Η Γερμανία εκλέγει ένα καινούριο κοινοβούλιο στις 24 Σεπτεμβρίου. Φαίνεται σίγουρο ότι το CDU θα κερδίσει την πλειοψηφία, συνεχίζοντας έτσι την μέχρι σήμερα 12ετή βασιλεία της Angela Merkel. Η προεκλογική περίοδος μοιάζει ανιαρή. Αλλά υπάρχει ένας πραγματικός κίνδυνος οι φασίστες να μπουν στο γερμανικό κοινοβούλιο με την Alternative für Deutschland, AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία).
Αν και υπάρχουν αρκετές φορές στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας (Bundesrepublik) που ο φασισμός έχει υψώσει το άσχημο κεφάλι του σε εθνικό επίπεδο (μόλις θυμηθήκαμε το πογκρόμ του Lichtenhagen, που συνέβη πριν από 2 χρόνια), η παρουσία ενός τέτοιου ακροδεξιού κόμματος με αυτή τη δύναμη στην ομοσπονδιακή Βουλή (Bundestag) είναι χωρίς προηγούμενο.
Η Εναλλακτική για τη Γερμανία–ΑfD είναι σχετικά νέα αλλά στη διάρκεια των 4 χρόνων έχει υποστεί μια εξέλιξη από (νεο-)φιλελεύθερη σε ακροδεξιά πολιτική δύναμη, ανάλογη με αυτή του Κόμματος Ελευθερίας της Αυστρίας (Freiheitliche Partei Österreichs, FPÖ), μόνο πολύ πιο γρήγορη. Είναι, όμως, σημαντικό να τονίσουμε ότι το ακροδεξιό στοιχείο ήταν ένα κομμάτι του πυρήνα της AfD από το ξεκίνημά της, αν και άρχισε να κυριαρχεί ανοιχτά μόνο μετά το 2015.
Η ιστορία της AfD: 2013-2015
Η AfD ιδρύθηκε στο Βερολίνο το 2013, από μια ομάδα που αυτοαποκαλούνταν Wahlalternative 2013 (Εκλογική Εναλλακτική 2013, WA13) και είχε προσπαθήσει να συνεργαστεί με τις ομάδες των ελεύθερων ψηφοφόρων, Freie Wähler. Αυτές είναι συνήθως κεντροδεξιές φιλελεύθερες ομάδες που δεν σχηματίζουν κόμματα αλλά εκλογικές λίστες και παρατάξεις στα τοπικά και δημοτικά κοινοβούλια.
Αρχικά, η AfD εμφανιζόταν συνήθως ως ένα κόμμα ενάντια στο ευρώ: το κεντρικό της αίτημα ήταν η επιστροφή στο γερμανικό μάρκο και η βασική της απήχηση προερχόταν από μια ομάδα ακαδημαϊκών οικονομολόγων που κουβαλούσαν μαζί τους το βάρος της υποτιθέμενης ειδημοσύνης τους. Ακόμα και πριν από την ίδρυση της WA13, είχαν αντιταχθεί στην κίνηση της γερμανικής κυβέρνησης να διασώσει την Ελλάδα και τις τράπεζες μέσω του ESM (Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας)· άσκησαν κριτική ότι αυτό συνιστούσε επιδότηση των φτωχότερων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου από τη Γερμανία – αν και, στην πραγματικότητα, ήταν αυτο-διάσωση καθώς τα περισσότερα από τα χρήματα χρησιμοποιούνταν για την αποπληρωμή χρεών στις γερμανικές τράπεζες και εταιρείες. Απαιτούσαν τη διάλυση της Ευρωζώνης και έναν έλεγχο αυτού που αποκαλούσαν “εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων” – δηλαδή οτιδήποτε θα μπορούσε να δώσει στην ΕΕ περισσότερη εξουσία πάνω στις εθνικές κυβερνήσεις – μέσω δημοψηφισμάτων.
Αυτό μπορεί να μοιάζει μια αλλαγή που ξαφνιάζει σε σχέση με τη γενική υποστήριξη που το γερμανικό κεφάλαιο έδωσε στην Angela Merkel και την ΕΕ, αλλά προκαλεί λιγότερη έκπληξη όταν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά ποιοί ρίχτηκαν με ενθουσιασμό σ’ αυτό το σχέδιο. Ήταν μια μερίδα του κεφαλαίου αποτελούμενη από επιχειρήσεις οικογενειακής ιδιοκτησίας, δηλαδή εκείνες στις οποίες οι περισσότερες από τις μισές μετοχές ελέγχονται από ένα πρόσωπο ή μια οικογένεια. Το Ίδρυμα Οικογενειακών Επιχειρήσεων (Stiftung Familienunternehmen, SF) και οι “Οικογενειακές Επιχειρήσεις” (Die Familienunternehmer, μια άλλη παρόμοια οργάνωση) υποστήριξαν το WA13, όπως και την AfD. Αυτό τους έθεσε απέναντι στον Ομοσπονδιακό Σύνδεσμο Γερμανικής Βιομχανίας (Bundesverband der deutschen Industrie, BDI), τον μεγαλύτερο οργανισμό πίεσης του γερμανικού κεφαλαίου, που ωφελήθηκε αφάνταστα από την κατάργηση των δασμών εντός της ΕΕ. Το SF, από την άλλη, είναι ένας οργανισμός που εκπροσωπεί πλούσιες οικογένειες, ιδιοκτήτες βιομηχανιών, με διακαή επιθυμία να διατηρήσουν τον κληρονομημένο πλούτο και την κοινωνική τους θέση. Οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες πουλάνε σε μια περιφερειακή ή στην εθνική αγορά και επενδύουν στο να κρατάνε τους παγκόσμιους ομίλους μακριά από αυτήν. Συνεπώς, όχι μόνο επιδιώκουν μια προστατευτική και εθνικιστική οικονομική πολιτική αλλά προάγουν επίσης αντιδραστικές ιδέες σχετικά με την οικογένεια και την κοινωνία. Αν και οι δυο οργανώσεις έχουν αποστασιοποιηθεί από την AfD, μετά την προς τα δεξιότερα μετατόπισή της, εξακολουθούν να υπάρχουν έμμεσες συνδέσεις με τα πιο αντιδραστικά μέλη τους, ιδιαίτερα μέσω του Ομίλου Friedrich-August-von-Hayek και του ομώνυμου Ιδρύματος.
