Η Καταλωνία εντός της στιγμής του λαϊκισμού

Αναδημοσίευση από το blog https://2008-2012.net

https://2008-2012.net/2017/10/24/la-catalogne-dans-le-moment-populiste/

 

 

Πρόκειται για τη μετάφραση του άρθρου “La Catalogne dans le moment populiste” που δημοσιεύτηκε στο blog Carbure και μπορεί να βρεθεί εδώ.

 

 

Την 1η Οκτωβρίου 2017, στην Καταλονία, μάζες κόσμου συγκρούστηκαν με την αστυνομία για να πάνε να ψηφίσουν· και ήρθαν αντιμέτωπες με την καταστολή επειδή συμμετείχαν σε ένα δημοψήφισμα, το οποίο διοργάνωσε η κυβέρνησή τους και το οποίο κηρύχθηκε αντισυνταγματικό από το ισπανικό κράτος. Η εικόνα ειρηνικών ανθρώπων πεσμένων στο έδαφος και χτυπημένων από την Guardia Civil, εντός του οικείου πλαισίου ενός σχολείου που χρησίμευε ως εκλογικό κέντρο, είχε μια κάπως σοκαριστική επίδραση. Έκτοτε, το δημοψήφισμα απέκτησε τη διάσταση ενός «δημοκρατικού ξεσηκωμού» στην καρδιά της Ευρώπης (τι πιο δημοκρατικό από ένα δημοψήφισμα; και μια ευρωπαϊκή χώρα;) βυθίζοντας στην αμηχανία ακόμα και αυτούς που αντιτίθεντο σε αυτό, από τους Podemos μέχρι θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορούμε εύκολα να καταδικάσουμε τους πολιτικούς ή τα εξτρεμιστικά κόμματα, αλλά η διοοργάνωση του δημοψηφίσματος κατέληξε να δώσει την εικόνα ενός λαού που πηγαίνει ειρηνικά να ψηφίσει, κάτι που αποτελεί ιδεολογικό θεμέλιο του σύγχρονου κράτους, και κατεστάλη άγρια από το ίδιο του το κράτος.

Όλα τα ευρωπαϊκά κράτη συγκροτήθηκαν, καθένα με τον τρόπο του, πάνω στην άρνηση ή την απορρόφηση των ιδιαίτερων ταυτοτήτων που ήταν παρούσες στη «δική τους» επικράτεια, κάτι που προφανώς ακόμα αφήνει ίχνη σήμερα. Όμως, μολονότι το πολιτιστικό ζήτημα παίζει έναν ρόλο στην Καταλονία, αυτό υφίσταται μόνο ως πλαίσιο αναφοράς της οντότητας «Καταλονία», η οποία πριν από όλα παραμένει νοητή με οικονομικούς όρους. Αυτό που προτάχθηκε στις διεκδικήσεις δεν είναι τόσο το ζήτημα της ταυτότητας ή της γλώσσας (στην Καταλονία, η παρουσίαση των διδακτορικών γίνεται στα καταλανικά) όσο το ζήτημα της υπερβολικής φορολόγησης που υποτίθεται εμποδίζει την ανάπτυξη της περιοχής και υποχρεώνει την κυβέρνηση της Generalitat να εφαρμόσει τα μέτρα λιτότητας που επιβάλλει η Μαδρίτη. Το καταλανικό ζήτημα θέτει λοιπόν το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ κράτους και κεφαλαίου. Εντός αυτής της σύγκρουσης, η ιδεολογική μορφοποίηση των σχέσεων μεταξύ κράτους, «λαού» και οικονομίας γίνεται συγκεκριμένο διακύβευμα στο εσωτερικό των εντελώς πραγματικών ταξικών σχέσεων.

Μετά την κρίση του 2008, το κράτος εμφανίστηκε ως ο έσχατος εγγυητής απέναντι στην καπιταλιστική αναρχία και τα αχαλίνωτα ατομικά συμφέροντα. Και, πράγματι, η ενορχηστρωμένη παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών, η διάσωση των τραπεζών και η επαναγορά των ομολόγων που ήταν «για τα μπάζα» υπήρξαν αποφασιστικές για την έξοδο από την κρίση. Στη ζώνη του ευρώ, αυτή η παρέμβαση καθοδηγήθηκε από την τάση της επιβολής πολιτικών λιτότητας εκ μέρους των κρατών, σε συμφωνία με τους υπερεθνικούς θεσμούς του ΔΝΤ και της ΕΚΤ, οι οποίες εκ των πραγμάτων καθοδηγήθηκαν επίσης από τα πιο πλούσια κράτη προς τα πιο φτωχά, όπως είναι προφανές στην περίπτωση της Ελλάδας. Αυτό μας οδηγεί σε μια κατάσταση φαινομενικά παράδοξη, όπου είναι τα κράτη αυτά που επιδιώκουν να αναιρέσουν την εθνική κυριαρχία υπέρ του μεγαλύτερου οφέλους για τον καπιταλισμό.

Τα σύνορα, στο παρελθόν συνώνυμα του εγκλεισμού και της καταπίεσης, σήμερα γίνονται αντιληπτά από κάποιους ως προστατευτικοί φραγμοί απέναντι σε μια καπιταλιστική τάξη που δεν σταματάει να τα διαλύει για να ρευστοποιήσει την κυκλοφορία των εμπορευμάτων· την ίδια στιγμή που τα ισχυροποιεί για να καταπολεμήσει την τραγική κυκλοφορία των ανθρώπων που παράγει η πρώτη.

Το 2008 με τις ελληνικές ταραχές και το 2011 με τις αραβικές εξεγέρσεις έμοιαζε να ανοίγει ένα εξεγερσιακό παράθυρο. Εντούτοις, πολύ γρήγορα, διακύβευμα και πεδίο αυτών των κινημάτων έγιναν η κοινωνία πολιτών και το κράτος, η μεταρρύθμιση και ο εκδημοκρατισμός του ο αποκλειστικός ορίζοντάς τους. Μολονότι στην Αίγυπτο και την Τυνησία οι εργατικές απεργίες ήταν μαζικές και μπόρεσαν να φτάσουν σε μια κατάσταση ημι-ρήξης με το κράτος, για διάφορους λόγους –μεταξύ των οποίων η μη δυνάμενη να αγνοηθεί προοπτική της καταστολής (τα τανκς του στρατού «που προστάτευαν» τους διαδηλωτές από τις επιθέσεις των μπράβων του Μουμπάρακ ή που στάθμευαν γύρω από κανάλι του Σουέζ έθεταν πολύ συγκεκριμένα το ζήτημα της κατάργησης του κράτους)–  φτάσαμε σε μια κατάσταση όπου το ζήτημα του κράτους, της νομιμότητάς του, της ικανότητάς του να αντανακλά τις προσδοκίες της κοινωνίας πολιτών, της ιδιότητάς του να εγγυάται μια πιο δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων και την ελευθερία του καθενός να συμμετέχει στην οικονομική και κοινωνική ζωή (το ζήτημα της διαφθοράς και της μονοπώλησης της εξουσίας από μια κλίκα ήταν αναπόφευκτο στις αραβικές χώρες) αποτέλεσαν τον ορίζοντα όλων των αγώνων της περιόδου.

Το κίνημα των πλατειών, από την Ταχρίρ στην Ταξίμ και μέχρι τις διαφορετικές εκδοχές του Occupy στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, έκαναν της κοινωνία πολιτών καρδιά και διακύβευμα των διεκδικήσεων, εντός ενός παγκόσμιου κινήματος όπου –μολονότι το προλεταριάτο ήταν πάντοτε παρόν στον έναν ή τον άλλο βαθμό–  η μεσαία τάξη γινόταν ολοένα και πιο κεντρική τόσο ως κοινωνική πραγματικότητα όσο και ως πολιτικό ζήτημα. Αυτό το κίνημα, από τη στιγμή που παύει να είναι καθαρή διαμαρτυρία (όπως ήταν το κίνημα 15Μ στην Ισπανία) και τείνει να διεκδικήσει την εξουσία του κράτους στο όνομα της κοινωνίας πολιτών, μπορεί να περιγραφεί επαρκώς με τον όρο του «λαϊκισμού». Ο λαϊκισμός –όταν είναι της αριστεράς ή «κοινωνικός»– αποτελεί επίσης προϊόν τόσο της αποτυχίας αυτών των κινημάτων και της επιδείνωσης των μέτρων λιτότητας όσο και της καταστολής των κινημάτων, καθαρά διαμαρτυρίας, από το κράτος.

Πρέπει να τοποθετήσουμε την άνοδο του λαϊκισμού εντός της στιγμής που ακολουθεί τον «αραβικό χειμώνα» και την εκλογή του Σύριζα στην Ελλάδα και που χαρακτηρίζεται από την επιστροφή της συσσώρευσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτή η στιγμή της «εξόδου από την κρίση» είναι επί της ουσίας η στιγμή των πολιτικών λιτότητας, της επιδείνωσης των συνθηκών εκμετάλλευσης των προλετάριων και το τέλος του κράτους-πρόνοιας χωρίς προϋποθέσεις που είχε καθιερωθεί κατά τη διάρκεια της χρυσής τριακονταετίας. Εντούτοις, η ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά μόνο εάν το κράτος αναλάβει ένα τμήμα της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. Αυτό το τμήμα γίνεται επομένως αντικείμενο των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων εκ μέρους των ταξικών κομματιών που επωφελούνται από αυτό και βρίσκονται σε θέση να το διαπραγματευτούν. Αυτοί οι αγώνες έχουν για διακύβευμα τον ορισμό του κράτους και την επέκταση των προνομίων που αυτό παρέχει στο πλαίσιο ενός φιλελευθερισμού, τον οποίο κανένας από τους πρωταγωνιστές δεν αμφισβητεί στ’ αλήθεια (καθώς το «σοσιαλιστικό» σχέδιο μιας οικονομίας διευθυνόμενης από το κράτος έχει οριστικά ενταφιαστεί).

Ως «λαϊκισμό» δεν πρέπει να θεωρούμε ούτε τη δημαγωγική πολιτική που έχει στόχο να εργαλειοποιήσει τις πιο φτωχές και λιγότερο μορφωμένες τάξεις ούτε τον απλό εθνικισμό (αν και στοιχεία από τις δυο αυτές εκδοχές μπορούν να υπάρχουν), αλλά περισσότερο ένα διαταξικό κίνημα, εντός του οποίου η εθνική ενότητα δεν υφίσταται μέσω της «προς τα πάνω» ταυτοποίησης των υποκειμένων με το κράτος (όπως στην περίπτωση της «λαϊκής» υπεράσπισης μιας αποικιακής πολιτικής, για παράδειγμα), αλλά περισσότερο μέσω της οριζόντιας αναγνώρισης της ισότητας των υποκειμένων στο εσωτερικό ενός εθνικού συνόλου και μέσω του ιδεολογικού επανακαθορισμού των καπιταλιστικών σχέσεων στη βάση αυτής της ισότητας τιθέμενης ως θεμελιώδους. Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει ότι είναι πιο σημαντικό το κράτος να θεωρείται «αντικειμένου του λαού», απορροή της κοινότητας και να καθίσταται εφεξής υπεύθυνο για την ιδιαίτερη ύπαρξη αυτής της υποτιθέμενης ισότητας. Είναι αυτό για το οποίο μιλάει ο Mélenchon στη Γαλλία, όταν προτείνει μια «συνταγματική διαδικασία». Για την Καταλονία και το αποσχιστικό κίνημα, η διατύπωση της υπεροχής του λαού επί του κράτους είναι αυτό που του επιτρέπει να διαβεβαιώνει ότι είναι ο ίδιος ο λαός που ορίζει το εθνικό σύνολό «του» και όχι το αντίστροφο.

Ο λαϊκισμός θέτει το ζήτημα της κοινωνίας πολιτών, αλλά με μια εντελώς ιδιαίτερη μέθοδο, παρουσιάζοντάς την τόσο ως μια ουσιώδη κοινότητα –ο «λαός»– είτε με έναν πολιτικό (το ανήκειν στη Δημοκρατία) είτε με έναν εθνοτικό τρόπο (η γλώσσα, τα έθιμα, η καταγωγή) όσο και ως μια υλική κοινότητα, η οποία κυβερνιέται από το κράτος και υφίσταται εντός των κατηγοριών του καπιταλισμού. Η ουσιώδης κοινότητα είναι, εντός του λαϊκισμού, αυτό που προσδίδει νομιμότητα στο κράτος και αποτελεί επίσης την προνομιακή οδό με την οποία φετιχοποιούνται οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις· ή καλύτερα η γλώσσα με την οποία εκφράζεται αυτή η φετιχοποίηση.

Αλλά αυτή η ουσιώδης κοινότητα δεν αποτελείται από τίποτα άλλο πέρα από τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, βαμμένες εκ νέου με τα υποτίθεται αδερφικά χρώματα της εθνικής σημαίας. Μεταξύ καταλανού εργοδότη και του καταλανού εργάτη του η γλώσσα είναι ίδια, αλλά η εκμεταλλευτική σχέση που συνεχίζει να υπάρχει ανάμεσά τους δεν έχει ούτε γλώσσα ούτε σημαία· και η αποσπώμενη υπεραξία θα πάει να συναντήσει τα άλλα κεφάλαια στην παγκόσμια αγορά πριν επιστρέψει στην άκρη της γλώσσας των προλετάριων με τη μορφή συμφώνων ανταγωνιστικότητας εγκεκριμένων, είναι αλήθεια, μεταξύ καταλανών.

Η κοινωνική κατηγορία στην οποία πρόκειται να αντιπαρατεθεί ο λαϊκισμός δεν είναι η αστική τάξη ως τέτοια (εκμεταλλευτική, κάτοχος των μέσων παραγωγής κ.α.), στο μέτρο που το αφεντικό ή ο εργάτης μπορούν να ανήκουν στην ουσιώδη κοινότητα του «λαού», ακόμα κι αν η θέση τους εκεί είναι διαφορετική. Εδώ, ο λαϊκισμός αναδεικνύεται μια χαρά ως κληρονόμος του σλόγκαν των 99% εναντίον του 1%. Ο εχθρός, και εδώ, θα είναι οι παγκοσμιοποιημένες ελίτ που δεν ανήκουν σε καμία κοινότητα: τάξη της κυκλοφορίας, γεωγραφικά κινητική και χωρίς κοινοτικές συνδέσεις, τάξη του παγκόσμιου εναντίον του τοπικού, του αφηρημένου των χρηματοπιστωτικών ροών ενάντια στο συγκεκριμένο της παραγωγής και των υπηρεσιών.

Είναι αυτή η «τάξη» των παγκοσμιοποιημένων ελίτ, της οποίας τα φτερά η αποσχιστική καταλανική άκρα αριστερά προτείνει να κόψουμε και να προσδεθούμε στο έδαφος της μητέρας-πατρίδας μπλοκάροντας τα υπάρχοντά της σε περίπτωση που ονειρευόταν να εγκαταλείψει την εθνική επικράτεια μετά την ανεξαρτησία. Και, πράγματι, ήταν οπωσδήποτε οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις του Ibex 35 (του ισπανικού CAC 40) των οποίων οι έδρες ήταν οι πρώτες που εγκατέλειψαν το καταλανικό έδαφος, σε μια συμβολική αλλά ξεκάθαρη κίνηση στήριξης της Μαδρίτης. Η λαϊκίστικη άκρα αριστερά δείχνει εδώ με ποιον τρόπο ο σεπαρατισμός εκφράζει επίσης τη σύγκρουση μεταξύ κομματιών της αστικής τάξης, μεταξύ «μικρής» αστικής τάξης του εμπορίου και των υπηρεσιών και «μεγάλης» αστικής τάξης των παγκοσμιοποιημένων χρηματοπιστωτικών ροών· θέτοντας έτσι, εκ μέρους της κοινωνίας πολιτών, εντός αυτής της ταξικής σύγκρουσης το παλιό ζήτημα της «πραγματικής» οικονομίας που αντιτίθεται στην «αφηρημένη» οικονομία. Είναι ακριβώς αυτή η αστική τάξη, με την οποία συνδέεται άρρηκτα η μεσαία τάξη –η οποία με τη σειρά της συγκροτείται από τη μεγάλη χορωδία των υπαλλήλων, των προϊσταμένων, των εμπόρων, των δικηγόρων, των γιατρών, με την οποία ενώνονται εργατικές φωνές–  και η οποία λέει: «Η οικονομία είναι δική ΜΑΣ δουλειά, ΕΜΕΙΣ είμαστε που παράγουμε τον πλούτο». Και αυτό εκφράζει,  εντός της γλώσσας της ιδεολογίας, αυτή τη θεωρητική αλήθεια: το κεφάλαιο είναι η ίδια η κοινωνία.

Γιατί προφανώς, οι παγκοσμιοποιημένες ελίτ είναι εξίσου αυτές με τις οποίες εμπορευόμαστε και για τις οποίες εργαζόμαστε· και η ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί επίσης το πεδίο τους, το πεδίο των μεγάλων χρηματοπιστωτικών όσο και βιομηχανικών ομίλων, οι οποίοι επένδυαν μαζικά στην Ισπανία κάθε φορά που το κράτος (συμπεριλαμβανομένης της καταλανικής κυβέρνησης ως ενδιάμεσου) τους προετοίμαζε το έδαφος προσφέροντάς τους επί τόπου και χωρίς τέλη εκτελωνισμού μια καταρτισμένη εργασιακή δύναμη μειωμένου κόστους, καθώς επίσης και μια απέραντη εσωτερική αγορά προς κατάκτηση. Κατά συνέπεια, η είσοδος στην παγκόσμια αγορά, την οποία οι αυτονομιστές προσφέρουν ως απόδειξη οικονομικής αξιοπιστίας, αποτελεί ακριβώς αυτό που φρενάρει τη διαδικασία αυτονόμησης. Γιατί, δεν είναι δυνατόν να διαχωρίσεις το κράτος από την οικονομία ανάγοντας το κράτος σε μια κοινότητα δραστήριων εργατών και υπεύθυνων επιχειρηματιών πιασμένων χέρι-χέρι για να δημιουργήσουν τον πλούτο στην παγκόσμια αγορά. Το χρέος, το οποίο η Βαρκελώνη θα έπρεπε φυσικά να κληρονομήσει από τη Μαδρίτη αν εγκατέλειπε την Ισπανία και άρχιζε εκ νέου τη διαδικασία σύνδεσης με την ΕΕ, θα τοποθετούσε την Καταλονία στην κατάσταση της Ελλάδας. Γιατί ο τρόπος με τον οποίο η Ισπανία, και επομένως η Καταλονία, εισέρχεται στην παγκόσμια αγορά είναι εξίσου μέσω του χρέους και των μέτρων λιτότητας που επιβάλλονται από το κράτος: και εδώ, οι ιδεολογικές διακρίσεις που κάνει ο λαϊκισμός αποδεικνύονται ανίσχυρες να συλλάβουν την πραγματικότητα της στιγμής που τις συγκροτεί.

Η διαταξικότητα που εκδηλώνεται στην καταλανική συνθήκη λαμβάνει χώρα εκ των πραγμάτων, όπως κάθε φορά, μεταξύ εντελώς καθορισμένων ταξικών κομματιών, τα οποία αντανακλούν την οικονομική κατάσταση της περιοχής. Πράγματι –μολονότι η Καταλονία, πρώιμα βιομηχανοποιημένη, συντήρησε και ανέπτυξε μια σημαντική βιομηχανική δομή, κυρίως στην αυτοκινητοβιομηχανία ή στον σε πλήρη επέκταση τομέα της χημείας, και διέλυσε τον, τόσο σημαντικό στις πιο φτωχές περιοχές της Ισπανίας, αγροτικό τομέα– είναι οι υπηρεσίες αυτές που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του ΑΕΠ της (περίπου 74%). Κατά τη διάρκεια της γενικής απεργίας (καλεσμένης αλλιώς ως «πολιτική στάση») που διοργανώθηκε στις 3 Οκτωβρίου από τους οπαδούς της ανεξαρτησίας, αυτοί που απήργησαν είναι κυρίως οι δημόσιες υπηρεσίες (μεταφορές, μουσεία κ.α.) και ο τομέας της υγείας –τομείς, οι οποίοι είναι αυτοί που κυρίως επηρεάζονται από την κήρυξη της ανεξαρτησίας και τους οποίους αγγίζουν οι περικοπές του προϋπολογισμού– και οι κλάδοι του εμπορίου (το λιμάνι των εμπορευμάτων). Η Μπάρτσα έκλεισε το Καμπ Νου, αλλά τα Seat βγήκαν από το εργοστάσιο ως συνήθως. Είναι αλήθεια ότι σε περίπτωση ανεξαρτητοποίησης, οι καταλανοί θα συνεχίσουν να πηγαίνουν στο γήπεδο και η Μπάρτσα θα μπορέσει να συνεχίσει τις μεταγραφές των 40 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ο γερμανός κατασκευαστής θα διατηρήσει τα εργοστάσιά του στη θέση τους: στο Martorell, κοντά στη Βαρκελώνη, όπου πολλοί ίδρωσαν για την «ανάκαμψη», είναι 10.000 άτομα που θα βρεθούν τότε άνεργοι.

Αλλά –μολονότι το ζήτημα της απόσχισης της Καταλονίας μπορεί ενδεχομένως να παρουσιαστεί ως ανταγωνισμός μεταξύ τμημάτων της αστικής τάξης, στο εσωτερικό του οποίου εμπλέκονται ταξικά κομμάτια με συμφέροντα που συνδέονται με τμήματα της καταλανικής αστικής τάξης ευνοϊκά διακείμενα στην ανεξαρτησία– δεν πρέπει να χάνουμε από το οπτικό πεδίο ότι αυτά τα συμφέροντα είναι τόσο εντελώς ιδεολογικά όσο και πραγματικά, χωρίς να είναι πραγματικά δυνατόν να διαχωριστούν τα μεν από τα δε. Η θέση περί χειραγωγούμενων μαζών από τους εθνικιστές αστούς αντανακλά μια βαθιά περιφρόνηση προς τις λεγόμενες «μάζες»: ο «κόσμος» –στην περίπτωση του λαϊκισμού, η χρήση αυτής της αφηρημένης κατηγορίας γίνεται εύστοχη– δεν είναι ο ηλίθιος που ρίχνεται στην πρώτη διαθέσιμη ταυτότητα. Και εκ των πραγμάτων, η διεκδίκηση της ανεξαρτησίας αποτελεί επίσης αντίδραση στα μέτρα λιτότητας που πήρε η ίδια η καταλανική κυβέρνηση, ένας τρόπος να τη φέρει στα μέτρα του, ακόμα και να αντιτεθεί σε αυτή.

Η στιγμή του λαϊκισμού στην Καταλονία είναι η στιγμή της περιόδου μετά την κρίση του 2008, η οποία άφησε την Ισπανία γονατισμένη, είδε τα ποσοστά ανεργίας να εκρήγνυνται και να επιβάλλονται δράκοντιες πολιτικές λιτότητας. Με την ανάκαμψη στα μέσα της δεκαετίας του ’10 –και τη συγκυριακή βοήθεια από την πτώση των τιμών του πετρελαίου η οποία, συσχετισμένη με το ελάχιστο κόστος της τοπικής εργασιακής δύναμης, έδωσε στην περιοχή μια σημαντική ώθηση με όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας– η Καταλονία κατέληξε να τη βγάλει καθαρή από οικονομική άποψη, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των μέτρων λιτότητας που δέχτηκαν τόση κατακραυγή.

Στην Καταλονία, όπως παντού αλλού, «η τόνωση της ανάπτυξης» υπήρξε συνώνυμη της πτώσης των μισθών, της προσωρινότητας της απασχόλησης, των περικοπών των κοινωνικών επιδομάτων. Και, ειδικά στην Καταλονία, είναι οπωσδήποτε η τοπική κυβέρνηση, και οι οπαδοί της ανεξαρτησίας στην εξουσία, που εφάρμοσαν αυτές τις πολιτικές λιτότητας. Στο εσωτερικό του κινήματος υπέρ της ανεξαρτησίας που βρίσκεται στα πράγματα, είναι μέσω των ανταγωνισμών για την εξουσία που εκδηλώθηκαν οι ταξικές αντιθέσεις, οι οποίες με τη σειρά τους εντάχθηκαν στο κίνημα που συνδέθηκε με τη λιτότητα και την «ανάκαμψη». Το διακύβευμα της Διαδικασίας Ανεξαρτησίας είναι επομένως αν θα δοθεί ένα οικονομικό και κοινωνικό νόημα στην ανάκαμψη της συσσώρευσης σε μια ιδιαίτερη περιφέρεια, την Καταλονία· κάτι που εκδηλώνεται λοιπόν με μια σύγκρουση πολιτικής φύσεως. Εντός ενός τεταμένου κοινωνικού πλαισίου, η ακροαριστερή πτέρυγα του CPU, με έναν μειωμένο αριθμό ψήφων στο Κοινοβούλιο, παίζει τον ρόλο ρυθμιστή: η απόκτηση των ψήφων του είναι αναγκαία. Το 2016, ο πρόεδρος της Generalitat Artur Mas, ο οποίος εφάρμοσε τα μέτρα λιτότητας, επωμίστηκε το κόστος αυτής της κατάστασης και έπρεπε να αφήσει τη θέση του στον Carles Pudgemont· όχι λιγότερο δεξιό, αλλά του οποίου οι πεποιθήσεις υπέρ της ανεξαρτησίας είναι ξεκάθαρες. Έκτοτε, πολιτικά, η ένταση συνίσταται στο να κάνεις «κοινωνικό» το ζήτημα της ανεξαρτησίας. Και είναι εδώ που η εμπλοκή των μαζών των ανθρώπων που κατεβαίνουν στον δρόμο δεν μπορεί να αναχθεί στην εθνικιστική υστερία ή τη χειραγώγηση από την αστική τάξη.

Σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, η οργάνωση του δημοψηφίσματος της 1ης Οκτωβρίου αποτελεί επίσης –για τον συνασπισμό που βρίσκεται στην εξουσία, και κυρίως για τη δεξιά πτέρυγά του– έναν τρόπο να καβαλήσει την τίγρη της δυσαρέσκειας των μαζών πριν αυτές στραφούν εναντίον του. Το να υποδεικνύεις τη Μαδρίτη ως πηγή όλων των δεινών εξαιρεί την κυβέρνηση της Generalitat από τις κατηγορίες που της απευθύνονται και της επιτρέπει να αποκαταστήσει μια εικονική ενότητα, χωρίς την οποία κανένα κράτος δεν μπορεί να κυβερνήσει. Ο λαϊκισμός εμφανίζει έτσι τη διπλή όψη ενός «λαϊκού» κινήματος και ενός κινήματος του κράτους, δηλαδή της κυρίαρχης τάξης, κάτι που μπορεί να δημιουργήσει μια ρευστή κατάσταση με το περίγραμμά της σε μόνιμο επαναπροσδιορισμό.

Εντούτοις, αυτός ο ρευστός χαρακτήρας, συνδεδεμένος με τη διαταξική φύση του λαϊκισμού, υποδεικνύει μόνο ότι οι τάξεις, ακόμα κι αν παραμένουν συνδεδεμένες με μια υποτιθέμενη ταυτότητα, βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό· είναι ακριβώς αυτό που τις ορίζει ως τάξεις. Αλλά όσο η κατάσταση παραμένει σε αυτό το πλαίσιο –όπου ο λαός τίθεται, ιδεολογικά και πρακτικά, ως ουσιώδης κοινότητα στηριγμένη στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις (και επομένως στη συσκότισή τους), και παρά τις θεαματικές πλευρές που μπορεί να πάρει αυτό το κίνημα, το οποίο ορισμένες φορές μπορεί να εμφανίζεται στη σκηνή ως κίνημα ρήξης– το κίνημα παραμένει στα όρια τα οποία έχει φτιάξει το ίδιο για τον εαυτό του και τα οποία δεν πρόκειται να ξεπεράσει σαν το ίδιο να μην υπήρχε, χωρίς να τα αντιλαμβάνεται. Δεν κάνουμε την επανάσταση όπως σκοντάφτουμε.

Αν τα κομμάτια του προλεταριάτου, τα οποία βρίσκονται εμπλεκόμενα στη διαταξική άρθρωση των τρεχόντων αγώνων, δεν φτάνουν να διακρίνουν τα πραγματικά συμφέροντα «του» προλεταριάτου από αυτά της αστικής τάξης ή της μεσαίας τάξης, αυτό συμβαίνει γιατί αυτά τα «πραγματικά συμφέροντα» δεν μπορούν στην πραγματικότητα να διακριθούν. Θα ήταν παράδοξο να περιοριστούμε στη διακήρυξη ότι «το» προλεταριάτο είναι διεθνιστικό ή ότι ο λαός ως τέτοιος δεν μπορεί να είναι ελεύθερος παρά μόνο χωρίς το κράτος· σαν η πραγματική ταξική δραστηριότητα να τοποθετείτο σε ένα πεδίο, όπου η κοινωνική ύπαρξή της στον καπιταλισμό να ήταν καθαρά τυχαία ή συγκυριακή απέναντι στην υπερβατική πραγματικότητα «της» τάξης.

Με τον λαϊκισμό, βλέπουμε σε τι η a priori ενοποίηση, η ενότητα της τάξης –την οποία απαιτούν και υποστηρίζουν αυτοί, για τους οποίους η «σύγκλιση των αγώνων» καθορίζει την επιτυχία τους– αποτελεί στην πραγματικότητα μια καθαρή και απλή επανεπιβεβαίωση της καθεστηκυίας τάξης. Αυτό που συγκλίνει στους διαταξικούς αγώνες είναι πάντοτε κομμάτια του προλεταριάτου, των οποίων τα συμφέροντα τέμνουν αυτά των μεσαίων τάξεων· είναι αυτή η σύζευξη που συγκροτεί την «κοινωνία πολιτών» ως αντικείμενο διεκδίκησης. Και, από τη στιγμή που η κοινωνία πολιτών αποτελεί το πρόβλημα, είναι οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις που δεν αμφισβητούνται, γιατί γίνονται αντιληπτές ως προϋπόθεση. Εφεξής, δεν υφίσταται παρά ένα πρόβλημα «αναδιανομής του πλούτου», χωρίς να γνωρίζουμε για ποιον πλούτο πρόκειται και από πού μπορεί κάλλιστα να προέρχεται.

Η ενοποίηση της τάξης σε επαναστατική τάξη θα συνίστατο, αντίθετα, στον πολλαπλασιασμό των συγκρούσεων στη βάση αυτού που την κάνει να υπάρχει ως κατακερματισμένη, στη βάση των συνθηκών που τίθεται από αυτή την ύπαρξη· δηλαδή, όχι μόνο η εκμετάλλευση ως άμεσος κατακερματισμός (καταμερισμός εργασίας), αλλά εξίσου οι έμφυλες και φυλετικές διαιρέσεις. Αλλά επίσης, πιο γενικά, όλες αυτές που μπορούμε να αποκαλέσουμε κοινωνικές «ανισότητες». Συγκεκριμένα, πρόκειται για έναν άλλο τρόπο να πεις ότι η τάξη δεν ενοποιείται παρά καταργώντας τον εαυτό της ως τάξη, επιτιθέμενη άμεσα (ακόμα κι αν αυτό το άμεσα μπορεί να υπονοεί ιδεολογικές διατυπώσεις) σε αυτό που την κάνει να υπάρχει ως εκμεταλλεύσιμη και εκμεταλλευόμενη τάξη.

Έχοντας πει αυτό, πρέπει οπωσδήποτε να παρατηρήσουμε ότι αυτή η αμφισβήτηση της τάξης από την ίδια την τάξη δεν βρίσκεται καθόλου στην ατζέντα των ημερών, παρά μόνο αρνητικά. Η στιγμή του λαϊκισμού διακινδυνεύει πολύ να είναι μια αναθεματισμένη στιγμή που θα παρέλθει. Γιατί, αν ο λαϊκισμός μας είναι ήδη ελάχιστα συμπαθητικός στις αντιλήψεις του, η αντίδραση του «κλασσικού» κράτους απέναντι σε αυτό που παραμένει αμφισβήτηση της καπιταλιστικής τάξης για το ίδιο το κράτος· μιας τάξης ήδη εύθραυστης στη διατήρησή της, η οποία ρισκάρει πολύ να συμπεριλάβει νέα κατασταλτικά μέτρα υπέρ της ασφάλειας. Και παντού, εθνικιστικά κινήματα με λαϊκιστική συνιστώσα, αλλά πολύ λιγότερο «κοινωνικά» σε σχέση με το κίνημα των καταλανών οπαδών της ανεξαρτησίας, αναδύονται –ή βρίσκονται άμεσα στα πράγματα όπως στην Ουγγαρία, την Πολωνία ή αλλού.

Εξάλλου, τα διάφορα αποσχιστικά κινήματα –τα οποία συμμετέχουν με τον τρόπο τους στην κίνηση επαναπροσδιορισμού του κράτους– υποδεικνύουν εξίσου ότι, σε παγκόσμια κλίμακα, η διαίρεση του κοινωνικογεωγραφικού χώρου που βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη πριν την κρίση του 2008 συνεχώς εντείνεται. Αν και δεν τίθεται προς το παρόν παρά μόνο ως υπόθεση, η ταυτόχρονη συγκρότηση ζωνών-σκουπιδότοπων κατοικημένων από πληθυσμούς υπεράριθμων χωρίς εργαλεία αγώνα και ζωνών πιο πλούσιων οχυρωμένων στα υποτιθέμενα προνόμιά τους, εγγυημένα από ένα πολιτιστικό, εθνοτικό ή εθνικό ανήκειν, δεν αποτελεί ούτε αυτή μια ευχάριστη προοπτική.

AC

Καταλωνία: πόσες διαιρέσεις;

του Stéphane Ortega1

Αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν στη Βαρκελώνη την Κυριακή 8 Οκτωβρίου για την παραμονή της Καταλωνίας στην Ισπανία. Οργανωμένη από τους υποστηρικτές της σκληρής γραμμής ενάντια στους αυτονομιστές και συχνά φλερτάροντας με τα σύμβολα του φρανκισμού, η διαδήλωση έφερε μαζί πολλούς Καταλανούς που είναι εχθρικοί σε έναν χωρισμό με τη Μαδρίτη.

Αυτό το Σαββατοκύριακο, οι φωνές των υποστηρικτών της ανεξαρτησίας σίγησαν. Ο αναβρασμός και ο κοχλασμός υπέρ της καταλανικής δημοκρατίας έδωσαν τόπο σε άλλες εκφράσεις. Οι δρόμοι της Βαρκελώνης είχαν καθαρίσει από τις αφίσες για το δημοψήφισμα, κι αυτές εναντίον της καταστολής ή που καλούσαν στη γενική απεργία. Επικρατούσε η εμπορική δραστηριότητα ενός συνηθισμένου Σαββάτου.

Το Σάββατο το μεσημέρι, αρκετές χιλιάδες Βαρκελωνέζοι μαζεύονται στην πλατεία Sant Jaume. Όλοι ντυμένοι στα λευκά, κάνουν έκκληση για διάλογο και ειρήνη. Αρνούμενοι να φοράνε είτε τα χρώματα της ανεξαρτησίας είτε τα χρώματα της ενότητας της Ισπανίας, προτρέπουν τους πολιτικούς ηγέτες της Μαδρίτης και της Βαρκελώνης να μιλήσουν ο ένας στον άλλον. Η πλατεία που κοιτάζει το δημαρχείο καθοδηγούενη από την Ada Colau, υποστηριζόμενη από το Podemos, και το Κυβερνείο της Καταλωνίας κυριαρχούμενο από τον συνασπισμό της ανεξαρτησίας (PEDCAT, ERC, CUP) είναι γεμάτες σαν “αυγό”. Οι παρακείμενοι δρόμοι ξεχύλιζαν από κόσμο. Ένα σύνθημα δίνει τον τόνο: “περισσότερος διάλογος, λιγότερη τεστοστερόνη”.

Προϊόν της πρωτοβουλίας μιας ομάδας δικηγόρων και περνώντας στα κοινωνικά δίκτυα με το hashtag “Parlem” (“Ας μιλήσουμε”), το μάζεμα αυτό φέρνει κοντά κυρίως ελεύθερους επαγγελματίες και τον επιχειρηματικό κόσμο. “Θέλουμε να εκφραστούμε. Δεν θέλουμε μια μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας ή την απειλή του άρθρου 155 του Συντάγματος [που καταλύει την αυτονομία της περιοχής]. Ο Μαριάνο Ραχόι και ο Carles Puigdemont δεν είναι επαρκείς για το καθήκον αυτό”, εξηγεί η Pascale, μια Γαλλίδα που ζει στην Καταλωνία για 25 χρόνια και της οποίας ο σύζυγος έχει έναν εκδοτικό οίκο. Αν και δεν είναι εχθρική στην ιδέα μιας ευρύτερης αυτονομίας για την Καταλωνία, προτίθεται, ωστόσο, να κατέβει στη διαδήλωση υπέρ της ενότητας της Ισπανίας την επόμενη μέρα. Την ίδια στιγμή, αντίστοιχες πορείες γίνονται μπροστά στα δημαρχεία σε ολόκληρη τη χώρα.

Τα δικαιώματα βγαίνουν στον δρόμο

Όμως, στη Μαδρίτη, το μπλοκ των υπερασπιστών του κατευνασμού και της συμφιλίωσης με τα λευκά, ανταγωνίζεται μια δεύτερη πορεία 200 μέτρα πιο κάτω με τα χρώματα της ισπανικής σημαίας. Αρκετές χιλιάδες άτομα δείχνουν την απόρριψή τους για την ανεξαρτησία, σε μια διαδήλωση που υποστηρίζεται από το Λαϊκό Κόμμα (Partido Popular, PP) και τους Ciudadanos2. Οι “πραξικοποηματίες στη φυλακή” φωνάζουν διαδηλωτές που έχουν στοχοποιήσει τους Καταλανούς πολιτικούς. Έκφραση της υποστήριξης στην κυβέρνηση και τον βασιλιά και μια γενική πρόβα πριν από τη μεγάλη διαδήλωση υπέρ της ενότητας της Ισπανίας που είναι για την Κυριακή σε καταλανικό έδαφος.

