Κίτρινο, Κόκκινο, Τρικολόρ, ή: Τάξη και Λαός

Gilles Dauvé1

το κείμενο σε pdf

ανθρώπινη οχλαγωγία, με όλη τη χυδαιότητα των μικρών και των μεγάλων αναγκών,
με όλη τη στριγκιά αηδία για την αστυνομία που την καταστέλλει

Είναι μια υποβαθμισμένη δήλωση να πούμε ότι τα “Κίτρινα Γιλέκα” έχουν προκαλέσει ένα τσουνάμι σχολίων και αναλύσεων. Το κείμενο που ακολουθεί τονίζει μόνο μερικά παρερμηνευμένα ή παραμελημένα σημεία (και πιθανόν “χτυπάει” μερικές νότες παραφωνίας). Για μια σε βάθος ανάλυση, συνιστούμε το δοκίμιο του Tristan Leoni “Sur les Κίτρινα Γιλέκα” (προς το παρόν μόνο στα Γαλλικά: δείτε στοΓια περισσότερο διάβασμαστο τέλος του παρόντος κειμένου).

Παρά τις ήττες

Αυτοί που αποκαλούν τον εαυτό τους Κίτρινα Γιλέκα δεν έχουν δράσει ως παράσιτα στους ταξικούς αγώνες για να τους παρεμποδίσουν ή να τους λειάνουν: είναι το αποτέλεσμα μια επίμονης αλλά ηττημένης προλεταριακής αντίστασης, που έχει να τα βγάλει πέρα με μη ευνοϊκές συνθήκες.

Στη Γαλλία το 1995, ένα κύμα απεργιών, ιδιαίτερα το σταμάτημα των σιδηροδρόμων για 3 εβδομάδες, με μαζική λαϊκή υποστήριξη, προκάλεσε μια κυβερνητική οπισθοχώρηση σχετικά με τις μειώσεις των συντάξεων στον δημόσιο τομέα. Το 2005, τα προλεταριακά προάστια2 εξερράγησαν με ταραχές. Μερικούς μήνες αργότερα, μια εξέγερση σε ολόκληρη τη χώρα ανάγκασε την κυβέρνηση να βάλει στο ράφι ένα σχέδιο μείωσης μισθών για τους νέους που έμπαιναν στην αγορά εργασίας. Αυτές ήταν μισές νίκες σε έναν χαμένο πόλεμο. Το 2010, παρά τις πολυάριθμες διαδηλώσεις, το όριο συνταξιοδότησης αυξήθηκε και τα ποσά των συντάξεων μειώθηκαν. Το 2017, ενάντια σε ένα κύμα διαμαρτυριών, ο Εργασιακός Νόμος τροποποιήθηκε ώστε να κάνει ευκολότερες για τις επιχειρήσεις τις προσλήψεις και τις απολύσεις. Την άνοιξη του 2018, οι εργαζόμενοι στους σιδηροδρόμους κατέβηκαν σε μια μακράς διαρκείας διακοπτόμενη απεργία που τελείωσε με ήττα.

Το αποτέλεσμα ήταν μια γενική απώλεια εμπιστοσύνης στην ικανότητα των συνδικάτων και των κομμάτων να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των εργατών, σε συνδυασμό με μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια με τη θεσμική πολιτική και την παρακμή του κοινοβουλίου ως “απορροφητή κραδασμών”: όταν η πλειοψηφία των ψηφοφόρων είπε ΟΧΙ στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη το 2005 μόνο και μόνο για να έρθουν οι βουλευτές και οι γερουσιαστές να μετατρέψουν το ΟΧΙ τους σε ένα ΝΑΙ τρία χρόνια αργότερα, ο κόσμος άρχισε να αναρωτιέται πόση αξία έχουν πραγματικά οι ψήφοι τους.

Επομένως τα “Κίτρινα Γιλέκα” δεν είναι μια ιστορική σύμπτωση: αν και κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει τοκίνημα, ήταν προβλέψιμο ότι μια πεισματάρικη, αν και ανεπιτυχής, ανταρσία ανυπακοής θα παρέκαμπτε τα συμβατικά κανάλια και θα παρήγαγε ένα κίνημα νέου τύπου.

Τα Κίτρινα Γιλέκα δεν αντιπροσωπεύουν μια συγκεκριμένη κατηγορία, ούτε καν ένα άθροισμα κατηγοριών. Είναι μια συλλογική εμπειρία τόσο πεισματάρικη όσο και ποικιλόμορφη και συγκεχυμένη. Το εύρος της μπορεί να μετρηθεί από τον αντίχτυπό της στα κοινωνικά δίκτυα αλλά, πιο ουσιαστικά, από τους αποκλεισμούς των κυκλικών κόμβων και τις πορείες στους δρόμους: 500.000 με ένα εκατομμύριο κόσμος πήρε μέρος σε τουλάχιστον μία από τις δράσεις των “Κίτρινων Γιλέκων”.

Όσον αφορά τη βία, ο καθένας καταλαβαίνει ότι η απλή, σύμφωνη με τον νόμο, δράση θα ταίριαζε μόνο με όμορφα κενά λόγια. Την 1η Δεκεμβρίου 2018, όπως και στις 16 Μαρτίου του 2019, χιλιάδες κόσμου που φορούσαν κίτρινα γιλέκα στέκονταν και παρέμεναν στη θέση τους μόλις λίγα μέτρα μακριά από ομάδες – που είχαν, φυσικά, πολύ λιγότερο κόσμο – οι οποίες έσπαζαν βιτρίνες, αυτοσχεδίαζαν προσωρινά οδοφράγματα και επιτίθονταν στην αστυνομία. Η “ειρηνική” πλειοψηφία δεν συνενώθηκε με την “βίαιη” μειοψηφία, ούτε απαραίτητα αποδεχόταν την συμπεριφορά της, αλλά ούτε απέρριπτε την μάχη στον δρόμο: η έλλειψη σεβασμού προς τον νόμο και την τάξη ήταν αποδεκτή ως συμβατή με τους στόχους των “Κίτρινων Γιλέκων”, πιθανόν ως ένα συμπλήρωμα στις πορείες και τους αποκλεισμούς. Βία διά αντιπροσώπου. Συνολικά, οι προσπάθειες της κυβέρνησης, των κομμάτων και των ΜΜΕ να ξεχωρίσουν τους “καλούς” (εποικοδομητικά “Κίτρινα Γιλέκα”) από τους “κακούς” (καταστροφείς ταραξίες) έχουν αποτύχει.

Παρ’ όλα αυτά, μια τόσο μεγάλη κινητοποίηση δεν απέτρεψε την εξασθένιση του κινήματος.

Μετά από λίγες εβδομάδες, οι αποκλεισμοί δρόμων ήταν λιγότεροι αριθμητικά, εν μέρει εξαιτίας της αντίδρασης της αστυνομίας, και αυτό αποστέρησε τα Κίτρινα Γιλέκα από την οικονομική και πολιτική μαχητικότητά τους. Οι συγκεντρώσεις στους κόμβους μετατράπηκαν από σημεία αποκλεισμού σε σημεία συνάντησης και αντιπαράθεσης. Πολλοί άνθρωποι, που δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία στο να μοιράζονται συλλογικές δράσεις, απέκτησαν επίγνωση του εαυτού τους ως κοινωνικών ατόμων, κάτι που είναι ιδιαίτερα θετικό αλλά, με αυτόν τον τρόπο, είχαν πολύ λιγότερη επίδραση στη λειτουργία της κοινωνίας.

Εν τω μεταξύ, τα πλήθη που μαζεύονταν σε συνέλευση κάθε Σάββατο ήταν απόδειξη μιας ισχυρής επίμονης δέσμευσης. Παρά τους ξυλοδαρμούς, τους ακρωτηριασμούς, τις δικαστικές ποινές και την μπόλικη συκοφάντηση, τα Κίτρινα Γιλέκα δεν “έσπασαν” κάτω από την εξωτερική πίεση, συνέχισαν να καταλαμβάνουν τους δρόμους, αλλά το κίνημά τους ήταν ανίκανο να ανανεώσει τον εαυτό του. Η εβδομαδιαία επανάληψη των διαδηλώσεων από τις 17 Νοεμβρίου του 2018 και ύστερα, έδειξε μια ενέργεια με αντοχή και διάρκεια, αλλά και την απώλεια της ορμής ενός κινήματος σε αναζήτηση του εαυτού του, ανίκανου να σπάσει τον κύκλο της επανάληψης. Η αυτοοργανωμένη κοινότητα πάλης διαιώνιζε τον εαυτό της, αλλά τίποτα άλλο, και ήταν περισσότερο ένας αυτοσκοπός παρά ένα μέσο.

Εργάτης/προλετάριος

Στη Γαλλία, όπως και σε άλλες χώρες, η ιστορία είναι πλούσια σε μαζικές διαμαρτυρίες από την πλευρά μικροεπαγγελματιών και βιοτεχνών, και αν αυτές οι ομάδες ήταν η πλειοψηφία των Κίτρινων Γιλέκων τότε, χωρίς αμφιβολία, το κίνημα τους θα είχε δράσει και θα είχε αντιμετωπιστεί αρκετά διαφορετικά. Στην πραγματικότητα, παρά την αξιοπρόσεκτη παρουσία τους κατά τις πρώτες εβδομάδες, οι περισσότεροι μικροεπιχειρηματίες και έμποροι, δυσαρεστημένοι από την μείωση στην προσέλευση του κόσμου εξαιτίας προβλημάτων στο κέντρο των πόλεων και στην κυκλοφορία (στη διάρκεια της υπερκατανάλωσης των Χριστουγέννων), απομακρύνθηκαν από τα Κίτρινα Γιλέκα. Τα Κίτρινα Γιλέκα της περιόδου 2018-2019 δεν ανήκουν στον “μικροαστικό” ή “μεσοαστικό” (έστω της κατώτερης μεσαίας τάξης) “ριζοσπαστισμό”.

Πραγματικά, είτε ορίσουμε τους προλετάριους ως εκείνους “που δεν έχουν να χάσουν τίποτα άλλο από τις αλυσίδες τους” (Κομμουνιστικό Μανιφέστο, 1848), είτε ως “τους αποστερημένους, δηλαδή αυτούς που δεν έχουν ιδιοκτησία, αυτούς που δεν έχουν αποθέματα – και όχι τους κακοπληρωμένους” (Bordiga, 1949), ή ως “κάποιον που δεν έχει εξουσία πάνω στη ζωή του και το ξέρει” (Καταστασιακή Διεθνής, ν.9, 1964), η μεγάλη πλειοψηφία των Κίτρινων Γιλέκων ταιριάζει στους ορισμούς αυτούς. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Στατιστικά, γύρω στο 20% του εργατικού δυναμικού στη Γαλλία είναι χειρόνακτες εργάτες, και το 27% κάνει χαμηλά αμοιβόμενες ανειδίκευτες δουλειές “υπηρετικού προσωπικού” στον τομέα των υπηρεσιών.

Επίσης, υπάρχουν πάνω από ένα εκατομμύριο αυτοαπασχολούμενοι στη Γαλλία και τα Κίτρινα Γιλέκα περιλαμβάνουν κάμποσους από αυτούς. Οι περισσότεροι από αυτούς τους “μικρο-επιχειρηματίες” θα έπρεπε περισσότερο να αποκαλούνται επισφαλείς εργαζόμενοι καθώς με δυσκολία μπορούν να συντηρήσουν τους εαυτούς τους, πόσο δε μάλλον ένα νοικοκυριό, χωρίς καμμιά σχεδόν ευκαιρία να γίνουν ποτέ “πραγματικά” αφεντικά, δηλαδή από εκείνους που έχουν ένα ελάχιστο κεφάλαιο ώστε να προσλάβουν υπαλλήλους.

Όσον δε αφορά τα “αποθέματα”, στη Γαλλία σήμερα, το 10% του πληθυσμού κατέχει 3.040 ευρώ σε διάφορα συνολικά περιουσιακά στοιχεία (έπιπλα, αποταμιεύσεις, ένα παλιό αυτοκίνητο κλπ.). Η μέση κληρονομιά που αφήνουν οι άνθρωποι είναι 32.255 ευρώ, και για το ένα τρίτο αυτό το ποσό είναι μικρότερο από 8.180 ευρώ. Αυτά λοιπόν για τον ευκατάστατο εργάτη και την ανάδυση μιας εκτεταμένης μεσαίας τάξης που τώρα περιλαμβάνει σχεδόν καθέναν από μας.

Γενικά μιλώντας, τα Κίτρινα Γιλέκα δεν είναι οι φτωχότεροι των φτωχών: τα φέρνουν ίσα-ίσα βόλτα, παρ’ όλα αυτά βρίσκονται συνήθως πάνω από το επίσημο όριο της φτώχειας, οπότε δεν δικαιούνται να λαμβάνουν κανένα επίδομα. Μπορεί να μην πέφτουν κοινωνικά, αλλά αισθάνονται μια αυξανόμενη προς τα κάτω πίεση στο επίπεδο της διαβίωσής τους.

Εν συντομία, σε αντίθεση με τις μάζες της οργανωμένης εργασίας, τα Κίτρινα Γιλέκα δουλεύουν σε πολύ μικρές επιχειρήσεις, ή έχουν τη δικιά τους μονοπρόσωπη επιχείρηση, έχουν δουλειές εκτός συνδικάτων, χωρίς ασφάλιση και χωρίς προστασία και, μέχρι πρόσφατα, δεν είχαν τη δυνατότητα ή τη διάθεση να εμπλακούν σε συλλογική δράση. Για τους περισσότερους το να κατέβουν στους δρόμους και να αποκλείσουν έναν δρόμο ήταν ένα πρώτο και ενδυναμωτικό βήμα, και έπρεπε να εφεύρουν τρόπους και μέσα δράσης συχνά διαφορετικά από αυτά των συνδικαλισμένων και πολιτικά οργανωμένων εργατών.

Το κομβικό ερώτημα, όμως, δεν είναι η κοινωνιολογία των Κίτρινων Γιλέκων, και συγκεκριμένα το ποσοστό των προλεταρίων ανάμεσά τους. Αυτό που έχει σημασία είναι το τι κάνουν, ποια θέματα βάζουν και ποια είναι η έκβαση για την οποία ελπίζουν.

Οι περισσότεροι/ες στα Κίτρινα Γιλέκα θεωρούν τους εαυτούς τους ως εργαζόμενους/ες, όχι προλετάριους/ες: δεν τοποθετούν τον εαυτό τους στη σχέση μισθωτής εργασίας εναντίον κεφαλαίου. Σήμερα, με εξαίρεση λίγους πλούσιους που κάθονται και τους άνεργους, καθένας λέγεται ότι κάνει μια “δουλειά” κάποιου είδους και ο ιδιοκτήτης μιας μικρής μπουτίκ ρούχων συνηθίζει να λέει ότι ξοδεύει περισσότερες ώρες κάθε βδομάδα στο μαγαζί του απ’ ότι η πωλήτριά του. Με μεγάλη διαφορά, τα μόνα αφεντικά που στοχοποιούνται από τα Κίτρινα Γιλέκα είναι οι μεγιστάνες, οι χρηματιστές, οι τραπεζίτες, οι οικονομολόγοι, όλοι βδέλλες, που ρουφάνε το αίμα και ζουν σε βάρος όσων παράγουν τον πραγματικό πλούτο. Ο εχθρός δεν είναι τόσο ο επιχειρηματικός κόσμος ως Μεγάλες Επιχειρήσεις. Αυτό εξηγεί την μη δημοτικότητα του ζητήματος για το Παγκόσμιο Βασικό Εισόδημα που, για τα Κίτρινα Γιλέκα, βρωμάει φιλανθρωπία ή κρατική βοήθεια: αυτό θα πήγαινε κόντρα στον αυτοσεβασμό των αντρών και των γυναικών που θέλουν να μπορούν να ζουν από τη δουλειά τους.

Ένα ειδικό γνώρισμα των Κίτρινων Γιλέκων είναι ότι έχουν μια πρωτίστως προλεταριακή σύνθεση χωρίς να είναι ένα προλεταριακό κίνημα, επειδή δεν αντιδρούν ως εργάτες απέναντι – και πιθανόν κόντρα – σε αφεντικά.

Παγκόσμια, το κίνημα έχει μείνει έξω από τους εργασιακούς χώρους.

Σχεδόν όλα τα Κίτρινα Γιλέκα που έχουν δουλειές (μακράν η πλειοψηφία) έδρασε συλλογικά εκτός του ωραρίου εργασίας. Εκτός κάποιων αξιοπρόσεκτων, αλλά λίγων, εξαιρέσεων, δεν καλούν σε στάσεις εργασίας και υπήρξαν πολύ λίγες προσπάθειες αλληλεγγύης σε απεργίες που ήταν σε εξέλιξη. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η ανταρσία των Κίτρινων Γιλέκων δεν κέντρισε κάποιες αναταραχές σε εργασιακούς χώρους. Στην περιορισμένη έκταση που υπήρξε κάποιο διστακτικό κοινό εγχείρημα (“Κίτρινα Γιλέκα, Κόκκινα Γιλέκα ή Χωρίς Γιλέκα, Ας Παλέψουμε Μαζί!”, μερικές φορές ακόμα και με τα επιπλέον πράσινα γιλέκα οικολόγων), η συμμαχία ήταν περισσότερο στα λόγια παρά πραγματική, μάλλον με αμοιβαία συμπάθεια παρά συνεργασία, σαν παράλληλες γραμμές που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να συναντηθούν. Οπότε, δεν υπάρχει “σύγκλιση αγώνων” για να μιλήσουμε γι’ αυτήν.

Για παράδειγμα, υπήρξε μια ευμεγέθης παρουσία γυναικών στις διαδηλώσεις και τους αποκλεισμούς δρόμων, ισχυρότερη από ό,τι στις περισσότερες συνηθισμένες πολιτικές ή συνδικαλιστικές δράσεις. Δεν είναι όλες οι γυναίκες στα Κίτρινα Γιλέκα μισθωτές, αλλά αρκετές από αυτές είναι, κάτι που αντιστοιχεί στην αναλογία των γυναικών στη μισθωτή εργασία. Σε πενήντα χρόνια, ενώ το εργατικό δυναμικό των αντρών στη Γαλλία αυξήθηκε από τα 13,3 εκατομμύρια μόλις στα 13,7 εκατομμύρια μεταξύ του 1968 και του 2017, η απασχόληση των γυναικών ανέβηκε από τα 7,1 στα 12,9 εκατομμύρια. Αρκετές γυναίκες έχουν πάρει ενεργό μέρος σε πορείες και αποκλεισμούς δρόμων, αλλά ελάχιστες (αν υπάρχουν καν) έχουν καταφύγει στο ισχυρό “όπλο” της απεργίας που παρέχεται από τη δραστηριότητά τους στον εργασιακό χώρο. Η διατάραξη ή η παρεμπόδιση (έστω και μερικά) της λειτουργίας του σχολείου, του νηπιαγωγείου, της καντίνας του εργοστασίου, της καφετέριας του γραφείου ή των διοικητικών υπηρεσιών του δημαρχείου θα είχαν έναν ισχυρό οικονομικό και πολιτικό αντίχτυπο. Η διοίκηση μπορεί να εκκενώσει τον χώρο εργασίας της εταιρείας ή ο διευθυντής του σχολείου να βοηθήσει με τα σχολικά γεύματα, αλλά είναι απίθανο να μπορέσουν να το κάνουν για περισσότερο από μια-δυο μέρες. Οι διακρίσεις φύλου στην αγορά εργασίας έχουν σαν αποτέλεσμα οι περισσότερες γυναίκες να είναι περιορισμένες σε χαμηλού στάτους κακοπληρωμένη απασχόληση αλλά αυτές οι δουλειές τις βάζουν επίσης σε μια θέση ισχύος, συχνά εξίσου στατηγική με αυτές των αντρών εργατών. Αν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό από αυτές εκμεταλλεύτηκαν αυτή τη θέση, παρά την έντονη συμμετοχή τους στο κίνημα, αυτό δείχνει πόσο δύσκολο είναι γι’ αυτές – και για τους άντρες – να ξεπεράσουν το βάρος τριάντα χρόνων ήττας του εργατικού κινήματος.

Μια σύγκριση ίσως βοηθήσει. Αν και τα Κίτρινα Γιλέκα της περιόδου 2018-2019 και οι “ταραξίες” των banlieue του 2005 διαφέρουν, έχουν κάτι κοινό. Οι εξεγερμένοι του 2005 έμειναν στα προάστια και δεν προχώρησαν στην “πιο όμορφη λεωφόρο στον κόσμο”, αλλά η εξέγερσή τους έφτασε μια τέτοια ένταση που η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης και επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας σε έναν αριθμό πόλεων. Και πάλι, παρά το κοινωνικό τους υπόβαθρο και το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς είχαν δουλειά, οι “ταραξίες” των banlieue δεν συνδέθηκαν με αγώνες σε εργασιακούς χώρους3, όπως θα συνέβαινε αν μάχονταν στους δρόμους επειδή ήθελαν να μπορούν – και επιθυμούσαν – να κάνουν το ίδιο και στο εργοστάσιο ή στο γραφείο. Οι απεργίες που έλαβαν χώρα στο διάστημα εκείνων των τριών εβδομάδων το 2005 εκδιπλώθηκαν χωριστά από την έκρηξη στα προάστια.

Ισότητα, αλληλεγγύη, ενότητα

Στη γενική συνέλευση των Κίτρινων Γιλέκων στη Saint-Nazaire (6-7 Απριλίου 2019), μια συμμετέχουσα κατήγγειλε την “ταξική περιφρόνηση” των εξουσιαστών για τους εξουσιαζόμενους, ενώ εξέφρασε τη χαρά της για το γεγονός ότι η συνέλευση συγκέντρωσε “τους πάντες”, από “ιδιοκτήτες επιχειρήσεων” μέχρι “αποδέκτες επιδομάτων”. Παρ’ όλα αυτά, τάξη σημαίνει κάτι περισσότερο από “περιφρόνηση”, προέρχεται από συγκεκριμένα συμφέροντα διαφορετικά από τα συμφέροντα αυτών που τυχαίνει να βρίσκονται σε μια άλλη τάξη. Το αφεντικό μιας μικρής εταιρείας παροχής υπηρεσιών, ο ιδιοκτήτης ενός καταστήματος υποδημάτων και ο υδραυλικός που απασχολεί ένα εργατικό δυναμικό πέντε ατόμων, όλοι θέλουν τους μισθούς χαμηλούς, τόσο όσο και ο πρόεδρος της Tesco.

Η συνοχή των Κίτρινων Γιλέκων εξαρτάται από την αγνόηση της ύπαρξης των τάξεων και από το να δρουν σαν να συντίθενται από τον πραγματικό εργαζόμενο λαό που αντιμετωπίζει μια απονομιμοποιημένη κυβέρνηση στην πληρωμή μιας ελάχιστης υπερπλούσιας ελίτ.

Αν και σταδιακά το αίτημα για μεγαλύτερους μισθούς έγινε συχνό στις αντιπαραθέσεις των Κίτρινων Γιλέκων (αρχικά, η έμφαση ήταν μόνο για την αύξηση του κατώτερου μισθού), η γραμμή της επίθεσής τους στοχεύει λιγότερο στη μισθωτή εργασία από ό,τι στο εισόδημα, δηλαδή την αγοραστική δύναμη. Για τα Κίτρινα Γιλέκα, το χρήμα είναι η ουσία του ζητήματος, χρήμα που κερδίζεται με την εργασία και αρπάζεται από τους φόρους και, κυρίως, αυτό που μπορεί να προσφέρει το χρήμα: μια “αξιοπρεπή” ζωή και αυτοεκτίμηση. Για τα Κίτρινα Γιλέκα, ισότητα σημαίνει τη δυνατότητα του καθενός να βγάζει τα προς το ζην με τη δουλειά του ή τη δουλειά της, είτε είναι μισθωτός/μισθωτή είτε όχι.

Όταν κάποιοι μένουν σε παλάτια ενώ άλλοι αναγκάζονται να κοιμούνται στον δρόμο, μια τέτοια κατάφωρη ανισότητα είναι ένα από τα αποκρουστικά και σοκαριστικά ορατά σημάδια ότι ο υπάρχων κόσμος χρειάζται να αλλάξει.

Όμως, η επίγνωση της ανισότητας δεν οδηγεί σε μια καλλίτερη κατανόηση των κοινωνικών ζητημάτων παρά μόνο αν ψάξουμε για την αιτία της άνισης κατανομής του πλούτου. Δίνοντας έμφαση στης ανισότητα δίνει προτεραιότητα στο ποσό των χρημάτων που έχει ο καθένας, πόσα βγάζει, κληρονομεί και επιστρέφει σε φόρους: παραβλέπει το βασικό γεγονός ότι η κοινωνική θέση που καταλαμβάνει καθένας/καθεμία από εμάς καθορίζει πόσο εύποροι ή φτωχοί είμαστε. Φυσικά, ένας αστός είναι πλούσιος, αλλά είναι πλούσιος επειδή είναι αστός και όχι το ανάποδο. Από τη στιγμή που σκέφτεται κανείς με όρους εισοδήματος τοποθετεί τον εαυτό του σε μια βαθιδωτή κλίμακα, με πολλαπλά επίπεδα από την κορυφή προς τον “πάτο”, στην εικόνα μιας σκάλας όπου όλοι ανεβοκατεβαίνουν από το ένα σκαλί στο άλλο. Αυτή η οπτική συγκαλύπτει την κατανόηση της κοινωνίας ως ενός συνόλου ομάδων που η καθεμιά καθορίζεται από τη λειτουργία της.

Η κυρίαρχη άποψη μεταξύ των Κίτρινων Γιλέκων αποδέχεται τη συσσώρευση του πλούτου και την ανισότητα που αυτή συνεπάγεται, με την προϋπόθεση ότι παραμένει μετριοπαθής και δεν επιτρέπει σε κανέναν να εκμεταλλευθεί τη θέση του και να κυριαρχήσει πάνω στους άλλους. Εν ολίγοις, μέμφονται την κοινωνία ως άδικη και αγωνίζονται για έναν κόσμο στον οποίο κανείς δεν θα είναι ούτε πολύ πλούσιος ούτε πολύ φτωχός. Ούτε αριστοκράτες, ούτε ζητιάνοι, Ούτε κερδοσκόποι, ούτε χαραμοφάηδες. Η μόνη θεραπεία για την υπερβολική ανισότητα είναι η δίκαιη αναδιανομή: να πάρουμε από τους προκλητικά πλούσιους και να δώσουμε σε αυτούς που είναι άδικα φτωχοί. Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, με τους αστούς να έχουν το πάνω χέρι, αυτό το είδος πλατφόρμας της “πραγματικής Αριστεράς”, βασισμένη σε έναν αναθεωρημένο Κεϋνσιανισμό, είναι εξαιρετικά απίθανο να επιτευχθεί ή έστω καν να επιχειρηθεί, εκτός και αν προκύψει μια έξαρση αγώνων, κάτι που μέχρι στιγμής δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.

Επανεφευρίσκοντας έναν “λαό”

“Είμαστε η μητέρα πατρίδα, είμαστε θυμωμένοι και φοβόμαστε για το μέλλον των παιδιών μας”, έτσι διακήρυσσε ένα κάλεσμα για μια κινητοποίηση στις 6 Ιανουαρίου. Η αυτο-αναγνώριση των Κίτρινων Γιλέκων ως λαού ανακαλεί την μετά το 1789 ρεπουμπλικανική ιδεολογία, που απεικονίζεται στο γκράφιτι “Μακρόν = Λουδοβίκος 16ος”. Το 2019 έχει επαναεφεύρει την “κοινωνική δημοκρατία”, της οποίας το σημαντικό (αν όχι και κεντρικό) θέμα, από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι το 1848 και σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα, ήταν ακριβώς το δικαίωμα στην εργασία. Αυτό ήταν και είναι κάτι περισσότερο από τη διεκδίκηση απλώς εργασιακών δικαιωμάτων ή θέσεων εργασίας για όλους: απαιτεί τη δυνατότητα για τον καθένα να βγάζει τα προς το ζην από τη δουλειά του καθώς και μια αξιοπρεπή ζωή, δηλαδή τη δυνατότητα να υποστηρίζει την οικογένειά του/της (σε ένα όχι μακρινό παρελθόν, ο άντρας εργάτης, ιδιαίτερα αν ήταν εξειδικευμένος, περηφανευόταν για τον εαυτό του ότι ήταν ο βασικός ή ο μοναδικός κουβαλητής για την οικογένεια· σήμερα, ο “κουβαλητής” για την οικογένεια είναι συχνά μια ανύπαντρη μητέρα).

Στις απόγειό του, το – σήμερα παρακμασμένο αλλά όχι εντελώς αχρηστευμένο – εργατικό κίνημα θα ανέβαζε στο τραίνο του αρκετά στοιχεία εκτός της εργατικής τάξης για να εξασφαλίσει μια τακτική εκλογική υποστήριξη, χάρις στις ψήφους από μικρούς αγρότες (σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία), και από εκείνες τις ομάδες που παλιά αποκαλούνταν “μικροαστοί” και τώρα πιο συχνά “μισθωτή μεσαία τάξη”.

Τα σοσιαλδημοκρατικά και σταλινικά κόμματα έφεραν μαζί έναν “λαό” γύρω από την οργανωμένη εργασία. Σε μια εργατική γειτονιά δεν ανήκουν όλοι στην εργατική τάξη. Ένας αριθμός από μικρομαγαζάτορες, δασκάλους, υπαλλήλους και εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα θα υποστήριζαν τους εργάτες ώστε να σχηματίσουν ένα λαϊκό υπόβαθρο, ο πυρήνας του οποίου ήταν η βιομηχανική εργοστασιακή εργασία.

Το Γαλλικό ΚΚ ήταν ένα από τα ισχυρότερα στον Δυτικό κόσμο αλλά δεν ήταν το μοναδικό στην υιοθέτηση μιας πατριωτικής εικόνας, ισχυριζόμενο ότι είναι πιο “εθνικό” από την “κοσμοπολίτικη” μπουρζουαζία. Κάθε συνέδριο του ΓΚΚ τελείωνε με τους αντιπροσώπους να τραγουδούν τόσο τη Διεθνή όσο και την Μασσαλιώτιδα και ήταν συνηθισμένο για καταληψίες εργαστασίων να ανεβάζουν στις πύλες του εργοστασίου τόσο κόκκινες όσο και τρικολόρ σημαίες.

Από τότε που το ΓΚΚ έχασε την ενοποιητική του δύναμη, πολλές από τις συνιστώσες (εργατική τάξη και μη-εργατική τάξη) που συνήθιζε να υπερασπίζεται να και συνασπίζει, βρίσκονται τώρα να είναι πολιτικά ορφανές αναζητώντας οποιαδήποτε αίσθηση κοινότητας μοιάζει να είναι διαθέσιμη. Μια λύση είναι ένα “μαζί” δομημένο πλέον όχι γύρω από έναν πυρήνα της εργατικής τάξης αλλά, μάλλον, έναν κοινό λαό ενωμένο από το γεγονός ότι τυχαίνει να ζουν στη Γαλλία, κάτι που μπορεί να συνεπάγεται εθνικισμό ή ξενοφοβία – αλλά όχι απαραίτητα. Στην πραγματικότητα, το “μεταναστευτικό ζήτημα” και η Ευρωπαϊκή Ένωση παίζουν έναν υποδεέστεο ρόλο στις αντιπαραθέσεις και τα αιτήματα των Κίτρινων Γιλέκων (σε αντίθεση με το Εθνικό Μέτωπο – τώρα Εθνικό Συναγερμό – που πάντα αντιμετωπιει τη μετανάστευση και τη γαλλική “κυριαρχία απέναντι στην παγκοσμιοποίηση” ως το κύριο θέμα του).

Εν συντομία, η καλλίτερη προσβάσιμη ταυτότητα αυτή τη στιγμή είναι να ανήκει κανείς σε έναν εργαζόμενο λαό, με την ευρύτερη δυνατή έννοια. Αυτό εξηγεί γιατί πολλοί άντρες και γυναίκες που, για παράδειγμα, είναι αδιάφοροι ή ακόμα και εχθρικοί στις απεργίες μπορούν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους ως “Κίτρινα Γιλέκα”, και να συμπάσχουν μαζί τους, έστω και χωρίς να παίρνουν μέρος στις δράσεις, μερικές φορές απλά δείχνοντας ένα κίτρινο γιλέκο στο μπαμπρίζ του αυτοκινήτου ή επισκεπτόμενοι/ες έναν ιστότοπο φιλικό προς το κίνημα. Οι απεργίες είναι διχαστικές, αλλά ο “λαός” δεν γνωρίζει διαιρέσεις, αλλιώς δεν θα ήταν πλέον λαός, και οι εσωτερικές διαμάχες είναι προάγγελος κοινωνικής αναταραχής.

Αφού η παραδοσιακή πολιτική, τα κόμματα, ακόμα και τα συνδικάτα, είναι παράγοντες ρήξης τι συνενώνει τον λαό; Συνήθως κοινωνικά κινήματα που τρέφονται (και πνίγονται) από μια υπεραφθονία μύθων: στη Γαλλία η Ημέρα της Βαστίλλης στις 14 Ιουλίου, οι Ιακωβίνοι του 1793, η εκθρόνιση της μοναρχίας το 1830, η εξέγερση των εργατών τον Ιούνιο του 1848, η Κομμούνα του 1871, η Αντίσταση της περιόδου 1940-1944 κλπ. Το 2018-2019, μια μοναδική ιστορική αναφορά κυριαρχεί σε όλες τις άλλες: η δημοκρατική Γαλλία, η κοινωνική δημοκρατία και αντί της κόκκινης σημαίας η πανταχού παρούσα τρικολόρ.

Ένας λαός χρειάζεται ομοσπονδιακές μορφές και μάχεται για τις εικόνες του. Ζωγραφίζοντας “τα Κίτρινα Γιλέκα Θα Θριαμβεύσουν” στην Αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι, σήμαινε ότι ο λαός επανα-ιδιοποιείται ένα από τα πιο σημαντικά ρεπουμπλικανικά σημεία, ένα πολιτικό ιερό που υποτίθεται έχει υφαρπαχθεί από μια μη νομιμοποιημένη ελίτ. Λες και υπήρχε μια παραβίαση συμβολαίου ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον λαό: η εξουσία του Κράτους δεν ταυτίζεται πλέον με τον μέσο άντρα ή γυναίκα. Μέσα στο κίνημα, ο ακρωτηριασμός του προσώπου του αγάλματος μιας εξαγριωμένης γυναίκας (που ενθάρρυνε εθελοντές του 1792 στον δρόμο τους για την υπεράσπιση της επαναστατικής Γαλλίας που βρισκόταν σε πόλεμο με αντιδραστικές μοναρχίες) ήταν μια αντίδραση σε αυτό που τα Κίτρινα Γιλέκα θεωρούσν ως την “παραμόρφωση” στον 21ο αιώνα της αληθινής Γαλλίας από μια προνομιούχα μειοψηφία.

Αυτονομία

Μια σταθερά της ριζοσπαστικής κριτικής είναι να αναδεικνύει και να υποστηρίζει κάθε προλεταριακή δράση που έρχεται σε ρήξη με το Κράτος ή τον γραφειοκρατικό έλεγχο: οι επαναστάτες προάγουν την αυτοοργάνωση, την απεργία από τα κάτω, τις γενικές συνελεύσεις ως ένα κυρίαρχο σώμα, την άμεση δημοκρατία…Από αυτή την άποψη, το ελευθεριακό σύνθημα, “Κάτω οι Ηγέτες!”, θα μπορούσε να ληφθεί ως μια πρωταρχική κραυγή διαμαρτυρίας των “Κίτρινων Γιλέκων”. Όμως, καθώς ξεδιπλώνεται η δραστηριότητά τους, η αυτονομία από το να είναι αναγκαία, γίνεται ουσιώδης. Τα “Κίτρινα Γιλέκα” αυτοοργανώνουν τα “Κίτρινα Γιλέκα”, των οποίων το πρόγραμμα είναι πρώτα απ’ όλα να βρεθούν και να δρουν μαζί, ειρηνικά αν μπορούν, παράνομα αν πρέπει, αλλά η εξέγερση επαναλαμβάνει τον εαυτό της το ένα Σάββατο μετά το άλλο: ποτέ δεν πηγαίνει πιο πέρα από τους αρχικούς της στόχους, ούτε αμφισβητεί τα όριά της.

Μιλώντας για τα “Κίτρινα Γιλέκα”, όπως έχουμε κάνει από την αρχή αυτού του άρθρου, ίσως φανεί ότι τα αντιμετωπίζουμε ως μια ολότητα και αγνοούμε την ποικιλομορφία τους, με άλλα λόγια ότι τα “ουσιοποιούμε”4. Αλλά έτσι είναι ακριβώς που τα Κίτρινα Γιλέκα επιθυμούν να θεωρούνται. Καλώς ή κακώς, αντλούν την ενέργειά τους από μια ικανότητα να μην επιδέχονται ορισμού εκτός από του εαυτού τους ως ολότητας. Η αντοχή τους δεν θέλει άλλο όνομα από το “Τα Κίτρινα Γιλέκα” και για αυτά αυτό το συλλογικό όνομα είναι αρκετό. Ένα εξαιρετικά καλοδιαλεγμένο σημάδι αμοιβαίας αναγνώρισης. Το γιλέκο με την υψηλή ορατότητα είναι περισσότερο ένα πανωφόρι παρά ένα κομμάτι υφάσματος. Το κίτρινο γιλέκο σχετίζεται περισσότερο με δουλειές συχνά χειρονακτικές και όχι καλά αμοιβόμενες (οδικά έργα, κατασκευές, σιδηρόδρομοι κλπ.). Αλλά, αν και σχετίζεται με τη δουλειά, δεν είναι απλά ένα ρούχο εργασίας, με την έννοια που τα donkey jacket5 ήταν και, σε μεγάλο βαθμό, εξακολουθούν να είναι τυπικά της εργατικής τάξης: είναι προστατευτικός ρουχισμός που μπορεί να φορεθεί πάνω από ένα παλτό ή σακάκι χωρίς τον περιορισμό μιας στολής. Η “υψηλή ορατότητα” ενσαρκώνει το πρόγραμμα των Κίτρινων Γιλέκων: το αίτημα για το δικαίωμα στη δουλειά με συνθήκες που να προστατεύουν τον εργάτη και την οικογένεια. Ενώ ένας αριθμός μειονοτήτων, ιδιαίτερα σεξουαλικών, δίνουν μια δύσκολη μάχη ενάντια στην κοινωνική “αορατοποίηση”, χρειάστηκαν μόλις λίγες μέρες ώστε τα Κίτρινα Γιλέκα να πετύχουν πανεθνική ακόμα και διεθνή ορατότητα.

Τα κίτρινα γιλέκα βοηθούν να οριστεί ένα “μαζί” χωρίς αναφορά σε ένα συγκεκριμένο δόγμα, ιδεολογία ή κόμμα, τίποτα άλλο εκτός από την κληρονομιά ενός δημοκρατικού έθνους, την οποία τα Κίτρινα Γιλέκα αποφεύγουν να αναφέρουν ρητά: είναι ικανοποιημένοι με τα κοινής αποδοχής σύμβολα όπως η γαλλική σημαία, χωρίς καμμιά ουσιαστικά εθνικιστική συνυποδήλωση (αν και μειοψηφία, “μη-λευκοί/μη-λευκές” άντρες και γυναίκες είναι μέρος των Κίτρινων Γιλέκων). Οι μόνοι που ξεπροβάλλουν με θεωρίες είναι διανοούμενοι ή ακτιβιστές, αλλά αυτοί παραμένουν στο περιθώριο ενός κινήματος που δεν εμπιστεύεται το δόγμα και δεν παίζουν κανέναν ηγετικό ρόλο σε μια συνάθροιση που είναι επιφυλακτική στους ηγέτες. Το μόνο θέμα στο οποίο συμφωνούν τα Κίτρινα Γιλέκα είναι το δημοψήφισμα που προτείνεται με λαϊκή πρωτοβουλία, και το οποίο δεν έχει ρεαλιστική πολιτική διέξοδο: προσφέρει στα Κίτρινα Γιλέκα ένα ιδεατό ενοποιητικό στοιχείο, σχεδόν πολύ καλό για να είναι αληθινό, πολύ ουτοπικό για να δημιουργήσει πιθανές πολιτικές διαφωνίες μεταξύ τους, μιας και στερούνται των μέσων για να το επιβάλουν τώρα ή στο ορατό μέλλον.

Ο ρεφορμισμός πέρσι και σήμερα

Παρά την απόρριψη όλων των υπαρχόντων κομμάτων και την άρνησή τους να οικοδομήσουν ένα καινούριο, τα Κίτρινα Γιλέκα αναβιώνουν τυπικά ρεφορμιστικά στοιχεία.

Σε μια μεγάλη πλειοψηφία περιπτώσεων, όπως και τα Κίτρινα Γιλέκα, το εργατικό κίνημα – με την ευρύτερη έννοια – επίσης περιορίζει τις τάξεις σε μια αντίθεση πλουσίων εναντίον φτωχών: με τη λέξη μπουρζουαζία εννοούν μόνο τους πάμπλουτους επιχειρηματίες και τους ολιγάρχες της οικονομίας και με τη λέξη καπιταλισμό μόνο τα τραστ και τα μονοπώλια.

Επιπλέον, το εργατικό κίνημα μπορεί να ισχυρίζεται ότι μάχεται την εκμετάλλευση αλλά, στην πραγματικότητα, δρα στο επίπεδο την σχέσεων διανομής: όπως και τα Κίτρινα Γιλέκα, απαιτεί περισσότερα λεφτά. Όταν μία από τις πρωτοπόρους του κινήματος ρώτησε την κυβέρνηση “Τι κάνετε με τα χρήματά μας;”, απηχούσε, χωρίς να το ξέρει, το σύνθημα του Γαλλικού ΚΚ: “Ας πάρουμε τα λεφτά μας πίσω”. Από την “λάιτ” Αριστερά μέχρι τους πρώην Τροτσκιστές, μέσω των πρώην Σταλινικών, σχεδόν όλοι συμφωνούν με τη μια ή την άλλη εκδοχή ενός σχήματος αναδιανομής (“Ας μοιράσουμε τον πλούτο”, “Μοιράστε τον πλούτο”…).

Όταν ο μισθωτός αποτυγχάνει να πάρει έναν μεγαλύτερο μισθό φτάνοντας στην πηγή του (εκεί που αναπαράγεται η σχέση κεφάλαιο/εργασία) μέσω της άμεσης αντιπαράθεσης με το αφεντικό, το αίτημά του κινείται προς το αποτέλεσμα αυτής της σχέσης: χρήμα, που ο καθένας το έχει, αν και σε εξαιρετικά διαφορετικές ποσότητες. Ο άστεγος, ο Διευθύνων Σύμβουλος, ο ιδιοκτήτης της υπεραγοράς όπως και ο ταμίας, όλοι παίρνουν μέρος σε μια παγκόσμια ροή χρήματος. Τότε, ο μισθωτός δεν στέκει πλέον απέναντι στο κεφάλαιο, απευθύνεται στις δημόσιες αρχές που έχουν κάποια ρυθμιστική δύναμη πάνω στην ανακατανομή του υπάρχοντος πλούτου. Ανάλογα με την ένταση της πίεσης που μπορούν να ασκήσουν οι προλετάριοι, το Κράτος θα τους χαρίσει ή όχι μια πιο “δίκαιη” συμφωνία μέσω ενός κατώτατου μισθού, των συντάξεων για τους πιο ηλικιωμένους και επιδομάτων ανεργίας, κλιμακωτών φορολογικών συντελεστών κλπ.

Όπως είναι καλά γνωστό, στην Ευρώπη και τη βόρεια Αμερική, η οργανωμένη εργασία φθίνει, οι πραγματικοί μισθοί και οι κοινωνικές παροχές έχουν μειωθεί και οι κυβερνήσεις έχουν αυξήσει τα φορολογικά βάρη πάνω στους εργαζόμενους ενώ μοιράζουν ακόμα περισσότερα φορολογικά δώρα στις επιχειρήσεις: περικοπές φόρων για τους πλούσιους, σαν ένα κράτος πρόνοιας από την ανάποδη. Στη Γαλλία, η απόρριψη μιας αύξησης στον φόρο καυσίμων διαμορφώθηκε σε μια ευρύτερη και πιο βαθιά κραυγή, που έφερε μαζί ετερογενείς ομάδας γύρω από έναν κοινό στόχο: την αποκατάσταση ενός δημοκρατικού δημοσίου σώματος, ενός σώματος που να αντιπροσωπεύει και να προστατεύει αληθινά τον “πραγματικό” λαό.

Η απόδοση προτεραιότητας στην αγοραστική δύναμη αντανακλά μια πολιτική στάση. Το εισόδημα του μισθωτού πηγάζει από την εργασία του. Για το αφεντικό, πηγάζει από τη δουλειά του μισθωτού. Αλλά όταν ερχόμαστε στο χρήμα, και για τους δύο, τα ποσά που τους είναι διαθέσιμα εξαρτώνται επίσης σε μεγάλο βαθμό από το πόσα πρέπει να δώσουν στο Κράτος και από το πόσα λαμβάνουν μέσω δημοσίων υπηρεσιών, επιδομάτων κλπ. Τόσο ο ιδιοκτήτης ενός μεγάλου εστιατορίου όσο και ο λαντζέρης του πιστεύουν ότι πληρώνουν πάρα πολλά σε φόρους γι’ αυτά που παίρνουν πίσω. Άλλωστε και οι δύο μπορεί να οδηγούν ένα αμάξι ντίζελ οπότε και οι δυο τιμωρούνται οικονομικά από την αύξηση στο κόστος των καυσίμων.

