Αρχή της αβεβαιότητας, πάλη των τάξεων και θεωρία

του AC της Carbure1

Στις απαρχές της σύγχρονης φυσικής, ο Heisenberg διατύπωσε την περίφημη “αρχή της αβεβαιότητας”, περισσότερο γνωστής ως “αρχή της απροσδιοριστίας”, η οποία θέτει ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ταυτόχρονα την ταχύτητα και της θέση ενός δοσμένου σωματιδίου. Αν επρόκειτο να επαναλάβουμε με έναν μεταφορικό τρόπο αυτούς τους όρους, η αρχή της απροσδιοριστίας που προσιδιάζει στη θεωρητική μας προσέγγιση θα μπορούσε να συνοψιστεί στο ότι έχει γίνει αδύνατο για μας να συλλάβουμε ταυτόχρονα την αντικειμενική κατάσταη του προλεταριάτου στο κεφάλαιο και της επαναστατική του μοίρα, ακόμα και αν αυτό είναι το θεωρητικό καθήκον που έχουμε βάλει στους εαυτούς μας. Αυτή η αδυνατότητα είναι παρόμοια με την κατάσταση της ίδιας της τάξης, με την ίδια την κατάστασή της. Η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης είναι μια θεωρία της ρήξης, δεν μπορεί να είναι επιστημονική: παρασύρεται από την κίνηση του αντικειμένου της και περιέχει όλες τις αντιφάσεις και την απορία που είναι δικά της. Το τέλος του αντικειμένου της είναι το δικό της τέλος. Είναι μια θεωρία τόσο αδύνατη όσο το προλεταριάτο· αυτό το αδύνατο είναι το αντικείμενο αυτού του κειμένου.

Πού δεν είμαστε πλέον

Οι θεωρητικές και κριτικές επεξεργασίες που τοποθετούνται σήμερα στην προοπτική μιας άμεσης κατάργησης του Κράτους, του κεφαλαίου και των τάξεων (και για κάποιες από αυτές, κάθε λειτουργικότητας στον καπιταλισμό που διαχωρίζει, διαιρεί και ταξινομεί τα διάφορα υποκείμενα μεταξύ τους: όχι μόνο η τάξη αλλά και το φύλο και η φυλή), χωρίς μια φάση σοσιαλιστικής μετάβασης, χωρίς μια εκ των προτέτων κατασκευής ενός επαναστατικού υποκειμένου άλλο από το προλεταριάτο όπως αυτό υφίσταται σήμερα, με λίγα λόγια η θεωρητική παραγωγή και κριτική που τοποθετούνται στην προοπτική της κομμουνιστικοποίησης, είναι πολύ περίεργα αντικείμενα.

Κάνουμε με εμπιστοσύνη δηλώσεις όπως “είναι το προλεταριάτο, ως τάξη, που κάνει την επανάσταση που καταργεί τις τάξεις”, αλλά αυτή η βεβαιότητα καταλαμβάνεται αμέσως από αμφιβολία. Στην πραγματικότητα, στις περισσότερες από αυτές τις επεξεργασίες, το προλεταριάτο δεν κάνει την επανάσταση εξαιτίας μιας υποτιθέμενης επαναστατικής φύσης, μιας ανθρωπότητας που πρέπει να ανακαλυφθεί ή στο όνομα μιας κοινότητας που υπάρχει ήδη εκεί (είτε είναι η κοινότητα της εργασίας είτε μια εθνική ή λαϊκή ενότητα) που απελευθερώνει τον εαυτό της από τον καπιταλιστικό ζυγό για να βρει τον εαυτό της, αλλά εξαιτίας της αντιφατικής της κατάστασης στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (ΚΤΠ) και είναι αυτή η αντίφαση που θέτει ένα πρόβλημα.

Αυτή είναι η αντίφαση που ο Μαρξ ταυτοποίησε και διατύπωσε στο Κεφάλαιο ως μια τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους, στο επίπεδο της πολιτικής οικονομίας, και πιο θεωρητικά στα Grundrisse ως μια αντίφαση σε κίνηση, σύμφωνα με το πολύ γνωστό παράθεμα: “Το κεφάλαιο είναι μια κινούμενη αντίφαση: από την μια προσπαθεί να περιορίσει τον χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη θέτει τον χρόνο εργασίας ως τη μοναδική πηγή και μέτρο του πλούτου”.

Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, στο υπόλοιπο αυτούς του παραθέματος, ο Μαρξ δίνει σ’ αυτή τη θεωρητική διατύπωση μια προοπτική που δεν είναι πια του καιρού μας: “Από την μια πλευρά, [το κεφάλαιο] ξυπνά όλες τις παραγωγικές δυνάμεις της επιστήμης και της φύσης καθώς και αυτές της κοινωνικής συνεργασίας και κίνησης, γαι να κάνει την δημιουργία του πλούτου ανεξάρτητη (σχετικά) από τον χρόνο εργασίας που χρησιμοποιεί. Από την άλλη, ισχυρίζεται ότι μετρά τις γιγαντιαίες κοινωνικές δυνάμεις που δημιουργούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο σύμφωνα με το πρότυπο του χρόνου εργασίας και να τις περιορίζει εντός των στενών ορίων που είναι αναγκαία για να διατηρεί, ως αξία, την αξία που έχει ήδη παραχθεί”.

Ο Μαρξ τοποθετείται εδώ προφανώς στην προοπτική ότι θα ήταν ζήτημα της απελευθέρωσης των “γιγαντιαίων κοινωνικών δυνάμεων” που παράγονται από τον καπιταλισμό από τα “στενά όρια” εντός των οποίων τις κρατούν οι απαιτήσεις της συσσώρευσης: η εξέλιξη αυτής της αντίφασης είναι η ελεύθερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δίνει στον εαυτό του το ιδεώδες και νομιμοποιημένο υποκείμενο του προλεταριάτου, οπότε η επανάσταση είναι απλώς ένα αναγκαίο ιστορικό βήμα, λεπτό και επώδυνο σίγουρα στην πραγμάτωσή του, αλλά που αντιστοιχεί στο περίφημο “νόημα/πνεύμα της ιστορίας”. Η αντίφαση είναι τότε αυτό που επιτρέπει αυτή την καθορισμένη ιστορική διαδικασία.

Σημειώστε εδώ ότι ο κομμουνισμός του Μαρξ είναι συνεκτικός και ομοιογενής με τον σοσιαλισμό του: ο κομμουνισμός είναι απλά μια πιο αρμονική ή επιτυχημένη μορφή της “ελεύθερης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων”, η οποία πρέπει να μπει σε ένα πλαίσιο από ένα σοσιαλιστικό κράτος.

Η θεωρία του Μαρξ, με τον “επιστημονικό” της χαρακτήρα (Κεφάλαιο) αλλά πάνω απ’ όλα με τον φιλοσοφικό της χαρακτήρα (τα Grundrisse), μοιάζει να προχωρά από βεβαιότητα σε βεβαιότητα. Σε μια εποχή που το εργατικό κίνημα κέρδιζε δύναμη τόσο στις ουτοπικές όσο και στις θεωρητικές του διατυπώσεις και στην οργάνωση της τάξης σε κόμματα και συνδικάτα, ακολουθώντας την καπιταλιστική επέκταση που ακολούθησε τη βιομηχανική επανάσταση, ενώ την ίδια στιγμή η εργατική τάξη ήταν σε μια κατάσταση τεράστιας εξαθλίωσης και επαναστάσεις βούιζαν στην Ευρώπη, και πριν την συντριβή της Κομμούνας, εναπόκειτο στον Μαρξ να παράσχει θεωρητικά όπλα στην εργατική τάξη για την πάλη της. Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι πέτυχε, όπως φανερώνται από την υπάρξη αυτού που αποκαλείται Μαρξισμός. Είναι σ’ αυτήν την κατάσταση που ο Μαρξ παρήγαγε τη θεωρία του, αυτή η θεωρία είναι διαποτισμένη από αυτή την κατάσταση, κάτι που δεν σημαίνει ότι είναι έγκυρη μόνο σ’ αυτή την κατάσταση.

Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση αυτή δεν είναι πλέον δική μας, και αν συχνά μιλάμε για “αντίφαση” αυτό που έπεται από αυτήν είναι πολύ πιο αβέβαιο, έτσι που να αναρωτιέται κανείς αν είναι πάντα η αντίφαση όπως την κατανοούσε ο Μαρξ.

Η άνοδος του εργατικού κινήματος που οργανώθηκε στα χρόνια που ο Μάρξ παρήγαγε το έργο του πρέπει να κατανοηθεί ως η κοινωνική και πολιτική μετάφραση της συγκεκριμένης κατάστασης της τάξης στην αντιφατική της σχέση προς το κεφάλαιο. Η κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην εργασιακή διαδικασία ήταν τότε ταυτόσημη με αυτή την άνοδο ισχύος: όσο αυξανόταν η βιομηχανία, τόσο περισσότερη εργασία απορροφούσε, και οι αγώνες της νεογέννητης/εκολλαπτόμενης εργατικής τάξης ήταν ένα οργανικό κομμάτι αυτής της εξέλιξης. Η τάξη της εργασίας που διαμορφώθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο από το κεφάλαιο βρήκε στην εργασία της αυτο-αναγνώρισή της: η κοινωνία της εργασίας του καπιταλισμού θα μπορούσε να γίνει μια σοσιαλιστική και στη συνέχεια μια κομμουνιστική κοινωνία χωρίς να πάψει να είναι μια κοινωνία της εργασίας, με την εκμετάλλευση να μετατρέπεται στο αντίθετό της, χωρίς η κοινωνική δραστηριότητα των υποκειμένων να ανατραπεί εντελώς.

Η επανάσταση είναι τότε περισσότερο ένας στόχος και λιγότερο μια ρήξη: η ταξική πάλη τελειώνει με την νίκη της εργασίας επί του κεφαλαίου. Στην κοινωνία της απελευθερωμένης από το κεφάλαιο εργασίας, της αξίας απελευθερωμένης από το κέρδος, η επανάσταση σήμαινε την κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο. Ο κομμουνισμός ήταν η προλεταριακή κοινωνία. Ξέρουμε τι συνέβη από τα γεγονότα. Όποιες απόπειρες κι αν έγιναν για να εφαρμοστεί το εργατικό πρόγραμμα, ένα λιγότερο ή περισσότερο τερατώδες άβαταρ του καπιταλισμού αναδύθηκε. Την ίδια στιγμή, το εργατικό κίνημα, με τις μορφές του τις πιο ρηξιακές του με τον (εργατικά συμβούλια, αναρχισμός) ήττήθηκε παντού, και μόνα τα σοσιαλιστικά κράτη παρέμειναν σ’ αυτή την περίοδο της ταξικής πάλης. Το τέλος του φορντιστικού συμβιβασμού, η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου από την δεκαετία του 1970 θλέτει τότε μια κατάσταση στην οποία η εργατική τάξη παραμένει στη θέση της ως μια τάξη του κεφαλαίου, αναγκαία αλλά πάντα πλεονάζουσα: η αναδιάρθρωση είναι επίσης ένα βήμα προς τα πίσω.

Είναι η τραγωδία της πάλης των τάξεων στο κεφάλαιο να μην μπορεί να “κερδηθεί” από κανέναν (οποιαδήποτε νίκη οδηγεί στην κυριαρχία της μιας τάξης πάνω στην άλλη και στην ανανέωση του προβλήματος με τους αρχικούς του όρους), αλλά, παρ’ όλα αυτά, να οδηγεί στην διαρκή ήττα ενός από τους πόλους της, του προλεταριάτου, και η ήττα αυτή τελικά να ταυτίζεται με την αναπαραγωγή του. Η ιστορία αυτής της διαρκούς ήττας είναι η ιστορία του καπιταλισμού2.

Διαβάστε Μαρξ, αλλά όχι μέχρι το τέλος

H εποχή μας είναι προφανώς ριζικά διαφορετική από αυτήν του Μαρξ, οπότε οποιοιδήποτε όροι χρησιμοποιούμε (προλεταριάτο, επανάσταση, κομμουνισμός) πρέπει να κατανοείται με μια έννοια διαφορετική από αυτής που προσλάμβαναν σε μια πρότερη περίοδο. Και όχι απλά οι όροι αλλά η a priori λογική τους σύνδεση. Αυτός ο επανακαθορισμός είναι το προϊόν των θεωρητικών μας επεξεργασιών μόνο στον βαθμό που είναι η ταξική σχέση που έχει μετασχηματιστεί από αυτήν την πρώτη εποχή της κομμουνιστικής θεωρίας στην δική μας. Και μιας και, εν τω μεταξύ, η επανάσταση δεν έχει λάβει χώρα, είναι και πάλι το ίδιο το κεφάλαιο, κατανοούμενο τόσο ως μια καπιταλιστική κοινωνία και ως μια διαδικασία αξιοποίησης, που είναι ο φορέας αυτού του μετασχηματισμού, του οποίου το προλεταριάτο και η τάξη των καπιταλιστών είναι οι ηθοποιοί.

Το πρόβλημα – συνεπώς, το δικό μας πρόβλημα – είναι ότι αυτός ο επανακαθορισμός συνεπάγεται ένα τέλος στις δευτερεύουσες μας βεβαιότητες οι οποίες στηρίζονται όχι μόνο στην πρώτη βεβαιότητα “της” αντίφασης αλλά έφτασαν να την βρουν, με τη σειρά τους, ως μια ιστορική δυναμική. Δεν πρόκειται για το ότι η αντίφαση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, και συνεπώς ο ορισμός της αντίφασης ως μιας σχέσης ανάμεσα σε τάξεις, δεν είναι ικανή πλέον να περιγράψει το παρόν του καπιταλισμού: πετυχαίνει τόσο πολύ ώστε να μας επιτρέπει να συλλάβουμε επαρκώς στην εξέλιξή της ως το προϊόν της αντίφασης αυτής. Αλλά η αντίφαση δεν είναι πλέον η μορφή που παίρνει η αναγκαία “ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων”, αυτό το προοδευτικό φετίχ κοινό ανάμεσα στους φιλελεύθερους και μαρξιστές ιδεολόγους, αυτός ο από μηχανής θεός που τραβά, πίσω από τη σκηνή, τα σκοινιά της ιστορίας. Οπότε, επίσης, η αντίφαση δεν καλεί τον εαυτό της για την επίλυσή της, δεν υπάγεται πλέον στον ιστορικό της σκοπό (την “ελεύθερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων”). Η αντίφαση παραμένει αλλά δεν περιέχει τίποτα άλλο από την ίδια την πορεία του κεφαλαίου, μια πορεία σίγουρα αντιφατική που, όμως, πλέον δεν συνεπάγεται την αναγκαιότητα της επανάστασης.

Από την παραπομπή στον Μαρξ από τα Grundrisse, θέλουμε να κρατήσουμε μόνο το πρώτο κομμάτι, το υπόλοιπο μένει (πιθανόν σταθερά) να γραφτεί· αλλά ληφθείσα έτσι, χωρίς το προγραμματιστικό της συμπέρασμα που παρατέθηκε παραπάνω, αυτή η πρόταση είναι ένας μετέωρος συλλογισμός, και στην πραγματικότητα έχει ένα μοναδικό περιγραφικό νόημα. Για να την καταλάβει κανείς πραγματικά, θα πρέπει να διαβάσει τις σελίδες του Κεφαλαίου που ο Μαρξ αφιερώνει στην καθοδική τάση του ποσοστού κέρδους, και την πολύ πιο πεζή διατύπωσή τους στην ακρίβειά της:

Η τάση της πτώσης του γενικού ποσοστού κέρδους είναι συνεπώς το καπιταλιστικό χαρακτηριστικό της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας· αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άλλοι παράγοντες που μπορεί να καθορίσουν την πτώση του ποσοστού κέρδους, αλλά αυτό που το εκφράζει είναι η ουσία της καπιταλιστικής παραγωγής να οδηγεί με την διαρκή της ανάπτυξη σε έναν μετασχηματισμό του ποσοστού της υπεραξίας σε διαρκώς μικρότερα ποσοστά κέρδους. Καθώς η σημασία της ζωντανής εργασίας διαρκώς απομειώνεται σε σχέση με την υλοποιημένη εργασία (μέσα παραγωγής) που αναπτύσσει, είναι φανερό ότι η ποσότητα της απλήρωτης εργασίας, η ποσότητα της υπεραξίας, θα πρέπει να ελαττώνεται διαρκώς σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο. Καθώς το ποσοστό της υπεραξίας ως προς το συνολικό κεφάλαιο είναι η έκφραση του ποσοστού κέρδους, αυτό θα πρέπει συνεπώς βαθμιαία να ελαττώνεται” (Κεφάλαιο, τόμος III, κεφάλαιο XIII).

Αυτή η δεύτερη διατύπωση εκφράζει το ίδιο φαινόμενο με έναν διαφορετικό τρόπο, αλλά είναι καθαρό από την ανάγνωσή της ότι είναι πλήρης, σε σύγκριση με το παράθεμα από τα Grundrisse αν έχουμε επιλέξει να το διαβάσουμε χωρίς το προγραμματιστικό του συμπέρασμα. Αλλά η διατύπωση του Κεφαλαίου είναι πλήρης μόνο επειδή είναι επίσης καθαρά περιγραφική. Δεν της λείπει τίποτα παρά η επανάσταση, η αντίφαση είναι εκεί, αλλά η εξέλιξή της προσιδιάζει μόνο σ’ αυτήν, δεν υπάγεται στην γενική ιστορική εξέλιξη της “ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων”. Στην πραγματικότητα, εκφράζει μόνο την αντιφατική δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ληφθείσας στο επίπεδο της ταξικής σχέσης, στην συγκεκριμένη μορφή της σχέσης ανάμεσα στην ζωντανή και την νεκρή εργασία. Και αν βρίσκουμε, μετά από αυτήν την παράκαμψη, το απομονωμένο παράθεμα από τα Grundrisse, είναι για να αναγνωρίσουμε ότι είναι έτσι μετέωρο στην μη-πληρότητα που επιβάλλει αυτή την συγκεκριμένη ανάγνωση, εκούσια ανολοκλήρωτη, παρμένη ανάμεσα στην έλλειψη προοπτικών και την περιγραφή απλά και καθαρά της πραγματικής πραγματικότητας αυτού του τρόπου παραγωγής. Από την στιγμή που η αντίφαση σταματά να είναι διαλεκτική και γίνεται απλά περιγραφική, καθώς είναι τότε μόνο ζήτημα μιας υλικής αντίφασης, πάντα χάνουμε το τέλος.

Τέλος, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι όταν ο Μαρξ μιλά για την πτώση του ποσοστού κερδους ως ενός “καπιταλιστικού χαρακτηριστικού της προόδου της παραγωγικότητας”, αφενός προϋποθέτει ότι αυτή η πρόοδος είναι ένας σταθερός ιστορικός νόμος, και αφετέρου ότι ο καπιταλισμός είναι μόνο ένα καθορισμένο στάδιο αυτής της προόδου. Είναι σε μια προοπτική στην οποία το ζήτημα είναι η απελευθέρωση της κοινωνικής εργασίας του καπιταλισμού, με άλλα λόγια σε μια προγραμματιστική προοπτική, και που όλα τίθενται μαρξιστικά. Να αφαιρέσουμε τον Μαρξ από τον Μαρξισμό δεν σημαίνει μόνο να διαβάσουμε τον Μαρξ καθαυτόν, αλλά και ενάντια στον εαυτό του.

Αυτή η ανάγνωση του Μαρξ δεν είναι a priori μια διανοητική κατασκευή: αν οδηγούμαστε να διαβάσουμε τον Μαρξ μ’ αυτόν τον τρόπο, είναι επειδή αυτός είναι επαρκής στην παρούσα κατάσταση της σχέσης ανάμεσα στις τάξεις, αυτή στην οποία ζούμε: είναι μόνο τότε που μας μιλά.

Μια καλή αντίφαση δεν έβλαψε ποτέ κανέναν

Αν η πτωτική τάση [του ποσοστού κέρδους] είναι μόνο “το καπιταλιστικό χαρακτηριστικό της προόδου της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας”, είναι όντως τότε, παρά και επίσης εξαιτίας της υποτιθέμενης πτώσης, που η “παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας” καλά κρατά και αυξάνεται, και το κεφάλαιο συσσωρεύεται: εδώ έχουμε έναν νόμο που είναι σίγουρα αυτός της αναγκαστικής επιστροφής των κρίσεων, αλλά και της αντιφατικής βάσης πάνω στην οποία πάντα αυξάνεται το κεφάλαιο. Η αύξηση της παραγωγικότητας είναι ισοδύναμη με την σκλήρυνση των συνθηκών εκμετάλλευσης και, αν θεωρήσουμε ότι οι κρίσεις του κεφαλαίου είναι επίσης και κοινωνικές κρίσεις και, συνεπώς [συνιστούν] πρόβλημα για το κεφάλαιο, τότε το κεφάλαιο λύνει τα προβλήματά του μόνο επιδεινώνοντάς τα. Αλλά, από θεωρητική σκοπιά, η αύξηση στην παραγωγικότητα επίσης εκπληρώνει τη λειτουργία της, μειώνοντας την αξία του σταθερού κεφαλαίου και αυξάνοντας την υπεραξία (αυτός είναι ο τρίτος από τους “ανταγωνιστικούς παράγοντες” που υποδεικνύει ο Μαρξ).

Επιπλέον , είναι η πτώση των ποσοστών κέρδους που οδηγεί τους καπιταλιστές να ψάχνουν έξω από τα κέντρα του προλεταριάτου για να εκμεταλλευτούν με μικρότερο κόστος, ή ακόμα για να δημιουργήσουν “θύλακες” φτώχειας στις ίδιες αυτές περιοχές, κ.λπ. Όπως επανειλημμένα παρατηρεί ο Μαρξ, στη θέση του γι’ αυτούς τους έξι βασικούς “ανταγωνιστικούς παράγοντες” (συνήθως αναφερόμενους ως “αντίθετες τάσεις”) προς την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, είναι ο ίδιος λόγος που την προκαλεί που την περιορίζει. Θεωρώντας, τότε, τον “νόμο” αυτόν καθεαυτόν, στην πραγματικότητα μάς δίνει ελάχιστους λόγους να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι, εκτός και αν υποθέσουμε ότι η δυνατότητα της επανάστασης αναστέλλεται από μια αδιάψευστη θεωρητική θέση, ή ότι οι προλετάριοι περιμένουν να δουν σε εξισώσεις ότι ο καπιταλισμός πρέπει να καταστραφεί, επειδή δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να τους εκμεταλλεύεται όλο και περισσότερο.

Είναι μόνο αν συλλάβουμε την “πρόοδο της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας” να είναι η ίδια η ιστορική δυναμική ως ολότητα (η καλή παλιά πρόοδος) που ο νόμος της πτωτικής τάσης γίνεται το αξιωματικό φετίχ της αναπόφευκτης αναγκαιότητας της επανάστασης: ληφθείσα καθαυτή, ως μια καθαρά υλική αντίφαση, εκφράζει μόνο την δυναμική του κεφαλαίου, που βασίζει την ίδια την ανάπτυξή του στην αναγκαιότητα της εκμετάλλευσης. Αν ληφθεί έξω από οποιονδήποτε ιστορικό ντετερμινισμό, η πτώση του ποσοστού κέρδους εκφράζει μόνο τη σταθερότητα της σύγκρουσης στην καπιταλιστική κοινωνία από την σχέση των τάξεων, μια σύγκρουση που είναι ταυτόσημη με την γενική κίνηση του κεφαλαίου και της κοινωνίας του, αλλά που δεν δίνει με κανέναν τρόπο τον τύπο για το ξεπέρασμά του. Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους ως μια υλική αντίφαση δεν φέρει καμμιά αφήγηση, και δεν περιγράφει τίποτα άλλο από την διαρκώς ανανεούμενη αμφισβήτηση της ταξικής πάλης που προσιδιάζει στον καπιταλιστικό κόσμο. Φυσικά αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο εμείς τον καταλαβαίνουμε.

Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους δεν πρέπει τόσο να θεωρηθεί ως ένας οικονομικός νόμος του κεφαλαίου αλλά ως ένα κεντρικό θεωρητικό στοιχείο για την κατανόηση της δυναμικής του, εντός της γενικότερης δυναμικής της ταξικής πάλης που προσιδιάζει στον ΚΤΠ. Αν ο νόμος παραμένει “οικονομικός”, τότε και η κατανόηση της καπιταλιστικής “οικονομίας” δεν μπορεί να διακριθεί από την ταξική πάλη.

Αν συνέβαινε διαφορετικά, οι καπιταλιστές θα χρησιμοποιούσαν τις οικονομικές έννοιες του Μαρξ για τους ίδιους. Αλλά, στην πραγματικότητα, κανένας καπιταλιστής δεν υπολογίζει τα ποσοστά κέρδους με τον τρόπο του Μαρξ για να καθορίσει τη στρατηγική του, και τα μάτια των επενδυτών είναι περισσότερο εστιασμένα στις τιμές του χρηματιστηρίου παρά στον υπολογισμό των λογιστικών αποτελσμάτων των εταιριών.

Φυσικά, αυτοί οι υπολογισμοί υπάρχουν: ο υπολογισμός της κερδοφορίας μιας εταιρίας θα συνίσταται απλά στη διαίρεση του κέρδους που προκύπτει από το συνολικό επενδεδυμένο κεφάλαιο, που μπορεί ήδη να υπολογιστεί με διάφορους τρόπους (περιθώριο κέρδους, ποσοστό κέρδους καθαυτό κ.λπ.). Αλλά ένα από τα πιο πολυχρησιμοποιούμενα εργαλεία από τους ίδιους τους επενδυτές είναι το ROE (Απόδοση Ιδίων Κεφαλαίων, Return on Equity), που λαμβάνει υπόψιν στον υπολογισμό αυτό μόνο το κεφάλαιο που έχουν συνεισφέρει οι ίδιοι οι επενδυτές (“ίδια κεφάλαια”, equity). Αυτό το ποσοστό (που δεν συνυπολογίζει, μεταξύ άλλων, για παράδειγμα, το δανεισμένο κεφάλαιο) δεν έχει σκοπό να υπολογίσει ένα γενικό ποσοστό κέρδους της επιχείρησης, αλλά τον υπολογισμό μιας άμεσης απόδοσης, σκοπός της οποίας είναι απλά να επιτρέπει στους επενδυτές να ξέρουν πού να επενδύσουν. Άσχετα, όμως, από το πώς το κεφάλαιο θεωρεί την ίδια την οικονομική του κερδοφορία, αυτό καμμιά σχέση δεν έχει ούτε με το τι κάνει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο ούτε με τη χρήση του Μαρξ από μας σήμερα.

Στην επιστημονική του πτυχή, ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους έχει δεχτεί κριτική τόσο από “αστούς οικονομολόγους”, μερικές φορές μάλιστα πειστικά, ότι έχει τεθεί από τους μαρξιστές ως μια εγγύηση για το αναπόφευκτο της επανάστασης. Τα σοσιαλιστικά κράτη βρήκαν στην πολιτική οικονομία του Μαρξ τα θεμέλια μιας προλεταριακής επιστήμης, και τα έργα του Μαρξ έχουν θεωρηθεί από καιρό, στον διαλεκτικό υλισμό, τόσο αδιαμφισβήτητα όσο και οι στόχοι ενός πενταετούς πλάνου από τους προλετάριους ειδήμονες.