Μείνετε στα σπίτια στη διάρκεια της φασιστικής διαδήλωσης!”. Είναι η εντολή που κυκλοφορεί στη Βαρκελώνη στις τάξεις των αυτονομιστών αλλά και σε όλους τους χώρους του μαχητικού συνδικαλισμού, του αντιφασισμού και των αναρχικών στην Καταλωνία. Στην Καταλωνία μια διαδήλωση με τα χρώατα της εθνικής σημαίας ξυπνά τις σκοτεινές ώρες του φρανκισμού που καταπίεσε την επιθυμία για ανεξαρτησία με το αίμα. Στο όνομα της ενότητας της Ισπανίας. Η διαδήλωση της Κυριακής καλείται από την Κοινωνία των Πολιτών της Καταλωνίας (SCC), μια ένωση. Αλλά υποστηρίζεται και από το PP, στο οποίο οι νοσταλγοί του φρανκισμού είναι πολυάριθμοι, και από τους Ciudadanos που ζητούν από την κυβέρνηση να εφαρμόσει το άρθρο 155 του ισπανικού Συντάγματος.

Ωστόσο, η διαδήλωση μετατρέπεται σε ένα παλιροϊκό κύμα στους δρόμους της Βαρκελώνης. Η διαδρομή επιμηκύνεται την Κυριακή το πρωί, αλλά και πάλι ξεχειλίζει σε όλους τους γειτονικούς δρόμους της πορείας. Αρκετές δεκάδες χιλιάδες υποστηρικτές ήρθαν με εκατοντάδες λεωφορεία από ολόκληρη την Ισπανία, που είχαν ναυλωθεί για την περίσταση. Αυτό το ραντεβού ενάντια στην ανεξαρτησία κατάφερε να μαζέψει μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας πολύ ευρύτερα από τους διοργανωτές. Από 350.000 διαδηλωτές, σύμφωνα με την καταλανική αστυνομία, μέχρι 950.000, σύμφωνα με τους διοργανωτές, βάδισαν στο Gare de France για το κλείσιμο της πορείας. Οι Σοσιαλιστές δεν είχαν επίσημα καλέσει αλλά οι ακτιβιστές τους είχαν προσκληθεί να συμμετάσχουν.

Ο τόνος της επίδειξης δύναμης είναι λιγότερο παραδοσιακός από την προηγούμενη μέρα στη Μαδρίτη. Αλλά εδώ κι εκεί αγγίζει την επιθετικότητα. “Ο Puigdemont στη φυλακή”, ένα σύνθημα αρκετά ρεβανσιστικό υιοθετείται από πολλούς διαδηλωτές. Η παραμικρή εμφάνιση τηλεοπτικών καμερών στην πορεία προκαλεί συνθήματα: “Μα πού είναι το TV3 [καταλανική τηλεόραση]; Χειραγωγεί”. Οι διαδηλωτές φωνάζουν: “δεν είμαστε φασίστες, είμαστε Ισπανοί”, φασιστικοί χαιρετισμοί εμφανίζονται συχνά. Ο αριθμός των στρατιωτικών διασήμων [insignia] και ρούχων ή των ακροδεξιών συμβόλων δεν είναι εντελώς περιθωριακός. Μερικά βαν της καταλανικής αστυνομίας στοχοοποιούνται σε οξεία αντίθεση με τις τιμές [tribute] που αποδίδονται στην Civil Guardia νωρίτερα το πρωί από διαδηλωτές στο Paseo de Gracia.

Αβεβαιότητες και διαιρέσεις

Όμως, είναι μια επίδειξη δύναμης που δύσκολα μπορούν να παρακάμψουν οι υποστηρικτές της ανεξαρτησίας. Η διαδήλωση κεφαλαιοποίησε τον φόβο καθώς και το πολιτικό κενό που περιβάλλει την επαύριο του δημοψηφίσματος της 1ης Οκτωβρίου. Αν και το 90% του 43% όσων ψήφισαν ψήφισαν υπέρ της ανεξαρτησίας, η καταλανική κυβέρνηση απέρριψε την μονομερή της ανακήρυξη της ανεξαρτησίας. Η κεντρική κυβέρνηση άδραξε την ευκαιρία να πάρει το προβάδισμα υποστηρίζοντας τις διαδηλώσεις του Σαββατοκύριακου και ενθαρρύνοντας την αποχώρηση των κεντρικών γραφείων εταιριών που είχαν την έδρα τους στην Καταλωνία. Αρκετές καταλανικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Caixa, η οποία διατηρεί τους λογαριασμούς της Generalitat, μετακινήθηκαν σε άλλες ισπανικές περιοχές. Ο φόβος μιας οικονομικής καταστροφής οφελεί τη Μαδρίτη. Οι αυστηρές ομιλίες της κυβέρνησης και του βασιλιά την τελευταία εβδομάδα έχουν αναζωπυρώσει τον φόβο μας επιστροφής στις σκοτεινές εποχές, παρούσες ακόμα στη μνήμη.

Εν πάσει περιπτώσει, οι Καταλανοί που είναι αδιάφοροι ή εχθρικοί απέναντι στην ανεξαρτησία, ξύπνησαν αυτό το Σαββατοκύριακο αποκαλύπτοντας μια κοινωνία πιο διαιρεμένη απ’ ό,τι φαινόταν. Η ανεξαρτησία είχε δυναμώσει ιδαίτερα τα τελευταία δέκα χρόνια με την οικονομική κρίση και τη σκλήρυνση της Μαδρίτης απέναντι στις αυτονομίες, μετά την επιστροφή του Λαϊκού Κόμματος στην κυβέρνηση. Επωφελήθηκε επίσης από την αποτυχία του κινήματος ενάντια στη λιτότητα 15M, καθώς και του Podemos, στο να δώσουν μια προπτική για κοινωνική αλλαγή. Συνεπώς, η ανεξαρτησία έγινε μια εναλλακτική επιλογή ενάντια στην πολιτική λιτότητας και την διαφθορά του ακατάβλητου Mariano Rajoy. Μια καταλανική δημοκρατία, λοιπόν, αντιτιθέμενη σε μια μοναρχία επηρεασμένη από διάφορα σκάνδαλα και θιγόμενη όπως και οι πολιτικοί από το σύνθημα του κινήματος των Αγανακτισμένων: “Δεν μας αντιπροσωπεύουν”. Κι αυτό παρά τη διαφθορά που επίσης έθιξετ την καταλανική δεξιά και παρά την καταστολή από την καταλανική αστυνομία του κινήματος κατά των περικοπών γνωστό ως “Ας περικυκλώσουμε το Κοινοβούλιο”, το 2012.

Παρά τη δύναμή του, το κίνημα της ανεξαρτησίας απέχει μακράν του να είναι ομόφωνο. Στις “διαμαρτυρίες κατσαρόλας” [casserolades] στη διάρκεια της ομιλίας του βασιλιά, υπήρξαν ανάλογες αντιδράσεις για να καλύψουν την ομιλία του Carles Puigdemont, σε λαϊκές γειτονιές κατοικούμενες κυρίως από μετανάστες ή κάτοικους της Βαρκελώνης από άλλες περιοχές της Ισπανίας. “Μεταξύ των συναδέλφων στη δουλειά, οι συζητήσει συνεχίζονται”, αναφέρει ένας συνδικαλιστής της CGT που βλέπει αυξανόμενα διαφορετικές θέσεις να μην αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας. Η ελπίδα να τεθεί το κοινωνικό ζήτημα στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης με τη Γενική Απεργία στις 3 Οκτωβρίου ήταν μια αποτυχία για τις κεντρικές αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις. Με την καταστολή του δημοψηφίσματος, το ζήτημα της ανεξαρτησίας σάρωσε οτιδήποτε άλλο, σύμφωνα με τον αναρχοσυνδικαλιστή.

Το μέλλον είναι πιο αβέβαιο από ποτέ. Ο Carles Puigdemont πρόκειται να μιλήσει την Τρίτη3 στις 6μμ. Θα μπορούσε να ανακηρύξει την ανεξαρτησία, αλλά με μια νομιμοποίηση μειωμένη μετά τις διαδηλώσεις του Σαββατοκύριακου. Η απειλή της καταστολής της αυτονομίας της περιοχής που επανεπιβεβαιώθηκε το Σαββατοκύριακο από τον Μαριάνο Ραχόι θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Θα πάρει στον έλεγχό της, αυτή την εβδομάδα, τα δημόσια κτίρια στην Καταλωνία η Guardia Civil;Υπάρχουν τόσα πολλά ερωτήματα και εικασίες που δεν μπορούν να απαντηθούν. Παρ’ όλα αυτά σήμερα, Κυριακή, φεύγοντας από τη Βαρκελώνη, οι ισπανικές σημαίες ανέμιζαν στα παράθυρα πολλών κτιρίων. Το Σάββατο δεν υπήρχαν εκεί.

2 Στμ. Ciudadanos: Πολίτες – Κόμμα των Πολιτών (Ciudadanos-Partido de la Ciudadanía, στην υπόλοιπη Ισπανία και στην Καταλονία, Ciutadans-Partit de la Ciutadania, ακρώνυμο Cs) ονομάζεται ένα κόμμα της Ισπανίας που ιδρύθηκε στην Καταλονία το 2006. Αυτοπροσδιορίζεται ως σοσιαλδημοκρατικό, φιλελεύθερο δημοκρατικό και μη-εθνικιστικό. Υπερασπίζεται την ατομική ελευθερία των πολιτών έναντι των δημόσιων θεσμών σε εθνικό-ισπανικό επίπεδο και όχι σε επίπεδο αυτονομιών. Στην Καταλονία κατέχει 9 θέσεις στο Κοινοβούλιο και τρεις συμβούλους σε διαφορετικά δημαρχιακά συμβούλια. Εναντιώνεται ισχυρά στον καταλανικό εθνικισμό.Το 2014 εξέλεξε δύο βουλευτές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου εντάχθηκε στην ομάδα των Φιλελεύθερων.

3 Στμ. Αναφέρεται στην ομιλία του Puigdemont στο καταλανικό κοινοβούλιο την Τρίτη 10 Οκτωβρίου όπου αναμενόταν η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, μετά την επισημοποίηση των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος, αλλά αντ’ αυτής έγινε μια δήλωση αναστολής της ανακήρυξης με το σκεπτικό η ανακήρυξη να μην είναι μονομερής αλλά μετά από διάλογο με την ισπανική κυβέρνηση.

Σχετικά με το άρθρο: Καταλωνία, συμμετέχοντας σε μια παράξενη κατάσταση

του AC από την Carbure1

Μια δημόσια κριτική από τη σελίδα στο facebook του AC στο κείμενο Καταλωνία: συμμετέχοντας σε μια παράξενη κατάσταση (το πρωτότυπο εδώ: https://lundi.am/)

Είναι αυτό το “οτιδήποτε μπορεί να συμβεί” με το οποίο δεν θα συμφωνήσουμε ποτέ. Σε μια κατάσταση, όσο συγκεχυμένη κι αν είναι, μπορεί να είναι πολλά πράγματα, και ίσως απρόβλεπτα, αλλά ποτέ “οτιδήποτε”, διαφορετικά αρχίζουμε να πιστεύουμε σε θαύματα. Αυτό που συμβαίνει στην Καταλωνία, ίσως, να μην παράγει τίποτα, ίσως ένα αυταρχικό σημείο καμπής στην Ισπανία, ίσως ένα φιλελεύθερο Καταλανικό κράτος, το οποίο, πιθανόν, λόγω των πολιτικών ανακατατάξεων επί τω έργω, να περιέχει μια “κοινωνική” πτυχή, αλλά σίγουρα δεν θα παραγάγει, στην σημερινή κατάσταση πραγμάτων, ένα κίνημα που θα τείνει στην κατάργηση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Απλά, δεν είναι αυτό που διακυβεύεται σήμερα, γιατί το διακύβευμα είναι η ανεξαρτησία της Καταλωνίας και οι ελπίδες και αντιθέσεις που εγείρει. Ότι αυτή η ανεξαρτησία έχει διαφορετικά περιεχόμενα ανάλογα με τα δρώντα υποκείμενα, με άλλα λόγια ότι αντανακλά τους ταξικούς αγώνες στην Ισπανία και την Καταλωνία, είναι φανερό. Αλλά δεν μπορεί κανείς, μέσω ενός είδους “στοχαστικού υλισμού” από το πουθενά, να καταλήξει σε μια υποτιθέμενη απειρία δυνατοτήτων. Μπορούμε να κατεβούμε στους δρόμους, αν πιστεύουμε ότι εκεί είναι η θέση μας, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται κατανάγκην αυταπάτες (ιδιαίτερα από τη στιγμή που ξέρουμε ότι “το πιο πιθανόν είναι ότι ο κάθε αντίπαλος συνειδητοποιεί τι αναμένεται από αυτόν”), πόσο δε μάλλον να θεωρήσουμε ότι ως δια μαγείας, η ψήφος υπέρ ενός Κράτους μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα κάτι άλλο από ένα Κράτος. Το να παίρνουμε στα σοβαρά τους αγώνες σημαίνει επίσης να αποφεύγουμε να τους κάνουμε να “λένε” κάτι που δεν λένε. Οι αστική τάξη παρέχει αρκετούς ιδεολόγους των οποίων η δουλειά είναι να βάζουν ένα τέλος τις εξεγέρσεις στις κάλπες για να προσθέσουν εθελοντικές συνεισφορές.

 

AC

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://dndf.org/?p=16398.

Αναρχικοί για το δημοψήφισμα στην Καταλωνία: τρεις οπτικές από τους δρόμους1

Την Κυριακή, 1η Οκτωβρίου, η καταλανική κυβέρνηση διοργάνωσε ένα δημοψήφισμα σχετικά με την ανεξαρτησία της Καταλωνίας από την Ισπανία αψηφώντας “σκαναδαλωδώς” την Ισπανική κυβέρνηση. Μαζικές συγκρούσεις ανάμεσα στους Καταλανούς ψηφοφόρους και την ισπανική αστυνομία έλαβαν χώρα σ’ ολόκληρη την περιοχή. Καλείται γενική απεργία για τις 3 Οκτωβρίου καθώς μια τελική/κρίσιμη αναμέτρηση καραδοκεί ανάμεσα σε αντίπαλους πολιτικούς και, ίσως, αντίπαλα κράτη. Αυτή η κατάσταση θέτει σύνθετες προκλήσεις: πώς δείχνουν οι αναρχικοί αλληλεγγύη προς τους υποστηρικτές της καταλανικής ανεξαρτησίας ενάντια στην αστυνομική καταστολή χωρίς να νομιμοποιήσουν τον εθνικισμό, τη δημοκρατία, ή ένα καινούριο καταλανικό κράτος και την αστυνομία του; Μιλήσαμε με αρκετούς αναρχικούς απ’ ολόκληρη την περιοχή και μεταφράσαμε αυτές τις τρεις αναφορές για να προσφέρουμε μια διεισδυτική ματιά στο πώς οι Καταλανοί αναρχικοί προσεγγίζουν αυτά τα ζητήματα.

Η καταλανική αστυνομία (Mossos d’Esquadra) ανακοίνωσε ότι τα σημεία στα οποία θα γινόταν η ψηφοφορία θα έκλειναν ή θα εκκενώνονταν στις 6 το πρωί της Κυριακής. Αυτό μπορεί να κατανοηθεό ως ένας τρόπος να ενθαρρυνθεί ο κόσμος να εμφανιστεί για να πρστατέψει τα εκλογικά κέντρα. Η Πολιτοφυλακή (Guardia Civil) και οι μονάδες καταστολής πλήθους (ΜΑΤ) της Ισπανικής αστυνομίς (Policia Nacional) είχαν μεταφερθεί με κρουαζιερόπλοια στην Καταλωνία και διέμεναν σε ξενοδοχεία. Άρχισαν αν εκκενώνουν εκλογικά κέντρα νωρίς το πρωί, προκαλώντας τουλάχιστον 844 καταγεγραμμένους τραυματισμούς σ’ ολόκληρη την Καταλωνία. Πάνω από εκατό άτομα νοσηλεύθηκαν, μερικά σε σοβαρή κατάσταση. Ο πραγματικός αριθμός των τραυματιών μπορεί να είναι σημαντικά μεγαλύτερος. Σε μια περίπτωση, ένας ηλικιωμένος έπαθε καρδιακή προσβολή μετά από μια έφοδο της αστυνομίας· η αστυνομία επιτέθηκε ξανά καθώς κόσμος προσπαθούσε να τον επαναφέρει. Ένα άλλο άτομο πυροβολήθηκε στο μάτι από πλαστική σφαίρα.

Πρώτη οπτική: Μια επισκόπηση

Χτες, 1η Οκτωβρίου, έγινε το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλωνίας εν μέσω μιας τεράστιας αστυνομικής επιχείρησης. Η κυβέρνηση στη Μαδρίτη απείλησε να κλείσει τα μέρη όπου θα γινόταν η ψηφοφορία· για να το αποτρέψει αυτό, ο κόσμος κατέλαβε τα μέρη αυτά, που περιελάμβαναν τα μισά από τα σχολεία σ’ ολόκληρη την Καταλωνία, δυο μέρες νωρίτερα. Σε μερικές πόλεις, οι κάτοικοι ξηλώσανε τις πόρτες ώστε να μην μπορεί να κλειδωθούν αποκλείοντας έξω τους δυνάμει ψηφοφόρους.

Ο κόσμος μαζεύτηκε από τις 6 το πρωί για να προστατέψει τις κάλπες, ενώ η αστυνομία εμφανίστηκε έξω από πολλά εκλογικά τμήματα για να τους απομακρύνει. Το σύνθημα της ημέρας ήταν η μη-βίαιη υπεράσπιση των καλπών, και μέσα στο πλαίσιο αυτό είδαμε πολλά διαφορετικά δείγματα αυθόρμητης αντίστασης που περιλαμβάνανε τρακτέρ που μπόκαραν δρόμους και κόσμο που έτρεχε και οργανωνόταν για να εξασφαλίσει ότι όλα τα σημεία που θα μπορούσε να πάει η αστυνομία ήταν καλυμμένα. Σε κάποιες πόλεις η αστυνομία σταματήθηκε με οδοφράγματα. Ένα σημείο που ξεχώρισε για μένα ήταν το ότι στην πόλη Sant Carles de la Rapita, η Guardia Civil απωθήθηκε με μια βροχή από πέτρες.

Σε χιλιάδες πόλεις, ο κόσμος αντιτέθηκε στην αστυνομία. Είναι δύσκολο να πει κανείς πόσο μακριά έφτασε η αυτοοργάνωση, αν και στις μεγάλες πόλεις οι περισσότεροι ήπιαν το “Kool-Aid” της μη-βίας και αφέθηκαν να χτυπηθούν. Αυτό δημιούργησε μερικές “σουρρεαλιστικές” καταστάσεις: η αστυνομία να χτυπά κόσμο που ήθελε να ψηφίσει και να κατάσχει κάλπες με σκοπό να “προστατέψει τη δημοκρατία”, πυροσβέστες να δημιουργούν “αλυσίδες” περιφρούρησης για να προστατέψουν τους ψηφοφόρους από την αστυνομία και αντιπαραθέσεις ανάμεσα στην ισπανική και την καταλανική αστυνομία. Όλα αυτά δημιούργησαν μια συμπάθεια του κόσμου για την καταλανική αστυνομία (που οι μπάτσοι της είναι γνωστό ότι είναι πραγματικά μεγάλα καθάρματα), σε τέτοιο βαθμό που ο κόσμος χειροκροτούσε όταν έβλεπε να περνούν τα βανάκια της καταλανικής αστυνομίας. Ήταν καφκικό.

Στο τέλος της ημέρας, ο πρωθυπουργός Ραχόι ήταν ευχαριστημένος με τις πράξεις της αστυνομίας και επιβεβαίωσε ότι στην Καταλωνία “δεν υπήρξε κανένα δημοψήφισμα”. Από την άλλη πλευρά, ο Puigdemont, ο πρόεδρος της Καταλωνίας, είπε ότι η Καταλωνία θα εφάρμοζε τον νόμο για το δημοψήφισμα σύμφωνα με τον οποίο θα πρέπει να ανακηρύξουν την καινούρια Καταλανική Δημοκρατία στις μέρες μετά το δημοψήφισμα. Απευθύνθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ξένους ηγέτες για να διαμεσολαβήσουν στη διαδικασία.

Δεν υπάρχει μια μοναδική αναρχική θέση σε όλα αυτά. Όλοι οι αναρχικοί απορρίπτουν τη θεσμική πολιτική, τον αστικό εθνικισμό και την ταξική συνεργασία και δεν θα χειροκροτήσουν ποτέ την καταλανική αστυνομία. Κατά καιρούς, η κατάσταση δεν είναι δεκτική στην συμμετοχή των αναρχικών. Ακόμα κι έτσι, υπάρχουν πολλοί που επιβεβαιώνουν ότι εκεί που ζουν, πιάνουν τον εαυτό τους να είναι στο πλευρό αυτών που κατεβαίνουν στους δρόμους. Ποιοι αναρχικοί μπορούν να κάθονται στο σπίτι τους όταν η αστυνομία απειλεί και χτυπά ανθρώπους που επιθυμούν να έχουν έναν λόγο για τη ζωή τους; Είναι δελεαστικό να θέλεις να διαλύσεις το ισπανικό κράτος ή, αν δεν το καταστρέψεις, τουλάχιστον να το απορρυθμίσεις [debilitate] μέσω ενός λαϊκού αγώνα. Και όταν ο κόσμος είναι στους δρόμους, αυτό παρουσιάζει την δυνατότητα ότι τα πράγματα μπορεί να “εκραγούν/ξεχειλίσουν”, ξεπερνώντας τα όριά τους…αν και προς το παρόν, αυτό είναι δύσκολο μιας και οι πολιτικοί έχουν την πρωτοβουλία.

Αναρχικές και αντιεξουσιαστικές οργανώσεις και ενώσεις καθώς και ανεξάρτητα συνδικάτα έχουν καλέσει σε μια γενική απεργία στις 3 Οκτωβρίου. Χτες, την τελευταία στιγμή, οι CCOO και UGT (τα συνδικάτα που δρουν “πυροσβεστικά” επαναπορροφώντας και εξημερώνοντας [domesticate] τους λαϊκούς αγώνες) και η ANC μαζί με την Omnium Cultural (οι οργανώσεις που αρθρώνουν τον αστικό εθνικισμό στην πιο καθαρή του μορφή) προσχώρησαν στο κάλεσμα για τη γενική απεργία.

Visca la terra lliure de patriotismes! Για μια Γη ελεύθερη από πατριωτισμούς!

Δεύτερη οπτική: ανάμεικτα συναισθήματα

Σας γράφω αυτά λίγο μόλις βγαίνοντας από μια συνέλευση επειδή αύριο θα έχει μια γενική απεργία στην Καταλωνία. Στην πραγματικότητα, δεν τη θεωρούν απεργία αλλά περισσότερο σαν μοα στάση εργασίας. Από τις γειτονιές, άνθρωποι οργανώνουν piquetes (μπλόκα) και μερικές διαδηλώσεις. Οι μέρες αυτές είναι έντονες και χωρίς σταματημό, γεμάτες. Φαντάζομαι έχετε δει τις εικόνες με τα γεγονότα της 1ης Οκτωβρίου που ήταν πραγματικά, μα πραγματικά τρέλα.

Οι αναρχικοί εμφανίστηκαν αργά και όχι καλά προετοιμασμένοι για τη διαδικασία της ανεξαρτητοποίησης. Για πέντε χρόνια, η πρόταση για ανεξαρτησία κυοφορούνταν τόσο από την Generalitat (την Καταλανική κυβέρνηση) και αριστερίστικα, αυτονομιστικά πολιτικά κόμματα της Καταλωνίας, όπως το CUP2. Τα αναρχικά και αντιεξουσιαστικά κινήματα δεν συμβάδισαν στην πραγματικότητα με το κίνημα για ένα δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία, οπότε όλη αυτή η εξέλιξη μας αιφνιδίασε, γεγονός που δεν μας τοποθετεί σε μια πλεονεκτική θέση αν πάρουμε υπόψιν ότι αυτή η κατάσταση εξελίσσεται εδώ και πέντε χρόνια. Συχνά, ζούμε μέσα στην “φούσκα” μας ενώ ο κόσμος αλλάζει και διαμορφώνονται δυνάμεις χωρίς να το συνειδητοποιούμε.

Ξεκινώντας εδώ και μερικούς μήνες, διάφοροι γείτονες, συμπεριλαμβανομένων και μερικών που ανήκουν στην (αυτονομιστική) Εθνική Συνέλευση, άλλοι στο CUP, και άλλος κόσμος που είναι πιο κοντά στο κίνημα της ανεξαρτησίας, άρχισαν όλοι να οργανώνονται σε επιτροπές υπεράσπισης του δημοψηφίσματος. Η ισπανική λογοκρισία εντεινόταν ενόψει της ψηφοφορίας και το κράτος έπαιρνε μέτρα για να ελέγξει τι εμφανιζόταν στο διαδίκτυο, ιδιαίτερα τις ώρες πριν το δημοψήφισμα.

Μέσω αυτών των επιτροπών υπεράσπισης στις γειτονιές, ο κόσμος οργάνωσε συνελεύσεις που δεν ελέγχονται ούτε από την (αυτονομιστική) Εθνική Συνέλευση ούτε από την καταλανική κυβέρνηση που είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από το δημοψήφισμα. Υπήρχαν εντάσεις ανάμεσα στην Εθνική Συνέλευση, την κυβέρνηση και τις συνελεύσεις γειτονιών επειδή οι συνελεύσεις αμφισβητούσαν τις οδηγίες από την καταλανική κυβέρνηση για το πώς να υπερασπιστούν τις πόλεις τους. Τις ημέρες πριν από το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου υπήρχε έντονη νευρικότητα από την πλευρά της κυβέρνησης επειδή υπήρχαν αρκετά τμήματα του αυτονομιστικού κινήματος που δεν μπορούσε πραγματικά να τα ελέγξει. Στο τέλος, οι συνελεύσεις γειτονιών ήταν υπεύθυνες για μεγάλο μέρος της επιμελητείας που χρειάστηκε την ημέρα της ψηφοφορίας, καθορίζοντας την αυτο-οργάνωση του κόσμου και την υπεράσπιση των εκλογικών τμημάτων.

Οι αναρχικοί δεν είχαν σκεφθεί τι να κάνουν σε σχέση μ’ αυτό το κίνημα μέχρι τη στιγμή που το δημοψήφισμα πλησίαζε και το ισπανικό κράτος άρχισε να χτυπά τις πολιτικές ελευθερίες. Αντιμέτωπες με την λογοκρισία που είχε επιβάλει το κράτος, ένας μεγάλος αριθμός αναρχικών ομάδων από διάφορα σημεία της Βαρκελώνης, που είχαν ήδη οργανωθεί στις συνελεύσεις των γειτονιών τους και σε κοινωνικά κέντρα, αποφάσισαν να υποστηρίξουν τα τοπικά κινήματα ανεξαρτησίας.

Μέσα στο αναρχικό κίνημα, υπάρχει κόσμος που υποστηρίζει το ίδιο το δημοψήφισμα και κόσμος που δεν το υποστηρίζει. Ο κόσμος που υποστηρίζει την ανεξαρτησία απαιτεί βασικά δημοκρατικά δικαιώματα και πολιτικές ελευθερίες όπως το δικαίωμα στην ψήφο, και μερικοί αναρχικοί πιστεύουν ότι οι αναρχικοί θα έπρεπε να είναι εκεί έξω μαζί τους. Υπάρχει επίσης κόσμος που είχε εμπλακεί με το κίνημα της ανεξαρτησίας αλλά έχασαν την επαφή χρόνια πριν όταν πολιτικά κόμματα όπως το CUP και το Podemos απέκτησαν επιρροή αφότου το κίνημα της 15 Μάη το 2011 θεσμοποίησε την ενέργεια από τους δρόμους. Με το δημοψήφισμα, ο κόσμος επιστρέφει στους δρόμους, οπότε αποφασίσαμε ότι ήταν μια σημαντική στιγμή για να είμασυε κι εμείς εκεί έξω. Αλλά αυτό προκάλεσε μεγάλες αντιπαραθέσεις εντός και ανάμεσα σε αναρχικές συλλογικότητες, επειδή σίγουρα δεν ερχόμαστε από το ίδιο μέρος πολιτικά όπως πολλοί από τους αυτονομιστές.

Για μας, είναι πραγματικά πολύ πολύπλοκο. Σίγουρα προσωπικά έχω αντιφατικές θέσεις συνέχεια, υποστηρίζοντας, για παράδειγμα, συγκεκριμένες ρεφορμιστικές καμπάνιες ή εμπλέκομενος με μονοθεματικά κινήματα…αλλά το να υπερασπίζομαι μια δημοκρατική διαδικασία προς την εθνική ανεξαρτησία…είναι πολύ δύσκολο να καταλάβω πού τοποθετούμαι ακριβώς. Πολλοί σύντροφοι στη γειτονιά μας προσπαθούν επίσης να το ξεκαθαρίσουν.

Έχουμε οργανωθεί και συντονιζόμαστε με τις ομάδες των αυτονομιστών που είναι ενεργές στη γειτονιά. Έχουμε παρακολουθήσει μερικές συνελεύσεις τους και ανακοινώσαμε ότι την ημέρα του δημοψηφίσματος θα ανοίξουμε το κοινωνικό μας κέντρο ως ένα σημείο πληροφόρησης με φαγητό και σημεία να φορτίσει κανείς το κινητό του, ένα μέρος που μπορείς να ξεκουραστείς και να ξεδιψάσεις. Αυτός είναι επίσης ένας τρόπος για να προτείνεισ στον κόσμο που πιστεύει στην αυτοδιάθεση, αν και με κρατικά μέσα, ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι να πάρει κανείς τον άμεσο έλεγχο της ζωής του, σ’ αυτούς τους χώρους στο περιθώριο της κοινωνίας.

Οπότε, ναι, αποφασίσαμε να δώσουμε την υποστήριξή μας. Χτες ήταν η μέρα της ψηφοφορίας και δεν υπήρχε κανένα άλλο θέμα είτε στις ειδήσεις είτε στις κουβέντες στον δρόμο. Ήταν το μοναδικό αντικείμενο συζήτησης.

Στον δρόμο που μένω, υπήρχαν δυο εκλογικά τμήματα. Ξεκινώντας από τις 5 το πρωί, βγήκαμε στον δρόμο και υψώσαμε οδοφράγματα. Η καταλανική αστυνομία ήρθε να μας πει ότι αυτό δεν επιτρεπόταν. Στη συνέχεια κάνανε την πορεία τους και από τις 8 ξεκίνησε η όλη διαδικασία της ψηφοφορίας. Υπήρχε τόσος κόσμος έξω. Ειλικρινά, ήταν δύσκολο να μην συνεπαρθείς από αυτό που γινόταν – πολλοί ηλικιωμένοι, πολύς ενθουσιασμένος κόσμος. Από την μια ήταν πραγματικά συναρπαστικό· από την άλλη ήταν κάπως σουρρεαλιστικό, καθώς οι ψηφοφόροι υπέρ της ανεξαρτησίας συμπεριφέροντα λες και κάνανε το πιο παράνομο, κακό/αλήτικο πράγμα στον κόσμο.

Είμαι σίγουρος ότι ο καθένας έχει δει ήδη τις σκηνές βιάς που δείχνουν την Εθνική αστυνομία και την Εθνοφυλακή σε σχολεία στη Βαρκελώνη και σε άλλες πόλεις της Καταλωνίας. Ακούσαμε ότι η Εθνική αστυνομία είχε αναπτυχθεί κάπου κοντά στο σημείο που είμασταν. Τα πράγματα έγιναν εντονότερα από κείνη τη στιγμή και μετά, κι αυτό κράτησε όλη την ημέρα.

Πολλοί καταλανοί αναρχικοί ψήφισαν. Κι εγώ ψήφισα. Η αλήθεια είναι ότι ήταν δύσκολο να μην αφεθείς να σε συνεπάρει η στιγμή.

Τώρα, όσον αφορά μια αναρχική ανάλυση του τι συμβαίνει…

Πολλοί από μας γυρίσαμε χτες στα σπίτια μας ενοχλημένοι επειδή υπήρχαν πολλές διαφορές ανάμεσά μας σχετικά με το τι συνέβαινε. Πριν από δυο βδομάδες, η αναρχική συλλογικότητα στη γειτονιά μου είχε μια συζήτηση για το αν θα υπερασπιστεί τη διαδικασία της εθνικής “αυτοδιάθεσης” ή όχι. Υπήρχε πολύς κόσμος κοντά μας, με τον οποίο έχουμε σημαντική πολιτική συνάφεια, που έλεγε ότι είναι καλλίτερο να παλέψουμε ενάντια στους θεσμούς του καταλανικού κράτους γιατί θα ήταν ένα μικρότερο κράτος. Πολλοί υποστήριζαν τη διαδικασία με την ελπίδα ότι θα αποσταθεροποιήσει το ισπανικό κράτος γιατί αυτή τη στιγμή το ισπανικό κράτος είναι πολύ αποδυναμωμένο. Είναι μια στιγμή που θα μπορούσε να γείρει σε οποιαδήποτε από τις δυο πλευρές.

Προσωπικά δεν μ’ αρέσει καμμιά από αυτές τις δυο επιλογές. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε πού στεκόμαστα ως αναρχικοί. Πιστεύω ότι θα πρέπει να υποστηρίξουμε τον κόσμο στους δρόμους αλλά πιστεύω, πραγματικά, ότι το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να μας συμβεί θα ήταν να αποκτήσει ανεξαρτησία ένα καταλανικό κράτος. Τελικά είναι απλά ένας τρόπος να νομιμοποιήσουμε τους κοινωνικούς και πολιτικούς αποκλεισμούς που υπάρχουν σήμερα αν πιστεύουμε ότι ότι θα έχουμε μεγαλύτερο έλεγχο πάνω τους σε ένα μικρότερο κράτος. Αλλά είναι δύσκολο για τον κόσμο να δει ένα καταλανικό κράτος σαν κάτι άλλο από δικό του, ιδιαίτερα έχοντας παλέψει χρόνια για να το αποκτήσει.

Ενώ ο κόσμος βγήκε να ψηφίσει παθιασμένος μέχρι δακρύων, αρκετές δολοφονίες από την αστυνομία έγινα τους τελευταίους μήνες στη Βαρκελώνη χωρίς να υπάρξει καμμιά αντίδραση. Στο μεταξύ, χάρις στη διαδικασία του δημοψηφίσματος, οι καταλανική αστυνομία (Mossos d’Esquadra) πέτυχε μια σημαντική βελτίωση της δημόσιας εικόνας της ως οι “καλοί”· μέχρι τότε, είχαν πάντοτε αρνητική δημοσιογραφική κάλυψη. Η ισπανική/εθνική αστυνομία στην ουσία βασάνισε ανθρώπους, αφήνοντας αρκετούς με εμφανή τραύματα. Από την καλή πλευρά, έστρεψαν την κοινή γνώμη εναντίον τους. Έτσι η στρατιωτικοποιημένη Εθνική αστυνομία τώρα φαίνεται πολύ βρώμικη, και οι Mossos d’Esquadra μοιαζουν πιο “καθαροί” – αν και η τωρινή “καθαρή” εικόνα τους σημαίνει ότι θα μπορούν να αξιοποιήσουν την νομιμοποίησή τους για να ασκούν τη βία τους με λιγότερα εμπόδια.

Πιστεύω ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε την ανυπακοή του καταλανικού λαού, την αντιπαράθεσή του με την αστυνομία, και την αντίσταση που επέδειξε. Ήταν απίστευτη. Όπως ανέφερα ήδη, το αναρχικό κίνημα έφτασε αργοπορημένα και απροετοίμαστο σε μια διαδικασία που κυοφορούνταν ήδη για χρόνια. Δεν μπορούμε να περιμένουμε να κάνει τη δουλειά χρόνων απλά σε μια-δυο βδομάδες. Να διαμορφώσουμε τον χώρο μας είναι δύσκολο και θα πρέπει να το κάνουμε με μια μετροεπή/σεμνή προσέγγιση.

Τρίτη οπτική: μια ανάλυση

Το ζήτημα δεν είναι να βοηθήσουμε να χτιστεί ένα καινούριο κράτος αλλά, μάλλον, να δείξουμε μέσα από την πρακτική ότι η αυτοοργάνωση, δίκτυα αλληλοβοήθειας και συνελεύσεις είναι η πραγματική εναλλακτική στο ισπανικό κράτος, και ότι μέσα από αυτό βρίσκουμε ο ένας την άλλη, κάποιοι όντας αναρχικοί αλλά και πολλοί άλλοι. Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι ο αγώνας ενάντια στις κρατικές ιεραρχίες δεν είναι προς το τέλος τους· απλά συνεχίζεται σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Αν δημιουργηθεί ένα καταλανικό κράτος θα διατηρήσουμε την αντίθεσή μας σ’ αυτό από τα ίδια ακριβώς δίκτυα με τις δικές μας πρακτικές, τις δικές μας κοινότητες, τη δική μας οικονομία αλληλοβοήθειας.

Ο εχθρός μου εξακολουθεί να είναι ο καπιταλισμός, ο κλήρος, οι γελοίοι πολιτικοί και τραπεζίτες. Οι αναρχικοί δεν παύουν να είναι αναρχικοί απλά επειδή εκφράζουν αλληλεγγύη στον κόσμο που αντιμετωπίζει αντίποινα από το κράτος. Ξέρω πολύ καλά τι συνέβη το 19373 και ότι δεν θα πρέπει να χάσουμε τη μνήμη μας για τις προηγούμενες φορές που προδοθήκαμε από τους κρατιστές, αλλά πρέπει επίσης να αντισταθούμε στην τωρινή κρατική καταστολή – διαφορετικά θα απομείνουνε να κάνουμε τι, να παρακολουθύμε; Ο αγώνας μας είναι να είμαστε παρόντες στους δρόμους προσφέροντας το όραμά μας αποκηρύσσοντας τη βία του κράτους, είτε πρόκειται για το καταλανικό, είτε το ισπανικό είτε το κινέζικο κράτος!

