυτό είναι ένα μάθημα που έβγαλαν οι Γάλλοι αγωνιστές αφότου κόπασε η ενέργεια της ανατρεπτικής περιόδου. Πολλοί προσπάθησαν να διαμορφώσουν ένα ιστορικά επαρκές, αποτελεσματικό σύνολο πολιτικών πρακτικών, μέσα από έρευνα και “επιτροπές δράσης”, ώστε να στήσουν “μεταβιβαστές” μεταξύ των αγώνων των εργατών, των φοιτητών, των μεταναστών και του, ακόμα σημαντικού, γαλλικού αγροτικού πληθυσμού. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι είμαστε σε μια ριζικά διαφορετική και ιστορικά ασταθή συγκυρία. Οι “οδηγίες του παιχνιδιού” μπορούν να μας πάνε μέχρι εδώ. Πρέπει να αντλήσουμε έμπνευση από τους αγώνες τριγύρω μας, όποιες κι αν είναι οι αντιφάσεις τους, και να διευρύνουμε την φαντασία μας.

Ίσως να έχει παρέλθει η εποχή του μπλακ-μπλοκ, ίσως παραμένει εντελώς ανεπαρκές για την παρούσα συγκυρία. Μπορεί, όμως, και να συμβαίνει ότι μπορούμε να βρούμε τρόπους να επανενσωματώσουμε το μπλακ-μπλοκ στους σημερινούς αγώνες, τρόποι που τελικά θα δυναμώσουν τα κινήματά μας ακόμα περισσότερο. Δεν θα πάμε πουθενά παραδομένοι στην ανακλαστική, βασισμένη στον ηθικισμό, αποκήρυξη, σε αμφιβόλου αξίας εκκλήσεις στην αυθεντία της ιστορίας ή σε παγιωμένες ιδέες σχετικά με το πώς θα έπρεπε να μοιάζουν οι αγώνες, ενώ οι πραγματικοί αγώνες μαίνονται εκεί έξω. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε με μια συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης για να δούμε τι είδους πολιτικά πειράματα χρειαζόμαστε σήμερα, εξασφαλίζοντας ότι δεν θα χάσουμε τις δυνατότητες γεγονότων χωρίς προηγούμενο. Αντί να βγάζουμε συμπεράσματα πίσω από κλειστές πόρτες, θα πρέπει να βασίσουμε τη στρατηγική μας σε αυτό που συμβαίνει στους δρόμους.

1 Salar Mohandesi is an editor of Viewpoint and a doctoral candidate in History at the University of Pennsylvania.

2 Στμ. Στα γαλλικά: matraque.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: parade marshals.

4 Στμ.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: gut the unions.

6 Στμ. Στο πρωτότυπο: sanctuary campuses.

Ο Ντόναλντ Τραμπ, η αριστερά και η εργατική ψήφος

του AC από το περιοδικό Carbure1

Το προλεταριάτο δεν ανήκει ούτε στην αριστερά ούτε στην ριζοσπαστική αριστερά: το προλεταριάτο δεν είναι ένα πολιτικό υποκείμενο, είναι μια τάξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Με όλες τις άλλες τάξεις, έχει ανέβει στον τρέχοντα κύκλο του καπιταλισμού, που δεν φέρει πλέον οποιαδήποτε επαναστατική θετικότητα, που θα έκανε την επανάσταση να ρέει απλά από το γεγονός ότι το προλεταριάτο υπάρχει ήδη στο κεφάλαιο. Έχει παρέλθει η εποχή που το προλεταριάτο μπορούσε να σκεφθεί ένα μοναδικό βήμα με το οποίο θα μπορούσε να κατακτήσει την εξουσία και να γίνει η κυρίαρχη τάξη: αυτό που ο παρών κύκλος φέρνει είναι η κατάργηση των τάξεων και της κοινωνίας. Το προλεταριάτο, στην αντιφατική του σχέση προς το κεφάλαιο, είναι η τάξη που φέρει την αυτοκατάργησή του. Η επανάσταση δεν είναι ούτε μια επιλογή, ούτε εγγεγραμμένη στην φύση του, ούτε καθοδηγείται από μια ιστορική αναγκαιότητα υπέρβασης της ιστορίας. Μολοταύτα, δεν λείπει τίποτα από το προλεταριάτο για να κάνει την επανάσταση: είναι επαναστατικό μόνο έτσι όπως είναι, είτε μας αρέσει είτε όχι.

H εκλογή του Ντ. Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ, εκτός από τα ερωτήματα που θέτει σχετικά με τις αλλαγές στην αμερικανική πολιτική που είναι πιθανόν να προκαλέσει ή όχι, ξεσήκωσε στην διεθνή αριστερά μια διαμάχη της οποίας το κεντρικό ερώτημα μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Έχει ή όχι η αμερικανική εργατική τάξη ψηφίσει μαζικά υπέρ του Τραμπ; Ερώτημα κάτω από το οποίο κρύβεται αυτό εδώ: είναι η εργατική τάξη αντιδραστική;

Το ερώτημα αυτό μπορεί να απαντηθεί στα γρήγορα με μια εξέταση της εκλογικής στατιστικής: φυσικά και όχι, δεν ήταν η εργατική τάξη μόνο που εξέλεξε τον Τραμπ, ούτε καν ψήφισε μαζικά υπέρ του. Η εργατική τάξη παραμένει σε μεγάλο βαθμό η τάξη της αποχής. Αλλά αν και η εκλογή Τραμπ παραμένει στο μεγαλύτερο βαθμό αποτέλεσμα ενός κλασσικού ρεπουμπλικανικού εκλογικού σώματος, έχει, παρ’ όλα αυτά, έναν χαρακτηριστικό εργατικό “τόνο” στις πρώην βιομηχανικές πολιτείες στα βορειοανατολικά των ΗΠΑ, που σε συνδυασμό με την έλλειψη ενθουσιασμού για μια ψήφο υπέρ των Δημοκρατικών, έγειρε αναμφισβήτητα την πλάστιγγα σε όφελος του Τραμπ. Κι εδώ έγκειται το πρόβλημα: σε αυτό το ανεξίτηλο κατάλοιπο αυτής της αποφασιστικής παρουσίας της ψήφου των εργατών, που δεν ξεπερνιέται, που μοιάζει με μια ακαθαρσία σε αυτές τις εκλογές, που λεκιάζει.

Αυτό που δεν ισχύερι, ιδιαίτερα για ό,τι απομένει από την αριστερά και την άκρα αριστερά, είναι ότι “η” εργατική τάξη είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικά κατακερματισμένη. “Το” προλεταριάτο, είτε κατανοείται ως “η τάξη αυτών που παράγουν άμεσα υπεραξία” είτε ως “αυτοί που δεν έχουν τίποτα άλλο εκτός από τα χέρια τους για να ζήσουν”, δεν περιλαμβάνει μια ομοιογενή κοινωνική πραγματικότητα. Και αυτό δεν είναι τόσο ενδεικτικό μιας “δυσκολίας να οργανωθεί” ή “διαιρέσεων” που πρέπει να υπερβληθούν, αλλά είναι μια πραγματικότητα που σχετίζεται με αυτό που είναι δομικό στον καπιταλιστικό κόσμο.

Αυτός ο κατακερματισμός δεν είναι ουδέτερος, αρθρώνεται αναγκαστικά εντός των “στιγμών” του κεφαλαίου: εξαιτίας της υλικής πραγματικότητας της αμοιβαίας εμπλοκής του στον τρόπο παραγωγής, το “κλασσικό βιομηχανικό προλεταριάτο” (η “εργατική τάξη”) είναι μια ετερόφυλη πραγματικότητα, λευκή και αρσενική. “Όλες οι κατηγορίες του κεφαλαίου είναι έμφυλες” (ΤC2) και το προλεταριάτο είναι μια συνιστώσα αυτού του τρόπου παραγωγής. Για τον ίδιο λόγο, το προλεταριάτο δεν κάνει τίποτα σχετικά με την ιδέα του έθνους: δεν είναι αυθόρμητα διεθνιστικό, είναι στο ίδιο “πλοίο” με τους “δικούς” του εθνικούς καπιταλιστές στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και στη διαδικασία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης3.

Το αμερικανικό προλεταριάτο που ψήφισε υπέρ του Τραμπ είναι πάνω από όλα η παλιά βιομηχανική ζώνη, η περίφημη Σκουριασμένη Ζώνη4, παλιότερα γνωστή ως Βιομηχανική Ζώνη, και μοιάζει και στην ταξική της ύπαρξη σαν σκουριασμένη, ξεπερασμένη και χωρίς χρήση όπως αυτά τα εργοστάσια: χρεωκοπημένα εργοστάσια, χρεωκοπημένη τάξη. Το “αμερικάνικο Όνειρο” ήταν πράγματι ένα όνειρο, ένα ιδεολογικό παράγωγο, αλλά αυτό το όνειρο βασιζόταν σε πολύ υλικές κοινωνικο-οικονομικές πραγματικότητες: το ότι συνεχίζεται και σήμερα, όταν αυτές οι πραγματικότητες είναι ως επί το πλείστον ξεπερασμένες, του δίνει τη μορφή ενός εφιάλτη.

Αυτό που δημιούργησε την Βιομηχανική Ζώνη στην χρυσή της εποχή είναι η επέκταση του φορντιστικού μοντέλου. Αυτό που ενοποίησε την τάξη ήταν η συγκέντρωσή της στις βιομηχανικές πόλεις, αρθρωμένη υλικά γύρω από τα εργοστάσια και κοινωνικά συγκεντρωμένη γύρω από το φορντιστικό όνειρο: την δημιουργία, από την εργατική τάξη σφυρηλατημένης από την παγκόσμια κρίση του 1929, μιας σταθερής και ειρηνευμένης μεσαίας τάξης. Επιπρόσθετα από την κάθετη διαίρεση της εργασίας και την προτοτυποίηση που ήταν τα τεχνικά της μέσα, ο μοχλός αυτής της ενσωμάτωσης της εργασίας ήταν η συνάρθρωση ανάμεσα στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και την αξιοποίηση του κεφαλαίου: ιδανικά, οι εργάτες κατανάλωναν αυτά που παρήγαγαν. Η αξία της εργατικής δύναμης περιελάμβανε ταυτόχρονα μια αναπαραγωγή της και επιπρόσθετο κεφάλαιο, με λίγα λόγια, ήταν εμπλουτισμένη. Φυσικά, οι καπιταλιστές πλούτιζαν περισσότερο από τους άλλους, αλλά κάποιος πρέπει να διαχειρίζεται το σταθερό κεφάλαιο, και όπως πιστευόταν, η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αξίζει τον σοσιαλισμό από αυτή την άποψη. Αυτό το μοντέλο βασιζόταν πάνω από όλα στην βαριά βιομηχανία: βιομηχανίες ατσαλιού, άνθρακα και κυρίως την αυτοκινητοβιομηχανία.

Τα εργοστάσια ήταν η ραχοκοκαλιά ενός κοινωνικού συστήματος που αργότερα θα μπορούσε να διακλαδωθεί σε διάφορους κλάδους υπηρεσιών, με την υπεραξία να απορρέει από αυτό το αρμονικό σύμπαν, στο οποίο ο καθένας είχε μια τηλεόραση, ένα ψυγείο γεμάτο με “φρέσκια” Coca Cola, ένα αμάξι και ένα μικρό σπίτι, και μέσα σε αυτό μια γυναίκα που είχε παιδιά και ετοίμαζε το φαγητό. Η μεσαία τάξη “ακουμπούσε” στην εργατική· η οικογενειακή ολοκλήρωση επεξέτεινε την μισθολογική ολοκλήρωση: υπήρχαν άντρες, γυναίκες, εργάτες αλλά και μαύροι και λευκοί, όλοι ζούσαν στο σπίτι. Η ιδεώδης αναπαράσταση του Αμερικανού εργάτη, καθώς και η φιγούρα του παγκόσμιου εργάτη, ήταν ένας λευκός άντρας με ανεβασμένα μανίκια που κοίταγε με αισιοδοξία τον ανατέλλοντα ήλιο των κοπιαστικών μικρών πρωινών. Η αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης ήταν ταυτόσημη με την συνεχή παραγωγή της κοινωνικής ολότητας: ήταν η ίδια η Κοινωνία. Άσχετα από την πραγματικότητα των συνθηκών εκμετάλλευσής του, είχε ένα μέλλον και μπορούσε να είναι περήφανος.

Αλλά ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν σκοπεύει στην κατανάλωση για όλους, ούτε στην ειρηνική ενσωμάτωση της τάξης (κάποιοι θα έλεγαν στην αλλοτρίωση) ούτε καν στην αφηρημένη συσσώρευση του κεφαλαίου: στόχος του είναι η απόσπαση υπεραξίας, η αύξηση των ποσοστών κέρδους, και αυτό επιτυγχάνεται μόνο με έναν τρόπο: την εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας. Είναι εξαιτίας αυτού που ο καπιταλισμός είναι μια σχέση ανάμεσα σε τάξεις και που το κύριο προϊόν του είναι η αναπαραγωγή αυτής της σχέσης.

Στην κρίση των δεκαετιών του 1960 και 1970, και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ της δεκαετίας του 1980, ήταν η εργατική τάξη συνολικά που ηττήθηκε. Από μια τάξη που παρήγαγε, με την δική της δραστηριότητα αναπαραγωγής της, το σύνολο του κοινωνικού, κατέληξε να μπει στην μάζα των υπεράριθμων. Από αυτή την παρακμή, παράχθηκε μια ηθικιστική εικόνα, στην πιο καθαρή αμερικανική φιλελεύθερη παράδοση: αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουν πώς να ζήσουν. Η κριτική στις “δυσλειτουργικές κοινότητες”, που χρησιμοποιούν την κοινωνική βοήθεια για να αγοράζουν ναρκωτικά αντί να βγουν από την κατάστασή τους (αυτή η θολή θεωρία των “δυσλειτουργικών οικογενειών, διαψευσμένη εκατοντάδες φορές, είναι παρ’ όλα αυτά μέρος των κοινών αναπαραστάσεων· την βρίσκουμε και σήμερα ακόμα, για παράδειγμα, στη σειρά Shameless), στη συνέχεια παίρνει την ίδια στιγμή την θέση της πολιτικής ανάλυσης, κοινωνικής ταυτοποίησης, και του “ξίφους” για την μεσαία τάξη, που αδημονεί να ξεχωρίσει τον εαυτό της από τα “λευκά σκουπίδια”.

Είναι σε αυτή την εργατική τάξη, τα ξεχασμένα ορφανά του φορντιστικού ονείρου, που απευθύνεται ο Τραμπ όταν διακηρύσσει στην εκστρατεία του: “Θα βάλουμε πίσω στη δουλειά τους ανθρακωρύχους μας, τους εργάτες μας στην σιδηροβιομηχανία και στην βιομηχανία ατσαλιού, αυτό είναι που θέλουν”, σε αυτή την τάξη απευθύνεται, αλλά και στο κομμάτι της μεσαίας τάξης που η κοινωνική της ύπαρξη βασιζόταν στην παραγωγή και στην βαριά βιομηχανία, τις υπηρεσίες και εκεί που υπήρχε μια εγγύηση ασφάλειας. Και αυτός ο λόγος, τουλάχιστον στα παλιά βιομηχανικά προπύργια, ακούστηκε: αυτή η εργατική τάξη ψήφισε όντως υπέρ του Τραμπ.

Αυτή η εργατική τάξη ήταν ακόμα πιο ευαίσθητη στον λόγο αυτό επειδή διατυπώθηκε από ένα πρόσωπο που ήταν ταυτόχρονα απωθητικό στα μάτια της διανοούμενης μεσαίας τάξης και στους πλούσιους: απόδειξη ότι κάποιος μπορεί να επιτύχει έξω από τα πλαίσια και τα πολιτισμικά μοντέλα που αυτή η τάξη επιβάλλει. Ο Τραμπ πέτυχε να ενσαρκώσει στο πρόσωπό του την ταξική συμμαχία που σημάδεψε την φορντική εποχή: την κεντρικότητα της εργατικής τάξης, την αναπαραγωγή της ενσωματωμένης τάξης στη διάρκεια της συσσώρευσης, την υποστήριξη των υπηρεσιών στον παραγωγικό τομέα, τις προστατευτικές παρεμβάσεις, τον προσανατολισμό της παραγωγής από το Κράτος, καθώς και την διαπερατότητα των τάξεων, που επιτρέπει την κοινωνική άνοδο των εργατών. Όλα αυτά είναι προφανώς το σημάδι μιας εποχής που έχει παρέλθει, και είναι εξίσου εμφανές ότι, για παράδειγμα, ότι δεν θα επιιτραπεί στους Αμερικανούς βιομήχανους να απαγορεύσουν την μετατόπιση από οποιονδήποτε, είτε λέγεται Τραμπ είτε λέγεται Σάντερς. Όμως ο λόγος αυτός ακούστηκε από αυτούς στους οποίους απευθύνθηκε. Έχοντας εξασφαλίσει το ρεπουμπλικανικό ακροατήριο, ο Τραμπ κατάφερε να κάνει τη διαφορά με αυτόν τον λόγο.

Ο λόγος της Αριστεράς και της ριζοσπαστικής Αριστεράς σχετικά με αυτό το ζήτημα μπορεί να συνοψιστεί σε δύο διαμετρικά αντίθετες θέσεις, που απλά τυποποιούν την εργατική τάξη. Από την μια πλευρά η κατάσταση της καθαρής και απλής κατακραυγής της τάξης, η ίδια που παρατηρήθηκε με το Brexit, που αρκείται να λέει ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι εντελώς ανεκπαίδευτοι, αποπροσανατολισμένοι, βαθιά ρατσιστές, μισογύνηδες κ.λπ. Ότι η αριστερά έχει μια αποστολή να τους εκπολιτίσει και να τους δώσει μια γεύση προόδου· μια τοποθέτηση που παίρνει πιο πατερναλιστική χροιά στην εκλογική αριστερά τύπου Μελανσόν. Από την άλλη πλευρά, η ριζοσπαστική αριστερά, από τους Τροτσκιστές μέχρι τους αναρχοκομμουνιστές, επιλέγουν την καθαρή άρνηση: η εργατική τάξη δεν είναι έτσι, η αντιδραστική εργατική ψήφος είναι η ίδια ένας μύθος: είναι η μεσαία τάξη και οι μικροαστοί που ενσαρκώνουν τον φασισμό αλά Τραμπ, η εργατική τάξη δεν έχει να κάνει τίποτα με αυτό, από την ίδια της την ουσία είναι αγνή. Με δεδομένη αυτή τη θέση, η μόνη ρητορική που υπάρχει είναι να θυμίζει κανείς στο προλεταριάτο (που ακούει προσεκτικά αυτές τις διακηρύξεις, ακούγοντας τον σταθμό TSF) ότι η ψήφος στον Τραμπ δεν είναι προς το συμφέρον του, ότι το συμφέρον του είναι η ενότητα της τάξης και η κομμουνιστική επανάσταση και ότι η συμμαχία με τους μικροαστούς δεν οδηγεί πουθενά, γιατί ο Τραμπ είναι ο υποψήφιος του καπιταλισμού. Αμήν.

Βλέπουμε ότι όλες αυτές οι θέσεις επιμένουν στον παράλογο χαρακτήρα αυτής της επιλογής: με λίγα λόγια, άλλη μια “δυσλειτουργική” συμπεριφορά. Αλλά ποια ορθολογικότητα αντιπαρατίθεται σε αυτό το “παράλογο” και ποιο είναι το συμφέρον της τάξης; Είναι η γαλλική “Αριστερή Αριστερά” πιο ρεαλιστική όταν προτείνει την επιστροφή στο πρόγραμμα του Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης του 1947; Δεν θρηνεί μετανιώνοντας για την απώλεια της δοξασμένης δεκαετίας του 1930; Δεν θρηνεί για αυτήν την ισχυρή, οργανωνμένη εργατική τάξη, που ζούσε γύρω από τα εργοστάσια, τα οποία θα κατείχε συλλογικά μετά την σοσιαλιστική επανάσταση; Μπορεί η φιλελεύθερη αριστερά να καταδείξει στην εργατική τάξη ότι η επιδίωξη του “Ευρωπαϊκού οικοδομήματος” είναι προς όφελός της μετά από αυτά συνέβησαν, για παράδειγμα, στην Ελλάδα; Μπορούν οι αναρχοκομμουνιστές να καταδείξουν χειροπιαστά στην εργατική τάξη ότι η καταστροφή του κράτους, μάλλον, παρά μια δημοκρατική πολιτική είναι η λύση για το μέλλον, όταν σήμερα ο καθένας μπορεί να δει τι μπορεί να κάνει ένα κράτος που καταρρέει, όπως στη Συρία, για παράδειγμα; Και είναι εύλογο να παρουσιάζουμε την επανάσταση σαν μια στιγμή γιορτής συλλογικής εκπλήρωσης, κάτω από αυτές τις συνθήκες; Για ποια ορθολογικότητα και για ποιον ρεαλισμό μιλάμε;

Η νίκη του Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές δεν είναι σίγουρα ευχάριστο νέο, αλλά ποια θα ήταν τα καλά νέα; Ναι, το προλεταριάτο, με όλες τις άλλες τάξεις, άγεται μακριά, με την κρίση του καπιταλισμού, σε ένα κίνημα στο οποίο το κράτος εμφανίζεται ως το τελευταίο προπύργιο απέναντι στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Αυτό είναι που απειλείται στην κρίση της ίδιας της κοινωνίας, και όσων την δομούν ως μια καπιταλιστική κοινωνία. Οι ταυτότητες του φύλου, της τάξης, της φυλής είναι ένα πλήθος κοινωνικές αντιστοιχήσεις και – ταυτόχρονα – προστατευτικές ταυτότητες για να τις υπερασπιστεί κανείς: κάποιος έχει μόνο αυτό που είναι σε αυτή την κοινωνία, και η κατάργησή του είναι τόσο μια απώλεια όσο και μια “απελευθέρωση”. Η κατάργηση της καπιταλιστικής κοινωνίας ή οποιασδήποτε κοινωνίας δεν μπορεί να επιτευχθεί με έναν τρόπο αποκάλυψης ή απελευθέρωσης· δεν είναι ένα πέπλο που αφαιρείται από την αλήθεια των σχέσεων, είναι μια εσωτερική μάχη κάθε μιας από τις ταυτότητες που δομούνται σε κοινωνικο-οικονομικές στιγμές του τρόπου παραγωγής. Ο εμφύλιος πόλεμος είναι μόνο η (πρωτ)αρχική του μορφή.

Το προλεταριάτο δεν ανήκει ούτε στην αριστερά ούτε στην ριζοσπαστική αριστερά: το προλεταριάτο δεν είναι ένα πολιτικό υποκείμενο, είναι μια τάξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Με όλες τις άλλες τάξεις, έχει ανέβει στον τρέχοντα κύκλο του καπιταλισμού, που δεν φέρει πλέον καμμιά επαναστατική θετικότητα, που θα έκανε την επανάσταση να ρέει απλά από το γεγονός ότι το προλεταριάτο υπάρχει ήδη στο κεφάλαιο. Έχει παρέλθει η εποχή που το προλεταριάτο μπορούσε να σκεφθεί ένα μοναδικό βήμα με το οποίο θα μπορούσε να κατακτήσει την εξουσία και να γίνει η κυρίαρχη τάξη: αυτό που ο παρών κύκλος φέρνει είναι η κατάργηση των τάξεων και της κοινωνίας. Το προλεταριάτο, στην αντιφατική του σχέση προς το κεφάλαιο, είναι η τάξη που φέρει την αυτοκατάργησή του. Η επανάσταση δεν είναι ούτε μια επιλογή, ούτε εγγεγραμμένη στην φύση του, ούτε καθοδηγείται από μια ιστορική αναγκαιότητα υπέρβασης της ιστορίας. Μολοταύτα, δεν λείπει τίποτα από το προλεταριάτο για να κάνει την επανάσταση: είναι επαναστατικό μόνο έτσι όπως είναι, είτε μας αρέσει είτε όχι.

1 Στμ. Αρχικά δημισιευμένο εδώ: https://carbureblog.com/2016/11/21/donald-trump-la-gauche-et-le-vote-ouvrier/.

2 Στμ. TC: σύντμηση της ομάδας Theorie Communiste, εκ των θεμελιωτών του ρεύματος της κομμουνιστικοποίησης.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: De même, le prolétariat n’a pas rien à voir avec l’idée de Nation.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: Rust Belt. Τμήμα των βορειοανατολικών και μεσοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ που χαρακτηρίζονται από παρακμάζουσα βιομηχανία, παλιωμένα εργοστάσια και μειούμενο πληθυσμό. Πόλεις παραγωγής ατσαλιού στην Πενσυλβάνια και το Οχάιο είναι στο κέντρο της ζώνης αυτής.

Λευκή Αγνότητα

του Asad Haider1

Ανάμεσα σε άλλα πράγματα, η λευκότητα είναι και ένα είδος σολιψισμού2. Από την δεξιά μέχρι την αριστερά, οι λευκοί συστηματικά και επιτυχώς αναδρομολογούν οποιαδήποτε πολιτική συζήτηση στην ταυτότητά τους. Το περιεχόμενο αυτής της ταυτότητας, ως αναμενόμενο, παραμένει ανεξερεύνητο και ακαθόριστο. Είναι το ψευδές θεμέλιο του προτύπου αμερικανικού μοντέλου της ψευδο-πολιτικής.

Η πιο ύπουλη μορφή λευκής ψευδο-πολιτικής είναι η λευκή ενοχή. Το αν είναι επικίνδυνη ή ηθικά επιλήψιμη/αξιοκατάκρητη ως ανοιχτός ρατσισμός της λευκής ανωτερότητας, είναι ένα παραπλανητικό ζήτημα. Αμφότερα ενισχύουν περισσότερο την ψευδαίσθηση της λευκότητας.

Σε έναν θεωρητικό “φιλιππικό” με τον τίτλο “Tο κέντρο έχει πέσει και ο λευκός εθνικισμός καλύπτει αυτό το κενό”, ο λευκός συγγραφέας Ned Resnikoff αναφέρει, σημαίνοντας συναγερμό, ότι “τα λευκά μέλη της αυτοαποκαλούμενης ριζοσπαστικής αριστεράς είναι πιο κοντα από όσο νομίζουν στον δεξιό λευκό λαϊκισμό”. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι οι δεξιοί λευκοί λαϊκιστές κάνουν περήφανα ναζιστικούς χαιρετισμούς δημοσίως και διεκδικούν τον Τραμπ ως τον ήρωά τους, αυτό σίγουρα μοιάζει με έναν λόγο ανησυχίας.

Αλλά ο Resnikoff αντιμετωπίζει/μπαίνει σε προβλήματα όταν προσπαθεί να δει πιο λεπτομερειακά αυτή την επικίνδυνη “λευκή αριστερά”. Το πρόβλημα είναι, όπως αποδεικνύεται, ότι δεν είναι όλοι αυτοί οι αριστεροί λευκοί. Το Jacobin Magazine, θεωρούμενο ως το κατεξοχήν παράδειγμα της λευκής αριστεράς, έχει ως ιδρυτικό του εκδότη τον Bhaskar Sunkara – τον έχω δει προσωπικά, και είναι πιο σκουρόχρωμος από μένα. Ο Resnikoff καταδεικνύει επίσης μια επιδοκιμαστική αναφορά από τον λευκό εθνικιστή Chris Roberts ενός άρθρου στο Jacobin που γράφτηκε από τον Shuja Haider3. Είμαι αρκετά σίγουρος ότι και αυτός ο άλλος Κος Haider δεν είναι λευκός, μιας και στην πραγματικότητα είμαστε συγγενείς.

Αυτές οι αντιπαραθέσεις, που αναζωπυρόνονται διαρκώς μετά την εκλογή του Τραμπ, παρέχουν στους λευκούς μια τέλεια ευκαιρία για να κάνουν τον κόσμο να περιστρέφεται γύρω τους. Στο Twitter οι φιλελεύθεροι λευκοί κατηγορούν όσους ασκούν κριτική στην πολιτική των ταυτοτήτων ότι αγνοούν το λευκό προνόμιο, ενώ οι λευκοί σοσιαλιστές αντιδρούν επισημαίνοντας πόσοι λευκοί υπάρχουν στην Αμερική.

Στο μεταξύ, κανείς δεν ξέρει τι να κάνει με τους μη-λευκούς, όπως εγώ, που προσπαθούν να παρέμβουν στην αντιπαράθεση. Μέχρι τώρα η στρατηγική των φιλελεύθερων λευκών συνοψίζεται σε μια εξιδανικευμένη/αποθεωτική μορφή του να βάζουν τα δάχτυλα στα αυτιά τους και να φωνάζουν “Δεν μπορώ να σας ακούσω!”. Οι λευκοί στο Twitter εξακολουθούν να μας κατηγορούν αποφασιστικά ότι είμαστε λευκοί, ενώ οι λευκοί γνωστοί μας επισημαίνουν ότι δεν είμαστε. Και έτσι γυρνάει και πάλι πίσω, στους λευκούς και στις φαντασιώσεις τους. Έχουμε προσπαθήσει, για κάποιο καιρό, να το αγνοήσουμε αυτό και να συνεχίσουμε να μιλάμε για τα ουσιαστικά ζητήματα. Αλλά οι λευκοί μας κάνουν την ζωή ακόμα πιο δύσκολη όταν ισχυρίζονται ότι μιλάνε στο όνομά μας. Το μόνο που μπορώ να συμπεράνω είναι ότι το παράξενο φαινόμενο που ονομάζεται λευκότητα παράγει μια πολύ βαθιά και επίμονη ψυχοπαθολογία, στην οποία είναι πια καιρός να επιτεθούμε ανοιχτά.

***

Αυτό που καταδεικνύει ο Ned Resnikoff είναι ότι η λευκή ενοχή έχει μια σκοτεινή πλευρά, την οποία προτείνω να τιτλοφορήσουμε ως “λευκή αγνότητα”. Είναι ένα είδος ιδεολογίας μιας φυλετικής υγιεινής που εγκολπώνει την πολυπολιτισμικότητα και την ποικιλομορφία αλλά προσπαθεί να απαλείψει τα ανεπιθύμητα στοιχεία από την ίδια την λευκή ταυτότητα.

Από την πλευρά της λευκής αγνότητας, υπάρχουν καλοί λευκοί. Έχουν πανεπιστημιακά πτυχία, ακούνε τον NPR4 και έχουν πολλούς POC5 φίλους. Αλλά δυστυχώς υπάρχουν και κακοί λευκοί. Είναι κακοί επειδή πιθανόν ψήφισαν υπέρ του Τραμπ. Αλλά γίνεται χειρότερο. Ακούνε κάντρυ και τρώνε βιομηχανικά εκθρεμμένο κρέας. Είναι προσβλητικά υπέρβαροι, και πηγαίνουν τις Κυριακές στην εκκλησία αντί να πηγαίνουν για γιόγκα. Και το πιο αηδιαστικό, δουλεύουν σε βρώμικες χειρονακτικές δουλειές και έχουν μια ποταπή/τιποτένια εμμονή με το να βγάλουν περισσότερα λεφτά, αγνοώντας ότι στο Χάρβαρντ ένας έγχρωμος φοιτητής της Αγγλικής φιλολογίας αναγκάζεται να αντέξει το δράμα του να διαβάσει τον Huckleberry Finn6.

Το όλο πράγμα γίνεται πιο πολύπλοκο γιατί υπάρχουν και μερικοί άλλοι κακοί λευκοί που δεν θα έπρεπε να είναι κακοί, όπως ο Mark Lilla ή ο Todd Gitlin7. Παρά την καλή τους εκπαίδευση και τα εισοδήματά τους, αποτυγχάνουν να αγκαλιάσουν την λευκή αγνότητα. Αντίθετα, υποστηρίζουν και συνηγορούν την επιστροφή στις πολιτικές της λευκής ταυτότητας των δεκαετιών του 1930 και του 1940, όταν ένας καλοκάγαθος πρόεδρος εξασφάλισε ένα κράτος πρόνοιας για τους λευκούς συμπατριώτες του.

Όπως αποδεικνύεται, αυτοί οι “ληγμένοι8” λευκοί είναι στην πραγματικότητα θεόσταλτο δώρο για το όλο σχέδιο της λευκής αγνότητας, επειδή εξυπηρετούν στην απαξίωση/προσβολή της αξιοπιστίας οποιασδήποτε πιθανής ιδεολογικής απειλής. Όλοι οι μη-λευκοί επικριτές της λευκής αγνότητας μπορούν να απορριφθούν/αγνοηθούν υποστηρίζοντας φωναχτά ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μεταμφιεσμένοι “ληγμένοι” λευκοί. Είτε είσαι μαύρος, είτε Άραβας, είναι Πορτορικάνος, είναι Κορεάτης, θα πρέπει να επανα-ταυτοποιηθείς αν αποτύχεις να παίξεις τον ρόλο σου.

Πραγματικά, προς μεγάλη έκλπηξη των καλών λευκών, δεν συντάσσονται όλοι οι μη-λευκοί με την λευκή αγνότητα. Αρκετοί το κάνουν, σίγουρα, επειδή η κρυφή πραγματικότητα που η λευκή αγνότητα προσπαθεί να συγκαλύψει είναι ότι οι μη-λευκοί είναι εξίσου ικανοί στην ποικιλία απόψεων και προοπτικών όπως οι λευκοί. Για να πετύχει η λευκή αγνότητα, οι μη-λευκοί θα πρέπει να εξιδανικευτούν/ειδωθούν ειδυλλιακά ως τα ευγενή θύματα. ´Οταν αποτυγχάνουν να ταιριάξουν σε αυτή την κατηγορία, η λευκή αγνότητα μοιάζει να στερείται ένα κανονικό θεμέλιο.

Ο Fredrik deBoer ρωτά: “Τον απασχολεί τον Resnikoff ότι οι πιο οξείες κριτικές στις πολιτικές ταυτότητας που ξέρω προέρχονται από έγχρωμους συγγραφείς;”. Είναι ένα ερώτημα που κρατά πολλούς λευκούς ξάγρυπνους την νύχτα. Αλλά για τους υπόλοιπους από μας οι λόγοι είναι προφανείς. Επειδή έχουμε βιώσει ρατσισμό από καλά φερόμενους και καλά εκπαιδευμένους φιλελεύθερους τόσο συχνά όσο και από τους συντηρητικούς χωριάτες του Νότου9 που αυτοί απεχθάνονται· επειδή δεν ευνοηθήκαμε ποτέ από την συγκαταβατική και πατροναριστική συμπεριφορά των λευκών υποστηρικτών της πολυπολιτισμικότητας· επειδή αναγνωρίζουμε στο άφθονο φιλελεύθερο μίσος για τους λευκούς φτωχούς τον ίδιο αχρείο κοινωνικό Δαρβινισμό που στις λιγότερο δημόσιες στιγμές απευθύνεται εναντίον μας.