Είναι απίθανο οποιοσδήποτε ιδιοκτήτης ενός μεγάλου εστιατορίου να συμμετέχει στους αποκλεισμούς των δρόμων αλλά το ζήτημα της αγοραστικής δύναμης είναι ένα πολύ ισχυρό ενοποιητικό στοιχείο. Φυσικά, τα συμφέροντα του ιδιοκτήτη του καταστήματος υποδημάτων είναι αντίθετα με αυτά της πωλήτριας: ένας υψηλότερος μισθός για την δεύτερη θα έβλαπτε τα ωφέλη του πρώτου. Παρ’ όλα αυτά, τα Κίτρινα Γιλέκα τα καταφέρνουν με αυτή την αντίφαση επειδή δεν στοχοποιούν την καπιταλιστική κοινωνική σχέση. Είναι καθήκον και υποχρέωση των δημοσίων αρχών να επιβάλλουν την ισότητα απέναντι στους φόρους (όχι άλλες περικοπές φόρων για τους πλούσιους: στον καθένα ανάλογα με τους πόρους του), και να ρυθμίσει τον ανταγωνισμό (οι υπεραγορές θα πρέπει να πληρώνουν τους γαλακτοπαραγωγούς μια κανονική τιμή για το κόστος παραγωγής). Ελπίζουν να επανορθώσουν την κοινωνική αδικία με την δημόσια δικαιοσύνη και να μετατρέψουν το Κράτος από έναν αντίπαλο σε έναν συνεταίρο, αλλά ένα ανακαινισμένο Κράτος, κάτω από τον έλεγχο των πολιτών χάρις στα συχνά δημοψηφίσματα οργανωμένα με λαϊκή πρωτοβουλία.

Μια μεγάλη διαφορά, όμως, ανάμεσα στον παραδοσιακό ρεφορμισμό και τα Κίτρινα Γιλέκα είναι ότι αρνούνται οποιαδήποτε διαμεσολάβηση: ούτε παρεμβάσεις από τα έξω (κόμματα, συνδικάτα), ούτε από τις ίδιες τις τάξεις τους (όχι ηγέτες). Αυτός ο “ξεσηκωμός πολιτών” κάνει ό,τι μπορεί για να αποστασιοποιηθεί από τα πάντα εκτός από τον εαυτό του. “Όχι Συνδικάτα/Όχι Πολιτική/Μόνο ο Λαός”, διακηρύσσει ένα πλακάτ: η αυτοαναγνώριση του λαού συνοψίζει το πρόγραμμα του λαού. Στην ατζέντα δεν περιλαμβάνονται ούτε κάποια εύλογη μεταρρύθμιση ούτε μια επαναστατική επιδιόρθωση. Αν η πολιτική είναι, όπως είπε ο Βίσμαρκ, η “τέχνη του δυνατού, του εφικτού”, η τέχνη της επιδίωξης και του μοιράσματος της εξουσίας, της διακυβέρνησης και της συμφιλίωσης, τότε τα Κίτρινα Γιλέκα δεν κάνουν πολιτική. Κυριολεκτικά, ζητούν το αδύνατο.

Αστική εξουσία

Το Κράτος και οι πολιτικοί και μηντιακοί υποστηρικτές τους αποσβολώθηκαν από την “εισβολή” και την αποφασιστικότητα των Κίτρινων Γιλέκων. Οι κυβερνώντες πάντα δυσκολεύονται να φανταστούν ότι οι κυβερνώμενοι είναι ικανοί να εξεγερθούν: γι’ αυτούς ο εκρηγνυόμενος όχλος δεν είναι απλά αδιανόητος, είναι παράλογος. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση συνήλθε (οι χειριζόμενοι την εξουσία έχουν ξεπεράσει και παλιότερα κοινωνικές καταιγίδες) και συνέχισε στον δρόμο που ακολουθούσε εδώ και μερικά χρόνια. Τώρα “η εκτελεστική εξουσία ενός μοντέρνου κράτους δεν είναι παρά μια επιτροπή για την διαχείριση των κοινών υποθέσεων ολόκληρης της μπουρζουαζίας”, όπως έγραψε ο Μαρξ το 1848.

Απορρίπτοντας ακόμα και πολύ μετριοπαθείς προτάσεις για να μαλακώσει τη γραμμή του, ο επικεφαλής του Κράτους παρέμεινε σταθερός στην πορεία. Δεν πρέπει να αναμένεται καμμιά αύξηση μισθών, ο στόχος παραμένει η ανάπτυξη του “παραγωγικού κεφαλαίου”, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να μπορούν να ανταγωνιστούν στην παγκόσμια αγορά, και είναι κανονικό και λογικό οι πλούσιοι να παραμένουν πλούσιοι (αυτοί δεν είναι, άλλωστε, που δημιουργούν τον πλούτο και παίρνουν τα ρίσκα;). Οι διαδηλωτές πρέπει να χτυπηθούν με πλαστικές σφαίρες6 μέχρι να υποταχθούν. Συν μερικές δευτερεύουσες παραχωρήσεις, για να χρυσωθεί το χάπι…στην πραγματικότητα περισσότερα απ’ ό,τι πέτυχαν οι καθοδηγούμενοι από τα συνδικάτα αγώνες τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτή είναι η προληπτική αρχή της μπουρζουαζίας, στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδό της.

Το βασικό είναι ότι το “Φορντιστικό-κεϋνσιανό” κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας θα συνεχίσει να ξηλώνεται. Η εκ νέου εισαγωγή του φόρου για τους πλούσιους δεν θα φτωχοποιούσε την άρχουσα τάξη και ίσως να κάλμαρε λίγο τη λαϊκή οργή, αλλά η υποχώρηση στο συγκεκριμένο ζήτημα θα ήταν ένα σημάδι αδυναμίας· και γιατί θα έπρεπε οι υπερ-πλούσιοι να αρκεστούν στα 9,9 εκατομμύρια όταν μπορούν να έχουν 10;

Ο Μακρόν φημίζεται για τον επαναλαμβανόμενο χλευασμό τους για τους στερημένους τα πάντα, αποκαλώντας τους “χαραμοφάηδες”, “αγράμματους”, “αυτοί που δεν κάνουν τίποτα”, κλπ. Είτε χωρίς υπολογισμό είτε εσκεμμένοι, οι χαρακτηρισμοί αυτοί εκφράζουν ανοιχτά την ταξική περιφρόνηση που οι αστοί συνήθως κρατούν μέσα τους. Αυτό είναι αναμενόμενο σε μια κατάσταση που οι κυβερνώντες έχουν το πάνω χέρι και δεν φοβούνται να βεβαιώσουν την κυριαρχία τους δημοσίως. Είναι καλά εδραιωμένο – αν και συνήθως απαρατήρητο – γεγονός ότι οι αστοί έχουν πολύ μεγαλύτερη ταξική συνείδηση από τους προλετάριους. Τα Κίτρινα Γιλέκα είναι ένα ευρύ δυναμικό κίνημα, με ένα διογκούμενο ρεύμα υποστήριξης, που όμως είναι ανίκανο να αμφισβητήσει μια ισορροπία εξουσίας που είναι σε όφελος της αστικής τάξης από τη δεκαετία του 1980.

Η δύναμη του αρνητικού εναντίον της πολιτικής

Τα Κίτρινα Γιλέκα έχουν τη δύναμη του “έργου του αρνητικού”: η ιστορία προχωρά μόνο με βίαιες οδυνηρές αντιθέσεις, “άγριες” και “ακατάληπτες” αρνήσεις που αρχικά μοιάζουν να μην οδηγούν πουθενά, και συνεπώς εκλαμβάνονται ως άτοπες, καταστροφικές και εγκληματικές από τους υπερασπιστές της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης.

Η ιδιομορφία των Κίτρινων Γιλέκων είναι ότι είναι αρνητικοί και ως προς το ίδιο τους το κίνημα: αρνούνται να δώσουν στον εαυτό τους τα αναγκαία μέσα για τους σκοπούς τους. Αυτο-ηττώνται με την έννοια ότι δεν εμπλέκονται στην πολιτική μάχη όπως την γνωρίζουμε συνήθως.

Όσον αφορά το εκλογικό ώφελος που η ακροδεξιά ίσως αντλήσει από τη δυσαρέσκεια των Κίτρινων Γιλέκων, αυτό δεν είναι περισσότερο ενδεικτικό για το κίνημα από ό,τι ήταν οι εκλογές μετά τον Μάη του 1968. Εκείνες οι εκλογές δεν αποκάλυψαν το αληθινό νόημα μιας γενικής απεργίας 3 εβδομάδων και ενός κοινωνικού σεισμού (για την ιστορία, τον Ιούνιο του 1968 η Γκωλική δεξιά κέρδισε μια απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Έναν χρόνο αργότερα, στις προεδρικές εκλογές, η παλιά Αριστερά απέτυχε οικτρά (5%), το ΚΚ είχε τις αλκυονίδες μέρες του (21%) που δεν κράτησαν πολύ γιατί το 1981 το νεογέννητο Σοσιαλιστικό Κόμμα ήρθε στην εξουσία με το ΚΚ ως – πολύ ελάσσονα – συνεταίρο). Μετά από ένα έντονο κοινωνικό κίνημα αυτό που βγαίνει από τις κάλπες είναι τουλάχιστον τόσο σημαντικό για τα όριά του – και τον χαμό του – όσο και για την εσωτερική του φύση. Επιπλέον, το Εθνικό Μέτωπο/Εθνικός Συναγερμός δεν περίμενε τα Κίτρινα Γιλέκα για να αναπτυχθεί και να ευημερήσει.

Στις ευρωεκλογές του Μαΐου του 2019, η μια χούφτα των Κίτρινων Γιλέκων, που ισχυρίζονταν ότι αντιπροσώπευαν το κίνημα, δεν ήταν παρά ένα περιθωριακό φαινόμενο και κανείς δεν εξεπλάγη με την κακή επίδοσή τους. Τα Κίτρινα Γιλέκα επιθυμούν να ακούγονται μάλλον μέσα από την άμεση δράση και όχι την κάλπη, οπότε δεν νοιάζονταν περισσότερο για την εκστρατεία των ευρωεκλογών του 2019 από όσο νοιάζονται συνήθως για τις άλλες. Οι περισσότεροι ψήφισαν απλά τον Μάιο του 2019 όπως ψήφιζαν και πριν, μερικοί υπέρ του Εθνικού Μετώπου, άλλοι – αρκετοί σε αριθμό – δεν μπήκαν στον κόπο να πάνε στις κάλπες. Το μεγαλύτερο “εργατικό κόμμα” στη Γαλλία είναι αυτό της αποχής. Η αποχή έφτασε σε ποσοστό ρεκόρ στις προεδρικές εκλογές του 2017 αλλά έφτασε στο 69% μεταξύ των χειρόνακτων εργατών, στο 65% μεταξύ των εργατών γραφείου και μόνο στο 50% μεταξύ των διευθυντικών στελεχών, των μεσαίων μάνατζερ, των καλοπληρωμένων λευκών-κολλάρων και ανθρώπων που τους έχει παραχωρηθεί έστω και ελάχιστη εξουσία. Όσο χαμηλότερο το εισόδημα και η κοινωνική σου θέση, τόσο λιγότερο ψηφίζεις.

Τα Κίτρινα Γιλέκα δεν είναι το πρώτο κίνημα που υιοθετούν μια πολιτική στάση ενώ απέχουν ταυτόχρονα από αυτό που είναι γνωστό ως πολιτική, δεν νοιάζονται, όμως, ούτε να εφεύρουν καινούριες πολιτικές μορφές. Αυτή η αντίφαση τα γλιτώνει από την “αφομοίωση” και αποτρέπει επίσης τις ενέργειές τους από το να έχουν πραγματικές συνέπειες, γιατί υπάρχουν μόνο δυο τρόποι με τους οποίους θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν: ή παλεύοντας για πλήρη αλλαγή (επανάσταση) ή πιέζοντας για πολύ καλλίτερες δημόσιες πολιτικές (μεταρρύθμιση). Τα Κίτρινα Γιλέκα δεν ακολουθούν κανέναν από τους δύο αυτούς δρόμους. Το κίνημα κάνει γύρω-γύρω τους κύκλους του και, μετά τις ταραχές της 1ης Δεκεμβρίου, έφτασε σε μια νέα κλιμάκωση στις 16 Μαρτίου, αλλά δεν υπάρχουν ταραχές που να μπορούν να αντιστρέψουν την κυρίαρχη τάση.

Παρεμπιπτόντως, είναι παραπλανητικό να μιλάμε για “αντάρτικο πόλης” ή για “προεξεγερσιακή κατάσταση”. Αν και οι λέξεις αυτές είναι ταμπέλες για αλληλένδετα γεγονότα, υπάρχει μια διαφορά. Η ανταρσία συνεπάγεται κάποιου είδους χρήση θανατηφόρων όπλων κι από τις δύο πλευρές. Όταν οι εξεγερμένοι ανεβάζουν το διακύβευμα και ανοίγουν την πιθανότητα ανατροπής και/ή κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, προσφεύγουν σε οπλισμό που μόνο το Κράτος μπορεί νόμιμα να χρησιμοποιήσει: τον Μεσαίωνα, δόρατα, τόξα, σπαθιά κλπ.· στη σύγχρονη εποχή, πυροβόλα. Με τα Κίτρινα Γιλέκα, δεν είναι αυτή η περίπτωση.

Σε αυτές τις περιστάσεις, η διαιώνιση ενός παρακμάζοντος κινήματος δύσκολα θα απέτρεπε τις προσπάθειές του για ξεκαθάρισμα να παραμείνουν στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή: το αίτημα για αυθεντική δημοκρατία. Όποια χειραγώγηση και να εμπλέκεται από την αριστερά ή την άκρα αριστερά, τον Ιανουάριο του 2019 η “Πρώτη Συνέλευση των Συνελεύσεων” στο Commercy (μια συνάντηση 75 αντιπροσωπειών από διάφορες ομάδες των Κίτρινων Γιλέκων), ακολουθούμενη, τρεις μήνες αργότερα, από άλλη μία στο Saint-Nazaire, εξέφρασε αυτό που τώρα είναι η ύψιστη δυνατή συνείδηση του κινήματος: μια γενική δυσαρέσκεια με τους δημόσιους θεσμούς, την τρέχουσα πολιτική, τα υπάρχοντα κόμματα και συνδικάτα. Τα Κίτρινα Γιλέκα προτιμούν τη συμμετοχή σε σχέση με την αντιπροσώπευση· την άμεση δημοκρατία σε σχέση με τον κοινοβουλευτισμό· την πολιτική “από τα κάτω” σε σχέση με τους επαγγελματίες πολιτικούς· από τα κάτω-προς-τα-πάνω σε σχέση με το από τα πάνω-προς-τα-κάτω.

Ακτιβιστές ήλπιζαν ότι ένα εξασθενημένο, αλλά ακόμα επίμονο, κίνημα θα ήταν νερό στον μύλο των διοργανωτών και των διαμορφωτών προγραμμάτων, αλλά προσπάθειες παρέμβασης από τα έξω γνώρισαν ελάχιστη επιτυχία. Όταν η πολιτική και διανοούμενη αριστερά κάλεσε για εφικτά μέτρα και λογικά βήματα δεν επρόκειτο για το είδος εκείνου λόγου που τα Κίτρινα Γιλέκα θέλουν να ακούνε. Τον Ιανουάριο του 2019, η μηνιαία Monde Diplomatique, μια από τις ηγετικές φωνές στη Γαλλία που καλούν για μια “πραγματική Αριστερά”, συνόψισε επαρκώς την μοίρα των μεταρρυθμιστών όταν περιέγραψε τα Κίτρινα Γιλέκα ως “πολιτισμικά ξένα προς τους περισσότερους από όσους δημιουργούν αυτήν εδώ την εφημερίδα και όσους την διαβάζουν”. Αυτό το κίνημα παραείναι ευρύ, ετερογενές και αντιφατικό για να μπορεί οποιοδήποτε παλιό ή νέο κόμμα να του προσφέρει μια συνοχή ή ταυτότητα. Ανέχεται εκπροσώπους ομιλητές για όσο ακολουθούν το κύμα της λαϊκής κινητοποίησης, παραμένουν συναινετικοί και απέχουν από την προαγωγή οτιδήποτε είναι επικίνδυνα συγκεκριμένο, όπως μιας πολιτικής γραμμή ή – ακόμα χειρότερα – μιας εκλογικής δέσμευσης.

Επιπλέον, η αριστερά οδήγησε η ίδια τον εαυτό της εκτός του κινήματος με την άμεση και σταθερη απόρριψη των βίαιων ενεργειών των Κίτρινων Γιλέκων (αυτή ήταν, επίσης, η στάση που πήραν από την αρχή και όλα τα συνδικάτα: η κοινή δήλωσή τους στις 6 Δεκεμβρίου κατήγγελε “όλες τις μορφές βίας”). Κανένα κόμμα δεν μπορεί να δώσει στα Κίτρινα Γιλέκα μια άμεση πολιτική στέγη και να τα χρησιμοποιήσει για να οικοδομήσει μια βάση εξουσίας από μόνο του.

Αν τα Κίτρινα Γιλέκα δεν προκάλεσαν σχεδόν καμμιά στάση εργασίας, αν πολύ σπάνια καλούσαν για απεργίες, αυτό συνέβη επειδή τριάντα χρόνια ήττας βαραίνουν ακόμα πάρα πολύ στην συνείδηση και τη συμπεριφορά του κόσμου: τα Κίτρινα Γιλέκα έχουν ταρακουνήσει αυτό το ιστορικό πλαίσιο, αλλά αυτό απέχει ακόμα πολύ από το ξήλωμά του. Μέχρι τώρα, κοινωνικά κινήματα δεν έχουν φτάσει στο σημείο στο οποίο ο εργάτης στους σιδηροδρόμους, ο “αυτοαπασχολούμενος” οδηγός φορτηγού, ο υπάλληλος του ταχυδρομείου, η εργάτρια στην αποθήκη, η νοσοκόμα και ο δάσκαλος θα μπορούσαν να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν την κοινή αιτία που οργανώνει και διαφεντεύει τις ζωές τους: τη μισθωτή εργασία. Στους πρώτους μήνες του 2019, καλέσματα για μια γενική απεργία, ως τρόπου επέκτασης του κινήματος, είχαν πολύ λίγες πιθανότητες να ακουστούν. Είναι ένα εντυπωσιακό χτύπημα που αφήνει όσους/ες συμμετέχουν σε αυτό τόσο ενδυναμωμένους όσο και άναυδους. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βίωσαν την αυτοοργάνωση, την ανυπακοή, την έλλειψη σεβασμού για τους πολιτικούς, τον νόμο και την τάξη, την αστυνομία και, καθόλου ασήμαντο, για τα ΜΜΕ. Η ιστορία, παρ’ όλα αυτά, είναι ένας φτωχός δάσκαλος. Μια εκτεταμένη κοινωνική εξέγερση δεν είναι κάποιο σχολείο στο οποίο οι μαθητές μαθαίνουν με δοκιμή και λάθη, βήμα-βήμα. Συγκρίνοντας το παρελθόν και το παρόν: οι ψεύτικες αναμνήσεις αφθονούν. Ό,τι θα απομείνει από τα Κίτρινα Γιλέκα δεν εξαρτάται από τα ίδια.

G.D., Ιούνιος 2019

Για περισσότερο διάβασμα

Tristan Leoni, Sur les Gilets Jaunes

Ένα σημαντικό, για τους Γάλλους αναγνώστες, δοκίμιο με λεπτομέρειες για την αρχή της εξέγερσης· τις γεωγραφικές ρίζες της· την ταξική σύνθεσή της· τα αιτήματά της· τον σημαντικό ρόλο που έπαιξαν οι γυναίκες· την σχέση των Κίτρινων Γιλέκων με την πολιτική· τον συχνά σχολιασμένο αλλά, παρ’ όλα αυτά, περιθωριακό ρόλο του σεξισμού, της ομοφοβίας, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού· την υπόρρητη παρουσία της ακροδεξιάς ιδεολογίας καθώς και την αποτυχία των ακροδεξιών πολιτικών ομάδων να διεισδύσουν στο κίνημα· την αποσύνδεση ανάμεσα στα Κίτρινα Γιλέκα και την αριστερά και την άκρα αριστερά· την αυτοοργάνωση των Κίτρινων Γιλέκων· τη λειτουργία της βίας· και το πώς χάθηκε σταδιακά η αρχική ορμή όταν μειώθηκαν οι αποκλεισμοί των δρόμων και οι διαδηλώσεις του Σαββάτου έφτασαν να επαναλαμβάνουν τον εαυτό τους.

Για να διατηρήσουμε το παρόν δοκίμιο σύντομο, δεν ασχοληθήκαμε με το ζήτημα “απεργία/αποκλεισμός”. Επιτρέψτε μας απλά να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από τον T. Leoni:

“ [..] τα Κίτρινα Γιλέκα [..] έβαλαν σαν στόχο την κυκλοφορία μάλλον και όχι την παραγωγή. Παρ’ όλα αυτά ο αποκλεισμός σημαίνει το μπλοκάρισμα της δουλειάς άλλων ανθρώπων. Είναι μόνο επειδή κάποιοι εργάτες παράγουν προϊόντα και κάποιοι άλλοι τα μεταφέρουν που ο αποκλεισμός έχει την όποια “επίδραση”: με άλλα λόγια, το μπλοκάρισμα είναι το αποτέλεσμα μιας μειοψηφίας, επειδή η πλειοψηφία δεν κατεβαίνει σε απεργία. Εξ ορισμού, η σφαίρα της κυκλοφορίας δεν είναι κεντρική, [η κυκλοφορία] δεν είναι παρά το “προς τα πάνω” και το “προς τα κάτω” ρεύμα της παραγωγής. [..] Τον Μάη του 1968, όταν 10 εκατομμύρια εργάτες κατέβηκαν σε απεργία, δεν υπήρχε πια ροή για να μπλοκαριστεί! Συνεπώς, για να γίνει επανάσταση, το μπλοκάρισμα ή το σταμάτημα της παραγωγής δεν είναι αρκετό [..]: είναι αναγκαίο να αλλάξει η παραγωγή από πάνω ως κάτω (και επομένως πιο πιθανό να καταργηθεί μεγάλο κομμάτι της), καθώς και να αλλάξουν οι κοινωνικές σχέσεις που την συνοδεύουν. Αυτό είναι μάλλον δύσκολο αν εξεγείρεσαι μόνο στον ελεύθερο χρόνο σου”.

  • Για το προλεταριάτο ως αυτούς “που δεν έχουν αποθέματα”: Bordiga, Class Struggle and “Bosses’ Offensives, 1949

  • “Οι προλετάριοι (..) δεν έχουν τίποτα δικό τους για να ασφαλίσουν και να (κατ)οχυρώσουν· η αποστολή τους είναι να καταστρέψουν όλα τα προηγούμενα αξιόγραφα και ασφάλειες, για την ατομική ιδιοκτησία” (Κομμουνιστικό Μανιφέστο, Πρώτο Μέρος).

  • Call of the First Assembly of Assemblies in Commercy, 27 Ιανουαρίου 2019.

  • Η πρωτοτυπία και η ασυνέπεια των Κίτρινων Γιλέκων μπέρδεψε τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες, αριστερούς ή μη. Μια εξαίρεση ήταν η Πάμελα Άντερσον η οποία έγραψε ήδη από τις 4 Δεκεμβρίου του 2018: “Όταν οι διαδηλωτές καταστρέφουν αυτοκίνητα και καίνε μαγαζιά, επιτίθενται συμβολικά στην ατομική ιδιοκτησία που είναι η βάση του καπιταλισμού. Όταν επιτίθενται στους αστυνομικούς απορρίπτουν συμβολικά και προκαλούν τις κατασταλτικές δυνάμεις του κράτους – δυνάμεις που πρωτίστως προστατεύουν το κεφάλαιο”. Η δήλωσή της ήρθε σε μια στιγμή που το κίνημα συγκέντρωνε ορμή, σε εντυπωσιακή αντίθεση με την καθυστερημένη αναγνώριση από 1400 Γάλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες που περίμεναν μέχρι τις 4 Μαΐου του 2019, όταν τα Κίτρινα Γιλέκα έχαναν την ενέργειά τους, για να δηλώσουν δημοσίως ότι αυτή η διαμαρτυρία ήταν άξια υποστήριξης. Φαίνεται ότι η πρώην τηλεοπτική και κινηματογραφική σταρ του Baywatch Πάμελα ήταν πολύ πιο εύστοχη από ένα ολόκληρο τσούρμο προσωπικοτήτων από τον κόσμο της κουλτούρας. Pamela Anderson Gilets Jaunes & I

  • Για να βοηθήσουμε να θέσουμε την κρίση με τα Κίτρινα Γιλέκα στο πλαίσιο της σύγχρονης περιόδου: Call of the Void 2003, In for a Storm. A Crisis on its Way, 2007
    Πιο συγκεκριμένα: From Crisis to Communisation, PM Press, 2019, κεφάλαιο 4, “Crisis of Civilisation”.

  • Το παράθεμα στην αρχή αυτού του κειμένου είναι από τα άπαντα του George Bataille (ο δεύτερος τόμος περιέχει συλλογές αδημοσίευτων χειρογράφων και σχεδιασμάτων από την περίοδο 1922-1940: Oeuvres, Gallimard, 1970).

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.troploin.fr/node/98.

2 Στμ. Τα περίφημα “banlieues”, στα Γαλλικά.

3 Στμ. Ναι γιατί το κοινό στοιχείο είναι ίσως ότι και στα banlieue έχουμε να κάνουμε με μια σύνθεση περισσότερο “λούμπεν” προλεταριακή που, επίσης, δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της ως προλεταριάτο (ή εργατική τάξη).

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: essentialise. Ότι τους αποδίδεται μια “ουσία”.

5 Στμ. Τύπος σακακιού που σχεδιάστηκε από τον Άγγλο George Key το 1888 και έγινε τυπικό ρούχο για τους χειρόνακτες εργάτες στη Βρετανία καθώς και για τα μέλη των συδικάτων και της πολιτικής αριστεράς. Το όνομα “donkey” προέρχεται από το ότι πολλοί από τους εργάτες που το φορούσαν δούλευαν στις λεγόμενες “γαϊδουρομηχανές” [donkey engines], ατμομηχανές με ευρεία χρήση στην υλοτομία, τις εξορύξεις και την ναυτιλία.

6 Στμ. Στο πρωτότυπο: flash-balled to submission.

Η Χρονιά που ο Κόσμος έγινε viral1

Gilles Dauvé2

το κείμενο σε pdf

 

Μέχρι τις πρώτες μέρες του 2020, όταν οι Δυτικοί μιλούσαν για “ιούς” εννοούσαν συνήθως ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τους υπολογιστές τους (οι Ασιάτες ήταν ομολογουμένως πιο ενημερωμένοι). Φυσικά, όλοι ήξεραν την ιατρική σημασία της λέξης, αλλά αυτοί οι ιοί ήταν πολύ μακριά (Ebola), σχετικά σιωπηλοί, παρά τους 3 εκατομμύρια θανάτους τον χρόνο από το AIDS (HIV), ακόμα και μπανάλ (από μόνη της η χειμωνιάτικη γρίππη προκαλεί “μόνο” 10.000 θανάτους κάθε χρόνο στη Γαλλία). Αλλά ακόμα και αν χτυπούσε η αρρώστια, η ιατρική έκανε θαύματα. Είχε ακόμα-ακόμα ξεπεράσει και την ίδια την απόσταση : από τη Νέα Υόρκη, ένας χειρουργός μπορούσε να εγχειρήσει έναν ασθενή στο Στρασβούργο.

Τότε, ήταν κυρίως οι μηχανές που αρρώσταιναν.

Μέχρι τις πρώτες μέρες του 2020.

Πεθαίνεις με τον ίδιο τρόπο που ζεις

Η Covid-19 είναι μια μεταδοτική ασθένεια με έναν ρυθμό μετάδοσης πολύ μεγαλύτερο από αυτόν της γρίππης: προκαλεί λίγες σοβαρές περιπτώσεις, αλλά η σοβαρότητά τους είναι ακραία, ιδιαίτερα για άτομα υψηλού κινδύνου (κυρίως άτομα άνω των 65) και απαιτεί νοσηλεία σε μονάδες εντατικής θεραπείας για ασθενείς που κινδυνεύουν να πεθάνουν. Εξ ου και η ανάγκη για ελέγχους σε μεγάλη κλίμακα.

Οι επιδημίες και οι πανδημίες δεν είναι κάτι καινούριο.

Στην εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η πανούκλα πιθανόν στοίχισε τη ζωή 10 εκατομμυρίων θυμάτων από το 166 μέχρι το 189 μΧ. Μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1918, 20 με 100 εκατομμύρια θάνατοι αποδόθηκαν στην “ισπανική” γρίπη. Την ίδια περίοδο, ο τύφος σκότωσε 3 εκατομμύρια Ρώσους στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Το 1957-1958, η “Ασιατική” γρίπη προκάλεσε τον θάνατο 3 με 4 εκατομμυρίων ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο. Η γρίπη του “Χονγκ Κονγκ” εκτιμάται ότι ευθύνεται για 1 εκατομμύριο θανάτους παγκοσμίως (στη Γαλλία 31.000) μεταξύ του καλοκαιριού του 1968 και της άνοιξης του 1970.

Εντυπωσιακοί, πραγματικά, αριθμοί, συχνά αβέβαιοι (η διαφορά μεταξύ 20 και 100 εκατομμυρίων ή ακόμα και μεταξύ 3 και 4, είναι μια αρκετά μεγάλη διαφορά), μερικές φορές διαγραμμένοι από τη συλλογική μνήμη: στη Γαλλία, πριν από τον Φεβρουάριο του 2020, κανείς δεν θυμόταν τους 31000 ανθρώπους που πέθαναν το διάστημα 1968-1970 (εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν γενικά μέτρα δημόσιας υγείας και ο τύπος αγνοούσε ή ελαχιστοποιούσε την επιδημία).

Κατακλυζόμαστε από στατιστικά της Covid-19 που είναι τόσο πιο ακατανόητα όσο αλλάζουν τα κριτήριά τους. Όλα αλλάζουν, άσχεται από το αν κάποιος παρατηρεί τον αριθμό των θανάτων από την αρχή της επιδημίας ή σε μια συγκεκριμένη μέρα, τον αριθμό των κρουσμάτων, την αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων σε σύγκριση με μια συγκεκριμένη μέρα, τον ρυθμό μεταδοτικότητας, τις εισαγωγές στα νοσοκομεία ή στις ΜΕΘ. Όσο περισσότερα τεστ γίνονται (στις περισσότερες χώρες τα τεστ ήταν πολύ σπάνια τους πρώτους μήνες) τόσο περισσότεροι άνθρωποι καταγράφονται ως μολυσμένοι, ανεξάρτητα από το αν ο αριθμός των θυμάτων αυξάνεται ή μειώνεται.

Είμαστε εξοικειωμένοι τώρα με τη διαφορά μεταξύ της νοσηρότητας, της θνησιμότητας και της φονικότητας3, με την τελευταία να είναι η πιο σημαντική καθώς το ποσοστό της είναι ενδεικτικό της αναλογίας των σχετιζόμενων με την ασθένεια θανάτων ως προς τον συνολικό αριθμό των ασθενών. Χωρίς να ξεχνάμε την διάκριση ανάμεσα στα φαινομενικά και τα πραγματικά ποσοστά φονικότητας. Μόνο το δεύτερο δίνει την αναλογία του αριθμού των θανάτων προς τον αριθμό των περιπτώσεων που έχουν πραγματικά διαγνωστεί θετικά· το πρώτο βασίζεται αποκλειστικά σε εκτιμήσεις για τον αριθμό αυτών που έχουν προσβληθεί.

Είναι εξίσου δύσκολο να καταλάβουε τον “αριθμό R”, που αποτελεί μέτρο της ικανότητας διάδοσης μιας μολυσματικής ασθένειας. Στην περίπτωση της Covid-19, ο ρυθμός ενημέρωσης για τις νέες περιπτώσεις είναι ευκολότερο να οριστεί (υπάρχουν τρεις τέτοιοι ορισμοί στη Γαλλία) παρά να υπολογιστεί και οι εκτιμήσεις διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα.

Όσον αφορά τους αριθμούς, είναι αλήθεια ότι 9 στα 10 άτομα που πεθαίνουν από Covid είναι άνω των 65, αλλά, συνδυάζοντας όλες τις αιτίες θανάτου, η αναλογία ηλικιωμένων που πεθαίνουν τώρα δεν είναι τόσο μεγαλύτερη από αυτή στις περιόδους που δεν υπήρχε η Covid-19 – πεθαίνουν λόγω μεγάλης ηλικίας, από ασθένειες, από φτώχεια και σχετικές με αυτήν ασθένειες.

Εν ολίγοις, βρισκόμαστε με ένα συνονθύλευμα από διαρκώς επικαιροποιημένα και αντικρουόμενα δεδομένα. Και παρά τη σημαντικότητά τους, οι αριθμοί για την Covid-19 χάνουν τη γενικότερη εικόνα: αν και μας λένε το εύρος της πανδημίας (πάνω από 1,7 εκατομμύρια θάνατοι το 2020) παραβλέπουν τις κοινωνικές αιτίες της και τις συνέπειές τους.

Όπως κάθε σοβαρή ασθένεια, η Covid-19 είναι πιθανόν να σκοτώσει ανθρώπους εξασθενημένους από την ηλικία, από κάποια άλλη ασθένεια και/ή έναν τρόπο ζωής που αποδυναμώνει: κακή διατροφή, ατμοσφαιρική ρύπανση (που εκτιμάται ότι σκοτώνει 7 με 9 εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο), χημική μόλυνση, καθιστική ζωή, ηλικιωμένοι που είναι χωρίς εργασία και συνεπώς εκτός κοινωνίας – όλοι οι παράγοντες που συμβάλλουν ώστε να έχουν συνέπειες όπως ο διαβήτης και ο καρκίνος…είναι ευνοϊκό έδαφος για την Covid. Από τους 31.000 θανάτους που καταγράφηκαν στη Γαλλία στα τέλη του Αυγούστου του 2020, τουλάχιστον οι 7500 θεωρείται ότι οφείλεται σε συν-θνησιμότητα (25% προκληθέντες από αρτηριακή υπέρταση, 34% από καρδιακά νοσήματα).

Διάφοροι μη μετρήσιμοι παράγοντες αν ληφθούν από κοινού προκαλούν ένα μη ποσοτικοποιήσιμο “πλεόνασμα” θνησιμότητας με ταξική διάσταση: ανεργία, ανθυγιεινή στέγη, junk food (η παχυσαρκία είναι πιο διαδεδομένη μεταξύ των φτωχών). Η φυματίωση (με 1,5 εκατομμύρια θανάτους το 2014) επανεμφανίστηκε στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 εξαιτίας των ανθυγιεινών συνθηκών στις πόλεις και της αυξανόμενης φτώχειας. Αν είστε άρρωστος, είναι καλλίτερο να είστε πλούσιος…και Λευκός, συνήθως: “όταν ένας λευκός έχει ένα κρύωμα, ένας μαύρος έχει πνευμονία”, λένε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όλες αυτές οι συνθήκες γίνονται χειρότερες από το ανθρώπινο κόστος της καραντίνας: χαμηλότερο εισόδημα, ανησυχία, κατάθλιψη, στέρηση επισκέψεων για όσους ζουν σε οίκους ευγηρίας κλπ.

“Ένα ‘άτομο με προϋπάρχον ιατρικό ιστορικό’ είναι συχνά μια άλλη λέξη για το ‘ηλικιωμένος εργάτης/προλετάριος’. [..] Ένας μεσήλικας άντρας ‘με χαμηλά προσόντα’ έχει οχτώ φορές μεγαλύτερο ρίσκο να βγει στη σύνταξη πρόωρα εξαιτίας ενός καρδιαγγειακού νοσήματος από έναν άντρα της ίδιας ηλικίας ‘με υψηλά επαγγελματικά προσόντα’” (Wildcat: δείτε την αναφορά στο “Περισσότερο διάβασμα”).

Αυτός ο συνδυασμός κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, παρά τον σημαντικό ρόλο του στη διάδοση των ασθενειών, είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί και συνεπώς διαφεύγει της εξονυχιστικής μελέτης της στατιστικής.

Συνάντησε ένας πανγκολίνος μια νυχτερίδα; Ή πήγε λάθος κάποιο εργαστηριακό πείραμα; Πιθανόν να μην μάθουμε ποτέ. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: ο καπιταλισμός είναι συν-νοσηρός. Ο καπιταλιστικός πολιτισμός δεν δημιούργησε την Covid-19, αλλά σίγουρα βοήθησε την εξάπλωσή του μέσα από την όλο και πιο ευρεία κυκλοφορία ανθρώπων και προϊόντων, την επιταχυνόμενη ανθυγιεινή παγκόσμια αστικοποίηση, τη βιομηχανική γεωργία που ευνοεί τα παθογόνα, και την υποβάθμιση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας στις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, από τις 11 παγκόσμιες ιογενείς πανδημίες οι 5 έχουν συμβεί στα τελευταία 20 χρόνια.

“Να κυβερνάς σημαίνει να προβλέπεις”: ένας κανόνας που η καπιταλιστική κοινωνία δεν τον αγνοεί, αλλά που τον εφαρμόζει με τη δική της λογική. Οποτεδήποτε η πρόληψη είναι ένα εμπόδιο στον ανταγωνισμό μεταξύ των εταιριών, στην αναζήτηση του ελάχιστου κόστους παραγωγής, στα κέρδη και τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, η πρόληψη έρχεται στη δεύτερη θέση. Η αρχή της προληπτικότητας δεν θα είναι ποτέ προτεραιότητα σ’ αυτή την κοινωνία.

Κάνοντας το κακό χειρότερο

Η τραγωδία που έχει ξεδιπλωθεί δεν ήταν βιολογικά προκαθορισμένο να πάρει τη μορφή που έχει πάρει. Αν και περισσότερο μεταδοτική και φονική απο την εποχιακή γρίπη, η Covid-19 είναι αβλαβής για μια τεράστια πλειοψηφία αλλά πολύ σοβαρή για ένα μικρό ποσοστό, πιθανόν 1 στα 1000 άτομα που προσβάλλονται. Θα ήταν σχετικά εύκολο να περιοριστεί η πανδημία με συστηματικό έλεγχο των ατόμων που έχουν μολυνθεί ήδη από την στιγμή που εμφανίζονται οι πρώτες περιπτώσεις, ιχνηλατώντας τις κινήσεις τους και τοποθετώντας τα (λίγα) άτομα που προσβάλλονται σε καραντίνα. Η τεχνική του ελέγχου απαιτεί την οργάνωση και τον εξοπλισμό που οι υψηλά βιομηχανοποιημένες χώρες μπορούν να κατασκευάσουν και να οργανώσουν σε λίγες εβδομάδες. Μαζί με την μαζική διανομή μασκών σε ολοκληρο τον πληθυσμό που ενδέχεται να μολυνθεί. Η διάλυση, όμως, το ξεχαρβάλωμα των συστημάτων υγείας στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, βοήθησαν να μετατραπεί αυτός ο ιός σε μια καταστροφή.

Αυτό είναι αρκετά γνωστό, αλλά θέτει το αυτονόητο ερώτημα:

Γιατί ένας στους τρεις κατοίκους της Γης τέθηκε σε καραντίνα για εβδομάδες, μερικές φορές μήνες, και γιατί αυτό συμβαίνει και πάλι, αν και με διαφορετικό τρόπο, οποτεδήποτε τα κράτη το κρίνουν απαραίτητο (το Ισραήλ τον Σεπτέμβριο του 2020, η Ουαλία και η Ιρλανδία αργότερα, στη συνέχεια η Αγγλία, η Γαλλία και ακόμα περισσότερες χώρες…);

Αν είναι αλήθεια ότι η διεθνοποίηση του καπιταλισμού τον καθιστά πιο ευάλωτο, αυτό δεν αρκεί για να εξηγήσει τη μερική παράλυση της παγκόσμιας οικονομίας. Γιατί η μάχη εναντίον της μετάδοσης του ιού πήρε τη μορφή του εγκλεισμού πληθυσμών, με το αναγκαστικό κλείσιμο ενός μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων;

Φάση Ένα: Η Κασσάνδρα προειδοποιεί

“Στις αρχές του 2018, στη διάρκεια μιας συνάντησης του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας [..], ειδικοί [..] εισήγαγαν τον όρο “Ασθένεια X”: προέβλεπε ότι η επόμενη πανδημία θα προκαλούνταν από ένα άγνωστο, καινούριο παθογόνο, που δεν θα είχε μέχρι τότε εισέλθει στον ανθρώπινο πληθυσμό. Η Ασθένεια Χ θα προερχόταν πιθανόν από έναν ιό με προέλευση από ζώα και θα μπορούσε να εμφανιστεί σε κάποιο σημείο του πλανήτη στο οποίο η οικονομική ανάπτυξη φέρνει κοντά τους ανθρώπους και την άγρια φύση. Η Ασθένεια Χ θα συγχεόταν πιθανόν με άλλες ασθένειες στις αρχές του ξεσπάσματός της και θα διαδιδόταν γρήγορα και σιωπηλά· εκμεταλλευόμενη τα δίκτυα ανθρώπινης μετακίνησης και εμπορίου, θα έφτανε σε πολλές χώρες εμποδίζοντας τον περιορισμό της. Η Ασθένεια X θα είχε ένα ποσοστό θνησιμότητας μεγαλύτερο από μια εποχιακή γρίπη αλλά θα διαδιδόταν εξίσου εύκολα με την γρίπη. [..] Εν ολίγοις, η Covid-19 είναι η Ασθένεια X” (Michael Roberts, 15 Μαρτίου 2020).

Φάση Δύο: Η Κασσάνδρα δεν εισακούγεται

Η προειδοποίηση του 2018 έπεσε σε μη ευήκωα ώτα. Λιγότερο από δυο χρόνια αργότερα, όταν η ασθένεια που είχε όλα τα γνωρίσματα της ασθένειας “Χ”, εμφανίστηκε, τα κράτη ξεκίνησαν υποβαθμίζοντας ή και αρνούμενα εντελώς το ζήτημα.

Ήδη από τις 31 Δεκεμβρίου του 2019, οι αρχές της Ταϊβάν είχαν προειδοποιήσει τον ΠΟΥ για τους κινδύνους του ιού, αλλά η ηγεσία του ΠΟΥ αμφισβήτησε τη σοβαρότητα της κατάστασης. Το ίδιο έκαναν και οι περισσότερες κυβερνήσεις, και η πανδημία παρέμεινε αόρατη για αρκετό καιρό στην Ασία, όπως και στις ευρωπαϊκές χώρες, που ανίχνευσαν τον ιό αρκετές εβδομάδες αργότερα. Στις 30 Ιανουαρίου, ο διευθυντής του ΠΟΥ επισκέφθηκε την Κίνα, δήλωσε ότι όλα ήταν υπό έλεγχο και εξήρε τις κινεζικές αρχές. Τοποθετήθηκε επίσης κατά οποιωνδήποτε περιορισμών στα ταξίδια και τις μετακινήσεις, τη στιγμή που η Ταϊβάν ήταν κλειστή ήδη για έναν μήνα.

Σχεδόν όλα τα κράτη έδωσαν προτεραιότητα στα οικονομικά συμφέροντα και δεν πήραν προστατευτικά μέτρα, όπως η διακοπή των αεροπορικών συνδέσεων με την Κίνα.

Η επαρχία του Μπέργκαμο είναι μια ενδεικτική περίπτωση σχετικά με αυτό. ‘Ηταν μια από τις περιοχές του κόσμου που χτυπήθηκαν περισσότερο από τον ιό. Στην κλωστοϋφαντουργία της οι περισσότερες επιχειρήσεις είναι ιταλοκινεζικές κοινοπραξίες. “Κινέζοι τεχνικοί και υπεργολάβοι ταξιδεύουν διαρκώς μεταξύ Κίνας και Μπέργκαμο […] μερικοί ταξιδεύουν ακόμα και κάθε βδομάδα. Ο ιός ήρθε πιθανόν στην Ιταλία μέσω αυτών των ταξιδιών τον Δεκέμβριο ή τον Ιανουάριο. Όταν η ιταλική κυβέρνηση απαγόρευσε τις απευθείας πτήσεις στην Κίνα, οι εταιρείες οργάνωσαν αεροπορικές συνδέσεις μέσω της Μόσχας ή της Μπανγκόκ – κόσμος ερχόταν στη χώρα χωρίς κανέναν έλεγχο [..]” (Wildcat). Στις 28 Φεβρουαρίου, τα αφεντικά ξεκίνησαν μια καμπάνια με τίτλο “το Μπέργκαμο εξακολουθεί να δουλεύει!”: ζήτησαν συγγνώμη (και αυτό μετά από πέντε εβδομάδες) αλλά κατάφεραν να συνεχιστεί η παραγωγή σχεδόν μέχρι τα τέλη Μαρτίου.

Στη Γαλλία, την Κυριακή 14 Μαρτίου ήταν πολιτικό καθήκον του καθενός να βγεί από το σπίτι του και να πάει να ψηφίσει στις δημοτικές εκλογές.

Φάση Τρία: η υγειονομική διαχείριση αποκτά προσωρινή προτεραιότητα σε σχέση με τις επιταγές της οικονομίας

Όταν οι εκτιμήσεις των επισήμων διαψεύστηκαν από τις συνθήκες της πραγματικότητας, οι κυβερνήσεις δεν μπορούσαν πλέον να παραμερίσουν το ζήτημα και προσπάθησαν να το αντιμετωπίσουν σύμφωνα με τη λογική τους και τα μέσα που διαθέτουν. Σε μια χώρα όπως η Γαλλία το γεγονός αποκάλυψε την έκταση στην οποία η σύγχρονη ψευδο-αφθονία αποκρύπτει μια πραγματική έλλειψη: η “7η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου” δεν έχει νοσοκόμες/ους, κρεβάτια νοσοκομείων, τεστ, μέσα προστασίας…Έτσι, την Τρίτη 16 Μαρτίου, οι Γάλλοι πολίτες υποχρεώθηκαν να μείνουν στα σπίτια τους υπό την απειλή προστίμου ή πιθανής φυλάκισης.

Στις περισσότερες Δυτικές χώρες το σύστημα υγείας λειτουργεί, τώρα, με την αρχή του αντιτίμου για την παρεχόμενη υπηρεσία: δηλαδή, θεραπεία της αιτίας πριν από τον ασθενή. Τα νοσοκομεία λειτουργούν σε μια just-in-time4 βάση: όπως μια κλωστοϋφαντουργία ή ένα σουπερμάρκετ, διαθέτουν προσωπικό και εξοπλισμό που είναι απολύτως απαραίτητο, θεωρούν ένα ελεύθερο κρεβάτι απώλεια χρημάτων, αναθέτουν εξωτερικά οτιδήποτε θεωρείται ως μη ουσιώδες και, αν χρειαστεί, προσλαμβάνουν έκτακτο προσωπικό με βραχυπρόθεσμες συμβάσεις εργασίας. Τον Σεπτέμβριο του 2019, λίγους μόλις μήνες πριν από την κρίση, το γαλλικό ΕΣΥ εισήγαγε τους “διαχειριστές κλινών” επιφορτισμένων να “εξομαλύνουν τη ροή εισαγωγής και εξόδου ασθενών στους διαφόρους θαλάμους”.

