Το προσφυγικό αρχιπέλαγος

Η ιστορία «από τα μέσα» για το τι πήγε στραβά στην Ελλάδα

 

Αναδημοσίευση από το blog της Αντιφασιστικής Πρωτοβουλίας Βύρωνα: http://antifavironas.blogspot.gr/2017/06/blog-post.html

 

Επιλέξαμε να μεταφράσουμε αυτό το εκτενές, δημοσιογραφικού χαρακτήρα, κείμενο γιατί παρέχει μια λεπτομερή και αρκετά κατατοπιστική εικόνα για ό,τι στον δημόσιο λόγο αποκαλείται “πρόσφατη προσφυγική κρίση” στην ελληνική επικράτεια. Στην πραγματικότητα, αυτό που διαδραματίζεται εδώ και καιρό είναι η κλιμάκωση ενός πολέμου κατά των μεταναστριών/ών, στον οποίο το ελληνικό κράτος, μακράν από το να “υποκύπτει” σε έξωθεν πιέσεις ή να “συμβιβάζεται”, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Η βαρβαρότητα της Αμυγδαλέζας σήμερα έχει συμπληρωθεί από τον “ανθρωπισμό” των ΜΚΟ που εργάζονται πίσω από τα συρματοπλέγματα (κι αυτός ο συνδυασμός κρατικής καταστολής και κρατικής “φροντίδας” είναι όντως μια ουσιαστική διαφορά της σημερινής αριστερο-ακροδεξιάς κυβέρνησης από τους προκατόχους της) αλλά παραμένει βαρβαρότητα, και μάλιστα επιδεινούμενη. 

Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύθηκε στα Αγγλικά στις 06/03/2017 στον ιστότοπο News Deeply

 

Το προσφυγικό αρχιπέλαγος: Η ιστορία «από τα μέσα» για το τι πήγε στραβά στην Ελλάδα

των Daniel Howden, Αποστόλη Φωτιάδη

 

Το «Refugees Deeply» [1] διερευνά τις αποτυχίες στην πιο δαπανηρή ανθρωπιστική βοήθεια που δόθηκε στην ιστορία, η οποία εκτυλίχθηκε στη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η Widad Madrati, όπως όλα τα παιδιά, θυμάται το πρώτο χιόνι που έπεσε στο Ωραιόκαστρο σαν κάτι το αξιοθαύμαστο. Δημιούργησε ένα υπέροχο λευκό κάλυμμα πάνω από την εξαθλίωση ενός στρατοπέδου για πρόσφυγες, που είχε χωροθετηθεί στον περίβολο μιας εγκαταλελειμμένης αποθήκης, στους λόφους πάνω από τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας, τη Θεσσαλονίκη. Η δεκαεφτάχρονη Σύρια δεν ενοχλήθηκε που ο σωλήνας νερού στις εξωτερικές δεξαμενές είχε παγώσει. Έβγαλε φωτογραφίες από τις παγωμένες συσσωματώσεις.

Οι φωτογραφίες στο κινητό της δεν έδειχναν τίποτα για τις χαλασμένες χημικές τουαλέτες ή το πεταμένο, αδύνατο να φαγωθεί φαγητό, ούτε για τις ετοιμόρροπες σκηνές που είχαν σφηνωθεί στο παγωμένο χώμα από τους πρόσφυγες, που όπως και η δική της οικογένεια, έφτασαν πολύ αργά για να βρουν ένα μέρος στο εσωτερικό της κατασκευασμένης από μπετόν αποθήκης. Αντίθετα, οι φωτογραφίες της απεικόνιζαν παιδιά να παίζουν με το χιόνι.

Απομονωμένη έξω από τα κτίρια του Ωραιοκάστρου, σε μια σκηνή καλυμμένη με χιόνι, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας Madrati αντιμετώπισαν πιο ρεαλιστικά το πρόβλημα της επιβίωσής τους και ικέτευσαν τις Αρχές και τους εθελοντές να βρουν έναν τρόπο για να φύγουν από το στρατόπεδο. Ήταν μια τετραμελής οικογένεια, όταν έφυγαν από το Χαλέπι, η οποία έγινε πενταμελής στην πορεία, αφού γεννήθηκε η αδερφή της Widat, η Μαρία, στην Τουρκία. Και είχαν υποστεί χειρότερες ταπεινώσεις στην Ελλάδα από τις ικεσίες.

Η οικογένεια ήταν επίσης από τις τελευταίες που άφησαν τον προηγούμενο προσωρινό τους κατάλυμα στην Ειδομένη, όπου άντεξαν για δέκα εβδομάδες, αφότου έκλεισε ο χαοτικός καταυλισμός στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας τον Μάρτιο του ’16, με την ελπίδα ότι θα ξανανοίξει. Δεν άνοιξε ποτέ.

Ο καταυλισμός εκκενώθηκε και οι κάτοικοί του μετακινήθηκαν σε πρώην βιομηχανικές περιοχές, όπως το Ωραιόκαστρο, και σε εγκαταλελειμμένα στρατόπεδα. «Έκλαιγα όταν φύγαμε από την Ειδομένη,» λέει η Widat. «Ένιωθα να χάνω την ελπίδα μου, όταν τόσοι άνθρωποι κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα και εμείς όχι».

Διηγείται την ιστορία της με τα αγγλικά που έμαθε από εθελοντές στην Ειδομένη και στη συνέχεια τα δίδαξε σε άλλα παιδιά προσφύγων στο Ωραιόκαστρο. Η οικογένειά της, η οποία πληροί τις προϋποθέσεις μέσα από οποιαδήποτε σχεδόν κριτήρια, για να κριθεί ως προσφυγική, έχει γίνει μάρτυρας πολλών από τα πράγματα που πήγαν στραβά στην Ελλάδα, από τότε που η χώρα έγινε η «πύλη εισόδου» στην Ευρώπη για αριθμούς ρεκόρ προσφύγων και μεταναστών.

Η πορεία της οικογένειας Madrati από την άφιξή της στην Ε.Ε. υπήρξε μια περιήγηση σε μέχρι πρότινος «σκοτεινά» μέση στην Ελλάδα που έχουν αποκτήσει διεθνή κακοφημία για τη μιζέρια των συνθηκών διαβίωσης που «προσφέρουν», από την άφιξή τους στη Μόρια της Λέσβου, μέχρι την Ειδομένη και το Ωραιόκαστρο.

Η πιο δαπανηρή ανθρωπιστική βοήθεια

Οι βασανιστικές εμπειρίες της οικογένειας Madrati έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη διεθνή χρηματοδότηση και την ενέργεια που έχει δαπανηθεί, για να βοηθηθούν άνθρωποι σαν και αυτούς.

Μια ακολουθία γεγονότων που ξεκίνησε με το ρεκόρ στις προσφυγικές ροές στην Ελλάδα τον Ιούνιο του ’15 και κορυφώθηκε με τη φωτογραφία του νηπίου από τη Συρία που πνίγηκε, του Aylan Kurdi, αφύπνισε τον κόσμο σε σχέση με την προσφυγική κρίση. Το αποτέλεσμα αυτής της αφύπνισης ήταν να γείρει όλο το ανθρωπιστικό οικοδόμημα προς την Ελλάδα, με αποστολές πόρων που άλλαξαν ξαφνικά πορεία από τον Τρίτο Κόσμο προς την Ευρώπη. Παρακίνησε πρωτοφανή αριθμό διεθνών εθελοντών να έρθει στην χώρα, τον οργανισμό για τους πρόσφυγες του Ο.Η.Ε. να κηρύξει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης εντός της Ε.Ε. και την Ε.Ε. να χρησιμοποιήσει τη δική της μονάδα ανθρωπιστικής ανταπόκρισης εντός της Ευρώπης για πρώτη φορά. Αυτή η διαδικασία έγινε η πιο δαπανηρή ανθρωπιστική ανταπόκριση στην ιστορία σύμφωνα με πολλούς ειδικούς βοήθειας, όταν αποτιμήθηκε σύμφωνα με το κόστος ανά δικαιούχο.

Το πόσα ακριβώς χρήματα δαπανήθηκαν στην Ελλάδα από την Ε.Ε έχει πολλές φορές αναφερθεί, αλλά ελάχιστα κατανοηθεί. Το Refugees Deeply έχει υπολογίσει ότι έχουν περιέλθει στην Ελλάδα 803 εκατομμύρια δολάρια [740 εκατομμύρια €] από το 2015, στα οποία περιλαμβάνονται όλα τα κεφάλαια τα οποία χορηγήθηκαν ή δαπανήθηκαν, όλες οι σημαντικές διμερείς χρηματοδοτήσεις και οι κύριες πηγές ιδιωτικών δωρεών.

Οι κύριες πηγές χρηματοδότησης ελέγχονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το εκτελεστικό όργανο της Ε.Ε., η οποία επιβλέπει το Asylum Migration Integration Fund (A.M.I.F.- Ταμείο για το Άσυλο, την Μετανάστευση και την Ενσωμάτωση) και το Internal Security Fund (I.S.F.- Ταμείο για την Εσωτερική Ασφάλεια), τα οποία από κοινού αφιέρωσαν 541 εκ. δολάρια [498 εκ. €] για τις ελληνικές ανάγκες χρηματοδότησης. Παρ όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση φάνηκε ανίκανη να απορροφήσει σημαντικό μέρος αυτών των κεφαλαίων και χρειάστηκε επείγουσα βοήθεια από την Επιτροπή, η οποία διοχετεύθηκε με άλλα μέσα.

Η σύγχυση σχετικά με την πραγματική έκταση των δαπανών παροξύνθηκε από τις διογκωμένες δηλώσεις του Ευρωπαίου Επίτροπου Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας, Δημήτρη Αβραμόπουλου, ο οποίος έχει συχνά αναφερθεί σε αριθμούς που ξεπερνούν το ένα δις ευρώ (1.06 δις δολάρια). Αυτό το ποσό αφορά προφανώς όλα τα διαθέσιμα και θεωρητικά κεφάλαια και όχι μόνο αυτά που έχουν πράγματι διατεθεί ή δαπανηθεί.

Ωστόσο, το συνολικό ποσό των 803 εκατ. δολαρίων αποτελεί την πιο δαπανηρή ανθρωπιστική βοήθεια στην ιστορία. Με βάση το ότι τα χρήματα αυτά δαπανήθηκαν για την αντιμετώπιση των αναγκών του συνόλου του 1,3 εκατομμυρίων ανθρώπων που εισήλθαν στην Ελλάδα από το 2015, το κόστος ανά δικαιούχο θα ήταν 780 δολάρια [718 €] για τον κάθε πρόσφυγα. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος αυτών των χρημάτων διοχετεύθηκε για τις ανάγκες αυτών που εγκλωβίστηκαν στην Ελλάδα μετά το κλείσιμο των συνόρων, και σε αυτήν τη βάση το κόστος ανά δικαιούχο είναι 14.088 δολάρια [12.972 €].[Μπορείτε να διαβάσετε εδώ άλλο σχετικό άρθρο του Refugees Weekly, με την αναλυτική παρουσίαση των ποσών που διοχετεύθηκαν στην Ελλάδα.]

Οι συγκρίσεις ανάμεσα σε διάφορες ανθρωπιστικές κρίσεις, που μπορεί να ποικίλλουν από πολέμους μέχρι φυσικές καταστροφές, δεν είναι ακριβείς. Η ανταπόκριση στον σεισμό στην Αϊτή το 2010 ανήλθε στα 3,5 δις δολάρια [3.2 δις €], σύμφωνα με το U.N. Relief Web (Δίκτυο Ανακούφισης του Ο.Η.Ε. [2]), αλλά η κρίση επηρέασε πάνω από 3 εκατομμύρια ανθρώπους και τα χρήματα δαπανήθηκαν σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Αξιωματούχοι από τη διεύθυνση ανθρωπιστικών επιχειρήσεων της Ε.Ε. πιστεύουν ότι το κόστος ανά δικαιούχο ήταν άνευ προηγουμένου όσον αφορά τις σχετικές δράσεις της Ε.Ε.. Και όμως, ένας ανώτερος αξιωματούχος υπολόγισε ότι τόσο πολύ όσο τα «70 [64 €] δολάρια από κάθε 100 [91 €] δολάρια» είχαν σπαταληθεί άσκοπα.

Προσφυγική φλέβα χρυσού

Η εφιαλτική εικόνα του Aylan Kurdi να κείτεται πνιγμένος σε μια παραλία της Τουρκίας στις 2 Σεπτεμβρίου του ’15, διαμοιράστηκε πάνω από 20 εκατ. φορές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Προκάλεσε μια άμεση αύξηση στις αναζητήσεις Google που σχετίζονταν με τη Συρία και μια χιονοστιβάδα από ιδιωτικές δωρεές σε φιλανθρωπικά ιδρύματα που ασχολούνται με θέματα προσφύγων.

Ο Σουηδικός Ερυθρός Σταυρός παρατήρησε άλμα στις καθημερινές δωρεές που δέχθηκε, 55 φορές μεγαλύτερες την εβδομάδα, αφού η εικόνα κυκλοφόρησε, σύμφωνα με μελέτη που έγινε με επικεφαλή τον Paul Slovic στο Πανεπιστήμιο του Oregon. Σύμφωνα με τη Διεθνή Επιτροπή Διάσωσης (I.R.C. International Rescue Committee), μια ομάδα «ανακούφισης» με έδρα τη Νέα Υόρκη, η αντίδραση στη φωτογραφία δημιούργησε αύξηση στις δημόσιες δωρεές. Ένας ανώτερος αξιωματούχος της ομάδας δήλωσε ότι η αντίδραση στη φωτογραφία έριξε την ιστοσελίδα τους, παρόλο που άλλοι από το προσωπικό της I.R.C. δήλωσαν αργότερα στο Refugees Deeply ότι αυτό δεν συνέβη. Ο Slovic παρατηρεί ότι ο θάνατος του νηπίου «ξύπνησε τον κόσμο για ένα σύντομο χρονικό διάστημα», αλλά επίσης έκανε επιτακτική ανάγκη για τις διεθνείς Μ.Κ.Ο να δείξουν ότι ανταποκρίνονται στα γεγονότα που λάμβαναν χώρα στην Ανατολική Μεσόγειο.

Για τις ήδη υπάρχουσες οργανώσεις στην Ελλάδα η ξαφνική εισροή χρημάτων ήταν τόσο ευπρόσδεκτη, όσο και αποσταθεροποιητική. Η «Μετάδραση», μια ελληνική Μ.Κ.Ο γνωστή για την εκπαίδευση και επιπλέον τις παροχές της σχεδόν στα πάντα, από διερμηνείς μέχρι υπηρεσίες πρώτης ανάγκης, έχασε κομμάτι του εξειδικευμένου προσωπικού της από μεγαλύτερες Μ.Κ.Ο οι οποίες μπορούσαν να δώσουν πολύ υψηλότερους μισθούς.

Η επικεφαλής της «Μετάδρασης», κα. Λώρα Παππά, θεωρεί ότι η μεγάλη εισροή χρημάτων μετέτρεψε τους πρόσφυγες σε «εμπορεύματα» και ενθάρρυνε βραχυπρόθεσμες δράσεις «Αυτές [οι διεθνείς οργανώσεις] έψαχναν τρόπους να δείξουν την παρουσία τους στην Ελλάδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα για κάποιους να χάσουν την ευκαιρία να επενδύσουν εποικοδομητικά».

Το θλιβερό της συμπέρασμα είναι ότι «καμιά φορά τα λεφτά μπορούν να κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό».

Ανάμεσα στις προειδοποιητικές ιστορίες που αναδύθηκαν από εκείνη την περίοδο ήταν αυτή του διαμετακομιστικού Κέντρου «Απάνεμο» στη Λέσβο. Μια εγκατάσταση εκατομμυρίων δολαρίων, που χτίστηκε από την I.R.C (Διεθνή Επιτροπή Διάσωσης) σε μια απότομη πλαγιά κοντά στις κύριες παραλίες προσέλευσης μεταναστών, τους πιο φορτωμένους μήνες του 2015, και σχεδιάστηκε για να δέχεται 2.000 αφίξεις προσφύγων την ημέρα. Όντας χρηματοδοτούμενο από δωρεές ιδιωτών, χρήματα για βοήθεια από το Βρετανικό κράτος και το φιλανθρωπικό ίδρυμα Radcliffe, χαιρετίστηκε από την I.R.C ως το «πολυπόθητο κέντρο υποδοχής που παρέχει ζωτικής σημασίας υπηρεσίες στους πρόσφυγες».

Η I.R.C δηλώνει ότι ήταν σε θέση να διαλύσει τα περισσότερα από τα υλικά και να τα χρησιμοποιήσει σε άλλες εγκαταστάσεις, αλλά το κέντρο τώρα στέκει αχρησιμοποίητο, ενώ χαοτικές συνθήκες σε άλλο μέρος του ίδιου νησιού έχουν οδηγήσει σε θανάτους προσφύγων. Όμως η ταχεία απορρόφηση πόρων με αμφισβητούμενα αποτελέσματα δεν περιορίζεται σε καμία περίπτωση μόνο στην I.R.C..

Η απόφαση της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες να χαρακτηρίσει την Ελλάδα χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης όσον αφορά την κλίμακα ιεράρχησής της, μετέτρεψε εν μία νυκτί μια σκούνα σε δεξαμενόπλοιο – ένα γραφείο με μια ντουζίνα προσωπικό, που η κύρια δουλειά του ήταν να επιβλέπει συμβασιούχους που βοηθούσαν την ελληνική υπηρεσία ασύλου, έγινε ξαφνικά ένας Λεβιάθαν. Η ομάδα της Υπ. Αρμοστείας του Ο.Η.Ε για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα διευρύνθηκε σε 600 υπαλλήλους μοιρασμένους σε 12 γραφεία. Περίπου το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού ήταν διεθνές προσωπικό.

Οι περισσότεροι Έλληνες κερδίζουν λιγότερα από 800 ευρώ το μήνα, ενώ το ντόπιο προσωπικό της Υπ. Αρμοστείας έχει συμβάσεις που ισοδυναμούν με περισσότερο από το διπλάσιο του ποσού αυτού. Το διεθνές της προσωπικό δε, κερδίζει τρεις φορές περισσότερα χρήματα απ’ ότι οι τοπικοί ομόλογοί του. Η Φωτεινή Ράντσιου, ένα μέλος του προσωπικού της Υπ. Αρμοστείας που πήρε άδεια από τον οργανισμό για να δουλέψει εθελοντικά στην πατρίδα της, την Ελλάδα, παρατήρησε ότι οι εντάσεις μεταξύ ντόπιων και διεθνών υπαλλήλων περιέπλεκαν τις σχέσεις εντός του οργανισμού. Δήλωσε, ακόμη, ότι το ντόπιο προσωπικό παραγκωνίστηκε και «αντιμετωπιζόταν σαν γραμματείς» από το νεοεισερχόμενο διεθνές προσωπικό.

Η απόφαση να αναλάβει ένα ρόλο στην ελληνική κρίση έθεσε επίσης την Υπ. Αρμοστεία σε τροχιά σύγκρουσης με ένα από τα πυρηνικά χαρακτηριστικά της αποστολής της, το να υποστηρίζει τα δικαιώματα των προσφύγων. Λειτουργώντας για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση εντός της Ε.Ε., η οποία είναι και ο δεύτερος μεγαλύτερος χρηματοδότης του οργανισμού παγκοσμίως, η Υπ. Αρμοστεία αντιμετώπισε ένα δίλημμα σε σχέση με το να επικρίνει (ή μη) τους δωρητές της. «Αντί να συνηγορούν για την προστασία των προσφύγων, έμειναν σιωπηλοί από το φόβο για τις πολιτικές συνέπειες» λέει η Ράντσιου. «Ακόμη και αν ήθελαν να επικρίνουν την πολιτική που παραβίαζε τις αρχές τους, δεν μπορούσαν».

Οι διεθνείς οργανισμοί θα συνεργάζονταν με μια ελληνική διοίκηση, η οποία, τουλάχιστον σε επίπεδο δημόσιων δηλώσεων, ήταν ανάμεσα στις πιο φιλοπροσφυγικές στην Ευρώπη. Ωστόσο, πολλοί αξιωματούχοι του κυβερνώντος κόμματος ΣΥΡΙΖΑ έχουν αντιιμπεριαλιστικές πεποιθήσεις και είχαν μια ροπή να αντιλαμβάνονται τις καλά χρηματοδοτούμενες ξένες οργανώσεις ως αποικιοκρατικές παρά σαν ανθρωπιστικές.

Ένας ανώτερος έλληνας αξιωματούχος είπε ότι ανίχνευσε «μια αποικιακή νοοτροπία» ανάμεσα στο προσωπικό των διεθνών Μ.Κ.Ο. που συνέχισαν να απολαμβάνουν τον αυξημένο λόγω επιδομάτων μισθό τους, ενώ δούλευαν σε ένα πιο άνετο περιβάλλον. «Ήταν μια καλή δουλειά να δουλεύεις σε μια χώρα με καλά εστιατόρια και άνετα κρεβάτια και να παίρνεις και επίδομα σαν να είσαι στη Σομαλία». Πολλοί διεθνείς αξιωματούχοι δήλωσαν στο Refugees Deeply ότι οι Έλληνες υπουργοί ξεκινούσαν τις συνεδριάσεις υπενθυμίζοντάς τους ότι «δεν βρίσκονταν στη Σομαλία» και ότι η Ελλάδα έχει τη δική της κυβέρνηση, τους νόμους και τους θεσμούς της.

Η δυσαρέσκεια τροφοδοτήθηκε από το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της προσφερόμενης χρηματοδότησης κατευθύνθηκε προς τους διεθνείς οργανισμούς και όχι προς την ελληνική κυβέρνηση. Αυτό ήταν τελικά, σύμφωνα με διπλωμάτες, Έλληνες αξιωματούχους και υπαλλήλους καταστροφικό, δεδομένου ότι η κυβέρνηση είχε τον ρόλο του συντονιστή και ακόμη την δικαιοδοσία της τελικής απόρριψης των project.

Οι εντάσεις επίσης αναγνωρίστηκαν και από την πλευρά των Μ.Κ.Ο.. «Ο συντονισμός της αντίδρασης αποτέλεσε βασικό εμπόδιο, με την Ύπατη Αρμοστεία να αποτυγχάνει να συνεργαστεί παραγωγικά με την κυβέρνηση και την κυβέρνηση να αποτυγχάνει στο να πάρει επείγουσες, στρατηγικές αποφάσεις αρκετά γρήγορα» δήλωσε το φιλανθρωπικό, με έδρα στα Ηνωμένο Βασίλειο, ίδρυμα Oxfam.

«Είμαστε σε πόλεμο!»

Το φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης δεν είναι κάτι καινούργιο για την Ελλάδα. Νεοεισερχόμενοι πληθυσμοί από τα Βαλκάνια και από πιο ανατολικά ήρθαν από την δεκαετία του 1990 και αργότερα, και σε μεγάλο βαθμό αφέθηκαν στην τύχη τους. Η μεγαλύτερη αξία που δόθηκε στο θέμα ήταν να αποκτήσει δικό του τμήμα στο Υπουργείο Εσωτερικών. Αλλά οι αξιωματούχοι που ασχολούνταν με την μετανάστευση είχαν πρόσβαση σε μία από τις μεγαλύτερες πηγές χρημάτων που επιβλέπεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως αναφέραμε και πριν, το ταμείο Asylum Migration Integration Fund (A.M.I.F- Ταμείο για το Άσυλο, την Μετανάστευση και την Ενσωμάτωση) και Internal Security Fund (I.S.F- Ταμείο για την Εσωτερική Ασφάλεια).

Σχετικά περίπλοκα στην αξιοποίηση τους, αυτά τα ταμεία είναι οργανωμένα επταετή προγράμματα σχετικά με την «μετανάστευση και την διαχείριση των συνόρων» ξεκινώντας από το 2014 και απαιτούσαν από τους Έλληνες να δημιουργήσουν μια διαχειριστική αρχή και να οργανώσουν ένα στρατηγικό σχέδιο. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την κυβέρνηση ανακάλυψε ότι είχε γίνει πολύ λίγη σχετική προεργασία από την προηγούμενη συντηρητική κυβέρνηση. Οι αριστεριστές, των οποίων η πρόθεση ήταν να αντιμετωπίσουν το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες σε σχέση με την κρίση χρέους, έδειξαν εξίσου ελάχιστο ενδιαφέρον για να κάνουν τα πρώτα βήματα για την αποδέσμευση αυτών των κεφαλαίων. Αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εργάζονταν στο A.M.I.F. παραπονούνταν ότι δεν μπορούσαν να βρουν κανένα για να μιλήσουν στην Αθήνα, παρά την ενδεχόμενη προσφορά μισού δισεκατομμυρίου ευρώ.

Χρειάστηκε να υπάρξει το ιστορικό κύμα αφίξεων προσφύγων και μεταναστών που «έσκασε» στα ελληνικά νησιά τον Ιούνιο του 2015, για να εξαναγκαστούν σε μια επανεξέταση του θέματος. Έγιναν τότε κάποια πρώτα βήματα για την ίδρυση μιας διαχειριστικής αρχής και την κατάθεση ενός σχεδίου. Αλλά λόγω ανασχηματισμού και νέων εκλογών αυτές οι προσπάθειες αδράνησαν.

Με τον ανασχηματισμό ο κ. Ιωάννης Μουζάλας διορίστηκε αναπληρωτής υπουργός. Όντας γυναικολόγος-μαιευτήρας και με μεγάλη θητεία στην φιλανθρωπική οργάνωση «Γιατροί του Κόσμου» φάνηκε σαν μια ισχυρή επιλογή για έναν ρόλο που ανταγωνίζονταν για προσοχή με την οικονομική κρίση.

Αυτοί που ήλπιζαν σε έναν ήπιο διαχειριστή επρόκειτο να απογοητευθούν. Υπάλληλοι που ήταν παρόντες εκείνη την χρονική περίοδο, θυμούνται τον γκριζομάλλη γιατρό να δείχνει ελάχιστη υπομονή αναφορικά με τις τεχνικές λεπτομέρειες του νέου του πόστου, και μια τάση να «πετά» επιχειρησιακές ερωτήσεις, καθώς περπατούσε πάνω–κάτω στο γραφείο δηλώνοντας: «Είμαστε σε πόλεμο!».

Ένας υπάλληλος του Υπουργείου που εμπλέκονταν στην δημιουργία της διαχειριστικής αρχής για την αποδέσμευση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων είπε στο καινούργιο του αφεντικό ότι η τεχνική δουλειά ήταν πολύ σημαντική. Εξηγήθηκε στον κ. Μουζάλα ότι το Υπουργείο θα έπρεπε να αφιερώσει «ένα σημαντικό μέρος του χρόνου του στην δημιουργία της διαχειριστικής αρχής» προκειμένου να αποκτήσει «ένα σύστημα που να λειτουργεί».

Σύμφωνα με στελέχη του Υπουργείου, η συμβουλή αγνοήθηκε.

Καθώς πλησίαζε το φθινόπωρο του 2015, η Ελλάδα παρέμενε ένας «διάδρομος προσφύγων», με την πλειονότητα των νέων αφίξεων να περνούν λιγότερο από μια εβδομάδα εντός της χώρας, από την άφιξή τους στα νησιά μέχρι την έξοδό τους από τα βόρεια σύνορα κατά μήκος της διαδρομής των Δυτικών Βαλκανίων. Η θεωρία γύρω από το πώς θα έπρεπε να λειτουργούν τα ευρωπαϊκά σύνορα αποσυνδέθηκε από την πραγματικότητα. Σύμφωνα με τους κανόνες της λέσχης της χωρίς σύνορα, της ζώνης Schengen, οι άνθρωποι που φτάνουν στην Ε.Ε. πρέπει να υποβάλλουν αίτηση ασύλου στη χώρα εισόδου. Θεωρητικά, το κράτος εισόδου είναι αρμόδιο για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τη νομοθεσία περί ασύλου και πρέπει να αποτρέπει την αναχώρηση τους.

Καθώς εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες πέρασαν από την Ελλάδα, έγινε ξεκάθαρο ότι αυτή δεν είχε ούτε τον μηχανισμό, ούτε την ικανότητα να εξαναγκάσει τους νεοεισερχόμενους να υποβάλλουν αίτηση ασύλου.

Η Ελλάδα τέθηκε υπό σημαντική πίεση από την Ε.Ε για την δημιουργία hot spot (κέντρων υποδοχής μεταναστών) στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, τη Λέσβο, την Κω, τη Λέρο, τη Χίο και τη Σάμο, για την ταυτοποίηση και τη λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων από όλες τις νέες αφίξεις. Τον Οκτώβριο, ο έλληνας Πρωθυπουργός, κ. Αλέξης Τσίπρας, υποσχέθηκε στη Γερμανίδα Καγκελάριο, κα. Angela Merkel, ότι τα hot spot θα είναι έτοιμα να λειτουργήσουν μέσα σε ένα μήνα.

Στα τέλη Οκτωβρίου του 2015, περιφερειακοί ηγέτες συνήλθαν στις Βρυξέλλες με θέμα τη διαδρομή των Δυτ. Βαλκανίων σε μία ατμόσφαιρα που περιγράφηκε από διπλωμάτη που ήταν παρών ως «μετα βίας κρυμμένος πανικός».

Ήταν ήδη ξεκάθαρο στους συγκεντρωμένους ηγέτες ότι οποιαδήποτε μελλοντικά σχέδια για την αναχαίτιση των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη θα εξαρτώνταν από την ικανότητα της Ελλάδας να επεξεργαστεί τις νέες αφίξεις, να ταυτοποιήσει όσους είχαν ανάγκη προστασίας και να απελάσει εκείνους που δεν θα πληρούσαν τις προϋποθέσεις. Ήταν επίσης σαφές σε όλους ότι η Ελλάδα δεν ήταν καν κοντά στο να πράξει κάτι από τα παραπάνω.

«Είτε θα βοηθήσετε (την Ελλάδα) μαζικά τώρα, είτε θα αντιμετωπίσετε ένα τεράστιο αριθμό μεταναστών να μπαίνει στην Ευρώπη» δήλωσε ανώτερος αξιωματούχος των Ην. Εθνών στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στο περιθώριο της συνάντησης, ο κ. Frans Timmernans, αντιπρόεδρος της Ευρ. Επιτροπής παραδέχθηκε στην Υπ. Αρμοστεία ότι δεν είχε «καμία ιδέα» για το πώς να χειριστεί αυτήν την κατάσταση.

Η προσέγγιση που προέκυψε συνδύαζε τις απειλές για τη θέση της Ελλάδας στη ζώνη Schengen με την αποδέσμευση έκτακτων κονδυλίων για την κατασκευή και λειτουργία νέων εγκαταστάσεων. Μέχρι το τέλος της συνόδου η Ελλάδα είχε συμφωνήσει να φιλοξενήσει 50.000 πρόσφυγες, με την Υπ. Αρμοστεία του Ο.Η.Ε για τους Πρόσφυγες επιφορτισμένη να βρει θέσεις σε ξενοδοχεία για 20.000 απ’ αυτούς και με τους υπόλοιπούς να στεγάζονται σε καταυλισμούς του ελληνικού κράτους.

Από τα μέσα Νοεμβρίου είχε ήδη διαφανεί ότι οι διπλωματικές συμφωνίες δεν άλλαζαν την πραγματική κατάσταση. Ομάδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που διεξήγαγε επιτόπιους ελέγχους στον Έβρο, στην βόρεια Ελλάδα και στα νησιά Χίο και Σάμο ανέφερε «τίποτα δεν φαίνεται να είναι έτοιμο ή να σχεδιάζεται…Όλο το σύστημα φαίνεται να είναι οργανωμένο για να καταγράφονται οι μετανάστες και μετά να αφήνονται να φύγουν».

Έλληνας αστυνομικός που υπηρετούσε στο κέντρο υποδοχής μεταναστών της Μόρια το έθεσε πιο λακωνικά, εξηγώντας ότι η δουλειά του ήταν να παίρνει μια φωτοτυπία της ταυτότητας, δαχτυλικά αποτυπώματα και στην συνέχεια να επιταχύνει τη διαδρομή τους προς την Γερμανία: «Φωτοτυπία, Αποτύπωμα, Μέρκελ».

Ο Διάδρομος γίνεται Αποθήκη

Στην Αθήνα είχε καθιερωθεί ένα παρασκευιάτικο τελετουργικό, σύμφωνα με το οποίο εκπρόσωποι από τον ελληνικό στρατό, την αστυνομία και διάφορα υπουργεία συναντιόντουσαν με μια ομάδα της Ευρ. Επιτροπής και των Ην. Εθνών, για να τους ενημερώνουν για την ανύπαρκτη πρόοδο των εργασιών. Τη δεύτερη Παρασκευή του Φλεβάρη του 2016, όμως, η βολική αυτή ρουτίνα διαταράχθηκε από τον κ. Maarten Verwen, τον επικεφαλής της Ευρ. Επιτροπής στην Ελλάδα, ο οποίος ανακοίνωσε ότι τα σύνορα επρόκειτο να κλείσουν: «Κύριοι, σας δώσαμε χρόνο», είπε στην συνάντηση, σύμφωνα με κάποιον παρόντα. «Δεν προετοιμαστήκατε. Καλή τύχη. Τώρα πρόκειται να συμβεί».

Με το επικείμενο κλείσιμο των συνόρων, την ανυπαρξία hot spot και ένα επικείμενο «ψήσιμο» στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. στα τέλη Φλεβάρη, ο έλληνας Πρωθυπουργός, κ. Τσίπρας, βρήκε έναν απρόσμενο σωτήρα. Ο κ. Πάνος Καμμένος ήταν ένας από τους αδιαμφισβήτητους πολιτικούς νικητές από την αναταραχή της ελληνικής πολιτικής σκηνής και την κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων της. Πρόκειται για έναν γεροδεμένο δεξιό με έφεση στη στρατιωτική αμφίεση, που θεωρεί υπεύθυνη για την ελληνική κρίση χρέους μια σκιώδη συνωμοσία του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος, ο οποίος βρέθηκε να είναι ο ελάσσων εταίρος σε μια κυβέρνηση συνεργασίας. Σε αντάλλαγμα για την ενδυνάμωση μιας σκληρά αριστερής κυβέρνησης ανέλαβε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.

Πριν τον Φλεβάρη, η συμβολή του κ. Καμμένου στο προσφυγικό ήταν να γκρινιάζει ότι η Ευρώπη θα έπρεπε να υποχωρήσει στις διαπραγματεύσεις για το χρέος, αλλιώς η Ελλάδα θα την πλημμύριζε με μετανάστες. Οι διαθέσεις του άλλαξαν μόνο όταν 74 εκ. δολάρια [68 εκ. €] προστέθηκαν στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εθν. Άμυνας για την υποστήριξη των προσφύγων, βοήθημα που θα επαναλαμβανόταν ετησίως. Σε διάστημα μικρότερο των 10 ημερών ο στρατός ίδρυσε λιτές αλλά λειτουργικές εγκαταστάσεις στα hot spot.

Το σχέδιο φτιάχτηκε για αδράνεια, απόκρυψη του χάους, έξωθεν πίεση και δράσεις της τελευταίας στιγμής. Με την ευθύνη για την ανταπόκριση, τώρα διαχωρισμένη ανάμεσα σε διάφορα ελληνικά υπουργεία και έναν Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών συνηθισμένο να δουλεύει στον Τρίτο Κόσμο, τα λεφτά της Ευρ. Επιτροπής έρρεαν, ενώ παραμελούνταν η αποτελεσματική επίβλεψη του τρόπου με τον οποίο ξοδεύονταν. Ακόμη, μια σειρά τροπολογιών που πέρασαν από το ελληνικό κοινοβούλιο αφαίρεσαν τις απαιτήσεις λογιστικού ελέγχου στα συμβόλαια που σχετίζονταν με την προσφυγική κρίση.
 
Παράλληλο Σύστημα

Στις 9 Μαρτίου του 2016, με το κλείσιμο των συνόρων με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, το μονοπάτι των μεταναστών έγινε δυσκολότερο. Εννέα ημέρες μετά παρουσιάστηκε συμφωνία μεταξύ της Τουρκίας και της Ε.Ε., σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα θα απέλαυνε τους νεοαφιχθέντες πρόσφυγες και μετανάστες και η Τουρκία θα ανέκοπτε την πορεία τους, με αντάλλαγμα χρήματα «βοήθειας» και πολιτικές παραχωρήσεις. Ενώ η συμφωνία αυτή έγινε δημόσια αντιληπτή σαν σοκ, η κυβέρνηση στην Αθήνα γνώριζε για πολλούς μήνες το τι ερχόταν.

Ένας δημοφιλής θρήνος στην Ελλάδα είναι ότι η χώρα έχει «καλούς νόμους», αλλά φρικτή διακυβέρνηση. Ένας ακόμη καλός νόμος, ο νόμος 4375/2016, προστέθηκε στη σχετική νομολογία τον Απρίλιο. Συγκέντρωσε το ad hoc συνονθύλευμα διάφορων υπηρεσιών από διάφορα υπουργεία κι δημιούργησε ένα Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής. Παρά ταύτα, αυτοί που επιφορτίστηκαν με την εφαρμογή του, απέτυχαν να τον κάνουν πράξη.

Ο κ. Οδυσσέας Βουδούρης διορίστηκε από τον Πρωθυπουργό ως διευθυντής σε μια νέα Γενική Γραμματεία, υπό τον κ. Μουζάλα, για να κάνει μεγάλο μέρος της δουλειάς βάσης, από την λειτουργία των hot spot μέχρι τον διορισμό διευθυντών στους καταυλισμούς. Οι δυο άνδρες είχαν πολλά κοινά: και οι δύο ήταν γιατροί με μεγάλη θητεία σε φιλανθρωπικούς οργανισμούς – στην περίπτωση του κου. Βουδούρη, επρόκειτο για τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα.

Όταν ο κ. Μουζάλας ζήτησε από τον καινούργιο του υφιστάμενο να περιμένει και να δει πώς λειτουργεί το σύστημα, προτού αναλάβει πρωτοβουλίες, ο κ. Βουδούρης αρχικά συμμορφώθηκε. Επειδή όμως, έξι βδομάδες μετά, ακόμη παρατηρούσε την κατάσταση από το περιθώριο, έγραψε στον κ. Μουζάλα λέγοντάς του ότι η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Οι δύο άντρες έπαψαν να μιλούν μεταξύ τους, σύμφωνα με υπαλλήλους του Υπουργείου, ανταλλάσσοντας μόνο αλληλογραφία. Ο κ. Βουδούρης ισχυρίστηκε ότι, αντί για μια επαγγελματική γραφειοκρατία με ξεκάθαρους ρόλους, ο κ. Μουζάλας είχε διαμορφώσει ένα «παράλληλο σύστημα» στελεχωμένο από συγγενείς και προσωπικούς του φίλους. Αυτό το υποτιθέμενο σύστημα περιελάμβανε, σύμφωνα με πολλές πηγές, την ανιψιά του, Κατερίνα Μαμόλη, στη διοίκηση του γραφείου του, μία φίλη της από το πανεπιστήμιο, τη Χριστίνα Χρηστίδου, και έναν φίλο του αδερφού του από το κολέγιο, τον Ιωσήφ Αλεξανδρίδη.

«Δεν είχαν καμία επαγγελματική ή διοικητική εμπειρία», δηλώνει ο κ. Βουδούρης. «Δεν ήταν μόνο το ότι δεν είχαν καμία επίσημη δικαιοδοσία, ήταν ανίκανοι».

Το Refugees Deeply ρώτησε τον κ. Μουζάλα περί των υφιστάμενων σχέσεων του με ορισμένα βασικά μέλη του προσωπικού του και περί των επαγγελματικών τους προσόντων, αλλά εκείνος αρνήθηκε να κάνει κάποιο σχόλιο.

Τα πράγματα έφτασαν σε κρίσιμο σημείο, όταν ο κ. Βουδούρης με τη συνδρομή της Ύπατης Αρμοστείας και χρησιμοποιώντας 1,8 εκ. δολάρια/1,6 εκ. € από την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, κανόνισε να προσλάβει 118 συμβασιούχους, για να ξεκινήσει τη στελέχωση της Γενικής Γραμματείας του. Σύμφωνα με επιστολές, που διάβασε και το Refugees Deeply, η κίνηση παρακωλύθηκε από τον κ. Μουζάλα ακόμα και μετά από παρέμβαση ανώτερου αξιωματούχου του Ο.Η.Ε., ο οποίος εξήγησε ότι οι προσλήψεις θα πληρώνονταν από χρήματα που θα χάνονταν, αν έμεναν αναξιοποίητα. Ο κ. Μουζάλας ρωτήθηκε επίσης για την παρέμβασή του σε σχέση με αυτές τις προσλήψεις, αλλά πάλι αρνήθηκε να κάνει κάποιο σχόλιο για αυτό το άρθρο.

Ο κ. Νίκος Ξυδάκης, που ως αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών συνεργαζόταν στενά με τον κ. Μουζάλα καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, άρχισε να ανησυχεί όλο και περισσότερο για τον χειρισμό του ζητήματος της προσφυγικής κρίσης. «Επρόκειτο για διαχειριστική αμέλεια…. Θα μπορούσε να είχε αντιμετωπιστεί και θα μπορούσε να είχαμε μια πολύ καλύτερη κατάσταση…. Η Ελλάδα μπορεί να βρει καινοτόμες λύσεις. Τώρα δεν υπάρχει καθόλου χρόνος για διαχειριστική αμέλεια και βραχυπρόθεσμες προσεγγίσεις».

Μιλώντας στην κρατική τηλεόραση, το Νοέμβριο του ’16, ο κ. Μουζάλας απέπεμψε την ευθύνη από το Υπουργείο του. «Δεν ήταν δική μας ευθύνη να πάνε τα χρήματα σε ΜΚΟ … Αυτή ήταν απόφαση της Ε.Ε. Δεν έχουμε εμείς τον έλεγχο αυτών των χρημάτων. Ελέγχονται από τις αρμόδιες αρχές της Ε.Ε., αυτός είναι ο νόμος».

Το προσφυγικό αρχιπέλαγος

Όταν ο Ιμάμης Αλί έφτασε τον Απρίλιο στη Softex, ένα ερειπωμένο εργοστάσιο χαρτιού υγείας στην κάτω μεριά από ένα διυλιστήριο έξω από τη Θεσσαλονίκη, κοιμόταν στο ύπαιθρο έξω από το ετοιμόρροπο κεντρικό κτίριο. Εννέα μήνες μετά, εξακολουθώντας να περιμένει νέα σχετικά με το αν θα γίνονταν επανένωση με τη σύζυγο του στην Ολλανδία, ο εξηνταοχτάχρονος Παλαιστίνιος που είχε ζήσει στη Συρία, μεταφέρθηκε σε κοντέινερ που προστάτευε από τις καιρικές συνθήκες.

Ο συνταξιούχος μηχανικός πήρε τον τιμητικό τίτλο του «ιμάμη», επειδή καθοδηγούσε τις προσευχές σε μια σκηνή που οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν σαν τζαμί. Επίσης είχε ηγετικό ρόλο σε μια σειρά διαμαρτυρίες για τις συνθήκες διαβίωσης στον καταυλισμό. Όταν τελικά του χορηγήθηκε ακρόαση με υπαλλήλους του Ο.Η.Ε. το κύριο πράγμα που ήθελε να μάθει ήταν: «Ποιος είναι ο υπεύθυνος εδώ, σ’ αυτόν τον καταυλισμό; Η αστυνομία; Ο στρατός; Ο Ο.Η.Ε.; Σε ποιον πρέπει να απευθυνθούμε;».

Η εμπειρία του ιμάμη από τις σκληρές συνθήκες, από το αίσθημα να είσαι αβοήθητος και από το να μην ξέρεις σε ποιον να στραφείς, ήταν κοινή σε αμέτρητες περιπτώσεις προσφύγων. Αναγκασμένη να «αποθηκεύει» ανθρώπους που ήταν αποφασισμένοι να φύγουν, η ελληνική κυβέρνηση ακολούθησε μια αντισυμβατική στρατηγική. Ένα αρχιπέλαγος από καταυλισμούς απλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα, από μια άγονη πλαγιά πάνω από το μεγαλύτερο διυλιστήριο της χώρας, μέχρι τα απόμερα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου και ένα σύμπλεγμα από μολυσμένες και επισφαλείς πρώην βιομηχανικές περιοχές γύρω από την Θεσσαλονίκη. Το μολυσμένο από βαρέα μέταλλα νερό, οι σπασμένες πλάκες αμιάντου και η παρουσία του κουνουπιού Anopheles [3] θα παρακινούσε το ελληνικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων να συστήσει το κλείσιμό τους τον Ιούλιο.

Η στρατηγική «αρχιπέλαγος», παρότι επιδοκιμάστηκε για την αποφυγή δημιουργίας προσφυγικών γκέτο, δημιούργησε ένα διοικητικό και οικονομικό βάρος που η άστοχη συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης με τους διεθνείς οργανισμούς δεν μπορούσε να στηρίξει. Φανέρωσε, επίσης τη συγκλονιστική απουσία μιας λειτουργικής διοικητικής αλυσίδας.

Εάν ρωτήσετε πόσοι ακριβώς προσφυγικοί καταυλισμοί υπάρχουν στην Ελλάδα, κάνεις δεν θα ξέρει να σας απαντήσει με βεβαιότητα . Δελτία τύπου του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής κάνουν λόγο για 39 καταυλισμούς, κάποιοι από τους οποίους είναι άδειοι, κάποιοι άλλοι δεν λειτουργούν αλλά παραμένουν σε ετοιμότητα, και άλλοι είναι ακόμα σε φάση σχεδιασμού όμως δεν εμφανίζονται σε αυτήν τη λίστα. Η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες ανέφερε ότι υπάρχουν πάνω από 50, αλλά δεν έδωσε συγκεκριμένο αριθμό.

Με το κλείσιμο των συνόρων και τον αποκλεισμό της διαδρομής των δυτικών Βαλκανίων περίπου 11.000 πρόσφυγες στοιβάχτηκαν στην Ειδομένη. Στο παρασκήνιο των γεγονότων αυτών, δινόταν ένας αγώνας για την ανεύρεση πιθανών σημείων για την εγκατάσταση των προσφύγων, που διευθυνόταν από τον κ. Μουζάλα και το στενό κύκλο των συμβούλων του, συμπεριλαμβανομένου του κ. Αλεξανδρίδη. Κάποιες από τις πιο προβληματικές επιλογές που έκαναν ήταν μια σειρά από ιδιόκτητες αποθήκες, όπως το Ωραιόκαστρο, όπου βρέθηκε η οικογένεια Madrati, το βυρσοδεψείο Καραμανλή έξω από την Θεσσαλονίκη και η Softex.

Αυτά τα σημεία, που επιλέχτηκαν ως προτιμητέα σε σχέση με άλλα δημόσια, ήταν ανεπαρκή σε εγκαταστάσεις και υλικά για την κάλυψη βασικών αναγκών. Δεν καλύπτονταν από αποχετευτικά, ηλεκτροδοτικά ή υδροδοτικά συστήματα κατάλληλα για μεγάλους πληθυσμούς ανθρώπων. Η σύνδεση με το σύστημα συγκοινωνίας – εξαιρετικά αναγκαία στους πρόσφυγες, που πρέπει να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και ασύλου – ήταν σε μεγάλο βαθμό ανύπαρκτη. Στη Softex, για παράδειγμα, η δημόσια εταιρία συγκοινωνιών δεν παρέχει καμία υπηρεσία, γιατί η περιοχή ήταν σημείο εμπορίας ναρκωτικών και θεωρείται επικίνδυνη.

Η επιμονή σε αυτές τις περιοχές περιέπλεξε ακόμη περισσότερο το ρόλο της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες και της E.C.H.O. [4], στις οποίες δεν επιτρέπεται να αναπτύσσουν ατομική ιδιοκτησία. Όταν υπάλληλοι του Ο.Η.Ε. κατέθεσαν τις ενστάσεις τους, τους δόθηκαν υποσχέσεις κατ’ ιδίαν από τον κ. Μουζάλα ότι οι συγκεκριμένες περιοχές θα λειτουργούσαν ως προσωρινή λύση για διάστημα δύο μηνών και μετά θα έκλειναν. Ο κ. Μουζάλας αρνήθηκε να κάνει δηλώσεις αναφορικά με τις υποσχέσεις αυτές. Πολλά απ’ αυτά τα σημεία συνεχίζουν να λειτουργούν ακόμη και σήμερα.

«Είναι ανεξήγητο το ότι δεν κατάφεραν να βρουν χώρους ιδιοκτησίας του δημοσίου.» δήλωσε ο διευθυντής μίας από τις μεγαλύτερες διεθνείς Μ.Κ.Ο. που λειτουργούν στην Ελλάδα. «Το να καταλαμβάνεις τόσο πολλούς ιδιόκτητους χώρους είναι τρέλα, και μάλιστα πληρώνουν ενοίκιο για απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης».

Τον Ιούλιο του 2016, ο «υπολοχαγός» του κ. Μουζάλα στο Υπουργείο, ο κ. Βουδούρης, ολοκλήρωσε μια αξιολόγηση των χώρων αυτών και συμπερασματικά συνέστησε το κλείσιμο μιας σειράς από καταυλισμούς, συμπεριλαμβανομένων των αποθηκών. Αυτή η ενέργεια θα μείωνε το συνολικό τους αριθμό από 39 σε 24. Τα πορίσματα της έκθεσης είχαν την υποστήριξη του τεχνικού προσωπικού της E.C.H.O. και της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες.

Παρ’ όλα αυτά, το σχέδιο των εικοσιτεσσάρων καταυλισμών απορρίφθηκε από τον κ. Μουζάλα, ο οποίος υπέδειξε στους αρμόδιους ότι υπήρχε σχέδιο για περισσότερους καταυλισμούς και όχι λιγότερους. Ο κ. Βουδούρης παραιτήθηκε σε διάστημα λίγο μεγαλύτερο από ένα μήνα μετά. Οι επανειλημμένες οχλήσεις αρμοδίων του Ο.Η.Ε. και της Ε.Ε. για ένα γενικό σχέδιο με λεπτομέρειες γύρω από το ποιοι χώροι θα δημιουργούνταν και το σε ποιους θα δίνονταν προτεραιότητα, απαντήθηκαν από το ελληνικό Υπουργείο με την ίδια λίστα των 39 χώρων.

«Για λόγους σχεδιασμού, θα ήταν μεγάλης αξίας να μας δοθεί μια τελική λίστα των διάφορων κατηγοριών μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, η οποία να υποδεικνύει ποιοι χώροι θα λειτουργούσαν μακροπρόθεσμα, ποιοι θα έκλειναν πριν το χειμώνα και ποιοι θα προετοιμάζονταν για τον χειμώνα», δήλωσε ο ανώτερος αξιωματούχος της Υπ. Αρμοστείας στην Ελλάδα, Giovanni Lepri.

Το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής ρωτήθηκε, για τους σκοπούς αυτού του άρθρου, αν θα μπορούσε να μοιραστεί λεπτομέρειες γύρω απ το γενικότερο σχεδιασμό, για την ανάπτυξη των καταυλισμών και για τη χρήση των πόρων, αλλά αρνήθηκε να σχολιάσει.

Εν τω μεταξύ, εθελοντές , υπάλληλοι της ανθρωπιστικής βοήθειας, διπλωμάτες αλλά και οι ίδιοι οι πρόσφυγες ήταν μπερδεμένοι με την αποτυχία του Υπουργείου να διορίσει υπεύθυνους στους καταυλισμούς. Σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο οι υπεύθυνοι των καταυλισμών θα έπρεπε να είχαν οριστεί από τη γενική γραμματεία του κ Βουδούρη, την οποία ο Υπουργός είχε περιθωριοποιήσει και αρνηθεί να στελεχώσει.

Tη θέση της πήρε ένα ad hoc σύστημα, στο οποίο κάποιες εγκαταστάσεις είχαν διευθυντές ορισμένους από το Υπουργείο, ενώ άλλες διευθύνονταν από αξιωματικούς του στρατού ή Μ.Κ.Ο.. Σε ορισμένες περιπτώσεις αξιωματικοί του στρατού διορισμένοι να κατασκευάσουν τους καταυλισμούς, παρέμειναν, αφού το Υπουργείο απέτυχε να διορίσει αντικαταστάτες τους. Στην επακόλουθη αναστάτωση, μερικοί καταυλισμοί στο Βορρά είχαν « περισσότερους υπαλλήλους ανθρωπιστικής βοήθειας παρά πρόσφυγες», σύμφωνα με ευρωπαίο διπλωμάτη που παρακολουθούσε την λειτουργία τους. Στα Διαβατά, σε έναν από τους πρώτους καταυλισμούς που ιδρύθηκε σε πρώην στρατόπεδο στη Βόρεια Ελλάδα, ήταν ενεργές 40 Μ.Κ.Ο.. Σε άλλους καταυλισμούς, ο ίδιος διπλωμάτης ανακάλυψε ότι «τους παρέδιδαν μαθήματα γιόγκα, αλλά δεν είχαν καθόλου ηλεκτρικό ρεύμα».

Οι θανατηφόρες συνέπειες αυτής της έλλειψης ηγεσίας θα γίνονταν εμφανείς με την έναρξη του χειμώνα στη Μόρια, το κέντρο υποδοχής μεταναστών της Λέσβου.

Ο χειμώνας έρχεται

Ένα από τα λίγα θετικά που οι αιτούντες άσυλο είχαν να αντιμετωπίσουν ερχόμενοι στην Ελλάδα στα τέλη του 2015 ήταν το ασυνήθιστα ήπιο κλίμα. Το ότι η Ελλάδα δεν έχει καθόλου χειμώνα είναι πάντως μύθος, και οι θερμοκρασίες στον Βορρά μπορεί να είναι πολύ χαμηλές από τον Δεκέμβρη μέχρι τον Φλεβάρη.

Από τα τέλη της άνοιξης του 2016 οι μεγαλύτερες, διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις είχαν ήδη καταθέσει σχέδια για να διαμορφωθούν οι καταυλισμοί με σκηνές κατάλληλες για το χειμώνα και οι χορηγοί ήταν σε διαδικασία ανεύρεσης κεφαλαίων. Η Arbeiter-Samariter-Bund (ASB), μία γερμανική Μ.Κ.Ο., υπέβαλε πρόταση 1,6 εκ. δολαρίων [1,4 εκ. €] για να μετατρέψει τη Softex σε χώρο στέγασης 1500 ατόμων, σε κοντέινερ εξοπλισμένα με θέρμανση και υδραυλικές εγκαταστάσεις. Συμφωνήθηκε να δοθούν χρήματα βοήθειας διμερώς από τη Γερμανία για τη χρηματοδότηση του χειμερινού καταυλισμού και η πρόταση κατατέθηκε στο ελληνικό Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής.

Αντί να υπογράψουν και να επιτρέψουν την έναρξη των εργασιών, οι Έλληνες ανταποκρίθηκαν με δική τους πρόταση κόστους 8 εκ. δολαρίων/7,3 εκ. €. Όταν οι δωρητές και οι ανθρωπιστικές οργανώσεις δήλωσαν ότι με αυτήν την πρόταση το σχέδιο δεν θα ξεκινούσε, ο κ. Μουζάλας αρνήθηκε να μετακινηθεί από τις θέσεις του ή να διαπραγματευτεί μια συμβιβαστική λύση. Σε επιστολή, με ημερομηνία 7 Ιουλίου, το Υπουργείο έγραψε στην ASB «για τη Softex τα σχέδιά μας δεν πρόκειται να αλλάξουν» και γι’ αυτό η πρότασή τους απορριπτόταν.

Οι δυσμενείς συνέπειες απ τη ματαίωση του σχεδίου για τη Softex συζητήθηκαν στο ελληνικό κοινοβούλιο αργότερα τον ίδιο μήνα. Δέκα βουλευτές απαίτησαν να μάθουν με ποια κριτήρια αξιολογήθηκε η πρόταση της ASB και γιατί τελικά απορρίφθηκε. Σύμφωνα με τα αρχεία της Βουλής, η ίδια επερώτηση ανέδειξε επίσης το θέμα της άτυπης διοικητικής αλυσίδας που είχε συσταθεί για την διαχείριση των καταυλισμών.

Το να απαντιούνται προτάσεις ανθρωπιστικών οργανισμών με πολύ πιο δαπανηρές αντιπροτάσεις, συνέβη και για άλλους χώρους. Σε τουλάχιστον δύο ακόμη περιπτώσεις, υπάλληλοι της ECHO αρνήθηκαν να επικυρώσουν σχέδια για τους καταυλισμούς υποβεβλημένα απ το Υπουργείο. Ακολούθησε η ματαίωση υλοποίησης οποιουδήποτε σχεδίου.

Εν τω μεταξύ, ανώτεροι υπάλληλοι στην Υπηρεσία Ασύλου του Ο.Η.Ε. κατέληξαν να αισθάνονται ότι τους χρησιμοποιούν σαν «ντελιβεράδες ανθρωπιστικής βοήθειας», αφού η κυβέρνηση τους τηλεφωνούσε αργά τα βράδια για να τους ζητήσει «μενού εξοπλισμού και υλικών». Αυτό παραχωρούνταν από την Υπ. Αρμοστεία χωρίς καμία σαφή εικόνα για το που θα αξιοποιούνταν και από ποιόν.

Παράγοντας επίτασης της αβεβαιότητας ήταν το «σκοτεινό παιχνίδι» γύρω από τον αριθμό των προσφύγων εντός των ελληνικών συνόρων. Μετά το κλείσιμο των βόρειων συνόρων και την εφαρμογή της συμφωνίας Ελλάδας – Τουρκίας, οι αφίξεις μειώθηκαν δραματικά. Στην ανακοίνωση από το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής της πρώτης επίσημης καταμέτρησης των αιτούντων ασύλου που παρέμεναν στην Ελλάδα, γίνονταν λόγος για 57.000 άτομα στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά.

Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε, με τις ελάχιστες νέες αφίξεις στα νησιά, σε 63.000 στο επίσημο δελτίο του Υπουργείου. Όμως, τα νούμερα αυξάνονταν σε αντίθεση με όσα έβλεπαν στους καταυλισμούς ευρωπαίοι αξιωματούχοι και υπάλληλοι σε Μ.Κ.Ο., όπου όλο και περισσότεροι άνθρωποι εξαφανίζονταν. Στα τέλη του Ιουλίου, εμφανίστηκε μια νέα στήλη στην έκθεση του Υπουργείου στην οποία καταγράφονταν «οι πρόσφυγες εκτός καταυλισμών». Όσο οι αριθμοί που αναφέρονταν στους επιμέρους καταυλισμούς μειώνονταν, οι αριθμοί στην νέα στήλη αυξάνονταν.

Επιτόπιοι έλεγχοι που πραγματοποιήθηκαν από ξένο διπλωμάτη σε καταυλισμό κοντά στη Θεσσαλονίκη, ανέδειξαν τεράστιες διαφορές ανάμεσα στα επίσημα νούμερα και σ’ αυτά που όντως υπήρχαν. Στο Ωραιόκαστρο, για παράδειγμα, όπου ο επίσημός αριθμός των διαμενόντων ήταν 604, υπήρχαν μόνο 135 άνθρωποι παρόντες στο χώρο. Οι υπεύθυνοι εστίασης του καταυλισμού, οι οποίοι λάμβαναν προϋπολογισμό 6 δολάρια [5,5 €] την ημέρα για κάθε άτομο – όπως γίνεται στους καταυλισμούς σε ολόκληρη τη χώρα- γνώριζαν πολύ καλά για την διαφορά αυτή και είπαν στον διπλωμάτη ότι παρέδιδαν 200 γεύματα ενώ εξακολουθούσαν να χρηματοδοτούνται με βάση τα επίσημα νούμερα.

Όταν, τον Δεκέμβρη, η Wall Street Journal έγραψε ότι χιλιάδες πρόσφυγες που υπολογίζονταν στα επίσημα νούμερα είχαν «χαθεί», το Υπουργείο ανταπάντησε πως επρόκειτο για αβάσιμο ισχυρισμό. Έπρεπε να φτάσει ο Φεβρουάριος, για να παραδεχτεί τελικά η Υπ. Αρμοστεία ότι είχε μετρήσει 13.000 λιγότερους πρόσφυγες απ’ την ελληνική κυβέρνηση.