Τον Φεβρουάριο του 2013, ο οικονομολόγος Bernd Lucke ανακοίνωσε ότι το Συμβούλιο του WA13 θα ίδρυε ένα καινούριο κόμμα και κάλεσε όλες τις “δυνάμεις κατά του ευρώ” να συμμετάσχουν. Δεν το έπραξαν όλοι – πολλές από τις κεντρώες ομάδες Ελεύθερων Ψηφοφόρων και άλλα μικρά αντι-ευρώ κόμματα θεώρησαν ότι το WA13 και τα σχέδιά του ήταν μετατοπισμένα πολύ στα δεξιά. Το αποτέλεσμα ήταν, φυσικά, ότι τα πιο δεξιά “Ευρωσκεπτιστικά” άτομα και ομάδες συμπτύχθηκαν στο καινούριο κόμμα. Ο πολιτικός επιστήμονας Sebastian Friedrich ισχυρίζεται στο πρόσφατο έργο του ότι ήταν ο Lucke αυτός που άνοιξε το κόμμα στην ακροδεξιά μετά από ένα απογοητευτικό αποτέλεσμα στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2013, χάνοντας για πολύ λίγο το όριο του 5% που χρειάζεται για την είσοδο στην Bundestag. Όμως, υπήρχε ήδη από την ίδρυσή της ένα πολύ ισχυρό ακροδεξιό στοιχείο στην AfD. Αν και ο Lucke και ένας άλλος εξέχων οικονομολόγος, ο Hans-Olaf Henkel, εγκατέλειψαν την AfD σε μια έντονα δημοσιοποιημένη κίνηση το 2015, ασκώντας δριμεία κριτική στην καινούρια κατευθυνση που έπαιρνε το κόμμα, εθνικιστικά και σωβινιστικά στοιχεία υπήρχαν οργανικά στην κομματική πλατφόρμα ήδη από τη δημιουργία της.
Το κόμμα είχε τις πρώτες επιτυχίες του στη διάρκεια των ευρωεκλογών (εξέλεξε 7 ευρωβουλευτές) και στις γερμανικές δημοτικές εκλογές το 2014. Αργότερα, στην ίδια χρονιά, κατάφερε επίσης να μπει σε τρία τοπικά κοινοβούλια με χαμηλά διψήφια ποσοστά. Το κόμμα στράφηκε τελικά στα δεξιά όταν τα μέλη εξέλεξαν την Frauke Petry και τον Jörg Meuthen (έναν άλλο οικονομολόγο) ως [κοινοβουλευτικούς] εκπροσώπους, οδηγώντας τον Lucke να εγκαταλείψει το κόμμα (ο Henkel είχε αποχωρήσει νωρίτερα). Η Petry (ως πρώτος εκπρόσωπος) αντιπροσώπευε εκείνα τα τμήματα του κόμματος που ήθελαν στενότερη συνεργασία με το αυξανόμενο ρατσιστικό και αντιισλαμικό κίνημα “Pegida” (“Ευρωπαίοι Πατριώτες ενάντια στην ισλαμοποίηση της Δύσης”, “Patriotische Europäer gegen die Islamisierung des Abendlandes”, δείτε στη συνέχεια). Πριν από την αποχώρηση των πιο σημαντικών εκπροσώπων της νεοφιλελεύθερης πτέρυγας, δυο επικεφαλής παρατάξεων της AfD σε τοπικά κοινοβούλια (Björn Höcke – στην Θουριγγία, και André Poggenburg – στην Σαξονία-Anhalt) ίδρυσαν μια αντιδραστική πτέρυγα με ένα μανιφέστο (αποκαλούμενο η “Απόφαση της Ερφούρτης”, “Erfurt Resolution”) που περιέγραφε την AfD ως μια αντίδραση στην πρόσφατη προοδευτική πολιτισμική πολιτική. Στη συνέχεια της διάσπασης, η Petry έγινε η μορφή του κόμματος και επηρέασε σημαντικά την λαϊκιστική του πολιτική. Αλλά η εγγύτητα της AfD στο Pegida έκανε επίσης πολλές ακροδεξιές ομάδες στη Γερμανία να μπουν στο κόμμα και να προσπαθήσουν να επηρεάσουν την πλατφόρμα του.
Η ιδεολογία της AfD
Στην πρώτη φάση, ο ιδεολογικός πυρήνας του κόμματος παγιώθηκε. Συνίσταται από έξι βασικά στοιχεία, που αντιπροσωπεύονται στο κόμμα στις νεοφιλελεύθερες, εθνικο-συντηρητικές και εθνολαϊκιστικές φράξιες ή προσωπικά δίκτυα: ταξικότητα, ρατσισμός, απολυταρχισμός, αντιφεμινισμός, αντισημιτισμός και εθνολαϊκισμός.
Δημοσιογράφοι και ακαδημαϊκοί συνήθιζαν να αντιπαρατίθενται για το αν η AfD μπορεί να ονομαστεί φασιστικό ή εθνολαϊκιστικό κόμμα. Τώρα, όμως, ο τοξικός/επιθετικός ρατσισμός και ο ανοιχτός σεβασμός για το εθνολαϊκιστικό κίνημα, καθώς και οι δεσμοί με ομάδες της “Νέας Δεξιάς” όπως το Κίνημα Ταυτότητας, έχουν απαντήσει το ερώτημα: η AfD μπορεί να μην είναι φασιστικό κίνημα με την ιστορική έννοια, αλλά, παρ’ όλα αυτά, χρησιμοποιεί τις συνηθισμένες κρυφές λέξεις-κλειδιά της “Νέας Δεξιάς” – χωρίς να υμνεί ανοιχτά τον Εθνικοσοσιαλισμό, αλλά χρησιμοποιεί την ιδεολογία, τις τακτικές και τους συμβολισμούς μιας πολλαπλότητας εθνολαϊκιστικών ομάδων, καθώς και της λεγόμενης “συντηρητικής επανάστασης”.
Η καλλίτερη περιγραφή της ιδεολογίας της AfD προέρχεται από τον κοινωνιολόγο Andreas Kemper, ο οποίος λέει ότι η κεντρική πολιτική πεποίθηση του κόμματος είναι η ανισότητα: πιστεύουν στην ανισότητα μεταξύ των τάξεων, μεταξύ των φυλών και μεταξύ αντρών και γυναικών. Οι τρεις διαστάσεις της ανισότητας συνδέονται με τα τρεις επικαλυπτόμενες ομάδες που σχημάτισαν το κόμμα το 2013.