Πρέπει να μάθουμε για το παρελθόν, όταν οι αναρχικοί προδόθηκαν. Πρέπει να προσπαθήσουμε να εξασφαλίσουμε ότι αυτό δεν θα ξανασυμβεί, που σημαίνει ότι πρέπει να συνεισφέρουμε σε μια συμφωνία ανάμεσα στους αναρχικούς και τους αντιεξουσιαστές για τη στιγμή που όλη αυτή η κατάσταση θα έχει τελειώσει, όταν θα συνεχίσουμε να χτίζουμε την αυτο-οργάνωση. Εγώ, τουλάχιστον, για πολλά χρόνια έχω δουλέψει πολλά χρόνια γι’ αυτό, 24/7, και οτιδήποτε συμβεί θα συνεχίσω να το κάνω όπως το έχω κάνει μέχρι τώρα κάθε μέρα.

Ο αναρχισμός δεν είναι ένα δόγμα, ούτε μια θρησκεία. Είναι ένας τρόπος ζωής, ένας τρόπος να αισθάνεσαι και να δρας σαν ένας άνθρωπος σε αρμονία με τη Γη. Κάθε εποχή έχει το δικό της πλαίσιο, και είναι αλήθεια ότι αυτοί που πιστεύουν στο κράτος μας έχουν προδώσει πριν· ξεχνάμε, όμως, ότι χωρίς εμάς δεν πρόκειται να αλλάξουν! Θα συνεχίσουμε να επηρεάζουμε την κοινωνία παρά τους εαυτούς μας.

Το ρεύμα της αναρχο-αυτονομιστικό ρεύμα επικρίνεται από συντρόφους που είναι πιο “ορθόδοξοι” ή δογματικοί, ανάλογα πώς τους βλέπει κανείς. Υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν την ιδέα της ανεξαρτησίας χωρίς ένα κράτος. Δεν είναι μια πλειοψηφική θέση, αλλά θεωρώ ότι είναι μια έγκυρη θέση. Για πολύ καιρό, οι αναρχικοί δεν είχαν εστιάσει την προσοχή τους στο ζήτημα της ανεξαρτησίας. Ζήτημα που τώρα έχει συμβάλλει στο να εμπνεύσει αντιπαράθεση και συζήτηση· διαφωνούμε μεταξύ μας αλλά προσπαθούμε να καταλήξουμε σε μια συναίνεση.

Δεν ξέρω αν θα οφείλαμε να ψηφίσουμε ή όχι, αλλά ξέρω ότι η ισπανική κυβέρνηση γίνεται πιο φασιστική μέρα με τη μέρα. Δεν είναι ότι αυτό με ξαφνιάζει, έτσι κι αλλιώς είναι ενάντια σε μια κυβέρνηση που υιοθετεί το σύνθημα “καλλίτερα ματωμένοι παρά διασπασμένοι”, αναφερόμενη στην Ιβηρική χερσόνηση και στην αποκαλούμενη Ισπανία, κάτι που υποδεικνύει ήδη πόσο παλιό είναι αυτό το ζήτημα – είναι κάτι που σέρνεται για αιώνες.

#Jo també soc anarquista (#είμαι επίσης αναρχικός)

Όσο δε αφορά ποιες αναρχικές οργανώσεις έχουν πάρη θέση πάνω σ’ αυτό το ζήτημα…

  • Η CGT έχει καλέσει σε γενική απεργία στην Καταλωνία η οποία υποστηρίζεται και από την CNT-AIT, την ιστορική οργάνωση που σήμερα είναι πολύ μικρότερη από την CGT, μια αναρχο-συνδικαλιστική οργάνωση που είναι πιο “ανοιχτή” και συμμετέχει στις εκλογές των σωματείων και έχει περισσότερα από 25.000 μέλη στην Καταλωνία. Η CNT-AIT, δυστυχώς, δεν αντιπροσωπεύει ούτε το 1/25 αυτού του αριθμού. Η άλλη CNT είχε μια πολύ άσχημη ρήξη με τους αυτονομιστές και είναι εναντίον των αναρχο-αυτονομιστών.

  • Η Cooperativa Integral Catalana, αν και δεν είναι συγκεκριμένα ελευθεριακή (δηλαδή αντιεξουσιαστική) οργάνωση, έχει μέλη που είναι ακτιβιστές. Η δομή τους είναι οριζόντια, βασισμένη σε αντιιεραρχικές συνελεύσεις και παίρνουν αποφάσεις με συναίνεση. Είναι αφοσιωμένη στη δημιουργία αυτοοργανωμένων οικονομικών δικτύων και στν προστασία μικρών μη-ιεραρχικών πρότζεκτ στην Καταλωνία. Υποστηρίζουν την απεργία.

  • Η Oca Negra και η Proces Embat είναι αναρχο-αυτονομιστικές οργανώσεις που συνεργάζονται με τη CGT σε κάποιες πλευρές της δράσης τους.

  • Η Federació Anarquista de Catalunya (Αναρχική Ομοσπονδία της Καταλωνίας) είναι μια άλλη σχετικά νέα οργάνωση με μια θέση υπέρ του γιορτασμού του δημοψηφίσματος.

Επιπλέον διάβασμα

1O: El Poble i les Seves Gàbies: μια αναρχική ανάλυση στα καταλανικά, που εξερευνά υποθετικά διάφορα δυνατά σενάρια για το δημοψήφισμα της ανεξαρτησίας, και εμφανίστηκε στις 20 Σεπτεμβρίου.

Fire Extinguishers and Fire Starters: An Anarchist Analysis of the 15M Movement of 2011.

The Rose of Fire Has Returned: The General Strike of March 29, 2012.

After the Crest: Barcelona Anarchists at Low Tide, μια ανάλυση από το 2013.

From 15M to Podemos: The Regeneration of Spanish Democracy.

1 Στμ. Αναδημοσίευση και μετάφραση από το https://crimethinc.com/2017/10/03/anarchists-on-the-catalan-referendum-three-perspectives-from-the-streets.

2 Στμ. CUP: Candidatura d’Unitat Popular, Υποψηφιότητα της Λαϊκής Ενότητας, πολιτικό κόμμα υπέρ της ανεξαρτησίας της Καταλωνίας με δράση κυρίως στην Καταλωνία αλλά και σε άλλες αυτόνομες κοινότητες στην Ισπανία που θεωρεί ότι ανήκουν στις Καταλανικές περιοχές. Το CUP παραδοσιακά έχει εστιάσει σε δημοτικά ζητήματα και συγκροτείται από μια σειρά αυτόνομων τοπικών συνελεύσεων που αντιπροσωπεύουν γειτονιές ή πόλεις και συμμετέχουν στις τοπικές εκλογές. Το 2012 αποφάσισε να κατέβει για πρώτη φορά στις εκλογές για το κοινοβούλιο της Καταλωνίας, κερδίζοντας 3 έδρες (από τις 135). Στις εκλογές του 2015 εξέλεξε 10 βουλευτές. Οι συνελεύσεις του CUP μπορεί να έχουν ιδεολογικές διαφορές αλλά το κοινό τους έδαφος είναι το αίτημα για την ανεξαρτησία των Καταλανικών Χωρών και μια ξεκάθαρα αριστερή πολιτική, συχνά με τη μορφή του αντικαπιταλισμού, σοσιαλισμού και οικο-σοσιαλισμού.

3 Εδώ αναφερόμαστε στην κατάσταση που δημιουργήθηκε από την ERC (Δημοκρατική Αριστερά της Καταλωνίας), το Καταλανικό κράτος και το PSU (Κομμουνιστικό Κόμμα) το 1937 στο μέσον της ανοιχτής επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου. Ήταν αποφασισμένοι να εξαφανίσουν τους αναρχικούς και να διαλύσουν τις σημαντικές τους συνεισφορές στην κολλεκτιβοποίηση των αγροκτημάτων και των εργασιακών χώρων και στον αγώνα ενάντια στην φασιστική αντίδραση υπό την καθοδήγηση του Φράνκο. Ενσωμάτωσαν με τη βία τις αναρχικές πολιτοφυλακές στον κρατικό στρατό. Υπήρξαν άγριες συγκρούσεις ανάμεσα στους σταλινικούς και την αναρχική CNT-FAI, που είχε την υποστήριξη των αντιεξουσιαστών κομμουνιστών του POUM. Αυτό παρήγαγε πολυάριθμες ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στις δυο πλευρές. Να πούμε μόνο ότι πολλοί σύντροφοι το θυμούνται αυτό και δεν θέλουν καμμιά σχέση με την σύγχρονη ERC, κι ακόμα λιγότερο με το Καταλανικό Δημοκρατικό Κόμμα (PD Cat), ούτε με την CUP, αν και η τελευταία φαίνεται να φιλοξενεί μερικές ελευθεριακές τάσεις στις τάξεις της.

Καταλωνία: Συμμετέχοντας σε μια παράξενη κατάσταση1

Ο Santigo López Petit είναι καταλανός, χημικός και ελευθεριακός φιλόσοφος. Ευχαριστίες στον Alèssi Dell’Umbria για τη μετάφραση.

Υπάρχουν στιγμές που η πραγματικότητα απλοποιείται. Δεν είναι πλέον καιρός η αλήθεια και το ψέμα να καταδεικνύονται στα επιχειρήματα που ισχυρίζονται ότι υπερασπίζονται την ενότητα της Ισπανίας ή διακηρύσσουν την ανεξαρτησία της Καταλωνίας. Ούτε είναι απαραίτητο να πάμε πίσω στο 17142 ή να κοιτάξουμε σε πιο πρόσφατες πικρίες. Όταν κάποιος απευθύνεται στον “Νόμο και την Τάξη”, εντελώς ξαφνικά οτιδήποτε γίνεται ξεκάθαρο και κάθε θέση εμφανίζεται τέλεια καθορισμένη στο τραπέζι του τζόγου. Τότε, σπλαχνικά, όλοι εμείς που παραμέναμε σιωπηλοί ξέρουμε πού θα αντιμετωπίζουμε πάντα αυτούς που θέλουν να επιβάλλουν την τάξη για να αποκαταστήσουν την εξουσία. Ξέρουμε όλοι πολύ καλά την φράση που επινοήθηκε στη Γαλλία πριν την επανάσταση του 1848 που έλεγε: “Η νομιμότητα σκοτώνει”.

Πραγματικά, είμαστε ενάντια στο Ισπανικό Κράτος και τη νομιμότητά του, αν και για να το κάνουμε αυτό πρέπει να επιλέξουμε πλευρά ανάμεσα σε σημαίες που μας πνίγουν γιατί μας αφαιρούν τον αέρα, και ανάμεσα σε ύμνους που σκεπάζουν τη φωνή μας και μας αποτρέπουν από το να κάνουμε οτιδήποτε, να ακούσουμε αυτούς που, συναθροισμένοι, μιλάνε. Θα ήταν υπέροχο να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αυτή η νομιμότητα του Ισπανικού Κράτους αντιτίθεται στη νομιμότητα ενός λαού.

Δυστυχώς, δεν είναι αυτό που συμβαίνει, και τα κόμματα της ανεξαρτησίας προσπαθούν και πάλι να μας κοροϊδέψουν [et que les partis indépendantistes ne recommencent pas à nous rouler dans la farin]. Η νομιμότητα που υπερασπίζονται, χτίστηκε ξεχνώντας τουλάχιστον τους μισούς Καταλανούς, έγινε στη βάση πολύ αμφισβητήσιμων νομικών διορθωτικών μέτρων και, τελικά, εκμεταλλευόμενα τη διαχείριση της τρομοκρατικής βίας από την καταλανική αστυνομία (Mossos) μετά τις πρόσφατες επιθέσεις. Όταν μια τηλεοπτική εκπομπή ισχυρίστηκε ότι για μερικές ώρες η Καταλωνία είχε ένα αυθεντικό/πραγματικό κράτος, είχε δίκιο. Είναι ο Χομπς σε όλη την καθαρότητά του. Παραιτούμαι από το δικαίωμά μου να αυτοκυβερνώμαι και υπογράφω ένα σύμφωνο υποταγής σε αντάλλαγμα για την ασφάλεια που μου προσφέρεται. Στο τέλος, όπως πάντα, η επιθυμία για γαλήνη, και οι επιταγές της λογικής, κείνται πίσω από τα θεμέλια του κράτους. Αλλά, πραγματικά, φτωχοί άνθρωποι να κάνουν έναν επιθεωρητή της αστυνομίας ήρωά τους!…Και ποιος χρησιμοποιεί τη λέξη “πυροβόλησε” για να πει “σκότωσε”;

Το αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα της ανεξαρτησίας είναι ότι έχει αποκαλύψει τον μύθο του κράτους δικαίου. Είναι διασκεδαστικό να ακούμε αυτές τις μέρες Καταλανούς πολιτικούς, υπερασπιστές της τάξης, να κατηγορούν το ισπανικό κράτος ότι είναι “αστυνομικό και καταπιεστικό κράτος”. Ή να διαμαρτύρονται για τις ώρες που πέρασαν στο αστυνομικό τμήμα. Τι πιστεύουν; Όχι, δεν υπάρχει κατάσταση εξαίρεσης. Υπάρχουν αυτά που έχουν συνυπάρξει τέλεια εδώ και καιρό: η κατάσταση του πολέμου και ο μεταμοντέρνος φασισμός. Το κράτος πολέμου, το οποίο, με τη δικαιολογία της τρομοκρατίας, θέτει τον εαυτό του πέρα από κάθε νομικό κανόνα, ενώ καταδιώκει ανελέητα αυτόν που σηματοδοτεται ως εχθρός του. Τον τρομοκράτη ή τον στασιαστή. Ο μεταμοντέρνος φασισμός που εξουδετερώνει πολιτικά τον δημόσιο χώρο και αποβάλλει τα κοινωνικά απόβλητα. Παρεμπιπτόντως, ήταν το CiU3 που έσπειρε τους σπόρους του νόμου Mordassa τον Ιούλιο του 2012 στο Cortes4.

Είναι πολλά χρόνια από τότε που το καταλανικό πρωτο-κράτος, το οποίο όπως όλα τα άλλα κράτη, οικοδόμησε τον εαυτό του χρησιμοποιώντας την σύγχυση και τη διαχείριση του φόβου, προσπαθεί να μετασχηματίσει τον καταλανικό λαό σε μια γνήσια πολιτική ενότητα. Με αυτή την έννοια, οι εκκλήσεις της 11ης Σεπτεμβρίου εξυπηρέτησαν στο “γυάλισμα” και στην εξημέρωση μιας συλλογικής επιθυμίας για ελευθερία που δεν μπορεί να αναχθεί σε μια φωνή. Η πολιτική επιχείρηση ήταν η εξής: η κυβέρνηση αποφασίζει ποιος είναι ο λαός της, και στον βαθμό που επιτγχάνει να μετατρέψει αυτόν τον λαό σε μια πολιτική ενότητα, με άλλα λόγια, σε μια ενότητα εναντίον μας, αποκτά μια νομιμοποίηση που της επιτρέπει να διαπραγματευτεί με το ισπανικό κράτος. Είναι ξεκάθαρο ότι αυτός ο ηγεμονικός αυτονομισμός δεν επιθυμεί καμμιά πραγματική και ριζική κοινωνική αλλαγή. Καλούν σε ανυπακοή στην ισπανική κυβέρνηση, το “Gobierno”, για να ζητήσουν αμέσως υπακοή στην καταλανική κυβέρνηση, το “Govern5. Από τον νόμο στον νόμο, διαβεβαιώνουν. Στην πραγματικότητα, οι άρχουσες ελίτ πάντα συμφωνούν μεταξύ τους γιατί η σκιά του κεφαλαίου είναι πολύ εκτεταμένη. Γι’ αυτό, στον πόλεμο που βρισκόμαστε τώρα κολλημένοι, το πιο πιθανό είναι ότι καθένας από τους αντιπάλους συνειδητοποιεί τι αναμένεται από αυτόν. Η ισπανική κυβέρνηση θα πει ότι έχει υπερασπιστεί το κράτος δικαίου και, μάλιστα, με έναν μετρημένο τρόπο. Η καταλανική κυβέρνηση θα ισχυριστεί ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, προχωρήσαμε πιο μακριά από ποτέ άλλοτε. Είναι δύσκολο να σκεφτούμε ότι η λογική του καταλανικού πρωτο-κράτους οδηγεί πέρα από ένα ρήγμα των διαπραγματεύσεων που θα σχηματοποιούνταν σε μια μεταρρύθμιση του Συντάγματος.

Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση είναι εντελώς ανοιχτή. Όταν οι δρόμοι είναι γεμάτοι από κόσμο, και όταν ένα αλλαζονικό κράτος είναι εδραιωμένο, ανίκανο αυτοκριτικής και αγνοώντας οποιαδήποτε μορφή διαμεσολάβησης, τα πάντα μπορούν να συμβούν. Και όντως, έτσι έχουν τα πράγματα. Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να συμβεί επειδή κάτι καινούριο έχει προκυψει: το δημοψήφισμα έχει γίνει μια πρόκληση για το κράτος. Για πολλούς από μας, η ψήφος δεν έχει φέρει ποτέ μια πραγματική αλλαγή. Παρ’ όλα αυτά, τώρα, η απλή πράξη του να θέλει να ψηφίσει κανείς έχει κάτι λίγο ριζοσπαστικό και παραβατικό. Αυτό που συμβαίνει είναι περίεργο. Σίγουρα, πολύς κόσμος κινείται και συγκεντρώνεται κάτω από τη σημαία της ανεξαρτησίας. Αλλά υπάρχουν και πολλοί που δεν θα βουτήξουν στη δίνη/αναβρασμό. Αν και δεν έχουμε σημαίες, ξέρουμε πού πρέπει να βρισκόμαστε. Ούτε μείς φοβόμαστε, αλλά μας κοστίζει να ξεχνάμε. Μας κοστίζει να εμπιστευόμαστε πολιτικούς ηγέτες που εκδίωξαν βάναυσα μια κατειλημμένη πλατεία στην Καταλωνία, και που ήταν οι πρώτοι που εφαρμόσανε νεοφιλελεύθερα μέτρα. Το 2011, είχαμε περικυκλώσει το Κοινοβούλιο ακριβώς για να αποτρέψουμε αυτό το πράγμα. Και τώρα θα αφήσουμε τους εαυτούς μας να μας αγκαλιάσουν;

Όταν ο Felipe Gonzalez λέει ότι “η κατάσταση στην Καταλωνία μου προκάλεσε τη μεγαλύτερη ανησυχία εδώ και σαράντα χρόνια” είναι ένα καλό σημάδι. Ανεξάρτητες πολιτικές δυνάμεις κατάφεραν να διαταράξουν μια συγκεντρωτική και καταπιεστική εξουσία που έχει εμπειρία αιώνων. Δεν είναι εύκολο να την ξεριζώσεις και το αποδεικνύει η αμυντική της αντίδραση. Πρέπει να αναγνωρίσουμε, όμως, την δύναμη αυτού του πολιτικού κινήματος, την ικανότητά του για οργάνωση και κινητοποίηση. Αλλά το ισπανικό κράτος δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχτεί την ανεξαρτησία της Καταλωνίας. Για να επιτευχθεί αυτό, το ισπανικό κράτος πρέπει πρώτα να καταστραφεί, και η καταλανική ανεξαρτησία χρειάζεται πολύ περισσότερη υποστήριξη. Τελικά, η αντίθεση στο ισπανικό κράτος από τη θέληση να είσαι ένα άλλο κράτος δεν είναι μόνο αδιάφορο αλλά είναι και μια χαμένη υπόθεση. Από την άλλη, το να φανταζόμαστε μια Καταλωνία που παραμένει ανυπόφορη ως ανωμαλία, μπορεί να υπονομεύσει αποτελεσματικά την νεο-φρανκική νομιμότητα και να συγκροτηθεί σε ένα προχώρημα και κάτι απρόβλεπτ για την Ευρώπη. Αν θέλουμε το δικαίωμα να αποφασίζουμε να μην παραμένει μια κενή εντολή, και η 1η Οκτωβρίου να μην είναι ένα τέλος αλλά μια αρχή, πρέπει να τελειώσουμε οριστικά με τον διαχωρισμό εμείς/αυτοί που καθορίζεται αποκλειστικά με εθνικιστικούς όρους. Η Καταλωνία από μόνη της δεν θα μπορέσει ποτέ να συναντηθεί ξανά. Η καταλανική δημοκρατία μπορεί να γεννηθεί μόνο αν αδελφοποιηθεί με τις άλλες δημοκρατίες και λαούς που ζουν στην [Ιβηρική] χερσόνησο.

Ας ψηφίσουμε λοιπόν, για να σπάσουμε το καθεστώς του 1978, κληρονόμο του φρανκισμού. Ας ψηφίσουμε επειδή σ’ αυτές τις στιγμές η ψηφοφορία είναι μια πρόκληση για το κράτος, και αυτή η πρόκληση θα μας κάνει λίγο πιο ελεύθερους. Αλλά ας μην ξεχνάμε ποτέ το σύνθημα ότι “Κανείς δεν μπορεί να μας εκπροσωπεί” ούτε το γεγονός ότι η ταξική πάλη συνεχίζει να δρα σ’ αυτό που μοιάζει φαινομενικά ομοιογενές.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://lundi.am/Catalogne-Prendre-parti-dans-une-situation-etrange.

2 Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1714, ο στρατός του Φιλίππου του V της Ισπανίας μετά από αρκετούς μήνες πολιορκίας. Αυτή η ημερομηνία είναι 150 χρόνια προγενέστερη της εθνικής γιορτής της Καταλωνίας, την Daida, που γιορτάστηκε πρώτη φορά στις 11 Σεπτεμβρίου του 1886 και είχε απαγορευτεί από τον Φράνκο, οπότε και γιορταζόταν παράνομα.

3 Στμ. CiU, Convergència i Unió, Σύγκλιση και Ενότητα, καταλανική εθνικιστική εκλογική συμμαχία στην Καταλωνία. Ήταν ένωση δύο κομμάτων, της μεγαλύτερης Δημοκρατικής Σύγκλισης της Καταλωνίας, CDC, και της μικρότερης Δημοκρατικής Ένωσης της Καταλωνίας, UDC. Διαλύθηκε τον Ιούνιο του 2015.

4 Νόμος που στοχεύει στην καταστολή οποιασδήποτε μη θεσμικής κατάληψης δημοσίου χώρου και η οποία προβλέπει εξοντωτικές ποινές φυλάκισης στην περίπτωση παράβασης. Η ψήφισή του το 2012 είχε προκαλέσει κύμα διαδηλώσεων σε ολόκληρη την Ισπανία.

5 Η κυβέρνηση, στα ισπανικά και τα καταλανικά.

Η πολιτική κατάσταση στη Βενεζουέλα: Κρίση, τάσεις και η πρόκληση για την ανεξαρτησία της τάξης

των Víctor Vallejos και Juan Williams1,2,3

Μια εξέταση της διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού στη Βενεζουέλα, των λαϊκών αγώνων και των αντιφάσεων που προκύπτουν υπό τον Τσαβισμό, το PSUV και, τώρα, τον Μαδούρο.

Από τον μεταφραστή: Η μετάφραση του παρόντος άρθρου αποδείχτηκε δύσκολη εξαιτίας της πυκνότητας των ιδεών και επειδή η πολιτική ανάλυση και οι όροι χρησιμοποιούνται και κατανοούνται ως επί το πλείστον στα ισπανικά. Το άρθρο απευθύνεται κυρίως σε άτομα που διαθέτουν μια κατανόηση της ιστορίας της Βενεζουέλας και της περιοχής.

Από τους συγγραφείς: Το παρόν άρθρο είναι μια ταπεινή προσπάθεια συνεισφοράς σε έναν κριτικό ισολογισμό της διαδικασίας αλλαγής και της παρούσας πολιτικής κατάστασης στη Βενεζουέλα. Δεν προσποιείται ότι είναι ένα εξαντλητικό κείμενο, και αναγνωρίζουμε πως παρουσιάζει θεωρητικούς περιορισμούς. Η ανάλυσή μας συγκροτείται από το βλέμμα μιας ανοιχτόμυαλης επαναστατικής μαχητικότητας που ριζώνεται στον ελευθεριακό κομμουνισμό. Μια ουσιώδης πηγή αυτών των σκέψεων προκύπτει από συνεντεύξεις με μιλιτάντηδες και κοινωνικές οργανώσεις στην πόλη του Καράκας και την πολιτεία της Lara κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου του 2016.

Τα τελευταία 17 χρόνια, η Βενεζουέλα έχει πειραματιστεί με μια διαδικασία προχωρημένου κοινωνικού μετασχηματισμού τόσο σε διεθνές όσο και τοπικό πλαίσιο. Παράλληλα με την επανατοποθέτηση του σοσιαλισμο ως ενός ορίζοντα προς κατάκτηση, αυτή η διαδικασία έχει επιτρέψει την πολιτικοποίηση και την ανάπτυξη ενός ευρέος λαϊκού κινήματος με βαθιές και ιστορικές ρίζες πέρα από την άνοδο του Τσάβες το 1992. Η αυξανόμενη επιρροή της Βενεζουέλας στην Λατινική Αμερική έλαβε χώρα κυρίως μεταξύ κρατών και κυβερνήσεων, προβάλλοντας – στο επίπεδο της συζήτησης – έναν λατινοαμερικάνικο επαναστατικό πόλο που καθιστούσε αναγκαία μια ρήξη από την ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Όμως, όπως όλες οι διαδικασίες, η Βενεζουέλα έχει αναπτύξει πολλαπλές αντιφάσεις. Η Μπολιβαριανή κυβέρνηση κατάφερε να επιβάλλει μια αναδιανεμητική πολιτική που επέτρεψε την απόδοση ενός σημαντικού τμήματος των εσόδων από το πετρέλαιο στη βελτίωση των συνθηκών ζωής μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού στη διάρκεια των προηγούμενων 17 ετών. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχουν υπάρξει ξεκάθαρα βήματα προς μια υπέρβαση του μοντέλου των πετρελαϊκών εσόδων υπό μια σοσιαλιστική προοπτική4. Οι επιτελείς της κυβέρνησης έχουν παραμείνει παγιδευμένοι ανάμεσα σε μια καθορισμένη κρατικο-καπιταλιστική πολιτική και ενσωματωμένες συμμαχίες με τομείς του “παραγωγικής” αστικής τάξης5. Αυτές οι στρατηγικές έχουν αποτύχει στη στόχευσή τους να διαφοροποιήσουν τον παραγωγικό πίνακα της χώρας, κάτι που είχε το τίμημά του για το λαϊκό κίνημα σε όρους της απώλειας της αυτονομίας του έναντι του επιχειρηματικού τομέα και του Κράτους.

Ο χαρακτήρας του Κράτους στη Βενεζουέλα δεν έχει μεταβληθεί ουσιαστικά. Αρχικά, ο Τσαβισμός κατάφερε να φύγει από το κέντρο της πολιτικής εξουσίας, αλλά όχι από την οικονομική εξουσία της παλιάς υποτελούς ολιγαρχίας της Συμφωνίας του Punto Fijo (Fixed Point)6. Επιπρόσθετα, η θεσμοποίηση συμμετοχικών χώρων άνοιξε στον πρωταγωνιστικό λαϊκό παράγοντα, που σε ένα πλαίσιο ενός κινητοποιημένου λαού, επέτρεψε μια γρήγορα ματιά στη δυνατότητα της υπέρβασης της λογικής της παραδοσιακής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Όμως, με δεδομένο ότι το λαϊκό στρατόπεδο εκχώρησε το έδαφος ως μια κινητοποιημένη και αυτοοργανωμένη δύναμη, κατέληξε να παγιώσει μια πελατειακή και γραφειοκρατική κρατική δομή7. Διαβρώσιμοι από την άνοδο τομέων ευθυγραμμισμένων με τον Τσαβισμό και προσδεμένοι στον τυχοδιωκτισμό, οι θεσμοί αυτοί σφετερίστηκαν τον συλλογικό πλούτο και κακοφόρμιζαν σε θέσεις εξουσίας προς την υπεράσπιση των δικών τους ταξικών συμφερόντων8.

Όμως, ο θάνατος του Τσάβες έφερε στο φως και άλλα προβλήματα που παρεμπόδιζαν τη βενεζουελάνικη διαδικασία. Η απώλεια στρατηγικής καθαρότητας και πολιτικής πρωτοβουλίας αντανακλά την απουσία ενός συλλογικού προσανατολισμού: μια προοπτική που καταπνίγηκε από τις αρχικές κινήσεις μιας εξαντλητικής/εκτεταμένης ηγεσίας που διορίστηκε από τον Τσάβες και επανενδυναμώθηκε από έναν ηγεμονισμό/αρχηγισμό [caudillista] που είναι ριζωμένος στην ιστορία αυτής της χώρας της Καραϊβικής9.

1.1. Η οικονομική κατάσταση

Όπως σημειώσαμε προηγουμένως, τα κέρδη από το πετρέλαιο είναι ένα από τα βασικά γνωρίσματα της οικονομίας της Βενεζουέλας. Με άλλα λόγια, η Βενεζουέλα αποσπά από την διεθνή αγορά ένα τεράστιο ποσό πλούτου που δεν παράγεται στη ίδια τη χώρα. Οι πωλήσεις του πετρελαίου ξεπερνούν το 90% των εθνικών εξαγωγών, συνιστώντας το κύρια εισροή ξένου συναλλάγματος σε δολλάρια. Αυτή η μονο-εξαγωγική συνθήκη ίσχυε πολύ πριν τον Τσαβισμό, καθορίζοντας τον παρασιτικό χαρακτήρα της αστικής της τάξης που εξαρτιώταν άμεσα στη έσοδα από το πετρέλαιο με τη μορφή επιδοτήσεων για εισαγωγές και παραγωγή10.

Το κύριο εσωτερικό εισόδημα της Μπολιβαριανής κυβέρνησης προέρχεται από την εθνικοποίηση της παραγωγής πετρελαίου και την αναδιανομή του πλεονάσματός της σε μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης που ήταν προηγουμένως αποκλεισμένα. Αυτό οδήγησε στην εφαρμογή/άσκηση κοινωνικών πολιτικών που ανέβασαν τα στάνταρ του βιωτικού επιπέδου και την αξιοπρέπεια της εργατικής τάξης11. Όμως, αυτό δεν σήμαινε τον εκτοπισμό της ηγεμονικής συνθήκης της αστικής τάξης μέσα στην οικονομία, μιας και ο ιδιωτικός τομέας παρέμεινε πρακτικά άθικτος12. Στην πραγματικότητα, το Μπολιβαριανό σχέδιο που αποδόθηκε στην “εθνική και παραγωγική” επιχειρηματικότητα έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στις αλλαγές που επέφερε η Μπολιβαριανή διαδικασία13.

Οι υψηλές τιμές του πετρελαίου στη δεκαετία του 2000 επέτρεψαν μια αύξηση στην συσσώρευση του κεφαλαίου για έναν τομέα της αστικής τάξης της Βενεζουέλας την ίδια στιγμή που αυξανόταν οι κοινωνικές δαπάνες. Αυτή η κατανομή εισοδήματος τόσο για την αστική όσο και για την εργατική τάξη – που αποκαλείται ισορροπία διανομής από τον Ουρουγουανό οικονομολόγο Rodrigo Alonso – κατέστη μη διατηρήσιμη μετά την πτώση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου, ιδιαίτερα μετά το 201214. Η άνοδος τη εσωτερικής ζήτησης που εξαρτάται από τις εισαγωγές και, συνεπώς, από τα επιτόκια του ξένου συναλλάγματος και τα μειούμενα έσοδα σε δολλάρια εξαιτίας της χαμηλής τιμής του πετρελαίου για τη χώρα, αποτελούν την υλική βάση για τον πληθωριστικό κύκλο της χώρας. Εν τω μεταξύ, το “bachaquero15 (αποθησαύριση και λαθρεμπόριο) – ένα δευτερεύον φαινόμενο που επιδεινώθηκε με τον πληθωρισμό – αναπτύχθηκε από τις μη καλυπτόμενες εσωτερικές ανάγκες και είναι πιθανόν να αυξηθεί16.

Η τρέχουσα οικονομική κρίση είναι μια αντανάκλαση των ορίων του Βενεζουελάνικου “εισοδηματιστικού” [βασισμένου σε έσοδα, rentier] καπιταλισμού να διατηρήσει τις διαδικασίες της συμπερίληψης του λαού και να ανυψώσει τα βιωτικά στάνταρ της εργατικής τάξης. Παράλληλα, η αστική τάξη διατηρεί υψηλά επίπεδα κερδοφορίας που δεν αντιμετωπίζονται ως μια αποτυχία της σοσιαλστικής εμπειρίας17. Στην πραγματικότητα, συζητήσεις σχετικά με τις πιθανές εκβάσεις δείχνουν προς την ανάγκη να κοπεί αυτή η ισορροπία διανομής ανάμεσα στις τάξεις, βάζοντας ή την εργατική ή την αστική τάξη να πληρώσουν το κόστος της κρίσης. Από την μια πλευρά, υπάρχουν αυτοί που περιμένουν τα τυπικά νεοφιλελεύθερα μέτρα προσαρμογής (μείωση των κοινωνικών δαπανών, απελευθέρωση των τιμών, εργασιακή ανασφάλεια, κ.λπ.). Από την άλλη, εμφανίζονται προτάσεις για απαλλοτριώσεις (έλεγχος στο εξωτερικό εμπόριο, εθνικοποίηση των τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων και ιδιαίτερα τον τερματισμό της επιδότησής τους). Παρά την έντονη ή λιγότερο έντονη έμφαση στον λαϊκό έλεγχο πάνω σ’ αυτά τα μέτρα, η κυβέρνηση και άλλες κρατικές εξουσίες παραμένουν οι διαιτητές αυτών των παρεμβάσεων.

Υπάρχει συνείδηση του καταστροφικού πολιτικού κόστους που θα προκαλείτο από την εφαρμογή μέτρων προσαρμογής (λιτότητας). Επιπρόσθετα, αν το κόστος της κρίσης τοποθετείται είτε στην εργατική τάξη είτε στην μπουρζουαζία, υποτίθεται ότι η ένταση της σύγκρουσης μεταξύ των τάξεων θα αυξηθεί. Στα πρόσφατα χρόνια, το αυξανόμενο δημόσιο χρέος και το ζήτημα των κρατικών ομολόγων έχουν φέρει την έλλειψη ξένου συναλλάγματος, αλλά αυτό τους έχει επιτρέψει μόνο την εξαγορά χρόνου: χρόνου που επίσης τελειώνει18.

1.2. Η πολιτική κατάσταση

Η ήττα του Τσαβισμού στις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση στις 6 Δεκέμβρη του 2015 ήταν σαρωτική και απρόσμενη. Αν και η πολύπλοκη οικονομική κατάσταση προεξοφλούσε ότι το αποτέλεσμα δεν θα ήταν ευνοϊκό για το PSUV, η Δεξιά δεν περίμενε να κερδίσει την πλειοψηφία της Εθνοσυνέλευσης. Επανεξετάζοντας τα αποτελέσματα, η εκλογική υποστήριξη για το κυβερνόν PSUV έχει μειωθεί, έχοντας ως αποτέλεσμα τη σημαντική ενίσχυση της αντιπολίτευσης. Αν οι εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 2015 συγκριθούν με τις προεδρικές εκλογές του 2013, ο Τσαβισμός έχασε σχεδόν 2 εκατομμύρια ψήφους (26.2%), αλλά η Δεξιά αυξήθηκε μόνο κατά 343.434 ψήφους, δηλαδή κατά 4.6%. Αν προσθέταμε σε αυτό το υψηλό ποσοστό άκυρων (4.77%, σχεδόν τριπλάσια άκυρα ψηφοδέλτια από τις προηγούμενες κοινοβουλευτικές εκλογές), η θέση για “ψήφο τιμωρίας” ως έκφρασης τμημάτων των Τσαβίστας που δεν είναι καθόλου χαρούμενοι με την συμπεριφορά της κυβέρνησης έχει νόημα19,20.

Αυτή η δυσαρέσκεια με την κυβέρνηση που παρουσιάστηκε στις κάλπες δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από τις ελλείψεις στα εμπορεύματα ή τον πληθωρισμό. Η Βενεζουέλα έζησε μια συγκρίσιμη οικονομική κρίση την περίοδο ανάμεσα στο πραξικόπημα του Απριλίου του 2002 και την απεργία στην πετρελαιοβιομηχανία στα τέλη της ίδιας χρονιάς και η οποία διήρκεσε μέχρι τις αρχές του 2003. Ενώ η κατάσταση ήταν συντομότερη, εκείνη την περίοδο η υποτίμηση του νομίσματος και η συρρίκνωση της οικονομίας ήταν τεράστιες και, παρ’ όλα αυτά, ο πληθυσμός διατήρησε ισχυρή στήριξη στην κυβέρνηση, που αντιπροσωπευόταν με το σύνθημα “πεινασμένος και άνεργος στέκομαι στο πλευρό του Τσάβες”21. Στην πραγματικότητα, ήταν εκείνη την περίοδο που οι λαϊκές κινητοποιήσεις απάντησαν στο πραξικόπημα, εξελισσόμενες σε μια ριζοσπαστικοποίηση της διαδικασίας για την απόκτηση του ελέγχου στρατηγικών επιχειρήσεων και της αύξησης επιρροής σε διαφορετικούς θεσμούς. Τώρα έχει συμβεί το αντίθετο, όταν μια καινούρια στρατηγική εκφράστηκε από τη Δεξιά στις “guarimbas” του 2014 – μια σειρά συζητήσεων στρογγυλής τραπέζης – που παρώτρυνε την κυβέρνηση να δώσει στις βενεζουελάνικες επιχειρήσεις πόρους σε δολάρια και μεγαλύτερη άνεση στις εισαγωγές και τις εξαγωγές τους προς ενίσχυση της εθνικής παραγωγής22. Αυτή η τάση έχει βαθύνει όπως φαίνεται στη δημιουργία του Εθνικού Συμβουλίου της Παραγωγικής Οικονομίας, που αποτελείται κυρίως από επιχειρηματίες και την υποψηφιότητα του Miguel Perez Abad (πρώην προέδρου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Fedeindustrias), ο οποίος θα ηγείται του Υπουργείου Παραγωγικής Οικονομίας23.

