Η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου
ως διαλεκτική της ταξικής πάλης
Endnotes #2
Το ίδιο το κεφάλαιο είναι η κινούμενη αντίφαση: προσπαθεί να περιορίσει τον χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη μεριά τοποθετεί τον χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου.
Η συσσώρευση του κεφαλαίου και η ταξική πάλη
Η θεωρητική κριτική των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων απορρέει από την πραγματικότητα αυτών των σχέσεων, δηλαδή, από τη σχέση εκμετάλλευσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο. Αυτή η θεωρία είναι πρακτικά αναστοχαστική: τοποθετεί τον εαυτό της εντός της ταξικής πάλης και παράγεται από αυτήν. Ως τέτοια, είναι εμμενώς κριτική: είναι η θεωρητική έκφραση των αντιφάσεων που ενυπάρχουν στην ολότητα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.
Οι εσωτερικές αντιφάσεις στη δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης μπορούν να θεωρητικοποιηθούν σε διαφορετικά επίπεδα αφαίρεσης: ως αντιφάσεις ανάμεσα στην αξία χρήσης και την αξία· ανάμεσα στη συγκεκριμένη και την αφηρημένη εργασία· ανάμεσα στην αναγκαία εργασία και την υπερεργασία· ανάμεσα στη συσσώρευση της αξίας και την τάση για απο-ουσιοποίηση αυτού που τίθεται ως πηγή της· και, πιο συγκεκριμένα, ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο. Αν η ολότητα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων οφείλει να θεωρητικοποιηθεί ως μια πολύπλοκη, αντιφατική ολότητα, ως η «κινούμενη αντίφαση», τότε οι αντιφάσεις σε ένα απλούστερο, περισσότερο αφηρημένο επίπεδο πρέπει να συλληφθούν ως καθορισμένες στιγμές της ίδιας αυτής ολότητας. Καθεμιά από αυτές τις στιγμές αποκτά τη δραστικότητά της μονάχα εντός της ολότητας των σχέσεων που τις συγκροτούν. Έτσι, για παράδειγμα, η εμμενής στην εμπορευματική μορφή αντίφαση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία είναι μια καθορισμένη στιγμή της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης: δεν υπάρχει ανταλλακτική αξία χωρίς γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή και δεν υπάρχει γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή χωρίς την εκμετάλλευση ενός προλεταριάτου από το κεφάλαιο.
Κατά τον ίδιο τρόπο, έπεται ότι η ταξική αντίφαση και η αντιφατική πορεία της συσσώρευσης του κεφαλαίου δεν μπορούν να αντιδιασταλούν κατηγορηματικά η μία προς την άλλη. Οι εμμενείς τάσεις στη συσσώρευση του κεφαλαίου είναι καθορισμένες στιγμές της ταξικής σχέσης. Σε ένα ορισμένο επίπεδο αφαίρεσης, είναι δυνατό να καταδειχθεί ότι οι εσωτερικές αντιφάσεις στην καπιταλιστική συσσώρευση τείνουν να υπονομεύουν την ίδια τη βάση της. Σε ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο, η ιστορική πορεία της συσσώρευσης του κεφαλαίου δεν είναι παρά η αντιφατική ανάπτυξη της σχέσης εκμετάλλευσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο· η ιστορία της είναι η ιστορία της ταξικής πάλης.
Η καπιταλιστική ροπή προς την παραγωγή υπεραξίας είναι, παραδόξως, ροπή τόσο προς την εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης όσο, ταυτόχρονα, και προς την αποβολή της από την παραγωγική διαδικασία. Το κεφάλαιο εξωθείται από την ίδια του τη δυναμική, έτσι όπως η τελευταία μεσολαβείται από τον ανταγωνισμό μεταξύ κεφαλαίων, να μειώσει την αναγκαία εργασία στο ελάχιστο. Η αναγκαία εργασία, ωστόσο, αποτελεί τη βάση επί της οποίας μπορεί να αντλεί υπεραξία. Η αναγκαία εργασία είναι για το κεφάλαιο πάντοτε και πολύ περισσότερη και πολύ λιγότερη απ’ ό,τι χρειάζεται.
Η σχέση της εκμετάλλευσης είναι, ευθύς εξαρχής, ενδογενώς ανταγωνιστική. Υπάρχει μια τάση μακράς διάρκειας για το κεφάλαιο, σε αυτή την ήδη ανταγωνιστική σχέση, να παράγει περισσότερους προλετάριους από όσους μπορεί να εκμεταλλευτεί επικερδώς. Καθώς συσσωρεύεται, το κεφάλαιο έχει την τάση να εκμεταλλεύεται λιγότερους εργάτες, αποβάλλοντας εργατική δύναμη από την παραγωγή (τόσο σχετικά όσο και, εν τέλει, απόλυτα), και προσπαθεί να αυξήσει το ποσοστό εκμετάλλευσης στο σχετικά απομειωμένο εργατικό δυναμικό. Οι προλετάριοι είναι αναγκασμένοι να αγωνίζονται ενάντια και στις δυο πτυχές αυτής της τάσης.
Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για μια αφαίρεση από την ταξική πάλη που θα μας επέτρεπε να σκεφτούμε πώς μπορεί να είναι η «κανονική διαδικασία συσσώρευσης». Ομοίως, δεν υπάρχει και εξωτερική ή αιτιακή σχέση ανάμεσα στην καπιταλιστική συσσώρευση και την ταξική πάλη: η δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι μια δυναμική της ταξικής πάλης. Προλεταριάτο και κεφάλαιο βρίσκονται σε μια σχέση αμοιβαίας συνεπαγωγής μεταξύ τους: κάθε πόλος αναπαράγει τον άλλον, έτσι ώστε η μεταξύ τους σχέση να είναι αυτοαναπαραγόμενη. Η σχέση είναι, εντούτοις, ασύμμετρη, καθώς είναι το κεφάλαιο που υπάγει την εργασία των προλετάριων.
Η κίνηση των οικονομικών κατηγοριών είναι η πραγμοποιημένη έκφραση της ταξικής σχέσης. Γι’ αυτό και η ισχύς της προσέγγισης ορισμένων θεωρητικών που συνδέονται με τον Ανοιχτό Μαρξισμό (Open Marxism), για παράδειγμα, έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι κατανοούν τις οικονομικές κατηγορίες –χρήμα, επιτόκια κ.ο.κ.– ως μεσολαβημένες μορφές της ταξικής πάλης. Οι εν λόγω αυτό-κινούμενες οικονομικές κατηγορίες αποτελούν πραγμοποιημένες μορφές της δραστηριότητας της ίδιας της τάξης, οι οποίες αυτονομούνται (“ορθώνονται στα πισινά τους πόδια”) και συγκροτούν τον εαυτό τους ως κεφάλαιο – ως τον ανταγωνιστικό, προς το προλεταριάτο, πόλο μέσα στη σχέση αμοιβαίας συνεπαγωγής. Η συσσώρευση του κεφαλαίου προκύπτει από τη σχέση εκμετάλλευσης που πάντοτε ήδη είναι μια σχέση πάλης· αντίστροφα, η ταξική πάλη είναι πάντοτε ήδη μια προσδιορισμένη σχέση σύμφωνα με τις αδήριτες ανάγκες της αξιοποίησης του κεφαλαίου.