Συνεπώς, από τη στιγμή που χάθηκε η πρώτη φάση (του μαζικού ελέγχου) και υπήρχε έλλειψη ανθρώπινων και υλικών πόρων, επιβλήθηκαν ο εγκλεισμός στο σπίτι και η απαγόρευση κυκλοφορίας: δεν προστατεύουν τόσο τον πληθυσμό από τον ιό όσο το κράτος από την ίδια την κακοδιαχείριση της πανδημίας εκ μέρους του. Ο εγκλεισμός στο σπίτι προσφέρει τόση προστασία στους ανθρώπους όση και αυτή που προσφέρει η οργανωμένη από το κράτος πολιτική άμυνα στη διάρκεια ενός αεροπορικού βομβαρδισμού που προκαλείται από έναν πόλεμο που έχει εξαπολύσει το ίδιο αυτό κράτος.

Επειδή οι κυβερνήσεις ήταν ανίκανες να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της κρίσης που βοήθησαν να δημιουργηθεί, η μόνη διέξοδος ήταν να εκφοβιστεί ο πληθυσμός στην υποταγή, καταφεύγοντας σε διαδοχικά τεχνάσματα. Ο επίσημος λόγος ακροβατεί στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στον καθησυχασμό και στην κινδυνολογία με τη βοήθεια της “επιστημονικής κοινότητας” και την ενισχυτική αντήχηση των ΜΜΕ.

Στα περισσότερα μέρη του κόσμου, ο εγκλεισμός – οδηγώντας στο μερικό σταμάτημα της παραγωγής και του εμπορίου – αποδείχτηκε ο μοναδικός τρόπος για τον προσωρινό περιορισμό της επιδημίας. Αυτό που δεν μπορείς να υπερνικήσεις θα πρέπει να το διαχειριστείς λάθος και αν δεν υπάρχει έτοιμο κάποιο σχέδιο έκτακτης ανάγκης, αυτοσχεδιάζεις, μεταμφιέζοντας την πανωλεθρία σε πολιτική. Το κλειδί είναι να διατηρείς τον έλεγχο – ή να προσποιείσαι ότι τον έχεις, με αρνητικές συνέπειες τόσο για τις μεγάλες όσο και τις μικρές επιχειρήσεις.

Φάση Τέσσερα: επιστροφή στα συνηθισμένα – όχι ακριβώς

Μετά από δύο μήνες, η πανδημία, μακράν του να έχει τελειώσει, και, μάλιστα, αποδεικνυόμενη ακόμα πιο θανατηφόρα σε μερικές χώρες, έμοιαζε αρκετά διαχειρίσιμη χωρίς κάποιες σοβαρές κοινωνικο-πολιτικές συνέπειες. Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των νεκρών είχε περάσει την ηλικία της εργασιακής απασχόλησης: στις ΗΠΑ, ήδη στις 9 Σεπτεμβρίου του 2020 το 78% των θυμάτων τηςCovid ήταν ηλικίας άνω των 65 ετών· στη Γαλλία αυτό ίσχυε για το 90% όσων είχαν αποβιώσει μεταξύ της 1ης Μαρτίου και της 28ης Αυγούστου. Για όσους είναι σε εργασιακά ενεργή ηλικία, όμως, η πιθανότητα θανάτου εξαιτίας της Covid ήταν χαμηλή: ήταν, συνεπώς, επιτακτικό να σταλούν πίσω στα εργοστάσια ή στα γραφεία – με την υπόσχεση, φυσικά, επαρκούς προστασίας. Ο κόσμος είχε περιορισμένη ή καμμιά πρόσβαση στα εστιατόρια, τα “μη απαραίτητα” ψώνια ήταν δύσκολο ή αδύνατον να γίνουν, τα πάρτυ περιορισμένα ή απαγορευμένα, αλλά τα πλήθη έπρεπε να στοιβάζονται στα τραίνα του προαστιακού καθοδόν για τους τόπους δουλειάς τους. Η εργασία δεν είναι μόνο το μέσο για να βγάζει κανείς λεφτά, είναι ο βασικός κοινωνικός ρυθμιστής και πειθαρχεί τους ανθρώπους.

Η “ισπανική” γρίπη και η γρίπη του “Χονγκ Κονγκ” κράτησαν αμφότερες δυο χρόνια. Αντί να εξαφανίζεται σταδιακά και ομοιόμορφα, η Covid-19 μπορεί να μειώνεται σε λίγες περιοχές, αλλά σε άλλες υπάρχουν εξάρσεις. Αν και οι περιορισμοί στην καθημερινή ζωή και οι απαγορεύσεις έχουν αρθεί μερικά σε κάποιες χώρες, σε κάποιες άλλες γίνονται αυστηρότερες. Με εμβόλια ή χωρίς, οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν πρόχειρα μέτρα με ένα σύστημα διαβαθμίσεων, επαναεισάγουν απαγορεύσεις κυκλοφορίας, κλείνουν και ξανανοίγουν σύνορα, στρίβουν ή χαλαρώνουν τις βίδες, ανάλογα με τη διάδοση της επιδημίας, τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας γενικά και των αγορών ειδικότερα.

Κηρύσσοντας πόλεμο

Κυβερνήσεις και θεσμοί ανακηρύσσουν εαυτούς σε πόλεμο με έναν “αόρατο εχθρό”. Ας πάρουμε λοιπόν αυτό που λένε κυριολεκτικά.

Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της κοινωνίας (στον σημερινό κόσμο, της καπιταλιστικής κοινωνίας) με άλλα μέσα, αλλά, επίσης, και η προσωρινή διατάραξη των βασικών στοιχείων της. Άσχετα από το αν μια χώρα κερδίζει ή χάνει έναν πόλεμο, το κόστος για τις άρχουσες τάξεις της δεν είναι αμελητέο και συχνά αποδεικνύεται ότι είναι υπερβολικό: μπορεί να αφήσουν όλον ή ένα μέρος του πλούτου ή της εξουσίας τους πίσω. Αλλά το αν μια σύγκρουση έχει λογική όχι δεν μπορεί να κατανοηθεί ή να μετρηθεί σε δολλάρια ή γουάν. Ένα Κράτος δεν πάει σε έναν πόλεμο για να βγάλει λεφτά και αυτό καθορίζεται από μια λογική που διαφέρει από τη λογική ενός επιχειρηματία: είναι το αποτέλεσμα κοινωνικών και πολιτικων δυνάμεων και (αν)ισορροπιών, τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας. Η απόφαση για να προχωρήσει σε έναν πόλεμο μια χώρα θα ληφθεί στη βάση των συμφερόντων της άρχουσας τάξης…γιατί έτσι/εφόσον έτσι τα αντιλαμβάνεται. Οι άρχουσες ελίτ των τεσσάρων αυτοκρατοριών (Γερμανικής, Αυστριακής, Ρωσικής και Οθωμανικής) που διαλύθηκαν μετά το 1918 είχαν ξεκίνησει τέσσερα χρόνια πριν έναν πόλεμο που πίστευαν ότι θα επεξέτεινε τα συμφέροντά τους. Ούτε είχαν προβλέψει οι εισβολείς στο Ιράκ το 2003 το Ισλαμικό Κράτος. Σε κάθε περίπτωση, όποιο και αν ήταν το κόστος, οι καπιταλιστικές ηγεσίες εκτιμούσαν ότι το να μην προχωρήσουν σε πόλεμο θα ήταν χειρότερο. Από τη στιγμή που η διαδικασία ξεκινήσει, αν η επίλυση ενός προβλήματος οδηγεί σε ένα καινούριο, τότε προχωρούν στην αντιμετώπισή του. Αντιμετώπιση μιας κρίσης κάθε φορά και προσκόλληση στο εφικτό ώστε να κατευναστούν περισσότερες κρίσεις από αυτές που γεννιούνται.

Οι περισσότερες κυβερνήσεις έχουν επίγνωση των αιτιών και των συνεπειών της παγκόσμιας υπερθέρμανσης, απέναντι στην οποία παρουσιάζονται μόνο με καταπραϋντικά μέτρα. Γιατί να δράσουν διαφορετικά αντιμέτωπες με μια πανδημία; Αφού ήταν ανίκανες να πάρουν προληπτικά μέτρα για τους ηλικιωμένους που ήδη πάσχουν από σοβαρές ασθένειες, να κάνουν μαζικά τεστ, να βάλουν σε καραντίνα κάθε άτομο που έχει προσβληθεί, να περιθάλψουν επαρκώς τις ακραίες περιπτώσεις και να μας προσφέρουν προσωπικά μέσα προστασίας, ξέμειναν με την καλλίτερη-κακή, αλλά ευκολότερη, λύση: να εφαρμόσουν αυτό που ισοδυναμούσε με ένα κοινωνικό shutdown.

Οι κυρίαρχες τάξεις δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις αιτίες μιας κρίσης που σε μεγάλο βαθμό είναι δικό τους δημιούργημα. Οι αντιδράσεις ποικίλουν με ακραίο τρόπο, από τη Γερμανία μέχρι τη Βραζιλία, με κυρώσεις που φτάνουν από φυλάκιση 6 μηνών στη Γαλλία στα 7 χρόνια στη Ρωσία. Αλλά σε όλες τις περιπτώσεις, η διαχείριση της επιδημίας και ο έλεγχος του πληθυσμού είναι το ίδιο και το αυτό: στη Γαλλία, οι περίπατοι στα δάση απαγορεύτηκαν στη διάρκεια του (πρώτου) κλεισίματος, επειδή οι αχανείς χώροι αν και ευνοούν τη “φυσική αποστασιοποίηση”, καθιστούν πιο δύσκολη την επιτήρηση. Το τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί από τις κυρίαρχες τάξεις (κίνδυνος πολιτικής απαξίωσης, απώλειες στην παραγωγή και συνεπώς στα κέρδη) δεν ήταν αμελητέο, ήταν όμως δευτερεύον σε σύγκριση με την απόλυτα επιτακτική ανάγκη διατήρησης της τάξης – κοινωνικής, πολιτικής και υγειονομικής ταυτόχρονα.

Ακόμα και οι εξαρτώμενες από το εμπόριο Νότια Κορέα και Ταϊβάν, παρ’ όλο που μπορούσαν να κάνουν τεστ και να διανείμουν μάσκες σε μεγάλη κλίμακα, περιορίζοντας έτσι τον “εγκλεισμό” στις αποδεδειγμένες περιπτώσεις, αναγκάστηκαν να επιβραδύνουν τις, σε μεγάλο βαθμό ωθούμενες από τις εξαγωγές, οικονομίες τους επειδή οι χώρες που εισήγαγαν τα προϊόντα τους έκλειναν. Παρόμοια, η Γερμανία, παρά την εφαρμογή ενός περιορισμένου κλεισίματος, έπρεπε να μειώσει τις εμπορικές δραστηριότητές της.

Ο καπιταλισμός εξελίσσεται μέσα από μια διαδοχή υφέσεων και ανακάμψεων. Αυτή τη φορά, μια παγκόσμια ακινητοποίηση δεν προήλθε από μια παγκόσμια ύφεση αλλά από αυτό που έμοιαζε η μόνη επιλογή που είχε απομείνει και, λαμβάνοντας υπόψιν όλες τις παρούσες συνθήκες, μια επιλογή ορθολογική: ένας μεγάλος αριθμός κρατών έκανε μια “μονής δόσης” ένεση (αρκετά ισχυρή, αλλά προσωρινή) αναγκαστικής ανάπαυσης, πριν ξανασηκωθεί, καλώς εχόντων των πραγμάτων, υγιέστατη.

“Πρέπει να παραδεχτώ ότι όλα συνεχίζονται”

Έτσι έγραψε ο Χέγκελ πριν από δυο αιώνες.

Ο καπιταλισμός δεν είναι φτιαγμένος από ανθρώπους, βαρέλια πετρελαίου, μηχανές, αυτοκινητόδρομους και πιστωτικές κάρτες. Είναι η κοινωνική σχέση που εμφυσά ζωή στον λιμενεργάτη, τις πωλήτριες, το εμπορικό πλοίο, την παμπ, τον γερανό φόρτωσης, τον τόρνο των μετάλλων και το ΑΤΜ, με έναν δυναμισμό που δεν έχει αντίστοιχο σε οποιοδήποτε από τα προηγούμενα κοινωνικά συστήματα. Η προσωρινή διακοπή των παραγωγικών δραστηριοτήτων, καθεαυτήν, τις διακόπτει χωρίς να “χαλάσει” όμως αυτό που τις είχε θέσει προηγουμένως σε κίνηση. Η καπιταλιστική σχέση παραγωγής αναστέλλεται μερικώς, αλλά δεν σταματά να λειτουργεί. Παρά την ανάπτυξη μιας βασικής αλληλεγγύης όπου κάποιος δεν “μετρά” το χρήμα και τον χρόνο του άλλου, η εμπορευματική ανταλλαγή παραμένει, το ίδιο και το σύστημα και το κίνητρο του κέρδους. Μερικές εταιρείες έχουν τεράστια χρέη, ίσως χρεοκοπήσουν, άλλες γεννιούνται (υπηρεσίες on-line) ή ευημερούν (Amazon). Οι περισσότερες χάνουν χρήματα και αναγκάζονται να προσαρμοστούν.

Παρ’ όλο που η τραπεζική και οικονομική κρίση του 2008 σταμάτησε κομμάτια της παραγωγής, ακινητοποίησε σειρές ολόκληρες φορτηγών πλοίων στις εκβολές μεγάλων ποταμών, αυτή τη φορά είναι η αποκαλούμενη “πραγματική οικονομία” που έχει πληγεί άμεσα.

Aυτό, όμως, δεν αποδεικνύει ότι η κοινωνία μας λειτουργεί μόνο χάρις στην νοσοκόμα, τον σκουπιδιάρη, την ταχυδρόμο, τον διανομέα, τον επισκευαστή στεγών, τον μηχανικό αυτοκινήτων, τον αγρότη…,λες και το μόνο που θα χρειαζόταν να κάνουμε θα ήταν να δώσουμε προαγωγή σε αυτούς τους “πραγματικούς” παραγωγούς και να ξεφορτωθούμε τους υπόλοιπους, δηλαδή τα διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων, τους τραπεζίτες, τους γραφειοκράτες, τους αυτοαποκαλούμενους κατόχους “δημιουργικών επαγγελμάτων” και άλλους κατόχους “άχρηστων επαγγελμάτων”5.

Αληθεύει, όντως, ότι οι συνηθισμένοι παραγωγικοί εργάτες είναι αυτο που κράτησαν την κοινωνία σε λειτουργία στη διάρκεια των lockdown: οι αποκαλούμενοι “ανειδίκευτοι” εργάτες δικαιούνται να πουν “Σας κρατήσαμε ζωντανούς”.

Με αυτή την έννοια, η κρίση επιβεβαιώνει την κεντρικότητα της εργασίας…όχι, όμως, της εργασίας γενικά αλλά της μισθωτής εργασίας. Στην τωρινή κοινωνία, ο σκουπιδιάρης και το παραϊατρικό προσωπικό εξαρτώνται από το χρήμα όσο εξαρτάται και ο έμπορος. Μακράν του να εκθέτει την αποτυχία ενός καπιταλισμού που τρεκλίζει, η τρέχουσα κρίση και η διαχείρισή της αποκαλύπτουν την ελαστικότητα ενός κοινωνικού συστήματος που εξακολουθεί να καταφέρνει να καθιστά τον εαυτό του απολύτως απαραίτητο. Το χρήμα παραμένει ο αναγκαστικός ενδιάμεσος στις ζωές μας: οποιοσδήποτε χάσει τη δουλειά του στη διάρκεια του lockdown δεν έχει τίποτα άλλο εκτός από τις οικονομίες του, τη βοήθεια από την οικογένεια ή τη δημόσια βοήθεια – όλα εκφρασμένα σε χρήμα.

Τεράστια δημόσια πακέτα διάσωσης (δάνεια σε εταιρείες και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, σε άτομα, συν αναστολές φόρων και εξαίρεση από τις ασφαλιστικές εισφορές) στοχεύουν στο να διατηρήσουν το στάτους κβο και να προετοιμάσουν για μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίου. Παρ’ όλο που ο κόσμος έχει προσωρινά επιβραδύνει, οι υποκείμενες μακροπρόθεσμες τάσεις του εντείνονται από την υγειονομική κρίση, όπως σε άλλες περιπτώσεις από τον πόλεμο.

Η πιθανότητα μιας μείζονος οικονομικής κατάρρευσης δεν μπορεί να αποκλειστεί, ακόμα περισσότερο καθώς η παρούσα υγειονομική κρίση έχει προκύψει σε μια περίοδο που ο παγκόσμιος καπιταλισμός είναι ακόμα αντιμέτωπος με άλυτα προβλήματα μιας μεγάλης βουτιάς στην κερδοφορία και μιας κρίσης χρέους.

Παρ’ όλα αυτά, ας θυμηθούμε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ 1929 και 1932, οι χρηματαγορές είχαν χάσει το 90% της αξίας τους και η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 50% μεταξύ του 1929 και του 1933: ήταν η χρονιά που το 25% του εργάσιμου πληθυσμού των ΗΠΑ ήταν άνεργο και 2 εκατομμύρια άνθρωποι ήταν άστεγοι. Παρ’ όλα αυτά, ο καπιταλισμός συνέχισε: η αναπαραγωγή των κοινωνικών του σχέσεων χρειάζεται μερικές φορές τεράστιες υλικές και ανθρώπινες θυσίες.

Εκτός και αν εξαφανιστεί ολόκληρο το ανθρώπινο είδος, καμμιά γιγαντιαία και καταστρεπτική επιδημία δεν θα είναι αρκετή για να θέσει ένα τέλος στον καπιταλισμό. Θα διαταράξει την ισορροπία των μεγάλων δυνάμεων, θα ανακατέψει την πολιτική και κοινωνική τράπουλα στις πιο απρόσμενες και αντίθετες κατευθύνσεις αλλά δεν συνεπάγεται απαραίτητα την κατάρρευση του όλου συστήματος. Η κρίση του 1929 είχε σαν αποτελέσματα το New Deal, τον ναζισμό και τα Λαϊκά Μέτωπα, τη στιγμή που η ΕΣΣΔ συμπαγοποιούνταν και η Σουηδία έφερνε στην εξουσία μια μακροχρόνια, μεταρρυθμιστική σοσιαλδημοκρατία.

Με εξαίρεση λίγες διορθώσεις, το just-in-time, το “zero stock”, οι υπεργολαβίες και οι εξωτερικές αναθέσεις θα κυριαρχήσουν. Στην Ευρώπη, το τοπικό φαρμακείο μπορεί σύντομα να πουλάει μερικά – όχι πολλά – φάρμακα κατασκευασμένα στο Παρίσι ή τη Μαδρίτη, αλλά ο Παριζιάνος ή ο Μαδριλένος θα εξακολουθούν να αγοράζουν ένα “έξυπνο” κινητό που θα έχει ταξιδέψει ολόκληρη τη διαδρομή από την Ασία σε ένα πλοίο φορτωμένο με 3000 κοντέινερ, πριν μεταφερθεί σε ένα φορτηγό ή ένα βαν της UPS. Και θα περάσει αρκετός καιρός πριν ο φορητός υπολογιστής, που χρησιμοποιείται στην Penzance, βγει από ένα εργοστάσιο παρόμοιο με αυτό που πριν από μερικές δεκαετίες παρήγαγε τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις για την εταιρεία Baird στο Μπράντφορντ (που ήταν κάποτε το μεγαλύτερο εργοστάσιο τηλεοράσεων στην Ευρώπη). Μερικά είδη παραγωγής, που χαρακτηρίζονται “στρατηγικά”, θα μετεγκατασταθούν αλλά δεν θα υπάρξει τέλος στις διεθνείς αλυσίδες αξίας που στοχεύουν στη μείωση του κόστους. Ούτε θα υπάρξουν κρατικά χρηματοδοτούμενες φαρμακευτικές εταιρείες. Όπως ακριβώς η αυτοκινητοβιομηχανία, έτσι και οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες6 έχουν ανάγκη τη μείωση του κόστους και την μεγιστοποίηση των κερδών.

Αυτό που μπορούμε να περιμένουμε είναι μια πολύ περιορισμένη μετρίαση των κυρίαρχων τάσεων. Η αστική τάξη έχει προχωρήσει πάρα πολύ στην απορρύθμιση, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών σύμφωνα με επιχειρηματικές αρχές και τις συνολικές πολιτικές τα πάντα-για-την-αγορά και όσο-το-δυνατόν-λιγότερο-Κράτος. Όμως, η καπιταλιστική κοινωνία χρειάζεται μη καπιταλιστικούς τομείς καθώς και μια κεντρική πολιτική εξουσία που δεν λειτουργεί αποκλειστικά με λογικές αγοράς. Όπως διακήρυξε ένα πρόεδρος των ΗΠΑ το 2008: “Εγκατέλειψα αρχές της ελεύθερης αγοράς για να σώσω το σύστημα της ελεύθερης αγοράς”. Μια χαλιναγώγηση των υπερβολών: αυτό είναι όλο. Αυτό δεν σημαίνει λιγότερη κυριαρχία της μπουρζουαζίας στις παρούσες μορφές της, και ιδιαίτερα της χρηματοοικονομικής και της τραπεζικής. Η Covid-19 δεν θα βάλει ένα τέλος στους χαμηλότερους μισθούς, τις περικοπές των συντάξεων, την προσωρινότητα και εξατομίκευση της αγοράς εργασίας ή τη διάλυση των διχτυών ασφαλείας του κράτους πρόνοιας.

Η κοινωνία που υπερηφανεύεται ότι στέλνει ρομπότ στον Άρη και επεκτείνει αδιάκοπα τον χώρο των αποθηκών για να ανταποκριθεί στο αυξανόμενο ηλεκτρονικό εμπόριο, είναι ανίκανη και απρόθυμη να διαθέσει τους ίδιους πόρους σε ένα δημόσιο σύστημα υγείας. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (Ιανουάριος 2021), αν και η πανδημία είναι σε εξέλιξη σχεδόν επί έναν χρόνο και το προσωπικό των νοσοκομείων έχει λάβει μια (μετριοπαθή) μόνο μισθολογική αύξηση, ελάχιστα άλλα πράγματα έχουν γίνει για τη βελτίωση των υγειονομικών υπηρεσιών: καμμιά ώθηση για εκτεταμένες προσλήψεις και κανένα σημαντικό πρόγραμμα επενδύσεων δεν έχει ξεκινήσει. Παρά την πολεμική ρητορική, καμμιά χώρα δεν έχει τεθεί επί ποδός πολέμου εναντίον του ιού.

Ακόμα σημαντικότερο, προληπτικά φάρμακα παραμένουν χαμηλά σε προτεραιότητα: αυτό δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη καθώς δεν θα απαιτούσε τίποτα λιγότερο από έναν συνολικά διαφορετικό τρόπο ζωής. Για να το θέσουμε ωμά, μας περιμένει μια από τα ίδια.

“Ένα καινούριο όπιο για τον λαό”

Έτσι αξιολογούσαν την επιστήμη οι σουρεαλιστές το 1958. Στόχος τους ήταν οι πυρηνικοί φυσικοί για τις ευθύνες τους στην [κατασκευή της] ατομικής βόμβας. Σήμερα υπάρχει μια ευρεία συναίνεση ότι οι βιολόγοι εργάζονται για το κοινό καλό και ο κόσμος γενικά σέβεται το ιατρικό επάγγελμα: οι γιατροί σώζουν ζωές. Αυτό είναι αλήθεια, θα μπορούσαν όμως να περιγραφούν και ως μια ομάδα φονικότερη ακόμα και από τους στρατιώτες: στις Ηνωμένες Πολιτείες, μη ακριβείς διαγνώσεις και δυσμενή αποτελέσματα θεραπειών είναι μεταξύ των κυρίων αιτιών θανάτου, και οι υπερβολικές δόσεις εξαιτίας συνταγογραφημένων οπιοειδών έχουν σκοτώσει 200.000 άτομα από το 1999.

Όποτε οι άνθρωποι αμφισβητούν την αυθεντία των γιατρών-ειδικών και των ιατρικών θεσμών, είναι συνήθως για τις θέσεις τους σε κοινωνικά ή “κοινωνιακά” ζητήματα, ιδιαίτερα την σεξουαλικότητα (μέχρι τη δεκαετία του 1970 ο ΠΟΥ θεωρούσε την ομοφυλοφιλία ως ασθένεια, μια άποψη που εγκατέλειψε επίσημα μόλις το 1990). Σε αντίθεση, η κοινή γνώμη τείνει να εμπιστεύεται τα υποτιθέμενα αντικειμενικά πεδία των λεγόμενων “αυστηρών” ή θετικών επιστημών, ακόμα περισσότερο καθώς αυτές βασίζονται σε υπολογισμούς (δεν αμφισβητείς έναν αλγόριθμο) και παραμένουν πέρα από την κατανόηση του απλού ανθρώπου (ένα μορφωμένο άτομο έχει την τάση να σχολιάσει το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα αλλά σπάνια την κβαντική θεωρία).

Δεν αντιστοιχεί σε μας να πάρουμε μια θέση πάνω στην καταλληλότητα της υδροξυχλωροκίνης και εναλλακτικών θεραπειών της Covid-19, αλλά αυτές οι πολεμικές έχουν τουλάχιστον την αρετή να δίνουν έμφαση στην πάλη εξουσίας μέσα στην “επιστημονική κοινότητα”, τις συγκρουόμενες αφηγήσεις της, και τις πολύ στενές σχέσεις μεταξύ των επιστημονικών συμβούλων των κυβερνήσεων και των επιχειρηματικών συμφερόντων. Η “αξιολόγηση από τους ομότιμους” με δυσκολία αποκρύπτει το μοίρασμα μιας περιοχής μεταξύ των ιατρικών φωστήρων που διεκδικούν το δικό τους “χωράφι” στο επιστημονικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα.

Και όμως, παρά τις αναμφισβήτητες αντιφάσεις και ασυνέπειες της επίσημα αποδεκτής επιστήμης, η διαφωνία αντιμετωπίζεται ως πράξη κατά της κοινωνίας των πολιτών/uncivic και η διάδοση “ψευδών πληροφοριών” ισοδυναμεί με “έσχατη προδοσία” (Γαλλικό Υπουργείο Υγείας, 10 Νοεμβρίου 2020). Βέβαια, ποιος αποφασίζει τι είναι “επιστήμη” και τι όχι; Όπως είπε ο Humpty Dumpty στην Αλίκη, “Όταν χρησιμοποιώ μια λέξη, σημαίνει απλά αυτό που εγώ διαλέγω να σημαίνει”.

Να επισημάνουμε απλά μια πτυχή της διαμάχης που έχει παραβλεφθεί. Αυτό που αποκαλείται μια “υγειονομική κρίση” αποτελείται από κατηγορίες που χρησιμοποιούνται ως νοητικά κουτιά στα οποία έχουν υπολογιστεί και συνεπώς ορθολογοποιηθεί. Οι αριθμοί φαίνονται ουδέτεροι, μη αμφισβητήσιμοι. Το “έχει πολύ ζέστη” ακούγεται ως μια αίσθηση, το “έχει 39° Κελσίου” ακούγεται ως ένα γεγονός. “Οι αριθμοί μιλούν για τον εαυτό τους…”, είναι όντως έτσι; Επειδή κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες που παίζουν έναν μείζονα ρόλο στη διάδοση του ιού είναι δύσκολο να περιγραφούν, η μοντελοποίηση τους ελαχιστοποιεί: μόνο το μετρήσιμο είναι αποδεκτό ως “επιστημονικό”.

Αντίθετα με αυτό που οι λέξεις υποδηλώνουν, η “βασισμένη σε στοιχεία ιατρική” δεν αναφέρεται σε θεραπείες που να βασίζονται υποστασιοποιημένη αλήθεια και ιατρική εμπειρία: σημαίνει γεγονότα που μετατρέπονται σε αριθμούς.

Αυτή η αναγωγική διαδικασία είναι εξαιρετικά συνηθισμένη στις πολιτικές εκστρατείες – οι αντίπαλοι υποψήφιοι ποτέ δεν συμφωνούν στα νούμερα για την ανεργία ή την φτώχεια – αλλά είναι λιγότερο απλό να δούμε τα ιατρικά ζητήματα, παρά το γεγονός ότι η ιατρική χρησιμοποιεί μετρικές που εξαρτώνται από προϊδεασμένες κρίσεις. Η δήλωση ότι οι ασθένειες του αναπνευστικού προκαλούν 2,6 εκατομμύρια θανάτους τον χρόνο παγκοσμίως υπονοεί έναν ορισμό της “ασθένειας του αναπνευστικού”. Τι εννοείται, λοιπόν, με τον όρο “Covid-19”; Μας δίνονται καθημερινά εντελώς ακριβείς αριθμοί, μέχρι το τελευταίο δεκαδικό: στις 2 Ιανουαρίου 2021, στις 14:10 ώρα Greenwich: 1.837.294 θάνατοι, μας πληροφορεί ο παγκόσμος καταμετρητής. Αλλά πόσοι πεθαίνουν από Covid-19; Και πόσοι πεθαίνουν με Covid-19, δηλαδή από συν-θνησιμότητα, με την Covid-19 να προσθέτει τα αποτελέσματά της σε άλλες αιτίες7;

Όπως παρατηρήσαμε νωρίτερα, είναι το κίνητρο του κέρδους και της χρηματοποίησης κάθε ιατρικής πράξης που ωθούν επιτακτικά τους διαχειριστές των νοσοκομείων να προτιμούν τις αναλογίες από τους ασθενείς. Η ευχή του Γαλιλαίου εκπληρώνεται: “μέτρα αυτό που είναι μετρήσιμο και κάνε μετρήσιμο αυτό που δεν είναι” (η έμφαση δική μου). Σε έναν κόσμο που έχει εμμονή με το να μετατρέπει γεγονότα σε αριθμούς, μέτρηση και δημιουργία μαθηματικών μοντέλων που υποτίθεται ότι δίνουν μια αληθινή εικόνα που αναπαριστά την πραγματικότητα, η ιατρική “φυσικά” υποτάσσεται στις κυρίαρχες νόρμες.

Απλά για την ιστορία:

ICER: Σταδιακός Λόγος Κόστους-Αποτελεσματικότητας μιας θεραπείας (Incremental Cost-Effectiveness Ratio of a therapy).

QALY: Quality Adjusted Life Year (ένα έτος με “τέλεια υγεία” = 1 QALY· αποβίωση = 0 QALY· άλλες καταστάσεις υγείας βρίσκονται στο ενδιάμεσο).

Δεν υπήρχαν βιοστατιστικολόγοι καθεαυτοί την εποχή του Μαρξ, αλλά υπήρχαν ήδη οικονομολόγοι που έφτιαχναν ένα κανόνα εργασία με μέσους όρους, για τους οποίους ο Μαρξ σχολίασε: “αλλά τι αποδεικνύουν όλοι αυτοί οι μέσοι όροι; Μόνο ότι κάποιος κάνει όλο και περισσότερες αφαιρέσεις για το ανθρώπινο είδος, ότι, όλο και περισσότερο, κανείς δεν δίνει σημασία στην πραγματική ζωή [..] Οι μέσοι όροι είναι πραγματικές επιθέσεις που επέρχονται επώδυνα πάνω στα πραγματικά, συγκεκριμένα άτομα” (Χειρόγραφα του 1844).

Μια ανάπαυλα τριών εβδομάδων

“Ο μετά-Covid-19 κόσμος θα είναι περισσότερο ψηφιακός και με μικρότερη ένταση χρήσης άνθρακα. Η κυκλική οικονομία, η τραπεζική στήριξη στο επίπεδο τοπικών κοινοτήτων, η παραγωγή με βάση τους διαθέσιμους πόρους, οι μικρές εφοδιαστικές αλυσίδες, η επανάχρηση, η επιδιόρθωση, ο οικολογικός σχεδιασμός και η υπεύθυνη κατανάλωση πρόκειται να συμβάλλουν σε μια αναδυόμενη πραγματικά αειφόρο ανάπτυξη…”.

Αυτά ισοδυναμούν με ευσεβείς πόθους.

Θεωρητικά, και με “βάση τη λογική”, η Covid-19 αποδεικνύει πόσο βαθιά εύθραυστη είναι η σύγχρονη κοινωνία και πόσο ανεπαρκώς προσαρμοσμένη στις ίδιες τις κρίσεις της. Όμως, ο ορθός λόγος ποτέ δεν κυβέρνησε την ιστορία. Η Covid-19 δεν θα βοηθήσει να ανανεωθεί ο κόσμος. Αντίθετα, η τωρινή κατάσταση καταδεικνύει τόσο την ευαλωτότητα του καπιταλισμού όσο και την ικανότητα ανάκαμψής του.

Καμμιά από τις αιτίες της παγκόσμιας υπερθέρμανσης δεν θα απομειωθεί από τη διαχείριση μιας υγειονομικής κρίσης που είναι και η ίδια κομμάτι της περιβαλλοντικής κρίσης. Η τωρινή κρίση εκφράζει την αντίφαση ανάμεσα στον καπιταλιστικό και τις απολύτως αναγκαίες φυσικές βάσεις. Μόλυνση, μείωση της βιοποικιλότητας, αποψίλωση των δασών, υπερ-αστικοποίηση, βιομηχανική εκτροφή ζώων…όλα θα παραμείνουν, μετριαζόμενα απλώς με αποσπασματικά μέτρα.

Είναι γεγονός ότι το 2020 η οικονομική επιβράδυνση που προκλήθηκε από την πανδημία μετέθεσε κατά τρεις εβδομάδες την Ημέρα Οικολογικού Χρέους (ή Earth Overshoot Day8), δηλαδή την κατά προσέγγιση ημέρα κατά την οποία η ανθρωπότητα έχει καταναλώσει όλους τους πόρους που μπορούν να παράγουν τα οικοσυστήματα σε έναν χρόνο. Αλλά κανείς δεν πιστεύει στα σοβαρά ότι μια τέτοια επιβράδυνση θα συνεχιστεί και θα μας οδηγήσει σε έναν μελλοντικό οικολογικό “σχεδιασμό” ή μια “διακλάδωση”9. Απλά, θα υπάρχει περισσότερο οργανικό φαγητό στα σχολικά γεύματα, περισσότερα λαχανικά από τοπικούς παραγωγούς στα σουπερμάρκετ, περισσότεροι ανθρώποι να ζουν σε μια οικολογικά φιλική γειτονιά σε μια πόλη “μηδενικών εκπομπών άνθρακα” σε μια περιοχή με “θετική ενέργεια για πράσινη ανάπτυξη” και που θα οδηγούν ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο για να πάνε σε ένα McDonald στο οποίο ένα τμήμα αειφορίας βοηθά στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Και όπως θα περιηγούνται στον παγκόσμιο ιστό, η Google (“ουδέτερη όσον αφορά τον άνθρακα” από το 2007) θα τους ενημερώνει ότι “ερευνητές χρησιμοποιούν Τεχνητή Νοημοσύνη για να μειώσουν την ατμοσφαιρική μόλυνση στην Ουγκάντα”.

Ο κόσμος δεν επιβραδύνει, “ξεπλένεται” οικολογικά10. Το Λονδίνο, μια τυπικά “παγκοσμιοποιημένη” μητρόπολη που απορρόφησε το ένα τρίτο των θέσεων εργασίας στην Αγγλία μεταξύ του 2008 και του 2019, θα φυτέψει λαχανικά στις στέγες του και θα πολλαπλασιάσει τον αριθμό των μεριδίων γης που αντιστοιχούν στους κατοίκους του. Εν τω μεταξύ, το περισσότερο από το φαγητό των Λονδρέζων δεν θα προέρχεται από την ύπαιθρο που το περιβάλλει αλλά από ολόκληρο τον κόσμο.

Στη σημερινή Βρετανία, ένα εκτάριο είναι εκατό φορές πιο προσοδοφόρο όταν χρησιμοποιείται για οικοδόμηση παρά για τη γεωργία: μόνο μια κοινωνικο-οικολογική επανάσταση θα μπορούσε να αντιστρέψει το ρεύμα.

Έχοντας να αντιμετωπίσουν την οικονομική πτώση, τα κυβερνητικά σχέδια έκτακτης ανάγκης δίνουν φυσικά υψηλή προτεραιότητα στις μεγάλες επιχειρήσεις (αεροναυπηγική και αυτοκινητοβιομηχανία, ιδιαίτερα) και βοηθούν μόνο περιθωριακά τους μισθωτούς που έχουν χτυπηθεί σκληρά από τη μερική απασχόληση. Ο ανταγωνισμός και το κέρδος κυριαρχούν, οπότε είναι λογικό να επιδοτείται η παραγωγή, παρά τα αρνητικά της αποτελέσματα για το περιβάλλον. Ο καπιταλισμός υποβαθμίζει τις συνέπειες ενώ επιδεινώνει τις αιτίες. Εξοικονομείται κάπου ενέργεια ώστε να χρησιμοποιηθεί περισσότερη κάπου αλλού. Να γίνουν όλα ηλεκτρικά, αυτός είναι ο δρόμος για τον κόσμο, είτε η ενέργεια προέρχεται κυρίως από πυρηνικούς σταθμούς (όπως στη Γαλλία) είτε από ένα “μίγμα” που συνδυάζει υψηλές δόσεις ορυκτών καυσίμων με ένα αυξανόμενο ποσοστό ανανεώσιμων…κι αυτό με μια συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση ενέργειας στη βιομηχανία και την καθημερινή ζωή (από πού προέρχεται η μπαταρία ενός τηλεχειριστηρίου;). Η χρήση λιγότερου πλαστικού στις συσκευασίες δεν αποτρέπει την αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής και κατανάλωσης πλαστικού κτλ, κτλ. Η θεραπεία είναι η ασθένεια.

Και αυτό έρχεται με την αυταπάτη ενός “ελαφρύτερου” καπιταλισμού, συνεπώς λιγότερο ρυπογόνου, επειδή τώρα αυτός μπορεί να γίνει ψηφιακός. Στην πραγματικότητα, η εικονικότητα απαιτεί μια “βαριά” και δυσκίνητη διαδικασία, που συνεπάγεται πολλές πρώτες ύλες, μέταλλα, καύσιμα, βιομηχανική παραγωγή, μεταφορές, αναλώσιμα επεξεργασίας δεδομένων…για να μην αναφέρουμε την ανθρώπινη εργασία. Η ψηφιακή εικόνα της αγαπημένης σας γάτας σε μια οθόνη στηρίζεται πολύ κρίσιμα σε όλο και πιο περιορισμένους πόρους.

Η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας εξακολουθεί να αυξάνεται…το ίδιο και το ποσό της ενέργειας που απαιτείται για να παραχθεί ενέργεια. Το 2018, η παρακολούθηση βίντεο στο διαδίκτυο παρήγαγε σύμφωνα με αναφορές τόσες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου όσες και μια χώρα όπως η Ισπανία. Οι επιχειρήσεις λίγο ενδιαφέρονται είτε για την ανάπτυξη μεθόδων πιο αποτελεσματικών σε σχέση με τα καύσιμα είτε για την επιλογή από τους καταναλωτές τους περιβαλλοντικά φιλικών συνηθειών. Η ευημερία των GAFA (ή του κινεζικού ισοδύναμου των BATX11) βασίζεται στο να συνηθίζει ο καθένας να ανοίγει το φως μιλώντας ένα συνδεδεμένο ηχείο αντί να πατά έναν διακόπτη. Το οικολογικό κόστος αυτών των δυο λειτουργιών είναι πολύ διαφορετικό: η πρώτη απαιτεί μια εξεζητημένη ηλεκτρονική συσκευή με έναν ηχητικό βοηθό, η ανάπτυξη της οποίας έχει καταναλώσει πολλές πρώτες ύλες, ενέργεια και εργασία. Η προώθηση του “Δικτύου των Πραγμάτων” (Internet of Things) και των δικτύων 5G είναι ασύμβατη με τη μάχη εναντίον της κλιματικής κρίσης.

Δισεκατομμύρια “επικοινωνούντα” αντικείμενα πρόκειται να μπουν στη ζωή μας. Το “τραίνο της προόδου” έχει σταματήσει για λίγο μόνο, προσωρινά: τώρα ξαναρχίζει την πορεία του, οι άνθρωποι εξακολουθούν να ανάγονται σε παραγωγούς και καταναλωτές – κατά προτίμηση στην ψηφιακή κατανάλωση – και η παγκόσμια υπερθέρμανση προετοιμάζει καινούριες τροπικές πανδημίες Θα υπάρξουν κι άλλες “Ασθένειες Χ”.

Υπάρχει ζωή χωρίς το Ίντερνετ;

Ο κορωνοϊός εγκαινίασε ένα καινούριο βήμα στην εξέλιξη προς την τηλε-ύπαρξη. Το να μένει κανείς στο σπίτι, είτε οικειοθελώς είτε με το ζόρι, δείχνει πόσο δύσκολο έχει γίνει τώρα να ζει μια “κανονική” ζωή έξω από το βασίλειο της ψηφιακής τεχνολογίας. Το Διαδίκτυο έχει γίνει ένα μέσο τόσο για τα κράτη, στο να επιβάλλουν το κλείσιμο, όσο και για τον κόσμο στο να ανταπεξέλθει σ’ αυτό.

Πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες, εκπαίδευση (διδασκαλία στο σπίτι και δικτυακές τάξεις), οικογενειακές και φιλικές σχέσεις, σεξουαλικότητα (ιστότοποι γνωριμών και πορνογραφίας), ελεύθερος χρόνος, ψώνια, εργασία (αν και σε πολύ μικρότερη έκταση απ’ ό,τι λέγεται συχνά), ακόμα και πολιτική δραστηριότητα…το lockdown επέτρεψε στο “προχωράμε ψηφιακά” να κάνει ένα κβαντικό άλμα προς τα μπρος. Χάρις στην επικοινωνία μέσω των έξυπνων κινητών και τις πανταχού παρούσες οθόνες, η κοινωνία των ατόμων τα κοινωνικοποιεί από απόσταση και η “ευφυΐα της συνομιλίας”12 κάνει να γεννηθεί μια “διαμοιραζόμενη πραγματικότητα”.

Στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων, οι υπολογιστές έχουν αποδειχτεί εντελώς απαραίτητοι για την κυκλοφορία του κεφαλαίου, των προϊόντων…και της εργατικής δύναμης. Καθώς ο καπιταλισμός καταλαμβάνει την καθημερινή ζωή, εγκαθιστά επίσης την ψηφιακότητα στο υπνοδωμάτιο, το αυτοκίνητο, το ψυγείο και προετοιμάζεται να την εμφυτεύσει στο σώμα. Αυτό που εμφανιζόταν απλά ως “απλούστερο και γρηγορότερο” είναι όλο και περισσότερο απαραίτητο και στην πορεία να γίνει υποχρεωτικό. Οι άνθρωποι ζουν τώρα “στο δίκτυο”. Σύντομα ίσως να έχουν έναν ψηφιακό βοηθό που θα διασυνδέει όλα τα προσωπικά τους δεδομένα, θα κάνει τα ψώνια τους, θα παρακολουθεί την υγεία τους υπενθυμίζοντάς τους να παίρνουν τα φάρμακά τους, να διαχειρίζεται το καθημερινό τους πρόγραμμα, να επικοινωνεί με κάποιον φίλο με τον οποίο δεν έχουν μιλήσει για κάποιο διάστημα και συνεπώς να ξέρει τις ανάγκες τους καλλίτερα και από τους ίδιους.

Το φροντισμένο φαγητό13 είναι κάτι σαν μανία της εποχής: η ψηφιακή αποτοξίνωση δεν θα είναι ποτέ τόσο της μόδας.

Σε λιγότερο από δεκαπέντε χρόνια, τα “έξυπνα” κινητά έχουν γίνει ένα ζωτικό πρόσθετο για τουλάχιστον 3 δισεκατομμύρια ανθρώπους και 1,5 δισεκατομμύρια τέτοια κινητά αγοράστηκαν το 2019. Όταν εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι πεινάνε αλλά παρ’ όλα αυτά έχουν τελευταίας τεχνολογίας εφαρμογές στα κινητά τους, μήπως τότε είναι αυτό που αποκαλούσε ο Άνταμ Σμιθ “πλούτο των εθνών” ή πρόκειται για ένα αδιαμφισβήτητο σημάδι σύγχρονης φτώχειας;

Για πρώτη φορά στην ιστορία, ο υπολογιστής14, δηλαδή ένα εργαλείο δουλειάς, είναι επίσης ένα εντελώς απαραίτητο μέσο της συναισθηματικής, οικογενειακής και διανοητικής ζωής και ένα τεράστιας σημασίας μέσο κοινωνικού, πολιτικού – συνεπώς και αστυνομικού – ελέγχου. Πάντα βέβαια, περιττό να το πούμε, στο όνομα του κοινού καλού: ένα μέρος που παρακολουθείται από κάμερες λέγεται ότι είναι υπό “προστασία με χρήση βίντεο”. Η “ασφάλεια” είναι μια έννοια και πραγματικότητα “πολλών καθηκόντων” που μας επιβάλλεται σε ένα υπόβαθρο ποικίλων απειλών: αντικοινωνική συμπεριφορά, ληστείες, διαρρήξεις σπιτιών, κλοπές, τρομοκρατία και τώρα ιοί. Η πανδημία δείχνει τον βαθμό στον οποίο το κράτος αποσπά την υποταγή μας στο όνομα της υγεία: “δεν μπορείς να διαφωνήσεις για την υγεία”, είπε ένας Γάλλος υπουργός. Η Ταϊβάν, η Σινγκαπούρη και η Νότια Κορέα τα πάνε καλλίτερα κατά τα φαινόμενα στην αντιμετώπιση της πανδημίας, αυξάνοντας ταυτόχρονα όλο αυτό το διάστημα την ψηφιακή επιτήρηση. Πέρα από την αναγνώριση προσώπου (ζήτημα στο οποίο τουλάχιστον η Κίνα είναι προάγγελος αυτών που έρχονται, ένα μείγμα Θαυμαστού Καινούριου Κόσμου και 1984), η ραδιο-ταυτοποίηση θα ανθίσει στις ερχόμενες δεκαετίες. Αν και τώρα επιφυλάσσεται κυρίως για κατοικίδια, το υποδόριο τσιπ θα εμφυτεθεί σε ανθρώπους, το σώμα των οποίων θα μεταφέρει κυριολεκτικά προσωπικά, ιατρικά, ποινικά και άλλα αρχεία και, εκτός από μερικούς που θα αντισταθούν, οι σύγχρονοι πολίτες θα υιοθετήσουν το σύστημα όπως το έχουν κάνει με τα βιομετρικά διαβατήρια ή τις άυλες επιστροφές φόρων.

