Η μοναξιά της κομμουνιστικής θεωρίας

του Bruno Astarian1

Οι πρωτοπορίες έχουν μόνο μια ευκαιρία· και το καλλίτερο πράγμα που μπορεί να τους συμβεί είναι να έχουν ζωντανέψει τον καιρό τους χωρίς να επιζήσουν περισσότερο. Μετά από αυτές οι επιχειρήσεις προχωράνε σε ένα ευρύτερο πεδίο. Πολλές φορές έχουμε δει τέτοια επίλεκτα στρατεύματα, αφού έχουν επιτύχει ένα γενναίο ανδραγάθημα, να παραμένουν για να παρελαύνουν με τα παράσημά τους και στη συνέχεια να στρέφονται ενάντια στον σκοπό που υποστήριζαν προηγουμένως. Τίποτα από όλα αυτά δεν πρέπει να φοβίζει όσους οι επιθέσεις τους τους έχουν φέρει στο σημείο της διάλυσης.

Guy Debord: από το φιλμ “In girum imus nocte et consimimur igni” (1978) με τις μεταστρεμμένες εικόνες από το φιλμ The Charge of the Light Brigade.

Στο κείμενο που ακολουθεί, θα προσπαθήσω να καταλάβω την κατάσταση της ακραίας απομόνωσης στην οποία βρίσκεται η κομμουνιστική θεωρία στις μέρες μας. Είναι δύσκολο για τους περισσότερους θεωρητικούς να δουν πόσο ακατανόητη είναι η γλώσσα τους, γλώσσα που πρέπει να διατηρούν, για τους περισσότερους προλετάριους, ακόμα και για τους πιο καλοπροαίρετους. Αυτό αληθεύει άσχετα από τις θεωρητικές επιλογές που γίνονται. Ανάμεσα στις ομάδες ή τα άτομα που θεωρητικά στοχάζονται πάνω στη σημερινή κατάσταση της καπιταλιστικής κοινωνίς και την πιθανότητα υπέρβασής της, κανείς δεν έχει βρει τη γλώσσα ή/και την οπτική που θα επέτρεπε (στην κομμουνιστική θεωρία) να αναδυθεί από ένα μικρό περιβάλλον [milieu] που μεταμορφώνεται σε κλειστό βάζο. Αμφισβητεί αυτή η κατάσταση την κομμουνιστική θεωρία στην ιστορική της ιδιαιτερότητα; Ή απλά την τοποθετεί πίσω στην θέση της;

1. Η κομμουνιστική θεωρία και η πάλη των τάξεων

Ας ξεκινήσουμε λέγοντας τι δεν είναι η κομμουνιστική θεωρία:

  • Η κομμουνιστική θεωρία δεν είναι η επιστημονική έκθεση της οικονομικής συγκυρίας, οι ιδιοτροπίες της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αναμφίβολα η κριτική της πολιτικής οικονομίας μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε πιο καθαρά από τους περισσότερους οικονομολόγους, να πετύχουμε έναν βαθμό γνώσης που προχωρά πιο βαθιά από αυτούς κάτω από τις φαινομενικότητες της αγοράς. Αλλά ακόμα και όταν συλλαμβάνει την κίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας ως την κίνηση μιας αντίφασης, η κριτική της πολιτικής οικονομίας καλύπτει μόνο ένα μέρος του πεδίου στο οποίο ορίζεται η κομμουνιστική θεωρία. Δεν αρκεί να δείξουμε ότι ο καπιταλισμός οδηγείται από μια αντίφαση, ακόμα και ότι είναι θνητός. Είναι αναγκαίο να δείξουμε πού, στην αντίφαση αυτή, έγκειται η δυνατότητα της υπέρβασής του. Και θα πρέπει να δώσουμε στην αντίφαση αυτή ένα νόημα.

  • Η κομμουνιστική θεωρία δεν είναι ένα πολιτικό όπλο που θα επέτρεπε στους επαναστάτες να νικήσουν τον εχθρό τους πιο εύκολα, άσχετα από το πώς ορίζουν αυτόν τον εχθρό (το κράτος, τους καπιταλιστές, τη σχέση προλεταριάτο/κεφάλαιο…). Βλέποντας πιο καθαρά από άλλους στον μηχανισμό της κοινωνικής αντίφασης, μπορούν οι θεωρητικοί να καθοδηγήσουν το προλεταριάτο ή να θέσουν ένα παράδειγμα στον δρόμο από τον καπιταλισμό προς τον κομμουνισμό; Όχι. Θα δούμε παρακάτω το γιατί.

Τίποτα που είναι ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο” είπε ο Μαρξ, αντιγράφοντας τον Terence2. Στοχεύοντας σε έναν απολύτως πλήρη μετασχηματισμό της ζωής, η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης δεν αφήνει τίποτα έξω από την κριτική της. Τέχνη, αθλητισμός, επιστήμη, εκπαίδευση των παιδιών κ.λπ. Τα πάντα μπορούν να είναι γι’ αυτήν ένα αντικείμενο επίθεσης και κριτικής, γιατί θεωρεί όλες τις δραστηριότητες των ανθρώπων ως ιστορικά καθορισμένες. Εδώ, στην σημερινή κοινωνία, κάθε δραστηριότητα καθορίζεται από την σχέση της με την θεμελιώδη αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ), με άλλα λόγια της ταξικής σχέσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο. Για όλα αυτά, η κομμουνιστική θεωρία δεν είναι απλά μια φιλοσοφία που, όπως κάθε άλλη φιλοσοφία, έχει έναν λόγο για κάθε τι που υπάρχει. Η κομμουνιστική θεωρία ενδιαφέρεται για αυτό που υπάρχει μόνο και μόνο για να δείξει την δυνατότητα της κατάργησης και της υπέρβασής του.

Αν δεν είναι ούτε σχόλιο, ούτε πολιτικός οδηγός, ούτε γενική φιλοσοφία, τότε πώς να ορίσουμε την κομμουνιστική θεωρία; Στην πιο απλή εκδοχή, ας πούμε όι είναι η θεωρία της υπέρβασης του καπιταλισμού, η θεωρία της επανάστασης. Αλλά ας προσπαθήσουμε να είμαστε λογότερο γενικόλογοι.

H κομμουνιστική θεωρία πρέπει να κατανοηθεί σε σχέση με την αγκύρωσή της στην ταξική πάλη, γιατί εκεί βρίσκεται η δυνατότητα της υπέρβασης. Χρειάζεται ακόμα να γνωρίζουμε για ποιο πράγμα μιλάμε. Η κομμουνιστική θεωρία δεν είναι απλά ένα σχόλιο πάνω στους αγώνες στους οποίους καθημερινά βλέπουμε το προλεταριάτο και το κεφάλαιο να έρχονται αντιμέτωπα για την μοιρασιά της καινούριας αξίας που παράγει το προλεταριάτο μέσω της εργασίας του. Τίποτα άλλο εκτός από την ταξική πάλη δεν καθορίζει, τελικά, την μοιρασιά της εργάσιμης μέρας. Η πάλη είναι ομοούσια με την ίδια την ύπαρξη των τάξεων. Αλλά η ύπαρξή της δεν δεν αποδεικνύει την δυνατότητα της κομμουνιστικής επανάστασης περισσότερο από τις μεταβολές της οικονομικής συγκυρίας ανάμεσα στην αφθονία και την επιβράδυνση της συσσώρευσης. Η καθημερινή πάλη ανάμεσα στους προλετάριους και τους καπιταλιστές δεν αποδεικνύει τίποτα περισσότερο από την αντίθεση/αντίφαση ανάμεσα στην αναγκαία και την πλεονάζουσα εργασία: κάποιοι πιστεύουν ότι αυτοί οι καθημερινοί αγώνες φέρουν μια πιθανή υπέρβαση αν εξαπλωθούν, διαδοθούν ευρέως, γίνουν ένα μαζικό κίνημα που θα αναπτύξει μια επαναστατική πολιτική. Θα υπήρχε τότε μια υπερανάπτυξη3 των καθημερινών αγώνων σε προλεταριακή επανάσταση. Άλλοι, βλέπουν στην ταξική πάλη μόνο μια καθημερινή σύγκρουση, και την τοποθετούν στο ράφι των αξεσουάρ της αναπαραγωγής του ΚΤΠ. Γι’ αυτούς, η σύγκρουση προλεταριάτου/κεφαλαίου είναι μόνο μια λειτουργικότητα του κεφαλαίου, στην οποία κάθε τάξη προϋποθέτει την άλλη, σχηματίζοντας ένα κλειστό σύστημα χωρίς εσωτερική δυνατότητα ρήξης.

Όμως η ρήξη στην αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων υπάρχει επίσης, και συγκεκριμένα, οποτεήποτε το προλεταριάτο επαναστατεί σε μια εξέγερση. Η εξέγερση διαρρηγνύει την καθημερινή πορεία της ταξικής πάλης. Αυτό μπορεί να συμβεί μετά από μια σειρά αποτυχημένων αιτημάτων, όπως τον Ιούνιο του 1848, ή εξαιτίας ενός γεγονότος φαινομενικά ασύνδετου από τους βιομηχανικούς αγώνες, όπως η ανταρσύα των ναυτών στο Κίελο το 1918. Σε αυτές τις στιγμές η σχέση κεφαλαίου/προλεταριάτου αλλάζει. Το προλεταριάτο δεν επιδιώκει να αντιπαρατεθεί με το κεφάλαιο για μια αύξηση στους μισθούς. Δεν επιδιώκει να μετατοπίσει προς όφελός του τον κέρσορα της μοιρασιάς της εργάσιμης μέρας. Οτιδήποτε και να λέει, ανάλογα με τον καιρό και τις χώρες, η προλεταριακή εξέγερση δημιουργεί μια καινούρια, φευγαλέα και μεταβατική κοινωνικότητα, που ξεφεύγει από την αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων επειδή είναι “χτισμένη” με έναν εσωτερικό τρόπο στο προλεταριάτο. Η εξεγερτική κοινωνική σχέση σχηματίζεται όταν οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν, με και για τον αγώνα, κομμάτια του κεφαλαίου τα οποία αρχικά είναι σε σύγκρουση μαζί τους όντας ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Είτε καταλαμβάνουν ή καίνε εργοστάσια, δημόσια ή ιδιωτικά κτίρια, δρόμους, γέφυρες κ.λπ., είτε κατάσχουν οχήματα, όπλα ή τροφή, οι εξεγερμένοι μετασχηματίζουν την σχέση τους με το κεφάλαιο. Από μια αμοιβαία προϋπόθεση, η σχέση προλεταριάτο/κεφάλαιο γίνεται μια καθαρή σύγκρουση. Και στην καθαρότητά της, αυτή η σύγκρουση περιλαμβάνει την δυνατότητα της κομμουνιστικής υπέρβασής της γιατί, για να συγκρουστούν με το κεφάλαιο, οι εξεγερμένοι έχουν σχηματίσει μια δια-προσωπική κοινωνική σχέση ανάμεσά τους που δεν έχει σαν περιεχόμενό της την εργασία, που εμπεριέχει μια σχέση με μια εξωτερική φύση, που δεν είναι, όπως στην περίπτωση της αμοιβαίας προϋπόθεσης ένα απλό μέσο παραγωγής. Αντίθετα, τα στοιχεία του κεφαλαίου που το εξεγερμένο προλεταριάτο καταλαμβάνει μετασχηματίζονται από την εξέγερση. Η ίδια η ύπαρξη αυτής της εξεγερτικής κοινωνικής σχέσης θέτει πρακτικά το ζήτημα της υπέρβασης του ΚΤΠ.

Είναι σε αυτή την εξεγερτική κοινωνική σχέση που η κομμουνιστική θεωρία βρίσκει την αγκύρωσή της. Είναι η αυτο-συνειδησία της. Που δεν είναι, όπως θα δούμε, χωρίς προβλήματα.

2. Άμεση συνείδηση, αφηρημένη συνείδηση

Στην ιστορία των ταξικών κοινωνιών, μπορεί κανείς να διακρίνει ανάμεσα στην άμεση συνείδηση και την αφηρημένη συνείδηση. Η πρώτη συνοδεύει συνήθως κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Καμμιά δραστηριότητα, σε οποιαδήποτε τάξη, δεν μπορεί να ξεδιπλωθεί χωρίς μια συνειδητή διαδικασία που θα ονομάζουμε άμεση. Είτε πρόκειται για την πιο απλή εργασιακή λειτουργία είτε η πολύπλοκη οργάνωση μιας εταιρείας, η συνειδητή διαδικασία που συνοδεύει την λειτουργία αυτή λέγεται ότι είναι άμεση με την έννοια ότι προσαρμόζεται και συνδέεται άμεσα με την συγκεκριμένη δραστηριότητα και δεν επιζητά κάτι άλλο.

Η αφηρημένη συνείδηση δεν είναι στο επίπεδο αυτό. Είναι η αυτο-συνειδησία της κοινωνικής σχέσης που δομεί την κοινωνία. Αυτή η κοινωνική σχέση ορίζει την ανθρώπινη δραστηριότητα, με άλλα λόγια, την διαδικασία με την οποία ο άνθρωπος αναφερόμενος στον εαυτό του ως ένα κατάλληλο αντικείμενο, παράγεται ως ιστορία, ως γίγνεσθαι. Από την αφετηρία της μέχρι σήμερα, η διαδικασία της αυτο-παραγωγής των ανθρώπων έχει δομηθεί από την εργασία και την εκμετάλλευση, από την αντιφατική σχέση ανάμεσα στις τάξεις, ακόμα και αν είναι εμβρυακή. Μπορεί να ειπωθεί λοιπόν ότι η αφηρημένη συνείδηση είναι η αυτο-συνειδησία αυτού του αντιφατικού υποκειμένου. Παίρνοντας τη μορφή της θρησκείας, της φιλοσοφίας ή της κομμουνιστικής θεωρίας, η αφηρημένη συνείδηση εξηγεί την κοινωνική αντίφαση και προβάλλει την επίλυσή της. Το προπατορικό αμάρτημα που κυνηγά τον Αδάμ και την Εύα από τον παράδεισο, με την υπόσχεση της επιστροφής μετά θάνατον (υπό συγκεκριμένες συνθήκες) είναι ένα παράδειγμα της σύλληψης από την σκέψη αυτής της κοινωνικής αντίφασης. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλες οι κοινωνίες παράγουν μια αφηρημένη συνείδηση που εξηγεί την αντιφατική φύση της κοινωνίας και προβάλλει την υπέρβασή της. Επιπλέον, η αντιφατική φύση της κοινωνίας σημαίνει ότι η αναπαραγωγή της, η εξέλιξή της δεν αντιστοιχεί ευθέως στην συνειδητή δράση των ανθρώπων, αλλά απορρέει από το “παιχνίδι” της ταξικής σύγκρουσης. Για παράδειγμα: στην φεουδαρχική κοινωνία οι φεουδάρχες/ευγενείς συμπεριφέρονταν ανάλογα με την ταξική τους θέση, το ίδιο έκαναν και οι δουλοπάροικοι. Κάθε τάξη θέλει για τον εαυτό της το μεγαλύτερο δυνατό μέρος του πλεονάζοντος προϊόντος. Η αντίφαση που αυτή η διαδικασία θέτει σε κίνηση θα κάνει εφικτό τον καπιταλισμό, που εξαφανίζει τους λόρδους και τους δουλοπάροικους – κάτι που προφανώς δεν αντιστοιχεί στην αρχική τους πρόθεση. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι δεν έχουν τη δύναμη να εξελίξουν την κοινωνία σύμφωνα με την θέληση ή τη συνείδησή τους, είτε την άμεση είτε την έμμεση. Γενικά, η αφηρημένη συνείδηση καταγράφει αυτή την κατάσταση αλλοτρίωσης τοποθετώντας στον ουρανό την ανώτατη δύναμη πάνω στις ζωές των ανθρώπων.

2.1 Η ιδιαίτερη περίπτωση της κομμουνιστικής θεωρίας

Στην καπιταλιστική κοινωνία η αστική τάξη είναι ανίκανη να προβάλει μια υπέρβαση της κοινωνικής αντίθεσης άλλη από το ντύσιμο της θρησκείας και της φιλοσοφίας των προηγούμενων αιώνων. Ο καπιταλισμός δεν μπορει να δημιουργήσει εντός του μια καινούρια τάξη ιδιοκτητών, που θα μπορούσε να είναι ανταγωνιστική στην αστική τάξη και ανώτερη σε έναν καινούριο τρόπο εκμετάλλευσης/ξεζουμίσματος της εργασίας, και που θα ανέπτυσσε σε αυτή τη βάση ένα καινούριο όραμα του μέλλοντος της κοινωνικής αντίθεσης. Ενώ η αριστοκρατία πιέστηκε από την ανερχόμενη αστική τάξη, η οποία τελικά την εξαφάνισε, η κατεστημένη αστική τάξη έθαψε η ίδια τον εαυτό της βελτιώνοντας διαρκώς την αποτελεσματικότητα της εκμετάλλευσης της εργασίας. Βασικά, η διαφορά είναι ότι τώρα ο εργάτης είναι τελείως αποσπασμένος από τα μέσα παραγωγής, τα οποία τα διαχειρίζεται εξ ολοκλήρου η αστική τάξη. Είναι αυτή η ιδιαιτερότητα, εντελώς μοναδική στην ιστορία των ταξικών κοινωνιών, που καθιστά το προλεταριάτο όχι μια καινούρια τάξη ιδιοκτητών που φέρει τη συνείδηση της υπέρβασης της αντίθεσης, αλλά την τάξη της εργασίας. Όμως, αυτό δεν είναι ένα ζήτημα για τους καθημερινούς αγώνες του προλεταριάτου αλλά ζήτημα των εξεγέρσεων, αυτού που προκαλεί μια ρήξη στην αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων. Η δυνατότητα υπέρβασης του ΚΤΠ διαμορφώνεται σ’ αυτή την κοινωνική σχέση στην οποία το προλεταριάτο καταδεικνύει τον εαυτό του όχι ως την τάξη της εργασίας, μια εκμεταλλευόμενη τάξη, υποταγμένη στο κεφάλαιο, αλλά ως μια εξεγερμένη τάξη.

Είναι στην προλεταριακή εξέγερση που η ταξική σύγκρουση ανοίγει και καλεί για την πρακτική υπέρβασή της, γιατί σε αυτό το σχίσμα μπλοκάρεται ολόκληρη η κοινωνία. Και είναι το προλεταριάτο και όχι η αστική τάξη που φέρει την υπέρβαση, σαν μια τάξη χωρίς ενδοιασμούς, διαχωρισμένη από την ολότητα των μέσων της ύπαρξής της που στέκονται απέναντί της ως κεφάλαιο. Όπως ακριβώς η εξέγερση είναι για το προλεταριάτο η άρνηση της απομόνωσης στην οποία βρίσκει τον εαυτό του όταν ξεσπά η αντίθεση κεφαλαίου/εργασίας, έτσι και η αυτο-συνειδησία της εξεγερσιακής κοινωνικής σχέσης συνίσταται στον καθορισμό και την αναγκαιότητα μιας κοινωνίας στην οποία ο διαχωρισμός που ορίζει το προλεταριάτο καταργείται. Η κομμουνιστική θεωρία είναι η αυτεπίγνωση/αυτογνωσία της εξεγερτικής σχέσης στον βαθμό που εμπεριέχει την δυνατότητα του περάσματος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. Με την διευκρίνηση ότι μέχρι σήμερα όλες οι επαναστατικές απόπειρες έχουν αποτύχει, είναι αναγκαίο να ορίσουμε την κομμουνιστική θεωρία, όπως έχει συγκροτηθεί σε ολόκληρες γενιές, ως τον καρπό της αποτυχίας όλων αυτών των προηγούμενων προσπαθειών.

Είπαμε ότι η εξέγερση είναι μια ιδιαίτερη κοινωνική σχέση εσωτερική στο προλεταριάτο, αλλά επίσης πολύ ασταθής και φευγαλέα, τόσο εξαιτίας της καταστολής από το κεφάλαιο όσο και επειδή, σχεδόν εξ ορισμού, η εξέγερση “δεν δουλεύει” και επομένως δεν παράγει τίποτα. Σε αυτή τη βάση, οι προλετάριοι δεν παράγουν μιαν αφηρημένη συνείδηση της δράσης τους. Δεν έχουν τον χρόνο. Η άμεση επίγνωση που αναπτύσσουν για την εξεγερτική δραστηριότητά τους είναι οπωσδήποτε πολύ διαφορετική από αυτό που σκέφτονταν κάποτε, όταν ζούσαν μέσα στον κύκλο μετρό-δουλειά-ύπνος4. Χωρίς να το πηγαίνουμε πολύ μακριά λέγοντας ότι οι αγώνες είναι θεωρητικοί, οι εξεγέρσεις εγείρουν ανοιχτά ζητήματα όπως η νομιμοποίηση της ιδιοκτησίας, η αξία των υπαρχόντων θεσμών, η αναγκαιότητα της εργασίας ή της οικογένειας. Αυτά τα ζητήματα δεν εγείρονται με έναν εγκυκλοπαιδικό τρόπο αλλά πρακτικά στην δραστηριότητα της εξέγερσης και στα προβλήματα που πρέπει να επιλύσει στον αγώνα της ενάντια στο κεφάλαιο.

Μετά την ήττα της εξέγερσης, μετά την επιστροφή όλων των δυνατοτήτων που είχαν διανοιχθεί στην ρουτίνα της δουλειάς, η κομμουνιστική θεωρία βάζει στον εαυτό της το καθήκον να κατανοήσει γιατί έχασε. Ουσιαστικά, σχεδόν πάντα, η κομμουνιστική θεωρία αναπτύσσεται κατόπιν εορτής, και συνεπώς διαχωρισμένη από την κοινωνική σχέση που αποτελεί την πηγή της. Αν η επανάσταση είχε πετύχει, η θεωρία θα εξαφανιζόταν στην υπέρβαση του διαχωρισμού ανάμεσα στην άμεσξ και την αφηρημένη συνείδηση, στην παραγωγή μιας μορφής αυτο-συνειδησίας που επανασυμφιλιώνεται με την αμεσότητα της κοινωνικής ζωής. Αλλά οι επαναστάσεις έχουν αποτύχει, και η κομμουνιστική θεωρία πρέπει να δώσει μιαν εξήγηση γι’ αυτές τις αποτυχίες. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να εξηγήσει επίσης τι προηγήθηκε σε σχέση με την προ-εξεγερσιακή κατάσταση, και πρέπει επίσης να αναλύσει τις επιλογές από την πλευρά των εξεγερμένων, που πρέπει επίσης να εξηγηθούν από το ιστορικό πλαίσιο – και πρέπει τέλος να λάβουν υπόψιν τους στόχους που έβαλαν, είτε εκπεφρασμένα είτε υπόρρητα. Η κομμουνιστική θεωρία προχωρά με έναν “επαναληπτικό” [iterative] τρόπο ανάμεσα σ’ αυτές τις τρεις στιγμές: μια ανάλυση της κίνησης της καπιταλιστικής κοινωνίας και της θεμελιακής αντίφασής της (κριτική της πολιτικής οικονομίας, θεωρία της αξίας, θεωρίας της κρίσης), μια κριτική μελέτη των επαναστατικών προσπαθειών το παρελθόντος (θεωρία της επανάστασης), και τον καθορισμό των κομμουνιστικών στόχων που δίνουν νόημα στις δυο προηγούμενες στιγμές (προβολή του καταργημένου καπιταλισμού). Συνεπώς, η κομμουνιστική θεωρία προχωρά από την επαναστατική φάση που έχει μόλις αποτύχει, ψάχνοντας στις συνθήκες που κυριαρχούν στην κρίση και την εξέγερση, την εξήγηση των πράξεων των εξεγερμένων. Αναλύει κριτικά τις δυνατές επιλογές που επακολούθησαν και εγείρει ξανά το ζήτημα για την επόμενη φορά. Είναι αναγκαίο να αποδείξει ότι θα υπάρξει μία (κριτική της πολιτικής οικονομίας, θεωρία των κρίσεων) και ορίζει κριτικά σε σχέση με τις προηγούμενες απόπειρες τόσο τους κομμουνιστικούς στόχους όσο και την μέθοδο, πολιτική ή όχι, οργανωτική ή όχι, για να πετύχει.

Ενδυναμωμένη με αυτές τις αναλύσεις και κριτικές, η θεωρία πιστεύει εδώ και καιρό ότι είναι σε θέση να γνωρίζει τις συνθήκες που θα κάνουν την επανάσταση να πετύχει στην επόμενη προλεταριακή εξέγερση. Και έχει προετοιμαστεί να παρέμβει υιοθετώντας εκπεφρασμένα ή υπόρρητα έναν καθοδηγητικό ρόλο, καθώς και γράφοντας για λογαριασμό του προλεταριάτου το πρόγραμμα (πολιτικό, οικονομικό) της επερχόμενης επανάστασης. Κάποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι υιοθέτησε ποτέ αυτόν τον ρόλο χωρίς να χάσει την επαναστατική της φύση. Όταν έγινε ενεργή στην πράξη, κατέστη μια πολιτική ιδεολογία προσαρμόσιμη στις περιστάσεις. Για να κάνει το πρόγραμμά της ζωντανό για το προλεταριάτο (όχι το εξεγερμένο), η θεωρία έχει προσαρμοστεί στις περιστάσεις. Ήθελε να μιλήσει τη γλώσσα της άμεσης συνείδησης, και μάλιστο τόσο περισσότερο όσο προέβαλε έναν κομμουνισμό των εργατών και των εργαζόμενων5 που είχε ενσωματώσει τις περισσότερες κατηγορίες του κεφαλαίου. Επιπλέον οι προσδοκίες της έχουν τακτικά αποδειχτεί ανεπαρκείς στον βαθμό που η κομμουνιστική θεωρία κάθε εποχής βασίζεται θεμελιακά σε προβλήματα που έχουν καταστεί παρωχημένα – αυτά της προηγούμενης εξέγερσης. Αυτό το πρόβλημα είναι παρόν με έναν πολύ οξύ τρόπο στην παρούσα περίοδο.

2.2 Η αφαίρεση της “τελευταίας” επαναστατικής φάσης

Πράγματι, στην σημερινή της μορφή, η κομμουνιστική θεωρία βρίσκει την αγκύρωσή της στην φάση της κρίσης των δεκαετικών 1960-1970. Αυτή η περίοδος είναι η τελευταία η οποία βίωσε μια σειρά προλεταριακών κινημάτων αρκετά ισχυρών για να αποκαλύψουν μια καινούρια μορφή της επαναστατικής υποκειμενικότητας του προλεταριάτου. Αυτή η φάση όμως δεν έφτασε ένα εξεγερσιακό επίπεδο. Πολλές αυταπάτες κυκλοφορούν ακόμα σχετικά με το παράδειγμα του γαλλικού Μάη του 1968. Επιπλέον, αυτή η περίοδος είναι τώρα τόσο μακρινή χρονικά που δεν είναι τίποτα περισσότερο από ιστορία για την νεώτερη γενιά. Αυτή τη στιγμή, η κομμουνιστική θεωρία πάσχει από ένα διπλό μειονέκτημα: απόσταση από την τελευταία φάση της κρίσης, και χαμηλή ένταση της ίδιας της παρούσας φάσης. Από εκείνη την περίοδο, η ιδέα ότι το προλεταριάτο θα μπορούσε να είναι μια δύναμη ικανή να αλλάξει τον κόσμο έχει επανεργοποιηθεί από διάφορα σχετικά ισχυρά κινήματα διαμαρτυρίας, τα οποία όμως έχουν παραμείνει – ακόμα περισσότερο από ό,τι στην περίοδο γύρω από το 1968 – κάτω από το κατώφλι της εξεγερσιακής ρήξης. Αυτές οι περιορισμένες “ωθήσεις”/ξεσπάσματα (1995, 2006 στη Γαλλία, 2011-2012 στην περιοχή της Μεσογείου…) είχαν ένα παράδοξο αποτέλεσμα πάνω στην κομμουνιστική θεωρία. Από την μια πλευρά, έδωσαν πρόσβαση σε μια καινούρια γενιά προλετάριων στην ανάγκη για θεωρητικό στοχασμό. Από την άλλη, αυτός ο στοχασμός συνίσταται κυρίως στην επαναοικειοποίηση/επανα-ιδιοποίηση των προηγούμενων διαμορφώσεων της θεωρίας, μερικές φορές προσανατολίζοντάς τους σε μια καινούρια κατεύθυνση για να μπορέσει να προσκολληθεί στην πραγματικότητα των καθημερινών αγώνων, ιδιαίτερα τους αγώνες που παρεμβάλλονται έξω από την άμεση σχέση ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Γιατί η αφαίρεση των εξεγερσιακών συνθηκών οδηγεί πάντα στην αναζήτηση μιας άλλης επαναστατικής υποκειμενικότητας, για παράδειγμα στην σχέση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες. Ανάλογα, στην άμπωτη του 1968, θέλαμε να δούμε την κριτική της καθημερινής ζωής σαν μια καινούρια επαναστατική κοινωνική μορφή. Εν πάσει περιπτώσει, στην παρούσα περίοδο, καμμιά ορμητικότητα του πραγματικού κινήματος δεν έχει οδηγήσει σε μια αμφισβήτηση του θεωρητικού παραδείγματος της περιόδου των χρόνων του 1968, το οποίο και αναφέρεται με τον όρο κομμουνιστικοποίηση. Άμεση κατάργηση των τάξεων με την αυτο-άρνηση του προλεταριάτου, την απουσία μιας περιόδου μετάβασης, η υπέρβαση της οικονομίας και της εργασίας είναι μερικές από τις κομβικές έννοιες αυτού του παραδείγματος. Από πού προέρχονται; Αυτό μπορεί να απαντηθεί μόνο εν συντομία.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, το φορντικό μοντέλο εκμετάλλευσης της εργασίας ήρθε αντιμέτωπο με τους περιορισμούς που επιβάλλονται από τη ζωντανή εργασία στην επιτάχυνση του ρυθμού και της χειροτέρευσης/υποβάθμισης των εργασιακών συνθηκών. Για χρόνια, η αύξηση στην παραγωγικότητα είχε διατηρηθεί με την επιτάχυνση των μέτρων συναρμολόγησης και συσκευασίας της αυτοματοποίησης, που είναι ένας ανέξοδος τρόπος για την βελτίωση της απόδοσης του κεφαλαίου. Η OS εξέγερση σημάδεψε το τέλος αυτής της περιόδου. Αυτό καλείται αντι-εργασία. Και είναι σ’ αυτή την εξέγερση, αναμεμειγμένη βέβαια με άλλα πιο παραδοσιακά κινήματα, που γεννήθηκε η θεωρητική μορφή που χαρακτηρίζεται από την απόρριψη της επιβεβαίωσης της εργασίας στον κομμουνισμό, από την επιβεβαίωση ότι η επανάσταση είναι ταυτόχρονη κατάργηση και των δύο τάξεων, από την απόρριψη οποιασδήποτε έννοιας σχεδιασμού της κομμουνιστικής παραγωγής, την άρνηση οποιασδήποτε περιόδου μετάβασης ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό, που ορίζεται ο ίδιος ως μη-οικονομία.

Ότι τέτοια θεωρητικά προχωρήματα, μερικά πολύ αφηρημένα και “τολμηρά” [audacious], προκύπτουν από την περιορισμένη ώθηση των προλετάριων στα χρόνια γύρω από το 1968 μπορεί να μοιάζει τραβηγμένο. Για παράδειγμα, ο ισχυρισμός ότι ο κομμουνισμός θα γνωρίζει από παραγωγή αλλά όχι από παραγωγικότητα ή εργασία, ή η επιβεβαίωση ότι η επανάσταση θα ξεκινήσει αμέσως με την παραγωγή του κομμουνισμού και όχι με την παραγωγή των πολτιτικών της συνθηκών, κι αυτό μόνο και μόνο επειδή μερικές φορές οι εργάτες αρνήθηκαν να γυρίσουν στη δουλειά ή προτιμούσαν να καταστρέφουν τα μέσα εργασίας αντί να διαπραγματεύονται μισθούς και εργασιακές συνθήκες, δεν είναι μάλλον κάπως καταχρηστικό;

Όχι, Γιατί αυτό είναι που, από μια ταξική σκοπιά, δείνει νόημα σε ολόκληρη την εξέλιξη του ΚΤΠ τα τελευταία πενήντα χρόνια. Μετά τις εξεγέρσεις του 1968, οι καπιταλιστές έπρεπε την ίδια στιγμή και να επανατοποθετήσουν και να αυτοματοποιήσουν σε μαζική κλίμακα για να λυγίσουν την αντίσταση των προλετάριων. Η ραγδαία ανάπτυξη των ICT, από το 1980 και μετά, έχει επανενδυναμώσει αυτό το κίνημα, του οποίου το συνολικό αποτέλεσμα είναι γνωστό: μαζική ανεργία, διάλυση του παραδοσιακού φορντισμού στις χώρες του κέντρου, αλλά αναπαραγωγή του σε συγκεκριμένες χώρες του Τρίτου Κόσμου, ιδιαίτερα τις αναδυόμενες· διάλυση του φορντικού συμβιβασμού, και συνεπώς επίθεση στις συλλογικές συμβάσεις και την κοινωνική προστασία· και παντού, επισφάλεια για το εργατικό δυναμικό. Και όλα αυτά είναι μια ακραία παραγωγίστικη τάση, εξαιτίας της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Ο μετα-φορντισμός δεν κατάργησε τις συνθήκες της αντι-εργασίας, τις έχει επιδεινώσει ακόμα περισσότερο. Αλλά προς το παρόν, η πίεση της ανεργίας κρατά το καπάκι κλειστό σε αυτή τη “ωρολογιακή βόμβα”.

2.3 Ποια είναι η σχέση με τους σημερινούς αγώνες;

Για τους θεωρητικούς του κομμουνισμού, το ζήτημα δεν είναι η υποστήριξη ή η απαξίωση των αγώνων αυτού του είδους. Υπάρχουν. Δεν είναι τίποτα άλλο από την ίδια την μηχανική της αναπαραγωγής της αντίφασης ανάμεσα στην αναγκαί και την πλεονάζουσα εργασία. Δεν υπάρχουν από την πλευρά οι “οικονομικές” αντιφάσεις του κεφαλαίου και από την άλλη των προλετάριων που θα επωφελούνταν από αυτές ώστε να προχωρήσουν [στη σκακιέρα] τα “πιόνια” των αιτημάτων τους. Η αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης υπάρχει μόνο σε μια και μια μόνη κίνηση, αυτήν της ταξικής πάλης για το μοίρασμα της εργάσιμης μέρας. Αυτοί οι αγώνες δεν αμφισβητούν την αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων. Οι κομμουνιστές παίρνουν μέρος σε αυτούς αν χρειάζεται. Δεν είναι επειδή ξέρουν με βεβαιότητα όχι η απαίτηση μιας μισθολογικής αύξησης δεν είναι επανάσταση, ή ένας τρόπος για να την προετοιμάσεις, που θα εγκατέλειπαν μια τέτοια απαίτηση. Όμως γι’ αυτούς δεν είναι ζήτημα της διατήρησης της ψευδαίσθησης ότι, από τα έξω, θα μπορούσαν να σπρώξουν τους καθημερινούς αγώνες με την ελπίδα να τους φέρουν σε ένα σημείο όπου οι καπιταλιστές υα κατέρρεαν, απέχοντας από τις διαπραγματεύσεις και τελικά αποκαλύπτονας την αληθινή καταπιεστική και αντιδραστική τους φύση, προκαλώντας έτσι το ξεσήκωμα του προλεταριάτου προς την επανάσταση.

Όμως, υπό τις παρούσες συνθήκες, η καθημερινή ζωή της ταξικής πάλης αποκαλύπτει στιγμές μεγαλύτερης έντασης, που για τους κομμουνιστές είναι οι ενδείξεις της δυνατοτήτας για μια πιο βαθιά ρήξη, και δίνουν στις στιγμές αυτές τη μέγιστη προσοχή. Όταν οι εργάτες αφού υπέστησαν τις συνθήκες του κινέζικου φορντισμού αναβίωσαν την άγρια και ανεξέλεγκτη συμπεριφορά των Ιταλών εργατών το 1969, οι κομμουνιστές ήθελαν να δουν κάτι περισσότερο από μια μάλλον βίαιη μέθοδο διεκδίκησης μισθολογικών αυξήσεων. Θεώρησαν ότι ο κινέζικος φορντισμός φτάνει το ίδιο σημείο όριο όπως και στις χώρες του κέντρου την δεκαετία του 1970, και αμφισβήτησαν την ανάπτυξη της αντι-εργασίας, τη σημασία και το δυναμικό της σε σχέση με το “αντί-”, για μια πιο θεμελιακή ρήξη που θα φτάσει αναμφίβολα, στην Κίνα ή και αλλού.

Αν και η κομμουνιστική θεωρια έχει οξεία συνείδηση των ορίων της προλεταριακής μαχητικότητας στην εποχή μας, ισχυρίζεται ότι αυτή η περίοδος είναι περίοδος μεγάλης κρίσης και μιας μαζικής και βαθιάς εξέγερσης (αλλά με τι σκοπό;). Αυτό είναι αποτέλεσμα της ανάλυσης της κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης (την οποία ανάλυση δεν ήταν δυνατόν να αναπτύξουμε εδώ) και των ενδείξεων που δίνουν οι σημερινοί μερικοί αγώνες, που δείχνουν ότι ο παλιός τυφλοπόντικας σκάβει στην ίδια κατεύθυνση όπως και στα χρόνια γύρω στο 1968, στην κατεύθυνση της αντι-εργασίας. Ο ρόλος της θεωρίας δεν είναι να σχολιάζει την καθημερινή ζωή της ταξικής πάλης αλλά να ανιχνεύει τα προχωρημένα σημεία που έχουν νόημα στο χάος της παρατεταμένης ύφεσης που βιώνουμε σήμερα. Η πάλη του προλεταριάτου δεν έχει σημασία από αυτή τη σκοπιά. Αν η κομμουνιστική θεωρία καταφέρνει να ξεδιαλέγει και να διαλύει της ψευδαισθήσεις, τότε είναι ήδη καλή.

3 Προβλήματα της έκφρασης του κομμουνισμού σήμερα

Στην παρούσα περίοδο, λοιπόν, η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης είναι αναγκαστικά απομονωμένη. Το παγκόσμιο προλεταριάτο, με την εξαίρεση κάποιων φάσεων πιο έντονων αγώνων, δεν προκαλεί μια ρήξη στην αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων. Παλεύει εντός του συστήματος (και αυτός είναι ο λόγος που κάποιοι έχουν εγκαταλείψει την ταξική πάλη του προλεταριάτου ως μια εξήγηση της γενικότερης κίνησης του ΚΤΠ και του ίδιου του προλεταριάτου ως του υποκειμένου της επανάστασης). Υπό αυτές τις συνθήκες τι θα έπρεπε να γίνει; Τι να πούμε;


Οι κομμουνιστές δεν πιστεύουν ότι πρέπει να αλλάξουμε την επίγνωση των ανθρώπων ώστε να αλλάξουν οι πράξεις τους. Δεν είναι η συνείδηση που υπαγορεύει στους προλετάριους τι να κάνουν ή τι να πουν, αλλά οι υλικές συνθήκες της ύπαρξής τους. Καμμιά προπαγάνδα δεν μπορεί να αλλάξει αυτόν το θεμελιακό καθορισμό. Μπορούμε να πηγαίνουμε στις πύλες των εργοστασίων σε απεργία και να μοιράζουμε φυλλάδια λέγοντας ότι οι αυξήσεις στους μισθούς θα απορροφηθούν γρήγορα από τις αυξήσεις στα επιτόκια και τις τιμές, και επομένως ότι η μόνη λύση είναι η επανάσταση, δεν θα εισακουστούμε. Όσο οι υλικές συνθήκες είναι αυτές της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, οι προλεταριακοί αγώνες θα περιστέφονται γύρω από τη διαπραγμάτευση για την εργατική δύναμη. Δεν υπάρχει λόγος να επιδιώκουμε να παρεμβαίνουμε από τα έξω στους πολυάριθμους καθημερινούς αγώνες που αναπόφευκτα αναπτύσσονται για να τους προσδώσουμε έναν μαξιμαλιστικό λόγο ενάντια στο κεφάλαιο γενικά, όταν οι συγκεκριμένοι αγώνες έχουν σαν στόχο μόνο να λυγίσουν ένα συγκεκριμένο αφεντικό. Ακόμα περισσότερο επειδή η θεωρία που η θεωρία έχει για τον καπιταλισμό εν γένει είναι επίσης, ταυτόχρονα, μια δήλωση για την αυτο-άρνηση του προλεταριάτου. Είναι δύσκολο να δούμε πώς μια τέτοια δήλωση/θέση θα είχε κάποιο νόημα για τους προλετάριους που προσπαθούν να πουλήσουν καλλίτερα την εργατική τους δύναμη σε έναν καπιταλιστή.

Είναι πιο χρήσιμο για τους σκοπούς του κομμουνισμού, να αναλάβουμε ένα έργο “μνήμης” [memorial work], να δείξουμε στους προλετάριους του σήμερα ότι είναι απόγονοι περίφημων αγώνων που θα έπρεπε να διατηρούν στην μνήμη τους ώστε να εκμεταλλευτούν τα μαθήματα, θετικά ή αρνητικά, που μπορούν να αντληθούν από αυτούς; Σε μια περίοδο χωρίς μια θεμελιώδη ρήξη στην καπιταλιστική αντίφαση, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στους προλετάριους ότι τέτοια ρήγματα έχουν συμβεί, ώστε να τους ωθήσουμε στο να διαρρήξουν με τη σειρά τους την αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων; Η απάντηση εδώ είναι διττή:

Από τη μια πλευρά, δεν σπρώχνουμε το προλεταριάτο για να ριζοσπαστικοποιήσει τον εαυτό του, για τον λόγο που ήδη έχουμε πει. Ακόμα και αν κάποιο μιλιτάντηδες πετύχουν να κάνουν μερικούς προλετάριους να αλλάξουν γνώμη, το να τους πείσει κανείς ότι το προλεταριάτο έχει υπάρξει μια επαναστατική ιστορική δύναμη, και ότι θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να επιστρέψουν σε αυτή σήμερα, θα μας έδινε απλά μερικούς παραπάνω μιλιτάντηδες. Η “καινούρια” τους συνείδηση όμως δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα απέναντι στον διαλυτικό ρόλο της καπιταλιστικής ρουτίνας.


Από την άλλη πλευρά, αν θεωρήσουμε το παγκόσμιο προλεταριάτο στην απεραντοσύνη του, η μνήμη των αγώνων για το προλεταριάτο δεν είναι ζήτημα φυλλαδίων ή φιλμ στα οποία η προλεταριακή εκδοχή της ιστορίας της τάξης θα μπορούσε να διαχυθεί ανάμεσα στους προλετάριους, τόσο για να γνωρίζουν την ιστορία τους όσο και για να αποκηρύσσουν τις εκδοχές της αστικής τάξης. Η ιστορική γνώση έχει ενσωματωθεί, με μια λιγότερο ή περισσότερο ακριβή μορφή, ας πούμε πολιτισμικά, σε μια άμεση συνείδηση του προλεταριάτου ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε ένα θεωρητικό πλαίσιο. Αλλά, γενικά, το προλεταριάτο δεν χρειάζεται εγκυκλοπαιδική γνώση, για να ξέρεο πού βρίσκεται η ιστορία του. Η μνήμη της ιστορίας του υπάρχει υλικά σε συγκεκριμένες καταστάσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο. Οι συνθήκες στις οποίες υποβάλλει το προλεταριάτο σήμερα είναι το αποτέλεσμα των αγώνων του χθες. Το προλεταριάτο δεν χρειάζεται να ξέρει τους αγώνες του παρελθόντος, νικηφόρους ή ηττημένους, για να καθοδηγήσει τον εαυτό του στους αγώνες του σήμερα, γιατί τα μαθήματα του παρελθόντος είναι εκεί μπροστά του, στις καινούριες συνθήκες που προκύπτουν από τους αγώνες του παρελθόντος. Για παράδειγμα: η εξέγερση των OS έχει οδηγήσει σε μια σημαντική εξέλιξη του φορντισμού στις χώρες του [καπιταλιστικού] κέντρου. Αυτό που αποκαλείται μετα-φορντισμός είναι ένας νέος τρόπος να παρακολουθείται λεπτομερειακά κάθε χειρονομία και κάθε στιγμή της εργασίας. Οι τεχνολογίες πληροφορικής παίζουν εδώ έναν καθοριστικό ρόλο, και είναι πολύ πιο σημαντικός από την αλυσίδα συναρμολόγησης που είναι το αδύναμο σημείο του, ο κόμβος που μπορεί να στοχοποιηθεί. Το να ξέρουμε τις ηρωικές στιγμές των δολιοφθορέων της αλυσίδας συναρμολόγησης του παρελθόντος δεν προχωρά το προλεταριάτο στην κατεύθυνση της εφαρμογής νέων μεθόδων στον αγώνα εναντίον της ψηφιοποίησης των ζωών τους.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι στις σημερινές συνθήκες, στην κομμουνιστική προοπτική, δεν τίθεται ζήτημα για την θεωρία να αναζητά να διευρύνει την άμεση συνείδηση του προλεταριάτου στους καθημερινούς αγώνες του με την προσθήκη θεωρητικών, ιστορικών ή μνημονικών “αποσπασμάτων” [snippets]. Είπαμε παραπάνω ότι αυτή η προσέγγιση ήταν δυνατή στην προγραμματική μορφή της κομμουνιστικής θεωρίας αλλά μόνο με το κόστος της διύλισης των αρχών της στην πολιτική και την οικονομία. Η προγραμματική μορφή επεδίωξε να στηριχτεί στην επιβεβαίωση του προλεταριάτου και της εργασίας στους καθημερινούς αγώνες και έφτασε έναν περιορισμένο κομμουνισμό, ακόμα και στην δεύτερη φάση μετά από μια μεταβατική περίοδο (δείτε μια κριτική μου στην “Κριτική του Προγράμματος της Γκότα” του Μαρξ στο http://www.hicsalta-communisation.com/valeur/labolition-de-laleur-feuilleton-3. Σήμερα, μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να αναληφθεί χωρίς μεγάλες ψευδαισθήσεις σχετικά με το τι έχει γίνει η σχέση προλεταριάτο/κεφάλαιο, καθώς και της εξαιρετικής απόστασης ανάμεσα στην άμεση συνείδηση των καθημερινών αγώνων και τις αφαιρέσεις που είναι απαραίτητες για τη θεωρία του κομμουνισμού.

Εν τέλει, όμως, θα ρωτηθούμε, γιατί να διατηρούμε μια θεωρητική δραστηριότητα σε μια περίοδο σαν αυτή; Είναι για να είμαστε έτοιμοι να πάρουμε τον δρόμο της εξέγερσης όταν έρθει η ώρα; Όχι. Στο όνομα της ιστορικής του κατανόησης της κοινωνικής αντίθεσης, ο προγραμματισμός έχει ισχυριστεί συχνά ότι κατευθύνει, ή τουλάχιστον να καθοδηγεί, να συμβουλεύει τους εξεγερμένους προλετάριους. Πέτυχε μόνο στην απώλεια της αρχικής του άποψης για την επανάσταση και τον κομμουνισμό. Αυτό θα πρέπει να παρακινεί τους θεωρητικούς στην μετριοπάθεια. Οι θεωρητικοί θα πρέπει να παραδεχτούν ότι δεν εξυπηρετούν σε πολλά, ότι η κομμουνιστική θεωρία είναι μια μορφή συνείδησης σε ακραίο διαχωρισμό από αυτό για το οποίο μιλάει, και σήμερα περισσότερο από ποτέ. Πραγματικά, η επανάσταση που αναγγέλεται από τις πιο προχωρημένες μορφές της τελευταίας περιόδου “ημι-κρίσης” θα είναι τέτοιου βάθους που θα αποκλείει οποιαδήποτε μορφή παρεμβατισμού ή εξωτερικής παρέμβασης. Η αυτο-άρνηση του προλεταριάτου δεν ακολουθεί σλόγκαν, συντελείται ως μια πλήρης ανατροπή των πάντων, ως επανεφεύρεση της ζωής. Είναι αρκετά διαφορετικό από το πώς οραματίστηκε την επανάσταση το προλεταριακό Πρόγραμμα. Αυτό προέβλεψε τον κομμουνισμό ως την επιβεβαίωση του προλεταριάτου στις υπάρχουσες οργανώσεις και τους θεσμούς του, υπό την κηδεμονία ενός κράτου, εργατικού αναμφίβολα, αλλά παρόλα αυτά κράτους. Το προλεταριακό πρόγραμμα κατέληξε έτσι στον κομμουνισμό ως μιας προέκτασης [extrapolation] του πραγματικού εργατικού κινήματος.

Αλλά η αυτο-άρνηση του προλεταριάτου μπορεί να συμβεί μόνο ως μια κίνηση που περιλαμβάνει κάθε προλετάριο ατομικά. Η επανάσταση του προλεταριακού Προγράμματος είχε οραματιστεί ως πραγματοποιούμενη από αντιπροσωπευτικές οργανώσεις με την υποστήριξη των μαζών να διευκολύνει την κατάληψη της εξουσίας. Στην κομμουνιστικοποίηση δεν υπάρχει εξουσιοδότηση του ατόμου σε ένα σώμα που το αντιπροσωπεύει. Η δι-ατομική μορφή της εξέγερσης αναπτύσσεται, εμβαθύνεται καθώς κινείται προς την επιτυχία της. Και αυτή η εμβάθυνση θα συνοδεύεται από έναν αυξανόμενα σημαδεμένο μετασχηματισμό της άμεσης συνείδησης των προλετάριων, παράλληλα με τον μετασχηματισμό της δραστηριότητάς τους. Συγκεκριμένα, η άμεση επίγνωση της δραστηριότητας κρίσης θα γίνεται ολοένα και πιο αληθινή. Με αυτό εννοούμε ότι η εξεγερτική κοινωνική σχέση και οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις που οι εξεγερμένοι επιδιώκουν να ανατρέψουν θα γίνονται καλλίτερα κατανοητές γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που φαίνεται να είναι. Δεν είναι ότι οι προλετάριοι θα φτάσουν στις αλήθειες της θεωρητικής συνείδησης στην γλώσσα της θεωρίας, ούτε και θα επιθυμούν να κάνουν κάτι τέτοιο. Αλλά η δραστηριότητά τους θα έχει μια άμεση συνείδηση που θα συμμορφώνεται με τον αγώνα τους, σε συμμόρφωση με την απαλλοτρίωση των στοιχείων του κεφαλαίου (αμφισβήτηση των περιορισμών της εργασίας που απορρέουν από το μονοπώλιο των καπιταλιστών στα μέσα ζωής), σε συμφωνία με την δι-ατομική φύση εξεγερτικής (αμφισβήτηση του της ατομικής ποσόστωσης, απομαζικοποίηση). Γενικά, η δραστηριότητα κρίσης θα αποκαλύψει ολόκληρο τον φετιχισμό του καπιταλισμού, που η παρούσα άμεση συνείδηση εκφράζει τόσο αυθόρμητα. Από το περιεχόμενό της, και όχι από τη θεωρία, θα “ξέρει” ότι ο ΚΤΠ δεν έχει τίποτα το “φυσικό”, ότι η ανταλλαγή της εργατικής δύναμης δεν είναι μια αιώνα μοίρα, ότι μπορεί να παράγει χωρίς εργασία, ότι το εμπόρευμα, η ανταλλαγή και η αξία δεν είναι οι αναγκαίες μορφές εσαεί για την επιβίωση των ειδών, ότι οι διαχωρισμοό από τους οποίους φτιάχνεται η ζωή μας είναι ένας παράγοντας στην εκμετάλλευση των προλετάριων. Όλες οι εξεγέρσεις στην ιστορία του ΚΤΠ έχουν προσωρινά μεταβάλλει την έμμεση συνείδηση του προλεταριάτου στην κατεύθυνση μιας τέτοιας ριζοσπαστικοποίησης. Αλλά η εξέγερση από την οποία θα αναδυθεί η πρώτη προσπάθεια κομμουνιστικοποίησης δεν μπορεί να πάει πολύ πιο μακριά από ό,τι έχουμε ήδη δει.