– Ταξισμός
Η AfD έχει μια ισχυρή απέχθεια για τα περισσότερα από τα επιτεύγματα του γερμανικού κοινωνικού συστήματος. Στην πραγματικότητα, τα μέρη της πλατφόρμας της που ασχολούνται με κοινωνικά ζητήματα είναι τόσο σκληρά/δριμεία ώστε ο δημοσιογράφος Enno Park, αφού τα συνέκρινε με αυτά του ακροδεξιού NPD, το χαρακτήρισε “πιο δεξιό” από το δεύτερο, ένα κόμμα που πρόσφατα μόλις ξέφυγε από το να βγει εκτός νόμου ως αντισυνταγματικό. Αυτό συμβαίνει γιατί το ανοιχτά νεοναζιστικό NPD τουλάχιστον αναγνωρίζει/παραχωρεί σ’ αυτούς που χαρακτηρίζει ως εθνοτικά Γερμανούς μερικά κοινωνικά προγράμματα, ενώ η AfD απαιτεί έναν ενιαίο φορολογικό συντελεστή, την πλήρη κατάργηση της ασφάλισης για τους άνεργους, περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, θέλει να συνδέσει τις ασφαλιστικές εισφορές με τα προσωπικά ιατρικά δεδομένα και είναι εναντίον του ελάχιστου μισθού. Είναι το κόμμα του κοινωνικού Δαρβινισμού για όλους.
Αυτό το πρόγραμμα φέρνει την AfD κοντά σε συγκεκριμένες φράξιες του γερμανικού κεφαλαίου: από την μια τις “οικογενειακές επιχειρήσεις” (Familienunternehmen) που υποστηρίζουν τον προστατευτισμό, αλλά δεν έχουν κανένα πρόβλημα με τις άλλες νεοφιλελεύθερες πολιτικές – ιδιαίτερα αυτές που αφορούν τον περαιτέρω περιορισμό των εργασιακών δικαιωμάτων· και, από την άλλη, τις εταιρείες ακινήτων που θα ήθελαν να αναιρέσουν τα ισχυρά δικαιώματα που έχουν οι ενοικιαστές στη Γερμανία. Εκπρόσωποι και των δυο αυτών ομάδων έχουν κάνει καμπάνιες στήριξης της AfD.
Η εθνολαϊκιστική πτέρυγα, και αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, προτιμά ένα πιο κορπορατίστικο πρόγραμμα, που συνδυάζει μερικά πατερναλιστικά κοινωνικά προγράμματα (για όσους θεωρούν εθνοτικά Γερμανούς) με εργοδοτικά συνδικάτα. Μερικοί τοπικοί ηγέτες έχουν ήδη ιδρύσει (αν και όχι με μεγάλη επιτυχία) τέτοια εργοδοτικά συνδικάτα. Δεν είναι ακόμα αρκετά καθαρό ποιες από τις ιδέες αυτές θα επικρατήσουν στο κόμμα.
– Ρατσισμός
Το 2010, ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός Thilo Sarrazin έγραψε το βιβλίο “Deutschland schafft sich ab” (“Η Γερμανία καταργεί τον εαυτό της”), στο οποίο χρησιμοποίησε ρατσιστικές ευγονικές θεωρίες και διαστρεβλωμένα δημογραφικά δεδομένα αντίστοιχα του διαβόητου “Bell Curve” για να ισχυριστεί ότι ο “Γερμανικός λαός”, επειδή οι κατώτερες τάξεις και οι μετανάστες έχουν περισσότερα παιδιά, θα γίνεται σταδιακά λιγότερο ευφυής. Μέσω μιας έξυπνης [savvy] επικοινωνιακής στρατηγικής, το βιβλίο γνώρισε τεράστια επιτυχία, εμποδίζοντας να ακουστούν [drowning out] οι επιστημονικές διαψεύσεις και προκαλώντας/σπέρνοντας μια αντιπαράθεση τόσο έντονη ώστε κάποιοι αναλυτές να μιλάνε για το δυναμικό να δημιουργηθεί στη Γερμανία ένα κόμμα “Sarrazin”. Κάποιο από αυτό το δυναμικό ενσωματώθηκε στην AfD. Αυτό την τοποθετεί επίσης εγγύτερα στο κίνημα “Pegida”, με τους πολιτικούς της AfD όλο και λογότερο διατεθιμένους να αποστασιοποιηθούν. Ο ελιτίστικος ψευδο-επιστημονικός ρατσισμός του Sarrazin και η Ισλαμοφοβία του Pegida είναι σημαντικά στοιχεία στην ιδεολογία της AfD.
– Απολυταρχισμός/Ελιτισμός
Ένα από τα ιδεολογικά στοιχεία που ενοποίησε τις τρεις φράξιες της AfD (νεοφιλελεύθερη, εθνικο-συντηρητική και εθνολαϊκιστική) πριν από τη διάσπαση, ήταν ο ελιτισμός. Αυτός εκφράστηκε αρχικά στο πώς η AfD αξιοποίησε την διάχυτη έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στους πολιτικούς και την τεχνοκρατική ιδεολογία διακηρύσσοντας ότι είναι ένα κόμμα “ειδικών” της οικονομίας, που έχουν τη γνώση και την αποφασιστικότητα να βρουν λύσεις για τις οποίες η πολιτική δεν ενδιαφερόταν.
Η κοινωνική βάση της AfD (δείτε και στη συνέχεια) είναι ιδιαίτερα επιρρεπής στις απολυταρχικές πολιτικές. Από το τεχνοκρατικό του ξεκίνημα, το κόμμα έχει αγκαλιάσει μια πιο ανοιχτή ιεραρχική πλατφόρμα, αλλά κάποιοι από τους ηγετικούς του υποψήφιους για το κοινοβούλιο σήμερα εξακολουθούν να την ενσωματώνουν στην πολιτική τους προσωπικότητα [persona]. Με δεδομένο ότι ο επιστημονικός ρατσισμός του Sarrazin βασιζόταν επίσης καθοριστικά σε κάποιον που λέει μια “άβολη αλήθεια” εναντίον της “αντιεπιστημονικής” πολιτικής ορθότητας και ότι ο ίδιος ισχυριζόταν ότι αποδεικνύει ότι όχι μόνο οι μετανάστες αλλά και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα έχουν ένα χαμηλότερο IQ, η σύνδεση ανάμεσα στον τεχνοκρατικό φιλελευθερισμό και τον ανοιχτά ρατιστικό απολυταρχισμό γίνεται καθαρότερη. Η πλατφόρμα του κόμματος επιδεικνύει μαι ανελέητη ιδεολογία ανταγωνισμού, μια πίστην στην ελεύθερη αγορά και βαθιά απορρύθιση κα μείωση της φορολογίας συγκρίσιμα με τον φιλελευθερισμό τύπου “Tea Party”. Δείχνει επίσης έναν ανάλογο σεβασμό προς τους επιχειρηματίες, ισχυριζόμενο ότι αν το κράτος τους παρακωλύει όσο το δυνατόν λιγότερο στην προσπάθειά τους για κέρδος, τότε θα ωφεληθεί συνολικά η κοινωνία.