Ενώ βρίσκεται υπό πίεση να αποδείξει ότι έχει τα σύνορά της υπό έλεγχο, η Ελλάδα πολύ δύσκολα μπορεί να παραδεχτεί ότι, παρ όλα αυτά, χιλιάδες πρόσφυγες έχουν περάσει λαθραία στα Βαλκάνια. Το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι υπάρχουν πάνω από 62.000 πρόσφυγες στην Ελλάδα.

Παράλληλα με την σύγχυση στους αριθμούς, όσο ο χειμώνας πλησίαζε, μερικοί υπάλληλοι του Ο.Η.Ε. εξομολογούνταν κατ ιδίαν ότι έβλεπαν εφιάλτες στους οποίους, παιδιά προσφύγων στέκονταν στο χιόνι μπροστά από σκηνές με το λογότυπο της Υπ. Αρμοστείας. Ενώ οι αντιπαραθέσεις με την ελληνική κυβέρνηση γύρω από το ακριβές μέγεθος των κοντέινερ συνεχίζονταν και τον Οκτώβρη, η Υπ. Αρμοστεία έκανε το μονομερές βήμα να ενημερώσει το Υπουργείο ότι θα έθετε σε προτεραιότητα 15 χώρους και θα ξεκινούσε τον εφοδιασμό τους με κανονικού μεγέθους κοντέινερ.

«Η κυβέρνηση θα εξωθούσε κάθε φορά τα πράγματά ως το χείλος του γκρεμού, προτού συμφωνήσει σε οτιδήποτε» δήλωσε ευρωπαίος υπάλληλος που γνώριζε τις διαπραγματεύσεις, «Με την προετοιμασία για τον χειμώνα ξεπέρασαν το χείλος του γκρεμού».

Ξεκίνησε ένας αγώνας εναντίον των καιρικών συνθηκών ο οποίος έληξε τον Νοέμβριο, με τα πρώτα χιόνια στους πρόποδες του βουνού Όλυμπος, στην Πέτρα Ολύμπου, έναν καταυλισμό για Yazidi που είχαν εγκαταλείψει το κομμάτι εκείνο του Ιράκ στο οποίο είχε επιτεθεί το ΙSIS. Αν και δημοσιεύθηκαν φωτογραφίες με αποκλεισμένες από το χιόνι σκηνές της Υπ. Αρμοστείας, οι ίδιοι οι πρόσφυγες είχαν μεταφερθεί ώρες πριν, σε ενοικιαζόμενα δωμάτια στη λουτρόπολη της Βόλβης.

Στις 5 Ιανουαρίου ο κ. Μουζάλας προκάλεσε την τύχη του, στη διάρκεια μιας επίσκεψης για επιλογή καταυλισμού στον Βορρά, διακηρύσσοντας ότι οι προετοιμασίες για τον χειμώνα είχαν τελειώσει. «Κανένας πρόσφυγας ή μετανάστης δεν είναι πλέον μέσα στο κρύο», δήλωσε στους δημοσιογράφους, προσθέτοντας ότι κανείς δεν έμενε πλέον σε σκηνές, εκτός από 40 άτομα στο Βαγιοχώρι, κοντά στην Θεσσαλονίκη, και 100 στην Αθήνα.

Οι δηλώσεις αυτές γύρισαν μπούμερανγκ στον Υπουργό μέσα σε λίγες ημέρες, όταν ξέσπασε το επόμενο κύμα κακοκαιρίας το οποίο συνοδεύτηκε από καινούργιες φωτογραφίες προσφύγων να διαβιούν κάτω από άθλιες συνθήκες, αυτή τη φορά στα νησιά. Ο κ. Μουζάλας απάντησε επιθετικά στον νέο γύρο ερωτήσεων, λέγοντας πως οι προηγούμενες δηλώσεις του αφορούσαν μόνο την ηπειρωτική Ελλάδα και ότι οι σκηνές μπορεί να μην είναι «φιλοξενία τεσσάρων αστέρων» αλλά ήταν καθόλα επαρκής.

Πριν το τέλος του ίδιου μήνα τρεις αιτούντες άσυλο στον καταυλισμό της Μόρια, στη Λέσβο, πέθαναν. Πλάνα από τον καταυλισμό κατέστησαν σαφές το ότι κάποιοι πρόσφυγες και μετανάστες ζούσαν ακόμη σε υπό κατάρρευση σκηνές, χωρίς καμία προστασία από την παγωνιά. Μάρτυρες από την τοπική κοινωνία δήλωσαν ότι, οι τρεις νέοι άντρες έχασαν τη ζωή τους από την εισπνοή αναθυμιάσεων από το πλαστικό, που είχαν μαζέψει και κάψει, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κρατηθούν ζεστοί. Οι ελληνικές αρχές δεν έχουν ακόμη αποσαφηνίσει τα αίτια του θανάτου τους.

Ενώ η ελληνική και διεθνής προσοχή επικεντρώθηκε στους υπόλοιπους ανθρώπους που έμεναν σε σκηνές μέσα στο χιόνι, μια δαπανηρή και απελπισμένη, ως προς το να σώσει τα προσχήματα, άσκηση βρίσκονταν σε εξέλιξη στην βόρεια Ελλάδα: η μεταφορά εκατοντάδων προσφύγων και μεταναστών σε παραθαλάσσια ξενοδοχεία και σαλέ πολυτελείας για σκι ,στα βουνά πάνω από τα Γρεβενά, τρεις ώρες με το αυτοκίνητο μακριά από την πόλη. Ολόκληροι προϋπολογισμοί, που προορίζονταν για την κατασκευή ημιμόνιμων εγκαταστάσεων στους καταυλισμούς, δαπανούνταν σε λογαριασμούς ξενοδοχείων. Υπάλληλοι της ανθρωπιστικής βοήθειας επιβεβαιώνουν ότι οι βραχυπρόθεσμες συμφωνίες με τους ιδιοκτήτες των ξενοδοχείων πρόκειται να λήξουν τον Μάρτιο.

Ένας έκπληκτος Σύριος, μεταφέρθηκε από τον άθλιο καταυλισμό στο Ωραιόκαστρο, όπου οι σκηνές ήταν σφηνωμένες στο εσωτερικό και τριγύρω από το τσιμεντένιο κέλυφος μιας εγκαταλελειμμένης βιοτεχνίας, για να βρεθεί εν μέσω ενός συνδυασμού χιονιού και ομίχλης που κράτησε μια εβδομάδα, στο spa resort της Βασιλίτσας, ένα ξενοδοχείο με γήπεδα τένις και τζάκια, κοντά σε ένα δημοφιλές χιονοδρομικό κέντρο.

«Μας αναβάθμισαν σε αυτό το μέρος», έγραψε στο facebook. «Είναι σαν ψυγείο».

Το χάος σαν αποτροπή

Η κ. Κατερίνα Πούτου έχει γίνει μία καταξιωμένη επιστολογράφος. Βετεράνος στο ξαφνικά πολυπληθές ανθρωπιστικό πεδίο της Ελλάδας, είναι επικεφαλής της «Άρσης», μίας από τις μεγαλύτερες Μ.Κ.Ο.. Από τον Ιούλιο του 2016 έχει εξαπολύσει μια μάχη μέσω αλληλογραφίας με μια σειρά ελλήνων υπουργών σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να διασφαλίσει τις βασικές ανάγκες εξακοσίων από τις πιο ευάλωτες ομάδες προσφύγων στην Ελλάδα, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται ασυνόδευτοι ανήλικοι και μόνες μητέρες με παιδιά.

Οι 600 πρόσφυγες στεγάζονται σε ξενώνες που διοικούνται από την «Άρσις» και επτά άλλες ομάδες που σίγουρα πληρούν τις προϋποθέσεις για την αποδέσμευση κονδυλίων από το A.M.I.F της Ευρ. Επιτροπής, κονδύλια τα οποία πρέπει να διοχετευθούν μέσω της ελληνικής κυβέρνησης. Η κα. Πούτου έχει αναγκαστεί να εκλιπαρήσει επανειλημμένα υπουργεία, τα οποία φάνηκαν είτε ανίκανα είτε απρόθυμα να βάλουν σε λειτουργία τους γραφειοκρατικούς μοχλούς για να εξασφαλίσουν την άφιξη των κονδυλίων.

Η έγκριση του νόμου του Απριλίου του 2016 για τη θέσμιση Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, προέβλεπε την ανάληψη από το νέο Υπουργείο των αναγκών στέγασης για τις πιο ευάλωτες ομάδες. Όμως, η αποτυχία των Υπουργείων Μεταναστευτικής Πολιτικής και Ανάπτυξης να εγκαθιδρύσουν μια αποτελεσματική διαχειριστική αρχή και να αποδεσμεύσουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια δημιούργησε έναν οικονομικό «γκρεμό» αφήνοντας αυτούς που είχαν αναλάβει την φροντίδα των ευάλωτων ομάδων να παραπαίουν στο χείλος του.

Επιστολές από τον Ιούλιο και τον Αύγουστο δείχνουν ότι η Υπ. Αρμοστεία και η I.O.M. [5] παρενέβησαν για να πληρώσουν τους λογαριασμούς ως το τέλος του έτους. Από τον Νοέμβριο η πένα της κας. Πούτου στόχευε στον κ. Μουζάλα και στον κ. Αλέξη Χαρίτση, τον Υπουργό Ανάπτυξης, εκλιπαρώντας για πληροφορίες για το τι πρόκειται να συμβεί στο τέλος του χρόνου. Δεν υπήρξε καμία απάντηση. Την προπαραμονή της πρωτοχρονιάς η Υπ. Αρμοστεία και η Ι.Ο.Μ. προσέφεραν παράταση ενός μηνός. Όταν και αυτή έληξε, η κα. Πούτου άρχισε να αντιγράφει τις, πλέον εξοργισμένες, επιστολές της, απευθύνοντάς τες στο γραφείο του Πρωθυπουργού. Απάντηση συνέχιζε να μη δίνεται, απλώς βρέθηκε ένα ακόμη βραχυπρόθεσμο τσιρότο ξένης οικονομικής βοήθειας.

«Δεν είμαι σίγουρη ότι οι αξιωματούχοι κατανοούν τις συνέπειες της κατάστασης που έχουν δημιουργήσει ή τον εξευτελισμό που φέρει για την χώρα» δήλωσε η κα. Πούτου. «Δεν έχω ιδέα γιατί δεν κάνουν λειτουργική την διαχειριστική αρχή. Κάθε υπουργός, που κατανοεί τις ευθύνες τις θέσης του, θα μπορούσε να το καταφέρει αυτό, εάν έδειχνε το απαιτούμενο ενδιαφέρον».

Η κατάσταση εκτροχιάστηκε τον Φεβρουάριο, όταν οι Έλληνες υπάλληλοι της υπηρεσίας ασύλου στα νησιά ξεκίνησαν απεργία. Οι εργαζόμενοι είχαν ενημερωθεί μέσω υπηρεσιακού email ότι «η εμπρόθεσμη καταβολή των μισθών αναβάλλεται επ’ αόριστον». Από την αρχή του χρόνου, η ευθύνη για την πληρωμή τους είχε μετατεθεί, βάσει νόμου, στο Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, αλλά δεν υπήρχε ο γραφειοκρατικός μηχανισμός για να χειριστεί το θέμα. Εφτά μήνες μετά την έγκριση του νόμου 4375 δεν υπήρχε ξεκάθαρη δομή σχετικά με το πώς θα έπρεπε να μοιάζει ο μηχανισμός.

Περίπου 40 βουλευτές , από το ίδιο το κόμμα του Υπουργού, απείλησαν να εγείρουν το θέμα εντός του κοινοβουλίου αλλά μέχρι ώρας ο Υπουργός εξακολουθεί να απολαμβάνει την υποστήριξη του Πρωθυπουργού. Υποστηρικτές του επίσης υπάρχουν και πολύ πέρα από την Αθήνα.

Η δεύτερη γραμμή σε όλες σχεδόν τις δημόσιες δηλώσεις του Υπουργού αφορά στην αμέριστη υποστήριξη στην συμφωνία Ε.Ε – Τουρκίας. Η αφοσίωση αυτή, που υποστηρίζει την πρώτη προτεραιότητα της Ευρ. Επιτροπής, την επιβράδυνση δηλαδή των μεταναστευτικών ροών, έχει μέχρι στιγμής θωρακίσει τον κ. Μουζάλα και άλλα κυβερνητικά πρόσωπα από οποιαδήποτε σοβαρή κριτική.

«Ο κ. Μουζάλας είναι ο άνθρωπός τους και γνωρίζουν ότι θα στηρίξει την θέση τους ωσάν να ήταν σκαλισμένη σε μάρμαρο», δήλωσε ο κ. Βουδούρης. «Είναι ένας ανίκανος αλλά είναι ο δικός τους ανίκανος».

Μερικοί επικριτές αναγνωρίζουν ένα ακόμη πιο κυνικό quid pro quo [αντάλλαγμα]. Υποστηρίζουν ότι, όσο μεγαλύτερη είναι η αναστάτωση στην Ελλάδα, όσο δυσκολότερες οι συνθήκες διαβίωσης, τόσο μεγαλύτερη η αποτροπή για άλλους πρόσφυγες και μετανάστες που αντιλαμβάνονται την χώρα σαν τον δρόμο προς την Ε.Ε. Η γενναιόδωρη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση- η οποία έχει συστηματικά μεγαλοποιηθεί από τον Ευρωπαίο Επίτροπο για την Μετανάστευση- προσφέρει μια εύλογη αμφιβολία σχετικά με την ευθύνη για τις συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα, χωρίς να ανακουφίζει τα πολύ πραγματικά προβλήματα στο πεδίο. Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρνήθηκε το ότι υπάρχει οποιαδήποτε στρατηγική αποτροπής, επιμένοντας ότι τα χρήματα «δόθηκαν για τη βελτίωση των συνθηκών στην Ελλάδα».

Ως Έλληνας που ζει και δουλεύει στο Παρίσι, ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος, ο οποίος είναι και ο επικεφαλής του ελληνικού παραρτήματος της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, μίας από τις παγκοσμίως παλαιότερες ομάδες για τα δικαιώματα, έχει παρατηρήσει, από πολύ κοντά και τις δύο πλευρές του ζητήματος. Η πεποίθηση του είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει χρησιμοποιήσει το «χάος», για να θωρακιστεί από την πιθανή μαζική επιστροφή εκείνων που θα αποτύχουν οι αιτήσεις ασύλου τους σε άλλες χώρες τις Ε.Ε.. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ορισμένα από τα κράτη-μέλη επιθυμούν, από τον Μάρτη και μετά, να ξαναμπεί σε λειτουργία η επονομαζόμενη Συνθήκη του Δουβλίνου. Ο κ. Χριστόπουλος είναι επίσης σαφής στο ότι αντίθετα από το να αποδυναμωθεί η θέση του κ. Μουζάλα σε σχέση με τις Βρυξέλλες, τα δεινά και η σπατάλη στην Ελλάδα κέρδισαν γι’ αυτόν «την απόλυτη στήριξη της Επιτροπής».

«Το ελληνικό διοικητικό χάος λειτουργεί σαν την καλύτερη αποτροπή» για άλλους που ελπίζουν να φτάσουν στην Ευρώπη, δήλωσε ο κ. Χριστόπουλος. «Στέλνει το μήνυμα, ότι η Ελλάδα είναι ένα χάλι, οπότε μην έρχεστε προς τα εδώ».

Μετάφραση: Α.

Επιμέλεια: Κ. 

Σημειώσεις της μεταφράστριας

[1] Ανεξάρτητο ειδησεογραφικό project αφιερωμένο στην κάλυψη της προσφυγικής κρίσης. Περισσότερα εδώ.

[2] Διαδικτυακή πύλη πληροφόρησης του Ο.Η.Ε. που καταγράφει δράσεις οργανωμένης ανθρωπιστικής βοήθειας σε ανθρωπιστικές κρίσεις σε όλο τον κόσμο. Περισσότερα εδώ.

[3] Είδος κουνουπιού που ευθύνεται για τις περισσότερες περιπτώσεις μετάδοσης ελονοσίας στον άνθρωπο.

[4] Ακρωνύμιο για το European Community Humanitarian Aid Office – Γραφείο Ανθρωπιστικής Βοήθειας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, υπηρεσία της Ε.Ε. η οποία πλέον ονομάζεται Directorate-General for European Civil Protection and Humanitarian Aid Operations – Τμήμα Ανθρωπιστικής Βοήθειας και Πολιτικής Προστασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Περισσότερα εδώ.

[5] International Organization for Migration, Διεθνής Οργανισμός για τη Μετανάστευση, υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε. Περισσότερα εδώ.

Κριτική των γεγονότων στο Αμβούργο

Mouvement Autonome Revolutionnaire1

Μια σύντομη υπενθύμιση των γεγονότων, ειδωμένη από το εσωτερικό, πέρα από την θριαμβολογική προπαγάνδα.

Υπάρχει επίσης και ένα προσωπικό σχόλιο: το ζήτημα δεν είναι τόσο κατά πόσον το Αμβούργο νίκησε την αστυνομία ή όχι, αλλά να αναγνωρίσουμε ότι όσο υπάρχει μια αστυνομική δύναμη δεν πρόκειται να νικηθεί, η καθαρά στρατιωτική νίκη είναι οπωσήποτε έξω από τις δυνατότητές μας. Το διακύβευμα είναι να καταργήσουμε την κοινωνική σχέση που κάνει να υπάρχει η αστυνομία, με άλλα λόγια, να εξασφαλίσουμε συγκεκριμένα ότι η αξία δεν κυκλοφορεί πλέον, να καταργήσουμε την ανταλλαγή της αγοράς και την παραγωγή, όχι μόνο μέσω λεηλασιών και σαμποτάζ αλλά μέσω της χαριστικής παραγωγής και της ελεύθερης παραγωγής των μέσων ύπαρξης και αγώνα. Αυτό που διακυβεύεται είναι να θεμελιώσουμε κομμουνιστικές σχέσεις ανάμεσα στα άτομα, σχέσεις που δεν θα κρατάνε για μια νύχτα αλλά θα επιβάλλονται ως η ίδια η πραγματικότητα. Η ένοπλη πάλη, αν είναι αναπόφευκτη, είναι μόνο ένα εργαλείο ανάμεσα σε άλλα για να το επιτρέψουν αυτό. Επιπλέον, η εξεγερτική ένοπλη πάλη έχει πολύ λίγα κοινά, όσον αφορά την τακτική και τους στόχους της, με τις διαδηλώσεις στους δρόμους που σε καμμιά περίπτωση δεν αποτελούν μια γενική επανάληψη της επαναστατικής σύγκρουσης. Έχοντας κάποιος διατυπώσει αυτό καθαρά, μπορεί, τελικά, να συζητήσει τι συμβαίνει στη διάρκεια των αντι-διασκέψεων, στέκοντας σε μια απόσταση τόσο από τις σοκαριστικές δηλώσεις των ριζοσπαστών όσο και τις αγανακτισμένες κριτικές των καλών πολιτών της αριστεράς”2.

Είναι αναγκαίο να ξαναζωντανέψουμε την παλιά διαμάχη της πολιτικής σημασίας των αντισυγκεντρώσεων κορυφής; Με άλλα λόγια να παίξουμε το θέαμα των ταραχών που αναμένεται από όλα τα διεθνή αστικά ΜΜΕ, να ριχτούμε στο στόμα του λύκου της αστυνομίας της οποίας η δύναμη γίνεται τότε βέλτιστη, να κινη(τοποιη)θούμε απλά λίγες μέρες για μια στιγμή έντονης σύγκρουσης ενώ τα δίκτυα των τοπικών αγωνιστών θα υποστούν στη συνέχεια το περίφημο μετά-τη-σύνοδο υπερ-κατασταλτικό πλαίσιο· η μη χρησιμότητα ή ακόμα και η ματαιοδοξία του “μπλοκαρίσματος” μιας διεθνούς συνόδου κ.λπ. Στα παραπάνω θα αντιπαρατεθούν τα ακόλουθα επιχειρήματα: να αρνηθούμε το εκβιασμό του εφημερου στρατιωτικο-αστυνομικού πλέγματος πάνω σε μια πόλη, να αρνηθούμε να αφήσουμε τους πανίσχυρους καπιταλιστές ηγέτες να μοιράζουν τον κόσμο και να αποφασίζουν για τις ζωές μας μέσα στην αδιαφορία και την απουσία οποιασδήποτε σύγκρουσης και πολιτικής παρέμβασης, να αρνηθούμε να αφήσουμε τις σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις να μιλούν για όλους/όλες, να σπάσουμε την ένοπλη ειρήνευση/κατευνασμό, να συναντήσουμε άλλα δίκτυα και να μοιραστούμε την τοπική μαχητική πραγματικότητα κ.λπ. Επιπλέον, αυτή η αντιπαράθεση, που παρήχθη από την παρένθεση της “εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης”3, και η οποία αναμφισβήτητα δεν θα ξανανοίξει με τα γεγονότα του Αμβούργου – η πρώτη διεθνής σύσκεψη κορυφής και αντι-διάσκεψη στην καρδιά ενός αστικού κέντρου στην Ευρώπη (συμπεριλαβανομένης της σύσκεψης του ΝΑΤΟ στο Στρασβούργο τον Απρίλιο του 2009) είναι η μόνη που πρέπει να διερευνηθεί;

Θα έπρεπε μάλλον να συγκεντρώσουμε τις παρατηρήσεις μας στις ίδιες τις διαδηλώσεις ενάντια στην G20 στο Αμβούργο (από τις 2 μέχρι τις 9 Ιουλίου του 2017), για να αξιολογήσουμε τα εγκωμιαστικά σχόλια σε αρκετά κείμενα και μαρτυρίες, ιδιαίτερα αυτά στον ιστότοπο larotative.info4. Νικήθηκε” πραγματικά η αστυνομία; Και τι σημαίνει το “νικήθηκε” για την αστυνομία;

Αν και οι ταραχές στην περιοχή του Schanze (όπου βρίσκεται το αυτόνομο κέντρο της Rote Flora) κράτησαν για αρκετές ώρες το απόγευμα της Παρασκευής 7 Ιουλίου, καταφέρνοντας να κρατήσουν την αστυνομία σε απόσταση, το αστικό, εμπορικό και τραπεζικό κέντρο της πόλης δεν υπέστη ούτε γρατζουνιά.

Είναι αλήθεια ότι η ένταση των ταραχών που διήρκεσαν όλη τη νύχτα σε μια σχετικά μεγάλη περιοχή της γειτονιάς διατήρησε την υπονομευτική της δύναμη. Πέρα από τις χιλιάδες αυτόνομους που κράτησαν την σύγκρουση με την αστυνομία, αρκετοί κάτοικοι της γειτονιάς κατέβηκαν στους δρόμους για να υποστηρίξουν, ουσιαστικά, την επαναοικειοποίησή της. Ο κόσμος μοιράστηκε το γέλιο και τη χαρά ανάμεσα στο πλιάτσικο στα σουπερμάρκετ και το ύψωμα δεκάδων καιόμενων οδοφραγμάτων. Αν η αστυνομία δεν υποστηριζόταν από ειδικές (οπλισμένες) μονάδες με αυτόματα για να καταλάβει τελικά τους δρόμους, είναι αδιαμφισβήτητο ότι δεν θα μπορούσε να αποτρέψει αυτή την άγρια επαναοικειοποίηση στη διάρκεια της βραδιάς.

Παρ’ όλα αυτά, νικήθηκε η αστυνομία; Άλλωστε, δεν κατάφερε να προστατεύσει τις αστικές και πλούσιες συνοικίες; Δεν είναι η φωτιά που μαινόταν στη φτωχική και απομακρυσμένη γειτονιά της Αλτόνα το ξημέρωμα της 7ης Ιουλίου απόδειξη της ανικανότητάς μας να σπάσουμε την καπιταλιστική ειρήνη στο υπερ-κέντρο της πόλης; Επιπλέον, η αποτυχημένη απόπειρα της διαδήλωσης “Welcome to Hellτην προηγούμενη μέρα (Πέμπτη 6 Ιουλίου), που διαλύθηκε από την αστυνομία πριν καν ξεκινήσει, ενώ υποτίθεται ότι θα κατευθυνόταν στον υπερ-καταναλωτικό κέντρο, σηματοδότησαν χωρίς αμφιβολία την ανικανότητά μας να διατρήσουμε το σύστημα της αστυνομίας. Γιατί πρέπει όντως να μιλήσουμε για την πορεία της 6ης Ιουλίου: 20000 άτομα, με επικεφαλής ένα μπλακ-μπλοκ με αρκετές χιλιάδες άτομα, ήταν κυριολεκτικά περικυκλωμένοι από εκατοντάδες μπάτσους υποστηριζόμενους από θωρακισμένα οχήματα και αύρες νερού. Το αιφνιδιαστικό χτύπημα των μπάτσων στο πίσω μέρος του μπλοκ προκάλεσε πανικό σε ολόκληρο το τμήμα του μπλακ-μπλοκ που διαλύθηκε χαοτικά, επιτρέποντας στην αστυνομία να επιτεθεί από όλες τις πλευρές προκαλώντας πολυάριθμούς, αρκετούς δε σοβαρούς, τραυματισμούς. Όλοι προσπάθησαν ενστικτωδώς να βρουν καταφύγιο στις αποβάθρες, κυνηγημένοι από την αστυνομία [που δεν έδινε δεκάρα]5. Μια πικρή αποτυχία για τους μιλιτάντηδες και μια ολική νίκη για την αστυνομία. Αν η ισορροπία δύναμης αποκαταστάθηκε, τελικά, το απόγευμα της Παρασκευής 7 Ιουλίου, αυτό έγινε στην “δική μας” περιοχή, γύρω από την Rote Flora. Και το κυνηγητό από την αστυνομία, που συνεχίστηκε ολόκληρο το βράδυ μέχρι και την Κυριακή, απέδειξε την αξία του.

Η αστυνομία τελικά έπαιξε τέλεια τον ρόλο που της ανατέθηκε. Χωρίς την χρήση “ωμής δύναμης” όπως στη Γαλλία, έφτασε ένα υψηλό επίπεδο σε όρους “λογιστικής” (ελάχιστη χρήση όπλων, ελεγχόμενη ανάπτυξη, συστηματικοί έλεγχοι, αποτελεσματικότητα στις εξακριβώσεις κ.λπ.) ένα περίγραμμα των νέων καταπιεστικών μορφών που έρχονται, ικανών να υπονομεύσουν την ανατρεπτική δυναμική πριν ακόμα να εκφραστεί.

Παρ’ όλα αυτά, η θετική πλευρά των γεγονότων στο Αμβούργο δεν θα πρέπει να μπει στη ζυγαριά με αυτά που μόλις ειπώθηκαν. Δεν θα πρέπει να μπει στο ίδιο επίπεδο γιατί περιέχει ένα δυναμικό που είναι αυτάρκες.

Ειδικότερα, η αλληλεγγύη ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού είναι σεβαστή, ιδιαίτερα ως αποτέλεσμα των επαναλαμβανόμενων επιθέσεων της αστυνομίας εναντίον των κάμπινγκ των διαδηλωτών που τελικά δεν κατάφεραν να διατηρηθούν: εκκλησίες, καταλήψεις και μέρη αγώνα (μπαρ, το στάδιο της St Pauli…) καθώς και πολλοί κάτοικοι στην “εναλλακτική” γειτονιά του St Pauli άνοιξαν τις πόρτες τους· το θέατρο δίπλα στον σταθμό είναι επίσης γεμάτο. Τελικά, μια σχετική πρακτική συνοχή μπόρεσε να διατηρηθεί στην πλευρά της αυτονομίας.

Όλα τα παραπάνω θέλουν να προσθέσουν μια απόχρωση σε συγκεκριμένα κείμενα που ανέβηκαν στο διαδίκτυο, να διευρύνουν την αντιπαράθεση και να ενδυναμώσουν την συλλογική μας ευφυία. Δεν τίθεται εδώ ζήτημα μιας “απόλυτης” κριτικής που αρνείται κάθε πρακτική πτυχή που έλαβε χώρα στο Αμβούργο· αντίθετα, το παρόν κείμενο σκοπεύει να διαγράψει μια εποικοδομητική έμφαση.

Αλληλεγγύη στους αγωνιστές που είναι υπό κράτηση

1 Στμ. Μεταφρασμένο από την αναδημοσίευση εδώ: http://dndf.org/?p=16025.

2 Στμ. Εισαγωγικό σχόλιο στο κείμενο όπως παρουσιάζεται στην αναδημοσίευση του dndf.org.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: altermondialiste.

4 Στο https://larotative.info/g20-a-hamburg-la-font-has-been-2327.html.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: traqué par la police qui n’a pas fait de quartier.

Μια επικαιροποίηση του “Holding Pattern”

Εισήγηση του περιοδικού Endnotes για τις εκδηλώσεις σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, 27-28 Νοεμβρίου

Στο κείμενο ‘The Holding Pattern’ (Διαδικασία Κράτησης) στο τεύχος 3 του Endnotes εισηγηθήκαμε ότι, όπως ακριβώς οι έκτακτες ενέργειες που αναλήφθηκαν από τα καπιταλιστικά κράτη από το 2007 και μετά είχαν καταφέρει να παγώσουν την εξέλιξη της κρίσης, ομοίως οι αγώνες της περιόδου 2011-2013 είχανε ανασταλεί αδυνατώντας να επιχειρήσουν κάτι πέραν της αδύναμης ενότητας που εγκαθιδρύθηκε στο κίνημα των πλατειών και η οποία οριζόταν από αισθήματα αντιλιτότητας, αντιδιαφθοράς, καθώς και αντιμπατσικά. Στην παρουσίαση που ακολουθεί σκοπεύουμε να επανέλθουμε σε ορισμένες από εκείνες τις ιδέες.

Μπορούμε να εξετάσουμε την κρίση του 2007/8 υπό δύο πρίσματα. Από μια άποψη, αποτέλεσε πραγματικά τη βαθύτερη κρίση από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης. Ήταν μια κρίση επικών διαστάσεων. Όμως, από μια άλλη, δεν επρόκειτο για κάτι καινούριο· ήταν απλώς η τελευταία από μια μακρά σειρά κρίσεων. Από το 1973 οι υφέσεις έχουν γίνει μακρύτερες και βαθύτερες, ενώ οι φάσεις της ανάπτυξης μεταξύ των κρίσεων έχουν γίνει ασθενέστερες. Τα κράτη έθεσαν σε ισχύ μηχανισμούς για τη διαχείριση των επαναλαμβανόμενων κρίσεων του κεφαλαίου, οι οποίοι κινητοποιήθηκαν γρήγορα, για άλλη μια φορά, το 2008. Τα κράτη επωμίστηκαν τα ιδιωτικά χρέη ως δημόσια, όπως είχαν κάνει σε πολυάριθμες κρίσεις στο παρελθόν, όμως αυτή τη φορά σε μια πολύ μεγαλύτερη κλίμακα: οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έπρεπε να διασωθούν. Παράλληλα, συνέχισαν τις δαπάνες για επιδόματα ανεργίας και άλλες παροχές, όπως είχαν κάνει και στο παρελθόν, παρά τα μειούμενα κρατικά έσοδα. Εν τω μεταξύ, οι κεντρικές τράπεζες έλαβαν έκτακτα μέτρα. Έριξαν τα επιτόκια στο μηδέν τοις εκατό, προσφέροντας ουσιαστικά στις ιδιωτικές τράπεζες δωρεάν χρήμα, και στη συνέχεια άρχισαν να δανείζουν απευθείας τον ιδιωτικό τομέα, στηρίζοντας τις κατακρημνιζόμενες αγορές χρεογράφων, παίζοντας τον ρόλο των «πιστωτών έσχατης ανάγκης».

Αυτές οι ενέργειες αποδείχθηκαν αποτελεσματικές: η οικονομία σταθεροποιήθηκε και η καθοδική πορεία διακόπηκε. Το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν τώρα οι χώρες υψηλού εισοδήματος ήταν ότι οι οικονομίες τους αναπτύσσονταν όλο και πιο αργά ήδη για 40 χρόνια πριν από το ξέσπασμα της κρίσης. Οι ρυθμοί ανάπτυξης μειώθηκαν από 4,3 τοις εκατό τη δεκαετία του 1960 σε 2,9 τοις εκατό τη δεκαετία του ’70, 2,2 τοις εκατό αυτή του ’80, 1,8 τοις εκατό στα ’90s, για να φτάσουν στο 1,1 τοις εκατό στα ’00s. Προκειμένου να στηρίξουν τις αποδυναμωνόμενες οικονομίες, οι κυβερνήσεις είχαν ήδη βουτήξει βαθιά στο χρέος κατά τις δεκαετίες του ’80, του ’90 και του ’00: ξόδευαν κατά τη διάρκεια των περιόδων κάμψης, αλλά αποτύγχαναν να αποπληρώσουν τα χρέη τους κατά τις φθίνουσες ανακάμψεις. Ως εκ τούτου, εισήλθαν στην κρίση του 2007 με πολύ υψηλή αναλογία χρέους προς ΑΕΠ. Τα επίπεδα του χρέους στην Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν στο 36 και 44 τοις εκατό του ΑΕΠ, αντίστοιχα· αναλογίες που αυξήθηκαν σε 98 και 90 τοις εκατό το 2014. Στη Γαλλία, τις ΗΠΑ και την Πορτογαλία ήταν ήδη υψηλότερα, γύρω στο 65 τοις εκατό του ΑΕΠ, και έχουν πλέον φθάσει σε 95, 105, και 130 τοις εκατό. Εν τω μεταξύ, στην Ιταλία και την Ελλάδα, όπου τα επίπεδα του χρέους ήταν ήδη γύρω στο 100 τοις εκατό του ΑΕΠ, έχουν αυξηθεί σε 132 και 177 τοις εκατό. Σε όλες σχεδόν τις χώρες που εξετάσαμε στο Endnotes 3, το 2013, τα επίπεδα του χρέους έχουν συνεχίσει να αυξάνονται. Η Γερμανία αποτελεί εξαίρεση ως η μόνη χώρα που βλέπει τα επίπεδα του χρέους της να μειώνονται, από το 80 τοις εκατό του ΑΕΠ το 2010 σε ένα υψηλό ακόμη 73 τοις εκατό το 2014.

Γιατί να μετρά κανείς τα χρέη ως ποσοστό του ΑΕΠ; Ο λόγος είναι απλός: οι εθνικές κυβερνήσεις πρέπει να πληρώσουν τα χρέη τους από τους φόρους επί του συνολικού ετήσιου εισοδήματος. Καθώς τα επίπεδα του χρέους αυξάνονται, ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο αυτών των φορολογικών εσόδων πρέπει να διατίθεται για την εξόφληση του τόκου των χρεών, καθώς και για την αποπληρωμή του αρχικού κεφαλαίου. Τα κράτη δαπανούν πραγματικά τεράστια χρηματικά ποσά, αλλά το κάνουν μόνο και μόνο για να αποτρέψουν την κατάρρευση των οικονομιών. Μετά από μια αρχική περίοδο μερικής ανάκαμψης το 2010-11, οι οικονομίες των χωρών υψηλού εισοδήματος αναπτύσσονται για άλλη μια φορά ολοένα πιο αργά. Εξαιρέσεις είναι οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου έχει λάβει χώρα μια περιορισμένη ανάκαμψη, εξαιτίας μιας μαζικής εκστρατείας ποσοτικής χαλάρωσης. Φυσικά, η ανάκαμψη αυτή είχε μικρό όφελος για τους περισσότερους εργαζομένους. Τα επίπεδα ανεργίας παραμένουν υψηλά· πράγματι, σε παγκόσμιο επίπεδο, η ανάκαμψη έχει υπάρξει σε μεγάλο βαθμό «άνεργη»: μολονότι το συνολικό ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό σταθεροποιήθηκε το 2013, και ορισμένες χώρες έχουν δει μια ανάκαμψη στην απασχόληση, οι τρέχουσες προβλέψεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας κάνουν λόγο για συνεχιζόμενη μακροπρόθεσμη πτώση.1 Σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη και την Ιαπωνία, τα ποσοστά ανάπτυξης έχουν παραμείνει εξαιρετικά χαμηλά ή και αρνητικά· στην περίπτωση της τελευταίας έχουν παραμείνει στάσιμα εδώ και σχεδόν μια εικοσιπενταετία. Παρά τα Abenomics,2 η Ιαπωνία μόλις εισήλθε εκ νέου σε τεχνική ύφεση. Πολλές οικονομίες δεν έχουν ανακάμψει στα προ του 2008 επίπεδα ΑΕΠ· στην περίπτωση της Ελλάδας, το ΑΕΠ έχει βέβαια συρρικνωθεί σημαντικά.

Αυτή η κατάσταση έχει καταστήσει τις θέσεις των κρατών επισφαλείς. Σε τελευταία ανάλυση, η ικανότητα του κράτους να δανείζεται βασίζεται σε μια υπόσχεση μελλοντικής ανάπτυξης, μέσα από την οποία το κράτος θα πληρώσει τα χρέη του. Λόγω του συνδυασμού των ήδη υψηλών επιπέδων χρέους και της πολύ αργής ανάπτυξης μετά την κρίση, τα κράτη έχουν βρεθεί παγιδευμένα μεταξύ δύο αντιτιθέμενων πιέσεων. Από τη μία πλευρά, οι κυβερνήσεις έχουν αναγκαστεί να δαπανήσουν πολλά χρήματα, κάτι που χρειάζεται να πράττουν ακόμα και τώρα, προκειμένου να αποτραπεί η μετατροπή της υποχώρησης (recession) σε ύφεση (depression). Από την άλλη πλευρά, τα κράτη έχουν ήδη ξοδέψει τόσα πολλά χρήματα κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών που δεν τους έχουν απομείνει παρά ελάχιστα για να δώσουν. Υποστηρίζουμε ότι αυτό ήταν που καθόρισε τη μορφή της κρίσης. Κι ωστόσο, αντί να δαπανήσουν ακόμα περισσότερα χρήματα, μια απαραίτητη κίνηση για την αναθέρμανση της οικονομίας, οι κυβερνήσεις των πλούσιων χωρών έλαβαν μέρος σε μια εκστρατεία λιτότητας. Εν ολίγοις, ανακάλυψαν ότι από τη στιγμή που είχαν διασώσει τον χρηματοπιστωτικό τομέα, δεν τους έμεναν πλέον πολλά για να παράσχουν. Ενώ ήταν σε θέση για κάποιο διάστημα να διατηρήσουν τις δαπάνες και κατά συνέπεια τη ζήτηση στην οικονομία, σύντομα τα κράτη αυτά έπρεπε να αρχίσουν τις περικοπές. Για να αποδείξουν ότι είχαν ακόμα στα χέρια τους τον δημοσιονομικό κρουνό –πράγμα απαραίτητο προκειμένου να πείσουν τους πιστωτές τους ότι διατηρούν τον έλεγχο των οικονομικών τους–, τα εν λόγω κράτη ανακοίνωσαν, και στη συνέχεια ξεκίνησαν, μαζικές περικοπές στις δαπάνες, ακόμη κι αν την ίδια στιγμή διέσωζαν τις τράπεζες.

Φυσικά, τα κράτη περιέκοψαν τις δαπάνες ακριβώς εκεί που θα περίμενε κανείς: σε σχολεία και νοσοκομεία, στην κρατική απασχόληση και στα διάφορα προγράμματα κοινωνικών δαπανών. Έτσι, για πολλούς ανθρώπους, η κατάσταση δεν ήταν απλά καταστροφική. Δεν ήταν μόνο ότι πολλοί άνθρωποι βρέθηκαν χωρίς δουλειά· ότι οι ηλικιωμένοι, με τις συνταξιοδοτικές τους αποταμιεύσεις ξαφνικά απομειωμένες, έπρεπε να επιστρέψουν στη δουλειά· ότι το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης και της εκπαίδευσης αυξήθηκε, την ίδια στιγμή που τα εισοδήματα των νοικοκυριών ήταν ισχνά, και ούτω καθεξής. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, βάραινε επίσης η αίσθηση ότι η κυβέρνηση ενήργησε με έναν φαινομενικά μοχθηρό τρόπο προς τον πληθυσμό. Σε πολλούς φάνηκε ότι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι είχαν χάσει τα μυαλά τους: στην τελική, δεν θα έπρεπε να έχουν αναγκάσει τις τράπεζες να πληρώσουν προκειμένου να διασώσουν τους ανθρώπους, και όχι το αντίθετο; Η κύρια εξήγηση που βρέθηκε πρόχειρη σε εκείνη τη φάση ήταν ότι οι κυβερνήσεις ενεργούσαν παράλογα. Με άλλα λόγια, τα κράτη θα μπορούσαν να έχουν κάνει το σωστό, αλλά για κάποιο λόγο δεν το έπραξαν. Ποιος είναι αυτός ο λόγος; Πολλοί ισχυρίζονταν ότι τα κράτη ενεργούσαν παράλογα επειδή είχαν αλωθεί από ιδιωτικά συμφέροντα. Κατά συνέπεια, οι κυβερνήσεις δεν ενεργούσαν πλέον στην υπηρεσία του γενικού συμφέροντος, αλλά, μάλλον, στην υπηρεσία των υπερπλουσίων. Η δημοκρατία είχε δώσει τη θέση της στην ολιγαρχία. Ήταν με αυτόν τον τρόπο που η μορφή της κρίσης προσδιόρισε τη συνολική μορφή των αγώνων αυτής της περιόδου: «η πραγματική δημοκρατία ενάντια στη λιτότητα». Η πραγματική δημοκρατία θα ήταν σε θέση, σύμφωνα με τη λογική των διαμαρτυριών, να αναγκάσει τα κράτη να παρέμβουν προς το συμφέρον του έθνους, και όχι προς το συμφέρον των «κολλητών» καπιταλιστών. Φυσικά, από τη στιγμή που οι διαδηλωτές ήρθαν κοντά, οι αγώνες τους εξελίχθηκαν με περισσότερο ενδιαφέροντες τρόπους. Όπως αποδείχθηκε, ήταν δύσκολο για αυτούς να βρουν μια κοινή βάση για αυτήν τη συνάντηση, μιας και βίωναν την κρίση με πολύ διαφορετικούς τρόπους, κάποιοι χειρότερα από άλλους. Εν τω μεταξύ, οι όροι και οι προοπτικές του παλιού εργατικού κινήματος, πεθαμένοι από καιρό, δεν αναβίωσαν (σε αντίθεση με τις ελπίδες που έτρεφαν πολλοί αριστεροί). Οι προοπτικές αυτές, συνεπώς, δεν ήταν διαθέσιμες ως μέσο για την ενοποίηση των διαδηλωτών. Μιλώντας γενικά, θα λέγαμε ότι αυτό που βλέπουμε είναι από πολλές απόψεις μια αυθόρμητα εξελισσόμενη αντικαπιταλιστική προοπτική που δεν συνιστά ακόμη κομμουνιστική προοπτική, και η οποία είναι αποσυνδεδεμένη από τις παλιές ιστορίες της αριστεράς. Στο Endnotes 3 ονομάσαμε αυτή τη συνθήκη το «πρόβλημα της σύνθεσης»:

Πρόβλημα της σύνθεσης αποκαλείται το πρόβλημα της σύνθεσης, του συντονισμού ή της ενοποίησης προλεταριακών τμημάτων κατά την πορεία του αγώνα τους. Σε αντίθεση με το παρελθόν –ή, τουλάχιστον, σε αντίθεση με εξιδανικευμένες αναπαραστάσεις του παρελθόντος– δεν είναι πλέον δυνατό τα τμήματα της τάξης να ερμηνεύονται σαν να συνθέτουν ήδη τον εαυτό τους, σαν η ενότητά τους να ήταν με κάποιο τρόπο δοσμένη «καθ’ εαυτήν» (ως η ενότητα του ειδικευμένου, του μαζικού ή του «κοινωνικού» εργάτη). Σήμερα, δεν υπάρχει κάποια τέτοια ενότητα· ούτε μπορεί κανείς να προσδοκά να προκύψει με περαιτέρω αλλαγές στην τεχνική σύνθεση της παραγωγής. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν υπάρχει κανένα προκαθορισμένο επαναστατικό υποκείμενο. Δεν υπάρχει καμία «δι’ εαυτήν» ταξική συνείδηση ως συνείδηση κάποιου γενικού συμφέροντος, το οποίο μοιράζονται όλοι οι εργάτες. Ή, καλύτερα, μια τέτοια συνείδηση μπορεί να είναι μόνο η συνείδηση του κεφαλαίου, αυτού που ενοποιεί τις εργάτριες ακριβώς διαχωρίζοντάς τες.3

Αυτό το πρόβλημα της σύνθεσης προκύπτει σε μια κατάσταση που, όπως περιγράψαμε στο Endnotes 2, κυριαρχείται από την ταυτόχρονη ύπαρξη πλεονάζοντος κεφαλαίου και πλεοναζόντων προλετάριων. Επικεντρωθήκαμε τότε στην εμφάνιση και τη διεύρυνση των πλεοναζόντων πληθυσμών, ως της ανθρώπινης ενσάρκωσης των αντιφάσεων του κεφαλαίου.4 Στο Endnotes 4 απαντάμε σε εσφαλμένες φαντασιώσεις για τον πλεονάζοντα πληθυσμό ως ένα νέο είδος ενοποιημένου ή ενοποιήσιμου υποκειμένου.5 Έχει υποστηριχθεί ότι οι πλεονάζοντες πληθυσμοί έχουν πολύ μικρή άμεση συμβολή στη συσσώρευση· στερούνται την επιρροή των παραδοσιακών παραγωγικών εργατών, οι οποίοι μπορούν να ακινητοποιήσουν το σύστημα αποσύροντας την εργασία τους. Εξάλλου, οι πλεονάζοντες πληθυσμοί μπορούν να περιθωριοποιηθούν, να φυλακιστούν και να γκετοποιηθούν. Μπορούν να εξαγοραστούν με πελατειακές σχέσεις· οι ταραχές τους μπορούν να αφεθούν έως ότου να εξαντληθούν. Πώς θα μπορούσαν οι πλεονάζοντες πληθυσμοί να διαδραματίσουν κάποιο βασικό ρόλο στην ταξική πάλη;

Ο πλεονάζων πληθυσμός ως τέτοιος δεν μας δίνει κάποια απάντηση, όμως μας βοηθά να προσδιορίσουμε το ερώτημα. Στον βαθμό που μια απάντηση μπορεί να βρεθεί, στοιχηματίζουμε ότι ο πραγματικός τόπος όπου μπορεί να τεθεί –και ως εκ τούτου πιθανά να απαντηθεί– το παραπάνω ερώτημα, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στα συγκεκριμένα είδη των αγώνων στους οποίους εμπλέκονται σήμερα οι προλετάριοι, και συνεπώς είναι εν πολλοίς σε αυτά που θα πρέπει να εστιάσουμε τις αναλύσεις μας. Στα κινήματα του 2011-13, φάνηκε συχνά ότι η ατέρμονη διαπραγμάτευση του προβλήματος της σύνθεσης παρήγαγε την ασθενέστερη των ενοτήτων. Οι κατασκηνώσεις του κινήματος των πλατειών ήταν σε μεγάλο βαθμό παραδομένες στο αχανές έργο της ανακάλυψης μιας κοινής βάσης για δράση. Οι αριστεροί συχνά το επέκριναν αυτό λες και μπορούσε απλώς να αναχθεί σε κάποιο είδος ιδεολογικής σύγχυσης ή λάθους. Όμως η απουσία ή η αδυναμία των αιτημάτων αποτελούσε ένα περισσότερο ή λιγότερο αναπόφευκτο σημείο εκκίνησης για αυτούς τους αγώνες, δοσμένο από την ευθραυστότητα της σύνθεσής τους. Στον βαθμό που θα μπορούσε να ανακαλυφθεί κάποια ενότητα, σιωπηρά επρόκειτο για μια λαϊκιστική τέτοια, η οποία οριζόταν από την αντίθεσή της προς το κράτος ως τον παράλογο ή διεφθαρμένο εκτελεστή της λιτότητας.

Όμως η μορφή εμφάνισης της κρίσης ήταν άλλη από την ουσία της. Στην πραγματικότητα, οι κυβερνήσεις δεν ενεργούσαν παράλογα στον απόηχο της κρίσης. Όπως επιχειρηματολογήσαμε στο Holding Pattern, τα κράτη δρούσαν στην πραγματικότητα από μια θέση αδυναμίας: οι μακροχρόνιοι μηχανισμοί διαχείρισης της κρίσης συναντούν τα όριά τους, εξαιτίας ενός συνδυασμού δεκαετιών επιβραδυνόμενης ανάπτυξης και ανερχόμενων επιπέδων δανεισμού. Σε έναν κόσμο που τα επίπεδα του χρέους είναι τόσο υψηλά, συμπεριλαμβανομένων των χρεών των κυβερνήσεων, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, η διατήρηση της βασικής υπόσχεσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος –ότι δηλαδή αυτά τα χρέη θα αποπληρωθούν– είναι και πρέπει να είναι ο βασικός στόχος των κρατών, αν επιθυμούν η οικονομία να συνεχίσει να υπάρχει (κάτι που προφανώς επιθυμούν). Αυτό είναι κάτι που μόλις τώρα δείχνουν να ανακαλύπτουν στον οικονομικό τύπο. Ερευνητές και ακαδημαϊκοί που βρίσκονται κοντά στους κύκλους που χαράσσουν την πολιτική γραμμή ανακαλύπτουν τώρα αυτό που ήταν κάτω από τη μύτη τους όλο αυτό το διάστημα: ότι η οικονομία υφίσταται αυτό που αποκαλούν «μακράς διαρκείας στασιμότητα». Διατυπωμένο απλά, η οικονομία αναπτύσσεται ολοένα πιο αργά. Κάτω από συνθήκες τόσο αργής ανάπτυξης, τα κράτη ανακαλύπτουν ότι θα έχουν πολύ μικρά περιθώρια ελιγμών σε περίπτωση καταστροφικών γεγονότων, είτε πρόκειται για μελλοντικές οικονομικές κρίσεις είτε για τις ήδη αναδυόμενες συνέπειες της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής. Ο αργά αναπτυσσόμενος καπιταλισμός θα παράξει επίσης ακόμα μεγαλύτερα επίπεδα ανισότητας, όπως έχει ισχυριστεί ως γνωστόν και ο Τομά Πικετί (ανακυκλώνοντας παλιές μαρξιστικές αλήθειες). Συνεπώς, θα επαληθεύεται όλο και περισσότερο ότι οι πλούσιοι θα παραμένουν πλούσιοι και οι φτωχοί θα παραμένουν φτωχοί, ενώ ένα ολοένα αυξανόμενο μερίδιο εισοδημάτων θα ρέει προς αυτούς που κατέχουν κληρονομημένο πλούτο. Επιστρέφουμε αργά αλλά σταθερά σε έναν κόσμο στον οποίο η προσωπική εξουσία του κληρονομημένου πλούτου αντικαθιστά έναν κόσμο όπου το χρήμα κυκλοφορεί ως απρόσωπος αφέντης. Αυτά τα απαισιόδοξα συμπεράσματα γίνονται τώρα αρκούντως διαδεδομένα, με έναν τρόπο που δεν υπήρχε όταν γράφαμε το Holding Pattern, σηματοδοτώντας μια σημαντική μετατόπιση στον δημόσιο λόγο. Ένα αυξανόμενο, αν και ακόμα σχετικά μικρό, κομμάτι του πληθυσμού στις πλούσιες χώρες κατανοεί ότι το κράτος, ακόμα και ένα αληθινό δημοκρατικό κράτος, δεν μπορεί να μας σώσει –είτε έτσι είτε αλλιώς, η ανάκαμψη δεν πρόκειται να έρθει– και συνεπώς θα πρέπει να βρούμε έναν άλλο τρόπο για να κάνουμε τη ζωή βιώσιμη· πρέπει να βρούμε έναν καινούριο δρόμο προς τα εμπρός.

Παρ’ όλα αυτά, παραμένουμε, με μια πολύ πραγματική έννοια, κολλημένοι στην ίδια κατάσταση, οικονομικά και κοινωνικά, με αυτή που βρισκόμασταν το 2011 (ακόμη κι αν με έναν συχνά υπόγειο τρόπο πολλά αλλάζουν και εξελίσσονται). Αν και δεν έχει προκαλέσει κάποια ανάκαμψη, ο τρόπος διαχείρισης της κρίσης έχει τουλάχιστον σταματήσει την αιμορραγία. Οι αγώνες της περιόδου 2011-2013 έλαβαν χώρα σε μαζική κλίμακα, όμως εξαιτίας των αποφασιστικών ενεργειών των κρατών, οι οποίες περιόρισαν την κρίση, οι αγώνες ήταν εξίσου περιορισμένοι και οι ίδιοι. Ωστόσο, όπως και το 2012, εξακολουθεί να ισχύει ότι το τωρινό holding pattern είναι απίθανο να διαρκέσει για πολύ. Πρώτα απ’ όλα, είναι πολύ πιθανό να συμβεί μια νέα έκρηξη, προερχόμενη από τις πλούσιες χώρες. Το σημαντικότερο γεγονός εδώ, για το οποίο θα πρέπει οπωσδήποτε να συζητήσουμε, είναι η συνεχιζόμενη, και τώρα αναμφίβολα επιδεινούμενη, κρίση στην Ελλάδα, με το ενδεχόμενο αυτή να διαχυθεί προς τις υπερχρεωμένες και αργά αναπτυσσόμενες Γαλλία και Ιταλία, ρίχνοντας πρακτικά τη χαριστική βολή στην Ευρωζώνη.

Η δεύτερη πιθανή πηγή μιας έκρηξης αφορά τις επιπτώσεις από τα προγράμματα της λεγόμενης «ποσοτικής χαλάρωσης». Οι κεντρικές τράπεζες στις ΗΠΑ και το ΗΒ, και πλέον στην Ευρώπη και την Ιαπωνία, έχουν αναλάβει δράση ακριβώς εκεί που τα κράτη απέτυχαν να το κάνουν. Εν τη απουσία περαιτέρω κρατικών δαπανών, οι κεντρικές τράπεζες αναλαμβάνουν μια ηπιότερη αλλά ισοδύναμη μορφή παρέμβασης. Ουσιαστικά, οι τράπεζες αυτές δημιουργούν χρήμα, χρησιμοποιώντας το για να εξωθήσουν επενδυτές έξω από τα ασφαλή κεφάλαια, όπως τα κρατικά ομόλογα, και προς περισσότερο ριψοκίνδυνα επενδυτικά αγαθά, όπως τα χρηματιστήρια. Οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν εν μέρει να διογκώσουν εκ νέου φούσκες. Όμως η ποσοτική χαλάρωση έχει επιφέρει αντιφατικά αποτελέσματα. Από τη μια πλευρά, έσπρωξε τόνους χρήματος προς τις χώρες χαμηλού εισοδήματος. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που οι χώρες αυτές κατάφεραν να ανταποκριθούν στην κρίση με έναν διαφορετικό τρόπο, υιοθετώντας όχι μέτρα λιτότητας αλλά μαζικές εκστρατείες δαπανών. Την ίδια στιγμή, προκάλεσε την άνοδο των τιμών των τροφίμων και των καυσίμων σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό μετέδωσε την κρίση απευθείας στις ζωές των φτωχότερων ανθρώπων του πλανήτη, οι οποίοι ήδη δυσκολεύονταν εξαιρετικά να τα φέρουν βόλτα, πυροδοτώντας τις διαδηλώσεις για τα τρόφιμα που προηγήθηκαν της Αραβικής Άνοιξης. Είναι πιθανό ότι ο τερματισμός της ποσοτικής χαλάρωσης, όπως απειλείται να συμβεί τώρα, θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερο χάος στις οικονομίες των φτωχών κρατών, οι οποίες ήδη δείχνουν σημάδια σημαντικής εξασθένησης.

Υπάρχει και μια τρίτη ευλογοφανής πηγή για το τέλος αυτού του holding pattern: η εξάπλωση της κρίσης των πλούσιων κρατών στα φτωχότερα. Το γεγονός ότι η διάδοση της κρίσης από τις πλουσιότερες χώρες στις φτωχότερες θα μπορούσε να πάρει τόσο χρόνο ταιριάζει με τα ιστορικά προηγούμενα. Ας θυμηθούμε ότι η κρίση χρέους στον λεγόμενο τρίτο κόσμο, το 1982, ήρθε 9 χρόνια μετά το ξεκίνημα της κρίσης στις πλούσιες χώρες, το 1973. Αυτή τη στιγμή βλέπουμε τεράστιες επιβραδύνσεις της οικονομίας στην Κίνα, τη Ρωσία, τη Βραζιλία και τη Νότια Αφρική, αν και η Ινδία εξακολουθεί να αναπτύσσεται. Ο πραγματικός κίνδυνος εδώ είναι ότι οι φούσκες που δημιουργήθηκαν από την κινεζική κυβέρνηση θα μπορούσαν να σκάσουν. Θα είναι σε θέση η κρατική παρέμβαση στην Κίνα να αποτρέψει τον αποπληθωρισμό που έχει αρχίσει να παράγεται λόγω της φούσκας στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων από το να εξελιχθεί σε μια μαζική κρίση; Ποιες θα είναι οι αλυσιδωτές επιπτώσεις για τους ανθρώπους που ζουν σε άλλες χώρες χαμηλού εισοδήματος, οι οποίες μέχρι τώρα στηρίζονταν στη μαζική ζήτηση από μέρους της Κίνας για να διατηρήσουν την ανάπτυξη των οικονομιών τους; Ποιες θα είναι οι συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία; Το ζήτημα είναι ότι οι πιέσεις που περιγράψαμε στο Holding Pattern εξακολουθούν να ισχύουν, παρ’ όλο που η κατανόηση της κοινής γνώμης για την κατάσταση αυτή έχει εξελιχθεί. Παραμένουμε εγκλωβισμένοι στο μέσο ενός τρένου που εκτροχιάζεται σε αργή κίνηση. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να φαντασιώνονται σχετικά με το τι θα μπορούσε να γίνει προκειμένου να αποφευχθεί το δυστύχημα, αν με κάποιο τρόπο εξαλείφονταν ξαφνικά όλοι οι περιορισμοί που εμποδίζουν τη συντονισμένη δράση. Όμως ενώ οι μαρξιστές οικονομολόγοι ονειρεύονται τρόπους για «να σώσουν τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό από τον ίδιο του τον εαυτό», το τρένο συνεχίζει την πορεία του. Η παγκόσμια οικονομία είναι μια τεράστια, οργανική αλληλοσυσχέτιση δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτή η διαδικασία θα πάρει χρόνο.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ

Γράψαμε το Holding Pattern σε μια στιγμή που, εκ των υστέρων, μοιάζει να ήταν το τέλος μιας κορύφωσης στο κίνημα των πλατειών, ένας τελευταίος ρόγχος, ακριβώς πριν αρχίσουν τα πάντα να καταρρέουν. Τη στιγμή που το γράφαμε, η πλατεία Ταχρίρ και το Σύνταγμα, η Πούερτα ντελ Σολ, η Oscar Grant Plaza και το πάρκο Ζουκότι είχαν όλα τους εκκενωθεί βίαια, με ελάχιστα σημάδια ότι θα μπορούσαν να διεκδικηθούν εκ νέου. Δεν ήταν η εξωτερική καταστολή αλλά οι εσωτερικές αδυναμίες που ταυτοποιήσαμε ως αιτία για την ήττα αυτών των κινημάτων: η ανικανότητά τους να εδραιώσουν μια πραγματική ενότητα πέρα από την καθημερινή διαχείριση των κατασκηνώσεων. Εντούτοις, η κατάληψη στο πάρκο Γκεζί στην Ιστανμπούλ, η οποία μόλις είχε ξεκινήσει τη στιγμή συγγραφής του άρθρου, έμοιαζε να υποδεικνύει ότι σε παγκόσμιο επίπεδο η δυναμική του κινήματος δεν είχε ίσως εξαντληθεί ακόμα. Κλείσαμε, λοιπόν, διερωτώμενοι αν τα κινήματα θα συνέχιζαν στη βάση της υπάρχουσας αδύναμης ενότητας, συνεχίζοντας συνεπώς να ηττώνται, ή αν ενδεχομένως θα έβρισκαν καινούριες μορφές αγώνα. Όμως την ώρα που το Endnotes 3 πήγαινε στο πιεστήριο, ακόμα και αυτό το αμφιλεγόμενο συμπέρασμα άρχισε να μοιάζει υπεραισιόδοξο. Γιατί το πραξικόπημα του Σίσι στην Αίγυπτο (ενδεδυμένο τον μανδύα της πλατείας Ταχρίρ) εισήγαγε για πρώτη φορά τους μαζικούς πυροβολισμούς στο ρεπερτόριο αυτών των κινημάτων. Την επόμενη χρονιά είδαμε ακόμα μια αιματοβαμμένη πλατεία στο Μαϊντάν, η οποία αυτή τη φορά τύγχανε υπεράσπισης από φασίστες. Λίγο αργότερα, το «Occupy Bangkong», οργανωμένο απο τους βασιλόφρονες με τα «κίτρινα πουκάμισα», κατάφερε να ξεκινήσει ένα στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ταϋλάνδη. Πολλοί συμπέραναν ότι είχαμε εισέλθει σε μια περίοδο αντίδρασης, όπου τις ιδέες και τις μορφές του κινήματος είχαν πλέον ιδιοποιηθεί ολωσδιόλου σκοτεινότερες δυνάμεις.

