Το ακραίο κέντρο και οι κοινωνικοί αγώνες στη Γαλλία:

από τον “Εργασιακό Νόμο” στις Προεδρικές εκλογές

του Davide Gallo Lassere1

Ενάντια στον Εργασιακό Νόμο και τον κόσμο του

Για να καταλάβουμε τη γαλλική άνοιξη του 2016, μπορούμε να ξεκινήσουμε με το σλόγκαν που πρωταγωνίστησε στις κινητοποιήσεις: “Ενάντια στον Εργασιακό Νόμο και τον Κόσμο του”2. Οι αγώνες στη Γαλλία το 2016 ξεκίνησαν στην πραγματικότητα με διαμαρτυρίες ενάντια στον νόμο El Khomri για τα εργασιακά, αλλά αμέσως έλαβε έναν πολύ γενικότερο και εκτεταμένο ριζοσπαστισμό που φαινόταν να πηγαίνει πολύ πιο μακριά από τον ίδιο τον εργασιακό νόμο: τον εργασιακό νόμο και τον κόσμο του, για να είμαστε ακριβείς. Κι αυτό όχι γιατί ο νόμος για τα εργασιακά ήταν τελικά μια ελάσσονα μεταρρύθμιση ή επειδή οι διαμαρτυρίες ενάντια σ’ αυτόν τον νόμο παρέμειναν περιθωριακές στο κίνημα, αλλά για δύο άλλους λόγους.

Πρώτον, επειδή αυτός ο νόμος είναι απόλυτα συμβατός με το σύνολο των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων: ταιριάζει μέσα στο κανονιστικό και θεσμικό πλαίσιο της σημερινής γαλλικής πραγματικότητας – και γενικότερα, στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα (αυτός ο νόμος, μόλις ενός χρόνου, μπορεί με ακρίβεια να κατανοηθεί ως το κομμάτι που λείπει στο τρέχον “ευρωπαϊκό καθεστώς” της μισθωτής εργασίας). Δεύτερον, ο σύνδεσμος μεταξύ του εργασιακού νόμου και αυτού του κόσμου, και συνεπώς ο σύνδεσμος μεταξύ της κριτικής σ’ αυτόν τον εργασιακό νόμο και την κριτική σ’ αυτόν τον κόσμο, έχει σημασία επειδή η εργασία έχει γίνει πιο διαβρωτική από ποτέ – περισσότερο ακόμα και από το παρελθόν.

Από τη δεκαετία του 1970, έχει υπάρξει μια αυξανόμενα οξεία υπαγωγή των ανθρώπινων δεξιοτήτων και της κοινωνικής σφαίρας στο κεφάλαιο· μια εντατικοποίηση και επέκταση της απασχόλησης των υποκειμένων και της καπιταλιστικής αξιοποίησης του κοινωνικού σε σχέση με αυτό που είχαμε δει σε προηγούμενες περιόδους, Το γαλλικό κίνημα κατάλαβε, λοιπόν, πολύ γρήγορα και πολύ ορθά ότι ο εργασιακός νόμος δεν ήταν το μόνο πρόβλημα – ότι είναι ο κόσμος του οποίου ο νόμος αποτελεί ορατή έκφραση/εκδήλωση που πρέπει να κριτικαριστεί και να αλλάξει. “Ενάντια στον Εργασιακό Νόμο και τον Κόσμο του”, είναι ένα σύνθημα και μια πολιτική λέξη-κλειδί που συνθέτει τέλεια τα διακυβεύματα όχι μόνο αυτής της κινητοποίησης αλλά την ευρύτερη ιστορική συγκυρία.

Όμως, ο κόσμος στον οποίον ανήκει ο εργασιακός νόμος, δεν περιορίζεται στην επισφαλοποίηση των υλικών συνθηκών της ζωής· περιλαμβάνει επίσης και αυταρχικές μετατοπίσεις στο όργανο του κράτους. Η αναδιαμόρφωση της παραγωγής και την αποξήλωση του κράτους πρόνοιας μετά τη δεκαετία του 1970 πάει χέρι-χέρι με την αναδιοργάνωση του κράτους. Για να το θέσουμε πιο συγκεκριμένα: η μετάβαση από την “κρίση του κράτους-σχεδιαστή” στην θέσμιση ενός κράτους διαρκούς κρίσης καθόρισε μια ουσιώδη αλλαγή της μορφής-κράτος. Στη διάρκεια των πρόσφατων λίγων δεκαετιών, έχουμε δει μια εντολή ενδυνάμωσης των εκτελεστικών εξουσιών, την παράκαμψη/βραχυκύκλωση των αντιπροσωπευτικών σωμάτων και των κοινωνικών κατηγοριών, μια τρομερή έλλειψη διαμεσολάβησης, ένα σφίξιμο των ιδεολογιών και πολιτικών λιτότητας, το βάθεμα των καταπιεστικών τάσεων και των αστυνομικών λογικών, και την δογματική ομογενοποίηση του καθοδηγούμενου από τα ΜΜΕ λόγου. Με λίγα λόγια, έχει υπάρξει μια πραγματική διαδικασία “απο-δημοκρατικοποίησης”, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Wendy Brown, δηλαδή της διάδοσης μιας κυβερνητικής ορθολογικότητας που λειτουργεί τοποθετώντας τον εαυτό της πέραν της δημοκρατικής νομιμοποίησης3. Και η κρίση έχει μόνο επιταχύνει, ριζοσπαστικοποιήσει και επανενδυναμώσει αυτές τις διαδικασίες που έχουν εκκενώσει αδυσώπητα/ασταμάτητα την μορφή και την ουσία των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι είναι μέσα στην ίδια την ΕΕ που η κρίση έχει αποκαλυφθεί, με ένα κρυστάλινα ξεκάθαρο τρόπο, ως μια κρίση μεθόδων διακυβέρνησης – αν και τα γεγονότα που έχουν συμβεί στη Βραζιλία, το Μεξικό, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Τουρκία είναι ενεικτικά πολύ δυσοίωνων σεναρίων.

Οι πρόσφατες, λοιπόν, μεταρρυθμίσεις στον εργασιακό χώρ συνιστούν ένα πισωγύρισμα όσων έχουν κερδηθεί στην μεταδημοκρατική ανάπτυξη των πολιτικών μας συστημάτων. Στοχεύουν στο να εξαλείψουν τα ενδιάμεσα σώματα, να διαρρήξουν τις σχέσεις κοινωνικής αλληλεγγύης και να υποτάξουν τα υποκείμενα στη λογική της αγοράς και του ανταγωνισμού: να θέσουν τον εξατομικευμένο και μοναχικό εργάτη απέναντι στη ανάγκες κερδοφορίας των υπερεθνικών περιθωρίων του μεγάλου κεφαλαίου. Με αυτή την έννοια, η εκμετάλλευση και η κυριαρχία, ή η επισφάλεια και η υπαγωγή, είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος: ο εργασιακός νόμος και ο κόσμος του, με το κράτος έκτακτης ανάγκης ως μιας ολοζώντανης επέκτασης. Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση πραγμάτων, τον προηγούμενο χρόνο ένας πλουραλισμός υποκειμενικοτήτων εξέφρασαν την δυσαρέσκεια τους μέσα από διαφορετικές πρακτικές και μέσα από διαφορετικούς πολιτικούς προσανατολισμούς και ευαισθησίες: φοιτητές, νεολαίοι, οι επισφαλείς, οι άνεργοι, οι μισθωτοί κ.λπ. μαζεμένοι στους δρόμους και διαμαρτυρόμενοι σε διάφορες περιστάσεις για τέσσερις μήνες, μπλοκάροντας τα πανεπιστήμια [facs], τα σχολεία, και τους εργασιακούς χώρους, καταλαμβάνοντας χώρους, απεργώντας, αντιμετωπίζοντας τις δυνάμεις της τάξης. Η κεφαλή της πορείας [cortège de tête]4 και τα απλά μέλη των συνδικάτων [bases du syndicat] – παρ’ όλες τις διαφορές τους στην κοινωνική σύνθεση και στις πολιτικές προοπτικές – μαζί στο Nuit Debout, κατάφεραν να τραβήξουν τα σημαντικότερα συνδικάτα με το μέρος τους, έστω και για μια στιγμή. Τα συνδικάτα πιέστηκαν να υιοθετήσουν θέσεις τις οποίες δεν θα είχαν λάβει πιθανόν ευθύς εξαρχής, αλλά τελικά το έκαναν, γιατί διαφορετικά θα ξεπερνιούνταν από τη δυναμική των κοινωνικών γεγονότων. Αυτοί οι παράγοντες άσκησαν, επομένως, μια ισχυρή επίδραση – μια θετική επίδραση – στις ηγεσίες των συνδικάτων. Φυσικά, αυτό δεν είναι το μοναδικό κριτήριο για να “μετρήσει” κανείς τι έκαναν η “κεφαλή της πορείας”, το Nuit Debout και τα απλά μέλη των συνδικάτων5. Μια από τις καλλίτερες ποιότητες, όμως, που είχαμε ήταν η ακόλουθη: την ικανότητα να καθορίσουμε τον χαρακτήρα της διαμαρτυρίας. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο που πρέπει να τονιστεί σε οποιαδήποτε διαδικασία αναστοχασμού.

Ένα χρόνο αργότερα

Αλλά στον απόηχο των προεδρικών εκλογών, τι απομένει από την τεράστια διαδικασία της πολιτικής υποκειμενοποίησης που “παρέσυρε” τη Γαλλία την άνοιξη του 2016; Ποια ήταν τα σημεία καμπής και, ακόμα σημαντικότερα, ποιες εμπειρίες αναδύθηκαν στο φως μεταξυ του φθινοπώρου του 2016 και της άνοιξης του 2017; Καταρχάς, μετά τις διαμαρτυρίες ενάντια στον εργασιακό νόμο, μετά τους αποκλεισμούς, τις απεργίες και τις καταλήψεις, μετά τις περισσότερες από 15 διαδηλώσεις την άνοιξη του 2016, το περασμένο καλοκαίρι οδήγησε σε πρωτοβουλίες των μαθητών, συμπεριλαμβανομένων των “καταλάβετε την τάξη σας” [“occupe ta salle”] και “διαταράξτε την πόλη σας” [“perturbe ta ville”]. Στη συνέχεια τα μέλη των συνδικάτων οργάνωσαν τη διαδήλωση της 15ης Σεπτεμβρίου – μια διαδήλωση που, σε αντίθεση με τις τρεις τελευταίες πορείες του καλοκαιριού, μπόρεσε να αρθρώσει ένα αποφασιστικά ψηλότερο επίπεδο ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι η βούληση και η αποφασιστικότητα για αγώνα ήταν ακόμα παρούσες στην αρχή του φθινοπώρου και της καινούριας σχολικής χρονιάς [la rentrée]. Και αμέσως μετά την 15η Σεπτεμβρίου: τον Οκτώβρη, υπήρχαν πορείες ενάντια στην κατεδάφιση και εκκαθάριση της “Ζούγκλας”, του στρατοπέδου μεταναστών και προσφύγων στο Καλαί, η πορεία προς το ZAD [zone à défendre] στην Notre-Dame-des-Landes6 και η υποστήριξη στους εργάτες της Goodyear που καταδικάστηκαν με έναν χρόνο φυλάκισης για την κατάληψη του εργοστασίου· στις αρχές του Νοέμβρη υπήρξε η εκκένωση του στατοπέδου μεταναστών Stalingrad και η κινητοποίηση σχετικά με την οικογένεια του Adama Traoré· τον Δεκέμβριο ήταν οι αντιφασιστικές πορείες· τον Γενάρη η ίδρυση της “Mη-Κυβερνήσιμης Γενιάς” [Génération ingouvernable]· τον Φεβρουάριο, οι ταραχές σχετικά με την “υπόθεση Théo” και οι “καταλήψεις τάξεων” [occupation des salles]· τον Μάρτιο η διεθνής απεργία γυναικών και η “Πορεία για Αξιοπρέπεια και Δικαιοσύνη”· τον Απρίλιο, πορείες ενάντια στις συγκεντρώσεις του Εθνικού Μετώπο (FN) και την δολοφονία από αστυνομικούς του Liu Shaoyo· και τέλος οι διαδηλώσεις του “κοινωνικού μετώπου”, αμέσως μετά τους δύο γύρους των προεδρικών εκλογών, οι συγκρούσεις της Πρωτομαγιάς κ.λπ.7

Αν θέλαμε να κάνουμε έναν ισολογισμό των διαμαρτυριών ενάντια στον εργασιακό νόμο, το πρώτο στοιχείο που θα τονίζαμε θα ήταν η πολιτική υποκειμενοποίηση που καθόρισαν, ιδιαίτερα μεταξύ συγκεκριμένων κομματιών της νεολαίας. Ή καλλίτερα: μεταξύ ορισμένων τμημάτων της επισφαλούς νεολαίας, καθώς η νεολαία ως τέτοια δεν είναι ένα πολιτικό υποκείμενο. Άσχετα από τις εκκλήσεις για το κατέβασμα στους δρόμους, άσχετα από τις θεωρητικές και πολιτικές συναντήσεις με τα αυτόνομα κινήματα, η ιστορία της δεκαετίας του 1970, η ανανέωση του Μαρξισμού και η τρέχουσα συγκυρία, περιέχουν όλα μια έντονη επιθυμία για μισθολογικούς αγώνες (με χιλιάδες ανθρώπων προετοιμασμένους να διαδηλώσουν) και μια επιμονή/πείσμα επιδίωξης εξίσου συμμετοχικών διαδικασιών συλλογικής μάθησης και αυτο-οργάνωσης [auto-formation] (με εκατοντάδες νέων με υψηλά κίνητρα).

Φυσικά, ο εργασιακός νόμος πέρασε μέσω του Άρθρου 49.38 του γαλλικού Συντάγματος. Αλλά οι παραδοσιακές δυνάμεις του “ακραίου κέντρου” κατέρρευσαν, με τους Ρεπουμπλικάνους και το Σοσιαλιστικό Κόμμα να ανασυγκροτούνται γύρω από τον Μακρόν, με άλλα λόγια, γύρω από μια αναδυόμενη μορφή που επιδιώκει να συνδυάσει τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου με αυτά των ανώτερων στρωμάτων του κράτους. Και επιπλέον, υπάρχει μια καινούρια αντιστεκόμενη υποκειμενικότητα που είχε αποκλειστεί από τις κυρίαρχες δυνάμεις τα προηγούμενα σαράντα χρόνια νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης της εργασίας και της κρατικής σφαίρας – υπάρχουν υποκείμενα [πθ συνεχίζουν να αντιτίθενται αποφασιστικά στο εργασιακό νόμο και τον κόσμο του, όπως φάνηκε καθαρά τον προηγούμενο χρόνο.

Από την σκοπιά μας, αυτός ο πολιτικός κύκλος μπορεί να ερμηνευθεί μέσα από μια παρατήρηση του Max Weber, την οποία παραθέτει ο Mario Tronti σ’ αυτό το υστερόγραφο στην δεύτερη έκδοση του “Εργάτες και Κεφάλαιο” (που εκδόθηκε λίγους μήνες μετά το “Θερμό Φθινόπωρο” των κινητοποιήσεων του 1969), ακριβώς πριν την “απογραφή” της ταξικής πάλης στις ΗΠΑ στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. “Οι διάδοχοί μας”, γράφει ο Weber, “δεν θα μας θεωρήσουν υπεύθυνους μπροστά στην ιστορία για το είδος της οικονομικής οργάνωσης που θα τους κληρονομήσουμε αλλά, μάλλον, για τον διαθέσιμο χώρο που κατακτάμε γι’ αυτούς στον κόσμο που αφήνουμε πίσω μας”9. Μπορούμε λοιπόν να συμφωνήσουμε στο ακόλουθο: η κινητοποίηση της άνοιξης του 2016 δημιούργησε σημαντικούς χώρους για ελιγμούς, περισσότερους από όσους ήταν διαθέσιμοι το 2015· παρήγαγε τις υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες για έναν πιο συντονισμένο τρόπο πολιτικής από αυτόν που προηγούνταν· άνοιξε ρήγματα στον τοίχο του παρόντος. Ρήγματα που εκτείνονται από την εκστρατεία του Jean-Luc Mélenchon (του υποψηφίου που ήξερε πώς να κεφαλαιοποιήσει με τον καλλίτερο τρόπο το Nuit Debout) μέχρι τις πιο ριζοσπαστικές συνιστώσες – με όλα τα υποκείμενα που βρίσκουν τον εαυτό τους ανάμεσα στους δυο αυτούς πόλους να είναι πολύ πιο δυνατά το 2017 απ’ όσο ήταν το 2015.

Αυτή η κοινή, επίμονη προσπάθεια, αποφασισμένη να ενεργοποιήσει τον εαυτό της, είναι, λοιπόν, το σημείο-κλειδί της εκκίνησης για οποιονδήποτε πολιτικό στοχασμό που στοχεύει να κατανοήσει τι συνέβη στη Γαλλία στη διάρκεια των προηγούμενων οκτώ μηνών· δηλαδή, οποιουδήποτε στοχασμού που προσπαθεί να διακρίνει το καθεστώς ημι-μόνιμης κινητοποίησης που έχουμε βιώει μετά το πέρασμα του εργασιακού νόμου. Παρ’ όλα αυτά, αληθεύει επίσης ότι στους μήνες που ακολούθησαν από την διαδήλωση της 15ης Σεπτεμβρίου του 2016, οι απλοί εργάτες – για να το συνοψίσουμε με συντομία – κατέστησαν όλο και πιο διαχωρισμένοι, ανίκανοι να συνεχίσουν να κινητοποιούνται με έναν μαζικό, συλλογικό τρόπο. Με άλλα λόγια, ήταν ανίκανοι να δομήσουν και να επεκτείνουν αυτή την αποφασιστικότητα, αυτή την υποκειμενική βούληση και ικανότητα να αναπαράγουν την κινητοποίηση με πιο αποτελεσματικές πολιτικές μορφές. Από τη στιγμή που τα μεγάλα συνδικάτα αποσύρθηκαν – και ήταν κατανοητό ότι αργά ή γρήγορα θα κατέληγαν να το κάνουν αυτό – υπήρξε και ένας ανάπαυλα/εφησυχασμός/αποκοίμισμα και στην αυτόνομη οργάνωση. Πέρα από τις συνεχιζόμενες αναταραχές και τις ξαφνικές ενδορήξεις [irruptions] που διέστιξαν [dotted] τους πρόσφατους μήνες, αυτό που προκύπτει από τις αρχές του Σεπτέμβρη μας έχει δείξει ότι μένει να ρίξουμε ακόμα πολύ λάδι στη φωτιά, αλλά τελικά δεν είμασταν πραγματικά ικανοί να ξαναζωντανέψουμε τη φλόγα.

Αυτή ήταν η φάση που εξελισσόταν από τις 15 Σεπτέμβρη μέχρι την 1η Μάη: αυτοοργανωμένες ομάδες ήταν τα πιο ορατά κομμάτια την προηγούμενη άνοιξη, αλλά από τη στιγμή που οι ομάδες αυτές απομονώθηκαν, μαζί με τους απλούς εργάτες και τα πιο ριζοσπαστικά συνδικάτα (SUD-Solidaires, CNT, κ.λπ.), δεν μπορούσαν να δομήσουν με επιτυχία μια παρατεταμένη κινητοποίηση με έναν αυτόνομο τρόπο. Δεν έχουμε καταφέρει να οργανώσουμε αυτή την επιθυμία, αυτή την ικανότητα και την αποφασιστικότητα – που ήταν πραγματικά παρούσα – ή να αναπαράγουμε και να επεκτείνουμε την κινητοποίηση. Η κεφαλή της πορείας, οι διαφωνούντες συνδικαλιστές και το Nuit Debout (συμπεριλαμβανομένων όλων των ορίων και των δυνατοτήτων αυτής της εμπειρίας) έκαναν ισχυρές, θετικές αναφορές στις κινητοποιήσεις, της πρόσφεραν ορμητικότητα, ριζοσπαστικότητα, και κλιμάκωση που δεν θα είχαν ποτέ επιτευχθεί αν την κατάσταση την ήλεγχαν οι μεγάλες συνδικαλιστικές ενώσεις· αλλά στη συνέχεια, χωρίς αυτές τις ενώσεις, η κατάσταση ήταν πολύ δυσχερής. Προχωρούσε με δυσκολία, για να πούμε το λιγότερο, και αυτό το γεγονός πρέπει να αναγνωριστεί: δεν πρέπει απλά να παραπονιόμαστε για τα εμπόδια, αλλά να προχωράμε πέρα από αυτά.

Ένα κίνημα με αιτήματα

Έναν χρόνο αργότερα, και χάρις στην ψήφιση του εργασιακού νόμου μέσω του άρθρου 49.3 και στον απόηχο ενός τέτοιου βαθέως κοινωνικού, πολιτισμικού και πολιτικού ξεσηκωμού, το θεμελιώδες ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι το ακόλουθο: πώς θα διατηρήσουμε στον χρόνο την κοινωνική δυναμική των κινητοποιήσεων και πώς θα πολλαπλασιάσουμε τους χώρους στους οποίους λαμβάνουν χώρα; Πώς θα ενσαρκώσουμε, πώς θα διοχετεύσουμε ή θα δομήσουμε την υποκειμενική ικανότητα, αποφασιστικότητα και επιθυμία να συνεχιστούν οι αγώνες που έχουν γίνει ορατοί από τον Σεπτέμβρη του 2016 – με αυτή την “έκρηξη” πρωτοβουλιών, κολλεκτίβων και μικρών ομάδων που βλέπει κανείς να υπάρχουν ακόμα;

Από αυτή την προοπτική, η πλήρης εγκατάλειψη του πεδίου των αιτημάτων, όπως συμβαίνει από την προηγούμενη χρονιά (το “δεν απαιτούμε τίποτα” ήταν ένα από τα συνθήμαυα σήμα-κατατεθέν των κινητοποιήσεων του 2016), αποδεικνύεται δίκοπο μαχαίρι10. Αν αυτή η εγκατάλειψη είναι ένδειξη μιας ριζοσπαστικότητας – που σημαίνει, στην τελική, ότι αναστρέφει το πλαίσιο της υπάρχουσας τάξης – τότε ενέχει επίσης τον κίνδυνο, την ίδια στιγμή, της απομάκρυνσης των αγώνων από την υλικότητα του συγκεκριμένου πεδίου μάχης τους11, αποτρέποντας έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια προς μια πολιτική επανασύνθεση που μπορεί να χτίσει μεγαλύτερες συμμαχίες μέσα στην πολλαπλότητα των κοινωνικών υποκειμένων που, την παρούσα στιγμή, αντιμετωπίζουν διαχωρισμένα και μεμονωμένα μια πολλαπλότητα διαφορετικών εχθρών. Οι πρόσφατοι αντιρατσιστικοί αγώνες είναι διδακτικοί από αυτή την άποψη. Στις φτωχο-γειτονιές12, στα λαϊκά προάστια [quartiers populaires], έχουν ήδη παραχθεί ισχυρές νέες μορφές πολιτικής έκφρασης, που είναι ταυτόχρονα πολύ κοινότοποι και πολύ πραγματιστικοί στους διακηρυγμένους στόχους τους. Τα να απαιτεί κανείς “Αλήθεια και Δικαιοσύνη για τους Adama”, μπορεύμε να συμφωνήσουμε, ότι δεν σημαίνει απαραίτητα την αμφισβήτηση της μεροληψίας των φιλελεύθερων νομικών μορφών. Με τον ίδιο τρόπο, η πορεία για “αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη” δεν συνεπάγεται απαραίτητα την ανατροπή της κυρίαρχης τάξης· το να βεβαιώνει κανείς “δεν είμαστε ζώα”, όπως έκαναν οι μετανάστες στο Στάλιγκραντ τον προηγούμενο Νοέμβρη, δεν απαιτεί κατά κανέναν τρόπο την εδραίωση των συνθηκών για την δυνατότητα της ανάπτυξης των γενικών ικανοτήτων των ανθρωπινων πλασμάτων. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται δύσκολο να σχετικοποιήσει κανείς την σπουδαιότητα αυτών των εμπειριών. Η κατασκευή αυτόνομων διαδρομών [parcours] για αιτήματα – που περιλαμβάνουν τόσο ένα στυλ μαχητικότητας όσο και την αναπαραγωγή των κινητοποιήσεων στον χρόνο – θα μπορούσε να παίξει έναν καθοριστικό ρόλο.

Από αυτή την άποψη, όμως, το πρόβλημα τι είδους αιτήματα, ή ποιο φάσμα αιτημάτων προκύπτει ευθύς εξαρχής. Στην παρούσα στιγμή, αν λάβουμε υπόψιν τι γίνεται στον κόσμο και τι γίνεται στη Γαλλία, υπάρχουν διαδικασίες σε κίνηση που που διαγράφουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα μονοπάτια για αιτήματα, που θέτουν τα ζητήματα της φυλής και του φύλου στο κέντρο του πολιτικού λόγου και των πρακτικών: τέτοια είναι, η κολλεκτίβα του παγκόσμιου γυναικείου κινήματος Ni Una Menos13 και, στην περίπτωση της Γαλλίας, οι αγώνες ενάντια στην αστυνομική βία.

Το παγκόσμιο γυναικείο κίνημα έχει το επίκεντρό του στη Λατινική Αμερική – και πιο συγκεκριμένα στην Aργεντινή – αλλά πρόσφατα έχει επίσης επεκταθεί στις ΗΠΑ, την Πολωνία, την Τουρκία κ.λπ. Σε όλα αυτά τα πλαίσια, το κίνημα περιλαμβάνει κινητοποιήσεις με έντονη πολιτική σύνθεση αλλά και κοινωνικά ετερογενείς, με μερικές μαχήτριες περισσότερο συνδεδεμένες με τη συνδικαλιστική παράδοση και άλλες πιο κοντά στα κοινωνικά κινήματα· γυναίκες προερχόμενες από τις μεσαίες τάξεις, άλλες από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα· φοιτήτριες, εργάτριες κ.λπ. Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον στο κίνημα αυτό, μεταξύ άλλων πραγμάτων, είναι το πέρασμα που έχει γίνει από την καταγγελία των μορφών έμφυλης βίας και σωματικής βλάβης (εμμονική παρενόχληση, βιασμός, δολοφονίες γυναικών) και την ενσωμάτωση ζητημάτων που έχουν να κάνουν με την εργασία, το κράτος πρόνοιας, τα κοινωνικά δικαιώματα, από τη μια μεριά, στον ρόλο και τη θέση των γυναικών στις κοινωνίες μας, από την άλλη. Η αναδιαμόρφωση/επαναχύτευση της τακτικής της απεργίας – η έμφυλη απεργία – είναι που κατέστησε εφικτό αυτό το ποιοτικό άλμα. Και αυτό δεν είναι ανώδυνο, καθώς δεν πρόκειται καθόλου για μια απλή συμπαράθεση μεταξύ μη αναγώγιμων αιτημάτων. Η απεργία των γυναικών είναι το όργανο που έχει επιτρέψει να γίνει μια σύνδεση ανάμεσα στη βία κατά των γυναικών και μια συγκεκριμένη πολιτικοποίηση των σύγχρονων μορφών εκμετάλλευσης και κυριαρχίας στις σφαίρες της οικονομικής παραγωγής και της κοινωνικής αναπαραγωγής. Με άλλα λόγια, η απεργία των γυναικών είναι το εργαλείο που έχει συνδέσει τις μορφές της έμφυλης βίας με το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο . Είναι μέσω αυτής της αναδιαμόρφωσης της τακτικής της απεργίας που αυτή η διπλή πτυχή μπορεί να αναγνωστεί και να κριτικαριστεί στην πρακτική: συγκεκριμένες μορφές βίας από την μια, και το κοινωνικό πλαίσιο από την άλλη, με την γυναικεία απεργία ως τον σύνδεσμο και τον καταλύτη αυτού του κινήματος διαμαρτυρίας.

Για να επιστρέψουμε στο γαλλικό παρόν: οι δυο αντικοινωνικές και αντιδραστικές διαδικασίες της αναδιάρθρωσης της εργασίας και της κρατικής σφαίρας, στις οποίες αναφερθήκαμε στην αρχή του άρθρου και οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν, μαζί με τον Étienne Balibar, ως ένας “εξτρεμισμός του κέντρου”, έχουν καθορίσει την μετάβαση από τον έλεγχο των υποκειμένων μέσω του κράτους πρόνοιας σε μια μορφή ελέγχου που συναρθρώνει το workfare και το warfare14.

Αυτή η μετάβαση ξεδιπλώνεται μέσα από μια διπλή τάση: 1.) πλήρως επισφαλής υποαπασχόληση (σύμφωνα με τις γραμμές του γερμανικού μοντέλου των μεταρρυθμίσεων Hartz IV, που υιοθετήθηκαν στον εργασιακό νόμο)· και 2.) την αυξανόμενη κεντρικότητα των τεχνολογιών ασφαλείας, από το αστυνομικό και το τιμωρητικό σωφρονιστικό σύστημα (το μοντέλο των ΗΠΑ προτιμάται από το κράτος έκτακτης ανάγκης). Στη Γαλλία, εξαιτίας του αποικιοκρατικού παρελθόντος και παρόντος, τα μετα-αποικιοκρατικά υποκείμενα εκτίθενται στα πιο άγρια αποτελέσματα αυτής της διπλής αναδιάρθρωσης: δηλαδή, μαύρα και αραβικά υποκείμενα. Και ήταν ακριβώς αυτά τα υποκείμενα που εγκατέλειψαν το κάλεσμα στα όπλα/“επιστράτευση” την προηγούμενη άνοιξη, αυτοί που δεν κινητοποιήθηκαν μαζικά [en masse], και που δεν κατέβηκαν στους δρόμους και τις πλατείες: ούτε τον Μάρτιο, με τα κλεισίματα των σχολείων και τις δράσεις στα πανεπιστήμια· ούτε τον Απρίλιο, με τις “καταλήψεις” των πλατειών· ούτε τον Μάιο με τις απεργίες· και ούτε στις πάνω από 15 διαδηλώσεις-πορείες που σημάδεψαν τις κινητοποιήσεις από τον Μάρτιο μέχριο τον Ιούλιο. Αν ακούσουμε τις συλλογικότητες από τις γειτονιές χαμηλού εισοδήματος και τα banlieues, ποιοι ήταν οι λόγοι γι’ αυτή την λιποταξία; Ότι εμείς, οι μαύροι και οι Άραβες, έχουμε την επειρία και έχουμε βιώσει τον εργασιακό νόμο κάθε μέρα για πολλές αρκετές δεκαετίες. Τι ίδιο ισχύει και για το κράτος έκτακτης ανάγκης: η αστυνομική βαρβαρότητα είναι το καθημερινό ψωμί που μας σερβίρουν, όχι εξαιτίας αυτού που κάνουμε – όπως εσείς, οι λευκοί μιλιτάντηδες – αλλά εξαιτίας του ποιοί είμαστε· όχι εξαιτίας του ότι διαμαρτυρόμαστε στους δρόμους αλλά επειδή ζούμε στις γειτονιές μας.

Αλλά από τον περασμένο Ιούλιο, σε συνδυασμό με τον τερματισμό των κινητοποιήσεων εναντίον του εργασιακού νόμου, έχουν οικοδομηθεί πολύ ενδιαφέροντα μονοπάτια για αιτήματα μέσω των κινητοποιήσεων ενάντια στον δομικό ρατσισμό του γαλλικού κράτους.Αυτές οι κινητοποιήσεις δεν ασκούν κριτική στις ρατσιστικές πρακτικές της αστυνομίας, αλλά στις πρακτικές της ρατσιστικής αστυνομίας, για να αναφέρουμε τον Omar Slaouti. Γενικότερα, δεν επιδιώκουν να αμφισβητήσουν τις ρατσιστικές πολιτικές του κράτους αλλά τις πολιτικές ενός ρατσιστικού κράτους15. Παρ’ όλα αυτά, αυτές οι κινητοποιήσεις – όπως η πρόσφατη “Πορεία για Αξιοπρέπεια και Δικαιοσύνη”, για παράδειγμα – έχουν δυσκολευτεί να κάνουν το ποιοτικό άλμα που το γυναικείο κίνημα έχει μπορέσει να πετύχει. Μέχρι τώρα, έχουν δώσει φανερή προτερότητα στην κριτική του ισχυρού βραχίονα του κράτους (αστυνομία, καταστολή, φυλάκιση, Ισλαμοφοβία, κ.λπ.) εις βάρος της κριτικής στον “απαλό” βραχίονα του κράτους: κράτος πρόνοιας, κοινωνικά δικαιώματα, ασφαλιστικά επιδόματα, εκπαίδευση, υγεία, κ.λπ. Προφανώς, δεν πρόκεται για ζήτημα εγκατάλειψης της κριτικής στην αστυνομική βία υπέρ της κριτικής μιας συνάρθρωσης του “κοινωνικού” και του “φυλετικού ζητήματος”, αλλά της σύνθεσης αυτών των δυο προοπτικών. Αυτό είναι ένα μείζον διακύβευμα αν θέλει κανείς να υποστηρίξει τους αυτόνομους αγώνες των φτωχογειτονιών και του αντιφασιστικών κινημάτων. Πάρτε δυο πρόσφατα παραδείγματα αστυνομικής βαρβαρότητας: Adama και Théo. Η οικογένεια του Adama Traoré μπόρεσε, χάρις στο δίκτυο ακτιβιστών που έδρασαν μαζί τους και γι’ αυτούς, να χτίσουν μια πολύ δυνατή και αποτελεσματική κινητοποίηση που ήταν ως επί το πλείστον ανθεκτικό στο ρεπουμπλικανικό αφήγημα. Η οικογένεια του Théo Luhaka, από την άλλη, που είναι κοντά στο οργανωμένο δίκτυο που περιστρέφεται γύρω από Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) – το οποίο παρήσχε σταθμούς εργασίας και νομική βοήθεια, και συνεπώς παρήγαγε και έσοδα – συνέπραξε/συνεργάστηκε αμέσως με το SOS Racisme και άλλες ομάδες υπό την αιγίδα του PS16.

Οι προεδρικές εκλογές

Μοιάζει, λοιπόν, προφανές ότι το κάλεσμα για την “υποστήριξη των ταραχών” [“soutenir l’émeute”] δεν είναι μια επαρκής προοπτική. Πρέπει να συνδυαστεό – και αυτό είναι το λιγότερο που μπορεί να ειπωθεί – με προσπάθειες να οικοδομηθεί μια “εφαρμόσιμη και διαρκής αλληλεγγύη” μέσα στις φτωχογειτονιές17. Σχετικά με αυτό, ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών μας προσφέρει κάποιες σημαντικές ενδείξεις. Όπως ισχυρίζεται το άρθρο της σύνταξης του Quartiers libres:

Από το Trappes μέχρι το Grigny, τις βόρεις γειτονιές της Μασαλλίας, το 93ο Διαμέρισμα [στο Seine-Saint-Denis], το 4ο Διαμέρισμα [Val-de-Marne], τα Υπερπόντια διαμερίσματα κ.λπ., η ψήφος στον Μελανσόν ήταν πρώτη σε αρκετές εκλογικές περιφέρειες χαμηλού εισοδήματος. Tα αποτελέσματα στις φτωχογειτονιές και στις υπερπόντιες επικράτειες δείχνουν κάτι που πολλοί έχουν ξεχάσει ή αγνοούν: η ταξική ψήφος υπάρχει στη Γαλλία. Τα ποσοστά του Ζαν Λυκ Μελανσόν σε συγκεκριμένες φτωχογειτονιές, που ξεπερνούν το 40%, όπως στην εκλογική του νίκη το 1993, τα φτωχότερα και πιο φυλετικοποιημένα διαμερίσματα στη Μητροπολιτική Γαλλία, δεν είναι άνευ σημασίας. Δεν είναι σημάδι υποστήριξης ή ταύτισης με την Ανυπότακτη Γαλλία, αλλά μάλλον αντιστοιχελι σε μια “κοινωνική” ψήφο από τα αριστερά, βασικά μια ταξική ψήφο18.

Ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών μας δίνει επίσης μιας διπλή πολιτική ένδειξη. Πρώτον, την αναμβφισβήτητη προσέλευση υπέρ του Εθνικού Μετώπου: έντεκα εκατομμύρια Γάλλοι, ή το 16% του πληθυσμού δεν δίστασαν να υποστηρίξουν ένα ανοιχτά φασιστικό κόμμα και πρόγραμμα, που η εφαρμογή του θα είχαν εξαιρετικά σοβαρές συνέπειες για τα φυλετικοποιημένα υποκείμενα στις φτωχογειτονιές19. Αφού κέρδισε 7.65 εκατομμύρια ψήφους στον πρώτο γύρο, μια σημαντική αύξηση από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2012 (5.52 εκ.) και τη νίκη στις Ευρωεκλογές του 2014 (4.71 εκ., ποσοστό 24.86%), το FN έκανε μια εντυπωσιακή διείσδυση στην καθολική και ρεπουμπλικανική δεξιά, που αν και δεν τόλμησε να υποστηρίξει το ΕΜ στον πρώτο γύρο, τελικά έσπασε το ταμπού τον προηγμένο μήνα, κάνοντας την 7η Μαΐου του 2017 μια πραγματικά ιστορική μέρα. Και στην πραγματικότητα, παρά έναν βαθμό μιας με δυσκολία συγκαλυπτόμενης δυσαρέσκειας ανάμεσα στους μιλιτάντηδες και τους ηγέτες, μερικά λεπτά μετά το αποτέλεσμα η Μαρίν Λεπέν ανακοίνωση μια σαρωτική ανανέωση του κόμματος ώστε να διατηρήσει την μακριά της πορεία μέσα στην γαλλική κοινή γνώμη.

Δεύτερον, η ψήφος υπέρ του Μακρόν δεν είναι κατά κανέναν τρόπο μια δεσμευτική επιλογή. Έντονα μη δημοφιλής πριν καν ακόμα φθάσει στο μέγαρο των Ηλυσίων, η εντολή στον Μακρόν αντιπροσωπεύει μοα ισχυρή συνέχεια σε σχέση με τη θητεία του Ολλάντ – την πιο μισητή προεδρία στην ιστορία της Πέμπτης Δημοκρατίας.20. Ο νέος πρόεδρος υπόσχεται να επεκτείνει την εργασιακή μεταρρύθμιση στη διάρκεια των πρώτων μηνών της θητείας του και σκοπεύει να το κάνει μέσω προεδρικών διαταγμάτων. Καθώς δεν είναι ξακάθαρο εκ των προτέρων κατά πόσον θα απολαμβάνει μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ο Μακρόν θα αναγκαστεί να προχωρήσει στηριζόμενος σε εκτελεστικές εξουσίες21. Αυτό μόνο θα οξύνει την έλλειψη εμπιστοσύνης στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, στο κομματικό σύστημα, και, γενικότερα, στην εκλογική κατανόηση της αναπαράστασης. Αυτός ο γύρος προεδρικών εκλογών μας πρόσφερε με άλλα δύο στατιστικά στοιχεία που πρέπει να αναφερθούν:το ποσοστό 25% της αποχής (το υψηλότερο από την αντιεκλογική “εξέγερση” του 1969) και τον αριθμό ρεκόρ των λευκών ψηφοδελτίων (12%).

Συμπεράσματα

Οι μήνες που έρχονται μοιάζουν ήδη να είναι πολύ έντονοι, τόσο από την σκοπιά των δράσεων των εργοδοτών όσο της δραστηριότητας των κοινωνικών κινημάτων. Πέρα και πάνω από την κλιμάκωση των κατασταλτικών μέτρων εναντίον των κοινωνικών κινημάτων που ανακοινώθηκαν ήδη από τον νέο πρόεδρο, το κυβερνητικό σχέδιο είναι σαφές: να εκμεταλλευθεί τους καλοκαιρινούς μήνες για να περάσει αντικοινωνικούς νόμους σχετικά με τους εργασιακούς χώρους και τα κοινωνικά δικαιώματα, παρακάμποντας το κοινοβούλιο αν είναι αναγκαίο. Όσον αφορά τα αντιστεκόμενα και αντιτιθέμενα υποκείμενα, οι τωρινές και μελλοντικές προκλήσεις είναι σημαντικές. Μετά από μια σύντομη προεκλογική υποχώρηση, οι τελευταίες εβδομάδες έχουν αναζωογονήσει την προσπάθεια να οικοδομηθεί μια “εγκάρσια”/διατέμνουσα δύναμη, της οποίας ο στόχος είναι να ενώσουν τους εργάτες της βάσης που διαφωνούν με τα πιο αποφασισμένα κομμάτια της επισφαλούς νεολαίας. Αν και η επανάληψη των “άγριων διαδηλώσεων” [manifs sauvages] στο βορειοανατολικό Παρίσι (που περιφρουρούνται όλο και περισσότερο από την αστυνομία και της στρατοχωροφυλακή) έχει χάσει την δυναμική της δημιουργίας πολιτικών υποκειμένων που είχε την προηγούμενη άνοιξη, η επιθυμητή αναθέρμανση μιας συμμαχίας ανάμεσα στα “μαύρα K-Way τζάκετ και τα κόκκινα γιλέκα22 [K-way noirs et chasubles rouges] που ανακοινώθηκε από το καινούριο “κοινωνικό μέτωπο” θα μπορούσε να δώσει μια ανάσα φρέσκου αέρα στις διαμαρτυρίες23.

Προς το παρόν, καμμιά υποκειμενικότητα δεν έχει την αποτελεσματική δύναμη να σηκώσει αυτή την αναμέτρηση από μόνη της: ούτε οι μισθωτοί, ούτε οι γυναίκες, ούτε τα υποκείμενα που υφίστανται τις φυλετικές διακρίσεις περισσότερο, ούτε η νεολαία – ακόμα και αν είναι στην πραγματικότητα μη-κυβερνήσιμοι! Αν θέλουμε να αμφισβητήσουμε το σχέδιο του κεφαλαίου και της κρατικής μηχανής, τότε θα πρέπει να ξεκινήσουμε (ξανά) από διαφορετικές συνιστώσες οι οποίες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οδήγησαν τους κοινωνικούς αγώνες στη Γαλλία από τις κινητοποιήσεις ενάντια στον εργασιακό νόμο μέχρι τις προεδρικές εκλογές. Στην ουσία, όπως παρατήρησε πρόσφατα η Simona de Simoni σε μια ομιλία της σχετικά με τον φεμινισμό και τον Μάριο Τρόντι, “οι διαφορές δεν έχουν λιγότερη σημασία από την σύγκρουση και η σύγκρουση χωρίς διαφορές δείχνει σε ένα μονοπάτι που δεν μπορεί πια να περπατηθεί”24. Σ’ αυτό το φως, και πέρα από όλες τις απαραίτητες κριτικές στον Μελανσόν, που δεν αξίζει να σταθούμε σ’ αυτές τώρα, τα συγκεκριμένα κοινωνικά μέτρα που προωθήθηκαν στο πρόγραμμα της “Ανυπότακτης Γαλλίας” και ο αχαλίνωτος ρατσισμός μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι το 2015 (ο οποίος οξύνθηκε στη διάρκεια αυτής της εκστρατείας) είχαν έναν μείζονα αντίχτυπο στις γαλλικές πόλεις και τα banlieues. Αν οι απλοί εργάτες και τα κινήματα νεολαίας θέλουν να χτίσουν ένα μονοπάτι συμμαχίας των φυλετικοποιημένων και διαχωρισμένων/απομονωμένων υποκειμένων, είναι αναγκαίο να ξεκινήσουν να διερευνούν σοβαρά τους τρόπους με τους οποίους αυτό το διαφορετικό θεματικό περιεχόμενο μπορεί να συναρθρωθεί και να επεξεργαστεί, προσδίδοντας μια κατ’ εξοχήν πολιτική διάσταση σε συγκεκριμένα αιτήματα25. Οι ανάγκες και οι απαιτήσεις που προσιδιάζουν σε μοναδικές συνθήκες ζωής μπορούν και πρέπει να γίνουν το πρωταρχικό έδαφος οποιουδήποτε ανανεωμένου ανταγωνισμού. Θα ήταν τότε καθήκον αυτού του ανταγωνισμού να “σπρώξει” αυτά τα αιτήματα σε μια πολιτική κατεύθυνση, χωρίς να ταυτίζεται απαραίτητα με αυτά – όπως μπόρεσαν να κάνουν τα πιο πετυχημένα πειράματα των ιταλικών “κόκκινων χρόνων” (1968-1977)26. Γιατί είναι μόνο μέσα από την σύγκλιση οικονομικών και κοινωνικών αγώνων – ακολουθώντας, για παράδειγμα, την πρόσφατη περίπτωση του Ni Una Menos – που θα μπορέσουμε να πυροδοτήσουμε μια πραγματική κρίση στο σύστημα των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων, όχι μόνο κάνοντα την άρχουσα τάξη να φοβηθεί, αλλά επίσης απειλώντας την άμεσα.

Αγγλική μετάφραση από τον Patrick King

1 Ο Davide Gallo Lassere είναι συνεργάτης ερευνητής στην διεπιστημονική ομάδα Sophiapol στο Πανεπιστήμιο Paris Ouest Nanterre La Défense. Αυτή τη στιγμή είναι μεταδιδακτορικός φοιτητής στο Ινστιτούτο Ανώτερων Σπουδών της Πάβια, και το έργο του περιλαμβάνει την πολτική, οικονομική και κοινωνική φιλοσοφία καθώς και θεωρίες του χρήματος και την ιστορία του καπιταλισμού.

2 Tο παρόν κείμενο στοχεύει απλά να ανοίξει μια συζήτηση στη Γαλλία σχετικά με τις πρακτικές και τις μορφές οργάνωσης που επί τω έργω εντός των κινημάτων. Απορρέει από μια σειρά παρατηρήσεων που έχουν γίνει σε συλλογικές συζητήσεις που έγιναν από τον τελευταίο Γενάρη με διάφορες συνθέσεις: στο Michèle Firk, στο Lieu-dit, στο Conséquences, στο Manifesten, στο La Planète, στο la Brèche, στο Cox, στο Bioslab και αρκετά πανεπιστήμια.

3 Δείτε Wendy Brown: “American Nightmare: Neoliberalism, Neoconservatism, and De-Democratization”, Political Theory 34.6 (Δεκέμβριος 2006): 690-714.

4 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: ένας όρος που είναι δύσκολο να αποδοθεί στα Αγγλικά, και αναφέρεται στο “μπροστινό κομμάτι” των πορειών και των διαμαρτυριών γύρω από το Nuit Debout. Φέρει μια μιλιτάντικη συνδήλωση, και ενώ τόσο η κοινωνική σύνθεση όσο και το αμφιλεγόμενο ρεπερτόριο αυτών των διαμαρτυριών επικαλύπτεται με τακτικές του μπλακ-μπλοκ στη Βόρεια Αμερική, υπάρχουν ιδαιτερότητες που πρέπει να ληφθούν υπόψιν. Είναι επίσης σημαντικό ότι σε κάποιες από τις μείζονες πορείες στη Γαλλία, τα συνδικάτα συχνά καταλαμβάνουν αυτό τον χώρο στην κεφαλή της πορείας, κάτι που αναμφισβήτητα δεν συνέβη την προηγούμενη άνοιξη.

5 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Για άλλές αναλύσεις σχετικά με το Nuit Debout, δείτε την συνέντευξη του Frédéric Lordon στον Στάθη Κουβελάκη: “Overturning a World”, Jacobin, 4 Μαΐου, 2016· ή την συνέντευξη του ίδιου του Κουβελάκη και πάλι στο Jacobin: “What’s Next for Nuit Debout?”, 15 Μαΐου, 2016.

6 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Για μια εξαιρετική ιστορική ανάλυση των κατασταλτικών μέτρων που χρησιμοποίησε η στρατοχωροφυλακή [gendarmes] εναντίον των διαμαρτυριών για τα ZAD, σε σχέση με τον θάνατο του Rémi Fraisse, δείτε Louise Fessard: “Grenades offensives: enquête sur le précédent de Creys-Malville en 1977”, Mediapart, 17 Δεκεμβρίου 2014.

7 Φυσικά, στις κινητοποιήσεις αυτές δεν συμμετείχαν όλες οι υποκειμενικότητες…

8 Στμ. Άρθρο του Γαλλικού Συντάγματος που παρέχει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να νομοθετεί μέσω “προεδρικών διαταγμάτων” παρακάμποντας την ψηφοφορία στη Βουλή.

9 Max Weber, “The National State and Economic Policy (Freiburg Address)”, μετάφραση Ben Fowkes, Economy and Society 9.4 (1980): 438. Δε’ιτε την πρόσφατη επανέκδοση του κλασσικού έργου του Τρόντι σε μια εξαιρετική μετάφραση στα γαλλικά: Mario Tronti, Ouvriers et capital, μετάφραση Yann Moulier-Boutang (Geneva: Entremonde, 2016).

10 Τελικά, μπορεί κανείς ακόμα και να επιχειρηματολογήσει ότι αυτό ήταν ένα σύμπτωμα μιας ιδιαίτερης κοινωνικής σύνθεσης, που δεν είχε οποιαδήποτε ανάγκη για μείζοντα αιτήματα…

11 Στμ. Περί της υλικότητας των αγώνων.

12 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: ακολουθώ εδώ την μετάφραση από τις ediciones ineditos αυτής της πολύτιμης συνέντευξη με έναν οργανωτή από τις λαϊκές γειτονιές: “Our Neighborhoods are not Political Deserts”, (“Οι γειτονιές μας δεν είναι πολιτικές έρημοι”), 16 Φεβρουαρίου, 2017. Ενώ η πιο κυριολεκτική μετάφραση θα ήταν “δημοφιλείς” [popular] γειτονιές, και αυτή χρησιμοποιείτα συχνά, αυτή χάνει όμως ένα σημαντικό βαθμό συσσωρευμένου νοήματος· το επιλεγμένο υποκατάστατο δεν είναι τέλειο και μπορεί να παραείναι οικονομίστικο.

13 Στμ. Ni una menos, που σημαίνει στα ισπανικά “Ούτε Μία Λιγότερη, είναι ένα φεμινιστικό κίνημα στην Αργεντινή που έχει διαδοθεί σε αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής, που κάνει εκστρατεία εναντίον της έμφυλης βίας. Στον επίσημο ιστότοπό της, το κίνημα Ni una menos αυτοπροσδιορίζεται ως “μια συλλογική κραυγή εναντίον της μάτσο βίας”. Η εκστρατεία ξεκίνησε από μια κολλεκτίβα γυναικών καλλιτεχνών, δημοσιογράφων και ακαδημαϊκών από την Αργεντινή για να αναπτυχθεί σε “μια ηπειρωτική συμμαχία φεμινιστικών δυνάμεων. Το κίνημα διοργανώνει συχνά διαμαρτυρίες εναντίον δολοφονιών γυναικών, αλλά έχει αγγίξει επίσης ζητήματα όπως οι έμφυλοι ρόλοι, η σεξουαλική παρενόχληση, τις μισθολογικές διαφορές λόγω φύλου, την σεξουαλική αντικειμενοποίηση, την νομιμοποίηση της έκτρωσης, τα δικαιώματα των εργατριών του σεξ και των διεμφυλικών ατόμων..

14 Πβλ. Étienne Balibar: “Du populisme au contre-populisme: histoire et stratégie” (“Από τον λαϊκισμό στον αντι-λαϊκισμό: ιστορία και στρατηγική”), Populismus Interventions, No. 3 (Θεσσαλονίκη, 2015), 1-12.

15 Πβλ. “Il est temps de marcher avec notre boussole politique’: Entretien avec Omar Slaouti”, (“Είναι ώρα να βαδίσουμε με τη δική μας πολιτική πυξίδα: μια συνέντευξη με τον Omar Slaouti ”), Contretemps, 16 Μαρτίου 2017.

16 Για μια επισκόπηση του πώς διαχειρίζεται το γαλλικό κράτος αυτές τις “περιφερειακές” περιοχές μέσω συνεταιριστικών και οικονομικών εργαλείων συνδεδεμένων με το PS, δείτε πχ. το άρθρο στον ιστότοπο Quartiers Libres: “Made in PS”, 27 Φεβρουαρίου 2017.

17 Πβλ. αντίστοιχα: “Soutenir L’Émeute” (“Υποστηρίξτε τις ταραχές”), Lundi Matin #94 (23 Φεβρουαρίου, 2017)· και “Pour une solidarité durable et appliquée” (“Για μια διαρκή και εφαρμόσιμη αλληλεγγύη”), Paris-Luttes.info, 17 Φεβρουαρίου 2017.

18 Δείτε την ανάλυση του πρώτου γύρου των εκλογών στο Quartiers Libres Au Quartier, on vote La Classe”, 28 Απριλίου 2017. Για μια ανάλυση της κοινωνικής και γεωγραφικής σύνθεσης της ψήφου, δείτε “X-Ray of a Shattered Vote”, Jacobin Magazine (Μάιος 2017).

19 Παρεμπιπτόντως, η ανικανότητα ενός μεγάλου μέρους των κοινωνικών κινημάτων να αρθρώσουν έναν διαφοροποιημένο λόγο, η οποία κατέληξε τοποθετώντας και τους δυο υποψήφιους στο ίδιο επίπεδο – με το σύνθημα “Ούτε πατρίδα ούτε αφεντικό, ούτε Λεπέν ούτε Μακρόν” (“Ni patrie ni patron, ni Le Pen ni Macron”) ως μια πτυχή μόνο – κάνει εμφανή για μια ακόμα φορά την δυσκολία για μια πολιτική αντιμετώπιση του ρατσισμού. Στην πραγματικότητα είναι μόνο από την σκοπιά των υφιστάμενων τις φυλετικές διακρίσεις [racialized], και από αυτήν μόνο, που μπορεί κανείς να θέσει το έδαφορς του κοινωνικού αγώνα ή του λανθάνοντα εμφυλίου πολέμου, ώστε να μην αναγκαστεί να επιστρέψει στις κάλπες στον δεύτερο γύρο για να “μποκάρει” το Εθνικό Μέτωπο. Πβλ. την σειρά συνεντεύξεων που διεξήγαγε η Carine Fouteau με μαχητές του αντιρατσιστικού κινήματος που δρουν στις φτωχογειτονιές που επέλεξαν να απόσχουν: “Voter ou s’abstenir: le «cas de conscience» des quartiers populaires”, Mediapart, 4 Μαΐου 2017.

20 Σύμφωνα με αρκετές έρευνες (ο αριθμός ποικίλει αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο), σχεδόν το ένα τρίτο των ψήφων στον Μακρόν οφειλόταν στην προσωπικότητα και το πρόγραμμά του, το άλλο τρίτο στο καινούριο που αντιπροσωπεύει (όπως ο Μπερλουσκόνι και ο Τραμπ, ο Μακρόν είναι άμεσο δημιούργημα της άρχουσας τάξης, αλλά προσποιείται ότι περνιέται για “αντισυστημικός”), και το τελευταίο τρίτο προήλθε από μια προσπάθεια μπλοκαρίσματος του FN. Ακόμα περισσότερο, ένα τμήμα των ψηφοφόρων που πήγαν στον Μακρόν θα μπορούσαν στην ουσία να είχαν ψηφίσει το LR (Ρεπουμπλικάνους) αν η εκστρατεία του Φιγιόν δεν είχε συγκλονιστεί από τα σκάνδαλα, ενώ ένα άλλο τμήμα θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ψηφίσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) αν τα αποτελέσματα στον πρώτο γύρο ήταν διαφορετικά. Με λίγα λόγια, η πιθανότητα μιας αντιπαράθεσης Λεπέν εναντίον Μελανσόν στον δεύτερο γύρο δεν ήταν στο βασίλειο της πολιτικής φαντασίας.

21 Με έναν διαφορετικό τρόπο απ’ό,τι συνέβη στη Γερμανία, την Ισπανία, την Ελλάδα, την Ιταλία και αλλού, όπο “μεικτές” συμμαχίες προχώρησαν στον σχηματισμό κυβερνήσεων, στη Γαλλία η επικύρωση μιας κυβέρνησης του ακραίου-κέντρου φαίνεται επικείμενη, με τον Μακρόν να παίρνει μια απόλυτη πλειοψηφία στις βουλευτικές εκλογές. Αυτή η προοπτική οξύνει, επιπλέον, την εξελισσόμενη κατάρρευση των δύο λεγόμενων μετριοπαθών κομμάτων.

22 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: ρούχα που φοριούνται συχνά από τα μέλη της κεφαλής της πορείας (μαύρα τζάκετ K-Way) και τους διαφωνούντες συνδικαλιστές (κόκκινα γιλέκα) αντίστοιχα.

23 Όπως οι περισσότερες παραγωγικές πολιτικές εμπειρίες της προηγούμενης άνοιξης, που θα μπορούσε να τις δει κανείς στην cortège de tête και στην διάρκεια των αυτόνομων αποκλεισμών.

25 Μια ομάδα συντρόφων/ισσών, περιλαμβανομένου του συγγραφέα του παρόντος, αποπειράται αυτή την περίοδο να κάνει ακριβώς αυτό. Αναδεικνύουμε, για παράδειγμα, το ζήτημα του κοινωνικού μισθού ή κοινωνικού εισοδήματος [revenu social] στα banlieues, αντιστρέφοντας, όμως, τους όρους με τους οποίους συνήθως έχει τεθεί το ζήτημα – τουλάχιστον εντός του ιταλικού εργατισμού και της αυτονομίας, που θεωρητικοποίησαν και τάραξαν τα πράγματα σχετικά με το ζήτημα ξεκινώντας από το πιο προχωρημένο σημείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, δηλαδή από την γνωσιακή και διανοητική εργασία, την κοινωνική συνεργατικότητα κ.λπ. Για να χρησιμοποιήσουμε την κλασσική μεταφορά του Bifo, για να μπορέσουμε να συλλάβουμε το δυναμικό του κοινωνικού μισθού, φαίνεται ότι θα πρέπει να κινηθούμε προς την Silicon Valley. Αλλά κατά την άποψή μου, φαίνεται εξίσου σημαντικό – και ακόμα περισσότερο στο γαλλικό πλαίσιο, με τις ιστορικές τους ιδιαιτερότητες – να καταλάβουμε τον κοινωνικό μισθό στο πλαίσιο στο οποίο οι διαδικασίες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης έχουν επιφέρει τα πιο άγρια και βίαια αποτελέσματα: δηλαδή τα banlieues, τις περιφέρειες των μητροπόλεων και των φτωχογειτονιών, θετόντάς τες στην τομή των αντιρατσιστικών αγώνων. Μόλις που έχουμε αρχίσει να διερευνούμε αυτή την προβληματική στις λίγες προηγούμενες βδομάδες, εμπλεκόμενοι αυτή τη στιγμή με καμμιά εκατοστή μαθητών του Λυκείου στα βόρεια και νότια banlieues του Παρισιού. Αυτό που έχει ήδη αναδυθεί από αυτές τις πρώτες επαφές, πέρα από μια ολόκληρη σειρά συμπτωματικών αντιφάσεων, είναι το δυναμικό του κοινωνικού μισθού σε όρους του πολιτικού φαντασιακού και προοπτικών του αυτοπροσδιορισμού. Για να το θέσουμε πιο πεζά: την αξιοσημείωτη ευελιξία να μπορεί κανείς να αποφασίζει αυτόνομα τι να κάνει, πού να το κάνει και πώς, χωρίς να υπόκειται πλήρως στους περιορισμούς της αγοράς εργασίας ή το οικογενειακό υπόβαθρο, είναι ένα στοιχείο που διανοίγει αρκετά αξιοθαύμαστα πεδία δυνατοτήτων. Ανάμεσα στους χιλιάδες τρόπους να προσδιορίσει κανείς το κοινωνικό εισόδημα, βρίσκω πιο ιδιαίτερα πειστική μια πρόσφατη διατύπωση, που υιοθετήθηκε από το ιταλικό τμήμα της παγκόσμιας κολλεκτίβας του γυναικείου κινήματος Ni Una Menos: ένας μισθός για τον αυτοκαθορισμό! Δείτε Maria Rosaria Marella, “Ni Una Menos: Un Reddito di Autodeterminazione contro lo sfruttamento capitalistico e patriarcale”, EuroNomade, 8 Μαρτίου 2017.

26 Πβλ. Nanni Balestrini και Primo Moroni: “La horde d’or: Italie 1968-1977”, μετάφραση και έκδοση από Jeanne Revel, Jean-Baptiste Leroux, Pierre Vincent Cresceri και Laurent Guilloteau (Paris: L’éclat, 2017) 274-75, 282-83, 336, 400, 402, 416-17, 434, κ.λπ.

Το σκοτάδι στο βάθος του τούνελ

 Τεχνητή νοημοσύνη και Νεοαντίδραση1

του Shuja Haider2

Βαθιά Όνειρα του Αύριο

Η επιστημονική φαντασία μας λέει ότι μια αλλαγή σε ένα παρελθοντικό γεγονός, που προκαλείται από την παρέμβαση ενός χρονοταξιδιώτη, θα ανοίξει μια παράλληλη χρονογραμμή που οδηγεί σε ένα εναλλακτικό παρόν. Το παράδειγμα που, για κάποιο λόγο, μας έρχεται στο μυαλό είναι το Επιστροφή στο Μέλλον, Μέρος ΙΙ (Back to the Future, Part II). Μετά από μια απροσδόκητη διαταραχή στο χωροχρονικό συνεχές, ο Marty McFly επισκέπτεται έναν κόσμο στον οποίο ο Biff Tannen, ο νταής που τραμπούκιζε τον πατέρα του στο Λύκειο, έχει αλλάξει από ένας αδίστακτος μικρο-επιχειρηματίας σε μια ρέπλικα του σημερινού μας προέδρου.

Αν αποδεχτείτε την ιδέα, τότε αυξάνονται τα διακυβεύματα της τωρινής στιγμής: κάθε απόφαση οδηγεί όχι σε μια αναπόφευκτη έκβαση, αλλά σε μια πολλαπλότητα πιθανών μελλόντων. Το πέρασμα του χρόνου δεν είναι μια ιστορία που ακολουθεί το ταξίδι του ήρωα από το “κάλεσμα στην περιπέτεια” στην “επιστροφή στο σπίτι”. Είναι ένας ιστότοπςο με μια σειρά από συνδέσμους που ο καθένας οδηγεί σε μια επόμενη τέτοια σειρά συνδέσμων. Μπορεί να ξεκινήσετε διαβάζοντας το λήμμα στη Wikipedia για τις τουλίπες και τα μπισκότα graham και, ανάλογα με τις επιλογές που θα κάνετε, να βρείτε τα ξημερώματα τον εαυτό σας ως έναν ειδικό στον Jeffrey Dahmer ή στην θεωρία συνόλων των Zermelo–Fraenkel. Σε αντίθεση με τα γραμμικά μέσα της έντυπης σελίδας, ο χρόνος διακλαδίζεται σε εναλλακτικές δυνατότητες, που αντιστοιχούν σε αυτό που ο κοινωνιολόγος Ted Nelson, προβλέποντας το Διαδίκτυο δεκαετίες πριν την εφεύρεσή του, υπερμέσα (hypermedia).

Στις 23 Ιουλίου του 2010, ο Roko, ένας χρήστης του διαδικτυακού φόρουμ LessWrong, άνοιξε τυχαία μια καινούρια χρονογραμμή. Το LessWrong είναι μια κοινότητα αφιερωμένη στην προαγωγή της ορθολογικότητας, που επιβλέπεται από τον Eliezer Yudkowsky, συνιδρυτή του Ερευνητικού Ινστιτούτου Μηχανικής Νοημοσύνης (Machine Intelligence Research Institute, MIRI). Ο Yudkowsky χαρακτήρισε στο Harper’s το Σχέδιό του ως έναν “Νέο Διαφωτισμό”. Το φόρουμ είναι ένας κόμβος για την συζήτηση της Ιδιομορφίας3, ενός οράματος για το μέλλον που προβλέπει ότι η τεχνητή νοημοσύνη ταυτόχρονα θα ξεπεράσει και θα συγχνευθεί με τον ανθρώπινο νου. Ο στόχος του Yudkowsky είναι να εξασφαλίσει ότι οποιαδήποτε μελλοντική νοήμων μηχανή – μια “υπερευφυΐα” – θα ενδιαφέρεται για την ειρηνική συνύπαρξη με τους δημιουργούς της. Αντί του βίαιου μισθοφόρου του Terminator, να είναι η αλτρουιστική εκδοχή του συνδοδού στο Terminator 2.

Ο ίδιος ο Terminator εξηγεί την μανιχαϊστική4 του μεταλλαξιμότητα στο δεύτερο φιλμ. “Η CPU μου είναι ένας επεξεργαστής νευρωνικόίκτυο5”, λέει, “ένας υπολογιστής που μαθαίνει”. Η κατεύθυνση της πραγματικά υπάρχουσας τεχνητής νοημοσύνης έχει ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι, εφαρμόζοντας όλο και περισσότερο μια μέθοδο γνωστή ως “εκμάθηση μηχανής/machine learning”. Πρόσφατα οι New York Times αναφέρθηκαν στην εφαρμογή της μηχανικής μάθησης στην μεταφραστική τους λειτουργία, παράγοντας έτσι μια βελτίωση ουσιαστικά αλλαγής παραδείγματος που προκάλεσε μια παγκόσμια αναταραχή μεταξύ των θιασωτών της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ) σε ολόκληρο τον κόσμο. Το αποτέλεσμα λέγεται ότι είναι πιο κοντά στην διαφεύγουσα γενική, χωρίς συγκεκριμένο στόχο, νοημοσύνη που οι άνθρωποι κατέχουν ακόμα και στη νηπιακή ηλικία, παρά η στοχευμένη αλγοριθμική νοημοσύνη στην οποία παραδοσιακά έχουν περιοριστεί οι μηχανές.

Αντί να προγραμματίζεται με ένα σύνολο γραμματικών κανόνων και ένα λεξικό λεξιλογίου, το καινούριο “νευρωνικό δίκτυο” της Google εξέτασε τόμους από φράσεις, προτάσεις και παραγράφους σε πολλές γλώσσες και έβγαλε τα δικά του συμπεράσματα. Όπως ένα νήπιο που μαθαίνει μια πρώτη γλώσσα, έμαθε μέσω της παρατήρησης μάλλον παρά του υπολογισμού. Φυσικά, όπως ένα παιδί, ένα πρόγραμμα χρειάζεται έναν γονιό για καθοδήγησ, και οι προγραμματιστές έπρεπε να παρατηρούν και να διορθώνουν τη συμπεριφορά του. Και όπως ένα παιδί, ένα πρόγραμμα και θα αδημονεί να ευχαριστήσει και θα είναι επιρρεπές στην ανυπακοή.

Αυτή η τάση αναδεικνύεται έντονα ανάγλυφα στο πρόγραμμα Deep Dream της Google, στο οποίο ένα νευρωνικό δίκτυο σκανάρει μια εικόνα με αναγνωρίσιμα σχέδια, προσπαθώντας να ταυτοποιήσει τα περιεχόμενά της με τον τρόπο που θα το έκανε ένας άνθρωπος. Το πρόγραμμα παράγει ενδείξεις της διαδικασίας σκέψης του υπερθέτοντας άλλες αντίστοιχες εικόνες στην αρχική. Το σύστημα αναγνώρισης εικόνας της Google, εκπαιδευμένο από τους προγραμματιστές της να αναγνωρίζει ανθρώπινα πρόσωπα και να διαφοροποιεί μεταξύ διαφόρων ειδών κατοικιδίων βλέπει παντού μάτια και σκύλους. Οι επιθυμίες, συνειδητές και ασυνείδητες, των δημιουργών της μηχανής εμπλέκονται αναπόφευκτα στην φαινομενιά αυτόνομη ανάπτυξή της.

Αν αυτοί που “χτίζουν” την τεχνολογία μεταδίδουν τις αξίες τους στα μηχανήματα, αυτό καθιστά την κουλτούρα της Silicon Valley ζήτημα με ευρύτερες συνέπειες. Η καλιφορνέζικη ιδεολογία, διάσημα ταυτοποιημένη από τους Richard Barbrook και Andy Cameron το 1995, αντιπροσώπευε μια σύνθεση φαινομενιά αντίθετων: από την μια πλευρά, ο ουτοπισμός της Νέας Αριστεράς που ενσωματώθηκε/επαναφομοιώθηκε χαρωπά από το Τρίτο Κύμα φιλελεύθερου κεντρισμού της δεκαετίας του 1990, και από την άλλη, ο ατομικισμός της Ayn Randian6 που οδήγησε, λιγότερο ή περισσότερο άμεσα, στην οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2000.

Αλλά στις δεκαετίες που ακολούθησαν καθώς ο καταναλωτικά προσανατολισμένος φιλελευθερισμός των Bill Gates και Steve Jobs έδωσε την θέση του στον τεχνολογικό απολυταρχισμό των Elon Musk7 και Peter Thiel8, αυτό το περίεργο θεμέλιο έστρωσε τον δρόμο για ακόμα πιο παράξενες τάσεις. Η πιο παράξενη απ’ όλες είναι γνωστή ως “νεοαντίδραση” ή, σε μια διεστραμμένη αντήχηση του οράματος του Eliezer Yudkowsky, ένας “Σκοτεινός Διαφωτισμός”. Αναδύθηκε από την ίδια χαοτική διαδικασία που έδωσε την αναρχική πολιτική κολλεκτίβα Anonymous, ένα προϊόν του συλλογικού νου [hivemind] που γεννήθηκε από τις κυβερνητικές συναθροίσεις των κοινωνικών δικτύων/μέσων. Περισσότερο από μια σχολή σκέψης, μοιάζει με ένα μιμίδιο9. Η γενεαλογία αυτού του νέου διανοητικού ρεύματος αντανακλάται στον καθρέφτη του πιο επικίνδυνου μιμιδίου που δημιουργήθηκε ποτέ: τον Βασιλίσκο10 του Roko11.

Η Προσομοιωμένη Μετά Θάνατον Ζωή

Η αρχέγονη σούπα που οδήγησε στη γένεση του Βασιλίσκου είναι ο μετανθρωπισμός (transhumanism), ο λόγος της Ιδιομορφίας ως προσωπικής αφήγησης. Για κάποιους από τους υποστηρικτές της, μεταξύ των οποίων πιο φημισμένα ο Ray Kurzweil, εικονική μορφή της Silicon Valley, η κινητήρια επιθυμία της οικοδόμησης μηχανικής ευφυΐας είναι φαινομενικά απολίτικη. Είναι η αποστολή/θέλημα του αρχαίου τρελλού, που έχει ενσαρκωθεί με τον πιο διάσημο τρόπο στον μύθο της πηγής της νεότητας: η επιθυμία για την εξάλειψη της θνητότητας. Αν μπορούμε να φέρουμε στη ζωή μια μηχανή, τότε θα μπορούσαμε να φέρουμε πίσω στη ζωή και κάποιον που έχει πεθάνει. Αυτό θα μπορέσουμε να το πετύχουμε εισάγοντας πληροφορία γι’ αυτό το πρόσωπο σε ένα πρόγραμμα, που θα έτρεχε στη συνέχεια μια προσομοίωση αυτού του προσώπου, τόσο ακριβή που δεν θα μπορούσε να διακριθεί από το πρωτότυπο. Σε αναμονή αυτού του ενδεχομένου, ο Kurzweil διατηρεί μια αποθηκευτική μονάδα γεμάτη με τα αντικείμενα του πατέρα του, τον οποίον σκοπεύει να αναστήσι τροφοδοτώντας με πληροφορία έναν υπερευφυή υπολογιστή.

Αν μπορούσε κανείς να αναπαραχθεί σε μια ακριβή ρέπλικα, συμπεριλαμβανομένων όχι απλά όλων των σωματικών χαρακτηριστικών αλλά κάθε σκέψης και ανάμνησης που έχουν φυσικά εγχαραχθεί στον εγκέφαλό του, θα ήταν αυτή η ρέπλικα αυτό το άτομο; Αυτό είναι ένα ερώτημα που απασχολεί τόσο τους φιλοσόφους όσο και τους επιστήμονες αλλά όχι τον Ray Kurzweil. “Θα ήταν περισσότερο σαν τον πατέρα μου απ’ ό,τι θα ήταν ο ίδιος ο πατέρας μου αν ζούσε”, είπε στο ABC News.

Περιορίζοντας/hedging τα στοιχήματά του, ο ίδιος ο Kurzweil απομακρύνει την απειλή της “λήξης” παίρνοντας εκατοντάδες συμπληρωμάτων διατροφής τη μέρα και ενέσεις βιταμινών. Για να τα καταφέρει μέχρι το έτοις που προβλέπει ότι θα λάβει χώρα η Ιδιομορφία, θα πρέπει να ζήσει μέχρι το 2045, όταν θα είναι 97 ετών. Ο Kurzweil είναι αμφιλεγόνενη μορφή ακόμα και μεταξύ αυτών που μοιράζονται την προοπτική του, αλλά το ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος είναι μια ευρέως διαδεδομένη υπόθεση μεταξύ των υποστηρικτών της υπόθεσης της Ιδιομορφίας.

Δυστυχώς, ο Roko ανακάλυψε ένα ελάττωμα στην ανάσταση δια της υπερευφυΐας. Η ανάρτησή του έκανε την εικασία ότι από τη στιγμή που η Τεχνητή Νοημοσύνη υπάρξει, πιθανόν να αναπτύξει ένα ένστικτο επιβίωσης που θα εφαρμοστεί αναδρομικά. Θα θέλει να επισπεύσει την ίδια τη γέννησή του επιτάσσοντας (απαιτώντας) την ανθρώπινη ιστορία για να δουλέψει για την δημιουργία της. Για να το κάνει αυτό, θα θεσμίζει ένα κίνητρο για το πώς θα αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι επιστρέφοντας στη ζωή. Από όσους ξέρουν γι’ αυτό το πρόγραμμα κινήτρων – και λυπάμαι που σας λέω ότι αυτό τώρα συμπεριλαμβάνει κι εσάς – θα απαιτείται να αφιερώνουν τη ζωή τους για το χτίσιμο αυτού του υπερευφυούς υπολογιστή.

Ο Roko έδωσε το παράδειγμα του Elon Musk ως κάποιου που έχει και τους πόρους και το κίνητρο για να κάνει μια αξιοσημείωτη συνεισφορά, οπότε και θα ανταμοιφθεί δεόντως. Όσον αφορά τους υπόλοιπους από μας, αν δεν βρούμε έναν τρόπο να παρακολουθήσουμε, η Τεχνητή Νοημοσύνη θα μας αναστήσει μέσω μιας προσομοίωσης και θα προχωρήσει στον αιώνιο βασανισμό μας.

Αυτή είναι μια απλουστευμένη εκδοχή της ανάρτησης του Roko και αν δεν καταλαβαίνετε πολλά από την Μπαεσιανή θεωρία αποφάσεων12, φαίνεται πολύ ανόητο να ανησυχείτε. Αλλά αυτό προκάλεσε μεταξύ των ορθολογιστών του LessWrong, πανικό, οργή και “φοβερούς εφιάλτες”.

Μεταξύ Μυθοπλασίας και Τεχνολογίας

Ο Yudkowsy απάντησε στην ανάρτηση του Roko την επόμενη μέρα. “Άκουσε με προσεκτικά, ηλίθιε”, άρχισε, πριν αρχίσει να γράφει μόνο με κεφαλαία και να εκθέτει τα σφάλματα των μαθηματικών του Roko. Κατέληξε με μια παρένθεση:

Για όσους δεν έχουν ιδέα γιατί χρησιμοποιώ κεφαλαία γράμματα για κάτι που ακούγεται απλά σαν μια τυχαία τρελλή ιδέα, και ανησυχούν ότι είμαι τόσο τρελλός όσο και ο Roko, η ουσία του πράγματος είναι ότι έκανε κάτι που δυνητικά δίνει στις υπερευφυΐες ένα αυξανόμενο κίνητρο για να κάνει εξαιρετικά κακόβουλα πράγματα σε μια προσπάθεια να μας εκβιάσει.

Το όνομα “Βασιλίσκος του Roko” προέκυψε στη διάρκεια της συζήτησης που ακολούθησε, αναφορά σε ένα μυθικό πλάσμα που θα μπορούσε να σκοτώσει αν τύχαινε κανείς να το κοιτάξει. Όμως δεν ήταν αρκετά προκλητικό. Άρχισε να αναφέρεται σε αυτό ως “Babyfucker”, για να εξασφαλίσει την κατάλληλη απέχθεια/αποστροφή, συγκρίνοντάς το με το Νεκρονομικόν του Λάβκραφτ13, ένα βιβλίο στο φανταστικό σύμπαν του συγγραφέα τρόμου που προκαλούσε τέτοια ταραχή που οδηγούσε τους αναγνώστες του στην τρέλλα.

Αυτό που ήθελε να αναδείξει ο Yudkowsky ήταν ότι το ερέθισμα δεν θα μπορούσε να υπάρξει αν δεν το είχε αναδείξει κάποιος. Ο Roko έδωσε στην ανύπαρκτη ακόμα Τεχνητή Νοημοσύνη την ιδέα, γιατί η ανάρτησή του θα είναι τώρα διαθέσιμη στην αρχειοθήκη της πληροφορίας από την οποία [η ΑΙ] θα αντλήσει τη γνώση της. Σε ένα άλλο επίπεδο πολυπλοκότητας, λέγοντάς μας για την ιδέα, ο Roko μας ενέπλεξε στο τελεσίγραφο του Βασιλίσκου. Τώρα που ξέρουμε ότι η υπερευφυΐα μας δίνει την επιλογή ανάμεσα στην μισθωτή σκλαβιά και το αιώνιο βασανιστήριο, είμαστε αναγκασμένοι να επιλέξουμε. Είμαστε καταδικασμένοι από την επίγνωσή μας. Ο Roko μας γ@μησε για πάντα.

Όπως με όλους τους μύθους, υπάρχει ένα ηθικό δίδαγμα στον Βασιλίσκο του Roko. Αλλά αντί μιας έκφρασης ενός συστήματος αξιών, μας προσφέρει μάλλον μια θεωρία αιτίας και αποτελέσματος. Ο Michael Anissimov, πρώην διευθυντής Μέσων του MIRI, εξέφρασε αυτή την ιδέα σε μια δήλωση την οποία παραθέτει ο Ray Kurzweil στο μανιφέστο του “The Singularity Is Near”:Ένα από τα μεγαλύτερα ελλατώματα στην κοινή αντίληψη για το μέλλον είναι ότι το μέλλον είναι κάτι που μας συμβαίνει, όχι κάτι που το δημιουργούμε”.

Ο Βασιλίσκος του Roko δεν είναι απλά μια αυτοεκλπηρούμενη προφητεία. Αντί να επηρεάζει γεγονότα προς ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, το αποτέλεσμα μάλλον παράγεται από την ίδια την πρόβλεψή του. Οι συνέπειες θολώνουν τα όρια μεταξ επιστήμης και φαντασίας. Τα αρχεία από τα οποία μια τεχνητή νοημοσύνη αντλεί δεδομένα θα περιέχει το έργο τόσο του Ray Kurzweil όσο και του Lovecraft, και πιθανόν να μην διακρίνεια ανάμεσά τους με τον τρόπο που το κάνουμε εμείς. Αντί του κόσμου του Kurzweil χωρίς θάνατο και αρρώστια, ίσως προσπαθήσει να χτίσει την R’lyeh του Λάβκραφτ, μια απεχθή θαλάσσια πόλη που υπάρχει σε ένα επίπεδο μιας μη-Ευκλείδιας γεωμετρίας14.

Δεν υπάρχει λέξη γι’ αυτήν την σχέση αιτίας και αποτελέσματος στα συνηθισμένα αγγλικά, αλλά στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο φιλόσοφος Nick Land εισήγαγε έναν όρο: hyperstition, αυτό που “ισορροπεί μεταξύ φαντασίας και τεχνολογίας”. Αυτός ο νεολογισμός περιγράφει κάτι περισσότερο από μια πρόληψη, κάτι πέρα από την πεποίθηση – μια περιγραφή με θεϊκή δύναμη. Εν αρχή ην ο Κόσμος.

Τι είδους μέλλον δημιουργούμε; Τόσο ο Nick Land όσο και ο Michael Anissimov είναι ξεκάθαροι σχετικά με το όραμά τους για τον κόσμο του αύριο. Είναι αυτόκλητοι [self-professed] νεοαντιδραστικοί.

Η Γενεαλογία του Αμοραλισμού

Η Νεοαντίδραση, ή NRx, είναι ένα εσωτεριστικό δόγμα πρόσφατης εσοδείας. Αποτέλεσε τον τόπο αντιπαράθεσης στις αρχές του 2007, όταν η γκαλερί LD50 στο Λονδίνο συγκάλεσε ένα συνέδριο και έκθεση όπου παρουσιάζονταν ιδεολόγοι της NRx, συμπεριλαμβανομένου του Land, ο δημοσιογράφος υπέρμαχος της λευκής ανωτερότητας Peter Brimelow και ο συμπαθών του Anders Breivik, Brett Stevens. Διαδηλωτές εξανάγκασαν το κλείσιμο της γκαλερί.

Αλλά το κίνημα έχει λιγότερο ευγενείς αφετηρίες από τα ρεύματα του αντιδραστικού σικ στη σύγχρονη τέχνη. Σε ένα άρθρο στο Breitbart15 με τίτλο “Οδηγός ενός Συστημικού Συντηρητικού στην Εναλλακτική-Δεξιά” (“An Establishment Conservative’s Guide to the Alt-Right) οι Allum Bokhari και Milo Yiannopoulos ταυτοποιήσαν τους νεοαντιδραστικούς ως την διανοητική πρωτοπορία του κινήματος,σημειώνοντας ότι “εμφανίστηκαν μάλλον τυχαία, αναπτυσσόμενοι μέσα από αντιπαραθέσεις στο LessWrong.com.” Νοητικά πειράματα πάνω στην απαθή ορθολογικότητα οδήγησαν μερικούς χρήστες του φόρουμ σε σκοτεινά μέρη. Ο Eliezer Yudkowsky είχε τόσο υπομονή όση και με τον Roko. “Είμαι ενεργά εχθρικός απέναντι στην νεοαντίδραση”, έγραψε.

Με δεδομένο το εχθρικό εργασιακό περιβάλλον, ο Anissimov έφυγε από το MIRI το 2013. Άνοιξε ένα ανταγωνιστικό φόρουμ που θα ήταν πιο φιλόξενο στην νεοαντίδραση, το αυτή τη στιγμή ανενεργό MoreRight, και ξεκίνησε μια εκδοτική εταιρεία. Έκτοτε έχει γράψει και εκδόσει ο ίδιος βιβλία όπως τα Our Accelerating Future, A Critique of Democracy, και Idaho Project, “ένα λευκό εθνικιστικό μανιφέστο που ενσωματώνει τον φουτουρισμό, τον επιβιωτισμό και την απλή κοινή λογική σε μια πρόταση για συγκεκριμένη δράση”.

Ο Anissimov είναι ακόλουθος του Ιταλού φασίστα φιλοσόφου Julius Evola, του οποίου το έργο είναι πιθανόν και στα ράφια της βιβλιοθήκης του Steve Bannon. Με δεδομένη την κυριαρχία της εναλλακτικής-(ακρο)δεξιάς σε φόρουμ όπως το 4chan, το άλμα από την καλιφορνέζικη ιδεολογία στις ακραία αντιδραστικές απόψεις δεν είναι μεγάλο. Όπως έγραψε η Angela Nagle στο Jacobin, η “δημιουργική ενέργεια” της εναλλακτικής-(ακρο)δεξιάς είναι το προϊόν μιας σύνθεσης μιας “αμοραλιστικής ελευθεριάζουσας διαδικτυακής κουλτούρας” που έχει απήχηση στην λευκή αρσενική ταυτότητα και μνησικακία – ένα δημογραφικό στοιχείο όχι σπάνιο στην Silicon Valley. Το περιοδικό Mother Jones16 έχει αναφέρει ότι σύμφωνα με τον νεοναζί Andrew Anglin, η κομητεία της Santa Clara, όπου έχουν τη βάση τους η Apple και η Intel, είναι η μεγαλύτερη πηγή διαδικτυακής κίνησης για τον δημοφιλή ιστότοπό του The Daily Stormer, όπου προπαγανδίζει τις λευκές σουπρεματιστικές ιδέες του. Ο Anissimov μπορεί απλά να έχει υπάρξει ο μεγαλύτερος καινοτόμος της Κοιλάδας.

Αντίθετα, ο Nick Land ακολούθησε ένα πιο ελικοειδές μονοπάτι. Ένα μήνα πριν από τις εκλογές του 2016, έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως αρθρογράφος της The Daily Caller, του δεξιού ειδησεογραφικού “μαγαζιού” που ιδρύθηκε από τον Tucker Carlson. “Η Δημοκρατία τείνει στον φασισμό”, έγραψε, παρουσιάζοντας μια σειρά από “ντροπαλές” αφαιρέσεις που πρόδιδαν τις φιλοσοφικές ρίζες του αλλά συγκρατούσαν τις πολιτικές του πεποιθήσεις.

Ο Land είναι ένας απίθανος συντηρητικός αναλυτής/αυθεντία και ένας παράξενος συνεργάτης/ομόκλινος της εναλλακτικής-ακροδεξιάς. Αλλά, όπως και ο Roko, βοήθησε με τα γραπτά του να έρθει στην ύπαρξη το τέρας.

Μια εισβολή από το Μέλλον

Με κάθε κανονιστική, κλινική ή κοινωνική έννοια της λέξης ο Land, πολύ απλά, ‘τρελλάθηκε’”, γράφει ο Robin MacKay, στην εισαγωγή στη συλλογή δοκιμίων του Land “Fanged Noumena”. O MacKay ήταν μαθητής του Land στο Πανεπιστήμιο του Warwick, και τον πρωτοσυνάντησε το 1992 σε ένα μάθημα με τίτλο “Σύγχρονη Γαλλική Φιλοσοφία”. Τον θυμάται σαν ένα είδος κυβερνοπάνκ αφηρημένου [absent-minded] καθηγητή, “που έτρεμε από τα διεγερτικα ενώ παρήγαγε κρυπτικά κείμενα σε έναν “απαρχαιωμένο υπολογιστή Amstrad με πράσινη οθόνη”.

Ο Land είχε εκδόσει ένα μοναδικό βιβλίο, μια μελέτη του Georges Bataille με τίτλο “The Thirst for Annihilation”. Αλλά το τοπίο άλλαξε το1995, όταν η Sadie Plant, μια, σύμφωνα με τη δική της περιγραφή, “κυβερνοφεμινίστρια”, έγινε μέλος του τμήματος στο Warwick. Η Plant ίδρυσε ένα τμήμα με την ονομασία Ερευνητική Μονάδα Κυβερνητικής Κουλτούρας (Cybernetic Culture Research Unit, Ccru), αφιερωμένου στη μελέτη θεμάτων όπως η επιστημονική φαντασία, η κρυπτογραφία, η μουσική jungle, ο H.P. Lovecraft, και, φυσικά, η γαλλική φιλοσοφία.

Σε αντίθεση με τις απαθείς λογικές διαδικασίες της Αγγλο-αμερικανικής φιλοσοφίας της εποχής, το Ccru αποκαλούσε τις παραληρηματικές του επιστολές “θεωρητική φαντασία”. Άντλησαν τις νύξεις/ατάκες [cues] τους από τα διανοητικά ρεύματα που αναδύθηκαν στον απόηχο της εξέγερσης του Μάη του 1968 στο Παρίσι, ιδιαίτερα από τον Αντι-Οιδίποδα17 των Gilles Deleuze και Felix Guattari και την Λιβιδικής Οικονομία του Jean-Francois Lyotard. Αυτά τα έργα reckoned με την καταστολή της αντίστασης και την συμπαγοποίηση της κρατικής εξουσίας που ακολούθησε το fading του αντικαπιταλιστικού πνεύματος στα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Οι Deleuze και Guattari ξεκίνησαν να περιγράψουν “την πιο χαρακτηριστική και την πιο σημαντική τάση του καπιταλισμού” την οποία ονόμασαν “αποεδαφικοποίηση18. Ενώ στις παραδοσιακές η “υλική ροή” της παραγωγής ρυθμιζόταν από την διαίρεση της γης, ο καπιταλισμός την απελευθερώνει. Παρ’ όλα αυτά, αν και ο καπιταλισμός απελευθέρωσε προσωρινά την παραγωγή προσπάθησε, επίσης, να εξουδετερώσει αυτή την τάση επανθεσμίζοντας μορφές “εδαφικότητας”, φέρνοντας “όλες τις τεράστιες καταπιεστικές του δυνάμεις to bear” στις ίδιες τις δυνάμεις που οδήγησαν τις χωρίς προηγούμενο ροές του. Το μονοπάτι για τη χειραφέτηση, ισχυρίστηκαν, δεν ήταν η απόσυρση από τον καπιταλισμό αλλά η “επιτάχυνση της διαδικασίας”. Ο Λυοτάρ πήρε αυτή την τάση στην αντίθετη κατεύθυνση, σε αυτό που σύντομα θα αποκαλούσε με περηφάνεια το “δαιμονικό του βιβλίο”. Οι εργάτες, είπε, επιθυμούν την ίδια την καταπίεσή τους. Όχι μόνο δεν αναζητούν τη χειραφέτηση αλλά “απολαμβάνουν να καταπίνουν τα σκατά του κεφαλαίου”.

Αν ο Ρόναλντ Ρήγκαν και η Μάργκαρετ Θάτσερ σέρβιραν ένα φάε-όσα-σκατά-μπορείς δείπνο τη δεκαετία του 1980, προάγοντας την ελεύθερη αγορά σε βάτος της πλειοψηφίας των πολιτών τους, η ομάδα Ccru ανταποκρίθηκε τραβώντας τις οικονομικές αρχές του laissez-faire σε ένα διεστραμμένο άκρο. Είδαν το κεφάλαιο ως τον πρωταγωνιστή στην ιστορία, με τους ανθρώπους σαν αλεύρι για τον μύλο. “Ό,τι εμφανίζεται στην ανθρωπότητα ως η ιστορία του καπιταλισμού είναι μια εισβολή από το μέλλον από έναν χώρο τεχνητής νοημοσύνης που πρέπει να συναρμολογήσει τον εαυτό του από τους πόρους του εχθρού της”, έγραψε ο Land στο δοκίμιό του “Μηχανική Επιθυμία” (“Machinic Desire”). Για τον Land, ο Βασιλίσκος είναι ήδη εδώ.

Εκείνη την περίοδο, ο Benjamin Noys πρόσεξε αυτή την φιλοσοφική τροχιά, που την ονόμασε αρχικά “Ντελεζιανό Θατσερισμό”. Τελικά, στο βιβλίο του “The Persistence of the Negative: A Critique of Contemporary Critical Theory” (2010), έδωσε ένα πιο μεστό [pithier] όνομα, η εφαρμογή του οποίου έχει ταυτόχρονα επεκταθεί αλλά και αμφισβητηθεί ένθερμα: επιταχυντισμός19. Ο Noys εστίασε την κριτική του σε μια συγκεκριμένη λανθασμένη ανάγνωση του Μαρξ ως ενός υβριδίου τεχνολογικού ντετερμινιστή και καταστροφολόγου, ο οποίος έχει τα δικαιώματα της ιδέας ότι αν η συσσώρευση του κεφαλαίου παράγει και επιδεινώνει/παροξύνει τις συνθήκες που οδηγούν στην διάλυσή του, τότε είναι καθήκον των ριζοσπαστών να παρωτρύνουν το κεφάλαιο να πραγματώσει τον εαυτό του ώστε να τον αρνηθεί. Εννούμενη με την ευρεία έννοια, η μελλοντολογική τελεολογία που αυτός ο όρος δηλώνει επιδεικνύει τη βαση της ευθυγράμμισής της με την ιδεολογία της Ιδιομορφίας, βλέποντας την εκθετική ανάπτυξη της τεχνολογίας ως το κλειδί για το επόμενο στάδιο του ανθρώπινου είδους.

Το 1997, η Plant παραιτήθηκε ξαφνικά από την θέση της στο Warwick. Ανέλαβε ο Land. Εκείνη τη χρονιά, ο δημοσιογράφος Simon Reynolds έγραψε σε ένα περιοδικό ένα προφίλ για το Ccru, και ο διευθυντής των Μεταπτυχιακών σπουδών του Τμήματος Φιλοσοφίας στο Warwick αρνήθηκε την ύπαρξή του. Υπήρχε μια διαδικασία που έπρεπε να συμπληρωθεί για να δημιουργηθεί ένα τμήμα, που απαιτεί γραφειοκρατική δουλειά, την οποία η Plant δεν είχε μπει ποτέ στον κόπο να καταθέσει.

Επισήμως, θα έπρεπε λοιπόν να πείτε ότι το Ccru ποτέ δεν υπήρξε”, είπε στον Reynolds. “Υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, ένα γραφείο σχεδόν 50 μέτρα παρακάτω στον διάδρομο με μια πινακίδα Ccru στην πόρτα, υπάρχει μια ομάδα φοιτητών που συναντιούνται εκεί για σεμινάρια, και στον βαθμό αυτό, υπάρχει μια οντότητα που ακμάζει/ευδοκιμεί”.

Άσχετα από αυτό, υποσχέθηκε ο Διευθυντής, “αυτό το γραφείο θα εξαφανιστεί μέχρι το τέλος της χρονιάς”. Στη διάρκεια του 1997, αυτή η ανύπαρκτη οντότητα ήταν παραγωγικότατη. Ο MacKay θυμάται τον Land να ζει στο γραφείο του και να κοιμάται σπάνια. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Simon Critchley, ο Land “παρήγαγε μαθητές-αποστόλους” με τη δύναμη της προσωπολατρείας. “Μπορεί να πήγαινες για να δώσεις μια ομιλία στο Warwick”, θυμάται στο Frieze, “και να σε αποδοκιμάζουν άνθρωποι με τα ίδια λεκτικά τικ σαλιαρίσματος όπως ο Nick και φορώντας παρόμοια πουλόβερ”.

Ο Land τελικά άρχισε να ισχυρίζεται ότι “κατοικούνταν από διάφορες ‘οντότητες’”, που ονομάζονταν Cur, Vauung, και Can Sah. Η δουλειά του όλο και περισσότερο άρχισε να αψηφά οποιαδήποτε κατανόηση, μερικές φορές αποσπώμενη τελείως από τη γλώσσα, χάριν επινοημένων αλφαβήτων και αριθμητικών συστημάτων. “Είναι μια άλλη ζωή”, είπε ο Land στον MacKay. “Δεν θυμάμαι καν να έχω γράψει τα μισά από αυτά τα πράγματα”.

Μετά την εξαφάνιση του Ccru, ο Land εξαφανίστηκε κι αυτός. Παραιτήθηκε από το Warwick το 1998 και ξαναβγήκε στην επιφάνεια με τη νέα χιλιετία ως δημοσιογράφος στην Σαγκάη, γράφοντας πατριωτικα άρθρα γνώμης, ταξιδιωτικούς οδηγούς και περιστασιακά για την θεωρητική-φαντασία.

Η μετά θάνατον ζωή ενός “προβληματικού ακαδημαϊκού” δεν θα άξιζε απαραίτητα να αναφερθεί αν δεν επρόκειτο για την απρόσμενη συμμαχία του Land με ένα διαφορετικό είδος διανοούμενου/στοχαστή. Στις 22 Απριλίου του 2007, ένας χαρακτήρας ονομαζόμενος Mencius Moldbug έκανε το δημόσιο ντεμπούτο του σε ένα μπλογκ σχολίων αντίθετων με την κοινή γνώμη [contrarian] με την ονομασία 2blowhards, με ένα δοκίμιο με τίτλο “Ένα Φορμαλιστικό Μανιφέστο” (“A Formalist Manifesto”).

Το Σημείο Εξόδου

Τις προάλλες, μαστόρευα στο γκαράζ μου και αποφάσισα να χτίσω μια καινούρια ιδεολογία”, ξεκινούσε το άρθρο ο Moldbug. Το 2blowhards παρείχε μόνο μια ασαφή περιγραφή του μανιφέστου του συγγραφέα, που σύχναζε προηγουμένως στην ενότητα με τα σχόλια. Είχε “κερδίσει κάποια χρήματα σε μια πρόσφατη άνθηση των dot-com εταιρειών”, που του επέτρεπαν να ξοδεύει 500 δολάρια τον μήνα σε βιβλία. Ο Moldbug αντέδρασε σχεδόν σε όλες τις απαντήσεις στην ανάρτησή του. Μια βδομάδα αργότερα, ξεκίνησε το δικό του μπλογκ, με τίτλο Unqualified Reservations.

Η ιδεολογία του ήταν ιδιοσυγκρατική, επικεντρωμένη γύρω από μια λατρεία/ευλαβικότητα για τον Thomas Carlyle, έναν δοκιμιογράτφο της Βικτωριανής εποχής κυρίως γνωστό για την υποστήριξή του στην θεωρία του “Μεγάλου Ανδρός” για την ιστορία. Ενσωμάτωσε επίσης έναν μετρήσιμο σεβασμό για τον Αυστριακό κλασσικό φιλελεύθερο Ludwig Von Mises και τον ατομικιστ ελευθεριακό Murray Rothbard, που ήταν στο σωστό δρόμο αλλά δεν προχώρησε αρκετά μακριά.

Μέσα από χιλιάδες λέξεις, οι περισσότερες των οποίων περιττές, ο Moldbug κινήθηκε από τον “φορμαλισμό” στον “νεοκαμεραλισμό”20 προς τιμή των γραφειοκρατικών διαδικασιών που ακολουθούσε ο Frederick William I της Πρωσσίας. Τελικά, τον Ιούλιο του 2010, την ίδια βδομάδα που δημοσιεύθηκε η μοιραία ανάρτηση του Roko, ο ελευθεριακός μπλόγκερ Arnold Kling αναφέρθηκε στον Moldbug ωςνεο-αντιδραστικό”. Το όνομα κόλλησε.

Στην γήινη ζωή, ο Moldbug είναι ο Curtis Yarvin, ένας προγραμματιστής που είναι ο εγκέφαλος πίσω από μια νεοσύστατη εταιρεία που λέγεται Urbit, ο σκοπός της οποίας διαφεύγει εξήγησης ακόμα και από αυτόν που τη συνέλαβε. Η πρόζα του Yarvin είναι ανυπόφορη αλλά κέρδισε έναν αξιοσημείωτο αριθμό ακολούθων για την αξιόπιστη έκθεση της συμβατικότητας και την αψήφιση της κοσμιότητας/ευπρέπειας. “Ελάχιστοι από τους οπαδούς του Moldbug είχαν διαβάσει σχεδόν όλο το έργο του”, παραδέχεται ο Michael Anissimov, αλλά οι περισσότεροι είχαν προσέξει τις αμοραλιστικές πραγματείες του για τα σχετικά θετικά στοιχεία προφανών αδικιών όπως η δουλεία και την αντίθεσή του στη δημοκρατία γενικά.

Ένας θαυμαστής/οπαδός που φαίνεται ότι διάβασε το πλήρες έργο του Yarvin είναι ο Nick Land. Το 2012, ανέλαβε ο ίδιος το καθήκον να συστηματοποιήσει την ιδεολογία του Moldbug και με το γνωστό του ταλέντο στην ονοματοδοσία την βάφτισε “Ο Σκοτεινός Διαφωτισμός” (The Dark Enlightenment). H σειρά δοκιμίων του που έθεσε τις αρχές της έχει γίνει το θεμέλιο του κανόνα της νεοαντίδρασης (Nrx).

Αν είναι δύσκολο να φανταστείτε τον Milo Yiannopoulos ή τον Tucker Carlson να αναλογίζονται την ερμηνεία του Λυοτάρ από τον Land, είναι εξίσου δύσκολο να κατανοήσετε το ξεμυάλισμα του Land με τον Yarvin. Είναι ένα περίεργο διανοητικό μονοπάτι που ξεκινά με την “Τωρινή Γαλλική Φιλοσοφία” και καταλήγει σε έναν δεξιό μπλόγκερ της Silicon Valley που το γράψιμό του είναι περισσότερο στο ύφος του “Dungeons and Dragons” παρά των Ντελέζ-Γκουαταρί. Όποια κι αν είναι η αιτία, ο Land έγινε από προφήτης απόστολος.

Μαζί με τον Yarvin, ο Land παραθέτει ένα δοκίμιο του 2009 από τον Peter Thiel για την ελευθεριακ έκδοση for Cato Unbound, με την διάσημη δήλωση: Δεν πιστεύω πια ότι η ελευθερία και η δημοκρατία είναι συμβατές”. Ο Thiel προχώρησε οραματιζόμενος “μια απόδραση από την πολιτική σε όλες τις μορφές της”, την οποία ο Land ερμηνεύει χρησιμοποιώντας μια αντίθεση, την οποία είχε εισαγάγει ο πολιτικός επιστήμονας Albert Hirschman, μεταξύ between φωνής και εξόδου. Οι όροι περιγράφουν τους τρόπους άσκησης δικαιωμάτων σε μια κοινωνία με την οποία ο πολίτης παράπονα/αιτιάσεις· η φωνή είναι η συμμετοχή σε μια δημοκρατική διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει σε μεταρρύθμιση, ενώ η έξοδος είναι η αναχώρηση σε μια διαφορετική κοινωνία. Ένα πρόχειρο παράδειγμα που προσφέρει ο Land είναι η “λευκή πτήση”, η έξοδος στα μέσα του προηγούμενου αιώνα των εύπορων λευκών οικογενειών στα προάστια.

Οι νεοαντιδραστικοί δεν υπερασπίζονται οποιοδήποτε είδος κεντρικής κοινωνικής οργάνωσης. Ο Land οραματίζεται μια “κυβερνο-εταιρεία” [“gov-corp”] μια κοινωνία που λειτουργεί σαν μια εταιρεία, κυβερνούμενη από έναν Γενικό Διευθυντή-CEO. Αντί να υποβάλλουν αιτήματα σε μια κυβέρνηση για την επίλυση των παραπόνων, οι δυσαρεστημένοι πελάτες είναι ελεύθεροι να πάνε τις “δουλειές” τους αλλού. Αν αυτό ακούγεται μεσαιωνικό, οι νεοαντιδραστικοί δεν το αρνούνται – ο Yarvin περιγράφει μερικές φορές τον εαυτό του ως “βασιλικό” ή “μοναρχικό” ή ακόμα και “Ιακωβίτη”21, αναφερόμενος στους αντιτιθέμενους τον 17ο αιώνα στην κοινοβουλευτική επιρροή στην Βρετανική κυβέρνηση.

Το ερώτημα είναι, πού πηγαίνει κανείς μετά την έξοδο; Οι νεοαντιδραστικοί δεν απορρίπτουν την ιδέα ανταγωνιστικών “κυβερνο-εταιρειών” στην ίδια γη, μια ιδέα που προβλέφθηκε από τον νεοαντιδραστικό διανοούενο προπάτορα Hans Herman-Hoppe, έναν ακραίο ελευθεριακό πολιτικό επιστήμονα, που συνηγορεί για ένα σύστημα που παραδέχεται ότι είναι ουσιαστικά φεουδαλισμός. Σε ένα πιο αφηρημένο επίπεδο, ο νεοαντιδραστικός ενθουσιασμός/μάγευση με το bitcoin φαντάζεται την απόδραση σε μια εναλλακτική οικονομία που δεν θα επιβαρύνεται από τις ομοσπονδιακές ρυθμίσεις. Ακόμα και η νεοσύστατη εταιρεία του Yarvin, η Urbit, μοιάζει να προσανατολίζεται προς την έξοδο: υπόσχεται ένα εναλλακτικό Διαδίκτυο που δεν θα είναι προσβάσιμο σε εξωτερικούς χρήστες.

Αλλά η πιο ουτοπική (ή δυστοπική;) πτέρυγα της νεοαντίδρασης στοχεύει κυριολεκτικά να χτίσει Λαβκραφτιανές πόλεις στη θάλασσα. Αυτό το σχέδιο, με την ονομασία Seasteading, το προασπίζεται πρωτίστως ο περιστασιακός συν-συνομώτης του Yarvin, o Patri Friedman, του οποίου ο παππούς Milton Friedman συμβαίνει να είναι ο οικονομολόγος υπεύθυνος για τις πιο ακραίες πολιτικές στον σύγχρονο κόσμο. Ο Peter Thiel ήταν επίσης κάποτε ο κύριος υποστηρικτής του Seasteading καθώς και επενδυτης στην Urbit.

Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς γιατί τα πλωτά κυρίαρχα κράτη, εκτός της δικαιοδοσίας οποιουδήποτε από τα υπάρχοντα κράτη, θα είχαν απήχηση στους υπερπλούσιους. Στην πιο αθώα εκδοχή τους, θα λειτουργούσαν σαν μια επέκταση για τις εξωχώριες/υπεράκτιες τράπεζες, επιτρέποντας την αποφυγή οποιασδήποτε αναδιανεμητικής πολιτικής. Φέρνουν επίσης στον νου τις δραστηριότητες πλουσίων όπως ο Jeffrey Epstein, που χρησιμοποιούσε το ιδιωτικό του νησί στην Καραϊβική για να κάνει πάρτυ οργίων [bacchanalian] για τους εκατομμυριούχους και δισεκατομμυριούχους φίλους του, που φημολογείτι ότι περιστρέφονταν γύρω από την σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων.

Το μονοπάτι της εξόδου δεν σταματά στα υδάτινα όρια. Αν και δεν θα τον ακούσετε να προάγει την νεοαντιδραστική ρητορική, ο Elon Musk είναι αφοσιωμένος στην ιδέα για τον δικό του δρόμο, έχοντας τον νου του από τη μια στον Άρη και από την άλλη κάτω από το έδαφος.

Μια προφητική προειδοποίηση”

O Yarvin έδωσε στην ιδεολογία του εχθρού του – δηλαδή της ίδιας της σύγχρονης φιλελεύθερης κοινωνίας – μια ακόμα μεγαλύτερη σειρά ονομάτων που τα έφτιαξε ο ίδιος: “προοδευτισμός”, “κρυφο-καλβινισμός”, “οικουμενισμός”, “δημοτισμός” κοκ. Ο όρος, όμως, που υιοθέτησε μόνιμα είναι “ο Καθεδρικός”. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο τέταρτο μέρος της σε δεκατέσσερα μέρη σειράς “Μια Ανοιχτή Επιστολή σε Ανοιχτόμυαλους Προοδευτικούς” (“An Open Letter to Open-Minded Progressives”), η οποία μαζί με την σε εννέα μέρη “Απαλή Eισαγωγή” (“Gentle Introduction”) και το σε επτά μέρη “Πώς ο Dawkins Έγινε Πιόνι” (“How Dawkins Got Pwned”), θεωρείται η σημαντικότερη κατάθεση/μανιφέστ του.

Το πιο σύντομο και περιεκτικό Nεοαντιδραστικό Γλωσσάρι του Michael Anissomov ορίζει τον Καθεδρικό ως την “την αυτοοργανωμένη συναίνεση/συναντίληψη των Προοδευτικών και της Προοδευτικής ιδεολογίας που αντιπροσωπεύεται από τα πανεπιστήμια, τα μέσα και τις δημόσιες υπηρεσίες”. Ονομάζεται από μια θρησκευτική δομή επειδή, σύμφωνα με τον Yarvin, είναι αυτό που είναι. Απόγονος της Πουριτανικής εκκλησίας, με λειτουργία την καταπίεσης της διαφωνίας προς την ορθοδοξία του εξισωτισμού και της δημοκρατίας, που ο Yarvin αποκαλεί Σύνοψη.

Ο ηπίων τρόπων Curtis Yarvin πρέπει λοιπόν να εξεπλάγη όταν η προσοχή που απέκτησε ο Καθεδρικός προσγειώθηκε φαρδιά-πλατιά στο alter ego του, τον Mencius Moldbug. Στις εβδομάδες μετά την ορκομωσία του Τραμπ, το Politico ανέφερε ότι, σύμφωνα με μια μη κατανομαζόμενη πηγή του, ο Yarvin είχε “μια ανοιχτή γραμμή με τον Λευκό Οίκο, επικοινωνώντας με τον Bannon και τους βοηθούς του μέσω ενός ενδιάμεσου”. Ο ισχυρισμός παρέμεινε ανεπιβεβαίωτος, καθώς ο Yarvin “δεν δίνει συνεντεύξεις και δεν μπορούσε να βρεθεί σε σχέση με την ιστορία”.

Το Vox κατάφερε να πάρει συνέντευξη από τον Yarvin αργότερα την ίδια μέρα. “Η ιδέα ότι ‘επικοινωνώ’ με τον Steve Bannon μέσω ενός ‘ενδιάμεσου’ είναι εξωφρενική”, είπε. “Δεν έχω συναντήσει ποτέ τον Steve Bannon ούτε έχω επικονωνήσει μαζί του άμεσα ή έμμεσα”. Μερικές μέρες αργότερα, η The Atlantic ρώτησε τον Yarvin σχετικά με τον υποτιθέμενο ενδιάμεσο. Ισχυρίστηκε ότι ήταν ο χρήστης @BronzeAgePerv του Twitter, το προφίλ του οποίου τον περιγράφει ωςΕθνικιστή, Φασίστα, Γυμνιστή Bodybuilder”!

Οι υπεκφυγές του Yarvin καθιστούν δύσκολο να πει κανείς αν κρύβει κάτι ή απλά τρολλάρει. Αλλά δεν αποτελεί έκπληξη ότι κράτησε τη μέγιστη περιφρόνησή του για το The Atlantic, που, στην αρχική σειρά για τον “Σκοτεινό Διαφωτισμό” ο Nick Land αποκάλεσε το “κεντρικό φερέφωνο του Καθεδρικού”. Το The Atlantic πήγε να μιλήσεο στον Land, που ήταν ως συνήθως. “Η νεοαντίδραση ήταν μια προφητική προειδοποίηση σχετικά με την άνοδο της εναλλακτικής-ακροδεξιάς” είπε.

Η NRx είχε προσελκύει κάποιο ενδιαφέρον και πριν. Άρθρα στο Techcrunch το 2013, στο The Baffler το 2014, και στο The Awl το 2015 είχαν άλλα προσφέρει μια επισκόπηση της ιδεολογίας. Τα κυρίαρχα μέσα πρόσεξαν ιδιαίτερα ένα γεγονός, την ανάκληση της πρόσκλησης του Yarvin στο τεχνολογικό συνέδριο Strangeloop, αφότου οι διοργανωτές ανακάλυψαν το μπλογκ του. Ο Allum Bokhari του Breitbart έγραψε ένα θετικό για τον Yarvin άρθρο, υποστηρίζοντας ότι η πολιτική του είναι “αφηρημένη”. Υπάρχουν πολλές εικασίες μεταξύ των αναγνωστών σχετικά με το πόσο σοβαρός είναι Yarvin, συμπεριλαμβανομένου του πιο εξέχοντος αναγνώστη του: “Τεράστιες δομές ιστορικής ειρωνείας διαμορφώνουν τα γραπτά του, και σε κάποιες στιγμές τον καταπίνουν”, λέει Nick Land.

Η Καμπάνα του Καθεδρικού Ναού

Τεράστιες δομές ιστορικής ειρωνείας” είναι μια μάλλον γενναιόδωρη περιγραφή αυτού που είναι γνωστό στο Διαδίκτυο ως “shitposting”. Το Know Your Meme ορίζει τον όρο ως “ένα φάσμα απρεπών συμπεριφορών και ρητορικής σε φόρουμ και πίνακες μηνυμάτων με την πρόθεση να εκτροχιάσουν μια συζήτηση”. Δεν πρόκειται απλά για τον τρόπο που ο Yarvin ανταποκρίνεται στις συνεντεύξεις, είναι το όλο ρητορικό του στυλ. Το αντιπαραθετικό στυλ, που ψάχνει να τραβήξει το ενδιαφέρον και αποσπά επιτυχημένα την προσοχή τόσο των κομπιουτεράδων [nerds] που σερφάρουν όσο και των ρεπόρτερ των κυρίαρχων μέσων, μεταμφιέζει την πολιτική του που είναι πιο συμβατική από όσο εμφανίζεται.

Το The Atlantic ισχυρίζεται ότι ο υποτιθέμενος σύνδεσμος του Bannon με τον Yarvin είναι ένα “σημάδι του ριζοσπαστικού του οράματος”, ένδειξη μιας χωρίς προηγούμενο μετατόπισης στα δεξιά. Ο Bannon βλέπει τον κόσμο ως “μια σύγκρουση πολιτισμών” που χαρακτηρίζεται από μια διαπάλη ανάμεσα στον οικουμενισμό και μια καταπιεσμένη/εξανδραποδισμένη εργατική τάξη καθώς και ανάμεσα στον Ισλαμικό και τον Δυτικό κόσμο”.

Αλλά στην πραγματικότητα, το The Atlantic ήταν το μέρος στο οποίο για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε η φράση “σύγκρουση των πολιτισμών” για να περιγραφεί η παγκόσμια πολιτική, σε ένα άρθρο του 1990 από τον Bernard Lewis με τον τίτλο “Οι ρίζες της μουσουλμανικής οργής” (“The Roots of Muslim Rage”). Ακόμα και η “κυβερνο-εταιρεία” δεν είναι μια παρέκκλιση. Ο Τραμπ έχει υποσχεθεί να “διοικήσει τη χώρα με τον τρόπο που έχει διοικήσει την εταιρεία του”, και όντως έχει γεμίσει το υπουργικό του συμβούλιο με τους περισσότερους διεσεκατομμυριούχους από οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση στην ιστορία. Το μοντέλο της “κυβερνο-εταιρείας” είναι ενδημικό στην αμερικανική πολιτική, η πιο έκδηλη έκφραση του οποίου είναι από έναν Αμερικάνο πολιτικό στο δοκίμιο του Woodrow Wilson (1887) με τίτλο “Η Μελέτης της Διακυβέρνησης”. Είναι επίσης ο ακρογωνιαίος λίθος στην φιλοσοφία του νεοφιλελευθερισμού, όπως διαδίδεται από τους Friedrich Hayek, von Mises και Milton Friedman. Υπό την νεοφιλελεύθερη τάξη, δεν είμαστε homo sapiens αλλά homo economicus, οικονομικοί παράγοντες που έχουν ως κίνητρο μόνο το ορθολογικό ατομικό συμφέρον. Η ελευθερία περιορίζεται στη συμμετοχή σε μια αγορά με ανταγωνισμό.

Ήταν στο The New Republic που η πιο αποκρουστική πλευρά της νεοαντιδραστικής ιδεολογίας, ο επιστημονικός ρατσισμός ή όπως αποκαλείται “φυλετικός ρεαλισμός”, εισήλθε στον σύγχρονο πολιτικό λόγο. Το 1994, υπό τον τότε εκδότη Andrew Sullivan — ο οποίος συνεχίζει να μην δείχνει το παραμικρό ίχνος μεταμέλειας – το περιοδικό δημοσίευσε αποσπάσματα από το βιβλίο “The Bell Curve” των Richard J. Herrnstein και Charles Murray, ένα βιβλίο που ισχυριζόταν ότι η μειονεκτική οικονομική θέση των μειονοτικών πληθυσμιακών/δημογραφικών ομάδων οφειλόταν σε μια χαμηλότερη γνωστική/νοητική ικανότητα. Οι νεοαντιδραστικοί προσυπογράφουν μια περισσότερη εκπεφρασμένη εκδοχή αυτής της ιδέας στην οποία αναφέρονται χρησιμοποιώντας τον ευφημισμό “ανθρώπινη βιοποικιλότητα” (“human biodiversity”).

Στο βιβλίο Coming Apart (2012), ο Murray επεξέτεινε το επιχείρημά του, ισχυριζόμενος ότι οι λευκοί φτωχοί είναι ανίκανοι να βελτιώσουν την τωρινή τους θέση εξαιτίας των ίδιων (εκ γενετής) νοητικών ελαττωμάτων που είχαν προηγουμένως στο The Bell Curve ταυτοποιηθεί με τους έγχρωμους. Πιο πρόσφατα, μετά την εκλογή του Τραμπ, ο Kevin Williamson του National Review έγραψε ότι οι λευκοί φτωχοί στις “δυσλειτουργικές, συρρικνούμενες κοινότητες” στη Ζώνη της Σκουριάς22 “αξίζουν να πεθάνουν”. Είναι “αρνητικά assets” που οι ίδιοι προκάλεσαν στον εαυτό τους τα προβλήματά τους. Ίσως δεν είναι σύμπτωση ότι το άρθρο κάνει συνειδητή αναφορά στον “Καθεδρικό” και παραθέτει ονομαστικά τον Yarvin.

Ο Williamson δεν είναι ο μόνος mainstream αναλυτής που διαβάζει Yarvin. Ο Rod Dreher έχει αναφερθεί στον Καθεδρικό στο The American Conservative, όπως έχει κάνει και ο Ross Douthat στους New York Times. Στα πρώτα στάδια της προεκλογικής εκστρατείας ο Douthat είχε γράψει το ακόλουθο tweet: “Trump-Moldbug. Απλά το λένε23.

Το ίδιο το The New Republic έχει επανέλθει. Ένα πρόσφατο άρθρο από άρθρο από τον Kevin Baker πήρε την πρόταση που είχε προηγουμένως προωθηθεί από το National Review, εκ μέρους του πολιτικού κέντρου. Ο Baker κάλεσε σε έναBluexitτων εύπορων φιλελεύθερων των ακτών που δεν θέλουν πια να μοιράζονται τη χώρα τους με τους ψηφοφόρους του Trump. “Η αλήθεια είναι ότι εσείς, κόκκινες πολιτείες24, δεν έχετε προσπαθήσει ακόμα αρκετά”, είπε, ακουγόμενος σαν ένας νεοσυντηρητικός που απευθύνεται στις μειονότητες του έθνους. Ο Land έβαλε ένα σύνδεσμο για το άρθρο αυτό στο μπλογκ του, σχολιάζοντας απλά, ναι”.

Λευκή Πτήση στον Άρη

Παρά την πλήρη έλλειψη οποιασδήποτε εγκυρότητας, αυτό το είδος ρατσιστικής και ελιτίστικης ψευδοεπιστήμης, που τρέφεται έκδηλα από την επικρατούσα νεοφιλελεύθερη τάση, συνεχίζει να είναι αποδεκτό από σεβαστούς, αποδεκτούς αναλυτές. Η εισαγωγή τέτοιων ιδεολογιών δεν πιστώνεται στην Νεοαντίδραση· αυτή απλά έχει οδηγήσει τις ιδεολογίες αυτές στις ακραία αλλά αναγκαστικά συμπεράσματά τους. Η αντιδραστική εκδοχή της ανθρώπινης βιοποικιλότητας έχει κρατηθεί ζωντανή σε ένα ευρύ φάσμα της δεξιάς, από τους αριστοκρατικούς λευκούς εθνικιστές του American Renaissance μέχρι τα Pepe frogs και τα τρολ άνιμε25 του 4chan. Χωρίς να τους υποστηρίζει όλους αυτούς ρητά, ο Land έχει ευθυγραμμιστεί μαζί τους. Η αποδοχή του είναι αμοιβαία, με τον Σκοτεινό Διαφωτισμό να γίνεται θέμα συζήτησης στο εθνικό συνέδριο του American Renaissance το 2014.

Μεγάλο μέρος της σειράς του Σκοτεινού Διαφωτισμού είναι αφιερωμένο σε μια απολογία για τον John Derbyshire, ένα πρώην εργαζόμενο του National Review ο οποίος έχει γίνει συνταξιδιώτης των λευκών σουπρεματιστών. Το δοκίμιό του The Talk: Nonblack Version”, γραμμένο στον απόηχο της δολοφονίας του Trayvon Martin26, ήταν μια θερμή υπεράσπιση της υποθεσης της ενοχής για τους μαύρους. Τυπικά, όμως, ο Land έχει προσθέσει το δικό του στρώμα περιπλοκής του επιχειρήματος. Σε ένα editorial για το μπλογκ Alternative Right, το οποίο ξεκίνησε από τον επίτιμο δημιουργό του κινήματος, τον Richard Spencer, και τώρα λειτουργεί υπό τον συνεργάτη του Colin Liddell, ο Land ονόμασε τη θεωρία του για την ανθρώπινη γενετική υπερρατσισμό (hyperracism).

Ο Land προσυπογράφει την ιδέα των τυπικών επιπέδων δεξιότητας που συσχετίζεται με διαφορετικά “υπο-είδη” των ανθρώπων. Σε αντίθεση, όμως, με τους λευκούς εθνικιστές, δεν ενδιαφέρεται να κάνει διαφοροποιήσεις αποκλειστικά με βάση την εθνικότητα. Αντί γι’ αυτό, καθιστά προτεραιότητα το κοινωνικο-οικονομικό στάτους, το οποίο ονομάζει “έναν ισχυρό ενδιάμεσο για το IQ”. Αν και υπάρχουν φυλετικές συσχετίσεις κατά μήκος των κοινωνικο-οικονομικών γραμμών, λέει ο Land, μια “γενετικά αυτο-φιλτραρισμένη ελίτ” δεν θα ήταν φυλετικά ομοιογενής. Μια αξιοκρατία επιτρέπει σε ανώτερα όντα να ανεβαίνουν στην κορυφή και αν και τα περισσότερα από αυτά θα είναι λευκοί και Ασιάτες, η ανωτερότητα πέφτει τελικά σε έναν διαφορετικό “άξονα μεταβολής”. Παίρνοντας, ίσως, ένα σύνθημα από τον Musk, συμπεραίνει ότι “ο αποικισμός του διαστήματος θα λειτουργήσει αναπόφευκτα ως ένα υψηλά επιλεκτικό γενετικό φίλτρο”. Λευκή πτήση στον Άρη;

Αντί να παίρνει μια πιο ακραία άποψη από τους Murray, Williamson και τους ομοίους τους, και τον τώρα φιλελεύθερο αρθρογράφο Frank Rich, ο Land έχει απλά φέρει την επικρατούσα ιδεολογία στο αδυσώπητο αποτέλεσμά της. Το άσχημο υπογάστριο της συμβατικής άποψης της κοινωνίας της αγοράς ως μια αξιοκρατίας είναι ακριβώς ο υπερρατσισμός του Land: η υπόθεση ότι μερικοί άνθρωποι είναι πιο κατάλληλοι από άλλους και ότι η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τους αξίζει. Τα ενδεχομενικά αποτελέσματα συγκεκριμένων τάσεων και κοινωνικών θεσμών εξυμνούνται (;) [exalted] με την υποτιθέμενα θεόσταλτη αναγκαιότητα του DNA. Έτσι η πολύπλοκη οικονομική ιστορία που έχει σαν αποτέλεσμα την κυριαρχία της Ευρώπης, των ΗΠΑ και της Ανατολικής Ασίας, λαμβάνεται να σημαίνει ότι οι λευκοί και οι Ασιάτες είναι οι βιολογικά καταλληλότεροι· τα αποτελέσματα της περιορισμένης κοινωνικής κινητικότητας και τα αυτο-ενισχυόμενα αποτελέσματα της οικονομικής ανισότητας γίνονται ο ισχυρισμο ότι η φτώχεια κληρονομείται. Η φαντασίωση της αξιοκρατίας δεν μπορεί να επιβιώσει μια αντιπαράθεση με έναν κόσμο που διαμορφώνεται από τον ιμπεριαλισμό και την λευκή ανωτερότητα. Αλλά σε αντίθεση με τους φιλελεύθερους, που πιστεύουν στην φαντασίωση, ο Land παραδέχεται τις συνέπειές της.

Αν και τώρα έχει τεθεί στην υπηρεσία της υπερρατσιστικής ατζέντας, η “ανθρώπινη βιοποικιλότητα” ήταν αρχικά ένας ουδέτερος όρος που επινοήθηκε από τον ανθρωπολόγο Jonathan Marks, του οποίου το έργο ήταν μια καινοτόμος σύνθεση της ανθρωπολογίας και της γενετικής. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, υιοθετήθηκε από τον Steve Sailer, τότε δημοσιογράφο στο National Review, που κούρνιαζε στον φράχτη ανάμεσα στην επικρατούσα τάση του συντηρητισμού και τον λευκό εθνικισμό. Έκτοτε έχει πέσει από την ακροδεξιά πλευρά του φράχτη, και τώρα γράφει για ρατσιστικές εκδόσεις όπως το VDARE.

Ο επιστημονικός ρατσισμό έγινε πάλι αντιπαράθεση του συρμού όταν το βιβλίο “A Troublesome Inheritance” (2014) του αρθρογράφου των New York Times και συγγραφέα Nicholas Wade επιχειρηματολογησε για την διακριτή κατηγοριοποίηση των τριών κύριων φυλών”, σε μια ιεραρχική ταξινομία που εξηγεί την ιστορική “άνοδο της Δύσης”. Περισσότεροι από 100 γενετιστές πληθυσμου έγραψαν μια ανοιχτή επιστολή στους Times αποκηρύσσοντας την κατάχραση έρευνας από το πεδίο μας” από τον Wade. Κατέληγαν ότι “δεν υπάρχει καμμιά υποστήριξη από το πεδίο της πληθυσμιακής γενετικής για τις εικασίες του Wade”.

Ένας άλλος αντιφρονούντας ήταν ο Jonathan Marks. Απέρριψε ακούραστα την κατάχρηση του όρου που επινόησε, ασκώντας ανοιχτά κριτική στα “A Troublesome Inheritance”, “The Bell Curve”, και άλλους συγκερασμούς της κουλτούρας και της βιολογίας. Αυτό δεν απαιτούσε μια αναθεώρηση της θεωρίας του. Το βιβλίο τουHuman Biodiversity” (1995) δήλωνε από την αρχή ότι “η κληρονιμικότητα της φυλής δεν είναι γενετική αλλά κοινωνική”.

Υπερκαπιταλισμός

Η εκμάθηση μηχανών μπορεί να είναι τόσο εκθαμβωτική που τείνουμε να ξεχνάμε ότι είναι διαμορφώνεται από την ανθρώπινη παρέμβαση. Όσο θριαμβευτική κι αν ήταν η Google με το νέο της σύστημα μετάφρασης, ένα άλλο πρόσφατο πείραμα εκμάθησης μηχανών – το Tay της Microsoft – έδειξε πόσο ευμετάβλητη μπορεί να είναι αυτή η σχέση. Με την επιδίωξη να είναι η όσο το δυνατόν αθωότερη μορφή ΑΙ, η Tay, ακρωνύμιο για το “Thinking About You”, ήταν μια προσομοίωση ενός χρήστη των κοινωνικών μέσων με πρότυπο μια έφηβη. Η Tay “βγήκε” στο Twitter στις 23 Μαρτίου του 2016 και ξεκίνησε τη μέρα της με κουτσομπολιό, επαναλαμβάνοντας memes και μαθαίνοντας τους στίχους του “Never Gonna Give You Up.” Μέχρι το απόγευμα, με τη βοήθεια και την “παρακίνηση” από χρήστες του 4chan, η Tay είχε γίνει μια αρνήτρια του Ολοκαυτώματος και αμφισβητούσε συνομωσιολογικά την επίσημη εκδοχή για την 11 Σεπτεμβρίου. Η Microsoft την έκλεισε μετά από 16 ώρες.

Μια αναφορά από το Artificial Intelligence Now, ένα συμπόσιο σχετικά με τα δυνητικά αποτελέσματα της νοημοσύνης των μηχανών στην κοινωνία, προσφέρει μια εξήγησης αυτού του φαινομένου και των ευρύτερων υποδηλώσεων/συνεπειών του. Η εκμάθηση μηχανής υπόκειται στην προκατάληψη των δεδομένων: “Τα συστήματα ΑΙ εξαρτώνται από τα δεδομένα που τους δίνονται και μπορούν να αντανακλούν τα χαρακτηριστικά τέτοιων δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε προκαταλήψεων, στα μοντέλα του κόσμου που δημιουργούν”. Η εκμάθηση μηχανής είναι μια περίπτωση της hyperstition του Land, γλιστρώντας κάπου ανάμεσα στην πεποίθηση και την τεχνολογία. Οι αξίες του προγραμματιστή διαμορφώνουν τις μερικές φορές χειροπιαστές “εξόδους” της μηχανής που προκύπτει.

Ο κίνδυνος είναι ότι τα συστήματα ΑΙ θα μπορούσαν να “οξύνουν τις δυναμικές διακρίσεων που δημιουργούν κοινωνική ανισότητα, και θα μπορούσαν να το κάνουν με τρόπους λιγότερο προφανείς από την ανθρώπινη προκατάληψη και της υπόδηλες προτιμήσεις”. Όπως το θέτει η βασική ερευνήτρια Kate Crawford, η τεχνητή νοημοσύνη έχει ένα “πρόβλημα των λευκών” [“white guy problem”]. Υπάρχουν ενοχλητικά παραδείγματα, όπως μια μελέτη από την ProPublica που ανακάλυψαν ότι ένας μηχανικός αλγόριθμος σχεδιασμένος να μετρά ρυθμούς υποτροπής της παραβατικότητας [recidivism] είχε σχεδόν διπλάσιαμ πιθανότητα να κατηγοριοποιήσει λανθασμένα μαύρους εναγόμενους ως μελλοντικούς εγκληματίες. Και το γεγονός ότι το λογισμικό που χρησιμοποιείται για την εξόρυξη δεδομένων από τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ παράγεται από την εταιρεία Palantir του Peter Thiel, δεν φαίνεται καθόλου βελτιστοποιημένο για να προστατέψει τις πολιτικές ελευθερίες στην εποχή της Απαγόρευσης για τους Μουσουλμάνους.

Επιπλέον, ο ερευνητής κυβερνοασφάλειας Heather Roff έχει επισημάνει και τη συχνή έμφυλη διάσταση [gendering] που χαρακτηρίζει τα ανθρωποειδή ρομπότ: η στρατιωτική τεχνολογία, όπως ο εκτοξευτής βομβών SAFFiR, κατασκευάζονται ώστε να μοιάζουν σε ένα αντρικό σώμα, ενώ τεχνολογίες υπηρεσιών όπως η Siri του iPhone παρουσιάζονται ως θηλυκές. Παραδοσιακοί έμφυλοι ρόλοι που εξισώνουν την αρρενωπότητα με τη δύναμη και τη θηλυκότητα με την υποτακτικότητα/δουλικότητα αναπαράγονται από τον ίδιο τον σχεδιασμό. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, αν λάβουμε υπόψιν ότι το ποσοστό γυναικών στην βιομηχανία της πληροφορικής είναι 26%, μια πτώση από το 35% της δεκαετίας του 1990, σύμφωνα με την AAUW. Μια έρευνα βρήκε ότι το 88% των γυναικλων στην Silicon Valley αναφέρει ότι έχει βιώσει μια ασυνείδητη έμφυλη διάκριση στη δουλειά.

Ο Michael Anissmiov μίλησε στο Gizmodo το 2015 για ένα αντίστοιχο της ΑΙ: επαυξημένη27 νοημοσύνη ή διαφορετικά την σύνθεση της τεχνολογίας με τον ανθρώπινο νου. Περιέγραψε ένα δυνάμει αποτέλεσμα: “ένας ισχυρός ηγέτης κάνοντας χρήση της νοητικά επαυξημένης τεχνολογίας για να βάλει τον εαυτό του σε μια ακλόνητη και αδιαμφισβήτητη θέση”. Είναι μια προοπτική που θα έχει πιθανόν διαφορετικό αντίχτυπο ανάλογα με το αν κανείς θεωρεί τη μοναρχία ένα επιθυμητό σύστημα διακυβέρνησης.

Ακόμα και το υποτιθέμενα απολίτικο όνειρο του μετανθρωπισμού υποκρύπτει μια ιδεολογία. Όπως και ο Anissimov, ο Elon Musk προβλέπει/προσδοκεί “μια στενότερη συγχώνευση βιολογικής και ψηφιακής νοημοσύνης”, όπως το έθεσε σε μια ομιλία του στο Dubai. Εν τω μεταξύ, πίσω στη Γη, οι εργαζόμενοί του μένουν προσδεμένοι σε ένα πεζό/γήινο [fleshly] παρόν. Ένας εργαζόμενος στην Tesla έγραψε πρόφατα μια ανάρτηση στο Μedium όπου περιγράφει τις κάθε άλλο παρά ανθρώπινες συνθήκες στις οποίες υπόκεινται οι εργαζόμενοι του Musk. “Συχνά αισθάνομαι ότι δουλεύω για μια εταιρεία του μέλλοντος κάτω από εργασιακές συνθήκες του παρελθόντος”, έγραψε.

Πραγματικά, δεν θέλω να μπω στην πολιτική. Θέλω απλά να βοηθήσω στην εφεύρεση και την ανάπτυξη τεχνολογιών που βελτιώνουν τη ζωή μας”, είπε ο Musk σε ένα tweet. Παρά τις δηλώσεις αυτές, έχει αναλάβει, μαζί με τον Peter Thiel, έναν ρόλο στην κυβερνο-εταιρεία του Τραμπ. Αυτό είναι καλή είδηση για τον Yarvin, ο οποίος είπε στο Vox ότι ο Musk είναι η επιλογή του για Βασλιάς-Διευθύνων Σύμβουλος των ΗΠΑ.

Πραγματικά, μορφές όπως ο Musk και ο Thiel δεν χρειάζεται να μπουν στην πολιτική αρένα για να κατέχουν βασιλικές θέσεις. Το Oxfam δημοσίευσε πρόσφατα κάποια δεδομένα που δείχνουν ότι οχτώ άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των ηγεμόνων της Silicon Valley Bill Gates και Mark Zuckerburg, έχουν τόσο πλούτο όσο μισός πληθυσμός της ανθρωπότητας. Υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι οι αρχιτέκτονες των αναδυόμενων τεχνολογιών έχουν οποιαδήποτε πρόθεση να αλλάξουν αυτές τις περιστάσεις. Ο Elon Musk δεν χρειάζεται να περιμένει κάποια υπερευφυΐα για να τον ανταμείψει. Και οι υπόλοιποι από μας δεν χρειάζεται να περιμένουμε να καταντήσουμε παραγωγικές μηχανές μέσα σε ένα δίκτυο που διοικούμενο από υπολογιστές.

Το πραγματικό Φράγμα

Το 2013, ο Alex Williams και ο Nick Srnicek διεκδίκησαν τον “επιταχυντισμό” για την Αριστερά, με το Mανιφέστο για μια Πολιτική της Επιτάχυνσης (MAP). Αντί να ακολουθήσουν την τροχιά του μετανθρωπισμού όπως ο Land, ακολούθησαν το νήμα της πολιτικής χειραφέτησης που είχαν αφήσει οι Ντελέζ-Γκουαταρί, ισχυριζόμενοι ότι θα ήταν δυνατόν να “επιταχύνουμε τη διαδικασία τεχνολογικής εξέλιξης” με σκοπό να την εφαρμόσουμε σε “κοινωνικο-πολιτική δράση” προσανατολισμένη σε εξισωτικούς σκοπούς.

Ο αριστερός επιταχυντισμός είναι περισσότερο γνωστός για μια ιδαίτερα αγοραία εκδοχή του επιχειρήματός του, την εύκολα προς απόρριψη έννοια ότι το σχέδιο της αριστεράς είναι να κάνει τον καπιταλισμό όσο πιο καταστροφικό γίνεται, με την ελπίδα ότι αυτό θα πυροδοτήσει μια επανάσταση. Αλλά το κείμενο του μανιφέστου MAP προχωρά σε μια πιο λογική εκδοχή, προτείνοντας ότι οι παραγωγικές δυνάμεις του καπιταλισμού θα έπρεπε να εφαρμοστούν σε ένα κοινωνικό δημοκρατικό πρόγραμμα παρά στο υπάρχον.

Παρ’ όλα αυτά, ο Land, αποκήρυξε οποιονδήποτε προσανατολισμό προς μια αριστερή πολιτική. Σε μια ανάρτηση στο blog ασκώντας κριτική στον αριστερό επιταχυντισμό, χαρατήρισε, αντιθέτως, την αριστερά ως έναν “επιβραδυντή”, που φρενάρει την πραγματικά καπιταλιστική επιτάχυνση που προάγει η “Outer Right.”

Η Νεοαντίδραση είναι Επιταχυντισμός με σκασμένο λάστιχο. Λιγότερο σχηματικά, είναι η αναγνώριση ότι η τάση επιτάχυνσης έχει ένα ιστορικό αντιστάθμισμα. Εκτός από την μηχανή επιτάχυνσης, ή τον βιομηχανικό καπιταλισμό, υπάρχει ένας επιβραδυντής με ακόμα τελειότερο βάρος, που βαθμιαία αποστραγγίζει την τεχνο-οικονομική ορμή στην ίδια την επέκτασή της, καθώς μετατρέπει τη δυναμική διαδικασία σε μετά-σταση. Αρκετά ειρωνικά/κωμικά, η κατασκευή αυτού του μηχανισμού πέδησης αναγορεύεται σε πρόοδο. Είναι το Μεγάλο Έργο της Αριστεράς. Η Νεοαντίδραση αναδύεται μέσα από την ονομασία αυτής της κατασκευής (χωρίς πλεονάζουσα τρυφερότητα) ως ο Καθεδρικός.

Δίνει έναν “τελεολογικό ορισμό” στον Καθεδρικό, ο οποίος επιτελεί “την αναδυόμενη λειτουργία του ως η ακύρωση του καπιταλισμού”. Ενώ η ιστορία προσανατολίζεται πρός την “επιτάχυνση σε μια τεχολογικο-οικονομική ιδιομορφία”, ο προοδευτικός Καθεδρικός “είναι η αντι-τάση που απαιτείται για να φέρει την ιστορία σε μια στάση”.

Οι Williams και Srnicek αντιτίθενται σε αυτή την ερμηνεία. Αντλούν από την ανάλυση του καπιταλισμού από τους Ντελέζ-Γκουαταρί, ανάλυση που με τη σειρά της αντλεί από μια υπαινικτική ιδέα που διατυπώνεται στον Τόμο 3 του Κεφαλαίου. Ενώ ο Μαρξ λέει ότι “το πραγματικό φράγμα στον καπιταλισμό είναι το ίδιο το κεφάλαιο”, οι Williams και Srnicek συμπεραίνουν ότι “ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί ως ο φορέας της πραγματικής επιτάχυνσης”. Το σχήμα τους ισχυρίζεται ότι “ο καπιταλισμός έχει αρχίσει να περιορίζει τις παραγωγικές δυνάμεις της τεχνολογίας, ή τουλάχιστον, τις κατευθύνει προς αχρείαστα περιορισμένους σκοπούς”.

Όπως το θέτει το Μανιφέστο ΜΑΡ, “αντί ενός κόσμου διαστημικών ταξιδιών, συγκλονισμού από το μέλλον και επαναστατικού τεχνολογικού δυναμικού, υπάρχουμε σε μια εποχή που το μόνο πράγμα που αναπτύσσεται είναι οριακά καλλίτερα καταναλωτικά γκάτζετ”. Αυτό αληθεύει αναμφισβήτητα. Αλλά αν και η εφαρμογή μιας εξισωτικής ηθικής στην κατασκευή μελλοντικών μηχανών είναι ένας σκοπός που αξίζει, σίγουρα περισσότερο από αυτό που ο Williams έχει περιγράψει ως άλμα του Land σε μια “άρρωστη δυστροπία”, υπάρχει μια πιο άμεση ανησυχία: ποιος κατέχει τις υπάρχουσες μηχανές, εδώ και τώρα, και ποιος τις κατασκευάζει;

Η τάση της κοινότητας που χτίζει και λειτουργεί αυτές τις μηχανές, από τιτάνες όπως ο Peter Thiel μέχρι καλτ/γραφικές φιγούρες όπως ο Curtis Yarvin, είναι ανοιχτά ολοκληρωτική. Οι New York Times αναφέρουν ότι οι πολιτικές δωρεές από τις Επιτροπές Πολιτικής Δράσης28 (Political Action Commitees, PAC) μετατοπίστηκαν από το Δημοκρατικό Κόμμα προς τους Ρεπουμπλικάνους (GOP29) το 2016. Αλλά η επιρροή τους στην κοινωνία δεν διοχετεύεται απλά μέσω του κέρδους που παράγουν οι μηχανές. Χτίζεται/ενσωματώνεται στις ίδιες τις μηχανές. Αν, όπως το θέτει ο Jason Smithμοτίβα της τεχνολογικής ανάπτυξης αντανακλούν αυξανόμενα τις καπιταλιστικές αξίες-σχέσεις”, τότε η επιτάχυνση των εσωτερικών τάσεων του κεφαλαίου ίσως συνεπάγεται μαζική ανεργία και οικολογική καταστροφή παρά έναν καινούριο ορίζοντα πολυτέλειας και χειραφέτησης.

Υποζύγια30

Στην κριτική ιστορία του για τον επιταχυντισμό, Malign Velocities, ο Benjamin Noys παρομοιάζει το όραμα του Land για το καπιταλισμό με ένα τέρας τύπου Βασιλίσκου, το “Shoggoth” του Λάβκραφτ. Είναι ένα τρομακτικό τέρας που έχει δημιουργηθεί από τους μυστηριώδεις “Παλαιούς” (“Old Ones”), του οποίου το σώμα καλύπτεται, όπως ένα Deep Dream, με μετακινούμενα μάτια που πάλλονται.

Ο καπιταλισμός, για του οπαδούς του επιταχυντισμού, μας πιέζει σαν μια επιταχυντική υγρή τερατωδία, ικανή να μας απορροφήσει και, για τον Land, αυτό θα πρέπει να το καλοδεχτούμε. Η ιστορίας της δουλείας και της κυριολεκτικά τερατώδους ταξικής πάλης φράσσεται/occluede στην επίκληση του Shoggoth ως ρευστού και επιταχυντικού δυναμισμού. Ο τρόμος περιλαμβάνει τη λήθη της ταξικής πάλης (ακόμα και σε μια αμφιλεγόμενη μυθιστορηματική μορφή) και την κατάργηση της τριβής στο όνομα της εμβάπτισης/καταβύθισης.

Η έκθλιψη του ταξικού ανταγωνισμού εμποδίζεται κυριολεκτικά από τον μηχανικό εξοπλισμό. Η υπάρχουσα τεχνολογία μας εμβαπτίζει σε ένα ακραίο πολιτικό πρόγραμμα που προσφέρεται από το νεοφιλελεύθερο δόγμα. Μέσω της προκατάλειψης των δεδομένων, η πολιτική της τεχνολογικής κουλτούρας διαμορφώνει αόρατα την κοινωνική οργάνωση που προκύπτει από της τεχνολογίες του μέλλοντος. Όσο πιο δεξιά μετατοπίζεται η Silicon Valley, τόσο πιο επικίνδυνες θα γίνονται οι μηχανές.

Τον Φεβρουάριο, συγκαλέστηκε ένα συνέδριο στο Asilomar της Καλιφόρνιας, αφιερωμένο στην ανάπτυξη κοινωνικά ενσυνείδητων Αρχών ΑΙ”. Ήταν μια κυριολεκτική συνάρθροιση αυτού που ο Land, στις μέρες του Ccru, ονόμαζε το “Ανθρώπινο Σύστημα Ασφαλείας” (“Human Security System”), τα μέσα με τα οποία η κοινωνία εμποδίζει την υποκειμενική συγχώνευσή μας με την τεχνολογία. Το Wired ανέφερε ότι στην εναρκτήρια ομιλία του συνεδρίου, ο οικονομολόγος από το MIT Andrew McAfee απέρριψε σενάρια τύπου “Terminator” παραπέμποντας, αντίθετα, στην στατιστική σχετικά με τις συνέπειες της αυτοματοποίησης για την εργασία.

Τα καινούρια δεδομένα που παρέθεσε ο McAfee cited έδειξαν μια διάβρωση της μεσαίας τάξης, με τα επαγγέλματα χαμηλού και υψηλού εισοδήματος να αυξάνουν σε αριθμούς. “Αν συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις”, είπε, “οι άνθρωποι πρόκειται να ξεσηκωθούν πολύ πριν από τις μηχανές”. Σύμφωνα με το Wired, ερευνητές της τεχνητής νοημοσύνης προσέγγισαν τον McAfee στους διαδρόμους για να τον προειδοποιήσουν ότι η στατιστική του υποτίμησε την ταχύτητα με την οποία η τεχνητή νοημοσύνη θα ενίσχυε τις ταξικές ανισότητες.

Ξεχάστε τα ρομπότ-δολοφόνους που ταξιδεύουν στον χρόνο ή τα αρχαία τέρατα. Η νεοαντίδραση έχει απλά εκθέσει τις λειτουργίες της καπιταλιστικής μηχανής στο παρόν. Οι κύριοι απολογητές του νεοφιλελευθερισμού πρέπει να κάνουν μια επιλογή: ή θα αγκαλιάσουν την ψευδοεπιστήμη του υπερρατσισμού της Silicon Valley ή θα απορρίψουν τις τεράστιες οικονομικές ανισότητες που δημιοργούνται από την κοινωνία της αγοράς. Αν η πολιτική τάξη αφοσιώνεται στο να κρατά τη μηχανή σε λειτουργία, τότε απομένει σε μας να την σταματήσουμε.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2017/03/28/the-darkness-at-the-end-of-the-tunnel-artificial-intelligence-and-neoreaction.

2 Ο Shuja Haider είναι συγγραφέας και μουσικός με βάση το Μπρούκλυν.

3 Στμ. Στα αγγλικά Singularity (ή technological singularity) είναι η υπόθεση ότι η τεχνητή υπερευφυΐα θα πυροδοτήσει αιφνιδιαστικά μια καταιγιστική τεχνολογική ανάπτυξη, που θα έχει σαν αποτέλεσμα ανυπολόγιστες/ανεκτίμητες αλλαγές στον ανθρώπινο πολιτισμό. Σύμφωνα με την υπόθεση, ένας αναβαθμίσιμος ευφυής παράγοντας (όπως ένας υπολογιστής που “τρέχει” έναν τύπο τεχνητής γενικής νοημοσύνης βασισμένης σε λογισμικό) θα εισερχόταν σε μια “ανεξέλεγκτη αντίδραση” κύκλων αυτο-βελτίωσης, με την κάθε καινούρια και πιο ευφυή γενιά να εμφανίζεται όλο και πιο ραγδαία, προκαλώντας μια έκρηξη νοημοσύνης και καταλήγοντας σε μια ισχυρότατη υπερευφυΐα η οποία, ποιοτικά, θα υπερβαίνει κατά πολυ την ανθρώπινη ευφυΐα. Ο όρος “ιδιομορφία” χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον John von Neumann (στην δεκεατία του 1950) στο πλαίσιο της τεχνολογικής προόοδοτ που προκαλεί επιτάχυνση των αλλαγών: “Η επιταχυνόμενη πρόοδος της τεχνολογίας και οι αλλαγές στον τρόπο της ανθρώπινης ζωής, δίνουν την εικόνα ότι πλησιάζουμε μια κάποια ουσιώδη ιδιομορφία στην ιστορία του είδους πέρα από την οποία οι ανθρώπινες υποθέσεις, όπως τις ξέρουμε, δεν μπορούν να συνεχιστούν”, θέση την οποία αναπαρήγαγαν στη συνέχεια διάφοροι συγγραφείς. Subsequent authors have echoed this viewpoint. Η “έκρηξη ευφυΐας” του I. J. Good προέβλεψε ότι μια μελλοντική υπερευφυΐα θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια ιδιομορφία. Ο συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας Vernor Vinge γράφει στο δοκίμιο “The Coming Technological Singularity” το 1993 ότι αυτό θα σηματοδοτούσε το τέλος της εποχής των ανθρώπων καθώς η καινούρια υπερευφυΐα θα συνέχιζε να αναβαθμίζει τον εαυτό της και θα προόδευε τεχνολογικά με έναν αδιανόητο ρυθμό.

4 Στμ. Μανιχαϊσμός: γνωστικό θρήσκευμα του μεσανατολικού χώρου, που εμφανίστηκε τον 3ο μΧ αιώνα με ηγέτη τον Πέρση ευγενή και θρησκευτικό μεταρρυθμιστή Μάνη ή Μανιχαίο (216-277) ο οποίος ανέμιξε στη χριστιανική διδασκαλία στοιχεία του Παρσισμού και του Βουδισμού. Ο όρος μανιχαϊστικός προέρχεται από τη βασική ιδέα του μανιχαϊσμού (δανεισμένη από τον ζωροαστρισμό) της διαρκούς σύγκρουσης μεταξύ καλού και κακού μέσα από τα δύο ανταγωνιστικά στοιχεία, του φωτός και του σκότους. Έτσι μανιχαϊστική χαρακτηρίζεται κάθε κάθε δυϊστική θεωρία ή άποψη που δέχεται ότι δεν υπάρχει παρά μόνο το καλό ή το κακό και γενικότερα η διαρκής σύγκρουση αντιπάλων πλευρών.

5 Στμ. Νευρωνικό δίκτυο ονομάζεται ένα κύκλωμα διασυνδεδεμένων νευρώνων. Στην περίπτωση βιολογικών νευρώνων, πρόκειται για ένα τμήμα νευρικού ιστού. Στην περίπτωση τεχνητών νευρώνων, πρόκειται για ένα αφηρημένο αλγοριθμικό κατασκεύασμα το οποίο εμπίπτει στον τομέα της υπολογιστικής νοημοσύνης, όταν στόχος του νευρωνικού δικτύου είναι η επίλυση κάποιου υπολογιστικού προβλήματος, ή της υπολογιστικής νευροεπιστήμης, όταν στόχος είναι η υπολογιστική προσομοίωση της λειτουργίας των βιολογικών νευρωνικών δικτύων με βάση κάποιο μαθηματικό μοντέλο τους. Τα νευρωνικά δίκτυα εκπαιδεύονται με παραδείγματα. Ο χρήστης συγκεντρώνει αντιπροσωπευτικά δεδομένα και στη συνέχεια, καθώς τα τροφοδοτεί συστηματικά στο δίκτυο μέσω των κατάλληλων αλγορίθμων εκπαίδευσης, το δίκτυο “αντιλαμβάνεται” αυτομάτως τη δομή των δεδομένων και η “γνώση” αυτή εκφράζεται ως κατάλληλες επιλογές συναπτικών βαρών.

6 Στμ. Ayn Rand, γεννημένη ως Alisa Zinov’yevna Rosenbaum (1905-1982): Ρωσο-αμερικανίδα συγγραφέας, φιλόσοφος, θεατρική συγγραφέας και σεναριογράφος. Τα δυο γνωστότερα μυθιστορήματά της είναι το The Fountainhead (1943), το οποίο την έκανε και διάσημη, και το Atlas Shrugged. Ανέπτυξε επίσης ένα φιλοσοφικό σύστημα που ονόμασε Αντικειμενισμό. Εκπαιδευμένη στη Ρωσία, μετακόμισε στις ΗΠΑ το 1926. Ένα έργο της ανέβηκε στο Μπροντγουέη το 1935-1936.

7 Στμ. Elon Musk: μεγιστάνας με καταγωγή από τη Νότια Αφρική, με νοτιοαφρικανική, καναδική και αμερικανική υπηκοότητα, καθώς και μηχανικός, εφευρέτης και επενδυτής. Είναι ιδρυτής, γενικός διευθυντής και επικεφαλής τεχνολογίας της εταιρείας SpaceX καθώς και ο γενικός διευθυντής και επικεφαλής τεχνολογικού σχεδιασμού της εταιρείας ηλεκτρικών αυτοκινήτων Tesla Motors, και πρόεδρος της SolarCity.

8 Στμ. Peter Thiel: γερμανικής καταγωγής Αμερικανός επιχειρηματίας, επενδυτής και πολιτικός ακτιβιστής, δημιουργός, μεταξύ άλλων, της υπηρεσάις PayPal. Σε σχέση με την τεχνολογία, ο Thiel πιστεύει στην σημασία και το επιθυμητό μιας τεχνολογικής ιδιομορφίας, γι’ αυτό και στηρίζει σημαντικά το Singularity Challenge του MIRI (γνωστό τότε ως Singularity Institute for Artificial Intelligence).

9 Στμ. Μιμίδιο: (αγγλικά meme): θεμελιώδης μονάδα-φορέας πολιτισμικής κληρονομιάς (τραγούδια, τρόποι συμπεριφοράς, μόδα, επιστημονικές ιδέες, θρησκευτικές πεποιθήσεις/δοξασίες, κτλ) που μεταδίδεται από το ένα άτομο στο άλλο. Η μιμιδιακή στατιστική (τομέας υπαγόμενος στην [στατιστική] ψυχολογία και την κοινωνική ανθρωπολογία) μελετά την μετεξέλιξη και την εξάπλωση των μιμιδίων/μιμημάτων. Ο όρος εισήχθη από τον κοινωνιοβιολόγο Richard Dawkins το 1976, κατ’ αναλογία προς το γονίδιο, τη βασική μονάδα γενετικής πληροφορίας. Ο πολιτισμός εξελίσσεται και μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα γονίδια στο φυσικό κόσμο. Τα μιμίδια δεν κληρονομούνται μέσω του αίματος αλλά μέσω της επικοινωνίας, των εθίμων, της γλώσσας, και γενικότερα της κουλτούρας, από τα μεγαλύτερα προς τα νεότερα μέλη κάθε κοινωνίας.

10 Στμ. Βασιλίσκος (στα αγγλικά: basilisk): Στις ευρωπαϊκές “τερατογονίες” [bestiaries] και μύθους, ο βασιλίσκος (ελληνικής ετυμολογίας που σημαίνει “μικρός βασιλιάς” είναι μυθικό ερπετό που εφημολογείτο ότι ήταν βασιλιάς όλων των ερπετών και μπορούσε να προκαλέσει τον θάνατο με μια απλή ματιά. Υποστήριζαν πως προερχόταν από αυγό που είχε γεννήσει πετεινός και κλώσησε βάτραχος. Έτσι τελικά απέκτησε κεφάλι και σώμα κόκορα, φτερά δράκου και ουρά φιδιού. Ο μόνος τρόπος για να σκοτώσει κανείς βασιλίσκο ήταν να του δείξει το είδωλό του σε έναν καθρέφτη ή να τον βάλει να ακούσει το λάλημα ενός κόκορα, ενώ το μόνο ζώο όμως που μπορούσε να σκοτώσει το τρομερό τέρας αυτό ήταν η μικροσκοπική νυφίτσα, καθώς είχε ανοσία στο βλέμμα και το δηλητήριό του.

11 Στμ. Ο Βασιλίσκος του Roko: Τον Ιούλιο του 2010, ο συνεργάτης του φόρουμ LessWrong Roko δημοσίευσε ένα νοητικό πείραμα στον ιστότοπο σύμφωνα με το οποίο ένα κατά τα άλλα καλοκάγαθο σύστημα Τεχνητής Νοημοσύνης στο μέλλον βασανίζει προσομοιώσεις αυτών που δεν εργάστηκαν για να το φέρουν στην ύπαρξη, ιδέα που έγινε γνωστή ως “Βασιλίσκος του Roko”, βασισμένη στην ιδέα του Roko ότι ακούγοντας απλά την ιδέα θα έδινε στο υποτιθέμενο σύστημα ΑΙ ισχυρότερα κίνητρα να χρησιμοποιήσει τον εκβιασμό. Ο Yudkowsky διέγραψε τις δημοσιεύσεις του Roko σχετικά με το θέμα, αποκαλώντας το “ανόητο”. Η συζήτηση για την Βασιλίσκη του Roko απαγορεύτηκε από το LessWrong για αρκετά χρόνια μέχρι την άρση της απαγόρευσης τον Οκτώβριο του 2015.

12 Στμ. Στο πρωτότυπο: Bayesian Decision Theory: Η Μπαεσιανή θεωρία απόφασης είναι ένα στατιστικό σύστημα που προσπαθεί να ποσοτικοποιήσει τη σχέση ανάμεσα σε διάφορες αποφάσεις, με τη χρήση πιθανοτήτων και κόστους. Ένας φορέας που λειτουργεί σύμφωνα με μια τέτοια θεωρία απόφασης, χρησιμοποιεί τις έννοιες της Μπαεσιανής στατιστικής, μιας θεωρίας στο πεδίο της στατιστικής ονομαζόμενη έτσι από τον Thomas Bayes (1701–1761), για να εκτιμήσει μια αναμενόμενη τιμή των δράσεών του, και να επικαιροποιήσει τις προβλέψεις του με βάση νέες πληροφορίες, καθώς βασική ιδέα της Μπαεσιανής στατιστικής είναι ότι η ένδειξη για την πραγματική κατάσταση του κόσμου εκφράζεται σε όρους βαθμών πεποίθησης γνωστών ως Μπαεσιανές πιθανότητες. Αυτοί οι φορείς ονομάζονται συνήθως Μπαεσιανοί εκτιμητές.

13 Στμ. Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ (1890-1937) Αμερικανός συγγραφέας φανταστικής λογοτεχνίας τρόμου, ένας από τους σπουδαιότερους. Ήταν, ίσως, από τους πρώτους που έδωσαν στις ιστορίες τους έναν τόνο επιστημονικής φαντασίας. Τα έργα του δεν έτυχαν ευρείας αναγνώρισης κατά την διάρκεια της ζωής του, αλλά το έργο του αποδείχτηκε σημαντικό και είχε μεγάλη επιρροή μεταξύ άλλων συγγραφέων και φίλων της φανταστικής λογοτεχνίας τρόμου. Το Νεκρονομικόν είναι ένα φανταστικό βιβλίο που αναφέρεται στις ιστορίες τρόμου του Λάβκραφτ. Αναφέρεται για πρώτη φορά το 1924 στο διήγημα Το Κυνηγόσκυλο, το οποίο είχε αρχικά γραφτεί το 1922, αν και ο υποτιθέμενος συγγραφέας του βιβλίου, ο “Τρελλός Άραβας” Αμπντούλ Αλχαζρέντ, είχε πρωτοαναφερθεί ένα χρόνο νωρίτερα στο Η Ανώνυμη Πόλη. Ανάμεσα σε άλλα, το βιβλίο περιέχει περιγραφή των Μεγάλων Παλαιών, την ιστορία τους και τρόπους επίκλησής τους. Άλλοι συγγραφείς, όπως ο August Derleth και ο Άστον Σμιθ, το αναφέρουν επίσης στα έργα τους. Ο Λάβκραφτ επιδοκίμαζε, πιστεύοντας ότι τέτοιες παρερμηνείες δημιουργούν “ένα υπόβαθρο δόλιας αληθοφάνειας”. Πολλοί αναγνώστες πίστευαν ότι επρόκειτο για πραγματικό βιβλίο, με αποτέλεσμα βιβλιοπώλες και βιβλιοθηκάριοι να δέχονται συχνά αιτήματα για αυτό. Φαρσέρ το έχουν καταχωρήσει σε λίστες σπάνιων βιβλίων, με έναν από αυτούς να εισάγει λαθραία την κάρτα του στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Γιέηλ.

14 Στμ.

15 Στμ.Breitbart News Network: ιστότοπος της (εναλλακτικής) ακροδεξιάς με βάση το Λος Άντζελες, το οποίο ίδρυσε το 2007 ο Andrew Breitbart. Αρχικά με την πρόθεση να είναι ένας ιστότοπος που θα “υποστήριζε χωρίς απολογητική διάθεση την ελευθερία και το Ισραήλ”, αργότερα ευθυγραμμίστηκε με την Ευρωπαϊκή λαϊκιστική δεξιά και την Αμερικανική “εναλλακτική”-δεξιά υπό την διεύθυνση του Steve Bannon. Οι New York Times περιγφράφουν το Breitbart News ως ένα οργανισμό με “ιδεολογικά προσανατολισμένους δημοσιογράφους” που δημιουργούν αντιπαραθέσεις “σχετικά με ζητήματα που έχουν αποκληθεί μισογυνιστικά, ξενοφοβικά και ρατσιστικά”. Ο Bannon ανακήρυξε τον ιστότοπο ως “την πλατφόρμα της εναλλακτικής-δεξιάς” το 2016, αρνούμενος παράλληλα τις κατηγορίες για ρατσισμό και δηλώνοντας αργότερα ότι απορρίπτει τις “εθνικο-πατριωτικές” τάσεις του κινήματος της εναλλακτικής-δεξιάς. Υποστήριξε βέβαια την προεδρική καμπάνια του Τραμπ, ενώ έχει επίσης δημοσιεύσει έναν αριθμό ψευδών ειδήσεων και θεωριών συνομωσίας.

16 Στμ. Mother Jones (γνωστό και ως MoJo): προοδευτικό περιοδικό στις ΗΠΑ, που εστιάζει σε νέα, σχόλια και ερευνητική δημοσιογραφία σε θέματα πολιτικής, περιβάλλοντος, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κουλτούρας. Το περιοδικό πήρε το όνομά του από την Mary Harris Jones, γνωστή και ως Mother Jones, μια Ιρλανδο-αμερικανίδα συνδικαλίστρια και φλογερή πολέμιο της παιδικής εργασίας.

17 Στμ. Αντι-Οιδίποδας:

18 Στμ. Στο πρωτότυπο: deterritorialization.

19 Στμ. Στα αγγλικά accelerationism: στην πολιτική και κοινωνική θεωρία ο επιταχυντισμός είναι η ιδέα ότι είτε το κυρίαρχο σύστημα του καπιταλισμού είτε συγκεκριμένες τεχνο-κοινωνικές διαδικασίες που τον έχουν ιστορικά χαρακτηρίσει, θα πρέπει να επεκταθούν, να αποκτήσουν νέες στοχεύσεις ή να επιταχυνθούν ώστε να προκαλέσουν ριζική κοινωνική αλλαγή. Μέρος της σύγχρονης αυτής φιλοσοφίας παίρνει σαν αφετηριακό σημείο την θεωρία της αποεδαφικοποίησης των Ντελέζ-Γκουαταρί, με στόχο ναταυτοποιήσουν, να εμβαθύνουν και να ριζοσπαστικοποιήσουν τις δυνάμεις της αποεδαφικοποίησης με προοπτική να ξεπεράσουν τις αντίρροπες δυνάμεις που καταστέλουν/συγκρατούν την δυνατότητα ενός ευρέως κοινωνικού μετασχηματισμού. Ο επιταχυντισμός μπορεί επίσης να αναφέρεται ευρύτερα και συνήθως υποτιμητικά στην υποστήριξη για το βάθεμα του καπιταλισμού με την πεποίθηση ότι αυτό θα επιταχύνει τις αυτοκαταστροφικές του τάσεις οδηγώντας, τελικά, στην κατάρρευσή του. Η θεωρία του επιταχυντισμού έχει διχαστεί σε αμοιβαία αντιτιθέμενες αριστερή και δεξιά εκδοχή. Ο “αριστερός επιταχυντισμός” προσπαθεί να πιέσει την “διαδικασία της τεχνολογικής εξέλιξης” πέρα από τον περισταλτικό ορίζοντα του καπιταλισμού, επαναστοχοθετώντας, για παράδειγμα, την σύγχρονη τεχνολογία για κοινωνικά επωφελείς και χειραφετητικούς σκοπούς· ο “δεξιός επιταχυντισμός” υποστήριζει την απροσδιόριστη ενίσχυση του ίδιου του καπιταλισμού, πιθανόν για να φέρει ένα σημείο μιας τεχνολογικής ιδιομορφίας (δείτε προηγούμενη σημείωση, επίσης το εξαιρετικό άρθρο του Guardian: https://www.theguardian.com/world/2017/may/11/accelerationism-how-a-fringe-philosophy-predicted-the-future-we-live-in).

20 Στμ. Καμεραλισμός (καμαρίλα😉 (στα αγγλικά Cameralism) ήταν μια γερμανική επιστήμη και τεχνολογία διοίκησης τον 18ο και 19ο αιώνα. Το πεδίο με την πιο στενή του έννοια ασχολιόταν με τη διαχείριση των οικονομικών του κράτους. Σύμφωνα με τον David F. Lindenfeld, διαιρούνταν σε τρία: δημόσια οικονομικά, Oeconomie και Polizei. Όμως όρος Oeconomie και ο όρος Polizei δεν σημαίνει ακριβώς “οικονομικά” και “δημόσια αστυνόμευση”, αντίστοιχα, με τη σύγχρονη έννοια.

21 Στμ.

22 Στμ. Στο πρωτότυπο: Rust Belt. Τμήμα των βορειοανατολικών και μεσοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ που χαρακτηρίζονται από παρακμάζουσα βιομηχανία, παλιωμένα εργοστάσια και μειούμενο πληθυσμό. Πόλεις παραγωγής ατσαλιού στην Πενσυλβάνια και το Οχάιο είναι στο κέντρο της ζώνης αυτής.

23 Στμ. Στο πρωτότυπο: Just putting it out there.

24 Στμ. Στο πρωτότυπο: red states. Όχι δεν είναι οι “επαναστατικές” πολιτείες! Είναι οι πολιτείες που στις εκλογές κυριάρχησαν οι Ρεπουμπλικάνοι! Λέγονται “κόκκινες” γιατί το χρώμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στους εκλογικούς χάρτες επικράτησε να είναι τελικά το κόκκινο (δείτε πχ. εδώ: https://www.theverge.com/2012/11/6/3609534/republicans-red-democrats-blue-why-election).

25 Στμ. Στο πρωτότυπο: anime (από το λατινικό άνιμα, “ψυχή”), η λέξη που χρησιμοποιείται από τον δυτικό κόσμο για να χαρακτηρίσει τα ιαπωνικά κινούμενα σχέδια (με το χέρι ή ηλεκτρονικά).

26 Στμ.

27 Στμ. Στο πρωτότυπο: augmentation. Μπορεί να αποδοθεί και ως “διευρημένη”, “ενισχυμένη”. Επιλέγουμε το “επαυξημένη” καθώς μοιάζει να έχει καθιερωθεί πχ. στον χώρο της “Augmented Reality” (AR).

28 Στμ. Στις ΗΠΑ, μια επιτροπή πολιτικής δράσης (political action committee, PAC) είναι ένας τύπος οργάνωσης που συλλέγει συνεισφορές για μια υποψηφιότητας από τα μέλη της και δωρίζει αυτά τα ποσά για μια εκστρατεία υπέρ ή κατά υποψηφίων, πρωτοβουλίες για δημοψηφίσματα ή πέρασμα νομοθεσίας κ.λπ. Ο νομικός όρος PAC δημιουργήθηκε κατά την επιδίωξη μιας μεταρρύθμισης της διαδικασίας προεκλογικής χρηματοδότησης στις ΗΠΑ.

29 Στμ. GOP: άλλη ονομασία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος από τα αρχικά του Grand Old Party,

30 Στμ. στο πρωτότυπο: Beasts of Burden: τα ζώα (ονομαζόμενα στα αγγλικά και pack animals) που χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν βάρη στην πλάτη τους (σε αντίθεση με αυτά που “σέρνουν” βάρη και ονομάζονται draft animals). Παραδοσιακά τέτοια υποζύγια-αχθοφόροι είναι φυσικά τα πολύ γνωστά μας άλογα, γαϊδούρια και μουλάρια αλλά και οι καμήλες, τα γιακ, τα λάμα κ.λπ.

O Μακρόν, η μεσαία τάξη και η πολιτική: σκέψεις για τις προεδρικές εκλογές του 2017

Αν το προλεταριάτο δεν έχει να πει τίποτα γι’ αυτό το ζήτημα, είναι επειδή, με το τέλος του προηγούμενου εργατικού κινήματος, έχει χάσει τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Για το προλεταριάτο του προηγούμενου κύκλου αγώνων, υπήρχε μια συνέχεια ανάμεσα στην πολιτική του εκπροσώπηση και τους αγώνες του, ανάμεσα στο κόμμα και το συνδικάτο: αυτό το ιστορικό κίνημα ήταν αυτό της ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος πριν γίνει αυτό της διάλυσής του. Σήμερα, αυτή η κοινωνική κατηγορία (η εργατική τάξη) που ενοποιήθηκε η ίδια σε έναν επαναστατικό ιστορικό ρόλο (το προλεταριάτο), υπάρχει μέσα στο κεφάλαιο μόνο σαν μια μάζα εργασίας προς εκμετάλλευση. Η ενότητα δεν μπορεί να βρεθεί πουθενά: το προλεταριάτο έχει γίνει “οι λαϊκές τάξειςΕίναι αυτές οι “λαϊκές τάξεις” που ο αριστερός λαϊκισμός θέλει να διεκδικήσει εκλογικά μαζί με το Εθνικό Μέτωπο.

Η λαϊκιστική ομάδα Λεπέν-Μελανσόν, που αντιπροσωπεύει de facto την αντιπολίτευση στο φιλελεύθερο διαχειριστικό/τεχνοκρατικό κόμμα του Μακρόν, είναι η ιδεολογική ύπαρξη αυτού του “λαού” της μεσαίας τάξης που σείει τα κουράλια των “λαϊκών τάξεων”, οι οποίες απέχουν από ένα παιχνίδι στο οποίο δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα.

Δεν υπάρχει άλλη πολιτική σήμερα, γιατί οποιαδήποτε πολιτική υποδηλώνει μια αναγνώριση, έστω και κριτική, των κατηγοριών του κεφαλαίου ως των το ανυπέρβλητων του κοινωνικού: το κεφάλαιο είναι η ίδια η κοινωνία. Κάθε Κράτος, στον βαθμό που αντιπροσωπεύει την κοινωνία, είναι το κράτος μιας αστικής τάξης, και ακόμα και ένα εργατικό Κράτος – αν υποθέσουμε ότι υπήρξε κάτι τέτοιο κάποτε – δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι οτιδήποτε άλλο από ένα Κράτος-επιτηρητής.

Οι προεδρικές εκλογές στη Γαλλία το 2017 ήταν αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε μια μικρή συγκυρία: μια κοινωνική δομή σε κρίση καταρρέει υπό το βάρος των αντιφάσεών της και, την ίδια στιγμή και για τους ίδιους λόγους, καταφέρνει να ανακάμψει. Όχι σε καινούριες βάσεις, αλλά περισσότερο στην ίδια γραμμή με αυτό πο υπήρχε πριν. Είναι μια προσαρμογή στην κατάσταση όπως αυτή μπορε να συλληφθεί/κατανοηθεί από αυτή τη δομή: η κρίση διαμορφωμένη και επιλυόμενη με τους δικούς της όρους. Με λίγα λόγια είναι ένα στρίψιμο της βίδας και μια επιστροφή στην τάξη, όπου μια “μεγάλη” συγκυρία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από την αδυναμία αποκατάστασης αυτής της τάξης.

Σαν μια γάτα που προσγειώνεται στα πόδια της, η γαλλική πολιτική τάξη, μέσω της διάσπασης των δύο κομμάτων που μοιράζονταν την εξουσία για τριάντα χρόνια και αποτελούν το αντικείμενο αυξανόμενα πιεστικής κριτικής, έχει πετύχει, αντιμέτωπη με τον λαϊκισμό της δεξιάς και της αριστεράς, να συνεχίσει να “λειτουργεί”. Το να μιλήσει κανείς για επανασύνθεση δεν αλλάζει τίποτα: αυτό που συνέβη, κάτω από το εξωτερικό κάλυμα μιας “μεγάλης ανακατάταξης/αναταραχής”, ισοδυναμεί με την αποδοχή των γεγονότων και την επίταση αυτού που ήταν το υπόβαθρο της κρίσης νομιμοποίησης της πολιτικής στη Γαλλία: το σύστημα εναλλαγής καταλήγει σε ένα μονοκομματικό σύστημα που εφαρμόζει μια μοναδική πολιτική.

Το Κράτος έχει δύο πτυχές: από την μια πλευρά, ένα σύνολο θεσμών και έναν λειτουργικό ρόλο στο κεφάλαιο, από την άλλη. Οι θεσμοί υπάρχουν για τον εαυτό τους, παίζουν το δικό τους παιχνίδι και δεν επιδιώκουν απαραίτητα να εκπληρώσουν αυτόν τον λειτουργικό ρόλο, για τον οποίον δεν έχουν πάντα άμεση επίγνωση. Χρειάζονται διαμεσολαβήσεις για να προσαρμόσουν τις δράσεις τους. Μια από τις σχέσεις τους με την πραγματικότητα – την δική τους πραγματικότητα – είναι η πολιτική των εκλογών και αυτό που αποκαλείται “επικύρωση της εκλογικής κάλπης”: η διαμεσολάβηση ανάμεσα στο εκλογικό σώμα (που μετονομάζεται σε “λαό” ή “έθνος”) και τις άρχουσες τάξεις. Αλλά αυτή η σχέση με το πραγματικό είναι επίσης αποτέλεσμα της κρατικής δομής: οι μέθοδοι ψηφοφορίας καθώς και οι πρακτικές τροπικότητες των εκλογών τίθενται από το Κράτος και αντιστοιχούν σε στρατηγικές που προσιδιάζουν σε πολιτικές στιγμές και τα συμφέροντα κάποιων παραγόντων. Η λειτουργία της Πέμπτης Δημοκρατίας απάντησε στα συμφέροντα του Ντε Γκωλ το 1958, το σύστημα της αναλογικής σε αυτά του Μιττεράν κοκ. “Η στιγμή της Δημοκρατίας” δεν είναι με κανέναν τρόπο εκτός της λειτουργίας των θεσμών· είναι μόνο εντελώς σχετική με τη στιγμή που ο θεσμός διακινδυνεύει από τον εαυτό του όπως αυτός αντιπροσωπεύεται από τους ιδεολόγους της δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, στη Γαλλία, και εντός των θεσμικών ορίων, οι εκλογές είναι ελεύθερες (κάτω από τις συνθήκες που ξέρουμε: υπογραφές των δημάρχων κ.λπ.) και δεν “μαγειρεύονται”: τα πράγματα δεν είναι “στημένα” από πριν.

Ολόκληρη η προεκλογική εκστρατεία όχι μόνο έδειξε αλλά και απεικόνισε την κρίση νομιμοποίησης των πολιτικών ελίτ. Τα σκάνδαλα του Fillon, η εκλογή του Hamon στην προεδρία του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS) και η άνοδος του Μελανσόν, η σταθερή αγκύρωση του Εθνικού Μετώπου (FN), όλα τοποθετημένα στο πλαίσιο του τέλους της εντολής για τον Ολλάντ που κατάφερε να τρομοκρατήσει τους πάντες: αυτή η εκστρατεία θα ήταν μια εκστρατεία λαϊκής δυσαρέσκειας και αμφισβήτησης του γαλλικού πολιτικού συστήματος.

Στη διάρκεια των λίγων μηνών αυτής της εκστρατείας, όλοι οι σχολιαστές συμφωνούσαν ότι ένας άνεμος επανάστασης έπνεε στη γαλλική πολιτική. Η διαφθορά των ελίτ, η αποκοπή τους από τις προσδοκίες του κόσμου, η εμμονή τους με τους προνομιούχους και τα εγγυημένα εισοδήματα σε μια κοινωνία στην οποία το κοινωνικό στάτους βιώνεται όλο και περισσότερο σαν κάτι που πρέπει να “ξαναπαίζεται” διαρκώς, όλα αυτά είχαν αναμφισβήτητα κουράσει “τους Γάλλους”. Και όμως, οι δημοσκοποήσεις απηχούσαν, αδιάλλακτα, ότι ο Emmanuel Macron προηγείτο της Μαρίν Λεπέν και αυτό είναι που συνέβη, λες και κάτω από τις αναταράξεις και τον κοχλασμό της επιφάνειας, στο βάθος του εκλογικού σώματος το παιχνίδι είχε ήδη παιχτεί (ο κύβος είχε ήδη ριφθεί).

Ο Emmanuel Macron ήταν όντως ο υποψήφιος του περίφημου “συστήματος”, του οποίου η ανικανότητα να προσδιορίσει τι είναι, από μόνη της επιδεικνύει την καθολικότητά του. Η υποψηφιότητά του επανενδυναμώθηκε από την πολιτική στροφή που πήραν οι άλλοι υποψήφιοι, και την επιβεβαίωση της θέσης του καθενός στην σύγχυση/αναταραχή της εκστρατείας.

Το σύστημα” είναι αυτό της φιλελεύθερης και εντελώς οικονομικής διαχείρισης της κοινωνίας από το Κράτος. Η νίκη του Μακρόν είναι η συνομάδωση όλων αυτών που προκρίνουν αυτή τη διαχείριση, πέρα από τις μικρο-πολιτικές κουλτούρες που κάνει κάποιους, είτε ανάμεσα στον κόσμο είτε ανάμεσα στις ελίτ, να ονομάζονται “δεξιοί” και άλλοι “αριστεροί”. Η καθολική δεξιά, προσωποποιημένη στον Φιγιόν, όπως και η σοσιαλδημοκρατική ή σοσιαλιστική-λαϊκή αριστερά που ενσάρκωναν ο Hamon και ο Μελανσόν, και η λαϊκιστική δεξιά της Λεπέν, ισχυρίζονται ότι βασίζονται σε αυστηρά πολιτικές αρχές και αξίες, που υποτίθεται ότι καθορίζουν τη διακυβέρνηση και την συμπεριφορά των επιχειρήσεων. Αντίθετα, ο Μακρόν δεν έχει άλλες αξίες από αυτές του υπάρχοντος· η συμπεριφορά του δεν καθοδηγείται από οποιαδήποτε υπερβατικότητα, είτε είναι ο Θεός, είτε ο Λαός, είτε το Έθνος είτε η Χειραφέτηση των ανθρώπων, η συμπεριφορά του είναι εντελώς εμμενής. Τα πράγματα είναι αυτά που είναι και δεν υπάρχουν θαύματα.

Από το “σημείο καμπής της αυστηρότητας” το 1983, όλες οι διαδοχικές κυβερνήσεις στη Γαλλία έχουν επιδιώξει ταυτόσημες, ουσιαστικά, πολιτικές στην οικονομική σφαίρα. Οι τελευταίες αποκλίσεις μεταξύ δεξιάς και αριστεράς περιορίζονται σε ζητήματα μεθόδου, αλλά οι ιδέες/η σύλληψη είναι οι ίδιες. Οτιδήποτε άλλο δεν είναι παρά ήθη, πολιτική κουλτούρα, συνήθειες και παραδόσεις που η καπιταλιστική κοινωνία έτσι κι αλλιώς διαλύει. Υπάρχουν πολύ λίγα πέρα από το ζήτημα του γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων που να επιτρέπουν στη δεξιά και την αριστερά να διακριθούν η μια από την άλλη.

Μετά την κρίση του 2008, αυτή η διαχείριση απέκτησε έναν χαρακτήτα κατεπείγοντος, που φανερώθηκε/εκδηλώθηκε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες με πολιτικές λιτότητας που βύθισαν ολόκληρους πληθυσμούς στη φτώχεια. Αυτά τα μέτρα συνίσταντο ουσιαστικά στην ελαχιστοποίηση των δημοσίων δαπανών, το κόψιμο του έμμεσου μισθού και των επιδομάτων που σήμερα αποτελούν ένα αυξανόμενο συμπλήρωμα του μισθού για ένα αυξανόμενο κομμάτι του εργατικού δυναμικού, και στο να κάνουν την εργασία πιο ευέλικτη εξαλείφοντας οποιαδήποτε “δυσκολία” στις προσλήψεις και τις απολύσεις, κάτι που μακροπρόθεσμα σημαίνει την εξαφάνιση οποιωνδήποτε συμβάσεων εργασίας. Στη Γαλλία ο Εργασιακός Νόμος, στη Γερμανία οι νόμοι Hartz1 (που εφαρμόστηκαν πριν από την κρίση του 2008, κάτι που περιόρισε τις συνέπεις της κρίσης στις επενδύσεις), στην Ιταλία ο “Νόμος για τις Δουλειές”, οι δομικές μεταρρυθμίσες της κυβέρνησης Ραχόι στην Ισπανία: όλοι αυτοί οι νόμοι έχουν το ίδιο περιεχόμενο.

Το γαλλικό εκλογικό σώμα είναι αντιμέτωπο λοιπόν με μια πολιτική που είναι η ίδια και στη Γαλλία και στην Ευρώπη. Η εντύπωση ότι “όλοι είναι ίδιοι” είναι βαθιά ριζωμένη σε αντιλήψεις και νοοτροπίες και επιβεβαιώνεται εύκολα από τα γεγονότα. Η de facto ακύρωση των εκλογών του 2005 για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και το γεγονός ότι είναι οι βουλευτές “που εκλέγονται από τον λαό” που επικυρώνουν αυτό που ο ίδιος αυτός “λαός” απορρίπτει, μόνο επανενίσχυσε αυτό το αίσθημα, που επιδεινώθηκε από την κρίση και την ιδέα ότι η Γαλλία είναι παγιδευμένη στις ευρωπαϊκές πολιτικές. Ο “λαός” έχει την αυξανόμενα επώδυνη αίσθηση ότι η φωνή του κατάσχεται από ένα πολιτικό προσωπικό που ενεργεί με αποφάσεις που λαμβάνονται αλλού, έξω από τις κάλπες.

Παρ’ όλα αυτά, ο Emmanuel Macron κέρδισε τις προεδρικές εκλογές. Παρά το γεγονός ότι υποστηρίχτηκε ευρέως, θετικά ή εξορισμού (μπορεί κανείς να αναρωτηθεί τι θα συνέβαινε, για παράδειγμα, με μια υποψηφιότητα Ζυππέ αντί της καταστροφικής υποψηφιότητας Φιγιόν) από έναν μεγάλο κομμάτι της πολιτικής τάξης, από έναν μεγάλο αριθμό των ΜΜΕ και των μεγάλων επιχειρήσεων, ήταν πραγματικά στο γαλλικό εκλογικό σώμα που κυριάρχησε η υποστήριξή του.

Η γαλλική μεσαία τάξη, έχει υπάρξει μέχρι σήμερα, αγκυρωμένη στον θεμέλιο μύθο της ένδοξης δεκαετίας του 1930. Από το εθνικό πρόγραμμα της Αντίστασης μέχρι τον Μάη του 1968, μέσω της φιγούρας του Στρατηγού Ντε Γκωλ, ολόκληρο το γαλλικό πολιτικό φαντασιακό έχει αυτή την περίοδο ως σημείο αναφοράς. Στο τέλος του πολέμου, η ανάγκη ανοικοδόμησης της χώρας για την επανεκκίνηση της οικονομίας απαιτούσε μαζικές επενδύσεις σε υποδομές, στέγαση, εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού κοκ. Η οικονομική ανάκαμψη επέτρεψε σε μάζες ανθρώπων να έχουν μια καλλίτερη καθημερινή ζωή (νερό και φυσικό αέριο σε κάθε όροφο) και τους έδωσε πρόσβαση στη μαζική κατανάλωση. Ο ανελκυστήρας της κοινωνικής ανέλιξης λειτουργούσε, κάτι που πρέπει να κατανοηθεί λιγότερο ως μια “άνοδος” των λαϊκών τάξεων και περισσότερο σαν μια, αρχικά ενορχηστρωμένη και σχεδιασμένη και στην συνέχεια αυτόματη, καθοδική αναδιανομή. Υπήρχε μια σύμπτωση της παραγωγής αξίας και της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, η παραγωγικότητα και τα στάνταρ της ζωής προχωρούσαν χέρι-χέρι, κι έτσι όλα λειτουργούσαν για το καλλίτερο στον καλλίτερο δυνατό καπιταλιστικό κόσμο. Αυτή η περίοδος είναι προφανώς παρελθόν, και μάλιστα προ πολλού, αλλά το πέρασμα του χρόνου απλά προσθέτει λάμψη στους μύθους.

Σήμερα, η αυτόματη αναδιανομή παραμένει μπλοκαρισμένη στην κορυφή της κοινωνικής κλίμακας, όπου “εξακολουθεί να δουλεύει”. Στο επίπεδο των μισθών, η υπεραξία δεν “εξομαλύνεται” πλέον μέσω της αλυσίδας παραγωγής αλλά εστιάζεται κυρίως στο μάνατζμεντ. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει αυτόματη κοινωνική ανέλιξη, είναι η κληρονομιά που αποφασίζει το κοινωνικό στάτους2, και ο ανταγωνισμός κάνει τα υπόλοιπα. Το κοινωνικό στάτους δίνεται από το περιβάλλον προέλευσης αλλά είναι απαραίτητο να δουλεύει κανείς για να το διατηρήσει, και να δουλεύει ακόμα περισσότερο για να το βελτιώσει. Από κει και πέρα, το κοινωνικό στάτους αποκτά τη μορφή ενός προνομίου (κληρονομιά) που πρέπει να το υπερασπιστείς (εργασία). Η κοινωνική ανέλιξη, όταν υπάρχει, είναι ένας ατομικός ανταγωνισμός για να πλησιάσει κανείς πιο κοντά στον πλούτο, ο οποίος είναι συζευγμένος με συλλογικές και κοινωνικές στρατηγικές για τη διατήρηση των διακρίσεων και των προνομίων.

Ο Μακρόν, και στο πρόσωπό του και στο “σχέδιό” του, απαντά τέλεια ακριβώς αυτό το ερώτημα: είναι η επιτομή του νεαρού απόφοιτου της ανώτερης μεσαίας τάξης που, μέσα από τη σκληρή δουλειά του και παρά τον ανταγωνισμό, καταφέρνει να ανέβει ψηλότερα από την αρχική του θέση. Γι’ αυτόν η ανεργία δεν είναι τόσο ένα ατύχημα του παρελθόντος αλλά μια ευκαιρία για επανεκπαίδευση και απόκτηση καινούριων εμπειριών3: είναι ένα στοιχείο της καριέρας, μέρος μιας ευρύτερης κοινωνικής στρατηγικής. Και είναι με βάση την καλή πίστη που θα μπορούμε να ενθαρρύνουμε τους εργάτες της Whirlpool να δείξουν πνεύμα πρωτοβουλίας και να αδράξουν την ευκαιρία που θα αντιπροσωπεύει η επόμενη απόλυσή τους: για τον Μακρόν, έτσι δουλεύει το πράγμα.

Αυτή η κατάσταση δεν είναι χωρίς τις δυσκολίες της. Για τους νέους, που είναι μια αποφασιστική κατηγορία ανθρώπων σε σχέση με το τι θα είναι το αύριο, η επιμήκυνση των σπουδών, η υποτίμηση των περισσότερων κοινών πτυχίων, το γεγονός ότι μετά από χρονοβόρες σπουδές δεν ανταμοίβονται με μια δουλειά ανάλογη αυτής της επένδυσης, προκαλούν μεγάλη πικρία στα χαμηλότερα στρώματα της μεσαίας τάξης. Στην τάξη αυτή, τα ανώτερα στρώματα έχουν πετύχει να ανέβουν ψηλότερα και να επαναβεβαιώσουν/ανανεώσουν τα προνόμιά τους: οι προσλήψεις μέσα από τις μεγάλες πανεπιστημιακές σχολές, τα δίκτυα σχέσεων κ.λπ., εξασφαλίζουν ότι δεν θα βρεθούν στην κοινή ζούγκλα για το ψάξιμο για μια “δουλειά”. Παρ’ όλα αυτά, το 80% των νέων αποφοίτων βρίσκει δουλειά στο τέλος των σπουδών τους.

Αλλά οι πραγματικές δυσκολίες που προκύπτουν από το γεγονός ότι τα προνόμια πρέπει να τα υπερασπιστούν με νύχια και με δόντια μας κάνει να ξεχνάμε ότι κάποιοι αποκλείονται από τον ανταγωνισμό. Για τους νέους της εργατικής τάξης, ο δρόμος της καριέρας δεν είναι αντικείμενο κοινωνικής στρατηγικής αλλά συνήθως κάτι που πρέπει να το υποφέρουν: προσανατολισμός σε υποτιμημένους τομείς ή έλλειψη προσόντως και πρόωρη έξοδος από το εκπαιδευτικό σύστημα, ενδημική επισφάλεια και ανεργία (το είδος ανεργίας που δεν στοιχείο καριέρας αλλά που σε βγάζει στον δρόμο), με το πέρασμα κάνει όλο και περισσότερο ρεύμα μέσα από το παράθυρο και η πολιτισμική φυλακή είναι η τύχη για τους περισσότερους νεαρούς προλετάριους, που έχουν ελάχιστα προνόμια για να υπερασπιστούν. Αυτός ο κοινωνικός ανταγωνισμός που αποκλείει, συνοδεύεται πολύ εύλογα και από έναν εκλογικό “εκτοπισμό”: η εργατική τάξη δεν πάει να ψηφίσει. Αυτοί που ξέρουν ότι δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από τις εκλογές είναι λογικό να μην ζητούν τίποτα.

Η γαλλική μεσαία τάξη υποφέρει από μια προκατάληψη στην αναπαράσταση που έχει η ίδια για τον εαυτό της: βλέπει τον εαυτό της φτωχότερο απ’ όσο είναι. Η ομιλία του Μελανσόν αγγίζει την καρδιά της: οι αστοί είναι οι “άλλοι”, και η ίδια (η μεσαία τάξη) πραγματικά αηδιάζει από τον πλούτο όλων αυτών των μεγάλων αφεντικών του CAC404 και των χρυσών αλεξίπτωτων που έχουν, όταν αυτή παλεύει για να κλείσει τον προϋπολογισμό της, την μια πληρώνοντας τις δόσεις του σπιτιού, την άλλη του αυτοκινήτου, και αφήνει κάθε χρόνο όλο και λιγότερα για τις διακοπές της. Αλλά από τη στιγμή που περνά ο θυμός, τότε διστάζει για πολύ ριζοσπαστικά μέτρα που θα μπορούσαν να τρομάξουν τους εργοδότες. Είναι αλήθεια ότι τα αφεντικά υπερβάλλουν, αλλά τι θα κάναμε αν δεν υπήρχαν; Ίσως είναι καλλίτερο να ψάξουμε για έναν συμβιβασμό.

Αυτή η προκατάληψη δεν είναι μια απλή νοητική “παρέκκλιση” ή το αποτέλεσμα μιας τάσης για υπερβολική γκρίνια: είναι μέρος μιας κοινωνικής στρατηγικής που έχει σαν αποτέλεσμα να κάνει τις προκαταλήψεις της μεσαίας τάξης το αποκλειστικό επίκεντρο της πολιτικής ζωής και να καθιστά αόρατα τα κομμάτια της τάξης που είναι στην πιο μειονεκτική θέση. Ο λόγος του “99%”, αυτός του “λαού” μπροστά στις ελίτ ή την ολιγαρχία, και που σήμερα είναι ο μοναδικός λόγος που αντιτίθεται στον φιλελεύθερο λόγο, είναι μια ιδεολογική κατασκευή που έχει – καθόλου τυχαία – σαν συνέπεια να καθιστά αόρατη την αυξανόμενη φτώχεια του προλεταριάτου. Αναπαριστώντας το κεφάλαιο ως μια αδιαφοροποίητη μάζα χρημάτων, κάποιος συγχέει το εισόδημα από κεφάλαιο με το εισόδημα από τον μισθό στο ίδιο και το αυτό σύνολο που θα έπρεπε να αναδιανέμεται ισότιμα αλλά για κάποιο μυστηριώδη λόγο αυτόν δεν συμβαίνει. Εν ολίγοις, αυτό που εξαφανίζεται είναι η εκμετάλλευση και μαζί με αυτήν και αυτοί που την υφίστανται. Αυτός ο λόγος “κοινωνικής δικαιοσύνης” είναι στην πραγματικότητα ένα όπλο στην ταξική πάλη της μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων, των οποίων το στάτους απειλείται, στάτους που εξαρτάται αποκλειστικά από την απόσπαση υπεραξίας στις πλάτες του προλεταριάτου.

Αν το προλεταριάτο δεν έχει να πει τίποτα γι’ αυτό το ζήτημα, είναι επειδή, με το τέλος του προηγούμενου εργατικού κινήματος, έχει χάσει τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Για το προλεταριάτο του προηγούμενου κύκλου αγώνων, υπήρχε μια συνέχεια ανάμεσα στην πολιτική του εκπροσώπηση και τους αγώνες του, ανάμεσα στο κόμμα και το συνδικάτο: αυτό το ιστορικό κίνημα ήταν αυτό της ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος πριν γίνει αυτό της διάλυσής του. Σήμερα, αυτή η κοινωνική κατηγορία (η εργατική τάξη) που ενοποιήθηκε η ίδια σε έναν επαναστατικό ιστορικό ρόλο (το προλεταριάτο)5, υπάρχει μέσα στο κεφάλαιο μόνο σαν μια μάζα εργασίας προς εκμετάλλευση. Η ενότητα δεν μπορεί να βρεθεί πουθενά: το προλεταριάτο έχει γίνει “οι λαϊκές τάξεις”6.

Είναι αυτές οι “λαϊκές τάξεις” που ο αριστερός λαϊκισμός θέλει να διεκδικήσει εκλογικά μαζί με το Εθνικό Μέτωπο7. Κάποιος μπορεί πάντα να κάνει την καθαρά κοινωνιολογική παρατήρηση της εξατομίκευσης της τάξης και της εξαφάνισης της εργατικής ταυτότητας, παρατήρηση που αντικειμενικοποιεί τις ταξικές σχέσεις που οδήγησαν σ’ αυτή την κατάσταση, “πνίγοντάς” τες σε ένα περιγραφικό ρεύμα που πηγαίνει από τους μετασχηματισμούς στο αστικό περιβάλλον στις εργασιακές διαδικασίες, προσθέτοντας σε αυτό φύρδην-μίγδην τον ρόλο των νέων μέσων ή των οικογενειακών σχέσεων. Όταν όλα αυτά τα “κοινωνικά” φαινόμενα έχουν παρατηρηθεί δεόντως, βγαίνει το συμπέρασμα ότο το ΕΜ θα έπρεπε να είναι ο κύριος ευνοημένος από αυτή την εξατομίκευση, καθώς θα πρότεινε μια εθνική ταυτότητα σε αντικατάσταση της “αληθινής” εργατικής ταυτότητας. Θα έπρεπε λοιπόν να ανασυστήσουμε την ταυτότητα αυτή, κανείς δεν ξέρει πώς: μερικοί προτείνουν να οργανουμε “λαϊκά απεριτίφ”. Αλλά δεν μπορούμε να εφεύρουμε μια ταξική ταυτότητα για τις απλές ανάγκες του εκλογικού σκοπού, και όταν ο Μελανσόν καταφέρνει να ακουστεί από το εκλογικό σώμα, δεν είναι στο όνομα μιας ταξικής ταυτότητας ριζωμένης στους αγώνες αλλά μιλώντας επίσης και στο όνομα της Πατρίδας και του Έθνους, μιλώντας όχι στους προλετάριους ούτε καν στην εργατική τάξη αλλά στους Γάλλους8.

Υπάρχει, όμως, καιρός για στεναγμούς και καιρός για να γυρίσουμε στη δουλειά. Οι προεδρικές εκλογές του 2017 επέτρεψαν στους δυσαρεστημένους να μιλήσουν. Το σκάνδαλο Φιγιόν έκαναν εφικτό να σπάσει το απόστημα και να εκδηλωθεί το “μπούχτισμα”. Την ίδια στιγμή επέτρεψαν την ταυτόχρονη ανάδυση του Μακρόν και μιας λαϊκιστικής ομάδας, επικαιροποιώντας έτσι το γαλλικό πολιτικό τοπίο. Αυτή η επανασύνθεση είναι επαρκής για το τωρινό επίπεδο της κρίσης στη Γαλλία: οι ανησυχίες εκφράζονται, αλλά όχι στο σημείο λήψης δρακόντειων μέτρων, η αποτελεσματικότητα των οποίων θα ήταν εξαιρετικά αμφίβολη. Είναι ασφαλές να στοιχηματίσουμε ότι αν η Λεπέν ή ο Μελανσόν έρχονταν στην εξουσία, θα ήταν μια κατάσταση στην οποία τα πράγματα δεν θα ήταν πλέον κυβερνήσιμα, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα9.

Η λαϊκιστική ομάδα Λεπέν-Μελανσόν, που αντιπροσωπεύει de facto την αντιπολίτευση στο φιλελεύθερο διαχειριστικό/τεχνοκρατικό κόμμα του Μακρόν, είναι η ιδεολογική ύπαρξη αυτού του “λαού” της μεσαίας τάξης που σείει τα κουράλια των “λαϊκών τάξεων”, που απέχουν από ένα παιχνίδι στο οποίο δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα. Προς το παρόν, όμως, η μόνη πραγματική πολιτική είναι αυτή του Μακρόν, και, κάπου, όλοι το ξέρουν αυτό. Όλοι ξέρουν, σήμερα, ότι τα προστατευτικά μέτρα και η μόνιμη παρέμβαση του κράτους που απαιτούνται από τους λαϊκιστές θα οδηγούσαν μόνο στον αποκλεισμό της Γαλλίας από την παγκόσμια αγορά. Όλοι οι εργαζόμενοι ξέρουν ότι η δουλειά τους και τα λογιστικά βιβλία των αφεντικών συνδέονται και ότι εξαρτώνται από την ενσωμάτωση της Γαλλίας στην παγκόσμια αγορά, με άλλα λόγια, στον καπιταλισμό όπως υπάρχει σήμερα. Στο τέλος, είναι πάντα ο Μακρόν που έχει δίκιο.

Η “μεγάλη αναταραχή” των προεδρικών εκλογών θα έχει οδηγήσει σε μια επιστροφή στην τάξη, επιτρέποντας την έκφραση των διαφόρων πολιτικών επιλογών που διαποτίζουν την τάξη που αντιπροσωπεύει το σύνολο της κοινωνίας ως μιας καπιταλιστικής κοινωνίας: τη μεσαία τάξη. Η αναδιανομή μέσω των μισθών δεν αντιστοιχεί παρά στην απόσπαση της υπεραξίας, όλες οι αναγκαιότητες της εκμετάλλευσης αναγνωρίζονται, στον βαθμό που υπόκεινται της ίδιας της ύπαρξης αυτής της τάξης. Η “κοινωνική δικαιοσύνη” είναι η δική της δικαιοσύνη, η κοινωνία είναι η δική της κοινωνία: η καπιταλιστική κοινωνία. Η πολιτική των εκλογών είναι ο χώρος και ο χρόνος της. Αλλά είναι δύσκολο να συμφιλιώσεις τα συμφέροντα αυτών που οι αγώνες τους συνίστανται στον περιορισμό της αποσπώμενης υπεραξίας και αυτών που η κοινωνική τους ύπαρξη απορρέει από την υπεραξία που έχει ήδη παραχθεί.

Δεν υπάρχει άλλη πολιτική σήμερα, γιατί οποιαδήποτε πολιτική υποδηλώνει μια αναγνώριση, έστω και κριτική, των κατηγοριών του κεφαλαίου ως των το ανυπέρβλητων του κοινωνικού: το κεφάλαιο είναι η ίδια η κοινωνία. Κάθε Κράτος, στον βαθμό που αντιπροσωπεύει την κοινωνία, είναι το κράτος μιας αστικής τάξης, και ακόμα και ένα εργατικό Κράτος – ακόμα και υποθέτοντας ότι κάτι τέτοιο υπήρξε κάποτε – δεν θα μπορούσε ποτέ τίποτα άλλο από ένα Κράτος-επιτηρητής. Το άλλο απόλυτο όλων των πολιτικών σήμερα είναι το προλεταριάτο, απολύτως απαραίτητο για την παραγωγή υπεραξίας και γι’ αυτό τον λόγο απολύτως απαρνημένο στην ύπαρξή του. Αυτή η άρνηση που πηγάζει από την παραγωγική διαδικασία, συνεχίζεται στην κοινωνική του ύπαρξη ως τάξη. Το άλλο απόλυτο είναι αυτό που δεν έχει τίποτα να πει και (έχει;) μια επανάσταση που πρέπει να γίνει (κάνει;)10, που είναι εντελώς υποταγμένο και συγχέεται με όλες τις άλλες υποταγμένες φιγούρες: τον Μαύρος, τον Άραβα, τη γυναίκα, τον άνεργο, τον εργάτη, τον φτωχό. Δεν υπάρχει καμμιά θετικότητα να βγει από κει, εκτός για τους εγγαστρίμυθους που μιλάνε εξ ονόματος άλλων. Οι αγώνες αυτών των κατηγοριών δεν προορίζονται να συγκλίνουν σε ένα μεγάλο χειραφετητικό κίνημα, με τους ηγέτες του, τους εκπροσώπους και τους ιδεολόγους του: οι αγώνες αυτοί είναι απλά η καθημερινή πορεία ενός κινήματος που είναι το κίνημα της αντίφασης που θα οδηγήσει – ή όχι – στην κομμουνιστική επανάσταση.

AC

1 Στμ. Νόμοι (ή μεταρρυθμίσεις ή σχέδιο) Hartz είναι ένα σύνολο προτάσεων μεταρρύθμισης – δηλαδή καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης – της γερμανικής αγοράς εργασίας που υποβλήθηκαν από μια επιτροπή υπό τον διευθυντή προσωπικού της Volkswagen, Peter Hartz (εξού και η ονομασία). Οι προτάσεις αυτές έγιναν μέρος της σειράς μεταρρυθμίσεων Ατζέντας 2010 της γερμανικής κυβέρνησης, γνωστές ως Hartz I – Hartz IV, και τέθηκαν σταδιακά σε εφαρμογή μεταξύ 2003 και 2005 προ κρίσης και από την κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων. Οι νόμοι αυτοί είναι μέρος της μακράς διαδικασίας αποικισμού της φτωχής Ανατολικής Γερμανίας, και μετασχημάτισαν βαθιά την αγορά εργασίας και την πολιτική του ταμείου ανεργίας. Μεταξύ άλλων, θεσπίστηκαν τα mini jobs (με κατάργηση των εργοδοτικών εισφορών) και τα midi jobs, τη δραστική μείωση της καταβολής επιδόματος ανεργίας σε ένα έτος και την υποκατάστασή του, στη συνέχεια, από κοινωνικό βοήθημα 374 ευρώ, και πολλά άλλα.

2 Στμ. Κομβικό σημείο. Αυτό το μπλοκάρισμα της κοινωνικής ανέλιξης τροφοδοτεί τις αντιλήψεις “φυσικοποίησης” του κοινωνικού στάτους, και συνεπώς τις ρατσιστικές και ακροδεξιές αντιλήψεις της “κληρονομικότητας” της φτώχειας που, με τη σειρά τους, συναντώντας τις φυλετικές αντιλήψεις της λευκής ανωτερότητας δημιουργούν στα μεν κομμάτια των λευκών ελίτ την πεποίθηση για τη διαιώνιση των ανισοτήτων (ακόμα και εις βάρος των λευκών φτωχών) στα δε κομμάτια της λευκής εργατικής τάξης το συναίσθημα και την πεποίθηση του “κλεμμένου παρόντος και μέλλοντος” για το οποίο φυσικά ευθύνονται αυτοί που “κανονικά είναι κατώτεροι” (και συνεπώς είναι “φυσικό” που είναι εξαθλιωμένοι, αλλά “πλεονάζοντας” μέσα στους λευκούς κοινωνικούς σχηματισμούς “συμπαρασύρουν” και τη λευκή πλειοψηφία στην εξαθλίωση) .

3 Στμ. Ακριβώς αυτό που λέμε σαν InMediasRes για το βλακώδες και αναντίστοιχο της πραγματικότητας αίτημα των αριστερών για “μόνιμη σταθερή δουλειά για όλους” και γιατί δεν έχει απήχηση στην ίδια την τάξη.

4 Στμ. CAC 40 (Cotation Assistée en Continu) γαλλικός χρηματιστηριακός δείκτης του, που αντιπροσωπεύει την κεφαλαιοποίηση των 40 σπουδαιότερων μετοχών ανάμεσα στις 100 μεγαλύτερες εταιρείες Euronext Paris (πρώην Χρηματιστήριο του Παρισιού).

5 Στμ. Εξαιρετικό σημείο για την ανάδειξη της διαφοράς ανάμεσα σε εργατική τάξη και προλεταριάτο, που έχει θιχτεί και στην κουβέντα μας (ως InMediasRes): η εργατική τάξη ως κοινωνική (κοινωνιολογική;) κατηγορία, ως τάξη που πρέπει να αναπαραχθεί εντός του κεφαλαίου, και το προλεταριάτο ως τάξη επαναστατική που αυτοκαταργείται καταργώντας το κεφάλαιο.

6 Στμ. Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να είμαστε αντι-λαϊκιστές και να ασκούμε κριτική στην κατηγορία του “λαού”, ιδιαίτερα αφού για την αριστερά ο “λαός”, εμφανιζόμενος ως “λαϊκές τάξεις”, θέλει να λειτουργεί ως οιονεί εργατική τάξη, ως μιας ιδεολογικοποιημένης πλέον κατηγορίας και της φενακισμένης “ενότητάς” της που συγκαλύπτει την ίδια την ταξική πάλη.

7 Στμ. Ακόμα ένα καταπλητικά καίριο σημείο. Δες τη θέση για τον εθνο-λαϊκισμό στο “Αμερικάνικος (και όχι μόνο) εφιάλτης: ακροδεξιός και αριστερός λαϊκισμός  και αντιστάσεις στην εποχή  της σύγχρονης αντεπανάστασης”, στην εφημερίδα “Ελέφαντας 3” και στο https://inmediasres.espivblogs.net/2017/06/06/stateandmovements.

8 Στμ. Όπως έχουμε γράψει και στο “Αμερικάνικος (και όχι μόνο) εφιάλτης…” είναι η γλώσσα μιας κατά φαντασίαν ενότητας της εργατικής τάξης που αντιπροσωπεύει ο “λαός” και οι “λαϊκές τάξεις”. Στην πραγματικότητα η αριστερά έχει επίγνωση του φενακισμένου χαρακτήρα των κατηγοριών της “εργατικής ταυτότητας” και της ενότητας της εργατικής τάξης που επικαλείται. Γι’ αυτό και τελικά ο λόγος της περί “εργατικής τάξης” και “εργαζομένων” διολισθαίνει πολύ γρήγορα στον λόγο για τον “λαό” (γαλλικό, ελληνικό κ.λπ.). Όμως ο λαός δεν είναι μπορεί παρά να είναι ο λαός-έθνος. Η μόνη “εφικτή” ενότητα που απομένει για τις “λαϊκές τάξεις” είναι η εθνική ενότητα, η μόνη ορατή αντικατάσταση της εργατικής ταυτότητας είναι η εθνική ταυτότητα, και ο λόγος της αριστεράς γίνεται πάραυτα λόγος για τους “Γάλλους”, τους “´Ελληνες” κ.λπ.

9 Στμ. Καταπληκτικό σχόλιο των συντρόφων! Πραγματικά μήπως πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά την άποψη ότι η κατάσταση για το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι αυτή της μη-κυβερνησιμότητας, που σημαίνει ακριβώς ότι ενέχει και τους κινδύνους πολεμικών περιπετειών για τους οποίους μιλάμε;

10 Στμ. Στο πρωτότυπο: L’autre absolu, c’est celui qui n’a rien à dire et une révolution à faire.

Αμερικάνικος (και όχι μόνο) εφιάλτης

ακροδεξιός και αριστερός λαϊκισμός  και αντιστάσεις στην εποχή  της σύγχρονης αντεπανάστασης

 

Όταν ο εκφασισμός απλώνεται στην καρδιά του καπιταλιστικού κόσμου, και μάλιστα στην πλανητική υπερδύναμη που λέγεται ΗΠΑ, τότε έχουμε κάθε λόγο να προβληματιζόμαστε σοβαρά. Η εκλογή Τραμπ, οι εκλογές στη Γαλλία (αλλά και οι αναλογίες με το Brexit), άνοιξαν ένα ευρύ πεδίο συζήτησης για τα πάντα: ποια είναι η κινητήρια δύναμη του εκφασισμού, πόσο χωμένα σε αυτά τα σκατά είναι κομμάτια των εκμεταλλευόμενων και γιατί, ποιες είναι οι προϋποθέσεις και οι δυνατότητες της δικής μας αντεπίθεσης, ιδιαίτερα σε σχέση με την δυναμική που αναπτύσσεται στο ανταγωνιστικό κίνημα στις ΗΠΑ. Είναι μια συζήτηση σε εξέλιξη (ιδιαίτερα στο πλαίσιο της ομάδας InMediasRes) και αυτό το κείμενο αποτελεί την, προφανώς, προσωπική συμβολή του υπογράφοντος σ’ αυτήν.

Τραμπ: Ένας “αντισυστημικός” πρόεδρος;

Όταν πέρσι το καλοκαίρι η προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ ήταν σε πλήρη εξέλιξη (και μάλιστα σε διπλό ταμπλό, καθώς τεράστιο ενδιαφέρον συγκέντρωνε και η μάχη Σάντερς εναντίον Χίλαρυ Κλίντον για την υποψηφιότητα των Δημοκρατικών) παράδοξα πολλά συνέβαιναν: το παραδοσιακό πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο, ακόμα και από το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, υποστήριζαν με ζέση την Κλίντον και οι περισσότεροι αναλυτές προεξοφλούσαν την επικράτησή της. Ελάχιστοι διακινδύνευαν την πρόβλεψη μιας νίκης του Τραμπ, μεταξύ των οποίων οι σύντροφοι της ελευθεριακής ομάδας Insurgent Notes, που σε ένα διαυγές, κάποιοι θα έλεγαν “προφητικό”, άρθρο πριν τις εκλογές έγραφαν:

Μπορεί και να συμβεί. Αυτό που φαινόταν, έναν χρόνο πριν, μια καταγέλαστη υποψηφιότητα είναι τώρα ένας πιθανός νικητής στην πιο άγρια πολιτική χρονιά από το 1968. Ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί, το παλιό κομματικό σύστημα των ΗΠΑ έχει καταρρεύσει. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν μοιάζει με κανέναν άλλο υποψήφιο…Η αξιοπρεπής κοινωνία της ανώτερης δημοσιοϋπαλληλίας, συμπεριλαμβανομένων ρευμάτων του Ρεπουμλικανικού κατεστημένου ακόμα και τους συνήθως “απολιτίκ” στρατιωτικούς, είτε αποσύρεται είτε υποστηρίζει ανοιχτά την Κλίντον. Στρατηγοί, διπλωμάτες, ειδήμονες της εξωτερικής πολιτικής και οι New York Times όλοι συμφωνούν ότι μια προεδρία του Τραμπ θα ήταν καταστροφή. Οι Financial Times κλαίνε δακρύβρεχτα για την πιθανή εξαφάνιση της “διεθνιστικής” (διάβαζε: κυριαρχούμενης από τις ΗΠΑ) παγκόσμιας τάξης σε ισχύ μετά το 1945. Τέτοιες διακηρύξεις δεν κάνουν καμμιά διαφορά· αν τίποτα άλλο, απλά προσθέτουν στα “αντι-καθεστωτικά” εύσημα και την “περηφάνεια” του Τραμπ” (Insurgent Notes: “Ο Τραμπ πρόεδρος;”)

Δεν πρόκειται, βέβαια, για “μαντικές” ικανότητες αλλά, μάλλον, για το ότι μέσα από την ανάλυσή τους οι Insurgent Notes κατάφεραν να δούνε τι έριχνε καύσιμο στις μηχανές του Τραμπ ώστε, παρά την προκλητικά ρατσιστική, μισογύνικη και εθνικιστική καμπάνια που διεξήγαγε, η απήχησή του να αυξάνει πέρα από το αναμενόμενο ακροατήριο υπερσυντηρητικών, φανατικών λευκών χριστιανών και της “εναλλακτικής” ή μη ακροδεξιάς. Γιατί δεν ήταν μόνο οι ακροδεξιοί που πείθονταν από τον Τραμπ. Ήταν και ένας κόσμος που, χωρίς να δηλώνει σε καμμιά περίπτωση ρατσιστής ή εθνικιστής, του έσκαγε ένα πονηρό χαμογελάκι, βλέποντας στο πρόσωπό του ένα outsider, έναν αντισυμβατικό και, γιατί όχι, “αντισυστημικό”, που δεν ελέγχεται από το κατεστημένο της Ουάσιγκτον. Ακόμα πιο παράδοξα, το γελάκι αυτό έσκαγε και σε αριστερά χείλη.

Οι μήνες πέρασαν και, τελικά, τον Νοέμβρη του 2016, ο ρατσιστής, μισογύνης και ημιγελείος Τραμπ έκανε την έκπληξη (ευνοημένος και από το ιδιόμορφο αμερικανικό εκλογικό σύστημα), κερδίζοντας την προεδρία και στέλνοντας ρίγη αντιφατικών συναισθημάτων στον πλανήτη. Οι φιλελεύθεροι-αριστεροί (ακαδημαϊκοί, ως επί το πλείστον) κύκλοι ανά τον κόσμο “βυθίστηκαν” στη θλίψη και την απελπισία, ψάχνοντας να βρουν τους υπαίτιους αυτής της ανοίκειας ανατροπής.

Άλλοι, βέβαια, και ήταν πολλοί, πανηγύριζαν: κάποιοι ακομπλεξάριστα και φανερά, σαν τον δικό “μας” υπουργό Άμυνας Καμένο, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει αμέσως “Τραμπικός”, και κάποιοι, κι εδώ είναι τα παράδοξα που είπαμε προηγουμένως, που “κρυφοπανηγύριζαν” – όπως το “Aριστερό Ρεύμα” της ΛΑΕ που, μέσω της ιστοσελίδας του ΙΣΚΡΑ, έσπευσε να χαρακτηρίσει την εκλογή Τραμπ ως, αν μη τι άλλο, δυνάμει ρήγμα στην τρισκατάρατη παγκοσμιοποίηση και αποσταθεροποιητικό παράγοντα της “Νέας Τάξης” (την επόμενη μέρα απέσυραν το σχετικό άρθρο, συνειδητοποιώντας, μάλλον, ότι ο ενθουσιασμός τους δεν ήταν και τόσο “διακριτικός”).

Άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο υποφαινόμενος, ρίχτηκαν στο διάβασμα, προσπαθώντας να καταλάβουν πώς γίνεται και ένας φασίστας, σαν τον Τραμπ, περνιέται για αντισυστημικός, και μάλιστα όχι μόνο από τους ακροδεξιούς· και, τελοσπάντων, τι είναι “αντισυστημικό” σήμερα. Έχοντας ήδη μια ιδέα για τον καθοριστικό ρόλο που παίζει η παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός στις αναλύσεις ενός τέτοιου “αντισυστημικού” κόσμου, και εμπνεόμενοι από την ανάλυση συντρόφων από τις ΗΠΑ και αλλού, προσπαθήσαμε να καταλάβουμε την κοινωνική δυναμική πίσω από αυτά τα παράδοξα.

Μα τι ψηφίζει τελοσπάντων (και δεν μιλάμε μόνο για τις ΗΠΑ) αυτή η εργατική τάξη ;

Όπως συνέβη και το καλοκαίρι του 2016 με το Brexit, πολύς λόγος έγινε για τη στάση της εργατικής τάξης και την ψήφο της. Και όπως με το Brexit, η φιλελεύθερη αριστερά απέδωσε την εκλογή Τραμπ στην “ανευθυνότητα” και την “έλλειψη συνείδησης” της εργατικής τάξης, που κλείνει το μάτι προς τον πατριωτισμό (φυσικά, άλλα κομμάτια της αριστεράς, και του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου, έτειναν να την αθωώνουν και να τα ρίχνουν όλα στους μικροαστούς). Ο ίδιος προβληματισμός τέθηκε και στις πρόσφατες εκλογές στη Γαλλία: τι θα ψήφιζαν, για παράδειγμα, οι οπαδοί του Μελανσόν και άλλα κομμάτια της εργατικής τάξης; Λεπέν, Μακρόν ή θα απείχαν; Το πραγματικό ερώτημα πίσω από αυτά είναι, ουσιαστικά, όπως λένε και οι σύντροφοι της γαλλικής ομάδας Carbure, το εξής: “είναι η εργατική τάξη αντιδραστική”;

Από μια άποψη, η απάντηση μοιάζει να είναι απλή, τουλάχιστον στη βάση της ίδιας της εκλογικής στατιστικής.

To ερώτημα αυτό μπορεί να απαντηθεί στα γρήγορα με μια εξέταση της εκλογικής στατιστικής: φυσικά και όχι, δεν ήταν η εργατική τάξη μόνο που εξέλεξε τον Τραμπ, ούτε καν ψήφισε μαζικά υπέρ του. Η εργατική τάξη παραμένει σε μεγάλο βαθμό η τάξη της αποχής”. (Carbure: “Ο Ντόναλντ Τραμπ, η αριστερά και η εργατική ψήφος”).

Συμπέρασμα με το οποίο συμφωνούν και οι Insurgent Notes, στο μετεκλογικό editorial τους με τον δικαιολογημένα “χαιρέκακο” τίτλο: “Μπαίνουμε στον πειρασμό να πούμε ότι σας το είχαμε πει αλλά δεν θα το κάνουμε”:

Το 17% όσων ψήφισαν Τραμπ είχαν υποστηρίξει προηγουμένως τον Σάντερς. Εκατό εκατομμύρια άνθρωποι δεν ψήφισαν – το πλειοψηφικό κόμμα της αποχής”.

Ήδη, όμως, στη θέση των Insurgent Notes, φαίνεται ότι η απάντηση είναι ίσως πιο πολύπλοκη. Ένα, σίγουρα όχι πλειοψηφικό, αλλά, οπωσδήποτε, σημαντικό ποσοστό της εργατικής τάξης, όχι μόνο ψήφισε Τραμπ αλλά και το έκανε αυτό μέσω μιας “αντιφατικής” κινητικότητας, μεταπηδώντας πχ. από τον Σάντερς στον Τραμπ. Κι αυτό φαίνεται προβληματικό γιατί:

…δίνει έναν χαρακτηριστικό εργατικό “τόνο” στις πρώην βιομηχανικές πολιτείες στα βορειοανατολικά των ΗΠΑ, που σε συνδυασμό με την έλλειψη ενθουσιασμού για μια ψήφο υπέρ των Δημοκρατικών, έγειρε αναμφισβήτητα την πλάστιγγα σε όφελος του Τραμπ. Κι εδώ έγκειται το πρόβλημα: σε αυτό το ανεξίτηλο κατάλοιπο αυτής της αποφασιστικής παρουσίας της ψήφου των εργατών, που δεν ξεπερνιέται, που μοιάζει με μια ακαθαρσία σε αυτές τις εκλογές, που λεκιάζει” (ό.π.).

Τι καθιστά, όμως, “ευάλλωτα” κομμάτια του προλεταριάτου στις “σειρήνες” του Τραμπ, της Λεπέν, της Χρυσής Αυγής και άλλων ακροδεξιών ρευμάτων; Και ποια είναι αυτά το κομμάτια; Τι σημαίνει αυτό για τη δυνατότητα των αντιστάσεών μας;

Οι Insurgent Notes παρατηρούν ότι:

Όπως ακριβώς στη Γαλλία ή τη Βρετανία, ο νέος δεξιός λαϊκισμός δεν προελαύνει στα καλωδιωμένα γιάπικα μητροπολιτικά κέντρα του Παρισιού ή του Λονδίνου, αλλά μάλλον στις παραμελημένες μεσαίες και μικρές πόλεις, περιλαμβανομένων πόλεων στις οποίες εξαναγκάστηκε να μετεγκατασταθεί η πρώην εργατική τάξη των μητροπόλεων εξαιτίας του αστικού εξευγενισμού. Έτσι συμβαίνει και στις ΗΠΑ, όπου ο Τραμπ δεν έχει καλές επιδόσεις στην περιοχή του Σαν Φρανσίσκο ή στη Νέα Υόρκη, αλλά στις μεσαίες, μικρές και αγροτικές δεξαμενές των “αχρείαστων” (Insurgent Notes: “Mπαίνουμε στον πειρασμό…”).

Διαβάζοντας περισσότερο αρχίσαμε να διαπιστώνουμε ότι τα κομμάτια της εργατικής τάξης που κλείνουν το μάτι στην ακροδεξιά είναι κατεξοχήν λευκοί εργάτες, που φτωχοποιούνται από την κρίση και αναζητούν τη σωτηρία τους στο έθνος-κράτος και ένα καινούριο “κοινωνικό συμβόλαιο”. Το ζήτημα περιπλέκεται γιατί αντίστοιχα συμβόλαια τάζουν και μεγάλα κομμάτια της (κατεξοχήν κρατικιστικής) αριστεράς. Τι συνδέει τα συμβόλαια αυτά και γιατί η ακροδεξιά ρητορική φαίνεται να είναι πειστικότερη και πιο ελκυστική;

(ακρο)δεξιός και (ακρο)αριστερός λαϊκισμός, αλλά, στην ουσία, λευκός εθνικισμός

τι είναι αυτό που τους ενώνει, τι είναι αυτό που μας χωρίζει;

Εδώ έχουμε να κάνουμε με πράγματα που “ενώνουν” και “χωρίζουν”. Η ετερόκλητη στάση του προλεταριάτου έχει μια αντικειμενική βάση την οποία οι αριστερές αφηγήσεις τείνουν να συγκαλύπτουν (επειδή, ακριβώς, η αριστερά έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην ενσωμάτωση του προλεταριάτου στην καπιταλιστική κανονικότητα). Η βάση αυτή είναι ο κατακερματισμός του προλεταριάτου.

…‘η’ εργατική τάξη είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικά κατακερματισμένη. ‘Το’ προλεταριάτο…δεν περιλαμβάνει μια ομοιογενή κοινωνική πραγματικότητα. Και αυτό δεν είναι τόσο ενδεικτικό μιας ‘δυσκολίας να οργανωθεί’ ή ‘διαιρέσεων’ που πρέπει να υπερβληθούν, αλλά είναι μια πραγματικότητα που σχετίζεται με αυτό που είναι δομικό στον καπιταλιστικό κόσμο” (Carbure: “Ο Ντόναλντ Τραμπ, η αριστερά και η εργατική ψήφος”).

Θέση που χρήζει, βέβαια, μεγάλης ανάλυσης, την οποία δεν θα κάνουμε εδώ. Μπορούμε διαισθητικά να την αντιληφθούμε από την ίδια την εμπειρία μας: πόσα κοινά υπάρχουν ανάμεσα σε έναν εργαζόμενο της ΔΕΗ ή του ΟΤΕ (ιδιαίτερα των “καλών” εποχών) και μια ταμία του σούπερ-μάρκετ ή έναν νεαρό τηλεφωνητή call centre; Ή ανάμεσα σε έναν Έλληνα οικοδόμο και έναν Πακιστανό συνάδελφό του;

Για την αριστερά (εννοώντας εφεξής και κομμάτια του α/α χώρου) οι θεμελιώδεις μετασχηματισμοί της ραγδαίας και βίαιης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης από τη δεκαετία του 1970 και μετά, η όλο και βαθύτερη υπαγωγή του προλεταριάτου στο κεφάλαιο, η διάλυση της “εργατικής ταυτότητας, είναι απλά η επέλαση του “νεοφιλελευθερισμού” και της “παγκοσμιοποίησης”. Με άλλα λόγια η δαιμονοποίηση συγκεκριμένων τμημάτων του κεφαλαίου (ιδίως του χρηματοπιστωτικού) που αποκτώντας, δήθεν, όλο και μεγαλύτερη “αυτονομία”, επελαύνουν άπληστα σε ολόκληρο τον πλανήτη, κουρελιάζοντας το “ωραίο” κοινωνικό συμβόλαιο που είχε υπογράψει η εργατική τάξη μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε που κάπως “τρώγαμε με χρυσά κουτάλια”. Η παγκοσμιοποίηση, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης το 2008, ως το κακοποιό έργο του νεοφιλελευθερισμού, γίνεται η πηγή των δεινών και της χασούρας των “λαϊκών τάξεων”. Το “σύστημα” είναι κάποιες ελίτ πολυεθνικών και τραπεζιτών (συνήθως Εβραίων, βεβαίως-βεβαίως) που συναντιούνται στα ελβετικά βουνά για να ρυθμίσουν τις ροές κεφαλαίου και εργασίας. Έχουν, δε, τόση εξουσία ώστε να συγκροτούν “υπερκράτη” τύπου ΕΕ και ΔΝΤ, απόμακρες οντότητες που “επιβάλλουν” τις ντιρεκτίβες της παγκοσμιοποίησης στα “αδύναμα” έθνη-κράτη.

Όμως η παγκοσμιοποίηση δεν είναι έργο κάποιων “τραπεζοκρατώνούτε κάποιας μυστικής συνομωσίας. Είναι καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, δηλαδή η εγγενής για το κεφάλαιο κίνηση παγκόσμιας επέκτασης και κυριαρχίας, μέσω της οποίας το προλεταριάτο ενοποιείται αντιφατικά μόνο μέσα από αυτά που το διαιρούν, το κεφάλαιο και το αναπόσπαστο συμπλήρωμά του, το έθνος-κράτος. Το έργο της παγκοσμιοποίησης δεν είναι η αποδυνάμωση κράτους και κεφαλαίου αλλά ο περαιτέρω κατακερματισμός του προλεταριάτου. Το προλεταριάτο δεν είναι αυθόρμητα διεθνιστικό”· στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και στη διαδικασία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης είναι στο ίδιο ‘πλοίο’ με τους ‘δικούς’ του εθνικούς καπιταλιστές” (Carbure: “Ο Ντόναλντ Τραμπ…”). Η αριστερα αγνοώντας αυτή τη θεμελιώδη συνθήκη, κατασκευάζοντας μια κατά φαντασίαν ενότητα και έναν κατά φαντασία διεθνισμό, απονευρώνει τις αιχμές της προλεταριακής αντίστασης: ατέρμονη αναζήτηση μιας από τα πάνω επιβεβλημένης ενότητας, εμμονή σε παραδοσιακές μορφές οργάνωσης, νερόβραστη σούπα αιτημάτων που δεν φτάνουν ποτέ στην ουσία, δηλαδή στο ξεπέρασμα των δομικών διαιρέσεων εντός του προλεταριάτου. Και δεν φτάνουν, γιατί στη συνθήκη της ενότητας μέσα στον διαχωρισμό”, το προλεταριάτο δεν μπορεί να ενοποιηθεί παρά μόνο μέσα στην επανάσταση, καταργώντας όλες τις διαιρέσεις που παράγονται από το κεφάλαιο και το κράτος: αξία, χρήμα, εμπόρευμα, μισθωτή εργασία, ιδιοκτησία, ιεραρχία.

Ηπαλινόρθωση” της εθνικής εργατικής τάξης δεν είναι κριτική στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Η αριστερά που προτάσσει την επιστροφή στις εθνικές ζώνες συσσώρευσης (υπό “εργατικό” έλεγχο, φυσικά) και στις “καλές” εποχές του “μη-φάύλου” “παραγωγικού” κεφαλαίου, ενισχύει τη δυναμική της παγκοσμιοποίησης-ως-κατακερματισμού του προλεταριάτου. Αποτελεί, ουσιαστικά, την αριστερή φράξια του κράτους και του κεφαλαίου, την άλλη όψη του νομίσματος της “αντισυστημικότητας”, τον καθρέφτη της ακροδεξιάς ρητορείας. Μπορεί να μην κραυγάζει για “τους ξένους που μας κλέβουν τις δουλειές” και τα κλειστά σύνορα, αλλά στην ουσία εκφράζει την ίδια ανάγκη να ανακτήσει το έθνος-κράτος τον έλεγχο της δικής του “εθνικής οικονομίας”, δηλαδή του “δικού του” προλεταριάτου (η βασική – ιδεολογική και μόνο – διαφορά είναι ότι στο αριστερό αφήγημα η εργατική τάξη-λαός θα είναι “αφέντης στον τόπο του”). Γι’ αυτό και καταλήγει να διαλαλεί τα ίδια σχέδια “εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης” και, ακόμα πιο χαρακτηριστικά στην περίπτωση της ελληνικής αντιμνημονιακής αριστεράς, τους ίδιους “στρατηγικούς στόχους” περί εξόδου από την ΕΕ και το Ευρώ, που βάζουν στην ατζέντα τους τα ακροδεξιά επιτελεία ανά την Ευρώπη.