Με τα παραπάνω αμφισβητούνται εκ βάθρων οι δυϊστικές αντιλήψεις που τοποθετούν τη συσσώρευση του κεφαλαίου από τη μια πλευρά και την ταξική πάλη από την άλλη, και οι οποίες χαρακτήρισαν τις περισσότερες εκδοχές του μαρξισμού στον 20ό αιώνα. Αν συλλάβουμε την κινούμενη αντίφαση ως την ενική κίνηση της ολότητας των καπιταλιστικών σχέσεων –την ιστορική ανάπτυξη της σχέσης εκμετάλλευσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο ταυτόχρονα ως ιστορική πορεία της συσσώρευσης και ως πορεία της ταξικής πάλης– τότε είναι αυτή η αντίφαση που τελικά προσδιορίζει την επαναστατική δράση του προλεταριάτου ως ενός πόλου της αντίφασης. Η δράση του προλεταριάτου που καταργεί τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις είναι η εμμενώς παραγόμενη άρση της σχέσης εκμετάλλευσης. Εξίσου πρέπει να αναγνωριστεί και ότι δεν υπάρχουν «γραμμές διαφυγής» ούτε “έξοδοι” από την καπιταλιστική ταξική σχέση. Ακόμα και αν η σχέση εκμετάλλευσης παράγει το δικό της “εξωτερικό” μέσω της τάσης για την παραγωγή πλεονάζοντος κεφαλαίου και πλεονάζοντος πληθυσμού, αυτοί οι αυξανόμενοι αριθμοί προλετάριων, των οποίων η εργασιακή δύναμη πλεονάζει ως προς τη συσσώρευση, παραμένουν εντός της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης.
***
Αν το κεφάλαιο είναι η πραγμοποιημένη μορφή της δραστηριότητας του προλεταριάτου, με την οποία έρχεται αντιμέτωπο στη σχέση εκμετάλλευσης –η ίδια του η δραστηριότητα που αφαιρείται από αυτό, γίνεται ιδιοποιήσιμη ως κεφάλαιο και υπάγεται στη μορφή της αυτοαξιοποιούμενης αξίας– τότε ακόμα και το πιο συγκεκριμένο επίπεδο της ταξικής σχέσης τελεί υπό την εξουσία του αφηρημένου. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής χαρακτηρίζεται από την “κυριαρχία των αφαιρέσεων”.
Ως αυτοαξιοποιούμενη αξία, το κεφάλαιο είναι μια πραγματική αφαίρεση. Ο ένας πόλος της σχέσης εκμετάλλευσης είναι αυτοκινούμενη πραγματική αφαίρεση. Η αυτοκίνησή της μεσολαβείται, φυσικά, από τη σχέση της με τον άλλο πόλο της σχέσης, το προλεταριάτο, αλλά και τα υλικά συμφέροντα των δρώντων παραγόντων του υπό ανθρώπινη μορφή και όσων επωφελούνται από αυτή, των φορέων της κεφαλαιακής σχέσης. Στην πορεία της αυτοαξιοποίησής του, το κεφάλαιο λαμβάνει μέσα από μια ποικιλία κινήσεων το σχήμα του χρηματικού κεφαλαίου (συμπεριλαμβανομένης της πληθώρας των μορφών του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου), του παραγωγικού κεφαλαίου και του εμπορευματικού κεφαλαίου. Έτσι, ακόμα κι αν στην πορεία της κυκλοφορίας του υποστασιοποιείται υλικά, παραμένει, κατά την έννοιά του, μια αυτοκινούμενη πραγματική αφαίρεση· η αυτοεπέκταση του αφηρημένου πλούτου.
Συνεπώς, αν και η εμμενής (δηλαδή, εντοπισμένη στο πεδίο της πρακτικής δράσης) κριτική των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων εκκινεί από μια φαινομενολογική αφετηρία –τη χαοτικά βιωμένη εμπειρία αυτών των σχέσεων και της ταξικής πάλης– έρχεται αμέσως αντιμέτωπη με τις πραγματικές αφαιρέσεις που διέπουν αυτές τις σχέσεις. Η θεωρητική κριτική της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης πρέπει, επομένως, να αναπαράγει την κίνηση των πρακτικά αφηρημένων μορφών που τη συνιστούν. Η εμπορευματική, η χρηματική και η κεφαλαιακή μορφή της αξίας είναι μορφές που μεσολαβούν τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις – η κριτική τους είναι μια κριτική της κοινωνικής μορφής. Μια εμμενής κριτική αυτών των μορφών ιχνηλατεί εκ νέου την αντιφατική τους κίνηση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ανασυγκροτώντας την πολύπλοκη ολότητα της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης: την κινούμενη αντίφαση.
Η αρχιτεκτονική της συστηματικής διαλεκτικής του κεφαλαίου
Ήταν απαραίτητο να κάνουμε αυτά τα προλογικά σχόλια επειδή η αρχιτεκτονική της συστηματικής διαλεκτικής του κεφαλαίου εγείρεται επί ενός αρκετά αφηρημένου θεμελίου σε σχέση με την ολότητα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων: της αξίας του εμπορεύματος. Όπως θα δούμε, όμως, η αξία αποδεικνύεται μια ολοποιητική κατηγορία, τέτοια ώστε η κίνησή της να είναι η αντιφατική κίνηση της ολότητας των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων – δηλαδή, της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης.
Η ανακατασκευή της μαρξικής συστηματικής διαλεκτικής του κεφαλαίου που παρουσιάζουμε εδώ βασίζεται, από πολλές απόψεις, σε αυτή που εισήγαγε ο Chris Arthur. Στο περίτεχνα επεξεργασμένο σχήμα του Arthur, η αξία αποτελεί μια προσωρινή θεμελιωτική κατηγορία σε μια προοδευτικά αυτοσυγκεκριμενοποιούμενη και αναδραστικά αυτοθεμελιούμενη διαλεκτική, στην οποία οι εσωτερικές αντιφάσεις παράγουν την κίνηση από τη μια κατηγορία στην επόμενη. Σημείο εκκίνησης είναι η επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας – ήτοι, η σφαίρα της κυκλοφορίας και η ανταλλαγή των εμπορευμάτων. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι είναι μόλις στο 7o κεφάλαιο του 1ου τόμου του Κεφαλαίου που ο Μαρξ κατέρχεται στον “απόκρυφο τόπο της παραγωγής” για να λύσει το μυστήριο της προέλευσης της υπεραξίας. Πράγματι, ο Arthur ισχυρίζεται ότι ο Μαρξ εισάγει μάλλον πολύ νωρίς στη διαλεκτική την εργασία ως περιεχόμενο ή ουσία της αξίας – στην ανακατασκευή του Arthur, η διαλεκτική των μορφών της αξίας είναι μια διαλεκτική καθαρών μορφών, οι οποίες παράγονται από τη γενικευμένη ανταλλαγή εμπορευμάτων, άσχετα από το περιεχόμενο που αυτές οι μορφές προσλαμβάνουν στην παραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου στο σύνολό της. Από τη γενικευμένη ανταλλαγή των εμπορευμάτων ανακύπτει μια διαλεκτική της αξίας, του αφηρημένου πλούτου, που προχωράει αφαιρετικά από το περιεχόμενο ή την ουσία της αξίας – δηλαδή, αφαιρετικά από την εργασία. Πρόκειται για τη διαλεκτική της επέκτασης του αφηρημένου πλούτου. Για να θεμελιωθεί η ίδια, ωστόσο, η επέκταση του αφηρημένου πλούτου οφείλει να θέσει τον εαυτό της ως την αλήθεια του υλικού κόσμου της ανθρώπινης κοινωνικής πρακτικής – πρέπει, δηλαδή, να κατοχυρώσει τον εαυτό της ως την αλήθεια αυτού του κόσμου με την υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο.