Αυτό το συμπέρασμα, ωστόσο, αποδείχτηκε πως ήταν πρόωρο. Γιατί στην πραγματικότητα αρκετά από τα κινήματα για τα οποία γράψαμε σχετικά στο Holding Pattern επιβίωσαν, ενώ ακόμη και εκείνα που δεν επιβίωσαν, συνέχισαν να εμπνέουν ανάλογα κινήματα στα χρόνια που ακολούθησαν. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένου ότι ο πρωταρχικός στόχος αυτών των κινημάτων, η λιτότητα, εντάθηκε περαιτέρω – μαζί με αυτό που γινόταν αντιληπτό ως «υπηρέτριά» της, τη διαφθορά. Στην Ισπανία, το κίνημα της 15ης Μαΐου απέφυγε σε μεγάλο βαθμό τα εμπόδια που έπληξαν άλλα κινήματα, γιατί κατάφερε να απλωθεί πέρα από την αρχική κατάληψη μιας πλατείας, σε συνελεύσεις και δίκτυα μαχητικών εργατών σε όλη την επικράτεια. Αντιπαραβάλλοντας το κοινοβούλιο, ως ζώνη δωροδοκιών και διαφθοράς, στις πλατείες, ως ζώνη διαφάνειας και παραδειγματικής δράσης, οι καταλήψεις κατάφεραν να αυτοπαρουσιαστούν ως κάτι φρέσκο και συναρπαστικό παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τη λιτότητα ως σύμπτωμα της διαφθοράς: υπήρχε η αντίληψη ότι οι πολιτικοί ψήφιζαν περικοπές γιατί πληρώνονταν από τους τραπεζίτες, συνεπώς οι πλατείες θα μπορούσαν να καταστούν αδιάφθορες με την πλήρη απαγόρευση των πολιτικών κόμματων.

Η Πουέρτα ντελ Σολ ήταν η πιο ρητά αντιπολιτική από τις πλατείες. Παρ’ όλα αυτά, καθώς το κίνημα της 15 Μαΐου υποχωρούσε, μεγάλο μέρος αυτής της ενέργειας κατέληξε να ρεύσει σε κοινοβουλευτική κατεύθυνση, καθώς οι Podemos και οι Ganemos άρχισαν να τα πάνε καλά στις δημοσκοπήσεις. Εκεί, όπως και στην Ελλάδα, η λογική της αντιλιτότητας οδηγήθηκε στην αναπόφευκτη κατάληξή της: αν το κράτος ενεργεί παράλογα επιβάλλοντας λιτότητα στον πληθυσμό, αυτό που χρειάζεται να γίνει είναι να πάρουμε τον έλεγχό του και να διορθώσουμε αυτό το λάθος. Σε μια φαινομενικά παράδοξη εξέλιξη, λοιπόν, η αντιπολιτική των πλατειών έγινε η πολιτική αντιπολιτική ενός νέου κύματος κομματικών σχηματισμών. Κατά τη διαδικασία αυτή, τα εν λόγω κινήματα όχι μόνο πρόδωσαν τις αντιπολιτικές τους ρίζες, αλλά προσέκρουσαν στα όρια της πολιτικής της αγανάκτησης. Το Podemos ανακάλυψε γρήγορα ότι η δεξιά μπορούσε εξίσου να εκμεταλλευτεί την απαρέσκεια για τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα, διχάζοντας έτσι την ψήφο ενάντια στη διαφθορά. Και όταν διάφοροι ακτιβιστές των κινημάτων πέτυχαν όντως να εκλεγούν, δεν μπορούσαν πλέον να αποδίδουν τη λιτότητα απλά στη διαφθορά, καθώς ανακάλυψαν ότι πράγματι δεν υπήρχαν λεφτά στα δημοτικά, περιφερειακά ή κρατικά ταμεία. Ακόμα και όταν ο ΣΥΡΙΖΑ εκλέχθηκε στο υψηλότερο κυβερνητικό επίπεδο, δεν μπόρεσε να αντιτάξει στους πιστωτές οπαδούς της λιτότητας παρά μόνο την πρόταση για ένα ελαφρώς χαμηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα.

Άλλα καινούρια κινήματα δανείστηκαν μορφές και τακτικές από το κύμα του 2011-2012, αποφεύγοντας ταυτόχρονα την κοινοβουλευτική οδό. Το μαζικό φοιτητικό κίνημα που ξέσπασε στη Χιλή το 2013 δημιούργησε ανοιχτές συνελεύσεις πάνω στο μοντέλο του κινήματος της 15 Μαΐου, εμπνεόμενο ταυτόχρονα από το Κεμπέκ. Στις αρχές του 2014, οι απεργίες στη Βοσνία οδήγησαν σε μια εξέγερση κατά την οποία πολλά κυβερνητικά κτίρια πυρπολήθηκαν. Οι τακτικές συνελεύσεις, ή αλλιώς «πλένουμς», εξέδωσαν έναν συγκεχυμένο χείμαρρο αιτημάτων, στην καρδιά του οποίου βρισκόταν η απόρριψη του διεφθαρμένου συστήματος του εθνοτικού εθνικισμού. Το κίνημα αυτό είχε συνειδητές αναφορές στην Αραβική Άνοιξη και την 15 Μαΐου, καθώς και στο κίνημα των φοιτητικών καταλήψεων του 2010 στην Κροατία. Το φθινόπωρο του 2014, μια φοιτητική απεργία στο Χονγκ Κονγκ ενώθηκε με μια φιλοδημοκρατική ομάδα, την «Occupy Central with Love and Peace», για να καταλάβουν την κεντρική επιχειρηματική συνοικία, προσελκύοντας στην κορύφωσή του κινήματος σχεδόν 100.000 άτομα. Στα κινήματα αυτά η αντιλιτότητα και η αντιδιαφθορά συνέχισαν να είναι κυρίαρχα μοτίβα, όπως συνέβη και με την παραδειγματική φύση των ίδιων των καταλήψεων, οι οποίες κατάφεραν να διατηρήσουν την αθωότητά τους κρατώντας απόσταση από τις εκλογικές πολιτικές. Αυτό εξακολούθησε να ισχύει και στην περίπτωση των ΗΠΑ, με τη σύντομη αναγέννηση του Occupy στη Νέα Υόρκη στη διάρκεια του τυφώνα Σάντι: οι κρατικοί οργανισμοί, που είχαν αποδειχθεί ανεπαρκείς στην περίπτωση του τυφώνα Κατρίνα, έμελλε να αντικατασταθούν από την άμεση δράση, οργανωμένη μέσω αποκεντρωμένων δικτύων.

Στο Holding Pattern εστιάσαμε σε ένα εσωτερικό όριο αυτών των αγώνων: στο γεγονός ότι οι καταληψίες ήταν σε θέση να επιτύχουν μόνο μια αδύναμη ενότητα στη βάση των πρακτικών αναγκαιοτήτων και της κοινής τους επιδίωξης για ενότητα. Στην πραγματικότητα ανακάλυψαν ότι ήταν βαθιά διαιρεμένοι, τόσο αναφορικά με την αντικειμενική τους κατάσταση όσο και από την άποψη των πολιτικών και θρησκευτικών τους ιδεών, και οι διαιρέσεις αυτές θα εκδηλώνονταν κάποιες φορές με τη μορφή βίαιων συγκρούσεων στις πλατείες. Στους αγώνες που ακολούθησαν, τέτοιες διαιρέσεις ενίοτε ενισχύονταν έτι περισσότερο. Έτσι, στο Μαϊντάν, οι φασίστες επέβαλαν τους κανόνες τους για τη συμμετοχή των αριστερών, των αναρχικών και των φιλελεύθερων, ήταν όμως γνωστό ότι αυτή η εύθραυστη συμμαχία θα κρατούσε μόνο για όσο ο κοινός τους εχθρός, ο Γιανουκόβιτς, θα παρέμενε στην εξουσία. Στη Μέση Ανατολή, με την αξιοπρόσεκτη εξαίρεση της Τουρκίας, οι εθνοτικές και θρησκευτικές διαφορές, οι οποίες αρχικά έμοιαζαν να εξαχνώνονται στις πλατείες, συχνά ενισχύονταν καθώς οι καταλήψεις συνεχίζονταν και ξέσπαγαν σε ανοιχτή σύγκρουση όποτε (όπως στην Τυνησία και την Αίγυπτο) οι εξεγέρσεις αποδεικνύονταν προσωρινά πετυχημένες στην ανατροπή των παλιών καθεστώτων.

Όμως η κατάληξη αυτών των κινημάτων καταδεικνύει άλλο ένα όριο, το οποίο παραβλέψαμε στο Holding Pattern: τη γεωπολιτική. Διάφορες δυνάμεις κατάφεραν να επωφεληθούν από αυτές τις καταστάσεις αποσταθεροποίησης. Στο Μαϊντάν, οι εντάσεις μεταξύ των εθνικιστών και των φιλο-ΕΕ φιλελεύθερων σιγόβραζαν για μήνες αλλά δεν είχαν την ευκαιρία να εκδηλωθούν ανοιχτά, καθώς, αμέσως μετά την παραίτηση του Γιανουκόβιτς, η Ρωσία –αντιμέτωπη με την προοπτική της επέκτασης της ΕΕ και του ΝΑΤΟ σε μια ακόμα χώρα της «γειτονιάς» της– εισέβαλε στην Κριμαία και ξεκίνησε έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπου στην ανατολική Ουκρανία. Σε εκείνο το σημείο η εξέγερση μετατράπηκε σε εμφύλιο πόλεμο. Στην Αίγυπτο, οι συγκρούσεις ανάμεσα στους ριζοσπάστες και τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, ή ανάμεσα στους μουσουλμάνους και τους κόπτες, οι οποίες είχαν αναπτυχθεί στον απόηχο της πτώσης του Μουμπάρακ, βυθίστηκαν τελικά σε ένα ευρύτερο περιφερειακό παιχνίδι εξουσίας, καθώς η σαουδαραβική οικονομική βοήθεια επέτρεψε στο βαθύ κράτος της Αιγύπτου να επανεδραιωθεί. Αλλού, από τη Συρία μέχρι το Μπαχρέιν και από την Υεμένη μέχρι τη Λιβύη, οι ελπίδες της Αραβικής Άνοιξης έσβησαν τελικά μέσα στον εμφύλιο πόλεμο, τις στρατιωτικές επεμβάσεις ή και τα δύο.

Ένα άλλο, λιγότερο ψυχροπολεμικό, γεωπολιτικό όριο αναδείχθηκε, φυσικά, από την κοινοβουλευτική παρέκκλιση του ΣΥΡΙΖΑ. Κι εδώ ήταν τελικά ο περιφερειακός ηγεμόνας που θα αποφάσιζε τη μοίρα των κινημάτων, ό,τι κι αν προέκυπτε από τις συνελεύσεις και τα δημοψηφίσματα. Για να κατανοήσει κανείς τον «χλιαρό» χαρακτήρα των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ (ένα προτεινόμενο ποσοστό 3% για το πρωτογενές πλεόνασμα αντί του 4%), θα πρέπει να αντιληφθεί ότι πρόκειται για κάτι περισσότερο από ένα απλό ζήτημα δομικών ανισορροπιών στην Ευρωζώνη: είναι γεγονός ότι τα συμφέροντα των Γερμανών φορολογουμένων συγκρούονται πραγματικά με αυτά των εργαζόμενων στο ελληνικό δημόσιο. Το ζήτημα είναι πως για πολλά κράτη, σε μια ολοένα πιο αλληλεξαρτημένη παγκόσμια οικονομία, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να επιζητούν τον κινητό πλούτο των πιστωτών. Βασικές κοινωνικές υπηρεσίες που παραδοσιακά θα χρηματοδοτούνταν από τη φορολόγηση των εύπορων, χρηματοδοτούνται τώρα όλο και περισσότερο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, με δάνεια από τους τελευταίους – και μάλιστα πληρώνοντάς τους τόκους σε αντάλλαγμα της χάρης! Οι αυξανόμενες απαιτήσεις από το κράτος εκ μέρους των απολυμένων εργατών, σε ένα περιβάλλον κρίσης, συμπίπτουν με την αυξανόμενη πίεση από τους πιστωτές, είτε ντόπιους ή διεθνείς. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να συντηρηθεί χωρίς ξένο συνάλλαγμα και, όπως έδειξαν τα γεγονότα του καλοκαιριού, οποιαδήποτε ένδειξη μονομερούς κήρυξης πτώχευσης θα εξαντλήσει τα φορολογήσιμα έσοδα για τη χώρα. Ενδεχομένως η μόνη επιλογή, όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε σχέση με το «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος, ήταν να «επιλέξει την αυτοκτονία αντί του θανάτου».

Ένα ανάλογο των εξελίξεων του ΣΥΡΙΖΑ έχει εμφανιστεί πρόσφατα στο Ηνωμένο Βασίλειο, με την απρόσμενη ανάδειξη ενός μέλους της, από καιρό περιθωριοποιημένης, αριστερής πτέρυγας του Εργατικού Κόμματος στην ηγεσία του τελευταίου. Οι πολιτικοί λόγοι (discourses) που χαιρέτισαν αυτήν την εξέλιξη είναι απασχολημένοι με κενές ρητορικές κατανομές ανάμεσα στο παλιό και το νέο, μα είναι σίγουρο ότι η κοινωνική σύνθεση που έσπρωξε τον Τζέρεμι Κόρμπιν στη νίκη δεν είναι ίδια με εκείνη που υποστήριζε τον Τόνι Μπεν στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Οι θεσμικές ασφάλειες έχουν φυσικά ήδη κινητοποιηθεί για να καταστείλουν αυτή την άνοδο, και πιθανόν να το καταφέρουν. Μπορεί όμως ένα κόμμα που μοιάζει ήδη εδώ και χρόνια «κατάχλωμο», να αποφύγει να υποστεί μια ακόμη μεγαλύτερη απώλεια νομιμοποίησης στην πορεία; Το ερώτημα κλειδί για την τρέχουσα ένταση της πολιτικής αντιπολιτικής παραμένει: πόσα ακόμα κρούσματα τέτοιων «πλοίων» που τσακίζονται στα βράχια θα χρειαστούν μέχρι να παραχθεί κάτι ποιοτικά διαφορετικό, και τι θα είναι αυτό;

Το νόημα αυτής της ανάλυσης δεν είναι ότι θα πρέπει απλώς να περιμένουμε μέχρι το τρέχον holding pattern να τελειώσει. Το νόημα έγκειται στο να προσδιορίσουμε με έναν στρατηγικά ωφέλιμο τρόπο ποιες είναι οι δυναμικές και τα όρια της σημερινής κατάστασης, ώστε να μπορέσουμε να δράσουμε με διαύγεια. Ο προσδιορισμός των ορίων δεν είναι ένα απλώς αρνητικό ζήτημα εντοπισμού περιορισμών στη δράση, διαγιγνώσκοντας απαισιόδοξα τους λόγους που δεν μπορούμε να προχωρήσουμε πιο πέρα. Είναι ζήτημα προσδιορισμού των καθορισμένων συνθηκών του παρόντος· και οι συνθήκες αυτές είναι η θετική βάση για το είδος της δράσης που πραγματικά προκύπτει. Εντός του τωρινού πλαισίου, έχουμε δει να αναπτύσσονται δυναμικοί τρόποι αγώνων, όπως αυτοί γύρω από το κίνημα Black Lives Matter στις ΗΠΑ. Αυτές οι μορφές χτίστηκαν τόσο πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις που έχουν δημιουργηθεί όσο και στις παρεκβατικές δυνατότητες που έχουν ανοιχθεί στα πρόσφατα κύματα αγώνων· κατέρριψαν ορισμένες αδυναμίες του Occupy, επανεφευρίσκοντάς τες με άλλους τρόπους. Παρότι με διάφορους τρόπους το περιεχόμενό τους παρέμεινε εντός ενός ριζοσπαστικού δημοκρατικού πλαισίου, προχώρησαν πέρα από την κατάληψη, αναπτύσσοντας περισσότερο συγκρουσιακές τακτικές. Μολονότι υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι στον ορίζοντα, είναι φανερό ότι η στιγμή εξακολουθεί να κυοφορεί δυνατότητες.

1 World Employment and Social Outlook: Trends, ILO 2015, pp. 18–19 and World Employment and Social Outlook, Trends 2014: Risk of a Jobless Recovery, ILO 2014.<

Τι πρέπει να κάνουμε;

Endnotes1

O όρος “κομμουνιστικοποίηση” έχει γίνει πρόσφατα ένα είδος “καραμέλας”. Σ’αυτό έχει συνεισφέρει ένας αριθμός παραγόντων από τους οποίους ο προεξάρχων είναι διάφορα κείμενα που έχουν γίνει της μόδας. Ένα απ’ αυτά, “Η Εξέγερση που Έρχεται1 – σχετιζόμενο με το γαλλικό περιοδικό Tiqqun, και το “Tarnac 9”, που απέκτησε το αμφίβολο γόητρο να είναι στο επίκεντρο ενός μείζονος σκανδάλου “τρομοκρατίας” – είναι αυτό με την μεγαλύτερη επιρροή. Επιπρόσθετα, η ογκώδης βιβλιογραφία που παράχθηκε από το φθινοπωρινό κύμα των φοιτητικών αγώνων στην Καλιφόρνια το 2009 – μια βιβλιογραφία εν μέρει εμπνευσμένη από τέτοια γαλλικά κείμενα – είναι ένας επίσης σημαντικός παράγοντας2. Η συμβολή σ’ αυτή την καλιφορνέζικη βιβλιογραφία αφενός μιας γλώσσας inflected από τυπικά πομπώδεις Tiqqunisms, και, αφετέρου, από έννοιες εν μέρει απορρέουσες από το έργο μιας περισσότερο μαρξιστικής γαλλικής υπεραριστεράς – και τη βολική παρουσία, και στα δυο αυτά σημεία αναφοράς, ενός αρκετά ασυνήθιστου όρου, της “κομμουνιστικοποίησης” – έχουν συμβάλλει στην εμφάνιση ενός κάπως μυθολογικού λόγου γύρω από αυτή την λέξη. Αυτή η κομμουνιστικοποίηση εμφανίζεται ως ένα πιο στυλάτο υποκατατάστατο για κάποιες άλλες ελαφρώς πιο σεβάσμιες λέξεις-καραμέλα όπως “αυτονομία”, έχοντας τουλάχιστον τη σπίθα κάτι τι του καινούριου, τη μαγεία ενός ριζοσπαστικού “αμεσοτισμού” [immediatism], και την υποστήριξη κάποιας γαλλικής βιβλιογραφίας που ακούγεται εύγλωττη. Αυτή η κομμουνιστικοποίηση είναι, αν μη τι άλλο, μια ασαφής νέα ενσάρκωση της απλής ιδέας ότι η επανάσταση είναι κάτι που πρέπει να το κάνουμε εδώ και τώρα, για τους εαυτούς μας, που δένει ωραία με τα συναισθήματα ενός ήδη υπάρχοντος εξεγερτικού αναρχισμού.

Αλλά αυτή η κομμουνιστικοποίηση είναι, εκτός από την πιο αφηρημένη έννοια, κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό για το οποίο γινόταν αντιπαράθεση εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια μεταξύ των “σκοτεινών” κομμουνιστικών ομάδων που έχουν δανείσει ως επί το πλείστον το περιεχόμενο σ’ αυτό τον όρο, έστω και αν φέρνει ίχνη των χαρακτηριστικών των προγόνων του, έστω και αν φωτίζεται ίσως από τις θεωρίες τους. Φυσικά, η “κομμουνιστικοποίηση” δεν ήταν ποτέ ατομική ιδιοκτησία της μιας ή της άλλης από αυτές τις ομάδες. Έχει, τουλάχιστον, μια συγκεκριμένη ελάσσονα θέση στο γενικό λεξικό της αριστερής παράδοσης ως μια διαδικασία που καθιστά κάτι κοινοτικό ή κοινό [communal , common, αντίστοιχα]. Κάποιοι έχουν αρχίσει πρόσφατα να μιλούν, με παρόμοιο σκοπούμενο νόημα, για μια εν εξελίξει διαδικασία “κοινοτικοποίησης” [commonization]. Αλλά τέτοιες γενικές έννοιες δεν έχουν ενδιαφέρον καθεαυτές· αν επρόκειτο να προσπαθήσουμε να αναζητήσουμε σαν ραβδοσκόποι κάποιο κοινό περιεχόμενο στην ακαταστασία των θεωριών και των πρακτικών που ομαδοποιούνται κάτω από τέτοιους όρους, θα ξεμέναμε μόνο με την πιο ισχνή αφαίρεση. Θα καταπιαστούμε λοιπόν εδώ μόνο με τις δυο χρήσεις της λέξης που είναι υπό διακύβευση στην τρέχουσα συζήτηση της κομμουνιστικοποίησης: αυτήν που προέρχεται από κείμενα όπως η “Η Εξέγερση που Έρχεται” και αυτήν που προέρχεται από γραπτά των Troploin, Théorie Communiste και άλλων Γάλλων κομμουνιστών της μετά-το-1968 περιόδου. Είναι πρωτίστως από κείμενα των δεύτερων – ιδιαίτερα αυτά της Théorie Communiste (TC) – που έχουμε αντλήσει την ίδια τη δική μας κατανόηση της κομμουνιστικοποίησης, μια κατανόηση που θα σκιαγραφήσουμε σε ό,τι ακολουθεί. Όπως συμβαίνει, και οι δύο αυτές χρήσεις έχουν πολλαπλασιαστεί από τις γαλλικές στις αγγλόφωνες αντιπαραθέσεις τα πρόσφατα χρόνια, μια διαδικασία στην οποία έχουμε παίξει κάποιο ρόλο. Αλλά θα ήταν λάθος να εκλάβουμε αυτή τη σύμπτωση ως σημάδι μιας μοναδικής γαλλικής αντιπαράθεσης σχετικά με την κομμουνιστικοποίηση, ή μιας συνεχούς3 “κομμουνιστικοποιητικής” τάσης εντός της οποίας οι συγγραφείς της “Εξέγερσης που Έρχεται” ή της TC, για παράδειγμα, αντιπροσωπεύουν αποκλίνουσες θέσεις. Αυτό που είναι κοινό στις χρήσεις αυτές είναι το πολύ-πολύ ότι μπορεί να ειπωθεί πως σηματοδοτούν μια συγκεκριμένη επιμονή στην αμεσότητα στον τρόπο που σκέφτεται κανείς πάνω στο πώς συμβαίνει μια κομμουνιστική επανάσταση. Αλλά, όπως θα δούμε, η μια “αμεσότητα” δεν είναι η ίδια με την άλλη· το ερώτημα είναι: ποιες διαμεσολαβήσεις απουσιάζουν;

Αν ο τόνος του κειμένου που ακολουθεί είναι συχνά πολεμικός, αυτό δεν οφείλεται στο ότι απολαμβάνουμε να ασκούμε κριτική σε ανθρώπους που υφίστανται ήδη κακομεταχείριση από το γαλλικό κράτος, κατηγορούμενοι ως “τρομοκράτες” στην ισχνή βάση των κατηγοριών ότι έγραψαν ένα βιβλίο και διέπραξαν μια ελάσσονα δράση σαμποτάζ. Είναι επειδή μακρόχρονες αντιπαραθέσεις που σχετίζονται με την έννοια της κομμουνιστικοποίησης – αντιπαραθέσεις στις οποίες έχουμε συμμετάσχει – έχουν συνδεθεί λανθασμένα με τις θεωρίες που παρουσιάζονται σε κείμενα όπως “Η Εξέγερση που Έρχεται” και το “Κάλεσμα”, και ως εκ τούτου κινδυνεύουν να χαθούν στην έρπουσα ομίχλη που αυτά τα κείμενα έχουν συγκεντρώσει4. Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο αυτά τα κείμενα αλλά η αποδοχή από τον αγγλόφωνο κόσμο της “κομμουνιστικοποίησης” γενικά. Έχει καταστεί λοιπόν αναγκαίο να κάνουμε μια διάκριση: η “θεωρία της κομμουνιστικοποίησης” που συζητιέται στην Αγγλοσφαίρα είναι εν πολλοίς μια φανταστική οντότητα, ένα τεχνητό κατασκεύασμα της αγγλόφωνης υποδοχής διαφόρων άσχετων έργων. Η περιορισμένη διαθεσιμότητα σχετικών έργων στα αγγλικά και ο σχεδόν ταυτόχρονος τρόπος με τον οποίο κάποια από αυτά τα έργα έγιναν ευρύτερα γνωστά, σίγουρα συνέβαλαν στη σύγχυση· μια συγκεκριμένη προδιάθεση σε σχέση με τη Γαλλία, την θεωρία και την πολιτική της, πιθανόν βοήθησαν. Η Αγγλοσφαίρα έχει μια ιδιόρρυθμη τάση να παίρνει κάθε “λάλημα” κάποιου γαλλικού κόκκορα ως ένα σύνθημα για να πιάσει δουλειά στον “κήπο” του και με τις δικές του θεωρητικές μυθοπλασίες· προσθέστε σ’ αυτά ένα μείζον πολιτικό σκάνδαλο και μοιάζει να είναι σχεδόν πρακτικά αδύνατο να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της.

Η πρόθεσή μας, όμως, δεν είναι απλά να ασκήσουμε πολεμική από την σκοπιά κάποιας εναλλακτικής θεωρίας. Στον βαθμό που είναι δυνατόν να συλλάβουμε τις καθορισμένες περιστάσεις που παράγουν κείμενα σαν αυτά, αυτές δεν μας παρουσιάζουν απλά λαθεμένες θεωρίες. Μάλλον, παρουσιάζουν τα μερικά, αποσπασματικά θραύσματα μιας ιστορικής στιγμής που συλλαμβάνεται στην σκέψη. Προσπαθώντας να κρατηθούμε σταθερά στη γενική κίνηση της καπιταλιστικής ταξικής τάξης, η κομμουνιστική θεωρία ίσως ρίχνει φως στον χαρακτήρα τέτοιων στιγμών, και συνεπώς στις θεωρητικές κατασκευές που αυτές παράγουν. Και κάνοντάς το αυτό, ίσως εκθέτουν, επίσης, τα όρια, τις παραλείψεις και τις εσωτερικές τους αντιφάσεις. Στον βαθμό που τέτοιες κατασκευές είναι συμπτωματικές του γενικότερου χαρακτήρα της ιστορικής στιγμής, η διερώτησή τους ίσως αποσπάσει κάτι σχετικά με τον χαρακτήρα της ταξικής σχέσης συνολικά.

Αν η κομμουνιστικοποίηση σηματοδοτεί μια συγκεκριμένη αμεσότητα στο πώς συμβαίνει η επανάσταση, για μας αυτό δεν παίρνει τη μορφή μιας πρακτικής συνταγής· η “κομμουνιστικοποίηση” δεν συνεπάγεται κάποιο ένταλμα για την έναρξη της επανάστασης ευθύς αμέσως, ή σε μια ατομική βάση. Αυτό που κυρίως διακυβεύεται είναι, μάλλον, το ερώτημα τι είναι η επανάσταση· η “κομμουνιστικοποίηση” είναι το όνομα μιας απάντησης σ’ αυτό το ερώτημα. Το περιεχόμενο μιας τέτοιας απάντησης εξαρτάται απαραίτητα από αυτό που πρόκειται να ξεπεραστεί: με άλλα λόγια, η αυτοαναπαραγωγή της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης και το σύμπλεγμα των κοινωνικών μορφών που εμπλέκονται στην αναπαραγωγή αυτή – η αξιακή μορφή, το κεφάλαιο, η έμφυλη διάκριση, η μορφή-κράτος, η μορφή-νόμος κ.λπ. Συγκεκριμένα, μια τέτοια υπέρβαση πρέπει απαραίτητα να είναι η άμεση αυτοκατάργηση της εργατικής τάξης, καθώς οτιδήποτε λιγότερο από αυτό αφήνει το κεφάλαιο μαζί με τον πρόθυμο συνεταίρο του έτοιμους να συνεχίσουν τον χορό της συσσώρευσης. Η κομμουνιστικοποίηση σηματοδοτεί τη διαδικασία αυτής της άμεσης αυτοκατάργησης και είναι στην ευθύτητα αυτής της αυτοκατάργησης που μπορεί να ειπωθεί ότι η κομμουνιστικοποίηση σηματοδοτεί μια συγκεκριμένη “αμεσότητα”.

Η κομμουνιστικοποίηση τυπικά αντιτίθεται σε μια παραδοσιακή έννοια μιας μεταβατικής περιόδου που πάντα επρόκειτο να λάβει χώρα μετά την επανάσταση, όταν το προλεταριάτο θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τον κομμουνισμό, έχοντας ήδη πάρει τον έλεγχο της παραγωγής και/ή του κράτους. Ξεκινώντας από τη βάση της συνεχιζόμενης ύπαρξης της εργατικής τάξης, η μεταβατική περίοδος θέτει την πραγματική επανάσταση σε έναν απομακρυνόμενο ορίζοντα, διαιωνίζοντας εν τω μεταξύ αυτό που υποτίθεται ότι πρέπει να υπερβεί. Για μας αυτό δεν είναι ένα στρατηγικό ερώτημα, καθώς αυτά τα ζητήματα έχουν διευθετηθεί από ιστορικές εξελίξεις – το τέλος του προγραμματιστικού εργατικού κινήματος, την εξαφάνιση της θετικής ταυτότητας της εργατικής τάξης, την απουσία οποιουδήποτε είδους εργατικής εξουσίας στον ορίζοντα: δεν είναι πλέον δυνατόν να φανταστούμε μια μετάβαση στον κομμουνισμό στη βάση μιας προηγούμενης νίκης της εργατικής τάξης ως εργατική τάξη. Το να επιμένουμε σε συμβουλιακές ή Λενινιστικές συλλήψεις της επανάστασης είναι τώρα ουτοπικό, σαν να μετράμε την πραγματικότητα έναντι νοητικών κατασκευών που δεν φέρουν καμμιά ιστορική πραγματική βάση [actuality]. Η ταξική πάλη έχει επιζήσει του προγραμματισμού και διαφορετικά σχήματα ενοικούν τώρα τον ορίζοντά της. Με την αυξανόμενη περίσσεια της εργατικής τάξης στην παραγωγή – την δυνητική της αναγωγή σε έναν απλά πλεονάζοντα πληθυσμό – και τον προκύπτοντα λεπτό/ασθενικό χαρακτήρα της μορφής-μισθός ως το ουσιαστικό σημείο συνάντησης των δυο κυκλωμάτων αναπαραραγωγής, δεν μπορεί παρά να είναι μόνο παραισθησιακό να συλλαμβάνει κανείς την επανάσταση με όρους εργατικής εξουσίας. Παρ’ όλα αυτά, είναι ακόμα η εργατική τάξη που θα πρέπει να καταργήσει τον εαυτό της5.

Για μας, η κομμουνιστικοποίηση δεν σηματοδοτεί μια γενική θετική διαδικασία “μοιράσματος” ή “του καθιστώ κοινό”. Σηματοδοτεί την συγκεκριμένη επαναστατική καταστροφή των σχέσεων ιδιοκτησίας που συγκροτούν την καπιταλιστική ταξική σχέση. Το μοίρασμα καθαυτό – αν έχει οποιοδήποτε νόημα – πολύ δύσκολα μπορεί να κατανοηθεί ότι εμπλέκει αυτή την αναίρεση των καπιταλιστικών σχέσεων, γιατί διάφορα είδη “μοιράσματος” ή “κοινών” μπορούν εύκολα να δειχθούν ότι παίζουν σημαντικό ρόλο εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας χωρίς κατά κανέναν τρόπο να παρεμποδίζουν την καπιταλιστική συσσώρευση. Πραγματικά, είναι συχνά ουσιώδεις – ή ακόμα και συστατικές – αυτής της συσσώρευσης: καταναλωτικά αγαθά που μοιράζονται εντός των οικογενειών, ρίσκο που μοιράζερται μέσω της ασφάλισης, πόροι που μοιράζονται μεταξύ εταιρειών, επιστημονική γνώση που μοιράζεται μέσω ακαδημαϊκών δημοσιεύσεων, πρότυπα και πρωτόκολλα που μοιράζονται μεταξύ ανταγωνιστικών κεφαλαίων επειδή αναγνωρίζονται ότι εμπίπτουν στο κοινό συμφέρον τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, χωρίς αντίφαση, αυτό που παραμένει κοινό είναι το αντίστοιχο/ομόλογο σε μια ιδιοποίηση. Ως τέτοια, μια δυναμική κομμουνιστικοποίησης θα περιελάμβανε την καταστροφή τέτοιων μορφών “μοιράσματος”, όπως ακριβώς θα περιελάμβανε την καταστροφή ατομικής ιδιοποίησης. Και παρ’ όλο που κάποιοι μπορεί να αποδίδουν αξία σε μια μοιρασιά που διευκολύνει ένα συγκεκριμένο επίπεδο μέσων διαβίωσης πέρα από αυτό που καθιστά δυνατό ο μισθός, σ’ έναν κόσμο που κυριαρχείται από την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης μπορεί να συμβαίνει μόνο στο περιθώριο αυτής της αναπαραγωγής, ως εναλλακτικά ή συμπληρωματικά μέσα επιβίωσης και, ως τέτοια, δεν είναι επαναστατικά τα ίδια.

Η κομμουνιστικοποίηση είναι μια κίνηση στο επίπεδο της ολότητας, μέσω της οποίας αυτή η ολότητα καταργείται. Η λογική της κίνησης που καταργεί αυτή την ολότητα διαφέρει αναγκαστικά από αυτήν που εφαρμόζεται στο επίπεδο του συγκεκριμένου ατόμου ή ομάδας: δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι κανένα άτομο ή ομάδα δεν μπορεί να ξεπεράσει την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης μέσω των δικών τους δράσεων. Ο καθορισμός μιας ατομικής δράσης ως “κομμουνιστικοποιητικής” ρέει μόνο από την συνολική κίνηση της οποίας είναι μέρος, όχι από την ίδια τη δράση, και θα ήταν συνεπώς λάθος να σκεφτόμαστε την επανάσταση με όρους αθροίσματος ήδη κομμουνιστικοποιητικών δράσεων, λες και ό,τι χρειαζόταν ήταν μια συγκεκριμένη συσσώρευση τέτοιων δράσεων σε ένα κρίσιμο σημείο. Η σύλληψη της επανάστασης ως μιας τέτοιας συσσώρευσης προϋποθέτει μια ποσοτική επέκταση που υποτίθεται ότι προκαλεί έναν ποιοτικό μετασχηματισμό. Σε σχέση με αυτό, δεν διαφέρει από την προβληματική της διαρκούς ανάπτυξης των αγώνων σε επανάσταση που ήταν κάποτε από τα διάχυτα χαρακτητιστικά της προγραμματικής εποχής6. Σε αντίθεση με αυτές τις γραμμικές συλλήψεις της επανάστασης, η κομμουνιστικοποίηση είναι το προϊόν μιας ποιοτικής μετατόπισης εντός της δυναμικής της ίδιας της ταξικής πάλης. Η κομμουνιστικοποίηση προκύπτει μόνο στο όριο ενός αγώνα, στο ρήγμα που ανοίγεται καθώς αυτός ο αγώνας συναντά το όριό του και ωθείται πέρα από αυτό. Έτσι η κομμουνιστικοποίηση έχει ελάχιστες θετικές συμβουλές να μας δώσει σχετικά με συγκεκριμένες, άμεσες πρακτικές στο εδώ και τώρα, και σίγουρα δεν μπορεί να συνταγογραφήσει συγκεκριμένες δεξιότητες, όπως η παραβίαση μιας κελιδαριάς ή η χειροπρακτική7, όπως τόσοι άλλοι δρόμοι, τους οποίους παίρνουν τόσα εξεγερμένα υποκείμενα για τον ουρανό.8 Η συμβουλή που μπορεί να μας δώσει είναι πρωτίστως αρνητική: οι κοινωνικές μορφές που εμπλέκονται στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν θα είναι εργαλεία της επανάστασης αφού είναι μέρος αυτού που πρόκειται να καταργηθεί.

Η κομμουνιστικοποίηση δεν είναι λοιπόν μια μορφή προεικόνισης της επαναστατικής πρακτικής, του τύπου εκείνου που ποικίλοι αναρχισμοί επιδιώκουν να είναι, μιας και δεν έχει καμμιά θετική ύπαρξη πριν από μια επαναστατική κατάσταση. Ενώ είναι δυνατόν να δει κανείς το ζήτημα της κομμουνιστικοποίησης σαν να τίθεται, με μια έννοια, από την δυναμική της παρούσας καπιταλιστικής ταξικής σχέσης, η κομμουνιστικοποίηση δεν εμφανίζεται ακόμα άμεσα ως μια μορφή πρακτικής ή ως ένα σύνολο ατόμων με τις σωστές ιδέες σχετικά με μια τέτοια πρακτική. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε απλά να περιμένουμε την κομμουνιστικοποίηση ως ένα είδος μεσσιανικής άφιξης – στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι καν μια επιλογή, γιατί η εμπλοκή στην δυναμική της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν είναι κάτι από το οποίο μπορούμε να επιλέξουμε να βγούμε ή, αναλόγως, να μπούμε. Η εμπλοκή στην ταξική πάλη δεν είναι ζήτημα μιας πολιτικής πρακτικής που μπορεί να επιλεχθεί αυθαίρετα, από μια θεωρησιακή σκοπιά. Οι αγώνες απαιτούν τη συμμετοχή μας, ακόμα και αν δεν παρουσιάζουν ακόμα τον εαυτό τους σαν την επανάσταση. Η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης μας προειδοποιεί για τα όρια που είναι εγγενή σε τέτοιους αγώνες και αποδίδει πράγματι προσοχή στις δυνατότητες μιας πραγματικής επαναστατικής ρήξης που διανοίγεται εξαιτίας, η μάλλον παρά, τα όρια αυτά. Για μας λοιπόν, η κομμουνιστικοποίηση είναι μια απάντηση στο ερώτημα τί είναι η επανάσταση. Αυτό είναι ένα ερώτημα που παίρνει μια συγκεκριμένη ιστορική μορφή ενόψει της αυταπόδεικτης χρεοκοπίας των παλιών προγραμματιστικών εννοιών, αριστερίστικων, αναρχικών και υπεραριστερών εξίσου: πώς μπορεί να συμβεί η υπέρβαση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης, δεδομένου ότι είναι αδύνατο για το προλεταριάτο να επιβεβαιωθεί ως τάξη παρ’ όλα αυτά είμαστε ακόμα αντιμέτωποι με το πρόβλημα αυτής της σχέσης; Κείμενα, όμως, όπως το “Κάλεσμα” ή “Η Εξέγερση που Έρχεται”, δεν θέτουν καν κανονικά το ερώτημα τι είναι η επανάσταση, γιατί στα κείμενα αυτά το πρόβλημα έχει ήδη εξαερωθεί σε ένα εννοιολογικό μίασμα. Στα κείμενα αυτά, η επανάσταση θα γίνει όχι από οποιαδήποτε υπάρχουσα τάξη ή στη βάση οποιασδήποτε πραγματικής, υλικής ιστορικής κατάστασης· θα γίνει από “φιλίες”, από “τον σχηματισμό της ευαισθησίας/λογικής σε μια δύναμη”, “την ανάπτυξη ενός αρχιπελάγους κόσμων”, “μια άλλη πλευρά της πραγματικότητας”, “το κόμμα των εξεγερμένων” – αλλά πάνω απ’ όλα, από αυτή την πάντα παρούσα και πάντα άμορφη θετικότητα: εμάς. Ο αναγνώστης παρακαλείται να πάρει πλευρά με αυτό το “εμείς” – το “εμείς μιας θέσης” – να ενωθεί με αυτό στον επικείμενο χαμό του “καπιταλισμού, του πολιτισμού, της αυτοκρατορίας, πείτε το όπως θέλετε”. Αντί μιας συγκεκριμένης, αντιφατικής σχέσης, υπάρχουν “αυτοί που μπορούν να ακούσουν” το κάλεσμα και κείνοι που δεν μπορούν· εκείνοι που διαιωνίζουν “την έρημο” κι εκείνοι με μια “προδιάθεση σε μορφές επικοινωνίας τόσο έντονες ώστε, όταν αυτές τίθενται στην πρακτική, αρπάζουν από τον εχθρό την περισσότερη από τη δύναμή του”. Άσχετα από τις δηλώσεις τους περί του αντιθέτου9, ισοδυναμούν αυτές οι διακηρύξεις σε κάτι άλλο από αυτεπιβεβαίωση ενός ταυτιστικά οριζόμενου ριζικού περιβάλλοντος;

Σε αυτή την πιο εξεγερτική ενσάρκωση, η κομμουνιστικοποίηση προκύπτει ως μια απάντηση σε ένα πραγματικό ιστορικό ερώτημα. Αλλά το ερώτημα σ’ αυτή την περίπτωση είναι το “τι να κάνουμε” τιθέμενο από το κλείσιμο του κύματος αγώνων που είχε στο κέντρο του το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα10. Οι συγγραφείς σωστά αναγνωρίζουν την αδυνατότητα της ανάπτυξης οποιασδήποτε πραγματικής αυτονομίας σε “αυτό που κρατιέται κοινό” εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας, παρ’ όλα αυτά η εξάντληση του “πάμε από σύνοδο κορυφής σε σύνοδο κορυφής”, “μπλακ-μπλοκ” ακτιβιστικού περιβάλλοντος καθιστά επιτακτικό γι’ αυτούς είτε να βρουν καινούριες πρακτικές με τις οποίες να εμπλακούν ή να στήσουν μια κομψή υποχώρηση. Έτσι το “ΤΑΖ11, η εναλλακτική, η κομμούνα κ.λπ., θα πρέπει να τα ξανασκεφτούμε, αλλά με μια κριτική του εναλλακτικισμού στο μυαλό: ναι θα πρέπει να αποχωρήσουμε, αλλά αυτή η αποχώρηση θα πρέπει να περιλαμβάνει επίσης “πόλεμο”12. Καθώς τέτοια απελευθερωμένα, υποτίθεται, μέρη δεν μπορούν να σταθεροποιηθούν ως εκτός του “καπιταλισμού, του πολιτισμού, της αυτοκρατορίας, ή όπως θέλει να το πει κανείς”, δεν μπορούν να επανασυλληφθούν ως μέρος της επέκτασης και της γενίκευσης ενός ευρέως εξεγερσιακού αγώνα. Εφόσον ο αγώνας είναι επιτυχής, αυτές οι εναλλακτικές δεν θα αποδειχθούν τελικά αδύνατες· η γενίκευσή τους θα είναι η συνθήκη της δυνατότητάς τους. Είναι αυτή η δυναμική της γενίκευσης που ταυτοποιείται ως μια από τις “κομμουνιστικοποιήσεις” – η κομμουνιστικοποίηση ως, λίγο πολύ, ο σχηματισμός κομμούνων σε μια διαδικασία που δεν σταματά μέχρι να έχει λυθεί το πρόβλημα της εναλλακτικής, αφού δεν πρέπει πλέον να είναι μια εναλλακτική. Αλλά όλα αυτά είναι χωρίς μια καθαρή έννοια του τι πρέπει να καταστραφεί μέσε μιας τέτοιας δυναμικής. Η συνθετότητα των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων, και η πραγματική δυναμική της ταξικής σχέσης, “ξεπετάγονται” με μια επιδεικτική ανθηροστομία προς όφελος μιας αρμαθιάς ανούσιων αφαιρέσεων. Χαρούμενοι που το “εμείς” της επανάστασης δεν χρειάζεται κανέναν πραγματικό ορισμό, το μόνο που πρέπει να ξεπεράσουμε διεκδικείται άδικα από το “αυτοί” – μια οντότητα που μπορεί να παραμείνει εξίσου αφηρημένη: μια κακώς ορισμένη γενική “θεότητα”13 (καπιταλισμός, πολιτισμός, αυτοκρατορία κ.λπ.), που θα πρέπει να καταστραφεί από τους – στα χειρότερα σημεία του “Καλέσματος” – Αυθεντικούς που έχουν σφυρηλατήσει “έντονες” φιλίες και οι οποίοι πραγματικά εξακολουθούν να νιώθουν παρά την κακότητα του κόσμου.

Αλλά το πρόβλημα δεν μπορεί να εναπόκειται μόνο στο “αυτοί” που έτσι εξαιρεί θεμελιωδώς το “εμείς μιας θέσης” από τη δυναμική της επανάστασης. Αντίθετα, σε οποιαδήποτα πραγματική υπέρβαση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης είμαστε εμείς που πρέπει να ξεπεραστούμε· “εμείς” δεν έχουμε “θέση” εκτός της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης. Αυτό που είμαστε συγκροτείται, στο βαθύτερο επίπεδο, από αυτή τη σχέση, και είναι μια ρήξη με την αναπαραγωγή αυτού που είμαστε που αναγκαστικά θα διαμορφώσει τον ορίζοντα των αγώνων μας. Δεν είναι πλέον εφικτό για την εργατική τάξη να ταυοποιήσει τον εαυτό της θετικά, να αγκαλιάσει τον ταξικό της χαρακτήρα ως την ουσία αυτού που είναι· παρ’ όλα αυτά είναι ακόμα σταμπαρισμένη με την απλή πραγματικότητα του γεγονότος [facticity] του ταξικού ανήκειν μέρα με τη μέρα καθώς αντιμετωπίζει, στο κεφάλαιο, την συνθήκη της ύπαρξής της. Σ’ αυτή την περίοδο, το “εμείς” της επανάστασης δεν επιβεβαιώνει τον εαυτό του, δεν ταυτοποιεί τον εαυτό του θετικά, επειδή δεν μπορεί· δεν μπορεί να επιβεβαιώσει τον εαυτό του ενάντια στο “αυτοί” του κεφαλαίου χωρίς να έρθει αντιμέτωπο με το πρόβλημα της ίδιας της ύπαρξής του – μια ύπαρξη που θα είναι η φύση της επανάστασης που πρέπει να υπερβληθεί. Δεν υπάρχει τίποτα να επιβεβαιωθεί στην καπιταλιστική ταξική σχέση· καμμιά αυτονομία, καμμιά εναλλακτική, κανένα “έξω”, καμμιά απόσχιση.

Μια υπόδηλη προϋπόθεση σε κείμενα όπως το “Κάλεσμα” και “Η Εξέγερση που Έρχεται” είναι ότι αν το ταξικό μας ανήκειν ήταν μια δεσμευτική συνθήκη, τώρα πια δεν είναι. Μέσω μιας άμεσης πράξης ισχυρισμού μπορούμε να αρνηθούμε ένα τέτοιο ανήκειν εδώ και τώρα, να θέσουμε τους εαυτούς μας εκτός του προβλήματος. Είναι πιθανόν αξιοσημείωτο ότι δεν είναι μόνο το περιβάλλον που συνδέεται με το Tiqqun και την “Εξέγερση που Έρχεται” που έχουν αναπτύξει μια θεωρία που λειτουργεί με βάση αυτή την υπόθεση στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Σε κείμενα όπως “Κομμουνισμός της Επίθεσης” και “Κομμουνισμός της Απόσυρσης” ο Μαρσέλ και η ομάδα Batko με την οποία σχετίζεται τώρα, προσφέρουν μια πολύ πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή. Αντί των αυταξίας μιας εξεγερσιακής σκηνής, στην περίπτωση αυτή η θεωρία αναδύεται ως ένας επανασυλληφθείς/ξανασχεδιασμένος αυτονομισμός διαμορφωμένος από έναν μπουφέ [smorgasbord] εσωτεριστικής θεωρίας – μαρξικής και άλλων – αλλά τελικά οι τυπικές προϋποθέσεις είναι οι ίδιες.14 Λαμβάνοντας την εμμένεια της αυτοαναπαραγωγής της ταξικής σχέσης ως ένα κλειστό σύστημα χωρίς οποιοδήποτε νοητό τέρμα, ο Μαρσέλ θέτει την αναγκαιότητα μιας καθαρά εξωτερικής, υπερβατικής στιγμής – της “απόσυρσης” – στη βάση της οποίας οι κομμουνιστές μπορούν να εξαπολύσουν μια “επίθεση”. Αλλά, μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, τι άλλο μπορεί να σημαίνει μια τέτοια “απόσυρση” εκτός από τον βολονταριστικό σχηματισμό ενός είδους “ριζοσπαστικού” περιβάλλοντος που είναι ευχαριστημένο να υπομένει όσο απέχει από το να εκφράζει, σε μια προσπάθεια να εξορθολογίσει την συνεχιζόμενη αναπαραγωγή του εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας, το είδος της μαχητικότητας που βρίσκουμε στην “Εξέγερση που Έρχεται”;

Το να επιμείνουμε, ενάντια σ’ αυτό, στην πλήρη εμμένεια της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης – στην πλήρη σύμπλεξή μας με το κεφάλαιο – δεν σημαίνει να παραιτηθούμε σε μια μονολιθική, κλειστή ολότητα, που δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να αναπαράγει τον εαυτό της. Φυσικά, εμφανίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο αν κανείς εκκινεί από την υπόθεση του βολονταριστικά νοούμενου υποκειμένου: για ένα τέτοιο υποκείμενο, η ολότητα των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων θα μπορούσε μόνο να εμπλέκει το μηχανικό ξεδίπλωμα μιας καθαρά εξωτερικής διαδικασίας. Αλλά αυτό το υποκείμενο είναι μια ιστορικά συγκεκριμένη κοινωνική μορφή, διαιωνιζόμενη η ίδια μέσω της λογικής της αναπαραγωγής της ταξικής σχέσης, ως το συμπλήρωμά της. Όντας ευαισθητοποιημένη στο πρόβλημα αυτού του υποκειμένου, η “Εξέγερη που Έρχεται” ξεκινά με μια αποκήρυξη του Φιχτικού Εγώ=Εγώ το οποίο βρίσκει να εκφράζεται παραδειγματικά στο σλόγκαν της ReebokΕίμαι αυτό που είμαι”. Ο “εαυτός” εδώ είναι μια επιβολή του “αυτοί”· ένα είδος νευρωτικής, διαχειριζόμενης μορφής που “θέλουν να σφραγίσουν επάνω μας”15. Το “εμείς” είναι να απορρίψουμε αυτή την επιβολή και να βάλουμε στη θέση της μια σύλληψη “πλασμάτων μεταξύ πλασμάτων, ιδιομορφιών μεταξύ ομοίων, ζωντανής σάρκας που υφαίνει τη σάρκα του κόσμου”16. Αλλά το “εμείς” που απορρίπτει αυτή την επιβολή εξακολουθεί να είναι ένα βολονταριστικό υποκείμενο· η απόρριψη του “εαυτού” από αυτό παραμένει μόνο μια απόρριψη και η αντικατάστασή του από όρους που ακούγονται πιο ενδιαφέροντες δεν μας βγάζει από το πρόβλημα. Λαμβάνοντας την επιβολή του “εαυτού” επάνω του να είναι κάτι μονόδρομο και εντελώς εξωτερικό, το “εμείς” θέτει έναν άλλο πιο αληθινό εαυτό πέραν του πρώτου, έναν εαυτό που είναι πραγματικά ο εαυτός του. Αυτή η αυθεντική εαυτότητα – “ιδιομορφία”, “πλάσμα”, “ζωντανή σάρκα” – δεν χρειάζεται απαραίτητα να συλληφθεί ατομικιστικά, παρ’ όλα αυτά παραμένει ένα βολονταριστικό υποκείμενο που συλλαμβάνει τον εαυτό του ως ιστάμενο αφεαυτού [self-standing] και την αντικειμενικότητα που το καταπιέζει ως κάτι απλά εκεί έξω. Η παλιά αφαίρεση του εγωιστικού υποκειμένου περνά μια παράξενη μετάλλαξη στην παρούσα φάση με τη μορφή του εξεγερτικού – ενός αληθινά Στιρνερικού17 υποκειμένου – για το οποίο δεν είναι μόνο το ταξικό ανήκειν από το οποίο μπορούμε να απαλλαχθούμε με έναν βολονταριστικό ισχυρισμό, αλλά η ίδια η επιβολή του “εαυτού”. Αλλά ενώ το ταξικό ανήκειν μας είναι μη-επιβεβαιώσιμο – μια απλή συνθήκη της ύπαρξής μας στη σχέση μας με το κεφάλαιο – και ενώ ο αφηρημένος “εαυτός” ίσως είναι μέρος μιας ολότητας την οποία πρέπει να ξεπεράσουμε – αυτό δεν σημαίνει ότι οποιοδήποτε από αυτά τα δύο είναι αποκηρύξιμο. Είναι μόνο στην επαναστατική καταστροφή αυτής της ολότητας που αυτές οι μορφές μπορούν να ξεπεραστούν.

Η απόδοση προτεραιότητας σε μια συγκεκριμένη έννοια είναι ένα μείζον αποτέλεσμα και καθοριστικό παράγοντα αυτής της θέσης. Η θεωρία καλείται για να νομιμοποιήσει μια πρακτική η οποία δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί, και από αυτό προκύπτει ένας δυισμός: το βολονταριστικό “εμείς” και την απαθή αντικειμενικότητα που είναι το αναγκαίο ομόλογό της. Παρά τους ισχυρισμούς τους ότι έχουν ξεπεράσει την “κλασσική πολιτική”, αυτά τα κείμενα συλλαμβάνουν την επανάσταση, τελικά, με όρους δύο αντιθετικών γραμμών: το εμείς που “οργανώνεται” και όλες τις άλλες δυνάμεις που στοιχίζονται εναντίον του. Η τακτική σκέψη γίνεται τότε ο οδηγός και κανόνας γι’ αυτό το “εμείς”, διαμεσολαβώντας τις σχέσεις με ένα αντικείμενο που παραμένει εξωτερικό. Αντί ενός θεωρητικού ξεκαθαρίσματος με την συγκεκριμένη ολότητα που πρέπει να υπερβούμε με όλους τους καθορισμούς της, ή μια ανακατασκευή του πραγματικού ορίζοντα της ταξικής σχέσης, παίρνουμε έναν διαχωρισμό της ολότητας σε δυο βασικές αφαιρέσεις, και ένα απλό σύνολο προτροπών και πρακτικές συνταγές των οποίων η πραγματική θεωρητική λειτουργία είναι να επανασυσχετίσουν αυτές τις αφαιρέσεις. Φυσικά, ούτε το “Κάλεσμα” ούτε “Η Εξέγερση που Έρχεται” παρουσιάζουν τον εαυτό τους σαν να προσφέρουν “μια θεωρία”. Το “Κάλεσμα”, συγκεκριμένα, κάνει μια προσπάθεια να παρακάμψει θεωρητικά ερωτήματα απευθυνόμενο, ευθύς εξαρχής, στο “προφανές”, που “δεν είναι πρωταρχικά ζήτημα λογικής ή σκέψης”, αλλά είναι μάλλον αυτό που “προσδένεται στο εύλογο, στους κόσμους”, αυτό που “κρατιέται κοινό” ή “απομακρύνει”. Το φαινομενικό σημείο αυτών είναι να “στήσουν” μια απλή “κραυγή της καρδιάς” [cri de coeur] – μια άμεση, προ-θεωρητική απογραφή των λόγων που έχουμε να επαναστατήσουμε ενάντια σ’ αυτόν τον κακό, κακότατο κόσμο – στη βάση του ποιοι θα ενωθούν με τους συγγραφείς για την εξέγερση. Αλλά αυτή η διακήρυξη αμεσότητας μεταμφιέζει τη θεωρία που έχει κάνει ήδη τη διαμεσολάβηση, που έχει προκατασκευάσει το “προφανές”· μια θεωρία της οποίας οι θεμελιακές δεσμεύσεις είναι στο “εμείς”, που θα πρέπει να κάνει κάτι, και στο πατρικό του “αυτοί” – δεσμεύσεις που ματαιώνουν εκ των προτέρων οποιαδήποτε σύλληψη της πραγματικής κατάστασης. Η θεωρία που υποκαθιστά [για] τον εαυτό της [με] την απλή περιγραφή του τι πρέπει να κάνουμε, αποτυγχάνει στο ίδιο το καθήκον της, καθώς αποκηρύσσοντας την πραγματική της άποψη ως θεωρία εγκαταλείπει την προοπτική μιας πραγματικής κατανόσης όχι μόνο αυτού που πρέπει να ξεπεραστεί αλλά, επίσης, και του τι πρέπει κάτι τέτοιο να περιλαμβάνει.

Η κομμουνιστική θεωρία ξεκινά όχι από την ψευδή θέση ενός βολονταριστικού υποκειμένου, αλλά από την τιθέμενη υπέρβαση της ολότητας των μορφών που εμπλέκονται στην αναπαραγωγή αυτού του υποκειμένου. Απλά τιθέμενη, αυτή η υπέρβαση είναι αναγκαστικά αφηρημένη, αλλά είναι μόνο μέσω αυτής της βασικής αφαίρεσης που η θεωρία λαμβάνει ως περιεχόμενό της τις καθορισμένες μορφές που θα πρέπει να υπερβληθούν· μορφές που προβάλλουν στην καθοριστότητά τους ακριβώς επειδή έχει τεθεί η διάλυσή τους. Αυτό το τίθεσθαι δεν είναι απλά ζήτημα μεθοδολογίας ή ένα είδος αναγκαίου λογικού αξιώματος, γιατί η υπέρβαση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν είναι μια απλή θεωρητική κατασκευή. Μάλλον, προτρέχει της σκέψης, καθώς τίθεται αδιάκοπα από την ίδια αυτή τη σχέση· είναι ο ίδιος ο ορίζοντάς της ως ένας ανταγωνισμός, η πραγματική αρνητική παρουσία που φέρει. Η κομμουνιστική θεωρία παράγεται – και αναγκαστικά σκέφτεται εντός – αυτής της ανταγωνιστικής σχέσης· είναι σκέψη της ταξικής σχέσης και συλλαμβάνει τον εαυτό της ως τέτοια. Αποπειράται να ανακατασκευάσει εννοιολογικά την ολότητα που είναι το έδαφός της υπό το φως της ήδη τεθειμένης υπέρβασης αυτής της ολότητας, και να διαγράψει/σκιαγραφήσει την υπέρβαση όπως αυτή παρουσιάζει τον εαυτό της εδώ. Μιας και είναι μια σχέση που δεν έχει μια ιδανική “ομοιοστατική” κατάσταση, αλλά μια που είναι πάντα “υπολείπεται” του εαυτού της, με το κεφάλαιο να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της εργασίας σε κάθε “γύρο” – ακόμα και στις νίκες του – η επαρκής σκέψη γι’ αυτή τη σχέση δεν είναι αυτή κάποιας κατάστασης ισορροπίας, ή μιας ομαλά αυτο-τιθέμενης ολότητας· είναι αυτή μιας θεμελιωδώς αδύνατης σχέσης, κάτι που υπάρχει μόνο στον βαθμό που σταματά να υπάρχει· μια ενδογενώς ασταθής, ανταγωνιστική σχέση. Η κομμουνιστική σχέση δεν έχει λοιπόν ανάγκη ενός εξωτερικού, Αρχιμήδειου σημείου από το οποίο να αντλήσει το μέτρο του αντικειμένου της, και η κομμουνιστικοποίηση δεν έχει ανάγκη ένα υπερβατικό σημείο θεώρησης μιας “απόσυρσης” ή “απόσχισης” από το οποίο να εξαπολύσει την “επίθεσή της.