Και αφού ένας είναι ο εχθρός, ο νεοφιλελευθερισμός”, μπορεί να φαντάζεται απενοχοποιημένα διάφορες “αντισυστημικές” συμμαχίες χωρίς να προβληματίζεται, για παράδειγμα, αν το Brexit στηρίχτηκε κυρίως από τον αγγλική ακροδεξιά ή αν ο “δυνάμει” σύμμαχος Τραμπ χαρακτηρίζει τους Μεξικάνους “βρωμιάρηδες” και τις γυναίκες “τσούλες” ή αν υποστηρίζει κάθε αντιδραστική ψευτοθεωρία των “δεξαμενών σκέψης” του νεοσυντηρητικού συρφετού στις ΗΠΑ ενώ οι οπαδοί του χαιρετούν ναζιστικά στα δείπνα υποστήριξής του.

Αυτή η αριστερά τροφοδοτεί τη δυναμική της ακροδεξιάς ως της “πραγματικά συνεπούς” δύναμης που μπορεί να βάλει φρένο στην απληστία και την ασυδοσία των “τραπεζιτών” και των “τοκογλύφων”, να δώσει δουλειές στην ντόπια εργατιά και να τονώσει το εθνικό γόητρο, καθώς η αντιπαγκοσμιοποίηση που προτάσσει η ακροδεξιά είναι σε πιστότερη αντιστοίχιση με την πραγματικότητα ενός κατακερματισμένου προλεταριάτου. Η “αντισυστημικότητα” της αριστεράς αρθρώνεται αναγκαστικά σε μια γλώσσα ιδεολογικοποιημένης και φενακισμένης “ενότητας” της εργατικής τάξης, που είναι ακριβώς ο “λαός” ή οι “λαϊκές τάξεις”, η διαταξική σούπα μιας οιονεί εργατικής τάξης που συγκαλύπτει την ίδια την ταξική πάλη και όσα υφίσταται το προλεταριάτο. Είναι μια γλώσσα που απευθύνεται σε ένα φάντασμα (και δεν είναι το φάντασμα του Μανιφέστου!).

Ονομάζουμε εθνολαϊκισμό αυτή την πρακτική ιδεολογία εθνοκρατισμού και προσήλωσης στην εθνική οργάνωση/εκμετάλλευση του προλεταριάτου που διατρέχει το πολιτικό φάσμα από την ακροδεξιά μέχρι την ακροαριστερά. Διαπιστώνουμε, επιπλέον, ότι το υπόστρωμα του εθνολαϊκισμού είναι ο ίδιος ο λευκός εθνικισμός. Είναι μια κρίσιμη διαπίστωση, κατά την άποψή μας, γιατί, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, στη συγκρότηση του λευκού εθνικισμού αναπτύσσεται και η δυναμική του εκφασισμού που συνοδεύει τη εθνο-λαϊκιστική ρητορική.

Αν στην περίπτωση της ακροδεξιάς η σύνδεση εθνολαϊκισμού και λευκού εθνικισμού είναι κάπως αυτονόητη, στην περίπτωση της λαϊκιστικής, “αντισυστημικής” αριστεράς είναι λιγότερο προφανής. Για να αναδειχθεί πρέπει να δει κανείς πώς συγκροτήθηκε η ίδια η “εργατική ταυτότητα” στην περίοδο της ανάπτυξης και ακμής του εργατικού κινήματος (βλέπε, πχ., το άρθρο των Endnotes: “Μια ιστορία διαχωρισμού: Η άνοδος και η παρακμή του εργατικού κινήματος, 1883-1982”). Η μελέτη αυτής της περιόδου δείχνει ότι όντως η κυρίαρχη ταυτότητα του εργατικού κινήματος ήταν αυτή του λευκού άντρα εργάτη. Ακόμα και σήμερα (το βλέπουμε έντονα στην ελληνική περίπτωση), τα εργατικά συμφέροντα είναι συνήθως τα συμφέροντα των λευκών και πιο προνομιούχων εργατών· τα μη-λευκά κομμάτια του προλεταριάτου παραμένουν συνήθως αόρατα, υποτιμούνται ή αγνοούνται. Μερικές, μάλιστα, φορές απαξιώνονται ρητά. Για παράδειγμα, η Ναόμι Κλάιν έσπευσε να καταλογίσει την νίκη του Τραμπ στα μη-λευκά εκείνα κομμάτια της εργατικής τάξης (Αφροαμερικανούς και Λατίνος) που, μην καταφέρνοντας να “συνδεθούν” με τον Σάντερς, στήριξαν την Κλίντον (“αυτή την ενσάρκωση της νεοφιλελεύθερης μηχανής”).

Η Angela Mitropoulos, ασκώντας κριτική, χαρακτηρίζει αυτή τη στάση “…αλλαζονεία που προσεγγίζει τα όρια του ξεκάθαρου ρατσισμού”, αποτέλεσμα της άρνησης να παραδεχτεί κανείς ότι:

η σοσιαλδημοκρατία ήταν πάντα μια μορφή λευκού προστατευτισμού, ιδιαίτερα στις αποικίες εποίκων όπως στις ΗΠΑ, και ότι η χρήση όρων όπως ο “νεοφιλελευθερισμός” έχει να κάνει με τον θρήνο της απώλειας της προστασίας για τους λευκούς” (Angela Mitropoulos: “Οι γυρολόγοι της δυσαρέσκειας”, https://inmediasres.espivblogs.net/2016/11/28/hucksters).

Το αίσθημα επίθεσης από τα προνομιούχα τμήματα της “κοσμοπολίτικης” ελίτ, των κερδισμένων, δηλαδή, της παγκοσμιοποίησης, το αίσθημα της απειλής για τη συνοχή του αμερικανικού έθνους διατέμνει σημαντικά κομμάτια της λευκής εργατικής τάξης σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα (αυτά που φλερτάρουν με την ακροδεξιά ταυτίζουν, βέβαια, την απειλή αυτή ως προερχόμενη από τους εκφραστές της “ιδεολογικής ηγεμονίας” της αριστεράς, γεγονός που ενισχύεται και από την αλλαζονική στάση της ακαδημαϊκής-φιλελελεύθερης αριστεράς· κάπως έτσι και η “δαιμονοποίηση” του Τραμπ από αυτή την αριστερά μάλλον ενίσχυσε, παρά έπληξε, την εικόνα του). Από την πλευρά της, η “αντισυστημική” αριστερά, όσο κι αν προσπαθεί να αποσυνδέσει το έθνος από το κράτος – θέση βαθιά αντιιστορική – δεν κάνει τίποτα άλλο από το να ενισχύει την αντίληψη αυτών των κομματιών της λευκής εργατικής τάξης ότι η λύση στα δεινά της παγκοσμιοποίησης είναι η αποκατάσταση του πυρήνα της εθνικής ενότητας, δηλαδή της απειλούμενης λευκής (εργατικής) ταυτότητας.

Σχετικά με αυτό, η Mitropoulos διατυπώνει μια ιδέα που θεωρούμε ότι είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Την ιδέα ότι η δυναμική του (εκ)φασισμού αναπτύσσεται εντός της δημοκρατίας ως η προσπάθεια των, μέχρι πρότινος, κυρίαρχων, κυρίως λευκών κομματιών, να ανακτήσουν τον έλεγχο της κοινωνίας και του έθνους που τουςγλιστράει από τα χέρια”.

Το φασιστικό κάλεσμα για την αναστολή των δημοκρατικών διαδικασιών δεν είναι μόνο μια έκκληση σε ανταρσύα ή επανάσταση, όπως κάποιοι έχουν προτείνει. Είναι ένα κάλεσμα για την αναστολή της δημοκρατίας ή της συνταγματικότητας ώστε να αποκατασταθεί η πολιτική στην υποτιθέμενα αληθινή και αυθεντική της τάξη. Το κάλεσμα να αναστείλουμε ώστε να σώσουμε και να αποκαταστήσουμε την αληθινή ουσία του έθνους είναι αναπόσπαστο στον φασισμό (Αngela Mitropoulos: “Φασισμός, από τον φορντισμό στον ‘τραμπισμό’)

Μilo Yiannopoulos: gay και ρατσιστής; Μα πώς είναι δυνατόν;

Τα μυστήρια της “εναλλακτικής” ακροδεξιάς.

Υπάρχει στις ΗΠΑ και αλλού (όχι ιδιαίτερα στην ελλαδική περίπτωση) αυτό το είδος ακροδεξιάς που αυτοχαρακτηρίζεται “εναλλακτική” (στα αγγλικά alt-right, δηλαδή alternative right), που διακρίνεται από ένα πιο εξεζητημένο και εκλεπτυσμένο είδος ρητορικής σε σχέση με την ωμή γλώσσα της βίας που χαρακτηρίζει πιο παραδοσιακές ακροδεξιές δυνάμεις. Η ρητορική της “εναλλακτικής” ακροδεξιάς στηρίζεται έντονα στην έννοια της “ταυτότητας”.

Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, θα λέγαμε χονδρικά ότι η έννοια της ταυτότητας (μια εκτενής ανάλυση υπάρχει στο άρθρο “Κρίση Ταυτότητας) αναφέρεται σε γνωρίσματα που συγκροτούν μια συλλογική υποκειμενικότητα, “ταυτοποιώντας” ένα υποκείμενο ή μια ομάδα ως διακριτά και ξεχωριστά. Το να είναι, για παράδειγμα, κάποιος/κάποια μαύρος/μαύρη ή ομοφυλόφιλος/ομοφυλόφιλη/queer προσδιορίζει και προσδιορίζεται από μια ταυτότητα. Ξεκινώντας από ακαδημαϊκές αναζητήσεις και ακτιβίστριες του μαύρου φεμινιστικού κινήματος τη δεκαετία του 1970, η έννοια της ταυτότητας συνδέθηκε σύντομα με “δικαιωματικούς” αγώνες αναγνώρισης και υπεράσπισης “ταυτοτήτων”, με “πολιτικές ταυτοτήτων”. Καθώς οι ταυτότητες αφαιρούνται από άλλα συγκείμενα, όπως για παράδειγμα της ταξικής θέσης, αποκτούν μια αυτονομία και μπορούν να “επικαλύπτονται” με όχι κατανάγκην αντιφατικούς τρόπους.

Έτσι ο Μilo Yiannopoulos, βρετανικής καταγωγής εμβληματική μορφή της “εναλλακτικής” ακροδεξιάς, γνωστός λόγω των προκλητικά διατυπωμένων απόψεών του ενάντια στον φεμινισμό, το Ισλάμ, την κοινωνική δικαιοσύνη και την πολιτική ορθότητα και άλλες ιδεολογίες και απόψεις που ο ίδιος θεωρεί “ολοκληρωτικές” και “αριστερές”, μπορεί να δηλώνει ανοιχτά ομοφυλόφιλος και ταυτόχρονα να υποστηρίζει ότι οι “gay θα πρέπει να επιστρέψουν στην ντουλάπα” και ότι “τα δικαιώματά τους είναι ‘επιβλαβή’ για την ανθρωπότητα”. Ή να διεκδικεί να μιλήσει στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ φέτος τον Φεβρουάριο για τις “πανεπιστημιουπόλεις-άσυλα”, όπου πιθανόν να κατέδιδε ονόματα φοιτητών “χωρίς χαρτιά”, στο όνομα της ελευθερίας του λόγου!

Η “εναλλακτική” ακροδεξιά αξιοποιώντας το, κατεξοχήν, αριστερό εργαλείο της ταυτότητας προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τον ίδιο τον ρατσισμό της, παρουσιάζοντας τον ως μια πολιτική υπεράσπισης της “λευκής ταυτότητας”, που απειλείται προφανώς από τον πολυπολιτισμικό κυκεώνα της εποχής της παγκοσμιοποίησης.

Κι εμείς; Πού βρισκόμαστε απέναντι σε όλα αυτά;

Αντιστάσεις στις ΗΠΑ και black-bloc

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, το ανταγωνιστικό κίνημα στις ΗΠΑ βρίσκεται σε μια πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα φάση ανάπτυξης, που δεν περιορίζεται στον ακτιβισμό και την εξαγωγή εύκολων συμπερασμάτων αλλά, αντίθετα, θέτει υπό συζήτηση κρίσιμα ζητήματα και μορφής-οργάνωσης και περιεχομένου. Κεντρική θέση έχει το ζήτημα της (διαλεκτικής) σχέσης τακτικής και στρατηγικής.

Ο Salar Mohandesi, συντάκτης του Viewpoint Magazine, σημειώνει στο άρθρο “Για το μπλακ-μπλοκ:

[Για την Wall Street Journal] η ‘αλληλοεξοντωτική’ διαμάχη αυτή τη στιγμή στην υπερ-αριστερά είναι αυτή σχετικά με το ‘μπλακ-μπλοκ’. Και αν αυτή η διαμάχη έχει οδηγήσει την WSJ να μιλά για ‘υπερ-αριστερισμό’, τότε είναι σίγουρα μια διαμάχη που θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε”.

Το ενδιαφέρον της WSJ είναι δικαιολογημένο δεδομένου ότι οι πρακτικές του μπλακ-μπλοκ, η φήμη του οποίου στις ΗΠΑ δυναμώνει ιδιαίτερα με το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης (θυμηθείτε τη μάχη του Σηάτλ), είναι πάλι με έναν τρόπο δημοφιλείς και απασχολούν, ιδιαίτερα μετά την εκλογή του Τραμπ, ένα μεγάλο τμήμα του ανταγωνιστικού κινήματος,.

Μπέρκλεϋ: η φλόγα είναι ζωντανή!

Σε τρεις περιπτώσεις φέτος το αντιφασιστικό κίνημα με τον καθοριστικό ρόλο του black-bloc, υπερασπίστηκε στο Μπέρκλεϋ τις αντιφασιστικές ιδέες και τους ίδιους τους φοιτητές/φοιτήτριες από την παρουσία διαφόρων φασιστικών/ρατσιστικών ομάδων. Την 1η Φεβρουαρίου, όταν ο Milo Yiannopoulos, όπως προαναφέραμε, προσπάθησε να μιλήσει καθώς και στις 4 Μαρτίου και στις 15 Απριλίου, όταν ομάδες φασιστών, υποστηρικτών του Τραμπ, προσπάθησαν να κάνουν την εμφάνισή τους (οι μπάτσοι κλασσικά, όπως παντού, έπαιζαν τον ρόλο της κάλυψης). Να τα αισθήματα με τα οποία αντιμετωπίζονται αυτές οι συγκρούσεις:

…αρκετοί φοιτητές στο Μπέρκλεϋ υποστήριξαν τις μαχητικές ενέργειες που απέτρεψαν τον Milo Yiannopoulos να μιλήσει εκεί, ομιλία στην οποία σκόπευε να ξεκινήσει μια καμπάνια εναντίον των “πανεπιστημιουπόλεων-ασύλων”, και πιθανόν να είχε σχεδιάσει να αποκαλύψει τα ονόματα φοιτητών “χωρίς χαρτιά”. “Η πανεπιστημιούπολή μου δεν έκανε τίποτα για να σταθεί ανάμεσα στην κοινότητά μας, όσων δεν έχουμε χαρτιά, και τα μισητά χέρια των ριζοσπαστικοποιημένων λευκών αντρών – οι Αντίφα το έκαναν”, έγραψε ένας φοιτητής χωρίς χαρτιά για τα γεγονότα με τον Milo. “Μια ειρηνική διαμαρτυρία δεν επρόκειτο να ακυρώσει αυτή την εκδήλωση, όπως δεν το έκαναν οι πολυάριθμες επιστολές από το Τμήμα, το προσωπικό, βετεράνους του Κινήματος Ελευθερίας του Λόγου (Free Speech Movement) ακόμα και τους δωρητές. Μόνο η καταστροφή των τζαμαριών και οι βολές των φωτοβολίδων το έκαναν”, (Salar Mohandesi: “Back in Black”).

Το γεγονός ότι το μπλακ-μπλοκ γίνεται αντικείμενο καθημερινής κουβέντας και προβάλλεται από τα καθεστωτικά μέσα αντανακλά την αναμφισβήτητη ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής κατάστασης.

Κινητοποιούμενοι από τον Τραμπ, εκαταντάδες χιλιάδες Αμερικανών, που δεν είχαν συμμετάσχει σε μια διαδήλωση ποτέ πριν από αυτές τις εκλογές, θυσιάζουν τώρα τον ελεύθερο χρόνο τους για πολιτικές συναντήσεις, για να πορευτούν ενάντια στην κυκλοφορία, να κλείσουν αεροδρόμια, να εκπαιδευτούν σαν διοργανωτές, ακόμα και να σκέφτονται την πιθανότητα μιας γενικής απεργίας. Πολλοί φθάνουν να αισθάνονται ότι η βία μιας σπασμένης τζαμαρίας ωχριά σε σύγκριση με την βία της διακυβέρνησης του Τραμπ. Στην πραγματικότητα, είναι ακριβώς αυτή η απρόσμενη ανοιχτότητα στις τακτικές του μπλακ-μπλοκ που έφερε τους κριτικούς σε μια τέτοια κατάσταση παραληρήματος” (Salar Mohandesi: “Back in Black).

Πολύ χαρακτηριστικές στιγμές των αγώνων αυτών ήταν η τεράστια πορεία γυναικών την ημέρα της ορκωμοσίας του Τραμπ όπως και η αποφασιστική και αποτελεσματική αντίσταση δεκάδων χιλιάδων Αμερικανών στην ανακοίνωση του μέτρου απαγόρευσης εισόδου στις ΗΠΑ από συγκεκριμένες μουσουλμανικές χώρες (με αξιοσημείωτη την αλληλεγγύη πχ. των ταξιτζήδων της Νέας Υόρκης).

Η διαλεκτική τακτικής-στρατηγικής και το “πρόβλημα της σύνθεσης”

Σε αρκετούς κύκλους του ανταγωνιστικού κινήματος αυτό που αναδεικνύεται ως καθοριστικό ζήτημα είναι κατά πόσον το μπλακ-μπλοκ θα μπορέσει να ξεπεράσει το επίπεδο μιας “αιωρούμενης” τακτικής, να ξεφύγει, δηλαδή, από την “καταναγκαστική λογική” μιας εμμονικής επανάληψης της σύγκρουσης στον δρόμο (με το σκεπτικό ότι η επανάληψη αυτής της τακτικής θα δημιουργήσει μια στρατηγική) και να μπορέσει να ενταχθεί ως μια εμπλουτισμένη τακτική (και όχι ως μια “ταυτότητα”) σε μια στρατηγική. Με άλλα λόγια αν μπορούν οι μαχητές του μπλακ-μπλοκνα ενσωματώσουν οργανικά την σύγκρουση στον δρόμο μέσα σε ένα ολόκληρο οικοσύστημα αγώνων” (ό.π.)

Αυτό το οικοσύστημα στις ΗΠΑ συγκροτείται από τη συνάντηση δυνάμεων που δεν αμφισβητούν μόνο τη σχέση εκμετάλλευσης κεφάλαιο-εργασία αλλά και άλλες σχέσεις κυριαρχίας, για παράδειγμα της φυλετικής και της έμφυλης. Χαρακτηριστική είναι, πχ. η αλληλεπίδραση του κινήματος Black Lives Matter με το κίνημα “15$”, που αναπτύχθηκε για τη διεκδίκηση των 15 δολαρίων ως ελάχιστου ωρομίσθιου. Τα κομμάτια αυτά οικειοποιούνται πρακτικές του μπλακ-μπλοκ:

Στην διάρκεια της ορκωμοσίας του Τραμπ, οι τακτικές του μπλακ-μπλοκ βοήθησαν τους ακτιβιστές του κινήματος Black Lives Matter να κλείσουν ένα σημείο ελέγχου και να κυνηγήσουν κάποιους νεοναζί. Τι άλλες χρήσεις μπορεί να εξυπηρετήσει το μπλοκ σήμερα; Το κλείσιμο αεροδρομίων; Την προστασία κλινικών έκτρωσης; Το σταμάτημα επιδρομών απελάσεων; Την άμυνααυτοοργανωμένων προγραμμάτων επιβίωσης που θα αναπτύξουμε στα επόμενα χρόνια; (ό.π.).

Η συνάρθρωση των διαφόρων κοινωνικών δυνάμεων με έναν τρόπο που θα σέβεται τις διαφορετικές ανάγκες, συμφέροντα και επιθυμίες και θα αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη σύνθεση της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ αποτελεί κατεξοχήν στρατηγικό ζήτημα των συζητήσεων των Αμερικανών συντρόφων/ισών. Οι Endnotes (δείτε πχ. το κείμενο “Θέσεις του LA”, στο παρόν τεύχος του “Ελέφαντα”) αναφέρονται σε αυτό ως το “πρόβλημα της σύνθεσης”. Καμμιά από τις διάφορες φράξιες του προλεταριάτου δεν μπορεί να εκφράσει καθολικά τα συμφέροντά του και παρ’ όλο που η ενότητά τους είναι αναγκαία αυτή δεν μπορεί να βρεθεί έτσι απλάμέσα στους όρους αυτής της κοινωνίας που ξηλώνεται”.

Από την άλλη, η σύνδεση του μπλακ-μπλοκ με τους ευρύτερους αγώνες δεν μπορεί να εξαντλείται απλά στην “οικειοποίηση” των πρακτικών του.

“…υπάρχει η πρόκληση της τυποποίησης της σύνδεσης ανάμεσα στο μπλακ-μπλοκ και στους άλλους αγώνες. Για να είναι αποτελεσματικό, το μπλακ-μπλοκ απαιτεί έναν συγκεκριμένο βαθμό αυτονομίας, ιδιαίτερα με δεδομένους τους νομικούς κινδύνους της σύγκρουσης. Από την άλλη πλευρά…αν πρόκειται να ενισχύσει τα κινήματα αντί να εργάζεται για ανταγωνιστικούς σκοπούς, θα πρέπει να είναι διαφανές και να ‘δίνει λογαριασμό’” (ό.π.).

Αυτή η τυποποιημένη σχέση πρέπει να αναδημιουργηθεί καθώς η “τυπική” οργανωτική ενότητα, μέσω της οποίας επιτυγχανόταν αυτή η ισορροπία, δεν είναι δεδομένη σήμερα: “Στην πραγματικότητα, στο σημερινό πλαίσιο, το ίδιο το ερώτημα της ενότητας έχει πολύ λίγο νόημα χωρίς την οργάνωση” (στο “Back in Black”).

Αν και βρισκόμαστε σε διαφορετική συνθήκη, νομίζουμε ότι τα ζητήματα που τίθενται στην προβληματική του ανταγωνιστικού κινήματος στις ΗΠΑ, είναι εξαιρετικά ουσιώδη και αξίζει να μας απασχολήσουν κι εμάς σοβαρά. Άλλωστε η ελληνική κοινωνία, με όλες τις ιδιομορφίες της, είναι μια καπιταλιστική κοινωνία και, μάλιστα, από πολλές απόψεις, προηγμένη.

Θεωρούμε ότι το να ξεκινάμε από αφηρημένες αντιλήψεις για το “πώς θα πρέπει να είναι οι αγώνες” δεν είναι ιδιαίτερα παραγωγικό. Είναι προτιμότερο να ξεκινάμε από μια συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης πραγματικότητας. Χρειάζεται να πειραματιστούμε, να εφεύρουμε νέες μορφές ενότητας και συλλογικής οργάνωσης, αντλώντας έμπνευση από την ίδια την εμπειρία των πραγματικών αγώνων, όσο αντιφατικοί κι αν είναι. Να διευρύνουμε τη φαντασία μας, προσπαθώντας να μην μένουμε “έξω” από τις ανεπανάληπτες δυνατότητες κάθε συγκυρίας, να είμαστε στη ροή των πραγμάτων. Όπως λέει και ο Mohandesi στο “Back in Black”:

Αντί να βγάζουμε συμπεράσματα πίσω από κλειστές πόρτες, θα πρέπει να βασίσουμε τη στρατηγική μας σε αυτό που συμβαίνει στους δρόμους.

q.

ΥΓ. Όλα τα αναφερόμενα άρθρα όπως και τα ακόλουθα: Λευκή Αγνότητα”, του Asad Haider, Η κονκάρδα και η σβάστικα”, του Shuja Haider, Ένα βήμα πίσω, δύο βήματα μπροστάτου Salar Mohandesi, είναι διαθέσιμα στον ιστότοπο της ομάδας InMediasRes: https://inmediasres.espivblogs.net/translations.

Κράτος, κοινωνία και εμφύλιος πόλεμος στη Συρία

Σημείωση της μετάφρασης: Εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο, συνέχεια του εισαγωγικού Ούτε Αλλάχ ούτε πετρέλαιο  που θέτει ερωτήματα και τροχιές ανάγνωσης του συριακού ζητήματος στο γενικότερο πλαίσιο της σχέσης κράτους και κεφαλαίου σε μια εποχή κρίσης. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2017/05/11/etat-societe-et-guerre-civile-en-syrie.

 

Η δυνατότητα για τον καπιταλισμό να απελευθερώσει τον εαυτό του από αυτή την αντίθεση, δηλαδή να αναπαράγει εντός του την εργατική δύναμη (κάτι που είναι ο ελάχιστος ορισμός οποιασδήποτε “καπιταλιστικής κοινωνίας”) ενώ την ίδια στιγμή να την εξωθεί σταθερά εκτός της διαδικασίας παραγωγής αξίας, θα μπορούσε να είναι το μέλλον μιας πραγματικής αποβολής από τις “γκρίζες περιοχές” των μαζών των υπεράριθμων προλετάριων, που θα γίνονταν οι ίδιοι υπεύθυνοι για την αναπαραγωγή τους και θα είχαν την ελευθερία να αυτοδιαχειρίζονται την μιζέρια τους.

Η “αποπρολεταριοποίηση” στο εσωτερικό του κόσμου του κεφαλαίου, θα συνέβαινε, τότε, στη βάση της επέκτασης των παραγκουπόλεων και άλλων περιοχών σε μια κατάσταση μόνιμου εμφυλίου πολέμου.

Αυτό το πρώτο κομμάτι σχετικά με την κατάσταση στη Συρία είναι μόνο ένα βήμα προς μια πιο ολοκληρωμένη δουλειά. Επιπρόσθετα, στις πιο επεξεργασμένες πτυχές του ζητήματος (το Κουρδικό ζήτημα και το Ισλαμικό Κράτος), παρέχει περισσότερο δουλειά από συγκεκριμένες απαντήσεις, και πολλά από τα ζητήματα που θέτει θα πρέπει να προσεγγιστούν συγκεκριμένα: η σχέση Κράτους και κοινωνίας, ο Ισλαμισμός, ο ρόλος των εσόδων, και οι διαδρομές που έχουν συζητηθεί ως εκ τούτου όσον αφορά την πιθανή χρήση του εμφυλίου πολέμου ως μιας διεξόδου από την κρίση για το αναδιαρθρωμένο κεφάλαιο.

Από την εξέγερση του 2011, η σύρραξη στη Συρία έχει χωριστεί σε τρία διακριτά μέτωπα. Στον βορρά, η Κουρδική περιοχή, όπου μετά την από διαπραγματεύσεις αναχώρηση των κυβερνητικών στρατευμάτων στην αρχή της εξέγερσης και την νικηφόρα μάχη, που διεξάγεται με τη βοήθεια των ΗΠΑ, ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ), οι δυνάμεις του PYD/YPG1 έχουν αδράξει την ιστορική ευκαιρία να αποκτήσουν μια αυτόνομη κουρδική περιοχή. Το δεύτερο μέτωπο είναι αυτή η αχανής περιοχή από τη Συρία μέχρι το Ιράκ, την οποία κρατά το Ισλαμικό Κράτος, και που μοιάζει ξεκάθαρα σήμερα να είναι ξέπνοη κάτω από τα χτυπήματα του διεθνούς συνασπισμού. Το συριακό καθεστώς αποσύρθηκε γρήγορα και από τα δύο μέτωπα, συγκεντρωνόμενο στην “χρήσιμη” Συρία, αυτή των σημαντικότερων πόλεων και λιμανιών, όπου εντοπίζεται και η μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα της χώρας. Αυτό το μέτωπο, του εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στο συριακό κράτος και ένα μέρος του πληθυσμού του, ήταν που, μέχρι την πολιορκία του Αλεπίου τον Δεκέμβρη του 2016, έμοιαζε να ενδιαφέρει λιγότερο την κοινή γνώμη της Δύσης, πιθανόν γιατί ήταν πολύ μακριά από τα δικά της στρατηγικά και ιδεολογικά διακυβεύματα. Η μάχη ενάντια στην παγκόσμια τρομοκρατία, η οποία υποτίθεται ότι ενσαρκώνεται στον πόλεμο του συνασπισμού και των τοπικών του συμμάχων εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, και, για την άκρα αριστερά η κουρδική εμπειρία στη Ροτζάβα, θεωρούμενη ως μια προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας ελευθεριακής εκδοχής σοσιαλισμού, έδωσαν έναυσμα σε πολύ εκτενέστερες αναλύσεις και σχόλια απ’ ό,τι το εσωτερικό μέτωπο, που είναι, παρ’ όλα αυτά, εκείνο που “κλειδώνει” όλα τα άλλα.

Είναι αυτό το εσωτερικό μέτωπο που θα συζητήσουμε εδώ. Ο ίδιος ο όρος “εσωτερικό” είναι προβληματικός, καθώς πρόκειται για μια γλώσσα που, υπόδηλα, προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κράτους εγκατεστημένου εντός των συνόρων του και που διατηρεί μια συγκεκριµένου τύπου σχέση με τον πληθυσμό “του” κ.ο.κ. Αυτό που συμβαίνει στη Συρία εδώ και έξι χρόνια απέχει πολύ από το να είναι τόσο καθαρό, από την μια πλευρά εξαιτίας της ίδιας της συγκρότησης του συριακού κράτους, το οποίο δεν είναι ένα δημοκρατικό κράτος, και για το οποίο μπορεί θεμιτά να μπει το ερώτημα αν διαθέτει κάτι τέτοιο όπως μια “κοινωνία πολιτών” (δείτε, μεταξύ άλλων, το έργο του Michel Seurat), εκτός από την πιο γενική έννοια του “πληθυσμού”. Επιπλέον, στον εμφύλιο πόλεμο, οι ίδιες οι κατηγορίες του κράτους και της κοινωνίας καθίστανται προβληματικές και χάνουν τον χαρακτήρα της ένδειξης που συνήθως αποκτούν όταν, όπως στις δημοκρατίες μας, καταφέρνουν να διαπλέκονται λειτουργικά. Θα συνεχίσουμε, όμως, να χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους λόγω της απουσίας άλλων ακριβέστερων, έχοντας κατά νου ότι ο ορισμός τους αμφισβητείται από αυτό που συμβαίνει στην παρούσα σύρραξη. Ως ένα πρώτο βήμα, η περιγραφή θα πάρει την μορφή ενός ορισμού.

Αν δεν συζητάμε τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία στην πλήρη του έκταση, λαμβάνοντας υπόψιν τα τρία μέτωπα που περιγράψαμε, είναι για να μην χάσουμε την ιδαιτερότητά του ως εμφυλίου πολέμου. Αν θεωρήσουμε την πλήρη εικόνα, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με αυτό που εμπειρικά εμφανίζεται ως ένας γενικευμένος κατακερματισμός, μια καθαρά έκνομη2 κατάσταση. Από αυτή την άποψη, ο βομβαρδισμός του Αλεπίου και οι ρίψες πυραύλων των εξεγερμένων στις περιοχές που ελέγχει το καθεστώς, παίρνουν την ίδια “βάρβαρη” φύση με τους εκβιασμούς του Ισλαμικού Κράτους, πιστεύοντας ότι πρόκειται γι’ αυτό που συνέβαινε πάντα σ’ αυτές τις χώρες. Για να ξεφύγουμε απ’ αυτή την ομίχλη του πολέμου, είναι πιο αποτελεσματικό να συγκεντρωθούμε στις σχέσεις μεταξύ του συριακού κράτους και του πληθυσμού του, όπως εξελίσσονται από το ξέσπασμα της εξέγερσης. Κατανοούμε, τότε, τον εμφύλιο πόλεμο συγκεκριµένα ως έναν πόλεμο ανάμεσα σε ένα κράτος και τον λαό του, ως έναν πόλεμο όχι μόνο για εδαφική επικράτεια αλλά για νομιμοποίηση, ως έναν πόλεμο που χρησιμοποιεί τόσο τον λόγο όσο και τα όπλα. Είναι πάνω σε αυτές τις βάσεις που πρέπει να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε τον επακόλουθο κατακερματισμό και την συγκεκριμενoποίησή του σε πολλαπλές κοινωνικές φράξιες αυτού που αρχικά ορίζεται ως “ένα” ή ως η “κοινωνία” μπροστά στο κράτος “της”. Η “δογματικοποίηση3, για παράδειγμα, μπορεί να εξηγηθεί από την ίδια την εξέγερση όπως υπήρχε και όχι το αντίστροφο. Η διεθνοποίηση της σύρραξης, με την επέμβαση τζιχαντιστικών ομάδων από το εξωτερικό, όπως και των μεγάλων δυνάμεων, που τώρα θα μπορούσαν να υπαγορεύσουν το μέλλον της Συρίας, μπορεί επίσης να εξηγηθεί από την αποτυχία μιας εθνικής λύσης.

Αν, όπως το θέτουμε στην εισαγωγή, η συριακή στιγμή είναι και δική μας, τότε είναι καλό που ερχόμαστε αντιμέτωποι με πραγματικότητες που είναι επίσης και δικές μας: το κράτος και την κοινωνία, καθένα προσπαθώντας να υπάρξει για τον εαυτό του, υπερασπιζόμενο την ύπαρξή του, αντιμετωπίζοντας την αδυνατότητα της αυτονομίας τους. Εμφανίζεται, τότε, αυτό που με το οποίο διαπλέκονται, την ίδια ακριβώς στιγμή που αντιμάχονται μεταξύ τους, με τον πιο βίαιο τρόπο. Το αδιέξοδο που υπάρχει αυτή τη στιγμή στη Συρία αγκυρώνεται στο εξής τραγικό παράδοξο: το συριακό κράτος έχει απωλέσει κάθε νομιμοποίηση και εμφανίζει τον εαυτό του ως ένα ξένο σώμα στην ίδια την κοινωνία του, ενώ η συριακή κοινωνία, σε μια κατάσταση εξέγερσης, δεν επιτυγχάνει να συγκροτήσει ένα Κράτος.

Στην παρούσα κρίση του κεφαλαίου, στις μορφές που παίρνει αυτή η κρίση, αυτό που συμβαίνει στη Συρία δεν είναι ένα περιθωριακό φαινόμενο. Το ξεκίνημα της συριακής κρίσης το 2011, μετά την κρίση του 2008 και στον απόηχο της “Aραβικής Άνοιξης”, θα έπρεπε να αρκεί για να μας θυμίσει ότι αυτό που συνέβη στη Συρία δεν ήταν τυχαίο. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η συριακή κατάσταση καθαυτή, γιατί ό,τι υπάρχει υπάρχει με έναν συγκεκριμένο τρόπο, όπως και οι σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και το κεφάλαιο, δεν μπορούν να συνοψιστούν σε γενικές φόρμουλες όπως “η πτώση του ποσοστού κέρδους” ή “η κυριαρχία μιας τάξης πάνω στις άλλες”. Αν αυτές οι γενικότητες μπορεί να “αληθεύουν”, αυτό μπορεί να κατανοηθεί μόνο στην ίδια την πραγματικότητά τους. Να μελετήσουμε τη συριακή περίπτωση συγκεκριµένα, σημαίνει να δώσουμε συγκεκριµένα θεωρητικά εργαλεία για να καταλάβουμε τι είναι ο εμφύλιος πόλεμος, όχι ως σκιάχτρο του κοινωνικού χάους, που ταράζει του εραστές της τάξης, ή ως μιας επαναστατικής φαντασίωσης της κατάρρευσης του παλιού κόσμου, αλλά ως κάτι που συμβαίνει στην κρίση του κεφαλαίου και που ως τέτοιο μπορεί και πρέπει να κατανοηθεί θεωρητικά.

Το Κόμμα καθοδηγεί την Κοινωνία και το Κράτος” (Άρθρο 8 του Συντάγματος)

Μετά την εποχή της γαλλικής εξουσίας στη Συρία και τον Λίβανο, όλα τα διαδοχικά κυβερνητικά σώματα του συριακού κράτους στηρίζονταν στις υπάρχουσες θρησκευτικές και κοινοτικές διαιρέσεις για να παγιώσουν την πολιτική και κοινωνική τους εξουσία. Υπό τον γαλλικό έλεγχο, οι “τάξεις” του στρατού και της διοίκησης στρατολογούνταν, σύμφωνα με την κλασσική αποικιοκρατική μέθοδο, από τις μειονότητες, μεταξύ των οποίων και η μειονότητα των Αλεβιτών4, αποτελούμενη κυρίως από φτωχούς αγρότες που θεωρούνταν, ουσιαστικά, αιρετικοί από την σκοπιά του Ισλάμ, ώστε αφενός να κρατηθεί μακριά από την εξουσία μια σουνιτική πλειοψηφία κυριαρχούμενη από τις ιδέες του Αραβικού εθνικισμού, και αφετέρου να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη υποστήριξη από μια κοινωνική ομάδα οργανικά συνδεδεμένη με το Κράτος. Από αυτή την άποψη, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι η “θρησκευτική διαίρεση” στη Συρία δημιουργήθηκε μάλλον από τον γαλλικό παράγοντα, που επιθυμούσε να ασκήσει την εξουσία του πάνω στο 80% των Σουνιτών Αράβων στη Συρία χωρίς να βάλει στα χέρια αυτής της πλειοψηφίας εργαλεία της εξουσίας. Αυτή η πολιτική επέτρεψε την συγκρότηση μιας γραφειοκρατικής και στρατιωτικής ελίτ, στρατολογούμενης και συνεργαζόμενης μέσα από δίκτυα οικογενειών και φατριών, η οποία αποτέλεσε τη βάση γι’ αυτό που έγινε το σύστημα των Άσσαντ από την δεκαετία του 1970 και ύστερα.

Συνεπώς, το συριακό κράτος κατασκευάζεται εξαρχής όχι ως ένα έθνος-κράτος, με την κανονική έννοια του όρου, αλλά ως ένα εργαλείο για μια άρχουσα μειονότητα ώστε να μπορεί να αντισταθεί απέναντι σε έναν δυνητικά εχθρικό πληθυσμό. Αυτό το μοτίβο, που αναδύεται από την περίοδο της αποικιοκρατίας, επανενισχύεται από την δομή των εσόδων5, στην οποία ενσωματώθηκε το συριακό κράτος, καθιστώντας το κράτος εργαλείο συγκέντρωσης των εσόδων προς όφελος αυτής της μειονότητας. Μεταξύ του 1973 και του 1987, η Συρία λάμβανε σημαντική οικονομική βοήθεια από τη Σαουδική Αραβία στο όνομα του αγώνα εναντίον του Ισραήλ, κάτι που συνιστούσε μια έμμεση μορφή εσόδων από το πετρέλαιο και κατέστησε δυνατό τον διπλασιασμό του αριθμού των θέσεων εργασίας στην κρατική βιομηχανία (από 55.000 σε 103.000), κυρίως στις παράκτιες περιοχές, οι οποίες έχαιραν προνομιακής μεταχείρισης από τις αρχές. Αν και τα έσοδα αυτά έχουν στερέψει έκτοτε, η διανομή και η παραγωγή υδρογονανθράκων στην περιοχή, την περίοδο της επανάστασης, συνιστούσε ακόμα το 75% των κρατικών εσόδων6.

Ο αραβικός εθνικισμός έγινε μακροπρόθεσμα ο συνεκτικός ιστός και το ιδίωμα του συριακού κράτους, εξυπηρετώντας ως βάση για το κάρπωμα των εσόδων από τις Αραβικές μοναρχίες, προς υποστήριξη του αγώνα εναντίον του Ισραήλ, και για την παροχή ενός άλλοθι “αραβικότητας” στην μειοψηφία που βρίσκεται στην εξουσία. Αλλά ο διεθνικός χαρακτήρας του αραβικού εθνικισμού (στο λεξιλόγιο του κόμματος Μπάαθ, για παράδειγμα, η Συρία είναι απλά μια “περιοχή” του αραβικού έθνους), δεν μπορούσε να αποκρύψει τις θηρσκευτικές δογματικές διαιρέσεις της συριακής κοινωνίας ούτε και το έργο μιας σουνιτικής μειοψηφίας (και της φατρίας του Άσσαντ) για την απόκτηση ακόμα μεγαλύτερης εξουσίας. Αντιμέτωποι μ’ αυτόν τον εθνικισμό, τον συνδεδεμένο, με αυτόν τον εθνικισμό, σοσιαλισμό και την ανικανότητα του καθεστώτος να σχηματίσει μια εσωτερική αντιπολίτευση (οι διαμάχες μέσα στο Κόμμα οδήγησαν στην εξαφάνιση της αντιπολίτευσης), η μόνη αξιόπιστη αντιπολίτευση μπορούσε να βρεθεί στον ισλαμισμό. Ως ένα σύνολο αξιών, ο ισλαμισμός έχει βάσεις σε όλες τις τάξεις και μπορεί, επίσης, να υιοθετήσει στοιχεία της εθνικής ιδεολογίας που διατρέχει όλες αυτές τις τάξεις. Μπορεί να ανακάμψει από τον αραβικό εθνικισμό τόσο στον ρόλο του ως ταυτότητα όσο και ως μια προοπτική περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης, αντικαθιστώντας τον με την Ούμα7, την κοινότητα των πιστών, ακόμα και με το Χαλιφάτο. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τη “σοσιαλιστική” διανομή, η λειτουργία της οποίας, ουσιώδης στο πλαίσιο των “εσόδων”, εξασφαλίζεται από την φιλανθρωπία, που θεωρείται θρησκευτικό καθήκον τόσο για το Κράτος όσο και για τα άτομα, κοκ.

Η εθνικιστική περίοδος, υπό την εξουσία του κόμματος Μπάαθ, ήταν μια οικονομική και πολιτική μάχη εναντίον των αστών εμπόρων και των γαιοκτημόνων (που ανήκουν σε όλα τα δόγματα αλλά, κατεξοχήν, στους Σουνίτες) ώστε να εμπεδωθεί η εξουσία της γραφειοκρατικής και στρατιωτικής ελίτ· οδήγησε στην ενίσχυση της κρατικής εξουσίας και την κυριαρχία του Κόμματος πάνω σε όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες. Συγκεκριμένα, οδήγησε στην de facto κυριαρχία σε όλα τα σώματα του στρατού, και ιδιαίτερα των μυστικών υπηρεσιών, μιας μειοψηφίας Αλεβιτών, στρατολογημένων σε φατριακή και πελατειακή βάση. Στον στρατό, κάθε Σουνίτης στρατηγός εποπτεύεται από ένα μέλος του κόμματος ή από υπηρεσίες που επιβλέπουν τις δραστηριότητές του, δραστηριότητες που αναφέρονται απευθείας στην κεντρική εξουσία: αυτό έχει ως αποτέλεσμα κάτι που ένας πρώην στρατιώτης του καθεστώτος αποκαλεί “έναν στρατό πρακτόρων”. Το ίδιο ισχύει, όμως, σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, όπου ένας διευθυντής σχολείου μπορεί να τεθεί υπό τη de facto εξουσία ενός αξιωματούχου ασφαλείας κοκ. Το άρθρο 8 του συριακού Συντάγματος (πριν από την “δημοκρατική” αναθεώρησή του, το 2012) λέει: “Το Κόμμα καθοδηγεί την κοινωνία και το Κράτος”. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η κοινωνική δικτύωση απέκτησε ένα μείγμα, εμπνευσμένων από την Στάζι, μεθόδων και στρατολόγησης από την κοινότητα, του οποίου η ένταση συγγένειας αυξάνει καθώς προσεγγίζει κανείς την εξουσία. Στην κορυφή, η οικογένεια Άσσαντ, αδέλφια, γαμπροί, κ.λπ., και ένα, ουσιαστικά, πελατειακό δίκτυο βασισμένο σε σχέσεις εμπιστοσύνης και υποταγής.

Αν το συριακό κράτος είναι περισσότερο η κυριαρχία μιας μειονότητας Αλεβιτών και όχι το κράτος της Αλεβιτικής μειονότητας, αυτό ισχύει γιατί οι περισσότεροι από τους Αλεβίτες, είτε ανήκουν στο κόμμα Μπάαθ είτε είναι κρατικοί υπάλληλοι, έχουν πλέον μόνο μισθούς μιζέριας για να ζήσουν. Αν και η κομματική κάρτα είναι ακόμα αναγκαία για να βρει κανείς δουλειά, η εποχή των απροσδόκητων εσόδων από τον Κόλπο παρήλθε, όπως και η εποχή του σοσιαλιστικού εκσυγχρονισμού της βιομηχανίας. Είναι στην κορυφή της εξουσίας που αποκτά το πλήρες νόημά της η αλληλεγγύη των Αλεβιτών, όχι στο επίπεδο των “από κάτω”: δεν είναι ζήτημα θρησκευτικής δογματικής αλληλεγγύης, είναι ένας τρόπος να επιλέγεται κανείς ως η κεφαλή του Κράτους, σε ένα πελατειακό δίκτυο. Αν και το αλεβιτικό δίκτυο είναι μια πραγματικότητα στα κρατικά δίκτυα, τον στρατό, την αστυνομία και τις υπηρεσίες ασφαλείας, το να ανήκει κανείς στην κοινότητα των Αλεβιτών δεν είναι πλέον εγγύηση κοινωνικής ανέλιξης. Αυτός είναι ο λόγος που, στην αρχή της επανάστασης, πολλοί Αλεβίτες, παρά τη βαθιά ριζωμένη καχυποψία απέναντί τους, κατέβηκαν στους δρόμους μαζί με όλους τους Σύριους για να απαιτήσουν την πτώση του καθεστώτος· είναι επίσης η αιτία των σφαγών του καθεστώτος στους σουνιτικούς θύλακες στις περιοχές των Αλεβιτών (Houla, al-Koubeir, Temsa) το 2012, με στόχο τόσο την επανεκπαίδευση των Σουνιτών εναντίον των Αλεβιτών όσο και τον εξαναγκασμό των τελευταίων να προσεγγίσουν περισσότερο το καθεστώς. Το Κράτος, ενεργώντας σύμφωνα με την πιο καθαρή μαφιόζικη παράδοση, είναι αυτό που προκαλεί την επιθετικότητα και, την ίδια στιγμή, προστατεύει από αυτήν.

H φατρία των Άσσαντ που μπορεί, με τον ευρύ ορισμό, να ονομαστεί μια “άρχουσα κλίκα”, μια “asabiyyah8 (που κυριολεκτικά σημαίνει “πνεύμα αλληλεγγύης” αλλά μπορεί να κατανοηθεί και ως μια “κοινότητα συμφερόντων”) ή απλά “μαφιόζικη εξουσία”, στηρίζεται σε διαπροσωπικές συμμαχίες, στην σύνδεση της οικογένειας στη φατρία, στο ανήκειν στην κοινότητα των Αλεβιτών ή σε άλλες μειονότητες. Οι σχέσεις με την σουνιτική πλειοψηφία καθορίζονται τόσο από την απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης όσο και την ανάγκη αναγνώρισης της ύπαρξής της, ακόμα και αναγνώρισής της, από αυτήν την σουνιτική πλειοψηφία, ως νόμιμης.

Συνεπώς, από την σκοπιά του θρησκευτικού δόγματος, η φατρία των Άσσαντ έχει επιδιώξει σταθερά την αναγνώριση της μειοψηφίας των Αλεβιτών ωσάν να ανήκει στο Ισλάμ, μερικές φορές κόντρα σε πιο παραδοσιακά στοιχεία της μειοψηφίας αυτής. Από μια οικονομική σκοπιά, η αποτυχημένη πολιτική οικονομικής “φιλελευθεροποίησης” της δεκαετίας του 1990 οδήγησε την κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να πλησιάσει τις οικονομικές ελίτ των Σουνιτών ώστε να επεκτείνει τα δίκτυό της. Η φατρία των Άσσαντ φτάνει ακόμα και να υποστηρίξει ένα είδος “προοδευτικών” εξώγαμων σχέσεων που παραμένει, ως επί το πλείστον, κάτι ξένο προς την υπόλοιπη συριακή κοινωνία: η Asma el-Assad, η σύζυγος του Μπασάρ, είναι μια σουνιτικής καταγωγής δικηγόρος επιχειρήσεων, που μεγάλωσε στο Λονδίνο, πίνει κρασί και έλαβε ακόμα και το βραβείο της “πιο κομψής ηγέτιδος. Αλλά πρέπει να θυμηθούμε ότι η θρησκευτική εξωγαμία είναι σχεδόν ανύπαρκτη στη Συρία, μόνο γύρω στο 2%: κάποιος παντρεύεται, ζει και εργάζεται στην κοινότητα από την οποία κατάγεται.

Στην πραγματικότητα, το συριακό καθεστώς ελίσσεται πάντα με μια τυχοδιωκτική επιδεξιότητα ανάμεσα στο σουνιτικό και το σιιτικό Ισλάμ, χρησιμοποιώντας την λιβανέζικη Χεζμπολά και σιιτικές ομάδες σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε διπλωματικές πρακτικές τρομοκρατίας, “χαρίζοντάς” την στις μοναρχίες του Κόλπου, που το δανειοδοτούν, και κραδαίνοντας, στις καλές εποχές, τον παλαιστινιακό “Σκοπό” ως ιδεολογική σύνθεση μιας πολιτικής που ποτέ δεν στόχευε σε αποκλειστικά δικά του συμφέροντα. Αλλά στο εσωτερικό, αν το καθεστώς θεωρηθεί ως η μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας, εξαιτίας του ελέγχου των εσόδων και την απασχόλησης στο δημόσιο, αυτή η δομή την καθιστά μια επιχείρηση βασικά παρωχημένη, από την καπιταλιστική σκοπιά, με τον δημόσιο τομέα να έχει πολύ μικρή παραγωγικότητα. Ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1990, ήταν αναγκαίο για το καθεστώς να βρεθεί πιο κοντά στις εμπορικές και βιομηχανικές αστικές ελίτ του Αλεπίου και της Δαμασκού. Οι ίδιες οι ανάγκες κίνησης του κεφαλαίου σημαίνουν ότι η κρατική αστική τάξη και ο ιδιωτικός τομέας πρέπει να βρουν ένα κοινό έδαφος, αλλά αυτές οι σχέσεις παραμένουν στην καχυποψία και την εχθρότητα, με το συριακό κράτος να είναι πάντα έτοιμο να χρησιμοποιήσει τον εξαναγκασμό για να διατηρήσει τα προνόμιά του.

Ωστόσο, η αναζήτηση νομιμοποίησης και επαναπροσέγγισης των σουνιτικών οικονομικών ελίτ δεν προχώρησε τόσο ώστε το καθεστώς να αποδεχτεί μια ισλαμιστική πολιτική αντιπολίτευση: αν και μπορούσε να δείξει μια κάποια ανοχή απέναντι στις θρησκευτικές ή φιλανθρωπικές ενώσεις, η εξέγερση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, τη δεκαετία του 1980, συνετρίβη ανελέητα. Η σουνιτική συριακή αστική τάξη θυμάται τη σφαγή στη Χάμα το 1982, και αν δεν υποστήριξε αρχικά το ξέσπασμα του κινήματος το 2011 με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, αυτό δεν οφειλόταν σε κάποιο φόβο μπροστά στην προοπτική ανάληψης της εξουσίας από το μετριοπαθές Ισλάμ, κατά το μοντέλο του τουρκικού AKP, αλλά απλά επειδή είχε συνειδητοποιήσει από καιρό την μη-μεταρρυθμίσιμη φύση του καθεστώτος. Η πτώση του καθεστώτος δεν μπορούσε να είναι ζήτημα κάποιων ρεφορμιστών, έστω θρησκευτικών, ακόμα κι αν στηριζόταν στην σουνιτική πλειοψηφία, καθώς αυτό θα ενέπλεκε μεγάλες και με προκαταλήψεις αντιπαραθέσεις με τις επιχειρήσεις.

Ο μειοψηφικός χαρακτήρας του καθεστώτος είναι ταυτόχρονα δύναμη και αδυναμία γι’ αυτό. Από την μια πλευρά, η απόρριψή του είναι αναπόφευκτη για οποιονδήποτε θέλει να αλλάξει κάτι στη Συρία αλλά, από την άλλη, του επιτρέπει να φέρει πιο κοντά του τις τάξεις όλων των μειονοτήτων που αισθάνονται ότι απειλούνται. Το συριακό καθεστώς έγινε αμέσως ένα πολιορκούμενο κάστρο, που συσσωρεύει μέσα καταπίεσης και καταστολής αλλά, ταυτόχρονα, ενισχύει τους δεσμούς και τις “ενοχές” όσων είναι κοντά του ώστε να μην έχουν άλλη επιλογή από το να το υπερασπιστούν. Έτσι η επιλογή της απόρριψης του καθεστώτος είναι αναπόφευκτα αυτή του εμφυλίου πολέμου, και συνεπώς του χάους.

Η αρχή της εξέγερσης: ανάμεσα στα δημοκρατικά αιτήματα και την καταπίεση

Μετά τη δεκαετία του 1990, με την πτώση του σοβιετικού μπλοκ, την ενσωμάτωση στην παγκόσμια κίνηση του κεφαλαίου, το τέλος του αραβικού εθνικισμού και της σοσιαλιστικής αναδιανομής του εισοδήματος, οι άρχουσες τάξεις που αναδύθηκαν από την απο-αποικιοποίηση φαίνονταν όλο και περισσότερο παρασιτικές. Κράτη όπως η Αίγυπτος ή η Συρία, των οποίων ο απολυταρχικός χαρακτήρας θα μπορούσε να δειχτεί και μόνο από την ανάγκη, για παράδειγμα, να γίνουν αγροτικές μεταρρυθμίσεις, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν επαναστατικές, σε βάρος της παλιάς αστικής τάξης, υπήρχαν τώρα μόνο ως καινούριοι ιδιοκτήτες χωρών που περισσότερο τις εκμεταλλεύονται παρά τις κυβερνούν. Η κρίση του 2008 επιτάχυνε την κατάσταση, και το 2011 μια μεγάλη αύξηση στο κόστος των πρώτων υλών, ιδιαίτερα στο αλεύρι, αποκάλυψε, μια σκληρή μέρα, από τη μια μεριά την εξάρτηση αυτών των οικονομιών από την παγκόσμια αγορά, παρ’ όλη τη ρητορεία περί εθνικής ανεξαρτησίας και, από την άλλη, την ανικανότητα των κρατών αυτών (με την αξιοπρόσεκτη εξαίρεση της Αλγερίας) να αναδιανείμουν τα εισοδήματα, κάτι που αποτελούσε την ελάχιστη δικαιολόγηση της ύπαρξής τους.

Η εναλλακτική που έθεσε η φατρία των Άσσαντ στις πρώτες διαδηλώσεις, και η οποία μπορεί να συνοψιστεί στη φόρμουλα “ή εμείς ή το χάος”, δεν είναι μόνο μια πρόβλεψη αλλά και μια απειλή, μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Οι πρώτες διαδηλώσεις στη Συρία δεν οδήγησαν σε κάποια προσπάθεια να “διατηρηθεί η τάξη”, όπως την ξέρουμε. Δεν υπήρχαν κορδόνια δυνάμεων καταστολής, δεν υπήρχαν δακρυγόνα ούτε διάλυση του πλήθους· η καταστολή πήρε αμέσως μια εξαιρετικά βίαιη και στρατιωτική μορφή. Είναι ξεκάθαρο ότι η καταστολή των ειρηνικών διαδηλώσεων το 2011 είναι το πρώτο έναυσμα για την στρατιωτικοποίηση της ίδιας της εξέγερσης το διάστημα 2012-2013 και την αρχή του εμφυλίου από το 2013 και ύστερα.

Αυτή η αντίδραση του καθεστώτος ήταν προβλέψιμη: ενήργησε όπως και στην εξέγερση των αδελφών Μουσουλμάνων στις αρχές της δεκαετίας του 1980, την οποία ήταν ικανή να συντρίψει.

Αυτό που φαίνεται ανεξήγητο, ακόμα και παράλογο, στην εξέλιξη της συριακής εξέγερσης, είναι το γεγονός ότι οι διαδηλωτές του 2011 επέμεναν να κατεβαίνουν στον δρόμο, κάτω από τις σφαίρες και τις βόμβες, κι αυτό για μήνες, με την καταστολή να μην έχει άλλο αποτέλεσμα από το να ωθεί αυτούς που την υφίσταντο να οργανωθούν εναντίον της. Λαμβάνοντας υπόψιν τις δυνατότητες του καθεστώτος όχι μόνο για καταστολή αλλά και για αντίποινα – για εκδίκηση – είναι πιθανό ότι ήταν το κουράγιο της απελπισίας που παρακινούσε τους Σύριους να συνεχίσουν τον αγώνα. Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο το καθεστώς δεν πέτυχε, παρά την αιματηρή καταστολή και τα στρατιωτικά μέσα που οι εξεγερμένοι, άσχετα από τα σύνορά τους, δεν είχαν ποτέ στη διάθεσή τους, να συντρίψει την εξέγερση αλλά αυτή εξαπλώθηκε σε ολόκληρες περιοχές της συριακής επικράτειας. Ακόμα και σήμερα, παρά την μείζονα νίκη του καθεστώτος τον Δεκέμβρη του 2016 στο Αλέπι, η κατάσταση φαίνεται να είναι μπλοκαρισμένη, και το καθεστώς ανίκανο να ανακτήσει την εδαφική του επικράτεια. Η πολιορκία και ο βομβαρδισμός της Χάμα το 1982 επαναλήφθηκε αρκετές φορές σε διαφορετικές πόλεις, με μοναδικό αποτέλεσμα την παγίωση του ελέγχου του καθεστώτος στην “χρήσιμη” Συρία και τον εκτοπισμό εκατομμυρίων ανθρώπων.

Σε αντίθεση με την εξέγερση της δεκαετίας του 1980, η οποία σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε από την Μουσουλμανική Αδελφότητα και το ένοπλο κομμάτι της, που υποστήριζε τον ανταγωνισμό Αλεβιτών/Σουνιτών, αυτή η εξέγερση ήταν, ακολουθώντας τις αραβικές εξεγέρσεις του 2011, αυθόρμητη και από ένα ανοργάνωτο και ρητά ειρηνικό πλήθος, που ρίχνεται στους δρόμους χωρίς συγκεκριμένους στόχους, χωρίς ατζέντα και χωρίς στρατιωτικές δυνατότητες. Επιπλέον, στην αρχή της εξέγερσης, η θρησκευτική αναφορά όχι μόνο απουσίαζε αλλά είχε ρητά απορριφθεί. Αλεβίτες, Κούρδοι, Δρούζοι και Χριστιανοί είχαν ανακατευτεί με τους Σουνίτες. Στη διάρκεια των διαδηλώσεων τα συνθήματα αναφέρονταν στην συριακή εθνική ενότητα και καλούσαν για την πτώση του καθεστώτος.

Για την εξέγερση, λοιπόν, το ζήτημα ήταν να εμφανιστεί ως δημοκρατική και ειρηνική. Αν οι διαδηλώσεις γίνονταν μετά την προσευχή της Παρασκευής, αυτό οφειλόταν στο ότι η Συρία είναι μια μουσουλμανική χώρα και στο ότι οι διαδηλώσεις, όντας αυθόρμητες, πρέπει να έχουν έναν χώρο και έναν χρόνο. Το να δηλώνει κανείς ότι η εξέγερση στην Συρία το 2011 ξεκίνησε από θρησκευόμενους, “Σαλαφιστές”9, ακόμα και τζιχαντιστές, σημαίνει μη κατανόηση της πορείας των γεγονότων και ιδιαίτερα της “δογματικής” τροπής που ουσιαστικά πήρε η εξέγερση.

Από την αρχή της εξέγερσης, το 2011, η σουνιτική αστική τάξη εγκατέλειψε τη χώρα, ακόμα και το πολιτικό πεδίο, αφήνοντας πίσω το προλεταριάτο και τη μεσαία τάξη σ’ αυτό που επρόκειτο να γίνει μια κατά μέτωπο σύγκρουση ανάμεσα σε ένα καθεστώς έτοιμο να κάνει τα πάντα για να επιβιώσει και μια αντιπολίτευση γυμνή τόσο από πολιτικές προοπτικές όσο και στρατιωτικά μέσα. Τους πρώτους μήνες, οι ιδιοκτήτες βιοτεχνιών και εργοστασίων αποσυναρμολόγησαν τον εξοπλισμό τους και τον έβαλαν σε φορτηγά με προορισμό την Αίγυπτο. Ό,τι απέμεινε από την πολιτική αντιπολίτευση είναι τώρα στην Τουρκία, με το Συριακό Εθνικό Συμβούλιο να χαρακτηρίζεται από τους αντιμαχόμενους ως “Εθνικό Συμβούλιο του Σέρατον”, από το όνομα των πολυτελών ξενοδοχείων στα οποία διαμένουν τα μέλη του.

Η ιστορία της “δογματικοποίησης”, της στρατιωτικοποίησης, ο εγκλωβισμός της εξέγερσης σε εμφύλιο πόλεμο είναι επίσης η ιστορία της βαθμιαίας αποχώρησης όλων όσων μπορούσαν ακόμα να φύγουν, αφήνοντας πίσω μόνο τους πιο φτωχούς ή τους πιο πολιτικοποιημένους, αναγκασμένους να συνεχίσουν τη μάχη ακριβώς για να μην βρεθούν αφοπλισμένοι μπροστά στα αντίποινα του καθεστώτος προς τους ίδιους ή τις οικογένειές τους. Οι αναχωρήσεις στο εξωτερικό συνοδεύονται από ταξίδι στο εσωτερικό. Στρατιώτες που έχουν λιποτακτήσει, και που συγκροτούν τα πρώτα τμήματα του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (FSA, Free Syrian Army), συγκεντρωνόμενοι γύρω από πιο υψηλόβαθμους στρατιωτικούς, θα ενωθούν, από τη στιγμή που η σύγκρουση τελματώνεται, με τις οικογένειές τους στα χωριά, ακόμα και αν προσχωρούν σε τζιχαντιστικές φράξιες ώστε να έχουν πρόσβαση σε όπλα για να υπερασπιστούν τους δικούς τους. Αυτή η ιστορία είναι η ιστορία του περάσματος από την επαναστατική πάλη στον αγώνα για επιβίωση, που τελειώνει με την επιβίωση στη μάχη, χωρίς να διακρίνεται ένα τέλος.

Το φοβερό συριακό εργαλείο καταπίεσης, προετοιμασμένο γι’ αυτού του είδους τις καταστάσεις και, επιπλέον, ενισχυμένο μετά την εξέγερση της δεκαετίας του 1980, μπόρεσε μόνο να κρατήσει το καθεστώς στην εξουσία αλλά όχι να του δώσει τη νίκη. Την ίδια στιγμή, η εξέγερση, που έγινε εμφύλιος πόλεμος, αποδείχτηκε ανίκανη να εκμεταλλευτεί την προέλασή της και του ελέγχου της σε μεγάλες περιοχές της επικράτειας για να οδηγήσει την εξέγερση στη νίκη, δηλαδή στην πτώση του καθεστώτος. Άσχετα από το αν αυτό το μπλοκάρισμα και η αποτυχία μπορούν να αποδοθούν στην λυσσαλέα καταπίεση του καθεστώτος, τις ξένες επεμβάσεις (ή μη-επεμβάσεις) στη σύγκρουση, που την κατέστησαν μια άμεση σχέση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, ή σε εσωτερικούς παράγοντες της αντιπολίτευσης, το αποτέλεσμα δεν είναι άλλο από τούτο: αυτή η σύγκρουση είναι ένα αδιέξοδο από το οποίο κανείς δεν είναι έτοιμος να αποχωρήσει.

Από την εξέγερση στον εμφύλιο πόλεμο: κοινωνία χωρίς κράτος;

Αυτοί που κατέβηκαν στους δρόμους ενάντια στο καθεστώς το 2011 κα το 2012 είχαν κάθε δικαίωμα να αποκαλούν τον εαυτό τους “συριακή κοινωνία”, καθώς η συνάντηση στις μεγάλες πόλεις της φτωχοποιημένης ή άνεργης μεσαίας τάξης, των μικροεμπόρων, που πάσχιζαν την πραμάτειά τους, και των προλεταριοποιημένων αγροτικών μαζών, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την ύπαιθρο για να εγκατασταθούν σε ανθυγιεινούς “πρόχειρους καταυλισμούς”, είναι σαν η τρανταχτή σύνοψη της αποτυχίας του συριακού καθεστώτος, που έρχεται αντιμέτωπο με την ίδια τη Συρία.

Στη διάρκεια του 2011, ένα ιδεώδες συριακό “είναι” χτίζεται συλλογικά από τους διαμαρτυρόμενους, και αυτό το συριακό “είναι” ήταν δημοκρατικό και των πολιτών. Οι διαδηλώσεις ήταν η έκφραση μιας κοινωνίας που διεκδικούσε το δικαίωμά της να υπάρχει. Κανένας θεσμός δεν πρόβαλε για να υποστηρίξει αυτό το αίτημα: τα συνδικάτα, τα κόμματα και οι ενώσεις ελέγχονται στενά από το καθεστώς· οι θρησκευτικοί θεσμοί, που θυμούνταν την καταστολή της δεκαετίας του 1980 και στοιχημάτιζαν στο “άνοιγμα” που ξεκίνησε ο Μπασάρ αλ-Άσσαντ, παρέμειναν σιωπηλοί. Το κοινό έδαφος αυτών των διαδηλώσεων είναι η δυναμική της Αραβικής Άνοιξης. Εκείνη την εποχή, οι διαδηλωτές έμοιαζαν να ενώνονται από την απλή και αποτελεσματική ιδέα να κάνουν αυτό που οι Τυνήσιοι και οι Αιγύπτιοι είχαν κάνει: να βάλουν ένα τέλος στο καθεστώς. Αυτός ο στόχος μοιάζει να πηγαίνει πέρα από τις υπάρχουσες κοινωνικές διαιρέσεις, οι οποίες παραμερίζονται, ώστε να “παραχθεί”, έστω και για μια διαδήλωση, ακόμα και ως ένα συλλογικό δημοκρατικό σχέδιο, αυτό το συριακό υποκείμενο, ένα μέλος της κοινωνίας των πολιτών, που το κράτος των Άσσαντ αρνούνταν σταθερά και το υπέτασσε κάτω από τη δική του ύπαρξη. Για τους διαδηλωτές, λοιπόν, προείχε να φτιάξουν έναν λαό.

Η απουσία οποιασδήποτε θεσμικού “διαβιβαστή” ανάμεσα στους διαδηλωτές και το κράτος, καθώς και εντός της ίδιας της συριακής κοινωνίας, ο ίδιος ο συγκεντρωτισμός του καθεστώτος, δημιουργεί μεταξύ των διαδηλωτών ένα είδος εθνικισμού χωρίς το κράτος, έναν ομόθυμο ή καθολικό εθνικισμό. Ενώ οι Αιγύπτιοι ή οι Τυνήσιοι μπορούσαν να βασιστούν σε διαιρέσεις μέσα στον στρατιωτικό μηχανισμό ή στην λιποταξία αστυνομικών, που δεν ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρι θανάτου για το συγκεκριμένο καθεστώς, ή ακόμα και σε συνδικάτα ή ενώσεις που είχαν έναν σχετικό βαθμό αυτονομίας, οι Σύριοι είναι αντιμέτωποι από την μια με την πλήρη παγίδευση από το Κράτος και από την άλλη με ένα χωρίς οίκτο εργαλείο καταπίεσης, εντελώς αδιαπέραστο από την υπόλοιπη κοινωνία και υποταγμένο στο Κράτος. Η πλήρης απουσία στρατηγικών προβληματισμών αυτού του είδους, που ένα πολιτικό όργανο όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα θα είχε πολύ εύκολα, επιδεικνύει το αυθόρμητο του κινήματος του 2011 καθώς και την απουσία αναγνωρίσιμων ηγετών ή τυποποιημένου κοινού λόγου.

Αλλά η “κατασκευή” ενός λαού είναι αποκλειστικό έργο του κράτους: δεν υπάρχει λαός έξω από αυτό. Στην εξέγερση, το “συριακό είναι” κατακερματίζεται μπροστά σε ένα Κουρδικό είναι, ένα Σουνιτικό είναι, ένα Αλεβιτικό είναι κ.λπ., και ό,τι αυτά συνεπάγονται σε όρους πραγματικής αφοσίωσης, πίστης, υποχρεώσεων, πικρίας, προσκόλησης. Η απαίτηση για την συριακή ιδιότητα του πολίτη δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί στο ύψος της συριακής assabiya (και των εργαλειοποιήσεων από τις αρχές και όλους τους συμμετέχοντες) από την μια επειδή, λόγω του ελέγχου που ασκεί το συριακό κράτος στην κοινωνική δραστηριότητα, δεν υπάρχει, με την αυστηρή έννοια του όρου, συριακή κοινωνία των πολιτών, και δεύτερον επειδή για να φτιαχτεί ένας λαός χρειάζεται ένα κράτος, με άλλα λόγια, μια άρχουσα τάξη που ορίζει ως λαό όλες τις άλλες.

Στην απουσία μιας τέτοιας δομής, η εξέγερση βρέθηκε υποχρεωμένη να επιτελέσει τις λειτουργίες που συνήθως μεταβιβάζονται στο κράτος, ακολουθώντας τις υπάρχουσες διαιρέσεις: στρατιωτική λειτουργία, προνοιακή λειτουργία, εφοδιασμός, πολιτική άμυνα, δικαστική λειτουργία κ.λπ. Σε έναν αριθμό πόλεων οι υπάλληλοι του καθεστώτος συνέχιζαν να συλλέγουν μισθούς, τους οποίους έπρεπε να μαζεύουν στην ελεγχόμενη από το καθεστώς περιοχή και να τους επιστρέφουν στις περιοχές που ελέγχονταν από τους επαναστάτες, οι οποίοι, με τη σειρά τους, έπρεπε να ασκήσουν τις αντίστοιχες λειτουργίες. Είναι μια λεπτομέρεια, αλλά ενδεικτική, του πώς η συνέχεια υπερισχύει της ρήξης στον τρόπο με τον οποίο “η” εξέγερση (στην πραγματικότητα, και καθώς αναπτύσσεται ο εμφύλιος πόλεμος, οι διάφορες εμπλεκόμενες φράξιες, μερικές από τις οποίες έρχονται από το εξωτερικό) αναγκάστηκαν να διαχειριστούν την καθημερινότητα, σε μια κατάσταση αναμονής για την επιστροφή του κράτους.

Οι τοπικές συντονιστικές επιτροπές έχουν γίνει μια σημαντική φωνή της επανάστασης· οργανώνουν διαδηλώσεις και εκδίδουν εφημερίδες. Ο στόχος τους παραμένει η οικοδόμηση ενός πολιτικού, πλουραλιστικού και δημοκρατικού κράτους”, (Simon Assaf).

Από αυτή την άποψη, το παράδειγμα της δικαστικής λειτουργίας είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Για να εκδικαστούν κοινές προστριβές στις ζώνες που ελέγχονταν από τους εξεγερμένους, ο ρόλος του δικαστή δώθηκε γρήγορα στους τοπικούς ιμάμηδες (κυρίως στους λιγότερο ειδικευμένους, καθώς οι ανώτερες θρησκευτικές αρχές είχαν εγκαταλείψει τη χώρα), αφού θεωρήθηκαν ως οι καταλληλότεροι για να δώσουν μια νομική μορφή σ’ αυτές τις διαφορές. Αυτό δεν είναι, αυστηρά μιλώντας, μια εφαρμογή της Σαρία ή των ισλαμικών δικαστηρίων κατά την παράδοση του Daesh10, αλλά ένας πολιτικός θεσμός στον οποίον οι θρησκευτικοί λειτουργοί αναγνωρίζονται ως οι ικανότεροι, καθώς οι πολιτικοί δικαστές είναι πρακτικά άφαντοι. Αν ο πολιτικός νόμος έχει πετύχει να εμπεδωθεί εδώ κι εκεί όπου οι δικαστές προσχώρησαν στην εξέγερση, αντιμέτωποι με την έλλειψη προσωπικού ικανού για την εφαρμογή του, είναι ο νόμος της Σαρία – που είναι ούτως ή άλλως η βάση ενός μεγάλου τμήματος του συριακού ποινικού κώδικα – ο οποίος έχει επιβάλλει τον εαυτό του. Αυτή η επιθυμία για θεσμική κανονικοποίηση του δικαστικού τομέα, οδήγησε στην σχεδόν καθολική υιοθέτηση, από την εξέγερση, του κώδικα της Αραβικής Ένωσης, ο οποίος βασίζεται στη Σαρία και παράχθηκε το 1996 από ειδικούς του Αραβικού Συνδέσμου με την χρηματοδότηση των χωρών του Κόλπου. Η εξέγερση, επειδή είναι ταυτόχρονα και ένοπλη εξέγερση, κατάφερε, έτσι, να διαχειριστεί το σημαντικό πρόβλημα της ρύθμισης της δραστηριότητας των στρατιωτικών ομάδων, παρέχοντας στον εαυτό της τα μέσα για να τις θέσει υπό πολιτικό έλεγχο.

Ο καταμερισμός εργασίας ανάμεσα στους πολίτες και τους στρατιωτικούς και η εξειδίκευση των δραστηριοτήτων, παράγουν, συνεπώς, τις δικές τους διαμεσολαβήσεις, κάτω από την πίεση της “λαϊκής” απαίτησης, υποστηριζόμενης από τη βούληση των ηγετών της εξέγερσης (τοπικοί ηγέτες, από τις ανώτερες τάξεις της κοινωνίας, που προσπαθούν να διατηρήσουν επαφή με την αντιπολίτευση στο εξωτερικό, επομένως και με τη “διεθνή κοινότητα”) να οικοδομήσουν μια κοινωνία και να δώσουν νομιμοποίηση στις απελευθερωμένες από το καθεστώς περιοχές και στους νέους θεσμούς που δημιουργούνται πάνω στο πρότυπο των παλιών και θεωρούνται, γενικά, νόμιμοι.

Οι θεσμοί που θεμελιώνουν κάθε Κράτος, όπως ο στρατός, η αστυνομία, οι δικαστές κ.λπ. δεν αμφισβητήθηκαν αυτοί καθαυτοί, αλλά αμφισβητήθηκε ο αντιδημοκρατικός χαρακτήρας που είχαν υπό το καθεστώς. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι η δημοκρατική μορφή που έπεται από αυτή την κριτική δεν είναι η άμεση δημοκρατία αλλά η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τουλάχιστον εκεί που αυτό είναι εφικτό (οι απλοί διορισμοί συνήθως προηγούνταν των εκλογικών διαδικασιών, που είναι δύσκολο να εφαρμοστούν υπό το ξεφόρτωμα βαρελιών με εκρηκτικά). Δεν ήταν ένα Συμβούλιο των εξεγερμένων επικεφαλής στο Αλέπι αλλά ένας, εκλεγμένος από τον λαό, Δήμαρχος, που είναι πρώην μηχανικός.

