Η Κούβα καίγεται; Ανάλυση της τρέχουσας εξέγερσης στην Κούβα από μια ριζοσπαστική κομμουνιστική σκοπιά

Proletarios Cabreados1

το κείμενο σε pdf

Τα γεγονότα και οι ψευδείς εκδοχές τους

Μέσα από άμεσες και αυθόρμητες μαζικές δράσεις, που ποικίλουν από την πραγματοποίηση πορειών και αυτοσυγκαλούμενων συνελεύσεων στο αναποδογύρισμα αστυνομικών οχημάτων με τα χέρια, το προλεταριάτο στην κουβανική επικράτεια ξεσηκώνεται στους δρόμους εναντίον της πείνας και εναντίον της κρατικής τυραννίας, με άλλα λόγια εναντίον των άθλιων υλικών συνθηκών ύπαρξης που επιβλήθηκαν από τον καπιταλισμό και την τρέχουσα κρίση του, όπως ακριβώς έκανε το προλεταριάτο στις περιοχές της Κολομβίας, της Βιρμανίας, του Ιράν και της Νότιας Αφρικής στη διάρκεια αυτής της χρονιάς, όπως έκανε στον Ισημερινό, τη Χιλή, την Αϊτή, τη Γαλλία και το Ιράκ, μεταξύ άλλων, πριν από δυο χρόνια.

Με όλες τις αδυναμίες, τα όρια και τις εσωτερικές της αντιφάσεις, η προλεταριακή εξέγερση αυτών των ημερών στην κουβανική επικράτεια είναι ένας ακόμα κρίκος στην τάση της ανασύστασης της διεθνούς προλεταριακής εξέγερσης που ξεκίνησε το διάστημα 2018-2019 για να “διακοπεί” από την κρίση της πανδημίας και την αντιεξεγερσιακή υγειονομική δικτατορία ή την προληπτική αντεπανάσταση της περιόδου 2020-2021 από όλα τα κράτη του πλανήτη.

Για αρχή λοιπόν, μια αντικαπιταλιστική αλφαβήτα σχετικά με αυτό: μιας και υπάρχουν εδώ και αρκετούς αιώνες, ο καπιταλισμός, η κρίση, το προλεταριάτο και η ταξική πάλη είναι παγκόσμια. Οι διαφορές τους σε κάθε ιστορική εποχή και σε κάθε γεωγραφική περιοχή είναι μόνο διαφορές βαθμού και μορφής, όχι φύσης ή υποβάθρου στις θεμελιώδεις τους συνθήκες, σχέσεις και κατηγορίες. Και έχουν, μάλλον, επεκταθεί και βαθύνει παντού με το πέρασμα του χρόνου. Επομένως, τόσο ο “κουβανέζικος σοσιαλισμός” όσο και η “καπιταλιστική παλινόρθωση στην Κούβα μετά την πτώση της ΕΣΣΔ” ήταν πάντα μύθοι: στην πραγματικότητα αυτό που πάντα υπήρχε στην Κούβα είναι ο καπιταλισμός και η ταξική πάλη αλλά κάτω από μια άλλη μορφή και σε άλλο βαθμό, όπως ήταν και στην πρώην ΕΣΣΔ και σε ολόκληρο τον κόσμο.

Συνεπώς, τα δύο σημεία που ακολουθούν σε αυτό το μέρος της ανάλυσής μας είναι οι δυο εκδοχές της ψευδο-διχοτόμησης ανάμεσα στην αντιιμπεριαλιστική αριστερά του κεφαλαίου και την ιμπεριαλιστική δεξιά του κεφαλαίου, δηλαδή ανάμεσα στα δυο πολιτικά πλοκάμια του ίδιου τερατώδους και γιγαντιαίου χταποδιού που είναι το κοσμοϊστορικό καπιταλιστικό σύστημα.

Από την μια, στην υλική βάση της τρέχουσας οικονομικής, οικολογικής, υγειονομικής και πολιτικής κρίσης, και στην απουσία μιας αυτόνομης επαναστατικής ηγεσίας από τις ίδιες τις εξεγερμένες μάζες, η κουβανική δεξιά και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός κεφαλαιοποιούν πολιτικά, και επικοινωνιακά, αυτή την αναδυόμενη κατάσταση.

Για αυτόν τον λόγο, η εκδοχή τους για αυτές τις μαζικές διαμαρτυρίες είναι η κυρίαρχη εκδοχή ή αυτή της κυρίαρχης φράξιας της τάξης των καπιταλιστών στα ΜΜΕ, με σκοπό να παρουσιάσουν δημόσια τη θέση ότι ο “σοσιαλισμός δεν δουλεύει” και ότι στην Κούβα θα πρέπει να υπάρξει στρατιωτική, πολιτική, τεχνολογική και “ανθρωπιστική” παρέμβαση για να “αποκατασταθεί η δημοκρατία, η ελευθερία και η κοινωνική ειρήνη”, όπως στην Αϊτή ή τη Συρία.

Από την άλλη, η “σοσιαλιστική” κυβέρνηση της Κούβας και η αριστερά του διεθνούς κεφαλαίου εστιάζουν σκόπιμα μόνο στον δεξιό ιμπεριαλιστικό αντίπαλό τους, για να κρύψουν ότι ο καπιταλισμός και η ταξική πάλη στην πραγματικότητα υπάρχουν στην Κούβα, ώστε να διατηρήσουν την εξουσία τους και την εικόνα της ψευδούς επανάστασης και του ψευδούς σοσιαλισμού/κομμουνισμού, στο κλασσικό Σταλινικό-Οργουελιανό στυλ αλλά σε λατινοαμερικανική έκδοση.

Για αυτόν τον λόγο, η κυβέρνηση του Díaz-Canel και η φιλοκουβανική αριστερά ακυρώνουν ή συκοφαντούν αυτές τις μαζικές διαμαρτυρίες ως “ψυχρά υπολογισμένες”, “διατεταγμένες και κατευθυνόμενες απ’ έξω”, “χειραγωγούμενες”, “πουλημένες”, “με ατζέντα επέμβασης”, “με ένα σχέδιο πραξικοπήματος και αποικιοκρατίας”, “σκουλήκια”, “shit eaters”, “μισθοφόρους”, “φασίστες”, “αντεπαναστάτες” κοκ. Το οποίο, στην πραγματικότητα, είναι ψευδές, άτοπο, συνωμοσιολογικό και κυνικό.

Και για αυτόν τον λόγο, το κουβανικό κράτος αντιμετωπίζει αυτή τη μαζική εξέγερση συνδυάζοντας την αστυνομική και στρατιωτική καταστολή (παρά τον υπάρχοντα επικοινωνιακό αποκλεισμό, μέχρι τη στιγμή που έκλεινε η παρούσα έκδοση είναι γνωστό ότι υπάρχει ήδη ένας νεκρός, δεκάδες τραυματίες και περισσότεροι από 115 συλληφθέντες και εξαφανισμένοι) με την κινητοποίηση της αιχμάλωτης κοινωνικής βάσης και το σύνδρομο της Στοκχόλμης να παραμένουν. Με αντιδιαδηλώσεις εξίσου αποτέλεσμα καταπίεσης (αστυνομικοί με κόκκινα) που φωνάζουν τα ίδια παλιά πατριωτικά συνθήματα όπως πάντα, κουβαλώντας σημαίες και πανώ με φωτογραφίες του Φιντέλ Κάστρο, θυμίζοντας το καλτ της προσωπολατρείας στη σταλινική Ρωσία, καθώς και με δημόσιες δηλώσεις “αντιιμπεριαλισμού, εθνικής κυριαρχίας και σοσιαλισμού”.

Αλλά τα γεγονότα είναι “πονηρά” και, όσο σκληρά και αν προσπαθούν οι κυβερνώντες και τα τσιράκια τους, η μαζική πείνα και η οργή δεν μπορούν να κρυφτούν.

Οι αιτίες εξαιτίας της συγκυρίας

Από τη μια πλευρά είναι η τρέχουσα οικονομική και υγειονομική κρίση. Πιο συγκεκριμένα, δραματική πτώση του ΑΕΠ κατά 11% – η χειρότερη στις τρεις τελευταίες δεκαετίες – ένα έλλειμα 9 δισεκατομμυρίων δολλαρίων, λαμβάνοντας υπόψιν ότι το 80% των καταναλωτικών προϊόντων εισάγονται, η μείωση του ξένου συναλλάγματος από τον τουρισμό – της δεύτερης πηγής εσόδων για την κουβανική οικονομία και τον πληθυσμό – και των εσόδων από την συγκομιδή της ζάχαρης – εξαιτίας της έλλειψης καυσίμων και των φθορών του μηχανικού εξοπλισμού, κρίση εξαιτίας της πανδημίας, καθώς και κρίση εξαιτίας της νομισματικής μεταρρύθμισης και της αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας που αποφασίστηκε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς από την κυβέρνηση του Díaz-Canel – αποκαλούμενη και ως “Task Order2 – και η οποία αντί να αντιμετωπίσει την κρίση την επιδείνωσε (η θεραπεία ήταν χειρότερη από την ασθένεια).

Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ανεργία, ελλείψεις και πληθωρισμός: υπάρχει έλλειψη εργασίας, χρημάτων, τροφής, φαρμάκων και βασικών υπηρεσιών για την πλειοψηφία του πληθυσμού στην Κούβα (λέμε για την πλειοψηφία γιατί η κουβανική στρατιωτικο-γραφειοκρατική μπουρζουαζία απολαμβάνει, όπως και οι ξένοι τουρίστες, κάθε είδος προνομίων). Όπως έχει υπάρξει πάντα κάτω από αυτό το καθεστώς, αλλά σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, με την επιδείνωση της πανδημίας Covid-19 (ένα δείγμα, παρεμπιπτόντως, αποτυχίας του υπερτιμημένου και καλυπτόμενου από μυστήριο συστήματος υγείας της Κούβας), και των εξαιρετικά αρνητικών επιπτώσεών της στην υγεία, την οικονομία και την καθημερινή ζωή.

Με άλλα λόγια, αυτή είναι μια κοινωνική ασθένεια, που συσσωρεύεται καθημερινά για δεκαετίες αλλά έχει επιδεινωθεί από την προηγούμενη χρονιά και έχει φτάσει φέτος σε ένα εκρηκτικό σημείο για τους λόγους που προαναφέραμε.

Έτσι, η πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας είναι σήμερα πιο πεινασμένη, πιο ασθενής και πιο απελπισμένη από πριν: τον Οκτώβριο του 2020, 8 στους 10 Κουβανούς μόλις που επιβίωναν, το 67% των οικογενειών κατέγραφαν την καθημερινή τους διατροφή ως ανεπαρκή ενώ το δελτίο τροφίμων καλύπτει μόνο 5 από τις 10 μέρες του μήνα και 6 από τις 10 οικογένειες. Μετά το “Ordering Task” του Δεκεμβρίου του 2020, και με το ξέσπασμα της Covid-19 τους τελευταίους μήνες αυτής της χρονιάς, η κατάσταση επιδεινώθηκε.

Αυτός είναι ο λόγος που σήμερα, πέρα από την συνέχιση της μετανάστευσης σε άλλες χώρες, οι αποστερημένοι και οι πεινασμένοι στην Κούβα κατέβηκαν στους δρόμους σε μαζικές διαμαρτυρίες, όπως είχαν κάνει και δεκαετίες πριν. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, μέχρι τώρα, αυτή είναι μια “εξέγερση από την πείνα”, όπως και αυτή που ξέσπασε το 2008, την χρονιά της κρίσης των τροφίμων. Όλα αυτά έχοντας και στο πλαίσιο, ως υπόβαθρο, την κρίση παραγωγής αξίας που χαρακτηρίζει την τρέχουσα κρίση του καπιταλισμού.

Από την άλλη, υπάρχει η πολιτική κρίση· πιο συγκεκριμένα, η “απουσία δημοκρατικών θεσμών” ή “λαϊκής εξουσίας” που καναλιζάρει και αποσβένει τα κοινωνικά αιτήματα. Αυτή δεν είναι μια “αντίφαση της επανάστασης” γιατί στην Κούβα δεν υπάρχει καμμιά τέτοια επανάσταση αλλά, μάλλον, ακόμα και από την πολιτική και δημοκρατική σκοπιά της “κυβερνησιμότητας” και της “ηγεμονίας”, το κουβανικό καθεστως δεν είναι πλέον ούτε νομιμοποιημένο ούτε βιώσιμο.

Τώρα, από μια αντικαπιταλιστική και αντικρατική σκοπιά, η άλλη συγκυριακή αιτία – με στοιχεία όμως και δομικής – αυτής της εξέγερσης είναι η ολοκληρωτική εξουσία που η προνομιούχα κρατική μπουρζουαζία ασκεί στον πληθυσμό αυτού του στρατοπέδου συγκέντρωσης της Καραϊβικής ή το τροπικό γκουλάγκ που είναι η Κούβα· ή, μάλλον, η καπιταλιστική και στρατιωτικο-γραφειοκρατική δικτατορία του “Κομμουνιστικού” Κόμματος της Κούβας (PCC), της πλούσιας και πανίσχυρης οικογένειας των Κάστρο και της Ομάδας Διοίκησης Επιχειρήσεων Α.Ε. (Grupo de Administración Empresarial S.A., GAESA) των άλλων στρατιωτικών ηγετών, ιδιοκτητών και μετόχων της πλειοψηφίας των επιχειρήσεων, που κερδίζει και εμπλέκεται, ακόμα-ακόμα, στα “Panama Papers” αυτής της χώρας – πάνω στο προλεταριάτο – όλο και πιο επισφαλές, αποξενωμένο και καταπιεσμένο – όπως ήταν στην εποχή τους η ΕΣΣΔ του Λένιν και του Στάλιν, καθώς και η Κίνα του Μάο (η τελευταία μέχρι και σήμερα ακόμα, μαζί με τη Βόρεια Κορέα και τη Βενεζουέλα).

Οι προφανείς διαφορές ανάμεσα στην Κούβα και την Ρωσία ή την Κίνα είναι ότι η πρώτη έγινε η καινούρια και μικρή Λατινοαμερικάνικη αποικία, με επικεφαλής έναν “χαρισματικό” στρατιωτικό ηγέτη, αποικία αυτών των μεγάλων Ασιατικών καπιταλιστικών-ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που μεταμφίεζαν τον εαυτό τους ως “κομμουνιστικές”· και ότι, σε αντίθεση με τις τελευταίες, οι οποίες εξακολουθούν να είναι μεγάλες δυνάμεις αλλά και ήδη υπερεκσυγχρονισμένες, η πρώτη έχει απολιθωθεί ή σκουριάσει στο παρελθόν, έχοντας κάνει την πρωτεύουσά της τουριστική ατραξιόν για την ευρωπαϊκή και αμερικανική ανώτερη μεσαία τάξη καθώς και ένα φετίχ νοσταλγικής συναισθηματικής προσκόλλησης για την λατινοαμερικανική αριστερή μεσαία τάξη του κεφαλαίου που θρησκευτικά και ευσπλαχνικά υπερασπίζεται τον μύθο του “κουβανικού σοσιαλισμού”.

Αντίθετα, το ανώνυμο προλεταριάτο στην κουβανική επικράτεια έχει μπουχτίσει να ζει άσχημα με αυτόν τον τρόπο. Έχει μπουχτίσει με τόση μιζέρια και κρατική καταστολή. Αυτός είναι ο λόγος που αυτές τις μέρες έχει βγει στους δρόμους μαζικά φωνάζοντας “κάτω η δικτατορία” και “ελευθερία”.

Με αυτή την έννοια, δεν είναι πια μόνο μια “εξέγερση πείνας” αλλά επίσης και μια πολιτική εξέγερση, στην οποία όμως το ταξικό ένστικτο και ο αυθορμητισμός δυστυχώς δεν είναι αρκετά. Το κουβανικό προλεταριάτο δεν έχει επίσης αναπτυχθεί επαρκώς με όρους επαναστατικής πάλης εξαιτίας του κουβανικού κράτους. Αυτός είναι ο λόγος που αυτή η εξέγερση κεφαλαιοποιείται πολιτικά και επικοινωνιακά από τη δεξιά και την ιμπεριαλιστική φράξια του παγκοσμίου κεφαλαίου ενώ καταστέλλεται, φυσικά και συμβολικά, από την αριστερίστικη και αντιιμπεριαλιστική φράξια.

Με άλλα λόγια, το προλεταριάτο που έχει εξεγερθεί στο “Νησί” [“La Isla”], είναι κυριολεκτικά απομονωμένο, αφοπλισμένο και δεχόμενο επίθεση από κάθε άποψη. Και, όπως δείχνει η ιστορία της ταξικής πάλης, η απομόνωση καταδικάζει κάθε εξέγερση – και κάθε επανάσταση – σε ήττα.

Οι δομικές αιτίες

Δεν είναι ο “ιμπεριαλιστικός αποκλεισμός” από τις ΗΠΑ (η Κούβα εμπορεύεται με 170 χώρες και αυτή τη στιγμή έχει την “βοήθεια” της Κίνας για το 40% των εξαγωγών της), ούτε “η κρίση κυβερνησιμότητας και ηγεμονίας” ενός ανύπαρκτου “εκφυλισμένου εργατικού κράτους” σ’ αυτή τη χώρα – όπως επαναλαμβάνουν οι Τροτσκιστές. Είναι η οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση του υπανάπτυκτου κουβανικού κρατικού καπιταλισμού* ο οποίος, με τη σειρά του, εξαρτάται από την παγκόσμια αγορά. Είναι ο μύθος του “κουβανικού σοσιαλισμού” ο οποίος προσκρούει στα γεγονότα εξαιτίας του ίδιου του βάρους του ή εξαιτίας των καπιταλιστικών αντιφάσεών του και των εσωτερικών του ταξικών αγώνων, όχι μετά την πτώση της ΕΣΣΔ (η “καπιταλιστική παλινόρθωση” είναι ένας ακόμα μύθος, γιατί δεν μπορείς να παλινορθώσεις το κεφάλαιο εκεί που ποτέ δεν ξεριζώθηκε), αλλά ήδη από το ξεκίνημά του, το 1959, και ακόμα περισσότερο σήμερα, στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, εξαιτίας της γενικευμένης και πολυδιάστατης κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, που καταφαίνεται συγκεκριμένα στην οικονομική και υγειονομική κρίση και συνοδεύεται από όλο και συχνότερες και πιο εκρηκτικές διαμαρτυρίες και προλεταριακές εξεγέρσεις που ταυτόχρονα, όμως, είναι εφήμερες και χωρίς αυτόνομη και δυναμική επαναστατική ηγεσία.

Είναι αυτό το ιστορικό-δομικό και παγκόσμιο πλαίσιο γενικευμένης καπιταλιστικής καταστροφής και μη-επαναστατικής ταξικής πάλης, σημαδεμένης από άνιση ανάπτυξη, χάος, ταραχές και αβεβαιότητα, που πραγματικά εξηγεί τις κρίσεις, διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις σε όλα τα έθνη του πλανήτη τα τελευταία χρόνια, των οποίων η τρέχουσα κρίση στην Κούβα δεν είναι παρά ένα ακόμα επεισόδιο, ναι, με τις ιδιαιτερότητες που προαναφέραμε.

Συμπεράσματα και προοπτικές στο υπόβαθρο

Με δεδομένο το τωρινό παγκόσμιο πλαίσιο οικονομικής και οικολογικής-υγειονομικής καταστροφής, προληπτικής αντεπανάστασης και εφήμερων εξεγέρσεων χωρίς αυτόνομη επαναστατική ηγεσία, που σήμερα φαίνεται πιο έντοντα σε χώρες όπως η Κούβα, το πιο πιθανό είναι ότι αυτή η προλεταριακή εξέγερση εναντίον της πείνας και της κρατικής τυρρανίας θα συνεχίσει να κεφαλαιοποιείται πολιτικά και επικοινωνιακά από την κουβανέζικη δεξιά, τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τους διεθνείς “κορυφαίους”3 τους· ότι η κουβανική “σοσιαλιστική” κυβέρνηση θα συνεχίσει να συκοφαντεί και να καταστέλλει την εξέγερση μέχρι να την εξαφανίσει, με το πρόσχημα ότι είναι “αντεπαναστατική”, έχοντας την αποδοχή των ηγετών των αριστερών κομμάτων διεθνώς· και ότι οι εκμεταλλευόμενες και καταπιεσμένες μάζες στην κουβανική επικράτεια θα συνεχίσουν να συσσωρεύουν πείνα, απόγνωση, θυμό, εμπειρίες αγώνα και μαθήματα από αυτόν, μέχρι να ξεσπάσει ένας καινούριος διεθνής κύκλος κοινωνικών εξεγέρσεων του παγκόσμιου προλεταριάτου ενάντια στον παγκόσμιο καπιταλισμό (κάτι που, σύμφωνα με το ίδιο το ΔΝΤ, είναι πιθανόν να συμβεί το 2022).

Αλλά, για όσους από μας προσπαθούμε να δούμε την πραγματικότητα χωρίς τις ιδεολογικές ή μυθοποιητικές παρωπίδες, αυτή η αυθόρμητη προλεταριακή εξέγερση πιστώνεται τουλάχιστον το καλό της καταστροφής, και μάλιστα τον 21ο αιώνα, του μύθου του “κουβανικού σοσιαλισμού” και της ιδεολογικής του βάσης, που είναι ο Μαρξισμός-Λενινισμός, γιατί στην πραγματκότητα δεν είναι τίποτα παραπάνω από καπιταλισμός και “ριζοσπαστική” σοσιαλδημοκρατία αντίστοιχα. Το πολιτικο-στρατιωτικο-επιχειρηματικό καθεστώς του “Κομμουνιστικού” Κόμματος της Κούβας και της εταιρείας του GAESA, δεν υπερασπίζεται καμμιά επανάσταση. Υπερασπίζεται την καπιταλιστική αντεπανάσταση και την δικτατορία της πάνω στο προλεταριάτο αυτής της περιοχής. Είναι η αριστερίστικη, κρατικίστικη και αντιιμπεριαλιστική φράξια του παγκόσμιου κεφαλαίου στην Καραϊβική. Επομένως, εκείνοι που υπερασπίζονται αυτό το καθεστως είναι εξίσου αντεπαναστάτες.

Για να το κάνουμε ακόμα πιο καθαρό, και για να μην επιτρέψουμε σε κανέναν χοντροειδείς και κακόβουλες παρερμηνείες, τόσο από την δεξιά όσο και την αριστερά του κεφαλαίου: δεν είναι ότι “δεν δουλεύει ο σοσιαλισμός” ούτε ότι “το λάθος είναι ο ιμπεριαλιστικός αποκλεισμός” των ΗΠΑ. Όχι, τίποτα από αυτά. Αντιμέτωποι με τόσες ψευδείς ειδήσεις και αναλύσεις από όλες τις πλευρές, είναι η ώρα να επαναλάβουμε την αντικαπιταλιστική αλφαβήτα σε σχέση με αυτό: αυτό που υπάρχει στην Κούβα ΔΕΝ είναι σοσιαλισμός ή κομμουνισμός, είναι καθαρός και απλός καπιταλισμός· πιο συγκεκριμένα είναι ένας ανεπαρκώς αναπτυγμένος κρατικός καπιταλισμός που συμμετέχει με έναν υποτελή και εξαρτώμενο τρόπο στην παγκόσμια αγορά, που είναι σε κρίση επειδή ο ιστορικός και διεθνής καπιταλισμός είναι σε κρίση.

Γιατί; Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει “σοσιαλισμός σε μια χώρα”, αφού ο καπιταλισμός είναι παγκόσμιος. Επειδή η εθνικοποίηση ή η εθνικοποίηση της γεωργίας, της βιομηχανίας, του εμπορίου και των τραπεζών δεν είναι το ίδιο με την πραγματική κατάργηση – όχι μόνο τυπικά ή νομικά – της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης. Και, πάνω απ’ όλα, επειδή στον κομμουνισμό δεν υπάρχει παραγωγή αγαθών, μισθωτής εργασίας, εξαγωγή υπεραξίας, χρήμα, αγορά, νόμος της αξίας, εταιρείες, συσσώρευση κεφαλαίου, κοινωνικές τάξεις, Κράτος, πατριαρχία, μαφίες, διαφθορά, πορνεία ή διεθνή σύνορα. Αντίθετα, στην Κούβα υπάρχουν όλα αυτά. Ναι, στην Κούβα υπάρχουν κοινωνικές τάξεις: εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι, καταπιεστές και καταπιεζόμενοι, αυτοί που περιθωριοποιούν και περιθωριοποιημένοι. Αυτός είναι ο λόγος που υπάρχει ταξική πάλη στην Κούβα, αδιάψευστη απόδειξη της οποίας είναι οι διαμαρτυρίες, τις τελευταίες μέρες, των προλεταριακών μαζών από όλους τους τομείς, φύλα και γενιές εναντίον του καπιταλιστικού κράτους, που έχει μεταμφιεστεί σε “σοσιαλιστικό” σ’ αυτή τη χώρα.

Εν ολίγοις, σε όλες τις εκδοχές, μορφές ή εμφανίσεις του, το σύστημα που πραγματικά δεν δουλεύει άλλο είναι ο καπιταλισμός. Όμως, επιβιώνει ακόμα, εν μέσω της αποσύνθεσής του, εξαιτίας της έλλειψης επαναστατικών συνθηκών και καταστάσεων που μόνο οι ίδιες οι δομικές αντιφάσεις του καπιταλισμού και οι πραγματικοί ταξικοί αγώνες μπορούν να παράγουν και όχι η συνείδηση, η ιδεολογία, η προπαγάνδα, η θέληση και ο πολιτικός ακτιβισμός λίγων οργανώσεων και ανθρώπων της αριστεράς.

Η ριζοσπαστική κομμουνιστική προοπτική που περιέχεται σε αυτήν εδώ την ανάλυση της συγκυρίας είναι προϊόν όχι λίγων ευφυών και παραληρηματικών μυαλών αλλά της ίδιας της παγκόσμιας-ιστορικής ταξικής πάλης και της συγκεκριμένης για μας κατάστασης της ζωής και των αγώνων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αντικρατιστές και διεθνιστές κομμουνιστές είναι στο πλευρό των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων που παλεύουν για τις ζωές τους χωρίς εκπροσώπους ή ενδιάμεσους και άσχετα από την εθνικότητά τους, γιατί εμείς οι προλετάριοι δεν έχουμε πατρίδα. Στην πραγματικότητα ένα από τα πιο αντεπαναστατικά συνθήματα που μπορεί να υπάρχουν είναι το “Πατρίδα ή Θάνατος”, όπως αυτό που αυτόματα επαναλαμβάνεται από την τωρινή αριστερίσικη κυβέρνηση της Κούβας και τους άκριτους ακολούθους της εκεί και παντού. Αντίθετα, είμαστε ενάντια σε όλες τις μορφές του καπιταλισμού και του έθνους-κράτους, συμπεριλαμβανομένου του “σοσιαλιστικού κράτους”, που στην πραγματικότητα είναι κρατικός καπιταλισμός και, με τη σειρά του, καθορίζεται από την παγκόσμια αγορά. Συνεπώς είμαστε εναντίον τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς του κεφαλαίου, μιας και τα δύο αυτά δεν είναι αντίθετοι αλλά συμπληρωματικοί και εναλλασσόμενοι ανταγωνιστές στη διαχείριση του καπιταλιστικού Κράτους και οικονομίας. Στην περίπτωση της Κούβας, η αριστερά του κεφαλαίου στο Κράτος είναι μια πολιτικο-στρατιωτικο-επιχειρηματική γραφειοκρατία που αποσπά υπεραξία από το προλεταριάτο, το επιτηρεί και το καταπιέζει, κάνει παχυλές δουλειές με πολυεθνικές επιχειρήσεις και έχει υποστηρίξει αιματηρές δικτατορίες, τόσο δεξιές όσο και αριστερές.

Εν συντομία, είμαστε ενάντια στον καπιταλισμό και τους υπερασπιστές του στη δεξιά όπως και στους ψευτοεπικριτές του στην αριστερά. Ταυτόχρονα, είμαστε υπέρ της προλεταριακής αυτονομίας, εκφρασμένης μέσα από την άμεση δράση και τη μαζική αυτο-οργάνωση, της επαναστατικής ρήξης και της παγκόσμιας κομμουνιστικής επανάστασης. Γιατί η χειραφέτηση των εργατών ή θα είναι το έργο των ίδιων των εργατών ή δεν θα είναι τίποτα. Γιατί αν δεν ξεκόψουμε από τις ψευδείς κριτικές και τις ψευδείς εναλλακτικές στον καπιταλισμό δεν υπάρχει επανάσταση. Και επειδή η επανάσταση ή θα είναι ενάντια στο εμπόρευμα, ενάντια στο κράτος και παγκόσμια ή δεν θα είναι τίποτα.

Αυτός είναι ο λόγος που στο τρέχον ιστορικό και παγκόσμιο πλαίσιο, που εξακολουθεί να είναι αντεπαναστατικό, είμαστε υπέρ των προλεταριακών διαμαρτυριών και εξεγέρσεων παντού ενάντια στις άθλιες υλικές βιωτικές συνθήκες της τάξης [μας] και ενάντια σε όλες τις κυβερνήσεις του κεφαλαίου, όπως είναι και η τωρινή εξέγερση στην Κούβα. Πάνω απ’ όλα, είμαστε υπέρ εκείνων των αγώνων που δείχνουν σπέρματα και τάσεις για την αυτονομία της τάξης και μιας ρήξης με τις καπιταλιστικές συνθήκες και, ειδικότερα, με την ίδια την συνθήκη ταξικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Χωρίς να παύουμε να είμαστε αντικειμενικοί και κριτικοί απέναντί τους. Με την οπτική ότι οι αντιθέσεις και οι κοινωνικές συγκρούσεις οξύνονται, ότι ο συσχετισμός δυνάμεων αντιστρέφεται, ότι η παγκόσμια προλεταριακή εξέγερση επιστρέφει, ασκώντας κριτική και ξεπερνώντας τον εαυτό της, ώστε να γίνει μια κοινωνική – όχι πολιτική, αλλά κοινωνική-διεθνής επανάσταση.

Επανάσταση στην οποία οτιδήποτε υπάρχει εξεγείρεται και επικοινωνείται, ώστε να βάλει ένα τέρμα στην παρούσα καπιταλιστική καταστροφή και να δημιουργήσει μια ζωή αξιοβίωτη από καθέναν παντού, συμπεριλαμβανομένης της περιοχής της Κούβας. Επανάσταση που πραγματοποιεί την κατάργηση της γενικευμένης εμπορευματικής κοινωνίας των τάξεων, των φύλων και των “φυλών”, αντικαθιστώντας την με καινούριες και πολλαπλές μη-εμπορευματικές, μη-πραγμοποιημένες και μη-ιεραρχικές κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα σε ελεύθερα σχετιζόμενα άτομα χωρίς διαχωρισμούς και σύνορα οποιουδήποτε είδους, σε ισορροπία με τη φύση.

Στο μεταξύ, ο καπιταλισμός και η ταξική πάλη θα συνεχίσουν να ανταπτύσσονται άνισα και καταστροφικά σε ολόκληρο τον πλανήτη, μέχρι που η ανθρωπότητα να μην μείνει με άλλη επιλογή από τον κομμουνισμό ή την εξαφάνιση. Και από αυτήν, κανείς και τίποτα δεν είναι ασφαλές. Η Κούβα δεν είναι παρά ένα ακόμα κρίσιμο επεισόδιο σε αυτό το εξελισσόμενο κοσμοϊστορικό δράμα.

Εξαγριωμένοι Προλετάριοι (Proletarios Cabreados)

Κίτο, Ιούλιος 2021

 

[*] Σημείωση του Class War. Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να ξεκαθαρίσουμε ότι ο όρος “Κρατικός καπιταλισμός” είναι μια έκφραση που έχει επινοηθεί από κάποια τμήματα της ιστορικής κομμουνιστικής αριστεράς για να καταγγείλει/καταδικάσει τον καπιταλιστικό χαρακτήρα των “κομμουνιστικών χωρών” όπως η ΕΣΣΔ, οι οποίες αποκαλούνταν με αυτόν τον τρόπο λανθασμένα τόσο από την δεξιά όσο και την αριστερά, αφού ο καπιταλισμός είναι παγκόσμιος και, συνεπώς, και ο κομμουνισμός δεν μπορεί παρά να είναι παγκόσμιος. Και πάνω απ’ όλα επειδή σε αυτές τις χώρες οι θεμελιώδεις καπιταλιστικές σχέσεις και κατηγορίες (αξία, αγορά, εταιρεία, μισθωτή εργασία, συσσώρευση κεφαλαίου, χρήμα, κοινωνικές τάξεις, Κράτος, ιδεολογία…) δεν ξεριζώθηκαν ποτέ αλλά παρέμειναν άθικτες και συνέχισαν να αναπτύσσονται. Στην πραγματικότητα, κεφάλαιο και Κράτος είναι αδιαχώριστα: σε αυτή την κοινωνία, το Κράτος δεν μπορεί παρά να είναι το Κράτος του κεφαλαίου αφού είναι η συνόψιση ή το σημείο τομής των βασικών καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων το οποίο, με τη σειρά του, διαχειρίζεται αυτές τις σχέσεις με τη βία ή άλλα εργαλεία κυριαρχίας, άσχετα από τις διαφορετικές μορφές, βαθμούς και διαχειριστές που υιοθετεί, όπως σε αυτή την περίπτωση μιας υποτιθέμενης4 “κομμουνιστικής” ή “σοσιαλιστικής” γραφειοκρατίας στη βάση της κρατικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής προϊόντων και υπεραξίας. Επομένως, από την κομμουνιστικη σκοπιά, και αυστηρά μιλώντας, το σωστό πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να μιλάμε απλά για καπιταλισμό και όχι κρατικό καπιταλισμό. Αλλά, στο παρόν άρθρο χρησιμοποιούμε αυτή την ανακριβή έκφραση σύμφωνα με το προαναφερόμενο ιδιαίτερο ιστορικό της φορτίο και δίνοντας έμφαση στην κομμουνιστική κριτική κάθε τύπου κράτους. Θεωρώντας, περαιτέρω, ότι αρκετοί αναγνώστες δεν είναι εξοικειωμένοι με αυτές τις έννοιες και αντιπαραθέσεις.

Η ίδια υποκείμενη λογική ισχύει, παρεμπιπτόντως, και για την επίσης λανθασμένη έκφραση “νεοφιλελευθερισμός” ή “καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς”, που χρησιμοποιείται καταχρηστικά, από την άλλη, από την αντι-νεοφιλελεύθερη και νεο-κεϋνσιανή σοσιαλδημοκρατία, όταν στην πραγματικότητα το “αόρατο χέρι της αγοράς ‘δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς’ τη σιδερένια γροθιά του Κράτους” και αντίστροφα. Άλλο ένα παράδειγμα της ψευδο-διχοτόμησης αριστεράς/δεξιάς στην οποία η κομμουνιστική οπτική ασκεί κριτική και έρχεται σε ρήξη μαζί της επιρρώνοντας ότι ο κομμουνισμός είναι ζωντανή αντίθεση και κατάργηση/ξεπέρασμα τόσο της αγοράς όσο και του Κράτους5

Πηγή: http://proletariosrevolucionarios.blogspot.com/2021/07/analisis-de-la-actual-revuelta-en-cuba.html.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://proletariosrevolucionarios.blogspot.com/2021/07/analisis-de-la-actual-revuelta-en-cuba.html. Αναδημοσιεύεται εδώ: https://www.autistici.org/tridnivalka/arde-cuba/#more-3623. Χρησιμοποιήθηκε και η μετάφραση στα Αγγλικά στον παραπάνω ιστότοπο: https://www.autistici.org/tridnivalka/cubas-burning.

2 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: “Tarea Ordenamiento” [στα Ελληνικά θα λέγαμε: “Καθήκον τακτοποίησης”]: οικονομική μεταρρύθμιση με στόχο την αύξηση των αποθεματικών της κουβανικής κυβέρνησης σε δολλάρια – αποθεματικά που μειώθηκαν εξαιτίας των συνεπειών της πανδημίας Covid-19 στον τουρισμό και στην δυνατότητα αποστολής Κουβανών γιατρών στο εξωτερικό – μέσω της υποτίμησης του πέσο και της μετατροπής όλων των ιδιωτικών καταθέσεων στις κρατικές τράπεζες από δολλάρια σε πέσο, απαγορεύοντας την αγορά δολλαρίων από ιδιώτες και χρεώνοντας σε δολλάρια για τις αγορές αγαθών στα κρατικά καταστήματα.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: corifeos: ο κορυφαίος του χορού στην αρχαία τραγωδία. Μεταφορικά οι σπουδαιότεροι συνεργάτες, υποστηρικτές.

4 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο: self-styled.

5 Στμ. Δεν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε περισσότερο με αυτά τα σχόλια! Ο όρος “νεοφιλελευθερισμός” αποτελεί εφεύρημα διαφοροποίησης της αριστεράς από την δεξιά του κεφαλαίου, λειτουργώντας ως πολιτικό άλλοθι και πλυντήριο της πρώτης, συσκοτίζοντας ουιαστικά τον χαρακτήρα της βαθιάς καπιταλιστικής αναδιάρθωσης που συντελείται τα τελευταία 50 χρόνια, από τη δεκαετία του 1970. Εξίσου εύστοχη είναι και η αποσαφήνιση για το λεπτό ζήτημα του όρου “κρατικός” καπιταλισμός. Το αδιαχώριστο Κράτους και καπιταλισμού είναι θεμελιώδες στοιχείο της ριζικής, αναρχικής και/ή κομμουνιστικοποιητικής οπτικής.

Ο σταλινισμός του ζαχαροκάλαμου

Κρατικός καπιταλισμός και ανάπτυξη στην Κούβα

Emanuel Santos1

το κείμενο σε pdf

[Σημείωση της μετάφρασης] Πρόκειται για το πλήρες κείμενο απόσπασμα του οποίου παρατίθεται στην προηγούμενη ανάρτηση από το DNDF.

Τα έθνη, όπως και τα άτομα, δεν μπορούν να ξεφύγουν από τις επιταγές της καπιταλιστικής συσσώρευσης αν δεν καταργήσουν το κεφάλαιο.

Grandizo Munis, “For a Second Communist Manifesto2

Το επίσημο αφήγημα σχετικά με τη φύση των αλλαγών στην οικονομία και την ευρύτερη κοινωνία, που αναγγέλθηκαν από την κουβανική κυβέρνηση μετά την αποκαλούμενη “επανάσταση” του 1959, μας λέει ότι η αγροτική μεταρρύθμιση και η μετέπειτα κρατικοποίηση της οικονομίας – δηλαδή η μεταφορά της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής από τους ιδιώτες καπιταλιστές στο κράτος – έβαλαν την Κούβα στον δρόμο για τον σοσιαλισμό. Αυτή ήταν η οπτική που προάχθηκε από τον Γάλλο γεωπόνο Rene Dumont, ο οποίος υπηρέτησε ως σύμβουλος στην τότε μόλις σχηματισμένη “σοσιαλιστική” κυβέρνηση για ζητήματα σχετικά με την οικονομική ανάπτυξη. Έκτοτε, άλλοι ακαδημαϊκοί της Αριστεράς έχουν μελετήσει σοβαρά την κουβανική οικονομία. Ανάμεσα σε αυτούς που το έκαναν μέσα από ένα κριτικό πρίσμα, ο Samuel Farber ξεχωρίζει ως ο διανοητικά πιο αυστηρός και συνεπής. Αν και όχι χωρίς προβλήματα, το βιβλίο του σχετικά με την κουβανική κοινωνία, μετά τον θρίαμβο των “barbudos”3 επί της υποστηριζόμενης από την CIA δικτατορίας του Μπατίστα, προσφέρει ένα σπάνιο παράθυρο στην ενδότερη λειτουργία του σταλινικού συστήματος, στην κουβανέζικη εκδοχή του. Ο Farber συνυπογράφει την συνηθισμένη θέση για τον “γραφειοκρατικό κολλεκτιβισμό”, ισχυριζόμενος ότι ενώ η Κούβα δεν φτάνει το ορόσημο για τον σοσιαλισμό, εξαιτίας της απουσίας ενός εύλογου ελέγχου πάνω στην παραγωγή και την διανομή από τις εργαζόμενες μάζες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε καπιταλιστική καθώς η εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής υποτίθεται ότι αποκλείει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων. Αντ’ αυτού, λέει, αυτό που υπάρχει στην Κούβα είναι ένα νέο είδος ταξικής κοινωνίας, βασισμένης στην αυταρχική εξουσία μιας παρασιτικής γραφειοκρατίας, που είναι “εμβαπτισμένη” μέσα στον κρατικό μηχανισμό, και της οποίας ο σιδηρένιος έλεγχος πάνω τόσο στην οικονομία όσο και στην κοινωνία σε μεγάλη κλίμακα, αποθαρρύνει οποιαδήποτε προσπάθεια από ατομικές επιχειρήσεις να επιδιώξουν τα δικά τους συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα4.

Αν και τα συμπεράσματά τους διαφέρουν ριζικά, οι υπερασπιστές τόσο των θεωριών για τη “σοσιαλιστικό” όσο και για την “ούτε σοσιαλιστικό ούτε καπιταλιστικό” (συνεπώς ούτε το ένα ούτε το άλλο) χαρακτήρα της Κούβας, και άλλων κρατικοποιημένων κοινωνιών, συμπίπτουν παρ’ όλα αυτά στην άποψη ότι η εθνικοποίηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων συνιστά μια μερική, ή ίσως ακόμα και πλήρη, άρνηση του καπιταλισμού και των νόμων κίνησής του. Αυτή η αντίληψη, που η ατυχής γενεαλογία της μπορεί να ιχνηλατηθεί πίσω στις “κρατικο-σοσιαλιστικές” ιδέες του Ferdinand Lassalle και των ακολούθων του στην Πρώτη Διεθνή, δεν έχει την παραμικρή βάση στη θεωρία του σοσιαλισμού που επεξεργάστηκαν οι Μαρξ και Ένγκελς. Για τους δεύτερους, τα κρατικά μονοπώλια δεν σηματοδοτούν την άρνηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής αλλά την ενίσχυσή τους5. Στην πραγματικότητα, επέμειναν ότι η μετάβαση προς τον σοσιαλισμό θα συνεπαγόταν αναγκαστικά μια σταδιακή αποδυνάμωση ή “μαρασμό” του κρατικού μηχανισμού. Το υπόλοιπο του παρόντος δοκιμίου θα επιχειρήσει μια κριτική ανάλυση των προαναφερθέντων θεωριών χρησιμοποιώντας μια προσέγγιση που είναι μεθοδολογικά μαρξιστική και με παρρησία στην προσήλωσή της στην αυτοχειραφέτηση των εργατών. Θα επιχειρηματολογήσει, επιπλέον, ότι η “σοσιαλιστική” Κούβα είναι στην πραγματικότητα μια κοινωνία βασισμένη στη μισθωτή εργασία και την καπιταλιστική συσσώρευση. Τα καθοριστικά χαρακτηριστικά αυτής της κοινωνίας, στην οποία θα αποδώσουμε τον προσδιορισμό “κρατικός καπιταλισμός”, είναι η υπερ-συγκέντρωση του κεφαλαίου και η συλλογική άσκηση του de facto ελέγχου πάνω στα μέσα παραγωγής από μια κρατική γραφειοκρατία.

Όπως συμβαίνει με τόσα από τα καθοδηγητικά φώτα της Νέας Αριστεράς, δεν είναι εντελώς σαφές τι σημαίνει “σοσιαλισμός” κατά την αντίληψη του Dumont. Αν ο κόσμος του Monthly Review, με τον οποίο σχετίζεται, αποτελεί κάποια ένδειξη, τότε μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι το κράτος παίζει έναν κεντρικό ρόλο στην αντίληψή του. Όμως, καθώς απέτυχε να αφήσει κάτι σαν ένα σύντομο περίγραμμα ή έναν λειτουργιστικό ορισμό, αφηνόμαστε να αποκωδικοποιήσουμε τις απόψεις του από μερικές σκόρπιες παρατηρήσεις στην περιγραφή του για τον μετασχηματισμό της κουβανικής οικονομίας σύμφωνα με τις σοβιετικές γραμμές. Για παράδειγμα, αντιπαραθέτει τον “σοσιαλιστικό σχεδιασμό” με το “αόρατο χέρι του κέρδους”, το οποίο κατανέμει κεφάλαιο σύμφωνα με το πού είναι υψηλότερο το ποσοστό κέρδους. Αντίθετα, λέει, μια σοσιαλιστική οικονομία θα αντικαταστήσει με τη βούληση του κεντρικού σχεδιαστή τον άναρχο “νόμο της αγοράς”, παρ’ όλο που δεν προσδιορίζει πουθενά τι συνεπάγεται η λειτουργία ενός τέτοιου νόμου ή πώς φανερώνεται συγκεκριμένα στην κοινωνική παραγωγή6. Αντίθετα, ο Dumont τέρπει τους αναγνώστες του, με το ένα ανιαρό ανέκδοτο μετά το άλλο, μεμφόμενος τους διευθυντές των επιχειρήσεων και τους κρατικούς λογιστές για το ότι κάνουν σχέδια με έναν εντελώς ad hoc τρόπο και βάζουν στόχους αποτελεσμάτων βασισμένους σε λανθασμένα ή ακόμα και κατασκευασμένα νούμερα. Όλα αυτά, μας εξηγεί, αποτρέπουν μια σχεδιασμένη οικονομία από το να λειτουργεί ομαλά7. Δυστυχώς, η διερεύνησή του για την αποτυχία του σχεδιασμού στην Κούβα ξεκίνησε και τελείωσε εκεί. Ο Farber δείχνει μια καλλίτερη κατανόηση του πραγματικού βάθους του προβλήματος, προσδιορίζοντας την ανεπάρκεια, τις μηχανιστικές βλάβες και απώλειες στο σύστημα ως μια λογική συνέπεια της ιεραρχικής οργάνωσης της παραγωγής. Ισχυρίζεται, ορθά, ότι η έλλειψη γνήσιας ανάδρασης, που είναι εντελώς απαραίτητη στον οικονομικό σχεδιασμό υπό οποιοδήποτε σύστημα, και η μέτρια παραγωγικότητα (παρά την χρόνια υπερστελέχωση) απορρέουν από ανεπαρκή έως ανύπαρκτα υλικά κίνητρα και τον ολοφάνερο διαχωρισμό των παραγωγών από τα εργαλεία της δουλειάς8.

Σε πρώτη ματιά, αυτή η εξήγηση μπορεί να φαίνεται αντίθετη στην διαίσθηση. Άλλωστε, οι εργάτες στις συμβατικές καπιταλιστικές χώρες στερούνται επίσης οποιωνδήποτε μέσων παραγωγής. Όμως, οι διευθυντές των επιχειρήσεων στα δυο συστήματα έχουν διαφορετικά σύνολα εργαλείων στη διάθεσή τους για την πειθάρχηση των εργατών9. Πιο αξιοσημείωτα, ενώ οι εργάτες στις συμβατικές καπιταλιστικές χώρες μπορούν να εξαναγκαστούν, με την απειλή της ανεργίας, να διατηρούν ένα συγκεκριμένο επίπεδο παραγωγικότητας, οι αντίστοιχοί τους στην Κούβα προστατεύονται γενικά από την μακροπρόθεση ανεργία χάρις σε μια πρόβλεψη στο σύνταγμα της χώρας που εδραιώνει την απασχόληση ως ένα θεμελιώδες πολιτικό δικαίωμα10. Ως εκ τούτου, οι διευθυντές των επιχειρήσεων συχνά αναγκάζονται να ανέχονται έναν συγκεκριμένο βαθμό απραξίας, ακόμα και απουσίας, από τους εργάτες τους ως ένα αντάλλαγμα για την επίτευξη των ορίων παραγωγής που τους επιβάλλονται από εκείνους που βρίσκονται ψηλότερα στη γραφειοκρατική αλυσίδα της διοίκησης. Έτσι, στον βαθμό που υπάρχει καν οικονομικός σχεδιασμός στην Κούβα, έχει λειτουργήσει πάντα άσχημα και με μη συνεπή τρόπο. Στην πραγματικότητα, αναθεωρήσεις των τελικών στόχων παραγωγής συμβαίνουν τόσο συχνά, και είναι τόσο διαδεδομένες σε διάφορες βιομηχανίες και επιχειρήσεις11, που στην πραγματικότητα είναι σαν να μην υπάρχει ουσιαστικά κάτι τέτοιο όπως “το πλάνο”. Η εγγυημένη απασχόληση συχνά αναφέρεται από αυτούς που υπερασπίζονται την “σοσιαλιστική” ή την “ούτε το ένα-ούτε το άλλο” οπτική ως μια ακλόνητη απόδειξη της μη ύπαρξης αγοράς εργασίας στην Κούβα. Πράγματι, κάποιοι έχουν ακόμα-ακόμα ισχυριστεί ότι αφού οι εργάτες στις χώρες αυτές δεν “απολαμβάνουν” τη διπλή ελευθερία που έχει προσδιοριστεί από τον Μαρξ – δηλαδή την “ελευθερία” να πουλάνε την εργατική τους δύναμη σε έναν εργοδότη και την “ελευθερία” από την κατοχή οποιωνδήποτε μέσων παραγωγής – δεν υπάρχει καν μια “κανονική” εργατική τάξη. Μια τέτοια ερμηνεία δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τα γεγονότα. Πρώτον, για έναν εργάτη ή μια εργάτρια στην Κούβα η απασχόλησή του/της μπορεί να τερματιστεί μετά από επαναλαμβανόμενες μικροπαραβάσεις, ή σαν μια τιμωρία για την εμπλοκή σε αντικαθεστωτική δραστηριότητα12. Αν και αυτό είναι ασυνήθιστο, εξαιτίας των μπελάδων που μπορεί να προκαλέσει, αφού μια παράβαση αυτού του μεγέθους φαίνεται στο εργασιακό ιστορικό κάποιου περιορίζοντας τις μελλοντικές εργασιακές δυνατότητες13. Επιπλέον, είναι καλά γνωστό ότι η ετήσια απόδοση της εργασίας σε κρατικο-καπιταλιστικές χώρες όπως η Κούβα είναι σχετικά υψηλότερη από αυτήν στις συμβατικές καπιταλιστικές χώρες14. Αυτό υποδεικνύει ότι η εργατική δύναμη μπορεί στην πραγματικότητα να πουληθεί και να αγοραστεί στην Κούβα.