Δεν μπορεί να ξέρει κανείς ποιο θα είναι το λεξιλόγιο αυτής της αυξανόμενα αληθούς συνείδησης εκτός από το ότι δεν θα είναι αφηρημένη. Είναι στην βάση της συγκεκριμένης δραστηριότητας των εξεγερμένων που η θεωρία έχει παραγάγει τις έννοιες της ίδιας της αφηρημένης γλώσσας της. Αλλά δεν είναι στη βάση της διάχυσης στην τάξη των αφαιρέσεων από τις οποίες συγκροτείται τώρα η θεωρία που θα μετασχηματιστεί η άμεση συνείδηση του εξεγερμένου προλεταριάτου. Η εξαγωγή του επαναστατικού λεξιλογίου από την αφαίρεση δεν είναι η διάχυση στις μάζες αφηρημένων εννοιών που ο καθένας τώρα θα μπορούσε να καταλάβει. Είναι η πρακτική κατάργηση των θεσμών, των μορφών, των σχέσεων κ.λπ. που αυτές οι αφηρημένες λέξεις προσδιορίζουν στην αφηρημένη σκέψη και συνεπώς είναι η κατασκευή του καινούριου λεξιλογίου των νέων τροπικοτήτων της κοινωνικής ζωής. Θα αρνηθούν οι προλετάριοι τον εαυτό τους χρησιμοποιώντας τη λέξη “κομμουνισμός”; Στην μικρή κλίμακα της παρουσίας τους στον κόσμο το προλεταριάτο, οι θεωρητικοί θα συμμετέχουν σε αυτόν τον μετασχηματισμό αποκηρύσσοντας τελικά το [ακατάληπτο] ιδίωμά τους. Θα βρουν στην δραστηριότητα κρίσης τα εργαλεία για να το κάνουν αυτό. Η θεωρητική τους διορατικότητα, αν υπάρχει, θα έχει αναγκαστικά περιορισμένη αποτελεσματικότητα, μάλιστα πολύ περισσότερο από ό,τι στις επαναστάσεις του παρελθόντος. Γιατί τώρα δεν θα υπάρχει μαζικό κίνημα για να καθοδηγήσουν ή να συμβουλέψουν: δεν θα υπάρχουν μάζες.Στην κίνηση προς το συγκεκριμένο άτομο, οι γενικές αφηρημένες έννοιες θα γίνουν λιγότερο χρήσιμες. Η εξέλιξη της έμμεσης συνείδησης των προλετάριων με την έννοια μιας περισσότερο αληθινής συνείδησης ταυτίζεται αυστηρά με την εμβάθυνση της δραστηριότητας κρίσης και τις επιτυχίες στην σύγκρουση με το κεφάλαιο. Ως τέτοια, είναι μέρος των συνθηκών της κομμουνιστικοποίησης. Γιατί αυτό θα γίνει ως μια συνειδητή και αληθινή δραστηριότητα με την έννοια ότι τι αποτέλεσμα της δράσης που αναλαμβάνεται στους αγώνες θα είναι συμμορφωμένη με το σχέδιο/πρόταγμα που είχε αρχικά καθοριστεί. Αυτή είναι η διαφορά με την ψευδή συνείδηση, η οποία πιστεύει ότι η εργασία έχει ως αντικείμενό της την παραγωγή χρήσιμων πραγμάτων όταν ασκείται μόνο και μόνο για την παραγωγή καινούριας αξίας.

Αν η κομμουνιστικοποίηση είναι να συνβεί, θα είναι σε βάρος της θεωρίας, πηγαίνοντας πιο πέρα από τον διαχωρισμό ανάμεσα στην έμμεση και τη θεωρητική συνείδηση. Τη στιγμή ακριβώς που η διαδικασία της επικοινωνίας στην κοινωνία αναπτύσσεται, η κατάργηση όλων των διαχωρισμών θα επανασυμφιλιώσει σκέψη και δράση, θα αφαιρέσει την απόσταση ανάμεσα στην επίγνωση των πράξεων εδώ και τώρα και τη γενική τους σημασία στον χρόνο και τον χώρο. Οι εξεγερμένοι θα δουν όλο και πιο ξεκάθαρα τη γενική σημασία και το επίδικο των πρακτικών τους αγώνων, σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταργήσουν κάθε εξουσία και οικονομία. Στη διαδικασία αυτή, η κομμουνιστική θεωρία θα εξαφανιστεί εξαιτίας της μη χρησιμότητας των αφαιρέσεων που την συγκροτούν.

Αν, λοιπόν, η θεωρία καταλαβαίνει ότι σήμερα δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό στην αλλαγή της ταξικής πάλης προς την κομμουνιστικοποίηση και ότι αύριο θα κληθεί να εξαφανιστεί – αν όλα πάνε καλά – τότε γιατί πασχίζει να “αντέξει”; Επειδή, όσο γελείο κι αν ακούγεται, υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να αποφύγουν παρά να στοχάζονται τις συνθήκες υπέρβασης του ΚΤΠ. Όπως παρατηρήσαμε παραπάνω, είναι το αποτέλεσμα των φάσεων των αγώνων, ακόμα και των μη-εξεγερτικών, που το προλεταριάτο γνωρίζει στις πρόσφατες εποχές. Σχηματίζουν το μικρό “κέντρο” που λέγονται ριζοσπάστες. Η επιρροή τους στην πραγματική κίνηση είναι μηδενική. Μπορούμε να φανταστούμε πολύ καλά ότι η κομμουνιστικοποίηση συμβαίνει χωρίς να ξέρει κανείς τίποτα για τη θεωρία που έχει γραφτεί για γενιές ολόκληρες. Αλλά οι θεωρητικοί υπάρχουν, υπάρχουμε (λίγο). Τι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε; Στη παρούσα φάση μου φαίνεται σε κάθε περίπτωση ότι είναι πιο σημαντικό από όλα να διαλύσουμε μερικές ψευδαισθήσεις που ευνοούνται από την τεράστια απόσταση, για την οποία μίλησα νωρίτερα, ανάμεσα στην θεωρία και την αγκύρωσή της. Νομίζω ότι περνά μέσα από την υπεράσπιση μερικών βασικών αρχών ξανά και ξανά εναντίον όλων και ιδιαίτερα εναντίον των φαινομένων, του ρεαλισμού και του πραγματισμού.

Ειδικότερα :

  • Η ταξική πάλη ως ο μοναδικός εξηγηματικός παράγοντας στην ιστορία. Η μοναδικότητα της ταξικής αντίθεσης επιβάλλει ότι οι ποικίλες και πολυάριθμες συγκρούσεις που υποσκάπτουν την καπιταλιστική κοινωνία αναλύονται εν σχέσει με την θεμελιώδη σχέση τους με την εκμετάλλευση της εργασίας. Αυτό περιλαμβάνει ζητήματαλ όπως το φύλο, την φυλή αλλά επίσης ζητήματα εθνικών ή ethnic μειονοτήτων. Η ψευδαίσθηση εδώ είναι ότι υπάρχει ένα άλλο επαναστατικό υποκείμενο από το προλεταριάτο στη σύγκρουσή του με το κεφάλαιο.

  • Η ύπαρξη δυο επιπέδων ταξικής πάλης (καθημερινή πορεία, εξέγερση). Η σημασία αυτού του σημείου φαίνεται συγκεκριμένα σε σχέση με τον μαχητικό ακτιβισμό στον προσανατολισμό των καθημερινών αγώνων. Καθιστά επίσης δυνατό να αναγνωρίσει κανείς το αντεπαναστατικό δυναμικό του προλεταριάτου: δεν αρκεί η δέσμευση των προλετάριων σε έναν αγώνα για να είναι αυτός ο αγώνας η αρχή της επανάστασης. Η ψευδαίσθηση εδώ είναι ότι θα υπάρξει μια υπερανάπτυξη [transcroissance], μέσω της συσσώρευσης των αγώνων, ανάμεσα σους καθημερινούς αγώνες και την επαναστατική διαδικασία. Η τελευταία σημαδεύεται απαραίτητα από μια θεμελιώδη ρήξη με την καθημερινή πορεία της ταξικής πάλης.

  • Η αναγνώριση της απομόνωσης της θεωρίας, της οποίας ο στόχος δεν είναι να παρεμβαίνει στην καθημερινή πορεία της ταξικής πάλης (ούτε να προετοιμάζεται για να κάνει κάτι τέτοιο στις εξεγέρσεις). Η ψευδαίσθηση εδώ ειναι ότι θα παραμείνει ένας χώρος για μια μορφή προλεταριακής πολιτικής.

  • Η επιβεβαίωση ότι πρέπει να στοχεύουμε στον ορισμό της κομμουνιστικής κοινωνίας, και ότι για να το κάνουμε αυτό, θα πρέπει να υποθέσουμε μια αφαίρεση και μια δόση ουτοπίας. Αυτό το σημείο είναι σημαντικό γιατί παρέχει ένα σημείο σύγκρισης για την αξιολόγηση/εκτίμηση της καπιταλιστικής πραγματικότητας με όρους του κομμουνισμού. Για παράδειγμα, η προσπάθεια να οριστεί τι θα ήταν η ολοκλήρωση της απόλαυσης των αισθήσεων με την παραγωγική δραστηριότητα βοηθά να ασκηθεί κριτική των επιδιώξεων/προσχημάτων της τέχνης σήμερα και να σκεφτούμε την υπέρβασή της. Η ίδια μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση της οικογένειας, του αθλητισμού, της εδαφικότητας, της επιστήμης κ.λπ. Η ψευδαίσθηση εδώ είναι ότι θα μπορούσε να μείνει κάτι που θα έπρεπε να σωθεί από αυτόν τον κόσμο.

Είναι ιδιαίτερα σε τέτοιες βάσεις που η δική μας άποψη μπορεί να αποκαλύψει όλους τους θεσμούς, τις δραστηριότητες, τις κοινωνικές μορφές κοκ. ως ιστορικά παροδικές. Η ευρεία κριτική περιλαμβάνει, φυσικά, την κριτική της πολιτικής οικονομίας και συνεπώς την κριτική μελέτη των Μαρξ και Σία. Αλλά επεκτείνεται, επίσης, σε όλες τις μορφές αντεπανάστασης που λαμβάνουν χώρα, όπως στο Κουρδιστάν, στην Παλαιστίνη, στο Occupy, κ.λπ. (άραγε πρέπει να τις αποκαλούμε αντεπαναστάσεις όταν δεν υπάρχει επανάσταση;). Τέλος αγκαλιάζει την κριτική της κουλτούρας, αυτού του “συμπληρώματος” της ψυχής με την οποία η αστική τάξη και οι προλετάριοι στολίζουν την κτηνωδία των πράξεών τους και την χυδαιότητα των σκέψεών τους. Φυσικά, η θεωρητική υπεράσπιση κάποιων θέσεων δεν θα αλλάξει την πραγματική κίνηση της ταξικής σχέσης. Πώς θα μπορούσε, για παράδειγμα, να μετατοπίσει την κίνηση του κεφαλαίου προς τον πόλεμο και του προλεταριάτου προς την αξίωση της ταυτότητάς του; Αλλά είναι ο δικός μας τρόπος να ισχυριζόμαστε ότι η καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι μια αντίφαση σε κίνηση και ότι αυτή η αντίφαση εμπεριέχει μια δυνατότητα υπέρβασης. Εν τέλει, η κομμουνιστική θεωρία θα έχει αποδείξει την ορθότητα της άποψής της όταν η ιδιόλεκτός της και οι αφαιρέσεις της καταστούν άχρηστες για την κατανόηση ενός κόσμου που έχει επανασυμφιλιωθεί με τον εαυτό του.

Αύγουστος 2016

Για μια ανάλυση των απεργιών το Μάη του 1968, δείτε B. Astarian: “The movement of strikes in France in May-June 1968”, δικτυακά στο http://www.hicsalta-communisation.com/bibliotheque/les-greves-en-france-en- May-June-1968.

1 Στμ. Δημοσιευμένο εδώ: http://www.hicsalta-communisation.com/textes/solitude-de-la-theorie-communiste. Μεταφρασμένο από την αγγλική μετάφραση με το Google translator του γαλλικού πρωτοτύπου!

2 Στμ. Τerence, αγγλική παραφθορά του Τερέντιου, Λατίνου κωμικού ποιητή. Λίγα είναι γνωστά για την ζωή του. Ήρθε στην Ρώμη από την Βόρεια Αφρική ως δούλος του συγκλητικού Τερέντιου Λουκανού, ο οποίος διέγνωσε τις ικανότητές του, τον μόρφωσε, του απέδωσε την ελευθερία και του έδωσε το όνομά του. Η περίφημη φράση “Είμαι άνθρωπος, και τίποτα από όσα είναι ανθρώπινα δεν μου είναι ξένο” (στα λατινικά: “Homo sum, humani nihil a me alienum puto”, εμφανίζεται στο έργο του “Εαυτόν Τιμωρούμενος”. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε, επίσης, ότι η φράση αυτή είναι χαρακτηριστική ενός διαλόγου (μεταξύ του – αραβικής καταγωγής – Δρ. Ομάρ και της Poppy) στην ταινία “The Shanghai Gesture” του Josef von Sternberg, μια από τις ταινίες που μεταστρέφει ο Ντεμπόρ στην κινηματογραφική “Κοινωνία του Θεάματος”.

3 Στμ. Στο πρωτοτύπο transcroissance, ένας όρος που χρησιμοποίησε ο Τρότσκυ για να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίον σκεπτόταν ότι η αστική επανάσταση στη Ρωσία ή άλλες, λιγότερο αναπτυγμένες, χώρες θα μπορούσε να «αναπτυχθεί» σε προλεταριακή επανάσταση, μια ανάλυση που δεν έχει προέλθει από την ίδια την εμπειρία. Η ομάδα Théorie Communiste TC) χρησιμοποιεί επίσης αυτόν τον όρο για να αναφερθεί στην γενικότερη (και, κατ’ αυτήν, εξίσου λανθασμένη) ιδέα ότι η καθημερινή ταξική πάλη, οι μισθολογικοί αγώνες και η υπεράσπιση των θέσεων εργασίας κ.λπ. μπορούν απλά να γενικευθούν σε επαναστατική πάλη. Αυτή η αντίληψη είναι για την TC αναπόσπαστο κομμάτι του προγραμματισμού (δηλαδή του προγράμματος που βασίζεται στην απελευθέρωση της εργασίας). Προσαρμοσμένο από το Aufheben no.12, σελ. 37, σημ. 6.

4 Στμ. στο γαλλικό πρωτότυπο υπάρχει μια χαρακτηριστική γαλλική έκφραση για το “δουλειά-δουλειά-δουλειά” ή το “ζεις για να δουλεύεις”, η φράση: “métro, boulot, dodo”. Η λέξη “boulot” είναι μια λαϊκή λέξη για τη δουλειά και η λέξη “dodo”μια νηπιακή λέξη για τον ύπνο (νάνι, θα λέγαμε στα ελληνικά).

5 Στμ. Στο γαλλικό πρωτότυπο: ouvrier et travailleur.

To κείμενο σε pdf: Η μοναξιά της κομμουνιστικής θεωρίας (σε pdf)

Φασισμός, από τον φορντισμό στον “τραμπισμό”

της Άγγελας Μητροπούλου

Ο φασισμός είναι τόσο αμερικάνικος όσο ο Χένρυ Φορντ. Και ο Ντόναλαντ Τραμπ.

Το φασιστικό κάλεσμα για την αναστολή των δημοκρατικών διαδικασιών δεν είναι μόνο μια έκκληση σε ανταρσύα ή επανάσταση, όπως κάποιοι έχουν προτείνει. Είναι ένα κάλεσμα για την αναστολή της δημοκρατίας ή της συνταγματικότητας ώστε να αποκατασταθεί η πολιτική στην υποτιθέμενα αληθινή και αυθεντική της τάξη. Το κάλεσμα να αναστείλουμε ώστε να σώσουμε και να αποκαταστήσουμε την αληθινή ουσία του έθνους είναι αναπόσπαστο στον φασισμό. Είναι αυτή η δυναμική που διακρίνει τον φασισμό από άλλα επαναστατικά κινήματα, ανταρσύες ή ριζοσπαστισμούς.

Ο φασισμός πάντα λαμβάνει χώρα εντός των δημοκρατιών. Αυτό είναι το πρόβλημα για εκείνους που προσπαθούν να τον ορίσουν λες και η έκκληση για μια εξαίρεση σημαίνει ότι είναι πραγματικά “εξαιρετική” και ανώμαλη. Και όμως ο φασισμός είναι αυτό που συμβαίνει όταν οι κανονικότητες του νόμου του δήμου αναστέλλονται βίαια από τους ιεραρχικούς κανόνες του οίκου ώστε να αποκατασταθεί η ισότητα ανάμεσα σε αυτούς που κρίνονται ότι είναι δικαιωματικά ίσοι εκ φύσεως.

Ο φασισμός είναι αυτό που συμβαίνει όταν η “οικιακή βία” γίνεται δημόσια και πολιτική, δικαιολογείται μέσα από εξεζητημένες μορφές μομφής του θύματος και μια αντεστραμμένη οπτική της θυματοποίησης, που απολαύνεται και ενθαρρύνεται χωρίς όριο, διαχέεται από τους ιδιωτικοποιημένους χώρους του σπιτιού στους δρόμους, στις αίθουσες, αποκαθιστώντας την υποτιθέμενη ως αληθινή τάξη και μέτρο των πραγμάτων, την ισορροπία και τον διαχωρισμό μεταξύ ποιοτικών διαβαθμίσεων (ερμηνευόμενων ως φυλή, φύλο) και μιας ποσοτικής ισότητας όπου “όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι”.

1. Ανώμαλος και εγγενής

Γιατί συμβαίνει ο Χένρυ Φορντ να θεωρείται ως ένα εγγενές κομμάτι της ιστορίας και των ιστορικο-οικονομικών διαδικασιών των ΗΠΑ αλλά η αποδεδειγμένα φασιστική πολιτική του να θεωρείται συμβατικά ως ανώμαλη;

Αυτό είναι το ερώτημα που εξακολουθώ να γυροφέρνω, επειδή εγείρει ζητήματα που πιστεύω ότι είναι κρίσιμα σε αναλύσεις του φασισμού, τόσο ιστορικά όσο και σήμερα. Τι είναι ο μετα-φορντικός φασισμός;

Προς το παρόν δεν έχω μια απάντηση στο ίδιο το ερώτημά μου. Αυτό που έχω είναι σκόρπιες σκέψεις και σημειώσεις που ακουμπούν το ερώτημα ενώ ταυτόχρονα διαβάζω σχόλια πάνω στον φασισμό του Τραμπ, πολλά από τα οποία είναι αλλόκοτα (δείτε τα σημεία 5 και 6).

Δεν είναι όλα από τα σχόλια αυτά ενοχλητικά. Αν προτιμάτε κάτι για γρήγορο διάβασμα, προτείνω αυτό: “over at Gavin’s Point of Production”. Απαντά κομψά σε επιχειρήματα “εξαιρετικότητας”1 (τόσο της αμερικανικής “εξαίρεσης” όσο και του ότι ο φασισμός είναι “εξαίρεση”). Επίσης το “Trumph of the Will: Taking Donald Trump’s Fascism Seriously” του Justin Mueller, με το οποίο γενικά συμφωνώ, αλλά (για μένα) εξακολουθεί να αφήνει το ερώτημα να αιωρείται.

2. Γραμμές-συναρμολόγησης και η βιομηχανία ξενοδοχειακής διασκέδασης

Ο Χίτλερ αποκαλούσε τον Χένρυ Φορντ ως “ο εμπνευστής μου”. Δεν αποτελεί έκπληξη, αλλά δεδομένα αποσπάσματα από το “Αγών μου” (Mein Kampf) είχαν παρθεί από τη σταθερή ροή κειμένων του Φορντ που κατήγγελαν την Εβραϊκή συνωμοσία, τα περισσότερα από τα οποία είχαν γραφτεί πριν ο Χίτλερ γίνει αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, πολλά εκ των οποίων κυκλοφορούσαν στην Ευρώπη ενώ μερικά, σχετικά με το “Εβραϊκό πρόβλημα”, κυκλοφορούσαν στη Γερμανία. Όπως και ο Τραμπ, ο Φορντ ήταν ένας δισεκατομμυριούχος μεγιστάνας. Όπως και ο Τραμπ, ο Φορντ είχε σκεφτεί να κατεβεί υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ. Κάτι σαν δημοσκόπηση εκείνης της εποχής έδειχνε μια πιθανή υποψηφιότητα του Φορντ να συγκεντρώνει γύρω στο 35%, αν και χωρίς αμφιβολία η δημοσκόπηση είχε διεξαχθεί ως μέρος μιας προσπάθειας να προαχθεί μια πιθανή υποψηφιότητα. Δεν είμαι βέβαιη γιατί η υποψηφιότητα του Φορντ δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα, αλλά το αφήνω αυτό στους ιστορικούς.

Αυτό που με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο είναι το τι σημαίνει ή με τι μοιάζει ο φασισμός όταν δεν είναι εμπεδωμένος μέσα στο φαινομενικά παράδοξο δίκτυο της αποτελεσματικότητας της γραμμής συναρμολόγησης και του εθνικιστικού μυστικισμού που διαμόρφωσαν τον “αντιδραστικό μοντερνισμό” του γερμανικού Εθνικοσοσιαλισμού ή του ιταλικού Φασισμού. Τι θα μπορούσε να σημαίνει ο συνδυασμός του εθνικιστικού μύθου και των συγκινησιακών εργασιακών διαδικασιών της βιομηχανίας της διασκέδασης για την πολιτική και τις τεχνικές του φασισμού. Κι εδώ δεν είμαι σίγουρη ότι έχω μια έτοιμη απάντηση, αν και νομίζω ότι μπορούμε να αρχίσουμε να διακρίνουμε το περίγραμμά της.

Ίσως η φασιστική απήχηση του Τραμπ να έγκειται στο ότι υπόσχεται να κάνει την ρατσιστική βία και πάλι απολαυστική και διασκεδαστική. Ίσως είναι σε αυτό το σημείο που μπορεί να καταγραφεί η μετατόπιση ανάμεσα στην γραμμή συναρμολόγησης και τη βιομηχανία ξενοδοχειακής διασκέδασης2. Δεν θέλω να υποβαθμίσω τη σημασία αυτού του σημείου. Το βήμα ανάμεσα στο στρατόπεδο εργασίας και το στρατόπεδο θανάτωσης ήταν γραμμένο στη γλώσσα μιας “λύσης” με την αποτελεσματικότητα της γραμμής συναρμολόγησης σε ένα πρόβλημα που το μηχανεύτηκαν παραγωγιστικές φαντασιώσεις. Θέλω πραγματικά να υπογραμμίσω την σημασία της κατανόησης του χαρακτήρα και του σχήματος της φασιστικής βίας, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου που μπορεί αυτή να αλλάζει.

Συνεπώς, αντί να εμπλακούμε σε παρατεταμένες, ψευδο-σχολαστικές αντιπαραθέσεις σχετικά με το κατά πόσον ο Τραμπ είναι φασίστας επειδή ο φασισμός έχει υποτιθέμενα (και κατά ειρωνικό τρόπο) μια αμετάβλητη ουσία (δείτε το σημείο 5 παρακάτω), αυτό είναι που μου φαίνεται το πιο ενδιαφέρον ερώτημα. Και λέγοντας “φαινομενικά παράδοξο” εννοώ ότι οι φαινομενικές αντιθέσεις ανάμεσα στην προσκόλληση στον θεμελιώδη μυστικισμό μιας εθνικής ουσίας (που είναι αναπαράξιμος μέσω της σεξουαλικότητας και φυλετικοποιημένων ιδιοτήτων) και τα δόγματα του “υπολογιστικού”3 λόγου δεν είναι αντιφάσεις αν κατανοηθούν ως μια δυναμική της οικοπολιτικής (δείτε το σημείο 7 στη συνέχεια).

3. Η Ευρώπη και οι αποικίες της

Η άποψή μου για τον φασισμό στην ιστορία, που συνοψίζεται πρόσφατα αλλού, είναι ότι “ο Ευρωπαϊκός φασισμός αντλούσε πάντα τα συνθήματά του από τις τεχνικές ελέγχου και υποταγής που είχαν προηγουμένως εξαχθεί από την Ευρώπη στη διαδικασία του αποικισμού και των κατακτητικών πολέμων”. Δεν υπάρχουν καθόλου σοβαροί λόγοι να αποδεχτούμε την στροφή του μεθοδολογικού εθνικισμού, του Ευρωκεντρισμού ή τη θέση της αμερικανικού “εξαιρετισμού” – αντίθετα υπάρχουν πολλοί σοβαροί λόγοι να μην το κάνουμε όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε τον φασισμό.

4. Ο φασισμός και η αποκατάσταση του “δήμου”

Δεν νομίζω ότι η δημοκρατία και ο φασισμός, ή ο λαϊκισμός και ο φασισμός, απέχουν τόσο πολύ όσο πολλοί θα ήθελαν να υποθέτουν, ούτε σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία ούτε με όρους πολιτικών απόψεων και δυναμικής. Αυτό δεν ισχύει μόνο επειδή φιγούρες όπως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι και τα κόμματα που εκπροσωπούσαν ήρθαν στην εξουσία με συνταγματικά μέσα. Ούτε είναι απλά λάθος, αν και το άρθρο του Mueller αξίζει να υπογραμμιστεί, να νομίζουμε τον φασισμό ως μια πολιτική εξαίρεση, “που αναδύεται από το τίποτα και επιστρέφει σε αυτό το τίποτα” – αν και συμφωνώ ότι είναι λάθος. Ο φασισμός καθίσταται συχνά ανεξήγητος εξίσου από αντιπάλους και ρηχούς επικριτές, επεκτείνοντας έτσι την ίδια την μυθολογία του της άφατης, θεμελιακής προέλευσης (ή αιτιών) της ρατσιστικής συγκινησιακής επίδρασης4.

Το φασιστικό κάλεσμα για την αναστολή των δημοκρατικών διαδικασιών δεν είναι μόνο μια έκκληση σε ανταρσύα ή επανάσταση, όπως κάποιοι έχουν προτείνει. Είναι ένα κάλεσμα για την αναστολή της δημοκρατίας ή της συνταγματικότητας ώστε να αποκατασταθεί η πολιτική στην υποτιθέμενα αληθινή και αυθεντική της τάξη. Το κάλεσμα να αναστείλουμε ώστε να σώσουμε και να αποκαταστήσουμε την αληθινή ουσία του έθνους είναι αναπόσπαστο στον φασισμό. Είναι αυτή η δυναμική που διακρίνει τον φασισμό από άλλα επαναστατικά κινήματα, ανταρσύες ή ριζοσπαστισμούς. Συνεπώς, συμφωνώ εν μέρει με τον Steigmann-Gall:

Όταν ο φασισμός αποκλίνει από τις κανονικές πολιτικές μεθόδους, το κάνει για να αποκαταστήσει τα προνόμια της πολιορκούμενης, κάποτε κυρίαρχης πλειοψηφίας – που ορίζεται εθνικά ή φυλετικά – η οποία πιστεύει ότι τι έθνος της “ξεγλιστράει”.

Αλλά, αν και χρωματίζομαι αναφερόμενη στους Oath Keepers5, νομίζω ότι υπερτονίζει την ύπαρξη της παραστρατιωτικής δομής ως το κρίσιμο κριτήριο της ανάλυσης ή του ορισμού. Ένας φασίστας χωρίς ακόλουθους ή χωρίς έναν μικρό στρατό μπράβων εξακολουθεί να είναι φασίστας. Ένας φασίστας που δεν έχει εκλεγεί εξακολουθεί να είναι φασίστας. Ένας φασίστας που δεν έχει γίνει φύρερ εξακολουθεί να είναι φασίστας. Αυτά τα πράγματα μας λένε κάτι σχετικά με το πώς να αντιδράσουμε αλλά δεν έχουν καμμιά επίδραση πάνω στο αν οι πολιτικές κάποιου μπορούν με ακρίβεια να περιγραφούν ως φασιστικές. Επιπλέον, αν η ουσία τέτοιων επιχειρημάτων είναι το να μην παίρνουμε στα σοβαρά τον φασισμό εκτός κι αν υπάρχουν ταυτοποιήσιμοι “φαιοχίτωνες”, τότε σίγουρα, και με αυτό ακριβώς το κριτήριο, είναι σχεδόν πάντα πολύ αργά – και κανείς από όσους αναπτύσσουν αυτά τα κωμικά επιχειρήματα δεν θα έπρεπε να παίρνεται στα σοβαρά όταν μιλάμε για αντιφασισμό.

Παρόλα αυτά, δεν έχω καμμιά αμφιβολία ότι στις συγκεντρώσεις του Τραμπ στην Αλαμπάμα κοκ. δεν σύχναζαν τα μέλη της ΚΚΚ, των Oath Keepers και άλλων ομάδων που ήταν έτοιμοι να καταφύγουν στη βία εναντίον διαδηλωτών κατά του Τραμπ. Αλλά αυτό που είναι εδώ πιο σημαντικό από την ταυτοποίηση είναι το ζήτημα της σημασίας, και εδώ, ο τρόπος που τόσο οι υποστηρικτές του Τραμπ όσο και ο ίδιος ο Τραμπ έχουν ήδη απαντήσει σε ερωτήματα σχετικά με τη βία είναι καθοριστικός. Και αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να ανησυχούμε με έναν συστηματικό τρόπο – ανεξάρτητα από το αν ο Τραμπ πετύχει να κερδίσει την υποψηφιότητα ή την προεδρία, αυτή η παρακίνηση και ο χωρίς όρους εναγκαλισμός της φανερής ρατσιστικής βίας έχει ήδη επεκταθεί πέρα από τον Τραμπ.

Αλλού, η πρόταση του Berlet ότι ο όρος “φασισμός” θα έπρεπε να κρατηθεί μόνο για όσους θέλουν να “αποκαταστήσουν το Τρίτο Ράιχ είναι τόσο επιφανειακή και άστοχη όσο και η πρόταση ότι ο Τραμπ δεν είναι φασίστας επειδή ο Τραμπ “δεν έχει εισαχθεί από την Ευρώπη”. Λοιπόν, οι ΗΠΑ είναι μια εισαγωγή από την Ευρώπη. Ο “ιθαγενισμός6 είναι μια εισαγωγή από την Ευρώπη. Ο μεθοδολογικός εθνικισμός δεν είναι πιο ικανός να προσφέρει μια κριτική ματιά στον φασισμό από όσο είναι ικανός να προσφέρει ιστορική ακρίβεια. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι δεσμοί ανάμεσα στον Φορντ και τον ευρωπαϊκό φασισμό.

Όσον αφορά αυτή τη δυναμική της αναστολής-αποκατάστασης, το κάλεσμα του Τραμπ για να “Κάνουμε και πάλι την Αμερική μεγάλη” συνοδεύεται από το μήνυμα ότι:

Θα πρέπει να κάνουμε πράγματα που δεν έχουμε κάνει ποτέ πριν…αλλά τώρα πιστεύω ότι ο καθένας αισθάνεται ότι η ασφάλεια θα πρέπει να κυβερνήσει. Και θα γίνουν συγκεκριμένα πράγματα που ποτέ δεν είχαμε σκεφτεί ότι θα μπορούσαν να συμβούν σε αυτή τη χώρα με όρους πληροφόρησης και γνώσης για τον εχθρό. Έτσι θα πρέπει να κάνουμε ορισμένα πράγματα που ειλικρινά ήταν αδιανόητα έναν χρόνο πριν.

Αν αυτό δεν είναι αρκετά ξεκάθαρο, η κατάργηση (του δικαιώματος) της υπηκοότητας με τη γέννηση (που τόσο ο Τραμπ όσο και ο Κρουζ έχουν υπονοήσει ότι θα είναι απλά ένα προσωρινό μέτρο μέχρι κάποια ασαφή στιγμή) είναι πραγματικά μια έκκληση για την προσωρινή αναστολή της 14ης Τροπολογίας στο αμερικανικό Σύνταγμα ώστε, ναι, να “Κάνουμε την Αμερική και πάλι Μεγάλη”, έτσι δεν είναι;

5. Εκεί που οι σχολιαστές απορρίπτουν τις ενδείξεις του φασισμού καταφεύγοντας σε ψευδο-επιστημονικές ουσίες

Οι ειρωνίες αφθονούν. To να ισχυρίζεται κανείς, όπως πολλοί (Αγγλόφωνοι) Αριστεριστές τείνουν να κάνουν σιωπηρά, ότι ο φασισμός δεν είναι ποτέ Αγγλόφωνος είναι το λιγότερο ειρωνικό. Η διάκριση που διαγράφεται ανάμεσα στον “ρατσιστικό λαϊκισμό” και τον φασισμό είναι μια ψευδο-διανοουμενίστικη εκδοχή αυτού του ισχυρισμού. Ακόμα και ο Αριστοτέλης – αν και, ίσως, όχι οι Σχολαστικοί του Μεσαίωνα – σκεφτόταν ότι η χρήση της ταξινομίας σε ζητήματα πολιτικής δεν παρέχει τίποτα που να μοιάζει με αντικειμενική γνώση.

Παρόμοια ειρωνική είναι, τότε, και η επιμονή στην παραγωγή ενός ορισμού του φασισμού, της υποτιθέμενα αιώνιας και αμετάβλητης ουσίας του, συγκρίνοντας με τις περιπτώσεις του παρελθόντος. Αυτή μπορεί να είναι η συμβατική μέθοδος της συγκριτικής κοινωνιολογίας, αλλά είναι επίσης η μέθοδος από την οποία προήλθε η έννοια της φυλής/ράτσας. Δεν είναι μια μέθοδος που χρησιμοποιεί η σύγχρονη βιολογία (ή οποιαδήποτε επιστήμη), οπότε γιατί να χρησιμοποιείται ως μια κοινωνιολογική ή φιλοσοφική μέθοδος για την συζήτηση (πόσο δε μάλλον για την ανάλυση) του φασισμού; Ο αριθμός των σχολιαστών που “πουλάνε” την υποτιθέμενη ειδημοσύνη και λογιοσύνη στην βάση αυτής της καταφυγής στην κλασσική ταξινόμηση, και που κυρίως το κάνουν για να μην πάρουν στα σοβαρά όσους λένε ότι ο Τραμπ είναι φασίστας, είναι, για να το πούμε ευθέως, γελείοι και αξιοθρήνητοι.

Η υποδήλωση ότι οποιαδήποτε πολιτική θα εμφανίζει πάντα τα ίδια χαρακτηριστικά, ακόμα κι αν ξέρουμε ήδη ότι, για παράδειγμα, ο γερμανικός Εθνικοσοσιαλισμός διέφερε από τον ιταλικό φασισμό, παντού και για πάντα δεν είναι, όμως, απλά επιφανειακή και ειρωνική. Είναι ανιστορική και ουσιοκρατική – δηλ. μυθική – στην ακραία περίπτωση.

6. Εκεί που οι τυχοδιώκτες διαβάζουν την ιστορία, ανεπαρκώς

Όπως και με το προηγούμενο σημείο, αντιπαραθέσεις σχετικά με το αν ό Τραμπ είναι ή όχι φασίστας τείνουν να απεικονίζουν κάποιες σοβαρά παράξενες ιδέες σχετικά με το τι μετρά ως ένα εύλογο επιχείρημα ή ανάλυση. Είναι δύσκολο να πάρει κανείς στα σοβαρά ανθρώπους όταν χρησιμοποιούν κριτήρια όπως το “δεν υπάρχουν φαιοχίτωνες” ή την (μη-)ύπαρξη μαζικών κομμάτων, “οπισθοδρομικών αγροτικών τομέων” ή οποιοδήποτε άλλο κοστούμι ή κοινωνικο-οικονομική μετρική έχει επιλεχθεί από τη δεκαετία του 1930. Αυτό δεν είναι ανάλυση. Είναι το χειρότερο είδος ιστορίας, η διαδοχή γεγονότων, παρουσιαζόμενων σαν να προσφέρουν εξηγήσεις για τα πάντα. Από όσους συγχέουν τους υπολογισμούς των πολιτικών ευκαιριών του δικού τους γκρουπούσκουλου με την ανάλυση, υπάρχει το επιχείρημα “αν η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ δεν υποστηρίζει μη-δημοκρατικά μέτρα” αυτό συνεπάγεται ότι ο Τραμπ δεν είναι φασίστας και δεν θα έπρεπε να αποσπόμαστε από την “πραγματική μάχη” ενάντια στους Δημοκρατικούς. Αυτό δεν είναι επιχείρημα ότι ο Τραμπ δεν είναι φασίστας. Μας λέει ότι ο αναγνώστης ή ο στραλογούμενος που είναι στόχος, γίνεται, σύμφωνα με τον συγγραφέα του, αντιληπτός ως ανίκανος να μασάει τσίχλα και να περπατάει ταυτόχρονα. Τελεία και παύλα.

7. Ο Φασισμός και ο “οίκος”

Όσον αφορά τις συμβάσεις της Δυτικής φιλοσοφίας, η δημοκρατία είναι η διακυβέρνηση της ισότητας ενώ ο οίκος (oikos) είναι ένας χώρος μιας φυσικής ή ποιοτικής ιεραρχίας (ή οικιακής τυραννίας). Ο φασισμός πάντα λαμβάνει χώρα εντός των δημοκρατιών. Αυτό είναι το πρόβλημα για εκείνους που προσπαθούν να τον ορίσουν λες και η έκκληση για μια εξαίρεση σημαίνει ότι είναι πραγματικά “εξαιρετική” και ανώμαλη. Και όμως ο φασισμός είναι αυτό που συμβαίνει όταν οι κανονικότητες του νόμου του δήμου αναστέλλονται βίαια από τους ιεραρχικούς κανόνες του οίκου ώστε να αποκατασταθεί η ισότητα ανάμεσα σε αυτούς που κρίνονται ότι είναι δικαιωματικά ίσοι εκ φύσεως.

Ο φασισμός είναι αυτό που συμβαίνει όταν η “οικιακή βία” γίνεται δημόσια και πολιτική, δικαιολογείται μέσα από εξεζητημένες μορφές μομφής του θύματος και μια αντεστραμμένη οπτική της θυματοποίησης, που απολαύνεται και ενθαρρύνεται χωρίς όριο, διαχέεται από τους ιδιωτικοποιημένους χώρους του σπιτιού στους δρόμους, στις αίθουσες, αποκαθιστώντας την υποτιθέμενη ως αληθινή τάξη και μέτρο των πραγμάτων, την ισορροπία και τον διαχωρισμό μεταξύ ποιοτικών διαβαθμίσεων (ερμηνευόμενων ως φυλή, φύλο) και μιας ποσοτικής ισότητας όπου “όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι”.

Δεν είναι δυνατό να εξηγήσουμε τον φασισμό σαν να ήταν αυτός η έκφραση ενός μόνο μοναδικού ατόμου. Αλλά ούτε είναι δυνατόν να καταλάβουμε την σπουδαιότητα μιας μοναδικής φιγούρας που φαινομενικά “πλέει” έξω από και υπεράνω της “κανονικής πολιτικής” και, την ίδια στιγμή, σε αυτή την ιδιομορφία αντιπροσωπεύει μια αδιαίρετη, αδιαμεσολάβητη πολιτικο-συγκινησιακή σύνδεση ανάμεσα σε ένα “πρόσωπο” και “έναν λαό” (ή δήμο). Ο βίαιος πατέρας-φύρερ είναι καθοριστικός στην συνταύτιση ανάμεσα στο έθνος και την οικογένεια, η φιγούρα που υπόσχεται να αποκαταστήσει τη μυθική συνοχή της πολιτείας όταν αυτή η μοναδική συνοχή γίνεται αντιληπτή ότι απειλείται.

Η δυσκολία που έχουν κάποιοι να δουν τον φασισμό στην πολιτική του Τραμπ πολύ λίγο έχει να κάνει με το αν ο Τραμπ είναι φασίστας ή όχι. Προφανώς είναι φασίστας. Έχει να κάνει με το ότι δεν έχουν ιδέα με ποιο τρόπο ο ρατσισμός, ο σεξισμός, η ομοφοβία είναι μέρος των ίδιων διαδικασιών και της ίδιας δυναμικής εντός του καπιταλισμού – και, εκ συνεπαγωγής, ούτε θεωρία είτε του φορντικού καπιταλισμού της δεκαετίας του 1930 είτε του καπιταλισμού του Τραμπ των αρχών του 21ου αιώνα.

1 Στμ. Στο πρωτότυπο exceptionalism και exceptional. Εξαιρετισμός, εξαιρετικότητα με την έννοια, προφανώς, της εξαίρεσης.

2Στμ. Στο πρωτότυπο hotel-entertainment industry.

3Στμ. Στο πρωτότυπο calculational, από το calculus, τον μαθηματικό λογισμό. Αποδίδουμε ως “υπολογιστικός”.

4Στμ. Στο πρωτότυπο affection.

5 Στμ. Oath Keepers: ακροδεξιά και αντικυβερνητική οργάνωση στις ΗΠΑ που συνδέεται με το πατριωτικό κίνημα και το κίνημα παραστρατιωτικών πολιτοφυλακών. Ενθαρρύνει τα μέλη της – μερικά από τα οποία είναι εν ενεργεία ή σε αποστρατεία στελέχη των ενόπλων και αστυνομικών δυνάμεων των ΗΠΑ – να μην υπακούουν εντολές που πιστεύουν ότι παραβιάζουν το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Προσπάθησαν σε κάποιοες φάσεις να υποκαταστήσουν τον ρόλο της Εθνοφρουράς στις ταραχές στο Φέργκιουσον, με τα μέλη τους να “περιπολούν” οπλισμένα με ημι-αυτόματα όπλα.

6 Στμ. Στο πρωτότυπο nativism.

ΥΓ> Στη φωτογραφία ο Χένρυ Φορντ ενώ παρασημοφορείται με τον Μέγα Σταυρό του Γερμανικού Αετού από ναζί αξιωματούχους, το 1938.

Οι γυρολόγοι της δυσαρέσκειας

της Άγγελας Μητροπούλου (από το metamute.org)

Το επιχείρημα “η εργατική τάξη έπρεπε να είχε ψηφίσει Μπέρνι (Σάντερς), όχι Χίλαρυ (αυτή τη νεοφιλελεύθερη μηχανή!)” είναι μια απολογία για έναν ρατσιστή, γιατί είναι μια αποκλειστικά λευκή αντίληψη για όσους εκτοπίστηκαν από τον νεοφιλελευθερισμό και μια νοσταλγία για μια παλιότερη τάξη ενός εθνικ(ιστικ)ού καπιταλισμού με κλειστά σύνορα – ισχυρίζεται η Άγγελα Μητροπούλου.

Είναι δύσκολο να μην δούμε ότι το άρθρο της Κλάιν είναι απλά ένα κάλεσμα στις χαμηλόβαθμες τάξεις της εναλλακτικής-Δεξιάς και της εναλλακτικής-Αριστεράς των Μπέρνι και Σία, που επίσης ψήφισαν υπέρ του Τραμπ, κάλεσμα που έγινε με το κόστος να κατηγορηθούν οι Μαύροι και οι Λατίνοι για το “λάθος” τους να μην υποστηρίξουν την αποκατάσταση της λευκής εξουσίας μέσα από μεθόδους λιγότερο “ακραίες” από αυτές που έχει υποσχεθεί να εφαρμόσει ο Τραμπ. Έτσι όταν τελειώνει το άρθρο με μια έκκληση “να παραμερίσουμε ό,τι μας χωρίζει”, περιμένω ότι η Κλάιν εννοεί να δώσουν τα χέρια λευκοί εθνικιστές κατά μήκος του κοινοβουλευτικού χάσματος Δεξιάς-Αριστεράς με βάση την κοινή τους ευχαρίστηση για μια υπερφουσκωμένη φαντασία σχετικά με την “παγκόσμια οικονομία” συνοδευόμενη από το συγκολλητικό τελετουργικό να πετάξουν κάτω από το λεωφορείο έγχρωμους, μετανάστες και queer. Αν δεν μπορείς να τους νικήσεις, πήγαινε μαζί τους, και ανησυχείς αργότερα για τον βαθμό του εξτρεμισμού.

Σημείωμα του μεταφραστή:  η ιδαιτερότητα και αξία του άρθρου της Μητροπούλου έγκειται στο ότι δεν περιορίζει την ανάλυση του λευκού εθνικισμού (προφανώς αναδεικνύει τον εθνικισμό ως κατεξοχήν λευκό εθνικισμό) στην ακρο-δεξιά αλλά βλέπει πώς ακριβώς απλώνεται σε ένα ευρύ πολιτικό φάσμα Δεξιάς-Αριστεράς του οποίου η “αντισυστημική” κριτική δεν είναι μια κριτική στον καπιταλισμό, τον ρατσισμό ή τις έμφυλες διακρίσεις αλλά ουσιαστικά έχει να κάνει με την αποκατάσταση της λευκής κυριαρχίας (συμπεριλβανομένων μεγάλων κομματιών της λευκής εργατικής τάξης). Είναι επίσης πολύ σημαντική η κριτική της Μητροπούλου στον μύθο ότι η ψήφος στον Τραμπ είναι γενικά ψήφος της εργατικής τάξης. Στα καθημάς αυτή η “διαταξική” συμμαχία είναι νομίζω ακριβώς η διαβόητη “αντιμνημονιακή” συμμαχία που συγκροτήθηκε την περίοδο 2010-2012. Η αδυναμία του μετώπου αυτού να νικήσει πολιτικά (νίκησε μόνο ηττώμενο μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ) απονεύρωσε την “αντιμνημονιακή” ατζέντα ως αντισυστημική ατζέντα, επαναπροσδιορίζοντας και μετατοπίζοντας την αντι-συστημικότητα αυτών των κομματιών – που κατά αναλογία με τις ΗΠΑ ή την Ευρώπη, είναι ως επί το πλείστον ελληναράδες λευκοί, άντρες μικροαστοί ή δυσαρεστημένοι εργάτες – σε ακόμα πιο ακροδεξιές ατραπούς.

Η Ναόμι Κλάιν έγραψε ένα άρθρο στον Guardian που είναι πολύ ενδεικτικό ενός επιχειρήματος που διατυπώνεται από διάφορους σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες σε στιγμές σαν κι αυτήν. Το επιχείρημά της, με απλά λόγια, είναι ότι ο λευκός ρατσισμός και μισογυνισμός ήταν πραγματικά παράγοντες της εκλογής του Τραμπ, είναι πραγματικά ο “νεοφιλελευθερισμός” – η “άνοδος της τάξης του Νταβός1” – που σφράγισε τη μοίρα της Αμερικής. Αυτό είναι λευκή εθνικιστική μυθολογία.

Να πώς ξεκινά το άρθρο της η Κλάιν, διακρίνοντας ανάμεσα σε παράγοντες και αποφασιστικούς παράγοντες.

Θα ρίξουν το φταίξιμο στον James Comey και το FBI. Θα το ρίξουν στην καταπίεση των ψηφοφόρων και τον ρατσισμό. Θα κατηγορήσουν τον Μπέρνι για διασπαστικότητα και μισογυνισμό. Θα κατηγορήσουν τα τρίτα κόμματα και τους ανεξάρτητους υποψήφιους. Θα κατηγορήσουν τα μεγάλα ΜΜΕ γιατί του έδωσαν βήμα, τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης ότι έπαιξαν τον ρόλο του “ενισχυτή”, και το WikiLeaks για την δημόσια έκθεση του πλυντηρίου”.

Όπως θα το έθετε η Κλάιν, “η δύναμη με την μεγαλύτερη ευθύνη για τη δημιουργία του εφιάλτη” μιας προεδρίας του Τραμπ ήταν η απόφαση του συνεδρίου των Δημοκρατικών να υποστηρίξει την υποψηφιότητα της Χίλαρυ Κλίντον, την οποία περιγράφει ως την “ενσάρκωση” της νεοφιλελεύθερης “μηχανής”, απέναντι στον “εξτρεμισμό τύπου Τραμπ” για τον οποίο η Κλίντον δεν “ήταν αρκετή”. Και προσθέτει: “αν είναι να μάθουμε κάτι, μπορούμε παρακαλώ να μάθουμε από αυτό το λάθος;”

Δεν ξέρω αν ο “εξτρεμισμός τύπου Τραμπ” είναι ένας ευφημισμός για τον “φασισμό”. Ας προσποιηθούμε, για μια στιγμή, ότι είναι. Τότε, το επιχείρημα της Κλάιν, σε συντομία, είναι ότι μια γυναίκα-μηχανή που ενσαρκώνει τον νεοφιλελευθερισμό δεν είναι αντάξια να αντιμετωπίσει τον φασισμό, αλλά ο Σάντερς θα μπορούσε, αρκεί (όπως αναγκάζεται να παραδεχτεί η ίδια η Κλάιν) να μην είχε αποτύχεινα συνδεθεί με τους πιο ηλικιωμένους μαύρους και λατινοαμερικάνους ψηφοφόρους που είναι οι περισσότερο κακοποιημένοι δημογραφικά από το σημερινό οικονομικό μας μοντέλο”.

Κι εκεί ακριβώς είναι που εκτροχιάζεται ο ισχυρισμός ότι “είναι ο νεοφιλελευθερισμός”. Όπως το βλέπει η Κλάιν, οι μαύροι και οι λατινοαμερικάνοι είναι που θα πρέπει να κατηγορηθούν για την προεδρία του Τραμπ. Όχι επειδή ψήφισαν εναντίον του Τραμπ. Που είναι απολύτως δεδομένο ότι το έκαναν, αν και γι’ αυτό δεν παίρνουν κανένα εύσημο από την Κλάιν. Αλλά μάλλον επειδή ψήφισαν υπέρ της Κλίντον και όχι υπέρ του Σάντερς.

Ωραία, ας μην κατηγορήσουμε τον ρατσισμό και τον μισογυνισμό για την εκλογή Τραμπ. Σίγουρα όχι εκείνους τους λευκούς τους οποίους αναφέρει, πολλοί από τους οποίους ψήφισαν πραγματικά και υποστήριξαν ενεργά τον Τραμπ, και για τους οποίους ακόμα και η παρουσία της Κου Κλουξ Κλαν (ΚΚΚ) δεν ήταν επαρκώς απωθητική. Ας μην κατηγορήσουμε το Wikileaks και τον Assange που κρύβεται από κατηγορίες για βιασμό, που χρόνια πριν την υποψηφιότητα Τραμπ κατηύθυνε την προτίμηση ψήφου προς τους Νεο-ναζί στις ομοσπονδιακές εκλογές στην Αυστραλία και που για κάποιον ανεξήγητο λόγο έβαλε σαν στόχο μόνο την Κλίντον από την στιγμή που βγήκαν στον αέρα οι κασέτες του Τραμπ. Ας κατηγορήσουμε, αντίθετα, αυτούς που ψήφισαν εναντίον του Τραμπ και που σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος του “σημερινού οικονομικού μας μοντέλου” αλλά επίσης, για κάποιον λόγο που διαφεύγει της Κλάιν, δεν “συνδέθηκαν” με τον Σάντερς. Εδώ έχουμε την οργή της Κλάιν προς τους Μαύρους και Μελαμψούς που δεν μοιράζονται τις δικές της λευκές, οικείες συμπάθειες. Αυτό είναι όλο κι όλο που συμβαίνει εδώ. Φτωχέ παππού Μπέρνι. Σίγουρα δεν είναι μια ανάλυση ούτε του καπιταλισμού ούτε της οικονομίας ούτε κάποιου άλλου πράγματος, πόσο δε μάλλον των αμερικανικών εκλογών.