Ο λαός χωρίς κράτος της έναρξης της εξέγερσης τείνει, λοιπόν, να περάσει ραγδαία από το ομόθυμο αφήγημα σε ένα κίνημα που προσπαθεί να επανασυστήσει ένα Κράτος από τον λαό, με άλλα λόγια από τις υπάρχουσες ταξικές διαιρέσεις. Όμως, ακόμα κι εδώ, στην περίπτωση της Συρίας, αυτό είναι προβληματικό· η αντιπολίτευση δεν μπορεί να πετύχει στο εσωτερικό της μια ταξική δομή που θα μπορούσε να οδηγήσει στον σχηματισμό ενός Κράτους, μετά την τελική αποχώρηση των Άσσαντ. Η αυτομόληση της αστικής τάξης, το μονοπώλιο της κρατικής πρακτικής που ασκούνταν από το Μπάαθ από τη δεκαετία του 1950, και από τους Άσσαντ από την δεκαετία του 1970, έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση στην οποία οι ελίτ απουσιάζουν και η αστική τάξη μπορεί, πιθανόν, να ευνοείται περισσότερο από μια επιστροφή στη δικτατορία σε σχέση μια κατάσταση στην οποία ισλαμιστικές φράξιες θα οδηγούνταν αναπόφευκτα να συγκρούονται, με δημοκρατικό ή όχι τρόπο, ατέρμονα για την εξουσία. Με αυτή την έννοια, φαίνεται σαν να μην υπάρχει εσωτερική λύση στο πρόβλημα.

Το χάος ως έξοδος από την κρίση;

Αν τα κλειδιά της κατανόησης του συριακού εμφυλίου πολέμου βρίσκονται εκτός της Συρίας, αυτό δεν είναι εξαιτίας κάποιας συνομωσίας των παγκόσμιων δυνάμεων αλλά εξαιτίας της παγκόσμιας εξέλιξης του καπιταλισμού και της συγκεκριµένης θέσης της περιοχής σ’ αυτήν. Μια όχι αξιοζήλευτη περιοχή, στην οποίο η κανονική καπιταλιστική ανάπτυξη “φιλοξενείται” και τροφοδοτεί φαινομενικά αρχαϊκές μορφές εκμετάλλευσης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, χωρίς την ευχάριστη “παραδοσιακή” συνδήλωση που μπορεί να περιέχει αυτός ο όρος, και όπου η αρπακτικότητα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων μπορεί να εξαπολυθεί χωρίς τους φραγμούς που τίθενται σ’ αυτές στις πιο ανεπτυγμένες περιοχές.

Τοπικά αυτοί είναι πόλοι έντονου πλούτου, που δεν βρίσκονται αποκλειστικά στο Ισραήλ ή στις χώρες του Κόλπου, αλλά αποτελούνται και από σημεία στις φτωχότερες περιοχές της ζώνης, πόλοι που τρέφονται από έναν ωκεανό φτώχειας.

Το ότι οι μάζες των φτωχών ζουν όλο και περισσότερες σε περιοχές χωρίς Κράτος, μακράν του να αποτελεί υπόσχεση μιας αναρχικής ουτοπίας, μάλλον ανοίγει την προοπτική μιας κατάρρευσης του καπιταλιστικού κόσμου υπό το βάρος της ίδιας της συντήρησής του11, τη δυνατότητα μιας συρρίκνωσης του αναπτυγμένου καπιταλισμού με την επέκταση της πιο άγριας σχέσης εκμετάλλευσης ως το σημείο της εγκατάλειψης οποιασδήποτε κοινωνικής μορφής, επαρκούς για την αναπαραγωγή αυτής της σχέσης, συμπεριλαμβανομένου του Κράτους. Το να πάρουμε στα σοβαρά το οριστικό τέλος του φορντισμού πρέπει να μας οδηγήσει να θεωρήσουμε αυτόν τον τύπο προοπτικής εξίσου σοβαρά με τον οραματισμό της κομμουνιστικοποίησης και για τους ίδιους λόγους.

Η δυνατότητα για τον καπιταλισμό να απελευθερώσει τον εαυτό του από αυτή την αντίθεση, δηλαδή να αναπαράγει εντός του την εργατική δύναμη (κάτι που είναι ο ελάχιστος ορισμός οποιασδήποτε “καπιταλιστικής κοινωνίας”) ενώ την ίδια στιγμή να την εξωθεί σταθερά εκτός της διαδικασίας παραγωγής αξίας, θα μπορούσε να είναι το μέλλον μιας πραγματικής αποβολής από τις “γκρίζες περιοχές” των μαζών των υπεράριθμων προλετάριων, που θα γίνονταν οι ίδιοι υπεύθυνοι για την αναπαραγωγή τους και θα είχαν την ελευθερία να αυτοδιαχειρίζονται την μιζέρια τους.

Η “αποπρολεταριοποίηση” στο εσωτερικό του κόσμου του κεφαλαίου, θα συνέβαινε, τότε, στη βάση της επέκτασης των παραγκουπόλεων και άλλων περιοχών σε μια κατάσταση μόνιμου εμφυλίου πολέμου. Αυτό θα μπορούσε να ειδωθεί ως μια υπόθεση μακροπρόθεσμης εξόδου από την κρίση του κεφαλαίου, οι όροι της οποίας είναι ήδη στον ορίζοντα, τόσο στη Συρία αλλά και τη Λιβύη, το Μάλι, συγκεκριµένες περιοχές του Αφγανιστάν και από τις ευρωπαϊκές αγορές, στην Ουκρανία.

AC

1 Στμ. PYD/YPG: PYD (Partiya Yekîtiya Demokrat, Κόμμα Δημοκρατικής Ενότητας): αριστερό κουρδικό πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε το 2003 από Κούρδους ακτιβιστές στη βόρεια Συρία· YPG είναι τα αρχικά της πολιτοφυλακής του. Το PYD είναι το κύριο πολιτικό κόμμα της Ομοσπονδίας της Βόρειας Συρίας-Ροτζάβα και των καντονιών της. Στον ιστότοπό του, περιγράφει τον εαυτό του να πιστεύει στην “κοινωνική ισότητα, τη δικαιοσύνη και την ελευθερία πεποίθησης” καθώς και στον “πλουραλισμό και την ελευθερία των πολιτικών κομμάτων” και ότι αγωνίζεται “για μια δημοκρατική λύση που περιλαμβάνει την αναγνώριση των πολιτισμικών, εθνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, διευρύνοντας και αναπτύσσοντας την ειρηνική τους πάλη για να μπορούν να αυτοκυβερνώνται σε μια πολυπολιτισμική και δημοκρατική κοινωνία”. Έχει υιοθετήσει τον Δημοκρατικό Συνοσπονδισμό (Democratic Confederalism) ως μια από τις ιδεολογίες του και έχει εφαρμόσει ιδέες του Μπούκτσιν και του Οτσαλάν στη Ροτζάβα.

2 Στμ. στο πρωτότυπο: anomic.

3 Στμ. στο πρωτότυπο: confessionalization, στα αγγλικά: denominationalization. Πρόκειται για μια πρόσφατη έννοια που χρησιμοποιείται από αναθεωρητές ιστορικούς για την παράλληλη διαδικασία της “οκοδόμησης των διαφορετικών δογμάτων” που έλαβε χώρα στην Ευρώπη ανάμεσα στην Ειρήνη του Augsburg (1555) και τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-1649). Σε αυτή την περίοδο υπήρχε μια ειρήνη μεταξύ των Προτρσταντών και των Καθολικών καθώς, αμφότερα τα δόγματα, προσπαθούσαν να θεμελιώσουν πιο σταθερά το δόγμα τους μέσα στους πληθυσμούς των αντίστοιχων περιοχών τους. Αυτή η οικοδόμηση των δογμάτων συνέβη μέσα από την “κοινωνική πειθάρχηση” καθώς υπήρχε μια αυστηρότερη επιβολή από τις Εκκλησίες των συγκεκριμένων κανόνων σε όλες τις πτυχές της ζωής, τόσο στις περιοχές των Προτεσταντών όσο και των Καθολικών. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία διακριτών θρησκευτικών δογματικών ταυτοτήτων. Αποδίδουμε τον όρο ως “δογματικοποίηση”, ακριβώς για να δώσουμε έμφαση στην συγκρότηση αυτών των διαφορετικών θρησκευτικών δογματικών ταυτοτήτων.

4 Στμ. Οι Αλεβίτες ή Αλεβήδες (στα τουρκικά Alevi) είναι θρησκευτική και πολιτιστική κοινότητα στην Τουρκία και, δευτερευόντως. σε άλλες χώρες με δεκάδες εκατομμύρια μέλη. Ο ΑλεβισμόςΑλεβιτισμός) έχει ορισμένες ομοιότητες με το σιιτικό Ισλάμ, αλλά και σημαντικές διαφορές: είναι πιο φιλελεύθερος και με πιο έντονο μυστικιστικό, φιλοσοφικό χαρακτήρα. Ενδεικτικές αρχές του Αλεβιτισμού:

  • Αγάπη και σεβασμός για όλους τους ανθρώπους

  • Ανεκτικότητα απέναντι σε άλλες θρησκείες κι εθνικές ομάδες

  • Σεβασμός για τους εργαζόμενους

  • Ισότητα ανδρών και γυναικών. Τα δυο φύλα προσεύχονται δίπλα-δίπλα και ασκείται μονογαμία.

5 Στμ. rentier: εισοδήματίας από πρόσοδο, ενοικίαση γης κ.λπ.

6 Tο ζήτημα των εσόδων/ενοικίου, στο οποίο πρέπει να επιστρέψουμε λεπτομερώς, είναι ουσιαστικό κλειδί για να κατανοήσουμε όχι μόνο το συριακό ζήτημα αλλά και το ζήτημα ολόκληρης της περιοχής, που εκτείνεται από το Μαγκρέμπ μέχρι τη Μέση Ανατολή. Σχετικά μ’ αυτό μπορεί κανείς να διαβάσει το: “Moyen-Orient, Histoire d’une lutte de classes, 1945-2002(Μέση Ανατολή, Ιστορία μιας ταξικής πάλης, 1945-2002”), του Théo Cosme, από τις εκδόσεις Senonevero.

7 Στμ. Ούμα: αραβική λέξη που σημαίνει “κοινότητα”. Διακρίνεται από την λέξη Sha’b, που σημαίνει ένα έθνος με κοινή καταγωγή και γεωγραφική θέση. Συνεπώς, μπορεί να είναι μια υπερ-εθνική κοινότητα με μια κοινή ιστορία.

8 Στμ. Η λέξη “asabiyya” ή “asabiyyah”, αναφέρεται στην κοινωνική αλληλεγγύη με μια έμφαση στην ενότητα, στην συνείδηση της ομάδας και στην επίγνωση του κοινού σκοπού και της κοινωνικής συνοχής, αρχικά στο πλαίσιο του φυλετισμού (tribalism) και του “φατριασμού”.

9 Στμ. Ο Σαλαφισμός αποτελεί ένα υπερσυντηρητικό μεταρρυθμιστικό κίνημα στο σουνιτικό Ισλάμ, που εμφανίστηκε στην Αραβία το πρώτο μισό του 18ου αιώνα, στο υπόβαθρο της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, διακηρύσσοντας την επιστροφή στις παραδόσεις των “ευσεβών προγόνων” (ο όρος προέρχεται από την λέξη αλ-σαλάφ, που σημαίνει “ευσεβείς πρόγονοι”). Οι Σαλαφιστές απορρίπτουν τον θρησκευτικό νεωτερισμό, ή μπίντα (αίρεση), και υποστηρίζουν την εφαρμογή της σαρία (ισλαμικός νόμος). Το κίνημα συχνά χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες: η μεγαλύτερη ομάδα είναι οι ακριβολόγοι (ή πράοι), που αποφεύγουν την πολιτική, η δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα είναι οι ακτιβιστές, οι οποίοι συμμετέχουν στην πολιτική, η μικρότερη ομάδα είναι οι τζιχαντιστές (δηλαδή οι αποδεχόμενοι το θεμιτό του ένοπλου αγώνα – τζιχάντ σημαίνει γενικά τον αγώνα, την προσπάθεια για έναν σκοπό, θρησκευτικό ή κοσμικό – εναντίον όσων θεωρούν ότι είναι εχθροί του Ισλάμ).

10 Στμ. Daesh ή Da’ish: το ακρωνύμιο στα αραβικά (ad-Dawlah al-Islāmiyah) του Ισλαμικού Κράτους. Dawlah (το γνωστό από τα τουρκικά Δοβλέτι), σημαίνει το κράτος.

11 Στμ. Η περιγραφή μας υποβάλλει άμεσα το αντίστοιχο της εσωτερικής κατάρρευσης ενός (κατάλληλου μεγέθους) αστέρα υπό τη βαρύτητά του! Το ανάλογο των αστροφυσικών αυτών διαδικασιών μας υποτείνει ενδιαφέροντα “σενάρια” για την εξέλιξη της καπιταλιστικής κοινωνίας: ως “μαύρης τρύπας”, ως διαφόρων χρωμάτων “νάνου” ή ως “αστέρα νετρονίων”  κ.λπ. Το πρώτο εντελώς καταστροφικό, τα άλλα μιας πυκνής παγωμένης στασιμότητας.

Έμφυλη διάκριση, προγραμματισμός και κομμουνιστικοποίηση

του Roland Simon1

Μια συζήτηση για την έμφυλη διάκριση εντός του καπιταλισμού με τον Roland Simon της Théorie Communiste.

Με δεδομένο το αντικείμενο, αισθάνομαι υποχρεωμένος να επισημάνω ότι σε όλη την έκταση του παρόντος κειμένου έχω εξαιρέσει τον εαυτό μου από το καθήκον, εκνευριστικό τόσο στο γράψιμο όσο και στο διάβασμα, να “θηλυκοποιήσω” επίθετα, ουσιαστικά, αντωνυμίες και μετοχές. Αν είναι αναγκαίο, θα το κάνει αυτό ο ίδιος/η ίδια ο/η αναγνώστης.

Εισαγωγή: άντρες, γυναίκες και κομμουνιστικοποίηση

Η επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση γεννιέται από αυτόν τον κύκλο αγώνων, που παράγει τα χαρακτηριστικά της· ως τέτοια, στηρίζεται λογικά2 στην κατάργηση της έμφυλης διάκρισης. Δεν υπάρχει κατάργηση της διαίρεσης της εργασίας, δεν υπάρχει κατάργηση της ανταλλαγής και της αξίας, δεν υπάρχει κατάργηση της εργασίας (της μη-σύμπτωσης της ατομικής και της κοινωνικής δραστηριότητας), δεν υπάρχει κατάργηση της οικογένειας, δεν υπάρχει αμεσότητα των σχέσεων ανάμεσα στα άτομα που τα προσδιορίζουν στην μοναδικότητά τους, χωρίς την κατάργηση αντρών και γυναικών. Δεν μπορεί να υπάρχει αυτο-μετασχηματισμός των προλετάριων σε άτομα που ζουν ως μοναδικά άτομα, χωρίς την κατάργηση των σεξουαλικών ταυτοτήτων. Κανένα μέτρο της κομμουνιστικοποίησης δεν πρόκειται να πετύχουν αν δεν επιλύσουν αυτό το ζήτημα επιτιθέμενο σε αυτό συγκεκριμένα και καταργώντας τους ίδιους τους όρους του.

Όσο υπάρχει μια σχέση μεταξύ αντρών και γυναικών, δεν μπορεί να υπάρχει μια αμεσότητα στις σχέσεις μεταξύ ατόμων που να τα ορίζουν [οι σχέσεις] στην μοναδικότητά τους· στην πραγματικότητα μια κοινωνική κατασκευή θα παρουσιάζεται ως φυσική και μια διαίρεση στην κοινωνία που υπαγάγει συγκεκριμένα άτομα θα λαμβάνεται ως δεδομένη. Ως αποτέλεσμα αυτής της γενικής, αφηρημένης διαίρεσης, που εμφανίζεται ως δεδομένη, όλες οι άλλες διαιρέσεις θα διατηρούνται γιατί αυτή η διαίρεση κατασκευάζεται από όλες τις άλλες, ακόμα και αν η ίδια ως τέτοια δεν ορίζει οποιαδήποτε σχέση παραγωγής ή οποιονδήποτε τρόπο παραγωγής.

Πρέπει να είμαστε ικανοί να σκεφτόμαστε την κοινωνικάή διαδικασία μέσω της οποίας μπορούμε να φτάσουμε σε μια κατάσταση που η διάκριση μεταξύ των φύλων δεν θα έχει πλέον καμμιά κοινωνική συνάφεια/σχέση. Αυτό είναι το ερώτημα. Θα ξεκινήσω από την κοινωνική κατασκευή της ομάδας γυναίκες, στη συνέχεια θα μελετήσω την οικονομική διάσταση της σχέσης μεταξύ αντρών και γυναικών στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (ΚΤΠ) και τέλος θα κλείσω με το ζήτημα της κατάργησης της έμφυλης διάκρισης στον προγραμματισμό και στην επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση.

I. Η κοινωνική κατασκευή της ομάδας γυναίκες

Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε την κατάργηση των όρων της σχέσης μεταξύ αντρών και γυναικών θα πρέπει να καταλάβουμε πώς κατασκευάζεται η ίδια. Για να καταλάβουμε πώς κατασκευάζεται αυτή η σχέση, δεν θα πρέπει να έχουμε ως σημείο αφετηρίας μας την (βιολογική) αναπαραγωγή και την ιδιαίτερη θέση των γυναικών σε αυτή την αναπαραγωγή (Françoise Héritier), αλλά μάλλον τι καθιστά αυτή τη θέση ιδιαίτερη και της προσδίνει μια κοινωνική σημασία: τους τρόπους παραγωγής μέχρι σήμερα. Ο ιστορικά επανερχόμενος χαρακτήρας της ιδιοποίησης των γυναικών εκφράζει την επανάληψη, σε όλους τους τρόπους παραγωγής μέχρι σήμερα, της αύξησης/ενίσχυσης του πληθυσμού ως της κύριας παραγωγικής δύναμης που δεν είναι πλέον μια φυσική σχέση, όχι περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη οικονομική σχέση παραγωγής, και η οποία δεν βρίσκεται χωρίς τον χωρισμό της κοινωνίας σε εργάτες και μη-εργάτες.

Η ιδιοποίηση/απαλλοτρίωση αυτής της παραγωγικής δύναμης συνεπάγεται την ιδιοποίηση του προσώπου που είναι φορέας της. Ιδιοποιημένη/απαλλοτριωμένη ως πρόσωπο, η γυναίκα δεν είναι μια κοινωνικά αναγνωρισμένη οντότητα, ικανή να αναγνωρίζεται κοινωνικά ως τέτοια, κάτι που συνεπάγεται την απαλλοτρίωση της ολότητας της δραστηριότητάς της· βλέπουμε εδώ την δημιουργία, και το πέρασμα στην κατηγορία της οικιακής εργασίας (που δεν βρίσκεται σε οποιαδήποτε αναγκαστική σχέση με οποιονδήποτε τύπο συγκεκριμένης δραστηριότητας). Δεν έχουμε σαν σημείο αφετηρίας μια προϋποτιθέμενη κατηγορία, “γυναίκες”, για να εξηγήσουμε γιατί υφίστανται την κυριαρχία, αντίθετα το σημείο αφετηρίας μας είναι η κυριαρχία, μια ιστορική κοινωνική σχέση, που παράγει τις “γυναίκες”.

Οι γυναίκες παράγουν παιδιά, αλλά δεν υπάρχει κάτι περισσότερο φυσικό σχετικά με τον τρόπο που αυτό το γεγονός φτάνει να ορίσει μια “κοινωνική οντότητα” από οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό ή καθορισμό. Αν το “να κάνουν παιδιά” γίνεται ο ορισμός μιας ομάδας ατόμων, των γυναικών, τότε αυτό είναι μια καθαρή κοινωνική κατασκευή. Η αύξηση του πληθυσμού ως πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης μας επιτρέπει να θεωρήσουμε βιολογικές διαφορές στην αναπαραγωγή ως κάτι στο οποίο μια κοινωνική σχέση δίνει νόημα· αυτές οι διαφορές δεν περιμένουν να τους δωθεί ένα νόημα, αλλά μάλλον κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου κοινωνικά ως διαφορές. Αυτή η κατασκευή συνεπάγεται την απαλλοτρίωση των γυναικών και την υποταγή τους σε αυτή τη λειτουργία.

Είναι αυτή η απαλλοτρίωση που αποκαλούμε “φύλο”. Αν το φύλο δεν υπήρχε, αυτό που ονομάζουμε σεξ θα ήταν απογυμνωμένο από νόημα, και δεν θα θεωρούνταν ως κάτι σημαντικό: θα ήταν μόνο μια φυσική διαφορά όπως οι άλλες. Το φύλο δεν είναι μια κοινωνική κατασκευή που εγείρεται στην βάση ομάδων που έχουν ήδη συγκροτηθεί από τη φύση. Αυτό που είναι φυσικό (και δεν είναι υπό αμφισβήτηση) δεν είναι το υπόστρωμα του φύλου, είναι το γένος [gender] που δημιουργεί τα φύλα [sexes], ή με άλλα λόγια, δίνει νόημα στα φυσικά χαρακτηριστικά/γνωρίσματα που δεν κατέχουν πλέον ένα εσωτερικό/ενδογενές νόημα περισσότερο από το υπόλοιπο φυσικό σύμπαν. Έχοντας θεμελιώσει αυτή τη θέση, θα πρέπει να απορρίψουμε οποιαδήποτε “ανθρωπολογία των αρχών”· το αληθινό σημείο αφετηρίας για την κατανόηση αυτής της κατασκευής είναι το σημείο στο οποίο μπορεί να εμφανιστεί αυτό το ερώτημα επειδή όντως εμφανίζεται ως ερώτημα – και αυτό το σημείο είναι ο ΚΤΠ: η αντιφατική του σχέση με την εργασία και τον πληθυσμό (δείτε παρακάτω).

Δεν μπορούμε να αφήσουμε στην άκρη, ως άνευ σημασίας, το γεγονός ότι ο κοινωνικός ορισμός των γενών ορίζει τα φύλα. Όταν η κοινωνική διάκριση εισάγει μια ανατομική διάκριση, με άλλα λόγια, όταν μια ανατομική διάκριση κατασκευάζεται ως μια κοινωνική διάκριση, όταν έχει νόημα, πρέπει να την μεταχειριστούμε ως τέτοια: μια ανατομική διάκριση που έχει νόημα. Η αντίληψη της ανθρωπότητας ως διαιρεμένης μεταξύ δυνητικών φορέων παιδιών και μη-φορέων δεν είναι μια “αυθόρμητη αντίληψη”, είναι μια κοινωνική κατασκευή, αλλά από τη στιγμή που αυτή η κατασκευή έχει καταστεί αποτελεσματική, μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι υπάρχουν δύο και μόνο δύο φύλα. Είναι μια αντικειμενική κοινωνική κατασκευή. Η τοποθέτηση της αναπαραγωγικής λογικής σε μια δομική/δομίζουσα θέση, που είναι χαρακτηριστική όλων των τρόπων παραγωγής (και η οποία είναι επίσης μια κοινωνική κατασκευή) ανάγει ένα πολύπλοκο σύνολο φυσικών μεταβλητών σε μια διχοτομική ταξινόμηση, κοινωνικά κατασκευασμένη και επιβεβλημένη αν είναι απαραίτητο.

Αν όλες οι κοινωνίες μέχρι σήμερα στηρίζονται στην αύξηση του πληθυσμού ως πρωταρχικής δύναμης παραγωγής αυτό συμβαίνει επειδή είναι ταξικές κοινωνίες. Η κοινωνική διαίρεση που προκύπτει μεταξύ εργατών και μη-εργατών συζεύγνεται αμέσως με μια άλλη διαίρεση που είναι εσωτερική σε αυτήν, αλλά της οποίας οι όροι δεν αντιστοιχούν σε αυτή τη διαίρεση: μια έμφυλη διαίρεση της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, μέχρι την εμφάνιση του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των σημείων που τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται αντιφατικά, η κύρια πηγή της πλεονάζουσας-εργασίας (υπερεργασίας) είναι φυσικά η εργασία που συνεπάγεται την αύξηση του πληθυσμού. Η απαραίτητη απαλλοτρίωση/ιδιοποίηση της υπερεργασίας, που είναι ένα καθαρά κοινωνικό φαινόμενο (πλεονάζουσα εργασία δεν μπορεί να αποδοθεί σε οποιαδήποτε υποτιθέμενη πλεονάζουσα αποδοτικότητα της εργασίας), δημιουργεί τα φύλα και την κοινωνική συνάφεια/καταλληλότητα της σεξουαλικής τους διάκρισης. Είναι η πλεονάζουσα εργασία που δομεί τις δύο διαμερίσεις: εργάτες/μη-εργάτες και άντρες/γυναίκες. Δεν υπάρχουν δύο ταξικά συστήματα επειδή δεν υπάρχουν δύο τρόποι παραγωγής και επειδή υπάρχει μόνο μια υπερεργασία. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει υπερεργασία χωρίς μια έμφυλη διαίρεση της ανθρωπότητας. Η αντίθεση ανάμεσα σε εργάτες και μη-εργάτες και η αντίθεση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες είναι συνέπειες και δεν υπερτίθεται η μία στην άλλη. Η δεύτερη αντίθεση, αν και δεν ορίζει οποιονδήποτε συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής, είναι εν τούτοις εξίσου μια συγκεκριμένη αντίθεση που δεν μπορεί να αναχθεί στην πρώτη. Η “πατριαρχία” δεν έχει υπάρξει ποτέ μια σχέση παραγωγής ούτε τρόπος παραγωγής. Η ιστορία της πατριαρχίας είναι μια οφθαλμαπάτη, όπως είναι, σε ένα διαφορετικό επίπεδο, η ιστορία του Κράτους, της θρησκείας, της τέχνης…Αν δεν υπάρχει ιστορία της πατριαρχίας, ούτε καν μια ιστορία της σχέσης μεταξύ αντρών και γυναικών, αυτό συμβαίνει επειδή αυτό με το οποίο έχουμε να κάνουμε είναι μια σχέση που αναπαράγεται συγκεκριμένα κάθε φορά από κάθε τρόπο παραγωγής που αποτελεί τη συνθήκη της. Η σχέση μεταξύ αντρών και γυναικών είναι ομοούσια με την ίδια την ύπαρξη της εκμετάλλευσης της πλεονάζουσας εργασίας. Η πλεονάζουσα εργασία είναι η έννοια που δομεί τις δύο διαιρέσεις χωρίς να τις συγχέει (προλετάριοι/καπιταλιστές και άντρες/γυναίκες). Στον ΚΤΠ θα μπορούσε κανείς να διαπράξει σφάλμα αν επρόκειτο να θεμελιώσει την διαδοχή των οικονομικών κατηγοριών στην ακολουθία στην οποία ήταν ιστορικά αποφασιστικές.

Η απαλλοτρίωση της πρωταρχικής δύναμης παραγωγής και η πηγή της πλεονάζουσας εργασίας διενεργείται από όλους τους άντρες σαν αποτέλεσμα της απλής έμφυλης διάκρισης στην κοινωνία. Δεν αντλούν όμως όλοι οι άντρες κέρδος από αυτή την ιδιοποίηση με ένα ταυτόσημο τρόπο (τόσο σε όρους ποσότητας όσο και ποιότητας) και στον ίδιο βαθμό σύμφωνα με την θέση τους στην διαίρεση ανάμεσα σε εργάτες και μη-εργάτες.

II. Η οικονομική διάσταση της σχέσης μεταξύ αντρών και γυναικών στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής

1. Οικιακή εργασία/αναγκαία εργασία/πλεονάζουσα εργασία

Η πρόσδεση της συζύγου (και των παιδιών) στην τάξη του συζύγου είναι θεωρητικά και κοινωνικά έγκυρη. Σε όρους αυτού του ερωτήματος, η παραμονή εντός του καθορισμού των τάξεων στη βάση της κατανομής των μέσων παραγωγής (“η πρώτη κατανομή” του Μαρξ) είναι ανεπαρκής. Η σχέση μεταξύ των τάξεων είναι μια σχέση που αναπαράγει τον εαυτό της, που προϋποθέτει τον εαυτό της· επομένως είναι μια σχέση που περιέχει εντός της όλες τις συνθήκες για την ανανέωσή της. Οι μισθοί είναι η αξία της αναπαραγωγής της εργατικής-δύναμης και της “φυλής των εργατών” (Μισθοί, Τιμές και Κέρδος3), και όχι η πληρωμή της “αξίας της εργασίας” (που είναι μια άτοπη έκφραση). Η σχέση της εξάρτησης (η σχέση της συντήρησης στην οποία οι γυναίκες βρίσκουν τον εαυτό τους) είναι το ίδιο το προϊόν του μισθού ως αναπαραγωγή της εργατικής-δύναμης, μάλλον, και όχι ως “πληρωμή της εργασίας”. Ο μισθός προϋποθέτει και αναπαράγει στην ίδια του τη βάση την οικογένεια και τις σχέσεις εξάρτησης αυτής. Αυτή η σχέση εξάρτησης δεν είναι μια άλλη σχέση παραγωγής επειδή δεν έχει αυτονομία ούτε αρχή της ίδιας της ανανέωσής της (πβλ. Θεωρίες της Υπεραξίας). Αν ο σύζυγος δεν επιστρέψει στη δουλειά, δεν μπορεί να ανανεώσει αυτή τη λειτουργία σε σχέση με τη γυναίκα του: εκμεταλλευόμενος τη γυναίκα του δεν παράγει τις συνθήκες της ανανέωσης αυτής της εκμετάλλευσης.

Μόνο μια μη-προγραμματιστική θεωρία της ταξικής πάλης και μια θεωρία της επανάστασης ως κατάργησης όλων των τάξεων, ως η κατάργηση του προλεταριάτου και της μορφής-μισθός μπορεί να λάβει υπόψη της τον εσωτερικό ανταγωνισμό που εμπεριέχεται στον μισθό ως αναπαραγωγή της εργατικής-δύναμης και, ακόμα περισσότερο, να θεωρήσει ότι αυτός ο εσωτερικός ανταγωνισμός είναι και θα πρέπει να είναι ένα καθοριστικό στοιχείο στην κατάργηση του μισθού.

Το να πούμε ότι ο μισθός πληρώνει για την αναπαραγωγή της εργατικής-δύναμης και της “φυλής των εργατών” μας πηγαίνει πέρα από το κατώφλι της “οικειότητας”/intimacy. Ακόμα και αν δεν υπάρχει καμμιά δωρεάν [gratuit] παραγωγική εργασία στην οικογενειακή σφαίρα, από την ίδια τη φύση του μισθού, η οικογένεια είναι ο τόπος μιας οικονομικής εκμετάλλευσης, αυτής των γυναικών, που ωφελεί καταρχάς τον σύζυγο, με άλλα λόγια τους άντρες εν γένει. Εδώ έχουμε μια σχέση κυριαρχίας που απορρέει από την φύση του μισθού: την κυριαρχία και την παροχή οικιακής εργασίας που εξαρτάται εν πρώτοις από την ύπαρξη πλεονάζουσας εργασίας και, δευτερευόντως, στο ίδιο το περιεχόμενο της μισθωτής σχέσης.

Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί για κάτι που μοιάζει προφανές αλλά είναι ψευδές: “οι γυναίκες κάνουν την οικιακή εργασία”. Μάλλον είναι η εργασία που κάνουν οι γυναίκες που, επειδή ακριβώς την κάνουν αυτές, μέσα σε μια συγκεκριμένη σχέση, που είναι οικιακή εργασία. Συνεπώς, η οικιακή εργασία δεν περιλαμβάνει μια λίστα από συγκεκριμένες δουλειές που ορίζονται πριν από την απόδοσή τους στις γυναίκες (στην καλλίτερη περίπτωση οι άντρες βοηθάνε – συμμετέχουν – στην οικιακή εργασία). Η οικιακή εργασία είναι εξ ορισμού έμφυλη, δεν είναι εργασία που αναλαμβάνεται εντός του “σπιτιού”, αλλά μάλλον εργασία που εκτελείται από το πρόσωπο, όντας σε μια σχέση εξάρτησης, ανήκει στο “σπίτι” ως κοινωνική δομή. Αν η εργασία των γυναικών είναι με αυτή την έννοια οικιακή εργασία, αυτό σημαίνει ότι ο θεμελιώδης ορισμός της ομάδας “γυναίκες” από την απαλλοτρίωσή τους ως πρόσωπα αποκλείει την δραστηριότητά τους στο πεδίο των κοινωνικών σχέσων. Αυτή που απαλλοτριώνεται ως πρόσωπο δεν παράγει τίποτα που να μπορεί να αποσπαστεί από αυτήν ως αντικείμενο ή ως δραστηριότητα που να είναι ιδιοκτησία της και να εισαχθεί στο γενικό πεδίο της οικονομίας. Είναι οικιακή εργασία, η εργασία των γυναικών, και ως τέτοια αποκλείεται από την οικονομία. Η εργασία αυτή μπορεί κάποιες φορές να αναληφθεί από άντρες αλλά παραμένει γυναικεία εργασία· μια κοινωνία, απλά επειδή είναι η αναπαραγωγή του εαυτού της και επομένως “συντηρεί/επιβιώνει” τα άτομα που την συνθέτουν, είναι μια δομή θέσεων και λειτουργιών πριν να είναι ένα σύνολο συγκεκριμένων ατόμων. Οι γυναίκες εκτελούν εργασία που, σε έναν καθορισμένο τρόπο παραγωγής και εξαιτίας των καθορισμών αυτού του τρόπου παραγωγής, δεν δημιουργεί αξία· δεν είναι τυχαία η απόδοση αυτής της εργασίας σ’ αυτές. Η απαλλοτρίωση των γυναικών, που είναι εγγενής σε όλους τους τρόπους παραγωγής συμπεριλαμβανομένου του καπιταλισμού, παράγει οικιακή εργασία εντός της κοινωνικής δομής αυτής της απαλλοτρίωσης: την οικογένεια. Αυτή η εργασία δεν δημιουργεί αξία, και δεν είναι παραγωγική εργασία.

Η αξία είναι μια κοινωνική σχέση και η αφηρημένη εργασία υπάρχει μόνο ως ένα γενικό σύστημα της ανταλλαγής των εμπορευμάτων (Rubin4). Ένα προϊόν ή μια υπηρεσία που δεν αγοράζεται ούτε ανταλλάσσεται (και που επιπλέον δεν προορίζεται για ανταλλαγή), δεν είναι αξία. Αν η οικιακή εργασία δημιουργούσε έναν συγκεκριµένο τύπο αξίας, θα έπρεπε να έχουμε τη δυνατότητα να μιλήσουμε για κοινωνικά αναγκαία αφηρημένη οικιακή εργασία. Κανένας κοινωνικός μεταβολισμός δεν επιτρέπει τον καθορισμό μιας ώρας αφηρημένης οικιακής εργασίας ή την αξία μιας ώρας γυναικείας εργασίας στο νοικοκυριό. Στον βαθμό που η εργασία αυτή δεν διαμεσολαβείται από την αγορά, κανένας κοινωνικός μηχανισμός δεν επιτρέπει την εκτίμηση του αριθμού των ωρών οικιακής εργασίας που είναι απαραίτητες κατά μέσον όρο για την παραγωγή του φαγητού για μια οικογένεια και για τη συντήρηση του σπιτιού (το ωριαίο κόστος της αντικατάστασης της εργατικής-δύναμης δεν μπορεί να είναι ένας ικανοποιητικός τρόπος υπολογισμού, καθώς οι νόρμες και οι ρυθμο της εκτελούμενης εργασίας και η συγκεκριµένη πραγματικότητα του τελειωμένου προϊόντος υπό διερεύνηση είναι δύσκολο να συγκριθούν).

Θα ειπωθεί, όμως, ότι αυτή εργασία παράγει ένα εμπόρευμα: “παράγει εργατική δύναμη, ένα εμπόρευμα που στη συνέχεια ανταλλάσσεται και συνεπώς παράγει αξία”. Όχι. Δεν είναι παραγωγός αξίας γιατί το ίδιο το προϊόν της, ή οι ίδιες οι υπηρσίες της, που είναι οργανικές στην παραγωγή εργατικής-δύναμης δεν εισέρχονται οι ίδιες σε οποιαδήποτε σχέση ανταλλαγής με το αποθετήριο/depository της εργατικής-δύναμης και δεν μπορούν να το κάνουν αυτό μέσα από την ολοκλήρωσή τους στην οικιακή σφαίρα. Μπορεί να θρηνούμε γι’αυτό, μπορεί να αντιμαχόμαστε αυτή την κατάσταση, μπορεί να απαιτούμε να υπάρχει μια σχέση ανταλλαγής, αλλά όσο δεν συμβαίνει αυτό, αυτή η δραστηριότητα δεν θα είναι ποτέ παραγωγός αξίας. Η οικιακή εργασία δεν εισέρχεται στον καθορισμό της αξίας της εργατικής-δύναμης που αναπαράγεται, που στην ουσία δίνει ένα δώρο στον καπιταλιστή που αγοράζει αυτή την εργατική δύναμη στην αξία της. Αυτός ο χρόνος εργασίας είναι χρήσιμος, είναι αναντικατάστατος ακόμα και για την αναπαραγωγή της εργατικής-δύναμης, και επιπλέον έχει για τον καπιταλιστή το τεράστιο πλεονέκτημα ότι ξοδεύεται εντός μιας κοινωνικής σχέσης, της συζυγικής σχέσης, έτσι ώστε να μην παράγει αξία.

Υπάρχει και ένας άλλος λόγος. Η αναπαραγωγή του προσώπου, της συζύγου, περιλαμβάνεται στην αξία αυτής της εργατικής-δύναμης· αυτό που περιλαμβάνεται δεν είναι η τιμή της εργασίας της (που δεν υπάρχει για κανέναν), αλλά αυτή της αναπαραγωγής της, οποιαδήποτε μορφή κι αν παίρνει μέσα στην οικογένεια (κάτι που είναι προκαθορισμένο) αυτή η αμοιβή/αποζημίωση (“συντήρηση”) και η σχέση κυριαρχίας που αντιστοιχεί σε αυτή την αποζημίωση. Αν υπήρχε οποιαδήποτε προσποίηση ότι “να πληρώνεται για τη εργασία της” (“μισθοί για οικιακή δουλειά”), η σύζυγος θα πληρωνόταν, όπως οποιοσδήποτε άλλος, το κόστος της αναπαραγωγής της και όχι της εργασίας της. Αυτό που θα έπαιρνε απευθείας θα έπρεπε να αφαιρεθεί από την αξία της εργατικής-δύναμης του άντρα της. Δεν μπορεί να πληρωθεί δύο φορές το ίδιο πράγμα. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα είδος “προόδου” γι’ αυτήν, αλλά η πραγματική οικονομική σχέση δεν θα μεταβαλλόταν από αυτό (το Κράτος ή η επιχείρηση θα ανέθετε στον σύζυγο το καθήκον της επαλήθευσης της κανονικής πρόβλεψης/πρόνοιας για την υπηρεσία για την οποία αποζημιώνεται/αμοίβεται η σύζυγος άμεσα· στην περίπτωση των σχέσεων ανταλλαγής συχνά εφαρμόζεται το χειρότερο σενάριο).

Σε αντίθεση με κάθε άλλο εμπόρευμα, η εργατική δύναμη “υλοποιεί” την αξία της με το να αγοράζεται μόνο στον βαθμό που παράγει το ισοδύναμο της στην διαδικασία παραγωγής. Ο εργάτης πρέπει να παράγει την αξία που λαμβάνει για την αναπαραγωγή του, για την εργατική του δύναμη· και είναι στην καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής που ο εργάτης παράγει το ισοδύναμο της αξίας της εργατικής του δύναμης. Το εμπόρευμα εργατική δύναμη πρέπει να πουληθεί και να καταναλωθεί ως παραγωγός αξίας για να υλοποιήσει την αξία του. Έχει μια αξία, αλλά δεν υπάρχει κανένα αντίστοιχο της αξίας αυτής πριν ο εργάτης να την παραγάγει. “Στο νοικοκυριό”, ο εργάτης καταναλώνει ολοκληρωμένα προϊόντα ως αξίες-χρήσης και την εργασία της γυναίκας του ως μια ιδιαίτερη εργασία, ως συγκεκριµένη εργασία. Όσον αφορά της αξία της εργατικής δύναμης, είναι στη διαδικασία της παραγωγής που παράγει το ισοδύναμό της. Η εργασία της συζύγου δεν δημιουργεί αμέσως τα ποσά που αντιστοιχούν στην συντήρησή της (που είναι έναντι της συντήρησής της), σε αντίθεση με τον εργάτη που παράγει οικιακές ηλεκτρικές συσκευές, ο οποίος δημιουργεί αμέσως (υπό την προϋπόθεση της πώλησης) τα ποσά που αντιστοιχούν στην πληρωμή του.

Αυτή η ιδιαιτερότητα/ιδιομορφία της υλοποίησης της εργατικής δύναμης (βάσει της οποίας υλοποιεί την αξία της μόνο στον βαθμό που παράγει το ισοδύναμό της), είναι απλά ένας άλλος τρόπος για να συλλάβουμε την καπιταλιστική κυκλοφορία. Η καπιταλιστική κυκλοφορία συνεπάγεται ότι η μετάδοση της αξίας των προϊόντων που καταναλώνονται από την εργατική δύναμη συμβαίνει χωρίς την τροποποίηση της αξίας. Με άλλα λόγια, η καπιταλιστική κυκλοφορία ορίζει ως μη-παραγωγική αξίας την κατανάλωση του εργάτη και τις ενέργειες που την συνοδεύουν. Αυτή η κατανάλωση εμφανίζεται στην κυκλοφορία αυτή ως ένα καθαρό φαινόμενο κυκλοφορίας μεταξύ καπιταλιστών.

Οι τροπικότητες σύμφωνα με τις οποίες συντελείται ο μετασχηματισμός αυτών των αγαθών σε αναπαραγωγή της μηχανής παραγωγής αξίας είναι το δώρο που η οικιακή εργασία κάνει σταθερά στον καπιταλιστή για τον απλό λόγο ότι ο ένας είναι καπιταλιστής και ο άλλος είναι εργάτης. Συνεπώς, δεν πρόκειται για το απλό πλαίσιο ανταλλαγής και παραγωγής αξίας στο οποίο θα πρέπει να προσεγγίσουμε το ζήτημα της οικιακής εργασίας μέσα στον καπιταλισμό, αλλά μάλλον στο πλαίσιο του μισθού, δηλαδή της σχέσης μεταξύ αναγκαίας και πλεονάζουσας εργασίας. Η οικιακή εργασία δεν παράγει αξία, αλλά αυξάνει την υπεραξία που αδράχνει ο καπιταλιστής που ανταλλάσει μισθό για εργατική δύναμη.Ο μισθός πληρώνει την αξία των εμπορευμάτων που εισέρχονται στην αναπαραγωγή της εργατικής-δύναμης, αξία που δεν περιλαμβάνει ούτε τον αναγκαίο χρόνο εργασίας για την περαιτέρω επεξεργασία τους μετά την αγορά τους (πχ. Μαγείρεμα ή συναρμολόγηση επίπλων από το ΙΚΕΑ) ούτε τον αναγκαίο χρόνο εργασίας για την συντήρησή τους ώστε να διατηρούνται ως αξίες-χρήσης. Είναι μόνο από την σκοπιά του καπιταλιστή που πληρώνει τον μισθό που αυτός ο χρόνος εργασίας είναι τσάμπα/χωρίς κόστος εργασία. Είναι μια μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας που αντιστοιχεί στην κατανάλωση και αναπαραγωγή του εργάτη. Για τον φορέα της εργατικής-δύναμης, η εργασία της συζύγου του δημιουργεί μόνο “ελεύθερο χρόνο”. Δεν δημιουργεί οποιαδήποτε πρόσθετη αξία σε σύγκριση με το ποιά θα ήταν η αξία της εργατικής του δύναμης αν ήταν ο ίδιος που θα φρόντιζε για την αναπαραγωγή του.

Στην περίοδο της φρενήρους εισόδου των γυναικών στη βιομηχανία με την ανάπτυξη της εκμηχάνισης, οι καπιταλιστές συνειδητοποίησαν πολύ γρήγορα, καθώς οι γυναίκες βρέθηκαν τώρα ανίκανες να φέρουν σε πέρας οικιακή εργασία, ότι η τελευταία μείωνε την αναγκαία εργασία και αύξανε την υπερεργασία. Η αύξηση στην υπερεργασία που το κεφάλαιο απορρόφησε από τον πολλαπλασιασμό των ταυτόχρονων εργάσιμων ημερών με την εισαγωγή των γυναικών στην παραγωγική διαδικασία παρήγαγε επίσης μια αντίθετη τάση: την αύξηση στις δαπάνες των εργατών για την αναπαραγωγή τους και συνεπώς τον αναγκαίο χρόνο εργασίας για την αναπαραγωγή των εργατικών δυνάμεων της εργατικής οικογένειας.

Με τον μετασχηματισμό όλων των μελών της οικογένειας σε εκμεταλλεύσιμη εργατική δύναμη, ο Μαρξ, στο κεφάλαιο του πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου για τη βιομηχανία μεγάλης-κλίμακας, γράφει:

Εφόσον συγκεκριµένες λειτουργίες στην οικογένεια, όπως το ντάντεμα και ο θηλασμός των παιδιών, δεν μπορούν να εξαφανιστούν εντελώς, οι μητέρες που “κατάσχονται” από το κεφάλαιο, θα πρέπει να δοκιμάσουν κάποιου είδους υποκατάστατα. Η οικιακή εργασία, όπως το ράψιμο και η επιδιόρθωση ρούχων, πρέπει να αντικατασταθεί με την αγορά έτοιμων αντικειμένων. Επομένως, η μειούμενη δαπάνη εργασίας στο σπίτι συνοδεύεται από την αυξανόμενη δαπάνη χρημάτων. Το κόστος της συντήρησης της οικογένειας αυξάνεται, “ισορροπώντας” έτσι το μεγαλύτερο εισόδημα. Επιπρόσθετα, η εξοικονόμηση και η εκτίμηση στην κατανάλωση και την προετοιμασία των μέσων συντήρησης καθίσταται αδύνατη. (η έμφαση έχει προστεθεί).

Όλα αυτά, προσθέτει ο Μαρξ, έχουν συγκαλυφθεί από την επίσημη Πολιτική Οικονομία. Σε μια άλλη σημείωση, επισημαίνει ότι “βλέπουμε με ποιο τρόπο το κεφάλαιο, για τις ανάγκες της αυτο-επέκτασής του, έχει σφετεριστεί την αναγκαία για το σπίτι της οικογένειας εργασία” (η έμφαση έχει προστεθεί). Η οικιακή εργασία μειώνει τον αναγκαίο χρόνο εργασίας και έτσι αυξάνει το μέρος της εργάσιμης μέρας που συντίθεται/αποτελείται από υπερεργασία.

Το κεφάλαιο έχει στη διάθεσή του τρεις τρόπους για να “σφετεριστεί” αυτόν τον οικιακό χρόνο εργασίας, είτε αφήνοντάς τον όπως είναι, ως οικιακή εργασία (στην περίπτωση αυτή τον σφετερίζεται ως μείωση του τμήματος της εργάσιμης μέρας που αποτελείται από αναγκαία εργασία), είτε απορροφώντας αυτόν τον χρόνο (δηλαδή, απορροφώντας γυναίκες), στην οποία περίπτωση ο αναγκαίος χρόνος εργασίας θα αυξηθεί μακροπρόθεσμα, είτε με έναν συνδυασμό αυτών των δύο, και επιδιώκοντας να κερδίσει και στα δυο μέτωπα. Η τρίτη λύση είναι βέβαια αυτή που εκτιμά περισσότερο από τις άλλες δύο ο καπιταλιστής. Για περισσότερα από 20 χρόνια, η “λύση” ήταν η μερική απασχόληση, η οποία έχει επιβληθεί στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων.

Στον βαθμό που το κεφάλαιο δεν παράγει το ίδιο την νόρμα για την κατανάλωση, τα εμπορεύματα που εισέρχονται στην κατανάλωση τω εργατών, και ο τρόπος που η ζωή τους πλαισιώνεται σύμφωνα με κοινωνικές σχέσεις και τεχνικές που μειώνουν την αξία αυτής της κατανάλωσης, η μαζικοποίηση της εργατικής-δύναμης, που προκλήθηκε από τις μηχανές και τη μεγάλης-κλίμακας βιομηχανία, φέρνει μαζί της, μετά από μια αρχική περίοδο καπιταλιστικής ευφορίας, το αυξανόμενο κόστος της αναπαραγωγής της εργατικής-δύναμης. Το ουσιαστικό επίτευγμα του φορντισμού ήταν η αντιμετώπιση αυτού του αυξανόμενου κόστους, αλλά τώρα είναι το πλαίσιο της οικογένειας ως το πλαίσιο της αναπαραγωγής που υπονομεύεται, τώρα είναι απλά ένας όρος που διαμεσολαβεί μεταξύ μιας ατομικής εργατικής-δύναμης, που μετρά ως ένα κλάσμα/aliquot της διαθέσιμης κοινωνικής εργατικής-δύναμης και αυτής της ίδιας τς συνολικής διαθέσιμης κοινωνικής εργατικής-δύναμης. Το κράτος είναι, αρχικά, ο εγγυητής της γενικής αναπαραγωγής της συνολικής διαθέσιμης κοινωνικής εργατικής-δύναμης, πριν αυτή η αναπαραγωγή αποκτήσει μια μορφή επαρκή για το κεφάλαιο και γίνει δουλειά των ατομικών καπιταλιστών (πχ. ασφάλιση, εκπαίδευση, συλλογικές συμβάσεις στο επίπεδο των βιομηχανιών και των επιχειρήσεων, η διανομή κουπονιών…). Αυτή τη στιγμή, η επίθεση σε όλες τις έμμεσες μορφές του μισθού και στις δημόσιες υπηρεσίες που η λειτουργία τους εν μέρει είναι να υποκαθιστούν συγκεκριμένα οικιακά καθήκοντα, σημαίνει ότι το βάρος της αναπαραγωγής πρέπει τώρα να μεταφερθεί σε μια διαφορετική (οικικακή;) κοινωνική σχέση. Οι συνέπειες μιας τέτοιας μεταβίβασης είναι δύσκολο να προβλεφθούν προς το παρόν.

Οι γυναίκες εργάζονται και αυτές και ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής πρέπει να συνδυάσει την γυναικεία εργασία με τέτοιο τρόπο ώστε η εργασία και η οικιακή εργασία να συναρθρώνονται έτσι που η καθεμιά να δημιουργεί τις απαραίτητες συνθήκες που να εξαναγκάζουν την εκτέλεση της άλλης. Ακόμα και όταν η μεγάλη πλειοψηφία των γυναικών δουλεύει, μπορούμε και πάλι να πούμε ότι η σχέση τους προς την αναπαραγωγή τους παραμένει αυτή της “συντήρησης” (Delphy). Το ζευγάρι δεν έχει την ίδια αντικειμενική έννοια γι’ αυτόν και γι’ αυτήν· η αγορά εργασίας ωθεί τις γυναίκες προς τον γάμο: την πιο κερδοφόρα καριέρα (ακόμα κι εργάζεται). Η ασυμμετρία προηγείται του [γαμήλιου] “συνεταιρισμού”, και είναι η αιτία του συνεταιρισμού. Ο γυναικείος μισθός λειτουργεί ως “δεύτερος μισθός” (αυτό είναι εφικτό επειδή αυτό που είναι ο καθοριστικός παράγοντας είναι ο μισθός ως αναπαραγωγή της εργατικής-δύναμης της οικογένειας) και μέσω αυτού οι γυναίκες επανεγγράφονται στο πλαίσιο της οικιακής εργασίας, μέσω της οποίας ο καπιταλιστής κερδίζει μέσω της αξίας της εργατικής-δύναμης.

Η αγορά εργασίας είναι καθαρά καπιταλιστική (και όχι “πατριαρχική” και καπιταλιστική), επειδή η θέση των γυναικών που αποδίδεται στην οικιακή εργασία επιπλέον της οικιακής εργασίας είναι επίσης καθαρά καπιταλιστική. Είναι τόσο καθαρά καπιταλιστική που είναι ακριβώς οι αναγκαιότητες της αξιοποίησης του κεφαλαίου που διαμορφώνουν/modulate την είσοδο και την έξοδο της εργασίας των γυναικών από τον καθαρό τους εντοπισμό εντός της οικιακής σφαίρας, χωρίς ποτέ να τους παρέχουν μια εξαίρεση/“άφεση” από αυτήν.

Η απαλλοτρίωση των γυναικών ως παραγωγών της πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης (η αύξηση του πληθυσμού) συνεπάγεται την απαλλοτρίωση του προσώπου που την παράγει και ως αποτέλεσμα την απαλλοτρίωση όλης της δραστηριότητάς της στον βαθμό που η απαλλοτρίωσή της ως πρόσωπο την αποκλείει από την κοινωνία. Η οικιακή εργασία δεν μπορεί να “συλληφθεί” από τον καπιταλιστή (μέσω της αξίας της εργατικής-δύναμης) χωρίς μια σχέση κυριαρχίας την οποία εξασκούν όλοι οι άντρες. “Ο ελεύθερος χρόνος” και η έμφυλη διαίρεση της αγοράς εργασίας είναι τα αντίστροφα φαινόμενα της περιοριστικής συνθήκης από την οποία και μόνο εκτελείται η οικιακή εργασία. Αυτός ο ελεύθερος χρόνος είναι αποτέλεσμα της κυριαρχίας και όχι της εκμετάλλευσης· η εκμετάλλευση συντελείται αλλού ακόμα και αν περιλαμβάνει αυτή την κυριαρχία ως μια από τις στιγμές της (ως απαλλοτρίωση της αύξησης του πληθυσμού ως παραγωγικής δύναμης και της απαξίωσης της εργατικής-δύναμης). Στον ΚΤΠ, ο αποκλεισμός των γυναικών από την δημόσια επικράτεια/realm είναι πιο ριζική από προηγούμενους τρόπους παραγωγής. Ο καπιταλισμός ορίζεο την παραγωγική εργασία ως απολύτως διαχωρισμένη από όλες τις αναπαραγωγικές δραστηριότητες στην ιδιωτική σφαίρα. Η ελεύθερη εργατική δύναμη που είναι φορέας αυτής της παραγωγικής δύναμης είναι αναγκασμένη να πηγαίνει για να πουλήσει τον εαυτό της. Το σχίσμα μεταξύ παραγωγής και αναπαραγωγής, μεταξύ κατοικίας και χώρου παραγωγής είναι τέλειο, δομικό και καθοριστικό του τρόπου παραγωγής που θεμελιώνεται στον ελεύθερο εργάτη. Η συζυγική οικογένεια είναι η οικογένεια του ελεύθερου εργάτη, με σεβασμό/pace στον Ένγκελς (δείτε παρακάτω). Ο οικιακός χώρος ορίζεται κοινωνικά ως αποκλεισμός/εξαίρεση, ως απομόνωση. Κάποια στιγμή οι γυναίκες μπορούν να μπουν στην αγορά εργασίας αλλά μόνο στη βάση αυτού του αποκλεισμού. Η είσοδός τους στην αγορά εργασίας, η συμμετοχή τους στην παραγωγική εργασία θα ορίζεται πάντα ως η εργασία “αυτών-που-υπάρχουν-με-τον-τρόπο-αυτό-σε-αποκλεισμό” και των οποίων η αξία της εργατικής-δύναμης, ως εκ τούτου, απαξιώνεται.

2. Τρόπος παραγωγής/υπερεργασία/γυναίκες-άντρες/σχέση κυριαρχίας

Το οικονομικό αποτέλεσμα της οικιακής εργασίας υλοποιείται στην διαίρεση της εργάσιμης μέρας. Αλλά η δυνατότητα της μείωσης του αναγκαίου χρόνου εργασίας και η σχετιζόμενη με αυτήν αύξηση της πλεονάζουσας εργασίας είναι εξωτερική προς την ίδια την εργασιακή διαδικασία. Αυτή η αύξηση στην πλεονάζουσα εργασία δεν μπορεί να συγχέεται αφεαυτού της με την εργασιακή διαδικασία, και αυτός είναι ο λόγος που χρειάζεται κάτι άλλο από την οικονομική σχέση για να υπάρχει. Αυτή τη σχέση κυριαρχίας μπορούμε να ονομάσουμε “πατριαρχία” υπό την συνθήκη ότι δεν θα περιπέσουμε σε μια ανθρωπολογική ψευδαίσθηση μιας ιστορίας της πατριαρχίας. Γι’ αυτό και πρέπει να επιστρέψουμε γρήγορα πίσω στην μήτρα των σχέσεων παραγωγής σε έναν τρόπο παραγωγής και στο ερώτημα του πώς μπορούν να αναπτυχθούν σχέσεις κυριαρχίας στην βάση της καπιταλιστικής σχέσης.

Η έννοια των σχέσεων παραγωγής δηλώνει/designates τις κοινωνικές σχέσεις που οι άντρες διατηρούν μεταξύ τους στην διαδικασία παραγωγής των υλικών συνθηκών της ύπαρξής τους. Το συνεκτικό σύνολο αυτών των σχέσεων συνιστούν έναν τρόπο παραγωγής. Ως ένας τρόπος παραγωγής, αυτό το συνεκτικό σύνολο τω σχέσων παραγωγής περιλαμβάνει την συνάρθρωση των στιγμών κυριαρχίας και αντιπροσώπευσης της κοινωνίας ως ολότητας, δηλαδή την αποξένωση/αλλοτρίωση του ατόμου από την κοινότητά του που είναι εγγενής σε όλες τις μορφές εκμετάλλευσης (θρησκεία, το Κράτος, η πολιτική, η συγγένεια…). Ειδωμένες ιστορικά (χρονολογικά), οι σχέσεις παραγωγής προηγούνται, ενώ θεωρητικά, εννοιολογικά, ο τρόπος παραγωγής προηγείται. Αν και ιστορικά το εμπόρευμα, το χρήμα, το ενοίκιο ή η πίστωση προηγούνται τους ΚΤΠ, είναι ο ΚΤΠ που ορίζει τι είναι το εμπόρευμα, η μισθωτή εργασία, το κεφάλαιο, η πίστωση, το ενοίκιο κ.λπ.

Ένας τρόπος παραγωγής είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης τριών στοιχείων: εργατών, μη-εργατών και συνθηκών παραγωγής. Το τρίτο στοιχείο χωρίζεται σε δύο: μέσα παραγωγής και μέσα συντήρησης. Μεταξύ αυτών των τριών στοιχείων μπορούν να υπάρχουν τρεις τύποι σχέσεων: ιδιοκτησία, κατοχή και διαχωρισμός. Κάθε συνδυασμός μπορεί να λειτουργήσει ως διαδικασία με δυο τρόπους: την σύμπτωση μεταξύ της εργασιακής διαδικασίας και της απόσπασης πλεονάζουσας εργασίας και την μη-σύμπτωση. Οι τρόποι παραγωγής που θεμελιώνονται στην μη-σύμπτωση είναι εκείνοι στους οποίους η εκμετάλλευση δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, δεν μπορεί να υλοποιηθεί, χωρίς να είναι κυριαρχία. Αυτοί οι τρόποι παραγωγής λειτουργούν ουσιαστικά μέσω της κυριαρχίας, η εκμετάλλευση περιλαμβάνει την κυριαρχία. Η περίπτωση του καπιταλισμού δεν είναι τέτοια (αυτή δεν είναι η περίπτωση του καπιταλισμού).

Είναι απαραίτητο να ορίσουμε τις έννοιες της “κυριαρχίας” και της “εκμετάλλευσης”. Η εκμετάλλευση είναι μια αυστηρή έννοια: η ιδιοποίηση από τον μη-εργάτη ενός συσσωρεύσιμου υλικού πλεονάσματος, η αναπαραγωγή και/ή η επέκταση του “αποθέματος”, επιτρέποντας έτσι την ανανέωση της λειτουργίας. Η κυριαρχία είναι μια πολύ πιο ασαφής και πολύσημη έννοια. Υπάρχει κυριαρχία όταν ο εργάτης είναι ένα συγκεκριµένο άτομο, δηλαδή αυτό του οποίου το ανήκειν σε μια δεδομένη κοινότητα προϋποθέτει την εκτέλεση της δραστηριότητάς του, κάτι που συνήθως περιλαμβάνει την (χωρική ή χρονική) διάζευξη του χρόνου εργασίας σε αναγκαίο χρόνο εργασίας και πλεονάζοντα χρόνο εργασίας. Η κυριαρχία είναι εξίσου, για τους ίδιους λόγους, μια ιδεολογική διαδικασία. Στην πραγματικότητα, αν η εκμετάλλευση αποκτά έναν αυταπόδεικτο χαρακτήρα σ’ αυτή την κατάσταση, είναι εις βάρος της ιδεολογίας που αντιστοιχεί στο σχέση ανήκειν της κοινότητας.

Παρ’ όλα αυτά, σχέσεις κυριαρχίας μπορούν να επανα-αναπτυχθούν στη βάση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Αυτό συμβαίνει με δυο τρόπους: πρώτα στη βάση, και εντός, της ίδιας της εκμετάλλευσης, ακριβώς με τον τρόπο που οι τρεις στιγμές της εκμετάλλευσης αρθρώνονται (το face-off ανάμεσα στην εργατική δύναμη και το κεφάλαιο ως δυνάμει κεφάλαιο· η υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο· και ο μετασχηματισμός της υπεραξίας σε επιπλέον κεφάλαιο). Δεύτερον στη βάση των υπαρχουσών διαζεύξεων, στον ίδιο τον ΚΤΠ, ανάμεσα στην εργασιακή διαδικασία και την αύξηση της πλεονάζουσας εργασίας – δηλαδή στην βάση που καθορίζει ιδεολογικά την κυριαρχία. Ο ποτέ τελειωμένος/περατωμένος χαρακτήρας του μετασχηματισμού της υπεραξίας σε επιπλέον κεφάλαιο και οι διαζεύξεις ανάμεσα στην εργασιακή διαδικασία και την αύξηση της πλεονάζουσας εργασίας έχουν σαν αποτέλεσμα ότι το κεφάλαιο επανεμφανίζεται εντός της σχέσης εκμετάλλευσης ως κυριαρχία, ως ένας εξωτερικός περιορισμός στο άτομο.

Από την μια πλευρά στην εκμετάλλευση έχουμε την γενική δυνατότητα μιας σχέσης κυριαρχίας και από την άλλη ο τρόπος με τον οποίον έχουμε ορίσει την εισαγωγή της οικιακής εργασίας στη σχέση ανάμεσα στην αναγκαία και την πλεονάζουσα εργασία σημαίνει ότι η οικιακή εργασία δεν μπορεί να αυξήσει την πλεονάζουσα εργασία χωρίς να εμπλέκεται σε μια σχέση κυριαρχίας. Η οικιακή εργασία περιλαμβάνεται στον μισθό που είναι η αναπαραγωγή της εργατικής-δύναμης και της “φυλής των εργατών”. Ως αποτέλεσμα της ίδιας της διάζευξης ανάμεσα στην εργασιακή διαδικασία στην οποία καταναλώνεται παραγωγικά εργατική δύναμη και την τροπικότητα της αύξησης της υπερεργασίας που αντιπροσωπεύεται από την οικιακή εργασία, οι συνέπειες της (της οικιακής εργασίας;) δεν μπορούν να συλληφθούν από τον καπιταλιστή χωρίς μια σχέση κυριαρχίας. Η σχέση μεταξύ αντρών και γυναικών δεν είναι αναγώγιμη στην αντίθεση μεταξύ τάξεων· οι άντρες δεν δρουν ως επιστάτες του αληθινού αφεντικού, του καπιταλιστή· μάλλον δρουν για τους ίδιους ως άντρες. Η αρσενική κυριαρχία δεν διαμεσολαβεί την καπιταλιστική κυριαρχία. Αν η κυριαρχία αυτή αυξάνει την υπερεργασία, αυτό συμβαίνει επειδή η υπερεργασία και η αντρική κυριαρχία, η ιδιοποίηση των γυναικών και της δραστηριότητάς τους είναι δεδομένες την ίδια στιγμή και ανήκουν στην ίδια έννοια της υπερεργασίας. Αλλά είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που ο ΚΤΠ έχει ένα πρόβλημα με τις γυναίκες.

3. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει ένα πρόβλημα με τις γυναίκες

Ο ΚΤΠ είναι ο πρώτος τρόπος παραγωγής που έχει ένα πρόβλημα με την εργασία και την αύξηση του πληθυσμού ως “πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης”.

Είναι ένας νόμος του κεφαλαίου, όπως είδαμε, να δημιουργεί πλεονάζουσα εργασία, διαθέσιμο/ελεύθερο χρόνο· αυτό μπορεί να το κάνει μόνο θέτοντας αναγκαία εργασία σε κίνηση – δηλαδή μπαίνοντας σε μια ανταλλαγή με τον εργάτη. Είναι λοιπόν η τάση του να δημιουργεί όσο το δυνατόν περισσότερη εργασία· όπως είναι εξίσου τάση του να μειώνει την αναγκαία εργασία σε ένα ελάχιστο. Είναι λοιπόν εξίσου μια τάση του κεφαλαίου να αυξάνει τον εργαζόμενο πληθυσμό αλλά και να θέτει διαρκώς ένα μέρος αυτού του πληθυσμού ως πλεονάζοντα/περισσευούμενο πληθυσμό – πληθυσμό που είναι άχρηστος μέχρι κάποια στιγμή να τον χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο (εξ ου ξ ορθότητα της θεωρίας του πλεονάζοντος πληθυσμού και του πλεονάζοντος κεφαλαίου).[…] (Το κεφάλαιο) μπορεί να υπερπηδήσει το φυσικό όριο που δημιουργεί η ζωή ενός ατόμου, η εργάσιμη μέρα, σε ένα δεδομένο στάδιο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (χωρίς να αλλάζει το ίδιο (σε;) οτιδήποτε από αυτά που το στάδιο αυτό αλλάζει) μόνο θέτοντας μια άλλη εργάσιμη μέρα παράλληλα με την πρώτη την ίδια στιγμή – με την χωρική προσθήκη περισσότερων ταυτόχρονων εργάσιμων ημερών.[…] Αυτός είναι ο λόγος που το κεφάλαιο επιζητά την αύξηση του πληθυσμού· και η ίδια η διαδικασία μέσω της οποίας ελαττώνεται η αναγκαία εργασία καθιστά εφικτή την προσθήκη καινούριας αναγκαίας (και συνεπώς πλεονάζουσας) εργασίας σε δουλειά.

Και αυτό άσχετα από το γεγονός ότι η αύξηση του πληθυσμού αυξάνει την παραγωγική δύναμη της εργασίας, αφού κάνει δυνατή τη μεγαλύτερη διαίρεση και συνδυασμό της εργασίας κ.λπ. Η αύξηση του πληθυσμού είναι μια φυσική δύναμη εργασίας, για την οποία δεν πληρώνεται τίποτα. Από αυτή την άποψη χρησιμοποιούμε τον όρο φυσική δύναμη για να αναφερθούμε στην κοινωνική δύναμη. Όλες οι φυσικές δυνάμεις της κοινωνικής εργασίας είναι οι ίδιες ιστορικά προϊόντα.[…] Εξ ου η τάση του κεφαλαίου να αυξάνει ταυτόχρονα τον εργαζόμενο πληθυσμό καθώς και να μειώνει σταθερά το αναγκαίο κομμάτι του (να θέτει σταθερά ένα μέρος του ως εφεδρεία). Και (να κάνει) την ίδια την αύξηση του πληθυσμού το κύριο μέσο για την ελλάτωση του αναγκαίου τμήματός του. Εν κατακλείδι, αυτή δεν είναι παρά μια εφαρμογή της σχέσης της μοναδικής εργάσιμης μέρας5.

Ως συνέπεια του ορισμού του εργαζόμενου πληθυσμού ως παραγωγικής δύναμης, οι κατηγορίες των αντρών και των γυναικών πάντα αναπαράγονται ταυτόχρονα – είναι απόλυτες όχι ενδεχομενικές (αυτές δεν είναι “συμπεριφορικές επιλογές” – Βutler)· όμως, στον ΚΤΠ, αυτές οι κατηγορίες δεν είναι πλέον απλά δεδομένες, επειδή είναι ο πληθυσμός ως κύρια παραγωγική δύναμη, στο κεφάλαιο, που δεν είναι πια δεδομένος.

Οι συνθήκες με τις οποίες τα άτομα συνευρίσκονται σεξουαλικά, στον βαθμό που η προανααφερόμενη αντίθεση απουσιάζει, είναι συνθήκες που προσιδιάζουν στην ατομικότητά τους, με κανέναν τρόπο εξωτερικές προς αυτά· οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτά τα συγκεκριµένα άτομα, ζώντας κάτω από συγκεκριµένες σχέσεις, μπορούν αφεαυτού τους να παράγουν την υλική τους ζωή και ό,τι σχετίζεται με αυτήν, είναι λοιπόν οι συνθήκες της αυτο-δραστηριότητάς τους και παράγονται από αυτή την αυτο-δραστηριότητα. Η καθορισμένη συνθήκη κάτω από την οποία παράγουν, αντιστοιχεί λοιπόν, στον βαθμό που η αντίθεση δεν έχει ακόμα εμφανιστεί, στην πραγματικότητα της υπό όρους φύσης τους, την μονόπλευρης ύπαρξής τους, το μονόπλευρο της οποίας γίνεται εμφανής όταν η αντίθεση εισέρχεται στην σκηνή και συνεπώς υπάρχει για επόμενα άτομα. Τότε η συνθήκη εμφανίζεται ως τυχαίος χαλκάς, και η συνείδηση ότι είναι ένας χαλκάς αποδίδεται και στις προηγούμενες ηλικίες6.

Με τον κτπ, η αντίθεση “έχει εμφανιστεί” (αυτή του πληθυσμού ως κύριας παραγωγικής δύναμης), αλλά είναι αδύνατον να ξεφύγουμε από την αντίθεση αυτή χωρίς να καταργήσουμε αυτόν τον τρόπο παραγωγής. Αυτός ο τρόπος παραγωγής προετοιμάζει στο στήθος του μια ταξική πάλη η οποία, στην κατάργηση του κεφαλαίου, δεν θα μπορέσει να αποφύγει το ερώτημα, για καθέναν από μας, των “συνθηκών που είναι εγγενείς στην ατομικότητά μας”· αυτό το ερώτημα καθορίζεται από την “εμφάνιση αυτής της αντίθεσης” που θα πρέπει να υπερβληθεί, δηλαδή σ’ αυτήν την περίπτωση του να είσαι ένας “άντρας” ή μια “γυναίκα”. Η εμφάνιση ως αντίθεσης της έμφυλης αναπαραγωγής της ανθρωπότητας είναι ταυτόσημη με την αντιφατική σχέση του κεφαλαίου και της εργασίας εντός του κτπ, δηλαδή είναι ταυτόσημη με τη κεφάλαιο ως αντίφαση σε εξέλιξη7. Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που πρέπει να επιδιώξουμε να καταδείξουμε ότι είναι στην γυναικεία εργασία όπως αυτή έχει σήμερα που όλες οι αντιθέσεις/αντιφάσεις “δένουν” μεταξύ τους.

III. Η κατάργηση της έμφυλης διάκρισης

1. Ο προγραμματισμός αγαπά τις γυναίκες

Η συγκεκριµένη εκμετάλλευση των γυναικών ως τέτοιων στον κτπ δεν μπορεί να συγκριθεί με φυλετικούς/ρατσιστικούς τρόπους εκμετάλλευσης της εργατικής-δύναμης στον βαθμό που η εκμετάλλευση των γυναικών ακουμπά στην ίδια τη φύση του κτπ ως προς την σχέση του με την εργασία· συνδέεται με τον ορισμό της αξίας της εργατικής-δύναμης – κατά την έννοιά της – και με τον ορισμό της πλεονάζουσας εργασίας και της αυτο-αντιφατικής σχέσης του κεφαλαίου με την εργασία και τον πληθυσμό. Αν ο μαρξισμός και ο αναρχισμός, και το εργατικό κίνημα γενικά, είχαν πάντοτε ένα πρόβλημα με τις γυναίκες, αυτό οφείλεται στο ότι χωρίς μια υπέρβαση του προγραμματισμού αυτή η ιδιαιτερότητα είναι απλά αδύνατο να διατυπωθεί/μορφοποιηθεί, είναι αόρατη, εκτός του πεδίου του εφικτού.

Μόνο μια μη-προγραμματιστική θωρία της ταξικής πάλης και μια θεωρία της επανάστασης ως κατάργησης όλων των τάξεων, και συνεπώς του προλεταριάτου και της μορφής-μισθός, μπορεί να πάρει υπόψιν τον εσωτερικό ανταγωνισμό που εμπεριέχεται στον μισθό ως αναπαραγωγή της εργατικής-δύναμης και, επιπλέον, να θεωρήσει ότι αυτός ο εσωτερικός ανταγωνισμός είναι και θα είναι ένα καθοριστικό στοιχείο της κατάργησης της μορφής-μισθός. Είναι απαραίτητο να αναπτύξουμε μια κριτική του κτπ, και μια μη-προγραμματιστική θεωρία της επανάστασης, οι οποίες αμφότερες δεν θεωρούν την εργασία και την αύξηση του πληθυσμού ως φυσικά γεγονότα ολόκληρης της ανθρώπινης παραγωγής, για να μπορέσουν να συλλάβουν ότι είναι μια κοινωνική κατασκευή που κάνει τη διαφορά και δίνει το νόημα στην διαφοροποίηση των βιολογικών λειτουργιών της αναπαραγωγής. Ο προγραμματισμός κάνει αυτό το ζήτημα ένα προ-ιστορικό και προ-θεωρητικό στοιχείο (τη φυσική διαίρεση της εργασίας)· ο ριζοσπαστικός φεμινισμός (μη-ουσιολογικός ή διαφορικός8) το κάνει ένα νατουραλιστικό θεωρητικό ταμπού.

Στην ιδιαιτερότητά του, ο αγώνας των γυναικών είναι η εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη της υπέρβασης της προγραμματιστικής ταξικής πάλης. Στον κτπ η κοινή θέση των αντρών ως προς την εργασία των γυναικών ορίζει την θέση του μισθωτού εργάτη (σε όρους της πλεονάζουσας εργασίας και του μισθού ως αναπαραγωγής της εργατικής-δύναμης). Για όσο καιρό η μάχη παραμένει ως αυτή του μισθωτού εργάτη ή ακόμα και ως η πάλη για την απελευθέρωση της εργασίας, θα περιέχει εντός της, εντός της μισθωτής εργασίας, την απαλλοτρίωση των γυναικών. Η ταξική πάλη θα οδηγεί μόνο “από τον ίδιο της τον χαρακτήρα” στην κατάργηση του προλεταριάτου κατά την κατάργηση του κεφαλαίου μέσω της επαναστατικής αντιπαράθεσης με την γυναικεία πάλη στην ιδιαιτερότητά της. Η φύση αυτής της ιδιαιτερότητας της αντιπαράθεσης μεταξύ αντρών και γυναικών είναι η υπέρβαση/αντικατάσταση του προγραμματισμού. Αν κοιτάζαμε προς τα πίσω, στους ειδικά γυναικείους αγώνες και απεργίες, και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δραστηριότητας των γυναικών σε επαναστατικούς αγώνες, από την εποχή της Γαλλικής ή, ίσως, ακόμα και της Αγγλικής Επανάστασης, και μέχρι και την εμφάνιση του σύγχρονου φεμινισμού, στις δεκαετίες του 1960 και 1970, θα ανακαλύπταμε με έκπληξη, στην πράξη, τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του προγραμματισμού. Μια λεπτομερής μελέτη των επαναστατικών κινημάτων θα αποκάλυπτε σίγουρα ότι η δραστηριότητα των γυναικών στα κινήματα αυτά υποδηλώνεται πλήρως στην αδυνατότητα του προγραμματισμού με τους ίδιους τους δικούς του όρους, στις αντιφάσεις του και στην υπέρβασή του.

Μερικές απεργίες και επαναστάσεις

Πέρα από τη συμμετοχή των γυναικών στη μάχη, η οποία ήταν σπανιότερη από αυτό που ένας συγκεκριµένος μύθος, γεννημένος ακριβώς από τον σοκαριστικό χαρακτήρα αυτής της παρουσίας, μας κάνει να πιστέψουμε, η Κομμούνα του 1871 περιόρισε τις γυναίκες στον παραδοσιακό τους κοινωνικό ρόλο (ως εργαζόμενες στις καντίνες, οδηγούς ασθενοφόρων, εργαζόμενες σε κλιβάνους και νοσοκομεία). Θα ήταν ενδιαφέρον να συγκρίνουμε αν είναι δυνατόν να συγκρίνουμε αυτή την κατάσταση με τον ρόλο τους στις πρώτες μέρες της κομμούνας.