Αυτό δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Για να μπορέσει ο περιηγητής στο διαδίκτυο να βρει “σε λίγα μόλις κλικ” τις οικονομικές του λεπτομέρειες, για τον καιρό στο Βίλνιους, τον θάνατο του Francisco Ferrer ή το πραγματικό όνομα του συγγραφέα που υπέγραψε το “Baron Corvo”, έχει χρειαστεί να συλλεχθούν και να επικαιροποιούνται διαρκώς δισεκατομμύρια δεδομένων, στα οποία αναπόφευκτα θα προσθέτει τα ίχνη της και η αναζήτηση αυτού του χρήστη. Δεν μπορεί κανείς να ξέρει σε μια στιγμή τα πάντα για τα πάντα χωρίς να είναι μέρος όλου αυτού του πράγματος και χωρίς να “ιχνηλατείται” κάθε στιγμή.

Κοινωνική Αποστασιοποίηση

Στο Years and Years, μια δραματική σειρά του BBC που μεταδόθηκε την άνοιξη του 2019, η Αγγλία του 2029 κυβερνάται από μια αυταρχική (και τελικά εγκληματική) κυβέρνηση η οποία, εν μέσω μιας πανδημίας που μεταδόθηκε από πιθήκους, σφραγίζει “ευαίσθητες” γειτονιές πίσω από φράγματα ελεγχόμενα από την αστυνομία και απαγορεύει την πρόσβαση σ’ αυτές το βράδυ.

Έναν χρόνο μετά από τη μετάδοση αυτής της σειράς, για τρία δισεκατομμύρια ανθρώπους, αυτή η σειρά πολιτικής φαντασίας έγινε πραγματικότητα: περιορισμοί στις μετακινήσεις, απαγορεύσεις κυκλοφορίας και πανταχού παρούσα αστυνομία.

Είτε σκληρά, είτε μαλακά είτε μέτρια, επιβεβλημένα από τα πάνω ή ασπαζόμενα από τα κάτω, το lockdown επιβεβαιώνει την έλλειψη ενότητας που είναι οι καθημερινοί προλετάριοι, ακόμα περισσότερο σε αυτούς τους καιρούς των διαιρεμένων αγώνων και των περιχαρακωμένων ταυτοτήτων. Παρά τις πράξεις άρνησης και αντίστασης, έχει υπάρξει μια μαζική, σε παγκόσμια κλίμακα, αποδοχή αυτής τη επαναενισχυμένης εξατομίκευσης.

Πραγματικά, στον 21ο αιώνα ακόμα περισσότερο από πριν, η τεράστια πλειοψηφία της ανθρωπότητας δεν έχει άλλα μέσα για να ζήσει από το να πουλήσει την εργατική της δύναμη. Αυτή η κοινή συνθήκη, όμως, φέρνει κοντά τους προλετάριους μόνο αν οι κοινωνικοί τους αγώνες αρχίζουν να στοχεύουν αυτό που τους κρατά όλους από κάτω: τη σχέση εργασία/κεφάλαιο.

Τις τελευταίες δεκαετίες, και ιδιαίτερα μετά το 2008, εκατοντάδες εκατομμύρια προλετάριων έχουν χάσει τις δουλειές τους, έχουν υποστεί περικοπές κοινωνικών επιδομάτων και συντάξεων, και εκατομμύρια ιδιοκτητών σπιτιών έχουν υποστεί έξωση από τα σπίτια τους. Καθώς η παρούσα πανδημία επιδεινώνει ακόμα περισσότερο τις βιωτικές και εργασιακές συνθήκες, παρεμποδίζει επίσης, χωρίς να καταστέλλει όμως εντελώς την προλεταριακή αντίσταση, και επιφέρει καινούρια αιτήματα και διαμαρτυρίες, μερικές σε ένα ευρύτερο φάσμα, για παράδειγμα αυτές που περιλαμβάνουν οικολογικά ζητήματα.

Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και όταν οι αγώνες αυτοί είναι νικηφόροι, παραμένουν κατακερματισμένοι, ανίκανοι να φτάσουν στην καρδιά του ζητήματος. Το ταυτόχρονο δεν είναι συγχρονισμός ούτε η αντιπαράθεση συνεπάγεται σύγκλιση. Μέχρι τώρα, αντίσταση και απόρριψη συνδυάζονται σε αιτήματα για μεταρρύθμιση και (όσον αφορά το φύλο και τη φυλή) ισότητα.

Οι αγώνες για καλλίτερους μισθούς και εργασιακές συνθήκες θέτουν το ζήτημα της αναλογίας μισθών/κέρδους αλλά δεν επιτίθενται αυτόματα στο ίδιο το μισθωτό σύστημα. Στην πραγματικότητα σπάνια το κάνουν. Η άρνηση να ρισκάρει κανείς τη ζωή του για το αφεντικό, η διεκδίκηση μέτρων προστασίας, ή ακόμα και να ζητά κανείς να πληρωθεί χωρίς να έρχεται στη δουλειά για όσο επιμένει ο κίνδυνος για την υγεία, δεν αρκούν να αμφισβητήσουν την συνύπαρξη της μπουρζουαζίας και του προλεταριάτου. Υπάρχει ελάχιστη κριτική της εργασίας, και ακόμα μικρότερη κριτική του κράτους ως κράτους, έγραψαν Γάλλοι σύντροφοι τον Απρίλιο του 2020. Μέχρι τώρα, η παρατήρηση παραμένει έγκυρη.

Δεν είναι αδύνατο να φανταστούμε ότι αποκλίνουσες κριτικές μπορεί να συγκλίνουν στο να επιτεθούν στη θεμελιώδη δομή: τη σχέση κεφάλαιο/εργασία, αστική τάξη/προλεταριάτο. Διαφορετικοί αγώνες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα “ίζημα”, όπως στη χημεία, όταν ετερογενή στοιχεία, μέχρι ένα σημείο διάσπαρτα, κρυσταλλώνονται σε ένα σώμα. Η αντίσταση θα πρέπει να προχωρήσει χτυπώντας στη βάση αυτής της κοινωνίας. Οι άρχουσες ελίτ θα έπρεπε να απορριφθούν ακόμα περισσότερο εξαιτίας της απαξίωσης που προκάλεσε η διαχείριση, από την πλευρά τους, της κρίσης. Εκμεταλλευόμενοι την παύση ενός τμήματος της παραγωγής, οι προλετάριοι θα έπρεπε να εξεγερθούν εναντίον των δυνάμεων του κράτους, να επιτεθούν στην αστική κυριαρχία, να σπάσουν την παραγωγικότητα και την ανταλλαγή στην αγορά, να ξεχωρίσουν καταστροφικά είδη παραγωγής από χρήσιμα και ευχάριστα, και να ξεκινήσουν την απο-συσσώρευση (“Μια τερματική ασθένεια απαιτεί ακραία θεραπεία”- Άμλετ, IV, 3).

Αυτό δεν είναι αδύνατον, αλλά τίποτα σήμερα δεν δείχνει ότι πολύμορφοι αγώνες κινούνται σ’ αυτή την κατεύθυνση. Όποιες κοινωνικές εξεγέρσεις και να συμβούν, ορατά σημάδια δείχνουν προς μια συνέχιση διαιρέσεων βασισμένων στην ταυτότητα, διαιρέσεις τοπικές, εθνικές και θρησκευτικές, με κάθε κατηγορία να προωθεί τη δική της ατζέντα. Ο διαχωρισμός γίνεται ένα προνομιούχο μέσο αγώνα και ωθεί την “οικοδόμηση κοινότητας” στο προσκήνιο με ελάχιστο ή ανύπαρκτο κοινό έδαφος. Οι χασματικές γραμμές διευρύνονται, τώρα, και μερικές φορές τέμνονται χωρίς όμως να συναντιούνται ώστε να φτάσουν στον πυρήνα του συστήματος.

Υπόθεση

Ούτε ο ιός ούτε η διαχείρισή του επιφέρουν συνολική αλλαγή: αποκαλύπτουν και ενισχύουν ήδη υπάρχουσες τάσεις.

Δεν βιώνουμε το τέλος του κόσμου, ούτε το τέλος ενός κόσμου. Η πανδημία επαναενδυναμώνει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων: όπως αποδείχτηκε στο παρελθόν, οι αστοί είναι αρκετά καλοί στο να προσομοιώνουν τις ίδιες τις άμυνες ανοσίας της τάξης τους. Δεν έχουν ακόμα εξαντλήσει τις ικανότητές τους, ούτε καν για κακή διακυβέρνηση.

Η μόνη πραγματική αδυναμία του καπιταλισμού προέρχεται από αυτό που τον ταΐζει: τους προλετάριους. Κατά τα άλλα, χωνεύει τις ίδιες τις κρίσεις του χάρις στην εκπληκτικά απρόσωπη και πλαστική φύση του και είναι αρκετό γι’ αυτό το σύστημα να συντηρεί τα βασικά του στοιχεία: την σχέση κεφάλαιο/εργασία, την επιχείρηση, τον ανταγωνισμό…

Όσοι ζουν σε καιρούς μεγάλων αναστατώσεων τους βιώνουν σαν μια περίοδο στην οποία το πιθανό και το αδιανόητο γίνονται ξαφνικά πραγματικότητα. Τον Ιανουάριο του 2020, κανείς δεν περίμενε ότι θα έπρεπε να υποταχθεί σε κατ’ οίκον κράτηση (ομολογουμένως, με κάποια όρια). Πού βρισκόμαστε έναν χρόνο αργότερα;

Οι κρίσεις φέρνουν ένα σημείο ρήξης, μια στιγμή απόφασης, καλώς ή/και κακώς: μια διέξοδο που αντιμετωπίζει τις αιτίες της κρίσης ή μια διολίσθηση σε περισσότερες ακόμα μελλοντικές καταστροφές και όλα εξαρτώνται από το αν δρούμε θετικά ή αν αυτές ενεργούν πάνω μας. Εξεγερτικές περίοδοι (η δεκαετία του 1640 στην Αγγλία, το 1789, το 1917…) έμοιαζαν να ανοίγουν για μας δυνατότητες ώστε να έχουμε τον έλεγχο της ζωής μας. Αντίθετα, όταν ξέσπασε ο πόλεμος τον Αύγουστο του 1914 οι άνθρωποι αισθάνθηκαν σαν να έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι τους και έπρεπε να υποταχθούν σε γεγονότα πέρα από τον έλεγχό τους.

Θα προτείνουμε έναν “ιστορικό νόμο” (που, όπως κάθε τέτοιος νόμος, επιδέχεται εξαιρέσεων):

Στην απουσία προϋπαρχόντων ριζοσπαστικών κοινωικών κινημάτων (δηλαδή την τάση να βάλουν στον στόχο τα θεμέλια της κοινωνίας), μια καταστροφή μπορεί μόνο να ενθαρρύνει το ξέσπασμα επί μέρους διενέξεων (μεταβλητής έντασης) και να αναγκάσει την καθεστηκυία τάξη να προσαρμοστεί και συνεπώς να ενδυναμώσει τον εαυτό της.

Όπως έχουν τα πράγματα, οι περισσότεροι άνθρωποι βιώνουν την πανδημία σύμφωνα με τις προηγούμενες πεποιθήσεις και οι βεβαιότητές τους περισσότερο ενισχύονται παρά αμφισβητούνται. Ο υποστηρικτής της αριστεράς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η λύση βρίσκεται στις υψηλής ποιότητας δημόσιες υπηρεσίες, ο νεοφιλελεύθερος ότι το κράτος έχει αποδείξει για άλλη μια φορά την ανικανότητά του, ο ψηφοφόρος της ακροδεξιάς ότι πρέπει να κλείσουν τα σύνορα, ο μετανθρωπιστής15 ότι είναι καιρός να προχωρήσουμε προς μια βελτιωμένη ανθρωπότητα, ο ερευνητής επιστήμονας ότι η έρευνα θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί περισσότερο, ο υπερ-απαισιόδοξος ότι δεν έχουμε να πιαστούμε από πουθενά. Ο καταστροφολόγος μεμψιμοιρεί ότι πρέπει να προετοιμαστούμε για το χειρότερο, ο ακτιβιστής επαναλαμβάνει ότι γίνεται κατεπείγον να ενεργοποιήσουμε τους αγώνες…Και οι προλετάριοι; Σκέφτονται και θα σκεφτούν ότι οι ενέργειες και οι αγώνες τους θα τους οδηγήσουν στο να καταλάβουν.

Γιατί ζούμε τώρα έτσι όπως ζούμε;

Και πώς θα μπορούσαμε να ζούμε διαφορετικά;

Βάζουμε στους εαυτούς μας πραγματικά αυτά τα κρίσιμα (θεωρητικά) ερωτήματα μόνο όταν έχουμε ήδη αρχίσει να τους δίνουμε (πρακτικές) απαντήσεις.

G.D. 1η Φεβρουαρίου 2021

Για περισσότερο διάβασμα

Το παράθεμα από τον Χέγκελ:

“Σύντομα θα είμαι 50 χρονών. Έχω ζήσει τριάντα χρόνια σε καιρούς αιώνιων προβλημάτων, καιρούς πλήρεις ελπίδας και φόβου, και ήλπιζα ότι μια μέρα θα μπορούσαμε να ελευθερωθούμε από τον φόβο και την ελπίδα: πρέπει να παραδεχτώ ότι όλα συνεχίζονται” (Γράμμα στον Friedrich Creuzer, 30 Οκτωβρίου 1819).

Σε αντίθεση με τον φιλόσοφο, δεν επιθυμούμε να απελευθερωθούμε από αυτή την ελπίδα.

1 Στμ. Ο τίτλος αποτελεί φυσικά λογοπαίγνιο με τον ιό (virus) και το φαινόμενο της εκρηκτικής διάδοσης στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης.

2 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://cominsitu.wordpress.com/2021/02/12/the-year-the-world-went-viral-dauve-2021/#more-9960. Στα Γαλλικά εδώ: https://dndf.org/?p=19356.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: morbidity, mortality, lethality, αντίστοιχα.

4 Στμ. Θα το αποδίδαμε ως: “ακριβώς-στην-ώρα”, όρος από το βιομηχανικό σύστημα στο οποίο τα υλικά ή τα συστατικά παραδίδονται ακριβώς πριν από τη στιγμή που χρειάζονται ώστε να ελαχιστοποιηθεί το κόστος αποθήκευσης.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: bullshit jobs. Δείτε, για παράδειγμα, εδώ: https://en.wikipedia.org/wiki/Bullshit_Jobs.

6 Στμ. Στα Αγγλικά: Big Farma.

7 Στμ. Θεωρούμε αυτό το “επιχείρημα”, που συχνά στις κουβέντες παίρνει τη μορφή κριτικής για “φούσκωμα” των θανάτων από την Covid-19 με τη συμπερίληψη θανάτων που πιθανόν προέρχονται από άλλους παράγοντες, μάλλον άστοχο. Αν έχει νόημα κάποιο ερώτημα σχετικά με την “συν-θνησιμότητα” στην περίπτωση της Covid δεν είναι πιστεύουμε αν οι άνθρωποι θα πέθαιναν μόνο από την Covid-19, λες και μπορούν να αφαιρεθούν αυτοί οι άλλοι συν-παράγοντες, αλλά αν αυτοί οι άνθρωποι θα πέθαιναν χωρίς την πρόσθετη επιβάρυνση από την Covid-19. Από τη στιγμή που αυτό δεν μπορεί πραγματικά να υποστηριχθεί ή να εκτιμηθεί, μιας και πρόκειται για μια counterfactulal υπόθεση, η απόδοση των θανάτων και στην Covid-19 δεν νομίζουμε ότι στερείται λογικής βάσης.

8 Στμ. Στο πρωτότυπο: η Ημέρα Οικολογικού Χρέους (Ecological Debt Day) γνωστή και ως Ημέρα Υπέρβασης της Γης (Earth Overshoot Day, EOD) είναι η υπολογιζόμενη ενδεικτική ημερολογιακή ημέρα στην οποία η κατανάλωση πόρων της ανθρωπότητας για τη χρονιά υπερβαίνουν την ικανότητα της Γης να αναγεννήσει αυτούς τους πόρους στην χρονιά αυτή. Ο όρος “υπέρβαση” [“overshoot”] αντιπροσωπεύει το επίπεδο κατά το οποίο ο ανθρώπινος πληθυσμός υπερβαίνει τη βιώσιμη ή αειφόρα ποσότητα πόρων στη Γη. Με οικονομικούς όρους μιλώντας, η EOD αντιπροσωπεύει την ημέρα κατά την οποία η ανθρωπότητα εισέρχεται στην κατάσταση της λεγόμενης περιβαλλοντικής σπατάλης ελείμματος [deficit spending], δηλαδή της στιγμής που οι “δαπάνες”, πόροι που σπαταλούνται, ξεπερνούν τα “έσοδα”, τους πόρους που μπορεί η Γη να αναπαράγει.

9 Στμ. Στο πρωτότυπο: bifurcation, όρος δανεισμένος από τη Θεωρία Δυναμικών Συστημάτων.

10 Στμ. Στο πρωτότυπο: greenwashed.

11 Στμ. GAFA: Ακρωνύμιο των τεσσάρων μεγαλύτερων αμερικανικών τεχνολογικών εταιρειών: Google, Amazon, Facebook, Apple· BATX είναι το ακρωνύμιο, αντίστοιχα, των τεσσάρων μεγάλων κινεζικών εταιρειών τεχνολογίας: Baidu, Alibaba, Tencent, Xiaomi.

12 Στμ. Στο πρωτότυπο: conversational intelligence.

13 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο: slow food, προφανώς το αντίθετο του fast food.

14 Στμ. Φυσικά δεν πρόκειται για τον “υπολογιστή” ως ένα μεμονωμένο “εργαλείο δουλειάς”, αυτή είναι μια μάλλον απλουστευτική ακόμα και απλοϊκή προσέγγιση. Αυτό που γίνεται όλο και πιο απαραίτητο είναι ολόκληρο το σύμπαν, οι σύνθετες δομές υπολογιστών, δικτύων, λογισμικού και πληροφορίας που διαμεσολαβούν όλες αυτές τις κοινωνικές λειτουργίες. Όπως ακριβώς η βιομηχανία ήταν το πέρασμα από “εργαλεία” και μεμονωμένες καινοτομίες σε ένα σύνθετο πλέγμα διαδικασιών παραγωγής και τεχνικών καινοτομιών που άλλαξαν ριζικά τη διαχείριση και εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, συνιστώντας τελικά έναν “τρόπο παραγωγής” ως έναν τρόπο συνολικής κοινωνικής οργάνωσης, μια “βιομηχανική επανάσταση”, έτσι και η εκρηκτική αύξηση της σημασίας της πληροφορίας, της επεξεργασίας και τη διάχυσής της, συνιστούν μια “πληροφορική επανάσταση”, ένα πλέγμα τεχνολογικών καινοτομιών που επεκτείνουν την κυριαρχία του κεφαλαίου και συγκροτούν έναν καινούριο “τρόπο παραγωγής”, συνεπω και συνολικής οργάνωσης της κοινωνίας του.

15Στμ. Στο αγγλικό κείμενο: trans-humanist.

Ντύνοντας τον αυτοκράτορα: η επικίνδυνη φάρσα της μικροαστικής τάξης

Thomas Watters1

το κείμενο σε pdf

 

Στο στερέωμα των θεοποιημένων αμερικανικών αρχετύπων, κανένα δεν επιτάσσει ίσως τόσο αναντίρρητο σεβασμό όσο αυτό του “μικροεπιχειρηματία”. Το κόστος της αμαρτίας απέναντι σε αυτό το επιχειρηματικό φάντασμα μπορεί να δωθεί εντελώς ανάγλυφα στον αρνητικό αντίκτυπο της (κυνικά διαλεγμένης) δήλωσης του Μπαράκ Ομπάμα το 2012 ότι “αν έχεις μια επιχείρηση, τότε δεν την έχτισες ο ίδιος”. Θα έπρεπε να γνωρίζει καλλίτερα μετά τη γεύση που είχε πάρει κατά την εκστρατεία του 2008 με τον “Τζο τον Υδραυλικό2. Φυσικά, ο Samuel “Joe” Wurzelbacher δεν ήταν ούτε πραγματικός υδραυλικός ούτε κάποιος με σοβαρές προοπτικές να γίνει ιδιοκτήτης επιχείρησης με υδραυλικά· δεν είχε σημασία ότι έβγαλε μόλις 40 χιλιάδες δολλάρια τη χρονιά κατά την οποία μίλαγε με στόμφο για τους αυξημένους φόρους που συνέτριβαν το όνειρο να γίνει αφεντικό του εαυτού του. Το δικαίωμα να ονειρεύεσαι το όνειρο, όσο ιδιόρρυθμο και να είναι αυτό, είναι ευλαβικά φυλαγμένο στην αμερικανική λαϊκή φαντασία ως το πιο ιερό από τα (λευκά) δικαιώματα.

Τον Αύγουστο του 2012, εκμεταλλευόμενος ακόμα τα όποια απομεινάρια της πολιτικής του επιρροής, ο Wurzelbacher είπε σε έναν δημοσιογράφο: “Ξέρεις, για χρόνια λέω, βάλτε έναν αναθεματισμένο φράχτη στα σύνορα που πάνε στο Μεξικο και αρχίστε να πυροβολείτε”. Πραγματικά, Μολών Λαβέ3.

Ο πρώτος θάνατος που αναφέρθηκε μεταξύ του ημι-εξεγερμένου όχλου του Τραμπ που επέδραμε στο Καπιτώλιο την προηγούμενη Τετάρτη ήταν μια τριανταπεντάχρονη κάτοικος του San Diego, η Ashli Babbitt. Οι περισσότερες αναφορές στις ειδήσεις επικεντρώνονται στην δεκάχρονη υπηρεσία της στην Πολεμική Αεροπορία και παρ’ όλο που η πραγματικότητα της παρουσίας πρώην στρατιωτικών ή αστυνομικών σε αυτούς τους πρωτο-φασιστικούς σχηματισμούς είναι τόσο ανησυχητική όσο και αρκετά γνωστή, μια λεπτομέρεια που σχεδόν παραβλέφθηκε ήταν η εξής: η Babbitt ήταν ιδιοκτήτρια και κάτοχος, μαζί με τον άντρα της, μιας μικρής επιχείρησης με πισίνες που πάσχιζε να επιβιώσει. Ο πατέρας έμεινε σπίτι, αλλά η Μαμά άκουσε το κάλεσμα στην μάχη από τον Τραμπ και βοήθησε στην συγκρότηση της αιχμής ενός πολύ παράξενου αμερικανικού δόρατος καθώς αυτό παραβίαζε τις πόρτες της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Στο άκουσμα ότι ο Τραμπ, όσο ασθενικά και να το έκανε, καλούσε τον όχλο να γυρίσει στα σπίτια του, ένας άντρας ακούστηκε να φωνάζει, “ωραία, αυτός μπορεί να επιστρέψει στην έπαυλή του στο Mar-a-Lago. Εμείς πρέπει να γυρίσουμε στις επιχειρήσεις μας, που έχουν κλείσει!”.

Μεταξύ αυτών που συμμετείχαν στις ταραχές έχουν ταυτοποιηθεί μέχρι τώρα: ο Διευθύνων Σύμβουλος μιας μικρής τεχνολογικής εταιρείας, οι ιδιοκτήτες μιας αλυσίδας γυμναστηρίων, ένας κτηματομεσίτης, ένας καλλιτέχνης τατουάζ, δικηγόροι, υψηλόβαθμοι μπάτσοι, ένας συνταξιούχος Αντισμήναρχος της Πολεμικής Αεροπορίας ο γιος ενός δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου από το Μπρούκλυν. Αυτοί δεν είναι οι ξεδοντιάρηδες “rednecks”4 των “αξιοθρήνητων” λαϊκών παραδόσεων· αυτοί είναι αντιπρόσωποι μιας συγκεκριμένης και επικίνδυνης ταξικής φράξιας: των Αμερικανών μικροαστων.

Όπως έγραψε ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο “η κατώτερη μεσαία τάξη, ο μικροκατασκευαστής, ο καταστηματάρχης, ο τεχνίτης, ο αγρότης, όλοι αυτοί αγωνίζονται εναντίον της μπουρζουαζίας για να διασώσουν την ύπαρξή τους από την εξαφάνισή τους ως τμημάτων της μεσαίας τάξης. Συνεπώς δεν είναι επαναστάτες αλλά συντηρητικοί. Ακόμα περισσότερο, είναι αντιδραστικοί γιατί προσπαθούν να γυρίσουν τον τροχό της ιστορίας προς τα πίσω”.

Πουθενά δεν έχει υπάρξει τόσο ξεκάθαρα εμφανής ο κοινός τόπος αυτών των μικροαστών – συνωμοσιολόγων υποστηρικτών του Τραμπ, ρατσιστικών δεξιών πολιτοφυλακών και ανοιχτά υποστηρικτών των παλιών καλών δικαιωμάτων των λευκών από τις διαμαρτυρίες ενάντια στον lockdown, με προεξάρχουσες (και πιο στρατιωτικοποιημένες) αυτές στην Ζώνη της Σκουριάς5 και στον Βορειοδυτικό Ειρηνικό. Ιδιαίτερα στο Μίσιγκαν είδαμε με ποιο τρόπο πορείες για τις κλειστές μικροεπιχειρήσεις, διατυπωμένες στο πλαίσιο της γλώσσας της “ελευθερίας” και της προσωπικής αυτονομίας, κλιμακώθηκαν στο εξαιρετικά επικίνδυνο σχέδιο απαγωγής και πιθανής εκτέλεσης της Κυβερνήτριας της πολιτείας Gretchen Whitmer.

Σε συνεντεύξεις με διαδηλωτές ενάντια στο lockdown, αναπτύσσεται συστηματικά ένα θέμα: ο κόσμος “δεν θέλει ελεημοσύνη· θέλει να γυρίσει στις δουλειές του”. Ελάχιστοι στον χώρο των ΜΜΕ έξυσαν λίγο περισσότερο από την επιφάνεια αυτών των δηλώσεων, ειδικά όσον αφορά την ταξική θέση αυτών που τις έκαναν. Στο ένα μετά το άλλο τα άρθρα θα βρείτε (συνυφασμένους και συνυπάρχοντες με περίεργους οπαδούς της QAnon6 και αφοσιωμένους παραστρατιωτικούς του “Three Percenter7) ότι οι περισσότερο θορυβώδεις από τους διαμαρτυρόμενους είναι μικροεπιχειρηματίες ιδιοκτήτες κουρείων, σαλονιών μαυρίσματος, μπαρ, εστιατορίων και εταιρειών αρχιτεκτονικής τοπίου. Τους ανθρώπους που θέλουν πίσω στην δουλειά είναι οι εργαζόμενοί τους, ένα τμήμα της τάξης που υποεκπροσωπείται σημαντικά σ’ αυτές τις διαμαρτυρίες.

Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτές τις στρεβλές αναλογίες. Οι περισσότεροι μισθωτοί πήραν πενιχρές επιταγές ενίσχυσης αλλά ήταν επίσης και δικαιούχοι ενισχυμένων επιδομάτων ανεργίας, ενώ οι ιδιοκτήτες μικροεπιχειρήσεων παραπονιούνταν για το ότι αποκλείστηκαν από το Πρόγραμμα Προστασίας Πληρωμής παροχής ομοσπονδιακών δανείων8, μια διαδικασία την οποία μπορούν να ακολουθήσουν πολύ πιο εύκολα οι μεγάλες επιχειρήσεις που διαθέτουν στρατιές από δικηγόρους γνώστες των πραγμάτων, μερικοί από τους οποίους πιέστηκαν για να επιστρέψουν ενισχύσεις που ήταν φανερό ότι δεν είχαν ανάγκη. Από αυτή την άποψη οι αναφορές των ΜΜΕ το μόνο που έκαναν ήταν να προσθέσουν στους μικροαστούς αισθήματα κατά των ελίτ. Την ίδια στιγμή, οι μικρές επιχειρήσεις είναι πολύ πιθανότερο να βρεθούν με σοβαρά χρέη και υπερμοχλευμένες. Σύμφωνα με το Γραφείο Εργασιακής Στατιστικής των ΗΠΑ [US Bureau of Labor Statistics], το 20% των νέων μικρών επιχειρήσεων κλείνουν μέσα στον πρώτο χρόνο, ενώ το 50% από αυτές χρεωκοπούν μέχρι το τέλος του πέμπτου έτους της λειτουργίας τους. Τα lockdown εξαιτίας της Covid-19 έχουν μόνο εντείνει την ίδια την συνηθισμένη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου και της εντελώς προβλέψιμης διαδικασίας συμπίεσης των μικροπαραγωγών που περιγράφεται από τον Μαρξ.

Φυσικά, ο Samuel “Joe” Wurzelbacher δεν ήταν ούτε πραγματικός υδραυλικός ούτε κάποιος με σοβαρές προοπτικές να γίνει ιδιοκτήτης μιας επιχείρησης με υδραυλικά· δεν είχε σημασία ότι έβγαλε μόλις 40 χιλιάδες δολλάρια τη χρονιά κατά την οποία μίλαγε με στόμφο για τους αυξημένους φόρους που συνέτριβαν το όνειρο να γίνει αφεντικό του εαυτού του.

Η απάντηση σ’ αυτό το δίλημμα από τα κατεστημένα των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων μοιάζει σχεδόν σχεδιασμένη να επιταχύνει αυτό το είδος πρωτο-φασιστικής, λευκής σουπρεματιστικής κινητοποίησης που βρήκε το πάτημά της στην εποχή του Τραμπ (αν και ήταν πάντα τουλάχιστον λανθάνουσα σε κάθε περίοδο της αμερικανικής ιστορίας). Οι Ρεπουμπλικάνοι πάντα υποστηρίζουν στα λόγια την “ευγένεια” και τον αγώνα των μικροεπιχειρηματιών της “Main Street”, αλλά το πραγματικό τους ενδιαφέρον στην σιωπηρή ή στην ανοιχτή υποστήριξη στις διαμαρτυρίες ενάντια στο lockdown είναι να επισπεύσουν την επιστροφή των μισθωτών στις αποθήκες, στα εργοστάσια επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων και άλλους μεγάλους εργασιακούς χώρους, οι καπιταλιστές ιδιοκτήτες των οποίων βασίζονται σε χειρονακτική, προσωπική εργασία (ιδιοκτήτες που συνεισφέρουν γενναιόδωρα στους κορβανάδες της επανεκλογής των πολιτικών αυτών, στους οποίους και προσφέρουν απασχόληση μετά την αποχώρησή τους από τις κυβερνητικές θέσεις). Οι Ρεπουμπλικάνοι τρομοκρατούνται, επίσης, ότι επεκτείνοντας τα επιδόματα ανεργίας, που σε πολλές περιοχές είναι μεγαλύτερα από τον ελάχιστο μισθό, πιθανόν διακυνδυνεύουν να ανοίξουν τα μάτια των εκμεταλλευόμενων μισθωτών εργατών και να απελευθερώσουν ένα λαϊκό κίνημα ενάντια στο καθεστώς λιτότητας που αποτελεί και τη μοναδική πιθανή προσφορά τους στους αστούς καπιταλιστές αφέντες.

Από την άλλη, οι Δημοκρατικοί (αν και εξίσου υπόχρεοι στο μεγάλο κεφάλαιο), ξέρουν ότι μεγάλο μέρος από την φιλελεύθερη, πανεπιστημιακής μόρφωσης βάση τους απασχολείται σε θέσεις “πνευματικής” εργασίας που εύκολα και γρήγορα μετακόμισαν το γραφείο στο σπίτι. Ενόσω εμφανίζονται να κάνουν καμπάνια για μεγαλύτερες επιταγές ενίσχυσης και επέκταση [της κάλυψης] της ανεργίας, θα μπορούσαν ταυτόχρονα να διαβεβαιώνουν το πιο προλεταριακό, μισθωτό κομμάτι της βάσης τους, ότι παλεύουν και γι’ αυτούς, έστω και δονκιχωτικά.

Δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει κανέναν ότι ο συνδυασμός μιας δεξιάς δημαγωγίας στο Οβάλ γραφείο, εκτεταμένης οικονομικής και υγειονομικής εξαθλίωσης ακόμα και πριν την COVID-19, και του μαζικού κινήματος του Black Lives Matter να καταλαμβάνει τους δρόμους εν μέσω μια παγκόσμιας πανδημίας, είχε σαν αποτέλεσμα μια αντιδραστική, οργανωμένη επίθεση σε ένα πολυσθενές σύμβολο του αμερικανικού πολιτικού καθεστώτος. Είτε το κτίριο του Καπιτωλίου αντιπροσωπεύει σε αυτούς τους Τραμπικούς enragés9 τους παιδόφιλους, λάτρεις του Σατανά Δημοκρατικούς, που μοιράζουν “βοηθήματα” σε μια ως επί το πλείστον Μαύρη και Μελαμψή εργατική τάξη, ενώ τα δικά τους καταστήματα ατμίσματος και τα σαλόνια μαυρίσματος χρεωκοπούν, είτε αυτός ο νεοκλασσικός θόλος αντιπροσωπεύει τους Ρεπουμπλικάνους του κατεστημένου που αρνούνται να συμμετάσχουν με αρκετό ενθουσιασμό στα παραληρήματα της εναλλακτικής ακροδεξιάς για έναν Kulturkampf10 και τη “γενοκτονία των λευκών”, το “μεγάλο ψέμα” του Τραμπ για την κλοπή των εκλογών ήταν πάντα και μόνο μια πρόφαση.

Φυσικά, οι Συντηρητικοί πιστεύουν πάντα ότι μπορούν να τιθασσεύσουν και να αξιοποιήσουν τον θυμό και την αγανάκτηση μιας σε παρακμάζουσας, και φυλετικά παρανοϊκής, μεσαίας τάξης, ώστε να καταπνίξουν την Αριστερά. Στις εκλογές των αρχών της δεκαετίας του 1930, που τελικά έφεραν τον Χίτλερ στην εξουσία, η προτεσταντική μεσαία τάξη ήταν η καθοριστική πληθυσμιακή ομάδα που τον υποστήριξε· οι άνεργοι και η εργατική τάξη υποστήριξαν στη μεγάλη πλειοψηφία τους τις σοσιαλδημοκρατικές λίστες του SPD.

Η σχέση της Αμερικής όμως με την ντόπια μικροαστική τάξη είναι, παρ’ όλα αυτά, πιο αδιαφανής στην επιφάνεια (και αμετάκλητα πιο πολύπλοκη από την υποδούλωση των ανθρώπων με αφρικανική καταγωγή και, γενικότερα, λόγω φυλής). Ο Αβραάμ Λίνκολν στο Πρώτο Ετήσιο Μήνυμα του 1861, αρθρώνει μια παραπλανητικά μαρξικού τύπου αξιακή θεωρία της εργασίας:

“Η εργασία προηγείται και είναι ανεξάρτητη από το κεφάλαιο. Το κεφάλαιο δεν είναι παρά ο καρπός της εργασίας και δεν θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ αν δεν υπήρχε από πριν η εργασία. Η εργασία είναι ανώτερη του κεφαλαίου, και αξίζει κατά πολύ την υψηλότερη δυνατή θεώρηση”.

Πρόσεξε, όμως, να φέρει σε αντίστιξη κάποιους τρόπους παραγωγής στην Ευρώπη με ένα είδος ελπιδοφόρου αμερικανικού “εξαιρετικισμού”11 [η έμφαση δική μου]:

“Το κεφάλαιο έχει τα δικαιώματά του, που αξίζουν την ίδια προστασία όπως όλα τα δικαιώματα. Ούτε αρνείται κανείς ότι υπάρχει, και πιθανόν να υπάρχει πάντα, μια σχέση ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο που παράγει αμοιβαία ωφέλη. Το λάθος βρίσκεται στο να υποθέτει κανείς ότι ολόκληρη η εργασία της κοινότητας υπάρχει εντός αυτής της σχέσης. Λίγοι άνθρωποι κατέχουν κεφάλαιο και αυτοί οι λίγοι αποφεύγουν οι ίδιοι την εργασία και με το κεφάλαιό τους νοικιάζουν ή αγοράζουν μερικούς άλλους για να δουλεύουν γι’ αυτούς Μια μεγάλη πλειοψηφία δεν ανήκει σε καμμιά τάξη – ούτε δουλεύει για άλλους ούτε έχει άλλους να δουλεύουν γι’ αυτούς. Στις περισσότερες από τις Νότιες Πολιτείες μια πλειοψηφία του λαού κάθε χρώματος δεν είναι ούτε δούλοι ούτε αφέντες, ενώ στον Βορρά μια μεγάλη πλειοψηφία δεν είναι ούτε ενοικιαστές ούτε ενοικιαζόμενοι. Άντρες, με τις οικογένειές τους – γυναίκες, γιούς και κόρες – δουλεύουν για τον εαυτό τους στις φάρμες τους, στα σπίτια τους, στα μαγαζιά τους, παίρνοντας όλο το προϊόν [της δουλειάς τους] για τον εαυτό τους, και χωρίς να ζητούν χάρες ούτε από το κεφάλαιο, από τη μια πλευρά, ούτε από ενοικιαζόμενους εργάτες ή σκλάβους, από την άλλη”.

Όπως κατέδειξε ο Εμφύλιος Πόλεμος, οι προτεραιότητες της μικροαστικής τάξης, που επιδιώκει την οικονομική και κοινωνική κυριαρχία της αληθινής μπουρζουαζίας, που την διαφεντεύει από πάνω, και μια λευκή σουπρεματιστική αντίδραση ενάντια σε μια απεχθή, μη-λευκή τάξη ανθρώπων των οποίων η απελευθέρωση, όπως τους λένε, στέκεται εμπόδιο σ’ αυτήν την φιλοδοξία, είναι στην αμερικανική παράδοση αρκετά αδιαχώριστα.

Ο Μαρξ θα μπορούσε να τον προειδοποιήσει πού θα οδηγούσε όλο αυτό (και, πράγματι, αντάλλαξαν επιστολές, αν και μόνο μέσω των υφισταμένων του Λίνκολν). Αυτό ήταν καθαρά ένα μεγάλο μέρος της φιλοδοξίας που θεμελίωσε τις Ηνωμένες Πολιτείες: ένα έθνος δημοκρατικών, πατριαρχικών μικροϊδιοκτητών αγροτών και τεχνιτών, υποστηριζόμενων για ένα διάστημα ίσως από την επέκταση προς τη Δύση και την γενοκτονική απομάκρυνση των Ινδιάνων, και την απουσία των πολιτικών περίφραξης της γης και των βιομηχανικών μονοπωλίων που κυριαρχούσαν στη Βρετανία και την υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλά με την εξαφάνιση των οικογενειακών φαρμών ως ενός βιώσιμου οικονομικού μοντέλου (και των πολιτισμικών αξιών και των οικογενειακών δομών που επαναενίσχυαν) αυτός ο μύθος προσδέθηκε στον ιδιοκτήτη της “μικρής επιχείρησης”12. Αν έχετε δουλέψει ποτέ για ένα αφεντικό που περιγράφει τους εργαζόμενούς του ως “μια μεγάλη οικογένεια13”, καταλαβαίνετε (όπως περιέγραψε ο Peter Kwong, στη μελέτη του για τις επιχειρήσεις μεταναστών και την Chinatown στη Νέα Υόρκη, κυριολεκτικές οικογενειακές σχέσεις συχνά δομούν υπερ-καταπιεστικές συνθήκες εργασίας την ίδια στιγμή που μεγαλοεπιχειρήσεις, από την Amazon μέχρι τα McDonalds, προσπαθούν να πουλήσουν “οικογενειακές” συνθήκες εργασίας ως τη δικαιολόγηση για την επικινδυνότητα, την αυταπάρνηση, την απαγόρευση των συνδικάτων και τους χαμηλούς μισθούς. Η αλήθεια είναι ότι η δουλειά απλά δεν θα “σου επιστρέψει την αγάπη”).

Όπως κατέδειξε ο Εμφύλιος Πόλεμος, οι προτεραιότητες της μικροαστικής τάξης, που επιδιώκει την οικονομική και κοινωνική κυριαρχία της αληθινής μπουρζουαζίας, που την διαφεντεύει από πάνω, και μια λευκή σουπρεματιστική αντίδραση ενάντια σε μια απεχθή, μη-λευκή τάξη ανθρώπων των οποίων η απελευθέρωση, όπως τους λένε, στέκεται εμπόδιο σ’ αυτήν την φιλοδοξία, είναι στην αμερικανική παράδοση αρκετά αδιαχώριστα.

Έτσι, στις 6 Ιανουαρίου, ο όχλος του Τραμπ κυμάτισε την πολεμική σημαία της Συνομοσπονδίας σε αίθουσες που ποτέ δεν κατάφεραν να εισβάλλουν οι στρατιές του Lee και του Davis. Τα LOL στο Διαδίκτυο για μιμίδια ενός “σαμάνου” του QAnon με κέρατα και ψεύτικες γούνες να έχει καβαλήσει την εξέδρα των ομιλητών στην αίθουσα της Γερουσίας. Ξεχνάμε, εις βάρος μας, ότι τα μέλη του Tea Party στη Βοστώνη ήταν επίσης ουσιαστικά LARPers14, με την έννοια ότι αυταπόδεικτα, και με αυτεπίγνωση, έκαναν τις γελοίες εμφανίσεις τους με τις μεταμφιέσεις, αλλά έκαναν και εξαιρετικά σοβαρή πολιτική. Ο ίδιος ο Μαρξ είχε προβλέψει τέτοιες παράδοξες, αταβιστικές εμφανίσεις:

“…ακριβώς σε τέτοιες εποχές επαναστατικής κρίσης επικαλούνται ανήσυχοι τα πνεύματα του παρελθόντος στην υπηρεσία τους, δανειζόμενοι από αυτά ονόματα, συνθήματα μάχης και αμφιέσεις με σκοπό να παρουσιάσουν αυτή την καινούρια σκηνή στην παγκόσμια ιστορία με πατροπαράδοτες μεταμφιέσεις και δανεική γλώσσα” (Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη15).

Ο Τραμπ, πέρα από το τηλεοπτικό ριάλιτυ σόου-που-έγινε-προεδρία, είναι διάσημος και για το βιβλίο Art of the Deal. Το βιβλίο φυσικά είχε ως σκιώδη συγγραφέα τον Tony Schwartz, ο οποίος εκ των υστέρων το θεωρεί ως ένα μνημείο στην επιδέξια αλλά ρηχή εξαπάτηση και ένα απατηλά χωρίς ουσία και πολύ εύκολα απορριπτόμενο ενδιάμεσο σκαλοπάτι στην τελική διαδρομή του Τραμπ προς την πραγματική εξουσία. Ανάλογα, δεν θα πρέπει, τώρα, να υποτιμηθούν τα κωμικά διακοσμητικά στοιχεία των φιλοδοξιών της μικροαστικής τάξης. Με ή χωρίς τον Τραμπ, αυτή είναι η “τέχνη” της φασιστικής αισθητικής, ως κάλυμμα των αντιδημοκρατικών και αφανιστικών σκοπών. Αυτή είναι η “Συμφωνία”16.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://spectrejournal.com/dressing-the-emperor.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: “Joe the Plumber”.

3 Στμ. Molon Labe στο πρωτότυπο.

4 Στμ. Redneck: υποτιμητικός όρος χρησιμοποιούμενος κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, για λευκούς Αμερικανούς που θεωρούνται ότι είναι άξεστοι και χωρίς παιδεία, στενά συνδεδεμένων με τις αγροτικές περιοχές του Νότου στις ΗΠΑ.

5 Στμ. Η Ζώνη της Σκουριάς αρχίζει δυτικά της Νέας Υόρκης και εκτείνεται νότια των Μεγάλων Λιμνών, στις πολιτείες Πενσυλβάνια, Δυτική Βιρτζίνια, Οχάιο, Ιντιάνα, Μίσιγκαν, Ιλινόις, Αϊόβα και Γουισκόνσιν. Είναι η περιοχή που αποτελούσε κέντρο της βαριάς βιομηχανίας των ΗΠΑ μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 όταν και άρχισε η βαθμιαία αποβιομηχάνισή τους.

6 Στμ. Η QAnon είναι μία ανακριβής και αναξιόπιστη ακροδεξιά θεωρία συνωμοσίας που υποστηρίζει ότι μία κλίκα κανιβαλιστικών παιδόφιλων, που λατρεύουν τον Σατανά, διευθύνει μια παγκόσμια σπείρα σωματεμπορίας παιδιών συνωμοτώντας εναντίον του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος και την καταπολεμά.

7 Στμ. Οι Three Percenters, απαντώμενοι και ως 3 Percenters, 3%ers και III%ers, είναι ένα ακροδεξιό, αντικυβερνητικό και παραστρατιωτικό κίνημα με βάση κυρίως τις ΗΠΑ αλλά με παρουσία και στον Καναδά. Προάγει τα δικαιώματα στην οπλοκατοχή και την αντίσταση στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ. Το όνομα προέρχεται από τον λανθασμένο ισχυρισμό ότι κατά την Αμερικανική επανάσταση “οι ενεργές δυνάμεις στο πεδίο της μάχης ενάντια στην τυρρανία του Άγγλου βασιλιά δεν αντιπροσώπευαν ποτέ περισσότερο από το 3% των αποίκων”.

8 Στμ. Δηλαδή δανείων προς τους μικροεπιχειρηματίες εργοδότες για την κάλυψη της πληρωμής των μισθών των εργαζομένων τους.