Η εκλογική ήττα της κυβερνώσας ελίτ άνοιξε τη δυνατότητα για τη Δεξιά να ξηλώσει τις αναδιανομητικές πολιτικές της Μπολιβαριανής κυβέρνησης, αλλά της επέτρεψε, επίσης, να σχεδιάσει την έξοδο του Μαδούρο πριν το τέλος της θητείας του24. Αν λάβουμε υπόψιν της απώλεια της επιρροής του Μαδούρο μέσα στο PSUV και την αναποτελεσματικότητα των μέτρων που προήγαγε η κυβέρνησή του για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης, προκύπτει ένα σενάριο στο οποίο ο Μαδούρο θα χάσει την εκτελεστική εξουσία σύντομα. Στο πλαίσιο αυτό, ένα σημαντικό κομμάτι του PSUV και της κυβέρνησης προωθούν μια πολιτική επανπροσέγγισης και διαπραγμάτευσης με τομείς των “παραγωγικών” επιχειρηματιών, επιδιώκοντας να εμβαθύνουν μια συνεργασία με αυτόν τον τομέα ως ένα εργαλείο για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης και τη σταθεροποίηση της πολιτικής κατάστασης. Αυτή η προσπάθεια θα οξύνει τις υποτιθέμενες αντιθέσεις ανάμεσα σ’ αυτόν την “παραγωγική” αστική τάξη και τον “παρασιτικό” της τομέα.

Την ίδια στιγμή, ο πιο παραγωγικός τομέας της Δεξιάς αμφισβητεί τη δυνατότητα μιας ειρηνικής, διαπραγματεύσιμης μετάβασης, που θα της επέτρεπε να ανακτήσει την εκτελεστική εξουσία αποφεύγοντας υψηλότερα επίπεδα αναταραχής και εμβάθυνσης των ταξικών αντιθέσεων. Ελπίζουν ότι τα πρώτα μέτρα νεοφιλελεύθερης οικονομικής προσαρμογής θα αρχίσουν με την κυβέρνηση Μαδούρο. Αυτό οφείλεται στην αδυναμία της Δεξιάς αντιπολίτευσης να ξεπεράσει τις δικές της εσωτερικές διαιρέσεις για να επανακτήσει την πολιτική ηγεμονία που κάποτε κατείχε. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Roberto Lopez Sanchez: “Μια πιθανή άνοδος της φιλο-ιμπεριαλιστικής Δεξιάς θα παρήγαγε σενάρια ακυβερνησίας που θα υπερέβαιναν κατά πολύ οποιαδήποτε αντίστοιχα θα αντιμετώπιζε ο Τσαβισμός σε αυτά τα πρόσφατα χρόνια”25.

Η απόδοση προτεραιότητας στη συμμαχία με τη μπουρζουαζία ανατρέπει την ισορροπία δυνάμεων μέσα στις λαϊκές μάζες. Αυτό εκφράζεται στην όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα σε αναπτυγμένους τομείς της εργατικής τάξης και την Μπολιβαριανή κυβέρνηση. Ως παράδειγμα, σημειώνουμε ότι η σύγκρουση επηρέασε εργάτες στην Empresa de Propiedad Social Directa Comunal26 (EPSDC) “Proletarios Unidos” και αυτό σε συνδυασμό με τον δήμο [commune] Pío Tamayo στην πόλη Barquisimeto, στην πολιτεία της Lara.

Η EPSDC “Proletarios Unidos” προέκυψε από μια πρωτοβουλία εργατών από τη Βραζιλία στη ζυθοποιία Brahama, που μετά την αδικαιολόγητη εγκατάλειψη από την ιδιοκτήτρια εταιρεία αποφάσισαν να μην δεχτούν τον διακανονισμό που τους προσφέρθηκε και επέλεξαν να καταλάβουν το εργοστάσιο με την προοπτική να το κάνουν αυτοδιαχειριζόμενο. Από κείνη τη στιγμή, οι εργάτες αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν τους πρώην ιδιοκτήτες και τη δεξιά κυβέρνηση της πολιτείας Lara. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι/παράγοντες/ιθύνοντες προσπάθησαν να υπονομεύσουν και να παρεμποδίσουν την εδραίωση του σχεδίου των “Proletarios Unidos”. Στην πορεία, οι εργάτες ξεκίνησαν έναν διάλογο με τους κομμουνάρους της κομμούνας “Pío Tamayo”, οι οποίοι είχαν εμπλακεί σε μια ενδιαφέρουσα εμπειρία οικοδόμησης λαϊκής εξουσίας τόσο σε “γεωγραφικές” [territorial] όσο και παραγωγικές περιοχές.

Όμως, παρά τις τεράστιες προσπάθειες των πρώην εργατών της Brahama και της κομμούνας Pío Tamayo, η κυβέρνηση σκέφτεται την πιθανότητα να μεταφέρει το εργοστάσιο στον όμιλο Cisneros Group, ιδιοκτησίας ενός Βενεζουελάνου επιχειρηματία με επιρροή και μέλους της Barrick Gold Corporation27. Αυτό προϋποθέτει ότι μια συμμαχία με αυτόν τον οικονομικό όμιλο που είναι μια επιτομή της αστικής “βιομηχανίας” θα επέτρεπε στην κυβέρνηση να υπονομεύσει την οικονομική δύναμη του Lorenzo Mendoza, προέδρου των επιχειρήσεων Polar, ενός ομίλου που αυτή τη στιγμή ελέγχει την αγορά μπύρας και τροφίμων στη Βενεζουέλα. Αυτή η κατάσταση συγκρίνεται με την εμπειρία άλλων επιχειρήσεων που προσπάθησαν να γίνουν αυτοδιαχειριζόμενες από τους εργάτες σε συμμαχία με οριζόντιες οργανώσεις βάσης που βρίσκονται στις κομμούνες. Στην πόλη Barquisimeto, εταιρείες κάτω από άμεσο κοινωνική κοινοτιστική ιδιοκτησία, όπως οι Beneagro και Potters of Grez, έχουν παρεμποδιστεί από επιχειρηματικό σαμποτάζ καθώς και την κρατική γραφειοκρατία και μια πολιτική συμμαχίας ανάμεσα στους κυβερνητικούς τομείς και την μπουρζουαζία.

1.3. Ο “λαϊκός παράγοντας”: Η εργατική τάξη ως μια μηχανή για οποιονδήποτε μετασχηματισμό28

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μπολιβαριανή διαδικασία, μαζί με τις αντιθέσεις της, έχει πολιτικοποιήσει ευρέα στρώματα του πληθυσμού και έχει δημιουργήσει άμεσες εμπειρίες την οικοδόμηση λαϊκής εξουσίας. Εντός της τελευταίας μιλάμε για κομμούνες, εταιρείες υπό εργατικό έλεγχο και αυτοδιευθυνόμενες γειτονιές – τόσο αστικές όσο και στην ύπαιθρο29,30. Δυστυχώς αυτές οι γνήσιες οργανώσεις της εργατικής τάξης απέχουν πολύ από το να είναι ηγεμονικές. Έχουν να παρακάμψουν και να ξεπεράσουν τις πελατειακές σχέσεις που έχουν βαθύνει εξαιτίας των τεράστιων οικονομικών πόρων της κυβέρνησης. Με το πέρασμα των χρόνων, αυτές οι σχέσεις κατεύνασαν την πολιτική πρωτοβουλία των λαϊκών τάξεων.

Πιστεύουμε ότι η εργατική τάξη στέκεται ως μια αποφασιστική δύναμη για την οικοδόμηση μιας επαναστατικής απάντησης στη σημερινή κρίση· ένας παράγοντας που έχει υποβαθμιστεί/παραμεριστεί εξαιτίας των επιφανειακών (θεσμικών) αλλαγών που κατανοούν τη διαδικασία ως αποκλειστικά διαχειριζόμενη από την κυβέρνηση και τους κρατικούς θεσμούς. Ο López Sánchez έχει διατυπώσει την άποψη ότι από τα μέσα του 20ου αιώνα η Βενεζουελάνικη αριστερά έχει υποφέρει από την ανικανότητα να εμπλακεί στα πραγματικά στάδια της ανάπτυξης της εργατικής τάξης31. Αντίθετα, έχει εστιάσει στην οικοδόμηση θεσμικών σχέσεων πο υποβιβάζουν την εργατική τάξη είτε στην εκλογική υποστήριξη είτε στην παρακολούθηση “περιπάτων” της πρωτοπορίας ενός “αντάρτικου” [foquista] χαρακτήρα32.

Ξανακοιτάζοντας την πρόσφατη ιστορία της Βενεζουέλας, αυτό που είναι αξιοπαρατηρήσιμο είναι η λίγο-πολύ αυθόρμητη αντίδραση του εργαζόμενου λαού που έχει μεταβάλλει τον συσχετισμό δύναμης. Αυτό πειλαμβάνει τον ρόλο του στο σταμάτημα του πραξικοπήματος του Απρίλη του 2002, κάτι που άνοιξε βαθιές αλλαγές τόσο για τη Βενεζουέλα όσο και για ολόκληρη την ήπειρο. Στην περίπτωση αυτή, ούτε οι διοργανωτές του πραξικοπήματος ούτε η κυβέρνηση της Βενεζουέλας σκέφτηκαν ότι θα μπορούσε η εργατική τάξη να γείρει την πλάστιγγα προς την εμβάθυνση της διαδικασίας των αλλαγών. Ήταν η συμμετοχή του ίδιου κόσμου και η επιχειρησιακή ικανότητα των εργατών του PDVSA που ξανάρχισαν την παραγωγή πετρελαίου στη διάρκεια του “πετρελαϊκού πραξικοπήματος” την περίοδο 2002-2003, παρά την δυσπιστία από τους πραξικοπηματίες διευθυντές33. Εκείνη τη στιγμή, οι Τσαβίστας είχαν ήδη σχεδιάσει μια οργανωμένη αντίδραση στο πραξικόπημα που θα μπορούσε να στηριχτεί στη λαϊκή υποστήριξη, που ήταν ο ρόλος που ανέλαβαν οι Μπολιβαριανοί κύκλοι.

Ακριβώς μετά την συγκυρία του 2002-2003, η αυτοοργάνωση στην εργατική τάξη ενισχύθηκε με πολλαπλές μορφές ενός μαζικού χαρακτήρα όπου οι νέοι και οι γυναίκες απέκτησαν καινούρια σπουδαιότητα και προβολή34. Το διάστημα 2006-2007 αυτή η διαδικασία έφτασε στην κορύφωσή της για να ακολουθήσει η πτώση της. Από τα μαζικά δίκτυα κοινοτικών ΜΜΕ στην ANMCLA, την ανανέωση των συνδικάτων που περιελάμβανε τη δημιουργία τς Εθνικής Ένωσης Εργατών (National Union of Workers, UNT) ενάντια στην διασπασμένη CVT (Συνομοσπονδία Εργατών Βενεζουέλας) ή τη δημιουργία Κοινοτικών Συμβουλίων ως μορφών εδαφικής αυτοδιοίκησης, όλοι είχαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ανεξαρτησίας από την κυβέρνηση35. Η κατάρρευση μερικών από αυτές τις οργανώσεις (όπως η ANMCLA) επήλθε τελικά, όπως και η εξαφάνιση και η ουσιαστική αντικατάσταση άλλων (όπως της UNT από την Μπολιβαριανή Συνομοσπονδία Σοσιαλιστών Εργατών, CBST) και τον πελατειακό τύπο αποδοχής των άλλων (τα περισσότερα κοινοτικά συμβούλια που σήμερα λαμβάνουν επιδοτήσεις). Η μη επίλυση αυτού του προβλήματος από μια προοπτική της ανεξαρτησίας της τάξης είναι στη ρίζα αυτού που κάποιοι αναγνωρίζουν/ταυτοποιούν ως την παρακμή αυτής της διαδικασίας αυτοοργάνωσης [autogestión].

Σήμερα η εργατική τάξη της Βενεζουέλας διαθέτει ακόμα αρκετές οργανώσεις με σημαντική ικανότητα πάλης. Η πιο ενδιαφέρουσα συνάρθρωση αυτής της ικανότητας είναι ανάμεσα σε κοινοτικές οργανώσεις με αποτελεσματικό εδαφικό έλεγχο, που αντιπροσωπεύουν αυθεντικές εκφράσεις λαϊκής εξουσίας. Όμως, είναι φανερό ότι αυτές και άλλες οργανώσεις βρίσκονται σε άμυνα. Πιο ανησυχητική είναι η πιθανότητα στο μέλλον να βρεθούν σε ακόμα πιο στενή πολιορκία36.

1.4. Πραγματικές τάσεις

Αυτή τη στιγμή, είναι ξεκάθαρο ότι τα μέτρα της κυβέρνησης Μαδούρο έχουν αποτύχει ν’ ανοίξουν έναν δρόμο για την υπέρβαση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, η οποία επηρεάζει εκατομμύρια μέλη της εργατικής τάξης της Βενεζουέλας, συμπεριλαμβανομένων των πιο εύπορων στρωμάτων37. Είναι αυτοί που υφίσταναι καθημερινή υποτίμηση των μισθών τους, ελλείψεις φαρμάκων, δυσκολιες στην εύρεση τροφίμων και άλλων αναγκαίων αγαθών. Από την πλευρά της, η αντιπολίτευση προωθεί μια στρατηγική χαρακτηριζόμενη από μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα σε μια θέση ισχύος στους δρόμους – με φασιστικές λεπτές αποχρώσεις – απαιτώντας από τον Μαδούρο να εγκαταλείψει την εκτελεστική εξουσία και μια όψιμη δέσμευση για ένα ανακλητικό/ακυρωτικό δημοψήφισμα υπό το Μπολιβαριανό Σύνταγμα38. Αυτό το εν τέλει δημοψήφισμα θα διεξαχθεί στη διάρκεια του 2016 ώστε η Δεξιά να μπορέσει να ανακτήσει πολιτική ισχύ μέσω των πρόσφατα προκηρυχθέντων εκλογών.

Σε διεθνές επίπεδο, αυτή η στρατηγική αρθρώνεται από τον ρόλο των ΗΠΑ και γειτονικών δεξιών καθεστώτων. Η διαρκής παρείσδυση από Κολομβιανούς παρακρατικούς με στόχο την αύξηση των επιπέδων βίας και της δημιουργίας μιας κατάστασης χάους είναι μια από τις πιο επικίνδυνες εξελίξεις, αν λάβουμε επίσης υπόψιν τις διαρκείς εκκλήσεις για την εφαρμογή μιας δημοκρατικής ντιρεκτίβας του OAS (Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών)39. Και τα δυο στοιχεία αναδεικνύουν την πιθανότητα ξένης στρατιωτικής επέμβασης. Αυτό δεν σημαίνει ότι μια τέτοια επέμβαση θα συμβεί, αλλά η απειλή είναι ένα στοιχείο πίεσης.

Η κυβέρνηση του Μαδούρο έχει εμβαθύνει τη συμμαχία της με τον επιχειρηματικό τομέα της “βιομηχανίας”, γινόμενη ταυτόχρονα όλο και πιο αυταρχική ενισχύοντας τους δεσμούς της με την στρατιωτική ηγεσία με σκοπό να καθυστερήσει το ακυρωτικό δημοψήφισμα40,41. Εν τω μεταξύ, είναι καλά γνωστό ότι συνεχίζοναι μυστικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και την πολιτική αντιπολίτευση για τη συζήτηση μιας ειρηνικής μετάβασης.

Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει στην απώλεια λαϊκής υποστήριξης προς την κυβέρνηση. Ένας σημαντικός τομέας των μαχητικών υποστηρικτών της (αφοσιωμένα μέλη) βαρύνουν/κλίνουν προς τους πιο κρίσιμους τομείς που κεφαλαιοποιούσαν από αυτή την αυξανόμενη δυσαρέσκεια. Οργανώσεις όπως η Marea Socialista – κομμάτι των de facto διαγραφών από το PSUV – έχουν συμμετάσχει σ’ αυτή την δυσαρέσκεια42. Προγραμματικά, οι κριτικές αυτές δεν διαφέρουν από κριτικές στο εσωτερικό του PSUV, παρ’ όλα αυτά αναδεικνύουν περισσότερο την ανάγκη για ελέγχους, για αντιμετώπιση της διαφθοράς κ.λπ. Κατά την άποψή μας, δεν επισημαίνουν τις δομικές διαστάσεις της παρούσας κρίσης. Με δεδομένη την εμβέλειά τους και την ενσωμάτωσή τους εντός των οργανώσεων της εργατικής τάξης, δεν συνιστούν μια πραγματική εναλλακτική στην πολιτική κατάσταση.

Η πλειοψηφία της Αριστεράς – οργανώσεις βάσης του PSUV που βρίσκονται εκτός του εσωτερικού κύκλου του κόμματος – παραμένουν χωρίς αντίδραση σχετικά με αυτές τις επικίνδυνδες εξελίξεις. Μια σημαντική πτυχή αυτής της παθητικότητας είναι ότι μια ολόκληρη γενιά νέων ανθρώπων δεν μπορούν να χωνέψουν να χάσουν την κυβέρνηση μετά από 17 χρόνια, ενώ μια μειοψηφία έχει επίγνωση αυτών των πιθανοτήτων. Αλλά εστιάζουν πρωτίστως στη νίκη του Μαδούρο στις επερχόμενες εκλογές υπερεκτιμώντας τις δημοκρατικές δικλείδες των αστικών θεσμών και τη διατήρηση ενός εκλογικού εργαλείου του PSUV στον απόηχο μιας ήττας που δεν θα είναι μόνο στις κάλπες. Αυτό θα επηρεάσει άμεσα τις μαχητικές οργανώσεις στην οικονομική και κοινωνική αρένα. Ως ένα τελευταίο σημείο, παραμένει μια μειοψηφική τάση που αναγνωρίζει τις συνέπειες ενός σεναρίου που θα αντιστρέψει τα κοινωνιά οφέλη και θα βάλει την εργατική τάξη σε μια θέση άμυνας. Δυστυχώς, δίνεται μεγαλύτερη έμφαση σε μια στρατιωτική στρατηγική παρά σε μια κοινωνική αντίδραση, οι συνέπειες της οποίας μπορεί να είναι εξίσου καταστροφικές με τις εμπειρίες των δεκαετιών του 1960 και 1970. Υπάρχει μια ανησυχητική αδράνεια από ειλικρινείς επαναστατικούς τομείς που περιμένουν έναν καινούριο ηγέτη ή ηγεσία, μάλλον, παρά να οργανώσουν και να ανανεώσουν μια καινούρια στρατηγική και προγραμματική συζήτηση στη βάση τους.

1.5. Τελικές σκέψεις

Στα λίγα πρόσφατα χρόνια, οι αριστερίστικες οργανώσεις στη Χιλή έχουν οργανώσει μια σειρά συζητήσεων σχετικά με την οικοδόμηση ενός στρατηγικού δρόμου για την ανατροπή του καπιταλισμού και των νεοφιλελεύθερων συστατικών του, με τον σοσιαλισμό ως ορίζοντα του δρόμου αυτού. Οι αναφορές στις προοδευτικές ή αριστερίστικες κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική ήταν αναπόφευκτες. Δυστυχώς, οι εμπειρίες αυτές αποτιμώνται με ένα επιφανειακό και μη-κριτικό μάτι. Από την σκοπιά του λατινοαμερικάνικου πλαισίου, οι διαδικασίες αυτές χαρακτηρίζονται από τελμάτωμα, υποχώρηση ή κρίση. Οι διάφορες κυβερνήσεις, με αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ τους, ήρθαν στην εξουσία ως αντίθετες στις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες πολιτικές της δεκαετίας του 1990. Θα πρέπει να επιθεωρήσουμε/ξανακοιτάξουμε διεξοδικά αυτές τις εμπειρίες ώστε να ξεκαθαρίσουμε τα δικά μας προβλήματα που προκύπτουν καθώς παίρνουμε το μοναπάτι ενός ριζικού/βαθέος μετασχηματισμού.

Από αυτή την άποψη, κοιτάζοντας τη εμπειρία της Βενεζουέλας, υπάρχουν αρκετά στοιχεία που μοιάζουν σχετικά να αναφέρουμε. Πρώτον, η πολιτική των διαταξικών συμμαχιών που προάγεται από την κυβέρνηση, όπου αποδίδεται ένας ρόλος σε σχετικούς τομείς της “βιομηχανικής” μπουρζουαζίας, μοιάζει λαθεμένη αν αυτό που επιδιώκεται είναι ένα μετα-καπιταλιστικό σχέδιο. Θυμηθείτε ότι αυτός ο τομέας είναι σχεδόν αμελητέος σε μια οικονομία βασισμένη στα έσοδα και με έναν χαρακτήρα όπως αυτός της Βενεζουέλας. Επιπλέον, είναι καθαρό ότι αυτή η συμμαχία, μαζί με τις συμμαχίες που έχουν θεμελιωθεί με άλλες βιομηχανικά ισχυρές χώρες και τις αντίστοιχές αστικές τους τάξεις, δεν έχουν επιτρέψει στη Βενεζουέλα να διαφοροποιήσει τον παραγωγικό της χάρτη, που βασίζεται στις δικές της βιομηχανικές συνιστώσες που δεν της επιτρέπουν να ξεπεράσει τον εξαρτημένο από τα πετρελαϊκά έσοδα χαρακτήρα της. Αντίθετα, αυτή η συμμαχία έχει αποδυναμώσει τις εργαζομένες τάξεις της Βενεζουέλας και τις εμπειρίες τους στην άμεση αυτοδιαχείριση της παραγωγής, προκαλώντας ακόμα και αντικειμενικές αντιθέσεις ανάμεσα στο λαϊκό κίνημα της Βενεζουέλας και την Μπολιβαριανή κυβέρνηση.

Αυτές οι αντιθέσεις δεν υπάρχουν μόνο στο οικονομικό και παραγωγικό επίπεδο. Μια πλευρά που προσελκύει την προσοχή είναι το χάσμα ανάμεσα στο εργαλείο του κράτους στο θεσμικό επίπεδο που διανοίγει τεράστιες ευκαιρίες για τον ρόλο του λαϊκού παράγοντα στη διαχείριση των κοινών [και αυτό που όντως συμβαίνει]. Στην πράξη, γεννήθηκε μια καινούρια φατρία/κλίκα της άρχουσας τάξης (η Bolibourgeois, η “Μπολιμπουρζουαζία” δηλαδή η Μπολιβαριανή μπουρζουαζία) καθώς και μια εξαιρετικά διεφθαρμένη γραφειοκρατία. Καταπνίγουν επίσης και διαστρέφουν τις εμπειρίες οικοδόμησης μιας προχωρημένης λαϊκής εξουσίας που κατέληξαν να ενδίδουν στο βάρος της γραφειοκρατίας ή της επιχορήγησης υπό το πατρονάρισμα μιας κυβερνητικής λογικής.

Στο ίδιο πνεύμα, η απουσία μιας συλλογικής ηγεσίας που να μπορεί να ξεπεράσει το κυρίαρχο πολιτικό όραμα που αντιπροσωπεύεται από τον Ούγκο Τσάβες, μοιάζει ένα κεντρικό στοιχείο που εξηγεί εν μέρει τον αποπροσανατολισμό και την απώλεια της καθαρότητας στρατηγικής του λαϊκού κινήματος στη Βενεζουέλα και της επαναστατικής Αριστεράς. Μια συζήτηση πάνω στα πολιτικά εργαλεία που μπορούν να διοχοτεύσουν την συλλογικότητα στην ηγεσία γίνεται όλο και περισσότερο σημαντική κάτω από αυτές τις περιστάσεις. Αν και αξιόλογοι σύντροφοι, τόσο εντός όσο και εκτός του PSUV, έχουν αναδείξει αυτά τα ζητήματα στα πρόσφατα χρόνια, αυτές οι προσπάθειες δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί σε κάτι.

Τέλος, αν και επιμένουμε ότι η Αριστερά θα πρέπει να διατηρήσει μια κριτική οπτική απέναντι σε αυτήν και άλλες διαδικασίες, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι στη διάρκεια αυτών των 17 χρόνων, οι εργατικές τάξεις της Βενεζουέλας έχουν προσφέρει στους λαούς της Λατινικής Αμερικής και του κόσμου ολόκληρου, πολυάριθμα μαθήματα κουράγιου, πίστης και δημιουργικότητας. Ακόμα και με τις τωρινές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα αδέρφια μας στη Βενεζουέλα, δεν μπορούμε να χάσουμε από τα μάτια μας την ανάγκη να χτίσουμε και να δυναμώσουμε γέφυρες συγκεκριμένης και αποτελεσματικής αλληλεγγύης ανάμεσα στους αγωνιζόμενους.

1 Μετάφραση: Romina Akemi, από την Militants Solidaridad – Federación Comunista Libertaria (Chile), Μάιος-Ιούνιος 2016.

2 Το πρωτότυπο στα ισπανικά από το Anarkismo.net https://www.anarkismo.net/article/29387.

3 Αρχική μετάφραση στα αγγλικά δημοσιευμένη στον ιστότοπο Black Rose Federation.

4 Υπάρχουν αρκετοί ερευνητές που δηλώνουν ότο ο καπιταλιστικός τομέας της οικονομίας της Βενεζουέλας, ιδιαίτερα αυτός των εσόδων από εκμισθώσεις, έχει παραμείνει άθικτος όλα αυτά τα χρόνια. Συνιστούμε τα επιχειρήματα που παρουσιάζονται από την Cira Pascual, καθηγήτρια πολιτικών επιστημών στο Μπολιβαριανό Πανεπιστήμιο της Βενεζουέλας http://www.rebelion.org/noticia.php?id=206456 y http://www.rebelion.org/noticia.php?id=208627.

5 Ως ένα παράδειγμα, επισημαίνουμε την περίπτωση της SIDOR. Το 2008, ως απάντηση στις εργατικές κινητοποιήσεις, η Μπολιβαριανή κυβέρνηση αγόρασε της αργετίνικες επιχειρήσεις από Αργεντίνους εργοδότες, κυρίως από την βιομηχανία ατσαλιού. Αρχικά, παρουσιάστηκε το μοντέλο του “εργατικού ελέγχου” που επιδίωκε τη συμμετοχή της κοινότητας στη λειτουργία του εργοστασίου. Στο τέλος, η κυβέρνηση αποφάσισε να λειτουργήσει την εταιρεία με έναν γραφειοκρατικό τρόπο, τοποθετώντας στρατιωτικούς ως διευθυντές και ακυρώνοντας/ανακαλώντας τη συμμετοχή των εργαζομένων. Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά, επιβραδύνοντας σταδιακά την παραγωγή εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Δείτε “Control Obrero y Autogestión, el ejemplo del complejo industrial SIDOR en Venezuela” (“Εργατικός έλεγχος και αυτοδιαχείριση, το παράδειγμα της βιομηχανίας SIDOR στη Βενεζουέλα”), του Sébastien Brulez, στον τόμο “América Latina, Emancipaciones en Construcción” (“Λατινική Αμερική, χειραφέτηση στον κατασκευαστικό τομέα”), με εκδότη τον Franck Gaudichaud.

6 Η πολιτική συμμαχία COPEI (Χριστιανοδημοκρατική παράταξη) και η Δημοκρατική Δράση (“ανανεωτικοί” Σοσιαλδημοκράτες) που μοιράστηκαν την εξουσία από το 1958 μέχρι το 1998. Αυτή τη στιγμή είναι μέρος του μπλοκ της αντιπολίτευσης MUD (Mesa de Unidad Democrática, Γραφείο της Δημοκρατικής Ενότητας).

7 Αυτό είναι πρωτίστως στην αρένα της αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης αλλά, επίσης, και στο βασίλειο των θεσμοποιημένων πολιτικών. Σε ένα σημείο, η πολιτική τάξη σήμαινε μια κληρονομημένη θεσμική “πολιορκία”, αλλά επίσης και έναν στοχασμό στη λειτουργία των νέων κρατικών θεσμών (ως ένα παράδειγμα las Misiones). Δείτε την ενότητα 1.3 του παρόντος άρθρου.

8 Η ανάδυση της “boliburguesía” (“μπολιμπουρζουαζίας”, δηλαδή της μπολιβαριανής μπουρζουαζίας) είναι ένας ανακριβής αλλά μάλλον διαδεδομένος όρος, αναφερόμενος κυρίως σε οικονομικές ομάδες που έχουν πλουτίσει μέσω της πρόσβασης σε συγκεκριμένους επχειρηματικούς τομείς. Λαμβάνουν επιχορηγήσεις χάρις στην εγγύτητα και στη συνεργασία τους με τη κυβέρνηση Τσάβες.

9 Caudillismo (στα ελληνικά θα λέγαμε: αρχηγισμός), ένα στοιχείο βαθιά ριζωμένο στην πολιτική κουλτούρα της Βενεζουέλας, είναι ξακάθαρα εμφανές στην υπεβολική λατρεία της εικόνας του Τσάβες και στην μη κριτική θεώρηση της ηγεσίας του που κυριαρχεί σε μεγάλα τμήματα του πολιτικού και κοινωνικού φάσματος της χώρας. Παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για ένα στοιχείο που προηγείται της εμφάνισης του Τσάβες και μπορεί να ανιχνευθεί σε ολόκληρη την μετα την ανεξαρτητοποίηση ιστορία της Βενεζουέλας: “Όπως το 1814, ο θάνατος του ηγέτη που καθοδήγησε το επαναστατικό κίνημα των μαζών, του Ezequiel Zamora, άφησε ανολοκλήρωτους πόθους στις τάξεις της αγροτιάς…Και πάλι, η απουσία μιας στιβαρής συλλογικής ηγεσίας για να συνεχίσει τον αγώνα, περιέκοψε τις ευκαιρίες για έναν θρίαμβο των απόκληρων”. Roberto López: El Protagonismo Popular en la Historia de Venezuela (Caracas: Editorial Trinchera, 2015).

10 Αυτός ο παρασιτικός χαρακτήρας εκφράζεται από το γεγονός ότι για τη βενεζουελάνικη μπουρζουαζία έχει υπάρξει ιστορικά πιο επικερδές να ιδιοποιείται τα έσοδα από το πετρέλαιο από το να εισάγει καταναλωτικά αγαθά, αποφεύγοντας το ρίσκο της επένδυσης εντός της χώρας επιδιώκοντας τη διαφοροποίηση του πίνακα παραγωγής. Για μεγάλο μέρος του 20ου και του 21ου αιώνα, οι κοινωνικές συγκρούσεις στη χώρα μπορούν να αναλυθούν μέσω της διαμάχης για την ιδιοποίηση των εσόδων από το πετρέλαιο.

11 Αυτό συμπεριλαμβάνει και τον αποκαλούμενο “πλεονάζοντα πληθυσμό” της εργατικής τάξης, αυτούς που αποκλείονται από την καπιταλιστική παραγωγή.

12 Η κρατική συμμετοχή στην οικονομία αυξήθηκε μόνο κατά 0.37% ανάμεσα στο 1999 και το 2014.
http://www.aporrea.org/trabajadores/a213256.html.

13 Μεταξύ άλλων, στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας.

15 Στμ. Bachaquero: στα ελληνικά θα το αποδίδαμε ως μαυραγοριτισμό. Ο όρος, που προέρχεται από τα φυλλοβόρα μυρμήγκια (bachacos) που μπορούν να κουβαλάνε στην πλάτη τους φορτία πολλαπλάσια του βάρους τους, αποδόθηκε για πρώτη φορά στους λαθρέμπορους που δρούσαν στα δυτικά σύνορα της Βενεζουέλας πριν από αρκετά χρόνια. Τώρα είναι μια λέξη που ακούγεται παντού. Η εταιρεία ερευνών και δημοσκοπήσεων Datanalisis στο Καράκας, αναφέρρι ότι σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού έχει εμπλακεί σ’ αυτή τη δραστηριότητα τον προηγούμενο χρόνο.

16 Σύμφωνα τον ερευνητή στο Research and Training Worker Center (CIFO) Manuel Sutherland, ο οποίος πρόσφατα απολύθηκε από το Μπολιβαριανό Πανεπιστήμιο της Βενεζουέλας: οι αυξανόμενα φθηνότερες εισαγωγές (με μια υπερτιμημένη συναλλαγματική ισοτιμία) μεταλλάσσονταν από την παραπλανητική ισοτιμία συναλλάγματος για τα εισαγώμενα αγαθά. Με σκοπό τη χρήση ευμετάβλητων κεφαλαιακών συναλλαγμάτων ή την επαναπώλησή τους στην παράλληλη αγορά με κέρδη που φτάνουν αυτή τη στιγμή το 15.773%. Στο: https://alemcifo.wordpress.com/2016/02/17/2016-la-peor-de-las-crisis-economicas-causas-medidas-y- cronica-de-una-ruina-anunciada.

17 Όπως έχει διατυπωθεί από τον Rodrigo Alonso: http://brecha.com.uy/crisis-del-socialismo-del-siglo-xxi.

18 Pascual, Cira. ό.π.

19 Το υψηλό ποσοστό άκυρων/λευκών στη διάρκεια των πρόσφατων εκλογών είχε σαν αποτέλεσμα και προβλήματα που σχετίζονται με την ίδια την καταμέτρηση/αναμετάδοση των ψήφων. Η Δεξιά έχει αυξήσει σταθερά τις ψήφους της από το 2007 ελαχιστοποιώντας, την ίδια στιγμή, το χάσμα της από τον Τσαβισμό.

20 Στο: https://alemcifo.wordpress.com/2015/12/16/elecciones-a-la-asamblea-nacional-crisis-economica-o-la-falaz-guerra- economica-derrota-historica-y-grises-perspectivas.

21 Sánchez, G. 2012. La Nube Negra. Vadell Hermanos, Editores.

22 Σύμφωνα με κάποιες καινούριες πηγές, αυτές οι “πηγές” θα είχαν κοστίσει δισεκατομμύρια δολάρια: http://www.bbc.com/mundo/ultimas_noticias/2014/04/140423_venezuela_economia_anuncios_maduro_msd.

24 Ο νόμος που ανοίγει τη δυνατότητα κερδοσκοπίας με την αγορά ακινήτων, ένα παράδειγμα του οποίου είναι η Great Housing Mission.

25 López, R. 2015. El Protagonismo Popular en la Historia de Venezuela. Editorial Trinchera.

26 Στμ. Empresa de Propiedad Social Directa Comunal, στα ελληνικά: Εταιρεία Άμεσα Κοινοτικής Κοινωνικής Ιδιοκτησίας.

27 Είναι η ίδια με αυτή των μεγάλων έργων στη Χιλή όπως η Pascua Lama.

28 Roberto López Sánchez, ό.π.

29 Αυτές που υπάρχουν πραγματικά και έχουν έναν λαϊκό ρόλο, όχι οι “κομμούνες” που υπάρχουν μόνο στα χαρτιά με σκοπό να φουσκώνουν τις στατιστικές.

30 Αξίζει να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με συνεντεύξεις που διενεργήθηκαν και τις περιορισμένες εμπειρίες που είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε, πολλές λαϊκές οργανώσεις που υπήρχαν πριν από την πρώτη κυβέρνηση του Ούγκο Τσάβες εκμεταλλεύτηκαν ιδιαίτερα τη διαδικασία για να ενισχύσουν την οργάνωσή τους.

31 ό.π.

32 Foquismo είναι η θεωρία του Τσε Γκεβάρα για τον ανταρτοπόλεμο. Piñate, E. 2013. El Partido Socialista Unificado de Venezuela y su Relación con el Movimiento de Masas. Editorial Trinchera.

33 Sánchez, G. 2012. La Nube Negra. Vadell Hermanos, Editores.

34 Ο όρος conjuncture, συγκυρία, είναι αναφορά στην “análisis de coyuntura” ή “ανάλυση της συγκυρίας”. Για μια βαθύτερη ανάλυση της έννοιας και διαδεδομένες μεθόδους συνιστούμε: https://praxislibertaria.files.wordpress.com/2013/09/helio-gallardo-fundamentos-de-formacion-politica-analisis-de-coyuntura.pdf.

35 National Association of Communitarian, Free and Alternative Media: Ιδρύθηκε το 2004. Σύμφωνα με τον Modesto Guerrero, το 2006 διέθετε 324 παραδοσιακά, δικτυακά, εβδομαδιαία, δεκαπενθήμερα, ραιδοφωνικά, τηλεοπτικά και κινηματογραφικά μέσα. Μέλη: 3 με 5 χιλιάδες. http://www.herramienta.com.ar/revista-herramienta-n-33/constitucion-dinamica-y-desafios-de-las-vanguardias-en-la-revolucion-boliva.

36 Εργοστάσια που ανακτήθηκαν μετά από αντίσταση σε προσπάθειες έξωσης. Κομμούνες που εστίασαν στην επίλυση των προβλημάτων τους στο τοπικό επίπεδο κ.λπ.

37 Επιδεινωμένες από μια ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από μια από τις χειρότερες ξηρασίες που βίωσε η χώρα.

38 Θυμηθείτε τους “guarimbas” από τον Φεβρουάριο του 2014 ως έναν αποσταθεροποιητικό παράγοντα προαγόμενο από την Βενεζουελάνικη Δεξιά, βίαιες διαδηλώσεις που αποκτούσαν τον χαρακτήρα πρόβας εμφυλίου πολέμου αφήνοντας δεκάδες νεκρούς (κυρίως ανθρώπους σχετιζόμενους με τη διαδικασία της Μπολιβαριανής αλλαγής) και κατεστραμμένα κτίρια. Δείτε: “Una Revuelta de Ricos, Crisis y destino del Chavismo”, από τον δημοσιογράφο Modesto Emilio Guerrero. Ο συγγραφέας περιγράφει επίσης τις φασιστικές εκφράσεις αυτών των εξεγέρσεων.

40 Αν το ακυρωτικό δημοψήφισμα γίνει το 2017 και χάσει ο Μαδούρο και δεν προκηρυχθούν καινούριες εκλογές, ο αντιπρόεδρος αναλαμβάνει την εκτελεστική εξουσία μέχρι το τέλος της περιόδου.

41 “A donde nos conducen Maduro-Cabello”, Roberto López Sánchez. Διαθέσισμο στο: http://www.aporrea.org/actualidad/a228327.html

42 Αυτό που στην Χιλή θα αποκαλείτο “να κάνουμε στην άκρη”· εγκατάλειψη της μαχητικότητας ή υιοθέτηση μιας παθητικότητας εντός της, παραιτούμενοι σε όφελος της κυρίαρχης γραμμής μέσα στο κόμμα.

