Η μοναξιά της κομμουνιστικής θεωρίας

του Bruno Astarian1

Οι πρωτοπορίες έχουν μόνο μια ευκαιρία· και το καλλίτερο πράγμα που μπορεί να τους συμβεί είναι να έχουν ζωντανέψει τον καιρό τους χωρίς να επιζήσουν περισσότερο. Μετά από αυτές οι επιχειρήσεις προχωράνε σε ένα ευρύτερο πεδίο. Πολλές φορές έχουμε δει τέτοια επίλεκτα στρατεύματα, αφού έχουν επιτύχει ένα γενναίο ανδραγάθημα, να παραμένουν για να παρελαύνουν με τα παράσημά τους και στη συνέχεια να στρέφονται ενάντια στον σκοπό που υποστήριζαν προηγουμένως. Τίποτα από όλα αυτά δεν πρέπει να φοβίζει όσους οι επιθέσεις τους τους έχουν φέρει στο σημείο της διάλυσης.

Guy Debord: από το φιλμ “In girum imus nocte et consimimur igni” (1978) με τις μεταστρεμμένες εικόνες από το φιλμ The Charge of the Light Brigade.

Στο κείμενο που ακολουθεί, θα προσπαθήσω να καταλάβω την κατάσταση της ακραίας απομόνωσης στην οποία βρίσκεται η κομμουνιστική θεωρία στις μέρες μας. Είναι δύσκολο για τους περισσότερους θεωρητικούς να δουν πόσο ακατανόητη είναι η γλώσσα τους, γλώσσα που πρέπει να διατηρούν, για τους περισσότερους προλετάριους, ακόμα και για τους πιο καλοπροαίρετους. Αυτό αληθεύει άσχετα από τις θεωρητικές επιλογές που γίνονται. Ανάμεσα στις ομάδες ή τα άτομα που θεωρητικά στοχάζονται πάνω στη σημερινή κατάσταση της καπιταλιστικής κοινωνίς και την πιθανότητα υπέρβασής της, κανείς δεν έχει βρει τη γλώσσα ή/και την οπτική που θα επέτρεπε (στην κομμουνιστική θεωρία) να αναδυθεί από ένα μικρό περιβάλλον [milieu] που μεταμορφώνεται σε κλειστό βάζο. Αμφισβητεί αυτή η κατάσταση την κομμουνιστική θεωρία στην ιστορική της ιδιαιτερότητα; Ή απλά την τοποθετεί πίσω στην θέση της;

1. Η κομμουνιστική θεωρία και η πάλη των τάξεων

Ας ξεκινήσουμε λέγοντας τι δεν είναι η κομμουνιστική θεωρία:

  • Η κομμουνιστική θεωρία δεν είναι η επιστημονική έκθεση της οικονομικής συγκυρίας, οι ιδιοτροπίες της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αναμφίβολα η κριτική της πολιτικής οικονομίας μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε πιο καθαρά από τους περισσότερους οικονομολόγους, να πετύχουμε έναν βαθμό γνώσης που προχωρά πιο βαθιά από αυτούς κάτω από τις φαινομενικότητες της αγοράς. Αλλά ακόμα και όταν συλλαμβάνει την κίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας ως την κίνηση μιας αντίφασης, η κριτική της πολιτικής οικονομίας καλύπτει μόνο ένα μέρος του πεδίου στο οποίο ορίζεται η κομμουνιστική θεωρία. Δεν αρκεί να δείξουμε ότι ο καπιταλισμός οδηγείται από μια αντίφαση, ακόμα και ότι είναι θνητός. Είναι αναγκαίο να δείξουμε πού, στην αντίφαση αυτή, έγκειται η δυνατότητα της υπέρβασής του. Και θα πρέπει να δώσουμε στην αντίφαση αυτή ένα νόημα.

  • Η κομμουνιστική θεωρία δεν είναι ένα πολιτικό όπλο που θα επέτρεπε στους επαναστάτες να νικήσουν τον εχθρό τους πιο εύκολα, άσχετα από το πώς ορίζουν αυτόν τον εχθρό (το κράτος, τους καπιταλιστές, τη σχέση προλεταριάτο/κεφάλαιο…). Βλέποντας πιο καθαρά από άλλους στον μηχανισμό της κοινωνικής αντίφασης, μπορούν οι θεωρητικοί να καθοδηγήσουν το προλεταριάτο ή να θέσουν ένα παράδειγμα στον δρόμο από τον καπιταλισμό προς τον κομμουνισμό; Όχι. Θα δούμε παρακάτω το γιατί.

Τίποτα που είναι ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο” είπε ο Μαρξ, αντιγράφοντας τον Terence2. Στοχεύοντας σε έναν απολύτως πλήρη μετασχηματισμό της ζωής, η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης δεν αφήνει τίποτα έξω από την κριτική της. Τέχνη, αθλητισμός, επιστήμη, εκπαίδευση των παιδιών κ.λπ. Τα πάντα μπορούν να είναι γι’ αυτήν ένα αντικείμενο επίθεσης και κριτικής, γιατί θεωρεί όλες τις δραστηριότητες των ανθρώπων ως ιστορικά καθορισμένες. Εδώ, στην σημερινή κοινωνία, κάθε δραστηριότητα καθορίζεται από την σχέση της με την θεμελιώδη αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ), με άλλα λόγια της ταξικής σχέσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο. Για όλα αυτά, η κομμουνιστική θεωρία δεν είναι απλά μια φιλοσοφία που, όπως κάθε άλλη φιλοσοφία, έχει έναν λόγο για κάθε τι που υπάρχει. Η κομμουνιστική θεωρία ενδιαφέρεται για αυτό που υπάρχει μόνο και μόνο για να δείξει την δυνατότητα της κατάργησης και της υπέρβασής του.

Αν δεν είναι ούτε σχόλιο, ούτε πολιτικός οδηγός, ούτε γενική φιλοσοφία, τότε πώς να ορίσουμε την κομμουνιστική θεωρία; Στην πιο απλή εκδοχή, ας πούμε όι είναι η θεωρία της υπέρβασης του καπιταλισμού, η θεωρία της επανάστασης. Αλλά ας προσπαθήσουμε να είμαστε λογότερο γενικόλογοι.

H κομμουνιστική θεωρία πρέπει να κατανοηθεί σε σχέση με την αγκύρωσή της στην ταξική πάλη, γιατί εκεί βρίσκεται η δυνατότητα της υπέρβασης. Χρειάζεται ακόμα να γνωρίζουμε για ποιο πράγμα μιλάμε. Η κομμουνιστική θεωρία δεν είναι απλά ένα σχόλιο πάνω στους αγώνες στους οποίους καθημερινά βλέπουμε το προλεταριάτο και το κεφάλαιο να έρχονται αντιμέτωπα για την μοιρασιά της καινούριας αξίας που παράγει το προλεταριάτο μέσω της εργασίας του. Τίποτα άλλο εκτός από την ταξική πάλη δεν καθορίζει, τελικά, την μοιρασιά της εργάσιμης μέρας. Η πάλη είναι ομοούσια με την ίδια την ύπαρξη των τάξεων. Αλλά η ύπαρξή της δεν δεν αποδεικνύει την δυνατότητα της κομμουνιστικής επανάστασης περισσότερο από τις μεταβολές της οικονομικής συγκυρίας ανάμεσα στην αφθονία και την επιβράδυνση της συσσώρευσης. Η καθημερινή πάλη ανάμεσα στους προλετάριους και τους καπιταλιστές δεν αποδεικνύει τίποτα περισσότερο από την αντίθεση/αντίφαση ανάμεσα στην αναγκαία και την πλεονάζουσα εργασία: κάποιοι πιστεύουν ότι αυτοί οι καθημερινοί αγώνες φέρουν μια πιθανή υπέρβαση αν εξαπλωθούν, διαδοθούν ευρέως, γίνουν ένα μαζικό κίνημα που θα αναπτύξει μια επαναστατική πολιτική. Θα υπήρχε τότε μια υπερανάπτυξη3 των καθημερινών αγώνων σε προλεταριακή επανάσταση. Άλλοι, βλέπουν στην ταξική πάλη μόνο μια καθημερινή σύγκρουση, και την τοποθετούν στο ράφι των αξεσουάρ της αναπαραγωγής του ΚΤΠ. Γι’ αυτούς, η σύγκρουση προλεταριάτου/κεφαλαίου είναι μόνο μια λειτουργικότητα του κεφαλαίου, στην οποία κάθε τάξη προϋποθέτει την άλλη, σχηματίζοντας ένα κλειστό σύστημα χωρίς εσωτερική δυνατότητα ρήξης.