Ο ελιτισμός είναι επίσης κυρίαρχος στις πολιτικές και κοινωνικές ιδέες του κόμματα. Ο Henkel έχει επανειλημμένα απαιτήσει μια “μεταρρύθμιση του πολιτικου συστήματος λήψης αποφάσεων”, δηλαδή ουσιαστικά τον αποκλεισμό τμημάτων του εκλογικού σώματος μέσω διαδικαστικών μέτρων που θα απέτρεπαν την αριστερά να πάρει την εξουσία. Μια από τις ηγέτιδες του κόμματος, η Beatrix von Storch, είναι πολύ ενεργή εδώ και καιρό σε κύκλους που θέλουν να επαναφέρουν τις γαίες της παλιά Πρωσικής τάξης ευγενών ανατολικά του ποταμού Elbe.
– Ομοφοβία, αντιφεμινισμός και χριστιανικός φονταμενταλισμός
Η AfD έχει ένα ισχυρό στοιχείο χριστιανικού φονταμενταλισμού. Το πρόσωπο με τη μεγαλύτερη επιρροή εδώ είναι η Beatrix von Storch, ο οποία είναι εξαιρετικά δραστήρια σε κύκλους της Ευαγγελικής εκκλησίας τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η Von Storch, μέσω του ΜΚΟ δικτύου της “Zivile Koalition e.V.” (“Συμμαχία Πολιτών”, ZK), έχει ασκήσει πιέσεις για μια αντιδραστική οικογενειακή πολιτική που κάνει διακρίσεις εναντίον των μη-ετεροφυλικών και μη-μονογαμικών σχέσεων και ενθαρρύνει τους “Γερμανούς” να αποκτούν περισσότερα παιδιά για να αντισταθμίσουν μια “συρρίκνωση” του εθνοτικού γερμανικού πληθυσμού που αυτοί αντιλαμβάνονται. Κάτω από τη στέγη της ZK, μια πρωτοβουλία της οποίας ηγείται ο Hedwig von Beverfoerde, οργάνωσε στη Γερμανία το 2014 την πρώτη “Demo für alle” (“Διαδήλωση για όλους”, εμπνευσμένη από την πρόσκαιρα επιτυχημένη “Manif pour tous” στη Γαλλία), μια σειρά αντιφεμινιστικών και ομοφοβικών πορειών χριστιανών φονταμενταλιστών εναντίον του δικαιώματος στην έκτρωση και μια πιο εμπεριεκτική διδακτέα σχολική ύλη σχετικά με το φύλο και τις τάξεις. Το λεγόμενο κίνημα προστασίας της ζωής (Lebensschutz) έχει πολλούς προσωπικούς δεσμούς με το κόμμα σε περιφερειακό επίπεδο και προσπαθεί να ασκήσει πίεση στο κόμμα ώστε να υιοθετήσει την χριστικανική φονταμενταλιστική, μισογύνικη και ομοφοβική κοσμοθεωρία του στην επίσημη πλατφόρμα του κόμματος. Οι διαδηλώσεις ενώνουν φονταμενταλιστές, “υπερασπιστές-της-ζωής” Χριστιανούς με εθνολαϊκιστές νεοναζί, που βλέπουν τον έλεγχο των γυναικών πάνω στο σώμα τους ως επιζήμιο για τους ρυθμούς αναπαραγωγής των εθνοτικών Γερμανών. Παρόμοιες συσχετίσεις μπορούν να βρεθούν στην AfD· για παράδειγμα, η Frauke Petry έχει πει ότι οι γερμανικές διατάξεις για τις εκτρώσεις θα πρέπει να είναι πιο περιοριστικές ώστε να αποτρέψουν την “εξόντωση του γερμανικού λαού” και απαίτησε την υποχρεωτική απόκτηση τριών παιδιών από κάθε γυναίκα.
Άλλες θέσεις του κόμματος περιλαμβάνουν την αντίθεση στις ποσοστώσεις [συμμετοχής γυναικών], την διατήρηση των συμβατικών φύλων και τη γενική πολιτική ενάντια στην “πολιτική ορθότητα”. Το κόμμα συνδέεται επίσης με υπερκαθολικιστικά δίκτυα που λειτουργούν στην Ευρώπη στοχεύοντας στον “επανευαγγελισμό” μιας αυξανόμενα κοσμικής Ευρώπης. Αν και δεν μπορούν να συμφωνήσουν όλοι στο ζήτημα του χριστιανικού φονταμενταλισμού, ο αντιφεμινισμός περιγράφεται όλο και περισσότερο ως μια ιδεολογία που ενώνει πολλές διαφορετικές ομάδες της άκρας δεξιάς: μικροαστούς “ακτιβιστές των αντρικών δικαιωμάτων” μαζί με εθνικιστές συντηρητικούς, ευαγγελιστές Χριστιανούς και τη Νέα Δεξιά.