AfD – “Εναλλακτική για τη Γερμανία”: οι φασίστες ετοιμάζονται να επιστρέψουν στο γερμανικό Κοινοβούλιο1

Η Γερμανία εκλέγει ένα καινούριο κοινοβούλιο στις 24 Σεπτεμβρίου. Φαίνεται σίγουρο ότι το CDU θα κερδίσει την πλειοψηφία, συνεχίζοντας έτσι την μέχρι σήμερα 12ετή βασιλεία της Angela Merkel. Η προεκλογική περίοδος μοιάζει ανιαρή. Αλλά υπάρχει ένας πραγματικός κίνδυνος οι φασίστες να μπουν στο γερμανικό κοινοβούλιο με την Alternative für Deutschland, AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία).

Αν και υπάρχουν αρκετές φορές στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας (Bundesrepublik) που ο φασισμός έχει υψώσει το άσχημο κεφάλι του σε εθνικό επίπεδο (μόλις θυμηθήκαμε το πογκρόμ του Lichtenhagen, που συνέβη πριν από 2 χρόνια), η παρουσία ενός τέτοιου ακροδεξιού κόμματος με αυτή τη δύναμη στην ομοσπονδιακή Βουλή (Bundestag) είναι χωρίς προηγούμενο.

Η Εναλλακτική για τη ΓερμανίαΑfD είναι σχετικά νέα αλλά στη διάρκεια των 4 χρόνων έχει υποστεί μια εξέλιξη από (νεο-)φιλελεύθερη σε ακροδεξιά πολιτική δύναμη, ανάλογη με αυτή του Κόμματος Ελευθερίας της Αυστρίας (Freiheitliche Partei Österreichs, FPÖ), μόνο πολύ πιο γρήγορη. Είναι, όμως, σημαντικό να τονίσουμε ότι το ακροδεξιό στοιχείο ήταν ένα κομμάτι του πυρήνα της AfD από το ξεκίνημά της, αν και άρχισε να κυριαρχεί ανοιχτά μόνο μετά το 2015.

Η ιστορία της AfD: 2013-2015

Η AfD ιδρύθηκε στο Βερολίνο το 2013, από μια ομάδα που αυτοαποκαλούνταν Wahlalternative 2013 (Εκλογική Εναλλακτική 2013, WA13) και είχε προσπαθήσει να συνεργαστεί με τις ομάδες των ελεύθερων ψηφοφόρων, Freie Wähler2. Αυτές είναι συνήθως κεντροδεξιές φιλελεύθερες ομάδες που δεν σχηματίζουν κόμματα αλλά εκλογικές λίστες και παρατάξεις στα τοπικά και δημοτικά κοινοβούλια.

Αρχικά, η AfD εμφανιζόταν συνήθως ως ένα κόμμα ενάντια στο ευρώ: το κεντρικό της αίτημα ήταν η επιστροφή στο γερμανικό μάρκο και η βασική της απήχηση προερχόταν από μια ομάδα ακαδημαϊκών οικονομολόγων που κουβαλούσαν μαζί τους το βάρος της υποτιθέμενης ειδημοσύνης τους. Ακόμα και πριν από την ίδρυση της WA13, είχαν αντιταχθεί στην κίνηση της γερμανικής κυβέρνησης να διασώσει την Ελλάδα και τις τράπεζες μέσω του ESM (Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας)· άσκησαν κριτική ότι αυτό συνιστούσε επιδότηση των φτωχότερων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου από τη Γερμανία – αν και, στην πραγματικότητα, ήταν αυτο-διάσωση καθώς τα περισσότερα από τα χρήματα χρησιμοποιούνταν για την αποπληρωμή χρεών στις γερμανικές τράπεζες και εταιρείες. Απαιτούσαν τη διάλυση της Ευρωζώνης και έναν έλεγχο αυτού που αποκαλούσαν “εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων” – δηλαδή οτιδήποτε θα μπορούσε να δώσει στην ΕΕ περισσότερη εξουσία πάνω στις εθνικές κυβερνήσεις – μέσω δημοψηφισμάτων.

Αυτό μπορεί να μοιάζει μια αλλαγή που ξαφνιάζει σε σχέση με τη γενική υποστήριξη που το γερμανικό κεφάλαιο έδωσε στην Angela Merkel και την ΕΕ, αλλά προκαλεί λιγότερη έκπληξη όταν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά ποιοί ρίχτηκαν με ενθουσιασμό σ’ αυτό το σχέδιο. Ήταν μια μερίδα του κεφαλαίου αποτελούμενη από επιχειρήσεις οικογενειακής ιδιοκτησίας3, δηλαδή εκείνες στις οποίες οι περισσότερες από τις μισές μετοχές ελέγχονται από ένα πρόσωπο ή μια οικογένεια. Το Ίδρυμα Οικογενειακών Επιχειρήσεων (Stiftung Familienunternehmen, SF) και οι “Οικογενειακές Επιχειρήσεις” (Die Familienunternehmer, μια άλλη παρόμοια οργάνωση) υποστήριξαν το WA13, όπως και την AfD. Αυτό τους έθεσε απέναντι στον Ομοσπονδιακό Σύνδεσμο Γερμανικής Βιομχανίας (Bundesverband der deutschen Industrie, BDI), τον μεγαλύτερο οργανισμό πίεσης του γερμανικού κεφαλαίου, που ωφελήθηκε αφάνταστα από την κατάργηση των δασμών εντός της ΕΕ. Το SF, από την άλλη, είναι ένας οργανισμός που εκπροσωπεί πλούσιες οικογένειες, ιδιοκτήτες βιομηχανιών, με διακαή επιθυμία να διατηρήσουν τον κληρονομημένο πλούτο και την κοινωνική τους θέση. Οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες πουλάνε σε μια περιφερειακή ή στην εθνική αγορά και επενδύουν στο να κρατάνε τους παγκόσμιους ομίλους μακριά από αυτήν. Συνεπώς, όχι μόνο επιδιώκουν μια προστατευτική και εθνικιστική οικονομική πολιτική αλλά προάγουν επίσης αντιδραστικές ιδέες σχετικά με την οικογένεια και την κοινωνία4. Αν και οι δυο οργανώσεις έχουν αποστασιοποιηθεί από την AfD, μετά την προς τα δεξιότερα μετατόπισή της, εξακολουθούν να υπάρχουν έμμεσες συνδέσεις με τα πιο αντιδραστικά μέλη τους, ιδιαίτερα μέσω του Ομίλου Friedrich-August-von-Hayek και του ομώνυμου Ιδρύματος5.

Τον Φεβρουάριο του 2013, ο οικονομολόγος Bernd Lucke6 ανακοίνωσε ότι το Συμβούλιο του WA13 θα ίδρυε ένα καινούριο κόμμα και κάλεσε όλες τις “δυνάμεις κατά του ευρώ” να συμμετάσχουν. Δεν το έπραξαν όλοι – πολλές από τις κεντρώες ομάδες Ελεύθερων Ψηφοφόρων και άλλα μικρά αντι-ευρώ κόμματα θεώρησαν ότι το WA13 και τα σχέδιά του ήταν μετατοπισμένα πολύ στα δεξιά. Το αποτέλεσμα ήταν, φυσικά, ότι τα πιο δεξιά “Ευρωσκεπτιστικά” άτομα και ομάδες συμπτύχθηκαν στο καινούριο κόμμα. Ο πολιτικός επιστήμονας Sebastian Friedrich ισχυρίζεται στο πρόσφατο έργο του7 ότι ήταν ο Lucke αυτός που άνοιξε το κόμμα στην ακροδεξιά μετά από ένα απογοητευτικό αποτέλεσμα στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2013, χάνοντας για πολύ λίγο το όριο του 5% που χρειάζεται για την είσοδο στην Bundestag. Όμως, υπήρχε ήδη από την ίδρυσή της ένα πολύ ισχυρό ακροδεξιό στοιχείο στην AfD. Αν και ο Lucke και ένας άλλος εξέχων οικονομολόγος, ο Hans-Olaf Henkel8, εγκατέλειψαν την AfD σε μια έντονα δημοσιοποιημένη κίνηση το 2015, ασκώντας δριμεία κριτική στην καινούρια κατευθυνση που έπαιρνε το κόμμα, εθνικιστικά και σωβινιστικά στοιχεία υπήρχαν οργανικά στην κομματική πλατφόρμα ήδη από τη δημιουργία της.

Το κόμμα είχε τις πρώτες επιτυχίες του στη διάρκεια των ευρωεκλογών (εξέλεξε 7 ευρωβουλευτές) και στις γερμανικές δημοτικές εκλογές το 2014. Αργότερα, στην ίδια χρονιά, κατάφερε επίσης να μπει σε τρία τοπικά κοινοβούλια με χαμηλά διψήφια ποσοστά. Το κόμμα στράφηκε τελικά στα δεξιά όταν τα μέλη εξέλεξαν την Frauke Petry9 και τον Jörg Meuthen (έναν άλλο οικονομολόγο) ως [κοινοβουλευτικούς] εκπροσώπους, οδηγώντας τον Lucke να εγκαταλείψει το κόμμα (ο Henkel είχε αποχωρήσει νωρίτερα). Η Petry (ως πρώτος εκπρόσωπος) αντιπροσώπευε εκείνα τα τμήματα του κόμματος που ήθελαν στενότερη συνεργασία με το αυξανόμενο ρατσιστικό και αντιισλαμικό κίνημα “Pegida” (“Ευρωπαίοι Πατριώτες ενάντια στην ισλαμοποίηση της Δύσης”, “Patriotische Europäer gegen die Islamisierung des Abendlandes”, δείτε στη συνέχεια). Πριν από την αποχώρηση των πιο σημαντικών εκπροσώπων της νεοφιλελεύθερης πτέρυγας, δυο επικεφαλής παρατάξεων της AfD σε τοπικά κοινοβούλια (Björn Höcke – στην Θουριγγία, και André Poggenburg – στην Σαξονία-Anhalt) ίδρυσαν μια αντιδραστική πτέρυγα με ένα μανιφέστο (αποκαλούμενο η “Απόφαση της Ερφούρτης”, “Erfurt Resolution”) που περιέγραφε την AfD ως μια αντίδραση στην πρόσφατη προοδευτική πολιτισμική πολιτική. Στη συνέχεια της διάσπασης, η Petry έγινε η μορφή του κόμματος και επηρέασε σημαντικά την λαϊκιστική του πολιτική. Αλλά η εγγύτητα της AfD στο Pegida έκανε επίσης πολλές ακροδεξιές ομάδες στη Γερμανία να μπουν στο κόμμα και να προσπαθήσουν να επηρεάσουν την πλατφόρμα του.

Η ιδεολογία της AfD

Στην πρώτη φάση, ο ιδεολογικός πυρήνας του κόμματος παγιώθηκε. Συνίσταται από έξι βασικά στοιχεία, που αντιπροσωπεύονται στο κόμμα στις νεοφιλελεύθερες, εθνικο-συντηρητικές και εθνολαϊκιστικές φράξιες ή προσωπικά δίκτυα: ταξικότητα10, ρατσισμός, απολυταρχισμός, αντιφεμινισμός, αντισημιτισμός και εθνολαϊκισμός11.

Δημοσιογράφοι και ακαδημαϊκοί συνήθιζαν να αντιπαρατίθενται για το αν η AfD μπορεί να ονομαστεί φασιστικό ή εθνολαϊκιστικό κόμμα. Τώρα, όμως, ο τοξικός/επιθετικός ρατσισμός και ο ανοιχτός σεβασμός για το εθνολαϊκιστικό κίνημα, καθώς και οι δεσμοί με ομάδες της “Νέας Δεξιάς” όπως το Κίνημα Ταυτότητας12, έχουν απαντήσει το ερώτημα: η AfD μπορεί να μην είναι φασιστικό κίνημα με την ιστορική έννοια, αλλά, παρ’ όλα αυτά, χρησιμοποιεί τις συνηθισμένες κρυφές λέξεις-κλειδιά13 της “Νέας Δεξιάς” – χωρίς να υμνεί ανοιχτά τον Εθνικοσοσιαλισμό, αλλά χρησιμοποιεί την ιδεολογία, τις τακτικές και τους συμβολισμούς μιας πολλαπλότητας εθνολαϊκιστικών ομάδων, καθώς και της λεγόμενης “συντηρητικής επανάστασης”.

Η καλλίτερη περιγραφή της ιδεολογίας της AfD προέρχεται από τον κοινωνιολόγο Andreas Kemper, ο οποίος λέει ότι η κεντρική πολιτική πεποίθηση του κόμματος είναι η ανισότητα: πιστεύουν στην ανισότητα μεταξύ των τάξεων, μεταξύ των φυλών και μεταξύ αντρών και γυναικών. Οι τρεις διαστάσεις της ανισότητας συνδέονται με τα τρεις επικαλυπτόμενες ομάδες που σχημάτισαν το κόμμα το 201314.

– Ταξισμός

Η AfD έχει μια ισχυρή απέχθεια για τα περισσότερα από τα επιτεύγματα του γερμανικού κοινωνικού συστήματος. Στην πραγματικότητα, τα μέρη της πλατφόρμας της που ασχολούνται με κοινωνικά ζητήματα είναι τόσο σκληρά/δριμεία ώστε ο δημοσιογράφος Enno Park, αφού τα συνέκρινε με αυτά του ακροδεξιού NPD, το χαρακτήρισε “πιο δεξιό” από το δεύτερο, ένα κόμμα που πρόσφατα μόλις ξέφυγε από το να βγει εκτός νόμου ως αντισυνταγματικό15. Αυτό συμβαίνει γιατί το ανοιχτά νεοναζιστικό NPD τουλάχιστον αναγνωρίζει/παραχωρεί σ’ αυτούς που χαρακτηρίζει ως εθνοτικά Γερμανούς μερικά κοινωνικά προγράμματα, ενώ η AfD απαιτεί έναν ενιαίο φορολογικό συντελεστή, την πλήρη κατάργηση της ασφάλισης για τους άνεργους, περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, θέλει να συνδέσει τις ασφαλιστικές εισφορές με τα προσωπικά ιατρικά δεδομένα και είναι εναντίον του ελάχιστου μισθού. Είναι το κόμμα του κοινωνικού Δαρβινισμού για όλους.

Αυτό το πρόγραμμα φέρνει την AfD κοντά σε συγκεκριμένες φράξιες του γερμανικού κεφαλαίου: από την μια τις “οικογενειακές επιχειρήσεις” (Familienunternehmen) που υποστηρίζουν τον προστατευτισμό, αλλά δεν έχουν κανένα πρόβλημα με τις άλλες νεοφιλελεύθερες πολιτικές – ιδιαίτερα αυτές που αφορούν τον περαιτέρω περιορισμό των εργασιακών δικαιωμάτων· και, από την άλλη, τις εταιρείες ακινήτων που θα ήθελαν να αναιρέσουν τα ισχυρά δικαιώματα που έχουν οι ενοικιαστές στη Γερμανία. Εκπρόσωποι και των δυο αυτών ομάδων έχουν κάνει καμπάνιες στήριξης της AfD16.

Η εθνολαϊκιστική πτέρυγα, και αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, προτιμά ένα πιο κορπορατίστικο πρόγραμμα, που συνδυάζει μερικά πατερναλιστικά κοινωνικά προγράμματα (για όσους θεωρούν εθνοτικά Γερμανούς) με εργοδοτικά συνδικάτα17. Μερικοί τοπικοί ηγέτες έχουν ήδη ιδρύσει (αν και όχι με μεγάλη επιτυχία) τέτοια εργοδοτικά συνδικάτα. Δεν είναι ακόμα αρκετά καθαρό ποιες από τις ιδέες αυτές θα επικρατήσουν στο κόμμα.

– Ρατσισμός

Το 2010, ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός Thilo Sarrazin έγραψε το βιβλίο “Deutschland schafft sich ab” (“Η Γερμανία καταργεί τον εαυτό της”), στο οποίο χρησιμοποίησε ρατσιστικές ευγονικές θεωρίες και διαστρεβλωμένα δημογραφικά δεδομένα αντίστοιχα του διαβόητου “Bell Curve18 για να ισχυριστεί ότι ο “Γερμανικός λαός”, επειδή οι κατώτερες τάξεις και οι μετανάστες έχουν περισσότερα παιδιά, θα γίνεται σταδιακά λιγότερο ευφυής. Μέσω μιας έξυπνης [savvy] επικοινωνιακής στρατηγικής, το βιβλίο γνώρισε τεράστια επιτυχία, εμποδίζοντας να ακουστούν [drowning out] οι επιστημονικές διαψεύσεις και προκαλώντας/σπέρνοντας μια αντιπαράθεση τόσο έντονη ώστε κάποιοι αναλυτές να μιλάνε για το δυναμικό να δημιουργηθεί στη Γερμανία ένα κόμμα “Sarrazin”19. Κάποιο από αυτό το δυναμικό ενσωματώθηκε στην AfD. Αυτό την τοποθετεί επίσης εγγύτερα στο κίνημα “Pegida”, με τους πολιτικούς της AfD όλο και λογότερο διατεθιμένους να αποστασιοποιηθούν. Ο ελιτίστικος ψευδο-επιστημονικός ρατσισμός του Sarrazin και η Ισλαμοφοβία του Pegida είναι σημαντικά στοιχεία στην ιδεολογία της AfD.

– Απολυταρχισμός/Ελιτισμός

Ένα από τα ιδεολογικά στοιχεία που ενοποίησε τις τρεις φράξιες της AfD (νεοφιλελεύθερη, εθνικο-συντηρητική και εθνολαϊκιστική) πριν από τη διάσπαση, ήταν ο ελιτισμός. Αυτός εκφράστηκε αρχικά στο πώς η AfD αξιοποίησε την διάχυτη έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στους πολιτικούς και την τεχνοκρατική ιδεολογία διακηρύσσοντας ότι είναι ένα κόμμα “ειδικών” της οικονομίας, που έχουν τη γνώση και την αποφασιστικότητα να βρουν λύσεις για τις οποίες η πολιτική δεν ενδιαφερόταν.

Η κοινωνική βάση της AfD (δείτε και στη συνέχεια) είναι ιδιαίτερα επιρρεπής στις απολυταρχικές πολιτικές. Από το τεχνοκρατικό του ξεκίνημα, το κόμμα έχει αγκαλιάσει μια πιο ανοιχτή ιεραρχική πλατφόρμα, αλλά κάποιοι από τους ηγετικούς του υποψήφιους για το κοινοβούλιο σήμερα εξακολουθούν να την ενσωματώνουν στην πολιτική τους προσωπικότητα [persona]. Με δεδομένο ότι ο επιστημονικός ρατσισμός του Sarrazin βασιζόταν επίσης καθοριστικά σε κάποιον που λέει μια “άβολη αλήθεια” εναντίον της “αντιεπιστημονικής” πολιτικής ορθότητας και ότι ο ίδιος ισχυριζόταν ότι αποδεικνύει ότι όχι μόνο οι μετανάστες αλλά και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα έχουν ένα χαμηλότερο IQ, η σύνδεση ανάμεσα στον τεχνοκρατικό φιλελευθερισμό και τον ανοιχτά ρατιστικό απολυταρχισμό γίνεται καθαρότερη. Η πλατφόρμα του κόμματος επιδεικνύει μαι ανελέητη ιδεολογία ανταγωνισμού, μια πίστην στην ελεύθερη αγορά και βαθιά απορρύθιση κα μείωση της φορολογίας συγκρίσιμα με τον φιλελευθερισμό τύπου “Tea Party”. Δείχνει επίσης έναν ανάλογο σεβασμό προς τους επιχειρηματίες, ισχυριζόμενο ότι αν το κράτος τους παρακωλύει όσο το δυνατόν λιγότερο στην προσπάθειά τους για κέρδος, τότε θα ωφεληθεί συνολικά η κοινωνία.

Ο ελιτισμός είναι επίσης κυρίαρχος στις πολιτικές και κοινωνικές ιδέες του κόμματα. Ο Henkel έχει επανειλημμένα απαιτήσει μια “μεταρρύθμιση του πολιτικου συστήματος λήψης αποφάσεων”, δηλαδή ουσιαστικά τον αποκλεισμό τμημάτων του εκλογικού σώματος μέσω διαδικαστικών μέτρων που θα απέτρεπαν την αριστερά να πάρει την εξουσία. Μια από τις ηγέτιδες του κόμματος, η Beatrix von Storch, είναι πολύ ενεργή εδώ και καιρό σε κύκλους που θέλουν να επαναφέρουν τις γαίες της παλιά Πρωσικής τάξης ευγενών ανατολικά του ποταμού Elbe20.

Ομοφοβία, αντιφεμινισμός και χριστιανικός φονταμενταλισμός

Η AfD έχει ένα ισχυρό στοιχείο χριστιανικού φονταμενταλισμού. Το πρόσωπο με τη μεγαλύτερη επιρροή εδώ είναι η Beatrix von Storch, ο οποία είναι εξαιρετικά δραστήρια σε κύκλους της Ευαγγελικής εκκλησίας τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η Von Storch, μέσω του ΜΚΟ δικτύου της “Zivile Koalition e.V.” (“Συμμαχία Πολιτών”, ZK), έχει ασκήσει πιέσεις για μια αντιδραστική οικογενειακή πολιτική που κάνει διακρίσεις εναντίον των μη-ετεροφυλικών και μη-μονογαμικών σχέσεων και ενθαρρύνει τους “Γερμανούς” να αποκτούν περισσότερα παιδιά για να αντισταθμίσουν μια “συρρίκνωση” του εθνοτικού γερμανικού πληθυσμού που αυτοί αντιλαμβάνονται. Κάτω από τη στέγη της ZK, μια πρωτοβουλία της οποίας ηγείται ο Hedwig von Beverfoerde, οργάνωσε στη Γερμανία το 2014 την πρώτη “Demo für alle” (“Διαδήλωση για όλους”, εμπνευσμένη από την πρόσκαιρα επιτυχημένη “Manif pour tous” στη Γαλλία), μια σειρά αντιφεμινιστικών και ομοφοβικών πορειών χριστιανών φονταμενταλιστών εναντίον του δικαιώματος στην έκτρωση και μια πιο εμπεριεκτική διδακτέα σχολική ύλη σχετικά με το φύλο και τις τάξεις. Το λεγόμενο κίνημα προστασίας της ζωής (Lebensschutz) έχει πολλούς προσωπικούς δεσμούς με το κόμμα σε περιφερειακό επίπεδο και προσπαθεί να ασκήσει πίεση στο κόμμα ώστε να υιοθετήσει την χριστικανική φονταμενταλιστική, μισογύνικη και ομοφοβική κοσμοθεωρία του στην επίσημη πλατφόρμα του κόμματος. Οι διαδηλώσεις ενώνουν φονταμενταλιστές, “υπερασπιστές-της-ζωής” Χριστιανούς με εθνολαϊκιστές νεοναζί, που βλέπουν τον έλεγχο των γυναικών πάνω στο σώμα τους ως επιζήμιο για τους ρυθμούς αναπαραγωγής των εθνοτικών Γερμανών. Παρόμοιες συσχετίσεις μπορούν να βρεθούν στην AfD· για παράδειγμα, η Frauke Petry έχει πει ότι οι γερμανικές διατάξεις για τις εκτρώσεις θα πρέπει να είναι πιο περιοριστικές ώστε να αποτρέψουν την “εξόντωση του γερμανικού λαού” και απαίτησε την υποχρεωτική απόκτηση τριών παιδιών από κάθε γυναίκα21.

Άλλες θέσεις του κόμματος περιλαμβάνουν την αντίθεση στις ποσοστώσεις [συμμετοχής γυναικών], την διατήρηση των συμβατικών φύλων και τη γενική πολιτική ενάντια στην “πολιτική ορθότητα”. Το κόμμα συνδέεται επίσης με υπερκαθολικιστικά δίκτυα που λειτουργούν στην Ευρώπη στοχεύοντας στον “επανευαγγελισμό” μιας αυξανόμενα κοσμικής Ευρώπης. Αν και δεν μπορούν να συμφωνήσουν όλοι στο ζήτημα του χριστιανικού φονταμενταλισμού, ο αντιφεμινισμός περιγράφεται όλο και περισσότερο ως μια ιδεολογία που ενώνει πολλές διαφορετικές ομάδες της άκρας δεξιάς: μικροαστούς “ακτιβιστές των αντρικών δικαιωμάτων” μαζί με εθνικιστές συντηρητικούς, ευαγγελιστές Χριστιανούς και τη Νέα Δεξιά22.

Αντισημιτισμός

Ο αντισημιτισμός ως κομμάτι της νοοτροπίας των μελών της AfD προσέλκυσε την προσοχή της κοινής γνώμης με αφορμή ένα σκάνδαλο που ενέπλεκε την παράταξη της AfD στο κοινοβούλιο του κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Τον Μάρτιο του 2016, εκλογές σε τρία κρατίδια είχαν σαν αποτέλεσμα την είσοδο 61 νέων μελών (τα περισσότερα από αυτά από τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος) σε κοινοβούλια της Δυτικής Γερμανίας. Έπεσε στην προσοχή των ΜΜΕ ότι ένα από τα νεοεκλεγέντα μέλη στην τοπική βουλή (Landtag) της Βάδης-Βυρτεμβέργης, ο Wolfgang Gedeon, είχε εκδόσει αντοιχτά αντισημιτικά βιβλία, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι τα Πρωτόκολλα της Σιών είναι αληθινό έγγραφο και αποκαλώντας το γερμανικό μνημόσυνο του Ολοκαυτώματος “πολιτική θρησκεία” και τους αρνητές του Ολοκαυτώματος “διαφωνούντες”. Το κόμμα αντέδρασε αδύναμα, προσπαθώντας να έχει και την πίτα σωστή – μην προκαλώντας μια ανοιχτή σύγκρουση με ένα υπολιγίσιμο τμήμα των τοπικών του στελεχών και βάσης – και τον σκύλο χορτάτο – δηλαδή να αποφύγει να στιγματιστεί ως ένα αντισημιτικό κόμμα. Αν και ο Gedeon έχασε τη θέση του στην τοπική κομματική οργάνωση στην Konstanz, είχει τόσο έντονη υποστήριξη ανάμεσα στα μέλη της παράταξης της AfD στην τοπική βουλή ώστε παρέμεινε σ’ αυτήν μετά από μια – προσωρινή και προσχηματική – αποχώρηση.

Το σκάνδαλο Gedeon είναι μόνο η πιο δημοσιοποιημένη περίπτωση εκδήλωσης αντισημιτισμού στην AfD· αρκετά τοπικά στελέχη έχουν υπερασπιστεί αρνητές του Ολοκαυτώματος, έχουν εκδόσει αντισημιτικές καριακτούρες (συμπεριλαμβανομένης, πρόσφατα, μιας ψηφιακά επεξεργασμένης φωτογραφίας του σοσιαλδημοκράτη υποψήφιου για την καγκελαρία Martin Schulz με μια ελαφρά πιο γαμψή μύτη και πιο σαρκώδη χείλη) και έχουν ισχυριστεί ότι το Κεντρικό Εβραϊκό Συμβούλιο στη Γερμανία είχε “πολιτικό έλεγχο” πάνω στη Γερμανία και τη γερμανική κοινή γνώμη. Η Frauke Petry προσπάθησε να ανισταθμίσει το πρόσφατο σκάνδαλο με την φωτογραφία του Schulz ισχυριζόμενη ότι η AfD είναι “εγγυητής της εβραϊκής ζωής στη Γερμανία”, αναφερόμενη έτσι στην αντιμουσουλμανική στάση του κόμματος. Μερικοί το έχουν αποκαλέσει αυτό “εργαλειακή αλληλεγγύη με το Ισραήλ”23 – ένα φαινόμενο στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά της μετά το 2001 περιόδου, που προσυπογράφεται εντονότερα από τον Geert Wilders24 και τους Σουηδούς Δημοκράτες25, που χρησιμοποιούν τη δική τους “αλληλεγγύη με το Ισραήλ” ως μια νομιμοποίηση του αντιισλαμιστικού ρατσισμού τους. Ως εκ τούτου, ο πολιτικός επιστήμονας Samuel Salzborn έχει, επισημάνει ότι αν και η AfD, στις προγραμματικές της διακηρύξεις, δεν είναι ένα ανοιχτά αντισημιτικό κόμμα, είναι ένα “κόμμα για αντισημίτες”26.

Εθνολαϊκιστική (Völkisch) ιδεολογία

Στον απόηχο του σκανδάλου Gedeon, το κόμμα γνώρισε την πρώτη μάχη εξουσίας ανάμεσα στην (σχετικά) πιο πολιτικά ρεαλιστική φράξια, γύρω από την Frauke Petry, και την λεγόμενη Πατριωτική Πλατφόρμα (“Patriotische Plattform”), μια ομάδα των πιο ακροδεξιών μελών του κόμματος. Η σύγκρουση αυτή έχει τώρα κλιμακωθεί στο επίπεδο μιας ακόμα διάσπασης του κόμματος, μετατοπίζοντας την πιο βασική ομάδα ακόμα δεξιότερα. Η Πατριωτική Πλατφόρμα, μαζί με μια ομάδα που αυτοαποκαλείται απλά “Πτέρυγα” (“Der Flügel”) είναι η ομάδα μέσα στο κόμμα που συνδέεται στενότατα με την αποκαλούμενη “νέα δεξιά” στη Γερμανία, ένα σύνολο από “δεξαμενές σκέψης” και ΜΜΕ που προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στους δεξιούς συντηρητικούς και την ακροδεξιά. Η “Πατριωτική Πλατφόρμα” έχει δυναμώσει πλέον αρκετά ώστε να διεκδικήσει την ηγεσία του κόμματος. Οι θέσεις της, όπως και αυτές τις “Πτέρυγας”, περιγράφονται με τον καλλίτερο τρόπο ως εθνολαϊκιστικέςvölkisch.

Ο μη μεταφράσιμος όρος völkisch αναφέρεται στις ριζοσπαστικές εθνικιστικές πολιτικές και πολιτισμικές οργανώσεις που αναπτύχθηκαν στην περίοδο του γερμανικού Kaiserreich27 και της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Αυτές οι ομάδες είχαν εμμονή με την υποτιθέμενη γερμανική ή σκανδιναβική [nordic] κουλτούρα που είχε κατασταλεί μετά την διάδοση του χριστιανισμού. Συνέδεαν το γερμανικό έθνος με τις αρχαίες γερμανικές φυλές, προβάλλοντας σύγχρονες ταυτότητες στο παρελθόν. Η “Απόφαση της Ερφούρτης” παρουσιάζει την AfD ως εκπρόσωπο όχι των ψηφοφόρων της αλλά του “Λαού μας”. Η “Απόφαση” εισήχθη το 2015 από τον André Poggenburg, ο οποίος είναι τώρα μέλος της ομοσπονδιακής Εκτελεστικής Επιτροπής του κόμματος, και είναι το κειμενο στο οποίο αναφέρονται τόσο η “Πατριωτική Πλατφόρμα” όσο και η “Πτέρυγα”.

Ο πιο εξέχων εκπρόσωπος της εθνολαϊκιστικής πτέρυγας είναι ο Björn Höcke, πρόεδρος της AfD στη Θουριγγία, και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος28 στο τοπικό κοινοβούλιο (Landtag). Ιστορικός και δάσκαλος, ο Höcke προσέλκυσε το ενδιαφέρον των ΜΜΕ τον Ιανουάριο του 2017, όταν μετά από μια ομιλία στην οποία παραπονέθηκε για το “μνημείο του αίσχους στην καρδιά της πρωτεύουσάς μας”, αναφερόμενος στον τόπο μνήμης του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο, απαίτησε μια “στροφή 180 μοιρών στην πολιτική μνήμης μας” και συνέκρινε τους βομβαρδισμούς των συμμάχων στις γερμανικές πόλεις με τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, χαρακτηρίζοντάς τους μια προσπάθεια να “μας κλέψουν τη συλλογικής μας ταυτότητα”, “να μας ξεριζώσουν από τη ρίζα”, και ότι η προσπάθεια αυτή συνεχίστηκε με την “επανεκπαίδευση” από τους συμμάχους μετά το 194529. Όλες αυτές οι ιδέες χρησιμοποιούνται ευρέως στην φασιστική και νεοσυντηρητική γερμανική ακροδεξιά, στην οποία ο Höcke παραχωρεί επανειλημμένα συνεντεύξεις· έχει επίσης διαχρονικούς δεσμούς με επιφανείς μορφές της γερμανικής Νέας Δεξιάς. Τον τελευταίο χρόνο, έχουν έρθει στην επιφάνεια όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι ο Höcke έγραφε νεοναζιστικούς “φιλιππικούς” στον ακροδεξιό τύπο με το ψευδώνυμο “Landolf Ladig”, μαζί με ένα ακόμα μέλος του κόμματος, που θυμάται τον Höcke να το παραδέχεται ανοιχτά σε ένα τρίτο πρόσωπο30.

Σε κάθε περίπτωση, ο Höcke δεν έχει ποτέ “μασήσει τα λόγια του” και πολλοί ειδικοί έχουν προειδοποιήσει για τις ιδεολογικές του κλίσεις τα τελευταία δύο χρόνια. Αυτή τη στιγμή, ο Höcke κρατά τον εαυτό του μακριά από τους προβολείς της δημοσιότητας, ενώ ο Alexander Gauland31, που είναι ήδη ένας από τους δυο εκπροσώπους του κόμματος, παίζει το κλασσικό ακροδεξιό παχινίδι της πρόκλησης και της (μερικής) αναδίπλωσης στις τηλεοπτικές συζητήσεις με λίγο περισσότερη κομψότητα.

Κοινωνική Βάση, δημοσκοπήσεις και εκλογικά αποτελέσματα

Η κοινωνική βάση της AfD συγκροτείται λιγότερο από εργάτες και άνεργους και περισσότερο από Γερμανούς μικροαστούς – δημόσιους υπαλλήλους, μικροεπιχειρηματίες, εργαζόμενους σε δουλειές γραφείου (“λευκά κολλάρα”) και ειδικευμένους εργάτες εκτός της αγροτικής οικονομίας (“μπλε κολλάρα”). Το 2015, οι ψηφοφόροι της AfD ήταν σε πολύ μεγάλο ποσοστό άντρες με εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο πάνω από τον μέσο όρο, κυρίως ειδικευμένοι εργάτες ή αυτοαπασχολούμενοι και κάτω των 45 ετών. Το 2016, η εκλογική βάση αυξήθηκε σε μέγεθος και σε κατηγορίες, περιλαμβάνοντας τώρα περισσότερες γυναίκες – αν και τα 2/3 είναι ακόμα άντρες – και ανθρώπους με μέση εκπαίδευση. Αν και οι στατιστικές δείχνουν ότι έχει αυξήσει τα ποσοστά της μεταξύ των ανέργων και των εργατών, μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει ότι οι “εργάτες” είναι περισσότερο τεχνίτες και εξειδικευμένοι βιομηχανικοί εργάτες. Το ποσοστό ανεργίας στη Γερμανία είναι τόσο χαμηλό που ακόμα και μικρά κέρδη σε αυτή την ομάδα ψηφοφόρων φαίνονται μεγάλα αν εκφραστούν σε ποσοστά. Η (αυτο-)περιγραφή της AfD ως το κόμμα των “μικρών” δεν είναι λοιπόν πραγματικά ακριβής· οι ψηφοφόροι της προέρχονται κυρίως από την μεσαία και την κατώτερη μεσαία τάξη. Πριν από την διάσπαση, προσήλκυε κια ψηφοφόρους από άλλα κόμματα· αν και αυτό συμβαίνει ακόμα, τώρα έχει και μια σημαντική βάση σε πρώην μη-ψηφοφόρους. Έχει επίσης γίνει μια καινούρια επιλογή για ανθρώπους που ψήφιζαν το NPD και άλλα ακραία δεξιά κόμματα, επειδή μιλά παρόμοια σ’ αυτούς αλλά έχει υψηλότερες πιθανότητες επιτυχίας.

Μια σημαντική ώθηση για την AfD μετά την διάσπαση του 2015 ήρθε από το κίνημα Pegida. Το κίνημα αυτό ξεπήδησε τον χειμώνα του 2014, στον απόηχο της λεγόμενης “μεταναστευτικής κρίσης”. Μετά το άνοιγμα των γερμανικών συνόρων από την Merkel για τους πρόσφυγες από τη Συρία και το Ιράκ, αυτοί ήταν καλοδεχούμενοι από μεγάλο κομμάτι του γερμανικού πληθυσμού, που μέχρι και σήμερα έχει προσφερθεί εθελοντικά να συνδράμι με φαγητό και καταλύματα, καθώς και με την παροχή νομικής βοήθειας. Αυτή η διάθεση βοήθειας, αντιστράφηκε τον χειμώνα, όταν ιδρύθηκε το Pegida και ξεκίνησε μια αντεπίθεση, συγκεντρώνοντας κάτω από την ίδια στέγη όσους φοβούνται το “Ισλάμ”. Ξεκινώντας από την Δρέσδη, έχει έκτοτε επεκταθεί σε άλλες πόλεις, με μερικές σημαντικές τοπικές διαφοροποιήσεις. Αν και η προσοχή και η κινητοποίηση έχει έκτοτε συρρικνωθεί, άλλες, μικρότερες τοπικές ομάδες, έχουν αναλάβει τη διαμαρτυρία εναντίον των πολιτικών της Merkel και της έγερσης τοπικών κέντρων ασύλου. Η AfD έχει εμφανίσει μια διπρόσωπη προσέγγιση προς το Pegida, εναλλάσοντας την απόσταση με την συνεργασία. Αλλά όσοι διαδηλώνουν μαζί με το Pegida είναι πολύ πιθανόν να δουν την AfD ως την κοινοβευλευτική εκπροσώπηση αν όχι του ίδιου του κινήματος, τουλάχιστον των κεντρικών του αιτημάτων.