***

“Η μεταφορά δεν είναι ποτέ αθώα”, παρατηρεί ο Derrida10. “Προσανατολίζει την έρευνα και παγιώνει αποτελέσματα”. Η πρωταρχική μεταφορά για την λευκότητα είναι το σακίδιο, που εισήχθη από την λευκή συγγραφέα Peggy McIntosh στο σημαντικό της άρθρο “White Privilege: Unpacking the Invisible Knapsack” [“Λευκό Προνόμιο: Ξεπακετάροντας το Αόρατο Σακίδιο”].

Φυσικά, η McIntosh δεν ήταν η πρώτη που προσπάθησε να περιγράψει τις συνέπειες της λευκότητας. Είναι πολύ γνωστό αυτό που έγραψε ο W.E.B. Du Bois11 για τα νομικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα που παραχωρούνται στους λευκούς στο “Black Reconstruction”:

Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η ομάδα των λευκών εργατών, ενώ λαμβάνει έναν χαμηλό μισθό, αποζημιωνόταν εν μέρει με ένα είδος δημόσιου και ψυχολογικού μισθού. Τους αποδιδόταν δημόσιος σεβασμός και τίτλοι ευγενίας επειδή ήταν λευκοί. Γίνονταν ελεύθερα δεκτοί μαζί με όλες τις τάξεις των λευκών στις δημόσιες λειτουργίες, τα δημόσια πάρκα, και στα καλλίτερα σχολεία. Οι αστυνομικοί έβγαιναν από τις τάξεις τους, και τα δικαστήρια, εξαρτώμενα από τις ψήφους τους, τους μεταχειρίζονταν με τόση επιείκια που ενθάρρυναν την ανομία. Η ψήφος τους εξέλεγε τους δημόσιους λειτουργούς, και ενώ αυτό είχε μικρή επίδραση στην οικονομική κατάσταση, είχε πολύ μεγάλη επίδραση πάνω στην προσωπική μεταχείριση που αντιμετώπιζαν και τον σεβασμό που τους αποδιδόταν. Τα σχολικά κτίρια των λευκών ήταν τα καλλίτερα στην κοινότητα και περίοπτα τοποθετημένα ενώ κόστιζαν ανά άτομο από δύο έως δέκα φορές περισσότερο από ό,τι τα σχολεία για έγχρωμους. Οι εφημερίδες ειδικεύονταν σε ειδήσεις που κολάκευαν τους λευκούς φτωχούς και αγνοούσαν σχεδόν εντελώς τους νέγρους εκτός από τις περιπτώσεις εγκλημάτων και γελειοποίησης.

Όμως το άρθρο της McIntosh λειτούργησε σε ένα πολύ διαφορετικό “καταχωρητή”/καταχωρήθηκε πολύ διαφορετικά από την ιστορική έρευνα του Du Bois για την ταξική σύνθεση στις μεταπολεμικές ΗΠΑ. Είναι πιθανόν ότι η McIntosh έγραψε με τις καλλίτερες προθέσεις, με σκοπό να μειώσει τις βαρβαρικές συμπεριφορές ανάμεσα στους λευκούς. Δυστυχώς, το αποτέλεσμα του άρθρου της ήταν να παράσχει στους λευκούς νέους και φαινομενικά προοδευτικούς τρόπους για να επικεντρώσουν την πολιτική στην λευκή ταυτότητα.

Αυτό συνέβη γιατί η McIntosh αναφέρεται σε ολόκληρο το άρθρο εναλλάξ στην “φυλή μου”, την “φυλετική μου ομάδα” και το “χρώμα του δέρματός μου”. Το πρώτο “λευκό προνόμιο” που κατονομάζει είναι αυτό: “Μπορώ αν το επιθυμώ να κανονίσω να είμαι στην παρέα των ανθρώπων της φυλής τον περισσότερο καιρό”. Ένα άλλο είναι ότι μπορεί “να πηγαίνει σε ένα μουσικό κατάστημα και να περιμένω ότι θα βρω να αντιπροσωπεύεται ικανοποιητικά η μουσική της φυλής μου”.

Θα αφήσουμε κατά μέρος αυτό που φαίνεται να είναι μια έλλειψη εξοικείωσης με την ιστορία της αμερικάνικης λαϊκής μουσικής. Αυτό που είναι σημαντικό είναι η εξίσωση του χρώματος (του δέρματος), της κατηγορίας της “φυλής” και διακριτών ομαδοποιήσεων ανθρώπινων πλασμάτων.

Με αυτή την εξίσωση, η λευκή ενοχικότητα αναπαράγει τον θεμέλιο “μύθο” της φυλής: ότι υπάρχει ένα βιολογικό θεμέλιο, εκφρασμένο σε φυσικούς φαινότυπους, για διαφορετικές ομάδες ανθρώπινων πλασμάτων που έχουν διαφορετικές κουλτούρες και μορφές ζωής.

Η ιδέα της φυλής είναι μια αυταπάτη, μια αυταπάτη όμως που έχει ένα “πραγματικό” υλικό αποτέλεσμα. Η “λευκή φυλή” είναι ένας πιο συγκεκριμένος σχηματισμός – μια πολιτική δομή πιο πρόσφατης έμπνευσης/εφεύρεσης.

Αλλά η μεταφορά του σακιδίου χρησιμεύει στην απόκρυψη/συγκάλυψη της πραγματικότητας της λευκότητας. Η McIntosh γράφει: “το λευκό προνόμιο είναι όπως ένα αόρατο και χωρίς βάρος σακίδιο με ειδικές προμήθειες, χάρτες, διαβατήρια, βιβλία με κωδικούς, πιστωτικές κάρτες, ρούχα, εργαλεία και ελυκές επιταγές”.

Το σακίδιο το κουβαλάει ένα άτομο που “διαπλέει” το ανοιχτό κοινωνικό πεδίο. Περιέχει εργαλεία που δίνουν την δυνατότητα στο άτομο να πλοηγείται στο πεδί με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από αυτούς που τα σακίδιά τους είναι συγκριτικά πιο άδεια. Τα εφόδια που περιέχονται στο σακίδιο συνιστούν την λευκότητα σαν προνόμιο επειδή το σακίδιο το κουβαλά ένα άτομο που ανήκει στην λευκή ταυτότητα.

Αν το σακίδιο με τα προνόμια φέρεται από ένα άτομο που έχει ήδη ταυτοποιηθεί ως λευκό, τότε η λευκότητα θα πρέπει αναγκαστικά να κατανοηθεί ως ένα βιολογικό γνώρισμα. Το εσφαλμένο της έννοιας είναι προφανές: οι άνθρωποι που περιγράφονται ως λευκοί αυτή τη στιγμή έχουν ένα ευρύ και σύνθετο φάσμα γενεαλογικών γραμμών/καταγωγών, πολλές από τις οποίες προηγουμένως θεωρούνταν ως ξεχωριστές “φυλές” οι ίδιες (οι πολύ καλά τεκμηριωμένες αλλά συχνά ξεχασμένες φυλετικοποιήσεις των Σλάβων, των Ιταλών, των Ιρλανδών, κ.λπ.).

Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι έχει γίνει απλά ένα μικρό λάθος στην περιγραφή: στην πραγματικότητα, η ίδια η λευκότητα συγκροτείται από τα περιεχόμενα του σακιδίου. Η συγκρότηση της λευκότητας ως ταυτότητας και ως προνομίου είναι ταυτόχρονες: οι προμήθειες του σακιδίου φέρουν στον κάτοχό του όχι μόνο πλεονεκτήματα αλλά και την ταυτότητά του.

Αλλά, τότε, πώς ξέρουμε ότι το περιεχόμενο της ταυτότητας που παρέχεται έχει να κάνει κάτι με την “λευκότητα”; Σίγουρα, επιπρόσθετα με τα συγκεκριμένα αντικείμενα που απονέμουν ένα προνόμιο, κανείς θα βρει σε οποιοδήποτε σακίδιο μιας ταυτότητας μια απειρία από αυθαίρετες λεπτομέρειες: το μήκος των μαλλιών, τις διατροφικές προτιμήσεις, τις δεξιότητες με τους υπολογιστές κ.λπ. Με άλλα λόγια, το σακίδιο, για να περιγράωψει την ταυτότητα ενός ατόμου, θα έπρεπε να περιέχει οτιδήποτε συγκροτεί την “αυτό-τητα” του συγκεκριμένου ατόμου. Δεν θα μας παρείχει καμμιά διαίσθηση/ενόραση σχετικά με την οργανωτική αρχή που συγκροτεί τα χαρακτηριστικά/γνωρίσματα αυτά ως κάτι που μπορεί να αποκληθεί “λευκό”. Δεν θα υπήρχε τρόπος να διακρίνουμε τα “λευκά” χαρακτηριστικά από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, από τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων από την Πενσυλβάνια ή από τα χαρακτηριστικά των χεβυμεταλλάδων.

Αυτή είναι η αποτυχία της φιλελεύθερης σκέψης. Ένας πολιτικός σχηματισμός όπως η λευκότητα δεν μπορεί να εξηγηθεί ξεκινώντας από την ταυτότητα ενός ατόμου – την αναγωγή της πολιτικής στην ψυχολογία του ατόμου/εαυτού. Το σημείο εκκίνησης θα έπρεπε να είναι η κοινωνική δομή και οι σχέσεις που την συγκροτούν, μέσα στις οποίες συντίθενται και τα άτομα. Και ξεχνιέται πολύ συχνά ότι δεκαετίες πριν από το σακίδιο της McIntosh, ο όρος “λευκό προνόμιο” προήλθε από μια τέτοια θεωρία.

***

Η θεωρία του “προνομίου του λευκού δέρματος” προωθήθηκε από μέλη μιας αντιρεβιζιονιστικής διάσπασης από το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ (την Provisional Organizing Committee), και έφτασε να έχει μια τεράστια επίδραση στην Νέα Αριστερά και το Νέο Κομμουνιστικό Κίνημα. Μια σειρά δοκιμίων από τους Theodore Allen και Noel Ignatiev, συλλεγμένα στην μπροσούρα White Blindspot, προσέφερε την αρχική διατύπωση. Το επιχείρημα των Ignatiev και Allen ήταν ότι η κληρονομιά της δουλείας ήταν η επιβολή της λευκής υπεροχής από την άρχουσα τάξη, ως ενός εργαλείου ταξικής διαίρεσης. Αλλά αυτή ήταν μια πολιτική θεωρία, όχι μια πολιτισμική ή ηθική, και υποστήριζε ότι ο “λευκός σωβινισμός” ήταν στην πραγματικότητα επιζήμιος για την λευκή εργατική τάξη, αποτρέποντας/εμποδίζοντας την ενότητα με τους μαύρους εργάτες. Συνεπώς, η μάχη ενάντια στην λευκή υπεροχή ήτσαν στην πραγματικότητα ένας κεντρικό κομμάτι ενός πολιτικού προγράμματος που ευνοούσε/προέτασσε την αυτοοργάνωση όλων των εργατών. Η εισαγωγή του Ignatiev αξίζει να αναφερθεί αναλυτικά:

Το τέλος της λευκής υπεροχής δεν είναι αποκλειστικά μια απαίτηση των Νέγρων, διαχωρισμένη από τις ταξικές απαιτήσεις ολάκερης της εργατικής τάξης. Δεν μπορεί να αφεθεί στους Νέγρους να την παλέψουν μόνοι, με τους λευκούς εργάτες να “έχουν συμπάθεια στον αγώνα τους”, “να τον υποστηρίζουν”, “να απορρίπτουν τις ρατσιστικές συκοφαντίες” κ.λπ., αλλά στην πραγματικότητα να αγωνίζονται για τα “δικά τους” αιτήματα.

Η ιδεολογία του λευκού σωβινισμού είναι δηλητήριο της αστικής τάξης που κατευθύνεται πρωτίστως στους λευκούς εργάτες, που αξιοποιείται ως ένα όπλο για την υποδούλωση/υποταγή και τους μαύρους και τους λευκούς εργάτες. Έχει την υλική της βάση στην πρακτική της λευκής υπεροχής, που είναι ένα έγκλημα όχι απκά ενάντια στους μη-λευκούς αλλά ενάντια σε ολόκληρο το προλεταριάτο. Συνεπώς, η εξάλειψή της σίγουρα προκρίνεται ως μια από τις ταξικές απαιτήσεις ολόκληρης της εργατικής τάξης. Στην πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψιν τον ρόλο που αυτή η άθλια πρακτική έχει παίξει ιστορικά στον να κρατά πίσω την πάλη της αμερικάνικης εργατικής τάξης, ο αγώνας ενάντια στην λευκή υπεροχή γίνεται το κεντρικό άμεσο καθήκος ολόκληρης της εργατικής τάξης.

Καθώς αυτή η γλώσσα υιοθετήθηκε από την Νέα Αριστερά, υπέστη σοβαρούς ιδεολογικούς μετασχηματισμούς. Το μανιφέστο “You Don’t Need a Weatherman12 to Know Which Way the Wind Blows13, που κυκλοφόρησε στο ταραχώδες συνέδριο των Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία (SDS) το 1969, προτείνοντας μια πολιτική επικεντρωμένη στην λευκή ενοχή παρά στην προλεταριακή ενότητα. Η οργάνωση Weather Underground χρησιμοποίησε την γλώσσα του “προνομίου” για να απορρίψει την λευκή εργατική τάξη ως μια δύναμη επαναστατικής αλλαγής, συνδέοντας, αντίθετα, την πολιτική πάλη με πρωτοποριακές ομάδες όπως η ίδια, που επιτίθονταν στο δικό τους προνόμιο υιοθετώντας ένα επαναστατικό στυλ ζωής. Αυτό έγινε ισοδύναμο τελικά με την αυτομαστίγωση (με εκρηκτικά) των λευκών ριζοσπαστών, που αντικατέστησαν τις μάζες με τον εαυτό τους και επικέντρωσαν ναρικισσιστικά την προσοχή στον εαυτό τους και όχι στα κινήματα για τους μαύρους και τον Τρίτο Κόσμο που ισχυρίζονταν ότι υποστήριζαν – ανάγοντας αυτά τα κινήματα σε μια ρομαντική φαντασίωση βίαιης εξέγερσης. Με άλλα λόγια, το σχέδιο της μαύρης αυτονομίας και αυτο-απελευθέρωσης – που συνεπαγόταν την συνολική αυτο-απελευθέρωση των φτωχών και της εργατικής τάξης – ουσιαστικά αποδυναμώθηκε/απενεργοποιήθηκε από την ανάλυση με όρους χρώματος των Weather Underground.

Ο Ignatiev επιτέθηκε ανηλεώς στην προβληματική των Weatherman σε ένα άρθρο με τίτλο “Without a Science of Navigation We Cannot Sail in Stormy Seas14, που αποτελεί σήμερα μια στενόχωρη/ενοχλητική ανακάλυψη:

Η λευκή υπεροχή είναι το πραγματικό μυστικό της εξουσίας της αστικής τάξης και η κρυφή αιτία πίσω από την αποτυχία του εργατικού κινήματος σε αυτή την χώρα. Τα προνόμια των λευκόχρωμων εξυπηρετούν μόνο την αστική τάξη και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν θα μας αφήσουν να ξεφύγουμε από αυτά, αλλά αντίθετα μας κατατρέχουν με αυτά κάθε στιγμή, άσχετα από το πού πάμε. Είναι δηλητηριώδες δόλωμα. Το να λέμε ότι η αποδοχή του προνομίου των λευκών είναι προς το συμφέρον των λευκών εργατών είναι ισοδύναμο με το να προτείνουμε ότι είναι προς όφελος του ψαριού να καταπιεί το σκουλήκι μαζί με το αγκίστρι. Το να ισχυριζόμαστε ότι η αποκήρυξη/απάρνηση των προνομίων αυτών είναι μια “θυσία” είναι σαν να ισχυριζόμαστε ότι το ψάρι κάνει μια θυσία όταν πηδάει έξω από το νερό, τινάζει την ουρά του, κουνά το κεφάλι του μανιασμένα προς κάθε κατεύθυνση και στην “sacrifice” is to argue that the fish is making a sacrifice when it leaps from the water, flips its tail, shakes its head furiously in every direction and throws the barbed offering.

Η σημερινή πολιτική προνομόων δεν μπορεί ίσως να επιτρέψει μια τοποθέτηση αυτού του είδους. Αντίθετα έχουμε μείνει με τις ατέλειωτες παραλλαγές της θέσης των Weatherman, αν και χωρίς την έκκληση στα όπλα, τις ληστείες τραπεζών και την θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό.

***

Οι λευκοί φιλελεύθεροι αφήνουν να εννοηθεί ότι το νέο κύμα των “υπέρ των λευκών” σοσιαλιστών αναδύθηκε για να υπερασπιστεί την “λευκή εργατική τάξη”. Αυτά είναι ανοησίες. Οι μαύροι επαναστάτες σε ολόκληρη τη διάρκεια της αμερικάνικης ιστορίας έχουν επιχειρηματολογήσει ότι η χειραφέτηση απαιτεί την υπέρβαση της διαιρετικής λογικής της ταυτότητας. Αν και χαρακτήρισε τα υλικά πλεονεκτήματα της λευκότητας ως έναν “ψυχολογικό μισθό”, ο W.E.B. Du Bois δεν ανήγαγε την λευκότητα σε ένα φαινόμενο ατομικής ψυχολογίας. Στην πραγματικότητα, στην παράγραφο που προηγείται αμέσως από την αναφορά στον ψυχολογικό μισθό, ο Du Bois έγραψε:

Η θεωρία της φυλής συμπληρώθηκε από μια προσεκτικά και αργά εξελισσόμενη μέθοδο, που δημιούργησε ένα τέτοιο διαχωριστικό εμπόδιο15 ανάμεσα στους λευκούς και μαύρους εργάτες που πιθανόν να μην υπάρχουν σήμερα στον κόσμο δυο άλλες ομάδες εργατών με τα ίδια πρακτικά συμφέροντα που να μισούν και να φοβούνται η μιά την άλλη τόσο βαθιά και επίμονα και που να έχουν κρατηθεί σε τόση απόσταση μεταξύ τους ώστε καμμιά να μην βλέπει κανένα κοινό συμφέρον.

Αν σήμερα οι λευκοί φιλελεύθεροι αρνηθούν να αναγνωρίσουν αυτό το κοινό συμφέρον, και αποφύγουν το σοσιαλιστικό πρόγραμμα που τόσο έντονα προσυπέγραφε ο Du Bois, θα απομείνουμε εγκλωβισμένοι στο προπατορικό αμάρτημα της λευκότητας: την συμμαχία των φτωχών λευκών, που εγκαταλείφθηκαν από τις ελίτ του Βορρά, με τις αναχρονιστικές και αντιδραστικές δυνάμεις του λευκού κεφαλαίου.

“Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να μεταρρυθμίσει τον εαυτό του”, έγραψε ο Du Bois. “Είναι καταδικασμένος στην αυτοκαταστροφή. Καμμιά καθολικοποιημένη ιδιοτέλεια δεν μπορεί να φέρει το κοινωνικό καλό σε όλους”. Σε αντίθεση με τους σημερινούς φιλελεύθερους της πολυπολιτισμικότητας, ο Du Bois δεν επιζητούσε απλά μια πιο ποικιλόμορφη και διευρυμένη κυρίαρχη τάξη. Αναγνώριζε ότι η ανισότητα θα παραμένει όσο διατηρείται ο καπιταλισμός. Πάντα υπήρχε μια μόνο εναλλακτική στην λευκότητα και τις “αγκαθωτές” προσφορές της: η πολυφυλετική συμμαχία της εργατικής τάξης ενάντια στην λευκή υπεροχή και την ατομική ιδιοκτησία.

1 Στμ. Δημοσιευμένο στο Viewpoint Magazine: https://viewpointmag.com/2017/01/06/white-purity/.

2 Στμ. Σολιψισμός (από τις λατινικές λέξεις solus, που σημαίνει “μόνος”, και ipse, που σημαίνει “εαυτός”) είναι η φιλοσοφική ιδέα ότι μόνο ο ίδιος ο νους κάποιου είναι σίγουρο ότι υπάρχει. Ως μια επιστημολογική θέση, ο σολιψισμός πιστεύει ότι η γνώση οποιουδήποτε πράγματος εκτός του νου κάποιου είναι αβέβαιη· ο εξωτερικός κόσμος και οι άλλοι νόες δεν μπορεί κανείς να ξέρει και ίσως να μην υπάρχουν έξψ από τον νου. Ως μια μεταφυσική θέση, ο σολιψισμός προχωρά ακόμα παραπέρα στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος και οι άλλοι νόες δεν υπάρχουν.

3 Στμ. Πρόκειται για το άρθρο του Shuja Haider: “Η κονκάρδα και η σβάστικα”, δημοσιευμένο αρχικά στο Viewpoint Magazine και στα ελληνικά εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/2017/01/08/safetypin/.

4 Στμ. NPR: αρχικά του National Public Radio ενός ιδιωτικά και δημόσια χρηματοδοτούμενου αμερικανικού μη-κερδοσκοπικού οργανισμού ΜΜΕ που λειτουργεί και ως εθνικός syndicator σε ένα δίκτυο 900 δημοσίων ραδιοφωνικών σταθμών στις ΗΠΑ. Το NPR παράγει και διανέμει ειδήσεογραφικό και πολιτιστικό πρόγραμμα. Οι μεμονωμένοι σταθμοί δεν είναι υποχρεωμένοι να αναμεταδίδουν όλα τα προγράμματα που παράγονται από το NPR.

5 Στμ.

6 Στμ.

7 Στμ. Τodd Gitlin: αμερικανός κοινωνιολόγος, πολιτικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και πολιτιστικός σχολιαστής. Έχει γράψει εκτενώς σχετικά με τα ΜΜΕ, την πολιτική, την διανόηση και την τέχνη για εκλαϊκευτικές και ακαδημαϊκές εκδόσεις. Υπήρξε ακτιβιστής σαν φοιτητής στο Χάρβαρντ και πρόεδρος των Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία (SDS), δείτε και τη σχετική σημείωση παρακάτω.

8 Στμ. Στο πρωτότυπο lapsed. Μπορεί να αποδοθεί και ως “παρωχημένοι”.

9 Στμ. Στο πρωτότυπο rednecks.

10 Στμ. Ζακ Ντεριντά (γαλλ. Jacques Derrida: Γάλλος φιλόσοφος γεννημένος στην Αλγερία, γνωστός κυρώς για την ανάπτυξη μιας σημειωτικής ανάλυσης γνωστή ως αποδόμηση. Το κοπιαστικό και λεπτομερειακό έργο του είχε βαθιά επίδραση στο πεδίο της θεωρίας της λογοτεχνίας και στην φιλοσοφία (καθώς αυτό το έργο στάθηκε κρίσιμο για τον διαχωρισμό ανάμεσα σε ηπειρωτική ευρωπαϊκή και σε αγγλοσαξονική φιλοσοφία). Το έργο του επηρέασε πολλά επιστημονικά πεδία που δεν σχετίζονταν ευθέως με την φιλοσοφία όπως το πεδίο των επιστημών του δικαίου και της αρχιτεκτονικής. Ανάμεσα στα πιο γνωστά του έργα συγκαταλέγονται το Περί Γραμματολογίας, Τα φαντάσματα του Μάρξ, Η φωνή και το φαινόμενο.

11 Στμ. William Edward Burghardt “W. E. B.” Du Bois (1868 – 1963), Αμερικανός κοινωνιολόγος, ιστορικός, ακτιβιστής των πολιτικών δικαιωμάτων, οπαδός του Παναφρικανισμού, συγγραφέας και εκδότης. Γεννημένος στο Great Barrington, στην Μασαχουσέτη, ο Du Bois μεγάλωσε σε μια σχετικά ανεκτική και ενοποιημένη κοινότητα. Αφού ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και το Χάρβαρντ, όπου ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός που απέκτησε διδακτορικό, έγινε καθηγητής της ιστορίας, της κοινωνιολογίας και των οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Ατλάντα. Ήταν επίσης ένας από τους συνιδρυτές της Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Εγχρώμων (National Association for the Advancement of Colored People, NAACP) το 1909.

12 Στμ. Weathermen: Η οργάνωση Weather Underground Organization, κοινώς γνωστή και ως Weather Underground, ήταν μια μαχητική αμερικανική ριζοσπαστική αριστερή που ιδρύθηκε στην πανεπιστημιούπολη Ann Arbor του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Αρχικά ονομαζόμενη και ως Weatherman, η ομάδα έγινε γνωστή στην καθομιλουμένη ως οι Weathermen. Η οργάνωση σχηματίστηκε το 1969 ως μια φράξια των Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία (SDS) αποτελούμενη ως επί το πλείστον από την ηγεσία της SDS και τους υποστηρικτές της. Ο σκοπός της ήταν η δημιουργία ενός παράνομου/μυστικού επαναστατικού κόμματος για την ανατροπή της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Με επαναστατικές θέσεις χαρακτηριζόμενες από την “μαύρη δύναμη” και την αντίθεση στον πόλεμο του Βιετνάμ, η ομάδα διεξήγαγε μια σειρά από βομβιστικές ενέργειες στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και πήρε μέρος σε δράσεις όπως η απόδραση του Timothy Leary. Οι “Μέρες της Οργής”, η πρώτη δημόσια διαδήλωσή τους στις 8 Οκτώβρη του 1969, ήταν μια εξέγερση στο Σικάγο προγραμματισμένη να συμπέσει χρονικά με την δίκη των Επτά του Σικάγο. Το 1970 η ομάδα εξέδωσε μια “Διακήρυξη Κατάστασης Πολέμου” ενάντια στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, με το όνομα “Weather Underground Organization”.

13 Στμ. “Δεν χρειάζεσαι έναν weatherman για να ξέρεις από πού φυσάει ο άνεμος”. Για τους weathermen δείτε την προηγούμενη σημείωση.

15Στμ. Στο πρωτότυπο drove such a wedge.

Μεξικό: Πίσω από το κίνημα αυτό, είναι η πείνα.

Αν δεν το καταλαβαίνεις, κλείσε το στόμα σου και μάθε

Δημοσιευμένο αρχικά στο Facebook από το Alerta Proletarios, την Τετάρτη 11 Ιανουαριου 2017, σ’ αυτό το λινκ.Μεταφρασμένο από τα ισπανικά από τους ediciones inéditos1.

Οι πρώτες μέρες του νέου έτους είδαν μια αύξηση στις τιμές των καυσίμων στο Μεξικό, ακολουθούμενη από αποκλεισμούς δρόμων, διοδίων και πρατηρίων. Αλλά αυτό που τράβηξε περισσότερο την προσοχή ήταν μια σειρά λεηλασιών σε πολλές πόλεις. Οι απαλλοτριωτές πήραν κυρίως τηλεοράσεις, ηλεκτρονικές συσκευές αλλά και παιχνίδια και άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Υπήρξαν περισσότερες από 500 συλλήψεις σε μια βδομάδα, μερικοί άνθρωποι σκοτώθηκαν, δημιουργήθηκε πανικός στην κυβέρνηση, στις επιχειρήσεις και σε όλα τα πολιτικά κόμματα.

Η κοινωνία λατρεύει τη μορφή-εμπόρευμα: την προσκυνά, την τοποθετεί στην αγία τράπεζα όπου και πρέπει να τιμάται. Και η μεγαλύτερη έκφραση αυτής της λατρείας δεν είναι η κατανάλωση, αλλά η εργασία. Μέσα από τη συνεχή εργασία, η ανθρώπινη δραστηριότητα μετασχηματίζεται σε εμπόρευμα. Αν και φαίνεται ότι δουλεύουμε μόνο και μόνο για να παραγάγουμε κάτι που θα γίνει ένα εμπόρευμα ή για να έχουμε πρόσβαση σε αυτό, η ίδια η δραστηριότητά μας είναι ένα εμπόρευμα που πρέπει να ανταλλαχθεί με άλλα αγαθά: το απόλυτα ελάχιστο για να μπορέσουμε να ξαναγυρίσουμε στη δουλειά. Με λίγα λόγια: δουλεύουμε για να αγοράζουμε εμπορεύματα και καταλήγουμε να είμαστε ικανοί να αγοράσουμε αρκετά ώστε να μπορούμε να επιστρέψουμε στη δουλειά την επόμενη μέρα.

Δεν είναι τα πλιάτσικα που προξένησαν τον φόβο. Η ιδέα μιας τρομοκρατημένης κοινωνίας διαδόθηκε από το κράτος, τα ΜΜΕ, τον τύπο και ιδιαίτερα τα κοινωνικά δίκτυα. Αυτός ο φόβος εξαπλώθηκε όχι μόνο από τα “ρομπότ” του διαδικτύου αλλά και από τα “ζόμπι” που επαναλαμβάνουν αυτά που τους λένε οι άλλοι χωρίς να σκέφτονται. Αυτοί που φοβούνται είναι οι αστοί. Οι ηγέτες. Είναι ανίκανοι να καταλάβουν την γλώσσα της εξέγερσης, έχουν βυθιστεί στον πανικό και θέλουν η δική τους αντίδραση να είναι και δική μας. Περίμεναν μόνο πορείες, ελεγχόμενους αποκλεισμούς και ειρηνικές δράσεις: όλα αυτά μπορούν λίγο-πολύ να γίνουν ανεκτά, να ελεγχθούν ή να κατασταλούν εύκολα.

Όμως η εξέγερση ξέσπασε. Άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους από μόνοι τους, και ανάμεσα σε άλλα πράγματα πήγαν και στα καταστήματα και πήραν αυτά που ήθελαν. Βεβήλωσαν την ηθική του Κεφαλαίου που μας λέει ότι πρέπει να δουλέψουμε για να έχουμε αυτά που θέλουμε. Οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν γρήγορα ότι δεν χρειάζεται να σκοτώνεται κανείς στη δουλειά κάθε βδομάρα, κάθε δεκαπενθήμερο, κάθε μήνα, όλο τον χρόνο ή για πάντα για να πάρει αυτά που χρειάζεται. Πολύ γρήγορα, οι επαγγελματίες πολιτικοί γίνονται ακόμα πιο άχρηστοι σε οποιονδήποτε, όταν οι άνθρωποι παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους.

Κλέφτες χωρίς όνομα, συχνά με ακάλυπτα πρόσωπα: ένα πλήθος που δεν χρειάζεται να κρύβεται ή να κατονομάζει τονε εαυτό του. Τι περίμεναν; Μια δήλωση; Μια συνέντευξη τύπου; Έναν εκπρόσωπο; Έναν αρχηγό; Μια εξήγηση; Ότι κάποιος θα έβαζε τους κανόνες του παιχνιδιού; Ότι κάποιος θα έλεγε “θα τα σταματήσουμε όλα αυτά όταν όταν θα ικανοποιήσουν τα αιτήματά μας ή όταν θα υπογράψουν έγγραφα, όταν μας δεχτούν στα γραφεία τους, μας δώσουν το ένα ή το άλλο”; Περίμεναν να έχουν μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις για έναν μήνα; Να τους ζητήσουμε να παραιτηθούν; Περίμεναν από μας να πούμε: “αυτός είναι ο υποψήφιός μας”;

Είναι η πολιτική του πλήθους. Χωρίς εσένα: χωρίς τους σωτήρες σου, χωρίς τους αντιπροσώπους σου. Χωρίς παγίδες. Χωρις προδότες. Χωρίς ήρωες, χωρίς τους γενναίους, χωρίς τους αδιάφορους. Είναι η πολιτική των ανθρώπων χωρίς εσένα: χωρίς τους “ειδικούς”, χωρίς τις πρωτοπορίες, χωρίς “επαναστάτες”, χωρίς διαπραγματευτές. Είναι μια εξέγερση απελπισίας: μια εξέγερση που δεν περιμένει τίποτα από σένα, τα κόμματά σου, τις εκστρατείες σου, τις μεγάλες ομάδες σου. Έχοντας εμπιστοσύνη σε αυτούς που κάνουν το ίδιο πράγμα με μένα, σε αυτούς που συνεργάζομαι, σε αυτούς που δεν πέθαναν, έχοντας εμπιστοσύνη στις ίδιες μας τις δυνάμεις.

Λένε ότι όλο αυτό είναι ενορχηστρωμένο, ότι καθένας ξέρει κάποιον που ήξερε κάποιον που είπε ότι εξαγοράστηκαν για να τα κάνουν όλα αυτά. Δεν έχει σημασία αν αυτό συνέβη ή όχι. Οι περισσότεροι από αυτούς που συμμετείχαν στις λεηλασίες ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι. Αν σε πληρώνουν 80 πέσος την ημέρα για να πεινάς ενώ δουλεύεις και αυτό σε κάνει να αισθάνεσαι και περήφανος, τότε μην έρχεσαι σε μένα για να μου κάνεις κηρύγματα αξιοπρέπειας. Πολλοί άνθρωποι συμμετείχαν και δεν πήραν ούτε ένα πέσο. Πολλοί άνθρωποι συμμετείχαν και έβαλαν σε ρίσκο τους εαυτούς τους, όχι στο όνομα της αξίας/τιμής αλλά από αναγκαιότητα. Αντί να μην πάρουν τίποτα, πήραν πίσω ένα μικρό κάτι. Πίσω από αυτό το κίνημα υπάρχει η πείνα. Αν δεν το καταλαβαίνεις αυτό, κάνε πίσω, κλείσε το στόμα σου και μάθε.

Μερικοί λένε ότι οι άνθρωποι “κλέβουνε” τηλεοράσεις και άλλες συσκευές αντί για φασόλια και τορτίγιας. Η ιδεολογία τους είναι ότι βλέπουνε τους φτωχούς να κλέβουνε εξαιτίας της ένδειας.