Η κοινώς αποδεκτή αντίληψη στην Αριστερά υπαγορεύει ότι ο κρατικός σχεδιασμός παρεμβάλλεται στις ασυνείδητες δυνάμεις της αγοράς που κυβερνούν την παραγωγή στον καπιταλισμό. Ο διανοητικός προπάτορας αυτής της ιδέας είναι ο Σταλινο-κεϋνσιανός Paul Sweezy. Αν και η ιδέα του δεν ήταν πρωτότυπη, ο Sweezy ήταν αναμφίβολα ο πρώτος που συστηματοποίησε αυτό το ανοσιούργημα κατά του μαρξισμού και το παρουσίασε μπροστά σε ένα κοινό αυτοαποκαλούμενων ριζοσπαστών και διανοούμενων στον αγλλόφωνο κόσμο. Η θεωρία του παρέχει μεγάλο μέρος του εννοιολογικού πλαισίου που συγκρατεί μαζί ερμηνείες του τύπου “σοσιαλιστική” και “ούτε σοσιαλιστική – ούτε καπιταλιστική” χώρα, οπότε θα χρειαστεί να εξετάσουμε τις βασικές της υποθέσεις. Σύμφωνα με τον Sweezy, το μόνο που χρειάζεται για να απαλλαγούμε από τον “νόμο της αξίας” – δηλαδή τον κοινωνικό μηχανισμό που ρυθμίζει την ανταλλαγή εμπορευμάτων στον καπιταλισμό σύμφωνα με τον μέσο χρόνο που απαιτείται για να τα παράγουμε – είναι ο κρατικός σχεδιασμός να αντικαταστήσει της δυνάμεις της αγοράς ως το πρωταρχικό μέσο κινητοποίησης των παραγόντων της παραγωγής15. Η λειτουργία της σημερινής καπιταλιστικής κοινωνίας δείχνει ότι αυτό είναι ένα πλήρες και ακραίο ψεύδος. Ο νόμος της αξίας συνυπάρχει σήμερα δίπλα-δίπλα με τον κρατικό σχεδιασμό με τη μορφή πολιτικών “εκβιομηχάνισης αντί εισαγωγών”16, των κινήτρων επένδυσης και των επιδοτήσεων στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, της διαχείρισης των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και των κύριων βιομηχανιών από το κράτος, του κατευθυντικού σχεδιασμού (δείτε: στα Γαλλικά dirigisme), και του ελέγχου της ροής του χρήματος και του κεφαλαίου μέσω του κεντρικοποιημένου τραπεζικού τομέα. “Αναπτυσσόμενες” χώρες του Τρίτου Κόσμου έχουν χρησιμοποιήσει πολλές από αυτές τις στρατηγικές για να αποκτήσουν ένα πλεονέκτημα απέναντι στους αντιπάλους τους στην παγκόσμια αγορά, “τρέφοντας” εγχώριες βιομηχανίες μέχρι να μπορέσουν να ανταγωνιστούν σε παγκόσμιο επίπεδο17. Ο στόχος του κρατικού σχεδιασμού είναι παντού ο ίδιος: αφορά την εισαγωγή ενός βαθμού κανονικότητας και ομοιογένειας στην οικονομία, που δεν θα υπήρχε διαφορετικά, για την διευκόλυνση της επίτευξης συγκεκριμένων στόχων και την άμβλυνση κυκλικών κρίσεων. Για παράδειγμα, η ανάγκη αποκατάστασης αναιμικών ποσοστών κέρδους στις συμβατικές καπιταλιστικές χώρες οδήγησε σε μια θεσμική διευθέτηση γνωστής ως “μικτή οικονομία”, με την οποία το κράτος, εφαρμόζοντας έναν συνδυασμό μεθόδων οικονομικών “καρότων” και “μαστιγίων”, δημοσιονομικών κινήτρων ακόμα και άμεσης οικονομικής παρέμβασης, κατευθύνει τις επενδύσεις κεφαλαίου και την παραγωγή προς επιθυμητούς στόχους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, την χώρα του κατεξοχήν laissez-faire καπιταλισμού, οι κρατικές δαπάνες έχουν αυξηθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ μετά το 1970 σε ποσοστό έως και 43%, ενώ το ποσοστό αυτό δεν έχει πέσει ποτέ κάτω από το 34% στην ίδια περίοδο, ενδεικτικό του ότι σε οποιαδήπτε χρονική στιγμή το κράτος ελέγχει ανάμεσα στο 1/3 και τα 2/5 της οικονομίας18. Παρ’ όλο που η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν λέει στις επιχειρήσεις πόσο να παράγουν από το κάθετι, εμπλέκεται ουσιαστικά σε μια μορφή σχεδιασμού, στον οποίο συγκεκριμένες μορφές παραγωγής προτιμούνται σε σχέση με άλλες, αναδιανέμοντας τα χρήματα από τους πιο κερδοφόρους τομείς της οικονομίας σε εκείνους που τα χρειάζονται μέσω της φορολογίας και της χρηματοδότησης του ελλείματος (δηλαδή φορολογίας που έχει μετατεθεί στο μέλλον). Έτσι, βλέπουμε ότι αντί να εξοντώνει τις αγορές, ο κρατικός σχεδιασμός έχει γίνει αναντικατάστατος για την διατήρησή τους.

Ως μια κοινωνική οντότητα, το κεφάλαιο διάγει μια διπλή ύπαρξη: μια φαινομενική ύπαρξη ως μια σειρά ανεξάρτητων οικονομικών μονάδων και μια ουσιαστική ύπαρξη ως συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο ή το άθροισμα των κεφαλαίων στη δυναμική τους αλληλοσυσχέτιση. Το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο φανερώνει την ύπαρξή του αποκλειστικά μέσω των εξατομικευμένων του κομματιών. Όμως, αυτά τα κομμάτια είναι ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, και από το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο, με μια σχετική μόνο έννοια, αφού η ύπαρξή τους συνεπάγεται και τα δύο19. Ας φανταστούμε ότι το κεφάλαιο είναι ένα ηλεκτρονικό κύκλωμα, ενώ τα εξατομικευμένα κομμάτια είναι οι κόμβοι του. Οι κόμβοι είναι συστατικό μέρος του κυκλώματος: δεν υπάρχει κύκλωμα χωρίς αυτούς και το αντίστροφο. Κάθε κόμβος είναι μέρος και, συνεπώς, εξαρτάται από το συνολικό κύκλωμα. Βέβαια, οι μεμονωμένοι κόμβοι μπορούν να τοποθετηθούν εγγύτερα ή πιο μακριά – ή, στην περίπτωση του κεφαλαίου, μπορούν να είναι περισσότερο ή λιγότεροι πυκνοί – αλλά δεν μπορούν να υπάρξουν έξω από το κύκλωμα, έξω από την ολότητα. Η εφαρμογή της ίδιας ιδέας στη μισθωτή εργασία μας προσφέρει σημαντικές διαισθήσεις. Οι εργάτες στην καπιταλιστική κοινωνία είναι “ελεύθεροι” σε σχέση με τα ατομικά κεφάλαια, στα οποία πουλούν την εργατική τους δύναμη, ενώ είναι προσδεμένοι στο συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο ως “εξαρτήματα”. Πραγματικά, η ίδια η παρουσία μισθωτής εργασίας συνεπάγεται τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις επιχειρήσεις γιατί προϋποθέτει οικονομικές μονάδες με αρκετή αυτονομία ώστε να λαμβάνουν ανεξάρτητες αποφάσεις σχετικά με την απασχόληση20. Η παραχώρηση των μέσων παραγωγής σε μια μοναδική οντότητα – που προαναφέρθηκε ως η “υπερσυγκέντρωση” του κεφαλαίου – δεν έχει εξαφανίσει τον ανταγωνισμό μέσα στην Κούβα21. Έχει απλά αλλάξει την δικανική/νομική μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας από ατομική (ιδιωτική) σε κρατική. Τα μέσα παραγωγής είναι ταξική ιδιοκτησία της κρατικής μπουρζουαζίας και μη-ιδιοκτησία των εργατών. Για να το εξηγήσουμε αυτό με όρους της μεταφοράς του ηλεκτρονικού κυκλώματος: η εθνικοποίηση των επιχειρήσεων στην Κούβα έχει φέρει τους ξεχωριστούς κόμβους στο κύκλωμα – δηλαδή τα κομμάτια του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου – πιο κοντά, αλλά το κύκλωμα ως τέτοιο παραμένει άθικτο. Οι επικριτές της θεωρίας του κρατικού καπιταλισμού και μερικοί υπέρμαχοί της, όπως οι Cliffites22, αντιμετωπίζουν την Κούβα και άλλες κρατικοποιημένες οικονομίες ως μια μοναδική παραγωγική μονάδα23. Η θέση για το “γιγαντιαίο εργοστάσιο” είναι θελκτική σε μεγάλο βαθμό, επειδή κάνει την ανάλυση αυτών των κοινωνιών πιο διαχειρίσιμη, θεωρώντας πολλά σύνθετα φαινόμενα ως ένα μοναδικό αντικείμενο μελέτης. Αυτό υποθέτει έναν λειτουργικό μονολιθισμό στον οποίο τα συστατικά στοιχεία της κοινωνικής ολότητας συμπεριφέρονται ως μέρη ενός αρμονικού, αδιαφοροποίητου όλου. Μια πιο διεξοδική εξέταση εκ μέρους μας θα δείξει ότι αυτή η υπόθεση είναι εντελώς αδικαιολόγητη.

Ο ανταγωνισμός υπάρχει όσο η συνολική κοινωνική παραγωγή κατακερματίζεται λειτουργικά σε μια πληθώρα από αμοιβαία αυτόνομες και ανταγωνιζόμενες επιχειρήσεις. Δυο κριτήρια είναι απαραίτητα για να καταδειχτεί ο οργανωσιακός διαχωρισμός των επιχειρήσεων, ο οποίος δεν μπορεί παρά να είναι πάντα σχετικός. Το πρώτο είναι η παρουσία μιας αγοράς εργατικής δύναμης. Το δεύτερο είναι η ανταλλαγή προϊόντων μεταξύ των επιχειρήσεων με την μορφή του εμπορεύματος-χρήμα24. Αποδείχτηκε πριν ότι οι επιχειρήσεις στην Κούβα είναι ανεξάρτητοι εργοδότες εργασίας. Όμως, ανταγωνίζονται κιόλας η μια την άλλη με την μαρξική έννοια – δηλαδή, έρχονται αντιμέτωπες μεταξύ τους ως αγοραστές και πωλητές εμπορευμάτων. Ξέρουμε ότι αυτό συμβαίνει γιατί τα προϊόντα τους ανταλλάσσονται με χρήματα αντί να αποκτιούνται άμεσα και να διανέμονται με φυσικό τρόπο. Μια αναφορά που συντάχθηκε από την ECLAC (την Οικονομική Επιτροπή για την Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, Economic Commission for Latin America and the Caribbean – μια περιφερειακή υποεπιτροπή των Ηνωμένων Εθνών) για την κατάσταση της οικονομίας της Κούβας στη διάρκεια της Ειδικής Περιόδου, πριν από τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς στα τέλη της δεκαετίας του 1990, βρήκε ότι:

οι επιχειρήσεις στον παραδοσιακό τομέα πουλούν σε ελεγχόμενες τιμές, συχνά λαμβάνουν προνομιακή μεταχείριση σχετικά με τους φόρους και τους δασμούς και αποκτούν ένα μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους από επιδοτήσεις, ώστε να καλύψουν τα ελλείματα που προκύπτουν από το γεγονός ότι πουλούν σε επιδοτούμενες τιμές.

Η έκθεση συνεχίζει: “ο παραγωγός εμπορεύσιμων αγαθών λειτουργεί σε διεθνείς ή εσωτερικές αγορές και δεν έχει υποχρέωση να αγοράζει στην εγχώρια αγορά”25. Με άλλα λόγια, οι κουβανικές επιχειρήσεις παράγουν αγαθά τα οποία μπορούν να πουλήσουν σε εγχώριες ή/και ξένες αγορές· αγοράζουν πρώτες ύλες καθώς και ενδιάμεσα ή μισο-τελειωμένα προϊόντα, η μία από την άλλη ή από ξένες εταιρείες· και, τέλος, οι συναλλαγές τους, είτε “στα βιβλία” είτε σε μετρητά, είναι συναλλαγές ανταλλαγής στις οποίες το χρήμα λειτουργεί ως ένα μέτρο της αξίας και ως μέσο κυκλοφορίας. Μπορεί κανείς, ίσως, να ισχυριστεί ότι αυτές οι συναλλαγές είναι απλές τυπικότητες επειδή το κράτος κατέχει όλα τα μέσα παραγωγής. Ένας άλλος τρόπος που μπορεί να επαναδιατυπωθεί αυτή η θέση είναι ότι ακόμα και αν η διαδικασία που μόλις έχουμε περιγράψει έχει τη μορφή εμπορευματικής ανταλλαγής, το περιεχόμενό της είναι διαφορετικό, επειδή το νομικό πλαίσιο της κρατικοποιημένης ιδιοκτησίας αποτρέπει τις επιχειρήσεις στην Κούβα από το να συμπεριφέρονται αυτόνομα. Παρ’ όλα αυτά, αυτό θέτει εύλογα το ερώτημα γιατί τα προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας θα έπρεπε καταρχάς να ανταλλάσσονται – ή να εμφανίζεται ότι ανταλλάσσονται – για χρήματα; Η απάντηση, φυσικά, είναι ότι η κυβέρνηση εξαρτάται από την κερδοφορία της οικονομίας στο σύνολό της, συνεπώς υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να είναι υπεύθυνες για τα δικά τους οικονομικά, κάτι που τις μετατρέπει σε ανεξάρτητες μονάδες με ανταγωνιστικά οικονομικά συμφέροντα26. Οι ακόλουθοι της “σοσιαλιστικής” ή της “ούτε σοσιαλιστική ούτε καπιταλιστική” θεωρίας αρνούνται επίσης ότι υπάρχει ανταγωνισμός στην ίδια την Κούβα επειδή το κράτος επιτρέπει σε μη κερδοφόρες επιχειρήσεις να συνεχίζουν να λειτουργούν. Παρ’ όλο που είναι κοινός τόπος για τα κράτη να στηρίζουν ντόπιες επιχειρήσεις – ακόμα και ολόκληρες βιομηχανίες – απορροφώντας τα χρέη τους, τίποτα σχετικά με αυτή τη διευθέτηση δεν είναι ασυμβίβαστο με την ύπαρξη του ανταγωνισμού και της εμπορευματικής ανταλλαγής. Η εξιδανικευμένη εκδοχή του καπιταλισμού ως μιας καθαρά ελεύθερης αγοράς με μόνο ελάχιστη κυβερνητική παρέμβαση, την οποία αυτοί οι άνθρωποι χρησιμοποιούν ως το πρότυπο για σύγκριση, δεν υπάρχει πουθενά παρά μόνο στα εγχειρίδια. Έρχεται, επίσης, σε αντίθεση με την εμπειρία από τον καπιταλισμό τον τελευταίο ενάμισι αιώνα, η οποία βρίθει με παραδείγματα του κράτους να αλλοιώνει την “κανονική” λειτουργία των αγορών. Στην πραγματικότητα, αυτό που είναι περισσότερο ασυνήθιστο στο είδος του καπιταλισμού που έχει εδραιωθεί στην Κούβα είναι ότι ζημιές και κέρδη επιστρέφουν όλα στο κράτος, όπου και ο ισολογισμός αναδιανέμεται, στη συνέχεια, μεταξύ των διαφόρων κλάδων. Στη διαδικασία, πολλοί μη βιώσιμοι τομείς και επιχειρήσεις βοηθούνται να “επιπλέουν” με τεχνητό τρόπο. Όμως, οι κεντρικοί σχεδιαστές μπορούν να ανεχτούν την χρεοκοπία μόνο σε έναν περιορισμένο βαθμό. Δεν έχουν την πλήρη ελευθερία να αναδιανέμουν τα χρήματα όπως επιλέγουν, τουλάχιστον όχι για πάντα, καθώς αυτό θα μείωνε το συνολικό ποσό χρημάτων που είναι διαθέσιμο για τον σχηματισμό κεφαλαίου και θα υπονόμευε την ανταγωνιστικότητα της Κούβας στην παγκόσμια αγορά. Το ίδιο αληθεύει για τις τιμές των εμπορευμάτων στην Κούβα, καθώς αυτές πρέπει να αντικατοπτρίζουν τις αντίστοιχες παγκόσμιες τιμές, διαφορετικά αυτό θα σήμαινε απώλεια κρατικού κουβανικού χρήματος αν οι τιμές απέκλιναν πολύ27 ή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εν ολίγοις, οι ίδιοι μηχανισμοί που κινούν την εργασία και το κεφάλαιο σύμφωνα με τις απαιτήσεις της διαδικασίας παραγωγής αξίας στις συμβατικές καπιταλιστικές χώρες, αυτοί κάνουν επίσης την εμφάνισή τους στον κρατικό καπιταλισμό, αν και με μια έντονα στρεβλωμένη μορφή. Αντί να εξαλείφει εντελώς όλους αυτούς τους μηχανισμούς, ο ανταγωνισμός αναγκάζει το κράτος να εισάγει τους δικούς του για να προσπαθήσει να κάνει συνειδητά (και λιγότερο αποτελεσματικά) αυτό που η αγορά κάνει ασυνείδητα28.

Η συσσώρευση του κεφαλαίου, ή η μεγενθυμένη αναπαραγωγή των φυσικών μέσων παραγωγής, είναι ο μοναδικός σκοπός της παραγωγής στον καπιταλισμό. Αυτό συμβαίνει επειδή, όπως εξήγησε ο Μαρξ:

η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής καθιστά συνεχώς αναγκαία τη διατήρηση της αύξησης του ποσού του κεφαλαίου που επενδύεται σε μια δοσμένη βιομηχανική επιχείρησηυποχρεώνει [τον καπιταλιστή] να διατηρεί συνεχώς σε επέκταση το κεφάλαιό του ώστε να μπορεί να το διατηρεί, δεν μπορεί όμως να το επεκτείνει παρά μόνο μέσω της προοδευτικής συσσώρευσης29.

Στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ διατυπώνει τον τύπο της καπιταλιστικής αναπαραγωγής ως εξής: c+v+s, όπου το c αντιπροσωπεύει το σταθερό κεφάλαιο ή το απόθεμα φυσικού κεφαλαίου, το v είναι το μεταβλητό κεφάλαιο ή οι μισθοί, και το s είναι η υπεραξία ή κέρδος30. Το ποσό της υπεραξίας μπορεί να χωριστεί, το ίδιο, σε δύο μέρη, το ένα προορισμένο για καπιταλιστική κατανάλωση και το άλλο προοριζόμενο για συσσώρευση. Ας αναφερθούμε σε αυτά ως: k (το ταμείο για καπιταλιστική κατανάλωση) και a (ταμείο συσσώρευσης) αντίστοιχα, έτσι ώστε το σύνολο της υπεραξίας να είναι S=k+a. Στον καπιταλισμό η αύξηση του κεφαλαίου c εξαρτάται άμεσα από το ποσό της συσσώρευσης a, με το v να μην αυξάνεται παρά μόνο όσο χρειάζεται για την απασχόληση επιπρόσθετης εργατικής δύναμης ώστε να τεθεί σε κίνηση μια μεγαλύτερη μάζα κεφαλαίου c. Αντίθετα, σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, η αύξηση του κεφαλαίου c θα εξαρτιόταν αποκλειστικά από τις ανάγκες του v, τις ανάγκες για την φυσική αναπαραγωγή του πληθυσμού, ενώ η υπεραξία S και οι συνιστώσες της k και a θα ήταν διαθέσιμες σε όποιον τις χρειαζόταν περισσότερο με τη μορφή επιπλέον προϊόντων έτοιμων για κατανάλωση31. Στην Κούβα, όπως και σε όλες τις άλλες κρατικο-καπιταλιστικές χώρες, οποιαδήποτε αύξηση στο “ταμείο” της εργασίας v, που συντηρεί ολόκληρη την εργατική τάξη, εξαρτάται άμεσα από την επέκταση του κεφαλαίου c, τη μάζα των μέσων παραγωγής, και το ταμείο συσσώρευσης a που τροφοδοτεί την αύξησή του32. Η εθνικοποίηση των βιομηχανιών δεν καταργεί το κεφάλαιο ή τη συσσώρευσή του. Μάλλον επιταχύνει αυτές που είναι ήδη εγγενείς τάσεις της διαδικασίας συσσώρευσης του κεφαλαίου: 1) την συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί “απαλλοτρίωση των πολλών καπιταλιστών από λίγους”· και 2) τηνκοινωνικοποίησητης παραγωγής, ή την τάση αύξησης της αλληλεξάρτησης των διαφόρων κλάδων της βιομηχανίας33. Αμφότερες οι τάσεις υπηρετούν την αύξηση της παραγωγικότητας δηλαδή το ποσοστό με το οποίο η υπεραξία αντλείται από την εργατική τάξη – μέσω της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (του λόγου c/v). Η εθνικοποίηση των βιομηχανιών το επιτυγχάνει αυτό συγκεντρώνοντας το κεφάλαιο σε επιχειρήσεις που είναι μεγαλύτερες και πιο αποτελεσματικές, εξαιτίας των οικονομιών κλίμακας, και οι οποίες μειώνουν το μοναδιαίο κόστος παραγωγής καθώς αυξάνεται το βιομηχανικό προϊόν34. Από την άλλη, η κοινωνικοποίηση της παραγωγής εξαρμονίζει τους διαφορετικούς κλάδους της βιομηχανίας, ελαχιστοποιώντας τα σημεία “συμφόρησης ή τις ανισορροπίες στο αποτέλεσμα της παραγωγής κατά μήκος κάθε “κρίκου” της παραγωγικής αλυσίδας35. Συνοψίζοντας, ο στόχος της παραγωγής στην Κούβα εξακολουθεί να είναι η συσσώρευση κεφαλαίου από κέρδη. Το νομικό μονοπώλιο του κουβανικού κράτους επί των εργαλείων της εργασίας δεν έχει αλλάξει την κοινωνική οργάνωση της παραγωγής επειδή “το δίκαιο δεν μπορεί ποτέ να είναι πιο πάνω από την οικονομική δομή της κοινωνίας36.

Οι ηγέτες της κυβέρνησης, που ήρθε στην εξουσία το 1959, είχαν την αισιοδοξία, τουλάχιστον στην αρχή, ότι η Κούβα θα μπορούσε να απελευθερωθεί από την εξάρτησή της από τη ζάχαρη και θα μπορούσε να διαφοροποιήσει την οικονομία της. Αναποδογύρισαν τον Μαρξ, ισχυριζόμενοι ότι για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού ήταν αναγκαίο να αναπτύξουν την οικονομική βάση της Κούβας – δηλαδή να συσσωρεύσουν κεφάλαιο με έναν επιταχυνόμενο ρυθμό, υποβάλλοντας τους εργάτες σε μια εντατική εκμετάλλευση. Ο οικονομικός αποκλεισμός από τις ΗΠΑ δημιούργησε μια έλλειψη βασικών καταναλωτικών αγαθών και ανταλλακτικών για τον υπάρχοντα εξοπλισμό, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου προερχόταν από τις ΗΠΑ. Καθώς δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική πηγή ανταλλακτικών, η καινούρια κυβέρνηση στράφηκε για οικονομική βοήθεια στην άλλη μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη, την Σοβιετική Ένωση, βοήθεια που η τελευταία πρόσφερε άμεσα. Οι Σοβιετικοί έστειλαν μηχανήματα στην Κούβα, αλλά η εκβιομηχάνιση σύντομα “προσέκρουσε” σε μερικά προβλήματα τεχνικής φύσης: η “ενδιάμεση τεχνολογία”, που παραγόταν στην ΕΣΣΔ και τις ουδέτερες προς αυτήν χώρες, ήταν πολύ βαριά, άβολη και αναποτελεσμαστική καθώς και μη συμβατή με μεγάλο μέρος του εξοπλισμού που υπήρχε ήδη στο νησί. Η Κούβα θα έπρεπε τελικά να εισάγει πιο καινούρια μηχανήματα από τη Δυτική Ευρώπη ή την Ιαπωνία. Αυτά, όμως, μπορούσαν να αγοραστούν μόνο με δολλάρια και ο πιο γρήγορος και αξιόπιστος τρόπος να αποκτήσει δολλάρια η χώρα ήταν εξάγοντας ζάχαρη. Επιπλέον, παρά την λήψη σημαντικής βοήθειας από τους Σοβιετικούς, η Κούβα εξακολουθούσε να πρέπει να πληρώνει τον τεράστιο λογαριασμό των εισαγωγών που είχε μαζέψει. Κάτι που επίσης δεν μπορούσε να κάνει παρά μόνο πουλώντας ζάχαρη37. Η ίδια διαδικασία που είχε οδηγήσει το κουβανικό κράτος να “επιμείνει διπλά”38, σαν να λέμε, στην παραγωγή της ζάχαρης, ως πρωταρχικής πηγής εσόδων στα προηγούμενα χρόνια, έφτασε στο αποκορύφωμα προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960 με την καμπάνια για την συγκομιδή δέκα εκατομμυρίων τόνων ζάχαρης. Οι Σοβιετικοί παρείχαν στην Κούβα μια εγγυημένη αγορά για όλη την παραγωγή ζάχαρης, όπως το είχαν κάνει οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό τους όρους του Συμφώνου Αμοιβαιότητας [Reciprocity Treaty] του 190239, μέχρι το 1960, χρονιά που τέθηκε σε εφαρμογή ο οικονομικός αποκλεισμός. Επειδή η Κούβα είναι μια μονο-εξαγωγική οικονομία, εξαρτιόταν πάντα από έναν ιμπεριαλιστή χορηγό με μια πολύ μεγαλύτερη οικονομία για να απορροφά το προϊόν που παρήγαγε. Οι ΗΠΑ είχαν παίξει αυτόν τον ρόλο πριν από το 1960 και, τώρα, η Σοβιετική Ένωση θα έκανε το ίδιο. Και στις δυο περιπτώσεις το πολιτικό τίμημα που πλήρωσε η Κούβα ήταν επαχθές. Οι ΗΠΑ είχαν απαιτήσει μια ναυτική βάση στο κουβανικό έδαφος και το δικαίωμα να επεμβαίνουν στρατιωτικά για την υπεράσπιση των επιχειρηματικών τους συμφερόντων ενώ οι Σοβιετικοί απαίτησαν από την Κούβα να λειτουργήσει ως ο αντιπρόσωπός τους στις ένοπλες συγκρούσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Το 1966, η Κούβα διαπραγματεύθηκε μια εξαιρετικά προσοδοφόρα εμπορική συμφωνία με την Σοβιετική Ένωση για την πώληση πέντε εκατομμυρίων τόνων ζάχαρης, σε τιμές πάνω από αυτές της αγοράς για τις χρονιές 1968-1969, αλλά η συνολική παραγωγή δεν έπιασε αυτόν τον στόχο, δίνοντας, κατά μέσο όρο, μόλις 3,7 εκατομμύρια τόνους κάθε χρόνο. Απτόητοι από αυτή την αποτυχία και αποφασισμένοι, περισσότερο από ποτέ, να μετασχηματίσουν την Κούβα σε βιομηχανική υπερδύναμη, οι νέοι ηγέτες έβαλαν στις βλέψεις τους έναν ακόμα πιο φιλόδοξο στόχο, τον οποίο είχαν συλλάβει ως πανάκεια για όλα τα οικονομικά δεινά της χώρας: η Κούβα θα αψηφούσε τους νόμους της φύσης, και της οικονομίας, τριπλασιάζοντας την παραγωγή [ζάχαρης] στο διάστημα ενός και μόνο χρόνου40, με μια συγκομιδή δέκα εκατομμυρίων τόνων. Οι Σοβιετικοί θα αγόραζαν, όπως συμφώνησαν, τα πέντε εκαταμμύρια τόνους στην τιμή που είχε συμφωνηθεί με την εμπορική τους συμφωνία με την Κούβα, και άλλα δύο εκατομμύρια τόνοι θα πουλιούνταν στην παγκόσμια αγορά στην μέση τρέχουσα τιμή, ενώ τα τρία εκατομμύρια τόνοι που θα απέμεναν θα πουλιούνταν στους καταναλωτές και στις εταιρείς στην εγχώρια αγορά. Το κουβανικό κράτος, βοηθούμενο σε μεγάλο βαθμό από το Κόμμα και τα συνδικάτα-παραρτήματά του, εγκαινίασε μια στρατιωτικού τύπου εκστρατεία, κινητοποιώντας ολόκληρη την χώρα για τη εξασφάλιση του στόχου της παραγωγής. Οι προσπάθειές τους αποδείχτηκαν, τελικά, ανεπιτυχείς και η αποδιοργάνωση που η καμπάνια προκάλεσε σε άλλους τομείς της οικονομίας είχε μακροχρόνιες συνέπειες από τις οποίες, μπορεί κανείς να ισχυριστεί, ότι η Κούβα δεν έχει ανακάμψει ακόμα. Στο τέλος, όλα τα πλάνα για την με ιλλιγγιώδη ταχύτητα εκβιομηχάνιση της χώρας, όπως έκανε και ο Στάλιν στην Ρωσία στα πρώτα δύο πενταετή πλάνα, βραχυκυκλώθηκαν από τις οικονομικές πραγματικότητες της περιόδου μετά το πραξικόπημα του 1959. Η Κούβα έπαψε να είναι μια φυτεία ζάχαρης για τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά έγινε μια φυτεία ζάχαρης για τους Σοβιετικούς41.

Οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις έχουν πλασαριστεί ως το κατεξοχήν έκθεμα του “σοσιαλιστικού” σχεδίου στην Κούβα. Στην πραγματικότητα, όμως, έχουν χρησιμεύσει ως μια καπιταλιστική πρωταρχική συσσώρευση, μετασχηματίζοντας τον αγροτικό πληθυσμό σε μια τάξη εργατών γης. Οι αναλογίες ανάμεσα σε αυτή τη διαδικασία και την αποκαλούμενη “σοσιαλιστική πρωταρχική συσσώρευση” στη Ρωσία του Στάλιν, η οποία και θα οδηγούσε στην παρωδία της “σοσιαλιστικής εμπορευματικής παραγωγής”, αξίζει να επισημανθούν. Οι κρατικής ιδιοκτησίας φάρμες που δημιουργήθηκαν στην Κούβα από την συγχώνευση των κατακερματισμένων γαιοκτησιών των φτωχών και μεσαίων αγροτών, ή με τη διαίρεση των μεγάλων κτημάτων, λειτουργούν ως εμπορικές φάρμες. Όσοι κοπιάζουν σε αυτές τις ωραιοποιημένες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, που κυνικά βαφτίζονται “φάρμες του λαού” (granjas del pueblo), λαμβάνουν το πακέτο του “μισθού” τους ως ένα μικροσκοπικό κλάσμα της συνολικής παραγωγής της σοδειάς, v, που μετά βίας αρκεί για την επιβίωσή τους, ενώ το κράτος πουλά το επιπλέον προϊόν, s, στις εγχώριες αγορές με ένα κέρδος42. Η από-τα-πάνω-προς-τα-κάτω δομή διοίκησης αυτών των επιχειρήσεων, που έχει τις ρίζες της στην κρατικοποιημένη ιδιοκτησία, και η επακόλουθη έλλειψη ελέγχου πάνω στη διανομή του παραγώμενου προϊόντος, αναγνωρίζεται, από το ίδιο το κουβανικό κράτος, ως ένα μείζον αντι-κίνητρο για την παραγωγικότητα, παρ’ όλα αυτά δεν θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς43.

Οποιοδήποτε μέτρο γνήσιου ελέγχου πάνω στην οικονομία, που θα ασκείτο από τους ίδιους τους παραγωγούς, απειλεί όχι μόνο τον ρυθμό της συσσώρευσης του κεφαλαίου αλλά επίσης και τη λειτουργική ακεραιότητα του κουβανικού πολιτικού συστήματος, το οποίο βασίζεται στον παντού διάχυτο μιλιταρισμό και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει ανεκτό. Οι ιδιώτες αγρότες ενσωματώνονται στο δίκτυο της παραγωγής αξίας ως μικρο-δικαιούχοι με δικαιώματα επικαρπίας (και όχι ιδιοκτησίας) στη γη. Στην πράξη, όμως, δεν διαθέτουν ελεύθερα το προϊόν της εργασίας τους αλλά πρέπει να το πουλάνε στο κράτος μέσω των κέντρων διανομής του (Centros de Acopio) σε καθορισμένες τιμές, εμπλεκόμενοι έτσι σε κάτι που ισοδυναμεί με δουλειά-με-το-κομμάτι44. Όσο κι αν φαίνεται ασυνήθιστο, η δύσκολη θέση τους είναι χαρακτηριστική αυτής των Κουβανών εργατών: υφίστανται μια αδυσώπητη εκμετάλλευση, που δεν γνωρίζει όρια, ούτε καν αυτά της ανθρώπινης φυσιολογίας· εντελώς ακινητοποιημένοι και αποστερημένοι από κάθε αυτονομία, από έναν πανταχού παρόντα κρατικό μηχανισμό· υπό την επιτήρηση, κάθε στιγμή, της αστυνομίας, των CDR (Επιτροπές Υπεράσπισης της Επανάστασης, Comités de Defensa de la Revolución) και, στον εργασιακό χώρο, των συνδικάτων, τα οποία παίζουν επίσης έναν οργανωτικό ρόλο μέσα στον κουβανικό καπιταλισμό· χωρίς το δικαίωμα να οργανωθούν οι ίδιοι ή να εκφραστούν· στο έλεος των καπρίτσιων της κρατικής γραφειοκρατίας κλπ. Σε καμμιά άλλη χώρα δεν είναι η εργατική τάξη τόσο έντονα εξουσιαζόμενη όσο στην Κούβα, κάτι που η κουβανική κυβέρνηση προωθεί αδιαμφισβήτητα, στους υποψήφιους συνεταίρους της σε κοινοπραξίες, ως ένα από τα βασικά ελκυστικά γνωρίσματα. Μια μελέτη από το Ίδρυμα Brookings, μια καπιταλιστική δεξαμενή σκέψης, παρατηρεί ότι αν και “[η] Συνομοσπονδία Κουβανών Εργατών, και οι πυρήνες του Κομμουνιστικού Κόμματος, είναι εμπεδωμένοι στις επιχειρήσεις…αυτές οι οργανώσεις γενικά ευθυγραμμίζονται με τους στόχους της παραγωγής της επιχείρησης και τους, σχετιζόμενους με αυτήν, κρατικούς οργανισμούς”, και συνεπώς “η διοίκηση δεν χρειάζεται να ανησυχεί για μαχητικές απεργίες ή στάσεις εργασίας”45. Η βαθιά αντιδραστική φύση των συνδικάτων απορρέει από τον ρόλο που παίζουν στον καπιταλισμό ως ρυθμιστές της αγοράς και πώλησης της εργατικής δύναμης. Έχουν συμφέρον στη διατήρηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας γιατί η ύπαρξή τους εξαρτάται από αυτήν. Αυτό τους έχει επιτρέψει να ενσωματώνονται στο καπιταλιστικό κράτος και τα βοηθητικά του όργανα, μια διαδικασία που φτάνει στην ύψιστη έκφρασή της σε κρατικο-καπιταλιστικές χώρες όπως η Κούβα46. Αλλά, σε αντίθεση με άλλες καπιταλιστικές χώρες, τα κουβανικά συνδικάτα δεν προσποιούνται καν ότι εκπροσωπούν εργάτες ή ότι διαπραγματεύονται με τους εργοδότες για λογαριασμό τους. Είναι κρατικά όργανα, επιφορτισμένα με το καθήκον να επιβάλλουν την εργασιακή πειθαρχία και την αύξηση της παραγωγικότητας47.

Όλα τα μέτρα που έχουν ληφθεί από την κουβανική κυβέρνηση μετά το 1959 και αναφέρονται επιδοκιμαστικά από την κρατική μπουρζουαζία και τους παρτιζάνους της, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, ως συγκεκριμένη μαρτυρία για τον “επαναστατικό” και “εργατικό” χαρακτήρα της, ήταν εντελώς ιδιοτελή και εφαρμόστηκαν για να ενισχύσουν τον καπιταλισμό στο νησί. Όμως, το καλλίτερο ίσως παράδειγμα, και αυτό που καταδεικνύει με τον καλλίτερο τρόπο αυτό το σημείο, είναι η επιτυχημένη εκστρατεία του κουβανικού κράτους για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού στην ύπαιθρο. Πρόκειται για μια από τις πιο μακροχρόνιες κληρονομιές του κουβανικού κρατικού καπιταλισμού και κάτι στο οποίο η κυβέρνηση έχει καταφύγει επανειλημμένα για να δικαιολογήσει την ύπαρξή της από μια ηθική σκοπιά. Η Κούβα, λένε, ήταν μια οπισθοδρομική χώρα με μια υπανάπτυκτη οικονομία, παγιδευμένη σε μια παρασιτική σχέση με τον γείτονά της στα βόρεια – η επανάσταση τής έδωσε την ανεξαρτησία της και την έκανε την πιο ζηλευτή χώρα σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική! Αυτό που οι άνθρωποι αυτοί δεν βλέπουν, ή δεν θέλουν να δουν, είναι ότι όλα τα επιτεύγματα της υποτιθέμενης “επανάστασης” ήταν με κατηγορηματικό τρόπο καπιταλιστικά μέτρα. Ο στόχος τους δεν ήταν ποτέ η βελτίωση του βιωτικού επιπέδου των Κουβανών εργατών αλλά η μεγένθυση του κουβανικού κεφαλαίου, η επίτευξη ενός μεγαλύτερου ποσοστού εκμετάλλευσης (ο λόγος s/v) μέσω της καλλίτερης αξιοποίησης της υπάρχουσας τεχνολογίας. Μετά την επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κούβα και την ευθυγράμμιση της τελευταίας με τη Σοβιετική Ένωση, η χώρα βίωσε μια αιμορραγία αυτών των ίδιων των εξειδικευμένων εργατών που θα χρειάζονταν για τη βιομηχανοποίηση της οικονομίας. Φορτία με μηχανήματα και πρώτες ύλες από τη Σοβιετική Ένωση, η οποία ήταν αρκετά γενναιόδωρη, στοιβάζονταν κυριολεκτικά στις αποβάθρες αφού η Κούβα δεν είχε ούτε το προσωπικό για να τα λειτουργήσει ούτε τα κτίρια για να τα αποθηκεύσει48. Για να πετύχει την εκβιομηχάνιση και να κρατηθεί κοντά στους ανταγωνιστές της, η Κούβα θα έπρεπε να μετατρέψει τον αναλφάβητο πληθυσμό της στην ύπαιθρο σε μια εργατική δύναμη ικανή να παράγει υπεραξία για το κράτος. Παρ’ όλο που η προσπάθεια για την εκβιομηχάνιση σκόνταψε πάνω σε ανυπέρβλητα εμπόδια, απέμεινε μια υψηλής ειδίκευσης εργατική δύναμη ως παράπλευρο προϊόν αυτής της διαδικασίας, που εγκαταλείφθηκε. Τα πρόσφατα χρόνια, οι εξαγωγές ανθρώπινου κεφαλαίου έχουν γίνει η πρωταρχική πηγή εσόδων της χώρα – αντικαθιστώντας την παραγωγή ζάχαρης, η οποία κατέρρευσε μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και της επακόλουθης απώλειας μιας εγγυημένης αγοράς – με τον τουρισμό και τα εμβάσματα από το εξωτερικό ως την δεύτερη και τρίτη πηγή αντίστοιχα. Η Βραζιλία, για παράδειγμα, πληρώνει το κουβανικό κράτος περίπου 4000 δολλάρια τον μήνα για κάθε γιατρό που στέλνεται εκεί σε μια “διεθνιστική αποστολή”. Παρ’ όλα αυτά, οι γιατροί οι ίδιοι βγάζουν, κατά μέσο όρο, μόνο 400 δολλάρια κάθε μήνα σε μισθό49. Τη διαφορά την ιδιοποιείται η κυβέρνηση ως υπεραξία για την πληρωμή στρατιωτικών δαπανών και πολυτελούς κατανάλωσης από την άρχουσα τάξη ή αλλιώς επανεπενδύεται σε κερδοφόρες επιχειρηματικές δραστηριότητες, πολλές από τις οποίες είναι σε συνεργασία με καπιταλιστές από το εξωτερικό. Ακόμα και το “σοσιαλιστικό” σύστημα υγείας της χώρας, που από πολλούς θεωρείται ως η κορωνίδα των επιτευγμάτων, εξυπηρετεί τις ανάγκες συσσώρευσης του κουβανικού κεφαλαίου. Από την σκοπιά του κεφαλαίου, ένα κρατικό σύστημα υγείας είναι προτιμότερο από ένα ιδιωτικό σύστημα ή ένα σύστημα με πολλούς “παίκτες”, όπως αυτό που υπάρχει στις ΗΠΑ, γιατί επιτρέπει στην τάξη των καπιταλιστών να μοιράζονται συλλογικά το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, που περιλαμβάνει επίσης την υγειονομική περίθαλψη, αντί να πρέπει να σηκώνουν αυτό το βάρος ξεχωριστά. Επιπλέον, καθώς επιτρέπει στους εργάτες να βλέπουν τους γιατρούς πιο συχνά, παρέχοντάς τους επιπλέον πρόσβαση στην φροντίδα πρόληψης, μειώνει επίσης τα σχετικά κόστη μακροπρόθεσμα, ας σκεφτούμε μόνο τις εργατοώρες που χάνονται εξαιτίας ασθενειών50. Εν συντομία, έχει να κάνει με τη διαμόρφωση του εργάτη σύμφωνα με τις απαιτήσεις της μεγενθυμένης παραγωγής και την ελαχιστοποίηση του κόστους των αναγκών του/της για την απόσπαση μεγαλύτερης υπεραξίας.

Η καπιταλιστική οικονομία, είτε ιδωτική είτε κρατική, απαιτεί ατέλειωτη οικονομική ανάπτυξη η οποία, όμως, μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της αύξησης στον ρυθμό εκμετάλλευσης ή μιας μείωσης στην κατανάλωση της εργατικής τάξης. Η κρατική μπουρζουαζία στην Κούβα έχει προσπαθήσει και τις δυο στρατηγικές με καταστροφικά αποτελέσματα για τους εργάτες, που έχουν δει το βιωτικό τους επίπεδο να έχει ισοπεδωθεί εντελώς τις έξι τελευταίες δεκαετίες. Οι δεξιοί αντιφρονούντες και οι αριστεροί ακτιβιστές, τόσο στο νησί όσο και στο εξωτερικό, προτείνουν έναν αριθμό λύσεων, μερικές από τις οποίες αξίζουν να συζητηθούν περισσότερο από άλλες, αλλά που όλες πάσχουν από την ίδια αδυναμία: δεν αμφισβητούν με κανέναν τρόπο τις υλικές βάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η γενικά συμφωνημένη αντίληψη στην δεξιά είναι ότι ο διοικητικός μηχανισμός πρέπει να αποξηλωθεί υπέρ ενός συστήματος ελεύθερου εμπορίου και ότι τα περιουσιακά στοιχεία του κράτους πρέπει να δημοπρατηθούν σε ιδιωτικές εταιρείες ή άτομα. Από την άλλη πλευρά, οι απόψεις είναι πολύ λιγότερο διχασμένες σε σχέση με την ταχύτητα με την οποία θα πρέπει να προχωρήσει η αποεθνικοποίηση (οι εμπειρίες της Ρωσίας και των άλλων χωρών του σοβιετικού μπλοκ υποτίθεται ότι έχουν χρησιμεύσει ως προειδοποίηση ενάντια στους κινδύνους μιας “απερίσκεπτης ιδιωτικοποίησης”) και τα κοινωνικά προγράμματα που θα γλιτώσουν από την “γκιλοτίνα”. Οι προτάσεις από την αριστερά ποικίλουν από μια “αυτοδιαχείριση” γιουγκοσλαβικού τύπου, στην οποία επιχειρήσεις, υπό τη διαχείριση των εργατών, ανταγωνίζονται σε μια οικονομία αγοράς, μέχρι έναν “εκδημοκρατισμένο” κρατικό καπιταλισμό51. Πραγματικά, μια από τις πιο συχνές κριτικές της αριστεράς στον Καστρο-σταλινισμό είναι ότι αποκλείει άδικα από την λήψη των αποφάσεων τους πάντες, πλην μιας χούφτας. Με άλλα λόγια, είναι ένα καθεστώς αυταρχικό και μη-δημοκρατικό. Όμως, αυτή η θεώρηση συγχέει τα συμπτώματα με την ασθένεια. Η άκαμπτη και ιεραρχική φύση της κουβανικής οικονομίας είναι μια παράπλευρη συνέπεια της κρατικής ιδιοκτησίας. Ο μετασχηματισμός της σε ατομική ιδιοκτησία ή η αποκεντροποίησή της με νομικίστικα μέσα δεν θα άλλαζε κατά κανέναν τρόπο το περιεχόμενό της. Το μόνο πράγμα που θα άλλαζε, σε αυτή την περίπτωση, θα ήταν η συγκεκριμένη θεσμική μορφή του καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα, όλες οι προτεινόμενες λύσεις δεν είναι παρά κάτι λίγο παραπάνω από επιφανειακές αλλαγές στο υπάρχον σύστημα, ενώ οι ουσιώδεις πυλώνες του – η μισθωτή εργασία και η συσσώρευση του κεφαλαίου – παραμένουν σταθερά στη θέση τους. Όλοι οι παράγοντες που αναφέρονται για να δικαιολογηθούν τέτοιες αλλαγές – για παράδειγμα, βελτίωση της ποιότητας της ανάδρασης της πληροφορίας, η εξάλειψη αποβλήτων, η αύξηση της παραγωγικότητας, ο εξορθολογισμός των επιχειρήσεων κλπ., είναι αποκαλυπτικοί. Στο τέλος, ο δυισμός αριστεράς-δεξιάς δεν αντιπροσωπεύει τίποτα περισσότερο από διαφορετικές εναλλακτικές για τη διαχείριση του καπιταλισμού.

Η εργατική τάξη πρέπει να απορρίψει αυτό το παράδειγμα εντελώς, βάζοντας στην ατζέντα την άμεση κατάργηση της μισθωτής εργασίας και της εμπορευματικής ανταλλαγής, πρώτα σε εθνική και, έπειτα, σε διεθνή κλίμακα. Αυτό απαιτεί οι εκμεταλλευόμενοι στην Κούβα, και σε όλες τις άλλες χώρες, να οργανωθούν ως τάξη για την ανατροπή του καπιταλιστικού κράτους, ξεμπερδεύοντας μια για πάντα από αυτόν τον καταπιεστικό μηχανισμό, εδραιώνοντας ταυτόχρονα τη δική τους δομή εξουσίας βασισμένης στα εργατικά συμβούλια: επιτροπές δημοκρατικά εκλεγμένων και άμεσα ανακλητών αντιπροσώπων. Αυτά τα όργανα θα έχουν την ευθύνη της απαλλοτρίωσης του κεφαλαίου, της εκπόνησης του οικονομικού σχεδιασμού και της επίβλεψης της επέκτασης του “κοινωνικοποιημένου” – δηλαδή αυτού που θα παράγει αυστηρά μόνο αξία-χρήσης – τομέα της οικονομίας σε όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες. Αυτά είναι τα καθήκοντα μπροστά μας, και στην Κούβα, όπως και οπουδήποτε αλλού, είναι μόνο η εργατική τάξη που μπορεί να τα φέρει σε ολοκλήρωση. Η κατάπνιξη του καπιταλιστικού συστήματος, σε οποιαδήποτε μεταμφίεσή του, είναι η απόλυτα απαραίτητη συνθήκη για την πλήρη χειραφέτηση του ανθρώπινου είδους και της αναγέννησής του ως μιας αυθεντικής κοινότητας.

2 Grandizo Munis, “Pro Segundo Manifiesto Comunista,” στο Teoría y Práctica de la Lucha de Clases 13.

3 Στμ. Barbudos (ισπανικά): οι γενειοφόροι επαναστάτες. Ο όρος επινοήθηκε για να περιγράψει τις ανταρτικές δυνάμεις της κουβανικής επανάστασης.