Παρ’ όλα αυτά, και όποια κι αν είναι η εγκυρότητα των εξισώσεων του Κεφαλαίου, αυτός ο νόμος, ή για να μιλάμε πιο αυστηρά, αυτή η τάση, όπως και οι άλλες έννοιες του Κεφαλαίου, μας επιτρέπουν να θεωρήσουμε με ορθό τρόπο τη συνολική δυναμική του καπιταλισμού μέχρι σήμερα: η αύξηση της παραγωγικότητας, την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, η τεχνολογική πρόοδος, η παγκόσμια επέκταση της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης, η ενσωμάτωση όλο και μεγαλύτερων μαζών σ’ αυτή τη σχέση και η ταυτόχρονη απόρριψή τους από αυτήν, η απόλυτη αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και η αδιάκοπη επιστροφή των κρίσεων, όλα επιβεβαιώνουν ότι η δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι ένας αγώνας ενάντια στην ίδια την δύσπνοιά του, ένας αγώνας στον οποίο εκατομμύρια προλετάριοι σαρώνονται. Αν όμως θέτει σωστά ποια είναι η φύση και η δυναμική του κεφαλαίου, είναι σαν νόμος της αναπόφευκτης τάσης προς την επανάσταση που έχει αποδείξει την αποτυχία του. Στην καλλίτερη περίπτωση, μας δίνει την διαρκή ανανέωση της ταξικής σύγκρουσης και την επιστροφή των κρίσεων, στην χειρότερη είναι η φόρμουλα της αέναης κίνησης του κεφαλαίου και τίποτα άλλο από την δική της πορεία δεν μπορεί να αποφασίσει ανάμεσα σε αυτές τις πτυχές.

Στον κόσμο, οι τάξεις είναι σε πάλη

Η στιγμή στην οποία καλούμαστε να θεωρήσουμε την πορεία του κεφαλαίου όχι πλέον σύμφωνα με τον υποτιθέμενο σκοπό της (την αναγκαιότητα της επανάστασης) αλλά την αναπαραγωγή του, και όχι μόνο ως διαδικασία αξιοποίησης και συσσώρευσης αλλά ως μιας διαδικασίας κοινωνικής αναπαραγωγής, αφού: “Συνεπώς, η διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής θεωρούμενη στη συνέχειά της, ή ως αναπαραγωγή, παράγει όχι μόνο εμπορεύματα ούτε μόνο υπεραξία· παράγει και διαιωνίζει την κοινωνική σχέση ανάμεσα στον καπιταλιστή και τον εργαζόμενο (Μαρξ, Κεφάλαιο, Τόμος Ι).3

Αυτή η αναπαραγωγή, που όπως έχει παρουσιαστεί ίσως μοιάζει πραγματικά να “γίνεται αιώνια” με την αυστηρή έννοια της μισθωτής σχέσης, πρέπει και η ίδια να θεωρηθεί ως μέρος της αντίφασης, γιατί λαμβάνει χώρα μόνο σε “υποταγή” στους νόμους της αξιοποίησης. Το προλεταριάτο αναπαράγεται επειδή το εκμεταλλεύονται και για να το εκμεταλλεύονται. Αυτό που κάνει τους προλετάριους να ζουν είναι κι αυτό που τους κρατά σε μια κατάσταη απόλυτης υποταγής σε σχέση με τα μέσα της ίδιας τους της ύπαρξης. Οι προλετάριοι “αποφασίζονται” πάντα στο άυλο “αλλαχού” της αξιοποίησης, είτε αυτή εμφανίζεται στη μορφή της αυθαιρετότητας των ιδιοκτητών του κεφαλαίου είτε με τον αδυσώπητο χαρακτήρα των οικονομικών νόμων. Αυτός είναι ο λόγος που η κατηγορία της “αναπαραγωγής” δεν θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως μια έκφραση της λίγο-πολύ ταραγμένης πορείας της καπιταλιστικής επέκτασης, αλλά ως μια κρίσιμη – και πάντα ανανεούμενη – στιγμή της ταξικής πάλης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο.

Η τάξη που είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης στο κεφάλαιο είναι σε μια πολύ ιδιαίτερη κατάσταση: κάθε τρόπος παραγωγής στηρίζεται στην εκμετάλλευση και την κυριάρχηση μιατ τάξης από μια άλλη. Αλλά στο κεφάλαιο, κυριάρχηση και εκμετάλλευση είναι τόσο στενά συνδεδεμένες που είναι μια ολόκληρη κοινωνική ομάδα που αποκλείεται από την παραγωγή και την οικονομική αναπαραγωγή της κοινωνικής ζωής. Ολόκληρη η κοινωνία είναι μια καπιταλιστική κοινωνία. Ο αγρότης του Μεσαίωνα είχε απλά να ξεφορτωθεί τους ευγενείς για να μπορεί να ξαναρχίσει μια δραστηριότητα που έμενε σχεδόν απαράλλαχτη από την Νεολιθική εποχή.

Αλλά εκεί που ο άρχοντας της φεουδαρχικης εποχής άρπαζε ένα ήδη υπάρχον προϊόν για να το απαλλοτριώσει, ο καπιταλισμός μετασχημάτισε το σύνολο της κοινωνικής δραστηριότητας σύμφωνα με την ίδια της αναπαραγωγή του, έτσι ώστε να έχει γίνει αδύνατο να οραματιστεί κανείς μια απόδραση (μια επαν-απαλλοτρίωση) ή ακόμα (όπως στην περίπτωση του παλιού εργατικού κινήματος), μια απαλλοτρίωση, μια επανάληψη της υλικής δραστηριότητας της παραγωγής της ζωής όπως αυτή υπάρχει στο κεφάλαιο σε άλλες βάσεις, πιο εξισωτικές. Για να το διατυπώσουμε με κάποιους ανεπαρκείς αλλά με νόημα ψυχολογικούς όρους: δεν μπορεί κανείς να θεωρεί πλέον ότι κάνει την επανάσταση και παραμένει ο ίδιος, ότι επιστρέφει σ’ αυτόν ή πραγματώνεται μέσω αυτού. Το να κάνει κάποιος την επανάσταση συνίσταται στην κατάργησης της ίδιας της ταυτότητάς του, στο ότι δρα αρκετά διαφορετικά απ’ ό,τι αντιδρούσε μέχρι τώρα, με έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο.

Η ταξική πάλη δεν είναι μια γενική αρχή που, όπως ο νόμος της παγκόσμιας βαρύτητας, θα εφαρμοζόταν παντού σύμφωνα με την αρχή της, διαφέροντας μόνο στην εκδήλωση, σύμφωνα με τις ιδιαίτερες συνθήκες του τόπου στον οποίο εφαρμόζεται. Στην πραγματικότητά της, υπάρχει μόνο στους διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς του τρόπου παραγωγής: η ταξική πάλη δεν υπάρχει με τον ίδιο τρόπο στις πιο εισοδηματικές [rentier] οικονομίες, σ’ αυτές στις οποίες η εξαγωγή της σχετικής υπεραξίας κυριαρχεί, ή ακόμα και σε αυταρχικά πολιτικά καθεστώτα (που μερικές φορές πειλαμβάνουν την κατηγορία του εισοδήματος, αλλά όχι πάντα).

Ότι στον ΚΤΠ η ύπαρξη όλων των τάξεων καθορίζεται από την γενική κατανομή των κεφαλαίου ανάμεσα στα διαφορετικά τμήματα της κοινωνίας (ενοίκια/πρόσοδος, κέρδη και μισθούς) και, συνεπώς, στην τελευταία περίπτωση, από τον συγκεκριμένο τρόπο απόσπασης της υπεραξίας, μας δίνει μόνο αυτό που είναι το γενικό πλαίσιο πολλαπλών ανταγωνισμών. Αν είναι σημαντικό να θέσουμε τους αγώνες σ’ αυτό το πλαίσιο (κάτι που είναι ισοδύναμο, για την κατανόηση των αγώνων, με το ρωτάμε πάντα τι κάνει το προλεταριάτο), τίποτα δεν μπορεί να γίνει κατανοητό από αυτή τη γενικότητα και μόνο. Είναι λοιπόν η ιδιαιτερότητα των αγώνων που πρέπει να κρατούν την προσοχή μας, και δεν είναι ζήτημα αναγωγής αυτής της ιδιαιτερότητας στην ταξική πάλη γενικά, αλλά σύλληψης της ιδιαιτερότητας σαν να είναι η ίδια η ταξική πάλη, και η ιδιαίτερη ύπαρξη των τάξεων.

Αλλά από την οπτική της ιδιαιτερότητας με την οποία όλοι οι αγώνες υπάρχουν (και ειδικότερα οι αγώνες αυτής της περιόδου), έχει κανείς συχνά την εντύπωση ότι το προλεταριάτο παίζει περισσότερες φορές τους δεύτερους ρόλους, ακόμα και τον κομπάρσο, παρά τους πρωταγωνιστικούς.

Η αναπαραγωγή, και ακόμα πιο πέρα

Η στιγμή της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, που είναι αυτή της επιστροφής της υπεραξίας ως επιπρόσθετο κεφάλαιο, και η ανανέωση του τετ-α-τέτ προλεταριάτου/κεφαλαίου (η αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης), είναι η αρχή της στιγμής που το κεφάλαιο συγκροτείται ως μια καπιταλιστική κοινωνία. Αυτή η “στιγμή” είναι πάντα τίποτα άλλο παρά η άμεση παρουσία του καπιταλισμού και της περίφημης αντίφασης που υπάρχει de facto μόνο μέσω των αντιθετικών τάσεών του, με άλλα λόγια της στιγμιαίας επίλυσης και απορρόφησης των ανταγωνισμών κατά την ανανέωσή τους.

Η ανανεωμένη εξαγωγή υπεραξίας μάς δίνει τη γενική αρχή της ταξικής πάλης, αλλά η τάξη των καπιταλιστών διασκεδάζει με τις γενικότητες, εξαρτάται από την ίδια να δώσει στον εαυτό της το προλεταριάτο που χρειάζεται. Συνεπώς, πρόκειται για την κατάρτιση, την εκπαίδευση, την πειθαρχία, την κοινωνική επιτήρηση, την οικογένεια και το σεξ, καθώς η εργατική δύναμη πρέπει να αναπαραχθεί, τη φυλή, καθώς η μη-ειδικευμένη εργασία πρέπει να είναι σε αντίθεση με την ειδικευμένο εργατικό δυναμικό και οι ταξικές σχέσεις ανήκειν κληρονομούνται, καταπιεστική, καθώς δεξαμενές πλεονάζουσας εργασίας είναι μια φυσιολογική συνέπεια αυτής της διαδικασίας: έχει να κάνει με την κοινωνία, την πολιτική, την ιδεολογία, το “κοινωνικό”.

Αλλά είναι επίσης η παγκόσμια σχέση των κεφαλαίων στην κυκλοφορία τους, του πάντα αμφισβητούμενου καθορισμού συγκεκριμένων παγκόσμιων ζωνών συσσώρευσης, έχει να κάνει με σύνορα και στρατούς. Αυτός είναι ο λόγος που τελικά ο καπιταλιστικός κόσμος υπάρχει μόνο διαιρεμένος σε κράτη και συγκεκριμένες κοινωνίες, και δεν μπορεί να γίνει αυτός ο ενοποιημένος κόσμος υπό την ηγεσία των μεγάλων που οι θεωρίες συνομωσίας φαντασιώνονται, στην προσπάθεια να διαχωρίσουν το κεφάλαιο από την κοινωνία προσπαθώντας να σώσουν την μία από το άλλο (και συχνά για να προβάλλουν απέναντι σε έναν συγκεκριμένο καπιταλιστή μια ανταγωνιστική φιγούρα, με σκοπό να διασώσουν το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση). Ο εφιάλτης της παγκόσμιας δικτατορίας του κεφαλαίου είναι αυτό που ζούμε τώρα και είναι απόλυτα συνεκτικός, από τους διεθνείς θεσμούς μέχρι τις διακρατικές σχέσεις και τις άμεσες κοινωνικές σχέσεις.

Αυτή η στιγμή, λοιπόν, της αναπαραγωγής υπάρχει μόνο ως ταξικός ανταγωνισμός, και οι αναγκαιότητες της αξιοποίησης ως ένας περιορισμός στο προλεταριάτο και την κοινωνία ως σύνολο. Στη στιγμή που βρισκόμαστε τώρα, αυτό δεν σημαίνει μόνο πέταγμα μαζών αλλά την επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών με την αφαίρεση οποιουδήποτε εμποδίου στην ρευστότητα της σχέσης ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζόμενους, το τέλος του Κράτους πρόνοιας και την αντικατάστασή του από ένα Κράτος που δεν προσποιείται πλέον ότι δημιουργεί κοινωνικές σχέσεις αλλά θέλει μόνο να διαχειριστεί τις υπάρχουσες σχέσεις, αλλά και την ασφαλή έως και πολεμική διαχείριση των περισσευούμενων, κ.λπ. Δεν είναι εδώ το σημείο για να προσπαθήσουμε να την περιγράψουμε πλήρως, αλλά η αναπαραγωγή του κεφαλαίου υπάρχει κάθε φορά μόνο ως μια συγκεκριμένη κατάσταση.

Το να κοιτάξουμε όμως σοβαρά αυτή την συγκρουσιακή στιγμή της αναπαραγωγής σημαίνει επίσης να παραδεχτούμε ευθύς εξ αρχής ότι οι τάξεις του κεφαλαίου και τα άτομα που τις συνθετουν, ενεργούν σύμφωνα με αυτό που η κοινωνική τους ύπαρξη τους επιβάλλει, ή σύμφωνα με αυτό που τα ίδια υποθέτουν ότι είναι η ύπαρξή τους. Ας είμαστε σαφείς: ούτε η καπιταλιστική τάξη, ούτε το προλεταριάτο ούτε η μεσαία τάξη αποτελούνται από ρομπότ που θα είχαν το κεφάλαιο ως συλλογική τεχνητή νοημοσύνη. Ωστόσο εάν, όπως ισχυριζόμαστε, το κεφάλαιο αναπαράγεται συνεχώς ως καπιταλιστική κοινωνία, δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητο από την κοινωνική ύπαρξη των υποκειμένων που το συνθέτουν. Είμαστε όλοι παγιδευμένοι στην αυτο-προϋπόθεση του κεφαλαίου. Από αυτή την άποψη δεν είναι ζήτημα του αν “οι άνθρωποι δεν πιστεύουν σ’ αυτό” ή, αντίθετα, “πιστεύουν σ’ αυτό”, αλλά της αναγκαιότητας, στην οποία ο καθένας μας βρίσκει τον εαυτό του, να βγάλει τα προς το ζην, κάτω από τις συνθήκες στις οποίες ζει, στις οποίες έχει παραχθεί ως υποκείμενο αυτής της κοινωνίας. Οι αγώνες που προκαλούνται, λοιπόν, από την αναπαραγωγή του κεφαλαίου έχουν τουλάχιστον ως πρωταρχικό σκοπό την αναπαραγωγή του κεφαλαίου και των τάξεων που το συνθέτουν. Είναι αυτή η αναπαραγωγή που είναι πάντα συγκρουσιακή, γιατί γίνεται ενάντια σ’αυτό που είμαστε κοινωνικά όντας αυτό που είμαστε κοινωνικά.

Να υπερασπίζεσαι τα συμφέροντα της τάξης σημαίνει επίσης να υπερασπίζεσαι αυτό που τη συγκροτεί ως τάξη, δηλαδή την εκμετάλλευση. Έτσι, στο όνομα του ταξικού συμφέροντος, οι εργάτες της Fiat υπογράφουν ανταγωνιστικές συμβάσεις και συμφωνούν να εργάζονται περισσότερο και να πληρώνονται λιγότερο για να κρατήσουν τις δουλειές τους. Μια επαναστατική κατάσταση θα ήταν μια κατάσταση η οποία ξεφεύγοντας από τους αγώνες γύρω από την αναπαραγωγή, θα έβαζε ευθέως τον στόχο της κατάργησης των τάξεων και του κεφαλαίου, πρακτικά τερματίζοντάς τα.

Θέτουμε την άποψη ότι μόνο το προλεταριάτο μπορεί να επέμβει σ’ αυτό το “τέλμα” και να οδηγήσει σε ένα τέλος αυτή τη σύγκρουση, επειδή μόνο το προλεταριάτο μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση την ύπαρξή του εντός του κεφαλαίου. Μόνο το προλεταριάτο μπορεί να στρέψει τη δράση του ενάντια στην αναπαραγωγή της ταξικής σχέσης και όχι μόνο για μια καλλίτερη κατανομή του εισοδήματος, όπως η μεσαία τάξη ή ένα τμήμα της τάξης των καπιταλιστών (η μια επειδή πρέπει να συνεχίσει να απαλλοτριώνει ένα μερίδιο της αξίας, η άλλη επειδή είναι αναγκαίο η υπεραξία να πραγμοποιείται). Η αντίφαση, αν υπάρχει, έγκειται όχι τόσο στην πτώση των ποσοστών κέρδους καθαυτήν όσο στο γεγονός ότι αυτή η τάση, που οδηγεί στην αποβολή μαζών προλεταρίων προς τα περιθώρια αθλιότητας αυτής της σχέσης, ή στην διαρκώς πιο συγκρουσιακή ενσωμάτωσή τους, τους συλλαμβάνει πάντα ως προλετάριους και κάνοντας αυτό τους θέτει ενώπιον της ίδιας της ταξικής τους ύπαρξης, ενσαρκωμένης στο κεφάλαιο. Στη στιγμή της αναπαραγωγής εμπεριέχεται πάντα και η στιγμή της αδυνατότητας του προλεταριάτου. Αλλά αυτή η θεωρητική αλήθεια υπάρχει πάντα ιστορικά, όχι στην καθαρή σχέση κατά πρόσωπο αντιπαράθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο, αλλά στην σχέση όλων των τάξεων μεταξύ τους.

Στους πραγματικούς αγώνες, όπως ξεδιπλώνονται σήμερα, εκεί που το προλεταριάτο απωθείται στο περιθώριο του καπιταλιστικού κόσμου, η διαταξικότητα είναι αναπόφευκτη. Το βάρος ιδιαίτερα της μεσαίας τάξης, σε αγώνες που ξεσπούν στη στιγμή της αναπαραγωγής και έχουν ως αποτελεσματικό διακύβευμα την αναδιανομή, είναι τότε καθοριστικό. Οι τωρινοί αγώνες είναι πολύ συχνά διαταξικοί τόσο στην ανάπτυξή τους όσο και στα διακυβεύματα και πρέπει να αναλυθούν ως τέτοιοι.

Και πραγματικά, αν το προλεταριάτο είναι παρόν σ’ αυτούς τους διαταξικούς αγώνες, είναι επειδή το ίδιο είναι απλά μια τάξη αυτού του τρόπου παραγωγής, και υπάρχει ως τέτοια: η πραγματικότητα του κατακερματισμού του προλεταριάτου. Αυτός είναι ο λόγος που κάποιοι προλετάριοι βλέπουν την αναπαραγωγή τους εξασφαλισμένη με έναν σχετικά σταθερό, αν και απειλούμενο, ακόμα, τρόπο, ενώ ένα άλλο μέρος είναι περιθωριοποιημένο και συχνά κρατιέται μακριά από τους αγώνες. Η αρμονία αυτών των δύο τρόπων ύπαρξης του προλεταριάτου σημαίνει ότι η μόνη φωνή που τώρα ακούγεται πολιτικά είναι αυτή της μεσαίας τάξης. Αυτή [η μεσαία τάξη] είναι που, στη συγκρουσιακή στιγμή της συνολικής αναπαραγωγής, πραγματοποιεί τη σύνθεση όλων των διεκδικήσεων που είναι δυνατόν να διατυπωθούν (κάτι που δεν σημαίνει ότι αυτές είναι και πραγματοποιήσιμες), καθώς τίποτα σήμερα δεν μπορεί να μας κάνει να θεωρήσουμε ως εφικτή την κατάργηση του κεφαλαίου. Αυτό συμβαίνει επειδή το προλεταριάτο βλέπει τον ίδιο τον εαυτό του ως μια τάξη του κεφαλαίου που δεν μπορεί πλέον να διαμορφώσει την κατάργηση του κεφαλαίου ως το πρόγραμμά του, και συνεπώς είναι υποχρεωμένο να μιλά τη γλώσσα της βιώσιμης αναπαραγωγής των ταξικών σχέσεων, της ανακατανομής του πλούτου, της κοινωνικής δικαιοσύνης, του αγώνα ενάντια στη φτώχεια, και να βρίσκει τον εαυτό του εμβαπτισμένο στις διάφορες λαϊκιστικές εκφράσεις, δεξιές και αριστερές, της ταξικής σύγκρουσης.

Στον δρόμο προς το παρόν

Σ’ αυτή την κατάσταση κανείς δεν μπορεί να δώσει οδηγίες στο προλεταριάτο ή να το οργανώσει σε ένα ενιαίο ταξικό μέτωπο: είναι το τέλος της παλιάς διαλεκτικής, η τάξη διεαυτήν δεν δίνεται σαν “υδατογράφημα/αμυδρή σφραγίδα” πίσω από την τάξη καθεαυτήν, που είναι μόνο η πραγματικά υπάρχουσα τάξη. Το ερώτημα του τι μπορεί να γίνει συνήθως βρίσκει μια άμεση απάντηση σε αυτό που ήδη κάνουμε: αν δεν κάνουμε τίποτα άλλο από αυτό που κάνουμε ήδη, συνήθως υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος γι’ αυτό. Ως κομμουνιστές, μας ενδιαφέρει μόνο αυτό που υπάρχει, και από το υπάρχον δεν λείπει τίποτα, ούτε από το προλεταριάτο λείπει κάτι για να κάνει την επανάσταση. Δεν είναι η λιποταξία της αριστεράς ή των κομμουνιστών που έχει προκαλέσει τον κατακερματισμό της τάξης ή που εμποδίζει το προλεταριάτο να βρει τη δική του πολιτική γλώσσα, αλλά μάλλον η πραγματική ταξική του ύπαρξη στον καπιταλισμό, το μόνο πράγμα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.

Από την άλλη πλευρά, είναι σ’ αυτό που γίνεται ήδη τώρα, και όχι στα μεγάλα ουτοπικά σχέδια της ταξικής ανασυγκρότησης όπως θα έπρεπε (ανασυγκρότησης που πιθανόν δεν συνέβη ποτέ, ούτε το 1917), που μπορούμε να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας: στις (σπάνιες) στιγμές των εργατικών αγώνων στους οποίους οι ταξικές σχέσεις επιβεβαιώνεται ότι δεν μπορούν να υποστηριχτούν, στους αγώνες των γυναικών που αμφισβητούν τον ρόλο τους ως γυναίκες, στους αγώνες όσων υφίστανται φυλετικές διακρίσεις (γνωρίζοντας επίσης ότι όλοι αυτοί οι αγώνες αναμιγνύονται, αποτελώντας επίσης μια σύγκρουση εντός της τάξης) και γενικότερα σε ό,τι δεν είναι άμεσα ενσωματώσιμο στον λόγο μιας συνολικά αρμονικής κοινωνικής αναπαραγωγής, και έρχεται να επιλυθεί σ’ αυτόν τον λόγο [ce qui n’est pas directement intégrable au discours d’une harmonieuse reproduction sociale d’ensemble, et vient trancher sur ce discours].

Για να δώσουμε απλά ένα παράδειγμα, το ζήτημα της πάλης ενάντια στην αστυνομική βία στις εργατικές γειτονιές εγείρει γραμμές σύγκρουσης που σε καμμιά περίπτωση δεν προϋποθέτουν την κρίσιμη ανάπτυξη αυτών των αγώνων αλλά τους θέτεις εντός των ορίων του ασυμφιλίωτου. Φυσικά, είναι πάντα δυνατόν να βγάλει κανείς έναν λόγο με το θέμα “η δημοκρατική αστυνομία πρέπει να είναι στην υπηρεσία μας”, και αυτοί οι αγώνες, στον βαθμό που είναι τέτοιοι, μπορεί συχνά να χρησιμοποιούν αυτή τη γλώσσα, εκτός κι αν κανείς γυρίσει την πλάτη σε κάθε διάλογο και περιφρουρεί τους δρόμους με όπλα, όπως έκαναν οι Μαύροι Πάνθηρες, με τις συνέπειες που μπορεί κανείς να φανταστεί.

Ένας τρόπος πο οι αγώνες μπορούν να διατηρήσουν αυτή την ένταση χωρίς να χάσουν τίποτα στην πορεία είναι να διεκδικούν τουλάχιστον δικαιοσύνη (ή ακόμα και μια δίκαιη απόφαση, καθώς η ατιμωρησία είναι ο κανόνας) σε συγκεκριμένες περιπτώσεις δολοφονιών από την αστυνομία, που επιτρέπει να διατηρηθεί ένας επιθετικός λόγος “τοπικοποιημένος” και όχι γενικός, εξ ου και η σημασία που αποκτούν ομάδες “Δικαιοσύνη για…”. Είναι αυτές οι εντάσεις και η εξέλιξή τους που θα πρέπει να παρατηρήσουμε προσεκτικά, αν και η λογική της αντιπροσώπευσης σημαίνει ότι στο τέλος της ημέρας μόνο ο “προοδευτικός” λόγος μπορεί να ακουστεί. Πραγματικά, είναι αδύνατον να κρατήσει κανείς έναν δημόσιο λόγο από μια θέση αποκλεισμού από το “δημόσιο”: κάθε προλετάρια (και κάθε γυναίκα) έχει βιώσει την ανασύσταση του εαυτού της για να μπορεί να συμμορφώνεται με τις γενικές απαιτήσεις της κοινωνίας· και είναι ακόμα και ένας ορισμός του προλεταριάτου ότι υπάρχει μόνο για να χρησιμοποιείται από τους άλλους. Τελικά, είτε είναι νέοι της “του 93” [jeunes du 93] είτε εργάτες στα κλωστοϋφαντουργεία της Βιρμανίας, οι προλετάριοι δεν έχουν ποτέ τον λόγο.

Και αυτή είναι ίσως η πηγή των αβεβαιοτήτων μας και ένα είδος επαναστατικής θλίψης: μετά από δύο αιώνες εργατικού κινήματος που είχε νοηθεί ως ένας πόλεμος ενάντια στον παλιό κόσμο, το προλεταριάτο είναι στην κατάσταση να είναι ορατό μόνο αυτό που είναι στον κόσμο του κεφαλαίου, χωρίς κατάσταση αυτή υπαγωγής να συνεπάγεται μια αντιστροφή με κάποιο μαγικό διαλεκτικό τέχνασμα. Η ταξική πάλη ακολουθεί την αβέβαιη πορεία της σε έναν κόσμο ερημωμένο από το κεφάλαιο, και είναι μια υλική διαδικασία την οποία κανένα στοιχείο λογικής ή ανθρωπιάς, δηλαδή τίποτα εξωτερικό ως προς τους ίδιους τους αγώνες, δεν μπορεί να επηρεάσει. Στην κατάσταση αυτή, η θεωρία, που για πολύ καιρό έχει παίξει για τους μαρξιστές τον ρόλο ενός ιστορικού υπερεγώ, ξαναπαίρνει τη θέση της, που είναι αυτή μιας κατανόησης της διαδικασίας της ταξικής πάλης που είναι ο καπιταλισμός και παράγεται σ’ αυτή τη διαδικασία. Αν η θεωρία μπορεί με την σειρά της να γίνει “υλική δύναμη” και να “καταλάβει τις μάζες”, αυτό μπορεί να γίνει μόνο κάτω από πολύ συγκεκριμένες συνθήκες, που οφείλονται στην ίδια τη διαδικασία, και κάνουν, με άλλα λόγια, τις “μάζες” να κατανοούν την ίδια τη δραστηριότητά τους όταν αυτή γίνεται επαναστατική δραστηριότητα, και όχι σε κάποια εσωτερική “αρετή” της θεωρίας όπως την εφαρμόζουμε εδώ. Είναι μάλλον οι μάζες που πρέπει να αδράξουν τη θεωρία, όσο δρουν μ’ αυτόν τον τρόπο, παρά το αντίστροφο. Είναι επίσης μ’ αυτή την έννοια που το τέλος της θεωρίας είναι και το τέλος του αντικειμένου της. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, απέχουμε πολύ από αυτό.