Παραπονιούνται ότι αυτοί που λεηλατούν χρησιμοποιούνταν για την κατάπνιξη κάθε διαμαρτυρίας, για να αποπροσανατολίσουν την προσοχή. Ψέμματα: οι διαμαρτυρίες πάντα καταστέλλονταν, καθώς κανείς δεν περίμενε ότι θα συμβεί κάτι και περίμεναν από μας να παραιτηθούμε και απλά να καθόμαστε να βλέπουμε το ίδιο έργο όπως και πριν: λίγες πορείες, λίγη καλά καναλιζαρισμένη και οριοθετημένη/περιορισμένη βία, πολίτες, η κοινωνία των πολιτών και ο λαός “Επαναστατήστε όπως πρέπει: όλοι στο διαδίκτυο και χωρίς να τολμήσετε να περπατήσετε στο γρασίδι. Αυτοί που εξέτρεψαν την προσοχή στον “φόβο” και τους “προβοκάτορες” ήσουν εσύ, οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι ευάλλωτοι/αδύναμοι πολίτες και η αστυνομία. Οι άνθρωποι που λεηλατούσαν ήταν πολύ απασχολήμένοι με τις υποθέσεις τους για να αποπροσανατολιστούν από τις γελειότητές σας.

Αυτοί που δεν έχουν τίποτα δεν φοβούνται τίποτα. Αυτοί που φοβούνται είναι οι εταιρείες, οι επιχειρηματίες και οι μικρόμυαλοι. Δεν θέλεις οι άνθρωποι να σου πάρουν κάτι; Τότε, μοιράσου αυτό που έχεις και αυτό είναι υπεραρκετό. Δεν θέλεις ο κόσμος να έρθει στο μαγαζί παρά μόνο αν πρόκειται να αγοράσει κάτι; Τότε, κλείστο. Θα συνεχίσεις να πουλάς με πίστωση και να χρεώνεις τους πελάτες σου που δεν μπορούν να δώσουν εγγύηση μεγαλύτερη από το διπλάσιο; Τότε πρέπει να περιμένεις ότι οι πλιατσικολόγοι θα έρθουν μια μέρα να σε χρεώσουν για όσα έχεις πουλήσει και χρεώσει και μάλιστα με τόκο. Ό,τι μας έχουν αρνηθεί, θα το πάρουμε λίγο-λίγο και χωρίς ευθύνη.

Ακούμε μια ισχυρή κραυγή για ειρήνη, αλλά αυτοί είναι που κήρυξαν τον πόλεμο. Οι πολιτικοί θα επιχειρηματολογήσουν για ηρεμία, αλλά η υπομονή μας έχει εξαντληθεί. Οι αδιάφοροι ή χλιαροί θα απαιτήσουν προσοχή, αλλά η κατάσταση έχει γίνει ανεξέλεγκτη. Αλλά δεν παραείναι όλο αυτό συνετό; Ξέχνα τα παρακάλια και πέθανε από την πείνα; Αυτοί που δεν μπορούν να δουν πέρα από τη μύτη τους θα απαιτήσουν ένα πρόγραμμα, έναν “καλά-οργανωμένο” αγώνα. Το πρόγραμμά μας: θέλουμε τα πάντα. Αυτό είναι το κόμμα μας: δεν θα σας ακολουθήσουμε άλλο.

Σε υποστήριξη των πλιατσικολόγων!

Γενάρης 2017

1 Στμ. Το παρόν κείμενο μεταφράστηκε από το αντίστοιχο γαλλικό που δημοσιεύεται εδώ: http://dndf.org/?p=15595.

Η κονκάρδα και η σβάστικα

Η κονκάρδα και η σβάστικα

του Shuja Haider1,2

Δεν χρειάζεται να πούμε ότι η αριστερή-φιλελεύθερη πολιτική ταυτοτήτων και ο λευκός εθνικισμός της εναλλακτικής-δεξιάς δεν είναι συγκρίσιμοι. Το πρόβλημα είναι ότι είναι συμβατοί

Η εναλλακτική-δεξιά έχει μιαν απάντηση – μιαν απάντηση που είναι συνεπής με την μακρόχρονη ιστορία του ιμπεριαλισμού και της λευκής υπεροχής. Όπως δείχνει η υιοθέτηση από την πλευρά τους της γλώσσας της πολιτικής ταυτοτήτων, η δεξιά αισθάνεται ανακούφιση όταν η απάντηση της αριστεράς απλά αντιστρέφει την απάντηση που έχει παραγάγει αυτή η ιστορία. Αυτό επιτρέπει στη δεξιά να ζωγραφίσει τις γραμμές μάχης, να σημαδέψει την περιοχή της δικής της λευκής εθνικής φαντασίωσης. Αλλά αν ερχόταν αντιμέτωπη με ένα ενοποιημένο “εμείς” – ένα υποκείμενο που αρνείται να αναγνωρίσει τα σύνορα, τις διαιρέσεις και τις ιεραρχίες που ρυθμίζονται από την λογική της ταυτότητας – η εναλλακτική-δεξιά θα ξέμενε χωρίς μέρος για να υψώσει τη σημαία της. Οι λευκοί εθνικιστές θα βρίσκονταν στην χειρότερη δυνατή θέση για ένα έθνος σε πόλεμο: να είναι ανίκανοι να ταυτοποιήσουν τον εχθρό.

Η κονκάρδα και η σβάστικα

του Shuja Haider1,2

Αν είχατε διαβάσει στις αρχές του 2016 για ένα συνέδριο ενός Ινστιτούτου Εθνικής Πολιτικής (National Policy Institute, NPI), πάνω στο θέμα της “Πολιτικής Ταυτοτήτων”, θα είχατε ίσως υποθέσει ότι θα ήταν ένα αθώο μάζεμα προοδευτικών. Αν το παρακολουθούσατε, θα βρισκόσαστε μπροστά σε μια δυσάρεστη έκπληξη. Το Ινστιτούτο Εθνικής Πολιτικής είναι μια οργάνωση λευκών εθνικιστών, υπό την εποπτεία του αγαπημένου παιδιού των ΜΜΕ, νεοναζί Richard Spencer.

Ο Spencer, ο οποίος κατέστησε δημοφιλή τον ευφημισμό “εναλλακτική δεξιά” [“alt-right”] αρέσκεται να περιγράφει την πλατφόρμα του ως μια “πολιτική ταυτοτήτων για τους λευκούς”. Μπαίνει στον κόπο να διορθώνει αυτούς που αναφέρονται στον ίδιον ως οπαδό της υπεροχής των λευκών, επιμένοντας ότι είναι απλά ένας “εθνικιστής” ή ένας “των παραδόσεων” ή, ακόμα καλλίτερα, ένας “των ταυτοτήτων”3. Θέλει να φέρει αυτό που αποκαλεί ως “λευκό έθνος-κράτος”, έναν τόπο όπου ο πληθυσμός προσδιορίζεται από την κληρονομικότητα. Σε μια γνωστή αντιστροφή του λεξιλογίου της κοινωνικής δικαιοσύνης, περιγράφει αυτό το κράτος ως “έναν ασφαλή χώρο για τους Ευρωπαίους”.

Ο Spencer έχει κάνει ανώτερες σπουδές στις ανθρωπιστικές επιστήμες, έχει περάσει κάποιο χρόνο στο φημισμένα αριστερό μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο Πανεπιστήμιο του Duke, και η θέση για το μάστερ του ήταν μια αντισημιτική ερμηνεία της κριτικής του Αντόρνο στην μουσική. Ο πολιτικός του μέντορας, Paul Gottfried, ήταν μαθητής του Μαρκούζε. Προφανώς, ο Spencer είναι πολύ στενά εξοικειωμένος τόσο με την ακαδημαϊκή αριστερή φιλοσοφία όσο και τον ακτιβισμό για την κοινωνική δικαιοσύνη των πανεπιστημιουπόλεων.

Ήταν απλά θέμα χρόνου πριν η δεξιά ταυτοποιήσει φιλελεύθερες και αριστερές στρατηγικές που θα μπορούσε η ίδια να υιοθετήσει, όπως προειδοποιούσε ότι θα συνέβαινε ένας συντηρητικός χριστιανός πρωτοετής του Πανεπιστημίου του Duke το 2015. Εν μέσω μιας εκτεταμένης διαμάχης σχετικά με προειδοποιητικά μηνύματα, αρνήθηκε να διαβάσει το μυθιστόρημα-κόμικ της Alison Bechdel Fun Home, απομνημονεύματα που εμπεριείχαν περιγραφές λεσβιακού σεξ. Το 2015 επίσης, ακτιβιστές του Πανεπιστημίου Yale έκαναν εκστρατεία για την αποβολή της Erika Christakis, μιας λέκτορος που είχε γράψει ένα mail επιχειρηματολογώντας ότι η διοίκηση του πανεπιστημίου δεν θα έπρεπε να επιβάλλει πολιτικές σχετικά με την πολιτισμική ευαισθησία των κουστουμιών των φοιτητών κατά το Halloween. Στα τέλη του 2016, τρολ της εναλλακτικής-δεξιάς σχημάτισαν μια διαδικτυακή “συμμορία” αφιερωμένη στην αποπομπή του George Ciccariello-Maher, ενός καθηγητή του Drexel που χρησιμοποίησε ειρωνικά την φράση “λευκή γενοκτονία” στο Twitter – μια φράση που είχε επίσης εμφανιστεί αλλά όχι ειρωνικά σε ένα τουίτ του Donald Trump, ο οποίος το αναμετάδωσε από τον λογαριασμό Twitter κάποιου στην εναλλακτική-δεξιά.

Μέχρι πρόσφατα, η φράση “πολιτικές λευκής ταυτότητας” ήταν μια παγίδα που οι προοδευτικοί προσπαθούσαν να στήσουν στους δεξιούς. Μια ρητορική ανθηρολογία4 θα υποτιμούσε ολόκληρη την βάρβαρη ιστορία του ρατσισμού στην Αμερική ως 400 χρόνια “πολιτικές λευκής ταυτότητας”, για να καταδείξει ότι η δεξιά ήταν ένοχη για τις ίδιες τακτικές όπως και η αριστερά.

Η δεξιά αναγνωρίζει τώρα τη συσχέτιση με ένα πονηρό χαμογελάκι. “Για όσο αποφεύγουμε και αρνούμαστε τις ταυτότητές μας, σε μια εποχή που κάθε άλλος άνθρωπος διεκδικεί την δική του, δεν θα έχουμε καμμιά δυνατότητα να αντισταθούμε τον εκτοπισμό μας, καμμιά ευκαιρία να ορίσουμε το μέλλον μας, καμμιά ευκαιρία να βρούμε έναν άλλον ορίζοντα”, λέει ο Richard Spencer, σε ένα εισαγωγικό βίντεο στον ιστότοπο του Ινστιτούτου Εθνικής Πολιτικής με τίτλο “Ποιοι Είμαστε;”

Ο Σπένσερ δεν νοιάζεται να του λένε ότι οι ισχυρισμοί του στην εθνική περηφάνεια και την αυτονομία ακούγονται κάποιες φορές όπως αυτοί που διατυπώνουν οι έγχρωμοι. Σύμφωνα με τους New York Times, το αναγνωρίζει ανοιχτά. Ο Spencer μπορεί να μοιάζει με έναν χαρακτήρα από μυθιστόρημα του Philip K. Dick ενσαρκώνοντας με κάποιον τρόπο το ίδιο το αντίθετό του.

Πώς καταφέρνει ένας ρατσιστής να επιχειρηματολογεί για τον σκοπό του με τη γλώσσα του αντιρατσισμού; Ένα πρόσφατο άρθρο στο Breitbart, συνυπογραμμένο από τον αντιδραστικό προβοκάτορα Milo Yiannopoulos, ίσως δείχνει πού βρήκε η εναλλακτική-δεξιά ένα σημείο διείσδυσης.

Ο Yiannopoulos επιχειρηματολογεί χαρούμενα για την συμπερίληψη των ιδεών της εναλλακτικής-δεξιάς στον “καθεστωτικό συντηρητισμο”, κάνοντας έναν προσεκτικό χορό γύρω από την κλασσική ρατσιστική ρητορική. “Καθώς οι κοινότητες αρχίζουν να συγκροτούνται από διαφορετικούς λαούς, η κουλτούρα και η πολιτική τους καθίσταται μια έκφραση των συστατικών τους λαών”, λέει ασαφώς, σε μια γλώσσα που πασχίζει για ουδετερότητα. Και προχωρά για να κάνει πιο συγκεκριμένη τη θέση του:

Οι διανοούμενοι της εναλλακτικής-δεξιάς θα ισχυρίζονταν επίσης ότι η κουλτούρα είναι αδιαχώριστη από την φυλή. Η εναλλακτική-δεξιά πιστεύει ότι κάποιος βαθμός διαχωρισμού είναι απαραίτητος για τη διατήρηση μιας κουλτούρας. Ένα τζαμί δίπλα σε έναν αγγλικό δρόμο γεμάτο από σπίτια με τη σημαία του Αγ. Γεωργίου δεν είναι, σύμφωνα με τους οπαδούς της εναλλακτικής-δεξιάς, ούτε ένας αγγλικός δρόμος ούτε ένας μουσουλμανικός δρόμος – ο διαχωρισμός είναι απαραίτητος για την διακριτότητα.

Κάποιοι άλλοι από την εναλλακτική-δεξιά έχουν ένα πιο λεπτό επιχείρημα. Λένε ότι όταν διαφορετικές ομάδες έρχονται μαζί, η κοινή κουλτούρα αρχίζει να απηχεί τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Αντί για ταμιά ή αγγλικά σπίτια, παίρνει κανείς τον αθεϊσμό και τον στόκο.

Κατά ειρωνικό τρόπο, είναι μια θέση που έχει πολλά κοινά με την αριστερή αντίθεση στην αποκαλούμενη “πολιτισμική οικειοποίηση”, μια ομοιότητα που αναγνωρίζεται ανοιχτά από την εναλλακτική-δεξιά.

Υπάρχει κάτι καινούριο σχετικά με την αδημονία της εναλλακτικής-δεξιάς να ισχυριστεί έναν κοινό σκοπό με την αριστερά. Ο καθεστωτικός συντηρητισμός εξακολουθεί να θεωρεί την αντίθεση στην “πολιτισμική αφομοίωση” ως έναν από τους αξιοκαταφρόνητους σκοπούς της φιλελεύθερης αριστεράς.

***

“Ανάμεσα στις πολλές ανόητες ιδέες των νεαρών αριστερών που θέλουν να εμφανίζονται καλοί χωρίς τον κόπο να κάνουν κάτι καλό, η ‘πολιτισμική οικειοποίηση’ ξεχωρίζει”, λέει το National Review. Η εξαίρεση ακτιβιστών ή κριτικών από το σερβίρισμα banh mi5 σε ψωμί τσιαμπάτα στις τραπεζαρίες του Oberlin, η έκκληση του Lionel Shriver σε μυθιστοριογράφους να απεικονίζουν χαρακτήρες από εθνικές ομάδες στις οποίες δεν ανήκουν οι ίδιοι, τα εσώρουχα της Victoria Secret που βασίζονται σε παραδοσιακά τελετουργικά φορέματα, κοκ., όλα αυτά κάνουν τα στόματα των συντηρητικών να τρέχουν σάλια. Στο μυαλό τους δεν υπάρχει καλλίτερο παράδειγμα για την ελαφρότητα και την τυρρανικότητα αυτών που αποκαλούν “πολεμιστές της κοινωνικής δικαιοσύνης”.

Ο απατηλά ανώδυνος όρος “πολιτισμική οικειοποίηση”, δανεισμένος από την ακαδημαϊκή ιδιόλεκτο, δεν μεταφέρει ο ίδιος την βαρύτητα που έχει σε ορισμένους κύκλους. Σύμφωνα με το διαδικτυακό περιοδικό Everyday Feminism, περιγράφει “μια συγκεκριμένη δυναμική ισχύος στην οποία μέλη μιας κυρίαρχης κουλτούρας παίρνουν στοιχεία από την κουλτούρα ανθρώπων που έχουν συστηματικά καταπιεστεί από αυτή την κυρίαρχη ομάδα”. Η ιδέα καταλήγει σε ένα τυπικό/ρουμπρίκα που καθορίζει ποιος επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται να συμμετέχει σε συγκεκριμένες συμπεριφορές. Μπορείς να μαγειρέψεις pho6; Μπορείς να διδάξεις γιόγκα; Εξαρτάται από το σε ποια κουλτούρα ανήκεις. Αν ανήκεις σε μια “κυρίαρχη κουλτούρα”, δεν θα έπρεπε πραγματικά να κάνεις τίποτα απ’ όλα αυτά. Το να κάνεις κάτι τέτοιο θα ήταν στην καλλίτερη περίπτωση κλεψιά, και στη χειρότερη βία.

Μπορεί να αποτελεί κάποια έκπληξη και στις δυο πλευρές του πεδίου της μάχης, αλλά η αριστερά δεν καταλάβαινε πάντα την “πολιτισμική οικειοποίηση” ως μια μορφή καταπίεσης. Αυτή η συνδήλωση του όρου είναι πανταχού παρούσα στο πολιτικό κλίμα που δημιουργούν τα κοινωνικά μέσα σήμερα. Αλλά όταν πρωτοάρχισε να χρησιμοποιείται, η “πολιτισμική οικειοποίηση” δήλωνε σχεδόν το αντίθετο του σημερινού της νοήματος.

Η ιδέα προηγήθηκε του όρου, ως προϊόν της Κέντρου για τις Σύγχρονες Πολιτισμικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Birmingham. Για διανοητές όπως ο Stuart Hall, η πολιτισμική οικειοποίηση περιέγραφε τον τρόπο που δημιουργούνταν οι υποκουλτούρες. Το σύγχρονο αντικείμενο έρευνας, σε μελέτες όπως η “Αντίσταση Μέσω των Τελετουργιών” του 1975, ήταν οι κουλτούρες των νέων στην Αγγλία: τεντυμπόυδες, “μοντέρνοι”7, σκίνχεντς κοκ. Αλλά ό,τι είχε προηγηθεί, πήγαινε βαθύτερα. Ινδικό φαγητό στην Αγγλία, σπιρίτσουαλς των νέγρων στην Αμερική, χαμάμ στη Γαλλία του 19ου αιώνα – όλα αυτά ήταν πλαίσια στα οποία μέλη αυτών που τώρα θα ονομάζαμε “περιθωριοποιημένες ομάδες” χρησιμοποιούσαν στοιχεία μιας κυρίαρχης κουλτούρας σε μεταβληθείσες μορφές, παράγοντας τις δικές τους κοινότητες που θα μπορούσαν να κρυφτούν από την κοινή θέα.

Η φράση “πολιτισμική οικειοποίηση” έγινε τυπική στις ακαδημαϊκές πολιτισμικές σπουδές τη δεκαετία του 1990, αν και ήδη από τότε οι συνυποδηλώσεις της αμφισβητούνταν. Ήταν ακρογωνιαίος λίθος της δουλειάς ακαδημαϊκών όπως ο James Sidbury, που τον χρησιμοποιούσαν για να περιγράφουν τις “δημιουργικές πράξεις” των Αφρικάνων σκλάβων στην Βιρτζίνια του 18ου αιώνα κατά τον σχηματισμό μιας “αντιπολιτευτικής κουλτούρας”. Ο George Lipsitz χρησιμοποίησε με παρόμοιο τρόπο την έννοια στην μελέτη του για την Αφροαμερικανική μουσική, χρησιμοποιώντας και τον δικό του, λιγότερο φορτισμένο όρο, “στρατηγική αντι-ουσιοκρατία” [anti-essentialism] – ένα γνέψιμο προς την μετα-αποικιακή θεωρία. Αλλά η ιδέα είχε θεωρητικοποιηθεί σε εκτενή λεπτομέρεια το 1979, στη θεμελιώδη μελέτη του Dick Hebdige Subculture.

Ο Hebdige, παλιότερα φοιτητής στο Birmingham, περιέγραψε τα εμπορεύματα της μαζικής παραγωγής ως “ανοιχτά σε μια διπλή κλίση”. Όπως το επεξεργάστηκε:

Αυτά τα “ταπεινά αντικείμενα” μπορεί να τα οικειοποιηθεί κανείς με μαγικό τρόπο· “κλεμμένα” από υποδεέστερες ομάδες και καμωμένα να μεταφέρουν “μυστικά” νοήματα: νοήματα που εκφράζουν, με κωδικούς, μια μορφή αντίστασης στην τάξη που εγγυάται την συνεχιζόμενη υποταγή τους.

Οι βασικές πηγές πληροφορίας του Hebdige ήταν οι πανκ στο Λονδίνο του τέλους της δεκαετίας του 1970, μια ομάδα που συγκροτούνταν όχι με βάση την εθνικότητα αλλά την εκούσια συμμετοχή.

Το Subculture ανιχνεύει το φάσμα της οικειοποίησης που άσκησαν οι πανκ του Λονδίνου, αρχίζοντας από το πιο πεζό σύμβολό τους, τις κονκάρδες.Αυτά τα αθώα εργαλεία “αποσπάστηκαν από το πλαίσιο του ‘βοηθήματος’ στο νοικοκυριό και φορέθηκαν σαν απαίσια στολίδια”. Το βιβλίο τελειώνει με το πιο φορτισμένο σύμβολο που υιοθέτησαν οι πανκ, πιθανόν το πιο φορτισμένο σύμβολο στην δυτική κουλτούρα: την σβάστικα.

Ο ισχυρισμός του Hebdige ήταν ότι οι πανκ δεν φορούσαν την σβάστικα σαν αναπάρασταση μιας ακροδεξιάς ιδεολογίας. Αντίθετα, ήταν μια αφελής μέθοδος να αποστασιοποιηθούν από την κουλτούρα των γονιών τους, μια γενιά Βρετανών για την οποία η σβάστικα “σηματοδοτούσε τον ‘εχθρό’”. Ο Hebdige αναφέρει έναν νεαρό πανκ, που έδινε συνέντευξη σε ένα περιοδικό στη διάρκεια του απόγειου του Λονδρέζικου πανκ το 1977, στην οποία εξηγεί ότι φορούσε την σβάστικα απλά επειδή “στους πανκ αρέσει να τους μισούν”.

Το πέρασμα του χρόνου μας επιτρέπει να βγάλουμε μερικά συμπεράσματα σχετικά με τα δυνητικά αποτελέσματα της πολιτισμικής οικειοποίησης. Για πολλά χρόνια, οι κονκάρδες συνδέθηκαν αξεδιάλυτα με τους πανκ, ίσως ακόμα περισσότερο απ’ όσο με τις μοδίστρες. Όσο για την σβάστικα, είναι ίσως ασφαλές να πούμε ότι οι περισσότεροι πρώην πανκ δεν είναι καθόλου περήφανοι που έχουν φορέσει μία – οι προηγούμενες συνδηλώσεις της δεν είχαν διαγραφεί τόσο εύκολα.

Αλλά σαράντα χρόνια αργότερα, οι κονκάρδες και οι σβάστικες εμφανίζονται ξανά, για εντελώς διαφορετικούς λόγους.

***

Όλα ξεκίνησαν όταν η Άλισον, μια Αμερικανίδα εκπατρισμένη που ζεί στο Λονδίνο, άρχισε να παρατηρεί αναφορές για ρατσιστική βία σε ολόκληρη τη χώρα. Τις μέρες μετά την ψηφοφορία για το Brexit, κοινότητες μεταναστών είχαν δεχτεί επιθέσεις, σε μια ανησυχητική ηχώ των ταραχών του Λονδίνου στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Μετανάστρια η ίδια, η Άλισον δεν είχε τη δυνατότητα να ψηφίσει στο δημοψήφισμα, αλλά ήθελε να βρει έναν άμεσο τρόπο για να δείξει στα μέλη των πληττόμενων ομάδων ότι η ίδια δεν ήταν μια απειλή – ότι ήταν ασφαλή στην παρουσία της.

Ήταν ιδέα του άντρα της να το κάνει φορώντας μια κονκάρδα. “Του αρέσουν τα λογοπαίγνια”, είπε στον Guardian. Η Άλισον μπήκε στο Twitter, αναρτώντας ένα κάλεσμα σε δράση. Πρόσθεσε ότι η κονκάρδα δεν θα έπρεπε να νοηθεί ως μια “κενή χειρονομία”, αλλά ως μια δέσμευση παρέμβασης υπέρ αυτών που διατρέχουν κίνδυνο. Ο συμβολισμός έφερε στο μυαλό την πρακτική των ακτιβιστών της παροχής ενός “ασφαλούς χώρου”, ενός χώρου μέσα στον οποίον οι καταπιεσμένοι άνθρωποι θα μπορούσαν να αναζητήσουν ανακούφιση και παρηγοριά από ένα τραυματικό περιβάλλον. Η κονκάρδα επέτρεπε σε συμπαθούντες λευκούς – “συμμάχους”, με τα λόγια της Άλισον – να κουβαλάνε έναν ασφαλή χώρο μαζί τους όπου πήγαιναν. Δυο μέρες αργότερα το tag #safetypin είχε γίνει ήδη εξαιρετικά δημοφιλές.

Όταν το σοκ της εκλογικής ανατροπής διέσχισε τον Ατλαντικό, η κονκάρδα το ακολούθησε. Δυο μέρες μετά την Προεδρική εκλογή, η Michelle Goldberg έγραψε μια στήλη στο Slate υποστηρίζοντας τη χρήση της, σε μια Αμερική στην οποία “οι αξιολύπητοι ενθαρρύνονται”. Αλλά η υιοθέτηση εκ μέρους της του συμβόλου μετέβαλε τον σκοπό του. Η Goldberg ανησυχούσε ότι, όντας μια λευκή, θα μπορούσε να παρεξηγηθεί ως ψηφοφόρος του Τραμπ. “Χρειαζόμαστε ένα εξωστρεφές σημάδι συμπάθειας, έναν τρόπο για την πλειοψηφία από μας που ψήφισαν εναντίον του φασισμού να αναγνωριζόμαστε μεταξύ μας”, έγραψε. Σε αντίθεση με την δέσμευση της Άλισον για δράση, η κονκάρδα θα λειτουργούσε ως ένα σημάδι συγγένειας ανάμεσα στους ηττημένους υποστηρικτές της Χίλαρυ Κλίντον.

Την επόμενη μέρα η Fashionista δημοσίευσε ένα άρθρο με αριθμημένα σημεία8 με τίτλο “13 Safety Pin Brooches to Wear Now and for the Next Four Years9, υποσχόμενο έναν εύκολο τρόπο να δείξει κανείς την αλληλεγγύη του. Το Vogue ακολούθησε αμέσως, με μια συλλογή που περιελάμβανε διαμαντένιες και χρυσές κονκάρδες-σκουλαρίκια με τιμή $1065 το κομμάτι. “Βάλτε τα λεφτά σας εκεί που είναι το στόμα σας και αναλάβετε πραγματική δράση ενάντια στις δυνάμεις του μίσους”, τελείωνε το άρθρο.

Αυτός ο καινούριος ρόλος έκανε την κονκάρδα ακόμα πιο ευάλλωτη στην κριτική. Στο Mic, ο Phillip Henry την περιέγραψε ως τίποτα περισσότερο από “ένα αυτο-οργανωμένο φιλικό χτυπηματάκι στην πλάτη”. Σύντομα, η κονκάρδα έγινε σύμβολο όχι της προληπτικής δράσης ή της αλληλεγγύης αλλά της επιφανειακότητας. Ήταν η επιτομή αυτού που ο Henry αποκαλούσε “επιτελεστική εγρήγορση”10, μια περιεκτική σύντμηση για το παιχνίδι της απόκτησης υπεροχής11 που παίζουν οι λευκοί φιλελεύθεροι στο διαδίκτυο για να καθορίσουν ποιος είναι ο καλλίτερος σύμμαχος.

Σαν αποτέλεσμα, η άσκηση κριτικής στις κονκάρδες ήταν μια ακόμα πιο woker θέση που θα μπορούσε να πάρει κανείς. Αυτό οδήγησε σε συγκεχυμένες αντιμετωπίσεις του ζητήματος όπως η στήλη του Christopher Keelty στην Huffington Post, “Αγαπητοί Λευκοί, οι κονκάρδες σας είναι ντροπιαστικές”. Ο πεζός λόγος του Keelty τρεκλίζει άβολα ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο πρόσωπο, ταυτοποιούμενος ως λευκός και ταυτόχρονα απευθυνόμενος στους λευκούς ως μια ομάδα έξω από τον ίδιο. Υπονοεί δυο ανταγωνιστικούς ορισμούς της λευκότητας: έναν ορισμό ως μια κατάσταση διεφθαρμένης παρακμής, την οποία ο Keelty έχει ηρωικά υπερβεί, και έναν άλλον, ως βιολογικά καθοριζόμενο χαρακτηριστικό, που παραμένει αμετάλλακτο.

Μεταξύ άλλων πραγμάτων, αυτή η σύγχυση προσέφερε μια ευκαιρία για μπίζνες. Μπείτε [στο σάιτ των] Marissa Jenae Johnson και Leslie Mac, με το Safety Pin Box.

***

Η Marissa Jenae Johnson έχει κάτι σαν ιστορία στην δημόσια θέα, που ξεκίνησε όταν η ίδια, και μια άλλη ακτιβίστρια, διέκοψαν μια ομιλία του Bernie Sanders στο Σηάτλ. Σε μια αυτοσχέδια τοποθέτηση, επέκρινε πολύ σκληρά τον Sanders για ανεπαρκή απόδοση προσοχής στις κοινότητες των μαύρων, συστήνοντας τον εαυτό της ως συνιδρύτρια του Black Lives Matter στο Σηάτλ. Αλλά ένας άλλος ντόπιος ακτιβιστής του κινήματος, ο Mohawk Kuzma, είπε στους The Seattle Times ότι το κίνημα δεν είχε οργανωθεί συλλογικά αλλά “από δυο άτομα που δρούσαν το καθένα ανεξάρτητα”.

Η πρωτοβουλία της Johnson μεταφράστηκε εύκολα σε ένα επιχειρηματικό πνεύμα όταν δημιούργησε το “Safety Pin Box” με την φίλη της, και επίσης ακτιβίστρια, Leslie Mac. Η ιδέα τούς ήρθε όταν ήταν σε διακοπές μαζί στην Τζαμάικα, λίγο μετά την Προεδρική εκλογή. Είναι μια συνδρομητική υπηρεσία για ένα μηνιαίο κουτί, με τιμές μέχρι $100 τον μήνα – ο ιστότοπος διευκρινίζει ότι πρόκειται “για επιχείρηση όχι φιλανθρωπία”. Το κουτί δεν περιέχει κονκάρδες αλλά ένα “δρομολόγιο/πρόγραμμα”12 ακτιβιστικών καθηκόντων για “συμμάχους”, που ο ιστότοπος ορίζει ως “κάποιους από μια προνομιούχο ομάδα που υποστηρίζουν τις προσπάθειες καταπιεσμένων ανθρώπων”. Η υποστήριξή τους θα πρέπει να “επιδειχθεί οικονομικά, φυσικά, συναισθηματικά και πνευματικά”. Ο τόνος του ιστότοπου αποκτά μια βλοσυρή αλλά αισιόδοξη χροιά: “Είτε είστε καινούριοι στο ‘έργο των συμμάχων’ είτε είσασταν αρκετά οξύνοες για να γνωρίζετε ότι η αρχική έκφραση αλληλεγγύης της κονκάρδας είχε παρεκτραπεί, το Safety Pin Box είναι για σας!”

Η διαίρεση που αρχικά παράχθηκε από τις κονκάρδες της Άλισον, ανάμεσα στους καταπιεσμένους ανθρώπους και τους συμμάχους τους, εδώ γίνεται οξύτερη. Yπάρχουν αυστηρές διακρίσεις σχετικά με το ποιοι εκτελούν τα καθήκοντα, καθώς και προς όφελος ποιού θα πρέπει να προσανατολιστούν αυτά τα καθήκοντα. Ένα από τα ερωτήματα στις Συχνές Ερωτήσεις (FAQ) του ιστότοπου ρωτά: “Γιατί το Safety Pin Box εστιάζει στους μαύρους και όχι σε όλους τους περιθωριοποιημένους ανθρώπους;” Είναι ένα εύλογο σημείο, υπό το φως των απειλών που εκφράστηκαν εναντίον των Λατίνων και των Μουσουλμάνων Αμερικάνων από την Προεδρία Τραμπ. Η απάντηση προβάλλει μια ολόκληρη ταξινομία πολιτικής υπευθυνότητας και μεσολάβησης/αντιπροσώπευσης.

Το Safety Pin Box δημιουργήθηκε από Μαύρες γυναίκες για Μαύρες γυναίκες ή θηλυπρεπή άτομα13. Συχνά οι Μαύροι, και ιδιαίτερα οι Μαύρες γυναίκες/θηλυκά αναμένεται να δουλεύουν για οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον εαυτό τους. Το Safety Pin Box είναι μια δράση ριζοσπαστικής αυτο-συντήρησης και διακηρύσσουμε ανοιχτά ότι “Δεν Είμαστε τα Μουλάρια σας” (#NotYourMule). Υπάρχουν πολλές άλλες οργανώσεις και προσπάθειες που υποστηρίζουν άλλες ταυτότητες και είστε ευπρόσδεκτοι να τις υποστηρίξετε επίσης.

Διατίθενται επιπρόσθετα αξεσουάρ, όπως ένα t-shirt που γράφει, “Πληρώνω επανορθώσεις.” Θα είναι σίγουρα καλή είδηση για την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση ότι δεν είναι πλέον υπεύθυνη για αποζημιώσεις, αλλά ότι αυτές θα πληρώνονται από τους φορτωμένους με ενοχές μεσοαστούς λευκούς.

Σύμφωνα με μια εκπομπή του Vice News, στην υπηρεσία έχουν εγγραφεί μέχρι τώρα μερικές εκατοντάδες άτομα. Αυτός ο αριθμός περιλαμβάνει έναν σοβαρό κάτοικο του Park Slope ο οποίος έδωσε συνέντευξη στο Vice, και προσπαθεί να “ευαισθητοποιηθεί” πλήρως αφού έχει λάβει κουτιά αξίας ενός χρόνου. Αλλά η προσπάθεια χρηματοποίησης της “συμμαχικότητας” έχει αντιμεωπίσει και τον σκεπτικισμό – αν και ο ιστότοπος υποδεικνύει ότι ένα μέρος των κερδών θα επιστρεφόταν στις μαύρες ακτιβίστριες, ένα άλλο θα πάει στις ιδρύτριες. “Δεν σκοπεύω να πω στον αέρα ότι δεν πρόκειται να αγοράσω ένα καινούριο αυτοκίνητο”, λέει αστειευόμενη η Mac στον ανταποκριτή του Vice.