Να μια ιδέα: αν μια ομάδα ανθρώπων υποφέρει το μεγαλύτερο βάρος κάποιου πράγματος, τότε ίσως ξέρουν γι’ αυτό που εσύ, Κλάιν, δεν ξέρεις. Το ότι η Κλάιν δεν κάνει ποτέ μια επαρκή παύση για να ρωτήσει γιατί οι Μαύροι και Μελαμψοί δεν “συνδέθηκαν” με τον Σάντερς δεν μας εκπλήσσει πραγματικά. Αλλά πρόκειται για αλλαζονεία που προσεγγίζει τα όρια του ξεκάθαρου ρατσισμού. Θα σήμαινε, ανάμεσα σε άλλα, ότι πρέπει να παραδεχτεί ότι η σοσιαλδημοκρατία ήταν πάντα μια μορφή λευκού προστατευτισμού, ιδιαίτερα στις αποικίες εποίκων όπως στις ΗΠΑ, και ότι η χρήση όρων όπως ο “νεοφιλελευθερισμός” έχει να κάνει με τον θρήνο της απώλειας της προστασίας για τους λευκούς. Θα σήμαινε, με άλλο λόγια, ότι θα έπρεπε να παραδεχτεί πως οι Μαύροι και οι Λατίνοι δεν κάνουν και πολύ λάθος αλλά μάλλον είναι εύλογο να μην “συνδέονται” με την αλά Σάντερς νοσταλγία της λευκής Αμερικής. Η άποψη του Σάντερς ότι τα “ανοιχτά σύνορα” και η μετανάστευση είναι μια συνωμοσία των αδερφών Koch2 είναι κοινό μυστικό, συνεπώς δεν αποτελεί μυστικό γιατί οι μετανάστες θα ήταν δυσαρεστημένοι από κάποιον που πίστευε κάτι τέτοιο, όπως ακριβώς ήταν και με τον Τραμπ.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν είμαι βέβαιη ποιο κομμάτι του άρθρου είναι το χειρότερο. Ο τρόπος που η Κλάιν δίνει αξιοπιστία στην φαντασία του λευκού (αρσενικού) πόνου; Ο τρόπος που προσπαθεί να δώσει αξιοπιστία σε αυτή τη φαντασία λεηλατώντας και διαγράφοντας ταυτόχρονα τις εμπειρίες των Μαύρων και Μελαμψών γυναικών, που όντως σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος της οικονομικής κρίσης σε κατασχέσεις και δάνεια αλλά, την ίδια στιγμή, εκμεταλλεύθηκαν όσο μπορούσαν τα όποια δάνεια μπορούσαν να πάρουν για να αποκτήσουν ένα σπίτι ή να έχουν μια κολλεγιακή εκπαίδευση για πρώτη φορά σε τόσες γενιές – μόνο και μόνο για να κατηγορηθούν, στη συνέχεια, από τους νεοσυντηρητικούς οικονομολόγους ότι προκάλεσαν την οικονομική κρίση και ότι, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, μετατράπηκαν, έκτοτε, σε ένα συνώνυμο-φάντασμα του “νεοφιλελευθερισμού” για τους λευκούς όπου γης. Είναι ο τρόπος με τον οποίο το πρώτο και μοναδικό ένστικτο της Κλάιν είναι να επαναλάβει τη δυσφήμιση μιας γυναίκας ως μηχανής αντί, δεν ξέρω, να μην αναπαράγει έμφυλες νόρμες, ακόμα και σε σχέση με γυναίκες των οποίων την πολιτική μπορεί να μισείς; Είναι ο τρόπος που η Κλάιν εξηγεί την ιστορία του καπιταλισμού και της οικονομίας σαν μια συνωμοτική συνάντηση τραπεζιτών στα ελβετικά βουνά – παρεμπιπτόντως με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η εναλλακτική-δεξιά το κάνει; Ο τρόπος που επιμένει να διαχωρίζει τον ρατσισμό από τον μισογυνισμό και αυτά τα δύο από τον καπιταλισμό ή την οικονομία; Δεν είναι αυτή η πρώτη φορά που ισχυρίζομαι ότι ο “νεοφιλελευθερισμός” είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται από τους κληρικαλιστές φασίστες, τους συντηρητικούς και τους σοσιαλδημοκράτες εξίσου για να πει ότι ο “καπιταλισμός είναι κακός όταν ή επειδή καταστρέφει την φυσική τάξη και τις παραδοσιακές οικογένειες, που θα έπρεπε να αποκατασταθούν μέσα από ρυθμίσεις του Κράτους”. Αλλά είναι πρώτη φορά που βλέπω να χρησιμοποιείται αυτός ο όρος τόσο εμφανώς σαν ένας τρόπος να αποφύγουμε να μιλήσουμε για τον ρατσισμό και τον μισογυνισμό.

Αν και δεν εκπλήσσομαι να βλέπω ότι συνοδεύεται από μια αναφορά στους “απόφοιτους του Occupy που ανέβηκαν στο σουπερνόβα της εκστρατείας του Μπέρνι”. Το Occupy δεν είναι το μοναδικό ούτε το πιο πρόσφατο κίνημα και αγώνας τριγύρω, αλλά σε αντίθεση με τα πιο πρόσφατα κινήματα “Black Lives Matter”, “NoDAPL” και την απεργία στις φυλακές, είναι το τελευταίο μεγάλο κίνημα στις ΗΠΑ στο οποίο οι λευκοί ήταν τόσο στο μέτωπο όσο και στο κέντρο, και γι’ αυτό ακριβώς διακόπηκε, εξαιτίας αυτού του ορίου.

Είναι δύσκολο να μην δούμε ότι το άρθρο της Κλάιν είναι απλά ένα κάλεσμα στις χαμηλόβαθμες τάξεις της εναλλακτικής-Δεξιάς και της εναλλακτικής-Αριστεράς των Μπέρνι και Σία, που επίσης ψήφισαν υπέρ του Τραμπ, κάλεσμα που έγινε με το κόστος να κατηγορηθούν οι Μαύροι και οι Λατίνοι για το “λάθος” τους να μην υποστηρίξουν την αποκατάσταση της λευκής εξουσίας μέσα από μεθόδους λιγότερο “ακραίες” από αυτές που έχει υποσχεθεί να εφαρμόσει ο Τραμπ. Έτσι όταν τελειώνει το άρθρο με μια έκκληση “να παραμερίσουμε ό,τι μας χωρίζει”, καταλαβαίνω ότι η Κλάιν εννοεί να δώσουν τα χέρια λευκοί εθνικιστές κατά μήκος του κοινοβουλευτικού χάσματος Δεξιάς-Αριστεράς με βάση την κοινή τους ευχαρίστηση για μια υπερφουσκωμένη φαντασία σχετικά με την “παγκόσμια οικονομία”, συνοδευόμενης από το συγκολλητικό τελετουργικό να πετάξουν κάτω από το λεωφορείο έγχρωμους, μετανάστες και queer. Αν δεν μπορείς να τους νικήσεις, πήγαινε μαζί τους, και άσε να ανησυχήσεις αργότερα για τον βαθμό του εξτρεμισμού.

Το πρόβλημα με αυτές τις εκκλήσεις στον εθνικισμό είναι ότι κατευθύνουν μια οικεία λευκή συμπάθεια χωρίς σκέψη ή άσκηση κριτικής, αδιαφορώντας να στοχαστούν σοβαρά πάνω στο τι συνέβη και τι δεν συνέβη και σε τι πρέπει να αλλάξει. Ας το θέσουμε σε μια προοπτική. Η Κλίντον κέρδισε την λαϊκή ψήφο με σχεδόν 200.000 ψήφους. Η κληρονομιά του κολλεγίου των εκλεκτόρων, απόρροια του βάρους της περιόδου μετά την κατάργηση της δουλείας που εξάλλειψε την αρχή ένα άτομο-μία ψήφος, μετέτρεψε την νίκη της Κλίντον σε νίκη του Τραμπ. Επιχειρήματα που εκλαμβάνουν τη “δημοκρατία” σαν έναν ενάρετο κανόνα, τείνουν πάντα να ξεχνούν ότι για τον ρατσιστή όλα τα προβλήματα της δημοκρατίας θα λυθούν μετατοπίζοντας το σύνορο – και αυτό ήταν πάντα μια έντονη σύγκρουση από τότε που η οικονομία επεκτάθηκε πέρα από τους λευκούς άντρες ιδιοκτήτες. Τα ποσοστά φυλάκισης των Μαύρων και Μελαμψών, συνοδευόμενα από την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων των φυλακισμένων και τη διάλυση του Νόμου για το Δικαίωμα Ψήφου και οι τακτικές καταπίεσης των ψηφοφόρων σε κάποιες πολιτείες που διέγραψαν έναν εκτιμώμενο αριθμό 300.000 ψηφοφόρων, όλα αυτά συνέβαλαν στην εκλογή του Τραμπ. Συνολικά, ένας αριθμός περίπου 7 εκατομμυρίων ψήφων εξαφανίστηκαν. Αυτός είναι ο ρατσισμός κωδικοποιημένος στις εκλογικές διαδικασίες που θα είναι πολύ δυσκολότερο να αλλάξουν από τη στιγμή που οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Τραμπ και Πενς θα παρακωλύουν το Ανώτατο Δικαστήριο και τις αποφάσεις του για την επόμενη δεκαετία περίπου. Αυτά δεν είναι χωρίς σημασία. Η αγνόησή του σημαίνει να είναι κανείς αναγκασμένος να απευθύνεται σε ανθρώπους που επενδύουν στη λευκότητα και τον ρατσισμό και τον μισογυνισμό εκτός και αν αυτές οι επενδύσεις αμφισβητούνται ή η δημογραφική σύνθεση τις καθιστά περιττές.

Όμως αυτή τη στιγμή ακριβώς, θα πρέπει να είναι ευρέως ξεκάθαρο ότι μια πλειοψηφία λευκών υπερψήφισαν τον Τραμπ σε όλες τις βαθμίδες εισοδήματος. Αυτό δεν είχε να κάνει με την οργή της εργατικής τάξης, λες και μόνο οι λευκοί είναι η εργατική τάξη – και είναι παραπάνω από προσβλητικό να υπονοείται το αντίθετο. Ακούγοντας αυτούς που θα συγχωρούσαν όσους ψήφισαν Τραμπ, μόνο οι λευκοί κωδικοποιούνται ως εργατική τάξη ή φτωχοί· αντίθετα οι Μαύροι και οι Μελαμψοί δεν είναι ποτέ εργατική τάξη και με το ζόρι φτωχοί. Πρέπει λοιπόν να είμαστε ξεκάθαροι: η εκλογή του Τραμπ είχε να κάνει με τους λευκούς που ψήφισαν για να αποκαταστήσουν την εξουσία και της αξία της λευκότητας. Το να αποκαλεί κανείς ένα “λάθος” το ότι οι Μαύροι και οι Μελαμψοί – πραγματικά σχεδόν κάθε μαύρη γυναίκα ψήφισε – δεν εξασφάλισαν ότι αυτός ήταν ένας διαγωνισμός ανάμεσα σε δυο λευκούς άντρες είναι ποταπό.

Αυτοί που στέκονται σταθερά και ψήφισαν εναντίον του Τραμπ, που βγήκαν στους δρόμους, που έχουν αρνηθεί την νομιμοποίηση της εκλογής του, που έχουν δεσμευτεί στην υπεράσπιση των πιο ευάλλωτων απέναντι σε επιθέσεις, παρενοχλήσεις και απελάσεις, που οικοδομούν και συντηρούν υποδομές φροντίδας και υποστήριξης, που μπλοκάρουν τους Ρεπουμπλικάνους σε κάθε στροφή, και έχουν δύσκολες συζητήσεις σχετικά με το πώς θα αμφισβητήσουν την λευκή αυθεντία και τον ρεβανσισμό, αυτοί έχουν τον σεβασμό μου. Η Κλάιν δεν τον έχει.

1Στμ. Αναφέρεται στην πόλη της Ελβετίας όπου συνέρχεται κάθε χρόνο το ομώνυμο συνέδριο των ελίτ.

2 Στμ. Η οικογένεια Koch είναι μια οικογένεια στις ΗΠΑ που ασχολείται με τις επιχειρήσεις και την φιλανθρωπία και κυρίως γνωστή για τις πολιτικές της δραστηριότητες και τον έλεγχο των Βιομηχανιών Κoch, της δεύτερης μεγαλύτερης ιδιωτικής ιδιοκτησίας εταιρείας στις ΗΠΑ (με έσοδα 115 δις δολλαρίων το 2013). Η οικογενειακή επιχείρηση ξεκίνησε με τον Fred C. Koch ο οποίος ανέπτυξε μια καινούρια μέθοδο πυρόλυσης για την διύλιση του ακατέργαστου (αργού) πετρελαίου σε βενζίνη.

ΥΓ>  Η φωτογραφία είναι από ταραχές εναντίον του Τραμπ στο Όκλαντ, στις 10 Νοεμβρίου του 2016.

Insurgent Notes: Ο Τραμπ πρόεδρος;

O Τραμπ Πρόεδρος;1

Εν κατακλείδι, αυτές οι προελάσεις της άκρας δεξιάς και του αυταρχικού λαϊκισμού σε ολόκληρο τον κόσμο είναι ο καθρέφτης της αποτυχίας της μετριοπαθούς “αριστεράς” που έχει καταρρεύσει στην χαρωπή οικογένεια της κεντρο-δεξιάς/κεντρο-αριστερής συναίνεσης των τελευταίων 45 χρόνων…Τέτοιες δυνάμεις δεν είναι προσωρινοί φραγμοί, όπως αρκετοί “λιγότερο κακοί” θεωρητικοί θα ήθελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε, στην ανερχόμενη δεξιά, αλλά μάλλον την τροφοδοτούν, καθιστώντας την αυτήν και όχι μα σοβαρή αριστερά, του τύπου που το Insurgent Notes στοχεύει να βοηθήσει να υπάρξει, την φαινομενική “αντι-καθεστωτική” εναλλακτική στο status quo.

Γιατί να λέμε βίαια τα νερά ενός ποταμού και όχι τις όχθες που τα περιορίζουν; (Μπέρτολτ Μπρεχτ)

(Ακρο)-δεξιός και αριστερός εθνολαϊκισμός: Κατανοώντας και επαναστατικοποιώντας την προλεταριακή συνθήκη της εποχής μας.

Σημείωμα του μεταφραστή: οι σύντροφοι/συντρόφισσες από το Insurgent Notes δηλώνουν την διάθεσή τους να συμβάλλουν στην συγκρότηση μιας σοβαρής αριστεράς. Αυτό μπορεί να μας εκφράζει μόνο στον βαθμό που η έννοια της αριστεράς στις ΗΠΑ είναι αρκετά διασταλτική και περιλαμβάνει ακόμα και τον αναρχικό χώρο – και επί της ουσίας την εκλαμβάνουμε να σημαίνει μιαν αντι-συστημική, επαναστατική δύναμη. Σε κάθε περίπτωση αναδημοσιεύουμε το editorial αυτό αφενός γιατί συμφωνούμε απολύτως με την ανάλυση τους σχετικά με τον ρόλο της αριστεράς στην ανάδυση του νεο-ακροδεξιού λαϊκισμού κι αυτό περιλαμβάνει την αριστερά συνολικά – και την καθ’ ημάς λεγόμενη εξωκοινοβουλευτική, άκρα κ.λπ. και αφετέρου για να καταδείξουμε ότι η ορθή εκτίμηση της κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας δεν έχει να κάνει με “προφητικές” ικανότητες (αντπαραθέστε το παρόν κείμενο με τις παιδαριώδεις αναλύσεις που προεξοφλούσαν την νίκη της Κλίντον στην αριστερή μπλογκοσφαίρα) αλλά με την ύπαρξη πραγματικά επαναστατικών αναλυτικών και συνθετικών εργαλείων και γείωσης με την ταξική πάλη. Ο λόγος που δεν προσβλέπουμε, δεν επιθυμούμε και δεν θεωρούμε εφικτή την συγκρότηση μιας σοβαρής αριστεράς (με την κλασσική έννοια της άκρας, εξωκοινοβουλευτικής κ.λπ. αριστεράς) έχει μια πολύ βαθιά αιτία που σχετίζεται με τους δομικούς μετασχηματισμούς της εργατικής τάξης, του προλεταριάτου και των πολιτκών του διαμεσολαβήσεων τα τελευταία 45 χρόνια (όπως και οι σύντροφοι των Insurgent Notes διαπιστώνουν) και που επισημαίνονται πολύ συμπυκνωμένα και ουσιαστικά στις θέσεις πχ. των Endnotes. Η αριστερά – άκρα ή μη – δεν μπορεί να κατανοήσει, να θεωρητικοποιήσει και άρα να μετασχηματίσει  πρακτικά τους μετασχηματισμούς αυτούς όχι γιατί δεν θέλει αλλά γιατί δεν μπορεί καθώς είναι σάρκα από την σάρκα αυτών των μετασχηματισμών. Θεωρούμε ότι το ζητούμενο της εποχής μας είναι η συγκρότηση μιας καινούριας επαναστατικής ενότητας των κατακερματισμένων προλεταριακών και καταπιεσμένων υποκειμένων που βιώνουν πλήρη την ένταση του ταξικού πολέμου του αναδιαρθρωνόμενου κεφαλαίου και των κρατικών μορφωμάτων του, ενότητα που θα υπερβαίνει οτιδήποτε ξέρουμε σήμερα.

ΥΓ> οι απόψεις αυτές είναι απολύτως προσωπικές και όχι συλλογικές.

Μπορεί και να συμβεί. Αυτό που φαινόταν, έναν χρόνο πριν, μια καταγέλαστη υποψηφιότητα είναι τώρα ένας πιθανός νικητής στην πιο άγρια πολιτική χρονιά (και υπάρχει ακόμα ο προσεχής “Οκτώβριος έκλπηξη”) από το 1968. Ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί, το παλιό κομματικό σύστημα των ΗΠΑ έχει καταρρεύσει. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν μοιάζει με κανέναν άλλον κύριο υποψήφιο που μπορούμε να θυμόμαστε. Όπως ακριβώς πρέπει να ανατρέξει κανείς πίσω στον Ευγένιο Ντεμπς2 για να βρει ένα υποψήφιο τόσο φαινομενικά ριζοσπάστη όσο ο Μπέρνι Σάντερς, το να βρεθεί ένας σοβαρός προδρομος του Τραμπ είναι ακόμα πιο δύσκολο. Η ήσυχη εξαφάνιση του Σάντερς τον Αύγουστο ήταν εγγύηση ότι πολλοί από τους πρώην υποστηρικτές του θα έμεναν σπίτι ή θα ψήφιζαν το Κόμμα των Πρασίνων. Η αξιοπρεπής κοινωνία της ανώτερης δημοσιοϋπαλληλίας, συμπεριλαμβανομένων ρευμάτων του Ρεπουμλικανικού κατεστημένου ακόμα και τους συνήθως “απολιτίκ” στρατιωτικούς, είτε αποσύρεται είτε υποστηρίζει ανοιχτά την Κλίντον. Στρατηγοί, διπλωμάτες, ειδήμονες3 της εξωτερικής πολιτικής και οι New York Times όλοι συμφωνούν ότι μια προεδρία του Τραμπ θα ήταν καταστροφή. Οι Financial Times κλαίνε δακρύβρεχτα για την πιθανή εξαφάνιση της “διεθνιστικής” (διάβαζε: κυριαρχούμενης από τις ΗΠΑ) παγκόσμιας τάξης σε ισχύ μετά το 1945. Τέτοιες διακηρύξεις δεν κάνουν καμμιά διαφορά· αν τίποτα άλλο, απλά προσθέτουν στα “αντι-καθεστωτικά” εύσημα και “περηφάνεια” του Τραμπ.

Η κατάσταση παρουσιάζει σημαντικές αναλογίες με την ψήφο του Brexit στη Βρετανία τον Ιούνιο· εκεί ολόκληρο το πολιτικό και ακαδημαϊκό κατεστημένο, στη “δεξιά” ή στην “αριστερά”, βγήκε υποστηρίζοντας την “παραμονή” [remain] στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κάτι σαν ταξική ψήφος (αν και ανάμεικτη με άλλα λιγότερο “νόστιμα” στοιχεία) επέστρεψε με ένα έντονα σηκωμένο μεσαίο δάχτυλο. Αυτό είναι που “ζυμώνεται” και στις ΗΠΑ. Αυτό που συμβαίνει δεν είναι τίποτα άλλο από ένα (πολύ) στρεβλωμένο4 δημοψήφισμα πάνω στα τελευταία 45 χρόνια αμερικανικής πολιτικής και κοινωνίας, και αυτοί που νιώθουν ότι πήραν τα απομεινάρια του “ελεύθερου εμπορίου” και της “παγκοσμιοποίησης” πιστεύουν ότι βρήκαν επιτέλους μια φωνή, έστω και αν το οικονομικό πρόγραμμα του Τραμπ, ως έχει, είναι μια χίμαιρα. Όπως ακριβώς στη Γαλλία ή τη Βρετανία, ο νέος δεξιός λαϊκισμός δεν προελαύνει στα καλωδιωμένα γιάπικα μητροπολιτικά κέντρα του Παρισιού ή του Λονδίνου, αλλά μάλλον στις παραμελημένες5 μεσαίες και μικρές πόλεις, περιλαμβανομένων πόλεων στις οποίες εξαναγκάστηκε να μετεγκατασταθεί η πρώην εργατική τάξη των μητροπόλεων εξαιτίας του αστικού εξευγενισμού. Έτσι συμβαίνει και στις ΗΠΑ, όπου ο Τραμπ δεν έχει καλές επιδόσεις στην περιοχή του San Francisco Bay ή στη Νέα Υόρκη, αλλά στις μεσαίες, μικρές και αγροτικές δεξαμενές των “αχρείαστων”6. Μπορούμε επίσης να δούμε την άνοδο του αυταρχικού λαϊκισμού στο στυλ του Τραμπ και σε ένα ανησυχητικό παγκόσμιο πλαίσιο, ένα πλαίσιο που περιλαμβάνει τη συνεχή άνοδο της άκρας δεξιάς στην Δυτική Ευρώπη (στη Γαλλία, την Σκανδιναβία, την Αυστρία και, τώρα, και στη Γερμανία), στην Ανατολική Ευρώπη υπό την καθοδήγηση της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, μαζί με την Ρωσία του Πούτιν, την Τουρκία του Ερντογάν και πιο πρόσφατα του Ντουέρτε στις Φιλιππίνες.

Είναι ίσως αξιοσημείωτο ότι, στην κοινωνία της υποτιθέμενης “μεσαίας τάξης” της Αμερικής, η λευκή εργατική τάξη συζητείται και “κανακεύεται” ως ο έσχατος διαιτητής αυτών των εκλογών. Είναι τόσο χωρίς προηγούμενο η πολιτική στις ΗΠΑ το 2016 που η κατεστημένη ιδεολογία ξαφνικά αισθάνεται ότι πρέπει να μιλήσει ανοιχτά για την εργατική τάξη την οποία, προηγουμένως, είχε εξαφανίσει ή εκλάμβανε ως δεδομένη. Οι γραφειοκράτες της UAW και ο φωνακλάς πρόεδρος της AFL-CIO Richard Trumka τρέχουν εδώ κι εκεί για να πείσουν τα μέλη των συνδικάτων να μην ψηφίσουν Τραμπ.

Όσον αφορά τον ίδιο τον Τραμπ, όταν καταφέρνει να σταθεί “στο μήνυμα”, έχει κάνει αφοπλιστικά διαφωτιστικές ομιλίες σχετικά με το τι συμβαίνει στους εργάτες της αποδεκατισμένης πρώην καρδιάς της μαζικής βιομηχανίας, τις κομβικές Μεσοδυτικές “διεκδικούμενες πολιτείες”7. Η σκληρά εργαζόμενη8 λευκή εργατική τάξη της πρώην μαζικής βιομηχανίας επίπλων στην Βιρτζίνια και την Βόρεια Καρολίνα είναι επίσης εύκολη “λεία” για τον Τραμπ, για να μην αναφέρουμε τους μεταλλωρύχους και τους πρώην μεταλλωρύχους της Δυτικής Βιρτζίνια που έχασαν τη δουλειά τους από την “πράσινη” ατζέντα του Κλίντον. Και γιατί θα έπρεπε να εκπλαγούμε, όταν η βασική έκπληξη είναι ότι για πρώτη φορά ο υποψήφιος ενός από τα μεγάλα κόμματα ασχολήθηκε να μιλήσει άμεσα σε αυτούς τους εργάτες σχετικά με το τι τους συνέβη στις προηγούμενες δεκαετίες, σε αντίθεση με την ευδιάθετη9 ρητορική του Walter Mondales και του Bill Clinton και τώρα της Hillary Clinton; Το να λέει κανείς ότι η “Αμερική δεν έπαψε ποτέ να είναι μεγάλη”, όπως κάνουν η Χίλαρυ Κλίντον και οι Δημοκρατικοί, είναι ήδη η ιδεολογία σε αμόκ, και μια ακόμα πιο ψυχρή παρηγοριά για τους πρώην βιομηχανικούς εργάτες στην καρδιά της βιομηχανίας, σε ένα μεγάλο τσούρμο μαύρων στον Βορρά και τον Νότο ή στους φτωχούς λευκούς στα Αππαλάχια και αλλού, που τώρα υπόκεινται στα υψηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών, ναρκωτικών και αλκοόλ στη χώρα. Δεν θα πρέπει, όταν ταυτοποιούμε τα ρήγματα της τάξης στη δουλειά, να παραβλέπουμε τον ρόλο, στην τροφοδότηση της ανόδου του Τραμπ, της πολιτικής των ταυτοτήτων, τόσο διαδεδομένων στα μητροπολιτικά κέντρα. Η πολιτική των ταυτοτήτων είχε πάντα και έχει μια εκπεφρασμένη ή υπόδηλη “υποψία” για τους εργάτες ως εργάτες, έτσι όπως ήταν εξαιρετικά αδιάφοροι στη διάλυση των παλιών βιομηχανικών κέντρων, που λεηλάτησαν τις κοινότητες των λευκών, μαύρων και μελαμψών εργατών εξίσου. Η άνοδος του Τραμπ είναι εν μέρει η “πληρωμή” για τις δεκαετίες του πατροναρίσματος και της με το ζόρι συγκαλυμμένης περιφρόνησης ή, στην καλλίτερη περίπτωση, αδιαφορίας για την μοίρα των απλών καθημερινών εργαζόμενων ανθρώπων, τόσο διαδεδομένη στην ακαδημαϊκή ελίτ, στα μεγάλα ΜΜΕ και τον υψηλόβαθμο εκδοτικό κόσμο των New York Times και των ποζεράδικων περιοδικών των φλύαρων τάξεων. Λέτε ότι ο Τραμπ είναι ρατσιστής; Μισογύνης; Ότι σφυροκοπεί τους μετανάστες και την Κίνα; Ναι, είναι όλα αυτά, αλλά αυτές οι κατηγορίες από την συνηθισμένη αριστερά και τους φιλελεύθερους δεν φτάνουν στην καρδιά της απήχησής του ως μια “αντι-καθεστωτική” φιγούρα. Η φαινομενική βάση του έχει επίσης το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα από όλους τους κύριους υποψήφιους και πρώην-υποψήφιους (Κλίντον και Σάντερς), ενδεικτικό του ότι έχει σφυρηλατήσει έναν συνασπισμό ανάμεσα σε μεσοαστούς και μεγαλοαστούς λευκούς με μερικά κομμάτια των λευκών εργατών και των λευκών φτωχών, συνασπισμός που ο ίδιος δεν έχει προηγούμενο. Όλες αυτές οι ομάδες έχουν σαν κοινό μια πεποίθηση ότι η παλιότερη Αμερική που ήξεραν έχει αντικατασταθεί από μια Αμερική με μια πιο μαύρη και μελαμψή εργατική τάξη, και πολλές ομάδες μεταναστών από την Ανατολική και Νότια Ασία και την Λατινική Αμερική. Τέλος, αλλά εξίσου σημαντικά, ο Τραμπ έχει πραγματικά εισαγάγει πολλά στοιχεία της ακροδεξιάς, του πλήθους του David Dukes και των επιδείξεων όπλων, στο φως της μέρας, επιτρέποντάς τους να ξεμυτίσουν από τις σκοτεινές γωνιές της εναλλακτικής-δεξιάς10 και να “απελευθερώσουν τις γλώσσες τους”, όπως το έθεσε κάποιος από αυτά τα άτομα, από την κυρίαρχη ατμόσφαιρα “πολιτικής ορθότητας”. Είτε κερδίσει είτε όχι ο Τραμπ, τέτοιες δυνάμεις δεν θα επιστρέψουν ήσυχα πίσω στην προηγούμενη σχετική αφάνειά τους.

Εν κατακλείδι, αυτές οι προελάσεις της άκρας δεξιάς και του αυταρχικού λαϊκισμού σε ολόκληρο τον κόσμο είναι ο καθρέφτης της αποτυχίας της μετριοπαθούς “αριστεράς” που έχει καταρρεύσει στην χαρωπή οικογένεια της κεντρο-δεξιάς/κεντρο-αριστερής συναίνεσης των τελευταίων 45 χρόνων, καθοδηγούμενων από τους Τόνυ Μπλερ, τους Φρανσουά Μιττεράν και τους Γκέραρντ Σρέντερ στην Ευρώπη και τους Τζίμμυ Κάρτερ, τους Μπιλ Κλίντον και τους Μπαράκ Ομπάμα στις ΗΠΑ, και τώρα με την προσθήκη της Χίλαρυ Κλίντον. Τέτοιες δυνάμεις δεν είναι προσωρινοί φραγμοί, όπως αρκετοί “λιγότερο κακοί” θεωρητικοί θα ήθελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε, στην ανερχόμενη δεξιά, αλλά μάλλον την τροφοδοτούν, καθιστώντας την αυτήν και όχι μια σοβαρή αριστερά, του τύπου που το Insurgent Notes στοχεύει να βοηθήσει να υπάρξει, την φαινομενική “αντι-καθεστωτική” εναλλακτική στο status quo.

1Δημοσιευμένο στο Insurgent Notes #13 (Οκτώβριος 2016), https://cominsitu.wordpress.com/2016/11/07/insurgent-notes-13-oct-2016/

2Στμ. Eugene VictorGeneDebs (1855-1926): Αμερικάνός συνδικαλιστής ηγέτης, ένα από τα ιδρυτικά μέλη των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Industrial Workers of the World, IWW γνωστοί και ως Wobblies), και πέντε φορές υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος των ΗΠΑ για την προεδρία. Τόσο μέσα από τις υποψηφιότητες αυτές όσο και την δουλειά του στο εργατικό κίνημα, ο Ντεμπς έγινε τελικά ένας από τους πιο γνωστούς σοσιαλιστές που ζούσαν στις ΗΠΑ.

3Στμ. Στο πρωτότυπο wonks.

4Στμ. Στο πρωτότυπο skewed.

5Στμ. Στο πρωτότυπο passed-over.

6 Στμ. Στο πρωτότυπο unnecessariat. Για το νόημα του όρου μπορείτε να ακολουθήσετε τον σύνδεσμο https://morecrows.wordpress.com/2016/05/10/unnecessariat/.

7 Στμ. Στο πρωτότυπο swing states, πολιτείες στις ΗΠΑ όπου τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν παρόμοια επίπεδα υποστήριξης ανάμεσα στους ψηφοφόρους και θεωρούνται ως σημαντικές στον καθορισμό του τελικού αποτελέσματος σε μια προεδρική εκλογή.

8Στμ. Στο πρωτότυπο hard-scrabble.

9Στμ. Στο πρωτότυπο feel-good.

10Στμ. Στο πρωτότυπο alt-right.

Insurgent Notes: Μπαίνουμε στον πειρασμό…

να πούμε ότι σας το είχαμε πει αλλά δεν θα το κάνουμε1

O Ντόναλντ Τραμπ θα είναι ο επόμενος πρόεδρος. Αυτό που ήταν αδιανόητο έχει εντελώς πραγματικό. Αυτό το περιμέναμε στο editorial του τελυταίου τεύχους μας, το οποίο παρωτρύνουμε τον κόσμο να το διαβάσει ακόμα και τώρα.

Η Χίλαρυ Κλίντον μπορεί να έχει κερδίσει τη λαϊκή ψήφο με περισσότερες από 2 εκατομμύρια ψήφους μετά τη συγκέντρωση όλων των αποτελεσμάτων. Την ώρα που γράφουμε αυτό το σημείωμα το περιθώριο είναι μόλις πάνω από το ένα εκατομμύριο. Συνεπώς, αυτό το αποτέλεσμα δεν είναι ακριβώς και μια λαϊκή εντολή για τον Τραμπ. Η χώρα είναι το ίδιο διαιρεμένη όσο ήταν και πριν την μέρα των εκλογών. Ο Τραμπ ξεκινά θεωρούμενος από πολύ κόσμο ως μη νομιμοποιημένος, κάτι που μαρτυρείται από τις διαμαρτυρίες που έχουν ξεσπάσει σε ολόκληρη τη χώρα και τον πολλαπλασιασμό των σχεδίων για ποικίλους τρόπους άμυνας των ατόμων που απειλούνται να είναι πιο ευάλλωτα στην περίπτωση που κάποια από τα σχέδιά του εκκολαφθούν.

Οι υποσχέσεις του Τραμπ στους εργάτες που τον ψήφισαν δεν θα υλοποιηθούν στον μεγαλύτερο βαθμό· κατά την άποψή μας είναι σε αυτό το σημείο που εμφανίζεται ένα άνοιγμα. Το 17% όσων ψήφισαν Τραμπ είχαν υποστηρίξει προηγουμένως τον Σάντερς. Εκατό εκατομμύρια άνθρωποθ δεν ψήφισαν – το πλειοψηφικό κόμμα της αποχής. Δεν ξέρουμε όσα θα έπρεπε για τους λόγους που δεν εμφανίζονται στις κάλπες. Η καλλίτερη εικασία μας είναι ότι απλά είναι πολύ απασχολημένοι να αντιμετωπίζουν τις πραγματικότητες της καθημερινότητας – να δουλεύουν πάρα πολλές ώρες, να φροντίζουν τα παιδιά τους πριν και μετά τη δουλειά, να ερωτεύονται και να χωρίζουν, να μπαινοβγαίνουν στη φυλακή, να φροντίζουν τους ηλικιωμένους και τα άρρωστα οικογενειακά ή συγγενικά πρόσωπα, να αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις εξάρτησης από ναρκωτικά διαφόρων ειδών, να παλεύουν με τους δαίμονες που οδηγούν τόσους στην αυτοκτονία. Είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε ότι τόσος κόσμος δεν ψηφίζει επειδή σκέφτεται ότι τα πράγματα είναι μια χαρά όπως έχουν. Είναι πολύ πιθανόν να σκέφτηκαν σχεδόν σίγουρα ότι η έκβαση των εκλογών δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία.

Έχουμε ακούσει από έναν φίλο που παρακολουθεί την σκληρή δεξιά πολλά χρόνια τώρα ότι πολλοί άνθρωποι που προσελκύστηκαν από αυτήν θα μπορούσαν, εναλλακτικά, να προσελκυστούν από ένα συνεπές όραμα μιας εναλλακτικής στην καπιταλιστική κοινωνία, το οποίο δεν υπάρχει μέχρι τώρα. Δεν θα προσελκυστούν όμως από μια υπεράσπιση της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων – άσχετα από το πώς θα επενδυθεί με φιλελεύθερες έννοιες κατανόησης, ανεκτικότητας και ευκαιριών. Όπως έγραψε ένας φίλος από την Δυτική Βιρτζίνια: “ο ρατσισμός ήταν το κερασάκι στην “άντε γαμηθείτε” τούρτα”. Πιστεύουμε ότι αυτό είναι σωστό, και ένας λόγος για να μην απελπιζόμαστε πάρα πολύ. Θα είναι απαραίτητο να υπερασπιστούμε όλους αυτούς που δέχονται επίθεση. Αλλά μια τέτοια υπεράσπιση δεν θα οδηγήσει πουθενά αν γίνεται με έναν δασκαλιστικο και ηθικίστικο τρόπο· μια τέτοια αμυντική στρατηγική θα πρέπει να συνδυαστεί με μια απεύθυνση στην εργατική τάξη και τον φτωχό κόσμο που (όπως και στην περίπτωση του Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο) ψήφισαν ως μια παραμελημένη ομάδα. Κανένας βασικός υποψήφιος για την προεδρία δεν απευθύνθηκε στους εργάτες στα ερείπια του Rust Belt με τον τρόπο που το έκανε ο Τραμπ, έστω και αν οι λόγοι που έδωσε (η Κίνα, το εμπόριο) ήταν κάλπικοι. Μεγάλο κομμάτι της φιλελεύθερης/ήπια-αριστερής συμμαχίας είναι συγκαλυμμένα ή ακόμα και ανοιχτά ενάντια στην εργατική τάξη και αυτό φαίνεται. Υπάρχουν άνθρωποι στο στρατόπεδο της Κλίντον που είναι εχθροί μας και άνθρωποι στο στρατόπεδο του Τραμπ που είναι δυνάμει σύμμαχοι, αν αναπτυχθεί μια σωστή στρατηγική απεύθυνσης. Ευθύς εξαρχής πρέπει να απορρίψουμε to ψευδεπίγραφο πολιτικό φάσμα “αριστερά-δεξιά” που καθορίζεται από την κατεστημένη πολιτική, τα ΜΜΕ κ.λπ. και να προσανατολιστούμε να “επανασυνδυάσουμε” τις δυνάμεις κατά μήκος του φάσματος εναντίον των εχθρών μας και στα δύο στρατόπεδα.

Endnotes: Οι Θέσεις του LA

  “Σε αυτή την κοινωνία η ενότητα μοιάζει τυχαία, ο διαχωρισμός φυσιολογικός”

Μαρξ, “Θεωρίες για την υπεραξία”

Αυτός είναι ο λόγος που πιστεύουμε ότι είναι τόσο σημαντικό να μελετήσουμε λεπτομερώς το ξεδίπλωμα των αγώνων. Είναι μόνο σε αυτούς τους αγώνες που διαγράφεται ο επαναστατικός ορίζοντας του παρόντος. Στην πορεία των αγώνων τους, οι προλετάριοι/προλετάριες αυτοσχεδιάζουν λύσεις στο πρόβλημα της σύνθεσης. Κατονομάζουν μια φανταστική ενότητα, πέρα από τους όρους της καπιταλιστικής κοινωνίας…Παρόλο που κάθε μια από αυτές τις αυτοσχέδιες ενότητες αναπόφευκτα καταρρέει, οι σωρευτικές τους αποτυχίες χαρτογραφούν τους διαχωρισμούς που θα πρέπει να υπερβληθούν από ένα κομμουνιστικό κίνημα στο χαοτικό πανδαιμόνιο μιας επανάστασης ενάντια στο κεφάλαιο.

­1

Ζούμε στην εποχή μιας κοινωνικής κρίσης η οποία ξεδιπλώνεται για πολύ καιρό τώρα και είναι θεμελιωδώς η κρίση των κοινωνιών που είναι οργανωμένες με έναν καπιταλιστικό τρόπο. Πραγματικά, οι σχέσεις απασχόλησης που κυβερνούν την παραγωγή και την κατανάλωση στις καπιταλιστικές κοινωνίες καταρρέουν. Το αποτέλεσμα είναι η επανεμφάνιση μιας δομικής συνθήκης που ο Μαρξ αποκάλεσε πλεονάζον κεφάλαιο μαζί με πλεονάζοντες πληθυσμούς. Τεχνολογικοί μετασχηματισμοί εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα παρά την οικονομική αποτελμάτωση, προκαλώντας μια κατάσταση στην οποία υπάρχουν πολύ λίγες δουλειές για πάρα πολλούς ανθρώπους. Εν τω μεταξύ, τεράστιες δεξαμενές χρήματος διατρέχουν την υφήλιο αναζητώντας κέρδη, οδηγώντας σε περιοδικές αναπτύξεις “φουσκών” που ξεφουσκώνουν με παταγώδη τρόπο. Η αυξανόμενη εργασιακή ανασφάλεια και ανισότητα είναι συμπτώματα της αυξανόμενης αδυναμίας αυτού του κόσμου να υπάρχει ως τέτοιος.

2

Στην παρούσα περίοδο, αυτές οι αντιφάσεις, που προηγουμένως περιορίζονταν εντός των καπιταλιστικών κοινωνιών, είναι έτοιμες να εκραγούν. Η κρίση του 2008 ήταν μια εμφάνιση αυτού του πράγματος. Προκάλεσε ένα παγκόσμιο κύμα αγώνων που ξεδιπλώνεται ακόμα και σήμερα. Για να αποκτήσουν έναν κάποιο έλεγχο πάνω σε μια κρίση που “σιγοβράζει”, τα κράτη οργάνωσαν συντονισμένα πακέτα διάσωσης για οικονομικές και άλλες επιχειρήσεις. Το κρατικό χρέος ανέβηκε σε επίπεδα που δεν έχουμε ξαναδεί από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι η διάσωση των καπιταλιστών έπρεπε να συνοδευτεί με τιμωρητική λιτότητα για τους εργάτες, καθώς τα κράτη επιζητούσαν να διαχειριστούν τους προϋπολογισμούς τους προσπαθώντας παράλληλα να επαναδημιουργήσουν τις συνθήκες για συσσώρευση. Παρ’ όλα αυτά οι προσπάθειες αυτές των κρατών είχαν μερική μόνο επιτυχία. Οι πλούσιες οικονομίες συνεχίζουν να αναπτύσσονται ακόμα πιο αργά καθώς απορροφούν τεράστια χρέη σε κάθε επίπεδο. Οι φτωχές οικονομίες παραπαίουν επίσης. Ονομάζουμε αυτή την παγκόσμια κατάσταση διαδικασία κράτησης2 και ισχυριζόμαστε ότι περαιτέρω οικονομικές αναταράξεις είναι πιθανόν να καταλήξουν σε μια καπιταλιστική αναγκαστική προσγείωση.

3

Οι εργάτες έδωσαν αμυντικούς αγώνες στον εικοστό αιώνα όπως κάνουν και σήμερα. Αλλά τότε, οι αμυντικοί αγώνες τους ήταν μέρος μιας επιθετικής πάλης: οι εργάτες επιζητούσαν να οργανωθούν σε ένα εργατικό κίνημα, που αναπτυσσόταν όλο και πιο ισχυρό. Αυτό το κίνημα θα απαλλοτρίωνε, αργά ή γρήγορα, τους απαλλοτριωτές με σκοπό να ξεκινήσει την οικοδόμηση μιας κοινωνίας οργανωμένης σύμφωνα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες των ίδιων των εργατών.

4

Όμως η, μετά την δεκαετία του 1970, κρίση του καπιταλισμού, που για αρκετούς θα έπρεπε να έχει σημάνει το τέλος του, οδήγησε σε μια βαθιά κρίση το ίδιο το εργατικό κίνημα. Το σχέδιό του δεν είναι πλέον επαρκές για τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι εργάτες. Ο πιο βασικός λόγος που συμβαίνει αυτό είναι η παρακμή της κεντρικότητας της βιομηχανικής εργασίας στην οικονομία. Με την έναρξη της αποβιομηχάνισης και την πτώση στο μερίδιο της βιομηχανικής απασχόλησης (που ήταν η ίδια μια από τις θεμελιώδεις αιτίες της επέκτασης των πλεοναζόντων πληθυσμών), ο βιομηχανικός εργάτης δεν μπορούσε πλέον να ειδωθεί ως η αιχμή του δόρατος της τάξης. Επιπρόσθετα, εξαιτίας της ανόδου στα επίπεδα των αερίων του θερμοκηπίου είναι φανερό ότι το απέραντο “εργαλείο”3 της βιομηχανίας δεν δημιουργεί μόνο τις συνθήκες για ένα καλλίτερο μέλλον – ταυτόχρονα τις καταστρέφει. Αλλά το πιο σημαντικό από όλα, η ίδια η εργασία δεν βιώνεται πλέον ως κεντρική για τις περισσότερες ταυτότητες των ανθρώπων. Για τους περισσότερους ανθρώπους (αν και όχι για όλους) δεν φαίνεται ότι η εργασία θα τους “γέμιζε” αρκεί η διαχείρισή της να γινόταν συλλογικά από τους εργάτες παρά από τα αφεντικά.

5

Την ίδια στιγμή, η παρακμή της εργατικής ταυτότητας αποκάλυψε μια πολλαπλότητα άλλων ταυτοτήτων, που οργανώνονται σε σχέση με αγώνες που, μέχρι τότε, ήταν λίγο πολύ καταπιεσμένοι. Τα “καινούρια κοινωνικά κινήματα” που προέκυψαν κατέστησαν σαφές, αναδρομικά, σε ποιο βαθμό η ομογενής εργατική τάξη ήταν στην πραγματικότητα διαιρεμένη όσον αφορά τον χαρακτήρα της. Θεμελίωσαν επίσης ότι η επανάσταση πρέπει να περιέχει κάτι περισσότερο από την αναδιοργάνωση της οικονομίας: απαιτεί την κατάργηση του φύλου, των φυλετικών και εθνικών διακρίσεων, κοκ. Αλλά στην σύγχυση4 των αναδυόμενων ταυτοτήτων, κάθε μια με τα δικά της επιμέρους5 συμφέροντα, είναι ασαφές τι ακριβώς πρέπει να είναι η επανάσταση. Για μας, ο πλεονάζων πληθυσμός δεν είναι ένα καινούριο επαναστατικό υποκείμενο (ετμ.). Μάλλον, σηματοδοτεί μια δομική κατάσταση στην οποία κανένα κομμάτι της τάξης δεν μπορεί να εμφανίζει τον εαυτό του ως το επαναστατικό υποκείμενο (ετμ.).

6

Υπό αυτές τις συνθήκες, η ενοποίηση του προλεταριάτου δεν είναι πλέον δυνατή. Αυτό μοιάζει να είναι ένα απαισιόδοξο συμπέρασμα, αλλά έχει μιαν αντίστροφη συνεπαγωγή που είναι πιο αισιόδοξη: σήμερα το πρόβλημα της ενοποίησης είναι ένα επαναστατικό πρόβλημα (ετμ.). Στις εξάρσεις των σημερινών κινημάτων, στις κατειλημμένες πλατείες και εργοστάσια, στις απεργίες, στις ταραχές και τις λαϊκές συνελεύσεις, οι προλετάριοι δεν ανακαλύπτουν την ισχύ τους ως οι πραγματικοί παραγωγοί αυτής της κοινωνίας, αλλά μάλλον τον διαχωρισμό τους σε μια πολλαπλότητα κατά μήκος πολλών ταυτοτήτων (καθεστώς απασχόλησης, φύλο, φυλή, κ.λπ.). Αυτές διαγράφονται και συρράφονται από την διαλυτική ολοκλήρωση6 των κρατών και των αγορών εργασίας. Περιγράφουμε αυτό το πρόβλημα ως πρόβλημα σύνθεσης: διαφοροποιημένες φράξιες του προλεταριάτου πρέπει να ενωθούν αλλά δεν βρίσκουν μια έτοιμη ενότητα μέσα στους όρους αυτής της κοινωνίας που “ξηλώνεται”7.

7

Αυτός είναι ο λόγος που πιστεύουμε ότι είναι τόσο σημαντικό να μελετήσουμε λεπτομερώς το ξεδίπλωμα των αγώνων. Είναι μόνο σε αυτούς τους αγώνες που διαγράφεται ο επαναστατικός ορίζοντας του παρόντος (ετμ.). Στην πορεία των αγώνων τους, οι προλετάριοι/προλετάριες αυτοσχεδιάζουν (ετμ.) λύσεις στο πρόβλημα της σύνθεσης. Κατονομάζουν μια φανταστική ενότητα, πέρα από τους όρους της καπιταλιστικής κοινωνίας (πιο πρόσφατα: το μπλακ μπλοκ, η πραγματική δημοκρατία, το 99%, το κίνημα για τη ζωές των μαύρων (Black Lives Matter) κ.λπ.), ως μέσο της πάλης ενάντια σε αυτή την κοινωνία. Παρόλο που κάθε μια από αυτές τις αυτοσχέδιες ενότητες αναπόφευκτα καταρρέουν, οι σωρευτικές τους αποτυχίες χαρτογραφούν τους διαχωρισμούς που θα πρέπει να υπερβληθούν από ένα κομμουνιστικό κίνημα στο χαοτικό πανδαιμόνιο μιας επανάστασης ενάντια στο κεφάλαιο.

8

Αυτό είναι που εννοούμε όταν λέμε ότι η ταξική συνείδηση, σήμερα, μπορεί να είναι μόνο συνείδηση του κεφαλαίου. Παλεύοντας για τις ζωές τους, οι προλετάριοι/προλετάριες πρέπει να καταστρέψουν ό,τι τους/τις διαχωρίζει. Στον καπιταλισμό, αυτό που τους/τις διαχωρίζει είναι ταυτόχρονα αυτό που τους/τις ενώνει: η αγορά είναι ταυτόχρονα η εξατομίκευση και η αλληλεξάρτησή τους. Είναι η συνείδηση του κεφαλαίου ως η ενότητα-στον-διαχωρισμό που μας επιτρέπει να θέσουμε μέσα από τις υπάρχουσες συνθήκες – έστω και μόνο εν είδει φωτογραφικού αρνητικού – την ικανότητα της ανθρωπότητας για τον κομμουνισμό.

Endnotes, Los Angeles, Δεκέμβρης 2015

1 Δημοσιευμένο στον ιστότοπο: https://endnotes.org.uk/other_texts/en/endnotes-la-theses.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο holding pattern. Για την απόδοση του όρου δες το κείμενο “Διαδικασία Κράτησης”: Endnotes #3, ελλ. έκδοση φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, Νοέμβριος 2015.

3 Στμ. στο πρωτότυπο apparatus.

4 Στμ. στο πρωτότυπο welter.

5 Στμ. στο πρωτότυπο sectional.

6 Στμ. στο πρωτότυπο: disintegrating integration. Μεταφράζουμε ολοκλήρωση και όχι ενσωμάτωση για να τονίσουμε την αντίφαση που η ίδια η φράση υποτείνει, δηλαδή τον διαλυτικό, αποσυνθετικό χαρακτήρα της διαδικασίας της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης.

7 Στμ. στο πρωτότυπο unraveling.