4 Samuel Farber, Cuba Since the Revolution of 1959 (Chicago: Haymarket, 2011), σσ. 18-19.

5 Φρήντριχ Ένγκελς: Socialism: Scientific and Utopian (New York City: Cosimo Inc., 2008), σελ. 67 [στα Ελληνικά, “Σοσιαλισμός: επιστημονικός και ουτοπικός”, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2006].

6 Rene Dumont, Cuba: Socialism and Development (New York City: Grove Press, 1970), σελ. 110.

7 Στο ίδιο., σσ. 111-113.

8 Farber, ό.π., σσ. 55-56.

9 Στμ. Αλλά και κινήτρων.

10 Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Κούβας. Κεφάλαιο VII – Θεμελιώδη Δικαιώματα, Υποχρεώσεις και Εγγυήσεις, άρθρο 45.

11 Στμ. Τι να κάνουμε; Αν το παιχνίδι είναι αυτό της αξίας (και του χρήματος) ε, ο καπιταλισμός το παίζει καλλίτερα από οποιοδήποτε άλλο σύστημα!

12 Εργασιακός Κώδικας της Κούβας. Κεφάλαιο VI – Εργασιακή Πειθαρχία, ενότητα III, άρθρα 158-159.

13 Σ.το ίδιο, Κεφάλαιο II – Σύμβαση εργασίας, ενότητα XII, άρθρο 61.

14 Nancy A. Quiñones Chang, “Cuba’s Insertion in the International Economy Since 1990,” στο Cuban Economists on the Cuban Economy, (Gainesville: University Press of Florida, 2013), σελ. 91.

15 Paul Sweezy, The Theory of Capitalist Development (New York City: Monthly Review Press, 1942), σελ. 52-54. [στα Ελληνικά: “Η Θεωρία της Καπιταλιστικής Ανάπτυξης”, εκδόσεις Gutenberg, 2004].

16 Στμ. Εκβιομηχάνιση αντί εισαγωγών (Import substitution industrialization), είναι μια εμπορική και οικονομική πολιτική που προάγει την αντικατάσταση των ξένων εισαγωγών με την εσωτερική κατανάλωση. Βασίζεται στην αρχή ότι μια χώρα θα πρέπει να προσπαθήσει να μειώσει την εξάρτησή της από το εξωτερικό μέσα από την τοπική παραγωγή βιομηχανοποιημένων αγαθών.

17 Ha-Joon Chang, Bad Samaritans: The Myth of Free Trade and the Secret History of Capitalism (New York City: Bloomsbury Press, 2008), σσ. 14-15.

19 Καρλ Μαρξ, Capital vol. 2 (London: Penguin Classics, 1990), σελ. 427.

20 Paresh Chattopadhyay, The Marxian Concept of Capital and the Soviet Experience (Westport: Praeger Publishers, 1994), σσ. 18-20.

21 Στμ. Αυτό μήπως χρειάζεται μεγαλύτερη διευκρίνηση; Για να το θέσουμε διαφορετικά: πώς ακριβώς εκφράζεται αυτός ο ανταγωνισμός για την τιμή πχ. της εργατικής δύναμης μεταξύ των κρατικών επιχειρήσεων;

22 Στμ. Αναφορά στον Τόνυ Κλιφ, ιδρυτικό μέλος του Socialist Workers Party στη Βρετανία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 στηριγμένος στην ανάλυση του Τρότσκι για τον σταλινισμό, διατύπωσε τη θεωρία του κρατικού καπιταλισμού για τα σταλινικά καθεστώτα. Κορυφαίο έργο του είναι ο “Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία”.

23 Peter Binns-Mike Gonzales, “Cuba, Castro and Socialism στο International Socialism, Spring, 1980.

24 Chattopadhyay, ό.π., σσ. 54-55.

25 CEPAL, La Economía Cubana: Reformas Estructurales y Desempeño en los Noventa, 2nd ed. (Mexico City: Economic Culture Fund, 2000), σσ. 205-206.

26 Στμ. Αυτό θα μπορούσε βέβαια να ερμηνευθεί ως η αποτυχία, προς το παρόν, της κρατικής οικονομίας να λειτουργήσει “πραγματικά” ως “ένα όλον”.

27 Στμ. Στο πρωτότυπο: stray too far.

28 Adam Buick & John Crump, State Capitalism: The Wages System under New Management (New York City: St. Martin’s Press, 1986), σσ. 80-93.

29 Καρλ Μαρξ, Capital vol. 1 (London: Penguin Classics, 1990), σελ. 739.

30 Για να είμαστε σαφείς, υπεραξία και κέρδος δεν είναι συνώνυμα. Όμως, η υπεραξία είναι η πηγή του κέρδους και για τις ανάγκες μας εδώ ταιριάζουν στον ίδιο ρόλο. Συνεπώς, μπορούμε να μιλάμε για αυτά σαν να μην διακρίνονται μεταξύ τους.

31 Grandizo Munis, “Partido-Estado, Stalinismo, Revolución,” στο Revolución y Contrarrevolución en Rusia, σσ. 78-80.

32 Αυτό χρσιμοποιείται μόνο ενδεικτικά, καθώς ο νόμος της αξίας δεν θα λειτουργούσε στον σοσιαλισμό και η ανταλλακτική αξία δεν θα υπήρχε καν.

33 Μαρξ, ό.π., σσ. 929-930.

34 Στμ. Στον βαθμό βέβαια, πρέπει να πούμε – και να θέσουμε προς προβληματισμό – που η κλιμάκωση αυτή δεν συνοδεύεται από πιθανά προβλήματα γιγάντωσης του διαχειριστικού και διευθυντικού “κόστους” των γιγαντωνόμενων επιχειρήσεων/βιομηχανιών, πχ. γραφειοκρατία, έλλειψη ευελιξίας στη λήψη αποφάσεων και στον σχεδιασμό κλπ.

35 Στμ. Βέβαια αυτό εγείρει, κατά την άποψή μας – δείτε και την προηγούμενη παρατήρηση – το πολύ θεμελιώδες ερώτημα: αν το κρατικο-καπιταλιστικό μοντέλο αυτών των κοινωνιών/οικονομιών ενισχύει αυτές τις δυο θεμελιώδεις τάσεις συσσώρευσης του κεφαλαίου γιατί αυτές αποτυγχάνουν οικτρά σε σχέση με τις συμβατικές καπιταλιστικές χώρες; Για παράδειγμα, η “κοινωνικοποίηση” της παραγωγής φαίνεται να γίνεται σε ένα περιβάλλον “δυσκαμψίας” αν, όπως είπαμε και πριν, οι αγκυλώσεις της γιγάντωσης των βιομηχανιών επικρατήσουν των ωφελειών από τις οικονομίες κλίμακας. Επίσης θα πρέπει να αναλογιστούμε τις συνθήκες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στις κρατικοποιημένες κοινωνίες/οικονομίες που είναι, συνήθως, έλλειψη “παραγωγικών” κινήτρων, μειωμένοι μισθοί και κατανάλωση κλπ. Εν ολίγοις, κάπως θα πρέπει να εξηγηθεί η αποτυχία αυτού του, “σοβιετικού” ας πούμε, τύπου κρατικο-καπιταλιστικών κοινωνιών/οικονομιών. Από την άλλη, βέβαια, έχουμε και το “πετυχημένο” (;) κινέζικο μοντέλο που, μάλλον, είναι μια πολύ διαφορετική ιστορία.

36 Καρλ Μαρξ, Critique of the Gotha Program (Rockville: Wildside Press, 2008), σελ. 26 [στα Ελληνικλα, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα”, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2015].

37 Richard Gott, Cuba: A New History (New Haven: Yale University Press, 2005), σσ. 186-188.

38 Στμ. Στο πρωτότυπο: double-down.

39 United States Tariff Commission, The Effects of the Cuban Reciprocity Treaty of 1902 (Washington: US Govt. Printing Office, 1929), σσ. 66-67.

40 Στμ. Είναι, νομίζουμε, η τρέλα από την αίσθηση παντοδυναμίας του συγκεντρωτικού κράτους πάνω σε μια υποτίθεται απόλυτα πειθαρχημένη εργατική δύναμη στο έλεος αυτής της παντοδυναμίας που ωθεί σε τέτοια φαραωνικά και υβριστικά πλάνα που, όπως στην Σοβιετική Ένωση με τα “πειράματα του Λυσένκο” ή στη μαοϊκή Κίνα της “Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης”, απέτυχαν οικτρά εξοντώνοντας τεράστια τμήματα του πληθυσμού από την πείνα, τις κακουχίες και τις εκκαθαρίσεις. Και, όχι τυχαία, είναι αυτά τα συγκεντρωτικά, αυταρχικά καθεστώτα που φτάνουν την εκμετάλλευση του προλεταριάτου σε έναν ύψιστο βαθμό.

41 Gott, ό.π., 240-243.

42 Αυτές μετονομάστηκαν σε Unidades Básicas de Producción Cooperativa (Βασικές Μονάδες Συνεταιριστικής Παραγωγής) ακολουθώντας μια αναδιάρθρωση περιουσιακών στοιχείων του παραγωγικού κεφαλαίου εντός του αγροτικού τομέα το 1993. Όμως, η εσωτερική οργάνωση και ο βασικός τρόπος λειτιυργίας τους παρέμεινε απαράλλακτος.

43 Dumont, ό.π., σσ. 51-52.

44 αυτόθι., σσ. 80-85.

45 Richard E. Feinberg, The New Cuban Economy: What Roles for Foreign Investment? (Washington DC: Brookings Institution, 2012), σελ. 58.

46 Grandizo Munis, “Los Sindicatos Contra la Revolución” στο Internacionalismo, Sindicatos, Organización de Clase, σελ. 85-86.

47 Farber, ό.π., σσ. 138-139.

48 Dumont, ό.π., σελ. 77.

49 Martin Carnoy, “Cuba’s Biggest Export is Teachers, Doctors – Not Revolution”, [“Οι μεγαλύτερες εξαγωγές της Κούβας είναι Δάσκαλοι και Γιατροί – όχι η Επανάσταση”], Reuters, 24 Δεκεμβρίου 2014.

50 Για μια σε μεγαλύτερο βάθος ανάλυση του συστήματος περίθαλψης στις ΗΠΑ δείτε το άρθρο του Red Hughs Capital’s Health Dilemma στο πρώτο τεύχος του Intransigence.

51 Pedro Campos Santos, “Cuba Necesita un Socialismo Participativo y Democrático. Propuestas Programáticas”, Cubaencuentro, 24 Αυγούστου 2008.

Ο σταλινισμός του ζαχαροκάλαμου

Κρατικός καπιταλισμός και ανάπτυξη στην Κούβα

dndf1

το κείμενο σε pdf

 

Στις 11 του τρέχοντος μήνα [Ιούλιος], ένα κύμα διαμαρτυριών ξεκίνησε σε διάφορες κουβανικές πόλεις. Γενικευμένη φτωχοποίηση, έλλειψη εμβολίων, συνεχή μπλακάουτ ρεύματος, η υγειονομική κατάσταση και η διαχείριση της πανδημίας του κορωνοϊού από την κυβέρνηση είναι μερικοί από τους πιο ορατούς παράγοντες αυτών των ημερών διαμαρτυρίας. Διάφοροι δεξιοί παράγοντες, ιδιαίτερα έξω από το νησί της Καραϊβικής, τρέχουν να πάρουν θέση ηγεμονίας στη δυσαρέσκεια. Μεγάλο μέρος της αριστεράς, από την πλευρά του, είτε καταδικάζει τις μάζες που κατέβηκαν στους δρόμους, στην πραγματικότητα “αγοράζοντας” την εκδοχή της δεξιάς είτε, περισσότερο ή λιγότερο ντροπαλά, καλεί επίσης για “περισσότερη δημοκρατία” και μεγαλύτερη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας. Αλλά αυτό που συμβαίνει στην Κούβα δεν είναι κάτι ξένο στην παγκόσμια σκηνή. Κοινωνικές εξεγέρσεις ξεπηδούν παντού, επειδή είναι οι συνθήκες ζωής που επιβάλλονται από την καπιταλιστική κοινωνία που αμφισβητούνται από αυτά τα κινήματα. Και, φυσικά, η Κούβα είναι εξίσου καπιταλιστική με οποιοδήποτε άλλο μέρους του πλανήτη.

Το κείμενο που ακολουθεί, και το οποίο δημοσιεύτηκε αρχικά στα Αγγλικά στον ιστότοπο Ritual” (ο οποίος δεν είναι πια διαθέσιμος) και αναδημοσιεύτηκε σε άλλα μέσα (δείτε: https://mcmxix.org/2018/07/09/sugarcane-stalinism), ασχολείται με την καπιταλιστική φύση του καθεστώτος που επιβλήθηκε στην Κούβα και αποδομεί την αριστερίστικη μυθολογία που θέλει να βλέπει στην ιστορία του [καθεστώτος] την ανάπτυξη μιας μορφής σοσιαλισμού.

Ο συγγραφέας του, Emanuel Santos, ένας Κουβανός που έχει γεννηθεί στην Αβάνα, μοιράστηκε μαζί μας αυτή την ισπανική έκδοση, την οποία έχουμε ελαφρώς τροποποιήσει σε μερικές μικρές λεπτομέρειες. Η πολιτική τροχιά του Emanuel ποικίλει από μια αρχική προσέγγιση στον αναρχισμό σε ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για το έργο του Μαρξ, παρακινούμενο ακριβώς από την αντιπαράθεση εντός σοσιαλιστικών πρωτοβουλιών και αναρχικών ομάδων. Στη συνέχεια, κινήθηκε πλησιέστερα στις θέσεις και τις ομάδες της κομμουνιστικής αριστεράς με έναν “μπορντιγκιστικό” και “συμβουλιακό” προσανατολισμό.

Ας περάσουμε, λοιπόν, στη ζωή

“Η καπιταλιστική οικονομία, είτε ιδιωτική είτε κρατική, απαιτεί ατελείωτη οικονομική ανάπτυξη, η οποία μπορεί να επιτευχθεί, όμως, μόνο αυξάνοντας τον ρυθμό εκμετάλλευσης ή μειώνοντας την κατανάλωση της εργατικής τάξης. Η κρατική κουβανική αστική τάξη έχει πειραματιστεί και με τις δύο στρατηγικές, με καταστροφικά αποτελέσματα για τους εργάτες, που έχουν δει το βιωτικό τους επίπεδο να έχει κυριολεκτικά αποδεκατιστεί τις τελευταίες έξι δεκαετίες.

Δεξιοί αντιφρονούντες και αριστεροί ακτιβιστές, τόσο στο νησί όσο και στο εξωτερικό, έχουν προτείνει τις λύσεις τους, μερικές με μεγαλύτερη αξία για να συζητηθούν από άλλες, αλλά όλες πάσχοντας από το ίδιο ελάττωμα: δεν αμφισβητούν κατά κανέναν τρόπο τα θεμέλια της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η γενική συμφωνημένη αντίληψη στη δεξιά είναι ότι ο διοικητικός μηχανισμός θα πρέπει να αποξηλωθεί υπέρ ενός συστήματος ελεύθερου εμπορίου και ότι τα περιουσιακά στοιχεία του κράτους θα πρέπει να δημοπρατηθούν σε ιδιωτικές εταιρείες ή άτομα. Από την άλλη πλευρά, οι απόψεις διχάζονται πολύ λιγότερο σε σχέση με την ταχύτητα με την οποία θα πρέπει να προχωρήσει η αποεθνικοποίηση (οι εμπειρίες της Ρωσίας και των άλλων χωρών του σοβιετικού μπλοκ υποτίθεται ότι έχουν χρησιμεύσει ως μια προειδοποίηση ενάντια στους κινδύνους μιας “απερίσκεπτης ιδιωτικοποίησης”) και κοινωνικά προγράμματα που θα γλιτώσουν από την “γκιλοτίνα”. Οι προτάσεις από την αριστερά ποικίλουν από μια “αυτοδιαχείριση” γιουγκοσλαβικού τύπου, στην οποία επιχειρήσεις υπό τη διαχείριση των εργατών ανταγωνίζονται σε μια οικονομία αγοράς, μέχρι έναν “εκδημοκρατισμένο” κρατικό καπιταλισμό. Πραγματικά, μια από τις πιο συχνές κριτικές της αριστεράς στον Καστρο-σταλινισμό είναι ότι αποκλείει άδικα τους πάντες, πλην μιας χούφτας, από την λήψη των αποφάσεων. Με άλλα λόγια, είναι ένα κάθεστώς αυταρχικό και μη-δημοκρατικό. Όμως, αυτή η θεώρηση συγχέει τα συμπτώματα με την ασθένεια. Η άκαμπτη και ιεραρχική φύση της κουβανικής οικονομίας είναι μια παράπλευρη συνέπεια της κρατικής ιδιοκτησίας. Ο μετασχηματισμός της σε ατομική ιδιοκτησία ή η αποκεντροποίησή της με νομικίστικα μέσα δεν θα άλλαζε κατά κανέναν τρόπο το περιεχόμενό της. Το μόνο πράγμα που θα άλλαζε σε αυτή την περίπτωση θα ήταν η συγκεκριμένη θεσμική μορφή του καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα, όλες οι προτεινόμενες λύσεις δεν είναι παρά κάτι λίγο περισσότερο από επιφανειακές αλλαγές στο υπάρχον σύστημα, ενώ οι ουσιώδεις πυλώνες του – η μισθωτή εργασία και η συσσώρευση του κεφαλαίου – παραμένουν σταθερά στη θέση τους. Όλοι οι παράγοντες που αναφέρονται για να δικαιολογηθούν τέτοιες αλλαγές – για παράδειγμα, βελτίωση της ποιότητας της ανάδρασης της πληροφορίας, η εξάλειψη αποβλήτων, η αύξηση της παραγωγικότητας, ο εξορθολογισμός των επιχειρήσεων κλπ., είναι αποκαλυπτικοί. Στο τέλος, ο δυισμός αριστεράς-δεξιάς δεν αντιπροσωπεύει τίποτα περισσότερο από διαφορετικές εναλλακτικές για τη διαχείριση του καπιταλισμού”.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://dndf.org/?p=19653#more-19653.

Αναφορά από τον χώρο παραγωγής: Πώς ξεδοντιάστηκαν τα συνδικάτα

Μια αφήγηση από έναν μαθητευόμενο σε εργατικό Συνδικάτο1,2

το κείμενο σε pdf

Οι αναρχικοί τιμούν την Πρωτομαγιά σαν μια ημέρα γιορτασμού των επαναστατικών εργατικών κινημάτων από το 1886. Πέρσι, αναρχικοί σε ολόκληρο τον κόσμο τίμησαν την Πρωτομαγιά παρά τις συνδυασμένες δυσκολίες που προκαλούσαν η πανδημία και τα lockdown που είχαν επιβληθεί από τα κράτη. Ενόψει της αυριανής Πρωτομαγιάς, δημοσιεύουμε μια ανάλυση για το τι συνέβη στα πανίσχυρα εργατικά συνδικάτα των μέσων του 20ου αιώνα, γραμμένη μέσα από ένα από αυτά. Το παρόν κείμενο εμφανίστηκε για πρώτη φορά πριν δεκαπέντε χρόνια στο δεύτερο τεύχος του Rolling Thunder, του αναρχικού περιοδικού μας για το ζειν επικινδύνως.

Από τότε, οι περιστάσεις που αυτό το κείμενο περιγράφει έχουν γίνει μόνο χειρότερες, καθώς η μια οικονομική κρίση διαδέχεται την άλλη ενώ τα εργατικά συνδικάτα πασχίζουν να απαντήσουν. Η μαχητική ανεργία που μερικοί νεαροί αποτραβηγμένοι3 αναρχικοί επέλεξαν ως στρατηγική στην αλλαγή του αιώνα έχει γίνει, σε κάποια σημεία, μια σχεδόν γενικευμένη συνθήκη. Την ίδια στιγμή, η πολιτική πόλωση της λευκής εργατικής τάξης έχει καταστήσει μη υποστηρήξιμο ένα μέρος της αισιοδοξίας με την οποία τελειώνει το παρόν κείμενο – δείχνοντας το κόστος αυτού που συμβαίνει όταν χάνουμε ευκαιρίες να παρουσιάσουμε επαναστατικές λύσεις στα προβλήματα που προκαλεί ο καπιταλισμός. Η αναγωγή του πολιτικού φάσματος σε διαφορετικές αποχρώσεις του κεντρώου νεοφιλελευθερισμού έστρωσε τον δρόμο για εθνικιστές όπως ο Τραμπ ώστε να παριαστάνουν ψευδώς τους εαυτούς τους σαν “επαναστάτες” που πολεμούν τις “ελίτ” στο όνομα των απλών ανθρώπων.

Σήμερα, όταν η εργατική τάξη έχει μάλλον διαιρεθεί στους απομακρυσμένους, τους επισφαλείς και τους άνεργους αντί να εστιάζουμε σε μια μάχη οπισθοφυλακής, για να διατηρήσουμε τις ραγδαία διαβρωνόμενες οικονομικές θέσεις και υποδομές του προηγούμενου αιώνα, θα πρέπει να βούμε καινούριους, δυναμικούς τρόπους για να διακόψουμε και να ανατρέψουμε την καπιταλιστική οικονομία στο σύνολό της. Το τίμημα του να μην το κάνουμε θα είναι μια αντίδραση ακόμα χειρότερη και από το καθεστώς του Τραμπ.

Για περισσότερα σχετικά με το αντικείμενο, συνιστούμε το Work, την ανάλυσή μας για το πώς ο καπιταλισμός έχει αλλάξει στη διάρκεια του περασμένου αιώνα – και για το τι σημαίνει να αγωνιζόμαστε σήμερα, ιδιαίτερα στις μετα-βιομηχανικές περιοχές.


RE: Αναφορά από τον τόπο δουλειάς, Πώς ξεδοντιάστηκαν τα Συνδικάτα
MEMO: Πώς πέρασα το καλοκαίρι μου στις Μεσοδυτικές πολιτείες
ΠΡΟΣ: CRIMETHINC. HEADQUARTERS
ΑΠΟ: AGENT 356592

Την χρονιά του μεγάλου σχίσματος στην AFL4, παρεισχώρησα στην ομοσπονδία κάνοντας την πρακτική μου ως οργανωτής για ένα συγκεκριμένο συνδικάτο διαφωνούντων επιστατών. Οι θρύλοι των παλιών εργατικών αγώνων ήταν η εισαγωγή μου στον αναρχισμό ως νέος, και ήθελα να επαναφέρω κάποιες παλιές οργανωτικές δεξιότητες στην πόλη μου στα Νοτιοανατολικά, που είχε ξεχαστεί σχεδόν από όλα τα συνδικάτα. Τα επιχειρησιακά συνδικάτα σήμερα ακολουθούν, γενικά, μια στρατηγική “πυκνότητας”: εστιάζουν στην οργάνωση περιοχών όπου υπάρχει ήδη μια ευμεγέθης συνδικαλιστική παρουσία, αφήνοντας ιστορικά μη οργανωμένες συνδικαλιστικά κοινότητες, σαν τη δική μου, να προστατέψουν τον εαυτό τους.

Χάρις σ’ αυτή την στρατηγική, η μαθητεία μου με έφερε σε έναν σιδηροδρομικό κόμβο στα Μεσοδυτικά με μια ζωντανή ιστορία ταξικής πάλης – αν και φαινόταν ότι μεγάλο μέρος αυτής της μαχητικής ενέργειας είχε τιθασευτεί τον καιρό που έφτασα. Το τοπικό συνδικάτο για το οποίο δούλευα είχε ιδρυθεί πριν τριάντα χρόνια, όταν κάποιοι επιστάτες με αυτοπεποίθηση5 συνειδητοποίησαν ότι δεν χρειαζόταν να αντιμετωπίζονται σαν σκουπίδια. Παρ’ όλο που η δραστηριότητα του συνδικάτου είχε παρακμάσει, οι ιστορίες και οι φωτογραφίες από τις απεργιακές πειφρουρήσεις, τις καταλήψεις γραφείων και τις δολιοφθορές από τους επιστάτες άγγιξαν ένα ευαίσθητο σημείο στην καρδιά μου και είχα μεγάλες ελπίδες.

Μαζί με αρκετούς ακόμα μαθητευόμενους, ανήκα σε μία από τις δύο “ομάδες χαρτογράφησης”, υπεύθυνες για την έναρξη της επαφής με τους επιστάτες και τη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων με πληροφορίες σχετικά με πιθανούς στόχους για το συνδικάτο. Η δουλειά αυτή καθαυτή ήταν αρκετά απλή, αν και στην πορεία της συλλογής πληροφοριών γρήγορα συγκέντρωσα αρκετές περιπτώσεις καταπάτησης και παράνομης εισόδου που θα έκαναν ακόμα και έναν έμπειρο “πράκτορα” του CrimethInc. να ζηλέψει. Όλα αυτά συν το επίσημα καθιερωμένο ψάξιμο στα “σκουπίδια”6! Φανταστείτε την ευχαρίστησή μου να είμαι βουτηγμένος “μέχρι το γόνατο”7 σε λίστες εργαζόμενων, τιμολόγια, και υπηρεσιακά σημειώματα αντί για σάπια προϊόντα και ζουμιά από σκουπιδοντενεκέδες. Ένα παιδί θα το είχε συνηθίσει.

Ανταλλάξαμε τον θάνατο από την πείνα με τον θάνατο από τη βαριεστημάρα

Η εύπορη πλευρά της πόλης είχε δει την εμφάνιση πολλών κτιρίων με γραφεία και επιχειρηματικών πάρκων, τα περισσότερα από τα οποία δεν είχαν καταγραφεί από το συνδικάτο. Τα κτίρια αυτά δεν είχαν συνδικαλιστική οργάνωση αλλά προφανώς κάποιοι άνθρωποι τα καθάριζαν. Ποιοι ήταν; Έπεφτε σε μας να ξεδιαλύνουμε το μυστήριο.

Δεν σπατάλησα πολύ χρόνο στα συγκροτήματα γραφείων και, βλέποντάς τα απ’ έξω, συνήθως υπέθετα ότι πρόκειται, βασικά, για απροσπέλαστες κατακόμβες με μικρά γραφεία γεμάτα με σεκιουριτάδες και κάμερες. Τα περισσότερα από αυτά στα οποία μπήκα δεν ήταν έτσι, όπως αποδείχτηκε, και αυτά που ήταν είχαν πολλή περισσότερη πλάκα. Κάνα δυο άτομα από μας μπορούσαν να φτάσουν στο γραφείο της ασφάλειας και να αρχίσουν να μιλάνε, προφασιζόμενα κάποια δικαιολογία ή προσπαθώντας να πάρουν πληροφορίες από τον φρουρό. Ενώ η προσοχή του φρουρού είχε αποσπαστεί, κάποιος άλλος μπορούσε να τρυπώσει στο κτίριο και να προσπαθήσει να βρει τα ντουλάπια των επιστατών.

Ένα πράγμα είναι να αποσπάς την προσοχή ενός πωλητή ενώ η κολλητή σου γλιστρά κάτι στην τσάντα της. Και είναι άλλο να προσπαθείς να ξεγλιστρήσεις από έναν πάνοπλο φρουρό που δεν έχει ζήσει καμμιά άλλη συναρπαστική μέρα στη δουλειά από τότε που έπιασε φωτιά εκείνο το σακουλάκι ποπ-κορν στον φούρνο μικροκυμάτων και έβαλε σε λειτουργία όλους τους ψεκαστήρες στον τέταρτο όροφο. Παίρνουν τη δουλειά τους πραγματικά πολύ σοβαρά.

Παρ’ όλα αυτά, αποδεικνύεται ότι είναι δυνατόν. Κούμπωσα το πουκάμισό μου, κράτησα την αναπνοή μου και πήγα. Κοιτάζοντας ευθεία μπροστά και απλά μπαίνοντας στο ασανσέρ.

Μόνο μια φορά είχα πρόβλημα, όταν ο φρουρός με είδε και μου είπε να περιμένω στην είσοδο. Εξαφανίστηκα στις σκάλες όταν κάτι απέσπασε την προσοχή του και είχε μια φοβερά πετυχημένη μέρα στο γραφείο αλλά, όταν επέστρεψα, έψαχνε τριγύρω για μένα και χρειάστηκε να κρυφτώ πίσω από μια κολώνα. Όταν τον άκουσα να μιλά σε έναν άλλο φρουρό, έφυγα αστραπή και δεν ξανακοίταξα πίσω.

Σε ένα κτίριο, που ήταν σαν φρούριο, προσποιήθηκα ότι καπνίζω μέχρι μια εργαζόμενη να βγει από την κλειδωμένη πίσω πόρτα. Την άνοιξε ευγενικά για μένα και έπεσα στη δουλειά ψαχουλεύοντας τα ντουλάπια στο ισόγειο και τσεπώνοντας μερικά καλά στυλό.

Με εξαίρεση το ότι δεν φορούσα γραβάτα, ταίριαζα αρκετά καλά σ’ αυτά τα γραφεία. Μπήκα στον χαρακτήρα και έγινα ένας ανερχόμενος μαθητευόμενος σε κάποια ασφαλιστική ή τηλεπικοινωνιακή εταιρεία. Κανείς δεν νοιαζόταν όταν έκανα ερωτήσεις ή έχωνα το κεφάλι μου στη λάθος πόρτα. Εν πάσει περιπτώσει, κανείς δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει οποιονδήποτε έξω από το άμεσο γραφείο του – η καπιταλιστική αποξένωση ήταν γα μια φορά με το μέρος μου. Γι’ αυτούς ήμουν απλά άλλο ένα απρόσωπο drone που στόχευε στο Αμερικάνικο Όνειρο.

Οι φορυαμοί των επιστατών συνήθως είναι δίπλα στα αποδυτήρια ή σε άλλα απομακρυσμένα σημεία. Σε κάθε κτίριο, έψαχνα το όνομα της εταιρείας καθαρισμού που έχει τον έλεγχό της το κτίριο· συνήθως το βρίσκω σε έναν σκουπιδοτενεκέ ή σε ένα κοντέινερ με καθαριστικά. Υπήρχαν περίπου οχτώ εθνικές ή διεθνείς εταιρείες καθαρισμού που λειτουργούσαν στην περιοχή.

Αυτό δούλεψε για τις μισές σχεδόν τοποθεσίες αλλά στις άλλες έπρεπε να περιμένουμε μέχρι να πέσει το βράδυ για να προσπαθήσουμε να συναντήσουμε οι ίδιοι τους επιστάτες. Τα κτίρια κλειδώνονταν συνήθως μετά τις 6 το απόγευμα αλλά στα εταιρικά πάρκα μπορούσαμε να βρίσκουμε τους επιστάτες να περπατούν ανάμεσα στα κτίρια ή να βγάζουν έξω τα σκουπίδια. Στις εξορμήσεις μας, ανακαλύψαμε μια τάση που δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει: όλοι οι επιστάτες που δεν ανήκαν σε συνδικάτο ήταν ισπανόφωνοι Λατίνος. Το προσωπικό του τοπικού συνδικάτου δεν είχε ούτε ένα άτομο που να μιλά Ισπανικά – μπορείτε, πραγματικά, να το πιστέψετε; – οπότε προσπάθησα να μιλήσω χρησιμοποιώντας τις πολύ λίγες λέξεις στα Ισπανικά που ήξερα (trabajo, durruti, syndicato, nada).

Είχαμε δύο συντρόφους με γνώσεις Ισπανικών στους μαθητευόμενους οι οποίοι και οργάνωσαν μια συνάντηση με τους Λατίνος επιστάτες στην περιοχή. Ήρθαν μόνο καμμιά δεκαριά περίπου, που ανέφεραν ότι απειλούνται από τα αφεντικά αν επιχειρούσαν να δουλέψουν με το συνδικάτο. Το φράγμα επικοινωνίας από την πλευρά του συνδικάτου ήταν ντροπιαστικό, καθώς αρκετά από τα εργασιακά προβλήματα που έβαζαν θα μπορούσαν εύκολα να έχουν λυθεί από ένα άτομο του συνδικάτου που θα μιλούσε Ισπανικά. Το τοπικό συνδικάτο δουλεύει πάνω στο πρόβλημα και ελπίζω ότι θα μπορέσουν να στρώσουν τα πράγματα σύντομα.

Το κίνημα συνολικά έχει αργοπορήσει να ανταποκριθεί στις ανάγκες των μεταναστών, ιδιαίτερα καθώς έχει εμπλακεί με τον εθνικισμό και την νομιμοφροσύνη, και τη βαρεμάρα, που συνοδεύουν το να είναι κανείς ένας διαμεσολαβητής του στάτους κβο.

Αλλά δεν ήταν πάντα έτσι.

Τα όνειρά μας δεν θα χωρέσουν ποτέ στις συμβάσεις τους

Το εργατικό κίνημα γεννήθηκε και τράφηκε με το σαμποτάζ ως μια παράνομη, υπόγεια συνωμοσία εργατών που μάχονταν για να ανεβάσουν τους μισθούς τους και να βελτιώσουν τις εργασιακές συνθήκες με κάθε απαραίτητο μέσο. Στον 19ο αιώνα, δυσαρεστημένοι εργαζόμενοι συναντιούνταν το βράδυ και κατέστρεφαν τις μηχανές μαλλιού και βαμβακιού που απειλούσαν τον βιοπορισμό τους – σε τέτοια έκταση που η “καταστροφή των μηχανών” έγινε μείζον αδίκημα στην Αγγλία. Οι πρώτοι υποκινητές εργάτες στις ΗΠΑ φοβούνταν για τη ζωή τους, καθώς συχνά τους έδιωχναν από τις πόλεις ή τους λυντσάριζαν. Οι απεργίες επιβράδυναν σιδηροδρόμους και εργοστάσια, μπάτσοι και στρατιώτες επιτίθονταν στους απεργούς εργάτες και σε οικογένειες. Έμοιαζε ότι ολόκληρος ο κόσμος θα εκρηγνυόταν σε έναν παγκόσμιο ταξικό πόλεμο ανάμεσα στους έχοντες και τους μη-έχοντες.

Φοβούμενες ένα χάος στη βιομηχανία, οι κυβερνήσεις ανάγκασαν τους εργοδότες να υποκύψουν σε μερικά από τα αιτήματα των εργατών. Τα εργατικά κινήματα ήταν καίριας σημασίας για την εφαρμογή της εργάσιμης ημέρας των οκτώ ωρών, τις ρυθμίσεις ασφάλειας και υγιεινής στην εργασία και τον Εθνικό Νόμο για τις Εργασιακές Σχέσεις (National Labor Relations Act). Η μέρα είχε κερδηθεί για τους εργάτες και πολλοί, και στις δυο πλευρές του ταξικού χωρίσματος, αισθάνθηκαν ότι τα συνδικάτα προχωρούσαν στο να αναδιανείμουν τον πλούτο και την εξουσία μια και καλή.

Αλλά στην πορεία όλων αυτών, συνέβη κάτι αστείο. Τα ίδια τα συνδικάτα έγιναν ένας νόμιμος παίκτης στο πεδίο του πολιτικού παιχνιδιού – με επιρροή, διαπραγματευτική ισχύ και, πάνω απ’ όλα, υγιείς τραπεζικούς λογαριασμούς. Οι αγώνες συνεχίστηκαν αλλά άρχισαν να έχουν λιγότερη “καρδιά”. Περισσότερα λεφτά αλλά λιγότερη ψυχή. Εκπρόσωποι των επιχειρήσεων, διαδικασίες παραπόνων, κλειστά εργοστάσια, διαγραφές οφειλομένων και “φιλεργατικοί” πολιτικοί βοήθησαν στην ενσωμάτωση – ή στην εμπλοκή – των συνδικάτων στην ομαλή λειτουργία των κυβερνήσεων και των οικονομιών, και δεν πέρασε πολύς καιρός για να γίνουν ωχρή σκιά του παλιού τους εαυτού. Ήταν ακόμα τα συνδικάτα ένα εργαλείο του ταξικού πολέμου ή απλά ωραιοποιημένα τμήματα ανθρώπινου δυναμικού;

Για να επιστρέψω στο καλοκαίρι μου – η θηλιά της νομιμοποίησης είχε πνίξει το εργατικό κίνημα της πόλης χρόνια πριν, αν και αρκετός κόσμος στο κίνημα εξακολουθούσε να δείχνει ένα ριζοσπαστικό πνεύμα. Ο πρόεδρος του τοπικού συνδικάτου, ένας πρόσχαρος και καλόκαρδος παλιός εργατικός ηγέτης, αναπολούσε την κατάληψη ενός σημαντικού πύργου γραφείων στο κέντρο και μου εμπιστεύτηκε ότι κάποιος θα μπορούσε να μπλοκάρει σοβαρά την αποχεύτευση ρίχνοντας στις τουαλέτες πολλά ταμπόν δεμένα μαζί. Αυτό ήταν ενδεικτικό όχι μόνο της διάθεσης κάποιου να συλληφθεί αλλά, επίσης, και της διάθεσης να δράσει χωρίς να συλληφθεί – ένα ακόμα πιο ελκυστικό γνώρισμα – και τα μάτια του άστραψαν όταν του ψιθύρισα μερικές από τις δικές μου περιπέτειες.

Όμως, οποιαδήποτε άμεση δράση είχε υποβιβαστεί σε ιστορίες για τον πόλεμο ή βίντεο με “αποσπάσματα δράσης”, χάρις σε κείνους τους τραπεζικούς λογαριασμούς και τους νόμους που καθιστούν τα συνδικάτα υπόλογα για τις δράσεις των μελών τους. Τα αφεντικά μπορούν πραγματικά να μηνύσουν τα συνδικάτα για παράνομες εργασιακές δράσεις. Τα συνδικάτα έχουν δαμαστεί· λίγη κουβέντα γίνεται για το αν η προαγωγή ενός μικρού σαμποτάζ αξίζει την απώλεια της πιστοποίησης και την χρεωκοπία.

Το τοπικό παράρτημα [του συνδικάτου] είχε ακυρώσει για κάποιο διάστημα τις συναντήσεις απλά επειδή φαινόταν ότι δεν υπήρχε τίποτα προς συζήτηση – αλλά, με τις διαπραγματεύσεις για τις συμβάσεις να επίκεινται στον ορίζοντα, ήταν καιρός να αρχίσει να προετοιμάζεται. Σε μια από τις πρώτες συναντήσεις που παρακολούθησα, μίλησε μια γυναίκα λέγοντας ότι είχε διαβάσει τη σύμβαση και ότι το συνδικάτο δεν ήταν εκεί για τον εργάτη αλλά ήταν ένα εργαλείο για τα αφεντικά. Οι συνδικαλιστές ανταπάντησαν γρήγορα ότι δεν είναι έτσι, ότι το συνδικάτο είναι εκεί για τους εργάτες και ότι έπρεπε να ξαναδιαβάσει τη σύμβαση. Το συνδικάτο είναι οι εργάτες, είπαν. Το συνδικάτο είναι οι εργάτες και το προσωπικό του [οι συνδικαλιστές] έχει απλά προσληφθεί από τους εργάτες.

Αλλά καθώς περνούσε το καλοκαίρι, υπήρχε μια λεπτή μετατόπιση από τον προσανατολισμό μας ως μαθητευόμενων, στον οποίο μας κοπανούσαν διαρκώς ότι “το Συνδικάτο είναι οι Εργάτες”, στην παραδοχή εκεί επιτόπου, ότι το συνδικάτο είναι μια επιχείρηση. Τα συνδικάτα χρειάζονται λεφτά για να συνεχίσουν να λειτουργούν και για να τα πάρουν, κάνουν τη δουλειά να εκπροσωπούν τους εργάτες και να διαχειρίζονται παράπονα και καταγγελίες και, περιστασιακά, να παίρνουν καλλίτερους μισθούς και να βελτιώνουν τις εργασιακές συνθήκες. Ο “στρατηγικός σχεδιασμός” των συνδικάτων μπορεί επίσης να διαβαστεί σαν μια επιχειρημαιτκή στρατηγική: τα συνδικάτα πρέπει να βρουν μια περιοχή στην οποία υπάρχει ήδη αγορά για το προϊόν τους (το συνδικάτο)· εργασιακοί χώροι με λίγους εργαζόμενους δεν θα μπορέσουν να αποπληρώσουν το κόστος για την ίδρυση του συνδικάτου, οπότε αυτοί οι χώροι αγνοούνται. Από την άλλη, οργανώνοντας ένα εργοστάσιο με 200+ εργαζόμενους μπορεί να φέρει στον οργανωτή μια θέση ενός είδους επιχειρηματικού αντιπροσώπου – τότε “φτιάχτηκες για όλη σου τη ζωή”, μου είπαν.

“Το εργοστάσιο δουλεύει επειδή δουλεύω εγώ”

Το τοπικό παράρτημα που δούλευα ήταν καλά εδραιωμένο και είχε συμβάσεις “union shop”, σύμφωνα με τις οποίες οι εργάτες που προσλαμβάνονταν από συγκεκριμένους εργοδότες ήταν υποχρεωμένοι να μπουν στο συνδικάτο μετά από έναν συγκεκριμένο αριθμό ημερών απασχόλησης. Στην πραγματικότητα, το συνδικάτο δεν χρειαζόταν καν να συναντηθεί με τους εργάτες για να υπογράψουν την εγγραφή τους· τα αφεντικά τους τούς έδιναν τις κάρτες του συνιδικάτου και τους έβαζαν να τις συμπληρώσουν. Αυτό συνέβαλε στην αποσύνδεση του συνδικάτου από τα μέλη του. Συχνά, τα μέλη δεν ήξεραν καν ότι υπάρχει ένα συνδικάτο ή δεν ήξεραν τι κάνει· και επιπλέον, το συνδικάτο δεν κατέγραφε την εξέλιξη της συμμετοχής σε αυτό. Οι λίστες των μελών που υποτίθεται ότι θα χρησιμοποιούσαμε για το κάλεσμα των μελών σε πορείες ήταν οικτρά απαρχαιωμένες. Αλλά τι σημασία είχε; Οι συνδρομές αποφασίζονταν σε διεθνές επίπεδο, όχι τοπικό. Οι εργοδότες τις αφαιρούσαν από τις επιταγές μισθοδοσίας και έστελναν ένα μηνιαίο συνολικό ποσό.

Η συνεργασία με τα αφεντικά είναι καλή για να κάνεις δουλειές, και τα συνδικάτα έχουν χωθεί στην επιχείρηση της συνεργασίας. Είχα μια ευκαιρία να κοιτάξω τη σύμβαση της γυναίκας που παραπονιόταν. Η πιο απογοητευτική πτυχή είναι, όπως, πάντα η παράγραφος “Όχι Απεργία/Όχι Λοκάουτ”, που εξηγεί ότι το συνδικάτο δεν μπορεί να απεργήσει για όσο τηρούνται οι όροι της σύμβασης. Ακόμα καλλίτερα, όταν υπάρχει μια νόμιμη απεργία, το συνδικάτο δεσμέυεται ότι θα στείλει ένα “προσωπικό ασφαλείας” στα γραφείο όπου γίνεται απεργία για να τα κρατήσει σε λειτουργική κατάσταση – ναι, το συνδικάτο σπάει την ίδια την απεργία του!

Το συνδικάτο συνάντησε κάποιες δυσκολίες στο να χαλιναγωγήσει τα μέλη του στην προετοιμασία για τις επικείμενες διαπραγματεύσεις για τις συμβάσεις. Το συνδικάτο επιθυμούσε τα μέλη του να θέλουν το στάτους της πλήρους απασχόλησης αλλά οι περισσότεροι από τους εργάτες με μερική απασχόληση δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα να αλλάξουν σε πλήρη απασχόληση. Αυτό ήταν ένα παράδειγμα παραπόνων που είχα ακούσει συχνά στην μικρή πόλη μου στα νότια: τα συνδικάτα, λέει ο κόσμος, δεν λαμβάνουν υπόψιν την προσωπική τους κατάσταση και τους αναγκάζουν να δεχτούν αυτό που το συνδικάτο λέει ότι είναι “καλλίτερο για το σύνολο”.

Παρ’ όλο που η κριτική αυτή συνηθίζεται να προέρχεται από συντηρητικούς και παραβλέπεται από τους αριστεριστές, που νομίζουν ότι μπορούν να βρουν τι είναι καλλίτερο για τον καθένα, έχει μια συγκεκριμένη υπόδηλη ριζοσπαστική αίσθηση. Τα περισσότερα συνδικάτα έχουν γίνει μεγάλα και γραφειοκρατικά και η πολιτική και οικονομική νομιμοποίησή τους βασίζεται στο να κρατούν τα μέλη τους πειθαρχημένα. Το συνδικάτο ξέρει τι είναι καλλίτερο· για να πάνε καλά οι διαπραγματεύσεις, οι επιθυμίες σου πρέπει να ταιριάζουν σε ένα συγκεκριμένο κουτί έτσι ώστε οι διαπραγματευτές να μπορούν να τις στριμώξουν σε μια ακόμα μικρότερης έκτασης σύμβαση. Το συνδικάτο πρέπει να μπορεί να δώσει στα αφεντικά μια υπόσχεση σταθερότητας, μια εγγύηση της ασφάλειας του στάτους κβο και της ομαλής εκτέλεσης της παραγωγής. Διαφορετικά, θα έχει έναν πελάτη λιγότερο.

Καθώς αυτά τα συνδικάτα είναι αξεδιάλυτα εδραιωμένα στην λειτουργία της οικονομίας, ενδιαφέρονται, φυσικά, περισσότερο για το δικαίωμα στην απασχόληση παρά στο δικαίωμα στην ευχαρίστηση. Τα συνδικάτα στις επιχειρήσεις έχουν να κάνουν μάλλον με τη διασφάλιση ότι όλοι θέλουν το ίδιο πράγμα παρά για το ότι οι εργάτες ενώνονται και ορθώνουν το ανάστημά τους από κοινού για τις προσωπικές τους επιθυμίες.

Συνδικαλισμός της Κατανάλωσης

Υπήρχαν θύλακες δυσαρέσκειας μέσα στο τοπικό παράρτημα και κάποιες στιγμές φαινόταν να υπάρχει κάποια ελπίδα για αλλαγή μεταξύ των μελών. Αλλά τα ίδια τα μέλη είχαν ήδη χτυπηθεί, τόσο από τους εργοδότες όσο και από το συνδικάτο. Ένας νεαρός άντρας εξήγησε γιατί τα αφεντικά είχαν απειλήσει να αντιμετωπίσουν σκληρά τους “ταραξίες”, και ότι δεν ήταν διατεθιμένος να “βάλει το κεφάλι του στον ντορβά” χωρίς την υποστήριξη των συναδέλφων του εργατών – υποστήριξη που δεν υπήρχε. Για μια ακόμα φορά, ήττα.

Πέρα από τους θεσμοποιημένους περιορισμούς, το μεγαλύτερο εμπόδιο στον δρόμο για ένα ζωντανό και ζωηρό συνδικάτο ήταν η βασική έλλειψη μιας κουλτούρας αλληλεγγύης. Ο κόσμος δεν υποστήριζε ο ένας τον άλλο απέναντι στο αφεντικό. Το “συνδικάτο” ήταν απλά μια άλλη λέξη για αφαίρεση από τον μισθό, όχι κάτι που υπήρχε στις σχέσεις ανάμεσα στους εργάτες στη δουλειά. Τι αξία είχε μια κάρτα συνδικάτου αν καθόταν ανενεργή στην κωλότσεπή σου; Πιστωτικές κάρτες, εκπτωτικές κάρτες, κάρτες μέλους. Ο συνδικαλισμός έγινε απλά ένα ακόμα πράγμα προς κατανάλωση ώστε να αποκτήσει κανείς μια καλλίτερη δουλειά, η συμμετοχή είναι προαιρετική.

Αυτό δεν σημαίνει ότι τα νομιμοποιημένα συνδικάτα δεν προσφέρουν ωφέλη στους ίδιους τους εργάτες. Τα συνδικάτα στις ΗΠΑ περηφανεύονται για τον εαυτό τους για την βελτίωση των συνθηκών ζωής και τη δημιουργία μιας μεγάλης μεσαίας τάξης. Πολλά συνδικάτα έχουν βοηθήσει στο να φέρουν τουλάχιστον ένα κομμάτι από το Αμερικάνικο Όνειρο™ στις αμερικανικές οικογένειες. Αλλά αυτό έχει γενικά εξουδετερώσει την αντίθεση των εργατών στον καπιταλισμό και τους έβγαλε από τη συμμετοχή στην κοινωνική πάλη. Οι εργάτες της μεσαίας τάξης, χάρις και μαζί με τα συνδικάτα τους, έχουν ουσιαστικά εξημερωθεί.

Αλλά γιατί να αγωνιστεί κανείς ενάντια στον καπιταλισμό, μπορεί να ρωτήσει κανείς, αν έχει τον δικό του σκουπιδοφάγο που δουλεύει; Είναι ένα ζήτημα αξιών. Το εργατικό κίνημα έχει πάντα παλέψει για δυο πράγματα:

1) Αυτονομία, ελευθερία και εξουσία πάνω στον εργασιακό χώρο και στην καθημερινή ζωή· και

2) Πλούτο.