Η κομμουνιστική θεωρία δεν παρουσιάζει μια εναλλακτική απάντηση στο ερώτημα “τι να κάνουμε;”, γιατί η κατάργηση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν είναι κάτι πάνω στο οποίο μπορεί κανείς να αποφασίσει. Φυσικά, το ερώτημα αναγκαστικά τίθεται κάποιες φορές στα συγκεκριμένα υποκείμενα και ομάδες που συγκροτούν τις τάξεις σ’ αυτή τη σχέση· θα ήταν άτοπο να ισχυριστούμε ότι είναι καθαυτό με κάποιο τρόπο “λάθος” να θέτουμε ένα τέτοιο ερώτημα – η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης ως η άμεση κατάργηση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν θα μπορούσε ποτέ να ακυρώσει τέτοιες στιγμές. Άτομα και ομάδες κινούνται εντός της δυναμικής της ταξικής σχέσης και των αγώνων της, προσανατολιζόμενες εμπρόθετα/σκόπιμα στον κόσμο όπως αυτός παρουσιάζεται. Αλλά μερικές στιγμές βρίσκουν τον εαυτό τους σε μια στιγμή που η ρευστότητα αυτής της κίνησης έχει διαρραγεί, και πρέπει να στοχαστούν, να αποφασίσουν ποιος είναι ο καλλίτερος τρόπος να συνεχίσουν. Η τακτική σκέψη τότε επιβάλλεται με τις διακριτές διαιρέσεις της, το σύμπτωμα μιας στιγμιαίας διακοπής στην άμεση εμπειρία της δυναμικής. Όταν η αναδυόμενη αυτή τακτική σκέψη αποδειχτεί ότι δεν έχει “διαλυθεί” η ίδια στην υπέρβαση του προβλήματος, και η συνέχιση της εμπλοκής σε προφανείς αγώνες παρουσιάζεται προς το παρόν ως ένα ανυπέρβλητο πρόβλημα, αυτό το άτομο ή η ομάδα ωθείται στο θεωρησιακό εκείνο σημείο της άποψης ότι έχει μια καθαρά εξωτερική σχέση με το αντικείμενο, ακόμα κι ενώ παλεύει να εγκαθιδρύσει έναν πρακτικό σύνδεσμο μ’ αυτό.

Στο “Κάλεσμα” και την “Εξέγερση που Έρχεται”, αυτό το βασικό δίλημμα προσλαμβάνει μια θεωρητική μορφή. Υποχωρώντας από τα υψηλά ενός κύματος αγώνων, τίθεται το τακτικό ερώτημα· στη συνέχεια, και καθώς αυτό το κύμα μαζεύεται ακόμα περισσότερο – και μαζί του και το πλαίσιο που προέτρεψε αυτό το ερώτημα – η θεωρία υποδεικνύει μια εντελώς θεωρησιακή οπτική, έστω και αν “χειρονομεί” δραματικά για δράση. Το αντικείμενό της γίνεται εντελώς εξωτερικό και υπερβατικό ενώ το υποκείμενό της ανάγεται σε μια τετριμένη λίστα δεξιοτήτων επιβίωσης, όπως αυτές από τον Ray Mears18. Τη στιγμή που γεννιόταν η Tiqqun, καθώς οι δομές του παλιού εργατικού κινήματος κείτονταν πίσω του και το πεδίο δράσης έγινε μια ακαθόριστη “παγκοσμιοποίηση” – ο ορίζοντας ενός θριαμβεύοντος φιλελεύθερου καπιταλισμού – το ταξικό ανήκειν εμφανιζόταν ως κάτι που είχε ήδη αποβληθεί, ένα απλό δέρμα, και το κεφάλαιο, επίσης, εξίσου δύσκολο να ταυτοποιηθεί ως ο άλλος πόλος μιας εγγενώς ανταγωνιστικής σχέσης. Εδώ έγκειται το ιστορικά-προσδιορισμένο περιεχόμενο που αντιπροσωπεύουν αυτά τα κείμενα: το ακαθόριστο του αντικειμένου του ανταγωνισμού, η βολονταριστική σχέση προς την ολότητα που κατασκευάζεται από αυτόν τον ανταγωνισμό. Την αδιαφορία προς το πρόβλημα της τάξης και της υπέρβασής της. Η “έρημος”, στην οποία η Tiqqun χτίζει τα “κάστρα” της από άμμο, ήταν ο ξηρός, χωρίς χαρακτηριστικά, ορίζοντας ενός χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού του τέλους του αιώνα [fin de siècle]. Αφορμώντας από αυτή την έρημο, χωρίς την ικανότητα να την συλλάβει ως μια περαστική στιγμή στην δυναμική της ταξικής σχέσης, η Tiqqun δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει προείδει την παρούσα κρίση και τους αγώνες που έχουν έρθει μ’ αυτήν19.

Το “τι πρέπει να κάνουμε;” που τίθεται από το τέλος του κύματος αγώνων που είχαν το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης στο επίκεντρό τους είναι τώρα παρελθόν· υπάρχει πολύ μικρή ανάγκη στην παρούσα στιγμή να ψάξουμε τριγύρω για πρακτικές συμβουλές για την επανεγκαθίδρυση μιας κάποις εξεγερτικής πρακτικής ή θεωρητικές δικαιολογήσεις για ένα καταφύγιο σε “ριζοσπαστικά” περιβάλλοντα. Είναι μια σκληρή ιστορική ειρωνία ότι το γαλλικό κράτος θα έβρισκε σε αυτή την άποψη, που ορίζεται ακριβώς από την απελπισία του αντικειμένου της, τη θεμελώδη αναφορά της σε μια στιγμή που έχει παρέλθει, την απειλή της “τρομοκρατίας” και μια “υπεραριστερά” που αξίζει να την συντρίψει ακόμα περισσότερο. Κι ενώ κρατά τον εαυτό του απασχολημένο με τα προκλητικά αψήφιστα, μελαγχολικά ξεσπάσματα ενός συνηθισμένου εξεγερτισμού, ωθώντας τους δυστυχισμένους πρωταγωνιστές τους σε ένα υψηλού προφίλ “τρομοκρατικό” σκάνδαλο, προκύπτουν τεκτονικές κινήσεις εντός της παγκόσμιας ταξικής σχέσης πολύ σημαντικότερες και πολύ πιο απειλητικές για την καπιταλιστική κοινωνία.

Η παγκόσμια εργατική τάξη είναι προς το παρόν υπό μια εμφανή επίθεση καθώς οι λειτουργοί του κεφαλαίου προσπαθούν να σταθεροποιήσουν ένα παγκόσμιο σύστημα που είναι διαρκώς στο χείλος της καταστροφής, και δεν έχει καμμιά ανάγκη εξεγερσιακής εμψυχωτικής διάλεξης για να αρχίσουν να αντιδρούν. Η ιδιόλεκτος αυθεντικότητας της Tiqqun συνόδευσε το ξέσπασμα των φοιτητικών καταλήψεων στην Καλιφόρνια, αλλά φυσικά αυτές δεν ήταν αγνώνες μιας εξεγερτικής “κομμουνιστικοποίησης”, που διεξάγεται βολονταριστικά στην έρημο, ενάντια σε ένα ακαθόριστο “αυτοί”. Αυτοί οι αγώνες ήταν μια συγκεκριμένη συγκυριακή αντίδραση στην μορφή που η παρούσα κρίση είχε πάρει καθώς έπληξε την πολιτεία της Καλιφόρνια, και πιο συγκεριμένα το σύστημα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Ήταν μια κατάσταση που απαιτούσε αντίσταση, αλλά χωρίς να υπάρχει καμμιά αίσθηση ότι ρεφορμιστικά αιτήματα θα είχαν οποιοδήποτε νόημα – εξου και η ρητορική “χωρίς αιτήματα” του πρώτου κύματος αυτών των αγώνων. Την ίδια στιγμή, η κομμουνιστικοποίηση δεν παρουσιάστηκε ως μια άμεση δυνατότητα ούτε υπήρχε οποιαδήποτε άλλη φαινομενικά επαναστατική δυναμική “στα χαρτιά”. Παγιδευμένη ανάμεσα στην αναγκαιότητα της δράσης, την αδυνατότητα του ρεφορμισμού και την απουσία οποιουδήποτε επαναστατικού ορίζοντα, αυτοί οι αγώνες πήραν τη μορφή μιας μεταβατικής γενίκευσης των καταλήψεων και δράσεων για τις οποίες δεν μπορούσε να υπάρχει μια καθαρή ιδέα του τι θα σήμαινει να “νικήσουμε”. Ήταν η χωρίς αιτήματα, προσωρινή κατάληψη χώρων, σ’ αυτούς τους αγώνες, που έφτασε να ταυτοποιηθεί με την “κομμουνιστικοποίηση”. Όμως, δεδομένης της απουσίας οποιασδήποτε δυνατότητας μιας πραγματικής κομμουνιστικοποίησης εδώ, η γλώσσα της “περασμένης χρονιάς” – “TAΖ”, “αυτονομία” κ.λπ. – θα ήταν καταλληλότερη για να χαρακτηρίσει τέτοιες δράσεις. Ενώ αυτή η γλώσσα ήταν, πριν από δέκα χρόνια, αυτή της “ριζοσπαστικής” πτέρυγας των κινημάτων, στην Καλιφόρνια αυτή η άνθηση αυτόνομων χώρων ήταν η μορφή του ίδιου του κινήματος. Κατά διεστραμμένο τρόπο, ήταν ο ίδιος ο αναχρονισμός της προβληματικής της Tiqqun που της επέτρεψε να συντονιστεί με ένα κίνημα που πήρε αυτή τη μορφή. Αν η “κομμουνιστικοποίηση” της Tiqqun είναι μια εξεγερσιακή επανεφεύρεση του “TAZ”, της “αυτονομίας” κ.λπ., διαμορφωμένη στο όριο της ιστορικής στιγμής που παρήγαγε αυτές τις ιδέες, στην Καλιφόρνια συνάντησε ένα κίνημα που επιτέλους ήταν επαρκές γι’ αυτές τις ιδέες, αλλά που ήταν τέτοιο μόνο ως μια μπλοκαρισμένη – και όμως την ίδια στιγμή απαραίτητη – αντίδραση στην κρίση.

Είναι ως ένα αποτέλεσμα αυτού του μπλοκαρισμένου κινήματος που η “κομμουνιστικοποίηση” έχει φτάσει να διακρίνεται μετά βίας από αυτό που οι άνθρωποι συνήθιζαν να αποκαλούν “αυτονομία”· ένας μόνο από τους πιο πρόσφατους όρους (μαζί με τους “ανθρώπινη απεργία”, “φανταστικό κόμμα” κ.λπ.) στην ιδιόλεκτο μιας βασικά συνεχούς Αγγλο-αμερικανικής ευαισθησίας. Αυτή η λογική πάντα περιελάμβανε μια τάση/κλίση προς την αφηρημένη, βολονταριστική αυτεπιβεβαίωση – στην Tiqqun βρίσκει τον εαυτό της να ανακλάται πίσω στην ίδια – και επομένως δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη ότι εδώ η “κομμουνιστικοποίηση” είναι αναλόγως αφηρημένη, βολονταριστική και αυτεπιβεβαιωτική. Η άφιξη αυτή της “κομμουνιστικοποίησης” στο προσκήνιο μιας ριζοσπαστικής κομψότητας/εξεζήτησης σημαίνει πιθανόν πολύ λίγα καθαυτή, αλλά το να βρίσκει μέχρι τώρα το μείζον κίνημα τη φωνή του σ’ αυτή τη γλώσσα είναι πιο ενδιαφέρον, γιατί το αδιέξοδο αυτού του κινήματος δεν είναι απλά μια συγκεκριμένη έλλειψη προγράμματος ή αιτημάτων αλλά ένα σύμπτωμα της αναπτυσσόμενης κρίσης στην ταξική σχέση. Αυτό που έρχεται δεν είναι μια αλά Tiqqun εξέγερση, έστω και αν ο Glenn Beck νομίζει ότι “κατασκοπεύει” μια τέτοια στις Αραβικές εξεγέρσεις. Αν η κομμουνιστικοποίηση εμφανίζεται αυτή τη στιγμή είναι στην χειροπιαστή έννοια ενός αδιεξόδου στην δυναμική της ταξικής σχέσης· αυτή είναι μια εποχή στην οποία το τέλος αυτής της σχέσης “καραδοκεί” αντιληπτά στον ορίζοντα, ενώ το κεφάλαιο πέφτει σε κρίση σε κάθε “στροφή” και η εργατική τάξη είναι αναγκασμένη να διεξάγει μια πάλη για την οποία δεν υπάρχει πιθανή νίκη.

Υπερασπιζόμενοι το Charlottesville: Μια επιτόπια αναφορά

του Nick Murray1

Την Κυριακή, ένας νεαρός φασίστας ήρθε στο Charlottesville της Βιρτζίνια, για να συμμετάσχει στην πορεία “Unite the Right” στο Emancipation Park της πόλης. Μετά τη διάλυση της μάζωξης των ακροδεξιών από την αστυνομία, οδήγησε το αμάξι του μέσα από ένα πλήθος ειρηνικών διαδηλωτών σε αντισυγκέντρωση που πορεύονταν στην πόλη. Μία από τις πορευόμενες, η Heather Heyer, χτυπήθηκε και σκοτώθηκε από το αυτοκίνητο. Άλλοι 19 αναφέρθηκαν ως τραυματίες, και ένας πραγματικός απολογισμός των θυμάτων θα περιελάμβανε επίσης όσους ήταν παρόντες και εμφάνισαν άμεσα συμπτώματα μετατραυματικού στρες.

Στεκόμουνα δίπλα στη σύγκρουση, έχοντας έρθει στο Charlottesville για να πάρω μέρος στις διαδηλώσεις ενάντια στο “Unite the Right”. Για όσους είμασταν στην πορεία, ο θάνατος της Heyer ήταν ιδιαίτερα σοκαριστικός γιατί ήρθε σε κάτι που έμοιαζε πολύ ήρεμο [lull]. Κανείς από την πορεία των ακροδεξιών δεν φαινόταν πουθενά. Τότε, περίπου 10 μέτρα πριν από την διασταύρωση, είδα ένα πλήθος που ήταν μπροστά από μένα να σπρώχνεται προς τα πίσω. Την ίδια στιγμή, άκουσε έναν δυνατό θόρυβο σύγκρουσης και έτρεξα να καλυφθώ. Με το που γύρισα, δευτερόλεπτα αργότερα, ο δρόμος ήταν ένα χάος και οι νοσηλευτές έσπευδαν στο σημείο.

Αυτό δεν ήταν, όπως αναφέρθηκε από κάποια ΜΜΕ, μια βίαιη εξέλιξη ή ένα παράδειγμα βίας που “εξεράγη” μες στη μέρα σαν να ωθήθηκε στην επιφάνεια από κάποιες φυσικές, υπόγειες δυνάμεις. Στο έδαφος, ήταν καθαρό ότι το Unite the Right οργανώθηκε για να φέρει βία τόσο κυριολεκτικ΄ξ όσο και μεταφορική στην κοινότητα του Charlottesville. Ηγέτες της “εναλλακτικής”-δεξιάς, οπλισμένοι με ρόπαλα και σπρέυ πιπεριού, δεν μιλούσαν μεταφορικά όταν διαφήμιζαν το γεγονός ως τη “Μάχη του Charlottesville”, μια εικόνα που επανεπιβεβαίωναν με εικόνες του Photoshop που απεικόνιζαν αυτούς τους ηγέτες να πυροβολούν ανθρώπους με το σημάδι “Antifa,” ή αντιφασίστες.

Η φαύλη ιεραρχία των συμμετεχόντων φασιστικών και “εναλλακτικών” δεξιών ομάδων τονίστηκε όταν ένας από τους ηγέτες, ένας άντρας με το όνομα Baked Alaska, δέχθηκε σπρέυ πιπεριού για να του παρασχεθεί ιατρική φροντίδα κατά προτεραιότητα γιατί ήταν ένας “V.I.P.” Είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι θα γινόταν κάτι αντίστοιχο για τους αντιδιαδηλωτές. Χάρις σε μια μαζική οργανωτική προσπάθεια, οι κάτοικοι της Charlottesville στάθηκαν πλάι-πλάι σε συμμάχους εκτός της πόλης, σχηματίζοντας έναν ευρύ και ισχυρό συνασπισμό που δούλεψε συλλογικά για να υπερασπιστεί την πόλη απέναντι σε εκατοντάδες ανθρώπους που ανοιχτά αυτοπροσδιορίζονταν ως φασίστες, ναζί και λευκοί εθνικιστές. Σε μια πρωινή πορεία, ένας ομιλητής ανακοίνωσε ότι ήταν καινούριος στην Charlottesville. Κάποιος στο πλήθος ανταπάντησε: “Καλωσόρισες”!

Άνθρωποι διαφορετικού δόγματος, χρώματος και τρόπου ζωής, ήρθαν για να κινητοποιηθούν”, είπε νωρίς το πρωί της Κυριακής, ο David Straughn, ένα μέλος του τοπικού παραρτήματος του Black Lives Matter στο Charlottesville, ενώ περιμέναμε για μια πορεία με επικεφαλής κληρικούς να βγει στους δρόμους. Υπήρχε ένα αίσθημα ταραχής στον αέρα, αλλά και πολλής αγάπης και, κάτω απ’ αυτό, μια μικρή δόση χαράς/αγαλλίασης, ακόμα και απόλαυσης, καθώς συνειδητοποιούσαμε με ποια πλευρά είχαμε πραγματικά ενωθεί. “Είμαστε δυνατοί. Δημιουργούμε το προσχέδιο για ολόκληρο το έθνος”.

Οι διαδηλωτές”, είπε ο Straughn, θα αντιμετώπιζαν “άλλες ομάδες λευκής υπεροχής που ήρθαν και διέχεαν το μίσος τους στις γειτονιές άλλων ανθρώπων, στο Πόρτλαντ, στο Τενεσσή, στη Νέα Υόρκη, στην Ουάσιγκτον D.C. Δημιουργούμε το προσχέδιο. Μπορείτε να το κάνετε αυτό. Μπορείτε να ενωθείτε όλοι και να πολεμήσετε ενάντια στην λευκή υπεροχή. Αν μπορεί να το κάνει το Charlottesville, τότε όλοι μπορούν να το κάνουν”.

Αυτό κάνει το παράδειγμα του Charlottesville ιδιαίτερα χρήσιμο. Δεν ήταν, όπως θα ήθελε να πιστεύει η “εναλλακτική”-δεξιά, απλά αντιφασίστες που απέρριψαν αυτούς τους φασίστες – ήταν μια ολόκληρη κοινότητα, λειτουργώντας ως κοινότητα. Σε μια πρωινή σύγκρουση που έλαβε χώρα μεταξύ Emancipation Park και High Street, κληρικοί από διάφορα δόγματα είχαν κάνει “αλυσίδες” πίσω από μια ομάδα κομμουνιστών που είχαν κάνει το ίδιο. Φασίστες στο άλλο μπλοκ απάντησαν με χαιρετισμούς “Λευκής Δύναμης” και στη συνέχεια διέσχισαν το πεζοδρόμιο. Έμοιαζαν να είναι αρκετά βιαστικοί – μέχρι που κάποιος στην ομάδα σταμάτησε για να ξυλοκοπήσει έναν μεσήλικα άντρα που τον είχαν ξαπλώσει κάτω. Στον απόηχο αυτού, άνθρωποι έξω από την First United Methodist Church προσέφεραν νερό σ’ αυτούς που είχαν δεχτεί επίθεση. Ένας ιερέας στο πάρκινγκ μου είπε ότι του ενέπνευσε μεγάλη ελπίδα να βλέπει τόσους πολλούς αντιδιαδηλωτές στον δρόμο. Και στη συνέχεια με αγκάλιασε (αργότερα αυτή η εκκλησία έγινε ένα κέντρο περίθαλψης για το βιωματικό τραύμα των αυτοπτών μαρτύρων που έφευγαν από τη σκηνή της επίθεσης του αυτοκινήτου).

Εστιατόρια – κάποια υπό την πίεση των κατοίκων, άλλα ενεργώντας ανεξάρτητα – αρνήθηκαν τις υπηρεσίες τους σε φασίστες που περνούσαν τις εισόδους τους. Ακόμα και το συνηθσισμένο σημείο που έχω το κυριακάτικο brunch μου πήρε θέση. “Έχουμε πολύ κόσμο στην ουρά”, είπε ο ιδιοκτήτης σε όσους περίμεναν για τραπέζι. “Οπότε οποιοσδήποτε είναι Ναζί πρέπει να ξεκουμπιστεί από δω”.

Κάποια οργάνωση εκ μέρους των ντόπιων ήταν ανάλογα άτυπη. Μια κάτοικος της Charlottesville που δεν είχε παρακολουθήσει την αντισυγκέντρωση, μου είπε ότι οι γείτονές της είχαν συνεισφέρει στην υπόθεση παρκάροντας τα αυτοκίνητά τους κατά μήκος του δρόμου – ήταν ένας γρήγορος τρόπος για να μπλοκαριστούν ήσυχα οι λευκοί σουπρεματιστές που θα ήθελαν να παρκάρουν εκεί τα φορτηγάκιά τους.

Όσοι κάτοικοι της Charlottesville δεν συμμετείχαν φαίνεται ότι το μετάνιωσαν: στη διάρκεια της Κυριακής με προσέγγισαν δυο φορές ξένοι που μου έδωσαν ευχές και με ρώτησαν πώς θα μπορούσαν να εμπλακούν σε μελλοντικές αντιρατσιστικές δράσεις. Ένα καθήκον σε άλλες πόλεις θα είναι να βοηθηθούν τέτοιοι άνθρωποι να συμμετάσχουν σε διαμαρτυρίες πριν αυτές συμβούν και να προετοιμάζονται κατάλληλα για τέτοιες καταστάσεις που, όπως έχουμε δει, μπορούν γρήγορα να γίνουν εξαιρετικά έντονες.

Στη Charlottesville αφθονούσε αυτό το είδος οργάνωσης: μεγάλο μέρος της υποδομής είχε δημιουργηθεί ενόψει μιας πορείας της Κου Κλουξ Κλαν στις αρχές του Ιουλίου. Η ΚΚΚ είχε συγκεντρωθεί στο Justice Park. Το Σάββατο, το Justice Park έγινε ένας τόπος καταφυγίου όπου οι αντιδιαδηλωτές είχαν την άδεια να συγκεντρωθούν. Οι αριστεροί που παρακολούθησαν ασχολήθηκαν έντονα να κάνουν μια εντυπωσιακά συντονισμένη παρουσία. Η Redneck Revolt, μια αναρχική ομάδα, περιφρούρησε την περίμετρο με AR-15 ενώ Κουάκεροι σιωπηλά προσεύχονταν κάτω από τα δέντρα εντός της περιμέτρου. Αργότερα, νωρίς το απόγευμα, το πάρκο έγινε τόπος συνάντησης για τους Δημοκράτες Σοσιαλιστές της Αμερικής και άλλες ομάδες.

Όσο μπορώ να πω, η ιδέα της “ποικιλομορφίας των τακτικών” αναγνωρίστηκε από όλα τα μέρη. Οι λέξεις επαναλμβάνονταν συχνά στις συναντήσεις που έθεσαν τη βάση για την άμυνα της Κυριακής. Όταν έφθασε η μέρα, η φράση δεν ήταν πλέον απαραίτητη, γιατί έγινε γρήγορα φανερό ότι σε μια σύγκρουση με τους Ναζί – κυριολεκτικά Ναζί, που καλούν υπέρ της λευκής εξουσίας και φορούν εξοπλισμό καλυμμένο με εμβλήματα των Ναζί – δεν χρειάζεσαι καμμιά κοινοτοπία για να θυμίσεις στον εαυτό σου πώς να αντιμετωπίσεις αυτούς που πορεύονται μαζί σου χέρι-χέρι, ιδιαίτερα όχι όταν οι σύντροφοί σου βάζουν τα σώματά τους σε κίνδυνο για να προστατέψουν την πόλη.

Κάθε κόμβος της οργανωμένης δραστηριότητας έπαιξε τον ρόλο της, και κάυε μέρος αναγνώρισε τον ρόλο των άλλων. Οι άνθρωποι που επέβλεπαν την Πρώτη Μεθοδιστική Εκκλησία δεν παρείχαν άσυλο μόνο σε συγκεκριμένους τύπους διαδηλωτών. Τουλάχιστον δυο θρησκευτικοί ηγέτες, ο Cornel West και ο Αιδ. Osagyefo Sekou, αναγνώρισαν ότι οι Antifa τους έσωσαν τη ζωή. Εν τω μεταξύ, όσοι προτιμούσαν τις τακτικές των Antifa, ή τουλάχιστον αυτοί που μίλησα μαζί τους, αναγνώρισαν ότι υπήρχε αρκετή δουλειά ακόμα να γίνει με όσους δεν ήταν συνηθισμένοι και δεν αισθάνονταν άνετα με την άμεση αντιπαράθεση, ιδιαίτερα εκείνοι όπως οι μετανάστες που ήταν ιδιαίτερα ευάλλωτοι στις συνέπειες.

Πρέπει να σημειώσω ότι δεν ήμουν στο Charlottesville ως δημοσιογράφος (δεν σκόπευα να γράψω αυτή την αναφορά μέχρι τη στιγμή που ένας φίλος το πρότεινε το επόμενο πρωί). Επειδή ήδη μετέδιδα πληροφορίες μεταξύ ακτιβιστών που δεν ήταν επιτόπου και αυτών που ήταν, τα κοινωνικά μέσα δεν ήταν μια σημαντική πηγή, και δεν παρακολουθούσα τις πηγές μου [feed] στο Facebook και το Twitter. Έτσι ήταν ακόμα πιο παράταιρο όταν τελικά μπήκα στο διαδίκτυο και είδα λίγους φιλελεύθερους σχολιαστές – μερικοί αρκετά γνωστοί, μερικοί απλά μέρος των δικών μου δικτύων – να βάλλουν κατά μερικών από τους πιο ριζοσπαστικοποιημένους διαδηλωτές στον συνασπισμό της Charlottesville, ενώ ακόμα μέλη αυτού του συνασπισμού ήταν σε άμεσο φυσικό κίνδυνο. Αυτοί που απορρίπτουν την αρχή της “ποικιλομορφίας των τακτικών” που βοήθησε να διατηρηθεί ενωμένη αυτή η συμμαχία θα έπρεπε να σκεφθούν σοβαρά την πιθανότητα ότι ίσως να μην είναι “ανάμεσα στις δυο πλευρές” αλλά απλά με την λάθος πλευρά.

Μετά τη Charlottesville, κανείς δεν μπορεί πλέον να αρνηθεί ότι αυτή η μάχη είναι απλά αυτό – μια μάχη. Οι ομάδες της “εναλλακτικής”-δεξιάς, των φασιστών και των λευκών σουπρεματιστών οργάνωσαν το “Unite the Right” με τον διακηρυγμένο στόχο να τσακίσουν την αντιρατιστική αντιπολίτευση. Απέτυχαν μπροστά σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήδη το απόγευμα της Κυριακής, ένας από τους αρχηγούς τους, ο Jason Kessler, κυριολεκτικά έφυγε τρέχοντας από την πόλη (και φαίνεται ότι δεν είχε καν σωματοφύλακες γιατί αυτή η αποτυχία δημιούργησε ένα σχίσμα με τους δηλωμένους ναζί του Traditionalist Workers Party2).

Αυτό ίσως καθιστά την αντίσταση στην Charlottesville ένα τραυματικό είδος επιτυχίας – αν και μερικές φορές είναι ευκολότερο να κρίνεις αυτό το είδος πραγμάτων όταν δεν είσαι επιτόπου. Από εκεί που ήμουνα και από αυτό του οποίου ήμουνα μάρτυρας, οποιαδήποτε επιτυχία είχε σαν προϋποθέσεις τα εξής δυο πράγματα. Πρώτον, το κουράγιο, την ενότητα και τον συντονισμό του συνασπισμού που έχω περιγράψει.

Δεύτερον, ήταν κρίσιμο ότι σχεδόν κάθε άτομο το οποίο άκουσα – είτε αντιπροσώπευε το Black Lives Matter, το Antifa, την Συμμαχία των Μαύρων Φοιτητών του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια, μια εκκλησία ή μια οποιαδήποτε από τις δεκάδες άλλες οργανώσεις που ήταν παρούσες το Σάββατο – συνέδεσαν ρητά τα γεονότα της Κυριακής με τον συστηματικό και ιστορικό ρατσισμό στη Βιρτζίνια και αλλού. Στην Charlottesville, η πρόκληση είναι τώρα πώς θα χρησιμοποιηθεί η τωρινή δυναμική/ορμή και η οργανωτική ικανότητα για να ωθήσουν περισσότερο τη μάχη ενάντια στη λευκή υπεροχή ως σύστημα. Αλλού, η πρόκληση είναι επίσης να μάθουμε από την Charlottesville, που έχει αποδείξει ότι μια πόλη μπορεί να οργανώσει την αυτοάμυνά της όταν καταφτάνουν/κατεβαίνουν οι λευκοί εθνικιστές.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2017/08/17/defending-charlottesville-a-report-from-the-ground. Ο Nick Murray είναι δημοσιογράφος που ζει τση Νέα Υόρκη. Είναι πρώην συντάκτης στα περιοδικά Rolling Stone και Village Voice, και με συνεισφορές στους New York Times, στο Pitchfork και το Vice.

2 Στμ. Το Traditionalist Worker Party ιδρύθηκε το 2015 ως κομματικό παρακλάδι, για συμμετοχή σε τοπικές εκλογές, του Tradionalist Youth Network (TYN), μιας λευκής εθνικιστικής ομάδας της “εναλλακτικής”-δεξιάς στις ΗΠΑ. Το ΤΥΝ ιδρύθηκε το 2013 από τον Matthew Heimbach, και προάγει τον λευκό αποσχιστισμό και την λευκή υπεροχή στο πλαίσιο του Χριστιανισμού. Έχει ως μοντέλο το κίνημα του ταυτοτισμού (Identitarian movement) στην Ευρώπη και έχει οργανώσει έναν αριθμό διαμαρτυριών και άλλων τοπικών δράσεων.

Βενεζουέλα: το αδιέξοδο του “μπολιβαριανού δρόμου για τον Σοσιαλισμό”

της International Communist Tension

Δεν υπήρξε επανάσταση στη Βενεζουέλα. Το να είναι κανείς ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό δεν είναι το ίδιο με το να είναι αντίθετος στον καπιταλισμό αλλά μόνο σε μια μορφή του. Αυτό, όμως, δεν τροφοδοτεί το σοσιαλδημοκρατικό αφήγημα του “Κορμπινισμού”. Σήμερα, στα μέσα μια προεκλογικής εκστρατείας, ο ισχυρισμός ότι “η Βενεζουέλα είναι σοσιαλιστική” επαναλαμβάνεται χαρούμενα από δεξιές εφημερίδες και πολιτικούς σαν ένα χαιρέκακο σχόλιο για την κοινωνική καταστροφή που έχει γίνει η Βενεζουέλα.


Το άρθρο που ακολουθεί σχετικά με την αναπτυσσόμενη πολιτική, κοινωνική και οικονομική κρίση είναι μια μετάφραση από την αδελφή οργάνωση Battaglia Comunista. Σκοπός του είναι η διάψευση όλων αυτών των τάσεων από την Εργατική Αριστερά μέσω των Τροτσκιστών στους Μαρξιστές-Λενινιστές (δηλαδή Σταλινικούς) που ισχυρίζονται ψευδώς ότι η Βενεζουέλα είναι “σοσιαλιστική”. Πίσω στο 2009, σε έναν κόσμο που πληττόταν ακόμα από μια παγκόσμια οικονομική κατάρρευση, ο βουλευτής Jeremy Corbyn μπορούσε να ισχυρίζεται:

Η Βενεζουέλα εξολοθρεύει στα σοβαρά την φτώχεια απορρίπτοντας εμφατικά τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των παγκόσμιων οικονομικών θεσμών. Η επιτυχία των ριζοσπαστικών πολιτικών στη Βενεζουέλα επιτυγχάνεται με την πρόνοια και τις παροχές στους φτωχούς, την απελευθέρωση πόρων αλλά πάνω απ’ όλα, με τη δημόσια εκπαίδευση και τη λαϊκή συμμετοχή”.

Αλλά, όπως δείχνει το παρόν άρθρο, το καθεστώς του Ούγκο Τσάβες κάλπαζε τότε στην πλάτη των εκτοξευόμενων τιμών του πετρελαίου. Δεν υπήρξε επανάσταση στη Βενεζουέλα. Το να είναι κανείς ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό δεν είναι το ίδιο με το να είναι αντίθετος στον καπιταλισμός αλλά μόνο σε μια μορφή του. Αυτό, όμως, δεν τροφοδοτεί το σοσιαλδημοκρατικό αφήγημα του “Κορμπινισμού”. Σήμερα, στα μέσα μια προεκλογικής εκστρατείας, ο ισχυρισμός ότι “η Βενεζουέλα είναι σοσιαλιστική” επαναλαμβάνεται χαρούμενα από δεξιές εφημερίδες και πολιτικούς σαν ένα χαιρέκακο σχόλιο για την κοινωνική καταστροφή που έχει γίνει η Βενεζουέλα. Αλλά αυτό είναι ένα επικίνδυνο ψέμα από όλες τις πλευρές, όπως στο άρθρο μας για τον θάνατο του Τσάβες.

Είναι ακριβώς αυτό το θόλωμα των νερών, αυτή η εξίσωση του σοσιαλισμού με τον καπιταλισμό συν κάποιο επίπεδο κράτους πρόνοιας/κρατικής παρέμβασης/εθνικοποίησης που κρατά το παγκόσμιο προλεταριάτο σε μια κατάσταση κατάπτωσης μπροστά από την άρχουσα τάξη των καπιταλιστών σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο κρατικός καπιταλισμός δεν είναι ένα βήμα προς τα μπροστά όπως, πολλοί αποκαλούμενοι Μαρξιστές, πιστεύουν ακόμα. Είναι ένα προπύργιο ενάντια στην ανάδυση ενός εργατικού κινήματος πιο συνειδητοποιημένου ταξικά και υπονομεύει την δυνατότητα οποιασδήποτε αναδυόμενης πολιτικής οντότητας που είναι γνήσια διεθνιστική (και συνεπώς δεν μπορεί να εξισωθεί με τον λαϊκιστικό “Μπολιβαρισμό”) και με ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα για την κατάργηση του καπιταλισμού με τον μόνο δυνατό τρόπο: την ανατροπή του υπάρχοντος κράτους υπέρ του άμεσου ελέγχου της οικονομίας από τους ίδιους τους εργάτες μέσα από τις δικές τους μορφές άμεσης δημοκρατίας. Αυτή είναι η πολιτική κατεύθυνση που πρέπει οπωσδήποτε να πάρει η εργατική τάξη αν θέλει να μην υποφέρει ακόμα χειρότερα επίπεδα εξαθλίωσης στα χέρια ενός αδηφάγου χτυπημένου από την κρίση καπιταλισμού”, leftcom.org.

Σήμερα, η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση έχει χτυπήσει και τη Βενεζουέλα και μετά από τρία χρόνια χαμηλών τιμών για το πετρέλαιο η χώρα είναι κοντά στη χρεοκοπία. Θα ξοδέψει “σχεδόν το ίδιο ποσό για την εξυπηρέτηση του χρέους της, γύρω στα 10 δισεκατομμύρια δολάρια, με αυτό που θα ξοδέψει για εισαγωγές άλλες από πετρέλαιο, συμπεριλαμβανομένων τροφίμων και φαρμάκων…” (Steve Johnson, Financial Times, 6 Ιουνίου, 2017). Κατά ειρωνικό τρόπο αυτό προέρχεται από ένα άρθρο σχετικά με την αγορά από Δυτικούς επενδυτές (όπως η Goldman Sachs) κρατικού χρέους της Βενεζουέλας ώστε να μπορέσουν να κερδοσκοπήσουν από οποιονδήποτε φόβο χρεοκοπίας ακολουθήσει. Δύσκολα πρόκειται για άλμα από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Οι συνέπειες για τον πληθυσμό είναι δεινές όπως καταγράφει με πολλά στοιχεία το άρθρο που ακολουθεί.

CWO
7 Ιουνίου 2017

Βενεζουέλα: οικονομική κρίση, κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου και η αποτυχία του μυστηριώδους “Μπολιβαριανού δρόμου για τον σοσιαλισμό”

Οι δρόμοι του Καράκας σφύζουν από δεκάδες χιλιάδες άνεργων νέων, ανθρώπους που μένουν σε παραγκουπόλεις, φοιτητές, μικροαστούς που αρχίζουν να γίνονται προλετάριοι. Καθώς οι διαμαρτυρίες ενάντια στην κυβέρνηση πολλαπλασιάζονται, στέλνονται η αστυνομία και ο στρατός για να καταστείλουν τα πάντα. Η βίαιη καταστολή έχει οδηγήσει δεκάδες θανάτους μεταξύ των διαδηλωτών και εκατοντάδες συλλήψεις ατόμων της αντιπολίτευσης. Επιφανειακά, αυτή είναι μια “τυπική” σύγκρουση ανάμεσα σ’ αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία και αυτούς που είναι εκτός εξουσίας, οπότε δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς περισσότερα: με τη διαφορά ότι υπάρχει ένας αριθμός πτυχών που κάνουν την Βενεζουελάνικη τραγωδία πιο πολύπλοκη και δύσκολη να αναγνωστεί.

Πίσω από τον Βενεζουελάνικο εμφύλιο πόλεμο βρίσκεται μια οικονομική κρίση που τα πρόσφατα χρόνια έχει πλήξει πιθανόν τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες περισσότερο από τις άλλες: αυτές οι χώρες έχτισαν απίστευτο πλούτο από αυτή την πρώτη ύλη αλλά χωρίς να σκεφτούν στο ελάχιστο την οικονομική διαφοροποίηση. Έτσι από τη στιγμή που η τιμή ου πετρελαίου έπεσε περισσότερο από 50% η κατάρρευση αυτών των οικονομιών ήταν αναπόφευκτη. Ενώ ο Τσάβεζ απολάμβανε την περίοδο των υψηλών τιμών του πετρελαίου για να κάνει τη Βενεζουέλα μια από τις οικονομικά “αναδυόμενες” χώρες, ο Μαδούρο είχε την ατυχία να πρέπει να διαχειριστεί αυτή τη δεύτερη φάση με όλα τα επακόλουθα προβλήματά της.

Η ανεργία, αν και επίσημα αρκετά χαμηλή γύρω στο 10%, αυξάνεται. Ο πληθωρισμός, στο 800%, σαρώνει τους μισθούς των εργαζόμενων, παραγκωνίζοντας την κατανάλωση καθώς οι μισθοί δεν πληρώνονται πλέον ή δεν συλλέγονται. Με ο ποσοστό φτώχειας ήδη ένα από τα υψηλότερα στον κόσμο, η προοπτική ακόμα πιο δραστικής χειροτέρευσης της οικονομίας σημαίνει το τέλος του περιορισμένου κράτους προνοίας που είχε οικοδομηθεί στην χρυσή εποχή των μερισμάτων από το πετρέλαιο. Ως αποτέλεσμα, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ζει με τον φόβο ενός μέλλοντος ακόμα μεγαλύτερης φτώχειας και ανασφάλειας.

Θα μπορούσε να την πει κανείς απόγονο της καπιταλιστικής κρίσης. Αντίθετα, στους Σταλινικούς-Μαοϊκούς και άλλους αριστερίστικους κύκλους, αυξάνονται οι φωνές για την υπεράσπιση του “ένδοξου” Μπολιβαριανού σοσιαλιστικού πειράματος που εφευρέθηκε από τον Τσάβεζ και συνεχίζεται από τον φυσικό κληρονόμο του, Μαδούρο. Προειδοποιούν για αντεπανάσταση στη Βενεζουέλα, λες και είχε υπάρξει προηγουμένως καμμιά προλεταριακή επανάσταση για να την υπερασπιστεί κανείς. Μοιρολογούν για ένα σχέδιο των ΗΠΑ να επανεδραιώσουν τον κυρίαρχο ρόλο τους στη Λατινική Αμερική και να εξαλείψουν οποιοδήποτε σοσιαλιστικό πείραμα στη Αμερικάνικη μικρή ήπειρο. Εδώ βρισκόμαστε στο βασίλειο της γελειότητας, αλλά κάποιοι στην εργατική τάξη κάνουν ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και παίρνουν στα σοβαρά το Σταλινικο-μαοϊκο ανάθεμα που εξακολουθεί να μαστίζει το διεθνές προλεταριακό πολιτικό τοπίο.

Φυσικά, αληθεύει ότι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός θα χαιρόταν να έχει σαν “αυλή” μια σειρά χωρών από την Ονδούρα μέχρι τη Νικαράγουα και από την Αργεντινή μέχρι τη Βραζιλία, μέσω της Βενεζουέλας. Και ισχύει επίσης ότι στοιχεία της παραδοσιακής αστικής τάξης: ιδιώτες επιχειρηματίες, έμποροι, και μικροαστοί καραδοκούν ανάμεσα στην αντιπολίτευση προς την κυβέρνηση του Μαδούρο. Βλέπουν μια δεξιά κυβέρνηση ως τον καλλίτερο τρόπο για να βρουν έναν δρόμο πίσω στην αγκαλιά του θείου Σαμ: όλα μέρος της αυταπάτης ότι κάτι τέτοιο θα έφερνε μια θετική οικονομική και πολιτική αλλαγή. Αλλά η ιδέα ότι όλα αυτά συνιστούν μια καπιταλιστική συνωμοσία ενάντια στο λεγόμενο “σοσιαλιστικό” καθεστώς του Μαδούρο είναι γελοία.

Η πραγματικότητα της “Σοσιαλιστικής” Βενεζουέλας

Ποτέ δεν υπήρξε μια σοσιαλιστική επανάσταση στη Βενεζουέλα. Ο Τσάβεζ, όντας ένας καλός λαϊκιστής, οδηγήθηκε σε ένα απολυταρχικό πολιτικό καθεστώς. Έκανε καναδύο απόπειρες στρατιωτικού πραξικοπήματος που απέτυχαν και όταν τελικά ανέβηκε στην εξουσία διέπραξε ένα συνταγματικό πραξικόπημα που του επέτρεψε να επεκτείνει την προεδρία του “μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος”, περιλαμβανομένης της επέκτασης της εξουσίας στον κληρονόμο του, όπως αρμόζει σε έναν συνταγματικό μονάρχη, με δεδομένο ότι είναι αυτός που διαμόρφωσε το Σύνταγμα. Σε όρους της οικονομίας, το τσαβικό καθεστώς δεν έθεσε καν το πρόβλημα της “μίμησης” μεταρρυθμίσεων ώστε να δώσει έστω την εντύπωση της έναρξης ενός μετασχηματισμού των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Αντίθετα, η πολιτική εξουσία, συνδυασμένη με την οικονομική εξουσία που προερχόταν από τα έσοδα από το πετρέλαιο, χρησιμοποιείτο για να ενισχυθεί κάθε πλευρά της καπιταλιστικής οικονομίας: από την εξόρυξη του πετρελαίου και το μάρκετινγκ μέχρι τη χρήση της κερδοσκοπικής χρήσης ενός σημαντικού μέρους των ίδιων των εσόδων από το πετρέλαιο – όλα πακεταρισμένα σε ένα είδος κρατικού καπιταλισμού που ο στόχος του ήταν η διατήρηση της απολαβής των ετήσιων εσόδων από το πετρέλαιο για την διαιώνιση της παραμονής στην πολιτική εξουσία.

Η κοινωνική πρόοδος που είχε σαν σημαία το καθεστώς Τσάβεζ ποτέ δεν συνέβη. Η μάχη ενάντια στον αναλφαβητισμό, την έξαλειψη της βίας στις μεγάλες πόλεις, η προοδευτική αποξήλωση των φοβερών φαβελών έχουν – στο μεγαλύτερο βαθμό – μείνει στα χαρτιά. Τα λίγα που έγιναν εξυπηρέτησαν μόνο στη διατήρηση μιας κοινωνικής βάσης ανάμεσα στις δεκάδες εκατομμύρια των απελπισμένων ανθρώπους που προσκολλώνται στην ψεύτικη ελπίδα ότι το πρόγραμμά του θα φέρει, αν όχι τη σωτηρία, τουλάχιστον μια μικρή βελτίωση. Το πρόγραμμα, που οδήγησε στην επανεκλογή του, έπρεπε να παραχωρήσει μερικές σταγόνες από τα πετρελαϊκά έσοδα στις λαϊκές ψευδαισθήσεις ενώ τα υπόλοιπα πήγαν στον κυβερνητικό μηχανισμό, στον πλουτισμό μιας καινούριας κρατικής αστικής τάξης, στην πιο θρασεία οικονομική κερδοσκοπία όπως σε οποιαδήποτα άλλη καπιταλιστική χώρα, με τη διαφορά ότι στις χώρες αυτές δεν συμβαίνει να αποκαλούν κάτι τέτοιο “σοσιαλιστικό πείραμα”. Όταν η τιμή του αργού πετρελαίου έπεσε δραματικά οι ελλείψεις του καθεστώτος αποκαλύφθηκαν σε όρους της σχολικής εκπαίδευσης, της υγείας και της μάχης ενάντια στη φτώχεια.

Σύμφωνα με μελες που διεξήχθησαν ανάμεσα στον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο του 2016 από την Caritas Venezuela, σε συνεργασία με την Caritas France, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ελβετική Ομοσπονδία, υπάρχουν ενδείξεις χρόνιου υποσιτισιμού για τα παιδιά στη Βενεζουέλα. Σε μερικές περιοχές έχει φτάσει στα επίπεδα κρίσης, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Σύμφωνα με την έκθεση: ‘Υπάρχουν επικίνδυνες και μη αναστρέψιμες στρατηγικές επιβίωσης σε οικονομικούς, κοινωνικούς και βιολογικούς όρους και αυτό που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι η κατανάλωση φαγητού που μαζεύεται από τις άκρες των δρόμων’” [caritas.org].

Σύμφωνα με μια έρευνα τον Ιούνιο του 2016 στην πολιτεία της Μιράντε, το 86% των παιδιών φοβούνται ότι δεν θα έχουν τίποτα να φάνε και το 50% από αυτά έχουν πάει στο κρεβάτι πεινασμένα αφού δεν υπήρχε τίποτα στο σπίτι για φαγητό”.

Από την πλευρά της η Erika Guevara, διευθύντρια του περιφερειακού γραφείου της Διεθνούς Αμνηστείας, έγραψε τον Ιούνιο του 2016:

Το Νοσοκομείο Παίδων JM de los Ríos στο Καράκας, που αποτελούσε το καμάρι της χώρας ως πρότυπο της παιδιατρικής φροντίδας στ Βενεζουέλα, είναι σήμερα ένα τραγικό σύμβολο της κρίσης σ’ αυτή την Λατινοαμερικάνικη χώρα.

Το μισό από το γιγαντιαίο κτίριο καταρρέει, οι τοίχοι ξεφλουδίζουν, οι όροφοι πλημμυρίζουν και τα δωμάτια είναι σε τόσο άσχημη κατάσταση που δεν χρησιμοποιούνται πλέον.

Στο υπόλοιπο μισό του νοσοκομείου που χρησιμοποιείται ακόμα, νοσηλεύονται εκατοντάδες παιδιά. Αλλά χωρίς τα απολύτως απαραίτητα φάρμακα και άλλες βασικές ιατρικές προμήθειες, και οι μητέρες τους έχουν ήδη σταματήσει να ρωτάνε γι’ αυτά.

Η έλλειψη ιατρικών εφοδίων είναι μια πλευρά μόνο της βαθιάς ανθρωπιστικής κρίσης που κατατρώει τη Βενεζουέλα εδώ και τρία χρόνια. Αυτή η τραγωδία θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Για χρόνια η χώρα απολάμβανε την ευημερία ενός από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα πετρελαίου στον κόσμο.

Αλλά η ξαφνική πτώση στην τιμή του πετρελαίου εξέθεσε μια πραγματικότητα που κάνει το αίμα κάποιου να παγώνει: η κυβέρνηση της Βενεζουέλας είχε ξεχάσει να επενδύσει σε υποδομές. Μια χώρα που συνήθιζε να εισάγει τα πάντα από τρόφιμα μέχρι φάρμακα δεν μπορεί πλέον να πληρώσει για αντιβιοτικά.

Οι συνέπειες ήταν καταστροφικές. Σύμφωνα με τη Βενεζουελάνικη Datanalisis, η χώρα στερείται το 80% των τροφίμων και των φαρμάκων που χρειάζεται…

Η Βενεζουέλα έχει επίσης ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά ανθρωποκτονιών στον κόσμο. Οι γιατροί, όντας αντιμέτωποι με μια τέτοια έλλειψη, θα πρέπει να αυτοσχεδιάζουν για να σώσουν ζωές, σαν να δουλεύουν σε εμπόλεμη ζώνη. Τα ιδιωτικά νοσοκομεία αντιμετωπίζουν αντίστοιχες δυσκολίες/προκλήσεις στην εύρεση βασικών φαρμάκων και προμηθειών.

Το παλιότερο προσωπικό στο Μαιευτήριο Concepción Palacios, το μεγαλύτερο στη χώρα μας είπε ότι το πρώτο τρίμηνο του 2016 πέθαναν 101 νεογέννητα, αριθμός διπλάσιος από την ίδια περίοδο της προηγούμενης χρονιάς. Στο ίδιο νοσοκομείο, σχεδόν 100 γυναίκες πέθαναν κατά τον τοκετό από την αρχή του 2016. Η απουσία επίσημων στατιστικών για τους θανάτους στα νοσοκομεία δείχνει ότι η κυβέρνηση του προέδρου Νίκολας Μαδούρο αρνείται την διεθνή βοήθεια την ίδια στιγμή που καταλογίζει αυτή την τρομακτική εσωτερική πραγματικότητα στους εχθρούς της”.

Οι φωνές της Πείνας, μια αναφορά από το κανάλι Telemundo γυρισμένη από τον Βενεζουελάνο δημοσιογράφο Fernando Girón, δείχνει πώς παιδιά στη Βενεζουέλα μάχονται με αρπακτικά πουλιά για μερικά κόκκαλα χοιρινού πεταγμένα από έναν χασάπη” (El Nacional, 28 Φεβρουαρίου 2017, el-nacional.com).

“Η πείνα στη Βενεζουέλα δεν είναι αστείο. Η έλλειψη βασικών τροφίμων είναι τέτοια που έχει φτάσει σε αδιανόητα όρια και πολίτες είναι πιθανόν να καταρρεύσουν από εξάντληση προσπαθώντας να φέρουν λίγο φαγητό στο τραπέζι της οικογένειας”. (alencontre.org/ameriques/amelat/venezuela/venezuela-faim-et-progressisme.html).

Υπό το τσαβικό καθεστώς, το Βενεζουελάνικο πετρέλαιο επέτρεψε την συσσώρευση σχετικά μεγάλων ποσών κεφαλαίου, αλλά χωρίς να φέρει ούτε καν μια μεσαίας κλίμακας βιομηχανική ανάπτυξη. Αντίθετα, μερικά ψίχουλα πετιούνταν στον κοσμάκη για να εξασφαλίσουν την εκλογική του υποστήριξη, ενώ τα έσοδα από το πετρέλαιο πλούτιζαν την κρατική νομενκλατούρα των υψηλόβαθμων στρατιωτικών, τραπεζιτών, διευθυντών των κρατικών κεφαλαίων, των υπουργών οικονομικών και Οικονομίας και κερδοσκόπων κάθε είδους που συνδέονταν με το καθεστώς. Μεταξύ του 2003 και 2013 περισσότερα από 180 δισεκατομμύρια δολάρια έφυγαν από τη Βενεζουέλα για να βρουν “καταφύγιο” σε κερδοσκοπικές κινήσεις “made in the USA”. Το σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων που ήταν η βάση αυτής της “απόδρασης” κεφαλαίων, καρπός της δόλιας διαχείρισης των εσόδων από το πετρέλαιο, συγκαλύφθηκε από τις κρατικές αρχές, μακριά από τα μάτια της οφειλόμενης νομικής διαδικασίας. Το σκάνδαλο υποτιμήθηκε στα μάτια της κοινής γνώμης με την ήπια καταδίκη του ως ενός μεμονωμένου επεισοδίου απάτης και κανείς δεν διώχθηκε ποτέ. Ούτε αποκαλύφθηκε το κοινωνικό κόστος αυτής της κερδοσκοπικής κίνησης του κράτους ως σύνολο.

Συνεπώς η εμπειρία του “Μπολιβαριανού Δρόμου προς τον Σοσιαλισμό” είναι το για πολλοστή φορά πικρό χάπι που το προλεταριάτο της Βενεζουέλας πρέπει να καταπιεί. Είναι ο κληρονόμος και συνεργός σ’ αυτό το παλιό αλλά σάπιο περιβάλλον του Σταλινισμού και του Μαοϊσμού στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω. Παρά την απουσία οποιουδήποτε πραγματικού σημείου αναφοράς για την εργατική τάξη στην σημερινή Κίνα (όπως ακριβώς, για να είμαστε ξεκάθαροι, και παλιότερα), η εργατική τάξη στη Βενεζουέλα είναι σε ακόμα χειρότερη θέση. Οποιοσδήποτε λόγος για τον “σοσιαλισμό” ως της δόλιας διαχείρισης των κρατικών εσόδων από το πετρέλαιο εξ ολοκλήρου εντός των καπιταλιστικών οικονομικών κατηγοριών, συμπεριλαμβανομένης της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας, σημαίνει τη συμβολή στον πολιτικό αφοπλισμό των μαζών στις οποίες, αντίθετα, θα πρέπει να ξεσκεπαστεί η απάτη.

Στην πραγματικότητα, η κρίση ξεγύμνωσε το κίβδηλο σενάριο της Βενεζουέλας. Αμέσως μόλις το εύκολο κεφάλαιο σταμάτησε να ρέει, το σπίτι από τραπουλόχαρτα κατέρρευσε μίζερα και τα ψίχουλα της πρόνοιας έδωσαν τη θέση τους σε δρόμους γεμάτους από απελπισμένους ανθρώπους που αναζητούν ένα λιγότερο καταστροφικό μέλλον. Αντί της “υπεράσπισης του σοσιαλισμού” ή “της συνωμοσίας ενάντια στην επαναστατική κυβέρνηση του Μαδούρο” είναι μάλλον αναγκαίο να καταδικάσουμε έντονα και απερίφραστα την απάτη που έσυρε τις μάζες και να ξεκαθαρίσουμε ότι η προλεταριακή και κομμουνιστική επανάσταση ακολουθεί πολύ διαφορετικές διαδρομές.

Ό,τι συμβαίνει στη Βενεζουέλα δεν έχει καμμιά σχέση με μια επανάσταση για να υποστηρίξει κανείς ή έναν “σοσιαλισμό” για να υπερασπιστεί. Δεν υπάρχει καν ένα πλαίσιο για την πολυδιαδεμόνη φράση για τη “μείωση της φτώχειας”. Όπως έχουμε γράψει σε προηγούμενα άρθρα, οι πενιχρές προμήθειες του κράτους πρόνοιας όχι μόνο δεν λύνουν το πρόβλημα της φτώχειας αλλά ούτε καν δημιουργούν τη βάση για να ξεκινήσει η αντιμετώπισή του τόσο γιατί ήταν απλά ψίχουλα όσο και γιατί χρησιμοποιούνταν μόνο σαν εφάπαξ για να κερδηθεί το εκλογικό παιχνίδι.

Στην πραγματικότητα είμαστε αντιμέτωποι με έναν πραγματικό εμφύλιο πόλεμο (που περιλαμβάνει πυροβολισμούς) ανάμεσα σε μια κρατική αστική τάξη που βασίζεται στο πετρέλαιο που έχει διασφαλίσει την χρηματο-οικονομική εξουσία της μέσω του πολιτικού ελέγχου αλλά η οποία απειλείται τώρα από τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης, και την παλιά αστική τάξη που θέλει να επιστρέψει στην εξουσία με κάθε κόστος. Η πρώτη υπερασπίζεται την εξουσία της στο όνομα ενός ψευδο-σοσιαλισμού, η δεύτερη στο όνομα μιας ψευδο-δημοκρατίας και ελευθερίας, με άλλα λόγια της ικανότητάς της να χειριστεί την τρέχουσα πτώση/καθοδική πορεία των εσόδων από το πετρέλαιο. Και οι δυο στρέφονται στο προλεταριάτο, τους εργάτες, τους ανέργους, σαν δυνάμεις κρούσης που μπορούν είτε να τους φέρουν είτε να τους κρατήσουν στην εξουσία. Είναι η ίδια παλιά απάτη από την ίδια παλιά αστική τάξη που δεν της έχουν απομείνει πλέον πολλά χαρτιά να παίξει για να κρατήσει το σύστημα σε λειτουργία αλλά εξακολουθούν να βρίσκουν ακόμα υποστήριξη από την “αριστερά” του κεφαλαίου σε ολόκληρο τον κόσμο.

2 Ιουνίου 2017

fd

Ενθύμια: Μια απάντηση στον Ray Brassier

Δήμητρα Κοτούζα1

Απαντώντας στην πρόκληση του επιταχυντισμού ότι η Αριστερά θα πρέπει να επανεμπλακεί στο σχέδιο του Λόγου, ο φιλόσοφος Ray Brassier αντέκρουσε ότι χρειάζεται να απεμπλέξουμε τις “χειραφετητικές” αφαιρέσεις από αυτές την καπιταλιστικής ορθολογικότητας. Εδώ η Δήμητρα Κοτούζα ισχυρίζεται ότι στην αναζήτηση μιας τέτοιας διάκρισης, ο Brassier διαγνώνει λανθασμένα τη σχέση ανάμεσα στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις και τις (θανατηφόρες) αφαιρέσεις που αυτές παράγουν.2

Το παρόν κείμενο είναι μια απάντηση στο δοκίμιο του Ray Brassier Περιπλανώμενη Αντίφαση3. Δεν σκοπεύει να είναι μια απάντηση εκ μέρους των Endnotes – τον κύριο στόχο της κριτικής του. Αντίθετα, η έγνοια του είναι η συζήτηση συγκεκριμένων θέσεων του κειμένου του το οποίο, όπως ισχυριζόμαστε εδώ, θέτει όρια στην κριτική των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.

Η διαμάχη που έχει προκληθεί από το “#Accelerate Manifestoσχετικά με ένα νεωτερικό ιδεώδες ενός ορθολογικού, υψηλής τεχνολογίας κομμουνιστικού μέλλοντος4 και στην οποία ο Ray Brassier εισήγαγε την συζήτησή του για τους Endnotes στο δοκίμιό του “Περιπλανώμενη Αφαίρεση, ακολουθεί μια παλιά, ίσως τετριμμένη αντιπαράθεση εντός του Μαρξισμού. Από την μια πλευρά, έχουμε μια παράδοση σκέψης που ξεκινά με τα ίδια τα γραπτά του Μαρξ, κατά την οποία η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, πέραν ενός “γεροντικού” καπιταλισμού που υποφέρει από εσωτερικές αντιφάσεις5, παρέχει την προϋπόθεση για την ανάπτυξη του κομμουνισμού. Από αυτό, και ακολουθώντας τον Ένγκελς, ξεπήδησε η έννοια μιας ορθολογικά σχεδιασμένης, δίκαιης οικονομίας και κοινωνίας που ακόμα στοιχειώνει τη φαντασία πολλών σοσιαλιστών ή κομμουνιστών. Από την άλλη, υπάρχει η παράδοση της ευρωπαϊκής υπερ-αριστεράς και μετά-το-1968 κριτικών στην εργασία, τον παραγωγισμό και στην μεταβατική περίοδο, από τις οποίες κατάγονται οι θεωρίες της κομμουνιστικοποίησης και οι ίδιοι οι Endnotes.