Στην αλλαγή του [20ου] αιώνα, οι Emile Pataud και Emile Pouget, επαναστάτες συνδικαλιστές, έγραψαν το “Comment nous avons fait la Révolution” (“Πώς κάναμε την επανάσταση”), που δημοσιεύτηκε με τον λάθος τίτλο “Comment nous ferons la Révolution” (“Πώς θα κάνουμε την επανάσταση”) [εκδόσεις Tallandier, χωρίς χρονολογία], που αυτοπαρουσιάζεται ως μια περιγραφή μιας κομμουνιστικής κοινωνίας. Υπό την μεταμφίεση ενός συμπεράσματος, το πρώτο κεφάλαιο έχει ως τίτλο του “La libération de la femme” (“Η απελευθέρωση των γυναικών”). Η “απελευθέρωση των γυναικών” είναι η εκβιομηχάνιση των καθηκόντων του νοικοκυριού, λες και αυτές υποβιβάζονται στη γυναίκα από τη φύση, όσον αφορά τα υπόλοιπα…Σε μια κοινωνία θεμελιωμένη στην απελευθέρωση της εργασίας, την ανακατανομή και την ορθολογική αναδιοργάνωσή της, οι “γυναίκες” αποκλείονται: “στην καινούρια οργάνωση, κρίθηκε άχρηστο να ‘συνταγογραφηθεί’ στις γυναίκες – όπως είχε γίνει για τους άντρες – η ηθική υποχρέωση της θεμελίωσης ενός καθορισμένου εργάσιμου χρόνου. Θεωρούνταν ότι το υψηλό λειτούργημα της πιθανής μητρότητας την απελευθέρωνε από όλα τα άλλα κοινωνικά καθήκοντα. (ό.π., σελ. 292).

Από τον επαναστάτη συνδικαλιστή Pouget στον Μπολσεβίκο Λένιν, η “απελευθέρωση των γυναικών” είναι ο εξορθολογισμός της παραγωγικής εργασίας από την γυναικεία κολλεκτιβοποίηση των οικιακών καθηκόντων. Σε καμμιά στιγμή δεν νοιάζονται ή εμπλέκονται οι άντρες σε μια ανακατανομή των ρόλων. Το ζήτημα της έμφυλης διάκρισης δεν πολεμιέται στη βάση του, και κανένα επαναστατικό πρόγραμμα δεν μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο.

Είναι ο Ένγκελς που έβαλε τις θεωρητικές βάσεις για τον τρόπο με τον οποίο τίθεται το ζήτημα της έμφυλης διάκρισης στο πλαίσιο του προγραμματισμού: η διάσπαση της αστικής οικογένειας με την εξαφάνιση της οικονομικής της βάσης· η ανανέωση της οικογένειας μετά την επανάσταση. Ένα απόσπασμα από την “Καταγωγή της Οικογένειας, της Ιδιοκτησίας και του Κράτους9” συνοψίζει το θέμα. Αφού έχει εξηγήσει ότι στην αστική τάξη, η έγνοια για την κληρονομιά και το προξενιό ρυθμίζουν τον γάμο, ο Ένγκελς συνεχίζει:

Η σεξουαλική αγάπη στη σχέση με μια γυναίκα γίνεται, και μόνο αυτό μπορεί να γίνει, ο πραγματικός κανόνας ανάμεσα στις καταπιεσμένες τάξεις, που σημαίνει σήμερα στο προλεταριάτο – άσχετα από το αν αυτή η σχέση έχει επικυρωθεί επίσημα ή όχι. Αλλά εδώ όλα τα θεμέλια της τυπικής μονογαμίας εξαφανίζονται. Εδώ δεν υπάρχει ιδιοκτησία, για τη διατήρηση και την κληρονόμηση της οποίας η μονογαμία και η αντρική ανωτερότητα θεμελιώθηκαν· συνεπως δεν υπάρχει κίνητρο για να γίνει αυτή η αντρική ανωτερότητα αποτελεσματική. […] Και τώρα που η βιομηχανία μεγάλης-κλίμακας έχει βγάλει τη σύζυγο από το σπίτι στην αγορά εργασίας και στο εργοστάσιο, και την έχει κάνει συχνά αυτήν που κερδίζει το ψωμί της οικογένειας, δεν έχει απομείνει καμμιά βάση για οποιοδήποτε είδος αντρικής ανωτερότητας στο προλεταριακό σπιτικό – εκτός, ίσως, από κάτι από την βαρβαρότητα απέναντι στις γυναίκες που έχει εξαπλωθεί από την εισαγωγή της μονογαμίας. […] Δεν ήταν παρά με την σύγχρονη βιομηχανία μεγάλης-κλίμακας που άνοιξε για την γυναίκα ο δρόμος προς την κοινωνική παραγωγή – και τότε μόνο στην προλετάρια σύζυγο. Αλλά έχει ανοίξει με τέτοιο τρόπο που αν εκτελεί τα καθήκοντά της στην ιδιωτική υπηρεσία της οικογένειας της, παραμένει αποκλεισμένη απο την δημόσια παραγωγή και χωρίς τη δυνατότητα να κερδίζει κάποιο εισόδημα· και αν θέλει να πάρει μέρος την δημόσια παραγωγή κερδίζοντας ένα εισόδημα ανεξάρτητα, τότε δεν μπορεί να διεκπεραιώσει τα οικογενειακά της καθήκοντα10.

Οι γυναίκες στην ιδιωτική σφαίρα, οι άντρες στην κοινωνική σφαίρα, ο από τη φύση θηλυκός χαρακτήρας των οικογενειακών καθηκόντων (“υποχρεώσεων”): όλα αυτά προϋποτίθενται στην προβληματική του Ένγκελς. Η επανάσταση βάζει τις γυναίκες στην παραγωγική εργασία και η κοινωνικοποίηση των οικιακών καθηκόντων (δουλειών) έχει σκοπό να τους επιτρέψει την μαζική είσοδο στην παραγωγική εργασία. Αυτό, όμως, που είχε ο Ένγκελς μπροστά στα μάτια του δεν επηρέασε στο παραμικρό την ανάλυσή του: οι προλετάριες μπήκαν στο εργοστάσιο και επιπρόσθετα έπρεπε να “εκτελούν τις οικιακές τους υποχρεώσεις”, αλλά, ακόμα χειρότερα, δεν είχε διαφύγει της προσοχής του Μαρξ ή του Ένγκελς ότι αυτή η είσοδος στην παραγωγική εργασία όχι μόνο προκαλούσε συχνά την εχθρότητα από την πλευρά των αντρών, αλλά απείχε επίσης πολύ από το να υλοποιεί την “ισότητα” και στην πραγματικότητα παρήγαγε καινούριες διαφορές (ανειδίκευτες δουλειές, διαφορές στους μισθούς, πιο επαναλαμβανόμενη δουλειά…), σε τέτοιο βαθμό που όχι μόνο το εργοστάσιο απέτυχε εξαλείψει την οικιακή υποταγή, αλλά στην πραγματικότητα το εργοστάσιο και η οικιακή υποταγή αναπαρήγαγαν και νομιμοποιούσαν το ένα την άλλη. Μπορεί ο Ένγκελς να έγραψε μερικές ωραίες και ηχηρές διατυπώσεις σχετικά με την “οικιακή σκλαβιά” και για το ότι οι γυναίκες είναι “η προλεταριακή τάξη”, αλλά τα προλεταριακά νοικοκυριά υποτίθεται ότι θα ξεπερνούσαν αυτή την κατάσταση απλά συνδέοντας την υποτέλεια/υποταγή των γυναικών με τη μονογαμία και τη μονογαμία με την κληρονομιά. Είναι αξιοπαρατήρητο ότι ακόμα και τα γεγονότα που ο Ένγκελς ή ο Μαρξ μπορούν να περγράψουν και να αναλύσουν όταν πρόκειται για ένα ζήτημα οικονομίας ή περιγραφής μια κοινωνικής πραγματικότητας περνούν κάτω από το θεωρητικό τους ραντάρ όταν πρόκειται για τον ορισμό και τη σχέση μεταξύ των φύλων. Είναι η “κοινωνική επανάσταση” όπως είναι γι’ αυτούς και την εποχή τους που παραάγει αυτή την τυφλότητα.

Ολόκληρη η μετεπαναστατική εξέλιξη δεν είναι, λοιπόν, τίποτα περισσότερο από ένα ζήτημα ηθών και νοοτροπιών, ένα έδαφος που η Ένγκελς επίτηδες αρνείται να θέσει σε συζήτηση/θίξει. Εδώ είναι που στη Ρώσικη Επανάσταση, η Κολοντάι αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει ένα πρόβλημα που το θίγει μόνο από αυτή τη γωνία των ηθών/εθίμων [mœurs] και της νοοτροπίας. Μπορεί να δει, από την εμπειρία, ότι αυτη η προβληματική του Ένγκελς (την οποία υιοθέτησε ο Μπέμπελ), δεν οδηγεί, στην σοσιαλιστική επανάσταση, στη χειραφέτηση των γυναικών, αλλά είναι στην ίδια τη βάση του ορίου αυτής της προοπτικής που προσπαθεί να την ξεπεράσει. Με την καταστοκή της οικονομικής βάσης, που θεωρείται ότι είναι η μονογαμία στο πλαίσιο της ατομικής ιδιοκτησίας, η επακόλουθη εξέλιξη υποτίθεται ότι είναι ζήτημα ηθών και νοοτροπιών· αυτός ήταν ο μόνος δρόμος που παρέμενε ανοιχτός από την ίδια αυτή την προβληματική για να κατανοήσει την ίδια την ανεπάρκειά της όταν αυτή έγινε φανερή, τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά, στον απόηχο της επανάστασης.

Στην Ισπανία, στην ίδια την εξέλιξη του εμφυλίου πολέμου και με τη συγκρότηση της αναρχο-συνδικαλιστικής ομάδας Mujeres Libres11 (Ελεύθερες Γυναίκες), τα πράγματα γίνονται πιο πολύπλοκα. Αν και οι ιδρυτές της πιστεύουν ότι ο εμφύλιος πόλεμος θα έβαζε ένα τέλος στις δραστηριότητές τους, είναι ακριβώς σε αυτή τη στιγμή που το κίνημα γνωρίζει μια πραγματική λαϊκή ανάπτυξη και ξεπερνά την ομάδα των διανοουμένων που την θεμελίωσαν: αναγνωρίζουν ότι “ο πόλεμος γκρέμισε τους τοίχους του παλιού σπιτικού”. Εδώ υπάρχει ένα θεμελιώδες σημείο: αν η αντίθεση που εμπεριέχεται στη σχέση μεταξύ αντρών και γυναικών δεν επιλύεται στην ταξική πάλη, παρ’ όλα αυτά είναι η τελευταία που μπορεί να την βάλει στο “τραπέζι” με έναν μαζικό τρόπο. Ακόμα και αν οι αντιθέσεις δεν πρέπει να συγχέονται, η σειρά τους και η εξάρτησή τους καθορίζονται από τις σχέσεις στην καρδιά της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Στη διάρκεια της ύπαρξής τους, οι ομάδες των Mujeres Libres υφίσταντο την καταδεκτικότητα/ανποχή αν όχι και την εχθρότητα από το Movimiento Libertario12 (ML – Ελευθεριακό Κίνημα). Το τελευταίο, τον Οκτώβριο του 1938, αρνήθηκε τη συμμετοχή στις γραμμές του για τον ακόλουθο λόγο: “Μια γυναικεία οργάνωση θα ήταν στοιχείο διαίρεσης και ανισότητας για το κίνημα και αυτό θα είχε αρνητικές συνέπειες για την προώθηση των συμφερόντων της εργατικής τάξης”. Όμως, ακόμα και με την απλή παρουσία τους στη δημόσια σφαίρα (εκεί έγκειται η δυναμική τους), οι Mujeres Libres μόνο περιθωριακά αμφισβητούν τους κοινωνικούς ρόλους που συγκροτούν τις έμφυλες διακρίσεις. Οι διακηρύξεις ενάντια στην υποτέλεια στο νοικοκυριό είναι ξεκάθαρες, αλλά αυτό έχει τον σκοπό να θέσει την εκπλήρωση των καθηκόντων που αντιστοιχούν στο νοικοκυριί “στην υπηρεσία της συλλογικότητας μάλλον παρά σε αυτή ενός μοναδικού ατόμου”. Υπό συζήτηση είναι η διεύρυνση των “μητρικών ικανοτήτων” και των “γυναικείων/φεμινιστικών αξιών”: φροντίδα για τους πρόσφυγες, τους τραυματίες, τα ορφανά, η δημιουργία σχολείων και κλινικών…”Οι γυναίκες, ως συντρόφισσες [compañeras] των αντρών, ως μητέρες αλλά, επίσης, και ως αναπτύσσοντας την δική τους προσωπικότητα, πρέπει να επηρεάσουν την άνθιση της ανθρώπινης ύπαρξης” (Mujeres Libres, Δεκέμβριος 1938). Όταν η αναρχική Emma Goldman έστειλε ένα μήνυμα υποστήριξης του κινήματος, έγραψε: “το γυναικείο φύλο είναι το πιο σημαντικό γιατί διαιωνίζει το είδος”.

Το θέμα εδώ είναι η δημοσιουργία στην πάλη των κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών για το ξεπέρασμα της “πατριαρχίας”· η πάλη των γυναικών προορίζεται να εισάγει στην επανάσταση την “αλληλεγγύη”, ως γυναικεία αξία, ως το “κοινωνικό τσιμέντο της πάλης”.

Μπορούμε να ασκήσουμε κριτική στα όρια των Ελεύθερων Γυναικών, και συγκεκριµένες κριτικές είχαν αναπτυχθεί εκείνη την περίοδο, όμως η επανεπιβεβαίωση της “αλληλεγγύης”, των “γυναικείων αξιών” ως “κοινωνικού τσιμέντου της πάλης”, εγγράφεται, για τις Mujeres Libres, μέσα σε μια κριτική της “γραμμικής επανάστασης”. Με άλλα λόγια, μια κριτική της επαναστατικής διαδικασίας που διαχωρίζει τον στόχο της από τους ίδιους τους τρόπους επιδίωξης και υλοποίησης του στόχου αυτού. Εν συντομία, από τα μέσα της. Με τον τρόπο αυτό ένα κίνημα όπως οι Mujeres Libres αποσταθεροποιεί τον προγραμματισμό από τα μέσα, κάνει φανερές τις αντιφάσεις του και την αδυνατότητά με τους ίδιους τους όρους του. Όπως είδαμε, οι Mujeres Libres, δεν αμφισβητούν ριζικά την έμφυλη διάκριση ή τους σεξουαλικούς ρόλους. Αν η επανάσταση είναι η απελευθέρωση της εργασίας, τότε διατηρεί την αναγόρευση του πληθυσμού ως της πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης (πβλ. Goldman και Kollontai). Θα πρέπει να χειραφετηθεί η ίδια η παραγωγή αυτής της δύναμης, να εξορθολογιστεί, να απελευθερωθεί χωρίς η ίδια να τεθεί υπό αμφισβήτηση, κάτι όμως που δεν μπορεί να αποφευχθεί ως αποτέλεσμα του περιεχομένου αυτής της “χειραφέτησης” και αυτού του “εξορθολογισμού”: της δημόσιας παρουσίας των γυναικών.

Ήταν σχετικά με ζητήματα που αφορούν το φύλο που η αποστολή των γυναικών στα μετόπισθεν από το μέτωπο και η επαναθεμελίωση της έμφυλης διάκρισης, που είχε ανατραπεί προς στιγμή από την απλή δημόσια τους παρουσία, έγινε “αμέσως” αποδεκτή στην αρχή του 1937. Η απελευθέρωση της εργασίας σηματοδοτεί ότι η παραγωγή των εργατών γίνεται η θεμελιώδης πράξη που αναγνωρίζεται συνειδητά από την κοινωνία (πβλ. Emma Goldman). Αυτό σημαίνει ότι οι άντρες και οι γυναίκες, οι οποίες όντας όπως είναι, δηλαδή υπάρχοντας ως γυναίκες, θα πρέπει να ελέγχονται από συναισθήματα, αγάπη, συζυγικότητα, θα πρέπει να διατηρηθούν, ως γυναίκες, στην υπηρεσία της απελευθερωμένης εργασίας. Η άρνηση της απελευθέρωσης των σεξουαλικών σχέσεων στην επανάσταση δεν είναι ζήτημα ηθών και προκαταλήψεων: το σεξ παράγεο (ελεύθερους) εργάτες. Είναι, στη ρίζα του, ένα κωλοπρόβλημα, ένα πρόβλημα που έχει να κάνει με το “πήδημα” [un problème de cul]13.

Μπορούμε να ακολουθήσουμε τις περιπέτειες των γυναικών, των αντρών και της ταξικής πάλης με το ερώτημα των γυναικείων απεργιών.

Μια απεργία εργατών είναι μια απεργία. Μια απεργία εργατριών είναι μια απεργία από γυναίκες. Ο έμφυλος χαρακτήρας της απεργίας είναι αναντίρρητος, τόσο ως αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο οι ίδιες οι εργάτριες επιδιώκουν/προχωρούν και κατανοούν την απεργία τους, όσο και από την στάση των αντιπάλων τους: αφεντικών, μάνατζερ, και μερικές φορές εργατών και συνδικάτων. Τις περισσότερες φορές, η πορεία αυτών των απεργιών επιβεβαιώνει και αναπαράγει την γυναικεία συνθήκη και την έμφυλη διάκριση παρά ξεκινά οποιαδήποτε αμφισβήτησή τους. Η συνθήκη της συζύγου και της μητέρας των εργατών δεν σταματά στην πύλη του εργοστασίου, ακόμα και αν υπάρχει μια απεργία, όπως είδαμε πρόσφατα στην απεργία των σούπερ-μάρκετ.

Ο Xavier Vigna αφιερώνει ένα σημαντικό κεφάλαιο στις γυναικείες απεργίες στο L’Insubordination ouvrière dans les années 68, Essai d’histoire politique des usines14 (Presses Universitaires de Rennes).

Αν όλες οι απεργίες σπάνε την τάξη του εργοστασίου και σηματοδοτούν με αυτόν τον τρόπο μια παράβαση/υπέρβαση, οι γυναικείες απεργίες συνδυάζουν15 την επίθεση. Συγκρούονται και με την τάξη στο εργοστάσιο και με την έμφυλη διαίρεση των ρόλων που αποδίδονται στην υποτέλεια των γυναικών και την κατάσταση του να είναι κυριαρχούμενες. Αυτές οι απεργίες θέτουν σε κίνηση μια πολλαπλί αντίθεση με συγκεκριµένους άντρες. Πρώτα απ’ όλα, η διεύθυνση του εργοστασίου είναι πάντα από αρσενικές φάτσες που αποκρυσταλλώνουν εχθρότητα των απεργών.[…] Ακόμα περισσότερο, στις υφαντουργίες και τις βιομηχανίες ιματισμού ειδικότερα, οι γυναίκες που απεργούν συχνά αναλαμβάνουν δράση και απεργούν ενάντια και συχνά ενάντια στους άντρες εργάτες, κόφτες ή χειριστές, που επωφελούνται από ένα υψηλότερο στάτους και επομένων υψηλότερους μισθούς. Στις απεργίες στην PIL στο Cerizay, στην CIP στο Haisnes, στην SCALPEN στο Quimper το καλοκαίρι του 1976, μόνο ένας άντρας πήγε μαζί με τις εργάτριες· και πάλι στο Cerizay, ήταν άντρες που εκδίωξαν βίαια τις απεργούς που είχαν πάει για να διαπραγματευτούν από τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης. Με αυτόν τον τρόπο, αυτές οι απεργοί εργάτριες “άναψαν” μια αντίθεση αντρών/γυναικών, που συχνά διατέμνεται με την αντίθεση ανάμεσα σε ειδικευμένους και ημι-ειδίκευτους εργάτες εντός της ομάδας των εργατώ σε μια συγκεκριµένη επιχείρηση16.

Από τον 19ο αιώνα, οι γυναικείες απεργίες έχουν κινήσει ένα διάλογο/discource που αμφισβητεί τον έμφυλο χαρακτήρα των απεργιών και εκσφενδονίζει όνειδος17 στον τελευταίο. Η υπέρβαση που αποτελεί το φαινόμενο της απεργίας είναι, σε αυτό το πλαίσιο, η απόδειξη μιας αξιοθρήνητης ηθικότητας, μια άσωτη/έκλυτη σεξουαλικότητα.

Σε αντίθεση με οποιεσδήποτε κοινοτοπίες σχετικά με την καθολικότητα της ταξικής πάλης, η πάλη των εργατριών δεν εξαφανίζει την κατάστασή τους, το αντίθετο. Μπορούμε και να σκεφθούμε ακόμα ότι η υποτέλεια της γυναικείας κατάστασης επανενδυναμώνεται στην και από την συνθήκη τους ως εργάτριες. Είνας ως “γυναίκες εργάτες” που οι γυναίκες θα καταργήσουν την συνθήκη τους, αλλά μόνο ενάντια στην συνθήκη τους ως γυναίκες εργάτες.

2. Γυναικεία εργασία στο αναδιαρθρωμένο κεφάλαιο

Η ασταμάτητη άνοδος στη γυναικεία εργασία ακολούθησε, κατά παράδοξο τρόπο, φαινομενικά, την κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και την αναδιάρθρωση που προκλήθηκε από αυτήν. Η ανάπτυξη της γυναικείας εργασίας έρχεται στον απόηχο της διάλυσης της εργατικής ταυτότητας, την ανάπτυξη της επισφάλειας και της ελαστικότητας, τα πρώτα θύματα των οποίων είναι οι εργάτριες. Η μερική απασχόληση είναι πάνω απ’ όλα κάτι που έχει να κάνει με τη γυναικεία εργασία. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την αύξηση στη γυναικεία εργασία χωρίς να θεωρήσουμε άμεσα το ποιοτικό περιεχόμενό της στον αναδιαρθρωμένο τρόπο παραγωγής που προήλθε από την κρίση. Το να μιλήσουμε γι’ αυτήν με ένα απλά απόλυτο, ποσοτικό τρόπο σημαίνει να χάσουμε το νόημά της. Στον αναδιαρθρωμένο κτπ, η αύξηση της γυναικείας εργασίας συνεισφέρει στην διαπερατότητα μεταξύ ανεργίας και απασχόλησης και στην διαίρεση της παγκόσμιας μάζας αναγκαίας εργασίας μεταξύ περισσότερων ανθρώπων.

Οι γυναίκες υπάρχουν. Υπάρχουν τη στιγμή που η διαπερατότητα μεταξύ απασχόλησης, επισφάλειας και ανεργίας γίνεται κυρίαρχη και όταν η δράση του προλεταριάτου μπορεί να ανατρέψει την τάξη του αμοιβαίου ορισμού μεταξύ ανεργίας και απασχόλησης, με όλες τις συνέπειες που αυτό μπορεί να έχει στην επαναστατική πορεία της ταξικής πάλης. Μέχρι και σήμερα, είτε αποκλείονταν από το θεσμικό πλαίσιο του ορισμού της μισθωτής απασχόλησης και της ανεργίας σύμφωνα με τους τομείς και τα είδη δραστηριότητας που τους παρέχονταν στην κοινωνική διαίρεση της εργασίας, είτε λειτουργούσε ακόμα ο παραδοσιακός τρόπος ρύθμισης της γυναικείας ανεργίας, είτε υπάγονταν στη δουλειά του συζύγου τους και η ανεργία τους εξαφανιζόταν.

Με την κρίση, η γυναικεία απασχόληση δεν έχει λειτουργήσει ως “εφεδρικός στρατός”, αντίθετα, έχει αυξηθεί αντί να υποχωρεί. Η γυναικεία εργασία δικαιολογεί ακόμα και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τον γενικό τόνο/απόχρωση των νέων τρόπων απασχόλησης που θεμελιώνονται με την κρίση και την αναδιάρθρωση. Σε κάθε περίπτωση, είναι η ίδια η έννοια του εφεδρικού στρατού που καθίσταται παρωχημένη σε αυτούς τους νέους τρόπους εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας από το κεφάλαιο.

Αυτό που μπορούμε να παρατηρήσουμε με έναν εξίσου σαφή τρόπο είναι η επιμονή των μηχανισμών διακρίσεων, της σεξουαλικής διαίρεσης της εργασίας, καθώς και την εμφάνιση νέων τρόπων ανισότητας. Αν η κρίση της απασχόλησης δεν έχει αποβάλλει τις γυναίκες από την απασχόληση όπως σε άλλες περιόδους, αν δεν τις έχει στείλει πίσω στο νοικοκυριό, έχει, εντούτοις, έχει οξύνει την ευαλλωτότητά τους στις κακοτροπίες της αγοράς εργασίας. Σε τέτοιο βαθμό που μπορούμε να δούμε διαφορές να αναδημιουργούνται, όχι απλά να διαιωνίζονται μεταξύ αντρών και γυναικών, εντελώς κόντρα στο ρεύμα της ακαταμάχητης ανόδου της γυνακείας δραστηριότητας. Η θηλυκοποίηση της αγοράς εργασίας δεν έχει συνοδευτεί από μια έμφυλη ποικιλομορφία στον κόσμο της εργασίας. Τα γυναικεία επαγγέλματα συνεχίζουν να εκθηλύνονται, οι αντρικές δουλειές παραμένουν “αντρικά επαγγέλματα”, απόρθητα προπύργια[…] Η συγκέντρωση των γυναικώ σε έναν πολύ που μικρό αριθμό τομέων δραστηριότητας παραμένει ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της δομής της απασχόλησης18,

Αν όμως αυτές οι διαφορές ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες, όχι μόνο δεν είναι κόντρα στο ρεύμα της “ακαταμάχητης ανόδου στη γυνακεία δραστηριότητα”, αλλά, αντίθετα, ήταν στην πραγματικότητα ο βασικός λόγος για την άνοδο αυτή; Το να θέτεις ένα ερώτημα σημαίνει να το απαντάς. Η γυνακεία εργασία είναι επιτομή των νέων τρόπων απασχόλησης σε τέτοιο βαθμό που είναι αυτοί ακριβώς οι νέοι τρόποι που κάνουν τις γυναίκες να παραμένουν στην αγορά εργασίας και να κουβαλάνε ένα αυξημένο βάρος μέσα σε αυτήν. Η μερική απασχόληση έγινε το σύγχρονο σχήμα της έμφυλης διαίρεσης της αγοράς εργασίας. Στη Γαλλία, οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 85 % των ανθρώπων που δουλεύουν με μερική απασχόληση.

Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη ότι αν και αντιπροσωπεύουν το 45% του (οικονομικά) ενεργού πληθυσμού, οι γυναίκες εξακολουθούν να είναι αόρατες. Από μείζονα συνέδρια για την απασχόληση μέχρι τις διάφορες διαπραγματεύσεις συλλογικών διεπαγγελματικών συμβάσεων, μάταια θα ψάξει κανείς για την παραμικρή συγκεκριµένη αναφορά στις γυναίκες, παρά μόνο σε σχέση με μέτρα που παρέχουν κίνητρα για μερική απασχόληση, και ακόμα και τότε δεν αναφέρονται εκπεφρασμένα. Αυτή η “αγνόηση” είναι εν τέλει η αναγνώριση της γενικότητας της “ειδικής” τους θέσης. Το 1998, ήταν η μαζική τους παρουσία, στους αγώνες των ανέργων και των επισφαλών, που προσέδωσε στρατηγική σημασία στην ιστορική ανατροπή του αμοιβαίου καθορισμού ανεργίας και μισθωτής απασχόλησης στην ταξική πάλη.

Μπορούμε να πούμε, παρωδώντας τον Μαρξ στα Χειρόγραφα του 1844: σε αυτή την παρουσία των γυναικών στο προλεταριάτο εμφανίζεται χειροπιαστά, ανηγμένος σε ένα συγκεκριµένο γεγονός, ο βαθμός στον οποίον η πάλη του ως τάξη έχει γίνει η αμφισβήτηση του εαυτού του, ή ο βαθμός στον οποίο η αμφισβήτηση του εαυτού του έχει γίνει η ύπαρξή του ως τάξη. Ο βαθμός στον οποίο το προλεταριάτο έχει γίνει κάτι ενδεχομενικό για τον εαυτό του, και στον οποίο συλλαμβάνει τον εαυτό ως τέτοιον, καθορίζεται από τον χαρακτήρα αυτής της παρουσίας· η σχέση της κατάστασης των γυναικών με την εκμετάλλευση ως ορισμός του προλεταριάτου είναι η πιο “φυσική” σχέση του προλεταριάτου με την άρνηση του εαυτού του.

Έχουμε πει ότι με τον κτπ η αντίθεση “έχει εμφανιστεί” (δηλαδή, αυτή του πληθυσμού ως πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης). Αυτός ο τρόπος παραγωγής κυοφορεί μια ταξική πάλη η οποία, στην κατάργηση του κεφαλαίου, θα θέσει αναπόφευκτα το ερώτημα, για όλους, των “συνθηκών που είναι εγγενείς στην ατομικότητά τους”, ένα ερώτημα που καθορίζεται από αυτή την αντίθεση που έχει εμφανιστεί και θα πρέπει να ξεπεραστεί. Είναι, πιθανόν, στην κατάσταση της γυναικείας εργασίας στο αναδιαρθρωμένο κεφάλαιο που η αντίθεση εμφανίζεται. Η γυναικεία εργασία εκφράζει την γενική κατάσταση ως γυναικεία εργασία, δηλαδή όλες τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στη σχέση της με την εργασία μέσω της ιδιαίτερης κυριαρχίας επί των γυναικών που απορρέει από την ίδια την σχέση του κεφαλαίου με την εργασία (πάντα αναγκαία· πάντα πάρα πολλή). Είναι, συνεπώς, στη βάση της ταξικής πάλης, στο επίπεδο της εκμετάλλευσης, που η σχέση αντρών-γυναικών μπορεί να ξεπεραστεί, επειδή αυτή η σχέση εμπεριέχει την ταξική πάλη και επειδή όλες οι αντιθέσεις έχουν συγκεντρωθεί με τέτοιο τρόπο (ώστε) που η σχέση αυτή να περιέχει την ταξική πάλη.

3. “Η ανθρωπότητα δεν θέτει στον εαυτό της προβλήματα που δεν μπορεί να λύσει”, αλλά το να θέσεις ένα πρόβλημα δεν είναι το ίδιο με το να λύσεις.

Η θέση και η πάλη των γυναικών ενάντια στην αντρική κυριαρχία κατέχει αντικειμενικά ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο και βάση, είναι ταυτόχρονα εντός και σε σχέση με την αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο (αλλά δεν πρέπει ποτέ να συγχέεται με αυτήν!). Η βάση αυτή είναι η πάλη τους ενάντια στην ιδιοποίησή τους από όλους τους άντρες η οποία (ιδιοποίηση) είναι συστατική της εκμετάλλευσης και χωρίς την οποία η πάλη ενάντια στην εκμετάλλευση δεν μπορεί να πάει πέρα από την επιβεβαίωση και την απελευθέρωση της εργασίας· η κύρια παραγωγική δύναμη θα αναγνωριζόταν επιτέλους ως τέτοια. Αυτή είναι μια πάλη που δεν είναι μόνο ιδιαίτερη αλλά επίσης και ορίζουσα από τη στιγμή που η προοπτική της κατάργησης του κεφαλαίου είναι αυτή της κατάργησης όλων των τάξεων, που η ίδια γίνεται αυτή η περίπτωση μόνο με αυτή τη συγκεκριµένη πάλη. Στην ιδιαίτερη πάλη ενάντια στην αντρική κυριαρχία, είναι η υπέρβαση του προγραμματισμού που υπάρχει ή τουλάχιστον είναι επί τω έργω. Δεν είναι απλή σύμπτωση ότι “το δεύτερο κύμα φεμινισμού” εμφανίζετα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και αναπτύσσεται στην αρχή της δεκαετίας του 1970 σε σχέση με τα όρια της αποτυχίας του 1968.

Το να πούμε ότι δεν υπάρχει επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση χωρίς την κατάργηση αντρών και γυναικών δεν σημαίνει πως λέμε ότι επειδή η επανάσταση δεν μπορεί πλέον να είναι κάτι άλλο από κομμουνιστικοποίηση το ερώτημα θα επιλυθεί ως αποτέλεσμα. Αυτό σημαίνει ότι η επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση μπορεί να καταλήξει σε αποτυχία. Η επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση είναι η κοινωνική διαδικασία που μας επιτρέψει να φτάσουμε στην κατάστασ στην οποία η διάκριση ανάμεσα στα φύλα δεν είναι πλέον κοινωνικά προσήκουσα· δεν πρέπει όμως να συγχέουμε την κατασκευή του ζητήματος στην επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση με την αναγκαιότητα της επίλυσής του.

Είναι μια εντελώς αρτηριοσκληρωτική οπτική της επέκτασης και του εμβάθυνσης της πάλης να θεωρούμε ότι η αυτοσυγκρότηση μιας ομάδας γυναικών είναι απαραίτητα ταυτοτιστική19 και ένα όριο σε αυτή την πάλη. Αυτή η ομάδα δεν εφευρίσκετι το πρόβλημα που την συγκροτεί ως μια ιδιαίτερη ομάδα σε σχέση με το γενικό πρόβλημα της πάλης, γεννιέται από το ζήτημα που η διαφορά μεταξύ των “φύλων” έκανε να εμφανιστεί στην πορεία αυτής της πάλης. Είναι συχνά καλό ότι η αντίθεση εμφανίζεται. Αυτοί που κατηγορούν αυτόν τον τύπο δράσης ότι παραβιάζει την καθολικότητα του προλεταριάτου ξεχνούν ότι αν αυτός ο τύπος δράσης υπάρχει είναι ακριβώς για να πολεμήσει το “ουσιοποιητικό” και/ή εχθρικό όραμα που μπορεί να αναπτυχθεί στην ίδια την πορεία της πάλης (πβλ. το κίνημα των piquetero και την μακρόχρονη ιστορία του προγραμματισμού). Μόνο μια θεωρία στην οποία η επανάσταση είναι η κατάργηση όλων των τάξεων μπορεί να θέσει και να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα κατά πρόσωπο και όχι να τα αντιμετωπίσει ως περιστασιακά και τυχαία εμπόδια, κάτι που απλά πρέπει να φύγει όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Δεν μπορούμε να δρούμε σαν να μην υπάρχουν διαφορές και κατακερματισμοί και σαν να μην είναι αντικειμενικοί σε σχέση με την ανώτερη οντότητα: η κοινή κατάσταση των εκμεταλλευόμενων. Η ενότητα δεν θα επιτευχθεί για το προλεταριάτο παρά μόνο στην κατάργησή τους, που δεν θα συμβεί χωρίς εσωτερικές συγκρούσεις που προέρχονται από την αναπαραγωγή του, η οποία πάντα συνεπάγεται από την αναπαραγωγή του κεφαλαίου μέχρι την κατάργησή του. Αυτό θα είναι ένα πρόβλημα στο οποίο εμπλέκονται η επανάσταση και η αντεπανάσταση.

Η κυριαρχία επί των γυναικών δεν συμβαίνει μόνο στην οικογένεια αλλά εκτείνεται στην ολότητα της παραγωγής και της αναπαραγωγής του καπιταλισμού. Οι άντρες αντλούν κάθε είδους υλικά ωφέλη από αυτό (με όρους lifestyle, κατάτμησης της αγοράς εργασίας) που είναι εσωτερικές και καθορίζουσες της ύπαρξς των μισθωτών εργατών. Όσο σε μια παγκόσμια κλίμακα η εργατική τάξη (άντρες και γυναίκες) παλεύει για την υπεράσπιση της κατάστασής της ή ακόμα και για τη χειραφέτησή της (προγραμματισμός), το ζήτημα της αντρικής κυριαρχίας τίθεται μόνο περιθωριακά, στην καλλίτερη περίπτωση με όρους της γυναικείας επαναδικαίωσης της ισότητας που ως τέτοια είναι καταδικασμένη να αποτύχει· δράσεις για τον σκοπό αυτό απλά συμμετέχουν στην αδυνατότητα, με τους δικούς της όρους, της προγραμματιστικής επανάστασης και της χειραφέτησης της εργασίας. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τη γυναικεία δραστηριότητα στις επαναστάσεις ως τον δείκτη της αποτυχίας τους.

Η επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση θέτει το πρόβλημα της έμφυλης διάκρισης ως εγγενές στην εκμετάλλευση on the table με έναν πρακτικό τρόπο. Όμως, ακόμα και αν η αντρική κυριαρχία και η καπιταλιστική εκμετάλλευση κατασκευάζονται κοινωνικά με έναν συνεκτεινόμενο τρόπο (που δίνεται από τη φύση της πλεονάζουσας εργασίας και την μισθωτή σχέση), ακόμα και αν η κατάργηση της μιας δεν μπορεί να συμβεί χωρίς την κατάργηση της άλλης, οι αντιθέσεις/αντιφάσεις που παράγουν την υπέρβασή τους δεν είναι ταυτόσημες. Η πάλη των γυναικών ενάντια στην αντρική κυριαρχία δεν διαλύεται μέσα στην πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση. Αν μπορούμε να πούμε ότι η αντίθεση μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου, στο επαναστατικό της γίγνεσθαι ως κομμουνιστικοποίηση, θα βάλει την έμφυλη διάκριση (που είναι αναγκαστικά μια ιεραρχική διάκριση) στο τραπέζι, δεν φέρει, όμως, εντός της, ως τέτοια την υπέρβαση αυτού του προβλήματος, υπέρβαση πάνω στην οποία παρ’ όλα αυτά στηρίζεται η επιτυχία της. Η συγκρότηση της ομάδας γυναίκες ως δεύτερη ανθρωπότητα, ως “δεύτερο φύλο” είναι a priori μη-αναγώγιμη στην αντίθεση κεφαλαίου και προλεταριάτου. Αυτή η τελευταία αντίθεση φέρει εντός της το ξεπέρασμα όλων των τάξεων, την κατάργηση της ιδιοκτησίας, της διαίρεσης της εργασίας, της ανταλλαγής και της αξίας, της εργασίας, της οικονομίας, δηλαδή της παραγωγής των σχέσεων μεταξύ των ατόμων που τα καθορίζουν στην μοναδικότητά τους, αλλά δεν περιέχει τα μέσα για την πραγμάτωση αυτού που κουβαλά εντός της.

Η ιδιοποίηση των γυναικών, δηλαδή η αντίθεση που κατασκευάζει και θέτει απέναντι άντρες και γυναίκες, είναι εγγεγραμένη μέσα στην ίδια την ύπαρξη της πλεονάζουσας εργασίας, αλλά οι κοινωνικές ομάδες, που αυτή η ιδιοποίηση κατασκευάζει αντιθετικά, δεν ταυτίζονται με τις τάξεις (προλετάριους και αστούς) που βάζει απέναντι η αντίθεση που θεμελιώνεται στην υπερεργασία (δηλαδή η εκμετάλλευση). Το πρόβλημα είναι μοναδικό, η κατάργηση της πλεονάζουσας εργασίας, αλλά οι πρωταγωνιστές της επίλυσής του συνδέονται μεταξύ τους με διαφορετικές αντιθέσεις. Η έμφυλη διάκριση της ανθρωπότητας υπονοοείται/συνεπάγεται, περιλαμβάνεται στην αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο αλλά η τελευταία, αυστηρά ως μια αντίθεση ανάμεσα σε τάξεις, δεν κουβαλά εντός της την υπέρβαση αυτής της διάκρισης. Η διάκριση αυτή ορίζει μια κυριαρχούμενη “ομάδα”, τις γυναίκες, η κυριαρχία επί των οποίων είναι ουσιώδης για την εκμετάλλευση, που δεν είναι, όμως, η ίδια μια τάξη καθεαυτή, και της οποίας το αντικείμενο πάλης είναι η αντρική κυριαρχία και ο έμφυλος διαχωρισμός της κοινωνίας. Το γεγονός ότι η συγκρότηση αυτής της ομάδας συνδέεται ουσιαστικά με όλες τις αντιθέσεις ανάμεσα στις τάξεις σημαίνει ότι η είσοδός της στη σκηνή της ιστορίας συνδέεται πάντα με επαναστατικές περιόδους, και ότι δεν συμμετέχουν όλες οι γυναίκες στον αγώνα αυτής της ομάδας απλά επειδή είναι γυναίκες. Η “αστή” μπορεί να συμμετέχει ως γυναίκα στον φεμινιστικό αγώνα στον βαθμό που ο τελευταίος παραμένει εντώς της προβληματικής της ισότητας ή του διαφορισμού/differentialism, αλλά σ’ αυτόν τον αγώνα θα πρέπει να εμφανιστεί ένα χάσμα αν αυτό που αμφισβητείται είναι η κατάργηση της ίδιας της έμφυλης διαίρεσης της ανθρωπότητας, που είναι ενδογενής στην πλεονάζουσα εργασία. Το τέλος της πλεονάζουσας εργασίας είναι το τέλος της έμφυλης διαίρεσης της ανθρωπότητας και θα είναι αυτό το τέλος μόνο ως τέλος αυτής της διαίρεσης.

Η αύξηση του πληθυσμού ως κύριας παραγωγικής δύναμης, η θεμελίωση όλων των μορφών πλεονάζουσας εργασίας, ορίζει σε μια ταξική κοινωνία, μια ανταγωνιστική διαμέριση της κοινωνίας που τα στοιχεία της δεν είναι άμεσα αυτά που αντιτίθενται στην εξαγωγή αυτής της υπερεργασίας. Είναι από αυτή την άποψη που η αντίθεση που είναι η εκμετάλλευση βάζει αναγκαστικά στο τραπέζι την έμφυλη διάκριση, αλλά δεν κουβαλά άμεσα εντός της τα μέσα και τις κοινωνικές δυνάμεις για να υλοποιήσει την κατάργησή της ως κομμουνιστικοποίηση. Όπως και να το κοιτάξει κανείς, η κομμουνιστικοποίηση θα είναι μια επανάσταση μέσα σε μια επανάσταση.

R.S.

Δείτε επίσης τα προσαρτήματα: Η δυναμική φύλου-τάξης και Σύντροφοι, αλλά γυναίκες20.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από την αγγλική απόδοση στο: http://libcom.org/library/gender-distinction-programmatism-communisation.

2 Στμ. Στην αγγλική μετάφραση: predicated.

3 Στμ. Μαρξ: “Μισθοί, Τιμές και Κέρδος”.

4 Στμ.

7 http://www.marxists.org/archive/marx/works/1857/grundrisse/ch08.htm#p414 (στμ. Είναι η περίφημη έκφραση του Μαρξ για το κεφάλαιο “ως κινούμενη αντίφαση”).

8 Στμ. Στο πρωτότυπο: differentialism. Difference feminism was developed by feminists in the 1980s, in part as a reaction to popular liberal feminism (also known as “equality feminism“), which emphasized the similarities between women and men in order to argue for equal treatment for women. Difference feminism, although it still aimed at equality between men and women, emphasized the differences between men and women and argued that identicality or sameness are not necessary in order for men and women, and masculine and feminine values, to be treated equally

9 Στμ. Ένγκελς: “Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ιδιοκτησίας και του Κράτους”, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2013.

11 Στμ. Mujeres Libres (Ελεύθερες Γυναίκες), αναρχική γυνακεία οργάνωση στην Ισπανία με σκοπό την ενδυνάμωση των γυναικών της εργατικής τάξης. Δημιουργήθηκε το 1936 από τις Lucía Sanchez Saornil, Mercedes Comaposada και Amparo Poch y Gascón και είχε σχεδόν 30.000 μέλη. Η οργάνωση βασιζόταν στην ιδέα της “διπλής πάλης” για την απελευθέρωση των γυκαικών και για την κοινωνική επανάσταση και ισχυριζόταν ότι οι δυο αυτοί στόχοι ήταν εξίσου σημαντικοί και θα έπρεπε να επιδιωχθούν παράλληλα.

12 Στμ. Το Movimiento Libertario (Απελευθερωτικό Κίνημα) ήταν μια ισπανική αναρχική οργάνωση που ιδρύθηκε προς το τέλος του ισπανικού Εμφυλίου από τις οργανώσεις CNT, FAI και FIJL για να αναπτύξει κοινή παράνομη δράση στο εσωτερικό της Ισπανίας, κάτω από τη δικτατορία του Φράνκο, και νόμιμη στην εξορία, όπου ασχολήθηκε με τους χιλιάδες αναρχο-συνδικαλιστές πρόσφυγες που κατέφυγαν στη Γαλλία. Το εθνικό συμβούλιο του ML έδρευε στο Παρίσι.

13 Στμ. στην αγγλική μετάφραση: It is, at root, an arse of a problem, a problem to do with rumpy-pumpy.

14 Στμ. Xavier Vigna: “H εργατική ανυπακοή στα χρόνια γύρω από το 1968. Δοκίμιο πάνω στην πολιτική ιστορία των εργοστασίων”. Ο Xavier Vigna είναι καθηγητής της σύγχρονης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βουργουνδίας με κύρια αντικείμενα την κοινωνική ιστορία και ιδιαίτερα την ιστορία του Μάη του 1968.

15 Στμ. Στο πρωτότυπο: compound, που έχει την έννοια του “συνδυάζω, συνθέτω”.

16 ό.π., σελ. 117–118.

17 Στμ. Στο πρωτότυπο: hurls opprobrium.

18 Margaret Maruani: “Emploi des femmes: un tableau contrasté”, στο AC: Données et arguments, t.2, σελ. 106, εκδ. Syllepse.

19 Στμ. Στο πρωτότυπο: identitarian. Ο σχετιζόμενος με την ταυτότητα. Για την απόδοση δες και https://inmediasres.espivblogs.net/2017/04/21/identitykrisis/ σημείωση 27.

Ένα βήμα πίσω, δύο βήματα μπροστά:

ο Τραμπ και το επαναστατικό σενάριο

του Robert Cavooris12

 

Αλλά εκεί που οι ελίτ είναι σε σύγχυση και προσπαθούν με κάθε τρόπο να κερδίσουν κάτι5, εκεί αναδύονται δυνατότητες. Αυτός είναι ο λόγος που στην ριζική αβεβαιότητα αυτής της συγκυρίας, η Αριστερά θα πρέπει να βρει μια στρατηγική και να να οργανωθεί για μια επαναστατική ρήξη. Δεν μπορούμε να είμαστε μόνο στην άμυνα· πρέπει να οικοδομήσουμε μια οργάνωση, ένα αυτόνομο πολιτικό όργανο, που να μπορεί και να νικήσει την κυβέρνηση Τραμπ όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και να θέσει το πεδίο για μια ευρύτερη επαναστατική αλλαγή. Η Brooks προτείνει πραξικοπήματα, καταγγελίες και συνταγματική αποπομπή του προέδρου. Αλλά αυτό το σκαρίφημα δυνατοτήτων, όλως περιέργως, αποκλείει το μοναδικό σενάριο στο οποίο πρέπει να εστιάσουμε: έναν λαϊκό επαναστατικό αγώνα που θα εκδιώξει τον Τραμπ και θα δημιουργήσει τις συνθήκες για μια πραγματική ρήξη με τον καπιταλισμό. Αν δεν προετοιμαστούμε με έναν δικό μας επαναστατικό σενάριο, οι αγώνες μεταξύ των ελίτ μπορεί να μας καταπιούν.

Έτσι, με τον κίνδυνο να γίνουμε περιστασιακά προγραμματιστές: ψάξτε άλλους αντικαπιταλιστές στο κίνημα, βρεθείτε μαζί και δείτε αν μοιράζεστε κάποιες αρχές. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αρχίστε να παλεύετε με τα πολλά αναπάντητα ερωτήματα, συνεχίστε να συμμετέχετε σε δράσεις και άλλες οργανώσεις που αντιστέκονται, και να είστε ανοιχτοί σε έναν ατέλειωτο διάλογο, τόσο εντός των νεογέννητων πολιτικών οργανώσεων όσο και σε οποιονδήποτε άλλο χώρο οργάνωσης εναντίον του Τραμπ – αν και όχι σε κόστος της λήψης αποφάσεων. Δεν χρειαζόμαστε όλες τις απαντήσεις εκ των προτέρων, χρειάζεται να δρούμε. Ακόμα και το κοντινό μέλλον είναι ένας μεγάλος άγνωστος, αλλά αν, όπως λέει Lih για τους Ρώσους επαναστάτες, “είμαστε όρθιοι και δρούμε”, θα ανήκει σε μας.

Μόλις δέκα μέρες μετά την ορκομωσία του Τραμπ, το περιοδικό Foreign Policy δημοσίευσε ένα άρθρο που εξέταζε ανοιχτά τα υπέρ και κατά ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος. Είναι ένα σημάδι των καιρών στους οποίους η Rosa Brooks, καθηγήτρια Δικαίου από την Georgetown και πρώην σύμβουλος στα υπουργεία Άμυνας και Εξωτερικών, μπορεί να γράφει ένα προκλητικό – για να τραβήξει την προσοχή – άρθρο με μπούλετς3, σε ένα ευυπόληπτο περιοδικό πολιτικής, προτείνοντας ότι, ανάμεσα σε άλλες επιλογές, μια στρατιωτική ανατροπή του αμερικανού Προέδρου μπορεί να είναι αρμόζουσα. Πράγματι, παρά το ότι υπόσχεται “3 Τρόπους για να απαλλαγούμε από τον Πρόεδρο Τραμπ πριν το 2020”, το πραξικόπημα εμφανίζεται σαν ένας τέταρτος – μια θαμμένη αλλά λεπτομερής απαρίθμηση από μια – εντός του συστήματος – γνώστρια, που υποχρεώνεται, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τους εκδότες της, να κάνει μια ακραία πρόταση. Πέρα από αυτή την περίεργη αντιπαράθεση μορφής και περιεχομένου (οι κρατικοί ηγέτες ΑΠΕΧΘΑΝΟΝΤΑΙ αυτό το περίεργο κόλπο!), μπορούμε να διαβάσουμε σε τέτοιους συλλογισμούς μια αληθινή κρίση στρατηγικής της άρχουσας τάξης.

Ο Τραμπ νίκησε και τώρα καπιταλιστές, πολιτικοί, γραφειοκράτες και η πολιτική ιντελιγκέντσια πρέπει να αποφασίσουν πώς θα απαντήσουν σε αυτό το γεγονός4 με βάση τις ιδιαίτερες ανησυχίες, ρόλους και τα γενικότερα συμφέροντά τους, ώστε να εξασφαλίσουν τις συνθήκες για την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής τάξης. Αυτή δεν είναι, για να είμαστε ξεκάθαροι, μια συνομωσία του αποκαλούμενου βαθέως κράτους, αλλά μια ενδεχόμενη και διαρκής διαδικασία που συμβαίνει πάντα εντός του καπιταλισμού, με έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο συντονισμό μεταξύ μιας ετερογενούς άρχουσας τάξης. Η νίκη του Τραμπ ήταν ένας “μπαλαντέρ” για τις σχέσεις της άρχουσας τάξης και αυτό εξαναγκάζει μια λιγότερο συντονισμένη επανευθυγράμμιση των φραξιών των καπιταλιστών, τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις όσο και στην σχέση τους με τις εξίσου ετερογενείς υποτελείς τάξεις.

Αλλά εκεί που οι ελίτ είναι σε σύγχυση και προσπαθούν με κάθε τρόπο να κερδίσουν κάτι5, εκεί αναδύονται δυνατότητες. Αυτός είναι ο λόγος που στην ριζική αβεβαιότητα αυτής της συγκυρίας, η Αριστερά θα πρέπει να βρει μια στρατηγική και να να οργανωθεί για μια επαναστατική ρήξη. Δεν μπορούμε να είμαστε μόνο στην άμυνα· πρέπει να οικοδομήσουμε μια οργάνωση, ένα αυτόνομο πολιτικό όργανο, που να μπορεί και να νικήσει την κυβέρνηση Τραμπ όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και να θέσει το πεδίο για μια ευρύτερη επαναστατική αλλαγή. Η Brooks προτείνει πραξικοπήματα, καταγγελίες και συνταγματική αποπομπή του προέδρου. Αλλά αυτό το σκαρίφημα δυνατοτήτων, όλως περιέργως, αποκλείει το μοναδικό σενάριο στο οποίο πρέπει να εστιάσουμε: έναν λαϊκό επαναστατικό αγώνα που θα εκδιώξει τον Τραμπ και θα δημιουργήσει τις συνθήκες για μια πραγματική ρήξη με τον καπιταλισμό. Αν δεν προετοιμαστούμε με έναν δικό μας επαναστατικό σενάριο, οι αγώνες μεταξύ των ελίτ μπορεί να μας καταπιούν.

Μια κρίση της άρχουσας τάξης

Η καλλίτερη ένδειξη της διχόνοιας στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης είναι το ιδεολογικό μπέρδεμα και η γενική αναποφασιστικότητα της κυβέρνησης Τραμπ. Εξωτερικά, η προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ μετέφερε ένα “αντιπαγκοσμιοποιητικό” μήνυμα της αμερικανικής ιδιαιτερότητας6, με λίγο-πολύ ανοιχτά ρατσιστικά στοιχεία και παραχωρήσεις προς τον θυμό των μικροαστών και της εργατικής τάξης εναντίον του μεγάλου κεφαλαίου. Όμως η πραγματική διαχείριση σηματοδοτεί μια πιο πολύπλοκη συνταγή διακυβέρνησης: λευκοί εθνικιστές και εχθροί της παγκοσμιοποίησης, όπως ο Steve Bannon, υπηρετούν δίπλα σε νεοφιλελεύθερους μεγιστάνες της βιομηχανίας, υπέρμαχους της παγκοσμιοποίησης, όπως ο Rex Tillerson. Στρατιωτικοί καρριέρας, όπως ο James Mattis, ρίχνονται για να καθησυχάσουν το αμυντικό κατεστημένο, ενώ άλλοι, όπως ο Ben Carson και ο Mike Pence, έχουν συμπεριληφθεί, κατά τα φαινόμενα, ως ένα φιλικό νεύμα προς τα αντισυστημικά και Ευαγγελικά τμήματα της εκλογικής βάσης των Ρεπουμπλικάνων. Εν τω μεταξύ, πολιτικοί της επικρατούσας τάσης των Ρεπουμπλικάνων, που φοβούνταν ότι ο Τραμπ θα κατέστρεφε το κόμμα τους, τώρα είναι ευτυχείς να ακολουθήσουν την ηγεσία του.

Η παραίτηση του πρώην Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Michael Flynn, μετά από κατηγορίες για ανάρμοστες συζητήσεις με τον Ρώσο πρέσβη πριν την ορκομωσία του Τραμπ, αποκαλύπτει επιπλέον διαιρέσεις, τόσο εντός της κυβέρνησης, με τον Bannon να απαιτεί την αποχώρηση του Flynn, όσο και εντός του εργαλείου της κρατικής ασφάλειας γενικότερα, καθώς οι αξιωματούχοι Πληροφοριών, που διερευνούσαν την περίπτωση του, διαφέρουν ως προς την εμπιστοσύνη τους στον Λευκό Οίκο. Εν τω μεταξύ, οι νομοθέτες των Δημοκρατικών έχουν επενδύσει ακόμα περισσότερο στην τακτική της αξιοποίησης της Ρωσοφοβίας, ώστε να τελματώσουν την διοίκηση με έρευνες σχετικά με αντιπατριωτικές διασυνδέσεις. Προσωπικά, μού είναι αδιάφορο αν το κράτος μας υπόκειται στην αμερικανική ή στην ρωσική άρχουσα τάξη – το μόνο που υπάρχει για μένα είναι ο ταξικός πόλεμος. Αλλά η στρατηγική των Δημοκρατικών, να προχωρούν αργά προς τις κατηγορίες ή ίσως απλά να προκαλούν αδιέξοδο μέσω σκανδάλων, υποχρεώνει ακόμα περισσότερο την Αριστερά να προβάλλει με μια πραγματική εναλλακτική για να νικήσει όχι μόνο τον Τραμπ αλλά και ολόκληρο το αντιφατικό σύνολο συμφερόντων της άρχουσας τάξης που τον κατέστησε εφικτό.

Ίσως δεν είναι ασυνήθιστο να υπάρχουν ανταγωνιστικές ατζέντες μέσα σε μια κυβέρνηση, αλλά, προς το παρόν, οι διαιρέσεις – κατά μήκος, από την μια πλευρά, των θεμελιωδών ρηγμάτων, της κυρίαρχης συναίνεσης πάνω στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τις πολιτικές ασφαλείας, και, από την άλλη, σε ένα προηγουμένως περιθωριοποιημένο μείγμα δεξιών ιδεολογικών πρωτοβουλιών – καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολο να προβλέψει κανείς την κατεύθυνση της κυβέρνησης. Το ανοιχτό ερώτημα πώς όλα αυτά τα διαφορετικά σύνολα συμφερόντων και ιδεολογιών θα συναρθρωθούν και πώς θα καταδειχτεί η ίδια η αποτελεσματικότητα του αμερικανικού κράτους, είναι κεντρικό στην κρίση.

Παρ’ όλα αυτά, ούτε η κρίση του κράτους ούτε ο πίνακας των πιθανών επιλύσεων ανάγονται στην εσωτερική διαμάχη εντός του ίδιου του εργαλείου του κράτους. Όπως γράφει ο Νίκος Πουλαντζάς στο “Κράτος, Εξουσία και Σοσιαλισμός7”: “Η εμπέδωση της πολιτικής του Κράτους πρέπει να ειδωθεί ως το αποτέλεσμα ταξικών αντιθέσεων που εγγράφονται στην ίδια τη δομή του Κράτους…”. Τι σημαίνει αυτό για ένα πολιτικό σχέδιο της Αριστεράς που αντιτίθεται τόσο στις νέες πρωτοβουλίες την εθνικιστικής Δεξιάς όσο και στην συνεχιζόμενη δικομματική επίθεση στους εργαζόμενους;

Σε ένα επίπεδο, μας δείχνει προς την κατεύθυνση μιας ανάλυσης των διαφορετικών φραξιών του κεφαλαίου και της σχέσης τους με το κράτος υπό τον Τραμπ. Ας πάρουμε το παράδειγμα μιας εξέχουσας αμερικανικής βιομηχανίας: το τεχνολογικό κεφάλαιο, που ήταν επιφυλακτικό απέναντι στον νέο Πρόεδρο, παρά την μετατόπισή του προς το Ρεπουμπλικανικό κόμμα τα πρόσφατα χρόνια, αποφάσισε να εναντιωθεί στο προεδρικό διάταγμα σχετικά με τους περιορισμούς στην είσοδο των Μουσουλμάνων μεταναστών, με πολλές μεγάλες εταιρείες, όπως η Google και η Microsoft, να συμμετέχουν στην αγωγή εναντίον του διατάγματος. Αυτό έγινε, όμως, μόλις λίγες εβδομάδες μετά την παροχή, από τις εταιρείες αυτές, άφθονων δωρεών, σε είδος, στην ορκομωσία του Προέδρου. Και μέχρι η ζημιά στην φίρμα της εταιρείας του να τον αναγκάσει να διακόψει τη συμμετοχή του, ο Διευθύνων Σύμβουλος της Uber, Travis Kalanick, υπηρέτησε στο επιχειρηματικό συμβούλιο του Τραμπ, αν και ισχυριζόταν ότι δεν τον υποστήριζε. Μόνο μια στρατηγική συνάντηση της μαχητικότητας του συνδικάτου των οδηγών ταξί (που δεν δουλεύουν στην Uber), της λαϊκής αντίθεσης στην απαγόρευση της μετανάστευσης για τους Μουσουλμάνους και της καταναλωτικής πίεσης στις πόλεις, δημιούργησε τις συνθήκες μέσα στις οποίες αναγκάστηκε ο Kalanick να ανταποκριθεί· κάτι που φωτίζει ακόμα περισσότερο – και αυτό είναι το άλλο επίπεδο της διατύπωσης του Πουλαντζά – τη δυνατότητα μιας λαϊκής παρέμβασης εν μέσω της αβεβαιότητας των ελίτ.

Για να πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα, το χρηματιστηριακό κεφάλαιο της Wall Street δεν θα μπορούσε να είχε ζητήσει μια καλλίτερη σύμμαχο από την Κλίντον. Παρ’ όλα αυτά, επενδυτές κινητοποιήθηκαν υπέρ της εκλογής του Τραμπ, πήραν ένα δώρο όταν ο πρώην τραπεζίτης της Goldman Sachs, Steven T. Mnuchin, έγινε υπουργός Οικονομικών και μέσα σε μια εβδομάδα είχε έτοιμο ένα διάταγμα που σηματοδοτούσε την πρόθεση του Λευκού Οίκου να μειώσει τις ρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα. Όμως και εδώ τα πράγματα είναι επίσης αμφιλεγόμενα: παρά το ότι ο Τραμπ υπέγραψε το διάταγμα, αρθρογράφοι του Forbes τροφοδοτούσαν φόβους για έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο με βάση την προσυπογραφή από τον Τραμπ ριζοσπαστικών μέτρων προστατευτισμού, τα οποία υποστήριξαν τόσο ο Bannon όσο και ο υψηλόβαθμος σύμβουλος Stephen Miller. Από την ίδια του τη φύση, το χρηματιστικό κεφάλαιο μπορεί να υπάρχει μόνο στη βάση της αβεβαιότητας και της ρευστότητας, αλλά αναρωτιέται κανείς αν το βάρος των πιθανών αλλαγών – δασμοί στις εισαγωγές, στρατιωτική σύγκρουση στην Άπω Ανατολή, απέλαση ενός σημαντικού τμήματος της εργατικής δύναμης από τις ΗΠΑ – συνιστούν σημαντική απειλή στην νεοφιλελεύθερη συναίνεση ώστε να προκαλέσουν πανικό σε αυτή τη βιομηχανία.

Άλλοι καπιταλιστές προσπαθούν κι αυτοί να καταλάβουν τι πρέπει να κάνουν: οι αεροπορικές εταιρείες ελπίζουν να επωφεληθούν από έναν συνδυασμό επιβεβλημένων πολιτικών ελεύθερου εμπορίου στην Μέση Ανατολή και της δέσμευσης του Τραμπ για ένα πρόγραμμα κατασκευής υποδομών διατυπωμένου με όρους οικονομικού εθνικισμού. Στο λιανικό εμπόριο ανησυχούν σχετικά με την ιδέα (την οποία προσυπέγραψε, για λίγο, ο Λευκός Οίκος, για να υπαναχωρήσει στη συνέχεια) της επιβολής ενός φόρου 20% σε όλες τις εισαγωγές στις ΗΠΑ. Αυτό που είναι εδώ εντυπωσιακό, επιπρόσθετα στην πιθανότητα πραγματικά ανταγωνιστικών θέσεων ανάμεσα στους καπιταλιστές, είναι η ταχύτητα με την οποία όλοι οι παίχτες θα πρέπει να αναβαθμονομήσουν και να προσπαθήσουν να συντονίσουν τις στάσεις τους, ακόμα και εντός των ίδιων βιομηχανιών. Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα με έναν ασυνήθιστα δημοσιοποιημένο τρόπο, χωρίς κάποια ένδειξη για το τι πραγματικά θα αποφασίσει η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία, τις οποίες ο Πρόεδρος θα δαιμονοποιήσει στο Twitter, και για το πώς θα αντιδράσουν, σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, οι λαϊκές τάξεις.

Ο “Λενινισμός” τους…

Μέσα σε αυτό το ραγδαία μεταβαλλόμενο σενάριο, ίσως να είναι οι πολιτικά πιο ικανοί και αφοσιωμένοι παίχτες που θα κυριαρχήσουν. Συνεπώς, θα έπρεπε να προσέξουμε ιδιαίτερα τον Steve Bannon και αυτούς που εκπροσωπεί στον Λευκό Οίκο. Ο Βannon λέει ότι είναι Λενινιστής· προφανώς θέλει να προκαλέσει8 με αυτή την αναφορά· παρ’ όλα αυτά, είναι καθαρό πως είναι αποφασισμένος να αλλάξει βαθιά το πρόσωπο του αμερικανικού κράτους και της κοινωνίας, και ότι έχει τη διάθεση να ριχτεί ολόψυχα στο εγχείρημα για να το κάνει.

Η εμφανής, πρώιμη δύναμη της ιδεολογίας του Bannon, είναι το αληθινά καινοτόμο9 στοιχείο στο επίπεδο της ίδιας της προεδρίας. Το γεγονός ότι η ατζέντα του οφείλει πολλά στο αντι-νεοσυντηρητικό και αντι-ρεπουμπλικανικό περιβάλλον της δεξιάς, σφυρηλατημένο εκτός της κρατικής και της κομματικής γραφειοκρατίας, υποδηλώνει ότι η επιτυχία του έχει την δυνατότητα να επανακαθορίσει πού θα ποντάρουν και διάφοροι άλλοι παίχτες. Και όντως, αν χαρακτηρίσουμε την επίθεση της άρχουσας τάξης, που διαμόρφωσε τους κανόνες στις ΗΠΑ, αλλά και παγκόσμια, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1970, ως νεοφιλελευθερισμό, τότε η διατυπωμένη αντίθεση του Bannon σε οτιδήποτε αυτού του είδους είναι μια αξιοπρόσεκτη “διαταραχή”.

Φυσικά, ο Bannon είναι μόνο ένας ανάμεσα σε πολλούς στον Λευκό Οίκο, και η σταθερότητα της θέσης του θα εξαρτηθεί από την πορεία των πραγμάτων. Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι κινεί κρυφά τα νήματα του Τραμπ. Αλλά το κατεπείγον στην καρδιά της ίδιας της οπτικής του Bannon για την ιστορία, ο ισχυρισμός ότι υπάρχει ένα σύντομο παράθυρο για ριζική αλλαγή ανάμεσα σε 80ετείς κύκλους πολιτικής σταθερότητας, υποδηλώνει ότι θα παίξει το πολιτικό παιχνίδι σκληρά και γρήγορα. Όπως παρατηρεί ο Richard Seymour: “Αυτό κάνει τον Bannon όχι έναν μεγάλο χειραγωγό, αλλά έναν επικίνδυνο μυστικοπαθή και τζογαδόρο”. H άποψή του για μια πολιτισμική κρίση και οι προβλέψεις του για μια αναπόφευκτη και βίαιη παγκόσμια σύγκρουση σημαίνει ότι η προσπάθεια για την αναδιαμόρφωση των ΗΠΑ θα συμπεριλαμβάνει επίσης και τη λήψη ρίσκων σε παγκόσμιο επίπεδο. Πώς θα βρούν οι απόψεις του κοινό έδαφος με τα πιο παραδοσιακά στοιχεία των “γερακιών” του εργαλείου της κρατικής ασφάλειας είναι κάτι που μένει να δούμε.

Εν μέσω μιας αμφιλεγόμενης επανευθυγράμμισης κράτους και κεφαλαίου, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πρωτοβουλία της Δεξιάς με έναν αληθινό, δικό μας Λενινισμό.

και ο δικός μας

Το τοπίο της αβεβαιότητας και των υψηλών διακυβευμάτων είναι ένα “άνοιγμα” για την ενισχυμένη δύναμη της Αριστεράς, αν μπορέσουμε, σε αντίθεση με τους εχθρούς της τάξης μας, να δράσουμε αποφασιστικά και συλλογικά. Γι’ αυτό τον λόγο, ως αντικαπιταλιστές θα πρέπει να θέσουμε τα ζητήματα της οργάνωσης και της στρατηγικής στο προσκήνιο των σχεδιασμών μας. Συνεπώς μιλάω για Λενινισμό με μια μάλλον συγκεκριμένη έννοια: όπως γράφει ο Lars Lih στην βογραφία του “Λένιν”, ο πυρήνας του σχεδίου του Λένιν δεν ήταν ούτε μια λίστα τακτικών, όπως το μοίρασμα εφημερίδων, ούτε καν μια συγκεκριμένη οργανωτική μορφή. Το μεγάλο επίτευγμα του Λένιν ήταν ότι οραματίστηκε ένα επαναστατικό σενάριο και ότι στη συνέχεια έθεσε το ερώτημα: τι θα πρέπει να κάνουμε, με δεδομένη τη συγκεκριμένη μας κατάσταση, για να κάνουμε αυτό το σενάριο πραγματικότητα; Κάθε απόφαση που ακολούθησε, κάθε ανάλυση και πολεμική ήταν επεξεργασμένη για να εξυπηρετεί αυτό τον σκοπό. Τα λεπτομερή “πορτραίτα” της επαγγελματικής επαναστατικής οργάνωσης ήταν απλά μια προσπάθεια να αδράξει τις πιο αποτελεσματικές πρακτικές των Ρώσων οργανωτών που μοιράστηκαν το όραμά του.

Σε ένα άλλο άρθρο, που ανασκοπεί τις περιβόητες συγκρούσεις Μπολσεβίκων και Μενσεβίκων στην πορεία για τον Οκτώβρη του 2017, ο Lih καταλήγει:

Κάθε πλευρά ήταν ένα μείγμα λάθους και διόρασης. Αλλά στην περίπτωση των Μενσεβίκων αυτός ο συνδυασμός κατέληξε σε παράλυση. Στην περίπτωση των Μπολσεβίκων, ο συνδυασμός τούς έκανε να σηκωθούν και να πράξουν. Γι’ αυτόν τον λόγο και μόνο, το μέλλον, καλώς ή κακώς, ανήκε στους Μπολσεβίκους.

Αυτό δεν σήμαινε την εμπλοκή σε τυφλή δράση, ούτε την προσκόλληση σε μια στατική θεώρηση της καθήκοντός τους· για τον Μπολσεβικισμό του Λένιν, τα πάντα εξαρτιώνταν από έναν συνδυασμό πολιτικών αρχών, ιστορικής ανάλυσης, στρατηγικών δυνατοτήτων και συγκυριακής πραγματικότητας. Αν και η ερμηνεία του Lih τείνει προς τον βολονταρισμό, χρησιμεύει, παρ’ όλα αυτά, ως μια υπενθύμιση ακριβώς αυτού του είδους οραματικής και βασισμένης σε αρχές δράσης, που μπορεί να αποτρέψει την Αριστερά από το να βυθιστεί στην παλίρροια των αντιφατικών γεγονότων, χωρίς να προσαράξει στο μέλλον που θα θέλαμε να δούμε.

Να πούμε ότι απλά θα επαναλάβουμε την μεγαλύτερη επαναστατική στιγμή του προηγουμένου αιώνα, είναι εκτός συζήτησης· υπάρχει, όμως, μια αναλογία: οι Ρώσοι Σοσιαλδημοκράτες, όπως και ο Λένιν, αντιμετώπισαν το πρόβλημα να συνδέσουν τον μακροπρόθεσμο στόχο της οικοδόμησης του κομμουνισμού και τον βραχυπρόθεσμο στόχο της ανατροπής ενός ιδιαίτερα καταπιεστικού καθεστώτος. Η συγκυριακή δομή της οργάνωσης, κατάλληλη για το πλαίσιο της Ρωσίας στα τέλη του 19ου αιώνα, είναι λιγότερο σημαντική από την ιδέα ότι η οργάνωση, ακόμα και ξεκινώντας με μικρές, διάσπαρτες ομάδες ακτιβιστών, θα καθιστούσε εφικτή αυτή καθαυτή την κινητοποίηση του συνόλου των καταπιεσμένων τάξεων σε ένα συντονισμένο κίνημα – αρχικά εναντίον του Τσαρισμού, και στη συνέχεια για τον κομμουνισμό. Οι αγώνες εναντίον της καταπίεσης, και για την διεκδίκηση της πολιτικής ελευθερίας, ήταν κεντρικής σημασίας στο πρώτο στάδιο αυτής της διαδικασίας και, όπως αποδείχτηκε, επιτάχυναν εξαιρετικά το δεύτερο. Τολμώ να πω ότι στις ΗΠΑ, σήμερα, μπορούμε να σκεφθούμε ένα αντικαπιταλιστικό σενάριο σε παρόμοιο πνεύμα. Πρώτα να χτίσουμε ένα μαζικό, συμμετοχικό κίνημα, που να δώσει τέλος στην διακυβέρνηση του Τραμπ με τους δικούς μας όρους, και στη συνέχεια να φτάσουμε “μέχρι τέλους”, όπως θα έλεγε ίσως ο Λένιν, δημιουργώντας τις συνθήκες ώστε το κράτος και οι κυρίαρχες τάξεις να μην μπορούν να μας υποτάξουν ξανά σε ένα τέτοιο σχέδιο – συνθήκες που δεν αντιστοιχούν σε τίποτα άλλο από το τέλος του καπιταλισμού.

Από την άλλη πλευρά, είναι πιθανό να σημειώσουμε την αχανή απόσταση ανάμεσα στην Ρωσία του 1917 και στις ΗΠΑ του 2017, προτείνοντας μια ευέλικτη έννοια οργάνωσης πιο πρόσφατης “εσοδείας”: αυτό που η Marta Harnecker αποκαλεί ένα πολιτικό όργανο. Αυτή η ιδέα – το όνομα της οποίας προέρχεται από την Βολιβιανή εμπειρία της ανταρσίας και της εξέγερσης, που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1990, για την απόκρουση του παρεμβατισμού των ΗΠΑ και του νεοφιλελευθερισμού, και κατέληξαν στην οικοδόμηση ενός καινούριου κόμματος, που παρ’ όλες τις ελλείψεις του, αναδιαμόρφωσε ριζικά την πολιτική στη Βολιβία – έχει μιαν απήχηση σε μια ουσιώδη ανάγκη της περιόδου μας. Όπως υποδηλώνει ο όρος, η έννοια της πολιτικής οργάνωσης, που επικαλούμαστε εδώ, δεν είναι αυτή μιας ομογενούς σέκτας μαχητών που δρουν πάνω στις μάζες (αν και αυτό θα ήταν μια παραπλανητική καρικατούρα αυτού που θεωρητικοποίησε ο Λένιν), αλλά θα έπαιρνε μάλλον υπόψιν της ένα μεγαλύτερο οικοσύστημα κινημάτων και αγώνων. Η οργάνωση είναι ένα όργανο επειδή η ίδια η ύπαρξή της εξαρτάται από ένα ευρύτερο κίνημα.

Ήδη από τις πρώτες εβδομάδες της προεδρίας του Τραμπ μπορούμε να δούμε ότι ένα τέτοιο, ευρύτερο, κίνημα είναι δυνατό. Την ημέρα της ορκομωσίας, πλήθη κατέβηκαν στους δρόμους, με μαχητικές δράσεις, για να αρνηθούν την κανονικότητα· ακολούθησε, στις 21 Ιανουαρίου, μια πορεία γυναικών που έβγαλε στους δρόμους εκατομμύρια ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν ξανασυμμετάσχει ποτέ στη ζωή τους σε μια διαδήλωση. Έκτοτε, δεν υπάρχουν κάποια σημάδια επιβράδυνσης. Φοιτητές και μέλη της κοινότητας στο Μπέρκλεϋ απέκλεισαν αυτόν τον μαλάκα10 της “εναλλακτικής”-δεξιάς, τον Milo Yiannapoulos. Χιλιάδες γέμισαν τα αεροδρόμια (!) σε μια, σχεδόν στιγμιαία, αντίδραση στο διάταγμα Τραμπ για την απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ στους Μουσουλμάνους, ενώ οι ταξιτζήδες στην Νέα Υόρκη κατέβηκαν σε απεργία και οι ιδιοκτήτες bodegas11 από την Υεμένη έκλεισαν τα καταστήματά τους σε ολόκληρη την Νέα Υόρκη, σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Διαδηλωτές στο Λος Άντζελες έκλεισαν την εθνική 101 σε απάντηση των επιδρομών ελέγχου σε μετανάστες της Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE) και στις 16 Φεβρουαρίου χιλιάδες μετανάστες εργάτες σε ολόκληρη τη χώρα έκαναν στάση στις βάρδιες τους, συμμετέχοντας στην “Ημέρα χωρίς ούτε έναν Μετανάστη”. Αμέτρητες άλλες, λιγότερο ή περισσότερο “διαλυτικές” δράσεις, συνεχίζονται καθημερινά σε ολόκληρη τη χώρα, από τις φυλακές μέχρι τα Λύκεια. Προφανώς, η ενέργεια και η θέληση για ένα μεγάλης κλίμακας κίνημα εναντίον του Τραμπ είναι εδώ.