Όμως η ρήξη στην αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων υπάρχει επίσης, και συγκεκριμένα, οποτεήποτε το προλεταριάτο επαναστατεί σε μια εξέγερση. Η εξέγερση διαρρηγνύει την καθημερινή πορεία της ταξικής πάλης. Αυτό μπορεί να συμβεί μετά από μια σειρά αποτυχημένων αιτημάτων, όπως τον Ιούνιο του 1848, ή εξαιτίας ενός γεγονότος φαινομενικά ασύνδετου από τους βιομηχανικούς αγώνες, όπως η ανταρσύα των ναυτών στο Κίελο το 1918. Σε αυτές τις στιγμές η σχέση κεφαλαίου/προλεταριάτου αλλάζει. Το προλεταριάτο δεν επιδιώκει να αντιπαρατεθεί με το κεφάλαιο για μια αύξηση στους μισθούς. Δεν επιδιώκει να μετατοπίσει προς όφελός του τον κέρσορα της μοιρασιάς της εργάσιμης μέρας. Οτιδήποτε και να λέει, ανάλογα με τον καιρό και τις χώρες, η προλεταριακή εξέγερση δημιουργεί μια καινούρια, φευγαλέα και μεταβατική κοινωνικότητα, που ξεφεύγει από την αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων επειδή είναι “χτισμένη” με έναν εσωτερικό τρόπο στο προλεταριάτο. Η εξεγερτική κοινωνική σχέση σχηματίζεται όταν οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν, με και για τον αγώνα, κομμάτια του κεφαλαίου τα οποία αρχικά είναι σε σύγκρουση μαζί τους όντας ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Είτε καταλαμβάνουν ή καίνε εργοστάσια, δημόσια ή ιδιωτικά κτίρια, δρόμους, γέφυρες κ.λπ., είτε κατάσχουν οχήματα, όπλα ή τροφή, οι εξεγερμένοι μετασχηματίζουν την σχέση τους με το κεφάλαιο. Από μια αμοιβαία προϋπόθεση, η σχέση προλεταριάτο/κεφάλαιο γίνεται μια καθαρή σύγκρουση. Και στην καθαρότητά της, αυτή η σύγκρουση περιλαμβάνει την δυνατότητα της κομμουνιστικής υπέρβασής της γιατί, για να συγκρουστούν με το κεφάλαιο, οι εξεγερμένοι έχουν σχηματίσει μια δια-προσωπική κοινωνική σχέση ανάμεσά τους που δεν έχει σαν περιεχόμενό της την εργασία, που εμπεριέχει μια σχέση με μια εξωτερική φύση, που δεν είναι, όπως στην περίπτωση της αμοιβαίας προϋπόθεσης ένα απλό μέσο παραγωγής. Αντίθετα, τα στοιχεία του κεφαλαίου που το εξεγερμένο προλεταριάτο καταλαμβάνει μετασχηματίζονται από την εξέγερση. Η ίδια η ύπαρξη αυτής της εξεγερτικής κοινωνικής σχέσης θέτει πρακτικά το ζήτημα της υπέρβασης του ΚΤΠ.

Είναι σε αυτή την εξεγερτική κοινωνική σχέση που η κομμουνιστική θεωρία βρίσκει την αγκύρωσή της. Είναι η αυτο-συνειδησία της. Που δεν είναι, όπως θα δούμε, χωρίς προβλήματα.

2. Άμεση συνείδηση, αφηρημένη συνείδηση

Στην ιστορία των ταξικών κοινωνιών, μπορεί κανείς να διακρίνει ανάμεσα στην άμεση συνείδηση και την αφηρημένη συνείδηση. Η πρώτη συνοδεύει συνήθως κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Καμμιά δραστηριότητα, σε οποιαδήποτε τάξη, δεν μπορεί να ξεδιπλωθεί χωρίς μια συνειδητή διαδικασία που θα ονομάζουμε άμεση. Είτε πρόκειται για την πιο απλή εργασιακή λειτουργία είτε η πολύπλοκη οργάνωση μιας εταιρείας, η συνειδητή διαδικασία που συνοδεύει την λειτουργία αυτή λέγεται ότι είναι άμεση με την έννοια ότι προσαρμόζεται και συνδέεται άμεσα με την συγκεκριμένη δραστηριότητα και δεν επιζητά κάτι άλλο.

Η αφηρημένη συνείδηση δεν είναι στο επίπεδο αυτό. Είναι η αυτο-συνειδησία της κοινωνικής σχέσης που δομεί την κοινωνία. Αυτή η κοινωνική σχέση ορίζει την ανθρώπινη δραστηριότητα, με άλλα λόγια, την διαδικασία με την οποία ο άνθρωπος αναφερόμενος στον εαυτό του ως ένα κατάλληλο αντικείμενο, παράγεται ως ιστορία, ως γίγνεσθαι. Από την αφετηρία της μέχρι σήμερα, η διαδικασία της αυτο-παραγωγής των ανθρώπων έχει δομηθεί από την εργασία και την εκμετάλλευση, από την αντιφατική σχέση ανάμεσα στις τάξεις, ακόμα και αν είναι εμβρυακή. Μπορεί να ειπωθεί λοιπόν ότι η αφηρημένη συνείδηση είναι η αυτο-συνειδησία αυτού του αντιφατικού υποκειμένου. Παίρνοντας τη μορφή της θρησκείας, της φιλοσοφίας ή της κομμουνιστικής θεωρίας, η αφηρημένη συνείδηση εξηγεί την κοινωνική αντίφαση και προβάλλει την επίλυσή της. Το προπατορικό αμάρτημα που κυνηγά τον Αδάμ και την Εύα από τον παράδεισο, με την υπόσχεση της επιστροφής μετά θάνατον (υπό συγκεκριμένες συνθήκες) είναι ένα παράδειγμα της σύλληψης από την σκέψη αυτής της κοινωνικής αντίφασης. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλες οι κοινωνίες παράγουν μια αφηρημένη συνείδηση που εξηγεί την αντιφατική φύση της κοινωνίας και προβάλλει την υπέρβασή της. Επιπλέον, η αντιφατική φύση της κοινωνίας σημαίνει ότι η αναπαραγωγή της, η εξέλιξή της δεν αντιστοιχεί ευθέως στην συνειδητή δράση των ανθρώπων, αλλά απορρέει από το “παιχνίδι” της ταξικής σύγκρουσης. Για παράδειγμα: στην φεουδαρχική κοινωνία οι φεουδάρχες/ευγενείς συμπεριφέρονταν ανάλογα με την ταξική τους θέση, το ίδιο έκαναν και οι δουλοπάροικοι. Κάθε τάξη θέλει για τον εαυτό της το μεγαλύτερο δυνατό μέρος του πλεονάζοντος προϊόντος. Η αντίφαση που αυτή η διαδικασία θέτει σε κίνηση θα κάνει εφικτό τον καπιταλισμό, που εξαφανίζει τους λόρδους και τους δουλοπάροικους – κάτι που προφανώς δεν αντιστοιχεί στην αρχική τους πρόθεση. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι δεν έχουν τη δύναμη να εξελίξουν την κοινωνία σύμφωνα με την θέληση ή τη συνείδησή τους, είτε την άμεση είτε την έμμεση. Γενικά, η αφηρημένη συνείδηση καταγράφει αυτή την κατάσταση αλλοτρίωσης τοποθετώντας στον ουρανό την ανώτατη δύναμη πάνω στις ζωές των ανθρώπων.

2.1 Η ιδιαίτερη περίπτωση της κομμουνιστικής θεωρίας

Στην καπιταλιστική κοινωνία η αστική τάξη είναι ανίκανη να προβάλει μια υπέρβαση της κοινωνικής αντίθεσης άλλη από το ντύσιμο της θρησκείας και της φιλοσοφίας των προηγούμενων αιώνων. Ο καπιταλισμός δεν μπορει να δημιουργήσει εντός του μια καινούρια τάξη ιδιοκτητών, που θα μπορούσε να είναι ανταγωνιστική στην αστική τάξη και ανώτερη σε έναν καινούριο τρόπο εκμετάλλευσης/ξεζουμίσματος της εργασίας, και που θα ανέπτυσσε σε αυτή τη βάση ένα καινούριο όραμα του μέλλοντος της κοινωνικής αντίθεσης. Ενώ η αριστοκρατία πιέστηκε από την ανερχόμενη αστική τάξη, η οποία τελικά την εξαφάνισε, η κατεστημένη αστική τάξη έθαψε η ίδια τον εαυτό της βελτιώνοντας διαρκώς την αποτελεσματικότητα της εκμετάλλευσης της εργασίας. Βασικά, η διαφορά είναι ότι τώρα ο εργάτης είναι τελείως αποσπασμένος από τα μέσα παραγωγής, τα οποία τα διαχειρίζεται εξ ολοκλήρου η αστική τάξη. Είναι αυτή η ιδιαιτερότητα, εντελώς μοναδική στην ιστορία των ταξικών κοινωνιών, που καθιστά το προλεταριάτο όχι μια καινούρια τάξη ιδιοκτητών που φέρει τη συνείδηση της υπέρβασης της αντίθεσης, αλλά την τάξη της εργασίας. Όμως, αυτό δεν είναι ένα ζήτημα για τους καθημερινούς αγώνες του προλεταριάτου αλλά ζήτημα των εξεγέρσεων, αυτού που προκαλεί μια ρήξη στην αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων. Η δυνατότητα υπέρβασης του ΚΤΠ διαμορφώνεται σ’ αυτή την κοινωνική σχέση στην οποία το προλεταριάτο καταδεικνύει τον εαυτό του όχι ως την τάξη της εργασίας, μια εκμεταλλευόμενη τάξη, υποταγμένη στο κεφάλαιο, αλλά ως μια εξεγερμένη τάξη.