– Αντισημιτισμός
Ο αντισημιτισμός ως κομμάτι της νοοτροπίας των μελών της AfD προσέλκυσε την προσοχή της κοινής γνώμης με αφορμή ένα σκάνδαλο που ενέπλεκε την παράταξη της AfD στο κοινοβούλιο του κρατιδίου της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Τον Μάρτιο του 2016, εκλογές σε τρία κρατίδια είχαν σαν αποτέλεσμα την είσοδο 61 νέων μελών (τα περισσότερα από αυτά από τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος) σε κοινοβούλια της Δυτικής Γερμανίας. Έπεσε στην προσοχή των ΜΜΕ ότι ένα από τα νεοεκλεγέντα μέλη στην τοπική βουλή (Landtag) της Βάδης-Βυρτεμβέργης, ο Wolfgang Gedeon, είχε εκδόσει αντοιχτά αντισημιτικά βιβλία, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι τα Πρωτόκολλα της Σιών είναι αληθινό έγγραφο και αποκαλώντας το γερμανικό μνημόσυνο του Ολοκαυτώματος “πολιτική θρησκεία” και τους αρνητές του Ολοκαυτώματος “διαφωνούντες”. Το κόμμα αντέδρασε αδύναμα, προσπαθώντας να έχει και την πίτα σωστή – μην προκαλώντας μια ανοιχτή σύγκρουση με ένα υπολιγίσιμο τμήμα των τοπικών του στελεχών και βάσης – και τον σκύλο χορτάτο – δηλαδή να αποφύγει να στιγματιστεί ως ένα αντισημιτικό κόμμα. Αν και ο Gedeon έχασε τη θέση του στην τοπική κομματική οργάνωση στην Konstanz, είχει τόσο έντονη υποστήριξη ανάμεσα στα μέλη της παράταξης της AfD στην τοπική βουλή ώστε παρέμεινε σ’ αυτήν μετά από μια – προσωρινή και προσχηματική – αποχώρηση.
Το σκάνδαλο Gedeon είναι μόνο η πιο δημοσιοποιημένη περίπτωση εκδήλωσης αντισημιτισμού στην AfD· αρκετά τοπικά στελέχη έχουν υπερασπιστεί αρνητές του Ολοκαυτώματος, έχουν εκδόσει αντισημιτικές καριακτούρες (συμπεριλαμβανομένης, πρόσφατα, μιας ψηφιακά επεξεργασμένης φωτογραφίας του σοσιαλδημοκράτη υποψήφιου για την καγκελαρία Martin Schulz με μια ελαφρά πιο γαμψή μύτη και πιο σαρκώδη χείλη) και έχουν ισχυριστεί ότι το Κεντρικό Εβραϊκό Συμβούλιο στη Γερμανία είχε “πολιτικό έλεγχο” πάνω στη Γερμανία και τη γερμανική κοινή γνώμη. Η Frauke Petry προσπάθησε να ανισταθμίσει το πρόσφατο σκάνδαλο με την φωτογραφία του Schulz ισχυριζόμενη ότι η AfD είναι “εγγυητής της εβραϊκής ζωής στη Γερμανία”, αναφερόμενη έτσι στην αντιμουσουλμανική στάση του κόμματος. Μερικοί το έχουν αποκαλέσει αυτό “εργαλειακή αλληλεγγύη με το Ισραήλ” – ένα φαινόμενο στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά της μετά το 2001 περιόδου, που προσυπογράφεται εντονότερα από τον Geert Wilders και τους Σουηδούς Δημοκράτες, που χρησιμοποιούν τη δική τους “αλληλεγγύη με το Ισραήλ” ως μια νομιμοποίηση του αντιισλαμιστικού ρατσισμού τους. Ως εκ τούτου, ο πολιτικός επιστήμονας Samuel Salzborn έχει, επισημάνει ότι αν και η AfD, στις προγραμματικές της διακηρύξεις, δεν είναι ένα ανοιχτά αντισημιτικό κόμμα, είναι ένα “κόμμα για αντισημίτες”.
– Εθνολαϊκιστική (Völkisch) ιδεολογία
Στον απόηχο του σκανδάλου Gedeon, το κόμμα γνώρισε την πρώτη μάχη εξουσίας ανάμεσα στην (σχετικά) πιο πολιτικά ρεαλιστική φράξια, γύρω από την Frauke Petry, και την λεγόμενη Πατριωτική Πλατφόρμα (“Patriotische Plattform”), μια ομάδα των πιο ακροδεξιών μελών του κόμματος. Η σύγκρουση αυτή έχει τώρα κλιμακωθεί στο επίπεδο μιας ακόμα διάσπασης του κόμματος, μετατοπίζοντας την πιο βασική ομάδα ακόμα δεξιότερα. Η Πατριωτική Πλατφόρμα, μαζί με μια ομάδα που αυτοαποκαλείται απλά “Πτέρυγα” (“Der Flügel”) είναι η ομάδα μέσα στο κόμμα που συνδέεται στενότατα με την αποκαλούμενη “νέα δεξιά” στη Γερμανία, ένα σύνολο από “δεξαμενές σκέψης” και ΜΜΕ που προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στους δεξιούς συντηρητικούς και την ακροδεξιά. Η “Πατριωτική Πλατφόρμα” έχει δυναμώσει πλέον αρκετά ώστε να διεκδικήσει την ηγεσία του κόμματος. Οι θέσεις της, όπως και αυτές τις “Πτέρυγας”, περιγράφονται με τον καλλίτερο τρόπο ως εθνολαϊκιστικές–völkisch.
Ο μη μεταφράσιμος όρος völkisch αναφέρεται στις ριζοσπαστικές εθνικιστικές πολιτικές και πολιτισμικές οργανώσεις που αναπτύχθηκαν στην περίοδο του γερμανικού Kaiserreich και της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Αυτές οι ομάδες είχαν εμμονή με την υποτιθέμενη γερμανική ή σκανδιναβική [nordic] κουλτούρα που είχε κατασταλεί μετά την διάδοση του χριστιανισμού. Συνέδεαν το γερμανικό έθνος με τις αρχαίες γερμανικές φυλές, προβάλλοντας σύγχρονες ταυτότητες στο παρελθόν. Η “Απόφαση της Ερφούρτης” παρουσιάζει την AfD ως εκπρόσωπο όχι των ψηφοφόρων της αλλά του “Λαού μας”. Η “Απόφαση” εισήχθη το 2015 από τον André Poggenburg, ο οποίος είναι τώρα μέλος της ομοσπονδιακής Εκτελεστικής Επιτροπής του κόμματος, και είναι το κειμενο στο οποίο αναφέρονται τόσο η “Πατριωτική Πλατφόρμα” όσο και η “Πτέρυγα”.