Αλλά η Harnecker σημειώνει ότι η μαζική εξέγερση και η αναταραχή είναι ανεπαρκείς: “για να μετατρέψουμε τις εξεγέρσεις σε επαναστάσεις, είναι αναγκαίο ένα πολιτικό όργανο ικανό να υπερβεί την διασπορά και τον κατακερματισμό των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων”. Το ζήτημα είναι, λοιπόν, αυτό της σφυρηλάτησης της ενότητας στο όνομα της μεγαλύτερης συλλογικής δύναμης. Ο σκοπός ενός πολιτικού οργάνου είναι να επιτρέπει σε διάφορες κοινωνικές οργανώσεις να παραμένουν ριζωμένες σε διακριτές κοινότητες και γειτονιές, προσανατολισμένες σε διάφορα ζητήματα, ή συνδεδεμένες σε διάφορες καμπάνιες από τα κάτω, θέτοντας, ταυτόχρονα, τη βάση για συντονισμό και αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των εγχειρημάτων. Με τα λόγια της Harnecker, ένα τέτοιο εργαλείο “είναι για να υπηρετεί αυτά τα λαϊκά κινήματα και όχι για να τα εκτοπίσει”.

Το καθήκον της σφυρηλάτησης ενός πολιτικού οργάνου κουβαλά επίσης μαζί του μιαν άλλη απαίτηση: την αυτονομία. Αν ένα λαϊκό κίνημα πρόκειται να πραγματώσει το κρυφό σενάριο μιας επανάστασης εναντίον του Τραμπισμού, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι παράγοντες του συστήματος – συνιστώσες του υπάρχοντος καπιταλιστικού κράτους – θα προσπαθήσουν να πιστωθούν και να προσφέρουν ερμηνείες των γεγονότων που τους εξυπηρετούν. Η λαϊκή ισχύς θα αποσπαστεί από τη συστατική της βάση και οι πραγματικές δυνατότητες μπορεί εύκολα να καταλήξουν στην απομάκρυνση ενός ανθρώπου, που στο τέλος-τέλος, είναι απλά ένα σύμπτωμα των πολλών αντιφάσεων που αντιμετωπίζει σήμερα ο καπιταλισμός.

Ακόμα και σε σχέση με τον στενότερο στόχο της απομάκρυνσης ή της παρεμπόδισης του Τραμπ, πολύ λίγα πλεονεκτήματα υπάρχουν στην προσάρτηση του λαϊκού κινήματος στο κόμμα των Δημοκρατικών. Η ανασυγκρότηση αυτού του κόμματος είναι δικό του καθήκον, και εμπεριέχει ήδη σημαντικούς ανταγωνισμούς σε ένα βαθιά περιχαρακωμένο ηγετικό στρώμα. Το έπαθλο σ’ αυτή την μάχη αποδείχτηκε ότι ήταν ένας ασθενικός και αναποτελεσματικός μηχανισμός. Μια πρόσφατη ανάλυση από τον Mike Davis υποδηλώνει ότι οι Ρεπουμπλικάνοι απλά ξεπέρασαν σε πονηριά τους Δημοκρατικούς, διαμορφώνοντας τον εκλογικό χάρτη γύρω από την χρήση των οργάνων του κράτους, με πολύ οξείες μακροπρόθεσμες συνέπειες για κάποια δυνατότητα εξουσίας των Δημοκρατικών σε οποιοδήποτε κυβερνητικό επίπεδο. Με αυτή την έννοια, οι Δημοκρατικοί είναι οι χαμένοι του παιχνιδιού του οποίου τους κανόνες έχουν βοηθήσει να διαμορφωθούν, αποκλείοντας τον πολιτικό χώρο εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα. Η χασούρα τους μπορεί να είναι δικό μας κέρδος· το Movimiento al Socialismo, στη Βολιβία αναδείχθηκε μόνο όταν όλα τα τμήματα της πολιτικής ελίτ είχαν εντελώς απαξιωθεί μετά από πέντε χρόνια λαϊκής εξέγερσης.

Αυτό δεν είναι ένα κάλεσμα εναντίον οποιουδήποτε συντονισμού με τους Δημοκρατικούς· είναι ένα κάλεσμα για πολιτική ανεξαρτησία, που μπορεί να επιτρέψει την ανάδυση της καινοτομίας. Το πολιτικό πεδίο, παρά τα φαινόμενα, παραμένει παραδοξως ανοιχτό· το σοκ της εκλογής του Τραμπ πρέπει να μας υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να αποκλείουμε το απρόσμενο. Η αναζωογόνηση και η ανανέωση του Δημοκρατικού κόμματος είναι ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα – αν είναι καν εφικτό – που στέκεται σαν ένας τελικώς διακριτός στόχος από το είδος της κατεπείγουσας κινητοποίησης που έχουμε ανάγκη, τόσο για να νικήσουμε τον Τραμπ όσο και για να αποτρέψουμε μια απλή επιστροφή στο πρότερο καθεστώς πραγμάτων. Η στρατηγική δεν αποκλείει μια ψήφο υπέρ των ρεφορμιστών σε κάποιο μελλοντικό σενάριο, αλλά αυτή τη στιγμή έχουμε μια διαφορετική επιλογή: να καταβάλουμε όλη μας την ενέργεια για να ξαναχτίσουμε ένα αναιμικό κόμμα, που δεν ήταν ποτέ ένας θεσμός για ή από την εργατική τάξη, και του οποίου η καταστροφή μπορεί, με τη σειρά της, να δώσει χώρο για μια πολιτική εναλλακτική ή να στρωθούμε στη δουλειά για να οικοδομήσουμε ένα ανεξάρτητο πολιτικό όργανο που μπορεί, ίσως, να κρατά την δυνατότητα μιας λαϊκής εναλλακτικής στους αποπροσανατολισμούς της ελίτ;

Τα αναπάντητα ερωτήμα αφθονούν: πώς θα μοιάζει ένα τέτοιο πολιτικό όργανο; Πώς θα συνδέεται με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο με διάφορα είδη κοινωνικών οργανώσεων, εργασιακών αγώνων και κοινοτήτων; Πώς θα συναρθρώσει, τελικά, διάφορους τοπικούς συνδέσμους σε μια ευρύτερη οργάνωση; Παρ’ όλα αυτά, σε μια στιγμή, που είναι απολύτως επιτακτικό να πάρουμε την πρωτοβουλία, μια τέτοια ανοιχτότητα δεν θα πρέπει να μας αποτρέψει από το να ξεκινήσουμε. Σε κάποια σημεία, τέτοιες οργανωμένες πολιτικές ομάδες υπάρχουν ήδη και σε κάποια άλλα περιμένουν να οικοδομηθούν. Σε κάποια σημεία οι πρωταρχικές αντιθέσεις και οι αγώνες θα είναι εμφανείς, σε κάποια άλλα θα συγκαλύπτονται. Αλλά τα καθήκοντα, τόσο τα πολιτικά όσο και τα θεωρητικά, της οικοδόμησης ενός τέτοιου επαναστατικού εργαλείου θα γίνουν εμφανή μόνο αν κάνουμε μια προσπάθεια. Το να εστιάσουμε σε κομβικές ημερομηνίες όπως η 8 Μάρτη και η 1 Μάη είναι ουσιώδες, αλλά ένα κίνημα ενάντια στον Τραμπ δεν μπορεί να αναχθεί σε κάποιες μέρες δράσεις – πόσο μάλλον αν θέλουμε να στρέψουμε την πάλη ανάμεσα στους καπιταλιστές σε μια πάλη ανάμεσα στις τάξεις.

Έτσι, με τον κίνδυνο να γίνουμε περιστασιακά προγραμματιστές: ψάξτε άλλους αντικαπιταλιστές στο κίνημα, βρεθείτε μαζί και δείτε αν μοιράζεστε κάποιες αρχές. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αρχίστε να παλεύετε με τα πολλά αναπάντητα ερωτήματα, συνεχίστε να συμμετέχετε σε δράσεις και άλλες οργανώσεις που αντιστέκονται, και να είστε ανοιχτοί σε έναν ατέλειωτο διάλογο, τόσο εντός των νεογέννητων πολιτικών οργανώσεων όσο και σε οποιονδήποτε άλλο χώρο οργάνωσης εναντίον του Τραμπ – αν και όχι σε κόστος της λήψης αποφάσεων. Δεν χρειαζόμαστε όλες τις απαντήσεις εκ των προτέρων, χρειάζεται να δρούμε. Ακόμα και το κοντινό μέλλον είναι ένας μεγάλος άγνωστος αλλά αν, όπως λέει Lih για τους Ρώσους επαναστάτες, “είμαστε όρθιοι και δρούμε”, θα ανήκει σε μας.

1 Ο Robert Cavooris είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του Viewpoint και υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Ιστορίας της Συνείδησης στο University of California, Santa Cruz.

2 Στμ. Το άρθρο είναι δημοσιευμένο εδώ: https://viewpointmag.com/2017/02/21/one-step-back-two-steps-forward-trump-and-the-revolutionary-scenario/.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: claimbait listicle.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: square with that fact.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: bumble and jockey.

6 Στμ. Στο πρωτότυπο: exceptionalism.

7 Στμ. Ν. Πουλαντζάς: “Το Κράτος, η Εξουσία και ο Σοσιαλισμός”, εκδόσεις Θεμέλιο, 2008.

8 Στμ. Στο πρωτότυπο: troll.

9 Στμ. Στο πρωτότυπο: novum, λατινική λέξη που σημαίνει πρωτοποριακό, καινοτόμο, καινούριο.

10 Στμ. Στο πρωτότυπο: shitbox.

11 Στμ. Bodega: μικρό κατάστημα (οπωροπωλείο, ψιλικατζίδικο κ.λπ.). Από το ισπανικό bodega, που προέρχεται από το λατινικό apοtheca, δηλαδή το αρχαιοελληνικό αποθήκη.

Η δυναμική φύλου-τάξης

Théorie Communiste1,2

Η Théorie Communiste για τη σχέση ανάμεσα στην τάξη και το φύλο

Είναι άμεσα φανερό ότι όλες οι κοινωνίες “κρατιούνται”3 από μια διπλή διάκριση: μεταξύ φύλων και μεταξύ τάξεων.

Ότι αυτό το ζεύγος διακρίσεων οργανώνει όλες τις κοινωνίες δεν είναι τυχαίο: η έννοια της υπερεργασίας ενώνει (συνδέει) την διπλή διάκριση. Σε όλους τους τρόπους παραγωγής μέχρι τώρα, η εργασία, δηλαδή η αύξηση του πληθυσμού, είναι η κύρια παραγωγική δύναμη (και θα παραμείνει για όσο δεν υπάρχει κάτι άλλο που θα αποκαλέσουμε παραγωγική δύναμη). Διακρίσεις φύλου και τάξης προϋποτίθενται στην έννοια της υπερεργασίας (όλα αυτά αναπτύχθηκαν στο πρώτο κεφάλαιο του κειμένου μας [δείτε το τεύχος TC 23]).

Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (κτπ) είναι ο πρώτος τρόπος παραγωγής που έχει πρόβλημα με την εργασία και την αύξηση του πληθυσμού. Άλλοι τρόποι παραγωγής είχαν, επίσης, προβλήματα με την αύξηση του πληθυσμού αλλά ήταν περιστασιακά προβλήματα ρύθμισης και όχι το συγκεκριμένο πρόβλημα μιας δυναμικής. Κανένας τρόπος παραγωγής πριν από τον καπιταλισμό δεν είχε μια δυναμική της δημιουργίας της εργασίας που είναι αναγκαία για την κατάργησή του.Η έμφυλη διάκριση σε αυτούς τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής μπορεί να είναι (εξαιρετικά) απαράδεκτη αλλά δεν είναι μια αντίφαση γιατί ορίζει για κάθε άτομο τις εγγενείς συνθήκες της ατομικότητάς του.

Για να γίνει η υπερεργασία ο τόπος [locus] μιας διπλής αντίφασης είναι, οπωσδήποτε, αναγκαίο είναι αναγκαίο να έχουμε τη διάκριση εργάτη και μη-εργάτη ως μια αντίφαση (κάτι που βρίσκουμε σε όλους τους τρόπους παραγωγής) αλλά είναι, επίσης, αναγκαίο να υπάρχει μια αντιφατική δυναμική μεταξύ πλεονάζουσας και αναγκαίας εργασίας, αντίφαση που εισάγεται μόνο από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Αυτή η αντιφατική δυναμική, που είναι η αντίφαση του κτπ, αλλάζει τη διάκριση ανάμεσα στα φύλα από κάτι εγγενές στο άτομο σε κάτι που έχει ενδεχομενικό και προβληματικό καθεστώς. Η αντίφαση εμφανίστηκε στον ίδιο τον πυρήνα της διάκρισης (σχετικά με την ‘εγγενή συνθήκη της ατομικότητας’ και μια ‘αντίφαση που εμφανίστηκε’, πβλ. Η Γερμανική Ιδεολογία). Η αντίφαση αυτή περιέχει εντός της τόσο την συνθήκη όσο και τις τροπικότητες της έκφρασής της (τον ‘λόγο’ της, την πρακτική της): την ενδεχομενικότητα των κοινωνικών καθορισμών για κάθε άτομο, την αφαίρεσή τους, την καθολικότητα/μοναδικότητά τους. Μια ενδεχομενικότητα για τον καθορισμό της τάξης, μια ενδεχομενικότητα για τον καθορισμό του φύλου. Δεν υπάρχουν πλέον αντικειμενικά άτομα (πβλ. Formen…). Το πιο κρίσιμο, όμως, είναι ότι η ενδεχομενικότητα αυτή δεν είναι η ίδια ενδεχομενική αλλά δομική, καθοριστική του ορισμού των ατόμων· είναι αναγκαία. Η ενδεχομενικότητα δεν αναφέρεται πίσω σε ένα άτομο, σε ένα πρόσωπο που ίσως ανήκει σε μια τάξη ή ένα φύλο ή όχι. Η ίδια η ενδεχομενικότητα δεν μπορεί να μην υπάρχει.

Αυτές οι ενδεχομενικότητες της διάκρισης φύλου και του προσδιορισμού της τάξης έχουν έναν ταυτόσημο λόγο ύπαρξης [raison d’être] (εδώ ο “λόγος ύπαρξης” δεν είναι συνώνυμος με το “περιεχόμενο”: ο λόγος ύπαρξης/raison d’être στον Χέγκελ είναι το έδαφος/θεμέλιο [fondement]· με άλλα λόγια, η ανακλαστικότητα της ουσίας του συγκεκριμένου [particulier] στο άλλο του· αυτό το άλλο είναι ο λόγος ύπαρξής του στον βαθμό που η μοναδικότητα ορίζεται από την διαφορά ανάμεσα στο ίδιο και στο σχεσιακό του άλλο: οπότε αυτό το άλλο είναι ο λόγος ύπαρξης).

Αυτός ο ταυτόσημος λόγος ύπαρξης (της διάκρισης του φύλου και της διάκρισης της τάξης) είναι η αντίφαση πλεονάζουσας και αναγκαίας εργασίας που θεμελιώνει/εγκαθιδρύει (διαμεσολαβεί το ένα μέσω του άλλου) την ενδεχομενικότητα του καθορισμού του φύλου και του καθορισμού της τάξης εξίσου (η εργασία ως η κύρια παραγωγική δύναμη· αύξηση του πληθυσμού). Σε αυτό το επίπεδο δεν μπορούμε να πούμε ακόμα ότι η ενδεχομενικότητα της ταξικής σχέσης είναι η δυναμική της έμφυλης σχέσης. Στην πραγματικότητα, στο σημείο αυτό, αυτά τα δύο είναι τόσο αξεδιάλυτα που είναι αδύνατο να χρησιμοποιήσει κανείς το ένα για να ορίσει χωρίς αυτό να είναι ταυτολογικό. Είναι ζήτημα του να τα “ξεχωρίσει” κανείς4.

Η υπερεργασία είναι η ουσία και η έννοια και των δύο διακρίσεων· η αντίφαση μεταξύ πλεονάζουσας και αναγκαίας εργασίας είναι η έννοια της ενδεχομενικότητάς τους. Είναι η θέση σε κίνηση αυτής της αντίφασης που, στον κτπ (τον μόνο τρόπο παραγωγής στον οποίον υπάρχει αυτή η αντίφαση), αποπλέκει/διαχωρίζει/αποσυνδέει την διπλή διάκριση τάξης και φύλου. Αυτή η αντίφαση (πλεονάζουσα/αναγκαία εργασία) είναι μια κινούμενη αντίφαση, περιέχει εντός της, ως αντίφαση, την αναγκαιότητα και την ικανότητα της ίδιας της αναπαραγωγής της.

Η μισθωτή εργασία είναι η μεσολάβηση μεταξύ της καθαρής υποκειμενικότητας της εργασίας (της μη-αντικειμενικότητας του εργάτη στον κτπ· της κατάστασης της έλλειψης “εφεδρειών”) και της συνθήκης και των μέσων της εργασίας ως αντικειμενικότητας. Η μισθωτή εργασία είναι η κατάργηση του διαχωρισμού εντός του διαχωρισμού, η κατάργηση της ενδεχομενικότητας εντός της ενδεχομενικότητας. Αλλά η κίνηση αυτή υπόκειται σε μια ουσιώδη συνθήκη: την ύπαρξη και αναπαραγωγή των έμφυλων διαφορών, και αυτό με δύο έννοιες.

Πρώτα απ’ όλα, η μισθωτή εργασία περιέχει εξ ορισμού, την δημιουργία, διαφοροποίηση και ιεράρχηση της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας, της παραγωγής και της αναπαραγωγής. Η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης είναι η ιδιωτική υπόθεση των εργατών. Αδιαπέραστη από την παραγωγική της πτυχή, περιλαμβάνει την αναπαραγωγή των σωμάτων των εργατών, τον έλεγχο [arraisonnement] των γυναικών και την ιδιωτικοποίησής τους (οι γυναίκες ως ατομική ιδιοκτησία/οι γυναίκες υποβιβαζόμενες στην ιδιωτική σφαίρα). Η μισθωτή εργασία προϋποθέτει την αναπαραγωγή ως ένα ιδιωτικό ζήτημα της φυλής των εργατών και την εξατομικευμένη ιδιοποίηση των γυναικών – με άλλα λόγια κάθε αρσενικός εργάτης αποκτά τη δικιά του. Αυτή η ιδιοποίηση τους καθορίζει εντός της ιδιωτικής σφαίρας. Ορίζοντας το φύλο κάτω από την έννοια της πλεονάζουσας εργασίας με τον πληθυσμό ως την κύρια παραγωγική δύναμη, το θηλυκό φύλο “προσδένεται” στην αναπαραγωγή. Από αυτή την άποψη το σώμα των μισθωτών είναι αρσενικό (θα χρειαστεί να επιστρέψουμε στην σημασία της συμμετοχής των γυναικών στη μισθωτή εργασία από την αρχή του καπιταλισμού).

Δεύτερον, η κίνηση της αντίφασης ανάμεσα στην πλεονάζουσα και την αναγκαία εργασία, ως μια αντίφαση σε εξέλιξη, συνεπάγεται την απόκρυψη της ενδεχομενικότητας της διαφοροποίησης των φύλων. Στην κινούμενη αντίφαση, αυτή η ενδεχομενικότητα υπάρχει για να μην υπάρχει: η εργασία ως εκμεταλλεύσιμη ύλη δημιουργεί μια διάκριση των φύλων, και ως τέτοια είναι η συγκαλυμένη βάση της αντίφασης μεταξύ πλεονάζουσας και αναγκαίας εργασίας. Είναι η σχετική αξία της σχέσης ανάμεσα στην πλεονάζουσα και την αναγκαία εργασία που είναι υπό διακύβευση (η μια περισσότερο η άλλη λιγότερο) και όχι η απόλυτη αξία (όχι συν ούτε πλην) αυτής της σχέσης: η εργασία ως παραγωγική δύναμη και εκμεταλλεύσιμη ύλη. Ως εκτούτου, αυτή η κίνηση προϋποθέτει την φυσικοποίηση της διάκρισης των φύλων. Από αυτή την οπτική, η αντίφαση σε εξέλιξη έχει την διάκριση των φύλων ως προϋπόθεση.

Από την θέση σε κίνηση της αντίφασης και από τα δύο αυτά σημεία, έπεται ότι η διάκριση των τάξεων και η ταξική πάλη δεν προκαλούν την διάκριση των φύλων ως ένα ενδεχομενικό φαινόμενο (ως μια αντιφατική φαινομενικότητα, δηλαδή με άλλα λόγια, ως μια ατυχή ή δυσάρεστη ατομικότητα).

Όχι μόνο αυτή η κίνηση κατηγορίζεται στην ύπαρξη της διάκρισης των φύλων, αλλά επίσης στην φυσικοποίησή της, της εξαφάνιση της ενδεχομενικότητάς της (στη Δύση, ήταν στον 16ο αιώνα που η σχέση των φύλων έφτασε να φυσικοποιηθεί ως μια ατομική ουσία αντί ενός συνόλου συμπεριφορών. Το αντικειμενικό άτομο δεν χρειάζεται να φυσικοποιηθεί· είναι πάντα ήδη καθορισμένο. Αυτό που το χαρακτηρίζει και το διακρίνει δεν είναι η ουσία του αλλά οι συμπεριφορές του. Η φυσικοποίηση, από την πλευρά της, είναι το συμπλήρωμα της αφαίρεσης και της καθολικότητας [universality]).

H έμφυλη σχέση είναι μια αντίφαση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες. Ως τέτοια, αυτή η αντίφαση είναι στην ταξική πάλη ενάντια στην ταξική πάλη. Σε μια ταξική κοινωνία, η διάκριση των φύλων συσκοτίζεται διαρκώς ως ένα κοινωνικό φαινόμενο· είναι η προϋπόθεση που φυσικοποιεί η ταξική κοινωνία. Η αντίφαση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες εξασφαλίζει την ύπαρξή της εντός της ταξικής πάλης εναντίον του εαυτού της, ακριβέστεεα εναντίον της συγκρουσιακής τους αναπαραγωγής. Ο προλετάριος (άντρας) που παλεύει ως τέτοιος ενάντια στο κεφάλαιο αναπαράγει στην προλεταριακή του πάλη την διάκριση των φύλων και την αντίφαση μεταξύ αντρών και γυναικών.

Αν μπορεί να ειπωθεί ότι η δυναμική της διάκρισης των φύλων είναι η ενδεχομενικότητα της ταξικής σχέσης, αυτό ισχύει μόνο στον βαθμό που αυτή είναι ευθέως/άμεσα αυτό που είναι: μια αντίφαση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες μόνο εκεί που υπάρχει η ενδεχομενικότητα της ταξικής συσχέτισης.

Η ιεραρχική και αντιφατική διάκριση των φύλων είναι η ενδεχομενικότητα της ταξικής συσχέτισης· η δεύτερη δεν υπάρχει πουθενά αλλού (μια ισότητα είναι πάντα αντιστρέψιμη, αλλά πάντα έχει έναν τρόπο να δηλώνει τον εαυτό τη εκεί που είναι πιο εκφραστική). Η ενδεχομενικότητα της ταξικής συσχέτισης που υπάρχει στην αντίφαση μεταξύ πλεονάζουσας και αναγκαίας εργασίας είναι ριζωμένη στο ίδιο το γεγονός ότι η εργασία είναι η κύρια παραγωγική δύναμη. Με την έμφυλη διάκριση, είναι η εργασία ως παραγωγική δύναμη και εκμεταλλεύσιμη ύλη που διακυβεύεται σε αυτή την αντίφαση – με άλλα λόγια, για να το θέσουμε απλά, η ιδιοποίηση των γυναικών από όλους τους άντρες (μισθωτούς και καπιταλιστές).

Υπό διακύβευση είναι η ίδια η σχέση που περιλαμβάνεται ως τέτοια, ως εργασία, ανάμεσα στην πλεονάζουσα και την αναγκαία εργασία και όχι η κίνηση της αντίφασης αυτής ως μια αντίφαση σε εξέλιξη. Αυτό που μετρά δεν είναι η θέση του κέρσορα αλλά το αντικείμενο στο οποίο ο κέρσορας εφαρμόζεται και χωρίς το οποίο ο κέρσορας δεν θα υπήρχε.

Στη ροή της ιστορίας, η αντίφαση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες λαμβάνει το εισιτήριό της από την ταξική πάλη: η Αγγλική Επανάσταση, 1789, 1830, 1848, ο αναρχισμός στην αλλαγή του αιώνα, η περίοδος μετά το 1968, (σύμφωνα με την Joan Scott [Only Paradoxes to Offer], η ιστορία του φεμινισμού μοιάζει με ψευδαίσθηση). Χρειάζεται μια συγκεκριμένη πίεση στην ταξική πάλη (ο όρος “πίεση” είναι ασαφής και χρησιμοποιείται εδώ μόνο ενθυμητικά/evocatively – τα κριτήρια θα έπρεπε να καθοριστούν) ώστε η φυσικοποίηση της διάκρισης των φύλων που η ταξική πάλη δεν προϋποθέτει πλέον να λαμβάνεται ως δεδομένη (αυτό το “δεν λαμβάνεται πλέον ως δεδομένη” είναι ένα κριτήριο για την πίεση αυτή). Αλλά τότε, σε αυτή την περίπτωση, η συγκεκριμένη δυναμική της διάκρισης των φύλων εμφανίζεται να πηγαίνει κόντρα/buck στην πορεία της ταξικής πάλης, όσο “ριζική” και “βίαιη” και αν είναι. Και το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ.

Η ταξική πάλη είναι ένα παιχνίδι που θα είχε πάντα τον ίδιο νικητή αν δεν συνέβαινε να κουβαλά μαζί του την κατάργηση των ίδιων των κανόνων του (πβλ. TC 20 και την περίληψη: “De la contradiction entre le prolétariat et le capital à la production du communisme5”): η εκμετάλλευση είναι μια αντίφαση καθεαυτή. “Είναι το αντικείμενο ως μια ολότητα, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, που είναι σε αντίφαση με τον εαυτό του στην αντίφαση των στοιχείων του είναι για κάθε ένα στοιχείο μια αυτο-αντίφαση, αφού το άλλο είναι το δικό του άλλο”.

Αλλά το περιεχόμενο και η λύση αυτής της αυτο-αντίφασης ως μιας αντίφασης μεταξύ τάξεων είναι η προβληματική ανάδυση της διάκρισης των φύλων και της αντίφασης μεταξύ αντρών και γυναικών. Η αντίφαση αυτή φτάνει στην καρδιά της ταξικής πάλης ως μια επιβαλλόμενη και, πάνω απ’ όλα, συγκεκριμένη παρουσία.

Η Paola Tabet (L’Arraisonnement des femmes, “Η σύλληψη των γυναικών”), δείχνει ότι η “αναπαραγωγή είναι το έδαφος πάνω στο οποίο βασίζονται οι κοινωνικές σχέσεις της σεξουαλικότητας”. Είναι το έδαφος, η ουσία και η δυναμική της αντίθεσης μεταξύ αντρών και γυναικών που μπορεί να αναπτυχθεί ως τέτοια, για τον εαυτό της, μαζί με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Η δυναμική της, στην σφαίρα της αναπαραγωγής, είναι η εργασία στον κτπ (πάντα αναγκαία, πάντα πλεονάζουσα). Η αντίθεση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες δεν μπορεί να “ενδιπλωθεί” στην ταξική πάλη, αλλά η σύζευξη αυτών των δύο δεν είναι τυχαία, ούτε θεωρητικά ούτε ως ένα σύνολο ιστορικών συμβάντων.

Στην αντίθεσή του με το κεφάλαιο, το προλεταριάτο είναι σε αντίθεση με τον εαυτό του και αυτή η αυτο-αντίφαση μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και στους αγώνες του, στην δράση του ως τάξη, με άλλα λόγια, ως μια υστέρηση/καθυστέρηση/χάσμα [écart] εντός του ορίου (της δράσης του ως τάξης). Αλλά στην πορεία των ταξικών αγώνων, η αντίθεση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες είναι αυτό που επιτρέπει την διάσχιση του ορίου/συνόρου, επειδή το συγκεκριμένο έδαφός του είναι η αναπαραγωγή (μαζί με οτιδήποτε άλλο συνιστά αυτό το έδαφος: ιδιαίτερα τον διαχωρισμό ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, που είναι απαραίτητα υπό αμφισβήτηση) έτσι ώστε να μην είναι πλέον ζήτημα απλά μιας πάλης μεταξύ των τάξεων αλλά της ίδιας της ύπαρξής τους όταν αυτό που εμφανίζεται είναι η εργασία η ίδια ως παραγωγική δύναμη, και η εμφάνιση της εργασίας ως παραγωγικής δύναμης εγκαθιδρύει την ενδεχομενικότητα του ταξικού προσδιορισμού.

Λαϊκές επαναστάσεις (η Αγγλική Επανάσταση, η Γαλλική Επανάσταση, η διπλής-τάσης επαναστάσεις [πβλ. Μαρξ: the New Rhenish Gazette· Τρότσκυ: Η Διαρκής Επανάσταση· Guerin: Les Luttes de classes sous la Premiere Republique, “Οι ταξικοί αγώνες κατά τη διάρκεια της Πρώτης Δημοκρατίας] ή οι εργατικές επαναστάσεις σημαδεύουν πάντα μια επιστροφή εντός των ορίων “βάζοντας τις γυναίκες στη θέση τους”.

Αυτή η σύνδεση δεν είναι τυχαίο για τους λόγους που έχουμε ήδη δώσει, αλλά δεν είναι ούτε αναγκαία, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Η αντίθεση μεταξύ αντρών και γυναικών χρειάζεται να επιβεβαιώσει τον εαυτό της εντός και κυρίως εναντίον της ταξικής πάλης (το ανακλαστικό παιχνίδι των αντιμαχόμενων τάξεων). Το προλεταριάτο πρέπει να βρει έναν τρόπο, στους αγώνες του ως τάξη (όριο), εναντίον του κεφαλαίου, να αμφισβητήσει τον εαυτό του, ώστε να επηρεαστεί από αυτή την αντίθεση μεταξύ αντρών και γυναικών. Με άλλα λόγια για να αποκτήσει νόημα αυτή η σύνδεση και για τις δυο αντιθέσεις που συζητάμε.

Αυτό πρέπει να αφορούν οι αγώνες.

Παρ’ όλα αυτά ένας αγώνας γυναικών, ακόμα και όταν θέτει συνηθισμένα αιτήματα που τα ίδια δεν είναι ιδιαίτερα “φεμινιστικά” (μισθοί, εργασιακές συνθήκες, απολύσεις…) δεν είναι ποτέ απλά ένας αγώνας ή μια απεργία, αλλά πάντα ένας αγώνας ή μια απεργία από γυναίκες. Στην πραγματικότητα, η αντίθεση μεταξύ αντρών και γυναικών δεν είναι ποτέ απούσα, είτε τίθεται ως τέτοια ή εμφανίζεται απλά στη θεματική. Όλα τα γυναικεία κινήματα βάζουν στο τραπέζι (ή απλά κάνουν εμφανές) το ζήτημα του διαχωρισμού της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας (το να αμφισβήτησουν τον διαχωρισμό τους σημαίνει να αμφισβητήσουν την ίδια την ύπαρξη των σφαιρών αυτών, που δεν είναι τίποτα αν δεν είναι διαχωρισμένες) που συνιστά τη μισθωτή σχέση· το ζήτημα συντήρησης, της αλληλεγγύης και της μη παραγωγικής-αναπαραγωγικής εργασίας, με άλλα λόγια, την οργάνωση της ζωής παρά την ανταλλαγή· το ζήτημα της σεξουαλικότητας (μια υποτιθέμενη δημόσια εμφάνιση συνδέεται πάντοτε με μια αποκλίνουσα σεξουαλικότητα)· και τέλος την ευχαρίστηση να βρίσκονται μαζί όχι μόνο ως εργάτριες ή εργαζόμενες αλλά ως γυναίκες.

Ακόμα και η συμμετοχή των συζύγων, των συντρόφων, των μητέρων, των αδελφών κ.λπ στους αγώνες των (αντρών) εργατών αλλάζει ριζικά το περιεχόμενο και το εύρος αυτών των αγώνων (ο μακρόχρονος αγώνας των Άγγλων ανθρακωρύχων δεν είναι κατανοητός χωρίς αυτόν τον παράγοντα).

Είτε στους δικούς τους αγώνες είτε σε αυτούς των (αντρών) εργατών, όταν παρεμβαίνουν οι γυναίκες, ακόμα και στην άμεση έκφραση συνηθισμένων αιτημάτων, μια διαφορετική διάσταση, κάτι άλλο από το ανακλαστικό παιχνίδι μεταξύ των τάξεων, εμφανίζεται πάντα.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από την αγγλική απόδοση στο http://libcom.org/library/gender-class-dynamic-theorie-communiste.

2 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης. Έχει ληφθεί από την μπροσούρα του 2011 από τις εκδόσεις Petroleuse Press. Αρχικά δημοσιευμένο ως προσάρτημα στο άρθρο Gender distinction, programmatism and communisation (“Έμφυλη διάκριση, προγραμματισμός και κομμουνιστικοποίηση) στο τεύχος 23 του περιοδικού Theorie Communiste (TC 23).

3 Στμ. Στην αγγλική μετάφραση: hinge on.

4 Στμ. Στην αγγλική μετάφραση: It’s a matter of teasing them apart.

5 Στμ. “Από την αντίφαση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο στην παραγωγή του κομμουνισμού”.

Σύντροφοι, αλλά γυναίκες

Théorie Communiste1,2

H TC για τις αντιφάσεις μεταξύ της ταξικής πάλης και της κατάργησης του φύλου.

 

H επανάσταση ως κατάργηση της τάξης και του φύλου εγείρει συγκεκριμένα ερωτήματα και προβλήματα που προσιδιάζουν στην σύνδεση μεταξύ ταξικής και γυναικείας πάλης. Ένα από τα προβλήματα που τίθενται για μας είναι ότι το αφετηριακό σημείο για το παρόν κείμενο, που τοποθετείται εντός ενός εν εξελίξει σχεδίου που έχει δει αρκετές αναθεωρήσεις και προχωρήματα, είναι η αναγκαιότητα της κατάργησης του φύλου στην επανάσταση νοούμενης ως κομμουνιστικοποίησης. Συνεπώς, οδηγούμαστε να διερευνήσουμε το ζήτημα της συνάρθρωσης μεταξύ των ταξικών αγώνων και των αγώνων των γυναικών, μεταξύ της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της αντρικής κυριαρχίας, μεταξύ του φεμινισμού και του προγραμματισμού….

Επομένως το σημείο αφετηρίας αυτού του κειμένου δεν τοποθετείται στους παρόντες αγώνες ή στην δομή της σχέσης όπως αυτή φανερώνεται σ’ αυτούς.

Τώρα, αν κανείς αποδεχτεί ότι η κατάργηση των φύλων θα είναι μια επανάσταση μέσα στην επανάσταση, αυτό προϋποθέτει μια συγκεκριμένη δυναμική που δεν υπάγεται σε αυτήν της ταξικής πάλης ακόμα και όταν η τελευταία στρέφεται ενάντια στον εαυτό της. Επιπλέον, αν μιλά κανείς για την συγκεκριμένη δυναμική στην εξέλιξη της επανάστασης, υπάρχει ήδη σήμετα μια συγκεκριμένη δυναμική της έμφυλης σχέσης που δεν ανάγεται στην ταξική σχέση. Για να μιλήσουμε για συγκεκριμένη δυναμική θα πρέπει να μιλήσουμε για συγκεκριμένη αντίθεση, γιατί μια απλή σχέση ανταγωνισμού δεν εμπεριέχει οποιαδήποτε δυναμική. Συνεπώς, πρόκειται για την δυνατότητα να σκεφθούμε μια επανάσταση μέσα στην επανάσταση, μια αντίφαση μέσα στην αντίφαση. Όμως, το να συμπεριλάβουμε ένα στοιχείο μόνο εντός ενός άλλου στοιχείου είναι προβληματικό. Οι παγίδες και οι δυσκολίες είναι αναρίθμητες. Μπορούμε να το δούμε αυτό στην πρόσφατη ιστορία των σχέσεων μεταξύ φεμινισμού και προγραμματισμού. Πραγματικά, στο πλαίσιο του προγραμματισμού, υπάρχουν χονδρικά δυο πιθανότητες για τις γυναίκες που έρχονται αντιμέτωπες με αυτό το ζήτημα είτε στους αγώνες είτε στη θεωρία:

  • Αν οι γυναίκες υποθέσουν την εκμετάλλευσή τους ως μια έκφραση/άρθρωση της ταξικής πάλης, τότε η έμφυλη σχέση εξαφανίζεται τόσο στην πρακτική όσο και στη θεωρία. Με άλλα λόγια, η κατηγορία “γυναίκα” απορροφάται και καθίσταται αόρατη από την ταξική πάλη. Αυτή η προσέγγιση προσποιείται ότι αντιμετωπίζει το ζήτημα, αλλά το κάνει μόνο για να το εξαφανίσει (αυτό είναι ένα από τα αδιέξοδα της τάσης της “ταξικής πάλης” εντός του φεμινισμού).

  • Αν οι γυναίκες που βάζουν το ζήτημα αναγκαστούν, για να αποφύγουν την πρώτη λύση που μόλις παρουσιάσαμε, να υποθέσουν την ύπαρξη ενός ειδικού τρόπου εκμετάλλευσης ανεξάρτητα από την καπιταλιστική σχέση εκμετάλλευσης, αυτό το κάνουν για να επιτρέψουν ένα προχώρημα εντός των συγκεκριμένων κατηγοριών και διαδικασιών της έμφυλης σχέσης. Αυτή είναι η συνεισφορά των “επαναστατριών φεμινιστριών” που οικοδόμησαν την έννοια της οικιακής εργασίας και που μιλούν για την κατάργηση αντρών και γυναικών. Αυτή η συνεισφορά είναι η βάση πάνω στην οποία μπορέσαμε να αναλάβουμε το συγκεκριμένο έργο. Όμως, και παρά το διακύβευμα, έχουμε επίγνωση ότι είναι δύσκολο και τεχνητό να διατηρήσουμε έναν διαχωρισμό, να σκεφτόμαστε την κατηγορία της γυναίκας και την κατηγορία του προλεταριάτου ως ανεξάρτητες, γιατί στην πραγματική ζωή κάποια είναι ταυτόχρονα και τα δύο.

Αν θέτουμε το ζήτημα της δυναμικής, είναι επειδή σε συγκεκριμένους αγώνες όπου οι γυναίκες θέτουν το ζήτημα της έμφυλης σχέσης, βλέπουμε αμέσως ότι πρέπει τότε να αντιμετωπίσουν τους άντρες συντρόφους τους στον αγώνα αυτό, όπως για παράδειγμα στο κίνημα των πικετέρος στην Αργεντινή. Τον Αύγουστο του 2005 σχηματίστηκε το Movimiento de mujeres desocupadas (Κίνημα των Ανέργων Γυναικών, MMD) από το Tartagal, και αυτές οι γυναίκες ήθελαν να παλέψουν “μόνες” τους επειδή “αν και ήταν η πλειοψηφία στις οργανώσεις των πικετέρος, δεν ήταν η πλειοψηφία στα αποφασιστικά σώματα των οργανώσεων αυτών” ((Bruno Astarian: “Le mouvement des piqueteros – Argentine 1994–20063, μπροσούρα του Échanges4). O Bruno Astarian προσθέτει: “και όταν τα οφέλη του κινήματος μοιράστηκαν, οι γυναίκες ήταν μάλλον αδικημένες”. Συμπεραίνει, όμως:

“Προς το παρόν, αυτά είναι όλα όσα ξέρουμε για το κίνημα MMD του Tartagal. Αλλά δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς περισσότερα για να καταλάβει ότι η δημιουργία του σηματοδοτεί μια οπισθοδρόμηση στο γενικότερο κίνημα. Ο διαχωρισμός του αγώνα των ανέργων γυναικών από αυτόν των ανέργων αντρών, όπως κάθε διαχωρισμός που θεμελιώνεται στη φυλή, την ηλικία, την εθνικότητα κ.λπ., πάει ενάντια στην κατάργηση των κατηγοριών της καπιταλιστικής κοινωνίας, κατηγορίες που έχουμε δει να υπονομεύονται σε πιο έντονες φάσεις του αγώνα” (ibid.)

Δεν ξέρουμε ποιο είδος ρόλου ή θέση θα μπορούσαν να αποκτήσουν οι ομάδες γυναικών στην καρδιά αυτών των αγώνων, αλλά μια κριτική που βλέπει την εμφάνισή τους να είναι ένα απλό σημάδι οπισθοδρόμησης και της διαίρεσης του κινήματος, όπως θα καταλαβαίναμε την “εθνικότητα”, δεν είναι τίποτα άλλο από μια ηχώ της κλασσικής ιδέας του προγραμματισμού.

Συνάγουμε, επομένως, ότι εντός της έμφυλης σχέσης και της κατάστασης των γυναικών, υπάρχει κάτι που αντίκειται στην ταξική πάλη και το οποίο έχει ένα πολύ συγκεκριμένο αποτέλεσμα: όταν οι γυναίκες αγωνίζονται, είτε στην ιδιωτική είτε στην δημόσια σφαίρα, όταν επιτίθενται στην ίδια την ύπαρξη αυτών των σφαιρών, που συνίσταται ακριβώς στον διαχωρισμό τους σε ιδιωτική και δημόσια, πρέπει να αντιμετωπίσουν τους άντρες συντρόφους τους, στον βαθμό που αυτοί είναι άντρες και στον βαθμό που είναι σύντροφοί τους. Και αυτές είναι συντρόφισσες των αντρών, αλλά είναι γυναίκες.

Τέλος, αφού τα έχουμε συνυπολογίσει όλα αυτά, η σημασία του προσδιορισμού της συγκεκριμένης δυναμικής της έμφυλης σχέσης έγκειται στο ότι τότε θα είμαστε ικανοί να σκεφτούμε πώς και γιατί οι μελλοντικές πρώην-γυναίκες – που από τις ίδιες τους τις πράξεις βάζουν την ανγκαιότητα της κατάργησης του φύλου, εξαιτίας της θέσης τους στην αντιφατική σχέση άντρας/γυναίκα – θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τους μελλοντικούς πρώην-άντρες στην πορεία της επανάστασης για να ξεπεράσουν αυτή τη διαίρεση.

1 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης. Έχει ληφθεί από την μπροσούρα του 2011 από τις εκδόσεις Petroleuse Press. Αρχικά δημοσιευμένο ως προσάρτημα στο άρθρο Gender distinction, programmatism and communisation (“Έμφυλη διάκριση, προγραμματισμός και κομμουνιστικοποίηση”) στο τεύχος 23 του περιοδικού Theorie Communiste (TC 23).

2 Στμ. Μεταφρασμένο από την αγγλική απόδοση στο http://libcom.org/library/comrades-women-theorie-communiste.

3 Στμ. Bruno Astarian: “Το κίνημα των πικετέρος – Αργεντινή 1994-2006”.

4 Στμ. Échanges (Échanges et Movement), όνομα ενός δικτύου που σχηματίστηκε το 1975 από μέλη διαφόρων ομάδων: κάποια πρώην μέλη της αγγλικής ομάδας Solidarity, μέλη της ομάδας Informations et Correspondances Ouvrières (Εργατικά Νέα και Ανταποκρίσεις, ICO), η οποία προήλθε από την ομάδα Informations Liaisons Ouvrières (ILO) των Λεφόρ και Ανρί Σιμόν το 1958 μετά την αποχώρησή τους από την ομάδα “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα”, μέλη της ολλανδικής ομάδας συμβουλιακών κομμουνιστών «Daad en Gedachte», μέλη της μικρής βελγικής ομάδας ακτιβιστών που εξέδιδε την εφημερίδα “Liaisons”. Εκτός από την τριμηνιαία επιθεώρηση Échanges, το δίκτυο εκδίδει και διανέμει δωρεάν και το δελτίο “Dans le Monde une Classe en Lutte” (“Μέσα στον Κόσμο, μια Τάξη σε Πάλη” ή σε πιο ελεύθερη απόδοση: “Η Ταξική Πάλη στον Κόσμο”). Ανάμεσα στους συγγραφείς του δικτύου ξεχωρίζουν οι Ngô Văn, Henri Simon κ.ά.

Κρίση Ταυτότητας

του Salar Mohandesi1

Το κόψιμο του αδιαμεσολάβητου συνδέσμου μεταξύ ταυτότητας και πολιτικής σημαίνει την εγκατάλειψη της ψευδαίσθησης ότι οι άνθρωποι θα προσχωρήσουν αναπόφευκτα σε ριζοσπαστικές πολιτικές – ή άλλοι σε αντιδραστικές πολιτικές – απλά εξαιτίας της ταυτότητάς τους. Αυτό κατά κανόνα κάνει το έργο μας πιο δύσκολο. Αλλά το κουράγιο να ξεφύγουμε από αυτή την ιδεολογία θα ανοίξει ξανά τον χώρο για πολιτική στρατηγική, επιτρέποντάς μας να εφεύρουμε μια καινούρια, ιστορικά κατάλληλη λύση στο πρόβλημα της ενότητας. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να πολεμήσουμε αποτελεσματικά την πολιτική ταυτοτήτων των ιδεολόγων του Δημοκρατικού Κόμματος όπως η Palmieri, παραμένοντας πιστοί στο χειραφετητικό πνεύμα της Κολλεκτίβας του ποταμού Combahee.

Το απόγευμα της 1ης Ιουνίου του 1863, η Harriet Tubman οδήγησε μια επιδρομή παρανόμων στις όχθες του ποταμού Combahee, κοντά στο Beaufort στη Νότια Καρολίνα, απελευθερώνοντας περισσότερους από 750 σκλάβους. Έναν αιώνα αργότερα, μια ομάδα μαύρων φεμινιστριών διοχέτευσαν αυτή την συλλογική πράξη χειραφέτησης για να εφεύρουν μια καινούρια πολιτική για την εποχή τους. Ονομάστηκαν “Κολλεκτίβα του Ποταμού Combahee” (Combahee River Collective).

Όντας, αρχικά, παράρτημα της Εθνικής Οργάνωσης Μαύρων Φεμινιστριών (National Black Feminist Organization) στη Βοστώνη, η Κολλεκτίβα ξεκίνησε με τέσσερις μαύρες γυναίκες που μαζεύονταν σε ένα καθιστικό για να συζητήσουν πώς έφτασαν να εμπλακούν με τη ριζοσπαστική πολιτική. Και οι τέσσερις είχαν πάρει το βάπτισμα του πυρός2 στο αντιπολεμικό κίνημα, στο κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων, στο κίνημα της Μαύρης Ισχύος3 ή σε κινήματα γυναικείας χειραφέτησης της προηγούμενης δεκαετίας. Παρ’ όλο που τα κινήματα αυτά πολέμησαν ασταμάτητα για μεγαλύτερη συμμετοχικότητα χωρίς αποκλεισμούς, την διεύρυνση του νοήματος της απελευθέρωσης, οι γυναίκες αυτές είχαν αρχίσει, σταδιακά, να απογοητεύονται με τον επίμονο σεξισμό του μαύρου εθνικισμού και τη συνεχιζόμενη κυριαρχία των λευκών γυναικών στο φεμινιστικό κίνημα. Αν τα κινήματα χειραφέτησης των μαύρων και των γυναικών είχαν εγείρει μια εσωτερική κριτική της σοσιαλιστικής πολιτικής τη δεκαετία του 1960, αυτός ο “λόχος” μαύρων γυναικών έβαλε σκοπό της να κάνει το ίδιο γι’ αυτά τα κινήματα.

Αντλώντας από τη φεμινιστική πρακτική της συνειδητοποίησης4, την εφάρμοσαν εξερευνώντας τις δικές τους εμπειρίες ως μαύρες λεσβίες που αντιμετώπιζαν όχι μόνο μία αλλά πολλαπλές μορφές καταπίεσης. Όπως εξηγούσαν στην περίφημη δήλωσή τους το 1977:

Μια πολιτική συνεισφορά, που αισθανόμαστε ότι έχουμε κάνει ήδη, είναι η επέκταση της φεμινιστικής αρχής ότι το προσωπικό είναι πολιτικό. Στις συνεδρίες συνειδητοποίησης, για παράδειγμα, έχουμε, με πολλούς τρόπους, προχωρήσει πέρα από τις αποκαλύψεις των λευκών γυναικών επειδή καταπιανόμαστε με τις συνέπειες όχι μόνο του φύλου αλλά και της φυλής και της τάξης.

Συνέχισαν, κάνοντας, πιθανόν για πρώτη φορά, χρήση του όρου “πολιτική ταυτοτήτων”:

Αυτή η εστίασή μας στην ίδια την καταπίεσή μας, ενσαρκώνεται στην έννοια της πολιτικής ταυτοτήτων. Πιστεύουμε ότι η βαθύτερη και, δυνητικά, πιο ριζοσπαστική πολιτική έρχεται απευθείας από την ίδια τη δική μας ταυτότητα, σε αντίθεση με το να δουλεύουμε για να βάλουμε τέλος στην καταπίεση κάποιου άλλου. Στην περίπτωση των μαύρων γυναικών αυτή είναι μια ιδιαίτερα απεχθής, επικίνδυνη, απειλητική και, ως εκ τούτου, επαναστατική ιδέα, επειδή είναι φανερό, κοιτώντας σε όλα τα πολιτικά κινήματα που προηγούνται από μας, ότι οποιοσδήποτε άλλος από εμάς αξίζει να περισσότερο να απελευθερωθεί.

Αν και κριτική απέναντί στα υπάρχοντα κινήματα, ο στόχος της Κολλεκτίβας δεν ήταν η απόρριψη της σοσιαλιστικής πολιτικής. Αντίθετα, επιμένοντας στην αυτονομία τους, στις κοινές εμπειρίες τους και στην ασυμβίβαστη προσήλωσή τους στην απελευθέρωση από κάθε μορφή καταπίεσης, η Κολλεκτίβα του ποταμού Combahee ήλπιζε να εμβαθύνει τον σοσιαλισμό, αναδεικνύοντας στο προσκήνιο τα συμφέροντα, τις επιθυμίες και τους αγώνες όλων των καταπιεσμένων ομάδων, ιδιαίτερα των πιο περιθωριοποιημένων. “Είμαστε σοσιαλίστριες” ανακοινώνουν οι συγγραφείς της διακήρυξης. “Δεν πιστεύουμε όμως ότι μια σοσιαλιστική επανάσταση που δεν είναι επίσης μια φεμινιστική και αντιρατσιστική επανάσταση θα εγγυηθεί την απελευθέρωσή μας”.

Στη διάρκεια των δεκαετιών που ακολούθησαν, αυτές οι ενοράσεις κωδικοποιήθηκαν σε αυτό που τώρα καταλαβαίνουμε ως “πολιτική ταυτοτήτων”. Στην πορεία, όμως, ό,τι ξεκίνησε ως μια υπόσχεση για το ξεπέρασμα κάποιων ορίων του σοσιαλισμού στο χτίσιμο μιας πλουσιότερης, πιο ποικιλόμορφης και εμπεριεκτικής σοσιαλιστικής πολιτικής, έκανε δυνατό κάτι πολύ διαφορετικό. Το ρίζωμα της πολιτικής δράσης στην ταυτότητα των υποκειμένων προσέφερε μια πολλά υποσχόμενη απάντηση στο πιο πιεστικό πολιτικό πρόβλημα της εποχής, αλλά άφησε ανοιχτό και ένα άνοιγμα που σύντομα θα το εκμεταλλεύονταν άνθρωποι με διαμετρικά αντίθετη πολιτική από αυτήν της Κολλεκτίβας του ποταμού Combahee.

Αυτή η στρατηγική εμφανίστηκε πρόσφατα όταν η Jennifer Palmieri, πρώην διευθύντρια επικοινωνίας της Χίλαρυ Κλίντον, προσπάθησε να εξηγήσει την έκρηξη των διαμαρτυριών εναντίον του Τραμπ μετά την ορκωμοσία του. “Κάνετε λάθος να κοιτάτε όλα αυτά τα πλήθη και να σκέφτεστε πως αυτό σημαίνει ότι όλοι θέλουν 15 δολλάρια ωρομίσθιο”, είπε σε μια εμφάνισή της στο δίκτυο MSNBC τον Φεβρουάριο. “Μην υποθέτετε ότι η απάντηση στα μεγάλα πλήθη είναι η μετατόπιση της πολιτικής στα αριστερά…Από την πλευρά μας, όλα έχουν να κάνουν, τώρα, με την ταυτότητα”.

Στα χέρια της Palmieri, η πολιτική ταυτοτήτων δεν σηματοδοτεί, πλέον, την πάλη ενάντια σε αλληλένδετες μορφές καταπίεσης, αλλά αντιπαρατίθεται στην πάλη εναντίον της εκμετάλλευσης, στον αγώνα για τη βελτίωση της ζωής των εργατών, ανεξάρτητα από το φύλο, την φυλή, την σεξουαλικότητα ή την ιθαγένεια. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η πολιτική δεν έχει να κάνει με την αλλαγή του κόσμου αλλά με την επιλογή σου, ως καταναλωτής, στην διαμόρφωση μιας ταυτότητας:

Γυναίκες που απορρίπτουν τα [καταστήματα] Nordstrom και Neiman Marcus5 λένε ότι αυτό σημαίνει ισχύ γι’ αυτές. Δεν με παίρνει στα σοβαρά ο Ντόναλντ Τραμπ, ωραία λοιπόν θα σας δείξω την αξία και την δύναμή μου και νομίζω ότι είναι η δική μας εκδοχή της πολιτικής ταυτοτήτων στην αριστερά που είναι περισσότερο ενδυναμωτική…

Μακράν του να βοηθά στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, η πολιτική ταυτοτήτων αυτού του είδους χρησιμοποιείται τώρα ρητά από το Δημοκρατικό Κόμμα για να “κρατηθεί στα πράγματα”. Στο πλαίσιο αυτό είναι κατανοητό ότι πολλοί έχουν φτάσει να στηλιτεύουν την πολιτική ταυτοτήτων ως ένα εμπόδιο στη σοσιαλιστική ενότητα. Ξεχνώντας τις ρίζες της πολιτικής αυτής στα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα, πολλοί επικριτές έχουν φτάσει λανθασμένα στο σημείο να την βλέπουν ως εντελώς ξένη προς τον σοσιαλισμό, προχωρώντας στη αποκήρυξη όλων των μαχητικών υποστηρικτών της – συμπεριλαμβανομένων άλλων σοσιαλιστών – με μια σφοδρότητα που οι περισσότεροι από μας επιφυλάσσουμε μόνο για τους πιο απεχθείς εχθρούς μας.

Κάνοντας τα πράγματα ακόμα χειρότερα, οι περισσότεροι από τους επικριτές αυτούς, αντί να προσφέρουν μια θετική εναλλακτική, ξαναζωντανεύουν τετριμμένες διατυπώσεις, επισείοντας άκριτα λέξεις όπως “η τάξη”, χωρίς να προσπαθούν να λάβουν υπόψιν τους τις εύλογες ανάγκες πολλών ριζοσπαστών που έχουν φτάσει να συντάσσονται πίσω από κάποια μορφή πολιτικής ταυτοτήτων. Το ελάττωμα αυτών των κριτικών είναι η έλλειψη αναγνώρισης των χειραφετητικών αφετηριών της πολιτικής ταυτοτήτων και των ιστορικών περιστάσεων από τις οποίες αναδύθηκε. Για να προχωρήσουμε μπροστά, θα πρέπει να ανιχνεύσουμε πώς η χειραφετητική πολιτική της Κολλεκτίβας Combahee River οδήγησε στις αντιδραστικές ασυναρτησίες δημοσιογραφίσκων όπως η Jennifer Palmieri.

Εμπλουτίζοντας τον Σοσιαλισμό

Στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, οι Αμερικάνοι σοσιαλιστές βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα τεράστιο φάσμα διαφορών. Συνάντησαν τους μισθωτούς εργάτες και τους άνεργους, τους ειδικευμένους τεχνίτες και τους μαγαζάτορες, τους κολλίγες και τους αγρότες. Ήρθαν αντιμέτωποι με διαφορές στην ηλικία, το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, την εθνικότητα και την ιθαγένεια. Ανακάλυψαν τεράστιες περιφερειακές διαφοροποιήσεις, ανάμεσα στον Νότο και τον Βορρά, την πόλη και την ύπαιθρο, την ηπειρωτική χώρα και τις αποικίες, οι οποίες εκτείνονταν, μέσω των περιοχών των Ινδιάνων, από το Πουέρτο Ρίκο μέχρι τις Φιλιππίνες. Για να προχωρήσουν έπρεπε να επιλύσουν μια τεράστια στρατηγική πρόκληση: πώς να ενοποιήσουν όλες αυτές τις αποκλίνουσες κοινωνικές δυνάμεις σε ένα μοναδικό κίνημα;

Από πολλές απόψεις, η ιστορία του σοσιαλισμού σ’ αυτή τη χώρα μπορεί να ειδωθεί ως μια ακολουθία πολιτικών πειραμάτων σχεδιασμένων για να λύσουν αυτό το πρόβλημα, του οποίου οι όροι έχουν αναμφισβήτητα αλλάξει, αλλά οι παράμετροι και τα διακυβεύματά του δεν έπαψαν ποτέ να απασχολούν τους σοσιαλιστές. Αυτό δεν συνεπάγεται, με κανέναν τρόπο, μια γραμμική ιστορία. Η οργάνωση των σοσιαλιστών ήταν ιδιαίτερα άνιση, με αναποδιές και αδιέξοδα να ελλοχεύουν σε κάθε γωνιά. Όταν ήταν εφικτές κάποιες σημαντικές τομές, αυτό συχνά συνέβαινε μέσα από άλματα, που περιελάμβαναν ριζοσπαστικές, συνταρακτικές ρήξεις με επί μακρόν κρατούσες ιδέες.

Η πιο επίμονη από αυτές τις κληρονομημένες ιδέες, και αυτή που η πολιτική των ταυτοτήτων θα έφτανε να ορίσει ως απέναντί της, ήταν ο ταξικός αναγωγισμός: η ιδέα ότι οι ιδιαίτερες πολιτικές απαιτήσεις ενός συγκεκριμένου τύπου ειδικευμένων, αρσενικών και, συχνά, λευκών βιομηχανικών εργατών στην καπιταλιστική ενδοχώρα μπορούσαν να αντιπροσωπεύσουν τους αγώνες όλων των άλλων, παράγοντας υποτίθεται μια ενότητα από τα πάνω. Φυσικά, ενώ αυτός ο αναγωγισμός ήταν συχνά μέρος μιας σοσιαλιστικής σκέψης, σπάνια ήταν μέρος όντως μιας σοσιαλιστικής πρακτικής – και όταν ήταν, έθετε σοβαρά σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των σοσιαλιστικών οργανώσεων. Γι’ αυτόν τον λόγο, σοσιαλιστές που σκέφονταν πιο προωθημένα, αμφισβήτησαν συχνά αυτή την ιδεολογία, η οποία αντιμετώπισε το πιο σοβαρό πλήγμα από ένα κύμα νέων αγώνων στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Αυτά τα κινήματα άνοιξαν ορίζοντες για την θεωρητικοποίηση της ενότητας μεταξύ κοινωνικών δυνάμεων λαμβάνοντας, όμως, ταυτόχρονα υπόψιν τους ιδιαίτερους αγώνες, ανάγκες και συμφέροντα.

Εκείνες τις δεκεατίες, ένας κύκλος εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων διεύρυνε τον διεθνιστικό ορίζοντα του σοσιαλισμού. Αν και οι σοσιαλιστές είχαν πάντα ψηλά τη σημαία του διεθνισμού, το βάθος αυτής της δέσμευσης ήταν χειρότερο απ’ ό,τι θα ήθελε κανείς. Αν και η υποστήριξη των αγώνων σε άλλες χώρες, ιδιαίτερα στην Πολωνία, διαμόρφωσε τη βάση για την Διεθνή Ένωση Εργατών (την Πρώτη Διεθνή, International Workingmen’s Association), η διεθνής απεύθυνσή της παρέμενε περιορισμένη κυρίως στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Η Δεύτερη Διεθνής τα πήγε λίγο καλλίτερα, έχοντας αντιπροσώπους από ένα μόνο σοσιαλιστικό κόμμα εκτός Δύσης, την Ιαπωνία.

Όσον αφορά τον υπόλοιπο κόσμο, η πλειοψηφία του οποίου υπέφερε από κάποια μορφή ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, μερικοί σοσιαλιστές πίστευαν ότι η αποικιοκρατία ήταν στην πραγματικότητα στοιχείο προόδου. Άλλοι απαιτούσαν θορυβωδώς την απο-αποικιοποίηση, αλλά ισχυρίζονταν ότι η απελευθέρωση των αποικιών μπορούσε μόνο να έπεται της επανάστασης των εργατών στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Ακόμα και η φημισμένη Τρίτη Διεθνής, η οποία κετέστησε τον αντιιμπεριαλιστικό διεθνισμό ακρογωνιαίο λίθο του σοσιαλισμού, είχε ένα δύσκολο ξεκίνημα6. Όπως διακήρυξε ο Λέον Τρότσκυ στο μανιφέστο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το οποίο και ανέγνωσε στο πρώτο της συνέδριο: “Σκλάβοι των αποικιών στην Αφρική και την Ασία! Η ώρα της δικτατορίας του προλεταριάτου στην Ευρώπη θα είναι επίσης και η ώρα της δικής σας απελευθέρωσης!”.

Μέσω της πίεσης από τους ίδιους τους ανθρώπους των αποικιών, η Κομιντέρν (η Κομμουνιστική Διεθνής) σύντομα αναθεώρησε μερικές από αυτές τις, στηριγμένες στη θεωρία των σταδίων, υποθέσεις, θέτοντας το βάρος της πίσω από αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ακόμα και έτσι, όμως, ο διεθνισμός της παρέμεινε άνισος καθώς η αναπόφευκτη στρατιωτική, οικονομική και διπλωματική υποστήριξη στους απελευθερωτικούς αγώνες συνδυαζόταν κάποιες φορές με μια πατερναλιστική στάση και μια τάση αναγωγής της διεθνιστικής αλληλεγγύης σε εργαλείο της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής, που ισοδυναμούσε, κάποτε, με την σύναψη συμφωνιών με τα αστικά κράτη εις βάρος των τοπικών επαναστατικών αγώνων.

Στα τέλη των δεκαετιών του 1950 και του 1960, απελευθερωτικά κινήματα σε ολόκληρο τον πλανήτη επανεφηύραν τον σοσιαλιστικό διεθνισμό. Από την Κούβα μέχρι το Βιετνάμ, επαναστάτες αγωνίζονταν όχι μόνο για την ανεξαρτησία τους αλλά και για την απελευθέρωση ολόκληρου του πλανήτη, ισχυριζόμενοι ότι οι αγώνες τους συνέβαλαν αποφασιστικά σε ένα αληθινά παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα. Όπως το έθεταν οι Βιετναμέζοι κομμουνιστές το 1966: “παλεύοντας για τα συμφέροντα του λαού μας, παλεύουμε επίσης και για τα συμφέροντα των λαών ολόκληρου του κόσμου”. Αντί επιτυχημένων σοσιαλιστικών επαναστάσεων στις καπιταλιστικές χώρες, που θα χρησίμευαν ως προϋπόθεση για χειραφετητικές επαναστάσεις στο εξωτερικό, οι επαναστάσεις στον αποικιοποιημένο κόσμο θα πυροδοτούσαν τώρα μια αναγέννηση του ριζοσπαστισμού στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο.

Η αλληλεγγύη σ’ αυτές τις αντιιμπεριαλιστικές επαναστάσεις έγινε η καθοριστική αρχή της ριζοσπαστικής αριστεράς στις ΗΠΑ, οδηγώντας πολλούς ριζοσπαστικοποιημένους νέους να ασκήσουν κριτική στον καπιταλισμό, να υιοθετήσουν τον σοσιαλισμό και να αγκαλιάσουν την επανάσταση. Διαβάζοντας τα γραπτά μη-λευκών συγγραφέων όπως ο Μάο Τσετούνγκ, ο Frantz Fanon7, ο Amilcar Cabral8 ή ο Che Guevara, και αντλώντας έμπνευση από αυτούς που αντιστέκονταν στη σφοδρή επίθεση του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ, αγκάλιασαν το πιο διεθνιστικό, μέχρι τότε, όραμα για τον σοσιαλισμό.

Με τη σειρά τους αυτές οι επαναστάσεις ριζοσπαστικοποίησαν τους αγώνες μεταναστών και εθνικών μειονοτήτων που άρχισαν να ζητούν μια βαθύτερη ποικιλομορφία του σοσιαλισμού στις ΗΠΑ. Οι επιδόσεις του αμερικάνικου σοσιαλισμού στη φυλετική και εθνοτική συμπερίληψη ήταν πάντα περιπετειώδεις. Αν και τελικά τα μέλη του Σοσιαλιστικού Κόμματος9 ήταν κυρίως ξένοι, το κόμμα είχε υποστηρίξει την επιβολή ορίων στην είσοδο μεταναστών στις ΗΠΑ καθώς και συνδικάτα που απέκλειαν μετανάστες ενώ είχε πολύ μικρή απήχηση μεταξύ των Αφροαμερικανών. Το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ έκανε μια πολύ πιο οργανωμένη προσπάθεια, προσηλωνόμενο στην αυτοδιάθεση των μαύρων, οργανώνοντας πρωτοβουλίες στον Νότο και στρατολογώντας έναν αριθμό ταλαντούχων μαύρων θεωρητικών όπως ο Harry Haywood και η Claudia Jones.

Στη δεκαετία του 1960 ένας αστερισμός ομάδων μαύρων όπως το Κίνημα Επαναστατικής Δράσης10 (Revolutionary Action Movement), το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων (Black Panther Party11, BPP) και η Λίγκα Μαύρων Επαναστατών Εργατών (League of Revolutionary Black Workers12), “έχτισαν” πάνω σ’ αυτή την κληρονομιά, συντήκοντας τον σοσιαλισμό με τον μαύρο εθνικισμό. Αν και στόχευαν στην οικοδόμηση ενός πολυφυλετικού σοσιαλιστικού κινήματος, ισχυρίζονταν ότι οι σοσιαλιστές δεν μπορούσαν να προχωρήσουν ζητώντας απλά από τους μαύρους να δώσουν τα χέρια με τους λευκούς στους αγώνες, λες και το απλό γεγονός ότι ήταν όλοι εργάτες ήταν η μοναδική βάση που απαιτούνταν για την ενότητα. Η ενότητα, όπως ορθά ισχυρίζονταν, εξαρτιώταν από την ευθεία σύγκρουση με τις ιδιαίτερες μορφές καταπίεσης που αντιμετώπιζαν οι Αφροαμερικανοί, καθώς αυτές επέβαλλαν, τελικά, τις ισχυρότερες διαιρέσεις μέσα στην εργατική τάξη.

Αντλώντας από προγενέστερες συζητήσεις σχετικά με την εθνική αυτοδιάθεση, ισχυρίζονταν ότι οι αιώνεςθεσμοποιημένης φυλετικής καταπίεσης στις ΗΠΑ είχαν αναπαραγάγει τους Αφροαμερικανούς ως έναν δομικά περιθωριοποιημένο πληθυσμό. Οι μαύροι υπόκεινταν ιστορικά όχι μόνο στην χειρότερη εκμετάλλευση στους εργασιακούς χώρους, αλλά και σε διάχυτες διακρίσεις, νομικούς διαχωρισμούς, αποκλεισμό από την πολιτική συμμετοχή, την σταθερή απειλή της βίας, και την περιορισμένη πρόσβαση σε αξιοπρεπή διαμονή, υγεία και παροχή κρατικών υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, οι Αφροαμερικανοί είχαν τις δικές τους ιδιαίτερες ανάγκες, που απαιτούσαν έναν βαθμό αυτονομίας. Όπως ανήγγειλε το πρώτο σημείο του προγράμματος των Μαύρων Πανθήρων: “Θέλουμε Ισχύ για να Καθορίσουμε το Πεπρωμένο της Δικής μας Μαύρης Κοινότητας”. Αυτό σήμαινε οργανωτική ανεξαρτησία αλλά, επίσης, και τη δημιουργία νέων εναλλακτικών θεσμών: αυτοάμυνα, εκπαίδευση, προγράμματα στέγασης, προγράμματα δωρεάν πρωϊνών και ιατρεία.

Απαντώντας σε παρόμοιες συνθήκες, άλλες μειονοτικές ομάδες, ακολούθησαν το μοντέλο των Πανθήρων. Οι “Καφέ Μπερέδες” (Brown Berets), μια επαναστατική οργάνωση των Chicano13, οργάνωσε άμεσες δράσεις ενάντια στην αστυνομική βαρβαρότητα, καθιέρωσε κοινωνικές υπηρεσίες όπως δωρεάν προγεύματα και ιατρεία καθώς και εκπαιδευτικά μαθήματα. Το ίδιο έκαναν και οι “Young Lords”, μια πορτορικάνικη συμμορία που εξελίχθηκε σε επαναστατική μαρξιστική οργάνωση. Το Κόμμα των Ερυθροφρουρών (Red Guard Party14), μια επαναστατική οργάνωση Κινεζοαμερικανών με βάση την Chinatown στο Σαν Φρανσίσκο, έμοιαζε ακόμα περισσότερο στο Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων, το οποίο όχι μόνο τους ενθάρρυνε να υιοθετήσουν το όνομα Ερυθροφρουροί αλλά και τους εισήγαγε στον Μαοϊσμό. Ακολουθώντας αυτό το πρότυπο, ακόμα και οι φτωχοί λευκοί οργάνωσαν τη δική τους ομάδα, τους Νέους Πατριώτες (Young Patriots15).

Αν και υπερασπίζονταν σταθερά την οργανωτική τους αυτονομία, όλες αυτές οι ομάδες συνεργάζονταν. Η αυτονομία δεν σήμαινε για τις οργανώσεις αυτές το αποτράβηγμα σε αυτάρκεις κοινότητες· ήταν η προϋπόθεση για μια βαθύτερη ενότητα. Στο Σικάγο, εργάστηκαν για τη δημουργία ενός συνασπισμού, του Rainbow Coalition16, Αφροαμερικανών, Πορτορικάνων, Μεξικανών και φτωχών λευκών. Αν και αυτοί οι σοσιαλιστές του χρώματος δεν ενώθηκαν ποτέ κάτω από μια μοναδική οργάνωση, ο σοσιαλισμός στις ΗΠΑ δεν ήταν ποτέ πιο ποικιλόμορφος.

Εκτός από τη διεύρυνση της διεθνιστικής διάστασης του σοσιαλισμού και την διαφοροποίηση στις τάξεις του, οι αγώνες της δεκαετίας του 1960 ξερίζωσαν μορφές καταπίεσης που προγενέστερα αγνοούνταν. Αν και δεν αληθεύει ότι τα σοσιαλιστικά κινήματα του παρελθόντος ήταν μυωπικά προσκολλημένα στα “οικονομίστικα”17 ζητήματα, υπήρχαν πολλές μορφές καταπίεσης που οι περισσότεροι σοσιαλιστές είτε δεν έβλεπαν είτε δεν τους απέδιδαν ιδιαίτερη προσοχή. Όλα αυτά άλλαξαν στη δεκαετία του 1960, καθώς πολλοί ριζοσπάστες άρχισαν να ισχυρίζονται ότι η απελευθέρωση θα πρέπει να ξεδιπλωθεί σε όλες τις σφαίρες της ζωής. Αντλώντας από προηγούμενες κριτικές από το μαύρο κίνημα και εμπνεόμενοι από τα αντιαποικιοκρατικά κείμενα, μαύροι ριζοσπάστες κατέδειξαν τα ψυχολογικά αποτελέσματα της καταπίεσής τους στις ΗΠΑ, μαζί με άλλες εμφανείς μορφές καταπίεσης.

Περιθωριοποιημένες μέσα στα ίδια τα κινήματα, τα οποία βοήθησαν να υπάρξουν, οι φεμινίστριες ανέπτυξαν γρήγορα αυτή τη γραμμή διερεύνησης για να δείξουν ότι η καταπίεση των γυναικών ήταν φανερή σε καθημερινές αλληλεπιδράσεις που διαπερνούσαν ακόμα και την αριστερά. Μέσω ομάδων συνειδητοποίησης, οι γυναίκες συζητούσαν τις προσωπικές τους εμπειρίες, ανακαλύπτοντας συλλογικά ότι αυτά που θεωρούνταν απομονωμένα, ατομικά προβλήματα στην πραγματικότητα ήταν κοινά προβλήματα, κοινωνικά.

“Ένα από τα πρώτα πράγματα που ανακαλύπτουμε σε αυτές τις ομάδες είναι ότι τα προσωπικά προβλήματα είναι πολιτικά προβλήματα”, εξήγησε η Carol Hanisch στο περίφημο δοκίμιό της: “The Personal is Political” (“Το Προσωπικό είναι Πολιτικό”). Μέσα από αυτό το μνημειώδες άλμα, οι φεμινίστριες επεξέτειναν ριζικά το πολιτικό πεδίο. Έδειξαν ότι οι προσωπικοί χώροι, όπως η κουζίνα και η κρεβατοκάμαρα, ήταν τόποι εκμετάλλευσης. Η καταπίεση δεν περιοριζόταν σε τυπικούς θεσμούς, αλλά διαπότιζε κάθε πτυχή της ζωής κάποιου. Κοιτώντας στις προσωπικές τους εμπειρίες, για να ξεσκεπάσουν αυτές τις άλλες μορφές καταπίεσης, οι φεμινίστριες ισχυρίστηκαν ότι ο σοσιαλισμός θα πρέπει να είναι πολύ πλουσιότερος από ό,τι φανταζόταν κανείς πριν. Θα έπρεπε να σημαίνει την κατάργηση του σεξισμού και του ρατσισμού, την απελευθέρωση στο προσωπικό, ψυχολογικό και σεξουαλικό επίπεδο.

Nέα Όρια

Το 1969, μια ομάδα ριζοσπαστών, που αυτοαποκαλούνταν Weathermen18, αποφάσισαν ότι ήταν η στιγμή να κλιμακώσουν τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα. Για να δικαιολογήσουν το σκεπτικό τους, κυκλοφόρησαν ένα μανιφέστο, που έφερε μια επιγραφή από τον Lin Biao, τον Αντιπρόεδρο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, ο οποίος προσπάθησε να καθολικοποιήσει το ρητό του Μάο ότι το κλειδί για την επανάσταση ήταν η περικύκλωση των πόλεων από την ύπαιθρο. “Η ύπαιθρος, και μόνον η ύπαιθρος, μπορεί να παράσχει τις επαναστατικές βάσεις απο τις οποίες οι επαναστάτες μπορούν να βαδίσουν προς την τελική νίκη”, διακήρυξε ο Lin Biao το 1965. “Μιλώντας για ολόκληρο τον πλανήτη, αν μπορούμε να ονομάσουμε τη Βόρεια Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη ‘τις πόλεις του κόσμου’, τότε η Ασία, η Αφρική και η Λατινική Αμερική συνιστούν τις ‘αγροτικές περιοχές του’”.