Η διαλεκτική των καθαρών μορφών αναδύεται στη σφαίρα της κυκλοφορίας από την ανταλλαγή των εμπορευμάτων. Από την άποψη της ολότητας της παραγωγικής διαδικασίας του κεφαλαίου, ως ενότητας των σφαιρών της παραγωγής και της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, η παραγωγή είναι τελεολογικά προσανατολισμένη στην ανταλλαγή – ή, ειδικότερα, στην αξιοποίηση της αξίας. Η εργασία υπάγεται στην κεφαλαιακή μορφή της αξίας. Η παραγωγή προσδιορίζεται μορφικά ως καπιταλιστική παραγωγή – δηλαδή, ως η διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου. Είναι, ασφαλώς, κοινότοπη η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει ανταλλαγή χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια παραγωγή. Θα ήταν, όμως, λάθος να ισχυριστούμε ότι η εργασία αποτελεί συγκροτητική αρχή της διαλεκτικής των καθαρών μορφών της αξίας. Στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, η λογική του κεφαλαίου ως μορφής της αξίας, αποκτά το προβάδισμα σε σχέση με την εργασιακή διαδικασία – υπάγει τη διαδικασία και θέτει εαυτήν ως την αλήθεια της. Με την υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, η εργασιακή διαδικασία προσδιορίζεται μορφικά ως η παραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου. Η λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου επιβάλλεται στην παραγωγή για τις ανθρώπινες ανάγκες. Το κεφάλαιο είναι το άλφα και το ωμέγα αυτής της διαδικασίας. Πρόκειται για τη διεστραμμένη επιβολή της λογικής/οντολογικής προτεραιότητας του κεφαλαίου έναντι της παραγωγικής δραστηριότητας, έτσι που οι παραγωγοί να μην αναπαράγονται (ή να μην έχουν τη δυνατότητα να αυτοαναπαράγονται) ως σκοποί οι ίδιοι για τον εαυτό τους.
Η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου είναι η λογική αλληλοσυσχέτιση των κατηγοριών που προσδιορίζουν μορφικά την κοινωνική πρακτική στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Η προσέγγιση του Arthur ανασυγκροτεί τη λογική/οντολογική προτεραιότητα του κεφαλαίου, ως μια λογική καθαρών μορφών, έναντι της κοινωνικής πρακτικής που προσδιορίζεται μορφικά από αυτό. Στη συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου, ωστόσο, προκειμένου το κεφάλαιο να επισφραγίσει την αξίωση της αλήθειας του –δηλαδή, την αξίωση να αποτελεί την αλήθεια της κοινωνικής πρακτικής– δεν αρκεί μόνο να υπάγει την εργασία. Πρέπει, επίσης, και να αναπαράγει τον διαχωρισμό ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασιακή δύναμη – πράγμα που θα πει, πρέπει να θέτει τις προϋποθέσεις του. Δεν υπάρχει συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου χωρίς αυτόν τον πρότερο διαχωρισμό. Η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου μπορεί να πραγματωθεί μονάχα ως αυτοθεμελιούμενη (μολονότι εσωτερικά αντιφατική και, εν τέλει, αυτο-υπονομευόμενη) διαδικασία όταν το κεφάλαιο θέτει κατ’ αυτόν τον τρόπο τις προϋποθέσεις του. Καθώς αρθρώνεται, λοιπόν, η εμμενής κριτική των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, η αναπαραγωγή –η αναπαραγωγή της ταξικής σχέσης, όντας η ίδια εγγενώς μια σχέση πάλης– αποκτά κεντρική σπουδαιότητα ως κατηγορία. Η ταξική πάλη είναι ταυτόχρονα προϋπόθεση και αποτέλεσμα της συστηματικής διαλεκτικής.
Ένας άλλος τρόπος να καταδειχθεί αυτό είναι να πούμε, όπως κάναμε προηγουμένως, ότι δεν υπάρχει κοινωνία της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής χωρίς την καπιταλιστική εκμετάλλευση των εργατών. Ο νόμος της αξίας μόνο σε αυτή τη βάση μπορεί να λειτουργήσει. Χωρίς ανθρώπινες σχέσεις και πρακτικές που συντηρούνται “υπό τη μορφή της άρνησής τους” μέσω της διεστραμμένης, φετιχιστικής μορφής των οικονομικών κατηγοριών, δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν οικονομικές κατηγορίες: ούτε αξία, ούτε εμπορεύματα, ούτε χρήμα ή κεφάλαιο. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι η εργασία θα έπρεπε να εκληφθεί ως μια τρόπον τινά συγκροτητική αρχή της όλης διαδικασίας· ούτε θα έπρεπε να εκληφθεί ως ο πρωταρχικός της όρος. Οι φετιχιστικές μορφές του κεφαλαίου κατανοούνται σωστά και βρίσκουν την αρμόζουσα θέση τους ως αντικείμενα κριτικής όταν κατανοούνται ως αυτοκινούμενες, διεστραμμένες μορφές κοινωνικής πρακτικής.
Άπαξ και οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις συγκροτηθούν ως μια αυτοαναπαραγόμενη –αν και εσωτερικά αντιφατική– ολότητα μέσω της υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο και της αναπαραγωγής της ταξικής σχέσης, η αξία προσδιορίζεται πλήρως ως κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας – ή, μάλλον, ως κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εκμετάλλευσης. Η αξία συγκροτείται μόνο αρνητικά, μέσω της εκμετάλλευσης των εργατών, και όχι καταφατικά, μέσω της συγκροτητικής δύναμης της εργασίας. Είναι η κεφαλαιακή μορφή της αξίας που θέτει την αφηρημένη εργασία, ή την αφηρημένη εκμετάλλευση των εργατών, ως την ουσία ή το περιεχόμενό της.
Η αξία, με αυτή την ύστατη έννοια, φέρει εγγεγραμμένη εντός της την εκμετάλλευση ή, μάλλον, εγγράφει την εκμετάλλευση εντός της μορφής της. Αυτό, όμως, που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι ότι το ερώτημα περί της ουσίας της αξίας, και περί του πώς αυτή η ουσία παράγεται επεκτατικά, είναι, από την ιδεατή ή λογική σκοπιά του κεφαλαίου, ένα ζήτημα που προκύπτει εκ των υστέρων – κι αυτό που τότε απαιτείται είναι να διαπλαστεί η κοινωνική πρακτική βάσει των λογικών αναγκαιοτήτων του κεφαλαίου.
Συνοψίζοντας, το κεφάλαιο αυτοθεμελιώνεται στην πράξη αναπαράγοντας τη δομικά ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο, σχέση που αποτελεί το εκ των ων ουκ άνευ της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Όταν η αξία ολοποιείται με αυτόν τον τρόπο, η αφετηρία της συστηματικής έκθεσης αποκαλύπτεται ως κάτι παραπάνω από ένα απλό σημείο εκκίνησης: εμφανίζεται ως μια στιγμή στην αυτοκίνηση της ολότητας. Η αξία διεκδικεί για τον εαυτό της μια λογική προτεραιότητα. Από τη στιγμή που έχουμε ανέλθει ως εκείνη την προοπτική θέση που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε την ολότητα, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η αξίωση αλήθειας της αξίας διασφαλίζεται μονάχα από τη δομικά «ψευδή» (δηλαδή, διεστραμμένη, μετατοπισμένη) και όμως εμπειρικά «αληθή» (δηλαδή, πραγματική, αποτελεσματική) σχέση ανάμεσα στο προλεταριάτο ως (ανα)παραγωγό του κεφαλαίου και το κεφάλαιο ως (ανα)παραγωγό του προλεταριάτου.
Παρ’ όλα αυτά, όπως έχουμε ήδη δει, η ίδια η ολότητα που συγκροτείται από τη συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου –η κοινωνική πρακτική που προσδιορίζεται μορφικά ως πρακτική προσανατολισμένη στη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου– είναι εσωτερικά αντιφατική. Είναι αυτές οι εσωτερικές αντιφάσεις –η συγκεκριμένη ιστορική τους εκδίπλωση– που απειλούν με διάλυση την καπιταλιστική ολότητα μέσω της επαναστατικής δράσης του προλεταριάτου.