Η ανάπτυξη της υλικής αντίφασης του κεφαλαίου και η ανανέωση των ανταγωνισμών που σταθερά παράγει είναι η μόνη ευδιάκριτη δυναμική του καπιταλιστικού κοινωνικού συνόλου. Ως κομμουνιστές, μπορούμε να πάρουμε το μέρος του προλεταριάτου, όταν εμφανίζεται με την “κακή του όψη”, αυτήν που τείνει να αρνηθεί την ίδια την ύπαρξή του, αλλά οδηγούμαστε επίσης να δούμε ότι άγεται από εθνικιστική, ρατσιστική ή ρεφορμιστική λογική, παραμένοντας πάντα προλεταριάτο. Εν τω μεταξύ, συχνά υπερασπιζόμαστε την αρνητικότητα καθαυτή, και δεν μπορούμε παρά να ανακαλέσουμε σε τι βασίζεται η καπιταλιστική κοινωνία, δηλαδή την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και την εκτόπιση των προλεταρίων από κάθε εξουσία πάνω στην ίδια την ύπαρξή τους.

Αλλά, και όχι πλέον ως κομμουνιστές αλλά ως οποιοσδήποτε άλλος, πολύ δύσκολα μπορούμε να επηρεάσουμε προς το παρόν την πορεία πραγμάτων πέρα από μας, που μας παρασέρνουν, ακόμα κι αν παλεύουμε μέσα στη γενική κίνηση, για την οποία δεν ξέρουμε ακριβώς που θα οδηγήσει. Αυτό είναι ένα πολύ σκληρό μάθημα μετριοφροσύνης για οποιονδήποτε θέλει να μιλά για επανάσταση, αλλά και μια δέσμευση να αποφύγουμε τις λυρικότητες και τις μεγάλες διακηρύξεις, να στραφούμε μακριά από ορίζοντες πολύ μακριά μας και να εστιάσουμε στην παροντική στιγμή, που μας αφορά απόλυτα.

AC

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2017/11/23/principe-dincertitude-lutte-des-classes-et-theorie.

2 Στμ. Εξαιρετικά βαθιά και στοχαστική συμύκνωση της ουσίας της ταξικής πάλης σήμερα. Εδώ πρέπει να δούμε τον πυρήνα της θέσης ότι το περιεχόμενο της επανάστασης σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι το σταμάτημα της αναπαραγωγής μας ως προλεταριάτο, η αυτοκατάργηση της τάξης.

3 Στμ. έχει ειπωθεί και ως ότι αυτό που παράγει το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση είναι το προλεταριάτο.

Καταλωνία: Παρελθόν και Μέλλον1

Luke Stobart

Καθώς η Καταλωνία ετοιμάζεται να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της, εξετάζουμε την ιστορία και την πολιτική πίσω από το κίνημα ανεξαρτησίας της

Η μάχη σχετικά με το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της 1ης Οκτωβρίου – που διοργανώθηκε από το καταλανικό Κοινοβούλιο αλλά απαγορεύτηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας – έχει γίνει μια από τις πιο δραματικές εξελίξεις στην Ευρώπη εδώ και χρόνια.

Ως αποτέλεσμα των επιθέσεων στα εκλογικά τμήματα που είχαν καταληφθεί από πολίτες ώστε να εξασφαλιστεί η διεξαγωγή των εκλογών, σχεδόν 900 άτομα τραυματίστηκαν από την αστυνομία – συμπεριλαμβανομένων πολλών ηλικιωμένων και ενός ατόμου που παρά λίγο να έχανε το μάτι του μετά από χτύπημα με απαγορευμένη πλαστική σφαίρα. Στην Καταλωνία η βία οδήγησε σε μια μαζική συμμετοχή σε μια γενική απεργία δυο μέρες αργότερα που πέτυχε να σταματήσει το μεγαλύτερο κομμάτι των ΜΜΜ, της αγροτικής παραγωγής, των λιμανιών, των μικρομάγαζων και του δημόσιου τομέα – αν και στην περίπτωση του τελευταίου βοήθησε και το γεγονός ότι η καταλανική κυβέρνηση επιδότησε το χαμένο μεροκάματο. Αυτή ήταν μια πολιτική απεργία του τύπου που δεν είχαμε ξαναδεί από την περίοδο των αγώνων ενάντια στην δικτατορία του στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο.

Το ίδιο βράδυ της απεργίας, ο βασιλιάς της Ισπανίας, Φίλιππος ο 6ος, εμφανίστηκε στις τηλεοπτικές οθόνες σε πανεθνική εκπομπή χωρίς να πει την παραμικρή κουβέντα για τα θύματα και χωρίς να αναγνωρίζει την παραμικρή αίσθηση πικρίας απο την πλευρά των Καταλανών. Αντίθετα, ο νέος μονάρχης, ο οποίος από την παραίτηση του πατέρα του Κάρλος από τον θρόνο το 2014 έχει προσπαθήσει να φτιάξει μια εικόνα ανοιχτότητας στον διάλογο, καταδίκασε την καταλανική κυβέρνηση (Generalitat) ότι έθεσε εαυτόν “εκτός νόμου”. Υποσχέθηκε την εφαρμογή του νόμου και ότι η Καταλωνία θα παραμείνει στην Ισπανία. Με την καταλανική κυβέρνηση να αναμένεται να προχωρήσει σε μια μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας (Unilateral Declaration of Independence, DUI) μέσα στις επόμενες λίγες μέρες, είναι πιθανόν ότι ο λόγος αυτός σκόπευε να προετοιμάσει το έδαφος για μια καινούρια επίθεση και κλιμάκωση.

Η σταδιακή κλιμάκωση προς τις συγκρούσεις της 1ης Οκτώβρη ήταν επίσης σοκαριστική. Η αστυνομία συνέλαβε κυβερνητικούς αξιωματούχους και τους κράτησε για όλη τη νύχτα, κατάσχεσε ψηφοδέλτια και υλικά για το δημοψήφισμα, επέδραμε σε τυπογραφεία και εφημερίδες, πήρε τον έλεγχο κέντρων επικοινωνιών και ιστότοπων (οι οποίοι ξανάνοιξαν από χάκερς από ολόκληρη την Ισπανία) και “επιτηρούσε/φύλαγε” τις κατασχεμένες κάλπες. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας συμφώνησε ακόμα και να δικάσει τους ηγέτες του κινήματος υπέρ της ανεξαρτησίας – και τον αρχηγό της καταλανικής αστυνομίας – για “ανταρσία”, απείλησε με την σύλληψη πάνω από 700 Καταλανών δημάρχων και επέβαλλε βαριά πρόστιμα στα μέλη της διορισμένης από την Generalitat επιτροπής διεξαγωγής του δημοψηφίσματος ώστε να εκβιάσει την διάλυσή της.

Ένα ριζοσπαστικοποιούμενο κίνημα

Παρ’ όλα αυτά, η πιο σοβαρή εξέλιξη είναι ένα μερικό πραξικόπημα ενάντια στο αυτοδιοίκητο της Καταλωνίας. Η Μαδρίτη κατακρατά “επ’ αόριστον” τη γενική χρηματοδότηση που στέλνει στην καταλανική κυβέρνηση για τις υπηρεσίες που διαχειρίζεται, συμπεριλαμβανομένων της υγείας και της εκπαίδευσης, και προσπάθησε να αποκτήσει μέσω ενός διοικητή της παραστρατιωτικής Εθνοφρουράς [Civil Guard], τον έλεγχο της καταλανικής αστυνομίας, των “Mossos”, η οποία αντιστάθηκε – κάτι που έκανε ακόμα πιο δύσκολη την κατάπνιξη της πολιτικής ανυπακοής που αναπτύχθηκε/εκφράστηκε στη διάρκεια του δημοψηφίσματος.

Η Ισπανία είναι ένα σχετικά αποκεντρωμένο κράτος και παρά την ισχυρή λαϊκή πρόσδεση στην “αυτονομία” στην Καταλωνία, αυτή μπορεί τώρα να σβηστεί στην συγκεκριμένη περιοχή. Το κόμμα των Ciudadanos απαιτεί τη λήψη μέτρων για την ανάληψη του ελέγχου της αστυνομίας και την κατάλυση της εξουσίας των καταλανικών θεσμών, κάτι που θεωρείται ως μια λύση και από το κεντροαριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE) — το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στην Ισπανία.

Πολύς κόσμος, συμπεριλαμβανομένων πολλών που είναι αδιάφοροι ως προς την ανεξαρτησία, βλέπουν το εξελισσόμενο πραξικόπημα και τις επιθέσεις ως ανυπόφορες/απαράδεκτες. Στη διάρκεια της απεργίας ενάντια στην αστυνομική καταστολή στις 3 Οκτώβρη, σημαντικός αριθμός ανθρώπων φορούσαν ισπανικές σημαίες – δείχνοντας την αντίθεσή τους στην ανεξαρτησία – καλυμμένες ταυτόχρονα με μηνύματα απέχθειας απέναντι στην αντιδημοκρατική καταστολή. Μαζικές περιφρουρήσεις και πράξεις κατάληψης και υπεράσπισης των εκλογικών τμημάτων – καθοδηγούμενων από τις Επιτροπές Υπεράσπισης του Δημοψηφίσματος – έφεραν σε επαφή μετριοπαθείς καταλανούς εθνικιστές και ριζοσπάστες, συμπεριλαμβανομένων αρκετών αναρχικών που τείνουν να αντιμετωπίζουν κάθε “εθνικισμό” ως αντιδραστικό.

Όσοι έχουν μεγαλύτερη τριβή με την οργάνωση από τα κάτω ενάντια στην κρατική καταστολή, όπως τα μέλη του αντικαπιταλιστικού και αυτονομιστικού κόμματος Candidatura d’Unitat Popular (CUP), όλο και περισσότερο καθορίζουν την ατζέντα των διαμαρτυριών και κερδίζουν τον σεβασμό των άλλων. Η διαμαρτυρία που περιγράφηκε από το BBC ως μια “αντιμπατσική απεργία” καλέστηκε αρχικά από μαχητικά συνδικάτα (συμπεριλαμβανομένων του αυτονομιστικού συνδικάτου των λιμενεργατών IAC, και της αναρχοσυνδικαλιστικής CGT) βασισμένη στον υπολογισμό ότι και στα μεγαλύτερα συνδικάτα που πιθανόν αισθάνονται επίσης την καταστολή και αντιδρούν σ’ αυτήν, η υποστήριξη από τα μέλη τους ήταν πολύ διαδεδομέμνη για να μην εκφραστεί. Αυτός ο υπολογισμός αποδείχτηκε σωστός, έστω και αν οι ηγέτες των συνδικάτων αυτών και του μετριοπαθούς εθνικού κινήματος προσπάθησαν (και απέτυχαν) να στρέψουν την απεργία σε μικρότερες συμβολικές “διακοπές”.

Τα κλιμακούμενα γεγονότα φέρνουν πίσω δραματικές ιστορικές μνήμες. Στη δεκαετία του 1970, έγιναν μεγάλες καταλήψεις και διαδηλώσεις για την ανάκτηση της καταλανικής αυτονομίας. Προηγουμένως, η καταλανική κυβέρνηση είχε ανατραπεί με τη βία: από τον Φράνκο το 1939 αλλά και ως απάντηση στην ανακήρυξη της κρατικής της υπόστασης το 1934, και πολύ νωρίτερα, μετά από μια αιματηρή στρατιωτικής πολιορκία της Βαρκελώνης (που τελείωσε το 1714). Μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι τις τελευταίες λίγες εβδομάδες η Μαδρίτη έχει εφαρμόσει μια κατάσταση εξαίρεσης, που επίσης ανακαλεί μια αυταρχική ιστορία, έστω και αν η χώρα υποτίθεται ότι είναι πλέον μια εδραιωμένη “δημοκρατία” (καθώς και μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο).

Εξίσου σημαντική με την κατασταλτική επίθεση είναι και το μαζικό κίνημα που αντιστέκεται σ’ αυτήν. Την ημέρα του δημοψηφίσματος, το κίνημα απώθησε – σε κάποιες περιοχές με τη βοήθεια των πυροσβεστών – βαριά οπλισμένες δυνάμεις των ισπανικών ΜΑΤ χρησιμοποιώντας ως μέσο την ειρηνική αλλά αποφασιστική πολιτική ανυπακοή. Από τη στιγμή των πρώτων συλλήψεων στις 20 Σεπτεμβρίου, φοιτητές και τελειόφοιτοι του Λυκείου είναι σε μια “διαρκή” απεργία, ενώ συλλογικές διαμαρτυρίες με το παραδοσιακό χτύπημα κατσαρολικών γίνονται κάθε βράδυ στις γειτονιές.

Όπως έχει ταυτοποιηθεί από τον μαρξιστή από τη Βαρκελώνη Josep Maria Antentas και, από την άλλη πλευρά του πολιτικού χάσματος, τον σχολιαστή της La Vanguardia Enric Juliana, η καταλανική εξέγερση αλλάζει γρήγορα. Το κίνημα για την εθνική “κυριαρχία” πραγματοποιεί πορείες με ένα εκατομμύριο άτομα κάθε Σεπτέμβρη (την ημέρα της εθνικής επετείου της Καταλωνίας, της la Diada). Αυτά ήταν ειρηνικά, πειθαρχημένα, οπτικά ισχυρά και εντυπωσιακά εκτελεσμένα γεγονότα – για παράδειγμα, με διαδηλωτές να σχηματίζουν μια ανθρώπινη αλυσίδα κατά μήκος και των 400 χιλιομέτρων που διασχίζουν την επίσημη καταλανική επικράτεια. Παρ’ όλα αυτά, οι διαμαρτυρίες αυτές ήταν επίσης “στημένες”, επικεντρωμένες στα ΜΜΕ και αποτελούσαν εθνικιστικές εκδηλώσεις πο παρουσίαζαν πολύ μικρή απειλή για το status quo.

Η βασική οργανωτική δύναμη – η Καταλανική Εθνική Συνέλευση (ANC) που δημιουργήθηκε τον Μάρτιο του 2012 — υιοθέτησε μια πλουραλιστική προσέγγιση σχεδόν αποκλειστικά περιορισμένη στην απόκτηση της κρατικής υπόστασης [statehood]. Δεν αγκάλιασε καμμιά σημαντική εκστρατεία για την εισαγωγή μιας συντακτικής διαδικασίας εντός της διαδικασίας τς ανεξαρτησίας (ώστε να φέρει μια “δημοκρατία του 99%” μέσω μιας μαζικής συμμετοχικής διαδικασίας που θα συμπεριελάμβανε κοινωνικά κινήματα όπως το εντυπωσιακό κίνημα για την στέγαση PAH). Όσο εντυπωσιακές και αν ήταν οι διαμαρτυρίες υπέρ της ανεξαρτησίας, το κίνημα κατέληγε να κινητοποιεί πολύ μικρά τμήματα από τα φτωχότερα στρώματα κοινωνίας (σε αντίθεση με το Podemos και τους καινούριους δημοτικούς συνδυασμούς/συνασπισμούς).

Όμως, καθώς η καταστολή ανέβαινε στην πορεία προς το δημοψήφισμα – ιδιαίτερα μετά τις συλλήψεις της 20ης Σεπτεμβρίου – το κίνημα άρχισε να γίνεται λιγότερο συγκρατημένο και περισσότερο δυναμικό. Εκείνη την ημέρα, ξέσπασε μια αυθόρμητη εξέγερση, που περιελάμβανε πολιτική ανυπακοή στη Βαρκελώνη και βιομηχανικές πόλεις γύρω από αυτήν, που εμπόδισαν την αστυνομία να επιδράμει σε κτίρια (ανάμεσα στα οποία και τα κεντρικά γραφεία του CUP). Μέχρι το απόγευμα οι διαμαρτυρίες είχαν πάρει τη μορφή των γεγονότων που τελευταία φορά είχε δει κανείς στη διάρκεια των καταλήψεων των πλατειών από τους indignados (Αγανακτισμένους) το 2011, και τις μαζικές πορείες ενάντια στον πόλεμο [του Ιράκ] μια δεκαετία πριν. Οι διαμαρτυρίες είναι φανερό ότι αναπτύσσονται από τα κάτω και συμμετέχει σ’ αυτές όλο και περισσότερο η εργατική τάξη – όπως φάνηκε ακόμα πιο καθαρά στην απεργία της Τρίτης, 3 Οκτωβρίου.

Η Juliana — που αντιτίθεται στην ανεξαρτησία λέει ότι μετά τις διαμαρτυρίες της 20ης Σεπτέμβρη το νέο “κύμα αγανάκτησης” [indignación]…πάει πέρα από τα κοινωνικά όρια της αυτονομιστικής πολιτικής” και “θολώνει κάποια συναισθηματικά σύνορα ανάμεσα σε όσους είναι υπέρ και κατά της ανεξαρτησίας”, υπονοώντας ότι αυτή η τάση θα μπορούσε να βαθύνει αν η άγρια καταστολή συνεχιστεί.

Αυτό μοιάζει να επιβεβαιώνεται από τις απεργίες στους χώρους δουλειάς, τις κινητοποιήσεις που καθοηγούνται από τις Εππιτροπές Υπεράσπισης του Δημοψηφίσματος (CDR), που συμπεριλαμβάνουν αρκετούς non-independentistas, και το χτύπημα των κατσαρολικών σε γειτονιές που τείνουν να ψηφίζουν “φιλο-ισπανικά” κόμματα. Δεν θα πρέπει όμως να υπερβάλλουμε σχετικά με τη μετατόπιση αυτή. Στην Carmel, μια φτωχογειτονιά της Βαρκελώνης όπου κατοικούν κυρίως οικογένειες Ισπανών και μη-Ισπανών μεταναστών, η συμμετοχή στο δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου ήταν μόνο 10%. Υπάρχουν ακόμα πολλοί εργαζόμενοι – ιδιαίτερα στην πρώην βιομηχανική “κόκκινη ζώνη” της Βαρκελώνης – που αισθάνονται ότι η ανεξαρτησία απλά θα ενισχύσει την τοπική αστική τάξη ή, στην καλλίτερη περίπτωση, δεν θα βελτιώσει παρά ελάχιστα τις ζωές τους. Παρ’ όλα αυτά ριζοσπάστες ακτιβιστές έχουν δίκιο περιγράφοντας πώς η καταστολή έχει οδηγήσει σε μια αυξανόμενη επαναχάραξη των οριακών γραμμών γύρω από την υπεράσπιση της δημοκρατίας ενάντια στην αυταρχική διακυβέρνηση μάλλον παρά γύρω από τον πιο αμφιλεγόμενο εθνοτικό διαχωρισμό.

Περαιτέρω ενδείξεις για τον μετασχηματισμό του κινήματος προέρχεται εκτός Καταλωνίας. Η χώρα των Βάσκων είναι άλλο ένα ιστορικό έθνος εντός του ισπανικού κράτους, στην οποία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 τα κινήματα, τα κόμματα και τα ΜΜΕ υπέρ της ανεξαρτησίας είχαν ποινικοποιηθεί και κατασταλεί (με τη βοήθεια του ότι θεωρούνταν ως συνδεόμενα με την ένοπλη πάλη της Βασκικής αυτονομιστικής οργάνωσης ΕΤΑ). Στην περιοχή, αρκετές χιλιάδες διαδήλωσαν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς το δικαίωμα των Καταλανών να αποφασίσουν σε δυο περιστάσεις. Υπάρχει προβληματισμός σχετικά με το κατά πόσον το κυβερνών δεξιό Βασκικό Εθνικιστικό Κόμμα (BNP) μπορεί να συνεχίσει να παρέχει κοινοβουλευτική στήριξη στην κυβέρνηση μειοψηφίας του Ραχόι, κάτι που θα μπορούσε ακόμα και να αποτρέψει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης από τον τελευταίο.

Πολίτες στο μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Ισπανίας τείνουν να είναι εχθρικοί απέναντι στις εθνικές απαιτήσεις των Καταλανών. Μερικοί συντηρητικοί ψηφοφόροι κινητοποιούνται πίσω από την καμπάνια “υπεράσπιση της Ισπανίας” του Ραχόι, όπως μαρτυρούν οι εθνικιστικές διαμαρτυρίες αυτού του Σαββατοκύριακου (για τις οποίες αρκετοί συμμετέχοντες έφτασαν με λεωφορεία από περιοχές εκτός Καταλωνίας). Παρ’ όλα αυτά, αν η κυβέρνηση της Μαδρίτης υπέθεσε ότι απλά θα κέρδιζε δημοφιλία με την επίθεσή της, ίσως έχει εκτιμήσει λάθος τη διάθεση της χώρας. Διαφορετικές εκθέσεις αναφέρουν ότι η εικόνα της αστυνομίας να κατάσχει κάλπες και ψηφοδέλτια στα μούτρα ενόψει τοπικών διαμαρτυριών έτυχε φτωχής αποδοχής από αρκετούς Ισπανούς. Επιπλέον, ο κρατικός μηχανισμός έβαλε το πρώτο από αρκετά “αυτογκόλ” όταν απαγόρευσε εκτός Καταλωνίας τις συγκεντρώσεις υποστήριξης της καταλανικής αυτοδιάθεσης: το μήνυμα που μεταφέρθηκε ήταν ότι η λογοκρισία και οι απαγορεύσεις που λάμβαναν χώρα την εποχή του Φράνκο επιστρέφουν…και μάλιστα όχι μόνο στην Cataluña[η Καταλωνία στα ισπανικά].

Μετά τις 20 Σεπτέμβρη, δεκάδες διαμαρτυρών σε υποστήριξη της καταλανικής αυτοδιάθεσης έγιναν σε ισπανικές μικρές και μεγάλες πόλεις. Την 1η Οκτωβρίου, η πλατεία-σύμβολο της Μαδρότης Puerta de Sol ήταν γεμάτη από κόσμο που εξέφραζε την αντίθεσή του στην αστυνομική βία στη Βαρκελώνη. Σε τέτοιες διαμαρτυρίες – όπως και στην Καταλωνία – υπάρχει μια αξιοσημείωτα μεγάλη παρουσία της γενιάς που πολέμησε ενάντια στη δικτατορία. Ήταν συγκινητικό να βλέπει κανείς διαδηλωτές στη Μαδρίτη να τραγουδούν το τραγούδι “L’Estaca” της δεκαετίας του 1970 — ένα τραγούδι στα καταλανικά για το πώς η ενότητα μπορεί να ρίξει έναν δικτάτορα. Το προηγούμενο Σάββατο [εννοεί…], διοργανώθηκαν μεγάλες πορείες στη Μαδρίτη και στη Βαρκελώνη στις οποίες άνθρωποι φορούσαν λευκά ρούχα και κράταγαν λευκές σημαίες, καλώντας σε διάλογο ανάμεσα στις δυο πλευρές. Ενώ οι διαμαρτυρίες αντιμετώπιζαν λανθασμένα το καταλανικό κίνημα ανεξαρτησίας ως εξίσου υπεύθυνο για την επιδεινούμενη σύγκρουση, εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει μια διαμαρτυρία ενάντια στην κρατική βία που ασκείται στην Καταλωνία. Καμμιά από αυτές τις διαμαρτυρίες δεν σημαίνει ότι οι περισσότεροι Ισπανοί είναι συμπαθούντες προς την καταλανική ανεξαρτησία. Παρ’ όλα αυτά, η αντίθεση ενάντια στην καταστολή έχει ενταθεί σε ολόκληρη την Ισπανία.

Καθώς συνέβαιναν όλα αυτά, βουλευτές στο Podemosτο αριστερό λαϊκιστικό κόμμα που αναδύθηκε εν μέρει από τις καταλήψεις των indignados το 2011 ενεργούσαν και συχνά επιτυχημένα στην καταγγελία του αυταρχισμού του Ραχόι (αν και ήταν λιγότερο επικριτικοί απέναντι στον αυταρχισμό του ισπανικού δικαστικού συστήματος και αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα του πρόσφατου δημοψηφίσματος).

Μετά τις 20 Σεπτέμβρη, η Juliana προσπάθησε να προειδοποιήσει τη “φούσκα” του καθεστώτος στη Μαδρίτη ότι η Καταλωνία ίσως να ξεκινά την “απόσχισή της από την Ισπανία” και ότι έχει αρχίσει μια κρίση του κράτους”. Αλλά δεν είναι μόνο το κίνημα της ανεξαρτησίας που έχει προχωρήσει.

Επειδή μεταφέρθηκαν τόσες πολλές δυνάμεις των ΜΑΤ από την υπόλοιπη Ισπανία, έμειναν λιγότερες σε κάποιες περιοχές. Μια ομάδα εκλεγμένων αντιπροσώπων του Podemos και άλλων σχετιζόμενων οργανώσεων που συναντιούνταν στη Σαραγόσα (προσπαθώντας ανεπιτυχώς και κάπως θεατρινίστικα να εισαγάγουν έναν καινούριο πολιτικό διάλογο ως απάντηση στην εντεινόμενη κρίση) περικυκλώθηκαν από μερικές εκατοντάδες φασιστών. Όταν η ομάδα ζήτησε μεγαλύτερη αστυνομική προστασία τους ειπώθηκε ότι η τοπική αστυνομία δεν ήταν διαθέσιμη, καθώς είχε σταλεί στην Καταλωνία (στην πιο θετική πλευρά, οι μειωμένοι αριθμο αστυνομικών στην περιοχή της Μαδρίτης βοήθησε μια ομάδα μεταναστών να δραπετεύσουν από ένα κέντρο κράτησης).

Στις πόλεις της νότιας Ισπανίας, εθνικιστές ζητωκραύγαζαν τους αστυνομικούς των ΜΑΤ καθώς έφευγαν για την Καταλωνία φωνάζοντας “Πηγαίνετε και πιάστε τους” λες και η αστυνομία ήταν κάποιος στρατός κατοχής. Χιλιάδες αστυνομικοί επιβιβάστηκαν και διέμειναν σε ναυλωμένα από το κράτος κρουαζιερόπλοια που ελλιμενίστηκαν στα λιμάνια της Βαρκελώνης και της Ταραγώνα. Ένα από αυτά, παρεμπιπτόντως, ήταν καλυμμένο με ένα τεράστιο καρτούν του Τουίτυ Πάι περικυκλωμένου από αγριεμένους εχθρούς φιγούρες της Warner Brother. Επειδή η υπόθεση πήρε μεγάλη δημοσιότητα, ο Τουίτυ καλύφθηκε με ένα τεράστιο tarpaulin — ένας σχολιαστής το περιέγραψε σαν “μπούρκα”. Ένας πρώην βουλευτής του CUP ειρωνεύτηεκ ότι το θέαμα ήταν μια επίδειξη των μειονεκτημάτων της κρατικής εξάρτησης από το outsourcing. Λιμενεργάτες, που είχαν πρόσφατα κάνει μια πετυχημένη απεργία ενάντια στην αναδιάρθρωση, αρνήθηκαν να εξυπηρετήσουν τα πλοία αυτά.