Τα αφεντικά και οι πολιτικοί εκχώρησαν ένα κομμάτι του πλούτου τους αλλά δεν έχουν απεμπολήσει την εξουσία τους. Οι εργάτες που πιθανόν θέλουν να πολεμήσουν για περισσότερη αυτονομία ή εξουσία είναι όμηροι του μεσοαστικού τρόπου ζωής που έχουν ήδη· να αγωνιστούν για ελευθερία θα σήμαινε να ρισκάρουν την μικρή αλλά σκληρά κερδισμένη άνεσή τους. Οι προσβολές στη δουλειά είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσεις για να ζεις το όνειρο των δυο αυτοκινήτων και ενός σωρού από χρέη.

Βάζοντας την “Εργασία” πίσω στον “Πρώην-Εργάτη”

Εδώ, μέσα σε όλη αυτή την συναίνεση και τις παραχωρήσεις, βλέπω ευκαιρίες για μια αναρχική παρέμβαση και συμμετοχή στους εργατικούς αγώνες του σήμερα, Η πόλη που γεννήθηκα, για παράδειγμα, ως ένας τόπος που τα περισσότερα συνδικάτα έχουν αγνοήσει, είναι μιας πρώτης τάξης τοποθεσία για μια αναγέννηση της εργατικής οργάνωσης χωρίς χρήματα, περιορισμούς ή θεσμούς.

Και έξω από τα πανκ και ακτιβιστικά μας γκέτο, εμείς οι αποτραβηγμένοι αναρχικοί έχουμε πολλά να προσφέρουμε. Έχουμε συνηθίσει να ζούμε σχεδόν με τίποτα, οπότε τα αφεντικά δεν μπορούν να μας απειλήσουν· αν μπορούμε να συνδεθούμε με άλλο κόσμο, που έχει μπουχτίσει με την εξουσία τους, μπορούμε να τα απειλήσουμε. Ο πόθος μας για ελευθερία και αυτονομία και η διάθεσή μας να προχωρήσουμε χωρίς τα παρηγορητικά βραβεία της άνεσης, θα μπορούσε να μας βοηθήσει να αναπτύξουμε νέες μεθόδους συνεργασίας και δράσης στον εργασιακό χώρο που κανένα συνδικάτο σήμερα δεν μπορεί καν να σκεφτεί. Έχουμε λειτουργήσει έξω από τυπικές δομές για τόσα πολλά χρόνια που παίρνουμε όλα τα πλεονεκτήματα να μπορούμε να το κάνουμε αυτό ως δεδομένα· συνασπισμένοι με άλλους συναδέλφους, που επίσης μισούν την εργασία, θα μπορούσαμε να ανοίξουμε καινούριους δρόμους για γνήσια εξέγερση. Έχουμε συλλέξει, από παραπεταμένα γεύματα, φαγητό για εκατοντάδες άτομα στα δικά μας συνέδρια· ας εξασφαλίσουμε ότι δεν θα υπάρξει ποτέ κανένα πεινασμένο στομάχι σε μια απεργιακή γραμμή. Τα infoshops και οι ομάδες μας Food Not Bombs μας έχουν προσφέρει μια καλή εξάσκηση στην οικοδόμηση οργάνων για μια κοινότητα· ας προσφέρουμε στους εργαζόμενους γονείς φροντίδα και ελεύθερο πρωινό για τα παιδιά τους. Και διασκέδαση – η διασκέδαση είναι σχεδόν μια ιδεολογία για τους περισσότερους από μας· ας μοιραστούμε τα παιχνίδια και τα κόλπα μας και την αισιοδοξία μας με τους εργάτες και τους συνάδελφους, έτσι ώστε κανείς να μην χρειαστεί να πάει στο σπίτι και να σπαταλήσει τον χρόνο του μπροστά στην τηλεόραση ξανά. Το “μαζί”, που προέρχεται από αυτά, είναι ακριβώς το θεμέλιο που κάνει τη συλλογική αντίσταση εφικτή.

Για μας που έχουμε αποτραβηχτεί υπάρχουν πολλά [να κάνουμε] που οι οργανωτές των συνδικάτων σήμερα δεν κάνουν. Σε αντίθεση με τους περισσότερους από αυτούς, δεν έχουμε έμμεσα έξοδα. Μπορούμε να κλέψουμε ή να πάρουμε με απάτη αυτά που χρειαζόμαστε για να αγωνιστούμε και να ταξιδεύουμε με το τραίνο ή με ωτοστόπ όπως συνήθιζαν να κάνουν οι πιστοί του I.W.W8. Τα λεφτά που μαζεύουμε για την εργατική οργάνωση μπορούν να χρησιμοποιηθούν με καλλίτερο τρόπο από την πληρωμή μισθών υπαλλήλων του συνδικάτου ή την ενοικίαση αυτοκινήτων. Ως πρακτικάριος σε ένα επίσημο συνδικάτο, έπρεπε ακόμα να υπολογίζω τα πάντα σύμφωνα με την καπιταλιστική λογική της σπάνης – από την πίτσα που τρώγαμε, μέχρι το ρεύμα για τα φώτα που ανάβαμε στα γραφεία του συνδικάτου, μας υπενθύμιζαν πάντα ότι ξοδεύαμε ή σπαταλούσαμε τα κερδισμένα με μόχθο λεφτά των μελών μας. Από την άλλη, οι οργανωτές που δεν εξαρτώνται από τις συνδρομές για να βγάζουν τα προς το ζην, μπορούν να κοιτάξουν τους εργάτες σαν πραγματικούς ανθρώπους και όχι απλά σαν δυνητικές πηγές εισοδήματος. Τέτοιοι εκπρόσωποι των συνδικάτων θα μπορούσαν να είναι συνεργάτες ενάντια στα αφεντικά, όχι αντιπρόσωποι γι’ αυτά.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι επαναστάτες θα πρέπει να ξοδεύουν όλο τον χρόνο τους να κάνουν “χαμαλοδουλειές” για το “πραγματικό” εργατικό κίνημα. Αν είμαστε σοβαροί, σχετικά με αυτό, μπορούμε να δημιουργήσουμε τις δικές μας σχέσεις με μαχητικούς εργάτες από τα κάτω και να δράσουμε με τους δικούς μας όρους έξω από τους γραφειοκρατικούς θεσμούς που κρατάνε το κίνημα πίσω. Το τυπικό εργατικό κίνημα εξακολουθεί να έχει πλήθος οργανώσεων και μέλη με ριζοσπαστικό όραμα και ζωντανά πνεύματα αλλά, ίσως, μπορούμε να κάνουμε μερικά πράγματα που θέλουν να κάνουν αλλά δεν μπορούνε: αφισοκολλήσεις9, επισκέψεις σε σπίτια, σπασίματα γραφείων…

Και αυτή η συμμετοχή μπορεί να είναι αμφίπλευρη: αν εμπλακούμε σε εργατικούς αγώνες, άλλοι εργάτες ακτιβιστές είναι πιθανότερο να συμμετάσχουν στους δικούς μας. Στα μέσα του καλοκαιριού, προσκάλεσα τους συναδέλφους, που κάναμε μαζί την πρακτική, και τους τοπικούς συνδικαλιστές να έρθουν μαζί μου σε μια πορεία αλληλεγγύης ενάντια στους G8 που είχε οργανωθεί από την περιφερειακή ομάδα Αναρχικής Δράσης. Οι συνδικαλιστές ήταν ενθουσιασμένοι για τη γνωριμία με άλλους δυνάμει συμμάχους και η αναρχική ομάδα ενδιαφερόταν έντονα για την εμπλοκή με τα εργατικά, παρ’ όλο που αμφότεροι δεν είχαν ξαναδουλέψει μαζί πιο πριν. Μετά τη δουλειά, φορώντας τα ζωηρόχρωμα κόκκινα πουκάμισα του συνδικάτου και κουβαλώντας κάδους σκουπιδιών σαν πανηγυρικά κρουστά, συμμετείχαμε στην παρέλαση που τελείωσε στο τοπικό Γραφείο Εμπορίου (Board of Trade). Στην διάρκεια αυτής της μη επιτρεπόμενης πορείας, στριμωχτήκαμε. Ψεκαστήκαμε με σπρέι πιπεριού και χτυπηθήκαμε αλλά εξεπλάγην και εντυπωσιάστηκα από την αποφασιστικότητα των εκπαιδευόμενων να παραμείνουν σε ολόκληρη τη δράση και να μην υποχωρήσουν. Αν και και για λίγο, ήταν μερικά συναρπαστικά και εμπνευστικά τετράγωνα δρόμου, φωνάζοντας συνθήματα του ταξικού πολέμου μαζί με τους τύπους με τους οποίους είχα κάνει τα πρώτα με νόημα βήματα σ’ αυτόν.

Επίλογος

Με αρκετή δόση ειρωνείας, ενώ τελείωνα αυτή την αναφορά, ξέσπασε μια απεργία και, μάλιστα, από όλα τα πιθανά μέρη, ακριβώς έξω από τη γενέτειρά μου. Η εταιρεία θέλει να περικόψει τις συντάξεις και να αυξήσει το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης. Τα εργοστάσια τσιμέντου απασχολούν τον περισσότερο κόσμο της περιοχής και μόνο σε ένα από αυτά υπάρχει συνδικάτο. Τα υπόλοιπα παρακολουθούν – τα αφεντικά με νευρικότητα, οι εργάτες με ενθουσιασμό. Αν οι απεργοί πετύχουν τα αιτήματά τους, υπάρχουν καλές πιθανότητες το συνδικάτο να εμπνευστεί ώστε να προχωρήσει και στα άλλα εργοστάσια. Κι έτσι, μετά από όλες τις έντονες διαμαρτυρίες και τη γκρίνια μου κατά των συνδικάτων, των συμβάσεων και των συμβιβασμών τους, μερικοί από μας κατεβήκαμε για να κάνουμε παρέα με τους εργάτες και να φέρουμε αρκετές ποσότητες από παραπεταμένο φαγητό. Η απεργιακή περιφρούρηση είναι δυνατή – όλοι οι εργάτες σ’ αυτό το εργοστάσιο, με τους 100 και παραπάνω εργαζόμενους, έχει παρατήσει τη δουλειά σε αυτή την πολιτεία του “Δικαιώματος στη Δουλειά”10. Οι απεργοσπάστες έχουν δυσκολίες να διατηρήσουν την παραγωγή: μετά από μια εβδομάδα, τέσσερις πελάτες έχουν ήδη σταματήσεις τις παραγγελίες. Είχα μια ευκαιρία να μιλήσω στους τύπους εκεί κάτω με την τραβηγμένη ομιλία τους, τα καπέλα John Deere, τα μπλουζάκια Harley, και, φυσικά, το γλυκό τσάι. Είναι ενωμένοι και υποστηρίζουν όλοι το συνδικάτο. Είναι εμπνευστικό να βρίσκεις άλλο ένα προπύργιο αντίστασης σε αυτή την, κάποτε, χωρίς ελπίδα υγρή πόλη. Πήρα μερικά τηλέφωνα και πρόκειται να κρατήσουμε επαφή. Απόλαυσαν τον αυτοσχέδιο πουρέ και υποσχέθηκα να φέρω περισσότερο. Δεν μίλησα για αναρχισμό στην απεργία – δεν χρειάστηκε. Ξέρουν τι συμβαίνει. Κάθε redneck11 της εργατικής τάξης στον Νότο ξέρει ότι έχει εγκαταλειφθεί από τους πολιτικούς και ότι τα αφεντικά τους δεν νοιάζονται γι’ αυτούς. Το ζήτημα είναι τι μπορούμε εμείς να κάνουμε γι’ αυτό, μαζί.

2 Στμ. Ο τίτλος του πρωτοτύπου είναι: Report from the Shop Floor: How the Unions Lost Their Teeth· η έκφραση shop floor σημαίνει τον χώρο/τόπο παραγωγής, το “εργοστάσιο”.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: dropout.

4 Στμ. AFL: η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας (American Federation of Labor) είναι ομοσπονδία των εργατικών συνδικάτων στις ΗΠΑ που ιδρύθηκε το 1886. Η AFL ήταν η μεγαλύτερη ομοσπονδία συνδικάτων στις ΗΠΑ για το πρώτο μισό του 20ου αιώνα ακόμα και μετά την δημιουργία του Κογκρέσου Βιομηχανικών Οργανώσεων (Congress of Industrial Organizations, CIO) από συνδικάτα που αποβλήθηκαν από την AFL το 1935. Η Ομοσπονδία ιδρύθηκε και κυριαρχήθηκε κυρίως από συνδικάτα τεχνιτών τα πρώτα πενήντα χρόνια της ύπαρξής της, μετά τα οποία αρκετά από τα μέλη της στράφηκαν στο να οργανωθούν σε μια βάση βιομηχανικών συνδικάτων ώστε να απαντήσουν στην “πρόκληση” από την CIO την δεκαετία του 1940. Το 1955, η AFL συγχωνεύτηκε με την CIO δημιουργώντας την AFL-CIO, που αποτελεί μέχρι και σήμερα την μακροβιότερη και με την μεγαλύτερη επιρροή εργατική ομοσπονδία στις ΗΠΑ.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: uppity.

6 Στμ. Στο πρωτότυπο: dumpster diving: το μάζεμα από μεγάλους εμπορικούς, οικιακούς, βιομηχανικούς κλπ. κάδους πραγμάτων που θεωρούνται άχρηστα από τους ιδιοκτήτες τους αλλά χρήσιμα για τον συλλέκτη τους.

7 Στμ. Στο πρωτότυπο: knee deep.

8 Στμ. IWW (Industrial Workers of the World), οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου,

9 Στμ. Στο πρωτότυπο: wheatpasting, από το wheatpaste,την αλευρόκολλα, που χρησιμοποιείται παντού στις αφισοκολλήσεις.

10 Το “Δικαίωμα στη Δουλειά” [“Right to Work”] είναι ένας ευφημισμός για το φιλο-απεργοσπάστης.

11 Στμ. Redneck: υποτιμητικός όρος που χρησιμοποιείται κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, για να χαρακτηρίσει τους λευκούς Αμερικανούς, ως επί το πλείστον από τις επαρχιακές περιοχές των πολιτειών του Νότου, που είναι άξεστοι και χωρίς καλλιέργεια, συχνά με προκατειλημμένες ιδέες και πεποιθήσεις.

Κίτρινο, Κόκκινο, Τρικολόρ, ή: Τάξη και Λαός

Gilles Dauvé1

το κείμενο σε pdf

ανθρώπινη οχλαγωγία, με όλη τη χυδαιότητα των μικρών και των μεγάλων αναγκών,
με όλη τη στριγκιά αηδία για την αστυνομία που την καταστέλλει

Είναι μια υποβαθμισμένη δήλωση να πούμε ότι τα “Κίτρινα Γιλέκα” έχουν προκαλέσει ένα τσουνάμι σχολίων και αναλύσεων. Το κείμενο που ακολουθεί τονίζει μόνο μερικά παρερμηνευμένα ή παραμελημένα σημεία (και πιθανόν “χτυπάει” μερικές νότες παραφωνίας). Για μια σε βάθος ανάλυση, συνιστούμε το δοκίμιο του Tristan Leoni “Sur les Κίτρινα Γιλέκα” (προς το παρόν μόνο στα Γαλλικά: δείτε στοΓια περισσότερο διάβασμαστο τέλος του παρόντος κειμένου).

Παρά τις ήττες

Αυτοί που αποκαλούν τον εαυτό τους Κίτρινα Γιλέκα δεν έχουν δράσει ως παράσιτα στους ταξικούς αγώνες για να τους παρεμποδίσουν ή να τους λειάνουν: είναι το αποτέλεσμα μια επίμονης αλλά ηττημένης προλεταριακής αντίστασης, που έχει να τα βγάλει πέρα με μη ευνοϊκές συνθήκες.

Στη Γαλλία το 1995, ένα κύμα απεργιών, ιδιαίτερα το σταμάτημα των σιδηροδρόμων για 3 εβδομάδες, με μαζική λαϊκή υποστήριξη, προκάλεσε μια κυβερνητική οπισθοχώρηση σχετικά με τις μειώσεις των συντάξεων στον δημόσιο τομέα. Το 2005, τα προλεταριακά προάστια2 εξερράγησαν με ταραχές. Μερικούς μήνες αργότερα, μια εξέγερση σε ολόκληρη τη χώρα ανάγκασε την κυβέρνηση να βάλει στο ράφι ένα σχέδιο μείωσης μισθών για τους νέους που έμπαιναν στην αγορά εργασίας. Αυτές ήταν μισές νίκες σε έναν χαμένο πόλεμο. Το 2010, παρά τις πολυάριθμες διαδηλώσεις, το όριο συνταξιοδότησης αυξήθηκε και τα ποσά των συντάξεων μειώθηκαν. Το 2017, ενάντια σε ένα κύμα διαμαρτυριών, ο Εργασιακός Νόμος τροποποιήθηκε ώστε να κάνει ευκολότερες για τις επιχειρήσεις τις προσλήψεις και τις απολύσεις. Την άνοιξη του 2018, οι εργαζόμενοι στους σιδηροδρόμους κατέβηκαν σε μια μακράς διαρκείας διακοπτόμενη απεργία που τελείωσε με ήττα.

Το αποτέλεσμα ήταν μια γενική απώλεια εμπιστοσύνης στην ικανότητα των συνδικάτων και των κομμάτων να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των εργατών, σε συνδυασμό με μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια με τη θεσμική πολιτική και την παρακμή του κοινοβουλίου ως “απορροφητή κραδασμών”: όταν η πλειοψηφία των ψηφοφόρων είπε ΟΧΙ στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη το 2005 μόνο και μόνο για να έρθουν οι βουλευτές και οι γερουσιαστές να μετατρέψουν το ΟΧΙ τους σε ένα ΝΑΙ τρία χρόνια αργότερα, ο κόσμος άρχισε να αναρωτιέται πόση αξία έχουν πραγματικά οι ψήφοι τους.

Επομένως τα “Κίτρινα Γιλέκα” δεν είναι μια ιστορική σύμπτωση: αν και κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει τοκίνημα, ήταν προβλέψιμο ότι μια πεισματάρικη, αν και ανεπιτυχής, ανταρσία ανυπακοής θα παρέκαμπτε τα συμβατικά κανάλια και θα παρήγαγε ένα κίνημα νέου τύπου.

Τα Κίτρινα Γιλέκα δεν αντιπροσωπεύουν μια συγκεκριμένη κατηγορία, ούτε καν ένα άθροισμα κατηγοριών. Είναι μια συλλογική εμπειρία τόσο πεισματάρικη όσο και ποικιλόμορφη και συγκεχυμένη. Το εύρος της μπορεί να μετρηθεί από τον αντίχτυπό της στα κοινωνικά δίκτυα αλλά, πιο ουσιαστικά, από τους αποκλεισμούς των κυκλικών κόμβων και τις πορείες στους δρόμους: 500.000 με ένα εκατομμύριο κόσμος πήρε μέρος σε τουλάχιστον μία από τις δράσεις των “Κίτρινων Γιλέκων”.

Όσον αφορά τη βία, ο καθένας καταλαβαίνει ότι η απλή, σύμφωνη με τον νόμο, δράση θα ταίριαζε μόνο με όμορφα κενά λόγια. Την 1η Δεκεμβρίου 2018, όπως και στις 16 Μαρτίου του 2019, χιλιάδες κόσμου που φορούσαν κίτρινα γιλέκα στέκονταν και παρέμεναν στη θέση τους μόλις λίγα μέτρα μακριά από ομάδες – που είχαν, φυσικά, πολύ λιγότερο κόσμο – οι οποίες έσπαζαν βιτρίνες, αυτοσχεδίαζαν προσωρινά οδοφράγματα και επιτίθονταν στην αστυνομία. Η “ειρηνική” πλειοψηφία δεν συνενώθηκε με την “βίαιη” μειοψηφία, ούτε απαραίτητα αποδεχόταν την συμπεριφορά της, αλλά ούτε απέρριπτε την μάχη στον δρόμο: η έλλειψη σεβασμού προς τον νόμο και την τάξη ήταν αποδεκτή ως συμβατή με τους στόχους των “Κίτρινων Γιλέκων”, πιθανόν ως ένα συμπλήρωμα στις πορείες και τους αποκλεισμούς. Βία διά αντιπροσώπου. Συνολικά, οι προσπάθειες της κυβέρνησης, των κομμάτων και των ΜΜΕ να ξεχωρίσουν τους “καλούς” (εποικοδομητικά “Κίτρινα Γιλέκα”) από τους “κακούς” (καταστροφείς ταραξίες) έχουν αποτύχει.

Παρ’ όλα αυτά, μια τόσο μεγάλη κινητοποίηση δεν απέτρεψε την εξασθένιση του κινήματος.

Μετά από λίγες εβδομάδες, οι αποκλεισμοί δρόμων ήταν λιγότεροι αριθμητικά, εν μέρει εξαιτίας της αντίδρασης της αστυνομίας, και αυτό αποστέρησε τα Κίτρινα Γιλέκα από την οικονομική και πολιτική μαχητικότητά τους. Οι συγκεντρώσεις στους κόμβους μετατράπηκαν από σημεία αποκλεισμού σε σημεία συνάντησης και αντιπαράθεσης. Πολλοί άνθρωποι, που δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία στο να μοιράζονται συλλογικές δράσεις, απέκτησαν επίγνωση του εαυτού τους ως κοινωνικών ατόμων, κάτι που είναι ιδιαίτερα θετικό αλλά, με αυτόν τον τρόπο, είχαν πολύ λιγότερη επίδραση στη λειτουργία της κοινωνίας.

Εν τω μεταξύ, τα πλήθη που μαζεύονταν σε συνέλευση κάθε Σάββατο ήταν απόδειξη μιας ισχυρής επίμονης δέσμευσης. Παρά τους ξυλοδαρμούς, τους ακρωτηριασμούς, τις δικαστικές ποινές και την μπόλικη συκοφάντηση, τα Κίτρινα Γιλέκα δεν “έσπασαν” κάτω από την εξωτερική πίεση, συνέχισαν να καταλαμβάνουν τους δρόμους, αλλά το κίνημά τους ήταν ανίκανο να ανανεώσει τον εαυτό του. Η εβδομαδιαία επανάληψη των διαδηλώσεων από τις 17 Νοεμβρίου του 2018 και ύστερα, έδειξε μια ενέργεια με αντοχή και διάρκεια, αλλά και την απώλεια της ορμής ενός κινήματος σε αναζήτηση του εαυτού του, ανίκανου να σπάσει τον κύκλο της επανάληψης. Η αυτοοργανωμένη κοινότητα πάλης διαιώνιζε τον εαυτό της, αλλά τίποτα άλλο, και ήταν περισσότερο ένας αυτοσκοπός παρά ένα μέσο.

Εργάτης/προλετάριος

Στη Γαλλία, όπως και σε άλλες χώρες, η ιστορία είναι πλούσια σε μαζικές διαμαρτυρίες από την πλευρά μικροεπαγγελματιών και βιοτεχνών, και αν αυτές οι ομάδες ήταν η πλειοψηφία των Κίτρινων Γιλέκων τότε, χωρίς αμφιβολία, το κίνημα τους θα είχε δράσει και θα είχε αντιμετωπιστεί αρκετά διαφορετικά. Στην πραγματικότητα, παρά την αξιοπρόσεκτη παρουσία τους κατά τις πρώτες εβδομάδες, οι περισσότεροι μικροεπιχειρηματίες και έμποροι, δυσαρεστημένοι από την μείωση στην προσέλευση του κόσμου εξαιτίας προβλημάτων στο κέντρο των πόλεων και στην κυκλοφορία (στη διάρκεια της υπερκατανάλωσης των Χριστουγέννων), απομακρύνθηκαν από τα Κίτρινα Γιλέκα. Τα Κίτρινα Γιλέκα της περιόδου 2018-2019 δεν ανήκουν στον “μικροαστικό” ή “μεσοαστικό” (έστω της κατώτερης μεσαίας τάξης) “ριζοσπαστισμό”.

Πραγματικά, είτε ορίσουμε τους προλετάριους ως εκείνους “που δεν έχουν να χάσουν τίποτα άλλο από τις αλυσίδες τους” (Κομμουνιστικό Μανιφέστο, 1848), είτε ως “τους αποστερημένους, δηλαδή αυτούς που δεν έχουν ιδιοκτησία, αυτούς που δεν έχουν αποθέματα – και όχι τους κακοπληρωμένους” (Bordiga, 1949), ή ως “κάποιον που δεν έχει εξουσία πάνω στη ζωή του και το ξέρει” (Καταστασιακή Διεθνής, ν.9, 1964), η μεγάλη πλειοψηφία των Κίτρινων Γιλέκων ταιριάζει στους ορισμούς αυτούς. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Στατιστικά, γύρω στο 20% του εργατικού δυναμικού στη Γαλλία είναι χειρόνακτες εργάτες, και το 27% κάνει χαμηλά αμοιβόμενες ανειδίκευτες δουλειές “υπηρετικού προσωπικού” στον τομέα των υπηρεσιών.

Επίσης, υπάρχουν πάνω από ένα εκατομμύριο αυτοαπασχολούμενοι στη Γαλλία και τα Κίτρινα Γιλέκα περιλαμβάνουν κάμποσους από αυτούς. Οι περισσότεροι από αυτούς τους “μικρο-επιχειρηματίες” θα έπρεπε περισσότερο να αποκαλούνται επισφαλείς εργαζόμενοι καθώς με δυσκολία μπορούν να συντηρήσουν τους εαυτούς τους, πόσο δε μάλλον ένα νοικοκυριό, χωρίς καμμιά σχεδόν ευκαιρία να γίνουν ποτέ “πραγματικά” αφεντικά, δηλαδή από εκείνους που έχουν ένα ελάχιστο κεφάλαιο ώστε να προσλάβουν υπαλλήλους.

Όσον δε αφορά τα “αποθέματα”, στη Γαλλία σήμερα, το 10% του πληθυσμού κατέχει 3.040 ευρώ σε διάφορα συνολικά περιουσιακά στοιχεία (έπιπλα, αποταμιεύσεις, ένα παλιό αυτοκίνητο κλπ.). Η μέση κληρονομιά που αφήνουν οι άνθρωποι είναι 32.255 ευρώ, και για το ένα τρίτο αυτό το ποσό είναι μικρότερο από 8.180 ευρώ. Αυτά λοιπόν για τον ευκατάστατο εργάτη και την ανάδυση μιας εκτεταμένης μεσαίας τάξης που τώρα περιλαμβάνει σχεδόν καθέναν από μας.

Γενικά μιλώντας, τα Κίτρινα Γιλέκα δεν είναι οι φτωχότεροι των φτωχών: τα φέρνουν ίσα-ίσα βόλτα, παρ’ όλα αυτά βρίσκονται συνήθως πάνω από το επίσημο όριο της φτώχειας, οπότε δεν δικαιούνται να λαμβάνουν κανένα επίδομα. Μπορεί να μην πέφτουν κοινωνικά, αλλά αισθάνονται μια αυξανόμενη προς τα κάτω πίεση στο επίπεδο της διαβίωσής τους.

Εν συντομία, σε αντίθεση με τις μάζες της οργανωμένης εργασίας, τα Κίτρινα Γιλέκα δουλεύουν σε πολύ μικρές επιχειρήσεις, ή έχουν τη δικιά τους μονοπρόσωπη επιχείρηση, έχουν δουλειές εκτός συνδικάτων, χωρίς ασφάλιση και χωρίς προστασία και, μέχρι πρόσφατα, δεν είχαν τη δυνατότητα ή τη διάθεση να εμπλακούν σε συλλογική δράση. Για τους περισσότερους το να κατέβουν στους δρόμους και να αποκλείσουν έναν δρόμο ήταν ένα πρώτο και ενδυναμωτικό βήμα, και έπρεπε να εφεύρουν τρόπους και μέσα δράσης συχνά διαφορετικά από αυτά των συνδικαλισμένων και πολιτικά οργανωμένων εργατών.

Το κομβικό ερώτημα, όμως, δεν είναι η κοινωνιολογία των Κίτρινων Γιλέκων, και συγκεκριμένα το ποσοστό των προλεταρίων ανάμεσά τους. Αυτό που έχει σημασία είναι το τι κάνουν, ποια θέματα βάζουν και ποια είναι η έκβαση για την οποία ελπίζουν.

Οι περισσότεροι/ες στα Κίτρινα Γιλέκα θεωρούν τους εαυτούς τους ως εργαζόμενους/ες, όχι προλετάριους/ες: δεν τοποθετούν τον εαυτό τους στη σχέση μισθωτής εργασίας εναντίον κεφαλαίου. Σήμερα, με εξαίρεση λίγους πλούσιους που κάθονται και τους άνεργους, καθένας λέγεται ότι κάνει μια “δουλειά” κάποιου είδους και ο ιδιοκτήτης μιας μικρής μπουτίκ ρούχων συνηθίζει να λέει ότι ξοδεύει περισσότερες ώρες κάθε βδομάδα στο μαγαζί του απ’ ότι η πωλήτριά του. Με μεγάλη διαφορά, τα μόνα αφεντικά που στοχοποιούνται από τα Κίτρινα Γιλέκα είναι οι μεγιστάνες, οι χρηματιστές, οι τραπεζίτες, οι οικονομολόγοι, όλοι βδέλλες, που ρουφάνε το αίμα και ζουν σε βάρος όσων παράγουν τον πραγματικό πλούτο. Ο εχθρός δεν είναι τόσο ο επιχειρηματικός κόσμος ως Μεγάλες Επιχειρήσεις. Αυτό εξηγεί την μη δημοτικότητα του ζητήματος για το Παγκόσμιο Βασικό Εισόδημα που, για τα Κίτρινα Γιλέκα, βρωμάει φιλανθρωπία ή κρατική βοήθεια: αυτό θα πήγαινε κόντρα στον αυτοσεβασμό των αντρών και των γυναικών που θέλουν να μπορούν να ζουν από τη δουλειά τους.

Ένα ειδικό γνώρισμα των Κίτρινων Γιλέκων είναι ότι έχουν μια πρωτίστως προλεταριακή σύνθεση χωρίς να είναι ένα προλεταριακό κίνημα, επειδή δεν αντιδρούν ως εργάτες απέναντι – και πιθανόν κόντρα – σε αφεντικά.

Παγκόσμια, το κίνημα έχει μείνει έξω από τους εργασιακούς χώρους.

Σχεδόν όλα τα Κίτρινα Γιλέκα που έχουν δουλειές (μακράν η πλειοψηφία) έδρασε συλλογικά εκτός του ωραρίου εργασίας. Εκτός κάποιων αξιοπρόσεκτων, αλλά λίγων, εξαιρέσεων, δεν καλούν σε στάσεις εργασίας και υπήρξαν πολύ λίγες προσπάθειες αλληλεγγύης σε απεργίες που ήταν σε εξέλιξη. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η ανταρσία των Κίτρινων Γιλέκων δεν κέντρισε κάποιες αναταραχές σε εργασιακούς χώρους. Στην περιορισμένη έκταση που υπήρξε κάποιο διστακτικό κοινό εγχείρημα (“Κίτρινα Γιλέκα, Κόκκινα Γιλέκα ή Χωρίς Γιλέκα, Ας Παλέψουμε Μαζί!”, μερικές φορές ακόμα και με τα επιπλέον πράσινα γιλέκα οικολόγων), η συμμαχία ήταν περισσότερο στα λόγια παρά πραγματική, μάλλον με αμοιβαία συμπάθεια παρά συνεργασία, σαν παράλληλες γραμμές που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να συναντηθούν. Οπότε, δεν υπάρχει “σύγκλιση αγώνων” για να μιλήσουμε γι’ αυτήν.

Για παράδειγμα, υπήρξε μια ευμεγέθης παρουσία γυναικών στις διαδηλώσεις και τους αποκλεισμούς δρόμων, ισχυρότερη από ό,τι στις περισσότερες συνηθισμένες πολιτικές ή συνδικαλιστικές δράσεις. Δεν είναι όλες οι γυναίκες στα Κίτρινα Γιλέκα μισθωτές, αλλά αρκετές από αυτές είναι, κάτι που αντιστοιχεί στην αναλογία των γυναικών στη μισθωτή εργασία. Σε πενήντα χρόνια, ενώ το εργατικό δυναμικό των αντρών στη Γαλλία αυξήθηκε από τα 13,3 εκατομμύρια μόλις στα 13,7 εκατομμύρια μεταξύ του 1968 και του 2017, η απασχόληση των γυναικών ανέβηκε από τα 7,1 στα 12,9 εκατομμύρια. Αρκετές γυναίκες έχουν πάρει ενεργό μέρος σε πορείες και αποκλεισμούς δρόμων, αλλά ελάχιστες (αν υπάρχουν καν) έχουν καταφύγει στο ισχυρό “όπλο” της απεργίας που παρέχεται από τη δραστηριότητά τους στον εργασιακό χώρο. Η διατάραξη ή η παρεμπόδιση (έστω και μερικά) της λειτουργίας του σχολείου, του νηπιαγωγείου, της καντίνας του εργοστασίου, της καφετέριας του γραφείου ή των διοικητικών υπηρεσιών του δημαρχείου θα είχαν έναν ισχυρό οικονομικό και πολιτικό αντίχτυπο. Η διοίκηση μπορεί να εκκενώσει τον χώρο εργασίας της εταιρείας ή ο διευθυντής του σχολείου να βοηθήσει με τα σχολικά γεύματα, αλλά είναι απίθανο να μπορέσουν να το κάνουν για περισσότερο από μια-δυο μέρες. Οι διακρίσεις φύλου στην αγορά εργασίας έχουν σαν αποτέλεσμα οι περισσότερες γυναίκες να είναι περιορισμένες σε χαμηλού στάτους κακοπληρωμένη απασχόληση αλλά αυτές οι δουλειές τις βάζουν επίσης σε μια θέση ισχύος, συχνά εξίσου στατηγική με αυτές των αντρών εργατών. Αν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό από αυτές εκμεταλλεύτηκαν αυτή τη θέση, παρά την έντονη συμμετοχή τους στο κίνημα, αυτό δείχνει πόσο δύσκολο είναι γι’ αυτές – και για τους άντρες – να ξεπεράσουν το βάρος τριάντα χρόνων ήττας του εργατικού κινήματος.

Μια σύγκριση ίσως βοηθήσει. Αν και τα Κίτρινα Γιλέκα της περιόδου 2018-2019 και οι “ταραξίες” των banlieue του 2005 διαφέρουν, έχουν κάτι κοινό. Οι εξεγερμένοι του 2005 έμειναν στα προάστια και δεν προχώρησαν στην “πιο όμορφη λεωφόρο στον κόσμο”, αλλά η εξέγερσή τους έφτασε μια τέτοια ένταση που η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης και επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας σε έναν αριθμό πόλεων. Και πάλι, παρά το κοινωνικό τους υπόβαθρο και το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς είχαν δουλειά, οι “ταραξίες” των banlieue δεν συνδέθηκαν με αγώνες σε εργασιακούς χώρους3, όπως θα συνέβαινε αν μάχονταν στους δρόμους επειδή ήθελαν να μπορούν – και επιθυμούσαν – να κάνουν το ίδιο και στο εργοστάσιο ή στο γραφείο. Οι απεργίες που έλαβαν χώρα στο διάστημα εκείνων των τριών εβδομάδων το 2005 εκδιπλώθηκαν χωριστά από την έκρηξη στα προάστια.

Ισότητα, αλληλεγγύη, ενότητα

Στη γενική συνέλευση των Κίτρινων Γιλέκων στη Saint-Nazaire (6-7 Απριλίου 2019), μια συμμετέχουσα κατήγγειλε την “ταξική περιφρόνηση” των εξουσιαστών για τους εξουσιαζόμενους, ενώ εξέφρασε τη χαρά της για το γεγονός ότι η συνέλευση συγκέντρωσε “τους πάντες”, από “ιδιοκτήτες επιχειρήσεων” μέχρι “αποδέκτες επιδομάτων”. Παρ’ όλα αυτά, τάξη σημαίνει κάτι περισσότερο από “περιφρόνηση”, προέρχεται από συγκεκριμένα συμφέροντα διαφορετικά από τα συμφέροντα αυτών που τυχαίνει να βρίσκονται σε μια άλλη τάξη. Το αφεντικό μιας μικρής εταιρείας παροχής υπηρεσιών, ο ιδιοκτήτης ενός καταστήματος υποδημάτων και ο υδραυλικός που απασχολεί ένα εργατικό δυναμικό πέντε ατόμων, όλοι θέλουν τους μισθούς χαμηλούς, τόσο όσο και ο πρόεδρος της Tesco.

Η συνοχή των Κίτρινων Γιλέκων εξαρτάται από την αγνόηση της ύπαρξης των τάξεων και από το να δρουν σαν να συντίθενται από τον πραγματικό εργαζόμενο λαό που αντιμετωπίζει μια απονομιμοποιημένη κυβέρνηση στην πληρωμή μιας ελάχιστης υπερπλούσιας ελίτ.

Αν και σταδιακά το αίτημα για μεγαλύτερους μισθούς έγινε συχνό στις αντιπαραθέσεις των Κίτρινων Γιλέκων (αρχικά, η έμφαση ήταν μόνο για την αύξηση του κατώτερου μισθού), η γραμμή της επίθεσής τους στοχεύει λιγότερο στη μισθωτή εργασία από ό,τι στο εισόδημα, δηλαδή την αγοραστική δύναμη. Για τα Κίτρινα Γιλέκα, το χρήμα είναι η ουσία του ζητήματος, χρήμα που κερδίζεται με την εργασία και αρπάζεται από τους φόρους και, κυρίως, αυτό που μπορεί να προσφέρει το χρήμα: μια “αξιοπρεπή” ζωή και αυτοεκτίμηση. Για τα Κίτρινα Γιλέκα, ισότητα σημαίνει τη δυνατότητα του καθενός να βγάζει τα προς το ζην με τη δουλειά του ή τη δουλειά της, είτε είναι μισθωτός/μισθωτή είτε όχι.

Όταν κάποιοι μένουν σε παλάτια ενώ άλλοι αναγκάζονται να κοιμούνται στον δρόμο, μια τέτοια κατάφωρη ανισότητα είναι ένα από τα αποκρουστικά και σοκαριστικά ορατά σημάδια ότι ο υπάρχων κόσμος χρειάζται να αλλάξει.

Όμως, η επίγνωση της ανισότητας δεν οδηγεί σε μια καλλίτερη κατανόηση των κοινωνικών ζητημάτων παρά μόνο αν ψάξουμε για την αιτία της άνισης κατανομής του πλούτου. Δίνοντας έμφαση στης ανισότητα δίνει προτεραιότητα στο ποσό των χρημάτων που έχει ο καθένας, πόσα βγάζει, κληρονομεί και επιστρέφει σε φόρους: παραβλέπει το βασικό γεγονός ότι η κοινωνική θέση που καταλαμβάνει καθένας/καθεμία από εμάς καθορίζει πόσο εύποροι ή φτωχοί είμαστε. Φυσικά, ένας αστός είναι πλούσιος, αλλά είναι πλούσιος επειδή είναι αστός και όχι το ανάποδο. Από τη στιγμή που σκέφτεται κανείς με όρους εισοδήματος τοποθετεί τον εαυτό του σε μια βαθιδωτή κλίμακα, με πολλαπλά επίπεδα από την κορυφή προς τον “πάτο”, στην εικόνα μιας σκάλας όπου όλοι ανεβοκατεβαίνουν από το ένα σκαλί στο άλλο. Αυτή η οπτική συγκαλύπτει την κατανόηση της κοινωνίας ως ενός συνόλου ομάδων που η καθεμιά καθορίζεται από τη λειτουργία της.

Η κυρίαρχη άποψη μεταξύ των Κίτρινων Γιλέκων αποδέχεται τη συσσώρευση του πλούτου και την ανισότητα που αυτή συνεπάγεται, με την προϋπόθεση ότι παραμένει μετριοπαθής και δεν επιτρέπει σε κανέναν να εκμεταλλευθεί τη θέση του και να κυριαρχήσει πάνω στους άλλους. Εν ολίγοις, μέμφονται την κοινωνία ως άδικη και αγωνίζονται για έναν κόσμο στον οποίο κανείς δεν θα είναι ούτε πολύ πλούσιος ούτε πολύ φτωχός. Ούτε αριστοκράτες, ούτε ζητιάνοι, Ούτε κερδοσκόποι, ούτε χαραμοφάηδες. Η μόνη θεραπεία για την υπερβολική ανισότητα είναι η δίκαιη αναδιανομή: να πάρουμε από τους προκλητικά πλούσιους και να δώσουμε σε αυτούς που είναι άδικα φτωχοί. Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, με τους αστούς να έχουν το πάνω χέρι, αυτό το είδος πλατφόρμας της “πραγματικής Αριστεράς”, βασισμένη σε έναν αναθεωρημένο Κεϋνσιανισμό, είναι εξαιρετικά απίθανο να επιτευχθεί ή έστω καν να επιχειρηθεί, εκτός και αν προκύψει μια έξαρση αγώνων, κάτι που μέχρι στιγμής δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.

Επανεφευρίσκοντας έναν “λαό”

“Είμαστε η μητέρα πατρίδα, είμαστε θυμωμένοι και φοβόμαστε για το μέλλον των παιδιών μας”, έτσι διακήρυσσε ένα κάλεσμα για μια κινητοποίηση στις 6 Ιανουαρίου. Η αυτο-αναγνώριση των Κίτρινων Γιλέκων ως λαού ανακαλεί την μετά το 1789 ρεπουμπλικανική ιδεολογία, που απεικονίζεται στο γκράφιτι “Μακρόν = Λουδοβίκος 16ος”. Το 2019 έχει επαναεφεύρει την “κοινωνική δημοκρατία”, της οποίας το σημαντικό (αν όχι και κεντρικό) θέμα, από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι το 1848 και σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα, ήταν ακριβώς το δικαίωμα στην εργασία. Αυτό ήταν και είναι κάτι περισσότερο από τη διεκδίκηση απλώς εργασιακών δικαιωμάτων ή θέσεων εργασίας για όλους: απαιτεί τη δυνατότητα για τον καθένα να βγάζει τα προς το ζην από τη δουλειά του καθώς και μια αξιοπρεπή ζωή, δηλαδή τη δυνατότητα να υποστηρίζει την οικογένειά του/της (σε ένα όχι μακρινό παρελθόν, ο άντρας εργάτης, ιδιαίτερα αν ήταν εξειδικευμένος, περηφανευόταν για τον εαυτό του ότι ήταν ο βασικός ή ο μοναδικός κουβαλητής για την οικογένεια· σήμερα, ο “κουβαλητής” για την οικογένεια είναι συχνά μια ανύπαντρη μητέρα).

Στις απόγειό του, το – σήμερα παρακμασμένο αλλά όχι εντελώς αχρηστευμένο – εργατικό κίνημα θα ανέβαζε στο τραίνο του αρκετά στοιχεία εκτός της εργατικής τάξης για να εξασφαλίσει μια τακτική εκλογική υποστήριξη, χάρις στις ψήφους από μικρούς αγρότες (σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία), και από εκείνες τις ομάδες που παλιά αποκαλούνταν “μικροαστοί” και τώρα πιο συχνά “μισθωτή μεσαία τάξη”.

Τα σοσιαλδημοκρατικά και σταλινικά κόμματα έφεραν μαζί έναν “λαό” γύρω από την οργανωμένη εργασία. Σε μια εργατική γειτονιά δεν ανήκουν όλοι στην εργατική τάξη. Ένας αριθμός από μικρομαγαζάτορες, δασκάλους, υπαλλήλους και εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα θα υποστήριζαν τους εργάτες ώστε να σχηματίσουν ένα λαϊκό υπόβαθρο, ο πυρήνας του οποίου ήταν η βιομηχανική εργοστασιακή εργασία.

Το Γαλλικό ΚΚ ήταν ένα από τα ισχυρότερα στον Δυτικό κόσμο αλλά δεν ήταν το μοναδικό στην υιοθέτηση μιας πατριωτικής εικόνας, ισχυριζόμενο ότι είναι πιο “εθνικό” από την “κοσμοπολίτικη” μπουρζουαζία. Κάθε συνέδριο του ΓΚΚ τελείωνε με τους αντιπροσώπους να τραγουδούν τόσο τη Διεθνή όσο και την Μασσαλιώτιδα και ήταν συνηθισμένο για καταληψίες εργαστασίων να ανεβάζουν στις πύλες του εργοστασίου τόσο κόκκινες όσο και τρικολόρ σημαίες.

Από τότε που το ΓΚΚ έχασε την ενοποιητική του δύναμη, πολλές από τις συνιστώσες (εργατική τάξη και μη-εργατική τάξη) που συνήθιζε να υπερασπίζεται να και συνασπίζει, βρίσκονται τώρα να είναι πολιτικά ορφανές αναζητώντας οποιαδήποτε αίσθηση κοινότητας μοιάζει να είναι διαθέσιμη. Μια λύση είναι ένα “μαζί” δομημένο πλέον όχι γύρω από έναν πυρήνα της εργατικής τάξης αλλά, μάλλον, έναν κοινό λαό ενωμένο από το γεγονός ότι τυχαίνει να ζουν στη Γαλλία, κάτι που μπορεί να συνεπάγεται εθνικισμό ή ξενοφοβία – αλλά όχι απαραίτητα. Στην πραγματικότητα, το “μεταναστευτικό ζήτημα” και η Ευρωπαϊκή Ένωση παίζουν έναν υποδεέστεο ρόλο στις αντιπαραθέσεις και τα αιτήματα των Κίτρινων Γιλέκων (σε αντίθεση με το Εθνικό Μέτωπο – τώρα Εθνικό Συναγερμό – που πάντα αντιμετωπιει τη μετανάστευση και τη γαλλική “κυριαρχία απέναντι στην παγκοσμιοποίηση” ως το κύριο θέμα του).

Εν συντομία, η καλλίτερη προσβάσιμη ταυτότητα αυτή τη στιγμή είναι να ανήκει κανείς σε έναν εργαζόμενο λαό, με την ευρύτερη δυνατή έννοια. Αυτό εξηγεί γιατί πολλοί άντρες και γυναίκες που, για παράδειγμα, είναι αδιάφοροι ή ακόμα και εχθρικοί στις απεργίες μπορούν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους ως “Κίτρινα Γιλέκα”, και να συμπάσχουν μαζί τους, έστω και χωρίς να παίρνουν μέρος στις δράσεις, μερικές φορές απλά δείχνοντας ένα κίτρινο γιλέκο στο μπαμπρίζ του αυτοκινήτου ή επισκεπτόμενοι/ες έναν ιστότοπο φιλικό προς το κίνημα. Οι απεργίες είναι διχαστικές, αλλά ο “λαός” δεν γνωρίζει διαιρέσεις, αλλιώς δεν θα ήταν πλέον λαός, και οι εσωτερικές διαμάχες είναι προάγγελος κοινωνικής αναταραχής.

Αφού η παραδοσιακή πολιτική, τα κόμματα, ακόμα και τα συνδικάτα, είναι παράγοντες ρήξης τι συνενώνει τον λαό; Συνήθως κοινωνικά κινήματα που τρέφονται (και πνίγονται) από μια υπεραφθονία μύθων: στη Γαλλία η Ημέρα της Βαστίλλης στις 14 Ιουλίου, οι Ιακωβίνοι του 1793, η εκθρόνιση της μοναρχίας το 1830, η εξέγερση των εργατών τον Ιούνιο του 1848, η Κομμούνα του 1871, η Αντίσταση της περιόδου 1940-1944 κλπ. Το 2018-2019, μια μοναδική ιστορική αναφορά κυριαρχεί σε όλες τις άλλες: η δημοκρατική Γαλλία, η κοινωνική δημοκρατία και αντί της κόκκινης σημαίας η πανταχού παρούσα τρικολόρ.

Ένας λαός χρειάζεται ομοσπονδιακές μορφές και μάχεται για τις εικόνες του. Ζωγραφίζοντας “τα Κίτρινα Γιλέκα Θα Θριαμβεύσουν” στην Αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι, σήμαινε ότι ο λαός επανα-ιδιοποιείται ένα από τα πιο σημαντικά ρεπουμπλικανικά σημεία, ένα πολιτικό ιερό που υποτίθεται έχει υφαρπαχθεί από μια μη νομιμοποιημένη ελίτ. Λες και υπήρχε μια παραβίαση συμβολαίου ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον λαό: η εξουσία του Κράτους δεν ταυτίζεται πλέον με τον μέσο άντρα ή γυναίκα. Μέσα στο κίνημα, ο ακρωτηριασμός του προσώπου του αγάλματος μιας εξαγριωμένης γυναίκας (που ενθάρρυνε εθελοντές του 1792 στον δρόμο τους για την υπεράσπιση της επαναστατικής Γαλλίας που βρισκόταν σε πόλεμο με αντιδραστικές μοναρχίες) ήταν μια αντίδραση σε αυτό που τα Κίτρινα Γιλέκα θεωρούσν ως την “παραμόρφωση” στον 21ο αιώνα της αληθινής Γαλλίας από μια προνομιούχα μειοψηφία.