Η λογική του κεφαλαίου
Η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου είναι μια διαλεκτική των μορφών της αξίας, τουτέστιν της εμπορευματικής, της χρηματικής και της κεφαλαιακής μορφής της αξίας. Η διαλεκτική αυτή εκτυλίσσεται χάρη στη λογική σύνδεση ανάμεσα στις μορφές αυτές, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο που προσλαμβάνουν. Καθεμιά μορφή παράγει την επόμενη μέσω μιας διαλεκτικής μετάβασης. Αυτή η διαλεκτική των καθαρών μορφών συγκροτεί με αυτόν τον τρόπο μια οιονεί ιδεατή οντολογία. Μια λογική των καθαρών μορφών, όπου καθεμία παράγει την επόμενη, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε υλικό περιεχόμενο: το κεφάλαιο θα μπορούσε να ιδωθεί σε αναλογία προς το αφηρημένο βασίλειο των μορφών της νόησης της εγελιανής λογικής. Και όντως, είναι πασίγνωστη η δημόσια παραδοχή του ίδιου του Μαρξ ότι, ακριβώς πριν τη συγγραφή ενός πρώτου σχεδιάσματος της κριτικής του στην πολιτική οικονομία, είχε ξεφυλλίσει τη Λογική του Χέγκελ, κάτι που τον βοήθησε να καταλήξει στη μέθοδο πραγμάτευσης την οποία θα ακολουθούσε. Η ανασυγκρότηση της μαρξικής διαλεκτικής του κεφαλαίου από τον Arthur καθιστά αυτή τη σύνδεση ρητή και καταδεικνύει τη δομική ομολογία ανάμεσα στο Κεφάλαιο του Μαρξ και τη Λογική του Χέγκελ. Σύμφωνα με τον Arthur, η λογική των καθαρών μορφών και στις δύο περιπτώσεις –οι μορφές της νόησης στη δεύτερη και της αξίας στην πρώτη– πρέπει, με μια ορισμένη έννοια, να θεωρηθεί πως ταυτίζεται.
Η συστηματική διαλεκτική είναι η άρθρωση κατηγοριών που αλληλοσυσχετίζονται μέσα σε ένα υπάρχον συγκεκριμένο όλο – στην περίπτωσή μας, στο καπιταλιστικό σύστημα. Ως τέτοια, η αλληλοσυσχέτιση αυτών των κατηγοριών είναι συγχρονική: συνυπάρχουν στον χρόνο ή συναρμόζονται μεταξύ τους ταυτόχρονα. Η συγχρονικότητα, όμως, των αλληλοσυσχετίσεων των λογικών κατηγοριών δεν σημαίνει ότι είναι αδύνατο να τις διακρίνουμε. Πράγματι, η διαλεκτική προχωράει από τη μια κατηγορία στην άλλη μέσω αναγκαίων, ενδογενών συνδέσεων ή μεταβάσεων. Τόσο η εγελιανή διαλεκτική στη Λογική όσο και η μαρξική του Κεφαλαίου προχωρούν από τις πιο αφηρημένες, απλούστερες κατηγορίες σε ακόμα πιο συγκεκριμένες, πολύπλοκες κατηγορίες. Ο Χέγκελ εκλαμβάνει αυτές τις μεταβάσεις ως ενδογενώς και αντικειμενικά προσδιορισμένες. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Μαρξ θεωρεί ότι στόχος είναι η ανίχνευση της «εσωτερικής σύνδεσης που υπάρχει ανάμεσα στις οικονομικές κατηγορίες ή τη σκοτεινή δομή του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος […] [ώστε] να εξακριβωθούν οι εσωτερικές συνδέσεις, η φυσιολογία, ούτως ειπείν, του καπιταλιστικού συστήματος […]”.
Τόσο για τον Χέγκελ όσο και για τον Μαρξ, η συστηματική διαλεκτική οφείλει να αντιστοιχεί επαρκώς στο αντικείμενό της, που και στις δυο περιπτώσεις είναι ένα συγκεκριμένο όλο, χαρακτηριζόμενο από ένα σύνολο εσωτερικών σχέσεων. Συνεπώς, η συστηματική διαλεκτική αρθρώνει την αλληλοσυσχέτιση των λογικών στιγμών μιας ολότητας· κάθε στιγμή αυτής της ολότητας προϋποθέτει, και προϋποτίθεται από, όλες τις άλλες:
κάτι σχετίζεται ενδογενώς με κάτι άλλο, αν αυτό το άλλο αποτελεί μια αναγκαία συνθήκη της φύσης του. Με τη σειρά τους, οι ίδιες οι σχέσεις τοποθετούνται ως στιγμές μιας ολότητας και αναπαράγονται μέσα από τη δραστικότητά της.
Ο Μαρξ υπογραμμίζει ότι στο “ολοκληρωμένο αστικό σύστημα […] κάθε αποτέλεσμα είναι ταυτόχρονα και προϋπόθεση, […] αυτό συμβαίνει σε κάθε οργανικό σύστημα”. Χάρη σε αυτή την κυκλικότητα της διαλεκτικής, οι σχέσεις είναι αμφίδρομες. Στη μια κατεύθυνση, η κεφαλαιακή μορφή της αξίας προϋποθέτει τις χρηματικές σχέσεις· το χρήμα, με τη σειρά του, προϋποθέτει τις εμπορευματικές σχέσεις. Εξίσου, όμως, θα πρέπει να ισχύει και η αντίστροφη ακολουθία εσωτερικών σχέσεων: η έννοια της αξίας μόνο στο επίπεδο της ολότητας των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων μπορεί να θεμελιωθεί επαρκώς. Η κυκλικότητα και ο αμφίδρομος χαρακτήρας της συστηματικής διαλεκτικής συνεπάγονται τη συγχρονικότητα των στιγμών της εντός της ολότητας των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Έπεται, άρα, ότι η διαλεκτική διαδοχή από το εμπόρευμα στο χρήμα και, τελικά, στο κεφάλαιο δεν θα πρέπει να κατανοηθεί ως μια χρονική διαδοχή. Επιπλέον, αποτελεί, ευθύς εξαρχής, την άρθρωση των σχέσεων που χαρακτηρίζουν ειδικά την καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή. Η διαλεκτική ιχνηλατεί εκ νέου μια λογική, μάλλον, και όχι χρονική, ακολουθία στιγμών.
Η διαλεκτική των μορφών της αξίας
Σύμφωνα με την ανακατασκευή του Chris Arthur, εκείνο που κατευθύνει τη διαλεκτική είναι η κίνηση της αυτοθεμελίωσης της αξίας. Ο αρχικός καθορισμός της αξίας ως καθαρής καθολικής ουσίας του εμπορεύματος ή «απλής εμμένειας», αποδεικνύεται ανεπαρκής. Η αξία φανερώνει τον εαυτό της ως εμμενή, όχι στο εμπόρευμα, αλλά στις σχέσεις μεταξύ των εμπορευμάτων. Ο προσδιορισμός, εντούτοις, της αξίας στις εμπορευματικές σχέσεις αποδεικνύεται ο ίδιος αντιφατικός και η αντίφαση αυτή επιλύεται προσωρινά με τη μετάβαση σε ένα καθολικό ισοδύναμο: “η αξία δεν μπορεί να πραγματωθεί σε μια τυχαία ανταλλαγή αλλά απαιτεί την ενοποίηση του κόσμου των εμπορευμάτων μέσω της καθιέρωσης ενός καθολικού ισοδυνάμου”. Έτσι, η αφαίρεση της αξίας, που ενέχεται υπόρρητα στις εμπορευματικές σχέσεις, θεμελιώνεται τώρα σε μια μορφή, η οποία τη θέτει ρητά, τουτέστιν το χρήμα. Αυτή η κίνηση, από την εμπορευματική μορφή της αξίας στη χρηματική μορφή, μπορεί να ιδωθεί, με εγελιανούς όρους, ως μια κίνηση από την αξία καθ’ εαυτήν στην αξία δι’ εαυτήν.