Ο Adorno και η συζήτηση για το προλεταριάτο ως επαναστατικό υποκείμενο

Mac Intosh1

μετάφραση: qutopic

Ένα σήμα-κατατεθέν της αρνητικής ανθρωπολογίας του Theodor W. Adorno, όπως διαφωτίστηκε από τον Werner Bonefeld, είναι η ισχυρή θεωρητική θέση ότι η “πρώτη φύση”, η αναζήτηση μιας ανθρώπινης ουσίας, πόσο δε μάλλον η αποκατάστασή της, είναι τόσο ένα θεωρητικό όσο και ένα πρακτικό αδιέξοδο. Υπάρχει μόνο “δεύτερη φύση”, το προϊόν της ιστορικότητας του Ανθρώπου [του είδους, όχι του φύλου]2, η κοινωνική του ύπαρξη. Η αμφισβήτηση της οπτικής του ανθρωπίνου όντος ως κατέχοντος μια διιστορική ουσία δεν σημαίνει ότι ο Άνθρωπος δεν έχει ξεχωριστά γνωρίσματα και χαρακτηριστικά που “επιμένουν” στον χρόνο· μια “ανθρώπινη” φύση, αν θέλετε. Η ίδια η διάκριση από τον Μαρξ ανάμεσα στη μέλισσα και τον άνθρωπο ως “αρχιτεκτόνων” στο “Κεφάλαιο”, επισημαίνει την ικανότητα του Ανθρώπου για αυτο-δημιουργία, και την ιστορικότητά του, που είναι σε αντίστιξη τόσο με τις αργές εξελικτικές διαδικασίες τις οποίες επεσήμανε ο Δαρβίνος όσο και με την υπερβατική σύσταση της ανθρώπινης υποκειμενικότητας του Καντ και την δυνατότητα της γνώσης που παρέχει. Τότε, όμως, η δική μας ανθρωπολογική αναζήτηση πρέπει να ξεκινήσει με την ιστορική παρουσία του Ανθρώπου όπως έχει διαμορφωθεί από την αξιακή μορφή και τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, από την μια, και την αντικειμενικά-πραγματική δυνατότητα της κατάργησής τους μέσα από την επανάσταση και τον κομμουνισμό, την δημιουργία μιας ανθρώπινης κοινότητας [Gemeinwesen], αυτό που ο Μαρκούζε ονόμασε “κομμουνιστικό ατομικισμό”, από την άλλη.

Αυτό που ο Αντόρνο ονόμασε ως “οργανική σύνθεση του ανθρώπου”, την “μηχανικοποίηση του ανθρώπου”, μέσα από αυτό που ο Μαρξ προσδιόρισε ως την πραγματική κυριαρχία του κεφαλαίου, “[αυτό] που καθορίζει τα υποκείμενα ως μέσα παραγωγής και όχι ως ζώντες σκοπούς, αυξάνει με την αναλογία των μηχανών στο μεταβλητό κεφάλαιο”3 και έχει εξελιχθεί σε μια τρομακτική ζωντανή πραγματικότητα για όσους έχουν μόνο την εργατική τους δύναμη να πουλήσουν (ακόμα και αν ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι αυτής της τάξης δεν μπορεί να βρει αγοραστές για το εμπόρευμά του).

Οι οικονομικές κατηγορίες, πχ. η ανταλλαγή, η μορφή-εμπόρευμα, η μορφή-χρήμα, η αξία, η αφηρημένη εργασία, έχουν το πραγματικό τους νόημα σε “συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους”, ιδιαίτερα στον “…ιδιόμορφο κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας που τις παράγει”4. Πραγματικά, για τον Bonefeld, οι οικονομικές κατηγορίες που ξεδιπλώθηκαν από τον Μαρξ στην κριτική του στην πολιτική οικονομία αναδύεται από τον ίδιο τον ταξικό ανταγωνισμό που τις έχει παράξει5. Η αξιακή μορφή, τότε, που έχει “διαστρέψει” [verrücte] την κοινωνική και ιστορική μορφή, εκφράζει μια κοινωνική σχέση σαν μια σχέση ανάμεσα σε πράγματα. Είναι μια κοινωνική σχέση που είναι αδιαφανής σε κείνα τα ανθρώπινα όντα των οποίων ακριβώς η κοινωνική δράση παράγει αυτές τις μορφές. Όπως λέει ο Μαρξ, ο Άνθρωπος στον καπιταλισμό “κυβερνιέται από τα προϊόντα των ίδιων των χεριών του”. Στην περίπτωση αυτή τα προϊόντα δεν είναι απλά τα εμπορεύματα που παράγει, αλλά αυτές οι ίδιες οι διεστραμμένες κοινωνικές σχέσεις που παράγονται και αναπαράγονται από την κοινωνική δραστηριότητα του προλεταριάτου.

Αυτό που ο Καντ είδε ως την κατασκευή της ανθρώπινης υποκειμενικότητας και τις θεμελιώδεις βάσεις όλης της γνώσης στην “Κριτική του Καθαρού Λόγου” είναι, για τον Αντόρνο, η ιστορικά συγκροτημένη βάση της γνώσης στην αστική-καπιταλιστική κοινωνία, μετατιθέμενη [transposed], στο μυαλό του Καντ, στον πραγματικό κόσμο και στην ίδια την οντολογική δομή του. Ο Αντόρνο διέτρησε στη συνέχεια κάτω από τις πραγμοποιημένες κοινωνικές μορφές που ο Καντ είχε οντολογικοποιήσει και καταστήσει μεταφυσικές. Αυτό που ο Καντ, ως φιλόσοφος της αστικής-καπιταλιστικής κοινωνίας είχε αποκαλύψει – όπως τον διαβάζει ο Αντόρνο, και όπως ο Christian Lotz διαβάζει τον Αντόρνο – είναι πώς: “[τ]ο υποκείμενο ξεφορτώνεται [abarbeiten] το αντικείμενό του, παράγει τον εαυτό του και τα αντικείμενά του ως αφηρημένα αντικείμενα, καθώς τα αντικείμενα αυτά αποσυνδέουν τον εαυτό τους από την ζωντανή διαλεκτική σύστασή τους και μετατρέπονται σε σταθερές και πραγμοποιημένες δομές”6. Όπως, λοιπόν, διαβάζει τον Αντόρνο ο Lotz, από την μια πλευρά, ο κοινωνικός και ιστορικός κόσμος φτιάχνεται από την κοινωνική δραστηριότητα των ανθρωπίνων υποκειμένων, και την ίδια στιγμή “…ο κόσμος που δημιουργούμε κυριαρχεί επάνω μας όλο και περισσότερο, αφού με κάθε δραστηριότητα ο ανεξάρτητος ο χαρακτήρας του κόσμου-ως-αντικείμενο αυξάνεται. Κάθε κυριάρχηση στο αντικείμενο, σύμφωνα με τον Αντόρνο, οδηγεί, συνεπώς, σε μια κυριάρχηση επί του υποκειμένου”7. Εδώ έγκειται λοιπόν η πραγμοποίηση, οι ως-πράγματα κοινωνικές μορφές τις οποίες πρώτα ο Λούκατς κατέδειξε, αλλά τώρα μπορούν να συνδεθούν πιο άμεσα με την ίδια την αξιακή μορφή, και τις κατηγορίες που ο Μαρξ τόσο υπομονετικά ξεδίπλωσε στα χειρόγραφά του για την κριτική της πολιτικής οικονομίας, που ήταν ακόμα άγνωστα όταν ο Λούκατς έγραψε το “Ιστορία και Ταξική Συνείδηση”.

Η εστίαση του ίδιου του Αντόρνο στην πραγμοποίηση αντλεί από το πρωτοποριακό δοκίμιο του Lukács “Πραγμοποίηση και η Συνείδηση του Προλεταριάτου” στο “Ιστορία και Ταξική Συνείδηση”, αν και ο Αντόρνο στα τέλη της δεκαετίας του 1950 είχε το πλεονέκτημα της πρόσβασης στα προηγουμένως αδημοσίευτα κείμενα του ίδιου του Μαρξ για την κριτική στην πολιτική οικονομία, συμπεριλαμβανομένων των “Grundrisse”, που ήταν άγνωστα στον Lukács στις αρχές της δεκαετίας του 1920. 8Αν και το σημείο αφετηρίας του Αντόρνο δεν διαφέρει από αυτό του Λούκατς και τον ισχυρισμό του ότι η μορφή-εμπόρευμα και ο φετιχιστικός του χαρακτήρας, η πραγμοποιημένη “φαντασματική αντικειμενικότητα” είναι “…το κεντρικό δομικό πρόβλημα της καπιταλιστικής κοινωνίας σε όλες τις πτυχές της…”, ο Αντόρνο απέρριψε τον ισχυρισμό του Λούκατς ότι όντας το “ταυτοτικό υποκείμενο-αντικείμενο της ιστορίας της κοινωνίας”9 επέτρεψε στο προλεταριάτο να έχει μια ταξική συνείδηση που θα μπορούσε να συλλάβει την πραγμοποιημένη, ως-πραγμάτων φύση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και να τις ανατρέψει. Είναι ακριβώς αυτή η εγελιανής “κλίσης” οπτική του προλεταριάτου ως του ταυτόσημου υποκειμένου-αντικειμένου, και η σχέση του με την θεωρία του Λούκατς για την αποδιδόμενη ταξική συνείδηση που συνδέεται με το Κόμμα, μέσω της οποίας η εμπειρική συνείδηση του προλεταριάτου μπορεί να ευθυγραμμιστεί με την αποδιδόμενη ταξική του συνείδηση, που προκαλεί το ερώτημα ενός συγκεκριμένου ντετερμινισμού στον Λούκατς, ισοδύναμου με μια “θεολογία της τάξης” σύμφωνα με την προβοκατόρικη έκφραση του Norbert Trenkle. Μοιάζει εδώ ότι η οπτική του Λούκατς είναι μια οπτική στην οποία το προλεταριάτο ουσιαστικά παίρνει τον ρόλο μιας οντολογικής κατηγορίας, ρόλο στον οποίο έχει μια αμείωτη “φιλοδοξία για την ολότητα”10. Για τον Λούκατς, λοιπόν, το προλεταριάτο έχει μια “ιστορική αποστολή”. Πραγματικά, ο εγελιανισμός του Λούκατς στο “Ιστορία και Ταξική Συνείδηση” οφείλεται στην ίδια την φιλοσοφία της παγκόσμιας ιστορίας του Χέγκελ.

O Αντόρνο, αντίθετα, ισχυρίζεται στο δοκίμιό του “Υποκείμενο και Αντικείμενο” ότι το ανθρώπινο ον “είναι ένα αποτέλεσμα, όχι ένα είδος11 [eidos]· που δεν κατέχει μια διιστορική ουσία. Εκεί που ο Λούκατς είδει τον άνθρωπο ως ένα “είδος-ον” [species-being, Gattungswesen], με την ιστορία ως την “σκηνή” πάνω στην οποία αυτό το προϋπάρχον είδος-ον, που κάποτε είχε χαθεί, θα ενεργοποιηθεί τελικά ξανά, ο Αντόρνο είδε το ανθρώπινο είδος ως το αποτέλεσμα αυτών των διαμεσολαβήσεων, αυτών των κοινωνικών σχέσεων, που παράγονται και αναπαράγονται από την ίδια την κοινωνική του δράση, με την δυνατότητα ότι οι υπάρχουσες διαμεσολαβήσεις μπορούν να ανατραπούν και να δημιουργηθούν καινούριες κοινωνικές σχέσεις. Ο Χέγκελ παίζει αποφασιστικό ρόλο και για τον Λούκατς και για τον Αντόρνο. Όμως, ο εγελιανισμός του Λούκατς στο “Ιστορία και Ταξική Συνείδηση” οφείλει στην φιλοσοφία της παγκόσμιας ιστορίας του Χέγκελ· μια οπτική που είναι τελεολογική, ενώ το χρέος του Αντόρνο στον Χέγκελ (και το θεωρητικό χρέος αυτών που έχει περισσότερο από όλους επηρεάσει, οι Krahl, Backhaus, Reichelt, καθώς και οι Moishe Postone και Werner Bonefeld) έγκειται περισσότερο στην φιλοσοφία του Δικαίου του Χέγκελ και στην Λογική του, με τη σύλληψη του ρόλου της αφαίρεσης ως του πραγματικού κλειδιού στην ουσιαστικότητα [substantiality] της αξίας και τις πολλαπλές μορφές που παίρνει στην σχέση ανταλλαγής. Kαι αυτή η αφαίρεση είναι αυτό που ο Alfred Sohn-Rethel, του οποίου η επίδραση στον Αντόρνο είναι υπολογίσιμη, περιγράφει ως μια “πραγματική αφαίρεση”, όχι μια σκέψη ή μια νοητική αφαίρεση: η αφαίρεση “δεν ξεπηδά από” την ανθρώπινη νόηση, αλλά αναδύεται “στην χωρο-χρονική σφαίρα των ανθρώπινων σχέσεων”12.

Εδώ είναι επίσης που η κατηγορία της “αντικειμενικά-πραγματικής δυνατότητας” του Ernst Bloch μπορεί να πάρει την δικαιωματική της θέση στην Μαρξιστική θεωρία· μια κατηγορία που επίσης είναι ριζωμένη στο ίδιο το ενεργό/πραγματικό ιστορικό ον. Ο Bloch επιζήτησε να “διαπλεύσει” το δύσκολο θεωρητικό έδαφος μέσα από το οποίο η μαρξική θεωρία πρέπει να διευκρινήσει την σύνθετη σχέση ανάμεσα στον ντετερμινισμό και την δυνατότητα· την αναγκαιότητα και την ενδεχομενικότητα. Για τον Bloch, “οι αιτίες είναι υλικές προϋποθέσεις της νομοφανούς [lawlike], αναγκαίας πραγματοποίησης”· σε αντίστιξη: “οι συνθήκες είναι οι υλικές προϋποθέσεις μιας δυνατής πραγματοποίησης που δεν μπορεί να συμβεί χωρίς την βοήθεια ενός παρεμβαλλόμενου υποκειμένου. Συνεπώς, ο καπιταλισμός αναπτύσσει εντός του τις συνθήκες, όχι τις αιτίες, για ένα επαναστατικό πέρασμα στον Σοσιαλισμό με τέτοιο τρόπο ώστε καθώς πλησιάζει σε ένα τέλος, κάνει το πέρασμα αυτό δυνατό, αλλά δεν περιέχει το ρήγμα σαν μια νομοτελειακή, αναγκαστική συνέπεια”13. Aυτή η καθοριστική διάκριση ανάμεσα στην αναγκαιότητα και την δυνατότητα, που δυστυχώς αποκρύπτεται από τον παραδοσιακό Μαρξισμό, μας αναγκάζει τότε να ξαναδούμε το ζήτημα του επαναστατικού υποκειμένου, του οποίου η κοινωνικο-πολιτική πράξις [praxis], είναι το κλειδί στο να καταστεί εφικτό ένα επαναστατικό ρήγμα από τον καπιταλισμό.

Στο πλαίσιο της λεγόμενης “νέας ανάγνωσης του Μαρξ”, που βασίζεται σε όλα τα χειρόγραφά του για την κριτική της πολιτικής οικονομίας, που τώρα έχουν επιτέλους δημοσιευθεί, ένα από τα ζητήματα που έχουν ανακύψει είναι το ερώτημα του υποκειμένου: εντός των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων που βασίζονται στην αξιακή μορφή, “ποιος” ή “τι” είναι το υποκείμενο; Ο ίδιος ο Μαρξ μιλάει για το κεφάλαιο ως “Αυτόματο υποκείμενο” ή το “κυρίαρχο”, το “ενεργό” υποκείμενο [übergreifende Subjekt]14. Η “νέα ανάγνωση” έχει διερευνήσει τις υποδηλώσεις του όρου του Μαρξ, μαζί με την σύνδεσή του στην ανάγνωση της συστηματικής διαλεκτικής του Χέγκελ από τον ίδιο τον Μαρξ, καθώς και με ποιο τρόπο αυτή η σημαντική σύνδεση έχει χαθεί και στις μεταφράσεις και στις συζητήσεις για τον Μαρξ15. Ποιες είναι οι συνέπειες του ορισμού του κεφαλαίου ή της αξίας ως ενός αυτόματου υποκειμένου; Τι γίνεται τότε το προλεταριάτο ως επαναστατικό υποκείμενο; Αυτό δεν είναι ζήτημα φιλολογικού ή ακόμα και φιλοσοφικού – πόσο δε μάλλον ακαδημαϊκού – ενδιαφέροντος. Για τον Bonefeld, υπάρχει ο κίνδυνος, μέσα στην “νέα ανάγνωση του Μαρξ”, να ειδωθεί “…η αξία ως η αυτο-κινούμενη ουσία του καπιταλιστικού πλούτου”, ενώ η έμφαση [του Μαρξ] είναι στις “…καθορισμένες κοινωνικές σχέσεις παραγωγής”, τις ταξικές σχέσεις που στην πραγματικότητα παράγουν τα “…μυστηριώδη οικονομικά πράγματα που φαινομενικά κατέχουν τον μυστικό χαρακτήρα να ‘υποστασιοποιούν’ τον εαυτό τους”16. Όπως διαβάζει εδώ τον Μαρξ ο Bonefeld, είναι ανεπαρκές να ερμηνεύσει κανείς τον Μαρξ ωσάν να λέει ότι το κεφάλαιο είναι “…κάτι που σχετίζεται με τον εαυτό του, δηλαδή, ένα πράγμα που έχει την ικανότητα για αυτο-αξιοποίηση”17. Μάλλον, “η ιδέα του “κεφαλαίου” ως κάτι που είναι “αυτο-συγκροτητικό” απλά επανενδυναμώνει τον φετιχισμό ενός καπιταλιστικού κόσμου που βλέπει την εργασία [το προλεταριάτο] μόνο σαν ένα εμπόρευμα που κερδίζει έναν μισθό”18. Αυτό λοιπόν που έχει προσθέσει ο Bonefeld είναι η κρίσιμη παρατήρηση ότι η “συγκροτητική δύναμη της κοινωνικής εργασίας” υπάρχει και διατηρείται με “έναν τρόπο άρνησής της”19. Αυτό που φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα των παραγωγικών δυνάμεων του κεφαλαίου είναι, αντίθετα, η διεστραμμένη μορφή των δυνάμεων του προλεταριάτου και της κοινωνικής πρακτικής του. Η εξήγηση του Bonefeld για την κοινωνική δράση του εργάτη/τριας στην πώληση της εργατικής δύναμής του/της στον καπιταλιστή (ατομικά, εταιρικό ή κρατικό) είναι στο σημείο αυτό διαφωτιστική: “Τα ορθολογικώς ενεργούντα άτομα που ανταλλάσουν στην αγορά για να εξασφαλίσουν την ύπαρξή τους, εκτελούν αφηρημένους κοινωνικούς νόμους που τα ίδια έχουν παράξει ιστορικά και αναπαράγουν μέσα από την ορθολογική τους συμπεριφορά, και πάνω στους οποίους δεν έχουν κανένα έλεγχο – η ορθολογική τους πρακτική υπάρχει διαμέσου αυτών και εντός αυτών, καθώς και ενάντια σε αυτά”20.

Για τον Bonefeld, και ορθά κατά την άποψή μου, η τάξη δεν είναι μια επιβεβαιωτική έννοια, αλλά μια “εντελώς αρνητική έννοια. Η κριτική της ταξικής κοινωνίας δεν βρίσκει την θετική επίλυση σε καλλίτερα πληρωμένους και πλήρως απασχολούμενους παραγωγούς υπεραξίας. Την βρίσκει μόνο στην αταξική κοινωνία”21. Όπως ακριβώς το προλεταριάτο δεν αποκαθιστά ένα χαμένο είδος-ον ή μια πρώτη φύση, δεν δημιουργεί μια “δημοκρατία της εργασίας” ή μια κοινωνία βασισμένη στην εργατική εξουσία, όπως στο όραμα που βρίσκουμε στον παραδοσιακό Μαρξισμό, ακόμα και στον ιστορικό αριστερό κομμουνισμό. Η χειραφετητική πράξη, κατά την άποψή μου, προχωρά μέσα από την κατάργηση της εργασίας, που είναι ο μόνος τρόπος για να ανατραπούν οι κοινωνικές σχέσεις που βασίζονται στην αξιακή μορφή. Αυτό συνεπάγεται το όραμα ενός μεταβολισμού με τη φύση που βασίζεται σε τρόπους ποίησης [poïesis] διαφορετικών από τηn εργασία όπως έχει ιστορικά εμφανιστεί.

Ερχόμαστε έτσι αντιμέτωποι τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά με το ερώτημα του πώς ακριβώς το προλεταριάτο μπορεί να σπάσει αυτές τις διεστραμμένες κοινωνικές μορφές, την φετιχισμό του εμπορεύματος, εντός των οποίου “βασανίζεται”, αυτές τις πραγμοποιημένες κοινωνικές σχέσεις που δεν είναι απλά τρόποι ψευδούς συνείδησης, ιδεολογίες της άρχουσας τάξης, που του επιβάλλονται από τον ταξικό εχθρό, αλλά μάλλον κοινωνικές σχέσεις που εμφανίζονται σε αυτό ως το αποτέλεσμα αντικειμενικών, α-ιστορικών, φυσικών οικονομικών νόμων και όχι το προϊόν της ίδιας της κοινωνικής δραστηριότητας του προλεταριάτου. Αυτή η τελευταία συνθήκη, η πραγματική βάση του φετιχισμού του εμπορεύματος, και προπύργιο των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, πρέπει να εκτεθεί θεωρητικά αν πρόκειται να δεχτεί επίθεση πολιτικά από τους επαναστάτες και την ίδια την τάξη. Και εδώ έγκειται η συνεισφορά του Αντόρνο, ιδιαίτερα η άποψή του για την πράξη, μου φαίνεται ότι χρειάζεται την ιδιαίτερη προσοχή μας.

Δεν βρισκόμαστε εδώ στην τομή του Αντόρνο ως Μαρξιστή θεωρητικού και τις αδιάκοπες εκκλήσεις προς αυτόν να περάσει σε μια επαναστατική πρακτική, που κυριάρχησαν στα τελευταία χρόνια της ζωής του· την ταραχώδη δεκαετία του 1960. Πολλοί από τους ίδιους τους φοιτητές του Αντόρνο, ενεργοί στην γερμανική SDS22 (ανάμεσά τους ο H-J Krahl, και ο Frank Böckelmann) καυτηρίασαν τον δάσκαλό τους για την “αποτυχία” του να αγκαλιάσει αυτό που για εκείνους ήταν η “επανάσταση”. Ο Krahl, για παράδειγμα, είδε τον Αντόρνο να πέφτει σε “μια οπισθοδρομική ανησυχία απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή ενεργητικής αντίστασης ενάντια23 στην σταθεροποίηση του μονοπωλιακού καπιταλισμού· πράγματι, σαν έναν διανοητή που “…η υλιστική διαλεκτική των αλυσοδεμένων δυνάμεων της παραγωγής αντανακλάται στην έννοια μιας θεωρίας που είναι η ίδια αλυσοδεμένη, αναπόδραστα βασανιζόμενη από την εμμένεια των εννοιών της”24· πραγματικά, μια υποχώρηση στον ακαδημαϊσμό. Η δριμεία κριτική του Krahl το 1969 φαίνεται πολύ διαφορετική σήμερα υπό το φως της πραγματικής εξέλιξης των “επαναστάσεων” που το SDS είδε σαν την αρχή μιας παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης: η “Πολιτιστική Επανάσταση” του Μάο στην Κίνα, ο αγώνας του NLF στο Βιετνάμ υπό την καθοδήγηση του Χο Τσι Μινχ και οι άλλες “αντι-ιμπεριαλιστικές” αναταραχές στον Τρίτο Κόσμο. Το σύγχρονο τοπίο μιας Κίνας ως ατμομηχανής του καπιταλισμού και ενός Βιετνάμ ως πιστού συμμάχου των ΗΠΑ στην Νοτιοανατολική Ασία, και όλα αυτά υπό την ίδια άρχουσα τάξη που εγκαινίασε την “Πολιτιστική Επανάσταση” ή εξανάγκασε τους Αμερικανούς να εγκαταλείψουν την Σαϊγκόν, ρίχνουν ένα διαφορετικό φως στον ενθουσιασμό του SDS τη δεκαετία του 1960.

Αντίθετα, ο ίδιος ο Αντόρνο είδε τον βολονταρισμό και τον τυχοδιωκτισμό του SDS σαν μια ψευδο-επανάσταση [Schein-revolution]. Η ιστορία έχει ήδη δώσει μια ετυμηγορία για τον αποκαλυπτικισμό του αριστερισμού της εποχής, του πολιτικού ενστερνισμού του Σταλινισμού και του τριτοκοσμικού εθνικισμού από αυτόν, αλλά πιθανόν υπό το φως της ίδιας της ανάπτυξης του κεφαλαίου και της ισχύος του τα τελευταία 45 χρόνια, είναι καιρός να επανεξετάσουμε τα τελευταία γραπτά και τις σημειώσεις διαλέξεων του Αντόρνο, ιδιαίτερα το “Marginalia to Theory and Practice” (που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1969), σαν μέρος μιας διερεύνησης των προοπτικών της ανάδυσης του προλεταριάτου ως επαναστατικού υποκειμένου σήμερα.

O Αντόρνο δεν κατασκευάζει κάποια άμεση σύνδεση ανάμεσα στην Μαρξιστική θεωρία και το προλεταριάτο ως επαναστατικό υποκείμενο, αλλά παρέχει στοιχεία για μια τέτοια σύνδεση· στοιχεία που μου φαίνονται πολύ καθοριστικά. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από την διάκριση που κάνει ο Αντόρνο ανάμεσα στον “πρακτικισμό” [actionism] και την “πράξη” [praxis]. Για τον Αντόρνο, ο “πρακτικισμός” είναι αποτυχημένη ή ψευδής πράξις· στην πραγματικότητα είναι “οπισθοδρομικός”25. Για τον Αντόρνο ο πρακτικισμός είναι “πραγματικά κομφορμιστικός”26 ακριβώς επειδή αποκόπτει τον εαυτό του από τη θεωρία. Ενώ η “ψευδο-δραστηριότητα” του πρακτικισμού φαίνεται να αμφισβητεί την εξουσία του κεφαλαίου, μην διαθέτοντας μια επαρκή θεωρία καταλήγει να εδραιώνει αυτή την ίδια εξουσία και τις κοινωνικές σχέσεις που παράγει. Η κομμουνιστικοποίηση δεν μπορεί να αναδυθεί από τον μακρύ δρόμο μέσα από τους θεσμούς, όπως έχουν ισχυριστεί γενιές αριστεριστών· ούτε μπορεί να προκύψει από την απελπισία που με αφθονία παράγει ο καπιταλισμός. Όπως λέει ο Αντόρνο: “Πράξη χωρίς θεωρία…δεν μπορεί παρά να αποτύχει…Η αποτυχημένη πράξη δεν είναι πράξη. Η απελπισία που…κάνει τυφλά άλματα στην πράξη, με τις αγνότερες των προθέσεων ενώνει τις δυνάμεις της με την καταστροφή…Η απαίτηση ότι η θεωρία θα πρέπει να ‘προσκυνά’ την πράξη…καταδικάζει την πράξη στην πλάνη”27. Η θεωρία είναι, λοιπόν, το ζωτικό στοιχείο αν πρόκειται να αναπτυχθεί η επαναστατική πράξις. H ανυπομονησία με τη θεωρία που προκύπτει όποτε ξεσπούν οι κοινωνικοί αγώνες είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να δούμε αυτά τα ξεσπάσματα να καταλήγουν με μια εδραίωση της εξουσίας του κεφαλαίου.

Όμως, η θεωρία του Αντόρνο αποτυγχάνει να μας δώσει οποιαδήποτε άμεση σύνδεση με το προλεταριάτο ως επαναστατικό υποκείμενο. Πραγματικά, όντας μάρτυρας της ήττας της προλεταριακής επανάστασης την δεκαετία του 1920, του θριάμβου της σταλινικής αντεπανάστασης και στην συνέχεια του φασισμού, και τελικά του θεάματος των “επαναστατών” φοιτητών με το “Κόκκινο Βιβλίο” του Μάο στο χέρι και τους ύμνους για τον Χο Τσι Μινχ και τον Κάστρο στα χείλη τους, η ανικανότητα του Αντόρνο να δει το προλεταριάτο ως ένα επαναστατικό υποκείμενο δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Πραγματικά, οι φόβοι του Αντόρνο σχετικά με την αυξανόμενη οργανική σύνθεση του ανθρώπου που διατυπώθηκαν πρώτη φορά την δεκαετία του 1940, αναπτύχθηκαν περαιτέρω στα κείμενά του για την ισχύ της πολιτιστικής βιομηχανίας, με αποκορύφωμα το δοκίμιο του 1965 για την “Κοινωνία”, που μοιάζει να αφήνει πολύ λίγα περιθώρια για επαναστατική ελπίδα: “Οι άνθρωποι πρέπει να δράσουν για να αλλάξουν τις απολιθωμένες συνθήκες της ύπαρξής τους, αλλά οι τελευταίες έχουν αφήσει τα σημάδια τους τόσο βαθιά στους ανθρώπους, τους έχουν αποστερήσει τόσο πολύ από τη ζωή τους και την ατομικότητά τους, που σπάνια φαίνονται ικανοί να έχουν τον αυθορμητισμό που απαιτείται για να κάνουν κάτι τέτοιο”28. Παρόλα αυτά, για τον Αντόρνο το γεγονός ότι η δυνατότητα αντίδρασης στον κίνδυνο αυτό “απειλείται με ασφυξία” θα μπορούσε να είναι “η αρχική συνθήκη για μια τελική ρήξη με την παντοδυναμία της κοινωνίας”29. Ο πεσιμισμός του Αντόρνο, λοιπόν, δεν ήταν ποτέ ολικός.

Επιπλέον, σήμερα, καθώς μια καινούρια γενιά επαναστατών έχει τώρα επιζητήσει να ενώσει την Μαρξιστική θεωρία με την προοπτική της επαναστατικής πράξεως, με την κομμουνιστικοποίηση, η πρωτοποριακή διαίσθηση του Αντόρνο ότι το προλεταριάτο παράγει κυριολεκτικά – και συνεχίζει να αναπαράγει – τις ίδιες τις αλυσίδες του, τις κοινωνικές σχέσεις που το φυλακίζουν, καταδεικνύει άμεσα

την μόνη τάξη που μπορεί να συντρίψει αυτές τις αλυσίδες και να δημιουργήσει μιαν ανθρώπινη κοινότητα. Το βαρύ φορτίο της θεωρίας σήμερα είναι να αναλάβει το καθήκον με το οποίο η ιστορία την έχει φέρει τώρα αντιμέτωπη.

Mac Intosh, Μάιος 2015

1 Στμ. Δημοσιευμένο στον ιστότοπο: http://dndf.org/?p=14239.

2 Στμ. Η διευκρίνηση υπάρχει στο αγγλικό κείμενο, λόγω, φυσικά, της αμφισημίας της λέξης man.

3 Theodor Adorno: Minima Moralia (NLB, 1974), p.229. Ελλ. Έκδοση: εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2000.

4 Marx, “Tο Κεφάλαιο”, τόμος I (Penguin Books, 1976), σελ.165. Ελλ. έκδοση:

5 Werner Bonefeld, Critical Theory and the Critique of Political Economy (Bloomsbury, 2014), σελ.9.

6 Christian Lotz, “Capitalist Schematization: Political Economy, Exchange, and Objecthood in Adorno” στο Zeitschrift für kritische Theorie, Heft 36-37/2013., σελ.116.

7 Christian Lotz, The Capitalist Schema: Time, Money, and the Culture of Abstraction (Lexington Books, 2014), σελ.19.

8 Όχι μόνο οι φοιτητές του Αντόρνο, ανάμεσά τους οι H-J Krahl, H-G Backhaus, H. Reichelt, αλλά και ο ίδιος ο Αντόρνο ήταν μανιώδεις αναγνώστες των μόλις δημοσιευθέντων, τότε, κειμένων του Μαρξ, όπως δείχνει η έρευνα του Dirk Braunstein: “Adorno’s Kritik der politischen Ökonomie”. Αυτό δεν θα ήταν προφανές για όσους εστίαζαν την ανάγνωση του Αντόρνο στην “Διαλεκτική του Διαφωτισμού”.

9 Lukács, “Ιστορία και Ταξική Συνείδηση” (The MIT Press, 1971), σελ. 206. Ελλ. έκδοση: εκδόσεις Οδυσσέας, 2001.

10 ό.π., p.198.

11 Theodor W. Adorno, “Subject and Object” στο Andrew Arato και Eike Gebhardt (εκδ.): “The Essential Frankfurt School Reader” (Urizen Books, 1978), σελ.511. Επιλέον, όπως λέει ο Αντόρνο, δεν είναι μόνο “ο σχηματισμός του υποκειμένου” ένα ιστορικό φαινόμενο, αλλά οι ίδιοι οι ισχυρισμοί για την α-ιστορική “φύση” του υποκειμένου είναι “…κατά καιρούς μια ευσεβής προβολή, αλλά σήμερα τίποτα περισσότερο από ένα ψέμα”,ό.π. σελ. 499.

12 Alfred Sohn-Rethel, Intellectual and Manual Labour: A Critique of Epistemology (Humanities Press, 1983), σελ. 20.

13 Ernst Bloch, “Causality and Finality as Active, Objectifying Categories” (Categories of Transmission) στο Telos, αρ. 21, Φθινόπωρο 1974, σελ.104. Αυτό είναι από ένα κεφάλαιο του αδημοσίευτου εκείνη την εποχή έργου του Bloch “Experimentum Mundi”.

14 Μαρξ: “Το Κεφάλαιο”, τόμος Ι, σελ. 255-56.

15 Δείτε, για παράδειγμα, Riccardo Bellofiore: “Lost in Translation? Once Again on the Marx-Hegel Connection” στο “Marx’s Capital and Hegel’s Logic: A Reexamination”, επιμέλεια Fred Moseley και Tony Smith (Chicago: Haymarket Books, 2015).

16Bonefeld, Critical Theory, σελ. 9, έμφαση δική μου.

17 Werner Bonefeld, “Capital as Subject and the Existence of Labour” στο Emancipating Marx: Open Marxism 3 (London: Pluto Press, 1995), σελ.. 190-191.

18ό.π., σελ. 196.

19ό.π.

20 Werner Bonefeld, “Negative dialectics in miserable times: Notes on Adorno and social praxis” στο “Journal of Classical Sociology” 2012: 1 σελ. 130.

21Bonefeld, “Critical Theory”, σελ. 222.

22 Στμ. Αρχικά της Σοσιαλιστικής Γερμανικής Φοιτητικής Ένωσης (Sozialistische Deutsche Studentenbund), ιδρυμένης το 1946, στο Αμβούργο, ως φοιτητική οργάνωση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD). Τη δεκαετία του 1950 ήρθαν στην επιφάνεια ισχυρές διαφωνίες ανάμεσα στην SDS και το κόμμα, ιδιαίτερα σε σχέση με την υποστήριξη του SPD στον επανεξοπλισμό της Γερμανίας, μέχρι το 1961 όταν το SPD τελικά διέγραψε όλα τα μέλη της SDS από το κόμμα. Μετά τον αποκλεισμό από την κομματική οργάνωση, η SDS έγινε το βασικό στοιχείο της “Εξωκοινοβουλετικής Αντιπολίτευσης” (APO: Außerparlamentarische Opposition), που κατέστη ενεργή μετά τον σχηματισμό ενός μεγάλου συνασπισμού από το SPD και το CDU (η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση της Γερμανίας, το άλλο μείζον κυβερνητικό κόμμα). Η SDS αποτελούνταν κυρίως από φοιτητές κολλεγίων και πανεπιστημίων. Αντιτέθηκε στον πόλεμο του Βιετνάμ και την πολιτική ανάμειξη της Γερμανίας σε αυτόν, στην χρήση των πυρηνικών όπλων, και αντιδρούσε στο ότι πολλοί πρώην Ναζί εξακολουθούσαν να κατέχουν θέσεις με επιρροή στη Γερμανία. Ήθελαν επίσης να προωθήσουν δημοκρατικές δομές σε όλους τους θεσμούς, για παράδειγμα στο σχολείο. Τα μέλη της SDS χρησιμοποιούσαν τις ίδιες μεθόδους διαμαρτυρίας με το αντιπολεμικό κίνημα στις ΗΠΑ εκείνη την εποχή, πχ. καθιστικές διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις. Το φοιτητικό κίνημα έφτασε στο μέγιστο σημείο του το 1968 (όταν αριθμούσε 2.500 μέλη). Στη συνέχεια η επιρροή της SDS άρχισε να μειώνεται και το 1970 διαλύθηκε. Μια προσπάθεια επανασύστασης το 1988 αποδείχτηκε χωρίς αντίκρυσμα.

23Hans-Jürgen Krahl, “The Political Contradictions in Adorno’s Critical Theory” στο Telos, αριθ. 21, Φθινόπωρο 1974, σελ.164.

24 ό.π., σελ.167.

25 Theodor W. Adorno, “Marginalia to Theory and Praxis” στο Adorno: “Critical Models” (Columbia University Press, 1998), σελ. 273. Ο ίδιος ο Αντόρνο επισήμανε ότι αυτό το κείμενο προοριζόταν να είναι μέρος μιας σειράς διαλέξεων το 1969 που, κατά ειρωνεία, χρειάστηκε να διακοπεί εξαιτίας των παρεμβάσεων φοιτητών που καθοδηγούνταν από την SDS. ό.π., σελ.126.

26ό.π., σελ. 269.

27ό.π., σελ.265.

28T. W. Adorno, “Society” στο Salmagundi, No. 10-11, Φθινόπωρο 1969, Χειμώνας 1970, σελ.153.

29ό.π.

Κύκλος αυτομόρφωσης στην “Κοινωνία του Θεάματος”

στην Κατάληψη της Ανάληψης

“Το θέαμα είναι η κατεξοχήν ιδεολογία, γιατί εκθέτει και εκδηλώνει, στην ολότητα του, την ουσία κάθε ιδεολογικού συστήματος: την εξαθλίωση, την καθυπόταξη και την άρνηση της πραγματικής ζωής”

Η Κοινωνία του Θεάματος“, Γκυ Ντεμπόρ

 

Η Καταστασιακή Διεθνής αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της ανάπτυξης του επαναστατικού κινήματος από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και μέχρι τις αρχές αυτής του 1970. Το έργο του Γκυ Ντεμπόρ “Η Κοινωνία του Θεάματος” συνοψίζει με έναν συνεκτικό και πυκνό τρόπο τις θεωρητικές αναπτύξεις των καταστασιακών όχι από την πλευρά μιας αφηρημένης ιδεολογίας αλλά από την κριτική πλευρά του επαναστατικού μετασχηματισμού της καθημερινής ζωής και της ανατροπής της κοινωνίας του θεάματος, δηλ. του “κεφαλαίου που έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό συσσώρευσης ώστε να μετατρέπεται σε εικόνα” (ΚτΘ, Θέση 34).

 

kyklos12

Όπως γράφει ο Ζαν Πιέρ Βουαγιέ:

“Η μοναδική πραγματική χρήση της θεωρίας – σε αντίθεση με την απολογητική θεαματική χρήση της –  είναι η κριτική της θεωρίας. Η μοναδική χρήση κάθε σκέψης άξιας του ονόματός της είναι η κριτική της σκέψης. Η σκέψη έχει σκοπό να δώσει μια μορφή που να επιδέχεται άμεσα κριτική σε ό,τι υπάρχει, επομένως να δώσει μια τέτοια μορφή και στη σκέψη – που υπάρχει…”.

J.P Voyer: “Αναφορά στην κατάσταση των ψευδαισθήσεων στο κόμμα μας και σκέψεις πάνω στην αρχή του κόσμου”, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος.

 

Κατά συνέπεια η πραγματική αξία της θεωρίας των καταστασιακών, εν προκειμένω της θεωρίας της κοινωνίας του θεάματος, είναι η κριτική της χρήση, η κριτική της οικειοποίηση στην πρακτική της επαναστατικής αμφισβήτησης του υπάρχοντος.

“Η κριτική θεωρία του θεάματος δεν είναι αληθής παρά μόνο δια της ενοποίησής της με το έμπρακτο ρεύμα της άρνησης στην κοινωνία, και αυτή η άρνηση, η επανάληψη της επαναστατικής ταξικής πάλης θα αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της αναπτύσσοντας τη θεωρία του θεάματος, που είναι η θεωρία των πρακτικών συνθηκών της συγχρόνου καταπίεσης και αντίστροφα αποκαλύπτει το μυστικό αυτού που θα μπορούσε να είναι”. ΚτΘ, Θέση 203.

Πρωτοβουλιακά λοιπόν ξεκινάμε έναν κύκλο αυτομόρφωσης με επίκεντρο την “Κοινωνία του Θεάματος” του Ντεμπόρ, που προφανώς τέμνεται με την κριτική ανάγνωση και των Χέγκελ, Μαρξ, Μπακούνιν, Φρόυντ και όλων όσων αποτελούν αναφορές της ίδιας της θεωρίας για το θέαμα. Παράλληλα θα θέλαμε να δούμε την καταστασιακή θεωρία και πρακτική ως γενικότερο ρεύμα. Το πρόγραμμα θα συγκεκριμενοποιείται στην πορεία και θα επικοινωνείται διαδικτυακά.

Προφανώς στην διαδικασία αυτομόρφωσης ζητούμενη είναι η ουσιαστική συμμετοχή όλων. Θα ήταν τουλάχιστον οξύμωρο να είμαστε “θεατές” σε μια ανάγνωση της “Κοινωνίας του Θεάματος“! Δεν υπάρχουν ειδικοί “καταστασιολόγοι”. Το κίνητρο είναι η συλλογική ανάπτυξη, με τρόπο συστηματικό και ισότιμο, μιας κριτικής γνώσης για πρακτική επαναστατική χρήση.

 

 

Άτοπη Δημοκρατία

Άτοπη Δημοκρατία

Μια αφήγηση της γαλλικής εξέγερσης της Άνοιξης του 2016

της Asja Crise

O απολογισμός που ακολουθεί, αναγκαστικά ατελής και ίσως επίσης ανακριβής σε κάποια σημεία, θα προσπαθήσει να περιγράψει τους πρόσφατους αγώνες στη Γαλλία όπως αναπτύχθηκαν στην πορεία τεσσάρων μηνών, από τα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τα μέσα του Ιουνίου. Βασίζεται τόσο σε μεταφράσεις υλικού από τις μέρες εκείνες όσο και σε προσωπικές (από πρώτο χέρι) εμπειρίες. Οι αγώνες αυτοί κατανόησαν τον εαυτό τους σαν μια πρόκληση όχι μόνο στον “Εργασιακό νόμο” [Loi du travail] που προτάθηκε από την σοσιαλιστική κυβέρνηση του Μανουέλ Βαλ και του Φρανσουά Ολλάντ, αλλά επίσης – σύμφωνα με ένα κεντρικό σλόγκαν – και “για ολόκληρο τον κόσμο του”, δηλαδή, τις συνθήκες που τον κατέστησαν πιθανό αλλά και παραμένουν εντελώς ανοιχτές στο σλόγκαν. Είναι αυτός ο κόσμος ο καπιταλιστικός κόσμος; Είναι ο “νεοφιλελεύθερος”; Είναι αυτός της επιβεβλημένης από την ΕΕ λιτότητας; Είναι απλά αυτός μιας κατά τα συνηθισμένα προδοτικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης; Εξάλλου υπάρχει το το πιο ριζοσπαστικό, ας πούμε πιο εποικοδομητικό, σλόγκαν που κυκλοφόρησε ανάμεσα στους νεαρούς διαδηλωτές, δανεισμένο από τον τίτλο της επιτυχίας, πέρσι το καλοκαίρι, του παρισινού χιπ-χοπ συγκροτήματος PNL: “le monde ou rien”: “ή τον κόσμο ή τίποτα”. Αν και θα προχωρήσω λίγο-πολύ με χρονολογική σειρά, υπάρχουν μια δυο παρατηρήσεις που θα πρέπει να γίνουν τώρα στην αρχή. Διαλέγω να ξεκινήσω με μια σύντομη έκθεση των συνεπειών των επιθέσεων της 13ης Νοέμβρη και του πλαισίου του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, φτάνοντας στην αρχή των κινητοποιήσεων στα τέλη του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου, με αιχμή του δόρατος τους μαθητές του λυκείου. Αυτή η έκθεση θα εστιάσει επιπλέον στην μητροπολιτική περιοχή του Παρισιού, όπου και ζούσα, με ελάχιστες αναφορές στις άλλες πόλεις.

Εκθέσεις των διαφορετικών φάσεων των αγώνων τυπικά χωρίζονται ως εξής, καθώς το κίνημα μεταλλάσεται από μήνα σε μήνα: ο Μάρτιος είναι ο μήνας της κινητοποίησης των μαθητών των λυκείων (συνεχίζοντας το κίνημα της προηγούμενης χρονιάς ενάντια σε μια διαφορετική εκδοχή του νόμου, που είχε προταθεί τότε από τον Emmanuel Macron, τον υπουργό οικονομικών), ενώ ο Απρίλιος είδε την κατάληψη της πλατείας République από το λεγόμενο κίνημα Nuit Debout και ο Μάιος ήταν ο μήνας των απεργιών και των αποκλεισμών, καθώς το πιο σημαντικό γαλλικό συνδικάτο, η CGT – παραδοσιακά ευθυγραμμισμένη με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα – βρέθηκε αναγκασμένη να μπει στη διαμάχη, σε έναν βαθμό και εξαιτίας των δικών της “ανυπάκουων” απλών μελών. Σε όλη αυτή την ακολουθία, συναντάμε τους περιβοήτους “casseur” [“μπαχακάληδες”, ταραξίες] που είναι μια εντελώς αμφιλεγόμενη φιγούρα μέσα στο κίνημα (και αυτό είναι το ζήτημα). Κουκουλωμένοι προλετάριοι μαθητές του λυκείου; Ριζοσπαστικοποιημένα απλά μέλη των συνδικάτων; Νεολαίοι από τα προαστιακά συγκροτήματα κατοικιών, διψασμένοι και ανυπόμονοι να πολεμήσουν την αστυνομία; “Αναρχικοί” ή “αυτόνομοι” μιλιτάντηδες; – στοχοποιούνται και αποκηρύσσονται από όλους τους αξιοσέβαστους παράγοντες του κινήματος, από τους σοσιαλιστές υπουργούς μέχρι την ηγεσία της CGT, ακόμα και από φωνές της “επαναστατικής” Αριστεράς. Την ίδια στιγμή, η φιγούρα αυτή λειτουγεί ως ενοποιητικό σημείο ταυτοποίησης για το ίδιο το κίνημα: “είμαστε όλοι μπαχακάληδες” ήταν ένα σύνθημα που ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις, ιδιαίτερα στη διάρκεια των έντονων συμπλοκών με την αστυνομία.

Συνέπειες της 13ης Νοέμβρη

Μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι της 13ης Νοεμβρίου, ο σοσιαλιστής πρόεδρος Φρανσουά Ολλάντ κήρυξε πόλεμο και ολόκληρη η γαλλική πολιτική τάξη αποδέχεται αυτή τη δήλωση1. Την 14η Νοεμβρίου, ο “πόλεμος” αποκτά ένα καινούριο όνομα: ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης, που κυρίως επιτρέπει στους μπάτσους να κουβαλάνε όπλα εκτός υπηρεσίας και που απαγορεύει τις διαδηλώσεις, το οποίο έχει επεκταθεί επανειλημμένα από τότε. Ο πόλεμος σαν κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Αλλά εναντίον ποιού; Και πού;

Στους μήνες που ακολούθησαν, οι πρώτες καταλήψεις της République, μιας κεντρικής παρισινής πλατείας στα βόρεια του Σηκουάνα, ήταν διχασμένες: ανάμεσα σε αυτούς που συγκεντρώνονταν ενάντια στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης και σε αυτούς που συγκεντρώνονταν σε μια προσπάθεια αψήφισης του ISIS, του φόβου, κάποιοι κλίνοντας και στα δύο. Η γαλλική ταυτότητα και κυρίως η ταυτότητα της γαλλικής νεολαίας διακυβεύονται. Νέοι, κυρίως λευκοί πολίτες επαγγελματίες καλούν σε “καταλήψεις” στις ταράτσες των καφέ αμέσως μετά τις επιθέσεις: “Ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, μια αίθουσα συναυλιών, η ταράτσα ενός εστιατορίου…Με το να μας επιτεθούνε, επιτίθενται σε αυτά που φοράμε, σε αυτά που αντιπροσωπεύουμε, σε αυτά που αγαπάμε και σε ό,τι λατρεύουμε περισσότερο. Με άλλα λόγια, στοχεύουν τη Δημοκρατία”. Εν τω μεταξύ αυξάνονται εκθετικά τα σταματήματα και οι έλεγχοι στα προάστια και στις γειτονιές της εργατικής τάξης με βάση τη φυλή.

Η τελευταία κατάσταση έκτακτης ανάγκης ήταν τον χειμώνα του 2005. Τα προάστια κάηκαν μετά τις δολοφονίες των Zyed και Bouna στις 27 Οκτώβρη αυτής της χρονιάς (στη μνήμη των οποίων υπάρχει τώρα μια οδός με τα ονόματά τους), και ήταν στη γεωγραφική τους επικράτεια που είχε εφαρμοστεί η κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι η τελευταία κατάσταση έκτακτης ανάγκης που είχε εφαρμοστεί στα γαλλικά εδάφη πριν το 2005 ήταν το 1955, στη

διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας, όταν το FLN2 είχε εξαπολύσει την επίθεσή του. Αυτή η κατάσταση έκτακτης ανάγκης συγκάλυπτε συχνά τον εμφύλιο πόλεμο μέχρι το 1963. Στη διάρκεια των αγώνων ενάντια στον Εργασιακό νόμο, ένα ακόμα στοιχειωμένο υπόλειμμα του πολέμου της Αλγερίας θα χρησιμοποιούνταν: το διάταγμα 49.3 που παρακάμπτει την ανάγκη της υποστήριξης της πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο3.

H μόνη άμεση χρήση της απαγόρευσης των διαδηλώσεων σε εφαρμογή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης ήταν στη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων του Νοεμβρίου (και, αργότερα, με την απειλή για την πορεία της 23ης Ιουνίου, αλλά χωρίς να παρθούν παρόμοια νομικά μέτρα): περίπου 40 άτομα παρέλαβαν στα σπίτια τους δικαστικές κλήσεις μετά από έναν αγώνα υπέρ των μεταναστών, με πρόστιμα που έφταναν συνολικά τις χιλιάδες ευρώ. Στη συνέχεια, μετά τις διαδηλώσεις εν αναμονή του συνεδρίου των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP21) στις 29 Νοεμβρίου, 317 άτομα προφυλακίστηκαν. Αυτές οι μαζικές συλλήψεις είχαν πιο πρόσφατα προηγούμενα: για παράδειγμα, στη διάρκεια του κινήματος για τον θάνατο του Rémi Fraisse τον Οκτώβριο του 2014, ο οποίος δολοφονήθηκε από την αστυνομία σε μια διαμαρτυρία εναντίον του σχεδίου για την κατασκευή αεροδρομίου στην περιοχή της Notre-Dame-Des-Landes.

Σε ολόκληρη τη γαλλική επικράτεια περισσότερες από 2200 επιδρομές της αστυνομίας διενεργήθηκαν που συνοδεύτηκαν με 300 συλλήψεις σε σπίτια πριν την COP21. Τέσσερα τζαμιά έκλεισαν για την υποτιθέμενη ριζοσπαστικοποίησή τους. Μας διαβεβαίωσαν ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είχε αποτέλεσμα και στην καταπολέμηση της μικροεγκληματικότητας: “μια ευκαιρία να κάνουμε ένα καθάρισμα πέρα από εκεί που υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουμε”. Διακινητές ναρκωτικών και ακτιβιστές είναι κατεξοχήν οι στόχοι αυτών των επιδρομών.

Ο αγώνας αρχίζει

Στις 17 Φεβρουαρίου, του 2016, αποκαλύπτεται στην εφημερίδα Le Parisien η αρχική πρόταση για τον νόμο. Αυτή η εκδοχή του νόμου περιέχει την ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη αλλαγή για την εργάσιμη εβδομάδα των 35 ωρών, η οποία θα απαλειφόταν στην τελική εκδοχή. Στις 19 Φεβρουαρίου, λανσάρεται ένα διαδικτυακό υπόμνημα ενάντια στον προτεινόμενο νόμο και υπογράφεται από περοσσότερα από ένα εκατομμύριο άτομα μέσα σε δύο εβδομάδες. Η 9η Μαρτίου θα είναι η πρώτη μέρα πανεθνικής δράσης που καλούν τα συνδικάτα. Όμως, οι μαθητές των σχολείων είχαν ήδη αυτοοργανωθεί από την στιγμή που η κυβέρνηση είχε ανακοινώσει τις μεταρρυθμίσεις, ακολουθώντας ένα αρχικό κάλεσμα από την “Εθνική Ένωση Μαθητών Γαλλίας” (L’Union Nationale des Étudiants de France, UNEF). Για τις τρεις πρώτες εβδομάδες του Μαρτίου, οι μαθητές των σχολείων πραγματοποιούσαν σταθερά άγριες πορείες και συγκρούσεις με την αστυνομία, τόσο στη διάρκεια των ημερών πανεθνικής δράσης όσο και άσχετα από αυτές. Επέλεξαν έναν τόπο και ώρα από τις διαδηλώσεις εναντίον της προτεινόμενης εκδοχής του Εργασιακού νόμου από τον Macron τον προηγούμενο χρόνο: συνάντηση στις 11πμ πριν από τις καλεσμένες από τα συνδικάτα απογευματινές πορείες. Αυτά τα καλέσματα συντονίζονταν χαλαρά από το MILI, το “Ανεξάρτητο Κίνημα Κοινών Αγώνων” (“Mouvement Inter Luttes Indépendant”), μια ομάδα παιδιών που μόλις είχαν αποφοιτήσει από το σχολείο και συνενώθηκαν το 2013 για να μπλοκάρουν την αποβολή ενός φίλου τους εξαιτίας του μεταναστευτικού του στάτους (τότε αποκαλούνταν “Mouvement Inter Lycées Indépendent”, “Ανεξάρτητο Διαλυκειακό Κίνημα”). Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν συνελεύσεις μαθητών, αρχικά κυρίως από το Παρίσι, που γρήγορα επεκτάθηκαν στα προάστια, όπου απεργούσαν επίσης οι καθηγητές (για παράδειγμα, στο Λύκειο “Μότσαρτ”).

Οι φοιτητές ενώθηκαν σύντομα με το κίνημα και επιχειρήθηκαν καταλήψεις πανεπιστημίων – όπως η απόπειρα κατάληψης στις 16 Μαρτίου του Tolbiac (Paris 7) μετά τη δεύτερη πανεθνική κινητοποίηση (που περιγράφηκε ως η πιο “χαρωπή”, δεδομένης της πολύ μεγάλης παρουσίας μαθητών). Είναι παράνομο να βρίσκεται κανείς στην πανεπιστημιούπολη όταν αυτή είναι κλειστή την ημέρα μιας απεργίας, ακόμα και για μια “ειρηνική συγκέντρωση διαμαρτυρίας”. Ο διευθυντής του πανεπιστημίου καλεί την αστυνομία στο πρώτο μισάωρο για τους 100 φοιτητές που είχαν οχυρωθεί μέσα στην πανεπιστημιούπολη. Παντού υπάρχουν ασφαλίτες μαζί με 500 Ματατζήδες και περίπου 20 βανάκια. Πολλοί μαθητές καταφτάνουν καθυστερημένα αλλά μόνο στη στιγμή για να είναι μάρτυρες της βάρβαρης αντίδρασης της αστυνομίας εναντίον των καταληψιών στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν. Αξιοποιώντας αυτή την αρχική ορμή, οι μαθητές ενώθηκαν με φοιτητές και “αυτόνομους” σε μια διαδήλωση στις 22 Μαρτίου, μια από τις πρώτες στη διάρκεια των οποίων επιδείχθηκε πολύ καθαρά η τακτική της “περικύκλωσης” της αστυνομίας4.

Για πρώτη φορά το αυτόνομο κομμάτι των πορειών των συνδικάτων πηγαίνει στην κεφαλή (la tête) των διαδηλώσεων, από το να μένει προς τα πίσω. Η ανεργία των νέων δεν επιλύθηκε από την προεδρία του Ολλάντ (μια από τις βασικές προγραμματικές εξαγγελίες του), αλλά αυξήθηκε. Η υπόσχεση του νόμου για “περισσότερες δουλειές”, αλλά σκατοδουλειές και workfare5, απορρίφθηκαν κατηγορηματικά από τη νεολαία, οργανωμένη ή μη σε συνδικάτα. Τα συνδικάτα χρειάζονταν τη “νεολαία” στην κεφαλή των πορειών, ώστε να είναι το πρόσωπο της πανωλεθρίας του Ολλάντ· αλλά να είναι μια “καλή”, ήσυχη νεολαία – όχι όπως η νεολαία του Λυκείου Bergson στις 25 Μαρτίου.

Οι μαθητές των λυκείων, συχνά σε ένδειξη αλληλεγγύης με τους απεργούς δασκάλους, μπλόκαραν τις σχολικές μονάδες σε ολόκληρη τη Γαλλία: με φωτιές, με κάδους, με οτιδήποτε. Αυτοί οι αποκλεισμοί προκάλεσαν την εμφάνιση των μπάτσων και των ματατζήδων. Στις 24 Μαρτίου, έγινε viral ένα βίντεο που έδειχνε έναν μπάτσο, ο οποίος αργότερα κατηγορήθηκε, που χτυπούσε βίαια έναν μαύρο μαθητή έξω από ένα αποκλεισμένο Λύκειο Bergson. Το επόμενο πρωί, οι μαθητές βγήκαν έτοιμοι, ως επί το πλείστον με μάσκες και κουκούλες. Περιμένοντας έξω από το σχολείο, γίνονταν ομιλίες από μαθητές που στέκονταν στον φράχτη. Οι δάσκαλοι κοίταγαν και στις δυο κατευθύνσεις, και μέσα από το σχολείο και δίπλα στους μαθητές τους. Κάθε καινούρια ομάδα παιδιών, αγόρια και κορίτσια, που επέλεγε να μην μπει στο σχολείο επευφημούνταν και κατακλυζόταν από αγκαλιές καθώς ενωνόταν με το υπόλοιπο πλήθος. Η αρχική ομάδα από 100-200 περίπου άτομα κατέβηκε τον λόφο από το πάρκο Buttes Chaumont με ένα γρήγορο, έντονο βήμα με τη συνοδεία μουσικής. Η πρώτη στάση ήταν μια αστυνομική διεύθυνση κοντά στο κανάλι που “βεβηλώθηκε” ήπια. Οι μπάτσοι κοίταγαν σαστισμένοι τα σκουπίδια που είχαν μαζευτεί, καθαρίζοντας τους στρατώνες ενώ ένα καθαριστικό του δήμου έξυνε ήδη το γκράφιτι. Η ομάδα ξεχύθηκε πάλι πίσω πάνω στον λόφο και επιτέθηκε σε μια δεύτερη αστυνομική διεύθυνση, αυτή τη φορά πιο κοντά στο σχολείο, και οπλισμένη με πέτρες, φωτοβολίδες, σωλήνες και ένα φτυάρι. Στη συνέχεια απαλλοτριώθηκε ένα γειτονικό σούπερ μάρκετ “για τους μετανάστες”, μέσα σε όλα τα άλλα πάρθηκαν και Πασχαλινά αυγά.

Στη διάρκεια αυτού του μήνα, το πανεπιστήμιο είναι ακόμα ένα σημείο συνάντησης που έχει νόημα: σχηματίζονται συνελεύσεις από ένα σωρό διαφορετικές πανεπιστημιουπόλεις του Παρισιού. Τα πανεπιστήμια και αλλού αρχίζουν να “ζεσταίνονται”: για παράδειγμα, υπάρχει μια αποτυχημένη κατάληψη στο Μπορντώ που κλιμακώθηκε πολύ γρήγορα και δεν κράτησε για πολύ. Στις συνελεύσεις, οι μαθητές των σχολείων, οι μιλιτάντηδες, οι φοιτητές, πιο ριζοσπάστες συνδικαλιστές συναντιούνται όλοι μαζί. Υπάρχουν πολλές συζητήσεις σχετικά με το τι είναι καινούριο σε αυτούς τους αγώνες δεδομένης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και της σοσιαλιστικής προεδρίας αλλά επίσης και αυτού που είναι οικείο – πολλοί από τους παρόντες στις συνελεύσεις είχαν εμπλακεί και στους αγώνες ενάντια στον νόμο CPE6 και ήρθαν προετοιμασμένοι να μεταδώσουν εμπειρίες: ποιο είναι το όριο του κινήματος που οργανώνει τον εαυτό του γύρω από την απόρριψη ενός νόμου; Μπορεί να γενικευτεί;

Nuit Debout: Ένα γενικό όνειρο

Η 31η Μαρτίου ήταν η τρίτη σημαντική μέρα διαμαρτυριών που είχαν καλέσει τα συνδικάτα, 200 σε ολόκληρη τη Γαλλία, και επρόκειτο να είναι η δεύτερη σε αριθμό συμμετοχής του κοινωνικού κινήματος. Νωρίτερα την ημέρα εκείνη, 50 Λύκεια στο Παρίσι είχαν αποκλειστεί, από τα οποία μόνο 20 τηρώντας την απεργιακή μέρα. Μερικές δειλές απεργίες στο μετρό και στους σιδηροδρόμους είχαν επίσης ξεκινήσει, καθώς και οι συνεχιζόμενες εσωτερικές εταιρικές διαμάχες στην Air France. Στη διάρκεια της κινητοποίησης που είχαν καλέσει τα συνδικάτα, μακαρίως εκδικητική παρά τη βροχή – με ένα εκατομμύριο στο Παρίσι, διπλάσιο αριθμό από τις κινητοποιήσεις της 9ης Μαρτίου, αριθμοί που δεν επαναλήφθηκαν μέχρι τη “μάχη” της 14ης Ιουνίου – μοιράζονταν φέιγ-βολάν που έλεγαν να μην πάει ο κόσμος στα σπίτια του μετά το τέλος της πορείας, αλλά να πάει στην πλατεία République. Το σύνθημα των αυτόνομων και των μαθητών “Paris debout, soulève toi!”, “Παρίσι, σήκω, ξεσηκώσου” το ιδιοποιήθηκαν: Nuit Debout. To επικαλούνται οι εκδότες ενός αριστερίστικου περιοδικού, του Fakir, του οποίου το σλόγκαν είναι “εξαγριωμένοι με όλους, σχεδόν με όλους”. Πραγματικά, οι εκδότες του περιοδικού διατηρούσαν άτυπους δεσμούς με το “Κόμμα της Αριστεράς” (Parti de Gauche) του Ζαν-Λυκ Μελανσόν7.

Έτσι ξεκίνησε το πέρασμα του Μαρτίου στον Απρίλιο. Η πρώτη νύχτα, με ένα πλήθος κυρίως τύπων λευκών μεσοαστών μαθητών που ανταποκρίθηκαν στον ψευδο-βασιλιά της επερχόμενης κοινότητας του Nuit Debout, τον Σπινοζικό οικονομολόγο Frédéric Lordon και σε μια ελεύθερη προβολή της ταινίας “Merci Patron!” (2016) του ιδρυτή του περιοδικού Fakir François Ruffin, ένα υποκινητικό ντοκυμαντέρ, σε στυλ Μάικλ Μουρ, που εστιάζει στην εξωτερική ανάθεση των γαλλικών δουλειών και στοχεύει τον μαγνήτη της πολυτέλειας Bernard Arnault, και που κατέληξε να προσελκύει ένα ευρύτερο πλήθος. Ο Lordon και ο Ruffin είχαν οργανώσει μια συνάντηση στις 23 Φεβρουαρίου στην “Εργατική Λέσχη8” (Bourse du Travail) με θέμα “Πώς να τους τρομάξετε” σχετικά με το φιλμ του δεύτερου. Οι αρχές του κινήματος Nuit Debout σημαδεύτηκαν από την επιθυμία να “καταπιεί” αυτά τα υπάρχοντα ρεύματα στην δική του άμορφη μορφή – “Είμαι Nuit Debout”, χωρίς οποιαδήποτε αιτήματα – μια επιθυμία που τελικά συνάντησε αντίσταση από πολλούς συμμετέχοντες, που ο καθένας είχε φέρει πολύ συγκεκριμένα αιτήματα που σχετίζονταν είτε με έναν συγκεκριμένο αγώνα, την εμπειρία φτωχοποίησης είτε με την δική του “ακραία” πλατφόρμα9.

Ένα από τα εντυπωσιακά πράγματα σχετικά με τις πρώτες μέρες των μικρών ακόμα συνελεύσεων στις αρχές του Απρίλη ήταν η ανακήρυξη της πλατείας ευθύς εξαρχής σε μια ζώνη ελεύθερη από μπάτσους. Δυο ή τρεις μπάτσοι που περιπολούσαν κοίταζαν. Αμέσως σχεδιάστηκαν σήματα που έλεγαν ότι η αστυνομία δεν ήταν καλοδεχούμενη εκεί – και πραγματικά, οι μπάτσοι ήταν, τελικά, σπάνια παρόντες άμεσα στην πλατεία στη διάρκεια του νόμιμα καθιερωμένου ωραρίου του Nuit Debout. Βασικά, η κατάληψη ακολουθούσε τη διάταξη της πόλης να τελειώνει κατά τη 1πμ, ένας κανονισμός που πολλές φορές επιβλήθηκε με τη βία. Στην αρχή η πλατεία ήταν ακόμα σημαδεμένη ως ένα μνημείο καθώς και ως ένα προπύργιο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης με περιπολίες και βανάκια της αστυνομίας να έχουν περικυκώσει ήδη τη γειτονική περιοχή· το κίνημα του Nuit Debout έπρεπε να την “αποσπάσει από το κράτος και την μνήμη αυτών που σύχναζαν περισσότερο στην περιοχή τον επόμενο ενάμιση μήνα. Οι “σέλφις” μπροστά στο κεντρικό άγαλμα της πλατείας ήταν πολύ λιγότερες, εκτός και αν επρόκειτο να φωτογραφήσουν όσους χόρευαν στην κορυφή του. Τα γειτονικά μπαρ και εστιατόρια που είχαν δεχτεί τις επιθέσεις ξανάνοιξαν. Όμως η παρουσία της αστυνομίας αυξήθηκε πραγματικά με το ξεκίνημα του Nuit Debout. Γέμισαν έναν κομβικό δρόμο που οδηγούσε στην Belleville, βάζοντας ανακοινώσεις σε μερικά από τα μπαρ που θα ήταν πολυσύχναστα να πάρουν μια απόσταση από την πλατεία καθώς και ότι θα μπορούσαν να είναι στόχος επιθέσεων με μολότοφ στη διάρκεια πιο ταραγμένων βραδιών (ενώ τα δακρυγόνα ρίχνονταν μέσα στη γραμμή του μετρό, εμπλέκοντας ακόμα και αυτούς που δεν θα το ήθελαν). Για εκείνους τους μήνες, κανείς δεν έμοιαζε να νοιάζεται πλέον, ούτε ακόμα και τα μέσα ενημέρωσης, σχετικά με τη ζωή του μνημείου (σε σύγκριση με την “σοκαριστική” καταστροφή της πλατείας από τις “παράνομες” ταραχές στη διάρκεια της Σύσκεψης COP21).

Μια πολλαπλότητα άνοιξε στην πλατεία: ωθούμενη κυρίως από το “ξεφύτρωμα” πολλαπλών “επιτροπών” (για παράδειγμα, πολιτικής οικονομίας, καθοδηγούμενης κυρίως από τύπους “bitcoin” χωρίς καμμιά ιδιαίτερη “κριτική”, γαλλο-αφρικανικών σχέσεων, οργανωτικών καθηκόντων κ.λπ.) που λάμβαναν χώρα παράλληλα σε μια γενική συνέλευση με “ελεύθερο βήμα” και με την συμμετοχή όλων, από τον ακραίο κηπουρό της διπλανής πόρτας μέχρι τους απεργούς σιδηροδρομικούς. Πολλές γυναίκες που σύχναζαν στην πλατεία ανέφεραν περιστατικά παρενόχλησης· μια αποκλειστική/μη-μικτή10 επιτροπή συστήθηκε επί τόπου ενώ μια μαρξιστική φεμινιστική επίσης μη-μικτή ομάδα αρχίζει να συναντιέται στην παραπλήσια Εργατική Λέσχη (που θα σχημάτιζαν επίσης τα δικά τους μπλοκ και θα τραγουδούσαν τα δικά τους συνθήματα στις πορείες). Οι σκηνές, που αυξήθηκαν σε αποτελεσματικότητα στη διάρκεια του μήνα, άνοιξαν γύρω στις 6μμ, αλλά άνθρωποι άρχισαν να μαζεύονται νωρίτερα για να μιλήσουν ή να κάνουν ένα διάλειμμα για φαγητό. Διαφορετικές ομάδες έστησαν τραπεζάκια ή έπιασαν χώρο, σημεία πληροφόρησης [infoshops], τα παιδιά του MILI, Κούρδοι, Παλαιστίνιοι, οδηγοί ταξί που πέρναγαν από κει κόρναραν σε ένδειξη συμπαράστασης, ντελιβεράδες της Kangaroo απλά άραζαν, ρέιβερς προσπαθούσαν να επιδειχτούν11 κ.λπ. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι επί μήνες πριν υπήρχε μια σκηνή από ανθρώπους που είχαν υποστεί έξωση από κοινωνικές κατοικίες, μέρος του προγράμματος ωραιοποίησης και άνθισης της αγοράς ακινήτων στο πλαίσιο των ολυμπιακών υποψηφιοτήτων και του σχεδίου επέκτασης του “Μείζονος Παρισίου”. Αυτή η σκηνή και ο στόχος της ενσωματώθηκαν στην ευρύτερη κατασκήνωση. Στήθηκε μια καντίνα με συνεισφορά ανάλογα με τη δυνατότητα καθενός και ανάμικτες κριτικές – κάποιοι Σύριοι πρόσφυγες που στριμώχνονταν σε μια γωνιά του δρόμου προτιμούσαν κατά περιόδους κάτι άλλο. Υπήρχε ένας ένας ραδιοφωνικός σταθμός που παρουσίαζε κάθε τι, ακόμα και κάποιους φοιτητές σε απεργία ενοικίου στο Λονδίνο που επισκέπτονταν το Παρίσι. Άστεγοι άνθρωποι (αυτοί χωρίς μια σταθερή διαμονή) άρχισαν επίσης να χρησιμοποιούν το Nuit Debout ως έναν πόρο και έστησαν οι ίδιοι μια “οργανωτική” σκηνή – στην οποία παρόλα αυτά δεν μπορούσαν να κοιμηθούν το βράδυ. Μετανάστες έστησαν κατασκηνώσεις πιο δίπλα, το καλλίτερο που μπορούσαν να κάνουν απέναντι στις εξώσεις της αστυνομίας, και στις οποίες μπορούσαν όντως να μείνουν στη διάρκεια της βραδιάς· κάποιες νύχτες μπήκαν στη δυναμική, με πορείες από και προς την πλατεία. Μια αρχική διαφωνία στο εσωτερικό της πλατείας αφορούσε το αν θα επιτρεπόταν η ύπαρξη πάγκων με λουκάνικα τύπου merguez12. Κατά διαστήματα στηνόταν μια φουσκωτή σκηνή προτζέκτορα, που έφερνε ταινίες για τα ZAD13, τους Μαύρους Πάνθηρες κ.λπ. στην πλατεία. Αλλά η βραδιά που προσήλκυσε τον περισσότερο κόσμο ήταν αυτή με τη συμφωνία του Dvorak, ενώ μποξέρ πυγμαχούσαν παραδίπλα για ένα άλλο κοινό. Όλα αυτά υπό την πανσέληνο.

Στο μεταξύ οι αποκλεισμοί των σχολείων συνεχίζονταν στο Παρίσι και στα προάστια, όπως και οι άγριες διαδηλώσεις από την πλατεία Nation με ή χωρίς μια καλεσμένη πανεθνική μέρας δράσης. Στις 5 Απριλίου καλείται άλλη μια πορεία από τα συνδικάτα, υπάρχουν εφτά μικρότερες πορείες την ίδια μέρα, ξεκινώντας με αποκλεισμούς σχολείων. Το πρωί ξεκινά με φλεγόμενα οδοφράγματα στο Λύκειο Levallois-Perret. Υπάρχουν γύρω στους 1500 μαθητές στην πορεία από την Nation και στη συνέχεια πολλές άγριες διαδηλώσεις, μετά την κύρια πορεία των συνδικάτων, που καταλήγουν στην République γύρω στις 4μμ., όπου ο κόσμος προσπαθεί να αποφασίσει για ένα σχέδιο δράσης απέναντι στην επαπειλούμενη εκκένωση της πλατείας που, όμως, δεν επιχειρείται τελικά. Στις 8 Απριλίου έγιναν 38 συλλήψεις μαθητών στην περιοχή του Île-de-France, 22 από τους οποίους ήταν στο προάστιο 93, Seine-Saint-Denis (με την αιτιολογία ότι πετούσαν περιττώματα, “μια προτροπή σε ταραχές”). Ένα αμάξι καίγεται, κάδοι φλέγονται, η αστυνομία χρησιμοποιεί βομβίδια διασποράς και δακρυγόνα – μερικοί μαθητές τραυματίζονται. Υπάρχουν αποκλεισμοί σχολείων που καταστέλλονται από την αστυνομία αυτή την ίδια μέρα σε ολόκληρη τη Γαλλία, για παράδειγμα στο Μονπελιέ.

Στη συνέχεια, μια άλλη κομβική νύχτα γι’ αυτό τον μήνα και για την ένταση στην Nuit Debout είναι η “apéro chez Valls” – ποτά στην κατοικία του Πρωθυπουργού Μανουέλ Βαλ – το απόγευμα της 9ης Απριλίου, μετά από μια ακόμα μέρα πανεθνικής κινητοποίησης σχεδόν 100.000 ατόμων στο Παρίσι. Κάποιος, στη διάρκεια της συνέλευσης, ισχυρίστηκε ότι ήταν η μεγαλύτερη άγρια διαδήλωση από τον καιρό του κινήματος ενάντια στον νόμο CPE το 2006, με σχεδόν 2.000 άτομα να ψάχνουν το σπίτι του Πρωθυπουργού (ασαφώς). Στη συνέχεια, η κυκλοφορία γύρω από την République μπλοκάρεται, με τα αμάξια να μεταμορφώνονται σε εστίες φωτιάς. Είναι φανερό στην πλατεία ότι θα παιχτεί η παλιά ένταση ανάμεσα στους “μπαχακάληδες” (casseur) και τους “πολίτες” (citoyen), αλλά σε μικρότερο βαθμό από ό,τι σε προηγούμενα κινήματα – με το Nuit Debout να είναι το κοινό πεδίο και των δύο υποκειμένων και με μια πραγματική απώλεια πίστης στις αντιπροσωπευτικές πολιτικές που βρίσκει συμπάθεια στο “συγκινησιακό” κομμάτι των ταραχών14 ή της εξέγερσης. Στις εβδομάδες που ακολούθησαν υπάρχει μια άγρια πορεία σχεδόν κάθε μέρα από την République, φωνάζει το σύνθημα “Manif Sauvage”, κάνει τον κύκλο της πλατείας για να μαζέψει διάφορους περίεργους, συνήθως για να κάνει θόρυβο έξω από ένα αστυνομικό τμήμα ή απλά για να τις “παίξει” με τους μπάτσους, στο Μαραί, την πολυτελή γειτονιά του Παρισιού κάτω ακριβώς από την République. Σημειωτέον, στις 14 Απριλίου, η αστυνομία πραγματικά “τσάκισε” τις άγριες πορείες των μαθητών που προηγήθηκαν των πορειών των συνδικάτων. Πολλοί συνελήφθηκαν εκείνο το πρωί, κάνοντας την κεφαλή της πορείας να μοιάζει άδεια μέχρι τη στιγμή που οι μαθητές ενώθηκαν και πάλι με την πορεία. Εκείνες τις επόμενες μέρες, άγριες πορείες συνεχίζουν να εκκινούν από την République και άλλοι αποκλεισμοί φαστφουντάδικων κ.λπ, ξεκινούν, υποστηριζόμενοι επίσης από μαθητές.

Στις 20 Απριλίου υπάρχει μια καθοριστική συνέλευση που οργανώνεται από το Fakir, τον Lordon και τον Ruffin στην “Εργατική Λέσχη”15.Εδώ, ο “μη-αιτηματικός” χαρακτήρας του Nuit Debout – προσδεμένος στον χώρο ελεύθερου λόγου,, έναν χώρο χωρίς ανθρώπινα μικρόφωνα – μετατράπηκε σε ένα “πώς κάνουμε μια γενική απεργία” με διάφορα μέλη συνδικάτων και μαθητές επίσης παρόντες, με τον Lordon να προβοκάρει τους συνδικαλιστές και τον Ruffin, κάπως λιγότερο σχολαστικό, να καθορίζουν ότι μόνο συγκεκριμένες προτάσεις, όχι αφηρημένες γενικολογίες – που θα έπρεπε να δωθούν μέσα σε ένα λεπτό! – θα μπορούσαν να ακουστούν (ενώ ο ίδιος μιλούσε πολύ περισσότερο). Οποιοσδήποτε πήγαινε να μιλήσει στομφώδικα για “Global Debout”, για παράδειγμα, γιουχαριζόταν και αποδοκιμαζόταν με σφυρίγματα. Η υπόθεση αυτή αφορούσε τη Γαλλία. Το δωμάτιο, κατάμεστο από σχεδόν 200 άτομα, ήταν υπερβολικά “λευκό”, περισσότερο από όσο είχε γίνει η πλατεία – ένα πραγματικό “κόσκινο” αυτών που ενδιαφέρονταν για την “συγκεκριμένη αφηρημένη πολλαπλότητα” του Nuit Debout· κανένας μαθητής δεν ήταν παρών, μόνο ένας ηγέτης από μια φοιτητική ένωση μίλησε για “τη νεολαία”.

Στις 21 Απριλίου υπάρχει το πρωί ένας αποκλεισμός των λεωφορείων της RATP16 στο Saint-Denis και μια συγκέντρωση μαθητών και σιδηροδρομικών κοντά στον σταθμό του Austerlitz και το Salpétrière. Το βράδυ στις 21 και 22 Απριλίου ένα κατειλημμένο παλιό σχολικό κτίριο στο 19ο διαμέρισμα ανοίγει για 400 μετανάστες με την υποστήριξη του Nuit Debout (ή τουλάχιστον, υπάρχει μια πινακίδα στην είσοδο· αλλά όσοι βοήθησαν δεν συνδέονται “επίσημα” ούτε περιορίζονται στο Nuit Debout). Θα κρατήσουν την κατάληψη μέχρι τις 4 Μαΐου όταν για πρώτη φορά είναι που η ίδια η αστυνομική διεύθυνση, όχι ο δήμος, που δίνει την εντολή της εκκένωσης (πιθανόν εξαιτίας των δεσμών με το Nuit Debout). Στη διάρκεια αυτών των ημερών γίνονται και άλλες βραχύβιες καταλήψεις “εκτός της πλατείας”, συμπεριλαμβανομένης αυτής του Théâtre de l’Odéon και της Comédie Française· καθοδηγούμενες από αυτούς που δουλεύουν στις τέχνες και λαμβάνουν επαπειλούμενες κρατικές επιχορηγήσεις. Στο σημείο αυτό μπορούμε επίσης να ανακαλέσουμε ότι στη διάρκεια αυτών των μηνών υπάρχουν απεργίες πείνας στο Καλαί καθώς το μεγαλύτερο στρατόπεδο μεταναστών κοντά στο Τούνελ του Καναλιού της Μάγχης αποδεκατίζεται από τις δυνάμεις των ΜΑΤ. Νωρίτερα στη χρονιά είχαν γίνει κινητοποιήσεις εκεί, που είχαν κατασταλεί πολύ άγρια, με το κράτος να θέλει διακαώς να τοποθετήσει αυτά τα καινούρια βιομετρικά κοντέινερ που μπορούν να στεγάσουν τον μισό μόνο πληθυσμό του στρατοπέδου μεταναστών στο Καλαί.

Στις 28 Απριλίου, την 59η Μαρτίου, γίνεται μια απόπειρα αποκλεισμού του Porte de Gennevilliers το πρωί, με πολλές συλλήψεις, πριν από μια ακόμα πανεθνική διαδήλωση, την τέταρτη μέχρι τότε, που τελειώνει στην Nation στο Παρίσι, όπου τα δακρυγόνα και ο πετροπόλεμος με τους μπάτσους είναι στο “φόρτε” τους. Στη διάρκεια της κεντρικής πορείας, βλέπουμε την τακτική της αστυνομίας να αποκόπτει την εκτός συνδικάτων κεφαλή της πορείας από τα συνδικάτα, αφήνοντας σε αυτά το αν θα συνεχίσουν στην ίδια διαδρομή ή όχι (όπως και στην επόμενη διαδήλωση της 1ης Μαΐου όπου εφαρμόστηκε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο η τακτική του kettling, αν και κάπως “διαπερατά”, παρά τις καλλίτερες προσπάθειες του Haussmann). Τα συνδικάτα κάθε φορά αποφάσιζαν να πηγαίνουν με την κεφαλή, ακόμα και όταν οι “Μονάδες Τάξης” (Service d’Ordre) της CGT εξακολουθούσαν να απωθούν τους διαδηλωτές από το να προχωρήσουν μπροστά σχηματίζοντας αλυσίδες17. Όλες οι πέτρες, που μαζεύονται στην σταθμό του d’Austerlitz, χρησιμοποιούνται στην Nation πριν από την απόπειρα ολονύχτιας κατάληψης της République για την οποία βγαίνουν τρικάκια και σχεδιάζεται για αργότερα: #RamèneTaPlanche: “Φέρτε τις δικές σας σανίδες”, #OnOccupeMieuxQueÇa: “Καταλαμβάνουμε και καλλίτερα από αυτό”, #OnReste: “Μένουμε”. Η γενική υποστήριξη για την κατάληψη είναι μικρή, ίσως εξαιτίας της απουσίας μιας πειστικής πρότασης στη γενική συνέλευση. Ή, όπως σημείωσε ένας σχολιαστής, οι άνθρωποι δεν είναι ακόμα τόσο απελπισμένοι κοινωνικά για να μείνουν την νύχτα, σε αντίθεση με την Ισπανία. Η πλατεία, μαζί με τo όμορφα κατασκευασμένo αγρόκτημα (hacienda) Situ, εκκενώνεται βίαια από την αστυνομία. Όσοι συνωστίζονται μέσα στο κτήμα ή το φρούριο χτυπιούνται με αέρια νεύρων, ένα κλικ αναβάθμιση από τα δακρυγόνα. Όταν καταστρέφεται το αγρόκτημα, αυτοί που δεν έχουν ξεφύγει χτυπιούνται από τους μπάτσους με πολλούς σοβαρούς τραυματισμούς. Η εκτεταμένη βία αναφέρθηκε ότι οφειλόταν στο γεγονός ότι ένας αστυνομικός είχε πέσει σε κώμα νωρίτερα την ίδια μέρα.

Μια “ανανεούμενη κατάληψη”, τουλάχιστον με το Nuit Debout σαν βάση, η δημιουργία μιας μικρής οχυρωμένης πόλης σε μια στρατιωτικοποιημένη πόλη, αποδεικνύεται πιο δύσκολη από μια κυλιόμενη, γενική απεργία και οικονομικό αποκλεισμό, που ξεδιπλώνεται με πλήρη ισχύ τον Μάιο (με την δική της περιορισμένη χρονικότητα). Κάποιοι παρατηρούν ότι ο ηγέτης της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGT), o Philippe Martinez, πρέπει να αισθάνθηκε υποχρεωμένος να υιοθετήσει μια πιο ριζοσπαστική γραμμή μετά το συνέδριο της CGT στις 28 Απριλίου ώστε να κλείσει το χάσμα ανάμεσα στην ηγεσία του συνδικάτου και της ριζοσπαστικοποιημένης βάσης του, ένα κομμάτι της οποίας φαίνεται να ενώνεται με τις αυτόνομες ομάδες στις διαδηλώσεις (όπως οι σιδηροδρομικοί και οι ταχυδρομικοί).

Απεργία, αποκλεισμοί…

H αρχή του Μαΐου στο Παρίσι σημαδεύεται από μια διαδήλωση της Πρωτομαγιάς που περικυκλώνεται, με παιδιά και ηλικιωμένους να χτυπιούνται με δακρυγόνα ενώ οι υπόλοιποι εκτός συνδικάτων διαδηλωτές γιορτάζουν. Το κράτος αρχίζει επίσης την καταστολή του ενάντια στους πρώτους βασικούς παράγοντες του κινήματος: 42 μαθητές δέχονται δικαστικές κλήσεις στις 2 Μαΐου, με 13 συλλήψεις από το Λύκειο Léonard de Vinci (στο προάστιο 92). Στα σπίτια των γονιών μερικών από αυτούς γίνονται ακόμα και επιδρομές της αστυνομίας. Ένας μαθητής από το Λύκειο Voltaire (στο Παρίσι) κινδυνεύει με 15 χρόνια φυλάκισης· ανάλογες κατηγορίες για έναν μαθητή στην Ναντ (απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά αστυνομικού). Φαίνεται ότι κλήσεις δέχτηκαν κυρίως παιδιά από τα προάστια – όχι τόσο αυτά που συμμετείχαν μέσα στο Παρίσι. Στο Παρίσι, συνεχίζονται και πάλι μικροί αποκλεισμοί σε φαστφουντάδικα. Αλλά η μεγαλύτερη είδηση μέχρι αυτό το σημείο είναι ότι η ίδια η αστυνομία θα οργανώσει τη δική της διαδήλωση ενάντι στο “αντι-μπατσικό μίσος” στις 18 Μαΐου στην République. Στις 9 Μαΐου γίνεται ένα κάλεσμα για να “περικυκλωθεί” μέσα στην πλατεία η αστυνομία. Φασιστικές ομάδες, όπως η Ligue de Défense Juiv καλούν σε στήριξη της πορείας.

Μια αποφασιστική μέρα ήταν η 10 Μαΐου και αυτό όχι μόνο εξαιτίας μιας απόπειρας να μποκαριστεί ένας αυτοκινητόδρομος από 150 ακτιβιστές κοντά στον Σηκουάνα σε ένδειξη αλληλεγγύης με τους απεργούς στην Mayotte. Την ίδια μέρα, η κυβέρνηση σπρώχνει τον νόμο ένα ακόμα επίπεδο παραπάνω, παρά τις διαιρέσεις στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, χρησιμοποιώντας το προαναφερθέν άρθρο 49.3 – και πάλι, ένα κατεπείγον διάταγμα που δεν απαιτεί πλειοψηφία, με προηγούμενο στον πόλεμο της Αλγερίας. Άνθρωποι συγκεντρώνονται έξω από την Εθνοσυνέλευση στη βροχή, με άγριες διαδηλώσεις να ξεσπάνε σε ολόκληρο ο Παρίσι απαιτώντας από τους Ολλάντ και Βαλ να παραιτηθούν.

Η 12η Μαΐου είναι η πέμπτη πανεθνική διαδήλωση. Πρέπει να σημειώσουμε ότι στις 11πμ οι διαδηλώσεις των μαθητών είχαν ξεθυμάνει εξαιτίας των διακοπών του Πάσχα και της καταστολής. Η καινούρια “φαεινή” ιδέα στην προσπάθεια του Κράτους να διαλύσει το κίνημα είναι οι απαγορεύσεις που στάλθηκαν σε μερικούς στοχευμένους ακτιβιστές την προηγούμενη μέρα. Η “Κολλεκτίβα Άμυνας”, αποτελούμενη από εθελοντές νομικούς υπερασπιστές, καταφέρνει να ανατρέψει μερικές από τις απαγορεύσεις αλλά αυτή η τακτική εξακολουθεί να στοιχειώνει μελλοντικές κινητοποιήσεις. H πορεία η ίδια αυτή την ημέρα είναι αρκετά κατηφής καθώς πλησιάζει στην Invalides και το Κοινοβούλιο, χωρίς μεγάλη κινητικότητα, και περιορίζεται πολύ εύκολα από την αστυνομία – η προσπάθεια ενός επιθετικού κομματιού να αποσπαστεί από την κύρια πορεία σταματάει προκαταβολικά. Καθώς φτάνει η πορεία στο Κοινοβούλιο, κόσμος – κυρίως πάλι κόσμος με κουστούμι – προσπαθεί να τρυπώσει στην περιφραγμένη περιοχή, προκαλώντας τους οπλισμένους φρουρούς με πέτρες. Αυτή είναι μια μέρα που επίσης οι “Μονάδες Τάξης” της CGT και της FO18 έρχονται αντιμέτωπες με την αυτόνομη κεφαλή της διαδήλωσης. Αλλά η αστυνομία μπορεί να ειδωθεί να παρενοχλεί τα μέλη των συνδικάτων εξίσου, για παράδειγμα, μην επιτρέποντάς τους να βγούν από την περικύκλωση αν τύχει να πιαστούν εκεί.

Υπάρχει μια απόπειρα κατάληψης ενός δημοτικού κτιρίου στη διάρκεια αυτής της καλεσμένης από τα συνδικάτα πορείας, που επικαλυπτεται με κόσμο του Nuit Debout και το πάλκο της Καλών Τεχνών γίνεται επίσης μάρτυρας μιας βραχύβιας κατάληψης: εδώ, η hacienda ξανακτίζεται (για λίγο). Στις 15 Μαΐου, που σηματοδοτεί την 5η επέπτειο του κινήματος των Indignados, γίνεται ένα παγκόσμιο κάλεσμα για ένα Nuit Debout σε ολόκληρη την Ευρώπη που προσελκύει μικρή υποστήριξη, ακόμα και σε άλλες πόλεις της Γαλλίας. Αντιμέτωπη με την προσγείωση της δικής της εικασίας για μια “σύγκλιση των αγώνων”, τουλάχιστον ασυνείδητα, το Nuit Debout περιορίζει την βασική του συνεκτική πλατφόρμα σε μια διαδικτυακή καμπάνια “NOlist” κατευθυνόμενη προς την αποκήρυξη της “κοινωνικά ανεύθυνης” παγκόσμιας μπράντας. Γράφοντας τώρα στις αρχές του Ιούλη, έχουμε περάσει για τα καλά ήδη 120 μέρες από τον Μάρτιο και το Nuit Debout συνεχίζει να υπάρχει, κατά τα λεγόμενα, τουλάχιστον διαδικτυακά.

Η 17η Μαΐου ήταν η έκτη πανεθνική διαδήλωση και αυτή τη φορά η περιφρούρηση των συνδικάτων (οι “Μονάδες Τάξης”) είναι οπλισμένη με μπαστούνια του μπέηζμπολ και αλυσίδες, ενώ οι αυτόνομοι στην κεφαλή της πορείας τραγουδούν “SO Collabo”, δηλαδή “Μονάδες Τάξης συνεργάτες” [της αστυνομίας]. Αλλά προφανώς ακόμα κι αυτό ήταν ένας συμβιβασμός: η αστυνομική διεύθυνση ήθελε [τα συνδικάτα] να σταματάνε και να ελέγχουν τον κόσμο, κάτι που τα συνδικάτα το αρνήθηκαν (όπως σημειωνόταν στον ιστότοπο της CGT). Αλλά και άλλα μέλη της CGT βρίζανε επίσης τα μέλη των ΜΤ. Δεν είναι σύμπτωση ότι αυτή η βίαιη καταστολή των περιβόητων “μπαχακάληδων” συμπίπτει με τις απεργίες που ξεκινούν γύρω στις 17 Μαΐου: εταιρείες καθαρισμού στο Παρίσι, Air France, κλυδωνιζόμενα ΜΜΜ (SNCF και RATP), εθνική εκπαίδευση, σκουπιδιάρηδες, η εθνική Βιβλιοθήκη, η ταχυδρομική υπηρεσία στο μπλοκ 92, γραφεία στην Asnières, η ΙΒΜ, 460 εργάτες μπλοκάρουν το διυλιστήριο στην Grandpuits. Και μετά, στις 18 Μαΐου, η Mαρί Λεπέν από το Εθνικό Μέτωπο ποζάρει στην πλατεία République μαζί με τους αστυνομικούς (για τους οποίους λέγεται ότι ψηφίζουν ΕΜ σε ποσοστό 50%) στη διάρκεια της οργανωμένης τους αντι-διαδήλωσης. Η πλατεία ήταν εντελώς αποκλεισμένη και υπήρχαν φήμες ότι προστατευόταν από ελεύθερους σκοπευτές. Αυτόνομοι και μαθητές μαζεύτηκαν περιφερειακά στην πλατεία – μερικοί επιτέθηκαν και έκαψαν ένα όχημα της αστυνομίας με τους μπάτσους να βγαίνουν απ’ αυτό πολύ εύκολα – πριν ξεκινήσουν μια άγρια διαδήλωση. Ακολουθεί η γλαφυρή απεικόνιση από τα ΜΜΕ και κατηγορούνται τέσσερα άτομα από μια αποκαλούμενη “αντιφασιστική” συμμορία – η Κολλεκτίβα νομικών παρατηρεί σε ένα δελτίο τύπου ότι το “αντιφασίστες” παίρνει τον ίδιο τόνο με το “μπαχαλάκηδες”, και γίνεται ένα a priori αδίκημα.

Τα πράγματα σίγουρα επιταχύνονται μετά την χρήση του διατάγματος 49.3 (στις 3 Μαΐου) – “η δημοκρατία μας μάς απογοήτευσε” – όχι μόνο με πανεθνικές κινητοποιήσεις και απεργίες σε συγκεκριμένους τομείς, αλλά και με διαφορετικούς “διεπαγγελματικούς” αποκλεισμούς19. Στις 19 Μαΐου καλείται άλλη μια πανεθνική διαδήλωση. Το πρωί ξεκινά με έναν διεπαγγελματικό αποκλεισμό

στις επιχειρήσεις Dubrac στο Saint-Denis για να αναδείξει τον ρόλο της MEDEF (Mouvement des Enterprises in France”, την ένωση των “αφεντικών” στην υιοθέτησητου νόμου. Ούτε οι μαθητές έχουν εξαφανιστεί: για παράδειγμα, το Λύκειο Mozart αποκλείετει στις 20 Μαΐου όχι μόνο ενάντια στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης και τον Εργασιακό νόμο, αλλά επίσης ενάντια στο διάταγμα 49.320. Το Nuit Debout εξακολουθεί να είναι ένα σημείο συνάντησης παρά την αξιοσημείωτη εξασθένισή του καθώς οι συνελεύσεις συνεχίζονται. Αλλά η πραγματική ζωή του εξαρτάται πρωτίστως από τη θέση της πλατείας καθώς το ίδιο το περιεχόμενό του έχει αποδυναμωθεί – η λειτουργία τους ως μιας θέσης κράτησης του “γενικού ονείρου” για την “γενική απεργία” έχει ανατραπεί; οι αποκλεισμοί που καθοδηγούνται από τα συνδικάτα “παίζουν το χαρτί” της τακτικής της νόμιμης κατάληψης (τουλάχιστον προς το παρόν). Πιο αξιοσημείωτα, “μιλιτάντηδες” του Nuit Debout αναφέρεται από τους

συνδικαλιστές ότι υποστηρίζουν αποκλεισμούς έξω από το Παρίσι, όπως αυτόν του κόμβου διαλογής αλληλογραφίας στο Colombes στις 24 Μαΐου.

Μέχρι τις 23 Μαΐου από 100 αποθήκες οι 5 είναι αποκλεισμένες σύμφωνα με τον υπουργό Ενέργειας, 2 εξαιτίας μισθολογικών αιτημάτων και 3 για λεγόμενους “εξωτερικούς” λόγους. Αυτό επηρεάζει 1500 από 12000 σταθμούς καυσίμων. Δημιουργείται ακόμα και εφαρμογή στο κινητό για το πού μπορεί κανείς να βρει μια αντλία – “fuel sentimentale”, όπως λεγόταν σε ένα tag. Η κυβέρνηση παρατηρεί ότι ο κόσμος μπορεί να προμηθευτεί καύσιμα από τα λιμάνια – κάτι που θα το λάβουν υπόψιν τους τις επόμενες λίγες εβδομάδες οι 3600 απεργοί λιμενεργάτες στο λιμάνι της Χάβρης (Le Havre). Όλοι σχεδόν οι πολιτικοί αποκλεισμοί εκκενώνονται από τα CRS (τα γαλλικά ΜΑΤ, υπό τις εντολές του σοσιαλιστή Υπουργού Εσωτερικών) και τα αντιμπατσικά συναισθήματα ενιχσύονται πολύ κατά τη διάρκειά τους, όπως δείχνουν και τα σχετικά συνθήματα που φωνάζονται. Το μπλογκ “la serveuse” αναφέρει ένα τέτοιο τραγούδι: “οι μπάτσοι πληρώνονται από τις μανάδες μας, για να σκοτώνουν τ’ αδέλφια μας, οι μπάτσοι πληρώνονται από…δεν θα γίνουμε ποτέ μπάτσοι”21. Αντι-μπαστικά αλλά χωρίς να δίνουν τίποτα στο έργο των μανάδων. Στις 24 Μαΐου η CGT αναφέρει ότι τα οχτώ διυλιστήρια της χώρας ή είναι σε απραξία ή έχουν σταματήσει. Ένας πολυήμερος αποκλεισμός στην Βόρεια Γαλλία σπάει από τα ΜΑΤ και αύρες νερού. Και πάλι, στα καθεστωτικά μέσα μια διαφοροποίηση ανάμεσα στους “αγώνες στους χώρους δουλειάς”, που περιορίζονται στην CGT, και την πιο διεπαγγελματική οργάνωση αποκλεισμών για “εξωτερικούς λόγους” είναι εμφανής – που ιδεολογικά δουλεύει ώστε αυτά τα δύο να κρατιούνται αμοιβαία αποκλειόμενα, κανονικοποιώντας αυτή την εντατικοποίηση της ταξικής πάλης στο σημείο αυτό γύρω από τον εργασιακό νόμο με την ιδέα ότι οι Γάλλοι πάντα απεργούν κ.λπ.

Ένας παραδειγματικός αποκλεισμός, με όρους που μας λένε “ποιοι” ήταν σε αυτόν, ήταν ο αποκλεισμός στην αποθήκη καυσίμων στο Coignières, δυτικά του Παρισιού στις 25 Μαΐου – συγκεκριμένα ενάντια στον εργασιακό νόμο. Δεν καλέστηκε απλά από την CGT, ήταν επιπλέον και διασυνδικαλιστικός, Ανάμεσα στα πενήντα περίπου και περισσότερα άτομα που μαζεύτηκαν τις πρώτες πρωινές ώρες ήταν σιδηροδρομικοί, ταχυδρομικοί, εργαζόμενοι στις χημικές βιομηχανίες – με λίγα λόγια ούτε ένας από αυτούς που εργάζονται στην ίδια την αποθήκη. Ο αποκλεισμός κράτησε για 5 ώρες πριν εκκενωθεί από τα ΜΑΤ. Ένας εργάτης στην αποθήκη αναφέρει ότι δεν θα υπάρχει καμμιά σημαντική επίπτωση στην καθυστέρηση της παράδοσης: αυτές τις μέρες η αποθήκη δούλευε υπερωρίες μέχρι αργά το βράδυ για να αντισταθμίσει. Ο αποφασιστικός αποκλεισμός, όμως, σύμφωνα με το εργάτη αυτόν, μοιάζει να είναι αυτός του αγωγού ανάμεσα στην Χάβρη και το Παρίσι, που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον αριθμό των ημερών με επαρκή αποθέματα για τη συγκεκριμένη αποθήκη. Την ίδια μέρα επίσης αρχίζει μια 24-ωρη απεργία στο πυρηνικό εργοστάσιο Nogent-Sur-Seine που έχει καλεστεί από την CGT, με τους αντιδραστήρες να χρειάζονται 3 με 5 μέρες για να επανέλθουν από το μπλακ άουτ.

Τις τελευταίες μέρες του Μαΐου τα προάστια του Παρισιού είναι γεμάτα από αποκλεισμούς και καταλήψεις: η 26η είναι μια μέρα πανεθνικής κινητοποίησης με ολοένα αυξανόμενη αστυνομική βία, απαγορεύσεις δρόμων και μια προσπάθεια να αποτραπούν οι αυτόνομοι από την κεφαλή της πορείας. Κατασκευάζεται ένας υπέροχος φλεγόμενος φοίνικας με το τσιτάτο του Μαρξ για “την έφοδο στον ουρανό” γραμμένο επάνω του. Όπως αναφέρει η “la serveuse”, παρόν είναι και το “παρατηρητικό βλέμμα μας κάμερας υψηλής ευκρίνειας που την χειρίζεται ένας πράκτορας (RG: η γαλλική μυστική υπηρεσία) που προσποιείται τον δημοσιογράφο πάνω σε ένα μπαλκόνι”, και συνεχίζει, όσον αφορά τον διχασμό σχετικά με τους “μπαχακάληδες”: “περνούν μερικά μέλη του συνδικάτου των σιδηροδρομικών λέγοντας “casseurs, Collabos” (μπαχακάληδες, ταραξίες, συνεργάζεστε με το κράτος)” ενώ πολλά άλλα μέλη συνδικάτων, συμπεριλαμβανομένων και των σιδηροδρομικών, χειροκροτούν όποτε γίνονται σπασίματα. Την ίδια μέρα γίνονται κι άλλοι αποκλεισμοί: ένας διεπαγγελματικός αποκλεισμός του λιμανιού της Gennevilliers στο 92ο προάστιο για 3 ώρες και μια κατάληψη ενός εργοταξίου από την CGT.

Και στη συνέχεια, στις 30 Μαΐου, ένα εργοστάσιο διαχείρισης σκουπιδιών (στο 94) αποκλείεται εκ νέου καθώς συνεχίζεται η απεργία των σκουπιδιάρηδων και ένα άλλο εργοστάσιο διαλογής στο 93 μπλοκάρεται τα ξημερώματα, καλεσμένο από την CGT. Παρόντες είναι και απεργοί που δουλεύουν για τον Δήμο και οδηγοί της TIRU/SYCTOM (θυγατρικές της Εταιρείας Ηλεκτρισμού – Electricité de France, EDF). Η κύρια δουλειά του εργοστασίου διαλογής είναι να μετατρέπει τα σκουπίδια σε ηλεκτρική ενέργεια, οπότε εδώ συναντιούνται οι αποκλεισμοί και των σκουπιδιών και της ενέργειας. Ο αποκλεισμός τερματίζεται πριν από το τέλος της μέρας από τα ΜΑΤ και ασφαλίτες με πολιτικά (μέλη της BAC), που αρχικά είχαν “εφευρεθεί” για τα προάστια. Αλλά η βασική κατάληψη που υποστηρίζει αυτός ο αποκλεισμός είναι από καμμιά εκατοστή σκουπιδιάρηδες και εργάτες της αποχεύτεσης στο Ivry από την προηγούμενη Δευτέρα. Η τακτική σχετικά με τα σκουπίδια που παίζεται είναι εμφανής στο Παρίσι: η CGT καλεί “τους πάντες” να συμμετάσχουν στον αποκλεισμό. Η προσπάθεια ανακατεύθυνσης των σκουπιδιών σε άλλους κλιβάνους στο Παρίσι προκαλεί προσπάθειες αποκλεισμού και αυτών στις αρχές του Ιουνίου. Σε ολόκληρη τη Γαλλία, από τα πάνω καλεσμένες από την CGT διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος ξεκινούν στις 26 Μαΐου και στη συνέχεια μια δεύτερη απεργία που περιλαμβάνει 19 πυρηνικά εργοστάσια ανακοινώνεται για την 1η Ιουνίου. Αυτές οι διακοπές ρεύματος στόχευαν ειδικά, σύμφωνα με το δελτίο τύπου της CGT, εγκαταστάσεις του κράτους και των εργοδοτών (MEDEF) αλλά παρόλα αυτά είχαν επιπτώσεις και σε εκαταντάδες χιλιάδες κόσμο. Το συνδικάτο στην SNCF (εθνικοί σιδηρόδρομοι, μέλη της CGT και του συνδικάτου SUD22) καλούν σε μια κυλιόμενη απεργία που αρχίζει από τις 31 Μαΐου: μόνο 6/10 γραμμές υψηλής ταχύτητας (TGV) και 4/6 γραμμές της RER23 καθίστανται ανενεργές. Και όπως παρατηρεί το “la serveuse”: “οι πικετοφορίες είχαν και απώλειες, στο Χερβούργο ένας συνδικαλιστής σκοτώθηκε με τη μηχανή του πηγαίνοντας σε μια πικετοφορία, ενώ σε έναν άλλο αποκλεισμό ένας άλλος διαδηλωτής τραυματίστηκε καθώς χτυπήθηκε από έναν οδηγό φορτηγού”.