Αυτονομία

Μια σταθερά της ριζοσπαστικής κριτικής είναι να αναδεικνύει και να υποστηρίζει κάθε προλεταριακή δράση που έρχεται σε ρήξη με το Κράτος ή τον γραφειοκρατικό έλεγχο: οι επαναστάτες προάγουν την αυτοοργάνωση, την απεργία από τα κάτω, τις γενικές συνελεύσεις ως ένα κυρίαρχο σώμα, την άμεση δημοκρατία…Από αυτή την άποψη, το ελευθεριακό σύνθημα, “Κάτω οι Ηγέτες!”, θα μπορούσε να ληφθεί ως μια πρωταρχική κραυγή διαμαρτυρίας των “Κίτρινων Γιλέκων”. Όμως, καθώς ξεδιπλώνεται η δραστηριότητά τους, η αυτονομία από το να είναι αναγκαία, γίνεται ουσιώδης. Τα “Κίτρινα Γιλέκα” αυτοοργανώνουν τα “Κίτρινα Γιλέκα”, των οποίων το πρόγραμμα είναι πρώτα απ’ όλα να βρεθούν και να δρουν μαζί, ειρηνικά αν μπορούν, παράνομα αν πρέπει, αλλά η εξέγερση επαναλαμβάνει τον εαυτό της το ένα Σάββατο μετά το άλλο: ποτέ δεν πηγαίνει πιο πέρα από τους αρχικούς της στόχους, ούτε αμφισβητεί τα όριά της.

Μιλώντας για τα “Κίτρινα Γιλέκα”, όπως έχουμε κάνει από την αρχή αυτού του άρθρου, ίσως φανεί ότι τα αντιμετωπίζουμε ως μια ολότητα και αγνοούμε την ποικιλομορφία τους, με άλλα λόγια ότι τα “ουσιοποιούμε”4. Αλλά έτσι είναι ακριβώς που τα Κίτρινα Γιλέκα επιθυμούν να θεωρούνται. Καλώς ή κακώς, αντλούν την ενέργειά τους από μια ικανότητα να μην επιδέχονται ορισμού εκτός από του εαυτού τους ως ολότητας. Η αντοχή τους δεν θέλει άλλο όνομα από το “Τα Κίτρινα Γιλέκα” και για αυτά αυτό το συλλογικό όνομα είναι αρκετό. Ένα εξαιρετικά καλοδιαλεγμένο σημάδι αμοιβαίας αναγνώρισης. Το γιλέκο με την υψηλή ορατότητα είναι περισσότερο ένα πανωφόρι παρά ένα κομμάτι υφάσματος. Το κίτρινο γιλέκο σχετίζεται περισσότερο με δουλειές συχνά χειρονακτικές και όχι καλά αμοιβόμενες (οδικά έργα, κατασκευές, σιδηρόδρομοι κλπ.). Αλλά, αν και σχετίζεται με τη δουλειά, δεν είναι απλά ένα ρούχο εργασίας, με την έννοια που τα donkey jacket5 ήταν και, σε μεγάλο βαθμό, εξακολουθούν να είναι τυπικά της εργατικής τάξης: είναι προστατευτικός ρουχισμός που μπορεί να φορεθεί πάνω από ένα παλτό ή σακάκι χωρίς τον περιορισμό μιας στολής. Η “υψηλή ορατότητα” ενσαρκώνει το πρόγραμμα των Κίτρινων Γιλέκων: το αίτημα για το δικαίωμα στη δουλειά με συνθήκες που να προστατεύουν τον εργάτη και την οικογένεια. Ενώ ένας αριθμός μειονοτήτων, ιδιαίτερα σεξουαλικών, δίνουν μια δύσκολη μάχη ενάντια στην κοινωνική “αορατοποίηση”, χρειάστηκαν μόλις λίγες μέρες ώστε τα Κίτρινα Γιλέκα να πετύχουν πανεθνική ακόμα και διεθνή ορατότητα.

Τα κίτρινα γιλέκα βοηθούν να οριστεί ένα “μαζί” χωρίς αναφορά σε ένα συγκεκριμένο δόγμα, ιδεολογία ή κόμμα, τίποτα άλλο εκτός από την κληρονομιά ενός δημοκρατικού έθνους, την οποία τα Κίτρινα Γιλέκα αποφεύγουν να αναφέρουν ρητά: είναι ικανοποιημένοι με τα κοινής αποδοχής σύμβολα όπως η γαλλική σημαία, χωρίς καμμιά ουσιαστικά εθνικιστική συνυποδήλωση (αν και μειοψηφία, “μη-λευκοί/μη-λευκές” άντρες και γυναίκες είναι μέρος των Κίτρινων Γιλέκων). Οι μόνοι που ξεπροβάλλουν με θεωρίες είναι διανοούμενοι ή ακτιβιστές, αλλά αυτοί παραμένουν στο περιθώριο ενός κινήματος που δεν εμπιστεύεται το δόγμα και δεν παίζουν κανέναν ηγετικό ρόλο σε μια συνάθροιση που είναι επιφυλακτική στους ηγέτες. Το μόνο θέμα στο οποίο συμφωνούν τα Κίτρινα Γιλέκα είναι το δημοψήφισμα που προτείνεται με λαϊκή πρωτοβουλία, και το οποίο δεν έχει ρεαλιστική πολιτική διέξοδο: προσφέρει στα Κίτρινα Γιλέκα ένα ιδεατό ενοποιητικό στοιχείο, σχεδόν πολύ καλό για να είναι αληθινό, πολύ ουτοπικό για να δημιουργήσει πιθανές πολιτικές διαφωνίες μεταξύ τους, μιας και στερούνται των μέσων για να το επιβάλουν τώρα ή στο ορατό μέλλον.

Ο ρεφορμισμός πέρσι και σήμερα

Παρά την απόρριψη όλων των υπαρχόντων κομμάτων και την άρνησή τους να οικοδομήσουν ένα καινούριο, τα Κίτρινα Γιλέκα αναβιώνουν τυπικά ρεφορμιστικά στοιχεία.

Σε μια μεγάλη πλειοψηφία περιπτώσεων, όπως και τα Κίτρινα Γιλέκα, το εργατικό κίνημα – με την ευρύτερη έννοια – επίσης περιορίζει τις τάξεις σε μια αντίθεση πλουσίων εναντίον φτωχών: με τη λέξη μπουρζουαζία εννοούν μόνο τους πάμπλουτους επιχειρηματίες και τους ολιγάρχες της οικονομίας και με τη λέξη καπιταλισμό μόνο τα τραστ και τα μονοπώλια.

Επιπλέον, το εργατικό κίνημα μπορεί να ισχυρίζεται ότι μάχεται την εκμετάλλευση αλλά, στην πραγματικότητα, δρα στο επίπεδο την σχέσεων διανομής: όπως και τα Κίτρινα Γιλέκα, απαιτεί περισσότερα λεφτά. Όταν μία από τις πρωτοπόρους του κινήματος ρώτησε την κυβέρνηση “Τι κάνετε με τα χρήματά μας;”, απηχούσε, χωρίς να το ξέρει, το σύνθημα του Γαλλικού ΚΚ: “Ας πάρουμε τα λεφτά μας πίσω”. Από την “λάιτ” Αριστερά μέχρι τους πρώην Τροτσκιστές, μέσω των πρώην Σταλινικών, σχεδόν όλοι συμφωνούν με τη μια ή την άλλη εκδοχή ενός σχήματος αναδιανομής (“Ας μοιράσουμε τον πλούτο”, “Μοιράστε τον πλούτο”…).

Όταν ο μισθωτός αποτυγχάνει να πάρει έναν μεγαλύτερο μισθό φτάνοντας στην πηγή του (εκεί που αναπαράγεται η σχέση κεφάλαιο/εργασία) μέσω της άμεσης αντιπαράθεσης με το αφεντικό, το αίτημά του κινείται προς το αποτέλεσμα αυτής της σχέσης: χρήμα, που ο καθένας το έχει, αν και σε εξαιρετικά διαφορετικές ποσότητες. Ο άστεγος, ο Διευθύνων Σύμβουλος, ο ιδιοκτήτης της υπεραγοράς όπως και ο ταμίας, όλοι παίρνουν μέρος σε μια παγκόσμια ροή χρήματος. Τότε, ο μισθωτός δεν στέκει πλέον απέναντι στο κεφάλαιο, απευθύνεται στις δημόσιες αρχές που έχουν κάποια ρυθμιστική δύναμη πάνω στην ανακατανομή του υπάρχοντος πλούτου. Ανάλογα με την ένταση της πίεσης που μπορούν να ασκήσουν οι προλετάριοι, το Κράτος θα τους χαρίσει ή όχι μια πιο “δίκαιη” συμφωνία μέσω ενός κατώτατου μισθού, των συντάξεων για τους πιο ηλικιωμένους και επιδομάτων ανεργίας, κλιμακωτών φορολογικών συντελεστών κλπ.

Όπως είναι καλά γνωστό, στην Ευρώπη και τη βόρεια Αμερική, η οργανωμένη εργασία φθίνει, οι πραγματικοί μισθοί και οι κοινωνικές παροχές έχουν μειωθεί και οι κυβερνήσεις έχουν αυξήσει τα φορολογικά βάρη πάνω στους εργαζόμενους ενώ μοιράζουν ακόμα περισσότερα φορολογικά δώρα στις επιχειρήσεις: περικοπές φόρων για τους πλούσιους, σαν ένα κράτος πρόνοιας από την ανάποδη. Στη Γαλλία, η απόρριψη μιας αύξησης στον φόρο καυσίμων διαμορφώθηκε σε μια ευρύτερη και πιο βαθιά κραυγή, που έφερε μαζί ετερογενείς ομάδας γύρω από έναν κοινό στόχο: την αποκατάσταση ενός δημοκρατικού δημοσίου σώματος, ενός σώματος που να αντιπροσωπεύει και να προστατεύει αληθινά τον “πραγματικό” λαό.

Η απόδοση προτεραιότητας στην αγοραστική δύναμη αντανακλά μια πολιτική στάση. Το εισόδημα του μισθωτού πηγάζει από την εργασία του. Για το αφεντικό, πηγάζει από τη δουλειά του μισθωτού. Αλλά όταν ερχόμαστε στο χρήμα, και για τους δύο, τα ποσά που τους είναι διαθέσιμα εξαρτώνται επίσης σε μεγάλο βαθμό από το πόσα πρέπει να δώσουν στο Κράτος και από το πόσα λαμβάνουν μέσω δημοσίων υπηρεσιών, επιδομάτων κλπ. Τόσο ο ιδιοκτήτης ενός μεγάλου εστιατορίου όσο και ο λαντζέρης του πιστεύουν ότι πληρώνουν πάρα πολλά σε φόρους γι’ αυτά που παίρνουν πίσω. Άλλωστε και οι δύο μπορεί να οδηγούν ένα αμάξι ντίζελ οπότε και οι δυο τιμωρούνται οικονομικά από την αύξηση στο κόστος των καυσίμων.

Είναι απίθανο οποιοσδήποτε ιδιοκτήτης ενός μεγάλου εστιατορίου να συμμετέχει στους αποκλεισμούς των δρόμων αλλά το ζήτημα της αγοραστικής δύναμης είναι ένα πολύ ισχυρό ενοποιητικό στοιχείο. Φυσικά, τα συμφέροντα του ιδιοκτήτη του καταστήματος υποδημάτων είναι αντίθετα με αυτά της πωλήτριας: ένας υψηλότερος μισθός για την δεύτερη θα έβλαπτε τα ωφέλη του πρώτου. Παρ’ όλα αυτά, τα Κίτρινα Γιλέκα τα καταφέρνουν με αυτή την αντίφαση επειδή δεν στοχοποιούν την καπιταλιστική κοινωνική σχέση. Είναι καθήκον και υποχρέωση των δημοσίων αρχών να επιβάλλουν την ισότητα απέναντι στους φόρους (όχι άλλες περικοπές φόρων για τους πλούσιους: στον καθένα ανάλογα με τους πόρους του), και να ρυθμίσει τον ανταγωνισμό (οι υπεραγορές θα πρέπει να πληρώνουν τους γαλακτοπαραγωγούς μια κανονική τιμή για το κόστος παραγωγής). Ελπίζουν να επανορθώσουν την κοινωνική αδικία με την δημόσια δικαιοσύνη και να μετατρέψουν το Κράτος από έναν αντίπαλο σε έναν συνεταίρο, αλλά ένα ανακαινισμένο Κράτος, κάτω από τον έλεγχο των πολιτών χάρις στα συχνά δημοψηφίσματα οργανωμένα με λαϊκή πρωτοβουλία.

Μια μεγάλη διαφορά, όμως, ανάμεσα στον παραδοσιακό ρεφορμισμό και τα Κίτρινα Γιλέκα είναι ότι αρνούνται οποιαδήποτε διαμεσολάβηση: ούτε παρεμβάσεις από τα έξω (κόμματα, συνδικάτα), ούτε από τις ίδιες τις τάξεις τους (όχι ηγέτες). Αυτός ο “ξεσηκωμός πολιτών” κάνει ό,τι μπορεί για να αποστασιοποιηθεί από τα πάντα εκτός από τον εαυτό του. “Όχι Συνδικάτα/Όχι Πολιτική/Μόνο ο Λαός”, διακηρύσσει ένα πλακάτ: η αυτοαναγνώριση του λαού συνοψίζει το πρόγραμμα του λαού. Στην ατζέντα δεν περιλαμβάνονται ούτε κάποια εύλογη μεταρρύθμιση ούτε μια επαναστατική επιδιόρθωση. Αν η πολιτική είναι, όπως είπε ο Βίσμαρκ, η “τέχνη του δυνατού, του εφικτού”, η τέχνη της επιδίωξης και του μοιράσματος της εξουσίας, της διακυβέρνησης και της συμφιλίωσης, τότε τα Κίτρινα Γιλέκα δεν κάνουν πολιτική. Κυριολεκτικά, ζητούν το αδύνατο.

Αστική εξουσία

Το Κράτος και οι πολιτικοί και μηντιακοί υποστηρικτές τους αποσβολώθηκαν από την “εισβολή” και την αποφασιστικότητα των Κίτρινων Γιλέκων. Οι κυβερνώντες πάντα δυσκολεύονται να φανταστούν ότι οι κυβερνώμενοι είναι ικανοί να εξεγερθούν: γι’ αυτούς ο εκρηγνυόμενος όχλος δεν είναι απλά αδιανόητος, είναι παράλογος. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση συνήλθε (οι χειριζόμενοι την εξουσία έχουν ξεπεράσει και παλιότερα κοινωνικές καταιγίδες) και συνέχισε στον δρόμο που ακολουθούσε εδώ και μερικά χρόνια. Τώρα “η εκτελεστική εξουσία ενός μοντέρνου κράτους δεν είναι παρά μια επιτροπή για την διαχείριση των κοινών υποθέσεων ολόκληρης της μπουρζουαζίας”, όπως έγραψε ο Μαρξ το 1848.

Απορρίπτοντας ακόμα και πολύ μετριοπαθείς προτάσεις για να μαλακώσει τη γραμμή του, ο επικεφαλής του Κράτους παρέμεινε σταθερός στην πορεία. Δεν πρέπει να αναμένεται καμμιά αύξηση μισθών, ο στόχος παραμένει η ανάπτυξη του “παραγωγικού κεφαλαίου”, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να μπορούν να ανταγωνιστούν στην παγκόσμια αγορά, και είναι κανονικό και λογικό οι πλούσιοι να παραμένουν πλούσιοι (αυτοί δεν είναι, άλλωστε, που δημιουργούν τον πλούτο και παίρνουν τα ρίσκα;). Οι διαδηλωτές πρέπει να χτυπηθούν με πλαστικές σφαίρες6 μέχρι να υποταχθούν. Συν μερικές δευτερεύουσες παραχωρήσεις, για να χρυσωθεί το χάπι…στην πραγματικότητα περισσότερα απ’ ό,τι πέτυχαν οι καθοδηγούμενοι από τα συνδικάτα αγώνες τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτή είναι η προληπτική αρχή της μπουρζουαζίας, στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδό της.

Το βασικό είναι ότι το “Φορντιστικό-κεϋνσιανό” κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας θα συνεχίσει να ξηλώνεται. Η εκ νέου εισαγωγή του φόρου για τους πλούσιους δεν θα φτωχοποιούσε την άρχουσα τάξη και ίσως να κάλμαρε λίγο τη λαϊκή οργή, αλλά η υποχώρηση στο συγκεκριμένο ζήτημα θα ήταν ένα σημάδι αδυναμίας· και γιατί θα έπρεπε οι υπερ-πλούσιοι να αρκεστούν στα 9,9 εκατομμύρια όταν μπορούν να έχουν 10;

Ο Μακρόν φημίζεται για τον επαναλαμβανόμενο χλευασμό τους για τους στερημένους τα πάντα, αποκαλώντας τους “χαραμοφάηδες”, “αγράμματους”, “αυτοί που δεν κάνουν τίποτα”, κλπ. Είτε χωρίς υπολογισμό είτε εσκεμμένοι, οι χαρακτηρισμοί αυτοί εκφράζουν ανοιχτά την ταξική περιφρόνηση που οι αστοί συνήθως κρατούν μέσα τους. Αυτό είναι αναμενόμενο σε μια κατάσταση που οι κυβερνώντες έχουν το πάνω χέρι και δεν φοβούνται να βεβαιώσουν την κυριαρχία τους δημοσίως. Είναι καλά εδραιωμένο – αν και συνήθως απαρατήρητο – γεγονός ότι οι αστοί έχουν πολύ μεγαλύτερη ταξική συνείδηση από τους προλετάριους. Τα Κίτρινα Γιλέκα είναι ένα ευρύ δυναμικό κίνημα, με ένα διογκούμενο ρεύμα υποστήριξης, που όμως είναι ανίκανο να αμφισβητήσει μια ισορροπία εξουσίας που είναι σε όφελος της αστικής τάξης από τη δεκαετία του 1980.

Η δύναμη του αρνητικού εναντίον της πολιτικής

Τα Κίτρινα Γιλέκα έχουν τη δύναμη του “έργου του αρνητικού”: η ιστορία προχωρά μόνο με βίαιες οδυνηρές αντιθέσεις, “άγριες” και “ακατάληπτες” αρνήσεις που αρχικά μοιάζουν να μην οδηγούν πουθενά, και συνεπώς εκλαμβάνονται ως άτοπες, καταστροφικές και εγκληματικές από τους υπερασπιστές της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης.

Η ιδιομορφία των Κίτρινων Γιλέκων είναι ότι είναι αρνητικοί και ως προς το ίδιο τους το κίνημα: αρνούνται να δώσουν στον εαυτό τους τα αναγκαία μέσα για τους σκοπούς τους. Αυτο-ηττώνται με την έννοια ότι δεν εμπλέκονται στην πολιτική μάχη όπως την γνωρίζουμε συνήθως.

Όσον αφορά το εκλογικό ώφελος που η ακροδεξιά ίσως αντλήσει από τη δυσαρέσκεια των Κίτρινων Γιλέκων, αυτό δεν είναι περισσότερο ενδεικτικό για το κίνημα από ό,τι ήταν οι εκλογές μετά τον Μάη του 1968. Εκείνες οι εκλογές δεν αποκάλυψαν το αληθινό νόημα μιας γενικής απεργίας 3 εβδομάδων και ενός κοινωνικού σεισμού (για την ιστορία, τον Ιούνιο του 1968 η Γκωλική δεξιά κέρδισε μια απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Έναν χρόνο αργότερα, στις προεδρικές εκλογές, η παλιά Αριστερά απέτυχε οικτρά (5%), το ΚΚ είχε τις αλκυονίδες μέρες του (21%) που δεν κράτησαν πολύ γιατί το 1981 το νεογέννητο Σοσιαλιστικό Κόμμα ήρθε στην εξουσία με το ΚΚ ως – πολύ ελάσσονα – συνεταίρο). Μετά από ένα έντονο κοινωνικό κίνημα αυτό που βγαίνει από τις κάλπες είναι τουλάχιστον τόσο σημαντικό για τα όριά του – και τον χαμό του – όσο και για την εσωτερική του φύση. Επιπλέον, το Εθνικό Μέτωπο/Εθνικός Συναγερμός δεν περίμενε τα Κίτρινα Γιλέκα για να αναπτυχθεί και να ευημερήσει.

Στις ευρωεκλογές του Μαΐου του 2019, η μια χούφτα των Κίτρινων Γιλέκων, που ισχυρίζονταν ότι αντιπροσώπευαν το κίνημα, δεν ήταν παρά ένα περιθωριακό φαινόμενο και κανείς δεν εξεπλάγη με την κακή επίδοσή τους. Τα Κίτρινα Γιλέκα επιθυμούν να ακούγονται μάλλον μέσα από την άμεση δράση και όχι την κάλπη, οπότε δεν νοιάζονταν περισσότερο για την εκστρατεία των ευρωεκλογών του 2019 από όσο νοιάζονται συνήθως για τις άλλες. Οι περισσότεροι ψήφισαν απλά τον Μάιο του 2019 όπως ψήφιζαν και πριν, μερικοί υπέρ του Εθνικού Μετώπου, άλλοι – αρκετοί σε αριθμό – δεν μπήκαν στον κόπο να πάνε στις κάλπες. Το μεγαλύτερο “εργατικό κόμμα” στη Γαλλία είναι αυτό της αποχής. Η αποχή έφτασε σε ποσοστό ρεκόρ στις προεδρικές εκλογές του 2017 αλλά έφτασε στο 69% μεταξύ των χειρόνακτων εργατών, στο 65% μεταξύ των εργατών γραφείου και μόνο στο 50% μεταξύ των διευθυντικών στελεχών, των μεσαίων μάνατζερ, των καλοπληρωμένων λευκών-κολλάρων και ανθρώπων που τους έχει παραχωρηθεί έστω και ελάχιστη εξουσία. Όσο χαμηλότερο το εισόδημα και η κοινωνική σου θέση, τόσο λιγότερο ψηφίζεις.

Τα Κίτρινα Γιλέκα δεν είναι το πρώτο κίνημα που υιοθετούν μια πολιτική στάση ενώ απέχουν ταυτόχρονα από αυτό που είναι γνωστό ως πολιτική, δεν νοιάζονται, όμως, ούτε να εφεύρουν καινούριες πολιτικές μορφές. Αυτή η αντίφαση τα γλιτώνει από την “αφομοίωση” και αποτρέπει επίσης τις ενέργειές τους από το να έχουν πραγματικές συνέπειες, γιατί υπάρχουν μόνο δυο τρόποι με τους οποίους θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν: ή παλεύοντας για πλήρη αλλαγή (επανάσταση) ή πιέζοντας για πολύ καλλίτερες δημόσιες πολιτικές (μεταρρύθμιση). Τα Κίτρινα Γιλέκα δεν ακολουθούν κανέναν από τους δύο αυτούς δρόμους. Το κίνημα κάνει γύρω-γύρω τους κύκλους του και, μετά τις ταραχές της 1ης Δεκεμβρίου, έφτασε σε μια νέα κλιμάκωση στις 16 Μαρτίου, αλλά δεν υπάρχουν ταραχές που να μπορούν να αντιστρέψουν την κυρίαρχη τάση.

Παρεμπιπτόντως, είναι παραπλανητικό να μιλάμε για “αντάρτικο πόλης” ή για “προεξεγερσιακή κατάσταση”. Αν και οι λέξεις αυτές είναι ταμπέλες για αλληλένδετα γεγονότα, υπάρχει μια διαφορά. Η ανταρσία συνεπάγεται κάποιου είδους χρήση θανατηφόρων όπλων κι από τις δύο πλευρές. Όταν οι εξεγερμένοι ανεβάζουν το διακύβευμα και ανοίγουν την πιθανότητα ανατροπής και/ή κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, προσφεύγουν σε οπλισμό που μόνο το Κράτος μπορεί νόμιμα να χρησιμοποιήσει: τον Μεσαίωνα, δόρατα, τόξα, σπαθιά κλπ.· στη σύγχρονη εποχή, πυροβόλα. Με τα Κίτρινα Γιλέκα, δεν είναι αυτή η περίπτωση.

Σε αυτές τις περιστάσεις, η διαιώνιση ενός παρακμάζοντος κινήματος δύσκολα θα απέτρεπε τις προσπάθειές του για ξεκαθάρισμα να παραμείνουν στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή: το αίτημα για αυθεντική δημοκρατία. Όποια χειραγώγηση και να εμπλέκεται από την αριστερά ή την άκρα αριστερά, τον Ιανουάριο του 2019 η “Πρώτη Συνέλευση των Συνελεύσεων” στο Commercy (μια συνάντηση 75 αντιπροσωπειών από διάφορες ομάδες των Κίτρινων Γιλέκων), ακολουθούμενη, τρεις μήνες αργότερα, από άλλη μία στο Saint-Nazaire, εξέφρασε αυτό που τώρα είναι η ύψιστη δυνατή συνείδηση του κινήματος: μια γενική δυσαρέσκεια με τους δημόσιους θεσμούς, την τρέχουσα πολιτική, τα υπάρχοντα κόμματα και συνδικάτα. Τα Κίτρινα Γιλέκα προτιμούν τη συμμετοχή σε σχέση με την αντιπροσώπευση· την άμεση δημοκρατία σε σχέση με τον κοινοβουλευτισμό· την πολιτική “από τα κάτω” σε σχέση με τους επαγγελματίες πολιτικούς· από τα κάτω-προς-τα-πάνω σε σχέση με το από τα πάνω-προς-τα-κάτω.

Ακτιβιστές ήλπιζαν ότι ένα εξασθενημένο, αλλά ακόμα επίμονο, κίνημα θα ήταν νερό στον μύλο των διοργανωτών και των διαμορφωτών προγραμμάτων, αλλά προσπάθειες παρέμβασης από τα έξω γνώρισαν ελάχιστη επιτυχία. Όταν η πολιτική και διανοούμενη αριστερά κάλεσε για εφικτά μέτρα και λογικά βήματα δεν επρόκειτο για το είδος εκείνου λόγου που τα Κίτρινα Γιλέκα θέλουν να ακούνε. Τον Ιανουάριο του 2019, η μηνιαία Monde Diplomatique, μια από τις ηγετικές φωνές στη Γαλλία που καλούν για μια “πραγματική Αριστερά”, συνόψισε επαρκώς την μοίρα των μεταρρυθμιστών όταν περιέγραψε τα Κίτρινα Γιλέκα ως “πολιτισμικά ξένα προς τους περισσότερους από όσους δημιουργούν αυτήν εδώ την εφημερίδα και όσους την διαβάζουν”. Αυτό το κίνημα παραείναι ευρύ, ετερογενές και αντιφατικό για να μπορεί οποιοδήποτε παλιό ή νέο κόμμα να του προσφέρει μια συνοχή ή ταυτότητα. Ανέχεται εκπροσώπους ομιλητές για όσο ακολουθούν το κύμα της λαϊκής κινητοποίησης, παραμένουν συναινετικοί και απέχουν από την προαγωγή οτιδήποτε είναι επικίνδυνα συγκεκριμένο, όπως μιας πολιτικής γραμμή ή – ακόμα χειρότερα – μιας εκλογικής δέσμευσης.

Επιπλέον, η αριστερά οδήγησε η ίδια τον εαυτό της εκτός του κινήματος με την άμεση και σταθερη απόρριψη των βίαιων ενεργειών των Κίτρινων Γιλέκων (αυτή ήταν, επίσης, η στάση που πήραν από την αρχή και όλα τα συνδικάτα: η κοινή δήλωσή τους στις 6 Δεκεμβρίου κατήγγελε “όλες τις μορφές βίας”). Κανένα κόμμα δεν μπορεί να δώσει στα Κίτρινα Γιλέκα μια άμεση πολιτική στέγη και να τα χρησιμοποιήσει για να οικοδομήσει μια βάση εξουσίας από μόνο του.

Αν τα Κίτρινα Γιλέκα δεν προκάλεσαν σχεδόν καμμιά στάση εργασίας, αν πολύ σπάνια καλούσαν για απεργίες, αυτό συνέβη επειδή τριάντα χρόνια ήττας βαραίνουν ακόμα πάρα πολύ στην συνείδηση και τη συμπεριφορά του κόσμου: τα Κίτρινα Γιλέκα έχουν ταρακουνήσει αυτό το ιστορικό πλαίσιο, αλλά αυτό απέχει ακόμα πολύ από το ξήλωμά του. Μέχρι τώρα, κοινωνικά κινήματα δεν έχουν φτάσει στο σημείο στο οποίο ο εργάτης στους σιδηροδρόμους, ο “αυτοαπασχολούμενος” οδηγός φορτηγού, ο υπάλληλος του ταχυδρομείου, η εργάτρια στην αποθήκη, η νοσοκόμα και ο δάσκαλος θα μπορούσαν να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν την κοινή αιτία που οργανώνει και διαφεντεύει τις ζωές τους: τη μισθωτή εργασία. Στους πρώτους μήνες του 2019, καλέσματα για μια γενική απεργία, ως τρόπου επέκτασης του κινήματος, είχαν πολύ λίγες πιθανότητες να ακουστούν. Είναι ένα εντυπωσιακό χτύπημα που αφήνει όσους/ες συμμετέχουν σε αυτό τόσο ενδυναμωμένους όσο και άναυδους. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βίωσαν την αυτοοργάνωση, την ανυπακοή, την έλλειψη σεβασμού για τους πολιτικούς, τον νόμο και την τάξη, την αστυνομία και, καθόλου ασήμαντο, για τα ΜΜΕ. Η ιστορία, παρ’ όλα αυτά, είναι ένας φτωχός δάσκαλος. Μια εκτεταμένη κοινωνική εξέγερση δεν είναι κάποιο σχολείο στο οποίο οι μαθητές μαθαίνουν με δοκιμή και λάθη, βήμα-βήμα. Συγκρίνοντας το παρελθόν και το παρόν: οι ψεύτικες αναμνήσεις αφθονούν. Ό,τι θα απομείνει από τα Κίτρινα Γιλέκα δεν εξαρτάται από τα ίδια.

G.D., Ιούνιος 2019

Για περισσότερο διάβασμα

Tristan Leoni, Sur les Gilets Jaunes

Ένα σημαντικό, για τους Γάλλους αναγνώστες, δοκίμιο με λεπτομέρειες για την αρχή της εξέγερσης· τις γεωγραφικές ρίζες της· την ταξική σύνθεσή της· τα αιτήματά της· τον σημαντικό ρόλο που έπαιξαν οι γυναίκες· την σχέση των Κίτρινων Γιλέκων με την πολιτική· τον συχνά σχολιασμένο αλλά, παρ’ όλα αυτά, περιθωριακό ρόλο του σεξισμού, της ομοφοβίας, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού· την υπόρρητη παρουσία της ακροδεξιάς ιδεολογίας καθώς και την αποτυχία των ακροδεξιών πολιτικών ομάδων να διεισδύσουν στο κίνημα· την αποσύνδεση ανάμεσα στα Κίτρινα Γιλέκα και την αριστερά και την άκρα αριστερά· την αυτοοργάνωση των Κίτρινων Γιλέκων· τη λειτουργία της βίας· και το πώς χάθηκε σταδιακά η αρχική ορμή όταν μειώθηκαν οι αποκλεισμοί των δρόμων και οι διαδηλώσεις του Σαββάτου έφτασαν να επαναλαμβάνουν τον εαυτό τους.

Για να διατηρήσουμε το παρόν δοκίμιο σύντομο, δεν ασχοληθήκαμε με το ζήτημα “απεργία/αποκλεισμός”. Επιτρέψτε μας απλά να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από τον T. Leoni:

“ [..] τα Κίτρινα Γιλέκα [..] έβαλαν σαν στόχο την κυκλοφορία μάλλον και όχι την παραγωγή. Παρ’ όλα αυτά ο αποκλεισμός σημαίνει το μπλοκάρισμα της δουλειάς άλλων ανθρώπων. Είναι μόνο επειδή κάποιοι εργάτες παράγουν προϊόντα και κάποιοι άλλοι τα μεταφέρουν που ο αποκλεισμός έχει την όποια “επίδραση”: με άλλα λόγια, το μπλοκάρισμα είναι το αποτέλεσμα μιας μειοψηφίας, επειδή η πλειοψηφία δεν κατεβαίνει σε απεργία. Εξ ορισμού, η σφαίρα της κυκλοφορίας δεν είναι κεντρική, [η κυκλοφορία] δεν είναι παρά το “προς τα πάνω” και το “προς τα κάτω” ρεύμα της παραγωγής. [..] Τον Μάη του 1968, όταν 10 εκατομμύρια εργάτες κατέβηκαν σε απεργία, δεν υπήρχε πια ροή για να μπλοκαριστεί! Συνεπώς, για να γίνει επανάσταση, το μπλοκάρισμα ή το σταμάτημα της παραγωγής δεν είναι αρκετό [..]: είναι αναγκαίο να αλλάξει η παραγωγή από πάνω ως κάτω (και επομένως πιο πιθανό να καταργηθεί μεγάλο κομμάτι της), καθώς και να αλλάξουν οι κοινωνικές σχέσεις που την συνοδεύουν. Αυτό είναι μάλλον δύσκολο αν εξεγείρεσαι μόνο στον ελεύθερο χρόνο σου”.

  • Για το προλεταριάτο ως αυτούς “που δεν έχουν αποθέματα”: Bordiga, Class Struggle and “Bosses’ Offensives, 1949

  • “Οι προλετάριοι (..) δεν έχουν τίποτα δικό τους για να ασφαλίσουν και να (κατ)οχυρώσουν· η αποστολή τους είναι να καταστρέψουν όλα τα προηγούμενα αξιόγραφα και ασφάλειες, για την ατομική ιδιοκτησία” (Κομμουνιστικό Μανιφέστο, Πρώτο Μέρος).

  • Call of the First Assembly of Assemblies in Commercy, 27 Ιανουαρίου 2019.

  • Η πρωτοτυπία και η ασυνέπεια των Κίτρινων Γιλέκων μπέρδεψε τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες, αριστερούς ή μη. Μια εξαίρεση ήταν η Πάμελα Άντερσον η οποία έγραψε ήδη από τις 4 Δεκεμβρίου του 2018: “Όταν οι διαδηλωτές καταστρέφουν αυτοκίνητα και καίνε μαγαζιά, επιτίθενται συμβολικά στην ατομική ιδιοκτησία που είναι η βάση του καπιταλισμού. Όταν επιτίθενται στους αστυνομικούς απορρίπτουν συμβολικά και προκαλούν τις κατασταλτικές δυνάμεις του κράτους – δυνάμεις που πρωτίστως προστατεύουν το κεφάλαιο”. Η δήλωσή της ήρθε σε μια στιγμή που το κίνημα συγκέντρωνε ορμή, σε εντυπωσιακή αντίθεση με την καθυστερημένη αναγνώριση από 1400 Γάλλους συγγραφείς και καλλιτέχνες που περίμεναν μέχρι τις 4 Μαΐου του 2019, όταν τα Κίτρινα Γιλέκα έχαναν την ενέργειά τους, για να δηλώσουν δημοσίως ότι αυτή η διαμαρτυρία ήταν άξια υποστήριξης. Φαίνεται ότι η πρώην τηλεοπτική και κινηματογραφική σταρ του Baywatch Πάμελα ήταν πολύ πιο εύστοχη από ένα ολόκληρο τσούρμο προσωπικοτήτων από τον κόσμο της κουλτούρας. Pamela Anderson Gilets Jaunes & I

  • Για να βοηθήσουμε να θέσουμε την κρίση με τα Κίτρινα Γιλέκα στο πλαίσιο της σύγχρονης περιόδου: Call of the Void 2003, In for a Storm. A Crisis on its Way, 2007
    Πιο συγκεκριμένα: From Crisis to Communisation, PM Press, 2019, κεφάλαιο 4, “Crisis of Civilisation”.

  • Το παράθεμα στην αρχή αυτού του κειμένου είναι από τα άπαντα του George Bataille (ο δεύτερος τόμος περιέχει συλλογές αδημοσίευτων χειρογράφων και σχεδιασμάτων από την περίοδο 1922-1940: Oeuvres, Gallimard, 1970).

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.troploin.fr/node/98.

2 Στμ. Τα περίφημα “banlieues”, στα Γαλλικά.

3 Στμ. Ναι γιατί το κοινό στοιχείο είναι ίσως ότι και στα banlieue έχουμε να κάνουμε με μια σύνθεση περισσότερο “λούμπεν” προλεταριακή που, επίσης, δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της ως προλεταριάτο (ή εργατική τάξη).

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: essentialise. Ότι τους αποδίδεται μια “ουσία”.

5 Στμ. Τύπος σακακιού που σχεδιάστηκε από τον Άγγλο George Key το 1888 και έγινε τυπικό ρούχο για τους χειρόνακτες εργάτες στη Βρετανία καθώς και για τα μέλη των συδικάτων και της πολιτικής αριστεράς. Το όνομα “donkey” προέρχεται από το ότι πολλοί από τους εργάτες που το φορούσαν δούλευαν στις λεγόμενες “γαϊδουρομηχανές” [donkey engines], ατμομηχανές με ευρεία χρήση στην υλοτομία, τις εξορύξεις και την ναυτιλία.

6 Στμ. Στο πρωτότυπο: flash-balled to submission.

Η Χρονιά που ο Κόσμος έγινε viral1

Gilles Dauvé2

το κείμενο σε pdf

 

Μέχρι τις πρώτες μέρες του 2020, όταν οι Δυτικοί μιλούσαν για “ιούς” εννοούσαν συνήθως ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τους υπολογιστές τους (οι Ασιάτες ήταν ομολογουμένως πιο ενημερωμένοι). Φυσικά, όλοι ήξεραν την ιατρική σημασία της λέξης, αλλά αυτοί οι ιοί ήταν πολύ μακριά (Ebola), σχετικά σιωπηλοί, παρά τους 3 εκατομμύρια θανάτους τον χρόνο από το AIDS (HIV), ακόμα και μπανάλ (από μόνη της η χειμωνιάτικη γρίππη προκαλεί “μόνο” 10.000 θανάτους κάθε χρόνο στη Γαλλία). Αλλά ακόμα και αν χτυπούσε η αρρώστια, η ιατρική έκανε θαύματα. Είχε ακόμα-ακόμα ξεπεράσει και την ίδια την απόσταση : από τη Νέα Υόρκη, ένας χειρουργός μπορούσε να εγχειρήσει έναν ασθενή στο Στρασβούργο.

Τότε, ήταν κυρίως οι μηχανές που αρρώσταιναν.

Μέχρι τις πρώτες μέρες του 2020.

Πεθαίνεις με τον ίδιο τρόπο που ζεις

Η Covid-19 είναι μια μεταδοτική ασθένεια με έναν ρυθμό μετάδοσης πολύ μεγαλύτερο από αυτόν της γρίππης: προκαλεί λίγες σοβαρές περιπτώσεις, αλλά η σοβαρότητά τους είναι ακραία, ιδιαίτερα για άτομα υψηλού κινδύνου (κυρίως άτομα άνω των 65) και απαιτεί νοσηλεία σε μονάδες εντατικής θεραπείας για ασθενείς που κινδυνεύουν να πεθάνουν. Εξ ου και η ανάγκη για ελέγχους σε μεγάλη κλίμακα.

Οι επιδημίες και οι πανδημίες δεν είναι κάτι καινούριο.

Στην εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η πανούκλα πιθανόν στοίχισε τη ζωή 10 εκατομμυρίων θυμάτων από το 166 μέχρι το 189 μΧ. Μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1918, 20 με 100 εκατομμύρια θάνατοι αποδόθηκαν στην “ισπανική” γρίπη. Την ίδια περίοδο, ο τύφος σκότωσε 3 εκατομμύρια Ρώσους στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Το 1957-1958, η “Ασιατική” γρίπη προκάλεσε τον θάνατο 3 με 4 εκατομμυρίων ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο. Η γρίπη του “Χονγκ Κονγκ” εκτιμάται ότι ευθύνεται για 1 εκατομμύριο θανάτους παγκοσμίως (στη Γαλλία 31.000) μεταξύ του καλοκαιριού του 1968 και της άνοιξης του 1970.

Εντυπωσιακοί, πραγματικά, αριθμοί, συχνά αβέβαιοι (η διαφορά μεταξύ 20 και 100 εκατομμυρίων ή ακόμα και μεταξύ 3 και 4, είναι μια αρκετά μεγάλη διαφορά), μερικές φορές διαγραμμένοι από τη συλλογική μνήμη: στη Γαλλία, πριν από τον Φεβρουάριο του 2020, κανείς δεν θυμόταν τους 31000 ανθρώπους που πέθαναν το διάστημα 1968-1970 (εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν γενικά μέτρα δημόσιας υγείας και ο τύπος αγνοούσε ή ελαχιστοποιούσε την επιδημία).

Κατακλυζόμαστε από στατιστικά της Covid-19 που είναι τόσο πιο ακατανόητα όσο αλλάζουν τα κριτήριά τους. Όλα αλλάζουν, άσχεται από το αν κάποιος παρατηρεί τον αριθμό των θανάτων από την αρχή της επιδημίας ή σε μια συγκεκριμένη μέρα, τον αριθμό των κρουσμάτων, την αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων σε σύγκριση με μια συγκεκριμένη μέρα, τον ρυθμό μεταδοτικότητας, τις εισαγωγές στα νοσοκομεία ή στις ΜΕΘ. Όσο περισσότερα τεστ γίνονται (στις περισσότερες χώρες τα τεστ ήταν πολύ σπάνια τους πρώτους μήνες) τόσο περισσότεροι άνθρωποι καταγράφονται ως μολυσμένοι, ανεξάρτητα από το αν ο αριθμός των θυμάτων αυξάνεται ή μειώνεται.

Είμαστε εξοικειωμένοι τώρα με τη διαφορά μεταξύ της νοσηρότητας, της θνησιμότητας και της φονικότητας3, με την τελευταία να είναι η πιο σημαντική καθώς το ποσοστό της είναι ενδεικτικό της αναλογίας των σχετιζόμενων με την ασθένεια θανάτων ως προς τον συνολικό αριθμό των ασθενών. Χωρίς να ξεχνάμε την διάκριση ανάμεσα στα φαινομενικά και τα πραγματικά ποσοστά φονικότητας. Μόνο το δεύτερο δίνει την αναλογία του αριθμού των θανάτων προς τον αριθμό των περιπτώσεων που έχουν πραγματικά διαγνωστεί θετικά· το πρώτο βασίζεται αποκλειστικά σε εκτιμήσεις για τον αριθμό αυτών που έχουν προσβληθεί.

Είναι εξίσου δύσκολο να καταλάβουε τον “αριθμό R”, που αποτελεί μέτρο της ικανότητας διάδοσης μιας μολυσματικής ασθένειας. Στην περίπτωση της Covid-19, ο ρυθμός ενημέρωσης για τις νέες περιπτώσεις είναι ευκολότερο να οριστεί (υπάρχουν τρεις τέτοιοι ορισμοί στη Γαλλία) παρά να υπολογιστεί και οι εκτιμήσεις διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα.

Όσον αφορά τους αριθμούς, είναι αλήθεια ότι 9 στα 10 άτομα που πεθαίνουν από Covid είναι άνω των 65, αλλά, συνδυάζοντας όλες τις αιτίες θανάτου, η αναλογία ηλικιωμένων που πεθαίνουν τώρα δεν είναι τόσο μεγαλύτερη από αυτή στις περιόδους που δεν υπήρχε η Covid-19 – πεθαίνουν λόγω μεγάλης ηλικίας, από ασθένειες, από φτώχεια και σχετικές με αυτήν ασθένειες.

Εν ολίγοις, βρισκόμαστε με ένα συνονθύλευμα από διαρκώς επικαιροποιημένα και αντικρουόμενα δεδομένα. Και παρά τη σημαντικότητά τους, οι αριθμοί για την Covid-19 χάνουν τη γενικότερη εικόνα: αν και μας λένε το εύρος της πανδημίας (πάνω από 1,7 εκατομμύρια θάνατοι το 2020) παραβλέπουν τις κοινωνικές αιτίες της και τις συνέπειές τους.

Όπως κάθε σοβαρή ασθένεια, η Covid-19 είναι πιθανόν να σκοτώσει ανθρώπους εξασθενημένους από την ηλικία, από κάποια άλλη ασθένεια και/ή έναν τρόπο ζωής που αποδυναμώνει: κακή διατροφή, ατμοσφαιρική ρύπανση (που εκτιμάται ότι σκοτώνει 7 με 9 εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο), χημική μόλυνση, καθιστική ζωή, ηλικιωμένοι που είναι χωρίς εργασία και συνεπώς εκτός κοινωνίας – όλοι οι παράγοντες που συμβάλλουν ώστε να έχουν συνέπειες όπως ο διαβήτης και ο καρκίνος…είναι ευνοϊκό έδαφος για την Covid. Από τους 31.000 θανάτους που καταγράφηκαν στη Γαλλία στα τέλη του Αυγούστου του 2020, τουλάχιστον οι 7500 θεωρείται ότι οφείλεται σε συν-θνησιμότητα (25% προκληθέντες από αρτηριακή υπέρταση, 34% από καρδιακά νοσήματα).

Διάφοροι μη μετρήσιμοι παράγοντες αν ληφθούν από κοινού προκαλούν ένα μη ποσοτικοποιήσιμο “πλεόνασμα” θνησιμότητας με ταξική διάσταση: ανεργία, ανθυγιεινή στέγη, junk food (η παχυσαρκία είναι πιο διαδεδομένη μεταξύ των φτωχών). Η φυματίωση (με 1,5 εκατομμύρια θανάτους το 2014) επανεμφανίστηκε στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 εξαιτίας των ανθυγιεινών συνθηκών στις πόλεις και της αυξανόμενης φτώχειας. Αν είστε άρρωστος, είναι καλλίτερο να είστε πλούσιος…και Λευκός, συνήθως: “όταν ένας λευκός έχει ένα κρύωμα, ένας μαύρος έχει πνευμονία”, λένε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όλες αυτές οι συνθήκες γίνονται χειρότερες από το ανθρώπινο κόστος της καραντίνας: χαμηλότερο εισόδημα, ανησυχία, κατάθλιψη, στέρηση επισκέψεων για όσους ζουν σε οίκους ευγηρίας κλπ.

“Ένα ‘άτομο με προϋπάρχον ιατρικό ιστορικό’ είναι συχνά μια άλλη λέξη για το ‘ηλικιωμένος εργάτης/προλετάριος’. [..] Ένας μεσήλικας άντρας ‘με χαμηλά προσόντα’ έχει οχτώ φορές μεγαλύτερο ρίσκο να βγει στη σύνταξη πρόωρα εξαιτίας ενός καρδιαγγειακού νοσήματος από έναν άντρα της ίδιας ηλικίας ‘με υψηλά επαγγελματικά προσόντα’” (Wildcat: δείτε την αναφορά στο “Περισσότερο διάβασμα”).

Αυτός ο συνδυασμός κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, παρά τον σημαντικό ρόλο του στη διάδοση των ασθενειών, είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί και συνεπώς διαφεύγει της εξονυχιστικής μελέτης της στατιστικής.

Συνάντησε ένας πανγκολίνος μια νυχτερίδα; Ή πήγε λάθος κάποιο εργαστηριακό πείραμα; Πιθανόν να μην μάθουμε ποτέ. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: ο καπιταλισμός είναι συν-νοσηρός. Ο καπιταλιστικός πολιτισμός δεν δημιούργησε την Covid-19, αλλά σίγουρα βοήθησε την εξάπλωσή του μέσα από την όλο και πιο ευρεία κυκλοφορία ανθρώπων και προϊόντων, την επιταχυνόμενη ανθυγιεινή παγκόσμια αστικοποίηση, τη βιομηχανική γεωργία που ευνοεί τα παθογόνα, και την υποβάθμιση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας στις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, από τις 11 παγκόσμιες ιογενείς πανδημίες οι 5 έχουν συμβεί στα τελευταία 20 χρόνια.

“Να κυβερνάς σημαίνει να προβλέπεις”: ένας κανόνας που η καπιταλιστική κοινωνία δεν τον αγνοεί, αλλά που τον εφαρμόζει με τη δική της λογική. Οποτεδήποτε η πρόληψη είναι ένα εμπόδιο στον ανταγωνισμό μεταξύ των εταιριών, στην αναζήτηση του ελάχιστου κόστους παραγωγής, στα κέρδη και τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, η πρόληψη έρχεται στη δεύτερη θέση. Η αρχή της προληπτικότητας δεν θα είναι ποτέ προτεραιότητα σ’ αυτή την κοινωνία.

Κάνοντας το κακό χειρότερο

Η τραγωδία που έχει ξεδιπλωθεί δεν ήταν βιολογικά προκαθορισμένο να πάρει τη μορφή που έχει πάρει. Αν και περισσότερο μεταδοτική και φονική απο την εποχιακή γρίπη, η Covid-19 είναι αβλαβής για μια τεράστια πλειοψηφία αλλά πολύ σοβαρή για ένα μικρό ποσοστό, πιθανόν 1 στα 1000 άτομα που προσβάλλονται. Θα ήταν σχετικά εύκολο να περιοριστεί η πανδημία με συστηματικό έλεγχο των ατόμων που έχουν μολυνθεί ήδη από την στιγμή που εμφανίζονται οι πρώτες περιπτώσεις, ιχνηλατώντας τις κινήσεις τους και τοποθετώντας τα (λίγα) άτομα που προσβάλλονται σε καραντίνα. Η τεχνική του ελέγχου απαιτεί την οργάνωση και τον εξοπλισμό που οι υψηλά βιομηχανοποιημένες χώρες μπορούν να κατασκευάσουν και να οργανώσουν σε λίγες εβδομάδες. Μαζί με την μαζική διανομή μασκών σε ολοκληρο τον πληθυσμό που ενδέχεται να μολυνθεί. Η διάλυση, όμως, το ξεχαρβάλωμα των συστημάτων υγείας στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, βοήθησαν να μετατραπεί αυτός ο ιός σε μια καταστροφή.

Αυτό είναι αρκετά γνωστό, αλλά θέτει το αυτονόητο ερώτημα:

Γιατί ένας στους τρεις κατοίκους της Γης τέθηκε σε καραντίνα για εβδομάδες, μερικές φορές μήνες, και γιατί αυτό συμβαίνει και πάλι, αν και με διαφορετικό τρόπο, οποτεδήποτε τα κράτη το κρίνουν απαραίτητο (το Ισραήλ τον Σεπτέμβριο του 2020, η Ουαλία και η Ιρλανδία αργότερα, στη συνέχεια η Αγγλία, η Γαλλία και ακόμα περισσότερες χώρες…);

Αν είναι αλήθεια ότι η διεθνοποίηση του καπιταλισμού τον καθιστά πιο ευάλωτο, αυτό δεν αρκεί για να εξηγήσει τη μερική παράλυση της παγκόσμιας οικονομίας. Γιατί η μάχη εναντίον της μετάδοσης του ιού πήρε τη μορφή του εγκλεισμού πληθυσμών, με το αναγκαστικό κλείσιμο ενός μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων;

Φάση Ένα: Η Κασσάνδρα προειδοποιεί

“Στις αρχές του 2018, στη διάρκεια μιας συνάντησης του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας [..], ειδικοί [..] εισήγαγαν τον όρο “Ασθένεια X”: προέβλεπε ότι η επόμενη πανδημία θα προκαλούνταν από ένα άγνωστο, καινούριο παθογόνο, που δεν θα είχε μέχρι τότε εισέλθει στον ανθρώπινο πληθυσμό. Η Ασθένεια Χ θα προερχόταν πιθανόν από έναν ιό με προέλευση από ζώα και θα μπορούσε να εμφανιστεί σε κάποιο σημείο του πλανήτη στο οποίο η οικονομική ανάπτυξη φέρνει κοντά τους ανθρώπους και την άγρια φύση. Η Ασθένεια Χ θα συγχεόταν πιθανόν με άλλες ασθένειες στις αρχές του ξεσπάσματός της και θα διαδιδόταν γρήγορα και σιωπηλά· εκμεταλλευόμενη τα δίκτυα ανθρώπινης μετακίνησης και εμπορίου, θα έφτανε σε πολλές χώρες εμποδίζοντας τον περιορισμό της. Η Ασθένεια X θα είχε ένα ποσοστό θνησιμότητας μεγαλύτερο από μια εποχιακή γρίπη αλλά θα διαδιδόταν εξίσου εύκολα με την γρίπη. [..] Εν ολίγοις, η Covid-19 είναι η Ασθένεια X” (Michael Roberts, 15 Μαρτίου 2020).

Φάση Δύο: Η Κασσάνδρα δεν εισακούγεται

Η προειδοποίηση του 2018 έπεσε σε μη ευήκωα ώτα. Λιγότερο από δυο χρόνια αργότερα, όταν η ασθένεια που είχε όλα τα γνωρίσματα της ασθένειας “Χ”, εμφανίστηκε, τα κράτη ξεκίνησαν υποβαθμίζοντας ή και αρνούμενα εντελώς το ζήτημα.

Ήδη από τις 31 Δεκεμβρίου του 2019, οι αρχές της Ταϊβάν είχαν προειδοποιήσει τον ΠΟΥ για τους κινδύνους του ιού, αλλά η ηγεσία του ΠΟΥ αμφισβήτησε τη σοβαρότητα της κατάστασης. Το ίδιο έκαναν και οι περισσότερες κυβερνήσεις, και η πανδημία παρέμεινε αόρατη για αρκετό καιρό στην Ασία, όπως και στις ευρωπαϊκές χώρες, που ανίχνευσαν τον ιό αρκετές εβδομάδες αργότερα. Στις 30 Ιανουαρίου, ο διευθυντής του ΠΟΥ επισκέφθηκε την Κίνα, δήλωσε ότι όλα ήταν υπό έλεγχο και εξήρε τις κινεζικές αρχές. Τοποθετήθηκε επίσης κατά οποιωνδήποτε περιορισμών στα ταξίδια και τις μετακινήσεις, τη στιγμή που η Ταϊβάν ήταν κλειστή ήδη για έναν μήνα.

Σχεδόν όλα τα κράτη έδωσαν προτεραιότητα στα οικονομικά συμφέροντα και δεν πήραν προστατευτικά μέτρα, όπως η διακοπή των αεροπορικών συνδέσεων με την Κίνα.

Η επαρχία του Μπέργκαμο είναι μια ενδεικτική περίπτωση σχετικά με αυτό. ‘Ηταν μια από τις περιοχές του κόσμου που χτυπήθηκαν περισσότερο από τον ιό. Στην κλωστοϋφαντουργία της οι περισσότερες επιχειρήσεις είναι ιταλοκινεζικές κοινοπραξίες. “Κινέζοι τεχνικοί και υπεργολάβοι ταξιδεύουν διαρκώς μεταξύ Κίνας και Μπέργκαμο […] μερικοί ταξιδεύουν ακόμα και κάθε βδομάδα. Ο ιός ήρθε πιθανόν στην Ιταλία μέσω αυτών των ταξιδιών τον Δεκέμβριο ή τον Ιανουάριο. Όταν η ιταλική κυβέρνηση απαγόρευσε τις απευθείας πτήσεις στην Κίνα, οι εταιρείες οργάνωσαν αεροπορικές συνδέσεις μέσω της Μόσχας ή της Μπανγκόκ – κόσμος ερχόταν στη χώρα χωρίς κανέναν έλεγχο [..]” (Wildcat). Στις 28 Φεβρουαρίου, τα αφεντικά ξεκίνησαν μια καμπάνια με τίτλο “το Μπέργκαμο εξακολουθεί να δουλεύει!”: ζήτησαν συγγνώμη (και αυτό μετά από πέντε εβδομάδες) αλλά κατάφεραν να συνεχιστεί η παραγωγή σχεδόν μέχρι τα τέλη Μαρτίου.

Στη Γαλλία, την Κυριακή 14 Μαρτίου ήταν πολιτικό καθήκον του καθενός να βγεί από το σπίτι του και να πάει να ψηφίσει στις δημοτικές εκλογές.

Φάση Τρία: η υγειονομική διαχείριση αποκτά προσωρινή προτεραιότητα σε σχέση με τις επιταγές της οικονομίας

Όταν οι εκτιμήσεις των επισήμων διαψεύστηκαν από τις συνθήκες της πραγματικότητας, οι κυβερνήσεις δεν μπορούσαν πλέον να παραμερίσουν το ζήτημα και προσπάθησαν να το αντιμετωπίσουν σύμφωνα με τη λογική τους και τα μέσα που διαθέτουν. Σε μια χώρα όπως η Γαλλία το γεγονός αποκάλυψε την έκταση στην οποία η σύγχρονη ψευδο-αφθονία αποκρύπτει μια πραγματική έλλειψη: η “7η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου” δεν έχει νοσοκόμες/ους, κρεβάτια νοσοκομείων, τεστ, μέσα προστασίας…Έτσι, την Τρίτη 16 Μαρτίου, οι Γάλλοι πολίτες υποχρεώθηκαν να μείνουν στα σπίτια τους υπό την απειλή προστίμου ή πιθανής φυλάκισης.

Στις περισσότερες Δυτικές χώρες το σύστημα υγείας λειτουργεί, τώρα, με την αρχή του αντιτίμου για την παρεχόμενη υπηρεσία: δηλαδή, θεραπεία της αιτίας πριν από τον ασθενή. Τα νοσοκομεία λειτουργούν σε μια just-in-time4 βάση: όπως μια κλωστοϋφαντουργία ή ένα σουπερμάρκετ, διαθέτουν προσωπικό και εξοπλισμό που είναι απολύτως απαραίτητο, θεωρούν ένα ελεύθερο κρεβάτι απώλεια χρημάτων, αναθέτουν εξωτερικά οτιδήποτε θεωρείται ως μη ουσιώδες και, αν χρειαστεί, προσλαμβάνουν έκτακτο προσωπικό με βραχυπρόθεσμες συμβάσεις εργασίας. Τον Σεπτέμβριο του 2019, λίγους μόλις μήνες πριν από την κρίση, το γαλλικό ΕΣΥ εισήγαγε τους “διαχειριστές κλινών” επιφορτισμένων να “εξομαλύνουν τη ροή εισαγωγής και εξόδου ασθενών στους διαφόρους θαλάμους”.

Συνεπώς, από τη στιγμή που χάθηκε η πρώτη φάση (του μαζικού ελέγχου) και υπήρχε έλλειψη ανθρώπινων και υλικών πόρων, επιβλήθηκαν ο εγκλεισμός στο σπίτι και η απαγόρευση κυκλοφορίας: δεν προστατεύουν τόσο τον πληθυσμό από τον ιό όσο το κράτος από την ίδια την κακοδιαχείριση της πανδημίας εκ μέρους του. Ο εγκλεισμός στο σπίτι προσφέρει τόση προστασία στους ανθρώπους όση και αυτή που προσφέρει η οργανωμένη από το κράτος πολιτική άμυνα στη διάρκεια ενός αεροπορικού βομβαρδισμού που προκαλείται από έναν πόλεμο που έχει εξαπολύσει το ίδιο αυτό κράτος.

Επειδή οι κυβερνήσεις ήταν ανίκανες να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της κρίσης που βοήθησαν να δημιουργηθεί, η μόνη διέξοδος ήταν να εκφοβιστεί ο πληθυσμός στην υποταγή, καταφεύγοντας σε διαδοχικά τεχνάσματα. Ο επίσημος λόγος ακροβατεί στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στον καθησυχασμό και στην κινδυνολογία με τη βοήθεια της “επιστημονικής κοινότητας” και την ενισχυτική αντήχηση των ΜΜΕ.

Στα περισσότερα μέρη του κόσμου, ο εγκλεισμός – οδηγώντας στο μερικό σταμάτημα της παραγωγής και του εμπορίου – αποδείχτηκε ο μοναδικός τρόπος για τον προσωρινό περιορισμό της επιδημίας. Αυτό που δεν μπορείς να υπερνικήσεις θα πρέπει να το διαχειριστείς λάθος και αν δεν υπάρχει έτοιμο κάποιο σχέδιο έκτακτης ανάγκης, αυτοσχεδιάζεις, μεταμφιέζοντας την πανωλεθρία σε πολιτική. Το κλειδί είναι να διατηρείς τον έλεγχο – ή να προσποιείσαι ότι τον έχεις, με αρνητικές συνέπειες τόσο για τις μεγάλες όσο και τις μικρές επιχειρήσεις.

Φάση Τέσσερα: επιστροφή στα συνηθισμένα – όχι ακριβώς

Μετά από δύο μήνες, η πανδημία, μακράν του να έχει τελειώσει, και, μάλιστα, αποδεικνυόμενη ακόμα πιο θανατηφόρα σε μερικές χώρες, έμοιαζε αρκετά διαχειρίσιμη χωρίς κάποιες σοβαρές κοινωνικο-πολιτικές συνέπειες. Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των νεκρών είχε περάσει την ηλικία της εργασιακής απασχόλησης: στις ΗΠΑ, ήδη στις 9 Σεπτεμβρίου του 2020 το 78% των θυμάτων τηςCovid ήταν ηλικίας άνω των 65 ετών· στη Γαλλία αυτό ίσχυε για το 90% όσων είχαν αποβιώσει μεταξύ της 1ης Μαρτίου και της 28ης Αυγούστου. Για όσους είναι σε εργασιακά ενεργή ηλικία, όμως, η πιθανότητα θανάτου εξαιτίας της Covid ήταν χαμηλή: ήταν, συνεπώς, επιτακτικό να σταλούν πίσω στα εργοστάσια ή στα γραφεία – με την υπόσχεση, φυσικά, επαρκούς προστασίας. Ο κόσμος είχε περιορισμένη ή καμμιά πρόσβαση στα εστιατόρια, τα “μη απαραίτητα” ψώνια ήταν δύσκολο ή αδύνατον να γίνουν, τα πάρτυ περιορισμένα ή απαγορευμένα, αλλά τα πλήθη έπρεπε να στοιβάζονται στα τραίνα του προαστιακού καθοδόν για τους τόπους δουλειάς τους. Η εργασία δεν είναι μόνο το μέσο για να βγάζει κανείς λεφτά, είναι ο βασικός κοινωνικός ρυθμιστής και πειθαρχεί τους ανθρώπους.

Η “ισπανική” γρίπη και η γρίπη του “Χονγκ Κονγκ” κράτησαν αμφότερες δυο χρόνια. Αντί να εξαφανίζεται σταδιακά και ομοιόμορφα, η Covid-19 μπορεί να μειώνεται σε λίγες περιοχές, αλλά σε άλλες υπάρχουν εξάρσεις. Αν και οι περιορισμοί στην καθημερινή ζωή και οι απαγορεύσεις έχουν αρθεί μερικά σε κάποιες χώρες, σε κάποιες άλλες γίνονται αυστηρότερες. Με εμβόλια ή χωρίς, οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν πρόχειρα μέτρα με ένα σύστημα διαβαθμίσεων, επαναεισάγουν απαγορεύσεις κυκλοφορίας, κλείνουν και ξανανοίγουν σύνορα, στρίβουν ή χαλαρώνουν τις βίδες, ανάλογα με τη διάδοση της επιδημίας, τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας γενικά και των αγορών ειδικότερα.

Κηρύσσοντας πόλεμο

Κυβερνήσεις και θεσμοί ανακηρύσσουν εαυτούς σε πόλεμο με έναν “αόρατο εχθρό”. Ας πάρουμε λοιπόν αυτό που λένε κυριολεκτικά.

Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της κοινωνίας (στον σημερινό κόσμο, της καπιταλιστικής κοινωνίας) με άλλα μέσα, αλλά, επίσης, και η προσωρινή διατάραξη των βασικών στοιχείων της. Άσχετα από το αν μια χώρα κερδίζει ή χάνει έναν πόλεμο, το κόστος για τις άρχουσες τάξεις της δεν είναι αμελητέο και συχνά αποδεικνύεται ότι είναι υπερβολικό: μπορεί να αφήσουν όλον ή ένα μέρος του πλούτου ή της εξουσίας τους πίσω. Αλλά το αν μια σύγκρουση έχει λογική όχι δεν μπορεί να κατανοηθεί ή να μετρηθεί σε δολλάρια ή γουάν. Ένα Κράτος δεν πάει σε έναν πόλεμο για να βγάλει λεφτά και αυτό καθορίζεται από μια λογική που διαφέρει από τη λογική ενός επιχειρηματία: είναι το αποτέλεσμα κοινωνικών και πολιτικων δυνάμεων και (αν)ισορροπιών, τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας. Η απόφαση για να προχωρήσει σε έναν πόλεμο μια χώρα θα ληφθεί στη βάση των συμφερόντων της άρχουσας τάξης…γιατί έτσι/εφόσον έτσι τα αντιλαμβάνεται. Οι άρχουσες ελίτ των τεσσάρων αυτοκρατοριών (Γερμανικής, Αυστριακής, Ρωσικής και Οθωμανικής) που διαλύθηκαν μετά το 1918 είχαν ξεκίνησει τέσσερα χρόνια πριν έναν πόλεμο που πίστευαν ότι θα επεξέτεινε τα συμφέροντά τους. Ούτε είχαν προβλέψει οι εισβολείς στο Ιράκ το 2003 το Ισλαμικό Κράτος. Σε κάθε περίπτωση, όποιο και αν ήταν το κόστος, οι καπιταλιστικές ηγεσίες εκτιμούσαν ότι το να μην προχωρήσουν σε πόλεμο θα ήταν χειρότερο. Από τη στιγμή που η διαδικασία ξεκινήσει, αν η επίλυση ενός προβλήματος οδηγεί σε ένα καινούριο, τότε προχωρούν στην αντιμετώπισή του. Αντιμετώπιση μιας κρίσης κάθε φορά και προσκόλληση στο εφικτό ώστε να κατευναστούν περισσότερες κρίσεις από αυτές που γεννιούνται.

Οι περισσότερες κυβερνήσεις έχουν επίγνωση των αιτιών και των συνεπειών της παγκόσμιας υπερθέρμανσης, απέναντι στην οποία παρουσιάζονται μόνο με καταπραϋντικά μέτρα. Γιατί να δράσουν διαφορετικά αντιμέτωπες με μια πανδημία; Αφού ήταν ανίκανες να πάρουν προληπτικά μέτρα για τους ηλικιωμένους που ήδη πάσχουν από σοβαρές ασθένειες, να κάνουν μαζικά τεστ, να βάλουν σε καραντίνα κάθε άτομο που έχει προσβληθεί, να περιθάλψουν επαρκώς τις ακραίες περιπτώσεις και να μας προσφέρουν προσωπικά μέσα προστασίας, ξέμειναν με την καλλίτερη-κακή, αλλά ευκολότερη, λύση: να εφαρμόσουν αυτό που ισοδυναμούσε με ένα κοινωνικό shutdown.

Οι κυρίαρχες τάξεις δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις αιτίες μιας κρίσης που σε μεγάλο βαθμό είναι δικό τους δημιούργημα. Οι αντιδράσεις ποικίλουν με ακραίο τρόπο, από τη Γερμανία μέχρι τη Βραζιλία, με κυρώσεις που φτάνουν από φυλάκιση 6 μηνών στη Γαλλία στα 7 χρόνια στη Ρωσία. Αλλά σε όλες τις περιπτώσεις, η διαχείριση της επιδημίας και ο έλεγχος του πληθυσμού είναι το ίδιο και το αυτό: στη Γαλλία, οι περίπατοι στα δάση απαγορεύτηκαν στη διάρκεια του (πρώτου) κλεισίματος, επειδή οι αχανείς χώροι αν και ευνοούν τη “φυσική αποστασιοποίηση”, καθιστούν πιο δύσκολη την επιτήρηση. Το τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί από τις κυρίαρχες τάξεις (κίνδυνος πολιτικής απαξίωσης, απώλειες στην παραγωγή και συνεπώς στα κέρδη) δεν ήταν αμελητέο, ήταν όμως δευτερεύον σε σύγκριση με την απόλυτα επιτακτική ανάγκη διατήρησης της τάξης – κοινωνικής, πολιτικής και υγειονομικής ταυτόχρονα.

Ακόμα και οι εξαρτώμενες από το εμπόριο Νότια Κορέα και Ταϊβάν, παρ’ όλο που μπορούσαν να κάνουν τεστ και να διανείμουν μάσκες σε μεγάλη κλίμακα, περιορίζοντας έτσι τον “εγκλεισμό” στις αποδεδειγμένες περιπτώσεις, αναγκάστηκαν να επιβραδύνουν τις, σε μεγάλο βαθμό ωθούμενες από τις εξαγωγές, οικονομίες τους επειδή οι χώρες που εισήγαγαν τα προϊόντα τους έκλειναν. Παρόμοια, η Γερμανία, παρά την εφαρμογή ενός περιορισμένου κλεισίματος, έπρεπε να μειώσει τις εμπορικές δραστηριότητές της.

Ο καπιταλισμός εξελίσσεται μέσα από μια διαδοχή υφέσεων και ανακάμψεων. Αυτή τη φορά, μια παγκόσμια ακινητοποίηση δεν προήλθε από μια παγκόσμια ύφεση αλλά από αυτό που έμοιαζε η μόνη επιλογή που είχε απομείνει και, λαμβάνοντας υπόψιν όλες τις παρούσες συνθήκες, μια επιλογή ορθολογική: ένας μεγάλος αριθμός κρατών έκανε μια “μονής δόσης” ένεση (αρκετά ισχυρή, αλλά προσωρινή) αναγκαστικής ανάπαυσης, πριν ξανασηκωθεί, καλώς εχόντων των πραγμάτων, υγιέστατη.

“Πρέπει να παραδεχτώ ότι όλα συνεχίζονται”

Έτσι έγραψε ο Χέγκελ πριν από δυο αιώνες.

Ο καπιταλισμός δεν είναι φτιαγμένος από ανθρώπους, βαρέλια πετρελαίου, μηχανές, αυτοκινητόδρομους και πιστωτικές κάρτες. Είναι η κοινωνική σχέση που εμφυσά ζωή στον λιμενεργάτη, τις πωλήτριες, το εμπορικό πλοίο, την παμπ, τον γερανό φόρτωσης, τον τόρνο των μετάλλων και το ΑΤΜ, με έναν δυναμισμό που δεν έχει αντίστοιχο σε οποιοδήποτε από τα προηγούμενα κοινωνικά συστήματα. Η προσωρινή διακοπή των παραγωγικών δραστηριοτήτων, καθεαυτήν, τις διακόπτει χωρίς να “χαλάσει” όμως αυτό που τις είχε θέσει προηγουμένως σε κίνηση. Η καπιταλιστική σχέση παραγωγής αναστέλλεται μερικώς, αλλά δεν σταματά να λειτουργεί. Παρά την ανάπτυξη μιας βασικής αλληλεγγύης όπου κάποιος δεν “μετρά” το χρήμα και τον χρόνο του άλλου, η εμπορευματική ανταλλαγή παραμένει, το ίδιο και το σύστημα και το κίνητρο του κέρδους. Μερικές εταιρείες έχουν τεράστια χρέη, ίσως χρεοκοπήσουν, άλλες γεννιούνται (υπηρεσίες on-line) ή ευημερούν (Amazon). Οι περισσότερες χάνουν χρήματα και αναγκάζονται να προσαρμοστούν.

Παρ’ όλο που η τραπεζική και οικονομική κρίση του 2008 σταμάτησε κομμάτια της παραγωγής, ακινητοποίησε σειρές ολόκληρες φορτηγών πλοίων στις εκβολές μεγάλων ποταμών, αυτή τη φορά είναι η αποκαλούμενη “πραγματική οικονομία” που έχει πληγεί άμεσα.

Aυτό, όμως, δεν αποδεικνύει ότι η κοινωνία μας λειτουργεί μόνο χάρις στην νοσοκόμα, τον σκουπιδιάρη, την ταχυδρόμο, τον διανομέα, τον επισκευαστή στεγών, τον μηχανικό αυτοκινήτων, τον αγρότη…,λες και το μόνο που θα χρειαζόταν να κάνουμε θα ήταν να δώσουμε προαγωγή σε αυτούς τους “πραγματικούς” παραγωγούς και να ξεφορτωθούμε τους υπόλοιπους, δηλαδή τα διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων, τους τραπεζίτες, τους γραφειοκράτες, τους αυτοαποκαλούμενους κατόχους “δημιουργικών επαγγελμάτων” και άλλους κατόχους “άχρηστων επαγγελμάτων”5.

Αληθεύει, όντως, ότι οι συνηθισμένοι παραγωγικοί εργάτες είναι αυτο που κράτησαν την κοινωνία σε λειτουργία στη διάρκεια των lockdown: οι αποκαλούμενοι “ανειδίκευτοι” εργάτες δικαιούνται να πουν “Σας κρατήσαμε ζωντανούς”.

Με αυτή την έννοια, η κρίση επιβεβαιώνει την κεντρικότητα της εργασίας…όχι, όμως, της εργασίας γενικά αλλά της μισθωτής εργασίας. Στην τωρινή κοινωνία, ο σκουπιδιάρης και το παραϊατρικό προσωπικό εξαρτώνται από το χρήμα όσο εξαρτάται και ο έμπορος. Μακράν του να εκθέτει την αποτυχία ενός καπιταλισμού που τρεκλίζει, η τρέχουσα κρίση και η διαχείρισή της αποκαλύπτουν την ελαστικότητα ενός κοινωνικού συστήματος που εξακολουθεί να καταφέρνει να καθιστά τον εαυτό του απολύτως απαραίτητο. Το χρήμα παραμένει ο αναγκαστικός ενδιάμεσος στις ζωές μας: οποιοσδήποτε χάσει τη δουλειά του στη διάρκεια του lockdown δεν έχει τίποτα άλλο εκτός από τις οικονομίες του, τη βοήθεια από την οικογένεια ή τη δημόσια βοήθεια – όλα εκφρασμένα σε χρήμα.

Τεράστια δημόσια πακέτα διάσωσης (δάνεια σε εταιρείες και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, σε άτομα, συν αναστολές φόρων και εξαίρεση από τις ασφαλιστικές εισφορές) στοχεύουν στο να διατηρήσουν το στάτους κβο και να προετοιμάσουν για μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίου. Παρ’ όλο που ο κόσμος έχει προσωρινά επιβραδύνει, οι υποκείμενες μακροπρόθεσμες τάσεις του εντείνονται από την υγειονομική κρίση, όπως σε άλλες περιπτώσεις από τον πόλεμο.

Η πιθανότητα μιας μείζονος οικονομικής κατάρρευσης δεν μπορεί να αποκλειστεί, ακόμα περισσότερο καθώς η παρούσα υγειονομική κρίση έχει προκύψει σε μια περίοδο που ο παγκόσμιος καπιταλισμός είναι ακόμα αντιμέτωπος με άλυτα προβλήματα μιας μεγάλης βουτιάς στην κερδοφορία και μιας κρίσης χρέους.

Παρ’ όλα αυτά, ας θυμηθούμε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ 1929 και 1932, οι χρηματαγορές είχαν χάσει το 90% της αξίας τους και η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 50% μεταξύ του 1929 και του 1933: ήταν η χρονιά που το 25% του εργάσιμου πληθυσμού των ΗΠΑ ήταν άνεργο και 2 εκατομμύρια άνθρωποι ήταν άστεγοι. Παρ’ όλα αυτά, ο καπιταλισμός συνέχισε: η αναπαραγωγή των κοινωνικών του σχέσεων χρειάζεται μερικές φορές τεράστιες υλικές και ανθρώπινες θυσίες.

Εκτός και αν εξαφανιστεί ολόκληρο το ανθρώπινο είδος, καμμιά γιγαντιαία και καταστρεπτική επιδημία δεν θα είναι αρκετή για να θέσει ένα τέλος στον καπιταλισμό. Θα διαταράξει την ισορροπία των μεγάλων δυνάμεων, θα ανακατέψει την πολιτική και κοινωνική τράπουλα στις πιο απρόσμενες και αντίθετες κατευθύνσεις αλλά δεν συνεπάγεται απαραίτητα την κατάρρευση του όλου συστήματος. Η κρίση του 1929 είχε σαν αποτελέσματα το New Deal, τον ναζισμό και τα Λαϊκά Μέτωπα, τη στιγμή που η ΕΣΣΔ συμπαγοποιούνταν και η Σουηδία έφερνε στην εξουσία μια μακροχρόνια, μεταρρυθμιστική σοσιαλδημοκρατία.

Με εξαίρεση λίγες διορθώσεις, το just-in-time, το “zero stock”, οι υπεργολαβίες και οι εξωτερικές αναθέσεις θα κυριαρχήσουν. Στην Ευρώπη, το τοπικό φαρμακείο μπορεί σύντομα να πουλάει μερικά – όχι πολλά – φάρμακα κατασκευασμένα στο Παρίσι ή τη Μαδρίτη, αλλά ο Παριζιάνος ή ο Μαδριλένος θα εξακολουθούν να αγοράζουν ένα “έξυπνο” κινητό που θα έχει ταξιδέψει ολόκληρη τη διαδρομή από την Ασία σε ένα πλοίο φορτωμένο με 3000 κοντέινερ, πριν μεταφερθεί σε ένα φορτηγό ή ένα βαν της UPS. Και θα περάσει αρκετός καιρός πριν ο φορητός υπολογιστής, που χρησιμοποιείται στην Penzance, βγει από ένα εργοστάσιο παρόμοιο με αυτό που πριν από μερικές δεκαετίες παρήγαγε τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις για την εταιρεία Baird στο Μπράντφορντ (που ήταν κάποτε το μεγαλύτερο εργοστάσιο τηλεοράσεων στην Ευρώπη). Μερικά είδη παραγωγής, που χαρακτηρίζονται “στρατηγικά”, θα μετεγκατασταθούν αλλά δεν θα υπάρξει τέλος στις διεθνείς αλυσίδες αξίας που στοχεύουν στη μείωση του κόστους. Ούτε θα υπάρξουν κρατικά χρηματοδοτούμενες φαρμακευτικές εταιρείες. Όπως ακριβώς η αυτοκινητοβιομηχανία, έτσι και οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες6 έχουν ανάγκη τη μείωση του κόστους και την μεγιστοποίηση των κερδών.

Αυτό που μπορούμε να περιμένουμε είναι μια πολύ περιορισμένη μετρίαση των κυρίαρχων τάσεων. Η αστική τάξη έχει προχωρήσει πάρα πολύ στην απορρύθμιση, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών σύμφωνα με επιχειρηματικές αρχές και τις συνολικές πολιτικές τα πάντα-για-την-αγορά και όσο-το-δυνατόν-λιγότερο-Κράτος. Όμως, η καπιταλιστική κοινωνία χρειάζεται μη καπιταλιστικούς τομείς καθώς και μια κεντρική πολιτική εξουσία που δεν λειτουργεί αποκλειστικά με λογικές αγοράς. Όπως διακήρυξε ένα πρόεδρος των ΗΠΑ το 2008: “Εγκατέλειψα αρχές της ελεύθερης αγοράς για να σώσω το σύστημα της ελεύθερης αγοράς”. Μια χαλιναγώγηση των υπερβολών: αυτό είναι όλο. Αυτό δεν σημαίνει λιγότερη κυριαρχία της μπουρζουαζίας στις παρούσες μορφές της, και ιδιαίτερα της χρηματοοικονομικής και της τραπεζικής. Η Covid-19 δεν θα βάλει ένα τέλος στους χαμηλότερους μισθούς, τις περικοπές των συντάξεων, την προσωρινότητα και εξατομίκευση της αγοράς εργασίας ή τη διάλυση των διχτυών ασφαλείας του κράτους πρόνοιας.

Η κοινωνία που υπερηφανεύεται ότι στέλνει ρομπότ στον Άρη και επεκτείνει αδιάκοπα τον χώρο των αποθηκών για να ανταποκριθεί στο αυξανόμενο ηλεκτρονικό εμπόριο, είναι ανίκανη και απρόθυμη να διαθέσει τους ίδιους πόρους σε ένα δημόσιο σύστημα υγείας. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (Ιανουάριος 2021), αν και η πανδημία είναι σε εξέλιξη σχεδόν επί έναν χρόνο και το προσωπικό των νοσοκομείων έχει λάβει μια (μετριοπαθή) μόνο μισθολογική αύξηση, ελάχιστα άλλα πράγματα έχουν γίνει για τη βελτίωση των υγειονομικών υπηρεσιών: καμμιά ώθηση για εκτεταμένες προσλήψεις και κανένα σημαντικό πρόγραμμα επενδύσεων δεν έχει ξεκινήσει. Παρά την πολεμική ρητορική, καμμιά χώρα δεν έχει τεθεί επί ποδός πολέμου εναντίον του ιού.

Ακόμα σημαντικότερο, προληπτικά φάρμακα παραμένουν χαμηλά σε προτεραιότητα: αυτό δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη καθώς δεν θα απαιτούσε τίποτα λιγότερο από έναν συνολικά διαφορετικό τρόπο ζωής. Για να το θέσουμε ωμά, μας περιμένει μια από τα ίδια.

“Ένα καινούριο όπιο για τον λαό”

Έτσι αξιολογούσαν την επιστήμη οι σουρεαλιστές το 1958. Στόχος τους ήταν οι πυρηνικοί φυσικοί για τις ευθύνες τους στην [κατασκευή της] ατομικής βόμβας. Σήμερα υπάρχει μια ευρεία συναίνεση ότι οι βιολόγοι εργάζονται για το κοινό καλό και ο κόσμος γενικά σέβεται το ιατρικό επάγγελμα: οι γιατροί σώζουν ζωές. Αυτό είναι αλήθεια, θα μπορούσαν όμως να περιγραφούν και ως μια ομάδα φονικότερη ακόμα και από τους στρατιώτες: στις Ηνωμένες Πολιτείες, μη ακριβείς διαγνώσεις και δυσμενή αποτελέσματα θεραπειών είναι μεταξύ των κυρίων αιτιών θανάτου, και οι υπερβολικές δόσεις εξαιτίας συνταγογραφημένων οπιοειδών έχουν σκοτώσει 200.000 άτομα από το 1999.

Όποτε οι άνθρωποι αμφισβητούν την αυθεντία των γιατρών-ειδικών και των ιατρικών θεσμών, είναι συνήθως για τις θέσεις τους σε κοινωνικά ή “κοινωνιακά” ζητήματα, ιδιαίτερα την σεξουαλικότητα (μέχρι τη δεκαετία του 1970 ο ΠΟΥ θεωρούσε την ομοφυλοφιλία ως ασθένεια, μια άποψη που εγκατέλειψε επίσημα μόλις το 1990). Σε αντίθεση, η κοινή γνώμη τείνει να εμπιστεύεται τα υποτιθέμενα αντικειμενικά πεδία των λεγόμενων “αυστηρών” ή θετικών επιστημών, ακόμα περισσότερο καθώς αυτές βασίζονται σε υπολογισμούς (δεν αμφισβητείς έναν αλγόριθμο) και παραμένουν πέρα από την κατανόηση του απλού ανθρώπου (ένα μορφωμένο άτομο έχει την τάση να σχολιάσει το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα αλλά σπάνια την κβαντική θεωρία).

Δεν αντιστοιχεί σε μας να πάρουμε μια θέση πάνω στην καταλληλότητα της υδροξυχλωροκίνης και εναλλακτικών θεραπειών της Covid-19, αλλά αυτές οι πολεμικές έχουν τουλάχιστον την αρετή να δίνουν έμφαση στην πάλη εξουσίας μέσα στην “επιστημονική κοινότητα”, τις συγκρουόμενες αφηγήσεις της, και τις πολύ στενές σχέσεις μεταξύ των επιστημονικών συμβούλων των κυβερνήσεων και των επιχειρηματικών συμφερόντων. Η “αξιολόγηση από τους ομότιμους” με δυσκολία αποκρύπτει το μοίρασμα μιας περιοχής μεταξύ των ιατρικών φωστήρων που διεκδικούν το δικό τους “χωράφι” στο επιστημονικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα.

Και όμως, παρά τις αναμφισβήτητες αντιφάσεις και ασυνέπειες της επίσημα αποδεκτής επιστήμης, η διαφωνία αντιμετωπίζεται ως πράξη κατά της κοινωνίας των πολιτών/uncivic και η διάδοση “ψευδών πληροφοριών” ισοδυναμεί με “έσχατη προδοσία” (Γαλλικό Υπουργείο Υγείας, 10 Νοεμβρίου 2020). Βέβαια, ποιος αποφασίζει τι είναι “επιστήμη” και τι όχι; Όπως είπε ο Humpty Dumpty στην Αλίκη, “Όταν χρησιμοποιώ μια λέξη, σημαίνει απλά αυτό που εγώ διαλέγω να σημαίνει”.

Να επισημάνουμε απλά μια πτυχή της διαμάχης που έχει παραβλεφθεί. Αυτό που αποκαλείται μια “υγειονομική κρίση” αποτελείται από κατηγορίες που χρησιμοποιούνται ως νοητικά κουτιά στα οποία έχουν υπολογιστεί και συνεπώς ορθολογοποιηθεί. Οι αριθμοί φαίνονται ουδέτεροι, μη αμφισβητήσιμοι. Το “έχει πολύ ζέστη” ακούγεται ως μια αίσθηση, το “έχει 39° Κελσίου” ακούγεται ως ένα γεγονός. “Οι αριθμοί μιλούν για τον εαυτό τους…”, είναι όντως έτσι; Επειδή κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες που παίζουν έναν μείζονα ρόλο στη διάδοση του ιού είναι δύσκολο να περιγραφούν, η μοντελοποίηση τους ελαχιστοποιεί: μόνο το μετρήσιμο είναι αποδεκτό ως “επιστημονικό”.

Αντίθετα με αυτό που οι λέξεις υποδηλώνουν, η “βασισμένη σε στοιχεία ιατρική” δεν αναφέρεται σε θεραπείες που να βασίζονται υποστασιοποιημένη αλήθεια και ιατρική εμπειρία: σημαίνει γεγονότα που μετατρέπονται σε αριθμούς.

Αυτή η αναγωγική διαδικασία είναι εξαιρετικά συνηθισμένη στις πολιτικές εκστρατείες – οι αντίπαλοι υποψήφιοι ποτέ δεν συμφωνούν στα νούμερα για την ανεργία ή την φτώχεια – αλλά είναι λιγότερο απλό να δούμε τα ιατρικά ζητήματα, παρά το γεγονός ότι η ιατρική χρησιμοποιεί μετρικές που εξαρτώνται από προϊδεασμένες κρίσεις. Η δήλωση ότι οι ασθένειες του αναπνευστικού προκαλούν 2,6 εκατομμύρια θανάτους τον χρόνο παγκοσμίως υπονοεί έναν ορισμό της “ασθένειας του αναπνευστικού”. Τι εννοείται, λοιπόν, με τον όρο “Covid-19”; Μας δίνονται καθημερινά εντελώς ακριβείς αριθμοί, μέχρι το τελευταίο δεκαδικό: στις 2 Ιανουαρίου 2021, στις 14:10 ώρα Greenwich: 1.837.294 θάνατοι, μας πληροφορεί ο παγκόσμος καταμετρητής. Αλλά πόσοι πεθαίνουν από Covid-19; Και πόσοι πεθαίνουν με Covid-19, δηλαδή από συν-θνησιμότητα, με την Covid-19 να προσθέτει τα αποτελέσματά της σε άλλες αιτίες7;

Όπως παρατηρήσαμε νωρίτερα, είναι το κίνητρο του κέρδους και της χρηματοποίησης κάθε ιατρικής πράξης που ωθούν επιτακτικά τους διαχειριστές των νοσοκομείων να προτιμούν τις αναλογίες από τους ασθενείς. Η ευχή του Γαλιλαίου εκπληρώνεται: “μέτρα αυτό που είναι μετρήσιμο και κάνε μετρήσιμο αυτό που δεν είναι” (η έμφαση δική μου). Σε έναν κόσμο που έχει εμμονή με το να μετατρέπει γεγονότα σε αριθμούς, μέτρηση και δημιουργία μαθηματικών μοντέλων που υποτίθεται ότι δίνουν μια αληθινή εικόνα που αναπαριστά την πραγματικότητα, η ιατρική “φυσικά” υποτάσσεται στις κυρίαρχες νόρμες.

Απλά για την ιστορία:

ICER: Σταδιακός Λόγος Κόστους-Αποτελεσματικότητας μιας θεραπείας (Incremental Cost-Effectiveness Ratio of a therapy).

QALY: Quality Adjusted Life Year (ένα έτος με “τέλεια υγεία” = 1 QALY· αποβίωση = 0 QALY· άλλες καταστάσεις υγείας βρίσκονται στο ενδιάμεσο).

Δεν υπήρχαν βιοστατιστικολόγοι καθεαυτοί την εποχή του Μαρξ, αλλά υπήρχαν ήδη οικονομολόγοι που έφτιαχναν ένα κανόνα εργασία με μέσους όρους, για τους οποίους ο Μαρξ σχολίασε: “αλλά τι αποδεικνύουν όλοι αυτοί οι μέσοι όροι; Μόνο ότι κάποιος κάνει όλο και περισσότερες αφαιρέσεις για το ανθρώπινο είδος, ότι, όλο και περισσότερο, κανείς δεν δίνει σημασία στην πραγματική ζωή [..] Οι μέσοι όροι είναι πραγματικές επιθέσεις που επέρχονται επώδυνα πάνω στα πραγματικά, συγκεκριμένα άτομα” (Χειρόγραφα του 1844).

Μια ανάπαυλα τριών εβδομάδων

“Ο μετά-Covid-19 κόσμος θα είναι περισσότερο ψηφιακός και με μικρότερη ένταση χρήσης άνθρακα. Η κυκλική οικονομία, η τραπεζική στήριξη στο επίπεδο τοπικών κοινοτήτων, η παραγωγή με βάση τους διαθέσιμους πόρους, οι μικρές εφοδιαστικές αλυσίδες, η επανάχρηση, η επιδιόρθωση, ο οικολογικός σχεδιασμός και η υπεύθυνη κατανάλωση πρόκειται να συμβάλλουν σε μια αναδυόμενη πραγματικά αειφόρο ανάπτυξη…”.

Αυτά ισοδυναμούν με ευσεβείς πόθους.

Θεωρητικά, και με “βάση τη λογική”, η Covid-19 αποδεικνύει πόσο βαθιά εύθραυστη είναι η σύγχρονη κοινωνία και πόσο ανεπαρκώς προσαρμοσμένη στις ίδιες τις κρίσεις της. Όμως, ο ορθός λόγος ποτέ δεν κυβέρνησε την ιστορία. Η Covid-19 δεν θα βοηθήσει να ανανεωθεί ο κόσμος. Αντίθετα, η τωρινή κατάσταση καταδεικνύει τόσο την ευαλωτότητα του καπιταλισμού όσο και την ικανότητα ανάκαμψής του.

Καμμιά από τις αιτίες της παγκόσμιας υπερθέρμανσης δεν θα απομειωθεί από τη διαχείριση μιας υγειονομικής κρίσης που είναι και η ίδια κομμάτι της περιβαλλοντικής κρίσης. Η τωρινή κρίση εκφράζει την αντίφαση ανάμεσα στον καπιταλιστικό και τις απολύτως αναγκαίες φυσικές βάσεις. Μόλυνση, μείωση της βιοποικιλότητας, αποψίλωση των δασών, υπερ-αστικοποίηση, βιομηχανική εκτροφή ζώων…όλα θα παραμείνουν, μετριαζόμενα απλώς με αποσπασματικά μέτρα.

Είναι γεγονός ότι το 2020 η οικονομική επιβράδυνση που προκλήθηκε από την πανδημία μετέθεσε κατά τρεις εβδομάδες την Ημέρα Οικολογικού Χρέους (ή Earth Overshoot Day8), δηλαδή την κατά προσέγγιση ημέρα κατά την οποία η ανθρωπότητα έχει καταναλώσει όλους τους πόρους που μπορούν να παράγουν τα οικοσυστήματα σε έναν χρόνο. Αλλά κανείς δεν πιστεύει στα σοβαρά ότι μια τέτοια επιβράδυνση θα συνεχιστεί και θα μας οδηγήσει σε έναν μελλοντικό οικολογικό “σχεδιασμό” ή μια “διακλάδωση”9. Απλά, θα υπάρχει περισσότερο οργανικό φαγητό στα σχολικά γεύματα, περισσότερα λαχανικά από τοπικούς παραγωγούς στα σουπερμάρκετ, περισσότεροι ανθρώποι να ζουν σε μια οικολογικά φιλική γειτονιά σε μια πόλη “μηδενικών εκπομπών άνθρακα” σε μια περιοχή με “θετική ενέργεια για πράσινη ανάπτυξη” και που θα οδηγούν ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο για να πάνε σε ένα McDonald στο οποίο ένα τμήμα αειφορίας βοηθά στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Και όπως θα περιηγούνται στον παγκόσμιο ιστό, η Google (“ουδέτερη όσον αφορά τον άνθρακα” από το 2007) θα τους ενημερώνει ότι “ερευνητές χρησιμοποιούν Τεχνητή Νοημοσύνη για να μειώσουν την ατμοσφαιρική μόλυνση στην Ουγκάντα”.

Ο κόσμος δεν επιβραδύνει, “ξεπλένεται” οικολογικά10. Το Λονδίνο, μια τυπικά “παγκοσμιοποιημένη” μητρόπολη που απορρόφησε το ένα τρίτο των θέσεων εργασίας στην Αγγλία μεταξύ του 2008 και του 2019, θα φυτέψει λαχανικά στις στέγες του και θα πολλαπλασιάσει τον αριθμό των μεριδίων γης που αντιστοιχούν στους κατοίκους του. Εν τω μεταξύ, το περισσότερο από το φαγητό των Λονδρέζων δεν θα προέρχεται από την ύπαιθρο που το περιβάλλει αλλά από ολόκληρο τον κόσμο.

Στη σημερινή Βρετανία, ένα εκτάριο είναι εκατό φορές πιο προσοδοφόρο όταν χρησιμοποιείται για οικοδόμηση παρά για τη γεωργία: μόνο μια κοινωνικο-οικολογική επανάσταση θα μπορούσε να αντιστρέψει το ρεύμα.

Έχοντας να αντιμετωπίσουν την οικονομική πτώση, τα κυβερνητικά σχέδια έκτακτης ανάγκης δίνουν φυσικά υψηλή προτεραιότητα στις μεγάλες επιχειρήσεις (αεροναυπηγική και αυτοκινητοβιομηχανία, ιδιαίτερα) και βοηθούν μόνο περιθωριακά τους μισθωτούς που έχουν χτυπηθεί σκληρά από τη μερική απασχόληση. Ο ανταγωνισμός και το κέρδος κυριαρχούν, οπότε είναι λογικό να επιδοτείται η παραγωγή, παρά τα αρνητικά της αποτελέσματα για το περιβάλλον. Ο καπιταλισμός υποβαθμίζει τις συνέπειες ενώ επιδεινώνει τις αιτίες. Εξοικονομείται κάπου ενέργεια ώστε να χρησιμοποιηθεί περισσότερη κάπου αλλού. Να γίνουν όλα ηλεκτρικά, αυτός είναι ο δρόμος για τον κόσμο, είτε η ενέργεια προέρχεται κυρίως από πυρηνικούς σταθμούς (όπως στη Γαλλία) είτε από ένα “μίγμα” που συνδυάζει υψηλές δόσεις ορυκτών καυσίμων με ένα αυξανόμενο ποσοστό ανανεώσιμων…κι αυτό με μια συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση ενέργειας στη βιομηχανία και την καθημερινή ζωή (από πού προέρχεται η μπαταρία ενός τηλεχειριστηρίου;). Η χρήση λιγότερου πλαστικού στις συσκευασίες δεν αποτρέπει την αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής και κατανάλωσης πλαστικού κτλ, κτλ. Η θεραπεία είναι η ασθένεια.

Και αυτό έρχεται με την αυταπάτη ενός “ελαφρύτερου” καπιταλισμού, συνεπώς λιγότερο ρυπογόνου, επειδή τώρα αυτός μπορεί να γίνει ψηφιακός. Στην πραγματικότητα, η εικονικότητα απαιτεί μια “βαριά” και δυσκίνητη διαδικασία, που συνεπάγεται πολλές πρώτες ύλες, μέταλλα, καύσιμα, βιομηχανική παραγωγή, μεταφορές, αναλώσιμα επεξεργασίας δεδομένων…για να μην αναφέρουμε την ανθρώπινη εργασία. Η ψηφιακή εικόνα της αγαπημένης σας γάτας σε μια οθόνη στηρίζεται πολύ κρίσιμα σε όλο και πιο περιορισμένους πόρους.

Η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας εξακολουθεί να αυξάνεται…το ίδιο και το ποσό της ενέργειας που απαιτείται για να παραχθεί ενέργεια. Το 2018, η παρακολούθηση βίντεο στο διαδίκτυο παρήγαγε σύμφωνα με αναφορές τόσες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου όσες και μια χώρα όπως η Ισπανία. Οι επιχειρήσεις λίγο ενδιαφέρονται είτε για την ανάπτυξη μεθόδων πιο αποτελεσματικών σε σχέση με τα καύσιμα είτε για την επιλογή από τους καταναλωτές τους περιβαλλοντικά φιλικών συνηθειών. Η ευημερία των GAFA (ή του κινεζικού ισοδύναμου των BATX11) βασίζεται στο να συνηθίζει ο καθένας να ανοίγει το φως μιλώντας ένα συνδεδεμένο ηχείο αντί να πατά έναν διακόπτη. Το οικολογικό κόστος αυτών των δυο λειτουργιών είναι πολύ διαφορετικό: η πρώτη απαιτεί μια εξεζητημένη ηλεκτρονική συσκευή με έναν ηχητικό βοηθό, η ανάπτυξη της οποίας έχει καταναλώσει πολλές πρώτες ύλες, ενέργεια και εργασία. Η προώθηση του “Δικτύου των Πραγμάτων” (Internet of Things) και των δικτύων 5G είναι ασύμβατη με τη μάχη εναντίον της κλιματικής κρίσης.

Δισεκατομμύρια “επικοινωνούντα” αντικείμενα πρόκειται να μπουν στη ζωή μας. Το “τραίνο της προόδου” έχει σταματήσει για λίγο μόνο, προσωρινά: τώρα ξαναρχίζει την πορεία του, οι άνθρωποι εξακολουθούν να ανάγονται σε παραγωγούς και καταναλωτές – κατά προτίμηση στην ψηφιακή κατανάλωση – και η παγκόσμια υπερθέρμανση προετοιμάζει καινούριες τροπικές πανδημίες Θα υπάρξουν κι άλλες “Ασθένειες Χ”.

Υπάρχει ζωή χωρίς το Ίντερνετ;

Ο κορωνοϊός εγκαινίασε ένα καινούριο βήμα στην εξέλιξη προς την τηλε-ύπαρξη. Το να μένει κανείς στο σπίτι, είτε οικειοθελώς είτε με το ζόρι, δείχνει πόσο δύσκολο έχει γίνει τώρα να ζει μια “κανονική” ζωή έξω από το βασίλειο της ψηφιακής τεχνολογίας. Το Διαδίκτυο έχει γίνει ένα μέσο τόσο για τα κράτη, στο να επιβάλλουν το κλείσιμο, όσο και για τον κόσμο στο να ανταπεξέλθει σ’ αυτό.

Πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες, εκπαίδευση (διδασκαλία στο σπίτι και δικτυακές τάξεις), οικογενειακές και φιλικές σχέσεις, σεξουαλικότητα (ιστότοποι γνωριμών και πορνογραφίας), ελεύθερος χρόνος, ψώνια, εργασία (αν και σε πολύ μικρότερη έκταση απ’ ό,τι λέγεται συχνά), ακόμα και πολιτική δραστηριότητα…το lockdown επέτρεψε στο “προχωράμε ψηφιακά” να κάνει ένα κβαντικό άλμα προς τα μπρος. Χάρις στην επικοινωνία μέσω των έξυπνων κινητών και τις πανταχού παρούσες οθόνες, η κοινωνία των ατόμων τα κοινωνικοποιεί από απόσταση και η “ευφυΐα της συνομιλίας”12 κάνει να γεννηθεί μια “διαμοιραζόμενη πραγματικότητα”.

Στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων, οι υπολογιστές έχουν αποδειχτεί εντελώς απαραίτητοι για την κυκλοφορία του κεφαλαίου, των προϊόντων…και της εργατικής δύναμης. Καθώς ο καπιταλισμός καταλαμβάνει την καθημερινή ζωή, εγκαθιστά επίσης την ψηφιακότητα στο υπνοδωμάτιο, το αυτοκίνητο, το ψυγείο και προετοιμάζεται να την εμφυτεύσει στο σώμα. Αυτό που εμφανιζόταν απλά ως “απλούστερο και γρηγορότερο” είναι όλο και περισσότερο απαραίτητο και στην πορεία να γίνει υποχρεωτικό. Οι άνθρωποι ζουν τώρα “στο δίκτυο”. Σύντομα ίσως να έχουν έναν ψηφιακό βοηθό που θα διασυνδέει όλα τα προσωπικά τους δεδομένα, θα κάνει τα ψώνια τους, θα παρακολουθεί την υγεία τους υπενθυμίζοντάς τους να παίρνουν τα φάρμακά τους, να διαχειρίζεται το καθημερινό τους πρόγραμμα, να επικοινωνεί με κάποιον φίλο με τον οποίο δεν έχουν μιλήσει για κάποιο διάστημα και συνεπώς να ξέρει τις ανάγκες τους καλλίτερα και από τους ίδιους.

Το φροντισμένο φαγητό13 είναι κάτι σαν μανία της εποχής: η ψηφιακή αποτοξίνωση δεν θα είναι ποτέ τόσο της μόδας.

Σε λιγότερο από δεκαπέντε χρόνια, τα “έξυπνα” κινητά έχουν γίνει ένα ζωτικό πρόσθετο για τουλάχιστον 3 δισεκατομμύρια ανθρώπους και 1,5 δισεκατομμύρια τέτοια κινητά αγοράστηκαν το 2019. Όταν εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι πεινάνε αλλά παρ’ όλα αυτά έχουν τελευταίας τεχνολογίας εφαρμογές στα κινητά τους, μήπως τότε είναι αυτό που αποκαλούσε ο Άνταμ Σμιθ “πλούτο των εθνών” ή πρόκειται για ένα αδιαμφισβήτητο σημάδι σύγχρονης φτώχειας;

Για πρώτη φορά στην ιστορία, ο υπολογιστής14, δηλαδή ένα εργαλείο δουλειάς, είναι επίσης ένα εντελώς απαραίτητο μέσο της συναισθηματικής, οικογενειακής και διανοητικής ζωής και ένα τεράστιας σημασίας μέσο κοινωνικού, πολιτικού – συνεπώς και αστυνομικού – ελέγχου. Πάντα βέβαια, περιττό να το πούμε, στο όνομα του κοινού καλού: ένα μέρος που παρακολουθείται από κάμερες λέγεται ότι είναι υπό “προστασία με χρήση βίντεο”. Η “ασφάλεια” είναι μια έννοια και πραγματικότητα “πολλών καθηκόντων” που μας επιβάλλεται σε ένα υπόβαθρο ποικίλων απειλών: αντικοινωνική συμπεριφορά, ληστείες, διαρρήξεις σπιτιών, κλοπές, τρομοκρατία και τώρα ιοί. Η πανδημία δείχνει τον βαθμό στον οποίο το κράτος αποσπά την υποταγή μας στο όνομα της υγεία: “δεν μπορείς να διαφωνήσεις για την υγεία”, είπε ένας Γάλλος υπουργός. Η Ταϊβάν, η Σινγκαπούρη και η Νότια Κορέα τα πάνε καλλίτερα κατά τα φαινόμενα στην αντιμετώπιση της πανδημίας, αυξάνοντας ταυτόχρονα όλο αυτό το διάστημα την ψηφιακή επιτήρηση. Πέρα από την αναγνώριση προσώπου (ζήτημα στο οποίο τουλάχιστον η Κίνα είναι προάγγελος αυτών που έρχονται, ένα μείγμα Θαυμαστού Καινούριου Κόσμου και 1984), η ραδιο-ταυτοποίηση θα ανθίσει στις ερχόμενες δεκαετίες. Αν και τώρα επιφυλάσσεται κυρίως για κατοικίδια, το υποδόριο τσιπ θα εμφυτεθεί σε ανθρώπους, το σώμα των οποίων θα μεταφέρει κυριολεκτικά προσωπικά, ιατρικά, ποινικά και άλλα αρχεία και, εκτός από μερικούς που θα αντισταθούν, οι σύγχρονοι πολίτες θα υιοθετήσουν το σύστημα όπως το έχουν κάνει με τα βιομετρικά διαβατήρια ή τις άυλες επιστροφές φόρων.

Αυτό δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Για να μπορέσει ο περιηγητής στο διαδίκτυο να βρει “σε λίγα μόλις κλικ” τις οικονομικές του λεπτομέρειες, για τον καιρό στο Βίλνιους, τον θάνατο του Francisco Ferrer ή το πραγματικό όνομα του συγγραφέα που υπέγραψε το “Baron Corvo”, έχει χρειαστεί να συλλεχθούν και να επικαιροποιούνται διαρκώς δισεκατομμύρια δεδομένων, στα οποία αναπόφευκτα θα προσθέτει τα ίχνη της και η αναζήτηση αυτού του χρήστη. Δεν μπορεί κανείς να ξέρει σε μια στιγμή τα πάντα για τα πάντα χωρίς να είναι μέρος όλου αυτού του πράγματος και χωρίς να “ιχνηλατείται” κάθε στιγμή.

Κοινωνική Αποστασιοποίηση

Στο Years and Years, μια δραματική σειρά του BBC που μεταδόθηκε την άνοιξη του 2019, η Αγγλία του 2029 κυβερνάται από μια αυταρχική (και τελικά εγκληματική) κυβέρνηση η οποία, εν μέσω μιας πανδημίας που μεταδόθηκε από πιθήκους, σφραγίζει “ευαίσθητες” γειτονιές πίσω από φράγματα ελεγχόμενα από την αστυνομία και απαγορεύει την πρόσβαση σ’ αυτές το βράδυ.

Έναν χρόνο μετά από τη μετάδοση αυτής της σειράς, για τρία δισεκατομμύρια ανθρώπους, αυτή η σειρά πολιτικής φαντασίας έγινε πραγματικότητα: περιορισμοί στις μετακινήσεις, απαγορεύσεις κυκλοφορίας και πανταχού παρούσα αστυνομία.

Είτε σκληρά, είτε μαλακά είτε μέτρια, επιβεβλημένα από τα πάνω ή ασπαζόμενα από τα κάτω, το lockdown επιβεβαιώνει την έλλειψη ενότητας που είναι οι καθημερινοί προλετάριοι, ακόμα περισσότερο σε αυτούς τους καιρούς των διαιρεμένων αγώνων και των περιχαρακωμένων ταυτοτήτων. Παρά τις πράξεις άρνησης και αντίστασης, έχει υπάρξει μια μαζική, σε παγκόσμια κλίμακα, αποδοχή αυτής τη επαναενισχυμένης εξατομίκευσης.

Πραγματικά, στον 21ο αιώνα ακόμα περισσότερο από πριν, η τεράστια πλειοψηφία της ανθρωπότητας δεν έχει άλλα μέσα για να ζήσει από το να πουλήσει την εργατική της δύναμη. Αυτή η κοινή συνθήκη, όμως, φέρνει κοντά τους προλετάριους μόνο αν οι κοινωνικοί τους αγώνες αρχίζουν να στοχεύουν αυτό που τους κρατά όλους από κάτω: τη σχέση εργασία/κεφάλαιο.

Τις τελευταίες δεκαετίες, και ιδιαίτερα μετά το 2008, εκατοντάδες εκατομμύρια προλετάριων έχουν χάσει τις δουλειές τους, έχουν υποστεί περικοπές κοινωνικών επιδομάτων και συντάξεων, και εκατομμύρια ιδιοκτητών σπιτιών έχουν υποστεί έξωση από τα σπίτια τους. Καθώς η παρούσα πανδημία επιδεινώνει ακόμα περισσότερο τις βιωτικές και εργασιακές συνθήκες, παρεμποδίζει επίσης, χωρίς να καταστέλλει όμως εντελώς την προλεταριακή αντίσταση, και επιφέρει καινούρια αιτήματα και διαμαρτυρίες, μερικές σε ένα ευρύτερο φάσμα, για παράδειγμα αυτές που περιλαμβάνουν οικολογικά ζητήματα.

Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και όταν οι αγώνες αυτοί είναι νικηφόροι, παραμένουν κατακερματισμένοι, ανίκανοι να φτάσουν στην καρδιά του ζητήματος. Το ταυτόχρονο δεν είναι συγχρονισμός ούτε η αντιπαράθεση συνεπάγεται σύγκλιση. Μέχρι τώρα, αντίσταση και απόρριψη συνδυάζονται σε αιτήματα για μεταρρύθμιση και (όσον αφορά το φύλο και τη φυλή) ισότητα.

Οι αγώνες για καλλίτερους μισθούς και εργασιακές συνθήκες θέτουν το ζήτημα της αναλογίας μισθών/κέρδους αλλά δεν επιτίθενται αυτόματα στο ίδιο το μισθωτό σύστημα. Στην πραγματικότητα σπάνια το κάνουν. Η άρνηση να ρισκάρει κανείς τη ζωή του για το αφεντικό, η διεκδίκηση μέτρων προστασίας, ή ακόμα και να ζητά κανείς να πληρωθεί χωρίς να έρχεται στη δουλειά για όσο επιμένει ο κίνδυνος για την υγεία, δεν αρκούν να αμφισβητήσουν την συνύπαρξη της μπουρζουαζίας και του προλεταριάτου. Υπάρχει ελάχιστη κριτική της εργασίας, και ακόμα μικρότερη κριτική του κράτους ως κράτους, έγραψαν Γάλλοι σύντροφοι τον Απρίλιο του 2020. Μέχρι τώρα, η παρατήρηση παραμένει έγκυρη.

Δεν είναι αδύνατο να φανταστούμε ότι αποκλίνουσες κριτικές μπορεί να συγκλίνουν στο να επιτεθούν στη θεμελιώδη δομή: τη σχέση κεφάλαιο/εργασία, αστική τάξη/προλεταριάτο. Διαφορετικοί αγώνες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα “ίζημα”, όπως στη χημεία, όταν ετερογενή στοιχεία, μέχρι ένα σημείο διάσπαρτα, κρυσταλλώνονται σε ένα σώμα. Η αντίσταση θα πρέπει να προχωρήσει χτυπώντας στη βάση αυτής της κοινωνίας. Οι άρχουσες ελίτ θα έπρεπε να απορριφθούν ακόμα περισσότερο εξαιτίας της απαξίωσης που προκάλεσε η διαχείριση, από την πλευρά τους, της κρίσης. Εκμεταλλευόμενοι την παύση ενός τμήματος της παραγωγής, οι προλετάριοι θα έπρεπε να εξεγερθούν εναντίον των δυνάμεων του κράτους, να επιτεθούν στην αστική κυριαρχία, να σπάσουν την παραγωγικότητα και την ανταλλαγή στην αγορά, να ξεχωρίσουν καταστροφικά είδη παραγωγής από χρήσιμα και ευχάριστα, και να ξεκινήσουν την απο-συσσώρευση (“Μια τερματική ασθένεια απαιτεί ακραία θεραπεία”- Άμλετ, IV, 3).

Αυτό δεν είναι αδύνατον, αλλά τίποτα σήμερα δεν δείχνει ότι πολύμορφοι αγώνες κινούνται σ’ αυτή την κατεύθυνση. Όποιες κοινωνικές εξεγέρσεις και να συμβούν, ορατά σημάδια δείχνουν προς μια συνέχιση διαιρέσεων βασισμένων στην ταυτότητα, διαιρέσεις τοπικές, εθνικές και θρησκευτικές, με κάθε κατηγορία να προωθεί τη δική της ατζέντα. Ο διαχωρισμός γίνεται ένα προνομιούχο μέσο αγώνα και ωθεί την “οικοδόμηση κοινότητας” στο προσκήνιο με ελάχιστο ή ανύπαρκτο κοινό έδαφος. Οι χασματικές γραμμές διευρύνονται, τώρα, και μερικές φορές τέμνονται χωρίς όμως να συναντιούνται ώστε να φτάσουν στον πυρήνα του συστήματος.

Υπόθεση

Ούτε ο ιός ούτε η διαχείρισή του επιφέρουν συνολική αλλαγή: αποκαλύπτουν και ενισχύουν ήδη υπάρχουσες τάσεις.

Δεν βιώνουμε το τέλος του κόσμου, ούτε το τέλος ενός κόσμου. Η πανδημία επαναενδυναμώνει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων: όπως αποδείχτηκε στο παρελθόν, οι αστοί είναι αρκετά καλοί στο να προσομοιώνουν τις ίδιες τις άμυνες ανοσίας της τάξης τους. Δεν έχουν ακόμα εξαντλήσει τις ικανότητές τους, ούτε καν για κακή διακυβέρνηση.

Η μόνη πραγματική αδυναμία του καπιταλισμού προέρχεται από αυτό που τον ταΐζει: τους προλετάριους. Κατά τα άλλα, χωνεύει τις ίδιες τις κρίσεις του χάρις στην εκπληκτικά απρόσωπη και πλαστική φύση του και είναι αρκετό γι’ αυτό το σύστημα να συντηρεί τα βασικά του στοιχεία: την σχέση κεφάλαιο/εργασία, την επιχείρηση, τον ανταγωνισμό…

Όσοι ζουν σε καιρούς μεγάλων αναστατώσεων τους βιώνουν σαν μια περίοδο στην οποία το πιθανό και το αδιανόητο γίνονται ξαφνικά πραγματικότητα. Τον Ιανουάριο του 2020, κανείς δεν περίμενε ότι θα έπρεπε να υποταχθεί σε κατ’ οίκον κράτηση (ομολογουμένως, με κάποια όρια). Πού βρισκόμαστε έναν χρόνο αργότερα;

Οι κρίσεις φέρνουν ένα σημείο ρήξης, μια στιγμή απόφασης, καλώς ή/και κακώς: μια διέξοδο που αντιμετωπίζει τις αιτίες της κρίσης ή μια διολίσθηση σε περισσότερες ακόμα μελλοντικές καταστροφές και όλα εξαρτώνται από το αν δρούμε θετικά ή αν αυτές ενεργούν πάνω μας. Εξεγερτικές περίοδοι (η δεκαετία του 1640 στην Αγγλία, το 1789, το 1917…) έμοιαζαν να ανοίγουν για μας δυνατότητες ώστε να έχουμε τον έλεγχο της ζωής μας. Αντίθετα, όταν ξέσπασε ο πόλεμος τον Αύγουστο του 1914 οι άνθρωποι αισθάνθηκαν σαν να έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι τους και έπρεπε να υποταχθούν σε γεγονότα πέρα από τον έλεγχό τους.

Θα προτείνουμε έναν “ιστορικό νόμο” (που, όπως κάθε τέτοιος νόμος, επιδέχεται εξαιρέσεων):

Στην απουσία προϋπαρχόντων ριζοσπαστικών κοινωικών κινημάτων (δηλαδή την τάση να βάλουν στον στόχο τα θεμέλια της κοινωνίας), μια καταστροφή μπορεί μόνο να ενθαρρύνει το ξέσπασμα επί μέρους διενέξεων (μεταβλητής έντασης) και να αναγκάσει την καθεστηκυία τάξη να προσαρμοστεί και συνεπώς να ενδυναμώσει τον εαυτό της.

Όπως έχουν τα πράγματα, οι περισσότεροι άνθρωποι βιώνουν την πανδημία σύμφωνα με τις προηγούμενες πεποιθήσεις και οι βεβαιότητές τους περισσότερο ενισχύονται παρά αμφισβητούνται. Ο υποστηρικτής της αριστεράς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η λύση βρίσκεται στις υψηλής ποιότητας δημόσιες υπηρεσίες, ο νεοφιλελεύθερος ότι το κράτος έχει αποδείξει για άλλη μια φορά την ανικανότητά του, ο ψηφοφόρος της ακροδεξιάς ότι πρέπει να κλείσουν τα σύνορα, ο μετανθρωπιστής15 ότι είναι καιρός να προχωρήσουμε προς μια βελτιωμένη ανθρωπότητα, ο ερευνητής επιστήμονας ότι η έρευνα θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί περισσότερο, ο υπερ-απαισιόδοξος ότι δεν έχουμε να πιαστούμε από πουθενά. Ο καταστροφολόγος μεμψιμοιρεί ότι πρέπει να προετοιμαστούμε για το χειρότερο, ο ακτιβιστής επαναλαμβάνει ότι γίνεται κατεπείγον να ενεργοποιήσουμε τους αγώνες…Και οι προλετάριοι; Σκέφτονται και θα σκεφτούν ότι οι ενέργειες και οι αγώνες τους θα τους οδηγήσουν στο να καταλάβουν.

Γιατί ζούμε τώρα έτσι όπως ζούμε;

Και πώς θα μπορούσαμε να ζούμε διαφορετικά;

Βάζουμε στους εαυτούς μας πραγματικά αυτά τα κρίσιμα (θεωρητικά) ερωτήματα μόνο όταν έχουμε ήδη αρχίσει να τους δίνουμε (πρακτικές) απαντήσεις.

G.D. 1η Φεβρουαρίου 2021

Για περισσότερο διάβασμα

Το παράθεμα από τον Χέγκελ:

“Σύντομα θα είμαι 50 χρονών. Έχω ζήσει τριάντα χρόνια σε καιρούς αιώνιων προβλημάτων, καιρούς πλήρεις ελπίδας και φόβου, και ήλπιζα ότι μια μέρα θα μπορούσαμε να ελευθερωθούμε από τον φόβο και την ελπίδα: πρέπει να παραδεχτώ ότι όλα συνεχίζονται” (Γράμμα στον Friedrich Creuzer, 30 Οκτωβρίου 1819).

Σε αντίθεση με τον φιλόσοφο, δεν επιθυμούμε να απελευθερωθούμε από αυτή την ελπίδα.

1 Στμ. Ο τίτλος αποτελεί φυσικά λογοπαίγνιο με τον ιό (virus) και το φαινόμενο της εκρηκτικής διάδοσης στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης.

2 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://cominsitu.wordpress.com/2021/02/12/the-year-the-world-went-viral-dauve-2021/#more-9960. Στα Γαλλικά εδώ: https://dndf.org/?p=19356.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: morbidity, mortality, lethality, αντίστοιχα.

4 Στμ. Θα το αποδίδαμε ως: “ακριβώς-στην-ώρα”, όρος από το βιομηχανικό σύστημα στο οποίο τα υλικά ή τα συστατικά παραδίδονται ακριβώς πριν από τη στιγμή που χρειάζονται ώστε να ελαχιστοποιηθεί το κόστος αποθήκευσης.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: bullshit jobs. Δείτε, για παράδειγμα, εδώ: https://en.wikipedia.org/wiki/Bullshit_Jobs.

6 Στμ. Στα Αγγλικά: Big Farma.

7 Στμ. Θεωρούμε αυτό το “επιχείρημα”, που συχνά στις κουβέντες παίρνει τη μορφή κριτικής για “φούσκωμα” των θανάτων από την Covid-19 με τη συμπερίληψη θανάτων που πιθανόν προέρχονται από άλλους παράγοντες, μάλλον άστοχο. Αν έχει νόημα κάποιο ερώτημα σχετικά με την “συν-θνησιμότητα” στην περίπτωση της Covid δεν είναι πιστεύουμε αν οι άνθρωποι θα πέθαιναν μόνο από την Covid-19, λες και μπορούν να αφαιρεθούν αυτοί οι άλλοι συν-παράγοντες, αλλά αν αυτοί οι άνθρωποι θα πέθαιναν χωρίς την πρόσθετη επιβάρυνση από την Covid-19. Από τη στιγμή που αυτό δεν μπορεί πραγματικά να υποστηριχθεί ή να εκτιμηθεί, μιας και πρόκειται για μια counterfactulal υπόθεση, η απόδοση των θανάτων και στην Covid-19 δεν νομίζουμε ότι στερείται λογικής βάσης.

8 Στμ. Στο πρωτότυπο: η Ημέρα Οικολογικού Χρέους (Ecological Debt Day) γνωστή και ως Ημέρα Υπέρβασης της Γης (Earth Overshoot Day, EOD) είναι η υπολογιζόμενη ενδεικτική ημερολογιακή ημέρα στην οποία η κατανάλωση πόρων της ανθρωπότητας για τη χρονιά υπερβαίνουν την ικανότητα της Γης να αναγεννήσει αυτούς τους πόρους στην χρονιά αυτή. Ο όρος “υπέρβαση” [“overshoot”] αντιπροσωπεύει το επίπεδο κατά το οποίο ο ανθρώπινος πληθυσμός υπερβαίνει τη βιώσιμη ή αειφόρα ποσότητα πόρων στη Γη. Με οικονομικούς όρους μιλώντας, η EOD αντιπροσωπεύει την ημέρα κατά την οποία η ανθρωπότητα εισέρχεται στην κατάσταση της λεγόμενης περιβαλλοντικής σπατάλης ελείμματος [deficit spending], δηλαδή της στιγμής που οι “δαπάνες”, πόροι που σπαταλούνται, ξεπερνούν τα “έσοδα”, τους πόρους που μπορεί η Γη να αναπαράγει.

9 Στμ. Στο πρωτότυπο: bifurcation, όρος δανεισμένος από τη Θεωρία Δυναμικών Συστημάτων.

10 Στμ. Στο πρωτότυπο: greenwashed.

11 Στμ. GAFA: Ακρωνύμιο των τεσσάρων μεγαλύτερων αμερικανικών τεχνολογικών εταιρειών: Google, Amazon, Facebook, Apple· BATX είναι το ακρωνύμιο, αντίστοιχα, των τεσσάρων μεγάλων κινεζικών εταιρειών τεχνολογίας: Baidu, Alibaba, Tencent, Xiaomi.

12 Στμ. Στο πρωτότυπο: conversational intelligence.

13 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο: slow food, προφανώς το αντίθετο του fast food.

14 Στμ. Φυσικά δεν πρόκειται για τον “υπολογιστή” ως ένα μεμονωμένο “εργαλείο δουλειάς”, αυτή είναι μια μάλλον απλουστευτική ακόμα και απλοϊκή προσέγγιση. Αυτό που γίνεται όλο και πιο απαραίτητο είναι ολόκληρο το σύμπαν, οι σύνθετες δομές υπολογιστών, δικτύων, λογισμικού και πληροφορίας που διαμεσολαβούν όλες αυτές τις κοινωνικές λειτουργίες. Όπως ακριβώς η βιομηχανία ήταν το πέρασμα από “εργαλεία” και μεμονωμένες καινοτομίες σε ένα σύνθετο πλέγμα διαδικασιών παραγωγής και τεχνικών καινοτομιών που άλλαξαν ριζικά τη διαχείριση και εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, συνιστώντας τελικά έναν “τρόπο παραγωγής” ως έναν τρόπο συνολικής κοινωνικής οργάνωσης, μια “βιομηχανική επανάσταση”, έτσι και η εκρηκτική αύξηση της σημασίας της πληροφορίας, της επεξεργασίας και τη διάχυσής της, συνιστούν μια “πληροφορική επανάσταση”, ένα πλέγμα τεχνολογικών καινοτομιών που επεκτείνουν την κυριαρχία του κεφαλαίου και συγκροτούν έναν καινούριο “τρόπο παραγωγής”, συνεπω και συνολικής οργάνωσης της κοινωνίας του.

15Στμ. Στο αγγλικό κείμενο: trans-humanist.

Ντύνοντας τον αυτοκράτορα: η επικίνδυνη φάρσα της μικροαστικής τάξης

Thomas Watters1

το κείμενο σε pdf

 

Στο στερέωμα των θεοποιημένων αμερικανικών αρχετύπων, κανένα δεν επιτάσσει ίσως τόσο αναντίρρητο σεβασμό όσο αυτό του “μικροεπιχειρηματία”. Το κόστος της αμαρτίας απέναντι σε αυτό το επιχειρηματικό φάντασμα μπορεί να δωθεί εντελώς ανάγλυφα στον αρνητικό αντίκτυπο της (κυνικά διαλεγμένης) δήλωσης του Μπαράκ Ομπάμα το 2012 ότι “αν έχεις μια επιχείρηση, τότε δεν την έχτισες ο ίδιος”. Θα έπρεπε να γνωρίζει καλλίτερα μετά τη γεύση που είχε πάρει κατά την εκστρατεία του 2008 με τον “Τζο τον Υδραυλικό2. Φυσικά, ο Samuel “Joe” Wurzelbacher δεν ήταν ούτε πραγματικός υδραυλικός ούτε κάποιος με σοβαρές προοπτικές να γίνει ιδιοκτήτης επιχείρησης με υδραυλικά· δεν είχε σημασία ότι έβγαλε μόλις 40 χιλιάδες δολλάρια τη χρονιά κατά την οποία μίλαγε με στόμφο για τους αυξημένους φόρους που συνέτριβαν το όνειρο να γίνει αφεντικό του εαυτού του. Το δικαίωμα να ονειρεύεσαι το όνειρο, όσο ιδιόρρυθμο και να είναι αυτό, είναι ευλαβικά φυλαγμένο στην αμερικανική λαϊκή φαντασία ως το πιο ιερό από τα (λευκά) δικαιώματα.

Τον Αύγουστο του 2012, εκμεταλλευόμενος ακόμα τα όποια απομεινάρια της πολιτικής του επιρροής, ο Wurzelbacher είπε σε έναν δημοσιογράφο: “Ξέρεις, για χρόνια λέω, βάλτε έναν αναθεματισμένο φράχτη στα σύνορα που πάνε στο Μεξικο και αρχίστε να πυροβολείτε”. Πραγματικά, Μολών Λαβέ3.

Ο πρώτος θάνατος που αναφέρθηκε μεταξύ του ημι-εξεγερμένου όχλου του Τραμπ που επέδραμε στο Καπιτώλιο την προηγούμενη Τετάρτη ήταν μια τριανταπεντάχρονη κάτοικος του San Diego, η Ashli Babbitt. Οι περισσότερες αναφορές στις ειδήσεις επικεντρώνονται στην δεκάχρονη υπηρεσία της στην Πολεμική Αεροπορία και παρ’ όλο που η πραγματικότητα της παρουσίας πρώην στρατιωτικών ή αστυνομικών σε αυτούς τους πρωτο-φασιστικούς σχηματισμούς είναι τόσο ανησυχητική όσο και αρκετά γνωστή, μια λεπτομέρεια που σχεδόν παραβλέφθηκε ήταν η εξής: η Babbitt ήταν ιδιοκτήτρια και κάτοχος, μαζί με τον άντρα της, μιας μικρής επιχείρησης με πισίνες που πάσχιζε να επιβιώσει. Ο πατέρας έμεινε σπίτι, αλλά η Μαμά άκουσε το κάλεσμα στην μάχη από τον Τραμπ και βοήθησε στην συγκρότηση της αιχμής ενός πολύ παράξενου αμερικανικού δόρατος καθώς αυτό παραβίαζε τις πόρτες της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Στο άκουσμα ότι ο Τραμπ, όσο ασθενικά και να το έκανε, καλούσε τον όχλο να γυρίσει στα σπίτια του, ένας άντρας ακούστηκε να φωνάζει, “ωραία, αυτός μπορεί να επιστρέψει στην έπαυλή του στο Mar-a-Lago. Εμείς πρέπει να γυρίσουμε στις επιχειρήσεις μας, που έχουν κλείσει!”.

Μεταξύ αυτών που συμμετείχαν στις ταραχές έχουν ταυτοποιηθεί μέχρι τώρα: ο Διευθύνων Σύμβουλος μιας μικρής τεχνολογικής εταιρείας, οι ιδιοκτήτες μιας αλυσίδας γυμναστηρίων, ένας κτηματομεσίτης, ένας καλλιτέχνης τατουάζ, δικηγόροι, υψηλόβαθμοι μπάτσοι, ένας συνταξιούχος Αντισμήναρχος της Πολεμικής Αεροπορίας ο γιος ενός δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου από το Μπρούκλυν. Αυτοί δεν είναι οι ξεδοντιάρηδες “rednecks”4 των “αξιοθρήνητων” λαϊκών παραδόσεων· αυτοί είναι αντιπρόσωποι μιας συγκεκριμένης και επικίνδυνης ταξικής φράξιας: των Αμερικανών μικροαστων.

Όπως έγραψε ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο “η κατώτερη μεσαία τάξη, ο μικροκατασκευαστής, ο καταστηματάρχης, ο τεχνίτης, ο αγρότης, όλοι αυτοί αγωνίζονται εναντίον της μπουρζουαζίας για να διασώσουν την ύπαρξή τους από την εξαφάνισή τους ως τμημάτων της μεσαίας τάξης. Συνεπώς δεν είναι επαναστάτες αλλά συντηρητικοί. Ακόμα περισσότερο, είναι αντιδραστικοί γιατί προσπαθούν να γυρίσουν τον τροχό της ιστορίας προς τα πίσω”.

Πουθενά δεν έχει υπάρξει τόσο ξεκάθαρα εμφανής ο κοινός τόπος αυτών των μικροαστών – συνωμοσιολόγων υποστηρικτών του Τραμπ, ρατσιστικών δεξιών πολιτοφυλακών και ανοιχτά υποστηρικτών των παλιών καλών δικαιωμάτων των λευκών από τις διαμαρτυρίες ενάντια στον lockdown, με προεξάρχουσες (και πιο στρατιωτικοποιημένες) αυτές στην Ζώνη της Σκουριάς5 και στον Βορειοδυτικό Ειρηνικό. Ιδιαίτερα στο Μίσιγκαν είδαμε με ποιο τρόπο πορείες για τις κλειστές μικροεπιχειρήσεις, διατυπωμένες στο πλαίσιο της γλώσσας της “ελευθερίας” και της προσωπικής αυτονομίας, κλιμακώθηκαν στο εξαιρετικά επικίνδυνο σχέδιο απαγωγής και πιθανής εκτέλεσης της Κυβερνήτριας της πολιτείας Gretchen Whitmer.

Σε συνεντεύξεις με διαδηλωτές ενάντια στο lockdown, αναπτύσσεται συστηματικά ένα θέμα: ο κόσμος “δεν θέλει ελεημοσύνη· θέλει να γυρίσει στις δουλειές του”. Ελάχιστοι στον χώρο των ΜΜΕ έξυσαν λίγο περισσότερο από την επιφάνεια αυτών των δηλώσεων, ειδικά όσον αφορά την ταξική θέση αυτών που τις έκαναν. Στο ένα μετά το άλλο τα άρθρα θα βρείτε (συνυφασμένους και συνυπάρχοντες με περίεργους οπαδούς της QAnon6 και αφοσιωμένους παραστρατιωτικούς του “Three Percenter7) ότι οι περισσότερο θορυβώδεις από τους διαμαρτυρόμενους είναι μικροεπιχειρηματίες ιδιοκτήτες κουρείων, σαλονιών μαυρίσματος, μπαρ, εστιατορίων και εταιρειών αρχιτεκτονικής τοπίου. Τους ανθρώπους που θέλουν πίσω στην δουλειά είναι οι εργαζόμενοί τους, ένα τμήμα της τάξης που υποεκπροσωπείται σημαντικά σ’ αυτές τις διαμαρτυρίες.

Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτές τις στρεβλές αναλογίες. Οι περισσότεροι μισθωτοί πήραν πενιχρές επιταγές ενίσχυσης αλλά ήταν επίσης και δικαιούχοι ενισχυμένων επιδομάτων ανεργίας, ενώ οι ιδιοκτήτες μικροεπιχειρήσεων παραπονιούνταν για το ότι αποκλείστηκαν από το Πρόγραμμα Προστασίας Πληρωμής παροχής ομοσπονδιακών δανείων8, μια διαδικασία την οποία μπορούν να ακολουθήσουν πολύ πιο εύκολα οι μεγάλες επιχειρήσεις που διαθέτουν στρατιές από δικηγόρους γνώστες των πραγμάτων, μερικοί από τους οποίους πιέστηκαν για να επιστρέψουν ενισχύσεις που ήταν φανερό ότι δεν είχαν ανάγκη. Από αυτή την άποψη οι αναφορές των ΜΜΕ το μόνο που έκαναν ήταν να προσθέσουν στους μικροαστούς αισθήματα κατά των ελίτ. Την ίδια στιγμή, οι μικρές επιχειρήσεις είναι πολύ πιθανότερο να βρεθούν με σοβαρά χρέη και υπερμοχλευμένες. Σύμφωνα με το Γραφείο Εργασιακής Στατιστικής των ΗΠΑ [US Bureau of Labor Statistics], το 20% των νέων μικρών επιχειρήσεων κλείνουν μέσα στον πρώτο χρόνο, ενώ το 50% από αυτές χρεωκοπούν μέχρι το τέλος του πέμπτου έτους της λειτουργίας τους. Τα lockdown εξαιτίας της Covid-19 έχουν μόνο εντείνει την ίδια την συνηθισμένη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου και της εντελώς προβλέψιμης διαδικασίας συμπίεσης των μικροπαραγωγών που περιγράφεται από τον Μαρξ.

Φυσικά, ο Samuel “Joe” Wurzelbacher δεν ήταν ούτε πραγματικός υδραυλικός ούτε κάποιος με σοβαρές προοπτικές να γίνει ιδιοκτήτης μιας επιχείρησης με υδραυλικά· δεν είχε σημασία ότι έβγαλε μόλις 40 χιλιάδες δολλάρια τη χρονιά κατά την οποία μίλαγε με στόμφο για τους αυξημένους φόρους που συνέτριβαν το όνειρο να γίνει αφεντικό του εαυτού του.

Η απάντηση σ’ αυτό το δίλημμα από τα κατεστημένα των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων μοιάζει σχεδόν σχεδιασμένη να επιταχύνει αυτό το είδος πρωτο-φασιστικής, λευκής σουπρεματιστικής κινητοποίησης που βρήκε το πάτημά της στην εποχή του Τραμπ (αν και ήταν πάντα τουλάχιστον λανθάνουσα σε κάθε περίοδο της αμερικανικής ιστορίας). Οι Ρεπουμπλικάνοι πάντα υποστηρίζουν στα λόγια την “ευγένεια” και τον αγώνα των μικροεπιχειρηματιών της “Main Street”, αλλά το πραγματικό τους ενδιαφέρον στην σιωπηρή ή στην ανοιχτή υποστήριξη στις διαμαρτυρίες ενάντια στο lockdown είναι να επισπεύσουν την επιστροφή των μισθωτών στις αποθήκες, στα εργοστάσια επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων και άλλους μεγάλους εργασιακούς χώρους, οι καπιταλιστές ιδιοκτήτες των οποίων βασίζονται σε χειρονακτική, προσωπική εργασία (ιδιοκτήτες που συνεισφέρουν γενναιόδωρα στους κορβανάδες της επανεκλογής των πολιτικών αυτών, στους οποίους και προσφέρουν απασχόληση μετά την αποχώρησή τους από τις κυβερνητικές θέσεις). Οι Ρεπουμπλικάνοι τρομοκρατούνται, επίσης, ότι επεκτείνοντας τα επιδόματα ανεργίας, που σε πολλές περιοχές είναι μεγαλύτερα από τον ελάχιστο μισθό, πιθανόν διακυνδυνεύουν να ανοίξουν τα μάτια των εκμεταλλευόμενων μισθωτών εργατών και να απελευθερώσουν ένα λαϊκό κίνημα ενάντια στο καθεστώς λιτότητας που αποτελεί και τη μοναδική πιθανή προσφορά τους στους αστούς καπιταλιστές αφέντες.

Από την άλλη, οι Δημοκρατικοί (αν και εξίσου υπόχρεοι στο μεγάλο κεφάλαιο), ξέρουν ότι μεγάλο μέρος από την φιλελεύθερη, πανεπιστημιακής μόρφωσης βάση τους απασχολείται σε θέσεις “πνευματικής” εργασίας που εύκολα και γρήγορα μετακόμισαν το γραφείο στο σπίτι. Ενόσω εμφανίζονται να κάνουν καμπάνια για μεγαλύτερες επιταγές ενίσχυσης και επέκταση [της κάλυψης] της ανεργίας, θα μπορούσαν ταυτόχρονα να διαβεβαιώνουν το πιο προλεταριακό, μισθωτό κομμάτι της βάσης τους, ότι παλεύουν και γι’ αυτούς, έστω και δονκιχωτικά.

Δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει κανέναν ότι ο συνδυασμός μιας δεξιάς δημαγωγίας στο Οβάλ γραφείο, εκτεταμένης οικονομικής και υγειονομικής εξαθλίωσης ακόμα και πριν την COVID-19, και του μαζικού κινήματος του Black Lives Matter να καταλαμβάνει τους δρόμους εν μέσω μια παγκόσμιας πανδημίας, είχε σαν αποτέλεσμα μια αντιδραστική, οργανωμένη επίθεση σε ένα πολυσθενές σύμβολο του αμερικανικού πολιτικού καθεστώτος. Είτε το κτίριο του Καπιτωλίου αντιπροσωπεύει σε αυτούς τους Τραμπικούς enragés9 τους παιδόφιλους, λάτρεις του Σατανά Δημοκρατικούς, που μοιράζουν “βοηθήματα” σε μια ως επί το πλείστον Μαύρη και Μελαμψή εργατική τάξη, ενώ τα δικά τους καταστήματα ατμίσματος και τα σαλόνια μαυρίσματος χρεωκοπούν, είτε αυτός ο νεοκλασσικός θόλος αντιπροσωπεύει τους Ρεπουμπλικάνους του κατεστημένου που αρνούνται να συμμετάσχουν με αρκετό ενθουσιασμό στα παραληρήματα της εναλλακτικής ακροδεξιάς για έναν Kulturkampf10 και τη “γενοκτονία των λευκών”, το “μεγάλο ψέμα” του Τραμπ για την κλοπή των εκλογών ήταν πάντα και μόνο μια πρόφαση.

Φυσικά, οι Συντηρητικοί πιστεύουν πάντα ότι μπορούν να τιθασσεύσουν και να αξιοποιήσουν τον θυμό και την αγανάκτηση μιας σε παρακμάζουσας, και φυλετικά παρανοϊκής, μεσαίας τάξης, ώστε να καταπνίξουν την Αριστερά. Στις εκλογές των αρχών της δεκαετίας του 1930, που τελικά έφεραν τον Χίτλερ στην εξουσία, η προτεσταντική μεσαία τάξη ήταν η καθοριστική πληθυσμιακή ομάδα που τον υποστήριξε· οι άνεργοι και η εργατική τάξη υποστήριξαν στη μεγάλη πλειοψηφία τους τις σοσιαλδημοκρατικές λίστες του SPD.

Η σχέση της Αμερικής όμως με την ντόπια μικροαστική τάξη είναι, παρ’ όλα αυτά, πιο αδιαφανής στην επιφάνεια (και αμετάκλητα πιο πολύπλοκη από την υποδούλωση των ανθρώπων με αφρικανική καταγωγή και, γενικότερα, λόγω φυλής). Ο Αβραάμ Λίνκολν στο Πρώτο Ετήσιο Μήνυμα του 1861, αρθρώνει μια παραπλανητικά μαρξικού τύπου αξιακή θεωρία της εργασίας:

“Η εργασία προηγείται και είναι ανεξάρτητη από το κεφάλαιο. Το κεφάλαιο δεν είναι παρά ο καρπός της εργασίας και δεν θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ αν δεν υπήρχε από πριν η εργασία. Η εργασία είναι ανώτερη του κεφαλαίου, και αξίζει κατά πολύ την υψηλότερη δυνατή θεώρηση”.

Πρόσεξε, όμως, να φέρει σε αντίστιξη κάποιους τρόπους παραγωγής στην Ευρώπη με ένα είδος ελπιδοφόρου αμερικανικού “εξαιρετικισμού”11 [η έμφαση δική μου]:

“Το κεφάλαιο έχει τα δικαιώματά του, που αξίζουν την ίδια προστασία όπως όλα τα δικαιώματα. Ούτε αρνείται κανείς ότι υπάρχει, και πιθανόν να υπάρχει πάντα, μια σχέση ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο που παράγει αμοιβαία ωφέλη. Το λάθος βρίσκεται στο να υποθέτει κανείς ότι ολόκληρη η εργασία της κοινότητας υπάρχει εντός αυτής της σχέσης. Λίγοι άνθρωποι κατέχουν κεφάλαιο και αυτοί οι λίγοι αποφεύγουν οι ίδιοι την εργασία και με το κεφάλαιό τους νοικιάζουν ή αγοράζουν μερικούς άλλους για να δουλεύουν γι’ αυτούς Μια μεγάλη πλειοψηφία δεν ανήκει σε καμμιά τάξη – ούτε δουλεύει για άλλους ούτε έχει άλλους να δουλεύουν γι’ αυτούς. Στις περισσότερες από τις Νότιες Πολιτείες μια πλειοψηφία του λαού κάθε χρώματος δεν είναι ούτε δούλοι ούτε αφέντες, ενώ στον Βορρά μια μεγάλη πλειοψηφία δεν είναι ούτε ενοικιαστές ούτε ενοικιαζόμενοι. Άντρες, με τις οικογένειές τους – γυναίκες, γιούς και κόρες – δουλεύουν για τον εαυτό τους στις φάρμες τους, στα σπίτια τους, στα μαγαζιά τους, παίρνοντας όλο το προϊόν [της δουλειάς τους] για τον εαυτό τους, και χωρίς να ζητούν χάρες ούτε από το κεφάλαιο, από τη μια πλευρά, ούτε από ενοικιαζόμενους εργάτες ή σκλάβους, από την άλλη”.

Όπως κατέδειξε ο Εμφύλιος Πόλεμος, οι προτεραιότητες της μικροαστικής τάξης, που επιδιώκει την οικονομική και κοινωνική κυριαρχία της αληθινής μπουρζουαζίας, που την διαφεντεύει από πάνω, και μια λευκή σουπρεματιστική αντίδραση ενάντια σε μια απεχθή, μη-λευκή τάξη ανθρώπων των οποίων η απελευθέρωση, όπως τους λένε, στέκεται εμπόδιο σ’ αυτήν την φιλοδοξία, είναι στην αμερικανική παράδοση αρκετά αδιαχώριστα.

Ο Μαρξ θα μπορούσε να τον προειδοποιήσει πού θα οδηγούσε όλο αυτό (και, πράγματι, αντάλλαξαν επιστολές, αν και μόνο μέσω των υφισταμένων του Λίνκολν). Αυτό ήταν καθαρά ένα μεγάλο μέρος της φιλοδοξίας που θεμελίωσε τις Ηνωμένες Πολιτείες: ένα έθνος δημοκρατικών, πατριαρχικών μικροϊδιοκτητών αγροτών και τεχνιτών, υποστηριζόμενων για ένα διάστημα ίσως από την επέκταση προς τη Δύση και την γενοκτονική απομάκρυνση των Ινδιάνων, και την απουσία των πολιτικών περίφραξης της γης και των βιομηχανικών μονοπωλίων που κυριαρχούσαν στη Βρετανία και την υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλά με την εξαφάνιση των οικογενειακών φαρμών ως ενός βιώσιμου οικονομικού μοντέλου (και των πολιτισμικών αξιών και των οικογενειακών δομών που επαναενίσχυαν) αυτός ο μύθος προσδέθηκε στον ιδιοκτήτη της “μικρής επιχείρησης”12. Αν έχετε δουλέψει ποτέ για ένα αφεντικό που περιγράφει τους εργαζόμενούς του ως “μια μεγάλη οικογένεια13”, καταλαβαίνετε (όπως περιέγραψε ο Peter Kwong, στη μελέτη του για τις επιχειρήσεις μεταναστών και την Chinatown στη Νέα Υόρκη, κυριολεκτικές οικογενειακές σχέσεις συχνά δομούν υπερ-καταπιεστικές συνθήκες εργασίας την ίδια στιγμή που μεγαλοεπιχειρήσεις, από την Amazon μέχρι τα McDonalds, προσπαθούν να πουλήσουν “οικογενειακές” συνθήκες εργασίας ως τη δικαιολόγηση για την επικινδυνότητα, την αυταπάρνηση, την απαγόρευση των συνδικάτων και τους χαμηλούς μισθούς. Η αλήθεια είναι ότι η δουλειά απλά δεν θα “σου επιστρέψει την αγάπη”).

Όπως κατέδειξε ο Εμφύλιος Πόλεμος, οι προτεραιότητες της μικροαστικής τάξης, που επιδιώκει την οικονομική και κοινωνική κυριαρχία της αληθινής μπουρζουαζίας, που την διαφεντεύει από πάνω, και μια λευκή σουπρεματιστική αντίδραση ενάντια σε μια απεχθή, μη-λευκή τάξη ανθρώπων των οποίων η απελευθέρωση, όπως τους λένε, στέκεται εμπόδιο σ’ αυτήν την φιλοδοξία, είναι στην αμερικανική παράδοση αρκετά αδιαχώριστα.

Έτσι, στις 6 Ιανουαρίου, ο όχλος του Τραμπ κυμάτισε την πολεμική σημαία της Συνομοσπονδίας σε αίθουσες που ποτέ δεν κατάφεραν να εισβάλλουν οι στρατιές του Lee και του Davis. Τα LOL στο Διαδίκτυο για μιμίδια ενός “σαμάνου” του QAnon με κέρατα και ψεύτικες γούνες να έχει καβαλήσει την εξέδρα των ομιλητών στην αίθουσα της Γερουσίας. Ξεχνάμε, εις βάρος μας, ότι τα μέλη του Tea Party στη Βοστώνη ήταν επίσης ουσιαστικά LARPers14, με την έννοια ότι αυταπόδεικτα, και με αυτεπίγνωση, έκαναν τις γελοίες εμφανίσεις τους με τις μεταμφιέσεις, αλλά έκαναν και εξαιρετικά σοβαρή πολιτική. Ο ίδιος ο Μαρξ είχε προβλέψει τέτοιες παράδοξες, αταβιστικές εμφανίσεις:

“…ακριβώς σε τέτοιες εποχές επαναστατικής κρίσης επικαλούνται ανήσυχοι τα πνεύματα του παρελθόντος στην υπηρεσία τους, δανειζόμενοι από αυτά ονόματα, συνθήματα μάχης και αμφιέσεις με σκοπό να παρουσιάσουν αυτή την καινούρια σκηνή στην παγκόσμια ιστορία με πατροπαράδοτες μεταμφιέσεις και δανεική γλώσσα” (Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη15).

Ο Τραμπ, πέρα από το τηλεοπτικό ριάλιτυ σόου-που-έγινε-προεδρία, είναι διάσημος και για το βιβλίο Art of the Deal. Το βιβλίο φυσικά είχε ως σκιώδη συγγραφέα τον Tony Schwartz, ο οποίος εκ των υστέρων το θεωρεί ως ένα μνημείο στην επιδέξια αλλά ρηχή εξαπάτηση και ένα απατηλά χωρίς ουσία και πολύ εύκολα απορριπτόμενο ενδιάμεσο σκαλοπάτι στην τελική διαδρομή του Τραμπ προς την πραγματική εξουσία. Ανάλογα, δεν θα πρέπει, τώρα, να υποτιμηθούν τα κωμικά διακοσμητικά στοιχεία των φιλοδοξιών της μικροαστικής τάξης. Με ή χωρίς τον Τραμπ, αυτή είναι η “τέχνη” της φασιστικής αισθητικής, ως κάλυμμα των αντιδημοκρατικών και αφανιστικών σκοπών. Αυτή είναι η “Συμφωνία”16.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://spectrejournal.com/dressing-the-emperor.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: “Joe the Plumber”.

3 Στμ. Molon Labe στο πρωτότυπο.

4 Στμ. Redneck: υποτιμητικός όρος χρησιμοποιούμενος κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, για λευκούς Αμερικανούς που θεωρούνται ότι είναι άξεστοι και χωρίς παιδεία, στενά συνδεδεμένων με τις αγροτικές περιοχές του Νότου στις ΗΠΑ.

5 Στμ. Η Ζώνη της Σκουριάς αρχίζει δυτικά της Νέας Υόρκης και εκτείνεται νότια των Μεγάλων Λιμνών, στις πολιτείες Πενσυλβάνια, Δυτική Βιρτζίνια, Οχάιο, Ιντιάνα, Μίσιγκαν, Ιλινόις, Αϊόβα και Γουισκόνσιν. Είναι η περιοχή που αποτελούσε κέντρο της βαριάς βιομηχανίας των ΗΠΑ μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 όταν και άρχισε η βαθμιαία αποβιομηχάνισή τους.