Ο πιο εξέχων εκπρόσωπος της εθνολαϊκιστικής πτέρυγας είναι ο Björn Höcke, πρόεδρος της AfD στη Θουριγγία, και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος στο τοπικό κοινοβούλιο (Landtag). Ιστορικός και δάσκαλος, ο Höcke προσέλκυσε το ενδιαφέρον των ΜΜΕ τον Ιανουάριο του 2017, όταν μετά από μια ομιλία στην οποία παραπονέθηκε για το “μνημείο του αίσχους στην καρδιά της πρωτεύουσάς μας”, αναφερόμενος στον τόπο μνήμης του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο, απαίτησε μια “στροφή 180 μοιρών στην πολιτική μνήμης μας” και συνέκρινε τους βομβαρδισμούς των συμμάχων στις γερμανικές πόλεις με τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, χαρακτηρίζοντάς τους μια προσπάθεια να “μας κλέψουν τη συλλογικής μας ταυτότητα”, “να μας ξεριζώσουν από τη ρίζα”, και ότι η προσπάθεια αυτή συνεχίστηκε με την “επανεκπαίδευση” από τους συμμάχους μετά το 1945. Όλες αυτές οι ιδέες χρησιμοποιούνται ευρέως στην φασιστική και νεοσυντηρητική γερμανική ακροδεξιά, στην οποία ο Höcke παραχωρεί επανειλημμένα συνεντεύξεις· έχει επίσης διαχρονικούς δεσμούς με επιφανείς μορφές της γερμανικής Νέας Δεξιάς. Τον τελευταίο χρόνο, έχουν έρθει στην επιφάνεια όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι ο Höcke έγραφε νεοναζιστικούς “φιλιππικούς” στον ακροδεξιό τύπο με το ψευδώνυμο “Landolf Ladig”, μαζί με ένα ακόμα μέλος του κόμματος, που θυμάται τον Höcke να το παραδέχεται ανοιχτά σε ένα τρίτο πρόσωπο.
Σε κάθε περίπτωση, ο Höcke δεν έχει ποτέ “μασήσει τα λόγια του” και πολλοί ειδικοί έχουν προειδοποιήσει για τις ιδεολογικές του κλίσεις τα τελευταία δύο χρόνια. Αυτή τη στιγμή, ο Höcke κρατά τον εαυτό του μακριά από τους προβολείς της δημοσιότητας, ενώ ο Alexander Gauland, που είναι ήδη ένας από τους δυο εκπροσώπους του κόμματος, παίζει το κλασσικό ακροδεξιό παχινίδι της πρόκλησης και της (μερικής) αναδίπλωσης στις τηλεοπτικές συζητήσεις με λίγο περισσότερη κομψότητα.
Κοινωνική Βάση, δημοσκοπήσεις και εκλογικά αποτελέσματα
Η κοινωνική βάση της AfD συγκροτείται λιγότερο από εργάτες και άνεργους και περισσότερο από Γερμανούς μικροαστούς – δημόσιους υπαλλήλους, μικροεπιχειρηματίες, εργαζόμενους σε δουλειές γραφείου (“λευκά κολλάρα”) και ειδικευμένους εργάτες εκτός της αγροτικής οικονομίας (“μπλε κολλάρα”). Το 2015, οι ψηφοφόροι της AfD ήταν σε πολύ μεγάλο ποσοστό άντρες με εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο πάνω από τον μέσο όρο, κυρίως ειδικευμένοι εργάτες ή αυτοαπασχολούμενοι και κάτω των 45 ετών. Το 2016, η εκλογική βάση αυξήθηκε σε μέγεθος και σε κατηγορίες, περιλαμβάνοντας τώρα περισσότερες γυναίκες – αν και τα 2/3 είναι ακόμα άντρες – και ανθρώπους με μέση εκπαίδευση. Αν και οι στατιστικές δείχνουν ότι έχει αυξήσει τα ποσοστά της μεταξύ των ανέργων και των εργατών, μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει ότι οι “εργάτες” είναι περισσότερο τεχνίτες και εξειδικευμένοι βιομηχανικοί εργάτες. Το ποσοστό ανεργίας στη Γερμανία είναι τόσο χαμηλό που ακόμα και μικρά κέρδη σε αυτή την ομάδα ψηφοφόρων φαίνονται μεγάλα αν εκφραστούν σε ποσοστά. Η (αυτο-)περιγραφή της AfD ως το κόμμα των “μικρών” δεν είναι λοιπόν πραγματικά ακριβής· οι ψηφοφόροι της προέρχονται κυρίως από την μεσαία και την κατώτερη μεσαία τάξη. Πριν από την διάσπαση, προσήλκυε κια ψηφοφόρους από άλλα κόμματα· αν και αυτό συμβαίνει ακόμα, τώρα έχει και μια σημαντική βάση σε πρώην μη-ψηφοφόρους. Έχει επίσης γίνει μια καινούρια επιλογή για ανθρώπους που ψήφιζαν το NPD και άλλα ακραία δεξιά κόμματα, επειδή μιλά παρόμοια σ’ αυτούς αλλά έχει υψηλότερες πιθανότητες επιτυχίας.
Μια σημαντική ώθηση για την AfD μετά την διάσπαση του 2015 ήρθε από το κίνημα Pegida. Το κίνημα αυτό ξεπήδησε τον χειμώνα του 2014, στον απόηχο της λεγόμενης “μεταναστευτικής κρίσης”. Μετά το άνοιγμα των γερμανικών συνόρων από την Merkel για τους πρόσφυγες από τη Συρία και το Ιράκ, αυτοί ήταν καλοδεχούμενοι από μεγάλο κομμάτι του γερμανικού πληθυσμού, που μέχρι και σήμερα έχει προσφερθεί εθελοντικά να συνδράμι με φαγητό και καταλύματα, καθώς και με την παροχή νομικής βοήθειας. Αυτή η διάθεση βοήθειας, αντιστράφηκε τον χειμώνα, όταν ιδρύθηκε το Pegida και ξεκίνησε μια αντεπίθεση, συγκεντρώνοντας κάτω από την ίδια στέγη όσους φοβούνται το “Ισλάμ”. Ξεκινώντας από την Δρέσδη, έχει έκτοτε επεκταθεί σε άλλες πόλεις, με μερικές σημαντικές τοπικές διαφοροποιήσεις. Αν και η προσοχή και η κινητοποίηση έχει έκτοτε συρρικνωθεί, άλλες, μικρότερες τοπικές ομάδες, έχουν αναλάβει τη διαμαρτυρία εναντίον των πολιτικών της Merkel και της έγερσης τοπικών κέντρων ασύλου. Η AfD έχει εμφανίσει μια διπρόσωπη προσέγγιση προς το Pegida, εναλλάσοντας την απόσταση με την συνεργασία. Αλλά όσοι διαδηλώνουν μαζί με το Pegida είναι πολύ πιθανόν να δουν την AfD ως την κοινοβευλευτική εκπροσώπηση αν όχι του ίδιου του κινήματος, τουλάχιστον των κεντρικών του αιτημάτων.