Οι διαφορές ανάμεσα στις δύο προοπτικές είναι καταφανείς, παρ’ όλα αυτά ο Brassier προσπαθεί να τις συσχετίσει πάνω στο ερώτημα της σχέσης ανάμεσα στη γνώση και την κοινωνική μορφή, που γι’ αυτόν σχετίζεται με την πρόσφυση της κομμουνιστικής θεωρίας στον ταξικό ανταγωνισμό. Είναι το ζήτημα της “συνάρθρωσης της γνωστικής/νοητικής αφαίρεσης με την κοινωνική αφαίρεση” και τι ακριβώς διακρίνει την “καλή”, δηλαδή την νοητικά ενάρετη και πολιτικά χειραφετητική αφαίρεση, από την “κακή”, δηλαδή την νοητικά ελλατωματική και πολιτικά αντιδραστική αφαίρεση. Με ποιο τρόπο οι αφηρημένες κατηγορίες της μαρξιστικής διαλεκτικής – κεφάλαιο, εργασία, αξιακή μορφή, κυκλοφορία, παραγωγή κ.λπ. – επιτυγχάνουν ή αποτυγχάνουν να απεικονίσουν την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα όταν εφαρμόζοναι σε (συχνά και πολιτικά) ανταγωνιστικές εξηγήσεις; Ποια θεωρία μπορεί να αναγνωρίσει “την πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων” σε συνθήκες πραγματικής υπαγωγής;

Η σχέση ανάμεσα στην νοητική αφαίρεση (γνώση) και την κοινωνική (ή πραγματική) αφαίρεση αφορά όντως την ικανότητα άσκησης κριτικής τόσο στον καπιταλισμό όσο και στην δική μας πρακτική στους αγώνες και την καθημερινή ζωή. Αν η παραγωγή της γνώσης καθορίζεται από καπιταλιστικές κοινωνικές μορφές, πόσο μακριά φτάνει αυτός ο κοινωνικός καθορισμός, και πώς είναι δυνατή η κριτική; Πράγματι, αυτό είναι ένα πρόβλημα που αναδύεται αρκετά έντονα αν η κοινωνική κυριαρχία του κεφαλαίου αρθρώνεται ως η υπαγωγή ολόκληρης της κοινωνικής ζωής κάτω από τη λογική του κεφαλαίου, ως η “λογικοποίηση της κοινωνικής πραγματικότητας”, που τείνει να υποστασιοποιεί την κοινωνική μορφή. Παρ’ όλα αυτά, θέλω να δείξω ότι, ακολουθώντας τη γραμμή σκέψης των Endnotes και προσπαθώντας να την φέρω σε σχέση με τον Επιταχυντισμό, ο Brassier διαπράττει ένα ολίσθημα. Ενώ αναγνωρίζει ότι είναι η πρακτική που παράγει την κοινωνική αφαίρεση, η συζήτησή του σχετικά με την νόηση/γνώση και τη θεωρία ταυτοποιεί μεν το ερώτημα πώς μπορούμε να ξέρουμε ποιες πρακτικές καταργούν τις υπάρχουσες κοινωνικές αφαιρέσεις, αλλά, όπως θα δούμε, αφήνει έξω το ερώτημα του μετασχηματισμού της νόησης από την επαναστατική πρακτική. Ως αποτέλεσμα, το ερώτημα της εγκυρότητας της θεωρίας γίνεται ένα ερώτημα όχι απλά διάκρισης “καλών” θεωρητικών αφαιρέσεων αλλά και διάκρισης “μεταξύ προοδευτικών και οπισθοδρομικών κοινωνικών μορφών”. Ενώ, όμως, η κομμουνιστική θεωρία, ως η αυτοκριτική στη διαδικασία των αγώνων, έχει το καθήκον της κριτικής των καταπιεστικών πρακτικών που οι ίδιοι οι αγώνες μπορεί να παράγουν, δεν έχει νόημα γι’ αυτήν να ταξινομήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο υπάρχουσες κοινωνικές μορφές ή “μορφές διαμεσολάβησης”.

Το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση είναι ότι υποθέτει ένα μοναδικό υποκείμενο λήψης αποφάσεων (το υποκείμενο της θεωρίας) και ανάγει την έννοια της κοινωνικής μορφής σε διακριτά στοιχεία που μπορούν να ταυτοποιηθούν και να διαχωριστούν μεταξύ τους στην καπιταλιστική κοινωνία. Πρώτον, καταφάσκει στην δυνατότητα μιας θεωρητικής απόφασης από ένα ομοιογενές “εμείς” που προηγείται μιας επαναστατικής στιγμής, και κάνοντάς το αυτό προκαταβάλλει [pre-empts] την πολλαπλότητα των επιθυμιών και των συγκρούσεων που αποδεσμεύονται στους αγώνες, ανάγοντάς τους σε λήψη αποφάσεων που πρέπει να διεκπεραιωθεί σήμερα (συνήθως από διανοούμενους όπως εμείς) ως αντιπροσωπευτικών μιας μη υπάρχουσας καθολικής ανθρωπότητας. Αναγάγοντας μειωτικά μια τέτοια πολλαπλότητα, αυτό είναι επίσης μια προληπτική πράξη ισχύος στον καθορισμό αυτής της ανθρωπότητας. Η γνώση που παρέχει απαντήσεις στα ερωτήματα της διαμεσολάβησης – πώς θέλουμε να ζούμε και να σχετιζόμαστε μεταξύ μας – δεν μπορεί παρά να διαμεσολαβείται από τους αγώνες που μετασχηματίζουν την ίδια τη σημασία του ανθρώπινου, δημιουργώντας την ίδια τη δυνατότητα να παραχθούν πρακτικές και με νόημα απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Δεύτερον, όπως θα καταστεί καθαρό παρακάτων στο κείμενο, αυτή η ταυτοποίηση της “προοδευτικής” κοινωνικής μορφής περιορίζει την κριτική σκέψη στο να πρέπει απλά να εντοπίσει ένα κρυμμένο χειραφετητικό στοιχείο στο παρόν, που θα πρέπει να διατηρηθεί απέναντι σε αυτό που θα ήταν διαφορετικά, όπως επιχειρηματολογείται, μια “απροσδιόριστη άρνηση”. Η υπεράσπιση των αντιικών που εμφανίζεται έτσι προς το τέλος του κειμένου του Brassier, αν και εμφανίζεται ελαφρώς ασύνδετο από τη συζήτηση που έχει προηγηθεί, δεν είναι τυχαία αλλά ρίχνει φως σε αυτό που έχει στο μυαλό όταν μιλά για χειραφετητικές μορφές διαμεσολάβησης.

To σχέδιο του εντοπισμού χειραφετητικών στοιχείων στο παρόν δεν είναι απλά μια προσπάθεια να βρούμε κάτι από το οποίο να ξεκινήσουμε, αλλά θεμελιώνεται στον προοδευτισμό που έχει παρεμποδίσει την μαρξιστική σκέψη πάνω από έναν αιώνα. Οι προειδοποιήσεις ενάντια στην “αποκήρυξη της νεωτερικότητας” και την “ακύρωση του λανθάνοντος στις τεχνολογίες χειραφετητικού δυναμικού” μπορούν να ειδωθούν ως προσκολλημένες σε μια συντηρητική ερμηνεία της εγελιανής έννοιας του aufhebung6. Πρόκειται για την ιδέα ότι η υπέρβαση του καπιταλισμού δεν είναι ένας ολικός μετασχηματισμός, μια άρνηση του οτιδήποτε υπάρχει ώστε να αναδυθεί κάτι καινούριο που, αναπόφευκτα, θα περιέχει ριζικά μεταβλημένα στοιχεία του παλιού κόσμου· αυτό το ξεπέρασμα μάλλον θα πρέπει αναγκαστικά να αφήσει ανέγγιχτα τα “προοδευτικά” στοιχεία που λανθάνουν εντός του καπιταλισμού, επειδή είναι αυτά τα στοιχεία που μας δείχνουν προς την υπέρβασή του. Παρά τις καλλίτερες διοράσεις του Μαρξ για το ότι ο ιστορικός καθορισμός είναι εφαρμόσιμος μόνο αναδρομικά7, αυτή η προσέγγιση επιθυμεί να εντοπίσει το μέλλον στο παρόν αντί να το παραγάγει από τις προκείμενες του παρόντος. Σ’ αυτή την περίπτωση, η τεχνολογία, η επιστήμη και ο λόγος ταυτοποιούνται ως τα στοιχεία που περιέχουν το δυναμικό για τη μελλοντική χειραφέτηση, που θεμελιώνεται από το επιχείρημα ότι θα πρέπει να υπάρχει κάποια δυνατότητα κριτικής σκέψης μέσα στον καπιταλισμό διαφορετικά δεν υπάρχει καμμιά δυνατότητα υπέρβασης.

Αν ισχυριστούμε ότι δεν μπορεί να βρεθεί πουθενά ένα τέτοιο “θετικό στοιχείο” ή προοδευτική δύναμη του καπιταλισμού, αυτό που καταργούμε είναι μια υποτιθέμενα αδιαμφισβήτητη ιστορική μηχανική μιας υπέρβασης, όχι τη δυνατότητά της. Ανοίγουμε τον δρόμο για μια κριτική όλων εκείνων των στοιχείων του καπιταλισμού, που μέχρι τώρα θεωρούνται ως αντικείμενα της απελευθέρωσης, στον ίδιο τον πυρήνα τους. Οι “παραγωγικές δυνάμεις” , η δύναμη επιτάχυνσης του καπιταλισμού, ακόμα και αυτή η “ορθολογικότητα”, δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται ως κάτι καλό που έχει “διαστραφεί” αλλά θα γίνουν αντικείμενο κριτικής ως τέτοια. Αν η κατάργηση του καπιταλισμού είναι δυνατή, τα ερωτήματά μας αναγκάζονται τώρα να πάνε πέρα από μια αμυντική φιλοσοφία της ιστορίας. Πρέπει να παράγουμε θεωρία βασισμένη στους αγώνες που γίνονται σήμερα, που η έννοια του κομμουνισμού ως προόδου έχει χάσει όλη της την κοινωνική ισχύ/εγκυρότητα. Η αποτυχία των προηγούμενων επαναστάσεων, η παρακμή του εργατικού κινήματος, η αποτυχία των κοινωνικών κινημάτων να κερδίσουν οτιδήποτε σημαντικό τα τελευταία 40 χρόνια που θα προσέθετε σε μια ενοποιητική “δυναμική”, έχουν σκοτώσει κάθε αυταπάτη ότι η ιστορία είναι στο πλευρό των προλετάριων. Η ιστορία πρέπει να παραχθεί, πρέπει να ξανασκεφτούμε τα πάντα.

Αυτή η κριτική δεν μπορεί να είναι πλήρης, δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όρια του κοινωνικού καθορισμού, αν είναι απλά θεωρητική. Είναι μόνο όταν η θεωρία προσπαθεί να επιτύχει μια υπεριστορική αντικειμενικότητα πέρα από τα όρια που επιβάλλονται στην οπτική της από τον κοινωνικό και ιστορικό καθορισμό και θέση που πρέπει να παράσχει μια απόδειξη αυτής της αντικειμενικότητας. Ο Brassier ταυτοποιεί όντως ένα πρόβλημα στην έλλειψη στοχαστικότητας που υπονοείται από την θέση ότι η θεωρία “είναι” απλά η αυτοκριτική των αγώνων. Κάθε θεωρία παίρνει μια συγκεκριμένη στάση εντός των αγώνων· το πρόβλημα ξεκινά όταν αυτή η στάση υψωθεί σε έναν καθολικό, α-ιστορικό ισχυρισμό που αγνοεί την γνώση που παράγεται από την ιστορική διαδικασία των αδιεξόδων και των συγκρούσεων εντός των αγώνων και το δικό της συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Και είναι ειδικά στην ιστορική αυτή στιγμή που η διαλεκτική ανάμεσα στην θεωρία και την πράξη γίνεται ένα πρόβλημα αντί για απάντηση: οι επαναστατικές θεωρίς και σχέδια μπορούν μόνο με μεγάλη δυσκολία να αποφύγουν να είναι χειρονομιακές, εξαιτίας της μακρόχρονης αποσύνθεσης των παραδοσιακών οργανωτικών μορφών στις οποίες οι διανοούμενοι είχαν παίξει προηγουμένως έναν αποφασιστικό ρόλο. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το ερώτημα είναι πώς θα ανακαλύψουμε τα όρια που αντιμετωπίζουν οι υπάρχοντες αγώνες καθώς και τις δυνατότητες που παράγονται σ’ αυτούς, ερώτημα κεντρικό σε μια ανάλυση του κεφαλαίου στην παρούσα περίοδο. Κάνοντάς το αυτό, προσπαθούμε αναπόφευκτα να κατασκευάσουμε τρόπους με τους οποίους αυτοί οι αγώνες ίσως αρχίσουν να αρνούνται αυτόν τον κόσμο παρά την τεράστια δυσκολία διατήρησης μιας τέτοιας προοπτικής χωρίς να κατέλθει κανείς στην καθαρή ιδεολογία. Βλέπουμε τότε τους αγώνες να αντιμετωπίζουν μια κατάσταση που δεν ενσωματώνει πλέον αιτήματα (εκτός και αν αφορούν την αστυνόμευση της μετανάστευσης και να σταλούν οι γυναίκες πίσω στις “κανονικές θέσεις” τους).8 Αιτήματα που απευθύνονται σε αστικά ιδεώδη όπως “είμαστε πολίτες”· “δουλεύουμε σκληρά”· “είμαστε κι εμείς άνθρωποι” έρχονται αντιμέτωπα με ένα κράτος του οποίου η κύρια φροντίδα είναι να αστυνομεύει και να φιμώνει (αν όχι να σκοτώνει) τους προλετάριους που αντιμετωπίζονται ως ένα επουσιώδες προσάρτημα στην καπιταλιστική αναπαραγωγή. Ενώ αυτοί οι αγώνες μπορεί να τελειώσουν με την ενδυνάμωση των πιο αντιδραστικών τύπων αιτημάτων, μπορούμε επίσης κάποιες φορές να ταυτοποιήσουμε μορφές (προσωρινής) άρνησης, που συνήθως κατηγορούνται ότι είναι περισσότερο καταστροφικές από όσο είναι “κοινωνικά εποικοδομητικές”, γιατί τείνουν να αμφισβητούν (για παράδειγμα, μέσα από πλιάτσικά και ταραχές, αλλά και μέσα από την σχεδιασμένη υπεράσπιση των δράσεών τους) καταπιεστικές μορφές κοινωνικότητας που υπονοούνται από τέτοιες αστικές έννοιες όπως η κοινωνία των πολιτών, το έθνος, η κοινότητα των πολιτών, δικαιώματα και υποχρεώσεις, έννομη πολιτική συμπεριφορά και ανταλλαγή εμπορευμάτων, ως των όπλων του κράτους και της αστικής εξουσίας στην καπιταλιστική κοινωνία.9 Αυτή η κριτική είναι αρνητική (φτάνοντας σε επίπεδα αυτοκτονικότητας) επειδή η θετικότητα της “κομμουνιστικής κοινωνίας” είναι σήμερα κάτι άγνωστο, το αφήγημα που οδήγησε σε αυτήν κάποτε είναι εκτός λειτουργίας, και ό,τι έχουμε είναι μια περιορισμένη κριτική του παρόντος μέσω των πρακτικών ενός κατακερματισμένου προλεταριάτου που δεν έχει καμμιά φιλοδοξία να ενοποιηθεί ή να καταλάβει την εξουσία για να διαχειριστεί οτιδήποτε. Αυτή η κριτική παράγει συγκρούσεις εντός των αγώνων που μοιάζουν αξεπέραστες.10 Αλλά η απουσία ενότητας και ενός μέλλοντος είναι ένα καθαρά υλικό και όχι ιδεολογικό ψεύδος, που θα μπορούσε να ηττηθεί συνειδησιακά. Η θεωρία δεν μπορεί να υποθέσει μια επαναστατική ενότητα λήψης αποφάσεων, επειδή αυτή μπορεί να ξεκινήσει να παράγεται μόνο στη διαδικασία της κατάργησης των κοινωνικών διαιρέσεων που κατακερματίζουν αυτή την ενότητα.

Οι ίδιοι οι όροι του ερωτήματος της κατηγοριοποίησης των “καταπιεστικών” και των “χειραφετητικών” κοινωνικών μορφών και διαμεσολαβήσεων είναι συνεπώς λανθασμένο. Αντίθετα, το ερώτημα θα έπρεπε να γίνει ερώτημα για το πώς οι αντικειμενικές και υποκειμενικές σχέσεις και μορφές ύπαρξης μπορούν να μετασχηματίσουν και να γίνουν άλλες, και πέρα, από τις καπιταλιστικές. Αυτό είναι ένα ερώτημα της διαδικασίας μιας ριζικής κριτικής του παρόντος και της δυνατότητας της υπέρβασης των ορίων αυτού που είμαστε. Συλλαμβάνει τον μετασχηματισμό μέσω των αγώνων και των εσωτερικών συγκρούσεων εντός τους· όχι μέσω της ταξινόμησης του υλικού αυτο του κόσμου έξω από τη διαδικασία που τον μετασχηματίζει, και σίγουρα χωρίς να κοιτά εκ των προτέρων για κάτι που θα πρέπει να διατηρηθεί.

*

Το ερώτημα μπαίνει και με έναν άλλο τρόπο στο κείμενο του Brassier. Συμφωνώντας με τους Endnotes, κριτικάρει την έννοια του Καμμάτ για την υπαγωγή της ζωής και της υποκειμενικότητας στο κεφάλαιο, που τον οδηγεί να προτείνει μια έξοδο σε μια “γνήσια” ανθρώπινη κοινότητα ως τον μοναδικό τρόπο αντιμετώπισης ενός ολοποιητικού κεφαλαίου. Πιέζει τους Endnotes σε ένα σημείο: η υπαγωγή δεν σημαίνει ότι η εκλογίκευση του κεφαλαίου υπάγει ολόκληρη την κοινωνική δραστηριότητα αλλά μόνο την εργασία.

Συνεπώς, η εκλογίκευση της πραγματικότητας από το κεφάλαιο περιορίζεται, η ίδια, από αυτή την πραγματικότητα· αυτό είναι το προπύργιο ενάντια στον απόλυτο ιδεαλισμό, ο οποίος θα υποστασιοποιούσε το κεφάλαιο ως ένα πλήρως αυτόνομο, αυτο-κινούμενο υποκείμενο (μια causa sui ή αυτο-αιτιακό ον) που “επιπλέει” απελευθερωμένο εντελώς από την υλική πραγματικότητα. Όντως, υπάρχει έγκυρο έδαφος γι’ αυτή την κριτική του Καμμάτ, καθώς και για την προειδοποίηση ενάντια σε διατυπώσεις που υπερτονίζουν την ικανότητα του κεφαλαίου να προσδίδει στην πραγματικότητα μια εννοιολογική μορφή. Το δεύτερο θα συνεπαγόταν την μυστικιστική αναγωγή της μετασχηματιστικής πρακτικής στην έννοια μιας αδύνατης πάλης ενάντια στις έννοιες (και πρώτα απ’ όλα την αξία). Αυτά τα σημεία, εντούτοις, δεν μπορούν να επεκταθούν σε μια αποκατάσταση [rehabilitating] του στόχου της κριτικής του Καμμάτ: η “ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ως μιας εκ των ων ουκ άνευ της απελευθέρωσης”· ο κομμουνισμός ως ένας “νέος τρόπος παραγωγής” (ή ο “ελεύθερος συνεταιρισμός των παραγωγών”)· η μυστικοποίηση τόσο των αγώνων όσο και της ταξικής σχέσης υπό τον καπιταλισμό. Δεν είναι απαραίτητη η έννοια της υπαγωγής ολόκληρης της κοινωνικής ζωής για να γίνει αυτή η κριτική. Οι κριτικές έννοιες του φετιχισμού και της πραγματικής αφαίρεσης είναι επαρκείς. Ο πανταχού παρών φετιχισμός στον καπιταλισμό, η αντικειμενικοποίησή του που αποκρύπτει/συσκοτίζει την διαμεσολάβηση – η αντικειμενικοποιημένη φυσικοποίηση των εμπορευμάτων και της ανταλλαγής τους που συσκοτίζει την κοινωνική σχέση που διαμεσολαβούν· η αποκρυπτόμενη διαμεσολάβηση της επέκτασης του κεφαλαίου μέσω μιας εκμεταλλευτικής παραγωγικής διαδικασίας – παράγεται μέσω των ίδιων των πρακτικών της κοινωνικής αναπαραγωγής και με αυτή την έννοια είναι κοινωνικά έγκυρη. Το πρόβλημα με την υιοθέτηση της “ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων” ως του έσχατου επαναστατικού σκοπού δεν είναι απλά ότι η εννοιολογική αφαίρεση είναι κοινωνικά καθορισμένη, και ως εκ τούτου πάντα υπό τον κίνδυνο να αναπαράγει τους φετιχισμούς του κεφαλαίου, ούτε η υποτιθέμενη υπαγωγή στο κεφάλαιο οποιασδήποτε υποκειμενικότητας, αλλά μάλλον ότι προϋποθέτει την κοινωνική πρακτική που παράγει την πραγματική αφαίρεση της αφηρημένης εργασίας, πάνω στην οποία θεμελιώνεται η διαχείριση μιας κοινωνίας, και πιθανότητα και ενός κράτους, ως ενός συγκεντρωτικού μηχανισμού που διοικεί αυτή την “ανάπτυξη”. Είναι με αυτή την έννοια που η προσκόλληση στην νεωτερικότητα πρέπει να κριτικαριστεί: όχι ως μια διαφθορά της αιώνιας ανθρώπινης κοινότητας αλλά ως ένας φετιχισμός που αντικειμενικοποιεί και καθιστά αιώνια την καπιταλιστική επέκταση, τα εμπορεύματα, την καπιταλιστική τεχνολογία, γνώση και θεσμούς, τυφλή στις κοινωνικές διαμεσολαβήσεις από τις οποίες όλα αυτά είναι αδιαχώριστα: την παγκόσμιας κλίμακας διαχείριση και επιβολή των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων και της επακόλουθης δυστυχίας και θανάτου. Πραγματικά, όπως γράφει ο Brassier, σε μια διόρθωση συγκεκριμένων διατυπώσεων των Endnotes, “το κλειδί στην απο-πραγμοποίηση της αφαίρεσης είναι μια ανάλυση της εννοιολογικής μορφής καθώς αυτή γεννιέται από τις κοινωνικές πρακτικές”. Είναι ιστορικά αναδυόμενες, γενικευμένες πρακτικές κοινωνικής αναπαραγωγής που παράγουν τις εννοιολογικές μορφές (πραγματικές αφαιρέσεις) που είναι επαρκείς για τις κοινωνικές μορφές. Αυτές οι κοινωνικές αφαιρέσεις μπορούν, ξανάμ να καταργηθούν μόνο μέσω του μετασχηματισμού της κοινωνικής πρακτικής. Και παρ’ όλο που οι κριτικές μας ικανότητες/δεξιότητες μπορούν ίσως να ταυτοποιήσουν αυτές τις διαμεσολαβήσεις και πρακτικές, είναι μόνο μέσω μια διαδικασίας πρακτικής κριτικής δραστηριότητας εντός των αγώνων που μπορεί να ανοίξει το ερώτημα των μη-καταπιεστικών μορφών διαμεσολάβησης, και μόνο μέσω αυτής της διαδικασίας μπορεί να απαντηθεί συλλογικά το ζήτημα των μη-καταπιεστικών πρακτικών. Αυτές οι πρακτικές μπορούν να γίνουν νέες κοινωνικές μορφές μόνο αν γενικευθούν κοινωνικά. Πέρα από αυτό το πλαίσιο, η ζωή στον καπιταλισμό εξακολουθεί να μας αναγκάζει, στην καθημερινή μας πρακτική, να αναπαράγουμε υπάρχουσες κοινωνικές μορφές.

Η κριτική του Brassier στον Καμμάτ σε σχέση με την “προσφυγή/επίκλησή του σε μια ανθρώπινη κοινότητα που οι βασικές εκφραστικε τροπικότητές της παραμένουν σταθερές στις χιλιετίες” είναι επίσης δικαιολογημένη. Παρ’ όλα αυτά, όμως, αν και η κατάργηση του καπιταλισμού δεν μπορεί να είναι μια αναίρεση ή μια ευχή να “μην συνέβαινε ποτέ ο καπιταλισμός”, δεν μπορεί επίσης να είναι η “πραγματοποίηση” μιας προοδευτικής “υπόσχεσης” που φέρει εντός του ο καπιταλισμός. Αν μη τι άλλο, αυτή η υπόσχεση δεν είναι ένα ταυτοποιήσιμο “χειραφετητικό” στοιχείο της νεωτερικότητας που χρειάζεται να “απελευθερωθεί” αντί να υποστεί κριτική. Αν υπάρχει ένα πρόβλημα με τη διαλεκτική της αλλοτρίωσης που περιγράφει μια επανένωση με μια ιδεατοποιημένη φύση και μια φυσικοποιημένη, α-ιστορική ανθρωπότητα, αυτό δεν θα ξεπεραστεί με μια αποκατάσταση της έννοιας της νεωτερικότητας που απλά χρειάζεται να σπάσει τα δεσμά της από την διαφθείρουσα κυριαρχία της αξίας ώστε να είναι πραγματικά ο εαυτός της. Η ιστορία δεν παράγεται εκ του μηδενός [ex-nihilo], αλλά δεν είναι ούτε μια “υλοποίηση” ενός προϋπάρχοντος στοιχείου, είτε αυτό συλλαμβάνεται ως φυσικά είτε ως ιστορικά καθορισμένο. Η ιστορία μπορεί να γίνει ένα αφήγημα [αφηγηματοποιηθεί, narrativised] ως ενός είδους “υλοποίηση” αναδρομικά.

Η επίκληση μιας ανθρώπινης κοινότητας δεν μπορεί επίσης να αντικρουστεί ικανοποιητικά επανεπιβεβαιώνοντας μια έννοια κοινωνίας. Ο Ray Brassier επιχειρηματολογεί υπέρ της αναγκαιότητας διαμεσολάβησης “σε έναν πλανήτη εφτά δισεκατομμυρίων ανθρώπων”, έτσι ώστε μια πραγματική, “μια κατά το μέγιστο εκτεταμένη ανθρώπινη αλληλεγγύη” μπορεί να υπάρχει πέρα από τον στενά τοπικό κοινοτισμό [parochial communitarianism]. Μας υπενθυμίζει την έννοια του “είδους-όντος” [species being]: “κατανοούμενου όχι ως μια βιολογική κατηγορία αλλά ως η ικανότητα για συλλογικό αυτο-μετασχηματισμό (πέρα από την αυτο-αναπαραγωγή), που διαρρηγνύει [staves off] τις διαιρετικές ταυτοποιήσεις της ατομικότητας, της εθνικότητας, της ιθαγένειας”. Αξίζει να σκεφτούμε εδώ αυτή της ερμηνεία του “είδους-όντος” πέρα από τον Μαρξ των Οικονομικών και Φιλοσοφικών Χειρογράφων – των οποίων το θέμα της αλλοτρίωσης μπορεί να θεωρηθεί τόσο προβληματικό όσο και η αυθεντική κοινότητα του Καμμάτ, ιδιαίτερα αν η “ζωή-δραστηριότητα” δεν αποκρυπτογραφείται από την εργασία, θέτοντας περιορισμούς πάνω στο τι μπορεί να είναι ο άνθρωπος.11 Αν μια τέτοια καθολικότητα μπορούσε, τότε, να εμπλέκει πολλαπλές και μοναδικές “δραστηριότητες ζωής” που συλλογικά μετασχηματίζουν τον άνθρωπο, το ερώτημα πώς θα μπορούσε η κοινωνική “ανθρώπινη δραστηριότητα” να είναι μια μέρα κάτι διαφορετικό από την αφηρημένη εργασία, που διαμεσολαβείται από την αξία, είναι και πάλι εξαιρετικά δύσκολο να απαντηθεί.

Ο Brassier προτείνει ότι “το απρόσωπο, η αμεροληψία και η αντικειμενικότητα” δεν θα έπρεπε να θεωρούνται απλά ως συσχετιζόμενα με την αλλοτρίωση αλλά, επίσης, ως “θετικοί πόροι για την επέκταση των οριζόντων της κοινωνικοποίησης”. Εντούτοις η σύνδεση της έννοιας της καθολικότητας με το απρόσωπο, το αμερόληπτο και το αντικειμενικό εμφανίζονται και πάλι μονόπλευρα και ανεπαρκή, ηχώντας όπως η πολύ οικεία αρχή της αστικής νομικής κρίσης. Οι νόμοι και οι νομικές διαδικασίες εγκαθιδρύονται για να εφαρμόζοναι στο αφηρημένο άτομο “αντικειμενικά” και “αμερόληπτα”, παρ’ όλο που, φυσικά, αυτές οι αξίες αφήνουν εκτός αμφισβήτησης τις αρχές και τις κοινωνικές σχέσεις που αναπαράγουν οι νόμοι.12 Η αστική ισότητα, όπως και η αφηρημένη εργασία, θεμελιώνεται σ’ αυτό ακριβώς το είδος του απρόσωπου: άτομα κενά από περιεχόμενο και ιδιαιτερότητα, και το σημαντικότερο, κενά από υλικότητα (σωματική ή οικονομική) σε μια πολιτική σφαίρα που είναι εξορισμού τυφλή σ’ αυτήν. Έτσι η “δικαιοσύνη” μεταφράζεται σε αξιοκρατία: αν δεν μπορείς δεν την αξίζεις – δεν είναι κάτι “προσωπικό”, απλά δεν είσαι αρκετά καλός, “αντικειμενικά”. Η αποθέωση της αστικής έννοιας της ισότητας είναι το να αφήνονται οι άστεγοι να πεθαίνουν. Η έμφαση στο αναπόφευκτο του “απρόσωπου” παρουσιάζεται μόνο ως μια δεδομένη αναγκαιότητα και ως ένα ιδεώδες γιατί, στον καπιταλισμό, το “απρόσωπο” είναι το επίπεδο του νόμου και του δικαίου, της κοινωνίας, ενώ το “προσωπικό” υποτίθεται ότι ταυτίζεται με προ-καπιταλιστικές μορφές κοινότητας.

Στην πραγματικότητα, η εξουσία λειτουργεί εντός του καπιταλισμού, εφόσον η έμφυλη σχέση δεν τεθεί κατά μέρος ως μια προ-καπιταλιστική κοινωνική μορφή, τόσο σε απρόσωπα όσο και σε προσωπικά επίπεδα και η υπέρβαση του καπιταλισμού πρέπει να νοηθεί και στα δυο αυτά επίπεδα. Το “προσωπικό” εκτός από μια μορφή κοινωνικής ισχύος σηματοδοτεί επίσης το κοινωνικό επίπεδο στο οποίο η ιδιαιτερότητα κάθε προσώπου στην πλήρη υλική τους διάσταση, στην διαφορετικότητά τους, μπορεί να αναγνωριστεί.13 Εδώ το θέμα δεν είναι επ’ ουδενί μια δημοκρατικίστικη συνταγή “αμοιβαίας αναγνώρισης” στις διαδικασίες αγώνα. Είναι, μάλλον, η σύλληψη του κομμουνισμού ως μιας κατάστασης ριζικής ανασφάλειας, αν η κατάργηση των περιοριστικών κοινωνικών κατηγοριών δεν πρόκειται απλά να αναπαραγάγει την συμπαγή καθολικότητα του “ανθρώπου” αλλά, αντίθετα, να ανοίξει μια διαδικασία ριζικού αυτο-ανακαθορισμού ως μιας διαλεκτικής ανάμεσα στο καθολικό και το συγκεκριμένο. Η διαδικασία της αναγνώρισης δεν είναι ποτέ μια εύτακτ άπαξ αφηρημένη ταξινόμηση αλλά πάντα υπό αίρεση τόσο αυτού που αναγνωρίζει (το κοινωνικό) όσο και του αναγνωριζόμενου. Σημαίνει επίσης ότι η σημασία του “ανθρώπινου” είναι πολλαπλή και ανοιχτού-τέλους. Αυτή η διαλεκτική είναι αδύνατη κάτω από μια έννοια καθολικότητας που δίνει προτεραιότητα στο απρόσωπο και στην κλειστότητα της αντικειμενικότητας.

Θα πρέπει να είναι καθαρό ότι η “επέκταση των οριζόντων της κοινωνικοποίησης” δεν είναι η ίδια ένα αδιαμφισβήτητο ιδεώδες. Ιδιαίτερα όταν στον καπιταλισμό, όπως και στα σοσιαλιστικά (ή “κρατικο-καπιταλιστικά”, όπως προτιμούν μερικοί να τα λένε) κράτη, έχει σημασιοδοτήσει την κοινωνικοποίηση της εργασίας και την ενοποίηση των “ατόμων” υπό το κράτος. Συμφωνούμε, λοιπόν, ότι η “διαμεσολάβηση” είναι ένα πρόβλημα, αλλά είμαστε επιφυλακτικοί με τις συνηθισμένες απαντήσεις. Πώς μπορεί να αποτραπεί να γίνει η καθολικότητα μια αστική καθολικότητα, μια νομική καθολικότητα, βασισμένη στην ορθολογική ταξινόμηση “κενών| ατόμων που θυσιάζει ή καταπιέζει το εξαιρετικό ή μη ταξινομήσιμο άτομο χάριν της “κοινωνίας”; Πώς μπορεί να μην γίνει μια απρόσωπη, καταπιεστική κοινωνική ενότητα ανάλογη με αυτήν που επιβάλλεται από το αστικό κράτος; Αν προστρέξουμε να ταυτοποιήσουμε τις “καλές” διαμεσολαβήσεις και αφαιρέσεις εντός του καπιταλισμού κινδυνεύουμε να πέσουμε πάλι πίσω στις αυτοματοποιημένες απαντήσεις: ο αστικός νόμος, ο χρόνος εργασίας, το κράτος.

*

Βασισμένος στις διατυπώσεις των Endnotes, που μοιάζουν να υπονοούν την απόλυτη συγκρότηση της υποκειμενικότητας από το κεφάλαιο, ο Ray Brassier ταυτοποιεί το “παράδοξο της αυτοκατάργησης” και εγείρει το ερώτημα της “πρακτόρευσης” στη διαδικασία της κομμουνιστικοποίησης:

Αφού το “εμείς” συγκροτείται από την ταξική σχέση, η αυθυπέρβαση του “εμείς” είναι η υπέρβασξη της σχέσης που τη συγκροτεί. Αυτό είναι οπωσδήποτε θεωρητικά ασυμβίβαστο (και λόγω αυτού, αξιοθαύμαστο). Αλλά είναι επίσης και παραδοξολογικό και ο παραδοξολογικός χαρακτήρας του επιδεινώνει το στάτους του ως ενός ισχυρισμού που συναρθρώνει την εννοιολογική και την κοινωνική αφαίρεση σε ένα οντολογικό επίπεδο. Το παράδοξο είναι το ακόλουθο: αν το “εμείς” συγκροτείται από την ταξική σχέση που πρέπει να ξεπεράσουμε, τότε η υπέρβαση αυτής της σχέσης είναι επίσης η υπέρβαση του “φορέα” αυτής της υπέρβασης και, συνεπώς, η ακύρωση της υπέρβασης και η επανεδραίωση του “εμείς”. Αφού “εμείς” δεν έχουμε άλλη θέση από την ταξική σχέση, δεν “είμαστε” τίποτα έξω από αυτή την σχέση. Αλλά τότε η στιγμή της κατάργησης αυτής της σχέσης είναι επίσης και η στιγμή της κατάργησης της κατάργησής της.

Φυσικά το παράδοξο είναι έγκυρο μόνο στον βαθμό που αποδεχόμαστε την λογικοποίηση της πραγματικότητας και της υποκειμενικότητας για την οποία ο Brassier κατηγορεί τους Endnotes, ή αν ερμηνεύσουμε κατά κυριολεξία τη θέση ότι “δεν είμαστε τίποτα έξω από την ταξική σχέση”: αν το υποκείμενο της πάλης καταργεί τον εαυτό του, ποιος θα απομείνει ως “φορέας” της κομμουνιστικοποίησης; Η δήλωση δεν θα πρέπει να ληφθεί κατά κυριολεξία, η κατάργηση δεν πρέπει να κατανοηθεί ως εξάλειψη και η εξάλειψη δεν θα πρέπει να κατανοηθεί ως κατάργηση. Οι προλετάριοι μπορεί κυριολεκτικά να πεθάνουν έξω από την ταξική σχέση. Αυτό δεν σημαίνει ότι καταργείται η κοινωνική κατηγορία “προλετάριος”. Αντίστροφα, η κατάργηση είναι ένας μετασχηματισμός των υποκειμένων, όχι ο φυσικός ή πνευματικός τους θάνατος. “Τίποτα έξω από” σημαίνει ότι η προλεταριακή ταυτότητα δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί σήμερα, όχι επειδή το κεφάλαιο είναι ένα απόλυτο υποκείμενο του οποίου η “λογική” καθορίζει την πραγματικότητα και την υποκειμενικότητα σε βαθμό που ο αγώνας και η ιστορία δεν υπάρχουν πλέον, αλλά μάλλον επειδή η αναπαραγωγή του προλεταριάτου εξαρτάται τώρα εντελώς από την καπιταλιστική αναπαραγωγή και το παρόν μοντέλο συσσώρευσης αντιμετωπίζει την εργατική δύναμη ως απλό κόστος. Δεν είναι απλά μια πτήση αδύνατη πλέον καθώς η προλεταριακή ζωή εξαρτάται εντελώς από τη συσσώρευση (την ίδια στιγμή που οποιεσδήποτε εγγυήσεις για μια τέτοια ζωή είναι πλέον ανύπαρκτες)14, αλλά οι προλετάριοι είναι επίσης ανίκανοι να βρουν οποιαδήποτε θετικότητα στον εαυτό τους ως μέρος της συσσώρευσης. Η αυτο-κατάργηση αναδύεται τότε ως μια δυνατότητα όταν η αυτεπιβεβαίωση της ταξικής ταυτότητας δεν γίνεται τίποτα περισσότερο από την επιβεβαίωση μιας κατηγορίας του κεφαλαίου, μεταβλητό κεφάλαιο, η διαθεσιμότητα και ο κατακερματισμός του οποίου διαβρώνει την ικανότητα της τάξης για να οργανώσει πολιτικά τον εαυτό της σε διεκδικητικούς αγώνες. Μόνο η πρακτική κριτική της θέσης κάποιου όπως υπάρχει και αναπαράγεται στην καπιταλιστική κοινωνία έχει, τότε, το δυναμικό να καταργήσει την σχέση της οποίας είναι μέρος.

Η διατύπωση που βασίζεται σε ένα “εμείς” υποθέτει επίσης ένα δεδομένο ενοποιημένο υποκείμενο στην αρχή της διαδικασίας, το οποίο, όπως επιχειρηματολογήθηκε παραπάνω, δεν υπάρχει σήμερα. Αντίθετα, η θεωρία του ρήγματος έχει προσπαθήσει να θεωρητικοποιήσει την δυνατότητα της αυτο-κατάργησης που προκύπτει στις σημερινές συνθήκες κατακερματισμού της τάξης. Αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή σε στιγμές που ανακύτπουν εσωτερικές συγκρούσες εντός των αγώνων επειδή η ταυτότητα αυτών που αγωνίζονται δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί και γίνεται η ίδια ένα όριο. Το “εμείς” που καταργείται, τότε, σ’ αυτή την αντίληψη δεν είναι απλά ένα οποιοδήποτε υποκείμενο και σίγουρα δεν είναι ένα καθολικό ανθρώπινο υποκείμενο, αλλά οι υλικές υποκειμενοποιήσεις των σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας στην καπιταλιστική κοινωνία: προλετάριοι, καπιταλιστές και οι πολλαπλές θέσεις στον καταμερισμό της εργασίας; γυναίκες, άντρες και άλλες ταξινομήσεις φύλου· ομάδες που υφίστανται φυλετική καταπίεση. Αυτές οι υποκειμενοποιήσεις υπάρχουν ήδη και οι αγώνες βασίζονται ήδη σε αυτές. Το ερώτημα είναι τι γίνεται μετά, με άλλα λόγια, πώς τα υποκείμενα μπορούν να ξεπεράσουν αυτό που είναι καταργώντας τις σχέσεις που αναπαράγουν αυτές τις υποκειμενοποιήσεις. Η καθολικότητα και η ιδιομορφία/μοναδικότητα που θα μπορούσαν να προκύψουν από την κατάργηση αυτή δεν είναι η ίδια με την ιδιαιτερότητα του υποκειμένου που την επέφερε [την κατάργηση] (αφού αυτή αναδύτεται μόνο στη διαδικασία του αγώνα): αν οι προλετάριοι καταργήσουν το “προλετάριος” ως μια έγκυρη κοινωνική κατηγορία, αν καταργήσουν την ταξική σχέση, δεν είναι πλέον προλετάριοι· οι γυναίκες δεν είναι πλέον γυναίκες – η σωματική τους διαφορά δεν έχει μια κοινωνική σημασία καταπίεσης – “οι μαύροι δεν είναι πλέον μαύροι” κοκ. Παράγουν τους εαυτούς τους ως κάτι άλλο που είναι ταυτόχρονα και ιδιαίτερο και καθολικό, δημιουργώντας τη δυνατότητα του αυτο-καθορισμού και του επαναπροσδιορισμού του τι είναι ανθρώπινο15, εφευρίσκοντας νέους τρόπους να σχετίζονται μεταξύ τους και με τον κόσμο. Είναι αυτό το κάτι άλλο που αυτή η κατάργηση παράγει, η απο-υποκειμενοποίηση που αντικειμενικά ξεπερνά το όριο του τι είναι κάποιος, που το παράδοξο μοιάζει να αποκλείει.

Αυτό, όμως, είναι η σύλληψη ενός δυνητικού μετασχηματισμού, όχι η εφαρμογή μιας λογικής αναγκαιότητας. Η έννοια της αυτοκατάργησης είναι συλλήψιμη όχι ως μια λογική εκδίπλωση αλλά ως ένα δυναμικό το οποίο μπορούμε να αποκρυπτογραφήσουμε στην σημερινή ιστορική συγκυρία εξαιτίας της παρακμής της πολιτικής της επιβεβαίωσης. Μπορεί, φυσικά, να αποδειχθούμε εντελώς λάθος.

Υπάρχουν μερικά ακόμα πιο σημαντικά προβλήματα που αφορούν την αυτοκατάργηση: πώς μπορούν οι προλετάριοι να παλέψουν χωρίς να σχηματίσουν ένα αυτεπιβεβαιούμενο υποκείμενο; Ποιες είναι οι πρακτικές που θα υπονοούσαν ένα αυτο-αρνητικό υποκείμενο; Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει αυτή η αυτο-άρνηση; Αυτό δεν είναι ένα ερώτημα που τίθεται αφηρημένα στο επίπεδο της υποκειμενικότητας, αλλά αναδύεται στη διαδικασία της πάλης: το κάψιμο των εργοστασίων μπορεί να μοιάζει να είναι μια απόρριψη της εργασίας, αλλά είναι συχνά μέρος διεκδικητικών αγώνων σε χώρες όπως η Ινδία, το Μπαγκλαντές ή το Βιετνάμ. Ταραχές και εξεγέρσεις μπορεί να είναι κομμάτι της επιβεβαίωσης μιας εθνικής ταυτότητας, όπως έχουμε δει στην Ουκρανία. Γυναίκες και άντρες που διαμαρτύρονται ενάντια στον βιασμό μπορεί, την ίδια στιγμή, μέσω των αιτημάτων τους, να επιβεβαιώνουν το κράτος και την οικογένεια, όπως είδαμε στην Ινδία. Μπορούμε να πούμε ότι αυτά είναι τα εσωτερικά όρια των αγώνων, και ότι αυτά τα ίδια τα όρια είναι η δυναμική τους (Théorie Communiste)16, αλλά συχνά δύσκολα υπάρχε οποιαδήποτε δυναμική προς την κατεύθυνση υπέρβασης αυτών των ορίων. Και φυσικά, οι αγώνες δεν συμβαίνουν σε κενό. Εκτός από τα εσωτερικά όρια υπάρχουν και εξωτερικά, όπως η δύναμη του κράτους, με την αστυνομία και τον στρατό του, καθώς και οι αναγκαιότητες της επιβίωσης. Τέλος, το “εμείς” που πρέπει να προβληματοποιηθεί δεν είναι απλά το “εμείς” της αυτοκατάργησης αλλά, επίσης, και το “εμείς” που χτίζει μια κοινωνία, η ίδια η σύλληψη του καθολικού και του τι είναι η “κοινωνία”, όπως συζητήθηκε παραπάνω.

*

Η ισχυριζόμενη απουσία διάκρισης από τους Endnotes ανάμεσα στην εννοιολογική και την πραγματική αφαίρεση λέγεται ότι τους οδηγεί σε μια ολοκληρωτική απόρριψη της λειτουργίας της “τεχνολογίας” ως τέτοιας. Αναδεικνύοντας τα αντιικά ως ένα παράδειγμα των “χειραφετητικών δυνατοτήτων που λανθάνουν σε τεχνολογίες που η λειτουργία τους υπάγεται αυτή τη στιγμή στο κεφάλαιο”, ο Brassier αναγνωρίζει την εμφακέλλωση αυτών των τεχνολογιών σε καπιταλιστικές κοινωνικές μορφές, αλλά συλλαμβάνει τη λειτουργία τους ως κάτι που μπορεί να διαχωριστεί:

Μια κατάλληλα αφηρημένη σύλληψη της λειτουργίας θα επιτρέψει την μεταμόσχευσή τους και, όπου είναι απαραίτητο, την αναστοχοθέτησή τους, κατά μήκος διαφόρων κοινωνικών συγκειμένων.

Όμως, το “χειραφετητικό δυναμικό” ή “λειτουργία” της σημερινής τεχνολογίας δεν είναι απλά κάτι μηχανικό. Προφανώς ερείδεται στην αξία χρήσης της σήμερα, αφού όλη η ουσία της διατήρησης μιας “λειτουργίας” είναι η χρησιμότητά της. Αλλά η έμφαση στο ίδιο το ερώτημα της διατήρησης μιας χρήσιμης λειτουργίας είναι μια προσκόλληση στο πώς ζούμε σήμερα που θέτει όρια στην κριτική της [της λειτουργίας]. Ακολουθώντας το παράδειγμα των αντιικών, γιατί θα πρέπει να υποθέσουμε σήμερα ότι, στο μέλλον, η επιβίωση από την ασθένεια θα έπρεπε να περιλαμβάνει την ιατρική όπως υπάρχει σήμερα; Και ακόμα αν αυτή είναι η περίπτωση, πώς είναι δυνατόν να απεμπλέξουμε αυτή τη “λειτουργία” από το σύστημα παραγωγής της, τις πολύπλοκες, καταπιεστικά ιεραρχικές διαιρέσεις στην εργασία και της σχέσεις εξουσίας (ανάμεσα στον “εξειδικευμένο” παραγωγό-γνώσης και τα ανθρώπινα “αντικείμενα” της ιατρικής επιστήμης· ανάμεσα στον ερευνητή και τους εργάτες στο εργοστάσιο) από τις οποίες εξαρτάται σήμερα η παραγωγή ιατρικής γνώσης καθώς και τα εμπορεύματα που βασίζονται σ’ αυτήν; Περαιτέρω, είναι δυνατόν να συλλάβουμε την απεμπλοκή αυτής της “λειτουργίας” και της κοινωνικής χρησιμότητάς της από τους ίδιους τους ορισμούς της “υγείας” και της “ασθένειας” και τις κοινωνικές ιεραρχίες που συνεπάγονται; Η αξία χρήσης που προσπαθεί να εκμαιεύσει ως ένα “χειραφετητικό δυναμικό” μέσα από τα καπιταλιστικά εμπορεύματα δεν μπορεί να υπάρχει ως μια απλά μηχανική ή βιολογική λειτουργικότητα που μπορεί να διαχωριστεί από τον κοινωνικό, τον καπιταλιστικό τρόπο του σχετίζεσθαι στη διαδικασία της παραγωγής και της κατανάλωσής του, και ακόμα λιγότερο από την υπαγωγή του στην ανταλλακτική αξία. Αυτός είναι ο φετιχισμός που ανάγει ένα εμπόρευμα στις φυσικές ή μηχανικές ιδιότητες ενός πράγματος, σβήνοντας τις κοινωνικές σχέσεις και διαδικασίες από ττις οποίες εξαρτάται η ύπαρξή του. Τα αντιικά (και άλλα φάρμακα και ιατρικές τεχνικές και τεχνολογίες) παράγονται, σήμερα, ως εμπορεύματα, και αυτό διαμορφώνει τόσο τις κοινωνικές όσο και τις υλικές τους πτυχές, γιατί η αξία χρήσης είναι η άλλη πλευρά της ανταλλακτικής αξίας, που κινεί την παραγωγή των εμπορευμάτων. Τραβώντας την όσο πιο μακριά γίνεται, αυτή η κριτική της αξίας χρήσης είναι η συνθήκη της δυνατότητας για την παραγωγή καινούριων μορφών γνώσης ή τεχνολογίας, που δεν καθοδηγούνται από την αξία ούτε από την εργασία ως καθολική ποιότητα της ανθρωπότητας, αλλά από μια εντελώς διαφορετική λογική του σχετίζεσθαι.

Αρνούμενοι να κρατήσουμε αυτή την αφηρημένη έννοια της λειτουργίας, αντιτείνει ο Brassier, “καταργεί το καπιταλιστικό παρόν με το κόστος της ακύρωσης του μετα-καπιταλιστικού μέλλοντος που είναι κλειδωμένο/παγιδευμένο εντός του. Προκαταβάλλοντας το μέλλον, η blinkered άρνηση δεν μπορεί παρά να επιθυμεί να αποκαταστήσει/επανεδραιώσει το παρελθόν Γίνεται η επιθυμία για μια πρότερη κατάσταση πραγμάτων”. Από αυτή την άποψη, οι τωρινοί αντιαναπυτξιακοί αγώνες ενάντια στην ίδια την υλική μορφή και λειτουργία των ορυχείων και των εργοστασίων, στα τραίνα υψηλής ταχύτητας, τα αεροδρόμια κ.λπ. συχνά παρά την τοπική ανεργία, θα μπορούσαν να απορριφθούν ως τοπικιστικοί ή προσδεμένοθ σε έναν “περασμένο” τρόπο ζωής. Και, με μια έννοια, είναι. Αυτή είναι η αντίφαση: τα ορυχεία ρυπαίνουν εξαιρετικά και περιλαμβάνουν τιμωρητικές/κατασταλτικές μορφές εργασίας, μάλιστα τόσο πολύ που για πολλές κοινότητες είναι έντονα προτιμητέα η γεωργία. Τα ορυχεία παρέχουν επίσης τις πρώτες ύλες για το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής υψηλής τεχνολογίας. Αν η απόλαυση ενός δάσους, ή η χρήση των υδάτων του για τη γεωργία μπορεί να θεωρηθεί ως επιθυμία μιας “προηγούμενης κατάστασης πραγμάτων” περισσότερο από τις προόδους της καπιταλιστικής εξόρυξης, αυτό δείχνει απλά ότι τα “επιτεύγματα της καπιταλιστικής νεωτερικότητας” προϋποθέτουν μορφές λειτουργίας της τεχνολογίας οι οποίες, ιδιαίτερα στα σημεία παραγωγής, δεν είναι τελικά ευπρόσδεκτες παρά την χρησιμότητά τους. Εξίσου δυσπρόδεκτη θα ήταν μια “αναστοχοθέτηση” που θα υπολειπόταν ενός πλήρους μετασχηματισμού μιας τέτοιας τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένης της μορφής και της λογικής της παραγωγής της γνώσης στις οποίες βασίζεται, της διαδικασίας παραγωγής της και του σκοπού στον οποίον τίθεται· με άλλα λόγια, ενός πλήρους μετασχηματισμού της λειτουργίας της. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα των τεχνολογιών, και όχι απλά των προϊόντων αλλά και των τεχνολογιών παραγωγής που είναι η προϋπόθεσή τους, είναι και θα συνεχίσει να είναι (σε οποιαδήποτε δυνητικά επαναστατική κατάσταση) ένα σημείο σύγκρουσης και διαπάλης, που δεν μπορεί να “προληφθεί” από μια ορθολογική απόφαση που ισχυρίζεται ότι αναπαριστά όλες τις πλευρές της σύγκρουσης.

Ακόμα πιο προβληματικά, η έννοια της “αναστοχοθέτησης” προϋποθέτει έναν φορέα που διαχειρίζεται την παραγωγή, έχοντας ιδιοποιηθεί την υποδομή του καπιταλισμού. Ενώ ο Brassier δεν φαίνεται να προσυπογράφει την ιδέα του επιταχυντισμού για μια κεντρική αρχή ορθολογικού σχεδιασμού που θα ήταν ικανή να επιταχύνει τις παραγωγικές δυνάμεις ώστε να ξεπεράσουν οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς στον καπιταλισμό, το ερώτημα παραμένει για το πώς θα μπορούσε να γίνει η διαχείριση της παραγωγής όλων των τεχνολογιών που η “λειτουργία” τους είναι ακόμα “χρήσιμη” στην μελλοντική κοινωνία που φαντάζεται αν όχι μέσω μιας κεντρικής αρχής ή ενός κράτους. Αν η κοινωνική ενότητα πρόκειται να θεμελιωθεί σε μια πολύπλοκη παραγωγή παγκόσμιας κλίμακας, και αν μια τέτοια παραγωγή πρόκειται να συνεχίσει να λειτουργεί με την σημερινή αποτελεσματικότητα/αποδοτικότητα, αυτό θα απαιτούσε έναν πολύπλοκο και συγκεντρωτικό καταμερισμό εργασίας, ο οποίος προϋποθέτει κοινωνικές διαιρέσεις καθώς και μια συγκεντρωτική εξουσία που θα διασφάλιζε ότι τα πράγματα λειτουργούν/δουλεύουν, ότι καθένας που μπορεί “συνεισφέρει στην κοινωνία” δουλεύοντας και καθένας ανταμοίβεται “δίκαια”. Πέρα από το δύσκολο πρόβλημα της διαμεσολάβησης (ποιο θα έπρεπε να είναι εδώ το μέτρο της “δικαιοσύνης”;) υπάρχει επίσης το ζήτημα του πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό χωρίς της εξειδίκευση της διαχείρισης και, κατ’ επέκταση, της κοινωνικής διαχείρισης.

Αν “ο καθορισμός δεν είναι συγκρότηση”, αν η συνάρθρωση της κοινωνικής και της θεωρητικής αφαίρεσης παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα, τότε δεν έπεται ότι η θεωρία θα πρέπει να προσανατολιστεί προς τη διατήρηση “των επιτευγμάτων της καπιταλιστικής νεωτερικότητας”. Ο κίνδυνος να υποτεθεί ότι τα προβλήματα που έχουν διαγραφεί εδώ είναι επιλύσιμα ορθολογικά ή επιστημονικά, το πρόβλημα του να θέσουμε τις υπάρχουσες “τεχνολογικές προόδους” στο κέντρο της κομμουνιστικής σκέψης είναι ότι, ουσιαστικά, η παλιά κοινωνία ρισκάρει να αναπαραθχεί εντός της υποτιθέμενης καινούριας. Η κριτική στοχοποιεί μια αφηρημένη έννοια της υπαγωγής της νόησης, αλλά αποτυγχάνει να θέσει το ζήτημα του συστήματος παραγωγής που υπονοείται από καθένα από τα “χρήσιμα” εμπορεύματα του σήμερα, και αποτυγχάνει να αναγνωρίσει υπάρχοντες και ιστορικούς αγώνες ενάντια σε μορφές μια συγκεντρωτικής κοινωνικής διαχείρισης και το κράτος, ενάντια στον ιεραρχικό καταμερισμό της εργασίας και τις κοινωνικές διαιρέσεις που συνεπάγονται από αυτήν· ενάντια στην εργασία (ιδιαίτερα στην εργοστασιακή εργασία)· ενάντια σε μια αντίληψη του κοινωνικού που επικεντρώνεται στην παραγωγή· ενάντια στην εξαναγκαστική συμπερίληψη στο κοινωνικό μέσω ενός νόμου που βασίζεται σε έναν αφηρημένο Άνθρωπο, ενάντια στο ίδιο το είδος της κοινωνικοποίησης που επέφερε ο καπιταλισμός, τα οποία είναι όλα προϋποθέσεις των σημερινών μορφών γνώσης, τεχνολογίας και ορθολογικότητας. Το ξεπέρασμα του καπιταλισμού δεν μπορεί να θεμελιωθεί σ’ αυτές τις μορφές, αλλά θα πρέπει επίσης να τις αρνηθεί, πριν αναδυθούν καινούριες μορφές παραγωγής γνώσης στην βάση μιας διαφορετικής κοινωνικής σχέσης.

1 Η Δήμητρα Κοτούζα είναι μέλος της συντακτικής κολλεκτίβας του Mute και διδακτορική φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο του Κεντ.

2 Στμ. Εισαγωγικό σχόλιο στον ιστότοπο Metamute όπου και έχει αναρτηθεί το πρωτότυπο άρθρο: http://www.metamute.org/editorial/articles/keepsakes-response-to-ray-brassier.

3 Στμ. Το δοκίμιο του Ray Brassier “Wandering Abstraction”, επίσης δημοσιευμένο στο Mute, 13 Φεβρουαρίου 2014, μπορείτε να το βρείτε μεταφρασμένο στον ιστότοπο της InMediasRes: “Περιπλανώμενη Αφαίρεση”, https://inmediasres.espivblogs.net/2017/07/03/wanderingabstraction.

4 Η φετιχοποίηση της ανοιχτότητας, της οριζοντιότητας και η συμπερίληψη μεγάλου κομματιού της σημερινής “ριζοσπαστικής” αριστεράς διαμορφώνουν την σκηνή της αναποτελεσματικότητας. Η μυστικοπάθεια, η καθετότητα και ο αποκλεισμός έχουν όλα επίσης την θέση τους στην αποτελεσματική πολιτική δράση…Η αληθινή δημοκρατία θα πρέπει να οριστεί από τον σκοπό της – συλλογική αυτοπεποίθηση [self-mastery]. Αυτό είναι ένα σχέδιο που θα πρέπει να ευθυγραμμίσει την πολιτική με την κληρονομιά του Διαφωτισμού”, Alex Williams & Nick Srnicek, “#Accelerate Manifesto for and Accelerationist Politics”, Critical Legal Thinking, 14 Μαΐου 2013, http://criticallegalthinking.com/2013/05/14/accele….

5 Ενώ ο Μαρξ έγραψε σπάνια για μια ορθολογικά σχεδιασμένη οικονομία και κοινωνία, τα γραπτά του αφήνουν χώρο για μια τέτοια ερμηνεία: αν ο κομμουνισμός είναι η πλήρης ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, και ο κομμουνισμός μια πιο “αναπτυγμένη” κοινωνία, θα μπορούσε να έπεται ότι αυτό που πραγματικά υπερβαίνει τον καπιταλισμό είναι η τεχνολογική ανάπτυξη της παραγωγικότητας. Πβλ. Mαρξ, Το Κεφάλαιο, Τόμος 3, Κεφάλαιο 15: “Εδώ ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δοκιμάζεται από μια ακόμα αντίφαση. Η ιστορική του αποστολή είναι η χωρίς περιορισμούς γεωμετρική αύξηση της παραγωγικότητας της ανθρώπινης εργασίας. Μένει πίσω στην αποστολή του όποτε, όπως εδώ, ελέγχει την αύξηση της παραγωγικότητας. Επιδεικνύει έτσι ότι γερνάει και ότι ξεπερνιέται όλο και περισσότερο”.

6 Αυτό το επιχείρημα δεν ενδιαφέρεται για μια αντιπαράθεση περί της ορθής ερμηνείας του Χέγκελ αλλά, αντίθετα, στοχεύει τον τρόπο με τον οποίο οι εγελιανές έννοιες έχουν συχνά χρησιμοποιηθεί στην μαρξιστική θεωρία. Το σημείο της κριτικής είναι η χρήση μιας συγκεκριμένης φιλοσοφίας της ιστορίας για να διαμορφωθεί ένα επιχείρημα σχετικά με το πώς θα έπρεπε να προχωρήσει η κομμουνιστική θεωρία και πρακτική: η υπόθεση ότι επειδή αυτό το “θετικό στοιχείο” πρέπει να υπάρχει, η θεωρία είναι υποχρεωμένη να το βρει και να προάγει τη διατήρησή του.

7 “Η ανθρώπινη ανατομία περιέχει ένα κλειδί για την ανατομία του πιθήκου. Οι υπαινικτικές ενδείξεις, όμως, της ανώτερης εξέλιξης ανάμεσα στα υποδεέστερα ζωικά είδη, μπορούν να κατανοηθούν μόνο αφότου η ανώτερη αυτή εξέλιξη είναι ήδη γνωστή. Συνεπώς, η αστική οικονομία παρέχει το κλειδί για την αρχαία κοκ. Αλλά καθόλου με τον τρόπο αυτών των οικονομολόγων που μουτζουρώνουν όλες τις ιστορικές διαφορές και βλέπουν τις αστικές σχέσεις σε όλες τις μορφές της κοινωνίας”. Mαρξ, Grundrisse, σελ. 105.