Η βαριά αυτή πίεση που ασκήθηκε για να αποτρέψει το δημοψήφισμα σημαίνει ότι αν και η συμμετοχή έφτασε τελικά στο 42% – ένα ποσοστό που θα έπρεπε να αυξηθεί ελαφρά για να λάβει υπόψιν τις περίπου 294.000 χιλιάδες ψηφοδέλτια που κατασχέθηκαν από την αστυνομία, το 90% των ψήφων υπέρ της ανεξαρτησίας λαμβάνεται ως μια εντολή για την συνέχιση της κίνησης προς την κρατική υπόσταση. Ο κεντροαριστερός συνασπισμός Junts pel Sí (Μαζί για το Ναι) και το αντικαπιταλιστικό CUP πιέζουν για μια μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας τόσο σύντομα όσο σήμερα. Σϊγουρα, η κρατική καταστολή ωθεί το κίνημα για την καταλανική δημοκρατία μπροστά, όχι προς τα πίσω.

Είναι ο καταλανικός εθνικισμός επίσης ένα πρόβλημα;

Υπάρχουν αρκετοί στην Αριστερά στην Ισπανία (και σε πολύ μικρότερο βαθμό στην Καταλωνία) που αντιτίθενται έντονα στον αυταρχισμό του κράτους αλλά θεωρούν ότι πρέπει να επιρριφθούν ευθύνες και στον καταλανικό εθνικισμό για την κρίση. Υπάρχει μια ποικιλία οπτικών που τους οδηγούν στην υιοθέτηση αυτής της στάσης, αλλά είναι φανερό ότι πολλοί το κάνουν επειδή δέχονται την καρικατούρα του καλανικού κινήματος ως κυριαρχούμενο από τη μπουρζουαζία και με κύριο ενδιαφέρον να θέσει ένα τέρμα στη μοιρασιά των σχετικά υψηλών εσόδων από τη φορολογία με άλλες περιοχές της Ισπανίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών στον φτωχότερο νότο.

Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που θα έπρεπε να απορρίψουμε αυτή την άποψη. Πρώτον, η υποστήριξη για την καταλανική αυτονομία είναι κυρίως από την αριστερά – έτσι αυτοχαρακτηρίζεται το 72% αυτών που υποστήριζαν μια καταλανική δημοκρατία πριν το καλοκαίρι (σε σχέση με το ποσοστό του 40% των Καταλανών που θα ψήφιζαν “όχι”). Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν επίσης ότι πάνω από τους μισούς από όσους υποστηρίζουν την ανεξαρτησία το κάνουν επειδή κυρίως επιθυμούν μια αλλαγή πολιτικών, να αποκτήσουν μεγαλύτερη τοπική εξουσία διακυβέρνησης ή επειδή αισθάνονται “αποκλεισμένοι”, ότι δεν “συμπεριλαμβάνονται” “[miscomprehended”] — λόγοι που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ως αντιδραστικοί. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ισπανία, οι μειονοτικές γλώσσες και ταυτότητες απουσιάζουν σχεδόν εντελώς από τα ΜΜΕ και μερικές φορές αντιμετωπίζονται ως ύποπτες. Μερικά χρόνια πριν, το Συνταγματικό Δικαστήριο, όπως και η συντηρητική κυβέρνηση στις Βαλεαρίδες νήσους (μια περιοχή όπου μιλιούνται τα καταλανικά), επέβαλλαν την ανάκληση/απαγόρευση της χρήσης των καταλανικών ή άλλων σχετικών διαλέκτων στο σχολικό σύστημα. Υπάρχει πολύ μικρή ανοχή στην καταλανική γλώσσα και ταυτότητα στην μονο-γλωσσική Ισπανία.

Μια μειοψηφία – λιγότερο από το 1/3 – αυτών που θέλουν την ανεξαρτησία τείνουν να το κάνουν για να βελτιώσουν τα οικονομικά της Generalitat. Αυτή η άποψη αντιμετωπίζεται λαθεμένα ως η κυρίαρχη στον “καταλανισμό” [catalanisme] επειδή την υπερασπίζεται η πτέρυγα εκείνη του κινήματος που παραμένει το πιο δημόσιο πρόσωπό του. Αυτή η πτέρυγα, όπως και η φιλελεύθερη εθνικιστική δεξιά του PdeCATπρώην Convergènciaπου διατηρούν την καταλανική προεδρία, έσυραν το κεντροαριστερό αυτονομιστικό ERC (Δημοκρατική Αριστερά της Καταλωνίας), κινηματικούς ακτιβιστές και άτομα στο Junts pel Sí, έναν εκλογικό συνασπισμό που κέρδισε τις καταλανικές εκλογές το 2015.

Παρ’ όλα αυτά, η καταλανική Δεξιά είναι στην πραγματικότητα πολύ λιγότερο ηγεμονική στην αυτονομιστική πολιτική απ’ όσο φαίνεται. Πριν από την τεράστια διαμαρτυρία υπέρ της ανεξαρτησίας τον Σεπτέμβρη του 2012, ο στόχος της Convergència [Σύγκλιση] ήταν ο περιορισμένος στόχος της απόκτησης περισσότερων δημοσιονομικών εξουσιών εντός του υπάρχοντος εδαφικού πλαισίου, και το κόμμα ήταν σε έναν μακροχρόνιο συνασπισμό με ένα κόμμα υπέρ της περιφέρειας [regionalist] — το Unió — που στη συνέχεια διασπάστηκε αντιτιθέμενο στην ανεξαρτησία. Χρειάστηκε να διαδηλώσουν ένα εκατομμύριο άνθρωποι υπέρ της πλήρους κρατικής υπόστασης για να αγκαλιάσει η Convergència έναν τέτοιο στόχο.

Η “εξέγερση των πλατειών” το 2011 ίσως βοήθησε αυτή την μεταστροφή. Μετά από αυτή την “εξέγερση” στην οποία indignados που είχαν περικυκλώσει το καταλανικό κοινοβούλιο ανάγκασαν τον υποστηρικτή των μέτρων λιτότητας πρόεδρο Mas να πάει στο γραφείο του με ελικόπτερο, η Convergència και άλλα καθεστωτικά κόμματα είχαν βαθιά απονομιμοποιηθεί. Αυτό έκανε πολύ δύσκολο για τον Mas να γυρίσει την πλάτη του στην κραυγή για ανεξαρτησία όταν ξέσπασε.

Ένα άλλο σημάδι της κατεξοχήν προοδευτικής φύσης της παρώθησης για ανεξαρτησία είναι ότι από τότε που ξεκίνησε “η διαδικασία” το φθινόπωρο του 2012, η Αριστερά έχει ενισχυθεί εκλογικά. Το κεντροαριστερό ERC έχει γίνει το πιο δημοφικές κόμμα υπέρ της ανεξαρτησίας, και ακόμα πιο ενθαρρυντικά, το CUPμια ριζοσπαστική πλατφόρμα που έχει οικοδομηθεί μέσα από χρόνια τοπικού ακτιβισμού – κατέλαβε δέκα έδρες στο τοπικό κοινοβούλιο το 2015. Αυτή η υπέρβαση/άλμα κατέστησε το CUP τον ισχυρό ρυθμιστή για τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης μειοψηφίας από τον συνασπισμό Junts pel Sí. Μια μαζική συνάντηση του CUP τον Δεκέμβρη του 2015 διχάστηκε γύρω από την παραχώρηση της προεδρίας στον υποστηρικτή της λιτότητας Mas. Αυτό οδήγησε στην αντικατάσταση του Mas στην προεδρία από τον Carles Puigdemont, γεγονός που έκανε τον Ισπανό εκδότη των Financial Times να παραπονεθεί ότι μια μικρή ομάδα αντικαπιταλιστών καθορίζει το μέλλον ενός έθνους.

Η νεοαποκτημένη διαπραγματευτική δύναμη του CUP (και το μαχητικό πνεύμα του) του επέτρεψε επίσης να κάνει το Junts pel Sí να κρατήσει τη δέσμευσή του για τη διοργάνωση του δημοψηφίσματος της 1ης Οκτωβρίου, καθώς και να πιέσει τον κυβερνητικό συνασπισμό να ψηφίσει νομοθεσία που απαγορεύει τις εξώσεις, εγγυάται ένα ελάχιστο βασικό εισόδημα και απαγορεύει τα κέντρα κράτησης μεταναστών. Όποια και αν είναι τα όρια της αυτονομιστικής πολιτικής στην Καταλωνία, είναι αδύνατον να δει κανείς την διαδικασία αυτή απλά ως μια δεξιά διολίσθηση. Όταν η ισπανική Δεξιά κατηγορεί τους ακτιβιστές του “αντισυστημικού” CUP για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος αυτό δεν είναι εντελώς αβάσιμο.

Το καταλανικό ζήτημα μετά το 2000

Ο άμεσος λόγος για την “διαδικασία απόκτησης κυριαρχίας” στην Καταλωνία είναι ότι οι προσπάθειες να αντιμετωπιστεί η περιοχή ως ένα έθνος εντός του ισπανικού κράτους – και να της παραχωρηθούν αποκεντρωμένες εξουσίες αντίστοιχες αυτών που απολαμβάνει η Χώρα των Βάσκων – μπλοκαρίστηκαν τη δεκαετία του 2000. Μια μεταρρύθμιση του Νόμου για την Αυτονομία της Καταλωνίας που ξεκίνησε από την τότε τριμερή, υπό τους Σοσιαλιστές, (τοπική;) κυβέρνηση το 2003 έγινε αποδεκτή σε ένα δημοψήφισμα το 2006, τροποποιήθηκε από την τότε επίσης “σοσιαλιστική” κεντρική κυβέρνηση, αποδυναμώθηκε περαιτέρω από το ισπανικό Κογκρέσο, και στη συνέχεια, το 2010, περικόπηκε σε τεράστιο βαθμό από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ισπανίας.

Αυτό προέκυψε από μια παρατεταμένη εκστρατεία ενάντια στο καθεστώς αυτονομία από το δεξιό Λαϊκό Κόμμα (Partido Popular, PP). Ιδιαίτερα ενοχλητικό ήταν για πολλούς Καταλανούς ήταν η αντισυνταγματικότητα και παρανομοποίηση της αναφοράς στην Καταλωνία ως “έθνος”· ένα βασικό σύνθημα στις διαμαρτυρίες ενάντια στην απόφαση ήταν ότι “είμαστε ένα έθνος”. Μετά από αυτή την εξέλιξη, η δημοτικότητα της ανεξαρτησίας (σε αντίθεση με ένα ομόσπονδο κράτος ή μια αυτόνομη περιοχή) εκτοξεύθηκε.

Ένα πιο τοπικά ριζωμένο κίνημα αναπτύχθηκε το 2009, όταν ακτιβιστές σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της περιοχής Arenys de Mar πραγματοποίησε ένα συμβολικό δημοψήφισμα ανακήρυξης της ανεξαρτησίας του δήμου από το ισπανικό κράτος. Ανάλογες δημοσκοπήσεις εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Καταλωνία τα επόμενα χρόνια, που βοήθησαν στη δημιουργία από “τα κάτω” δικτύων δήμων/κοινοτήτων και ακτιβιστών που αργότερα θα συγκροτούσαν ένα μεγαλύτερο κίνημα.

Παράλληλα μεα αυτές τις εξελίξεις, οικονομικά φιλελεύθεροι αυτονομιστές ανέπτυξαν και δημοσιοποίησαν μια “οικονομική υπόθεση/λόγο για την ανεξαρτησία”, σύμφωνα με την οποία όλοι οι Καταλανοί θα γίνονταν κατά 8% πλουσιότερο με το καθεστώς ανεξαρτησίας. Η λογική συμπυκνώθηκε στον άξεστο/ωμό και τώρα πλέον κακόφημο σύνθημα “η Ισπανία μάς κλέβει”, που το υπερασπίστηκε αποτελεσματικά ο πρόεδρος Μas και συνέβαλλε στο να κερδηθούν μερικοί νέοι προσήλυτοι υπέρ της ανεξαρτησίας μεταξύ των πολλών που υπέφεραν κάτω από την οικονομική κρίση στην Ισπανία.

Φυσικά, υπήρχαν αρκετές περιπτώσεις οικονομικών διακρίσεων σε βάρος της Καταλωνίας για να κάνουν τους ισχυρισμούς περί κλοπής να μοιάζουν εύλογοι. Η περιοχή λάμβανε λιγότερες επενδύσεις – στις υποδομές μεταφορών, για παράδειγμα – από άλλες παρόμοιες οικονομικά περιοχές, και όταν μια εταιρεία ενέργειας που ελεγχόταν από την καταλανική τράπεζα καταθέσεων La Caixa προσπάθησε να εξαγοράσει κάποιες ισπανικές αντίστοιχες εταιρείες ενέργειας το PP και οι ισπανοί εργοδότες ισχυρίστηκαν ότι αυτό θα οδηγούσε σε “υπερβολική” οικονομική συγκεντροποίηση στη Βαρκελώνη.

Ενώ ο σάλος υπέρ της ανεξαρτησίας αναπτυσσόταν στην Καταλωνία, τα πράγματα κινούνταν προς την αντίθετη κατεύθυνση στην Ισπανία. Καθώς η κρίση χρέους του ισπανικού κράτους επιταχυνότα, αυξάνονταν οι εκκλήσεις στους πολιτικούς κύκλους και στα ΜΜΜ για την επανασυγκεντροποίηση της λήψης πολιτικών – υποτίθεται για τη μείωση της των δαπανών από τον διπλασιασμό της διοίκησης. Η γενική γραμματέας του PP María de Dolores Cospedal έδωσε το παράδειγμα. Ως πρόεδρος της Καστίλλης-Λα Μάντσα μείωσε τον αριθμό των βουλευτών [στο τοπικό κοινοβούλιο] από 49 σε 33, μια όχι και τόσο λεπτή προσπάθεια να καταδείξει πόσο πλεονάζουσα ήταν η τοπική κυβέρνηση.

Όταν ξεκίνησε η καταλανική “διαδικασία διεκδίκησης κυριαρχίας”, οι εκκλήσεις για τη μείωση ή τον τερματισμό της περιφερειακής αυτονομίας υποχώρησαν. Αλλά οι δημοσκοπήσεις από την περιίοδο αυτή και έπειτα δείχνουν ότι οι ιδέες αυτές κυριαρχούν σε σημαντικό τμήμα των Ισπανών και τώρα εφαρμόζονται με έναν έντονο/εντυπωσιακό τρόπο.

Σχετιζόμενα μ’ αυτό, μερικοί σχολιαστές εξηγούν την καταλανική κρίση αναφερόμενοι στην περιορισμένη μεταρρύθμιση του ισπανικού κράτους και της δεξιάς πολιτικής κατά τη διάρκεια της μετάβασης από τον φασισμό. Όταν η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος χρησιμοποίησε το όπλο του συντάγματος ενάντια στο δημοψήφισμα, αυτό είναι προϊόν μιας διαπραγμάτευσης κυριαρχούμενης από το καθεστώς του Φράνκο. Οι βασικές δομές της αστυνομίας και του στρατού άλλαξαν πολύ λίγο, κάτι που εξηγεί εν μέρει τουλάχιστον την ορατή συμπόρευση/συντροφικότητα ανάμεσα στην ακροδεξιά και την αστυνομία σ’ αυτή τη σύγκρουση (συμπεριλαμβανομένης μιας φωτογραφίας ενός αστυνομικού που χαιρετά φασιστικά και της εκδήλωσης μέσω του Twitter της υποστήριξης της Εθνικής Αστυνομίας σε μια δεξιά διαδήλωση κατά της ανεξαρτησίας).

Άλλωστε, ο πρόδρομος του ΛΚ δημιουργήθηκε από τον βάναυσο υπουργό Εσωτερικών του Φράνκο, Manuel Fraga. Οι δεσποτικές πολιτικές του κόμματος εκτέθηκαν με τον “νόμο για τις συμμορίες” του 2015, που επιτρέπει την επιβολή προστίμων αρκετών χιλιάδων ευρώ για όσους πραγματοποιούν μη εξουσιοδοτημένες/εγκεκριμένες διαδηλώσεις ή μοιράζονται φωτογραφίες της αστυνομικής βίας στα κοινωνικά δίκτυα.

Όμως το να βλέπει κανείς τις σημερινές δράσεις του κράτος ως τίποτα άλλο από μη-μεταρρυθμισμένο φασισμό έχει τα όριά του.

Πρώτον, η καταστολή ειρηνικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων δεν είναι το προνόμιο μόνο πρώην φασιστικών δικτατοριών (όπως μαρτυρείται από την εξαπόλυση της σφαγής της Ματωμένης Κυριακής από το “δημοκρατικό” βρετανικό κράτος). Επιπλέον, η υποστήριξη στην απαγόρευση της διεξαγωγής του καταλανικού δημοψηφίσματος δεν περιορίζεται στους συντηρητικούς και κεντρικούς κρατικούς θεσμούς. Αντίθετα, παρέχεται από όλα τα κυρίαρχα ισπανικά ΜΜΕ και τα μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης εκτός από το Podemos.

Το σοσιαλδημοκρατικό PSOE έχει, στην καλλίτερη περίπτωση, διχαστεί πάνω στο ζήτημα. Ο “εκμοντερνιστής” ηγέτης Pedro Sánchez έχει κρατήσει σχετική σιωπή από τότε που ξεκίνησε η καταστολή και η αντίδραση σ’ αυτήν. Όμως η ηγεσία του κόμματος είναι θετική με την ιδέα της σύλληψης των Καταλανών υπουργών και η ισχυρή δεξιά πτέρυγά του υποστηρίζει την εφαρμογή του άρθρου 155 του Συντάγματος που ουσιαστικά θα τελείωνε την αυτο-κυβέρνηση της Καταλωνίας.

Η αυταρχική αντίδραση από το ισπανικό κατεστημένο μπορεί επίσης να κατανοηθεί ως μια συνέχιση συγκρίσιμων πρακτικών τη δεκαετία του 2000 ενάντια στο βασκικό εθνικό κίνημα. Τότε, τα κόμματα υπέρ της ανεξαρτησίας απαγορεύτηκαν, οι ηγεσίες τους φυλακίστηκαν, και οι εφημερίδες στα βασκικά έκλεισαν. Υπήρχε σχεδόν ομοφωνία μεταξύ της ισπανικής πολιτικής τάξης γι’ αυτό, και περιορισμένη αντίδραση στους δρόμους. Παρ’ όλα αυτά, το σημερινό πλαίσιο είναι διαφορετικό. Η τωρινή βίαιη καταστολή λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο κοινωνικο-οικονομικής ύφεσης για πολλούς Καταλανούς και Ισπανούς και μετά από μεγάλες πολιτικές μετατοπίσεις προς τα αριστερά (όπως καταδεικνύεται από τις δημοτικές εκλογές του 2014 στις οποίες αριστερές δημοτικές πλατφόρμες κέρδισαν τις τέσσερις από τις πέντε μεγάλες ισπανικές πόλεις).

Αυτό είναι ένα πολύ λιγότερο ευνοϊκό σενάριο για την εφαρμογή σοβαρών πράξεων κρατικής καταστολής, ακόμα κι αν υπάρχει μια πραγματική λαϊκή υποστήριξη για καταστολή. Ακόμα σημαντικότερα ίσως, το κίνημα που στοχοποιείται αυτή τη φορά – σε αντίθεση με τη Βασκική Αριστερά – δεν βλέπεται ως συνδεόμενο με ένοπλες οργανώσεις. Αλλά είναι πολύ πιθανόν το εκτός επαφής ισπανικό κατεστημένο να μπήκε στην τωρινή μάχη με υπερβολική αυτοπεποίθηση, κάτι που το οδηγεί στο να κάνει μεγάλα λάθη και στο να εμπνεύσει μια ισχυρή απάντηση.

Την ίδια στιγμή, πρέπει να ρωτήσουμε αν η ομοφωνία στο καθεστώς υπέρ της καταστολής έχει ρίζες που δεν περιορίζονται συγκεκριμένα στην Ιβηρική. Σίγουρα, δεν υπάρχει καπιταλιστικό κράτος που θα του άρεσε να δεί την εξουσία του εξασθενημένη. Τέτοιες απώλειες πλήττουν αναπόφευκτα τη σχετική παγκόσμια ανταγωνιστικότητα του. Η απώλεια της Καταλωνίας θα αντιπροσώπευε ένα ιδιαίτερα μεγάλο χτύπημα καθώς αυτή παρέχει σχεδόν το 1/5 του ΑΕΠ της Ισπανίας και έχει επιδόσεις πάνω από το μέγεθός της σε τομείς όπως ο τουρισμός, ο πολιτισμός και ο αθλητισμός. Επιπλέον, η απόσχιση της Καταλωνίας θα μπορούσε να ενθαρρύνει την απόσχιση άλλων εθνικών μειονοτήτων – ιδιαίτερα της οικονομικά σημαντικής Χώρας των Βάσκων. Αν προσθέσουμε σε αυτό το αίσθημα της ψυχολογικής απώλειας που οι ελίτ (αλλά επίσης και ένα σημαντικό τμήμα εκτός των ελίτ) αισθάνονται όταν η “φανταστική τους κοινότητακουτσουρεύεται (ιδιαίτερα αν την αντιλαμβάνονται ως μια μοναδική εθνική οντότητα), τότε ίσως η αντίδραση της Μαδρίτης να είναι προβλέψιμη.

Κοιτώντας προς τα πίσω

Η προσκόληση σε ένα έθνος δεν είναι λιγότερο ισχυρή ανάμεσα σε αρκετούς Καταλανούς εθνικιστές, που τείνουν να αντιμετωπίζουν την Καταλωνία ως ένα χιλιετές έθνος. Τα σύνορα που οι πιο ριζοσπάστες catalanistes διαγράφουν περιλαμβάνουν την περιοχή γύρω από το Περπινιάν (Perpignan) στη Γαλλία, τις Βαλεαρίδες νήσους, την περιοχπ της Βαλένσιας και φυσικά την περιοχή που είναι επίσημα γνωστή ως Καταλωνία. Οι απόψεις αυτές βασίζονται σε μια μακρά αλλά όχι αδιάλειπτη ιστορία.

Το Βασίλειο της Καταλωνίας ήταν ένα από τα πρώτα φεουδαλικά κράτη, με ένα σύνταγμα που προηγείται της Μάγκνα Κάρτα. Δημιούργησε επίσης ένα από τα πρώτα κοινοβούλια, που δέσμευε τον μονάρχη να κυβερνά σε συμφωνία με τις ιδιοκτήτριες τάξεις. Στον ύστερο Μεσαίωνα, μια Καταλανική αυτοκρατορία κυριαρχούσε σε μεγάλο μέρος της δυτικής Μεσογείου πριν η Καστίλη – το βασικό κέντρο εξουσίας στην Ισπανία – αναδυθεί ως παγκόσμια δύναμη.

Η “Catalunya” εμπορευόταν βαμβάκι και σκλάβους στο εξωτερικό και η επικράτειά της επεκτεινόταν μέχρι την Σαρδηνία, την Νάπολη και την Αθήνα. Το Πριγκηπάτο της Καταλωνίας συνενώθηκε/συνασπίστηκε με την Αραγωνία το 1137, διατηρώντας τους αυτόνομους θεσμούς του και αναπτύσσοντας ακόμα περισσότερο την οικονομία του μέσω του εμπορίου αγαθών σε ολόκληρη την Ιβηρική χερσόνησο. Ο ιστορικός Pierre Vilar ισχυρίζεται ότι από τον 13ο αιώνα η ανάπτυξη ενός κοινού συστήματος αγοράς, πολιτισμικής κοινότητας και γλώσσας σήμαινε ότι η Καταλωνία γινόταν ένα από τα νεαρά έθνη-κράτη.

Παρ’ όλα αυτά, η περίοδος που ακολούθησε ήταν ταραγμένη: κοινωνική σύγκρουση ανάμεσα στους δουλοπάροικους και τους γαιοκτήμονες, τους κατοίκους των πόλεων και τους μονάρχες· κατάρρευση του πληθυσμού και της γεωργίας εξαιτίας του λιμού· μια αυξανόμενα υπερ-εκτεταμένη αυτοκρατορία· πόλεμοι διαδοχής· πογκρόμ εναντίον των Εβραίων και εμφύλιος πόλεμος. Ο βασιλιάς Ιωάννης ο II επιβίωσε τον πόλεμο αυτό εξασφαλίζοντας την υποστήριξη της Καστίλης με αντάλλαγμα την ένωση με αυτό το βασίλειο μέσω γάμου το 1469. Αυτή η ένωση επέτρεψε στην Καταλωνία να αυτοκυβερνάται αλλά χωρίς τον έλεγχο της εξωτερικής πολιτικής ή του εμπορίου με τις αποικίες.

Κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα η Καταλωνία παρήκμασε οικονομικά και διοικούνταν όλο και περισσότερο από τη Μαδρίτη. Η τοπική παρουσία του ισπανικού στρατού, από τον οποίο οι Καταλανοί αποκλείονταν αλλά έπρεπε να πληρώνουν, δημιούργησε δυσαρέσκεια μεταξύ των φτωχών. Το 1640, οι θεριστές των χωραφιών ηγήθηκαν μιας εξέγερσης – μαζί με την Generalitat — που κατέληξε με τη δολοφονία του αντιβασιλές, του αντιπροσώπου της Καστίλης στην Καταλωνία. Αυτή η εξέγερση υποστηρίχτηκε προσωρινά από τον βασιλιά της Γαλλίας μέχρι που ο Φίλιππος ο 6ος της Καστίλης έκλεισε μια συμφωνία μαζί του με αποτέλεσμα η Καταλωνία να χάσει οποιαδήποτε αξιόλογη αυτονομία (όπως και τις περιοχές της που είναι τώρα μέος της Γαλλίας).

Μετά την υποστήριξη που παρείχε σε έναν διεκδικητή του θρόνου εναντίον του Βουρβώνου βασιλιά, οι κάτοικοι της πρωτεύουσάς της υπέστησαν μια στρατιωτική πολιορκία και αιματηρά αντίποινα, και το 1714 εφτά αιώνες καταλανικής αυτονομίας τελείωσαν. Μετά την άρση της απαγόρευσης εμπορίου με τις υπόλοιπες περιοχές της ισπανικής αυτοκρατορίας, η Καταλωνία ευημέρησε ξανά, περνώντας αργότερα σε μια πλήρη εκβιομηχάνιση. Ήδη τον 19ο αιώνα ήταν το πιο αναπτυγμένο οικονομικά τμήμα της Ισπανίας – έχοντας γίνει ο τέταρτος μεγαλύτερος παραγωγός βαμβακιού στον κόσμο και αναπτύσσοντας έναν ισχυρό χρηματοπιστωτικό τομέα.