Τα τελευταία δύο χρόνια, η AfD έχει κερδίσει θέσεις σε όλο και περισσότερα τοπικά κοινοβούλια στη Γερμανία. Εκπροσωπείται τώρα σε 10 από τα 16 τοπικά κοινοβούλια και πλησιάζει τακτικά ποσοστά μεταξύ του 10 και 25% στις δημοσκοπήσεις για τις εκλογές στα διάφορα κρατίδια. Αυτό το δυναμικό διατηρείται ακόμα και τώρα, μετά το ρήγμα, αν και έχει συρρικνωθεί από το 14% (το 2016) στο 9% στις εθνικές δημοσκοπήσεις. Μαζί με το Pegida, η AfD δείχνει τη σημαντική διολίσθηση της πολιτικής στη Γερμανία και της γερμανικής κοινωνίας προς τον απολυταρχισμό και τον ρατσισμό – μια τάση που οι κοινωνιολόγοι είχαν περιγράψει εδώ και πολύ καιρό, και η οποία τώρα εγκατέλειψε το βασίλειο ενός σταθερού υπόγειου ρεύματος στον πολιτικό λόγο στη Γερμανία για να βγει πλέον στα ανοιχτά. Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο συμβαίνει μετά το 1945, αλλά είναι δυνατότερο από ποτέ.
Το κόμμα το 2017 και οι επερχόμενες ομοσπονδιακές εκλογές
Σήμερα, η εθνολαϊκιστική τάση έχει βασικά νικήσει. Οι νέοι ηγέτες είναι ο Alexander Gauland και η Alice Weidel. H Weidel υποτίθεται ότι εκπροσωπεί την “μετριοπαθή” πτέρυγα (ψήφισε υπέρ της αποπομπής του Höcke από το κόμμα), αλλά ο φιλελευθερισμός της είναι εντελώς οικονομικός και συνδυάζεται με έναν ανελέητο αντιισλαμικό ρατσισμό.
Οι συγκρούσεις είναι πιο πολύπλοκές – η Frauke Petry και άλλο ένα στέλεχος, ο Jörg Meuthen, οι καθορισμένοι εκπρόσωποι της όχι-τόσο-ακροδεξιάς παράταξης, δεν μπορούν να ανεχτούν ο ένας τον άλλον και έχουν αμφότεροι χρησιμοποιήσει κάθε πιθανότητα στο παρελθόν προσπαθωντας να ξεφορτωθούν ο ένας τον άλλον και τους υποστηρικτές του. Ο Meuthen συγκαταλεγόταν συνήθως μεταξύ των “μετριοπαθών”, αλλά έκτοτε έχει επιδείξει την ανοιχτή υποστήριξή του προς την ομάδα γύρω από τον Höcke και τον Gauland, τόσο ιδεολογικά όσο και προσωπικά. Ούτε είναι ο Höcke, όμως, ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός της εθνολαϊκιστικής πτέρυγας – είναι απλά ο πιο δημόσιος εκπρόσωπος της “Πτέρυγας”. Υπάρχουν άλλοι στην “Πτέρυγα” που, προς το παρόν, συνεργάζονται, αλλά θα μπορούσαν να γίνουν πολύ εύκολα αντίπαλοι διεκδικητές για τις ηγετικές θέσεις· επιπλέον υπάρχει και η “Πατριωτική Πλατφόρμα”. Ο πραγματικός νικητής αυτής της τελευταίας σύγκρουσης φαίνεται να είναι ο Alexander Gauland, ο οποίος δεν βγήκε στο προσκήνιο στη διάρκεια του σκανδάλου Höcke και τοποθέτησε τον εαυτό του, ενώ υποστήριζε τον Höcke, ως έναν από αυτούς που κρατούν ενωμένο το κόμμα. Είναι αυτός που πρότεινε την Alice Weidel ως συνηγέτιδα και έκανε την εθνολαϊκιστική πτέρυγα να την αποδεχτεί. Ο Gauland έχει επωφεληθεί εξαιρετικά από την όλη διαμάχη, παρουσιάζοντας επιτυχώς τον εαυτό τους ως έναν διαιτητή που δεν ανήκει σε καμμιά ομάδα, αλλά έχει από τότε αποδείξει πόσο κοντά βρίσκεται στην εθνολαϊκιστική ιδεολογία του Höcke. Είναι, όμως, πιο επιδέξιος με τα ΜΜΕ και παίζει το παλιό παιχνίδι των προκλήσεων σκανδάλων ως επαγγελματίας πολιτικός που είναι.
Η Weidel είναι μια πραγματικά ενδιαφέρουσα φιγούρα στο κόμμα. Μια οικονομολόγος που κέρδισε το διδακτορικό της με μια ανάλυση του κινέζικου συνταξιοδοτικού συστήματος, επέστρεψε μετά από έξι χρόνια εργασίας στην Κίνα το 2012 για να ριχτεί αμέσως στον ακτιβισμό ενάντια στο ευρώ. Συμμετέχει στο κόμμα από την ίδρυσή του, και θεωρείται ως μια από τις μετριοπαθείς και πραγματικά “ειδήμονες” ιδρυτές. Ζει επίσης σε μια ομοφυλόφιλη σχέση με δυο γιούς· τόσο η σύντροφός της όσο και τα παιδιά είναι έγχρωμα. Αυτό μοιάζει σαν η οικογένεια απόλυτος εφιάλτης για ένα κόμμα που δουλεύει επιθετικά ενάντια στο να δίνεται σε οποιονδήποτε η επιλογή να ζει σε μη-παραδοσιακές, διαφυλετικές οικογένειες. Η Weidel δεν φαίνεται να νοιάζεται που η συνεργάτιδά της στην ηγεσία του κόμματος, η Beatrix von Storch, διατυπώνει ανοιχτά ότι “απεχθάνεται” μια κουλτούρα που ενθαρρύνει LGBT άτομα να ζουν στα ανοιχτά· ερωτώμενη [η Weidel] λέει ότι μπορεί να διαχωρίζει την πολιτική από την προσωπική της ζωή. Όλα αυτά εξακολουθούν να καθιστούν την Weidel το πιο “συμπαθητικό”, πιο μοντέρνο πρόσωπο του κόμματος· ο ανηλεής αλά-Heyek νεοφιλελευθερισμός της μετρά ως “μετριοπαθής” υπ’ αυτές τις συνθήκες.