9 Στμ. Γαλλικά στο πρωτότυπο: εξοργισμένους.

10 Στμ. Στα γερμανικά στο πρωτότυπο: πόλεμος Πολιτισμών.

11 Στμ. Στο πρωτότυπο: exceptionalism: η αντίληψη ή πεποίθηση ότι ένα είδος, μια χώρα, μια κοινωνία, ένας θεσμός, ένα κίνημα, ένα άτομο ή μια εποχή είναι “εξαιρετική” (δηλαδή ασυνήθιστη, εντυπωσιακή) και, συνεπώς, με μια έννοια “ανώτερη”.

12 Στμ. Εξαιρετική διαπίστωση που προκαλεί περαιτέρω σκέψεις σχετικά με τον ρόλο της μικροαστικής τάξης και την θέση και τις μετατοπίσεις της σήμερα. Δηλαδή δεν μπορούμε να μην σκεφτούμε ότι στο μαρξικό, ιδιαίτερα, πλαίσιο ανάλυσης, η μικροαστική τάξη – ως ένα κράμα μικροαγροτών και τεχνιτών/βιοτεχνών – θεωρείται συνδεδεμένη ουσιαστικά με προκαπιταλιστικές και ιδιαίτερα προβιομηχανικές παραγωγικές δομές και, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας, και πολιτισμικές/κοινωνικές δομές, ένα “φρένο” στην καπιταλιστική εξέλιξη στην πραγματικότητα. Η ένταση του ταξικού ανταγωνισμού, η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου θα πρέπει αναγκαστικά να οξύνει το δίπολο κεφάλαιο-εργασία, αστική τάξη-προλεταριάτο μέσα από τη βαθμιαία προλεταριοποίηση ακόμα και των μικροαστικών στρωμάτων και στη βαθμιαία εξαφάνισή τους. Αυτό που συνέβη στον 20ο αιώνα – ειδικά στην αναπτυγμένη Δύση βέβαια – ήταν μια μετατόπιση στη σύνθεση της μικροαστικής τάξης με την ενσωμάτωση αναβαθμισμένων στρωμάτων της εργατικής τάξης στις δεκαετίας της ευμάρειας (1945-1970). Έτσι ό,τι “έχανε” ο μικροαστικός κορμός από τον κόσμο της αγροτιάς και των τεχνιτών το “κέρδιζε”, θα λέγαμε, από εργατικά προνομιούχα στρώματα, δηλαδή, ως επί το πλείστον, κομμάτια μιας εθνικής εργατικής τάξης (αυτό αληθεύει ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου μεγάλα τμήματα αυτής της προνομιούχας εργατικής τάξης – κυρίως στον δημόσιο τομέα, αναπτύχθηκαν μέσα από την παράλληλη μικροεπιχειρηματική δραστηριότητα, για παράδειγμα μικρομάγαζα, μικροεμπορικά, μαγαζιά εστίασης και διασκέδαση, ενοικιαζόμενα δωμάτια ή ακίνητα κλπ., συχνά όχι στο όνομα των ιδίων αλλά του/της συζύγου). Σήμερα, μετά από πενήντα χρόνια καπιταλιστικής κρίσης και αναδιάρθρωσης, θα λέγαμε ότι η μικροαστικοποίηση φτάνει ακόμα και σε μεσαία στρώματα που υποτιμούνται ενώ, ταυτόχρονα, τμήματα της μικροαστικής τάξης προλεταριοποιούνται περαιτέρω αλλά με την ειδοποιό διαφορά ότι προλεταριοποίηση σήμερα δεν σημαίνει καθόλου ένα ταξικό ανήκειν σε μια καλά ορισμένη εργατική τάξη των ημερών της ευμάρειας αλλά την ένταξη σε μια εντεινόμενη συνθήκη επισφάλειας, ανεργίας, μισοεργασίας, εξάρτησης από την κρατική φιλανθρωπία κλπ. Η έννοια του μικροαστού εξακολουθεί να συγκροτείται ακόμα πάνω στην πολιτισμική/κοινωνική βάση της πατριαρχίας, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, του συντηρητισμού και, κυρίως, στο πραγματικό τάνυσμά της ανάμεσα στους δυο πόλους του ταξικού ανταγωνισμού, το τέντωμά της από τη θεμελιώδη αντίφαση της ύπαρξής της: να θέλει να γίνει άρχουσα κι αυτή – όπως λέει και το γνωστό άσμα – αλλά από την άλλη να μην μπορεί και να ασπαστεί την ιδεολογία της επέκτασης, της κινητικότητας, του κοσμοπολιτισμού της αστικής τάξης – αυτό που κωδικοποιείται από τη μικροαστική τάξη ως “παγκοσμιοποίηση”, αφού αυτή η δυναμική ανάπτυξης και συσσώρευσης του κεφαλαίου είναι ακριβώς που την υπονομεύει και αντικειμενικά την υποβαθμίζει διαρκώς. Το βασικό της αντανακλαστικό, ειδικά στις συνθήκες κρίσης, είναι η αγωνία επιβίωσης με κάθε τρόπο και ιδιαίτερα εις βάρος άλλων ασθενέστερων τμημάτων. Γι’ αυτό η μικροαστική τάξη είναι ο κορμός αυτού που λέμε εθνολαϊκισμός και ο οποίος απλώνεται σε ένα μεγάλο φάσμα δεξιάς και αριστεράς ενσωματώνοντας και μεγάλα κομμάτια αυτού που θέλει να διατηρηθεί ως εθνική εργατική τάξη. Αποτελεί λοιπόν ένα κοινωνικό σώμα που αντί να αντιπροσωπεύει τον δυναμισμό και την ισορροπία στον ταξικό ανταγωνισμό, που ο Λίνκολν περιγράφει, και την εν γένει “εθνική δυναμική”, σήμερα αντιπροσωπεύει ό,τι είναι σε κρίση, αποδόμηση και σύγχυση στον εθνικό κορμό. Τροφοδοτούμενα από υποβαθμιζόμενα μεσοαστικά και εργατικά στρώματα και καθώς καθιζάνουν συνολικά στη συνθήκη προλεταριοποίησης του σήμερα, τα μικροαστικά στρώματα αντανακλούν μια ταξική κινητικότητα προς τα κάτω που αναδρά ενισχυτικά στη συνολικότερη κοινωνική κρίση και αυτό ακριβώς αποτυπώνεται στις ιδεοληψίες, την αυξανόμενη αντιδραστικότητα και τον εκφασισμό μεγάλων τμημάτων τους.

13 Στμ. Αυτή η περιγραφή της σχέσης εκμετάλλευσης ως “σχέσης οικογενειακών” δεσμών είναι το αποτύπωμα του περάσματος των οικογενειακών αξιών, που αναφέρει ο συγγραφέας ως χαρακτηριστικών της παλιότερης μικροαστικής τάξης, στην καινούρια συνθήκη.

14 Στμ. LARPer: αρχικά των λέξεων Live-Action Role Player, ένα πρόσωπο που παίρνει μέρος σε παιχνίδια “ρόλων” στα οποία κάθε παίκτης ντύνεται ως ένας συγεκριμένος χαρακτήρας.

15 Στμ. Στα ελληνικά: Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2012.

16 Στμ. Στο πρωτότυπο: “That’s the ‘deal’”. Αναφορά στον τίτλο του βιβλίου του Τραμπ.

Υστερόγραφο στο “Τι έρχεται μετά;”

Insurgent Notes1

το κείμενο σε pdf

Πιθανόν θα έπρεπε να περιμένουμε ότι τα γεγονότα θα εξελιχθούν γρήγορα όταν δημοσιεύσαμε την πρόσκλησή μας για συνεισφορές στοΤι έρχεται μετά;2

Αλλά δεν δώσαμε αρκετή προσοχή στην καταιγίδα που υποδαυλιζόταν στα ακροδεξιά μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή στις πραγματικές μαζικές κινητοποιήσεις που λάμβαναν χώρα σε ένα σύνολο δεξιών περιφερειών. Θα πρέπει να θέσουμε και να συζητήσουμε την αποτυχία μας. Φυσικά, είναι δύσκολο να ξέρουμε όσα πρέπει να ξέρουμε και είναι δύσκολο να έχουμε στο μυαλό μας ταυτόχρονα αρκετά πράγματα καθώς προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια συνεκτική τοποθέτηση.

Αλλά η αδυναμία μας να δούμε να έρχεται η 6η Ιανουαρίου ήταν μια βαθιά αποτυχία – η διαφήμιση των ταραχών στην Ουάσιγκτον ήταν παντού, σε όλο το σύμπαν των κοινωνικών μέσων. Αλλά δεν κοιτάζαμε. Η αλήθεια να λέγεται, αρκετοί πολύ έμπειροι παρατηρητές της ακροδεξιάς σκηνής είδαν αυτό που υπήρχε για να το δει κανείς αλλά δεν φαίνεται να σήμαναν ιδιαίτερα έναν συναγερμό. Δεν ξέρουμε το γιατί.

Εν πάσει περιπτώσει, πώς αλλάζουν τα γεγονότα της τελευταίας εβδομάδας αυτά που γράψαμε πριν από μια εβδομάδα; Δεν νομίζουμε ότι μας κάνουν να σβήσουμε οτιδήποτε αλλά απαιτούν από μας να προσθέσουμε μερικά ερωτήματα:

Πρώτον, σε ποιον βαθμό τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου αντιπροσωπεύουν μια θεμελιώδη αλλαγή στο αμερικανικό πολιτικό τοπίο; Είναι δυνατόν να διασπαστεί το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα; Είναι δυνατόν το Δημοκρατικό Κόμμα να αναλάβει κάποιες πιο τολμηρές ενέργειες από αυτές στις οποίες είναι συνηθισμένο; Ανεξάρτητα, και χώρια από τα ερωτήματα που αφορούν τα κόμματα, τι θα μπορούσε να γίνει για να διαλυθεί αυτός ο παράδοξος συνασπισμός ατόμων και δυνάμεων που εμφανίστηκαν στις ταραχές του Καπιτωλίου;

Δεύτερον, παρά τον βαθιά θλιβερό χαρακτήρα αυτών των γεγονότων, διαφωτίζουν οποιεσδήποτε ευκαιρίες ή αναγκαιότητες για νέες πολιτικές δράσεις; Για παράδειγμα, στον βαθμό που ο “σοσιαλισμός” ή ο “μαρξισμός” ή η “αναρχία” ταυτοποιήθηκαν ως μέρος της πραγματικότητας στην οποία οι συμμετέχοντες στις ταραχές αντιτίθενται, πώς πρέπει να αντιδράσουν οι υποστηρικτές του σοσιαλισμού ή του μαρξισμού ή της αναρχίας;

Τρίτον, παρά την ρητορική των ΜΜΕ, υπάρχει προφανώς μεγάλος βαθμός περιφρόνησης για την συνηθισμένη λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μεταξύ διαφόρων τμημάτων του αμερικανικού πληθυσμού. Πώς θα μπορούσαμε να αρχίσουμε να δημιουργούμε μια πιο συνεπή και συνεκτική επιχειρηματολογία για την αξία της αντικατάστασης της αντιπροσώπευσης από πιο άμεσες δημοκρατικές μορφές;

Τέταρτον, πολύς κόσμος στη αριστερά υποστηρίζει την ανατροπή του κράτους. Τις περισσότερες φορές αυτό δεν ισοδυναμεί με κάτι περισσότερο από ρητορική φιοριτούρα. Μόλις γίναμε μάρτυρες μιας, ως επί το πλείστον κλοουνίστικης αλλά, επίσης, εξαιρετικά σοβαρής προσπάθειας ανατροπής της λειτουργίας της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Αν μας ρωτούσαν τι διαφορετικό εννοούμε εμείς από αυτό που έκαναν αυτοί, πώς θα απαντούσαμε; Ίσως οι απαντήσεις μας να εστιάσουν μάλλον στο ζήτημα της αντικατάστασης του κράτους απο ένα μη-κράτος παρά ενός σάπιου κράτους από ένα άλλο ακόμα πιο σάπιο.

Πέμπτον, οι ιαχές “ΗΠΑ!”, “ΗΠΑ!”, “ΗΠΑ!” ήταν ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά της εξέγερσης της 6ης Ιανουαρίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι σχολιαστές των κυρίαρχων ΜΜΕ επέμειναν ότι αυτό που συνέβη δεν αντιστοιχεί σε αυτό που “εμείς” είμαστε κοκ. Εναλλακτικές σ’ αυτό το αποχαυνωτικό μήνυμα έχουν βρει τον δρόμο τους στα κυρίαρχα μέσα αλλά κανένα δεν έχει φτάσει στην καρδιά του ζητήματος. Πώς μπορούμε να πούμε κάτι καινούριο;

Έκτο, η αμέσως επόμενη χρονική περίοδος μπορεί επίσης να είναι μια πολύ επικίνδυνη περίοδος. Είναι δυνατόν, αν όχι πιθανόν, κάποιες δυνάμεις στην περιοχή της Ουάσιγκτον και σε πρωτεύουσες πολιτειών σε ολόκληρη τη χώρα να έχουν ενθαρρυνθεί από τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου και να προσπαθήσουν να εκδηλώσουν ακόμα περισσότερες άμεσες επιθέσεις στην κυβέρνηση ή, κι αυτό είναι που μας απασχολεί περισσότερο, σε όσους αντιλαμβάνονται ως τους βασικούς πολιτικούς τους εχθρούς – την αριστερά. Πώς θα πρέπει να προετοιμαστούμε γι’ αυτό που μπορεί να βρεθεί μπροστά μας;

Τέλος, είναι πολύ πιθανόν τα νέα κατασταλτικά μέτρα να μην περιοριστούν στις δυνάμεις της δεξιάς και συνεπώς πρέπει να προετοιμαστούμε για τις επιθέσεις που τελικά θα εκδηλωθούν εναντίον της αριστεράς. Θα ήταν χρήσιμο να έχουμε ένα θεωρητικό/πρακτικό πλαίσιο διαθέσιμο ώστε να διαμορφώσουμε την σκέψη μας. Και χρειαζόμαστε να βρούμε τον τρόπο για το πώς θα αποφύγουμε να γίνουμε οι χειρότεροι εχθροί του ίδιου του εαυτού μας.

Προσκαλούμε συνεισφορές πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα και άλλα σχετικά με αυτά. Αν έχετε ερωτήσεις, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://insurgentnotes.com/2021/01/postscript-to-what-next.

2 Στμ. Μεταφρασμένο εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/whats_next_insurgent_notes

Μια πρόσκληση από τους Συντάκτες: Τι έρχεται μετά;

Insurgent Notes1

το κείμενο σε pdf

Το επόμενο τεύχος των Insurgent Notes, που προς το παρόν έχει προγραμματιστεί να κυκλοφορήσει στις αρχές της άνοιξης του 2021, θα είναι αφιερωμένο στη θεματική “Τι έρχεται μετά;”. Προσκαλούμε όσους/ες διαβάζουν το Insurgent Notes να σκεφτούν και να συνεισφέρουν ένα άρθρο είτε σχετικό με ένα συγκεκριμένο θέμα είτε πάνω σε γενικότερα ζητήματα σχετικά με τις συνθήκες, τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες στον απόηχο των κάπως ιστορικών γεγονότων του 2020.

Θα έρθει ένας καιρός στο προσεχές μέλλον που θα είναι εφικτό να εμπλακεί κανείς σε σημαντική κατά πρόσωπο πολιτική δραστηριότητα (συμπεριλαμβανομένων συζητήσεων, συναντήσεων, πορειών, συγκεντρώσεων, πικετοφοριών, μποϋκοτάζ, απεργιών κλπ.) χωρίς τους τόσους περιορισμούς που επιβάλλονται από ανησυχίες για τη δημόσια υγεία ή τα χαρακτηριστικά αυτών που είναι δυνατόν να συμμετέχουν (ηλικία, υγεία κλπ.). Βλέπουμε αυτό που ελπίζουμε να συμπεριλάβουμε στο τεύχος σαν μια προετοιμασία για τη δράση μας όταν έρθει αυτή η στιγμή. Σε αυτό το πλαίσιο, θα δίναμε προτεραιότητα σε ζητήματα όπως: ψάξιμο και έρευνα· πολιτική εκπαίδευση· την αυτοδραστηριότητα των ασθενών και των εργατών υγείας για την επεξεργασία και το προχώρημα των δικών τους ανησυχιών, προβληματισμών και δυνητικών λύσεων σε χρόνια προβλήματα· την οργάνωση όλων των εργατών (απασχολούμενων και άνεργων) για την υπεράσπιση των υλικών τους συμφερόντων· το είδος των αλλαγών στην καθημερινότητα που θα έπρεπε να προαχθούν αν θέλουμε να αποτρέψουμε το ξέσπασμα νέων ιών· ιδέες για την αποτελεσματική διαχείριση σύνθετων τεχνικών ζητημάτων (τέτοιων όπως τα τεστ και η διανομή εμβολίων) που να είναι συμβατή με την πεποίθηση ότι η πρακτική γνώση έχει τη θέση της δίπλα στην τεχνική γνώση και την σχέση ανάμεσα στα άμεσα αιτήματα και τα μακροπρόθεσμα οράματα. Παρ’ όλα αυτά, είναι ευπρόσδεκτες συνεισφορές και για άλλα θέματα.

Για μας, δυο προκλήσεις θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό ακόμα και αν η προσοχή μας είναι σε πιο άμεσες έγνοιες:

  1. τι πρέπει να γίνει για να προετοιμαστεί η παγκόσμια εργατική τάξη για την ανάληψη του ελέγχου και τον μετασχηματισμό της κοινωνικής παραγωγής που είναι αναγκαία για την ανθρώπινη επιβίωση όλων και τη δραματική βελτίωση των συνθηκών ζωής για δισεκατομμύρια φτωχοποιημένων ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο – μέσα σε συνθήκες που να είναι όλο και περισσότερο ευάγωγες στην ελεύθερη ανάπτυξη των ανθρωπίνων δυνατοτήτων και επιθυμιών, και

  2. τι είδη πολιτικής δράσης χρειάζονται ώστε να συντηχθούν η εκρηκτική οργή των εξεγερμένων στους δρόμους και τις πλατείες και ο θυμός πολλών δισεκατομμυρίων που σιγοβράζει – που γίνεται πολύ πιο περίπλοκος από την κυριαρχία κάθε είδους λιγότερο ή περισσότερο αλλόκοτων θεωριών συνωμοσίας καθώς και την αυξανόμενη σημασία μαζικών κινημάτων των οποίων οι πολιτικές αφετηρίες δεν είναι εύκολο να ταξινομηθούν (όπως το κίνημα των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία όπως ακόμα και μερικές από τις διαμαρτυρίες ενάντια στους κυβερνητικούς περιορισμούς στις καθημερινές δραστηριότητες στη διάρκεια της πανδημίας). Και στις δύο περιπτώσεις, οι απαντήσεις θα πρέπει να οδηγήσουν τους επαναστάτες καθώς ονειρεύονται, σκέφτοναι, συζητούν και αντιπαρατίθενται σχετικά με το τι να κάνουν στη συνέχεια και για την αντικατάσταση τελικά αυτής της άθλιας κατάστασης πραγμάτων από μια αταξική κοινωνία. Έχουμε τεράστια επίγνωση ότι δεν πρόκειται να υπάρξει μια μοναδική φόρμουλα να ακολουθηθεί σε όλες τις διαφορετικές περιστάσεις οικονομικής ανάπτυξης και πολιτικής ελευθερίας στον κόσμο. Πιστεύουμε, όμως, ότι υπάρχει κάτι σημαντικό στο πιο συστηματικό μοίρασμα ιστοριών και αναλύσεων.

Μεταξύ άλλων, αυτό περιλαμβάνει σοβαρές συζητήσεις σχετικά με τις μορφές πολιτικής οργάνωσης και αυτοκυβέρνησης, στις οποίες θα πρέπει να δοθεί έμφαση. Παρά τον ιστορικά εκρηκτικά χαρακτήρα των πανεθνικών, και πραγματικά παγκόσμιων, διαμαρτυριών που ξέσπασαν ως αντίδραση στην δολοφονία από την αστυνομία του George Floyd, οι πιο ριζοσπαστικές δυνάμεις σπάνια σκέφτονταν το “πέρα από τη στιγμή”. Οι ριζοσπαστικές αυτές δυνάμεις είναι πολύ πιθανόν να έχουν μικρή προηγούμενη εμπειρία και αυτό τις ενθάρρυνε. Αλλά οι κινητοποιήσεις δεν έγιναν στην πραγματικότητα ένα κίνημα. Ήταν και είναι ένα πιεστικό ερώτημα το πώς μια ριζοσπαστική αριστερά θα μπορούσε να παρέμβει ώστε να συμβάλλει στην περαιτέρω ανάπτυξη αυτών των δυνάμεων χωρίς να υπονομεύει την αυτονομία και τον προσδιορισμό τους.

Δυστυχώς, δεν υπάρχουν και τόσα καλά μοντέλα για αριστερές πολιτικές οργανώσεις. Δεν νομίζουμε ότι είτε οι σχετικά καινούριες μικρές ομάδες είτε τα υπολείμματα των Λενινιστικών/Τροτσκιστικών/Μαοϊκών σεκτών είναι ιδιαίτερα σχετικές. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι οι Σοσιαλιστές Δημοκράτες της Αμερικής – DSA (με τις 70 περίπου χιλιάδες μέλη, την αξιόλογη δομή συμμετοχής από τα κάτω και την διάθεση να υποστηρίξουν ένα φάσμα διαφορετικών οργανωμένων πολιτικών τάσεων) θα μπορούσαν ίσως να υπηρετήσουν μια τέτοια λειτουργία. Δυστυχώς, δεν φαίνεται ότι έχουν μέχρι τώρα ξεφύγει από τους εξωτερικούς δακτύλιους της πολιτικής τροχιάς γύρω από το Δημοκρατικό Κόμμα. Παρ’ όλα αυτά, μερικές τοπικές οργανώσεις και μερικές από τις πιο αριστερές εκλογικές συνελεύσεις2 παρουσιάζουν διαφορετικές δυνατότητες και είναι ευπρόσδεκτο να ακούσουμε και να συζητήσουμε γι’ αυτές.

Με δεδομένη την αδύναμη κατάσταση των οργανωμένων κινημάτων στα αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος και των ΜΚΟ, συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι θα βοηθούσε αρκετά αν διάφορες τάσεις, των οποίων οι διαφορετικές πολιτικές καταγωγές συχνά συσκοτίζουν ουσιώδεις συμφωνίες σε πολλά θεμελιώδη ζητήματα, σκέφτονταν μερικές μορφές κοινής συζήτησης και πιθανής δράσης – αλλά αυτό θα απαιτούσε ένα άλμα πέρα από για πολύ καιρό διατηρημένες σεκταριστικές υποθέσεις. Ίσως αυτό το τεύχος των Insurgent Notes να αποτελεί μια συνεισφορά σε αυτό τον σκοπό.

Να αναρωτιόμαστε “Τι ακολουθεί μετά;” σημαίνει επίσης να αναρωτιόμαστε σχετικά με την πανωλεθρία που έχει παραχθεί από την πανδημία (νοούμενη ως διάδοση του ιού, η αρρώστια και τα βάσανα που είχε ως συνέπειες, ο εκτεταμένος σχεδιασμός και οι λειτουργικές αποτυχίες να διατηρηθεί η δημόσια υγεία και το υλικό ευ ζειν, η διάχυτη επιδείνωση των υλικών συνθηκών των ανθρώπων, τα τεράστια πολιτικά ρήγματα που προκλήθηκαν απο τις αποφάσεις τοπικών, περιφερειακών και κρατικών αρχών) και οι πολιτικοί αγώνες που διεξήθχηκαν ή όχι καθώς και να λάβουμε υπόψιν αυτών που θα μπορούσαν να διαφωτιστούν από μια ενδελεχή μελέτη των ίδιων φαινομένων.

Ελπίζουμε να συμβάλλουμε στην εξέλιξη μιας διαδικασίας με την οποία οι άνθρωποι βγάζουν νόημα αυτών που έχουν συμβεί και αυτών που έχουν αντέξει. Παρά την εκτενή κάλυψη από διάφορα μέσα ενημέρωσης, είναι πιθανό ότι δεν έχουμε ακόμα μια επαρκή κατανόηση της έκτασης του πόνου, των δεινών, της αναστάτωσης και της απομάκρυνσης που έχουν προκύψει ή των διαφορετικών αντιδράσεων σε αυτά τα βάσανα. Θα ήταν καλό να έχουμε μια πληρέστερη αντίληψη του μεγέθους του κόστους που η πανδημία έχει δημιουργήσει:

  • θάνατοι και ασθένειες πιο μακροπρόθεσμα

  • απώλεια και θλίψη στο επίπεδο των οικογενειών και των κοινοτήτων

  • αναστάτωση και διακοπές στην εκπαιδευτική εμπειρία των σπουδαστών

  • η αποδυνάμωση του συστήματος υγείας

  • μακροπρόθεσμη ανεργία με περιορισμένες προοπτικές καινούριας απασχόλησης

  • ο αριθμός των ανθρώπων που είναι άστεγοι ή στο χείλος του να μείνουν άστεγοι

  • άνθρωποι χωρίς αρκετό φαγητό (ή, για να το θέσουμε εντελώς ξεκάθαρα, που έχουν πεινάσει ή πεινάνε)

  • η εξάντληση των εργατών (εργατών γης, πωλητών στο διαδίκτυο, διανομέων, νοσοκομειακών, εργαζόμενων σε παντοπωλεία)

  • περικοπές κυβερνητικών υπηρεσιών

  • οι σωρευτικές συνέπειες να συμβαίνουν όλα αυτά ταυτόχρονα στις ζωές των ατόμων, των οικογενειών και των γειτονιών.

  • Την ίδια στιγμή, πιστεύουμε ότι τα καταστροφικά γεγονότα της τελευταίας χρονιάς έχουν ρίξει φως σε πολλές πραγματικότητες της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων:

    • την δυνατότητα ραγδαίας, σε παγκόσμιο επίπεδο διάδοσης ιών στον σύγχρονο κόσμο

    • τις σημαντικά αποκλίνουσες τροχιές διάδοσης του ιού στις διαφορετικές χώρες

    • την αποτυχία των περισσότερων κρατών να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν επαρκείς συντονισμένες δράσεις ή λειτουργίες αντίδρασης και τα αρνητικά αποτελέσματα των μοντέλων “just-in-time” προμηθειών για την επάρκεια ουσιωδών εφοδίων και εξοπλισμού

    • τον διεθνή χαρακτήρα της ιατρικής γνώσης και της ανάπτυξης θεραπειών (συμπεριλαμβανομένων των εμβολίων)

    • την διάχυτη παρουσία και σημασία των “υποκείμενων συνθηκών” στις πιο εξαθλιωμένες κοινότητες που προκύπτουν από το σύνολο των συνθηκών διαβίωσής τους

    • την έλλειψη επαρκούς καλά εκπαιδευμένου νοσηλευτικού προσωπικού που να παρέχει ποιοτική υγειονομική φροντίδα χωρίς τον κίνδυνο της εξάντλησης ή της περαιτέρω μόλυνσης

    • την σχετική έλλειψη δράσεων αυτοβοήθειας (όπως η ACT UP) μεταξύ των ασθενών του Covid και των φροντιστών τους

    • την σχετική αδράνεια των εργατών ως τάξης

    • τις ταυτόχρονες αδυναμίες και τα ισχυρά σημεία του “Μπαϊντενισμού”, του “Τραμπισμού” και των αποχρώσεών τους σε ολόκληρο τον κόσμο ως πόλων πολιτικής έλξης

Και εδώ, η λίστα μας μόλις που ξύνει την επιφάνεια και χρειαζόμαστε πορτραίτα με βαθύτερα χρώματα και υφές για να συλλάβουμε αυτό που έχει γίνει κατανοητό και αυτό που παραμένει σκοτεινό. Αναγνωρίζουμε επίσης ότι πρέπει να επεξεργαστούμε περαιτέρω μια ανάλυση και μια επιχειρηματολογία για το ότι ο πλήρης κοινωνικός έλεγχος της παραγωγής, χωρίς την επιταγή της συσσώρευσης, θα μπορούσε να καταστήσει εφικτή την ανάπτυξη υψηλής λειτουργικότητας και αυτοδιορθωνόμενων συστημάτων διαχείρισης για πολύπλοκες ουσιαστικές λειτουργίες, ιδιαίτερα σε περιστάσεις κρίσης.

Και από την άλλη, υπάρχει η συνεχιζόμενη σημασία του κόσμου πριν από την πανδημία – ενός κόσμου που δεν έχει στο μεταξύ εξαφανιστεί. Μερικές από τις πραγματικότητες που χρειάζεται να αναλογιστούμε είναι:

  • η λίγο-πολύ διαρκής τάση προς την οικονομική κρίση, που αποφεύγεται μόνο από την διοχεύτεση αμέτρητων τρισεκατομμυρίων δολλαρίων και άλλων νομισμάτων στους οικονομικούς θεσμούς και τις αγορές

  • τους όλο και μεγαλύτερους κινδύνος που οι σύγχρονες οικονομίες θέτουν στα οικοσυστήματα του πλανήτη (από τους οποίους η κλιματική “αλλαγή” είναι το πιο προεξέχον αλλά όχι το μοναδικό παράδειγμα)

  • η παράλογα τεράστια παρουσία πάνοπλων κρατών (με τις Ηνωμένες Πολιτείες να είναι μακράν ο χειρότερος παραβάτης) σε ολόκληρο τον κόσμο

  • η διάδοση τοξικών εθνικιστικών, θρησκευτικών, εθνοτικών, φυλετικών και tribal ανταγωνισμών, μίσους και φόβων στον κόσμο και τον κίνδυνο που αυτοί θέτουν για την ειρήνη, την ασφάλεια και την ευημερία των ανθρώπων παντού στον κόσμο

  • την επιστράτευση αυτών των φόβων και του μίσους από αυταρχικές, μερικές φορές φασιστικές, ηγεσίες και κινήματα

  • την θλιβερή πραγματικότητα ότι πάνω από 70.000.000 άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες ψήφισαν υπέρ ενός απροκάλυπτα ρατσιστή, λευκού εθνικιστή, μισογύνη υποψηφίου

  • την ανάδυση μιας δεξιά πτέρυγας-αυτόκλητης τιμωρού που, μερικές φορές, δουλεύει ενορχηστρωμένα με τις επίσημες κυβερνήσεις και τις αστυνομικές δυνάμεις και, άλλες φορές, ανεξάρτητα και ενάντια σε αυτές

  • την ανάπτυξη μιας οικονομίας “πλατφόρμας”3, ανεξάρτητων συμβάσεων και αυτοαπασχόλησης ως μιας αυξανόμενα κυρίαρχης μορφής απασχόλησης και την συνακόλουθη παρακμή των παραδοσιακών θέσεων εργασίας με εργοδότη και εργαζόμενο, πλήρους απασχόλησης και με επιδόματα θέσεων εργασίας, όπως και της συρρίκνωσης του τομέα των επίσημων συνδικάτων στο εργατικό δυναμικό4.

Τι θα μπορούσε να γίνει;

Οι σύντροφοί μας από τους Angry Workers στο Λονδίνο μάς έστειλαν μερικές προτάσεις για να ξεκινήσουμε να σκεφτόμαστε:

  • Πώς βλέπουμε τις εντάσεις μέσα στην εργατική τάξη σχετικά με το καθεστώς του lockdown; Από τη μια πλευρά εργάτες αγωνίζονται για περισσότερη ασφάλεια στη δουλειά, που μπορεί να περιλαμβάνει το κλείσιμο διαφόρων λειτουργιών, από την άλλη εργάτες παλεύουν ενάντια στην επιλεκτική επιβολή απαγορεύσεων κυκλοφορίας κλπ. Εκφράζουν αυτές οι διαφορές μια υποκείμενη διαφορά στις υλικές συνθήκες, πχ. “εργατική δύναμη στην καρδιά της παραγωγής” εναντίον “περιθωριοποιημένων εργατών”; Είναι περισσότερο ένα ζήτημα πολιτικών συγκρούσεων εντός της τάξης;

  • Με την πανδημία και την οικονομική διαχείριση της κρίσης, το κράτος ξαναμπήκε στο προσκήνιο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο αυτό προκαλεί σύγχυση στο παλιό αριστερίστικο μάντρα ότι η κρατική παρέμβαση είναι αυτό που διακρίνει την αριστερά από τη δεξιά. Με όρους ταξικής πάλης, το κράτος είναι σε μια επισφαλή θέση, καθώς τώρα οικονομικά αιτήματα και από τους καπιταλιστές (οικονομική στήριξη) και τους εργάτες (λεφτά για την αναστολή εργασίας κλπ.) εστιάζονται στο κράτος. Αυτό μπορεί να έχει ένα ενοποιητικό αποτέλεσμα για τους εργατικούς αγώνες, καθώς τώρα υπάρχει ένα κοινό σημείο απεύθυνσης. Αλλά έχει επίσης και μια λειτουργία “διοχέτευσης” καθώς τα συνδικάτα έχουν τώρα ένα ευκολότερο παιχνίδι “απεύθυνσης στην κυβέρνηση”, μάλλον, και όχι να αντιμετωπίσουν άμεσα τα αφεντικά. Πώς καταλαβαίνουμε αυτές τις αντιτιθέμενες τάσεις;

  • Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τουλάχιστον, οι επιθέσεις από τα αφεντικά στις δουλειές και τους μισθούς επιταχύνονται ραγδαία και υπάρχουν οι πρώτες αντιδράσεις από τα συνδικάτα – αν και ασθενικές και απομονωμένες. Πώς πιστεύουμε ότι μπορούμε να παρέμβουμε πολιτικά σε αυτούς τους αμυντικούς αγώνες; Υπάρχει πιθανότητα να συνδέσουμε τους αγώνες αυτούς με την εμπειρία του εγκλεισμού, όταν ένας σχετικά μικρός αριθμός εργατών (σε τομείς-κλειδιά) έσωσαν την κοινωνία από μια “φυσική συμφορά” (την πανδημία) και τώρα αναμένεται να γίνουν τα πρώτα θύματα μιας συμφοράς “ανθρώπινης προέλευσης” (της κρίσης); Πριν ξεκινήσει η τωρινή επίθεση στις δουλειές και τους μισθούς, ο υψηλός βαθμός κοινωνικής παραγωγικότητας ήταν μπροστά στα μάτια όλων: μια δεκαετία συζήτησης για την τεχνητή νοημοσύνη, την αυτοματοποίηση και τα αυτο-οδηγούμενα αυτοκίνητα· και μετά, ένας χρόνος που το lockdown απέδειξε ότι το 70% των δουλειών δεν είναι ουσιαστικά ζωτικής σημασίας. Πώς παρεμβαίνουμε σε αυτή την αντίστιξη: μια ραγδαία φτωχοποίηση, από τη μια, και, από την άλλη, την πρόσφατη μνήμη του “υψηλού επιπέδου κοινωνικής παραγωγικότητας”;

Μια εμπειρία που αλλάζει τον κόσμο;

Ο Andy Blunden, συγγραφέας και ακτιβιστής από την Αυστραλία, προτείνει ότι η πανδημία Covid μπορεί να γίνει κατανοητή ως μία perezhivanie (στα Ρωσικά) ή “μια εμπειρία που αλλάζει τον κόσμο” – μια εμπειρία ενός πολύ μικρού αριθμού συμβάντων που, λίγο-πολύ ταυτόχρονα, επηρέασαν άμεσα εκατομμύρια άτομα και πολλά ακόμα περισσότερα έμμεσα, σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Blunden διερεύνησε τις σύνθετες σημασίες της ρωσικής λέξης:

Τυπικά μιλώντας, η λέξη perezhivanie σημαίνει “εμπειρία”. Αλλά “perezhivanie” είναι μια λέξη η οποία δεν έχει ισοδύναμο στα Αγγλικά που να μεταφέρει πλήρως το εύρος και το βάθος της σημασίας της στη ρωσική γλώσσα και κουλτούρα. Υπάρχουν δύο πράγματα σχετικά με το πώς γίνεται κατανοητή στα Ρωσικά γενικά, και στην Πολιτισμική Ψυχολογία του Vygotsky ειδικότερα, που δεν μεταφέρονται στην αγγλική έκφραση της “experience”/εμπειρίας. Πρώτον, ετυμολογικά, η “perezhivanieείναι ισοδύναμη με την λέξη “survive”/επιβίωση στα Αγγλικά. Όταν οι άνθρωποι γράφουν την αυτοβιογραφία τους, διαλέγουν από τις εκατοντάδες χιλιάδες ώρες της ζωής τους συγκεκριμένες στιγμές ή επεισόδια (μερικές φορές πολύ εκτεταμένα) στα οποία επιβίωσαν, φορές που έκαναν επιλογές που τους άλλαξαν τη ζωή, επιλογές που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά τους, καταστάσεις τις οποίες διαχειρίστηκαν (ή απέτυχαν να διαχειριστούν) και οι οποίες άλλαξαν για πάντα όχι μόνο το πώς βλέπουν τον κόσμο αλλά (και αυτό είναι το σημαντικό) το πώς ο κόσμος τους βλέπει ή όταν ένας γονιός ή ένα άλλο σημαντικό πρόσωπο (ιδιαίτερα στην περίπτωση των παιδιών) ή ίσως το σύστημα της δικαιοσύνης, τους έθεσε μπροστά σε κάτι που είχαν κάνει και τους ανάγκασε να το αναλογιστούν5. Εκείνες τις εμπειρίες που τους άλλαξαν και τους έκαναν αυτό που είναι.

Δεύτερον, όπως το γνώριζαν οι αρχαίοι Έλληνες δραματικοί ποιητές, δεν είναι η εμπειρία ως τέτοια που αλλάζει το πρόσωπο. Όπως εξήγησε ο John Dewey (1939), “μια εμπειρία” είναι ένα ενεργό επεισόδιο της αλληλεπίδρασης ενός προσώπου με μια δύσκολη κατάσταση που παρουσιάζει προκλήσεις. Είναι καλά γνωστό ότι τα πιο τραυματικά γεγονότα, όπως η κακοποίηση στα πρώιμα παιδικά χρόνια, μπορεί να “καταπνιγεί” ή να γίνει αποδεκτή παθητικά. Κάποια άτομα περνούν μέσα από έναν πόλεμο αλλά θυμούνται μόνο την συντροφικότητα και την αλληλεγγύη. Γενικά, όμως, αφότου έχει περάσει αυτή η κατάσταση, οι άνθρωποι την αναστοχάζονται, ίσως μόνοι τους σε περιόδους ήρεμου στοχασμού ή από κοινού με κάποιο άλλο άτομο που εμπιστεύονται. Όμως, η perezhivanie εμπεριέχει την αλλαγή της σχέσης του υποκειμένου με τον κόσμο. Ο Φρόυντ αποκάλεσε αυτή τη διαδικασία “κάθαρση”, κατ’ αναλογία με την παρακολούθηση ενός δράματος στο θέατρο ως μέσου για τον αναστοχασμό από κάποιον της ίδιας της εμπειρίας του και την ιατρική πρακτική της αφαίρεσης ενός δηλητηρίου από το σώμα. Η κάθαρση είναι η ενεργή διαδικασία της παρατήρησης, της επεξεργασίας, του στοχασμού, της επεξεργασίας και “αφομοίωσης” μιας εμπειρίας. Είναι το πραγματικό έργο της αντιμετώπισης του τι έχει γίνει και πώς αντέδρασες σ’ αυτό. Είναι μάλλον μέσω της κάθαρσης που ένα πρόσωπο μετασχηματίζεται και όχι από το ίδιο το γεγονός. Το γεγονός μπορεί να είναι στιγμιαίο, αλλά η κάθαρση μπορεί να διαρκέσει χρόνια. Αυτό είναι που σημαίνει η perezhivanie: η perezhivanie είναι η όλη διαδικασία. Έχει μιαν αρχή, μια μέση και ένα τέλος. Είναι ένα μοναδικό όλον, είναι η ακολουθία τέτοιων perezhivaniya που δημιουργεί το πρόσωπο.

Η ζωή είναι μια σειρά από perezhivaniya με μακρές ενδιάμεσες περιόδους σταδιακής προσαρμογής στον καινούριο σου εαυτό, επίλυσης των προβλημάτων που η ζωή φέρνει μπροστά σου, μέχρις ότου η επόμενη perezhivanie αλλάξει τη σχέση σου με τον κόσμο6.

Σε αυτό το πνεύμα, θα θέλαμε να έχουμε ένα πληρέστερο μέτρο του τι έχει συμβεί και τι έχει αυτό σημάνει και μετά να σκεφτούμε για το τι έρχεται στη συνέχεια. Ζητάμε από τους αναγνώστες και του φίλους μας να γράψουν άρθρα και/ή να προτείνουν άλλους που θα μπορούσαν. Η τελική ημερομηνία προς το παρόν είναι στις 15 Μαρτίου 2021. Θα εκτιμούσαμε μια εκ των προτέρων ειδοποίηση από τα άτομα που σκοπεύουν να υποβάλλουν κάτι. Γράψτε μας. Επίσης, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας αν θέλετε να μιλήσουμε γι’ αυτό που πιθανόν θα γράψετε.

Loren Goldner & John Garvey

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://insurgentnotes.com/2021/01/an-invitation-from-the-editors-what-next.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: caucuses.

3 Στμ. Η αποκαλούμενη στα Αγγλικά “gig” οικονομία.

4 Θέλουμε να ευχαριστήσουμε τον Paul Wasserman για μερικά χρήσιμα σχόλια και υποδείξεις σχετικά με τα ζητήματα αυτά.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: “…forced them to take (sic) reflect on it.

6 Δείτε: Andy Blunden, “The Corona Virus is a world perezhivanie

Πόλεμος και Ειρήνη

Giorgio Agamben1

το κείμενο σε pdf

 

Αξίζει να πάρουμε στα σοβαρά τη θέση, που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά από κυβερνήσεις, ότι η ανθρωπότητα και όλα τα έθνη είναι αυτή τη στιγμή σε κατάσταση πολέμου. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι μια τέτοια θέση εξυπηρετεί στην νομιμοποίηση της κατάστασης εξαίρεσης, με τους δραστικούς περιορισμούς στην ελευθερία μετακίνησης και την παράλογη ονοματολογία τους, για παράδειγμα με τον όρο “απαγόρευση κυκλοφορίας”2, που διαφορετικά είναι δύσκολο να δικαιολογηθούν. Ο δεσμός που συνδέει τις κυβερνητικές εξουσίες με τον πόλεμο είναι, ωστόσο, πιο βαθύς και ομοούσιος. Το γεγονός είναι ότι ο πόλεμος είναι κάτι χωρίς το οποίο οι εξουσίες δεν μπορούν σε καμμιά περίπτωση να υπάρξουν σε μια διαρκή βάση. Στο μυθιστόρημά του, ο Τολστόι αντιπαραθέτει την ειρήνη, στην οποία οι άνθρωποι ακολουθούν τις επιθυμίες, τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους λίγο-πολύ ελεύθερα, και την οποία βλέπει ως την μια και μοναδική πραγματικότητα, και την αφαίρεση και το ψέμα του πολέμου, στον οποίον όλα μοιάζουν να “σύρονται” από μια αδήριτη αναγκαιότητα. Και στη νωπογραφία του στο Palazzo Pubblico στην Σιένα, ο Lorenzetti απεικονίζει μια πόλη σε ειρήνη, οι κάτοικοι της οποίας κινούνται ελεύθερα σύμφωνα με τις ασχολίες και τις επιθυμίες, ενώ στο προσκήνιο κορίτσια χορεύουν πιασμένα χέρι-χέρι. Αν και η νωπογραφία τιτλοφορείται παραδοσιακά ως The Good Government, μια τέτοια συνθήκη, πλεγμένη όπως έχει από τα μικρά καθημερινά συμβάντα της απλής ζωής και τις επιθυμίες καθενός, είναι στην πραγματικότητα μη-κυβερνήσιμη από την εξουσία μακροπρόθεσμα. Όσα και αν μπορεί να υπόκεινται σε όρια και ελέγχους κάθε είδους, μια τέτοια συνθήκη τείνει στην πραγματικότητα από τη φύση της να διαφεύγει υπολογισμών, σχεδιασμού και κανόνων – ή, τουλάχιστον, αυτός είναι ο κρυφός φόβος της εξουσίας. Αυτό μπορεί να ειπωθεί επίσης λέγοντας ότι η ιστορία, χωρίς την οποία τελικά η εξουσία είναι τελικά αδιανόητη3, είναι στενά συσχετισμένη με τον πόλεμο, ενώ η ζωή στην ειρήνη είναι εξ ορισμού χωρίς ιστορία. Ονομάζοντας το μυθιστόρημά της La Storia [Ιστορία], ένα μυθιστόρημα στο οποίο οι αντιξοότητες λίγων απλών πλασμάτων αντιπαρατίθενται στους πολέμους και τα καταστροφικά γεγονότα που σημαδεύουν τα δημόσια ζητήματα του εικοστού αιώνα, η Elsa Morante είχε κάτι τέτοιο στο μυαλό της.

Γι’ αυτόν τον λόγο, αργά ή γρήγορα, οι δυνάμεις που σκοπεύουν να κυβερνούν τον κόσμο πρέπει να καταφεύγουν στον πόλεμο, άσχετα από το αν είναι πραγματικός ή προσεκτικά προσομοιωμένος. Και από τη στιγμή που, στην κατάσταση της ειρήνης, η ζωή των ανθρώπων τείνει να εξαφανίζεται από οποιαδήποτε ιστορική διάσταση, δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι κυβερνήσεις σήμερα δεν κουράζονται να μας υπενθυμίζουν ότι ο πόλεμος ενάντια στον ιό σηματοδοτεί την αρχή μιας καινούριας ιστορικής εποχής στην οποία τίποτα δεν θα είναι όπως πριν. Και μεταξύ αυτών που δένουν τα μάτια τους, ώστε να μην βλέπουν την κατάσταση ανελευθερίας στην οποία έχουν πέσει, αρκετοί το δέχονται ακριβώς επειδή είναι πεπεισμένοι, όχι χωρίς μια δόση περηφάνειας, ότι εισέρχονται – σχεδόν μετά από εβδομήντα χρόνια ειρηνικής ζωής, δηλαδή χωρίς ιστορία – σε μια νέα εποχή.