Η χρηματική μορφή της αξίας υφίσταται, όμως, και η ίδια δομικές ατέλειες ή εσωτερικές αντιφάσεις. Γιατί προκειμένου να είναι αξία δι’ εαυτήν, να “ενεργοποιεί την έννοια της αξίας σε μια αυτόνομη μορφή”, η χρηματική μορφή της αξίας δεν αρκεί απλά να μεσολαβεί ανάμεσα στα εμπορεύματα κατά την ανταλλαγή τους. Αν, όμως, από την άλλη πλευρά, αποσυρθεί από την κυκλοφορία και αποθησαυριστεί, χάνει τον χαρακτήρα της ως αξία και καταλήγει να γίνει ένα απλό «μεταλλικό σκουπίδι». Αυτή η αντίφαση προκαλεί την ανάδυση μιας καινούριας μορφής της αξίας που δεν παίζει πλέον τον δευτερεύοντα ρόλο της απλής μεσολάβησης μεταξύ εμπορευμάτων (κατά το σχήμα Ε-Χ-Ε [Στμ.: εμπόρευμα-χρήμα-εμπόρευμα]), αλλά, αντίθετα, καθιστά τον εαυτό της αντικείμενο της κατάδυσής της στην κυκλοφορία, ή την απόληξη, τον σκοπό, το τέλος της κυκλοφορίας, όπως αναπαρίσταται στο σχήμα X-E-X´ [Στμ.: χρήμα-εμπόρευμα-νέο χρήμα]. Αυτή η αντιστροφή παράγει την κεφαλαιακή μορφή της αξίας. Σε εγελιανή ορολογία, έχουμε τώρα φτάσει στην αξία καθ’ εαυτήν και δι’ εαυτήν: αξία που εκλαμβάνει τον εαυτό της ως αυτοσκοπό.
Η κεφαλαιακή μορφή της αξίας, η αυτοαξιοποιούμενη αξία, όμως, δεν μπορεί να ενεργοποιήσει τον εαυτό της στη σφαίρα της κυκλοφορίας, όπου επικρατεί η ανταλλαγή ισοδύναμων. Αυτή η εσωτερική αντίφαση την ωθεί να εξωτερικεύσει τον εαυτό της στον υλικό κόσμο της παραγωγής, όπου μπορεί να παραχθεί υπεραξία μέσω της εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης. Αυτή η κίνηση της υπαγωγής της παραγωγής στην αξιακή μορφή θέτει την (αφηρημένη) εργασία ως την ουσία της αξίας.
Η μετάβαση από το Ε-Χ-Ε στο Χ-Ε-Χ´
Στην πραγμάτευση της λογικής μετάβασης από το σχήμα E-X-E (το χρήμα ως μέσο κυκλοφορίας) στο σχήμα X-E-X´ (το χρήμα ως σκοπός της κυκλοφορίας), ο Μαρξ αναπτύσσει μια σειρά από συναφή επιχειρήματα. Μια εξήγηση για τη μετάβαση μπορεί να βρεθεί στη δομική τάση του κυκλώματος E-X-E να αποσυντίθεται στις στιγμές E-X και X-E, οι οποίες αποτελούν δυο διακριτές, στον χώρο και τον χρόνο, συναλλαγές. Με τα λόγια του ίδιου του Μαρξ:
Το γεγονός ότι τα δύο προτσές [δηλαδή, Ε-Χ και Χ-Ε], που έρχονται αντιμέτωπα σαν αυτοτελή, αποτελούν μιαν εσωτερική ενότητα, σημαίνει επίσης ότι η εσωτερική τους ενότητα κινείται μέσα σε εξωτερικές αντιθέσεις. Αν συνεχιστεί πέρα από ένα ορισμένο σημείο η εξωτερική αυτοτελοποίηση των προτσές που εσωτερικά δεν είναι αυτοτελή, επειδή συμπληρώνουν το ένα το άλλο, τότε η ενότητα επιβάλλεται βίαια – με μια κρίση.
Οι στιγμές E-X και X-E είναι εξωτερικά ανεξάρτητες – καθεμιά αντιπροσωπεύει ιδιαίτερες τυχαίες συναλλαγές που δεν σχετίζονται απαραίτητα μεταξύ τους. Από κοινού, όμως, σχηματίζουν μια εσωτερική ενότητα ή συσχετίζονται εσωτερικά (κάτι που σημαίνει ότι καθεμιά προϋποθέτει την άλλη – ο πωλητής του πρώτου εμπορεύματος θα πρέπει να πουλήσει για να έχει τη δυνατότητα να αγοράσει το δεύτερο). Θα μπορούσε, κατά συνέπεια, να ειπωθεί ότι το σχήμα E-X-E εκθέτει μια εσωτερική αντίφαση. Η σύμπτωση επιδιώξεων μεταξύ αγοραστών και πωλητών δεν επιτυγχάνεται πάντοτε στην αγορά. Από την άποψη μιας πλήρως ανεπτυγμένης εμπορευματικής ανταλλαγής, αυτή η τάση εκδηλώνεται σαν μια τάση προς την κρίση – κυρίως την κρίση της αποτυχίας της αξίας να ενεργοποιήσει τον εαυτό της εξαιτίας διαταραχών στη σφαίρα της κυκλοφορίας.
Στην πραγμάτευση αυτής της μετάβασης από τον Tony Smith, αυτή η “δομική τάση” προς τον διαχωρισμό των στιγμών E-X και X-E “παράγει η ίδια μια δομική τάση ξεπεράσματος του εν λόγω διαχωρισμού”. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εσωτερική ανεπάρκεια στο σχήμα E-X-E παράγει την ίδια τη διαλεκτική άρση της (sublation) στο σχήμα X-E-X´:
η συσσώρευση του χρήματος ως χρήματος παρέχει μια αρχή ενότητας η οποία μπορεί να υπερβεί τη διαρθρωτική τάση προς τον κατακερματισμό που είναι εμμενής στο κύκλωμα του χρήματος ως μέσου κυκλοφορίας.
Στην αντιστροφή από το σχήμα E-X-E στο σχήμα X-E-X´, η ανταλλακτική αξία έχει σφετεριστεί τη θέση της αξίας χρήσης ως τελικότητας της διαδικασίας ανταλλαγής. Το χρήμα συσσωρεύεται για να παρακαμφθεί το πρόβλημα ότι ένα εμπόρευμα θα πρέπει πρώτα να πουληθεί ώστε να αγοραστεί ένα άλλο. Μπορούμε, λοιπόν, να διακρίνουμε αντικειμενικές δομικές τάσεις που οδηγούν σε μια κατίσχυση του σχήματος X-E-X´ επί του σχήματος E-X-E, ή του χρήματος ως σκοπού της ανταλλαγής επί του χρήματος ως μέσου κυκλοφορίας.
Η συσσώρευση ανταλλακτικής αξίας προκειμένου να αποτραπούν οι διαταραχές στην κυκλοφορία αντιστοιχεί, έτσι, στην κυριαρχία της ρευστής αξιακής μορφής επί της στερεοποιημένης αξίας χρήσης του εμπορεύματος, κάτι που είναι απαραίτητο αν είναι να διατηρηθεί η ροή της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Αυτή η αντιστροφή μπορεί να περιγραφεί ως δομικά αναγκαία για την αυτοαναπαραγωγή της ολότητας – του συστήματος, δηλαδή, της καπιταλιστικής εμπορευματικής ανταλλαγής.
Η διαλεκτική αντιστροφή από το χρήμα ως μέσο ανταλλαγής στο χρήμα ως σκοπό της ανταλλαγής συνεπάγεται κατ’ αναγκαιότητα μια αντιστροφή του σχήματος E-X-E στο X-E-X´, δηλαδή στη συσσώρευση ανταλλακτικής αξίας, και όχι απλά στο σχήμα X-E-X. Άπαξ και θεμελιωθεί η δομική ανέλιξη από το σχήμα E-X-E στο σχήμα X-E-X´ –άπαξ και το χρήμα καταστεί σκοπός της ανταλλαγής– η ανταλλαγή δεν εξυπηρετεί κανέναν στόχο πλέον, αν δεν αυξάνει το ποσό του χρήματος που ανταλλάσσεται. Ο μόνος τρόπος για να διατηρείται η αξία ως σκοπός της ανταλλαγής είναι να αυξάνεται. Αν αυτό δεν συμβεί, θα περιέλθει και πάλι στη θέση του απλού μέσου ανταλλαγής.