Τον ίδιο αιώνα οι Καταλανοί συμμετείχαν σε μια μακρά περίοδο εξεγέρσεων και ηγήθηκαν προσπαθειών για τη δημιουργία ενός πραγματικά ομοσπονδιακού κράτους. Η Βαρκελώνη έγινε γνωστή ως το “Ρόδο της Φωτιάς” και ο Ένγκελς έγραψε ότι ήταν η πόλη με τις “περισσότερες μάχες στα οδοφράγματα από οποιαδήποτε άλλη πόλη στον κόσμο”. Το σύγχρονο εθνικιστικό κίνημα στην Καταλωνία αναδύθηκε ως μια δύναμη στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα.

Αναδύθηκε πολιτικά κάτω από διάφορους ιδεολογικούς σχηματισμούς – συμπεριλαμβανομένου ενός προέδρου της Δημοκρατικής Αριστεράς, του Lluís Companys, ο οποίος ανακήρυξε μια Καταλανική Δημοκρατία το 1934. Ακόμα και όταν ο Φράνκο απαγόρευσε τον Catalanisme και κατέστειλε την καταλανική εθνική γλώσσα και ταυτότητασυμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης των καταλανικών ονομάτων και της τιμωρίας των παιδιών που μιλούσαν καταλανικά στα σχολεία – η χρήση των καταλανικών συνεχίστηκε στα σπίτια (και στο στάδιο Camp Nou της ποδοσφαιρικής ομάδας της Μπαρτσελόνα εξαιτίας του τεράστιου μεγέθους του).

Το 1979, μετά την ανάκτηση από την Καταλωνία των θεσμών της, ψηφίστηκε ο Νόμος/Διάταγμα της Αυτονομίας και η Generalitat απέκτησε δικαιοδοσία πάνω στην υγεία, την εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση και τον πολιτισμό. Παρ’ όλα αυτά, σε αντίθεση με την Χώρα των Βάσκων, στην οποία εκείνη την εποχή υπήρχε μια εντονότερη και πιο βίαιη εθνική αντιπαράθεση, η Generalitat δεν επιτρεπόταν να συλλέγει και να αναδιανέμει τους ίδιους τους φόρους της — ένα ζήτημα που ενθάρρυνε μετέπειτα προσπάθειες για την απόκτηση μεγαλύτερης αυτονομίας. Υπό την διακυβέρνηση του υπέρ της αυτονομίας προέδρου Jordi Pujol, η περιοχή δημιούργησε ένα λαϊκό/δημοφιλές τηλεοπτικό δίκτυο, εμπέδωσε τα Καταλανικά ως την γλώσσα διδασκαλίας στα σχολεία, έκανε τα καταλανικά υποχρεωτικά στην δημόσια ενημέρωση – περιλαμβανομένων κάπως αμφιλεγόμενα και των επωνυμιών των καταστημάτων – και στη απασχόληση στον δημόσιο τομέα. Το 2000 δημιούργησε το αστυνομικό σώμα των Mossos, που απέδειξε τα διαπιστευτήριά του ως μια εθνική αστυνομία εν μέρει μέσω της ικανότητάς της να φτάνει ή ακόμα και να ξεπερνά τα ισπανικά αντίστοιχά του σώματα στο χτύπημα διαδηλωτών, μεταναστών και άλλων.

Η Καταλωνία έχει μια μακρά ιστορία: μερικές φορές περήφανη – η οικονομική, πολιτική και δημοκρατική της πρόωρη ανάπτυξη – και μερικές φορές ντροπιαστική, όπως σε σχέση με τον μεγάλο πλούτο που απέσπασε από την παραγωγή σκλάβων στην Κούβα. Το σημαντικό σημείο είναι ότι οι εκφράσεις της εθνικής της υπόστασης, της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας της είναι πολύ πιο σαφείς/ρητές και συχνές από όσο είναι γενικά γνωστό εκτός της περιοχής της, συμπεριλαμβανομένης της υπόλοιπης Ιβηρικής χερσονήσου.

Η Καταλωνία είναι μια αποτυχία της Ισπανίας

Παρ’ όλα αυτά, αν καταλάβουμε την εθνική συνείδηση ως μια αίσθηση εδαφικής “κοινότητας”, που αναδύθηκε στους σύγχρονους καιρούς καθώς οι άνθρωποι άρχισαν να έχουν πιο συχνές αλληλεπιδράσεις με τα κράτη, είναι αμφισβητήσιμο το να παρουσιάζει κανείς την Καταλωνία και την καταλανική εθνική συνείδηση σαν να έχει μια χιλιετή ιστορία.

Είναι απίθανο οι αγρότες στις αρχές του Μεσαίωνα να είχαν συχνές καθημερινές επαφές με το κράτος ή να είχαν αναπτύξει μια ισχυρή αίσθηση καταλανικής ταυτότητας. Επιπρόσθετα, μετά την απώλεια των καταλανικών θεσμών το 1714, πήρε ενάμιση αιώνα στον καταλανικό εθνικισμό για να αναδυθεί εκ νέου. Πιθανόν ένας λόγος γι’ αυτό να ήταν τα οικονομικά ωφέλη που επισωρεύονταν από το να είναι μέρος της Ισπανικής Αυτοκρατορίας – ιδιαίτερα από τις καταλανικές ανώτερες τάξεις. Υπήρχαν φιλο-καταλανικά λαϊκά κινήματα τον 19ο αιώνα αλλά δεν ανέπτυξαν κάποια δύναμη συγκρίσιμη με αυτά στιγμών που τα σχετικά πιο εύπορα τμήματα συνέπραξαν με τις φτωχότερες ομάδες (όπως στα χρόνια πριν το 1714, τις δεκαετίες πριν από τον εμφύλιο πόλεμο, τη δεκαετία του 1970 και τώρα).

Πραγματικά, για να καταλάβουμε το Καταλανικό πρόβλημα – καθώς και άλλους μειοψηφικούς “εθνικισμούς” εντός του ισπανικού κράτους – πρέπει να εστιάσουμε στα όρια και τις αποτυχίες του ισπανικού εθνικού σχεδίου. Η Ισπανία πέρασε από το να είναι η μεγαλύτερη αυτοκρατορία στον κόσμο μετά τις κατακτήσεις και τη λεηλασία/καταλήστευση της Αμερικής (Βόρειας και Νότιας) στον να υπολείπεται άλλων κρατών στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Νωρίς στον 19ο αιώνα, ο ισπανικός εθνικισμός αναδύθηκε ως απάντηση στην εισβολή του Ναπολέοντα στην Ιβηρική.

Το 1812 το Ισπανικό Κογκρέσο – σε συνάντηση στην εξορία στο Cádiz — ψήφισε ένα σχετικά προχωρημένο σύνταγμα που θα εισήγαγε το καθολικό δικαίωμα ψηφοφορίας για τους άντρες, την ελευθερία του τύπου και την μεταρρύθμιση της γης. Αυτή η προσπάθεια δημιουργίας μιας φιλελεύθερης σύγχρονης Ισπανίας ηττήθηκε, εν μέρει από την αντίθεση σε τέτοια μέτρα από τις “διοικήσεις” [juntas] που κυβερνούσαν τις υπερπόντιες περιοχές της Ισπανίας. Αργότερα, ένας επαναστατικός αγώνας την περίοδο 1868-1873 δημιούργησε μια βραχύβια ομοσπονδιακή δημοκρατία που αντιστοιχούσε σε κάποιες μειοψηφικές επιδιώξεις. Αυτή ανατράπηκε, όμως, από μια στρατιωτική στάση, και η εξουσία των Βουρβώνων αποκαταστάθηκε. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, το κράτος θα ήταν μοναρχικό, Καθολικό, ολγαρχικό και συγκεντρωτικό. Για το μαρξιστή Jaime Pastor, που ζει στη Μαδρίτη, έμοιαζε να κοιτά “περισσότερο προς ένα αντιδραστικό παρελθόν, στους καθολικούς μονάρχες και σε μια αποσυντιθέμενη Ευρώπη παρά σε ένα σχέδιο…που κοιτούσε στο μέλλον”.

Η καταλανική αστική τάξη αντιτίθετο στην επανάσταση και υποστήριζε την αποκατάσταση. Όμως, στην περίοδο που ακολούθησε προέκυψαν διαφωνίες σχετικά με την προστασία της τοπικής βιομηχανίας από τον ξένο ανταγωνισμό. Η φιλοαυτόνομη “Λίγκα της Καταλωνίας” [“Lliga de Catalunya”] σχηματίστηκε ακριβώς για να υπερασπιστεί αυτά τα συμφέροντα. Μετά τον Ισπανο-αμερικανικό πόλεμο του 1898, όταν η Ισπανία έχασε τις τελευταίες μεγάλες αποικίες της, Κούβα, Πουέρτο Ρίκο και τις Φιλιππίνες, ο καταλανικός ριτζιοναλισμός ενισχυθηκε σαν δύναμη, υποσχόμενος εκσυγχρονισμό μέσα από την οικοδόμηση μιας Πολιτείας που θα εξισορροπούσε μια οπισθοδρομική Μαδρίτη.

Ο εθνικισμός της Λίγκας δεν ήταν αριστερός. Η καταλανική βιομηχανία έγινε ανταγωνιστική μέσα από υψηλά επίπεδα εκμετάλλευσης και οι εργοδότες χρηματοδοτούσαν συμμορίες για να σκοτώνουν ριζοσπάστες συνδικαλιστές.Η Λίγκα είχε μια αντίστοιχη αντίληψη για την ταξική πάλη. Συνασπστηκε με τους συντηρητικούς Καρλιστές για να σχηματίσουν την Solidaritat Catalana (Καταλανική Αλληλεγγύη, SC), η οποία κέρδισε τις γενικές εκλογές του 1907 στην Καταλωνία. Δυο χρόνια αργότερα υποστήριξε την στρατιωτική καταστολή μιας εξέγερσης εργατών στη Βαρκελώνη εναντίον της επιστράτευσης στον καινούριο τότε αποικιακό πόλεμο της Ισπανίας στο Μαρόκο. Εκατό ντόπιοι σκοτώθηκαν σ’ αυτό που έγινε γνωστό ως “Τραγική Εβδομάδα”. Μπροστά στην ριζοσπαστική πάλη των εργατών, συμπεριλαμβανομένης της ιστορικής γενικής απεργίας Canadiense που κέρδισε την οκτάωρη εργάσιμη μέρα, ο Primo de Rivera ανέλαβε την εξουσία σε ένα πραξικόπημα το 1923. Υποστηρίχθηκε από την SC και την ισπανική μοναρχία.

Ο συντηρητικός καταλανισμός πλήρωσε δικαιολογημένα ένα βαρύ τίμημα γι’ αυτή τη συνεργασία. Στις δημοτικές εκλογές το 1931 η πιο ριζοσπαστική Δημοκρατική Αριστερά της Καταλωνίας (ERC) εκτόπισε την συντηρητική πτέρυγα ως το βασικό υπέρ της ανεξαρτησίας κόμμα. Έναν χρόνο αργότερα σχηματίστηηκε η Generalitat, ενώ το 1934 σχηματίστηηκε η Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία. Η τελευταία είχε πολλές αδυναμίες – μεταξύ άλλων η προσέγγισή της στην αυτονομία της Καταλωνίας. Την ίδια χρονιά, η μεταρρύθμιση από την Generalit που ωφελούσε τους δυνάμει αργότες πατάχθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο, και όταν η ακροδεξιά κέρδισε τις ισπανικές εκλογές, ο Καταλανός πρόεδρος Companys ανακήρυξε ένα κράτος εντός της ισπανικής ομοσπονδιακής Δημοκρατίας.

Ο στρατός παρενέβη, η αυτονομία αναιρέθηκε και κηρύχθηκε ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης (υπάρχουν κάποιες ανησηχυτικές αναλογίες με τα τωρινά γεγονότα). Η Generalitat επανεισήχθη το 1936 μετά τον ερχομό στην εξουσία του Λαϊκού Μετώπου.

Η προοδευτικότητα της πολιτικής του ERC είχε όρια που επίσης αξίζει να αναγνωριστούν. Το χειρότερο, αυτά περιλάμβαναν το ότι ηγετικά μέλη του κόμματος μοιράζονταν με τον συντηρητικό καταλανικό εθνικισμό μια ψευδο-επιστημονική θεώρηση της καταλανικής ταυτότητας (κοινή σε διάφορα εθνικά κινήματα των αρχών του 20ου αιώνα) και τη βοήθεια στην συντριβή της αναρχικής επανάστασης στην Καταλωνία στη διάρκεια του ισπανικού Εμφυλίου.

Παρ’ όλα αυτά, ο καταλανικός ρεπουμπλικανισμός/δημοκρατισμός ήταν ευρέως της Αριστεράς. Ο αποσχιστισμός του τον κατέστησε στόχο για την Ισπανική Δεξιά, για την οποία κάποιοι ισχυρίζονται ότι απεχθανόταν τον εθνικισμό των μειονοτήτων περισσότερο και από τον κομμουνισμό ακόμα – μια στάση που συνοψίστηκε από έναν δεξιό βουλευτή στη δεκαετία του 1920 στο διαβόητο σύνθημα “καλλίτερα κόκκινος Ισπανός παρά αποσχιστής Ισπανός” (“mejor una España roja que una España rota”). Ο τερματισμός των προσπαθειών για αυτο-κυβέρνηση ήταν σίγουρα ένα από τα βασικά κίνητρα πίσω από την στρατωτική στάση του Φράνκο.

Αφότου ο Φράνκο κέρδισε τον Εμφύλιο πόλεμο το 1939, οι καταλανικοί θεσμοί και η δημόσια χρήση της καταλανικής γλώσσας απαγορεύτηκαν εκ νέου. Πολλοί catalanistes διέφυγαν στο εξωτερικό μαζί με άλλους δημοκρατικούς. Ο Companys συνελλήφθη από τους Ναζί, παραδόθηκε στον Φράνκο, βασανίστηκε και εκτελέστηκε (μια μοίρα που ο εκπρόσωπος τύπου του Λαϊκού Κόμματος Pablo Casado πρότεινε προκαώντας κατάπληξη ότι θα μπορούσε να περιμένει και τον τωρινό πρόεδρο της Καταλωνίας αν ανακηρύξει μια ανεξάρτητη δημοκρατία). Η Ισπανία έγινε και πάλι επίσημα “ενιαία”. Για να επιβληθεί αυτό, δόθηκε σε πολλά μέλη της φασιστικής ισπανικής Φάλαγγας έλεγχος σε μεγάλα τμήματα του κρατικού μηχανισμού καθώς και στο υπουργείο Οικονομίας. Η Αριστερά και ο Καταλανισμός συνετρίβηκαν.

Όμως ένα πνεύμα υπέρ της ανεξαρτησίας δεν εξαφανίστηκε ποτέ εντελώς. Μια από τις πρώτες σημαντικές μάχες υπό το φρανικό καθεστώς ήταν ένα μαζικό μποϋκοτάζ του τραμ στη Βαρκελώνη ενάντια σε μια αύξηση στις τιμές που έκανε τα εισιτήρια στη Βαρκελώνη πιο ακριβά από τη Μαδρίτη. Η διαμαρτυρία πυροδοτήθηκε από την φτώχεια της μεταπολεμικής περιόδου, αλλά και από μια αίσθηση εθνικής δυσαρέσκειας. Όπως έχει συμβεί και νωρίτερα στην ιστορία, το κίνημα ενισχύθηκε από τον συνδυασμό κοινωνικού και εθνικού αγώνα. Η καταλανική γλώσσα επιβίωσε με το μιλιέται στο σπίτι, έστω κι αν, με το τέλος της δικτατορίας, οι περισσότεροι που μιλούσαν τη γλώσσα δε μπορούσαν να γράψουν σ’ αυτή. Το καταλανικό εθνικό κίνημα αναδύθηκε ξανά στη δεκαετία του 1960 και έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στο κίνημα για τη δημοκρατία τη δεκαετία του 1970 (συμπεριλαμβανομένης της Συνέλευσης για την Καταλωνία). Συμμάχησε με τα κινήματα της εργατικής τάξης που τελικά ρηγμάτωσαν το καθεστώς, με τους εργάτες να θέτουν το αίτημα για εθνική αυτονομία στη διάρκεια των απεργιών.

Επιβιώνοντας στη διάλυση

Αφού μια μερίδα του καθεστώτος συνειδητοποίησε ότι η δικτατορία δεν θα επιβίωνε μιας μαζικής απεργίας το 1976 – και ίσως ακόμα να υπέφερε την μοίρα του στρατιωτικού καθεστώτος στη γειτονική Πορτογαλία που ανατράπηκε από μια επανάσταση δυο χρόνια νωρίτερα – κινήθηκε προς μια διαπραγμάτευση για μια μετάβαση στη δημοκρατία με ηγέτες της αντιπολίτευσης. Οι “μεταρρυθμιστές” – μεταξύ των οποίων ένας μονάρχης που είχε ορκιστεί να διατηρήσει τον φασισμό – αποδέχτηκαν τη νομιμοποίηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης και των συδικάτων, και οργανωμένες εκλογές διεξήχθησαν το 1977.

Αλλά υπήρχε μεγαλύτερη αντίσταση στο να γίνουν παραχωρήσεις προς τις εθνικές μειονότητες. Η μεταρρύθμισης της εδαφικής επικράτειας αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολη. Αυτό οφειλόταν, εν μέρει, στη συνέχιση της ένοπλης πάλης από την βασκική αυτονομιστική οργάνωση ΕΤΑ, η οποία είχε σκοτώσει τον πρωθυμπουργό του Φράνκο Carrero Blanco και αρκετά μέλη των δυνάμεων ασφαλείας. Είναι, όμως, εξίσου πιθανόν η Δεξιά να είδε τον καταλανικό και βασκικό εθνικισμό ως μια συγκεκριμένη απειλή. Εξασφάλισε, έτσι, ότι το καινούριο σύνταγμα – που σήμερα χρησιμοποιείται ενάντια στο δημοψήφισμα και το κίνημα – θα επιβεβαιώνει ότι “η αδιάλυτη ενότητα του ισπανικού έθνους” θα ήταν εγγυημένη από τις ένοπλες δυνάμεις. Το σύνταγμα εγκρίθηκε οριακά από τους Καταλανούς στο δημοψήφισμα του 1978, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας μιας επιθυμίας να αποφευχθεί η επιστροφή στη δικτατορία. Σήμερα, το ίδιο κείμενο υποστηρίζεται από λιγότερο από το ένα τρίτο των Καταλανών.

Η αυτονομία επέστρεψε στην Καταλωνία και τη Χώρα των Βάσκων μόνο το 1981 και μετά τις πρώτες γιγάντιες διαμαρτυρίες της δημοκρατικής εποχής. Και αυτό που είναι κρίσιμο, το εδαφικό μοντέλο που εισήχθη διαίρεσε την Ισπανία σε δεκαεφτά “αυτόνομες κοινότητες” (ΑΚ), επιτρέποντας σε καθεμία ένα τοπικό κοινοβούλιο και την δυνατότητα επιλογής διαφορετικού βαθμού εξουσιών. Μερικές από αυτές τις ΑΚ – για παράδειγμα η Καντάμπρια ή η Μαδρίτη – δεν βασίζονταν σε οποιαδήποτε ιστορία ή εδαφική ταυτότητα. Το ζήτημα ήταν να διαλυθούν/αποδυναμωθούν και να εξουδετερωθούν οι βασκική, καταλανική και γαλικιανή ταυτότητες.

Αυτή η βαθιά προβληματική διαδικασία τροφοδότησε τον καταλανισμό. Η πολιτική ηγεμονία στην περιοχή μεταφέρθηκε σχετικά γρήγορα στην Σύγκλιση (Convergència) του Jordi Pujol (από το κομμουνιστικό PSUC). Υπό την προεδρία του ανάμεσα στο 1980 και το 2003, ο Pujol ηγήθηκε ενός σχετικά πετυχημένου σχεδίου “οικοδόμησης ενός έθνους χωρίς κράτος” (πλουτίζοντας την ίδια στιγμή τον εαυτό του και την οικογένειά του μέσω της χρέωσης ποσοστιαίων αμοιβών σε όλα τα δημόσια συμβόλαια που συνάπτονταν από την Generalitat).

Το σχέδιό του δεν θα είχε επιτυχία αν δεν πληρούνταν δυο προϋποθέσεις. Πρώτη, υπήρχε μια ευρεία υποστήριξη του κόσμου για μια κανονικοποίηση και επέκταση της καταλανικής κουλτούρας και γλώσσας, που βοηθήθηκε από την αλληλογονιμοποίηση των εθνικών και εργατικών αγώνων της προηγούμενης περιόδου. Δεύτερη, ο καταλανικός εθνικισμός πήρε μάλλον μια προσέγγιση κοινωνίας των πολιτών [civic] παρά εθνική. Αυτό ήταν σημαντικό, γιατί ανάμεσα στις δεκαετίες του 1950 και του 1970 πάνω από έναμισι εκατομμύριο κόσμος από την Ανδαλουσία, την Μούρθια και τη Γαλικία εγκαταστάθηκαν στην Καταλωνία, προσελκυόμενοι από ένα νέο κύμα βιομηχανοποίησης, και αρχικά δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα εργαλεία κοινωνικής ένταξης των μεταναστών και των παιδιών τους στην καταλανική γλώσσα και κουλτούρα.

Ο Pujol, ο οποίος έγραψε εκτεταμένα σχετικά με τη μετανάστευση και την Καταλωνία, κέρδισε τους φιλελεύθερους-συντηρητικούς εθνικιστές συμπολίτες του με μια άποψη ότι Καταλανός είναι κάποιος “που ζει και εργάζεται στην Καταλωνία και θέλει να είναι [Καταλανός]” – μια σχετικά ανοιχτή προσέγγιση που με τις δεκαετίες επέτρεψε στον καταλανισμό να ενσωματώσει αρκετό κόσμο με ισπανικό υπόβαθρο. Ο ίδιος ο Pujol, όμως, ήταν ακόμα σουπρεματιστής: απέρριπτε “τους Ανδαλουσιανούς” ως “αναρχικούς” και “κατεστραμμένους” και ήθελε όλοι οι μετανάστες να αφομοιωθούν σε μια μονο-πολιτισμική Καταλωνία. Αυτή η στάση έφτασε στα επίπεδα του ρατσισμού όταν οι πρώτοι μη-Χριστιανοί μετανάστες άρχισαν να φτάνουν σε μεγάλους αριθμούς τη δεκαετία του 2000. Συνεπώς η υιοθέτηση από τον Pujol της “ολοκλήρωσης/ενσωμάτωσης” μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια πραγματιστική προσέγγιση αποφυγής της ανάδυσης εκ νέου μιας αντι-καταλανικής πολιτικής μεταξύ ενός νεώτερου πληθυσμού, όπως είχε συμβεί στις αρχές του 20ου αιώνα. Παρ’ όλα αυτά, συνέβαλλε επίσης στην θετική δύναμη του Καταλανισμού.

Γενικά, στη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας της Καταλωνίας μπορεί να ταυτοποιηθεί ένα γενικό πρότυπο: η καταλανική εθνική συνείδηση αντί να είναι, μάλλον, μια σταθερά – που επιδιώκει διαρκώς τη δημιουργία ή ανάπτυξη μιας εθνικής Πολιτείας – είναι περισσότερο μια μεταβλητή αντίδραση στα πολιτικά και κοινωνικά όρια του ισπανικού εθνικού σχεδίου. Ο σύγχρονος καταλανισμός δεν ήταν ποτέ ένα κίνημα της εργατικής τάξης, με μια σοσιαλιστική δυναμική, αλλά έχει υπάρξει συχνά μια μορφή της ταξικής πάλης, στην οποία οι τάξεις που αποκλείονται από την πολιτική εξουσία – συνηθέστερα οι μεσαίες τάξεις – έχουν προκαλέσει τις κυρίαρχες ελίτ. Η περίοδος, όμως, μετά τη δικτατορία αποτελεί μια μερική εξαίρεση, καθώς οι Καταλανοί εργοδότες και οι πολιτικοί εκπρόσωποί τους έχουν υποστεί μικρές διακρίσεις από το κεντρικό κράτος και παρ’ όλα αυτά έχουν παίξει έναν σημαντικό ρόλο εντός του Καταλανισμού.

Επιπλέον το μετά το 1978 καθεστώς έχει καταφέρει να ζήσει με σημαντικούς βαθμούς αυτονομίας – ακόμα και οικονομικής στην περίπτωση των Βάσκων – όσο αυτό απέφευγε κάποιον ισχυρισμό εθνικής υπόστασης. Όσο οι εθνικιστές λειτουργούσαν εντός των ορίων του μετά-το-1978 εδαφικού πλαισίου, ήταν ανεκτοί. Μια ένδειξη αυτού είναι ότι τόσο το PSOE όσο και το PP έχουν φτάσει σε κοινοβουλευτικές συμφωνίες με την Convergència και το Εθνικό Βασκικό Κόμμα (ΒΝΡ) για τον σχηματισμό κυβερνήσεων μειοψηφίας.

Όταν, όμως, οι περιφέρειες έχουν προσπαθήσει να κερδίσουν την νομική αναγνώριση του εθνικού στάτους τους, τότε εφαρμόζεται το ισπανικό σύνταγμα για να τις υπονομεύσει και να τις παρεμποδίσει. Αυτό συνέβη στην περίπτωση των Βάσκων όταν ο Πρόεδρος Ibarretxe (1999-2009) κάλεσε ένα δημοψήφισμα για να γίνει η Χώρα των Βάσκων μια “κοινότητα ελεύθερα συνδεδεμένη με το Ισπανικό κράτος”. Η κυβέρνηση Zapatero αμφισβήτησε το δημοψήφισμα στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Όπως και η αυτοδιάθεση της Καταλωνίας σήμερα, το “Σχέδιο Ibarretxe” συνάντησε αντίθεση από ολόκληρο το κατεστημένο: δικαστές, ΜΜΕ και τα δύο κόμματα που έχουν κυριαρχήσει στην ισπανική πολιτική τις πρόσφατες δεκαετίες.

Ελαττώματα στη διαδικασία του πολιτικού μετασχηματισμού στο τέλος της δικτατορίας είναι ένας παράγοντας γι’ αυτό, αλλά η ιστορία υποδεικνύει ότι το πρόβλημα έχει βαθύτερες ρίζες: ότι ισχυρισμοί εθνικής υπόστασης από τις μειονότητες ερμηνεύονται ορθώς ως αμβισβήτηση της επιτυχίας του ισπανικού έθνους-κράτους και συνεπώς βλέπονται ως ασύμβατες με αυτό. Μια τέτοια ανάλυση θα υπέτεινε ότι η προσπάθεια του Podemos να συνδυαστεί ένας “προοδευτικός πατριωτισμός” με μια υπεράσπιση του “πολυεθνικού” κράτος έχει περιορισμένες πιθανότητες επιτυχίας – ακόμα και στο απίθανο σενάριο που το κόμμα αυτό θα έφτανε σύντομα σε ένα τέτοιο σημείο εξουσίας που θα του επέτρεπε να εφαρμόσει τις ιδέες του. Το πολύ πιο πιθανό αποτέλεσμα στην παρούσα κρίση θα είναι η απόσχιση της Καταλωνίας ή η προσπάθεια της Μαδρίτης να καταστρέψει ό,τι έχει απομείνει από την αυτονομία της.