Ακόμα και αν, όπως είναι τόσο προφανές, αυτή θα είναι μια εποχή δουλείας και θυσίας, στην οποία οτιδήποτε κάνει τη ζωή αξιοβίωτη θα εξαναγκαστεί να υποστεί ταπεινώσεις και περιορισμούς, υποτάσσονται εκούσια σε αυτήν επειδή πιστεύουν, ανόητα, ότι με αυτόν τον τρόπο έχουν βρει για τη ζωή τους το νόημα που είχαν, εν αγνοία τους, χάσει στην ειρήνη.

Είναι πιθανόν, όμως, παρ’ όλα αυτά, ο πόλεμος κατά του ιού, που έχει εμφανιστεί να αποτελεί ένα τόσο ιδανικό εργαλείο, το οποίο επιτρέπει στις κυβερνήσεις να “χαπακώνουν” και να κατευθύνουν όσο χρειάζονται πολύ ευκολότερα απ’ ό,τι σε έναν πραγματικό πόλεμο, να τελειώσει ξεφεύγοντας από τον έλεγχο, όπως κάθε πόλεμος. Ίσως, σ’ αυτό το σημείο, αν δεν είναι πολύ αργά, η ανθρωπότητα να επιδιώξει για άλλη μια φορά την μη-κυβερνήσιμη ειρήνη που τόσο απερίσκεπτα εγκατέλειψε.

23 Φεβρουαρίου 2021

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://illwill.com/war-and-peace. Η μετάφραση στα Αγγλικά είναι από το Ill Will.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: curfew.

Δεν μπορούμε να αφήσουμε την φάρσα του χτες να γίνει τραγωδία του αύριο: αντιφασιστική οργάνωση τώρα!

Συντακτική Ομάδα του Spectre1

το κείμενο σε pdf

I.

Αυτό ήταν ένα “πραξικόπημα” ως θέαμα στα κοινωνικά δίκτυα. Με τις ψευτο-Βίκινγκ εξαρτήσεις και τα patches της Συνομοσπονδίας, οι ακροδεξιοί αντάρτες ήταν ένα ιδιαίτερα απωθητικό τσούρμο. Και η ανταρσύα τους στερούνταν ενός συνεκτικού σχεδίου πέρα από το σπάσιμο τζαμιών και τις σέλφι. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι άλλο απο την νομιμοφροσύνη του στον επικεφαλής ψεύτη. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, ήταν μια οξεία προειδοποίηση στην αριστερά και όλες τις προοδευτικές δυνάμεις. Αν δεν σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και δεν σταματήσουμε την ανάπτυξη αυτού του κινήματος, την επόμενη (ή τη μεθεπόμενη) φορά θα μπορούσε να είναι επικίνδυνα σοβαρό.

II.

Το σκηνικό για το “κόλπο” είχε ενορχηστρωθεί επί εβδομάδες. Και την ίδια τη συγκεκριμένη ημέρα, ο Trump υποκίνησε έναν όχλο καθοδηγούμενο από ακροδεξιούς μπράβους να λεηλατήσουν το κτίριο του Καπιτωλίου στην Ουάσιγκτον DC. Οι αριθμοί απείχαν μακράν του να είναι συγκλονιστικοί – ίσως 15000 στην πρωτεύουσα της χώρας – μαζί με μερικές εκατοντάδες σε συντονισμένες ενέργειες σε πρωτεύουσες αρκετών πολιτειών. Παρά ταύτα, σηματοδοτεί ένα νέο επίπεδο στην ανάδυση μιας φασιστικής δεξιάς στη χώρα.

III.

Αντί για πραξικόπημα, ήταν μάλλον μια θλιβερή/αξιοθρήνητη προσπάθεια απόπειρας πραξικοπήματος/χτυπήματος2 και η οποία κατεστάλη εντυπωσιακά γρήγορα. Είχε πάρει το πράσινο φως από τον Τραμπ και τον πολύ κλειστό του κύκλο. Αλλά καταδικάστηκε σε συντριπτικό βαθμό από τους εκπροσώπους της καπιταλιστικής τάξης: την Εθνική Ένωση Κατασκευαστών (National Association of Manufacturers), το Εμπορικό Επιμελητήιο (Chamber of Commerce), τους CEO των μεγαλύτερων επιχειρήσεων, το Twitter και το Facebook, τα οποία έκλεισαν τους λογαριασμούς του Τραμπ. Τόσο τα αστικά πολιτικά κόμματα, όσο και η ηγεσία του στρατού και της αστυνομίας και η μεγάλη πλειοψηφία των ΜΜΕ το κατήγγειλαν. Λίγο αργότερα, το Κογκρέσο συνεδρίασε εκ νέου για να επιβεβαιώσει την εκλογή Biden. Όπως αναμενόταν, οι χρηματαγορές σε ολόκληρο τον κόσμο εκτοξεύτηκαν στην ελπίδα ότι μια καινούρια Διοίκηση θα αποτακαταστήσει τις “δουλειές ως συνήθως”.

IV.

Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εισβολή στο Καπιτώλιο συνέβη σε συνεννόηση με τη διοίκηση και την αστυνομία. Συγκρίνετε τη σιωπηλή/αθόρυβη αντίδραση της αστυνομίας στη βία της ακροδεξιάς και της παραστρατιωτικής αντίδρασής της στις διαμαρτυρίες του κινήματος Black Lives Matter (BLM) σ’ ολόκληρη τη χώρα. Όλοι ξέρουμε την τρομακτική αστυνομική βία που θα είχε εξαπολυθεί αν οι υποστηρικτές του κινήματος BLM είχαν βαδίσει προς το Καπιτώλιο. Αν και η έκταση της συντονισμένης συμπαιγνίας της αστυνομίας παραμένει ασαφής, δεν μας εκπλήσσει ότι η αστυνομία αντιμετώπισε με το “γάντι”3 τους φασιστες. Το αίσθημα υποστήριξης του Τραμπ είναι πολύ υψηλό στην αστυνομίας και την Υπηρεσία ICE. Όταν ήρθαν αντιμέτωποι με τους δεξιούς στην Ουάσιγκτον DC, οι μπάτσοι έβγαζαν σέλφι και έκαναν χειραψίες με τους φασίστες – όπως ακριβώς έκαναν με τον Kyle Rittenhouse στην Kenosha το πρόσφατο καλοκαίρι πριν δολοφονήσει δύο αντιρατσιστές.

V.

Το κράτος κινητοποίησε λίγες μόνο δυνάμεις για να καταπνίξει τις διαμαρτυρίες και αυτό μόνο όταν έγινε φανερό ότι έθεταν μια απειλή στο πολιτικό κατεστημένο. Ηγέτες και των δύο κομμάτων, ο δήμαρχος της Ουάσιγκτον, και το επιχειρηματικό κατεστημένο το κατέστησαν αυτό σαφές. Συγκεκριμένα, κλήθηκε η Εθνοφρουρά από το Μέρυλαντ και την Βιρτζίνια. Μαζί με την αστυνομία της Ουάσιγκτον, διενήργησαν “χαμηλής σημασίας” συλλήψεις δεκάδων, συνήθως για παραβίαση της απαγόρευσης κυκλοφορίας. Η τάξη αποκαταστάθηκε και η εκλογή του Biden επικυρώθηκε καθώς Τραμπιστές όπως οι Lindsey Graham (Νότια Καρολίνα) και Kelly Loeffler (Τζόρτζια) έσπευσαν να επικυρώσουν τα εκλογικά αποτελέσματα.

Οι φιλελεύθερες δυνάμεις ελκύονται σαν από μαγνήτη από το καθεστώς “Νόμος και Τάξη” επειδή βλέπουν το Κράτος, και όχι τη μαζική αντιφασιστική δράση, ως το κλειδί της αντιμετώπισης της δεξιάς.

VI.

Οι άμεσες επιπτώσεις θα είναι αντιφατικές, ζημιώνοντας τον Τραμπ και ταυτόχρονα δίνοντας ώθηση στον κίνημα γύρω από αυτόν. Θα υποστεί ευρεία αποκήρυξη από τις μεγάλες επιχειρήσεις, το πολιτικό κατεστημένο και τους μηχανισμούς ασφαλείας/στρατού και αστυνομίας. Όλα αυτά θα δώσουν στήριγμα στις κινήσεις του Biden να αποκαταστήσει “τις δουλειές ως συνήθως” στο εσωτερικό της χώρας και την αξιοπιστία της αυτοκρατορίας στο εξωτερικό. Θα γίνει κουβέντα για προσφυγή στην 25η Τροπολογία και ποινική δίωξη του Τραμπ πριν εγκαταλείψει τον Λευκό Οίκο – και απειλές περαιτέρω διώξεων αφού τελειώσει η θητεία του. Όλα αυτά θα έχουν σαν στόχο να επιβεβαιώσουν την αστική ακεραιότητα στην πόλη πάνω στον λόφο.

VII.

Η άρχουσα τάξη και οι πολιτικοί της αντιπρόσωποι θα ζητήσουν αυξημένες εξουσίες για τον στρατό και την αστυνομία της για την επιτήρηση, σύλληψη και κράτηση “εξτρεμιστών”. Θα το κάνουν αυτό, στα λόγια, για τον περιορισμό και την δίωξη των φασιστών. Η αριστερά όμως οφείλει να αρνηθεί οποιαδήποτε στήριξη στην εκστρατεία “Νόμος και Τάξη”. Επιδιώκουμε να αποδυναμώσουμε τις δυνάμεις της κρατικής καταστολής. Και ξέρουμε ότι σε μια ρατσιστική, καπιταλιστική κοινωνία οι βασικοί στόχοι θα είναι οι Μαύροι, οι μετανάστες, οι Μουσουλμάνοι, οι αριστεριστές και τα μέλη των συνδικάτων.

VIII.

Καμμιά από αυτές τις ενέργειες δεν θα σταματήσει την αύξηση του Τραμπισμού και το φασιστικού ρεύματός του. Από τις ενέργειες της Τετάρτης βγήκαν ενθαρρυμένοι. Όχι μόνο πιστεύουν ότι υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους απέναντι σε μια μη νομιμοποιημένη κυβέρνηση, αλλά έχουν βάλει και τα θεμέλια για ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη. Η δεξιά έχει μια υποδομή Μαζικών Μέσων Ενημέρωσης, οργανώσεις όπως τα Proud Boys, και δίκτυα σ’ ολόκληρη τη χώρα με την ικανότητα συντονισμού δράσεων. Τούτων λεχθέντων, είναι ακόμα λίγοι και υπολείπονται σε μεγάλο βαθμό αριθμητικά από τη δική μας πλευρά όταν αυτή κινητοποιείται. Θυμηθείτε, 26 εκατομμύρια άνθρωποι πορεύτηκαν στις διαμαρτυρίες του κινήματος BLM το τελευταίο καλοκαίρι. Μόνο 15000 περίπου πορεύτηκαν χτες σ’ ολόκληρη τη χώρα. Αν όμως αφεθούν χωρίς αντίθεση οι τάξεις τους θα διογκωθούν. Οι συνθήκες που γέννησαν την ανάδυσή τους – μια κρίση στις ζωές των μικροαστών που έχει προκληθεί από τις αποτυχίες του νεοφιλελευθερισμού, τα κλεισίματα μικρών επχειρήσεων εξαιτίας της πανδημίας και τις επιχειρηματικές εκείνες αποτυχίες εν μέσω της ύφεσης – μόνο θα οξυνθούν στους επόμενους μήνες και χρόνια. Η δεξιά θα συγκροτήσει μια ξεκάθαρη, παρούσα και επικίνδυνη απειλή για τους εργάτες και τους καταπιεσμένους.

IX.

Ο κλειστός κύκλος του Τραμπ και των τσιρακιών του στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα πόνταραν στην ακροδεξιά και τους φασίστες χτες. Όταν βρέθηκε μπροστά στην επιλογή να κεφαλαιοποιήσει την προεδρία του και να βγάλει λεφτά ή να τεθεί ως ο επίδοξος hrer ενός νέου φασιστικού κινήματος, ο Τραμπ διάλεξε το δεύτερο. Κάποιοι από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα θα τον ακολουθήσουν, οι περισσότεροι όχι. Αλλά ο Τραμπ διατηρεί την υποστήριξη σχεδόν του 40% της εκλογικής του βάσης και έχει τις βάσεις να παραμείνει μια τεράστια δύναμη μέσα στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα ή να οικοδομήσει μια εναλλακτική αν οι ηγέτες του τελευταίου τον αποποιηθούν/αποκηρύξουν. Ένα σχίσμα στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα είναι φανερά πιθανό, και με αυτό ο σχηματισμός ενός νέου ακροδεξιού κόμματος. Κατά ειρωνικό τρόπο, ο Τραμπ θα μπορούσε να είναι το ακούσιο όχημα μιας πολύ βρώμικης διάσπασης/απόσχισης από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα.

Δεν μπορούμε να δώσουμε υποστήριξη στο αστικό κατεστημένο, την νέα Διοίκηση Biden, ή την κρατική καταστολή τους στο εσωτερικό και την ιμπεριαλιστική επαναεπιβεβαίωσή τους στο εξωτερικό. Αντίθετα πρέπει να επιστρατεύσουμε τις δυνάμεις μας για να χτίσουμε ενιαία αντιφασιστικά μέτωπα παντού και να αντιπαρατεθούμε σε μεγάλους αριθμούς/πολυπληθείς στη δεξιά, εκδιώκοντάς την από τους δρόμους, τους εργασιακούς χώρους και τις κοινωνικές οργανώσεις.

X.

Στο μεταξύ, ο Biden θα μετατοπιστεί προς τα δεξιά, αγκαλιάζοντας τους ηγέτες του Ρεπουμπλικανικού κόμματος που έσπευσαν να τον επικυρώσουν – όλα στο όνομα της “επανένωσης χώρας και της αποκατάστασης της τάξης”. Θα επιδιώξει το ξεπέρασμα της πανδημίας, να αποκαταστήσει την λειτουργία του καπιταλισμού και τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ ώστε να ανταγωνιστεί καλλίτερα την Κίνα. Θα αντιμετωπίσει όμως αδυσώπητη αντίθεση από τον Τραμπ και την ακροδεξιά, που θα θεωρούν την κυβέρνησή του ως μη νομιμοποιημένη. Ο ισχυρισμός της έλλειψης νομιμότητας ελλοχεύει ως ο θεμελιώδης μύθος ενός νεοφασιστικού κινήματος.

XI.

Οι φιλελεύθεροι θα ξεπεράσουν τους εαυτούς τους σπεύδοντας να στρατευτούν πίσω από την δικομματική καπιταλιστική ενότητα και την κρατική καταστολή για την αντιμετώπιση της φασιστικής απειλής. Θα προσδώσουν αξιοπιστία στην συναίνεση για “Νόμο και Τάξη” που διαμορφώθηκε και από τα δυο κόμματα την Τετάρτη, από τις αστυνομικές αρχές και τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα το CNN, που υποστήριζε την αστυνομική καταστολή της δεξιάς. Οι φιλελεύθερες δυνάμεις ελκύονται σαν από μαγνήτη από το καθεστώς “Νόμος και Τάξη” επειδή βλέπουν το Κράτος, και όχι τη μαζική αντιφασιστική δράση, ως το κλειδί της αντιμετώπισης της δεξιάς.

XII.

Η σοσιαλιστική αριστερά έχει ανάγκη μια ριζικά διαφορετική πορεία. Δεν μπορούμε να προσφέρουμε υποστήριξη στο αστικό κατεστημένο, την νέα Διοίκηση Biden, ή την κρατική καταστολή τους στο εσωτερικό και την ιμπεριαλιστική επαναεπιβεβαίωσή τους στο εξωτερικό. Αντίθετα πρέπει να επιστρατεύσουμε τις δυνάμεις μας για να χτίσουμε ενιαία αντιφασιστικά μέτωπα παντού και να αντιπαρατεθούμε πολυπληθείς στη δεξιά, εκδιώκοντάς την από τους δρόμους, τους εργασιακούς χώρους και τις κοινωνικές οργανώσεις. Και το πιο κρίσιμο, πρέπει να διπλασιάσουμε τις προσπάθειές μας να χτίσουμε μια ακτιβιστική σοσιαλιστική εναλλακτική που παλεύει ανεξάρτητα από τους Δημοκρατικούς για αιτήματα που θα θέτουν τα ζητήματα των πολλαπλών κρίσεων του καπιταλιστικού συστήματος: πραγματική ενίσχυση για την πανδημία· ένα πράσινο New Deal· επιδότηση ενοικίου και ένα μορατόριουμ στις εξώσεις· υγειονομική περίθαλψη/Medicare για Όλους· το ελάχιστο ωρομίσθιο 15 δολλαρίων και συνδικαλιστικά δικαιώματα· κατάργηση της ICE· και τεράστιες περικοπές των πολεμικών προϋπολογισμών.

XIII.

Όλα αυτά απαιτούν επιθετική δουλειά για τον αναπροσανατολισμό της σοσιαλιστικής αριστεράς, ιδιαίτερα των Δημοκρατών Σοσιαλιστών της Αμερικής4, από την υπερβολική εστίαση στις εκλογές προς την οργάνωση του αγώνα από τα κάτω, ιδιαίτερα των αγώνων στους εργασιακούς χώρους και ενάντια στον ρατσισμό. Βρισκόμαστε εν μέσω των βαθύτερων κρίσεων (ναι, πληθυντικός αριθμός) του καπιταλιστικού συστήματος από τη δεκαετία του 1930. Οι κρίσεις αυτές θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν βαθιά πόλωση μεταξύ των χωρών, κύματα ταξικής και κοινωνικής κινητοποίησης, και μεγαλύτερη σύγκρουση ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη. Μέσα από αυτές μπορεί να αναπτυχθεί και να αποκτήσει οργανωτική μορφή μια καινούρια σοσιαλιστική αριστερά. Πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να την εξοπλίσουμε με επαναστατικές σοσιαλιστικές ιδέες, στρατηγικές και τακτικές. Πρέπει να προετοιμαστούμε για την επόμενη φορά.

 

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://spectrejournal.com/we-cannot-let-yesterdays-farce-become-tomorrows-tragedy.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: putsch. Στα ελβετικά Γερμανικά, απ’ όπου προέρχεται η λέξη, η αρχική σημασία της ήταν “χτύπημα” ή “σπρώξιμο” αλλά σήμερα τόσο στα Αγγλικά όσο και στα Γερμανικά οι ομιλητές την χρησιμοποιούν ως αναφορά σε ένα είδος ανατροπής μιας κυβέρνησης που είναι επίσης γνωστό και ως coup d’état, δηλαδή πραξικόπημα. Την αποδίδουμε εδώ ως “απόπειρα πραξικοπήματος” ακριβώς για να την διακρίνουμε από το πραξικόπημα με την έννοια μιας ολοκληρωμένης επιχείρησης ανατροπής συνήθως με επιτυχές αποτέλεσμα.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: “the police used kid gloves”. Ιδιωματισμός που σημαίνει προσεκτική και λεπτεπίλεπτη μεταχείριση προσώπων ή καταστάσεων και προέρχεται από τη λέξη kidskin ή kid leather, έναν τύπο λεπτού δέρματος κατσικιών, συνήθως, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή γαντιών.

4 Στμ. Οι Δημοκρατικοί Σοσιαλιστές της Αμερικής (Democratic Socialists of America, DSA) είναι ένα σοσιαλιστικό και εργατικού προσανατολισμού πολιτικός οργανισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι ιδεολογικές απόψεις του οποίου ποικίλουν από τη σοσιαλδημοκρατία μέχρι τον δημοκρατικό σοσιαλισμό. Το DSA είναι η μεγαλύτερη σοσιαλιστική οργάνωση στις ΗΠΑ αριθμώντας τον Νοέμβριο του 2020 85.000 μέλη και έναν αριθμό 181 τοπικών οργανώσεων. Στις εκλογές του Νοεμβρίου δύο μέλη του DSA, οι Cori Bush και Jamaal Bowman εξελέγησαν για πρώτη φορά στο Κογκρέσο στο οποίο επανεξελέγησαν και οι Davis, Ocasio-Cortez και Tlaib, εντασσόμενοι στην κοινοβουλευτική ομάδα των Δημοκρατικών.

Γραπτά στο Τείχος: μια καινούρια συλλογή του CrimethInc. στα Γερμανικά

CrimethInc1

το κείμενο σε pdf

Δουλεύοντας μαζί με τις γερμανικές εκδόσεις Unrast, οι φίλοι μας από το Black Mosquito έχουν εκδόσει στα Γερμανικά μια συλλογή με γραπτά μας από την περίοδο 2012-2020, υπό τον τίτλο Writings on the Wall. Από κοινού, τα κείμενα αυτά προσφέρουν μια ματιά από την πρώτη γραμμή των αγώνων από τη Μιννεάπολη μέχρι το Κουρδιστάν, εξερευνώντας μερικά από τα πιο επείγοντα ζητήματα της αντιπαράθεσης στα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα – βία, εκδίκηση, συναίνεση και ομοφωνία, πώς να επιμείνει κανείς μπροστά σε φαινομενικά αξεπέραστες αντιξοότητες, τι μπορεί να σημαίνει η επανάσταση στον 21ο αιώνα. Στην εισαγωγή, που παρουσιάζεται εδώ στα Αγγλικά, περιγράφουμε τους καιρούς και τις συνθήκες στις οποίες βρισκόμασταν όταν γράφαμε και τι θα μπορούσαν να προσφέρουν οι εμπειρίες μας στους αγώνες του μέλλοντος.

Η γερμανική εκδοχή αυτής της σελίδας θα επικαιροποιείται σε μια σταθερή βάση με πληροφορίες σχετικά με παρουσιάσεις, ανασκοπήσεις και αναγνώσεις του βιβλίου. Τα περιεχόμενα του βιβλίου καταγράφονται στη λίστα που ακολουθεί αυτή την εισαγωγή.

Πρώτες Αρχές

Καμμιά κυβέρνηση δεν κατέχει εγγενή εξουσία. Κανένα συμβόλαιο, διαδικασία ή παράδοση δεν έχει οποιαδήποτε νόμιμη αξίωση πάνω μας πέρα από αυτήν στην οποία εκούσια συμφωνούμε. Κανένας νόμος δεν θα πρέπει να υπερισχύει της συνείδησής μας. Αντί να προσφέρουμε κάποια εκδοχή της “υπερασπιστικής γραμμής της Νυρεμβέργης”2 για να δικαιολογήσουμε τις αποφάσεις μας – είτε αυτές είναι θρησκευτικές, πολιτικές, οικονομικές ή νομικές – θα πρέπει, μάλλον, να αναλάβουμε την προσωπική ευθύνη για τις επιπτώσεις που οι ενέργειές μας έχουν στον κόσμο.

Η ιστορία δεν είναι μια αναπότρεπτη διαδικασία που εξελίσσεται σύμφωνα με κάποιους σιδερένιους νόμους. Είναι η χαοτική συγκυρία αναρίθμητων δυνάμεων που συμπεριλαμβάνουν και τον ίδιο τον δικό μας ρόλο. Η “θεωρία” δεν έχει άλλη αξία πάρα ως ένα σύνολο υποθέσεων που τις δοκιμάζουμε και τις εκλεπτύνουμε συνεχώς στην πορεία των προσπαθειών μας να παρέμβουμε στα γεγονότα. Η επαναστατική ανάλυση δεν πρέπει να είναι το πεδίο μιας ιερατικής τάξης που παραθέτει τον Μαρξ με τον τρόπο που παλιότεροι ιδεολόγοι παρέθεταν τη Βίβλο. Μπορεί να ανήκει μόνο σε κείνους που μαθαίνουν για τον κόσμο στην ίδια τη διαδικασία να τον αλλάξουν3.

Όταν δρούμε, δρούμε χωρίς εγγυήσεις. Δεν μπορούμε να ξέρουμε εκ των προτέρων το αποτέλεσμα· το τέλος αυτής της ιστορίας μένει ακόμα να γραφτεί. Ρισκάρουμε τα πάντα γιατί ξέρουμε ότι ο θάνατος είναι αναπόδραστος, αλλά το να ζούμε – να πετύχουμε το πλήρες ξεδίπλωμα του συλλογικού μας δυναμικού παρά την κοινωνική τάξη που μας απομονώνει και μας εμποδίζει να αναπτυχθούμε — το να ζούμε είναι το σπανιότερο πράγμα απ’ όλα.

Αυτό είναι που εννοούμε όταν λέμε ότι είμαστε αναρχικοί.


Πιστεύουμε ότι είναι το πλέον ευγενικό να εμπλεκόμαστε με τους άλλους ανθρώπους ως ίσων με μας παρά ως αρχόντων, που θα πρέπει να υπακούμε, ή ως υπηκόων, τους οποίους θα πρέπει εξουσιάζουμε. Ας μην είναι κανένας πάνω από μας – και κανένας κάτω από μας. Πιστεύουμε ότι όλοι μπορούν να κερδίσουν από την κατάργηση των ιεραρχιών, ακόμα κι αυτοί που φαινομενικά επωφελούνται από αυτές, γιατί οι ιεραρχίες αποξενώντάς μας τον έναν από τον άλλο και από αυτό που είναι το πλέον όμορφο στους εαυτούς μας, στραγγίζουν τις ζωές μας από οποιοδήποτε νόημα. Για μας, ο αναρχισμός δεν είναι το (προ)σχέδιο ενός δυνατού μελλοντικού κόσμου, αλλά η αναγκαιότητα να διαλέγουμε άμεσα πλευρά στις συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα σήμερα – με στόχο την αχρήστευση των μηχανισμών που επιβάλλουν ανισότητες και επιδιώκοντας να καλλιεργήσουμε τον αυτοκαθορισμό και την αλληλεγγύη οπουδήποτε μπορούν να ριζώσουν.

Στην εμπειρία μας, μη κυβερνήσιμα κινήματα βάσης, που στηρίζονται στην άμεση δράση, είναι πολύ πιο αποτελεσματικά και ικανά από λεγκαλιστικές από τα πάνω-προς-τα-κάτω καμπάνιες που στοχεύουν να κερδίσουν μεταρρυθμίσεις. Αν περιορίσουμε τους εαυτούς μας να προβάλλουμε αιτήματα προς τους εξουσιαστές μας να αλλάξουν, θα υπάρχουν πάντα αντίπαλοι που θα κάνουν το αντίστοιχο και οι οποίοι θα μπορούν να τους εξαγοράσουν πιο αποτελεσματικά απ’ όσο εμείς. Είναι μόνο όταν δείχνουμε ότι είμαστε ικανοί να φέρουμε μόνοι μας τις αλλαγές που θέλουμε που οι πολιτικοί τρέχουν από πίσω μας για να μας προσφέρουν τις παραχωρήσεις που φοβούνται ότι θα πάρουμε με τη δύναμη. Φυσικά, αν μπορούμε να κάνουμε οι ίδιοι τις αλλαγές που επιθυμούμε να δούμε, δεν χρειαζόμαστε, καταρχάς, καν εξουσιαστές.

Το είδαμε αυτό να επιβεβαιώνεται για μια ακόμα φορά λίγο πριν το παρόν βιβλίο πάει στον εκδότη όταν εξεγερμένοι έκαψαν το Τρίτο Τμήμα της αστυνομίας της Μιννεάπολης ως αντίδραση στη δολοφονία του George Floyd. Μέχρι τη στιγμή που είδαμε εξεγερμένους να νικούν την αστυνομία με όρους δύναμης, ήταν αδιανόητο όιτ θα έθιγε ποτέ ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος στις Ηνωμένες Πολιτείες την πρόταση για την κατάργηση της αστυνομίας. Μετά από αυτό, η καταργηση της αστυνομίας έγινε ένα διαδεδομένο αντικείμενο συζήτησης, αναγκάζοντας τους φιλελεύθερους να προσπαθήσουν να υπονομεύσουν το κίνημα ενάντια στην αστυνομία “βάζοντας νερό στο κρασί του” από τα μέσα.

Το μεγαλύτερο εμπόδιο που αντιμετωπίζουμε είναι ότι δεν ξέρουμε την ίδια τη δύναμή μας.

Οι καιροί που γράψαμε, οι καιροί που έρχονται

Το παρόν βιβλίο συγκεντρώνει επιλογές από τη δουλειά μας στο διάστημα από το 2010 μέχρι το 2020.

Η συλλογικότητά μας δημοσιεύει κείμενα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ένα τέταρτο του αιώνα πριν, όταν ξεκινούσαμε αυτό το εγχείρημα, ο αναρχισμός εμφανιζόταν ο ίδιος κυρίως ως μια άρνηση του παραδείσου. Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός και η κρατική δημοκρατία έμοιαζαν να έχουν θριαμβεύσει σε αυτό που ο Φράνσις Φουκουγιάμα αποκάλεσε “το τέλος της ιστορίας”, αλλά εμείς – ηθελημμένα καταδικασμένες ψυχές – απορρίψαμε την ουτοπία που μας πρόσφεραν ως μια οφθαλμαπάτη. “Καλλίτερα αυτοκαθορισμός στην κόλαση παρά να υπηρετούμε στον παράδεισο”, διακηρύξαμε, όπως ο Σατανάς του Μίλτον4, αρνούμενοι να πουλήσουμε τους εαυτούς μας στην αγορά και παλεύοντας να τα βγάλουμε πέρα όπως-όπως στο περιθώριο.

Ο Φουκουγιάμα και τα φιλαράκια του σκέφτονταν ότι είχαν ξεμπερδέψει με την ιστορία, αλλά η ιστορία δεν είχε τελειώσει μαζί τους. Όπως προειδοποιήσαμε, ένα παγκόσμιο σύστημα, οδηγούμενο από την επιτακτική ανάγκη να παράγει κέρδος, μπορεί μόνο σταδιακά να φτωχοποιήσει την τεράστια πλειοψηφία της ανθρωπότητας ενώ θα συγκεντρώνει την εξουσία στα χέρια των πιο άπληστων αρπακτικών. Σήμερα, οι καταστροφικές συνέπειες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού είναι εντελώς φανερές σε όλους για να τις δουν και όλο και περισσότερος κόσμος υιοθετεί τις τακτικές που ξοδέψαμε δεκαετίες για να τελειοποιήσουμε και να εκλεπτύνουμε.

Στα χρόνια που μεσολάβησαν, έχουμε αναπτύξει δίκτυα που απλώνονται σε πέντε ηπείρους και δεκάδες γλώσσες. Από κοινού, προσπαθούμε να σκεφτούμε διεξοδικά τα στατηγικά ερωτήματα με τα οποία είμαστε αντιμέτωποι, συγκρίνοντας τις εμπειρίες μας σε διάφορους αγώνες και πλαίσια ώστε να διαμορφώσουμε καινούριες προτάσεις για εφαρμογή σε κοινωνικά κινήματα. Όπως και το παγκόσμιο αναρχικό κίνημα στο σύνολό του, δεν έχουμε κομματικές γραμμές, παρά μόνο μια διανοητική βιοποικιλότητα και την αποφασιστικότητα που μοιραζόμαστε να δημιουργήσουμε έναν κόσμο στον οποίο κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν θα είναι δυνατόν να εξουσιάζεται από ένα άλλο.


Το τελευταίο κύμα εξέγερσης έφτασε ακριβώς πίσω από την τελευταία ύφεση. Άνοιξε με την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 στην Ελλάδα, έναν προάγγελο της λεγόμενης “Αραβικής Άνοιξης” και των διαφόρων κινημάτων Occupy. Μπορούμε εύλογα να υποστηρίξουμε ότι έκλεισε με τους εθνικιστές να οικειοποιούνται τις εξεγέρσεις στη Βραζιλία και την Ουκρανία και την στρατιωτικοποίηση, και την τελική ήττα, του επαναστατικού κινήματος στη δυτική Συρία. Στο βιβλίο μας From Democracy to Freedom, εξερευνήσαμε μερικά από τα όρια που έφτασαν αυτά τα κινήματα ως αποτέλεσμα της εστίασής τους στην προσπάθεια να νομιμοποιήσουν νέους θεσμούς διακυβέρνησης αντί να δουν την εξέγερση να προχωρά μέχρι το λογικό της συμπέρασμα.

Για έξι χρόνια, δρέψαμε την πικρή σοδειά αυτής της ήττας στην μορφή ενός παγκόσμιου κύματος αντίδρασης. Όπως ακριβώς η εξαφάνιση του “αντιπαγκοσμιοποιητικού” κινήματος στις αρχές του αιώνα έδωσε τη δυνατότητα σε εθνικιστές όπως ο Ντόναλντ Τραμπ να έρθουν στην εξουσία, παρουσιάζοντας ψευδώς τους εαυτούς τους ως πολέμιους του νεοφιλελευθερισμού, έτσι και η αποτυχία τελικά της αντίστασης στο πάρκο Γκεζί επέτρεψε στον Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν να εδραιώσει τον δεσποτισμό στην Τουρκία και να εισβάλλει στην Ροτζάβα — και ανάλογες τραγωδίες συνέβησαν σε ολοκληρο τον κόσμο. Αυτό το κύμα αντίδρασης έχει πάρει πολλές μορφές, από την παγιοποίηση των μονοκομματικών δικτατοριών στη Ρωσία και την Κίνα μέχρι τις εθνικιστικές εκλογικές νίκες στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βραζιλία και μια επανα-ανάδυση εξουσιαστικών πολιτικών μεταξύ των αριστεριστών.

Παρ’ όλα αυτά, κάθε τάξη που δεν συμπεριλαμβάνει το όλον αναπόφευκτα οδηγεί στην ανάδυση της ίδιας της αντίθεσής της. Χρόνια αδίστακτου5 καπιταλισμού έχουν καλλιεργήσει μια πικρή δυσαρέσκεια που δεν έχει βρει ακόμα μια πολιτική έκφραση. Ενώ μια μειοψηφία του κόσμου έχει γείρει προς τον απροκάλυπτο φασισμό, ένα μεγαλύτερο τμήμα έχει χάσει εντελώς την πίστη του στη πολιτική των εκλογών χωρίς να βρίσκει μια εναλλακτική στην οποία να επενδύσει. Σε μας εναπόκειται να προσφέρουμε ένα μοντέλο για το τι να κάνουν με την οργή τους.

Μια καινούρια φάση ταραχών ξεκίνησε στα τέλη το 2018 με την ανάδυση των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία. Αρχικά, το κίνημα αυτό ήταν ελάχιστα υποσχόμενο, φέρνοντας αντιμέτωπους “απολίτικους” καταναλωτές διαδηλωτές, περιλαμβανομένων ακροδεξιών στοιχείων, εναντίον μιας νεοφιλελεύθερης κεντρώας κυβέρνησης που προσπαθούσε να φορτώσει το κόστος των “οικολογικών” της πολιτικών στην εργατική τάξη. Αλλά μέσα στις λίγες επόμενες βδομάδες, αναρχικοί και άλλοι εξεγερμένοι χρησιμοποίησαν τον βανδαλισμό για να χαράξουν έναν χώρο στον οποίο θα μπορούσε να “στεριώσει” ένα αντικαπιταλιστικό ρεύμα. Στην πορεία του επόμενου χρόνου, εξεγέρσεις ξέσπασαν στο Χονγκ Κονγκ, Σουδάν, Αϊτή, Ισημερινό, Χιλή, Ονδούρες, Λίβανο, Ιράκ, Καταλωνία, και αλλού. Όλες σχεδόν πυροδοτήθηκαν από αυξήσεις στο κόστος ζωής (έναν φόρο στα καύσιμα στη Γαλλία, έναν φόρο στο WhatsApp στον Λίβανο, μια μεγάλη αύξηση στις τιμές των εισιτηρίων του μετρό στη Χιλή), επιβεβαιώνοντας ότι η οικονομική ανάκαμψη από την ύφεση του 2008 ελάχιστα ωφέλησε τον απλό κόσμο. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, οι εξεγέρσεις οδηγούνταν από ζητήματα σχετικά με τη νομιμοποίηση της εξουσίας, έστω και αν αυτά τα ζητήματα αποκτούν αλλοιωμένες μορφές όπως, για παράδειγμα, αιτημάτων για ανεξάρτητη εθνική κυριαρχία.

Όπως η εξέγερση του 2008 στην Ελλάδα προμήνυσε τις επαναστάσεις που άρχισαν στην Τυνησία δυο χρόνια αργότερα, υποθέσαμε ότι οι ταραχές από το Χονγκ Κονγκ μέχρι την Χιλή προμήνυαν άλλο ένα παγκόσμιο κύμα εξέγερσης. Παρ’ όλα αυτά, το έτος 2020 ξεκίνησε στις ΗΠΑ σε ένα τοπίο πολιτικής ξηρασίας. Οι αναρχικοί ήταν εξουθενωμένοι από τρία χρόνια σκληρού αγώνα απάντησης σε φρικαλεότητες, και πολλοί από αυτούς που ήρθαν μαζί μας στον δρόμο στις αρχές της προεδρίας Τραμπ επέστρεψαν στην αναζήτηση αλλαγής μέσω κρατικών διόδων – οι κεντρώοι επιδιώκοντας μια καταδικασμένη στρατηγική συνεργασίας με το FBI για να ασκήσουν μομφή στον Τραμπ, οι σοσιαλιστές επαναλαμβάνοντας την εξίσου αφελή εκστρατεία τους να εκλέξουν τον Μπέρνι [Σάντερς] στην προεδρία.

Όταν η πανδημία COVID-19 σάρωσε τον κόσμο, όλες αυτές οι προσπάθειες είχαν ήδη αποτύχει. Ο Τραμπ παρόξυνε την κατάσταση, αδράχνοντας την ευκαιρία να μεταφέρει δισεκατομμύρια δολάρια στα πλουσιότερα στρώματα της κοινωνίας εν μέσω της χειρότερης οικονομικής ύφεσης που θυμάται κανείς. Εκατομμύρια άνθρωποι στις ΗΠΑ, μαζί με δισεκατομμύρια άλλους σ’ ολόκληρο τον κόσμο, πέρασαν το διάστημα από τα μέσα Μαρτίου μέχρι τα τέλη Μαΐου σε απομόνωση, αναλογιζόμενοι την θνητότητά τους και βράζοντας από θυμό για την βαναυσότητα των ηγετών τους. Δεν είχε γίνει ποτέ πιο ξεκάθαρο ότι οι θεσμοί εξουσίας είναι θεμελιωδώς καταστροφικοί για τις ζωές των απλών ανθρώπων.

Όταν κυκλοφόρησαν βίντεο που απεικόνιζαν την χωρίς καμμιά αίσθηση, παράλογη δολοφονία του George Floyd στα χέρια της αστυνομίας της Μιννεάπολης, αυτοί που υπέφεραν περισσότερο από τον ρατσισμό και τη φτώχεια αναγνώρισαν ότι είναι “ή τώρα ή ποτέ”. Με ηρωισμό, σ’ ολόκληρες τις Ηνωμένες Πολιτείες, ρίσκαραν τις ζωές τους σε μια ολομέτωπη επίθεση στους καταπιεστές τους – και εκατομμύρια εξοργισμένων ανθρώπων από όλες τις τάξεις και από κάθε κοινωνικό υπόβαθρο ενώθηκαν μαζί τους σε πορείες στις πόλεις, επιτιθέμενοι στην αστυνομία, καίγοντας περιπολικά, μπλοκάροντας εθνικές οδούς και λεηλατώντας περιοχές με εμπορικά. Στο μέσο της πανδημίας, ακόμα και μεσοαστοί φιλελεύθεροι ένιωσαν βαθιά και ενστικτωδώς6 την τραγωδία της δολοφονίας του George Floyd. Πλήττοντας ανθρώπους από κάθε κοινωνικό επίπεδο, ο ιός είχε αναστείλει μερικούς από τους μηχανισμούς που συνήθως εμποδίζουν τους προνομιούχους να ταυτιστούν με τους πιο περιθωριοποιημένους.

Ο Τραμπ και άλλοι πολιτικοί εξέφρασαν σοκ για τις ταραχές που ακολούθησαν τη δολοφονία του George Floyd, ισχυριζόμενοι ότι ήταν αναρχικοί αυτοί που πρέπει να τις συντόνιζαν. Στην πραγματικότητα, η άρχουσα τάξη έκανε περισσότερα για να προκαλέσει τις ταραχές απ’ όσα θα μπορούσαμε εμείς να έχουμε κάνει. Ήταν οι πολιτικές του ίδιου του κράτους που διέδωσαν τη συλλογική ευφυΐα που οδήγησε την εξέγερση – σημαδεύοντας την αστυνομία, τις τράπεζες και τις μεγαλοεπιχειρήσεις ως δικαιολογημένους στόχους και κάνοντας εύκολο, σχεδόν για τον καθένα, να καταλάβει γιατί είχε νόημα να τους επιτεθεί. Η εκφρασμένη υποστήριξη του Τραμπ προς τους λευκούς σουπρεματιστές, οι ξενοφοβικές πολιτικές του για τα σύνορα, οι προσπάθειές του να καταργήσει την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, οι αποφάσεις του να επιταχύνει την υπερθέρμανση του πλανήτη και η άρνησή του να δώσει οποιοδήποτε είδος υποστήριξης σε όσους απειλούνταν από την ανεργία και τον COVID-19, έδειξαν ότι είμαστε όλοι και όλες αντιμέτωποι με έναν αγώνα ζωής και θανάτου και όχι μόνο αυτοί που συνήθως δολοφονούνται από την αστυνομία.

Τελικά, ίσως οι πιο σκοτεινές ώρες να προαναγγέλουν όντως την αυγή.

***

Καθώς αυτό το βιβλίο πηγαίνει προς το τυπογραφείο, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ελπίζουμε ότι έχουμε περάσει την κορύφωση του παγκόσμιου κύματος αντίδρασης που έφερε τον Τραμπ στην εξουσία. Αλλά οι αγώνες του μέλλοντος θα συνεχίσουν να έχουν τρεις πρωταγωνιστές, φέρνοντας αντιμέτωπους αυτόνομα κοινωνικά κινήματα τόσο με κεντρώους νεοφιλελεύθερους, που επιδιώκουν να επανεγκαθιδρύσουν τον “αμερόληπτο κανόνα του νόμου”, όσο και ακροδεξιούς εθνικιστές, που θα στοχεύουν να ξεπεράσουν με επιτυχία αυτή τη φάση παρακμής του καπιταλισμού επανακαθορίζοντας ποιοι είναι αυτοί τα συμφέροντα των οποίων το κράτος υπάρχει για να εξυπηρετεί. Και οι δυο αυτές πλευρές προωθούν προτάσεις για τη διατήρηση του καπιταλισμού και του κράτους· διαφέρουν μόνο στο πώς θα πρέπει να μοιραστεί η βία και η οδύνη. Παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να διαμορφώσουμε μια στρατηγική σαν να είμαστε σε μια δυαδική σύγκρουση. Κάθε ένας από τους δυο αυτούς αντιπάλους θα επωφελούνταν από το να επικεντρωθούμε στην εξάλειψη μόνο τους ενός από αυτούς, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να επικεντρωθούν στο να μας εκμηδενίσουν αυτοί. Πρέπει να παλέψουμε με τρόπους που να αποκαλύπτουν τι κοινό έχουν οι κεντρώοι και οι εθνικιστές και να δείχνουν τι διακρίνει τις δικές μας προτάσεις για το μέλλον.

Η επιδίωξη της αυτονομίας είναι κεντρική σε πολλούς αγώνες των τελευταίων δύο χρόνων, έστω και στην στρεβλή μορφή ενός αιτήματος ανεξάρτητης εθνικής κυριαρχίας. Το Κασμίρ διεκδικεί την ανεξαρτησία του από την Ινδία· το Χονγκ Κονγκ επιδιώκει αυτονομία από την Κίνα· η Καταλωνία επιδιώκει αυτονομία από την Ισπανία· η Ροτζάβα επιδιώκει αυτονομία από τη Συρία, και ολόκληρος ο κόσμος – Τουρκία, Συρία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ρωσία και τα Ηνωμένα Έθνη – συνωμοτούν να την τσακίσουν. Η εθνική ανεξαρτησία – που αναπαράγει τις εσωτερικές ιεραρχίες των ιμπεριαλιστικών εθνών σε μια μικρότερη κλίμακα – δεν είναι η λύση αυτών των συγκρούσεων. Συγκρούσεις μεταξύ εθνών είναι το πεδίο του κράτους, άσχετα από το αν τα εν λόγω έθνη έχουν την τυπική αναγνώριση από τα Ηνωμένα Έθνη. Η αυτονομία δεν είναι ζήτημα διαχωρισμού από τους άλλους αλλά της θεμελίωσης οριζόντιων σχέσεων αλληλοβοήθειας και συλλογικής υπεράσπισης που να είναι αρκετά ισχυρές και ευρείες ώστε να αποτρέπουν επιθέσεις.

Ανάλογα, καθώς οι συγκρούσεις της εποχής μας εντείνονται, θα είναι δελεαστικό να καταφύγουμε στη στρατιωτικοποίηση των κινημάτων μας· αυτό, όμως, αντιπροσωπεύει ένα αδιέξοδο για τον ίδιο λόγο που η επιδίωξη της εθνικής ανεξαρτησίας είναι ένα αδιέξοδο. Βραχυπρόθεσμα, η ηγεσία στις στρατιωτικές συγκρούσεις πηγαίνει σε όποιον μπορεί να έχει πρόσβαση στα περισσότερα όπλα, όπως είδαμε στη συριακή επανάσταση· μακροπρόθεσμα, το αποτέλεσμα τέτοιων συγκρούσεων καθορίζεται από το ποια πλευρά έχει την μεγαλύτερη αεροπορική δύναμη, όπως είδαμε στον εμφύλιο πόλεμο που επακολούθησε στη Συρία. “Η δύναμη της εξέγερσης είναι κοινωνική, όχι στρατιωτική”, όπως έγραψαν οι Ιταλοί εξεγερσιακοί. Ο σκοπός μας δεν θα έπρεπε να είναι ο ανταγωνισμός με το κράτος στο δικό του έδαφος, το πεδίο της στρατιωτικής κατάκτησης, αλλά να ταυτοποιήσουμε τις ανάγκες και τις επιθυμίες που το κράτος δεν μπορεί να ικανοποιήσει – που είναι πάρα πολλές σήμερα, σήμερα που οι κυβερνήσεις μπορούν να κάνουν ελάχιστα για να μετριάσουν τις επιπτώσεις του καπιταλισμού – και να τις χρησιμοποιήσουμε σαν σημεία εκκίνησης για εξεγέρσεις από τα κάτω που θα μπορέσουν να μας καταστήσουν όλους μη κυβερνήσιμους.