8 Φυσικά το κράτος ποτέ δεν ενσωμάτωσε όλα τα κοινωνικά αιτήματα, αλλά αξίζει να κάνουμε την ιστορική σύγκριση με την εποχή και το μοντέλο συσσώρευσης που αποκαλείται “Κεϋνσιανό”, “Φορντιστικό” ή “Σοσιαλδημοκρατικό” για να αναγνωρίσουμε την τεράστια διαφορά μεταξύ εκείνου του κοινωνικού συμβολαίου (τη συμφωνία μισθού-παραγωγικότητας) και του σημερινού.

9 Η εξέγερση τόσο στη Δυτική όσο και την Ανατολική Ουκρανία μπορεί να χρησιμοποιηθεί εδώ σαν ένα παράδειγμα: ταραχές ακόμα και πόλεμος ενάντια στο κράτος δεν συνεπάγεται απαραίτητα μια κριτική στο κράτος· στην πραγματικότητα οι ίδιοι οι στασιαστές έγιναν το κράτος, επιβάλλοντας περικοπές στους μισθούς και στις συντάξεις και πυροβολώντας διαδηλωτές (δείτε: http://libcom.org/news/social-protest-repression-donbass-19102014). Πραγματικά, αυτές οι αρνητικές στιγμές στις οποίες αναφερόμαστε εδώ μπορεί να είναι η εξαίρεση στους σημερινούς αγώνες, αλλά είναι μια ισχυρότατη και επαναλαμβανόμενη εξαίρεση.

10 Θεωρήστε για παράδειγμα την περιλαμβάνουσα διάφορες γενιές [intergenerational] σύγκρουση που προέκυψε στον αγώνα του Ferguson Δείτε R.L., “Intextinguishable Fire, Ferguson and Beyond”, Mute, 17 Νοεμβρίου 2014, http://www.metamute.org/editorial/articles/inextin….

11 “Η καθολικότητα του ανθρώπου εμφανίζεται στην πράξη ακριβώς στην καθολικότητα που κάνει ολόκληρη τη φύση το ανόργανο σώμα του – αλλά στον βαθμό που η φύση είναι (1) τα άμεσα μέσα της ζωής του, και (2) το υλικό, το αντικείμενο και το εργαλείο της δραστηριότητας της ζωής του… Αποξενωνόμενη από τον άνθρωπο (1) τη φύση, και (2) τον εαυτό του, την ίδιες τις ενεργές δραστηριότητές του, η αποξενωμένη εργασία αποξενώνει το είδος από τον άνθρωπο…Γατί η εργασία, η δραστηριότητα ζωής, η ίδια η παραγωγική ζωή, εμφανίζεται, καταρχάς, στον άνθρωπο ως ένα μέσο για να ικανοποιηθεί μια ανάγκη – η ανάγκη της διατήρησης της φυσικής ύπαρξης. Κι όμως, η παραγωγική ζωή είναι η ζωή του είδους. Είναι ζωή που δημιουργεί ζωή”. Mαρξ: “Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρογράφα”, ‘Αποξενωμένη Εργασία’, https://www.marxists.org/archive/marx/works/1844/m…

12 Η εφαρμογή του νόμου εξίσου, αντικειμενικά και αμερόληπτα σε “όλους” είναι αυτό που κάνουν τα δικαστήρια. Αν είναι κυρίως οι προλετάριοι που καταλήγουν στη φυλακή, αν οι μπάτσοι τη βγάζουν καθαροί με φόνους, αυτό δεν προκαλείται από την προκατάληψη των δικαστών αλλά από το ίδιο το περιεχόμενο του νόμου. Αυτό όμως που ορίζεται κοινωνικά ως “εγκληματικό” είναι μια πράξη εξουσίας και το αποτέλεσμα ενός πολύ μερικού κοινωνικού αγώνα. Η έννοια μιας πραγματικής αμεροληψίας και αντικειμενικότητας θα συνεπαγόταν την επίλυση όλων των διαμαχών και αντιπαλοτήτων, αλλά αυτό δεν είναι ακριβώς που προϋποθέτουν τα δικαστήρια ως αληθές όταν εφαρμόζουν τον νόμο;

13 Εδώ, η αναγνώριση της ιδιαιτερότητας ή της διαφοράς αντιπαρατίθεται στον διαχωρισμό, την ταξινόμηση και την ιεραρχικοποίηση των ατόμων σύμφωνα με την ικανότητά τους για εργασία ή κατανάλωση, τη “χρησιμότητά” τους στην κοινωνία και σύμφωνα με τον καταμερισμό της εργασίας, μέσω της παραγωγής των κοινωνικών διακρίσεων φύλου, φυλής, ηλικίας, υγείας και άλλων. Το τελευταίο είναι συνεπές με μια έννοια καθολικότητας βασισμένης στον “αφηρημένο” άνθρωπο που προϋποθέτει ιδεατές νόρμες (νεαρός υγιής λευκός άντρας) και “εξαιρέσεις” (γυναίκα, μη-λευκός, ηλικιωμένος, με ειδικές ανάγκες και άλλα). Εδώ υπονοούνται, σε αντίθεση με την Καντιανή έννοια της ελευθερίας του Brassier, οι έννοιες της αναγνώρισης, του αυτο-καθορισμού και της ελευθερίας βασισμένης σε μια ερμηνεία του Χέγκελ που προτάθηκε από τον Richard Gunn. Δείτε Richard Gunn: “‘Αναγνώριση’ στη Φαινομενολογία του Πνεύματος του Χέγκελ”, Common Sense, Issue 8, Μάρτιος 1988: “Ένας κοινός ‘κόσμος’, ή με άλλα λόγια ένας ‘έγκυρος εξωτερικός κόσμος’ που θα προκαναλιζάριζε την αναγνώριση σε εξουσιαστικές ρυθμίσεις και που θα εξυπηρετούσε ως μια κοινή λυδία λίθος στην οποία θα μπορούσαν να αναφέρονται τα αλληλεπιδρώντα υποκείμενα, είναι ακριβώς αυτό που το παιχνίδι της αμοιβαίας αναγνώρισης αποκλείει. Η (επαναστατική) κατεδάφιση ενός τέτοιου ‘κόσμου’ και του ρόλου των ορισμών που ενυπάρχουν σ’ αυτόν, ήταν απαραίτητη για να προκληθεί το αποτέλεσμα της μετάβασης από ένα λανθασμένα αναγνωρισμένο σε ένα αμοιβαία αναγνωρίσιμο έδαφος…η ριζική ανασφάλεια είναι ο μοναδικός νόμος κάτω από τον οποίον μπορεί να υπάρξει η αμοιβαία αναγνώριση και μέσω της οποίας μπορεί να διατηρήσει τον εαυτό της”. (σελ. 58).

14 Για το ζήτημα της ενοποίησης των κυκλωμάτων της καπιταλιστικής και της προλεταριακής αναπαραγωγής, δείτε: Screamin’ Alice, “On the Periodisation of the Capitalist Class Relation”, Sic, no. 1 (Νοέμβριος 2011), σελ. 171–96.

15 Δείτε υποσημείωση 9.

16 Δείτε Roland Simon: “Η έννοια του κύκλου αγώνων”, Meeting, Revue Internationale pour la Communisation, Αρχείο της Καλοκαιρινής συνάντησης 2008 , http://meeting.communisation.net/archives/summer-m….

Για την νεοφιλελεύθερη και μιλιταριστική “μαδουροποίηση” του τσαβισμού

Αναρχική Ομοσπονδία της Κεντρικής Αμερικής και της Καραϊβικής (FACC1)

Από πού και ποιους υποστηρίζουμε

Για μας, αναρχικούς που ζούμε σε χώρες που γειτονεύουν με τη Βενεζουέλα, αυτά που συμβαίνουν σ’ αυτή τη χώρα δεν μοιάζουν μακρινά ούτε μας είναι αδιάφορα, Οι εξαρτημένες οικονομίες μας έχουν λάβει για σχεδόν δυο δεκαετίες τις γενναιόδωρες επιχορηγήσεις σε καύσιμα από τις συμφωνίες PetroCaribe με τη Βενεζουέλα. Αυτός είναι ένας λόγος που σχεδόν όλα τα Κράτη και ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας των πολιτών στην περιοχή της Καραϊβικής προσφέρει τώρα μια σιωπή συνενοχής σχετικά με την νεοφιλελεύθερη, αυταρχική, καταπιεστική και μιλιταριστική αποθέωση που παράγει η κυβέρνηση του Νικολάς Μαδούρο.

Δεν θα αρνηθούμε την αξία τέτοιων συμφωνιών για τις κοινωνίες μας, αλλά δεν θα κάνουμε τα στραβά μάτια στις μεγάλες αντιφάσεις στις οποίες θεμελιώνονται. Η διεθνής προβολή της Μπολιβαριανής Επανάστασης έχει ευνοήσει ευαίσθητους τομείς των χωρών μας και δεν αγνοούμε τα οφέλη των υπηρεσιών που αναπτύσσονται κάτω από συμφωνίες όπως η ALBA-TCP2. Αλλά δεν είμαστε μόνο πελάτες κυβερνητικής βοήθειας, υποστηρικτές της ενότητας της περιοχής ή αντιιμπεριαλιστές· αισθανόμαστε επίσης ότι είμαστε αντιεξουσιαστές, αντικαπιταλιστές, αναρχικοί, προλετάριοι και μέρος του λαού. Γι’ αυτό δεν θέλουμε να είμαστε συνεργοί στη σιωπή που πληρώνεται με πετρέλαιο.

Οι ομοιότητες και το ότι συμπάσχουμε απευθύνονται στον ανώνυμο λαό της Βενεζουέλας που δεν περίμενε για τις “ευνοϊκές αντικειμενικές συνθήκες” και δεν πήρε στα σοβαρά το αποκαλούμενο “τέλος της ιστορίας” και που έκανε το 1989 το El Caracazo3, την πρώτη μεγάλη λαϊκή εξέγερση στον κόσμο ενάντια στην ολοκλήρωση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που στη συνέχεια θα εφαρμόζονταν και στον υπόλοιπο κόσμο.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το Πέμπτο Δημοκρατικό Κίνημα [το πολιτικό κόμμα που σχηματίστηκε για να υποστηρίξει την υποψηφιότητα του Ούγκο Τσάβες για τις προεδρικές εκλογές του 1998] εμφανίστηκε στην αγορά της πολιτικής αντιπροσώπευσης, και οι εκπρόσωποί του δεν φείδονταν εγκωμίων και φιλοφρονήσεων για τις επαναστατημένες και αυτοοργανωμένες μάζες. Αλλά σήμερα, όταν ο τσαβισμός έχει φτάσει στην μεγαλύτερη ωριμότητά του ως ένα νεοφιλελεύθερο, μιλιταριστικό και καταπιεστικό καθεστώς, αυτές οι ίδιες μάζες δυσφημούνται με επίθετα όπως “τρομοκράτες”, “εγκληματίες” και “ακροδεξιοί” – κατηγορίες που προσπαθούν να αποκρύψουν την αποκρουστική μετάλλαξη που υπέστησαν όλοι οι επαγγελματίες της επαναστατικής πολιτικής στην εξουσία.

Είμαστε με αυτούς που παίζουν βασικό ρόλο στις διαμαρτυρίες στις λαϊκές γειτονιές όπως η El Valle, η Coche, η 23 de Enero, η Baruta, και η 5 de Julio στο Petare, στο Καράκας· με τη γενικευμένη εξέγερση που έγινε στην νότια λαϊκή και εργατική περιοχή της Valencia. Οι καρδιές μας είναι με τις καταλήψεις και τις προσπάθειες ανάκτησης στα σουπερμάρκετ, στις βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία στην La Isabelica, στο San Blas, στο Los Cedros, στο los Guayos, στο Tocuyito, στο Estado Carabobo, που επαναλήφθηκαν στις Πολιτείες Táchira, Mérida, Maracaibo, Barquisimeto, Falcón, που μαρτυρούνται από Βενεζουελάνους συντρόφους που σχετίζονται με την οπτικής μας αυτού του αγώνα.

Είμαστε ενάντια στην Μπολιβαριανή Εθνική Αστυνομία, την Μπολιβαριανή Εθνική Φρουρά και την Μπολιβαριανή Υπηρεσία Πληροφοριών του Στρατού, οι οποίες αν και προσθέτουν το επίθετο “Μπολιβαριανή” στο όνομά τους, παραμένουν ένα ουσιώδες στήριγμα για το αυταρχικό και δολοφονικό κράτος. Είμαστε ενάντια στις παραστρατιωτικές “κολλεκτίβες” που δημιουργήθηκαν μέσω του Σχεδίου Zamora4, τροφοδοτούμενες από τον ξεπεσμό των αυθεντικών λαϊκών κινημάτων της δεκαετίας του 1990 μέσω της γραφειοκρατίας και του τσαβικού μιλιταρισμού. Είμαστε ενάντια στην βία των ΜΜΕ που ανήκουν στους πολιτικούς της αντιπολίτευσης, που επιδιώκουν μόνο να προξενήσουν την πόλωση ανάμεσα στις πολιτικές μηχανές ώστε να επιβάλλουν μια απλή αντικατάσταση των καταπιεστών ως μιας υποτιθέμενης διεξόδου από την σημερινή κρίση.

Είμαστε στο πλευρό των χιλιάδων φυλακισμένων χωρίς καμμιά νομική προστασία που στέλονται σαν τρομοκράτες στα στρατοδικεία και στις υπερσυνωστισμένες φυλακές. Το Μπολιβαριανό Σύνταγμα του 1999 συνομολογεί ότι η στρατιωτική δικαιοσύνη περιορίζεται σε εγκλήματα στρατιωτικής φύσης αλλά, όπως μπορούμε να δούμε, είναι απλά λόγια στο χαρτί ακριβώς όπως όλες οι νομικές ρυθμίσεςι αν μιλήσουμε σχετικά με τη διατήρηση των κυρίαρχων συμφερόντων.

Στεκόμαστε δίπλα στις οικογένειες των δεκάδων νεκρών, οι περισσότεροι νέοι, και των περισσότερων από χίλιος τραυματιών. Στεκόμαστε δίπλα στους φοιτητές και στις λαϊκές γειτονιές που έχουν αναπτύξει τις δικές τους ομάδες αυτοάμυνας στις λεωφόρους και τους δρόμους των διαφόρων barrios5. Στεκόμαστε στο πλευρό των νέων που, όπως στο Maracay, ύψωσαν ένα πλακάτ που έγραφε “Ούτε MUD ούτε PSUV – είμαστε οι από κάτω που ερχόστε γι’ αυτούς που είναι από πάνω”, γιατί η κατάσταση δεν μπορεί να επιλυθεί με μια κυβερνητική αλλαγή.

Το Αντιιμπεριαλιστικό Φύλλο Συκής του τσαβισμού

Ο αντιιμπεριαλισμός που χρησιμοποιείται από την τσαβιστική μηχανή των ΜΜΕ είναι ένα αδέξιο φύλλο συκής που προσποιείται ότι κρύβει πολύ συγκεκριμένα γεγονότα: τα μεγάλα αρπακτικά του ενεργειακού τομέα και του τομέα μεγάλων εξορύξεων (Chevron, Schlumberger, Halliburton και Barrick Gold) έλαβαν ήδη γενναιόδωρες παραχωρήσεις για 40 χρόνια στη Βενεζουέλα, που θα τους προσφέρουν έναν κρίσιμο πρωταγωνιστικό ρόλο στον σχεδιασμό του νέου Συντάγματος. Ο πρόεδρος Nicolás Maduro έδωσε οδηγίες στα ΜΜΕ που ελέγχει να αποφύγουν την κριτική προς τον νεοεκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, για τον οποίο είπε ότι είναι ένας “φίλος” και “σύντροφος”. Μέσω της κρατικής εταιρείας Citgo, ο Maduro αφιέρωσε ένα εκατομμύριο δολάρια για να χτίσει μια γέφυρα διαλόγου με την καινούρια αμερικανική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση της Βενεζουέλας πληρώνει ως πρώτη προτεραιότητα το τεράστιο εξωτερικό χρέος της χώρας στο διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και παραμένει ένα νομοταγές μέλος του αποκαλούμενου Εθνικού Συμβουλίου Οικονομικής Παραγωγικότητας του οποίου η έσχατη έκφραση είναι η στενή σχέση με το ολογοπώλιο των ΜΜΕ του Cisneros Group, που με τη σειρά του αντιπροσωπεύει μια εγγύηση υποστήριξης από τα περισσότερα ιδιωτικά ΜΜΕ. Αυτή είναι μια κυβέρνηση που ταιριάζει στα συμφέροντα της Wall Street όλο και καλλίτερα κάθε μέρα, αλλά δεν θέλει να σταματήσει να χαρακτηρίζεται με την ταμπέλα της “Μπολιβαριανής”, “αριστερής” και “αντιιμπεριαλιστικής”.

Αυτό έχει να κάνει, ακόμα μια φορά, με τα απογοητευτικά όρια των επαναστάσεων που θεωρούνται ότι είναι “εθνικοαπελευθερωτικές”, “σοσιαλιστικές”, “συμμετοχικές”, “αντιιμπεριαλιστικές” κ.λπ., βασισμένων στις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών των πρώτων υλών. Αυτή είναι και πάλη η κρίση της “Σαουδικής Βενεζουέλας”, τώρα με ένα Μπολιβαριανό πρόσωπο, γύρω από την οποία αναδύθηκε για μια ακόμα φορά ένα μοχθηρό/κακόβουλο μονοπάτι πείνας, αποσύνθεσης των κοινοτήτων, ανικανότητας ανάπτυξης αυτόνομου βιοπορισμού, υπαρξιακού χάους για εκατομμύριοα ανθρώπους και βίας μεταξύ των από κάτω. Και όλο αυτό τρέφεται από έναν συνδυασμό εθνικής εμμονής σχετιζόμενης με το πετρέλαιο (“Η Βενεζουέλα ως δύναμη”), πελατειακής πολιτικής, μεσσιανικών πολέμαρχων και μιας σωβινιστικής σέκτας ισχυρών αρσενικών, ικανών να κάνουν μαγικά από την κορυφή της πυραμίδας εξουσίας και η οποία πάντα παρεμπόδιζε και προκαλούσε κόμπλεξ στην λαϊκή αλληλεγγύη, την συνύπαρξη, την συντροφική δουλειά και τη γιορτή μεταξύ των από κάτω.

Ειρήνη ανάμεσα στους “από κάτω”, κοινωνική πάλη ενάντια στους “από πάνω”

Μια Συντακτική Συνέλευση δεν θα ήταν η λύση σε τόσο σοβαρά κοινωνικά, πολιτισμικά και ψυχολογικά προβλήματα που επηρεάζουν τους λαούς μας. Ανάμεσα στον τοξικό καπνό, την τρομακτική φωτιά των όπλων, τις πράξεις καταστροφής και τη βίαιη αναπλήρωση των ανθρώπων, τις πρωτοβουλίες αυτοάμυνας στις γειτονιές για την αντιμετώπιση των δυνάμεων της καταπίεσης, τους χιλιάδες τραυματισμένους, τον θάνατο και την θλίψη των αγαπημένων προσώπων, κάτι αναδύεται και είναι πολύ πιο λεπτό και απελευθερωτικό από ένα καινούριο Σύνταγμα του Βενεζουελάνικου Κράτους. Κάτι που οι ιδεολόγοι της μη-βίας και οι θιασώτες του πασιφισμού δεν θέλουν να δουν: την πρακτική δυνατότητα μιας βασισμένης στην εμπειρία, νοητικής σύλληψης του ποιοι είναι οι εχθροί μας και ποιοι είναι οι σύμμαχοί μας στον αγώνα για μια ζωή ελεύθερη από την καταπίεση, που επιτρέπει την ειρήνη ανάμεσα στους από κάτω και τη συνεχιζόμενη πάλη ενάντια στους από πάνω και τους συνεργάτες τους.

Όποιος και να είναι στην εξουσία στη Βενεζουέλα στο άμεσο μέλλον, Τσαβικός ή Αντι-τσαβικός, δεν θα έχει άλλη επιλογή από την μεταρρύθμιση της εφαρμογής του “οικονομικού πακέτου” που καθιερώθηκε στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Carlos Andrés Pérez το 1989 υπό τις οδηγίες του ΔΝΤ, που είναι η αποδεδειγμένη φόρμουλα για την μείωση των εξόδων στην κυριαρχία και τη διατήρηση αυτού που είναι ουσιώδες για το Κράτος: την εγγενή πτυχή του της πυραμιδικής διαφθοράς, του αυταρχισμού, του μιλιταρισμού και της καταπίεσης των από κάτω. Πίσω από τη Βενεζουέλα, το ίδιο μονοπάτι θα το ακολουθήσουν και άλλες κυβερνήσεις της περιοχής μας με ελάχιστα διαφοροποιημένο ρυθμό και δυναμική. Αν τώρα επιδείξουμε υποστήριξη σε οποιαδήποτε κυβέρνηση είναι στην εξουσία στη Βενεζουέλα, αυτό θα ήταν μια ανοιχτά διακηρυγμένη πράξη προδοσίας απέναντι στους συντρόφους μας και στους ίδιους τους εαυτούς μας.

Ούτε PSUV ούτε MUD: Οργάνωση στη γειτονιά, στην εργατική τάξη και τον λαό.

Ο αγώνας συνεχίζεται!

13 Ιουνίου 2017

Επιτροπή Επικοινωνίας της Αναρχικής Ομοσπονδίας Κεντρικής Αμερικής και Καραϊβικής

1 Στμ. Στα ισπανικά: FACC, Federación Anarquista de Centro America y Caribe. Το ιδρυτικό συνέδριο της FACC έγινε στις 21 και 22 Μαρτίου March του 2015 στο Santiago de los Caballeros, της Δομινικανής Δημοκρατίας. Δείτε σχετικά: http://anarchistnews.org/content/anarchist-federation-central-america-and-caribbean-formed-0.

2 Στμ. Το παρόν άρθρο έχει αναρτηθεί και σε μετάφραση της συλλογικότητας “Δυσήνιος Ίππος” στο Indymedia: https://athens.indymedia.org/post/1575710.

3 Στμ. El Caracazo ή sacudón, το όνομα που δόθηκε στο κύμα διαμαρτυριών, ταραχών, λεηλασιών πυροβολισμών και σφαγών που ξεκίνησαν στις 27 Φεβρουαρίου του 1989 στην πρωτεύουσα της Βενεζουέλας, το Καράκας, και τις γύρω πόλεις. Οι συγκρούσεις που κράτησαν μια βδομάδα είχαν σαν αποτέλεσμα τον θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων, χιλιάδων σύμφωνα με κάποιες άλλες περιγραφές, κυρίως στα χέρια των δυνάμεων ασφαλείας και του στρατού. Οι ταραχές ξεκίνησαν κυρίως ως αντίδραση στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης και την επακόλουθη αύξηση στις τιμές του πετρελαίου και των μετακινήσεων.

4 Στμ. ΣχέδιοΑποστολή) Zamora: μια ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση γης και πρόγραμμα αναδιανομής της γης που νομοθετήθηκε με τον Ley de Tierras (“Νόμο των Γαιών”), κομμάτι ενός πακέτου 49 νομοθετικών διαταγμάτων από τον Τσάβες τον Νοέμβριο του 2001. Το όνομα του Σχεδίου είναι προς τιμήν του Ezequiel Zamora, ενός Βενεζουελάνου αγροτικού ηγέτη του 19ου αιώνα.

5 Στμ. ALBA, αρχικά της Alianza Bolivariana para los Pueblos de Nuestra América (Μπολιβαριανή Συμμαχία των Λαών της Δικής μας Αμερικής), είναι ένας διακρατικός οργανισμός βασισμένος στην ιδέα της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ολοκλήρωσης των χωρών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής. Θεμελιώθηκε αρχικά από την Κούβα και τη Βενεζουέλα το 2004, και σχετίζεται με σοσιαλιστικές και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις που επιθυμούν να παγιώσουν μια περιφερειακή οικονομική ολοκλήρωση βασισμένης σε ένα όραμα κράτους πρόνοιας, ανταλλαγών και αμοιβαίας οικονομικής βοήθειας.

Περιφερόμενη Αφαίρεση

του Ray Brassier1

Αναπτύσσοντας μια παρουσίαση που δόθηκε στο Συμπόσιο για τον Επιταχυντισμό στο Βερολίνο τον Δεκέμβριο του 2013, ο Ray Brassier αντλεί από τις αποκλίνουσες θεωρίες του “επιταχυντισμού” και της “κομμουνιστικοποίησης”, ο αμοιβαίος φωτισμός των οποίων εκθέτει τα προβλήματα της συνάρθρωσης της νοητικής/γνωσιακής αφαίρεσης και της κοινωνικής πρακτικής.

Ο “επιταχυντισμός” εγείρει παθιασμένη καταδίκη και εξίσου ένθερμη αποδοχή.2 Αυτό συμβαίνει ίσως επειδή αυτό που διακυβεύεται σε αυτή την “μαρξιστική αίρεση” είναι η σχέση μας με το μέλλον: είναι [αυτό το μέλλον] ο κομμουνισμός, κατανοούμενος ως “η πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων”;3 Είναι η ολοκλήρωση του Διαφωτισμού, κατανοούμενη ως η χειραφέτηση της ανθρωπότητας από την “αυτο-επιβαλλόμενη κηδεμονία της;”4 Ή είναι ο κομμουνισμός μάλλον η απάρνηση μιας νεωτερικότητας του Διαφωτισμού που δεν είναι τίποτα άλλο από ένα άλλοθι του δεσποτισμού του κεφαλαίου; Η εκδοχή του επιταχυντισμού που προτάθηκε πρόσφατα από τους Nick Srnicek και Alex Williams καταφάσκει στο πρώτο επανεπιβεβαιώνοντας το συμβόλαιο [compact] του Διαφωτισμού – και του κλασσικού Μαρξισμού – ανάμεσα στην χειραφέτηση και τον ορθολογισμό.5 Αυτός ο νέος, “ορθολογικός” επιταχυντισμός προτείνεται ως διορθωτικός των βιταλιστικών κλίσεων/ροπών των μεταδομιστικών προκατόχων του, η καλλίτερη επιτομή των οποίων είναι ο Αντι-Οιδίπους των Ντελέζ-Γκουαταρί, στον οποίον η πολιτική διαμεσολάβηση ανυψώθηκε σε μια αιολική διαδικασία απεδαφικοποίησης και η χειραφέτηση προωθούνταν από την μεταφυσική των επιθυμητικών-μηχανών.6 Η προσπάθεια των Srnicek και Williams να αποπλέξουν τον επιταχυντισμό από την βιταλιστική μεταφυσική απαιτεί την διάκριση μεταξύ της επιστημικής και της πολιτικής επιτάχυνσης ως δεικτών της διανοητικής και της κοινωνικής αφαίρεσης αντίστοιχα. Είναι η σύζευξη αυτού του τελευταίου ζεύγους που η πρότασή τους προσπαθεί να αρθρώσει/επεξεργαστεί. Συνεπω το ζήτημα της αφαίρεσης και του επιστημικού, κοινωνικού και πολιτικού σθένους/δεσμών [valences], αναδεικνύεται στο κέντρο της αναδιατύπωσής τους. Φυσικά, η υπόδειξη των Srnicek και Williams ότι η ανάδραση μεταξύ κοινωνικής και διανοητικής αφαίρεσης μπορεί να παίξει έναν θετικό χειραφετητικό ρόλο είναι αμφιλεγόμενη. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να καταλάβουμε τη σχέση μεταξύ αυτών των δύο δεικτών/καταχωρητών αφαίρεσης;

Από μαρξιστική σκοπιά, η κατανόηση αυτής της σύνδεσης, ή μεταξύ γνώσης και πολιτικής, απαιτεί μια θεωρία της κοινωνικής αφαίρεσης. Ακριβέστερα, η μαρξιστική ανάλυση της “πραγματικής αφαίρεσης” θα μπορούσε να προσφέρει το κλειδί για την στρατηγική συνάρθρωση της διανοητικής και της κοινωνικής αφαίρεσης. Αλλά αν, όπως υποστήριξε ο Alfred Sohn-Rethel, η δεύτερη καθορίζει ασύμμετρα την πρώτη, τότε ο ισχυρισμός εκ νέου της συμμετρίας τους θα απορριπτόταν συνοπτικά ως μια ιδεαλιστική αυταπάτη.7 Κατά τον ίδιο τρόπο, οι εκδοχές της αναπαραστατικής προτυποποίησης που, βάσει της ανάλυσης των Srnicek και Williams, υποτίθεται ότι παράγουν/αποφέρουν μια διανοητική πρόσφυσης [traction] στην αφηρημένη δυναμική του κεφαλαίου θα αποκλειστεί εκ των προτέρων εκ των προτέρων από τον ισχυρισμό ότι μια τέτοια αναπαράσταση είναι εγγενώς τυφλή στον ίδιο τον κοινωνικό της καθορισμό. Αυτός ο υποβιβασμός της αναπαράστασης έπεται από τον γυμνό ισχυρισμό ότι η πραγματική υπαγωγή από το κεφάλαιο της διανοητικής εργασίας ανάγει κάθε επιστημονική αναπαράσταση σε υπολογισμούς, πιθηκίζοντας τις αφαιρέσεις της αξιακής-μορφής. Αλλά αυτό με τη σειρά εισάγει περιπλοκές σχετικά με το τι ακριβώς διακρίνει την “καλή”, δηλαδή την διανοητικά ενάρετη και πολιτικά χειραφετητική αφαίρεση, από την “κακή”, δηλαδή την γνωσιακά ελαττωματική και πολιτικά αντιδραστική αφαίρεση.8 Πώς οι αφηρημένες κατηγορίες της μαρξιστικής διαλεκτικής – κεφάλαιο, εργασία, αξιακής-μορφή, εμπόρευμα, κυκλοφορία, παραγωγή κ.λπ. – επιτυγχάνουν ή αποτυγχάνουν να χαρτογραφήσουν την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα όταν εφαρμόζονται σε ανταγωνιζόμενες (και συχνά πολιτικά ανταγωνιστικές) εξηγήσεις; Ποιά θεωρία μπορεί να αναγνωρίσει “την πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων” σε συνθήκες πλήρους/πραγματικής υπαγωγής;

Θέλω να θίξω αυτό το ερώτημα αντιπαραβάλλοντας την προσπάθεια του επιταχυντισμού να ιχνηλατήσει την “πραγματική κίνηση” με αυτήν του Ζακ Καμμάτ, του οποίου το κείμενο “Η Περιπλάνηση της Ανθρωπότητας” (The Wandering of Humanity) δεν είναι απλά σύγχρονη με αυτά του κλασσικού επιταχυντισμού αλλά μοιράζεται και την κεντρική τους υπόθεση – την πλήρη ενσωμάτωση της εργασίας στο κεφάλαιο – ενώ διαγράφει έαν ριζικά διαφορετικό συμπέρασμα.9 H μετατροπή της ανθρωπότητας σε “κατοικίδιο” από το κεφάλαιο [domestication] θα αντικρουστεί όχι μέσω της Νιτσεϊκής υπέρβασης του “υπερβολικά ανθρώπινου” (την εξαπόλυση των επιθυμητικών-μηχανών κ.λπ.) αλλά μέσω της πλήρους εξόδου της ανθρώπινης κοινότητας από την “κοινότητα του κεφαλαίου” που επιβάλλεται μέσω της πραγματικής υπαγωγής10. Η ομάδα Endnotes ορίζει την κομμουνιστικοποίηση ως την “άμεση καταστροφή της αυτο-παραγώμενης σχέσης στην οποία οι εργάτες ως εργάτες – και το κεφάλαιο ως αυτο-αξιοποιούμενη αξία – βρίσκονται και φτάνουν να βρεθούν”.11 Αλλά, όπως θα δούμε, οι Endnotes απορρίπτουν την ανάλυση του Καμμάτ για την λογική της υπαγωγής όπως και τον ισχυρισμό του ότι οι ανθρώπινες κοινότητες μπορουν να αποσυρθούν από την αυτο-αναπαραγώμενη σχέση του κεφαλαίου. Ισχυρίζονται (ορθά, κατά την άποψή μου) ότι δεν μπορεί να υπάρξει έξοδος από την σχέση-κεφάλαιο γιατί αυτή μας συγκροτεί: “Αυτό που είμαστε συγκροτείται, στο πιο βαθύ επίπεδο, από αυτή τη σχέση, και είναι μια ρήξη με την αναπαραγωγή αυτού που είμαστε που αναγκαστικά θα διαμορφώσει τον ορίζοντα των αγώνων μας”.12 Δεν μπορεί λοιπόν να υπάρξει απόσχιση από τη σχέση-κεφάλαιο, μόνο η κατάργησή της. Η κομμουνιστικοποίηση είναι το όνομα αυτής της κατάργησης-σε-κίνηση. Πρόκειται για μια διαυγή και πειστική/επιβλητική θέση. Αλλά είναι η ακριβής έννοια με την οποία συγκροτούμαστε από τη σχέση-κεφάλαιο καθώς και η σύνδεση ανάμεσα στις διανοητικές και τις πρακτικές συνθήκες της κατάργησής της που θα ήθελα να εξετάσω στη συνέχεια. Το σκεπτικό για κάτι τέτοιο είναι το ακόλουθο: αν και ριζικά ανταγωνιστικά, η κομμουνιστικοποίηση και ο επιταχυντισμός μπορούν να αντιπαρατεθούν χρήσιμα με τέτοιον τρόπο ώστε καθένα να διαφωτίει το “τυφλό σημείο” του άλλου στην συνάρθρωση της διανοητικής και της κοινωνικής αφαίρεσης.

Υλοποιώντας την Αφαίρεση

Καταρχάς είναι αναγκαία μια προκαταρτική διευκρίνηση. Η αντίθεση ανάμεσα στο αφηρημένο και το συγκεκριμένο συνδέεται στενά με την αντίθεση ανάμεσα στο καθολικό και το ειδικό.13 Αυτά τα ζεύγη αντιθέτων σχηματίζουν ένα πλέγμα που επιτρέπει τέσσερις βασικές μεταθέσεις: συγκεκριμένο ειδικό και συγκεκριμένο καθολικό, αφηρημένο ειδικό και αφηρημένο καθολικό. Μόνο οι συζεύξεις αφηρημένο-συγκεκριμένο και καθολικό-ειδικό αποκλείονται ως αντιφατικές. Αλλά ακόμα και αυτό είναι αμφιλεγόμενο αφού ο Μαρξ μιλά για “συγκεκριμένες αφαιρέσεις” και ο Alain Badiou έχει κάνει δημοφιλή την έννοια μιας “καθολικής ιδιομορφίας”. Επιπλέον, πολλοί φιλόσοφοι ακολουθούν τον Χέγκελ ορίζοντας το “συγκεκριμένο” ως αυτό που εμβαπτίζεται σχεσιακά, σε αντίθεση με το “αφηρημένο” που είναι απομονωμένο ή μονόπλευρο. Σε ό,τι ακολουθεί, οι όροι “συγκεκριμένο” και “αφηρημένο” δεν σηματοδοτούν τύπους οντοτήτων, όπως το αντιληπτό ή το μη-αντιληπτό το υλικό και το άυλο. Χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν τους τρόπους με τους οποίους η σκέψη σχετίζεται με τις οντότητες. Όπως έδειξε ο Χέγκελ, αυτό που μοιάζει περισσότερο συγκεκριμένο, η ιδιαιτερότητα ή αισθητή αμεσότητα, είναι ακριβώς αυτό που είναι πιο αφηρημένο, και αυτό που μοιάζει περισσότερο αφηρημένο, η καθολικότηταμ ή η εννοιολογική διαμεσολάβηση, αποδεικνύεται να είναι το πιο συγκεκριμένο.14

Ένας υλισμός που είναι προσηλωμένος στην πραγματικότητα της αφαίρεσης, όπως είναι ο Μαρξισμός, θα πρέπει να μπορεί να εξηγήσει/δικαιολογήσει αυτή την ερμηνεία του αφηρημένου και του συγκεκριμένου χωρίς να γλιστρησει στιν ιδεαλισμό, για τον οποίο μια τέτοια ερμηνεία είναι προκαθορισμένη επειδή η πραγματικότητα είναι εν τέλει εφοδιασμένη με νοητική δομή. Η πρόκληση για τον υλισμό είναι να αναγνωρίσει την πραγματικότητα της αφαίρεσης χωρίς να ενδώσει στην ιδεαλιστική αντίληψη ότι η πραγματικότητα κατέχει μια μη-αναγώγιμη νοητική μορφή. Συνεπώς ο υλισμός θα πρέπει να μπορεί να εξηγήσει τι συνιστά την πραγματικότητα της νοητικά σχηματισμένης αφαίρεσης χωρίς να υποστασιοποιεί αυτή τη μορφή. Το κλειδί στην απο-πραγμοποίηση της αφαίρεσης είναι μια εξήγηση της νοητικής μορφής όπως αυτή παράγεται από τις κοινωνικές πρακτικές. Αυτό απαιτεί τη διάκριση μεταξύ πρακτικής και εργασίας: κάθε εργασία εμπεριέχει πρακτική, αλλά δεν “μετρά” ως εργασία κάθε πρακτική. Η διάκριση αυτή αποδεικνύεται ιδιαίτερα σημαντική όταν θεωρήσουμε την ανάλυση των Endnotes για τη σχέση ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο.

Η θέση του Καμμάτ για την ‘Έξοδο’

Ο Καμμάτ ήταν στενός συνεργάτης του Amadeo Bordiga (συνιδρυτή του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος) και μέλος του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κόμματος (International Communist Party, ICP). Στις αρχές του 1970, απογοητευμένος από τον κομμουνιστικό “προγραμματισμό”, ξεκίνησε μια εσωτερική κριτική στον “παραγωγισμό” του Μαρξ. Ο Καμμάτ ισχυρίζεται ότι ο μαρξισμός, είναι η “αυθεντική συνείδηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ)”.15 Αλλά η εμφάνιση της πραγματικής υπαγωγής ανάγει το έργο του Μαρξ σε “ιστορικό υλισμό”, που είναι:

[Η] αποθέωση της περιπλάνησης στην οποία έχει εμπλακεί η ανθρωπότητα για περισσότερο από έναν αιώνα: [η] ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ως μια εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για την απελευθέρωση. Αλλά εξ ορισμού κάθε ποσοτική ανάπτυξη λαμβάνει χώρα στη σφαίρα του απροσδιόριστου, του ψευδούς απείρου. Ποιος θα μετρήσει το “μέγεθος” των παραγωγικών δυνάμεων για να καθορίσει αν έχει έρθει ή όχι η μεγάλη μέρα; Για τον Μαρξ υπήρχε μια διπλή και αντιφατική κίνηση: η αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων και η εξαθλίωση/φτωχοποίηση των προλετάριων· αυτό θα οδηγούσε σε μια επαναστατική σύγκρουση. Για να το θέσουμε διαφορετικό, υπήρχε μια αντίφαση ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής και την ατομική ιδιοποίηση.16

Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η αντιφατική κίνηση απέτυχε να φανεί στην προσμονή για μια επαναστατική κρίση [issue in the longed for revolutionary crisis]: η στιγμή της σύγκρουσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία μοιάζει να καθυστερεί απροσδιόριστα. Αυτό που έχει αποτρέψει την κρίση είναι η “απόδραση” του κεφαλαίου: το γεγονός ότι “έχει απορροφήσει τις κρίσεις και έχει επιτυχώς προσφέρει μια κοινωνική απόθεμα/εφεδρεία προλετάριων”.17 Η διαφεύγουσα ανάπτυξη του κεφαλαίου διασφαλίζεται από την εμφάνιση της “πραγματικής υπαγωγής” της εργασίας. Τι είναι η πραγματική υπαγωγή; Ο Μαρξ ορίζει την “τυπική υπαγωγή” [formal subsumption] ως τη διαδικασία κατά την οποία το κεφάλαιο ενσωματώνει μια υπάρχουσα εργασιακή διαδικασία: τεχνικές, αγορές, μέσα παραγωγής, εργάτες κ.λπ. Αλλά η ανάπτυξη του κεφαλαίου μετασχηματίζει αδυσώπητα κοινωνικές σχέσεις και και τρόπους εργασίας σύμφωνα με τις αναγκαιότητές του. Η πραγματική υπαγωγή της εργασιακής διαδικασίας συμβαίνει οποτεδήποτε η τελευταία έχει υπαχθεί στην καπιταλιστική παραγωγή, που ο σκοπός είναι απλά η αυτο-αξιοποίηση της αξίας. Γιατ τον Καμμάτ, και για πολλούς άλλους μαρξιστές, αυτή είναι η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Γράφοντας στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Καμμάτ ανιχνεύει την έναρξή της στο τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου (θα θεωρήσουμε στη συνέχεια την κριτική των Endnotes στην χρήση της υπαγωγής από τον Καμμάτ ως εργαλείο περιοδολόγησης. Ο Καμμάτ γράφει ότι από τη στιγμή που το κεφάλαιο έχει υπαγάγει πλήρως την εργασία:

Η ανάπτυξη στο πλαίσιο της περιπλάνησης είναι ανάπτυξη στο πλαίσιο της μυστικοποίησης. Ο Μαρξ θεώρηση την μυστικοποίηση (στμ. φετιχισμό) το αποτέλεσμα μιας αντεστραμμένης σχέσης: το κεφάλαιο, το προϊόν της δραστηριότητας των εργατών, εμφανίζεται να είναι ο δημιουργός. [Αλλά] η μυστικοποίηση ριζώνεται σε πραγματικά γεγονότα· είναι η ίδια η πραγματικότητα σε εξέλιξη που μυστικοποιεί. Κάτι μυστικοποιείται ακόμα και μέσα από την πάλη του προλεταριάτου εναντίον του κεφαλαίου· η γενικευμένη μυστικοποίηση είναι ο θρίαμβος του κεφαλαίου. Αλλά αν, ως μια συνέπεια του ανθρωπομορφισμού της, αυτή η πραγματικότητα που παράγεται από την μυστικοποίηση είναι τώρα η μοναδική πραγματικότητα, τότε το ερώτημα θα πρέπει να τεθεί διαφορετικά. 1) Από τη στιγμή που η μυστικοποίηση είναι ευσταθής και πραγματική, δεν έχει νόημα να περιμένουμε για μια απομυστικοποίηση που θα εξέθετε την αλήθεια της πρότερης κατάστασης (δηλαδή της συνθήκης της τυπικής υπαγωγής). 2) Εξαιτίας της “διαφυγής” του κεφαλαίου, η μυστικοποίηση εμφανίζεται ως πραγματικότητα και συνεπώς η μυστικοποίηση “καταρροφάται” και καθίσταται ανενεργή/μη-λειτουργική. Έχουμε τον δεσποτισμό του κεφαλαίου.18

Η διαδικασία αξιοποίησης (στμ. παραγωγής αξίας) υπαγάγει την δραστηριότητα των εργατών στη δραστηριότητα του κεφαλαίου. Ο δεσποτισμός της πραγματικής υπαγωγής καθιστά την κριτική της ιδεολογίας περιττή (εδώ ο Καμμάτ φτάνει, μέσω μιας διαφορετικη διαδρομής, στο ίδιο συμπέρασμα με τους “επιταχυντιστές” συγχρόνους του Ντελέζ-Γκουαταρί, Λυοτάρ και Μπορντριγιά). Συνεχίζει:

Ο ισχυρισμός ότι η μυστικοποίηση είναι ακόμα λειτουργική θα σήμαινε ότι τα ανθρώπινα όντα είναι ικανά να εμπλέκονται σε πραγματικές σχέσεις που μυστικοποιούνται συνεχώς. Στην πραγματικότητα, η μυστικοποίηση ηταν ενεργή κάποτε και έγινε πραγματικότητα. Αναφέρεται σε ένα ιστορικό στάδιο πο ολοκληρώθηκε στο παρελθόν […] Τόσο η μυστικοποιητική-μυστικοποιημένη πραγματικότητα όσο και η προηγουμένως μυστικοποιημένη πραγματικότητα θα πρέπει να καταστραφούν. Η μυστικοποίηση είναι “ορατή” μόνο αν κάποιος σπάσει τα όρια (χωρίς αυταπάτες για τα όρια αυτής της ρήξης) των αναπαραστάσεων του κεφαλαίου.19

Έχοντας εγκαταστήσει την μυστικοποίηση στη θέση της πραγματικότητα, ο καπιταλισμός συγκροτεί τώρα τον εαυτό του ως μια “υλική κοινότητα” γινόμενος η ίδια η αναπαράστασή του. Ο τρόπος σκέψης του Καμμάτ είναι εδώ απογοητευτικά υπαινικτικός αλλά μπορεί δοκιμαστικά να ανακατασκευαστεί. Στις συνθήκες της πραγματικής υπαγωγής, οτιδήποτε παράγεται από τα ανθρώπινα όντα, είτε χειρονακτικά είτε διανοητικά, διαμεσολαβείται από την αξιακής-μορφή και συνεπώς αναπαρίσταται αφηρημένα ως ισοδύναμο με οτιδήποτε άλλο. Η αξία ως γενικευμένο ισοδύναμο ανάγει τα πάντα στην αξία που αντιπροσωπεύει και μετατρέπει οτιδήποτε σε μια αναπαράσταση της αξίας. Κάνοντάς το αυτό, το κεφάλαιο αναπαριστά τον εαυτό του ως την σχέση μέσω της οποίας κάθε πράγμα (πχ. Εμπόρευμα) αναπαρίστασι στη σχέση του με οτιδήποτε άλλο. Κάθε εργασία ανάγεται στην αφηρημένη αυτο-αξιοποίηση του ίδιου του κεφαλαίου:

Ο καπιταλισμός γίνεται αναπαράσταση μέσα από την ακόλουθη ιστορική κίνηση: η αξία ανταλλαγής αυτονομείται, τα ανθρώπινα όντα απαλλοτριώνονται, η ανθρώπινη δραστηριότητα ανάγεται σε εργασία και η εργασία ανάγεται σε αφηρημένη εργασία […] Το κεφάλαιο ανακατασκευάζει τον ανθρώπινο είδος ως μια λειτουργία της διαδικασίας του…[Κατ’ αυτόν τον τρόπο] ολόκληρη η ανθρώπινη δραστηριότητα καθιστά το κεφάλαιο “αιώνιο”.20

Ο Καμμάτ διαβλέπει τότε τρεις πιθανές εκβάσεις του ΚΤΠ:

1. [Την] πλήρη αυτονομία του κεφαλαίου: μια μηχανιστική ουτοπία όπου τα ανθρώπινα όντα γίνονται απλά εξαρτήματα ενός αυτοματοποιημένου συστήματος, αν και διατηρούν ακόμα έναν εκτελεστικό/διευθυντικό ρόλο

2. [Την] μετάλλαξη του ανθρώπινου όντος, ή μάλλον, μια αλλαγή του είδους: [την] παραγωγή ενός τέλεια προγραμματιζόμενου όντος που έχει χάσει όλα τα χαρακτηριστικά του είδους homo sapiens [με τα χαρακτηριστικά αυτά να είναι, κατά την άποψη του Καμμάτ, οι δεξιότητες των “δημιουργών, παραγωγών, χρηστών” παρά των απλών εργατών]

3. Γενικευμένη τρέλλα: στην θέση των ανθρωπίνων όντων και στη βάση των τωρινών περιορισμών τους, το κεφάλαιο υλοποιεί οτιδήποτε επιθυμούν (φυσιολογικό ή αφύσικο), αλλά τα ανθρώπινα όντα δεν μπορούν να “βρουν” τον εαυτό τους και η απόλαυση διαρκώς μετατίθεται στο μέλλον. Το ανθρώπινο ον άγεται στην απόδραση/φυγή του κεφαλαίου και το διατηρεί σε κίνηση [The human being is carried off in the run-away of capital, and keeps it going].

Το συμπέρασμα αυτής της διάγνωσης είναι ο ισχυρισμός ότι το κλασσικό μαρξιστικό σχέδιο της αποδέσμευσης των παραγωγικών δυνάμεων από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δεν είναι τίποτα άλλο από την αυτοσυνειδησία/αυτογνωσία (δηλαδή την μυστηριώδη αυτο-αναπαράσταση) του ΚΤΠ. Επειδή απέτυχε να προβλέψει/προείδει την “απόδραση” του κεφαλαίου, ο Μαρξισμός παραμένει συνεργός στην αυτο-αξιοποίηση του ίδιου του κεφαλαίου: στερείται των κριτικών πόρων που απαιτούνται για να επιφέρει μια αποφασιστική ρήξη με τον καπιταλισμό και όλα τα έργα του. Έτσι, ο Καμμάτ απορρίπτει την προτερότητα της παραγωγής και τον συνακόλουθο ορισμό του κομμουνισμού ως του “ελεύθερου συνεταιρίζεσυαι των παραγωγών”:

Ο κομμουνισμός δεν είναι ένας καινούριος τρόπος παραγωγής· είναι η επιβεβαίωση μιας καινούριας κοινότητας [Gemeinwesen]. Είναι ένα ζήτημα ύπαρξης, ζωής, αν μη τι άλλο επειδή είναι μια θεμελιώδης μετατόπιση: από την παραγόμενη δραστηριότητα στο υποκείμενο που την παρήγαγε. Μέχρι τώρα, γυναίκες και άντρες έχουν αποξενωθεί από αυτή την παραγωγή. Δεν θα αποκτήσουν την κυριαρχία πάνω στην παραγωγή αλλά θα δημιουργήσουν καινούριες σχέσεις μεταξύ τους που θα καθορίσουν μια εντελώς διαφορετική δραστηριότητα.21

Ενώ η κοινωνία υποδουλώνει την δημιουργούσα ζωή στην δημιουργούμενη δραστηριότητα, η κοινότητα επαναθεμελιώνει την προτερότητα του δημιουργούντος επί του δημιουργημένου. “Κουρεμένη” από τα μυστήρια του παραγωγισμού, η επανάσταση είναι απλά η ανατροπή αυτής της αντεστραμμένης ιεραρχίας. Μέσω αυτής της ανατροπής, η “πραγματική κίνηση” του κομμουνισμού συνιστά μια καινούρια μορφή ζωής. Εγκαινιάζεται με μια νέα ανθρώπινη κοινότητα που έρχεται σε ρήξη με τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές, διευκολύνοντας έτσι διαφορετικούς, αν όχι χωρίς προηγούμενο, τρόπου εκφραστικής δραστηριότητας.

Υπάρχει μια άμεση ανταπάντηση στην ανάλυση του Καμμάτ: η απεύθυνσή του σε μια ανθρώπινη κοινότητα που οι βασικές της εκφραστικές τροπικότητες παραμένουν σταθερές στις χιλιετίες κοινωνικού και ιστορικού μετασχηματισμού είναι μια αφαίρεση με την πλέον προβληματική έννοια. Ο Καμμάτ υποστασιοποιεί ένα σύνολο εκφραστικών ικανοτήτων που εμμένουν όχι μόνο ανεξάρτητα από τον καπιταλισμό αλλά από οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής οργάνωσης: “δημιουργείν”, “παράγειν” και “χρησιμοποιείν” τίθενται αξιωματικά/προϋποτίθενται ως αναλλοίωτες της ανθρώπινης ζωής ως τέτοιας. Αλλά η απόδοση αυτών των ικανοτήτων στη “ζωή” τις καθιστά απροσδιόριστες: δεν είναι πλέον κοινωνικο-ιστορικές ή έστω βιολογικές κατηγορίες, αλλά αξιώματα μιας θεωρησιακής ανθρωπολογίας. Επιπλέον, η επιβεβαίωση της κοινότητας επί της κοινωνίας απηχεί άθελά της μια οικεία αντιδραστική αλληγορία: ενώ η κοινότητα διασφαλίζει ότι οι κοινωνικοί ρόλοι, αξίες και πεποιθήσεις παραμένουν στέρεα ριζωμένες σε διαπροσωπικές σχέσεις, η κοινωνία θέτει αυτές τις σχέσεις σε κίνδυνο θεσμίζοντας απρόσωπους ρόλους, τυπικές αξίες και αντικειμενικές πεποιθήσεις στη βάση έμμεσων αλληλεπιδράσεων. Εδώ η αποκήρυξη από τον Καμμάτ του δεσποτισμού του κεφαλαίου ανεπαίσθητα αλλάζει [shades into] σε μια απάρνηση της νεωτερικότητας, η οποία γίνεται ένα κρυπτογράφημα για την περιπλάνηση της ανθρωπότητας μακριά από τον αυθεντικό κοινοτισμό της [communality].