Τα τελευταία δύο χρόνια, η AfD έχει κερδίσει θέσεις σε όλο και περισσότερα τοπικά κοινοβούλια στη Γερμανία. Εκπροσωπείται τώρα σε 10 από τα 16 τοπικά κοινοβούλια και πλησιάζει τακτικά ποσοστά μεταξύ του 10 και 25% στις δημοσκοπήσεις για τις εκλογές στα διάφορα κρατίδια. Αυτό το δυναμικό διατηρείται ακόμα και τώρα, μετά το ρήγμα, αν και έχει συρρικνωθεί από το 14% (το 2016) στο 9% στις εθνικές δημοσκοπήσεις. Μαζί με το Pegida, η AfD δείχνει τη σημαντική διολίσθηση της πολιτικής στη Γερμανία και της γερμανικής κοινωνίας προς τον απολυταρχισμό και τον ρατσισμό – μια τάση που οι κοινωνιολόγοι είχαν περιγράψει εδώ και πολύ καιρό, και η οποία τώρα εγκατέλειψε το βασίλειο ενός σταθερού υπόγειου ρεύματος στον πολιτικό λόγο στη Γερμανία για να βγει πλέον στα ανοιχτά. Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο συμβαίνει μετά το 1945, αλλά είναι δυνατότερο από ποτέ.

Το κόμμα το 2017 και οι επερχόμενες ομοσπονδιακές εκλογές

Σήμερα, η εθνολαϊκιστική τάση έχει βασικά νικήσει. Οι νέοι ηγέτες είναι ο Alexander Gauland και η Alice Weidel. H Weidel υποτίθεται ότι εκπροσωπεί την “μετριοπαθή” πτέρυγα (ψήφισε υπέρ της αποπομπής του Höcke από το κόμμα), αλλά ο φιλελευθερισμός της είναι εντελώς οικονομικός και συνδυάζεται με έναν ανελέητο αντιισλαμικό ρατσισμό.

Οι συγκρούσεις είναι πιο πολύπλοκές – η Frauke Petry και άλλο ένα στέλεχος, ο Jörg Meuthen, οι καθορισμένοι εκπρόσωποι της όχι-τόσο-ακροδεξιάς παράταξης, δεν μπορούν να ανεχτούν ο ένας τον άλλον και έχουν αμφότεροι χρησιμοποιήσει κάθε πιθανότητα στο παρελθόν προσπαθωντας να ξεφορτωθούν ο ένας τον άλλον και τους υποστηρικτές του. Ο Meuthen συγκαταλεγόταν συνήθως μεταξύ των “μετριοπαθών”, αλλά έκτοτε έχει επιδείξει την ανοιχτή υποστήριξή του προς την ομάδα γύρω από τον Höcke και τον Gauland, τόσο ιδεολογικά όσο και προσωπικά. Ούτε είναι ο Höcke, όμως, ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός της εθνολαϊκιστικής πτέρυγας – είναι απλά ο πιο δημόσιος εκπρόσωπος της “Πτέρυγας”. Υπάρχουν άλλοι στην “Πτέρυγα” που, προς το παρόν, συνεργάζονται, αλλά θα μπορούσαν να γίνουν πολύ εύκολα αντίπαλοι διεκδικητές για τις ηγετικές θέσεις· επιπλέον υπάρχει και η “Πατριωτική Πλατφόρμα”. Ο πραγματικός νικητής αυτής της τελευταίας σύγκρουσης φαίνεται να είναι ο Alexander Gauland, ο οποίος δεν βγήκε στο προσκήνιο στη διάρκεια του σκανδάλου Höcke και τοποθέτησε τον εαυτό του, ενώ υποστήριζε τον Höcke, ως έναν από αυτούς που κρατούν ενωμένο το κόμμα. Είναι αυτός που πρότεινε την Alice Weidel ως συνηγέτιδα και έκανε την εθνολαϊκιστική πτέρυγα να την αποδεχτεί. Ο Gauland έχει επωφεληθεί εξαιρετικά από την όλη διαμάχη, παρουσιάζοντας επιτυχώς τον εαυτό τους ως έναν διαιτητή που δεν ανήκει σε καμμιά ομάδα, αλλά έχει από τότε αποδείξει πόσο κοντά βρίσκεται στην εθνολαϊκιστική ιδεολογία του Höcke. Είναι, όμως, πιο επιδέξιος με τα ΜΜΕ και παίζει το παλιό παιχνίδι των προκλήσεων σκανδάλων ως επαγγελματίας πολιτικός που είναι.

Η Weidel είναι μια πραγματικά ενδιαφέρουσα φιγούρα στο κόμμα. Μια οικονομολόγος που κέρδισε το διδακτορικό της με μια ανάλυση του κινέζικου συνταξιοδοτικού συστήματος, επέστρεψε μετά από έξι χρόνια εργασίας στην Κίνα το 2012 για να ριχτεί αμέσως στον ακτιβισμό ενάντια στο ευρώ. Συμμετέχει στο κόμμα από την ίδρυσή του, και θεωρείται ως μια από τις μετριοπαθείς και πραγματικά “ειδήμονες” ιδρυτές. Ζει επίσης σε μια ομοφυλόφιλη σχέση με δυο γιούς· τόσο η σύντροφός της όσο και τα παιδιά είναι έγχρωμα32. Αυτό μοιάζει σαν η οικογένεια απόλυτος εφιάλτης για ένα κόμμα που δουλεύει επιθετικά ενάντια στο να δίνεται σε οποιονδήποτε η επιλογή να ζει σε μη-παραδοσιακές, διαφυλετικές οικογένειες. Η Weidel δεν φαίνεται να νοιάζεται που η συνεργάτιδά της στην ηγεσία του κόμματος, η Beatrix von Storch, διατυπώνει ανοιχτά ότι “απεχθάνεται” μια κουλτούρα που ενθαρρύνει LGBT άτομα να ζουν στα ανοιχτά· ερωτώμενη [η Weidel] λέει ότι μπορεί να διαχωρίζει την πολιτική από την προσωπική της ζωή. Όλα αυτά εξακολουθούν να καθιστούν την Weidel το πιο “συμπαθητικό”, πιο μοντέρνο πρόσωπο του κόμματος· ο ανηλεής αλά-Heyek νεοφιλελευθερισμός της μετρά ως “μετριοπαθής” υπ’ αυτές τις συνθήκες.

Αν και προσπαθεί, στις δημόσεις εμφανίσεις της, να εστιάζει στην ειδικότητά της – τα οικονομικά – δεν κάνει πίσω στον αντιισλαμικό ρατσισμό της, ιδιαίτερα στο Facebook, όπου προσπαθεί να κινητοποιήσει κόσμο εναντίον των προσφύγων, μοιράζεται τα ρατσιστικά της ψέμματα σχετικά με τα ποσοστά εγκληματικότητας και άλλα. Αυτή τη στιγμή διεξάγει εκστρατεία για την εκλογή της στο κοινοβούλιο μαζί με τον Markus Frohnmaier, τον ηγέτη της οργάνωσης νεολαίας του κόμματος. Στις εμφανίσεις αυτές, ο Frohnmaier αναλμβάνει τον ρόλο του εκφραστή της ρητορικής μίσους με τις χαλκευμένες στατιστικές, ενώ η Weidel κλαυθμυρίζει για την καταπίεση της “ελευθερίας του λόγου” και ενεργεί ως η ειδικός οικονομολόγος. Από την ίδια την εμπειρία μου, όμως, οι λόγοι της για την οικονομία συνίστανται κυρίως από συγκεχυμένες επεξεργασίες σχετικά με το γιατί το ευρώ είναι κακό και μια περίεργη φετιχοποίηση του γερμανικού μάρκου και των μετρητών. Το κοινό της, όμως, μοιάζει να κολακεύεται από μια ειδικό που επιβεβαιώνει την δική του συγκεχυμένη φετιχοποίηση του μάρκου (καθώς και του χρυσού).

Πολλοί παρατηρητές έχουν χαρεί με τις εσωτερικές διαμάχες στο κόμμα, ιδιαίτερα όταν έχουν ως αποτέλεσμα μια ραγδαία πτώση στο ποσοστά των δημοσκοπήσεων. Πριν από τη εσωκομματική σύγκρουση, το κόμμα έφτασε ποσοστά 13-14% στις δημοσκοπήσεις, που δυνητικά το καθιστούσαν την τρίτη σε δύναμη κοινοβουλευτική παράταξη. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις του δίνουν ποσοστά μεταξύ του 7 και του 11%33. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι ο κίνδυνος έχει περάσει. Στο επίπεδο των κρατιδίων (Länder), τοπικές εξτρεμιστικές παρατάξεις έχουν καταφέρει να μπουν στα κοινοβούλια. Στη Θουριγγία, το τοπικό κόμμα (υπό την προεδρία του Björn Höcke) κέρδισε ποσοστό 10,6% το 2014· στην Σαξονία-Anhalt, μια άλλη εθνολαϊκιστική παράταξη υπό τον André Poggenburg μπήκε στο τοπικό κοινοβούλιο το 2016 με ποσοστό 24,3% ως το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα. Στις πρόσφατες εκλογές στο Saarland, που θεωρούνται ως ένας δείκτης για τις εκλογές της ομοσπονδιακής Βουλής τον Σεπτέμβρη, πολλοί ανακουφίστηκαν βλέποντας την AfD να περνά μετά βίας το όριο του 6% (στην Γερμανία ένα κόμμα πρέπει να ξεπεράσει το 5% για να μπει στο κοινοβούλιο)· αλλά η τοπική παράταξη στο Saarland είναι μια από τις πιο δεξιές στην AfD, για την ακρίβεια τόσο εξτρεμιστική που η ομοσπονδιακή ηγεσία εξέτασε ακόμα και την περίπτωση να αποβάλει ολόκληρη την παράταξη (Landesverband) από την AfD, πριν από την διαμάχη με τον Höcke. Συνεπώς, αν και το κόμμα είναι τώρα πολύ πιο ανοιχτά ρατσιστικό και εθνολαϊκιστικό, φαίνεται σίγουρο ότι θα μπει στο γερμανικό ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο. Αυτό δεν έχει προηγούμενο στην γερμανική πολιτική ζωή μετά το 1945. Το ίδιο το NPD κατάφερε μια φορά να φτάσει πολύ κοντά το 1969, σχεδόν μπαίνοντας στην Bundestag με το 4.3% των ψήφων· από τότε, όμως, κόμματα όπως το NPD δεν είχαν ποτέ στην πραγματικότητα τη δυνατότητα να ξεπεράσουν το πολύ-πολύ την αντιπροσώπευση σε λίγα μόνο τοπικά κοινοβούλια.Η AfD έχει καταφέρει αυτό που δεν είχαν καταφέρει οι προκάτοχοί της, το NPD και οι Ρεπουμπλικάνοι34: ενώνει ολόκληρο το φάσμα των πολιτικών τάσεων στα δεξιά των καθιερωμένων κομμάτων, από τους δεξιούς συντηρητικούς μέχρι την εξτρεμιστική ακροδεξιά.

Αυτό δείχνει τον πραγματικό κίνδυνο πίσω από την άνοδο της AfD. Είναι ένα σύμπτωμα μια σημαντικής μετατόπισης προς τα δεξιά στην γερμανική πολιτική ζωή, που φέρνει στο προσκήνιο έναν απολυταρχισμό στη γερμανική κοινωνία, ο οποίος ήταν πάντα εκεί αλλά έχει για πολύ καιρό περιοριστεί από τα κυρίαρχα καθιερωμένα κόμματα, καθώς και από τον σχετικό πλούτο και την πολιτική δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια, ο πολιτικός λόγος στη Γερμανία έχει στραφεί έντονα προς τα δεξιά. Μεγάλες αντιπαραθέσεις σχετικά με τον Sarrazin, τον αντιφεμινισμό, την απολογία για τους Ναζί ενός εξέχοντος πρώην παρουσιαστή ειδήσεων ή η επανανακάλυψη του Νίτσε από έναν πολύ γνωστό δημόσιο φιλόσοφο και πρύτανη μιας διαπρεπούς σχολής τέχνης, έχουν μετατοπίσει τα όρια του δημόσιου λόγου ακόμα δεξιότερα μετά το 2010. Η κρίση της Ευρωζώνης, στον απόηχο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008, και η αποκαλούμενη “προσφυγική κρίση” το 2015 έκαναν τα υπόλοιπα για να κινητοποιήσουν μεγάλα τμήματα της μικροαστικής τάξης στο να ψάξουν εκτός των καθιερωμένων κομμάτων. Ο πυρήνας της ιδεολογίας τους υπέρ της ανισότητας θα παραμείνει ακόμα και αν δεν συμβεί το ίδιο για την AfD.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://libcom.org/news/alternative-f-r-deutschland-parliamentary-elections-germany-08092017.

2 Στμ. Freie Wähler: Οι ελεύθεροι ψηφοφόροι είναι ένα μικρό γερμανικό κόμμα. Εμφανίστηκε από την Ομοσπονδιακή Ένωση Ελεύθερων Εκλογέων, στην οποία οι κοινοτικές ενώσεις ψηφοφόρων ενώνονται και είναι στενά συνδεδεμένες με αυτές. Οι ελεύθεροι ψηφοφόροι εκπροσωπούνται σήμερα στο Κοινοβούλιο της Βαυαρίας καθώς και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο οποίο αποτελούν μέλος του Ευρωπαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (EDP).

3 Στμ. Οι επιχειρήσεις Γιαννακόπουλων κ.λπ. μας λέει κάτι;;;!!!!

4 Στμ. Heine, Frederic/Thomas Sablowski. 2013. Die Europapolitik des deutschen Machtblocks und ihre Widersprüche: Eine Untersuchung der Positionen deutscher Wirtschaftsverbände zur Eurokrise, Berlin: Rosa-Luxemburg-Stiftung, https://www.rosalux.de/publikation/id/7138/die-europapolitik-des-deutschen-machtblocks-und-ihre-widersprueche (τελευταία πρόσβαση 08.09.2017)

5 Αμφότεροι συνδέονται προσωπικά τόσο με την AfD και την “Die Familienunternehmer”. Πβλ. Friedrich, Sebastian. 2016. Chefsache AfD: Der Kontakt zwischen AfD und “mittelständischen Unternehmen” wird wieder enger, http://www.sebastian-friedrich.net/?p=562 (πιο πρόσφατη πρόσβαση 04.03.2017)

6 Ο Bernd Lucke είναι καθηγητής Μακροοικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Προς το παρόν είναι σε άδεια μετά την έναρξη της πολιτικής τους δραστηριότητας. Αφότου εγκατέλειψε την AfD μετά από μια διαμάχη με την δεξιά πτέρυγα του κόμματος, ξεκίνηση ένα καινούριο κόμμα που απέτυχε όμως παταγωδώς στις εκλογές.

7 Friedrich, Sebastian. 2017. Die AfD. Analysen – Hintergründe – Kontroversen. Berlin: Betz + Fischer, σελ. 51.

8 Ο Henkel είναι εξέχουσα φυσιογνωμία στη γερμανική πολιτική και τις τηλεοπτικές συζητήσεις. Είναι πρώην διευθυντής της ΙΒΜ και επί μακρόν πρόεδρος της ομάδας πίεσης του Ομοσπανδιακού Συνδέσμου της Γερμανικής Βιομηχανίας (Bundesverband der Deutschen Industrie, BDI). Ο Henkel έχει επίσης δουλέψει για πολλά χρόνια με τους “Ελεύθερους Ψηφοφόρους” (“Freie Wähler”) για να προωθήσει τους πολιτικούς του στόχους.

9 Η Petry είναι μεταπτυχιακή χημικός που μετά από μια σύντομη ακαδημαϊκή καριέρα, προχώρησε στην ίδρυση μιας εταιρείας παραγωγής ενός καινούριου είδους πλαστικού πολυουρεθάνης. Η εταιρεία δήλωσε πτώχευση το 2013 και εξαγοράστηκε από μια κοινοπραξία. Έκτοτε έχει επικεντρωθεί στην πολιτική της καριέρα.

10 Στμ. Στο πρωτότυπο classism.

11 Στμ. Στο πρωτότυπο χρησιμοποιείται η γερμανική λέξη völkisch που προέρχεται από τη γερμανική λέξη Volk (το αντίστοιχο της αγγλικής folk) και αναφέρεται στην “εθνική ομάδα” ενός πληθυσμού και ενός λαού, με συνδηλώσεις στα γερματικά στην “εξουσία του λαού”. Στη Γερμανία το σχετικό κίνημα και ιδεολογία ήταν η ερμηνεία του λαϊκιστικού κινήματος με μια ρομαντική έμφαση στο φολκλόρ και την “οργανική”, δηλαδή μια “φυσικά ανταπυγμένη κοινότητα με ενότητα”, χαρακτηριζόμενη από την μεταφορά του λαού-ως-ενός-σώματος (Volkskörper) για ολόκληρο τον πληθυσμό στη διάρκεια μιας περιόδου από τον ύστερο 19ο αιώνα μέχρι την περίοδο των Ναζί. Η σύμφυση του εθνικιστικού και του λαϊκιστικού, ως έκφραση μιας αφηρημένης ενότητας συμφερόντων του “Έθνους-Λαού”, νομίζουμε ότι δικαιολογεί την απόδοση του όρου και των συναφών ιδεολογιών στα σύγχρονα ακροδεξιά, αλλά όχι μόνο (έχουμε επιχειρηματολογήσει αλλού για τις αριστερές εκδοχές αυτής της αφηρημένης ενότητας) ρεύματα ως εθνολαϊκισμός.

12 Στμ. στο πρωτότυπο Identitarian movement. Κίνημα του λευκού εθνικισμού που διακηρύσσει την διατήρηση της εθνικής ταυτότητας και μια επιστροφή στις “παραδοσιακές δυτικές αξίες”. Ξεκίνησε στη Γαλλία το 2002 ως ένα συντηρητικό κίνημα νεολαίας από τον χώρο της γαλλικής Nouvelle Droite (Νέας Δεξιάς) Génération Identitaire. Αρχικά ως το νεολαιίστικο τμήμα του αντιμεταναστευτικού Bloc Identitaire, διαμόρφωσε τη δική του ταυτότητα, με πρόθεση να εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη. Θεωρείται επίσης μέρος του αντι-τζιχαντιστικού κινήματος, αναπτύσσοντας σχέσεις πχ. με το Pegida και άλλα αντίστοιχα ρεύματα της νέας ακροδεξιάς. Σε μια πρόσφατη όξυνση αντιμεταναστευτικού ακτιβισμού, μέλη της κίνησης “Defend Europe”, που τοποθετούνται στον χώρο της Génération Identitaire, έχουν προχωρήσει στη ναύλωση του πλοιαρίου C-Star με αποστολή την “απώθηση” μεταναστών που προσπαθούν να φτάσουν στις ευρωπαϊκές ακτές. Χάρις στις παρεμβάσεις του αντιφασιστικού κινήματος, το C-Star δεν μπόρεσε να ελλιμενιστεί στα λιμάνια της Μεσογείου (μεταξύ αυτών η Ιεράπετρα, δείτε https://athens.indymedia.org/post/1576662) γεγονός που τελικά οδήγησε στην ακύρωση της “αποστολής” (https://athens.indymedia.org/post/1577008).

13 Στμ. Στο πρωτότυπο: dogwhistles. O όρος χρησιμοποιείται, με υποτιμητικό τρόπο, ειδικά στον χώρο της πολιτικής για να δηλώσει έναν τρόπο επικοινωνίας κάποιων μηνυμάτων που χρησιμοποιούν μια “κωδικοποιημένη” γλώσσα που μοιάζει να σημαίνει ένα πράγμα στον για τον γενικό πληθυσμό αλλά έχει ένα διαφορετικό, επιπρόσθετο ή ειδικότερο νόημα για ένα στοχευμένο κοινό. Η λέξη κυριολεκτικά αναφέρεται σε μια σφυρίχτρα εκπαίδευσης για σκυλιά εξ ου και η αναλογία, καθώς μια τέτοια σφυρίχτρα παράγει υψηλές συχνότητες (υπέρηχοι) που μπορεί να ακούσει ένα σκυλί αλλά όχι οι άνθρωποι.

14 Andreas Kemper: AfD – Partei der Ungleichheit, presentation held at Rosa-Luxemburg Stiftung: Lokale Strategien und Handlungsmöglichkeiten gegen Rechts – Vernetzungstagung zur Förderung der zivilgesellschaftlichen Bündnis – und Netzwerkarbeit gegen Rechts in Niedersachsen, Celle, 26.-27.06. 2016.

15 Enno Park: “Warum die AfD schlimmer ist als die NPD” (“Γιατί η AfD είναι χειρότερη από το NPD), http://www.ennomane.de/2016/03/14/warum-die-afd-schlimmer-ist-als-die-npd/ (πιο πρόσφατη πρόσβαση: 08.01.17). Το NPD έχει χάσει ψήφους και μέλη προς την AfD, η οποία έχει καταφέρει να δείχνει ένα πιο “αξιοσέβαστο” πρόσωπο προς την κοινή γνώμη ενώ προσφέρει παράλληλα στους ρατσιστές και τους νεοναζί μια καινούρια στέγη.

16 Friedrich, Sebastian. 2017. ‘Noch nicht abgeschrieben: die AfD und die Wirtschaft’, in: Der Rechte Rand 164, 10-11.

17 Στμ. Στα αγγλικά γνωστά ως “κίτρινα” (yellow) συνδικάτα.

18 Στμ. The Bell Curve: Intelligence and Class Structure in American Life (“Η καμπύλη Bell: Ευφυία και Ταξική δομή στην Αμερικάνικη ζωή”) βιβλίο που εκδόθηκε το 1994 από τον ψυχολόγο και Richard J. Herrnstein και τον πολιτικό επιστήμονα Charles Murray, στο οποίο οι συγγραφείς επιχειρηματολογούν ότι η ανθώπινη νοημοσύνη επηρεάζεται ουσιαστικά τόσο από κληρονομικούς όσο και περιβαλλοντικούς παράγοντες και είναι βασικός παράγοντας πρόβλεψης πολλών στοιχείων προσωπικής δυναμικής, περιλαμβανομένων του εισοδήματος, της επαγγελματικής απόδοσης, της γέννησης εκτός γάμου, της εγκληματικότητας, περισσότερο από το οικογενειακό κοινωνικο-οικονομικό στάτους ενός ατόμου. Ισχυρίζονται επίσης ότι άτομα με υψηλή νοημοσύνη, η “γνωστική ελίτ”, διαχωρίζονται από τα άτομα με μέση και κάτω του μέσου νοημοσύνη. Το βιβλίο ήταν εξαιρετικά αμφιλεγόμενο, ιδιαίτερα στα σημεία που οι συγγραφείς έγραψαν για τις φυλετικές διαφορές στη νοημοσύνη συζητώντας τις συνέπειες αυτών των διαφορών. Σύντομα, μετά από την έκδοση, πολλοί άνθρωποι επιδόθηκαν τόσο στην επίκριση όσο και στην υπεράσπιση του βιβλίου, ενώ γράφτηκαν επίσης αρκετά κείμενα ως απάντηση στο βιβλίο. Δείτε επίσης και την αναφορά στο άρθρο “Το σκοτάδι στο βάθος του τούνελ: τεχνητή νοημοσύνη και νεοαντίδραση” (https://inmediasres.espivblogs.net/2017/06/23/aineoreaction).

19 Ο ίδιος ο Sarrazin εξακολουθεί να είναι μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD).

20 Η von Storch είναι δικηγόρος και επί μακρόν πολιτική ακτιβίστρια. Μαζί με τον σύζυγό της Sven, ξεκίνησε την δεκαετία του 1990 την δημιουργία υπερσυντηρητικών δικτύων ασχολούμενων με την επαναφορά των παλιών κτημάτων/ακινήτων των ευγενών που αφαίρεσαν/απαλλοτρίωσαν οι Σοβιετικοί στην Ανατολική Γερμανία μετά τον πόλεμο, με τον αγώνα ενάντια στον γάμο των ομοφυλοφίλων και το δικαίωμα στην έκτρωση, καθώς και με την προώθηση νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών και μια επιστροφή στο γερμανικό μάρκο και μια εθνικιστική νομισματική πολιτική. Συνδέεται στενά με ομάδες και ΜΜΕ της αποκαλούμενης “Νέας Δεξιάς” στη Γερμανία και της λεγόμενης “εναλλακτικής δεξιάς” (“Alt-Right” στις ΗΠΑ, ενώ αρθρογραφεί και στο breitbart.com· πβλ. http://www.breitbart.com/london/2016/08/06/exclusive-afds-beatrix-von-storch-the-eu-should-be-a-fortress-against-illegal-migration/ (πρόσφατη πρόσβαση 22.04.2017).

21 Παρατίθεται στο: Siri, Jasmin. 2016. Geschlechterpolitische Positionen der Partei Alternative für Deutschland, στο: Häusler, Alexander (εκδ.): Die Alternative für Deutschland: Programmatik, Entwicklung und politische Verortung, Wiesbaden, σελ. 69-80, 75.

22 ό.π.

23 πβλ. http://www.hagalil.com/2017/04/afd-fpoe (πιο πρόσφατη πρόσβαση 20.04.2017)

24 Στμ. Geert Wilders, ιδρυτής και ηγέτης του ολλανδικού ακροδεξιού Κόμματος της Ελευθερίας (Partij voor de VrijheidPVV).

25 Στμ. Σουηδοί Δημοκράτες (Sverigedemokraterna, SD) εθνικιστικό κόμμα στη Σουηδία που ιδρύθηκε το 1988. Το ίδιο περιγράφεται ως κοινωνικό συντηρητικό κόμαμ με μια εθνικιστκή βάση. Όμως έχει περιγραφεί ως ακροδεξιό κόμμα, δεξιό λαϊκιστικό, εθνιστικό συντηρητικό και αντιμεταναστευτικό. Έχει τις ρίζες του στον σουηδικό φασισμό και ήταν κομμάτι του κινήματος λευκής υπεροχής στα τέλη της δεκαετίας του 1980.

26 Salzborn, Samuel: Zugeraunter Wahn, στο: taz, 10.10.2016; http://www.taz.de/!5346882/ (πιο πρόσφατη πρόσβαση 20.04.2017).

27 Στμ. Kaiserreich: κυριολεκτικά το κράτος ενός μονάρχη (Κάιζερ). Αναφέρεται κυρίως στην περίοδο της Γερμανικής Αυτοκρατορίας από το 1871 έως το 1918, όταν η μεγάλη πλειοψηφία των ιστορικά ανεξάρτητων γερμανικών κρατών (με την αξιοσημείωτη εξαίρεση της Αυστρίας) ενοποιήθηκαν κάτω από έναν Κάιζερ.

28 Στμ. στο πρωτότυπο party whip: στην αγγλική πολιτική κουλτούρα αναφέρεται στον υπεύθυνο της τήρησης της κομματικής πειθαρχίας.

29 Τεκμηριωμένο στην Tagesspiegel Online, 19.01.2017: http://www.tagesspiegel.de/politik/hoecke-rede-im-wortlaut-gemuetszustand-eines-total-besiegten-volkes/19273518.html (τελευταία πρόσβαση 20.04.2017)

30 Πβλ. Kemper, Andreas: Zur Konstruktion eines zweiten “Landolf Ladig”, https://andreaskemper.org/2017/04/19/zur-konstruktion-eines-zweiten-landolf-ladig/ (τελευταία πρόσβαση 20.04.2017)

31 Ο Gauland είναι ένας έμπειρος συντηρητικός πολιτικός καριέρας και πρώην εκδότης μιας τοπικής εφημερίδας στην Ανατολική Γερμανία. Είχε ιδρύσει μια δεξιά ομάδα εντός της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), αλλά εγκατέλειψε την προσπάθεια να στρέψει την CDU προς τα δεξιά αφότου έγινε καθαρό ότι η Angela Merkel είχε επιβάλλει οριστικά την κεντρώα πορεία της στο κόμμα.

32 Στμ. Στο πρωτότυπο POC, αρχικά του people of color.

33 Sonntagsfrage, 08.09. 2017, http://www.wahlrecht.de/umfragen/index.htm (τελευταία πρόσβαση 08.09.2017).

34 Στμ. Οι Ρεπουμπλικάνοι (στα γερμανικά: Die Republikaner, REP) είναι ένα εθνικιστικό συντηρητικό κόμμα στη Γερμανία με βασικό προγραμματικό κορμό την αντίθεση στη μετανάστευση. Προσελκύει κυρίως δυσαρεστημένους ψηφοφόρους που πιστεύουν ότι το CDU η η Χριστιανική Κοινωνική Ένωση της Βαυαρίας CSU (τα πιο καθιερωμένα συντηρητικά κόμματα στη Γερμανία) δεν είναι αρκετά συντηρητικά. Ιδρύθηκε το 1983 από πρώην μέλη της CSU. Είχε εκλέξει ευρωβουλευτές ανάμεσα στο 1989 και το 1994 και βουλευτές στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης μεταξύ του 1991 και του 2001. Στις τελευταίες εκλογές του 2013 το εθνικό ποσοστό του ήταν 0.2%.

Επανασύνδεση με την ιστορία. Σχετικά με μερικές προτάσεις να “πάμε πέρα από την κεφαλή της πορείας” και να κοιτάξουμε τις δράσεις μας1

Γιατί θα έπρεπε το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο 2 να είναι καλλίτερο από το προηγούμενο; Τι συνέβη πραγματικά την άνοιξη του 2016; Πώς μπορούν αυτές οι σκέψεις να τοποθετηθούν στην τρέχουσα κατάσταση και πώς μπορούμε να καθορίσουμε αυτή την κατάσταση; Τόσες πολλές ερωτήσεις που τα συμπεράσματά τους θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να διαμορφώσουμε κάποιες στρατηγικές σκέψεις για να προχωρήσουμε πέρα από την “κεφαλή της πορείας” με τρόπους άλλους από όμορφες φόρμουλες…

Η πραγματική κατάσταση

Πιστεύουμε ότι το ερώτημα “πώς να οργανωθούμε” είναι καθαυτό ξεπερασμένο. Αν μορφές οργάνωσης διατέμνουν τους αγώνες μας, τα προβλήματα που μπορεί να εμπλέκουν είναι πραγματικά αντιληπτά μόνο όταν δούμε αυτό που ο Bruno Astarian αποκαλεί “δραστηριότητα κρίσης”2. Τότε, τουλάχιστον για το “πραγματικό κίνημα” και όχι για την αντεπανάσταση που παράγεται, η οργάνωση δεν μπορεί να είναι πλέον αυτή των καθηκόντων, των “κομμουνιστικών μέτρων”3, τα οποία η πάλη επιβάλλει βίαια στον εαυτό της και τα οποία από μόνα τους θα είναι ικανά να παραγάγουν καινούριες μορφές ζωής σε ένα μαζικό επίπεδο, νέους τρόπους παραγωγής και διανομής των δραστηριοτήτων μας.

Αυτές οι λίγες δηλώσεις, συγκαλύπτουν προοπτικές που είναι σε αντίθεση με αυτό που μοιάζει να μοιράζονται αρκετά οι κυριότερες από τις πορείες μας: δεν είμαστε σε μια περίοδο αποσταθεροποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας· η δραστηριότητα των αγώνων μας ανήκει στην κυριαρχούσα νόρμα κάτω από την καθημερινή πορεία/ρουτίνα της ταξικής πάλης, και αυτή την ώρα δεν προεικονίζει καμμιά πραγματική υπέρβαση· με άλλα λόγια, βρίσκουμε τον εαυτό μας σε μια αντεπαναστατική ακολουθία στην οποία οι αγώνες μας παραμένουν απομονωμένοι παρά την, είναι αλήθεια, ανάγκη για ριζικές αλλαγές στο σύστημα, την οποία μοιράζεται ένα μεγάλο “κομμάτι” του πληθυσμού. Δεν πρόκειται για μια υπερεκτίμηση αυτού του “κομματιού”, ακόμα κι αν υπάρχει σε μια ετερογένεια που θα μπορούσε να “φτιάξει” τη δύναμή του.

Ξεκινώντας από την παρατήρηση ότι υπάρχουν δυναμικές στην ταξική πάλη που μπορεί να θέτουν άμεσα ερωτήματα στην πρακτική μας, ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την “κατάσταση”. Σε ένα άρθρο στο ελληνικό περιοδικό Blaumachen που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2013, “Από τη Σουηδία στην Τουρκία: η άνιση δυναμική της εποχής των ταραχών”, τίθενται τέσσερις σχετικά ανεξάρτητες δυναμικές:

  • Οι “ταραχές των αποκλεισμένων”, που λαμβάνουν χώρα σε χώρες τοποθετημένες ψηλά στην καπιταλιστική ιεραρχία αλλά δεν αρθρώνουν λόγο, άλλον από αυτόν των ταραχών, του πλιάτσικου και των καταστροφών, δείτε πληθυσμούς παγιδευμένους σε “λαϊκές γειτονιές” που εξεγείρονται ενάντια στο “κράτος τους” ως “ισόβια φυλακισμένοι”: Γαλλία 2005, Ελλάδα 2008, Αγγλία 2011, Σουηδία 2013, φυλετικές ταραχές στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως αυτές που ξέσπασαν στο Saint Louis μόλις πρόσφατα μετά την αθώωση του Stockley, κ.λπ.. Τουλάχιστον στη μορφή τους, αντιπροσωπεύουν την άρνηση των συνθηκών αναπαραγωγής στον τωρινό κόσμο.
  •  Οι ταραχές που συνδέονται με τα “κινήματα των πλατειών” των οποίων η ετερογενής σύνθεση είναι ακόμα πιο κοντά στα “μεσαία στρώματα” σε ουσιαστικά δημοκρατικό discourse (Occupy στις ΗΠΑ και Blockupy στη Γερμανία, μέρος του κινήματος στην Ελλάδα, “Αραβική Άνοιξη”, Τουρκία κ.λπ.). Αυτά τα κινήματα διαμορφώνουν συχνά πολύ συγκεκριμένα αιτήματα και προσπαθεί να αντιταχθεί στην “ολιγαρχία” με μια “δημοκρατία από τα κάτω”, από τον λαό, άμεση. Η ιδεολογία του “πολίτη” είναι πλειοψηφική.
  • Αυτές οι δύο δυναμικές δεν είναι εντελώς αντίθετες αλλά παραμένουν αντιθετικές προς το παρόν. Και οι δυο επίσης χαρακτηρίζονται από εσωτερικές αντιθέσεις και υπάρχει η τάση όπως φαίνεται να συναντηθούν. Για παραδειγμα, το γεγονός ότι η Ισπανία και η Γαλλία (αν και σε διαφορετικό επίπεδο) έχουν επηρεαστεί από τα κινήματα των πλατειών, ενώ στο παρελθόν τα κινήματα αυτά ήταν σε χώρες των “αναδυόμενων οικονομιών”.
  • Αυτό είναι που το Blaumachen ονομάζει “μεσαία στρώματα σε κατάρρευση” που εξεγείρονται επειδή βλέπουν τον τρόπο ζωής τους να καταρρέει ή επειδή δεν τους επιτρέπεται πλέον να συγκροτούνται ως τέτοια. Στις στιγμές αυτές, υπάρχουν προσπάθειες να δούμε: “η πλατεία Συντάγματος 2011” στην Ελλάδα, φοιτητικές ταραχές στη Χιλή και τον Καναδά και (σε διαφορετικό βαθμό, πάλι) ένα κίνημα εναντίον της αστυνομικής βίας στη Γαλλία (ταραχές στο Bobigny). Στις ταραχές αυτές αναδύεται ένα καινούριο συγκροτούμενο υποκείμενο: “νεολαία”. Παρ’ όλα αυτά, πάει πολύ πιο μακριά από την νεολαία απλά (περιλαμβάνοντας πολλούς ηλικιωμένους ανθρώπους που δεν θέλουν να γεράσουν, αφού “το μόνο που έχουν είναι η παιδικότητα”) και ομαδοποιεί ως επί το πλείστον υποκείμενα που δεν είναι δομικά αποκλεισμένα αλλά δεν βρίσκουν πλέον νόημα σ’ αυτόν τον κόσμο: θέλουν να τον αρνηθούν.

Σε διεθνές επίπεδο, μπορούν να ταυτοποιηθούν ακόμα τρεις δυναμικές οι οποίες όμως δεν αντανακλούν την τρέχουσα σκέψη:

  • Τα κινήματα διεκδίκησης μισθού στην περιφέρεια, Κίνα και Νοτιοανατολκή Ασία.
  • Τα κινήματα αντίστασης στον νεοφιλελευθερισμό της Νότιας Αμερικής: Βραζιλία, Μεξικό, Χιλή, Βολιβία κ.λπ.
  • Οι εξεγέρσεις των παραγκουπόλεων που μπορούν να συνδεθούν με τις ταραχές των αποκλεισμένων αλλά λαμβάνουν χώρα σε ένα πολύ διαφορετικό πλαίσιο, τις μεγαλουπόλεις του Νότου της παγκοσμιοποίησης, και οι οποίες πιστοποιούν/μαρτυρούν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο για το αναπτυξιακό χάσμα.

Τέλος, διεθνείς δυναμικές που διατέμνουν τις λειτουργίες των διεθνών κρατών και διαχειριστών του κεφαλαίου: η οργάνωση της βίας και η οργάνωση της οικονομίας τείνουν να συμφωνήσουν, σε βαθμό που απαλείφει την διάκριση ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη. Περισσότερο από έναν αφηρημένο παγκόσμιας κλίμακας εμφύλιο πόλεμο ή μια μόνιμη “κατάσταση έκτακτης ανάγκης”, η ουσία της διατύπωσης πρέπει να σχετιστεί με τις δυσκολίες του κεφαλαίου στη διαχείριση της εργατικής δύναμης.

“Στις φαβέλες της Βραζιλίας, στις φυλακές των ΗΠΑ, στα προάστεια των μεγαλύτερων μητροπόλεων, τις ζώνες ελεύθερο εμπορίου της Κίνας, στις πετρελαϊκές ζώνες της Κασπίας, στην Δυτική όχθη και τη Γάζα, η αστυνόμευση έχει γίνει η κοινωνική, δημογραφική διαχείριση, αναπαραγωγή και εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης”4.
Η κατανόηση της ανασύνθεσης/κανονικοποίησης της διατήρησης της παγκόσμιας τάξης είναι θεμελιώδης για να καταλάβουμε τις “εξεγέρσεις των αποκλεισμένων” και την “κατάσταση ισοβίτη” για τους πλεονάζοντες.