Αν θέλουμε επανάσταση και όχι πόλεμο, πρέπει να οργανωθούμε και στις δυό πλευρές όλων των συνόρων. Κι αυτό ισχύει για κάθε μορφή ταυτότητας παράλληλα με την εθνική υπηκοότητα. Πρέπει να επιδιώξουμε να διαδώσουμε την αντίσταση στην κυριαρχία σε όλα τα σύνορα – εθνικά, εθνοτικά, θρησκευτικά – υπερβαίνοντας όλες τις μορφές κατασκευασμένης ταυτότητας. Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να διασφαλίσει την ελευθερία του κουρδικού λαού στην Ροτζάβα θα ήταν μια επανάσταση στην Τουρκία· το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να διασφαλίσει την ελευθερία των ανθρώπων στο Χονγκ Κονγκ θα ήταν μια επανάσταση στην Κίνα· το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να διασφαλίσει την ελευθερία των ανθρώπων στη Συρία, αλλά και αντίστοιχα στις Βαλτικές χώρες, θα ήταν μια επανάσταση στη Ρωσία· το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να διασφαλίσει την ελευθερία των ανθρώπων στο Μεξικό κια την Ονδούρες, και ανάλογα επίσης στη Χιλή, θα ήταν μια επανάσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες, ακριβώς όπως το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να διασφαλίσει την ασφάλεια των Μαύρων σε οποιαδήποτε από αυτές τις χώρες θα ήταν η κατάργηση όλων των διαφορετικών μορφών αστυνόμευσης που διατηρούν τα προνόμια που είναι γνωστά ως “λευκότητα”. Θα πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας να οικοδομήσουμε συνδέσεις κατά μήκος όλων αυτών των χασμάτων μαζί με τις προσπάθειές μας να οικοδομήσουμε την ικανότητα για συλλογική αυτοάμυνα, κατανοώντας αυτά τα δύο πρότζεκτ σαν ένα και το αυτό.

Το κράτος υπερέχει στον συγκεντρωτισμό, την ενσωμάτωση, την υποταγή, τη διαίρεση. Για να έχουμε τις όποιες πιθανότητες εναντίον του, πρέπει να δρούμε σαν μια Λερναία Ύδρα – διασπειρόμενοι, αναπαραγόμενοι, συνδεόμενοι και αυξανόμενοι.

Το παρόν βιβλίο αποτελείται από τις σκέψεις μας πάνω στους αγώνες στους οποίους συμμετείχαμε την προηγούμενη δεκαετία – τις προσπάθειές μας να μάθουμε από τις επιτυχίες και τις αποτυχίες μας, να εντοπίσουμε το πραγματικό πρόβλημα στη ρίζα κάθε κατάστασης, να αξιοποιήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο το τεράστιο δυναμικό μας με τους δικούς μας όρους. Μακάρι να χρησιμεύσει στις δικές σας προσπάθειες να κάνετε το ίδιο.

Όπως έγραψαν κάποιοι από μας στην αλλαγή του αιώνα, όταν ο κόσμος ήταν νέος, ο καλλίτερος λόγος για να είναι κανείς επαναστάτης είναι ότι είναι απλά ένας καλλίτερος τρόπος να ζεις.

Ακολουθεί το “ιστορικό” των διαφόρων περιεχομένων του βιβλίου, κατά ενότητα.

Αναρχία

Δημοσιεύσαμε το To Change Everything στις αρχές του 2015 σε συνεργασία με συλλογικότητες σε πέντε ηπείρους. Η ιδέα ήταν να προσφέρουμε μια βατή εισαγωγή στις αναρχικές ιδέες.

Συνολικά, κυκλοφόρησαν σχεδόν 250.000 τυπωμένα αντίγραφα του To Change Everything σε περισσότερες από 30 γλώσσες. Βοηθήσαμε τους εκδότες στη Βραζιλία, την Αργεντινή, τη Ρουμανία και τη Σλοβενία να χρηματοδοτήσουν τις δικές τους έντυπες εκδόσεις. Εκδόσεις στα Αραβικά και τα Φαρσί μοιράστηκαν κατά μήκος της Βαλκανικής διαδρομής στη διάρκεια της λεγόμενης “μεταναστευτικής κρίσης” του 2015· φροντίσαμε επίσης ώστε ομάδες υποστήριξης φυλακισμένων να στείλουν χιλιάδες αντίγραφα σε φυλακισμένους στις ΗΠΑ. Απ’ όσα γνωρίζουμε, φαίνεται ότι είναι το μοναδικό αναρχικό κείμενο που έχει τυπωθεί στα Μαλτέζικα.

Επαναστατικό Κίνημα

Αυτή η επιλογή κειμένων συγκεντρώνει πολλά από τα συμπεράσματά μας σχετικά με τις στρατηγικές και την ηθική του κινήματος, συμπεράσματα που έχουν συσσωρευτεί στην πορεία μιας περιόδου που είδε το σχήμα των διαμαρτυριών στις Ηνωμένες Πολιτείες να αλλάζει δραματικά.

Δημοσιεύσαμε το “The Illegitimacy of Violence, the Violence of Legitimacy” τον Μάρτιο του 2012, στη διάρκεια της φθίνουσας φάσης του κινήματος Occupy, ως απάντηση σε φιλελεύθερους όπως ο Chris Hedges7 που επιτέθηκε σε μερικούς από τους συμμετέχοντες στο κίνημα επειδή κάλυπταν την ταυτότητά τους από τα μέσα επιτήρησης και υπερασπίζονταν τους εαυτούς τους από τις αστυνομικές επιθέσεις. Η ρητορική του Hedges εμφανίστηκε αυτολεξεί στο στόμα των αρχών εκείνο τον Μάιο, όταν και έκαναν δηλώσεις στα ΜΜΕ εξηγώντας τις προσπάθειες του FBI να παγιδεύεσει ακτιβιστές στο Κλήβελαντ και το Σικάγο. Οι πολυετείς ποινές φυλάκισης τις οποίες εξέτισαν στη συνέχεια αυτοί οι ακτιβιστές δείχνει πόσο χρήσιμος ήταν ο Hedges στις κυβερνητικές προσπάθειες για την καταστολή του κινήματος.

Στην πρώτη επέτειο της απαρχής του κινήματος Occupy, αναγκάσαμε τον Hedges να αντιπαρατεθεί με ένα μέλος της συλλογικότητάς μας μπροστά σε χίλια άτομα στην πόλη της Νέας Υόρκης. Φροντίσαμε ώστε η αντιπαράθεση να μεταδοθεί ταυτόχρονα σε ζωντανές προβολές σε ολόκληρη τη χώρα. Αυτό κατέδειξε ότι η προοπτική που ο Hedges προσπαθούσε να απονομιμοποιήσει ήταν πολύ ισχυρή για να σιγήσει. Μόλις δυο χρόνια αργότερα, η εξέγερση στο Φέργκιουσον επιβεβαίωσε πως είχαμε δίκιο να ισχυριζόμαστε ότι, για να είναι αποτελεσματικά, μελλοντικά κινήματα θα πρέπει να είναι συγκρουσιακά και να περιλαμβάνουν την ανωνυμία. Αυτή τη φορά, πολύς κόσμος κατάλαβε γιατί διαδηλωτές φόραγαν μάσκες και μάχονταν με την αστυνομία.

Το “Breaking with Consensus Reality” εμφανίστηκε λίγες βδομάδες μετά το “The Illegitimacy of Violence”. Ήταν το πρώτο κεφάλαιο του Terror Incognita, ενός στοχασμού πάνω στη δυναμική της εξεγερσιακής επιθυμίας – τις δυνάμεις που μπορεί να την κάνουν μεταδοτική ή να εμποδίσουν τη διάδοσή της.

Στα τέλη του 2013, δημοσιεύσαμε το “After the Crest”, μια σειρά άρθρων με σκέψεις πάνω στο τι μπορούν να καταφέρουν οι αναρχικοί/ες στη διάρκεια της φθίνουσας φάσης των κοινωνικών κινημάτων – ξεκινώντας από την πρόταση ότι, καθώς τα κινήματα τείνουν να έρχονται με πάταγο στην ύπαρξη, περνούν τον περισσότερο χρόνο τους στην παρακμή. Εδώ περιλαμβάνεται μόνο το εισαγωγικό κείμενο. Η ίδια η σειρά περιελάμβανε μελέτη περιπτώσεων από το κίνημα Occupy στο Oakland, το φοιτητικό κίνημα στο Μοντρεάλ, και τη σειρά απεργιών, καταλήψεων και ταραχών που σάρωσαν τη Βαρκελώνη μεταξύ του 2010 και του 2012.

Οι εξεγέρσεις ενάντια στην αστυνομία και τη λευκή υπεροχή που ξέσπασαν στη σκηνή του κόσμου με την εξέγερση στο Ferguson τον Αύγουστο του 2014 άλλαξαν την ατμόσφαιρα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον τρόπο που ο κόσμος σκέφτεται για τα κινήματα διαμαρτυρίας. Δημοσιεύσαμε το κείμενο “Why We Don’t Make Demands” την άνοιξη του 2015, αμέσως μετά την εξέγερση στη Βαλτιμόρη ως αντίδραση στη δολοφονία του Freddie Gray, που δικαιολογημένα μπορούμε να πούμε ότι είναι το υψηλότερο σημείο των αντιμπατσικών εξεγέρσεων μέχρι τον Μάιο του 2020.

Τα κείμενα “There’s No Such Thing as Revolutionary Government” και “Against the Logic of the Guillotine” εμφανίστηκαν το 2018 και το 2019, στο μέσο της αντιδραστικής εποχής Τραμπ, όταν μερικοί εξουσιαστές αριστεριστές επιδίωκαν να μιμηθούν την επιτυχία της ακροδεξιάς στην χρήση του λαϊκισμού για την απόκτηση ισχύος.

Το “We Fight Because We Like It” εμφανίστηκε νωρίτερα, σε μια άσχημη στιγμή, στις αρχές του 2018, όταν η εποχή Τραμπ μόλις ξεκινούσε, και πολλοί σύντροφοί μας ήταν αντιμέτωποι με την πιθανότητα δεκάδων χρόνων φυλάκισης ως αποτέλεσμα της διαδήλωσης που έλαβε χώρα την ημέρα της ορκωμοσίας του Τραμπ και όταν δεν μας ήταν ακόμα ξεκάθαρο πόσο άσχημα θα μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα.

Αψιμαχίες

Το “Music as a Weapon” αντιπροσωπεύει τις σκέψεις μας πάνω σε δεκαετίες πειραματισμού σχετικά με τη σύνδεση του πανκ αντεργκράουντ με το διεθνές αναρχικό κίνημα. Η πρώτη έκδοση του κειμένου εμφανίστηκε στο ανοιξιάτικο τεύχος του διετούς περιοδικού μας Rolling Thunder για το 2009. Αυτή, η ελαφρώς αναθεωρημένη, έκδοση εμφανίστηκε στον ιστότοπό μας στα τέλη του 2018 όταν τελικά, με γκρίνιες, αποφασίσαμε να ψηφιοποιήσουμε όλη τη μουσική που είχε κυκλοφορήσει με την ταμπέλα του δισκογραφικού “τμήματος” του CrimethInc. από τη δεκαετία του 1990 μέχρι τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα.

Το “The Climate is Changing” εμφανίστηκε πρώτη φορά τον Δεκέμβρη του 2009 στη διάρκεια των διαδηλώσεων έξω από το συνέδριο “COP-15” των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή στην Κοπεγχάγη. Το συμπεριλάβαμε στο βιβλίο μας Work, για τον καπιταλισμό, που έχει επίσης εμφανιστεί στα Γερμανικά. Η εκδοχή στην παρούσα συλλογή είναι μια αναθεωρημένη μετάφραση που δεν έχει δημοσιευτεί πιο πριν.

Το “Accounting for Ourselves” εμφανίστηκε το 2013. Αντιπροσωπεύει μια άλλη πτυχή των ίδιων συζητήσεων σχετικά με την συναίνεση και την λογοδοσία που παρήγαγαν το “Breaking with Consensus Reality”.

Το “How to Stop the Police from Killing” εμφανίστηκε την τελευταία μέρα του Μαΐου του 2020, όταν η εξέγερση σε αντίδραση στην δολοφονία του George Floyd άρχισε να εξαπλώνεται σε ολόκληρη τη χώρα. Μια εκδοχή σε zine του κειμένου κυκλοφόρησε ευρέως σε διάφορες καταλήψεις και απελευθερωμένες από την αστυνομία ζώνες τον Ιούνιο του 2020.

Ανταποκρίσεις

Εκδόσαμε το “From Germany to Bakur” στα τέλη του 2015, σε ένα τεταμένο σημείο του αγώνα στην Ροτζάβα και στην Τουρκία ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος και το αυταρχικό καθεστώς του Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν. Κατά τραγικό τρόπο, το 2019, αναγκαστήκαμε να δημοσιεύσουμε το “Remembering Xelîl”, ως εγκώμιο για έναν από τους συνεισφέροντες στην αρχική εκδοχή του κειμένου που σκοτώθηκε στον αγώνα αυτό.

Το “Surviving the Virus” και η συνέχειά του “And After the Virus?” εμφανίστηκε τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2020, ως αντίδραση στην άφιξη της πανδημίας COVID-19 και της επιβεβλημένης από το κράτος καραντίνας. Φοβηθήκαμε ότι ο πανικός που προκλήθηκε από την πανδημία θα οδηγούσε τον κόσμο να ασπαστεί αυταρχικές πολιτικές, καθώς θα φανταζόταν ότι ο ισχυρός, από τα πάνω προς τα κάτω, έλεγχος θα ήταν ο μόνος τρόπος αποφυγής μαζικών απωλειών. Αντίθετα, οι κυβερνήσεις κρατών από την Κίνα μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες τα έκαναν θάλασσα στην αντίδρασή τους στην πανδημία ενώ δίκτυα από τα κάτω σε ολόκληρο τον κόσμο αναδύθηκαν για να οργανώσουν πρότζεκτ αλληλοβοήθειας σύμφωνα με τις αναρχικές αρχές. Προς έκπληξή μας, το “Surviving the Virus” έφτασε σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους σε 16 διαφορετικές γλώσσες. Προφανώς, ο κόσμος διψούσε για μια αναρχική εναλλακτική.

Τέλος, το “The Siege of the Third Precinct in Minneapolis” προσφέρει μια ανάλυση από συμμετέχοντες της ιστορικής επίθεσης στο αστυνομικό τμήμα τον Μάιο του 2020. Το δημοσιεύσαμε στις αρχές Ιουνίου στο απόγειο του κινήματος που αντέδρασε στις δολοφονίες των George Floyd, Breonna Taylor, και αναρίθμητων άλλων Μαύρων. Αντιπροσωπεύει μια απαραίτητη διόρθωση σε μεταγενέστερες φιλελεύθερες μυστικοποιήσεις του κινήματος που επιδιώκουν να συγκαλύψουν τον τρόπο με τον οποίο πολυεθνικές, αποκεντρωμένες, συγκρουσιακές τακτικές ήταν ουσιαστικά στοιχεία στις πιο σημαντικές νίκες του.

Μπορούμε να αγωνιστούμε ενάντια στην αστυνομία και να νικήσουμε. Μπορούμε να οργανώσουμε τα δικά μας μέσα επιβίωσης και να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία το κράτος. Μαζί μπορούμε να αδράξουμε το τρομερό ανεκμετάλλευτο δυναμικό μας και να δημιουργήσουμε τις ζωές που αξίζει να ζούμε. Ας μην το ξεχνάμε ποτέ αυτό.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: Nuremberg defense δηλαδή υπερασπιστική γραμμή Νυρεμβέργης”, γνωστή και ως “εντολές ανωτέρων” ή “απλά εφαρμογή διαταγών” ή “Οφειλόμενη Υπακοή”, ή και με τη γερμανική φράση “Befehl ist Befehl” (“μια διαταγή είναι μια διαταγή”): είναι η τοποθέτηση απέναντι στις κατηγορίες ενώπιον ενός δικαστηρίου ότι ένα πρόσωπο, είτε μέλος των στρατιωτικών δυνάμεων, είτε των αστυνομικών είτε των πυροσβεστικών, είτε απλός πολίτης, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ένοχο επιτέλεσης πράξεων που είχαν διαταχθεί από έναν ανώτερο αξιωματικό ή αξιωματούχο. Ονομάστηκε έτσι καθώς μια από τις πιο αξιοσημείωτες χρήσης της ήταν από τους κατηγορούμενους στις περίφημες δίκες της Νυρεμβέργης το 1945-1946, αν και ιστορικά η επίκληση των “διαταγών ανωτέρων” έχει χρησιμοποιηθεί και σε άλλες περιπτώσεις τόσο πριν όσο και μετά τις συγκεκριμένες δίκες.

3 Στμ. Εξαιρετική διατύπωση της ουσίας της περίφημης μαρξικής ρήσης για τον ριζικό επαναπροσδιορισμό της φιλοσοφίας όχι ως απλής ερμηνείας του κόσμου αλλά ως αλλαγής του.

4 Στμ. Αναφορά στην περίφημη φράση του Σατανά: “καλλίτερα να βασιλεύεις στην κόλαση παρά να υπηρετείς στον Παράδεισο” στον Χαμένο Παράδεισο (Paradise Lost), το διάσημο έπος του Άγγλου ποιητή Τζον Μίλτον που έχει ως θέμα την απώλεια του Παραδείσου, τόσο από το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος, τον Αδάμ και την Εύα, όσο και από τους επαναστάτες αγγέλους με αρχηγό τους τον Σατανά. Θεωρείται ως το σπουδαιότερο έργο του Μίλτον και ένα από τα σημαντικότερα της αγγλικής και γενικότερα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: bare-knuckled.

6 Στμ. Στο πρωτότυπο: viscerally, κυριολεκτικά θα λέγαμε: “από τα σπλάχνα τους”.

7 Στμ. Christopher Lynn Hedges, Αμερικανός δημοσιογράφος που έχει κερδίσει το βραβείο Πούλιτζερ, Πρεσβυτεριανός ιερέας, συγραφέας και τηλεοπτικός οικοδεσπότης.

Γράμμα από ένα Κράτος που τρεκλίζει

του Jasper Bernes1

το κείμενο σε pdf

Γραμμένο αρχικά για την ομάδα συζήτησης και εκδοτικό πρότζεκτ Stoff, που το μεταφράζει αυτή τη στιγμή στα Γαλλικά. Ευχαριστίες στον Zaschia Bouzarri και τους Endnotes για τη βοήθειά τους στην επιμέλεια.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2019 υπήρξε, ως επί το πλείστον, αδράνεια, ακόμα και σε σχέση με τα δικό τους μέτρο, ενώ ένα κύμα αγώνων απλωνόταν σε ολόκληρο τον πλανήτη, από το Σουδάν, την Αϊτή, το Χονγκ Κονγκ και ακόμα πιο πέρα. Η εκλογική εκστρατεία ενάντια στον πρόεδρο Τραμπ, ισχυρά συνδεδεμένη με τον ακούραστο Μπέρνι Σάντερς και τον φιλελεύθερο-δημοκρατικό σοσιαλισμό του, είχε ξεκινήσει όσο το δυνατόν νωρίτερα, αυτή τη φορά με ένα ιδεολογικό και πολιτικό μηχανισμό πιο καλά εναρμονισμένο με τις γενικά αποδεκτές ιδέες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Όπως προέκυψε, ο αντι-τραμπισμός ήταν εύφορο έδαφος για να καλλιεργηθεί ο ενθουσιασμός για σοσιαλδημοκρατική μεταρρύθμιση, ιδιαίτερα όταν προσωποποιείται από τον στριφνό, αυστηρό Γερουσιαστή Σάντερς. Γινόμενοι χονδροειδώς υλιστές σχετικά με την παρούσα πολιτική στιγμή, η αυξημένη προσέλευση στις τοπικές εκλογές από αντι-Τραμπ εκλογικές περιφέρειες, κατέστησε εκ νέου δυνατόν να αναλάβουν οι σοσιαλδημοκράτες τη διοίκηση και να κερδίσουν μερικές μετριοπαθείς μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες, ιδιαίτερα σε σχέση με κάποιες διατάξεις για τον ελάχιστο μισθό. Αν και ασήμαντες μακροπρόθεσμα, αυτές οι νίκες ήταν, παρ’ όλα αυτά, ενδυναμωτικές για έναν κόσμο που ήταν συνηθισμένος να μην κερδίζει τίποτα. Εκεί που δεν εμφανίζονταν ουσιαστικές διαδρομές πολιτικής αμφισβήτησης, μορφές όπως η Alexandria Ocasio-Cortez, μια νέα, νεοεκλεγμένη στο Κογκρέσο γυναίκα από το Μπρονξ στη Νέα Υόρκη, κατάφεραν παρ’ όλα αυτά να εκμαιεύσουν έναν διεστραμμένο ιδεαλισμό σχετικά με το τι θα μπορούσε να είναι σύντομα δυνατό, παρά, ή ίσως εξαιτίας, του ότι είχαν ελάχιστα να δείξουν γι’ αυτό.

Ποτέ μέχρι τώρα στη ζωή μου δεν έχει εξατμιστεί μια πολιτική συγκυρία τόσο γρήγορα, τόσο ολοκληρωτικά. Έξι μήνες αργότερα, σχεδόν τίποτα από αυτήν δεν απέμεινε. Με μια πανδημία Covid-19 της οποίας το τεράστιο μέγεθος και η εντυπωσιακή κακοδιαχείριση δεν έχει όμοιο στον πλανήτη, με την πραγματική ανεργία κοντά στο 1/5 του εργαζόμενου πληθυσμού και ελάχιστα βελτιωνόμενη, με το 40% των ενοικιαστών να είναι αντιμέτωποι με την έξωση, και με έναν συνωμοσιολόγο αρνητή για Πρόεδρο, οι Ηνωμένες Πολιτείες καταρρέουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Για το μεγαλύτερο διάστημα του καλοκαιριού, οι προεδρικές εκλογές του 2020, οι οποίες έξι μήνες πριν κυριαρχούσαν στους ειδησεογραφικούς κύκλους, θα έλεγε κανείς ότι θα μπορούσαν να γίνονταν και στον Άρη. Στη θέση του Μπέρνι Σάντερς, του οποίου η εκστρατεία υπέκυψε σε μια “εν μια νυκτί” ανασυγκρότηση των κεντροαριστερών δυνάμεων και τα παθητικά αντανακλαστικά των πιστών ψηφοφόρων στις προκαταρκτικές εκλογές, ένα αφήγημα ουσιαστικά πολύ βαρετό για τον καθένα για να το ανακαλέσουμε, το Δημοκρατικό Κόμμα πρόσφερε ως πρωταθλητή του τον Joseph Biden, αντιπρόεδρο του Barack Obama, μόνιμο συνυποψήφιο, του οποίου η έλλειψη ελκυστικότητας ή οποιουδήποτε πολιτικού περιεχομένου θα σήμαινε, σε μια άλλη ιστορία, την καταστροφή του ετοιμόρροπου κόμματός του. Τώρα στέκεται με προοπτικές να κερδίσει τις εκλογές, όπως φαίνεται, χάρις απλά στο ότι είναι οποιοσδήποτε άλλος εκτός από τον Τραμπ.

Με άλλα λόγια, προς το παρόν οποιοσδήποτε θα μπορούσε να κερδίσει τον Τραμπ, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να χάσει αν ήταν ο Τραμπ. Ο Biden “δεν είναι Τραμπ”, άδειο από οποιοδήποτε άλλο σημαντικό πολιτικό περιεχόμενο – η διαφορά που προσφέρει είναι εκμηδενιστικά μικρή. Η απάντησή του στην εξέγερση με μπροστάρηδες τους μαύρους που μόλις σάρωσε τη χώρα, στο πιο έντονο και με τη μεγαλύτερη διάρκεια κύμα ταραχών από τη δεκαετία του 1960, ήταν να προτείνει την επανεκπαίδευση των αστυνομικών ώστε να ακρωτηριάζουν αντί να σκοτώνουν, να πυροβολούν στα πόδια αντί στο στήθος. Σκοτώστε τους όλους ή αχρηστέψτε τα πόδια τους, αυτές είναι οι εναλλακτικές. Από την πλευρά του, ο Σάντερς όταν ρωτήθηκε σχετικά με τις εκκλήσεις να σταματήσει η χρηματοδότηση της αστυνομίας εν μέρει ή συνολικά, που πήγαζαν από τις ταραχές του Μαΐου και του Ιουνίου αλλά ενισχύθηκαν στη διάρκεια του καλοκαιριού, είπε ότι η αστυνομία χρειάζεται περισσότερους πόρους, όχι λιγότερους, μια μάλλον απότομη και νευρική δήλωση από ένα πρόσωπο που μόλις μερικούς μήνες πριν αποκαλούνταν πειστικά ως υποψήφιος ενός κοινωνικού κινήματος. Ξέρουμε τώρα ποιων κινημάτων, και ποιων, είναι υποψήφιος.

Όταν γραφτεί η ιστορία αυτής της μακράς χρονιάς του 2020, η παρούσα εξέγερση θα ειδωθεί αναμφίβολα ως ένα κεφάλαιο στην οικοδόμηση ενός αντι-αστυνομικού κινήματος, του οποίου τα κύρια επεισόδια περιλαμβάνουν τις ταραχές για τον Oscar Grant το 2009-10 στο Oakland, στη συνέχεια της ταραχές στο Φέργκιουσον, τη Βαλτιμόρη και άλλες πόλεις το 2014 και το 2015, που μερικές φορές αναφέρονται ως Black Lives Matter (που είναι επίσης το όνομα ενός δικτύου ακτιβιστικών οργανώσεων που σχηματίστηκε εκείνο το διάστημα). Σήμερα, το σύνθημα εξακολοθουθεί να λειτουργεί ως η λέξη-κλειδί του κινήματος, ζωγραφισμένη σε χιλιάδες καλυμμένες βιτρίνες καταστημάτων και στη μέση των δρόμων, αλλά η αξίωση έχει αναπτυχθεί και από αυτήν το “κατάργηση της αστυνομίας” ή συχνότερα το “σταμάτημα της χρηματοδότησης της αστυνομίας” έχουν ξεπηδήσει ως η αποδεκτή κατευθυντήρια απαίτηση του κινήματος, κερδίζοντας τον χώρο που άλλοτε πιθανόν είχαν καταλάβει ασαφείς εκκλήσεις για δικαιοσύνη.

Υπάρχει μια καινούρια επιθετικότητα ή προδραστικότητα2 στο παρόν κύμα που, όπως σημειώνει ο Joshua Clover, μπορεί να τη συλλάβει κανείς με μια απλή παρατήρηση. Το 2014–15, η εθνικοποίηση των ταραχών, η διάδοσή τους στις πόλεις πέρα από τα διάφορα συμβάντα που τις προκάλεσαν – στο Μιζούρι, τη Νέα Υόρκη και τη Βαλτιμόρη – συνέβαιναν πάντα σε μεταγενέστερο χρόνο, όταν είχε αποτύχει κάποια προσπάθεια να αποδοθεί δικαιοσύνη ή αποκατάσταση μέσα από τα δικαστήρια. Κανείς δεν περίμενε αυτή τη φορά για κάποια ετυμηγορία. Το βίντεο που κυκλοφόρησε, δείχνοντας τον αστυνομικό Derek Chauvin του αστυνομικής Διεύθυνσης της Μιννεάπολης, ο οποίος είναι λευκός, να πνίγει τον George Floyd, ο οποίος είναι μαύρος, ενώ ο δεύτερος παρακαλούσε για βοήθεια, φωνάζοντας “Δεν μπορώ να αναπνεύσω”, ήταν αρκετή ετυμηγορία. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο 46χρονος Floyd συνελήφθη επειδή ο ταμίας ενός παντοπωλείου τον υποψιάστηκε ότι του είχε δώσει ένα πλαστό εικοσαδόλλαρο. “Απόπειρα πλαστογραφίας”, έτσι το αποκάλεσε ο αστυνομικός βάρδιας το βράδυ της 25ης Μαΐου, δίνοντάς μας μια γεύση του είδους της επιβολής του νόμου για ασήμαντα μικροαδικήματα ιδιοκτησίας που η αστυνομία της Μιννεάπολης διεξάγει εν μέσω μιας πανδημίας, στην αρχή της χειρότερης οικονομικής κρίσης που έχω δει μέχρι τώρα στη ζωή μου. Αυτό συνέβη, να σημειώσουμε επίσης, ακριβώς τη στιγμή που ο Τραμπ και μια πλειοψηφία κυβερνητών, απεγνωσμένων να γυρίσουν τον κόσμο πίσω στις δουλειές του, επέβαλαν μια χαλάρωση των μέτρων κοινωνικής απόστασης πολύ γρηγορότερα από το ιατρικά ενδεδειγμένο, κατασκευάζοντας ανοιχτά μια εξίσωση ανάμεσα στα κρούσματα του Covid-19, από τη μια πλευρά, και την οικονομική ανάπτυξη, από την άλλη. Δυο καμπύλες – ρυθμός θανάτων, ρυθμός ανάπτυξης – και ανάμεσά τους μια χοντροκομμένη σύγκλιση, ένα χονδροειδές μέτρο της αξίας μιας ζωής.

Την επόμενη μέρα, 26 Μαΐου, κόσμος συγκεντρώθηκε στο κατάστημα Cup Foods όπου σκοτώθηκε ο Floyd, και στη συνέχεια πορεύτηκε για δυόμιση μίλια στο αστυνομικό τμήμα στο οποίο δούλευαν ο Chauvin και οι άλλοι αστυνομικοί που εμπλέκονταν στη δολοφονία, συγκρουόμενος με την αστυνομία καθοδόν. Μέχρι τις 28 Μαΐου, αυτό το αστυνομικό τμήμα θα καιγόταν ολοσχερώς, μια εικόνα νίκης που έβαλε τη λέξη “κατάργηση” στα χείλη δεκάδων χιλιάδων και της έδωσε ένα συγκεκριμένο νόημα. Η αστυνομία εκκένωσε το τμήμα, με εντολή του Δημάρχου, και την ελπίδα ότι τα πνεύματα μπορεί να καταλαγιάσουν. Αντίθετα, οι διαδηλωτές το κατέλαβαν, απογυμνώνοντάς το από οποιονδήποτε χρήσιμο εξοπλισμό, και στη συνέχεια του έβαλαν φωτιά και κινήθηκαν προς το επόμενο αστυνομικό τμήμα το επόμενο βράδυ. Δράσεις αλληλεγγύης είχαν ξεκινήσει ήδη από τις 27 Μαΐου στο Λος Άντζελες, την Νέα Υόρκη, την Ατλάντα, το Λιούισβιλ, μέρη στα οποία πρόσφατες διαδηλώσεις ενάντια στις αστυνομικές δολοφονίες είχαν βρεθεί αντιμέτωπες με οχυρωμένες δυνάμεις. Τώρα, για παράδειγμα, στο Λιούισβιλ, κόσμος εξαγριωμένος με τη δολοφονία της Breonna Taylor από ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας, που εκτελούσαν μια λανθασμένη, απροειδοποίητη επιδρομή στο διαμέρισμά της τον Μάρτιο, μπορούσαν να ενωθούν με το εθνικό κύμα και σ’ αυτό το κύμα να βρουν αρκετή δύναμη για να σπάσουν αυτά τα μπλε τείχη.

Με ποσοτικούς όρους, αυτή η δύναμη είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Δεν έχει υπάρξει ένα τέτοιο κύμα ταραχών τόσο ευρύ από την δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ το 1968. Περισσότερες από εκατό μεγάλες και μικρές πόλεις γνώρισαν κάποιο είδος ταραχών από τα τέλη Μαΐου μέχρι τις αρχές Ιουνίου· μέχρι τις 3 Ιουνίου τουλάχιστον διακόσιες πόλεις είχαν επιβάλει μέτρα απαγόρευσης κυκλοφορίας, καθιστώντας πάνω από εκατό εκταμμύρια ανθρώπους υποψήφιους για σύλληψη επιτόπου μετά το σκοτείνιασμα της μέρας. Κυβερνήτες σε 30 πολιτείες κινητοποίησαν πάνω από 24.000 μέλη της Εθνοφρουράς και στις αρχές του Ιουνίου πάνω από 11.000 άτομα είχαν συλληφθεί, ένας αριθμός που φαίνεται, συγκριτικά, μικρός και μπορεί να είναι ενδεικτικός περισσότερο από οτιδήποτε άλλο για το πόσο είχε αιφνιδιαστεί η αστυνομία στη διάρκεια του απόγειου των ταραχών. Για πρώτη φορά σε δεκαετίες, αστυνομικές δυνάμεις σε πόλεις όπως το Λος Άντζελες, η Νέα Υόρκη, το Σικάγο, τις οποίες πρέπει να δούμε σαν μικρούς στρατούς, αποδείχθηκαν ανεπαρκείς όσον αφορά τον έλεγχο του πλήθους. Το ποτάμι υπερχείλησε τις όχθες του, καταστρέφοντας αστυνομικά οχήματα κατά δεκάδες. Χιλιάδες συγκρούστηκαν με τις Μυστικές Υπηρεσίες έξω από τον Λευκό Οίκο, ενώ οι φωτιές που έκαιγαν στα τριγύρω τετράγωνα έμοιαζαν να φέρνουν τον Τραμπ στο χείλος του να αναγκαστεί να εγκαταλείψει την πόλη. Ένα ελικόπτερο Black Hawk από την Εθνοφρουρά της Ουάσιγκτον, που αναφέρεται απευθείας στον Πρόεδρο, πετούσε επιδεικτικά και εκκωφαντικά κοντά στο πλήθος, θυμίζοντας στους εξεγερμένους, απλά για την περίπτωση που το ξεχνούσε κανείς, ότι μπορεί και, αν χρειαστεί, θα πυροβολήσει για να σκοτώσει κόσμο κατά δεκάδες.

Ως επί το πλείστον, όμως, η αστυνομία αναγκάστηκε να υποχωρήσει, να ανασυνταχθεί, να εστιάσει στην υπεράσπιση των αστυνομικών τμημάτων και τη συνοδεία των πυροσβεστικών οχημάτων. Και αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσαν πλέον να ρίξουν το μαγικό τους ξόρκι, δεν μπορούσαν πλέον να υπερασπιστούν τα νομικά δικαιώματα των ιδιοκτητών της ατομικής ιδιοκτησίας. Οι πλιατσικολόγοι έκαναν υπομονετικά τη δουλειά τους ξέροντας ότι οι πόλεις τους ανήκουν. Για να δώσουμε μερικά παραδείγματα: στην Φιλαδέλφεια, τουλάχιστον μια ομάδα τριγυρνούσε με ένα αμάξι ανατινάζοντας ATM και κλέβοντας τα χρήματά τους. Στο San Leandro, ένα προάστιο στα νότια του Όκλαντ, μια ομάδα μπήκε σε μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων Dodge και πέρασε ώρες δουλεύοντας με το χρηματοκιβώτιό της. Αργότερα έφυγαν με εβδομήντα αυτοκίνητα, αξίας άνω του 1,3 εκατομμυρίων δολλαρίων, συμπεριλαμβανομένων ενός αριθμού αυτοκινήτων “Hellcat” Dodge Challengers αξίας 90.000 δολλαρίων το καθένα. Στο Fairfield, άλλο ένα προάστιο στην Bay Area, κάποιος “επίταξε” ένα ανυψωτικό και το οδήγησε μέσα από την μπροστινή είσοδο ενός υπερκαταστήματος ηλεκτρονικών. Η “προαστιοποίηση” αυτών των ταραχών είναι αξιοσημείωτη – το San Leandro και το Fairfield είναι ως επί το πλείστον εργατικά προάστια, όπως το Φέργκιουσον, που έχουν προλεταριοποιηθεί και γίνει λιγότερο λευκά στις πρόσφατες δεκαετίες. Αλλά ταραχές έγιναν επίσης και σε πιο εύπορα προάστια και συνοικίες όπως το κοντινό σε μένα Walnut Creek, στο Beverly Hills στο Λος Άντζελες και το Buckhead στην Ατλάντα, όλες περιοχές που αρχικά δημιουργήθηκαν για να κρατούν την “πλέμπα” σε απόσταση ασφαλείας. Καμπάνιες στα κοινωνικά δίκτυα κατεύθυναν συγκεκριμένα τους ταραξίες να εστιάσουν την οργή τους σ’ αυτές τις πιο λευκές, πλουσιότερες συνοικίες και τα πολυτελή εμπορικά καταστήματά τους, όπως έγινε και στις ταραχές το 2011 στο Λονδίνο.

Η αστυνομία φτάνει στην μεγαλύτερη επικινδυνότητά της όταν εξευτελίζεται, όταν χάνει, και καθώς έδινε τη μάχη για τον έλεγχο των πόλεων πυροβόλησε και σκότωσε τουλάχιστον τέσσερις ανθρώπους (σύμφωνα με τη δική της παραδοχή) ακρωτηριάζοντας και τραυματίζοντας σοβαρά αμέτρητους άλλους. Στο Όκλαντ, η πολιτειακή αστυνομία, στην προσπάθεια να ανακτήσει ένα από αυτά τα κλεμένα Hellcats, πυροβόλησε ένα από τα οχήματα δεκάδες φορές, σκοτώνοντας τον 23χρονο Erik Salgado, και τραυμάτισε την κοπέλα του, η οποία ήταν έγκυος και σαν αποτέλεσμα έχασε το μωρό της. Στο Vallejo, ένα άλλο προάστιο της Bay Area, η αστυνομία ανταποκρινόμενη σε μια αναφορά για πλιάτσικο σε ένα φαρμακείο έπεσε με το αμάξι πάνω στον 20χρονο Sean Monterrosa, ο οποίος έπεσε στα γόνατα για να αποφύγει να πυροβοληθεί. Η αστυνομία ισχυρίζεται ότι πέρασε κατά λάθος ένα τσεκούρι που κρατούσε για όπλο και τον σκότωσε, ρίχνοντας με τα μεγάλης ισχύος όπλα τους μέσα από το παρμπρίζ του οχήματός τους πριν καν αυτό σταματήσει. Στο Λιούισβιλ, αστυνομία και εθνοφρουρά που περιπολούσαν έναν δρόμο έκλεισαν τις κάμερες που έχουν πάνω τους και πυροβόλησαν ένα πλήθος, σκοτώνοντας τον David McAtee, που διατηρούσε έναν πάγκο ψησταριάς στη γωνιά αυτού του δρόμου. Αρκετά άτομα έχασαν ένα μάτι ή υπέστησαν σοβαρή διάσειση από πλαστικές σφαίρες, δακρυγόνα και άλλα βλήματα από βομβίδες: ένα δημοφιλές νήμα στο Twitter, που συλλέγει περιστατικά αστυνομικής βαναυσότητας στη διάρκεια της εξέγερσης, έχει περισσότερα από πεντακόσια βίντεο. Η εξέγερση έβγαλε πολλούς αστυνομικούς για πρώτη φορά στο πεδίο εναντίον των ταραξιών, με τη χρήση ενός όχι οικείου, λιγότερο θανατηφόρου εξοπλισμού, και αντιμέτωπους με έναν κόσμο που δικαιολογημένα τους μισεί και που κατέστησε αυτό το μίσος πολύ καθαρό. Το αποτέλεσμα ήταν υπέρμετρη, εμπαθής και εκδικητική βία.

Στους δρόμους, οι εξεγερμένοι είχαν να ανησυχούν όχι μόνο για τη βία από την πλευρά της αστυνομίας αλλά και από δεξιούς αυτόκλητους φρουρούς και δεξιές πολιτοφυλακές. Σε δημόσιες ομιλίες τις πρώτες μέρες της εξέγερσης, ο Τραμπ χρησιμοποίησε μια συγκαλυμμένη γλώσσα για να καλέσει τους υποστηρικτές του να παρέμβουν προς υποστήριξη της αστυνομίας, και αυτοί εισάκουσαν το κάλεσμα με φρικτό τρόπο. Τα αυτοκίνητα είναι τώρα το προτιμητέο όπλο καθώς λευκοί σουπρεματιστές και το ISIS έχουν δείξει στον κόσμο πόσο αποτελεσματικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Λευκοί εθνικιστές και φασίστες συζητούσαν και έπαιζαν με την ιδέα να κατευθύνουν αυτοκίνητα κατά διαδηλωτών που έχουν μπλοκάρει δρόμους από το 2014, όταν η τακτική του αποκλεισμού αυτοκινητόδρομων έγινε δημοφιλής από τους διαδηλωτές του κινήματος Black Lives Matter. Όταν ο φασίστας James Alex Fields χτύπησε και σκότωσε την διαδηλώτρια Heather Heyer στους δρόμους του Charlottesville το 2017, αυτό προήγαγε εξαιρετικά το προφίλ αυτής της αντι-τακτικής και υπάρχουν πλέον δεκάδες αναφορές αυτοκινήτων που πέφτουν με ταχύτητα πάνω σε διαμαρτυρίες. Στο Bakersfield, ένας μαύρος, ο Robert Moore, χτυπήθηκε και σκοτώθηκε από ένα αμάξι σε έναν αποκλεισμό δρόμου. Ο οδηγός του αυτοκινήτου, καλυμμένος με ναζιστικά τατουάζ, αφέθηκε να φύγει χωρίς να συλληφθεί, γεγονός που αναμφίβολα θα συμβάλλει πολύ ώστε και άλλα οχήματα να πέφτουν με ταχύτητα πάνω σε πλήθη.

Η άνοδος του Τραμπ το 2016, μαζί με μια ευρύτερη λευκή εθνικιστική και νεοφασιστική αναζωπύρωση, ήταν από πολλές απόψεις μια άμεση απάντηση στο κίνημα Black Lives Matter της περιόδου 2014-15. Η επίκληση από τον Τραμπ, στην ομιλία της ορκωμοσίας του, ενός “Αμερικάνικου μακελειού” που ταλανίζει την ενδότερη πόλη είχε ως ένα, όχι ιδιαίτερα μυστικό, σημείο αναφοράς τη Βαλτιμόρη και το Φέργκιουσον και στην καρδιά του τον φόβο μιας μαύρης εξέγερσης, έστω κι αν οι Μουσουλμάνοι, και οι μετανάστες από το Μεξικό και την Κεντρική Αμερική ήταν συνήθως ο φανερός στόχος των αλαζονικών παραληρημάτων του. Η φασιστική, νατιβιστική αντίδραση χρειάστηκε, την πρώτη φορά, μερικά χρόνια για να αναπτυχθεί πλήρως, αλλά τώρα η μαύρη εξέγερση και ο νατιβισμός εναντίον των μαύρων είναι αντιμέτωποι πρόσωπο με πρόσωπο. Αυτό έχει ένα καθοριστικό αποτέλεσμα στον τακτικό χώρο στον οποίο αυτές οι εξεγέρσεις λαμβάνουν χώρα, καθώς όσοι συμμετέχουν πρέπει τώρα να περιμένουν τόσο τους πυροβολισμούς όσο και επιθέσεις με οχήματα.

Σημειώστε αυτό που έγινε στις αρχές Ιουνίου στο Σηάτλ. Εκεί, ως αποτέλεσμα της επιβολής της απαγόρευσης κυκλοφορίας και της ανάπτυξης της Εθνοφρουράς, ένας “αγανακτισμένος πολίτης” οδήγησε το αυτοκίνητό του πάνω στο πλήθος έξω από το Ανατολικό τμήμα της Αστυνομικής Διεύθυνσης του Σηάτλ. Καθώς κόσμος προσπαθούσε να τον τραβήξει βίαια από το αμάξι, αυτός πυροβόλησε έναν, βγήκε από το αμάξι κραδαίνοντας το όπλο του για να παραδοθεί στη συνέχεια στην αστυνομία που τον συνέλαβε. Ως αποτέλεσμα, το εξαγριωμένο πλήθος έφτασε σε μια τόσο πολεμική διάθεση που όλοι οι αστυνομικοί διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν το αστυνομικό τμήμα, δίνοντας μια ακόμα εικόνα της ταπεινωμένης αστυνομίας να υποχωρεί από άλλο ένα από τα “ιερά” της. Αυτή τη φορά, κανείς δεν έβαλε φωτιά στο τμήμα, αλλά οχύρωσαν την γύρω περιοχή, ανακηρύσσοντάς την ως την Αυτόνομη Ζώνη του Λόφου του Καπιτωλίου (Capitol Hill Autonomous Zone, CHAZ) δίνοντας ως λόγο για τα οδοφράγματα τον κνδυνο της δεξιάς και αστυνομικής βίας. Οδοφράγματα με τα πορτοκαλί εμπόδια κατασκευών, κόντρα-πλακέ και κομμάτια τσιμέντου επιτηρούμενα από ένοπλους εξεγερμένους ήταν, το επιχείρημα βγαίνει εύκολα, το ελάχιστο επίπεδο αμυντικής βίας αναγκαίας όταν υπήρχαν φασίστες τριγύρω που έψαχναν για μια ευκαιρία να σκοτώσουν με ένα όπλο ή ένα αμάξι. Η οδοφραγμένη αυτόνομη ζώνη είχε μια συμπαγότητα που μόνο η αναγκαιότητα μπορούσε να της έχει δώσει.

Καθώς η εξέγερση άρχισε να ηρεμεί σε άλλες πόλεις, η εικόνα μαύρων ριζοσπαστών με όπλα σε οχυρώματα στο κέντρο του Σηάτλ είχε σαν αποτέλεσμα να τρελλαθούν τα συντηρητικά ΜΜΕ και, με τη σειρά του, ο Τραμπ, του οποίου τα εξαγριωμένα μηνύματα στο Twitter ως επί το πλείστον ακολουθούν αυτά που βλέπει στην τηλεόραση. Και οι δυο πλευρές της αναρχίας και της τάξης βρήκαν καλές δικαιολογίες για να μεγενθύνουν το ρήγμα που είχε εισαγάγει η Αυτόνομη Ζώνη – το Fox News είχε ρεπορτάζ από τα έξι αυτά τετράγωνα σαν να ήταν πραγματικά μια ξένη εδαφική περιοχή που είχε αποσχιστεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά συνέπεια, ο Τραμπ κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της, ό,τι κι αν ήταν αυτή, με αποτέλεσμα να κάνει την περιοχή στόχο για κάθε τρελό λευκό σουπρεματιστή σε μια ακτίνα εκατοντάδων μιλίων (η περιοχή στον Βορειοδυτικό Ειρηνικό έχει αρκετούς από αυτούς). Υπήρχαν πολλοί πυροβολισμοί και επιθέσεις με αμάξια στην ή κοντά στην Αυτόνομη Ζώνη τις επόμενες λίγες νύχτες και εβδομάδες, και παρ’ όλο που οι περιστάσεις είναι αδιευκρίνιστες, λευκοί σουπρεματιστές φαίνεται να εμπλέκονται σε μερικά από αυτά τα περιστατικά.