Όμως, σε έναν πλανήτη με εφτά δισεκατομμύρια ανθρώπους, η διαμεσολάβηση του διαπροσωπικού από το απρόσωπο είναι όχι απλά αναπόφευκτη αλλά απαραίτητη. Προσδένοντας την συλλογικότητα στην κοινότητα παρεμποδίζει την ανάγκη για μια εκτεταμένη στο μέγιστο δυνατό ανθρώπινη αλληλεγγύη. Η εμπεριεκτικότητα/πληρότητα του “εμείς” απαιτεί κάποια μέτρα αποπροσωποποίησης. Το απρόσωπο/αποστασιοποίηση, η αμεροληψία και η αντικειμενικότητα δεν είναι απαραίτητα παθολογίες της κοινωνικής αλλοτρίωσης· μπορούν να είναι (και έχουν υπάρξει) θετικές πηγές για τη διεύρυνση των οριζόντων της κοινωνικοποίησης πέρα από τα στενά κοινοτιστικά όρια. Είναι ακριβώς η γενόσημη/ειδολογική ταύτιση με αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί “είναι-του-είδους” [species being], κατανοούμενο όχι ως βιολογική κατηγορία αλλά ως η ικανότητα για συλλογικό αυτο-μετασχηματισμό (πέραν της αυτο-αναπαραγωγής), που αποτρέπει τις διαιρετικές ταυτοποιήσεις της ατομικότητας, της εθνότητας, της εθνικότητας/ιθαγένειας κ.λπ.22 Ο κομμουνισμός όπως τον εννοεί ο Μαρξ είναι η υλοποίηση αυτού που διαφορετικά θα παρέμενε ένα αφηρημένο ιδεώδες για την ανθρωπότητα. Επειδή δεν είναι αγκυστρωμένη σε οποιονδήποτε ιστορικό τρόπο παραγωγής, η κοινότητα που επικαλείται ο Καμμάτ γίνεται ένα Αρχιμήδειο σημείο23 από το οποίο η ανθρωπότητα έχει, υποτίθεται, περιπλανηθεί. Για τον Καμμάτ, η εμφάνιση της πραγματικής υπαγωγής μοιάζει να σηματοδοτεί την τερματική φάση της μοιραίας αυτι-αποξένωσης της ανθρωπότητας. Αλλά υπάρχουν λόγοι να αμφισβητούμε κατά πόσον η διάκριση μεταξύ τυπικής και πραγματικής υπαγωγής μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει διακριτές διαδοχικές φάσεις της ιστορικής ελέλιξης του καπιταλισμού. Ειδωμένη αναλυτικά παρά ιστορικά, φαίνεται η τυπική και η πραγματική υπαγωγή να είναι ταυτόχρονες, αλληλοένδετες/πεπλεγμένες φάσεις της σχέσης-κεφάλαιο. Επιπλέον, η επιμονή του Καμμάτ ότι το κεφάλαιο έχει πλέον πετύχει πλήρη κυριαρχία, όχι απλά στη σφαίρα της παραγωγής αλλά πάνω σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ύπαρξης, είναι εξίσου διαμφισβητούμενη. Αυτό είναι ένα σημείο που θίγεται εμφατικά από τους Endnotes:

Η εργασιακή διαδικασία τόσο στην πραγματική όσο και στην τυπική υπαγωγή είναι η άμεση παραγωγική διαδικασία του κεφαλαίου. Τίποτα συγκρίσιμο δεν μπορεί να ειπωθεί για οτιδήποτε πέραν της παραγωγικής διαδικασίας, γιατί είναι μόνο η παραγωγή που το κεφάλαιο διεκδικεί άμεσα ως δική του. Ενώ είναι σωστό ότι η διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου στην ολότητά της είναι η ενότητα των διαδικασιών παραγωγής και κυκλοφορίας, και ενώ το κεφάλαιο επιφέρει μετασχηματισμούς στον κόσμο πέραν της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας, αυτοί οι μετασχηματισμοί δεν μπορούν να συλληφθούν με τους ίδιους όρους με αυτούς που προκύπτουν εντός της διαδικασίας αυτής κάτω από την πραγματική υπαγωγή. Τίποτα εξωτερικό της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας δεν γίνεται στην πραγματικότητα κεφάλαιο ούτε, αυστηρά μιλώντας, υπάγεται κάτω από το κεφάλαιο.24

Έτσι, αν και αναγνωρίζουν στον Καμμάτ τα εύσημα για την σύλληψη της “οντολογικής αντιστροφής, την κατοχή της υλικής ζωής από το πνεύμα του κεφαλαίου”,25 οι Endnotes βλέπουν στην ανάλυσή του για την πλήρη υπαγωγή “την λογική που θα [τον] προωθούσε προς μια πολιτική που περιλαμβάνει ελάχιστα παραπάνω από τον αφηρημένο ισχυρισμό κάποιας αληθινής ανθρώπινης κοινότητας εναντίον μιας μονολιθικής καπιταλιστικής ολότητας, και από την ανάγκη να ‘αφήσουμε αυτόν τον κόσμο’”.26 Εν τούτοις, αν και συμφωνούν με τον Καμμάτ ότι “η αξία και το κεφάλαιο συνιστούν μια ισχυρή, ολοποιητική μορφή κοινωνικοποίησης που διαμορφώνει κάθε πτυχή της ζωής” και αναγνωρίζουν ότι “το ξεπέρασμα [της αξίας και του κεφαλαίου] απαιτούν έναν ριζικό μετασχηματισμό κάθε σφαίρας της ζωής”27, οι Endnotes αναγνωρίζουν επίσης ότι η “μη-εξημερωμένη” ανθρωπότητα του Καμμάτ που υπάρχει εκτός της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης είναι το συμπέρασμα ενός ιδεώδους μάλλον παρά ο κινητήρας ενός πραγματικού κινήματος. Οπότε το ερώτημα είναι: δεδομένης της “οντολογικής αντιστροφής” μέσω της οποίας η ίδια η “υλική ζωή” “εμφυσάται/εμψυχώνεται” τώρα από το κεφάλαιο, ποιός ή ποιοί είναι οι φορείς της κομμουνιστικοποίησης;

Το Παράδοξο της Αυτο-κατάργησης

Οι Endnotes αποκηρύσσουν εμφατικά την ιδέα ότι η κομμουνιστικοποίηση συνίσταται σε μια άμεση απόσχιση από την σχέση-κεφάλαιο. Διαμορφώνουν αυτό που είναι ίσως η πιο πειστική αντίρρηση στην “θέση της εξόδου”. Αντίρρηση που απευθύνεται όχι μόνο στον Καμμάτ αλλά και σε ομάδες όπως η Tiqqun και η Αόρατη Επιτροπή28 (The Invisible Committee):

Αντί ενός θεωρητικού ξεκαθαρίσματος [reckoning] με την συγκεκριμένη ολότητα την οποία θα πρέπει να ξεπεράσουμε σε όλους τους καθορισμούς της, ή μια ανακατασκευή του πραγματικού ορίζοντα της ταξικής σχέσης, παίρνουμε έναν χωρισμό της ολότητας σε δυο βασικές αφαιρέσεις [δηλαδή της καπιταλιστικής κοινωνίας και της ανθρώπινης κοινότητας], και ένα απλό σύνολο παραινέσεων και πρακτικών συνταγών που η πραγματική θεωρητική τους λειτουργία είναι να φέρουν μαζί για μια ακόμα φορά αυτές τις αφαιρέσεις.29

Είναι η ίδια η αφαιρετικότητα της θεωρητικής εξόδου της ανθρωπότητας από το κεφάλαιο που άθελα εγγυάται την συνεχιζόμενη υπαγωγή της στο κεφάλαιο. Αυτό είναι το θεμελιώδες πρόβλημα. Για τους Endnotes, το γεγονός ότι ο διαλεκτικός ανταγωνισμός ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία έχει αποτύχει να καταλήξει στην επαναστατική ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής δεν είναι απλά μια ατυχής συγκυρία/συμβάν, το αποτέλεσμα χαμμένων ευκαιριών. Είναι μια αναπόφευκτη συνέπεια της λογικής της συσσώρευσης του κεφαλαίου:

Καθώς συσσωρεύεται, το κεφάλαιο τείνει και να εκμεταλλεύεται λιγότερους εργάτες, αποβάλλοντας εργατική δύναμη από την παραγωγή (τόσο σχετικά όσο και τελικά απόλυτα) και να αυξάνει τον ρυθμό εκμετάλλευσης μεταξύ της σχετικά απομειούμενης εργασιακής δύναμης.30

Έτσι η συσσώρευση από το κεφάλαιο μιας διαρκώς αυξανόμενης υπεραξίας συνοδεύεται από έναν διαρκώς αυξανόμενο “πλεονάζοντα πληθυσμό” που αποκλείεται από την παραγωγική διαδικασία. Το προλεταριάτο γίνεται αυτό που παράγεται από το κεφάλαιο χωρίς να παράγει κεφάλαιο”.31 Το αποτέλεσμα είναι η αποσύνθεση του αυτοπροσδιορισμού του προλεταριάτου ως των παραγωγών του κεφαλαίου. Γίνεται αδύνατο για το προλεταριάτο να επιβεβαιώσει τον εαυτό ως τέτοιο στον ανταγωνισμό του με το κεφάλαιο.32 Αυτός είναι ο λόγος που η κομμουνιστικοποίηση δεν μπορεί πλέον να εννοείται ως το τελικό αποτέλεσμα της επαναστατικής κατάληψης των μέσων παραγωγής από τους εργάτες. Θα πρέπει να επανασυλληφθεί ως μια μη-μεταβατική διαδικασία, μια εμμενής κίνηση που συνίσταται στην καταστροφή της σχέσης μέσω της οποίας το κεφάλαιο αναπαράγει την εργασία ενώ η εργασία αναπαράγει το κεφάλαιο.33

Έτσι, οι Endnotes ορίζουν την κομμουνιστικοποίηση ως μια προσπάθεια απάντησης στο ακόλουθο ερώτημα:

Πώς θα λάβει χώρα το ξεπέρσμα της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης με δεδομένο ότι είναι αδύνατον για το προλεταριάτο να επιβεβαιώσει τον εαυτό του ως τάξη ενώ παρ’ όλα αυτά βρισκόμαστε ακόμα αντιμέτωποι με το πρόβλημα αυτής της σχέσης;34

Η απάντησή τους στο ερώτημα αυτό καθορίζει αυτό που είναι ίσως η πιο εκλεπτυσμένη διατύπωση της θέσης της κομμουνιστικοποίησης και αξίζει να παρατεθεί εκτενώς:

Η κομμουνιστικοποίηση είναι ένα κίνημα στο επίπεδο της ολότητας, μέσω της οποία αυτή η ολότητα καταργείται. Η λογική της κινήματος που καταργεί αυτή την ολότητα διαφέρει αναγκαστικά από αυτήν που εφαρμόζεται στο επίπεδο του συγκεκριμένου ατόμου ή ομάδας: δεν χρειάζεται να πούμε ότι κανένα άτομο ή ομάδα δεν μπορεί να ξεπεράσει την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης μέσα από τις δικές του πράξεις. Ο προσδιορισμός μιας μεμονωμένης πράξης ως ‘κομμουνιστικοποιητικής” απορρέει αποκλειστικά και μόνο από το συνολικό κίνημα του οποίου αποτελεί μέρος, όχι από την ίδια την πράξη, οπότε θα ήταν λάθος να σκεφτόμαστε την επανάσταση με όρους ενός αθροίσματος από ήδη-κομμουνιστικοποιητικές πράξεις, λες και το μόνο που θα χρειαζόταν θα ήταν μια συγκεκριμένη συσσώρευση τέτοιων πράξεων σε ένα κρίσιμο σημείο […] Η κομμουνιστικοποίηση συμβαίνει μόνο στο όριο μιας πάλης, στο ρήγμα που διανοίγεται καθώς αυτη η πάλη συναντά το όριό της και ωθείται πέρα από αυτό […] [Σε] οποιαδήποτε πραγματική υπέρβαση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης είμαστε εμείς οι ίδιοι που θα πρέπει να μας ξεπεράσουμε· ‘εμείς’ δεν έχουμε καμμιά άλλη ‘θέση’ πέρα από την καπιταλιστική ταξική σχέση. Αυτό που είμαστε, στο βαθύτερο επίπεδο, συγκροτείται από αυτή τη σχέση και είναι μια ρήξη με την αναπαραγωγή αυτού που είμαστε που θα σχηματίσει απαραίτητα τον ορίζοντα των αγώνων μας […] Σ’ αυτή την περίοδο το ‘εμείς’ της επανάστασης δεν επιβεβαιώνει τον εαυτό του, δεν αυτοπροσδιορίζεται θετικά, γιατί δεν μπορεί· δεν μπορεί να αυτεπιβεβαιωθεί απέναντι στο ‘αυτοί’ του κεφαλαίου χωρίς να βρεθεί αντιμέτωπο με το πρόβλημα της ίδιας του της ύπαρξης – μια ύπαρξη που το ξεπέρασμά της θα είναι η ίδια η φύση της επανάστασης. Δεν υπάρχει τίποτα να καταφανθεί στην καπιταλιστική ταξική σχέση· ούτε αυτονομία, ούτε εναλλακτική, ούτε “απέξω”, ούτε απόσχιση.35

Πρόκειται για ένα αξιοσημείωτο απόσπασμα. Καθώς το “εμείς” συνίσταται από την ταξική σχέση, η αυτο-υπέρβαση του “εμείς” είναι η υπέρβαση της σχέσης που το συγκροτεί. Αυτό είναι σίγουρα θεωρητικά ασυμβίβαστο (και αξιοθαύμαστο εξαιτίας αυτού). Αλλά είναι επίσης και παραδοξολογικό, και ο παραδοξολογικός χαρακτήρας του επιδεινώνει την κατάστασή του ως ενός ισχυρισμού που συναρθρώνει την νοητική και την κοινωνική αφαίρεση σε ένα οντολογικό επίπεδο. Το παράδοξο είναι το ακόλουθο: αν “εμείς” συγκροτούμαστε από την ταξική σχέση που πρέπει να ξεπεράσουμε, τότε η υπέρβαση αυτής της σχέσης είναι επίσης η υπέρβαση του φορέα της υπέρβασης, και συνεπώς η ακύρωση της υπέρβασης και η επαναφορά του “εμείς”. Αφού “εμείς” δεν έχουμε θέση άλλη από την ταξική σχέση, δεν “είμαστε” τίποτα έξω από αυτή τη σχέση. Αλλά τότε η στιγμή της κατάργησης αυτής της σχέσης είναι επίσης η κατάργηση της κατάργησης. Μπορεί ο επαναστατικός φορέας – που υποτίθεται ότι ιχνηλατεί “την πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων” – όντως να κατασκευαστεί στη βάση ενός τέτοιου φαινομενικά ακυρωτικού παραδόξου; Αν η απάντηση είναι καταφατική, τότε θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε την ακριβή έννοια με την οποία η συνάρθρωση από τους Endnotes της εννοιολογικής και της κοινωνικής αφαίρεσης έχει ένα οντολογικό στήριγμα.36

Η συνάρθρωση είναι οντολογική επειδή οι αφαιρέσεις του καπιταλισμού είναι πραγματικές: υπάγοντας την εργασία, η αξιακής-μορφή λογικοποιεί τις κοινωνικές πρακτικές μέσω των οποίων οι άνθρωποι αναπαράγουν τους εαυτούς τους και το κεφάλαιο:

Αυτό που σε ένα επιίπεδο είναι απλά ενδεχομενικό σχετικά με την λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου – οι υλικές και πνευματικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και ανάμεσα στους ανθρώπους και τη φύση – λογικοποιείται το ίδιο – δηλαδή τίθεται υπό την λογική της μορφής-κεφάλαιο της αξίας – ως ένα αποτέλεσμα της υπαγωγής της εργασίας κάτω από το κεφάλαιο, καθώς και της αυτο-αναπαραγωγής της σχέσης της αμοιβαίας συνεπαγωγής ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο.37

Αυτή η λογικοποίηση της κοινωνικής πραγματικότητας εξηγεί γιατί μπορεί να υπάρχει μια αντίθεση ανάμεσα σε αυτό που οι άνθρωποι σκέφτονται και κάνουν καθώς σχετίζονται με τους εαυτούς τους ή αυτό που σκέφτονται και κάνουν καθώς αναπαράγουν το κεφάλαιο. Αλλά η λογικοποίηση αυτή από την αξιακή-μορφή δεν είναι απόλυτη: εφαρμόζεται στις ανθρώπινες δραστηριότητες και πρακτικές μόνο στον βαθμό που συνιστούν εργασία. Αυτές οι δραστηριότητες και πρακτικές εμμένουν εντός της σχέσης-κεφάλαιο ως φαινόμενα τα οποίας [το κεφάλαιο] έχει ενσωματώσει αλλά δεν έχει απορροφήσει πλήρως. Δεν έχουν απορροφηθεί πλήρως γιατί συνιστούν τη διαδικασία μέσω της οποίας το κεφάλαιο απορροφά εργασία. Η αυτο-αναπαραγωγή του κεφαλαίου συνίσταται σε φαινόμενα που δεν μπορεί να αναπαράγει, ακόμα και αν αναπαράγει την εργασία η οποία στην συνέχεια το αναπαράγει. Συνεπώς, η λογικοποίηση της πραγματικότητας από το κεφάλαιο περιορίζεται [τελεί υπό την συνθήκη] από αυτήν την πραγματικότητα· αυτό είναι το οχύρωμα από τον απόλυτο ιδεαλισμό, ο οποίος θα υποστασιοποιούσε το κεφάλαιο ως ένα πλήρως αυτόνομο, αυτο-κινούμενο αντικείμενο (μια causa sui38 ή αλλιώς αυτο-αίτιο ον ένα ον που είναι η αιτία του εαυτού του, της δημιουργίας του) που “επιπλέει” ελεύθερη οποιασδήποτε υλικής πραγματικότητας:

Χωρίς ανθρώπινες σχέσεις και πρακτικές που συντηρούνται/υφίστανται με τον “τρόπο να απορρίπτονται/συναντούν άρνηση” μέσω της διεστραμμένης, φετιχιστικής μορφής των οικονομικών κατηγοριών, δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν οικονομικές κατηγορίες: ούτε αξία, ούτε εμπορεύματα, χρήμα ή κεφάλαιο. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι η εργασία θα έπρεπε να κατανοηθεί ως, κατά κάποιο τρόπο, συγκροτητικό της όλης διαδικασίας· ούτε θα έπρεπε να θεωρηθεί πρωταρχική. Οι φετιχιστικές μορφές του κεφαλαίου κανονικά συλλαμβάνονται και κριτικάρονται ως αυτο-κινούμενες, διεστραμμένες μορφές της κοινωνικής πρακτικής.39

Κατά συνέπεια, το “κεφάλαιο δεν είναι τίποτα άλλο από μια διεστραμμένη μορφή των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων”.40 Αλλά είναι οι “ανθρώπινες σχέσεις και πρακτικές” μάλλον και όχι η εργασία που δημιουργούν τις πραγματικές αφαιρέσεις του κεφαλαίου. Από την σκοπιά της συστηματικής διαλεκτικής που ασπάζονται οι Endnotes, η εργασία είναι ήδη εγγεγραμμένη εντός της αξιακής-μορφής ως η “υποτιθέμενη προϋπόθεσή” της [posited presupposition].41 Ενώ το κεφάλαιο υποθέτει την εργασία που του παρέχει την ουσία του (δηλαδή την προϋπόθεσή του), αυτή η υπόθεση η ίδια συγκροτείται τελικά από το εξαιρετικά πολύπλοκο σύνολο42 των ανθρωπίνων πρακτικών χωρίς τις οποίες η αυτο-αξιοποίηση του κεφαλαίου δεν θα ήταν. Η υπαγωγή της εργασίας από την αξία ως “υποτιθέμενης προϋπόθεσης” προϋποθέτει επίσης κάτι που που δεν υποθέτει: την αυθόρμητη ανθρώπινη δραστηριότητα. Όπως ξεκαθαρίζουν οι ίδιοι οι Endnotes, η αυθορμησία που επικαλούνται εδώ θα πρέπει να κατανοηθεί με την καντιανή έννοια, ως ο προσδιορισμός της αίσθησης που ασκείται από την ανθρώπινη νόηση κατά την πράξη της σκέψης. Ο Καντ αποδίδει την αυθορμησία σε αυτό που αποκαλεί “καθαρή ενσυναίσθηση/αυτοσυνειδησία” [pure apperception]:

Τον 18ο αιώνα, όταν ο Καντ περιέγραψε την υπερβατική ενότητα της ενσυναίσθησης – το γεγονός ότι έχω επίγνωση του εαυτού μου με το να έχω τις δικές μου εμπειρίες – το αποκάλεσε αυτό μια αυθόρμητη πράξη. Ο Καντ εννοούσε το αντίθετο κάτι που είναι φυσικό [natural]. Μια αυθόρμητη πράξη είναι μια πράξη που προκύπτει ελεύθερα. Στην πραγματικότητα η λέξη spontaneous προέρχεται από την λατινική λέξη sponte, που σημαίνει “με τη συμφωνία κάποιου, ελεύθερα, εμπρόθετα”. Με αυτή την έννοια, η αυθορμησία δεν έχει να κάνει με το να δρα κανείς καταναγκαστικά ή αυτόματα. Έχει να κάνει με το να δρα χωρίς εξωτερικούς περιορισμούς ή δεσμεύσεις.43

Η αυθορμησία κατά την υπερβατική, σε αντίθεση με την εμπειρική, έννοια του Καντ, είναι η έσχατη πηγή της ανθρώπινης ελευθερίας. Μοιάζει εύλογο να υπονοήσουμε ότι οι Endnotes χρειάζεται εδώ να καταφύγουν στην ελευθερία με αυτή την υπερβατική έννοια για να μπορέσουν να αποφύγουν το παράδοξο της αυτο-κατάργησης γειώνοντας την δυνατότητα της ανθρώπινης μεσιτείας σε μια πηγή που είναι ανεξάρτητη από την ταξική σχέση. Ως η έσχατη πηγή της ανθρώπινης δραστηριότητας, αυτή η υπερβατική (σε αντίθεση με την εμπειρική) αυθορμησία μπορεί να ερμηνευθεί ως αυτό που συγκροτεί την ταξική σχέση ανεξάρτητα από την συγκρότηση του “εμείς” από την ταξική σχέση. Το παράδοξο, τότε, εξουδετερώνεται επειδή ο φορέας της κατάργησης είναι διακριτός από τον καταργημένο φορέα. Αλλά αντιπαραβάλλοντας την αυθορμησία στην υποχρέωση, οι Endnotes διακινδυνεύουν να αναζωογονήσουν έναν υπερβατικό βολονταρισμό, στον οποίον η ανθρώπινη βούληση ενεργεί σαν ένας μυστηριώδης, για να μην πούμε υπερφυσικός, αμετακίνητος υποκινητής, αδιαπέραστος από εξωτερικούς καθορισμούς. Αυτή είναι η οικεία και πολύ γελειοποιημένη καρικατούρα του Καντ. Υπάρχει μια καλλίτερημ πιο διαλεκτική ανάγνωσή του, που κατανοεί την ελευθερία που ασκείται στην αυθορμησία της αυτεπίγνωσης/αυτοσυνειδησίας ως προκύπτουσα από τον εναγκαλισμό από την βούληση ενός διυποκειμενικού θεσμισμένου κανόνα, παρά ως μια εντελώς μη-καθορισμένη έκρηξη εκ του μηδενός. Η ελευθερία με αυτή την έννοια δεν είναι απλά η απουσία εξωτερικού καθορισμού αλλά ο ορθολογικός αυτο-καθορισμός του φορέα στην και δια της υιοθέτησης εκ μέρους του ενός καθολικά εφαρμόσιμου κανόνα.44

Από αυτή την άποψη, ο νομιναλισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα όπλο της υλιστικής ανάλυσης που απομυστικοποιεί την ιδεαλιστική υποστασιοποίηση της αφαίρεσης. Στην μεταγλωσσική εκδοχή του νομιναλισμού από τον Wilfrid Sellars, η οποία είναι πιθανώς η πιο εξεζητημένη επεξεργασία αυτής της θέσης που έχει επινοηθεί μέχρι τώρα, η αναφορά στις αφηρημένες οντότητες εξηγείται ως μια υλιστική τροπικότητα του μεταγλωσσικού λόγου σχετικά με την γλωσσική λειτουργία, ενώ αυτή η λειτουργία με τη σειρά της ταυτίζεται με πρότυπα/σχήματα γλωσσικών ετικετών [tokenings].45 Αυτό που αξίζει ιδιαίτερα στην ανάλυση του Sellars από μια υλιστική άποψη είναι ότι αντιμετωπίζει τις αφηρημένες οντότητες ως υποστασιοποιημένες γλωσσικές λειτουργίες46. Δείχνει πώς η νοητική μορφή αγκυρώνεται στην γλωσσική λειτουργία και γειώνει την γλωσσική λειτουργία στην κοινωνική πρακτική. Φυσικά, η ανάλυση του Sellars δεν προχωρά στην εξήγηση της φύσης της σύνδεσης ανάμεσα στην γλωσσική λειτουργία και την κοινωνική πρακτική. Δεν έχει μια θεωρία για την δεύτερη. Αλλά το έργο του έχει το αξιοσημείωτο προσόν να μας λέει τι είναι πραγματικά οι αφηρημένες οντότητες. Αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα προς μια εξήγηση του πώς οι φαινομενικά αυτο-κινούμενες αφαιρέσεις του κεφαλαίου κινούνται στην πραγματικότητα από τις δραστηριότητες και τις πρακτικές των ανθρώπων.

Η αδύνατη σχέση

Αλλά αν είναι ένα πράγμα να αποκαλύψει κανείς ότι η πραγματικότητα της αφαίρεσης είναι ριζωμένη στην ανθρώπινη πρακτική είναι άλλο να εξηγήσει πώς και ποια πρακτική μπορεί να εφαρμοστεί για να μας απελευθερώσει από το άρπαγμα των αφαιρέσεων στις οποίες μας έχει υποτάξει. Ακόμα και αν κάποιος δεχτεί ότι οι αφαιρέσεις του κεφαλαίου γεννιούνται μέσω των ανθρωπίνων πρακτικών πώς υποτίθεται ότι αυτές οι πρακτικές συγκροτούν έναν κομμουνιστικοποιητικό παράγοντα/φορέα; Οι Endnotes προτείνουν μια κάποια απάντηση σε ένα άλλο αξιοσημείωτο απόσπασμα που προχωρά ακόμα πιο βαθιά στην προσπάθειά τους να ορίσουν την σχέση ανάμεσα στην κομμμουνιστική θεωρία και την καπιταλιστική πραγματικότητα:

Η κομμουνιστική θεωρία ξεκινά όχι από την ψευδή θέση κάποιου βολονταριστικού υποκειμένου αλλά από την υποτιθέμενη υπέρβαση της ολότητας των μορφών που εμπλέκονται στην αναπαραγωγή αυτού του υποκειμένου. Όπως τίθεται απλά, αυτή η υπέρβαση είναι αναγκαστικά αφηρημένη, αλλά είναι μόνο μέσω αυτής της βασικής αφαίρεσης που η θεωρία λαμβάνει ως περιεχόμενό της αυτές τις καθορισμένες μορφές που πρόκειται να υπερβληθούν· μορφές οι οποίες ξεχωρίζουν μέσα στην καθοριστότητά τους ακριβώς επειδή η διάλυσή τους έχει υποτεθεί.47

Αυές οι “καθορισμένες μορφές” είναι οι πραγματικές αφαιρέσεις του καπιταλισμού: η μορφή-εμπόρευμα, η μορφή-χρήμα, η αξιακή-μορφή, η μορφή-εργασία, η μορφή-παραγωγή κ.λπ. Το απόσπασμα συνεχίζει:

Αυτή η (υπό)θεση δεν είναι μόνο ένα ζήτημα μεθοδολογίας, ή κάποιο είδος απαραίτητου λογικού αξιώματος, γιατί η υπέρβαση της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν είναι μια απλή θεωρητική κατασκευή.

Δεν είναι μια “απλή θεωρητική κατασκευή” αλλά δεν είναι ούτε κάποιο αντικειμενικό ή “δοσμένο” δεδομένο [datum], γιατί είναι κάτι προς το οποίο η ίδια η θεωρία προσανατολίζει τον εαυτό της, παρά κάτι που το στοχάζεται στατικά. Συνεπώς, αυτή η (υπο)τιθέμενη υπέρβαση είναι κάτι :

[Προηγείται] της σκέψης, καθώς τίθεται ακατάπαυστα από αυτή την ίδια την [καπιταλιστική ταξική] σχέση· είναι ο ίδιος ο ορίζοντάς της ως ενός ανταγωνισμού, η πραγματικά αρνητική παρουσία που [η κομμμουνιστική θεωρία] φέρει. Η κομμουνιστική θεωρία παράγεται – και αναγκαστικά σκέφτεται εντός – αυτής της ανταγωνιστικής σχέσης· σκέφτεται αυτή την ταξική σχέση και την συλλαμβάνει ως τέτοια. Προσπαθεί να ανακατασκευάσει εννοιολογικά την ολότητα η οποία είναι το έδαφός της, υπό το φως της ήδη τεθιμένης υπέρβασης αυτής της ολότητας, και να εξαγάγει αυτή την υπέρβαση καθώς αυτή εμφανίζεται εδώ. Καθώς είναι μια σχέση που δεν έχει μια ιδανική “ομοιοστατική” κατάσταση, αλλά μία που είναι πάντα μπροστά από τον εαυτό της, με το κεφάλαιο να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της εργασίας σε κάθε στροφή – ακόμα και στις νίκες του – η επαρκής σκέψη αυτής της σχέσης δεν είναι αυτή μιας κατάστασης ισορροπίας ή μιας ομαλά αυτο-τιθέμενης ολότητας· είναι μιας θεμελιωδώς αδύνατης σχέσης, κάτι που υπάρχει μόνο στον βαθμό που σταματά να υπάρχει· μια εσωτερικά ασταθής σχέση, Η κομμουνιστική θεωρία δεν έχει συνεπώς ανάγκη ενός εξωτερικού, Αρχιμήδειου σημείου από το οποίο να μετρά τα αντικείμενά της, και η κομμουνιστικοποίηση δεν έχει ανάγκη ενός υπερβατικού σημείου “απόσυρσης” ή “απόσχισης” από το οποίο να εξαπολύσει την “επίθεσή” της.48

Τα διάφορα γραπτά των Endnotes παρέχουν σίγουρα μια εξόχως εύλογη νοητική ανακατασκευή της ολότητας που είναι το έδαφος της ταξικής σχέσης, και συνεπώς της κομμουνιστικής θεωρητικοποίησης. Και είναι φανερό από τις αναλύσεις τους για την “κινούμενη αντίφαση” του κεφαλαίου πώς αυτο-υπονομεύεται αυτή η σχέση: “η σχέση εκμετάλλευσης διαβρώνει τα ίδια τα θεμέλιά της καθώς αυτό που είναι εκμεταλλευόμενο – η εργατική δύναμη – τείνει να αποβάλλεται από την παραγωγική διαδικασία με την ανάπτυξη της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας”.49 Συνεπώς η σκέψη που είναι “επαρκής” για την ταξική σχέση (δηλαδή την σχέση εκμετάλλευσης) είναι η σκέψη μιας “θεμελιωδώς αδύνατης σχέσης”, η οποία “είναι μόνο στον βαθμό που παύει να είναι”.

Ότι μόνο η σκέψη μιας αδύνατης σχέσης μπορεί να καταστήσει τη θεωρία επαρκή για το αντικείμενό της είναι ένας δείκτης της στρέψης που υποτίθεται ότι δένει τη θεωρητική αφαίρεση στην πραγματικότητα της κοινωνικής αφαίρεσης ανεξάρτητα από την αναπαραστατική προσφυγή σε μια αντικειμενική σχέση αντιστοιχίας (που θα απαιτούσε ένα “εξωτερικό, Αρχιμήδειο σημείο από το οποίο να μετρά το αντικείμενό της). Αναμφίβολα, αυτή η αδύνατη σχέση υποτίθεται ότι επισημαίνει την αμεσότητα/εμμένεια της κομμουνιστικής θεωρίας στην επαναστατική πρακτική: οποιαδήποτε υποταγή της πρακτικής στη θεωρία (ή το αντίστροφο) θα απειλούσε να επαναεισάγει την υπερβατικότητα ενός εξωτερικού, Αρχιμήδειου σημείου, με άλλα λόγια, μια αναπάρασταση. Αλλά φαίνεται ότι αυτό που αποτρέπει την επάρκεια της κομμουνιστικής θεωρίας για την ταξική σχέση να “σχαστεί” σε μια σχέση με αυτή την αδύνατη σχέση (!), με άλλα λόγια, σε μια θεωρητική αναπαράσταση της πραγματικότητας και, εν τέλει, σε ένα πρόγραμμα, είναι η άμεση ολοκηρωσή της ως αυτο-αναγορευόμενη επαναστατική δραστηριοτήτα: μια δραστηριοτήτα που εγγυάται την δική της πρόσφυση στην καπιταλιστική ταξική σχέση απλά εμπλεκόμενη στον αγώνα για την καταστροφή της. Υπάρχει μια αξιέπαινη συνέπεια εδώ. Λαμβάνοντας την “τιθέμενη υπέρβαση” της καπιταλιστικής ολότητας ως το σημείο αφετηρίας της, η κομμουνιστική θεωρητικοποίηση διασφαλίζει την πρόσφυσή της πάνω στον ανταγωνισμό που συγκροτεί την κοινωνική πραγματικότητα. Αλλά παραμένει ο κίνδυνος ότι αυτή η τιθέμενη υπέρβαση της ολότητας θα αντικαταστήσει την πραγματική της υπέρβαση όχι παρά αλλά ακριβώς επειδή αρνείται την θεωρητική της κατασκευή.

Αναστοχοθέτηση και Κοινωνική μορφή

Εξομνύοντας [abjuring] μια τέτοια κατασκευή ως μια αναπαραστατική εισβολή που υπονομεύει την επάρκεια της σκέψης για τιν ταξική σχέση, η κομμουνιστική θεωρία διασφαλίζει το γράπωμά της στην “πραγματικό κίνημα” που είναι ο κομμουνισμός, αλλά με τον κίνδυνο αποκοπής της πραγματικής κίνησης από την κίνηση των ιδεών. Συνεπώς, όπως το κάνουν καθαρό οι ίδιοι οι Endnotes:

Η κομμουνιστικοποίηση […] έχει πολύ λίγες θετικές συμβουλές να μας δώσει σχετικά με την συγκεκριμένη, άμεση πρακτική στο εδώ και τώρα […] Οι συμβουλές που μπορεί να δώσει είναι κυρίως αρνητικές: οι κοινωνικές μορφές που εμπλέκονται στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης δεν θα είναι όργανα της επανάστασης, καθώς είναι κομμάτι αυτού που πρόκειται να καταργηθεί.50

Το ερώτημα τότε είναι: πώς θα μπορέσουμε να ταυτοποιήσουμε εκείνες τις κοινωνικές μορφές που δεν εμπλέκονται στην αναπαραγωγή της ταξικής σχέσης; Η διάκριση ανάμεσα στην υποχρεωτική εργασία και την αυθόρμητη πρακτική απαιτείται όχι μόνο για να αποφευχθεί το παράδοξο της αυτο-κατάργησης αλλά επίσης και για να διακρίνουμε ανάμεσα σε κείνες τις δραστηριοτήτες που είναι προγραμματισμένες να αναπαράγουν την ταξική σχέση και κείνες που είναι ικανές να διακόψουν αυτή την αναπαραγωγή. Αλλά η αυθορμησία της οποίας η άσκηση είναι το προαπαιτούμενο για την ταξική σχέση θα γεννήσει επίσης καινούριες αφαιρέσεις μαζί με καινούριες μορφές διαμεσολάβησης. Αυτό που απαιτείται είναι μια κατανόηση των κοινωνικών πρακτικών που θα μπορούσε να μας επιτρέψει να αρχίσουμε να διακρίνουμε ανάμεσα στις καταπιεστικές και τις χειραφετητικές μορφές διαμεσολάβησης.

Αυτό είναι που μας λείπει προς το παρόν. Στο μεταξύ, θα πρέπει να αποκηρύξουμε δια όρκου οποιοδήποτε υπάρχον εργαλείο, τεχνική ή μέθοδο που περικλείεται σε καπιταλιστικές κοινωνικές μορφές; Αναμφίβολα, είναι σχετικά εύκολο να εντοπίσουμε αυτούς τους τρόπους της σύγχρονης τεχνολογίας της πληροφορικής που οι αποχαυνωτικές, αντι-κοινωνικές συνέπειες τις καθιστούν άξιες να καταργηθούν. Αλλά υπάρχουν άλλες τεχνολογίες που δεν είναι ίσως τόσο εύκολο να καταργηθούν. Πάρτε σαν παράδειγμα τα αντιβιοτικά/αντιικά. Κάθε πτυχή της ανάπτυξής τους εμπλέκεται με καπιταλιστικούς θεσμούς και περικλείεται στις κοινωνικές του μορφές. Σημαίνει αυτό ότι τα αντιικά είναι εγγενώς καπιταλιστικά και συνεπώς δεν θα έπρεπε να παίζουν κανένα ρόλο σε μια μετα-καπιταλιστική κοινωνία; Εδώ υποτείνεται από μόνη της μια αρνητική απάντηση: ενώ η λειτουργία της τεχνολογίας διαμεσολαβείται κοινωνικά και περικλείεται από την αξιακή-μορφή, αυτή δεν χρειάζεται να είναι μια κορεσμένη διαμεσολάβηση: δεν χρειάζεται να εξαντλεί τις λειτουργικές δυνατότητες της εν λόγω τεχνολογίας. Κάποιοι μπορεί να ανταπαντήσουν ότι ο “αναστοχοθέτηση” [repurposing] είναι στην καλλίτερη περίπτωση ένας αντιπεριασπασμός και στην χειρότερη ένα άλλοθι για τον ρεφορμισμό, επειδή η ανάπτυξη των αντιικών (όπως και κάθε άλλη σύγχρονη τεχνολογία) συνδέεται αναγκαστικά με την ανάπτυξη των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, με την γρήγορη εξάπλωση θανατηφόρων ιών να είναι μια άμεση συνέπεια της εκβιομηχανισμένης κτηνοτροφικής παραγωγής και της παγκοσμιοποίησης.51 Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι δύο παράγοντες, συνεχίζει το αντεπιχείρημα, δεν θα είμασταν τόσο επιρρεπείς στην ανάπτυξη ποικιλιών παθογόνων και η ανθρώπινη ευημερία δεν θα υποθηκευόταν στην ανάπτυξη αντιικών. Το ξήλωμα του καπιταλισμού, σύμφωνα με αυτή την επιχειρηματολογία, θα ελαττώσει δραστικά, αν δεν εξαλείψει πλήρως, την αυξανόμενη εξάρτησή μας από τα αντιικά καθώς και άλλα τεχνολογικά αντικείμενα.

Είναι αναμφισβήτητα αληθές, τώρα, ότι υπάρχει μια άμεση συσχέτιση ανάμεσα στον πολλαπλασιασμό των επικίνδυνων για τη ζωή ιών και τις συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής κοινωνίας. Και ίσως είναι επίσης σωστό ότι το ξήλωμα της δεύτερης είναι το ασφαλέστερο μέσο για το ξερίζωμα των πρώτων. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αναδιανομή των αντιικών στην βάση της ανάγκης μάλλον παρά του πλούτου είναι μια πιο πιεστική πολιτική έγνοια από το να εικάζουμε σχετικά με τον ρόλο τους στην μετα-καπιταλιστική κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά, ο επείγον χαρακτήρας του πρώτου δεν απαλοίφει την σπουδαιότητα του δεύτερου. Η απόλυτη ή ακαθόριστη άρνηση της καπιταλιστικής κοινωνίας και όλων των έργων της θα ξερίζωνε τις παθολογίες που γεννιούνται από τον καπιταλισμό μόνο με το κόστος της ακύρωσης των χειραφετητικών δυνατοτήτων που λανθάνουν στις τεχνολογίες που η λειτουργία τους αυτή τη στιγμή έχει υπαχθεί στο κεφάλαιο. Η αφηρημένη άρνηση του λειτουργικού πλαισίου είναι επίσης η άρνηση των χειραφετητικών δυνατοτήτων που η απελευθέρωσή τους εξαρτάται από την επανα-πλαισιοποίηση της λειτουργίας. Μια τέτοια αφαίρεση in-determines αντί να καθορίζει την σύντηξη του νοητικού και του πρακτικού προσανατολισμού που απαιτείται για την πραγμάτωση του κομμουνισμού. Καταργεί το καπιταλιστικό παρόν με το κόστος της ακύρωσης του μετα-καπιταλιστικού μέλλοντος που εγκλειδώνεται σε αυτό. Αποκλείοντας [Foreclosing] το μέλλον, η με παρωπίδες [blinkered] άρνηση δεν μπορεί παρά να επιθυμεί να αποκαταστήσει το παρελθόν. Γίνεται η λαχτάρα για μια πρότερη κατάσταση πραγμάτων: “Αν δεν είχαμε εξημερώσει κατοικίδια και δεν είχαμε ανοίξει τον δρόμο για την εκβιομηχανισμένη γεωργία· αν μόνο δεν ζούσαμε σε μια μαζικά υπερσυνδεδεμένη παγκόσμια κοινωνία…”. Και τελικά: “αν δεν είχε συμβεί ο καπιταλισμός”.

Αλλά το σημείο αφετηρίας του Μαρξ είναι ότι ο καπιταλισμός έχει συμβεί, και με δεδομένη αυτή την πρόταση/θέση, το θεμελιώδες ερώτημά του είναι: πώς μπορύμε να προχωρήσουμε πέρα από τον καπιταλισμό χωρίς να οπισθοδρομήσουμε σε προ-καπιταλιστικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς όπως η αγροτική φεουδαρχία; Το πρόβλημα της αναστοχοθέτησης δεν μπορεί να παρακαμφθεί ευχόμενοι να μην είχε συμβεί ο καπιταλισμός. Η ιστορία υποδεικνύει ότι υπάρχουν πράγματα χειρότερα από την αξιακή-μορφή. Μια κατάλληλα αφηρημένη σύλληψη της λειτουργίας θα επιτρέψει την μεταφύτευσή της και, όπου είναι απαραίτητο, την αναστοχοθέτησή της σε διάφορα κοινωνικά πλαίσια. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι αυτό θα μπορούσε να εικονιστεί/διοραθεί ως μια συνέπεια της υπέρβασης της καπιταλιστικής σχέσης, όχι ως ένα υποκατάστατο αυτής της υπέρβασης. Γενικότερα, ο καθορισμός δεν είναι συγκρότηση. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να συναρθρώσουμε την θεωρητική και την κοινωνική αφαίρεση που δεν εμπλέκει την πλήρη ή χωρίς διάκριση παραίτηση από τα επιτεύγματα της καπιταλιστικής νεωτερικότητας en bloc.

Συμπέρασμα

Το ζήτημα της υλοποίησης της λειτουργίας είναι κρίσιμο στην διαφώτιση της σχέσης ανάμεσα στην νοητική και την πραγματική αφαίρεση. Η κομμουνιστικοποίηση “βραχυκλυκλώνει” την νοητική και την κοινωνική αφαίρεση σε μια εξεγερτική πράξη που η στερέωσή της στην ολότητα την αποτρέπει από τον να διαμορφώσει κριτήρια για την διάκριση μεταξύ προοδευτικών και οπισθοδρομικών κοινωνικών μορφών. Ίσως η αληθινή σημασία του επιταχυντισμού τον οποίον υπερασπίζονται οι Srnicek και Williams είναι μια παρέμβαση στην πολιτική της αφαίρεσης.52 Ισχυρίζονται ότι η αναπαράσταση της αφαίρεσης δεν είναι μόνο αναπόφευκτη αλλά αναγκαία για να ορθωθεί μια επιστημική και πολιτική πρόκληση στον καπιταλισμό. Αλλά το γεγονός ότι μια τέτοια αναπαράσταση είναι αναγκαία δεν εγγυάται ότι είναι εφικτό να ευθυγραμμίσουμε τη θεωρητική εξήγηση και την πολιτική επιτάχυνση ή, πιο βασικά, ότι θα είνα δυνατόν να ευθυγραμμίσουμε τη θεωρητική εξήγηση με την χειραφετητική δραστηριότητα. Το να το κάνουμε αυτό απαιτεί την κοινωνική πραγμάτωση της νόησης που είναι αυτό που η εστίαση της κομμουνιστικοποίησης στην ολότητα αναγνωρίζει ακόμα και αν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι την αποτρέπει από το να την πετύχει. Χωρίς μια θεωρία της ολότητας που συναρθρώνει την εξηγηματική ορθολογικότητα με την χειραφετητική αιτιότητα, γίνεται δύσκολο να καταλάβουμε τις συνθήκες υπό τις οποίες οι επιστημικές πρακτικές μπορούν να υλοποιηθούν. Αυτό είναι υποστηρήξιμα το κύριο κενό του επιταχυντισμού. Αυτό που απαιτείται είναι μια ανάλυση του συνδέσμου ανάμεσα στο εννοιολογικό και το κοινωνικό στο επίπεδο της πρακτικής, με άλλα λόγια, μια ανάλυση του τρόπου με τον οποίο η νοητική λειτουργία επιδρά στις κοινωνικές πρακτικές. Αυτό είναι κάτι που, αυτή τη στιγμή, ούτε ο επιταχυντισμός ούτε η κομμουνιστικοποίηση προσφέρουν.

Σημείωση

Το παρόν κείμενο αναπτύχθηκε από μια παρουσίαση που δόθηκε στο “Accelerationism: A symposium on tendencies in capitalism”, στο Βερολίνο, στις 14 Δεκεμβρίου 2013. Ο συγγραφέας θα ήθελε να ευχαριστήσει τον Anthony Iles για τα πολύτιμα κριτικά σχόλιά του σε ένα προγενέστερο προσχέδιο αυτού του δοκιμίου.

1 O Ray Brassier διδάσκει φιλοσοφία στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού. Πρόσφατες δημοσιεύσεις περιλαμβάνουν: “That Which is Not: Philosophy as Entwinement of Truth and Negativity” στο Stasis, No.1, 2013. “Nominalism, Naturalism, and Materialism: Sellars’ Critical Ontology” στο Contemporary Philosophical Naturalism and its Implications, B. Bashour και H. Muller (εκδ.), London and New York: Routledge, 2013. “The Reality of Abstraction” στο Laruelle and Non-Philosophy, J.Mullarkey και A.P. Smith (εκδ.), Edinburgh University Press, 2012. “Lived Experience and the Myth of the Given”, Filozofski Vestnik, Vol. XXXII, No. 3, 2011.

2 Ο όρος “επιταχυντισμός” (“accelerationism”) επινοήθηκε από τον Benjamin Noys στο βιβλίο του “The Persistence of the Negative” (Edinburgh University Press 2010). Δείτε ιδιαίτερα σελ. 5-8.

3 Μαρξ και Ένγκελς: “Η Γερμανική Ιδεολογία” στο The Marx-Engels Reader, 2nd Edition, Ed. Robert C. Tucker, W.W. Norton and Company, σελ.162 (στμ. Ελληνική έκδοση:)

4 Αυτή είναι η διατύπωση του Καντ στο “Τι είναι ο Διαφωτισμός” (1784) και αυτή που πιστεύω συγκεκριμενοποιεί αντί να ξεφορτώνεται ο Μαρξ μέσω του Χέγκελ. Η χειραφέτηση της ανθρωπότητας από την υπερανθρώπινη εξουσία, είτε φυσική είτε θεϊκή, είναι η συνθήκη της ανθρώπινης ελευθερίας, που ο Καντ αποκαλεί “αυτονομία”. Η αυτονομία δεν θα πρέπει να συγχέεται με την ανεξαρτησία: κάποιος μπορεί να είναι αυτόνομος και παρόλα αυτά εξαρτημένος. Η “ανθρωπότητα” που επιβεβαιώνεται εδώ χαρακτηρίζεται από την ικανότητά της για αυτομετασχηματισμό όχι τα βιολογικά της γνωρίσματα/χαρακτηριστικά (στμ. Οι θέσεις εδώ είναι εντελώς “καστοριαδικές”). Ο ορθολογισμός κατανοούμενος ως μια κοινωνική πρακτική είναι κεντρικός στην ικανότητα για αυτομετασχηματισμό. Το να λέμε ότι ορθολογικά όντα δεν θα έπρεπε να αναγνωρίζουν οποιαδήποτε μη-ορθολογική αυθεντία (γιατί η τελευταία θα ήταν μια δύναμη, όχι μια εξουσία) δεν σημαίνει ότι ορθολογικά όντα θα έπρεπε να αγνοούν ή να παραβλέπουν οτιδήποτε μη-ορθολογικό. Ορθολογικά ζώα αγνοούν τη ζωικότητά τους με δικό τους κίνδυνο.

5 Δείτε: Nick Srnicek και Alex Williams #Accelerate: Manifesto for an Accelerationist Politics, http://syntheticedifice.wordpress.com/2014/02/04/accelerate-manifesto-for-an-accelerationist-politics. Αντλώ επίσης στοιχεία από δύο αδημοσίευτα ακόμα κείμενα: Nick Srnicek “Accelerationism: Epistemic, Economic, Political” (2013) και Alex Williams, “The Politics of Abstraction” (2013).

6 Ο Αντι-Οιδίπους περιέχει το σημείο αναφοράς (locus classicus) του επιταχυντισμού: “Αλλά ποιο είναι το επαναστατικό μονοπάτι; Υπάρχει κάποιο; – Είναι η απόσυρση από την παγκόσμια αγορά, όπως συμβουλεύει τις χώρες του Τρίτου Κόσμου να κάνουν ο Σαμίρ Αμίν, σε μια περίεργη αναβίωση της φασιστικής “οικονομικής λύσης”; Ή ίσως το να πάει κανείς στην αντίθετη κατεύθυνση; Δηλαδή, να προχωρήσει ακόμα περισσότερο στην κίνηση της αγοράς, της αποκωδικοποίησης και της απεδαφικοποίησης; Γιατί πιθανόν οι ροές δεν είναι ακόμα αρκετά απεδαφικοποιημένες ούτε αρκετά αποκωδικοποιημένες, από τη σκοπιά μιας θεωρίας και πρακτικής υψηλά σχιζοφρενικού χαρακτήρα. Να μην αποσυρθεί κανείς από τη διαδικασία, αλλά να προχωρήσει περισσότερο, να “επιταχύνει τη διαδικασία”, όπως το έθεσε ο Νίτσε: σχετικά με αυτό το ζήτημα, η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε δει τίποτα ακόμα”. Ντελέζ και Γκουαταρί, Anti-Oedipus, London: Athlone, σελ. 239-40 (στμ. Στα ελληνικά: Ντελέζ-Γκουαταρί: Αντι-Οιδίπους, εκδόσεις Πλέθρον, 2016 – πρώτη έκδοση: εκδόσεις Ράππα, 1981).

7 Alfred Sohn-Rethel, Intellectual and Manual Labour: a Critique of Epistemology, Atlantic Highlands, New Jersey: Humanities Press, 1977. Για μια διαφωτιστική συζήτηση της επικαιρότητας του Sohn-Rethel, δείτε Alberto Toscano: “The Culture of Abstraction” στο Theory, Culture and Society, 25(4) 2008, σελ. 57-75, και “The Open Secret of Real Abstraction” στο Rethinking Marxism, 20(2) 2008, σελ. 273-287.

8 Εκτός βέβαια και αν κάποιος επιμένει ότι η αφαίρεση per se είναι κακή: μια κίνηση της οποίας οι εξουθενωτικές συνέπειες για τη σκέψη δεν χρειάζεται καν να ειπωθούν ρητά/διευκρινιστούν.

9 Ντελέζ και Γκουαταρί: L’anti-Oedipe, Paris: Minuit, 1972· Jean-François Lyotard Des dispositifs pulsionels, Paris: Union Générale D’Éditions 1973 και Économie libidinale, Paris: Minuit, 1974· Jean Baudrillard Le mirroir de la production, Tournai: Casterman, 1973, L’Échange symbolique et la mort (Paris: Gallimard 1976). Η αγγλική έκδοση του The Wandering of Humanity, Detroit: Black & Red, 1975, του Καμμάτ, αποτελείται από δύο κείμενα που αρχικά δημοσιεύτηκαν (στα γαλλικά) στο περιοδικό Invariance το 1973.

10 Ο Καμμάτ χρησιμοποιεί τη γερμανική λέξη Gemeinwesen, που μπορεί να μεταφραστεί και ως “κοινότητα” και ως “κοινοπολιτεία” και μοιάζει να θέλει να αντιδιαστείλει ανάμεσα στην (ανθρώπινη) κοινότητα και την (καπιταλιστική) κοινωνία ή Gesellschaft. Αυτή η διάκριση ξεκινά από το έργο του γερμανού κοινωνιολόγου Ferdinand Tönnies (1855-1936). Δείτε το έργο του Gemeinschaft und Gesellschaft (Leipzig: Fues’s Verlag 1887), μεταφρασμένο από τον Charles Price Loomis ως Community and Society (East Lansing: Michigan State University Press 1957). Η διάκριση υιοθετήθηκε επίσης από τον Max Weber στο Economy and Society (1921), μεταφρασμένο και εκδοθέν από τους Guenter Roth και Claus Wittich, University of California Press 1978.

11 Endnotes: “Κρίση στην ταξική σχέση” στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή, έκδ. Φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015, δικτυακά: https://endnotes.org.uk/issues/2/en/endnotes-crisis-in-the-class-relation.

12 Endnotes: “What Are We to Do?” στο Communization and its Discontents, εκδ. Benjamin Noys, New York: Minor Compositions, 2011, σελ. 31.

13 Παραδοσιακά, τα particulars είναι έσχατα υποκείμενα κατηγόρησης, μη-αντιπροσωπεύσιμα [uninstantiable] και χωροχρονικά, ενώ τα universals είναι κατηγορήσιμα, έχουν πολλαπλές “ενσαρκώσεις” και συνεπώς είναι μη-χωροχρονικά.

14 Αυτό το σημείο το επεξεργάζομαι περαιτέρω στο “Lived Experience and the Myth of the Given”, Filozofski Vestnik, Vol. XXXII, No. 3, 2011.

15 Καμμάτ, ό.π., 1975, σελ. 22.

16 Στο ίδιο., σελ .23.

17 Στο ίδιο., σελ. 23.

18Ibid., p.24

19Ibid., p.24.

20Στο ίδιο, σελ. 6-7.

21Στο ίδιο., σελ. 36.

22 Για μια συζήτηση της επικαιρότητας της ιδέας της “γενόσημης ανθρωπότητας” δείτε Nina Power: “Badiou and Feuerbach: What is Generic Humanity?”, Subject Matters: A Journal of Communication and the Self, Vol. 2, no. 1, 2005.

23 Στμ. Αρχιμήδειο σημείο: ένα Αρχιμήδειο σημείο (“Punctum Archimedis” στα λατινικά) είναι ένα υποθετικό προνομιακό σημείο από το οποίο ένας παρατηρητής μπορεί αντικειμενικά να αντιλαμβάνεται το υπό διερεύνηση αντικείμενο, έχοντας μια θέα της ολότητας. Το ιδεώδες της “απομάκρυνσης κάποιου” από το αντικείμενο μελέτης ώστε να μπορεί να το δει σε σχέση με άλλα πράγματα, παραμένοντας όμως ανεξάρτητος από αυτά, περιγράφεται με την οπτική από ένα Αρχιμήδειο σημείο. Η έκφραση προέρχεται από τον Αρχιμήδη, ο οποίος υποτίθεται ότι είχε ισχυριστεί πως μπορεί να σηκώσει την ίδια τη Γη από τα θεμέλιά της αν είχε κάποιο σημείο να σταθεί, ένα στέρεο σημείο, και ένα αρκετά μεγάλο μοχλό. Αυτό αναφέρεται και στον δεύτερο διαλογισμό του Ντεκάρτ σε σχέση με την εύρεση της βεβαιότητας, του “αμετακίνητου σημείου” που έψαχνε ο Αρχιμήδης. Σκεπτικιστές και αντιρεαλιστές φιλόσοφοι κάνουν κριτική στην πιθανότητα ενός Αρχιμήδειου σημείου, ισχυριζόμενοι ότι είναι μια μορφή επιστημονισμού.

24 Endnotes: “Η Ιστορία της Υπαγωγής”, στο Endnotes II: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή, ελλ. έκδοση φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015.

25 Endnotes: “Κομμουνιστικοποίηση και θεωρία της αξιακής-μορφής” στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή, ελλ. έκδοση φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015, δικτυακά:

26 Στο ίδιο. Αυτή είναι μια αναφορά στο έργο του Καμμάτ “This World We Must Leave and Other Essays”, εκδ. Alex Trotter (Brooklyn: Autonomedia, 1995).

27 Endnotes, ό.π.

28 Στμ. Tiqqun: όνομα ενός γαλλικού φιλοσοφικού περιοδικού που ιδρύθηκε το 1999 με τον σκοπό της “επαναδημιουργίας των συνθηκών μιας άλλης κοινότητας”. Δημιούργημα διαφόρων συγγραφέων πριν διαλυθεί στη Βενετία το 2001 στον απόηχο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Το περιοδικό έγινε αντικείμενο του ενδιαφέροντος των ΜΜΕ μετά την σύλληψη του Julien Coupat, ενός από τους ιδρυτές του. Η ομάδα έδωσε στον όρο «κομμουνιστικοποίηση» μια άλλη σημασία. Σε συνέπεια προς τις υπεραριστερές καταβολές της, η προτίμηση της ομάδας προς τον όρο μοιάζει να είναι η έμφαση στον κομμουνισμό ως μιας άμεσης διαδικασίας μάλλον παρά σαν ενός μακροπρόθεσμου στόχου. Όμως για την ομάδα ο όρος κομμουνισμός δεν είναι πια συνώνυμος με την “επανάσταση”, θεωρούμενης ως μιας ιστορικής διαδικασίας, αλλά μοιάζει να ταυτίζεται με κάθε είδους δράσεις – από τις καταλήψεις και τη δημιουργία κομμούνων μέχρι το απλό “μοίρασμα” – που από τυπική άποψη θα θεωρούνταν σαν “προ-επαναστατικές”. Από τη σκοπιά της υπεραριστεράς, μια τέτοια πολιτική «εγκατάλειψης» ή, όπως το θέτει η Tiqqun, “λιποταξίας – η συγκρότηση χώρων και πρακτικών που θεωρούνται ότι είναι μερικά αυτόνομες από τον καπιταλισμό – συνήθως απορρίπτεται είτε ως αφελής είτε ως αντιδραστική. Η Αόρατη Επιτροπή είναι μια ανώνυμη ομάδα τα έργα της οποίας, όπως “Η Εξέγερση που Έρχεται”, πολιτικό κείμενο που υποθέτει την “επικείμενη κατάρρευση της καπιταλιστικής κουλτούρας”, έγιναν μαζί με τα κείμενα της Tiqqun ιδιαίτερα δημοφιλή στους αναρχικούς κύκλους των ΗΠΑ, και διέδωσαν έτσι αυτή την έννοια της “κομμουνιστικοποίησης” που χρησιμοποιήθηκε στις ανακοινώσεις των Αμερικάνων αναρχικών και εξεγερσιακών, ιδιαίτερα στους κόλπους του φοιτητικού κινήματος του 2009-2010 στην Καλιφόρνια. Τα μέλη της “Αόρατης Επιτροπής” επιχειρήθηκε να ταυτοποιηθούν από τη γαλλική αστυνομία στην υπόθεση των “εννέα του Tarnac”.

29 Endnotes: “What Are We to Do?”, στο Communization and its Discontents, ό.π., σελ. 33.

30 Endnotes: “Η Κινούμενη Αντίφαση”, στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015, δικτυακά:

31 Endnotes: “Κρίση στην ταξική σχέση”, στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015, δικτυακά:

32 Καθώς το τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού του οποίου η αναπαραγωγή διαμεσολαβείται από την ανταλλαγή της παραγωγικής εργασίας με τον μισθό μειώνεται, η μορφή-μισθός ως κομβική διαμεσολάβηση στην κοινωνική αναπαραγωγή μπορεί να εμφανίζεται όλο και πιο εξασθενέμενη. Με αυτές τις μεταβαλλόμενες συνθήκες, ο ορίζοντας της ταξικής σχέσης και οι αγώνες στους οποίους εμφανίζεται αυτός ο ορίζοντας, θα πρέπει, αναπόφευκτα, να αλλάξει. Στο πλαίσιο αυτό, τα παλιά Σχέδια του προγραμματιστικού εργατικού κινήματος καθίστανται παρωχημένα: ο κόσμος τους ήταν ένας κόσμος μιας αυξανόμενης βιομηχανικής εργασιακής δύναμης, στον οποίο ο μισθός εμφανιζόταν ως ο θεμελιώδης κρίκος στην αλυσίδα της κοινωνικής αναπαραγωγής, στο κέντρο του διπλού τροχού/καρουλιού [moulinet] όπου συναντιούνται το κεφάλαιο και το προλεταριάτο – ένα “αν θες αυτό από μένα, απαιτώ αυτό από σένα” – που θα μπορούσε να κυριαρχήσει στον ορίζοντα της ταξικής πάλης. Αλλά με την αύξηση του πλεονάζοντος πληθυσμού, αυτή η ίδια η αμοιβαιότητα τίθεται υπό διερώτηση και η μορφή-μισθός φεύγει, κατά συνέπεια, από το επίκεντρο ως ένα σημείο αμφισβήτησης. Υπάρχει η τάση, το προλεταριάτο να μην συναντά το κεφάλαιο στο κέντρο αυτού του διπλού τροχού αλλά σχετίζεται με αυτό ως μια όλο και περισσότερο εξωτερική δύναμη, καθώς το κεφάλαιο εισέρχεται στα δικά του προβλήματα αξιοποίησης”. Endnotes: “Κρίση στην ταξική σχέση”, στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015, δικτυακά:

33 Για μια κριτική συζήτηση της “μη-μεταβαστικότητας” στην κομμουνιστικοποίηση, δείτε Alberto Toscano: “Now and Never” στο Communization and its Discontents, ό.π., σελ. 85-101.

34 Endnotes: “What Are We to Do?”, στο Communization and its Discontents, ό.π., 2011, σελ. 29.

35 ό.π., σελ. 31.

36 Ο ισχυρισμός ότι η αντίθεση είναι προφανώς μια οντολογική κατηγορία, και ότι αυτό το ξέρουμε από τον Χέγκελ, είναι προβληματικός επειδή υποθέτει ότι ο Χέγκελ είναι ένας μεταφυσικός που πιστεύει σε πραγματικές αντιθέσεις· ένας ισχυρισμός που η πρόσφατη ακαδημαϊκή μελέτη του Χέγκελ προσπαθεί επίπονα να αμφισβητήσει. Είναι οι προτάσεις (ή οι κρίσεις) που αντιτίθενται μεταξύ τους, όχι τα πράγματα. Καθώς η αντίθεση είναι μια ενδο-εννοιολογική σχέση, η θέση των πραγματικών αντιθέσεων μοιάζει να προσδένει κάποιον στον είδος εκείνο μεταφυσικού ιδεαλισμού που επιμένει ότι η πραγματικότητα έχει μια προτασιακή μορφή. Αυτή είναι μια υπόθεση που οι υλιστές δεν θα ήταν έτοιμοι να δεχτούν. Η πιο εύλογη ερμηνεία του ισχυρισμού του Χέγκελ είναι ότι οι αντιθέσεις είναι αληθείς, όχι ότι συγκροτούν την “πραγματικότητα”, οτιδήποτε κι αν σημαίνει αυτό. Αυτή είναι μια συνεχιζόμενη αντιπαράθεση αλλά το σημαντικό κείμενο σχετικά είναι το “Hegel’s Idealism”, Cambridge: Cambridge University Press, 1989, του Robert Pippin. Η ανάγνωση του Pippin έχει αμφισβητηθεί έντονα, αλλά έχει αναζωογονήσει την ακαδημαϊκή μελέτη του Χέγκελ αμφισβητώντας τις παραδοσιακές μεταφυσικές ερμηνείες περί “απόλυτου ιδεαλισμού”. Η ερμηνεία του Χέγκελ από τον Robert Brandomαντικρούσει επίσης την μεταφυσική ανάγνωση: δείτε “A Spirit of Trust: A Semantic Reading of Hegel’s Phenomenology”, διαθέσιμο στο http://www.pitt.edu/~brandom/spirit_of_trust.html.

37 Endnotes:Η Κινούμενη Αντίφαση”, στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015.

38 Στμ. Causa sui (λατινικά: “αιτία του εαυτού του”) σημαίνει κάτι που γεννιέται εντός του εαυτού του. Η ιδέα αυτή είναι βασική στο έργο του Σπινόζα, του Φρόυντ, του Σαρτρ και του Ernest Becker, όπου σχετίζεται με ον σκοπό που τα πράγματα αποδίδουν στον εαυτό τους. Στην περίπτωση του Φρόυντ και του Μπέκερ η ιδέα χρησιμοποιείται συχνά ως ένα όχημα αθανασίας, όπου κάτι θα μπορούσε να δημιουργήσει νόημα ή να συνεχίσει να δημιουργεί νόημα μετά από την ίδια τη ζωή του.

39 Στο ίδιο.

40 Στο ίδιο.

41 Στο ίδιο. Δείτε επίσης Endnotes: “Κομμουνιστικοποίηση και Θεωρία της Αξιακής Μορφής”, στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015.

42 Στμ. Εξαιρετικό! Υλικό για την κατηγορική συστηματική διαλεκτική!

43 Endnotes: “Αυθορμησία, Διαμεσολάβηση, Ρήξη”, στο Endnotes 3: Φύλο, Φυλή, Τάξη και άλλες Κακοτυχίες”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015.

44 Συνεπώς, αντί να αντιπαραθέτουμε την αυθορμησία στον καταναγκασμό και την ελευθερία στην αναγκαιότητα, είναι διαλεκτικά προτιμότερο να κατανοήσουμε την αυθορμησία ως την υποχρέωση της βούλησης σε και από έναν κανόνα, παρά ως την άρνηση της υποχρέωσης από μια σκοτεινά κυρίαρχη, μη-καθορίσιμη βούληση. Η υπερβατική αυθορμησία είναι ορθολογικός αυτο-καθορισμός μέσω της εσωτερικοποίησης ενός εννοιλογικού περιορισμού. Με αυτή την έννοια, η αυθορμησία είναι σκέπτεσθαι και είναι σκέπτεσθαι ως ένα είδος πράττειν, παρά ως στοχασμός – που είναι η πηγή των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων και πρακτικών που συγκροτούν τις αφαιρέσεις του κεφαλαίου.

45 Παρουσιάζω μια πιο λεπτομερή ανάλυση των οντολογικών συνεπειών του μεταγλωσσικού νομιναλισμού του Sellars στο “Nominalism, Naturalism, and Materialism: Sellars’ Critical Ontology”, στο Contemporary Philosophical Naturalism and its Implications, εκδ. Bana Bashour και Hans Muller, London and New York: Routledge, 2013.

46 Στμ. Ω ναι! Τα έχουμε υποστασιοποιήσει ακόμα περισσότερο, τα έχουμε πει αριθμοπεδία!

47 Στο ίδιο., σελ. 34.

48 Στο ίδιο., σελ. 34.

49 Endnotes: Η Κινούμενη Αντίφαση”, στο Endnotes 2: Αθλιότητα και Αξιακή Μορφή”, ελλ. έκδοση “φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015, δικτυακά: http://endnotes.org.uk/en/endnotes-the-moving-cont…

50 Στο ίδιο., σελ. 28.

51 Οφείλω αυτή την ένσταση στον Benjamin Noys.

52 Εκτός από τίτλος ενός μη δημοσιευμένου άρθρου του Alex Williams, αυτός είναι επίσης ο τίτλος ενός άρθρου από τον Matteo Pasquinelli (http://www.onlineopen.org/columns/the-politics-of-…), και της συμβολής του Alberto Toscano στον τόμο The Idea of Communism (Verso 2010).