Είναι στην προλεταριακή εξέγερση που η ταξική σύγκρουση ανοίγει και καλεί για την πρακτική υπέρβασή της, γιατί σε αυτό το σχίσμα μπλοκάρεται ολόκληρη η κοινωνία. Και είναι το προλεταριάτο και όχι η αστική τάξη που φέρει την υπέρβαση, σαν μια τάξη χωρίς ενδοιασμούς, διαχωρισμένη από την ολότητα των μέσων της ύπαρξής της που στέκονται απέναντί της ως κεφάλαιο. Όπως ακριβώς η εξέγερση είναι για το προλεταριάτο η άρνηση της απομόνωσης στην οποία βρίσκει τον εαυτό του όταν ξεσπά η αντίθεση κεφαλαίου/εργασίας, έτσι και η αυτο-συνειδησία της εξεγερσιακής κοινωνικής σχέσης συνίσταται στον καθορισμό και την αναγκαιότητα μιας κοινωνίας στην οποία ο διαχωρισμός που ορίζει το προλεταριάτο καταργείται. Η κομμουνιστική θεωρία είναι η αυτεπίγνωση/αυτογνωσία της εξεγερτικής σχέσης στον βαθμό που εμπεριέχει την δυνατότητα του περάσματος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. Με την διευκρίνηση ότι μέχρι σήμερα όλες οι επαναστατικές απόπειρες έχουν αποτύχει, είναι αναγκαίο να ορίσουμε την κομμουνιστική θεωρία, όπως έχει συγκροτηθεί σε ολόκληρες γενιές, ως τον καρπό της αποτυχίας όλων αυτών των προηγούμενων προσπαθειών.

Είπαμε ότι η εξέγερση είναι μια ιδιαίτερη κοινωνική σχέση εσωτερική στο προλεταριάτο, αλλά επίσης πολύ ασταθής και φευγαλέα, τόσο εξαιτίας της καταστολής από το κεφάλαιο όσο και επειδή, σχεδόν εξ ορισμού, η εξέγερση “δεν δουλεύει” και επομένως δεν παράγει τίποτα. Σε αυτή τη βάση, οι προλετάριοι δεν παράγουν μιαν αφηρημένη συνείδηση της δράσης τους. Δεν έχουν τον χρόνο. Η άμεση επίγνωση που αναπτύσσουν για την εξεγερτική δραστηριότητά τους είναι οπωσδήποτε πολύ διαφορετική από αυτό που σκέφτονταν κάποτε, όταν ζούσαν μέσα στον κύκλο μετρό-δουλειά-ύπνος4. Χωρίς να το πηγαίνουμε πολύ μακριά λέγοντας ότι οι αγώνες είναι θεωρητικοί, οι εξεγέρσεις εγείρουν ανοιχτά ζητήματα όπως η νομιμοποίηση της ιδιοκτησίας, η αξία των υπαρχόντων θεσμών, η αναγκαιότητα της εργασίας ή της οικογένειας. Αυτά τα ζητήματα δεν εγείρονται με έναν εγκυκλοπαιδικό τρόπο αλλά πρακτικά στην δραστηριότητα της εξέγερσης και στα προβλήματα που πρέπει να επιλύσει στον αγώνα της ενάντια στο κεφάλαιο.

Μετά την ήττα της εξέγερσης, μετά την επιστροφή όλων των δυνατοτήτων που είχαν διανοιχθεί στην ρουτίνα της δουλειάς, η κομμουνιστική θεωρία βάζει στον εαυτό της το καθήκον να κατανοήσει γιατί έχασε. Ουσιαστικά, σχεδόν πάντα, η κομμουνιστική θεωρία αναπτύσσεται κατόπιν εορτής, και συνεπώς διαχωρισμένη από την κοινωνική σχέση που αποτελεί την πηγή της. Αν η επανάσταση είχε πετύχει, η θεωρία θα εξαφανιζόταν στην υπέρβαση του διαχωρισμού ανάμεσα στην άμεσξ και την αφηρημένη συνείδηση, στην παραγωγή μιας μορφής αυτο-συνειδησίας που επανασυμφιλιώνεται με την αμεσότητα της κοινωνικής ζωής. Αλλά οι επαναστάσεις έχουν αποτύχει, και η κομμουνιστική θεωρία πρέπει να δώσει μιαν εξήγηση γι’ αυτές τις αποτυχίες. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να εξηγήσει επίσης τι προηγήθηκε σε σχέση με την προ-εξεγερσιακή κατάσταση, και πρέπει επίσης να αναλύσει τις επιλογές από την πλευρά των εξεγερμένων, που πρέπει επίσης να εξηγηθούν από το ιστορικό πλαίσιο – και πρέπει τέλος να λάβουν υπόψιν τους στόχους που έβαλαν, είτε εκπεφρασμένα είτε υπόρρητα. Η κομμουνιστική θεωρία προχωρά με έναν “επαναληπτικό” [iterative] τρόπο ανάμεσα σ’ αυτές τις τρεις στιγμές: μια ανάλυση της κίνησης της καπιταλιστικής κοινωνίας και της θεμελιακής αντίφασής της (κριτική της πολιτικής οικονομίας, θεωρία της αξίας, θεωρίας της κρίσης), μια κριτική μελέτη των επαναστατικών προσπαθειών το παρελθόντος (θεωρία της επανάστασης), και τον καθορισμό των κομμουνιστικών στόχων που δίνουν νόημα στις δυο προηγούμενες στιγμές (προβολή του καταργημένου καπιταλισμού). Συνεπώς, η κομμουνιστική θεωρία προχωρά από την επαναστατική φάση που έχει μόλις αποτύχει, ψάχνοντας στις συνθήκες που κυριαρχούν στην κρίση και την εξέγερση, την εξήγηση των πράξεων των εξεγερμένων. Αναλύει κριτικά τις δυνατές επιλογές που επακολούθησαν και εγείρει ξανά το ζήτημα για την επόμενη φορά. Είναι αναγκαίο να αποδείξει ότι θα υπάρξει μία (κριτική της πολιτικής οικονομίας, θεωρία των κρίσεων) και ορίζει κριτικά σε σχέση με τις προηγούμενες απόπειρες τόσο τους κομμουνιστικούς στόχους όσο και την μέθοδο, πολιτική ή όχι, οργανωτική ή όχι, για να πετύχει.

Ενδυναμωμένη με αυτές τις αναλύσεις και κριτικές, η θεωρία πιστεύει εδώ και καιρό ότι είναι σε θέση να γνωρίζει τις συνθήκες που θα κάνουν την επανάσταση να πετύχει στην επόμενη προλεταριακή εξέγερση. Και έχει προετοιμαστεί να παρέμβει υιοθετώντας εκπεφρασμένα ή υπόρρητα έναν καθοδηγητικό ρόλο, καθώς και γράφοντας για λογαριασμό του προλεταριάτου το πρόγραμμα (πολιτικό, οικονομικό) της επερχόμενης επανάστασης. Κάποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι υιοθέτησε ποτέ αυτόν τον ρόλο χωρίς να χάσει την επαναστατική της φύση. Όταν έγινε ενεργή στην πράξη, κατέστη μια πολιτική ιδεολογία προσαρμόσιμη στις περιστάσεις. Για να κάνει το πρόγραμμά της ζωντανό για το προλεταριάτο (όχι το εξεγερμένο), η θεωρία έχει προσαρμοστεί στις περιστάσεις. Ήθελε να μιλήσει τη γλώσσα της άμεσης συνείδησης, και μάλιστο τόσο περισσότερο όσο προέβαλε έναν κομμουνισμό των εργατών και των εργαζόμενων5 που είχε ενσωματώσει τις περισσότερες κατηγορίες του κεφαλαίου. Επιπλέον οι προσδοκίες της έχουν τακτικά αποδειχτεί ανεπαρκείς στον βαθμό που η κομμουνιστική θεωρία κάθε εποχής βασίζεται θεμελιακά σε προβλήματα που έχουν καταστεί παρωχημένα – αυτά της προηγούμενης εξέγερσης. Αυτό το πρόβλημα είναι παρόν με έναν πολύ οξύ τρόπο στην παρούσα περίοδο.

2.2 Η αφαίρεση της “τελευταίας” επαναστατικής φάσης

Πράγματι, στην σημερινή της μορφή, η κομμουνιστική θεωρία βρίσκει την αγκύρωσή της στην φάση της κρίσης των δεκαετικών 1960-1970. Αυτή η περίοδος είναι η τελευταία η οποία βίωσε μια σειρά προλεταριακών κινημάτων αρκετά ισχυρών για να αποκαλύψουν μια καινούρια μορφή της επαναστατικής υποκειμενικότητας του προλεταριάτου. Αυτή η φάση όμως δεν έφτασε ένα εξεγερσιακό επίπεδο. Πολλές αυταπάτες κυκλοφορούν ακόμα σχετικά με το παράδειγμα του γαλλικού Μάη του 1968. Επιπλέον, αυτή η περίοδος είναι τώρα τόσο μακρινή χρονικά που δεν είναι τίποτα περισσότερο από ιστορία για την νεώτερη γενιά. Αυτή τη στιγμή, η κομμουνιστική θεωρία πάσχει από ένα διπλό μειονέκτημα: απόσταση από την τελευταία φάση της κρίσης, και χαμηλή ένταση της ίδιας της παρούσας φάσης. Από εκείνη την περίοδο, η ιδέα ότι το προλεταριάτο θα μπορούσε να είναι μια δύναμη ικανή να αλλάξει τον κόσμο έχει επανεργοποιηθεί από διάφορα σχετικά ισχυρά κινήματα διαμαρτυρίας, τα οποία όμως έχουν παραμείνει – ακόμα περισσότερο από ό,τι στην περίοδο γύρω από το 1968 – κάτω από το κατώφλι της εξεγερσιακής ρήξης. Αυτές οι περιορισμένες “ωθήσεις”/ξεσπάσματα (1995, 2006 στη Γαλλία, 2011-2012 στην περιοχή της Μεσογείου…) είχαν ένα παράδοξο αποτέλεσμα πάνω στην κομμουνιστική θεωρία. Από την μια πλευρά, έδωσαν πρόσβαση σε μια καινούρια γενιά προλετάριων στην ανάγκη για θεωρητικό στοχασμό. Από την άλλη, αυτός ο στοχασμός συνίσταται κυρίως στην επαναοικειοποίηση/επανα-ιδιοποίηση των προηγούμενων διαμορφώσεων της θεωρίας, μερικές φορές προσανατολίζοντάς τους σε μια καινούρια κατεύθυνση για να μπορέσει να προσκολληθεί στην πραγματικότητα των καθημερινών αγώνων, ιδιαίτερα τους αγώνες που παρεμβάλλονται έξω από την άμεση σχέση ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Γιατί η αφαίρεση των εξεγερσιακών συνθηκών οδηγεί πάντα στην αναζήτηση μιας άλλης επαναστατικής υποκειμενικότητας, για παράδειγμα στην σχέση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες. Ανάλογα, στην άμπωτη του 1968, θέλαμε να δούμε την κριτική της καθημερινής ζωής σαν μια καινούρια επαναστατική κοινωνική μορφή. Εν πάσει περιπτώσει, στην παρούσα περίοδο, καμμιά ορμητικότητα του πραγματικού κινήματος δεν έχει οδηγήσει σε μια αμφισβήτηση του θεωρητικού παραδείγματος της περιόδου των χρόνων του 1968, το οποίο και αναφέρεται με τον όρο κομμουνιστικοποίηση. Άμεση κατάργηση των τάξεων με την αυτο-άρνηση του προλεταριάτου, την απουσία μιας περιόδου μετάβασης, η υπέρβαση της οικονομίας και της εργασίας είναι μερικές από τις κομβικές έννοιες αυτού του παραδείγματος. Από πού προέρχονται; Αυτό μπορεί να απαντηθεί μόνο εν συντομία.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, το φορντικό μοντέλο εκμετάλλευσης της εργασίας ήρθε αντιμέτωπο με τους περιορισμούς που επιβάλλονται από τη ζωντανή εργασία στην επιτάχυνση του ρυθμού και της χειροτέρευσης/υποβάθμισης των εργασιακών συνθηκών. Για χρόνια, η αύξηση στην παραγωγικότητα είχε διατηρηθεί με την επιτάχυνση των μέτρων συναρμολόγησης και συσκευασίας της αυτοματοποίησης, που είναι ένας ανέξοδος τρόπος για την βελτίωση της απόδοσης του κεφαλαίου. Η OS εξέγερση σημάδεψε το τέλος αυτής της περιόδου. Αυτό καλείται αντι-εργασία. Και είναι σ’ αυτή την εξέγερση, αναμεμειγμένη βέβαια με άλλα πιο παραδοσιακά κινήματα, που γεννήθηκε η θεωρητική μορφή που χαρακτηρίζεται από την απόρριψη της επιβεβαίωσης της εργασίας στον κομμουνισμό, από την επιβεβαίωση ότι η επανάσταση είναι ταυτόχρονη κατάργηση και των δύο τάξεων, από την απόρριψη οποιασδήποτε έννοιας σχεδιασμού της κομμουνιστικής παραγωγής, την άρνηση οποιασδήποτε περιόδου μετάβασης ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό, που ορίζεται ο ίδιος ως μη-οικονομία.

Ότι τέτοια θεωρητικά προχωρήματα, μερικά πολύ αφηρημένα και “τολμηρά” [audacious], προκύπτουν από την περιορισμένη ώθηση των προλετάριων στα χρόνια γύρω από το 1968 μπορεί να μοιάζει τραβηγμένο. Για παράδειγμα, ο ισχυρισμός ότι ο κομμουνισμός θα γνωρίζει από παραγωγή αλλά όχι από παραγωγικότητα ή εργασία, ή η επιβεβαίωση ότι η επανάσταση θα ξεκινήσει αμέσως με την παραγωγή του κομμουνισμού και όχι με την παραγωγή των πολτιτικών της συνθηκών, κι αυτό μόνο και μόνο επειδή μερικές φορές οι εργάτες αρνήθηκαν να γυρίσουν στη δουλειά ή προτιμούσαν να καταστρέφουν τα μέσα εργασίας αντί να διαπραγματεύονται μισθούς και εργασιακές συνθήκες, δεν είναι μάλλον κάπως καταχρηστικό;

Όχι, Γιατί αυτό είναι που, από μια ταξική σκοπιά, δείνει νόημα σε ολόκληρη την εξέλιξη του ΚΤΠ τα τελευταία πενήντα χρόνια. Μετά τις εξεγέρσεις του 1968, οι καπιταλιστές έπρεπε την ίδια στιγμή και να επανατοποθετήσουν και να αυτοματοποιήσουν σε μαζική κλίμακα για να λυγίσουν την αντίσταση των προλετάριων. Η ραγδαία ανάπτυξη των ICT, από το 1980 και μετά, έχει επανενδυναμώσει αυτό το κίνημα, του οποίου το συνολικό αποτέλεσμα είναι γνωστό: μαζική ανεργία, διάλυση του παραδοσιακού φορντισμού στις χώρες του κέντρου, αλλά αναπαραγωγή του σε συγκεκριμένες χώρες του Τρίτου Κόσμου, ιδιαίτερα τις αναδυόμενες· διάλυση του φορντικού συμβιβασμού, και συνεπώς επίθεση στις συλλογικές συμβάσεις και την κοινωνική προστασία· και παντού, επισφάλεια για το εργατικό δυναμικό. Και όλα αυτά είναι μια ακραία παραγωγίστικη τάση, εξαιτίας της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Ο μετα-φορντισμός δεν κατάργησε τις συνθήκες της αντι-εργασίας, τις έχει επιδεινώσει ακόμα περισσότερο. Αλλά προς το παρόν, η πίεση της ανεργίας κρατά το καπάκι κλειστό σε αυτή τη “ωρολογιακή βόμβα”.