“Η Γαλλία πάει καλλίτερα” (Ολλάντ)

Στις αρχές Ιουνίου, εν μέσω ενός ξεσπάσματος πλημμυρών σε όλη τη χώρα, η πίεση, που υποστηρίζεται από την CGT και διεπαγγελματικά σχήματα συνεχίζεται, ενισχυόμενη ενόψει της εθνικής ημέρας της 14ης Ιουνίου που θα ήταν καθοριστική για την συνέχιση του κινήματος (το ταβάνι των απεργιών χωρίς την κυβέρνηση να υποχωρεί, τουλάχιστον στον βαθμό που οργανώνεται γύρω από το αίτημα της απόσυρσης εντελώς του νόμου, άσχετα από οποιεσδήποτε τροποποιήσεις). Αυτοί που απεργούν σε κάποιους τομείς της εκπαίδευσης και της τέχνης ουσιαστικά πληρώνονται από την κυβέρνηση. Μια ανοιχτή-κλειστή (μέσο μεταφοράς στο Παρίσι) απεργία ξεκινά της 2 Ιουνίου, με το λάκτισμα να δίνεται από μια διεπαγγελματική διαμαρτυρία με τους σιδηροδρομικούς στην κεφαλή και μια απόπειρα αποκλεισμού του Porte de Versailles – στις επόμενες μέρες βλέπουμε αποκλεισμούς ταχυδρομείων (στα προάστια 91 και 92), εργοστάσια επεξεργασίας σκουπιδιών, σιδηρογραμμών (στο Παρίσι), αμαξοστάσια σκουπιδιάρικων (6 Ιουνίου), δρόμων γύρω από το αεροδρόμιο Σαρλ Ντε Γκωλ (CDG), μια προσπάθεια κατάληψης των γραφείων της MEDEF (7 Ιουνίου)24. Εν των μεταξύ το Nuit Debout (στην 97η ημέρα του, #97mars) κάνει πορείες στα πιο “δημοφιλή διαμερίσματα”, οργανώνοντας “βήματα ελεύθερου λόγου” εκεί, με ένα πανό για την “σύγκλιση των αγώνων” – και πραγματικά, κάποιοι αγώνες, όπως αυτοί των καθαριστριών και κατά των εξώσεων συγκλίνουν εκεί. Το Nuit Debout είχε ήδη επεκταθεί στις πλατείες των προαστίων και του ευρύτερου Παρισιού, αλλά αυτό ήταν περισσότερο συμβολικό, ενοποιητικό, αυτών των τάσεων (και που, όπως, αναφερόταν συνήθως κυριαρχούνταν στη συνέχεια από τοπικούς πολιτικούς παράγοντες). Όλα αυτά γίνονται με φόντο/σκηνικό τα 2 εκατομμύρια επισκέπτες για το Ευρωπαϊκό κύπελλο ποδοσφαίρου (Euro Cup) 2016 και με τον Ολλάντ να δηλώνει ότι παρά τις διαμαρτυρίες η “τρομοκρατία” παραμένει ο μεγαλύτερος εχθρός του κράτους – προσκολημμένος/clinging απελπισμένα στη κήρυξη πολέμου που έκανε ο ίδιος τον περασμένο Νοέμβριο, πόλεμος που έκτοτε ήταν εντελώς ξεκάθαρο ότι είχε εξαπολυθεί ενάντια στους προλετάριους και δεν του είχε προσφέρει καμμιά παραπάνω εκτίμηση.

Η “μάχη” της 14ης Ιουνίου είναι τεράστια, με ένα εκατομμύριο να διαδηλώνει μόνο στο Παρίσι. Η CGT κουβαλά κόσμο από παντού, ιδιαίτερα από την Χάβρη. Χιλιάδες επί χιλιάδων είναι στην κεφαλή με τους αυτόνομους, άλλοι πορεύονται με πανώ, άλλοι χωρίς, άγριοι, παντού, δεν έχουν πλέον το “μαθητικό” πρόσωπο επειδή τα περισσότερα πρόσωπα είναι καλυμμένα. Η αστυνομία ανεβάζει τη βία της: πολλοί τραυματίζονται, οι γιατροί και νοσοκόμοι του δρόμου τρέχουν παντού, μερικοί με κονκάρδες του Nuit Debout, οι μπάτσοι επιτίθενται κατά βούληση, περικυκλώνουν το πιο “ζωηρό” κομμάτι της κεφαλής στην πρώτη γραμμή, παρεμποδίζουν την ταχύτητα και, κάπου στα μισά, φέρνουν και μια αύρα νερού (κάτι νέο για το Παρίσι στη διάρκεια αυτών των αγώνων, αλλά που είχε χρησιμοποιηθεί ήδη σε άλλες πόλεις όπως η Ρεν). Παρακείμενοι δρόμοι είναι σε αυτό το σημείο αποκλεισμένοι και “σφραγισμένοι”, με λίγο χώρο για τα άγρια κομμάτια που αποσπούνται από την πορεία και που μέχρι τώρα είχαν γίνει κάτι συνηθισμένο. Η αύρα παίρνει τη θέση της περιφρούρησης των συνδικάτων ανάμεσα στα κομμάτια των αυτόνομων και των συνδικάτων, αλλά πραγματικά υπάρχει τεράστια διαπερατότητα ανάμεσα σε αυτά τα δύο, με ταχυδρομικούς και σιδηροδρομικούς όχι μόνο από το πιο ριζοσπαστικό συνδικάτο SUD αλλά και από την CGT να ενώνονται με την κεφαλή. Η αύρα στοχεύει επίσης και τους αυτόνομους και τα συνδικάτα. Στο τέλος της πορείας οι διαδηλωτές βρίσκονται μέσα σε σύννεφα δακρυγόνων αναμεμιγμένα με νερό στην Invalides· η πορεία δεν αφήνεται καν να ανασυγκροτηθεί.

Η μέρα σημειώνεται ως μια “επιτυχία” από τα συνδικάτα αλλά μετά από ήδη 15 μέρες κυλιόμενων απεργιών, με μερικούς τομείς της CGT να κάνουν πίσω, το αποτέλεσμα για το αίτημα της “απόσυρσης” [του νόμου] παραμένει ασαφές. Μερικοί αυτόνομοι διακηρύσσουν ότι το πέρασμα στο επόμενο “όριο” των ταραχών-εξέγερσης είναι αυτό που ακολουθεί – και ο Βαλ ρίχνει σε αυτό το σημείο την ευθύνη για τους “μπαχακάληδες” σχεδόν αποκλειστικά στην CGT, παρά τη φανερή συνεργασία της με την αστυνομία ολόκληρο τον τελευταίο μήνα. Ένα υπόμνημα που υπογράφεται από 50000 άτομα, απευθύνεται στον Ολλάντ με τη θεωρία ότι ήταν ασφαλίτες αυτοί που πραγματικά έσπασαν τα παράθυρα του νοσοκομείου Necker για παιδιά. Εκείνη την ημέρα ακόμα και τα μέλη των συνδικαλιστών διαμαρτύρονταν έξω από τις αστυνομικές διευθύνσεις μέσα στη βροχή για την απελευθέρωση των συντρόφων τους. Πολλές στα γρήγορα οργανωμένες άγριες πορείες ακολουθούν τη νύχτα και καπνοί σηκώνονται πάνω από την République μετά από το κάψιμο ενός αυτοκινήτου της RATP. Αλλά το Nuit Debout αισθάνεται πραγματικά νεκρό και το ποδόσφαιρο έχει επισήμως αφιχθεί σε ολόκληρη τη Γαλλία. Ακόμα και η CGT ανταποκρίνεται στον Βαλ με μια μεταφορά για τους ποδοσφαιρόφιλους στο ανακοινωθέν της – λες και δεν είναι δουλειά των οπαδών να διασφαλίσουν την ασφάλεια μέσα στο στάδιο ή δεν είναι δουλειά τους να εγγυηθούν την ασφάλεια σε μια νόμιμη πορεία (παρά τις προσπάθειές τους).

Τότε στις 23 Ιουνίου, για πρώτη φορά μετά το 1958, κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας και υπό τις διαταγές του αρχηγού της αστυνομίας Maurice Papon (του μόνου αξιωματούχου της κυβέρνησης του Βισύ που καταδικάστηκε για τον ρόλο του στην απέλαση Εβραίων και υπεύθυνου για το μακελειό των Αλγερινών στο Παρίσι το 1961), μια σοσιαλιστική κυβέρνηση διακήρυξε ότι θα απαγόρευε μια καλεσμένη από τα συνδικάτα πορεία. Η 23η Ιουνίου του 2016, μια από τις μέρες δράσης με την πιο έντονη καταστολή, ήταν μια μέρα περπατώντας σε κύκλους από τη Βαστίλλη και πίσω πάλι εκεί· είχαν εγκατασταθεί πρόχειρες κάμερες· έλεγχοι σε τσάντες· καλλίτερα να μην έχεις αντιασφυξιογόνα μάσκα μαζί σου (είναι παράνομο να προσπαθείς να προστατεύσεις τον εαυτό σου αποτελεσματικά από τα δακρυγόνα)· πολλές συλλήψεις, ανάμεσα στις οποίες και μελών των συνδικάτων, πχ. ένας εργάτης μέλος του SUD από το 92ο προάστιο μπήκε στη φυλακή, απεργώντας από τις αρχές Μαΐου· το συνδικάτο αστυνομικών Unité SGP (της Force Ouvrière) επικαλέστηκε ότι οι αστυνομικοί είναι “κουρασμένοι” και σε “ένταση”. Αυτό μπορεί να ειδωθεί σαν μια προσπάθεια της κυβέρνησης να μειώσει ειδικά τη διαπραγματευτική και απεργιακή δύναμη της CGT, αν και η απεργία της μέρας αυτή έχει καλεστεί και από τα υπόλοιπα συνδικάτα.

Περισσότερη καταστολή ακολούθησε καθώς οι νομικές κατηγορίες μαζεύονται, σε ένα χωρίς προηγούμενο περιστατικό προκαταβολικής στοχοποίησης, η αστυνομία περιμένει μια ομάδα εκατό περίπου καταληψιών της “Εργατικής Λέσχης” να ενωθούν με μια από τις τελευταίες πανεθνικά καλεσμένες πορείες. Τους σταμάτησαν και τους υπέβαλλαν σε έλεγχο και περιορισμό για 9 ώρες. Τώρα, στην μετά Brexit εποχή, η δυναμική του ίδιου του κινήματος στην πλατεία, στις πικετοφορίες και στους δρόμους μπορεί να ειδωθεί σε ξεκάθαρη υποχώρηση ενόψει του καλοκαιριού καθώς εμφανίζονται στο προσκήνιο οι φιλόσοφοι πιέζοντας για ένα διαδικτυακό υπόμνημα για δημοψήφισμα25. Ας περιμένουμε να δούμε λοιπόν τι θα γίνει τον Σεπτέμβρη…

Υστερόγραφο

Από τότε που γράφτηκε αυτό το σημείωμα στα τέλη Ιουνίου και στις αρχές Ιουλίου, όπου και η έκθεση τελειώνει με ταπεινοφροσύνη, το διάταγμα 49.3 χρησιμοποιήθηκε και τρίτη φορά για το οριστικό πέρασμα του νόμου στις 20 Ιουλίου, με την εφαρμογή ενός συνόλου 7000 τροποποιήσεων. Τώρα είναι ζήτημα του “τι πρέπει να ξέρεις” σαν εργάτης αυτού του νόμου-παλίμψηστου και έχει προταθεί να γίνει μια “εύπεπτη” μορφή για “αρχάριους” του διαβοήτου χοντρού, κόκκινου βιβλίου του γαλλικού εργατικού κώδικα. Εν τω μεταξύ η πολιτική κρίση έχει βαθύνει για την λιγότερο δημοφιλή κυβέρνηση μέχρι σήμερα, εξίσου ισοπεδωμένη από την “αποτυχία” των γαλλικών δυνάμεων ασφαλείας μετά τις επιθέσεις στη Νίκαια. Ο Βαλ αποδοκιμάζεται πριν και μετά την τήρηση σιγής στην Νίκαια. Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης έχει επίσημα επεκταθεί μέχρι τον Ιανουάριο του 2017. Ο Ολλάντ εξακολουθεί να κρατά μια σκληρή γραμμή με την Τερέζα Μέη στις διαπραγματεύσεις για το Brexit και η Μαρί Λεπέν ακονίζει τα μαχαίρια της για τις επερχόμενες εκλογές, ευλογώντας την απόφαση της Βρετανίας για απαχώρηση από την ΕΕ. Και τώρα ξεσπούν ταραχές στο προάστιο του Beaumont-sur-Oise για τη δολοφονία του Adama Traoré ενώ ήταν κρατούμενος, με περισσότερες διαμαρτυρίες και φωτιές να “ανθίζουν” στο καλοκαίρι.

1 Αυτή η ενότητα είναι εν μέρει μια μετάφραση ενός κειμένου που εμφανίστηκε μετά τις επιθέσεις. Άλλες πληροφορίες έχουν μεταφραστεί από την αυτόνομη μπροσούρα Paris Debout, που περιείχε ιστορίες τόσο από αριστερά όσο και καθεστωτικά πρακτορεία ειδήσεων.

2 Στμ. FLN, Front de Libération Nationale: το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο της Αλγερίας, το βασικό εθνικό κίνημα στη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας και το μοναδικό νόμιμο πολιτικό κόμμα στο κράτος της Αλγερίας μέχρι την νομιμοποίηση άλλων κομμάτων το 1989.

3 Το άρθρο 49.3, αποκαλούμενο και “δέσμευση υπευθυνότητας” (στμ. στα αγγλικά: “commitment of responsibility”), επιτρέπει στην κυβέρνηση να περάσει έναν νόμο χωρίς μια ψηφοφορία κάτω από το κάλυμα της απόρριψης μιας ψήφου μη-εμπιστοσύνης που η αντιπολίτευση θα πρέπει να καταθέσει για τον τύπο, με μικρή ελπίδα επιτυχίας.

4 Στμ. στα αγγλικά kettling. H τακτική της αστυνομίας να περιορίζει μια ομάδα διαδηλωτών ή διαμαρτυρόμενων σε μια μικρή περιοχή, ως μέθοδο ελέγχου του πλήθους στη διάρκεια μιας διαδήλωσης.

5 Στμ. Workfare:

To workfare είναι μια λέξη που δεν υπάρχει ακόμα στο πολιτικό λεξιλόγιό μας. Ωστόσο, η έννοια της «ανταποδοτικής πρόνοιας», όπως θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε τον όρο, δεν είναι ξένη σαν εμπειρία σε πολλούς και πολλές ανέργους, όπως θα φανεί στο κείμενο που ακολουθεί. Ορίζοντάς το πρόχειρα, το workfare αποτελεί μια προσπάθεια των αφεντικών να επιβάλλουν την εργασία σε ένα ιδιαίτερα «ανθεκτικό» πληθυσμό ανέργων. Θεωρούμε, απλά, ότι αποτελεί μια από τις πιο καίριες στρατηγικές του κεφαλαίου για να εξέλθει από την οικονομική κρίση, η οποία, μην το ξεχνάμε, ακόμα μαίνεται στην καρδιά του καπιταλιστικού συστήματος”.

Από την ιστοσελίδα της Συνέλευσης για την Κυκλοφορία των Αγώνων: https://skya.espiv.net

6 Στμ. CPE: contrat première embauche (Πρώτη Συμβόλαιο Απασχόλησης) ήταν μια καινούρια μορφή σύμβασης εργασίας που επιχειρήθηκε να περάσει την Άνοιξη του 2006 στη Γαλλία από τον Πρωθυπουργό Βελπέν. Αυτή η σύμβαση που θα ήταν διαθέσιμη αποκλειστικά σε εργαζόμενους ηλικίας κάτω των 26 ετών, θα καθιστούσε ευκολότερο για τους εργοδότες να απολύουν εργαζόμενους αφαιρώντας την ανάγκη να παρέχεται κάποιος λόγος για την απόλυση για μια “δοκιμαστική περίοδο” 2 ετών, με αντάλλαγμα κάποιες οικονομικές εγγυήσεις στους εργαζόμενους. Η ενεργοποίηση αυτής της τροπολογίας στον λεγόμενο “Νόμο Ισότητας στις Ευκαιρίες” (loi sur l’égalité des chances) για την εφαρμογή του νόμου ήταν τόσο αντιδημοφιλής που γρήγορα ξέσπασαν μαζικές διαδηλώσεις, κυρίως από νεαρούς φοιτητές, που η κυβέρνηση ανακάλεσε την τροπολογία. Στην πραγματικότητα, ο πρόεδρος Σιράκ είχε δηλώσει ότι ο νόμος θα εισαγόταν στον νομικό κώδικα (κώδικα νομοθεσίας) αλλά δεν θα εφαρμοζόταν. Το Άρθρο 8 στις 31 Μαρτίου 2006 του “Νόμου Ισότητας στις Ευκαιρίες”, που καθιέρωνε τον CPE, ανακλήθηκε από έναν νόμο στις 21 Απριλίου του 2006 για την “Πρόσβαση των Νέων στην Επαγγελματική Ζωή των Επιχειρήσεων”. Το υπόλοιπο του “Νόμου Ιστότητας”, εναντίον των διατάξεων του οποίου επίσης είχαν αγωνιστεί οι φοιτητές, διατηρήθηκε.

7 H πρώτη συνάντηση που οργανώθηκε από τον Lordon και τον Ruffin, σχετικά με την ταινία του δεύτερου, ήταν στις 23 Φεβρουαρίου, στο δημοτικό κτίριο της “Εργατικής Λέσχης” (Bourse du Travail) κοντά στην République. Αυτό που κατέληξε να λέγεται “Nuit Debout” απαντούσε στον προτεινόμενο νόμο με τη δική του λογική και προσπάθησε να συγχωνευθεί με το οδηγούμενο από τους μαθητές κίνημα σε εκείνο το σημείο.

8 Στμ. Bourse du Travail (κυριολεκτικά “εργατικές ανταλλαγές”, στα γαλλικά), είναι μια μορφή εργατικού συμβουλίου στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα στη Γαλλία, όπου οι οργανώσεις της εργατικής τάξης ενθάρρυναν την αλληλοβοήθεια, την εκπαίδευση και την αυτοοργάνωση μεταξύ των μελών τους. Γι’ αυτό και το αποδίδουμε ως “Εργατική Λέσχη”.

9 Στμ. στο πρωτότυπο wingnut: αναφέρεται στα ιδεολογικά ακραία άτομα από οποιαδήποτε πλευρά του πολιτικού φάσματος που επαναλαμβάνει αναντίρρητα οποιαδήποτε προπαγάνδα και/ή θεωρία συνομωσίας διαδίδεται από την πλευρά του πολιτικού φάσματος που υποστηρίζουν, όσο παράλογη και αν είναι.

10 Που απέκλειε cis άντρες, αλλά περιελάμβανε trans.

11 Στμ. Στο πρωτότυπο “rave-off”, που αναφέρεται σε ανθρώπους που δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση ή εμπειρία στο rave ή στο χορό αλλά προσπαθούν να δώσουν στους άλλους αυτή την εντύπωση.

12 Στμ. Merguez: κοκκινωπό, πικάντικο φρέσκο λουκάνικο από αρνί ή μοσχάρι από την κουζίνα της Βόρειας Αφρικής. Είναι πολύ δημοφιλές στην Μέση Ανατολή και της Ευρώπη, και ιδιαίτερα στη Γαλλία τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

13 Στμ. ZAD: zone à défendre: Ζώνη για Υπεράσπιση, γαλλικός νεολογισμός – μεταστροφή του “zone d’aménagement différé”, “περιοχή αναβαλλόμενης ανάπτυξης” – που αναφέρεται σε μια μαχητική κατάληψη ή σε μια αναρχική κομμούνα που έχει σαν στόχο να μπλοκάρει με υλικό τρόπο ένα αναπτυξιακό σχέδιο.

14 Στμ. Στο πρωτότυπο κείμενο η γαλλική λέξη για τις ταραχές: émeutes.

15 Ένα δημόσιο διοικητικό κτίριο κοντά στην République που χρησιμοποιήθηκε για οργανωτικούς σκοπούς όλους αυτούς τους μήνες καθώς και (όπως προειπώθηκε) για μη-μικτές φεμινιστικές συναντήσεις, συναντήσεις αυτόνομων – καταλαμβάνεται στις 28 Ιουνίου και η αστυνομία περικυκλώνει τον κόσμο έξω από αυτό για εννιά ώρες, παρεμποδίζοντας όλους να ενωθούν με την μεγαλύτερη διαμαρτυρία.

16 Στμ. RATP, Όμιλος RATP, αρχικά του: Régie Autonome des Transports Parisiens – Αυτόνομος Διαχειριστής Συγκοινωνιών του Παρισιού, ο κρατικός οργανισμός λειτουργίας των αστικών συγκοινωνιων στο Παρίσι, ο αντίστοιχος ΟΑΣΑ, που ιδρύθηκε το 1948.

17Στη θέση τους για να στέκονται απέναντι στους εξεγερμένους από τον 19ο αιώνα.

18 Στμ. FO: Force Ouvrière, (Εργατική Δύναμη) τυπικά CGTFO, η τρίτη μεγαλύτερη εργατική συνομοσπονδία στη Γαλλία, προήλθε το 1948 από αντιπολιτευόμενη, στην πρόσδεση της CGT στο ΚΚΓ, διάσπαση.

19Αποκλεισμούς στους χώρους δουλειάς που δεν γίνονται μόνο από όσους εργάζονται σε αυτούς.

20Αργότερα, τον ίδιο μήνα, θα διαμαρτυρηθούν ενάντια στην προτεινόμενη υποχρεωτική λήψη δείγματος σάλιου, στη βάση “βιοπολιτικών” λόγων.

21 Δείτε εξαιρετικές λεπτομερείς σημειώσεις για το κείμενο εδώ, από μια σερβιτόρα. Στμ. Μεταφρασμένο στα ελληνικά και διαθέσιμο εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/2016/06/22/σημειώσεις-για-το-κίνημα-ενάντια-στον/

22 Στμ. SUD Rail: γαλλικό συνδικάτο σιδηροδρομικών, μέλος της “Union syndicale Solidaires”. Το SUD είναι ακρωνύμιο των λέξεων: “solitaire, unitaire et démocratique, “αλληλεγγύης, ενωτικό και δημοκρατικό”.

23 Στμ. RER: Réseau Express Régional, “Τοπικό Express Δίκτυο”: ένα υβριδικό (μετρό και τρένο) σύστημα ταχείας μεταφοράς επιβατών που εξυπηρετεί το Παρίσι και τα προάστιά του.

24 Σε αυτό το σημείο έχει υπάρξει καθοριστική η συνδυαστική συλλογή κομβικών ημερομηνιών από το Paris-Luttes και το αυτόνομο περιοδικό Paris Debout.

25 Μπαλιμπάρ και άλλοι: “La loi El Khomri mérite un référendum” – “O νόμος El Khomri αξίζει ένα δημοψήφισμα”, Le Monde, 28 Ιουνίου 2016.

To κείμενο σε pdf: republique_absurd-doc

Κριτική της Kαταστασιακής Διεθνούς

Gilles Dauvé

 

 

Αναδημοσίευση της μετάφρασης του κειμένου “Critique of the Situationist International” του Gilles Dauvé από το “Κόκκινο Νήμα”.

 

H ιδεολογία και το σύστημα της μισθωτής εργασίας

Ο καπιταλισμός μετασχηματίζει τη ζωή σε χρήμα απαραίτητο για την επιβίωση. Τείνει κανείς να κάνει οτιδήποτε για ένα σκοπό που διαφέρει απ’ αυτόν που υποδηλώνει το περιεχόμενο της δραστηριότητάς του. Αυτή είναι η λογική της αλλοτρίωσης: γίνεται κανείς ένας άλλος· το σύστημα της μισθωτής εργασίας κάνει κάποιον ξένο προς ό,τι κάνει, προς ό,τι είναι, προς τους άλλους.

Βέβαια η ανθρώπινη δραστηριότητα δεν παράγει μόνο αγαθά και σχέσεις, αλλά και αναπαραστάσεις. Ο άνθρωπος δεν είναι homo faber: ο υποβιβασμός της ανθρώπινης ζωής στην οικονομία (από τότε που την ανέλαβε ο επίσημος μαρξισμός) χρονολογείται από την ενθρόνιση του κεφαλαίου. Κάθε δραστηριότητα είναι συμβολική: δημιουργεί ταυτόχρονα και προϊόντα και μια θεώρηση του κόσμου. Η χωροταξία ενός πρωτόγονου χωριού

«συνοψίζει και επιβεβαιώνει τις σχέσεις μεταξύ του Ανθρώπου και του σύμπαντος, μεταξύ της κοινωνίας και του υπερφυσικού κόσμου, μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών» (Λεβί-Στρως).

Ο φετιχισμός του εμπορεύματος είναι απλά η μορφή που παίρνει αυτός ο συμβολισμός σε κοινωνίες που κυριαρχούνται από την ανταλλαγή.

Καθώς το κεφάλαιο τείνει να παράγει τα πάντα ως κεφάλαιο, να κατακερματίζει τα πάντα για να τ’ ανασυνθέτει με τη βοήθεια των σχέσεων της αγοράς, μετατρέπει και την αναπαράσταση σ’ ένα ειδικευμένο τομέα της παραγωγής. Απογυμνωμένοι από τα μέσα της υλικής τους ύπαρξης, οι μισθωτοί είναι απογυμνωμένοι και από τα μέσα παραγωγής των ιδεών τους, που παράγονται από έναν ειδικευμένο τομέα (εξ ου και ο ρόλος των «διανοούμενων», όρος που καθιερώθηκε στη Γαλλία από το Μανιφέστο των (ντρεϊφουσικών) Διανοούμενων το 1898). Ο προλετάριος λαμβάνει αυτές τις αναπαραστάσεις (τις ιδέες, τις εικόνες, τους υπόρρητους συνειρμούς, τους μύθους) όπως λαμβάνει απ’ το κεφάλαιο τις άλλες πτυχές της ζωής του. Σχηματικά μιλώντας, ο εργάτης του δέκατου ένατου αιώνα παρήγαγε τις ιδέες του (ακόμα και τις αντιδραστικές) στο καφενείο, στο μπαρ ή στη λέσχη, ενώ ο σημερινός εργάτης βλέπει τις δικές του στην τηλεόραση ―μια τάση που ασφαλώς θα ήταν γελοίο να προεκταθεί σε βαθμό ώστε να υπαχθεί σ’ αυτήν το σύνολο της πραγματικότητας.

Ο Μαρξ όρισε την ιδεολογία ως το υποκατάστατο μιας πραγματικής αλλά αδύνατης αλλαγής: η αλλαγή βιώνεται στο επίπεδο του φανταστικού. Ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάσταση σε κάθε σφαίρα της ζωής του. Δε μετασχηματίζει πλέον τίποτα παρά μόνο σε εικόνες. Ταξιδεύει για ν’ ανακαλύψει εκ νέου τα στερεότυπα της ξένης χώρας· αγαπά με τέτοιο τρόπο ώστε να παίζει το ρόλο του φλογερού εραστή ή της τρυφερής ερωμένης κτλ. Έχοντας στερηθεί την εργασία (εννοούμενη ως μετασχηματισμός του περιβάλλοντος και του εαυτού) μέσω της μισθωτής εργασίας, ο προλετάριος ζει το «θέαμα» της αλλαγής.

Ο σημερινός μισθωτός δε ζει μέσα στην «αφθονία» συγκριτικά με τον εργάτη του δέκατου ένατου αιώνα που ζούσε μέσα στη «φτώχεια». Ο μισθωτός δεν καταναλώνει απλώς αντικείμενα αλλά αναπαράγει τις οικονομικές και πνευματικές δομές που τον βαρύνουν. Είναι ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, αντίθετα με την άποψη του Invariance[1], που δεν μπορεί ν’ απελευθερωθεί απ’ αυτές τις αναπαραστάσεις παρά μόνο καταστρέφοντας την υλική τους βάση. Ζει μέσα σε μια κοινότητα σημείων που τον αναγκάζουν να συνεχίζει: υλικά (πίστωση), ιδεολογικά και ψυχολογικά (αυτή η κοινότητα είναι απ’ τις λίγες που υπάρχουν). Όμως δεν καταναλώνει κανείς μόνο σημεία: οι καταναγκασμοί είναι εξίσου πολλοί, και πρώτα απ’ όλα οικονομικοί (λογαριασμοί που πρέπει να πληρωθούν κτλ). Το κεφάλαιο στηρίζεται στην παραγωγή και πώληση αντικειμένων. Ότι αυτά τα αντικείμενα λειτουργούν ως σημεία (και μερικές φορές κυρίως ως τέτοια) είναι μεν γεγονός, αλλά αυτό δεν αναιρεί σε καμιά περίπτωση την υλικότητά τους. Μόνο οι διανοούμενοι πιστεύουν ότι ζουν σ’ έναν κόσμο που αποτελείται μόνο από σημεία.[2]

Aληθινό και ψεύτικο

Ποιές είναι οι συνέπειες για το επαναστατικό κίνημα της «λειτουργίας της κοινωνικής φαινομενικότητας στο σύγχρονο καπιταλισμό»;[3] Όπως έλεγαν ο Μαρξ και ο Ντεζάκ[4], ο κομμουνισμός ήταν πάντα το όνειρο του κόσμου. Σήμερα το όνειρο χρησιμεύει στο να μην αλλάζει η πραγματικότητα. Κανείς δεν μπορεί ν’ αρκεστεί στο να «λέει» την αλήθεια: αυτή μπορεί να υπάρξει μόνο ως πράξη, ως σχέση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, λόγου και πράξης, έκφρασης και μετασχηματισμού, και εκδηλώνεται ως ένταση. Το «ψεύτικο» δεν είναι ένα προπέτασμα που κρύβει τη θέα. Το «αληθινό» υπάρχει μέσα στο ψεύτικο, στη Le Monde ή στην τηλεόραση, και το «ψεύτικο» μέσα στο αληθινό, σε κείμενα που είναι επαναστατικά ή ισχυρίζονται ότι είναι. Το ψεύτικο επιβάλλεται μέσα απ’ την πρακτική του, απ’ τη χρήση που κάνει της αλήθειας: το αληθινό είναι αληθινό μόνο μέσα στο μετασχηματισμό. Η επαναστατική δραστηριότητα που αρκείται στο ν’ αντιπαραθέτει το λόγο της στο λόγο του ραδιοφώνου είναι σχεδόν ασήμαντη. Ας εξετάσουμε το χάσμα μεταξύ των λέξεων και της πραγματικότητας. Η Κ.Δ. απαιτούσε από τους επαναστάτες να μη θαμπώνονται από τις λέξεις. Η επαναστατική θεωρία δε γίνεται επαναστατική από μόνη της, αλλά από την ικανότητα εκείνων που την κατέχουν να τη χρησιμοποιήσουν ανατρεπτικά ―όχι με μια ξαφνική αναλαμπή αλλά μ’ έναν τρόπο παρουσίασης και διάχυσης που αφήνει ίχνη έστω και λίγο ορατά. Η καταγγελία π.χ. των αριστεριστών είναι δευτερεύουσας σημασίας. Αν τη μετατρέψει κανείς σε άξονα της δραστηριότητάς του θα καταλήξει να μην ασχολείται με θεμελιώδη ζητήματα εξ αιτίας της πολεμικής ενάντια σ’ αυτή ή σ’ εκείνη την ομάδα. Αυτός ο τρόπος δράσης τροποποιεί το περιεχόμενο των ιδεών και των πράξεων. Σχετίζεται κανείς με το ουσιώδες μόνο μέσω καταγγελιών και γρήγορα η καταγγελία γίνεται το ουσιώδες.

Απέναντι σ’ ένα πλήθος ατόμων και κειμένων με ριζοσπαστικές βλέψεις, η Κ.Δ. θέτει επιτακτικά το εξής ερώτημα: είναι αυτή η θεωρία προϊόν μιας ανατρεπτικής κοινωνικής σχέσης που αναζητά την έκφρασή της, ή μια παραγωγή ιδεών που διαδίδονται χωρίς να συμβάλλουν σε μια πρακτική ενοποίηση; Όλοι ακούνε ραδιόφωνο, αλλά το ραδιόφωνο ενοποιεί τους προλετάριους στην υπηρεσία του κεφαλαίου ―μέχρι τη μέρα που αυτά τα τεχνικά μέσα καταληφθούν από επαναστάτες προλετάριους, όπου μια ωριαία εκπομπή θ’ αξίζει όσο χρόνια προηγούμενης «προπαγάνδας».

Όμως, το «τέλος της ιδεολογίας» δε σημαίνει ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια κοινωνία χωρίς ιδέες, λειτουργώντας αυτόματα σα μια μηχανή: αυτό θα προϋπέθετε μια «ρομποτοποιημένη» και άρα μη «ανθρώπινη» κοινωνία, καθώς θα ήταν στερημένη απ’ την αναγκαία αντίδραση των μελών της. Έχοντας γίνει ιδεολογία με την έννοια της Γερμανικής Ιδεολογίας, το φαντασιακό αναπτύσσεται ακριβώς μ’ αυτόν τον τρόπο. Δεν υπάρχει καμιά δικτατορία των κοινωνικών σχέσεων που μας τηλεκατευθύνει χωρίς αντίδραση και σκέψη απ’ την πλευρά μας. Αυτή είναι μια πολύ μερική εικόνα της «βαρβαρότητας». Το λάθος στις περιγραφές εντελώς ολοκληρωτικών κοινωνιών (το 1984 του Όργουελ ή η ταινία ΤΗΧ 1138) βρίσκεται στο ότι όλες οι κοινωνίες, ακόμα και οι πιο καταπιεστικές έχουν σαν προϋπόθεση την παρέμβαση και τη δράση των ανθρώπων στη λειτουργία τους. Κάθε κοινωνία, συμπεριλαμβανομένης ιδιαίτερα της καπιταλιστικής, ζει απ’ αυτές τις εντάσεις, ακόμα και αν διατρέχει τον κίνδυνο να καταστραφεί απ’ αυτές. Η κριτική της ιδεολογίας δεν αρνείται το ρόλο ούτε των ιδεών ούτε της συλλογική δράσης στην προπαγάνδισή τους.

Tο θεωρητικό αδιέξοδο της έννοιας του «θεάματος»

Η έννοια του θεάματος ενώνει πολλές δεδομένες ενέργειες παρουσιάζοντας την κοινωνία ―και άρα και τον επαναστατικό της μετασχηματισμό― ως δραστηριότητα. Ο καπιταλισμός δε «μυστικοποιεί» τους εργάτες. Η δράση των επαναστατών δεν απομυστικοποιεί· είναι η έκφραση ενός πραγματικού κοινωνικού κινήματος. Η επανάσταση δημιουργεί μια διαφορετική δραστηριότητα που είναι προϋπόθεση για ό,τι η κλασσική επαναστατική θεωρία αποκαλούσε «πολιτικά» καθήκοντα (την καταστροφή του κράτους).

Αλλά η Κ.Δ. δεν μπόρεσε να συλλάβει μ’ αυτόν τον τρόπο την έννοια που έφερε στο προσκήνιο. Επένδυσε τόσο πολύ σ’ αυτήν την έννοια ώστε ανασύνθεσε το σύνολο της επαναστατικής θεωρίας γύρω από το θέαμα.

Σύμφωνα με τη θεωρία του «γραφειοκρατικού καπιταλισμού» της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, το κεφάλαιο βασιζόταν στη γραφειοκρατία. Σύμφωνα με τη θεωρία της «θεαματικής εμπορευματικής κοινωνίας», η Κ.Δ. εξήγησε τα πάντα μέσα από το θέαμα. Δε φτιάχνει κανείς μια επαναστατική θεωρία παρά μόνο συνολικά και βασίζοντάς την σε ό,τι είναι θεμελιώδες για την κοινωνική ζωή. Όχι, το ζήτημα της «κοινωνικής φαινομενικότητας» δεν είναι «το κλειδί για κάθε νέο επαναστατικό εγχείρημα».[5]

Οι παραδοσιακές επαναστατικές ομάδες δεν είδαν στα MME παρά μόνο νέα μέσα χειραγώγησης. Αλλά για την Κ.Δ., ο τρόπος έκφρασης των «MME» αντιστοιχεί σ’ έναν τρόπο ζωής που δεν υπήρχε πριν 100 χρόνια. Η τηλεόραση δεν κάνει κατήχηση, αλλά εγγράφεται σ’ έναν τρόπο ύπαρξης. Η Κ.Δ. έδειξε τη σχέση ανάμεσα στη μορφή και τη βάση, ενώ ο παραδοσιακός μαρξισμός δεν είδε παρά νέα εργαλεία στην υπηρεσία του ίδιου σκοπού.

Εν τω μεταξύ, η έννοια του θεάματος όπως την επεξεργάστηκε η Κ.Δ. εμπίπτει σε ό,τι αντιλαμβάνονταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς με τον όρο «ιδεολογία». Το βιβλίο του Ντεμπόρ Η Κοινωνία του Θεάματος παρουσιάζεται ως μια προσπάθεια ερμηνείας της καπιταλιστικής κοινωνίας και της επανάστασης, όμως στην πραγματικότητα εξετάζει μόνο τις μορφές τους, που είναι σημαντικά αλλά όχι καθοριστικά φαινόμενα. Περιβάλλει την περιγραφή τους με μια θεωρητικοποίηση που δίνει την εντύπωση μιας θεμελιώδους ανάλυσης, ενώ στην πραγματικότητα η μέθοδος και το θέμα που εξετάζεται παραμένουν πάντα στο επίπεδο της κοινωνικής φαινομενικότητας. Σ’ αυτό το επίπεδο το βιβλίο είναι εξαιρετικό. Το πρόβλημα είναι ότι γράφτηκε (και διαβάστηκε) σα να επρόκειτο κανείς να βρει εκεί μέσα κάτι που δεν υπάρχει. Ενώ η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα ανέλυσε το ζήτημα της επανάστασης μέσω της βιομηχανικής κοινωνιολογίας, η Κ.Δ. το αναλύει ξεκινώντας με ένα στοχασμό πάνω στα κοινωνικά επιφαινόμενα. Αυτό δε σημαίνει ότι Η Κοινωνία του Θεάματος είναι επιφανειακή. Η αντίφασή της και τελικά το θεωρητικό και πρακτικό της αδιέξοδο είναι ότι αποτελεί μια μελέτη του βάθους διαμέσου και μέσω της επιφανειακής φαινομενικότητας. Η Κ.Δ. δεν είχε καμιά ανάλυση του κεφαλαίου: το κατανοούσε αλλά μέσω των αποτελεσμάτων του. Άσκησε κριτική στο εμπόρευμα, όχι στο κεφάλαιο ―ή μάλλον άσκησε κριτική στο κεφάλαιο ως εμπόρευμα κι όχι ως σύστημα αξιοποίησης που δεν περιλαμβάνει μόνο την ανταλλαγή αλλά και την παραγωγή.

Σ’ όλο το βιβλίο ο Ντεμπόρ παραμένει στο επίπεδο της κυκλοφορίας ενώ απουσιάζει η αναγκαία στιγμή της παραγωγής, της παραγωγικής εργασίας. Αυτό που τρέφει το κεφάλαιο δεν είναι η κατανάλωση, όπως δίνει σε κάποιον να καταλάβει, αλλά η δημιουργία της αξίας απ’ την εργασία. Ο Ντεμπόρ σωστά αποδίδει μεγάλη σημασία στη σχέση μεταξύ φαινομενικότητας και πραγματικότητας και όχι στη σχέση μεταξύ ψευδαίσθησης και πραγματικότητας, λες και η φαινομενικότητα δεν υπάρχει. Αλλά κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει το πραγματικό πάνω στη βάση του φαινομενικού. Έτσι ο Ντεμπόρ δεν ολοκληρώνει το σχέδιό του. Δε δείχνει πως ο καπιταλισμός μετατρέπει σε αιτία, ή ακόμα και σε κινητήρια δύναμη, αυτό που δεν είναι παρά το αποτέλεσμα. Η κριτική της πολιτικής οικονομίας (που δεν κάνει ο Ντεμπόρ, αρκούμενος στο να την αγνοεί όπως και οι ουτοπικοί πριν απ’ αυτόν) δείχνει πως ο προλετάριος βλέπει να βρίσκεται πάνω απ’ αυτόν και ενάντιά του όχι μόνο το προϊόν του, αλλά η δραστηριότητά του. Στο φετιχισμό του εμπορεύματος, το εμπόρευμα φαίνεται να κινείται από μόνο του. Στο φετιχισμό του κεφαλαίου, το κεφάλαιο αποκτά μια αυτονομία που δεν κατέχει παρουσιαζόμενο σα ζωντανό ον (το Invariance είναι θύμα αυτής της ψευδαίσθησης): κανείς δεν ξέρει από που έρχεται, ποιος το παράγει, με ποια διαδικασία ο προλετάριος το δημιουργεί, από ποιες αντιφάσεις ζει ή ίσως πεθάνει. Ο Ντεμπόρ μετατρέπει το θέαμα σε ουσία του καπιταλισμού αντί να δείξει πώς παράγεται απ’ τον καπιταλισμό. Υποβιβάζει τον καπιταλισμό στη θεαματική του διάσταση και μόνο. Η κίνηση του κεφαλαίου γίνεται η κίνηση του θεάματος. Με τον ίδιο τρόπο το κείμενο Βασικές Κοινοτοπίες[6] φτιάχνει μια ιστορία του θεάματος μέσω της θρησκείας, του μύθου, της πολιτικής, της φιλοσοφίας κτλ. Αυτή η θεωρία παραμένει περιορισμένη σ’ ένα κομμάτι των πραγματικών σχέσεων και φτάνει ως το σημείο να κάνει το σύνολο των πραγματικών σχέσεων να βασίζεται πάνω σ’ αυτό το κομμάτι.

Το θέαμα είναι η δραστηριότητα που γίνεται παθητική. Η Κ.Δ. ανακάλυψε εκ νέου ό,τι είχε πει ο Μαρξ στα Grundrisse σχετικά με την εξέλιξη της εργασίας του Ανθρώπου (του αυτομετασχηματισμού του) σε μια ξένη δύναμη που τον συνθλίβει: αντιμέτωπος μ’ αυτήν, δε ζει πια, απλά κοιτάζει. Η Κ.Δ. έδωσε μια νέα πνοή σ’ αυτό το θέμα. Όμως το κεφάλαιο δεν είναι μόνο παθητικοποίηση. Χρειάζεται την παρέμβαση των προλετάριων, όπως έδειξε η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα.[7] Η υπερεκτίμηση του θεάματος απ’ την Κ.Δ. είναι ένδειξη ότι κάνει θεωρία πάνω στη βάση μιας κοινωνικής οπτικής που γεννήθηκε στην περιφέρεια της κοινωνίας, αλλά που η Κ.Δ. πίστευε ότι ήταν κεντρική.

Tο θέαμα και η θεωρία της τέχνης

Η θεωρία του θεάματος εκφράζει την κρίση του χωρόχρονου έξω από την εργασία. Το κεφάλαιο δημιουργεί όλο και περισσότερο μια ζώνη εκτός εργασίας σύμφωνα με τη λογική της οικονομίας του: δεν επεκτείνει τον ελεύθερο χρόνο για να ελέγχει τις μάζες, αλλά γιατί υποβιβάζει τη ζωντανή εργασία σε ένα υποδεέστερο ρόλο στην παραγωγή, μειώνει τον εργάσιμο χρόνο και αυξάνει τον μη εργάσιμο χρόνο των μισθωτών.

Το κεφάλαιο δημιουργεί για τους μισθωτούς ένα χωρόχρονο που είναι αποκλεισμένος και κενός, γιατί η κατανάλωση ποτέ δεν καταφέρνει να τον γεμίσει εντελώς. Μιλώντας για χωρόχρονο σημαίνει ότι επιμένουμε στο γεγονός ότι υπάρχει μείωση τη εργάσιμης μέρας, και ότι αυτός ο απελευθερωμένος χρόνος κατέχει επίσης και ένα γεωγραφικό και κοινωνικό χώρο, ιδιαίτερα το δρόμο (δες τη σημασία που είχε η πόλη και η περιπλάνηση για την Κ.Δ.).

Αυτή η κατάσταση συμπίπτει με μια διπλή κρίση της «τέχνης». Πρώτον, η τέχνη δεν έχει πια νόημα γιατί η δυτική κοινωνία δεν ξέρει που πηγαίνει. Μετά το 1914 η Δύση έχασε το νόημα και την κατεύθυνση του πολιτισμού. Ο επιστημονισμός, ο φιλελευθερισμός και οι απολογίες περί των «απελευθερωτικών» αποτελεσμάτων των παραγωγικών δυνάμεων χρεοκόπησαν, όπως και οι αντίπαλοί τους (Ρομαντισμός κτλ). Έκτοτε η τέχνη έγινε τραγική, ναρκισσιστική ή η άρνηση του εαυτού της. Σε προηγούμενες περιόδους κρίσης έψαχνε κανείς να βρει το νόημα του κόσμου: σήμερα αμφιβάλλει κανείς αν υπάρχει κάτι τέτοιο. Δεύτερον, η αποικιοποίηση της αγοράς και η μάταιη και ξέφρενη αναζήτηση μιας «κατεύθυνσης» κατατάσσει τον καλλιτέχνη στην υπηρεσία της κατανάλωσης έξω από την εργασία.

Η Κ.Δ. έχει επίγνωση της κοινωνικής της προέλευσης. Mια από τις ταινίες του Ντεμπόρ, το Σχετικά με το πέρασμα ορισμένων προσώπων… (του 1959)[8], μιλά για ανθρώπους που βρίσκονται «στο περιθώριο της οικονομίας». Σ’ αυτό το χώρο, όπως η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα στο χώρο της επιχείρησης, η Κ.Δ. κατάλαβε ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει την τάση ν’ αποκλείει τους ανθρώπους από κάθε δραστηριότητα και την ίδια στιγμή να τους εντάσσει σε μια ψευδοσυμμετοχή. Αλλά, όπως και η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, αναγάγει σε καθοριστικό κριτήριο την αντίθεση μεταξύ ενεργητικότητας και παθητικότητας. Η επαναστατική πρακτική συνίσταται στη διάλυση της «ίδιας της αρχής του θεάματος: τη μη επέμβαση».[9] Στο τέλος της διαδικασίας, τα εργατικά συμβούλια θα είναι το μέσο για να είναι κανείς ενεργός, για την κατάργηση του διαχωρισμού. Το κεφάλαιο συνεχίζει να υπάρχει με τον αποκλεισμό των ανθρώπων, με την παθητικότητά τους. Ό,τι κινείται προς την κατεύθυνση της άρνησης της παθητικότητας είναι επαναστατικό. Άρα ο επαναστάτης ορίζεται από ένα «νέο στυλ ζωής» που θα είναι «παραδειγματικό».[10]

Το πεδίο εκτός εργασίας βασίζεται σε δεσμούς που είναι πιο απρόβλεπτοι (βλέπε την περιπλάνηση) και πιο υποκειμενικοί απ’ τη μισθωτή εργασία, η οποία ανήκει περισσότερο στο αναγκαίο και το αντικειμενικό. Στην παραδοσιακή οικονομία, η Κ.Δ. αντιτάσσει «μια οικονομία της επιθυμίας»·[11] στην αναγκαιότητα αντιτάσσει την ελευθερία· στο μόχθο, την ευχαρίστηση· στην εργασία, την αυτοματοποίηση που θα την καταστήσει περιττή· στη θυσία, τη χαρά. Η Κ.Δ. αντιστρέφει τις αντιθέσεις, που πρέπει όμως να ξεπεραστούν. Ο κομμουνισμός δεν απελευθερώνει απ’ την αναγκαιότητα της εργασίας, καταργεί την ίδια την «εργασία» (σαν διαχωρισμένη και αλλοτριωτική δραστηριότητα). Η Κ.Δ. ταυτίζει την επανάσταση με την απελευθέρωση από τους καταναγκασμούς, βασισμένη στην επιθυμία και πάνω απ’ όλα στην επιθυμία για άλλους ανθρώπους, στην ανάγκη για σχέσεις. Συνδέει την «κατάσταση» με την «εργασία» με άσχημο τρόπο, πράγμα που περιορίζει την έννοια της κατάστασης. Σκέφτεται την κοινωνία και την ανατροπή της από την πλευρά των μη μισθωτών κοινωνικών στρωμάτων. Γι’ αυτό αποδίδει στο παραγωγικό προλεταριάτο αυτά που είχε πει για όσους είναι εκτός μισθωτής εργασίας (συμμορίες του δρόμου, οι μαύροι των γκέτο). Επειδή αγνοούσε το κέντρο βάρους του κινήματος, η Κ.Δ. στράφηκε προς τη συμβουλιακή ιδεολογία: τα συμβούλια επιτρέπουν μια «άμεση και ζωντανή επικοινωνία».[12] Η επανάσταση παρουσιάστηκε σαν επέκταση της κατασκευής δι-υποκειμενικών καταστάσεων στο σύνολο της κοινωνίας.

Η κριτική της Κ.Δ. περνά μέσα απ’ την αναγνώριση της «πρωτοποριακής καλλιτεχνικής» της πλευράς. Η προέλευσή της κοινωνιολογικά έδινε λαβή για υβριστικές και γελοίες ερμηνείες του στυλ «ήταν μικροαστοί». Το ζήτημα σαφώς βρίσκεται αλλού. Στην περίπτωση της Κ.Δ., παρήγαγαν θεωρία από την ίδια τους την κοινωνική εμπειρία. Η καλλιτεχνική καταγωγή της Κ.Δ. δεν αποτελεί στίγμα από μόνη της· όμως αφήνει τα σημάδια της στη θεωρία και την εξέλιξή της όταν η ομάδα εξετάζει τον κόσμο απ’ την σκοπιά του συγκεκριμένου κοινωνικού στρώματος που ανήκει. Το πέρασμα σε μια επαναστατική θεωρία και δράση με γενικότερη αναφορά (οι οποίες δεν έχουν πια σα μόνο στόχο την τέχνη, την πολεοδομία κτλ) αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη λογική απ’ την πλευρά της Κ.Δ. Η Κ.Δ. λέει ότι κάθε νέο τεύχος του περιοδικού της μπορεί και πρέπει να επιτρέπει σε κάποιον να ξαναδιαβάσει όλα τα προηγούμενα μ’ έναν καινούργιο τρόπο. Αυτό είναι πράγματι το χαρακτηριστικό μιας θεωρίας που γίνεται όλο και πιο πλούσια, που εμπλουτίζεται, και είναι το αντίθετο του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Το ζήτημα δεν είναι απ’ τη μια μεριά η γενική άποψη της Κ.Δ. κι απ’ την άλλη η περισσότερο ή λιγότερο κριτική σχέση με την τέχνη. Η κριτική του διαχωρισμού ήταν η κατευθυντήριά της γραμμή. Στην τέχνη, καθώς και στα συμβούλια, στην αυτοδιαχείριση, στην εργατική δημοκρατία και στην οργάνωση[13] η Κ.Δ. ήθελε να καταργήσει το διαχωρισμό, να δημιουργήσει μια πραγματική κοινότητα. Ενώ η Κ.Δ. αρνείτο να «εκφράζει αμφιβολίες» με το στυλ του Καρντάν, κατέληξε να υιοθετεί την προβληματική της «συμμετοχής» με το στυλ του Σωλιέ.[14]

H Κ.Δ. και η ομάδα Σοσιαλισμός ή Bαρβαρότητα

Για να πετύχει τη «διαφάνεια των δι-υποκειμενικών σχέσεων», η Κ.Δ. κατέληξε στη συμβουλιακή ιδεολογία που υποστήριζε η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα . Το συμβούλιο είναι το μέσο για την εκ νέου ανακάλυψη της ενότητας. Ο Ντεμπόρ ήρθε σ’ επαφή με την ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα μέσω του Canjuers και ήταν μέλος της για αρκετούς μήνες, πράγμα που δεν αναφέρθηκε ποτέ στο περιοδικό της Κ.Δ. Αντιθέτως, στο Αληθινό Σχίσμα στη Διεθνή, μιλώντας με αφορμή τον Καγιάτι αναφέρεται ότι αποκλείεται η περίπτωση «μιας διπλής ένταξης (και στην Κ.Δ. και σ’ άλλη ομάδα), που θα προσέγγιζε αμέσως τη χειραγώγηση».[15] Όπως και να έχει όμως, ο Ντεμπόρ συμμετείχε στις δραστηριότητες αυτής της ομάδας, το διάστημα που ήταν μέλος, με σημαντικότερο το ότι ήταν ένας απ’ αυτούς που στάλθηκαν στο Βέλγιο στη μεγάλη απεργία του 1960. Στο τέλος μιας διεθνούς συνάντησης που οργάνωσε η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, που ήταν παραπλανητική και συγχρόνως αποκαλυπτική της έλλειψης προοπτικής και που ολοκληρώθηκε με μια επηρμένη ομιλία του Σωλιέ πάνω στα καθήκοντα της ομάδας, ο Ντεμπόρ ανακοίνωσε την παραίτησή του. Κατά ειρωνικό τρόπο, δήλωσε ότι συμφωνούσε μεν με τις μεγάλες προοπτικές που περιέγραψε ο Σωλιέ, αλλά δεν ένιωθε αντάξιος ενός τέτοιου κολοσσιαίου καθήκοντος.

Η Κ.Δ. στο τεύχος 6 (του 1961) υιοθέτησε την ιδέα των συμβουλίων, αν όχι της συμβουλιακής ιδεολογίας· εν πάση περιπτώσει υιοθέτησε την άποψη περί της διαίρεσης ανάμεσα σε «διευθύνοντες» και «εκτελεστές». Το εγχείρημα που ξεκίνησε η Κ.Δ στο 6ο τεύχος, και που περιείχε μεταξύ άλλων «τη χωρίς αυταπάτες μελέτη του κλασσικού εργατικού κινήματος» και του Μαρξ, δε θα πραγματοποιείτο. Η Κ.Δ. αγνοούσε την πραγματικότητα της κομμουνιστικής αριστεράς, ιδιαίτερα τον Μπορντίγκα. Το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι του επαναστατικού κινήματος θα παρέμενε πάντα μία βελτιωμένη εκδοχή της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Είδε τη θεωρία μέσα απ’ αυτό το φίλτρο.

Στις Βασικές Κοινοτοπίες ο Βανεγκέμ παρακάμπτει ελαφρά τη καρδία το Μαρξ και ξαναγράφει την ιστορία υπό το πρίσμα του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα προσθέτοντας την κριτική του εμπορεύματος. Η Κ.Δ. έκανε κριτική στο Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα αλλά μόνο ως ένα βαθμό: για την Κ.Δ., αυτή η ομάδα περιόρισε το σοσιαλισμό στην εργατική αυτοδιαχείριση, ενώ στην πραγματικότητα σημαίνει αυτοδιαχείριση των πάντων. Ο Σωλιέ περιορίστηκε στο εργοστάσιο, ενώ ο Ντεμπόρ ήθελε να αυτοδιαχειριστεί τη ζωή. Η διαδικασία που ακολουθεί ο Βανεγκέμ μοιάζει μ’ αυτή του Καρντάν. Αναζητάει ένα σημείο (μια ένδειξη)· όχι μόνο στην επαίσχυντη εκμετάλλευση των εργατών στο εργοστάσιο, αλλά στην αθλιότητα των κοινωνικών σχέσεων, εκεί βρίσκεται η επαναστατική σπίθα:

«Η άψυχη ιδιότητα του θεάματος και της καθημερινής ζωής είναι το μοναδικό σημάδι».

Στο Αληθινό Σχίσμα επίσης γίνεται αναφορά στις ενδείξεις μιας αφόρητης πραγματικότητας. Ο Βανεγκέμ είναι ενάντια στο χυδαίο μαρξισμό αλλά δεν ενσωμάτωσε το μαρξισμό στην κριτική του. Δεν αφομοίωσε ό,τι ήταν επαναστατικό στο Μαρξ και εξαλείφτηκε απ’ το μαρξισμό του κατεστημένου. Στο τεύχος 9 (του 1963) η Κ.Δ. ακόμα αναγνώριζε ότι ο Καρντάν «προπορευόταν».

Οι Βασικές Κοινοτοπίες, όπως και η Κοινωνία του Θεάματος, τοποθετούνται στο επίπεδο της ιδεολογίας και των αντιφάσεών της. Ο Βανεγκέμ δείχνει πως η θρησκεία έχει μετατραπεί σε θέαμα, πράγμα που αναγκάζει την επαναστατική θεωρία να κάνει κριτική του θεάματος όπως κάποτε έπρεπε να ξεκινήσει από μια κριτική της θρησκείας και της φιλοσοφίας. Αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο κατακτιέται μόνο η (προ)υπόθεση της επαναστατικής θεωρίας: το βασικό έργο παραμένει ανολοκλήρωτο. Η Κ.Δ. αρχικά περίμενε πολλά απ’ τονΛεφέβρ[16] και τον Καρντάν, αλλά μετά τους απέρριψε κατηγορηματικά. Όμως αυτό που παρέμενε κοινό στην Κ.Δ. και σε αυτούς ήταν η έλλειψη μιας θεωρίας του καπιταλισμού και της κοινωνίας. Κοντά στο 1960 ανοίχτηκε σε νέους ορίζοντες, όμως δεν έκανε το αποφασιστικό βήμα. Η Κ.Δ. επιχείρησε να κατανοήσει την έννοια της αξίας (βλ. το κείμενο του Γιορν για την πολιτική οικονομία και την αξία χρήσης) αλλά δεν την αναγνώρισε ως αυτό που είναι. Η θεωρία της στερείτο κεντρικότητας και οικουμενικότητας. Αυτό την έκανε να υπερεκτιμήσει πολύ διαφορετικά κοινωνικά κινήματα χωρίς να βλέπει την καρδιά του προβλήματος.

Για παράδειγμα, το κείμενο για το Watts[17] είναι ένα αναμφισβήτητα έξοχο ρηξικέλευθο θεωρητικό έργο. Υιοθετώντας με τον τρόπο της ό,τι θα μπορούσαν να είχαν πει μεταξύ τους σχετικά με την ανταλλαγή ο Mauss και ο Μπατάϊγ, η Κ.Δ. έθεσε το ζήτημα της μεταβολής αυτής καθ’ αυτής της ουσίας της καπιταλιστικής κοινωνίας. Μάλιστα το άρθρο κλείνει με την υιοθέτηση της ρήσης του Μαρξ για τη σχέση του Ανθρώπου με την αληθινή κοινωνική φύση του, κάτι που είχε αρχίσει να κάνει και ο Καμάτ στο ΔΚΚ[18] την ίδια εποχή.[19] Αλλά καθώς η Κ.Δ. παρέμενε στο επίπεδο του εμπορεύματος, ήταν ανίκανη να διακρίνει τα διάφορα επίπεδα της κοινωνίας και να προσδιορίσει τι είναι η επανάσταση. Όταν γράφει ότι

«μια εξέγερση ενάντια στο θέαμα τοποθετείται στο επίπεδο της ολότητας»[20], αποδεικνύει ότι μετατρέπει το θέαμα σε ολότητα. Με τον ίδιο τρόπο οι «αυτοδιαχειριστικές» της αυταπάτες την έκαναν να παραποιήσει τα γεγονότα σχετικά με την Αλγερία μετά το πραξικόπημα του Μπουμεντιέν:

«Το μοναδικό πρόγραμμα των αλγερινών σοσιαλιστών είναι η υπεράσπιση του αυτοδιαχειριζόμενου τομέα, όχι μόνο όπως είναι, αλλά όπως θα έπρεπε να είναι».[21]

Μ’ άλλα λόγια, χωρίς επανάσταση, δηλαδή χωρίς την καταστροφή του κράτους και καίριων αλλαγών στην κοινωνία, η Κ.Δ. πίστευε ότι θα μπορούσε να υπάρξει εργατική αυτοδιεύθυνση, και ότι οι επαναστάτες θά ’πρεπε να δουλέψουν για την επέκτασή της.

Θετική ουτοπία

Η Κ.Δ. επανέφερε στο εσωτερικό της επαναστατικής δραστηριότητας όλη τη συζήτηση γύρω από τις συνέπειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης μετά το 1914, μια συζήτηση την οποία είχε ξεκινήσει η κομμουνιστική αριστερά και κάλυπτε μια σειρά θεμάτων όπως ο ρεφορμισμός, τα έθνη, οι πόλεμοι, η εξέλιξη του κράτους, κτλ. Η Κ.Δ. είχε διασχίσει το μονοπάτι πάνω στο οποίο βάδισε η κομμουνιστική αριστερά.

Η Κ.Δ. αντιλαμβανόταν το κομμουνιστικό κίνημα και την επανάσταση σαν την παραγωγή από τους προλετάριους νέων σχέσεων μεταξύ τους και με τα «πράγματα». Ανακάλυψε εκ νέου τη μαρξική ιδέα του κομμουνισμού ως το κίνημα μέσα στο οποίο οι άνθρωποι δημιουργούν οι ίδιοι τις σχέσεις τους. Αν εξαιρέσουμε τον Μπορντίγκα, η Κ.Δ. πρώτη επανασυνδέθηκε με την ουτοπική παράδοση. Αυτό ήταν ταυτόχρονα η δύναμη και η αμφισημία της.

Αρχικά η Κ.Δ. ήταν μια εξέγερση που επιδίωκε να επανακτήσει τα πολιτισμικά μέσα που τα μονοπωλούσαν το χρήμα και η εξουσία. Πριν απ’ αυτήν οι πιο διαυγείς καλλιτέχνες θέλησαν να καταργήσουν το διαχωρισμό ανάμεσα στην τέχνη και τη ζωή· η Κ.Δ. ήταν πιο απαιτητική: επιθυμούσε την κατάργηση της διάστασης ανάμεσα στη ζωή και την επανάσταση. Ο «πειραματισμός» υπήρξε για το σουρρεαλισμό ένας απατηλός τρόπος για να βγάλει την τέχνη απ’ την απομόνωσή της απ’ την πραγματικότητα: η Κ.Δ. τον εφάρμοσε για να δημιουργήσει μια θετική ουτοπία. Η αμφισημία προέρχεται απ’ το γεγονός ότι η Κ.Δ. δεν ήξερε ακριβώς αν ήταν ζήτημα μιας διαφορετικής ζωής από δω και πέρα ή απλά μιας πορείας προς αυτήν την κατεύθυνση.

«Ξέρουμε πολύ καλά πως η κουλτούρα που πολεμάμε θα εξαλειφθεί πραγματικά μόνο αν μαζί της γκρεμιστεί η ολότητα του οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού που την στηρίζει. Αλλά χωρίς άλλη αναβολή, στόχος της καταστασιακής Διεθνούς είναι να πολεμήσει αυτήν την κουλτούρα καταμέτωπο και σ’ όλο της το πλάτος μέχρι να επιβάλλει έναν αυτόνομο καταστασιακό έλεγχο κι εξοπλισμό σ’ εκείνους που κρατούν στα χέρια τους τις υπάρχουσες πολιτιστικές εξουσίες. Με λίγα λόγια στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας μέσα στην κουλτούρα… Το κέντρο μιας τέτοιας ανάπτυξης εντός της κουλτούρας θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να είναι η UNESCO αφού πρώτα η Κ.Δ. την καταλάβει: ένα νέο είδος λαϊκού πανεπιστημίου απαλλαγμένο απ’ την παλιά κουλτούρα· τέλος, η κατασκευή ουτοπικών κέντρων που σε σχέση με συγκεκριμένες σημερινές εξελίξεις στο κοινωνικό πεδίο του ελεύθερου χρόνου, θα πρέπει ν’ απελευθερωθούν πλήρως απ’ την κυρίαρχη καθημερινή ζωή και να λειτουργούν σα προγεφυρώματα για μια νέα εισβολή στην καθημερινή ζωή».[22]

Η ιδέα μιας σταδιακής απελευθέρωσης συνδέεται μ’ αυτή της αυτοδιαχείρισης που σιγά-σιγά επεκτείνεται παντού: δεν αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως ολότητα. Επίσης θεωρεί προνομιακή την «κουλτούρα», το «κέντρο του νοήματος μιας κοινωνίας χωρίς νόημα».[23]

Αυτή η υπερεκτίμηση του ρόλου της κουλτούρας αργότερα θα πέρναγε στην εργατική αυτονομία: η «εξουσία των συμβουλίων» όφειλε να επεκτείνεται μέχρι την κατάληψη όλης της κοινωνίας. Αυτά τα δύο στοιχεία έχουν βαθιές ρίζες στην καταγωγή της Κ.Δ. Το πρόβλημα λοιπόν δεν ήταν ότι η Κ.Δ. παρέμεινε πολύ «καλλιτεχνική» με την μποέμικη έννοια, στερούμενη «αυστηρότητας» (λες και οι «μαρξιστές» ήταν αυστηροί) αλλά ότι εφάρμοσε την ίδια μέθοδο προσέγγισης παντού.

Τα εγχειρήματα για μια «άλλη ζωή» ήταν άφθονα στην Κ.Δ. Το τεύχος 6 της Κ.Δ. (του 1961) αναφερόταν σε μια πειραματική πόλη. Στο συνέδριο του Γκέτεμποργκ, ο Βανεγκέμ έκανε λόγο για «κατασκευή καταστασιακών βάσεων, που θα προετοιμάζουν το έδαφος της ενιαίας πολεοδομίας και της απελευθερωμένης ζωής».[24] Η εισήγηση (σύμφωνα με τα πρακτικά) «δε συναντά αντιρρήσεις».[25]

Για την Κ.Δ. φτιάχνει κανείς μια οργάνωση: όμως οι επαναστατικές ομάδες «μπορούν να θεωρούνται διαρκής πρωτοπορία μόνον αν δώσουν το παράδειγμα ενός καινούργιου στυλ ζωής».[26] Η υπερεκτίμηση της οργάνωσης και του καθήκοντος μιας διαφορετικής ζωής τώρα οδήγησαν προφανώς σε μια αυτο-υπερεκτίμηση της Κ.Δ. Ο Τρόκκι δήλωσε στο τεύχος 8:

«Επιδιώκουμε μια κατάσταση όπου η ζωή θα ανανεώνεται συνεχώς απ’ την τέχνη, μια κατάσταση κατασκευασμένη απ’ τη φαντασία… Έχουμε ήδη κάνει αρκετά προπαρασκευαστικά πειράματα: είμαστε έτοιμοι για δράση».

Έχει σημασία το γεγονός ότι η κριτική που έγινε σ’ αυτό το κείμενο στο επόμενο τεύχος δεν έθιξε αυτή την πλευρά. Ο Τρόκκι θα έκανε πράξη αυτό το πρόγραμμα με τον τρόπο του στο «Σχέδιο Σίγμα»: η Κ.Δ. δεν το αποκήρυξε, αλλά μόνο δήλωσε ότι ο Τρόκκι δεν εφάρμοζε το σχέδιο αυτό με την ιδιότητα του μέλους της Κ.Δ. (τ.9).

Η αμφισημία κορυφώθηκε με το Βανεγκέμ που μάλιστα έγραψε «Μια πραγματεία σαβουάρ-βιβρ προς χρήση των νέων γενεών»[27] στον τωρινό κόσμο, τονίζοντας ποιες θα μπορούσαν να είναι οι κοινωνικές σχέσεις. Πρόκειται για ένα εγχειρίδιο για την καταστροφή της λογικής της αγοράς και της μισθωτής εργασίας οπουδήποτε αυτό μπορεί να γίνει ατιμώρητα. Το Αληθινό Σχίσμα εκφράστηκε σκληρά για το Βανεγκέμ και το βιβλίο του. Σωστά ο Ντεμπόρ και ο Σαγκουϊνέτι μίλησαν για «εξορκισμό»:

«Μίλησε για να μην είναι».[28]

Σίγουρα. Όμως η κριτική είναι καθυστερημένη. Το βιβλίο του Βανεγκέμ ήταν δύσκολο να παραχθεί γιατί δεν μπορεί να βιωθεί, υπό την απειλή του να ξεπέσει απ’ τη μια σ’ έναν περιθωριακό ποσιμπιλισμό[29] και από την άλλη σε μια προσταγή που είναι απραγματοποίητη και άρα ηθική. Είτε κανείς στριμώχνεται στις χαραμάδες της αστικής κοινωνίας ή ασταμάτητα της αντιπαραθέτει μια διαφορετική ζωή που είναι ανίσχυρη γιατί μόνο η επανάσταση μπορεί να την κάνει πραγματικότητα. Η Κ.Δ. έβαλε το χειρότερό της εαυτό μέσα στο χειρότερό της κείμενο. Ο Βανεγκέμ ήταν η πιο αδύναμη πλευρά της Κ.Δ., αυτή που αποκαλύπτει όλες της τις αδυναμίες. Η θετική ουτοπία είναι επαναστατική σαν απαίτηση, σαν ένταση, γιατί δεν μπορεί να πραγματωθεί εντός αυτής της κοινωνίας· γίνεται γελοία όταν κανείς προσπαθεί να τη βιώσει σήμερα. Αντί να επιτίθεται ατομικά στο Βανεγκέμ, το Αληθινό Σχίσμα θα μπορούσε να είχε κάνει έναν απολογισμό της πρακτικής που δημιούργησε έναν Βανεγκέμ, όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε (βλέπε παρακάτω).

Ο ρεφορμισμός της καθημερινότητας μεταφέρθηκε κατόπιν στο επίπεδο της εργασίας· να φτάνεις αργοπορημένη στη δουλειά, έγραφε ο Ratgeb[30], είναι η αρχή της κριτικής της μισθωτής εργασίας. Δεν επιδιώκουμε να ειρωνευτούμε τον Βανεγκέμ, το δυστυχή θεωρητικό μιας τέχνης της ζωής, της «ριζοσπαστικότητας». Το μπρίο του καταφέρνει απλά και μόνο να γεμίσει την Πραγματεία με μια κούφια εκζήτηση που προκαλεί το μειδίαμα. Το Αληθινό Σχίσμα χλευάζει κακόβουλα τη συμπεριφορά του Βανεγκέμ το Μάη του ’68, όταν έφυγε για τις προγραμματισμένες του διακοπές αν και τα «γεγονότα» είχαν αρχίσει (επέστρεψε γρήγορα). Αυτή η προσωπική αντίφαση αντανακλούσε τη θεωρητική και πρακτική αντίφαση που χαρακτήριζε την Κ.Δ. απ’ τις απαρχές της. Όπως κάθε ηθική, η θέση του Βανεγκέμ ήταν ανίσχυρη και αναγκαστικά συνετρίβη όταν ήρθε σ’ επαφή με την πραγματικότητα. Καταγγέλλοντας τη συμπεριφορά του η Κ.Δ. επιδόθηκε και αυτή σε μια ηθικολογική πρακτική: κατέκρινε πράξεις χωρίς να εξετάζει τα αίτιά τους. Αυτή η αποκάλυψη του παρελθόντος του Βανεγκέμ, είτε ενοχλεί ή διασκεδάζει τους ριζοσπάστες, έχει και κάτι το δυσάρεστο. Αν η ασυνέπεια του Βανεγκέμ του 1968 είχε σημασία, τότε η Κ.Δ. έπρεπε να είχε βγάλει συμπεράσματα απ’ αυτήν, όπως δεν έχασε την ευκαιρία να κάνει σ’ ένα σωρό άλλες περιπτώσεις, και δε θα έπρεπε να περιμένει 4 χρόνια για να τη σχολιάσει. Αν η παράλειψη του Βανεγκέμ δεν είχε σημασία, τότε δεν υπήρχε λόγος να συζητιέται, ακόμα και αφού έφυγε από την Κ.Δ. Στην πραγματικότητα η Κ.Δ., για να χρησιμοποιήσουμε την ίδια της την έκφραση, εξόρκισε την αδυναμία της ηθικής της καταγγέλλοντας τα άτομα που απέτυχαν να σταθούν στο ύψος αυτής της ηθικής, και έτσι έσωσε με μιας και την ηθική και αυτήν την ίδια ως Κ.Δ. Ο Βανεγκέμ έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος ενός ανέφικτου ουτοπισμού.

Yλισμός και ιδεαλισμός στην KΔ

Ενάντια στη μιλιτάντικη[31] ηθικολογία, η Κ.Δ. εκθείαζε μια άλλη ηθική: αυτή της αυτονομίας των ατόμων τόσο μέσα στην κοινωνική ομάδα όσο και την επαναστατική ομάδα. Όμως, μόνο μια δραστηριότητα εντός ενός κοινωνικού κινήματος επιτρέπει την αυτονομία μέσω μιας αποτελεσματικής πρακτικής. Διαφορετικά η απαίτηση για αυτονομία καταλήγει να δημιουργεί μια ελίτ εκείνων που ξέρουν πως να γίνουν αυτόνομοι. Όποιος μιλά για ελιτισμό μιλά και για οπαδούς. Η Κ.Δ. επέδειξε μεγάλο οργανωτικό ιδεαλισμό, όπως έκανε και ο Μπορντίγκα (που θεωρούσε τον επαναστάτη ως «αποτοξινωμένο»), αν και η Κ.Δ. το χειρίστηκε διαφορετικά. Κατέφυγε σε μια άμεση πρακτική ηθική, που φανερώνει την αντίφασή της. Κάθε ηθική βάζει πάνω από τις δεδομένες κοινωνικές σχέσεις την υποχρέωση να συμπεριφέρεται κανείς μ’ έναν τρόπο που πάει κόντρα σ’ αυτές τις σχέσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, η ηθική της Κ.Δ. απαιτούσε σεβασμό στον αυθορμητισμό.

Ο ιδεαλισμός της Κ.Δ. περιορίζεται στην αντίληψη της κοινωνίας ως δι-υποκειμενικότητας, ως αλληλεπίδρασης των ανθρώπινων σχέσεων στο πεδίο του άμεσου, παραβλέποντας την ολότητα: όμως η κοινωνία είναι επίσης και η παραγωγή των ίδιων της των υλικών συνθηκών, και οι άμεσες σχέσεις αποκρυσταλλώνονται σε θεσμούς, με το κράτος επικεφαλής. Η «δημιουργία συγκεκριμένων καταστάσεων» είναι μόνο μια πλευρά του επαναστατικού κινήματος. Θεωρητικοποιώντας την, η Κ.Δ. πράγματι εκκινά από τις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξης, αλλά τις υποβιβάζει σε δι-υποκειμενικές σχέσεις. Αυτή είναι η σκοπιά του υποκειμένου που προσπαθεί να ανακαλύψει εκ νέου τον εαυτό του, και όχι μια σκοπιά που συμπεριλαμβάνει και το υποκείμενο και το αντικείμενο. Είναι το «υποκείμενο», απογυμνωμένο από την «αναπαράστασή» του. Η συστηματοποίηση αυτής της αντίθεσης στην Κοινωνία του Θεάματος επαναλαμβάνει την ιδεαλιστική αντίθεση, που χαρακτηρίζεται από το ότι ξεχνά τις αντικειμενικοποιήσεις του Ανθρώπου (εργασία, οικειοποίηση του κόσμου, ένωση του Ανθρώπου και της φύσης). Η αντίθεση υποκειμένου-αντικειμένου είναι η κατευθυντήρια γραμμή της δυτικής φιλοσοφίας, διαμορφωμένη μέσα σ’ έναν κόσμο του οποίου το νόημα διαφεύγει του Ανθρώπου λίγο-λίγο. Ήδη ο Ντεκάρτ αντιπαρέβαλλε την πρόοδο των μαθηματικών στη στασιμότητα της μεταφυσικής. Ο Άνθρωπος της εμπορευματικής κοινωνίας ψάχνει για το ρόλο του.

Η Κ.Δ. δεν ενδιαφερόταν για την παραγωγή. Κατηγορούσε το Μαρξ ότι παραήταν οικονομιστής, αλλά η ίδια δεν έκανε κριτική της πολιτικής οικονομίας. Η κοινωνία είναι ένα σύνολο σχέσεων που επιβάλλονται καθώς αντικειμενικοποιούνται, δημιουργώντας υλικά ή κοινωνικά αντικείμενα (θεσμούς)· η επανάσταση καταστρέφει τον καπιταλισμό με μια ανθρώπινη πράξη στο επίπεδο των αντικειμενικοποιήσεών της (σύστημα παραγωγής, τάξεις, κράτος) απ’ αυτούς ακριβώς που βρίσκονται στο κέντρο αυτών των σχέσεων.

Ο Ντεμπόρ είναι για το Φρόιντ ό,τι ο Μαρξ για το Χέγκελ: θεμελιώνει μια υλιστική θεωρία των προσωπικών σχέσεων, κάτι που αποτελεί αντίφαση. Αντί να εκκινά απ’ το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, η έννοια της «κατασκευής καταστάσεων» απομονώνει τη σχέση μεταξύ υποκειμένων απ’ την ολότητα των σχέσεων. Με τον ίδιο τρόπο που, για τον Ντεμπόρ, το θέαμα εξηγεί τα πάντα για τον καπιταλισμό, η επανάσταση εμφανίζεται σαν η κατασκευή καταστάσεων που επεκτείνονται στο σύνολο της κοινωνίας. Η Κ.Δ. δεν κατανόησε τις μεσολαβήσεις στις οποίες βασίζεται η κοινωνία· και πρώτιστα ανάμεσά τους την εργασία, τη «θεμελιώδη ανάγκη» (Ουίλιαμ Μόρις) του Ανθρώπου. Σα συνέπεια, δε διέκρινε ξεκάθαρα τις μεσολαβήσεις στη βάση των οποίων μπορεί να γίνει η επανάσταση. Για να βγει απ’ τη δυσκολία μεγαλοποίησε τη μεσολάβηση της οργάνωσης. Οι συμβουλιακές, δημοκρατικές και αυτοδιευθυντιστικές θέσεις της εξηγούνται απ’ την άγνοιά της γύρω απ’ την κοινωνική δυναμική.

Η Κ.Δ. επέμενε σε οργανωτικές μορφές για να καλύψει την ανεπάρκεια του περιεχομένου που της διέφευγε. Εφαρμόζοντας την «αντιστροφή της γενικής» όπως ο Μαρξ στα πρώτα του έργα, ξαναέστησε τα πράγματα στα πόδια τους: αντέστρεψε τους όρους της ιδεολογίας για να κατανοήσει τον κόσμο όπως είναι στην πραγματικότητα. Όμως μια πραγματική κατανόηση θα ήταν κάτι παραπάνω από μια αντιστροφή: ο Μαρξ δεν αρκέστηκε ν’ αναποδογυρίσει το Χέγκελ και τους νεαρούς Χεγκελιανούς.

Η Κ.Δ. αντιλήφθηκε το κεφάλαιο μόνο στη μορφή του εμπορεύματος, αγνοώντας το συνολικό κύκλο. Απ’ το Κεφάλαιο, ο Ντεμπόρ κρατά μόνο την πρώτη πρόταση, χωρίς να την κατανοεί: το κεφάλαιο εμφανίζεται σα συσσώρευση εμπορευμάτων, αλλά είναι κάτι πολύ περισσότερο. Η Κ.Δ. αντιλήφθηκε την επανάσταση σαν αμφισβήτηση περισσότερο των σχέσεων διανομής (βλ. την εξέγερση του Watts) παρά των σχέσεων παραγωγής. Ήξερε τι ήταν το εμπόρευμα αλλά όχι η υπεραξία.

Η Κ.Δ. έδειξε ότι η κομμουνιστική επανάσταση δεν μπορούσε να είναι μόνο μια άμεση επίθεση εναντίον του εμπορεύματος. Αυτή της η συμβολή ήταν αποφασιστική. Αν και η Ιταλική Αριστερά είχε περιγράψει τον κομμουνισμό σαν την καταστροφή της αγοράς και είχε ήδη απορρίψει την ιδεολογία των παραγωγικών δυνάμεων[32] δεν είχε καταλάβει την τρομερά ανατρεπτική δύναμη συγκεκριμένων κομμουνιστικών μέτρων.[33] Σύμφωνα μάλιστα με τον Μπορντίγκα, η κομμουνιστικοποίηση ακολουθεί την κατάληψη της «πολιτικής εξουσίας». Η Κ.Δ. θεωρούσε ότι η επαναστατική διαδικασία βρίσκεται στο επίπεδο των ανθρώπινων σχέσεων. Όμως το κράτος δεν μπορεί να καταστραφεί ούτε σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο, ούτε αποκλειστικά με τη διάλυση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων που το στηρίζουν.

Η Κ.Δ. κατέληξε στο αντίστροφο λάθος απ’ αυτό που έκανε ο Μπορντίγκα. Ο τελευταίος υποβίβασε την επανάσταση στην εφαρμογή ενός προγράμματος· η πρώτη την περιόρισε στην ανατροπή των άμεσων σχέσεων. Ούτε ο Μπορντίγκα ούτε η Κ.Δ. αντιλήφθηκαν το πρόβλημα στο σύνολό του. Ο ένας συνέλαβε μια ολότητα απ’ την οποία έλειπαν τα συγκεκριμένα μέτρα και οι συγκεκριμένες σχέσεις που την απαρτίζουν· η άλλη, μια ολότητα χωρίς ενότητα ή σκοπό, άρα ένα άθροισμα ιδιαίτερων σημείων που σιγά-σιγά επεκτείνονται. Ανίκανοι να καταλάβουν θεωρητικά τη διαδικασία στο σύνολό της, κατέφυγαν και οι δύο στην οργάνωση σα γιατρικό για να διασφαλίσουν την ενότητα της διαδικασίας ―το κόμμα για τον Μπορντίγκα, τα συμβούλια για την Κ.Δ. Στην πράξη, ενώ ο Μπορντίγκα αποπροσωποποιούσε τα επαναστατικά κινήματα σε βαθμό υπερβολής, η Κ.Δ. ήταν μια επιβεβαίωση του ατόμου σε βαθμό ελιτισμού. Αν και αγνοούσε πλήρως τον Μπορντίγκα, η Κ.Δ επιτρέπει ν’ αναπτυχθεί περαιτέρω η άποψη του Μπορντίγκα για την επανάσταση μέσω μιας σύνθεσης με τη δική της.

Η ίδια η Κ.Δ. δεν μπόρεσε να πραγματώσει αυτή τη σύνθεση, κάτι που προϋποθέτει μια συνολική άποψη του τι είναι κοινωνία. Εφήρμοζε το θετικό ουτοπισμό με μόνο στόχο την αποκάλυψη, και αναμφίβολα αυτό ήταν το θεωρητικό της κώλυμα.

«Αυτό που πρέπει να συμβεί… στα κέντρα της άνισα μοιρασμένης αλλά ζωτικής εμπειρίας είναι μια απομυστικοποίηση».[34]

Υπήρχε μια κοινωνία «του θεάματος», μια κοινωνία «ψευδούς συνείδησης», σε αντίθεση με τον υποτίθεται κλασσικό καπιταλισμό του δέκατου ένατου αιώνα: το ζήτημα ήταν να της δοθεί μια χρονική συνείδηση του εαυτού της. Η Κ.Δ. ποτέ δε διαχωρίστηκε απ’ τον ιδεαλισμό του Λούκατς, όπως δείχνει η μόνη κριτική στην Κ.Δ. που έχει εμφανιστεί μέχρι τώρα: Supplement au no. 301 de la Nouvelle Gazette Rhenane.[35] Ο Λούκατς γνώριζε (με τη βοήθεια του Χέγκελ και του Μαρξ) ότι ο καπιταλισμός είναι η απώλεια της ενότητας, ο κατακερματισμός της συνείδησης. Αλλά αντί να συμπεράνει απ’ αυτό ότι οι προλετάριοι θα επανασυνθέσουν μια ενωτική άποψη του κόσμου μέσω της ανατρεπτικής τους δράσης (που θα καταλήξει στην επανάσταση), θεώρησε ότι για να γίνει αυτή η ανατροπή πρέπει πρώτα να επανενοποιηθεί και να ανακαλυφτεί εκ νέου η συνείδηση. Καθώς αυτό είναι αδύνατο, κατέφυγε κι αυτός στη μαγεία και θεωρητικοποίησε την ανάγκη συγκεκριμενοποίησης της συνείδησης, που πρέπει να ενσαρκωθεί σε οργάνωση για να γίνει δυνατή η επανάσταση. Αυτή η οργανωμένη συνείδηση είναι το «κόμμα». Αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως ότι, η δικαιολόγηση του κόμματος είναι για τον Λούκατς δευτερεύουσα: το πρωτεύον είναι ο ιδεαλισμός της συνείδησης, η προτεραιότητα που αποδίδεται στη συνείδηση, με το κόμμα να είναι μόνο η εκδήλωσή της. Το ουσιώδες στη θεωρία του είναι ότι η συνείδηση πρέπει να ενσαρκωθεί σε οργάνωση. Η Κ.Δ. υιοθετεί άκριτα τη θεωρία του Λούκατς για τη συνείδηση αλλά αντικαθιστά το «κόμμα» με την Κ.Δ. απ’ τη μια και τα Συμβούλια απ’ την άλλη. Για την Κ.Δ., όπως και για τον Λούκατς, η διαφορά ανάμεσα στην «τάξη καθ’ εαυτήν» και στην «τάξη δι’ εαυτήν» είναι ότι η δεύτερη κατέχει ταξική συνείδηση. Ότι αυτή η συνείδηση δε θα της δοθεί από ένα κόμμα, αλλά θα ξεπηδήσει αυθόρμητα απ’ την οργάνωση των εργατών σε συμβούλια, είναι εντελώς δευτερεύον. Η Κ.Δ. θεώρησε τον εαυτό της μια οργάνωση προορισμένη να αποκαλύψει την αλήθεια: έκανε την αποκάλυψη αρχή της δράσης της. Αυτό εξηγεί την υπερβολική σημασία που έδινε η Κ.Δ. το 1968 στην τάση για «πλήρη δημοκρατία». Η δημοκρατία είναι ο καταλληλότερος τόπος για να φωτιστούν οι συνειδήσεις. Όλα συνοψίζονται στον ορισμό της Κ.Δ. για τον προλετάριο ως κάποιον που «δεν έχει κανέναν έλεγχο πάνω στη ζωή του και που το ξέρει».

Η τέχνη σήμερα είναι εθελούσια αλλοτρίωση· στην τέχνη, η συστηματική πρακτική της επινόησης κάνει πιο ορατή την πλαστότητα της ζωής. Εγκλωβιζόμενη στην ιδέα της περί «θεάματος», η Κ.Δ. παρέμεινε δέσμια της καταγωγής της. Η Κοινωνία του Θεάματος είναι ήδη ένα «κλειστό» βιβλίο. Η θεωρία της φαινομενικότητας στρέφεται ενάντια στον εαυτό της. Μπορεί μάλιστα να βρει κανείς σ’ αυτό την καταγωγή των προσφιλών σήμερα ιδεών για το κεφάλαιο ως αναπαράσταση. Το κεφάλαιο «γίνεται εικόνα… το συμπυκνωμένο αποτέλεσμα της κοινωνικής εργασίας… γίνεται ορατό και υπάγει το σύνολο της πραγματικότητας στη φαινομενικότητα».

Η Κ.Δ. γεννήθηκε την ίδια στιγμή που γεννήθηκαν όλες οι απόψεις σχετικά με την «επικοινωνία» και τη γλώσσα και σ’ αντίδραση προς αυτές, όμως έτεινε κυρίως να θέτει το ίδιο πρόβλημα με διαφορετικούς όρους. Η Κ.Δ. διαμορφώθηκε ως κριτική της επικοινωνίας, και ποτέ δεν ξέφυγε απ’ αυτή της την προέλευση: το συμβούλιο πραγματώνει μια «αληθινή» επικοινωνία. Εν τούτοις, αντίθετα με τον Μπαρτ και το συνάφι του, η Κ.Δ. αρνήθηκε την αυτοαναφορικότητα του σημείου. Δε θέλησε να μελετήσει τη φαινομενική πραγματικότητα (τη μελέτη των «μυθολογιών» ή του «εποικοδομήματος», του τόσο αγαπητού στον Γκράμσι) αλλά την πραγματικότητα ως φαινομενικότητα. Ο Μαρξ έγραψε το 1847:

«Ανθρώπινη δραστηριότητα=εμπόρευμα. Η εκδήλωση της ζωής, της ενεργούς ζωής, εμφανίζεται ως απλό μέσο: η φαινομενικότητα, διαχωρισμένη απ’ αυτή τη δραστηριότητα, γίνεται αντιληπτή ως αυτοσκοπός».

Η ίδια η Κ.Δ. υπέκυψε στο φετιχισμό με το να καθηλωθεί σε μορφές: εμπόρευμα, υποκείμενο, οργάνωση, συνείδηση. Όμως, αντίθετα μ’ αυτούς που σήμερα επαναλαμβάνουν τις ιδέες της διατηρώντας μόνο τα φανταχτερά τμήματα και τα λάθη, η Κ.Δ. δε συνήθιζε να συγχέει τη γλώσσα με την κοινωνία. Αυτό που για την Κ.Δ. ήταν μια αντίφαση, για το μοντερνισμό έγινε λόγος ύπαρξης (raison d’etre).

Kανένας θεωρητικός απολογισμός

Τίποτα δεν είναι ευκολότερο από έναν λανθασμένο απολογισμό. Μπορεί κανείς ακόμη και να τον ξανακάνει, σαν την περίφημη αυτοκριτική, κάθε φορά που αλλάζει απόψεις. Αποκηρύσσει το παλιό σύστημα σκέψης για να μπει στο καινούργιο, αλλά δεν αλλάζει τον τρόπο ύπαρξής του. Ο «θεωρητικός απολογισμός» στην πραγματικότητα μπορεί να είναι η πιο δόλια πρακτική ενώ εμφανίζεται σαν η πιο έντιμη. Το Αληθινό Σχίσμα καταφέρνει να μη μιλά για την Κ.Δ. και το τέλος της, εν πάση περιπτώσει να μην έρχεται αντιμέτωπο με τις απόψεις της ―με μια λέξη, μιλά γι’ αυτήν μη-θεωρητικά. Καταγγέλλοντας (αναμφίβολα με ειλικρίνεια) τη θριαμβολογία και την αυταρέσκεια αναφορικά με την Κ.Δ. και μέσα στην Κ.Δ., αλλά χωρίς θεωρητική κριτική, το βιβλίο καταλήγει να παρουσιάζει την Κ.Δ. σαν ένα πρότυπο. Οι Ντεμπόρ και Σανγκουινέτι δεν μπαίνουν στα ουσιώδη παρά μόνο με τους φιλοκαταστασιακούς, οι οποίοι τους έδωσαν το ερέθισμα για να κάνουν μερικές καλές παρατηρήσεις, αλλά μόνο στο επίπεδο των υποκειμενικών σχέσεων, των συμπεριφορών. Η θεωρία πάντα αντικρίζεται απ’ την σκοπιά των συμπεριφορών που την ενσαρκώνουν· σίγουρα είναι μια σημαντική διάσταση, αλλά όχι η αποκλειστική.

Δεν υπάρχει αυτοανάλυση της Κ.Δ. Η Κ.Δ. ήρθε· το 1968 αναγγέλλει την επιστροφή της επανάστασης· τώρα η Κ.Δ. θα εξαφανιστεί για ν’ αναγεννηθεί παντού. Αυτή η διαυγής μετριοφροσύνη αποκρύπτει δύο ουσιώδη σημεία: οι συγγραφείς επιχειρηματολογούν λες και η οπτική της Κ.Δ. ήταν ολόσωστη· δεν αναρωτιούνται μήπως υπήρχε σχέση ανάμεσα στη στειρότητα της Κ.Δ. μετά το 1968 (δες την αλληλογραφία της Συζήτησης Προσανατολισμού) και την ανεπάρκεια αυτής της οπτικής. Ακόμα και για τους φιλοκαταστασιακούς, οι Ντεμπόρ και Σανγκουινέτι δε θεμελιώνουν καμιά λογική συσχέτιση μεταξύ της Κ.Δ. και των οπαδών της. Η Κ.Δ. υπήρξε επαναστατική χάρη σε μια θεωρία βασισμένη σε συμπεριφορές (πράγμα που αργότερα θα γινόταν τροχοπέδη στην εξέλιξή της). Μετά την περίοδο της επαναστατικής δράσης, οι φιλοκαταστασιακοί δε διατήρησαν τίποτα άλλο εκτός απ’ τη συμπεριφορά. Δεν μπορεί κανείς να κρίνει έναν ηγέτη μόνο απ’ τους οπαδούς του: όμως, εν μέρει, έχει τους οπαδούς που ο ίδιος έχει προσελκύσει. Η Κ.Δ. αποδέχθηκε ακούσια το ρόλο του ηγέτη, μέσα από τις ίδιες της τις απόψεις. Δεν πρότεινε άμεσα έναν τρόπο ζωής (σαβουάρ-βιβρ) αλλά, παρουσιάζοντας τις ιδέες της σαν ένα «εγχειρίδιο τρόπου ζωής» (σαβουάρ-βιβρ), ώθησε τους αναγνώστες της σε μια τέχνη του ζειν. Το Αληθινό Σχίσμα καταγράφει την ιδεολογική χρήση που επιφυλάχθηκε στην Κ.Δ., τη μετατροπή της σε θέαμα, όπως λέει το βιβλίο, απ’ τους μισούς αναγνώστες του περιοδικού της. Αυτό ήταν εν μέρει αναπόφευκτο (βλ. παρακάτω για την επαναφομοίωση), εν μέρει όμως οφειλόταν και στην ίδια της τη φύση. Κάθε ριζοσπαστική θεωρία ή κίνημα επαναφομοιώνεται λόγω των αδυναμιών του: ο Μαρξ λόγω της μελέτης της οικονομίας καθ’ αυτήν και των ριζοσπαστικών-ρεφορμιστικών του τάσεων· η Γερμανική Αριστερά λόγω της συμβουλιακής ιδεολογίας, κτλ. Οι επαναστάτες παραμένουν επαναστάτες όταν επωφελούνται απ’ αυτές τις επαναφομοιώσεις, εξαλείφοντας τους περιορισμούς τους ώστε να προχωρούν προς μια μεγαλύτερη ολοκλήρωση. Το Αληθινό Σχίσμα είναι επίσης ένα σχίσμα στο μυαλό των συγγραφέων του. Κάνουν κριτική στο Βανεγκέμ λες και οι ιδέες του ήταν ξένες στην Κ.Δ. Διαβάζοντας τον Ντεμπόρ και το Σανγκουινέτι νομίζει κανείς ότι η Κ.Δ. δεν είχε καμιά ευθύνη για την «Πραγματεία σαβουάρ-βιβρ προς χρήση των νέων γενεών»: νομίζει κανείς ότι η αδυναμία του Βανεγκέμ ανήκει εξ ολοκλήρου σ’ αυτόν. Είτε το ένα ισχύει ή το άλλο: είτε η Κ.Δ. όντως είχε υπόψη τα λάθη του ―αλλά τότε γιατί δεν ανέφερε τίποτα γι’ αυτά;― ή τα αγνοούσε. Η Κ.Δ. εγκαινιάζει εδώ μια πρακτική οργάνωσης (που η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα θα χαρακτήριζε «γραφειοκρατική»): δε μαθαίνει κανείς για τις παρεκκλίσεις των μελών παρά μόνο μετά τη διαγραφή τους. Η οργάνωση διατηρεί την καθαρότητά της· τα λάθη των μελών της δεν την επηρεάζουν. Τα προβλήματα ξεκινούν από τις ανεπάρκειες των μελών, ποτέ από τα πάνω, και όχι από την οργάνωση. Καθώς η μεγαλομανία που τελικά επέδειξαν οι ηγέτες δεν εξηγεί τα πάντα, είναι κανείς υποχρεωμένος να δει μέσα σ’ αυτή τη συμπεριφορά την ένδειξη μιας μυστικοποιημένης συνειδητοποίησης του αδιεξόδου της ομάδας, και ενός μαγικού τρόπου σωτηρίας της. Ο Ντεμπόρ ήταν η Κ.Δ. Τη διέλυσε: αυτό θα ήταν ένδειξη μιας ξεκάθαρης και έντιμης συμπεριφοράς αν δεν την είχε την ίδια στιγμή καταστήσει αθάνατη. Διέλυσε την Κ.Δ. για να την κάνει τέλεια, τόσο λίγο ανοιχτή στην κριτική όσο λίγο ήταν ο ίδιος ικανός να την κριτικάρει.

Με τον ίδιο τρόπο, η ταινία του Η Κοινωνία του Θεάματος είναι ένας εξαιρετικός τρόπος να καταστήσει αθάνατο το βιβλίο του. Η στασιμότητα πάει χέρι-χέρι με την απουσία απολογισμού. Ο Ντεμπόρ δε διδάχτηκε τίποτα. Το βιβλίο ήταν μια ελλιπής θεωρητικοποίηση: η ταινία την παγίωσε. Αυτή η αγκύλωση είναι ακόμα πιο χτυπητή σ’ αυτά που προστέθηκαν για την επανέκδοση της ταινίας το 1976. Ο Ντεμπόρ απαντά σε μια σειρά κριτικών για την ταινία, αλλά δε λέει ούτε λέξη για διάφορα άτομα (κάποια απ’ αυτά με πολύ διαφορετικές απόψεις απ’ τις δικές μας) που έκριναν την ταινία αυστηρά από επαναστατική σκοπιά. Προτιμά να επιτίθεται στο Νουβέλ Ομπζερβατέρ.[36] Όλο και περισσότερο το πρόβλημά του είναι να υπερασπιστεί το παρελθόν του και εξ αιτίας αυτής του της ανάγκης είναι καθηλωμένος, γιατί το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να το επανερμηνεύει. Η Κ.Δ. δεν του ανήκει πια. Το επαναστατικό κίνημα θα την οικειοποιηθεί παρά τους καταστασιακούς.

Mια άσκηση ύφους

Αν και κατά τα άλλα σοβαρό, το βιβλίο του Σανγκουινέτι Μια Φιλαλήθης Έκθεση[37] είναι εν τούτοις ένα δείγμα της αποτυχίας του. Δε θα κρίνουμε το βιβλίο απ’ το κοινό του, που το εκτίμησε σαν ένα καλό αστείο εις βάρος της αστικής τάξης. Αυτοί οι αναγνώστες αρκούνται να επαναλαμβάνουν ότι οι καπιταλιστές είναι κρετίνοι, ακόμα και αξιοκαταφρόνητοι, σε σύγκριση με τις «πραγματικές» άρχουσες τάξεις του παρελθόντος· αν θέλαμε, λένε, θα μπορούσαμε να είμαστε πολύ μεγαλύτεροι και καλύτεροι αστοί. Ο ελιτισμός και η περιφρόνηση προς τον καπιταλισμό είναι αρκετά χλευαστικές σαν αντιδράσεις, αλλά καθησυχαστικές όταν η επανάσταση δε φαίνεται πια να είναι μια απόλυτη βεβαιότητα. Aλλά η αυταρέσκεια στην καταγγελία της αστικής παρακμής απέχει πολύ απ’ το να είναι ανατρεπτική. Τη μοιράζονται και εκείνοι που (όπως ο Σορέλ) περιφρονούν την αστική τάξη ενώ θέλουν να σώσουν τον καπιταλισμό. Η καλλιέργεια αυτής της συμπεριφοράς είναι άρα γελοία για όποιον έχει και τις ελάχιστες επαναστατικές βλέψεις. Ας παραδεχτούμε πάντως ότι ο Σανγκουινέτι κατάφερε να σκοράρει.

Το πρόβλημα με το οποίο δεν ασχολήθηκε σχεδόν κανείς απ’ τους σχολιαστές (και ευλόγως) είναι αν θέτει μια επαναστατική προοπτική. Αν όχι, απλά κατάφερε να ρίξει ένα πυροτέχνημα μέσα στην αστική πολιτική και στο κομματικό παιγνίδι. Η απόδειξη φαίνεται στην πράξη. Η ανάλυση που κάνει των παρελθοντικών γεγονότων είναι λανθασμένη, το ίδιο και η επαναστατική προοπτική που προτείνει.

Πρώτα απ’ όλα, δεν υπήρξε κανένας «κοινωνικός πόλεμος» στην Ιταλία το 1969, ούτε στην Πορτογαλία το 1975. Το Μάη του ’68 στη Γαλλία ξεπήδησε μια τεράστια αυθόρμητη οργάνωση των εργατών: σ’ ολόκληρη τη χώρα, και σε εκατοντάδες μεγάλες επιχειρήσεις, οι προλετάριοι συμμετείχαν την ίδια στιγμή στην «προλεταριακή εμπειρία», στη σύγκρουση με το κράτος και τα συνδικάτα, και κατάλαβαν στην πράξη ότι ο εργατικός ρεφορμισμός εξυπηρετεί μόνο το κεφάλαιο. Αυτή η εμπειρία δε θα σβήσει. Ήταν ένα αναπόφευκτο ρήγμα, και μάλιστα μόνιμο ακόμα και αν το τραύμα φαίνεται τώρα να έχει επουλωθεί.