Μερικοί Καταλανιστές μπορεί να μετανιώνουν το πολιτικό τους σχέδιο να εμφανίζεται ότι οδηγείται περισσότερο από γεγονότα εξωγενή μάλλον παρά από το εσωτερικό. Ίσως ακόμα και να καταλαβαίνουν ότι το να αντιμετωπίζουν τον Καταλανισμό ως κυρίως αντιδραστικό υπονομεύει την δυνατότητα ενός Καταλανικού κράτους. Παρ’ όλα αυτά το ερώτημα πρέπει να τεθεί: γιατί η επιθυμία για μια καταλανική ή βασκική εθνική υπόσταση έχει αναδυθεί ως μαζικό κίνημα μόνο από την ισπανική πλευρά αυτών των ιστορικών περιοχών; Η προφανής απάντηση είναι ότι το Γαλλικό κράτος είναι πολύ πιο πετυχημένο στο να κάνει τους ανθρώπους να “αισθάνονται” Γάλλοι. Στην ισπανική πλευρά, οι μηχανισμοί που συνάπτουν/συνδέουν τους ανθρώπους σε ένα πολιτικό σώμα αναπτύχθηκαν καθυστερημένα και ήταν αδύναμοι.

Για παράδειγμα, ένα εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν δημιουργήθηκε παρά μόνο στα τέλη του 19ου αιώνα. Έρευνες τη δεκαετία του 2000 δείχνουν ότι η ταύτιση με το ισπανικό έθνος είναι ακόμα σχετικά ασθενής, και, αυτό έχει ενδιαφέρον, βρέθηκε πιο αδύναμη στην “μονογλωσσική” περιοχή της Εξτρεμαδούρα παρά στην Καταλωνία. Αυτό που καθιστά τον καταλανισμό ακριβώς μια πιθανή διαδρομή σε μια καινούρια χειραφετητική πολιτική είναι ότι εμπεριέχει ένα στοιχείο κοινωνικής και πολιτικής κριτικής που προσδίδει στον αγώνα του για έκφραση ένα χειραφετητικό δυναμικό. Θεωρείται, συνεπώς, αναγκαστικά ως μια προσβολή/ύβρις από τις κρατούσες δυνάμεις, που αντιδρούν αποκαλύπτοντας την αντιδημοκρατική και βίαιη φύση τους.

Παρ’ όλα αυτά υπάρχον δυο ψυχές στο κίνημα υπέρ της κυριαρχίας, και, όπως το CUP και άλλες δυνάμεις αναγνωρίζουν, ο αγώνας πρέπει επίσης να είναι για να ξεπεράσει η προοδευτική την συντηρητική “ψυχή”. Αυτό απαιτεί ταξική πολιτική και στρατηγική, καθώς και ειλικρίνεια σε σχέση με τα όρια όλων των εθνικών σχεδίων. Σημαίνει την εύρεση τρόπων για να διασφαλιστεί ότι μια ρήξη με τιν Ισπανία είναι προς όφελος των εργαζόμενων. Η πρόταση από την καταλανική Αριστερά για την έναρξη μιας συνταγματικής διαδικασίας δημιουργίας ενός νέου πολιτικού και κοινωνικού πλαισίου μέσα από μαζική συμμετοχή ίσως βοηθήσει στην κατεύθυνση αυτή.

Αναγνωρίζοντας τον Καταλανισμό ως έναν στοχασμό (και ενίσχυση) της αποτυχίας της Ισπανίας βοηθά να εξηγηθεί η φιλοπόλεμη συμπεριφορά του ισπανικού κράτους απέναντι στην αυτοδιάθεση της Καταλωνίας. Αυτό είναι κομβικό στην κατανόηση της παρούσας κρίσης ως αναγνώρισης των ορίων της ρήξης με το ακροδεξιό παρελθόν της Ισπανίας ή της ύβρεως που αποκτά το καθεστώς λόγω την επιτυχίας του στο κλείσιμο των κομμάτων υπέρ της βασκικής ανεξαρτησίας και των δημοψηφισμάτων. Υποδεικνύει ότι μια μεταρρύθμιση του κράτους ήταν πάντα μια απίθανη έκβαση.

Στις μέρες που έρχονται, είναι πιθανόν να δούμε περισσότερες αντιπαραθέσεις. Απειλές από τον Ραχόι για την αναστολή της καταλανικής αυτονομίας αν ανακηρυχθεί η ανεξαρτησία, και τις ανάλογες κινήσεις για την σύλληψη των μελών της κυβέρνησης που μπορεί να ακολουθήσουν, μπορεί να προκαλέσουν μεγαλύτερες και πιο μαχητικές κινητοποιήσεις από ό,τι έχουμε δει μέχρι τώρα. Αν συμβεί αυτό, τότε ίσως να μπαίνουμε σε μια αχαρτογράφητη περιοχή για τη σύγχρονη Ευρώπη.

Καταλανοί ακτιβιστές σε μαχητικά συνδικάτα, το CUP, και ριζοσπαστικές οργανώσεις, καθώς και πολλοί μέσα στο Podemos, το los Comunes, και τα κινήματα υπέρ της κυριαρχίας, θα προσπαθήσουν να συνεχίσουν την προώθηση της δημοκρατικής πάλης προς τα αριστερά. Αλλά είναι κρίσιμο για την επιτυχία τους να προσφερθεί αλληλεγγύη σε διεθνές επίπεδο – συμπεριλαμβανομένης της πίεσης προς τις κυβερνήσεις που λύνουν τα χέρια του Ραχόι.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.jacobinmag.com/2017/10/catalonia-independence-franco-spain-nationalism

Σύντροφοι, συσπειρωθείτε γύρω από τα σοβιέτ σας!”:

Η εκατονταετηρίδα της Οκτωβριανής Επανάστασης

Viewpoint Magazine1

Η σημερινή μέρα σηματοδοτεί την 100η επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, κι όσοι από μας παλεύουμε για να βάλουμε ένα τέλος στον καπιταλισμό, βρισκόμαστε σε ένα μοναδικό σταυροδρόμι. Από την μια πλευρά, εν μέσω της εντατικοποίησης της ισχύος της τάξης των καπιταλιστών σ’ ολόκληρο τον κόσμο, βλέπουμε μια αναζωπύρωση/επανανάδυση της ακροδεξιάς και εθνικιστικών κινημάτων που, αν δεν είναι εντελώς χωρίς προηγούμενο, θέτει στο περιθώριο οποιαδήποτε φαντασίωση μιας εύκολης ισοδυναμίας ανάμεσα στην εξαθλίωση και μια προς τα αριστερά ριζοσπαστικοποίηση. Από την άλλη, η αντικαπιταλιστική αριστερά βιώνει επίσης μια ανανέωση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η εγγραφή σε σοσιαλιστικές οργανώσεις έχει εκτιναχθεί την προηγούμενη χρονιά, και μοιάζει κάθε βδομάδα να διαβάζουμε μια καινούρια δημοσκόπηση που προσδίδει μαρτυρία στην ανανεωμένη απήχηση του σοσιαλισμού στη σημερινή νεολαία. Μερικές από τις καινούριες αυτές δυνάμεις αντιλαμβάνονται τον σοσιαλισμό, είτε εκπεφρασμένα είτε υπόρρητα, ως μια βαθμιαία μεταρρύθμιση του καπιταλισμού, μάλλον, παρά ως μια κατάργηση του κράτους και των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, και αυτός ο προσανατολισμός θέτει το πλαίσιο αρκετών συζητήσεων για την αριστερή στρατηγική σήμερα. Η εκατονταετηρίδα της Ρώσικης Επανάστασης προσφέρει, λοιπόν, μια ευκαιρία να μελετήσουμε για μια ακόμα φορά την ιστορική σύγκλιση παραγόντων που παρήγαγαν το αναποδογύρισμα της ρώσικης κοινωνίας το 1917 καθώς και να επισκεφθούμε εκ νέου το Μπολσεβίκικο κόμμα ως ένα πείραμα που έδωσε προτεραιότητα στη δουλειά της οργάνωσης, της συνάρθρωσης ετερογενών κοινωνικών υποκειμένων σε μια δυναμική ενότητα ικανή να αδράξει και να ασκήσει την εξουσία.

Αν συλλαμβάνουμε τον κομμουνισμό να αναδύεται μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες μιας σύνθετης και διαφοροποιημένης εργατικής τάξης, μια τάξης που παλεύει σε και μέσα από μορφές οργάνωσης να θεσμίσει μια βαθιά ριζωμένης, αυτοκυβερνώμενης, αταξικής κοινωνίας, τότε η Ρώσικη Επανάσταση, τα σοβιέτ και το Μπολσεβίκικο κόμμα παραμένουν ουσιώδη σημεία αναφοράς. Αλλά, όπως καθιστούν καθαρό αρκετά από τα δοκίμια που ακολουθούν, δεν πρέπει ούτε να υποκύψουμε στον πειρασμό της νοσταλγίας ούτε να αναγνώσουμε το σχέδιο των Μπολσεβίκων ως ένα αναλλοίωτο μοντέλο για κάθε περίσταση. Τα αποτελέσματα οποιουδήποτε αυστηρού ερευνητικού σχεδίου θα διαφωτίσουν, τουλάχιστον, τα μεγάλα χάσματα που μας χωρίζουν από τις εμπειρίες του 1917. Οι παρεμβάσεις μπορούν μόνο να βασίζονται σε μια διαρκώς ανανεωνόμενη στρατηγική ανάλυση της δικής μας παρούσας συγκυρίας. Οπότε η επιστροφή μας στον Λένιν μετά από 100 χρόνια πρέπει να είναι μια κριτική επιστροφή, και πρέπει μάλλον να παραμείνουμε ανοιχτοί σε νέες μορφές πάλης παρά να φετιχοποιούμε συγκεκριμένες μορφές έναντι άλλων.

Εδώ οι αναγνώστες θα βρουν μια συλλογή κειμένων σε αρκετές συλλογές [clusters], κάποια καινούρια και κάποια διαθέσιμα και παλιότερα στο Viewpoint. Πρώτον, προσφέρουμε δυο καινούριες μεταφράσεις δοκιμίων που γράφτηκαν πρόσφατα από τον Αντόνιο Νέγκρι για τον Λένιν. Νέες, επίσης, στο Viewpoint είναι δυο εισαγωγές στο έργο “H Πάλη των Εργατριών για τα δικαιώματά τους” της μπολσεβίκας Αλεξάντρα Κολλοντάι, μια γραμμένη από την ίδια την Κολλοντάι (1918), που πλαισιοθετεί την έκδοση της μπροσούρας μετά την Επανάσταση, και μια άλλη από την Sheila Rowbotham (1971) με την ευκαιρία της μετάφρασής της στα αγγλικά. Τα δυο επόμενα δοκίμια σχετικά με τον Λένιν και το Κράτος και Επανάσταση από τον συντάκτη του Viewpoint Salar Mohandesi είχαν δημοσιευθεί το 2012. Τα επόμενα τρία δοκίμια από τον Παναγιώτη Σωτήρη, τον Jodi Dean και τον Immanuel Ness αντυπώνονται από ένα στρογγυλό τραπέζι σχετικά με την επαναστατική στρατηγική στο τέταρτο τεύχος του Viewpoint, Το Κράτος (2014)· η μετάφρασή μας της πτυχιακής διατριβής του Daniel Bensaïd (1968), αρχικά δημοσιευμένης στο ίδιο τεύχος, παρουσιάζεται επίσης εδώ. Από τα βάθη του αρχείου μας, η εισαγωγή των Asad Haider και Mohandesi το 2011 στη μετάφραση της αλληλογραφίας μεταξύ Άντον Πάνεκουκ και introduction toΚορνήλιου Καστοριάδη μαρτυρεί για το εύρος της απόκρισης στον Λένινι εντός της λεγόμενης “υπεραριστεράς”. Και, τέλος, περιλαμβάνουμε επίσης εδώ το άρθρο του Matthieu Renault (2015) για τον Mirsaid Sultan-Galiev, έναν όχι επαρκώς μελετημένο Μπολσεβίκο ο οποίος θεωρητικοποίησε έναν μουσουλμανικό κομμουνισμό που προσέκρουσε στον ρώσικο σωβινισμό στην πρώιμη ΕΣΣΔ.

1 Στμ. Πρόκειται για το editorial στο αφιέρωμα του Viewpoint Magazine στα 100 χρόνια από τη Ρώσικη επανάσταση: https://www.viewpointmag.com/2017/11/07/comrades-rally-around-soviets-centenary-october-revolution.

Πότε η “κεφαλή της πορείας” κάνει πολιτική: αιχμηρές σκέψεις πάνω σε έναν πρόλογο1

του AC της Carbure

Αυτός ο πρόλογος στη γερμανική μετάφραση του βιβλίου Contre la Loi Travail et son monde [Ενάντια στον εργασιακό νόμο και στον κόσμο του] συνιστά πρώτα απ’ όλα μια μακρόσυρτη αυτοαναφορική φλυαρία που απλώνεται σαν καθρέφτης για όσους θέλουν να τον αναγνωρίσουν. Πρόκειται προφανώς για το προϊόν “συλλογικών συζητήσεων” και μια εξέλιξη πάνω στο θέμα του παλιού συνθήματος “όλοι μαζί”, στο οποίο μπορεί και να συνοψιστεί αυτός ο πρόλογος. Πρόκειται για την πιο κοινότοπη ιδεολογική έκφραση ενός ρεύματος από τον αγώνα ενάντια στον Εργασιακό νόμο του 2016, που αποκαλεί τον εαυτό τουκεφαλή της πορείας2 (ή πιο συγκεκριμένα “μη κυβερνήσιμη γενιά”) ενώ στην πραγματικότητα είναι έκφραση του πολιτικοποιημένου τμήματος αυτής της φημισμένης πορείας, που αναπόφευκτα διασπάρθηκε και διαλύθηκε με το τέλος των διαδηλώσεων το 2016. Από την περίφημη ποικιλομορφία αυτής της πορείας μένει μόνο το αριστερίστικο μπλοκ, το μόνο αποθετήριο συζήτησεων και ερμηνειών αυτού του κινήματος, του τέλους του και των υποτιθέμενων συνεπειών του. Αυτό είναι καλό: οι συζητήσεις, α, το αριστερίστικο μπλοκ τις λατρεύει!

Ο αριστερίστικος ενωτισμός ταυτίζει στο ίδιο και το αυτό συνεχές τους αναρχικούς και τους αντίφα, τα συνδικάτα, τον Μελανσόν – ο οποίος έχει προαχθεί στο εκλογικό συμβολικό πέρασμα της ανανέωσης της “αληθινής” αριστεράς, τους αγώνες των γυναικών και τους αγώνες ενάντια στην ρατσιστική και την αστυνομική βία, χωρίς ποτέ να αναριωτιέται καν τι επιδιώκει κάθε αγώνας, χωρίς να ακούει τι θέλει να πει συγκεκριμένα, πώς συνδέεται με τους άλλους αγώνες, θέτοντας διαρκώς την προϋπόθεση του Ενότητας, ιερής και με κεφαλαία. Διαθεματικότητα σπρωγμένη στα ύψη μιας τεχνητής συμπερίληψης, με λίγα λόγια. Η ανάλυση είναι το μεγάλο κουτάλι που πρέπει να ανακατέψει τον χυλό που έχει φτιαχτεί έτσι ώστε να έχει την όμορφη ομοιογενή συνοχή του.

Αλλά οι σχέσεις αυτών που μάχονται ενάντια στην αστυνομική βία και την αριστερά δεν είναι τόσο ειδυλλιακές (θυμόμαστε τη σύγχυση ανάμεσα στην οικογένεια του Adama Traoré και τον Ruffin3, για να μην αναφέρουμε τις περισσότερο από διφορούμενες δηλώσεις του Μελανσόν σχετικά με την αστυνομική βία), όχι περισσότερο ειδυλλιακή από όσο ήταν η σχέση ανάμεσα στους Nuit Debout4 και τους “μπαχαλάκηδες”, ή οι σχέσεις ανάμεσα στα συνδικάτα και τους anarco-totos (αγνόησε ο συγγραφέας το ζήτημα των SO5 της CGT, και των γκλομπ τους, στην ενοποιητική του ανάλυση;) ή, επιπλέον, οι σχέσεις ανάμεσα στα συνδικάτα και τον Μελανσόν, ο οποίος θα ήθελε να διευθύνει πολιτικά τους αγώνες, ή ακόμα ανάμεσα στο “Κοινωνικό Μέτωπο” (αυτή την μεγαλοποιημένη έκφραση της ταμπέλας των “υπο-διακριτών” συνδικάτων -“βάσης”) και τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, κ.λπ. Άλλωστε ούτε και το αριστερίστικο μπλοκ είναι πολύ ομοιογενές, ανάμεσα στους ωραίους ρεφορμιστές των “Ξάγρυπνων”, τους οργισμένους επαναστάτες που πρόσκεινται στην Αόρατη Επιτροπή και τους αναπόφευκτους νεαρούς Τροτσκιστές…

Εν συντομία, όπως πάντα, υπάρχει μια κατάσταση και είναι πολύπλοκη, όπως είδαμε τον Σεπτέμβρη. Αλλά το μόνο που ο πρόλογος έχει να πει για τις διαιρέσεις είναι ότι πρέπει να ξεπεραστούν και, εφόσον πρέπει να ξεπεραστούν, στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Τελικά, στο κείμενο αυτό, ανάμεσα στην “πολλαπλότητα των υποκειμενικοτήτων” υπάρχει μόνο ένα “υποκείμενο” και αυτό το υποκείμενο είναι της αριστεράς. Στην πραγματικότητα είναι Η αριστερά. Δεν υπάρχουν Άραβες, μαύροι, γυναίκες, κακοπληρωμένοι εργάτες, επισφαλείς εργάτες, εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα και δημόσιοι υπάλληλοι, αυτοαπασχολούμενοι και μικροαφεντικά, Γάλλοι και ξένοι, υπάρχει μόνο ο Άνθρωπος (ή ο “Λαός” του Μελανσόν) και ο Άνθρωπος , όπως το ξέρουν όλοι, είναι η Αριστερά.

Αυτό το είδος ενωτικής ιδεολογίας είναι πιθανόν να “φάει τα μούτρα του” πάνω στον πραγματικό κόσμο και τις ενεργές διαιρέσεις του, καθώς πρέπει να τις αποσιωπήσει, και να αντιμετωπίσει όλες αυτές τις “περιπλοκές” (με άλλα λόγια τους “ταξικούς αγώνες”) με το να βρει στις κάλπες της δημοκρατίας την μόνη πιθανή αποτελεσματική σύνθεση, όπως νιώθουμε να εμφανίζεται στο κείμενο. Άλλωστε, γι’ αυτό υπάρχει η δημοκρατία. Το αριστερίστικο μπλοκ θα πρέπει τότε να διασπαστεί έντονα και να διαιρεθεί ανάμεσα σε ριζοσπάστες και δημοκράτες.

Μόνο με τον τρόπο αυτό μπορούν να βρουν αυτά τα “συγκεκριμένα αιτήματα”, ως όφειλαν, την “πολιτική τους έκφραση”, όπως λέγεται στο συμπέρασμα, εκτός αν μείνουμε σε καθαρά πλατωνικές συζητήσεις για “την” πολιτική γενικά ή ικανοποιούμαστε με το να διερευνούμε τη σημασία ενός “ελάχιστου εισοδήματος” για περιοχές με ποσοστά ανεργίας 70%. Υπάρχουν αυτοί που αγωνίζονται και αυτοί που ξέρουν πώς θα πρέπει οι αγώνες να “εκφράζονται πολιτικά” και οι οποίοι θα θέλουν σίγουρα να αναλάβουν μέρος αυτής της “έκφρασης”.

Το κίνημα του 2016, που ονειρεύτηκε πολύ έναν καινούριο Μάη του 1968, παράγει πιθανόν ήδη τον Ιούλιό του και τον Κον-Μπεντίτ του: καριέρες προετοιμάζονται και επικυρώνονται ήδη με την “αξιοπιστία” [που φτιάχτηκε στους δρόμους] το 2016, αν και οι προοπτικές είναι σίγουρα χειρότερες και οι κενές θέσεις ελάχιστες. Δεν έχει σημασία: μετά τους αγώνες, όπως πάντα, οι δουλειές (και ο κόσμος τους) συνεχίζεται.

AC

Ο πρόλογος μπορεί να διαβαστεί εδώ: Extrémisme de centre et luttes sociales en France : de la Loi Travail aux élections présidentielles.

1 Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2017/11/15/quand-le-cortege-de-tete-fait-de-la-politique-considerations-acides-sur-une-preface. Ο πρόλογος στον οποίο αναφέρεται είναι το κείμενο: “Το ακραίο κέντρο και οι κοινωνικοί αγώνες στη Γαλλία: από τον Εργασιακό Νόμο στις προεδρικές εκλογές”, που είναι μεταφρασμένο εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/xtremecenter.

2 Στμ. Στα γαλλικά: cortège de tête.

3 Στμ. Η “υπόθεση Adama Traoréαναφέρεται στην νομική υπόθεση που ξεκίνησε μετά τον θάνατο το 24χρονου Adama Traoré τον Ιούλιο του 2016 στο αστυνομικό τμήμα του Persan, μετά τη σύλληψή του στο Beaumont-sur-Oise, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Ο Ruffin είναι αντιπρόεδρος της παράταξης “Ανυπότακτη Γαλλία” του Μελανσόν κι εδώ ο AC αναφέρεται στο περιστατικό της αμήχανης αντίδρασης του Ruffin στην κίνηση κάποιων υποστηρικών της οικογένειας Traore να του χαρίσουν ένα μπλουζάκι της καμπάνιας για την υπόθεση σε ομιλία του στη Χάβρη.

4 Στμ. Nuit Debout, παρακάτω μεταφράζουμε ως “Ξάγρυπνοι”. Το κίνημα που αναπτύχθηκε με βάση την κατάληψη της Πλατείας Republique στο Παρίσι κατά τις κινητοποιήσεις ενάντια στον Εργασιακό Νόμο την άνοιξη του 2016.

5 Στμ. SO, οι Ομάδες Τάξης της CGT.

Ménage à trois της ταξικής πάλης

Αναδημοσίευση από το blog https://2008-2012.net

 

Από το blog Hic Salta – Communisation, το εισαγωγικό μιας σειράς κειμένων πάνω στη μεσαία τάξη.

Ξεκινάμε εδώ μια νέα σειρά «φυλλαδίων», αφιερωμένη στη μεσαία τάξη στο εσωτερικό της ταξικής πάλης. Η μεσαία τάξη αποτελεί αντικείμενο μελέτης σε υπεραφθονία όσον αφορά την αστική πολιτική και κοινωνιολογική βιβλιογραφία, αλλά ευρέως παραμελημένο από τη σύγχρονη κομμουνιστική θεωρία. Αυτό θα προσπαθήσουμε να το διορθώσουμε. Καθώς το ζήτημα είναι πρωτεϊκής μορφής, θα περιοριστούμε στο πεδίο της μισθωτής μεσαίας τάξης (ΜΜΤ) στον καπιταλισμό του σήμερα. Οι αγώνες της είναι πολυάριθμοι, μερικές φορές θεαματικοί και βίαιοι και ξεσπούν παντού στον κόσμο. Όμως δεν είναι αυτός ο κύριος λόγος, για τον οποίο νομίζουμε ότι πρέπει να σκύψουμε πάνω από αυτό το ζήτημα. Δεν είναι, στην πραγματικότητα, η ποσότητα αλλά η φύση των αγώνων της και οι σχέσεις τους με τους αγώνες του προλεταριάτου που αποτελούν την κύρια ενασχόλησή μας. Στην τελική, ελπίζουμε να πάρουμε πάρουμε ιδέες από πολλές μερικές αναλύσεις που θα μας κάνουν να αποκτήσουμε μια συνολική οπτική πάνω στο ζήτημα της ΜΜΤ μέσα στο πλαίσιο μιας επανάστασης που θα κομμουνιστικοποιήσει. Τα αποτελέσματα, στα οποία θα καταλήγουμε κατά τη διάρκεια της διαδρομής πρέπει να θεωρούνται ως προσωρινά και ανοιχτά σε συζήτηση.

Σε πρώτο χρόνο, θα αναζητήσουμε να προσδιορίσουμε το πεδίο και το αντικείμενο των ερευνών μας (Επεισόδιο 1), να θέσουμε τις βάσεις μιας θεωρίας της μεσαίας τάξης (επεισόδιο 2) και να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα αποτελέσματα για να αναλύσουμε την περίπτωση του γαλλικού κινήματος του 2016 ενάντια στον νόμο El Khomri (Επεισόδιο 3). Στη συνέχεια, θα πρέπει να διευρύνουμε τις αναζητήσεις μας προς το ζήτημα της διαταξικότητας και την κατάσταση σε άλλες χώρες.

B.A. – R.F.

μάιος 2017

Το αίνιγμα της ρήξης (editoriale)

Αναδημοσίευση από το blog https://2008-2012.net/

 

Δημοσιεύουμε εδώ το editorial από το δεύτερο τεύχος του ενδιαφέροντος ιταλικού περιοδικού Il Lato Cattivo – elementi di teoria del communismo – το οποίο εκδόθηκε τον Μάιο του 2016. Λόγω της σημασίας του για την κατανόηση της συγκυρίας που διανύουμε, θα μεταφράσουμε και θα εκδώσουμε ολόκληρο το κείμενο/τεύχος το συντομότερο δυνατόν.

 

Τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη έντυπη κυκλοφορία, καταφέρνουμε τελικά να εκδώσουμε το δεύτερο τεύχος του “Il Lato Cattivo”. Όσον αφορά το συνονθύλευμα αφετηριακών σημείων του πρώτου τεύχους, αφήνουμε στον αναγνώστη την προσπάθεια να κατανοήσει ενδελεχώς ποια «πεδία» ακολουθήσαμε και ποια εγκαταλείψαμε ή αφήσαμε σε εκκρεμότητα. Αλλά μια τόσο μακρά σιωπή αξίζει τουλάχιστον ορισμένες εξηγήσεις. Όχι ότι ήταν μια σιωπή απόλυτη ή αδρανής μιας και αφοσιωθήκαμε σε μια έντονη δραστηριότητα έκδοσης και διακίνησης, κυρίως μέσω internet, γραπτών δικών μας ή άλλων σε σχέση με πιο πολλά ζητήματα – βρίσκοντας και τον χρόνο για μερικές δημόσιες συναντήσεις. Αλλά είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι υπολογίζαμε να δώσουμε στην έκδοση του περιοδικού έναν εξαμηνιαίο ή τουλάχιστον ετήσιο χαρακτήρα – κάτι που δεν προέκυψε ακριβώς. Η ρουτίνα και οι καθημερινές δυσκολίες δεν εξηγούν τα πάντα.