2.3 Ποια είναι η σχέση με τους σημερινούς αγώνες;

Για τους θεωρητικούς του κομμουνισμού, το ζήτημα δεν είναι η υποστήριξη ή η απαξίωση των αγώνων αυτού του είδους. Υπάρχουν. Δεν είναι τίποτα άλλο από την ίδια την μηχανική της αναπαραγωγής της αντίφασης ανάμεσα στην αναγκαί και την πλεονάζουσα εργασία. Δεν υπάρχουν από την πλευρά οι “οικονομικές” αντιφάσεις του κεφαλαίου και από την άλλη των προλετάριων που θα επωφελούνταν από αυτές ώστε να προχωρήσουν [στη σκακιέρα] τα “πιόνια” των αιτημάτων τους. Η αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης υπάρχει μόνο σε μια και μια μόνη κίνηση, αυτήν της ταξικής πάλης για το μοίρασμα της εργάσιμης μέρας. Αυτοί οι αγώνες δεν αμφισβητούν την αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων. Οι κομμουνιστές παίρνουν μέρος σε αυτούς αν χρειάζεται. Δεν είναι επειδή ξέρουν με βεβαιότητα όχι η απαίτηση μιας μισθολογικής αύξησης δεν είναι επανάσταση, ή ένας τρόπος για να την προετοιμάσεις, που θα εγκατέλειπαν μια τέτοια απαίτηση. Όμως γι’ αυτούς δεν είναι ζήτημα της διατήρησης της ψευδαίσθησης ότι, από τα έξω, θα μπορούσαν να σπρώξουν τους καθημερινούς αγώνες με την ελπίδα να τους φέρουν σε ένα σημείο όπου οι καπιταλιστές υα κατέρρεαν, απέχοντας από τις διαπραγματεύσεις και τελικά αποκαλύπτονας την αληθινή καταπιεστική και αντιδραστική τους φύση, προκαλώντας έτσι το ξεσήκωμα του προλεταριάτου προς την επανάσταση.

Όμως, υπό τις παρούσες συνθήκες, η καθημερινή ζωή της ταξικής πάλης αποκαλύπτει στιγμές μεγαλύτερης έντασης, που για τους κομμουνιστές είναι οι ενδείξεις της δυνατοτήτας για μια πιο βαθιά ρήξη, και δίνουν στις στιγμές αυτές τη μέγιστη προσοχή. Όταν οι εργάτες αφού υπέστησαν τις συνθήκες του κινέζικου φορντισμού αναβίωσαν την άγρια και ανεξέλεγκτη συμπεριφορά των Ιταλών εργατών το 1969, οι κομμουνιστές ήθελαν να δουν κάτι περισσότερο από μια μάλλον βίαιη μέθοδο διεκδίκησης μισθολογικών αυξήσεων. Θεώρησαν ότι ο κινέζικος φορντισμός φτάνει το ίδιο σημείο όριο όπως και στις χώρες του κέντρου την δεκαετία του 1970, και αμφισβήτησαν την ανάπτυξη της αντι-εργασίας, τη σημασία και το δυναμικό της σε σχέση με το “αντί-”, για μια πιο θεμελιακή ρήξη που θα φτάσει αναμφίβολα, στην Κίνα ή και αλλού.

Αν και η κομμουνιστική θεωρια έχει οξεία συνείδηση των ορίων της προλεταριακής μαχητικότητας στην εποχή μας, ισχυρίζεται ότι αυτή η περίοδος είναι περίοδος μεγάλης κρίσης και μιας μαζικής και βαθιάς εξέγερσης (αλλά με τι σκοπό;). Αυτό είναι αποτέλεσμα της ανάλυσης της κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης (την οποία ανάλυση δεν ήταν δυνατόν να αναπτύξουμε εδώ) και των ενδείξεων που δίνουν οι σημερινοί μερικοί αγώνες, που δείχνουν ότι ο παλιός τυφλοπόντικας σκάβει στην ίδια κατεύθυνση όπως και στα χρόνια γύρω στο 1968, στην κατεύθυνση της αντι-εργασίας. Ο ρόλος της θεωρίας δεν είναι να σχολιάζει την καθημερινή ζωή της ταξικής πάλης αλλά να ανιχνεύει τα προχωρημένα σημεία που έχουν νόημα στο χάος της παρατεταμένης ύφεσης που βιώνουμε σήμερα. Η πάλη του προλεταριάτου δεν έχει σημασία από αυτή τη σκοπιά. Αν η κομμουνιστική θεωρία καταφέρνει να ξεδιαλέγει και να διαλύει της ψευδαισθήσεις, τότε είναι ήδη καλή.

3 Προβλήματα της έκφρασης του κομμουνισμού σήμερα

Στην παρούσα περίοδο, λοιπόν, η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης είναι αναγκαστικά απομονωμένη. Το παγκόσμιο προλεταριάτο, με την εξαίρεση κάποιων φάσεων πιο έντονων αγώνων, δεν προκαλεί μια ρήξη στην αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων. Παλεύει εντός του συστήματος (και αυτός είναι ο λόγος που κάποιοι έχουν εγκαταλείψει την ταξική πάλη του προλεταριάτου ως μια εξήγηση της γενικότερης κίνησης του ΚΤΠ και του ίδιου του προλεταριάτου ως του υποκειμένου της επανάστασης). Υπό αυτές τις συνθήκες τι θα έπρεπε να γίνει; Τι να πούμε;


Οι κομμουνιστές δεν πιστεύουν ότι πρέπει να αλλάξουμε την επίγνωση των ανθρώπων ώστε να αλλάξουν οι πράξεις τους. Δεν είναι η συνείδηση που υπαγορεύει στους προλετάριους τι να κάνουν ή τι να πουν, αλλά οι υλικές συνθήκες της ύπαρξής τους. Καμμιά προπαγάνδα δεν μπορεί να αλλάξει αυτόν το θεμελιακό καθορισμό. Μπορούμε να πηγαίνουμε στις πύλες των εργοστασίων σε απεργία και να μοιράζουμε φυλλάδια λέγοντας ότι οι αυξήσεις στους μισθούς θα απορροφηθούν γρήγορα από τις αυξήσεις στα επιτόκια και τις τιμές, και επομένως ότι η μόνη λύση είναι η επανάσταση, δεν θα εισακουστούμε. Όσο οι υλικές συνθήκες είναι αυτές της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, οι προλεταριακοί αγώνες θα περιστέφονται γύρω από τη διαπραγμάτευση για την εργατική δύναμη. Δεν υπάρχει λόγος να επιδιώκουμε να παρεμβαίνουμε από τα έξω στους πολυάριθμους καθημερινούς αγώνες που αναπόφευκτα αναπτύσσονται για να τους προσδώσουμε έναν μαξιμαλιστικό λόγο ενάντια στο κεφάλαιο γενικά, όταν οι συγκεκριμένοι αγώνες έχουν σαν στόχο μόνο να λυγίσουν ένα συγκεκριμένο αφεντικό. Ακόμα περισσότερο επειδή η θεωρία που η θεωρία έχει για τον καπιταλισμό εν γένει είναι επίσης, ταυτόχρονα, μια δήλωση για την αυτο-άρνηση του προλεταριάτου. Είναι δύσκολο να δούμε πώς μια τέτοια δήλωση/θέση θα είχε κάποιο νόημα για τους προλετάριους που προσπαθούν να πουλήσουν καλλίτερα την εργατική τους δύναμη σε έναν καπιταλιστή.

Είναι πιο χρήσιμο για τους σκοπούς του κομμουνισμού, να αναλάβουμε ένα έργο “μνήμης” [memorial work], να δείξουμε στους προλετάριους του σήμερα ότι είναι απόγονοι περίφημων αγώνων που θα έπρεπε να διατηρούν στην μνήμη τους ώστε να εκμεταλλευτούν τα μαθήματα, θετικά ή αρνητικά, που μπορούν να αντληθούν από αυτούς; Σε μια περίοδο χωρίς μια θεμελιώδη ρήξη στην καπιταλιστική αντίφαση, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στους προλετάριους ότι τέτοια ρήγματα έχουν συμβεί, ώστε να τους ωθήσουμε στο να διαρρήξουν με τη σειρά τους την αμοιβαία προϋπόθεση των τάξεων; Η απάντηση εδώ είναι διττή:

Από τη μια πλευρά, δεν σπρώχνουμε το προλεταριάτο για να ριζοσπαστικοποιήσει τον εαυτό του, για τον λόγο που ήδη έχουμε πει. Ακόμα και αν κάποιο μιλιτάντηδες πετύχουν να κάνουν μερικούς προλετάριους να αλλάξουν γνώμη, το να τους πείσει κανείς ότι το προλεταριάτο έχει υπάρξει μια επαναστατική ιστορική δύναμη, και ότι θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να επιστρέψουν σε αυτή σήμερα, θα μας έδινε απλά μερικούς παραπάνω μιλιτάντηδες. Η “καινούρια” τους συνείδηση όμως δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα απέναντι στον διαλυτικό ρόλο της καπιταλιστικής ρουτίνας.


Από την άλλη πλευρά, αν θεωρήσουμε το παγκόσμιο προλεταριάτο στην απεραντοσύνη του, η μνήμη των αγώνων για το προλεταριάτο δεν είναι ζήτημα φυλλαδίων ή φιλμ στα οποία η προλεταριακή εκδοχή της ιστορίας της τάξης θα μπορούσε να διαχυθεί ανάμεσα στους προλετάριους, τόσο για να γνωρίζουν την ιστορία τους όσο και για να αποκηρύσσουν τις εκδοχές της αστικής τάξης. Η ιστορική γνώση έχει ενσωματωθεί, με μια λιγότερο ή περισσότερο ακριβή μορφή, ας πούμε πολιτισμικά, σε μια άμεση συνείδηση του προλεταριάτου ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε ένα θεωρητικό πλαίσιο. Αλλά, γενικά, το προλεταριάτο δεν χρειάζεται εγκυκλοπαιδική γνώση, για να ξέρεο πού βρίσκεται η ιστορία του. Η μνήμη της ιστορίας του υπάρχει υλικά σε συγκεκριμένες καταστάσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο. Οι συνθήκες στις οποίες υποβάλλει το προλεταριάτο σήμερα είναι το αποτέλεσμα των αγώνων του χθες. Το προλεταριάτο δεν χρειάζεται να ξέρει τους αγώνες του παρελθόντος, νικηφόρους ή ηττημένους, για να καθοδηγήσει τον εαυτό του στους αγώνες του σήμερα, γιατί τα μαθήματα του παρελθόντος είναι εκεί μπροστά του, στις καινούριες συνθήκες που προκύπτουν από τους αγώνες του παρελθόντος. Για παράδειγμα: η εξέγερση των OS έχει οδηγήσει σε μια σημαντική εξέλιξη του φορντισμού στις χώρες του [καπιταλιστικού] κέντρου. Αυτό που αποκαλείται μετα-φορντισμός είναι ένας νέος τρόπος να παρακολουθείται λεπτομερειακά κάθε χειρονομία και κάθε στιγμή της εργασίας. Οι τεχνολογίες πληροφορικής παίζουν εδώ έναν καθοριστικό ρόλο, και είναι πολύ πιο σημαντικός από την αλυσίδα συναρμολόγησης που είναι το αδύναμο σημείο του, ο κόμβος που μπορεί να στοχοποιηθεί. Το να ξέρουμε τις ηρωικές στιγμές των δολιοφθορέων της αλυσίδας συναρμολόγησης του παρελθόντος δεν προχωρά το προλεταριάτο στην κατεύθυνση της εφαρμογής νέων μεθόδων στον αγώνα εναντίον της ψηφιοποίησης των ζωών τους.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι στις σημερινές συνθήκες, στην κομμουνιστική προοπτική, δεν τίθεται ζήτημα για την θεωρία να αναζητά να διευρύνει την άμεση συνείδηση του προλεταριάτου στους καθημερινούς αγώνες του με την προσθήκη θεωρητικών, ιστορικών ή μνημονικών “αποσπασμάτων” [snippets]. Είπαμε παραπάνω ότι αυτή η προσέγγιση ήταν δυνατή στην προγραμματική μορφή της κομμουνιστικής θεωρίας αλλά μόνο με το κόστος της διύλισης των αρχών της στην πολιτική και την οικονομία. Η προγραμματική μορφή επεδίωξε να στηριχτεί στην επιβεβαίωση του προλεταριάτου και της εργασίας στους καθημερινούς αγώνες και έφτασε έναν περιορισμένο κομμουνισμό, ακόμα και στην δεύτερη φάση μετά από μια μεταβατική περίοδο (δείτε μια κριτική μου στην “Κριτική του Προγράμματος της Γκότα” του Μαρξ στο http://www.hicsalta-communisation.com/valeur/labolition-de-laleur-feuilleton-3. Σήμερα, μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να αναληφθεί χωρίς μεγάλες ψευδαισθήσεις σχετικά με το τι έχει γίνει η σχέση προλεταριάτο/κεφάλαιο, καθώς και της εξαιρετικής απόστασης ανάμεσα στην άμεση συνείδηση των καθημερινών αγώνων και τις αφαιρέσεις που είναι απαραίτητες για τη θεωρία του κομμουνισμού.

Εν τέλει, όμως, θα ρωτηθούμε, γιατί να διατηρούμε μια θεωρητική δραστηριότητα σε μια περίοδο σαν αυτή; Είναι για να είμαστε έτοιμοι να πάρουμε τον δρόμο της εξέγερσης όταν έρθει η ώρα; Όχι. Στο όνομα της ιστορικής του κατανόησης της κοινωνικής αντίθεσης, ο προγραμματισμός έχει ισχυριστεί συχνά ότι κατευθύνει, ή τουλάχιστον να καθοδηγεί, να συμβουλεύει τους εξεγερμένους προλετάριους. Πέτυχε μόνο στην απώλεια της αρχικής του άποψης για την επανάσταση και τον κομμουνισμό. Αυτό θα πρέπει να παρακινεί τους θεωρητικούς στην μετριοπάθεια. Οι θεωρητικοί θα πρέπει να παραδεχτούν ότι δεν εξυπηρετούν σε πολλά, ότι η κομμουνιστική θεωρία είναι μια μορφή συνείδησης σε ακραίο διαχωρισμό από αυτό για το οποίο μιλάει, και σήμερα περισσότερο από ποτέ. Πραγματικά, η επανάσταση που αναγγέλεται από τις πιο προχωρημένες μορφές της τελευταίας περιόδου “ημι-κρίσης” θα είναι τέτοιου βάθους που θα αποκλείει οποιαδήποτε μορφή παρεμβατισμού ή εξωτερικής παρέμβασης. Η αυτο-άρνηση του προλεταριάτου δεν ακολουθεί σλόγκαν, συντελείται ως μια πλήρης ανατροπή των πάντων, ως επανεφεύρεση της ζωής. Είναι αρκετά διαφορετικό από το πώς οραματίστηκε την επανάσταση το προλεταριακό Πρόγραμμα. Αυτό προέβλεψε τον κομμουνισμό ως την επιβεβαίωση του προλεταριάτου στις υπάρχουσες οργανώσεις και τους θεσμούς του, υπό την κηδεμονία ενός κράτου, εργατικού αναμφίβολα, αλλά παρόλα αυτά κράτους. Το προλεταριακό πρόγραμμα κατέληξε έτσι στον κομμουνισμό ως μιας προέκτασης [extrapolation] του πραγματικού εργατικού κινήματος.

Αλλά η αυτο-άρνηση του προλεταριάτου μπορεί να συμβεί μόνο ως μια κίνηση που περιλαμβάνει κάθε προλετάριο ατομικά. Η επανάσταση του προλεταριακού Προγράμματος είχε οραματιστεί ως πραγματοποιούμενη από αντιπροσωπευτικές οργανώσεις με την υποστήριξη των μαζών να διευκολύνει την κατάληψη της εξουσίας. Στην κομμουνιστικοποίηση δεν υπάρχει εξουσιοδότηση του ατόμου σε ένα σώμα που το αντιπροσωπεύει. Η δι-ατομική μορφή της εξέγερσης αναπτύσσεται, εμβαθύνεται καθώς κινείται προς την επιτυχία της. Και αυτή η εμβάθυνση θα συνοδεύεται από έναν αυξανόμενα σημαδεμένο μετασχηματισμό της άμεσης συνείδησης των προλετάριων, παράλληλα με τον μετασχηματισμό της δραστηριότητάς τους. Συγκεκριμένα, η άμεση επίγνωση της δραστηριότητας κρίσης θα γίνεται ολοένα και πιο αληθινή. Με αυτό εννοούμε ότι η εξεγερτική κοινωνική σχέση και οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις που οι εξεγερμένοι επιδιώκουν να ανατρέψουν θα γίνονται καλλίτερα κατανοητές γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που φαίνεται να είναι. Δεν είναι ότι οι προλετάριοι θα φτάσουν στις αλήθειες της θεωρητικής συνείδησης στην γλώσσα της θεωρίας, ούτε και θα επιθυμούν να κάνουν κάτι τέτοιο. Αλλά η δραστηριότητά τους θα έχει μια άμεση συνείδηση που θα συμμορφώνεται με τον αγώνα τους, σε συμμόρφωση με την απαλλοτρίωση των στοιχείων του κεφαλαίου (αμφισβήτηση των περιορισμών της εργασίας που απορρέουν από το μονοπώλιο των καπιταλιστών στα μέσα ζωής), σε συμφωνία με την δι-ατομική φύση εξεγερτικής (αμφισβήτηση του της ατομικής ποσόστωσης, απομαζικοποίηση). Γενικά, η δραστηριότητα κρίσης θα αποκαλύψει ολόκληρο τον φετιχισμό του καπιταλισμού, που η παρούσα άμεση συνείδηση εκφράζει τόσο αυθόρμητα. Από το περιεχόμενό της, και όχι από τη θεωρία, θα “ξέρει” ότι ο ΚΤΠ δεν έχει τίποτα το “φυσικό”, ότι η ανταλλαγή της εργατικής δύναμης δεν είναι μια αιώνα μοίρα, ότι μπορεί να παράγει χωρίς εργασία, ότι το εμπόρευμα, η ανταλλαγή και η αξία δεν είναι οι αναγκαίες μορφές εσαεί για την επιβίωση των ειδών, ότι οι διαχωρισμοό από τους οποίους φτιάχνεται η ζωή μας είναι ένας παράγοντας στην εκμετάλλευση των προλετάριων. Όλες οι εξεγέρσεις στην ιστορία του ΚΤΠ έχουν προσωρινά μεταβάλλει την έμμεση συνείδηση του προλεταριάτου στην κατεύθυνση μιας τέτοιας ριζοσπαστικοποίησης. Αλλά η εξέγερση από την οποία θα αναδυθεί η πρώτη προσπάθεια κομμουνιστικοποίησης δεν μπορεί να πάει πολύ πιο μακριά από ό,τι έχουμε ήδη δει.

Δεν μπορεί να ξέρει κανείς ποιο θα είναι το λεξιλόγιο αυτής της αυξανόμενα αληθούς συνείδησης εκτός από το ότι δεν θα είναι αφηρημένη. Είναι στην βάση της συγκεκριμένης δραστηριότητας των εξεγερμένων που η θεωρία έχει παραγάγει τις έννοιες της ίδιας της αφηρημένης γλώσσας της. Αλλά δεν είναι στη βάση της διάχυσης στην τάξη των αφαιρέσεων από τις οποίες συγκροτείται τώρα η θεωρία που θα μετασχηματιστεί η άμεση συνείδηση του εξεγερμένου προλεταριάτου. Η εξαγωγή του επαναστατικού λεξιλογίου από την αφαίρεση δεν είναι η διάχυση στις μάζες αφηρημένων εννοιών που ο καθένας τώρα θα μπορούσε να καταλάβει. Είναι η πρακτική κατάργηση των θεσμών, των μορφών, των σχέσεων κ.λπ. που αυτές οι αφηρημένες λέξεις προσδιορίζουν στην αφηρημένη σκέψη και συνεπώς είναι η κατασκευή του καινούριου λεξιλογίου των νέων τροπικοτήτων της κοινωνικής ζωής. Θα αρνηθούν οι προλετάριοι τον εαυτό τους χρησιμοποιώντας τη λέξη “κομμουνισμός”; Στην μικρή κλίμακα της παρουσίας τους στον κόσμο το προλεταριάτο, οι θεωρητικοί θα συμμετέχουν σε αυτόν τον μετασχηματισμό αποκηρύσσοντας τελικά το [ακατάληπτο] ιδίωμά τους. Θα βρουν στην δραστηριότητα κρίσης τα εργαλεία για να το κάνουν αυτό. Η θεωρητική τους διορατικότητα, αν υπάρχει, θα έχει αναγκαστικά περιορισμένη αποτελεσματικότητα, μάλιστα πολύ περισσότερο από ό,τι στις επαναστάσεις του παρελθόντος. Γιατί τώρα δεν θα υπάρχει μαζικό κίνημα για να καθοδηγήσουν ή να συμβουλέψουν: δεν θα υπάρχουν μάζες.Στην κίνηση προς το συγκεκριμένο άτομο, οι γενικές αφηρημένες έννοιες θα γίνουν λιγότερο χρήσιμες. Η εξέλιξη της έμμεσης συνείδησης των προλετάριων με την έννοια μιας περισσότερο αληθινής συνείδησης ταυτίζεται αυστηρά με την εμβάθυνση της δραστηριότητας κρίσης και τις επιτυχίες στην σύγκρουση με το κεφάλαιο. Ως τέτοια, είναι μέρος των συνθηκών της κομμουνιστικοποίησης. Γιατί αυτό θα γίνει ως μια συνειδητή και αληθινή δραστηριότητα με την έννοια ότι τι αποτέλεσμα της δράσης που αναλαμβάνεται στους αγώνες θα είναι συμμορφωμένη με το σχέδιο/πρόταγμα που είχε αρχικά καθοριστεί. Αυτή είναι η διαφορά με την ψευδή συνείδηση, η οποία πιστεύει ότι η εργασία έχει ως αντικείμενό της την παραγωγή χρήσιμων πραγμάτων όταν ασκείται μόνο και μόνο για την παραγωγή καινούριας αξίας.

Αν η κομμουνιστικοποίηση είναι να συνβεί, θα είναι σε βάρος της θεωρίας, πηγαίνοντας πιο πέρα από τον διαχωρισμό ανάμεσα στην έμμεση και τη θεωρητική συνείδηση. Τη στιγμή ακριβώς που η διαδικασία της επικοινωνίας στην κοινωνία αναπτύσσεται, η κατάργηση όλων των διαχωρισμών θα επανασυμφιλιώσει σκέψη και δράση, θα αφαιρέσει την απόσταση ανάμεσα στην επίγνωση των πράξεων εδώ και τώρα και τη γενική τους σημασία στον χρόνο και τον χώρο. Οι εξεγερμένοι θα δουν όλο και πιο ξεκάθαρα τη γενική σημασία και το επίδικο των πρακτικών τους αγώνων, σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταργήσουν κάθε εξουσία και οικονομία. Στη διαδικασία αυτή, η κομμουνιστική θεωρία θα εξαφανιστεί εξαιτίας της μη χρησιμότητας των αφαιρέσεων που την συγκροτούν.

Αν, λοιπόν, η θεωρία καταλαβαίνει ότι σήμερα δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό στην αλλαγή της ταξικής πάλης προς την κομμουνιστικοποίηση και ότι αύριο θα κληθεί να εξαφανιστεί – αν όλα πάνε καλά – τότε γιατί πασχίζει να “αντέξει”; Επειδή, όσο γελείο κι αν ακούγεται, υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να αποφύγουν παρά να στοχάζονται τις συνθήκες υπέρβασης του ΚΤΠ. Όπως παρατηρήσαμε παραπάνω, είναι το αποτέλεσμα των φάσεων των αγώνων, ακόμα και των μη-εξεγερτικών, που το προλεταριάτο γνωρίζει στις πρόσφατες εποχές. Σχηματίζουν το μικρό “κέντρο” που λέγονται ριζοσπάστες. Η επιρροή τους στην πραγματική κίνηση είναι μηδενική. Μπορούμε να φανταστούμε πολύ καλά ότι η κομμουνιστικοποίηση συμβαίνει χωρίς να ξέρει κανείς τίποτα για τη θεωρία που έχει γραφτεί για γενιές ολόκληρες. Αλλά οι θεωρητικοί υπάρχουν, υπάρχουμε (λίγο). Τι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε; Στη παρούσα φάση μου φαίνεται σε κάθε περίπτωση ότι είναι πιο σημαντικό από όλα να διαλύσουμε μερικές ψευδαισθήσεις που ευνοούνται από την τεράστια απόσταση, για την οποία μίλησα νωρίτερα, ανάμεσα στην θεωρία και την αγκύρωσή της. Νομίζω ότι περνά μέσα από την υπεράσπιση μερικών βασικών αρχών ξανά και ξανά εναντίον όλων και ιδιαίτερα εναντίον των φαινομένων, του ρεαλισμού και του πραγματισμού.

Ειδικότερα :

  • Η ταξική πάλη ως ο μοναδικός εξηγηματικός παράγοντας στην ιστορία. Η μοναδικότητα της ταξικής αντίθεσης επιβάλλει ότι οι ποικίλες και πολυάριθμες συγκρούσεις που υποσκάπτουν την καπιταλιστική κοινωνία αναλύονται εν σχέσει με την θεμελιώδη σχέση τους με την εκμετάλλευση της εργασίας. Αυτό περιλαμβάνει ζητήματαλ όπως το φύλο, την φυλή αλλά επίσης ζητήματα εθνικών ή ethnic μειονοτήτων. Η ψευδαίσθηση εδώ είναι ότι υπάρχει ένα άλλο επαναστατικό υποκείμενο από το προλεταριάτο στη σύγκρουσή του με το κεφάλαιο.

  • Η ύπαρξη δυο επιπέδων ταξικής πάλης (καθημερινή πορεία, εξέγερση). Η σημασία αυτού του σημείου φαίνεται συγκεκριμένα σε σχέση με τον μαχητικό ακτιβισμό στον προσανατολισμό των καθημερινών αγώνων. Καθιστά επίσης δυνατό να αναγνωρίσει κανείς το αντεπαναστατικό δυναμικό του προλεταριάτου: δεν αρκεί η δέσμευση των προλετάριων σε έναν αγώνα για να είναι αυτός ο αγώνας η αρχή της επανάστασης. Η ψευδαίσθηση εδώ είναι ότι θα υπάρξει μια υπερανάπτυξη [transcroissance], μέσω της συσσώρευσης των αγώνων, ανάμεσα σους καθημερινούς αγώνες και την επαναστατική διαδικασία. Η τελευταία σημαδεύεται απαραίτητα από μια θεμελιώδη ρήξη με την καθημερινή πορεία της ταξικής πάλης.

  • Η αναγνώριση της απομόνωσης της θεωρίας, της οποίας ο στόχος δεν είναι να παρεμβαίνει στην καθημερινή πορεία της ταξικής πάλης (ούτε να προετοιμάζεται για να κάνει κάτι τέτοιο στις εξεγέρσεις). Η ψευδαίσθηση εδώ ειναι ότι θα παραμείνει ένας χώρος για μια μορφή προλεταριακής πολιτικής.

  • Η επιβεβαίωση ότι πρέπει να στοχεύουμε στον ορισμό της κομμουνιστικής κοινωνίας, και ότι για να το κάνουμε αυτό, θα πρέπει να υποθέσουμε μια αφαίρεση και μια δόση ουτοπίας. Αυτό το σημείο είναι σημαντικό γιατί παρέχει ένα σημείο σύγκρισης για την αξιολόγηση/εκτίμηση της καπιταλιστικής πραγματικότητας με όρους του κομμουνισμού. Για παράδειγμα, η προσπάθεια να οριστεί τι θα ήταν η ολοκλήρωση της απόλαυσης των αισθήσεων με την παραγωγική δραστηριότητα βοηθά να ασκηθεί κριτική των επιδιώξεων/προσχημάτων της τέχνης σήμερα και να σκεφτούμε την υπέρβασή της. Η ίδια μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση της οικογένειας, του αθλητισμού, της εδαφικότητας, της επιστήμης κ.λπ. Η ψευδαίσθηση εδώ είναι ότι θα μπορούσε να μείνει κάτι που θα έπρεπε να σωθεί από αυτόν τον κόσμο.

Είναι ιδιαίτερα σε τέτοιες βάσεις που η δική μας άποψη μπορεί να αποκαλύψει όλους τους θεσμούς, τις δραστηριότητες, τις κοινωνικές μορφές κοκ. ως ιστορικά παροδικές. Η ευρεία κριτική περιλαμβάνει, φυσικά, την κριτική της πολιτικής οικονομίας και συνεπώς την κριτική μελέτη των Μαρξ και Σία. Αλλά επεκτείνεται, επίσης, σε όλες τις μορφές αντεπανάστασης που λαμβάνουν χώρα, όπως στο Κουρδιστάν, στην Παλαιστίνη, στο Occupy, κ.λπ. (άραγε πρέπει να τις αποκαλούμε αντεπαναστάσεις όταν δεν υπάρχει επανάσταση;). Τέλος αγκαλιάζει την κριτική της κουλτούρας, αυτού του “συμπληρώματος” της ψυχής με την οποία η αστική τάξη και οι προλετάριοι στολίζουν την κτηνωδία των πράξεών τους και την χυδαιότητα των σκέψεών τους. Φυσικά, η θεωρητική υπεράσπιση κάποιων θέσεων δεν θα αλλάξει την πραγματική κίνηση της ταξικής σχέσης. Πώς θα μπορούσε, για παράδειγμα, να μετατοπίσει την κίνηση του κεφαλαίου προς τον πόλεμο και του προλεταριάτου προς την αξίωση της ταυτότητάς του; Αλλά είναι ο δικός μας τρόπος να ισχυριζόμαστε ότι η καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι μια αντίφαση σε κίνηση και ότι αυτή η αντίφαση εμπεριέχει μια δυνατότητα υπέρβασης. Εν τέλει, η κομμουνιστική θεωρία θα έχει αποδείξει την ορθότητα της άποψής της όταν η ιδιόλεκτός της και οι αφαιρέσεις της καταστούν άχρηστες για την κατανόηση ενός κόσμου που έχει επανασυμφιλιωθεί με τον εαυτό του.

Αύγουστος 2016

Για μια ανάλυση των απεργιών το Μάη του 1968, δείτε B. Astarian: “The movement of strikes in France in May-June 1968”, δικτυακά στο http://www.hicsalta-communisation.com/bibliotheque/les-greves-en-france-en- May-June-1968.

1 Στμ. Δημοσιευμένο εδώ: http://www.hicsalta-communisation.com/textes/solitude-de-la-theorie-communiste. Μεταφρασμένο από την αγγλική μετάφραση με το Google translator του γαλλικού πρωτοτύπου!

2 Στμ. Τerence, αγγλική παραφθορά του Τερέντιου, Λατίνου κωμικού ποιητή. Λίγα είναι γνωστά για την ζωή του. Ήρθε στην Ρώμη από την Βόρεια Αφρική ως δούλος του συγκλητικού Τερέντιου Λουκανού, ο οποίος διέγνωσε τις ικανότητές του, τον μόρφωσε, του απέδωσε την ελευθερία και του έδωσε το όνομά του. Η περίφημη φράση “Είμαι άνθρωπος, και τίποτα από όσα είναι ανθρώπινα δεν μου είναι ξένο” (στα λατινικά: “Homo sum, humani nihil a me alienum puto”, εμφανίζεται στο έργο του “Εαυτόν Τιμωρούμενος”. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε, επίσης, ότι η φράση αυτή είναι χαρακτηριστική ενός διαλόγου (μεταξύ του – αραβικής καταγωγής – Δρ. Ομάρ και της Poppy) στην ταινία “The Shanghai Gesture” του Josef von Sternberg, μια από τις ταινίες που μεταστρέφει ο Ντεμπόρ στην κινηματογραφική “Κοινωνία του Θεάματος”.

3 Στμ. Στο πρωτοτύπο transcroissance, ένας όρος που χρησιμοποίησε ο Τρότσκυ για να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίον σκεπτόταν ότι η αστική επανάσταση στη Ρωσία ή άλλες, λιγότερο αναπτυγμένες, χώρες θα μπορούσε να «αναπτυχθεί» σε προλεταριακή επανάσταση, μια ανάλυση που δεν έχει προέλθει από την ίδια την εμπειρία. Η ομάδα Théorie Communiste TC) χρησιμοποιεί επίσης αυτόν τον όρο για να αναφερθεί στην γενικότερη (και, κατ’ αυτήν, εξίσου λανθασμένη) ιδέα ότι η καθημερινή ταξική πάλη, οι μισθολογικοί αγώνες και η υπεράσπιση των θέσεων εργασίας κ.λπ. μπορούν απλά να γενικευθούν σε επαναστατική πάλη. Αυτή η αντίληψη είναι για την TC αναπόσπαστο κομμάτι του προγραμματισμού (δηλαδή του προγράμματος που βασίζεται στην απελευθέρωση της εργασίας). Προσαρμοσμένο από το Aufheben no.12, σελ. 37, σημ. 6.

4 Στμ. στο γαλλικό πρωτότυπο υπάρχει μια χαρακτηριστική γαλλική έκφραση για το “δουλειά-δουλειά-δουλειά” ή το “ζεις για να δουλεύεις”, η φράση: “métro, boulot, dodo”. Η λέξη “boulot” είναι μια λαϊκή λέξη για τη δουλειά και η λέξη “dodo”μια νηπιακή λέξη για τον ύπνο (νάνι, θα λέγαμε στα ελληνικά).

5 Στμ. Στο γαλλικό πρωτότυπο: ouvrier et travailleur.

To κείμενο σε pdf: Η μοναξιά της κομμουνιστικής θεωρίας (σε pdf)

Leave a Reply

Your email address will not be published.