6 Στμ. Η QAnon είναι μία ανακριβής και αναξιόπιστη ακροδεξιά θεωρία συνωμοσίας που υποστηρίζει ότι μία κλίκα κανιβαλιστικών παιδόφιλων, που λατρεύουν τον Σατανά, διευθύνει μια παγκόσμια σπείρα σωματεμπορίας παιδιών συνωμοτώντας εναντίον του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος και την καταπολεμά.

7 Στμ. Οι Three Percenters, απαντώμενοι και ως 3 Percenters, 3%ers και III%ers, είναι ένα ακροδεξιό, αντικυβερνητικό και παραστρατιωτικό κίνημα με βάση κυρίως τις ΗΠΑ αλλά με παρουσία και στον Καναδά. Προάγει τα δικαιώματα στην οπλοκατοχή και την αντίσταση στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ. Το όνομα προέρχεται από τον λανθασμένο ισχυρισμό ότι κατά την Αμερικανική επανάσταση “οι ενεργές δυνάμεις στο πεδίο της μάχης ενάντια στην τυρρανία του Άγγλου βασιλιά δεν αντιπροσώπευαν ποτέ περισσότερο από το 3% των αποίκων”.

8 Στμ. Δηλαδή δανείων προς τους μικροεπιχειρηματίες εργοδότες για την κάλυψη της πληρωμής των μισθών των εργαζομένων τους.

9 Στμ. Γαλλικά στο πρωτότυπο: εξοργισμένους.

10 Στμ. Στα γερμανικά στο πρωτότυπο: πόλεμος Πολιτισμών.

11 Στμ. Στο πρωτότυπο: exceptionalism: η αντίληψη ή πεποίθηση ότι ένα είδος, μια χώρα, μια κοινωνία, ένας θεσμός, ένα κίνημα, ένα άτομο ή μια εποχή είναι “εξαιρετική” (δηλαδή ασυνήθιστη, εντυπωσιακή) και, συνεπώς, με μια έννοια “ανώτερη”.

12 Στμ. Εξαιρετική διαπίστωση που προκαλεί περαιτέρω σκέψεις σχετικά με τον ρόλο της μικροαστικής τάξης και την θέση και τις μετατοπίσεις της σήμερα. Δηλαδή δεν μπορούμε να μην σκεφτούμε ότι στο μαρξικό, ιδιαίτερα, πλαίσιο ανάλυσης, η μικροαστική τάξη – ως ένα κράμα μικροαγροτών και τεχνιτών/βιοτεχνών – θεωρείται συνδεδεμένη ουσιαστικά με προκαπιταλιστικές και ιδιαίτερα προβιομηχανικές παραγωγικές δομές και, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας, και πολιτισμικές/κοινωνικές δομές, ένα “φρένο” στην καπιταλιστική εξέλιξη στην πραγματικότητα. Η ένταση του ταξικού ανταγωνισμού, η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου θα πρέπει αναγκαστικά να οξύνει το δίπολο κεφάλαιο-εργασία, αστική τάξη-προλεταριάτο μέσα από τη βαθμιαία προλεταριοποίηση ακόμα και των μικροαστικών στρωμάτων και στη βαθμιαία εξαφάνισή τους. Αυτό που συνέβη στον 20ο αιώνα – ειδικά στην αναπτυγμένη Δύση βέβαια – ήταν μια μετατόπιση στη σύνθεση της μικροαστικής τάξης με την ενσωμάτωση αναβαθμισμένων στρωμάτων της εργατικής τάξης στις δεκαετίας της ευμάρειας (1945-1970). Έτσι ό,τι “έχανε” ο μικροαστικός κορμός από τον κόσμο της αγροτιάς και των τεχνιτών το “κέρδιζε”, θα λέγαμε, από εργατικά προνομιούχα στρώματα, δηλαδή, ως επί το πλείστον, κομμάτια μιας εθνικής εργατικής τάξης (αυτό αληθεύει ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου μεγάλα τμήματα αυτής της προνομιούχας εργατικής τάξης – κυρίως στον δημόσιο τομέα, αναπτύχθηκαν μέσα από την παράλληλη μικροεπιχειρηματική δραστηριότητα, για παράδειγμα μικρομάγαζα, μικροεμπορικά, μαγαζιά εστίασης και διασκέδαση, ενοικιαζόμενα δωμάτια ή ακίνητα κλπ., συχνά όχι στο όνομα των ιδίων αλλά του/της συζύγου). Σήμερα, μετά από πενήντα χρόνια καπιταλιστικής κρίσης και αναδιάρθρωσης, θα λέγαμε ότι η μικροαστικοποίηση φτάνει ακόμα και σε μεσαία στρώματα που υποτιμούνται ενώ, ταυτόχρονα, τμήματα της μικροαστικής τάξης προλεταριοποιούνται περαιτέρω αλλά με την ειδοποιό διαφορά ότι προλεταριοποίηση σήμερα δεν σημαίνει καθόλου ένα ταξικό ανήκειν σε μια καλά ορισμένη εργατική τάξη των ημερών της ευμάρειας αλλά την ένταξη σε μια εντεινόμενη συνθήκη επισφάλειας, ανεργίας, μισοεργασίας, εξάρτησης από την κρατική φιλανθρωπία κλπ. Η έννοια του μικροαστού εξακολουθεί να συγκροτείται ακόμα πάνω στην πολιτισμική/κοινωνική βάση της πατριαρχίας, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, του συντηρητισμού και, κυρίως, στο πραγματικό τάνυσμά της ανάμεσα στους δυο πόλους του ταξικού ανταγωνισμού, το τέντωμά της από τη θεμελιώδη αντίφαση της ύπαρξής της: να θέλει να γίνει άρχουσα κι αυτή – όπως λέει και το γνωστό άσμα – αλλά από την άλλη να μην μπορεί και να ασπαστεί την ιδεολογία της επέκτασης, της κινητικότητας, του κοσμοπολιτισμού της αστικής τάξης – αυτό που κωδικοποιείται από τη μικροαστική τάξη ως “παγκοσμιοποίηση”, αφού αυτή η δυναμική ανάπτυξης και συσσώρευσης του κεφαλαίου είναι ακριβώς που την υπονομεύει και αντικειμενικά την υποβαθμίζει διαρκώς. Το βασικό της αντανακλαστικό, ειδικά στις συνθήκες κρίσης, είναι η αγωνία επιβίωσης με κάθε τρόπο και ιδιαίτερα εις βάρος άλλων ασθενέστερων τμημάτων. Γι’ αυτό η μικροαστική τάξη είναι ο κορμός αυτού που λέμε εθνολαϊκισμός και ο οποίος απλώνεται σε ένα μεγάλο φάσμα δεξιάς και αριστεράς ενσωματώνοντας και μεγάλα κομμάτια αυτού που θέλει να διατηρηθεί ως εθνική εργατική τάξη. Αποτελεί λοιπόν ένα κοινωνικό σώμα που αντί να αντιπροσωπεύει τον δυναμισμό και την ισορροπία στον ταξικό ανταγωνισμό, που ο Λίνκολν περιγράφει, και την εν γένει “εθνική δυναμική”, σήμερα αντιπροσωπεύει ό,τι είναι σε κρίση, αποδόμηση και σύγχυση στον εθνικό κορμό. Τροφοδοτούμενα από υποβαθμιζόμενα μεσοαστικά και εργατικά στρώματα και καθώς καθιζάνουν συνολικά στη συνθήκη προλεταριοποίησης του σήμερα, τα μικροαστικά στρώματα αντανακλούν μια ταξική κινητικότητα προς τα κάτω που αναδρά ενισχυτικά στη συνολικότερη κοινωνική κρίση και αυτό ακριβώς αποτυπώνεται στις ιδεοληψίες, την αυξανόμενη αντιδραστικότητα και τον εκφασισμό μεγάλων τμημάτων τους.

13 Στμ. Αυτή η περιγραφή της σχέσης εκμετάλλευσης ως “σχέσης οικογενειακών” δεσμών είναι το αποτύπωμα του περάσματος των οικογενειακών αξιών, που αναφέρει ο συγγραφέας ως χαρακτηριστικών της παλιότερης μικροαστικής τάξης, στην καινούρια συνθήκη.

14 Στμ. LARPer: αρχικά των λέξεων Live-Action Role Player, ένα πρόσωπο που παίρνει μέρος σε παιχνίδια “ρόλων” στα οποία κάθε παίκτης ντύνεται ως ένας συγεκριμένος χαρακτήρας.

15 Στμ. Στα ελληνικά: Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2012.

16 Στμ. Στο πρωτότυπο: “That’s the ‘deal’”. Αναφορά στον τίτλο του βιβλίου του Τραμπ.

Υστερόγραφο στο “Τι έρχεται μετά;”

Insurgent Notes1

το κείμενο σε pdf

Πιθανόν θα έπρεπε να περιμένουμε ότι τα γεγονότα θα εξελιχθούν γρήγορα όταν δημοσιεύσαμε την πρόσκλησή μας για συνεισφορές στοΤι έρχεται μετά;2

Αλλά δεν δώσαμε αρκετή προσοχή στην καταιγίδα που υποδαυλιζόταν στα ακροδεξιά μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή στις πραγματικές μαζικές κινητοποιήσεις που λάμβαναν χώρα σε ένα σύνολο δεξιών περιφερειών. Θα πρέπει να θέσουμε και να συζητήσουμε την αποτυχία μας. Φυσικά, είναι δύσκολο να ξέρουμε όσα πρέπει να ξέρουμε και είναι δύσκολο να έχουμε στο μυαλό μας ταυτόχρονα αρκετά πράγματα καθώς προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια συνεκτική τοποθέτηση.

Αλλά η αδυναμία μας να δούμε να έρχεται η 6η Ιανουαρίου ήταν μια βαθιά αποτυχία – η διαφήμιση των ταραχών στην Ουάσιγκτον ήταν παντού, σε όλο το σύμπαν των κοινωνικών μέσων. Αλλά δεν κοιτάζαμε. Η αλήθεια να λέγεται, αρκετοί πολύ έμπειροι παρατηρητές της ακροδεξιάς σκηνής είδαν αυτό που υπήρχε για να το δει κανείς αλλά δεν φαίνεται να σήμαναν ιδιαίτερα έναν συναγερμό. Δεν ξέρουμε το γιατί.

Εν πάσει περιπτώσει, πώς αλλάζουν τα γεγονότα της τελευταίας εβδομάδας αυτά που γράψαμε πριν από μια εβδομάδα; Δεν νομίζουμε ότι μας κάνουν να σβήσουμε οτιδήποτε αλλά απαιτούν από μας να προσθέσουμε μερικά ερωτήματα:

Πρώτον, σε ποιον βαθμό τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου αντιπροσωπεύουν μια θεμελιώδη αλλαγή στο αμερικανικό πολιτικό τοπίο; Είναι δυνατόν να διασπαστεί το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα; Είναι δυνατόν το Δημοκρατικό Κόμμα να αναλάβει κάποιες πιο τολμηρές ενέργειες από αυτές στις οποίες είναι συνηθισμένο; Ανεξάρτητα, και χώρια από τα ερωτήματα που αφορούν τα κόμματα, τι θα μπορούσε να γίνει για να διαλυθεί αυτός ο παράδοξος συνασπισμός ατόμων και δυνάμεων που εμφανίστηκαν στις ταραχές του Καπιτωλίου;

Δεύτερον, παρά τον βαθιά θλιβερό χαρακτήρα αυτών των γεγονότων, διαφωτίζουν οποιεσδήποτε ευκαιρίες ή αναγκαιότητες για νέες πολιτικές δράσεις; Για παράδειγμα, στον βαθμό που ο “σοσιαλισμός” ή ο “μαρξισμός” ή η “αναρχία” ταυτοποιήθηκαν ως μέρος της πραγματικότητας στην οποία οι συμμετέχοντες στις ταραχές αντιτίθενται, πώς πρέπει να αντιδράσουν οι υποστηρικτές του σοσιαλισμού ή του μαρξισμού ή της αναρχίας;

Τρίτον, παρά την ρητορική των ΜΜΕ, υπάρχει προφανώς μεγάλος βαθμός περιφρόνησης για την συνηθισμένη λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μεταξύ διαφόρων τμημάτων του αμερικανικού πληθυσμού. Πώς θα μπορούσαμε να αρχίσουμε να δημιουργούμε μια πιο συνεπή και συνεκτική επιχειρηματολογία για την αξία της αντικατάστασης της αντιπροσώπευσης από πιο άμεσες δημοκρατικές μορφές;

Τέταρτον, πολύς κόσμος στη αριστερά υποστηρίζει την ανατροπή του κράτους. Τις περισσότερες φορές αυτό δεν ισοδυναμεί με κάτι περισσότερο από ρητορική φιοριτούρα. Μόλις γίναμε μάρτυρες μιας, ως επί το πλείστον κλοουνίστικης αλλά, επίσης, εξαιρετικά σοβαρής προσπάθειας ανατροπής της λειτουργίας της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Αν μας ρωτούσαν τι διαφορετικό εννοούμε εμείς από αυτό που έκαναν αυτοί, πώς θα απαντούσαμε; Ίσως οι απαντήσεις μας να εστιάσουν μάλλον στο ζήτημα της αντικατάστασης του κράτους απο ένα μη-κράτος παρά ενός σάπιου κράτους από ένα άλλο ακόμα πιο σάπιο.

Πέμπτον, οι ιαχές “ΗΠΑ!”, “ΗΠΑ!”, “ΗΠΑ!” ήταν ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά της εξέγερσης της 6ης Ιανουαρίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι σχολιαστές των κυρίαρχων ΜΜΕ επέμειναν ότι αυτό που συνέβη δεν αντιστοιχεί σε αυτό που “εμείς” είμαστε κοκ. Εναλλακτικές σ’ αυτό το αποχαυνωτικό μήνυμα έχουν βρει τον δρόμο τους στα κυρίαρχα μέσα αλλά κανένα δεν έχει φτάσει στην καρδιά του ζητήματος. Πώς μπορούμε να πούμε κάτι καινούριο;

Έκτο, η αμέσως επόμενη χρονική περίοδος μπορεί επίσης να είναι μια πολύ επικίνδυνη περίοδος. Είναι δυνατόν, αν όχι πιθανόν, κάποιες δυνάμεις στην περιοχή της Ουάσιγκτον και σε πρωτεύουσες πολιτειών σε ολόκληρη τη χώρα να έχουν ενθαρρυνθεί από τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου και να προσπαθήσουν να εκδηλώσουν ακόμα περισσότερες άμεσες επιθέσεις στην κυβέρνηση ή, κι αυτό είναι που μας απασχολεί περισσότερο, σε όσους αντιλαμβάνονται ως τους βασικούς πολιτικούς τους εχθρούς – την αριστερά. Πώς θα πρέπει να προετοιμαστούμε γι’ αυτό που μπορεί να βρεθεί μπροστά μας;

Τέλος, είναι πολύ πιθανόν τα νέα κατασταλτικά μέτρα να μην περιοριστούν στις δυνάμεις της δεξιάς και συνεπώς πρέπει να προετοιμαστούμε για τις επιθέσεις που τελικά θα εκδηλωθούν εναντίον της αριστεράς. Θα ήταν χρήσιμο να έχουμε ένα θεωρητικό/πρακτικό πλαίσιο διαθέσιμο ώστε να διαμορφώσουμε την σκέψη μας. Και χρειαζόμαστε να βρούμε τον τρόπο για το πώς θα αποφύγουμε να γίνουμε οι χειρότεροι εχθροί του ίδιου του εαυτού μας.

Προσκαλούμε συνεισφορές πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα και άλλα σχετικά με αυτά. Αν έχετε ερωτήσεις, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://insurgentnotes.com/2021/01/postscript-to-what-next.

2 Στμ. Μεταφρασμένο εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/whats_next_insurgent_notes

Μια πρόσκληση από τους Συντάκτες: Τι έρχεται μετά;

Insurgent Notes1

το κείμενο σε pdf

Το επόμενο τεύχος των Insurgent Notes, που προς το παρόν έχει προγραμματιστεί να κυκλοφορήσει στις αρχές της άνοιξης του 2021, θα είναι αφιερωμένο στη θεματική “Τι έρχεται μετά;”. Προσκαλούμε όσους/ες διαβάζουν το Insurgent Notes να σκεφτούν και να συνεισφέρουν ένα άρθρο είτε σχετικό με ένα συγκεκριμένο θέμα είτε πάνω σε γενικότερα ζητήματα σχετικά με τις συνθήκες, τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες στον απόηχο των κάπως ιστορικών γεγονότων του 2020.

Θα έρθει ένας καιρός στο προσεχές μέλλον που θα είναι εφικτό να εμπλακεί κανείς σε σημαντική κατά πρόσωπο πολιτική δραστηριότητα (συμπεριλαμβανομένων συζητήσεων, συναντήσεων, πορειών, συγκεντρώσεων, πικετοφοριών, μποϋκοτάζ, απεργιών κλπ.) χωρίς τους τόσους περιορισμούς που επιβάλλονται από ανησυχίες για τη δημόσια υγεία ή τα χαρακτηριστικά αυτών που είναι δυνατόν να συμμετέχουν (ηλικία, υγεία κλπ.). Βλέπουμε αυτό που ελπίζουμε να συμπεριλάβουμε στο τεύχος σαν μια προετοιμασία για τη δράση μας όταν έρθει αυτή η στιγμή. Σε αυτό το πλαίσιο, θα δίναμε προτεραιότητα σε ζητήματα όπως: ψάξιμο και έρευνα· πολιτική εκπαίδευση· την αυτοδραστηριότητα των ασθενών και των εργατών υγείας για την επεξεργασία και το προχώρημα των δικών τους ανησυχιών, προβληματισμών και δυνητικών λύσεων σε χρόνια προβλήματα· την οργάνωση όλων των εργατών (απασχολούμενων και άνεργων) για την υπεράσπιση των υλικών τους συμφερόντων· το είδος των αλλαγών στην καθημερινότητα που θα έπρεπε να προαχθούν αν θέλουμε να αποτρέψουμε το ξέσπασμα νέων ιών· ιδέες για την αποτελεσματική διαχείριση σύνθετων τεχνικών ζητημάτων (τέτοιων όπως τα τεστ και η διανομή εμβολίων) που να είναι συμβατή με την πεποίθηση ότι η πρακτική γνώση έχει τη θέση της δίπλα στην τεχνική γνώση και την σχέση ανάμεσα στα άμεσα αιτήματα και τα μακροπρόθεσμα οράματα. Παρ’ όλα αυτά, είναι ευπρόσδεκτες συνεισφορές και για άλλα θέματα.

Για μας, δυο προκλήσεις θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό ακόμα και αν η προσοχή μας είναι σε πιο άμεσες έγνοιες:

  1. τι πρέπει να γίνει για να προετοιμαστεί η παγκόσμια εργατική τάξη για την ανάληψη του ελέγχου και τον μετασχηματισμό της κοινωνικής παραγωγής που είναι αναγκαία για την ανθρώπινη επιβίωση όλων και τη δραματική βελτίωση των συνθηκών ζωής για δισεκατομμύρια φτωχοποιημένων ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο – μέσα σε συνθήκες που να είναι όλο και περισσότερο ευάγωγες στην ελεύθερη ανάπτυξη των ανθρωπίνων δυνατοτήτων και επιθυμιών, και

  2. τι είδη πολιτικής δράσης χρειάζονται ώστε να συντηχθούν η εκρηκτική οργή των εξεγερμένων στους δρόμους και τις πλατείες και ο θυμός πολλών δισεκατομμυρίων που σιγοβράζει – που γίνεται πολύ πιο περίπλοκος από την κυριαρχία κάθε είδους λιγότερο ή περισσότερο αλλόκοτων θεωριών συνωμοσίας καθώς και την αυξανόμενη σημασία μαζικών κινημάτων των οποίων οι πολιτικές αφετηρίες δεν είναι εύκολο να ταξινομηθούν (όπως το κίνημα των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία όπως ακόμα και μερικές από τις διαμαρτυρίες ενάντια στους κυβερνητικούς περιορισμούς στις καθημερινές δραστηριότητες στη διάρκεια της πανδημίας). Και στις δύο περιπτώσεις, οι απαντήσεις θα πρέπει να οδηγήσουν τους επαναστάτες καθώς ονειρεύονται, σκέφτοναι, συζητούν και αντιπαρατίθενται σχετικά με το τι να κάνουν στη συνέχεια και για την αντικατάσταση τελικά αυτής της άθλιας κατάστασης πραγμάτων από μια αταξική κοινωνία. Έχουμε τεράστια επίγνωση ότι δεν πρόκειται να υπάρξει μια μοναδική φόρμουλα να ακολουθηθεί σε όλες τις διαφορετικές περιστάσεις οικονομικής ανάπτυξης και πολιτικής ελευθερίας στον κόσμο. Πιστεύουμε, όμως, ότι υπάρχει κάτι σημαντικό στο πιο συστηματικό μοίρασμα ιστοριών και αναλύσεων.

Μεταξύ άλλων, αυτό περιλαμβάνει σοβαρές συζητήσεις σχετικά με τις μορφές πολιτικής οργάνωσης και αυτοκυβέρνησης, στις οποίες θα πρέπει να δοθεί έμφαση. Παρά τον ιστορικά εκρηκτικά χαρακτήρα των πανεθνικών, και πραγματικά παγκόσμιων, διαμαρτυριών που ξέσπασαν ως αντίδραση στην δολοφονία από την αστυνομία του George Floyd, οι πιο ριζοσπαστικές δυνάμεις σπάνια σκέφτονταν το “πέρα από τη στιγμή”. Οι ριζοσπαστικές αυτές δυνάμεις είναι πολύ πιθανόν να έχουν μικρή προηγούμενη εμπειρία και αυτό τις ενθάρρυνε. Αλλά οι κινητοποιήσεις δεν έγιναν στην πραγματικότητα ένα κίνημα. Ήταν και είναι ένα πιεστικό ερώτημα το πώς μια ριζοσπαστική αριστερά θα μπορούσε να παρέμβει ώστε να συμβάλλει στην περαιτέρω ανάπτυξη αυτών των δυνάμεων χωρίς να υπονομεύει την αυτονομία και τον προσδιορισμό τους.

Δυστυχώς, δεν υπάρχουν και τόσα καλά μοντέλα για αριστερές πολιτικές οργανώσεις. Δεν νομίζουμε ότι είτε οι σχετικά καινούριες μικρές ομάδες είτε τα υπολείμματα των Λενινιστικών/Τροτσκιστικών/Μαοϊκών σεκτών είναι ιδιαίτερα σχετικές. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι οι Σοσιαλιστές Δημοκράτες της Αμερικής – DSA (με τις 70 περίπου χιλιάδες μέλη, την αξιόλογη δομή συμμετοχής από τα κάτω και την διάθεση να υποστηρίξουν ένα φάσμα διαφορετικών οργανωμένων πολιτικών τάσεων) θα μπορούσαν ίσως να υπηρετήσουν μια τέτοια λειτουργία. Δυστυχώς, δεν φαίνεται ότι έχουν μέχρι τώρα ξεφύγει από τους εξωτερικούς δακτύλιους της πολιτικής τροχιάς γύρω από το Δημοκρατικό Κόμμα. Παρ’ όλα αυτά, μερικές τοπικές οργανώσεις και μερικές από τις πιο αριστερές εκλογικές συνελεύσεις2 παρουσιάζουν διαφορετικές δυνατότητες και είναι ευπρόσδεκτο να ακούσουμε και να συζητήσουμε γι’ αυτές.

Με δεδομένη την αδύναμη κατάσταση των οργανωμένων κινημάτων στα αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος και των ΜΚΟ, συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι θα βοηθούσε αρκετά αν διάφορες τάσεις, των οποίων οι διαφορετικές πολιτικές καταγωγές συχνά συσκοτίζουν ουσιώδεις συμφωνίες σε πολλά θεμελιώδη ζητήματα, σκέφτονταν μερικές μορφές κοινής συζήτησης και πιθανής δράσης – αλλά αυτό θα απαιτούσε ένα άλμα πέρα από για πολύ καιρό διατηρημένες σεκταριστικές υποθέσεις. Ίσως αυτό το τεύχος των Insurgent Notes να αποτελεί μια συνεισφορά σε αυτό τον σκοπό.

Να αναρωτιόμαστε “Τι ακολουθεί μετά;” σημαίνει επίσης να αναρωτιόμαστε σχετικά με την πανωλεθρία που έχει παραχθεί από την πανδημία (νοούμενη ως διάδοση του ιού, η αρρώστια και τα βάσανα που είχε ως συνέπειες, ο εκτεταμένος σχεδιασμός και οι λειτουργικές αποτυχίες να διατηρηθεί η δημόσια υγεία και το υλικό ευ ζειν, η διάχυτη επιδείνωση των υλικών συνθηκών των ανθρώπων, τα τεράστια πολιτικά ρήγματα που προκλήθηκαν απο τις αποφάσεις τοπικών, περιφερειακών και κρατικών αρχών) και οι πολιτικοί αγώνες που διεξήθχηκαν ή όχι καθώς και να λάβουμε υπόψιν αυτών που θα μπορούσαν να διαφωτιστούν από μια ενδελεχή μελέτη των ίδιων φαινομένων.

Ελπίζουμε να συμβάλλουμε στην εξέλιξη μιας διαδικασίας με την οποία οι άνθρωποι βγάζουν νόημα αυτών που έχουν συμβεί και αυτών που έχουν αντέξει. Παρά την εκτενή κάλυψη από διάφορα μέσα ενημέρωσης, είναι πιθανό ότι δεν έχουμε ακόμα μια επαρκή κατανόηση της έκτασης του πόνου, των δεινών, της αναστάτωσης και της απομάκρυνσης που έχουν προκύψει ή των διαφορετικών αντιδράσεων σε αυτά τα βάσανα. Θα ήταν καλό να έχουμε μια πληρέστερη αντίληψη του μεγέθους του κόστους που η πανδημία έχει δημιουργήσει:

  • θάνατοι και ασθένειες πιο μακροπρόθεσμα

  • απώλεια και θλίψη στο επίπεδο των οικογενειών και των κοινοτήτων

  • αναστάτωση και διακοπές στην εκπαιδευτική εμπειρία των σπουδαστών

  • η αποδυνάμωση του συστήματος υγείας

  • μακροπρόθεσμη ανεργία με περιορισμένες προοπτικές καινούριας απασχόλησης

  • ο αριθμός των ανθρώπων που είναι άστεγοι ή στο χείλος του να μείνουν άστεγοι

  • άνθρωποι χωρίς αρκετό φαγητό (ή, για να το θέσουμε εντελώς ξεκάθαρα, που έχουν πεινάσει ή πεινάνε)

  • η εξάντληση των εργατών (εργατών γης, πωλητών στο διαδίκτυο, διανομέων, νοσοκομειακών, εργαζόμενων σε παντοπωλεία)

  • περικοπές κυβερνητικών υπηρεσιών

  • οι σωρευτικές συνέπειες να συμβαίνουν όλα αυτά ταυτόχρονα στις ζωές των ατόμων, των οικογενειών και των γειτονιών.

  • Την ίδια στιγμή, πιστεύουμε ότι τα καταστροφικά γεγονότα της τελευταίας χρονιάς έχουν ρίξει φως σε πολλές πραγματικότητες της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων:

    • την δυνατότητα ραγδαίας, σε παγκόσμιο επίπεδο διάδοσης ιών στον σύγχρονο κόσμο

    • τις σημαντικά αποκλίνουσες τροχιές διάδοσης του ιού στις διαφορετικές χώρες

    • την αποτυχία των περισσότερων κρατών να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν επαρκείς συντονισμένες δράσεις ή λειτουργίες αντίδρασης και τα αρνητικά αποτελέσματα των μοντέλων “just-in-time” προμηθειών για την επάρκεια ουσιωδών εφοδίων και εξοπλισμού

    • τον διεθνή χαρακτήρα της ιατρικής γνώσης και της ανάπτυξης θεραπειών (συμπεριλαμβανομένων των εμβολίων)

    • την διάχυτη παρουσία και σημασία των “υποκείμενων συνθηκών” στις πιο εξαθλιωμένες κοινότητες που προκύπτουν από το σύνολο των συνθηκών διαβίωσής τους

    • την έλλειψη επαρκούς καλά εκπαιδευμένου νοσηλευτικού προσωπικού που να παρέχει ποιοτική υγειονομική φροντίδα χωρίς τον κίνδυνο της εξάντλησης ή της περαιτέρω μόλυνσης

    • την σχετική έλλειψη δράσεων αυτοβοήθειας (όπως η ACT UP) μεταξύ των ασθενών του Covid και των φροντιστών τους

    • την σχετική αδράνεια των εργατών ως τάξης

    • τις ταυτόχρονες αδυναμίες και τα ισχυρά σημεία του “Μπαϊντενισμού”, του “Τραμπισμού” και των αποχρώσεών τους σε ολόκληρο τον κόσμο ως πόλων πολιτικής έλξης

Και εδώ, η λίστα μας μόλις που ξύνει την επιφάνεια και χρειαζόμαστε πορτραίτα με βαθύτερα χρώματα και υφές για να συλλάβουμε αυτό που έχει γίνει κατανοητό και αυτό που παραμένει σκοτεινό. Αναγνωρίζουμε επίσης ότι πρέπει να επεξεργαστούμε περαιτέρω μια ανάλυση και μια επιχειρηματολογία για το ότι ο πλήρης κοινωνικός έλεγχος της παραγωγής, χωρίς την επιταγή της συσσώρευσης, θα μπορούσε να καταστήσει εφικτή την ανάπτυξη υψηλής λειτουργικότητας και αυτοδιορθωνόμενων συστημάτων διαχείρισης για πολύπλοκες ουσιαστικές λειτουργίες, ιδιαίτερα σε περιστάσεις κρίσης.

Και από την άλλη, υπάρχει η συνεχιζόμενη σημασία του κόσμου πριν από την πανδημία – ενός κόσμου που δεν έχει στο μεταξύ εξαφανιστεί. Μερικές από τις πραγματικότητες που χρειάζεται να αναλογιστούμε είναι:

  • η λίγο-πολύ διαρκής τάση προς την οικονομική κρίση, που αποφεύγεται μόνο από την διοχεύτεση αμέτρητων τρισεκατομμυρίων δολλαρίων και άλλων νομισμάτων στους οικονομικούς θεσμούς και τις αγορές

  • τους όλο και μεγαλύτερους κινδύνος που οι σύγχρονες οικονομίες θέτουν στα οικοσυστήματα του πλανήτη (από τους οποίους η κλιματική “αλλαγή” είναι το πιο προεξέχον αλλά όχι το μοναδικό παράδειγμα)

  • η παράλογα τεράστια παρουσία πάνοπλων κρατών (με τις Ηνωμένες Πολιτείες να είναι μακράν ο χειρότερος παραβάτης) σε ολόκληρο τον κόσμο

  • η διάδοση τοξικών εθνικιστικών, θρησκευτικών, εθνοτικών, φυλετικών και tribal ανταγωνισμών, μίσους και φόβων στον κόσμο και τον κίνδυνο που αυτοί θέτουν για την ειρήνη, την ασφάλεια και την ευημερία των ανθρώπων παντού στον κόσμο

  • την επιστράτευση αυτών των φόβων και του μίσους από αυταρχικές, μερικές φορές φασιστικές, ηγεσίες και κινήματα

  • την θλιβερή πραγματικότητα ότι πάνω από 70.000.000 άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες ψήφισαν υπέρ ενός απροκάλυπτα ρατσιστή, λευκού εθνικιστή, μισογύνη υποψηφίου

  • την ανάδυση μιας δεξιά πτέρυγας-αυτόκλητης τιμωρού που, μερικές φορές, δουλεύει ενορχηστρωμένα με τις επίσημες κυβερνήσεις και τις αστυνομικές δυνάμεις και, άλλες φορές, ανεξάρτητα και ενάντια σε αυτές

  • την ανάπτυξη μιας οικονομίας “πλατφόρμας”3, ανεξάρτητων συμβάσεων και αυτοαπασχόλησης ως μιας αυξανόμενα κυρίαρχης μορφής απασχόλησης και την συνακόλουθη παρακμή των παραδοσιακών θέσεων εργασίας με εργοδότη και εργαζόμενο, πλήρους απασχόλησης και με επιδόματα θέσεων εργασίας, όπως και της συρρίκνωσης του τομέα των επίσημων συνδικάτων στο εργατικό δυναμικό4.

Τι θα μπορούσε να γίνει;

Οι σύντροφοί μας από τους Angry Workers στο Λονδίνο μάς έστειλαν μερικές προτάσεις για να ξεκινήσουμε να σκεφτόμαστε:

  • Πώς βλέπουμε τις εντάσεις μέσα στην εργατική τάξη σχετικά με το καθεστώς του lockdown; Από τη μια πλευρά εργάτες αγωνίζονται για περισσότερη ασφάλεια στη δουλειά, που μπορεί να περιλαμβάνει το κλείσιμο διαφόρων λειτουργιών, από την άλλη εργάτες παλεύουν ενάντια στην επιλεκτική επιβολή απαγορεύσεων κυκλοφορίας κλπ. Εκφράζουν αυτές οι διαφορές μια υποκείμενη διαφορά στις υλικές συνθήκες, πχ. “εργατική δύναμη στην καρδιά της παραγωγής” εναντίον “περιθωριοποιημένων εργατών”; Είναι περισσότερο ένα ζήτημα πολιτικών συγκρούσεων εντός της τάξης;

  • Με την πανδημία και την οικονομική διαχείριση της κρίσης, το κράτος ξαναμπήκε στο προσκήνιο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο αυτό προκαλεί σύγχυση στο παλιό αριστερίστικο μάντρα ότι η κρατική παρέμβαση είναι αυτό που διακρίνει την αριστερά από τη δεξιά. Με όρους ταξικής πάλης, το κράτος είναι σε μια επισφαλή θέση, καθώς τώρα οικονομικά αιτήματα και από τους καπιταλιστές (οικονομική στήριξη) και τους εργάτες (λεφτά για την αναστολή εργασίας κλπ.) εστιάζονται στο κράτος. Αυτό μπορεί να έχει ένα ενοποιητικό αποτέλεσμα για τους εργατικούς αγώνες, καθώς τώρα υπάρχει ένα κοινό σημείο απεύθυνσης. Αλλά έχει επίσης και μια λειτουργία “διοχέτευσης” καθώς τα συνδικάτα έχουν τώρα ένα ευκολότερο παιχνίδι “απεύθυνσης στην κυβέρνηση”, μάλλον, και όχι να αντιμετωπίσουν άμεσα τα αφεντικά. Πώς καταλαβαίνουμε αυτές τις αντιτιθέμενες τάσεις;

  • Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τουλάχιστον, οι επιθέσεις από τα αφεντικά στις δουλειές και τους μισθούς επιταχύνονται ραγδαία και υπάρχουν οι πρώτες αντιδράσεις από τα συνδικάτα – αν και ασθενικές και απομονωμένες. Πώς πιστεύουμε ότι μπορούμε να παρέμβουμε πολιτικά σε αυτούς τους αμυντικούς αγώνες; Υπάρχει πιθανότητα να συνδέσουμε τους αγώνες αυτούς με την εμπειρία του εγκλεισμού, όταν ένας σχετικά μικρός αριθμός εργατών (σε τομείς-κλειδιά) έσωσαν την κοινωνία από μια “φυσική συμφορά” (την πανδημία) και τώρα αναμένεται να γίνουν τα πρώτα θύματα μιας συμφοράς “ανθρώπινης προέλευσης” (της κρίσης); Πριν ξεκινήσει η τωρινή επίθεση στις δουλειές και τους μισθούς, ο υψηλός βαθμός κοινωνικής παραγωγικότητας ήταν μπροστά στα μάτια όλων: μια δεκαετία συζήτησης για την τεχνητή νοημοσύνη, την αυτοματοποίηση και τα αυτο-οδηγούμενα αυτοκίνητα· και μετά, ένας χρόνος που το lockdown απέδειξε ότι το 70% των δουλειών δεν είναι ουσιαστικά ζωτικής σημασίας. Πώς παρεμβαίνουμε σε αυτή την αντίστιξη: μια ραγδαία φτωχοποίηση, από τη μια, και, από την άλλη, την πρόσφατη μνήμη του “υψηλού επιπέδου κοινωνικής παραγωγικότητας”;

Μια εμπειρία που αλλάζει τον κόσμο;

Ο Andy Blunden, συγγραφέας και ακτιβιστής από την Αυστραλία, προτείνει ότι η πανδημία Covid μπορεί να γίνει κατανοητή ως μία perezhivanie (στα Ρωσικά) ή “μια εμπειρία που αλλάζει τον κόσμο” – μια εμπειρία ενός πολύ μικρού αριθμού συμβάντων που, λίγο-πολύ ταυτόχρονα, επηρέασαν άμεσα εκατομμύρια άτομα και πολλά ακόμα περισσότερα έμμεσα, σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Blunden διερεύνησε τις σύνθετες σημασίες της ρωσικής λέξης:

Τυπικά μιλώντας, η λέξη perezhivanie σημαίνει “εμπειρία”. Αλλά “perezhivanie” είναι μια λέξη η οποία δεν έχει ισοδύναμο στα Αγγλικά που να μεταφέρει πλήρως το εύρος και το βάθος της σημασίας της στη ρωσική γλώσσα και κουλτούρα. Υπάρχουν δύο πράγματα σχετικά με το πώς γίνεται κατανοητή στα Ρωσικά γενικά, και στην Πολιτισμική Ψυχολογία του Vygotsky ειδικότερα, που δεν μεταφέρονται στην αγγλική έκφραση της “experience”/εμπειρίας. Πρώτον, ετυμολογικά, η “perezhivanieείναι ισοδύναμη με την λέξη “survive”/επιβίωση στα Αγγλικά. Όταν οι άνθρωποι γράφουν την αυτοβιογραφία τους, διαλέγουν από τις εκατοντάδες χιλιάδες ώρες της ζωής τους συγκεκριμένες στιγμές ή επεισόδια (μερικές φορές πολύ εκτεταμένα) στα οποία επιβίωσαν, φορές που έκαναν επιλογές που τους άλλαξαν τη ζωή, επιλογές που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά τους, καταστάσεις τις οποίες διαχειρίστηκαν (ή απέτυχαν να διαχειριστούν) και οι οποίες άλλαξαν για πάντα όχι μόνο το πώς βλέπουν τον κόσμο αλλά (και αυτό είναι το σημαντικό) το πώς ο κόσμος τους βλέπει ή όταν ένας γονιός ή ένα άλλο σημαντικό πρόσωπο (ιδιαίτερα στην περίπτωση των παιδιών) ή ίσως το σύστημα της δικαιοσύνης, τους έθεσε μπροστά σε κάτι που είχαν κάνει και τους ανάγκασε να το αναλογιστούν5. Εκείνες τις εμπειρίες που τους άλλαξαν και τους έκαναν αυτό που είναι.

Δεύτερον, όπως το γνώριζαν οι αρχαίοι Έλληνες δραματικοί ποιητές, δεν είναι η εμπειρία ως τέτοια που αλλάζει το πρόσωπο. Όπως εξήγησε ο John Dewey (1939), “μια εμπειρία” είναι ένα ενεργό επεισόδιο της αλληλεπίδρασης ενός προσώπου με μια δύσκολη κατάσταση που παρουσιάζει προκλήσεις. Είναι καλά γνωστό ότι τα πιο τραυματικά γεγονότα, όπως η κακοποίηση στα πρώιμα παιδικά χρόνια, μπορεί να “καταπνιγεί” ή να γίνει αποδεκτή παθητικά. Κάποια άτομα περνούν μέσα από έναν πόλεμο αλλά θυμούνται μόνο την συντροφικότητα και την αλληλεγγύη. Γενικά, όμως, αφότου έχει περάσει αυτή η κατάσταση, οι άνθρωποι την αναστοχάζονται, ίσως μόνοι τους σε περιόδους ήρεμου στοχασμού ή από κοινού με κάποιο άλλο άτομο που εμπιστεύονται. Όμως, η perezhivanie εμπεριέχει την αλλαγή της σχέσης του υποκειμένου με τον κόσμο. Ο Φρόυντ αποκάλεσε αυτή τη διαδικασία “κάθαρση”, κατ’ αναλογία με την παρακολούθηση ενός δράματος στο θέατρο ως μέσου για τον αναστοχασμό από κάποιον της ίδιας της εμπειρίας του και την ιατρική πρακτική της αφαίρεσης ενός δηλητηρίου από το σώμα. Η κάθαρση είναι η ενεργή διαδικασία της παρατήρησης, της επεξεργασίας, του στοχασμού, της επεξεργασίας και “αφομοίωσης” μιας εμπειρίας. Είναι το πραγματικό έργο της αντιμετώπισης του τι έχει γίνει και πώς αντέδρασες σ’ αυτό. Είναι μάλλον μέσω της κάθαρσης που ένα πρόσωπο μετασχηματίζεται και όχι από το ίδιο το γεγονός. Το γεγονός μπορεί να είναι στιγμιαίο, αλλά η κάθαρση μπορεί να διαρκέσει χρόνια. Αυτό είναι που σημαίνει η perezhivanie: η perezhivanie είναι η όλη διαδικασία. Έχει μιαν αρχή, μια μέση και ένα τέλος. Είναι ένα μοναδικό όλον, είναι η ακολουθία τέτοιων perezhivaniya που δημιουργεί το πρόσωπο.

Η ζωή είναι μια σειρά από perezhivaniya με μακρές ενδιάμεσες περιόδους σταδιακής προσαρμογής στον καινούριο σου εαυτό, επίλυσης των προβλημάτων που η ζωή φέρνει μπροστά σου, μέχρις ότου η επόμενη perezhivanie αλλάξει τη σχέση σου με τον κόσμο6.

Σε αυτό το πνεύμα, θα θέλαμε να έχουμε ένα πληρέστερο μέτρο του τι έχει συμβεί και τι έχει αυτό σημάνει και μετά να σκεφτούμε για το τι έρχεται στη συνέχεια. Ζητάμε από τους αναγνώστες και του φίλους μας να γράψουν άρθρα και/ή να προτείνουν άλλους που θα μπορούσαν. Η τελική ημερομηνία προς το παρόν είναι στις 15 Μαρτίου 2021. Θα εκτιμούσαμε μια εκ των προτέρων ειδοποίηση από τα άτομα που σκοπεύουν να υποβάλλουν κάτι. Γράψτε μας. Επίσης, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας αν θέλετε να μιλήσουμε γι’ αυτό που πιθανόν θα γράψετε.

Loren Goldner & John Garvey

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://insurgentnotes.com/2021/01/an-invitation-from-the-editors-what-next.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: caucuses.

3 Στμ. Η αποκαλούμενη στα Αγγλικά “gig” οικονομία.

4 Θέλουμε να ευχαριστήσουμε τον Paul Wasserman για μερικά χρήσιμα σχόλια και υποδείξεις σχετικά με τα ζητήματα αυτά.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: “…forced them to take (sic) reflect on it.

6 Δείτε: Andy Blunden, “The Corona Virus is a world perezhivanie

Πόλεμος και Ειρήνη

Giorgio Agamben1

το κείμενο σε pdf

 

Αξίζει να πάρουμε στα σοβαρά τη θέση, που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά από κυβερνήσεις, ότι η ανθρωπότητα και όλα τα έθνη είναι αυτή τη στιγμή σε κατάσταση πολέμου. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι μια τέτοια θέση εξυπηρετεί στην νομιμοποίηση της κατάστασης εξαίρεσης, με τους δραστικούς περιορισμούς στην ελευθερία μετακίνησης και την παράλογη ονοματολογία τους, για παράδειγμα με τον όρο “απαγόρευση κυκλοφορίας”2, που διαφορετικά είναι δύσκολο να δικαιολογηθούν. Ο δεσμός που συνδέει τις κυβερνητικές εξουσίες με τον πόλεμο είναι, ωστόσο, πιο βαθύς και ομοούσιος. Το γεγονός είναι ότι ο πόλεμος είναι κάτι χωρίς το οποίο οι εξουσίες δεν μπορούν σε καμμιά περίπτωση να υπάρξουν σε μια διαρκή βάση. Στο μυθιστόρημά του, ο Τολστόι αντιπαραθέτει την ειρήνη, στην οποία οι άνθρωποι ακολουθούν τις επιθυμίες, τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους λίγο-πολύ ελεύθερα, και την οποία βλέπει ως την μια και μοναδική πραγματικότητα, και την αφαίρεση και το ψέμα του πολέμου, στον οποίον όλα μοιάζουν να “σύρονται” από μια αδήριτη αναγκαιότητα. Και στη νωπογραφία του στο Palazzo Pubblico στην Σιένα, ο Lorenzetti απεικονίζει μια πόλη σε ειρήνη, οι κάτοικοι της οποίας κινούνται ελεύθερα σύμφωνα με τις ασχολίες και τις επιθυμίες, ενώ στο προσκήνιο κορίτσια χορεύουν πιασμένα χέρι-χέρι. Αν και η νωπογραφία τιτλοφορείται παραδοσιακά ως The Good Government, μια τέτοια συνθήκη, πλεγμένη όπως έχει από τα μικρά καθημερινά συμβάντα της απλής ζωής και τις επιθυμίες καθενός, είναι στην πραγματικότητα μη-κυβερνήσιμη από την εξουσία μακροπρόθεσμα. Όσα και αν μπορεί να υπόκεινται σε όρια και ελέγχους κάθε είδους, μια τέτοια συνθήκη τείνει στην πραγματικότητα από τη φύση της να διαφεύγει υπολογισμών, σχεδιασμού και κανόνων – ή, τουλάχιστον, αυτός είναι ο κρυφός φόβος της εξουσίας. Αυτό μπορεί να ειπωθεί επίσης λέγοντας ότι η ιστορία, χωρίς την οποία τελικά η εξουσία είναι τελικά αδιανόητη3, είναι στενά συσχετισμένη με τον πόλεμο, ενώ η ζωή στην ειρήνη είναι εξ ορισμού χωρίς ιστορία. Ονομάζοντας το μυθιστόρημά της La Storia [Ιστορία], ένα μυθιστόρημα στο οποίο οι αντιξοότητες λίγων απλών πλασμάτων αντιπαρατίθενται στους πολέμους και τα καταστροφικά γεγονότα που σημαδεύουν τα δημόσια ζητήματα του εικοστού αιώνα, η Elsa Morante είχε κάτι τέτοιο στο μυαλό της.

Γι’ αυτόν τον λόγο, αργά ή γρήγορα, οι δυνάμεις που σκοπεύουν να κυβερνούν τον κόσμο πρέπει να καταφεύγουν στον πόλεμο, άσχετα από το αν είναι πραγματικός ή προσεκτικά προσομοιωμένος. Και από τη στιγμή που, στην κατάσταση της ειρήνης, η ζωή των ανθρώπων τείνει να εξαφανίζεται από οποιαδήποτε ιστορική διάσταση, δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι κυβερνήσεις σήμερα δεν κουράζονται να μας υπενθυμίζουν ότι ο πόλεμος ενάντια στον ιό σηματοδοτεί την αρχή μιας καινούριας ιστορικής εποχής στην οποία τίποτα δεν θα είναι όπως πριν. Και μεταξύ αυτών που δένουν τα μάτια τους, ώστε να μην βλέπουν την κατάσταση ανελευθερίας στην οποία έχουν πέσει, αρκετοί το δέχονται ακριβώς επειδή είναι πεπεισμένοι, όχι χωρίς μια δόση περηφάνειας, ότι εισέρχονται – σχεδόν μετά από εβδομήντα χρόνια ειρηνικής ζωής, δηλαδή χωρίς ιστορία – σε μια νέα εποχή.

Ακόμα και αν, όπως είναι τόσο προφανές, αυτή θα είναι μια εποχή δουλείας και θυσίας, στην οποία οτιδήποτε κάνει τη ζωή αξιοβίωτη θα εξαναγκαστεί να υποστεί ταπεινώσεις και περιορισμούς, υποτάσσονται εκούσια σε αυτήν επειδή πιστεύουν, ανόητα, ότι με αυτόν τον τρόπο έχουν βρει για τη ζωή τους το νόημα που είχαν, εν αγνοία τους, χάσει στην ειρήνη.

Είναι πιθανόν, όμως, παρ’ όλα αυτά, ο πόλεμος κατά του ιού, που έχει εμφανιστεί να αποτελεί ένα τόσο ιδανικό εργαλείο, το οποίο επιτρέπει στις κυβερνήσεις να “χαπακώνουν” και να κατευθύνουν όσο χρειάζονται πολύ ευκολότερα απ’ ό,τι σε έναν πραγματικό πόλεμο, να τελειώσει ξεφεύγοντας από τον έλεγχο, όπως κάθε πόλεμος. Ίσως, σ’ αυτό το σημείο, αν δεν είναι πολύ αργά, η ανθρωπότητα να επιδιώξει για άλλη μια φορά την μη-κυβερνήσιμη ειρήνη που τόσο απερίσκεπτα εγκατέλειψε.

23 Φεβρουαρίου 2021

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://illwill.com/war-and-peace. Η μετάφραση στα Αγγλικά είναι από το Ill Will.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: curfew.