Η αντίφαση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης στη χρηματική μορφή της αξίας
Στα Grundrisse, ο Μαρξ διατυπώνει ένα δεύτερο συναφές επιχείρημα από την άποψη μιας εμμενούς δομικής αναγκαιότητας ή λογικής για τη μετάβαση από τη χρηματική μορφή στην κεφαλαιακή μορφή της αξίας. Η χρηματική μορφή της αξίας σπαράσσεται από μια εσωτερική αντίφαση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης, ή μεταξύ καθολικότητας και ιδιαιτερότητας: η ύπαρξη ενός ιδιαίτερου ποσού χρήματος αντιφάσκει προς την ουσία του, που είναι να αποτελεί τον πλούτο ως τέτοιον. Γράφει ο Μαρξ:
Είδαμε κιόλας στο χρήμα πώς η αξία που έχει ανεξαρτητοποιηθεί σαν τέτοια –μ’ άλλα λόγια, η γενική μορφή του πλούτου– δεν είναι ικανή για καμιά άλλη κίνηση εκτός από ποσοτική: να αυξάνεται. Σύμφωνα με την έννοιά της, η αξία αυτή είναι η συμπερίληψη όλων των αξιών χρήσης· καθώς όμως δεν είναι πάντα παρά ένα καθορισμένο ποσό χρήματος (εδώ κεφαλαίου), το ποσοτικό της όριο βρίσκεται σε αντίφαση προς την ποιότητά της. Άρα από τη φύση της τείνει ολοένα να ξεπεράσει το ίδιο της το όριο. […] Ήδη γι’αυτό το λόγο, για την αξία που κρατιέται στη μορφή της αξίας η αυτοδιατήρηση συμπίπτει με την αύξηση· και η αξία δεν διατηρεί τον εαυτό της παρά ακριβώς με το να ξεπερνά ολοένα το ποσοτικό της όριο, που βρίσκεται σε αντίφαση προς τον μορφολογικό της προσδιορισμό, προς την εσωτερική της γενικότητα.
Για κάθε ιδιαίτερη ποσότητα αξίας, η αυτοαξιοποίησή της είναι κάτι το επιβεβλημένο, προκειμένου να επιτευχθεί η αντιστοίχηση της ύπαρξής της στην καθολική της ουσία, ή να επιχειρηθεί η ενεργοποίηση της έννοιάς της, που είναι να αποτελεί τον πλούτο ως τέτοιον. Αλλά αυτή η κίνηση αυτοεπέκτασης είναι επίσης και ο μόνος τρόπος για την αξία δι’ εαυτήν να διατηρεί την εαυτή της ως τέτοια. Η κεφαλαιακή μορφή της αξίας ορίζεται από μια δομικά προσδιορισμένη ώθηση προς την άπειρη αυτοεπέκταση.
Από την άποψη της συνολικής διαλεκτικής της αξιακής μορφής, που, όπως έχουμε δει, μπορεί να συλληφθεί ως μια κίνηση της αυτοθεμελίωσης της αξίας, η μετάβαση από τη χρηματική μορφή της αξίας στην κεφαλαιακή μορφή αίρει την αντίθεση ανάμεσα στο χρήμα και τα εμπορεύματα. Υπό τη μορφή του κεφαλαίου, η αξία –ως καθολική ουσία– αποκτά τη μορφή άλλοτε των εμπορευμάτων άλλοτε του χρήματος, που γίνονται μορφές της ύπαρξής της, και μεταξύ των οποίων εναλλάσσεται ασταμάτητα. Η αξία είναι τώρα καθ’ εαυτήν και δι’ εαυτήν και έχει αυτοθεμελιωθεί ως η ενότητα, η οποία επιστεγάζει την κίνηση ανάμεσα στο χρήμα και τα εμπορεύματα.
Ο Μαρξ, όπως είδαμε νωρίτερα, περιγράφει πώς –στην πορεία της μετάβασης από το σχήμα Ε-Χ-Ε στο σχήμα Χ-Ε-Χ´ – η αξία μεταμορφώνεται στο «αυτόματο υποκείμενο» μιας διαδικασίας η οποία είναι ο σκοπός της (Bestimmung) – δηλαδή, η αυτοαξιοποίησή της. Αυτό που διαπιστώνουμε εδώ είναι ότι το κεφάλαιο είναι δομικά ή λογικά προσδιορισμένο· η κίνησή του προκύπτει από λογική αναγκαιότητα. Ως αυτοαξιοποιούμενη αξία, το κεφάλαιο γίνεται το αδιαφιλονίκητα δεσπόζoν ή «επιστέφον υποκείμενο» (overarching subject – übergreifendes Subjekt) της διαδικασίας ανταλλαγής εμπορευμάτων, που τώρα τίθεται ως η διαδικασία της ίδιας της αξιοποίησής του. Μπορούμε να πούμε, λοιπόν, ότι με το κεφάλαιο έχουμε ένα λογικό, αν όχι, ίσως, ακόμα και συνειδητό, υποκείμενο.
Η έννοια του κεφαλαίου και η τελεολογία του Χ-Ε-Χ´
Η έννοια του κεφαλαίου, Χ-Ε-Χ´, φέρει εγγεγραμμένη εντός της μια τελεολογία: την αυτοεπέκταση της αξίας. Όπως είδαμε, η αντιστροφή από το σχήμα Ε-Χ-Ε στο σχήμα Χ-Ε-Χ´ είναι μια αντιστροφή μέσου και σκοπού: το μέσο της κυκλοφορίας γίνεται, ως κεφάλαιο, ο σκοπός της κυκλοφορίας. Η αξία, ως αυτοσυντήρητη, καθίσταται ο ίδιος ο σκοπός της. Ως ο γενικός τύπος του κεφαλαίου, το σχήμα Χ-Ε-Χ´ αντιπροσωπεύει, έτσι, το τέλος (telos) του κεφαλαίου.
Πρόκειται, παρ’ όλα αυτά, για ένα ιδιόμορφο τέλος, καθώς δεν αποτελεί παρά το σημείο εκκίνησης για έναν νέο κύκλο αξιοποίησης. Συνεπώς, ο κύκλος Χ-Ε-Χ´ επαναλαμβάνεται αδιάκοπα εκ νέου. Όταν το μέσο γίνεται αυτοσκοπός, τότε ανακύπτουν παράδοξες συνέπειες, όπως διέκρινε, πριν από τον Μαρξ, ο Αριστοτέλης. Στο Κεφάλαιο, παρουσιάζοντας τη δική του θεωρητικοποίηση για την αντιστροφή από το σχήμα Ε-Χ-Ε στο σχήμα Χ-Ε-Χ´, ο Μαρξ μνημονεύει την αριστοτελική διάκριση ανάμεσα στην οικονομική (που αντιστοιχεί στο σχήμα E-X-E και προτάσσει την αξία χρήσης) και τη χρηματιστική (που αντιστοιχεί στο σχήμα Χ-Ε-Χ´ και προτάσσει την αφηρημένη και χωρίς όρια μορφή του πλούτου), παραθέτοντας μάλιστα και ένα απόσπασμα από τον Αριστοτέλη:
Η χρηματιστική λοιπόν διακρίνεται από την οικονομική στο ότι “γι’ αυτήν η κυκλοφορία είναι η πηγή του πλούτου […]. Και φαίνεται σα να περιστρέφεται γύρω στο χρήμα, γιατί το χρήμα είναι η αρχή και το τέλος αυτού του τρόπου ανταλλαγής […]. Επομένως είναι απεριόριστος ο πλούτος, που επιδιώκει η χρηματιστική. Ακριβώς όπως κάθε τέχνη, που ο σκοπός της δεν της χρησιμεύει σαν μέσο αλλά σαν τελικός σκοπός, είναι απεριόριστη στην επιδίωξή της, γιατί προσπαθεί πάντα να πλησιάσει όσο μπορεί περισσότερο σ’ αυτόν, ενώ οι τέχνες που επιδιώκουν τα μέσα για το σκοπό, δεν είναι απεριόριστες, γιατί ο ίδιος ο σκοπός τους βάζει όριο, έτσι και γι’ αυτήν τη χρηματιστική δεν υπάρχουν όρια του σκοπού της, αλλά ο σκοπός της είναι ο απόλυτος πλουτισμός”.