Μια από τους πιο πρώιμες κριτικές προήλθε από τον δημοσιογράφο έρευνας Lee Fang, ο οποίος αμφισβήτησε τα κίνητρα πίσω από αυτή την επιχείρηση. Σε μια σειρά από σκληρά σχόλια στο Twitter, αποκάλεσε το Safety Pin Box ως: “Herbalife για επιτελεστικούς ανθρώπους”. Η αντίδραση στον Fang αποκάλυψε ένα πρότυπο στην πρακτική της κοινωνικής δικαιοσύνης της “πρόκλησης”14. Το ζήτημα δεν ήταν αν το σχόλιο του Fang ήταν δίκαιο, αλλά κατά πόσον δικαιούνταν να το κάνει. Ένα τουίτ που έκτοτε έχει διαγραφεί, το τοποθέτησε πολύ περιεκτικά: “Ο Lee Fang εκφράζει όλα τα στραβά με τους λευκούς άντρες της χιλιετηρίδας”.

Υπήρχε ένα πρόβλημα με τη διατύπωση αυτής της θέσης, που ήταν ότι ο Lee Fang δεν είναι λευκός. Μια εναλλακτική τακτική αποδοκιμάζει αυτόν τον “ρατσιστή μαλάκα που μισεί τον ίδιο του τον εαυτό” για δουλοπρέπεια προς τους “λευκούς πατερούληδες”15, και στη χειρότερη εκδοχή της επικαλέστηκε τις μπανάνες και τα Twinkies – κίτρινα απ’ έξω λευκά από μέσα. “Ο Lee Fang είναι ο Ασιάτης τύπος που βγάζει τα προς το ζην καταφερόμενος εναντίον των μαύρων για να εντυπωσιάζει τους λευκούς”, τελείωνε ένα άλλο τουίτ. Αποτυχημένες προσπάθειες να αμφισβητηθούν τα διαπιστευτήριά του ως έγχρωμος, η θέση των Ασιατο-αμερικανών ως ομάδας, θα εμπλέκονταν επίσης: ο Fang και άλλοι σαν αυτόν “ταιριάζουν στο μοντέλο του μύθου της μειονότητας εντός της οποίας κάνουν τη δουλειά των οπαδών της λευκής υπεροχής”.

Αν και τα γεγονότα παρέμειναν νεφελώδη από την περίοδο εκείνη που τα σημεία ενδιαφέροντος στο Twitter μετατοπίστηκαν, υπήρχε μια ξεκάθαρη αρχή σε λειτουργία, μια αρχή που είχε γίνει χαρακτηριστική των σύγχρονων υποστηρικτών των κοινωνικής δικαιοσύνης. Η επιλεξιμότητα και το δικαίωμα των ανθρώπων να ισχυρίζονται συγκεκριμένα πράγματα εξαρτάται από το σύνολο των κριτηρίων που εμπίπτουν στην κατηγορία της “ταυτότητας”. Το δικαίωμά σου στην πολιτική μεσολάβηση καθορίζεται από την περιγραφή σου.

Μένουμε έτσι με μια απλή ερμηνευτική για τον καθορισμό της αληθοτιμής μια δήλωσης. Ποιοι το είπαν, σε ποια ομάδα ανήκουν, και τι δικαιούνται τα μέλη αυτής της ομάδας να λένε;

***

Αν η κονκάρδα ήταν ένα αμφιλεγόμενο σύμβολο στην αριστερά, η σβάστικα ήταν εξίσου αμφιβητούμενη στην δεξιά. Την εβδομάδα πριν από την εκλογή του Τραμπ, καθώς οι κονκάρδες άρχισαν να προσελκύουν την προσοχή, το Southern Poverty Law Center κατέγραψε τουάχιστον 60 περιπτώσεις γκραφίτι με σβάστικες στις ΗΠΑ. Αλλά οι ιδεολόγοι της εναλλακτικής-δεξιάς έχουν αρχίσει να αποφεύγουν την χρήση αυτού του συμβόλου. Οι New York Times ανέφεραν ότι το Εθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα (National Socialist Movement), μια από τις κύριες νεοναζιστικές ομάδες της Αμερικής, σταμάτησε την χρήση του συμβόλου, σε μια προσπάθεια που ο ηγέτης της οργάνωσης αποκάλεσε “προσπάθεια να ενσωματωθεί περισσότερο και να γίνει πιο κυρίαρχη”.

Αλλά δεν είναι όλοι οι ρατσιστές εύκολα ταυτοποιήσιμοι ως νεοναζί σκίνχεντς. Ένα από τα πιο παλιά “μαγαζάκια” του ευγενικού ρατσισμού, που η εναλλακτική-δεξιά έφερε στο προσκήνιο της σύγχρονης πολιτικής, είναι είναι η Αμερικανική Αναγέννηση (American Renaissance), μια λευκή εθνικιστική έκδοση που ξεκίνησε από τον γελείο αριστοκράτη Jared Taylor. Η ευφημιστική γλώσσα του “φυλετικού ρεαλισμού” ντύνει τον εξτρεμισμό τους με γραβάτα και κοστούμι, και όχι χωρίς κάποια επιτυχία. Στη “δεξαμενή σκέψης” του Taylor, το “The New Century Foundation”, μόλις αποδόθηκε το καθεστώς του μη-κερδοσκοπικού οργανισμού από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, μαζί με το Ινστιτούτο Εθνικής Πολιτικής του Spencer και άλλες δύο λευκές εθνικιστικές οργανώσεις.

Κάπως απροσδόκητα, ο Chris Roberts, ένας επαγγελματίας συγγραφέας του American Renaissance, έγραψε πρόσφατα μια ανάρτηση στο μπλογκ που υποδηλώνει μια καινούρια δυνατότητα στρατολόγησης.

Μια ενδιαφέρουσα “γωνιά” στην πολιτική Αριστερά έχει εμφανιστεί τους τελευταίους 18 μήνες. Είναι ένα τμήμα της αριστερής πτέρυγας του Bernie Sanders, σοσιαλιστές που αντιτίθενται γενικά στην πολιτική της φυλετικής ταυτότητας και τη διαπόμπευση των φτωχών λευκών ειδικότερα. Τους αποκαλώ την αντί-αντί-λευκή Αριστερά.

Ο Roberts προχωρά στην παράθεση, ως μαρτυρία, ενός αριθμού άρθρων στο Jacobin Magazine, στα οποία περιλαμβάνεται και ένα γραμμένο από τον υποφαινόμενο. Ελπίζει ότι η “αριστερή αντίθεση στην σκέψη εναντίον των λευκών θα μπορούσε να είναι το πρώτο βήμα στην ανάπτυξη μιας φυλετικής συνείδησης για τους νεαρούς λευκούς”.

Αλλά ο Roberts παραβλέπει ένα κενό στη λογική του. Αν ο λευκός εθνικισμός είναι μια μορφή πολιτικής ταυτοτήτων, τότε “οι σοσιαλιστές που αντιτίθενται γενικά στην πολιτική ταυτοτήτων” θα ήταν, εξ ορισμού, αντίθετοι στον εθνικισμό αυτό. Ο Roberts και ο “λόχος” του δεν μπορούν να συλλάβουν μια πολιτική που βασίζεται σε μια καθολική αρχή, αλλά μόνο μια που βασίζεται στην αντίθεση των ταυτοτήτων16. Αυτό που φοβούνται περισσότερο απ’ όλα είναι ένας τρόπος σκέψης για τους ανθρώπους που είναι αδιάφορος ως προς την φυλή.

Ρατσιστές λιγότερο εκλεπτυσμένοι από αυτούς του American Renaissance, αναφέρονται σε οποιαδήποτε πρακτική ομαδοποιεί ανθρώπους κατά μήκος εθνικοτήτων ως “λευκή γενοκτονία”, την παρανοϊκή φαντασίωση που επικαλείται ο Ciccariello-Maher. “Η λευκή γενοκτονία” δεν περιγράφει την μαζική δολοφονία των λευκών, αλλά την έλευση ενός κόσμου στον οποίον οι άνθρωποι δεν μπορούν πλέον να διαχωριστούν σε αυστηρές φυλετικές κατηγορίες. Η φράση επινοήθηκε από τον υπέρμαχο της λευκής υπεροχής David Lane, συγγραφέα επίσης του σλόγκαν γνωστού ως “14 Λέξεις”: “Πρέπει να εξασφαλίσουμε την υπάρξη του λαού μας και ένα μέλλον για τα λευκά παιδιά”.

Οι λευκοί εθνικιστές δεν ενοχλούνται ιδιαίτερα απο τις διαμαρτυρίες για την πολιτισμική οικειοποίηση, με δεδομένο ότι, όπως το θέτει ο Yiannopoulos, “η κουλτούρα είναι αδιαχώριστη από την φυλή”. Όταν αυτή η υποκείμενη προϋπόθεση δεν αμφισβητείται, η ρητορική του κυρίαρχου αντιρατσισμού είναι η ίδια επιρρεπής στην οικειοποίηση από τη δεξιά. Αυτό που οδηγεί κάποιον, όπως ο Richard Spencer, να ζητά αποδοχή για περιστατικά όπως αυτό στο Πανεπιστήμιο της Οττάβα, όταν μια ελεύθερη τάξη γιόγκα για φοιτητές με ειδικές ανάγκες έκλεισε εξαιτίας πολιτισμικών ζητημάτων με συνέπειες”. Μια δήλωση της Φοιτητικής Ομοσπονδίας σχετικά με το ζήτημα έφτασε τόσο μακριά ώστε να συνδέσει το περιστατικό με την απειλή μιας “πολιτισμικής γενοκτονίας”. Στο blog του Radix Journal, μιας έκδοσης της εναλλακτικής-δεξιάς που ίδρυσε ο ίδιος, ο Spencer με δυσκολία μπορούσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του. Αναφέρθηκε στο περιστατικό ως ένα παράδειγμα “διαμόρφωσης φυλετικής συνείδησης”, και χειροκρότησε τους ακτιβιστές φοιτητές που “ενεπλάκησαν στο είδος ιδεολογικού σχεδίου στο οποίο οι ‘της παράδοσης’ δύσκολα θα δούλευαν”.

Δεν χρειάζεται να πούμε ότι η αριστερή-φιλελεύθερη πολιτική ταυτοτήτων και ο λευκός εθνικισμός της εναλλακτικής-δεξιάς δεν είναι συγκρίσιμοι. Το πρόβλημα είναι ότι είναι συμβατοί17.

***

Στα τέλη του 2016, το MTV News πρόβαλλε ένα βίντεο με την ονομασία “2017 Resolutions for White Guys18. Το βίντεο δείχνει αρκετούς νέους ανθρώπους, κάποιοι από τους οποίους είναι λευκοί και άρρενες, να απευθύνονται σε άλλους “λευκούς τύπους” σε δεύτερο πρόσωπο. “Υπάρχουν μερικά πράγματα που πιστεύουμε ότι θα μπορούσατε να κάνετε λίγο καλλίτερα το 2017”, λέει ένας από τους ομιλητές. Οι “λευκοί τύποι” θεωρούνται υπευθυνοι για την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, την ιστορία της φυλετικής ανισότητας στην Αμερική, την βαρβαρότητα της αστυνομίας, και έναν αριθμό ακόμα άλλων κοινωνικών δεινών. Κατηγορούνται συλλογικά για την επιεική ποινή που ο δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Καλιφόρνια Aaron Persky επέβαλλε στον Brock Turner για σεξιστική επίθεση.

Η κατηγορική ταύτιση των λευκών με ισχυρές, διεφθαρμένες φιγούρες όπως ο Persky δεν είναι απλά μια κατηγορία – είναι επίσης και μια απαλλαγή. Η εξώθηση της λογικής της “συμμαχικότητας” σε ένα ακόμα μεγαλύτερο άκρο, καλεί μάλλον για τον παθητικό τους ρόλο παρά τη συμμετοχή τους.

Αυτή η τακτική μπορεί να είναι χρήσιμη για να κερδίζει κανείς λογομαχίες στο διαδίκτυο, αλλά έχει πολύ μικρότερη αξία στις προσπάθειες οργάνωσης στον πραγματικό κόσμο. Αντίθετα, συμμαχίες ανάμεσα σε κινήματα όπως συνασπισμοί ανάμεσα σε τοπικά παραρτήματα του Black Lives Matter και του Fight for $15, απαιτούν οι συμμετέχοντες να πάρουν έναν ρόλο πίσω από τη συμμαχία. Όπως παρατηρεί η Keeanga-Yamahtta Taylor στο βιβλίο της σχετικά με την ιστορία του κινήματος Black Lives Matter, υπάρχει μια “λογική σύνδεση” ανάμεσα σε αυτούς τους σκοπούς: “η υπερέκθεση των Αφροαμερικανών στις τάξεις των φτωχών και της εργατικής τάξης τούς έχει κάνει στόχους της αστυνομίας, που κυνηγά σαν θηράματα όσους προέρχονται από τα χαμηλά εισοδήματα”. Με περισσότερους από τους μισούς μαύρους εργάτες να βγάζουν λιγότερα από $15 την ώρα, η μάχη για έναν βιώσιμο μισθό έχει γίνει κομμάτι ενός καλέσματος για κοινωνική δικαιοσύνη. Επιπλέον διατυπώνει ένα αίτημα εκ μέρους όλων.

Ο Nic Smith, εργάτης στα Virginia Waffle House και ακτιβιστής, μέλος του κινήματος Fight for $15, έγραψε για αυτό το είδος συνεργασίας στην Washington Post.

Στην διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και στον απόηχό της, πολιτικοί, αναλυτές, δημοσκόποι και ειδήμονες προσπάθησαν να διαιρέσουν την εργατική τάξη κατά μήκος των φυλετικών γραμμών. Έχοντας μεγαλώσει στην κομητεία Dickenson, σε μια κοινότητα με 98% λευκούς, το μόνο που ήξερα ήταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η λευκή εργατική τάξη. Όταν όμως μπήκα στο κίνημα Fight for $15, συνάντησα ανθρώπους που εργάζονται σε εστιατόρια σε άλλα μέρη αυτής της πολιτείας και έμαθα με ποιο τρόπο δουλειές που πληρώνουν τόσο λίγο κάνουν επίσης ζημιά και στους εργαζόμενους στις μεγαλύτερες πόλεις. Και ότι πολλές οικογένειες σε αυτές τις μεγαλύτερες πόλεις αντιμετωπίζουν και επιπρόσθετες απειλές, όπως την αστυνομική βία και τον κίνδυνο της απέλασης. Λευκοί, μάυροι, μελαμψοί – είμαστε όλοι μαζί σε αυτό – παλεύοντας για μια καλλίτερη ζωή για τις οικογένειές μας.

Για τον Smith, όπως και για ομάδες όπως οι Young Patriots πριν από αυτόν, η μάχη ενάντια στην αστυνομική βία και την απέλαση είναι η μάχη τους. Είναι κομμάτι ενός συλλογικου αιτήματος που διατυπώνουν “ξεχασμένες κοινότητες σε ολόκληρο το έθνος μας”. Η οικοδόμηση ενός κινήματος βασισμένου σε καθολικές αρχές δεν έχει δουλέψει πάντα – οι παγίδες της ταυτότητας στοιχειώνουν εδώ και καιρό ακόμα και τον πιο σοβαρό οικουμενισμό των Aμερικάνων σοσιαλιστών. Αλλά ακόμα και όταν αυτό το είδος συνασπισμού δεν είναι πετυχημένο, έχει τουλάχιστον μια μεγάλη αρετή: είναι το αντίθετο του “ιδεολογιού σχεδίου” που ο Richard Spencer ελπίζει ότι θα εκτελέσει γι’ αυτόν η αριστερά.

Αντίθετα, το βίντεο “Αποφάσεις για το 2017” δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη απειλή για την εναλλακτική-δεξιά. Η αντίδραση σε αυτό ήταν τόσο δριμεία που το MTV το απέσυρε μέσα σε 48 ώρες από την ανάρτησή του. Αλλά η δήλωση που κάνει δεν είναι απλά αναποτελεσματική ως πολιτική στατηγική – αποτυγχάνει και ως πολιτική ανάλυση. Ενώ το βίντεο κατονομάζει το αντικείμενο (“λευκοί τύποι”) στο οποίο απευθύνεται, ευθυγραμμίζοντάς τους ουσιαστικά με την δεξιά, δεν αρθρώνει επαρκώς την ταυτότητα του υποκειμένου που κάνει αυτή τη δήλωση.

Το ομιλούν υποκείμενο είναι “εμείς”. Αυτό που μένει αναπάντητο είναι ποιον αντιπροσωπεύει η αντωνυμία; Ποιούς περιλαμβάνει; Αυτή είναι η ερώτηση που ο Richard Spencer έθεσε στο επίκεντρο στην προπαγάνδα του Ινστιτούτου Εθνικής Πολιτικής: “ποιοι είμαστε;”

Η εναλλακτική-δεξιά έχει μιαν απάντηση – μιαν απάντηση που είναι συνεπής με την μακρόχρονη ιστορία του ιμπεριαλισμού και της λευκής υπεροχής. Όπως δείχνει η υιοθέτηση από την πλευρά τους της γλώσσας της πολιτικής ταυτοτήτων, η δεξιά αισθάνεται ανακούφιση όταν η απάντηση της αριστεράς απλά αντιστρέφει την απάντηση που έχει παραγάγει αυτή η ιστορία. Αυτό επιτρέπει στη δεξιά να ζωγραφίσει τις γραμμές μάχης, να σημαδέψει την περιοχή της δικής της λευκής εθνικής φαντασίωσης. Αλλά αν ερχόταν αντιμέτωπη με ένα ενοποιημένο “εμείς” – ένα υποκείμενο που αρνείται να αναγνωρίσει τα σύνορα, τις διαιρέσεις και τις ιεραρχίες που ρυθμίζονται από την λογική της ταυτότητας – η εναλλακτική-δεξιά θα ξέμενε χωρίς μέρος για να υψώσει τη σημαία της. Οι λευκοί εθνικιστές θα βρίσκονταν στην χειρότερη δυνατή θέση για ένα έθνος σε πόλεμο: να είναι ανίκανοι να ταυτοποιήσουν τον εχθρό19.

1 Στμ. Από το Viewpoint Magazine: https://viewpointmag.com/2017/01/04/the-safety-pin-and-the-swastika/

2 Ο Shuja Haider είναι συγγραφέας και μουσικός που μένει στο Μπρούκλιν.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: identitarian.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο rhetorical flourish.

5 Στμ. banh mi: Τύπος βιετναμέζικου ψωμιού και σάντουιτς.

6 Στμ. pho: είδος βιετναμέζικης σούπας.

7 Στμ. Mods: μια υποκουλτούρα που ξεκίνησε στο Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του 1960 και διαδόθηκε, σε διάφορους βαθμούς, σε άλλες χώρες, συνεχίζοντας ακόμα και σήμερα σε μικρότερη κλίμακα. Εστιασμένη στη μουσική και στη μόδα, αυτή η υποκουλτούρα έχει τις ρίζες της σε μια μικρή ομάδα Λονδρέζων στυλάτων νεαρών ανδρών στα τέλη της δεκαετίας του 1950 που ονομάζονταν μοντερνιστές επειδή άκουγαν μοντέρνα τζαζ, αν και η υποκουλτούρα επεκτάθηκε συμπεριλαμβάνοντας και γυναίκες.

8 Στμ. Στο πρωτότυπο listicle, από τις λέξεις list και article: τύπος άρθρου ή δοκιμίου με την μορφή αριθμημένης λίστας (σημείων).

9 Στμ. “13 καρφίτσες κονκάρδες για να φορέσετε τώρα και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια”.

10 Στμ. στο πρωτότυπο wokeness. Η λέξη woke σημαίνει, μεταξύ άλλων, το να έχει κανείς επίγνωση, τι τρέχει σε μια κοινότητα και ιδιαίτερα σε σχέση με ζητήματα ρατσισμού και κοινωνικής αδικίας. Δείτε: http://www.urbandictionary.com/define.php?term=woke.

11 Στμ. στο πρωτότυπο game of oneupmanship.

12Στμ. στο πρωτότυπο itinerary.

13 Στμ. στο πρωτότυπο femmes: παραδοσιακά θηλυκές γυναίκες (ιδιαίτερα μια θηλυπρεπής λεσβία) ή θηλυπρεπείς ομοφυλόφιλοι άνδρες που υιοθετούν έναν παραδοσιακά θηλυκό σεξουαλικό ρόλο.

14Στμ. Στο πρωτότυπο call-out.

15 Στμ. Για την ακρίβεια πρόκειται για ένα τουίτ προς τον Fang που λέει: “Ο ρατιστικός κώλος του Fang, που μισεί τον ίδιο του τον εαυτό, εποφθαλμιά το πρότυπο καθεστώς μεινότητας και το εκμεταλλεύεται για όλους τους λευκούς πατερούληδές του”.

16Στμ. Εξαιρετικό σημείο. Το έχουμε ξαναπιάσει και αλλού: η καθολικότητα ως η επαναστατική και χειραφετητική αρχή του προλεταριάτου.

17Στμ. Εξαιρετικά σημαντική διατύπωση, συμπυκνώνει αυτό ακριβώς που ισχυριζόμαστε για την επικινδυνότητα του αριστερού εθνο-λαϊκισμού.

18Στμ. “Αποφάσεις της Νέας Χρονιάς του 2017 για Λευκούς Τύπους”.

19 Σημειωμα του μεταφραστη. Εξαιρετικό και κατάλληλο σημείο για να αρθρώσουμε μια πρώτη κριτική στο κείμενο. Ο συγγραφέας θέτει πολύ ορθά την άποψη ότι η άρνηση της ταυτότητας – η άρνηση όχι στο πλαίσιο της πολιτισμικής οικειοποίησης ή οποιουδήποτε άλλου μερικού μέσου αλλά στο πλαίσιο της καθολικότητας του χειραφετητικού προτάγματος της ανθρωπότητας, είναι αυτό που θα βραχυκύκλωνε την βασισμένη στις ταυτότητες πολιτική της ακροδεξιάς. Όμως μας φαίνεται ότι υποτιμά επίσης την πραγματικότητα των διαιρέσεων στην εργατική τάξη και – μεταξύ άλλων – κατά μήκος των “φυλετικών γραμμών”. Οι διαιρέσεις είναι πραγματικές και παράγονται από τις υλικές συνθήκες μιας κοινωνίας και ενός τρόπου παραγωγής, του καπιταλιστικού, που ενώ, θεωρητικά, θα έπρεπε να είναι όντως “φυλετικά αδιάφορη”, δεν είναι, εξαιτίας ακριβώς της ενσωμάτωσης σε αυτόν ταυτοτήτων – δηλαδή των μορφών ιεραρχίας, κυριαρχίας και διαχωρισμού της ανθρωπότητας, από τις προκαπιταλιστικές συνθήκες. Δεν έχουμε εδώ να δώσουμε μια εύκολη απάντηση γιατί οι φυλετικές ταυτότητες επιβιώνουν στον καπιταλισμό και σε ποιον βαθμό επικαλύπτεται η φυλετική κυριαρχία με την σχέση εκμετάλλευσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Όμως είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο φυλετικός διαχωρισμός είναι βασική σχέση κυριαρχίας για το κεφάλαιο και μάλιστα όχι τόσο όσον αφορά την ίδια την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας γενικά αλλά τους διαχωρισμούς εντός του προλεταριάτου ειδικά. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, η υποτίμηση της πραγματικότητας των φυλετικών διαχωρισμών εντός του προλεταριάτου οδηγεί στο να ακούγεται το πρόταγμα της ενότητάς του απλά ως ευσεβής πόθος. To ζήτημα του “εμείς” και του υποκειμένου, με άλλα λόγια το πρόβλημα της σύνθεσης στην γλώσσα της κομμουνιστικοποίησης, είναι πραγματικά το κατεξοχήν επαναστατικό ζήτημα σήμερα και δεν μπορεί να απαντηθεί απλά μέσα από τις οπωσδήποτε σημαντικές “συμμαχίες” μεταξύ υποκειμένων που αναδεικνύει και ο συγγραφέας. Οι συμμαχίες αυτές είναι ελπιδοφόρες ενδείξεις των πρακτικών που το προλεταριάτο μπορεί να αναπτύξει στο ξεδίπλωμα των αγώνων του, αλλά σε καμμιά περίπτωση δεν προεικονίζουν μια “συνταγή”. Θα πρέπει να πούμε ότι η θέση, για παράδειγμα, των Endnotes ή της Theorie Communiste ότι αυτό που σήμερα ενοποιεί το προλεταριάτο είναι αυτό που το χωρίζει, δηλαδή το κεφάλαιο, και ότι η μόνη συνείδηση που το προλεταριάτο μπορεί να έχει σήμερα είναι η συνείδηση του κεφαλαίου, εξακολουθεί να ισχύει.

Εργάτες του κόσμου, πολεμήστε μεταξύ σας!

Σημειώσεις πάνω στην προσφυγική κρίση1

Από τους Φίλους/Φίλες της Αταξικής Κοινωνίας

Το ακόλουθο κείμενο από τους Φίλους και τις Φίλες της Αταξικής Κοινωνίας (Freundinnen und Freunden der klassenlosen Gesellschaft), δημοσιεύθηκε στα τέυχη Οκτωβρίου και Νοεμβρίου του αριστερίστικου γερμανικού περιοδικού Konkret. Οι Φίλοι/Φίλες εμφανίζονται να έχουν μια κάπως στενή οπτική για τον ρατσισμό (για να μην μιλήσουμε για την ισλαμοφοβία), αλλά παρέχουν μια χρήσιμη επισκόπηση της μεταναστευτικής πολιτικής στη Γερμανία, την ευρωπαϊκή χώρα που έχει δεχθεί τον κύριο όγκο των αιτημάτων για άσυλο, καθώς και μια κριτική των διαφόρων αντιδράσεων/απαντήσεων της γερμανικής αριστεράς2.
Ο συστημικός ανταγωνισμός ανάμεσα στους πλεονάζοντες και δυνητικά πλεονάζοντες προλετάριους καθορίζει το γενικό πολιτικό κλίμα σε ολόκληρο τον αναπτυγμένο κόσμο: η “λευκή πλέμπα”20 και τα μπλε κολάρα υπέρ του Τραμπ και κατά των Μεξικάνων στις ΗΠΑ, εργάτες στη Βόρεια Γαλλία ενάντια στους κατοίκους των προαστίων, ανθρακωρύχοι της μετα-κομμουνιστικής περιόδου από την Σιβηρία εναντίον μεταναστών από τον Καύκασο, το Κόμμα της Ελευθερίας ως το κόμμα της εργατικής τάξης στην Αυστρία – παντού αυτοί που έχουν ακόμα δουλειά φοβούνται ότι αυτοί που παλεύουν για να επιβιώσουν θα τους πάρουν τις δουλειές. Οι κοινωνικοί επαναστάτες είναι ανήμποροι και μπερδεμένοι σε καιρούς που η εξέλιξη της παραγωγικότητας παράγει ακόμα περισσότερους πλεονάζοντες προλετάριους, σε καιρούς που οι απλοί εργάτες κατευθύνουν την οργή τους περισσότερο στους ανταγωνιστές μέσα στην ίδια τους την τάξη παρά στον κοινό εχθρό, και που ελπίζουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να βρουν έναν αγοραστή για την εργατική τους δύναμη.
1.

Το τελευταίο φθινόπωρο φαινόταν να γινόμαστε μάρτυρες ενός πολιτικού σημείου καμπής. Ένα μαζικό κίνημα προσφύγων έδειξε στην Ευρώπη-φρούριο τα όρια της έκτασής της. Αυτό ήταν, όμως, μόνο ένα κίνημα με την κυριολεκτική έννοια της λέξης και σίγουρα όχι η αφύπνιση ενός “πλήθους”3 που κλονίζει τα θεμέλια της κυρίαρχης τάξης. Οι μετανάστες δεν έχουν άλλα αιτήματα από το δικαίωμα να παραμείνουν στην Ευρώπη, ένα δικαίωμα το οποίο έχουν ήδη προσωρινά διεκδικήσει [asserted]. Στη Γερμανία, καθώς το κράτος απέτυχε να κινητοποιήσει επαρκείς πόρους, η επιμελητεία [logistics] που είχε να κάνει με την άφιξη των προσφύγων αφέθηκε κυρίως σε εθελοντές. Εν τω μεταξύ, η ριζοσπαστική αριστερά ασχολιόταν να γιορτάζει την κατάρρευση του καθεστώτος των ευρωπαϊκών συνόρων σαν μια πράξη “αυτοχειραφέτησης” ή ως “αυτονομία της μετανάστευσης”.

Άλλοι έβλεπαν την συνομωσία ενός μοχθηρού καπιταλιστικού επιτελικού σχεδίου πίσω από την προσωρινή πολιτική ανοιχτών συνόρων της Άγκελα Μέρκελ. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, η πολιτική επιδίωκε να χρησιμοποιήσει φτηνούς, πειθήνιους μετανάστες για την αναδιάρθρωση της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας. Κάποιοι από την αριστερά το είδαν αυτό ως απειλή και έχουν συνεπώς ενωθεί με εκκλήσεις για την όρθωση τειχών γύρω από την Ευρώπη. Οι εκκλήσεις αυτές ενθαρρύνθηκαν/αποθρασύνθηκαν από τις μαζικές σεξουαλικές επιθέσεις την Πρωτοχρονιά στην Κολωνία, κατά τις οποίες εκατοντάδες γυναίκες δέχτηκαν σεξιστικές χειρονομίες, ληστεύθηκαν και σε, λίγες περιπτώσεις, βιάστηκαν από μια μεγάλη ομάδα αντρών “Αραβικής ή Βορειοαφρικανικής εμφάνισης”. Υπό το φως της πρόσφατης συμφωνίας της ΕΕ με την Τουρκία και τα στρατόπεδα κράτησης που σχεδιάζονται αυτή τη στιγμή στη Λιβύη, και οι δυο αυτές ερμηνείες φαίνονται αμφίβολες. Αφού αρχικά αιφνιδιάστηκαν, οι θεωρούμενες δυνάμεις έχουν ανακτήσει τον έλεγχο και οι ανάγκες τους για φτηνή εργασία μοιάζουν μάλλον περιορισμένες. Αντίθετα, τα γεγονότα της τελευταίας χρονιάς αντανακλούν ένα τεράστιο πλεόνασμα εργατικής δύναμης, τόσο στις χώρες προέλευσης των μεταναστών όσο και στην Ευρώπη. Αυτό το πλεόνασμα εντατικοποιεί τον ανταγωνισμό εντός της εργατικής τάξης, αναπαράγοντας τον τοπικισμό/καταγωγή, τη διαίρεση και τον φόβο της φτώχειας. Αν πρόκειται να κατανοήσουμε την κατάσταση, χρειάζεται να κάνουμε κάτι παραπάνω από το να κατηγορούμε τον ρατσισμό.

2.

Κάποιοι έχουν ισχυριστεί ότι οι ρωγμές που έχουν προκύψει στο σύστημα των ευρωπαϊκών συνόρων δεν ήταν δυνατές χωρίς την αστάθεια που προκάλεσε η λεγόμενη Αραβική Άνοιξη. Ο Helmut Dieterich, για παράδειγμα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η προκύψασα μαζική μετανάστευση είναι κομμάτι αυτής της εξέγερσης: “Τα κινήματα προσφύγων και μεταναστών έχουν ανοίξει καινούριες προοπτικές που κανείς στην Ευρώπη δεν θα είχε τολμήσει να ονειρευτεί διαφορετικά”4. Πραγματικά, η ανατροπή των δεσποτικών καθεστώτων το 2011 που είχαν συμμαχήσει με τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες των συνόρων για το σφράγισμα των μεταναστευτικών διαδρομών – με βασανιστήρια, την de facto υποδούλωση των καραβοτσακισμένων/εγκλωβισμένων μεταναστών και τακτικούς βομβαρδισμούς των πλοιαρίων με μετανάστες – δημιούργησαν έναν “θάλαμο” κενού που επέτρεπε στους διακινητές να οργανώσουν το πέρασμα δεκάδων χιλιάδων μεταναστών με πολύ μικρή παρεμπόδιση. Αλλά άνοιξε αυτό κάποιες “καινούριες προοπτικές”;

Ο Dieterich δεν είναι απομονωμένος με τις απόψεις του. Για χρόνια, κριτικοί ακαδημαϊκοί και η αριστερά είχαν προωθήσει την ιδέα μιας “αυτονομίας της μετανάστευσης”. Σε πρώτη ματιά, η έννοια αυτή απλά επισημαίνει το γεγονός ότι οι μετανάστες είναι μερικές φορές ικανοί να ξεπερνούν τους κρατικούς περιορισμούς στην μετακίνησή τους. Αυτό προφανώς συμβαίνει. Η παράνομη μαζική μετανάστευση αμφισβητεί ένα status quo, που εν μέρει διατηρείται από το υπάρχον καθεστώς συνόρων. Ακολουθώντας την εργατίστικη οπτική που θέτει την πάλη ως την μηχανή της ιστορίας, υποστηρικτές αυτής της θέσης εστιάζουν στους μετανάστες ως αυτόνομους φορείς που απαρτίζουν μια συλλογικότητα μετακινούμενοι σε μια άλλη χώρα και παλεύοντας για μια καλλίτερη ζωή.

Αυτή η ερμηνεία μοιάζει κάπως αταίριαστη σε σχέση με τους πρόσφυγες που εγκαταλείπουν την μιζέρια του πολέμου στη Συρία και το Ιράκ. Γι’ αυτούς, η “Αραβική Άνοιξη” δεν άνοιξε “καινούριες προοπτικές”. Άνθρωποι που εκτοπίζονται από τον πόλεμο δεν γίνονται φορείς υπονόμευσης ή ανατροπής επιβιβαζόμενοι σε μια σχεδία στα τουρκικά παράλια. Αν και οπωσδήποτε εντυπωσιακό, η αργή περιπλάνησή τους μέσα από διάφορα βαλκανικά σύνορα δεν είναι μια καθορισμένη από τους ίδιους/ες επίθεση στην Ευρώπη-φρούριο αλλά μια πράξη καθαρής απόγνωσης/απελπισίας. Σε χώρες στις οποίες η απόφαση των ανθρώπων να φύγουν δεν έχει σαν κίνητρο τον τρόμο και τον εμφύλιο πόλεμο, ο πρωταρχικός λόγος είναι η ανάγκη εύρεσης μιας αγοράς για την εργατική τους δύναμη. Η μαζική έξοδος δεν είναι το αποτέλεσμα της νίκης της Αραβικής Άνοιξης, αλλά της ήττας της (ετμ).