Ας πούμε, καταρχήν, ότι η περίοδος αμέσως πριν την κρίση του 2008 δημιούργησε, σε μας όπως και σε πολλούς άλλους, προσδοκίες οι οποίες αποκαλύφθηκε ότι ήταν αποτέλεσμα παρανόησης. Αν οι ταραχές στα γαλλικά banlieues το 2005, η οικονομική κατάρρευση του 2008, το ελληνικό κίνημα του δεκέμβρη του ίδιου έτους (για να μείνουμε στα πιο χτυπητά περιστατικά) μπορούσαν να αφήνουν να προεικονίζεται όχι μόνο το γρήγορο βάθεμα του ανταγωνισμού μεταξύ προλεταριάτου και καπιταλιστικής τάξης, αλλά κυρίως η απλοποίηση αυτού του ανταγωνισμού – ό,τι σπέρνεις θα θερίσεις, που λέει και η παροιμία – η συνέχεια δεν ήταν στην πραγματικότητα η ίδια. Όταν πηγαίναμε στο τυπογραφείο, αρχές του 2012, οι «παραλείψεις» ήταν ήδη ορατές, αλλά όχι ακόμα τόσο ξεκάθαρες· σήμερα, έχουν λάβει τεράστιες διαστάσεις και θα ήταν παράδοξο να κάνουμε σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Η αλληλουχία που ξεκίνησε το 2009 με το ιρανικό πράσινο κύμα ήταν πράγματι πολύ πυκνή: Occupy, Indignados, Québec, Αραβική Άνοιξη, Τουρκία, Βραζιλία, Βοσνία μέχρι να φτάσουμε στην πιο πρόσφατη Umbrellas Revolution του Hong Kong· δευτερευόντως (και σε γρήγορη διαδοχή): EuroMaidan και το ξέσπασμα του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, τα τέσσερα εκατομμύρια γάλλων που κατέβηκαν στην πλατεία για τη διαδήλωση Je suis Charlie, η νίκη του Σύριζα στην Ελλάδα, η άνοδος των Podemos στην Ισπανία, η «κρίση των μεταναστών», η πιο πρόσφατη εμφάνιση του κινήματος Nuit Debout ξανά στη Γαλλία. Ως προσθήκη: η σύγκρουση ανάμεσα στο Ισλαμικό Κράτος και την αυτοαποκαλούμενη «επανάσταση σε κίνηση» στη Rojava με τη συνακόλουθη επέμβαση της διεθνούς συμμαχίας. Μια αλληλουχία υπερβολικά ετερογενής, έχοντας στο κέντρο μόνο έναν και απρόσμενο πρωταγωνιστή του οποίου το όνομα, για τους «ανατρεπτικούς» του σήμερα, είναι ταμπού: η μεσαία τάξη. Προσοχή: αυτό δεν σημαίνει ότι το προλεταριάτο ζει σε έναν άλλο πλανήτη, το αντίθετο! Οι αγώνες του προλεταριάτου υπάρχουν (υπήρξαν) σίγουρα – στα όρια, στην αφετηρία ή στις χαραμάδες, εξωγενείς ή υποβιβασμένοι στα μετόπισθεν των κολοσσιαίων πολιτικών μορφών: στα εργοστάσια του Port-Said, στα ορυχεία του Donbass, στην περιφέρεια του Λονδίνου ή της Στοκχόλμης, στις βραζιλιάνικες favelas, στα ναυπηγεία του Hong Kong κ.α. Με ένα ακόμη παράδοξο: από τη μια, αυτή η διαδοχή γεγονότων σπάνιας έντασης· από την άλλη, ένας παγκόσμιος καπιταλισμός σε φάση σταθεροποίησης από το 2010 και μετά.

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, όπως αυτή εμφανίζεται, θα μπορούσαμε λοιπόν να επιχειρήσουμε να στρέψουμε το βλέμμα αλλού και να πούμε: πολύ κακό για το τίποτα. Να υιοθετήσουμε, επομένως, την αριστοκρατική πόζα των χωρίς ψευδαισθήσεις που τα ξέρουν όλα και που περιμένουν καλύτερες μέρες – λέγοντας στον εαυτό τους ότι, κατά  βάθος, από αυτό που συνέβη τίποτα στ’ αλήθεια δεν μας απευθύνει ερωτήματα, τίποτα δεν μας καλεί να κατανοήσουμε. Θα ήταν εύκολο, πράγματι.

Στην άλλη πλευρά, βρίσκονται, κατ’ αντιστροφή, οι ανατρεπτικοί τραγουδιστές των πραγμάτων έτσι όπως είναι. Ένα παράδειγμα από τα πολλά: με αφορμή τις διαδηλώσεις στο Hong Kong το περασμένο φθινόπωρο, ο David Graeber – νέα μηντιακή φιγούρα της hipster και δημο-ελευθεριακής διαμαρτυρίας – επιδόθηκε κατά κόρον σε θριαμβολογίες: «Κάθε φορά που ανακοινώνεται το τέλος του κινήματος Occupy, το βλέπουμε να αναβιώνει σε κάποιο άλλο μέρος: στη Νιγηρία, την Τουρκία, τη Βραζιλία, τη Βοσνία […] Το έτος 2011 στ’ αλήθεια μετασχημάτισε την έννοια της δημοκρατικής επανάστασης […] Όταν οι ιστορικοί το μελετάνε σε βάθος, το συγκρίνουν με το 1848: οι σχεδόν ταυτόχρονες εξεγέρσεις που ξέσπασαν εκείνη την εποχή σε όλο τον κόσμο δεν οδήγησαν πουθενά σε κατάληψη της εξουσίας, αλλά σε κάθε περίπτωση τα έκαναν όλα άνω κάτω». (Le Mouvement Occupy se mondialise στη «Le Monde», 13 Οκτωβρίου 2014). Ο ίδιος Graeber δεν παρέλειψε επίσης να υποστηρίξει τους σκοπούς της «επανάστασης σε κίνηση» στη Rojava. «Το 1937, ο πατέρας μου κατατάσσεται εθελοντής για να πολεμήσει στις Διεθνείς Ταξιαρχίες προς υπεράσπιση της Ισπανικής Δημοκρατίας. […] Οι ισπανοί επαναστάτες ήλπιζαν να πραγματοποιήσουν το όραμα μιας ελεύθερης κοινωνίας, από την οποία ολόκληρος ο κόσμος θα μπορούσε να εμπνευστεί. Αλλά, οι παγκόσμιες δυνάμεις αποφασίζουν πολιτικά υπέρ της «μη επέμβασης» […] αμέσως μετά αφότου ο Χίτλερ και ο Μουσσολίνι, φαινομενικοί υποστηρικτές αυτής της πολιτικής, αρχίζουν να στέλνουν στρατεύματα και όπλα προς υποστήριξη της φασιστικής φράξιας. Το αποτέλεσμα ήταν χρόνια εμφυλίου πολέμου, που τέλειωσαν με το τσάκισμα της επανάστασης και με αυτό που υπήρξε μια από τις πιο αιματηρές σφαγές του αιώνα. […] Δεν είχα πιστέψει ποτέ ότι θα δω, στην πορεία της ζωής μου, το ίδιο πράγμα να συμβαίνει εκ νέου. […] Η αυτόνομη περιφέρεια της Rojava, όπως υπάρχει σήμερα, είναι μια από τις λίγες ακτίνες φωτός – μια ακτίνα φωτός πολύ λαμπερή, για να λέμε την αλήθεια – που αναδύθηκαν από την τραγωδία της συριακής Επανάστασης. […] Αν σήμερα θέλαμε να αποκαταστήσουμε μια παραλληλία με τους δολοφόνους Φαλαγγιστές του Φράνκο, με ποιον άλλο θα μπορούσαμε να το κάνουμε αν όχι με το ISIS; Αν υπάρχει μια αναλογία με τις Mujeres Libres της Ισπανίας, με ποιες θα μπορούσε να υπάρχει αν όχι με τις θαρραλέες γυναίκες που υπερασπίζονται τα οδοφράγματα στο Κομπάνι; Στ’ αλήθεια, ο κόσμος – και αυτή τη φορά, το πιο σκανδαλώδες από όλα, η διεθνής αριστερά – συμπεριφέρεται σαν συνένοχος αφήνοντας την ιστορία να επαναλαμβάνεται;» (Why is the world ignoring revolutionary kurds in Syria?, στον “The Guardian”, 8 Οκτωβρίου 2014). Αφήνουμε στην άκρη, για μια φορά, την αντιπαράθεση: ο Graeber δεν «ωραιοποιεί» καταστάσεις και πιθανόν πιστεύει όλες τις βλακείες που γράφει· απλώς, μιλάει στο όνομα των μεσαίων τάξεων, των οποίων αποτελεί έκφραση, και με τους ίδιους όρους με αυτές. Το γεγονός ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από πολιτική και, οριακά, σχέση διανομής ούτε που του περνάει από το μυαλό. Καθένα από τα όρια του κινήματος Occupy και όλου αυτού που – από τα Απέννινα μέχρι τις Άνδεις – του μοιάζει μόνο από μακριά, αποτελεί γι’ αυτόν στοιχείο καινοτομίας και σημάδι ισχύος. Εντούτοις, ο Graeber βρίσκεται στην πρώτη γραμμή μιας καλά δομημένης ομάδας – μεταξύ των μελών της οποίας βρίσκονται και δικοί μας σύντροφοι, πιο κοντινοί και εν γένει πιο διαυγείς (βλ. το δικό μας «Κουρδικό ζήτημα, Ισλαμικό Κράτος, ΗΠΑ και περίχωρα) – η οποία λίγο ενδιαφέρεται για την υπόθεση ότι η επαναστατική ανατροπή των σημερινών κοινωνικών σχέσεων μπορεί και οφείλει να είναι κάτι άλλο από την απλή και θαυματουργή πανταχού παρουσία του Occupy – ή οποιουδήποτε άλλου «κοινωνικού κινήματος» – στον χρόνο και στον χώρο.

Για εμάς σημασία έχει, πρώτα από όλα, να αποφύγουμε και τις δυο στάσεις: δεν μπορείς να διασώσεις μια θεωρητική κατασκευή θυσιάζοντας την πραγματικότητα· αλλά ούτε να αφιερώνεσαι στον καθαρό εγκωμιασμό του παρόντος σε βάρος μιας στέρεης θεωρητικής επισκόπησης. Επιστρέφουμε λοιπόν για πολλοστή φορά στην πηγή – που δεν θα μπορούσε παρά να σημαίνει: στον Μαρξ – με στόχο να φτάσουμε σε μια κατανόηση της τρέχουσας φάσης, η οποία θα ήταν κατά το δυνατόν η πιο διαλεκτική· η οποία, δηλαδή, θα συμπεριελάμβανε στη θετική κατανόηση των πραγμάτων και την αναπόφευκτη δύση τους, την αναγκαία καταστροφή τους. Αυτό που στο πρώτο τεύχος του “Il Lato Cattivo” εμφανίστηκε ως «η εποχή των ταραχών» (διατύπωση που προτάθηκε από την ομάδα/περιοδικό Blaumachen, η οποία έχει πλέον διαλυθεί) προσδιορίζεται ως μια φάση πολιτικών ταραχών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τη διαταξικότητα και την ηγεμονία της τάξης που εκφράζει καλύτερα αυτή τη διαταξικότητα: τη μεσαία τάξη. Και σε αυτό το σημείο θα ήταν εύκολο να προσαρμοστούμε στον «προσωρινό» χαρακτήρα αυτών των δεδομένων, να πούμε απλά: θα περάσει. Αλλά χρειάζεται να είσαι σε θέση να εξηγήσεις γιατί. Με άλλα λόγια: (ας) διαβλέπουμε σε τι θα μπορούσε να συνίσταται το ξεπέρασμα αυτής της φάσης, η αναπόφευκτη δύση της· δείχνουμε, επομένως, ότι η κομμουνιστική επανάσταση δεν είναι μια τεράστια διαδήλωση σε πλατεία ή ένα «κοινωνικό» κίνημα εκτεινόμενο σε παγκόσμια κλίμακα. Σε ένα κείμενο της νεότητας, ο Μαρξ γράφει: «Όσο μερική κι αν είναι μια βιομηχανική εξέγερση, έχει μια καθολική ψυχή· όσο καθολική κι αν είναι μια πολιτική εξέγερση, κρύβει ακόμη και στην πιο κολοσσιαία μορφή της ένα στενόμυαλο πνεύμα»[1]. Για να ξαναπιάσουμε και να επικαιροποιήσουμε αυτή τη διατύπωση ήταν απαραίτητο να τη μεταφέρουμε στη σημερινή σχηματοποίηση του «κοινωνικού ιερογλυφικού»: να εντοπίσουμε τα σημαντικότερα σημεία της «πολιτικής εξέγερσης» και της «βιομηχανικής εξέγερσης», και το όριο που τις χωρίζει· να κατανοήσουμε τη διαδικασία κατά την οποία (σήμερα) η πρώτη απορροφά τη δεύτερη· να φανταστούμε την αντίστροφη διαδικασία – ανατροπή της πράξης! – μέσω της οποίας η δεύτερη θα μπορούσε (αύριο;) να διαλύσει την πρώτη. Ποιο είναι σήμερα αυτό «στενόμυαλο πνεύμα» της «πολιτικής εξέγερσης»; Τι από αυτά αφορά τη «βιομηχανική εξέγερση» και την «καθολική ψυχή» της; Το κείμενο που ακολουθεί – το οποίο είναι επίσης το μόνο κείμενο αυτού του τεύχους – επιχειρεί, ανάμεσα σε άλλα πράγματα, να ανταποκριθεί σε τέτοιες διερευνήσεις.

Σημειώνουμε τέλος ότι, παρότι το γράψιμο αυτών των σελίδων μας κόστισε σε χρόνο και κούραση, λίγα ή τίποτα από αυτά που μπορούν να βρεθούν εκεί αποτελούν «πρωτότυπο» αποτέλεσμα των δικών μας κούφιων μυαλών: αυτά αποτελούν πάνω από όλα σύνοψη των αναρίθμητων συζητήσεων που είχαμε με κοντινούς ή μακρινούς συντρόφους τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

[1] Αναφερόμαστε εδώ στο άρθρο Κριτικές σημειώσεις στο περιθώριο πάνω στο άρθρο: «Ο Βασιλιάς της Πρωσίας και η Κοινωνική Μεταρρύθμιση. Από έναν Πρώσο», το οποίο δημοσιεύτηκε στο 63ο τεύχος του περιοδικού «Vorwärts» στις 17 Αυγούστου 1844 και είναι αφιερωμένο στην εξέγερση των υφαντουργών της Σιλεσίας. Θεωρούμε σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι η χρήση που κάνουμε στην αντίθεση βιομηχανική εξέγερση/πολιτική εξέγερση παίρνει αποστάσεις σημαντικές και ηθελημένες από τα αρχικά κίνητρα του άρθρου του Μαρξ, τα οποία ήταν προσδεμένα στην ανθρωπιστική προβληματική του «φιλοσοφικού κομμουνισμού» εντός της χεγκελιανής αριστεράς («Αλλά ίσως δεν ξεσπούν όλες οι εξεγέρσεις, χωρίς εξαίρεση, εντός της απεγνωσμένης απομόνωσης του ανθρώπου από την κοινότητα;», ο.π.).

Λοιπόν είναι ανεξάρτητη η…#Catalonia τώρα;

Σημείωση: Το Enough is Enough δεν οργανώνει καμμιά από αυτές τις εκδηλώσεις, δημοσιεύουμε αυτό το κείμενο ώστε οι άνθρωποι στην Ευρώπη και στην Αμερική να μπορούν να παρακολουθούν τι συμβαίνει και για λόγους τεκμηρίωσης.

Διαβάστε όλες τις αναφορές μας για την Καταλωνία εδώ.

Την Παρασκευή η πλειοψηφία του καταλανικού Κοινοβουλίου ανακήρυξε την ανεξαρτησία, την ίδια στιγμή που η πλειοψηφία του ισπανικού Κοινοβουλίου ενεργοποίησε το άρθρο 155, αναστέλλοντας την καταλανική αυτονομία. Η λεγόμενη καταλανική διαδικασία μπήκε σε μια καινούρια φάση.

Πριν αναπτύξουμε τις πρώτες μας σκέψεις πάνω στην έναρξη αυτής της καινούριας φάσης, θα αναφερθούμε σε μερικά από τα πράγματα που η καταλανική και ισπανική άρχουσα τάξη έκαναν χτες. Πρώτα απ’ όλα όμως πρέπει να πούμε ότι δεν είμαστε με το μέρος κανενός κράτους. Θεωρούμε ότι τα κράτη είναι μέρος του προβλήματος.

Το βράδυ της Πέμπτης, ο υπουργός οικονομικών της Καταλωνίας, Santi Vila, παραιτήθηκε. Η παραίτησή του ήλθε αφού τα κυβερνώνα κόμματα της Καταλωνίας συμφώνησαν στην ανακήρυξη της ανεξαρτησίας την Παρασκευή. Είναι μια ακόμα ένδειξη ότι τμήματα, τουλάχιστον, της καταλανικής κυβέρνησης δεν ήθελαν ποτέ πραγματικά να ανακηρύξουν την ανεξαρτησία.

Η απάντηση της ισπανικής κυβέρνησης ήταν γνωστή πριν καν ακόμα ανακοινωθεί η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας· ο Ραχόι και το κυβερνών κόμμα του, το Λαϊκό Κόμμα (Partido Popular, PP) ενεργοποίησαν το άρθρο 155, υποστηριζόμενοι από τους σοσιαλδημοκράτες (PSOE) και τους Ciudanos.

Δεν είμαστε σε καμμιά περίπτωση υποστηρικτές των μπάτσων, αλλά αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να παίξει κάποιο ρόλο στις ερχόμενες μέρες και βδομάδες. Το Σάββατο ο αρχηγός της [καταλανικής] αστυνομίας Josep Lluís Trapero παραιτήθηκε μετά την ανακοίνωση της απόλυσής του από την ισπανική κυβέρνηση. Ο Trapero έγραψε μια επιστολή ζητώντας από τους Καταλανούς αστυνομικούς να “είναι κατανοητικοί και να παραμείνουν νομιμόφρονες προς τις αποφάσεις [της νέας ηγεσίας] τους”. Ο Trapero παραιτήθηκε μετά την παραίτηση επίσης και του Γενικού Διευθυντή της καταλανικής αστυνομίας Pere Soler, ο οποίος παραιτήθηκε επίσης μετά την απόφαση της ισπανικής κυβέρνησης να τον απολύσει.

Οι παραιτήσεις των Trapero και Soler είναι απλά δυο γεγονότα (μεταξύ πολλών άλλων) που μας φέρνει το ερώτημα: τι αξία έχει η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας; Η ισπανική σημαία συνέχισε να κυματίζει στην οροφή του γραφείου του Καταλανού προέδρου Puigdemont το πρωί της Κυριακής και η καταλανική αστική τάξη συνέχισε να τονίζει ότι η αντίσταση ενάντια στο ισπανικό κράτος πρέπει να είναι ειρηνική. Σε ένα μαγνητοσκοπημένο διάγγελμα χτες, ο Puigdemont τόνισε: “Ας συνεχίσουμε να επιμένουμε με τη μόνη δυνατή στάση που μπορεί να μας κάνει νικητές: χωρίς βία ή προσβολές”. Αλλά αυτό λέγεται από ένα άτομο που έχει πολύ μεγάλες πιθανότητες να του παρασχεθεί πολιτικό άσυλο όταν τα πράγματα θα δυσκολέψουν για την καταλανική άρχουσα τάξη. Ακόμα και αν φυλακιστεί, θα έχει μια εντελώς διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με άλλους φυλακισμένους του ισπανικού κράτους.

Είναι νωρίς να πούμε τι θα συμβεί στις ερχόμενες μέρες και εβδομάδες, ή ακόμα και μήνες. Αλλά είναι φανερό ότι το ισπανικό κράτος δεν θα ενδώσει εύκολα. Ισπανοί μπάτσοι και η Εθνοφρουρά (Guardia Civil) εξακολουθούν να είναι παρόντες στην Καταλωνία και κάνουν ό,τι θέλουν στην διαμφισβητούμενη αυτή περιοχή. Με άλλα λόγια: η καταλανική αστική τάξη δεν ελέγχει την καταλανική επικράτεια. Με αυτή την έννοια, η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας φαίνεται να είναι απλά η αρχή μιας καινούριας φάσης σ’ αυτή τη σύγκρουση, ή ακόμα και ένα είδος συμβολικής πράξης.

Σήμερα Ισπανοί εθνικιστές και φασίστες της Φάλαγγας, της Democracia Nacional και άλλες φασιστικές ομάδες και κόμματα διαμαρτύρονται ενάντια στην καταλανική ανεξαρτησία. Όπως και στις 8 Οκτώβρη καθώς και σε άλλες περιπτώσεις αυτές οι διαμαρτυρίες θα συνοδευτούν πιθανόν από φασιστικές επιθέσεις. Την Παρασκευή οι φασίστες επιτέθηκαν στο καταλανικό δημόσιο ράδιο και σε απλούς παρευρισκόμενους στη διάρκεια μια διαμαρτυρίας ενάντια στην καταλανική ανεξαρτησία. Δύο άτομα χρειάστηκε να νοσηλευθούν.

Τέτοια γεγονότα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από το ισπανικό κράτος για να στείλει την παραστρατιωτική Guardia Civil και την ισπανική κρατική αστυνομία (Policia Nacional) να τερματίσει το “χάος” και η καταλανική αστική τάξη δεν έχει κανέναν τρόπο για να αποτρέψει κάτι τέτοιο. Εξαιτίας της παραίτησης των επικεφαλής της καταλανικής αστυνομίας (που σε καμμιά περίπτωση φυσικά ΔΕΝ είναι φίλοι ή σύμμαχοί μας) δεν είναι καν σίγουρο αν η καταλανική κυβέρνηση ελέγχει την καταλανική αστυνομία.

Οι δράσεις του κόσμου που ζει στην Καταλωνία θα είναι καθοριστικές. Αυτοί είναι που θα χτυπηθούν από μια πιθανή καταστολή, αλλά είναι, επίσης, εκείνοι που θα μπορούσαν να οργανώσουν την αντίσταση ενάντια σε αυτή την ίδια την καταπίεση. Κατά τις επισκέψεις μας στην Καταλωνία, γίναμε μάρτυρες ότι το επίπεδο της αυτοοργάνωσης είναι πραγματικά πολύ υψηλό σε πολλές γειτονιές της Βαρκελώνης. Σύντροφοι από τη Βαρκελώνη μας είπαν ότι αυτό το είδος αυτοοργάνωσης αναπτύσσεται επίσης και σε άλλες πόλεις, κωμοπόλει ς και χωριά στην υπόλοιπη καταλανική επικράτεια. Είμαστε πεπεισμένοι ότι η αυτοοργανωμένη αντίσταση είναι η μόνη πιθανότητα για τον κόσμο να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάνα στην καταστολή γενικά, από οποιαδήποτε άρχουσα τάξη ή κράτος κι αν προέρχεται αυτή.

Αυτό είναι το σημείο που οι αναρχικοί θα έπρεπε να εμπλακούν περισσότερο. Όχι μόνο επειδή οι αναρχικοί θα αντιμετωπίσουν, όπως πάντα, την καταστολή του ισπανικού κράτους αλλά κι επειδή αυτή είναι η ευκαιρία να δώσουν ώθηση σε μια διαδικασία χειραφέτησης και να προωθηθούν κοινωνικά ζητήματα στην καταλανική επικράτεια. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς υπέρ ενός καταλανικού κράτους για να παλέψει ενάντια στην καταστολή και να προωθήσει ζητήματα που είναι σημαντικά στην πάλη για την ολική απελευθέρωση. Δεν θα πολεμήσουμε ποτέ για ένα καταλανικό κράτος, στην πραγματικότητα δεν θα πολεμήσουμε ποτέ για οποιοδήποτε κράτος. Αλλά λέγοντας κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να εννοηθεί αυτόματα ότι οι αναρχικοί δεν θα πρέπει να εμπλακούν στην καταλανική διαδικασία.

Σ’ ολόκληρο τον κόσμο, οι αναρχικοί μάχονται ενάντια στα κράτη, τον καπιταλισμό, τον ρατσισμό, την πατριαρχία, για την ελευθερία της μετακίνησης και άλλα ζητήματα όπου τα πράγματα δεν φαίνονται και πολύ καλά. Τα καπιταλιστικά κράτη δείχνουν το αποτρόπαιο αυταρχικό πρόσωπό τους όλο και περισσότερο και ο φασισμός είναι σε άνοδο. Οι σύντροφοι που εμπλέκονται στις εξελίξεις και διαδικασίες στην Καταλωνία μπορεί να έχουν δίκιο όταν λένε ότι δεν μπορούμε να καταργήσουμε αυτή τη στιγμή το ισπανικό κράτος. Στην πραγματικότητα αυτό ισχύει για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Το επιχείρημά τους για την αποδυνάμωση του ισπανικού κράτους μέσω των εξελίξεων στην Καταλωνία δεν είναι κάτι που θα έπρεπε να αγνοήσουμε. Θα πρέπει τουλάχιστον να ακούσουμε και να συζητήσουμε τα επιχειρήματά τους.

Παρ’ όλο που η καταλανική αστική τάξη δεν είναι άξια εμπιστοσύνης και παρ’ όλο που μεγάλα κομμάτια της καταλανικής κοινωνίας θέλουν ένα “παραδοσιακό” ευρωπαϊκό καπιταλιστικό κράτος, εκτός από αυτούς που θέλουν να παραμείνουν τμήμα του ισπανικού κράτους, υπάρχουν επίσης πολλοί που έχουν μια χειραφετητική ατζέντα για την καταλανική επικράτεια. Αυτός ο κόσμος είναι συνήθως ενεργός στις συνελεύσεις γειτονιάς. Όταν υπάρξει μια αυτοοργανωμένη αντίσταση στην καταστολή από το ισπανικό κράτος, αυτή θα προέλθει πιθανόν από τους ανθρώπους που αυτοοργανώνονται σ’ αυτές τις συνελεύσεις. Αν οι αυτοοργανωμένες δομές συνεχίσουν να αναπτύσσονται, θα μεγαλώνει ανάλογα και η επιρροή τους, ιδιαίτερα όταν οι άνθρωποι αρχίσουν να συνειδητοποιούν ότι αυτό είναι δικό τους δημιούργημα και ότι η καταλανική άρχουσα τάξη δεν έχει τον έλεγχο και ποτέ δεν τον είχε. Σε συνδυασμό με την προώθηση αντιιεραρχικών στόχων και κοινωνικών ζητημάτων, οι διαδικασίες στην Καταλωνία θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε κάτι πολύ πιο σημαντικό και ενδιαφέρον από αυτό που είναι αυτή τη στιγμή.

Το γράψαμε σε προηγούμενες ανακοινώσεις και θα το ξαναγράψουμε· δεν είμαστε αισιόδοξοι. Καταλαβαίνουμε επίσης τη θέση των αναρχικών συντρόφων που δεν εμπλέκονται στην καταλανική “διαδικασία”. Στην πραγματικότητα ούτε εμείς οι ίδιοι δεν εμπλεκόμαστε, κρατάμε κάπως μια θέση παρατηρητή. Η καταλανική άρχουσα τάξη θα κάνει τα πάντα να χρησιμοποιήσει τον κόσμο για την ατζέντα της, και όσοι εμπλέκονται την καταλανική διαδικασία δεν πρέπει απλά να έχουν επίγνωση αυτού του πράγματος αλλά να έχουν και επίγνωση ότι αναλαμβάνουν ένα μεγάλο ρίσκο και φέρουν ευθύνη.