Μοιάζει ενδιαφέρον να ξαναβάλουμε ένα πλαίσιο στο κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο πάνω στις γραμμές αυτής της διεθνούς δυναμικής. Από την μια επειδή η επανάσταση δεν μπορεί να είναι παρά μόνο διεθνής: αφήνουμε τον μικρό εφιάλτη του “σοσιαλισμού σε μια χώρα” στους λιγοστούς σταλινικούς επιζήσαντες. Από την άλλη, για να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να στοχαστούμε, όσο καλλίτερα μπορούμε, το πραγματικό νόημα των δράσεών μας.

Το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο

Το κίνημα της άνοιξης του 2016 κινητοποίησε ως επί το πλείστον μια παροπλισμένο μεσοαστικό στρώμα. Σε μια μελέτη αφιερωμένη στη “μεσαία τάξη”, ο Bruno Astarian αφιερώνει ένα κεφάλαιο σ’ αυτήν5. Το περιεχόμενό της μοιάζει κάποιες φορές να είναι πολύ αυστηρό σχετικά με τις πρακτικές μας, αλλά μας φαίνεται ότι έχει πολλά να μας διδάξει, επειδή επιτέλους “βγάζει το κεφάλι μας από τον μεσοαστικό κώλο μας” και μας παρέχει μια ένα σχετικό πλαίσιο. Τι μπορούμε να μάθουμε;

Η αντίσταση στη διάλυση/ξεχαρβάλωμα των “κοινωνικών συνθηκών του φορντισμού” δεν πέτυχε ποτέ, από τη δημιουργία του CDD, στη μορφή ενός μαζικού πανεθνικού κινήματος. Οι απεργίες δεν γενικεύονται παρά μόνο στην δημόσιο τομέα ακόμα και αν, μετά το 1995, έχουν συνδεθεί με “κοινωνικά κινήματα”· ενώ οι περισσότερες παραμένουν τομεακές ή τοπικές.
Αυτές οι αντιστάσεις δεν αντιτίθενται σε ένα συγκεκριμένο αφεντικό ή σε ένα αντιπροσωπευτικό σώμα αφεντικών, αλλά μάλλον στο Κράτος και στη λογική της διάλυσης δεξιοτήτων/ειδικεύσεων που έχουν αποκτηθεί που το Κράτος προωθεί. Έχουν μια αυστηρά αμυντική αφετηρία.

Το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο είναι μέρος αυτών των αντιστάσεων αλλά όχι μόνο. Ως μια αντίδραση σε μια συνδυασμένη επίθεση (εναντίον των κλαδικών διαπραγματεύσεων/εναντίον των “μη-ευθυγραμμισμένων” σωματείων) υπήρχε επίσης και μια ενδοθεσμική σύγκρουση κράτους/συνδικάτων στην οποία το δεύτερο μέρος επιθυμούσε να επικυρώσει την ίδια του την αυτεπιβεβαίωση, την ίδια την θέση του στο πλαίσιο διαπραγμάτευσης.

Οι τρεις κύριες συνιστώσες (συνδικάτα, “κεφαλή της πορείας”, οι Nuit Debout) πολεμούσαν η καθεμία για διαφορετικούς στόχους. Δεν υπήρχαν τα μεγάλα πλήθη του 2005 ή του 2010 και ο μειοψηφικός χαρακτήρας του κινήματος οξυνόταν από έναν κατακερματισμό που δουλευόταν από την κυβέρνηση προς τα πάνω [upstream].

Τα σχολεία των πιο φτωχών προαστίων [banlieues] δεν κινητοποιήθηκαν στην πραγματικότητα. Τα λιγότερο ευνοημένα σχολεία που κινητοποιήθηκαν υποβάθμισαν their building the most. Οι καταλήψεις/αποκλεισμοί ήταν, παρ’ όλα αυτά, πολυάριθμοι σε ολόκληρη τη Γαλλία αλλά έμοιαζαν να έχουν σαν κίνητρο το γενικότερο εξωτερικό πλαίσιο. Δεν υπήρξε κάποιος μείζων αποκλεισμός στα [facs], εκτός από τις μέρες εθνικής κινητοποίησης. Οι καταλήψεις δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην καταστολή και δεν μπόρεσαν πραγματικά να αναπτύξουν κάτι. Προσπάθειες να αποκλειστούν εργασιακοί χώροι από τα “έξω” όπως αυτή στο λιμάνι της Gennevilliers (στις 28 Απριλίου) δεν είχαν την αναμενόμενη επιτυχία και έμειναν ξεκάθαρα ως εντελώς μειοψηφικά επεισόδια.

Η συνιστώσα των συνδικάτων ήταν η πιο προλεταριοποιημένη. Την ίδια στιγμή ο ρυθμός συμμετοχής στα συνδικάτα είναι πολύ χαμηλός και ακόμα χαμηλότερος ανάμεσα στους εργάτες του ιδιωτικού τομέα. Τα “κόκκινα συνδικάτα” έχουν μόνο τα τελευταία προπύργιά τους (λιμάνια, αποβάθρες, διυλιστήρια, πυρηνικά εργοστάσια…). Αν και τα συνδικάτα δεν έφεραν ποτέ μαζί μια μειοψηφικά του προλεταριάτου, η ικανότητά τους για κινητοποίηση υπήρξε ιδιαίτερα αποσυντεθιμένη εδώ: ήταν αναγκαίο να δωθεί μάχη και για να κινητοποιηθούν συγκεκριμένα στρατεύματα και για να περιοριστούν/περιχαρακωθούν άλλες πιο “περιρέουσες” συνιστώσες.

Μπορεί κανείς να αναφέρει “τοπικούς αγώνες” που εκμεταλλεύθηκαν το κίνημα προσπαθώντας να το χρησιμοποιοήσουν σαν ένα “αντηχείο για τα συγκεκριμένα αιτήματά τους”, στον ιδιωτικό τομέα (Amazon, McDonald’s, Campanile Tour Eiffel, κ.λπ.) ή στον δημόσιο τομέα (SNCF, σχολικές καντίνες, κ.λπ.).

Στην πραγματικότητα, η αλλαγή στις διαπραγματεύσεις δεν επρόκειτο να αλλάξει πολλά στην άμεση κατάσταση των εργατών εκτός από τους χώρους στους οποίους η δύναμη της CGT και της FO ήταν σημαντική και συνεπής (κάποιες φορές αρκεί ένα μαχητικό συνδικαλιστικό στέλεχος, ιδιαίτερα framing/αποτελεσματικό – που δεν είναι το ίδιο πράγμα) και όπου η αλλαγή στη διαπραγμάτευση γινόταν αντιληπτή και αισθητή τόσο ως μια επίθεση στο συνδικάτο όσο και ως μια επίθεση στους εργάτες (επίθεση στην ισχύ των αιτημάτων τους, στους ισχυρισμούς τους).
Το επίδομα ανεργίας, σε συνδυασμό με το υψηλό επίπεδο επισφαλούς απασχόλησης μεταξύ των προσλήψεων (ειδικότερα σε σχέση με το πραγματικό τους ποσοστό στο συνολικό μερίδιο των θέσεων εργασίας, όπου οι συμβάσεις “αορίστου χρόνου” [CDI]6 εξακολουθούν να είναι η κανονικότητα, καθώς οι επισφαλείς θέσεις εργασίας ευπολογίζονται γύρω στο 15%) επιτρέπει μια ρύθμιση της απασχόλησης και της κοινωνικής πάλης. Παρέχει στον άνεργο μια περίοδο ξεκούρασης καθιστώντας, όμως, παράλληλα δυνατή τη σύναψη μιας σύμβασης αορίστου χρόνου και τη διατήρηση του εργαζόμενου, όταν βρίσκει μια δουλειά, σε απασχόληση παρά τις, μερικές φορές, ιδιαίτερα δύσκολες εργασιακές συνθήκες. Είναι αυτές οι εργασιακές συνθήκες, οι επιπτώσεις στην υγεία, οι επαγγελματικές ασθένειες, ο φυσικός πόνος, η καταπόνηση που γίνονται αισθητά ως πρόβλημα από τους εργάτες και τους “παροπλισμένους” εργάτες· αλλά ο ρυθμός της δομικής ανεργίας και η δυνατότητα σήμερα εργασίας στον οικονομικό τομέα κάνει δυνατή την αποφυγή έντονων προβλημάτων προς το παρόν.

Ο νόμος El Khomri επεδίωξε να προκαλέσει μια καθυστέρηση στην αποξήλωση του φορντιστικού συμβιβασμού γιατί σ’ αυτή τη διαδικασία, νομικά τουλάχιστον, η Γαλλία είναι πίσω από άλλες χώρες του κέντρου του κύκλου συσσώρευσης. Λογικά, υπάρχει ο κίνδυνος επιτάχυσνης αυτής της διαδικασίας αποξήλωσης, ιδιαίτερα υπό τον Μακρόν.

Παρ’ όλα αυτά, πέρσι, όπως και το 2012, ο κόσμος δεν βγήκε έξω μαζικά για να τον απορρίψει. Η καταστολή που δέχτηκε το κίνημα δραματοποίησε την πραγματικότητά του. Σφυρηλατήσαμε κοινότητες αγώνα, δυναμώσαμε δεσμούς και μια κάποια ενοποίηση, “ενεργοποιημένη” ή “ανανεωμένη”, πραγματώθηκε με την συγκέντρωση δυνάμεων που προηγουμένως είχαν διασπαστεί. Αλλά η γαλλική οικονομία δεν παρέλυσε, το ποσοστό των απεργών και της αποχής από τη δουλειά δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλό, τα περιστατικά/επεισόδια πέρα από τις περικυκλωμένες και καθιερωμένες διαδηλώσεις δεν ήταν πολλά ούτε συστηματικά…παρά το όσα ζήσαμε, τα αφεντικά δεν ίδρωσαν και το κράτος, παρά την ακραία καταστολή, φάνηκε ικανό να διατηρεί τον έλεγχο των πραγμάτων παρά το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις δεν ήταν ευνοϊκές γι’ αυτό και το “χαρτί” [ισολογισμός] της εντολής δεν ξεγελούσε πλέον κανέναν.

Ο συνομιλητής ήταν πάντα το Κράτος, που απάντησε αδιαμφισβήτητα στέλνοντας τους μπάτσους· δεν ήταν ποτέ το κεφάλαιο.

Το ποσοστό της “Ανυπότακτης Γαλλίας”7 στις προεδρικές εκλογές χτίστηκε πάνω στα απομεινάρια της φωτιάς αυτού του κινήματος και στον αέρα της γενικότερης δυσαρέσκειας. Το ποσοστό της αποχής πιθανόν προεικονίζει, εφόσον η διαδικασία αποξήλωσης οξυνθεί, μια τομή/σημαντική εξέλιξη στην διαταξική σύνδεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την μεσαία τάξη.
Και το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο 2;

Εκ των προτέρων, δεν βλέπουμε τον λόγο, εκτός από εξωγενείς παράγοντες, που το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο 2, που ξεκίνησε στις 12 Σεπτεμβρίου, θα μπορούσε να τα καταφέρει καλλίτερα από το προκάτοχό του. Η ανεργία και ο μετα-φορντικός μετασχηματισμός της εργασίας εξακολουθούν να έχουν τον ρόλο τους ως βαλβίδες ασφαλείας.
Λέγοντας αυτό, δεν είμαστε βέβαια προφήτες και πιστεύουμε ότι είναι ακόμα δυνατό το κίνημα να επιταχυνθεί. Η μεταρρύθμιση του σημερινού συστήματος επιδομάτων ανεργίας, αν εφαρμοστεί κατά γράμμα και όχι ως μια “πρόταση φάντασμα” (που υποτίθεται ότι θα καταργηθεί στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων) δεν θα ευνοούσε καθόλου τον ρόλο της βαλβίδας της ανεργίας σήμερα.

Και ακόμα περισσότερο καθώς γίνεται φανερό ότι ένα κομμάτι του πληθυσμού αισθάνεται μια έντονη ανάγκη να επαναστατήσει…αλλά:

  •  Δεν έχει απαραίτητα τα μέσα. Όταν μεγαλώνεις ένα παιδί, χτυπήσεις και χάσεις τη δουλειά σου, που έχεις σκληρά κερδίσει, συμμετέχοντας στην απεργία ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, είναι μερικές φορές δύσκολο να κατέβεις στον δρόμο.
  •  Δεν νοιάζεται απαραίτητα για σλόγκαν έξω από συνταγές [anti-prescription slogans] και τον κώδικα υπέρ της εργασίας [pro-code of work]. Στην πραγματικότητα ο κώδικας της εργασίας δεν είναι πλέον ηγεμονικός. Η ευθυγράμμιση με της θέσεις των σοσιαλδημοκρατών, ακόμα και το να περιμένει κανείς ότι οι σοσιαλδημοκράτες από τις “βασικές” γραμμές [tracts] θα φέρουν πίσω τον κόσμο, αποδεικνύεται μια από τις πιο παραλυτικές αντιδράσεις μακροπρόθεσμα.
  • Δεν επηρεάζεται απαραίτητα από μια δυναμική που έχει επαναληφθεί επί δυο χρόνια, που έχει υποστεί υπερ-καταστολή, και έχει εγκαταστήσει τη δική της ρουτίνα και δεν φαίνεται ικανή να μεταλλαχθεί, όπως συνέβη στο ξεκίνημά της: η κεφαλή της πορείας [cortège de tête].

Την ίδια στιγμή, το κίνημα μπορεί εύκοκα να “ξεφουσκώσει”. Οι δυνατότητες κινητοποίησης της CGT δεν είναι τεράστιες, παρ’ όλες τις προσπάθειες του “Κοινωνικού Μετώπου” με όρους ενοποίησης. Είμαστε στην αρχή της σχολικής χρονιάς και οι μαθητές δεν θέλουν κατανάγκην να κάνουν καταλήψεις και αποκλεισμούς. Επιστρέφουμε στον χειμώνα, και ό,τι κι αν σκεφτεται κανείς, όταν ζει στη Γαλλία, ο χειμώνας επιδρά στην ενέργεια των νέων ανθρώπων – που συχνά φαίνεται να μειώνεται στην διάρκεια του εγκλιματισμού.
Οι διαπιστώσεις αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε δύο βασικές στρατηγικές προτάσεις:

Πρώτη: προσπάθεια να θέσουμε τους αποκλεισμούς στο επίκεντρο των κινητοποιήσεων, όχι τη διαδήλωση. Μπλοκάροντας, οι επισφαλείς, αυτοί που εξαναγκάζονται να πάνε για δουλειά, μποριύν να κινητοποιηθούν. Μπλοκάροντας μπορούμε να δούμε τους εαυτούς μας διαφορετικά σε σχέση με το τελετουργικό των ταραχών που είναι καθαρό ότι αρχίζουν να μην έχουν νόημα. Η απεργία δεν πρέπει πλέον, και δεν μπορεί, να είναι κεντρική. Ο αποκλεισμός, όμως, είναι “δίκοπο μαχαίρι”: μπορεί να βοηθήσει τον κόσμο να βγει έξω αλλά μπορεί, εξίσου, να στρέψει ολόκληρη τη Γαλλία εναντίον μας. Αν συμβαίνει αυτό, είναι επειδή η κατάσταση δεν είναι αυτή μιας εξέγερσης…Τελεία. Οι αποκλεισμοί από τους μαθητές των σχολείων έδειξαν ξεκάθαρα την αποτελεσματικότητά τους την άνοιξη του 2016. Αν οι “συνιστώσες” των συνδικάτων και των “ξάγρυπνων” [night-deboutist] μπορούν να πειστούν να ξεκινήσουν αποκλεισμούς στους εργασιακούς τους χώρους ή σε στρατηγικά σημεία, έρθουν να συμμετάσχουν σε αποκλεισμούς ολόκληρων περιοχών, τότε ίσως ο συνομιλητής μας να μην είναι μόνο το Κράτος αλλά και το κεφάλαιο. Αυτοί οι αποκλεισμοί θα μπορούσαν να πάρουν διαφορετικές μορφές και να συνδυαστούν με τοπικοποιημένους/αστικούς αγώνες όπως οι αγώνες γύρω από την περιοχή La Plaine στην Μασαλλία.

Είναι όταν καταλαμβάνονται οι επιχειρήσεις που τα μέρη αποκτούν ζωή, που υπάρχει ένα ζήτημα σχεδιασμού χρήσης της γης, που η οικονομία μπλοκάρεται, σε συντομία, όταν οι “από πάνω” αρχίζουν και φρικάρουν καθώς η δύναμη “από κάτω” αυξάνει, που τα ΜΑΤ επεμβαίνουν και οι ταραχές γίνονται πραγματικές. Είναι αυτή τη στιγμή που η πόλη επαναοικειοποιείται τον εαυτό της. Δεν είναι κατά μήκος μιας ευθείας από την Nation στη Βαστίλλη που μπορεί να βιωθεί ένα “μπάχαλο”. Ή, μάλλον, θα ήταν αναγκαίο να συμφωνήσουμε στον ορισμό των “ταραχών”. Μια διαδήλωση δεν γίνεται απαραίτητα “εναλλακτική” επιζητώντας τα “μπάχαλα”8. Είναι η ίδια η δραστηριότητά της που καθορίζει αυτό που πραγματικά είναι. Η δραστηριότητα αυτή εξαρτάται τόσο από ένα πολύ γενικότερο πλαίσιο όσο και από μια άμεση σχέση με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Δεν υπάρχει κάτι που μας εκπλήσσει στο γεγονός ότι, όταν η καταστολή είναι ασθενής, μια διαδήλωση που έχει ίσως και 5000 “κουκουλοφόρους” είναι άχρηστη. Είναι άχρηστη επειδή η διαδήλωση γίνεται κατανοητή – και ορίστηκε ως τέτοια και στις 12 Σεπτεμβρίου – μόνο σαν μια πορεία, ως η επιβεβαίωση μιας δύναμης αλλά σε καμμιά περίπτωση ως μια δραστηριότητα που θα αμφισβητούσε τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Δεν υπάρχουν 150 επιλογές για να ξεκινήσει μια τέτοια δραστηριότητα: να μπλοκάρεις την οικονομία, να καταλάβεις αν είναι ακόμα εφικτό, να την καταστρέψεις αν είναι αναγκαίο. Και όχι μόνο έναν από τους τέσσερις τοίχους των μπάτσων οπλισμένων σαν μπετόν, αλλά μια ολόκληρη πόλη. Προσωρινά θα “σπρώξει” [jostled] τον ίδιο τον εαυτό της. Αυτός ο μετασχηματισμός της σχέσης μας με τον χρόνο δεν θα χρειάζεται πλέον ένα αφηρημένο κάλεσμα γραμμένο από οποιονδήποτε προφήτη του πληκτρολογίου για να πραγματοποιηθεί, αλλά θα γίνεται αισθητός άμεσα μέσα από την δραστηριότητά μας, την αγωνιστική πρακτική μας. Ας σταματήσουμε να κοιτάμε τον κώλο μας, ας στραφούμε σε έναν πιο ανοιχτό, επαναστατικό ορίζοντα κατανοούμενο με την ιστορική του έννοια.

Δεύτερη στρατηγική πρόταση: να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για να εξασφαλίσουμε ότι όλες οι συνιστώσες του κινήματος διευρύνουν τα συνθήματα. Ποιοί είναι οι δρώντες που εμπλέκονται στις απεργίες των υγειονομικών, στις πορείες για αξιοπρέπεια και ενάντια στον ρατσισμό, στις επιτροπές υποστήριξης των Κούρδων, στους επαναστάτες της Riff; Πολλοί είναι εκεί, άλλοι όχι γιατί πρέπει να δουλέψουν ή να συνεχίσουν να επιβιώνουν στις γειτονιές τους. Τα συνθήματα δεν στοχεύουν στην αστυνομική βία αλλά στις διαδηλώσεις. Οι οποίες γίνονται στο κέντρο της πόλης και εξασκούν ένα τελετουργικό “μπάχαλο” που διακινδυνεύει όλο και περισσότερα στο νομικό επίπεδο.

Το Κράτος μπορεί να συντρίψει οποιοδήποτε άτομο υφίσταται φυλετικές διακρίσεις από τα προάστια που συλλαμβάνεται για το ρίξιμο μας πέτρας. Εμείς οι λευκοί που σπουδάζουμε αισθανόμαστε λίγο πιο προστατευμένοι από το κοινωνικο-πολιτισμικό μας κεφάλαιο. Τα κεντρικά μας συνθήματα δεν βάζουν στο επίκεντρο την διάρρηξη της ασφάλειας στην ανεργία. Πολλοί αισθάνονται την ανάγκη να βγουν στον δρόμο αλλά δεν νιώθουν να νοιάζονται πραγματικά για τον εργασιακό νόμο 2 ή για τις μορφές των διαμαρτυριών μας. Γιατί να μην προσπαθήσουμε να στήσουμε επιτροπές σύνδεσης μετακύ των εργαζόμενων στις επιχειρήσεις, να φέρουμε κοντά όσο περισσότερες ενώσεις αποό τις γειτονιές, συλλόγους καλλιτεχνών, τον κόσμο του “ελεύθερου κόμματος” [free party], τα αντιαποικιοκρατικά κινήματα καθώς και όλους τους τοπικούς αγώνες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το κίνημα ως ένα “αντηχείο”;

Αν το “Κοινωνικό Μέτωπο” αναδύεται από τα μοναδικά κατηγορηματικά αιτήματα που αφορούν τον εργασιακό κώδικα, αυτό θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αλλάξει την κατάσταση. Αλλά δεν μπορούμε να αφήσουμε σ’ αυτό το μονοπώλιο της “σύνδεσης” με έναν υπονομευτικό στόχο…Σκεφτόμαστε το ισχυρό απεργιακό κίνημα στα νοσοκομεία που μοιάζουν να είναι τόσο μακριά από μας…Τα νοσοκομεία είναι μοντέρνα, δεν μπορούμε να μιλήσουμε εκεί; Όσοι εμπλέκονται με αυτό θα πρέπει να είναι μόνο μεγαλοαστοί που δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για εξέγερση;
Η κολλεκτίβα “Médecine Libertaire” (δημιουργοί του περιοδικού Micrurus9), όμως, έκανε πολύ καλή, υπέροχη δουλειά, που δυστυχώς δεν φαίνεται να έχει συνέχεια με όρους “συζήτησης” στον ιατρικό κόσμο.

Η διεύρυνση των συνθημάτων σε εικονικές μπροσούρες δημοσιευμένες μόνο σε μαχητικά δίκτυα δεν θα εξυπηρετήσει κανέναν σκοπό. Αυτό το άρθρο είναι επίσης μια πρόσκληση να πολλαπλασιάσουμε τα υψωμένα χέρια. Να γενικεύσουμε την ιδέα ότι μια εξέγερση μπορεί να ξεσπάσει στην διάρκεια της θητείας του Μακρόν. Αργή ή γρήγορα. Να συνεχίσουμε να εξηγούμε τι σημαίνει η διαδικασία της ρήξης, τι λένε οι ταραχές και τι μπορούν να κάνουν, να μιλήσουμε για τους διεθνείς αγώνες (Βολιβία, Βραζιλία, Μεξικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Μπαγκλαντές κ.λπ., δεν μιλάμε πια γι’ αυτά!). Μέσα από μπροσούρες, άρθρα, αλλά και στη δουλειά, το σχολείο, παντού. Και όσο το δυνατόν περισσότερο μέσα από δράσεις. Θυμόμαστε σαν τέτοια, το κάλεσμα από νέους ανθρώπους πριν από το Bobigny TGI στις 23 Σεπτεμβρίου στις 4μμ, ενάντια στην αστυνομική βία και σε απάντηση στο πρόσφατο περιστατικό εξαιρετικά βίαιης ανάκρισης ενός νεαρού ατόμου στο Bobigny.

Αυτά τα τεντωμένα χέρια μπορούν επίσης να απευθυνθούν σε κόσμο εκ των προτέρων αντιδραστικό. Θα μπορούσαμε βέβαια, αντίθετα, να παραμείνουμε ανάμεσα στους μιλιτάντηδες, αλλά πιστεύουμε ότι μια τέτοια δυναμική δεν μπορεί παρά να μας σπρώξει να ανοίξουμε πιο βαθύ τον λάκκο μας, πηγαίνοντας ακόμα πιο πίσω το πιθανό διάστημα μιας γενικευμένης εξέγερσης. Γιατί λοιπόν να μην μιλήσουμε στους χώρους του νομαδισμού, της γιορτής, της οικειοποίησης του δρόμου, του χώρου και της υπαίθρου; Αυτά είναι αντικείμενα που αυτός ο κόσμος γνωρίζει και νομίζουμε ότι έχουμε πράγματα να μοιραστούμε σχετικά. Σίγουρα, τώρα ζητάνε χρήματα…Αλλά ποιος δεν θέλει;

Μας αρέσει να φανταζόμαστε να αποκλείουμε μέρη ή γειτονιές με τη βοήθεια fairgrounds, που να μετατρέπονται σε χώρους άγριας γιορτής αυτοχρηματοδοτούμενους από ταμεία αλληλεγγύης.
Πέρα από τις λίγες αυτές στρατηγικές προτάσεις, οι οποίες μας προσκαλούν επίσης να αφήσουμε τις συνηθισμένες φαντασιώσεις, πολλές από τις οποίες επιμένουν από την αρχή των κινητοποιήσεων σε διάφορες άλλες χρονικότητες των αγώνων που κυριαρχούν σε περιόδους κρίσης. Αν και η επαναοικειοποίηση της ίδιας της πρακτικής μας αυτονομίας είναι πολύ σημαντική, νομίζουμε ότι σε όρους επαναφυσικοποίηση/επανακοινωνικοποίησης, τίποτα πιο ανησυχητικό δεν μπορεί να παρεμβληθεί απ’ ό,τι στη διάρκεια μιας κρίσης. Τα υπόλοιπα είναι μόνο ένας περιθωριακός τρόπος ζωής, που δεν μπορεί να γενικευτεί μακροπρόθεσμα, ιδιαίτερα αφού παραμένει θεμελιωδώς “κρατημένος” για συγκεκριμένες κατηγορίες πληθυσμού καταλήγει πάντα τελικά να ενσωματώνεται στην αναπαραγωγή του συστήματος10. Μπορεί να ικανοποιούμαστε μ’ αυτόν τον τρόπο ζωής και να περιοριζόμαστε να τον διαφημίζουμε, αλλά μας φαίνεται ότι είναι μια φτωχή προοπτική…

Αν δεν υπάρχει κάποιο εξωγενές γεγονός11 να ριζοσπαστικοποιήσει και να κάνει εντονότερο τον αγώνα, και να ενωθεί και με άλλες συνιστώσες, θα επιστρέψουμε σε μια επίπεδη περίοδο. Δεν υπάρχει λόγος να κουραστούμε από αυτό και να αντλήσουμε δικαιολογημένη περηφάνεια, παρά μόνο για λόγους επιβίωσης: εδαφικοί αγώνες, αγώνες μεταναστών, κοκ. Αγώνες που στην πραγματικότητα κείνται σε μια άλλη χρονικότητα και τους οποίους πρέπει να επικαλεστούμε όσο το δυνατόν περισσότερο στις γενικότερες κινητοποιήσεις. Θα μπορούσαμε επίσης να επαναθεμελιώσουμε μια συγκεκριμένη αγκίστρωση στον “κόσμο της εργασίας”…Ίσως καταλήξαμε κάπως βιαστικά στην εξαφάνισή του ή στο τέλος της κεντρικότητάς του. Ποιος δεν χρειάζεται σήμερα μετρητά12; Και για ποιον δεν εξαρτάται αυτό από την κατάσταση τς αγοράς εργασίας, την θέση του στις σχέσεις παραγωγής, τη σχέση του με την ανεργία; Ως τέτοιες, μπορεί κανείς να παραθέσει τις εμπειρίες από εργατικές έρευνες, όπως αυτές από την Kolinko στη Γερμανία13 ή το Motarbetaren στην Σουηδία:

“Οι μαχητικές έρευνες είναι εργαλεία παρέμβασης που δουλεύουν επαγωγικά. Επαγωγικά εργαλεία, από το γεγονός ότι μας βοηθούν να περιγράψουμε την ταξική πάλη και εργαλεία παρέμβασης με την έννοια ότι συμβάλλουν στην ανάπτυξη αυτών των αγώνων. Σήμερα, στη Σουηδία, το Motarbetaren (ο αντι-εργάτης) – είναι μια ενημερωτική μπροσούρα που κυκλοφορεί σε εργασιακούς χώρους σε διάφορα σημεία της Σουηδίας – είναι μια πιο συστηματική έκφραση αυτής της μαχητικής έρευνας. Το Motarbetaren περιγράφει και διαχέει τακτικές έξω από τα συνδικάτα που χρησιμοποιούν οι εργάτες για να κάνουν τη ζωή τους ευκολότερη στους χώρους δουλειάς. Η ενημερωτική μπροσούρα κάνει τους ανθρώπους να συναντιούνται, τουλάχιστον έμμεσα. Όσοι διαδίδουν και διαβάζουν το Motarbetaren, παίρνοντας το περιεχόμενό του στα σοβαρά, παράγουν τώρα ήδη καινούριες σχέσεις οικοδομημένες σε δυνατότητες και αξίες διαφορετικές από αυτές της αντιπροσώπευσης. Το Motarbetaren είναι, συνεπώς, μια μετριοπαθής προσπάθεια να διαδοθεί η αυτόνομη δραστηριότητα, με την έννοια ότι η παραγωγή της αυτοδραστηριότητας σήμερα είναι ένα απαραίτητο κομμάτι της μελλοντικής θριαμβευτικής επανάστασης”.

Οι μαχητικές έρευνες μπορούν να βοηθήσουν να αντιληφθούμε λίγο πιο συγκεκριμένα τις προϋποθέσεις αυτού που ο εργάτης θα μπορούσε να κάνει στη δραστηριότητα κρίσης.
Αν οι διαμαρτυρίες ενταθούν, καλούμε για το σχηματισμό επιτροπών σύνδεσης φοιτητών και εργατών, στο μοντέλο κάπως αυτού που είχε γίνει στο Censier το 1968. Πολλαπλασιάζοντας τις “απρόβεπτες αντιπαραθέσεις”, αυτές οι αυτόνομες επιτροπές είχαν, στην πραγματικότητα, τοποθετήσει τον εαυτό τους στο κέντρο της ριζοσπαστικότητας εκείνων των δύο μηνών της γενικευμένης εξέγερσης. Επιτρέποντας διασυνδέσεις αγροτών-εργατών, ενισχύοντας τις χειρονομίες αλληλεγγύης ανάμεσα στα αγωνιζόμενα εργοστάσια, επεκτείνοντας το μέγεθος της απεργίας, υποστηρίζοντας τους πιο μαχητικούς εργάτες, το Censi επιθυμούσε να διευρύνει τις δυνατότητες μέχρι τη στιγμή που προείδε την οργάνωση μιας “φτώχειας” του κόσμου στη μορφή μιας κομμουνιστικοποίησης, ενός “μετασχηματισμού” αυτού που παράγεται από τα κάτω.

Είναι στις στιγμές που η αλληλεγγύη, το δώρο και το αντίδωρο, η συλλογική προσπάθεια επικρατούν πάνω σε όλα τα άλλα συμφέροντα και εξασκούνται ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία που ένας χειροπιαστός κομμουνισμός γίνεται αντιληπτός, παίρνει σχήμα στις “κοιλότητες” των άμεσων στόχων του. Και σ’ αυτό το σημείο τα ΜΑΤ θα είναι στην έξοδο [seront de sortie]. Δεν θα χρειάζεται πλέον να παίζουμε το παιχνιδάκι του “πού είναι ο τρελλός” σε υπερασφαλείς δρόμους όπου μπορούμε να κρυφτούμε μέσα στο πλήθος, αλλά να υπερασπιστούμε συγκεκριμένα τα μέτρα που λαμβάνονται στη δραστηριότητα κρίσης, όπου έχουν παρθεί. Μας είναι δύσκολο να γράψουμε ένα τέτοιο κείμενο: απεχθανόμαστε τις οδηγίες για δράση που την σκέφτεται κανείς πέρα από την ίδια τη δράση και το νόημα που η ίδια δίνει στον εαυτό της· είναι απαραίτητα άβολο να οραματίζεσαι ένα κοντινό μέλλον και να θες να εγγράψεις σ’ αυτό εντολές· ελπίζουμε πραγματικά ότι το παρόν κείμενο δεν θα γίνει καλά κατανοητό. Γράφτηκε τόσο ως ένα χτύπημα όσο και ως ένα πισωγύρισμα. Να σταματήσουμε σ’ αυτά τα δυο στάδια μας φάνηκε κάπως περιφρονητικό και δεν επιθυμούμε να προωθήσουμε την αδράνεια· ζήσαμε υπέροχα πράγματα το 2016. Εξού και οι προκαταρκτικές προτάσεις και τακτικές που διαβλέπουμε. Ο μοναδικός στόχος τους είναι να δώσει ιδέες, να ανοίξει διαδρομές, να καλέσει σε πραγματικές αντιπαραθέσεις πέρα από τις πορείες “λειτανίες”.

Επιβεβαιώνοντας τους εαυτούς μας βγαίνοντας στους δρόμους και λέγοντας στο κράτος ότι υπάρχουμε, δεν έχουμε και πολλά να κάνουμε. Θέλουμε να ανατρέψουμε αυτόν τον κόσμο, όχι να κάνουμε διαφήμιση μιλιταντισμού, αυτοκόλλητα, “αποδομητικούς” εναλλακτικούς τρόπους ζωής…που καταστρέφονται, όμως, αμέσως από την πολιτικο-δικαστική μηχανή που μας περιθωριοποιεί γρήγορα, φτάνοντας να καταστρέφει την οικογενειακή και κοινωνική μας ζωή.

Αμφιβάλλουμε: εξακολουθούμε να βλέπουμε τους εαυτούς μας όπως οποιονδήποτε άλλον, μπροστά από τον καθένα; Αυτή είναι σίγουρα μια από τις πιο σημαντικές μας ιδέες. “Τώρα παίζονται όλα” λένε με ενοχή μερικοί νεο-μιλιτάντηδες, αυξάνοντας έτσι τις αναστολές αυτών που δεν βγαίνουν έξω. Τους λέμε, για πολλοστή φορά, να βγάλουν το κεφάλι τους από τον πισινό τους.

Ναι, ας συνεχίσουμε να ανοίγουμε καταλήψεις, να κρατάμε εναλλακτικούς χώρους. Αλλά ας μην το αφήσουμε αυτό να γίνει μια πανάκεια! Επιβιώνουμε και τραβάμε κουπί όπως ο καθένας. Προσπαθούμε να ανακτήσουμε μια ελάχιστη αυτονομία.

Ναι, ας συνεχίσουμε να συνδέσυμε τους αγώνες μας, να προσπαθούμε, να προσπαθούμε. Αλλά ας μην το εμφανίζουμε λες και η επανάσταση είναι ήδη εδώ, όχι σαν τον ζωντανό κομμουνισμό, γιατί, πέρα από τα να μας κάνει γελείους, αυτό μας αποτρέπει σίγουρα από το να εγγράφουμε τις δράσεις μας στην ιστορική και διεθνιστική προοπτική.

P.-S.

Δημοκρατία, βουτηγμένη στο αίμα. Για το καταλανικό δημοψήφισμα: το παλιό κράτος, ένα καινούριο κράτος ή καθόλου κράτος;

των CrimethInc1

Την 1η Οκτωβρίου, στη διάρκεια ενός δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Καταλωνίας, η ισπανική αστυνομία επιτέθηκε σε πλήθη ψηφοφόρων, έσπασε τις τζαμαρίες σχολείων που φιλοξενούσαν εκλογικά τμήματα και χτύπησε ηλικιωμένους πολίτες στην τύχη. Σε απάντηση, μια τεράστια γενική απεργία έλαβε χώρα στη Βαρκελώνη στις 3 Οκτωβρίου. Δημιουργώντας αυτή την αντίθεση ανάμεσα στη βία της ισπανικής αστυνομίας και την αυτοοργάνωση των Καταλανών ψηφοφόρων, οι υποστηρικτές της ανεξαρτησίας έχοουν δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο εθνικισμός και η δημοκρατία προσφέρουν μια λύση [στο πρόβλημα] της κρατικής καταστολής και της αστυνομικής βίας. Και στην πορεία περιέβαλαν την καταλανική αστυνομία με μια ανανεωμένη νομιμοποίηση. Αν, όμως, η δημοκρατία, ο εθνικισμός και η αστυνομική βία δεν είναι αντιτιθέμενα φαινόμενα αλλά τρεις πτυχές του ίδιου πράγματος; Στο άρθρο αυτό, ισχυριζόμαστε ότι ο τρόπος για να επιτευχθεί ο αυτοκαθορισμός/αυτοδιάθεση δεν είναι να δημιουργήσουμε ένα νέο κράτος αλλά να καταργήσουμε το κράτος ως ένα μοντέλο για τις ανθρώπινες σχέσεις.

Αλλά, ας μην πάρετε τα λόγια μας τοις μετρητοίς. Ας κάνουμε λίγο πίσω για να δούμε αν υπάρχει κάποιος συνεκτικός/συνεπής τρόπος να επιλύσουμε την διαμάχη σχετικά με την κρατική εθνική κυριαρχία πέρα από τν αναρχική προσέγγιση.

Ποια πλευρά είναι Δημοκρατική;

Και οι δυο πλευρές ισχυρίζονται ότι μάχονται για τη δημοκρατία. Η ισπανική αστυνομία εμφανίζει τον εαυτό της ως τον υπερασπιστή του νόμου και της τάξης, ενώ οι υποστηρικτές της καταλανικής ανεξαρτησίας λένε ότι διεκδικούν την αυτοδιάθεση μέσω των εκλογών. Αυτές είναι δυο διαφορετικά οράματα για το τι συνεπάγεται η δημοκρατία.

Ή μήπως δεν είναι; Ας κοιτάξουμε λίγο πιο προσεκτικά

Αν δημοκρατία σημαίνει απλά να σου επιτίθεται η αστυνομία στο όνομα θεσμών που έχουν επικυρωθεί πριν γεννηθείς, τότε δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να την διακρίνουν από τη δικτατορία. Το γεγονός ότι οι μισθοί των οργάνων της τάξεως που σε χτυπάνε πληρώνονται με λεφτά από τους φόρους που αποσπούν από σένα απλά προσθέτει στα τραύματα και την προσβολή. Το ισπανικό κράτος πρέπει να νομιμοποιεί αυτούς τους νόμους, την αστυνομία και τους φόρους με δημοκρατικές εκλογές διαφορετικά θα είναι σε όλους ολοφάνερο ότι η εξουσία του θα στηρίζεται αποκλειστικά στη βία. Αυτό εξηγεί σε έναν βαθμό το υπονοούμενο ότι η πλειοψηφία των Καταλανών δεν θέλει πραγματικά την ανεξαρτησία.