Όποιες και αν ήταν οι διαφορές ανάμεσα σε μεμονωμένες χώρες, ένας αυξανόμενος πλεονάζων πληθυσμός που πάλευε για “ψωμί και ελευθερία” ήταν ένα σημαντικό μέρος του σκηνικού από το οποίο αναδύθηκαν οι ταραχές στην Μέση Ανατολή το 2010, για να διαδοθούν σαν μια ανεξέλεγκτη πυρκαγιά από την Τυνησία. Αλλά οι κυβερνήσεις που ανατράπηκαν από τις ταραχές αντικαταστάθηκαν σύντομα από καινούριες που αποδείχτηκαν εξίσου βάρβαρες, όπως στην Αίγυπτο· ή οι εξεγέρσεις μετατράπηκαν σε εμφύλιους πολέμους ή πολέμους συμμοριών όπως στην Συρία και την Λιβύη. Για την ώρα, η Αραβική Άνοιξη οδήγησε σε έναν εκβαρβαρισμό με την μορφή του πολέμου, μαζικών συλλήψεων ακτιβιστών, βασανιστήρια και ισλαμιστικά καθεστώτα τρόμου – και υπάρχουν ελάχιστες προοπτικές μιας οικονομικής βελτίωσης την οποία προσδοκούσαν τα κινήματα. Αν και περισσότεροι άνθρωποι φεύγουν για να γλιτώσουν τον πόλεμο στη Συρία και το Ιράκ από ότι εξαιτίας της ανεργίας, ο ίδιος αυτός ο πόλεμος συνδέεται με το πλεόνασμα εργατικής δύναμης: η εξάρτηση της επιβίωσης από τη μη διαθέσιμη μισθωτή εργασία δημιουργεί προβλήματα για τις λεγόμενες δυνάμεις και ευκαιρίες για τους τζιχαντιστές5. Ο εκρομαντισμός του γεγονότος ότι οι άνθρωποι φεύγουν για να ξεφύγουν από τα κολαστήρια που δημιουργούνται λίγο βοηθάνε σε όρους κατανόησης/διαύγασης6.

Η άλλη πλευρά του νομίσματος είναι ένας απλουστευτικός αντιιμπεριαλισμός σφύζων από θεωρίες συνομωσίας. Τα κινήματα των μεταναστών ερμηνεύονται ως επιθέσεις στον “αντι-ιμπεριαλιστικό άξονα” και στους Γερμανούς εργάτες. Σύμφωνα με τον Arnold Schölzer, τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας Junge Welt, για παράδειγμα, ο ιμπεριαλισμός έχει προκαλέσει κύματα μετανάστευσης από την αρχή της ύπαρξής του, παγκοσμιοποιώντας τον πόλεμο και την κρίση. Η “υπερμετανάστευση” προκαλεί ένα “υπερκέρδος”, ισχυρίζεται ο Schölzer, επειδή οι μετανάστες είναι δυνάμει απεργοσπάστες. Συνεπώς, η “εξαγωγή και εισαγωγή τους […] θα πρέπει να αποτρέπεται” (Junge Welt, 6 Απριλίου 2016). Τέτοιοι εθνο-μπολσεβίκοι (sic!) δεν αποτελούν εξαίρεση ανάμεσα στους Γερμανούς αριστερούς εθνικιστές7. Η ίδια εφημερίδα επέτρεψε στον Werner Rügerner8 να εκθέσει τις παρανοϊκές του ιδέες, ισχυριζόμενος ότι η μετανάστευση από την Συρία ήταν μέρος μιας “πολιτικής εργασίας με την χορηγία του ΝΑΤΟ” σχεδιασμένη να εξασθενίσει τον Άσσαντ και να χειροτερεύσει τις συνθήκες εργασίας στην πατρίδα (Junge Welt, 22 Σεπτεμβρίου 2015).

Αν και γενικά είναι αληθές ότι τα διαπερατά σύνορα φοβίζουν τους εργάτες περισσότερο από το κεφάλαιο, δεν υπάρχει τίποτα που να υποδεικνύει ότι μια ανάγκη για φθηνή εργατική δύναμη ήταν πίσω από την πολιτική “ανοιχτών θυρών” της Μέρκελ στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση. Μόλις πριν λίγα χρόνια, η γερμανική κυβέρνηση είχε πολύ “κοφτά” ασκήσει βέτο στην πρόταση μιας Ιταλίας που μαστιζόταν από μαζική ανεργία για την επανεγκατάσταση των προσφύγων που έφταναν στις ακτές της σε ολόκληρη την Ευρώπη. Επιπλέον, φαίνεται ότι οι πρόσφυγες που έφτασαν το 2015 προορίζεται να περάσουν, για το ορατό μέλλον, περισσότερο χρόνο στα γραφεία της κρατικής πρόνοιας παρά στα εργοστάσια.

Οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου αντιμετωπίζουν μια δύσκολη επιλογή: η πλήρης απασχόληση θα μπορούσε να ενθαρρύνει τους εργάτες να δράσουν, αλλά ούτε το “κάψιμο” ενός κομματιού της υπεραξίας για να ταϊστούν οι μάζες των ανέργων είναι μια ελκυστική επιλογή. Παρά τα λόγια για έλλειψη εργατικής δύναμης στη Γερμανία, πολλοί λίγοι από τους νεοαφιχθέντες πρόσφυγες μπόρεσαν να βρουν δουλειά9. Με δεδομένο ότι τα τρία τέταρτα της γερμανικής οικονομικής ελίτ δεν βλέπουν κάποια ευκαιρία να αλλάξει αυτή η κατάσταση ακόμα και μακροπρόθεσμα, και είναι ανακουφισμένοι που το ρεύμα των μεταναστών έχει υποχωρήσει, οι ισχυρισμοί για μια “χορηγούμενη από το ΝΑΤΟ πολιτική εργασίας” μοιάζουν αρκετά αστείοι10. Η σημερινή κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική από την μεταπολεμική εποχή, όταν οι δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες απορροφούσαν εκατομμύρια εργατών από τις πρώην αποικίες τους και αναζητούσαν ενεργά “αλλοδαπούς εργάτες”.

3.

Αν οι πρόσφυγες δεν είναι φορείς μιας εργατικής δύναμης που ικανοποιεί τις ανάγκες των ιθυνόντων της Ευρωζώνης, αυτό αφήνει το ερώτημα του τι οδήγησε την γερμανική κυβέρνηση να αναστείλει την ισχύ της Συνθήκης Δουβλίνο ΙΙ του 2003 – σύμφωνα με την οποία η χώρα μεσα από την οποία εισέρχεται ένας αιτών άσυλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υπεύθυνη για την τύχη αυτού του ατόμου – και να ανοίξει τα σύνορα το καλοκαίρι το 2015. Θα μπορούσε να φαίνεται ότι αυτή ήταν μια προσπάθεια σταθεροποίησης μιας όλο και πιο χαοτικής κατάστασης: καθώς ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός μεταναστών έμεναν παρατημένοι/εγκλωβίζονταν κατά μήκος των εσωτερικών συνόρων της Ευρώπης, ιδιαίτερα στην Ανατολή, οι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες απειλούσαν ανοιχτά ότι θα σπάσουν την γερμανική πολιτική ενώ και η Ελλάδα δεν επιθυμούσε ή δεν μπορούσε πλέον να επιβάλλει το καθεστώς των ευρωπαϊκών συνόρων.

Το χάος προέκυψε κυρίως από την υπερεκτίμηση από την πλευρά της άρχουσας της τάξης της ικανότητάς της να καθοδηγήσει τη ροή της νέας μετανάστευσης και την υποτίμηση της αποφασιστικότητας των μεταναστών – σε τέτοιο βαθμό που η θέση μιας “αυτονομίας της μετανάστευσης” να είναι ορθή. Όπως ακριβώς είχε κάνει προηγουμένως η ιταλική κυβέρνηση, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα απλά σταμάτησε συστηματικά να καταγράφει πρόσφυγες το καλοκαίρι του 2015 και τους επέτρεψε να προωθηθούν στην Μακεδονία. Υπάρχει καποια ειρωνεία στο γεγονός ότι από όλες τις χώρες, η Ελλάδα κάνοντας έτσι επαναδιεκδίκησε την εθνική της κυριαρχία, η οποία είχε αμφισβητηθεί από δρακόντεια, επιβεβλημένα από την Γερμανία, προγράμματα λιτότητας11,12,13.

Στην ίδια τη Γερμανία, η Μέρκελ κατεργάστηκε την νομιμοποίηση των πολιτικών της καλύπτοντας την έκταση στην οποία η κυβέρνηση είχε χάσει τον έλεγχο, και θέτοντας μια θετική ροπή στην απορρόφηση ενός απρόσμενα μεγάλου αριθμού μεταναστών. Αλλά την ίδια στιγμή που η Γερμανία εγκωμιαζόταν διεθνώς για την “πολιτική καλωσορίσματος” της, οι αντιπρόσωποι της κυβέρνησης εργάζονταν ήδη για την επανασφράγιση των συνόρων της Ευρώπης. Προσπάθειες που αποκορυφώθηκαν με την συμφωνία που έγινε με την Τουρκία, που στην πράξη κατάργησε το ατομικό δικαίωμα στο άσυλο και δημιούργησε μια κατάσταση στην οποία μερικοί πρόσφυγες ρισκάρουν τη ζωή τους ώστε κάποιοι άλλοι να γίνουν δεκτοί στην Ευρώπη14. Αυτός ο συνδυασμός πραγματισμού, ρητορικού ανθρωπισμού και στην πράξη σκληρότητας, πέτυχε να μειώσει τον αριθμό των προσφύγων που φτάνουν στην Γερμανία.

Μετά τη συμφωνία με την Τουρκία, η Μέρκελ φαινόταν να έχει κερδίσει τον πρώτο γύρο, έχοντας επανεδραιώσει την καπιταλιστική κανονικότητα, εξασφαλίσει την γερμανική ηγεμονία και επιβραδύνει την τάση προς την επαναεθνικοποίηση στην Ευρώπη. Για την γερμανική εξαγωγική οικονομία ιδιαίτερα, η διατήρηση της Συνθήκης Σέγκεν – που εγγυάται τα ανοιχτά σύνορα εντός της Ευρώπης – είναι κρίσιμη. Σύμφωνα με την θετική συνόψιση αυτής της πραγματιστικής πολιτικής από τον καθηγητή Herfried Münkler, “μια δίκαιη κατανομή εντός της Ευρώπης, η καλλίτερη διασφάλιση των εξωτερικών της συνόρων, η σταθεροποίηση της περιφέρειας – όλα αυτά δεν έχουν τίποτα να κάνουν με τον ιδεαλισμό ή τον συναισθηματισμό”15. Όμως, η αδυναμία αυτής της πολιτικής ήταν η αδυναμία της να ικανοποιήσει το “αίσθημα των ντόπιων16 και την ανάγκη για εθνική ταυτότητα μέσα στο συντηρητικό στρατόπεδο. Το οποίο έχει αποτύχει μέχρι στιγμής να αναγνωρίσει την λεπτή σκληρότητα, βγάζοντας το συμπέρασμα ότι η κυβέρνησή της έχει αποτύχει.

4.

Στις αρχές του 2012 οι πρόσφυγες ξεκίνησαν ένα καινούριο κύμα διαμαρτυρίας ενάντια στους περιορισμούς διαμονής και του εγκλεισμού στα στρατόπεδα, τις συνθήκες διαβίωσης, την αρχή της παροχής επιδομάτων σε είδος και όχι σε χρήματα, τις απελάσεις και το καθεστώς στα σύνορα γενικότερα. Επηρεασμένοι από το κίνημα Occupy, πρόσφυγες αυτο-οργανωμένα αποφάσισαν να καταλάβουν πλατείες πόλεων και να στήσουν κατασκηνώσεις διαμαρτυρίας σε αρκετές γερμανικές πόλεις. Το φθινόπωρο του 2012, πρόσφυγες ξεκίνησαν μια πορεία από την πόλη Würzburg στη Βαυαρία με σκοπό να καλύψουν όλη τη διαδρομή μέχρι το Βερολίνο, κάτι που οδήγησε στην κατάληψη της πλατρίας Oranienplatz στο Kreuzberg. Αυτό το καμπ διαμαρτυρίας θα ήταν το σημείο εκκίνησης για διάφορες δράσεις μέσα στους επόμενους 18 μήνες. Αργότερα καταλήφθηκε και ένα εγκαταλελειμμένο σχολείο, το Gerhard-Hauptmann-Schule. Μαζί με εκτεταμένες πορείες στο Αμβούργο – στις οποίες μια ασυνήθιστη συμμαχία ανάμεσα σε οπαδούς του ποδοσφαίρου, αριστερά κόμματα και την ριζοσπαστική αριστερά οδήγησε σχεδόν 15.000 ανθρώπους στους δρόμους – αυτό δημιούργησε την εντύπωση ότι ένας καινούριος κύκλος αγώνων είχε ξεκινήσει.

Αλλά οι ελπίδες αυτές αποδείχτηκαν λανθασμένες. Χωρίς πρόσβαση στην αγορά εργασίας ή την επίμονη αλληλεγγύη από την κοινή γνώμη, οι πρόσφυγες δεν είχαν την δύναμη εκείνη για να αξιώσουν τα αιτήματά τους – μια αδυναμία που δείχνει παραδειγματικά το πρόβλημα του πλεονάζοντος προλεταριάτου. Αυτό τους εξώθησε σε ακραία μέσα όπως απεργίες πείνας, με το κράτος ως τον μοναδικό δυνατό αποδέκτη των αιτημάτων τους. Αλλά το κράτος κατάφερε τελικά να διαιρέσει και να κατευνάσει τις διαμαρτυρίες, με αρκετούς καταληψίες να συμμετέχουν στην καταστροφή ου καμπ στην Oranienplatz τον Απρίλιο του 2014 αφού η τοπική κυβέρνηση τους έδωσε μερικές ασαφείς υποσχέσεις.

Οι συνθήκες της πάλης δεν βελτιώθηκαν από την μαζική εισροή προσφύγων το 2015, αλλά στην πραγματικότητα χειροτέρεψαν. Η στέγαση σε στρατόπεδα, τα επιδόματα σε είδος και η επανεπιβολή των περιορισμών στην διαμονή, που είχαν στην πράξη καταργηθεί ως αποτέλεσμα των πρόσφατων αγώνων, είναι τώρα μέρος της καθημερινής ζωής για εκατοντάδες χιλιάδες. Έχουν υπάρξει κάποιες διεκδικήσεις εδώ κι εκεί αλλά όχι κάποιο κίνημα σε μεγάλη κλίμακα.

Η υποστήριξη που σημαντικά τμήματα του γερμανικού πληθυσμού έδωσαν στους πρόσφυγες τον περασμένο χρόνο ήταν εντυπωσιακή για όσους έζησαν τον τρόμο της δεκαετίας του 1990. Εκείνη την δεκαετία, ένα κύμα ρατσιστικών επιθέσεων, ταραχών και πογκρόμ σάρωσαν την Γερμανία – κάποιες από αυτές με θανάσιμα αποτελέσματα. Αυτή η υποστήριξη έχει κάθε είδους κίνητρο, που ποικίλουν από την χριστιανική φιλανθρωπία μέχρι την αντίθεση στο κράτος. Καταδικασμένοι να κάνουν τα πιο ηλίθια καθήκοντα για έναν μισθό, πολλοί μπορεί να απόλαυσαν το να κάνουν κάτι χρήσιμο για αλλαγή. Χιλιάδες εθελοντές μάζεψαν δωρεές, μοίρασαν φαγητό, οργάνωσαν δραστηριότητες στα στρατόπεδα προσφύγων, βοήθησαν πρόσφυγες να περάσουν τα σύνορα ή στις συναλλαγές του με την κρατική γραφειοκρατία, ή τους προσκάλεσαν να μείνουν στα σπίτια τους. Αυτή ήταν μια ευχάριστη αντίστιξη στη ρατσιστική δημαγωγία, τις επιθέσεις και τις κινητοποιήσεις ενάντια στη στέγαση των προσφύγων. Αυτή η “κουλτούρα καλωσορίσματος” ήταν, στο μεγαλύτερο μέρος της, ανθρωπιστικού χαρακτήρα, αν και, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις, υπήρξαν – και σε μερικές περιπτώσεις εξακολουθούν να υπάρχουν – προσπάθειες οργάνωσης ενάντια στο κράτος.

Αν μιλήσει κανείς με τους εθελοντές που συμμετείχαν στις διάφορες πρωτοβουλίες υποστήριξης, ο θυμός τους ενάντια στις δράσεις της κυβέρνησης είναι ολοφάνερος. Οι περισσότεροι θα σου πουν ότι το κράτος αγνοεί την πολύ άσχημη κατάσταση των προσφύγων, και δεν έχει καμμιά διάθεση να παράσχει ακόμα και την πιο στοιχειώδη υποδομή. Η “κουλτούρα καλωσορίσματος” ήρθε να σώσει την κατάσταση όταν το κράτος αρνιόταν να βοηθήσει, διακινδυνεύοντας να γίνει τίποτα περισσότερο από έναν είδος ιδιωτικοποιημένης κοινωνικής εργασίας. Αυτό είναι ένα συνηθισμένο πρόβλημα, και δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει γι’ αυτό όσους συμμετέχουν. Αλλά θέτει οπωσδήποτε το ερώτημα του βαθμού στον οποίο είναι καν δυνατόν να δουλέψει κανείς προς την κατεύθυνση της συλλογικής αυτοχειραφέτησης κάτω από τέτοιες συνθήκες.

Με όλα αυτά κατά νου, δεν μας είναι ξεκάθαρο πώς το κίνημα μπορεί να αποκτήσει ξανά ορμή, ιδιαίτερα υπό το φως του γεγονότος ότι οι περισσότεροι πρόσφυγες έχουν όπως είναι κατανοητό μικρή αίσθηση σύγκρουσης με το κράτος. Πολλοί είναι απλά ανακουφισμένοι που τα κατάφεραν να φτάσουν στη Γερμανία πριν κλείσουν τα σύνορα. Η περιθωριοποιημένη ζωή στη μεγαλύτερη μιζέρια το περισσότερο που μπορεί να ξεσηκώσει είναι ένας μύθος για την Νέα Αριστερά. Οι πρόσφυγες δεν έχουν ένα εγγενές συμφέρον σε μια εξέγερση· για πολλούς η διάσχιση των συνόρων θα είναι η πρώτη και τελευταία υπονομευτική τους δράση. Αυτό είναι κάτι αναμενόμενο, μιας και όσοι ελπίζουν ακόμα να γίνουν δεκτοί στο σύστημα έχουν περισσότερα να κερδίσουν μέσω της συμμόρφωσης. Ο αγώνας προς τη χώρα προορισμού, μέσα από τα σύνορα και παρακάμποντας τις δυνάμεις επιβολής του νόμου, είναι ένας επιθετικός αγώνας, αλλά μετά την άφιξη τείνει να αντικατασταθεί από έναν πιο ήσυχο και εξατομικευμένο τρόπο, καθώς η συλλογικότητα της πορείας των προσφύγων καταρρέει. Σε αυτό το στάδιο, ο στόχος γίνεται να αναγνωριστεί κανείς ως πρόσφυγας, η κοινωνική συμμετοχή, ένα νόμιμο καθεστώς, δουλειά και μια εύλογη διαμονή, μάλλον, και όχι η συλλογική άσκηση πίεσης στο καθεστώς των συνόρων. Οι ελπίδες πολλών στην αριστερά ότι οι αγώνες κατά μήκος των διαδρομών προς την Ευρώπη θα συνεχίζονταν στην Γερμανία δεν έχουν εκπληρωθεί.

5.

Το περιοδικό Wildcat έχει παρατηρήσει σωστά ότι ένας απλά “πολιτισμικός” αγώνας δεν είναι αρκετός, παρά την αναγκαιότητα μιας “αντιφασιστικής αιχμής”· είναι αναγκαίο να “αναπτύξουμε περισσότερες ιδέες για το πώς να συσχετίσουμε τις δράσεις μας με τον κοινωνικό ανταγωνισμό”. Αλλά δεν μας είναι ξεκάθαρο με ποιο τρόπο οι δυνατότητες για κάτι τέτοιο έχουν βελτιωθεί σαν αποτέλεσμα της πρόσφατης μαζικής εισροής των μεταναστών. Δεν βλέπουμε με ποιο τρόπο “[οι πρόσφυγες] έχουν κάνει ζητήματα όπως οι μισθοί, οι συνθήκες εργασίας, η στέγαση κ.λπ. “δημόσια” ζητήματα”17 – στην καλλίτερη περίπτωση έχουν προκαλέσει μια κάποια συμπάθεια στο ντόπιο προλεταριάτο σχετικά με αυτά τα ζητήματα. Το γεγονός ότι το ντόπιο προλεταριάτο βλέπει κυρίως τους καινούριους γείτονές του σαν σαν ανταγωνιστές στις αγορές εργασίας και στέγασης μοιάζει σχεδόν λογικό κάτω από αυτές τις συνθήκες. Το διαδομένο σλόγκαν “Καλωσήρθατε Πρόσφυγες” αγνόησε το ταξικό ζήτημα, που στη συνέχεια πήρε μια εθνικιστική μορφή με δημαγωγούς όπως το Pegida και την AfD (Alternativ für Deutschland, στα ελληνικά: Εναλλακτική για την Γερμανία), που οι σωβινιστικές πολεμικές κραυγές τους τούς απεικονίζουν ως συνηγόρους και υπερασπιστές του μέσου απλού ανθρώπου.

Αυτό είναι το μεγαλύτερο ταλέντο αυτών των “φωτοδοτών” της κοινής λογικής: “Κομπασμός…στήσιμο ενός μεγάλου σόου αγροίκου σθένους στην επίθεση, αλλά υστερική ευαισθησία στις ίδιες ποιότητες όταν αυτές τις έχουν άλλοι…σταθερό κήρυγμα για την ηθικότητα και σταθερή παραβίαση της· ευαισθησία και φαυλότητα ενωμένες με τον πιο παράλογο τρόπο”18 – όσο αηδιαστικό και άξιο περιφρόνησης να είναι όλο αυτό, οι δεξιοί λαϊκιστές έχουν αποδειχτεί περισσότερο από ικανοί να καναλιζάρουν τις πικρίες, τις δυσαρέσκεις και τους φόβους των κατώτερων τάξεων, ακόμα και αν η εντελώς νεοφιλελεύθερη ατζέντα του AfD πολύ δύσκολα πρόκειται να βελτιώσει το βιωτικό επίπεδο των προλετάριων ψηφοφόρων.

Με πλήρη έλλειψη αυτοεκτίμησης, φοβούμενοι συνομωσίες σε κάθε γωνιά, έχοντας πάντα μια άδικη μεταχείριση: στον ξένο που η αινιγματική πορεία της ιστορίας έχει ξεβράσει στις ακτές τους, οι υποτιμημένοι βλέπουν μια θολή αντανάκλαση της δικής τους αποτυχίας να ενσωματωθούν στην κοινωνία. Αυτό καθιστά ακόμα πιο σημαντικό το χάραγμα συνόρων, το να αμύνονται ενάντια και στην παραμικρή πιθανότητα ταύτισης με τον ξένο. Ενώ οι μάζες που ζουν στον κομφορμισμό μπορούν επιφανειακά να συμφωνήσουν με τα σλόγκαν του έθνους και του λαού, εσωτερικά αυτές οι μάζες διασπώνται σε χιλιάδες εγωμανείς δυσαρεστημένους, ανίκανους να χειριστούν την πολυπλοκότητα του κόσμου, αναζωογονημένους από την “αυθεντία της προσωπικής αποκάλυψης” (Χέγκελ). Κάνουν κηρύγματα μέσα από διαδικτυακά φόρουμ, γεμάτα από ασυνάρητες και ακατάλληπτες προτάσεις, αντιστεκόμενοι σε οποιοδήποτε είδος επικοινωνίας. Σε αυτή την παράξενη παρωδία, εναλλάσσουν διαρκώς ρόλους, πηγαίνοντας από τις “μοναχικές φωνές στην ερημιά” στους “πεζικάριους των ακηδεμόνευτων λαϊκών μαζών”. Αν η θρησκεία εξυπηρετούσε ως το όπιο του λαού στην επαναστατική περίοδο, η συνομωσιολογία είναι το κρακ της εποχής της απελπισίας.

Ο αριστεριστής που καλεί για την επανένταξη των εθισμένων και για ενότητα στον αντιφασιστικό αγώνα ενάντια στην AfD και σε όλους τους υπόλοιπους, γίνεται, ηθελημένα ή ακούσια, τίποτα περισσότερο από έναν μαχητικό δάσκαλο του αστικού δικαίου. Τα περισσότερα από τα καθεστωτικά μέσα συνασπίζονται σε ένα μέτωπο ενάντια στην Νέα Δεξιά, δανείζοντας έτσι στην ψευδο-επαναστατική εικόνα της έναν βαθμό αξιοπιστίας· οι επαναστάτες δεν έχουν θέση σε τέτοιες συμμαχίες, που συμπεριλαμβάνουν τους πάντες, από δεξιά ταμπλόιντ μέχρι τους Προτεστάντες αφελείς ανθρωπιστές19 όπως η Margot Käßmann. Οι αντιφασιστικές εκκλήσεις να αποκρουστούν τα “ρεμάλια” – όπως ο Αντικαγκελάριος Γκάμπριελ αποκάλεσε τους ρατσιστές που διαμαρτύρονταν εναντίον του – μπορεί να φαίνονται σκληρές, αλλά δεν δίνουν καμμιά απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα του πώς μπορεί να ξεπεραστεί η εθνικιστική διαίρεση μέσα στο προλεταριάτο – αυτή η διαίρεση, παρεμπιπτόντως, μπορεί να δουλέψει και χωρίς τον ρατσισμό, όπως δείχνει η αντι-μεταναστευτική στάση ενός αριθμού εργατών τουρκικής και αραβικής καταγωγής.

Ο συστημικός ανταγωνισμός ανάμεσα στους πλεονάζοντες και δυνητικά πλεονάζοντες προλετάριους καθορίζει το γενικό πολιτικό κλίμα σε ολόκληρο τον αναπτυγμένο κόσμο: η “λευκή πλέμπα”20 και τα μπλε κολάρα υπέρ του Τραμπ και κατά των Μεξικάνων στις ΗΠΑ, εργάτες στη Βόρεια Γαλλία ενάντια στους κατοίκους των προαστίων, ανθρακωρύχοι της μετα-κομμουνιστικής περιόδου από την Σιβηρία εναντίον μεταναστών από τον Καύκασο, το Κόμμα της Ελευθερίας ως το κόμμα της εργατικής τάξης στην Αυστρία – παντού αυτοί που έχουν ακόμα δουλειά φοβούνται ότι αυτοί που παλεύουν για να επιβιώσουν θα τους πάρουν τις δουλειές. Οι κοινωνικοί επαναστάτες είναι ανήμποροι και μπερδεμένοι σε καιρούς που η εξέλιξη της παραγωγικότητας παράγει ακόμα περισσότερους πλεονάζοντες προλετάριους, σε καιρούς που οι απλοί εργάτες κατευθύνουν την οργή τους περισσότερο στους ανταγωνιστές μέσα στην ίδια τους την τάξη παρά στον κοινό εχθρό, και που ελπίζουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να βρουν έναν αγοραστή για την εργατική τους δύναμη.

Τι θα σήμαινε, στο φως αυτής της διαίρεσης, να “επισημάνουμε και να φέρουμε στο προσκήνιο τα κοινά συμφέροντα ολόκληρου του προλεταριάτου, ανεξάρητα από οποιοδήποτε εθνικότητα”21; Η κομμουνιστική κριτική ισχυριζόταν πάντα ότι είναι κάτι παραπάνω από μια απλή διακήρυξη ενός “πρέπει”. Προσπάθησε να προσεγγίσει “τα συμφέροντα του κινήματος ως ολότητας” και τη δυνατότητα για μια ελεύθερη κοινωνία στο παρόν από τους “άμεσους σκοπούς” και τα “παροδικά συμφέροντα της εργατικής τάξης”. Οι ελπίδες ότι οι πρόσφυγες θα γίνουν η πρωτοπορία καινούριων ταξικών αγώνων είναι τόσο αβάσιμες όσο άγονο είναι το ψάξιμο για ένα άμεσο κοινό ταξικό συμφέρον. Στους προλετάριους που γατζώνονται από το γερμανικό τους διαβατήριο και κάνουν τους άλλους να υποφέρουν, πολύ απλά δεν μπορεί κανείς να τους πει να ταυτιστούν με το ταξικό τους συμφέρον. Μπορεί μόνο να παρατηρήσει ότι η επιθυμία τους για περιπολίες στα σύνορα, που θα κρατήσουν μακριά τη δυστυχία ενός κόσμου στα πρόθυρα της κατάρρευσης, δεν θα ικανοποιηθεί μακροπρόθεσμα. Οι κομμουνιστές υποστηρίζουν από παλιά ότι ο φόβος του πλεονάζειν είναι απλά η άλλη όψη ενός κόσμου χωρίς μόχθο, ότι η αυξανόμενη έλλειψη θέσεων εργασίας υποδεικνύει δυνατότητες που κάποτε ήταν ουτοπικές. Σήμερα τέτοιες έννοιες παραμένουν εντελώς αφηρημένες. Αυτό, όμως, δεν εμποδίζει την συνεχή εισροή ανθρώπων από εντελώς κατεστραμμένα μέρη της παγκόσμιας αγοράς να επιστήσει την προσοχή μας στην αναγκαιότητα ενός συγκεκριμένου ξεσηκωμού που μπορεί να εκπληρώσει αυτές τις δυνατότητες.

Φίλοι/Φίλες της Αταξικής Κοινωνίας, Νοέμβριος 2016

1 Στμ. Μεταφρασμένο από την αγγλική αναδημοσίευση στον ιστότοπο των Endnotes: https://endnotes.org.uk/other_texts/en/friends-of-the-classless-society-workers-of-the-world-fight-amongst-yourselves

2 Στμ. Το σχόλιο αυτό είναι το σχόλιο των Endnotes στην παρουσίαση του κειμένου.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο multitude, μπορεί να αποδοθεί και ως “πολλαπλότητα” (πιθανόν να εννοείται το πλήθος με την έννοια του Νέγκρι).

4 Dieterich, Analyse & Kritik, 12/15.

5 Όπως γράφαμε το 2012: “Η Συρία έχει πληγεί από την ίδια κοινωνική κρίση όπως η Νότια Αφρική. Σχεδόν ο μισός πληθυσμός είναι κάτω από 15 ετών· κάθε χρόνο 250 με 300 χιλιάδες άνθρωποι μπαίνουν στην αγορά εργασίας, αλλά ο παραδοσιακά σημαντικός δημόσιος τομέας έχει παγώσει τις προσλήψεις για χρόνια. Ακόμα και πριν από δυο χρόνια μια γερμανική “δεξαμενή σκέψης” παρατηρούσε ότι “το πιο επικίνδυνο πολιτικά” πρόβλημα στη Συρία ήταν η “μεγέθυνση των ζωνών φτώχειας γύρω από τις πιο σημαντικές συριακές πόλεις.[…] οικογένεις φτάνουν εκεί σε καθημερινή βάση ανίκανες να υποστηρίξουν τον βιοπορισμό τους στην ύπαιθρο””. Υστερόγραφο στο “The Arab Spring in the Autumn of capital.”

6 Ένας παρόμοιος εκρομαντισμός κυριαρχούσε στις αντιδράσεις της αριστεράς για τις επιθέσεις της Πρωτοχρονιάς στην Κολωνία. Φοβούμενη μια πολιτική αρνητική αντίδραση ενάντια σε όλους τους πρόσφυγες, η αριστερά απλά επαναλάμβανε το μάντρα ότι πολλοί Γερμανοί είναι επίσης σεξιστές, άσχετα από εθνική προέλευση είναι όλοι μαλάκες· μαζί με τον ψευδή ισχυρισμό ότι οι σεξουαλικές επιθέσεις είναι εξίσου διαδεδομένες στο Οκτόμπερφεστ στο Μόναχο. Αυτό συνέβαλε στην συσκότιση των διαφορών στις έμφυλες σχέσεις ανάμεσα στις Δυτικοευρωπαϊκές, μεσανατολικές και βορειοαφρικανικές κοινωνίες και του γεγονότος ότι οι επιθέσεις στην Κολωνία ήταν στην πραγματικότητα αρκετά σπάνιες.

7 Στμ. Τα λέμε κι εμείς εδώ για τον αριστερό εθνολαϊκισμό!

8 Στμ. Werner Rügerner, γερμανός δημοσιογράφος, ομιλητής και συγγραφέας. Ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του ως “παρεμβατικό φιλόσοφο”.

9 Στμ. Οι πιο πρόσφατες στατιστικές το δείχνουν αυτό αρκετά καθαρά. Μόνο 30.000 από τους αιτούντες άσυλο έχουν βρει δουλειά στη Γερμανία από τον Απρίλιο του 2015, κυρίως χαμηλόμισθες και μερικής απασχόλησης δουλειές. Από την άλλη, 130.000 λαμβάβνουν επιδόματα κρατικής πρόνοιας.Αν σε αυτούς προσθέσει κανείς σχεδόν μισό εκατομμύριο ανθρώπους που οι αιτήσεις του για άσυλο είναι ακόμα στο στάδιο της επεξεργασίας και οι οποίοι συνεπώς επίσης εξαρτώνται από το κρατικό χρήμα, ο “ισολογισμός” είναι αρκετά αδιαμφισβήτητος. Δείτε “Zehntausende finden Arbeit in Deutschland” (spiegel.de).

10 Η εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung συνόψισε μια δημοσκόπηση μεταξύ 500 “ληπτών αποφάσεων” από τις γερμανικές επιχειρήσεις και την δημόσια πολιτική ως εξής: “Περισσότεροι από τα δύο τρίτα των γερμανών οικονομικών ηγετών βλέπουν ελάχιστες ή ανύπαρκτες πιθανότητες απορρόφησης των προσφύγων από την γερμανική κοινωνία, ενώ τα τρία τέταρτα δεν πιστεύουν ότι θα μπορέσουν να ενσωματωθούν [οι πρόσφυγες] στην γερμανική αγορά εργασίας. Από την άλλη πλευρά, μια πλειοψηφία (56%) των πολιτικών ηγετών πιστεύουν ότι οι προοπτικές κοινωνικής ενσωμάτωσης είναι καλές ή πολύ καλές, αλλά αμφιβάλλουν επίσης για τις πιθανότητες που μπορεί να έχουν στην αγορά εργασίας”. Δείτε: “Eliten befürchten neue Flüchtlingswelle”, Frankfurter Allgemeine Zeitung, 19 Ιουλίου 2016.

11 Πριν από το Μεγάλο Καλοκαίρι της Μετανάστευσης, στο διάστημα από το 2006 μέχρι το 2015, πάνω από 1.8 εκατομμύρια πρόσφυγες διέσχισαν τα σύνορα προς την Ελλάδα, αλλά οι περισσότεροι έμειναν εκεί. Μόνο με την όξυνση της οικονομικής κρίσης άρχισε να γίνεται αυξανόμενα η Ελλάδα χώρα διέλευσης. Σχετικά με αυτό, δείτε το κείμενο από την ελληνική ομάδα Αντίθεση, “Vogelfrei: Τρία κείμενα για την μετανάστευση, τις απελάσεις , το κεφάλαιο και το κράτος του, Ιούλιος 2016

12 Στμ. Vogelfrei: η λέξη στην χρήση της στα γερμανικά δηλώνει το στάτους ενός ατόμου στον οποίο έχει επιβληθεί μια νόμιμη ποινή προγραφής ή εκνομίας, δηλαδή εξαίρεσης από την προστασία του νόμου. Είναι ενδεικτικό ότι στο πρώιμο γερμανικό δίκαιο η θανατική ποινή απουσιάζει επιδεικτικά και η ποινή της προγραφής ήταν η πιο ακραία, γιατί προφανώς ισοδυναμούσε στην πράξη με τη θανατική ποινή. Όμως, η αρχική σημασία της λέξης αναφερόταν στην ανεξαρτησία, στο να είναι κανείς “ελεύθερος σαν τα πουλιά”· η σημερινή αρνητική σήμανση αναπτύχθηκε μόνο τον 16ο αιώνα και έγινε κυρίαρχη με την επιρροή της μπαρόκ ποίησης και της Γερμανικής Γραμματικής του Jacob Grimm (1819) για να συνδεθεί με ένα πρόσωπο που έχει “προγραφεί” ή εξωστρακιστεί [banned].

13 Στμ. Η εκτίμηση των “Φίλων” για τα “δρακόντεια, επιβεβλημένα από την Γερμανία, προγράμματα λιτότητας” θέλει προφανώς συζήτηση!

14 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Ένα μέρος της συμφωνίας της ΕΕ με την Τουρκία ήταν και ότι η δεύτερη θα δεχόταν πίσω όποιους πρόσφυγες θα κατάφερναν να περάσουν στην Ευρώπη. Σε αντάλλαγμα, η ΕΕ θα έπρεπε να δεχτεί έναν ίσο αριθμό προσφύγων από τα τουρκικά στρατόπεδα προσφύγων. Αυτό σχεδιάστηκε ώστε να αποθαρρύνει τους ανθρώπους από την προσπάθεια να περάσουν στην Ελλάδα.

15 Herfried Münkler, Wie ahnungslos kluge Leute doch sein können, [στμ. Χονδρικά: “Πόση άγνοια μπορούν να έχουν σοφοί ανθρωποι”] Die Zeit, 20 Φεβρουαρίου 2016.

16 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο: nativist sentiment.

17 Δείτε Wildcat: “Migration, refugees and labour”, Wildcat no. 99, χειμώνας 2016 (στμ. Στα ελληνικά: “Μετανάστευση, προσφυγιά και εργασία”, διαθέσιμο εδώ: https://2008-2012.net/2016/04/19/μετανάστευση-προσφυγιά-και-εργασία/).

18 Mαρξ: “Moralising Criticism and Critical Morality” στην εφημερίδα Deutsche-Brüsseler-Zeitung No. 86, 1847.

19Στμ. Στο αγγλικό κείμενο do-gooders: ιδιωματισμός που σημαίνει ουσιαστικά ένα άτομο με ειλικρινή πρόθεση αλληλεγγύης και συμβολής σε μεταρρυθμίσεις αλλά ταυτόχρονα αφελές ώστε τελικά μάλλον να χειροτερεύει τα πράγματα αντί να τα βελτιώνει (πχ. εδώ: http://dictionary.cambridge.org/dictionary/english/do-gooder).

20Στμ. Στο αγγλικό κείμενο: white trash.

21Από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο.

“Οι πρωτοπορίες έχουν μόνο μια φορά”: Η Καταστασιακή Διεθνής, η Κομμουνιστικοποίηση και η Αισθητική

του Benjamin Noys3

Η κοινωνική επανάσταση του 19ου αιώνα δεν μπορεί να πάρει την ποίησή της από το παρελθόν αλλά μόνο από το μέλλον. Δεν μπορεί να ξεκινήσει με τον εαυτό της αν δεν έχει πιο πριν απογυμνωθεί από κάθε δεισιδαιμονία για το παρελθόν. Οι προηγούμενες επαναστάσεις απαιτούσαν αναμνήσεις της προηγούμενης ιστορίας του κόσμου για να αποκρύψουν/συσκοτίσουν το δικό τους περιεχόμενο. Η επανάσταση του 19ου αιώνα πρέπει να αφήσει τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους για να φτάσει στο δικό της περιεχόμενο. Πριν η φράση πήγε πέρα από το περιεχόμενο – εδώ το περιεχόμενο πάει πέρα από τη φράση.

Mαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ

Ένα από τα σλόγκαν του Μάη του 1968 που έχει καταστεί εξαιρετικά ειρωνικό είναι: “η Τέχνη είναι νεκρή, μην καταναλώνετε το πτώμα της”· σταθερά επανεπεξεργασμένο, το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα ειρωνικό σε σχέση με το “πτώμα” της Καταστασιακής Διεθνούς (ΚΔ). Η επιθυμία να θαφτεί το πτώμα της ΚΔ – “αφήστε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους” – συνοδεύεται από άλλες τόσες αναστάσεις ή, για τους πιο εγελιανούς ανάμεσά μας, “αναλήψεις”4. Θέλω εδώ να επιδοθώ σε μια ακόμα πράξη “νεκρομαντεία της παγκόσμιας ιστορίας” σε σχέση με την ΚΔ. Ο στόχος μου δεν είναι να αναζωογονήσω το πτώμα ή να ποζάρω την “ποίηση του μέλλοντος” που θα μπορούσε να φτάσει από κάποια τελική “υπέρβαση”. Μάλλον, στοχεύω να θεωρήσω την ιστορικοποίηση και την κριτική της ΚΔ που τίθεται από ένα ρεύμα της κομμουνιστικοποίησης – αυτό του Roland Simon και της ομάδας Theorié Communiste (TC).

Ο λόγος γι’ αυτό, όπως θα δούμε, είναι ότι είναι η τέχνη και η αισθητική ιδιαίτερα που διακυβεύονται σε αυτή την κριτική. Παρά τα φαινόμενα, δεν θα πάρω θέση υπέρ της κομμουνιστικοποίησης και κατά των Καταστασιακών, ή το αντίθετο. Αντίθετα, θεωρώ την ερμηνεία της κομμουνιστικοποίησης σχετικά με την μοίρα της ΚΔ ως ένα μέσο στοχασμού πάνω στην παρούσα κατάσταση την υποδοχής και νεκρανάστασης της ΚΔ. Για να το κάνω αυτό θα επιχειρήσω τουλάχιστον τρία ακατόρθωτα πράγματα μετά το πρόγευμα: πρώτον, να σκιαγραφήσω τη φύση της προβληματικής της κομμουνιστικοποίησης, ιδιαίτερα όπως έχει αναπτυχθεί από τον Rolan Simon και την TC· δεύτερον, να εξερευνήσω τις σκέψεις του Simon πάνω στην ΚΔ και με ποιο τρόπο η αισθητική παίζει έναν κρίσιμο ρόλο· τρίτον, να εξετάσω πώς αυτοί οι στοχασμοί μπορεί να προβληματικοποιούν την κυρίαρχη “αισθητική” πρόσληψη της ΚΔ.

H κομμουνιστικοποίηση και οι δυσαρεστημένοι της με τους Καταστασιακούς

2267

(Κριτική Ιστορία της Υπερ-αριστεράς)

Η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης που έχει αρθρωθεί από την TC στηρίζεται σε αυτό που θεωρεί ως κρίση ταυτότητας του εργάτη στον σύγχρονο καπιταλισμό. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι μέσα από την καπιταλιστική κρίση της δεκαετίας του 1970 και τους κοινωνικούς αγώνες των εργατών την ίδια περίοδο η ιδέα της επιβεβαίωσης μιας προλεταριακής ταυτότητας ενάντια στον καπιταλισμό έφτασε σε ένα τέλος. Αυτό είναι που αποκαλεί το τέλος του “προγραμματισμού”. Αναδυόμενη μέσα από τον γενικό σκεπτικισμό απέναντι στην υπερ-αριστερά που αφορά τον ρόλο των συνδικάτων, των κομμάτων και άλλων εργατικών οργανώσεων στην διαμεσολάβηση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, η TC προχωρά αυτόν τον σκεπτικισμό παραπέρα – δεν έχουν χρόνο για τα εργατικά συμβούλια και άλλες μορφές “εναλλακτικών” εργατικών οργανώσεων. Αντίθετα, ισχυρίζεται ότι η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου καθιστά την προλεταριακή ταυτότητα ένα φραγμό/εμπόδιο ή μια αδυνατότητα που πρέπει να υπερβληθεί. Η διείσδυση της καπιταλιστικής πραγματικής υπαγωγής διαπερνά την εργατική ταυτότητα και της επιβεβαίωσης της εργασίας ως του ανταγωνιστικού πόλου του κεφαλαίου. Η κατάρρευση αυτής της δυνατότητας, καθώς ο καπιταλισμός αναδιαρθρώνεται και καταστρέφει εκείνες τις μορφές διαμεσολάβησης από τον “εργάτη”, και καθώς οι ίδιοι οι εργάτες τις αρνούνται, σημαίνει ότι το “προλεταριάτο” μπορεί μόνο να υπάρχει ως η άρνηση της εργασίας και της εργατικής ταυτότητας. Συνεπώς, η κομμουνιστικοποίηση αναφέρεται σε αυτή τη διαδικασία αυτοκατάργησης και όχι σε διάφορες μορφές που προεικονιστικών ή εναλλακτικών ταυτοτήτων ή αγώνων. Αν σταματήσουμε να επιβεβαιώνουμε το προλεταριάτο, δεν μπορεί να επιβεβαιώνουμε κάποια εναλλακτική “ταυτότητα”.

Η “θέση” της ΚΔ σε αυτό το σχήμα είναι κάποιου που βρίσκεται στο μεταίχμιο αυτής της αλλαγής. Από τη μια πλευρά, η ανάλυση της ΚΔ για την κυριαρχία του θεάματος ως μορφή της αφαίρεσης και της χρεωκοπίας της εργατικής ταυτότητας είναι ενδεικτική των μελλοντικών γραμμών της θεωρίας της Κομμουνιστικοποίησης. Από την άλλη, η πίστη της ΚΔ στα εργατικά συμβούλια ή εναλλακτικές μορφές “κατασκευασμένων καταστάσεων”, την “σημαδεύει” ως παραμένουσα στο τέλος της περιόδου του προγραμματισμού. Στη σχηματοποίηση του Ρολάν Σιμόν αυτή η αντίφαση σήμαινε ότι: “Πιστεύω ότι η ΚΔ οδήγησε τον προγραμματισμό στο σημείο έκρηξής του” (20065). Αυτό που ο Ντεμπόρ δεν μπορούσε, κατά τον Σιμόν, να συνδέσει ήταν η θεωρητικοποίησή του του θεάματος ως πραγματικότητας – ως μιας πραγματικής αφαίρεσης – και την πιθανότητα της επανάστασης. Η αδυναμία του να συλλάβει το προλεταριάτο ως μια εσωτερική άρνηση έχει σαν αποτέλεσμα την θέση ενός εξωτερικού, μιας εναλλακτικής, που διαφεύγει την αναπαράσταση. Αυτό απηχεί τον “βιταλισμό” της ΚΔ, περισσότερο εμφανούς στον Βανεγκέμ παρά στον Ντεμπόρ, αλλά παρόντος σε κάθε περίπτωση. Η “ζωή” σηματοδοτεί αυτό το “εξωτερικό” – “κάτω από τα πεζοδρόμια υπάρχει παραλία” – στην κριτική ανάλυση του Tom Bunyard: “Το “πραγματικό” γίνεται έτσι “ζωή”, θεωρούμενο ως ένα αφηρημένο και ρομαντικό δυναμικό, απέναντι στο οποίο στέκεται ένα “κεφάλαιο” το οποίο έχει γίνει ισοδύναμο όλης της παρούσας κοινωνικής ύπαρξης”6. Αντίθετα, η κομμουνιστικοποίηση επιμένει στην εσωτερικότητα του προλεταριάτου στη διαμόρφωση του καπιταλισμού, ως του ανταγωνιστή και της δύναμης της διάλυσής του.

Η Πραγμάτωση και η Κατάπνιξη της Τέχνης

Έτσι, με λίγα λόγια, συνοψίζεται το επιχείρημα της TC και η κριτική της στην ΚΔ. Αυτή η κριτική μπορεί να τεθεό επίσης, όπως κάνει ο Σιμόν7, σε όρους της τέχνης και της αισθητικής. H ένταση εδώ έγκειται στους ισχυρισμούς της ΚΔ για την πραγμάτωση και την κατάπνιξη της τέχνης. Πάλι, παράλληλα με τη θέση για το προλεταριάτο, έχουμε τη θέση μιας “θετικής” δυνατότητας εναλλακτικών διαμορφώσεων και πρακτικών τέχνης σε ένταση, ή αντίθεση (“πραγμάτωση”), με την “αρνητική” δυνατότητα της “κατάργησης” της τέχνης που επιβραδύνει την επαναστατική διαδικασία που θα “ανύψωνε” και θα επανεπεξεργαζόταν αυτή την κατηγορία (“κατάπνιξη”). Όπως είναι κοινό σε πολλές συνήθεις ιστορίες της ΚΔ αυτή η αντίφαση δίνεται σε μια θέση περιοδολόγησης στην ανάλυση του Σιμόν. Έχουμε την “πρώιμη”, “καλλιτεχνική” ΚΔ (μέχρι και τη διάσπαση του 1962), και μετά την “πολιτική ΚΔ” (1963 μέχρι και την διάλυση το 1972)· τόσο κανονιστική είναι η διαίρεση αυτή που δικαιολογημένα/αντίστοιχα δομεί τη σελίδα της Wikipedia για την ΚΔ.

1440_the_destruction_of_rsg_6_o

(Ξεπέρασμα της Τέχνης, Πραγμάτωση της Φιλοσφίας)

Σε όρους της κριτικής ανάγνωσης της ΚΔ σε σχέση με την θέση της κομμουνιστικοποίησης το μοντέλο της “πραγμάτωσης” υπονοεί την πίστη σε κάποιες προεικονιστικές δυνατότητες της καλλιτεχνικής πρακτικής που μπορούν να υλοποιηθούν εντός και ενάντια στον καπιταλισμό. Οι “κατασκευασμένες καταστάσεις” της πρώιμης ΚΔ προμήνυαν την επανάσταση στις μορφές θυλάκων ή στιγμών εντός της βασιλείας του θεάματος σε αυτή την ανάγνωση. Για τον Σιμόν, είναι η διείσδυση της πραγματικής υπαγωγής – η κυριαρχία του καπιταλισμού που αναθεωρεί/μεταβάλλει την παραγωγική διαδικασία σύμφωνα με τους καπιταλιστικούς σκοπούς – που σηματοδοτεί το τέλος αυτής της δυνατότητας, μαζί με το τέλος μιας εναλλακτικής ταυτότητας της “εργατικής τάξης”· και οποιεσδήποτε τέτοις “στιγμές” ή έργα τέχνης δεν μπορούν να υλοποιηθούν κάτω από την κυριαρχία του κεφαλαίου. Αντίθετα, ακολουθώντας την αυστηρή αρνητικότητα της επανάστασης, ο Σιμόν ισχυρίζεται ότι η καταστολή της τέχνης και η “πολιτικοποίηση” της ΚΔ υποδεικνύουν μια αναγνώριση ότι η “τέχνη” μπορεί να συμβεί μόνο εντός της επαναστατικής διαδικασίας – εντός της κομμουνιστικοποίησης. Επομένως, οι “κατασκευασμένες καταστάσεις” μπορεί να περιγράφουν καλλίτερα τη διαδικασία της επανάστασης – ως κομμουνιστικοποίησης – παρά την προεπαναστατική και προεικονιστική διαδικασία της “πυροδότησης” της επανάστασης.

Για τον Σιμόν, είναι η δυσκολία που συναντά η ΚΔ να αποδεχτεί αυτή την διαμόρφωση που κείται στην ρίζα της αναγκαιότητας να υπερβούμε την ΚΔ. Μπορούμε να προσθέσουμε ίσως και ότι ο αποκαλούμενος “πεσσιμισμός” του ύστερου Ντεμπόρ είναι ένα σημάδι της δυσκολίας ξεπεράσματος της επιθυμίας για μια “θετική” συγκεκριμενοποίησης/instantiation της καλλιτεχνικής και επαναστατικής δυνατότητας. Επίσης, η συχνά επισημασμένη νοσταλγία του Ντεμπόρ και της ΚΔ θα μπορούσε να καταγραφεί ως ένα σημάδι της δυσκολίας να εγκαταλειφθούν αυτές οι ελπίδες, ή της μετάθεσής τους στο παρελθόν. Σε αυτή την ανάλυση, η κυριαρχία του κεφαλαίου μετατοπίζει μια αίσθηση “εσωτερικής” αντίθεσης σε ένα αισθητικοποιημένο “απέξω” (δες Bunyard ό.π.). Στο επιχείρημα αυτό, η ΚΔ παραμένει μάλλον υπερβολικά προσκολλημένη στην αισθητική και ως εκ τούτου μπορεί να προσφέρει μόνο μια αισθητική εικόνα ή αναπαράσταση της επανάστασης. Το να κινηθούμε πέρα από αυτή την “νεκρομαντεία της παγκόσμιας ιστορίας” και να βρούμε την “ποίηση του μέλλοντος” απαιτεί την εγκατάλειψη της αισθητικής και την εγκατάλειψη των “θετικών” οραμάτων την επανάστασης, όπως τα εργατικά συμβούλια.

Εκφραστική Άρνηση

tumblr_kw8susiati1qaexg6o1_500

Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι αυτή η περιοδολόγηση και ανάλυση υπονοεί το ξεπέρασμα της ΚΔ, και το ξεπέρασμα του καλλιτεχνικού και του αισθητικού ως της “θετικής” προεικόνισης του οράματος της ΚΔ για την επανάσταση. Η ειρωνεία είναι ότι η ανάλυση της ΚΔ τείνει να παίρνει μια άλλη κατεύθυνση, μια κατεύθυνση που είναι πολύ πιο ευθυγραμμισμένη με την υποτιθέμενα “ξεπερασμένη” στιγμή της πραγμάτωσης. Για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση της Johanna Isaacson8, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κληρονομιά της ΚΔ έχει θεωρηθεί σε όρους της “γενεαλογίας της εκφραστικής άρνησης”.

beach

Μια εξαντλητική έκθεση θα ήταν πέρα από τα όρια του χρόνου μου και της υπομονής σας. Αυτό που θα συνιστούσα είναι ότι αυτές οι “γενεαλογίες της εκφραστικής άρνησης” έχουν κυριαρχήσει σε πολλές από τις προσλήψεις της ΚΔ: από το Lipstick Traces (1989) του Greil Marcus, με την γενεαλογία της άρνησης από την ΚΔ στο πανκ, στο “The Beach Beneath the Street” (2011) του McKenzie Wark, με την ανάκτηση της “καλλιτεχνικής ΚΔ”, η τάση έχει προχωρήσει ακριβώς στην άλλη κατεύθυνση από αυτήν που υποδεικνύεται από την TC και τον Roland Simon.

Πιστεύω, προσωπικά, ότι αυτό καταγράφει/δεικτοδοτεί ένα ευρύτερο πρόβλημα με την θέση της κομμουνιστικοποίησης, που διεκδικεί την αιτιολόγηση/δικαιολόγησή της στην ιστορική πραγματικότητα της εξάντλησης της εργατικής ταυτότητας και την κατάρρευση της προεικονιστικής ριζοσπαστικής πολιτικής, αλλά στη συνέχεια χρειάζεται διαρκώς να εξηγεί/αιτιολογεί γιατί αυτά τα “λάθη” εξακολουθούν να συμβαίνουν. Κάτι που λείπει, τουλάχιστον στο υλικό που έχω διαβάσει, είναι μια πειστική εξήγηση του γιατί αυτά τα “λάθη” θα έπρεπε να συμβαίνουν, εκτός και αν θεωρείται ως μια χωρίς εγγύηση νοσταλγία ή έλλειωη μιας “σωστής ανάλυσης” της παρούσας κατάστασης. Αυτό μοιάζει ανεπαρκές ως μια εξήγηση του πώς αυτά τα “λάθη”, αν είναι λάθη, παράγονται από κοινωνικές μορφές αγώνων και μορφές της καπιταλιστικής εξουσίας.

Σε αισθητικούς όρους, υποδεικνύει την επίμονη έλξη της “εκφραστικής άρνησης” σε μια στιγμή που είναι, τουλάχιστον, μη αγώγιμη σε τέτοιες μορφές. Η επιπρόσθετη ειρωνεία είναι ότι τέτοιες “αρνήσεις” συχνά αιτιολογούνται και διατηρούνται ακριβώς εξαιτίας των θετικών τους μορφών. Είναι το γεγονός ότι μοιάζουν να είναι υπαρκτές δυνατότητες, μάλλον, παρά το αυστηρό/λιτό μονοπάτι του αποφασιστικά αρνητικού, που τους δανείζει μια συγκεκριμένη βαρύτητα στην “αβαρή” εμπειρία του καπιταλισμού. Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι προσφέρω μια πλήρη εξήγηση, θα πρότεινα ότι είναι ακριβώς αυτή η παραδοξολογική “θετικότητα” αυτών των “εκφραστικών αρνήσεων” που ασκεί έλξη και γοητεία στη παρούσα στιγμή. Με τον τρόπο αυτό, κι εδώ έχω μια συμπάθεια προς την κριτική από την κομμουνιστικοποίηση, ο κίνδυνος είναι μιας παρηγορητικής λειτουργίας της αισθητικής.

cooper_5

Πιο αχανή εδάφη

Μπορούμε επίσης να βρούμε στοιχεία αυτή της κριτικής από την TC που προβλέπονται από τον Ντεμπόρ, ιδιαίτερα στο “In girum imus nocte et consimimur igni”9 (1978). Το σενάριο και η χρήση των μεταστραμμένων εικόνων από το φιλμ “The Charge of the Light Brigade”10, υποδεικνύουν ότι:

Οι πρωτοπορίες έχουν μόνο μια ευκαιρία· και το καλλίτερο πράγμα που μπορεί να τους συμβεί είναι να έχουν ζωντανέψει τον καιρό τους χωρίς να επιζήσουν περισσότερο. Μετά από αυτές οι επιχειρήσεις προχωράνε σε ένα ευρύτερο πεδίο. Πολλές φορές έχουμε δει τέτοια επίλεκτα στρατεύματα, αφού έχουν επιτύχει ένα γενναίο ανδραγάθημα, να παραμένουν για να παρελαύνουν με τα παράσημά τους και στη συνέχεια να στρέφονται ενάντια στον σκοπό που υποστήριζαν προηγουμένως. Τίποτα από όλα αυτά δεν πρέπει να φοβίζει όσους οι επιθέσεις τους τους έχουν φέρει στο σημείο της διάλυσης. (Guy Debord: από το φιλμ “In girum imus nocte et consimimur igni” (1978) με τις μεταστρεμμένες εικόνες από το φιλμ: “The Charge of the Light Brigade”).

 

figure4

Με την έννοια αυτή είναι ακριβώς η ριζοσπαστικοποιημένη αρνητικότητα των “εκφραστικών αρνήσεων” της πρωτοπορίας που υποδεικνύει μια αναγνώριση της ίδιας της περατότητάς τους. Αυτό το φαινόμενο διάλυσης, που έχει συλληφθεί στην θεματική της φωτιάς που περιλούεται στα νερά του χρόνου, βασίζεται σε μια διαλεκτική του μετασχηματισμού στην οποία “κινούμαστε σε ένα αχανές έδαφος”. Φυσικά, η δυσκολία είναι ότι αυτή η διαλεκτική εμφανίζεται θραυσμένη.

Με την έννοια αυτή η κριτική από την κομμουνιστικοποίηση προσπαθεί να επαναθεμελιώσει αυτή τη διαλεκτική μέσω του επιχειρήματος ότι η κατάρρευση της εργατικής ταυτότητας δεν είναι απλά ένα σημάδι της ήττας αλλά ακριβώς το σημάδι του μετασχηματισμού και της κίνησης σε αυτό το καινούριο έδαφος. Οι πολιτισμικές και αισθητικές αρνήσεις της πρωτοπορίας εκφράζονται από την ΚΔ ως το προεικονιστικό “φορτίο” που ξοδεύεται σε μια καινούρια προλεταριακή κίνηση και, αν θέλετε, η κομμουνιστικοποίηση μετατοπίζει την μορφή και την χρονική κλίμακα. Θα πρότεινα, όμως, ότι η αργή/μακρόχρονη αίσθηση νοσταλγίας και πεσσιμισμού στον ύστερο Ντεμπόρ (παρά τις αξιόλογες προσπάθειες να ξαναδιαβάσουμε αυτή τη στιγμή σε μια πιο στρατηγική κατεύθυνση (πβλ. Tom Bunyard, ό.π.) υποδεικνύει ένα αδιέξοδο ή ανυπομονησία ότι αυτός ο μετασχηματισμός δεν έχει συμβεί.

Και πάλι, τότε, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αισθητική ανάγνωση της ΚΔ δεν είναι απλά λανθασμένη αλλά καταγράφει αυτή την άβολη θέση – μια θέση που είναι θα έλεγα τόσο άβολη για την κομμουνιστικοποίηση όσο είναι και για την ΚΔ. Τι θα συμβεί αν δεν κινηθούμε σε ένα “αχανές πεδίο” αλλά σε ένα πεδίο που είναι περιορισμένο; Ή, αν κινηθούμε σε ένα πιο αχανές πεδίο, πώς θα πρέπει αυτό να μεταφραστεί στις ακριβείς αμφισβητήσεις που απαιτούνται για να διαρρήξουμε τις πραγματικές αφαιρέσεις του κεφαλαίου; Είναι εδώ, για να υιοθετήσω μια προσφιλή μου φράση, που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια “επιμονή της αισθητικής”. Το να επιστρέψουμε στην αισθητική ανάγνωση δεν είναι απλά παρηγορητικό, αν και μπορεί να είναι και τέτοιο, αλλά επίσης μια επιθυμία να προσφέρουμε ένα είδος πιο ακριβούς έννοιας της άρνησης στο παρόν. Υποθέτω ότι, με έναν όχι ικανοποιητικό τρόπο, μπορώ μόνο να το σκιαγραφήσω αυτό σαν πρόβλημα. Ζούμε λοιπόν στη στιγμή που ο Ντεμπόρ αποκαλούσε μια “υπέροχη διασπορά”.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://www.metamute.org/community/your-posts/avant-gardes-have-only-one-time-si-communisation-and-aesthetics.

2 Ενδιαφέρον κείμενο του Benjamin Noys σχετικά με τις συνδέσεις ανάμεσα στην κομμουνιστικοποίηση, και την κριτική της τέχνης και της εργασίας από την Καταστασιακή Διεθνή (ΚΔ). Αναδημοσιεύεται από το: http://leniency.blogspot.co.uk/

3Κομμουνιστικοποίηση και Αισθητική” του Benjamin Noys. Παρουσιάστηκε στο: “Καταστασιακή Αισθητική: Η ΚΔ, Tώρα”, University of Sussex, Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο sublation.

5 https://www.riff-raff.se/en/8/interview_roland.php.

6 Tom Bunyard: “A Genealogy and Critique of Guy Debord’s Theory of Spectacle”, στο http://research.gold.ac.uk/6393/, 132, πβλ.. 166.

7 R. Simon:  “Histoire critique de l’ultragauche – Trajectoire d’une balle dans le pied”, (“Κριτική Ιστορία της Υπερ-αριστεράς: τροχιά από σφαίρα στο πόδι“), http://www.decitre.fr/livres/histoire-critique-de-l-ultragauche-9782951646094.html

8 J. Isaacson: “From Riot Grrrl to CrimethInc: A Lineage of Expressive Negation in Feminist Punk and Queercore”,

http://liminalities.net/7-4/expressivenegation.pdf

9Στμ . Το φιλμ

10Στμ. “Η επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας”:

Είμαστε μόνοι στο Σύμπαν;

o Gille Dauve για το άρθρο του Bruno Astarian1

Η μοναξιά της κομμουνιστικής θεωρίας”

Πώς μπορούμε να παραμένουμε επαναστάτες χωρίς επανάσταση;” ρωτά η Maresia Dalua2. Για να απαντήσουμε πρέπει να “κολυμπήσουμε” ανάποδα: το να καταλάβουμε τι μπορούν να κάνουν οι “επαναστάτες”, προϋποθέτει να αναρωτηθούμε πώς οραματιζόμαστε την επανάσταση, τι θα μπορούσε να είναι το “περιεχόμενό” της. Αυτό είναι που κάνει ο Bruno Astrarian, αναρωτώμενος σε τι μπορεί να χρησιμεύσει η κομμουνιστική θεωρία.

Ο Μαρξισμός – και συχνά ο αναρχισμός – πίστευαν για καιρό ότι η ανατροπή του καπιταλισμού σήμαινε την εγκαθίδρυση της εξουσίας των παραγωγών (συμπεριλαμβανομένων των μεταλλουργών, των νοσοκόμων, των δασκάλων κ.λπ.) και της κοινής τους εργασίας. Σε αυτή την οπτική, οι καθημερινοί αγώνες προετοιμάζουν την επανάσταση, η αυτονομία σε δράση σήμερα (ενάντια στο κράτος, τα αφεντικά, τα συνδικάτα, τα κόμματα, όλους τους θεσμούς που υποστηρίζουν τη σημερινή κοινωνία) προετοιμάζει την ατομική και συλλογική αυτονομία για τη διαχείριση όλης της ζωής την επόμενη μέρα. Συνεπώς, οι απεργίες, οι ταραχές, ακόμα και οι κολλεκτίβες ή οι “αρπαχτές” [scoop] είναι μαθήματα της συνεργατικής δουλειάς του μέλλοντος. Ο ρόλος της κομμουνιστικής θεωρίας θα έπρεπε να είναι να αναδεικνύει οτιδήποτε ευνοεί την αυτόνομη δράση των προλετάριων, και συνεπώς να βοηθήσει την εντατικοποίηση και την υπέρβασή της.

Σύμφωνα με τον Bruno Astarian, αυτό το όραμα αγνόησε το ποιοτικό χάσμα ανάμεσα στους αιτηματικούς/διεκδικητικούς αγώνες, στους οποίους η εργασία προσπαθεί να τροποποιήσει την κατανομή των μισθών και των κερδών, και την κομμουνιστική εξέγερση. Κατά τη δεύτερη, οι εξεγερμένοι “σχηματίζουν μια δι-ατομική σχέση ανάμεσά τους που δεν έχει πλέον σαν περιεχόμενο την εργασία” και “τα στοιχεία του κεφαλαίου που οι εξεγερμένοι κατάσχουν μετασχηματίζονται από την εξέγερση. Από μέσα παραγωγής γίνονται μέσα του αγώνα, ακόμα και της διασκέδασης3.

Για να την κατανοήσουμε στις αρχές του 21ου αιώνα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η κομμουνιστική θεωρία είναι “ο καρπός της αποτυχίας όλων των προηγούμενων προσπαθειών”. Εξ ου και η αναπόφευκτη τάση της να επαναδιοποιείται το παρελθόν με έναν μη-κριτικό τρόπο, μετασχηματίζοντας τα όριά της σε στόχους. “Αλλά η εξέγερση από την οποία θα αναδυθεί η πρώτη προσπάθεια κομμουνιστικοποίησης δεν μπορεί να πάει πολύ πιο μακριά από ό,τι έχουμε ήδη δει”.

Η κομμουνιστική θεωρία είναι κάτι περισσότερο από την επικαιροποίηση των αντιφάσεων του κεφαλαίου. Περισσότερο από την επιβεβαίωση της ταξικής πάλης, την πάλη για τη μοιρασιά ανάμεσα στα κέρδη και τους μισθούς, σημαίνει ότι είναι ψευδαίσθηση να θέλει κανείς να ωθήσει τα πράγματα στο σημείο που η αστική τάξη δεν θα μπορεί πλέον να δώσει τίποτα, για να αναγκαστούν οι προλετάριοι να καταστρέψουν τη σχέση κεφάλαιο/εργασία. Δεν έχει καμμιά χρησιμότητα το “να διατηρεί κανείς έναν μαξιμαλιστικό λόγο ενάντια στο κεφάλαιο γενικά, όταν ο συγκεκριμένος αγώνας επιδιώκει απλά να λυγίσει ένα συγκεκριμένο αφεντικό”.

Αντί να προσπαθούμε να ριζοσπαστικοποιήσουμε αυτό που δεν μπορεί να ριζοσπαστικοποιηθεί, είναι καλλίτερο να στρέψουμε την προσοχή μας στα “προωθημένα σημεία” που προαναγγέλουν μια ρήξη, χωρίς να πιστεύουμε ότι θα είχαμε τα μέσα να επιταχύνουμε την άφιξή της. Πιο συγκεκριμένα, αν η κομμουνιστική επανάσταση είναι η αυτο-άρνηση του προλεταριάτου, με άλλα λόγια, η καταστροφή της εργασίας ως εργασίας, τότε περνά μέσα από αυτό που στη δεκαετία του 1970 αποκαλούνταν “Αντι-εργασία”, που σε μελλοντικές προλεταριακές επιθέσεις θα πάρει άλλες μορφές: “ο μετα-φορντισμός δεν έχει καταργήσει τις συνθήκες για την αντι-εργασία, τις έχει επιδεινώσει. Αλλά προς το παρόν, η πίεση της ανεργίας, κρατά το καπάκι κλειστό σε αυτή την ωρολογιακή βόμβα”.