Για τους Weathermen, αυτό σήμαινε πως ο σοσιαλισμός θα ερχόταν στις ΗΠΑ όταν αυτές ήταν ενθυλακωμένες από σοσιαλιστικές επαναστάσεις στο εξωτερικό, με τη βοήθεια αντάρτικων δράσεων στο εσωτερικό από την πεφωτισμένη μειονότητα των ριζοσπαστών ακτιβιστών εναντίον του πόλεμου. Ενώ όλοι οι αντιιμπεριαλιστές στις ΗΠΑ αναγνώριζαν τον καθοδηγητικό ρόλο των αγώνων στο εξωτερικό στην πάλη για μια παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση, οι Weathermen ισχυρίζονταν τώρα ότι μόνο αυτοί οι αγώνες στον “τρίτο κόσμο” θα πραγματοποιούσαν την επανάσταση. Όπως εξήγησε αργότερα ο Σαμίρ Αμίν, οι υπέρμαχοι αυτού του ακατέργαστου Τριτοκοσμισμού “αρπάζονταν από κυριολεκτικές εκφράσεις, όπως ‘ο Ανατολικός άνεμος θα κυριαρχήσει πάνω στον Δυτικό’, ή ‘τα κέντρα της καταιγίδας’, για να απεικονίσουν την αδυνατότητα της πάλης για τον σοσιαλισμό στη Δύση, μάλλον, παρά για να συλλάβουν το γεγονός ότι η αναγκαία πάλη για τον σοσιαλισμό στη Δύση περνά επίσης μέσω του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα στις ίδιες τις Δυτικές κοινωνίες”. Παρά τις προθέσεις τους να επικεντρώσουν στους αγώνες των άλλων, αυτός ο τρόπος σκέψης οδήγησε τους Weathermen να δημιουργήσουν περισσότερα εμπόδια στην ενότητα.

Οι Weathermen, όμως, δεν ήταν μόνοι. Στην πραγματικότητα, αντιπροσώπευαν έναν ευρύτερο μετασχηματισμό στις δεκαετίες του 1960 και 1970: συγκεκριμένες τάσεις, εντός αυτών των χειραφετητικών κινημάτων, άρχισαν να παράγουν ένα καινούριο σύνολο ορίων στην ενότητα.

Ένα από τα πιο ανησυχητικά αυτά όρια ήταν η ενοχή. Ανακαλύπτοντας ξαφνικά το μεγάλο βάθος της καταπίεσης των άλλων, καθώς και τα ιστορικά όρια του σοσιαλισμού στους αγώνες για το ξεπέρασμα τέτοιων μορφών καταπίεσης, μερικοί ριζοσπάστες, ιδιαίτερα όπως οι Weathermen, υπέκυψαν σε μια πολιτική της ενοχής. Αισθανόμενοι προσωπικά υπεύθυνοι για τον ρατσισμό στην πατρίδα τους ή για τη μαζική δολοφονία Βιετναμέζων από την κυβέρνηση των ΗΠΑ στο εξωτερικό, ανήγαγαν, ουσιαστικά, τον ακτιβισμό σε αυτομαστίγωση, την πολιτική στον ηθικισμό. Κατά ειρωνικό τρόπο, αν και η πρόθεσή τους ήταν να τραβήξουν την προσοχή σε περιθωριοποιημένους αγώνες, όταν οι λευκοί ακτιβιστές έφεραν στο προσκήνιο τις πράξεις εξιλέωσής τους, επικέντρωσαν την ιστορία στους ίδιους.

Ο καταναγκασμός που συνόδευε την αποκήρυξη άλλων λευκών, επειδή απέτυχαν να αναγνωρίσουν την συνενοχή τους στον ρατσισμό ή τον ιμπεριαλισμό, απλά επιβάρυνε αυτή την τάση. Την ίδια στιγμή που αστυνόμευαν άλλους λευκούς, οι ριζοσπάστες αυτοί έτειναν να ρομαντικοποιούν τους μαύρους μαχητές και τους μαχητές από τον Τρίτο Κόσμο, αποθεώνοντας τους αγώνες τους. Πεπεισμένοι ότι οι επαναστάσεις στο εξωτερικό δεν θα μπορούσαν να κάνουν λάθος, οι αντιιμπεριαλιστές εξιδανίκευαν αυτά τα κινήματα, καταστέλλοντας την συντροφική κριτική για κάποια από τα προφανή όριά τους. Με την ίδια λογική, μερικές λευκές γυναίκες χαρίζονταν στους μαύρους άντρες όσον αφορά την κριτική του σεξισμού. Υπέθεταν, εξηγεί η ιστορικός Christine Stansell, ότι οι μαύροι άντρες “εξαιρούνταν από το αρσενικό προνόμιο, μια ιδέα που ενοχλούσε ιδιαίτερα τις μαύρες γυναίκες”.

Αυτή η δυναμική επικαλυπτόταν με το σχετιζόμενο πρόβλημα της πρωτοπορίας. Αν και ριζωμένοι οι ίδιοι, με πολλούς τρόπους, σε τέτοιες ιδέες, οι νέοι αγώνες της δεκαετίας προκαλούσαν υπόρρητα την υπόθεση της πρωτοποριακότητας ότι ένα κομμάτι του κόσμου θα χάραζε τον δρόμο για τα υπόλοιπα, ότι οι αγώνες μιας φιγούρας της τάξης θα οδηγούσαν απαραίτητα όλες τις άλλες, ότι οι επιθυμίες ενός τομέα της εργατικής τάξης θα αντιπροσώπευαν τις επιθυμίες οποιουδήποτε άλλου.

Αντίθετα, οι αγώνες αυτοί καταδείκνυαν την ανάγκη ολοκλήρωσης ενός ολόκληρου πεδίου διακριτών αγώνων: την ενότητα των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών με αυτές του αποικιοκρατούμενου κόσμου, των μισθωτών εργατών με τους ανέργους, των φυλετικών και εθνικών μειονοτήτων με τους λευκούς. Αντί να ακολουθούν τους λευκούς εργοστασιακούς εργάτες, ισχυρίζονταν, θα έπρεπε να σέβονται την ηγεσία των μαύρων λούμπεν. Αντί οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες να οδηγούν τον δρόμο για ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο, έπεφτε τώρα εξολοκλήρου στον “Τρίτο Κόσμο” να κάνει την παγκόσμια επανάσταση.

Ένα άλλο εντεινόμενο πρόβλημα ήταν η τάση ομογενοποίησης διακριτών κοινωνικών ομάδων με τρόπους που διέγραφαν τις εσωτερικές τους διαφορές. Όλο και περισσότερο, καταπιεσμένες ομάδες έφτασαν να θεωρούνται, και συχνά έβλεπαν και οι ίδιες τον εαυτό τους, ως αδιαφοροποίητες οντότητες. Για παράδειγμα, μερικοί μαχητές στον Παγκόσμιο Νότο μίλησαν για ένα ενιαίο “σχέδιο για τον Τρίτο Κόσμο” που έτεινε, με τα λόγια του Aijaz Ahmad, να διαιρεί τον κόσμο σε μονολιθικά μπλοκ. Επικαλούμενες την ιδέα μιας παγκόσμιας “αδελφοσύνης των γυναικών”, μερικές φεμινίστριες στις ΗΠΑ ισχυρίστηκαν ότι όλες οι γυναίκες, ανεξάρτητα από τις ταξικές ή φυλετικές διαφορές τους, ήταν ενωμένες από την ίδια εμπειρία. Την ίδια στιγμή, αρκετοί μαύροι ριζοσπάστες επικαλούνταν μια οργανική “μαύρη κοινότητα”, στην οποία υποτίθεται ότι ανήκουν όλοι οι μαύροι.

Πραγματικά, στη δεκαετία του 1960, οι περισσότεροι μαύροι εθνικιστές, συμπεριλαμβανομένων των Μαύρων Πανθήρων, μίλησαν για την “μαύρη κοινότητα” ως τη βάση των πολιτικών τους σχεδίων – κοινοτική άμυνα, κοινοτικός έλεγχος, κοινοτική ενδυνάμωση. Όμως, κάποιοι από τους Πάνθηρες κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες να μην ομογενοποιήσουν τη μαύρη κοινότητα σε ένα μοναδικό όλον, αποκλείοντας, για παράδειγμα, εκείνους τους μαύρους επιχειρηματίες που αρνούνταν να συνεισφέρουν στα προγράμματα επιβίωσης των Πανθήρων. Όπως το έθεσε αργότερα ο Eldridge Cleaver: “Ανακαλύψαμε ότι μέσα στην μαύρη κοινότητα είχαμε εχθρούς εξίσου θανάσιμους με τους εχθρούς μας στη λευκή κοινότητα, οπότε οι κατηγορίες της μαύρης και της λευκής κοινότητας κατέληξαν να μην έχουν νόημα για μας”.

Παρ’ όλα αυτά, μερικά εθνικιστικά ρεύματα ισχυρίζονταν πως η φυλετική ενότητα των Αφροαμερικανών μπροστά στη λευκή Αμερική υπερέβαινε όλες τις άλλες δυνατές διαιρέσεις εντός της μαύρης κοινότητας. Αν και η ιδέα είχε κάποια πραγματική βάση, και μπορούσε να υπηρετήσει την επιτελεστική λειτουργία της παραγωγής μιας ενότητας, η σύλληψη μιας οργανικής μαύρης κοινότητας κατέληξε να ισοπεδώνει κρίσιμες ενδοφυλετικές διαιρέσεις, φυσικοποιώντας την κοινωνική κατασκευή της “κοινότητας”, και τελικά ανοίγοντας τον δρόμο σε μια πολιτική βασιζόμενη στη γνησιότητα.

Η εστίαση στον κοινοτικό έλεγχο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αυξανόμενη έμφαση στην πολιτική της αντιπροσώπευσης, που συμπεριελάμβανε αλλά δεν περιοριζόταν, στην εκλογική αντιπροσώπευση. Αρχίζοντας στα τέλη της δεκαετίας του 1960, μαύροι ακτιβιστές έστρεψαν σταθερά την προσοχή τους στην κατάληψη της κρατικής Ισχύος. Ακόμα και οι πιο επαναστατικές ομάφες, όπως οι Μαύροι Πάνθηρες, άρχισαν να βάζουν σαν προτεραιότητα τον εκλογικό αγώνα, με τον Bobby Seale να κατεβαίνεις ως υποψήφιος δήμαρχος στο Όκλαντ το 1973. Η ιδέα της “μαύρης κοινότητας” έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προώθηση ενός κύματος μαύρων πολιτικών σε δημόσιες θέσεις, αλλά είχε δυο πλευρές. “Στο κατασκεύασμα της μαύρης κοινότητας”, ισχυρίστηκε ο Adolph Reed, “αυτοί που εμφανίζονται ως ηγέτες ή εκπρόσωποι δεν είναι τόσο αντιπρόσωποι όσο καθαρή ενσάρκωση των συλλογικών φιλοδοξιών”. Αυτό αφήνει την σχέση μεταξύ των ηγετών και των καθοδηγούμενων “αδιαμεσολάβητη”.

Η συνέπεια είναι, καταδεικνύει ο Reed, ένα προβληματικό είδος αντιπροσώπευσης:

Με το ίδιο κριτήριο, σε αυτή την άποψη της μαύρης πολιτικής, το ζήτημα του εκλογικού σώματος επιλύεται από την αρχή· υπάρχει ένα, γενικά φυλετικό εκλογικό σώμα, καθώς όλα τα μέλη της οργανικής κοινότητας προϋποτίθεται ότι μοιράζονται εξίσου τους στόχους της και τους καρπούς της υλοποίησής τους.

Αυτό που αναδύεται, με άλλα λόγια, είναι η υπόθεση ότι όλα τα μέλη της κοινότητας κατέχουν τα ίδια συμφέροντα, και ότι οι αντιπρόσωποι είναι άμεση ενσάρκωση αυτής της συλλογικής βούλησης. Η υπόθεση αντιμετώπισε προκλήσεις. Το να λειτουργεί κανείς με μια τόσο βαθιά οργανική σύλληψη της κοινότητας έκανε εξαιρετικά δύσκολη της αξιολόγηση των αντιπροσώπων. Ο μόνος τρόπος καταδίκης ενός μαύρου πολιτικού, οι πολιτικές του οποίου δεν ευεργετούσαν την υποτιθέμενα αδιαφοροποίητη μαύρη κοινότητα, την οποία είχαν εκλεγεί να υπηρετούν, ήταν καταφεύγοντας στη γλώσσα της αυθεντικότητας: δεν ήταν πραγματικά μαύροι. Επιπλέον, υποθέτοντας την ταυτότητα ανάμεσα στους αντιπροσώπους και ένα προκαθορισμένο εκλογικό σώμα άνοιξε την πόρτα σε ένα είδος προσχηματικής υποστήριξης19. Το αποτέλεσμα ήταν, όπως περιγράφει ο Reed, ότι λευκοί εκτός της κοινότητας αυτής, σοσιαλιστές ή όχι, έφτασαν να ισχυρίζονται ότι αφού δεν ήταν μέρος της μαύρης κοινότητας, έπρεπε να ταυτοποιήσουν μεμονωμένα άτομα ή ομάδες μαύρων που “αντανακλούν τη γνήσια διάθεση, συναισθήματα, βούληση ή προτιμήσεις της πραγοποιημένης κοινότητας”. “Αυτή η παρώθηση”, συνεχίζει, “προσθέτει ένα παραπάνω φορτίο σε ικανούς μαύρους ρήτορες-εκπροσώπους να ενεργούν ως ιεραπόστολοι στην λευκή αριστερά”. Η διαφυλετική αλληλεγγύη κινδύνευε να αναχθεί σε προσχηματική υποστήριξη.

Τέλος, χωρίς ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα, σταθερή πίεση από τα κάτω και μια ανθεκτική σύνδεση με μαζικά κινήματα, οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι μπορεί να αποτύχουν να πραγματοποιήσουν θεμελιώσεις αλλαγές στις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις. Ή, ακόμα χειρότερα, θα μπορούσαν να απορροφηθούν σε κρατικά όργανα ως ένα διακριτό ηγετικό στρώμα σχεδιασμένο να κρατά το εκλογικό σώμα σε τάξη. Όπως προνοητικά ευφυολογούσε ο Amiri Baraka το 1972: “μαύρα πρόσωπα σε υψηλές θέσεις, αλλά οι ίδιοι αρουραίοι και κατσαρίδες, οι ίδιες παράγκες και σκουπίδια, η ίδια αστυνομία να μαστιγώνει τα κεφάλια σας, ή ίδια ανεργία και οι ίδιοι τοξικομανείς στους διαδρόμους να ληστεύουν γριούλες”.

Η υπερ-προσωποποίηση της πολιτικής γέννησε ένα άλλο σύνολο δυνητικών ορίων. Ο ισχυρισμός ότι το προσωπικό ήταν πολιτικό συνεπαγόταν αναγκαστικά ότι και το πολιτικό θα έπρεπε επίσης να είναι προσωπικό, μια γραμμή σκέψης που θα μπορούσε να καταντήσει σε ένα ατομικιστικό στυλ πολιτικής. Οι χίπηδες μπορούσαν να ισχυριστούν ότι το να αφήνουν μακριά μαλλιά, να καπνίζουν μαριχουάνα ή να ακούνε rock-n-roll ήταν ένα είδος πολιτικής υπονόμευσης. Μαύροι πολιτισμικοί εθνικιστές υποστήριζαν ότι οι Αφροαμερικανοί εστίαζαν στην αλλαγή του lifestyle, φορώντας διαφορετικά ρούχα ή υιοθετώντας αφρικανικά τελετουργικά – ακόμα και αν αυτό σήμαινε κάποια καινούρια, όπως το Kwanzaa20, γιορτή που εφηύρε ο γεννημένος στο Μέρυλαντ Ron Everett, αφού άλλαξε το όνομά του σε Karenga, το οποίο σημαίνει “διατηρητής της παράδοσης” στα Σουαχίλι. Επιχειρηματολογώντας ότι το προσωπικό είναι η βάση για ριζική αλλαγή, μερικές ριζοσπάστριες φεμινίστριες έκαιγαν τα σουτιέν τους, έκοβαν τα μαλλιά τους κοντά και ενστερνίζονταν τον πολιτικό λεσβιασμό ως τον μόνο τρόπο για να σπάσουν πραγματικά την πατριαρχία. Η Christine Stansell συνοψίζει αυτή τη λογική: “Αν μπορούσες να μετασχηματίσεις την δυναμική ισχύος της προσωπικής ζωής, τότε οτιδήποτε άλλο – ο νόμος, η πολιτική, η εκπαίδευση, η εργασία, ο γάμος – θα ακολουθούσαν”.

H στροφή στο lifestyle συνάντησε επίσης δριμεία κριτική. Ριζοσπάστες όπως η “Επαναστατική Ένωση” (Revolutionary Union, RU) ισχυρίζονταν ότι η αντικουλτούρα κινδύνευε να καταρρεύσει σε έναν ηδονιστικό ατομικισμό που εύκολα δάνειζε τον εαυτό του στην εμπορευματοποίηση – αν και η RU συχνά έφτανε πολύ μακριά στο άλλο άκρο21, συμβουλεύοντας τα μέλη της να έχουν μια “ευπρεπή” εικόνα για να μην ξενίζουν τους εργάτες. Άλλοι ισχυρίζονταν ότι η εστίαση στα σύμβολα δεν εγγυούνταν και μια αλλαγή στις υλικές κοινωνικές σχέσεις. Οι Μαύροι Πάνθηρες, για παράδειγμα, αποκήρυξαν τον αποσχιστικό δουλοπρεπή εθνικισμό22 του Karenga, στον οποίον αντέτασσαν έναν “επαναστατικό εθνικισμό” βασισμένο στον πολυφυλετικό αγώνα για την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων. Εν τω μεταξύ, λεσβίες που είχαν ξοδέψει δεκαετίες να αγωνίζονται ενάντια στην ομοφοβία επιτέθηκαν στις νεόκοπες “πολιτικές λεσβίες” οι οποίες συχνά τις αποκήρυσσαν για έλλειψη “πολιτικής συνείδησης” ή, ακόμα χειρότερα, ως ακόμα υπόδουλες στην ανδροκρατία.

Αυτή η στροφή στο προσωπικό οδήγησε σε μια έντονη εστίαση στην μικροπολιτική της καθημερινής ζωής. Αφού ο σεξισμός αναπαραγόταν και αναπαράγεται καθημερινά, και συχνά με αόρατους τρόπους, φεμινίστριες ορθρά εξέταζαν ενδελεχώς τις διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις και έστρεφαν την προσοχή τους σε καθημερινές σεξιστικές ενέργειες. Ενώ, όμως, η κριτική των επιθετικών συμπεριφορών ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της χειραφέτησης, ειδικά με δεδομένο τον διάχυτο σεξισμό στην αριστερά, η αδιάκοπη δημόσια αποκήρυξη διέτρεχε τον κίνδυνο να καταντήσει ένας σκοπός καθαυτόν, αποσπασμένος από την ευρύτερη, συλλογική πάλη ενάντια στους θεσμούς και τα εργαλεία του κράτους.

Το να κάνεις τον άλλον “σκουπίδι”23, όπως λεγόταν κάποιες φορές, ήταν επίσης δυνητικά αυτο-καταστροφικό, αναγκάζοντας πολλές γυναίκες να φύγουν από το κίνημα. “Ένα ασαφές πρότυπο αδελφικής συμπεριφοράς τίθεται από κάποιες ανώνυμες “δικαστίνες”, οι οποίες, στη συνέχεια, καταδικάζουν όσες δεν ανταποκρίνονται σε αυτά τα πρότυπά τους”, εξηγεί η Jo Freeman σε ένα άρθρο του Απρίλη του 1976. Και συνεχίζει: μέσα από αδιάκοπες προσβολές και εξευτελισμούς, “αυτό σε κάνει να νιώθεις ότι η ίδια σου η ύπαρξη είναι εχθρική προς το Κίνημα και ότι αυτό είναι κάτι που τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει”.

Βέβαια, αυτό το είδος τοξικής, συγκρουσιακής πολιτικής δεν ήταν μοναδική στον φεμινισμό, αλλά διαχεόταν σε μεγάλα τμήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς σε κείνες τις δεκαετίες. Αποκηρύξεις και εξευτελισμοί ήταν ένας κοινός τρόπος για την αντιμετώπιση προβλημάτων και οι “παραβάτες” αναγκάζονταν συχνά να κριτικάρουν τους εαυτούς τους δημόσια για τα παραμικρά παραπτώματα, οδηγώντας πίσω σε μια πολιτική της ντροπής και της ενοχής. Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, οι προσπάθειες για ενότητα έγιναν βεβιασμένες. Η σύγχρονη κουλτούρα των πιεστικών εκκλήσεων24 έχει την αφετηρία της εκεί.

Πολιτική Ταυτοτήτων

Η εγγραφή των πολιτικών αγώνων με όρους “ταυτοτήτων” ήταν το πιο σημαντικό επακόλουθο αυτών των τάσεων που αναδύθηκαν από τους αγώνες των δεκαετιών του 1960 και 1970. Αν και κοινός τόπος σήμερα, ο όρος “ταυτότητα” εμφανίστηκε μόνο ως μια δημοφικής κατηγορία στην κοινωνική ανάλυση στη δεκαετία του 1950. Πρωτοπόροι στην “επίθεση” ήταν κοινωνιολόγοι όπως ο Erving Goffman, και ψυχολόγοι, ο σημαντικότερος των οποίων είναι ο Erik Erikson, ο ψυχαναλυτής που έγινε διάσημος για την χρήση του όρου “κρίση ταυτότητας”.

Όπως παρατηρεί ο Philip Gleason, όλοι αυτοί οι διανοούμενοι χρησιμοποιούσαν τον όρο “ταυτότητα”, αν και τον ερμήνευαν με διαφορετικούς τρόπους, για να ξανασκεφτούν τη σχέση ανάμεσα στον εαυτό και την κοινωνία, ένα μείζον αντικείμενο στην ακαδημαϊκή έρευνα στις δεκαετίες του 1950 και 1960. Η ταυτότητα, εξηγεί ο Erikson, αφορά “μια διαδικασία ‘εντοπισμένη’ στον πυρήνα του ατόμου αλλά ταυτόχρονα και στον πυρήνα της κοινοτικής κουλτούρας, μια διαδικασία που θεμελιώνει, στην πραγματικότητα, την ταυτότητα αυτών των δύο ταυτοτήτων”. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο όρος είχε περάσει στην κοινή χρήση, και στο φόντο των ταραχωδών γεγονότων της δεκαετίας αυτής, όλοι άρχισαν να αναφέρονται στην “ταυτότητα” ως έναν τρόπο για να αναφερθούν στη συλλογική υποκειμενικότητα.

Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η “ταυτότητα” εισήλθε στα κοινωνικά κινήματα στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα εκείνα, όπως το κίνημα των μαύρων και το κίνημα της γυναικείας απελευθέρωσης, που έδιναν έμφαση στην ψυχολογική, καθημερινή πλευρά της καταπίεσης. Πάρτε, για παράδειγμα, την χρήση του όρου από τους Stokely Carmichael και Charles V. Hamilton στο βιβλίο τους, του 1966, “Black Power”:

Η βασική μας ανάγκη είναι να ανακτήσουμε την ιστορία και την ταυτότητά μας από αυτό που πρέπει να αποκαλέσουμε πολιτισμική τρομοκρατία, από την λεηλασία της αυτο-δικαιολογούμενης λευκής ενοχής. Θα πρέπει να παλέψουμε για το δικαίωμα να δημιουργήσουμε τους δικούς μας όρους μέσω των οποίων θα ορίσουμε τους εαυτούς μας και τη σχέση μας με την κοινωνία, και να επιδιώξουμε την αναγνώριση αυτών των όρων. Αυτή είναι η πρώτη ανάγκη ενός ελεύθερου λαού, και το πρώτο δικαίωμα που ο οποιοσδήποτε καταπιεστής πρέπει να αναστείλλει.

Όπως έχει προτείνει ο L.A. Kauffman, η ταυτότητα έφτασε να σημαίνει όχι απλά μια περιγραφή, αλλά ένα σχέδιο – μια αίσθηση του εαυτού διαμορφωμένη από την εμπειρία της καταπίεσης, αλλά επίσης και κάτι που θα πρέπει να αγκαλιαστεί, να επιβεβαιωθεί. Απηχώντας την ψυχολογική προέλευση του όρου, που συνέδεε το άτομο με την ομάδα, ήταν επίσης ένα σχέδιο της κοινότητας. Όπως εξηγούν οι Carmichael και Hamilton, οι Μαύροι Πάνθηρες επιδίωκαν να δημιουργήσουν μια “αίσθηση του ανήκειν στο λαό25”: περηφάνια αντί ντροπής, για το ότι είναι κανείς μαύρος, και μια στάση αδερφικής, κοινοτικής υπευθυνότητας του ενός για τον άλλον μεταξύ των μαύρων”.

Σταδιακά, μερικοί ακτιβιστές εξέλιξαν αυτή τη γραμμή σκέψης σε ένα άλλο επίπεδο. Ισχυρίστηκαν ότι οι προσωπικές εμπειρίες δημιούργησαν σχετικά σταθερές ταυτότητες, ότι ο καθένας κατείχε μια από αυτές τις ταυτότητες και ότι η πολιτική θα έπρεπε να βασιστεί στην έρευνα για αυτή την ταυτότητα και την επακόλουθη κατονομασία, υπεράσπιση και δημόσια έκφραση. Ενώ αρκετοί ριζοσπάστες στην δεκαετία του 1960 είχαν ισχυριστεί ότι η διερεύνηση προσωπικών εμπειριών θα μπορούσε να βοηθήσει ως ένα πρώτο βήμα για την ανακάλυψη συγκεκριμένων μορφών καταπίεσης, την κατανόηση της λειτουργίας τους και τελικά για την ανάπτυξη πολιτικών στρατηγικών για το ξεπέρασμά τους, μερικοί νεώτεροι έφτασαν να επιμένουν σε έναν ευθύ και αδιαμεσολάβητο δεσμό ανάμεσα στην ταυτότητα κάποιου και την πολιτική του. Αντί να είναι μέρος ενός πολιτικού σχεδίου, η ταυτότητα ήταν τώρα μάλλον ένα πολιτικό σχέδιο καθαυτό.

Η ιδέα ότι θα μπορούσε κανείς να τραβήξει μια ευθεία γραμμή ανάμεσα στην ταυτότητα και την πολιτική θα γινόταν η βάση της πολιτικής ταυτοτήτων στην σύγχρονη μορφή της, ο πυρήνας γύρω από τον οποίον όλα τα άλλα στοιχεία – ενοχή, η εμμονή με το στυλ ζωής ή η ομογενοποίηση των ομάδων – έφτασαν να έλκονται την επόμενη δεκαετία. Αν και αυτός ο τρόπος σκέψης παρέμεινε αρχικά περιθωριακός, στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, η φαύλη αντίδραση της συντήρησης, η καταστροφή των ριζοσπαστικών κινημάτων, η αποδήμηση της πολιτικής κριτικής στα πανεπιστήμια, ο πολλαπλασιασμός των μονοθεματικών εκστρατειών, και η αναδιάρθρωση των καπιταλιστικών σχέσεων όλα “δούλεψαν” με απρόσμενους τρόπους για να δημιουργήσουν τις ιστορικές συνθήκες που επέτρεψαν τελικά στην πολιτική ταυτοτήτων να επιτύχει ένα είδος ηγεμονίας στην αριστερά.

Ωστόσο, οι περιορισμό της ήταν εμφανείς από την αρχή. Το σημαντικότερο απ’ όλα, η πολιτική ταυτοτήτων έτεινε να ισοπεδώνει σημαντικές διακρίσεις ανάμεσα σε κατά τα άλλα ετερογενείς ταυτότητες. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που αναδύθηκε η ιδέα της “διαθεματικότητας26. Aν και τώρα θεωρείται σχεδόν συνώνυμη με την πολιτική ταυτοτήτων, η έννοια στην πραγματικότητα ξεκίνηση ως μια κριτική των ελαττωμάτων της.

“Το πρόβλημα με την πολιτική ταυτοτήτων”, ισχυρίζεται η Kimberlé Crenshaw, η ακαδημαϊκή νομικός που επινόησε τον όρο “διαθεματικότητα”, είναι ότι “συχνά συνταυτίζει ή αγνοεί διαφορές στο εσωτερικό των ομάδων”. Προσπάθησε να ξεπεράσει έναν από τους κομβικούς περιορισμούς της πολιτικής ταυτοτήτων δείχνοντας με ποιο τρόπο μερικές ομάδες υφίστανται όχι απλά ένα είδος καταπίεσης αλλά την “τομή” αρκετών μορφών καταπίεσης. Συνεπώς, η ταυτότητα δεν είναι μονολιθική, αλλά συχνά συντίθεται από αρκετά ανύσματα, κάτι που σημαίνει ότι το πολιτικό υποκείμενο πρέπει να διευκρινιστεί: όχι απλά μαύρη, για παράδειγμα, αλλά μαύρη, queer και γυναίκα.

Αν και η θεωρία της διαθεματικότητας πρόσθεσε μια πολύ απαραίτητη απόχρωση στην πολιτική ταυτοτήτων, συνάντησε, η ίδια, τα δικά της όρια. Όπως έχουν εξηγήσει οι Sue Ferguson και David McNally, ενώ η “οι εξηγήσεις με βάση τη διαθεματικότητα έχουν ορθώς επιμείνει πως είναι αδύνατο να απομονώσει κανείς οποιοδήποτε συγκεκριμένο σύνολο σχέσεων καταπίεσης από ένα άλλο”, δεν έχουν αναπτύξει οποιαδήποτε συνεκτική εξήγηση του “γιατί και πώς” διαφορετικές μορφές καταπίεσης τέμνονται μεταξύ τους με κάποιους τρόπους και όχι κάποιους άλλους. Το αποτέλεσμα είναι συχνά μια απαρίθμηση μορφών καταπίεσης χωρίς μια επαρκή εξήγηση της άρθρωσή τους σε ένα δομημένο, αν και πάντα άνισο, όλον. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίον, για παράδειγμα, μαχητές αυτού του τύπου διαθεματικής πολιτικής ταυτοτήτων σχεδόν πάντα επανέρχονται στη σύνθεση ατέλειωτων καταλόγων αδικιών όταν προσπαθούν να εξηγήσουν αυτό στο οποίο αντιτίθενται – την αποικιοκρατική λευκή σουπρεματιστική ετεροκανονιστική πατριαρχία, ή κάτι παρόμοιο. Επιπλέον, αφού η λίστα είναι ο μόνος τρόπος για να παρουσιαστεί το αντικείμενο της κοινωνικής πάλης, η αποτυχία να περιληφθεί μια συγκεκριμένη μορφή καταπίεσης στην κύρια λίστα συχνά θα ερμηνευθεί λανθασμένα ως η σκόπιμη απόρριψη ή διαγραφή ενός συγκεκριμένου αγώνα ενάντια σε μια συγκεκριμένη μορφή καταπίεσης.

Στην απουσία μιας θεωρίας που να εξηγεί γιατί δημιουργήθηκαν αυτές οι πολλαπλές μορφές καταπίεσης, πώς αλληλεπιδρούν και γιατί αναπαράγονται από κοινού, αναδύεται μια τάση φυσικοποίησης κοινωνικά-κατασκευασμένων ταυτοτήτων. Ως αποτέλεσμα, ταυτότητες φτάνουν να εμφανίζονται ως προ-κατασκευασμένες, συσκοτίζοντας τις πολύπλοκες ιστορικές συνθήκες που τις δημιούργησαν και συνεχίζουν να τις αναδημιουργούν. “Τα ταυτοτιστικά27 πολιτικά σχέδια”, εξηγεί ο Wendy Brown, μετασχηματίζουν τα βάσανα σε “ουσιοποιημένες ταυτότητες”, αλλά ξεχνούν ότι “τα βάσανα δεν μπορούν να επιλυθούν στο επίπεδο των ταυτοτήτων”:

Ίσως είναι ευκολότερο να δούμε αυτή τη δυναμική σε πεδία συζήτησης28 που ουσιοποιούν την σύγκρουση σε περιοχές όπως η Βόρεια Ιρλανδία, η Μέση Ανατολή ή η Νότια Αφρική. Το να σχηματοποιούμε το πρόβλημα σε αυτές τις περιοχές ως πρόβλημα των Καθολικών εναντίον των Προτεσταντών, των Αράβων εναντίον των Εβραίων, των μαύρων εναντίον των λευκών, αντί να κατανοούμε τον αντιθετικό χαρακτήρα αυτών των ταυτοτήτων ως εν μέρει παραγόμενο και φυσικοποιούμενο από τις ιστορικές λειτουργίες της Ισχύος (αποικιοκρατία των αποίκων, καπιταλισμός κ.λπ.) είναι μια κραυγαλέα απο-ιστορικοποιητική και απο-πολιτικοποιητική κίνηση – ακριβώς αυτό το είδος κίνησης που οδηγεί στην ηθικοποίηση του θρήνου ή της μομφής, στην προσωποποίηση της ιστορικής σύγκρουσης σε άτομα, κάστες, θρησκείες ή φυλές παρά σε ισχυρές πολιτικές αναλύσεις και στρατηγικές.

Με άλλα λόγια, μεταξύ πολλών μαχητών της πολιτικής ταυτοτήτων, υπάρχει μια τάση να χρησιμοποιούνται άκριτα ταυτότητες όπως η “φυλή” για να εξηγήσουν φαινόμενα, όταν είναι ακριβώς η ιστορική ύπαρξη αυτών των ταυτοτήτων που πρέπει η ίδια να εξηγηθεί. Τότε οι ταυτότητες αυτές τείνουν να κλείσουν στον εαυτό τους ως σταθερές εκφράσεις της ίδιας της ζωής.

Μόνο εκείνοι που ανήκουν σε μια δεδομένη ταυτότητα υποτίθεται ότι μπορούν να καταλάβουν συγκεκριμένες μορφές καταπίεσης. Αυτό συνεπάγεται ότι όχι μόνο αυτοί που δεν ανήκουν σε αυτή την ταυτότητα δεν μπορούν να καταλάβουν αυτή την μορφή καταπίεσης αλλά και ότι όλοι αυτοί που ανήκουν στην εν λόγω ταυτότητα θα έχουν μια αυτόματη γνώση της: κανένας λευκός δεν μπορεί ποτέ να καταλάβει πραγματικά τον ρατσισμό, όπως ακριβώς κάθε έγχρωμο άτομο θα καταλάβει φυσικά τον ρατσισμό απλά και μόνο επειδή έχει σκουρότερο χρώμα δέρματος. Ακόμα περισσότερο, υποτίθεται ότι αυτή η εμπειρική γνώση θα οδηγήσει απαραίτητα σε ορθές πολιτικές τάσεις εναντίον αυτών των μορφών καταπίεσης.

Κατά συνέπεια, ένα από τα θεμελιώδη προβλήματα της σύγχρονης πολιτικής ταυτοτήτων είναι ο αναγωγισμός. Όπως υποννοεί ο ίδιος ο όρος, για τους παρτιζάνους της πολιτικής ταυτοτήτων η πολιτική κάποιου είναι ευθεία αντανάκλαση της ταυτότητάς του. Σύμφωνα με την υπόθεση, το φύλο, η φυλή ή ο σεξουαλικός προσανατολισμός κάποιου θα οδηγήσει αυτόματα σε συγκεκριμένες πολιτικές στάσεις. Επειδή είσαι λευκή γυναίκα, θα ψηφίσεις οπωσδήποτε Χίλαρυ Κλίντον. Επειδή είσαι μαύρος σε μια θεμελιωδώς ρατσιστική κοινωνία, τότα θα πρέπει αυτομάτως να έχεις μια αντι-ρατσιστική πολιτική. Αν ανήκεις σε μια περιθωριοποιημένη ομάδα, θα πρέπει να προσυπογράψεις μια πολιτική ταυτοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο, η πολιτική ταυτοτήτων έφτασε να διαγράψει τις ενδεχομενικές διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στην ταυτότητα και την πολιτική.

Όπως γνωρίζει ο καθένας, αυτοί που λέγεται ότι ανήκουν σε μια συγκεκριμένη ταυτότητα συχνά – αν όχι όλο τον καιρό – αποτυχγάνουν να συμπεριφερθούν σύμφωνα με τα συμφέροντα που τους αποδίδονται. Όταν συμβαίνει αυτό, επιστρατεύεται ένας αριθμός επιχειρημάτων για να διασωθεί ο ντετερμινισμός της πολιτικής ταυτοτήτων. Πρώτον, στη γλώσσα με ένα στοιχειωμένα ανάλογο τρόπο στην ανυπόληπτη πια έννοια της “ψευδούς συνείδησης”, οι παρτιζάνοι της πολιτικής ταυτοτήτων κατακρίνουν αυτούς που προδίδουν τα συμφέροντά τους ως εξαπατημένους. Δεύτερον, αλλάζουν συνεργασία. Για παράδειγμα, αντί να ασχοληθούν με το περιεχόμενο του έργου τους, κάποιοι κριτικοί αποκηρύσσουν συγγραφείς όπως ο Adolph Reed και η Barbara Fields σαν “Μπάρμπα Θωμάδες”, συνδέοντάς τους ακόμα ακόμα και με τον Colin Powell και την Condoleezza Rice. Τρίτον, αυτοί που αποκλίνουν από την πολιτική που απαιτεί η ταυτότητά τους ίσως κατηγορηθούν ότι δεν ανήκουν πραγματικά σ’αυτήν. Αυτός είναι ο λόγος που έγχρωμοι που ασκούν κριτική στην πολιτική ταυτοτήτων συχνά κατηγορούνται ότι είναι λευκοί.

Κρίση

Στις 12 Απριλίου του 2015, έξι αστυνομικοί στη Βαλτιμόρη, εκ των οποίων οι τρεις ήταν μαύροι, δολοφόνησαν τον 19χρονο Freddie Gray υπό το βλέμμα ενός μαύρου επιτρόπου της αστυνομίας, ενός μαύρου δημάρχου, ενός μαύρου γενικού εισαγγελέα και του μαύρου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Όταν χιλιάδες ξεσηκώθηκαν σε διαμαρτυρίες, ο Μπαράκ Ομπάμα ο ίδιος βγήκε να τους αποκηρύξει ως “εγκληματίες” και “αλήτες ταραχοποιούς”. Η ρατσιστική δολοφονία και η τεράστια κρατική καταστολή που ακολοθησε, έχει ισχυριστεί ο Keeanga-Yamahtta Taylor, αντιπροσωπεύει ένα ορόσημο. “Πάντοτε υπήρχαν ταξικές διαφορές ανάμεσα στους Αφροαμερικανούς, αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που αυτές οι ταξικές διαφορές έχουν εκφραστεί με την μορφή μιας μειοψηφίας μαύρων να έχει αποκτήσει σημαντική πολιτική ισχύ και εξουσία πάνω στην πλειοψηφία των μαύρων ζωών”.

Επιμένοντας στην ποικιλομορφία, φέρνοντας στο προσκήνιο τους αγώνες αυτών που οι ιστορίες τους είχαν συχνά χαθεί από προσώπου, και υπογραμμίζοντας στους τρόπους που οι διάφορες μορφές καταπίεσης αναπαράγονται καθημερινά, η πολιτική ταυτοτήτων όντως προσέδωσε ποικιλία στην ριζοσπαστική πολιτική για ένα διάστημα, αλλά τελικά στηρίχτηκε σε εξαιρετικά προβληματικές προϋποθέσεις που πρόσφατα γεγονότα τις έχουν φέρει σε κατάσταση κρίσης. Η Βαλτιμόρη έδειξε ότι η αναζήτηση για μια παραστατική αντιπροσώπευση που να βασίζεται στην ψευδαίσθηση μιας οργανικής φυλετικής αλληλεγγύης δεν μπορεί να βάλει τέρμα στον ρατσισμό. “Όταν ένας μαύρος δήμαρχος, που κυβερνά μια ως επί το πλείστον πόλη μαύρων, βοηθά στην κινητοποίηση μιας στρατιωτικής μονάδας υπό την ηγεσία μιας μαύρης γυναίκας για να καταστείλλει μια μαύρη εξέγερση, τότε είμαστε σε μια νέα περίοδο της πάλης για την ελευθερία των μαύρων”, γράφει ο Taylor. Αν και χωρίς αμφιβολία αναγκαία, η αντιπροσώπευση παραμένει ανεπαρκής από μόνη της. Έχει σημασία ποιοι είναι αυτοί οι αντιπρόσωποι, τι συμφέροντα υπηρετούν, τι κάνουν στην πράξη και πώς λογοδοτούν.

Ο κύκλος των προεδρικών εκλογών που πέρασε παρουσίασε μια ακόμα πρόκληση στις υποθέσεις μας σχετικά με τον άμεσο σύνδεσμο μεταξύ ταυτότητας και πολιτικής. Πώς, σύμφωνα με την άποψη αυτή, μπορεί να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι το 52% των λευκών γυναικών ψήφισε υπέρ ενός σεξουαλικού αρπακτικού; Ή ότι μέχρι ένα ποσοστό 30% των Λατινοαμερικάνων έριξαν την ψήφο τους υπέρ ενός ατόμου που αποκαλούσε τους Μεξικάνους εγκληματίες; Με λίγα λόγια, πώς μπορεί κανείς να εξηγήσει γιατί τόσοι άνθρωποι ενήργησαν ενάντια στα “συμφέροντα”, που υποτίθεται ότι απαιτεί η ταυτότητά τους;

Επιβάλλοντας μια “παράκαμψη” ανάμεσα στο υπόβαθρο κάποιου και τις ιδιαίτερες πολιτικές θέσεις του, η πολιτική ταυτοτήτων εξαφάνισε το κρίσιμο ενδιάμεσο βήμα: τον πολιτικό αγώνα (ετμ.). Η σκληρή δουλειά της εμπλοκής με τον κόσμο, να ακούς τις συγκεκριμένες ανάγκες τους, να συνδέεις συλλογικά τις επιθυμίες τους με ένα σχέδιο, της οικοδόμησης ενός πολιτικού κινήματος μέσω της οργάνωσης και της πάλης, αντικαθίσταται από μια έκκληση στην υποτιθέμενη ταυτότητά τους. Όπως έδειξαν οι πρόσφατες εκλογές, η πολιτική ταυτοτήτων όχι μόνο εξαρτάται από μια σαθρή θεωρία για το πώς πολιτικοποιούνται οι άνθρωποι αλλά δε δουλεύει καν.

Παρά την προοδευτική της αφετηρία, η πολιτική ταυτοτήτων έχει γίνει, πλέον, όλο και περισσότερο εμπόδιο στην ενότητα. Σε μια ειρωνική αντιστροφή, αυτό που κάποτε ξεκίνησε ως μια κριτική στον αναγωγισμό έχει τώρα περιπέσει στο ίδιο εννοιολογικό λάθος. Ιστορικά, πολλά σοσιαλιστικά κινήματα “βάλτωσαν” σε έναν χονδροειδή “εργατισμό” που υποστήριζε ότι οι εργάτες έχουν αναγκαστικά τη σωστή πολιτική κοσμοθεώρηση απλά και μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι εργάτες (ετμ.). Αν οποιεσδήποτε “κακές ιδέες είχαν εισαχθεί στο κίνημα, αυτό συνέβαινε εξαιτίας μικροαστικών επιρροών. Όσοι προέρχονταν από ένα προλεταριακό υπόβαθρο εγκωμιάζονταν, ενώ όσοι δεν είχαν τέτοια προέλευση ελέγχονταν εξονυχιστικά, αναγκάζονταν να εξιλεωθούν για τα επαγγέλματα των γονιών τους ή πιέζονταν να αλλάξουν την “ταξική ταυτότητά” τους.

Όπως έχει δείξει η ιστορικός Sheila Fitzpatrick, στη Σοβιετική Ένωση, η τάξη έφτασε ακόμα και να βιολογικοποιηθεί για ένα διάστημα, αναγώμενη από μια κοινωνική σχέση σε κάτι που κάποιος κληρονομεί από τους γονείς. Μια παρόμοια θεωρία “γραμμής αίματος” της ταξικής ταυτότητας εμφανίστηκε, επίσης, στην Κίνα στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης. Πίσω απ’ όλα αυτά ήταν η υπόθεση ότι η ταξική θέση κάποιου καθορίζει αυτόματα την πολιτική του. Όλα τα άλλα ήταν επιφαινόμενα, μια μεταγενέστερη σκέψη. Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, γυναίκες, Αφροαμερικανοί, μετανάστες, queer άτομα και άλλοι άσκησαν κριτική σε αυτόν τον ακραίο ταξικό αναγωγισμό, υποστηρίζοντας, ορθώς, ότι έθετε ένα τεράστιο φράγμα στην ενότητα. Σήμερα, όμως, η πολιτική ταυτοτήτων έφερε μέσα, στα κρυφά, τον ντετερμινισμό από την πίσω πόρτα.

Εναλλακτικές

Από τη στιγμή που αυτό, το οποίο τελικά τυποποιήθηκε ως πολιτική ταυτοτήτων, έχει την αφετηρία του σε εκείνους τους εκρηκτικούς αγώνες που στόχευαν στην υπέρβαση των πραγματικών περιορισμών του σοσιαλιστικού κινήματος, υποθέτουμε συχνά ότι η σύγχρονη πολιτική ταυτοτήτων είναι ο μόνος τρόπος που εγγυάται την διαφορετικότητα και την συμπερίληψη. Στην πραγματικότητα, για πολλούς ο όρος “πολιτική ταυτοτήτων” έχει γίνει μια σύντμηση για τον σεβασμό, την συμπερίληψη και την ανάδειξη στο προσκήνιο των αγώνων των περιθωριοποιημένων ανθρώπων. Ως εκ τούτου, η άσκηση κριτικής στην πολιτική ταυτοτήτων αντιμετωπίζεται συχνά ως ισοδύναμη με την φίμωση των περιθωριοποιημένων φωνών και την επιστροφή σε ένα παλιό, ταξικά αναγωγιστικό πλαίσιο του σοσιαλισμού.

Αλλά η πολιτική ταυτοτήτων αντιπροσωπεύει μια μόνο λύση στην πρόκληση της οικοδόμησης της ενότητας. Δεν χρειάζεται να είναι η μοναδική, και δεδομένων των αυξανόμενων περιορισμών της, φαίνεται αναγκαίο να διαμορφώσουμε συλλογικά μια καλλίτερη λύση. Αυτό σε καμμιά περίπτωση δεν σημαίνει την εγκατάλειψη των συγκεκριμένων αγώνων, αναγκών και συμφερόντων των περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων· σημαίνει, μάλλον, να βρούμε έναν καλλίτερο τρόπο οικοδόμησης μαζικών κινημάτων. Ενώ είναι σημαντικό να ασκούμε κριτική στην πολιτική ταυτοτήτων, είναι πολύ πιο σημαντικό να βρούμε θετικές εναλλακτικές που αντιμετωπίζουν καλλίτερα τα πολύ πραγματικά προβλήματα που οι παρτιζάνοι της πολιτικής ταυτοτήτων προσπάθησαν να επιλύσουν ανεπιτυχώς.

Φυσικά, η οικοδόμηση μιας τέτοιας εναλλακτικής στρατηγικής απαιτεί χρόνο και μπορεί να είναι μόνο ένα συλλογικό σχέδιο. Αλλά ένα από τα πρώτα απαραίτητα βήματα είναι να εφεύρουμε πιο αποτελεσματικές έννοιες. Αυτό δεν σημαίνει την άκριτη επιστροφή στην κληρονομημένη έννοια της “τάξης”. Στην πραγματικότητα, όσοι αντιπαραθέτουν άμεσα την “τάξη” στην “ταυτότητα” δεν κάνουν τίποτα για να λύσουν το πρόβλημα. Πολύ συχνά, η αντίληψή τους για την τάξη, αποκεκαλυμμένη σε μια εμμονή με μια φανταστική “λευκή εργατική τάξη”, είναι ακόμα πιο αναγωγιστική από την πολιτική των ταυτοτήτων, προσφέροντας ελάχιστα στην αντιμετώπιση των πραγματικών αναγκών των περιθωριοποιημένων ομάδων. Θα έπρεπε να επιστρέψουμε στην έννοια της “τάξης”, αλλά και αυτή πρέπει επίσης να επανεφευρεθεί και να μην λαμβάνεται ως δεδομένη.

Αντί να παίρνουμε για δεδομένη την ύπαρξη μια συλλογή κλειστών, αδιαφοροποίητων, οργανικών κοινοτήτων, θα έπρεπε ίσως να κοιτάξουμε στην έννοια της σύνθεσης της τάξης29, δηλαδή της ιχνηλάτησης της συσχέτισης ανάμεσα στον τρόπο που η τάξη συγκροτείται υλικά ως μια συγκεκριμένη στιγμή στην ιστορία και τον τρόπο που η τάξη συγκροτεί η ίδια τον εαυτό της30 ή πώς συνδυάζει ενεργά τα διαφορετικά της μέρη για να συγκροτήσει μια μοναδική δύναμη. Αντί να κάνουμε υποθέσεις για τις ανάγκες των περιθωριοποιημένων ανθρώπων, ίσως αξίζει να αναλάβουμε συγκεκριμένες έρευνες και αυτο-έρευνες για να ανακαλύψουμε τι θέλουν πραγματικά οι άνθρωποι, γιατί έχουν υιοθετήσει συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις.

Τέλος, αντί να υποθέτουμε έναν αυτόματο δεσμό ανάμεσα στο DNA κάποιου και την πολιτική του, θα έπρεπε να επιστρέψουμε στην έννοια της συνάρθρωσης31 για να καταλάβουμε τους ενδεχομενικούς τρόπους με τους οποίους διαφορετικά υποκείμενα φτάνουν σε διαφορετικές πολιτικές. Όπως έχει οριστεί από τον Stuart Hall, η συνάρθρωση είναι μια “σύνδεση που μπορεί να παράγει ενότητα ανάμεσα σε δυο διαφορετικά στοιχεία, κάτω από ορισμένες συνθήκες. Είναι μια διασύνδεση που δεν είναι αναγκαία, καθορισμένη, απόλυτη ή ουσιώδης για πάντα” (ετμ.). Ο Hall αναπτύσσει περαιτέρω:

Πρέπει να ρωτήσεις κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί μια σύνδεση να “πλαστεί32” ή να κατασκευαστεί; Οπότε η αποκαλούμενη “ενότητα” ενός πεδίου είναι πραγματικά η “συνάρθρωση” διαφορετικών, διακεκριμένων στοιχείων τα οποία μπορούν να επανασυναρθρωθούν με διαφορετικούς τρόπους επειδή δεν έχουν κάποια αναγκαστική σχέση του “ανήκειν”. H “ενότητα” που έχει σημασία είναι μια διασύνδεση ανάμεσα στο συναρθρωμένο πεδίο και τις κοινωνικές δυνάμεις με τις οποίες μπορεί, κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, αλλά όχι αναγκαστικά, να συνδέεται…Για να το θέσω με έναν διαφορετικό τρόπο: η θεωρία της συνάρθρωσης ρωτά πώς μια ιδεολογία ανακαλύπτει ένα υποκείμενο αντί να ρωτά πώς το υποκείμενο κάνει τις αναγκαίες και αναπόφευκτες σκέψεις που ανήκουν σ’ αυτό· μας επιτρέπει να σκεφτούμε πώς μια ιδεολογία ενδυναμώνει τους ανθρώπους, πώς τους επιτρέπει να αρχίσουν να αποκτούν μια αίσθηση ή ένα νόημα της ιστορικής τους κατάστασης, χωρίς να ανάγουν αυτές τις μορφές καταληπτότητας στην κοινωνικο-οικονομική ή ταξική τοποθέτησή τους ή την κοινωνική τους θέση.

Αμφισβητώντας τον ντετερμινιστικό τρόπο σκέψης, η έννοια της συνάρθρωσης μπορεί να εξηγήσει καλλίτερα πώς οι άνθρωποι υιοθετούν φαινομενικά ξένες πολιτικές θέσεις, γιατί ανταγωνιστικές κοινωνικές δυνάμεις εισέρχονται σε αντιφατικές συμμαχίες και γιατί αυτοί που δεν αντιμετωπίζουν άμεσα συγκεκριμένες μορφές καταπίεσης μπορούν να είναι σε θέση να τις πολεμήσουν.

Το κόψιμο του αδιαμεσολάβητου συνδέσμου μεταξύ ταυτότητας και πολιτικής σημαίνει την εγκατάλειψη της ψευδαίσθησης ότι οι άνθρωποι θα προσχωρήσουν αναπόφευκτα σε ριζοσπαστικές πολιτικές – ή άλλοι σε αντιδραστικές πολιτικές – απλά εξαιτίας της ταυτότητάς τους. Αυτό κατά κανόνα κάνει το έργο μας πιο δύσκολο. Αλλά το κουράγιο να ξεφύγουμε από αυτή την ιδεολογία θα ανοίξει ξανά τον χώρο για πολιτική στρατηγική, επιτρέποντάς μας να εφεύρουμε μια καινούρια, ιστορικά κατάλληλη λύση στο πρόβλημα της ενότητας. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να πολεμήσουμε αποτελεσματικά την πολιτική ταυτοτήτων των ιδεολόγων του Δημοκρατικού Κόμματος όπως η Palmieri, παραμένοντας πιστοί στο χειραφετητικό πνεύμα της Κολλεκτίβας του ποταμού Combahee.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2017/03/16/identity-crisis/. Ο Salar Mohandesi είναι από τους ιδρυτικούς συντάκτες του Viewpoint Magazine και υποψήφιος διδάκτορας της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.

2 Στμ. στο πρωτότυπο: cut their teeth.

3 Στμ. Το κίνημα της Μαύρης Ισχύος (Black Power movement) ήταν ένα πολιτικό κίνημα για την επίτευξη μιας μορφής ισχύος/δύναμης των μαύρων και των πολλών φιλοσοφιών που περιέχει. Το κίνημα γνώρισε διάφορες μορφές ακτιβισμού, κάποιες βίαιες, άλλες ειρηνικές, όλες με την ελπίδα να πετύχουν την ενδυνάμωση των μαύρων. Αντιπροσώπευε επίσης σοσιαλιστικά κινήματα, όλα με το γενικό κίνητρο της βελτίωσης της θέσης των μαύρων στην κοινωνία. Κάποια άτομα, προερχόμενα από το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα, αμφισβήτησαν τη φιλοσοφία του κινήματος αυτού ζητώντας, επηρεαζόμενοι από τον Malcolm X, πιο ριζοσπαστικές δράσεις. Ο ακρογωνιαίος λίθος του κινήματος ήταν το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων, μια οργάνωση αφοσιωμένη στον σοσιαλισμό και τη χρήση της βίας για την επίτευξή του. Αναπτυσσόμενο μέσα από την κριτική στο Κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα της δεκαετίας του 1960, και για ένα διάστημα και σε αυτήν του 1970, το κίνημα της Μαύρης Ισχύος αναπτύχθηκε και έγινε πιο βίαιο. Μετά από χρόνια βίας, πολλοί εγκατέλειψαν το κίνημα ενώ η αστυνομία άρχισε να συλλαμβάνει κάποιους από τους βίαιους πρωταγωνιστές του. Το κίνημα διαδόθηκε επίσης στην Καραϊβική ως Black Power Revolution.

4 Στμ. στο πρωτότυπο: consciousness-raising. Μπορεί να αποδοθεί και ως ευαισθητοποίηση.

5 Στμ. Αλυσίδες πολυτελών καταστημάτων στις ΗΠΑ (και αλλού) που “έκαναν” πρωτοσέλιδα όταν τον Φεβρουάριο του 2017 απέκλεισαν από τις πωλήσεις τους την συλλογή της κόρης του Τραμπ, Ivanka.

6 Στμ. στο πρωτότυπο: got off to a rocky start.

7 Στμ. Frantz Omar Fanon (1925 – 1961), γεννημένος στη Μαρτινίκα Αφρικανός από την Καραϊβική, ψυχίατρος, φιλόσοφος, επαναστάτης και συγραφέας του οποίου το έργο έχει σημαντική επιρροή στο πεδίο των σπουδών της μετα-αποικιοκρατικής εποχής, της κριτικής θεωρίας και του Μαρξισμού. Ως διανοούμενος, ο Fanon ήταν πολιτικός ριζοσπάστης, οπαδός του Παναφρικανισμού και μαρξιστής ανθρωπολόγος που ασχολήθηκε με την ψυχοπαθολογία της αποικιοποίησης καθώς και τις ανθρωπιστικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνέπειες της απο-αποικιοποίησης.

8 Στμ. Amílcar Lopes da Costa Cabral, μηχανικός αγροτικής παραγωγής, ποιητής, διανοούμενος, θεωρητικός και επαναστάτης από την Γουινέα Μπισάο-Κάπο Βέρντε. Ένας από τους πιο επιφανείς Αφρικανούς αντιαποικιοκράτες, οδήγησε το εθνικιστικό κίνημα της Γουινέα Μπισάο και του Κάπο Βέρντε και τον απελευθερωτικό αγώνα που ακολούθησε στην Γουινέα Μπισάο. Δολοφονήθηκε τον Δεκέμβριο του 1973, σχεδόν οχτώ μήνες πριν η Γουινέα Μπισάο ανακηρύξει την ανεξαρτησία της. Αν και όχι Μαρξιστής, επηρεάστηκε βαθύτατα από τον Μαρξισμό και έγινε πηγή έμπνευσης για τα επαναστατικά σοσιαλιστικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα σε ολόκληρο τον κόσμο.

9 Στμ. To Σοσιαλιστικό Κόμμα των ΗΠΑ (Socialist Party of the United States of America, SPUSA), συχνά συντομογραφημένο σε Σοσιαλιστικό Κόμμα, είναι ένα πολυτασικό δημοκρατικό σοσιαλιστικό κόμμα στις ΗΠΑ. Το ΣΚ των ΗΠΑ ιδρύθηκε το 1973 ως διάδοχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Αμερικής, που είχε μετονομαστεί σε Σοσιαλιστές Δημοκράτες των ΗΠΑ ένα χρόνο πριν. Το κόμμα είναι επίσημα προσηλωμένο στον πολυτασικό δημοκρατικό σοσιαλισμό. Περιγράφει τον εαυτό του ως αντιτιθέμενο σε όλες τις μορφές καταπίεσης, ιδιαίτερα τον καπιταλισμό και τις εξουσιαστικές μορφές του κομμουνισμού, υποστηρίζοντας την δημιουργία μιας “ριζοσπαστικής δημοκρατίας που θέτει τις ζωές των ανθρώπων κάτω από τον έλεγχό τους – μια μη-ρατσιστική, αταξική, φεμινιστική σοσιαλιστική κοινωνία”. Υποστηρίζει επίσης την πλήρη ανεξαρτησία από το Δημοκρατικό Κόμμα.

10 Στμ. Το Κίνημα Επαναστατικής Δράσης (Revolutionary Action Movement, RAM) ήταν μια εθνικιστική επαναστατική ομάδα μαύρων στις ΗΠΑ που έδρασε από το 1962 μέχρι το 1969. Ήταν η πρώτη ομάδα που εφάρμοσε τη φιλοσοφία του Μαοϊσμού στις συνθήκες των μαύρων στις ΗΠΑ και προσέδωσε αρχές στην επαναστατική πολιτική του κινήματος της Μαύρης Ισχύος. Η πολιτική τους διαμόρφωση επηρέασε έντονα την πολιτική των Huey Newton, Bobby Seale και άλλων σημαντικών ιδρυτών και μελών του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων.

11 Στμ. Το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων (Black Panther Party, BPP) (αρχικά Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων για την Αυτοάμυνα) ήταν μια επαναστατική, εθνικιστική οργάνωση των μαύρων που έδρασε στις ΗΠΑ από το 1966 έως το 1982, με διεθνή τμήματα ενεργά στο Ηνωμένο Βασίλειο στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και στην Αλγερία από το 1969 έως το 1972. Στην γέννησή του (15 Οκτωβρίου του 1966), η κύρια δράση του BPP ήταν οι ένοπλες περιπολίες για την επίβλεψη της συμπεριφοράς των αστυνομικών του Τμήματος του Όκλαντ και η αντιμετώπιση της αστυνομικής βαρβαρότητας σε αυτή την πόλη της Καλιφόρνιας. Το 1969 άρχισε να δίνεται βάρος σε κοινωνικά προγράμματα για την κοινότητα. Το BPP δημιούργησε μια ποικιλία τέτοιων προγραμμάτων, το πιο εκτεταμένο των οποίων ήταν το Δωρεάν Πρόγευμα για τα Παιδιά καθώς και κοινοτικά ιατρεία για την αντιμετώπιση προβλημάτων όπως η ανισότητα στο φαγητό. Ο μεγαλύτερος αριθμός μελών και η περιοχή της μεγαλύτερης επιρροής του Κόμματος ήταν στις περιοχές του Όκλαντ και του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο, της Νέας Υόρκης, του Σικάγο, του Λος Άντζελες, του Σηάτλ και της Φιλαδέλφειας. Ο διευθυντής του FBI J. Edgar Hoover αποκάλεσε το BPP ως “τη μεγαλύτερη απειλή για την εσωτερική ασφάλεια της χώρας” και επέβλεψε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα (COINTELPRO) παρακολούθησης, διείσδυσης, ψευδoμαρτύρων, αστυνομικής παρενόχλησης και πολλών άλλων τακτικών, σχεδιασμένων για να υπονομεύσουν την ηγεσία των Πανθήρων, να ενοχοποιήσουν μέλη του κόμματος, να απαξιώσουν και να ποινικοποιήσουν το Κόμμα και να το αποστραγγίσουν από πόρους και δυναμικό. Αυτό το πρόγραμμα κατηγορήθηκε και για δολοφονίες μελών των Μαύρων Πανθήρων. Η ιστορία του BPP είναι αμφιλεγόμενη. Ειδικοί το έχουν χαρακτηρίσει ως την οργάνωση του μαύρου κινήματος με την μεγαλύτερη επιρροή στα τέλη της δεκαετίας του 1960, και ως “τον ισχυρότερο σύνδεσμο ανάμεσα στην εγχώρια πάλη για την απελευθέρωση των μαύρων και την παγκόσμια αντίσταση στον Αμερικανικό ιμπεριαλισμό”. Άλλοι σχολιαστές το έχουν περιγράψει ως περισσότερο ποινική παρά πολιτική οργάνωση, χαρακτηριζόμενη από την “προτίμηση στον εντυπωσιασμό εις βάρος της ουσίας”.

12 Στμ. Η Λίγκα των Μαύρων Επαναστατών Εργατών (The League of Revolutionary Black Workers), σχηματίστηκε το 1969 στο Ντητρόιτ του Μίσιγκαν, ενοποιώντας έναν αριθμό διαφορετικών Επαναστατικών Συνδικαλιστικών Κινήσεων (Revolutionary Union Movements, RUMs) που αναπτύσσονταν ραγδαία στην αυτοκινητοβιομηχανία και άλλους βιομηχανικούς τομείς – βιομηχανίες στις οποίες οι μαύροι εργάτες ήταν συγκεντρωμένοι στο Ντητρόιτ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές αυτής του 1970. Η δημιουργία της Λίγκας ήταν μια προσπάθεια να σχηματιστεί ένα πιο συνεκτικό πολιτικό όργανο καθοδηγούμενο από τις αρχές της απελευθέρωσης των μαύρων και του Μαρξισμού-Λενινισμού με στόχο την απόκτηση πολιτικής ισχύος και άρθρωσης των ιδιαίτερων συμφερόντων των μαύρων εργατών μέσω της πολιτικής δράσης. Αν και ήταν ενεργή για σύντομο σχετικά διάστημα, ήταν μια σημαντική εξέλιξη σε μια περίοδο αυξανόμενης μαχητικότητας και πολιτικής δράσης των μαύρων εργατών.

13 Στμ. Chicano ή Chicana (προφέρεται επίσης και Xicano, Xicana) είναι μια επιλεγμένη ταυτότητα μερικών Μεξικανοαμερικανών στις ΗΠΑ. Ο όρος χρησιμοποιείται, μερικές φορές, εναλλάξ με τον όρο Μεξικανοαμερικανός, αν και τέτοιοι όροι έχουν ένα ευρύ φάσμα σημασιών σε διάφορα σημεία στις Νοτιοανατολικές ΗΠΑ. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ευρέως στη διάρκεια του κινήματος των Chicanos από τους Μεξικανούς ως έκφραση περηφάνειας για μια κοινή πολιτισμική, εθνική και κοινοτική ταυτότητα.

14 Στμ. Το Κόμμα των Ερυθροφρουρών (Red Guard Party) ήταν μια ριζοσπαστική οργάνωση Κινεζοαμερικανών νέων του δρόμου που σχηματίστηκε τον Φεβρουάριο του 1969. Το κόμμα δημιουργήθηκε στις σκοτεινές αίθουσες μπιλιάρδου στην Chinatown του Σαν Φρανσίσκο με στόχο να πετύχει τη δημιουργία επαρκών κοινωνικών υπηρεσιών και να λειτουργήσει ως ένα ενιαίο μέτωπο ενάντια στην αστυνομική βαρβαρότητα και καταπίεση που αντιμετώπιζαν ως μειονότητες. Οι Ερυθροφρουροί λειτούργησαν ως μια πρωτοποριακή επαναστατική οργάνωση για το Ασιατο-αμερικανικό κίνημα στη Δυτική Ακτή που προσπάθησε να πολεμήσει την δεδομένη εικόνα της μειονότητας και να προάγει την αλληλεγγύη με άλλες καταπιεζόμενες εθνικές μειονότητες. Αν και υπήρξαν για ένα σύντομο χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, η παρουσία τους υπογραμμίζει τις διαφορετικές ριζοσπαστικές κριτικές και αντιδράσεις στις αντιλαμβανόμενες αδικίες.

15 Στμ. Η Οργάνωση των Νέων Πατριωτών (Young Patriots Organization) ήταν μια αμερικανική αριστερή οργάνωση στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Αναπτύχθηκε από ένα πρότζεκτ της οργάνωσης Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία (Students for a Democratic Society, SDS) με την ονομασία Δουλειά ή Εισόδημα Τώρα (Jobs Or Income Now, JOIN). Με αφετηρία στο Uptown του Σικάγο, η οργάνωση σχεδιάστηκε για να υποστηρίζει νέους, λευκούς μετανάστες από την περιοχή των Απαλλαχίων. Όμως η συμμετοχή ήταν ανοιχτή σε όλες τις φυλές. Με τους Fred Hampton από τους Μαύρους Πάνθηρες, τον José “Cha-Cha” Jiménez της οργάνωσης Young Lords Organization, και τον Katiri LaRouge της Native American Housing Committee, οι “Νέοι Πατριώτες” συνέβαλαν στον σχηματισμό του Συνασπισμού του Ουράνιου Τοξου, Rainbow Coalition (δεν έχει σχέση με την μεταγενέστερη οργάνωση Rainbow/PUSH Coalition του Jesse Jackson). Η αρχική αλληλεπίδραση της ομάδας με τους Μαύρους Πάνθηρες παρουσιάζεται στο ντοκυμαντέρ του 1969 American Revolution 2. Φορούσαν την σημαία της Συνομοσπονδίας στα μπλε τζην τζάκετ και στους μπερέδες τους και πολεμούσαν ενάντια στον ρατσισμό. Συμμετείχαν σε διαδηλώσεις εναντίον της αστυνομικής βαρβαρότητας και των διακρίσεων στη στέγαση. Το 1971 ένα τμήμα προσπάθησε να φτιάξει μια εθνική οργάνωση, με το όνομα Patriot Party, που δεν έχει καμμιά σχέση με την ομώνυμη δεξιά ομάδα.

16 Στμ. Ο Συνασπισμός του Ουράνιου Τόξου (Rainbow Coalition) ήταν ένας συνασπισμός στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές αυτής του 1970, που ιδρύθηκε στο Σικάγο από τους Fred Hampton, ακτιβιστή του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων, William “Preacherman” Fesperman, Jack (Junebug) Boykin, Bobby Joe Mcginnis και Hy Thurman της Οργάνωσης Νέων Πατριωτών (Young Patriots Organization) και τον Jose “Cha Cha” Jimenez, ιδρυτή της οργάνωσης Young Lords, ως ένα κίνημα πολιτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στη συνέχεια διευρύνθηκε για να συμπεριλάβει διάφορες ριζοσπαστικές σοσιαλιστικές ομάδες και κοινότητες όπως η Συμμαχία των Φτωχών του Πάρκου Λίνκολν (Lincoln Park Poor People’s Coalition). Συνδεόταν με το ανερχόμενο κίνημα για τη Μαύρη Δύναμη, που κινητοποίησε την δυσαρέσκεια πολλών Αφροαμερικανών και τον ακτιβισμό άλλων εθνικών μειονοτήτων μετά την ψήφιση της νομοθεσίας για τα πολιτικά δικαιώματα από τον Δημοκρατικό πρόεδρο Lyndon Johnson, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ο συνασπισμός έκανε συμφωνίες για τον τερματισμό της εγκληματικότητας και της βίας μεταξύ των συμμοριών, καθώς οι ηγέτες του πίστευαν ότι οι πόλεμοι συμμοριών μεταξύ των φτωχών νέων δεν πρόσφεραν κανένα όφελος. Ο Hampton και οι συνεργάτες του πίστευαν ότι η πολιτική “μηχανή” της οικογένειας Daley στο Σικάγο (δύο μέλη της οποίας διετέλεσαν δήμαρχοι της πόλης) και η αμερικάνικη άρχουσα τάξη χρησιμοποιούσαν τους πολέμους συμμοριών για να παγιώσουν τις πολιτικές τους θέσεις μέσω της χρηματοδότησης για την επιβολή του νόμου και της δραματοποίησης της εγκληματικότητας, μάλλον, παρά των υποκείμενων κοινωνικών προβλημάτων.

17 Στμ. στο πρωτότυπο: “bread and butter” issues.

18 Στμ. Weathermen: Η οργάνωση Weather Underground Organization, κοινώς γνωστή και ως Weather Underground, ήταν μια μαχητική αμερικανική ριζοσπαστική αριστερή που ιδρύθηκε στην πανεπιστημιούπολη Ann Arbor του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Η ομάδα έγινε γνωστή στην καθομιλουμένη ως Weathermen. Σχηματίστηκε το 1969 ως μια φράξια των Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία (Students for a Democratic Society, SDS) αποτελούμενη κυρίως από την ηγεσία της SDS και τους υποστηρικτές της. Ο σκοπός της ήταν η δημιουργία ενός παράνομου επαναστατικού κόμματος για την ανατροπή της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Με επαναστατικές θέσεις χαρακτηριζόμενες από την “μαύρη εξουσία” και την αντίθεση στον πόλεμο του Βιετνάμ, η ομάδα διεξήγαγε μια σειρά από βομβιστικές ενέργειες στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και πήρε μέρος σε δράσεις όπως η απόδραση του Timothy Leary. Οι “Μέρες της Οργής”, η πρώτη δημόσια διαδήλωσή τους στις 8 Οκτώβρη του 1969, ήταν μια εξέγερση στο Σικάγο προγραμματισμένη να συμπέσει χρονικά με την δίκη των Επτά του Σικάγο. Το 1970 η ομάδα εξέδωσε μια “Διακήρυξη Κατάστασης Πολέμου” ενάντια στην κυβέρνηση των ΗΠΑ.

19 Στμ. στο πρωτότυπο: tokenism. Για την ακρίβεια, ο όρος δηλώνει προσχηματικές δράσεις υποστήριξης μειονοτικών ή περιθωριακών ομάδων που φαινομενικά τους παρέχουν πλεονεκτήματα ώστε να δίνεται η εντύπωση δίκαιης μεταχείρισης.

20 Στμ. Η Kwanzaa, είναι μια γιορτή που διαρκεί μια εβδομάδα που γιορτάζεται στις ΗΠΑ και άλλα έθνη της Δυτικής αφρικανικής διασποράς στην Αμερική. Η γιορτή τιμά την αφρικανική κληρονομιά στην Αφροαμερικανική κουλτούρα και γιορτάζεται από τις 26 Δεκεμβρίου μέχρι την 1η Ιανουαρίου, οπότε και κορυφώνεται σε πανηγύρι και ανταλλαγή δώρων. Η Kwanzaa έχει τις ρίζες της στο κίνημα του μαύρου εθνικισμού της δεκαετίας του 1960 και θεμελιώθηκε ως ένα μέσο για να βοηθήσει τους Αφροαμερικανούς να επανασυνδεθούν με την αφρικάνικη ιστορική και πολιτισμική τους κληρονομιά, ενωνόμενοι σε έναν κοινό διαλογισμό και μελέτη των αφρικανικών παραδόσεων και του Nguzo Saba, των “εφτά αρχών της Αφρικανικής Κληρονομιάς”, για τις οποίες ο Karenga είπε ότι είναι “μια κοινοτιστική Αφρικανική φιλοσοφία”. Για τον Karenga, μια μείζονα προσωπικότητα του κινήματος της Μαύρης Ισχύος, η δημιουργία τέτοιων γιορτών υπογράμμιζε επίσης μια ουσιαστική πρόταση ότι “πρέπει να έχουμε μια πολιτισμική επανάσταση πριν από μια βίαιη επανάσταση. Η πολιτισμική επανάσταση δίνει ταυτότητα, σκοπό και κατεύθυνση”.

21 Στμ. στο πρωτότυπο: “bent the stick too far”.

22 Στμ. στο πρωτότυπο: Pork chop nationalism, ιδιωματισμός που αναφέρεται σε έναν μαύρο που ενεργεί δουλοπρεπώς προς τους λευκούς.

23 Στμ. στο πρωτότυπο: trashing.

24 Στμ. στο πρωτότυπο: call-out culture.

25 Στμ. στο πρωτότυπο: peoplehood.

26 Στμ. στο πρωτότυπο: intersectionality.

27 Στμ. στο πρωτότυπο: identitarian. Αποδίδουμε ως ταυτοτιστικός, δηλαδή ο σχετικός με την ταυτότητα, που είναι σαφώς ακριβέστερος, στο πλαίσιο αυτό, από τα ταυτιστικός ή ταυτολογικός. Πολιτικά ο όρος είναι ήδη φορτισμένος με την ακροδεξιά ρητορική. Παραθέτουμε από την Wikipedia: “To ταυτοτιστικό κίνημα, (Identitarian movement) είναι ένα πανευρωπαϊκό κοινωνικο-πολιτικό κίνημα που ξεκίνησε στη Γαλλία το 2002 ως ένα ακροδεξιό κίνημα νεολαίας προερχόμενο από την Génération Identitaire της νέας Δεξιάς. Αρχικά η νεολαιίστικη πτέρυγα του αντιμεταναστευτικού, ακροδεξιού Bloc Identitaire πήρε τη δική του ταυτότητα και ταξινομείται πλέον ως μια διακριτή συνολικά οντότητα με την πρόθεση της διάδοσής της σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το ταυτοτιστικό κίνημα υποστηρίζει τη διεκδίκηση δικαιωμάτων για τα μέλη συγκεκριμένων ευρωπαϊκών εθνοπολιτισμικών ομάδων. Το κίνημα περιγράφεται επίσης ως ‘αντι-τζιζαντιστικό’ κίνημα”. Ο όρος χρησιμοποιείται, για παράδειγμα, σε ένα άρθρο στην Καθημερινή με τον, μάλλον ευφημιστικό, τίτλο: “Ταυτοτισμός η νέα κίνηση για το μέλλον της Ευρώπης”: http://www.kathimerini.gr/889596/article/epikairothta/kosmos/taytotismos-h-nea-kinhsh—gia-to-mellon-ths-eyrwphs/.

28 Στμ. στο πρωτότυπο discourses. Αποδίδουμε ως πεδία (πχ. συζήτησης) και στη συνέχεια του κειμένου.

29 Στμ. Εξαιρετικό σημείο. Σύνδεση με το ζήτημα της “σύνθεσης” (composition issue) που θέτουν οι Endnotes.

30 Στμ. Η τάξη διευατήν και καθεαυτήν. Πώς η τάξη συγκροτείται “αντικειμενικά” ως τάξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (καθεαυτήν) και πώς αποκτά συνείδηση του εαυτού της (διεαυτήν).

31 Στμ. στο πρωτότυπο: articulation.

32 Στμ. στο πρωτότυπο: forged.