Αυτό το απεριόριστο που απορρέει από την αντιστροφή μέσου και σκοπού, έτσι ώστε το μέσο να γίνεται αυτοσκοπός, περιγράφεται από τον Μαρξ ως εξής:
Η απλή εμπορευματική κυκλοφορία – η πούληση για την αγορά – χρησιμεύει σαν μέσο για έναν τελικό σκοπό που βρίσκεται έξω από την κυκλοφορία, για την ιδιοποίηση αξιών χρήσης για την ικανοποίηση αναγκών. Αντίθετα, η κυκλοφορία του χρήματος σαν κεφάλαιο αποτελεί αυτοσκοπό, γιατί η αξιοποίηση της αξίας υπάρχει μόνο μέσα στα πλαίσια αυτής της κίνησης που διαρκώς ανανεώνεται. Γι’ αυτό, η κίνηση του κεφαλαίου είναι απεριόριστη.
Σε αντίθεση με το σχήμα Ε-Χ-Ε που προχωράει, μέσω της ανταλλαγής, από ένα εμπόρευμα, στο ένα άκρο, σε ένα άλλο εμπόρευμα, στο άλλο άκρο, το οποίο «βγαίνει από την κυκλοφορία και περιέρχεται στην κατανάλωση», η διαδρομή Χ-Ε-Χ´ “ξεκινάει από το χρήμα και ξαναγυρνάει τελικά στο ίδιο το χρήμα”. Από το ότι αυτή η κίνηση ανανεώνεται σταθερά και το χρήμα επιστρέφει σταθερά στον εαυτό του, το σχήμα Χ-Ε-Χ´ μπορεί να χαρακτηριστεί με εγελιανούς όρους ως ένα αληθινό ή αυθεντικό άπειρο. Παρ’ όλα αυτά, όμως, μπορεί να θεωρηθεί και ως ψευδές άπειρο, στον βαθμό που το σχήμα Χ-Ε-Χ´ ενσωματώνει επίσης και τη στιγμή της αξιοποίησης· γιατί, όπως έχουμε δει, για την αξία ως κεφάλαιο είναι δομικά επιβεβλημένη η ώθηση να κινηθεί πέρα από τους δικούς της ποσοτικούς φραγμούς, αποδυόμενη σε μια ατελεύτητη συσσώρευση.
Αυτές οι δύο πτυχές του κεφαλαίου –δηλαδή, η σταθερή επιστροφή του κεφαλαίου στον εαυτό του ως αληθές άπειρο και η ακατάπαυστη εξώθησή του πέρα από τον εαυτό του, ως ψευδές ή κίβδηλο άπειρο– όταν ληφθούν μαζί, του προσγράφουν μια σισύφεια αποστολή. Ως ουσιωδώς αυτοαξιοποιούμενη αξία, το κεφάλαιο είναι καταδικασμένο σε διαρκή ανησυχία, σε αέναη κίνηση, γιατί το να μείνει ακίνητο σημαίνει την καταστροφή του. Ο ιδιάζων σκοπός του κεφαλαίου είναι, λοιπόν, να επεκτείνεται ασταμάτητα. Ως αληθινό άπειρο, το τέλος του είναι ο εαυτός του. Ως ψευδές άπειρο, το τέλος του είναι να υπερβεί τον εαυτό του· το τέλος του είναι μια ατέρμονη ανάπτυξη. Κατά παράδοξο τρόπο, η συσσώρευση του κεφαλαίου είναι μια τελεολογία δίχως τέλος.
Το κεφάλαιο πασχίζει αδιάκοπα να επιτύχει έναν φευγαλέο ή σταθερά απομακρυνόμενο στόχο. Τη στιγμή που ο στόχος του επιτυγχάνεται, την ίδια στιγμή αποδεικνύεται ότι αυτός ο στόχος είναι ένας αντικατοπτρισμός· τη στιγμή που ο σκοπός του πραγματοποιείται, την ίδια στιγμή τίθεται εκ νέου. Το κεφάλαιο είναι, έτσι, καταδικασμένο στην ύπαρξη ενός νεκροζώντανου, την αέναη ανησυχία του δαιμονικού βρικόλακα, του καταδικασμένου να κυνηγάει τα θηράματά του στη γη, ενώ η ψυχή του βρίσκεται στον προθάλαμο της κόλασης. Είναι ένα αεικίνητο (perpetuum mobile).
Η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου είναι, όπως έχουμε δει, μια συγχρονική σχέση των λογικών στιγμών μιας συγκεκριμένης ολότητας, του καπιταλιστικού συστήματος. Όμως, τώρα, μπορούμε να δούμε ότι απότοκος αυτής της συστηματικής λογικής είναι μια διαχρονική δυναμική της αέναης κίνησης της αυτοαναπαραγωγής και αυτοεπέκτασης του κεφαλαίου. Αυτό είναι κάτι περισσότερο από μια τάση μακράς διάρκειας – είναι ένας εμμενής νόμος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου σε περισσότερο συγκεκριμένα επίπεδα αφαίρεσης
Η έκθεσή μας έχει παραμείνει μέχρι τώρα σε ένα πολύ αφηρημένο επίπεδο. Έχουμε δει πώς η διαλεκτική των μορφών της αξίας, αναδυόμενη από τη γενικευμένη ανταλλαγή των εμπορευμάτων, παράγει μια εμμενή λογική ώθηση προς την ακατάπαυστα αυτοαναπαραγόμενη κίνηση της αυτοαξιοποίησης της αξίας. Αυτή η διαλεκτική των καθαρών μορφών αναπτύσσεται αφαιρετικά από την άμεση διαδικασία της παραγωγής και αφαιρετικά από το ζήτημα της ουσίας της αξίας. Οι καθαρές μορφές, όμως, απαιτούν ένα περιεχόμενο, ώστε να μπορεί να ενεργοποιηθεί η αφηρημένη λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Είναι μέσα από την υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο που οι μορφές της αξίας αποκτούν ένα τέτοιο περιεχόμενο: στην υπαγωγή της παραγωγής στην «έννοια» του κεφαλαίου, η παραγωγική διαδικασία τίθεται και προσδιορίζεται μορφικά ως η διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, όμως, είναι η ανταλλαγή καπιταλιστικά παραγόμενων εμπορευμάτων που θέτει την αφηρημένη εργασία ως την ουσία της αξίας. Οι διαδικασίες παραγωγής και κυκλοφορίας προσδιορίζονται, έτσι, ως στιγμές μιας ενότητας: της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής. Καμιά ξεχωριστή στιγμή αυτής της διαδικασίας δεν είναι πρότερη των άλλων – καθεμιά προϋποθέτει όλες τις άλλες. Όπως είδαμε, ωστόσο, το κεφάλαιο, μέσω της υπαγωγής της εργασίας σε αυτό, επιβάλλει τη λογική προτεραιότητά του στην κοινωνική διαδικασία της ζωής.