Η κομμουνιστική θεωρία έχει έναν ιδιαίτερα αρνητικό ρόλο για τον Bruno Astarian στη διάχυση ψευδαισθήσεων, ξεκινώντας με το ότι “υπάρχει ένα άλλο επαναστατικό υποκείμενο από το προλεταριάτο στην αντίθεσή του με το κεφάλαιο”. Από τη θετική πλευρά, επιβεβαιώνει μερικά ουσιώδη σημεία, ιδιαίτερα την ταξική πάλη ως έναν εξηγηματικό παράγοντα της ιστορίας, την αναγνώριση ότι το προλεταριάτο μερικές φορές μπορεί να μην είναι επαναστατικό, αλλά επίσης, και αυτό απέχει μακράν του να είναι ανεκδοτολογικό, επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα της “τάσης να οριστεί η κομμουνιστική κοινωνία” και υποθέτει “μια δόση αφαίρεσης και ουτοπίας4.

G.D., Νοέμβριος 2016

1 Στμ. Το πρωτοτύπο γαλλικό κείμενο εδώ: https://ddt21.noblogs.org/?page_id=1222#sdfootnote2sym.

3 Ο Bruno Astarian επεκτείνει εδώ αυτό που έχει εκθέσει για αρκετά χρόνια, ιδιαίτερα στο: “Δραστηριότητα κρίσης και η κομμουνιστικοποίηση (2010), στα ελληνικά εδώ:

4 Λυπούμαστε για την επανάχρηση της λέξης “communiserγια τη δήλωση των υποστηρικτών της επανάστασης ως κομμουνιστικοποίησης. Λογικά οι “κομμουνιστικοποιητές” επικοινωνούν. Αυτός ο όρος έχει το μειονέκτημα της σκέψης (που δεν είναι καθόλου η περίπτωση του Bruno Astarian) ότι η κομμουνιστικοποίηση θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να είναι “εκεί”, ήδη υλοποιημένη, κάτι που τροφοδοτεί, μεταξύ άλλων πραγμάτων, την σύγχυση με τη θεωρία των “Κοινών”.

Η μοναξιά της κομμουνιστικής θεωρίας

του Bruno Astarian1

Οι πρωτοπορίες έχουν μόνο μια ευκαιρία· και το καλλίτερο πράγμα που μπορεί να τους συμβεί είναι να έχουν ζωντανέψει τον καιρό τους χωρίς να επιζήσουν περισσότερο. Μετά από αυτές οι επιχειρήσεις προχωράνε σε ένα ευρύτερο πεδίο. Πολλές φορές έχουμε δει τέτοια επίλεκτα στρατεύματα, αφού έχουν επιτύχει ένα γενναίο ανδραγάθημα, να παραμένουν για να παρελαύνουν με τα παράσημά τους και στη συνέχεια να στρέφονται ενάντια στον σκοπό που υποστήριζαν προηγουμένως. Τίποτα από όλα αυτά δεν πρέπει να φοβίζει όσους οι επιθέσεις τους τους έχουν φέρει στο σημείο της διάλυσης.

Guy Debord: από το φιλμ “In girum imus nocte et consimimur igni” (1978) με τις μεταστρεμμένες εικόνες από το φιλμ The Charge of the Light Brigade.

Στο κείμενο που ακολουθεί, θα προσπαθήσω να καταλάβω την κατάσταση της ακραίας απομόνωσης στην οποία βρίσκεται η κομμουνιστική θεωρία στις μέρες μας. Είναι δύσκολο για τους περισσότερους θεωρητικούς να δουν πόσο ακατανόητη είναι η γλώσσα τους, γλώσσα που πρέπει να διατηρούν, για τους περισσότερους προλετάριους, ακόμα και για τους πιο καλοπροαίρετους. Αυτό αληθεύει άσχετα από τις θεωρητικές επιλογές που γίνονται. Ανάμεσα στις ομάδες ή τα άτομα που θεωρητικά στοχάζονται πάνω στη σημερινή κατάσταση της καπιταλιστικής κοινωνίς και την πιθανότητα υπέρβασής της, κανείς δεν έχει βρει τη γλώσσα ή/και την οπτική που θα επέτρεπε (στην κομμουνιστική θεωρία) να αναδυθεί από ένα μικρό περιβάλλον [milieu] που μεταμορφώνεται σε κλειστό βάζο. Αμφισβητεί αυτή η κατάσταση την κομμουνιστική θεωρία στην ιστορική της ιδιαιτερότητα; Ή απλά την τοποθετεί πίσω στην θέση της;

1. Η κομμουνιστική θεωρία και η πάλη των τάξεων

Ας ξεκινήσουμε λέγοντας τι δεν είναι η κομμουνιστική θεωρία:

  • Η κομμουνιστική θεωρία δεν είναι η επιστημονική έκθεση της οικονομικής συγκυρίας, οι ιδιοτροπίες της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αναμφίβολα η κριτική της πολιτικής οικονομίας μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε πιο καθαρά από τους περισσότερους οικονομολόγους, να πετύχουμε έναν βαθμό γνώσης που προχωρά πιο βαθιά από αυτούς κάτω από τις φαινομενικότητες της αγοράς. Αλλά ακόμα και όταν συλλαμβάνει την κίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας ως την κίνηση μιας αντίφασης, η κριτική της πολιτικής οικονομίας καλύπτει μόνο ένα μέρος του πεδίου στο οποίο ορίζεται η κομμουνιστική θεωρία. Δεν αρκεί να δείξουμε ότι ο καπιταλισμός οδηγείται από μια αντίφαση, ακόμα και ότι είναι θνητός. Είναι αναγκαίο να δείξουμε πού, στην αντίφαση αυτή, έγκειται η δυνατότητα της υπέρβασής του. Και θα πρέπει να δώσουμε στην αντίφαση αυτή ένα νόημα.

  • Η κομμουνιστική θεωρία δεν είναι ένα πολιτικό όπλο που θα επέτρεπε στους επαναστάτες να νικήσουν τον εχθρό τους πιο εύκολα, άσχετα από το πώς ορίζουν αυτόν τον εχθρό (το κράτος, τους καπιταλιστές, τη σχέση προλεταριάτο/κεφάλαιο…). Βλέποντας πιο καθαρά από άλλους στον μηχανισμό της κοινωνικής αντίφασης, μπορούν οι θεωρητικοί να καθοδηγήσουν το προλεταριάτο ή να θέσουν ένα παράδειγμα στον δρόμο από τον καπιταλισμό προς τον κομμουνισμό; Όχι. Θα δούμε παρακάτω το γιατί.

Τίποτα που είναι ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο” είπε ο Μαρξ, αντιγράφοντας τον Terence2. Στοχεύοντας σε έναν απολύτως πλήρη μετασχηματισμό της ζωής, η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης δεν αφήνει τίποτα έξω από την κριτική της. Τέχνη, αθλητισμός, επιστήμη, εκπαίδευση των παιδιών κ.λπ. Τα πάντα μπορούν να είναι γι’ αυτήν ένα αντικείμενο επίθεσης και κριτικής, γιατί θεωρεί όλες τις δραστηριότητες των ανθρώπων ως ιστορικά καθορισμένες. Εδώ, στην σημερινή κοινωνία, κάθε δραστηριότητα καθορίζεται από την σχέση της με την θεμελιώδη αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ), με άλλα λόγια της ταξικής σχέσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο. Για όλα αυτά, η κομμουνιστική θεωρία δεν είναι απλά μια φιλοσοφία που, όπως κάθε άλλη φιλοσοφία, έχει έναν λόγο για κάθε τι που υπάρχει. Η κομμουνιστική θεωρία ενδιαφέρεται για αυτό που υπάρχει μόνο και μόνο για να δείξει την δυνατότητα της κατάργησης και της υπέρβασής του.

Αν δεν είναι ούτε σχόλιο, ούτε πολιτικός οδηγός, ούτε γενική φιλοσοφία, τότε πώς να ορίσουμε την κομμουνιστική θεωρία; Στην πιο απλή εκδοχή, ας πούμε όι είναι η θεωρία της υπέρβασης του καπιταλισμού, η θεωρία της επανάστασης. Αλλά ας προσπαθήσουμε να είμαστε λογότερο γενικόλογοι.

H κομμουνιστική θεωρία πρέπει να κατανοηθεί σε σχέση με την αγκύρωσή της στην ταξική πάλη, γιατί εκεί βρίσκεται η δυνατότητα της υπέρβασης. Χρειάζεται ακόμα να γνωρίζουμε για ποιο πράγμα μιλάμε. Η κομμουνιστική θεωρία δεν είναι απλά ένα σχόλιο πάνω στους αγώνες στους οποίους καθημερινά βλέπουμε το προλεταριάτο και το κεφάλαιο να έρχονται αντιμέτωπα για την μοιρασιά της καινούριας αξίας που παράγει το προλεταριάτο μέσω της εργασίας του. Τίποτα άλλο εκτός από την ταξική πάλη δεν καθορίζει, τελικά, την μοιρασιά της εργάσιμης μέρας. Η πάλη είναι ομοούσια με την ίδια την ύπαρξη των τάξεων. Αλλά η ύπαρξή της δεν δεν αποδεικνύει την δυνατότητα της κομμουνιστικής επανάστασης περισσότερο από τις μεταβολές της οικονομικής συγκυρίας ανάμεσα στην αφθονία και την επιβράδυνση της συσσώρευσης. Η καθημερινή πάλη ανάμεσα στους προλετάριους και τους καπιταλιστές δεν αποδεικνύει τίποτα περισσότερο από την αντίθεση/αντίφαση ανάμεσα στην αναγκαία και την πλεονάζουσα εργασία: κάποιοι πιστεύουν ότι αυτοί οι καθημερινοί αγώνες φέρουν μια πιθανή υπέρβαση αν εξαπλωθούν, διαδοθούν ευρέως, γίνουν ένα μαζικό κίνημα που θα αναπτύξει μια επαναστατική πολιτική. Θα υπήρχε τότε μια υπερανάπτυξη3 των καθημερινών αγώνων σε προλεταριακή επανάσταση. Άλλοι, βλέπουν στην ταξική πάλη μόνο μια καθημερινή σύγκρουση, και την τοποθετούν στο ράφι των αξεσουάρ της αναπαραγωγής του ΚΤΠ. Γι’ αυτούς, η σύγκρουση προλεταριάτου/κεφαλαίου είναι μόνο μια λειτουργικότητα του κεφαλαίου, στην οποία κάθε τάξη προϋποθέτει την άλλη, σχηματίζοντας ένα κλειστό σύστημα χωρίς εσωτερική δυνατότητα ρήξης.

Όμως η ρήξη στην αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων υπάρχει επίσης, και συγκεκριμένα, οποτεήποτε το προλεταριάτο επαναστατεί σε μια εξέγερση. Η εξέγερση διαρρηγνύει την καθημερινή πορεία της ταξικής πάλης. Αυτό μπορεί να συμβεί μετά από μια σειρά αποτυχημένων αιτημάτων, όπως τον Ιούνιο του 1848, ή εξαιτίας ενός γεγονότος φαινομενικά ασύνδετου από τους βιομηχανικούς αγώνες, όπως η ανταρσύα των ναυτών στο Κίελο το 1918. Σε αυτές τις στιγμές η σχέση κεφαλαίου/προλεταριάτου αλλάζει. Το προλεταριάτο δεν επιδιώκει να αντιπαρατεθεί με το κεφάλαιο για μια αύξηση στους μισθούς. Δεν επιδιώκει να μετατοπίσει προς όφελός του τον κέρσορα της μοιρασιάς της εργάσιμης μέρας. Οτιδήποτε και να λέει, ανάλογα με τον καιρό και τις χώρες, η προλεταριακή εξέγερση δημιουργεί μια καινούρια, φευγαλέα και μεταβατική κοινωνικότητα, που ξεφεύγει από την αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων επειδή είναι “χτισμένη” με έναν εσωτερικό τρόπο στο προλεταριάτο. Η εξεγερτική κοινωνική σχέση σχηματίζεται όταν οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν, με και για τον αγώνα, κομμάτια του κεφαλαίου τα οποία αρχικά είναι σε σύγκρουση μαζί τους όντας ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Είτε καταλαμβάνουν ή καίνε εργοστάσια, δημόσια ή ιδιωτικά κτίρια, δρόμους, γέφυρες κ.λπ., είτε κατάσχουν οχήματα, όπλα ή τροφή, οι εξεγερμένοι μετασχηματίζουν την σχέση τους με το κεφάλαιο. Από μια αμοιβαία προϋπόθεση, η σχέση προλεταριάτο/κεφάλαιο γίνεται μια καθαρή σύγκρουση. Και στην καθαρότητά της, αυτή η σύγκρουση περιλαμβάνει την δυνατότητα της κομμουνιστικής υπέρβασής της γιατί, για να συγκρουστούν με το κεφάλαιο, οι εξεγερμένοι έχουν σχηματίσει μια δια-προσωπική κοινωνική σχέση ανάμεσά τους που δεν έχει σαν περιεχόμενό της την εργασία, που εμπεριέχει μια σχέση με μια εξωτερική φύση, που δεν είναι, όπως στην περίπτωση της αμοιβαίας προϋπόθεσης ένα απλό μέσο παραγωγής. Αντίθετα, τα στοιχεία του κεφαλαίου που το εξεγερμένο προλεταριάτο καταλαμβάνει μετασχηματίζονται από την εξέγερση. Η ίδια η ύπαρξη αυτής της εξεγερτικής κοινωνικής σχέσης θέτει πρακτικά το ζήτημα της υπέρβασης του ΚΤΠ.

Είναι σε αυτή την εξεγερτική κοινωνική σχέση που η κομμουνιστική θεωρία βρίσκει την αγκύρωσή της. Είναι η αυτο-συνειδησία της. Που δεν είναι, όπως θα δούμε, χωρίς προβλήματα.

2. Άμεση συνείδηση, αφηρημένη συνείδηση

Στην ιστορία των ταξικών κοινωνιών, μπορεί κανείς να διακρίνει ανάμεσα στην άμεση συνείδηση και την αφηρημένη συνείδηση. Η πρώτη συνοδεύει συνήθως κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Καμμιά δραστηριότητα, σε οποιαδήποτε τάξη, δεν μπορεί να ξεδιπλωθεί χωρίς μια συνειδητή διαδικασία που θα ονομάζουμε άμεση. Είτε πρόκειται για την πιο απλή εργασιακή λειτουργία είτε η πολύπλοκη οργάνωση μιας εταιρείας, η συνειδητή διαδικασία που συνοδεύει την λειτουργία αυτή λέγεται ότι είναι άμεση με την έννοια ότι προσαρμόζεται και συνδέεται άμεσα με την συγκεκριμένη δραστηριότητα και δεν επιζητά κάτι άλλο.

Η αφηρημένη συνείδηση δεν είναι στο επίπεδο αυτό. Είναι η αυτο-συνειδησία της κοινωνικής σχέσης που δομεί την κοινωνία. Αυτή η κοινωνική σχέση ορίζει την ανθρώπινη δραστηριότητα, με άλλα λόγια, την διαδικασία με την οποία ο άνθρωπος αναφερόμενος στον εαυτό του ως ένα κατάλληλο αντικείμενο, παράγεται ως ιστορία, ως γίγνεσθαι. Από την αφετηρία της μέχρι σήμερα, η διαδικασία της αυτο-παραγωγής των ανθρώπων έχει δομηθεί από την εργασία και την εκμετάλλευση, από την αντιφατική σχέση ανάμεσα στις τάξεις, ακόμα και αν είναι εμβρυακή. Μπορεί να ειπωθεί λοιπόν ότι η αφηρημένη συνείδηση είναι η αυτο-συνειδησία αυτού του αντιφατικού υποκειμένου. Παίρνοντας τη μορφή της θρησκείας, της φιλοσοφίας ή της κομμουνιστικής θεωρίας, η αφηρημένη συνείδηση εξηγεί την κοινωνική αντίφαση και προβάλλει την επίλυσή της. Το προπατορικό αμάρτημα που κυνηγά τον Αδάμ και την Εύα από τον παράδεισο, με την υπόσχεση της επιστροφής μετά θάνατον (υπό συγκεκριμένες συνθήκες) είναι ένα παράδειγμα της σύλληψης από την σκέψη αυτής της κοινωνικής αντίφασης. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλες οι κοινωνίες παράγουν μια αφηρημένη συνείδηση που εξηγεί την αντιφατική φύση της κοινωνίας και προβάλλει την υπέρβασή της. Επιπλέον, η αντιφατική φύση της κοινωνίας σημαίνει ότι η αναπαραγωγή της, η εξέλιξή της δεν αντιστοιχεί ευθέως στην συνειδητή δράση των ανθρώπων, αλλά απορρέει από το “παιχνίδι” της ταξικής σύγκρουσης. Για παράδειγμα: στην φεουδαρχική κοινωνία οι φεουδάρχες/ευγενείς συμπεριφέρονταν ανάλογα με την ταξική τους θέση, το ίδιο έκαναν και οι δουλοπάροικοι. Κάθε τάξη θέλει για τον εαυτό της το μεγαλύτερο δυνατό μέρος του πλεονάζοντος προϊόντος. Η αντίφαση που αυτή η διαδικασία θέτει σε κίνηση θα κάνει εφικτό τον καπιταλισμό, που εξαφανίζει τους λόρδους και τους δουλοπάροικους – κάτι που προφανώς δεν αντιστοιχεί στην αρχική τους πρόθεση. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι δεν έχουν τη δύναμη να εξελίξουν την κοινωνία σύμφωνα με την θέληση ή τη συνείδησή τους, είτε την άμεση είτε την έμμεση. Γενικά, η αφηρημένη συνείδηση καταγράφει αυτή την κατάσταση αλλοτρίωσης τοποθετώντας στον ουρανό την ανώτατη δύναμη πάνω στις ζωές των ανθρώπων.

2.1 Η ιδιαίτερη περίπτωση της κομμουνιστικής θεωρίας

Στην καπιταλιστική κοινωνία η αστική τάξη είναι ανίκανη να προβάλει μια υπέρβαση της κοινωνικής αντίθεσης άλλη από το ντύσιμο της θρησκείας και της φιλοσοφίας των προηγούμενων αιώνων. Ο καπιταλισμός δεν μπορει να δημιουργήσει εντός του μια καινούρια τάξη ιδιοκτητών, που θα μπορούσε να είναι ανταγωνιστική στην αστική τάξη και ανώτερη σε έναν καινούριο τρόπο εκμετάλλευσης/ξεζουμίσματος της εργασίας, και που θα ανέπτυσσε σε αυτή τη βάση ένα καινούριο όραμα του μέλλοντος της κοινωνικής αντίθεσης. Ενώ η αριστοκρατία πιέστηκε από την ανερχόμενη αστική τάξη, η οποία τελικά την εξαφάνισε, η κατεστημένη αστική τάξη έθαψε η ίδια τον εαυτό της βελτιώνοντας διαρκώς την αποτελεσματικότητα της εκμετάλλευσης της εργασίας. Βασικά, η διαφορά είναι ότι τώρα ο εργάτης είναι τελείως αποσπασμένος από τα μέσα παραγωγής, τα οποία τα διαχειρίζεται εξ ολοκλήρου η αστική τάξη. Είναι αυτή η ιδιαιτερότητα, εντελώς μοναδική στην ιστορία των ταξικών κοινωνιών, που καθιστά το προλεταριάτο όχι μια καινούρια τάξη ιδιοκτητών που φέρει τη συνείδηση της υπέρβασης της αντίθεσης, αλλά την τάξη της εργασίας. Όμως, αυτό δεν είναι ένα ζήτημα για τους καθημερινούς αγώνες του προλεταριάτου αλλά ζήτημα των εξεγέρσεων, αυτού που προκαλεί μια ρήξη στην αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων. Η δυνατότητα υπέρβασης του ΚΤΠ διαμορφώνεται σ’ αυτή την κοινωνική σχέση στην οποία το προλεταριάτο καταδεικνύει τον εαυτό του όχι ως την τάξη της εργασίας, μια εκμεταλλευόμενη τάξη, υποταγμένη στο κεφάλαιο, αλλά ως μια εξεγερμένη τάξη.

Είναι στην προλεταριακή εξέγερση που η ταξική σύγκρουση ανοίγει και καλεί για την πρακτική υπέρβασή της, γιατί σε αυτό το σχίσμα μπλοκάρεται ολόκληρη η κοινωνία. Και είναι το προλεταριάτο και όχι η αστική τάξη που φέρει την υπέρβαση, σαν μια τάξη χωρίς ενδοιασμούς, διαχωρισμένη από την ολότητα των μέσων της ύπαρξής της που στέκονται απέναντί της ως κεφάλαιο. Όπως ακριβώς η εξέγερση είναι για το προλεταριάτο η άρνηση της απομόνωσης στην οποία βρίσκει τον εαυτό του όταν ξεσπά η αντίθεση κεφαλαίου/εργασίας, έτσι και η αυτο-συνειδησία της εξεγερσιακής κοινωνικής σχέσης συνίσταται στον καθορισμό και την αναγκαιότητα μιας κοινωνίας στην οποία ο διαχωρισμός που ορίζει το προλεταριάτο καταργείται. Η κομμουνιστική θεωρία είναι η αυτεπίγνωση/αυτογνωσία της εξεγερτικής σχέσης στον βαθμό που εμπεριέχει την δυνατότητα του περάσματος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. Με την διευκρίνηση ότι μέχρι σήμερα όλες οι επαναστατικές απόπειρες έχουν αποτύχει, είναι αναγκαίο να ορίσουμε την κομμουνιστική θεωρία, όπως έχει συγκροτηθεί σε ολόκληρες γενιές, ως τον καρπό της αποτυχίας όλων αυτών των προηγούμενων προσπαθειών.

Είπαμε ότι η εξέγερση είναι μια ιδιαίτερη κοινωνική σχέση εσωτερική στο προλεταριάτο, αλλά επίσης πολύ ασταθής και φευγαλέα, τόσο εξαιτίας της καταστολής από το κεφάλαιο όσο και επειδή, σχεδόν εξ ορισμού, η εξέγερση “δεν δουλεύει” και επομένως δεν παράγει τίποτα. Σε αυτή τη βάση, οι προλετάριοι δεν παράγουν μιαν αφηρημένη συνείδηση της δράσης τους. Δεν έχουν τον χρόνο. Η άμεση επίγνωση που αναπτύσσουν για την εξεγερτική δραστηριότητά τους είναι οπωσδήποτε πολύ διαφορετική από αυτό που σκέφτονταν κάποτε, όταν ζούσαν μέσα στον κύκλο μετρό-δουλειά-ύπνος4. Χωρίς να το πηγαίνουμε πολύ μακριά λέγοντας ότι οι αγώνες είναι θεωρητικοί, οι εξεγέρσεις εγείρουν ανοιχτά ζητήματα όπως η νομιμοποίηση της ιδιοκτησίας, η αξία των υπαρχόντων θεσμών, η αναγκαιότητα της εργασίας ή της οικογένειας. Αυτά τα ζητήματα δεν εγείρονται με έναν εγκυκλοπαιδικό τρόπο αλλά πρακτικά στην δραστηριότητα της εξέγερσης και στα προβλήματα που πρέπει να επιλύσει στον αγώνα της ενάντια στο κεφάλαιο.

Μετά την ήττα της εξέγερσης, μετά την επιστροφή όλων των δυνατοτήτων που είχαν διανοιχθεί στην ρουτίνα της δουλειάς, η κομμουνιστική θεωρία βάζει στον εαυτό της το καθήκον να κατανοήσει γιατί έχασε. Ουσιαστικά, σχεδόν πάντα, η κομμουνιστική θεωρία αναπτύσσεται κατόπιν εορτής, και συνεπώς διαχωρισμένη από την κοινωνική σχέση που αποτελεί την πηγή της. Αν η επανάσταση είχε πετύχει, η θεωρία θα εξαφανιζόταν στην υπέρβαση του διαχωρισμού ανάμεσα στην άμεσξ και την αφηρημένη συνείδηση, στην παραγωγή μιας μορφής αυτο-συνειδησίας που επανασυμφιλιώνεται με την αμεσότητα της κοινωνικής ζωής. Αλλά οι επαναστάσεις έχουν αποτύχει, και η κομμουνιστική θεωρία πρέπει να δώσει μιαν εξήγηση γι’ αυτές τις αποτυχίες. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να εξηγήσει επίσης τι προηγήθηκε σε σχέση με την προ-εξεγερσιακή κατάσταση, και πρέπει επίσης να αναλύσει τις επιλογές από την πλευρά των εξεγερμένων, που πρέπει επίσης να εξηγηθούν από το ιστορικό πλαίσιο – και πρέπει τέλος να λάβουν υπόψιν τους στόχους που έβαλαν, είτε εκπεφρασμένα είτε υπόρρητα. Η κομμουνιστική θεωρία προχωρά με έναν “επαναληπτικό” [iterative] τρόπο ανάμεσα σ’ αυτές τις τρεις στιγμές: μια ανάλυση της κίνησης της καπιταλιστικής κοινωνίας και της θεμελιακής αντίφασής της (κριτική της πολιτικής οικονομίας, θεωρία της αξίας, θεωρίας της κρίσης), μια κριτική μελέτη των επαναστατικών προσπαθειών το παρελθόντος (θεωρία της επανάστασης), και τον καθορισμό των κομμουνιστικών στόχων που δίνουν νόημα στις δυο προηγούμενες στιγμές (προβολή του καταργημένου καπιταλισμού). Συνεπώς, η κομμουνιστική θεωρία προχωρά από την επαναστατική φάση που έχει μόλις αποτύχει, ψάχνοντας στις συνθήκες που κυριαρχούν στην κρίση και την εξέγερση, την εξήγηση των πράξεων των εξεγερμένων. Αναλύει κριτικά τις δυνατές επιλογές που επακολούθησαν και εγείρει ξανά το ζήτημα για την επόμενη φορά. Είναι αναγκαίο να αποδείξει ότι θα υπάρξει μία (κριτική της πολιτικής οικονομίας, θεωρία των κρίσεων) και ορίζει κριτικά σε σχέση με τις προηγούμενες απόπειρες τόσο τους κομμουνιστικούς στόχους όσο και την μέθοδο, πολιτική ή όχι, οργανωτική ή όχι, για να πετύχει.

Ενδυναμωμένη με αυτές τις αναλύσεις και κριτικές, η θεωρία πιστεύει εδώ και καιρό ότι είναι σε θέση να γνωρίζει τις συνθήκες που θα κάνουν την επανάσταση να πετύχει στην επόμενη προλεταριακή εξέγερση. Και έχει προετοιμαστεί να παρέμβει υιοθετώντας εκπεφρασμένα ή υπόρρητα έναν καθοδηγητικό ρόλο, καθώς και γράφοντας για λογαριασμό του προλεταριάτου το πρόγραμμα (πολιτικό, οικονομικό) της επερχόμενης επανάστασης. Κάποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι υιοθέτησε ποτέ αυτόν τον ρόλο χωρίς να χάσει την επαναστατική της φύση. Όταν έγινε ενεργή στην πράξη, κατέστη μια πολιτική ιδεολογία προσαρμόσιμη στις περιστάσεις. Για να κάνει το πρόγραμμά της ζωντανό για το προλεταριάτο (όχι το εξεγερμένο), η θεωρία έχει προσαρμοστεί στις περιστάσεις. Ήθελε να μιλήσει τη γλώσσα της άμεσης συνείδησης, και μάλιστο τόσο περισσότερο όσο προέβαλε έναν κομμουνισμό των εργατών και των εργαζόμενων5 που είχε ενσωματώσει τις περισσότερες κατηγορίες του κεφαλαίου. Επιπλέον οι προσδοκίες της έχουν τακτικά αποδειχτεί ανεπαρκείς στον βαθμό που η κομμουνιστική θεωρία κάθε εποχής βασίζεται θεμελιακά σε προβλήματα που έχουν καταστεί παρωχημένα – αυτά της προηγούμενης εξέγερσης. Αυτό το πρόβλημα είναι παρόν με έναν πολύ οξύ τρόπο στην παρούσα περίοδο.

2.2 Η αφαίρεση της “τελευταίας” επαναστατικής φάσης

Πράγματι, στην σημερινή της μορφή, η κομμουνιστική θεωρία βρίσκει την αγκύρωσή της στην φάση της κρίσης των δεκαετικών 1960-1970. Αυτή η περίοδος είναι η τελευταία η οποία βίωσε μια σειρά προλεταριακών κινημάτων αρκετά ισχυρών για να αποκαλύψουν μια καινούρια μορφή της επαναστατικής υποκειμενικότητας του προλεταριάτου. Αυτή η φάση όμως δεν έφτασε ένα εξεγερσιακό επίπεδο. Πολλές αυταπάτες κυκλοφορούν ακόμα σχετικά με το παράδειγμα του γαλλικού Μάη του 1968. Επιπλέον, αυτή η περίοδος είναι τώρα τόσο μακρινή χρονικά που δεν είναι τίποτα περισσότερο από ιστορία για την νεώτερη γενιά. Αυτή τη στιγμή, η κομμουνιστική θεωρία πάσχει από ένα διπλό μειονέκτημα: απόσταση από την τελευταία φάση της κρίσης, και χαμηλή ένταση της ίδιας της παρούσας φάσης. Από εκείνη την περίοδο, η ιδέα ότι το προλεταριάτο θα μπορούσε να είναι μια δύναμη ικανή να αλλάξει τον κόσμο έχει επανεργοποιηθεί από διάφορα σχετικά ισχυρά κινήματα διαμαρτυρίας, τα οποία όμως έχουν παραμείνει – ακόμα περισσότερο από ό,τι στην περίοδο γύρω από το 1968 – κάτω από το κατώφλι της εξεγερσιακής ρήξης. Αυτές οι περιορισμένες “ωθήσεις”/ξεσπάσματα (1995, 2006 στη Γαλλία, 2011-2012 στην περιοχή της Μεσογείου…) είχαν ένα παράδοξο αποτέλεσμα πάνω στην κομμουνιστική θεωρία. Από την μια πλευρά, έδωσαν πρόσβαση σε μια καινούρια γενιά προλετάριων στην ανάγκη για θεωρητικό στοχασμό. Από την άλλη, αυτός ο στοχασμός συνίσταται κυρίως στην επαναοικειοποίηση/επανα-ιδιοποίηση των προηγούμενων διαμορφώσεων της θεωρίας, μερικές φορές προσανατολίζοντάς τους σε μια καινούρια κατεύθυνση για να μπορέσει να προσκολληθεί στην πραγματικότητα των καθημερινών αγώνων, ιδιαίτερα τους αγώνες που παρεμβάλλονται έξω από την άμεση σχέση ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Γιατί η αφαίρεση των εξεγερσιακών συνθηκών οδηγεί πάντα στην αναζήτηση μιας άλλης επαναστατικής υποκειμενικότητας, για παράδειγμα στην σχέση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες. Ανάλογα, στην άμπωτη του 1968, θέλαμε να δούμε την κριτική της καθημερινής ζωής σαν μια καινούρια επαναστατική κοινωνική μορφή. Εν πάσει περιπτώσει, στην παρούσα περίοδο, καμμιά ορμητικότητα του πραγματικού κινήματος δεν έχει οδηγήσει σε μια αμφισβήτηση του θεωρητικού παραδείγματος της περιόδου των χρόνων του 1968, το οποίο και αναφέρεται με τον όρο κομμουνιστικοποίηση. Άμεση κατάργηση των τάξεων με την αυτο-άρνηση του προλεταριάτου, την απουσία μιας περιόδου μετάβασης, η υπέρβαση της οικονομίας και της εργασίας είναι μερικές από τις κομβικές έννοιες αυτού του παραδείγματος. Από πού προέρχονται; Αυτό μπορεί να απαντηθεί μόνο εν συντομία.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, το φορντικό μοντέλο εκμετάλλευσης της εργασίας ήρθε αντιμέτωπο με τους περιορισμούς που επιβάλλονται από τη ζωντανή εργασία στην επιτάχυνση του ρυθμού και της χειροτέρευσης/υποβάθμισης των εργασιακών συνθηκών. Για χρόνια, η αύξηση στην παραγωγικότητα είχε διατηρηθεί με την επιτάχυνση των μέτρων συναρμολόγησης και συσκευασίας της αυτοματοποίησης, που είναι ένας ανέξοδος τρόπος για την βελτίωση της απόδοσης του κεφαλαίου. Η OS εξέγερση σημάδεψε το τέλος αυτής της περιόδου. Αυτό καλείται αντι-εργασία. Και είναι σ’ αυτή την εξέγερση, αναμεμειγμένη βέβαια με άλλα πιο παραδοσιακά κινήματα, που γεννήθηκε η θεωρητική μορφή που χαρακτηρίζεται από την απόρριψη της επιβεβαίωσης της εργασίας στον κομμουνισμό, από την επιβεβαίωση ότι η επανάσταση είναι ταυτόχρονη κατάργηση και των δύο τάξεων, από την απόρριψη οποιασδήποτε έννοιας σχεδιασμού της κομμουνιστικής παραγωγής, την άρνηση οποιασδήποτε περιόδου μετάβασης ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό, που ορίζεται ο ίδιος ως μη-οικονομία.

Ότι τέτοια θεωρητικά προχωρήματα, μερικά πολύ αφηρημένα και “τολμηρά” [audacious], προκύπτουν από την περιορισμένη ώθηση των προλετάριων στα χρόνια γύρω από το 1968 μπορεί να μοιάζει τραβηγμένο. Για παράδειγμα, ο ισχυρισμός ότι ο κομμουνισμός θα γνωρίζει από παραγωγή αλλά όχι από παραγωγικότητα ή εργασία, ή η επιβεβαίωση ότι η επανάσταση θα ξεκινήσει αμέσως με την παραγωγή του κομμουνισμού και όχι με την παραγωγή των πολτιτικών της συνθηκών, κι αυτό μόνο και μόνο επειδή μερικές φορές οι εργάτες αρνήθηκαν να γυρίσουν στη δουλειά ή προτιμούσαν να καταστρέφουν τα μέσα εργασίας αντί να διαπραγματεύονται μισθούς και εργασιακές συνθήκες, δεν είναι μάλλον κάπως καταχρηστικό;

Όχι, Γιατί αυτό είναι που, από μια ταξική σκοπιά, δείνει νόημα σε ολόκληρη την εξέλιξη του ΚΤΠ τα τελευταία πενήντα χρόνια. Μετά τις εξεγέρσεις του 1968, οι καπιταλιστές έπρεπε την ίδια στιγμή και να επανατοποθετήσουν και να αυτοματοποιήσουν σε μαζική κλίμακα για να λυγίσουν την αντίσταση των προλετάριων. Η ραγδαία ανάπτυξη των ICT, από το 1980 και μετά, έχει επανενδυναμώσει αυτό το κίνημα, του οποίου το συνολικό αποτέλεσμα είναι γνωστό: μαζική ανεργία, διάλυση του παραδοσιακού φορντισμού στις χώρες του κέντρου, αλλά αναπαραγωγή του σε συγκεκριμένες χώρες του Τρίτου Κόσμου, ιδιαίτερα τις αναδυόμενες· διάλυση του φορντικού συμβιβασμού, και συνεπώς επίθεση στις συλλογικές συμβάσεις και την κοινωνική προστασία· και παντού, επισφάλεια για το εργατικό δυναμικό. Και όλα αυτά είναι μια ακραία παραγωγίστικη τάση, εξαιτίας της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Ο μετα-φορντισμός δεν κατάργησε τις συνθήκες της αντι-εργασίας, τις έχει επιδεινώσει ακόμα περισσότερο. Αλλά προς το παρόν, η πίεση της ανεργίας κρατά το καπάκι κλειστό σε αυτή τη “ωρολογιακή βόμβα”.