Όμως η Κ.Δ. νόμισε ότι αυτό το ρήγμα ήταν η ίδια η επανάσταση. Το 1968 πραγμάτωσε γι’ αυτήν ό,τι το 1956 για την ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα: την πρακτική επαλήθευση της θεωρίας της. Όμως στην πραγματικότητα ήταν η επιβεβαίωση των ορίων της και η αρχή της σύγχισής της. Το Αληθινό Σχίσμα δηλώνει ότι το κίνημα των καταλήψεων είχε καταστασιακές ιδέες: αυτό όμως δείχνει τα όρια των καταστασιακών ιδεών τη στιγμή που ξέρουμε ότι σχεδόν όλοι οι απεργοί άφησαν τον έλεγχο της απεργίας στα συνδικάτα ―εκτός κι αν κανείς μυθοποιεί το κίνημα των καταλήψεων. Αυτή η αγνόηση του κράτους απ’ την πλευρά του κινήματος δεν ήταν ξεπέρασμα του Γιακωβινισμού αλλά απόρροιά του, όπως ήταν και στην Παρισινή Κομμούνα: η μη καταστροφή του κράτους, ο απλός εκδημοκρατισμός του, συμβάδιζε το 1871 με την προσπάθεια μερικών ανθρώπων να δημιουργήσουν μια δικτατορία στα πρότυπα του 1793. Είναι αλήθεια ότι ―εξετάζοντας το 1871 ή το 1968― θά ’πρεπε κανείς να αναδεικνύει τη δύναμη και όχι την αδυναμία του κομμουνιστικού κινήματος, την ύπαρξή του και όχι την απουσία του. Διαφορετικά οι επαναστάτες αναπτύσσουν μόνο έναν αφ’ υψηλού πεσσιμισμό και μια αφηρημένη άρνηση του οτιδήποτε δεν είναι «η επανάσταση». Αλλά το επαναστατικό κίνημα είναι τέτοιο μόνο αν κριτικάρει τον εαυτό του, εμμένοντας σε μια παγκόσμια προοπτική, σ’ ό,τι έλειπε από τα περασμένα προλεταριακά κινήματα. Δεν κεφαλαιοποιεί το παρελθόν. Το κράτος και η αντεπανάσταση είναι που χρησιμοποιούν τα όρια των περασμένων κινημάτων και φτιάχνουν το πρόγραμμά τους απ’ αυτά. Ο θεωρητικός κομμουνισμός ασκεί κριτική στις προηγούμενες εμπειρίες, αλλά επίσης κάνει και τη διάκριση μεταξύ προλεταριακών εφόδων όπως στη Γερμανία το 1918-21 και επιθέσεων που το κεφάλαιο έφερε αμέσως σε τέλμα όπως το 1871 και στην Ισπανία το 1936. Δεν αρκείται να περιγράφει τη θετική δράση, αλλά επίσης υποδεικνύει τις ρήξεις που έπρεπε αυτή να προκαλέσει για να κάνει την επανάσταση. Η Κ.Δ. έκανε το αντίθετο. Πολύ περισσότερο, αρχίζοντας το 1968, θεωρητικοποίησε μια επερχόμενη επανάσταση. Αλλά πάνω απ’ όλα αρνήθηκε το ζήτημα του κράτους.

«Όταν οι εργαζόμενοι μπορούν να μαζεύονται ελεύθερα και χωρίς ενδιάμεσους για να συζητήσουν τα πραγματικά τους προβλήματα, το κράτος αρχίζει να διαλύεται».[38]

Καθαρός αναρχισμός. Μακράν του να θέλει να καταλύσει το κράτος, όπως θα περίμενε κανείς, ο αναρχισμός χαρακτηρίζεται ακριβέστερα απ’ την αδιαφορία του προς αυτό. Αντίθετα μ’ εκείνον το «Μαρξισμό» που βάζει πρώτα και πάνω απ’ όλα την αναγκαιότητα της «κατάληψης της εξουσίας», ο αναρχισμός στην πραγματικότητα παραβλέπει το ζήτημα της κρατικής εξουσίας. Η επανάσταση ξεδιπλώνεται, οι επιτροπές και οι συνελεύσεις σχηματίζονται παράλληλα με το κράτος που, απογυμνωμένο από την εξουσία του, καταρρέει από μόνο του. Βασισμένος σε μια υλιστική αντίληψη της κοινωνίας, ο επαναστατικός μαρξισμός θεωρεί ότι το κεφάλαιο δεν είναι μόνο μια κοινωνική δύναμη που έχει επεκταθεί παντού, αλλά ότι επίσης βρίσκεται συγκεντρωμένο σε θεσμούς (και πρώτα απ’ όλα στις ένοπλες δυνάμεις) που έχουν μια σχετική αυτονομία, και που ποτέ δε πεθαίνουν από μόνοι τους. Η επανάσταση θα θριαμβεύσει μόνο όταν θα ορθώσει ενάντιά τους μια δράση ταυτόχρονα γενικευμένη και συγκεντρωμένη. Ο στρατιωτικός αγώνας βασίζεται στον κοινωνικό μετασχηματισμό, αλλά έχει το δικό του ειδικό ρόλο. Η Κ.Δ. απ’ την πλευρά της υποχώρησε προς τον αναρχισμό και υπερτίμησε τη σημασία των εργατικών συνελεύσεων (το 1968, η Εργατική Εξουσία (Pouvoir Ouvrier) και η Ομάδα Επαφών για τη Δράση των Εργαζομένων (Groupe de Liaison pour l’ Action des Travailleurs) καλούσαν κι αυτές κυρίως σε δημοκρατικές εργατικές συνελεύσεις).

Ομοίως, το να λέει κανείς ότι στην Πορτογαλία η πίεση των εργατών εμπόδισε τη δημιουργία ενός σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους, σημαίνει το να έχει την οπτική μόνο του κράτους, του κεφαλαίου. Έχει πρόβλημα το κεφάλαιο ν’ αναπτυχθεί στην Πορτογαλία, να δημιουργήσει ένα νέο και ισχυρό πόλο συσσώρευσης εκεί; Δεν ήταν ο στόχος της «επανάστασης των γαρυφάλλων» να καναλιζάρει τις συγχισμένες λαϊκές και προλεταριακές βλέψεις προς ψευδείς μεταρρυθμίσεις, έτσι ώστε το προλεταριάτο να παραμείνει ήσυχο; Η αποστολή εξετελέσθη. Δεν επρόκειτο για μισή νίκη του προλεταριάτου, αλλά για μια σχεδόν ολοκληρωτική ήττα, όπου η «προλεταριακή εμπειρία» ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, γιατί δεν υπήρξε, τρόπος του λέγειν, καμιά άμεση σύγκρουση, καμιά συσπείρωση των προλετάριων γύρω από μια θέση αντίθετη στον καπιταλισμό. Ποτέ δε σταμάτησαν να υποστηρίζουν το εκδημοκρατισμένο κράτος, ακόμα κατά καιρούς και ενάντια στα κόμματα, που τα κατηγορούσαν για «προδοσία».

Ούτε στην Ιταλία του 1969, ούτε στην Πορτογαλία του 1974-75 υπήρξε «κοινωνικός πόλεμος». Γιατί τι είναι ο κοινωνικός πόλεμος αν όχι μια μετωπική σύγκρουση ανάμεσα σε τάξεις, που αμφισβητεί τις βάσεις της κοινωνίας ―τη μισθωτή εργασία, την ανταλλαγή, το κράτος; Δεν υπήρξε ούτε καν η απαρχή μιας σύγκρουσης ανάμεσα σε τάξεις, και ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κράτος στην Ιταλία και την Πορτογαλία. Το 1969, τα απεργιακά κινήματα μερικές φορές μετατράπηκαν σε εξεγέρσεις αλλά δεν είναι κάθε εξέγερση η αρχή της επανάστασης. Οι συγκρούσεις γύρω απ’ τις διεκδικήσεις μπόρεσαν να γίνουν βίαιες και ακόμα να προκαλέσουν την έναρξη ενός αγώνα ενάντια στις δυνάμεις της Tάξης. Όμως ο βαθμός βίας δεν αποτελεί ένδειξη του περιεχομένου του αγώνα. Στις συγκρούσεις με την αστυνομία οι εργάτες συνέχισαν να πιστεύουν σε μια αριστερή κυβέρνηση. Ζητούσαν ένα «πραγματικά δημοκρατικό κράτος» ενάντια στις συντηρητικές δυνάμεις που υποτίθεται κυριαρχούσαν σ’ αυτό. Το να εξηγεί κανείς την αποτυχία του «κοινωνικού πολέμου» εξαιτίας της παρουσίας του ΚΚ είναι τόσο σοβαρό, όσο το ν’ αποδίδει κανείς τα πάντα στην απουσία του κόμματος. Θά ’πρεπε να ρωτά κανείς αν η Γερμανική επανάσταση απέτυχε το 1919 εξ αιτίας του SPD και των συνδικάτων; Ή θά ’πρεπε καλύτερα να ρωτά κανείς γιατί υπήρχαν το SPD και τα συνδικάτα, γιατί οι εργάτες συνέχιζαν να τα υποστηρίζουν; Πρέπει κανείς να ξεκινά από το εσωτερικό του προλεταριάτου.

Ασφαλώς είναι παρήγορο να βλέπουμε ότι ένα βιβλίο που παρουσιάζει το KK σαν έναν απ’ τους στυλοβάτες του καπιταλισμού, έχει ευρεία κυκλοφορία. Όμως αυτή η επιτυχία είναι διφορούμενη. Αν το κεφάλαιο δεν έχει πια μια συνολική σκέψη, ή μάλιστα καθόλου πια διανοητές (πράγμα που σε κάθε περίπτωση είναι λάθος), τότε η K.Δ. σκέφτεται αρκετά καλά για λογαριασμό του, αλλά άσχημα για το προλεταριάτο, όπως θα δούμε. Ο Σανγκουινέτι καταλήγει να σκέφτεται με καπιταλιστικούς όρους. Στην πραγματικότητα, έχει κατασκευάσει μια ανάλυση όμοια μ’ αυτή που θα έκανε ένας καπιταλιστής που έχει αφομοιώσει το χυδαίο μαρξισμό. Η αστική τάξη είναι αυτή που μιλάει για επανάσταση όπου δεν υπάρχει καμιά. Γι’ αυτήν τα κατειλημμένα εργοστάσια και τα οδοφράγματα είναι η αρχή μιας επανάστασης. Ο επαναστατικός μαρξισμός δεν παίρνει τη φαινομενικότητα για πραγματικότητα και τη στιγμή για το σύνολο. Η «βαρύτητα» του μαρξισμού είναι προτιμότερη από μια ελαφρότητα χωρίς περιεχόμενο. Αλλά ας αφήσουμε τους αναγνώστες να διαλέξουν ανάλογα με το τι τους ενδιαφέρει να διαβάσουν.

Η Κ.Δ. κατάφερε να κάνει μια άσκηση ύφους: η τελική ετυμηγορία για μια ομάδα που χλεύασε τη λατρεία του ύφους σε έναν κόσμο χωρίς ύφος. Κατέληξαν στο τέλος να το παίζουν καπιταλιστές, με την πλήρη έννοια της λέξης. Η ευφυία της Κ.Δ. παραμένει αλώβητη, αλλά δεν της έχει μείνει τίποτα άλλο παρά ευφυία. Η Κ.Δ. δίνει καλές συμβουλές στους καπιταλιστές, αλλά κακές στους προλετάριους, στους οποίους δεν προτείνει τίποτα άλλο παρά συμβουλιακή ιδεολογία.

Το βιβλίο Μια Φιλαλήθης Έκθεση περιέχει δύο ιδέες: 1) η συμμετοχή του ΚΚ στην κυβέρνηση είναι απαραίτητη στον ιταλικό καπιταλισμό· 2) η επανάσταση είναι τα εργατικά συμβούλια. Η δεύτερη ιδέα είναι λάθος, η πρώτη σωστή· την εξέφρασαν και καπιταλιστές σαν τον Ανιέλλι. Με μια λέξη, ο Σανγκουινέτι καταφέρνει να συλλάβει την ολότητα σαν αστός και τίποτα περισσότερο. Θέλησε να εμφανιστεί σαν πεφωτισμένος αστός: τα κατάφερε πάρα πολύ καλά. Νίκησε τον εαυτό του στο ίδιο του το παιγνίδι.[39]

Eπαναφομοίωση

Την ίδια εποχή ο Χαϊμέ Σεμπρούν, ο συγγραφέας του “Ο Κοινωνικός Πόλεμος στην Πορτογαλία” δημοσίευσε μια Επιτομή Επαναφομοίωσης. Να τι είχε πει κάποτε η Κ.Δ. για την «επαναφομοίωση»:

«Είναι απόλυτα φυσικό που οι εχθροί μας καταφέρνουν να μας χρησιμοποιούν εν μέρει… όπως και το προλεταριάτο, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι αδύνατο να μας εκμεταλλευτούν μέσα στις σημερινές συνθήκες».[40] «Οι ζωντανές έννοιες υφίστανται την ίδια ακριβώς στιγμή τις πιο αληθινές και τις πιο ψεύτικες χρήσεις… γιατί ο αγώνας της κριτικής πραγματικότητας ενάντια στο απολογητικό θέαμα μας οδηγεί σ’ έναν αγώνα γύρω από τις λέξεις, ένα αγώνα τόσο πιο σκληρό όσο πιο κεντρικές είναι οι λέξεις. Δεν είναι μια εξουσιαστική εκκαθάριση αλλά η συνοχή της χρήσης μιας έννοιας στη θεωρία και την πρακτική ζωή αυτή που αποκαλύπτει την αλήθεια».[41]

Η αντεπανάσταση δεν υιοθετεί τις επαναστατικές ιδέες επειδή είναι μοχθηρή ή χειραγωγική, πόσο μάλλον φτωχή σε ιδέες, αλλά επειδή οι επαναστατικές ιδέες ασχολούνται με πραγματικά προβλήματα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπη η αντεπανάσταση. Είναι γελοίο να καταπιάνεται κανείς με την καταγγελία της χρήσης των επαναστατικών θεμάτων ή εννοιών που κάνει ο εχθρός. Σήμερα, όλοι οι όροι, όλες οι έννοιες έχουν διαστρεβλωθεί. Το ανατρεπτικό κίνημα θα τις επανοικειοποιηθεί μόνο μέσω της δικής του πρακτικής και θεωρητικής ανάπτυξης.

Από το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα ο καπιταλισμός και το εργατικό κίνημα έχουν δημιουργήσει ένα περιθωριακό στρώμα στοχαστών που παίρνουν τις επαναστατικές ιδέες απλώς και μόνο για να τις αδειάσουν απ’ το ανατρεπτικό τους περιεχόμενο και να τις προσαρμόσουν στο κεφάλαιο. Η αστική τάξη έχει απ’ τη φύση της μια περιορισμένη άποψη του κόσμου. Πρέπει να καταφεύγει στην άποψη της τάξης, του προλεταριάτου, που είναι ο φορέας ενός άλλου σχεδίου. Αυτό το φαινόμενο έχει επεκταθεί από τότε που έχει αναγνωριστεί επίσημα ότι ο μαρξισμός έχει δημόσια χρησιμότητα. Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου, το κεφάλαιο αντλούσε απ’ αυτόν την αίσθηση της ενότητας όλων των σχέσεων και της σημασίας της οικονομίας (με την έννοια που ο Λούκατς σωστά είπε ότι ο καπιταλισμός παράγει μια κατακερματισμένη άποψη της πραγματικότητας). Αλλά στο βαθμό που ο καπιταλισμός αρχίζει να κυριαρχεί στο σύνολο της ζωής, αυτή η άποψη ―γενικά μιλώντας, αυτή του παλιομοδίτικου οικονομίστικου χυδαίου μαρξισμού― είναι ανεπαρκής για την πολυπλοκότητά του και την επέκταση των συγκρούσεων σε όλα του τα επίπεδα. Στη δεύτερη περίοδο, σ’ αυτήν που ζούμε σήμερα, ο ντετερμινιστικός ορθόδοξος μαρξισμός έχει απορριφθεί απ’ την ίδια την αστική τάξη. Στα πανεπιστήμια είχε πλάκα να σηκώνει κανείς τους ώμους αδιάφορα προς το Κεφάλαιο πριν 50 χρόνια: γύρω στο 1960 έγινε αποδεκτό να βρίσκει κανείς σ’ αυτό «ενδιαφέρουσες ιδέες», ιδιαίτερα μάλιστα επειδή αυτές «εφαρμόζονταν» στην EΣΣΔ… Για να είναι κανείς μοντέρνος σήμερα, αρκεί να πει ότι το Κεφάλαιο ανήκει στην ορθολογιστική και αναγωγιστική παράδοση της δυτικής φιλοσοφίας απ’ τον Ντεκάρτ ή ακόμα απ’ τον Αριστοτέλη. Ο νέος επίσημος μαρξισμός δεν είναι άξονας· αντίθετα, ο καθένας βάζει λίγο απ’ αυτόν παντού. Χρησιμεύει στο να θυμίζει τον «κοινωνικό» χαρακτήρα κάθε πρακτικής: η «επαναφομοίωση» της Κ.Δ. είναι μόνο μια ιδιαίτερη περίπτωση.

Ένα απ’ τα φυσικά κανάλια αυτής της εξέλιξης είναι το πανεπιστήμιο, καθώς ο μηχανισμός του οποίου είναι μέρος χρηματοδοτεί ένα μεγάλο μέρος της έρευνας πάνω στον εκμοντερνισμό του κεφαλαίου. Η επίσημη «επαναστατική» σκέψη είναι η ανιχνευτική περίπολος του κεφαλαίου. Χιλιάδες διορισμένοι υπάλληλοι κριτικάρουν τον καπιταλισμό από κάθε πλευρά.

Ο μοντερνισμός εκφράζει την κοινωνική κρίση της οποίας η κρίση του προλεταριάτου είναι μόνο μία πλευρά. Από τα όρια που το ανατρεπτικό κίνημα συναντά σε κάθε βήμα, ο μοντερνισμός φτιάχνει τους στόχους του. Χρησιμεύει ιδιαίτερα για να δικαιολογεί τον άμεσο ρεφορμισμό στο κοινωνικό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, ο παραδοσιακός ρεφορμισμός της εργατικής τάξης δε χρειάζεται πια δικαιολόγηση εφ’ όσον έχει γίνει κανόνας. Ο ρεφορμισμός των συνηθειών και της καθημερινής ζωής χρειάζεται ακόμα θεωρητικοποίηση, τόσο ενάντια στο επαναστατικό κίνημα απ’ όπου προέρχεται, όσο κι ενάντια στις καθυστερημένες καπιταλιστικές φράξιες που απορρίπτουν ελευθερίες που εν τούτοις είναι ακίνδυνες για το κεφάλαιο. Ο μοντερνισμός άρα αναπτύσσεται γιατί βοηθά το κεφάλαιο ν’ απελευθερωθεί απ’ τα δεσμά που περιορίζουν την καπιταλιστική ελευθερία (sic). Ο ρεφορμισμός της καθημερινής ζωής είναι ακόμα σε ανοδική φάση, όπως ήταν πριν από εβδομήντα χρόνια ο οικονομικός ρεφορμισμός και ο ρεφορμισμός της εργατικής τάξης.

Το κοινό χαρακτηριστικό κάθε μοντερνισμού είναι να χρησιμοποιεί την επαναστατική θεωρία κατά το ήμισυ· βασικά η προσέγγισή του είναι αυτή του «μαρξισμού» ενάντια στο Μαρξ. Το αξίωμά του είναι ν’ απαιτεί, όχι την επανάσταση, αλλά την απελευθέρωση από συγκεκριμένους περιορισμούς. Θέλει τη μέγιστη ελευθερία εντός της υπάρχουσας κοινωνίας. Η κριτική του θα είναι πάντα αυτή του εμπορεύματος και όχι του κεφαλαίου, της πολιτικής και όχι του κράτους, του ολοκληρωτισμού και όχι της δημοκρατίας. Είναι τυχαίο που ο ιστορικός του αντιπρόσωπος, ο Μαρκούζε, προήλθε από μια Γερμανία που εξαναγκάστηκε ν’ απομακρυνθεί από τις ριζοσπαστικές επιδιώξεις που εκφράστηκαν το 1917-21;

Είναι κατανοητό να καταγγέλλει κανείς τις αλλοιώσεις στην επαναστατική θεωρία για να κάνει τα πράγματα εντελώς ξεκάθαρα ―με τον όρο, όμως, ότι πρόκειται για κάτι περισσότερο από απλά μια καταγγελία. Στο βιβλίο του Σεμπρούν δεν υπάρχει ούτε στάλα θεωρίας.

Ας πάρουμε δύο παραδείγματα. Στην κριτική του G. Guegan[42] ο Σεμπρούν δείχνει τι θεωρεί σημαντικό. Γιατί επιτίθεται σφοδρά σ’ αυτό το πρόσωπο; Να διαχωρίζεις τον εαυτό σου, ακόμα και με σκληρή γλώσσα, δεν έχει νόημα παρά μόνο αν τον τοποθετείς κάπου ψηλότερα. Ο Σεμπρούν μιλά για τη ζωή του Guegan σε αρκετές σελίδες. Όμως αν είναι στ’ αλήθεια αναγκαίο να μιλήσει κανείς για τον Guegan, υπάρχει κάτι που πρέπει να ξεκαθαριστεί σχετικά με τα Cahiers du Futur (Σημειωματάρια το Μέλλοντος), το έντυπο που εξέδιδε. Αν το πρώτο τεύχος ήταν αχρείαστα αλαζονικό, το δεύτερο, αφιερωμένο στην αντεπανάσταση, είναι ιδιαίτερα απεχθές. Παρουσιάζει το γεγονός ότι η αντεπανάσταση τρέφεται απ’ την επανάσταση σαν παράδοξο, ευχαριστιέται να τονίζει το μπέρδεμα χωρίς να εξηγεί τίποτα, σαν κάτι απολαυστικό ανάμεσα σε αυτάρεσκα νοσηρές ζωγραφιές, και δημιουργεί σύγχιση. Προσθέτει ακόμα λίγη ιδεολογία σ’ αυτόν τον (σκόπιμο;) χλευασμό κάθε επαναστατικής δραστηριότητας, ο οποίος καλλιεργεί ένα αίσθημα ανωτερότητας σ’ αυτούς που έχουν καταλάβει διότι βρίσκονταν εκεί: «Να που οδηγεί η επανάσταση…» (διάβαζε: «Να τι ήμουν όταν ήμουν μιλιτάντης…»). Μπορεί κανείς μόνο να φανταστεί τι θα είχε ίσως γράψει η Κ.Δ. γι’ αυτό στην ακμή της.

Ο Σεμπρούν δείχνει επίσης πώς ο Καστοριάδης καινοτόμησε αναλαμβάνοντας το καθήκον να «επαναφομοιώσει» τα ίδια του τα παλιά επαναστατικά κείμενα και μοχθώντας να τα κάνει αδύνατον να διαβαστούν φορτώνοντάς τα με προλόγους και υποσημειώσεις. Με μια πρώτη ματιά αυτό είναι διασκεδαστικό, αλλά όχι και τόσο άμα γνωρίζει κανείς τι οφείλει η Κ.Δ. στην ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Ο Σεμπρούν δείχνει μάλιστα και συγκατάβαση για τη «μαρξιστική» περίοδο του Σωλιέ. Αυτή η υπεραριστερή ομάδα ήταν πράγματι εντελώς στεγνή, όμως όχι αρκετά για να εμποδίσει τον Ντεμπόρ να γίνει μέλος της. Είτε μας αρέσει, είτε όχι αυτό είναι πλαστογράφηση: διασκεδάζει τον αναγνώστη ενώ τον κάνει να ξεχνά τι οφείλει η χρεοκοπία της Κ.Δ. στο Σωλιέ, πριν χρεοκοπήσει ο ίδιος.

Σ’ αυτές τις δύο περιπτώσεις όπως και σ’ άλλες, τα άτομα κρίνονται απ’ τη συμπεριφορά τους κι όχι απ’ τη θεωρητική τους εξέλιξη, απ’ την οποία θα μπορούσε κανείς να ωφεληθεί. Ο Σεμπρούν μας παρουσιάζει μια πινακοθήκη ηθικών πορτραίτων. Δεν αναλύει, κρίνει. Διαπομπεύει κάποιους μαλάκες που έκλεψαν απ’ την Κ.Δ. Κριτικάροντας αυτές τις συμπεριφορές, δεν είναι και ο ίδιος τίποτα άλλο από μια συμπεριφορά.

Όπως κάθε ηθικίστικη πρακτική, οδηγεί και αυτή σε κάποια τερατουργήματα. Το πιο εξόφθαλμο είναι η επιδείνωση της πρακτικής της οργάνωσης που έχει ήδη αναφερθεί σε σχέση με το Αληθινό Σχίσμα. Ως νέος σωματοφύλακας του Ντεμπόρ, ο Σεμπρούν ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς με πρώην μέλη της Κ.Δ. Διαβάζοντας αυτά τα έργα, ο αμύητος θα νομίζει ότι η Κ.Δ. δεν ήταν ποτέ τίποτα το ιδιαίτερο. Απασχολημένος με την αυτοκαταστροφή του, ο Ντεμπόρ εξαπολύει τώρα ένα σεκταρισμό που αποκαλύπτει το φόβο του για τον κόσμο. Το ύφος του Σεμπρούν άρα μπορεί να προσβάλλει μόνο οτιδήποτε μπαίνει στην ακτίνα του και δεν είναι ο Ντεμπόρ. Έτσι ο Σεμπρούν γίνεται ο ίδιος το σύμβολο της οροθέτησης. Δεν ξέρει ούτε πώς να επιδοκιμάσει ούτε πώς να χλευάσει. Απ’ τη ριζοσπαστική κριτική δε διατήρησε παρά μόνο την περιφρόνηση.

Θέαμα

Η Κ.Δ. πάντα έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για το σήμα κατατεθέν της και διαφήμιζε η ίδια τον εαυτό της. Μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες της ήταν να θέλει να παρουσιάζεται χωρίς αδυναμίες, χωρίς λάθη, λες και είχε γίνει ο Σούπερμαν. Σήμερα δεν είναι τίποτα περισσότερο απ’ αυτήν την εικόνα. Ως κριτική των παραδοσιακών ομάδων και του μιλιταντισμού, η Κ.Δ. το έπαιζε Διεθνής, μετατρέποντας την πολιτική σε χλευασμό. Η απόρριψη του ψευτοσοβαρού μιλιτάντη που το μόνο που πραγματώνει είναι το πνεύμα της μοναστικής ζωής, σήμερα χρησιμεύει για να παρακάμπτει σοβαρά προβλήματα. Ο Βουαγιέ ήταν συστηματικά χλευαστικός οσότου κατέληξε και ο ίδιος άξιος χλευασμού. Η απόδειξη ότι η Κ.Δ. τελείωσε είναι ότι συνεχίζει μ’ αυτή τη μορφή. Ως κριτική του θεάματος, η Κ.Δ. επιδεικνύει τη χρεοκοπία της με το να γίνεται η ίδια θεαματική και καταλήγει να είναι το αντίθετο απ’ αυτό που προοριζόταν.

Γι’ αυτό το λόγο, η Κ.Δ. συνεχίζει να χαίρει της εκτίμησης ενός κοινού που χρειάζεται απελπισμένα μια ριζοσπαστικότητα απ’ την οποία διατηρεί μόνο το γράμμα και τα σύμβολα. Προερχόμενη από μια κριτική της τέχνης, η Κ.Δ. καταντά να χρησιμοποιείται (σε πείσμα του ίδιου της του εαυτού και εξ αιτίας του) σαν λογοτεχνικό έργο. Βρίσκει κανείς ευχαρίστηση στο να διαβάζει την Κ.Δ. ή τους απογόνους της, ή τους κλασσικούς που αυτή εκτιμούσε, όπως άλλοι βρίσκουν ευχαρίστηση στο να ακούνε Doors. Την περίοδο που η Κ.Δ. ήταν πραγματικά ερευνητική και αυτο-ερευνητική, όταν η πρακτική του χλευασμού περιέβαλλε μια πραγματική θεωρητική και ανθρώπινη πρόοδο, όταν το χιούμορ δε χρησίμευε απλά σαν μάσκα, το ύφος της Κ.Δ. ήταν πολύ λιγότερο αβίαστο και ευλύγιστο από αυτό των σύγχρονων κειμένων. Το πλούσιο σε περιεχόμενο κείμενο αντιστέκεται στο συγγραφέα του καθώς και τους αναγνώστες του. Το κείμενο που δεν είναι τίποτα άλλο από ύφος ρέει στρωτά.

Η Κ.Δ. συνέβαλε στο επαναστατικό κοινό καλό και οι αδυναμίες της έχουν γίνει τροφή για ένα κοινό τεράτων, που δεν είναι ούτε εργαζόμενοι ούτε διανοούμενοι, και που δεν κάνουν τίποτα. Στερημένοι από πρακτική, πάθος και συχνά ανάγκες, δεν έχουν τίποτα μεταξύ τους παρά ψυχολογικά προβλήματα. Όταν οι άνθρωποι συναντιούνται χωρίς να κάνουν τίποτα, δεν έχουν τίποτα κοινό παρά μόνο την υποκειμενικότητά τους. Η Κ.Δ. τους είναι απαραίτητη· στο έργο της διαβάζουν την προκατασκευασμένη θεωρητική δικαίωση του ενδιαφέροντός τους γι’ αυτές τις σχέσεις. Η Κ.Δ. τους δίνει την εντύπωση ότι η ουσιαστική πραγματικότητα βρίσκεται στις άμεσες δι-υποκειμενικές σχέσεις, και ότι η επαναστατική δράση συνίσταται στην ανάπτυξη μιας ριζοσπαστικότητας σ’ αυτό το επίπεδο, ιδιαίτερα στην αποφυγή της μισθωτής εργασίας, που συμπίπτει με την ύπαρξή τους ως declassés. Το μυστικό αυτής της ριζοσπαστικότητας συνίσταται στο ν’ απορρίπτει ό,τι υπάρχει (συμπεριλαμβανομένου και του επαναστατικού κινήματος) ώστε να του αντιπαραθέτει ό,τι βρίσκεται πολύ μακριά του (ακόμα και αν αυτό δεν έχει τίποτα το επαναστατικό). Αυτή η καθαρή εναντίωση δεν έχει τίποτα το επαναστατικό πέρα από τις λέξεις. Το life-style έχει τους κανόνες του, που είναι τόσο περιοριστικοί όσο κι αυτοί του «αστικού» κόσμου. Πολύ συχνά, οι αστικές αξίες αντιστρέφονται και γίνονται απολογία του να μη δουλεύεις, να ζεις περιθωριακά, του οτιδήποτε φαίνεται παραβατικό. Ο αριστερισμός απολογείται για το προλεταριάτο σαν αυτό να είναι κάτι θετικό σ’ αυτήν την κοινωνία: οι φιλοκαταστασιακοί αυτοεκθειάζονται (ως προλετάριοι) σαν καθαρή άρνηση. Όσο γι’ αυτούς που έχουν κάποια θεωρητική αξία, το σύνθημά τους είναι πάντα η «κριτική της Κ.Δ.», μια κριτική αδύνατη γι’ αυτούς γιατί θα ήταν ταυτόχρονα κριτική του «χώρου» τους.

Το δυνατό σημείο της Κ.Δ. δεν ήταν η θεωρία της αλλά το ότι βοήθησε να επισημανθούν οι θεωρητικές και πρακτικές αναγκαιότητες στις οποίες η θεωρία της μόνο εν μέρει μπόρεσε ν’ ανταποκριθεί. Η Κ.Δ. ήταν η κατάφαση της επανάστασης. Η άνοδός της συνέπεσε με μια περίοδο που μπορούσε κανείς να νομίζει ότι η επανάσταση θα ερχόταν σύντομα. Δεν είχε τα εφόδια για να επιβιώσει και μετά απ’ αυτήν την περίοδο. Κατάφερε να κάνει την αυτοκριτική ενός κοινωνικού στρώματος ανίκανου να κάνει μόνο του την επανάσταση, καταγγέλλοντας τις ίδιες του τις βλέψεις (όπως για παράδειγμα αυτές αντιπροσωπεύονται στον αριστερισμό, που θέλει τους εργάτες να καθοδηγούνται από «συνειδητοποιημένους» «αποστάτες» της αστικής τάξης).

Pιζοσπαστική υποκειμενικότητα

Σε σχέση με τον κλασσικό επαναστατικό μαρξισμό (καλό παράδειγμα του οποίου ήταν ο Σωλιέ), η Κ.Δ. είχε την ίδια λειτουργία, και τα ίδια όρια, που είχε ο Φόϋερμπαχ σε σχέση με το Χεγκελιανισμό. Για να ξεφύγει απ’ την τυραννική διαλεκτική της αλλοτρίωσης/πραγμοποίησης, ο Φόϋερμπαχ κατασκεύασε ένα ανθρωπολογικό όραμα τοποθετώντας τον Άνθρωπο, και ιδιαίτερα την αγάπη και τις αισθήσεις, στο κέντρο του κόσμου. Για να ξεφύγει απ’ τον οικονομισμό και το φετιχισμό του εργοστασίου (usinisme) της υπεραριστεράς, η Κ.Δ. επεξεργάστηκε ένα όραμα όπου οι ανθρώπινες σχέσεις βρίσκονταν στο κέντρο, όραμα που είναι σε συμφωνία με την «πραγματικότητα», είναι υλιστικό, αν αποδίδεται σ’ αυτές τις σχέσεις η πλήρης τους βαρύτητα ώστε να συμπεριλαμβάνουν και την παραγωγή, την εργασία. Η ανθρωπολογία του Φόϋερμπαχ άνοιξε το δρόμο για το θεωρητικό κομμουνισμό, σαν αυτόν που κατάφερε να συνθέσει ο Μαρξ στην εποχή του με τα Χειρόγραφα του 1844. Με τον ίδιο τρόπο, η θεωρία των «καταστάσεων» έχει ενσωματωθεί σ’ ένα όραμα του κομμουνισμού που η Κ.Δ. ήταν ανίκανη να έχει, όπως αυτό που παρουσιάζεται σήμερα στο Un monde sans argent.[43]

Για τον ίδιο λόγο, ο Ντεμπόρ διάβασε το Μαρξ υπό το φως του Καρντάν, θεωρώντας ότι ο «ώριμος» Μαρξ είχε βουλιάξει στην πολιτική οικονομία, πράγμα που είναι λάθος. Το όραμα του Ντεμπόρ για τον κομμουνισμό είναι στενό σε σχέση με το συνολικό πρόβλημα. Η Κ.Δ. δεν εξέτασε το ανθρώπινο είδος και τη συμφιλίωσή του με τη Φύση. Περιορίστηκε σε ένα πολύ δυτικό, βιομηχανικό αστικό σύμπαν. Προσδιόρισε την αυτοματοποίηση σε λάθος πλαίσιο. Μίλησε για την «καθυπόταξη της φύσης», πράγμα που επίσης μαρτυρά την επιρροή της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Όταν εξέταζε τις υλικές συνθήκες, σε σχέση με την οργάνωση του χώρου, ακόμα και αυτό ήταν γι’ αυτήν ζήτημα «σχέσεων μεταξύ ανθρώπων». Η ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα ήταν περιορισμένη στην επιχείρηση, η Κ.Δ. στην υποκειμενικότητα. Προχώρησε όσο πιο πολύ μπορούσε, μένοντας όμως στην αρχική της τροχιά. Ο θεωρητικός κομμουνισμός είναι κάτι περισσότερο από επαναστατική ανθρωπολογία. Τα Χειρόγραφα του 1844 αφομοίωσαν το όραμα του Φόϋερμπαχ επανατοποθετώντας τον Άνθρωπο εντός της ολότητας των σχέσεών του.

Η Κ.Δ. όφειλε πολλά στα κείμενα του νεαρού Μαρξ, αλλά δεν μπόρεσε να δει μια σημαντική τους διάσταση. Ενώ άλλοι κομμουνιστές απέρριπταν την πολιτική οικονομία σα δικαιολόγηση του καπιταλισμού, ο Μαρξ την υπερέβη. Η κατανόηση του προλεταριάτου προϋποθέτει μια κριτική της πολιτικής οικονομίας. Η Κ.Δ. είχε πολύ περισσότερα κοινά με τον Mόζες Χες και τον Βίλχελμ Βάϊτλινγκ, το Φόϋερμπαχ και το Στίρνερ: εξέφρασαν όλοι τους μια στιγμή της ανάδυσης του προλεταριάτου. Η περίοδος που τους γέννησε (1830-1848) μοιάζει σε μεγάλο βαθμό μ’ αυτήν που ζούμε σήμερα. Προτείνοντας μια ριζοσπαστική υποκειμενικότητα ενάντια σ’ έναν κόσμο εμπορευμάτων και πραγμοποιημένων σχέσεων, η Κ.Δ. εξέφρασε μια αναγκαιότητα που ήταν μεν θεμελιακή, όμως έπρεπε να ξεπεραστεί. Ο Μπέκερ, ένας φίλος του Βάϊτλινγκ, έγραψε το 1844:

«Θέλουμε να ζήσουμε, ν’ απολαύσουμε, να κατανοήσουμε τα πάντα… Ο κομμουνισμός ασχολείται με την ύλη μόνο και μόνο για να την κυριεύσει και να την υποτάξει στο νου και στο πνεύμα».

Πολλές απ’ τις συζητήσεις σήμερα αναπαράγουν αυτές τις προ του 1848 διαμάχες. Όπως το Invariance σήμερα, ο Φόϋερμπαχ μετέτρεψε την ανθρωπότητα σε ένα ον που επιτρέπει το σπάσιμο της απομόνωσης:

«Η απομόνωση υποδηλώνει μια στενή και περιορισμένη ζωή, ενώ η κοινότητα, σ’ αντιδιαστολή, υποδηλώνει μια απεριόριστη και ελεύθερη ζωή».

Αν και ο Φόϋερμπαχ θεωρητικοποίησε εννοιολογικά τη σχέση μεταξύ Ανθρώπου και Φύσης (κατηγορώντας το Χέγκελ για το ότι την είχε παραβλέψει) μετέτρεψε το ανθρώπινο είδος σε ένα ον πέρα και πάνω από την κοινωνική ζωή: « Η ενότητα του Εγώ και του Εσύ είναι ο Θεός». Τα Χειρόγραφα του 1844 έδωσαν στις αισθήσεις τη θέση που τους ταιριάζει στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Αντίθετα ο Φόϋερμπαχ έκανε την αισθητικότητα (sic) το πρωταρχικό πρόβλημα:

«Η νέα φιλοσοφία βασίζεται πάνω στην αλήθεια των αισθημάτων. Στην αγάπη, και γενικότερα, στα αισθήματά του, κάθε άνθρωπος επιβεβαιώνει την αλήθεια της νέας φιλοσοφίας».

Η θεωρητική αναγέννηση γύρω στο 1968 αναζωογόνησε την παλιά έννοια εντός των ίδιων ορίων. Ο Στίρνερ αντιπαρέθεσε τη «θέληση» του ατόμου στο μοραλισμό του Xες και στην καταγγελία του εγωισμού απ’ τον Βάϊτλινγκ, όπως και η Κ.Δ. αντιπαρέθεσε την επαναστατική χαρά στη μιλιτάντικη αυτοθυσία. Η επιμονή πάνω στην υποκειμενικότητα αποτελεί απόδειξη του γεγονότος ότι οι προλετάριοι δεν έχουν ακόμα καταφέρει ν’ αντικειμενικοποιήσουν μια επαναστατική πρακτική. Όταν η επανάσταση παραμένει στο επίπεδο της επιθυμίας, είναι δελεαστικό να κάνει την επιθυμία άξονα της επανάστασης.

1979

[1] (σ.τ.μ.) Invariance: περιοδικό που εκδίδει από το 1966 μια ομάδα γύρω από το Zακ Kαμάτ. O Kαμάτ συνεργαζόταν με τον Mπορντίγκα και το Διεθνές Kομμουνιστικό Kόμμα αλλά μετά το Mάη του ’68 στράφηκε προς μια κριτική ανάλυση της ιταλικής κομμουνιστικής αριστεράς, του έργου του Mπορντίγκα αλλά και του Mαρξ. Eνώ αρχικά το όνομα του περιοδικού αναφερόταν στο «αμετάβλητο της θεωρίας του προλεταριάτου», το 1973 δήλωνε την «αμετάβλητη επιθυμία για την εκ νέου ανακάλυψη της χαμένης ανθρώπινης κοινότητας» και κατέληξε ν’ απορρίψει όχι μόνο τη θεωρία των επαναστατικών οργανώσεων, της επαναστατικής συνείδησης, της προοδευτικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αλλά και της ίδιας της ταξικής πάλης.

[2] Ο όρος «σημείο» χρησιμοποιείται στα στρουκτουραλιστικά κείμενα και με αυτό εννοείται το σημαίνον (η αναπαράσταση) που έχει διαχωριστεί απ’ το αρχικό του σημαινόμενο (ένα φαινόμενο στον κόσμο). Ένα «σημείο» άρα είναι μια αναπαράσταση που αναφέρεται μόνο στον εαυτό της, δηλαδή είναι «ταυτολογική» (σημ. του αμερικάνου μεταφραστή).

[3] Κ.Δ. τεύχος 10.

[4] (σ.τ.μ.) Ζοζέφ Ντεζάκ: (1822-1864). Γάλλος ριζοσπάστης κομμουνιστής, απ’ τους προδρόμους του αναρχοκομμουνισμού. O μπογιατζής Nτεζάκ συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση του 1848 και ανέλυσε τις αιτίες της αποτυχίας της απορρίπτοντας κάθε μορφή κράτους και τον προυντονικό κολλεκτιβισμό. H «οργανωμένη κοινότητα» ή η «αναρχική κοινότητα» γι’ αυτόν θα ήταν η ελεύθερη παραγωγή και κατανάλωση που θα βασίζονταν στην ελεύθερη κυκλοφορία των ικανοτήτων και των αναγκών του καθένα. Στο έργο του υπάρχει μια πρώιμη άρνηση της μισθωτής εργασίας και της ανταλλακτικής αξίας που συνδυάζεται με την απόρριψη της θρησκείας, της οικογένειας και της ατομικής ιδιοκτησίας.

[5] Κ.Δ., τ. 10.

[6] Tου Ραούλ Βανεγκέμ (ελλ. έκδ. Ελεύθερος Τύπος).

[7] Σε μια σειρά άρθρων στο Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα έδειχναν πως η καπιταλιστική βιομηχανία χρειάζεται την ενεργητική και δημιουργική συνεργασία των εργατών για να λειτουργήσει. Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα αυτού του πράγματος ήταν η τακτική της βάσης των βρετανικών συνδικάτων να εργάζονται «σύμφωνα με τον κανονισμό εργασίας», όπου όλες οι εργασίες εκτελούνται ακριβώς σύμφωνα με το συμβόλαιο του συνδικάτου και τους όρους του αφεντικού. Αυτό συνήθως είχε σαν αποτέλεσμα μείωση της παραγωγής σε μια κλίμακα μέχρι και 50% (σημ. του αμερικάνου μεταφραστή).

[8] Το σενάριο της ταινίας υπάρχει στο Ενάντια στον Κινηματογράφο (ελλ. έκδ. Άκμων).

[9] Κ.Δ., τ. 1, IS, Το Ξεπέρασμα της Τέχνης, σελ. 58 (εκδόσεις Ύψιλον).

[10] Κ.Δ., τ. 7, IS, Το Ξεπέρασμα της Τέχνης, σελ. 233.

[11] Κ.Δ., τ. 7, IS, Το Ξεπέρασμα της Τέχνης, σελ. 234.

[12] Η Κοινωνία του Θεάματος, θέση 116 (ελλ. έκδ. Ελεύθερος Τύπος).

[13] Βλ. το κείμενο «Ελάχιστος ορισμός των επαναστατικών οργανώσεων». IS, Το Ξεπέρασμα της Τέχνης, σελ. 376.

[14] (σ.τ.μ.) «Σωλιέ» ήταν το πρώτο ψευδώνυμο που χρησιμοποίησε ο Kαστοριάδης στην ομάδα Σοσιαλισμός ή Bαρβαρότητα για αρκετά χρόνια. Όταν άρχισε ν’ αμφισβητεί το μαρξισμό το άλλαξε σε «Kαρντάν».

[15] Το Αληθινό Σχίσμα στη Διεθνή, σελ. 67 (ελλ. έκδ. Ελεύθερος Τύπος).

[16] Ανρί Λεφέβρ: κάποτε υπήρξε ο πιο εκλεπτυσμένος απολογητής του γαλλικού ΚΚ από φιλοσοφική σκοπιά (βλ. το βιβλίο του Διαλεκτικός Υλισμός). Ο Λεφέβρ εγκατέλειψε το κόμμα και στα τέλη του ’50 με αρχές ’60 άρχισε να διαμορφώνει μια «κριτική θεωρία της καθημερινής ζωής». Το έργο του επηρέασε την Κ.Δ. αν και η σκοπιά του παρέμεινε πάντα κυρίως ακαδημαϊκή και κοινωνιολογική. Η Κ.Δ. τον κατήγγειλε όταν δημοσίευσε ένα κείμενο για την Παρισινή Κομμούνα που σε μεγάλο βαθμό βασιζόταν σε ιδέες που έκλεψε από τις «Θέσεις» της Κ.Δ. πάνω στο ίδιο θέμα (σημ. του αμερικάνου μεταφραστή).

[17] Βλ. στο τεύχος 10 (του 1966) το άρθρο με τον τίτλο, Η παρακμή και η πτώση της θεαματικής-εμπορευματικής κοινωνίας. IS, Το Ξεπέρασμα της Τέχνης, σελ. 327.

[18] Διεθνιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ιδρύθηκε το 1943).

[19] Βλ. το τ. 1 του Invariance.

[20] IS, Το Ξεπέρασμα της Τέχνης, σελ. 339.

[21] Κ.Δ., τ. 9, του 1964.

[22] Κ.Δ., τ. 5 (του 1960). IS, Το Ξεπέρασμα της Τέχνης, σελ. 164.

[23] ό.π., σελ. 163.

[24] ό.π., σελ.251.

[25] ό.π., σελ. 252.

[26] ό.π., σελ. 233.

[27] H επανάσταση της καθημερινής ζωής, ελλ. έκδοση Άκμων.

[28] Το Αληθινό Σχίσμα στη Διεθνή, σελ. 115.

[29] (σ.τ.μ.) Ποσιμπιλισμός: ο όρος προέρχεται απ’ τη Γαλλία του τέλους του δέκατου ένατου αιώνα. Όταν στις εκλογές του Oκτωβρίου του 1881 η Mαρξιστική Oμοσπονδία του Kόμματος των Σοσιαλιστών Eργατών Γαλλίας συνετρίβη, μια ομάδα εντός της άρχισε να υποστηρίζει μια πιο πραγματιστική, ρεφορμιστική πολιτική για την Oμοσπονδία. H εγκατάλειψη της τακτικής του «όλα αμέσως» και η υιοθέτηση σταδίων για την ικανοποίηση των άμεσων αιτημάτων, αυτών που είναι εφικτό (possible) να πραγματοποιηθούν θα γεννούσε τη λέξη ποσιμπιλισμό (και ποσιμπιλιστές). Aντίστοιχα, θα βάφτιζε ιμποσιμπιλιστές όσους συνέχιζαν να θεωρούν τον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό ως αλληλοαποκλειόμενα συστήματα και να παραμένουν υπέρμαχοι του επαναστατικού «μαξιμαλιστικού προγράμματος».

[30] (σ.τ.μ) «Ratgeb»: ψευδώνυμο που χρησιμοποίησε ο Βανεγκέμ στο βιβλίο του Από την άγρια απεργία στη γενικευμένη αυτοδιεύθυνση (ελλ. έκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη). O Ratgeb υπήρξε ένας διάσημος ζωγράφος του δεκάτου έκτου αιώνα ο οποίος τάχθηκε στο πλευρό των χωρικών του Mύντσερ, αλλά σε αντίθεση με τον Nτύρερ, διαμελίστηκε μετά την ήττα των χωρικών επειδή η καταγωγή του ήταν ταπεινή.

[31] Η λέξη μιλιτάντης (αγωνιστής) έχει άλλο νόημα στα γαλλικά και άλλο στ’ αγγλικά. Η λέξη έχει την ίδια προέλευση απ’ τη λέξη «στρατιωτικός». Kαι στις δύο γλώσσες μεταφέρει την ιδέα να παλεύεις για έναν σκοπό. Όμως στ’ αγγλικά σημαίνει μαχητικός, «επιθετικά ενεργητικός» (σύμφωνα με το λεξικό Webster, του 1993). Στα γαλλικά είχε παλιά θετική έννοια (οι «μιλιτάντες» ήταν υποτίθεται αφοσιωμένοι στρατιώτες του εργατικού κινήματος), μέχρι που η Κ.Δ. τη συνέδεσε με μια αρνητική αφοσίωση αυτοθυσίας σε ένα σκοπό: έτσι χρησιμοποιούμε τον όρο εδώ.

[32] Δηλ. την ιδεολογία που εξυμνεί την ανάπτυξή τους σαν αυτοσκοπό (σημ. του αμερικάνου μεταφραστή).

[33] Όπως την ανατρεπτική σημασία της μαζικής άρνησης πληρωμής και της ελεύθερης διανομής αγαθών και υπηρεσιών που εφαρμόστηκαν από το ιταλικό κίνημα αυτομείωσης. Φυσικά σε μια ώριμη επαναστατική κατάσταση αυτό θα επεκτεινόταν και θα συμπεριλάμβανε την άμεση κομμουνιστικοποίηση καίριων παραγωγικών μέσων και για την εξασφάλιση της επιβίωσης του προλεταριακού κινήματος και για την υπονόμευση των προσόδων των εναπομεινουσών καπιταλιστικών δυνάμεων (σημ. του αμερικάνου μεταφραστή).

[34] Κ.Δ. τ. 7.

[35] Εκδόθηκε το 1975 απ’ τις εκδόσεις de l’ Oubli στο Παρίσι.

[36] (σ.τ.μ.) «Έγκυρο» αριστερό εβδομαδιαίο περιοδικό στο οποίο αρθρογραφούν προσωπικότητες από όλο το φάσμα της γαλλικής διανόησης.

[37] (σ.τ.μ.) Στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τον τίτλο Σχετικά με την ιταλική κρίση, εκδ. Άκμων.

[38] Tο Αληθινό Σχίσμα, θέση 19.

[39] (σ.τ.μ.) Eδώ είμαστε αναγκασμένοι να επισημάνουμε κάποιες διαφωνίες μας με το συγγραφέα. Aκόμα κι αν δεχτούμε ότι ο Σανγκουινέτι ήταν υπεραισιόδοξος σχετικά με την προοπτική της προλεταριακής εφόδου των δεκαετιών ’60-’70 στην Iταλία και την Πορτογαλία, απ’ την άλλη δεν την υποτιμάμε ―τουλάχιστον όχι όσο ο Nτωβέ― έχοντας υπόψη μας τη λυσσαλέα και τεράστιας έκτασης και έντασης αναδιάρθρωση που ανέλαβαν τα αφεντικά ως απάντηση ―και που κρατάει μέχρι σήμερα. Aυτό που παραβλέπει όμως εντελώς ο Nτωβέ ―κι ήταν ένας κεντρικός στόχος του Σανγκουινέτι― είναι η αποκάλυψη της στρατηγικής της έντασης του ιταλικού κράτους, δηλ. της τεχνητής τρομοκρατίας, του θεάματος του κράτους που απειλείται, σκηνοθετημένου απ’ το ίδιο. Tην αρχή, που έγινε με τη βομβιστική επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα, ακολούθησαν και άλλες χοντροκομμένες τρομοκρατικές επιθέσεις, οργανωμένες απ’ τις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες σε αντιπερισπασμό προς τον πραγματικό εχθρό του κράτους, τον εσωτερικό. Oφείλουμε ν’ αναγνωρίσουμε ότι πρώτοι οι ιταλοί καταστασιακοί αποκάλυψαν ―και μάλιστα έγκαιρα, το 1969― τη χρήση της τρομοκρατίας απ’ το κράτος.

[40] Κ.Δ., τ. 9, IS, Το Ξεπέρασμα της Τέχνης, σελ. 301.

[41] Κ.Δ., τ. 10.

[42] Ο Guegan ήταν ο διευθυντής (και ο πραγματικός ιδρυτής) των εκδόσεων Champ Libre μέχρι που απολύθηκε το 1975. Τώρα είναι διάσημος στους λογοτεχνικούς και πρωτοποριακούς κύκλους (σημ. του αμερικάνου μεταφραστή).

[43] Le communisme: un monde sans argent (ο κομμουνισμός: ένας κόσμος χωρίς χρήμα), 3 τόμοι, απ’ την Organisation des Jeunes Travailleurs Revolutionnaires, Παρίσι, 1975 (σημ. του αμερικάνου μεταφραστή).

Παρήχθη το 2002 από το Kόκκινο Nήμα. Μετάφραση του ‘Critique of the Situationist International‘. Έχει ληφθεί από τον ιστότοπο Antagonism.