Η συσσώρευση του κεφαλαίου στηρίζεται στην εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας. Η πορεία της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι η ανάπτυξη αυτής της σχέσης εκμετάλλευσης – είναι η ανάπτυξη της σχέσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο. Ήδη, στο πλέον αφηρημένο επίπεδο, μπορούμε να διακρίνουμε μια κατευθυντική δυναμική, η οποία καθορίζει την πορεία της καπιταλιστικής ιστορίας – την αέναη ώθηση προς τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Η πορεία, όμως, της καπιταλιστικής συσσώρευσης –δηλαδή, η πορεία της σχέσης εκμετάλλευσης– μεσολαβείται από περισσότερο πολύπλοκες, συγκεκριμένες κατηγορίες, κάποιες εκ των οποίων αναπτύσσονται από τον Μαρξ στους τρεις τόμους του Κεφαλαίου, και οι οποίες αποτελούν πιο συγκεκριμένους προσδιορισμούς της λογικά διευθετημένης διαδικασίας της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Δεν δίνουμε εδώ ένα πλήρες περίγραμμα της συστηματικής διαλεκτικής του κεφαλαίου – ένα σχέδιο που, έτσι κι αλλιώς, ουδέποτε ολοκλήρωσε ο Μαρξ. Οι τρεις δημοσιευμένοι τόμοι του Κεφαλαίου του Μαρξ, πραγματεύονται το κεφάλαιο γενικά, στα επίπεδα της καθολικότητας, της ιδιαιτερότητας και της ενικότητας αντίστοιχα – δηλαδή, σε προοδευτικά πιο συγκεκριμένα επίπεδα αφαίρεσης, ή σε πιο πολύπλοκα επίπεδα μεσολάβησης. Είναι στο επίπεδο του κεφαλαίου-εν-γένει ως ενικότητας, στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, που οι τάσεις μακράς διάρκειας εντός της συσσώρευσης του κεφαλαίου ως ολότητας –ως ενότητας πολλών κεφαλαίων– μπορούν να εξεταστούν.
Θα εκθέσουμε προκαταβολικά εδώ εν συντομία μερικές από αυτές τις τάσεις μακράς διάρκειας. Όπως σημειώσαμε στην εισαγωγή του παρόντος άρθρου, η καπιταλιστική συσσώρευση τείνει να υπονομεύει την ίδια της τη βάση. Η ίδια τάση μπορεί να εκφραστεί και ως εξής: η σχέση εκμετάλλευσης διαβρώνει το ίδιο της το θεμέλιο, καθώς αυτό που αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης –η εργασιακή δύναμη– έχει την τάση να αποβάλλεται από την παραγωγική διαδικασία με την αύξηση της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας. Η ίδια τάση βρίσκει έκφραση στην αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και την πτώση του ποσοστού κέρδους – την τάση δηλαδή προς την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου, έτσι που το κεφάλαιο αποδεικνύεται ανίκανο να δημιουργήσει σε επαρκή αναλογία καινούρια πεδία για την παραγωγική εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης, για την παραγωγή επαρκούς υπεραξίας με την οποία να αξιοποιεί τον εαυτό του.
Όπως έχουμε δει, η σχέση εκμετάλλευσης είναι εξ ορισμού μια αντιφατική σχέση – μια σχέση ταξικής πάλης. Οι τάσεις μακράς διάρκειας που έχουμε αρχίσει να σκιαγραφούμε αποτελούν, ως εκ τούτου, προσδιορισμούς της ταξικής πάλης. Η ιστορία της είναι η ιστορία μιας κινούμενης αντίφασης – η συγκρουσιακή και μαστιζόμενη από κρίσεις αναπαραγωγή της σχέσης εκμετάλλευσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο.
Συμπέρασμα
Η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου είναι, κατά πρώτο λόγο, μια διαλεκτική των καθαρών μορφών – ήτοι, των μορφών της αξίας. Η αξία θεμελιώνει εαυτή αναδραστικά μέσω της διαλεκτικής μετάβασης από τις αντιφατικές μορφές της αξίας (το εμπόρευμα και το χρήμα) στην κεφαλαιακή μορφή της αξίας: αξία, της οποίας ο σκοπός είναι να αναπαράγει τον εαυτό της – μια ολοποιητική, απόλυτη μορφή. Για να ενεργοποιήσει τον εαυτό της και να θεμελιωθεί στην πραγματικότητα, αυτή η ολοποιητική μορφή θα πρέπει να προσλάβει ένα περιεχόμενο – κι αυτό το κάνει μέσω της υπαγωγής της εργασίας σε αυτή και τον μορφικό προσδιορισμό της κοινωνικής διαδικασίας της ζωής ως παραγωγικής διαδικασίας του κεφαλαίου. Πράγματι, όπως έχουμε δει, το κεφάλαιο δεν είναι παρά μια διεστραμμένη μορφή των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων. Ακόμα περισσότερο, για να θεμελιωθεί στην πραγματικότητα, το κεφάλαιο πρέπει να θέτει τις ίδιες του τις προϋποθέσεις – πρέπει να αναπαράγει τον εαυτό του και το ενδογενές του «έτερο», το προλεταριάτο, τον άλλο πόλο της σχέσης εκμετάλλευσης. Πρέπει να αναπαράγει την ίδια τη σχέση εκμετάλλευσης. Στον βαθμό που η σχέση εκμετάλλευσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο είναι αυτοαναπαραγόμενη, μπορούμε να πούμε ότι η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου είναι ολοποιητική και κλειστή στην κυκλικότητά της.
Αν, όμως, η συστηματική διαλεκτική είναι κλειστή σε ένα επίπεδο αφαίρεσης, αυτή η κλειστότητα τίθεται σε αμφισβήτηση στο πιο συγκεκριμένο επίπεδο της πραγματικής ιστορίας της ταξικής σχέσης. Η αυτοαναπαραγωγή της σχέσης εκμετάλλευσης μέσω της αμοιβαίας αναπαραγωγής του κεφαλαίου και του προλεταριάτου δεν μπορεί να παραμείνει εγγυημένη εσαεί. Όντως, στον βαθμό που υπάρχουν τάσεις μακράς διάρκειας, εγγενείς στην καπιταλιστική συσσώρευση, οι οποίες απειλούν να υπονομεύσουν την ίδια της τη βάση, και στον βαθμό που η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου –ως διαλεκτική της ταξικής πάλης– παράγει ένα προλεταριάτο πρόσφορο να διαλύσει την ίδια την ταξική σχέση, η διαλεκτική δεν μπορεί να ειπωθεί ότι είναι κλειστή, αλλά, μάλλον, ανοιχτή ως προς την έκβασή της.
Αυτή η ανοιχτότητα της διαλεκτικής ως προς την έκβαση δεν προκύπτει από την ενδεχομενικότητα της ταξικής πάλης ως προς τη συστηματική λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης: η ταξική πάλη δεν είναι μια «εξωγενής μεταβλητή». Αυτό που σε ένα επίπεδο είναι απλά ενδεχομενικό ως προς τη λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης –οι υλικές και πνευματικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και ανάμεσα στους ανθρώπους και τη φύση– εκλογικεύεται το ίδιο –τίθεται δηλαδή υπό τη λογική της κεφαλαιακής μορφής της αξίας– ως αποτέλεσμα της υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, καθώς και της αυτοαναπαραγωγής της σχέσης αμοιβαίας συνεπαγωγής ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο. Έπεται ότι η ιστορία της ταξικής σχέσης είναι προσδιορισμένη βάσει του ιδιαίτερα ασύμμετρου χαρακτήρα αυτής της σχέσης, στην οποία ο ένας πόλος ορίζεται από την αφηρημένη λογική της αυτοεπέκτασης της αξίας και υπάγει την εργασία του άλλου πόλου. Το προλεταριάτο δεν είναι διατεθειμένο να πειθαρχήσει και τόσο εύκολα μπροστά στις αδήριτες ανάγκες και την κρίσιμη κατάσταση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αλλά η δυστροπία του, ή ίσως καλύτερα ο ανταγωνισμός του, έχει έναν προσδιορισμένο χαρακτήρα βάσει της θέσης του ως πόλου της κινούμενης αντίφασης. Η συστηματική διαλεκτική του κεφαλαίου –ως διαλεκτική της ταξικής πάλης– είναι, σε τελική ανάλυση, ανοιχτή ως προς την έκβασή της επειδή κυοφορεί τον κίνδυνο του ίδιου του εμμενώς παραγόμενου ξεπεράσματός της κατά την επαναστατική δράση του προλεταριάτου, το οποίο, μέσα από άμεσα μέτρα κομμουνιστικοποίησης, καταργεί τον εαυτό του και το κεφάλαιο και παράγει τον κομμουνισμό.