2.3 Ποια είναι η σχέση με τους σημερινούς αγώνες;

Για τους θεωρητικούς του κομμουνισμού, το ζήτημα δεν είναι η υποστήριξη ή η απαξίωση των αγώνων αυτού του είδους. Υπάρχουν. Δεν είναι τίποτα άλλο από την ίδια την μηχανική της αναπαραγωγής της αντίφασης ανάμεσα στην αναγκαί και την πλεονάζουσα εργασία. Δεν υπάρχουν από την πλευρά οι “οικονομικές” αντιφάσεις του κεφαλαίου και από την άλλη των προλετάριων που θα επωφελούνταν από αυτές ώστε να προχωρήσουν [στη σκακιέρα] τα “πιόνια” των αιτημάτων τους. Η αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης υπάρχει μόνο σε μια και μια μόνη κίνηση, αυτήν της ταξικής πάλης για το μοίρασμα της εργάσιμης μέρας. Αυτοί οι αγώνες δεν αμφισβητούν την αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων. Οι κομμουνιστές παίρνουν μέρος σε αυτούς αν χρειάζεται. Δεν είναι επειδή ξέρουν με βεβαιότητα όχι η απαίτηση μιας μισθολογικής αύξησης δεν είναι επανάσταση, ή ένας τρόπος για να την προετοιμάσεις, που θα εγκατέλειπαν μια τέτοια απαίτηση. Όμως γι’ αυτούς δεν είναι ζήτημα της διατήρησης της ψευδαίσθησης ότι, από τα έξω, θα μπορούσαν να σπρώξουν τους καθημερινούς αγώνες με την ελπίδα να τους φέρουν σε ένα σημείο όπου οι καπιταλιστές υα κατέρρεαν, απέχοντας από τις διαπραγματεύσεις και τελικά αποκαλύπτονας την αληθινή καταπιεστική και αντιδραστική τους φύση, προκαλώντας έτσι το ξεσήκωμα του προλεταριάτου προς την επανάσταση.

Όμως, υπό τις παρούσες συνθήκες, η καθημερινή ζωή της ταξικής πάλης αποκαλύπτει στιγμές μεγαλύτερης έντασης, που για τους κομμουνιστές είναι οι ενδείξεις της δυνατοτήτας για μια πιο βαθιά ρήξη, και δίνουν στις στιγμές αυτές τη μέγιστη προσοχή. Όταν οι εργάτες αφού υπέστησαν τις συνθήκες του κινέζικου φορντισμού αναβίωσαν την άγρια και ανεξέλεγκτη συμπεριφορά των Ιταλών εργατών το 1969, οι κομμουνιστές ήθελαν να δουν κάτι περισσότερο από μια μάλλον βίαιη μέθοδο διεκδίκησης μισθολογικών αυξήσεων. Θεώρησαν ότι ο κινέζικος φορντισμός φτάνει το ίδιο σημείο όριο όπως και στις χώρες του κέντρου την δεκαετία του 1970, και αμφισβήτησαν την ανάπτυξη της αντι-εργασίας, τη σημασία και το δυναμικό της σε σχέση με το “αντί-”, για μια πιο θεμελιακή ρήξη που θα φτάσει αναμφίβολα, στην Κίνα ή και αλλού.

Αν και η κομμουνιστική θεωρια έχει οξεία συνείδηση των ορίων της προλεταριακής μαχητικότητας στην εποχή μας, ισχυρίζεται ότι αυτή η περίοδος είναι περίοδος μεγάλης κρίσης και μιας μαζικής και βαθιάς εξέγερσης (αλλά με τι σκοπό;). Αυτό είναι αποτέλεσμα της ανάλυσης της κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης (την οποία ανάλυση δεν ήταν δυνατόν να αναπτύξουμε εδώ) και των ενδείξεων που δίνουν οι σημερινοί μερικοί αγώνες, που δείχνουν ότι ο παλιός τυφλοπόντικας σκάβει στην ίδια κατεύθυνση όπως και στα χρόνια γύρω στο 1968, στην κατεύθυνση της αντι-εργασίας. Ο ρόλος της θεωρίας δεν είναι να σχολιάζει την καθημερινή ζωή της ταξικής πάλης αλλά να ανιχνεύει τα προχωρημένα σημεία που έχουν νόημα στο χάος της παρατεταμένης ύφεσης που βιώνουμε σήμερα. Η πάλη του προλεταριάτου δεν έχει σημασία από αυτή τη σκοπιά. Αν η κομμουνιστική θεωρία καταφέρνει να ξεδιαλέγει και να διαλύει της ψευδαισθήσεις, τότε είναι ήδη καλή.

3 Προβλήματα της έκφρασης του κομμουνισμού σήμερα

Στην παρούσα περίοδο, λοιπόν, η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης είναι αναγκαστικά απομονωμένη. Το παγκόσμιο προλεταριάτο, με την εξαίρεση κάποιων φάσεων πιο έντονων αγώνων, δεν προκαλεί μια ρήξη στην αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων. Παλεύει εντός του συστήματος (και αυτός είναι ο λόγος που κάποιοι έχουν εγκαταλείψει την ταξική πάλη του προλεταριάτου ως μια εξήγηση της γενικότερης κίνησης του ΚΤΠ και του ίδιου του προλεταριάτου ως του υποκειμένου της επανάστασης). Υπό αυτές τις συνθήκες τι θα έπρεπε να γίνει; Τι να πούμε;


Οι κομμουνιστές δεν πιστεύουν ότι πρέπει να αλλάξουμε την επίγνωση των ανθρώπων ώστε να αλλάξουν οι πράξεις τους. Δεν είναι η συνείδηση που υπαγορεύει στους προλετάριους τι να κάνουν ή τι να πουν, αλλά οι υλικές συνθήκες της ύπαρξής τους. Καμμιά προπαγάνδα δεν μπορεί να αλλάξει αυτόν το θεμελιακό καθορισμό. Μπορούμε να πηγαίνουμε στις πύλες των εργοστασίων σε απεργία και να μοιράζουμε φυλλάδια λέγοντας ότι οι αυξήσεις στους μισθούς θα απορροφηθούν γρήγορα από τις αυξήσεις στα επιτόκια και τις τιμές, και επομένως ότι η μόνη λύση είναι η επανάσταση, δεν θα εισακουστούμε. Όσο οι υλικές συνθήκες είναι αυτές της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, οι προλεταριακοί αγώνες θα περιστέφονται γύρω από τη διαπραγμάτευση για την εργατική δύναμη. Δεν υπάρχει λόγος να επιδιώκουμε να παρεμβαίνουμε από τα έξω στους πολυάριθμους καθημερινούς αγώνες που αναπόφευκτα αναπτύσσονται για να τους προσδώσουμε έναν μαξιμαλιστικό λόγο ενάντια στο κεφάλαιο γενικά, όταν οι συγκεκριμένοι αγώνες έχουν σαν στόχο μόνο να λυγίσουν ένα συγκεκριμένο αφεντικό. Ακόμα περισσότερο επειδή η θεωρία που η θεωρία έχει για τον καπιταλισμό εν γένει είναι επίσης, ταυτόχρονα, μια δήλωση για την αυτο-άρνηση του προλεταριάτου. Είναι δύσκολο να δούμε πώς μια τέτοια δήλωση/θέση θα είχε κάποιο νόημα για τους προλετάριους που προσπαθούν να πουλήσουν καλλίτερα την εργατική τους δύναμη σε έναν καπιταλιστή.

Είναι πιο χρήσιμο για τους σκοπούς του κομμουνισμού, να αναλάβουμε ένα έργο “μνήμης” [memorial work], να δείξουμε στους προλετάριους του σήμερα ότι είναι απόγονοι περίφημων αγώνων που θα έπρεπε να διατηρούν στην μνήμη τους ώστε να εκμεταλλευτούν τα μαθήματα, θετικά ή αρνητικά, που μπορούν να αντληθούν από αυτούς; Σε μια περίοδο χωρίς μια θεμελιώδη ρήξη στην καπιταλιστική αντίφαση, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στους προλετάριους ότι τέτοια ρήγματα έχουν συμβεί, ώστε να τους ωθήσουμε στο να διαρρήξουν με τη σειρά τους την αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων; Η απάντηση εδώ είναι διττή:

Από τη μια πλευρά, δεν σπρώχνουμε το προλεταριάτο για να ριζοσπαστικοποιήσει τον εαυτό του, για τον λόγο που ήδη έχουμε πει. Ακόμα και αν κάποιο μιλιτάντηδες πετύχουν να κάνουν μερικούς προλετάριους να αλλάξουν γνώμη, το να τους πείσει κανείς ότι το προλεταριάτο έχει υπάρξει μια επαναστατική ιστορική δύναμη, και ότι θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να επιστρέψουν σε αυτή σήμερα, θα μας έδινε απλά μερικούς παραπάνω μιλιτάντηδες. Η “καινούρια” τους συνείδηση όμως δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα απέναντι στον διαλυτικό ρόλο της καπιταλιστικής ρουτίνας.


Από την άλλη πλευρά, αν θεωρήσουμε το παγκόσμιο προλεταριάτο στην απεραντοσύνη του, η μνήμη των αγώνων για το προλεταριάτο δεν είναι ζήτημα φυλλαδίων ή φιλμ στα οποία η προλεταριακή εκδοχή της ιστορίας της τάξης θα μπορούσε να διαχυθεί ανάμεσα στους προλετάριους, τόσο για να γνωρίζουν την ιστορία τους όσο και για να αποκηρύσσουν τις εκδοχές της αστικής τάξης. Η ιστορική γνώση έχει ενσωματωθεί, με μια λιγότερο ή περισσότερο ακριβή μορφή, ας πούμε πολιτισμικά, σε μια άμεση συνείδηση του προλεταριάτου ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε ένα θεωρητικό πλαίσιο. Αλλά, γενικά, το προλεταριάτο δεν χρειάζεται εγκυκλοπαιδική γνώση, για να ξέρεο πού βρίσκεται η ιστορία του. Η μνήμη της ιστορίας του υπάρχει υλικά σε συγκεκριμένες καταστάσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο. Οι συνθήκες στις οποίες υποβάλλει το προλεταριάτο σήμερα είναι το αποτέλεσμα των αγώνων του χθες. Το προλεταριάτο δεν χρειάζεται να ξέρει τους αγώνες του παρελθόντος, νικηφόρους ή ηττημένους, για να καθοδηγήσει τον εαυτό του στους αγώνες του σήμερα, γιατί τα μαθήματα του παρελθόντος είναι εκεί μπροστά του, στις καινούριες συνθήκες που προκύπτουν από τους αγώνες του παρελθόντος. Για παράδειγμα: η εξέγερση των OS έχει οδηγήσει σε μια σημαντική εξέλιξη του φορντισμού στις χώρες του [καπιταλιστικού] κέντρου. Αυτό που αποκαλείται μετα-φορντισμός είναι ένας νέος τρόπος να παρακολουθείται λεπτομερειακά κάθε χειρονομία και κάθε στιγμή της εργασίας. Οι τεχνολογίες πληροφορικής παίζουν εδώ έναν καθοριστικό ρόλο, και είναι πολύ πιο σημαντικός από την αλυσίδα συναρμολόγησης που είναι το αδύναμο σημείο του, ο κόμβος που μπορεί να στοχοποιηθεί. Το να ξέρουμε τις ηρωικές στιγμές των δολιοφθορέων της αλυσίδας συναρμολόγησης του παρελθόντος δεν προχωρά το προλεταριάτο στην κατεύθυνση της εφαρμογής νέων μεθόδων στον αγώνα εναντίον της ψηφιοποίησης των ζωών τους.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι στις σημερινές συνθήκες, στην κομμουνιστική προοπτική, δεν τίθεται ζήτημα για την θεωρία να αναζητά να διευρύνει την άμεση συνείδηση του προλεταριάτου στους καθημερινούς αγώνες του με την προσθήκη θεωρητικών, ιστορικών ή μνημονικών “αποσπασμάτων” [snippets]. Είπαμε παραπάνω ότι αυτή η προσέγγιση ήταν δυνατή στην προγραμματική μορφή της κομμουνιστικής θεωρίας αλλά μόνο με το κόστος της διύλισης των αρχών της στην πολιτική και την οικονομία. Η προγραμματική μορφή επεδίωξε να στηριχτεί στην επιβεβαίωση του προλεταριάτου και της εργασίας στους καθημερινούς αγώνες και έφτασε έναν περιορισμένο κομμουνισμό, ακόμα και στην δεύτερη φάση μετά από μια μεταβατική περίοδο (δείτε μια κριτική μου στην “Κριτική του Προγράμματος της Γκότα” του Μαρξ στο http://www.hicsalta-communisation.com/valeur/labolition-de-laleur-feuilleton-3. Σήμερα, μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να αναληφθεί χωρίς μεγάλες ψευδαισθήσεις σχετικά με το τι έχει γίνει η σχέση προλεταριάτο/κεφάλαιο, καθώς και της εξαιρετικής απόστασης ανάμεσα στην άμεση συνείδηση των καθημερινών αγώνων και τις αφαιρέσεις που είναι απαραίτητες για τη θεωρία του κομμουνισμού.

Εν τέλει, όμως, θα ρωτηθούμε, γιατί να διατηρούμε μια θεωρητική δραστηριότητα σε μια περίοδο σαν αυτή; Είναι για να είμαστε έτοιμοι να πάρουμε τον δρόμο της εξέγερσης όταν έρθει η ώρα; Όχι. Στο όνομα της ιστορικής του κατανόησης της κοινωνικής αντίθεσης, ο προγραμματισμός έχει ισχυριστεί συχνά ότι κατευθύνει, ή τουλάχιστον να καθοδηγεί, να συμβουλεύει τους εξεγερμένους προλετάριους. Πέτυχε μόνο στην απώλεια της αρχικής του άποψης για την επανάσταση και τον κομμουνισμό. Αυτό θα πρέπει να παρακινεί τους θεωρητικούς στην μετριοπάθεια. Οι θεωρητικοί θα πρέπει να παραδεχτούν ότι δεν εξυπηρετούν σε πολλά, ότι η κομμουνιστική θεωρία είναι μια μορφή συνείδησης σε ακραίο διαχωρισμό από αυτό για το οποίο μιλάει, και σήμερα περισσότερο από ποτέ. Πραγματικά, η επανάσταση που αναγγέλεται από τις πιο προχωρημένες μορφές της τελευταίας περιόδου “ημι-κρίσης” θα είναι τέτοιου βάθους που θα αποκλείει οποιαδήποτε μορφή παρεμβατισμού ή εξωτερικής παρέμβασης. Η αυτο-άρνηση του προλεταριάτου δεν ακολουθεί σλόγκαν, συντελείται ως μια πλήρης ανατροπή των πάντων, ως επανεφεύρεση της ζωής. Είναι αρκετά διαφορετικό από το πώς οραματίστηκε την επανάσταση το προλεταριακό Πρόγραμμα. Αυτό προέβλεψε τον κομμουνισμό ως την επιβεβαίωση του προλεταριάτου στις υπάρχουσες οργανώσεις και τους θεσμούς του, υπό την κηδεμονία ενός κράτου, εργατικού αναμφίβολα, αλλά παρόλα αυτά κράτους. Το προλεταριακό πρόγραμμα κατέληξε έτσι στον κομμουνισμό ως μιας προέκτασης [extrapolation] του πραγματικού εργατικού κινήματος.

Αλλά η αυτο-άρνηση του προλεταριάτου μπορεί να συμβεί μόνο ως μια κίνηση που περιλαμβάνει κάθε προλετάριο ατομικά. Η επανάσταση του προλεταριακού Προγράμματος είχε οραματιστεί ως πραγματοποιούμενη από αντιπροσωπευτικές οργανώσεις με την υποστήριξη των μαζών να διευκολύνει την κατάληψη της εξουσίας. Στην κομμουνιστικοποίηση δεν υπάρχει εξουσιοδότηση του ατόμου σε ένα σώμα που το αντιπροσωπεύει. Η δι-ατομική μορφή της εξέγερσης αναπτύσσεται, εμβαθύνεται καθώς κινείται προς την επιτυχία της. Και αυτή η εμβάθυνση θα συνοδεύεται από έναν αυξανόμενα σημαδεμένο μετασχηματισμό της άμεσης συνείδησης των προλετάριων, παράλληλα με τον μετασχηματισμό της δραστηριότητάς τους. Συγκεκριμένα, η άμεση επίγνωση της δραστηριότητας κρίσης θα γίνεται ολοένα και πιο αληθινή. Με αυτό εννοούμε ότι η εξεγερτική κοινωνική σχέση και οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις που οι εξεγερμένοι επιδιώκουν να ανατρέψουν θα γίνονται καλλίτερα κατανοητές γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που φαίνεται να είναι. Δεν είναι ότι οι προλετάριοι θα φτάσουν στις αλήθειες της θεωρητικής συνείδησης στην γλώσσα της θεωρίας, ούτε και θα επιθυμούν να κάνουν κάτι τέτοιο. Αλλά η δραστηριότητά τους θα έχει μια άμεση συνείδηση που θα συμμορφώνεται με τον αγώνα τους, σε συμμόρφωση με την απαλλοτρίωση των στοιχείων του κεφαλαίου (αμφισβήτηση των περιορισμών της εργασίας που απορρέουν από το μονοπώλιο των καπιταλιστών στα μέσα ζωής), σε συμφωνία με την δι-ατομική φύση εξεγερτικής (αμφισβήτηση του της ατομικής ποσόστωσης, απομαζικοποίηση). Γενικά, η δραστηριότητα κρίσης θα αποκαλύψει ολόκληρο τον φετιχισμό του καπιταλισμού, που η παρούσα άμεση συνείδηση εκφράζει τόσο αυθόρμητα. Από το περιεχόμενό της, και όχι από τη θεωρία, θα “ξέρει” ότι ο ΚΤΠ δεν έχει τίποτα το “φυσικό”, ότι η ανταλλαγή της εργατικής δύναμης δεν είναι μια αιώνα μοίρα, ότι μπορεί να παράγει χωρίς εργασία, ότι το εμπόρευμα, η ανταλλαγή και η αξία δεν είναι οι αναγκαίες μορφές εσαεί για την επιβίωση των ειδών, ότι οι διαχωρισμοό από τους οποίους φτιάχνεται η ζωή μας είναι ένας παράγοντας στην εκμετάλλευση των προλετάριων. Όλες οι εξεγέρσεις στην ιστορία του ΚΤΠ έχουν προσωρινά μεταβάλλει την έμμεση συνείδηση του προλεταριάτου στην κατεύθυνση μιας τέτοιας ριζοσπαστικοποίησης. Αλλά η εξέγερση από την οποία θα αναδυθεί η πρώτη προσπάθεια κομμουνιστικοποίησης δεν μπορεί να πάει πολύ πιο μακριά από ό,τι έχουμε ήδη δει.

Δεν μπορεί να ξέρει κανείς ποιο θα είναι το λεξιλόγιο αυτής της αυξανόμενα αληθούς συνείδησης εκτός από το ότι δεν θα είναι αφηρημένη. Είναι στην βάση της συγκεκριμένης δραστηριότητας των εξεγερμένων που η θεωρία έχει παραγάγει τις έννοιες της ίδιας της αφηρημένης γλώσσας της. Αλλά δεν είναι στη βάση της διάχυσης στην τάξη των αφαιρέσεων από τις οποίες συγκροτείται τώρα η θεωρία που θα μετασχηματιστεί η άμεση συνείδηση του εξεγερμένου προλεταριάτου. Η εξαγωγή του επαναστατικού λεξιλογίου από την αφαίρεση δεν είναι η διάχυση στις μάζες αφηρημένων εννοιών που ο καθένας τώρα θα μπορούσε να καταλάβει. Είναι η πρακτική κατάργηση των θεσμών, των μορφών, των σχέσεων κ.λπ. που αυτές οι αφηρημένες λέξεις προσδιορίζουν στην αφηρημένη σκέψη και συνεπώς είναι η κατασκευή του καινούριου λεξιλογίου των νέων τροπικοτήτων της κοινωνικής ζωής. Θα αρνηθούν οι προλετάριοι τον εαυτό τους χρησιμοποιώντας τη λέξη “κομμουνισμός”; Στην μικρή κλίμακα της παρουσίας τους στον κόσμο το προλεταριάτο, οι θεωρητικοί θα συμμετέχουν σε αυτόν τον μετασχηματισμό αποκηρύσσοντας τελικά το [ακατάληπτο] ιδίωμά τους. Θα βρουν στην δραστηριότητα κρίσης τα εργαλεία για να το κάνουν αυτό. Η θεωρητική τους διορατικότητα, αν υπάρχει, θα έχει αναγκαστικά περιορισμένη αποτελεσματικότητα, μάλιστα πολύ περισσότερο από ό,τι στις επαναστάσεις του παρελθόντος. Γιατί τώρα δεν θα υπάρχει μαζικό κίνημα για να καθοδηγήσουν ή να συμβουλέψουν: δεν θα υπάρχουν μάζες.Στην κίνηση προς το συγκεκριμένο άτομο, οι γενικές αφηρημένες έννοιες θα γίνουν λιγότερο χρήσιμες. Η εξέλιξη της έμμεσης συνείδησης των προλετάριων με την έννοια μιας περισσότερο αληθινής συνείδησης ταυτίζεται αυστηρά με την εμβάθυνση της δραστηριότητας κρίσης και τις επιτυχίες στην σύγκρουση με το κεφάλαιο. Ως τέτοια, είναι μέρος των συνθηκών της κομμουνιστικοποίησης. Γιατί αυτό θα γίνει ως μια συνειδητή και αληθινή δραστηριότητα με την έννοια ότι τι αποτέλεσμα της δράσης που αναλαμβάνεται στους αγώνες θα είναι συμμορφωμένη με το σχέδιο/πρόταγμα που είχε αρχικά καθοριστεί. Αυτή είναι η διαφορά με την ψευδή συνείδηση, η οποία πιστεύει ότι η εργασία έχει ως αντικείμενό της την παραγωγή χρήσιμων πραγμάτων όταν ασκείται μόνο και μόνο για την παραγωγή καινούριας αξίας.

Αν η κομμουνιστικοποίηση είναι να συνβεί, θα είναι σε βάρος της θεωρίας, πηγαίνοντας πιο πέρα από τον διαχωρισμό ανάμεσα στην έμμεση και τη θεωρητική συνείδηση. Τη στιγμή ακριβώς που η διαδικασία της επικοινωνίας στην κοινωνία αναπτύσσεται, η κατάργηση όλων των διαχωρισμών θα επανασυμφιλιώσει σκέψη και δράση, θα αφαιρέσει την απόσταση ανάμεσα στην επίγνωση των πράξεων εδώ και τώρα και τη γενική τους σημασία στον χρόνο και τον χώρο. Οι εξεγερμένοι θα δουν όλο και πιο ξεκάθαρα τη γενική σημασία και το επίδικο των πρακτικών τους αγώνων, σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταργήσουν κάθε εξουσία και οικονομία. Στη διαδικασία αυτή, η κομμουνιστική θεωρία θα εξαφανιστεί εξαιτίας της μη χρησιμότητας των αφαιρέσεων που την συγκροτούν.

Αν, λοιπόν, η θεωρία καταλαβαίνει ότι σήμερα δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό στην αλλαγή της ταξικής πάλης προς την κομμουνιστικοποίηση και ότι αύριο θα κληθεί να εξαφανιστεί – αν όλα πάνε καλά – τότε γιατί πασχίζει να “αντέξει”; Επειδή, όσο γελείο κι αν ακούγεται, υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να αποφύγουν παρά να στοχάζονται τις συνθήκες υπέρβασης του ΚΤΠ. Όπως παρατηρήσαμε παραπάνω, είναι το αποτέλεσμα των φάσεων των αγώνων, ακόμα και των μη-εξεγερτικών, που το προλεταριάτο γνωρίζει στις πρόσφατες εποχές. Σχηματίζουν το μικρό “κέντρο” που λέγονται ριζοσπάστες. Η επιρροή τους στην πραγματική κίνηση είναι μηδενική. Μπορούμε να φανταστούμε πολύ καλά ότι η κομμουνιστικοποίηση συμβαίνει χωρίς να ξέρει κανείς τίποτα για τη θεωρία που έχει γραφτεί για γενιές ολόκληρες. Αλλά οι θεωρητικοί υπάρχουν, υπάρχουμε (λίγο). Τι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε; Στη παρούσα φάση μου φαίνεται σε κάθε περίπτωση ότι είναι πιο σημαντικό από όλα να διαλύσουμε μερικές ψευδαισθήσεις που ευνοούνται από την τεράστια απόσταση, για την οποία μίλησα νωρίτερα, ανάμεσα στην θεωρία και την αγκύρωσή της. Νομίζω ότι περνά μέσα από την υπεράσπιση μερικών βασικών αρχών ξανά και ξανά εναντίον όλων και ιδιαίτερα εναντίον των φαινομένων, του ρεαλισμού και του πραγματισμού.

Ειδικότερα :

  • Η ταξική πάλη ως ο μοναδικός εξηγηματικός παράγοντας στην ιστορία. Η μοναδικότητα της ταξικής αντίθεσης επιβάλλει ότι οι ποικίλες και πολυάριθμες συγκρούσεις που υποσκάπτουν την καπιταλιστική κοινωνία αναλύονται εν σχέσει με την θεμελιώδη σχέση τους με την εκμετάλλευση της εργασίας. Αυτό περιλαμβάνει ζητήματαλ όπως το φύλο, την φυλή αλλά επίσης ζητήματα εθνικών ή ethnic μειονοτήτων. Η ψευδαίσθηση εδώ είναι ότι υπάρχει ένα άλλο επαναστατικό υποκείμενο από το προλεταριάτο στη σύγκρουσή του με το κεφάλαιο.

  • Η ύπαρξη δυο επιπέδων ταξικής πάλης (καθημερινή πορεία, εξέγερση). Η σημασία αυτού του σημείου φαίνεται συγκεκριμένα σε σχέση με τον μαχητικό ακτιβισμό στον προσανατολισμό των καθημερινών αγώνων. Καθιστά επίσης δυνατό να αναγνωρίσει κανείς το αντεπαναστατικό δυναμικό του προλεταριάτου: δεν αρκεί η δέσμευση των προλετάριων σε έναν αγώνα για να είναι αυτός ο αγώνας η αρχή της επανάστασης. Η ψευδαίσθηση εδώ είναι ότι θα υπάρξει μια υπερανάπτυξη [transcroissance], μέσω της συσσώρευσης των αγώνων, ανάμεσα σους καθημερινούς αγώνες και την επαναστατική διαδικασία. Η τελευταία σημαδεύεται απαραίτητα από μια θεμελιώδη ρήξη με την καθημερινή πορεία της ταξικής πάλης.

  • Η αναγνώριση της απομόνωσης της θεωρίας, της οποίας ο στόχος δεν είναι να παρεμβαίνει στην καθημερινή πορεία της ταξικής πάλης (ούτε να προετοιμάζεται για να κάνει κάτι τέτοιο στις εξεγέρσεις). Η ψευδαίσθηση εδώ ειναι ότι θα παραμείνει ένας χώρος για μια μορφή προλεταριακής πολιτικής.

  • Η επιβεβαίωση ότι πρέπει να στοχεύουμε στον ορισμό της κομμουνιστικής κοινωνίας, και ότι για να το κάνουμε αυτό, θα πρέπει να υποθέσουμε μια αφαίρεση και μια δόση ουτοπίας. Αυτό το σημείο είναι σημαντικό γιατί παρέχει ένα σημείο σύγκρισης για την αξιολόγηση/εκτίμηση της καπιταλιστικής πραγματικότητας με όρους του κομμουνισμού. Για παράδειγμα, η προσπάθεια να οριστεί τι θα ήταν η ολοκλήρωση της απόλαυσης των αισθήσεων με την παραγωγική δραστηριότητα βοηθά να ασκηθεί κριτική των επιδιώξεων/προσχημάτων της τέχνης σήμερα και να σκεφτούμε την υπέρβασή της. Η ίδια μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση της οικογένειας, του αθλητισμού, της εδαφικότητας, της επιστήμης κ.λπ. Η ψευδαίσθηση εδώ είναι ότι θα μπορούσε να μείνει κάτι που θα έπρεπε να σωθεί από αυτόν τον κόσμο.

Είναι ιδιαίτερα σε τέτοιες βάσεις που η δική μας άποψη μπορεί να αποκαλύψει όλους τους θεσμούς, τις δραστηριότητες, τις κοινωνικές μορφές κοκ. ως ιστορικά παροδικές. Η ευρεία κριτική περιλαμβάνει, φυσικά, την κριτική της πολιτικής οικονομίας και συνεπώς την κριτική μελέτη των Μαρξ και Σία. Αλλά επεκτείνεται, επίσης, σε όλες τις μορφές αντεπανάστασης που λαμβάνουν χώρα, όπως στο Κουρδιστάν, στην Παλαιστίνη, στο Occupy, κ.λπ. (άραγε πρέπει να τις αποκαλούμε αντεπαναστάσεις όταν δεν υπάρχει επανάσταση;). Τέλος αγκαλιάζει την κριτική της κουλτούρας, αυτού του “συμπληρώματος” της ψυχής με την οποία η αστική τάξη και οι προλετάριοι στολίζουν την κτηνωδία των πράξεών τους και την χυδαιότητα των σκέψεών τους. Φυσικά, η θεωρητική υπεράσπιση κάποιων θέσεων δεν θα αλλάξει την πραγματική κίνηση της ταξικής σχέσης. Πώς θα μπορούσε, για παράδειγμα, να μετατοπίσει την κίνηση του κεφαλαίου προς τον πόλεμο και του προλεταριάτου προς την αξίωση της ταυτότητάς του; Αλλά είναι ο δικός μας τρόπος να ισχυριζόμαστε ότι η καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι μια αντίφαση σε κίνηση και ότι αυτή η αντίφαση εμπεριέχει μια δυνατότητα υπέρβασης. Εν τέλει, η κομμουνιστική θεωρία θα έχει αποδείξει την ορθότητα της άποψής της όταν η ιδιόλεκτός της και οι αφαιρέσεις της καταστούν άχρηστες για την κατανόηση ενός κόσμου που έχει επανασυμφιλιωθεί με τον εαυτό του.

Αύγουστος 2016

Για μια ανάλυση των απεργιών το Μάη του 1968, δείτε B. Astarian: “The movement of strikes in France in May-June 1968”, δικτυακά στο http://www.hicsalta-communisation.com/bibliotheque/les-greves-en-france-en- May-June-1968.

1 Στμ. Δημοσιευμένο εδώ: http://www.hicsalta-communisation.com/textes/solitude-de-la-theorie-communiste. Μεταφρασμένο από την αγγλική μετάφραση με το Google translator του γαλλικού πρωτοτύπου!

2 Στμ. Τerence, αγγλική παραφθορά του Τερέντιου, Λατίνου κωμικού ποιητή. Λίγα είναι γνωστά για την ζωή του. Ήρθε στην Ρώμη από την Βόρεια Αφρική ως δούλος του συγκλητικού Τερέντιου Λουκανού, ο οποίος διέγνωσε τις ικανότητές του, τον μόρφωσε, του απέδωσε την ελευθερία και του έδωσε το όνομά του. Η περίφημη φράση “Είμαι άνθρωπος, και τίποτα από όσα είναι ανθρώπινα δεν μου είναι ξένο” (στα λατινικά: “Homo sum, humani nihil a me alienum puto”, εμφανίζεται στο έργο του “Εαυτόν Τιμωρούμενος”. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε, επίσης, ότι η φράση αυτή είναι χαρακτηριστική ενός διαλόγου (μεταξύ του – αραβικής καταγωγής – Δρ. Ομάρ και της Poppy) στην ταινία “The Shanghai Gesture” του Josef von Sternberg, μια από τις ταινίες που μεταστρέφει ο Ντεμπόρ στην κινηματογραφική “Κοινωνία του Θεάματος”.

3 Στμ. Στο πρωτοτύπο transcroissance, ένας όρος που χρησιμοποίησε ο Τρότσκυ για να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίον σκεπτόταν ότι η αστική επανάσταση στη Ρωσία ή άλλες, λιγότερο αναπτυγμένες, χώρες θα μπορούσε να «αναπτυχθεί» σε προλεταριακή επανάσταση, μια ανάλυση που δεν έχει προέλθει από την ίδια την εμπειρία. Η ομάδα Théorie Communiste TC) χρησιμοποιεί επίσης αυτόν τον όρο για να αναφερθεί στην γενικότερη (και, κατ’ αυτήν, εξίσου λανθασμένη) ιδέα ότι η καθημερινή ταξική πάλη, οι μισθολογικοί αγώνες και η υπεράσπιση των θέσεων εργασίας κ.λπ. μπορούν απλά να γενικευθούν σε επαναστατική πάλη. Αυτή η αντίληψη είναι για την TC αναπόσπαστο κομμάτι του προγραμματισμού (δηλαδή του προγράμματος που βασίζεται στην απελευθέρωση της εργασίας). Προσαρμοσμένο από το Aufheben no.12, σελ. 37, σημ. 6.

4 Στμ. στο γαλλικό πρωτότυπο υπάρχει μια χαρακτηριστική γαλλική έκφραση για το “δουλειά-δουλειά-δουλειά” ή το “ζεις για να δουλεύεις”, η φράση: “métro, boulot, dodo”. Η λέξη “boulot” είναι μια λαϊκή λέξη για τη δουλειά και η λέξη “dodo”μια νηπιακή λέξη για τον ύπνο (νάνι, θα λέγαμε στα ελληνικά).

5 Στμ. Στο γαλλικό πρωτότυπο: ouvrier et travailleur.

To κείμενο σε pdf: Η μοναξιά της κομμουνιστικής θεωρίας (σε pdf)