Το ακραίο κέντρο και οι κοινωνικοί αγώνες στη Γαλλία:

από τον “Εργασιακό Νόμο” στις Προεδρικές εκλογές

του Davide Gallo Lassere1

Ενάντια στον Εργασιακό Νόμο και τον κόσμο του

Για να καταλάβουμε τη γαλλική άνοιξη του 2016, μπορούμε να ξεκινήσουμε με το σλόγκαν που πρωταγωνίστησε στις κινητοποιήσεις: “Ενάντια στον Εργασιακό Νόμο και τον Κόσμο του”2. Οι αγώνες στη Γαλλία το 2016 ξεκίνησαν στην πραγματικότητα με διαμαρτυρίες ενάντια στον νόμο El Khomri για τα εργασιακά, αλλά αμέσως έλαβε έναν πολύ γενικότερο και εκτεταμένο ριζοσπαστισμό που φαινόταν να πηγαίνει πολύ πιο μακριά από τον ίδιο τον εργασιακό νόμο: τον εργασιακό νόμο και τον κόσμο του, για να είμαστε ακριβείς. Κι αυτό όχι γιατί ο νόμος για τα εργασιακά ήταν τελικά μια ελάσσονα μεταρρύθμιση ή επειδή οι διαμαρτυρίες ενάντια σ’ αυτόν τον νόμο παρέμειναν περιθωριακές στο κίνημα, αλλά για δύο άλλους λόγους.

Πρώτον, επειδή αυτός ο νόμος είναι απόλυτα συμβατός με το σύνολο των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων: ταιριάζει μέσα στο κανονιστικό και θεσμικό πλαίσιο της σημερινής γαλλικής πραγματικότητας – και γενικότερα, στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα (αυτός ο νόμος, μόλις ενός χρόνου, μπορεί με ακρίβεια να κατανοηθεί ως το κομμάτι που λείπει στο τρέχον “ευρωπαϊκό καθεστώς” της μισθωτής εργασίας). Δεύτερον, ο σύνδεσμος μεταξύ του εργασιακού νόμου και αυτού του κόσμου, και συνεπώς ο σύνδεσμος μεταξύ της κριτικής σ’ αυτόν τον εργασιακό νόμο και την κριτική σ’ αυτόν τον κόσμο, έχει σημασία επειδή η εργασία έχει γίνει πιο διαβρωτική από ποτέ – περισσότερο ακόμα και από το παρελθόν.

Από τη δεκαετία του 1970, έχει υπάρξει μια αυξανόμενα οξεία υπαγωγή των ανθρώπινων δεξιοτήτων και της κοινωνικής σφαίρας στο κεφάλαιο· μια εντατικοποίηση και επέκταση της απασχόλησης των υποκειμένων και της καπιταλιστικής αξιοποίησης του κοινωνικού σε σχέση με αυτό που είχαμε δει σε προηγούμενες περιόδους, Το γαλλικό κίνημα κατάλαβε, λοιπόν, πολύ γρήγορα και πολύ ορθά ότι ο εργασιακός νόμος δεν ήταν το μόνο πρόβλημα – ότι είναι ο κόσμος του οποίου ο νόμος αποτελεί ορατή έκφραση/εκδήλωση που πρέπει να κριτικαριστεί και να αλλάξει. “Ενάντια στον Εργασιακό Νόμο και τον Κόσμο του”, είναι ένα σύνθημα και μια πολιτική λέξη-κλειδί που συνθέτει τέλεια τα διακυβεύματα όχι μόνο αυτής της κινητοποίησης αλλά την ευρύτερη ιστορική συγκυρία.

Όμως, ο κόσμος στον οποίον ανήκει ο εργασιακός νόμος, δεν περιορίζεται στην επισφαλοποίηση των υλικών συνθηκών της ζωής· περιλαμβάνει επίσης και αυταρχικές μετατοπίσεις στο όργανο του κράτους. Η αναδιαμόρφωση της παραγωγής και την αποξήλωση του κράτους πρόνοιας μετά τη δεκαετία του 1970 πάει χέρι-χέρι με την αναδιοργάνωση του κράτους. Για να το θέσουμε πιο συγκεκριμένα: η μετάβαση από την “κρίση του κράτους-σχεδιαστή” στην θέσμιση ενός κράτους διαρκούς κρίσης καθόρισε μια ουσιώδη αλλαγή της μορφής-κράτος. Στη διάρκεια των πρόσφατων λίγων δεκαετιών, έχουμε δει μια εντολή ενδυνάμωσης των εκτελεστικών εξουσιών, την παράκαμψη/βραχυκύκλωση των αντιπροσωπευτικών σωμάτων και των κοινωνικών κατηγοριών, μια τρομερή έλλειψη διαμεσολάβησης, ένα σφίξιμο των ιδεολογιών και πολιτικών λιτότητας, το βάθεμα των καταπιεστικών τάσεων και των αστυνομικών λογικών, και την δογματική ομογενοποίηση του καθοδηγούμενου από τα ΜΜΕ λόγου. Με λίγα λόγια, έχει υπάρξει μια πραγματική διαδικασία “απο-δημοκρατικοποίησης”, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Wendy Brown, δηλαδή της διάδοσης μιας κυβερνητικής ορθολογικότητας που λειτουργεί τοποθετώντας τον εαυτό της πέραν της δημοκρατικής νομιμοποίησης3. Και η κρίση έχει μόνο επιταχύνει, ριζοσπαστικοποιήσει και επανενδυναμώσει αυτές τις διαδικασίες που έχουν εκκενώσει αδυσώπητα/ασταμάτητα την μορφή και την ουσία των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι είναι μέσα στην ίδια την ΕΕ που η κρίση έχει αποκαλυφθεί, με ένα κρυστάλινα ξεκάθαρο τρόπο, ως μια κρίση μεθόδων διακυβέρνησης – αν και τα γεγονότα που έχουν συμβεί στη Βραζιλία, το Μεξικό, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Τουρκία είναι ενεικτικά πολύ δυσοίωνων σεναρίων.

Οι πρόσφατες, λοιπόν, μεταρρυθμίσεις στον εργασιακό χώρ συνιστούν ένα πισωγύρισμα όσων έχουν κερδηθεί στην μεταδημοκρατική ανάπτυξη των πολιτικών μας συστημάτων. Στοχεύουν στο να εξαλείψουν τα ενδιάμεσα σώματα, να διαρρήξουν τις σχέσεις κοινωνικής αλληλεγγύης και να υποτάξουν τα υποκείμενα στη λογική της αγοράς και του ανταγωνισμού: να θέσουν τον εξατομικευμένο και μοναχικό εργάτη απέναντι στη ανάγκες κερδοφορίας των υπερεθνικών περιθωρίων του μεγάλου κεφαλαίου. Με αυτή την έννοια, η εκμετάλλευση και η κυριαρχία, ή η επισφάλεια και η υπαγωγή, είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος: ο εργασιακός νόμος και ο κόσμος του, με το κράτος έκτακτης ανάγκης ως μιας ολοζώντανης επέκτασης. Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση πραγμάτων, τον προηγούμενο χρόνο ένας πλουραλισμός υποκειμενικοτήτων εξέφρασαν την δυσαρέσκεια τους μέσα από διαφορετικές πρακτικές και μέσα από διαφορετικούς πολιτικούς προσανατολισμούς και ευαισθησίες: φοιτητές, νεολαίοι, οι επισφαλείς, οι άνεργοι, οι μισθωτοί κ.λπ. μαζεμένοι στους δρόμους και διαμαρτυρόμενοι σε διάφορες περιστάσεις για τέσσερις μήνες, μπλοκάροντας τα πανεπιστήμια [facs], τα σχολεία, και τους εργασιακούς χώρους, καταλαμβάνοντας χώρους, απεργώντας, αντιμετωπίζοντας τις δυνάμεις της τάξης. Η κεφαλή της πορείας [cortège de tête]4 και τα απλά μέλη των συνδικάτων [bases du syndicat] – παρ’ όλες τις διαφορές τους στην κοινωνική σύνθεση και στις πολιτικές προοπτικές – μαζί στο Nuit Debout, κατάφεραν να τραβήξουν τα σημαντικότερα συνδικάτα με το μέρος τους, έστω και για μια στιγμή. Τα συνδικάτα πιέστηκαν να υιοθετήσουν θέσεις τις οποίες δεν θα είχαν λάβει πιθανόν ευθύς εξαρχής, αλλά τελικά το έκαναν, γιατί διαφορετικά θα ξεπερνιούνταν από τη δυναμική των κοινωνικών γεγονότων. Αυτοί οι παράγοντες άσκησαν, επομένως, μια ισχυρή επίδραση – μια θετική επίδραση – στις ηγεσίες των συνδικάτων. Φυσικά, αυτό δεν είναι το μοναδικό κριτήριο για να “μετρήσει” κανείς τι έκαναν η “κεφαλή της πορείας”, το Nuit Debout και τα απλά μέλη των συνδικάτων5. Μια από τις καλλίτερες ποιότητες, όμως, που είχαμε ήταν η ακόλουθη: την ικανότητα να καθορίσουμε τον χαρακτήρα της διαμαρτυρίας. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο που πρέπει να τονιστεί σε οποιαδήποτε διαδικασία αναστοχασμού.

Ένα χρόνο αργότερα

Αλλά στον απόηχο των προεδρικών εκλογών, τι απομένει από την τεράστια διαδικασία της πολιτικής υποκειμενοποίησης που “παρέσυρε” τη Γαλλία την άνοιξη του 2016; Ποια ήταν τα σημεία καμπής και, ακόμα σημαντικότερα, ποιες εμπειρίες αναδύθηκαν στο φως μεταξυ του φθινοπώρου του 2016 και της άνοιξης του 2017; Καταρχάς, μετά τις διαμαρτυρίες ενάντια στον εργασιακό νόμο, μετά τους αποκλεισμούς, τις απεργίες και τις καταλήψεις, μετά τις περισσότερες από 15 διαδηλώσεις την άνοιξη του 2016, το περασμένο καλοκαίρι οδήγησε σε πρωτοβουλίες των μαθητών, συμπεριλαμβανομένων των “καταλάβετε την τάξη σας” [“occupe ta salle”] και “διαταράξτε την πόλη σας” [“perturbe ta ville”]. Στη συνέχεια τα μέλη των συνδικάτων οργάνωσαν τη διαδήλωση της 15ης Σεπτεμβρίου – μια διαδήλωση που, σε αντίθεση με τις τρεις τελευταίες πορείες του καλοκαιριού, μπόρεσε να αρθρώσει ένα αποφασιστικά ψηλότερο επίπεδο ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι η βούληση και η αποφασιστικότητα για αγώνα ήταν ακόμα παρούσες στην αρχή του φθινοπώρου και της καινούριας σχολικής χρονιάς [la rentrée]. Και αμέσως μετά την 15η Σεπτεμβρίου: τον Οκτώβρη, υπήρχαν πορείες ενάντια στην κατεδάφιση και εκκαθάριση της “Ζούγκλας”, του στρατοπέδου μεταναστών και προσφύγων στο Καλαί, η πορεία προς το ZAD [zone à défendre] στην Notre-Dame-des-Landes6 και η υποστήριξη στους εργάτες της Goodyear που καταδικάστηκαν με έναν χρόνο φυλάκισης για την κατάληψη του εργοστασίου· στις αρχές του Νοέμβρη υπήρξε η εκκένωση του στατοπέδου μεταναστών Stalingrad και η κινητοποίηση σχετικά με την οικογένεια του Adama Traoré· τον Δεκέμβριο ήταν οι αντιφασιστικές πορείες· τον Γενάρη η ίδρυση της “Mη-Κυβερνήσιμης Γενιάς” [Génération ingouvernable]· τον Φεβρουάριο, οι ταραχές σχετικά με την “υπόθεση Théo” και οι “καταλήψεις τάξεων” [occupation des salles]· τον Μάρτιο η διεθνής απεργία γυναικών και η “Πορεία για Αξιοπρέπεια και Δικαιοσύνη”· τον Απρίλιο, πορείες ενάντια στις συγκεντρώσεις του Εθνικού Μετώπο (FN) και την δολοφονία από αστυνομικούς του Liu Shaoyo· και τέλος οι διαδηλώσεις του “κοινωνικού μετώπου”, αμέσως μετά τους δύο γύρους των προεδρικών εκλογών, οι συγκρούσεις της Πρωτομαγιάς κ.λπ.7

Αν θέλαμε να κάνουμε έναν ισολογισμό των διαμαρτυριών ενάντια στον εργασιακό νόμο, το πρώτο στοιχείο που θα τονίζαμε θα ήταν η πολιτική υποκειμενοποίηση που καθόρισαν, ιδιαίτερα μεταξύ συγκεκριμένων κομματιών της νεολαίας. Ή καλλίτερα: μεταξύ ορισμένων τμημάτων της επισφαλούς νεολαίας, καθώς η νεολαία ως τέτοια δεν είναι ένα πολιτικό υποκείμενο. Άσχετα από τις εκκλήσεις για το κατέβασμα στους δρόμους, άσχετα από τις θεωρητικές και πολιτικές συναντήσεις με τα αυτόνομα κινήματα, η ιστορία της δεκαετίας του 1970, η ανανέωση του Μαρξισμού και η τρέχουσα συγκυρία, περιέχουν όλα μια έντονη επιθυμία για μισθολογικούς αγώνες (με χιλιάδες ανθρώπων προετοιμασμένους να διαδηλώσουν) και μια επιμονή/πείσμα επιδίωξης εξίσου συμμετοχικών διαδικασιών συλλογικής μάθησης και αυτο-οργάνωσης [auto-formation] (με εκατοντάδες νέων με υψηλά κίνητρα).

Φυσικά, ο εργασιακός νόμος πέρασε μέσω του Άρθρου 49.38 του γαλλικού Συντάγματος. Αλλά οι παραδοσιακές δυνάμεις του “ακραίου κέντρου” κατέρρευσαν, με τους Ρεπουμπλικάνους και το Σοσιαλιστικό Κόμμα να ανασυγκροτούνται γύρω από τον Μακρόν, με άλλα λόγια, γύρω από μια αναδυόμενη μορφή που επιδιώκει να συνδυάσει τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου με αυτά των ανώτερων στρωμάτων του κράτους. Και επιπλέον, υπάρχει μια καινούρια αντιστεκόμενη υποκειμενικότητα που είχε αποκλειστεί από τις κυρίαρχες δυνάμεις τα προηγούμενα σαράντα χρόνια νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης της εργασίας και της κρατικής σφαίρας – υπάρχουν υποκείμενα [πθ συνεχίζουν να αντιτίθενται αποφασιστικά στο εργασιακό νόμο και τον κόσμο του, όπως φάνηκε καθαρά τον προηγούμενο χρόνο.

Από την σκοπιά μας, αυτός ο πολιτικός κύκλος μπορεί να ερμηνευθεί μέσα από μια παρατήρηση του Max Weber, την οποία παραθέτει ο Mario Tronti σ’ αυτό το υστερόγραφο στην δεύτερη έκδοση του “Εργάτες και Κεφάλαιο” (που εκδόθηκε λίγους μήνες μετά το “Θερμό Φθινόπωρο” των κινητοποιήσεων του 1969), ακριβώς πριν την “απογραφή” της ταξικής πάλης στις ΗΠΑ στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. “Οι διάδοχοί μας”, γράφει ο Weber, “δεν θα μας θεωρήσουν υπεύθυνους μπροστά στην ιστορία για το είδος της οικονομικής οργάνωσης που θα τους κληρονομήσουμε αλλά, μάλλον, για τον διαθέσιμο χώρο που κατακτάμε γι’ αυτούς στον κόσμο που αφήνουμε πίσω μας”9. Μπορούμε λοιπόν να συμφωνήσουμε στο ακόλουθο: η κινητοποίηση της άνοιξης του 2016 δημιούργησε σημαντικούς χώρους για ελιγμούς, περισσότερους από όσους ήταν διαθέσιμοι το 2015· παρήγαγε τις υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες για έναν πιο συντονισμένο τρόπο πολιτικής από αυτόν που προηγούνταν· άνοιξε ρήγματα στον τοίχο του παρόντος. Ρήγματα που εκτείνονται από την εκστρατεία του Jean-Luc Mélenchon (του υποψηφίου που ήξερε πώς να κεφαλαιοποιήσει με τον καλλίτερο τρόπο το Nuit Debout) μέχρι τις πιο ριζοσπαστικές συνιστώσες – με όλα τα υποκείμενα που βρίσκουν τον εαυτό τους ανάμεσα στους δυο αυτούς πόλους να είναι πολύ πιο δυνατά το 2017 απ’ όσο ήταν το 2015.

Αυτή η κοινή, επίμονη προσπάθεια, αποφασισμένη να ενεργοποιήσει τον εαυτό της, είναι, λοιπόν, το σημείο-κλειδί της εκκίνησης για οποιονδήποτε πολιτικό στοχασμό που στοχεύει να κατανοήσει τι συνέβη στη Γαλλία στη διάρκεια των προηγούμενων οκτώ μηνών· δηλαδή, οποιουδήποτε στοχασμού που προσπαθεί να διακρίνει το καθεστώς ημι-μόνιμης κινητοποίησης που έχουμε βιώει μετά το πέρασμα του εργασιακού νόμου. Παρ’ όλα αυτά, αληθεύει επίσης ότι στους μήνες που ακολούθησαν από την διαδήλωση της 15ης Σεπτεμβρίου του 2016, οι απλοί εργάτες – για να το συνοψίσουμε με συντομία – κατέστησαν όλο και πιο διαχωρισμένοι, ανίκανοι να συνεχίσουν να κινητοποιούνται με έναν μαζικό, συλλογικό τρόπο. Με άλλα λόγια, ήταν ανίκανοι να δομήσουν και να επεκτείνουν αυτή την αποφασιστικότητα, αυτή την υποκειμενική βούληση και ικανότητα να αναπαράγουν την κινητοποίηση με πιο αποτελεσματικές πολιτικές μορφές. Από τη στιγμή που τα μεγάλα συνδικάτα αποσύρθηκαν – και ήταν κατανοητό ότι αργά ή γρήγορα θα κατέληγαν να το κάνουν αυτό – υπήρξε και ένας ανάπαυλα/εφησυχασμός/αποκοίμισμα και στην αυτόνομη οργάνωση. Πέρα από τις συνεχιζόμενες αναταραχές και τις ξαφνικές ενδορήξεις [irruptions] που διέστιξαν [dotted] τους πρόσφατους μήνες, αυτό που προκύπτει από τις αρχές του Σεπτέμβρη μας έχει δείξει ότι μένει να ρίξουμε ακόμα πολύ λάδι στη φωτιά, αλλά τελικά δεν είμασταν πραγματικά ικανοί να ξαναζωντανέψουμε τη φλόγα.

Αυτή ήταν η φάση που εξελισσόταν από τις 15 Σεπτέμβρη μέχρι την 1η Μάη: αυτοοργανωμένες ομάδες ήταν τα πιο ορατά κομμάτια την προηγούμενη άνοιξη, αλλά από τη στιγμή που οι ομάδες αυτές απομονώθηκαν, μαζί με τους απλούς εργάτες και τα πιο ριζοσπαστικά συνδικάτα (SUD-Solidaires, CNT, κ.λπ.), δεν μπορούσαν να δομήσουν με επιτυχία μια παρατεταμένη κινητοποίηση με έναν αυτόνομο τρόπο. Δεν έχουμε καταφέρει να οργανώσουμε αυτή την επιθυμία, αυτή την ικανότητα και την αποφασιστικότητα – που ήταν πραγματικά παρούσα – ή να αναπαράγουμε και να επεκτείνουμε την κινητοποίηση. Η κεφαλή της πορείας, οι διαφωνούντες συνδικαλιστές και το Nuit Debout (συμπεριλαμβανομένων όλων των ορίων και των δυνατοτήτων αυτής της εμπειρίας) έκαναν ισχυρές, θετικές αναφορές στις κινητοποιήσεις, της πρόσφεραν ορμητικότητα, ριζοσπαστικότητα, και κλιμάκωση που δεν θα είχαν ποτέ επιτευχθεί αν την κατάσταση την ήλεγχαν οι μεγάλες συνδικαλιστικές ενώσεις· αλλά στη συνέχεια, χωρίς αυτές τις ενώσεις, η κατάσταση ήταν πολύ δυσχερής. Προχωρούσε με δυσκολία, για να πούμε το λιγότερο, και αυτό το γεγονός πρέπει να αναγνωριστεί: δεν πρέπει απλά να παραπονιόμαστε για τα εμπόδια, αλλά να προχωράμε πέρα από αυτά.

Ένα κίνημα με αιτήματα

Έναν χρόνο αργότερα, και χάρις στην ψήφιση του εργασιακού νόμου μέσω του άρθρου 49.3 και στον απόηχο ενός τέτοιου βαθέως κοινωνικού, πολιτισμικού και πολιτικού ξεσηκωμού, το θεμελιώδες ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι το ακόλουθο: πώς θα διατηρήσουμε στον χρόνο την κοινωνική δυναμική των κινητοποιήσεων και πώς θα πολλαπλασιάσουμε τους χώρους στους οποίους λαμβάνουν χώρα; Πώς θα ενσαρκώσουμε, πώς θα διοχετεύσουμε ή θα δομήσουμε την υποκειμενική ικανότητα, αποφασιστικότητα και επιθυμία να συνεχιστούν οι αγώνες που έχουν γίνει ορατοί από τον Σεπτέμβρη του 2016 – με αυτή την “έκρηξη” πρωτοβουλιών, κολλεκτίβων και μικρών ομάδων που βλέπει κανείς να υπάρχουν ακόμα;

Από αυτή την προοπτική, η πλήρης εγκατάλειψη του πεδίου των αιτημάτων, όπως συμβαίνει από την προηγούμενη χρονιά (το “δεν απαιτούμε τίποτα” ήταν ένα από τα συνθήμαυα σήμα-κατατεθέν των κινητοποιήσεων του 2016), αποδεικνύεται δίκοπο μαχαίρι10. Αν αυτή η εγκατάλειψη είναι ένδειξη μιας ριζοσπαστικότητας – που σημαίνει, στην τελική, ότι αναστρέφει το πλαίσιο της υπάρχουσας τάξης – τότε ενέχει επίσης τον κίνδυνο, την ίδια στιγμή, της απομάκρυνσης των αγώνων από την υλικότητα του συγκεκριμένου πεδίου μάχης τους11, αποτρέποντας έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια προς μια πολιτική επανασύνθεση που μπορεί να χτίσει μεγαλύτερες συμμαχίες μέσα στην πολλαπλότητα των κοινωνικών υποκειμένων που, την παρούσα στιγμή, αντιμετωπίζουν διαχωρισμένα και μεμονωμένα μια πολλαπλότητα διαφορετικών εχθρών. Οι πρόσφατοι αντιρατσιστικοί αγώνες είναι διδακτικοί από αυτή την άποψη. Στις φτωχο-γειτονιές12, στα λαϊκά προάστια [quartiers populaires], έχουν ήδη παραχθεί ισχυρές νέες μορφές πολιτικής έκφρασης, που είναι ταυτόχρονα πολύ κοινότοποι και πολύ πραγματιστικοί στους διακηρυγμένους στόχους τους. Τα να απαιτεί κανείς “Αλήθεια και Δικαιοσύνη για τους Adama”, μπορεύμε να συμφωνήσουμε, ότι δεν σημαίνει απαραίτητα την αμφισβήτηση της μεροληψίας των φιλελεύθερων νομικών μορφών. Με τον ίδιο τρόπο, η πορεία για “αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη” δεν συνεπάγεται απαραίτητα την ανατροπή της κυρίαρχης τάξης· το να βεβαιώνει κανείς “δεν είμαστε ζώα”, όπως έκαναν οι μετανάστες στο Στάλιγκραντ τον προηγούμενο Νοέμβρη, δεν απαιτεί κατά κανέναν τρόπο την εδραίωση των συνθηκών για την δυνατότητα της ανάπτυξης των γενικών ικανοτήτων των ανθρωπινων πλασμάτων. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται δύσκολο να σχετικοποιήσει κανείς την σπουδαιότητα αυτών των εμπειριών. Η κατασκευή αυτόνομων διαδρομών [parcours] για αιτήματα – που περιλαμβάνουν τόσο ένα στυλ μαχητικότητας όσο και την αναπαραγωγή των κινητοποιήσεων στον χρόνο – θα μπορούσε να παίξει έναν καθοριστικό ρόλο.

Από αυτή την άποψη, όμως, το πρόβλημα τι είδους αιτήματα, ή ποιο φάσμα αιτημάτων προκύπτει ευθύς εξαρχής. Στην παρούσα στιγμή, αν λάβουμε υπόψιν τι γίνεται στον κόσμο και τι γίνεται στη Γαλλία, υπάρχουν διαδικασίες σε κίνηση που που διαγράφουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα μονοπάτια για αιτήματα, που θέτουν τα ζητήματα της φυλής και του φύλου στο κέντρο του πολιτικού λόγου και των πρακτικών: τέτοια είναι, η κολλεκτίβα του παγκόσμιου γυναικείου κινήματος Ni Una Menos13 και, στην περίπτωση της Γαλλίας, οι αγώνες ενάντια στην αστυνομική βία.

Το παγκόσμιο γυναικείο κίνημα έχει το επίκεντρό του στη Λατινική Αμερική – και πιο συγκεκριμένα στην Aργεντινή – αλλά πρόσφατα έχει επίσης επεκταθεί στις ΗΠΑ, την Πολωνία, την Τουρκία κ.λπ. Σε όλα αυτά τα πλαίσια, το κίνημα περιλαμβάνει κινητοποιήσεις με έντονη πολιτική σύνθεση αλλά και κοινωνικά ετερογενείς, με μερικές μαχήτριες περισσότερο συνδεδεμένες με τη συνδικαλιστική παράδοση και άλλες πιο κοντά στα κοινωνικά κινήματα· γυναίκες προερχόμενες από τις μεσαίες τάξεις, άλλες από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα· φοιτήτριες, εργάτριες κ.λπ. Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον στο κίνημα αυτό, μεταξύ άλλων πραγμάτων, είναι το πέρασμα που έχει γίνει από την καταγγελία των μορφών έμφυλης βίας και σωματικής βλάβης (εμμονική παρενόχληση, βιασμός, δολοφονίες γυναικών) και την ενσωμάτωση ζητημάτων που έχουν να κάνουν με την εργασία, το κράτος πρόνοιας, τα κοινωνικά δικαιώματα, από τη μια μεριά, στον ρόλο και τη θέση των γυναικών στις κοινωνίες μας, από την άλλη. Η αναδιαμόρφωση/επαναχύτευση της τακτικής της απεργίας – η έμφυλη απεργία – είναι που κατέστησε εφικτό αυτό το ποιοτικό άλμα. Και αυτό δεν είναι ανώδυνο, καθώς δεν πρόκειται καθόλου για μια απλή συμπαράθεση μεταξύ μη αναγώγιμων αιτημάτων. Η απεργία των γυναικών είναι το όργανο που έχει επιτρέψει να γίνει μια σύνδεση ανάμεσα στη βία κατά των γυναικών και μια συγκεκριμένη πολιτικοποίηση των σύγχρονων μορφών εκμετάλλευσης και κυριαρχίας στις σφαίρες της οικονομικής παραγωγής και της κοινωνικής αναπαραγωγής. Με άλλα λόγια, η απεργία των γυναικών είναι το εργαλείο που έχει συνδέσει τις μορφές της έμφυλης βίας με το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο . Είναι μέσω αυτής της αναδιαμόρφωσης της τακτικής της απεργίας που αυτή η διπλή πτυχή μπορεί να αναγνωστεί και να κριτικαριστεί στην πρακτική: συγκεκριμένες μορφές βίας από την μια, και το κοινωνικό πλαίσιο από την άλλη, με την γυναικεία απεργία ως τον σύνδεσμο και τον καταλύτη αυτού του κινήματος διαμαρτυρίας.

Για να επιστρέψουμε στο γαλλικό παρόν: οι δυο αντικοινωνικές και αντιδραστικές διαδικασίες της αναδιάρθρωσης της εργασίας και της κρατικής σφαίρας, στις οποίες αναφερθήκαμε στην αρχή του άρθρου και οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν, μαζί με τον Étienne Balibar, ως ένας “εξτρεμισμός του κέντρου”, έχουν καθορίσει την μετάβαση από τον έλεγχο των υποκειμένων μέσω του κράτους πρόνοιας σε μια μορφή ελέγχου που συναρθρώνει το workfare και το warfare14.

Αυτή η μετάβαση ξεδιπλώνεται μέσα από μια διπλή τάση: 1.) πλήρως επισφαλής υποαπασχόληση (σύμφωνα με τις γραμμές του γερμανικού μοντέλου των μεταρρυθμίσεων Hartz IV, που υιοθετήθηκαν στον εργασιακό νόμο)· και 2.) την αυξανόμενη κεντρικότητα των τεχνολογιών ασφαλείας, από το αστυνομικό και το τιμωρητικό σωφρονιστικό σύστημα (το μοντέλο των ΗΠΑ προτιμάται από το κράτος έκτακτης ανάγκης). Στη Γαλλία, εξαιτίας του αποικιοκρατικού παρελθόντος και παρόντος, τα μετα-αποικιοκρατικά υποκείμενα εκτίθενται στα πιο άγρια αποτελέσματα αυτής της διπλής αναδιάρθρωσης: δηλαδή, μαύρα και αραβικά υποκείμενα. Και ήταν ακριβώς αυτά τα υποκείμενα που εγκατέλειψαν το κάλεσμα στα όπλα/“επιστράτευση” την προηγούμενη άνοιξη, αυτοί που δεν κινητοποιήθηκαν μαζικά [en masse], και που δεν κατέβηκαν στους δρόμους και τις πλατείες: ούτε τον Μάρτιο, με τα κλεισίματα των σχολείων και τις δράσεις στα πανεπιστήμια· ούτε τον Απρίλιο, με τις “καταλήψεις” των πλατειών· ούτε τον Μάιο με τις απεργίες· και ούτε στις πάνω από 15 διαδηλώσεις-πορείες που σημάδεψαν τις κινητοποιήσεις από τον Μάρτιο μέχριο τον Ιούλιο. Αν ακούσουμε τις συλλογικότητες από τις γειτονιές χαμηλού εισοδήματος και τα banlieues, ποιοι ήταν οι λόγοι γι’ αυτή την λιποταξία; Ότι εμείς, οι μαύροι και οι Άραβες, έχουμε την επειρία και έχουμε βιώσει τον εργασιακό νόμο κάθε μέρα για πολλές αρκετές δεκαετίες. Τι ίδιο ισχύει και για το κράτος έκτακτης ανάγκης: η αστυνομική βαρβαρότητα είναι το καθημερινό ψωμί που μας σερβίρουν, όχι εξαιτίας αυτού που κάνουμε – όπως εσείς, οι λευκοί μιλιτάντηδες – αλλά εξαιτίας του ποιοί είμαστε· όχι εξαιτίας του ότι διαμαρτυρόμαστε στους δρόμους αλλά επειδή ζούμε στις γειτονιές μας.

Αλλά από τον περασμένο Ιούλιο, σε συνδυασμό με τον τερματισμό των κινητοποιήσεων εναντίον του εργασιακού νόμου, έχουν οικοδομηθεί πολύ ενδιαφέροντα μονοπάτια για αιτήματα μέσω των κινητοποιήσεων ενάντια στον δομικό ρατσισμό του γαλλικού κράτους.Αυτές οι κινητοποιήσεις δεν ασκούν κριτική στις ρατσιστικές πρακτικές της αστυνομίας, αλλά στις πρακτικές της ρατσιστικής αστυνομίας, για να αναφέρουμε τον Omar Slaouti. Γενικότερα, δεν επιδιώκουν να αμφισβητήσουν τις ρατσιστικές πολιτικές του κράτους αλλά τις πολιτικές ενός ρατσιστικού κράτους15. Παρ’ όλα αυτά, αυτές οι κινητοποιήσεις – όπως η πρόσφατη “Πορεία για Αξιοπρέπεια και Δικαιοσύνη”, για παράδειγμα – έχουν δυσκολευτεί να κάνουν το ποιοτικό άλμα που το γυναικείο κίνημα έχει μπορέσει να πετύχει. Μέχρι τώρα, έχουν δώσει φανερή προτερότητα στην κριτική του ισχυρού βραχίονα του κράτους (αστυνομία, καταστολή, φυλάκιση, Ισλαμοφοβία, κ.λπ.) εις βάρος της κριτικής στον “απαλό” βραχίονα του κράτους: κράτος πρόνοιας, κοινωνικά δικαιώματα, ασφαλιστικά επιδόματα, εκπαίδευση, υγεία, κ.λπ. Προφανώς, δεν πρόκεται για ζήτημα εγκατάλειψης της κριτικής στην αστυνομική βία υπέρ της κριτικής μιας συνάρθρωσης του “κοινωνικού” και του “φυλετικού ζητήματος”, αλλά της σύνθεσης αυτών των δυο προοπτικών. Αυτό είναι ένα μείζον διακύβευμα αν θέλει κανείς να υποστηρίξει τους αυτόνομους αγώνες των φτωχογειτονιών και του αντιφασιστικών κινημάτων. Πάρτε δυο πρόσφατα παραδείγματα αστυνομικής βαρβαρότητας: Adama και Théo. Η οικογένεια του Adama Traoré μπόρεσε, χάρις στο δίκτυο ακτιβιστών που έδρασαν μαζί τους και γι’ αυτούς, να χτίσουν μια πολύ δυνατή και αποτελεσματική κινητοποίηση που ήταν ως επί το πλείστον ανθεκτικό στο ρεπουμπλικανικό αφήγημα. Η οικογένεια του Théo Luhaka, από την άλλη, που είναι κοντά στο οργανωμένο δίκτυο που περιστρέφεται γύρω από Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) – το οποίο παρήσχε σταθμούς εργασίας και νομική βοήθεια, και συνεπώς παρήγαγε και έσοδα – συνέπραξε/συνεργάστηκε αμέσως με το SOS Racisme και άλλες ομάδες υπό την αιγίδα του PS16.

Οι προεδρικές εκλογές

Μοιάζει, λοιπόν, προφανές ότι το κάλεσμα για την “υποστήριξη των ταραχών” [“soutenir l’émeute”] δεν είναι μια επαρκής προοπτική. Πρέπει να συνδυαστεό – και αυτό είναι το λιγότερο που μπορεί να ειπωθεί – με προσπάθειες να οικοδομηθεί μια “εφαρμόσιμη και διαρκής αλληλεγγύη” μέσα στις φτωχογειτονιές17. Σχετικά με αυτό, ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών μας προσφέρει κάποιες σημαντικές ενδείξεις. Όπως ισχυρίζεται το άρθρο της σύνταξης του Quartiers libres:

Από το Trappes μέχρι το Grigny, τις βόρεις γειτονιές της Μασαλλίας, το 93ο Διαμέρισμα [στο Seine-Saint-Denis], το 4ο Διαμέρισμα [Val-de-Marne], τα Υπερπόντια διαμερίσματα κ.λπ., η ψήφος στον Μελανσόν ήταν πρώτη σε αρκετές εκλογικές περιφέρειες χαμηλού εισοδήματος. Tα αποτελέσματα στις φτωχογειτονιές και στις υπερπόντιες επικράτειες δείχνουν κάτι που πολλοί έχουν ξεχάσει ή αγνοούν: η ταξική ψήφος υπάρχει στη Γαλλία. Τα ποσοστά του Ζαν Λυκ Μελανσόν σε συγκεκριμένες φτωχογειτονιές, που ξεπερνούν το 40%, όπως στην εκλογική του νίκη το 1993, τα φτωχότερα και πιο φυλετικοποιημένα διαμερίσματα στη Μητροπολιτική Γαλλία, δεν είναι άνευ σημασίας. Δεν είναι σημάδι υποστήριξης ή ταύτισης με την Ανυπότακτη Γαλλία, αλλά μάλλον αντιστοιχελι σε μια “κοινωνική” ψήφο από τα αριστερά, βασικά μια ταξική ψήφο18.

Ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών μας δίνει επίσης μιας διπλή πολιτική ένδειξη. Πρώτον, την αναμβφισβήτητη προσέλευση υπέρ του Εθνικού Μετώπου: έντεκα εκατομμύρια Γάλλοι, ή το 16% του πληθυσμού δεν δίστασαν να υποστηρίξουν ένα ανοιχτά φασιστικό κόμμα και πρόγραμμα, που η εφαρμογή του θα είχαν εξαιρετικά σοβαρές συνέπειες για τα φυλετικοποιημένα υποκείμενα στις φτωχογειτονιές19. Αφού κέρδισε 7.65 εκατομμύρια ψήφους στον πρώτο γύρο, μια σημαντική αύξηση από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2012 (5.52 εκ.) και τη νίκη στις Ευρωεκλογές του 2014 (4.71 εκ., ποσοστό 24.86%), το FN έκανε μια εντυπωσιακή διείσδυση στην καθολική και ρεπουμπλικανική δεξιά, που αν και δεν τόλμησε να υποστηρίξει το ΕΜ στον πρώτο γύρο, τελικά έσπασε το ταμπού τον προηγμένο μήνα, κάνοντας την 7η Μαΐου του 2017 μια πραγματικά ιστορική μέρα. Και στην πραγματικότητα, παρά έναν βαθμό μιας με δυσκολία συγκαλυπτόμενης δυσαρέσκειας ανάμεσα στους μιλιτάντηδες και τους ηγέτες, μερικά λεπτά μετά το αποτέλεσμα η Μαρίν Λεπέν ανακοίνωση μια σαρωτική ανανέωση του κόμματος ώστε να διατηρήσει την μακριά της πορεία μέσα στην γαλλική κοινή γνώμη.

Δεύτερον, η ψήφος υπέρ του Μακρόν δεν είναι κατά κανέναν τρόπο μια δεσμευτική επιλογή. Έντονα μη δημοφιλής πριν καν ακόμα φθάσει στο μέγαρο των Ηλυσίων, η εντολή στον Μακρόν αντιπροσωπεύει μοα ισχυρή συνέχεια σε σχέση με τη θητεία του Ολλάντ – την πιο μισητή προεδρία στην ιστορία της Πέμπτης Δημοκρατίας.20. Ο νέος πρόεδρος υπόσχεται να επεκτείνει την εργασιακή μεταρρύθμιση στη διάρκεια των πρώτων μηνών της θητείας του και σκοπεύει να το κάνει μέσω προεδρικών διαταγμάτων. Καθώς δεν είναι ξακάθαρο εκ των προτέρων κατά πόσον θα απολαμβάνει μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ο Μακρόν θα αναγκαστεί να προχωρήσει στηριζόμενος σε εκτελεστικές εξουσίες21. Αυτό μόνο θα οξύνει την έλλειψη εμπιστοσύνης στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, στο κομματικό σύστημα, και, γενικότερα, στην εκλογική κατανόηση της αναπαράστασης. Αυτός ο γύρος προεδρικών εκλογών μας πρόσφερε με άλλα δύο στατιστικά στοιχεία που πρέπει να αναφερθούν:το ποσοστό 25% της αποχής (το υψηλότερο από την αντιεκλογική “εξέγερση” του 1969) και τον αριθμό ρεκόρ των λευκών ψηφοδελτίων (12%).

Συμπεράσματα

Οι μήνες που έρχονται μοιάζουν ήδη να είναι πολύ έντονοι, τόσο από την σκοπιά των δράσεων των εργοδοτών όσο της δραστηριότητας των κοινωνικών κινημάτων. Πέρα και πάνω από την κλιμάκωση των κατασταλτικών μέτρων εναντίον των κοινωνικών κινημάτων που ανακοινώθηκαν ήδη από τον νέο πρόεδρο, το κυβερνητικό σχέδιο είναι σαφές: να εκμεταλλευθεί τους καλοκαιρινούς μήνες για να περάσει αντικοινωνικούς νόμους σχετικά με τους εργασιακούς χώρους και τα κοινωνικά δικαιώματα, παρακάμποντας το κοινοβούλιο αν είναι αναγκαίο. Όσον αφορά τα αντιστεκόμενα και αντιτιθέμενα υποκείμενα, οι τωρινές και μελλοντικές προκλήσεις είναι σημαντικές. Μετά από μια σύντομη προεκλογική υποχώρηση, οι τελευταίες εβδομάδες έχουν αναζωογονήσει την προσπάθεια να οικοδομηθεί μια “εγκάρσια”/διατέμνουσα δύναμη, της οποίας ο στόχος είναι να ενώσουν τους εργάτες της βάσης που διαφωνούν με τα πιο αποφασισμένα κομμάτια της επισφαλούς νεολαίας. Αν και η επανάληψη των “άγριων διαδηλώσεων” [manifs sauvages] στο βορειοανατολικό Παρίσι (που περιφρουρούνται όλο και περισσότερο από την αστυνομία και της στρατοχωροφυλακή) έχει χάσει την δυναμική της δημιουργίας πολιτικών υποκειμένων που είχε την προηγούμενη άνοιξη, η επιθυμητή αναθέρμανση μιας συμμαχίας ανάμεσα στα “μαύρα K-Way τζάκετ και τα κόκκινα γιλέκα22 [K-way noirs et chasubles rouges] που ανακοινώθηκε από το καινούριο “κοινωνικό μέτωπο” θα μπορούσε να δώσει μια ανάσα φρέσκου αέρα στις διαμαρτυρίες23.

Προς το παρόν, καμμιά υποκειμενικότητα δεν έχει την αποτελεσματική δύναμη να σηκώσει αυτή την αναμέτρηση από μόνη της: ούτε οι μισθωτοί, ούτε οι γυναίκες, ούτε τα υποκείμενα που υφίστανται τις φυλετικές διακρίσεις περισσότερο, ούτε η νεολαία – ακόμα και αν είναι στην πραγματικότητα μη-κυβερνήσιμοι! Αν θέλουμε να αμφισβητήσουμε το σχέδιο του κεφαλαίου και της κρατικής μηχανής, τότε θα πρέπει να ξεκινήσουμε (ξανά) από διαφορετικές συνιστώσες οι οποίες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οδήγησαν τους κοινωνικούς αγώνες στη Γαλλία από τις κινητοποιήσεις ενάντια στον εργασιακό νόμο μέχρι τις προεδρικές εκλογές. Στην ουσία, όπως παρατήρησε πρόσφατα η Simona de Simoni σε μια ομιλία της σχετικά με τον φεμινισμό και τον Μάριο Τρόντι, “οι διαφορές δεν έχουν λιγότερη σημασία από την σύγκρουση και η σύγκρουση χωρίς διαφορές δείχνει σε ένα μονοπάτι που δεν μπορεί πια να περπατηθεί”24. Σ’ αυτό το φως, και πέρα από όλες τις απαραίτητες κριτικές στον Μελανσόν, που δεν αξίζει να σταθούμε σ’ αυτές τώρα, τα συγκεκριμένα κοινωνικά μέτρα που προωθήθηκαν στο πρόγραμμα της “Ανυπότακτης Γαλλίας” και ο αχαλίνωτος ρατσισμός μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι το 2015 (ο οποίος οξύνθηκε στη διάρκεια αυτής της εκστρατείας) είχαν έναν μείζονα αντίχτυπο στις γαλλικές πόλεις και τα banlieues. Αν οι απλοί εργάτες και τα κινήματα νεολαίας θέλουν να χτίσουν ένα μονοπάτι συμμαχίας των φυλετικοποιημένων και διαχωρισμένων/απομονωμένων υποκειμένων, είναι αναγκαίο να ξεκινήσουν να διερευνούν σοβαρά τους τρόπους με τους οποίους αυτό το διαφορετικό θεματικό περιεχόμενο μπορεί να συναρθρωθεί και να επεξεργαστεί, προσδίδοντας μια κατ’ εξοχήν πολιτική διάσταση σε συγκεκριμένα αιτήματα25. Οι ανάγκες και οι απαιτήσεις που προσιδιάζουν σε μοναδικές συνθήκες ζωής μπορούν και πρέπει να γίνουν το πρωταρχικό έδαφος οποιουδήποτε ανανεωμένου ανταγωνισμού. Θα ήταν τότε καθήκον αυτού του ανταγωνισμού να “σπρώξει” αυτά τα αιτήματα σε μια πολιτική κατεύθυνση, χωρίς να ταυτίζεται απαραίτητα με αυτά – όπως μπόρεσαν να κάνουν τα πιο πετυχημένα πειράματα των ιταλικών “κόκκινων χρόνων” (1968-1977)26. Γιατί είναι μόνο μέσα από την σύγκλιση οικονομικών και κοινωνικών αγώνων – ακολουθώντας, για παράδειγμα, την πρόσφατη περίπτωση του Ni Una Menos – που θα μπορέσουμε να πυροδοτήσουμε μια πραγματική κρίση στο σύστημα των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων, όχι μόνο κάνοντα την άρχουσα τάξη να φοβηθεί, αλλά επίσης απειλώντας την άμεσα.

Αγγλική μετάφραση από τον Patrick King

1 Ο Davide Gallo Lassere είναι συνεργάτης ερευνητής στην διεπιστημονική ομάδα Sophiapol στο Πανεπιστήμιο Paris Ouest Nanterre La Défense. Αυτή τη στιγμή είναι μεταδιδακτορικός φοιτητής στο Ινστιτούτο Ανώτερων Σπουδών της Πάβια, και το έργο του περιλαμβάνει την πολτική, οικονομική και κοινωνική φιλοσοφία καθώς και θεωρίες του χρήματος και την ιστορία του καπιταλισμού.

2 Tο παρόν κείμενο στοχεύει απλά να ανοίξει μια συζήτηση στη Γαλλία σχετικά με τις πρακτικές και τις μορφές οργάνωσης που επί τω έργω εντός των κινημάτων. Απορρέει από μια σειρά παρατηρήσεων που έχουν γίνει σε συλλογικές συζητήσεις που έγιναν από τον τελευταίο Γενάρη με διάφορες συνθέσεις: στο Michèle Firk, στο Lieu-dit, στο Conséquences, στο Manifesten, στο La Planète, στο la Brèche, στο Cox, στο Bioslab και αρκετά πανεπιστήμια.

3 Δείτε Wendy Brown: “American Nightmare: Neoliberalism, Neoconservatism, and De-Democratization”, Political Theory 34.6 (Δεκέμβριος 2006): 690-714.

4 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: ένας όρος που είναι δύσκολο να αποδοθεί στα Αγγλικά, και αναφέρεται στο “μπροστινό κομμάτι” των πορειών και των διαμαρτυριών γύρω από το Nuit Debout. Φέρει μια μιλιτάντικη συνδήλωση, και ενώ τόσο η κοινωνική σύνθεση όσο και το αμφιλεγόμενο ρεπερτόριο αυτών των διαμαρτυριών επικαλύπτεται με τακτικές του μπλακ-μπλοκ στη Βόρεια Αμερική, υπάρχουν ιδαιτερότητες που πρέπει να ληφθούν υπόψιν. Είναι επίσης σημαντικό ότι σε κάποιες από τις μείζονες πορείες στη Γαλλία, τα συνδικάτα συχνά καταλαμβάνουν αυτό τον χώρο στην κεφαλή της πορείας, κάτι που αναμφισβήτητα δεν συνέβη την προηγούμενη άνοιξη.

5 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Για άλλές αναλύσεις σχετικά με το Nuit Debout, δείτε την συνέντευξη του Frédéric Lordon στον Στάθη Κουβελάκη: “Overturning a World”, Jacobin, 4 Μαΐου, 2016· ή την συνέντευξη του ίδιου του Κουβελάκη και πάλι στο Jacobin: “What’s Next for Nuit Debout?”, 15 Μαΐου, 2016.

6 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Για μια εξαιρετική ιστορική ανάλυση των κατασταλτικών μέτρων που χρησιμοποίησε η στρατοχωροφυλακή [gendarmes] εναντίον των διαμαρτυριών για τα ZAD, σε σχέση με τον θάνατο του Rémi Fraisse, δείτε Louise Fessard: “Grenades offensives: enquête sur le précédent de Creys-Malville en 1977”, Mediapart, 17 Δεκεμβρίου 2014.

7 Φυσικά, στις κινητοποιήσεις αυτές δεν συμμετείχαν όλες οι υποκειμενικότητες…

8 Στμ. Άρθρο του Γαλλικού Συντάγματος που παρέχει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να νομοθετεί μέσω “προεδρικών διαταγμάτων” παρακάμποντας την ψηφοφορία στη Βουλή.

9 Max Weber, “The National State and Economic Policy (Freiburg Address)”, μετάφραση Ben Fowkes, Economy and Society 9.4 (1980): 438. Δε’ιτε την πρόσφατη επανέκδοση του κλασσικού έργου του Τρόντι σε μια εξαιρετική μετάφραση στα γαλλικά: Mario Tronti, Ouvriers et capital, μετάφραση Yann Moulier-Boutang (Geneva: Entremonde, 2016).

10 Τελικά, μπορεί κανείς ακόμα και να επιχειρηματολογήσει ότι αυτό ήταν ένα σύμπτωμα μιας ιδιαίτερης κοινωνικής σύνθεσης, που δεν είχε οποιαδήποτε ανάγκη για μείζοντα αιτήματα…

11 Στμ. Περί της υλικότητας των αγώνων.

12 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: ακολουθώ εδώ την μετάφραση από τις ediciones ineditos αυτής της πολύτιμης συνέντευξη με έναν οργανωτή από τις λαϊκές γειτονιές: “Our Neighborhoods are not Political Deserts”, (“Οι γειτονιές μας δεν είναι πολιτικές έρημοι”), 16 Φεβρουαρίου, 2017. Ενώ η πιο κυριολεκτική μετάφραση θα ήταν “δημοφιλείς” [popular] γειτονιές, και αυτή χρησιμοποιείτα συχνά, αυτή χάνει όμως ένα σημαντικό βαθμό συσσωρευμένου νοήματος· το επιλεγμένο υποκατάστατο δεν είναι τέλειο και μπορεί να παραείναι οικονομίστικο.

13 Στμ. Ni una menos, που σημαίνει στα ισπανικά “Ούτε Μία Λιγότερη, είναι ένα φεμινιστικό κίνημα στην Αργεντινή που έχει διαδοθεί σε αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής, που κάνει εκστρατεία εναντίον της έμφυλης βίας. Στον επίσημο ιστότοπό της, το κίνημα Ni una menos αυτοπροσδιορίζεται ως “μια συλλογική κραυγή εναντίον της μάτσο βίας”. Η εκστρατεία ξεκίνησε από μια κολλεκτίβα γυναικών καλλιτεχνών, δημοσιογράφων και ακαδημαϊκών από την Αργεντινή για να αναπτυχθεί σε “μια ηπειρωτική συμμαχία φεμινιστικών δυνάμεων. Το κίνημα διοργανώνει συχνά διαμαρτυρίες εναντίον δολοφονιών γυναικών, αλλά έχει αγγίξει επίσης ζητήματα όπως οι έμφυλοι ρόλοι, η σεξουαλική παρενόχληση, τις μισθολογικές διαφορές λόγω φύλου, την σεξουαλική αντικειμενοποίηση, την νομιμοποίηση της έκτρωσης, τα δικαιώματα των εργατριών του σεξ και των διεμφυλικών ατόμων..

14 Πβλ. Étienne Balibar: “Du populisme au contre-populisme: histoire et stratégie” (“Από τον λαϊκισμό στον αντι-λαϊκισμό: ιστορία και στρατηγική”), Populismus Interventions, No. 3 (Θεσσαλονίκη, 2015), 1-12.

15 Πβλ. “Il est temps de marcher avec notre boussole politique’: Entretien avec Omar Slaouti”, (“Είναι ώρα να βαδίσουμε με τη δική μας πολιτική πυξίδα: μια συνέντευξη με τον Omar Slaouti ”), Contretemps, 16 Μαρτίου 2017.

16 Για μια επισκόπηση του πώς διαχειρίζεται το γαλλικό κράτος αυτές τις “περιφερειακές” περιοχές μέσω συνεταιριστικών και οικονομικών εργαλείων συνδεδεμένων με το PS, δείτε πχ. το άρθρο στον ιστότοπο Quartiers Libres: “Made in PS”, 27 Φεβρουαρίου 2017.

17 Πβλ. αντίστοιχα: “Soutenir L’Émeute” (“Υποστηρίξτε τις ταραχές”), Lundi Matin #94 (23 Φεβρουαρίου, 2017)· και “Pour une solidarité durable et appliquée” (“Για μια διαρκή και εφαρμόσιμη αλληλεγγύη”), Paris-Luttes.info, 17 Φεβρουαρίου 2017.

18 Δείτε την ανάλυση του πρώτου γύρου των εκλογών στο Quartiers Libres Au Quartier, on vote La Classe”, 28 Απριλίου 2017. Για μια ανάλυση της κοινωνικής και γεωγραφικής σύνθεσης της ψήφου, δείτε “X-Ray of a Shattered Vote”, Jacobin Magazine (Μάιος 2017).

19 Παρεμπιπτόντως, η ανικανότητα ενός μεγάλου μέρους των κοινωνικών κινημάτων να αρθρώσουν έναν διαφοροποιημένο λόγο, η οποία κατέληξε τοποθετώντας και τους δυο υποψήφιους στο ίδιο επίπεδο – με το σύνθημα “Ούτε πατρίδα ούτε αφεντικό, ούτε Λεπέν ούτε Μακρόν” (“Ni patrie ni patron, ni Le Pen ni Macron”) ως μια πτυχή μόνο – κάνει εμφανή για μια ακόμα φορά την δυσκολία για μια πολιτική αντιμετώπιση του ρατσισμού. Στην πραγματικότητα είναι μόνο από την σκοπιά των υφιστάμενων τις φυλετικές διακρίσεις [racialized], και από αυτήν μόνο, που μπορεί κανείς να θέσει το έδαφορς του κοινωνικού αγώνα ή του λανθάνοντα εμφυλίου πολέμου, ώστε να μην αναγκαστεί να επιστρέψει στις κάλπες στον δεύτερο γύρο για να “μποκάρει” το Εθνικό Μέτωπο. Πβλ. την σειρά συνεντεύξεων που διεξήγαγε η Carine Fouteau με μαχητές του αντιρατσιστικού κινήματος που δρουν στις φτωχογειτονιές που επέλεξαν να απόσχουν: “Voter ou s’abstenir: le «cas de conscience» des quartiers populaires”, Mediapart, 4 Μαΐου 2017.

20 Σύμφωνα με αρκετές έρευνες (ο αριθμός ποικίλει αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο), σχεδόν το ένα τρίτο των ψήφων στον Μακρόν οφειλόταν στην προσωπικότητα και το πρόγραμμά του, το άλλο τρίτο στο καινούριο που αντιπροσωπεύει (όπως ο Μπερλουσκόνι και ο Τραμπ, ο Μακρόν είναι άμεσο δημιούργημα της άρχουσας τάξης, αλλά προσποιείται ότι περνιέται για “αντισυστημικός”), και το τελευταίο τρίτο προήλθε από μια προσπάθεια μπλοκαρίσματος του FN. Ακόμα περισσότερο, ένα τμήμα των ψηφοφόρων που πήγαν στον Μακρόν θα μπορούσαν στην ουσία να είχαν ψηφίσει το LR (Ρεπουμπλικάνους) αν η εκστρατεία του Φιγιόν δεν είχε συγκλονιστεί από τα σκάνδαλα, ενώ ένα άλλο τμήμα θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ψηφίσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) αν τα αποτελέσματα στον πρώτο γύρο ήταν διαφορετικά. Με λίγα λόγια, η πιθανότητα μιας αντιπαράθεσης Λεπέν εναντίον Μελανσόν στον δεύτερο γύρο δεν ήταν στο βασίλειο της πολιτικής φαντασίας.

21 Με έναν διαφορετικό τρόπο απ’ό,τι συνέβη στη Γερμανία, την Ισπανία, την Ελλάδα, την Ιταλία και αλλού, όπο “μεικτές” συμμαχίες προχώρησαν στον σχηματισμό κυβερνήσεων, στη Γαλλία η επικύρωση μιας κυβέρνησης του ακραίου-κέντρου φαίνεται επικείμενη, με τον Μακρόν να παίρνει μια απόλυτη πλειοψηφία στις βουλευτικές εκλογές. Αυτή η προοπτική οξύνει, επιπλέον, την εξελισσόμενη κατάρρευση των δύο λεγόμενων μετριοπαθών κομμάτων.

22 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: ρούχα που φοριούνται συχνά από τα μέλη της κεφαλής της πορείας (μαύρα τζάκετ K-Way) και τους διαφωνούντες συνδικαλιστές (κόκκινα γιλέκα) αντίστοιχα.

23 Όπως οι περισσότερες παραγωγικές πολιτικές εμπειρίες της προηγούμενης άνοιξης, που θα μπορούσε να τις δει κανείς στην cortège de tête και στην διάρκεια των αυτόνομων αποκλεισμών.

25 Μια ομάδα συντρόφων/ισσών, περιλαμβανομένου του συγγραφέα του παρόντος, αποπειράται αυτή την περίοδο να κάνει ακριβώς αυτό. Αναδεικνύουμε, για παράδειγμα, το ζήτημα του κοινωνικού μισθού ή κοινωνικού εισοδήματος [revenu social] στα banlieues, αντιστρέφοντας, όμως, τους όρους με τους οποίους συνήθως έχει τεθεί το ζήτημα – τουλάχιστον εντός του ιταλικού εργατισμού και της αυτονομίας, που θεωρητικοποίησαν και τάραξαν τα πράγματα σχετικά με το ζήτημα ξεκινώντας από το πιο προχωρημένο σημείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, δηλαδή από την γνωσιακή και διανοητική εργασία, την κοινωνική συνεργατικότητα κ.λπ. Για να χρησιμοποιήσουμε την κλασσική μεταφορά του Bifo, για να μπορέσουμε να συλλάβουμε το δυναμικό του κοινωνικού μισθού, φαίνεται ότι θα πρέπει να κινηθούμε προς την Silicon Valley. Αλλά κατά την άποψή μου, φαίνεται εξίσου σημαντικό – και ακόμα περισσότερο στο γαλλικό πλαίσιο, με τις ιστορικές τους ιδιαιτερότητες – να καταλάβουμε τον κοινωνικό μισθό στο πλαίσιο στο οποίο οι διαδικασίες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης έχουν επιφέρει τα πιο άγρια και βίαια αποτελέσματα: δηλαδή τα banlieues, τις περιφέρειες των μητροπόλεων και των φτωχογειτονιών, θετόντάς τες στην τομή των αντιρατσιστικών αγώνων. Μόλις που έχουμε αρχίσει να διερευνούμε αυτή την προβληματική στις λίγες προηγούμενες βδομάδες, εμπλεκόμενοι αυτή τη στιγμή με καμμιά εκατοστή μαθητών του Λυκείου στα βόρεια και νότια banlieues του Παρισιού. Αυτό που έχει ήδη αναδυθεί από αυτές τις πρώτες επαφές, πέρα από μια ολόκληρη σειρά συμπτωματικών αντιφάσεων, είναι το δυναμικό του κοινωνικού μισθού σε όρους του πολιτικού φαντασιακού και προοπτικών του αυτοπροσδιορισμού. Για να το θέσουμε πιο πεζά: την αξιοσημείωτη ευελιξία να μπορεί κανείς να αποφασίζει αυτόνομα τι να κάνει, πού να το κάνει και πώς, χωρίς να υπόκειται πλήρως στους περιορισμούς της αγοράς εργασίας ή το οικογενειακό υπόβαθρο, είναι ένα στοιχείο που διανοίγει αρκετά αξιοθαύμαστα πεδία δυνατοτήτων. Ανάμεσα στους χιλιάδες τρόπους να προσδιορίσει κανείς το κοινωνικό εισόδημα, βρίσκω πιο ιδιαίτερα πειστική μια πρόσφατη διατύπωση, που υιοθετήθηκε από το ιταλικό τμήμα της παγκόσμιας κολλεκτίβας του γυναικείου κινήματος Ni Una Menos: ένας μισθός για τον αυτοκαθορισμό! Δείτε Maria Rosaria Marella, “Ni Una Menos: Un Reddito di Autodeterminazione contro lo sfruttamento capitalistico e patriarcale”, EuroNomade, 8 Μαρτίου 2017.

26 Πβλ. Nanni Balestrini και Primo Moroni: “La horde d’or: Italie 1968-1977”, μετάφραση και έκδοση από Jeanne Revel, Jean-Baptiste Leroux, Pierre Vincent Cresceri και Laurent Guilloteau (Paris: L’éclat, 2017) 274-75, 282-83, 336, 400, 402, 416-17, 434, κ.λπ.