Αν και προσπαθεί, στις δημόσεις εμφανίσεις της, να εστιάζει στην ειδικότητά της – τα οικονομικά – δεν κάνει πίσω στον αντιισλαμικό ρατσισμό της, ιδιαίτερα στο Facebook, όπου προσπαθεί να κινητοποιήσει κόσμο εναντίον των προσφύγων, μοιράζεται τα ρατσιστικά της ψέμματα σχετικά με τα ποσοστά εγκληματικότητας και άλλα. Αυτή τη στιγμή διεξάγει εκστρατεία για την εκλογή της στο κοινοβούλιο μαζί με τον Markus Frohnmaier, τον ηγέτη της οργάνωσης νεολαίας του κόμματος. Στις εμφανίσεις αυτές, ο Frohnmaier αναλμβάνει τον ρόλο του εκφραστή της ρητορικής μίσους με τις χαλκευμένες στατιστικές, ενώ η Weidel κλαυθμυρίζει για την καταπίεση της “ελευθερίας του λόγου” και ενεργεί ως η ειδικός οικονομολόγος. Από την ίδια την εμπειρία μου, όμως, οι λόγοι της για την οικονομία συνίστανται κυρίως από συγκεχυμένες επεξεργασίες σχετικά με το γιατί το ευρώ είναι κακό και μια περίεργη φετιχοποίηση του γερμανικού μάρκου και των μετρητών. Το κοινό της, όμως, μοιάζει να κολακεύεται από μια ειδικό που επιβεβαιώνει την δική του συγκεχυμένη φετιχοποίηση του μάρκου (καθώς και του χρυσού).
Πολλοί παρατηρητές έχουν χαρεί με τις εσωτερικές διαμάχες στο κόμμα, ιδιαίτερα όταν έχουν ως αποτέλεσμα μια ραγδαία πτώση στο ποσοστά των δημοσκοπήσεων. Πριν από τη εσωκομματική σύγκρουση, το κόμμα έφτασε ποσοστά 13-14% στις δημοσκοπήσεις, που δυνητικά το καθιστούσαν την τρίτη σε δύναμη κοινοβουλευτική παράταξη. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις του δίνουν ποσοστά μεταξύ του 7 και του 11%. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι ο κίνδυνος έχει περάσει. Στο επίπεδο των κρατιδίων (Länder), τοπικές εξτρεμιστικές παρατάξεις έχουν καταφέρει να μπουν στα κοινοβούλια. Στη Θουριγγία, το τοπικό κόμμα (υπό την προεδρία του Björn Höcke) κέρδισε ποσοστό 10,6% το 2014· στην Σαξονία-Anhalt, μια άλλη εθνολαϊκιστική παράταξη υπό τον André Poggenburg μπήκε στο τοπικό κοινοβούλιο το 2016 με ποσοστό 24,3% ως το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα. Στις πρόσφατες εκλογές στο Saarland, που θεωρούνται ως ένας δείκτης για τις εκλογές της ομοσπονδιακής Βουλής τον Σεπτέμβρη, πολλοί ανακουφίστηκαν βλέποντας την AfD να περνά μετά βίας το όριο του 6% (στην Γερμανία ένα κόμμα πρέπει να ξεπεράσει το 5% για να μπει στο κοινοβούλιο)· αλλά η τοπική παράταξη στο Saarland είναι μια από τις πιο δεξιές στην AfD, για την ακρίβεια τόσο εξτρεμιστική που η ομοσπονδιακή ηγεσία εξέτασε ακόμα και την περίπτωση να αποβάλει ολόκληρη την παράταξη (Landesverband) από την AfD, πριν από την διαμάχη με τον Höcke. Συνεπώς, αν και το κόμμα είναι τώρα πολύ πιο ανοιχτά ρατσιστικό και εθνολαϊκιστικό, φαίνεται σίγουρο ότι θα μπει στο γερμανικό ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο. Αυτό δεν έχει προηγούμενο στην γερμανική πολιτική ζωή μετά το 1945. Το ίδιο το NPD κατάφερε μια φορά να φτάσει πολύ κοντά το 1969, σχεδόν μπαίνοντας στην Bundestag με το 4.3% των ψήφων· από τότε, όμως, κόμματα όπως το NPD δεν είχαν ποτέ στην πραγματικότητα τη δυνατότητα να ξεπεράσουν το πολύ-πολύ την αντιπροσώπευση σε λίγα μόνο τοπικά κοινοβούλια.Η AfD έχει καταφέρει αυτό που δεν είχαν καταφέρει οι προκάτοχοί της, το NPD και οι Ρεπουμπλικάνοι: ενώνει ολόκληρο το φάσμα των πολιτικών τάσεων στα δεξιά των καθιερωμένων κομμάτων, από τους δεξιούς συντηρητικούς μέχρι την εξτρεμιστική ακροδεξιά.
Αυτό δείχνει τον πραγματικό κίνδυνο πίσω από την άνοδο της AfD. Είναι ένα σύμπτωμα μια σημαντικής μετατόπισης προς τα δεξιά στην γερμανική πολιτική ζωή, που φέρνει στο προσκήνιο έναν απολυταρχισμό στη γερμανική κοινωνία, ο οποίος ήταν πάντα εκεί αλλά έχει για πολύ καιρό περιοριστεί από τα κυρίαρχα καθιερωμένα κόμματα, καθώς και από τον σχετικό πλούτο και την πολιτική δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια, ο πολιτικός λόγος στη Γερμανία έχει στραφεί έντονα προς τα δεξιά. Μεγάλες αντιπαραθέσεις σχετικά με τον Sarrazin, τον αντιφεμινισμό, την απολογία για τους Ναζί ενός εξέχοντος πρώην παρουσιαστή ειδήσεων ή η επανανακάλυψη του Νίτσε από έναν πολύ γνωστό δημόσιο φιλόσοφο και πρύτανη μιας διαπρεπούς σχολής τέχνης, έχουν μετατοπίσει τα όρια του δημόσιου λόγου ακόμα δεξιότερα μετά το 2010. Η κρίση της Ευρωζώνης, στον απόηχο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008, και η αποκαλούμενη “προσφυγική κρίση” το 2015 έκαναν τα υπόλοιπα για να κινητοποιήσουν μεγάλα τμήματα της μικροαστικής τάξης στο να ψάξουν εκτός των καθιερωμένων κομμάτων. Ο πυρήνας της ιδεολογίας τους υπέρ της ανισότητας θα παραμείνει ακόμα και αν δεν συμβεί το ίδιο για την AfD.