Μπορεί να αποδειχτεί δύσκολο να πει κανείς τι συμβαίνει, για να πούμε το λιγότερο, ιδιαίτερα για όσους προσπαθούν να παρακολουθήσουν τα πράγματα από μακριά. Οι εμπορικοί πάροχοι ειδήσεων, που κατέστησαν εύθραυστοι από κύματα απολύσεων ενόψει διαφημιστικών εσόδων που μειώνονται και αντιμέτωποι με μια πληθώρα σημαντικών ιστοριών (πανδημία, οικονομική κατάρρευση, εξέγερση) συχνά έχουν λίγες χρήσιμες πληροφορίες και άφησαν εκτός ρεπορτάζ το μεγαλύτερο μέρος των ταραχών. Αντίθετα, οι συμμετέχοντες και όσοι βρίσκονταν κοντά, έπεσαν στις εφαρμογές μηνυμάτων και στα κοινωνικά δίκτυα, όπου πραγματική πληροφόρηση για το τι συνέβαινε μπορούσε να βρεθεί, μαζί με κάθε είδος επίμονης συνωμοσιολογίας και φημών. Οι πιο συνηθισμένες, δύσκολο να ελεγχθούν, φήμες αφορούν την παρουσία λευκών κακοποιών – είτε λευκών αναρχικών που κόβουν βόλτες με κλεμένα αμάξια, είτε λευκούς ασφαλίτες που συμπεριφέρονται σαν ταραξίες με σκοπό να κηλιδώσουν κατά τα άλλα ειρηνικές δράσεις ή δόλια προπλάσματα πολιτοφυλακών που ψάχνονταν για να ξεκινήσουν έναν φυλετικό πόλεμο. Η τελευταία φήμη έχει την προέλευσή της σε κάτι αληθινό, μια άτυπη πολιτοφυλακή οργανωμένη κυρίως μέσω μιμιδίων, αυτοαποκαλούμενη ως Boogaloo Boys3, που έγινε ορατή σε εθνικό επίπεδο ακολουθώντας σαν ουρά τις λεγόμενες διαμαρτυρίες “Reopen” στις αρχές Μαΐου, όταν συμμορίες ένοπλων οικονομικά κατεστραμμένων μικροεπιχειρηματιών ιδιοκτητών εισέβαλαν σε νομοθετικά σώματα στις μεσοδυτικές Ηνωμένες Πολιτείς απαιτώντας την χαλάρωση των μέτρων κοινωνικής απόστασης για τον Covid-19. Όταν ξεκίνησαν οι ταραχές για τον George Floyd, οι Boogaloo Boys, φορώντας χαβανέζικα πουκάμισα, για λόγους που μόνο αλλόκοτα μιμίδια μπορούν να εξηγήσουν, εμφανίστηκαν ως συμμετέχοντες σε ένδειξη, κατά τα φαινόμενα, αλληλεγγύης, ενωνόμενοι στην μάχη εναντίον της κοινής τυραννίας της αστυνομίας. Όμως, τα κίνητρά τους δεν ήταν πειστικά. Ένας φίλος που ζει κοντά σε μια πόλη στις Μεσοδυτικές πολιτείες, περιγράφει τουλάχιστον τρεις ομάδες που έφεραν όπλα εκτός από την αστυνομία – τους boogaloos, ένα παρακλάδι του New Black Panther Party και ένα αναρχικό κλαμπ όπλων, για να μην αναφέρουμε τους αρκετούς συμμετέχοντες που ήταν οπλισμένοι έτσι απλά. Σ’ αυτή την περίπτωση οι boogaloos αντιμετωπίστηκαν και, όπως μου λέει ένας φίλος, τους ζητήθηκε να φωνάξουν το σύνθημα “Black Lives Matter”. Συμφώνησαν και τους επιτράπηκε να μείνουν. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, οι boogaloos αρνήθηκαν να φωνάξουν το σύνθημα και εκδιώχτηκαν.

Στη Μιννεάπολη, μερικοί από αυτούς τους οπλοφόρους boogaloo πήραν θέσεις μπροστά από μαγαζιά όταν άρχισαν οι λεηλασίες, λειτουργώντας ως άτυπη ασφάλεια, όπως έκαναν και μερικές ομάδες μαύρων πολιτοφυλακής. Ένα σκανάρισμα οποιασδήποτε από αυτές τις ομάδες στις οποίες μαζεύονται αυτοί οι επίδοξοι ήρωες με τα λουλουδάτα πουκάμισα, δείχνει ότι πολλοί μισούν το κράτος κυρίως επειδή αποτρέπει το ξέσπασμα ενός, όπως θεωρούν, ευεργετικού φυλετικού πολέμου. Αν και αυτοί οι οπλοφόροι άντρες είναι κλόουν, δεν είναι για να τους πάρει κανείς εντελώς αψήφιστα. Στο Όκλαντ, την πρώτη βραδιά των ταραχών, κι ενώ κόσμος έσπαζε το ομοσπονδιακό κτίριο, δυο άντρες εμπνευσμένοι από τους boogaloo σε ένα λευκό φορτηγάκι οδήγησαν αργά σε μια διασταύρωση, πυροβολώντας δύο από τους φρουρούς στο μπροστινό μέρος του κτιρίου, σκοτώνοντας τον έναν. Η παρουσία τέτοιων επικίνδυνων ψευτο-συμμάχων προκαλεί νευρικότητα σε πολύ κόσμο για πραγματικούς λόγους, αλλά πιο επικίνδυνοι ίσως είναι οι λευκοί εθνικιστές και φασίστες που δεν έχουν κανένα πρόσχημα ουδετερότητας: δεκάδες άνθρωποι έχουν πυροβοληθεί και δεχτεί επιθέσεις κοντά στον τόπο των διαμαρτυριών και με δεδομένο το χάος και την ομίχλη της εξέγερσης, φασίστες ξεκάθαρα σκοτώνουν κόσμο χωρίς να υποστούν τίποτα γι’ αυτό.

Το αποτέλεσμα είναι μια γενική ανησυχία για την παρουσία λευκών στις ταραχές, και μια εμμονή με τη φιγούρα του “λευκού αναρχικού”, συνήθως παρόντος είτε ρητορικά είτε πραγματικά στις ταραχές ενάντια στην αστυνομία στον 21ο αιώνα. Μερικές φορές οι υποτιθέμενα λευκοί πρωτοστάτες των φωτιών και των σπασιμάτων τζαμαριών θεωρούνται ότι είναι προβοκάτορες που δουλεύουν για την αστυνομία ή μερικές φορές είναι απλά μηδενιστές ανόητοι που γυρνάνε με κλεμμένα αμάξια αλλά πάντα η υπόθεση που υπάρχει στο υπόβαθρο είναι ότι οι διάφορες τακτικές μπορούν να ταξινομηθούν σύμφωνα με τη φυλή, και ότι επειδή η ζημιά στις ιδιοκτησίες ή η βία είναι κακό πράγμα, τότε οι καλοί άνθρωποι της “σωστής” φυλής δεν θα μπορούσε να είναι υπεύθυνοι. Το πρωί μετά το κάψιμο του 3ου αστυνομικού τμήματος στη Μιννεάπολη, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι κυκλοφόρησαν διαδικτυακά την εικόνα ενός ψηλού λευκού, καλυμμένου από την κορφή ως τα νύχια στα μαύρα, να σπάζει όλες τις τζαμαρίες σε ένα κατάστημα AutoZone (κατάστημα με ανταλλακτικά αυτοκινήτων). Προέβαλαν διάφορα επιχειρήματα για το ότι πρέπει να είναι μπάτσος (ήταν μεγαλόσωμος, είπαν, και φορούσε μαύρα, και χοντρά παπούτσια, ακριβώς όπως ένας μπάτσος). Περίπου δυο βδομάδες αργότερα, στην Ατλάντα, ήδη σημείο έντασης και υπό κατοχή από την Εθνοφρουρά, η αστυνομία σκότωσε τον Rayshard Brooks, έναν μαύρο που κοιμόταν στο αυτοκίνητό του σε ένα πάρκινγκ των Wendy’s. Μετά τη συγκέντρωση εξεγερμένων στο φαστ-φουντ το επόμενο βράδυ, το οποίο και έκαψαν, ένας τύπος που μετέδιδε ζωντανά στο διαδίκτυο, από έναν ύποπτο λογαριασμό, κυκλοφόρησε ένα βίντεο με μια λευκή γυναίκα την οποία ταυτοποιούσαν ως το άτομο που άναψε τη φωτιά. “Δείτε αυτό το λευκό κορίτσι”, είπε το άτομο που βιντεοσκοπούσε. “Κοιτάξτε αυτό το λευκό κορίτσι που προσπαθεί να κάψει το Wendy’s. Δεν είμαστε εμείς αυτό”. Μερικές μέρες αργότερα, με βάση αυτό το βίντεο, η αστυνομία συνέλαβε την λευκή φίλη του Rayshard Brooks, την Natalie White, η οποία τώρα αντιμετωπίζει κατηγορίες σε βαθμό κακουργήματος για εμπρησμό για την υποτιθέμενη συμμετοχή της σε αυτό που ήταν, σύμφωνα με μια αξιοσημείωτη απόδοση του συμβάντος, μια “κοινή προσπάθεια”.

Ακόμα και ο Τραμπ συστρατεύτηκε με αυτόν το δημόσιο λόγο φυλετικού “ψαρέματος”, προσφέροντας έτσι μια ανίερη συμμαχία, όσο σύντομη κι αν ήταν, ανάμεσα στον ρεβανσιστή πρόεδρό μας, λευκούς μεσοαστούς φιλελεύθερους και ακτιβιστές διαχειριστές διαμαρτυριών, που όλοι τους βρήκαν πολύ βολικό το να κυκλοφορούν φωτογραφίες κατά τα άλλα ειρηνικών μαύρων διαδηλωτών να “διαφθείρονται” από λευκούς αναρχικούς. Οι ομοσπονδιακές δυνάμεις εποβολής του νόμου, καθοδηγούμενες από τις αναρτημένες μανίες του Τραμπ στο Twitter, εστίασαν έντονα στους “Antifa”, έναν προσδιορισμό που αυτοί και τα ΜΜΕ συνέχισαν να “χτίζουν” μέχρι το σημείο μιας βασικής, τυπικά οργανωμένης τρομοκρατικής ομάδας, εκεί που δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Εν πάσει περιπτώσει, ο πραγματικά υπάρχων αντιφασισμός, προεξάρχων μετά την εκλογή του Τραμπ πριν από τρία χρόνια, ελάχιστο ρόλο έπαιξε στην καθοδήγηση ή στην οργάνωση των γεγονότων αυτού του καλοκαιριού, και οι αυτή τη στιγμή πολυάριθμες ανοιχτές έρευνες θα έχουν σαν αποτέλεσμα ένα διάσπαρτο, μάλλον, σύνολο από ασύνδετες καταδίκες και όχι την μεγάλη συνωμοσία που οι Τραμπ απαιτεί ως ένα αφήγημα κινητοποίησης κόσμου. Η πλήρης δύναμη του ομοσπονδιακού νόμου χρησιμοποιήθηκε στις ταραχές αυτές, και πολλά αδικήματα, που σε άλλη περίπτωση θα είχαν διωχθεί σε πολιτειακό επίπεδο, στο οποίο οι ποινές και οι επιβαρύνσεις τους είναι χαμηλότερες, απαγγέλλονται τώρα ως ομοσπονδιακά κακουργήματα. Υπάρχουν δεκάδες που αντιμετωπίζουν δεκαετίες στη φυλακή, ακόμα και ισόβιες ποινές, για πράγματα όπως χρήση μολότωφ εναντίον ενός άδειου αστυνομικού οχήματος. Ο Τραμπ, ως επίδοξος φασίστας, βρήκε επιτέλους την αριστερίστικη απειλή ενάντια στην οποία μπορεί πειστικά να παίξει τον Μουσολίνι, και τώρα δίνει ομιλίες με μακρείς καταλόγους των εχθρών του κράτους: “αναρχικοί, υποκινητές, πλιατσικολόγοι”.

Εξαιτίας του εύρους και της ταχύτητας της εξέγερσης, που κατέκλυσε ήδη υπερφορτωμένα κυκλώματα, δεν υπάρχει κάποιο σημείο στο οποίο να έχουν συγκεντρωθεί τα ονόματα αυτών που πέθαναν ή τραυματίστηκαν σοβαρά, ούτε συνολική ανάλυση για το ποιοι συνελήφθησαν και γιατί ούτε κεντρικό “αποθετήριο” πληροφοριών σχετικά με αυτούς που αντιμετωπίζουν σοβαρές κατηγορίες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι, συνεπώς, δύσκολο να αντικρούσει κανείς γρήγορα και εύκολα φανταστικούς ισχυρισμούς για “εξωτερικούς” υποκινητές ή την φυλετική σύνθεση του πλήθους, ιδιαίτερα όταν μιλάει κανείς για δεκάδες ταραχών και όχι μία ή δύο. Εκεί που ειδησεογραφικοί οργανισμοί παρείχαν κάποια λίστα για τους συλληφθέντες, συνήθως ανταποκρινόμενοι στον ισχυρισμό ενός δημάρχου ή κυβερνήτη ότι οι συλληφθέντες ήταν όλοι κάτοικοι άλλων πολιτειών, αυτό δεν ήταν τεκμηριωμένο. Από πληροφορίες που έγιναν διαθέσιμες σχετικά με συλλήψεις, μπορούμε να βρούμε επιβεβαιωμένο αυτό που παρατήρησα και αυτό που πολλοί από τους παρόντες θα σας πουν: αυτές ήταν πολυφυλετικές ταραχές, σε πολλά σημεία με μαύρη πλειοψηφία, σε μεγάλο βαθμό από νεολαία στην ηλικία των λυκειόπαιδων – με άλλα λόγια ακριβώς αυτούς που θα περίμενε κανείς αν φανταζόταν μια πλατιά αντιμπατσική εξέγερση από οποιονδήποτε είχε έναν σοβαρό λόγο να μισεί την αστυνομία και είχε υποστεί τη βία της πανδημίας και της οικονομικής κατάρρευσης πιο άμεσα. Μιλώντας στο The New Yorker σχετικά με το κάψιμο των Wendy’s, ο Marty X επιβεβαιώνει λίγο-πολύ: “Δεν πρόκειται να πιστώσω κάτι στους λευκούς. Οι μαύροι ήταν πολύ θυμωμένοι. Ήμασταν οργανωμένοι. Υπήρχε μια εξουδετέρωσης βομβών μέσα στην επανάσταση. Είχαν πυροτεχνήματα – που τα χρησιμοποιούσαν για να δώσουν σήμα ότι ερχόταν η αστυνομία, πού να συναντηθούν. Υπήρχαν επίσης ομάδες για την αντιμετώπιση των drone από άλλα μέρη του κόσμου: Βενεζουέλα, Σηάτλ, Μιννεάπολη. “Ομάδες εδάφους”4, μοιραζόμενες το γκόσπελ για την αποχρηματοδότηση της αστυνομίας. Είδα λέιζερ αρκετά μεγάλα για να στρέψουν τηλεσκόπια πάνω στα drone, διακόπτοντας το υλικό που μάζευαν”.

Δεν χρειάζεται καμμιά συνωμοσία για να εξηγήσουμε γιατί ένα λευκό άτομο που σπάζει το παράθυρο ενός αστυνομικού οχήματος σε μια από αυτές τις εξεγέρσεις-ξεσπάσματα είναι κάτι καλό, όπως είναι μια ιστορία τραυματισμού ή προσβολής από την αστυνομία, όπως είναι μια γενική απελπισία και οργή στον καιρό μιας πανδημίας και μιας οικονομικής κρίσης. Η ηγεσία στις ταραχές είναι κάτι παραπάνω από άτομα, που έσπασαν αυτό ή εκείνο το τζάμι ή οδήγησαν την πορεία στον αυτοκινητόδρομο – αυτές ήταν ταραχές καθοδηγούμενες από μαύρους με μια έννοια πέρα από το προσωπικό: κατευθύνονταν από μαύρη θλίψη, μαύρες φωνές, μαύρες ιδέες, όπως πιστοποιούν ακόμα οι “τοιχογραφίες” από σπρέι πάνω στα κόντρα-πλακέ που καλύπτουν τις σπασμένες βιτρίνες στο κέντρο δεκάδων πόλεων.

Αυτό που είναι βέβαιο, παρά τα ψεύδη των φημών, είναι ότι η ευκολία με την οποία σχολιαστές στις ΗΠΑ ταξινομούν τα γεγονότα σύμφωνα με τη φυλετική “στενογραφία” μιλά για βαθιά διαχωρισμένες πολιτικά κοινότητες, μεταξύ των οποίων μπορεί να ριζώσουν κάθε είδους αυτο-ενισχυόμενων φαντασιακών αφηγήσεων. Παρ’ όλα αυτά, καθώς μαχητικές δυνάμεις έχουν βρει τρόπους να προχωρήσουν τον Ιούνιο, τον Ιούλιο και τώρα τον Αύγουστο, έχουν προσπαθήσει να κάνουν γνωστό ποιες είναι και τι πιστεύουν γι’ αυτούς που είναι διατεθιμένοι να σταματήσουν και να διαβάσουν αυτό που έχει γίνει γκράφιτι στους τοίχους. Μετά την πρώτη έκρηξη στα μέσα Ιουνίου, αυτή η δουλειά ξεκαθαρίσματος κυριάρχησε, και οι ταραχές στράφηκαν με συγκεκριμένη εστίαση προς δράσεις εικονοκλασίας, αρχίζοντας με τα αγάλματα της Συνομοσπονδίας στον Νότο και στη συνέχεια στρεφόμενες σε άλλα παραδείγματα μνημειακής λευκής υπεροχής.

Στο Σαν Φρανσίσκο, για παράδειγμα, πολύ μακριά από το θέατρο του Εμφυλίου Πολέμου, τα πάρκα και οι πλατείες είναι διάστικτα, αντίθετα, με μνημεία αφιερωμένα στον ισπανικό αποικισμό και την μέτέπειτα εγκατάσταση των Άγγλων. Όταν άρχισαν να πέφτουν αγάλματα σε άλλες πόλεις στις αρχές του Ιουνίου, η δήμος έσπευσε προληπτικά να κατεβάσει το 4 μέτρων ύψους άγαλμα του Χριστόφορου Κολόμβου στο North Beach, μετά από πληροφορίες που έλαβε ότι θα αποτελούσε στόχο μιας πορείας. Παρ’ όλα αυτά, εικονοκλαστική νεολαία πήγε στο Golden Gate Park και κατέβασε το μεγάλο άγαλμα αφιερωμένο στον Junipero Serra, τον Φραγκισκανό μοναχό του 18ου αιώνα του οποίου το αρχιπέλαγος από φυλακές και στρατιωτικά οχυρά σε ολόκληρο το μήκος των ακτών της Καλοφόρνιας, όπου αυτόχθονες κρατούμενοι από δεκάδες φυλακές βασανίζονταν και σκλαβώνονταν, σχηματίζει το αρχιτεκτονικό υπόδειγμα για τους περισσότερους θεσμούς της πολιτείας. Στη συνέχεια, όμως, κατέβασαν ένα άγαλμα του Ulysses S. Grant, του στρατιωτικού ηγέτη της Ένωσης που νίκησε τον Στρατηγό Robert E. Lee, βάζοντας τέλος στον Εμφύλιο Πόλεμο και ο οποίος, τέσσερα χρόνια αργότερα, ως Πρόεδρος, επέβαλε την Ανοικοδόμηση του Νότου, κατέστειλε την Κου Κλουξ Κλαν και πίεσε για το πέρασμα της 14ης Τροπολογίας (η οποία έδωσε ρητά ίση προστασία κάτω από τον νόμο στους απελεύθερους σκλάβους). Άνοιξε, επίσης, ανηλεώς, την αμερικάνικη Δύση για εποικισμό, κηρύσσοντας ουσιαστικά τον πόλεμο στις φυλές και έθνη των Πεδιάδων και της μακρινής Δύσης.

Όταν οι φιλελεύθεροι σχολιαστές βρίσκουν αμαθή, μηδενιστική υπερβολή, που καταστρέφει πράγματα χωρίς εκτίμηση του ιστορικού νοήματος, συχνά παραβλέπουν την ενεργή σκέψη του κινήματος, που αναπτύσσεται επί τόπου. Στο Σαν Φρανσίσκο, το πλήθος που γκρέμισε αγάλματα που δεν έχουν σχέση με τη Συνομοσπονδία, του Ulysses Grant, του Francis Scott Key, και άλλων, πρόσφερε ρητή δικαιολόγηση, βάζοντας ταμπέλες στην βάση με επεξηγηματικά επίθετα, καθώς αυτοί που παρακολουθούσαν ή περνούσαν από κει είχαν αντίλογο για τα σχετικά σημεία. Αρνούμενοι την μνημειοποίηση της βίας των εποίκων και της δουλείας στις φυτείες που αφθονεί, κάνοντας συνδέσεις που η δημόσια ιστορία δεν θα κάνει, ανάμεσα στην σκλαβιά στον Νότο και τον εποικισμό της Δύσης, παρά τις συγκρούσεις μεταξύ των φραξιών της άρχουσας τάξης που εμπλέκονται και στα δύο, τέτοιες δράσεις στήνουν την ιστορία των ΗΠΑ όρθια στα πόδια της και την συναισθηματική μυθολογία στο κεφάλι της. Συνδέουν, επίσης, στην μνήμη, και σηκώνουν λάβαρα για τις δυο πιο σημαντικές πολιτικές στιγμές της δεκαετίας του 2010, που μπορούμε να τις ονομάσουμε, μετωνυμικά, Ferguson και Standing Rock, η πρώτη η καθορίζουσα στιγμή του ακολουθίας του κινήματος Black Lives Matter πριν το 2020 και η δεύτερη αναφερόμενη στον αγώνα των ακτιβιστών Σιου στη Ντακότα και άλλων ενάντια στον αγωγό Dakota Access Pipeline, αγώνας που στόχευσε άμεσα τις υποδομές του οικοκτόνου καπιταλισμού.

Ο Τραμπ ενίσχυσε αυτές τις συνδέσεις. Η απάντησή του στο κύμα του γκρεμίσματος αγαλμάτων ήταν να οργανώσει μια πορεία στο Mt. Rushmore στο Black Hills, τον ιερό τόπο των Σιου που έχει παραμορφωθεί από τις γιγαντιαίες προτομές των προέδρων Washington, Jefferson, Lincoln, και Roosevelt. Σε αντίδραση, αυτόχθονες διαδηλωτές μπλοκάριασαν την είσοδο στην τοποθεσία, συγκρουόμενοι με την αστυνομία και, τελικά, την Εθνοφρουρά. Τα ένστικτα του Τραμπ σ’ αυτή την περίπτωση, όπως και παντού, παρέχουν το ηθικό περιτύλιγμα για το κίνημα, εδραιώνοντας μια συνέχεια εκεί που μπορεί να μην υπάρχει καμμία. Και κάνοντάς το αυτό, συγκεντρώνει προς τον ίδιο και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση έναν ανταγωνισμό που οποίος θα μπορούσε να είχε μείνει διάσπαρτος.

Και υπάρχει το πιο πρόσφατο, ξεκάθαρα, επεισόδιο του κινήματος, που ξεδιπλώνεται στην πόλη του Πόρτλαντ από τις 4 Ιουλίου και μετά. Το Πόρτλαντ είναι μάρτυρας μερικών από τις πιο έντονες συγκρούσεις μεταξύ φασιστών και αντιφασιστών τις χρονιές μετά το 2016. Ως απάντηση σ’ αυτούς τους “αδιάλλακτους ταραξίες”, πολλοί από τους οποίους έχουν χρόνια εμπειρίας μαχόμενοι ενάντια στα Proud Boys και άλλες ομάδες της alt-right, ο Τραμπ έστησε στα γρήγορα μια καινούρια, εθνική αστυνομική δύναμη καταστολής από τις πιο πιστές σ’ αυτόν ομοσπονδιακές υπηρεσίες επιβολής του νόμου, ιδιαίτερα την Συνοριοφυλακή (Border Patrol). Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η διαίρεση των εξουσιών μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και τις πολιτείες σημαίνει ότι η επιβολή του νόμου στον δρόμο πέφτει στους δημάρχους και τους κυβερνήτες των πολιτειών, όχι στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Εθνικές αστυνομικές δυνάμεις, όπως αυτές που επιβλέπονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, έχουν ειδική δικαιοδοσία. Ερευνούν συγκεκριμένα αδικήματα, αστυνομεύουν τα σύνορα ή συλλαμβάνουν φοροφυγάδες. Όμως, σε απάντηση στις ταραχές, ο Τραμπ έχει δημιουργήσει, μέσω των Υπουργείων Δικαιοσύνης και Εσωτερικής Ασφάλειας, μια “παντός σκοπού” ομοσπονδιακή δύναμη ΜΑΤ, συγκροτούμενη ως επί το πλείστον από αστυνομικούς της υπηρεσίας συνόρων και τελωνείων (Customs and Border Patrol) και της ομοσπονδιακής αστυνομίας (US Marshals) που μπορεί, αν χρειαστεί, να πάρει εντολές απευθείας από τον Λευκό Οίκο. Τον Ιούλιο, κατέλαβαν τους δρόμους του Πόρτλαντ, ενάντια στη θέληση του δημάρχου, τριγυρνώντας με νοικιασμένα βαν και αρπάζοντας διαδηλωτές, αντιμέτωποι με αυξανόμενα πλήθη εξοργισμένα από την παρουσία τους και με ένα χειροπιαστό λόγο για να εκφράσουν το μίσος τους για τον Τραμπ. Αυτή η κλιμάκωση από τους Ομοσπονδιακος είχε σαν αποτέλεσμα την αναζωπύρωση του κινήματος σε εθνικό επίπεδο, καθώς η μέρα αλληλεγγύης στο Πόρτλαντ στις 25 Ιουλίου οδήγησε σε ταραχές στην Ατλάντα, όπου και αποκλείστηκε ένα κτίριο του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας, στο Σηάτλ, όπου το εργοτάξιο για μια φυλακή ανηλίκων κάηκε και στο Όκλαντ, όπου συμμετέχοντες διέλυσαν το ομοσπονδιακό κτίριο και έβαλαν φωτιά στην είσοδο του δικαστηρίου της κομητίας της Alameda, στολίζοντάς την με γιρλάντες με γκράφιτι.

Με άλλα λόγια, ο Τραμπ στοχοποίησε την ομοσπονδιακή κυβέρνηση με έναν καινούριο τρόπο. Η διαίρεση των εξουσιών μεταξή των πολιτειών και της Ουάσιγκτον, εδραιώνει μια αντεπαναστατική “αντιπυρική ζώνη” που λειτουργεί σαν ασπίδα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης από αντιαστυνομικά συναισθήματα, αλλά τώρα ο Τραμπ αφαίρεσε αυτή την ασπίδα, επιμένοντας να καταλαβαίνει τις ταραχές ως ένα δημοψήφισμα για την προεδρία του ενώ θα μπορούσε να είχε αφήσει την ασπίδα ανάμεσα στην αστυνομία και την εκτελεστική εξουσία να τον προστατεύσει. Έχει προσπαθήσει να γίνει ιδιοκτήτης των ταραχών όπως έχει λίγο-πολύ προσπαθήσει να αποποιηθεί την εκρηκτική επιδημία του Covid-19, ίσως επειδή τώρα προσανατολίζεται περισσότερο στο να κάνει προεκλογική εκστρατεία παρά να κυβερνά, και λιγότερο στο να κάνει προεκλογική εκστρατεία για να κερδίσει τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους από το να δημιουργήσει και να ανταποκριθεί στα τρελά όνειρα μιας αυξανόμενα απογοητευμένης βάσης υποστηρικτών. Έτσι, η ομοσπονδιακή παρέμβαση στο Πόρτλαντ και, στη συνέχεια, σε άλλες πόλεις, ξανατέθηκε ως μια προσπάθεια αντιμετώπισης μια παρατηρούμενης αύξησης στο έγκλημα και ιδιαίτερα των ανθρωποκτονιών, που υποτίθεται ότι παράγεται, σύμφωνα με τα συντηρητικά ΜΜΕ, από τους “ταραξίες” και τη γενική αντιμπατσική στάση της στιγμής.

Ο Τραμπ “ομοσπονδιοποίησε” της εξέγερση και έδωσε στις ταραχές κάτι απέναντι στο οποίο να πιέσουν· είναι, όμως, εξίσου τόσο “ελκυστής” όσο και “αποσυσσωρευτής” και ενώ συγκεντροποιεί τον ανταγωνισμό, διαχέει ταυτόχρονα τη λήψη αποφάσεων. Η ανάληψη πρωτόγνωρης εκτελεστικής εξουσίας εκ μέρους του είναι κυρίως ρητορική· του λείπει η ικανότητα να κυβερνά και δεν εμπιστεύεται κανέναν άλλον να το κάνει γι’ αυτόν. Στους λόγους του, μπορεί να προβλέπει την γέννηση μιας φοβερής νέας τάξης αλλά στα έργα είναι η έκφραση της υπάρχουσας – ο στόχος του είναι να ξηλώσει την καλωδίωση από τον Λευκό Οίκο, να αδειάσει τα γραφεία της εκτελεστικής εξουσίας, εκτός αυτών της επιβολής του νόμου, και να προκαλέσει ένα χάος τόσο μεγάλο ώστε να μην μπορεί να το καθαρίσει κανείς. Η κατάρρευση, τελικά, στο Κέντρο Ελέγχου Νόσων τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, με την αδυναμία του να διανείμει ή να επεξεργαστεί ακόμα και ένα κλάσμα των αναγκαίων ελέγχων, και η ενεργή υπονόμευση των προσπαθειών των πολιτειών να διαχειριστούν την πανδημία, δίνει ένα παράδειγμα. Ένα άλλο μπορεί να βρεθεί στη διάλυση του Ταχυδρομείου των ΗΠΑ (US Post Office), όπου οι περικοπές, από έναν διορισμένο από τον Τραμπ διοικητή, έχουν δημιουργήσει σοβαρές δυσλειτουργίες στην υπηρεσία και μάλιστα μόλις λίγο πριν από τις εκλογές, που σε μεγάλο βαθμό θα γίνουν μέσω ταχυδρομείου, και όταν όλο και περισσότερος κόσμος εξαρτάται από το ταχυδρομείο για τα φάρμακά του και άλλες βασικές προμήθειες. Ο Τραμπ είναι ένας negator-in-chief. Θα στείλει την αστυνομία για να υπερασπιστεί τη φήμη του ή για να δημιουργήσει αρνητική δημοσιότητα αλλά έχει περιορισμένη ικανότητα να “τρέξει” μια αντιεξέγερση σε πλήρη ισχύ, κάτι που θα απαιτούσε ικανούς εντεταλμένους και αφοσιωμένο επιτελείο.

Μια συνέπεια του ότι ο Τραμπ έθεσε τις ταραχές σε τροχιά γύρω από τον ίδιο, και η οποία δεν έχει εκτιμηθεί, είναι η βαθμιαία εξαφάνιση της κατάργησης της αστυνομίας και των φυλακών ως αντικειμένων του δημόσιου λόγου, ακόμα κι αν ο κόσμος στον δρόμο παραμένει περισσότερο εστιασμένος σ’ αυτά από ποτέ. Όπως ήταν αναμενόμενο, στη διάρκεια της παρέμβασης του Τραμπ στο Πόρτλαντ, οι πολύ “κακοί” Ομοσπονδιακοί απορρόφησαν το μεγαλύτερο μέρος της λαϊκής οργής, ενώ η Αστυνομική διεύθυνση του Πόρτλαντ τη γλίτωσε. Χτυπημένοι από το κύμα σοκ της Μιννεάπολης, κάθε λογής δημοτικοί νομοθέτες, από τη Μιννεσότα και αλλού, υποσχέθηκαν είτε τη σοβαρή μείωση της χρηματοδότησης των αστυνομικών τους τμημάτων είτε ακόμα και τη διάλυσή τους κατά κάποιο τρόπο. Αλλά οι λεπτομέρειες είναι, όπως πάντα, απογοητευτικές, και αν κανείς παρακολουθήσει όλες αυτές τις τοπικές ειδήσεις, αυτές θα αποκάλυπταν το πολύ-πολύ διάφορους δημοτικούς αξιωματούχους να κάνουν πίσω από προηγούμενες διακηρύξεις τους, που τώρα αποκαλύπτονταν ότι ήταν κυρίως “θεατρικές”, μια φοβισμένη αντίδραση μπροστά στις φωνές του επικίνδυνου όχλου, ή μια προσπάθεια να ξαναπλασαριστούν σχέδια λιτότητας, που ήταν ήδη σε αναμονή υλοποίησης ως αποτέλεσμα των συρρικνούμενων εσόδων.

“Κατάργηση της αστυνομίας” και “κατάργηση των φυλακών” είναι πολύ ισχυρά συνθήματα επειδή παρουσιάζουν σαν ένα απλό σλόγκαν αυτό που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από μια πλήρη επαναστατική αναδιοργάνωσης της κοινωνίας. Ο καπιταλισμός απαιτεί την αστυνομία, απαιτεί φυλακές, για να διατηρεί το μεγάλο ψεύδος της ατομικής ιδιοκτησίας – εντός του καπιταλισμού το καλλίτερο που μπορεί να πάρει κανείς είναι μπάτσοι και φυλακές με ένα άλλο όνομα: ψηφιακά βραχιόλια για το πόδι, drone και ιδιωτικές δυνάμεις ασφαλείας. Τέτοια συνθήματα προσφέρουν το αντίστροφο των λεγόμενων “μεταβατικών αιτημάτων”, που παρουσιάζουν έναν στόχο που μοιάζει ότι θα μπορούσε να είναι εφικτός αλλά δεν είναι, και συνεπώς, σύμφωνα με τη θεωρία, ξεσκεπάζουν το καπιταλιστικό σύστημα ενώ οικοδομούν [ταυτόχρονα] την εξουσία της τάξης. Αντίθετα, αυτά τα συνθήματα παρουσιάζουν αυτό που είναι ξεκάθαρα μαξιμαλιστικές, επαναστατικές δράσεις, προτάσεις που προφανώς δεν έχουν κανέναν παραλήπτη μέσα στην άρχουσα τάξη, που μπορούν να επιτευχθούν μόνο από την κατεδαφιστική μπάλα της προλεταριακής εξέγερσης, σαν να ήταν ένα αίτημα, όπως αυτά για πλήρη απασχόληση, περίθαλψη και τα παρόμοια. Δεν υπάρχει κανείς συλλογισμός, όπως με την μη-ρεφορμιστική μεταρρύθμιση, μόνο μια αντινομία. Αυτό εξηγεί, εν μέρει, πώς η “αποχρηματοδότηση” γίνεται συνώνυμη της κατάργησης – παρουσιάζοντας σαν αίτημα αυτό που δεν είναι, το σύνθημα ζητά να αντικατασταθεί από κάτι που οι άρχουσες τάξεις μπορούν στην πραγματικότητα να κάνουν. Αρκετές οργανώσεις, μερικές από τις οποίες είναι προσανατολισμένες στην κατάργηση, πίεζαν ήδη τις τοπικές και πολιτειακές κυβερνήσεις να μειώσουν τον αριθμό των φυλακισμένων, να κόψουν τη χρηματοδότηση, να αποδυναμώσουν την αστυνομία πριν από την εξέγερση. Η μετάφραση των φωνών στους δρόμους για κατάργηση σε καλέσματα για αποχρηματοδότηση στα δημοτικά συμβούλια, είναι, σε πολλές περιπτώσεις, αποτέλεσμα αυτών των πρότζεκτ και των ομάδων που υπάρχουν από πριν, σε μια θέση διαπραγμάτευσης εκ μέρους αυτών των κινημάτων, τα οποία και σε πολλές περιπτώσεις τα καθησυχάζουν σε αντάλλαγμα για τις επιφανειακές παραχωρήσεις που προσφέρονται.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια πραγματική εξασθένιση της αστυνομίας, ιδιαίτερα σε πόλεις με πλειοψηφία των Δημοκρατικών, όπου αριστερές-φιλελεύθερες κυβερνήσεις έχουν προχωρήσει στον περιορισμό των εξουσιών της αστυνομίας μπροστά στη λαϊκή οργή, όπως στο Πόρτλαντ, στη Μιννεάπολη ή στο Όκλαντ. Αυτοί οι περιορισμοί είναι συνήθως επιφανειακοί ή αναποτελεσματικοί αλλά μπορεί να επηρεάσουν το ηθικό της αστυνομίας, κάτι που μπορεί, με τη σειρά του, να έχει μεγαλύτερη συμβολή στον περιορισμό της αστυνομικής βίας από τις περικοπές των προϋπολογισμών. Η αστυνομία λέει, μέσω των εκπροσώπων της, ότι αυτά τα κινήματα κάνουν λιγότερο πιθανό για τους αστυνομικούς να συλλαμβάνουν ή να χτυπάνε κόσμο επειδή φοβούνται ότι μπορεί να μπουν σε παύση, να απολυθούν ή να διωχθούν ποινικά. Μόνο να ελπίζει μπορεί κανείς ότι αυτό είναι αλήθεια, κρατώντας στο μυαλό του ότι είναι προς όφελος της αστυνομίας και του κόμματος της “τάξης” να κάνει υπερβολικές αναφορές για την εγκληματικότητα, να παροξύνει τους φόβους προσωρινά, όπως ακριβώς είναι προς όφελος των προλετάριων να εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες της αστυνομίας.

Θα χρειαστούν περισσότερα καμμένα αστυνομικά τμήματα πριν μια τέτοια αποδυνάμωση γίνει χειροπιαστή. Δεν υπάρχει καμμιά έλλειψη κατεπείγοντος. Στις κρατικές φυλακές του San Quentin, δέκα μίλια μακριά, τόπο της πρώτης οργάνωσης στις φυλακές του κόμματος των Μαύρων Πανθήρων, που ιδρύθηκε από τον George Jackson, δυο χιλιάδες φυλακισμένοι ελέγχθηκαν θετικοί στον Covid-19 και 25 πέθαναν. Τώρα ξεδιπλώνεται ο μακρύτερος και πιο ζεστός Αύγουστος από ποτέ, καθώς δήμαρχοι και κυβερνήτες πολιτειών απρόθυμα επιβάλλουν μέτρα για ένα δεύτερο lockdown, καταρρίπτοντας την ανάκαμψη για την οποία πολλοί ήλπιζαν και οδηγώντας δεκάδες χιλιάδες επιχειρηματίες σε κλείσιμο για τα καλά. Ενώ η οικονομία των ΗΠΑ, έχοντας πέσει στην άβυσσο τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, είχε προσθέσει περισσότερες θέσεις εργασίας τον Μάιο και τον Ιούνιο από αυτές που είχαν χαθεί, πολλές από αυτές τώρα θα χαθούν για τα καλά και οι πιο πρόσφατες αναφορές για τον Αύγουστο δείχνουν και πάλι αύξηση των εβδομαδιαίων επιδομάτων ανεργίας, περισσότερα από ένα εκατομμύριο. Οι ενέργειες της άρχουσας τάξης δεν είναι πλέον κατανοητές υπό την προοπτική οποιασδήποτε μακροπρόθεσμης στρατηγικής στόχευσης και τώρα εδώ, εκεί και παντού πρακτικά προκαλούν τον πληθυσμό στο να εξεγερθεί. Ίσως κάποιοι δεν βλέπουν κανένα άλλο μέλλον πέρα από το “οχυρό” που μπορούν να εξασφαλίσουν απέναντι στην κατάρρευση. Ίσως έτσι να μοιάζει απλά η εξασθένιση της ικανότητας για συλλογική δράση της άρχουσας τάξης – σαν να οδεύει στο παραθεριστικό συγκρότημα ενώ η όποια ασφάλεια απέναντι στην ανεργία για τους φτωχούς λήγει και ενώ τι ιικό φορτίο αυξάνεται εκθετικά σε δεκάδες μητροπολιτικές περιοχές.

Η απόδεδειγμένη ανθεκτικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών, και της μεταπολεμικής οικονομικής τάξης την οποία έχουν εποπτεύσει, θα έπρεπε να προτρέπει όσους ανυπομονούν να υπογράψουν το πιστοποιητικό θανάτου τους να είναι προσεκτικοί. Αλλά τα σημάδια και τα σύμβολα του Εμφυλίου Πολέμου, που τώρα στροβιλίζονται στους δρόμους, επιβεβαιώνουν μια θέση που πρώτος ξεκαθάρισε ο W.E.B. Du Bois, στο βιβλίο του Black Reconstruction in America, θέση που τώρα πρέπει να την εκλαμβάνουμε ως αξίωμα: ότι η εξέγερση των μαύρων, πρώτα ενάντια στη σκλαβιά, και η μετέπειτα ζωή και επέκτασή της, κείνται στη ρίζα κάθε προλεταριακού ή εργατικού επιτεύγματος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ήττα της Ανοικοδόμησης στον Νότο, που για τον Du Bois θα μπορούσε ίσως να ήταν η βάση για το ξεπέρασμα του αμερικάνικου καπιταλισμού, δεν ανήκει στο παρελθόν αλλά πρέπει να σταθεί κανείς απέναντί της, ξανά και ξανά, σε κάθε κύκλο αγώνων, μέχρι που το έργο της χειραφέτησης να ολοκληρωθεί και να μην έχουν απομείνει αστυνομικά τμήματα. Αυτό είναι το καθήκον στο οποίο καλεί η εξέγερση για τον George Floyd, μετασχηματίζοντας μια χωρίς προηγούμενο κρίση της οικονομίας και της δημόσιας υγείας σε μια πολιτική κρίση, καλώντας τα πνεύματα των γενιών σε ένα ξεκαθάρισμα που έχει καθυστερήσει εδώ και πολύ καιρό.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: proactivity.

3 Στμ. Boogaloo boys, οι ακόλουθοι του κινήματος boogalo, ενός χαλαρά οργανωμένου ακροδεξιού, αντικυβερνητικού πολιτικού κινήματος στις ΗΠΑ, που συχνά περιγράφεται και ως πολιτοφυλακή. Η ονομασία προέρχεται από τη λέξη boogaloo με την οποία οι οπαδοί του κινήματος αποκαλούν τον δεύτερο Αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο για τον οποίο, όπως δηλώνουν, προετοιμάζονται ή προσπαθούν να προκαλέσουν.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: boots on the ground, ένας σχετικά πρόσφατος ιδιωματισμός που αναφέρεται σε μονάδες εδάφους ενεργές με φυσική παρουσία στο πλαίσιο μιας στρατιωτικής επιχείρησης.

Κομμουνιστικός Καπιταλισμός

του Giorgio Agamben1

Αρχικά δημοσιευμένο στο Quodlibet, στις 15 Δεκεμβρίου 2020

Η μορφή του καπιταλισμού που εδραιώνεται και παγιοποιείται σε μια πλανητική κλίμακα σήμερα δεν είναι αυτή που είχε υιοθετηθεί στη Δύση: είναι, μάλλον, καπιταλισμός στην κομμουνιστική του εκδοχή, ο οποίος ενοποιεί μια εξαιρετικά ραγδαία ανάπτυξη της παραγωγής με ένα ολοκληρωτικό πολιτικό καθεστώς. Αυτή είναι η ιστορική σημασία του ηγετικού ρόλου που αποκτά η Κίνα, όχι μόνο στο πεδίο της οικονομίας με μια στενή έννοια, αλλά επίσης – όπως τόσο εύγλωττα έχει καταδείξει η πολιτική χρήση της πανδημίας – ως ένα παράδειγμα για τη διακυβέρνηση των ανθρώπων. Ότι τα καθεστώτα που είχαν εγκατασταθεί στις λεγόμενες κομμουνιστικές χώρες ήταν μια ιδιαίτερη μορφή καπιταλισμού, ειδικά προσαρμοσμένης για οικονομικά οπισθοδρομικές χώρες και, κατά συνέπεια, φέρουσας την ένδειξη “κρατικός καπιταλισμός”, ήταν απόλυτα καθαρό σε οποιονδήποτε ξέρει να διαβάζει την ιστορία· αυτό, όμως, που ήταν εντελώς απρόσμενο, είναι ότι αυτή η μορφή καπιταλισμού, που έμοιαζε να έχει εξαντλήσει την λειτουργία της ώστε να είναι πια παρωχημένη, προοριζόταν, αντίθετα – σε μια τεχνολογικά επικαιροποιημένη διαμοφωση – να γίνει η κυρίαρχη αρχή της τρέχουσας φάσης του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Πράγματι, είναι πιθανόν να παρακολουθούμε σήμερα μια σύγκρουση μεταξύ Δυτικού καπιταλισμού, ο οποίος συνήθιζε να συνυπάρχει με το “κράτος δικαίου” και την αστική δημοκρατία, και αυτού του νέου κομμουνιστικού καπιταλισμού, μια σύγκρουση στην οποία η δεύτερη εκδοχή μοιάζει να έχει αναδυθεί ως η νικήτρια. Αυτό, όμως, που είναι σίγουρο είναι ότι το νέο καθεστώς θα συνδυάζει τις πιο απάνθρωπες πτυχές του καπιταλισμού με τις πιο φρικτές πτυχές του κρατικού κομμουνισμού, συνδυάζοντας την ακραία αλλοτρίωση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων με έναν χωρίς προηγούμενο κοινωνικό έλεγχο.

Giorgio Agamben

15 Δεκεμβρίου 2020.

Μεταφρασμένο από τον Richard Braude

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://illwilleditions.com/communist-capitalism.