Αλλά όσοι δεν είναι διατεθειμένοι να εμπλακούν στις εξελίξεις στην Καταλωνία θα πρέπει να απαντήσουν το ερώτημα: τι έχουμε να χάσουμε; Άλλωστε, το ισπανικό κράτος δεν έχει και τίποτα να προσφέρει…

Σε ένδειξη αλληλεγγύης, κάποια από τα μέλη της ομάδας Enough is Enough

30 Οκτώβρη 2017

Κοινό Ανακοινωθέν της CGT, της Solidaridad Obrera και της CNT

σχετικά με την κατάσταση στην Καταλωνία

Ως υπογράφουσες οργανώσεις, συνδικάτα σε εθνικό επίπεδο, μοιραζόμαστε την ανησυχία μας για την κατάσταση στην Καταλωνία, την καταστολή που το κράτος έχε εξαπολύσει, συμπεριλαμβανομένης της “μείωσης” των δικαιωμάτων και ελευθεριών και της ανόδου ενός ξεπερασμένου εθνικισμού που εμφανίζεται ξανά σε αρκετές περιοχές της κρατικής επικράτειας.

Υπερασπιζόμαστε την χειραφέτηση όλων των εργαζόμενων στην Καταλωνία και στον υπόλοιπο κόσμο. Στο πλαίσιο αυτό είναι, ίσως, αναγκαίο να θυμηθούμε ότι δεν καταλαβαίνουμε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση με έναν κρατικίστικο τρόπο, όπως διακηρύσσουν τα εθνικιστικά κόμματα και οργανώσεις, αλλά ως το δικαίωμα της αυτοοργάνωσης της τάξης μας σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Κατανοούμενη μ’ αυτόν τον τρόπο, η αυτοδιάθεση περνά περισσότερο μέσα από τον έλεγχο της παραγωγής και της κατανάλωσης από τους εργάτες και από την άμεση δημοκρατία από τα κάτω, οργανωμένης σύμφωνα με τις συνομοσπονδιακές αρχές, παρά από την εγκαθίδρυση νέων συνόρων ή τη δημιουργία ενός καινούριου κράτους.

Ως διεθνιστές, καταλαβαίνουμε ότι η αλληλεγγύη ανάμεσα στους εργαζόμενους δεν θα έπρεπε να περιορίζεται στα κρατικά σύνορα, επομένως δεν νοιαζόμαστε πραγματικά για το πού χαράσσονται αυτά. Αυτό που βρίσκουμε πραγματικά ανησυχητικό είναι η αντίδραση την οποία βιώνουμε σε πολλά σημεία της υπόλοιπης επικράτειας του ισπανικού κράτους, με τον ενθουσιασμό για ένα έωλο ισπανικό κράτος, που θυμίζει περισσότερο τις παλιές εποχές, ενθουσιασμός που ζυμώνεται από τα ΜΜΕ και ευθυγραμμίζεται με τον αυταρχικό κατήφορο της κυβέρνησης, ιδιαίτερα μετά την φυλάκιση των προσώπων που κλητεύθηκαν για πράξεις ανυπακοής ή την εφαρμογή του άρθρου 155 του Συντάγματος. Δεν ξεχνάμε ότι αυτό το εθνικιστικό ξέσπασμα στρώνει το έδαφος για περαιτέρω περιστολή των δικαιωμάτων και ελευθεριών την οποία και πρέπει να αποτρέψουμε. Η ντροπιαστική ενότητα των αποκαλούμενων “δημοκρατικών δυνάμεων” στην δικαιολόγηση της καταπίεσης προβάλλει μια ζοφερή εικόνα για όλους τους μελλοντικούς αντιφρονούντες. Φαίνεται ότι το μετα-φρανκικό καθεστώς που μας κυβερνά εδώ και 40 χρόνια συσπειρώνει τις τάξεις του για να εξασφαλίσει τη συνέχειά του.

Το καθεστώς που υπήρχε και υπάρχει στην Καταλωνία, καθώς και στην υπόλοιπη Ισπανία, νιώθει ότι διακυβεύεται η επιβίωσή του. Αμφισβητούμενο εκτεταμένα και βουτηγμένο σε μια βαθιά κρίση νομιμοποίησης, είναι σε μια κατάσταση συναγερμού εξαιτίας της συσσώρευσης ανοιχτών μετώπων. Η απειλή για την εδαφική ακεραιότητα συνδυάζεται με σκάνδαλα διαφθοράς, τον στιγματισμό της μοναρχίας, την αμφισβήτηση της διάσωσης των τραπεζών και των περικοπών που έχουν εφαρμοστεί στον πληθυσμό, τη δυσαρέσκεια με τη σκλαβιά στους εργασιακούς χώρους ως αποτέλεσμα των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων στα εργασιακά, την επέκταση των ορίων συνταξιοδότησης, τις περικοπές των συντάξεων κ.λπ. Οι σταθερές εκκλήσεις για την υπεράσπιση του Συντάγματος πρέπει να κατανοηθούν ως προσπάθεια για μια συγκράτηση και διαχείριση αυτής της πραγματικής υπαρξιακής κρίσης που κατατρώει το κράτος. Ο κίνδυνος είναι ότι σ’ αυτή τη διαδικασία, συμπεριφορές καταστολής όπως αυτές που είδαμε πρόσφατα σε πολλές καταλανικές πόλεις θα γίνουν αποδεκτές και θα γίνουν κανονικότητα. Το χειρότερο…

Προφανώς, δεν ξέρουμε προς τα πού θα κατασταλλάξουν τα γεγονότα. Θα παραμείνουμε προσεκτικοί σε όσα συμβαίνουν, έτοιμοι να υπερασπιστούμε τα συμφέροντα των εργαζόμενων σε ολόκληρο το κράτος. Θα αντισταθούμε στην καταστολή και την κανονικοποίηση των δεξιών αντιλήψεων που είναι ήδη ορατές, με όλες τις δυνάμεις μας. Φυσικά, δεν θα αφεθούμε να χρησιμοποιηθούμε από τις στρατηγικές των πολιτικών κομμάτων, οι στόχοι των οποίων μάς είναι εντελώς ξένα. Την ίδια στιγμή δεν θα σταματήσουμε να ενθαρρύνουμε τις κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης όταν τελικά αποφασίσει ότι έχει έρθει η ώρα να απαλλαγεί από τη δικτατορία των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, που ξόδεψαν πάρα πολύ καιρό διαχειριζόμενες την περιοχή ώστε να εξυπηρετεί αποκλειστικά τα συμφέροντά τους. Ως συνδικαλιστικές οργανώσεις, ελευθεριακά και μαχητικά υποκείμενα, θα είμαστε στους δρόμους, στις κινητοποιήσεις, όπως έχουμε δείξει σε πολλές περιπτώσεις, ενάντια στην καταστολή, στην περιστολή των δικαιωμάτων και των ελευθεριών και ενάντια στη διαφθορά.

Η καταλανική κρίση ίσως είναι το τέλος ενός μοντέλου κράτους που πεθαίνει. Το αν είναι προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση θα εξαρτηθεί από την ικανότητά μας, ως τάξη, να στρέψουμε τη διαδικασία στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν της καταπίεσης και της ανόδου των εθνικισμών. Ας ελπίσουμε ότι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι περισσότερες ελευθερίες και δικαικώματα και όχι το ανάποδο. Αυτά που ρισκάρουμε είναι πολλά.

ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ!

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΑΞΕΩΝ!

CGT – Solidaridad Obrera – CNT

26 Οκτωβρίου 2017

Οι μεσοαστοί Καταλανοί πιέζουν για ανεξαρτησία

των Giovanni Legorano και Marina Force, Wall Street Journal

 

Πολλοί αυτονομιστές έχουν πικρία για το ότι η εύπορη περιοχή χάνει έσοδα φόρων προς τις φτωχότερες περιοχές της Ισπανίας.

 

ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ — Η μεσαία τάξη της Καταλωνίας έχει αναδυθεί ως το υπόβαθρο του αποσχιστικού αισθήματος, τροφοδοτούμενη από κατηγορίες ότι το υπόλοιπο της Ισπανίας απομυζά – και σπαταλά – φορολογικά έσοδα από μια περιοχή που είναι περήφανη για τις τράπεζές της και την βιομηχανική της δεινότητα.

Η διαδεδομένη πεποίθηση μεταξύ των Καταλανών ότι η Μαδρίτη αποστερεί χρήματα από την εύπορη βορειοανατολική περιοχή είναι μια από τις βασικές προωθητικές δυνάμεις του κινήματος ανεξαρτησίας που έχει φέρει την Ισπανία στο χείλος μιας συνταγματικής κρίσης. Το αίσθημα πικρίας μεταξύ της μεσαίας τάξης της περιοχής σημαίνει ότι η πίεση για απόσχιση θα παραμείνει υψηλή έστω και αν ο Carles Puigdemont, ηγέτης των αυτονομιστών, άνοιξε μια πόρτα την Τρίτη για συνομιλίες με τη Μαδρίτη.

“Η καταλανική ανεξαρτησία είναι μια μεσοαστική επανάσταση”, λέει ο Andrew Dowling, ένας ιστορικός στο πανεπιστήμιο του Κάρντιφ στο Ηνωμένο Βασίλειο. “Οι Καταλανοί μεσοαστοί πιστεύουν ότι η ανεξαρτησία θα τους φέρει μια καλλίτερη ζωή, ενώ οι άνθρωποι της εργατικής τάξης τείνουν να πιστεύουν ότι η ζωή τους δεν θα καλλιτερέψει σε κάτι με την ανεξαρτησία”.

Ενώ η επανάσταση της μεσαίας τάξης έχει εκραγεί σε δραματικό βαθμό στην Καταλωνία, αυτή η κοόρτη έχει φωνάξει τη δυσαρέσκειά της κι αλλού στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Βόρειας Ιταλίας και του εύπορου κρατιδίου της Βαυαρίας στη Γερμανία.

Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση που έγινε τον Ιούλιο από την περιφερειακή εταιρεία ερευνών της Καταλωνίας, σχεδόν οι μισοί από αυτούς που αυτοπροσδιορίζονται ως μεσαία ή ανώτερη μεσαία τάξη θέλουν να γίνει η Καταλωνία ανεξάρτητ κράτος. Σε αντιδιαστολή, μόνο το 28% της εργατικής τάξης υποστηρίζει την απόσχιση.

“Πολλοί μεσοαστοί Καταλανοί βλέπουν της ανεξαρτησία της περιοχής ως μια λύση για τα χρόνια οικονομικής αδικίας στα οποία έπρεπε να πληρώνουν για τα ασθενέστερα μέρη της Ισπανίας”, ιδιαίτερα στη διάρκεια της βαθιάς οικονομικής κρίσης στην Ισπανία, λέει ο Narciso Michavila, κοινωνιολόγος και πρόεδρος της εταιρείας συμβούλων GAD3, με έδρα τη Μαδρίτη.

Η οικονομία της Καταλωνίας, ενισχυμένη από γεννήτριες εσόδων όπως οι πετροχημικές εταιρείες και ένα λιμάνι παγκόσμιας κλάσης, παράγει σχεδόν το ένα πέμπτο του ΑΕΠ της Ισπανίας. Το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Καταλωνία είναι 19% υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ισπανίας και είναι έδρα των περισσότερων εταιριών από οποιαδήποτε άλλη από τις 17 περιοχές της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της Μαδρίτης.

Υπό το σύστημα αναδιανομής των φορολογικών εσόδων της Ισπανίας, η περιοχή στέλνει το ισοδύναμο του 5% ή 8% του ΑΕΠ της, ανάλογα με διαφορετικούς υπολογισμούς, στα ταμεία της κεντρικής κυβέρνησης. Σύμφωνα με τον υπουργό οικονομικών, η Καταλωνία είναι τρίτη μεγαλύτερη συνεισφέρουσα, σύμφωνα με το κατά κεφαλήν εισόδημα, στον εθνικό προϋπολογισμό, μετά την Μαδρίτη και τις Βελαερίδες νήσους. Πολλοί Καταλανοί βλέπουν αυτά τα δισεκατομμύρια ευρώ ως χρήματα που θα μπορούσαν να ξοδευτούν στην ανάπτυξη και εξέλιξη της ίδιας της περιοχής.

Πολλοί Καταλανοί υποστηρικτές της ανεξαρτησίας ισχυρίζονται ότι έχουν έναν πολύ μικρότερο, πιο αποτελεσματικό δημόσιο τομέα από την υπόλοιπη Ισπανία και δυσανασχεστούν με αυτό που βλέπουν ως κατασπατάλη των φορολογικών εσόδων τους από φτωχότερες περιοχές της χώρας. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την εθνική στατιστική υπηρεσία, μόνο το 15% των εργατών στην Καταλωνία δουλεύουν στον δημόσιο τομέα, σε σύγκριση με το 33% στην Extremadura, μια φτωχή περιοχή στην νοτιοδυτική Ισπανία.

Σε αντίθεση, κάποιοι Καταλανοί που είναι υπέρ της ενότητας, λένε ότι αποδέχονται οι πιο εύπορες περιοχές της Ισπανίας να κουβαλάνε μεγαλύτερο βάρος από τις φτωχότερες, βλέποντάς το αυτό ως ένα παράδειγμα αλληλεγγύης. Η Μαδρίτη λέει ότι η Καταλωνία και άλλες περιοχές επωφελούνται από την ένωση και ότι μια ανεξάρτητη Καταλωνία θα αντιμετώπιζε μεγάλους δασμούς με τον κυριότερο εμπορικό της συνέταιρο, την υπόλοιπη Ισπανία.

Η υποστήριξη στην ανεξαρτησία εκτοξεύθηκε στη διάρκεια της οικονομικής κατάπτωσης της Ισπανίας, όταν πολλοί Καταλανοί, ιδιαίτερα στη μεσαία τάξη, αισθάνθηκαν ότι τα μέτρα λιτότητας τους είχαν πλήξει ιδιαίτερα δυσανάλογα. Το φετινό καλοκαίρι, το 35% των Καταλανών υπόστήριζε την ανεξαρτησία, χαμηλότερο σε σχέση με το μέγιστο του 49% στο τέλος τους 2013, σύμφωνα με μια τοπική εταιρεία ερευνών.

Μεταξύ του 2011 και του 2016, οι συνολικές επενδύσεις από το ισπανικό κράτος σε ολόκληρη τη χώρα μειώθηκαν κατά 55%. Στην Καταλωνία η μείωση ήταν πάνω από 66%. Περικοπές στους μισθούς στον δημόσιο τομέα και αυξήσεις στα δίδακτρα των Πανεπιστημίων εξαγρίωσαν τους Καταλανούς.

“[Οι ισπανικές αρχές] δεν έχουν ρίξει και πολλά στο οδικό μας δίκτυο μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες στις αρχές της δεκαετίας του 1990”. —Rafael Ulacia, ένας μηχανικός στη Βαρκελώνη

Εν τω μεταξύ, πολλοί κάτοικοι της περιοχής δείχνουν προς μεγάλα έργα ισπανικά σε άλλες περιοχές ως μαρτυρία σπατάλης που είναι ανεκτή από τη Μαδρίτη. Ένα συχνά αναφερόμενο παράδειγμα είναι τα περιφερειακά αεροδρόμια στην Ισπανία που χρησιμοποιούνται ελάχιστα, όπως αυτό της Ciudad Real, 115 μίλια μακριά από τη Μαδρίτη. Το αεροδρόμιο αυτό έκλεισε μέσα σε τέσσερα χρόνια από το άνοιγμά του το 2008 και τώρα είναι σε ιδιωτικά χέρια. Η κατάρρευση μιας συμφωνίας το 2010 που θα είχε επαναισορροπήσει την αναδιανομή των κρατικών χρημάτων μεταξύ των περιοχών της Ισπανίας – κάτι που θα ευνοούσε ιδιαίτερα την Καταλωνία – άφησε πολλούς Καταλανούς μεσοαστούς ιδιαίτερα πικραμένους.

“Οι ισπανικές αρχές δεν έχουν ρίξει και πολλά στο οδικό μας δίκτυο μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες στις αρχές της δεκαετίας του 1990”, λέει ο Rafael Ulacia, ένας μηχανικός 41 ετών από τη Βαρκελώνη που ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας την 1η Οκτωβρίου. Ισχυρίζεται ότι μια ανεξάρτητη Καταλωνία θα μπορεί να ρίξει περισσότερα από τα δικά της χρήματα σε τοπικά έργα. “Απλά, θα είναι πολύ καλλίτερα αν αποσχιστούμε”, είπε.

Οι “Οικονομολόγοι για την Ανεξαρτησία”, μια ομάδα οικονομολόγων υπέρ της ανεξαρτησίας, λένε ότι η ανεξαρτησία θα ενισχύσει το ΑΕΠ της Καταλωνίας μακροπρόθεσμα κατά 8%, ακόμα κι αν συνυπολογιστεί το επιπρόσθετο κόστος που θα πρέπει να σηκώσει η περιοχή για την παροχή δημοσίων υπηρεσιών που αυτή τη στιγμή παρέχονται από το ισπανικό κράτος. Ισχυρίζονται ότι μια ανεξάρτητη Καταλωνία θα έχει τα χρήματα για να διορθώσει χρόνια προβλήματα, όπως το τοπικό σιδηροδρομικό δίκτυο που πλήττεται από διακοπές.

“[Μια ανεξάρτητη] Καταλωνία δεν θα κατέρρεε ποτέ οικονομικά”, είπε η said Berta Argelaguet, μια 25χρονη δικηγόρος από τη βιομηχανική πόλη του Sabadell. “Πιστεύω ότι θα ήταν μια πολύ πλούσια χώρα”.

Αντίθετα, η εργατική τάξη της Καταλωνίας είναι πολύ λιγότερο υποστηρικτική για την απόσχιση.

Ο πλούτος της Καταλωνίας έχει ιστορικά προσελκύσει πολλούς μετανάστες από την υπόλοιπη χώρα. Στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών της δικτατορίας του Φράνκο, 1.5 εκατομμύρια Ισπανοί μετακινήθηκαν από τον λιγότερο αναπτυγμένο νότο στις βιομηχανικές και παράκτιες περιοχές της Καταλωνίας αναζητώντας δουλειά στις κλωστοϋφανουργίες, την αυτοκινητοβιομηχανία και τους σιδηρόδρομους.

Πολλοί από αυτούς διατήρησαν τους δεσμούς τους με τις περιοχές της καταγωγής τους και συνεχίζουν να μιλούν ισπανικά στο σπίτι, αποδυναμώνοντας τον ενθουσιασμό τους για ανεξαρτησία.

Πραγματικά, η γλώσσα είναι ένας ισχυρός παράγοντας πρόβλεψης της υποστήριξης της ανεξαρτησίας, λένε οι δημοσκόποι. Τα 3/4 αυτών που η μητρική τους γλώσσα είναι τα καταλανικά υποστηρίζουν την ανεξαρτησία, σύμφωνα με μια τοπική καταλανική εταιρεία ερευνών γνώμης. Και το 55% όσων λένε ότι τα καταλανικά είναι η πρώτη τους γλώσσα είναι μεσοαστοί.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.wsj.com/articles/middle-class-catalans-not-workers-drive-push-for-independence-1507714203.

O Tomás Ibáñez για την Καταλωνία: Σχετικά με Καταιγίδες και Πυξίδες

Σημείωση: Το Enough is Enough δεν οργανώνει καμμιά από αυτές τις εκδηλώσεις, δημοσιεύουμε αυτό το κείμενο ώστε οι άνθρωποι στην Ευρώπη και στην Αμερική να μπορούν να παρακολουθούν τι συμβαίνει και για λόγους τεκμηρίωσης. Διαβάστε όλες τις αναφορές μας για την Καταλωνία εδώ.

Είναι στις ταραγμένες, μπερδεμένες και θυελλώδεις στιγμές που γίνεται πιο πιεστικό να συμβουλευτεί κανείς την πυξίδα για να αποφύγει να χαθεί. Είναι, όμως, επίσης ανάμεσα στις βροντές και τους κεραυνούς της καταιγίδας που είναι πιο δύσκολο να βασιστεί κανείς στις ενδείξεις της. Γι’ αυτό τον λόγο είναι αναγκαίο να μην παρασυρθεί στη δίνη των γεγονότων που συμβαίνουν εξαιρετικά γρήγορα και απαιτούν άμεσες αντιδράσεις. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο, έστω και για μια στιγμή, να “κοιτάξει ψηλά” πέρα από το άμεσο πλαίσιο, να πάρει μια απόσταση από την καταιγίδα και να προσπαθήσει να δει, έστω φευγαλέα, σε ποιον ορίζοντα ωθούμαστε από τις πράξεις στις οποίες η κατάσταση μοιάζει να μας βάζει.

Παρά την συμπάθεια, την εκτίμηση και την κατανόηση που αισθάνομαι για πολλούς από τους ελευθεριακούς που συμμετέχουν στις τρέχουσες κινητοποιήσεις στην Καταλωνία, δεν μπορεί να μου διαφεύγει ότι ευνοούν, εντελώς αθέλητα, τη διαδικασία που έχει σχεδιαστεί από την καταλανική κυβέρνηση και τους εθνικιστικούς σχηματισμούς για τη δημιουργία ενός “νέου Κράτους”.

Είναι ξεκάθαρο ότι δεν είναι αυτός ο στόχος – το εντελώς αντίθετο – και ότι δεν είναι αυτός ο λόγος για τον οποίον εκθέτουν τα σώματά τους σε μια παράδοξη “υπεράσπιση της κάλπης” ή ότι καλούν σε μια γενική απεργία σε πρακτική συνάφεια με το δημοψήφισμα που στοχεύει στη δημιουργία ενός νέου Κράτους.

Οι στοχεύσεις τους ποικίλουν από τη συνεισφορά στην “καταστροφή του ισπανικού κράτους” (με την ελπίδα ότι αυτό θα συμβεί), στην μετατόπιση προς μια κατάσταση στην οποία “όλα μπορούν να αποφασιστούν”, και όχι μόνο η πολιτική μορφή της κρατικής επικράτειας, μέσω της προοπτικής ριζοσπαστικοποίησης της παρούσας σύγκρουσης, ενθαρρύνοντας τη δημιουργικότητα και τις σπίθες της αυτοοργάνωσης που εμφανίζονται στον πληθυσμό. Κάποιοι κάνουν όνειρα ακόμα και για μια (απίθανη) λαϊκή εξέγερση που ανοίγει τον δρόμο για μια αυθεντική “αυτονομία”, με τη ισχυρή έννοια του όρου, που πάει πολύ πιο πέρα από την αυτοδιάθεση των ανθρώπων.

Αυτοί οι στόχοι, όπως και η αναπόφευκτη προσήλωση στην πάλη ενάντια στην καταπίεση που ασκεί το Κράτος σε όσους αψηφούν τους νόμους του, αξίζουν τον πιο απόλυτο σεβασμό. Είναι, όμως, επίσης φανερό ότι η συνέργεια αυτών των παραγόντων βάζει το λιθαράκι της στην ανάπτυξη του σχεδίου υπέρ της ανεξαρτησίας ή, μάλλον, του εθνικιστικού σχεδίου, όπως θα έπρεπε να αποκαλείται, αφού δεν προσποιείται να “κάνει ανεξάρτητο” οτιδήποτε άλλο από ένα “έθνος”.

Αν με προβληματίζει αυτή η συνεισφορά, δεν είναι επειδή οδηγεί στη δημιουργία ενός καινούριου κράτους· στο τέλος θα συνεχίσουμε να το αντιπαλεύουμε κι’ αυτό όπως το κάνουμε και με το τωρινό, χωρίς η αλλαγή του κρατικού πλαισίου να συνεπάγεται μια ποιοτική διαφορά που να αξίζει ιδιαίτερη μνεία. Το να ζούμε, όμως, σε ένα καινούριο κράτος επιφέρει, χωρίς να το προσέχουμε, την βασική αρνητική επίπτωση που θα αναδυθεί από την συμμετοχή μας στην παρούσα σύγκρουση, δηλαδή ότι θα είμαστε εμείς και οι εργάτες που εμπλέκονται, που θα πληρώσουμε τις συνέπειες της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο θεσμισμένο κράτος και το αναδυόμενο, όπως θα συμβεί, για παράδειγμα, στους είκοσι Έλληνες αναρχικούς που συνελήφθησαν για την κατάληψη της ισπανικής πρεσβείας σε ένδειξη αλληλεγγύης “με την Καταλωνία”.

Αυτό που με ανησυχεί, και είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που είπα πριν για την ανάγκη να “κοιτάξουμε ψηλά”, είναι ότι η συνεισφορά στις τρέχουσες αντιπαραθέσεις δίνει φτερά στην “έκρηξη των εθνικισμών”, όπως συμβαίνει σε κάθε σύγκρουση ανάμεσα σε εθνικισμούς, και προοιωνίζει μια αντιπαράθεση ανάμεσα τόσο στους εργάτες στην ίδια την Καταλωνία όσο και ανάμεσα στους εργάτες στην Καταλωνία και αλλού. Για να μην αναφέρουμε την αντίστοιχη ενίσχυση της άκροδεξιάς, που έχει ήδη παρατηρηθεί με έναν ανησυχητικό τρόπο σε διάφορα μέρη της Ισπανίας. Δεν είναι ότι πρόκειται να εγκαταλείψουμε την πάλη για να μην προκαλέσουμε την άνοδο της ακροδεξιάς, αλλά αυτό που δεν θα έπρεπε να κάνουμε είναι να παλεύουμε σε ένα σενάριο που καθορίζεται από εθνικιστικούς κώδικες, γιατί κάτι τέτοιο θα εγγυούνταν όντως αυτή την έκρηξη.

Προς το παρόν, οι πράξεις του Puigdemont, που άφησε χτες μετέωρη την ανακήρυξη του καινούριου κράτους, και, αντίστοιχα, του Ραχόι που σήμερα θέτει σε κίνηση, χωρίς τυπικό τρόπο, την αναστολή της καταλανικής αυτονομίας, αποκαλύπτουν την έγνοια να μην πληγούν τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων των εταιριών ή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και καταδεικνύουν τα όρια με τα οποία είναι αντιμέτωπες αυτές οι δύο κυβερνήσεις, όρια που δεν θα είναι διατεθειμένες να παραβιάσουν. Αυτό μεταφράζεται σε μια υποχώρηση της έντασης, με το ανέβασμα ενός θεάματος επειδεικτικών πράξεων και εξαπάτησης, διακοσμημένων με άσφαιρα πυρά. Προς το παρόν το μόνο αίμα που έχει ήδη χυθεί, και το οποίο θα έπρεπε να αποφευχθεί, είναι αυτό των ανθρώπων “από τα κάτω”, που αφέθηκαν να συρθούν σε ένα ενορχηστωμένο πάρτυ, υπό τη διαιτησία της πολιτικής κατεστημένης τάξης και σύμφωνα με τα συμφέροντά της. Ναι, ας πολεμήσουμε, αλλά όχι σε πεδία μάχης στα οποία οι εχθροί μας μάς καλούν να συμπαραταχθούμε μαζί τους.

Tomás Ibáñez Βαρκελώνη, 11 Οκτωβρίου 2017

1 Αρχικά δημοσιευμένο στο A Las Barricadas. Μεταφρασμένο από συντρόφους στη Βαρκελώνη.

2 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://enoughisenough14.org/2017/10/16/tomas-ibanez-on-catalonia-about-storms-and-compasses.