Αλλά οι “παρτιζάνοι” της καταλανικής ανεξαρτησίας αντιμετωπίζουν μια εκδοχή του ίδιου παραδόξου. Τι βαρύτητα θα έχει το δημοψήφισμα που διενεργούν αν το αποτέλεσμά του δεν εφαρμοστεί μέσω των νόμων, της αστυνομίας και των φόρων; Καλώντας για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου καταλανικού κράτους, καλούν στην αναπαραγωγή όλων αυτών στα οποία εναντιώνονται σχετικά με την ισπανική κυριαρχία. Η Καταλωνία έχει ήδη τη δική της αστυνομία και φοροσυλλέκτες που μεταχειρίζονται αυτούς που αντιστέκονται με την ίδια βία με την οποία η ισπανική αστυνομία αντιμετώπισε τους επίδοξους ψηφοφόρους την Κυριακή.

Συνεπώς, δεν υπάρχει ερώτημα για το ποια πλευρά είναι δημοκρατική. Είναι και οι δυο. Το ερώτημα, μάλλον, είναι ποιες εκλογές, νόμοι και αστυνομία θα πρέπει να κυριαρχήσουν – οι ισπανικοί ή οι καταλανικοί; Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα, πρέπει να αντιμετωπίσουμε ένα βαθύτερο πρόβλημα, το ζήτημα της εθνικής/κρατικής κυριαρχίας.

Τι κάνει τις εκλογές νόμιμες;

Ήταν το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου νόμιμες; Η καταλανική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ήταν. Εν τω μεταξύ, ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Ραχόι ισχυρίζεται ότι δεν “έλαβε χώρα κανένα δημοψήφισμα αυτοδιάθεσης στην Καταλωνία”, ακολουθώντας τη μακρά παράδοση πολιτικών όπως ο Τραμπ που αναγορεύουν/ανακηρύσσουν την πραγματικότητα κατ’ εντολήν [με διατάγματα].

Τι χρειάζεται για να είναι νομιμοποιημένο ένα δημοψήφισμα; Είναι ζήτημα του ποσοστού του πληθυσμού που συμμετέχει; Ή το σημαντικό στοιχείο είναι το αν η ψηφοφορία ακολουθεί/τηρεί ένα καθιερωμένο πρωτόκολλο;

Σύμφωνα με την καταλανική κυβέρνηση, το 90% των ψήφων της Κυριακής ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας. Από την άλλη πλευρα, μόν το 42% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων συμμετείχαν στο δημοψήφισμα – 2,2 εκατομμύρια από τα 5,3 εκατομμύρια των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Αυτό εξακολουθεί να είναι ένα αρκετά καλό ποσοστό συμμετοχής, αν λάβουμε υπόψιν ότι 12.000 Ισπανοί αστυνομικοί επιτίθενταν βίαια ψηφοφόρους σε ολόκληρη την Καταλωνία, προκαλώντας σχεδόν 900 καταγεγραμμένους τραυματισμούς και σίγουρα πολλούς περισσότερους που πέρασαν χωρίς να αναφερθούν. Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό αντιστοιχεί σε λιγότερο από το μισό των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων και σημαντικά μικρότερο από το μισό του πληθυσμού.

Οι αντιτιθέμενοι στην ανεξαρτησία της Καταλωνίας μποϋκοτάρισαν τις εκλογές. Ακόμα και αν δεν το είχαν κάνει αυτό, οι περισσότεροι πιθανόν δεν θα διακινδύνευαν να χτυπηθούν από την ισπανική αστυνομία με σκοπό να ψηφίσουν για να συνεχίσει αυτή η αστυνομία να έχει την εξουσία της. Είναι εξαιρετικά πιθανό ότι η πλειοψηφία των κατοίκων της Καταλωνίας δεν θέλει την ανεξαρτησία, άσχετα από τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος.

Ως αναφορά, καμμιά προεδρική εκλογή στην ιστορία των ΗΠΑ έχει συμπεριλάβει ποτέ ποσοστό μεγαλύτερο από το 43% του συνολικού πληθυσμού. Αναρίθμητοι άνθρωποι έχουν μποϋκοτάρει τις αμερικανικές εκλογές, αλλά αυτό ποτέ δεν αποθάρρυνε αυτούς που κυβερνούν από την Ουάσιγκτον από το να υποθέτουν ότι κατέχουν μια νόμιμη εξουσία. Αν αποφασίσουμε ότι το δημοψήφισμα στην Καταλωνία δεν ήταν αρκετά αντιπροσωπευτικό τότε, κατά πάσα πιθανότητα, πρέπει να απορρίψουμε και την νομιμοποίηση κάθε προεδρικής εκλογής στις ΗΠΑ.

Άλλοι ισχυρίζονται ότι αυτό που κάνει μια εκλογή νόμιμη δεν είναι το ποσοστό του πληθυσμού που συμμετέχει, αλλά κατά πόσον συμμετέχει σύμφωνα με ένα κανονικό πρωτόκολλο. Αυτό το επιχείρημα είναι περισσότερο δημοφιλές μεταξύ του ακραίου κέντρου, το είδος ανθρώπων που κολλημένοι με τους κανόνες άσχετα από το ποιοι είναι αυτοί οι κανόνες και από ποιους έχουν γραφτεί. Πριν πειστούμε από αυτό το επιχείρημα, ας ανακαλέσουμε ότι ήταν ένα πρωτόκολλο που κρατούσε τις γυναίκες ή τους έγχρωμους από το να συμμετέχουν στις εκλογές για τον πρώτο ενάμισι αιώνα της δημοκρατίας στις ΗΠΑ, όπως ακριβώς και οι σημερινοί κανόνες εξακολουθούν να αποτρέπουν πολλούς έγχρωμους από το να ψηφίσουν σήμερα. Η προσκόλληση στο πρωτόκολλο δεν εξασφαλίζουν την συμπερίληψη ή τον εξισωτισμό.

Αλλά το πραγματικό πρόβλημα του πρωτοκόλλου είναι ότι μας επιστρέφει στο πρόβλημα της κυριαρχίας. Αν δυο διαφορετικές κυβερνήσεις καθιερώσουν δυο διαφοετικά σύνολα κανόνων, πώς καθορίζουμε ποιο από αυτά είναι νόμιμο; Κάθε υπάρχουσα κυβέρνηση ήρθε στην εξουσία απορρίπτοντας την εξουσία/αρχή της προκατόχου της. Δεν μπορούμε να κάνουμε έτσι απλά ό,τι μας λένε οι αρχές· πρέπει να πάρουμε τις δικές μας αποφάσεις για το τι είναι δίκαιο.

Το πρόβλημα της κυριαρχίας – Δημοκρατία, Εθνικισμός και πόλεμος

Τι πρέπει να καθορίζει σε ποια Πολιτεία [polity] ανήκουν οι άνθρωποι; Τα έθνη το καθορίζουν, γενικά, αυτό με βάση τον τόπο γέννησης ή την καταγωγή. Η πρώτη προσέγγιση διαιωνίζει το φεουδαλικό σύστημα· η δεύτερη κάνει την εθνικότητα2 ένα είδος συστήματος κάστας. Κανένα από τα μοντέλα αυτά δεν είναι “δημοκρατικό” με την έννοια της εξασφάλισης για όλους ίσων δικαιωμάτων και συμμετοχής στην κοινωνία. Δεν προσφέρουν, επίσης, καμμιά καθοδήγηση σχετικά με το τι θα πρέπει να κάνουμε όταν ανταγωνιστικές Πολιτείες απαιτούν την νομιμοφροσύνη μας, όπως θα συμβεί στην Καταλωνία αν αυτή η σύγκρουση ενταθεί.

Πρέπει η απάντηση στο ερώτημα αυτό να καθοριστεί από τον κανόνα της πλειοψηφίας; Υπάρχουν πολλά προβλήματα με την προσέγγιση αυτή. Για παράδειγμα, δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα της κλίμακας. Οι φανατικοί οπαδοί της ανεξαρτησίας πιθανόν να αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού στην Βαρκελώνη – σημαίνει αυτό ότι μπορούν να επιβάλλουν την ατζέντα τους στην μειοψηφία που αντιτίθεται σ’ αυτό; Οι Καταλανοί αποτελούν μια μειοψηφία μέσα στο ισπανικό κράτος – σημαίνει αυτό ότι η Ισπανία μπορεί να τους επιβάλλει να παραμείνουν Ισπανοί υπήκοοι; Η Ισπανία αποτελεί μια μειοψηφία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία είναι η ίδια μια μειοψηφία μέσα στα Ηνωμένα Έθνη. Πρέπει η παγκόσμια πολιτική να είναι απλά ένα ζήτημα διαρκώς μεγαλύτερων πλειοψηφιών που επιβάλλον αποφάσεις σε μειοψηφίες;

Ο εθνικισμός αναπτύσσεται ως μια απάντηση σ’ αυτό το δίλημμα. Κατανοώντας το ζήτημα της [εθνικής] κυριαρχίας ως έναν ανταγωνισμό συσσώρευσης/συγκέντρωσης μειονοτήτων με κάθε κόστος, οι άνθρωποι συγκροτούν μπλοκ στη βάση επιφανειακών ομοιοτήτων όπως η εθνικότητα, η γλώσσα, η θρησκεία και η υπηκοότητα. Τα μπλοκ αυτά ανταγωνίζονται για τον έλεγχο εντός κάθε κράτους και σε συγκρούσεις μεταξύ κρατών. Αυτή η πάλη λαμβάνει χώρα με μη-βίαιο τρόπο ως δημοκρατία και με βίαιο τρόπο ως πόλεμος – όπου βρίσκει κανείς τη δημοκρατία, ο πόλεμος δεν είναι ποτέ μακριά.

Υπάρχουν δυο πολύ σοβαρά προβλήματα με αυτή την προσέγγιση. Πρώτον, παροξύνει τις εσωτερικές ιεραρχίες· δεύτερον, επιβάλλει την συμμόρφωση και την πάλη κυριάρχησης πάνω στους άλλους ως την δυϊκή βάση όλων των σχέσεων. Στην πράξη, ο εθνικισμός σημαίνει να καταπιέζεσαι και να σε εκμεταλλεύονται άνθρωποι της ίδιας εθνικότητας, γλώσσας, θρησκείας ή υπηκοότητας με σένα. Για να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας ενάντια σ’ αυτούς που σκοπεύουν να μας κυβερνούν, θα πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας διασχίζοντας τα όρια της ταυτότητας, να σχηματίσουμε κοινές στοχεύσεις στη βάση των φιλοδοξιών/επιδιώξεων που μοιραζόμαστε για ελευθερία και ειρηνική συνύπαρξη. Οι εθνικιστές υπόσχονται να πετύχουν την αυτοδιάθεση στη βάση κοινών ταυτοτήτων, αλλά ο αληθινός αυτοκαθορισμός απαιτεί συμβιωτικές σχέσεις που υπερβαίνουν την ταυτότητα.

Η αρχή της πλειοψηφίας είναι η ίδια το πρόβλημα. Από την μια πλευρά, η θεωρία της αρχής της πλειοψηφίας υποτείνει ότι είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχτούμε οτιδήποτε επιθυμεί η πλειοψηφία, υπαγορεύοντας μια πλήρη παραίτηση/αποποίηση κάθε ηθικής υπευθυνότητας. Από την άλλη, η πρακτική της αρχής της πλειοψηφίας υλοποιεί σιωπηλά την αρχή ότι η ισχύς ορίζει το δίκαιο, ανάγοντας όλες τις σχέσεις σε έναν φονικό ανταγωνισμό.

Επειδή η αρχή της πλειοψηφίας είναι το θεμέλιο της δημοκρατίας, δεν θα πρέπει να εκπλησσόμαστε όταν η δημοκρατία εξυπηρετεί την νομιμοποίηση και την κινητοποίηση της βίας του κράτους, προκαλώντας αντίπαλα κράτη να κάνουν το ίδιο σε απάντηση. Αυτός είναι ο διπλός κίνδυνος που προκύπτει από το κίνημα ανεξαρτησίας στην Καταλωνία: θα μπορούσε να εγκαθιδύσει ένα καινούριο κράτος εξίσου καταπιεστικό με το προηγούμενο, αλλά που θα ήταν δυσκολότερο να αμφισβητηθεί καθώς θα εμφανίζεται πιο αντιπροσωπευτικό – και θα πυροδοτούσε ανοιχτές εχθροπραξίες μεταξύ εδραιωμένων/κατοχυρωμένων κρατών που γίνονται ανίκανοι να φανταστούν το ένα το άλλο ως οτιδήποτε άλλο από εχθρούς. Το δεύτερο σενάριο μοιάζει πολύ απίθανο τώρα, αλλά δεν είμαστε οι μόνοι που εικάζουμε ότι καθώς οι οικονομικές και οικολογικές κρίσεις εντείνονται, ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία θα γίνεται ένα πιο κοινό υπόδειγμα για την πολιτική του μέλλοντος από τις σοσιαλδημοκρατίες τους 20υ αιώνα.

Αναρχικές εναλλακτικές

Οι αναρχικοί έχουν αναζητήσει επί μακρόν μια διέξοδο από τις παγίδες του εθνικισμού και της δημοκρατίας.

Στη θέση της υπηκοότητας, ένα κατάλοιπο του φεουδαλισμού και το συστήματος των καστών, προτείνουμε εθελούσιες συσχετίσεις που δεν διεκδικούν αποκλειστικό έλεγχο των πληθυσμών και των περιοχών. Στη θέση του εθνικισμού, προτείνουμε αμοιβαία βοήθεια κατά μήκος όλων των ταυτοτήτων. Στη θέση του κράτους, προτείνουμε πραγματική αυτοδιάθεση σε μια αποκεντρωμένη βάση. Στη θέση της δημοκρατίας, της αρχής της πλειοψηφίας, προτείνουμε τις αρχές της οριζοντιότητας και της αυτονομίας. Στη θέση των πολέμων που ο εθνικισμός και η δημοκρατία πάντα υποδαυλίζουν, προτείνουμε την αλληλεγγύη και την δικαιοσύνη που μετασχηματίζει.

Τι θα σήμαινε αυτά σήμερα στην Καταλωνία, όπου οι φανατικοί της Ισπανικής κυριαρχίας συγκρούονται με τους φανατικούς της καταλανικής ανεξαρτησίας; Η απάντησή μας είναι ουτοπική, αλλά προσφέρει ένα σημείο εκκίνησης για να φανταστούμε τι θα μπορούσαμε να πετύχουμε μέσα από τα κοινωνικά μας κινήματα εκτός από τα να δημιουργούμε καινούριες κρατικές δομές.

Ας γίνει η Ισπανία μια εθελοντική ένωση που θα αποτελείται από οποιονδήποτε σε κάθε τόπο ταυτίζεται με αυτήν, και ας είναι η Καταλωνία μια άλλη τέτοια εθελοντική ένωση ανάμεσα σε χιλιάδες ακόμα. Ας συνυπάρχουν όλες όλες αυτές οι ενώσεις με την συνθήκη ότι καμμιά δεν επιδιώκει να κυβερνά τις άλλες ή να τις αποστερεί από τους πόρους τους. Ας ξεκινήσει κάθε μια τέτοια ένωση να δημιουργεί “κοινά” παρά να συσσωρεύει ιδιωτικό πλούτο, και ας ενώσουν όλες τις δυνάμεις τους για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους οποτεδήποτε οτιδήποτε απειλεί αυτά τα “κοινά” ή την ελευθερία αυτών που συμμετέχουν σ’ αυτές.

Σ’ αυτό το όραμα, κάθε πρόσωπο μπορεί να συμμετέχει σε όσες διαφορετιές ενώσεις βλέπει ότι ταιριάζει. Κάθε ένωση θα λειτουργούσε σαν ένα πείραμα συλλογικής δημιουργικότητας, που θα διαμορφώνεται εναλλάξ από δημοψηφικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων και από την αυθόρμητη αλληλοπλοκή της αυτοδιευθυνόμενης δραστηριότητας των συμμετεχόντων. Στη θέση του δολοφονικού ανταγωνισμού του καπιταλισμού και της κρατικής μηχανής [statecraft], κάθε μια από αυτές τις ενώσεις θα πάλευε να προσφέρει το πιο ικανοποιητικό/πληρωτικό μοντέλο για τις συνεργατικές ανθρώπινες σχέσεις. Μια διαδικασία φυσικής επιλογής θα αντάμοιβε τα πιο γενναιόδωρα και “θρεπτικά” σχέδια παρά τα πιο εγωιστικά και βάρβαρα, χωρίς να τα μειώνει σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή ή να επιβάλλει τον ανταγωνισμό ως ένα παιχνίδι μηδενικού-αθροίσματος που ο νικητής-τα-παίρνει-όλα.

Αυτό το όραμα προϋπάρχει το αναρχικού κινήματος· έχει προηγούμενα σε μια ποικιλία αυτόχθονων κοινωνιών και ομοσπονδιών. Είναι ήδη το μοντέλο με βάση το οποίο αναρχικοί στη Βαρκελώνη και παντού στον κόσμο οργανώνονται σε δίκτυα ή συνελεύσεις, κοινωνικά κέντρα, οργανώσεις και ομάδες συνάφειας. Ακόμα και αν δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε ακόμα αυτό το όραμα στην κλίμακα μιας περιοχής ή μιας ηπείρου, μπορούμε να δρούμε σύμφωνα με τη λογική του, χτίζοντας δίκτυα αλληλοβοήθειας και ανιστεκόμενοι στην τυρρανία όποτε ερχόμαστε αντιμέτωποι μ’ αυτήν.

Από αυτό το πλεονεκτικό σημείο, μπορούμε να δούμε ότι όταν η αστυνομία επιτίθεται σε ανθρώπους που προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν κάλπες, οι αναρχικοί θα πρέπει να παρεμβαίνουν – όχι για να υπερασπιστούν τις κάλπες, αλλά για να προστατέψουν τους ανθρώπους από την αστυνομία. Πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι η νίκη σε δημοψηφίσματα δεν θα μας φέρει πιο κοντά στον κόσμο των ονείρων μας – το σημαντικό είναι να αναπτύξουμε την ικανότητα να δημιουργούμε τις σχέσεις που επιθυμούμε σε μια άμεση βάση, με τρόπο που μπορεί να απλώνεται ριζωματικά μέσα στην κοινωνία.

Την ίδια στιγμή, πρέπει να κάνουμε ξεκάθαρο οτιδήποτε έχει κοινό η καταλανική αστυνομία με την ισπανική και oποιαδήποτε άλλη αστυνομία σε ολόκληρο τον κόσμο. Έχουμε δει την καταλανική αστυνομία να επιτίθεται σε διαδηλώσεις ξανά και ξανά ακριβώς όπως έκανε η ισπανική αστυνομία την Κυριακή. Αν προκαλούν λιγότερη οργή όταν επιτίθενται σε μετανάστες, εργάτες και αναρχικούς απ’ όσο όταν επιτίθενται σε ψηφοφορους, αυτό δείχνει μόνο πόσο μακρύ δρόμο έχουμε να διανύσουμε.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://crimethinc.com/2017/10/04/democracy-red-in-tooth-and-claw-on-the-catalan-referendum-the-old-state-a-new-state-or-no-state-at-all.

2 Στμ. Ιθαγένεια ή υπηκοότητα ονομάζεται νομικά η ιδιότητα του πολίτη, για την ακρίβεια ο νομικός δεσμός του ατόμου με το κράτος στο οποίο ανήκει. Κάθε άνθρωπος αποκτά ιθαγένεια τη στιγμή που γεννιέται, κατά κανόνα την ίδια με έναν από τους γονείς του (δίκαιο του αίματος) ή υπό προϋποθέσεις του τόπου γέννησής του (δίκαιο του εδάφους). Συνεπώς, στην περίπτωση του ελληνικού κράτους, οι όροι ιθαγένεια και υπηκοότητα είναι ταυτόσημοι (τουλάχιστον και δεν ταυτίζονται με τον όρο εθνικότητα, που δεν αναφέρεται σε μια νομική ή πολιτική σχέση αλλά στην ηθική και πολιτισμική σχέση του ανθρώπου με τον πολιτισμό απ’ όπου προέρχεται η οικογένειά του και με τις αξίες της οποίας μεγαλώνει. Στα αγγλικά οι όροι citizenship και nationality χρησιμοποιούνται συχνά εναλλακτικά για να δηλώσουν και την ιθαγένεια/υπηκοότητα και την εθνικότητα. Λόγω της διάκρισης όμως των δυο εννοιών στο νομικο πλαίσιο του ελληνικού κράτους, θεωρούμε ορθότερο να αποδίδουμε το citizenship, που αναφέρεται ακριβώς ιδιότητα του πολίτη, ως ιθαγένεια, και το nationality ως εθνικότητα.

Απεργία και πορείες ενάντια στον εργασιακό νόμο του Μακρόν

Τέσσερα συνδικάτα κάλεσαν σε γενική απεργία για σήμερα ενάντια στον νέο εργασιακό νόμο του Γάλλου προέδρου Μακρόν, αυτό αναφέρεται συχνά ως Μacron 2 ή Macron XXL, γιατί ο Μακρόν ήταν πίσω από την τελευταία αναθεώρηση του νόμου που έγινε γνωστός ως “Νόμος El-Khomri” και ο κανούριος είναι ακόμα χειρότερος.

Ο νόμος επιτρέπει αλλαγές στις συμβάσεις εργασίας σε μικρές επιχειρήσεις εφόσον συμφωνούν τα 2/3 των εργαζόμενων. Εισάγει μέγιστες αποδοχές (αποζημιώσεις), με βάση την ηλικία, την προϋπηρεσία και τις προοπτικές απασχόλησης, για δικαστήρια επίλυσης εργατικών διαφορών, από 1 έως 22 μισθούς. Επιτρέπει επίσης σε επεκτεινόμενες επιχειρήσεις να μην αυξάνουν τον αριθμό των αντιπροσώπων των εργαζομένων· αυτή τη στιγμή από τη στιγμή που συμπληρώνεται ένας ορισμένος αριθμός εργαζομένων το εργοδότης είναι αναγκασμένος να επιτρέπει την εκλογή αντιπροσώπων, τη δημιουργία επιτροπών του προσωπικού κ.λπ. Θα μειώσει τη νομική υποχρέωση της συμμετοχής των συνδικάτων στις διαπραγματεύσεις. Ο νόμος θα επιτρέπει επίσης στους εργαζόμενους να συμφωνούν σε δυσμενέστερες εργασιακές συνθήκες από αυτές που επιτρέπει ο “εργασιακός νόμος”, αυτή τη στιγμή συμφωνίες μπορούν να γίνουν μόνο αν βελτιώνουν τις συνθήκες. Για παράδειγμα, ένας εργοδότης μπορεί να συμφωνήσει να δώσει μπόνους/επιπλέον πληρωμή για μια δύσκολη εργασία αλλά δεν μπορεί να αποσύρει an antisocial hours payment.

Η CGT, η Solidaires, η FSU2 και η UNEF, όλα τα συνδικάτα πήραν μέρος στην απεργία.

Η CGT ισχυρίζεται ότι 450 με 500 χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν στις πορείες σ’ ολόκληρη τη χώρα, η αστυνομία ισχυρίζεται ότι ο αριθμός αυτός είναι στις 230 χιλιάδες με 60 ή 24 χιλιάδες στο Παρίσι. Σύμφωνα με την αστυνομία έγιναν 4 συλλύψεις στο Παρίσι, τρεις στη Νάντ και πέντε στη Λυών.

Σύμφωνα με την κυβέρνηση απήργησε το 3.29% των δασκάλων και ισχυρίζεται ότι έκλεισαν μόνο 7 σχολεία.

Στην περιοχή του Παρισιού: στις γραμμές της RER (το μετρό και ο προαστιακός) η κίνηση ήταν μεταξύ των 2/3 και του μισού μιας συνηθισμένης κανονικής μέρας. Οι γραμμές της TER (περιφερειακοί σιδηρόδρομοι) επηρεάστηκαν λιγότερο.

Στην Κυανή Ακτή και την Προβηγκία τα μισά τραίνα ήταν ακινητοποιημένα, στον Βορρά τα δύο/τρίτα των δρομολογίων ακυρώθηκαν εξαιτίας της απεργίας, στο Sarthe [Δυτική Γαλλία] το ένα τρίτο και στην Franche-Comté επίσης το ένα τρίτο.

Παρά τους ισχυρισμούς από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορία ότι δεν θα υπήρχαν συνέπειες, υπήρξαν καθυστερήσεις και ακυρώσεις στην Νίκαια, τη Μασαλλία, στα αεροδρόμια Ορλύ και Σαρλ ντε Γκώλ του Παρισιού και πιθανόν και αλλού.

Στην Caen, όπου 3 με 6 χιλιάδες άνθρωποι κατέβηκαν στην απεργία, μεταξύ τους και εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, υπήρχε έντονη συζήτηση για την αλληλεγγύη με δεδομένο ότι ο Μακρόν “θα έρθει για όλους” αργά ή γρήγορα.

Σύμφωνα με τις εφημερίδες μια “γιορταστική ατμόσφαιρα” στο Παρίσι διακόπηκε από επεισόδια όταν μέλη ενός “μπλοκ 300 περίπου κουκουλοφόρων άρχισαν να πετάνε αντικείμενα και η αστυνομία αντέδρασε με τη ρίψη δακρυγόνων”. Η ομάδα “αντικατασταλτικού συντονισμού” παρείχε έναν τηλεφωνικό αριθμό ώστε ο κόσμος να μπορεί να αναφέρει συλλήψεις, ενέργειες και κινήσεις της αστυνομίας κ.λπ.

Η ακόλουθη χρονική ακολουθία βασίζεται σε μια αντίστοιχη που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο Paris-luttes, οπότε αν δεν αναφέρεται ρητά μια άλλη πόλη, τα γεγονότα αφορούν το Παρίσι:

  • Αρκετά λύκεια στο Παρίσι και στις γύρω περιοχές είχαν αποκλειστεί από μαθητές από το πρωί, αν και μερικά ξανάνοιξαν όταν οι απεργοί έφυγαν για να συμμετάσχουν στις πορείες. Υπήρχε μια Γενική Συνέλευση3 στο Πανεπιστήμιο 8 του Παρισιού με 50 άτομα.

  • Στις 12.30 η αστυνομία άρχισε να κάνει ελέγχους σε κάποια άτομα στην République, απ’ όπου θα ξεκινούσε η πορεία. Στη 1.00 έφτασαν 100 μαθητές σχολείου, η παρουσία της αστυνομίας ήταν διακριτική αλλά με πολλές μονάδες σε αναμονή τριγύρω. Ο σταθμός της Βαστίλλης έκλεισε λίγο αργότερα κατόπιν εντολής της αστυνομίας. Εν τω μεταξύ, στην Λυών η κεφαλή της πορείας απομονώθηκε και κυκλώθηκε από την αστυνομία. Οι διοργανωτές από τα συνδικάτα προσπάθησαν να διαπραγματευτούν την απελευθέρωση όσων είχαν περικυκλωθεί οι οποίοι ταυτόχρονα δέχονταν τα χτυπήματα και τα δακρυγόνα των μπάτσων, τουλάχιστον πέντε άτομα τραυματίστηκαν. Η CGT αρνήθηκε να μετακινηθέι μέχρι να αρθεί ο αστυνομικός κλοιός, τελικά μια ώρα αργότερα ο κόσμος αφήνεται ελεύθερος αλλά μόνο μετά από έναν “ενδελεχή έλεγχο” [στα γαλλικά: “contrôle complet”] που σημαίνει εξακρίβωση στοιχείων και πλήρη έλεγχο, έγιναν δύο συλλήψεις.

  • Στην 1.30 η ομάδα των μαθητών στην République είχε φτάσει τα 300 άτομα και ξεκίνησε για την Βαστίλλη. Στην πανεπιστημιούπολη του Πανεπιστημίου Jussieu υπήρχε μια ομάδα 100 φοιτητών. Στη Βαστίλλη έπαιρναν θέση τα αυτοκίνητα της Ένωσης και σχηματιζόταν το μπλοκ WITCH4. Το μπλοκ των “Μαγισσών” πορεύτηκε πίσω από ένα πανώ με το σύνθημα “Macron au Chaudron”, δηλαδή “βάλτε τον Μακρόν στη χύτρα”.

  • Λίγο μετά οι μαθητές έφτασαν στη Βαστίλλη. “Όλοι μισούν τα διατάγματα”5 και “ah anti anti-capitalist”, την ίδια στιγμή 150 φοιτητές περικυκλώνονται στο πανεπιστήμιο Jussieu και αναγκάζονται να υπλβληθούν σε έλεγχο.

  • Στις 2μμ οι πορείες έχουν αρχίσει, το μπλοκ WITCH είναι στην κεφαλή, συνήθως αυτή τη θέση την παίρνουν οι μαθητές αλλά αυτή τη φορά δεν το προσπάθησαν. Υπάρχει μια ομάδα “Forain” με ένα φορτηγάκι με ηχεία και τουλάχιστον 100 διαδηλωτές. Λίγο αργότερα το μπλοκ από το Jussieu ενώνεται με την πορεία.

  • Στις 2.30 η κεφαλή της πορείας έχει εκατοντάδες άτομα και αυξάνεται σταθερά, είναι σχεδόν στη γέφυρα του Austerlitz, όπου είναι σταθμευμένη μια αύρα νερού.

  • Στις 3μμ, η κεφαλή έχει 5000 άτομα από τα οποία τα 1000 είναι μπλακ-μπλοκ. Φτάνουν αναφορές από την Tours, όπου διαδήλωσαν 5000 άτομα, αρκετά σχολεία έκλεισαν και το 25% των οδηγών στις δημόσιες συγκοινωνίες συμμετείχαν στην απεργία..

  • Στις 3.10 η κεφαλή της πορείας φτάνει στο SaintMarcel όπου η αστυνομία έχει μπλοκάρει τον δρόμο με τα ειδικά φράγματα για τις διαδηλώσεις. Η ουρά της πορείας είναι ακόμα στη Βαστίλλη και οι διαδηλωτές αριθμούν δεκάδες χιλιάδες.

  • Στις 3.30 υψώνεται ένα πανώ που καλεί σε πορεία αλληλεγγύης την επόμενη βδομάδα για τους συλληφθέντες για την πυρπόληση ενός οχήματος της αστυνομίας στη διάρκεια των περσινών διαδηλώσεων ενάντια στον εργασιακό νόμο. Η αστυνομία άρχισε να αυξάνει τις προκλήσεις, χτυπώντας τον κόσμο με μικρές στρογγυλές ασπίδες καθώς περνούσε. Οι διαδηλωτές διατήρησαν την πειθαρχία τους.

  • 3.40: η κεφαλή της πορείας έχει πλέον 10 χιλιάδες κόσμο, η αστυνομία επιτίθεται με δακρυγόνα και βόμβες σφαιριδίων6. Οι διαδηλωτές πετούν πέτρες. Η κεφαλή της πορείς διασπάται προσωρινά στα δύο αλλά καταφέρνει να επανενωθεί πριν μπορέσει να το εκμεταλλευτεί η αστυνομία. Η πλατεία της Βαστίλλης είναι ακόμα γεμάτη. Η ομάδα “Forain” αρχίζει πάλι να τραγουδά τη Μασαλλιώτιδα, αμέσως αρχίζουν συνθήματα “Όλοι μισούν τη Μασαλλιώτιδα”.

  • 4μμ: Επιθέσεις από τα CRS [τα γαλλικά ΜΑΤ] με χρήση δακρυγόνων, βομβών σφαιριδίων και την υποστήριξη μιας αύρας νερού που οδηγεί ένα φράγμα μέσα στην πορεία, αποχωρίζοντας μια ομάδα. Το κανόνι νερού υποχωρεί από μια μολότωφ αλλά η αστυνομία σπρώχνει τον κόσμο πίσω με βόμβες σφαιριδίων και προχωρά σε συλλήψεις με τη βοήθεια των “Ομάδως Τάξης” της CGT, ένα μπλοκ που περιλαμβάνει πολλά μέλη από την ομάδα “forain” ωθεί τους μπάτσους προς τα πίσω οπότε οι διαδηλωτές καταφέρνουν να επανενωθούν, μερικοί απελευθερώνονται από τη σύλληψη.

  • 4.30: η πορεία φτάνει στην Place d’Italie, η αστυνομία αποκλείει τις εξόδους αλλά αφήνει τον κόσμο να φεύγει ένας-ένας χωρίς έλεγχο.

  • 5.15: η τελευταία ομάδα, η CFDT, φεύγει από τη Βαστίλλη.

Εκτός από το πολυ-φωτογραφημένο μπλοκ WITCH, πολλά πανώ αναφέρονταν στη δήλωση του Μακρόν ότι δεν θα ενδώσει στους “τεμπέληδες, τους κυνικούς και τους εξτρεμιστές”7. Ένα πλακάτ γράφει λοιπόν: “Πολύ τεμπέλης για να σκεφτώ ένα σύνθημα”!

Aν και η CFDT και η FO δεν απεργούσαν επίσημα μερικά από τα μέλη του συμμετείχαν.

Οι “Ομάδες Τάξης” [Service d’Ordre] της CGT κουβαλάνε φανερά όπλα στις πορείες ως συνήθως. Παραπονιούνται ότι οι διαδηλωτές δεν τους ακολουθούν και ότι τους αφήνουν πίσω, ο κόσμος τους χλευάζει και μετά από μερικά μπρος-πίσω ένας από αυτούς λέει ότι είναι μπάτσος, ξαφνιάζοντας πολλούς από τους μιλιτάντηδες της CGT, προκύπτει ότι το τμήμα του συνδικάτου των μπάτσων Vigi αποτελεί μέρος των “Ομάδων Τάξης” και ότι είναι αυτοί που τρέχουν πρώτοι απ’ όλους να συλλάβουν κόσμο όταν η πορεία δέχεται επίθεση από τα CRS.

Ο “Βασιλιάς των Forains8 κάλεσε σε αποκλεισμούς και ισχυρίστηκε ότι 10000 φορτηγά είχαν αποκλείσει δρόμους κατά μήκος της χώρας, 500 από αυτά στο Παρίσι. Ο βασικός δακτύλιος στο Etoile είχε αποκλειστεί κατά τις 7 το πρωί και υπήρχαν αναφορές και για άλλους αποκλεισμούς και παρακώλυση της κυκλοφορίας στη διάρκεια ολόκληρης της μέρας.

Η παρουσία προσώπων του Σοσιαλιστικού Κόμματος όπως ο Bernard Hamon, του γραμματέα του ΓΚΚ, και του Μελανσόν, ηγέτη της “France Insoumise”, έδειξε το ενδιαφέρον των αριστερών πολιτικών κομμάτων να αφομοιώσουν αυτές τις διαμαρτυρίες, ιδιαίτερα από το Σοσιαλιστικό Κόμμα που ακόμα περιδινίζεται από την κατρακύλα στην πέμπτη θέση στις προεδρικές εκλογές και την πανωλεθρία στις εκλογές για το κοινοβούλιο, πέντε από τους βουλευτές του ΣΚ ήταν παρόντα στις πορείες.

 

1 Στμ. Δημοσιευμένο εδώ: http://libcom.org/news/strike-protests-against-macrons-employment-law-12092017, από τον Jef Costello.

2 FSU: Fédération syndicale unitaire (Ενοποιημένη Συνδικαλιστική Ομοσπονδία), το πέμπτο μεγαλύτερο συνδικάτο στη Γαλλία και το μεγαλύτερο στον δημόσιο τομέα και ιδιαίτερα στην εκπαίδευση.

3 Στα γαλλικά AG (Assemble Generale) μια ανοιχτή συνέλευση συνήθως για να αποφασιστεί μια απεργία ή μια δράση αποκλεισμού. Ένας αριθμός 50 ατόμων δεν είναι αρκετός για την αξιόπιστη λήψη τέτοιων αποφάσεων.

4 Ένα μπλοκ σε αλληλεγγύη προς τα σύγχρονα κινήματα και ομάδες σε πορείες φεμινιστικές, του κινήματος Black Lives Matter, πορείες ενάντια στον Τραμπ κ.λπ. Φαίνεται να έχει σαν βάση το Πανεπιστήμιο 7 του Παρισιού.

5 Στα γαλλικά: “Tout le monde déteste les ordonnances”, αναφορά στο γεγονός ότι ο Macron έχει αρχίσει να χρησιμοποιεί κι αυτός Προεδρικά Διατάγματα για να επιβάλλει την πολιτική του. Το σύνθημα συνήθως λέει: “Όλοι μισούν την αστυνομία”.

6 Βόμβες σφαιριδίων, βομβίδες που περιέχουν πλαστικά σφαιρίδια. Μια από αυτές παραλίγο να σκοτώσει κάποιον στις περσινές διαδηλώσεις· μπορείτε να δείτε τον μπάτσο εδώ κι εδώ να τη ρίχνει χωρίς καν να κοιτάζει,αδιάκριτα – οι μπάτσοι ισχυρίζονται αργότερα ότι προσπάθησαν να βοηθήσουν το άτομο αλλά δέχτηκαν επίθεση από τους “μπαχαλάκηδες”, στο βίντεο μπορεί να δει κανείς ότι οι μπάτσοι ρίχνουν δακρυγόνα στον κόσμο που προσπαθούσε να βοηθήσει τον τραυματία, ο οποίος τέθηκε σε τεχνητό κώμα σαν αποτέλεσμα του τραυματισμού του.

7 Στμ. Στα γαλλικά: “les fainéants, les cyniques et les extrêmes”.

8 Η λέξη Forain αναφέρεται σε περιπλανόμενες κοινότητες και άλλους που διατηρούν λούνα παρκ. Ο λεγόμενος “Βασιλιάς” των Forains είναι ο Marcel Campion ο οποίος έχει ελεγχθεί για παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας, ενώ έχει λάβει το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής.