Και τώρα; Κίτρινα γιλέκα, πολιτική και επιστροφή στην τάξη

του AC1

το κείμενο σε pdf

Η “Πράξη 18” των κίτρινων γιλέκων, που αποσκοπούσε να τιμηθεί με αξιοπρέπεια το κλείσιμο της “μεγάλης εθνικής συζήτησης”, απέδειξε ότι το κίνημα όχι μόνο δεν χάνει ταχύτητα αλλά επιλέγει τις στιγμές και τους τρόπους δράσης του, κάτι που του επιτρέπει να επιβάλλει στην εκτελεστική εξουσία το δικό του χρονοδιάγραμμα. Ότι οι ταραχές οι ίδιες κατέκλυσαν το Παρίσι, ότι η διαδήλωση ήταν κάτι παραπάνω από “μπάχαλα”, οφείλεται εν μέρει στη γενική οργή απέναντι στο τείχος σιωπής και περιφρόνησης που ύψωσε το Κράτος, καθώς και σε καθαρά “κυκλικούς” λόγους: τα διάφορα ταυτόχρονα γεγονότα και η ανάγκη υπεράσπισης των κτιρίων των υπουργείων, του μεγάρου των Ηλυσίων και του συμβόλου της Αψίδας του Θριάμβου, άφησαν τη λεωφόρο των Ηλυσίων με ολιγάριθμους αστυνομικούς οι οποίοι παρέλυσαν από τις βίαιες εφόδους των ταραξιών. Θα θυμόμαστε το Σάββατο, 16 Μαρτίου, σαν την ηνμέρα που κάηκαν τα Fouquet και λεηλατήθηκαν τα καταστήματα στη λεωφόρο των Ηλυσίων. Σε λίγα χρόνια, ίσως, στα βάθη της στερημένης επαρχίας, τα μαχαιροπήρουνα από τα Fouquet μπορεί να βγουν για να χρησιμοποιηθούν σε ένα κυριακάτικο γεύμα, και τότε θα τα θυμηθούμε.

Αλλά τώρα τι γίνεται; Ποια κατεύθυνση μπορεί να πάρει το κίνημα των κίτρινων γιλέκων;

Από τις εξαγγελίες του Δεκεμβρίου και την έναρξη του μεγάλου εθνικού διαλόγου του Μακρόν, η γραμμή της κυβέρνησης συνίσταται στο να δηλώνει ότι το κίνημα των κίτρινων γιλέκων δεν έχει θέση ύπαρξης, και ότι αυτοί που εξακολουθούν να κατεβαίνουν στον δρόμο και να καταλαμβάνουν τους κυκλικούς κόμβους είναι απλά ταραχοποιοί, ίσως ακόμα και φραξιονιστές που θέλουν να ανατρέψουν τη Δημοκρατία. Πρόκειται για μια αστυνομική και δικαστική καταστολή σε μια χωρίς προηγούμενο κλίμακα και μια βία που έχει πλήξει πληθυσμούς που δεν έχουν ποινικοποιηθεί εκ των προτέρων εξαιτίας της κοινωνικής τους κατάστασης, για παράδειγμα επειδή μένουν στα προάστια. Η καταστολή ασκήθηκε στον μέσο Γάλλο και αυτή είναι ήδη μια αξιοσημείωτη αλλαγή.

Αντιμέτωπο με αυτό, το κίνημα των κίτρινων γιλέκων κατάφερε να παραμείνει ζωντανό, διατηρώντας την διαταξική του μορφή “από τα κάτω”, θα λέγαμε, συνδέοντας την κατώτερη μεσαία τάξη με μια ισχυρή προλεταριακή συνιστώσα που δεν είναι ειδικά εργάτες, φτωχοί και επισφαλείς εργάτες, συνταξιούχοι ή δημόσιοι υπάλληλοι μεταξύ των πιο φτωχών κλπ. Αυτή η σύνθεση, που δεν είναι ομοιογενής αλλά περιλαμβάνει ισχυρές τοπικές ανισότητες και διαφορές, φαίνεται τώρα να έχει σταθεροποιηθεί δεν πρόκειται σε καμμιά περίπτωση να μας δώσει το κλειδί της κατάστασης. Η υπέρβαση των ταξικών αντιθέσεων δεν περιέχεται σ’ αυτές τις αντιθέσεις, η αντίθεση δεν εγγυάται η ίδια την υπέρβασή της. Το να αξιολογήσουμε αυτό το κίνημα ως προλεταριακό ή όχι δύσκολα θα προάγει την κατανόηση του, όχι περισσότερο από όσο κάποιες ηθικο-ιδεολογικές θεωρήσεις σχετικά με κατά πόσον είναι “φίλος” ή “εχθρός” μας.

Αυτό που μοιάζει προφανές είναι ότι αυτό το διαταξικό σύνολο που έχει συγκροτηθεί από τον Δεκέμβριο μοιάζει τώρα να έχει σταθεροποιηθεί και ότι δεν φαίνεται να πρέπει να επεκταθεί. Πιο συγκεκριμένα, οι δύο τύποι συμμαχιών που εμφανίστηκαν ως πιο πιθανές στη διάρκεια του κινήματος, η συμμαχία με τις “εργατικές γειτονιές” και αυτή με τα συνδικάτα, απέτυχαν να υλοποιηθούν. Όχι ότι όσοι/όσες υφίστανται φυλετικές διακρίσεις ή τα μέλη των συνδικάτων δεν εντάχθηκαν στο κίνημα, αλλά όλα συμβαίνουν λες κι αυτό το κίνημα να παρήγαγε μια εξαφάνιση της κοινωνικής ιδιαιτερότητας όσων εντάχθηκαν σ’ αυτό.

Αυτή η κατάσταση πραγμάτων παράγεται από τον διαταξικό χαρακτήρα του κινήματος: κάθε τομέας της κοινωνίας προσκαλείται να συγχωνευθεί σ’ αυτό το λαϊκό σύνολο, να αποβάλλει τους πολιτικούς και κοινωνικούς δεσμούς τους και να ενωθεί με ολόκληρο τον “λαό”2. Για να είμαστε όλοι μαζί πρέπει να είμαστε οι ίδιοι και είναι δύσκολο να καλεί κανείς τα συνδικάτα να οργανώσουν μια γενική απεργία ενώ, την ίδια στιγμή, τους ζητά να σταματήσουν να υπάρχουν ως συνδικάτα, ή να ζητά από τα άτομα που υφίστανται φυλετικές διακρίσεις να μπουν στο κίνημα για να επιβεβαιώσουν αμέσως ότι ο ρατσισμός επιλύεται μόνος του μέσα από ένα αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη.

Αυτή η ικανότητα ενσωμάτωσης/ολοκλήρωσης ήταν και παραμένει η μεγαλύτερη δύναμη του κινήματος, είναι η επιθυμία του να “κατασκευάσει τον λαό” που είναι η δυναμική του, αλλά βλέπουμε εδώ ότι είναι επίσης και το όριό του και αυτό που το εμποδίζει από το να διευρυνθεί. Είναι το γεγονός ότι ο “λαός” δεν είναι αυτή η εμμενής πραγματικότητα που το κίνημα νομίζει ότι είναι, ότι ολαόςσυγκροτείται διαφορετικά σε κάθε διαταξικό κίνημα.

Τα κίτρινα γιλέκα πασχίζουν να αποδεχτούν το γεγονός ότι τώρα είναι ουσιαστικά ένα κίνημα των φτωχότερων, του μη ενσωματωμένου εργατικού δυναμικού, και αν επιμείνουμε να μιλάμε για μια συνιστώσα “μικροαφεντικών” θα πρόκειται ουσιαστικά για μια εγγύηση “καθολικότητας” και “αξιοσέβαστου”. Στην πραγματικότητα, αυτή η συνιστώσα έχει “τσεπώσει” τα “δωράκια” του Μακρόν (για μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις τέτοια αφορολόγητα μπόνους είναι δώρο για ολόκληρο το νοικοκυριό) και οι έμποροι είχαν εγκαταλείψει το κίνημα πριν από τις διακοπές [των Χριστουγέννων]. Η δυνατότητα ενσωμάτωσης των κίτρινων γιλέκων είναι τώρα ουσιαστικά “προς τα κάτω”, είναι αυτός ο “λαός” για τον οποίο μιλάμε.

Σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στην Αλγερία, όπου όλες οι συνιστώσες της κοινωνίας κατεβαίνουν μαζί στον δρόμο απαιτώντας δημοκρατία, σε διάταξη μάχης σύμφωνη με την δική τους κοινωνική ιεραρχία, δηλαδή κάτω από την ανώτερη μεσαία τάξη και τη μπουρζουαζία, τα κίτρινα γιλέκα συγκροτούν ένα “λαϊκό” σύνολο, με την έννοια ότι μιλάνε με άνεση για “λαϊκές τάξεις” και αυτή είναι η φύση της δικής τους διαταξικότητας. Ο νεαρός δικηγόρος François Boulo, που συμμετέχει στα κίτρινα γιλέκα, λέει ότι στη Ρουέν απέτυχε να πείσει οποιονδήποτε από τους συναδέλφους του να τον ακολουθήσουν στους κυκλικούς κόμβους. Δεν υπάρχουν δικηγόροι ή γιατροί ή πανεπιστημιακοί ανάμεσα στα κίτρινα γιλέκα. Επιπλέον, στις δημοσκοπήσεις, το “70% των Γάλλων” είτε υποστηρίζουν είτε όχι τα κίτρινα γιλέκα, δεν αλλάζει ιδιαίτερα στην κατάσταση αυτή. Σε ποια πολιτική κατάσταση βυθίζεται το λαϊκό σύνολο είναι κάτι που παραμένει να το δούμε.

Το κύριο πρόβλημα των κίτρινων γιλέκων είναι αυτή τη στιγμή η άρνηση διαλόγου με το κράτος. Ο Μακρόν έχει υπαναχωρήσει ήδη μια φορά, σε μια κίνηση εξαπάτησης σχετικά με τα μέτρα που πήρε, αλλά έπρεπε να υποστεί τον εξευτελισμό να παραδεχτεί τα λάθη του/ενός mea culpa και τουλάχιστον να λάβει υπόψιν του το κίνημα. Κανείς δεν ξεγελάστηκε από το γεγονός αυτής της “αναγνώρισης” του κινήματος και ότι επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια βολική ανάκαμψη, και ότι το στήσιμο του “μεγάλου διαλόγου”, τον οποίο τα κίτρινα γιλέκα προκάλεσαν αλλά με τον οποίο ποτέ δεν συνδέθηκαν, έχει ήδη γελοιοποιηθεί αρκετά. Εν πάσει περιπτώσει, κι “αυτοί” [το κράτος?] μετακινήθηκαν για πρώτη φορά σε πολλά χρόνια, κι αυτό είναι ήδη κάτι.

Φαίνεται, όμως, ότι τώρα έχουμε επιστρέψει στη διαχείριση της κρίσης που έχει αποδειχτεί τουλάχιστον από το 2010: μπλοκάρει και δεν “ξαφνιάζεται” [faire bloc et ne pas broncher]. Δεν είναι σίγουρο ότι αυτή η στρατηγική είναι η πιο επιδέξια αλλά, στην πραγματικότητα, είναι δύσκολο να δούμε τι θα μπορούσε εύλογα να κερδίσει η εκτελεστική εξουσία χωρίς να πλήξει το προφίλ της και ιδιαίτερα χωρίς να ανοίξει τον δρόμο σε περισσότερες διεκδικήσεις. Το να υποχωρήσει σχετικά με την εισφορά κοινωνικής αλληλεγγύης από τη φορολόγηση της περιουσίας (ISF) ή κάτι άλλο θα μπορούσε να ήταν δυνατό, με μερικές διευθετήσεις των οποίων τα μυστικά κρατούν οι τεχνοκράτες, αλλά τότε, αυτή η νίκη δεν θα ήταν παρά ενθάρρυνση να συνεχιστεί η πάλη για να κερδηθούν ακόμα περισσότερα, με το απόλυτο ταμπού να είναι το ελάχιστο ωρομίσθιο (SMIC) και τα ελάχιστα κοινωνικά όρια. Το όριο είναι σαφώς διατυπωμένο: το κόστος εργασίας δεν θα αυξηθεί στη Γαλλία. Δεν είμαστε στο 1968, δεν θα υπάρξουν συμφωνίες της Grenelle, όποια και αν είναι η δύναμη του κινήματος, και αυτό το ξέρουν όλοι, έστω και συγκεχυμένα. Ξέρουμε ότι “αυτοί” δεν θα υποχωρήσουν όσον αφορά τα ελάχιστα ή τα επιδόματα.

Αν το κίνημα των κίτρινων γιλέκων έχει αποτύχει μέχρι τώρα να επεκταθεί ενσωματώνοντας άλλους τομείς που πιθανόν να θέλουν να μπουν στον αγώνα, είναι στο πολιτικό επίπεδο που είναι πιθανόν να οικοδομηθεί μια ευρύτερη συναίνεση εντός του. Το επίπεδο της ιδεολογίας είναι αυτό στο οποίο μπορεί να εκδηλωθεί με τον καλλίτερο τρόπο η εσωτερική ιεραρχία του κινήματος, υπό την κυριαρχία της ολιγάριθμης, μορφωμένης μεσαίας τάξης, που ψηφίζει ή μάχεται, και που έχει την ικανότητα να αδράξει στοιχεία ενός κριτικού λόγου που να μπορεί να αντιτεθεί αξιόπιστα τον λόγο της μπουρζουαζίας. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι αν και αυτό το ιδεολογικό επίπεδο είναι πολύ πραγματικό και επηρεάζει τη μορφή των αγώνων, η δραστηριότητα της ίδιας της πάλης δεν περιορίζεται στην ιδεολογική παραγωγή και συχνά την υπερβαίνει/υπερχειλίζει, την ίδια αυτή στιγμή που την παράγει.

Οι ακροδεξιές διαδηλώσεις κυνηγήθηκαν επανειλημμένα, ασκήθηκε κριτική στον E. Chouard και στο UPR, αλλά τα σημεία σύγκλισης αριστεράς-δεξιάς πάνε πολύ πιο πέρα από αυτές τις διαχωριστικές γραμμές, σημάδι ότι το παλιό χάσμα, στην απουσία ενός συγκροτημένου εργατικού κινήματος, δεν έχουν πια και τόσο νόημα. Η διάκριση ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά σήμερα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ζήτημα πολιτισμικής και κοινωνικής διαφοράς, που δεν χρειάζεται καν να σηματοδοτεί το ζήτημα του ρατσισμού, που διαπερνά εγκάρσια και τους δυο χώρους. Μια εγκάρσια χαρτογράφηση της ισλαμοφοβίας και του αριστερού και δεξιού αντισημιτισμού τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια θα μπορούσε να γίνει, για να πάρουμε δύο μόνο από τους κύριους άξονες του πολιτικού ρατσισμού στη Γαλλία, ώστε να παρατηρήσουμε τις επικαλύψεις και τις αποστάσεις κλπ. και να διαπιστώσουμε ότι καλύπτεται ολόκληρο το πολιτικό φάσμα/πεδίο. Είμαστα πολύ μακριά από τα χρόνια του Μιτεράν και τα μικρά κίτρινα χρόνια [et des petites mains jaunes]. Με τον ίδιο τρόπο, έξω από το φιλελεύθερο στρατόπεδο, όταν φτάνουμε στα ζητήματα της κοινωνικής κριτικής και της καταγγελίας των ανισοτήτων, όλοι μιλάνε λίγο-πολύ την ίδια γλώσσα. Αυτή η κοινή γλώσσα, τα στοιχεία της οποίας μπορούν να βρεθούν από τους ακτιβιστές της Attac μέχρι τους συνδικαλιστές περνώντα μέσα από τους ψηφοφόρους του “Εθνικού Συναγερμού” (RN) ή της “Ανυπόταχτης Γαλλίας” (FI), τους οπαδούς των θεωριών συνομωσίας που ψάχνουν στο Διαδίκτυο ή τους αναρχικούς του μπλακ-μπλοκ στο Παρίσι, είναι η θεωρητική βάση του λαϊκισμού, που κατέστησε εφιτκό οι άνθρωποι να μπορούν να μιλάνε επί τέσσερις μήνες μεταξύ τους σε διαδηλώσεις και κόμβους χωρίς να εξαγριώνονται. τα κίτρινα γιλέκα είναι περισσότερο διαπολιτικό παρά απολίτικο κίνημα.

Αυτός ο κοινός λόγος βασίζεται σε μια ολόκληρη σειρά ιδεολογικών αντιθέσεων: πρώτα απ’ όλα η αντίθεση ανάμεσα στον λαό και τις ελίτ, λόγος που βρίσκεται τόσο στον Pinçon-Charlot όσο και στην ακροδεξιά και η οποία παράγει, εστιάζοντας την κριτική στους πλουσιότερους, μια τεχνική λείανση των πραγματικών ταξικών αντιθέσεων, όπως αυτές υπάρχουν στην κοινωνία και οι οποίες απέχουν πολύ από το να ανάγονται στο επίσης απλουστετικό, αλλά και παρωχημένο, σχήμα των εργατών εναντίον των αφεντικών. Επειδή αυτό το κίνημα είναι σαφώς προσανατολισμένο ενάντια στη μπουρζουαζία, δεν μπορεί να δεχτεί ότι άγεται από τθς ανώτερες μεσαίες τάξεις, οι οποίες δεν υποστηρίζουν συγκεκριμένα τον Μακρόν αλλά οποιονδήποτε τους εγγυάται τη δυνατότητα να πλουτίζουν χωρίς να φορολογούνται, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και την κερδοσκοπία με τα ακίνητα, και το δικαίωμα στην κληρονομιά, που “δένει” το όλο πράγμα και εγγυάται ότι “οι σκύλοι δεν γεννάνε γάτες” ούτε οι εργάτες γίνονται καρδιοχειρουργοί.

Είναι αυτή η τάξη που υποστηρίζει ενεργά το υπάρχον φιλελεύθερο σύστημα και βγάζει από τα σπλάχνα της τους εκδότες που στοιχειώνουν το πλατώ των BFM και LCI3, που δεν είναι απλά προπαγανδιστές που πληρώνονται απο την εξουσία αλλά οι εκπρόσωποι τύπου μιας τάξης που δεν είναι αυτή των Bouygues και Bolloré, αλλά οι υπάλληλοί τους.

Αυτή η εστίαση στους “πιο πλούσιους” παράγει μέσα στο κίνημα μια σχετική εξίσωση καταστάσεων που επικυρώνει/επιβεβαιώνει το δικαίωμα κάποιου να πλουτίζει “τίμια”, με άλλα λόγια, δικαιώνει τις φιλοδοξίες των παιδιών της μεσαίας τάξης να σκαρφαλώσει στην κοινωνική σκάλα, κάτι που θα τους επιτρέψει να μπουν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, όπου στη συνέχεια θα σπεύσουν να “κλειδώσουν” τα ταξικά τους προνόμια, όταν για κάποιους ο ισχυρισμός “ζώ από τη δουλειά μου” σημαίνει απλά τη δυνατότητα επιβίωσης. Ο μύθος της φιλελεύθερης αξιοκρατίας παραμένει ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, σε έναν κόσμο στον οποίο για κάποιους “σκληρή δουλειά” σημαίνει απλά ότι δεν είναι στους δρόμους ενώ για άλλους σημαίνει μια κατάσταση συσσώρευσης, ενοικίων και ακινήτων.

Μια άλλη από τις θεμελιώδεις αντιθέσεις στον κοινό λόγο του λαϊκισμού είναι η αντίθεση στο χρηματιστηριακό, τραπεζικό και “κερδοσκοπικό” κεφάλαιο και την αποκαλούμενη “πραγματική” οικονομία. Αυτή η διάκριση τείνει να επικυρώνει ιδεολογικά την άμεση δραστηριότητα των υποκειμένων του κεφαλαίου, εργασία και κατανάλωση, ως πραγματική παραγωγή και κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών, ως ουδέτερη κοινωνική δραστηριότητα, καθοδηγούμενη αποκλειστικά από “ανάγκες” και την ικανοποίησή τους, ή στα λόγια η πλευρά της προσφοράς και της ζήτησης, και να την αντιδρά/αντενεργεί στην “παρασιτική” δραστηριότητα του κεφαλαίου που δεν συνδέεται μ’ αυτή την προηγούμενη δραστηριότητα και την οποία τείνει να καθοδηγεί με την “σωστή έννοια”4. Τα συνδετικά στοιχεία που ανακύπτουν στην περιγραφή αυτή είναι (μεταξύ άλλων) οι επενδύσεις (το κεφάλαιο που επενδύεται δεν προέρχεται ποτέ μόνο από κέρδη του κεφαλαίου αλλά από δάνεια που είναι ένα στοίχημα για την μελλοντική κερδοφορία) και η εκμετάλλευση (αυτά τα μελλοντικά κέρδη δεν παράχθηκαν ποτέ παρά μόνο ως υπεραξία, δηλαδή απλήρωτη εργασία). Το φαινόμενο της κερδοσκοπίας δεν αλλάζει πολλά: χωρίς τραπεζικά δάνεια, δηλαδή χωρίς κεφάλαιο που δεν προέρχεται από τη ίδια την δραστηριότητά του, καμμιά εταιρεία (ή οποιοδήποτε κράτος) δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει με βάση μόνο την υπομονετική επανεπένδυση των δικών της κερδών. Η πίεση από τους μετόχους που επιδιώκουν ένα μέρισμα από την επένδυσή τους δεν διαφέρει θεμελιακά από αυτήν του μικροαφεντικού που θέλει να κερδίσει από τη δραστηριότητά του: χωρίς υπερεργασία δεν υπάρχει υπεραξία. Η ύπαρξη των κεφαλαιαγορών δεν εκφράζει τίποτα άλλο από την τυφλή τάση του κεφαλαίου για συσσώρευση, δεν είναι καμμιά “παρασιτική” πλευρά του καπιταλισμού5.

Αλλά δεν ζούμε σ’ αυτόν τον βουκολικό και πατερναλιστικό κόσμο των μικροαφεντικών που νοιάζονται για τους εργαζόμενούς τους και επανεπενδύουν σεντς με σεντς τα κέρδη τους για να επεκτείνουν υπομονετικά την επιχείρησή τους. Ζούμε στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, στον οποίο παράγουμε μόνο μέσα από διασυνδεδεμένες ροές που έχουν τους δικούς τους κανόνες, στον οποίο η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας rules επιβάλλεται σε όλους μας ως σιδερένιος νόμος (αν μη τι άλλο επειδή, για παράδειγμα, η μέση παραγωγικότητα καθορίζει το κόστος των πρώτων υλών σπρώχνοντας όλους τους επιχειρηματίες να έχουν μια θέση σ’ αυτή την κλίμακα παραγωγικότητας), στον οποίο η εκμηχάνιση και αυτοματοποίηση της παραγωγής είναι αναγκαιότητες της παραγωγής, και συνεπάγονται τεράστιες επενδύσεις σε σταθερό κεφάλαιο, κάτι που προφανώς απαιτεί την παρέμβαση του ήδη συγκροτημένου κεφαλαίου και βαραίνει πάνω στη ζωντανή εργασία6.

Αυτό συμβαίνει επειδή ο σκοπός του κεφαλαίου δεν είναι να παρέχει αγαθά και υπηρεσίες, αλλά να παράγει περισσότερο κεφάλαιο απ’ ό,τι έχει παραχθεί μέχρι τώρα. Σήμερα, ολόκληρος ο πλανήτης δεν είναι πλέον επαρκής για να ικανοποιήσει αυτό που καταναλώνεται από μια οικονομική δραστηριότητα που όχι μόνο είναι ανίκανη να “δώσει δουλειά σε όλους” αλλά παράγει μάζες μίζερων ανθρώπων σε αναλογία με τον “πλούτο” τόσο εμπαικτικά όσο οι στήλες με τα νούμερα της ετήσιας έκθεσης μιας πολυεθνικής, αλλά απείρως πιο καταστροφικά [mais produit des masses de misérables à proportion de « richesses » aussi dérisoires que les colonnes de chiffres du rapport annuel d’une multinationale, mais infiniment plus destructrices]. Μέσα στη νύχτα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, όπου όλες οι γάτες είναι γκρι, δεν θα είναι ποτέ δυνατόν να διακρίνει κανείς αυτούς που επενδύουν στην αποκαλούμενη “πραγματική οικονομία” και αυτούς που εξυπηρετούν μόνο στην αγορά και επαναπώληση για κερδοσκοπικούς σκοπούς: όλα αυτά είναι απλά κεφάλαιο και το κεφάλαιο είναι η μόνη “πραγματικότητα” της οικονομίας. Αυτό που στην καλλίτερη περίπτωση μπορoύμε να κάνουμε είναι η ρύθμιση της δραστηριότητας αυτής ώστε να μην δημιουργεί κερδοσκοπικές φούσκες και να μην βλάφτει τον καπιταλισμό συνολικά, κάτι στο οποίο, για τους ίδιους λόγους, συνήθως αποτυγχάνουμε.

Αλλά θέλουμε πραγματικά να σώσουμε τον καπιταλισμό από τον εαυτό του, και γιατί όλοι οι πολιτικοί λόγοι που παράγονται καταλήγουν, λες σε αντίθεση με μας τους ίδιους, να διαιωνίζουν αυτό που μας συντρίβει;

Από το τέλος του παλιού κύκλου αγώνων και του παλιού εργατικού κινήματος, η ταξική πάλη έχει αποκτήσει ξανά την πιο απλή της έκφραση, αυτήν μιας ταξικής πάλης που επιθυμεί να διασφαλίσει την ύπαρξή της μέσα στο σύστημα το οποίο συγκροτεί από κοινού. Αυτό το σύστημα είναι ο καπιταλισμός, και είναι αναγκαστικά ο καπιταλισμός που αποτελεί τον μοναδικό ορίζοντα των ταξικών αγώνων εντός του. Η αντίφαση που υπάρχει στην πάλη αυτή έγκειται στο ότι η μια από τις τάξεις αυτές, το προλεταριάτο, δεν μπορεί να αναπαραχθεί πλήρως εντός του κεφαλαίου. Η ταξική αυτοάμυνα συγκρούεται τότε με το γεγονός ότι, όντας μια τάξη του κεφαλαίου, η λειτουργία του προλεταριάτου είναι να αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης, αλλά αυτή η εκμετάλλευση είναι ταυτόχρονα συνώνυμη με μια συνεχή αποβολή του από τη διαδικασία της παραγωγής· με άλλα λόγια, στο παρόν επίπεδο ανάπτυξης του κεφαλαίου σε κοινωνική ολότητα, αποβολή εκτός της ίδιας της κοινωνίας, ή τουλάχιστον στα περιθώριά της.

Στους διαταξικούς αγώνες, το προλεταριάτο προσπαθεί να ενωθεί με την κοινωνία των πολιτών, η δρατηριότητα της οποίας βασίζεται στην υπεραξία που έχει ήδη παραχθεί, με σκοπό να επαναεπιβεβαιώσει την παρουσία του στο καπιταλιστικό σύνολο. Αυτό είναι που συμβαίνει με τη διαταξικότητα, με την παραγωγή των ιδεολογικών λόγων που τείνουν να αρνηθούν εκ νέου την ύπαρξη του προλεταριάτου, που εκκενώνουν το ζήτημα της εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας, πάνω στην οποία βασίζεται το κοινωνικό σύνολο. Για να επιβεβαιώσει κοινωνικά τον εαυτό του, το προλεταριάτο πρέπει να δεχτεί να αρνηθεί την πραγματική του κοινωνική ύπαρξη. Καθώς δεν είναι εφικτός οποιοσδήποτε λόγος ταξικής επιβεβαίωσης στον τρόπο παραγωγής, εξαιτίας της πραγματικής κατάστασης της τάξης, στους διαταξικούς αγώνες είναι η διαγραφ της ιδιαιτερότητας της παραγωγικής εργασίας που γίνεται μια στρατηγική της τάξης.

Από πολιτική άποψη, ο λαϊκισμός είναι ο τόπος αυτής της διαγραφής, όπου το προλεταριάτο, αυτή η απίθανη/μη-δυνατή τάξη, εξαφανίζεται στο όλον του “λαού”, που δεν είναι παρά η φυσικοποίηση της κοινωνικής ύπαρξης του καθενός στο κεφάλαιο. Ο λαϊκισμός δεν είναι ένα “κακό κόλπο” που θα μπορούσαμε “εμείς” να το παίξουμε έξω από το προλεταριάτο, παράγεται από τα μέσα, από την ίδια την τάξη, από την κατάστασή της σ’ αυτόν τον κύκλο αγώνων7. Αλλά ό,τι εξαφανίζεται ως προλεταριάτο επανεμφανίζεται ανάμεσα στον λαό ως “φτωχοί” και το κοινωνικό σκάνδαλο παραμένει τόσο ανεξήγητο όσο είναι αφόρητο8.

Θα πρέπει να επιμείνουμε σε ένα σημείο: αν ο “λαός” είναι από την μια πλευρά η ενοποίηση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, είναι επίσης, και συνεπώς εξίσου, ως μια πολιτική κοινωνία (bürgerliche Gesellshaft, σύμφωνα με τον Μαρξ, “αστική κοινωνία”), ένα πολιτικό υποκείμενο. Ως οικονομικό υποκείμενο [ο λαός] δεν μπορεί να θέσει το ερώτημα τι είναι αυτό που του επιτρέπει να ζει, κάτι που είναι η βάση των οικονομικών σχέσεων, γιατί είναι η ίδια η δική του κοινωνική δραστηριότητα, δηλαδή η εργασία και οι μισθοί, η παραγωγή και η κατανάλωση που υπάρχουν, η σχετική ιδιοκτησία, η ατομική ιδιοκτησία από την οποία εξαρτάται κλπ. Αλλά ως πολιτικό υποκείμενο, η ύπαρξή του αντιφάσκει μ’ αυτό, ανάλογα κάπως με τον τρόπο που στον βασισμένο στην ανισότητα μεταξύ των ατόμων χριστιανικό κόσμο του Μεσαίωνα, όλα τα υποκείμενα ήταν ίσα “ενώπιον του Θεού”. Είναι πάνω στην αντίφαση αυτή μεταξύ οικονομικού και πολιτικού και στον ισχυρισμό της υπαγωγής της οικονομίας στην πολιτική που ο λαϊκισμός βασίζει την νομιμοποίησή του. Συνεχίζοντας την θεολογική μεταφορά, η οικονομία θα έπρεπε να αναπαριστά τον κόσμο, το σώμα, την ακάθαρτη ύλη, και η πολιτική την ψυχή, με την πνοή του Θεού, που πρέπει να δώσει σχήμα στην ύλη.

Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν αυτή η έννοια ενός καθολικού πολιτικού υποκειμένου δεν είναι μια επιβίωση του παλιού έθνους-κράτους και του μυστικισμού του, και δεν απαιτεί ένα ξεπέρασμα του καπιταλισμού από άλλες μορφές πολιτικών δεσμών ανάμεσα στα άτομα και τους θεσμούς. Στο παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, η κοινωνική αποσύνδεση ανάμεσα στις διασυνδεδεμένες μητροπόλεις και τις ελίτ που παράγουν και τις περιφέρειες που τις τροφοδοτούν γίνεται μια αναπόφευκτη πραγματικότητα, μια λειτουργική ζωνοποίηση που αντιφάσκει με το καθολικό υποκείμενο των εθνών-κρατών όπως αυτά αναδύθηκαν από την πρώτη βιομηχανική επανάσταση.9 Από κει κι ύστερα, είναι το δημοκρατικό υποκείμενο και οι θεσμοί που ρυθμίζουν την ύπαρξή του που εισέρχεται σε κρίση και απαιτεί να μετασχηματιστεί, με σκοπό να επικυρώσει αυτό το κοινωνικό χάσμα και να το κάνει βιώσιμο.

Ίσως αυτός είναι ο λόγος που ο Maxime Nicolle10 επισημαίνει, με έναν τρόπο που είναι περισσότερο θεωρητικός απ’ ό,τι φαίνεται, όταν ισχυρίζεται ενάντια στον Samuel Hayat11 ότι “η πολιτική είναι η διαχείριση της πόλης”, εκεί που ο Hayat παραμένει “κολλημένος” στην αντίληψη της πολιτικής ως έκφρασης της ταξικής πάλης. Κάποιος μπορεί να συμφωνεί αφηρημένα με τον Hayat σχετικά με αυτή την τελευταία διαβεβαίωση, αλλά το πρόβλημα είναι ότι την διατυπώνει χωρίς να βλέπει σε ποια πολιτική μπορεί να οδηγήσει η ταξική πάλη όχι ως ένα μαρξιστικό δόγμα αλλά όπως υπάρχει πραγματικά. Αν δεν θέτει αυτό το ερώτημα στον εαυτό του, αυτό συμβαίνει επειδή το ερώτημα είναι ήδη απαντημένο για τον ίδιο: στην ορθή έκφραση της ταξικής πάλης το αποτέλεσμά της είναι ο σοσιαλισμός, και για φτάσουμε εκεί χρειαζόμαστε το κόμμα της εργατικής τάξης. Παραδόξως, η έλλειψη ιστορικής προοπτικής του Nicolle μπορεί να τον τοποθετήσει πιο κοντά σ’ αυτό που είναι η τωρινή δυναμική του κεφαλαίου, το τέλος κάθε ιδεολογίας και υπέρβασης, φέρνοντάς τον, ως άτομο του καιρού του, πιο κοντά στον Μακρόν, πιο μακριά από τον Hayat.

Εδώ ίσως υπάρχει ένα σημείο υποστήριξης μιας θέσης για την υπέρβαση των πολιτικών διαιρέσεων μιας άλλης εποχής, και της κατασκευής νέων σχέσεων καπιταλιστικής κυριαρχίας, σε ένα πλαίσιο στο οποίο οι “αναμνήσεις” του “κοινωνικού συμβολαίου” που κληρονομήθηκε από την εξαφάνιση του επαναστατικού Κράτους είναι όλο και πιο εκρηκτικές όσο και αναχρονιστικές. Η καπιταλιστική νεωτερικότητα έχει σκοτώσει τον Θεό, δεν είναι αδύνατο να πρέπει τώρα να αποτελειώσει και το παλιό έθνος-κράτος.

Όλοι αυτοί οι λόγοι και ιδεολογικές κατασκευές διαμορφώνονται θεωρητικά σύμφωνα μ’ αυτό που η Saskia Sassen12 αποκαλεί “μεθοδολογικό εθνικισμό”. Αυτό παράγεται άμεσα από το γεγονός ότι κανείς σήμερα δεν μπορεί να φανταστεί μιαν έξοδο από τον καπιταλισμό που να μην παίρνει από αυτόν τα κεντρικά κοινωνικά στοιχεία: την εργασία που ανταλλάσσεται για χρήμα, χρήμα που εμπορευόμαστε για αγαθά, παραγωγή, εμπόριο και ιδιοκτησία. Αλλά αυτό που η προσέγγιση αυτή δεν μπορεί να καταστήσει συνειδητό είναι ότι είναι τα ίδια τα κράτη που δουλεύουν για την “αποεθνικοποίηση” (Sassen), κι αυτό το κάνουν όχι κάτω από την πίεση της ιδεολογίας ή του δόγματος (το δόγμα και η ιδεολογία είναι μόνο η πολιτική μετάφραση της θέσης των ηγεμόνων στις ταξικές σχέσεις) ούτε κάτω από την πίεση σκοτεινών λόμπυ με λιγότερο ή περισσότερο γαμψές μύτες, αλλά για λόγους κοινωνικής, υλικής και τεχνικής ανάπτυξης του σύγχρονου καπιταλισμού. Αυτός ο ισχυρισμός της προτεραιότητας της πολιτικής που διαπερνά όλο το πρίσμα της αντιπαράθεσης, από τον Lordon13 στον Soral14, είναι γνωστός ως και θέλει να είναι επαναστατικός, αλλά η εν λόγω επανάσταση εδώ δεν προάγει τίποτα περισσότερο από μια πατερναλιστική επιστροφή σε μια προ παγκοσμιοποίησης εποχή που σε μεγάλο βαθμό απλά είναι φαντασίωση. Αυτό δεν σημαίνει το τέλος του καπιταλισμού, εκτός απ’ ό,τι στην φανταστική μορφή μιας συνέχεοας ανάμεσα στον λαό και το ιστορικά παρωχημένο κράτος, είυε σε μια φασιστική είτε σε μια σοσιαλίζουσα είτε ακόμα και σε μια γκωλική μορφή.

Αυτή η εθνολαϊκιστική επανάσταση, η οποία προς το παρόν αναζητά μια πολιτική μετάφραση ανάμεσα στις μάζες, σκοπεύει να ρυθμίσει την κυριαρχία στη ροή αγαθών και κεφαλαίου, να θέσει όρια όπου υπάρχουν επιχειρήσεις και εμπόριο.

Από αυτή την άποψη, είναι καταδικασμένη να αποτύχει σχεδόν ακόμα κι αν καταγάγει μια πολιτική νίκη. Αυτή η αποτυχία καθώς και η επιτυχία, που βλέπουμε σε όλες τις χώρες στις οποίες ο λαϊκισμός είναι επί το έργον, θα γίνει μόνο στις πλάτες των προλετάριων και των πιο αδύναμων.

Εν πάσει περιπτώσει, το μπλοκ σήμερα έχει αποτελεσματικότητα και είναι αυτό που μας δίνει τον τόνο της σύγκρουσης, όπως και τα σημεία ένταση της, που είναι προφανώς πολιτική. Το 1968, ήταν τα ίδια τα αφεντικά που υποχώρησαν στη διάρκεια των συμφωνιών της Grenelle, υπό την αιγίδα της κυβέρνησης, επειδή το 1968 τα αφεντικά ήταν ο στόχος του κινήματος. Σήμερα, το μόνο ζήτημα είναι να κάνουμε το Κράτος να ενδώσει, στο πρόσωπο του Μακρόν, και καθώς όλοι βλέπουν ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, το ζήτημα είναι να εξαναγκαστεί ο Μακρόν να φύγει.

Αυτό είναι το σημείο αφετηρίας της διαταξικότητας, η αντίληψη του Κράτους ταυτόχρονα ως προβλήματος και ως λύσης, και η αδυνατότητα να δει κανείς να ικανοποιούνται τα αιτήματα που παρήγαγαν την αποκρυστάλλωση του κινήματος γύρω από τη φιγούρα και την πολιτική του Μακρόν.

Έχουμε να κάνουμε με ένα μπλοκάρισμα και μια μάχη που μοιάζει να μην έχει άλλη διέξοδο από την ήττα ενός από τους αντιπάλους. Ο Μακρόν ή θα πρέπει να σταματήσει το κίνημα ή να φύγει. Αυτό είναι άλλωστε που περιμένει η αστική τάξη από αυτόν: να κάνει την “βρώμικη” δουλειά της υποταγής του λαού, διατηρώντας ταυτόχρονα την δημοκρατική του νομιμοποίηση και τη συναίνεση/αποδοχή των μεσαίων τάξεων.

Η άσκηση είναι δύσκολη και μας παραπέμπει σε ένα πρόσωπο στο οποίο ο Μακρόν έχει συχνά συγκριθεί και την οποία έχει επίσης ο ίδιος εκθειάσει: την Μάργκαρετ Θάτσερ. Αν βλέπουμε όλες τις ομοιότητες μεταξύ τους ίσως είναι πιο ενδιαφέρον να έχουμε και ένα μέτρο αυτών που τους διαχωρίζει και που κάνει την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε ακόμα πιο εκρηκτική.

Γιατί είναι άλλο πράγμα να απαλλάσσεσαι από μια απαρχαιωμένη βιομηχανική υποδομή και να αναλαμβάνεις την “παράπλευρη” ζημιά που συνοδεύει αυτό, όταν αυτή η “θυσία” της παλιάς εργατικής τάξης συνοδεύεται από την υπόσχεση προς τη μεσαία τάξη της εισόδου σε μια αναπτυγμένη/προχωρημένη φιλελεύθερη κοινωνία και τις προοπτικές που αυτή προσφέρει, και είναι άλλο να εφαρμόζεις ένα κοινωνικό μοντέλο που βασίζεται σε αυξανόμενες δομικές ανισότητες – και αυτό είναι το χάπι που ο Μακρόν πρέπει να δώσει με το ζόρι στα κγ, περνώντας το ευγενικά και στους άλλους15. Πρέπει επίσης να αναρωτηθούμε, σ’ αυτό το στάδιο της σύγκρουσης και σε σχέση με την καταστροφική διαχείρισή της, αν ο Μακρόν και το επιτελείο έχουν επίγνωση των πραγματικών κοινωνικών ζητήματων αυτών που κάνουν, πέρα από το χρονοδιάγραμμα των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που συνεχίζουν να εφαρμόζουν μηχανικά.

Η θέση απόλυτης κυριαρχίας, η εγγύηση να βλέπουμε όλες τις μεταρρυθμίσεις τους να επικυρώνονται από το κοινοβούλιο, η αμείωτη υποστήριξη των ανώτερων μεσαίων τάξεων που τρέμουν στην προοπτική της αμφισβήτησης των προνομίων τους, ανοίγει προς το παρόν μια καταπιεστική λεωφόρο για την εκτελεστική εξουσία, και του επιτρέπει να συνεχίσει να αρνείται το πρόβλημα. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται δύσκολο να μπορέσει να αποτρέψει μια συντριβή του συστήματος [Il parait cependant difficile d’ériger l’écrasement en système].

Η Θάτσερ μπορούσε στην εποχή της να βασιστεί στην σταθεροποίηση του πληθωρισμού και στο άνοιγμα νέων τομέων απασχόλησης, ειδικά στον τριτογενή τομέα, για να κατευνάσει/χαλαρώσει τις εντάσεις που συνδέονταν με την έκρηξη του αριθμού των ανέργων που είχε δημιουργήσει η πολιτική της. Μια καλή “στρώση” εθνικισμού με τον πόλεμο στις Μαλβίνες ήταν αρκετή για να δώσει μια σχετική ηρεμία και να κάνει να ξεχαστεί η συντριβή πάνω στην οποία όλα αυτά βασίζονταν. Σήμερα οι θυσίες δεν συνοδεύονται από καμμιά υπόσχεση, πέρα από αυτήν προς τις ανώτερες τάξεις ότι είναι εγγυημένη η υπακοή των ντόπιων και ότι τα προνόμιά τους θα παραμείνουν προστατευμένα. Σ’ αυτή την στενή βάση, κάποιος μπορεί πάντα να εκλεγεί, με το τίμημα της μαζικής αποχής, αλλά χωρίς να περιμένει ότι θα επευφημηθεί. Η φωτιά δεν πρόκειται να σβήσει.

Αυτό που υποδηλώνει η κρίση διαχείρισης από τον Μακρόν είναι η απομόνωση των κατώτερων τάξεων, και αυτή η απομόνωση αντιστοιχεί στην οχύρωση της εξουσίας και του μπλοκ της αστικής τάξης που την περιβάλλει.

Το χάσμα ανάμεσα στην περιφέρεια και την μητρόπολη στην οποία είναι συγκεντρωμένα τα πολιτικά και οικονομικά κέντρα αποφάσεων, ανάμεσα στις διαδρομές και τους χώρους των σημαδεμένων και ασφαλών σχέσεων των ανώτερων μεσαίων τάξεων που εξαρτώνται από αυτή τη μητρόπολη και την έκθεση σε κάθε λογής κοινωνικούς και οικονομικούς κινδύνους, στους τέσσερις ανέμους των ιδιοτροπιών του κεφαλαίου, για τις κατώτερες τάξεις, βρίσκει την άμεση έκφρασή του στη σύγκρουση ανάμεσα στον Μακρόν και την κλίκα του και τα κίτρινα γιλέκα. Προς το παρόν κανείς δεν μπορεί να πει πώς θα λυθεί αυτή η σύγκρουση, καθώς αποτελεί έκφραση δομικών προβλημάτων που κανένα κυβερνητικό μέτρο δεν μπορεί να επιλύσει.

Σ’ αυτό το αδιέξοδο, όπου κάθε διάλογος είναι αδύνατος και επιθυμείται να είναι τέτοιος, η καταστολή είναι η μόνη απάντηση, και φυσικά αποτελεί τη διαδρομή που επιλέγει το Κράτος. Παρ’ όλα αυτά αν η συντριβή ή η κατάπνιξη του κινήματος είναι ακόμα τεχνικά εφικτή (αν και με μεγάλο πολιτικό κόστος), και αν αυτή η ιδέα δρα παραλυτικά, καθώς ξέρουμε τον αιμοδιψή χαρακτήρα που μπορεί να αποκτήσει ένα κράτος που στρέφεται ενάντια στον πληθυσμό του, θα πρέπει, ωστόσο, να θέσουμε το ζήτημα μιας πραγματικής επιστροφής στην τάξη, την οποία μια συντριβή του κινήματος αδυνατεί να εγγυηθεί, και η οποία πρέπει να βρεθεί, επειδή όποια κι αν είναι η κλιμάκωση της ισχύος, η καταγγελία μιας υποτιθέμενης τρομοκρατικής απειλής και η επίδειξη των όπλων FAMAS των στρατιωτών της επιχείρησης Sentinelle16, αυτό που συμβαίνει δεν είναι (ακόμα) εμφύλιος πόλεμος. Δεν μπορούμε, όμως, να αποκλείσουμε ότι μπορεί να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο αν το φιλελεύθερο καθεστώς επιμείνει να θέλει να συντρίψει οποιαδήποτε αντιπολίτευση/αντίθεση.

Γιατί αν, όπως έκανε η Θάτσερ, και όπως γίνεται τώρα στη Γαλλια, μπορούν να καμφθούν και να ενσωματωθούν τα συνδικάτα, να ηττηθεί μια κατηγορία εργατών όπως οι ανθρακωρύχοι ή οι σιδηροδρομικοί, να απομονωθούν περιθωριακές αναρχικές ομάδες ή το μπλακ-μπλοκ, και αν οι “βάρβαροι” των πόλεων περιθωριοποιούνται άμεσα από το ίδιο το κοινωνικό στάτους τους, είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί ένα διάχυτο και πολυσχιδές/πολυφατριακό κίνημα όπως τα κίτρινα γιλέκα. Αν και ο Μακρόν μπορεί να στέκεται σαν ένα προπύργιο ενάντια στον λαϊκισμό όταν αυτός αναπαρίσταται από την Λε Πεν, το πρόβλημα είναι αρκετά διαφορετικό όταν ο λαϊκισμός δεν είναι πλέον απλά ο επίβουλος λόγος των διψασμέμων για ισχύ ομιλητών αλλά τείνει να συγχέεται με την δραστηριότητα του ίδιου του “λαού”, άσχετα από τον τεχνητό χαρακτήρα αυτής της κατασκευής.

Από τον πόλεμο νομιμοποίησης ανάμεσα στον Μακρόν και τα κίτρινα γιλέκα, ο Μακρόν μόνο νικητής μπορεί να βγει εξ ορισμού, επειδή ο Μακρόν αντλεί την νομιμοποίησή του όχι από τον εαυτό του, αλλά από τη θέση του ως κεφαλή του Κράτους, επειδή είναι ο εγγυητής της τάξης και το τελευταίο προπύργιο της μπουρζουαζίας, η οποία προς το παρόν δεν έχει κανέναν άλλο να προάγει μέσα από την παλιά πολιτική τάξη που να έχει εμπειρία με τις μπίζνες (με κάθε έννοια του όρου). Από αυτή την εκ θέσεως νομιμοποίηση, το Κράτος έχει καταχραστεί σ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, την κακή πίστη, μέχρι τα κραυγαλέα ψέμματα, σχετικά με την αστυνομική βία ή τον αριθμό των διαδηλωτών. Αυτό επιβεβαιώνει ότι κάθε κράτος έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στον πληθυσμό του, όσο διατηρείται η καπιταλιστική τάξη στο εσωτερικό του. Αυτοί που θρηνούν για την απώλεια της κυριαρχίας του Κράτους θα πρέπει να αγαλλιάζουν με το γεγονός ότι αυτή η κυριαρχία τουλάχιστον δεν αμφισβητείται ποτέ στην πραγματικότητα.

Η καταστολή όμως μιας τέτοιας δραστηριότητας αγώνα, ο οποίος δεν αντλεί την νομιμοποίησή του από τη θέση της αλλά από την ύπαρξή της, και η οποία γίνεται στο όνομα των κοινών αξιών που προάγονται από τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, δεν μπορεί να γίνει χωρίς φράσεις (;). Αυτό το κίνημα ανοίγει μια πολιτική στιγμή που κάνει εφικτό να σκεφτεί κανείς την δυνατότητα ενός καινούριου ταξικού συμβιβασμού, που επιτρέπει αυτή την καταστολή, πέρα από την αστυνομική της πτυχή, και την καθιστά ανεκτή σε καθημερινή βάση. Αυτό μπορεί να γίνει με την συναίνεση της μπουρζουαζίας σε παραχωρήσεις αποδεκτές από όλους με σκοπό να αποκτήσει μια σχετική και προσωρινή κοινωνική ειρήνη. Είναι αυτή η φόρμουλα που απομένει να βρεθεί, που θα επέτρεπε στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων να βγει από την αντίφαση που συνιστά η άρνησή του στην πολιτική μαζί με την διαρκή απαίτηση για μια καλλίτερη πολιτική. Η έξοδος, όμως, από αυτή την αντίφαση θα σήμαινε, ταυτόχρονα, και το τέλος των κίτρινων γιλέκων, αφού είναι αυτή που συμβάλλει στο να διατηρείται το κίνημα σε μια αρνητικότητα χαρακτηριστική της τρέχουσας μορφής της ταξική αντίθεσης: αυτό που πρέπει να αποδεχτούμε και ξέρουμε ότι μας συγκροτεί, παρ’ όλα αυτά, το αρνούμαστε.

Η εξίσωση είναι περίπλοκη επειδή στην τωρινή κατάσταση καμμιά αποτελεσματική κοινωνική πολιτική δεν μπορεί να ακολουθηθεί από οποιοδήποτε κράτος χωρίς αυτό να αποκοπεί από την παγκόσμια αγορά, κάτι που κανείς δεν σκέφτεται στα σοβαρά επειδή δεν είναι ζήτημα πολιτικής απόφασης αλλά της δομικής σχέσης των κρατών στον καπιταλιστικό κόσμο17. Δεν κάνουμε ό,τι θέλουμε και περισσότερο από ποτέ σήμερα ο “σοσιαλισμός σε μια χώρα” δεν είναι εφικτός. Από την άλλη, κανένας υπάρχων πολιτικός σχηματισμός δεν φέρνει ένα πρόγραμμα που να δημιουργεί μια τέτοια συναίνεση. Τα ίδια τα κίτρινα γιλέκα δεν εμφανίζουν κάποιους ταυτοποιήσιμους ηγέτες που να μπορούν να κουβαλήσουν ένα θετικό πολιτικό σχέδιο σ’ αυτή την κατεύθυνση, και μάλλον φαίνεται να προσέχουν να μην δημιοιυργήσουν τέτοιους ηγέτες. Επιπλέον, η άρνηση της πολιτικής αποτρέπει επίσης το RN να κεφαλαιοποιήσει αυτή τη μάχη, όπως θα έλπιζε για πολύ καλούς λόγους. Η Λε Πεν είναι ακόμα για πολλούς ο παλιός κόσμος και δεν είναι σίγουρο ότι τα αποτελέσματα των Ευροεκλογών θα είναι πολύ διαφορετικά από αυτά των προεδρικών εκλογών. Τα κίτρινα γιλέκα είναι ένα υποκείμενο που είναι ταυτόχρονα διαθέσιμο αλλά και έντονα αντιστεκόμενο στην πολιτική, κι αυτό είναι ένα από τα θεμέλια της ριζοσπαστικότητας του κινήματος και της δύναμής του να αποσταθεροποιήσει όλους τους θεσμούς, την γλώσσα των οποίων μιλά χωρίς να αποδέχεται ποτέ, μέχρι τέλους, τη λογική τους.

Παρ’ όλα αυτά το κίνημα των κίτρινων γιλέκων φέρει ένα τέτοιο περιεχόμενο που μοιάζει πιθανόν ότι αργά ή γρήγορα ένα κόμμα ή ένας συνασπισμός θα φέρει στους θεσμούς μια τέτοια μορφή διακυβέρνησης που θα ικανοποιεί τις ανάγκες αυτού του νέου ταξικού συμβιβασμού, ανάλογα με τον τρόπο που τα κομμουνιστικά κόμματα και τα συνδικάτα ανταποκρίθηκαν στην εποχή τους στην ανάγκη ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης.

Αυτός ο συμβιβασμός μπορεί να περιλαμβάνει τη δημιουργία, σε χαμηλότερο κόστος, νέων εγγυήσεων και κοινωνικών δικαιωμάτων σε μια στενή δημόσια φιλανθρωπική βάση, για παράδειγμα με μια ενεργητική πολιτική προς τους άστεγους και τους φτωχούς συνταξιούχους, στην επιλεκτική απόδοση/κατανομή κοινωνικής κατοικίας, στην εισαγωγή ενός εγγυημένου εισοδήματος που θα απορροφήσει όλα τα επιδόματα, όλα με αντιστάθμισμα σε όρους διαθεσιμότητας της φτηνότερης προσφοράς απασχόλησης κλπ18. Τρόποι αντιμετώπισης του “λαού” με τη δημιουργία ενός διχτυού ασφαλείας γύρω από τους πιο εξαθλιωμένους και οξύνοντας ταυτόχρονα την εντατικοποίηση στην εργασία, μαζί με τον προφανές “ελατήριο” του στιγματισμού των “τεμπέληδων” και την απόρριψη των ξένων βιώνεται ήδη με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία σε χώρες στις οποίες οι λαϊκιστές άρχισαν να κυβερνούν. Μηχανισμοί αυτο του τύπου, προϊόντα μιας έξυπνης πολιτικής προώθησης, είναι αρκετά πιθανό να αντικαταστήσει το γαλλικού τύπου κοινωνικό σύστημα, αν υπάρξει η φροντίδα να προσαρμοστούν στις απαιτήσει της μετασχηματισμένης εργασιακής δύναμης στον αναδιαρθρωμένο καπιταλισμό. Και εφόσον, επίσης, δεν προκαλούν κάποια αύξηση του κόστους εργασίας για τους καπιταλιστές και δεν φρενάρουν/παρεμποδίζουν την παγκόσμια κυκλοφορία του κεφαλαίου και εγγυούνται την διατήρηση των προνομίων της μητρόπολης. Με άλλα λόγια, τα περιθώρια ελιγμών είναι στενά. Πρόκειται για μια πιθανή λύση, μια αρκετά προσωρινή επίλυση της αδύνατης εξίσωσης ανάμεσα στη οικονομική ύπαρξη του λαού και την πολιτική του ύπαρξη, και αυτή είναι η πρόταση που ο λαϊκισμός κάνει στο κεφάλαιο, όπως είχε κάνει και ο φασισμός στην εποχή του.

Θα μπορούσαν επίσης να υπάρχουν πολλές δυνατότητες για το στήσιμο νέων τοπικών δημοκρατικών μηχανισμών, χωρίς να μιλάμε για το RIC με την έννοια των κίτρινων γιλέκων, που θα επέτρεπε μια δημοκρατική επιβεβαίωση του χάσματος ανάμεσα στη μητρόπολη και την περιφέρεια μέσα από ένα ελεύθερο παιχνίδι λήψης απόφάσεων “μεταξύ” πολιτών, συνδεόμενους με τοπικές αποφάσεις, καθένας στη δική του σφαίρα. Κι εδώ επίσης, οι αθώες παραλλαγές γύρω από την μορφή-δημοψήφισμα είναι τεράστιες και ανοιχτές στην φαντασία πολιτικών επιχειρηματιών κάθε είδους.

Αυτή θα ήταν μια επαρκής πολιτική αντίδραση στο γεγονός ότι τα κίτρινα γιλέκα ισχυρίζονται την επίλυση σε μαζικό επίπεδο των προσωπικών προβλημάτων, τα οποία υπάρχουν ως προσωπικά εξαιτίας των κοινωνικών μετασχηματισμών που είναι σε εξέλιξη. Η “μετανάστευση” αυτής της μάζας είναι προς το συμφέρον του κράτους που έτσι θα πήγαινε πιο πέρα από το ίδιο τον “λαϊκιστικό” του χαρακτήρα με την πολιτική έννοια για να γίνει ένας διαχειριστής συγκεκριμένων καταστάσεων, αποπολιτικοποιώντας τις. Η λεπτή διαχείριση της πλεονάζουσας εργασίας, η αποστολή των πλεοναζόντων στις πιο παράδοξες δουλειές “κοινωφελούς” χαρακτήρα, όπως οι διαλυόμενες δημόσιες υπηρεσίες, θα έκανε διαθέσιμη στους καπιταλιστές μια υπολογίσιμη μάζα φτηνής εργασίας. Πολλές από αυτές τις διαδικασίες είναι ήδη υπό εξέλιξη, όχι μόνο στις αποκαλούμενες “μη φιλελεύθερες δημοκρατίες” (οι οποίες είναι μη φιλελεύθερες μόνο πολιτικά και ποτέ οικονομικά) αλλά στις ίδιες τις φιλελεύθερες κοινωνίες. Θα πρέπει να σκεφτούμε και την υπόθεση ότι ο λαϊκισμός μπορεί να είναι, μετά το υπερφιλελεύθερο κύμα που σάρωσε τον κόσμο από τη δεκεατία του 1980, η καλλίτερη δύναμη για να ολοκληρώσει αυτό που η Saskia Sassen αποκαλεί την “αποεθνικοποίηση του κράτους”.

Αυτή τη στιγμή, στη Γαλλία, δεν έχει ακόμα συγκροτηθεί μια τέτοια πολιτική δύναμη. Η μεγάλη νίκη του Μακρόν, ο οποίος έχει μαζέψει τριγύρω του σε ένα μοναδικό κόμμα όλους αυτούς που έχουν κυβερνήσει για 40 χρόνια, ίσως είναι ο λόγος της μεγαλύτερης ήττας του. Ο φοβερός χαρακτήρας της κατάστασης στην οποία ζούμε είναι ότι ίσως θα έπρεπε να πάμε σε έναν εμφύλιο πόλεμο ή ακόμα και σε μια επανάσταση, απλά και μόνο για να ανανεώσουμε ένα πολιτικό προσωπικό και καινούριους τρόπους κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Αλλά πριν ακόμα φτάσουν σ’ αυτό το σημείο, οι προλετάριοι είναι ακόμα πιθανόν να κινητοποιηθούν με κανέναν άλλο πολιτικό στόχο από το να καταδείξουν την απαράδεκτη φύση αυτής της κοινωνίας. Όσο αυτή η δραστηριότητα ξεδιπλώνεται ελεύθερα χωρίς να μπαίνει κάτω από την καθοδήγηση ενός κόμματος ή ενός πολιτικού λόγου συγκροτημένου ώστε πιθανόν να την καναλιζάρει, και στον βαθμό επιπλέον που η κοινωνική κρίση συζευχθεί με την απειλή μιας οικονομικής κρίσης του τύπου που βιώσαμε το 2008, κανείς δεν μπορεί πραγματικά να πει ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας κατάστασης.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2019/03/25/et-maintenant.

2 Στμ. Ή, ίσως, επειδή η αναδιάθρωση της ίδιας της ταξικής σχέσης έχει “υποβιβάσει” τις ταξικές αντιθέσεις σε ένα είδος “ταυτότητας” (ή ίσως επειδή αυτές οι αντιθέσεις έχουν αποκτήσει πλέον – μέσα από την διαδικασία υπαγωγής στο κεφάλαιο – ένα πλήθος επικαθορισμών οιονεί “ταυτοτήτων”.

3 Στμ. Γαλλικά ΜΜΕ.

4 Στμ. Επίσης θεμελιώδης αντίθεση όντως. Θα λέγαμε ότι η “πραγματική” οικονομία εκτός από άμεση θεωρείται και συγκεκριμένη δραστηριότητα του κεφαλαίου και ως τέτοια αντιπαρατίθεται στην πιο αφηρημένη χρηματοπιστωτική λειτουργία του. Από τη σκοπιά της εγελιανής διαλεκτικής (ή και της συστηματικής διαλεκτικής) του συγκεκριμένου και του αφηρημένου αυτή η αντίληψη της λειτουργίας της σχέσης κεφάλαιο δείχνει ακριβώς την αδυναμία κατανόησης του συγκεκριμένου του αφηρημένου χαρακτήρα του κεφαλαίου, που ως κινούμενη αντίθεση τείνει ακριβώς προς την μεγαλύτερη δυνατή αφαίρεση του χρήματος και επομένως συσκοτίζει τον πραγματικό χαρακτήρα της δυναμικής του κεφαλαίου παράγοντας μιαν αντιστροφή που “φυσικοποιεί” την συγκεκριμένη λειτουργία του κεφαλαίου στο επίπεδο της “παραγωγής/κατανάλωσης” και μέσα από την “αποκήρυξη’ ή καταγγελία αποχαρακτηρίζει, ουσιαστικά, την πιο αφηρημένη του μορφή. Αδυνατώντας να κατανοήσει τον συγκεκριμένα αφηρημένο και τον αφηρημένα συγκεκριμένο τρόπο ανάπτυξης του κεφαλαίου, αυτή η αντίληψη δεν είναι παρά η επικύρωση του κεφαλαίου ως μιας φυσικής διαδικασίας που έχει απλά “στρεβλώσεις”.

5 Στμ. Συσσώρευση που είναι ταυτόχρονα και [η] διαδικασία αφαίρεσης του κεφαλαίου – μέσα από την αυτοπροϋπόθεσή του, της ανάπττυξής του δηλαδή από τις πιο συγκεκριμένες στις πιο αφηρημένες μορφές, από το εμπόρευμα στον εαυτό του, για να θυμηθούμε και την προηγούμενη σημείωση.

6 Στμ. Εξαιρετική και συμπυκνωμένη περιγραφή της συνθήκης του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού με έμφαση ακριβώς στις ροές κεφαλαίου-εργασίας.

7 Στμ. Εξαιρετικό! Ακριβώς! Δεν πρόκειται για συνομωσία του κεφαλαίου, της αριστεράς, των συνδικάτων κλπ. Παράγεται από την ίδια την τάξη!

8 Στμ. Και έτσι αναπαράγεται, φετιχοποιείται η αντίθεση “φτώχειας” – “πλούτου”.

9 Στμ. Ενδιαφέρον! Να το συνδέσουμε με τη ζωνοποίηση και τα σύνορα όπως αναδεικνύονται και στα κείμενα των CrimethInc.

10 Στμ. Maxime Nicolle: Γάλλος ακτιβιστής, γνωστός και ως Fly Rider, μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του κινήματος των κίτρινων γιλέκων.

11 Στμ. Samuel Hayat: Γάλλος ερευνητής, αναπληρωτής καθηγητής στο CNRS (το γαλλικό Εθνικό Κέντρο. Επιστημονικών Ερευνών). Απέκτησε το διδακτορικό του στην Πολιτική Θεωρία στο Πανεπιστήμιο 8 του Παρισιού.

12 Στμ. Η Saskia Sassen κατέχει την έδρα “Robert S. Lynd” της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, και μέλος της Επιτροπής για την Παγκόσμια Σκέψη του ίδιου ιδρύματος. Τα αντικείμενα μελέτης της είναι οι πόλεις, η μετανάστευση και τα κράτη στην παγκόσμια οικονομία, με την ανισότητα, το φύλο και την ψηφιοποίηση ως τρεις κομβικές μεταβλητές που διατρέχουν το έργο της.

13 Στμ. Frédéric Lordon, Γάλλος οικονομολόγος και φιλόσοφος, διευθυντής του Ευρωπαϊκού κέντρου κοινωνιολογίας και πολιτικής επιστήμης στο CNRS. Αποτελεί μια από τις εμβληματικές μορφές του κινήματος Nuit Debout του 2016. Στο έργο του προσπαθεί να ενσωματώσει κάποιες από τις ιδέες του Σπινόζα (όπως αυτή της conatusστα λατινικά προσπάθεια, παρώθηση, δηλαδή της εγγενούς τάσης ενός “πράγματος” να συνεχίσει να υπάρχει και να βελτιωθεί, όπου το “πράγμα” μπορεί να είναι η ύλη, το πνεύμα ή ένας συνδυασμός τους), στη μελέτη της πολιτικής οικονομίας.

14 Στμ. Ο Alain Soral, πολιτογραφημένος ως Alain Bonnet, είναι Γαλλο-ελβετός συγγραφέας, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και κινηματογραφιστής. Ο Soral ξεκίνησε ως κομμουνιστής, για να εργαστεί στη συνέχεια για το Εθνικό Μέτωπο της Λε Πεν, πριν αποχωρήσει το 2009. Το 2007 ίδρυσε την δική του πολιτική ένωση Égalité & Réconciliation (Ισότητα και Συμφιλίωση). Την ίδια στιγμή ξεκίνησε και τον εκδοτικό οίκο KontreKulture, εκδίδοντας αμφιλεγόμενους συγγραφείς και επανεκδίδοντας εξαντλημένα βιβλία. Στις 15 Απριλίου του 2019, καταδικάστησε σε φυλάκιση ενός χρόνου με την κατηγορία της άρνησης του Ολοκαυτώματος, εξαιτίας ενός σκίτσου που δημοσιεύθηκε στο Egalité et Réconciliation.

15 Στμ. Εξαιρετικό σημείο αυτή η διαφοροποίηση!

16 Στμ. Επιχείρηση Sentinelle (γαλλικά: Opération Sentinelle) η στρατιωτική επιχείρηση με 10.000 στρατιώτες και 4.700 αστυνομικούς και στρατοχωροφύλακες, που τέθηκε σε εφαρμογή μετά τις επιθέσεις του Ιανουαρίου του 2015 στο Ιλ ντε Φρανς, με στόχο την προστασία “ευαίσθητων” σημείων της περιοχής από τρομοκρατικές ενέργειες. Ενισχύθηκε περαιτέρω μετά τις επιθέσεις του Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου και είναι μέρος της συνεχιζόμενης κατάστασης έκτακτης ανάγκης στην οποία έχει τεθεί η χώρα μετά τις τρομοκρατικές απειλές και επιθέσεις.

17 Στμ. Εξαιρετικό!

18 Στμ. Πολύ κοντά όντως σε συριζαίικες πολιτικές, ειδικά το κράτος φιλανθρωπίας.

Κίτρινα γιλέκα και θεωρία #1: Προσωρινές θέσεις για τη διαταξικότητα εντός της στιγμής του λαϊκισμού

(το κείμενο σε pdf)

των LG & AC1

Αυτή η συνεισφορά μπορεί να διαβαστεί ως ένα σύνολο προκαταρκτικών σκέψεων, που πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητες για να καταλάβουμε το σε εξέλιξη κίνημα. Όντας στον “πυρετό” των γεγονότων, δεν μπορεί κανείς να θέσει άμεσα τα σημαντικά ζητήματα που ανακύπτουν σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, για να πάρουμε την κατάσταση στα σοβαρά, μας φάνηκε απαραίτητο να λειάνουμε πρώτα το έδαφος αξιολογώντας αρχικά τα ζητήματα αυτά και το θεωρητικό σημείο στο οποίο αναδύονται. Θα ακολουθήσει ένα δεύτερο μέρος, που θα καταπιαστεί με την ταυτοποίηση συγκεκριμένων ορίων στη θεωρία της κομμουνιστικοποίησης που μας εμποδίζουν να λάβουμε υπόψιν αυτό το κίνημα στην ιδιαιτερότητά του και, γενικότερα, παρασιτούν την κατανόηση της ακολουθίας στην οποία βρισκόμαστε. Πρόκειται λοιπόν για μια εισαγωγική φιλοδοξία και ελπίζουμε να μπορέσουμε να απαντήσουμε, όσο γίνεται πιο γρήγορα, τα ερωτήματα που προσπαθήσουμε να ρωτήσουμε εδώ.

1. Αναγκαιότητα της διαταξικότητας

Είναι στην πορεία των αγώνων που ακολούθησαν αμέσως μετά την κρίση του 2008, ιδιαίτερα στην ακολουθία αγώνων που ξεκίνησε στην Ελλάδα το 2009 και με τις αραβικές εξεγέρσεις του 2011, που άρχισε να αναδύεται το ζήτημα της διαταξικότητας ως μια κεντρική συνθήκη των τωρινών αγώνων. Αν οι αγώνες αυτοί έχουν ηττηθεί αυτό οφείλεται στη διαταξικότητα, στην ανανέωση του χαρακτήρα του κεφαλαίου ως απαραίτητου σύνδεσμου μεταξύ όλων των τάξεων της καπιταλιστικής κοινωνίας, στην απαίτηση για μια αυτονομία της κοινωνίας των πολιτών που δεν θα μπορούσε να έχει άλλον ορίζοντα από το Κράτος. Αυτό συνέβη στην Αίγυπτο, όπως και στην Ελλάδα, παρά τους έντονους εργατικούς αγώνες, με τα διάφορα αποτελέσματα που γνωρίζουμε. Είναι λοιπόν λογικό, από την ίδια την μορφή αυτής της ήττας, ότι ο λαϊκισμός, ως μια διαταξική μορφή που αποκρυσταλλώνεται γύρω από την σχέση ανάμεσα στον λαό και το Κράτος, έχει γίνει η τυποποίηση του ορίου των σημερινών αγώνων2.

Οι αγώνες αυτής της περιόδου είναι διαταξικοί όχι μόνο επειδή όλες οι τάξεις θίγονται από την κρίση, και εξαιτίας της γενίκευσης της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης, αλλά επίσης επειδή ο κατακερματισμός του προλεταριάτου δεν έχει παρά ενταθεί και βαθύνει στην τρέχουσα περίοδο. Αυτός ο κατακερματισμός διαφοροποιεί εντός της τάξης ένα κοινωνικά περιθωριοποιημένο προλεταριάτο και ένα περισσότερο “ενσωματωμένο”. Τα “άνω” τμήματα του προλεταριάτου και τα κατώτερα “περιθωριακά” τμήματα της μεσαίας τάξης τείνουν να συγχέονται: εδώ μπερδεύονται εργάτες και εργοδότες, παραγωγή και υπηρεσίες κοκ. Με άλλα λόγια από μια κοινωνιολογική, τουλάχιστον, σκοπιά, φαίνεται τα όρια του ταξικού ανήκειν να γίνονται πορώδη. Όμως αυτή η διαπερατότητα δεν σημαίνει ομοιομορφοποίηση αλλά κατάτμηση: το “κατώτερο” κομμάτι του προλεταριάτου μάλλον απομακρύνεται από το “ανώτερο” κομμάτι του παρά από τη μεσαία τάξη.

Όμως, το τέλος του παλιού εργατικού κινήματος δεν πρέπει να σχετίζεται με τον αριθμό των εργατών ή των εργοστασίων: η περιθωριοποίηση του προλεταριάτου δεν είναι ποσοτική, οφείλεται στον μετασχηματισμό της ίδιας της ταξικής σχέσης, στην αναδιάρθρωση3.

Η κατάτμηση της τάξης υπάρχει από πάντα. Σήμερα μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο στη γενικότερη κίνηση της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου. Σ’ αυτή την κίνηση είναι εντός της συνολικής αναπαραγωγής του κεφαλαίου που το προλεταριάτο έχασε τον ρόλο που είχε, ρόλος που έκανε τους αγώνες μια συνθήκη της [καπιταλιστικής] συσσώρευσης. Παλεύοντας για τα δικά του ταξικά συμφέροντα εντός του κεφαλαίου, το προλεταριάτο ήταν τότε μια θετική μεταβλητή στην εξαγωγή υπεραξίας. Η κατανάλωση των εργατών ήταν κεντρική, οι μισθοί και η κατανάλωση συγκροτούσαν ένα σύστημα: ήταν η όχι τόσο ρόδινη εποχή του φορντικού συμβιβασμού. Αυτή η εποχή έχει παρέλθει. Αυτό που αποκαλούνταν παγκοσμιοποίηση, χρηματιστικοποίηση, άνοιγμα των τελωνειακών συνόρων, αφαίρεση όλων των περιορισμών στις προσλήψεις και στις επενδύσεις και φιλελεύθερη επίθεση, ήταν τα στοιχεία της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου που καθορίζουν την ταξική σχέση σήμερα4, σχέση στην οποία το προλεταριάτο μοιάζει να είναι όλο και περισσότερο δευτερεύον στοιχείο, ακόμα και τροχοπέδη στην παραγωγή αξίας. Η εργασία, αν και πάντα απαραίτητη για την εξαγωγή υπεραξίας, εμφανίζεται ως ένα κόστος, και η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης εξωτερικοποιείται, δεν εμπεριέχεται απλά μόνο στον μισθό. Αυτή η αναδιάρθρωση έχει πλέον τώρα επιτευχθεί πλήρως και το αποτέλεσμά της είναι η τωρινή καπιταλιστική κοινωνία.

Αυτή η κατάσταση καθιστά περισσότερο από απίθανο να δούμε το προλεταριάτο καθαυτό ως τον μοναδικό ενεργό παράγοντα στους μαζικούς αγώνες. Ακόμα και σε περιπτώσεις, όπως στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, όπου η παρουσία των εργατών υπήρξε ίσως πολύ ισχυρή, όντας, σε κάποιες περιόδους, ακόμα και η καθοδηγητική δύναμη στην πάλη, η πολιτική διαμόρφωση του κινήματος επιλύεται με όρους διαταξικότητας και πολιτικής. Ίσως ακόμα, όπως και στην Αίγυπτο, και μιας δικτατορίας.

Για να καταλάβουμε κανείς την αναγκαιότητα της διαταξικότητας στους πραγματικούς αγώνες, πρέπει να δούμε με ποιο τρόπο η αναδιάρθρωση έχει μετασχηματίσει την ίδια την ταξική σχέση επηρεάζοντας, συνεπώς, όλες τις κοινωνικές τάξεις και τον τρόπο με τον οποίο διαφορετικά τμήματά τους συγκρούονται.

2. Αναδιάρθρωση της ταξικής σχέσης

Αν η αναδιάρθρωση κατέστησε παρωχημένο το παλιό εργατικό πρόγραμμα, αυτό συνέβη γιατί το πρόγραμμα συνίστατο σε έναν ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της ταξικής σχέσης συνεπώς και του ίδιου του προλεταριάτου όσον αφορά την κοινωνική του “ουσία”, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνιολογικής έννοιας του όρου. Η “εργατική τάξη” δεν είναι πλέον σήμερα ένα αυστηρό συνώνυμο του “προλεταριάτου”: αν και όλοι οι εργάτες είναι προλετάριοι το αντίστροφο δεν αληθεύει πλέον.

Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι χαρακτηρίζουμε ως προλεταριάτο όλες τις τάξεις που ζουν από τον μισθό. Ένας αυτοαπασχολούμενος επιχειρηματίας, για παράδειγμα, αν και ζει με το καθεστώς ενός εισοδήματος και όχι μισθού, είναι προλετάριος, όπως οποιοσδήποτε άλλος, αφού δουλεύει ως υπεργολάβος και συνεπώς ανταλλάσει την εργατική του δύναμη για ένα κλάσμα κεφαλαίου. Και από την άλλη, το Τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού μιας εταιρείας, αν και μισθωτοί, δεν είναι, προφανώς, προλετάριοι. Επιπλέον, αυτά τα ατομικά παραδείγματα δεν θα πρέπει να μας κάνουν να ξεχνούμε ότι η τάξη δεν συγκροτείται με την προσθήκη ατομικών καταστάσεων: είναι ως κοινωνική εργατική δύναμη που το προλεταριάτο υπάρχει στην αγορά εργασίας, έστω κι αν η αγορά της εργατικής δύναμης από τον καπιταλιστή γίνεται ατομικά.

Η αναδιάρθρωση κατέστησε εφικτή τη γενίκευση της ταξικής σχέσης ενεργούμενη όχι από την μεγαλύτερη κοινωνικοποίηση της εργατικής δύναμης (στην οποία ο Μαρξ είδε την πραγματικά θανάσιμη αντίφαση του κεφαλαίου, την περίφημη αντίφαση ανάμεσα στις “παραγωγικές δυνάμεις και την παραγωγή”, αντίφαση της οποίας η πτώση του ποσοστού κέρδους ήταν μόνο μια έκφραση), αλλά με μια άμεση επιστροφή στην πρόσωπο-με-πρόσωπο σχέση ανάμεσα στον προλετάριο και τον καπιταλιστή: ο αυτοαπασχολούμενος επιχειρηματίας, που κατέχει τα μέσα παραγωγής του, μοιάζει λιγότερο σε έναν “νεοφυή” επιχειρηματία απ’ ό,τι στον προλετάριο του 19ου αιώνα, που είχε ακόμα ένα “πάτημα” στη βιοτεχνία και έφερνε τα εργαλεία του στον χώρο δουλειάς του. Σ’ αυτό το κίνημα, οι παλιές διαμεσολαβήσεις (συνδικάτα, κομμουνιστικά κόμματα, η τοπική δικτύωση συλλόγων, οι αφοσιωμένοι διανοούμενοι κλπ.), που καθιστούσαν το προλεταριάτο μια πλήρη τάξη της καπιταλιστικής κοινωνίας, δίνοντάς της ταυτόχρονα μια ξεχωριστή ταυτότητα, παραπαίουν σταθερά στην εξαφάνιση ή αφορούν ένα πολύ μικρό τμήμα της τάξης.

Αυτός ο μετασχηματισμός της ταξικής σχέσης έχει τώρα ολοκληρωθεί. Δεν έχει απλά μετασχηματίσει το προλεταριάτο, και μάλιστα όχι ενοποιώντας την κατάστασή του αλλά οξύνοντας όλους τους κατακερματισμούς του (θεσμικούς, νομικούς, ιεραρχικούς, ηλικιακούς, έμφυλους, εθνικούς και φυλετικούς, σε όρους διαφορών στο εισόδημα ακόμα και στο στυλ ζωής κλπ.). Έχει συνεπώς μετασχηματίσει τη μορφή των αγώνων, μπλοκάροντας τον δρόμο για οποιαδήποτε ενιοποιημένη έκφραση της τάξης και καθιστώντας τις διαταξικές μορφές πάλης όλο και πιο αναγκαίες, καθώς το προλεταριάτο δεν βρίσκει πια στην ίδια του την ύπαρξη της δυνατότητας της επβεβαιώσής της ως κοινωνικής γενικότητας. Ενώ η γενικότητα του ταξικού ανήκειν στον προηγούμενο κύκλο αγώνων ήταν το υπόστρωμα μιας αληθινής προλεταριακής ενότητας (ήταν η πραγματικότητα του “όλοι μαζί”), σήμερα όλα όσα κάνουν έναν προλετάριο προλετάριο (η θέση του στον καταμερισμό εργασίας, η θέση εκμετάλλευσης, το επίπεδο του εισοδήματός του, το επίπεδο εξειδίκευσης και προσόντων του, το επάγγελμά του κ.λπ.) δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας παράγοντας εξατομίκευσης της τάξης και απομόνωσης5. Αναγώμενος στην εξατομικευμένη του κατάσταση, ο προλετάριος γίνεται (απλά) ένας φτωχός.

Σήμερα, οι συγκεκριμένοι αγώνες δεν μπορούν πλέον να εκφράσουν καμμιά γενικότητα στη βάση της ιδιαίτερης κατάστασής τους: είναι μαζί με τις άλλες κοινωνικές τάξεις που θα πρέπει να παλέψουν οι προλετάριοι για να δουν την κατάστασή τους να αλλάζει μέσα από μαζικούς αγώνες. Μέσα από αυτούς τους αναγκαστικά διαταξικούς αγώνες, η πάλη εκφράζει μόνο την καθημερινή αναφορά της κατάστασης του εργάτη που υπόκειται σε εκμετάλλευση και η σημερινή ισορροπία δυνάμεων τούς οδηγεί συνήθως στην ήττα. Επιπλέον, το προλεταριάτο δεν μπορεί πλέον να παλέψει ως τάξη παλεύοντας ως ένας συγκεκριμένος εργάτης, επειδή οι συνθήκες απασχόλησης (μισθοί, τύποι συμβάσεων, εργασιακές συνθήκες κλπ) συμφωνούνται σε κάθε τομέα ξεχωριστά, από επιχείρηση σε επιχείρηση. Είναι γι’ αυτό τον λόγο, πέρα από το ζήτημα της κακής φήμης των συνδικάτων, που όλοι οι επί μέρους αγώνες εμφανίζονται ως συντεχνιακοί και ανίκανοι να βελτιώσουν τη συλλογική κατάσταση.

Ο τόπος των αγώνων δεν είναι πλέον το μεγάλο εργοστάσιο και η κοινότητα της εργατικής τάξης που έχει πια βαρεθεί και ηττηθεί, η προοπτική δεν είναι πλέον η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής του κεφαλαίου, το οποίο έχει τώρα συγκροτήσει και ολοκληρώσει τη δική του κοινωνία6, αλλά η σχέση που είναι κοινή τώρα για όλες τις τάξεις στην σημερινή μορφή της εκμετάλλευσης, η σχέση με το κράτος, τόσο ως “εγγυητή”7 της διανομής και, συνεπώς, και ως φορέα των “ανισοτήτων” τις οποίες είναι υπεύθυνο να νομιμοποιήσει κοινωνικά· ως φορέα της καπιταλιστικής κυκλοφορίας στην κλίμακα της παγκόσμιας αγοράς, αλλά, επίσης, και φρένου στην ρευστότητα των αρμονικών καπιταλιστικών σχέσεων, σχέσεων που η διαταξικότητα προϋποθέτει αυθόρμητα. Είναι εξαιτίας αυτών των ιδιαιτεροτήτων που δόθηκε στο Κράτος ο ρόλος που ξέρουμε στη διαχείριση της κρίσης του 2008 σε μια παγκόσμια κλίμακα (διάσωση των τραπεζών κ.λπ.), καθώς και σε εθνική (πολιτικές λιτότητας κλπ.), είναι γι’ αυτό που το κράτος είναι ταυτόχρονα το αντικείμενο όλων των προσδοκιών και όλης της κριτικής.

Η εργατική τάξη, το προλεταριάτο οργανωμένο ως η τάξη της εργασίας, δεν πλέον η τάξη που είναι πιθανόν να ενοποιήσει το κοινωνικό σύνολο. Το τέλος της εργατικής ταυτότητας και η αναδιάρθρωση έχουν δημιουργήσει μια κατάσταση στην οποία δεν υπάρχει, αφενός, ούτε μια κοινότητα της εργατικής τάξης, που να γίνει αντιληπτή ως αυτόνομη8, ούτε, αφετέρου, ένας κόσμος παραγωγής για τον οποίον το ζητούμενο θα ήταν να παλέψουμε να τον αποσπάσουμε από τα χέρια της μπουρζουαζίας για να επιστραφεί σ’ αυτή την κοινότητα της εργατικής τάξης ό,τι της ανήκει θεμιτά ώστε να επιτρέψει την ελεύθερη ανάπτυξή του9. Αν πρόκειται να είναι το προλεταριάτο που θα κάνει την επανάσταση, αυτό μπορεί να το κάνει μόνο καταργώντας τον εαυτό του ως τάξη: η επανάσταση δεν μπορεί πλέον να είναι “προλεταριακή”. Πέρα από την επανάσταση, όπως μπορούμε να την (υπο)θέσουμε αξιωματικά μόνο λογικά, δεν υπάρχει τίποτα άλλο από την ύπαρξη του προλεταριάτου στο κεφάλαιο και η αντίφαση της οποίας είναι φορέας. Σ’ αυτό το σημείο βρισκόμαστε. Οι σημερινές κοινωνίες δεν είναι τίποτα άλλο από το αδιαμφισβήτητο αντικείμενο του κεφαλαίου και σ’ αυτές τις κοινωνίες το προλεταριάτο είναι, στην πραγματικότητα, μόνο μια τάξη ανάμεσα στις άλλες. Εφόσον το να αναφερθεί κανείς στο “κοινωνικό” σημαίνει να αναφέρεται σ’ αυτό το μονοσήμαντο αντικείμενο, υπάρχει περισσότερος προοδευτισμός απ’ ό,τι με όρους μόνο του κεφαλαίου10. Αυτό που αποκαλείται “η αριστερά”, που κάποτε ίσως κουβαλούσε το επαναστατικό περιεχόμενο μιας συγκεκριμένης εποχής, δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα άλλο από έναν διαφορετικό τρόπο διαχείρισης του κεφαλαίου, κι αυτός είναι ο λόγος που δεν έχει τίποτα διακριτό να αντιπαρατεθεί με εμφανώς αντιδραστικά κινήματα.

Επιμένουμε να λέμε, όμως, ότι είναι το προλεταριάτο που κάνει την επανάσταση ακόμα κι αν η επανάσταση δεν είναι “προλεταριακή” και ακόμα κι αν η τάξη αυτή είναι μια τάξη ανάμεσα στις άλλες. Αυτή δεν είναι μια δογματική δήλωση ούτε υπόνοια παλιού προγραμματισμού. Αυτό που μας επιτρέπει να διατηρήσουμε θεωρητικά τη θέση ότι είναι το προλεταριάτο που κάνει την επανάσταση είναι η σταθερότητα της εκμετάλλευσης ως μιας αντίθεσης της οποίας ο ένας πόλος είναι το προλεταριάτο.

Η αναδιάρθρωση έχει πράγματι μετασχηματίσει πολλά πράγματα, αλλά δεν έχει αφαιρέσει την ανάγκη για το κεφάλαιο να διατηρεί πάντα το προλεταριάτο στην κατάστασή του ως τάξη, είναι, ίσως, αυτή η ίδια η επαναδιαμόρφωση των τρόπων που διατηρούν αυτή την κατάσταση, όχι ως “δωρεάν δοσμένη” κυριαρχία αλλά ως ένα μέσο συνέχισης της απόσπασης υπεραξίας. Το σχετικά πορώδες μεταξύ του προλεταριάτου και της μεσαίας τάξης που εμφανίζεται σ’ αυτή την συγκεκριμένη ακολουθία και στην διαταξικότητα, συνεισφέρει, παραδόξως, στη διατήρηση του προλεταριάτου ως ολότητας στην θέση εκμετάλλευσής του ή, ακόμα-ακόμα, και ενισχύει αυτή την κατάσταση. Διατήρηση γιατί τα “ευσταθή” τμήματα του προλεταριάτου συμμαχούν με τη μεσαία τάξη στη βάση αιτημάτων που στην πραγματικότητα είναι επακριβώς προσαρμοσμένα στη δική τους κατάσταση. Ενίσχυση γιατί αυτή η συμμαχία γίνεται στην πλάτη των κατώτερων, πιο περιθωριακών τμημάτων του προλεταριάτου που στιγματίζονται ως “αισχροκερδείς” και “παράσιτα”.

3. Μονιμότητα της αντίφασης

Σ’ αυτή την κατάσταση, η διαταξικότητα κυριαρχεί στους αγώνες αλλά αυτό δεν σημαίνει σε καμμιά περίπτωση ότι η αντίθεση που συγκροτεί την κοινωνική ύπαρξη του προλεταριάτου έχει απορροφηθεί και ότι είναι αναγκαίο να αναζητήσουμε κάπου αλλού το “υποκείμενο της ιστορίας”, είτε στη μεσαία τάξη είτε στον “άνθρωπο” ή σε άλλα φαντάσματα του “κοινού”. Δεν υπάρχει υποκείμενο της ιστορίας, καμμιά τάξη δεν είναι κάτι άλλο από μια τάξη του κεφαλαίου: δεν υπάρχει επαναστατική τάξη. Υπάρχει, όμως, μια αντίθεση επί τω έργω που εδράζεται στην εκμετάλλευση και στην τάση του κεφαλαίου να μην μπορεί να αναπαραγάγει την κοινωνία του με τους όρους που τίθενται σε κάθε στιγμή της συσσώρευσής του. Αν το πρωταρχικό αποτέλεσμα της δυναμικής του κεφαλαίου είναι η αναπαραγωγή του ίδιου του κεφαλαίου, αυτή η αναπαραγωγή συντελείται ως καπιταλιστική κοινωνία. Συνεπώς είναι η ίδια η κοινωνία που αποτελεί τον τόπο της αντίθεσης και το όριο που πρέπει να ξεπεραστεί.

Η αντίθεση που υπόκειται της εκμετάλλευσης δεν είναι μια μαγική δύναμη που θα έκανε το προλεταριάτο μια επαναστατική τάξη και τα άτομα επαναστάτες, είναι μόνο η τάση αποβολής ζωντανής εργασίας από την παραγωγική διαδικασία ως μια συνθήκη συσσώρευσης, και η δυναμική που αυτή συνεπάγεται, τίποτα περισσότερο. Υπάρχει ως μια τάση που δεν “εκτινάσσεται έξω από την κοινωνία” (δεν υπάρχει “έξω”) αλλά ως μια τάση αφήνει κατά μέρος τις μέσες συνθήκες της αναπαραγωγής των μαζών των ανθρώπων, συγκροτεί μάζες πλεοναζόντων ως μια συνθήκη ακόμα και της ίδιας της συσσώρευσης, σε μια ατελεύτητη κίνηση. Μια από τις μορφές συγκεκριμένης ύπαρξής της δεν είναι άλλη από αυτό που αποκαλούμε “ανισότητες”. Δεν φέρει καμμιά τελικότητα, καμμιά τάση να υπερβεί οτιδήποτε άλλο εκτός από τους συνεχείς κοινωνικούς μετασχηματισμούς που η ίδια προκαλεί, και τις συγκρούσεις που συνεπάγεται. “Απαλλαγμένη από κάθε ιστορικό ντετερμινισμό, η πτώση του ποσοστού κέρδους εκφράζει μόνο τη σταθερότητα της σύγκρουσης στην καπιταλιστική κοινωνία από την σχέση μεταξύ των τάξεων, μια σύγκρουση που είναι ταυτόσημη με την γενική κίνηση του κεφαλαίου και της κοινωνίας του αλλά που δεν μας δίνει με κανέναν τρόπο τη φόρμουλα για το ξεπέρασμά του. Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους ως μια υλική αντίφαση δεν φέρει καμμιά αφήγηση και δεν περιγράφει τίποτα άλλο από το διαρκώς ανανεούμενο περιεχόμενο της ταξικής πάλης που προσιδιάζει στον καπιταλιστικό κόσμο(“Αρχή της αβεβαιότητας, πάλη των τάξεων και θεωρία”, https://inmediasres.espivblogs.net/incertitude).

Για να είμαστε ακριβέστεροι: η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στη δική μας προσέγγιση και την “κοινωνική” οπτική είναι ότι εμείς, μαζί με τον Μαρξ, θέτουμε την αρχή ότι όλες οι ανισότητες ανάγονται στην απόσπαση πλεονάζουσας εργασίας με σκοπό την παραγωγή υπεραξίας, και συνεπώς ότι είναι η εκμετάλλευση στον ενικό που είναι η πηγή όλων των “ανισοτήτων” στον πληθυντικό11.

Η καπιταλιστική εκμετάλλευση, αυτή που δημιουργεί τις τάξεις και την καπιταλιστική κοινωνία, δεν συνοψίζεται σε ένα επίπεδο μισθών ή εργασιακών συνθηκών: η οικονόμος μιας αστικής οικογένειας, για παράδειγμα, η οποία μπορεί να υποαμοίβεται και να αναγκάζεται να δουλεύει παρενοχλούμενη από τα αφεντικά της, δεν υπόκειται σε εκμετάλλευση, παρά μόνο με την κοινή σημασία της λέξης, κάτι που δεν την αποτρέπει από το να εξεγερθεί12. Δεν υπόκειται σε εκμετάλλευση με τη θεωρητική έννοια του όρου, δηλαδή ότι η τάξη ανταλλάσει την εργατική της δύναμη απέναντι στο κεφάλαιο και παράγει υπεραξία: είναι η σχέση [εκμετάλλευσης] που παράγει την κοινωνική δυναμική του κεφαλαίου, που ορίζει τι τάξεις που την συγκροτούν, μετασχηματίζοντας στην πορεία της συσσώρευσης τις συνθήκες και παράγοντας την ιστορία της. Αλλά πρέπει επίσης να παρατηρήσουμε ότι, αν και έχουμε ορίσει το προλεταριάτο με μια πολύ περιοριστική έννοια, είναι πραγματικά η ύπαρξη της τάξης που παράγει κοινωνικά την οικονόμο μιας αστικής οικογένειας, μαζί με τον μίζερο μισθό της.

Μπορούμε εδώ να παραθέσουμε, εκτενώς, την Théorie communiste: “ Αν το προλεταριάτο δεν περιορίζεται στην τάξη των εργατών που παράγουν υπεραξία, είναι η αντίθεση της παραγωγικής εργασίας που το οικοδομεί. Η παραγωγική εργασία (της υπεραξίας, δηλαδή του κεφαλαίου) είναι η ζωντανή και αντικειμενική αντίθεση αυτού του τρόπου παραγωγής. Δεν είναι μια φύση προσδεμένη στους ανθρώπους […] Αλλά η σχέση της ολότητας του προλεταριάτου με το κεφάλαιο κατασκευάζεται από την αντιφατική κατάσταση της παραγωγικής εργασίας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Το ζήτημα είναι να γνωρίζουμε, πάντα ιστορικά και κυκλικά, πώς αυτή η ουσιώδης (συγκροτητική) αντίθεση οικοδομεί, σε μια δεδομένη στιγμή, την ταξική πάλη, ξέροντας ότι είναι στην ίδια τη φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που αυτή η αντίθεση δεν εμφανίζεται καθαρά, η υπεραξία γίνεται εξ ορισμού κέρδος και το κεφάλαιο είναι αξία σε εξέλιξη(Les Emeutes en Grèce/Οι ταραχές στην Ελλάδα, Théo Cosme, Ed. Senonevero, 2009, σελ. 42).

4. Πάλη για την ενότητα, αγώνας μέσα στον αγώνα

Η διαταξικότητα θέτει την ταξική αντίθεση με όρους που προσιδιάζουν σε μια ιστορική στιγμή στην οποία η ύπαρξη του προλεταριάτου, κοινωνικά και πολιτικά, είναι υπό αμφισβήτηση επειδή το προλεταριάτο δεν επιβεβαιώνεται πλέον στις “στιγμές” του κεφαλαίου.

Στη διαταξικότητα αυτά που διακυβεύονται είναι η σχέση του προλεταριάτου με τον εαυτό του ως τάξης του κεφαλαίου, το ερώτημα της ενότητάς του στους αγώνες έναντι της αποτελεσματικότητας του κατακερματισμού, στον οποίον σταθερά αναφέρεται, το ζήτημα των “συμμαχιών” του, όταν πλέον δεν μπορεί να αναφέρεται στον εαυτό του ως μια αυτόνομη δύναμη, καθώς και το πού ανήκει κοινωνικά.

Το ζήτημα της προσπάθειας οικοδόμησης μιας ενότητας, που είναι αναγκαία στην πορεία οποιουδήποτε αγώνα και πρέπει σταθερά να επανακαθορίζεται, ή ακόμα και να παράγεται ιδεολογικά και πρακτικά, είναι το πρόβλημα της διαταξικότητας. Αυτή η ενότητα μπορεί να αμφισβητηθεί, να διεκδικηθεί ή να επιβεβαιωθεί από λόγους καθώς και από πρακτικές εντός των κινημάτων. Στα διαταξικά κινήματα, το ζήτημα είναι να τοποθετηθεί κανείς κοινωνικά, να πει ποιος είναι και από πού αντλεί την νομιμοποίησή του: υπάρχουν “αυτοί που πληρώνουν για τους άλλους”, “αυτοί που στις 10 του μήνα ξεμένουν πάντα”, “αυτοί που δουλεύουν” και “αυτοί που είναι σε εργασιακά κάτεργα”, και δεν είναι απαραίτητα οι ίδιοι. Παραμένει ένα χάσμα ανάμεσα στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης του προλεταριάτου και του μισθού ως εισοδήματος της μεσαίας τάξης.

Η πάλη στο εσωτερικό, που είναι μια πάλη για ενοποίηση και λαμβάνει χώρα ανάμεσα στις τάξεις και σε τμήματα των τάξεων, είναι εξίσου σημαντική με την πάλη ενάντια στον κοινό εχθρό, με την έννοια ότι αυτή η εσωτερική πάλη προσδιορίζει τον εχθρό, τα χαρακτηριστικά του και το ίδιο το περιεχόμενο του αγώνα. Η μάχη για την ενοποίηση έχει ως στόχο να καθορίσει ποια τάξη θα κυριαρχήσει στη μάχη. Σ’ αυτή την εσωτερική πάλη, πρέπει πρώτα απ’ όλα να ταυτοποιήσουμε την απουσία ή την παρουσία του προλεταριάτου (υπάρχει μια διαταξικότητα “από τα πάνω”, στην οποία είναι η μεσαία τάξη που εκφράζει τον εαυτό της στο όνομα της κοινωνίας) και τη φύση της εσωτερικής δράσης του πάνω στο νόημα του αγώνα, τον τρόπο με τον οποίο ολοκληρώνει τον εαυτό του ή ενσωματώνεται. Πρέπει επίσης να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε ποια τμήματα του προλεταριάτου εμπλέκονται και πώς συναρθρώνονται – προς τα “πάνω” ή προς τα “κάτω” – με τα άλλα κοινωνικά στρώματα. Η προσοχή πρέπει να εστιάζεται σε τρόπους δράσης και πρακτικές, καθώς και σε ιδεολογικούς λόγους και θέσεις, σε μια προσπάθεια να ταυτοποιηθεί η αποκρυστάλλωση των συμβιβασμών της τάξης που διακυβεύονται και τι μπορούν πιθανά, αυτοί οι συμβιβασμοί, να κατακερματίσουν.

Μερικές φορές – όπως για παράδειγμα στην πολύ συγκεκριμένη περίπτωση της κρίσης σχετικά με το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλωνίας – το Κράτος δεν είναι μόνο ο διαιτητής αυτών των αγώνων αλλά αυτό που τις δομεί άμεσα: κόμματα, συνδικάτα, επιχειρήσεις, και το σύνολο της κοινωνίας των πολιτών, μπαίνουν τότε στον αγώνα σε διάταξη μάχης, με την κοινωνική διάταξη με την οποία βρίσκονται στην καπιταλιστική κοινωνία, και την διατηρούν μέχρι το τέλος: η αυτοπροϋπόθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας παράγεται από την ίδια, [η καπιταλιστική κοινωνία] δεν είναι ο τόπος σύγκρουσης, δεν μπορεί να υποστεί καμμιά αποσταθεροποίηση. Σε άλλες περιπτώσεις, η μεσαία τάξη συγκεντρώνει γύρω της, και υπ’ αυτήν, τις άλλες τάξεις και τμήματα τάξεων που μπορούν να συντονιστούν με τα συμφέροντά της: τότε λαμβάνει χώρα μια περισσότερο ή λιγότερο έντονη διαπάλη ανάμεσα σ’ αυτά τα τμήματα της τάξης για τον καθορισμό του νομιμοποιημένου περιεχομένου της ταξικής συμμαχίας.

Ως παράδειγμα, στην περίπτωση της Γαλλίας, και για τα πιο ενσωματωμένα τμήματα της τάξης, ο μύθος του Χρυσού Αιώνα της δοξασμένης δεκαετίας του 1930 είναι ένας χαμένος παράδεισος που πρέπει να ξαναβρεθεί: μια λευκή Γαλλία, όπου οι μετανάστες είναι στη “θέση τους”, όπου οι γυναίκες δουλεύουν περιθωριακά αλλά αφιερώνουν τον εαυτό τους πάνω απ’ όλα στην οικογένεια και τον αρχηγό τους, όπου μια αργή, αλλά σταθερή, κοινωνική άνοδος ανταμοίβει τον τίμιο εργάτη και το τίμιο αφεντικό του που, από κοινού, συνεισφέρουν στον πλούτο μιας χώρας που είναι “δική μας”. Αλλά μέσα από αυτή την εξιδανικευμένη σχέση με το Κράτος και την κοινωνία, είναι στην πραγματικότητα η υπάρουσα σχέση ανάμεσα στις τάξεις που συνεισφέρει στην παραγωγή αξίας, αυτή είναι που “παίζεται” και “δοκιμάζεται” από την ευδιάκριτη διαφορά ανάμεσα στο ιδεώδες και την πραγματικότητα. Το προλεταριάτο μπαίνει με την ιδιαιτερότητά του, ότι είναι η τάξη που παράγει την υπεραξία όπως και με την ιστορία του, που είναι αυτή της ήττας. Δεν συνδέονται όλα τα τμήματα του προλεταριάτου με τον ίδιο τρόπο μ’ αυτό το ιδεολογικό περιεχόμενο. Το προλεταριάτο που υφίσταται φυλετικές διακρίσεις, για παράδειγμα, είναι σχεδόν εντελώς αποκλεισμένο. Όλα αυτά τα στοιχεία θα πρέπει να τα λάβουμε υπόψιν στην ανάγνωση της κατάστασης.

Η διαταξικότητα, στην λαϊκιστική της μορφή “από τα κάτω”, είναι ένας αναγκαίος τρόπος ύπαρξης της ταξικής πάλης μετά το τέλος του παλιού εργατικού κινήματος. Ανοίγει ένα πολιτικό πεδίο που δεν είναι πλέον μαρκαρισμένο επίσημα. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, εμφανίζεται, μεταξύ άλλων, στο τέλος των “κοινωνικών κινημάτων” που ήταν η “ουρά” του εργατικού κινήματος κατά την, πιθανόν τελευταία, ενσωμάτωσή του στη δυναμική του κεφαλαίου. Το τέλος της ιδεολογίας και των πρακτικών στο οποίο επιβιβάζονται από κοινού κόμματα και ενώσεις της αριστεράς και της άκρας αριστεράς, ο συνδικαλισμός και η υπεράσπιση του δημόσιου τομέα, είναι όλο και περισσότερο αντιληπτά από την κρίση του 2008 και μετά. Αυτό δεν οφείλεται σε μια υποτιθέμενη “προδοσία” από τα συνδικάτα ή την αριστερά αλλά σε έναν ριζικό μετασχηματισμο της ισορροπίας δύναμης, που οδήγησε το κεφάλαιο μονομερώς να “τακτοποιήσει” τον παλιό καλό “κοινωνικό διάλογο” στο μουσείο των αρχαιοτήτων, μαζί με τον φορντικό συμβιβασμό και τον κοινωνικό Κεϋνσιανισμό. Αυτά το κοινωνικά κινήματα θεωρούνται εδώ και πολύ καιρό ως το χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που θα έπρεπε να είναι η ταξική πάλη (θυμόμαστε το σύνθημα “παλεύω με μαθήματα”13 του 2010). Οι αδιάκοπες εκκλήσεις για την “σύγκλιση των αγώνων” αντηχούν μόνο στο κενό της απουσίας ενότητας της τάξης. Η ταξική πάλη, όμως, δεν σταματά στις διαδηλώσεις και τις απαιτήσεις της συνδικαλιστικής αριστεράς, δεν σταματά ποτέ, και δεν υπάρχει λιγότερο σε ένα λαϊκιστικό κίνημα, όσο αντιδραστικό κι αν είναι, απ’ όσο υπάρχει στα περίφημα αυτά “κοινωνικά κινήματα”. Το όλο ερώτημα είναι πώς υπάρχει;

Το προλεταριάτο δεν ανήκει ούτε στην αριστερά ούτε στην ριζοσπαστική αριστερά: το προλεταριάτο δεν είναι ένα πολιτικό υποκείμενο, είναι μια τάξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Μαζί με όλες τις άλλες τάξεις, έχει ανέβει στον τρέχοντα κύκλο του καπιταλισμού, ο οποίος δεν φέρει πλέον καμμιά επαναστατική θετικότητα που θα έκανε την επανάσταση να ρέει απλά από το γεγονός ότι το προλεταριάτο υπάρχει ήδη στο κεφάλαιο. Έχει παρέλθει η εποχή που το προλεταριάτο μπορούσε να σκεφθεί ένα μοναδικό βήμα με το οποίο θα μπορούσε να κατακτήσει την εξουσία και να γίνει η κυρίαρχη τάξη: αυτό που ο παρών κύκλος φέρνει είναι η κατάργηση των τάξεων και της κοινωνίας. Το προλεταριάτο, στην αντιφατική του σχέση προς το κεφάλαιο, είναι η τάξη που φέρει την αυτοκατάργησή της. Η επανάσταση δεν είναι ούτε μια επιλογή, ούτε εγγεγραμμένη στην φύση του, ούτε καθοδηγείται από μια ιστορική αναγκαιότητα υπέρβασης της ιστορίας. Μολοταύτα, δεν λείπει τίποτα από το προλεταριάτο για να κάνει την επανάσταση: είναι επαναστατικό έτσι όπως είναι, είτε μας αρέσει είτε όχι (“Ο Ντόναλντ Τραμπ, η αριστερά και η εργατική ψήφος” https://inmediasres.espivblogs.net/trampleftprolet).

5. Αυτοπροσδιορισμός των αγώνων, αντιφατική ενοποίηση του προλεταριάτου

Το αποτέλεσμα αυτών των αγώνων, που πρέπει την ίδια στιγμή να οδηγούν στην παραγωγή της ίδιας της ενότητάς τους ως μέσου και προσδιορισμού των ίδιων των αγώνων, με άλλα λόγια να αυτοκαθορίζονται σταθερά, μόνο δευτερευόντως είναι η πολιτική, με την κλασσική έννοια του όρου: η πολιτική είναι η επίλυση αυτής της σύγκρουσης, η μορφή της επιστροφής στην τάξη. Οι διαταξικοί αγώνες είναι στην πραγματικότητα ένα πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στις τάξεις και τμήματα των τάξεων, με το Κράτος ως διαιτητή, και αυτός είναι ο λόγος που το αποτέλεσμά τους είναι η πολιτική· όμως, σε τελική ανάλυση, το αντικείμενο είναι η ίδια η πάλη. Αυτό που διακυβεύεται είναι η σχέση ανάμεσα στις τάξεις και τα τμήματα των τάξεων που αυτή την περίοδο επανακαθορίζονται διαρκώς, ακριβώς εξαιτίας της κρίσης. Το κεντρικό ζήτημα της διανομής εγείρει, αναπόφευκτα, το ζήτημα της αναδιανομής [répartition], το ζήτημα του υποτιθέμενου αρπάγματος των πόρων από κάποιους καθώς και του ποιοι δικαιούνται ή όχι να επωφελούνται από αυτήν. Οι σχέσεις διανομής, τελικά, περισσότερο αναφέρονται στην πολιτική παρά συγκαλύπτουν τις σχέσεις παραγωγής.

Για τη μεσαία τάξη, η αναπαραγωγή της σημαίνει ευθύς εξ αρχής την αναπαραγωγή της κοινωνίας στο σύνολό της: η θέση της ταξικής της πάλης είναι συνεπώς η πολιτική (με την έννοια ότι η πολιτική θεωρείται λόγος και δράση στην κοινωνία, σε αντίθεση με την “οικονομία”, που ενσωματώνει μια λιγότερο ή περισσότερο εχθρική φυσική τάξη πραγμάτων), και αυτή είναι η αιτία που η μεσαία τάξη έχει το μονοπώλιο της πολιτικής έκφρασης. Μέσα από την πολιτική, η μεσαία τάξη προσπαθεί να διαμορφώσει τα συμφέροντά της ως το γενικό συμφέρον [της κοινωνίας], αυτό είναι που κάνει πάντα, αυτή είναι η πολιτική. Όταν το κάνει αυτό σε ένα λαϊκιστικού τύπου κίνημα, με άλλα λόγια όταν ένα κίνημα αφορά τα κατώτερα τμήματα των μεσαίων τάξεων, τότε αυτό το κίνημα εμπεριέχει αναγκαστικά και ένα ολόκληρο τμήμα του προλεταριάτου: είναι αυτή η τομή που αποκαλείταιλαός”.

Ο όρος “λαός”, πρέπει να θυμόμαστε, δεν είναι κάτι που προϋπάρχει αυτής της πολιτικής συγκρότησης, δεν σηματοδοτεί κανένα είδος ουσιώδους κοινωνικής πραγματικότητας ούτε καμμιά αληθινά υπαρκτή κοινότητα, άλλη από το σύνολο των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων ως τον σύνδεσμο ανάμεσα στα άτομα, κι αυτός είναι ο λόγος που το ζήτημα του ορισμού του “λαού” είναι κεντρικό και πηγή σύγκρουσης.

Αλλά για το προλεταριάτο, στην παρούσα περίοδο, η αναπαραγωγή του δεν συλλαμβάνεται πλέον ως συνολική αναπαραγωγή της κοινωνίας. Το προλεταριάτο δεν μπορεί πλέον, από την κατάστασή του, να προάγει την εργασία, και τη θέση σ’ αυτήν, ως έναν παράγοντα συνολικής οργάνωσης. Δεν μπορεί να είναι από μόνο του ο λαός”. Το προλεταριάτο δεν μπορεί πλέον να συλλάβει τον εαυτό του ως μια τάξη μέσα στο κοινωνικό σύνολο αλλά μάλλον ως μια τάξη ενάντια στο κοινωνικό σύνολο, ή ενάντια στον εαυτό του, με άλλα λόγια μέσα από τον αποκλεισμό των πλεοναζόντων τμημάτων του προς όφελος των πιο ευσταθών. Ο “λαός” αναφέρεται τότε στο κομμάτι εκείνο που θεωρείται παραγωγικό για το καπιταλιστικό κοινωνικό σύνολο, “αυτούς που δουλεύουν και πληρώνουν φόρους”14.

Ο εθνικισμός και ο ρατσισμός παίζουν την παρακάτω ιδιαίτερη λειτουργία μέσα στην τάξη: να εξασφαλίζουν ότι το προλεταριάτο μπορεί να είναι λαός” μέσα στο καπιταλιστικό κοινωνικό σύνολο, που αποτελεί την συνθήκη ύπαρξής του. Αυτή είναι η διέξοδος από την κρίση, σε πολιτικούς όρους, η επίλυση της ταξικής έντασης που τίθεται από τη διαταξικότητα· στην τρέχουσα περίοδο η επίλυση αυτή είναι ο λαϊκισμός.

Όταν το προλεταριάτο μπαίνει στους αγώνες με όλα τα τμήματά του και όχι ενοποιημένο, αυτό δεν γίνεται ούτε την ίδια στιγμή ούτε με τον ίδιο τρόπο από αυτά. Από κει και πέρα, όμως, τα τμήματα που απουσιάζουν από τη μάχη μας λένε εξίσου πολλά με αυτά που είναι παρόντα. Στην περίπτωση των κίτρινων γιλέκων, η σχετική απουσία ζητημάτων στο επίπεδο του δημόσιου λόγου, ιδιαίτερα για τα τμήματα του προλεταριάτου που υφίστανται φυλετικές διακρίσεις, δεν αντανακλά γενικά την πραγματική τους παρουσία στο κίνημα, παρουσία ιδιαίτερα μαζική κατά την έναρξη του κινήματος και, περιστασιακά, στις ταραχές στο Παρίσι, και πιο εμφανώς στην επαρχία (δείτε, για παράδειγμα, στην Τουλούζη στις 8 Δεκεμβρίου) – αυτή η απουσία είναι σημαντική και θέτει ένα ερώτημα. Μπορούμε, παρ’ όλα αυτά, να την σχετικοποιήσουμε, παρατηρώντας ότι άτομα που είναι ήδη περιθωριοποιημένα επειδή υφίστανται φυλετικές διακρίσεις ίσως να διστάζουν να επιβεβαιωθούν ως τέτοια σε ένα κίνημα που ισχυρίζεται ότι είναι “λαϊκό”. Εδώ θα μπορούσε να βρει κανείς την ηχώ μιας παλιάς άρνησης, αυτής των μεταναστών εργατών της δεκαετίας του 1970, που προτιμούσαν να αναφέρονται στη γενικότητα του εργάτη παρά στην ιδιαιτερότητα της δικής κατάστασης, για στρατηγικούς λόγους: δεν έχει μεγάλο νόημα να προσδιορίζεται κανείς ως μια υποκατηγορία των εργατών και να διεκδικεί σ’ αυτή τη βάση. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η απουσία αυτή είναι πιο συγκεκριμένα απουσία της “νεολαίας των προαστίων”, που οφείλεται, πιθανόν, στην επικέντρωση του κινήματος στους φτωχούς εργάτες και τους επισφαλείς, τα ζητήματα των οποίων δεν αφορούν άμεσα αυτή τη νεολαία. Θα μπορούσαμε επίσης να αμφισβητήσουμε την τάση των αριστεριστών να απευθύνουν, περιοδικά, έκκληση στα προάστια και να τα αγνοούν όταν συμβαίνει κάτι σ’ αυτά, όπως το 2005.

Παρόμοια, πρέπει να σημειωθεί ότι αν και οι γυναίκες είναι στην πρώτη γραμμή αυτού του κινήματος (που επιβεβαιώνει τη φύση του ως ένα κίνημα των επισφαλών και των φτωχών εργατών), το κάνουν με έναν τρόπο που εξακολουθεί να βεβαιώνει τον ρόλο τους ως γυναίκες. Το κάνουν ως θηλυκά κοινωνικά άτομα, που φέρουν όλα τα προβλήματα και αντιφάσεις αυτής της συνθήκης. Ενεργούν ως φτωχές εργάτριες αλλά, επίσης, και ως εγγυήτριες της δικής τους οικογένειας, που υφίστανται κι αυτές επίθεση από το Κράτος (και την αστυνομία), που αναγνωρίζουν τον ρόλο τους στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και τον ρόλο τους ως εργάτριες.

Υποθέτουμε τα πάντα πίσω μας…Έτσι θα παλέψουμε για τα παιδιά μας, για να είναι καλά και ευτυχισμένα”, λέει μια γυναίκα σε μια πορεία στο Παρίσι. “Κάθε μέρα είμαστε αντιμέτωπες με προβλήματα, τρέξιμο, μαγειρεύουμε, διαχειριζόμαστε τα οικονομικά, είμαστε συνέχεια ζογκλέρ, χωρίς να παραπονιόμαστε”. Είναι αξιοσημείωτο ότι μια τέτοια υπεράσπιση της οικογένειας και των γυναικών δεν εμφανίστηκε ποτέ ούτε σε μια “Διαδήλωση για όλους15 ούτε σε μια πτυχή του “κυρίαρχου φεμινισμού”: δεν επρόκειτο για προαγωγή της νοικοκυράς ή την καταγγελία της παρενόχλησης στον δρόμο.

Αυτό που χαρακτηρίζει την παρουσία των γυναικών σ’ αυτό το κίνημα είναι ένα παράδοξο “ανάμεσα”. Από τη μια πλευρά, δεν τίθεται ζήτημα μισθολογικής ανισότητας ούτε σεξουαλικής παρενόχλησης στη δουλειά κλπ. Τα “κενά” που βρίσκουμε ότι υπάρχουν θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Από την άλλη, το ζήτημα της επισφάλειας, που έχει μεγαλύτερη βαρύτητα για τις γυναίκες, και είναι στην καρδιά του κινήματος, αναδεικνύεται συχνά. Αυτή η επισφάλεια γίνεται επίσης κατανοητή ως μια “διπλή ποινή” που βαραίνει τις γυναίκες: τα “οικογενειακά τους καθήκοντα” είναι αδύνατον να εκπληρωθούν κάτω από τις συνθήκες επισφάλειας που τους επιβάλλονται. Δεν έχουμε να κάνουμε με την απόρριψη αυτής της ίδιας της αντιστοίχισης αυτών των καθηκόντων αλλά με την καταγγελία από τις γυναίκες της αδυναμίας να διατηρήσουν όλους τους κοινωνικούς τους ρόλους ταυτόχρονα. Από τη μια πλευρά, υπήρξαν, στη συνέχεια, “γυναικείες διαδηλώσεις” τις Κυριακές, που ακολουθούσαν τις μεγάλες διαδηλώσεις του Σαββάτου. Αν και στις συγκεντρώσεις αυτές δεν κυριαρχεί ένα φύλο, ξεκινάνε από γυναίκες και απευθύνονται στις γυναίκες. Από την άλλη, αυτές οι πορείες έχουν απλά συνοψιστεί (τουλάχιστον δημοσίως) ως πορείες ενάντια στη βία.

Βασικά, ακόμα κι αν οι γυναίκες δεν επιτίθενται στην κατάστασή τους ως γυναίκες (κάτι που θα συνεπαγόταν απαραίτητα μια αντιφατικότητα και τη συγκρότησή τους ως ενός καθορισμένου τμήματος στον αγώνα), είναι παρ’ όλα αυτά ακόμα παρούσες και ενσωματώνονται ως πλήρως συμμετέχουσες στο κίνημα αυτό. Με άλλα λόγια, η απουσία μιας συγκρουσιακής εμφάνισης των ιδιαίτερων προβλημάτων τους μπορεί να σημαίνει την αορατοποίησή τους. Αλλά, πρέπει να τονιστεί ότι οι γυναίκες εμπλέκονται πραγματικά στο κίνημα αυτό και ότι αυτή η ένταξή τους δεν έχει γίνει με την προϋπόθεση μιας πλήρους διαγραφής αυτών που τις χαρακτηρίζουν. Η ένταξή τους στον λαό έχει γίνει ως γυναικών, ό,τι κι αν πει κανείς (αντίθετα, μπορούμε να φανταστούμε μια όχι μεικτή κυριακάτικη πορεία για τα άτομα που υφίστανται φυλετικές διακρίσεις;). Σε ένα ειλικρινά λαϊκιστικό κίνημα, με ακροδεξιά τάση, βρίσκουμε, αντίθετα, τη βίαιη επιστροφή των γυναικών στη συγκεκριμένη τους κατάσταση. Αυτό φανερώνεται γύρω από ζητήματα σχετικά με την οικογένεια, τον σεξουαλικό έλεγχο των γυναικών (εκτρώσεις κλπ.), ακόμα και την πλήρη αποπομπή των γυναικών στο σπίτι. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι η κατάσταση είναι αμφίσημη.

Οι τάξεις και τα τμήματα τάξεων που είναι παρόντα σε ένα διαταξικό κίνημα δεν αναμειγνύονται απλά μεταξύ τους, δρουν μαζί και το ένα πάνω στο άλλο, πρακτικά και πολιτικά, είτε για να αλληλοαποκλειστούν, είτε για να συμμαχήσουν, για να αρνηθούν το ένα την ύπαρξη του άλλου, για να αντιπαρατεθούν ή απλά για να αλληλοχαρακτηριστούν. Συνεπώς, τα κινήματα έχουν μια δυναμική και μια χρονικότητα, την οποία είναι αναγκαίο να συλλαμβάνουμε κάθε φορά στην ιδιαιτερότητά της. Ειδικά στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων, όλοι έχουν αναγκαστεί να πάρουν μια θέση – ακόμα κι αν η συγκροτητική τάση που είχε ως στόχο τη “δημιουργία του λαού” είναι, τελικά, η κυρίαρχη μορφή που παίρνει το κίνημα, η πολιτική του μορφή, ο τόπος της επίλυσης της σύγκρουσης. Αν για παράδειγμα η “Κίνηση για το Δημοψήφισμα” (RIC) πετύχει να επιβληθεί ως ένα κεντρικό αίτημα του κινήματος, αυτό πρέπει να κατανοηθεί ως μια ταξική νίκη του τμήματος εκείνου που βρίσκει τα συμφέροντά του στην πολιτική, και που θα ήταν απλουστευτικό να περιγράψουμε ως “μεσαία τάξη”. Μια τέτοια νίκη, αν και μπορεί να διευκολυνθεί από την περίοδο και τη φύση των εμπλεκόμενων δυνάμεων, δεν έχει επιτευχθεί και παραμένει επισφαλής.

Αλλά ένα λαϊκιστικού τύπου και, σε μεγάλο βαθμό, αυθόρμητο κίνημα όπως τα κίτρινα γιλέκα δεν θα μπορούσε να αποφύγει εντελώς την εισβολή των τμημάτων της τάξης που δεν ήταν παρόντα στην αρχή. Όταν μιλάμε για τον λαό, και στο όνομα του λαού, καταλήγουμε να τον δούμε μπροστά μας16 και τότε τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν πολύ γρήγορα.

6. Λαϊκισμός και Κράτος

Η ταυτόχρονη παρουσία ανταγωνιστικών τμημάτων της τάξης σε έναν αγώνα δεν μπορεί να επιλυθεί αρμονικά και χωρίς να βασίζεται στο αίτημα για μια δίκαιη αναδιανομή εισοδήματος από το Κράτος, δεδομένου ότι το αίτημα αυτό δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, καθώς και εξαιτίας αυτών των ίδιων των ταξικών ανταγωνισμών. Και ο τελευταίος ειδησειογράφος του BFMTV17 έχει τονίσει εκατοντάδες φορές στη διάρκεια του κινήματος των κίτρινων γιλέκων: δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε τους πάντες και ειδικά, θα προσθέταμε, το προλεταριάτο. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί δικαιολογημένα ότι ο λαϊκισμός συνίσταται ακριβώς στο γεγονός της συγκράτησης αυτών των ανταγωνισμών σε ένα προσωρινό πολιτικό σύνολο, που πρέπει όμως να παραχθεί. Ο λαϊκισμός δεν πέφτει από τον ουρανό σαν ένα “κυκλικό” δώρο που η περίοδος κάνει στο κεφάλαιο, προκύπτει μόνο ως το πάντα εύθραυστο αποτέλεσμα διαρκών εσωτερικών αντιθέσεων.

Ο λαϊκισμός είναι ο τόπος της ταξικής πάλης. Το ότι το προλεταριάτο εμπλέκεται σ’ αυτήν την πάλη, ή ακόμα και ότι μπορεί να κυριαρχήσει, δεν εγγυάται, με κανέναν τρόπο, την επαναστατική μοίρα των αγώνων. Ο λαϊκισμός μπορεί πολύ καλά να υπάρχει με την πολιτική ενσωμάτωση μεγάλων τμημάτων του προλεταριάτου, αυτό αποτελεί ίσως και την ίδια τη λειτουργία του18. Παρ’ όλα αυτά, το προλεταριάτο, όντας η τάξη που φέρει την αντίφαση του τρόπου παραγωγής19, εισάγει ένα στοιχείο διαρκούς αστάθειας, με την έννοια ότι είναι ο τόπος της διαρκούς σύγκρουσης που μας φέρνει αντιμέτωπους με το κεφάλαιο, της εκμετάλλευσης: για κανένα ευσταθές ή ενσωματωμένο τμήμα του προλεταριάτου δεν υπάρχει εγγύηση ότι θα παραμείνει τέτοιο μακροπρόθεσμα. Αυτή η σύγκρουση δεν επιλύεται, όπως θα ήθελε η αριστερά, θέτοντας μεν το “κοινωνικό ζήτημα” ως κεντρικό αλλά αφήνοντας την επίλυσή του στους “κοινωνικούς εταίρους”. Το προλεταριάτο, είτε μας αρέσει είτε όχι, δεν μπορεί να απορροφηθεί ειρηνικά στο όλον του κοινωνικού σώματος.

Παρ’ όλα αυτά, η αντίθεση της εκμετάλλευσης δεν είναι μια φυσική δύναμη του κεφαλαίου, ένα είδος παγκόσμιας βαρύτητας που θα εφαρμοζόταν παντού ομοιόμορφα. Είναι, πάνω απ’ όλα η ιστορία των ταξικών σχέσεων, και οι αντίρροπες τάσεις της είναι ακριβώς αυτό που προσδίδει στο κεφάλαιο τη δυναμική του20. Η αντίθεση, αν και στην καρδιά της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης, δεν υπάρχει πάντα και παντού με τον ίδιο τρόπο, διαφορετικά ο καπιταλισμός θα ήταν ένα θνησιγενές σύστημα. Να μιλήσουμε για το Κράτος και τον λαϊκισμό σημαίνει να μιλήσουμε για συγκεκριμένα κράτη, το καθένα με την οικονομία του, που ταιριάζει με τον δικό της τρόπο στην καπιταλιστική οικονομική ολότητα, κράτη τα οποία πρέπει να υλοποιήσουν εντός τους, και υπ’ αυτές τις συνθήκες21, μια κάποια ενσωμάτωση των τάξεων.

Πρέπει λοιπόν να παρατηρήσουμε ότι όταν θεωρούμε τα λαϊκιστικά κινήματα σε παγκόσμια κλίμακα, όλα έχουν αναπτυχθεί σε περιορισμένους εθνικούς χώρους και σύμφωνα με ιδιαίτερα θέματα στους χώρους αυτούς. Οι λαϊκιστικές πολιτικές της περιόδου μπορούν να κατανοηθούν μόνο με όρους των περιοχών του καπιταλιστικού χώρου μέσα στον οποίο έχουν εφαρμοστεί. Ο λαϊκισμός έχει κοινά θέματα που τον κάνουν ένα συνεπές ιδεολογικό συνεχές, περιλαμβάνοντας πρώτα και κύρια τον εθνικισμό και την απόρριψη των ξένων από τη βάση του λαού που σχετίζεται με τον εθνικό του χώρο· όμως το εμπόριο και ο ανταγωνισμός δεν αποτελούν έναν λείο χώρο, κάτι που θα καθιστούσε εφικτό τον καθορισμό μιας λαϊκιστικής πολιτικής και την εφαρμογή της παντού με τον ίδιο τρόπο.

Πρέπει να υπάρχει μια λαϊκιστική οικονομία, και ο λαϊκισμός δεν μπορεί να αρκείται στα λόγια. Στη Γαλλία, ο ρόλος του ιδεολογικού ταραχοποιού, που στη δεκαετία 1980-1990 είχε ο Ζαν Μαρί Λε Πεν, έχει αλλάξει (με επώδυνο τρόπο και με σημαντικές εσωτερικές εντάσεις, όπως η πιθανότητα ενός Frexit, για να μην αναφερθούμε στον αντισημιτισμό κλπ.) σε έναν πιθανό κυβερνητικό ρόλο: οι λαϊκιστές πρέπει τώρα να σκεφτούν την πιθανότητα να κυβερνήσουν εντός του κεφαλαίου. Καθώς δεν είμαστε πλέον στη δεκαετία του 1930, αυτό δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια εθνικιστική και προστατευτική πολιτική με υπερβολές (δεν είναι όλα τα κράτη η Αμερική του Τραμπ), πρέπει να βρεθούν τρόποι εγγραφής στην παγκόσμια αγορά και ταυτόχρονα διαχείρισης της εργασιακής δύναμης.

Για χώρες στην Ανατολική Ευρώπη, όπως η Πολωνία ή η Ουγγαρία, έχουμε να κάνουμε με αγορές όπου το κόστος εργασίας είναι χαμηλό, με έναν παλιό βιομηχανικό εξοπλισμό, ο εκσυγχρονισμός του οποίου είναι ο ίδιος μια πηγή υπεραξίας, κάτι που, ως αποτέλεσμα, γίνεται πόλος έλξης για τους επενδυτές μετά την κρίση22. Στις περιοχές αυτές, το ΑΕΠ αυξάνεται, με την υποστήριξη επίσης (κι αυτό είναι παράδοξο) των ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών Ταμείων που εισήχθησαν μετά την κρίση. Αυτές οι χώρες “ωθούν” την ανάπτυξη της Ευρώπης και ο λαϊκισμός μπορεί να επιτρέψει μια κάποια αναδιανομή, σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια, γεγονός που μοιάζει να επικυρώνει το “κοινωνικό μοντέλο” του23.

Στο εσωτερικό της καπιταλιστικής τάξης, ο λαϊκισμός μπορεί να είναι επίσης το σημείο ανταγωνισμού ανάμεσα στις αστικές τάξεις για τη στρατηγική πρόσβαση σε πόρους που προσφέρονται από την κρατική εξουσία (μεταφορές, επικοινωνίες, δημόσια έργα κλπ.)24. Οικονομική και πολιτική εξουσία, τότε, συγχωνεύονται, με την πρόσβαση στην κρατική εξουσία να επιτρέπει, επίσης, σε συγκεκριμένα τμήματα της μπουρζουαζίας να επηρεάζουν το παγκόσμιο εμπόριο. Αυτή η ταξική πάλη, εσωτερική στην αστική τάξη, πρέπει επίσης να παρατηρηθεί λεπτομερώς.

Οι λαϊκιστικές οικονομικές πολιτικές είναι δυνατές επειδή αποτελούν μέρος μιας συγκεκριμένης περιόδου, γεγονός που τονίζει, την ίδια στιγμή, τα όρια αυτού που μπορούμε να πούμε ως “στιγμή” του λαϊκισμού. Δεν είναι μόνη η αέναη πτώση του ποσοστού κέρδους που διακυβεύεται, αλλά μια συγκεκριμένη πολιτική και οικονομική κατάσταση που, στην περίπτωση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, βλέπει τον λαϊκισμό να “σερφάρει” κόντρα στις αντίθετες, συνολικά, τάσεις των ποσοστών κέρδους, επιτρέποντάς τους να εφαρμόζουν, υπό συνθήκες, αναδιανεμητικές πολιτικές ενώ, την ίδια στιγμή, τις αναγκάζει να προσαρμόζονται στο ευρωπαϊκό φιλελεύθερο οικονομικό σύνολο. Επιπλέον, αυτές οι αναδιανεμητικές πολιτικές δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίζονται από τον επιλεκτικό χαρακτήρα τους, από την επιβεβαίωση των έμφυλων και φυλετικών διακρίσεών τους και από μια αυταρχικότητα που επιτρέπει, όταν αλλάξει ο αέρας της ανάπτυξης, την ακόμα πιο άγρια καταστολή των ανυπότακτων στοιχείωβ στο όνομα του “λαού”, καταπίεση που μπορεί να στηριχτεί και σε ένα πελατειακό τμήμα του προλεταριάτου. Ο λαϊκισμός δεν ακυρώνει τις ταξικές εντάσεις, τους δίνει ένα συγκεκριμένο νόημα.

Η αντιμετώπιση αυτών των εσωτερικών εντάσεων, που δεν είναι τίποτα άλλο από την ταξική δόμηση των καπιταλιστικών κοινωνιών, είναι προφανώς ο ρόλος του Κράτους, είναι η λειτουργία του, σε καιρούς κρίσης αλλά και σε καιρούς ευμάρειας, και αυτός είναι ο λόγος που ο συνομιλητής, ο άλλος, ο αδελφός-εχθρός25 και το μέλλον των λαϊκιστικών κινημάτων παραμένει το Κράτος.

Στο τέλος, όμως, το Κράτος δεν μπορεί να είναι “λαϊκιστικό” με την πλήρη έννοια του όρου26. Ένας ηγέτης μπορεί να είναι λαϊκιστής, μερικές πολιτικές επιλογές μπορούν να περιγραφούν ως λαϊκιστικές αλλά ένα κράτος δεν μπορεί να εστιάζει μόνο στην πολιτική, πρέπει να οργανώνει “τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων27, πρέπει να διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία της καπιταλιστικής κοινωνίας. Είναι αυτό το “υπόλειμμα”, που δεν μπορεί να απορροφηθεί μέσω της ενσωμάτωσης του προλεταριάτου, για το οποίο ο Τσάβες και ο Μαδούρο δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο από το να οπλίζουν ένα τμήμα του προλεταριάτου ενάντια σε ένα άλλο. Η επίλυση του “κοινωνικού ζητήματος” γίνεται πιο συχνά με την καταστολή παρά με το μοίρασμα του πλούτου. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο [την καταστολή και την αναδιανομή] διαθέτουν όλες τις αποχρώσεις, από την κοινωνική φιλανθρωπία μέχρι τις πελατειακές σχέσεις, πραγματικό έδαφος που θρέφει κάθε είδος τυχοδιωκτισμού και πρακτικών διαφθοράς. Ο λαϊκισμός, ως ανταγωνισμός ανάμεσα σε αστικές τάξεις, παράγει νέες ελίτ που και οι ίδιες υπόκεινται, στη συνέχεια, στην ίδια κριτική που τις έφερε στην εξουσία.

Το Κράτος ως τέτοιο αντιμετωπίζει a priori την κοινωνία ως ένα συνεκτικό και ιεραρχικό σύνολο: οι ταξικές σχέσεις υπάρχουν ως αυτοπροϋπόθεση στην ίδια τη λειτουργία του Κράτους, που υπάρχει μόνο υπό τις πραγματικά καπιταλιστικές ταξικές σχέσεις, μόνο από τη στιγμή που παράγεται αξία. Αυτό το κοινωνικό σύνολο μόνο δευτερευόντως είναι το Έθνος ως η ιδεολογική σχηματοποίηση αυτού που πρέπει να είναι ένα καπιταλιστικό κράτος, μεταξύ άλλων κρατών, στην υπάρχουσα καπιταλιστική αγορά. Ο “οικονομικός πατριωτισμός” είναι προφανώς ένα ανέκδοτο, και αυτός είναι ο λόγος που όλοι αισθάνονται ότι ένα λαϊκιστικό κράτος, ένα κράτος που έχει τις κοινωνικές εντάσεις στο κέντρο του, μπορεί μόνο να οδηγήσει σε δικτατορία, εμφύλιο πόλεμο ή [διακρατικό] πόλεμο. Το λαϊκιστικό κράτος είναι απαραίτητα ένας ταξικός συμβιβασμός που ευνοεί την καπιταλιστική τάξη.

Γι’ αυτό, η επιστροφή στην λαϊκιστική τάξη με όρους πολιτικής δεν μπορεί να είναι μια πραγματική διέξοδος από την κρίση αλλά, μάλλον, μια πολιτική μορφοποίηση της κρίσης. Αυτή η λαϊκιστική μορφοποίηση είναι πιθανόν το κατάλληλο πολιτικό αντικείμενο σε μια εποχή που το κεφάλαιο δεν χρειάζεται πραγματικά να βγει από την κρίση, με την έννοια μιας πιθανής αναδιάρθρωσης. Ο λαϊκισμός είναι ίσως η κατάλληλη μορφή για την επιδείνωση της εκμετάλλευσης ή μια μεταβατική φάση στην οποία διαμορφώνονται οι συνθήκες για την αναδιάρθρωση28. Με τον ίδιο τρόπο που η αστυνομία θεωρείται ότι παίζει έναν οικονομικό ρόλο ως μια αυταρχική διαχείριση της εργασιακής δύναμης, της παρανομοποίησης και της ποινικοποίησης, πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν ότι η πολιτική δραστηριότητα του Κράτους, η ενότητα στον διαχωρισμό που επιτυγχάνει, μπορεί επίσης να έχει έναν οικονομικό ρόλο, με την έννοια ενός τρόπου ενσωμάτωσης των ταξικών συγκρούσεων. Ως αποτέλεσμα, ο λαϊκισμός δεν μπορεί να ειδωθεί ως μια αναδιάρθρωση μέσω της πολιτικής· μια αναδιάρθρωση είναι εφικτή μόνο αν το προλεταριάτομπει στη θέσητου, και τελικά αυτό είναι που σημαίνει η αναδιάρθρωση, συν την αύξηση στο ποσοστό κέρδους. Από αυτή την άποψη δεν αλλάζει κάτι· ο λαϊκισμός μπορεί να γίνει, όμως, μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση για την καπιταλιστική τάξη. Όλες αυτές οι διαδρομές πρέπει να εξερευνηθούν, αλλά ίσως είναι ακόμα πολύ νωρίς για να ξέρουμε ποια κατεύθυνση θα ακολουθηθεί.

Όπως και να ‘χει, αυτό που διατηρείται εδώ ως όριο είναι ο ίδιος ο κατακερματισμός και η διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις. Η αντιφατική φύση των ιδιαίτερων συμφερόντων που ενδέχεται να συγκρουστούν επιλύεται ή με το χάος ή με την πολιτική, αλλά αυτό γίνεται μόνο υπό την κυριαρχία της καπιταλιστικής τάξης και των πελατών της. Το αμάλγαμα των συγκεκριμένων διεκδικήσεων δεν έχει νόημα από μόνο του, ένα κράτος ιδιωτών [το “ιδιωτικό Κράτος”, le peuple privé d’Etat] δεν φτιάχνει ένα σύστημα για τον εαυτό του, δεν υπάρχει τίποτα το εξωτερικό ή εκ των προτέρων, δεν έχει αυτονομία. Αυτό που για το προλεταριάτο εμφανίζεται ως όριο είναι η αδυναμία που προσιδιάζει ειδικά σ’ αυτόν τον κύκλο αγώνων να του επιτραπεί να αποκτήσει πρόσβαση σε μια αυτόνομη πολιτική ύπαρξη, να γίνει το ίδιο ένας λαός. Η ύπαρξή του δεν επιβεβαιώνεται πλέον στη δυναμική του κεφαλαίου: για να μπορεί να υπάρχει πολιτικά θα έπρεπε να αναμειχθεί πλήρως και τέλεια στη μεσαία τάξη ώστε, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες του, να ενοποιηθεί και να ενσωματωθεί στον “λαό” που συγκροτείται μ’ αυτόν τον τρόπο29.

Αλλά μια τέτοια ενότητα30 θα στρεφόταν, τότε, ενάντια στον εαυτό του, αφού θα ωφελούσε μόνο τα πιο ενσωματωμένα τμήματά του (προλετάριοι/ες με σταθερά εισοδήματα, μέλη των συνδικάτων, ψηφοφόρους, ιδιοκτήτες σπιτιών κλπ.), κάτι που δεν λύνει τις υπάρχουσες κοινωνικές εντάσεις. Κανένα τμήμα της εργασιακής δύναμης που παράγει υπεραξία δεν “ενσωματώνεται” σε σημείο που η ύπαρξή του να είναι εγγυημένη εντός του τρόπου παραγωγής. Είναι αυτή η αδυνατότητα που κάνει το προλεταριάτο μια εσωτερική ένταση και έναν παράγοντα αποσταθεροποίησης στους διαταξικούς αγώνες31.

7. Αποσταθεροποίηση και επιστροφή στην τάξη

Σε αντίθεση με τη μεσαία τάξη, της οποίας η αναγκαιότητα και οι λειτουργίες επεκτείνονται με την ίδια την ανάπτυξη του κεφαλαίου, το προλεταριάτο αποβάλλεται από την παραγωγική διαδικασία ακριβώς εξαιτίας αυτής της ανάπτυξης. Η ιδιαιτερότητα της παραγωγικής εργασίας κρέμεται σαν κατάρα πάνω από όλες τις προσπάθειες πολιτικής ενσωμάτωσης του προλεταριάτου. Γι’ αυτό, εφόσον ένα πραγματικά διαταξικό κίνημα (με άλλα λόγια ένα κίνημα που δεν υπάρχει μόνο εξαιτίας της αποκλειστικής ώθησης της μεσαίας τάξης, που ξεκινά “από τα πάνω”, και, περιθωριακά, ενός τμήματος του προλεταριάτου) φτάνει σε μια συγκεκριμένη ανάπτυξη, η εισδοχή του προλεταριάτου σ’ αυτό είναι πάντα προβληματική. Το προλεταριάτο, εξαιτίας ακριβώς του κατακερματισμού και της παρουσίας εντός του επισφαλών στρωμάτων ή ακόμα και στρωμάτων που είναι κοινωνικά “αποκλεισμένα”32, απειλεί διαρκώς τη συνοχή αυτών των κινημάτων, γίνεται ένας παράγοντας αταξίας. Δεν πρόκειται για μια “αποτυχία” των τρόπων ενσωμάτωσης του προλεταριάτου, είναι η ίδια η ύπαρξη του προλεταριάτου στο κεφάλαιο που παράγει αυτές τις συνθήκες (κατακερματισμός, εθνικό προλεταριάτο, ανταγωνισμός κλπ.), και είναι, επίσης, αυτή η ύπαρξη που προκαλεί αυτή την αντίφαση.

Αυτή η αδυνατότητα ενσωμάτωσης του προλεταριάτου οδηγεί στον χαρακτηρισμό καλών και κακών προλετάριων, στη διάκριση ανάμεσα σ’ αυτούς που πιθανόν ανήκουν ακόμα στην καπιταλιστική κοινωνία και σ’ αυτούς που είναι και πρέπει να αποκλειστούν από αυτήν: τα ακόμα ευσταθή τμήματα της εργατικής τάξης, αυτούς που εξακολουθούν “να παίζουν το παιχνίδι” αντιτίθενται στο “μπάχαλο”, στους “αισχροκερδείς” και φυσικά σε κάθε είδους “ξένους”, με αυτό το κίνημα “αλλαγής” [“altérisation”] να αποτελεί το ίδιο αντικείμενο μιας εσωτερικής πάλης, της οποίας οι ηττημένοι αφήνονται να μην έχουν φωνή33. Ως τελευταίο καταφύγιο, στην κορύφωση της εθνικής ενσωμάτωσης, υπάρχουν πάντα οι μετανάστες και η υπεράσπιση των εθνικών συνόρων. Αλλά η αντίθεση παραμένει και καμμιά πολιτική ενσωμάτωση δεν μπορεί να κάνει το προλεταριάτο ευσταθές: να “παίζεις το παιχνίδι” δεν εγγυάται ποτέ ότι θα νικήσουμε, αυτό είναι ακριβώς που καταγγέλει το κίνημα των κίτρινων γιλέκων. Όπως είπε ένας αυτοαπασχολούμενος, που συμμετέχει στο κίνημα: “στη Γαλλία μπορείς να είσαι ιδιοκτήτης μιας επιχείρησης και να τρως παράλληλα στα Restaus du cœur34”.

Όπως έχουμε δει, αν αυτή η αντίθεση φτάσει να έχει μια θετική πολιτική ύπαρξη, αυτό είναι τις περισσότερες φορές ως μια πολιτική καταστροφή, ως μια απλή συνέχιση ή επιδείνωση των πολιτικών λιτότητας, καθοδηγούμενων από τους φιλελεύθερους αλλά κάτω από μια λαϊκιστική σημαία. Σε περιοχές στις οποίες οι ταξικές συγκρούσεις είναι πιο έντονες, η αντίθεση κουβαλά τον εθνολαϊκισμό εξαιτίας της αδυνατότητας της πολιτικής ύπαρξης του προλεταριάτου: είναι από αυτή την άποψη που μπορούμε να μιλήσουμε για αντεπανάσταση ή ακριβέστερα για στοίχιση35. Η αντεπανάσταση, σ’ αυτή τη μορφή, δεν συνίσται στην απόρριψη του προλεταριάτου από την πολιτική αλλά, αντίθετα, τείνει στην ενσωμάτωσή του, μαζί και της αντίθεσης που κουβαλά, που δεν είναι μόνο μια αντίθεση του κεφαλαίου αλλά μια εσωτερική αντίθεση της ίδιας της ύπαρξης του ως τάξης. Περιστρέφεται γύρω από μια εθνική συνείδηση που συνεπάγεται για το Κράτος περισσότερο συμβολικά, παρά συγκεκριμένα, μέτρα: η λαϊκιστική πολιτική οικονομία είναι, προς το παρόν, μόνο μια οικονομία βασισμένη στο “συναίσθημα”.

Αυτή η αδυναμία, που παράγεται από διαταξικά κινήματα συγκροτούμενα “από τα κάτω”, όπως το κίνημα των κίτρινων γιλέκων, αποτελεσματικής ενσωμάτωσης του προλεταριάτου και η επίμονη αναγκαιότητα να του δωθεί ένας ορισμός που να το καθιστά ενσωματώσιμο, είναι μια εσωτερική τάση ρήξης με την δυναμική ενσωμάτωσης του λαϊκισμού. Αν και αυτή η δυναμική είναι θεμελιωδώς και αυστηρά μιλώντας αντιδραστική – κι αυτό έχει να κάνει με το ζήτημα της επαναθέσμισης της κοινωνικής τάξης όπως θα “έπρεπε να είναι” και όπως, υποτιθέμενα, “ήταν καλή” – δεσμεύεται, παρ’ όλα αυτά στην ίδια την κίνησή της, και από συγκεκριμένες συνθήκες, να ενσωματώσει ένα μέρος του προλεταριάτου και συνεπώς να βρεθεί σε μια θέση που θα εκθέτει τις αντιθέσεις που συγκροτούν την ύπαρξη αυτής της τάξης. Αυτή η ένταση μπορεί τότε να σκληρύνει την λαϊκιστική τάση, προσδίνοντάς της ένα πιο ριζοσπαστικό σχήμα, προκαλώντας την απόσυρση της “αστικής” πτέρυγας, απομονώνοντας το κίνημα πολιτικά ή κάνοντάς το να συνεχίσει πάνω σε άλλες βάσεις, ψάχνοντας για μια άλλου είδους ενοποίηση.

Αυτή η γενική κατάσταση, όμως, και οι σοβαρές τάσεις που συνεπάγεται, υπάρχουν μόνο μέσα από συγκεκριμένες καταστάσεις. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του κινήματος των κίτρινων γιλέκων, πρέπει απαραίτητα να λάβουμε υπόψιν τη γενική απέχθεια προς τον πρόεδρο Μακρόν, η οποία οφείλεται σε πολλούς παράγοντες που δεν ανάγονται όλες στις υπερφιλελεύθερες πολιτικές που ο Μακρόν έχει επιβάλλει σε μια αναγκαστική βάση. Ένας από τους εσωτερικούς αποσταθεροποιητικούς παράγοντες αυτού του κινήματος, δηλαδή η ανικανότητά του να αποκρυσταλλωθεί γύρω από ομόφωνα αιτήματα και, συνεπώς, να παγιώσει πολιτικά τον λαϊκιστικό του χαρακτήρα, οφείλεται τόσο στην ταξική του σύνθεση όσο και στην αδυναμία να συγκεράσει διάφορα αιτήματα με την επιθυμία του να ρίξει την κυβέρνηση. Το “Μακρόν παραιτήσου” κατανοούμενο ως προαπαιτούμενο για οποιαδήποτε συζήτηση είναι αυτό που κάνει τη συζήτηση αδύνατη36. Αλλά αυτά τα τρία στοιχεία (υπερφιλελεύθερες πολιτικές, ταξική σύνθεση, αδυνατότητα συζήτησης, απόρριψη) σηματοδοτούν μια αδιέξοδη κατάσταση η οποία μπορεί να διαρκεί μονο εξαιτίας της μη νομιμοποίησης των μισθολογικών διεκδικήσεων, που αποτελούν ένα πολύ σημαντικό γνώρισμα της περιόδου, καθώς αυτή η μη νομιμοποίηση ενισχύει, με τη σειρά της, ένα συγκεκριμένο μίσος προς τα άτομα που κυβερνούν. Υπό τον Πομπιντού, είχαμε επίσης μια αλλαγή “χαλιών” στα Ηλύσια, και κανείς δεν βρέθηκε να φταίει. Ό,τι φαίνεται από τη σειρά των γεγονότων υπάρχει μόνο ως υπερκαθορισμένο αλλά ούτε οι εικασίες ούτε οι ισχυρές τάσεις μας επιτρέπουν να προφητέψουμε την έκβαση του κινήματος με ακρίβεια, πριν να επιστρέψουμε στην τάξη.

Πρέπει πάντα να βλέπουμε με ποιον συγκεκριμένο τρόπο το προλεταριάτο συναντά ως όριο την ίδια την ύπαρξή του ως τάξης. Δεν είναι υπερβαίνοντας αυτά τα όρια που το προλεταριάτο μπορεί να τα βρει και να τα καταργήσει αλλά συγκρουόμενο με αυτά37. Τα κίτρινα γιλέκα δεν άσκησαν καμμιά “κριτική της καθημερινής ζωής”, δεν μίλησαν για έναν τρόπο ζωής άλλον από αυτόν της άμεσης ύπαρξής τους, ξεκίνησαν από αυτό που υπάρχει. Σε αντίθεση με τους ουτοπιστές και τους ριζοσπάστες, που αναδημιουργούν τον κόσμο στο κεφάλι τους, μίλησαν για το υπάρχον μετά το υπάρχον. Στους κυκλικούς οδικούς κόμβους, είναι από την ίδια την κατάστασή τους που άλλαξαν τον τρόπο ζωής τους και έκαναν τη δική τους “κριτική στον διαχωρισμό” ανακαλύπτοντας τον εαυτό τους και οικοδομώντας από κοινού τον αγώνα τους. Τότε, η θέληση για τη συνέχιση της μάχης διατυπώνεται με φράσεις όπως: “να μην τρώει κανείς μόνος του στο σπίτι” και την άρνηση να “συναντηθούμε ξανά πάλι στα Leclerc για ψώνια”.

Δεν κάνουμε την επανάσταση χτίζοντας καλύβες αλλά όταν το μικροαφεντικό και ο εργαζόμενός του βρίσκονται μαζί στον κυκλικό κόμβο δεν το κάνουν ως εργαζόμενος και αφεντικό: είναι αλλού που επαναθεμελιώνεται η διαίρεση. Αλλά αυτό το “αλλού” είναι ο ίδιος ο τόπος της κοινωνίας που υπάρχει· από αυτό το σημείο και μετά, θεμελιώνεται μια απόσταση, ανάμεσα στην πάλη και το κοινωνικό, ένα χάσμα, μια αποσταθεροποίηση.

Ο λαός γίνεται, τότε, αυτό που αντιπαραθέτει στον υπερ-τεχνοκράτη Μακρόν τη νομιμοποίηση ενός είναι-μαζί ενάντια στον τεχνοκρατισμό, που αντλεί τη δύναμή του από την αναγνώριση της εγκυρότητας της διαίρεσης της εργασίας. Αυτή η νομιμοποίηση είναι επίσης αυτό που θα επέτρεπε στο κίνημα να επιβεβαιωθεί ως δημοκρατικό, εντός της δημοκρατίας. Αλλά η δημοκρατία είναι ο Μακρόν και ο τεχνοκρατισμός του δεν είνα μόνο αυτό που επικυρώνεται από τα αποτελέσματα κάποιων εκλογών, επαναβεβαιώνεται παντού, σ’ αυτό που μπορούμε να συνοψίσουμε ως “οικονομία”. Ο Μακρόν κρατά την τεχνοκρατική τεχνογνωσία και αυτό επαναεπικυρώνει την όλη διαίρεση της εργασίας. Ο Μακρόν δεν είναι η “μαγική σκόνη”38 και δεν υπάρχει “μαγικό χρήμα”. Επιβεβαιώνουμε τον μη τεχνοκρατισμό, ζούμε μαζί ως λαϊκή νομιμοποίηση, εναντιονόμαστε στον τεχνοκρατισμό, δηλαδή στην οικονομία, τη διαίρεση της εργασίας, οτιδήποτε παράγει τον Μακρόν και τον καθιστά αναντικατάστατο. Για τον λαό σε μια δημοκρατία, λαϊκή νομιμοποίηση σημαίνει τη μεταφορά της εξουσίας του στο Κράτος. Είμαστε, συνεπώς, υποχρεωμένοι ή να ανανεώσουμε ένα ανυπόφορο πρότυπο ή να πάμε την αταξία παραπέρα, χωρίς να ξέρουμε πού πάμε, ακούγοντας να λένε από παντού “μα τι άλλο θέλετε;”, και βλέποντας την παγίδα των προτάσεων της μεγάλης εθνικής αντιπαράθεσης να κλείνει, επειδή στην πραγματικότητα δεν μπορούμε, όντας αυτοί που είμαστε, να θέλουμε οτιδήποτε άλλο από το υπάρχον. Η αποσταθεροποίηση και μια επιστροφή στην τάξη συναρθρώνονται σύμφωνα με μια αντιφατική δυναμική την οποία πρέπει να συλλάβουμε στην ιδιαιτερότητά της.

8. Πώς τίθεται, αν τίθεται, το ζήτημα της επανάστασης;

Το ζήτημα μιας κομμουνιστικής υπέρβασης μπορεί να προκύψει μόνο με όρους της τρέχουσας περιόδου. Σ’ αυτή την περίοδο ούτε η εργατική τάξη ούτε οι χώροι παραγωγής φαίνεται να είναι στο επίκεντρο της δυναμικής, της οποίας το πεδίο μάχης είναι η ίδια η κοινωνία, ως ένας συνολικά παραγωγικός χώρος και τόπος αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Αν η αντίθεση έχει ως πηγή της την παραγωγική εργασία και την απόσπαση υπεραξίας, τότε, αφού αυτή η αντίθεση είναι συναρτημένη με το επίπεδο της αναπαραγωγής, είναι το σύνολο της κοινωνίας που γίνεται το έδαφος των αγώνων. Το ζήτημα του Κράτους, πιο συγκεκριμένα, γίνεται κεντρικό καθώς και αυτό των καθορισμών που υπόκεινται της ταυτότητας των κοινωνικών υποκειμένων. Είναι επίσης οι άμεσες συνθήκες ύπάρξης των ατόμων που ζουν στο κεφάλαιο που αμφισβητούνται, η αβάσταχτη φύση της ύπαρξης που ζούμε, οργανικά υποκείμενοι στο κεφάλαιο και τις μεταβολές του: ότι υπάρχει έλλειμα κοινωνικής βοήθειας, ότι η τιμή της βενζίνης αυξάνει, ότι καθυστερεί η πληρωμή του οικογενειακού επιδόματος [CAF], μια ασθένεια, ένα ατύχημα στο χώρο δουλειάς ή μια απόλυση και είναι η καταστροφή που κάνει την επισφαλή κοινωνική σκαλωσιά στην οποία ζούμε να καταρρέει και η οποία μας γίνεται τόσο ξένη και εχθρική όπως η μηχανή στον εργάτη.

Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, ο λαϊκισμός μπορεί να συγκροτηθεί ως τόπος γενικευμένης κοινωνικής σύγκρουσης ή, αν η μετάβασή του αυτή γίνεται αργά, ενός εμφυλίου πολέμου. Μακροπρόθεσμα, επειδή το προλεταριάτο βρίσκεται αντιμέτωπο στον αγώνα του με όλες τις τάξεις και τη δική του ταξική ύπαρξη, είναι ίσως ο κομμουνισμός, το ξεπέρασμα της ταξικής πάλης με την κατάργησή των τάξεων, που μπορεί να γίνει μια δυνατότητα. Αλλά έχει ειπωθεί συχνά ότι αυτό που αναδύεται προκαλεί εξίσου φόβο όσο και ελπίδα, οπότε η κατάργηση των τάξεων ανοίγει την προοπτική ενός ανοιχτού ή λανθάνοντος εμφυλίου που δεν είναι ευχάριστη, όχι πιο ευχάριστη από το να περάσει το κράτος στα χέρια μιας σκληρής εθνικο-λαϊκιστικής μορφής ή από την καταπίεση, την καταστολή κλπ. Ο εμφύλιος πόλεμος δεν είναι ούτε μια προτιμόμενη κατάσταση ούτε μια μεταβατική φάση, είναι μόνο η δράση όλων των τάξεων, που θέλουν να διατηρηθούν με κάθε κόστος, στη διαδικασία της ανατροπής τους. Εδώ η ταξική σχέση μπορεί να εμφανιστεί πολύ συγκεκριμένα με τη μορφή του Κράτους και των όπλων του. Ο εμφύλιος πόλεμος είναι ο παροξυσμός της ταξικής πάλης και όχι η κατάργηση των τάξεων39. Μέσα σ’ έναν εμφύλιο πόλεμο, το κράτος μπορεί να διατηρείται ή ακόμα και να προκαλέσει χάος για να αποκαταστήσει την τάξη, ή μια ακόμα χειρότερη τάξη μπορεί να αποτελεί μια πιθανή στρατηγική. Ακόμα και αν έχει ηττηθεί το κεντρικό κράτος, η στρατιωτικοποίηση του επαναστατικού κινήματος μπορεί να οδηγήσει στην ανάδυση πρωτο-κρατικών μορφών ιδιοποίησης. Ότι το κράτος μπορεί κάποτε να επιβιώσει του καπιταλισμού είναι ένα από τα κακά νέα της περιόδου. Οι μελλοντικές καταστάσεις δεν είναι ευχάριστες. Κι όμως, όλα αυτά είναι ο ορίζοντας των τωρινών αγώνων. Να μιλάμε για τον κομμουνισμό στο παρόν και σ’ αυτές τις συνθήκες, όπως κάνουμε εμείς, σημαίνει να επιδεικνύουμε μια πολύ συγκεκριμένη “αισιοδοξία”.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν τίθεται προφανώς ζήτημα να φωνάζουμε για επανάσταση οποτεδήποτε ξεσπούν κάποιες ταραχές ή μια λεηλασία ή με το που ο κόσμος αρχίζει να οργανώνεται οριζόντια, παίροντας υπόψιν του μόνο τα άμεσα συμφέροντα του αγώνα του, αλλά να ταυτοποιούμε και πιθανόν να προάγουμε (όπως λέγεται και στο ανενεργό πλέον περιοδικό Meeting40) κάτι που είναι πιο κοντά σ’ αυτό που η TC έχει αποκαλέσει, με μια άλλη έννοια και σε ένα άλλο πλαίσιο, “πρακτικές απόκλισης41 στα κινήματα που τα παραπάνω μπορεί να οδηγήσουν. “Χάσματα” ή “αναιρέσεις”42 των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων, οι στιγμές εκείνες στις οποίες υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό που η τάξη υποτίθεται ότι είναι κοινωνικά και σ’ αυτό που κάνει, δεν αναμένονται να τις βρούμε “έτοιμες” και τέλεια ταυτοποιήσιμες, σε πρακτικές χαριστικότητας ή οριζοντιότητας που θα μπορούσαν από πριν να κωδικοποιηθούν σε ακτιβιστικούς κύκλους ή να οριστούν θεωρητικά. Πρέπει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε με όρους του 1936 ή του 1968: γενική απεργία, καταλήψεις των χώρων παραγωγής από τους εργάτες, αυτοδιαχείριση της παραγωγής ή αυτοοργάνωση των εργατών, ακόμα και ως “πρώτη πράξη”. Είναι μόνο στις πρακτικές αγώνα, που αντιστοιχούν στην πραγματικη δόμηση της τωρινής εργασιακής δύναμης, η οποία δεν επικεντρώνεται πλέον σε συγκεκριμένους χώρους παραγωγής ενώ, ταυτόχρονα, συμπεριλαμβάνει πολύ διαφοροποιημένα τμήματα της τάξης και, πολύ περισσότερο, στην άμεση σχέση των υποκειμένων με τον ίδιο τον αγώνα τους, και στους εσωτερικούς αγώνες που αυτό προκαλεί, που μπορεί να προκύψουν τέτοιες “αποκλίσεις”. Να περιμένουμε αυτές οι στιγμές να εκδηλωθούν αμέσως ως στιγμές μιας επαναστατικής ρήξης δεν θα ήταν μόνο απατηλό αλλά, επίσης, και άσχετο. Προέχει η κατανόηση των ίδιων των αγώνων ως αγώνων, με την κατανόηση των εσωτερικών τους εντάσεων, από τη στιγμή που φτάνουν ένα επίπεδο κρίσιμης έντασης. Αυτός είναι ο λόγος που προτιμούμε να μιλάμε για “αποσταθεροποίηση”, εσωτερική στους αγώνες, και όχι για έναχάσμα”, για το οποίο υποτίθεται ότι θα ξέραμε τις δύο “όχθες” ή τις δύο, προηγουμένως ενωμένες, άκρες που αποκλίνουν, επειδή προφανώς δεν ξέρουμε “την άλλη όχθη”.

Στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων, εκδηλώθηκαν φανερά η αντιιεραρχική σχέση με τον αγώνα, η τάση για υπερ-τοπικοποίηση, που παρ’ όλα αυτά συγκροτεί ένα είδος κοινού δικτύου για την περιοχή, η συλλογική οικειοποίηση από τα άτομα των ίδιων των πρακτικών τους στον αγώνα. Παρόμοια, είναι φανερό ότι αυτό το κίνημα αυτοκινητιστών και εξαγριωμένων φορολογουμένων έχει γίνει σε πολλά μέρη ένα κίνημα επισφαλών και φτωχών εργατών.

Οι εκρηκτικές ταραχές, οι λεηλασίες, οι επιθέσεις σε δημόσια κτίρια έχουν επανειλημμένα προσφέρει μια μάλλον παράδοξη αντίστιξη στον “πολιτικό” λόγο του κινήματος. Αυτό το κίνημα έχει δείξει, επίσης, πώς θα πρέπει ένα κίνημα να αναζητά και να βρίσκει την δική του συνοχή και αποτελεσματικότητα στοχεύοντας ουσιαστικά και πεισματικά, σχεδόν τυφλά, στη συνέχισή του. Το κίνημα των κίτρινων γιλέκων δεν έθεσε το πρόβλημα της κοινωνίας, δεν έθεσε το “κοινωνικό ζήτημα”, αλλά προσδιόρισε την κοινωνία ως τον τόπο του ζητήματος και αυτό μέσα από την ίδια την κοινωνία. Οι προλετάριοι δεν έχουν, βέβαια, στραφεί “ενάντια στο ταξικό τους ανήκειν ως όριο”, αλλά η έκρηξη των χαμηλότερων στρωμάτων του προλεταριάτου έχει εσωτερικά μπλοκάρει την ανάδυση αιτημάτων που θα είχαν σηματοδοτήσει μια πραγματικά λαϊκιστική διαταξικότητα, με άλλα λόγια αιτημάτων που θα σηματοδοτούσαν μια συμμαχία μεταξύ των κατώτερων στρωμάτων της μεσαίας τάξης και των ακόμα ευσταθών τμημάτων του προλεταριάτου, υπό την αιγίδα των μικροαφεντικών. Με αυτή την έννοια το προλεταριάτο δεν έπραξε, στον συγκεκριμένο αγώνα, τα αναμενόμενα από αυτό, δεν συμμετείχε στην λαϊκιστική επίλυση του “κοινωνικού ζητήματος”. Αυτή η αποσταθεροποίηση αν και δεν κατάφερε ποτέ να δημιουργήσει μια καθαρή ρήξη με τα λαϊκιστικά θεμέλια αυτού του κινήματος, το οποίο παραμένει ένα γενικότερο πλαίσιο αυτής της πάλης, ίσως επειδή ανταποκρίθηκε σε μια εσωτερική ανάγκη της στόχευσής του, ήταν, παρ’ όλα αυτά, πολύ πραγματική, σε αρκετά σημεία του αγώνα. Αυτός είναι ο λόγος που το κίνημα των κίτρινων γιλέκων δεν ήταν ούτε μια γαλλική έκδοση του Pegida43 ούτε ένα κίνημα των Forconi44, και σε γενικές γραμμές απέφυγε τα πιο προφανή ελαττώματα του λαϊκισμού, παρά την προδιάθεση που είχε καθαρά προς αυτόν.

Έχει συμβεί κάτι άλλο, που σίγουρα δεν υπερβαίνει τις αναγκαιότητες του τρόπου παραγωγής (σημειώστε ότι μπορούμε ακόμα να αναρωτιόμαστε γιατί οι ταξικοί αγώνες θα μπορούσαν να είναι κάτι άλλο από την έκφραση των σχέσεων μεταξύ των τάξεων, δηλαδή από μια έκφραση του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής) το οποίο, όμως, από την άλλη πλευρά προφανώς ξεπερνά τις ίδιες τις προϋποθέσεις του κινήματος, που υπόκειται σταθερά σε μια εσωτερική ώθηση που το σπρώχνει να αναδιαμορφώνει τον εαυτό του, και είναι αυτό που πρέπει να συγκεντρώσει την προσοχή μας, επειδή αυτό είναι που συγκροτεί ένα κίνημα. Θα ήταν εξίσου τρελό να σκεφτούμε ότι το κίνημα ήταν η αρχή της επανάστασης με το να σκεφτούμε ότι δεν έχει καμμιά σχέση με τον κομμουνισμό όπως τον οραματιζόμαστε. Να υποθέσουμε κάτι τέτοιο αξιωματικά θα ήταν σαν να λέμε ότι δεν υπάρχει καμμιά σύνδεση ανάμεσα στους τωρινούς αγώνες και την επανάσταση, να αρνούμαστε ότι μια υπέρβαση είναι μια υπέρβαση που παράγεται, να ζητάμε μια “ρήξη” που να μην έχει καμμιά πραγματική σχέση με τους αγώνες όπως υπάρχουν. Θα ήταν σαν να θεωρούσαμε την επανάσταση ένα θαύμα. Και να αρνηθούμε κάτι τέτοιο στο όνομα της θεωρητικής αναπαράστασης που έχουμε για την επανάσταση, το να αποφασίσουμε για τον επαναστατικό χαρακτήρα ή όχι ενός κινήματος τσεκάροντας τα “συν” και τα “πλην” μιας λίστας που έχει δημιουργηθεί εκ των προτέρων, δεν θα ήταν τίποτα άλλο από κανονικοποίηση.

Φυσικά, δεν θα υπάρξει κομμουνισμός όσο συνεχίζει να υπάρχει παραγωγή, εργασία κλπ. Φυσικά, για να συνεχίσουν τον αγώνα (αν συνεχίζεται), οι προλετάριοι θα πρέπει να απαλλοτριώσουν ό,τι χρειάζονται και, για να το κάνουν αυτό, να θέσουν συνειδητά ένα τέλος στην παραγωγή της αγοράς, την ανταλλαγή κοκ. Η επανάσταση δεν είναι υπόθεση ενός υπνοβάτη. Θα είναι επίσης απαραίτητο για τους προλετάριους να σταματήσουν να εργάζονται, αλλά αυτό δεν ισοδυναμεί με αυτό που λέγεταιγενική απεργία”, η οποία κουβαλά ένα περιεχόμενο που προσιδιάζει συγκεκριμένα στον προγραμματισμό. Εν τω μεταξύ, την νύχτα, στους κυκλικούς κόμβους, μπορεί να μαζεύουμε φορτηγά. Είμαστε μακριά από τον χρυσό θρύλο της εργατικής τάξης, αλλά είναι κι αυτά ένα μέσο, όπως οποιοδήποτε άλλο, για να κάνουμε αυτό που θέλουμε, από τη στιγμή που, καλώς ή κακώς, δεν υπάρχει πλέον πρόγραμμα και εργατική διαχείριση. Θα πρέπει να σταματήσουμε να κουράζουμε τα μάτια μας κοιτάζοντας προς την πλευρά από την οποία δεν έρχεται τίποτα. Δεν υπάρχει “γυάλινο πάτωμα (ή οροφή) της παραγωγής45, οι αγώνες απλά δεν πάνε προς αυτή την κατεύθυνση. Οι πρακτικές της απόκλισης δεν προέκυψαν ούτε στα σαμποτάζ των παραγωγικών εργαλείων ούτε στις σχέσεις αυτοοργάνωσης μεταξύ των εργατών, η μη νομιμοποίηση των μισθολογικών αιτημάτων δεν αποκρυστάλλωσαν τους αγώνες γύρω από τον κανονικό μισθό και οι ταραχές στην Ελλάδα δεν οδήγησαν παρά στην εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ46. Αυτό δεν ακυρώνει τα βασικά θεμέλια της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης47. Αλλά και στη θεωρία, φτιάχνουμε με τα υλικά που έχουμε και, προς το παρόν, το ζήτημα είναι λιγότερο η επανάσταση και περισσότερο η αποσταθεροποίηση48 που είναι πιθανόν να προκύψει στους αγώνες: αυτό που τίθεται είναι περισσότερο το ζήτημα της αταξίας παρά το ζήτημα της ρήξης. Και προκύπτει μόνο εκεί που πραγματικά υπάρχει.

Αυτό το ζήτημα, όπως έχουμε δει, συνεπάγεται πολύ διαφορετικές διαδρομές, που περιλαμβάνουν τόσο το χάος, που σπέρνεται σκόπιμα από το Κράτος, όσο και τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο κοκ. Αλλά αυτό που υπάρχει στην αφετηρία όλων αυτών, που θέτει τις συνθήκες για κάτι τέτοιο, είναι η μόνιμη αποσταθεροποίηση των ταξικών σχέσεων και συνεπώς ολόκληρης της κοινωνίας που παράγεται από το κεφάλαιο και τις αντιθέσεις του. Πρόκειται για μια άλλη αποσταθεροποίηση η οποία αντιστοιχεί συμμετρικά σ’ αυτήν που εισάγει τους συγκεκριμένους ταξικούς αγώνες που προκύπτουν. Μια τελεολογική θεώρηση της ιστορίας πιστεύει, εδώ και πολύ καιρό, ότι αυτό θα ήταν το μονοπάτι που ο καπιταλισμός προχωρούσε, προσαρμοζόμενος, τελειοποιώντας τον εαυτό του μέχρι την έσχατη τελειοποίηση που θα ήταν ο σοσιαλισμός, ο οποίος θα παρήγαγε, σ’ έναν απροσδιόριστο ορίζοντα, τον κομμουνισμό. Βλέπουμε σήμερα ότι ο καπιταλισμός οδηγεί μάλλον σε μια τυφλή καταστροφή, που συμπεριλαμβάνει τις ίδιες τις συνθήκες ύπαρξής του, που είναι οι συνθήκες και της δικής μας ύπαρξης. Είναι για να σώσουν, πρώτα απ’ όλα τον εαυτό τους, όπως υπάρχουν στο κεφάλαιο, που όλες οι τάξεις, συμπεριλαμβανομένου του προλεταριάτου, εισέρχονται στον αγώνα. Αλλά η μοναδική προοπτική σωτηρίας για όλες τις τάξεις είναι να διατηρήσουν την εκμετάλλευση μιας συγκεκριμένης τάξης, του προλεταριάτου, και είναι εδώ, σ΄αυτή την αντίθεση, όπως εμφανίζεται στους ανοιχτούς αγώνες, που τίθεται η ιδιαιτερότητα αυτής της τάξης, και είναι εδώ επίσης που βρίσκεται η πηγή όλης της αταξίας.

Σ’ αυτό το χαοτικό κίνημα, στο οποίο η κανονική δράση του προλεταριάτου είναι να αποκλείσει την επιστροφή στην τάξη, τίποτα δεν εγγυάται την ανάδυση του κομμουνισμού. Αν αυτό είναι εφικτό, είναι μέσω της κομμουνιστικοποίησης, με άλλα λόγια, μέσα από αγώνες που αρχίζουν να δίνουν στον εαυτό τους τις συνθήκες της συνέχισής τους, σε μια στιγμή που η κρίση δεν είναι μόνο η αιτία αλλά γίνεται και ένα αποτέλεσμα της πάλης, που γίνεται κρίση του κεφαλαίου. Το ζήτημα είναι, τότε, η άμεση κατοχή όλων όσων χρειάζονται για την πάλη, με άλλα λόγια όσων χρειάζονται αυτοί που αγωνίζονται, που συγκρούονται με όλα όσα συγκροτούν την ύπαρξή μας ως τάξης: δημοκρατία, ιδιοκτησία, μισθός, φύλο, όλοι οι κατακερματισμοί και οι ταυτότητες· να δημιουργηθεί ένα ρήγμα χωρίς επιστροφή, να επεκταθούν παντού αυτές οι πρακτικές. Καθώς αυτό δεν αντιστοιχεί σε κανένα γνωστό πρότυπο, ούτε σε καμμιά προθεμελιωμένη τελικότητα, θα είναι αρχικά ίσως συγκεχυμένο και μόνο η αποτελεσματικότητα της δράσης θα δώσει πραγματική κατανόηση στα μάτια του ίδιου του κινήματος: η κομμουνιστικοποίηση θα πρέπει να είναι ένα πρακτικό κίνημα, που δεν ξέρει πού πηγαίνει, αλλά θέλει να βρει τον δρόμο του, όχι για χάρη της ελευθερίας αλλά για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του49. Πάνω σ’ αυτό, δεν μπορούμε να πούμε κάτι περισσότερο.

LG & AC

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2019/01/22/gilets-jaunes-et-theorie-1-theses-provisoires-sur-linterclassisme-dans-le-moment-populiste.

2 Στμ. Εξαιρετική συνόψιση της ουσίας της περιόδου, που δεν είναι παρά το ότι ο λαϊκισμός, ή όπως λέμε ο εθνολαϊκισμός, αναδύθηκε ακριβώς ως το όριο αυτής της ακολουθίας αγώνων και ήττας, καθώς οι αγώνες αυτοί κρυσταλλώθηκαν γύρω από μια αναδιάρθρωση της σχέσης λαού και Κράτους ως απάντησης στην κρίση του κεφαλαίου. Αυτό ενισχύει και θεωρητικά την πεποίθησή μας για τον εθνολαϊκιστικό χαρακτήρα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ αλλά και της όποιας πιθανής διάδοχης κατάστασης.

3 Στμ. Εξαιρετικά απλός και άμεσος “ορισμός: τι είναι η “αναδιάρθρωση”; Ο μετασχηματισμός της ίδιας της ταξικής σχέσης.

4 Στμ. Και γι’ αυτό ακριβώς δεν πρέπει να επικαλούμαστε αυτά τα στοιχεία-ονομασίες ως τα πρωτεύοντα στοιχεία γιατί με τον τρόπο αυτό δεν κάνουμε τίποτα άλλο από την απόκρυψη της ουσιαστικής διαδικασίας που είναι η καπιταλιστική αναδιάρθρωση και η αναδιάρθρωση της ταξικής σχέσης. Η λαγνεία της σοσιαλδημοκρατικής και εθνολαϊκιστικής ρητορικής (αριστερής και ακρο-δεξιάς) για τις λέξεις αυτές απορρέει ακριβώς από την πρόθεσή τους να συγκαλύπτουν αυτή την ουσία και να εμφανίζουν την υποτίμηση του προλεταριάτου και την κρίση ως αποτελέσματα μιας “φαύλης” μερίδας “πλουσίων” που έχουν ξεπεράσει τα όρια της “απληστιας”, οπότε η θεραπεία που προτείνεται δεν είναι παρά μια επαναφορά της “ευρυθμίας” και της “σύνεσης” στην λειτουργία της οικονομίας από το ίδιο το Κράτος και μια εύλογη αναδιανομή της φτώχειας ή (αντιστοίχως) του πλούτου.

5 Στμ. Τα διάφορα “υποσύνολα” των εξατομικευμένων προλετάριων, για να χρησιμοποιήσουμε μια τοπολογική αναλογία, δεν συγκροτούν πλέον μια πολλαπλότητα με καθολικά χαρακτηριστικά.

6 Αν το κεφάλαιο έχει υπάρξει πάντα η κοινωνική κυριαρχία της αστικής τάξης, αυτή η κυριαρχία έχει ιστορία. Για μεγάλο διάστημα αυτής της ιστορίας, η βιομηχανική αστική τάξη, που προάγει τη μισθωτή σχέση ως τη γενική κοινωνική σχέση, ήταν κοινωνικά κυρίαρχη χωρίς να είναι ηγεμονική: η αστική τάξη των γαιοκτημόνων συνεισέφερε στη διατήρηση άλλων κοινωνικών σχέσεων εκτός του μισθού. Ο Μαρξ περιγράφει την μετάβαση από την τυπική στην πραγματική κυριαρχία, και αυτή η δεύτερη έχει επίσης τη δική της ιστορία: είναι μια συντόμευση δρόμου, αλλά μπορεί να ειπωθεί ότι αφαιρώντας από το προλεταριάτο την κεντρικότητά του και ακυρώνοντας το παλιό εργατικό κίνημα, ο καπιταλισμός των παλιών καπιταλιστικών κέντρων έχει δώσει στον εαυτό του την δική τους κοινωνία, έχει γίνει αληθινά καπιταλιστική κοινωνία. Είναι με αυτή την έννοια που λέμε ότι το κεφάλαιο έχει γίνει η ίδια η κοινωνία, και ότι να καταργηθεί το κεφάλαιο σημαίνει να καταργηθεί η κοινωνία. Όλα αυτά πρέπει να αναπτυχθούν, προφανώς, με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια.

7 Στμ. Η αγγλική απόδοση του γαλλικού όρου είναι stakeholder για το οποίο ταιριάζει ακριβώς η μετάφραση ως “του μέρους που κρατά τα στοιχήματα των μερών που συμμετέχουν σε ένα στοίχημα”.

8 Στμ. Όπως θα σημειωθεί και παρακάτω, η αναδιάρθρωση της ταξικής σχέσης αμφισβητεί πολύ έντονα την συνάφεια ή την όποια επικαιρότητα των θέσεων μιας “εργατικής αυτονομίας”, εξίσου όπως και τον αριστερό προγραμματισμό.

9 Στμ. Γι’ αυτό και το γνωστό αριστερό/αριστερίστικο αίτημα για την “επιστροφή του πλούτου στους παραγωγούς του”, οργανικό κομμάτι του προγραμματισμού, δεν έχουν και τόσο νόημα σήμερα (όταν το θέμα είναι ακριβώς να σταματήσουμε να παράγουμε “πλούτο”).

10 Στμ. Καταλαβαίνουμε αυτήν την κάπως “δυσνόητη” φράση να σημαίνει ότι υπάρχουν πεδία “προοδευτισμού” ή “επαναστατικότητας” που υπερβαίνουν αυτά που θα ορίζονταν μόνο σε σχέση με το κεφάλαιο (ή από το κεφάλαιο). Με μια έννοια θα λέγαμε ότι όλα αυτά – το γεγονός ότι το προλεταριάτο δεν είναι πια παρά μια τάξη ανάμεσα στις άλλες, ότι ο προοδευτισμός ξεπερνά την σχέση κεφάλαιο/εργασία – εκφράζουν μια συνάφεια, μιας τάσης μέσα στο ρεύμα της κομμουνιστικοποίησης, προς το περιεχόμενο που ο αναρχισμός δίνει στην επανάσταση ως κοινωνική επανάσταση κι αυτό, σε συνδυασμό και με το επόμενο σχόλιο για το παρωχημένο της αριστεράς από την ίδια την πραγματικότητα, πρέπει να μας κάνει να δούμε και να θεμελιώσουμε στα σοβαρά, την επικαιρότητα της αναρχίας σήμερα ως επαναστατικής δυνατότητας. Εν συντομία το ρεύμα – αυτό τουλάχιστον – της κομμουνιστικοποίησης μοιάζει να κινείται προς το περιεχόμενο της κοινωνικής επανάστασης που δεν δίνεται, όμως, με έναν τρόπο θα λέγαμε a priori, όπως στον “κλασσικό” κοινωνικό αναρχισμό, αλλά θεμελιώνεται πάνω στην ίδια τη διαλεκτική της ταξικής σχέσης. Η ριζική αλλαγή της ταξικής σχέσης, και οι συνέπειές της – εξαφάνιση της εργατικής ταυτότητας, αποικισμός της ζωής συνολικά απο το κεφάλαιο – πρέπει να ειδωθεί πραγματικά ως ο βαθύς μετασχηματισμός του κεφαλαίου και της καθολικοποίησής του, που από μια, φαινομενικά αν μη τι άλλο, κατεξοχήν “οικονομική” κατηγορία – κάτι που μπορούμε να δούμε ότι αντιστοιχεί στην περίοδο του εργατικού κινήματος και του προγραμματισμού – γίνεται κατεξοχήν “κοινωνική” κατηγορία, απορρροφά και αποικίζει ως κοινωνική σχέση το σύνολο της κοινωνικής πραγματικότητας. Βέβαια το επόμενο και επίμαχο ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσει αυτή η προσέγγιση είναι η εξής: αν το κεφάλαιο έχει τρόπον τινά “απορροφήσει” το προλεταριάτο/εργασία, δεν σημαίνει αυτό ότι η αντίφαση κεφάλαιο-εργασία έχει απωλέσει ουσιαστικά τον έναν πόλο της; Οπότε, σ’ αυτή την περίπτωση, ποια είναι η διαλεκτική ροπή που μπορεί να κινήσει τη θεμελιώδη αντίφαση προς την επανάσταση, δηλαδή τη διαλεκτική κατάργηση-υπέρβαση του κεφαλαίου ως άρνηση της άρνησής του (δηλαδή άρνηση της εργασίας;). Εκτός αν εννοήσουμε την “αφομοίωση” της εργασίας από το κεφάλαιο ως ακριβώς το στοιχείο εκείνο που μας επισημαίνει ότι η διαλεκτική κίνηση της αντίφασης κεφάλαιο-εργασία δεν είναι προς την απελευθέρωση ή τη νίκη της εργασίας αλλά στην άρνησή της, δηλαδή την κατάργηση της, πράγμα που σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι η κατάργηση του κεφαλαίου δεν είναι παρά η κατάργηση της ίδιας της εργασίας. Όσο η εργασία δεν είχε απορροφηθεί από το κεφάλαιο υπήρχε ένας “χώρος” που μπορούσε να ορίζει την αυτονομία της – και προφανώς την αυτονομίας της “τάξης της εργασίας”, του προλεταριάτου, προσδίδοντας νόημα σε έναν “κόσμο της απελευθερωμένης εργασίας”, η διακριτότητα των δύο πόλων ήταν αυτή η “ροπή” που ωθούσε τον αγώνα του προλεταριάτου για την αυτεπιβεβαίωσή του και νοηματοδοτούσε την κατίσχυσή του επί του κεφαλαίου (η διάλυση αυτής της πραγματικότητας και περιόδου επισημαίνει βέβαια και την ουσιαστική χρεωκοπία της θεώρησης και του αιτήματος σήμερα για μια “εργατική αυτονομία”). Ο βαθύς μετασχηματισμός της σχέσης κεφάλαιο τα τελευταία 50 χρόνια σημαίνει ότι αυτός ο χώρος, αυτό το “επέκεινα” του κεφαλαίου, δεν ορίζεται πλέον, συνεπώς το κεφάλαιο και η κοινωνία του δεν μπορούν να καταργηθούν παρά από τα “μέσα”, να καταρρεύσουν εσωτερικά μέσα από την αμοιβαία κατάργηση κεφαλαίου και εργασίας, δηλαδή την αυτοκατάργηση του προλεταριάτου. Το ζήτημα παραμένει όμως, όπως είπαμε και πριν, ποια είναι η αντίθεση που θα “ωθήσει” το προλεταριάτο στην αυτοκατάργησή του;

11 Φυσικά, μιλάμε εδώ για τις ανισότητες που είναι, αυστηρά μιλώντας, οικονομικές, που εμπίπτουν στο πεδίο εκείνο στο οποίο γενικά αναφερόμαστε ως “κοινωνικό” και όχι στην έμφυλη ή τη φυλετική κυριαρχία, που απλά δεν μπορούν να αναχθούν στις επιταγές της εκμετάλλευσης ή της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Η καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι μια επιχείρηση. Θα επανέλθουμε σ’ αυτό αργότερα.

12 Στμ. Στο πρωτότυπο: “elle n’est pas sujette à l’exploitation, si ce n’est pour le langage courant, ce qui par ailleurs ne l’empêche en rien de se révolter”.

13 Στμ. Στο γαλλικό κείμενο: “Je lutte des classes”, λογοπαίγνιο με την “πάλη των τάξεων” (le lutte des classes).

14 Στμ. Ο αποκλεισμός των πλεοναζόντων πληθυσμών από τον ορισμό/συγκρότηση του “λαού” είναι πολύ σαμαντικό στοιχείο στην όλη ανάλυση της σχέσης του προλεταριάτου με τον λαϊκισμό.

15 Στμ. “Manif pour tous”: η κυριότερη συλλογικότητα πίσω από την αντίθεση στον νόμο που ανοίγει τη δυνατότητα γάμου μεταξύ ατόμων του ίδιου φίλου (νόμος γνωστός ως “Γάμος για όλους”). Μαζί με τη “Γαλλική Άνοιξη” αποτελεί την πιο εμφανή έκφραση αυτής της αντίθεσης. Από τη δημοσίευση του νόμου τον Μάιο του 2013, τα αιτήματα της συλλογικότητας έχουν διευρυνθεί από την αντίθεση στον γάμο μεταξύ ομοφύλων και την ομοφυλοφιλία (αναδοχή, υιοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια κλπ.) στην υπεράσπιση της “παραδοσιακής οικογένειας” και την απόρριψη της διδασκαλίας των “θεωριών φύλου”.

16 Στμ. Στο πρωτότυπο: “Quand on parle du peuple et en son nom, on finit par en voir la queue”, από τον ιδιωματισμό: “quand on parle du loup, on en voit la queueπου σημαίνει κυριολεκτικά όταν μιλάς για τον λύκο μπορεί και να εμφανιστεί”.

17 Στμ. BFM TV: γνωστό και ως BFMTV News 24/7, είναι ένα 24ωρο κανάλι διαρκούς ροής ειδήσεων (και καιρού) στη Γαλλία, διαθέσιμο και παγκόσμια μέσω ψηφιακής, καλωδιακής και δορυφορικής τηλεόρασης. Είναι το ειδησειογραφικό δίκτυο με τη μεγαλύτερη ακροαματικότητα στη Γαλλία, με 10 εκατομμύρια θεατές ημερήσια, μερίδιο αναλογικά μεγαλύτερο από οποιοδήποτε άλλο ισοδύναμο κανάλι στον κόσμο.

18 Στμ. Δηλαδή η πολιτική ενσωμάτωση του προλεταριάτου είναι ίσως η βασική λειτουργία του λαϊκισμού.

19 Στμ. Πράγματι αν θέλαμε να ορίσουμε κάπως το προλεταριάτο αυτός θα ήταν ένας θεμελιώδης ορισμός – όχι το εισόδημα ή η μισθολογική κατάσταση. Οι μεσαίες τάξεις δεν είναι φορείς της αντίφασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής .

20 Στμ. Θα λέγαμε ότι είναι η διαλεκτική ροπή της αντίθεσης της σχέσης εκμετάλλευσης – της σχέσης στην καρδιά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της ίδιας της σχέσης κεφάλαιο – που παράγει τη δυναμική της σχέσης κεφάλαιο, του κεφαλαίου! Και αυτή είναι θεμελιωδώς ιστορική και όχι “φυσική”, νατουραλιστική ή εξωιστορική δύναμη.

21 Στμ. Το κάθε κράτος ως συγκεκριμένη εθνική ζώνη συσσώρευσης, θα λέγαμε. Η διατύπωση αυτή των συγγραφέων μπορεί να χρησιμεύσει για να δώσουμε έναν οιονεί ορισμό της εθνικής ζώνης συσσώρευσης: ένα (εθνικό) κράτος με την ιδιαίτερη οικονομία του και την ιδιαίτερη ενσωμάτωση αυτής της οικονομίας στο συνολικό πλέγμα της καπιταλιστικής οικονομίας, που υλοποιεί υπ’ αυτές τις συνθήκες την “κοινωνική του ολοκλήρωση”, τη δική του εκδίπλωση της σχέσης-κεφάλαιο, δηλαδή της σχέσης εκμετάλλευσης.

22 Στμ. Πολύ σημαντικό σημείο αυτός ο εκσυγχρονισμός ως πηγή υπεραξίας Θα λέγαμε μάλιστα σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου η βιομηχανία ήταν σαφώς πιο εκσυγχρονισμένη σε σχέση με τις ανατολικές χώρες, γεγονός που μπορεί να εξηγεί πιθανόν τη μη προσέλκυση επενδύσεων παρά τη μεγάλη μείωση του κόστους εργασίας με την κρίση. Έχει ενδιαφέρον να δούμε πού κατευθύνονται οι όποιες επενδύσεις στον ελληνικό καπιταλιστικό σχηματισμό, πιθανόν στις υποδομές – αλλά μάλλον όχι στη βιομηχανία.

23 Στμ. Πολύ διεισδυτική παρατήρηση. Μπορούμε να δούμε υπ’ αυτό το πρίσμα και τις πολιτικές ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, που δεν μπορούν να πετύχουν εύκολα μια τέτοια αναδιανομή, ίσως και για τους λόγους που παρατηρήσαμε στην προηγούμενη υποσημείωση. Είναι ενδιαφέρον να δούμε ποιες οικονομικές πολιτικές αντιστοιχούν στην ελληνική εκδοχή του λαϊκισμού (πχ. όλες οι φράξιες της αριστεράς επιμένουν στην αγροτοκολλεκτιβοποίηση και στην ανασυγκρότηση της κλασσικής βαριάς βιομηχανίας κλπ.).

24 Στμ. Ιδιαίτερα οικεία αυτά θα λέγαμε στην ελληνική περίπτωση!

25 Στμ. Στο πρωτότυπο “le frère ennemi”, φράση που προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη και την ιστορία των Άβελ και Κάιν.

26 Στμ. Γι’ αυτό και οι διάφορες κυρίαρχες πολιτικές φράξιες της αστικής τάξης που ασκούν ή μπορούν δυνάμει να ασκήσουν κυβερνητική εξουσία αποποιούνται μετά βδελυγμίας τον χαρακτηρισμό για τις ίδιες και τον προσάπτουν μετ’ επιτάσεως στους αντιπάλους τους.

27 Στμ. Αναφορά στην περίφημη φράση του Μαρξ για το εμπόρευμα.

28 Στμ. Αυτό είναι όντως ένα κομβικό ερώτημα, δηλαδή αν είμαστε σε μια φάση μετάβαση σε μια καινούρια ριζική αναδιάρθρωση (μεγαλύτερης ίσως έντασης από την αναδιάρθρωση μετά τη δεκαετία του 1970). Τα θεμελιώδη ζητήματα της διαμόρφωσης των παγκοσμιοποιημένων ροών εργασίας και κεφαλαίου που δοκιμάζουν τα όρια των εθνικών κρατών και των διακρατικών δικτυώσεων είναι προφανώς το διακύβευμα αυτής της καινούριας φάσης ριζικής αναδιάρθρωσης. Η πολιτική μορφή, όπως λέει και ο Αλαίν, αυτής της αναδιάρθρωσης ίσως είναι όντως ο λαϊκισμός στην τρέχουσα περίοδο αλλά πως μπορούν να αποκλειστούν οι ακόμα δυστοπικότερες μεταλλάξεις του;

29 Στμ. Εξαιρετική διατύπωση που παρέχει μια δομική εξήγηση, την αιτία, που απορρέει από την ίδια τη δυναμική της ταξικής πάλης και της σχέσης εκμετάλλευσης, που παράγει τη διαταξικότητα ως συνθήκη και όριο για το προλεταριάτο σ’ αυτήν την συγκεκριμένη “ακολουθία”.

30 Στμ. Με άλλα λόγια εδώ θίγεται και θεμελιώνεται και το όριο της διαταξικότητας ως απορρέον από την ίδια τη συνθήκη που καταρχάς την παράγει! Δηλαδή του κατακερματισμού του προλεταριάτου. Η ίδια συνθήκη που παράγει την διαταξικότητα ως πολιτική “δυνατότητα” την παράγει και ως όριο της πλήρους ενσωμάτωσης του προλεταριάτου στην καπιταλιστική “κανονικότητα”! Η διαλεκτική στο μεγαλείο της! Γιατί η δυναμική αυτή της συγκεκριμένης περιόδου που πολύ εύστοχα λέμε “ενότητα στον διαχωρισμό”, που θέτει τη διαταξικότητα ως συνθήκη ενοποίησης του ίδιου του προλεταριάτου, δεν παύει να είναι ενότητα στον διαχωρισμό, και έτσι διαλεκτικά αντιφατικά παράγει και το όριο της διαταξικότητας αφού αυτή προσκρούει σ’ αυτόν ακριβω τον κατακερματισμό, τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των φραξιών του προλεταριάτου. Και έχει ενδιαφέρον να δούμε ότι αυτό το όριο στη “λαϊκή ενότητα” δεν είναι ένα όριο μόνο για το προλεταριάτο, είναι ένα όριο και για το ίδιο το κεφάλαιο στην προσπάθειά του να ενσωματώσει πλήρως το προλεταριάτο στον “λαό” και περαιτέρω δυνητικής αποσταθεροποίησής του. Η δυναμική του κεφαλαίου που παράγει τον κατακερματισμό επάγοντας έτσι την τάση ενσωμάτωσης για το προλεταριάτο και τη διαταξικότητα προσκρούει στο ίδιο το προϊόν της! Και ως μια αναφορά στην αριστερή εμμονή έχουμε δυο πολύ σημαντικά σημεία: πρώτον: το προλεταριάτο δεν μπορεί να συγκροτήσει καθαυτό έναν “λαό”, δεύτερον: η πιθανή ενσωμάτωση στον λάο που μπορεί να παραχθεί αναγκαστικά αυτή την περίοδο ως διαταξικό αμάλγαμα, προσκρούσει στην ίδια τη συνθήκη του κατακερματισμού του, που παράγει αυτή τη δυνατότητα! Bingo! Το όνειρο της αριστεράς για τις καινούριες “λαϊκές ενότητες” ευτυχώς προσκρούει στις ίδιες τις αντιφάσεις της διαλεκτικής της ταξικής πάλης! Βέβαια αυτό αναδεικνύει το θεμελιώδες ζήτημα της “σύνθεσης της τάξης”: ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενο της “προλεταριακής ενότητας” αφού δεν μπορεί να είναι ούτε ενότητα για το ίδιο, στη βάση δηλαδή της “προλεταριακής αυτονομίας”, ούτε στη βάση μιας διαταξικής ολοκληρωσης (έστω υπό την ηγεμονία του;). Πώς μπορούμε να φανταστούμε μια ενότητα που αναγκαστικά, σύμφωνα με το πλαίσιο της κομμουνιστικοποίησης, θα το καταργεί;

31 Στμ. Αυτή η αδυνατότητα είναι, θα λέγαμε, συγκροτητική της σχέσης εκμετάλλευσης στην καρδιά της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας. Είναι αυτό που την καθιστά “μη-συνθέσιμη”, που κάνει τους πόλους της ασυμφιλίωτους. Η σχέση εκμετάλλευσης θα έπαυε να είναι τέτοια αν ο πόλος της εργασίας μπορούσε πλήρως να “εξασφαλίσει” την ύπαρξή του μέσα στη σχέση αυτή.

32 Στμ. Όπως είπαμε πριν ο διαλεκτικά αντιφατικός χαρακτήρας του ίδιου του κατακερματισμού, που δεν είναι απλά θεωρητική πτυχή, πρέπει να δούμε ότι έχει τεράστιες πρακτικές συνέπειες.

33 Στμ. Στο πρωτότυπο: “ce mouvement d’ “altérisation” étant lui-même l’objet d’une lutte interne dont sortent perdants ceux qui n’ont pas voix au chapitre”, η φράση: “avoir voix au chapitre” σημαίνει “έχει φωνή/άποψη για το ζήτημα”.

34 Στμ. Τα Restaurants du Cœur (κυριολεκτικά τα “Εστιατόρια της καρδιάς” αλλά που σημαίνει “Εστιατόρια της αγάπης”), περισσότερο γνωστά ως Restos du Cœur, είναι μια γαλλική φιλανθρωπική εταιρεία, κύρια δραστηριότητα της οποίας είναι η διανομή φαγητού και ζεστών γευμάτων σε όσους έχουν ανάγκη.

35 Στμ. Στοίχιση, ευθυγράμμιση, συστράτευση. Στο πρωτότυπο: mise au pas.

36 Στμ. “Αρνητική” αυτοπροϋπόθεση θα λέγαμε!

37 Στμ. Πολύ θεμελιώδης θέση, προσφέρει μια πολύ σημαντική ενόραση σχετικά με το “πρακτικό” ζήτημα που θίξαμε και προηγουμένως για το πώς μπορούμε να φανταστούμε την αυτοκατάργηση! Και το νόημά της είναι αυτό που λένε και οι συγγραφείς στη συνέχεια: η κατάργηση δεν έγκειται στην φαντασιακή κριτική στο “σύνολο της ύπαρξης”, στην ιδεολογικοποιημένη για παράδειγμα κριτική της μισθωτής εργασίας με την φενακισμένη άρνησή της, αλλά στη σύγκρουση με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξης.

38 Στμ. Στο πρωτότυπο: “poudre de Perlimpinpin”, φράση που αναφέρεται σε μια υποτιθέμενα μαγική, αλλά χωρίς κανένα θεραπευτικό αποτέλεσμα, πούδρα ή σκόνη. Κυριολεκτικά αντιστοιχεί σε σκόνες που εξάγονταν από το κινέζικο νερόφιδο και πουλιούνταν από τσαρλατάνους και γυρολόγους ως πανάκεια, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν κανένα αποτέλεσμα. Το όνομα “perlimpinpin” πρέπει να είναι απλή ονοματοποιία, μια λέξη της οποίας ο ήχος θα μπορούσε να παραπέμπει σε μια μαγική συνταγή.

39 Στμ. Πολύ σημαντικές παρατηρήσεις. Σε έναν βαθμό έχουμε θίξει αυτή την πτυχή, για την περίπτωση των διακρατικών πολέμων ως παροξυσμού της ταξικής πάλης, στο κείμενο “Από τον ταξικό στον διακρατικό πόλεμο: Στρατηγικές του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου, εκφασισμός και πολυεθνικό προλεταριάτο σήμερα”, στο http://antifavironas.blogspot.com/2018/06/blog-post_21.html#more.

40 Στμ. Meeting: περιοδικό και ιστότοπος με εστίαση στην κομμουνιστικοποίηση, κινητήρια δύναμη της οποίας ήταν η γαλλική ομάδα “Theorie Communiste” και τους ακολούθους τους. Ένα από τα αποτελέσματα του έργου του “Meeting” ήταν η ανάδυση της αγγλόφωνης ομάδας/περιοδικού Endnotes. Τα κείμενα που περιέχονται στο περιοδικό είναι ως επί το πλείστον στα γαλλικά και μερικά στα αγγλική και, απ’ όσο γνωρίζουμε, περιέχουν κυρίως τα περισσότερα, αν όχι όλα, από τα κείμενα που έχουν παραγάγει.

41 Στμ. Ο όρος απόκλιση, εισάγεται από την TC ως χαρακτηριστικό γνώρισμα του κύκλου αγώνων της περιόδου των “ταραχών” ως η απόκλιση από την πρακτική του προλεταριάτου που η θέση του ως τάξης του κεφαλαίου συνεπάγεται και την πραγματική του δράση σε συγκεκριμένες συνθήκες, ουσιαστικά η απόκλιση της πραγματικής δράσης του προλεταριάτου από την αναμενόμενη αναπαραγωγή από αυτό των καπιταλιστικών σχέσεων: “Αλλά μπορούμε τώρα να διαπιστώσουμε ότι η ταύτιση (ύπαρξη του προλεταριάτου μόνο μέσα στις κατηγορίες του κεφαλαίου/ αυτοαμφισβήτησή του ως τάξης) δεν είναι συγχώνευση. Περιέχει και τη διαφορά ως απόκλιση στο εσωτερικό της και εκεί βρίσκεται η δυναμική αυτού του κύκλου αγώνων. Η απόκλιση αυτή είναι η ανομοιότητα των προσδιορισμών και των πρακτικών στην πορεία των αγώνων· είναι το διακύβευμα αυτών των αγώνων” (“Από την TC 14 στη θεωρία της απόκλισης”). Σε δεύτερη σκέψη, αυτή η απόκλιση ανάμεσα στο τι προβλέπει η θεωρία και στο τί γίνεται στην πράξη μοιάζει να είναι ένας, όχι μόνο πρακτικός αλλά και θεωρητικός δείκτης της κίνησης των αντιφάσεων της θεωρίας, των πρωταγωνιστών της ταξικής πάλης και της συνάρθρωσης τους στην κριτική δραστηριότητα που αυτές οι αντιφάσεις πρέπει να συνεπάγονται.

42 Στμ. Στο πρωτότυπο: “défaisance”.

43 Στμ. Pegida: συντομογραφία από τα γερμανικά της Patriotische Europäer gegen die Islamisierung des Abendlandes‎ (Πατριώτες Ευρωπαίοι ενάντια στην Ισλαμοποίηση της Δύσης) εθνικιστικού, ισλαμοφοβικού, αντιμεταναστευτικού πολιτικού κινήματος που δημιουργήθηκε στη Δρέσδη τον Οκτώβριο του 2014. Η Pegida υποστηρίζει ότι η Γερμανία “ισλαμοποιείται” όλο και περισσότερο και έχει ως στόχο να αντιταχθεί στον ισλαμικό εξτρεμισμό. Επιπλέον, η οργάνωση έχει αντιαμερικανικές και ρωσόφιλες αντιλήψεις. Η Pegida θέλει να χαλιναγωγήσει τη μετανάστευση και κατηγορεί τις αρχές ότι δεν έχουν θέσει σε ισχύ τους ήδη υπάρχοντες νόμους.

44 Στμ. Forconi: στα ελληνικά “Πηρούνια” (κυριολεκτικά “δίκρανα”), είναι το όνομα που δόθηκε στο κύμα διαμαρτυριών που ξέσπασε στην Ιταλία από τις 15 Νοεμβρίου μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου του 2013, με στόχο την κυβέρηση, την υψηλή φορολογία, τη γραφειοκρατία, τα καθιερωμένα κόμματα, την ΕΕ, το ευρώ και την παγκοσμιοποίηση. Στόχος των διαμαρτυρόμενων ήταν η παραίτηση της κυβέρνησης Λέττα και του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας Ναπολιτάνο και η διάλυση του Κοινοβουλίου. Οι διαμαρτυρίες περιελάμβαναν πορείες, διαδηλώσεις, αποκλεισμούς εθνικών οδών και των σιδηροδρόμων και απέκτησαν το όνομα Forconi από το όνομα ενός από τους βασικούς συμμετέχοντες, του “κινήματος των Πηρουνιών” από τη Σικελία.

45 Στμ. Σημαντικό σημείο καθώς πρόκειται για αναφορά – και έκφραση αμφισβήτησης – της θέσης της TC.

46 Στμ. Οι αναφορές έχουν όντως να κάνουν με αυτό που η TC προείκαζε και έθετε ως αναγκαιότητα στον προηγούμενο αυτό κύκλο αγώνων, για το σπάσιμο του “γυάλινου φράγματος” της παραγωγής, την αναγκαιότητα οι ταραχές να περάσουν στους χώρους παραγωγής.

47 Στμ. Δήλωση ακριβώς στο έδαφος της κριτικής που αρθρώνεται παραπάνω!

48 Στμ. Θεωρούμε ότι οι συγγραφείς εισάγουν εδώ την έννοια της “αποσταθεροποίησης” (και της αταξίας) αντλώντας αλλά και “αποκλίνοντας”, ας μας επιτραπεί το λογοπαίγνιο, από την έννοια της απόκλισης της TC, ως περισσότερο αρμόζουσες στην συγκυρία σε σχέση με την έννοια της διάτρησης της “γυάλινης οροφής”.

49 Στμ. Σημαντική θέση: το πρόταγμα της επιβίωσης στη θέση “αφηρημένων” προταγμάτων και αξιών.

Αποφεύγοντας το φαινόμενο της “Γης Θερμοκήπιο”: οργανωνόμενοι/ες ενάντια στην κλιματική καταστροφή και εξόντωση

της Επιτροπής Ριζοσπαστικής Οικολογίας της BRRN1

το κείμενο σε pdf

 

Κλιματικοί συναγερμοί χτυπάνε σ’ ολόκληρη τη Γη, από τις καταστροφικές ανεξέλεγκτες πυρκαγιές που μαίνονταν στην Καλιφόρνια, μέχρι τη μαζική λεύκανση του Μεγάλου Κοραλιογενούς Υφάλου, την θέρμανση από τα κάτω της Ανταρκτικής και το συνεχιζόμενο λιώσιμο των πάγων της Γροινλανδίας, ακόμα και τον χειμώνα. Τον Αύγουστο της τελευταίας χρονιάς, του 2017, βρέθηκε ότι αυτή η ήταν η πιο θερμή στα χρονικά με την απουσία του φαινομένου El Niño Southern Oscillation (ENSO), ενός κυκλικού φαινομένου που περιοδικά ζεσταίνει τον Ειρηνικο Ωκεανό, ενώ τα τέσσερα προηγούμενα έτη (συμπεριλαμβανομένου του 2018) ήταν τα θερμότερα στα χρονικά.

Συνοψίζοντας εύστοχα την τωρινή μας δεινή θέση, ο Will Steffen και συνάδελφοί του δημοσίευσαν, τον Αύγουστο του 2018, το άρθρο Trajectories of the Earth System in the Anthropocene (Τροχιές του Συστήματος της Γης στο Ανθρωπόκαινο) στην επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences (PNAS). Οι συγγραφείς περιγράφουν τους κινδύνους που τίθενται στο “Σύστημα της Γης” από την υποβάθμιση της βιοσφαίρας και την υπέρβαση των περιβαλλοντικών “κατωφλίων”, πέραν των οποίων βρόγχοι ανάδρασης όπως φαινόμενα μειωμένης λευκαύγειας2 (εξαιτίας της απώλειας πάγου και της χιονοκάλυψης) και αυξημένες εκπομπές (από πυρκαγιές σε δάση, απώλεια φυτοπλαγκτόν και/ή απελευθέρωση μεθανίου) καθιστούν την υπερθέρμανση του πλανήτη ένα αυτοδιαιωνιζόμενο φαινόμενο. Αυτές οι συνθήκες θα είχαν σαν αποτέλεσμα μη αναστρέψιμες συνθήκες κόλασης μιας εικαζόμενης “Γης Θερμοκήπιο” (δείτε την εικόνα που ακολουθεί για μια οπτική αναπαράσταση). Ο Steffen και οι συνεργάτες τους είναι ξεκάθαροι σχετικά με τη σημασία αυτού του πλαισίου: “Απαιτείται συλλογική ανθρώπινη δράση για να οδηγηθεί το Σύστημα της Γης μακρικά από ένα δυνάμει κατώφλι και να σταθεροποιηθεί σε μια κατοικήσιμη κατάσταση μεσοπαγετωνικού τύπου3”.

 

Πέρα από το περιβόητο άρθρο“Hothouse Earth”, αρκετές άλλες νέες μελέτες ωτίζουν την παροιμιώδη Δαμόκλειο σπάθη που επικρέμεται πάνω μας: στην αναορά του για τον Οκτώβριο του 2018, το Διακυβερνητικό Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) καταλήγει ότι έχουμε το πολύ 12 χρόνια για να αποτρέψουμε μια καταστροφική κλιματική κατάρρευση, οριζόμενη ως μια υπέρβαση του παγκοσμίως συμωνηθέντος στόχου για μια αύξηση κατά 1.5-2°C (2.7-3.6°F) στη μέση παγκόσμια θερμοκρασία από την αυγή του βιομηχανικού καπιταλισμού. Από την προβιομηχανική εποχή, η Γη έχει θερμανθεί περισσότερο από έναν 1°C (1.8°F), οπότε είμαστε ήδη στην κόψη του ξυραφιού. Καθώς η παγκόσμια θερμοκρασία αυξάνεται, οι κίνδυνοι για την ανθρωπότητα και την υπόλοιπη ύση αυξάνονται παράλληλα. Δείτε το επόμενο γράημα του Guardian για μια απεικόνιση μερικών από τις σχέσεις μεταξύ αυτών των κινδύνων:

Στο ως τέτοιων σωρρευμένων κινδύνων, τους οποίους ο Αμερικανός κλιματολόγος παρομοιάζει με την διάσχιση ενός ναρκοπεδίου – “όσο πιο βαθιά προχωράμε σ’ αυτό το ναρκοπέδιο, τόσο περισσότερες εκρήξεις είναι πιθανόν να προκαλούμε” η νέα αναορά του IPCC δίνει έμαση στους άκαμπτους όρους των καθηκόντων που βρίσκονται μπροστά μας.

Για να κρατηθεί η αύξηση της θερμοκρασίας κάτω από τον 1,5°C, οι χώρες θα πρέπει να περικόψουν τις παγκόσμιες εκπομπές CO2 [διοξειδίου του άνθρακα] κατά 45% κάτω από τα επίπεδα του 2010 κι αυτό μέχρι το 2030 και να τις μηδενίσουν γύρω στο 2050, βρήκε η αναφορά […]. Για να παραμείνει η θέρμανση κάτω από τον 1,5°C χωρίς προσφυγή σε μη αξιόπιστες/αποδεδειγμένες τεχνολογίες αφαίρεσης CO2 σημαίνει ότι οι εκπομπές CO2 θα πρέπει να μειωθούν στο μισό μέχρι το 2030, σύμφωνα με την αναφορά”.

Τον Νοέμβριο του 2018, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Μετεωρολογίας (WMO δημοσίευσε μια έκθεση η οποία καταλήγει ότι αυτή τη στιγμή ο κόσμος οδεύει προς μια θερμοκρασιακή αύξηση τουλάχιστον 3-5°C (5.4-9°F). Την ίδια στιγμή, τα Ηνωμένα Έθνη αναφέρουν ότι ο κόσμος θα πρέπει να τριπλασιάσει τις προσπάθειές του για την αποτροπή των σημείων καμπής4 που μπορεί τα ίδια να πυροδοτούνται από την παγκόσμια υπερθέρμανση και με τη σειρά τους να προκαλέσουν μια μη αναστρέψιμη κλιματική κατάρρευση· με άλλα λόγια, για να αποτρέψει την “Γη Θερμοκήπιο”. Εν τω μεταξύ, μια νέα μελέτη στο Nature Communication βρίσκει ότι η αποτροπή της θέρμανσης κατά 1.5°C – αν και στόχος “στο άκρο της φιλοδοξίας” – είναι ακόμα δυνατή μέσω μιας άμεσης κατάργησης όλων των ορυκτών καυσίμων “σε όλους τους τομείς”.

Συσσώρευση του κεφαλαίου και ο “ποδόμυλος της παραγωγής”: οδηγοί της κλιματικής καταστροφής

Ενώ οι κίνδυνοι που τίθενται από την παγκόσμια υπερθέρμανση και την μαζική εξόντωση είναι εξαιρετικά σοβαροί, είναι ξεκάθαρο ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν έχει λύση γι’αυτά τα λέγοντα προβλήματα – ακριβώς επειδή “η εξόντωση είναι στην καρδιά της καπιταλιστικής συσσώρευσης”5. Ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Ξι Γινπίνγκ, ο Mohammed bin Salman και ο Jair Bolsonaro επιδιώκουν ξεδιάντροπα να αποσπάσουν το μέγιστο δυνατόν κέρδος από τις εργατικές τάξεις και μια λεηλατημένη βιοσφαίρα, οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ, ακόμα και οι πιο “προοδευτικοί” ανάμεσά τους, δεν έχουν καμμιά στρατηγική για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Πολλοί μοιάζουν να ξεχνούν πόσο η οικοκτονική κληρονομιά του ίδιου του Μπαράκ Ομπάμα προλείανε τον τρομακτικό κλιματικό αρνητισμό της κυβέρνησης Τραμπ και την επιθετική νομική στρατηγική του προς όφελος της βιομηχανίας με την ακύρωση περιβαλλοντικών νόμων.

Το πρόβλημα είναι ο καπιταλισμός, ή ο “ποδόμυλος της παραγωγής, που συνενώνει το κεφάλαιο, το Κράτος και τις επιχειρηματικές ενώσεις με σκοπό τη θεοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης ως της πρωταρχικής έγνοιας και αξίας της κοινωνίας. Αυτός ο “ποδόμυλος” δίνει “αξία” αποκλειστικά σ’ αυτό που μπορεί να χρηματοδοτηθεί και να εμπορευματοποιηθεί για ανταλλαγή στην αγορά και κέρδος. Σύμφωνα με τη θεωρία της οικολογίας του κόσμου, αυτή η απόδοση αξίας λειτουργεί μαζί με μια δυαδική λογική που διαχωρίζει την Κοινωνία από τη ύση, Σύμφωνα με την οποία ό,τι θεωρείται μέρος της ύσης, κυρίως η δουλειά και η ενέργεια των “γυναικών, της ύσης και των αποικιών”, θεωρούνται “ελεύθερα δώρα” προς απαλλοτρίωση για “φτηνή” χρήση. Η σπατάλη και τα απλήρωτα άλλα κόστη αυτής της απαλλοτρίωσης των ανθρώπινων και μη φύσεων συνεχίζεται χωρίς αποζημίωση σύμφωνα με ρατσιστικές, πατριαρχικές, αποικιοκρατικές και οικολογικές απόψεις. Η συμμαχία ανάμεσα στο κεφάλαιο, το Κράτος και της επιχειρηματικές ενώσεις λειτουργεί σε συμπαιγνία για να διατηρήσει και να επεκτείνει αυτές τις “ζώνες ιδιοποίησης” επιτρέποντας έτσι την φτηνή εμπορευματοποίηση της τροφής, της γης, της εργασίας, της ζωής κλπ. για την απόκτηση κέρδους στις αγορές. Ο “ποδόμυλος” πρέπει να επεκτείνει σταθερά αυτές τις προκεχωρημένες ζώνες απαλλοτρίωσης για να αποφεύγει τα μειωνόμενα ποσοστά κέρδους που θα είχαν σαν αποτέλεσμα τη χρεοκοπία των εταιρειών, μαζική ανεργία και πολιτική αστάθεια.

Μερικές από τις πρωταρχικές κρίσεις εντός του παγκόσμιου καπιταλισμού περιλαμβάνουν την εξάντληση των πόρων, το αυξανόμενο κόστος της παραγωγής/υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και την αποσταθεροποίηση της βιόσφαιρας και της οργανικής υγείας. Η αρνητική αξία θέτει αυτά τα τρία προβλήματα μέσα σε ένα ενιαίο πλαίσιο. Αντιπροσωπεύουν “μια δέσμη αντιθέσεων εντός του κεφαλαίου που προσφέρουν εύφορο έδαφος για μια νέα ριζοσπαστική πολιτική που αμφισβητεί την πρακτική βιωσιμότητας της αξίας και της φύσης στον κοσμοσύστημα του καπιταλισμού”6. Γι’ αυτό τον λόγο, πιθανές λύσεις στην τερματική κλιματική καταστροφή που επαπειλείται από τον καπιταλισμό θα πρέπει να αναλύσουν κριτικά πώς και γιατί αυτές οι συστημικές δυναμικές παράγουν από κοινού, διαιωνίζουν και κυβερνούν την κατάρρευση του κλίματος. Πάνω απ’ όλα, βιώσιμες λύσεις πρέπει να εμπνέουν κατάλληλες διορθωτικές δράσεις/θεραπείας που θα αποτρέψουν να συμβούν τα χειρότερα σχετικά με την παγκόσμια υπερθέρμανση. Για να επιβραδύνουμε αυτόν τον “ποδόμυλο της παραγωγής” και να μετασχηματίσουμε ποιοτικά την κοινωνική παραγωγή/αναπαραγωγή, πρέπει να οικοδομήσουμε λαϊκά κινήματα που να αμφισβητούν την καπιταλιστική ώθηση προς τη συσσώρευση και την εξόντωση. Πρέπει να επιδιώξουμε να αποσαθρώσουμε/ξεχαρβαλώσουμε τις κυρίαρχες δομές που συντηρούν και επεκτείνουν τα σύνορα των αγορών μέσω της κλοπής και του κέρδους. Η οργανωτική εστίασή μας θα απαιτήσει να παρέμβαση στα “σημεία ασφυξίας” της καπιταλιστικής (ανα)παραγωγής και της σχέσης τους με τις οικολογικά “σημεία ρωγμής” της κλιματικής κατάρρευσης.

Η αποφυγή της “Γης Θερμοκήπιο” συνεπάγεται την υπονόμευση του μοντέλου “φτηνών φύσεων” παραγωγής και αναπαραγωγής κινητοποιώντας την μέχρι τώρα λανθάνουσα ιδέα της αρνητικής-αξίας. Η αρνητική-αξία δημιουργεί έναν φραγμό στο κεφάλαιο. Αποσταθεροποιώντας την υπεραξία (κέρδη), η αρνητική-αξία κάνει εφικτή μια καινούρια ριζοσπαστική πολιτική η οποία δίνει αξία στην τροφή, στη φύση κλπ. Με χειραφετητικούς και επανορθωτικούς τρόπους7. Για να κινηθούμε προς αυτή την επαναστατική εναλλακτική εκτίμηση της ζωής, που πρέπει να περιλαμβάνει μια Δίκαιη Μετάβαση [Just Transition], απαιτείται να οικοδομήσουμε μάλλον παρά να καταστρέψουμε. Με άλλα λόγια, είναι ουσιώδες να δώσουμε έμφαση στην αλληλοβοήθεια και το να μαθαίνουμε από διαφορετικούς αγώνες σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ώστε να παραγάγουμε καινοτόμες προσεγγίσεις και να επαναστοχοθετήσουμε τοπικές και περιφερειακά βασισμένες βιολογικές [προσεγγίσεις] για να κατασκευάσουμε αυτή την βιώσιμη εναλλακτική. Δεν πρέπει απλά να δημιουργήσουμε μια πλατφόρμα κριτικής και καταστροφής, πρέπει να θρέψουμε/καλλιεργήσουμε στρατηγικά απελευθερωτικούς αγώνες, να συμπαγοποιήσουμε τις προσπάθειές μας μέσα από αλληλογονιμοποίηση σε όλο το ευρύτερο φάσμα της εργατικής τάξης, και να στρατευτούμε στις πρακτικές απαιτήσεις και λύσεις που αμφισβητούν τις ψευδο-απαντήσεις που προσφέρονται από τον “ποδόμυλο” και τους συνηγόρους του.

Για τον σκοπό αυτό θέλουμε να εξερευνήσουμε εδώ έναν αριθμό δυνατών αποτελεσματικών συστημικών στρατηγικών για την κλιματική δικαιοσύνη, έχοντας την προσοχήγ μας και στο θεμελιώδες ερώτημα του πώς μπορούμε πραγματικά να αποφύγουμε το φάσμα της “Γης Θερμοκήπιο”. Η οπτική μας προκρίνει/προτιμά την οικολογική απακατάσταση, τον “πράσινο” συνδικαλισμό, την “φυσική γεωμηχανική” και μια αυτοδιαχειριζόμενη κατάργηση/παρακμή της βασισμένης στα ορυκτά καύσιμα οικονομίας.

Οι επιχειρηματικές ενώσεις συμπεριλαμβάνουν και αρκετά συνδικάτα, που οι γραφειοκρατικές ηγεσίες τους διαμεσολαβεί ανάμεσα στους εργάτες και τα αφεντικά, κλείνοντας/διαπραγματευόμενες συμφωνίες για συμβάσεις χωρίς την άμεση συμμετοχή των απλών εργατών. Αυτοί οι συνδικαλιστές “ηγέτες” έχουν μια στρατηγική συνεργασίας με την τάξη των καπιταλιστών, παίρνοντας συχνά αποφάσεις που είναι αντίθετες με τα συμφέροντα των και τις απαιτήσεις των εργατών και της οικολογίας.

Ριζοσπαστικός Ρεαλισμός”: στρατηγικές για την αποφυγή της “Γης θερμοκήπιο”

Περισσότερο από κάθε άλλο, θέλουμε να κάνουμε μια επισκόπηση των συνεισφορών σ’ αυτό το εξαιρετικά πιεστικό καθήκον που έχουν γίνει από την αναφορά “Radical Realism for Climate Justice. A Civil Society Response to the Challenge of Limiting Global Warming to 1.5°C, που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2018 από το Ίδρυμα Heinrich Böll.

Πρώτον, στο “A Managed Decline of Fossil Fuel Production”, η Oil Change International περιγράφει τις τρεις βασικές επιλογές που βρίσκονται μπροστά μας: διαχειρίσιμη/ελεγχόμενη παρακμή, μη διαχειρίσιμη, ανεξέλεγκτη παρακμή και κλιματική καταστροφή. Τονίζουν ότι θα πρέπει να επιλέξουμε την ελεγχόμενη παρακμή, μια στρατηγική που απαιτεί τον ταυτόχρονο, άμεσο τερματισμό σε κάθε εξερεύνηση και επέκταση της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων, μαζί με το κλείσιμο των πολλών πεδίων παραγωγής και ορυχείων ορυκτών καυσίμων πο υπάρχουν, ιδιαίτερα των ανθρακωρυχείων. Η Oil Change International ισχυρίζεται ότι, ενώ “μερικά” από αυτά τα πεδία εξόρυξης και ορυχεία θα πρέπει να κλείσουν για να επιτευχθεί ο στόχος των 2°C, για να αποφευχθεί το όριο του 1.5°C θα πρέπει να κλείσουν τα περισσότερα. Δείτε το σχήμα 1 παρακάτω.

Η Oil Change International ξεκαθαρίζει ότι, ελλείψει μιας ολοκληρωτικής απαγόρευσης της εξερεύνησης και την εξόρυξης ορυκτών καυσίμων, ο αποκαλούμενος “προϋπολογισμός/ταμείο διοξειδίου του άνθρακα” του πλανήτη για την αποφυγή της επικίνδυνης παγκόσμιας υπερθέρμανσης θα υπερβληθεί εξαιτίας τωμ εκπομπών που θα έχουν “κλειδώσει” από νέα αναμενόμενα σχέδια (10, 12). Ουσιαστικά, καθώς η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία εξαρτάται από την ατέρμονη επέκταση, το ενεργειακό της υπόβαθρο θα πρέπει να “κλείσει” τώρα. Ως μέρος της προτιμόμενης απαγόρευσής τους, οι συγγραφείς από την Oil Change καλούν για μια ταχεία μείωση στις εκπομπές διοξειδίου παράλληλα με την γραμμή που απαιτεί η πρόσφατη έκθεση του IPCC: τη μείωση στο μισό των παγκοσμίων εκπομπών μέχρι το 2030 και μηδενισμό τους μέχρι τα μέσα του αιώνα (11· δείτε το σχήμα 3 παρακάτω).

Υποστηρίζουν την έκκληση κοινωνικών κινημάτων για μια ελεγχόμενη/συντεταγμένη μείωση στην προμήθεια ορυκτών καυσίμων, προ(σ)βλέποντας ότι οι ενεργειακές μεγαλοεταιρείες “πιθανόν να χρεοκοπήσουν και το επενδεδυμένο κεφάλαιο να καταστραφεί” (13). Αν και η διαδικασία αυτή θα είναι σαφώς αποδιοργανωτική, η Oil Change International την παρομοιάζει με μια ιατρική αγωγή, τονίζοντας ότι η αποτροπή της χειρότερης πιθανής παγκόσμιας υπερθέρμανσης είναι προτιμότερη από την προσπάθεια αντιμετώπισης ως μη διαχειρίσιμου ενός προβλήματος όπως η καταστροφή των κλιματικών “κοινών”. Συνιστούν/προτείνουν περιορισμούς supply-side στην προμήθεια ορυκτών καυσίμων, συμπεριλαμβανομένων της επέκτασής τους, τέτοιες όπως μέσω της διακοπής/αναστολής των τεράστιων κρατικών επιδοτήσεων που παρέχονται στις εταιρείες ενέργειας, και που εξασφαλίζουν την κερδοφορία τέτοιων εξορυκτικών επιχειρήσεων και απαγορεύσεις ή μορατόριουμ στην περαιτέρω ανάπτυξή τους (14-15). Εκτός από το να προσφέρει στην ανθρωπότητα και τη φύση μια καλή ευκαιρία αποφυγής της παγκόσμιας κλιματικής καταστροφής, ένα τέτοιο πρόγραμμα θα σήμαινε και τον τερματισμό των δραστηριοτήτων που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των φτωχών, αυτών που υφίστανται ρατσιστικές διακρίσεις και των αυτόχθονων κοινοτήτων που επηρεάζονται αρνητικά από αυτές τις εξορύξεις. Την ίδια στιγμή, είναι αναγκαία μια δίκαιη μετάβαση για όσους εργάτες απασχολούνται αυτή τη στιγμή στη βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων και αν και η Oil Change International εκφράζει τη σοσιαλδημοκρατική πολιτική του Ιδρύματος Heinrich Böll εδώ, προβλέποντας/περιμένοντας ότι το χρηματιστικό κεφάλαιο παίζει έναν ρόλο σ’ αυτή τη μετάβαση, υποστηρίζουμε/συνηγορούμε υπέρ μιας οικο-συνδικαλιστικής [green-syndicalist] προσέγγισης, τονίζοντας την ανάγκη να ανατρέψουμε τις εργασιακές ιεραρχίες που περιορίζουν την δύναμη της λήψης αποφάσεων στο βασίλειο της παραγωγής, ως την καλλίτερη διέξοδο. Θα επανέλθουμε στην προτιμόμενη οικο-συνδικαλιστική στρατηγική μας λεπτομερέστερα παρακάτω.

ΣτοRadical Realism for Climate Justice”, ο Christian Holz βρίσκει ότι το παγκόσμιο “ταμείο” για τις εκπομπές διοξειδίου ώτε να αποφευχθεί η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά 1.5°C γίνεται όλο και πιο περιοριστικό, αν υποθέσουμε ότι διαφορετικές τεχνολογίες για την απομάκρυνση του διοξειδίου (CDR), όπως η σύλληψη και αποθήκευση του διοξειδίου (carbon capture and storage, CCS) ή ή άμεση σύλληψη του αέρα (direct-air capture, DAC), δεν θα δουλέψουν σε μεγάλη κλίμακα (8). Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Holz, πρέπει να ξεκινήσουμε μια μείωση των εκπομπών σε ποσοστό 5-9% ετήσια μέχρι το 2025 για να παραμείνουμε εντός του ορίου του 1.5°C – και ο συγγραφέας διευκρινίζει ότι μια τέτοια αρνητικά τροχιά εκπομπών δεν έχει ιστορικό προηγούμενο (13)! Συνεπής με το μοντέλο της συστολής και σύγκλισης που έχει καθοδηγήσει τα πλαίσια κλιματικής δικαιοσύνης στην εγχώρια και τη διεθνή σφαίρα (19), και υποτείνει τη σπουδαιότητα του περιορισμού της οικονομικής ανάπτυξης για την επίτευξη τέτοιων σκοπών (21). Δηλώνει ότι η αποκατάσταση των υπαρχόντων δασών είναι προτιμότερη από την μαζική αποψίλωσή τους για πολλούς λόγους, και προτείνει ότι αυτή η βιο-αναγέννηση μπορεί να πραγματοποιηθεί σε γαίες που θα απελευθερωθούν από την μειωμένη χρήση τους από κοπάδια και άλλα ζώα κτηνοτροφίας που θα μπορούσε να προέλθει από μια γενικευμένη στροφή προς διατροφές βασισμένες στα φυτά (12, 17). Αυτή η εναλλακτική θα μπορούσε επίσης να προέλθει από την εγκατάλειψη του μοντέλου του “φτηνού φαγητού” που βασίζεται στην βιομηχανική γεωργία, τη βιομηχανοποιημένη κτηνοτροφία και τη βιομηχανική γεωργία των μονοκαλλιεργειών. Όπως και η δασακομία με φυτείες, που επιδιώκει τη φύτευση ομοιόμορφων ειδών δέντρων για να μεγιστοποιήσει την ραγδαία παραγωγή και εμπορευματοποίηση της ξυλείας, το μοντέλο του “φτηνού φαγητού” της βιομηχανικής μονοκαλλιέργειας, που βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στη σταθερή παροχή χημικών λιπασμάτων και ζιζανιοκτόνων που βγαίνουν από συνθετικά παράγωγα του πετρελαίουτ, επιδιώκει να επεκτείνει την αγροτική παραγωγή σε λιγότερο εύφορα και απεμπλουτισμένα από θρεπτικά στοιχεία εδάφη. Γενετικά τροποποιημένες σοδειές μεγαλώνουν σε ξηραμένα, απεμπλουτισμένα εδάφη με τη βοήθεια αυτών των τεχνητών λιπασμάτων στην προσπάθεια να ξεπεραστούν τα εμπόδια χάριν της συσσώρευσης, άσχετα από τις οικολογικές συνέπειες8. Η καταστροφή που επιφέρουν και οι δυο βιομηχανίες στη βιοποικιλότητα είναι μηχανευμένη ώστε να τυποποιεί την παραγωή και να επεκτείνει τη συσσώρευση του κεφαλαίου.

Όπως προτείνει ο Tony Weiss στο The Ecological Hoofprint: The Global Burden of Industrial Livestock, η εξόντωση των ειδών μέσω της απώλειας της βιοποικιλότητας, ενός κομβικού σημείου στην κλιματική κατάρρευση, είναι εγγενώς προσδεμένη με τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Η άλλη πλευρά της “εξαφάνισης της πανίδας” μέσω της απώλειας της βιοποικιλότητας είναι η επέκταση της “εμπορευματο-πανίδας” [“commodi-faunation”] μέσω του καπιταλιστικού ποδόμυλου. Η επιτάχυνση της “οικοκτονίας” έπεται από τις σχέσεις της καπιταλιστικής κρίσης καθώς κινούνται μέσα από τον ιστό της ζωής, από τη βιόσφαιρα στα σώματα των ανθρώπων και των άλλων ζώων στους μετασχηματισμούς της καπιταλιστικής γης. O Weiss διερευνά πιο συγκεκριμένα την παγκόσμια αύξηση στην παραγωγή livestock μετά τη δεκαετία του 1970. Η ισχυρή διαμόρφωση από τον Weiss της καπιταλιστικής κρίσης στην παγκόσμια οικολογία εξερευνά με ποιο τρόπο η αποτίμηση των ειδών που εξοντώθηκαν και των εμπορευματοποιημένων ζωικών προϊόντων συνδέονται ως συγκεκριμένες δέσμες ανθρώπινων και εξω-ανθρώπινων φύσεων προς την αύξηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ένα μέρος ακολουθεί την απαραίτητη ανθρώπινη εργασία και τις πρώτες ύλες στα εργοστάσια της συσκευασίας κρέατος και τις βιομηχανικές φάρμες. Το άλλο μέρος εξοντώνει ζωές, ακολουθώντας τον καπιταλιστικό νόμο της αξίας μέχρι τo “τέρμα” [to its conclusion]9. Αυτό είναι ένα προεξέχον παράδειγμα του πώς η συσσώρευση του κεφαλαίου δεν είναι μόνο παραγωγική αλλά και “απονεκρωτική”, εκδιπλωνόμενη μέσα από μια αργή βία που απαξιώνει και καταβροχθίζει τη ζωή10.

Σε αντίθεση με αυτή την ορμή συσσώρευσης προς την πλανητική εξόντωση μέσα από την παγκόσμια υπερθέρμανση, η Mariel Vilella περιγράφει με ποιο τρόπο η εφαρμογή μιας κυκλική οικονομία μηδενικών-αποβλήτων” μπορεί να βοηθήσει τους κρίσιμους στόχους του κινήματος της κλιματικής δικαιοσύνης. Στη θέση της υπάρχουσας “γραμμικής οικονομίας” που χαρακτηρίζεται από την σχεδιασμένη αχρήστευση, τα απόβλητα και τις τεράστιες εκπομπές διοξειδίου, μια κυκλική οικονομία επιδιώκει μηδενικά απόβλητα και μηδενικές εκπομπές (9). Η ιδέα είναι ότι ένα τέτοιο μοντέλο μηδενικών-αποβλήτων “τελικά θα έχει ως αποτέλεσμα μικρότερες ανάγκες σε “παρθένες” ύλες των οποίων η εξόρυξη, η μεταφορά και η επεξεργασία είναι μείζονες πηγές εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου [GHG]” (11· δείτε το σχήμα 2 παρακάτω).

Χαρακτηριζόμενη από την χρήση κομπόστ και αγροοικολογικών πρακτικών στη θέση της βιομηχανικής κλίμακας χρήσης εντομοκτόνων και πετροχημικών λιπασμάτων, μια οικονομία μηδενικών-αποβλήτων συνεισφέρει στο κλείσιμο του βρόγχου των θρεπτικών συστατικών (15). Μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην υπαρχουσα καπιταλιστική οικονομία και της εναλλακτικής αυτής της κυκλικής οικονομίας μηδενικών-αποβλήτων είναι ότι η δεύτερη θα μπορούσε να ενσωματώσει τις απαγορεύσεις προϊόντων, ιδανικά σύμφωνα με τις ριζοσπαστικές γραμμές που έχει διαγράψει η επιτακτική προσταγή της αποβιομηχάνισης του οικοσοσιαλιστή Richard Smith η οποία προβλέπει/υπαγορεύει [prescribes],

την δραστική περικοπή [ή απομείωση] και σε μερικές περιπτώσεις το κλείσιμο των βιομηχανιών, ακόμα και σε ολόκληρους τομείς, σε ολόκληρη την οικονομία και ολόκληρο τον πλανήτη – όχι απλά των παραγωγών ορυκτών καυσίμων, αλλά όλων των βιομηχανιών που τα καταναλώνουν παράγοντας εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (GHG) – αυτοκινητοβιομηχανίες, μεταφορές με φορτηγά, αεροπλάνων, αεροπορικών εταιριών, επιβατικών και εμπορικών ναυτιλιακών εταιριών, κατασκευών, χημικών, πλαστικών, συνθετικών ινών και υφασμάτων, καλλυντικών, συνθετικών λιπασμάτων και συμπυκνωμένων ζωικών τροφών CAFO [concentrated animal-feeding] στις αγροτοβιομηχανικές επιχειρήσεις και πολλές ακόμα”11.

Παρ’ όλο που ο Vilella δεν βάζει στη συζήτηση τον Σμιθ ή τις ριζοσπαστικές οικοσοσιαλιστικές προτάσεις ρητά, η υποστήριξη από τον Σμιθ του συλλογικού και δημοκρατικού οικονομικού σχεδιασμού για τη διαχείριση αυτής της κρίσιμης αναγκαίας κοινωνικο-οικολογικής μετάβασης, εναρμονίζεται με την αναγνώριση από τον Vilella ότι ένα μέλλον μηδενικών-αποβλήτων θα πρέπει να είναι ένα συμμετοχικό σχέδιο τόσο των εργατών όσο και των κοινοτήτων, αν πρόκειται ποτέ να υιοθετηθεί (19). Η πιθανή μείωση στις εκπομπές που θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από τέτοιες αλλαγές θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα ουσιαστικές (21).

Εν τω μεταξύ, στο “Re-Greening the Earth” ο Christoph Thies περιγράφει πώς η αποκατάσταση των παγκόσμιων οικοσυστημάτων θα μπορούσε να “διορθώσει” μεγάλο μέρος του διοξειδίου του άνθρακα που έχει εκπεμφθεί ιστορικά από τον βιομηχανικό καπιταλισμό μέσα σε μόλις λίγες δεκαετίες (10). Ουσιαστικά στοιχεία αυτού του οράματος είναι τα ακόλουθα:

Σταματώντας την αποψίλωση των δασών, επιτρέποντας στα δάση να ανακτήσουν μερικές από τις αποδασωμένες εκτάσεις, προστατεύοντας από την υλοτομία τα αρχαία δάση και επιτρέποντας διαχειριζόμενα δάση να αυξήσουν και πάλι το φυσικά αναπτυσσόμενο απόθεμά τους και την αυθεντική τους σύνθεση σε δέντρα”. (11)

Αναφερόμενος σε δεδομένα από τα γερμανικά δάση, ο Thies δείχνει ότι όσο μεγαλύτερο είναι το μερίδιο του δάσους που προστατεύεται από την εξόντωση, τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό πρόσληψης του διοξειδίου του οικοσυστήματος! Το γεγονός ότι η επιδείνωση της παγκόσμιας υπερθέρμανσης θα υπονόμευε το σπουδαίο δυναμικό αυτού του ρόλου αποκατάστασης υπογραμμίζει τη βαρύτητα των βραχυπρόθεσμων γενναίων περικοπών των εκπομπών, σε συμφωνία με την πιο πρόσφατη επιστήμη (13). Ο συγγραφέας βάζει στο επίκεντρο της προσοχής ότι ο σεβασμός για τους αυτόχθονες πληθυσμούς μέσα στον συνεργατικό συντονισμό της αναδάσωσης και της αποκατάστασης των δασικών βιομιών12 στις τροπικές και εύκρατες περιοχές μπορεί να συμβάλλει στην επίλυση της κλιματικής κρίσης καθώς και τόσο στην αποκατάσταση της βιοποικιλότητας όσο και στη βελτίωση των προβλημάτων σχετικά με το έδαφος και το νερό (14, 19). Θα πρέπει να παραδεχτούμε, ότι είναι μια πρόκληση να προσπαθήσουμε να φανταστούμε οτιδήποτε απ’ όλα αυτά να γίνονται αυτή τη στιγμή στη Βραζιλία ή τις ΗΠΑ, έτσι όπως είναι υπό τη διακυβέρνηση αλληλοενισχυόμενων συντηρητικών εξουσιαστών – τον Bolsonaro και τον Τραμπ, αντίστοιχα – οι οποίοι αρνούνται την ίδια την ύπαρξη οποιωνδήποτε περιβαλλοντικών ασθενειών.

ΦυσικήΓεω-μηχανική;

Η αλήθεια είναι ότι η Γη είναι ήδη τόσο υπερθερμασμένη, εξαιτίας της υπερσυγκέντρωσης αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, και πρέπει να ψυχρανθεί, με το πλεονάζον διοξείδιο του άνθρακα να αφαιρείται/απομακρύνεται με ασφάλεια. Παρ’ όλα αυτά, η κατάργηση των ορυκτών καυσίμων από μόνη της θα προκαλούσε βραχυπρόθεσμα μεγαλύτερη θέρμανση, επειδή η βιομηχανική εκπομπή αυτών των ρύπων απελευθερώνει στην ατμόσφαιρα επίσης και αερολύματα (αεροζόλ) που ψυχραίνουν τεχνητά τις μέσες παγκόσμιες θερμοκρασίες. Αυτή η δυσκολία έχει οδηγήσει σχολιαστές όπως οι David Spratt και Philip Sutton να προσυπογράψουν ουσιαστικά τεχνητά σχήματα “γεωμηχανικής”, το πιο πρόσφατο “προκεχωρημένο φυλάκιο” του τεχνοκρατικού κεφαλαίου υποστηριζόμενου από την κυβέρνηση Τραμπ, που έχουν σχεδιαστεί για να ψυχράνουν απευθείας τον πλανήτη13. Παρ’ όλα αυτά, πρόσφατη έρευνα στο Nature βρίσκει ότι η ιδεά της τεχνητής δημιουργίας ενός “πέπλου” από σωματίδια θείου στην στρατόσφαιρα ως ενός μέσου ανάκλασης του ηλιακούς φωτός από τη Γη για τον μετριασμό του φαινομένου του θερμοκηπίου θα είχε απαράδεκτες δυσμενείς συνέπειες για την αγροτική παραγωή. Ακόμα και ο David Keith, ένας από τους πιο διαπρεπείς θιασώτες της γεωμηχανικής, έχει αναγνωρίσει ότι το πλησιέστερο ανάλογο στα τεχνητά σχήματα γεωμηχανικής είναι τα πυρηνικά όπλα.

Αυτός το αίνγμα μας φέρνει στο μυαλό την πρόσφατη αποτίμηση του Troy Vettese για τις δυνατότητες “εκδημοκρατισμού” μιαςΦυσικής Γεωμηχανικής” στο New Left Review. Ο Vettese διερευνά την “Μικρή εποχή των Παγετώνων” που βίωσε ο κόσμος στη διάρκεια μεταξύ του 16ου και του 19ου αιώνα: εξαιτίας της γενοκτονίας των αυτόχθονων λαών στην Αμερική από την Ευρωπαϊκή αποικιοκρατία, “η εκ νέου [βοτανική] ανάπτυξη φυτών στην κλίμακα δύο ηπείρων απομάκρυνε μια ποσότητα μεταξύ 17 και 38 εκατομμυρίων τόνων διοξειδίου, μειώνονοντας το απόθεμα ατμοσφαιρικού CO2 μέχρι και 10 μέρη στο εκατομμύριο (parts per million, ppm)”. Παράλληλα, “[η] κατάρρευση της [σταλινικής] δασοπονίας και γεωργίας στη δεκαετία του 1990 επέτρεψε στα δάση στο μισό της ευρωπαϊκής Ρωσίας να απορροφήσουν περισσότερο διοξείδιο, καθώς αυξήθηκαν κατά ένα τρίτο”. Η πρόταση του Vettese είναι, συνεπώς, να επαχθεί συνειδητά ένας “αναίμακτος δεύτερος Μικρός Αιώνας των Παγετώνων” για να αποφευχθεί ένας καπιταλιστικός κλιματικός Αρμαγεδώνας” – αυτή τη φορά χωρίς γενοκτονίες”. Ισχυριζόμενος ότι η γη θα είναι ένας πρωταρχικός παράγοντας στην πάλη για ένας οικολογικό μετασχηματισμό της παγκόσμιας κοινωνίας, ο Vettese περιγράφει τους υψηλής έντασης-εδάφους στόχους δημιουργίας συστημάτων ανανεώσιμης ενέργειας και θέτοντας στην άκρη τη “μισή σχεδόν έκταση της Γης” ως προστατευόμενο βιότοπο, όπως έχει, μεταξύ άλλων, υποστηρίξει και ο E. O. Wilson, ως ενός μέσου αντιμετώπισης των παγκόσμιων κρίσεων του κλίματος και εξαφάνισης των ειδών (66). Πόση ακριβώς γη θα πρέπει να αφιερωθεί στις υποδομές παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας θα έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το συνολικό επίπεδο χρήση ενέργειας σε μια δεδομένη κοινωνία, σε συνδυασμό με τις διάφορες αποδοτικότητες (80).

Η γη είναι όμως κεντρική και στο σχέδιο “φυσικής γεωμηχανικής” του ίδιου του Vettese, με το οποίο εννοεί μια παγκόσμια μετάβαση στην οργανική φυτοφαγική γεωργία, κάτι που συνεπάγεται την αποκατάσταση, επαναφορά στην φυσική “άγρια” κατάσταση [rewilding] και την αναδάσωση του σχεδόν 80% των 5 δισεκατομμυρίων εκταρίων γης που αυτή τη στιγμή είναι αφιερωμένες στην βοσκή και την γεωργία (83-85). Η επιτυχημένη αναδάσωση ακόμα και του 1/5 αυτών των 5 δισεκατομμυρίων εκταρίων, θα μπορούσε να μειώσει, από μόνη της, την ατμοσφαιρική συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα κατά 85 ppm, “φέρνοντας αυτή τη συγκέντρωση πλησιέστερα σε μια πολύ ασφαλέστερη τιμή στο κάτω εύρος των 300ppm”, από την τωρινή τιμή των περίπου 410ppm (84). O Vettese προσδοκά ότι τέτοιες προσεκτικές και με επίγνωση μετατοπίσες στις αγροτικές πρακτικές και τις πρακτικές χρήσης της γης, καθώς και ο επανασχεδιασμός των πόλεων για την αντιμετώπιση του κεντρικού ρόλου του αυτοκινήτου και της αστικής επέκτασης και η μείωση των αεροπορικών μετακινήσεων θα μπορούσαν να προσφέρουν νέες θέσεις εργασίας για τους εργάτες εκείνους που εκτοπίζονται από το απαιτούμενο κλείσιμο της βιομηχανίας των ορυκτών καυσίμων, και ψάχνει για έμπνευση στην Período Especial στην Κούβα στη μετα-σοβιετική εποχή, όταν το πετρέλαιο και τα παράγωγά του, συμπεριλαμβανομένων των πετροχημικών λιπασμάτων ξαφνικά έπαψαν να είναι διαθέσιμα στο νησί, οδηγώντας σε δημιουργικές απαντήσεις παραμένουν επίκαιρες σε μεγάλο βαθμό και σήμερα. Όπως και ο/η Mariel Vilella στοRadical Realism for Climate Justice”, ο Vettese προτείνει ότι η προοπτική ενός οικολογικού ζειν σε συνδυασμό με ένα υψηλό επίπεδο πρόνοιας για τους ανθρώπους θα απαιτήσει πολύ πιθανόν την διανομή με μερίδια των πόρων “χάριν της δικαιοσύνης και της αποτελεσματικότητας14 (85).

Καθώς ο Vettese δεν θέτει άμεσα το παράδοξο των αερολυμάτων σε όρους της βραχυπρόθεσμης θέρμανσης, υποθέτουμε ότι αυτή η στρατηγική της “φυσικής γεωμηχανικής” υποτίθεται ότι πρέπει να συνδυαστεί με μια “οικολογική αποκατάσταση”, όπως περιγράφηκε παραπάνω από τον Thies, ως μια απάντηση σ’ αυτό το πρόβλημα και ως τμήματος του συνολικού αγώνα για να αποτραπεί η υπερθέρμανση της Γης με έναν “πράσινο” τρόπο. Δεν είμαστε σίγουροι ότι αυτή η απάντηση θα ήταν επαρκής και καλοδεχόμαστε σχόλια σχετικά με αυτό το ερώτημα.

Πράσινος” συνδικαλισμός: για εργατικό και κοινοτικό έλεγχο

Έχουμε, λοιπόν, αρκετά σχέδια να βάλουμε σε εφαρμογή και ένα ραγδαία ελαττούμενο χρονικό παράθυρο μέσα στο οποίο θα πρέπει να τα υλοποιήσουμε. Παρ’ όλα αυτά δεν νομίζουμε ότι αυτά τα ζωτικά αναγκαία σχέδια θα εφαρμοστούν “από τα πάνω” πριν “φτάσει η σπίθα στον δυναμίτη”, στο φως της αυξανόμενης κυριαρχίας της ακροδεξιάς, των πολιτικών που αρνούνται την επιστήμη σε διεθνές επίπεδο καθώς και του ρόλου που το Κράτος παίζει στο να διευκολύνει θεμελιωδώς την επέκταση του κεφαλαίου, που αποτελεί η ίδια ένα πρωταρχικό εμπόδιο στον αγώνα ενάντια στο φάσμα της “Γης Θερμοκήπιο”.

Σύμφωνα με την ανάλυση των “πράσινων” [green] συνδικαλιστών, η οικολογική καταστροφή και οι οικολογικές κρίσεις αναδύονται και επιμένουν ακριβώς εξαιτίας του “περιορισμού στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων μέσα στις δομημένες ιεραρχίες”, μεταξύ των οποίων πρωταρχική θέση έχει ο καπιταλιστικός εργασιακός χώρος15. Η περιβαλλοντική καταστροφή συνεχίζεται επειδή η “ικανότητα των ανθρώπων για μια συντονισμένη άμυνα/υπεράσπιση των οικολογικών κοινοτήτων του πλανήτη” έχει εξασθενίσει, για έναν αριθμό λόγων16. Όσο οι εργάτες απλά εκτελούν τις εντολές των αφεντικών, που τα ίδια ακολουθούν την “λογική” του κεφαλαίου, και όσο υπάρχουν ταξικές ιεραρχίες, τα περιβαλλοντικά καταστροφικά αποτελέσματα της παραγωγής δεν μπορούν να επανορθωθούν. Αντί των συχνά αντιπαρατιθέμενων επιλογών “θέσεις δουλειάς εναντίον του περιβάλλοντος” ή “περιβαλλοντιστές εναντίον εργατών”, οι πράσινοι συνδικαλιστές προτείνουν έναν κρίσιμο θεωρητικό και οργανωτικό επαναπροσανατολισμό σε μια αντίθεση ανάμεσα “σ’ αυτούς που υπερασπίζονται τις συνθήκες για μια δυνατή και επιθυμητή ζωή” και αυτούς που κάνουν το αντίθετο17. Ως τέτοια, η στρατηγική των οικο-συνδικαλιστών συνιστά συμμαχίες ανάμεσα σε εργάτες, κοινότητες και τη νεολαία για mass-noncooperation: παρουσίαση των αφεντικών ως “οικολογικών κακοποιών”· οργάνωση συλλογικών άμεσων δράσεων όπως αιτήματα στους χώρους δουλειάς, απεργίες και καταλήψεις· και μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων σύμφωνα με την αρχή: “Πρώτα η Γη! Τα κέρδη τελευταία!”, για τη διασφάλιση οικονομικής δικαιοσύνης και μιας βιώσιμης οικολογίας18. Αντιστρέφοντας τις ιεραρχίες λήψης αποφάσεων στην εργασία, ο συνδικαλισμός έχει το δυναμικό να δημιουργήσει έναν πράσινο κόσμο καθώς οι απαγορεύσεις και τα μορατόριουμ στα ορυκτά καύσιμα, η υιοθέτηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η πρακτική της συμμετοχικής δημοκρατίας ανοίγουν όλα μέσα από τον πιθανό μαζικό συντονισμό της αυτοοργανωμένης αντικαπιταλιστικής και αντικρατικής αντίστασης.

Αντλώντας από την ευρύτερη συνδικαλιστική παράδοση, όπως αυτή είναι αυξανόμενα εφαρμόσιμη στην “οργάνωση ως τάξης” στον 21ο αιώνα, η ευρεία προσέγγισή μας πρέπει να πάρει υπόψιν της σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης της τάξης πέρα από τον εργασιακό χώρο. Ενώ η εκμετάλλευση στον εργασιακό χώρο επικεντρώνεται γύρω από το κύκλωμα εμπορευματοποίησης του κεφαλαίου, η καπιταλιστική παγκόσμια οικολογία διαπλέκεται ενδογενώς και στηρίζεται σε συνοριακές ζώνες ιδιοποίησης και σε καταμερισμούς της εργασίας για την επέκτασή της. Η ιδιοποίηση της απλήρωτης εργασίας των φυλακισμένων, η κλοπή γης και πόρων μέσα από την αποικιοποίηση και η υποταγή/υποδούλωση των γυναικών στην οικιακή εργασία είναι μόνο μερικοί από του τρόπους μέσα από τους οποίους ο καπιταλισμός επεκτείνει τη συσσώρευση. Διοράσεις από τη θεωρία της σοσιαλιστικής αναπαραγωγής υποτείνουν ότι “η παραγωγή των αγαθών και των υπηρεσιών και η παραγωγή της ζωής είναι μέρος μιας ενιαίας ολοκληρωμένης διαδικασίας”19. Αυτό βοηθά να ξεκαθαρίσουμε ότι εργατική τάξη είναι “οποιοσδήποτε/οποιαδήποτε στην τάξη των παραγωγών που έχει συμμετάσχει στην αναπαραγωγή της κοινωνίας – άσχετα από το αν αυτή η εργασία έχει πληρωθεί από το κεφάλαιο ή παραμένει απλήρωτη”20. Καθώς καταπιεστικές σχέσεις εξουσίας – τέτοιες όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός, η αποικιοκρατία, μεταξύ άλλων, συνδυάζονται και αλληλοενισχύονται, το πώς και γιατί συμβαίνει αυτό στον καπιταλισμό είναι ένα σημαντικό ερώτημα. Η παραγωγή και η κοινωνική αναπαραγωγή είναι αλληλοσχετιζόμενες διαδικασίες που δημιουργούν αυτήν την κοσμο-οικολογία της κυριαρχίας, του κεφαλαίου και φύσης μέσα από τον ιστό της ζωής. Να “οργανωθούμε ως μια τάξη” σημαίνει διαφορετικοί άνθρωποι που βιώνουν καταπίεση και εκμετάλλευση, σε επικαλυπτόμενες ζώνες απαλλοτρίωσης/ιδιοποίησης και εμπορευματοποίησης θα έπρεπε να ενωθούν μέσα από την πάλη ενάντια σ’ ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα. Επιδιώκοντας να διαλύσουμε διαιρέσεις μέσα στην τάξη μας, ενδυναμώνουμε την οργάνωσή μας και την κάνουμε πιο εμπεριεκτική.

Ο πράσινος συνδικαλισμός μπορεί περαιτέρω να συμπεριλάβει μια διττή προσέγγιση στην “οργάνωση ως τάξης”. Ενώ ο συνδικαλισμός στους χώρους δουλειάς επιδιώκει να οικοδομήσει μια αντικαπιταλιστική αντίπαλή ισχύ μέσα από την αντίσταση στα “σημεία μπλοκαρίσματος” της βιομηχανικής παραγωγής, ο συνδικαλισμός των κοινοτήτων επιδιώκει να το κάνει αυτό κατά μήκος των γειτονιών και μέσα στις κοινότητες. Αγώνες για τη στέγαση και ενάντια στον αστικό εξευγενισμό, αντιρατσιστικοί και αντιφασιστικοί αγώνες, αγώνες ενάντια στην παρανομοποίηση και τις απελάσεις, ανάμεσα σε άλλους αγώνες κοινοτήτων, έχουν το δυναμικό να δημιουργήσουν βιώσιμες, μαζικά προσανατολισμένες υποδομές αντίστασης. Ο κοινοτιστικός συνδικαλισμός δίνει έμφαση στον έλεγχο από την κοινότητα και την αυτοδιαχείριση έτσι ώστε οι πρακτικές λύσεις να οργανώνονται από αυτούς που επηρεάζονται άμεσα και σύμφωνα με τις συγκεκριμένες και διαφορετικές ανάγκες τους. Αγώνες για τη γη όπως αυτοί ενάντια στην επέκταση των αγωγών και των εξορύξεων ορυκτών καυσίμων ή την καταστροφή των δασών μπορούν να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά συνδικαλιστικές τακτικές βασισμένες στην κοινότητα, όπως άμεσες δράσεις, λαϊκές συνελεύσεις, ομάδες εργασίας ενάντια στην καταπίεση, και δίκτυα αλληλοβοήθειας για να κινητοποιήσουν μαζική αντίσταση ενάντια σ’ αυτά τα οικολογικά “ρήγματα” ιδιοποίησης.

Ένα σχετικό παράδειγμα αυτής της αναδυόμενης τάσης έχει υπάρξει η πρόσφατη αναβίωση των Επιτροπών Γενικής Άμυνας (General Defense Committees, GDC) μέσα στις γραμμές του συνδικάτου των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Industrial Workers of the World, IWW) που επιδιώκουν να αναπτύξουν αυτοοργανωμένες εκστρατείες άμεσης δράσης, αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας στην υπεράσπιση κοινοτήτων της ευρύτερης εργατικής τάξης. Άλλες σημαντικές ομάδες με έναν παρόμοιο προσανατολισμό είναι τα Κέντρα Αμοιβαίας Υποστήριξης (Centros de Apoyos Mutuo, CAMS) στο Πουέρτο Ρίκο και τα δίκτυα Mutual Aid Disaster Relief (MADR) που προσφέρουν αναγκαία υποστήριξη, επισκευές και repurposing μέσα σε κοινότητες που έχουν πληγεί απί κλιματικές καταστροφές. Οι δυνατότητες συνέργειας μπορούν να επεκταθούν σε εργατικά συμβούλια ή αυτοδιαχειριζόμενους συνεταιρισμούς/κοπερατίβες παραγωγής και διανομής, σύμφωνα με bioregional γραμμές, καθώς και λαϊκές συνελεύσεις που προάγουν την αυτοελεγχόμενη “μείωση”. Αυτές οι “γειωμένες” [on-the-ground] οργανωτικές δομές είναι αναγκαίες για να τροφοδοτήσουν τα κινήματα κλιματικής δικαιοσύνης, όπως το νεοσύστατο Extinction Rebellion (XR). Το κίνημα XR έχει κάνει κάλεσμα για μια Συνέλευση Πολιτών που θα επιβλέψει τις απαιτήσεις του, αν ικανοποιηθούν, από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου για τη “μείωση των εκπομπών διοξειδίου στο ΗΒ στο μηδέν μέχρι το 2025”, και για την “ανάληψη περαιτέρω δράσης για την απομάκρυνση των πλεοναζόντων αερίων του θερμοκηπίου”, χωρίς να προσδιορίζει πόσο είναι αυτό το πλεόνασμα. Τα αιτήματα προς το Κράτος και το κεφάλαιο πρέπει να προχωράνε πέρα από μια απλή συμβολική διαμαρτυρία συνδέοντας αυτές τις υποδομές αντίστασης με εκείνες που απαιτούν ευρύτερο κοινωνικό μετασχηματισμό και μετάβαση σε έναν μετα-καπιταλιστικό κόσμο.

Η στρατηγική οικοδόμηση αυτής της προσέγγισης προς τον εργατικό και κοινοτιστικό έλεγχο περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός ευρέως αντικαπιταλιστικού, οικολογικού κινήματος για κλιματική δικαιοσύνη. Πρέπει να επιδιώξουμε να δώσουμε προτεραιότητα στην εμπλοκή και τη διασταύρωση/αλληλογονιμοποίηση με μη-κρατικές, μη-επιχειρηματικές, βασισμένες σε κοινότητες συλλογικότητες από τα κάτω. Αυτή η “στρατηγική αυτοοργάνωσης” παίρνει τη μορφή δυο συνόλων στρατηγικών στόχων που μερικές φορές επικαλύπτονται μέσα στους αγώνες. “Πρώτον, στόχους αντίστασης οι οποίοι, όταν πραγματοποιούνται, θα εξασθενίσουν τόσο την άρχουσα οικοκτόνο τάξη που θα κάνουν την άμεση αμφισβήτηση από τα κάτω της εξουσίας της εφικτή: και, δεύτερον, μεταβατικούς στόχους οι οποίοι, όταν πραγματοποιούνται, θα μας βάλουν στον δρόμο για την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας21.

Είναι καθαρό ότι το πρωταρχικό εμπόδιο στην πραγματοποίηση αυτών των πολύ επιτακτικών μεταβάσεων που θα μας απομακρύνουν από το μονοπάτι της κλιματικής καταστροφής είναι η συγκεντρωμένη αντίδραση στα χέρια του Κράτους, είτε θεωρήσουμε την εξουσία του Τραμπ και του Πούτιν είτε του Xi, του bin Salman και του Bolsonaro. Πρέπει να σταθούμε απέναντι και να αντιμετωπίσουμε αμετακίνητα αυτούς τους τυρράνους καθώς και τους τυχοδιώκτες ρεφορμιστές αντιπάλους τους – τις αποκαλούμενες “σοσιαλιστικές μορφές σε υψηλές θέσειςδιεκδικώντας εκ νέου την ισχύ της “αυτοοργάνωσης” για να προάγουμε την οικολογική αποκατάσταση, μια αυτοελεγχόμενη παρακμή της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων, φυσική γεωμηχανική και τον πράσινο συνδικαλισμό για να αποτρέψουμε τη “Γη Θερμοκήπιο”. Όπως το θέτει και ο As Huey P. Newton: “Αντιτίθεσαι στο σύστημα όντας μέσ σ’ αυτό μέχρι να μετασχηματιστεί σε ένα καινούριο σύστημα22.

Αν βρήκατε ενδιαφέρον το παρόν άρθρο σας συνιστούμε για διάβασμα και τα ακόλουθα σχετικά άρθρα: Decolonize the Frontiers: The Mississippi Delta, Organizing at the Frontiers: Appalachian Resistance to Pipelines, και The State Against Climate Change: Response to Christian Parenti.

1 Στμ. Μεταφασμένο από εδώ: http://blackrosefed.org/hothouse-earth-climate-catastrophe. Η BRNR είναι η Αναρχική Ομοσπονδίa Μαύρο Ρόδο (Black Rose Anarchist Federation/Federación Anarquista Rosa Negra), μια αναρχική πολιτική οργάνωσηδίκτυο με τοπικές οργανώσεις σε καμμιά δεκαριά πόλεις “που μοιράζονται ένα σύνολο κοινών πολιτικών και δημιουργούν ένα κοινό στρατηγικό όραμα για την οικοδόμηση ‘λαϊκής εξουσίας’ σε χώρους δουλειάς, γειτονιές, σχολεία και όλους τους τομείς της κοινωνίας προς τον στόχο του ελευθεριακού σοσιαλισμού” (από το “About Us”, http://blackrosefed.org).

2 Στμ. Λευκαύγεια ή άλβεδο (από το λατινικό albedo, λευκότητα): ο λόγος της ανακλώμενης προς την προσπίπουσα ακτινοβολία σε μία επιφάνεια.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: interglacial-like state. Μια “μεσοπαγετωνική” (interglacial) περίοδος είναι το γεωλογικό διάστημα θερμότερης μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας που διαρκεί χιλιάδες χρόνια και χωρίζει δύο διαδοχικές περιόδους παγετώνων στη διάρκεια μιας Εποχής Παγετώνων (Ice Age). Η τρέχουσα τέτοια μεσοπαγετωνική περίοδος του Ολόκαινου ξεκίνησε με το τέλος της περιόδου του Πλειστόκαινου, πριν από περίπου 11.700 χρόνια.

4 Στμ. Σημεία καμπής, στο πρωτότυπο tipping points: σημεία στα οποία μια σειρά μικρών αλλαγών γίνεται αρκετά σημαντική ώστε να προκαλεί μια μεγαλύτερης κλίμακας και σπουδαιότητας αλλαγή.

5 Justin McBrien. “Accumulating Extinction: Planetary Catastrophism in the Necrocene,” στο Anthropocene or Capitalocene? Nature, History, and the Crisis of Capitalism, ed. Jason W. Moore (Oakland: PM Press, 2016), σελ. 116.

6 Jason W. Moore. Capitalism in the Web of Life: Ecology and the Accumulation of Capital (Brooklyn: Verso, 2015), σελ. 278.

7 ό.π. 246.

8 Foster, John B., Brett Clark, and Richard York. The Ecological Rift: Capitalism’s War on the Earth (New York: Monthly Review Press, 2010), σελ. 65.

9 Moore, Jason W, Nature in the Limits to Capital (and vice versa), Radical Philosophy (September/October 2015), σελ. 193.

10 McBrien σελ. 116.

12 Στμ. Στο πρωτότυπο biomes: μια μεγάλη φυσικά προκύπτουσα κοινότητα χλωρίδας και πανίδας που καταλαμβάνει έναν μείζονα βιότοπο, πχ. ένα δάσος ή η τούνδρα.

13 David Spratt και Philip Sutton. Climate Code Red: The Case for Emergency Action (Carlton North, Victoria.: Scribe Publications, 2008).

14 Troy Vettese, “To Freeze the Thames”, New Left Review 111 (May/June 2018), σελ. 73.

15 Jeff Shantz. Green Syndicalism: An Alternative Red/Green Vision (Syracuse, NY: Syracuse University Press 2012), σελ. 83.

16 ό.π. σελ. 112.

17 ό.π. σελ. 11.

18 ό.π. σελ. 73-83.

19 Meg Luxton: ”Feminist Political Economy in Canada and the Politics of Social Reproduction”, στο Kate Bezanson and Meg Luxton, eds., Social Reproduction: Feminist Political Economy Challenges Neo-Liberalism (Montreal: McGill-Queen’s University Press, 2006), σελ. 36.

20 Tithi Bhattacharya, “Introduction: Mapping Social Reproduction Theory”, στο Social Reproduction Theory: Remapping Class, Recentering Oppression, ed. Tithi Bhattacharya (London: Pluto, 2017), σελ. 1-20.

21 Steve D’Arcy: Environmentalism as if Winning Matters: A Self-Organization Strategy, Public Autonomy. 17 Σεπτεμβρίου 2014.

22 Alondra Nelson, Body and Soul: The Black Panther Party and the Fight Against Medical Discrimination. (Minneapolis: University of Minnesota Press, 2011), σελ. 63.

“Στην κόψη”: η πρωτοβουλία RIC, η αριστερά και τα κίτρινα γιλέκα

του AC της Carbure1

το κείμενο σε pdf

 

Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται σε μια ανάγνωση του κειμένου Sur le fil2(“Στην κόψη”), που δημοσιεύθηκε στο μπλογκ Ou la vie sauvage.

Το εν λόγω κείμενο, που έχει την σημαντική αρετή να θέτει τα ζητήματα καθαρά με όρους της κατάστασης, της στιγμής ενός αγώνα, ερμηνεύει το κίνημα των κγ ως τον τόπο μιας πάλης ανάμεσα σε δυο τάσεις: του κοινωνικού και του πολιτικού. Μεταξύ άλλων προβληματισμών, το παρόν παρουσιάζει η πρωτοβουλία RIC (Référendum d’initiative citoyenne, Δημοψήφισμα της Πρωτοβουλίας Πολιτών), που μοιάζει να έχει γίνει τώρα το κεντρικό αίτημα του κινήματος, ως τον καρπό μιας “έξυπνης” υπεξαίρεσης ζητημάτων “ξένων προς την ταξική πάλη”. Μ’ αυτό που δεν ασχολείται, όμως, να πει είναι τι ακριβώς είναι η “ταξική πάλη” αυτή τη στιγμή. Είναι αποκλειστικά μια έκφραση της αριστεράς; Ένα συγκεκριμένο κομμάτι αιτημάτων και όχι άλλων; Γιατί έτσι; Μπορούμε να επιλέξουμε τη μορφή και τις συνθήκες της ταξικής πάλης, ενδογενώς, ως μια έκφραση της καλής εργατικής τάξης που παγιδεύεται από τα κόμματα, τους διανοούμενους και τα συνδικάτα της; Αλλά τότε, πώς να ονομάσουμε την πάλη που καθοδηγείται από τους καπιταλιστές ενάντια στο προλεταριάτο; Και πώς αυτήν των μικροαστών του έθνους ενάντια στις πολυεθνικές; Και αυτήν υπό την ηγεσία του Κράτους για να διαμορφώσει, να ταξινομήσει, να διαχωρίσει, να “παρκάρει”, να πολιτικοποιήσει ή να απο-πολιτικοποιήσει υποκείμενα σύμφωνα με την κοινωνική τους χρησιμότητα, να ορίσει την κεντρικότητα ή την περιθωριακότητά τους, να συμπεριλάβει κάποια για να αποκλείσει άλλα πιο αποτελεσματικά, να παράγει συνολικά την εκμεταλλεύσιμη εργατική δύναμη; Δεν μιλάμε εδώ τόσο για την ταξική πάλη, ως μια πραγματική δυναμική που μορφοποιεί την κοινωνία αλλά, μάλλον, για πολιτικές αξίες και στρατόπεδα, με άλλα λόγια για συγκεκριμένα προϊόντα της ταξικής πάλης, τα ιδεολογικά προϊόντα της.

Η διαταξικότητα είναι μια πραγματικότητα αυτού του κινήματος, όπως είναι και ο λαϊκισμός. Τα κίτρινα γιλέκα δεν παρήγαγαν έναν αντικαπιταλιστικό λόγο που να τείνει να επιβεβαιώσει τη θέση της τάξης: επικρίνουν τις ελίτ, την αποκοπή του κράτους από τον λαό και δεν σταματάνε ποτέ να χτίζουν μια “λαϊκή” νομιμοποίηση· και ο λαός, πριν να είναι μια κοινωνική πραγματικότητα, είναι μια πολιτική πραγματικότητα. Αν αυτός είναι ο λόγος που έχει κυριαρχήσει στο κίνημα, αυτό οφείλεται σε δομικούς παράγοντες και δεν έχει καμμιά σχέση με τη δεξιά και την αριστερά ως πολιτικά στρατόπεδα, έστω κι αν είναι η δεξιά και η ακροδεξιά που ευνοούνται, όπως και στο ότι η τομή του κοινωνικού και του εθνικού είναι μοιραία στην λαϊκιστική πολιτική έκφραση, για χιλιάδες λόγους (τη θέση του Κράτους στην αναδιανομή και αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, παγκόσμια ανισομέρεια στην αξία της εργατικής δύναμης, την κυρίαρχη θέση των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, το ξεκίνημα της ανάκαμψης στην μετά το 2008 περίοδο και την βάναυση αναμόρφωση/αναδιάρθρωση ολόκληρων τομέων του εργατικού δυναμικού κλπ.). Εξηγήσαμε αυτούς τους λόγους πιο λεπτομερειακά στη διάρκεια του κινήματος που αναπτύχθηκε στη διάρκεια του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Καταλωνίας3.

Αυτό το κίνημα δεν πρόκειται να διαλέξει ανάμεσα στο καλό και το κακό, είναι οι τάσεις του, οι εσωτερικές αντιφάσεις και η όλη κατάσταση στην οποία υπάρχει που θα αποφασίσουν τον προσανατολισμό του. Προς το παρόν, τα τμήματα της κοινωνίας που θεωρούν ότι απειλούνται ή ότι πρέπει πραγματικά να υποφέρουν πραγματικά τις συνέπειες της κρίσης, δεν μπορούν να σκεφτούν τίποτα άλλο από τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας ως το προπύργιο ενάντια στον επελαύνοντα παγκόσμιο καπιταλισμό4.

Αυτή είναι η πολιτική σήμερα, ο Τραμπ και το τείχος του είναι η πιο αισχρή έκφρασή της. Αυτό το πρόγραμμά είναι σίγουρα αδύνατον να εφαρμοστεί (άλλωστε, πιο πρόγραμμα εφαρμόζεται ποτέ πραγματατικά;), μπορεί όμως να οδηγήσει σε συγκεκριμένες πολιτικές (η διανομή ως φιλανθρωπία5, ηθική οικονομία, η εθνική προτίμηση ως αποκλειστική μορφή αλληλεγγύης, τοπική δημοκρατία των “μικρών” ελίτ, ηθική και καλά ήθη αλλά, επίσης, και ρατιστική και ομοφοβική στράτευση, προσδιορισμός αποδιοπομπαίων τράγων κλπ.). Αυτό το λαϊκιστικό πρόγραμμα – που εφαρμόζεται τώρα σ’ ολόκληρο τον κόσμο – είναι το πρόγραμμα των τάξεων εκείνων που απειλούνται από το κεφάλαιο και το οποίο θεωρούν ικανό να οδηγήσει στην ταξική τους αυτοάμυνα ή ακόμα και στην υπεράσπιση συγκεκριμένων “κοινωνικών προνομίων” και την απόκτηση νέων δικαιωμάτων.

Χωρίς να έχει την ακαμψία ενός καθαρού σοσιαλισμού, θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα να βάλει ένα πλαίσιο στις καπιταλιστικές σχέσεις, οι οποίες είναι αντιληπτές ως ο φυσικός δεσμός ανάμεσα στις τάξεις και τα άτομα που τις συγκροτούν. Η πολιτική και η ηθική επεμβαίνουν τότε από κοινού σαν ένα φρένο στην αρπακτικότητα των εχόντων, η οποία κατανοείται ως η αιτία όλων των δεινών, ακόμα και του ίδιου του καπιταλισμού: η εκμετάλλευση γίνεται, τότε, απλά ένα προσωπικό ελάττωμα που οι θεσμοί μπορούν να διορθώσουν ή ακόμα και να καταστείλουν.

Αν ένα μεγάλο μέρος του κινήματος διάκειται ευνοϊκά προς την πρωτοβουλία RIC για τη διεκπεραίωση αυτού του προγράμματος, αυτό είναι αναμφίβολα ένα δόλωμα, αλλά δεν έχει τίποτα “ξένο” προς την ταξική πάλη και αυτό όχι μόνο με όρους των εσωτερικών αγώνων εντός του κινήματος. Δεν είναι, πρέπει να παραδεχτούμε, η ταξική πάλη όπως την βλέπει η Αριστερά, χαμένη στο παλιό εργατικό της όνειρο. Είναι ένας πολιτικός τρόπος αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων, όπως επισημαίνει ορθά το κείμενο. Μπορούμε προφανώς να μετανιώσουμε που το κίνημα δεν σταμάτησε στο αίτημα για μια πραγματική αύξηση στον κατώτατο μισθό (SMIC) και σε όλα τα άλλα κοινωνικά “μίνιμουμ”: εν ολίγοις, αυτό δεν ήταν αυτό που στη Γαλλία αποκαλείται “κοινωνικό μήνυμα”, θα λέγαμε ότι δεν είναι αυτό ακριβώς. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί αν υπήρχαν πολλά ακόμα που θα μπορούσαν να γίνουν, εν όψει της αυξανόμενης βίας της καταστολής, τόσο της αστυνομικής όσο και της δικαστικής, και της καθαρής απόρριψης των “παραχωρήσεων” της εκτελεστικής εξουσίας, από το να θεωρήσει ότι ήταν καλλίτερο να τοποθετηθεί στο πεδίο του πολιτικού. Και να τονίσουμε, επίσης, ότι η αριστερά των ίδιων των κοινωνικών κινημάτων, παρά τον παλιό επαναστατικό λόγο για “τον δρόμο” και τον τοίχο των Κομμουνάρων6, όταν είπε ότι “ο δρόμος” έχει δείξει τα όριά του, δεν έχει η ίδια προτείνει τίποτα άλλο από δημοκρατία στην υπηρεσία του κοινωνικού.

Προκύπτει ότι σήμερα είναι η RN7, οι οπαδοί του Chouard8 και η συνομωσιολογία (για να μην αναφέρουμε την Ανυπότακτη Γαλλία) που αναλαμβάνουν αυτόν τον ρόλο των ριζοσπαστών δημοκρατών: εδώ ενοχλούμαστε πολύ. Ότι η πολιτική, παρούσα σ’ ολόκληρο αυτό το κίνημα, αναλαμβάνει στην φάση της άμπωτις του, είναι προφανές. Ότι παίρνει αυτή τη μορφή, ήταν δεδομένο από την αρχή, στην ίδια την συγκρότηση του κινήματος. Ήταν απαραίτητο οι πολλαπλές υπερβολές των αρχών του Δεκεμβρίου να εξαπλωθούν και να διαφοροποιηθούν για να αμφισβητήσουν τα πάντα, περιλαμβανομένων των πολιτικών στρατοπέδων που τέμνονταν εντός τους και των ισχυρισμών για το αν είναι κοινωνικό ή όχι ή καταπνίγηκαν από την καταστολή και βρίσκουν μια πολιτική έκφραση: είμαστε εκεί και είναι φυσικά ο εχθρός, η επιστροφή στην τάξη. Και όταν η τάξη επιστρέφει, μπορούμε να διακρίνουμε το πάνω από το κάτω, και το δεξί από το αριστερό: όλα είναι στη θέση τους [chacun chez soi].

Για όλους αυτούς τους λόγους, δεν ήταν δυνατόν να ηττηθεί το κοινωνικό και αντιφασιστικό στρατόπεδο, αυτό της αριστεράς, στο κίνημα των κγ. Δεν υπάρχει “ανάκαμψη”, υπάρχει μόνο η πολιτική δραστηριότητα αυτών των δύο, της αριστεράς και τη δεξιάς: αν είναι η ακροδεξιά που επικρατεί αυτό συμβαίνει επειδή είναι σε θέση να το κάνει. Το κοινωνικό στρατόπεδο δεν ήταν με κανέναν τρόπο διαχωρίσιμο από τον λαϊκισμό αυτού του κινήματος, η σύγχυση ανάμεσα στο κοινωνικό και το πολιτικό είναι στην καρδιά του λαϊκισμού, αλλά προς το παρόν δεν υπάρχει αριστερός λαϊκισμός στη Γαλλία ικανός να νικήσει το στοίχημα. Αυτό ίσως αλλάξει, χωρίς να αποτελεί απαραίτητα καλή είδηση: είτε αριστερός είτε δεξιός, ο λαϊκισμός είναι μόνο μια πολιτική της κρίσης του κεφαλαίου. Και αυτό είναι που θα πρέπει να κάνουμε τώρα, και όλο και λιγότερο για τα παλιά καλά “κοινωνικά κινήματα[Et c’est à cela que nous aurons désormais à faire, et de moins en moins aux bons vieux “mouvements sociaux”].

Ανάμσα σε άλλα πράγματα, η πολιτική, αριστερή και δεξιά, δεν σημαίνει τίποτα άλλο από την διαχείριση του κεφαλαίου σε κρίση, το οποίο πρέπει να καταστραφεί για να αποφευχθεί ο “φασισμός” – και όλα τα συναφή, και αυτό είναι επίσης το αντικείμενο της ταξικής πάλης του προλεταριάτου κατά την (αυτο)κατάργησή του. Αλλά πριν καταστρέψει την πολιτική και αυτοκαργηθεί ως τάξη, το προλεταριάτο, που είναι διαρκώς και δομικά αποκλεισμένο, μπορεί επίσης να θέλει να συμμετέχει, να υπερασπιστεί τον εαυτό του και το ότι θέλει – ως τάξη – να υπάρχει μόνο στο κεφάλαιο, είναι επίσης μια πτυχή της πάλης του.

Η διαταξικότητα δεν είναι παρά η απελπισμένη προσπάθεια του προλεταριάτου να υπάρξει πολιτικά. Η ταξική πάλη είναι πολύ σύνθετη. Αλλά κανένα στάνταρ/πρότυπο, είτε επαναστατικό είτε ρεφορμιστικό, δεν θα μας βοηθήσει αν διακρίνουμε τι συμβαίνει ή τη διαδρομή που θα μπορεί να ακολουθήσει το προλεταριάτο μέσα σ’ αυτό το χάος – ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, σ’ αυτή την κατάσταση – καθώς σαλπάρει με όλες τις άλλες τάξεις στην ομίχλη της ταξικής πάλης, μια πάλη στην οποία, για να μιλάμε σωστά, κανένας δεν είναι ήρωας.

AC

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2018/12/23/sur-le-fil-le-ric-la-gauche-et-les-gilets-jaunes.

2 Στμ. Sur le fil: “στην κόψη” (του ξυραφιού), σε “τεντωμένο σκοινί”.

3 Στμ. “Η Καταλωνία εντός της στιγμής του λαϊκισμού”, https://2008-2012.net/2017/10/24/la-catalogne-dans-le-moment-populiste.

4 Στμ. Αυτό είναι κομβικό. Η κρίση που ξεδιπλώνεται, κρίση “ταυτότητας” του έθνους-κράτους, μεταβατικές μορφές διακρατικών οργανισμών, ενδοκαπιταλιστικοί ανταγωνισμοί μέσω προστατευτισμών, πρέπει να ειδωθεί, νομίζουμε, ως μια κρίση στην ίδια τη διαλεκτική κράτους-κεφαλαίου, την οποία τείνουμε να ξεχνάμε ταυτίζοντας αυτά τα δύο. Στην πραγματικότητα η αντίθεση είναι εντελώς συστατική πτυχή της διαλεκτικής σχέσης κράτους και κεφαλαίου, αντίθεση που σήμερα παίρνει τη μορφή της αντίθεσης έθνους-κράτους και παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου. Είναι αυτή η δυναμική που πιστεύουμε ότι οδηγεί το “έθνος-λαό” στην αγκαλιά του έθνους-κράτους του ως αναχώματος, όπως παρατηρεί και το κείμενο, στο “μαινόμενο” παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, χρωματίζοντας ως “αντικαπιταλιστικά” και “αντισυστημικά” τα εθνολαϊκιστικά κινήματα.

5 Στμ. Όντως, δείτε την “αναδιανεμητική” πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στα καθ’ ημάς.

6 Στμ. Ο τοίχος των Κομμουνάρων (στα γαλλικά: Mur des fédérés): το σημείο στο κοιμητήριο Père Lachaise όπου στις 28 Μαΐου του 1871, 147 fédérés, μαχητές της Παρισινής Κομμούνας, τουφεκίστηκαν και πετάχτηκαν σε μια ανοιχτή τάφρο στη βάση του τοίχου. Για τη γαλλική αριστερά, ιδιαίτερα τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές, ο τοίχος έγινε το σύμβολο των αγώνων του λαού για την ελευθερία και τα ιδανικά του.

7 Στμ. RN: Rassemblement Νational, Εθνικό Συλαλλητήριο: η μετονομασία, από τον Ιούνιο του 2018, του Εθνικού Μετώπου, του ακροδεξιού κόμματος της Μαρίν Λε Πεν.

8 Στμ. Étienne Chouard: Καθηγητής της τεχνικής εκπαίδευση, έγινε γνωστός το 2005 χάρις σε μια ανάρτηση στο blog του που υποστήριζε το «Όχι» στο δημοψήφισμα για την έγκριση ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος, θέση που τον έκανε αρκετά δημοφιλή στο Διαδίκτυο και της ριζοσπαστική αριστερά. Έκτοτε είναι υποστηρικτής μιας συνταγματικής αναθεώρησης και της εδραίωσης μιας άμεσης δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένης, για παράδειγμα, της δημιουργίας μιας Συντακτικής Συνέλευσης με κλήρωση και της δημιουργίας της Πρωτοβουλίας Πολιτών Δημοψήφισμα (RIC). Ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του ως υπεραριστερό αναρχικό και έχει γίνει επίκεντρο διαμάχης για την υπεράσπιση των θέσεων και της προσωπικότητας ατόμων που σχετίζονται με την ακροδεξιά ή σενάρια συνομωσιολογίας, όπως ο Alain Soral. Από τον Δεκέμβριο του 2018, ακολουθείται ιδιαίτερα από τα κίτρινα γιλέκα, λόγω της θέσης του για την πρωτοβουλία RIC, που έχει γίνει ένα από τα βασικά αιτήματα του κινήματος, και γνωρίζει μεγάλη προβολή και πάλι από τα ΜΜΕ.

Η απειλή για τη Ροτζάβα: ένας αναρχικός στη Συρία μιλά για το πραγματικό νόημα της απόφασης του Τραμπ για απόσυρση των στρατευμάτων

συνέντευξη στο CrimethInc.1

το κείμενο σε pdf

Μετά την απρόσμενη ανακοίνωση από τον Ντόναλντ Τραμπ ότι θα αποσύρει τα στρατεύματα των ΗΠΑ από τη Συρία, λάβαμε το παρακάτω μήνυμα από έναν αναρχικό στη Ροτζάβα, που εξηγεί τι σημαίνει αυτό για την περιοχή και ποια είναι τα διακυβεύματα σε παγκόσμια κλίμακα. Για να αντιληφθείτε το υπόβαθρο, συμβουλευτείτε τα προηγούμενα άρθρα μας:Understanding the Kurdish ResistanceκαιThe Struggle Is not for Martyrdom but for Life.”

Γράφω από τη Ροτζάβα. Για να τα λέμε όλα: δεν μεγάλωσα εδώ και δεν έχω πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που θα χρεαζόμουν για να σας πω με βεβαιότητα τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια σ’ αυτό το μέρος του κόσμου. Γράφω επειδή είναι επείγον να ακούσετε από τους ανθρώπους στη βόρεια Συρία τι πραγματικά σημαίνει για μας η “απόσυρση των στρατευμάτων” που ανήγγειλε ο Τραμπ – και δεν είναι ξεκάθαρο πόσος χρόνος μας απομένει για να το συζητήσουμε. Προσεγγίζω αυτό το καθήκον με όλη της δέουσα ταπεινοφροσύνη εκ μέρους μου.

Δεν είμαι τυπικά ενταγμένος σε οποιαδήποτε από τις ομάδες εδώ. Αυτό μου δίνει τη δυνατότητα να μιλώ ελεύθερα, αλλά πρέπει να τονίσω ότι η οπτική μου δεν αντιπροσωπεύει οποιαδήποτε θεσμική θέση. Αν μη τι άλλο, αυτό το κείμενο θα μπορούσε να είναι χρήσιμο ως ένα ιστορικό ντοκουμέντο ενδεικτικό για το πώς μερικοί άνθρωποι εδώ κατανοούσαν την κατάσταση σ’ αυτό το χρονικό σημείο, σε περίπτωση που καταστεί αδύνατο να μας ρωτήσει κανείς αργότερα.

Η απόφαση του Τραμπ να αποσύρει τα στρατεύματα από τη Συρία δεν είναι ένα “αντιπολεμικό” ή “αντιιμπεριαλιστικό” μέτρο. Δεν θα βάλει ένα τέλος στη σύγκρουση στη Συρία. Αντίθετα, ο Τραμπ δίνει ουσιαστικά στον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν το ΟΚ για να εισβάλλει στη Ροτζάβα και να προχωρήσει σε μια εθνοκάθαρση των ανθρώπων που πολέμησαν σε μεγάλο βαθμό και πέθαναν για να σταματήσουν την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους (ISIS). Αυτή είναι μια συμφωνία μεταξύ δυο ισχυρών αντρών για να εξολοθρεύσουν/τερματίσουν το κοινωνικό πείραμα στη Ροτζάβα και να παγιώσουν αυταρχικές εθνικιστικές πολιτικές από την Ουάσιγκτον μέχρι την Ινσταμπούλ και το Κομπάνι. Ο Τραμπ σκοπεύει να αφήσει το Ισραήλ ως το φαινομενικά πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό πρότζεκτ σ’ ολόκληρη την Μέση Ανατολή, ακυρώνοντας τις δυνατότητες που η επανάσταση στη Ροτζάβα άνοιξε σ’ αυτό το μέρος του κόσμου.

Όλα αυτά θα γίνουν με ένα τεράστιο κόστος. Όσο αιματηρός και τραγικός κι αν είναι ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, αυτό υα άνοιγε όχι απλά ένα κανούριο κεφάλαιο αλλά μια συνέχεια.

Αυτό δεν έχει να κάνει με το πού σταθμεύουν τα αμερικάνικα στρατεύματα. Οι δυο χιλιάδες αμερικανοί στρατιώτες εν προκειμένω είναι μια σταγόνα στον ωκεανό σε όρους του αριθμού των ένοπλων μαχητών στη Συρία σήμερα. Δεν έχουν βρεθεί στην πρώτη γραμμή της μάχης με τον τρόπο που ο αμερικάνικος στρατός ήταν στο Ιράκ2. Σ’ αυτή την περίπτωση, το σημαντικό δεν είναι η απόσυρση αυτών των στρατιωτών. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι η ανακοίνωση του Τραμπ είναι ένα μήνυμα προς τον Ερντογάν με την ένδειξη ότι δεν θα υπάρξουν συνέπειες αν το τουρκικό κράτος εισβάλλει στη Ροτζάβα.

Υπάρχει μεγάλος βαθμός σύγχυσης σχετικά μ’ αυτό, με υποτιθέμενους “αντιιμπεριαλιστές” και αντιπολεμιστές ακτιβιστές όπως η Medea Benjamin να επιδοκιμάζουν την απόφαση του Τραμπ, βάζοντας ανέμελα τη σφραγίδα της “ειρήνης” σε ένα επικείμενο λουτρό αίματος και λέγοντας στα θύματαας πρόσεχαν”. Δεν έχει νόημα να κατηγορούμε τον κόσμο εδώ στη Ροτζάβα επειδή εξαρτώνται από τις ΗΠΑ όταν ούτε η Medea Benjamin ούτε οποιοσδήποτε άλλος σαν αυτήν έχουν κάνει οτιδήποτε για να τους προσφέρουν μια εναλλακτική.

Ενώ εξουσιαστές διαφόρων αποχρώσεων προσπαθούν να θολώσουν το ζήτημα, το άναμα του πράσινου φωτός σε ένα μέλος του ΝΑΤΟ για να εισβάλλει στη Συρία είναι αυτό που είναι “φιλοπόλεμο” και “ιμπεριαλιστικό”. Μιλώντας ως αναρχικός, ο στόχος μου δεν είναι να μιλήσω για το τι θα κάνει ο αμερικάνικος στρατός. Είναι να συζητήσω πώς οι στρατιωτική πολιτική των ΗΠΑ επηρεάζει τον κόσμο και πώς οφείλουμε να αντιδράσουμε. Οι αναρχικοί στοχεύουν να φέρουν την κατάργηση κάθε κυβέρνησης και την διάλυση κάθε κρατικής πολεμικής μηχανής υπέρ οριζόντιων μορφών εθελοντικής οργάνωσης· αλλά όταν οργανωνόμαστε αλληλέγγυα με πληθυσμούς που στοχοποιούνται, όπως αυτοί που υφίστανται και υποφέρουν από τη βία του Ισλαμικού Κράτους και διαφόρων άλλων κρατικών “παιχτών” σ’ αυτή την περιοχή, συχνά βρισκόμαστε μπροστά σε ακανθώδη ερωτήματα όπως αυτά που θα κουβεντιάσω παρακάτω.

Το χειρότερο σενάριο τώρα είναι ο υποστηριζόμενος από την Τουρκία Ελεύθερος Συριακός Στρατός (Turkish-backed Free Syrian Army, TFSA), με την υποστήριξη και του ίδιου του τουρκικού στρατού, να καταλάβει την Ροτζάβα και να διεξάγει μια εθνοκάθαρση σε ένα επίπεδο που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Το έχουν κάνει ήδη αυτό σε μια μικρή κλίμακα στο Αφρίν. Στην Ροτζάβα αυτό θα έπαιρνε ιστορικές διαστάσεις. Θα μπορούσε να είναι ανάλογη της παλαιστινιακής Νάκπα ή της γενοκτονίας των Αρμενίων.

Θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί συμβαίνει αυτό, γιατί θα έπρεπε να νοιάζεστε και τι μπορούμε να κάνουμε από κοινού.

Πρώτα απ’ όλα: σχετικά με το πείραμα στη Ροτζάβα

Το σύστημα στη Ροτζάβα δεν είναι τέλειο. Δεν είναι αυτό το κατάλληλο μέρος για να βγάλουμε στον αέρα τα “άπλυτα”, αλλά υπάρχουν πολλά προβλήματα. Δεν έχω το είδος της εμπειρίας εδώ που ο Paul Z. Simons είχε πριν μερικά χρόνια, όταν η επίσκεψή του στη Ροτζάβα τον έκανε να αισθάνεται ότι όλα είναι πιθανά. Χρόνια και χρόνια πολέμου και στρατιωτικοποίησης έχουν το αντίτιμό τους στις πιο συναρπαστικές πλευρές της επανάστασης εδώ. Παρ’ όλα αυτά, ο κόσμος είναι σε μια απίστευτα επικίνδυνη θέση αυτή τη στιγμή και η κοινωνία που έχει οικοδομήσει αξίζει υπεράσπισης.

Αυτό που συμβαίνει στη Ροτζάβα δεν είναι αναρχία. Όμως, οι γυναίκες παίζουν έναν βασικό ρόλο στην κοινωνία· υπάρχει βασική ελευθερία όσον αφορά τη θρησκεία και τη γλώσσα· εθνικά, θρησκευτικά και γλωσσικά διαφορετικοί πληθυσμοί ζουν ο ένας δίπλα στον άλλον χωρίς ιδιαίτερς πράξεις εθνοκάθαρσης ή σύγκρουσης· ο κόσμος είναι πολύ έντονα στρατιωτικοποιημένος αλλά δεν πρόκειται για ένα αστυνομικό κράτος· οι κοινότητες είναι σχετικά ασφαλείς και σταθερές· δεν υπάρχει πείναι ή κάποια μαζική ανασφάλεια σχετικά με το φαγητό· οι ένοπλες δυνάμεις δεν διαπράττουν μαζικές φρικαλεότητες. Όλες οι πλευρές σ’ αυτόν τον πόλεμο έχουν τα χέρια τους βαμμένα με αίμα, αλλά οι Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG/YPJ) έχουν φερθεί πολύ πιο υπεύθυνα από οποιαδήποτε άλλη πλευρά. Παίρνοντας υπόψιν τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες και τον τεράστιο βαθμό βίας την οποία έχουν υποστεί οι άνθρωποι εδώ, αυτό είναι ένα απίστευτο επίτευγμα. Όλα αυτά είναι σε πλήρη αντίθεση με αυτό που θα συμβεί αν εισβάλλει το τουρκικό κράτος, λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο Τραμπ έχει δώσει στον Ερντογάν το ΟΚ σε αντάλλαγμα για το κλείσιμο μιας τεράστιας πώλησης πυραύλων.

Δεν χρειάζεται να πω ότι δεν θέλω τη διαιώνιση ενός αλά Μπους χωρίς τέλος “πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία”, πολύ δε λιγότερο να συμμετέχω σε οποιοδήποτε είδος “σύγκρουσης πολιτισμών” ανάμεσα στο Ισλάμ και τη Δύση που οι φανατικοί και οι φονταμενταλιστές και των δυο αποχρώσεων φαντασιώνονται. Αντίθετα, αυτό είναι ακριβώς που προσπαθούμε να αποτρέψουμε εδώ. Οι περισσότεροι άνθρωποι που έχει δολοφονήσει το Daesh3 [ISIS] είναι Μουσουλμάνοι· οι περισσότεροι από αυτούς που έχουν πεθάνει πολεμώντας το Daesh είναι Μουσουλμάνοι. Στην Hajin, στην οποία έχω μείνει και όπου βρίσκεται το τελευταίο οχυρί του ISIS, ένας από τους διεθνιστές που πολεμά εδώ και πολύ καιρό το Daesh είναι ένας ευσεβής Μουσουλμάνος – για να μην μιλήσουμε για τους ως επί το πλείστον Άραβες μαχητές από το Deir Ezzor, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι σίγουρα επίσης Μουσουλμάνοι.

Οι φράξιες

Χάριν συντομίας, θα υπεραπλουστεύσω τα πράγματα και θα πω ότι σήμερα υπάρχουν χονδρικά πέντε πλευρές σ’ αυτόν τον Συριακό εμφύλιο: νομιμόφρονες4, Τούρκοι, τζιχαντιστές, Κούρδοι5 και αντάρτες6. Στο τέλος αυτού του κειμένου υπάρχει ένα προσάρτημα που διερευνά τα αφηγήματα που χαρακτηρίζουν κάθε μια από αυτές τις πλευρές.

Κάθε μια πλευρά έχει μια διαφορετική σχέση με τις υπόλοιπες. Θα καταγράψω τις σχέσεις κάθε ομάδας με τις άλλες, ξεκινώντας από την ομάδα με την οποία συνδέονται περισσότερο και τελειώνοντας με αυτές με τις οποίες είναι περισσότερο αντίπαλες:

Νομιμόφρονες: Κούρδοι, Τούρκοι, τζιχαντιστές, στασιαστές

Αντάρτες: Τούρκοι, τζιχαντιστές, Κούρδοι, Νομιμόφρονες

Τούρκοι: αντάρτες, τζιχαντιστές, νομιμόφρονες, Κούρδοι

Κούρδοι: νομιμόφρονες, αντάρτες, Τούρκοι, τζιχαντιστές

Τζιχαντιστές: αντάρτες, Τούρκοι, Κούρδοι, νομιμόφρονες

Αυτό ίσως βοηθά στον “εικονοποίηση” των ομάδων εκείνων που είναι δυνατόν να φτάσουν σε συμβιβασμό και εκείνων που είναι σε ανεπανόρθωτη αντίθεση. Και πάλι, θυμηθείτε, ότι γενικεύω αρκετά.

Θέλω να είμαι ξεκάθαρος ότι κάθε μια από αυτές τις ομάδες παρωθείται από ένα αφήγημα που περιέχει τουλάχιστον έναν πυρήνα αλήθειας. Για παράδειγμα, σχετικά με το ζήτημα ποιος θα πρέπει να κατηγορηθεί για την άνοδο του ISIS, είναι αλήθεια ότι οι ΗΠΑ “όργωσαν το χωράφι” για το ISIS με την εισβολή και κατοχή του Ιράκ και τα καταστραφικά αποτελέσματά τους (το αφήγημα των νομιμοφρόνων)· αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι το τουρκικό κράτος έχει υπόρρητα και κάποιες φορές ανοιχτά και κατάφωρα συμπράξει με το ISIS επειδή το Ισλαμικό Κράτος πολεμούσε ενάντια στον κύριο εχθρό του τουρκικού κράτους (το κουρδικό αφήγημα) και ότι η βάρβαρη αντίδραση του Άσσαντ στην Αραβική Άνοιξη συνέβαλε σε μια δίνη κλιμακούμενης βίας που αποκορυφώθηκε με την άνοδο του Daesh (το αφήγημα των ανταρτών). Και παρ’ όλο που έχω τη μικρότερη συμπάθεια για την οπτική των τζιχαντιστών και του τουρκικού κράτους, είναι βέβαιο ότι αν το ευ ζην των Σουνιτών Αράβων στο Ιράκ ή στη Συρία δεν συμπεριληφθεί σε μια πολιτική διευθέτηση, οι τζιχαντιστές θα συνεχίσουν να μάχονται και αν δεν υπάρξει κάποιου είδους πολιτικής διευθέτησης ανάμεσα στο τουρκικό κράτος και το PKK, η Τουρκία θα συνεχίσει να επιδιώκει να διαλύσει τους πολιτικούς σχηματισμούς των Κούρδων, χωρίς να διστάσει να διαπράξει (ακόμα και) μια γενοκτονία.

Λέγεται ότι οι “Κούρδοι είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας στη Συρία, τρίτης στο Ιράν, τέταρτης στο Ιράκ και πέμπτης στην Τουρκία”. Δεν είναι τυχαίο που όταν Τούρκοι αξιωματούχοι όπως ο Mevlüt Çavuşoğlu απαριθμούν τις “τρομοκρατικές ομάδς” για τις οποίες ανησυχούν περισσότερο στην περιοχή, κατονομάζουν τις YPG πριν το ISIS. Ίσως αυτό μπορεί να βοηθήσει να εξηγηθεί η προσεκτική/διστακτική ανταπόκριση πολλών Κούρδων απέναντι στη Συριακή επανάσταση: από την σκοπιά των Κούρδων, μια καθεστωτική αλλαγή στη Συρία που θα συντελούνταν από τζιχαντιστές υποστηριζόμενους από την Τουρκία χωρίς να συνοδεύεται από μια αλλαγή καθεστώτος και στην Τουρκία θα ήταν χειρότερη από την απουσία οποιασδήποτε αλλαγής καθεστώτος στη Συρία.

Δεν θα αναμασήσω ολόκληρη τη χρονική γραμμή/χρονολόγιο από τους αρχαίους Σουμέριους μέχρι τις αρχές του πολέμου με το PKK στην Τουρκία, την εισβολή στο Ιράκ το 2003, την αραβική άνοιξη και την άνοδο του ISIS. Ας πάμε τα προσπεράσουμε όλα αυτά και ας πάμε στην ανακοίνωση του Τραμπ στις 19 Δεκεμβρίου: “Έχουμε νικήσει το ISIS στη Συρία, τον μοναδικό λόγο για να είμαστε εκεί στη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ”.

Έχει ηττηθεί το ISIS; Και από ποιον;

Ας είμαι ξεκάθαρος: το Daesh δεν έχει ηττηθεί στη Συρία. Μόλις λίγες μέρες πριν έβαλαν κατά της θέσης μας με έναν εκτοξευτή πυραύλων εντελώς ξαφνικά και αστόχησαν για λίγες εκατοντάδες μέτρα μόνο.

Είναι αλήθεια ότι η επικράτειά τους είναι ένα μικρό κλάσμα μόνο αυτής που ήταν κάποτε. Την ίδια στιγμή, απ’ όσο ξέρουμε, έχουν ακόμα χιλιάδες μαχητές, αρκετό βαρύ εξοπλισμό και, πιθανόν, αρκετό μέρος αυτού που απομένει από την ηγεσία της στον θύλακα της Hajin στην κοιλάδα του ποταμού Ευφράτη και στις γύρω ερήμους, ανάμεσα στην Hajin και τα σύνορα με το Ιράκ.

Στον βαθμό που η επικράτειά τους έχει μειωθεί δραστικά, ο Τραμπ λέει ένα απροκάλυπτο ψέμα προσπαθώντας να πιστωθεί αυτό το γεγονός. Το επίτευγμα που ισχυρίζεται για δικό του είναι κυρίως έργο ακριβώς αυτών που τώρα παραδίνει προς θάνατο στα χέρια της Τουρκίας.

Υπό τον Ομπάμα, το υπουργείο Άμυνας και η CIA κυνηγούσαν δραματικά διαφορετικές στρατηγικές σε σχέση με την εξέγερση και τον επακόλουθο εμφύλιο πόλεμο στη Συρία. Η εστίαζε στην ανατροπή του Άσσαντ με οποιοδήποτε αναγκαίο μέσο, στον βαθμό που όπλα και χρήματα που παρείχαν έφταναν στα χέρια της al-Nusra, του ISIS και άλλων. Αντίθετα, το Πεντάγωνο εστίαζε περισσότερο στο να ηττηθεί το ISIS, αρχίζοντας να συγκεντρώνεται στην υποστήριξη τις κατεξοχήν κουρδικές Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG/YPJ) στη διάρκεια της υπεράσπισης του Κομπάνι το 2014.

Τώρα, ως αναρχικός που επιθυμεί τη πλήρη κατάργηση κάθε κυβέρνησης, δεν τρέφω καμμιά αγάπη για το Πεντάγωνο ή την CIA, αλλά αν απιτιμήσουμε αυτές τις δυο προσεγγίσεις σύμφωνα με τους ίδιους τους ομολογημένους στόχους, το σχέδιο του Πενταγώνου δούλεψε αρκετά καλά, ενώ το σχέδιο της CIA ήταν μια πλήρης καταστροφή. Από αυτή την άποψη, είναι δίκαιο να πούμε ότι η κυβέρνηση Ομπάμα συνέβαλε τόσο στην ανάπτυξη του ISIS όσο και στην καταστολή του. Ο Τραμπ, από την πλευρά του, δεν έκανε τίποτα από τα δύο, εκτός από τον βαθμό που το είδος εθνικιστικής ισλαμοφοβίας που προάγει βοηθά στην δημιουργία μιας συμμετρικής μορφής ισλαμιστικού φονταμενταλισμού.

Μέχρι τον Δεκέμβρη, ο Τραμπ διατηρούσε την στρατηγική του Πενταγώνου στη Συρία που κληρονόμησε από την κυβέρνηση Ομπάμα. Υπήρχαν σημάδια σταδιακής αλλαγής αυτών των σχεδίων από τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας John R. Bolton και τον Υπουργό Εξωτερικών Mike Pompeo, που στο βάθος ελπίζει να υπονομεύσει το Ιράν όσον αφορά την προμήθεια πετρελαίου προς την Κίνα. Μέχρι εδώ – και όχι παραπέρα – μπορώ να καταλάβω τις ανησυχίες ενός ψευδο-ειρηνιστή “αντι-ιμπεριαλιστή”: ένας πόλεμος με το Ιράν θα ήταν ένας εφιάλτης, κάνοντας ακόμα χειρότερη την καταστροφή που επέφερε ο πόλεμος στο Ιράκ. Οπότε ναι, στον βαθμό που οι YPG/YPJ αναγκάστηκαν να συντονιστούν με τον αμερικάνικο στρατό, δούλευαν με δυσάρεστους χαρακτήρες των οποίων τα κίνητρα ήταν πολύ διαφορετικά από τα δικά τους.

Συνοψίζοντας: αυτό που έχει φέρει τώρα πλέον την σχεδόν πλήρη ανακατάληψη της επικράτειας που κατείχε το ISIS δεν είναι καμμιά φοβερή επιστήμη. Είναι ο συνδυασμός μιας γενναίας και ικανής χερσαίας δύναμης με αεροπορική υποστήριξη. Σ’ αυτό το είδος συμβατικού χερσαίου πολέμου, είναι εξαιρετικά δύσκολο για μια χερσαία δύναμη χωρίς αεροπορική υποστήριξη να νικήσει μια χερσαία δύναμε που έχει αεροπορική υποστήριξη, άσχετα από το πόσο παθιασμένα πολεμά η πρώτη. Σε μερικά σημεία της Συρίας, αυτό περιελάμβανε τις YPG/YPJ στο έδαφος με την αεροπορική υποστήριξη των ΗΠΑ. Αλλού, πρέπει να ειπωθεί, το ISIS απωθήθηκε από τον συνδυασμό της ρωσικής αεροπορικής υποστήριξης και των νομοταγών στο καθεστώς δυνάμεων (SAA) μαζί με πολιτοφυλακές υποστηριζόμενες από το Ιράν.

Έξωθεν παρεμβάσεις

Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ανακαταληφθεί αυτή η περιοχή από το ISIS με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Η συνεργασία των YPG/YPJ με τον αμερικανικό στρατό παραμένει αμφιλεγόμενη και επίμαχη, αλλά το γεγονός είναι ότι κάθε πλευρά στη συριακή σύγκρουση έχει στεριώσει και υποστηριχθεί από μεγαλύτερες εξωγενείς δυνάμεις και θα είχε καταρρεύσει χωρίς αυτή την υποστήριξη.

Άτομα που χρησιμοποιούν την τουρκική, νομοταγή και τζιχαντιστική αφήγηση, συχνά επισημαίνουν ότι το Κομπάνι θα είχει πέσει και οι YPG/YPJ δεν είχαν καταφέρει ποτέ να ανακαταλάβουν την ανατολική Συρία από το Daesh χωρίς την αεροπορική υποστήριξη των ΗΠΑ. Ανάλογα, η συριακή κυβέρνηση και το καθεστώς Άσσαντ ήταν πολύ κοντά στην στρατιωτική κατάρρευση το 2015, κοντά στη χρονική στιγμή που η Τουρκία “βολικά” κατέρριψε ένα ρωσικό μαχητικό αεροπλάνο και ο Πούτιν αποφάσισε ότι η Ρωσσία θα βοηθούσε το καθεστώς Άσσαντ οτιδήποτε και αν απαιτούσε κάτι τέτοιο. Οι αντάρτες, από την πλευρά τους, δεν θα είχαν φτάσει ποτέ τόσο κοντά να ανατρέψουν τον Άσσαντ με στρατιωτικά μέσα χωρίς την μαζική βοήθεια από την τουρκική κυβέρνηση, τα κράτη του Κόλπου, τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και πιθανόν, σε κάποιο επίπεδο, το Ισραήλ, αν και οι λεπτομέρειες για κάτι τέτοιο είναι λίγο θολές από τη θέση που βρίσκομαι.

Και οι τζιχαντιστές – το Daesh, η al-Nusra, η Αλ Κάιντα και άλλοι – δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποκτήσουν τον έλεγχι της μισής Συρίας και του μισού Ιράκ αν οι ΗΠΑ δεν ήταν τόσο ανόητες ώστε να αφήσουν έναν στρατιωτικό εξοπλισμό στην αιχμή της τεχνολογίας στα χέρια της ιρακινής κυβέρνησης, η οποία ουσιαστικά τον εγκατέλειψε. Τους βοήθησε, επίσης, ότι έφτανε στα χέρια τους και ένας τεράστιος αριθμός πόρων από τους προαναφερθέντες χορηγούς των ανταρτών. Βοήθησε επίσης ότι η Τουρκία άφησε τα αεροδρόμια και τα σύνορά της ανοιχτά σε τζιχαντιστές από ολόκληρο τον κόσμο που ξεκίνησαν για να προσχωρήσουν στο Daesh. Φαίνεται επίσης ότι υπήρξε κάποιο είδος οικονομικής βοήθειας από τα κράτη του Κόλπου, είτε επίσημα είτε μέσα από άλλα συγκαλυμμένα κανάλια.

Το τουρκικό κράτος έχει τη δική του ατζέντα. Με κανέναν τρόπο δεν είναι ένας απλός “ενδιάμεσος” των ΗΠΑ. Αλλά εν τέλει, είναι ένα μέλος του ΝΑΤΟ και μπορεί να υπολογίζει 100% στην υποστήριξη της αμερικάνικης κυβέρνησης – όπως πολύ παραστατικά δείχνει η πώληση πυραύλων από τις ΗΠΑ προς την Τουρκία, λίγες μόνο μέρες πριν από το τουίτ της απόσυρσης.

Με όλα αυτά υπόψιν, μπορούμε να δούμε γιατί οι YPG/YPJ επέλεξαν να συνεργαστούν με τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Το θέμα μου δεν είναι να υπερασπιστώ αυτή την απόφαση, αλλά να δείξω ότι κάτω από αυτές τις περιστάσεις, ήταν η μόνη πρακτική εναλλακτική στην εξαφάνιση. Την ίδια στιγμή, είναι καθαρό ότι η στρατηγική αυτή δεν έχει δημιουργήσει καμμιά ασφάλεια για το πείραμα στην Ροτζάβα. Ακόμα κι αν αφήσουμε κατά μέρος ηθικούς προβληματισμούς, υπάρχουν προβλήματα με το να βασίζεται κανείς στις ΗΠΑ – ή τη Γαλλία, τη Ρωσσία, την Τουρκία, τη Σαουδική Αραβία ή οποιαδήποτε άλλη κρατική κυβέρνηση που έχει τη δική της κρατική ατζέντα. Ως αναρχικοί, πρέπει να μιλήσουμε πολύ σοβαρά για το πώς να δημιουργήσουμε άλλες επιλογές για τους ανθρώπους σε περιοχές συγκρούσεων. Υπάρχει οποιαδήποτε μορφή διεθνούς οριζόντιου αποκεντρωμένου συντονισμού που θα μπορούσε να έχει λύσει τα προβλήματα που ο κόσμος στη Ροτζάβα αντιμετώπιζε ώστε να μην είχαν αναγκαστεί να εξαρτώνται από τις στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ; Αν δεν βρούμε καμμιά απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα όταν κοιτάμε στη Συρία της περιόδου 2013-2018, υπάρχει κάτι που θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει νωρίτερα; Αυτά είναι εξαιρετικά πιεστικά ερωτήματα.

Κανείς δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι το ISIS έφτασε στην τρέχουσα κατάσταση σχετικής αδυναμίας από ένα πολυεθνικό, δημοκρατικό και “από τα κάτω” κίνημα αντίστασης, που παρεμπιπτόντως συμπεριελάμβανε και διεθνιστές εθελοντές από ολόκληρο τον κόσμο. Εν όψει της εντολής του Τραμπ για την εγκατάλειψη και προδοσία του αγώνα ενάντια στο ISIS, κάθε ειλικρινές άτομο που θέλει στα σοβαρά να βάλει ένα τέρμα στη διάδοση “αποκαλυπτικών” φονταμενταλιστικών ομάδων τρόμου όπως το ISIS ή οι επικείμενοι διάδοχοί τους θα έπρεπε να σταματήσει να υπολογίζει στο κράτος και να βάλει όλες τις δυνάμεις του στην άμεση υποστήριξη αποκεντρωμένων, πολυεθνικών, εξισωτιστικών κινημάτων. Γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο ότι τέτοια κινήματα είναι η μοναδική μας ελπίδα.

Τι σημαίνει η απόσυρση των στρατευμάτων;

Δεν με εκπλήσσει που ο Τραμπ και οι Αμερικάνοι “προδίδουν έναν σύμμαχο” – δεν νομίζω ότι είχε κανείς εδώ την αυταπάτη ότι ο Τραμπ ή το Πεντάγωνο σκόπευαν να υποστηρίξουν το πολιτικό σχέδιο στη Ροτζάβα. Κοιτώντας πίσω, μέσα από την ιστορία, ήταν αρκετά καθαρό ότι όταν ηττήθηκε το ISIS, οι ΗΠΑ θα εγκατέλειπαν την Ροτζάβα στο έλεος του τουρκικού στρατού. Αν οι δυνάμεις των YPG/YPJ είχαν συρθεί στο να ξεριζώσουν το ISIS από τα τελευταία τους προπύργια, αυτό ίσως να είναι ένας λόγος.

Αλλά εξακολουθεί να μας εκπλήσσει και να μας μπερδεύει ότι ο Τραμπ θα έσπευδε να εγκαταλείψει αυτό το “πάτημα” που οι ΗΠΑ χάραξαν στην “Ρωσοσφαίρα” – και ότι το στρατιωτικό κατεστημένο των ΗΠΑ θα τον άφηνε να κάνει κάτι τέτοιο. Από τη σκοπιά της διατήρησης της παγκόσμιας στρατιωτικής ηγεμονίας των ΗΠΑ, αυτή η απόφαση δεν βγάζει κανένα νόημα. Είναι ένα ανέξοδο δώρο στον Πούτιν, τον Ερντογάν και το ISIS, που θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί την κατάσταση για να αναγεννηθεί σ’ ολόκληρη την περιοχή, ίσως με μια καινούρια μορφή – περισσότερα σχετικά μ’ αυτό στη συνέχεια.

Παρεμπιπτόντως, η απόσυρση από τη Συρία δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι η σύγκρουση με το Ιράν είναι εκτός τραπεζιού. Αντίθετα, συγκεκριμένα “γεράκια” στην αμερικάνικη κυβέρνηση ίσως το δουν αυτό σαν ένα βήμα προς την εδραίωση μιας θέσης από την οποία κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό.

Όπως και να το δούμε, η απόφαση του Τραμπ είναι πολύ σημαντική είδηση. Υποδεικνύει ότι το “βαθύ κράτος” των ΗΠΑ δεν έχει δύναμη πάνω στην εξωτερική πολιτική του Τραμπ. Υπονοεί ότι το νεοφιλελεύθερο πρότζεκτ των ΗΠΑ είναι ξοφλημένο ή τουλάχιστον ότι κάποια στοιχεία της αμερικάνικης άρχουσας τάξης θεωρούν κάτι τέτοιο. Συνεπάγεται επίσης ένα μέλλον στο οποίο εθνικιστές-πατριώτες αυταρχικοί όπως ο Ερντογάν, ο Τραμπ, ο Άσσαντ, ο Bolsonaro και ο Πούτιν θα είναι στη θέση του οδηγού παγκοσμίως, συνωμοτώντας για να διατηρήσουν την εξουσία τους πάνω στις ιδιωτικές τους κτήσεις.

Σ’ αυτή την περίπτωση, ολόκληρη η μετα-ψυχροπολεμική εποχή της αμερικανικής στρατιωτικής ηγεμονίας έχει τελειώσει και μπαίνουμε σε μια πολυπολική εποχή στην οποία τύρρανοι θα κυβερνούν “βαλκανοποιημένα” αυταρχικά έθνη-κράτη: σκεφτείτε την Ευρώπη πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι φιλελεύθεροι (και οι αναρχικοί;) που φαντάζονται ότι θα μπορούσε να είναι καλά νέα, είναι ανόητοι που πολεμούν χτεσινούς εχθρούς και χτεσινές μάχες. Η de facto φαιοκόκκινη συμμαχία των εξουσιαστών σοσιαλιστών και φασιστών που πανηγυρίζουν γι’ αυτό μας σπρώχνουν γρήγορα κακήν κακώς σε έναν θαυμαστό γενναίο κόσμο στον οποίον όλο και περισσότερα μέρη του κόσμου θα μοιάζουν με τα χειρότερα κομμάτια του συριακού εμφυλίου πολέμου.

Και μιλώντας σήμερα από το προνομιακό/ιδιαίτερο αυτό σημείο, εδώ, σήμερα, δεν το λέω αυτό ελαφρά τη καρδία.

Τι θα συμβεί στη συνέχεια;

Δυστυχώς, τα κουρδικά και αριστερά κινήματα στην Τουρκία έχουν αποδεκατιστεί τα τελευταία χρόνια. Θα εκπλησσόμουνα ιδιαίτερα αν υπήρχε οποιοδήποτε είδος εξέγερσης στην Τουρκία, άσχετα από το τι συμβαίνει στην Ροτζάβα. Δεν θα έπρεπε να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να ελπίζουμε ότι μια τουρκική εισβολή εδώ θα πυροδοτούσε μια στάση στο βόρειο Κουρδιστάν.

Εκτός κι αν κάτι πραγματικά απρόσμενο, υπάρχουν βασικά δύο πιθανές εκβάσεις εδώ.

Πρώτο σενάριο

Στο πρώτο σενάριο, η το Κόμμα της Δημοκρατικής Ενότητας (PYD) θα κάνει κάποιο είδος συμφωνίας με το καθεστώς Άσσαντ, πιθανόν με λιγότερο ευνοϊκούς όρους απ’ ό,τι θα ήταν δυνατό πριν από την τουρκική εισβολή στο Αφρίν· και οι δυο πλευρές θα κάνουν κάποιες παραχωρήσεις και θα συμφωνήσουν να πολεμήσουν από την ίδια πλευρά αν εισβάλλει η Τουρκία. Αν η Ρωσσία συνυπογράψει μια τέτοια συμφωνία, αυτό θα ήταν αρκετό για να αποτρέψει το να γίνει μια εισβολή. Είτε οι YPG/YPJ είτε οι SAA θα αποτελειώσουν τον θύλακα της Hajin, και ο πόλεμος θα μπορούσε βασικά να τελειώσει με την εξαίρεση του Idlib.

Τόσο το καθεστώς Άσσαντ όσο και οι διάφοροι κατεξοχήν κουρδικοί σχηματισμοί έχουν υπάρξει μέχρι τώρα ιδιαίτερα “ξεροκέφαλοι” στο να διαπραγματευτούν αλλά, ίσως, η απειλή και για την Ροτζάβα και το καθεστώς Άσσαντ είναι τόσο μεγάλη που να διαλέξουν αυτή την επιλογή. Είναι πιθανό ότι αυτός είναι ένας από τους στόχους της τουρκικής απειλής ή ακόμα και της απόσυρσης από τον Τραμπ: να αναγκαστούν οι YPG να αφήσουν την στρατιωτική αυτονομία στο καθεστώς Άσσαντ.

Οι YPG, το PYD και οι συναφείς οργανώσεις δεν είναι αυτή τη στιγμή σε μια καλή διαπραγματευτική θέση, αλλά το καθεστώς Άσσαντ ξέρει ότι τουλάχιστον μπορεί να “παζαρέψει” μαζί τους, ενώ αν η βόρεια Συρία είναι κατηλειμμένη από τους υποστηριζόμενους από την Τουρκία τζιχαντιστές και διαφόρων ειδών πλιατσικολόγους, είναι αβέβαιο τι θα συμβεί μετά. Η Ροτζάβα έχει κάποια από τα καλλίτερα κομμάτια αγροτικής γης στη Συρία στον βορρά καθώς και πετρελαιοπηγές στα νότια.

Μπορώ να εικάσω μόνο ποιοι μπορεί να είναι οι όροι αυτής της θεωρητικής συμφωνίας. Στο διαδίκτυο γίνονται πολλές υποθέσεις: γλωσσικά δικαιώματα, κανονικοποίηση της κουρδικής υπηκοότητας, υπολογισμός της θητείας στις YPG ως στρατιωτικής θητείας ώστε οι στρατιώτες που πολεμούν το ISIS όλα αυτά τα χρόνια να μπορέσουν να επιστρέψουν σαν πολίτες αντί να καταταχθούν αμέσως στον συριακό στρατό, κάποιο είδος περιορισμένης πολιτικής αυτονομίας ή κάτι παρόμοιο. Σε αντάλλαγμα, οι YPG και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει ουσιαστικά να παραδώσουν τον στρατιωτικό και πολιτικό έλεγχο περιοχών που ελέγχονται από τους αντάρτες (SDF) στο καθεστώς.

Μπορεί να έχει κανείς εμπιστοσύνη ότι το καθεστώς Άσσαντ θα τηρήσει μια συμφωνία αφότου αποκτήσει τον έλεγχο; Πιθανόν όχι.

Για να είμαστε σαφείς, είναι πολύ εύκολο για μένα να μιλώ αφηρημένα για το καθεστώς Άσσαντ ως το μικρότερο κακό. Είμαι ενήμερος για τις πολλές φρικαλεότητες που έχει διαπράξει το καθεστώς, αλλά δεν τις ξέρω από πρώτο χέρι ο ίδιος και εδώ που βρίσκομαι δεν είναι το μέρος της Συρίας στο οποίο έκαναν τα χειρότερα, οπότε συχνότερα ακούω ιστορίες από τους ντόπιους για το Daesh και άλλους τζιχαντιστές, για να μην αναφέρω την Τουρκία. Υπάρχουν πιθανόν άνθρωποι σε άλλα μέρη της Συρίας που βλέπουν την ανάκτηση της εξουσίας από το καθεστώς Άσσαντ με τον ίδιο τρόμο που ο κόσμος εδώ βλέπει τον τουρκικό στρατό και το ISIS.

Εν πάσει περιπτώσει, υπάρχουν κάποια σημάδια ότι αυτό το πρώτο σενάριο ίσως είναι πιθανό. Το καθεστώς έχει στείλει στρατεύματα στο Manbij, σε ένα από τα μέτωπα όπου αυτή τη στιγμή αναπτύσσονται μεγάλες δυνάμεις του τουρκικού στρατού και των συμμάχων του (TFSA). Υπάρχουν συναντήσεις ανάμεσα στο PYD και το καθεστώς καθώς και με τους Ρώσους. Μια διαπραγμάτευση, με τη διαμεσολάβηση της Αιγύπτου, ανάμεσα στο PYD και το καθεστώς προγραμματίζεται να λάβει χώρα σύντομα.

Το πρώτο σενάριο δεν έχει να προσφέρει ένα πολύ ελκυστικό σύνολο επιλογών. Δεν είναι αυτό για το οποίο ο Jordan Mactaggart ή οι χιλιάδες Σύριοι που πολέμησαν και πέθαναν με τις YPG/YPJ έδωσαν τη ζωή τους. Αλλά θα ήταν προτιμότερο από το άλλο σενάριο

Δεύτερο σενάριο

Με το δεύτερο σενάριο, το καθεστώς Άσσαντ θα “ποντάρει τα χαρτιά του” στην Τουρκία αντί των YPG.

Σ’ αυτή την περίπτωση, κάποιος συνδυασμός των τουρκικών δυνάμεων και των σχετιζόμενων “ενδιάμεσών” τους θα εισβάλλουν από τον βορρά ενώ το [συριακό] καθεστώς θα εισβάλλει από τον νότο και δυτικά. Οι YPG θα πολεμήσουν μέχρι θανάτου, από δρόμο σε δρόμο, από τετράγωνο σε τετράγωνο, σε μια θύελλα φωτιάς που θα θυμίζει την εξέγερση του γκέτο της Βαρσοβίας ή την Παρισινή Κομμούνα, χρησιμοποιώντας όλες τις αμυντικές τακτικές που απέκτησαν πολεμώντας το ISIS. Ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων θα σκοτωθεί. Τελικά, το καθεστώς Άσσαντ και ο τουρκικός στρατός και οι υποστηριζόμενες από αυτόν δυνάμεις θα εδραιώσουν κάποια γραμμή ανάμεσα στις ζώνες που ελέγχουν. Για το προβλέψιμο μέλλον θα μπορούσε να υπάρχει ένα είδος τουρκο-τζιχανιστικού κράτους της “πλάκας”, ένα Βορειοσυριακό κράτος Πολέμαρχων (Northern Syrian Warlordistan).

Οποιοιδήποτε εναπομείναντες Κούρδοι, Ασσύριοι, Αρμένιοι, χριστιανοί και άλλες μειονότητες θα εκδιώχνονταν, θα εκκαθαρίζονταν εθνοτικά ή θα τρομοκροτούνταν. Ο υποστηριζόμενος από την Τουρκία FSA και άλλες συναφείς πολιτοφυλακές πιθανόν θα πλιατσικολογούσαν οτιδήποτε θα έπεφτε στα χέρια τους. Μακροπρόθεσμα, η Τουρκία πιθανόν να στοίβαζε τους Σύριους πρόσφυγες που βρίσκονται τώρα στην Τουρκία πίσω σ’ αυτές τις κατακτημένες περιοχές, επιφέροντας μη αναστρέψιμες δημογραφικές μεταβολές που θα μπορούσαν να γίνουν αιτία μελλοντικών εθνοτικών συγκρούσεων στην περιοχή.

Δεν θα έπρεπε να πιστέψουμε την παραμικρή διαβεβαίωση από το τουρκικό κράτος ή τους απολογητές του ότι αυτό δεν θα είναι το αποτέλεσμα της εισβολής του, καθώς αυτό είναι ακριβώς που έχουν κάνει στο Αφρίν και δεν έχουν κανένα λόγο να συμπεριφερθούν διαφορετικά στη Ροτζάβα. Θυμηθείτε: από την σκοπιά του τουρκικού κράτους, οι YPG/YPJ είναι ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός στη Συρία.

Ας μιλήσουμε, τώρα, για το Daesh. Παρά την επαπειλούμενη εισβολή, οι ΣΔΔ εξακολουθούν την “εκκαθάριση” του θύλακα του ISIS στην Hajin. Αν δεν υπήρχε το γεγονός ότι η Τουρκία προσφέρει στο Daesh σανίδα σωτηρίας με την απειλή της εισβολής [στη Ροτζάβα], το Daesh θα ήταν καταδικασμένο, καθώς είναι περικυκλωμένο από τις SDF, τις συριακές δυνάμεις (SAA), και τον ιρακινό στρατό. Αλλά επιτρέψτε μου να πως: το πράσινο φως που ο Τραμπ δίνει στην Τουρκία για να εισβάλλει στην Ροτζάβα, είναι πρακτικά το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να σώσει το ISIS.

Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα πει πράγματα εννοώντας ότι η Τουρκία υπόσχεται να αποτελειώσει το ISIS. Για να πιστέψει κανείς αυτό το ψέμα, θα έπρεπε να είναι πολιτικά αδαής – ναι – αλλά επιπλέον, θα έπρεπε να είναι και αγεωγράφητος. Αυτό περιγράφει, πιο πολύ από κάθε άλλον, τους υποστηρικτές του Τραμπ.

Ακόμα κι αν η τουρκική κυβέρνηση είχει οποιαδήποτε πρόθεση να πολεμήσει το Daesh στη Συρία – μια πρόταση που είναι εξαιρετικά αμφίβολη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν πόσο διευκόλυνε η Τουρκία την “απογείωση” του ISIS – ακόμα και για να φτάσουν το Hajin και την κοιλάδα του Ευφράτη, οι τουρκικές δυνάμεις θα έπρεπε να “σαρώσουν” ολόκληρη την περιοχή της Ροτζάβα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να φτάσουν στην Hajin. Αν δεν είστε εξοικειωμένοι με την περιοχή, κοιτάξτε τον χάρτη και θα καταλάβετε τι λέω.

Το καθεστώς Άσσαντ κρατά θέσεις κατά μήκος του Ευφράτη ποταμού απέναντι τόσο στις θέσεις τόσο των SDF όσο και του Daesh και θα ήθελε και μπορούσε να αποτελειώσει τον τελευταίο θύλακα του ISIS. Όσο με αφορά, θα προτιμούσα να δω το καθεστώς να υφίσταται τις απώλεις στην περιοχή αυτή για να το πετύχει αυτό παρά να δω τις YPG να επεκτείνονται υπέρμετρα και να αιμορραγούν κι άλλο. Αλλά το ζήτημα εδώ είναι ότι όταν ο Τραμπ λέει κάτι εννοώντας ότι “η Τουρκία θα αποτελειώσει το ISIS!”, στέλνει ένα απροκάλυπτο “σφύριγμα” στους σκληροπυρηνικούς της Τουρκίας ότι μπορούν να επιτεθούν στην Ροτζάβα και ότι αυτός δεν θα τους σταματήσει. Δεν έχει καμμιά σχέση με το ISIS και έχει να κάνει τα πάντα με την εθνοκάθαρση στη Ροτζάβα.

Αν μη τι άλλο, ακόμα κι αν ο Άσσαντ συμμαχήσει με την τουρκική κυβέρνηση, μπορούμε να ελπίζουμε ότι οι δυνάμεις του καθεστώτος θα αποτελειώσουν και πάλι το ISIS. Αν γίνει αυτό που θέλει η Τουρκία και κάνει αυτό για το οποίο μιλά ο Τραμπ, ανοίγοντας βίαια τη διαδρομή μέσα από ολόκληρη τη Ροτζάβα μέχρι τη Hajin, είναι πιθανόν να προσφέρουν στους πολεμιστές του Daesh ασφαλές πέρασμα, καινούρια ρούχα, τρία γεύματα την ημέρα και αυτό το χωριό, που ζω τώρα, σε αντάλλαγμα για την βοήθειά τους στην μάχη εναντίον μελλοντικών κουρδικών εξεγέρσεων.

Οπότε, λοιπόν, αυτό είναι που συμβαίνει: κηρύσσοντας την νίκη επί του ISIS, ο Τραμπ κανονίζει τον μοναδικό τρόπο χάρις στον οποίο οι μαχητές του ISIS θα μπορούσαν να ξεφύγουν από αυτή την κατάσταση με τις δυνατότητές τους άθικτες. Είναι, για να πούμε το λιγότερο, Οργουελλικό.

Η μόνη άλλη επιλογή που μπορώ να φανταστώ, αν οι διαπραγματεύσεις με το καθεστώς Άσσαντ καταρρεύσουν ή το PYD αποφασίσει να ακολουθήσει τον ανηφορικό ηθικό δρόμο και δεν συμβιβαστεί με το καθεστώς – που είναι αναξιόπιστο και έχει διαπράξει πλήθος φρικαλεοτήτων από μόνο του – θα ήταν να αφήσουν το σύνολο των μαχητών των SDF να “διαλυθούν” στον άμαχο πληθυσμό, επιτρέποντας στην Τουρκία και τους “εκπροσώπους” της να πορευτούν στην Ροτζάβα χωρίς να χάσουν τις μάχιμες δυνάμεις των YPG/YPJ, ξεκινώντας αμέσως μια ανταρσύα. Αυτό ίσως να ήταν εξυπνότερο από μια καταδικασμένη έσχατη μάχη, αλλά ποιος ξέρει.

Κοιτώντας μπροστά

Προσωπικά, θέλω να δω τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία να τελειώνει και το Ιράκ, με κάποιο τρόπο, να “γλιτώνει” άλλον έναν κύκλο πολέμου στο κοντινό μέλλος. Θέλω να δω το ISIS να αποτρέπεται από την αναγέννηση των ριζών του και να προετοιάζεται για έναν νέο γύρο βίας. Αυτό δεν σημαίνει να εντατικοποιήσουμε τους τρόπους αστυνόμευσης αυτού του μέρους του κόσμου – σημαίνει να υιοθετήσουμε τοπικές λύσεις στα πρόβλημα του πώς διαφορετικοί άνθρωποι και πληθυσμοί μπορούν να συνυπάρχουν, και πώς μπορούν να προστατέψουν τους εαυτούς τους από ομάδες όπως το Daesh. Αυτό είναι κομμάτι αυτού που ο κόσμος στην Ροτζάβα προσπαθεί να κάνει και αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο Τραμπ και ο Ερντογάν βρίσκουν το πείραμα εκεί τόσο απειλητικό. Τελικά, άλλωστε, η ύπαρξη ομάδων όπως το ISIS κάνει την εξουσία τους να μοιάζει, σε σύγκριση, προτιμότερη, ενώ συμμετοχιά, οριζόντια, πολυεθνικά εγχειρήματα δείχνουν ακριβώς πόσο καταπιεστικό είναι το μοντέλο τους.

Η ανατροπή του Άσσαντ με στρατιωτικά μέσα είναι ένα νεκρό σχέδιο – ή, τουλάχιστον, τα πράγματα που θα έπρεπε να γίνουν για να επιτευχθεί αυτό στο κοντινό μέλλον είναι ακόμα πιο τρομακτικά απ’ ό,τι είναι το ίδιο το καθεστώς. Ελπίζω ότι με κάποιο τρόπο, μια μέρα, θα μπορέσει να υπάρξει ένα είδος επίλυσης ανάμεσα στο καθεστώς και τις YPG/YPJ, το καθεστώς και τους αντάρτες στο Idlib και όλους τους άλλους που έχουν υποφέρει εδώ. Αν ο καπιταλισμός και η τυραννία του κράτους είναι το πρόβλημα, αυτό το είδος εμφυλίου πολέμου δεν είναι η λύση, αν και μοιάζει πιθανόν αυτό που έχει συμβεί στη Συρία θα συμβεί και αλλού στον κόσμο, καθώς οι κρίσεις που γεννιούνται από τον καπιταλισμό, την κρατική εξουσία και τις εθνικές συγκρούσεις φέρνουν τους ανθρώπους σε αντίθεση.

Τι μπορείτε να κάνετε διαβάζοντας αυτό το κείμενο σε ένα ασφαλέστερο και πιο σταθερό μέρος του κόσμου;

Πρώτα απ’ όλα μπορείτε να διαδώσετε την άποψη ότι η απόφαση του Τραμπ δεν είναι ούτε ένας τρόπος για να έλθει η ειρήνη στη Συρία ούτε μια επιβεβαίωση ότι έχει ηττηθεί το ISIS. Μπορείτε να πείτε στον υπόλοιπο κόσμο αυτά που σας είπα για το πώς φαίνεται η κατάσταση από εδώ, σε περίπτωση που δεν θα έχω τη δυνατότητα να το κάνω ο ίδιος.

Δεύτερον, στην περίπτωση μιας τουρκικής εισβολής, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε όλα τα μέσα που διαθέτετε για να δυσφημίσετε και να εμποδίσετε το τουρκικό κράτος, τον Τραμπ και οποιονδήποτε άλλο έχει ανοίξει το δρόμο για μια τέτοια έκβαση. Ακόμα κι αν δεν είστε ικανοί να τους σταματήσετε – ακόμα κι αν δεν μπορείτε να σώσετε τις ζωές μας – θα είστε μέρος της οικοδόμησης του είδους εκείνου κοινωνικών κινημάτων και συλλογικής ικανότητας που θα είναι αναγκαία για να σωθούν οι ζωές άλλων στο μέλλον.

Επιπλέον, μπορείτα να αναζητήσετε τρόπους για να φτάσουν διάφοροι πόροι στους ανθρώπους που μένουν σ’ αυτό το μέρος του κόσμου, που έχουν υποφέρει τόσα πολλά και θα συνεχίσουν να υποφέρουν καθώς θα εξελίσσεται η επόμενη πράξη αυτής της τραγωδίας. Μπορείτε επίσης να ψάξετε τρόπους για να υποστηρίξετε τους Σύριους πρόσφυγες που είναι διασκορπισμένοι σε ολόκληρο τον κόσμο.

Τέλος, μπορείτε να σκεφτείτε πώς θα μπορούσαμε να θέσουμε καλλίτερες επιλογές στο τραπέζι την επόμενη φορά που θα ξεσπάσει μια εξέγερση όπως αυτή στη Συρία. Πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι οι κυβερνήσεις θα πέσουν πριν η βασιλεία τους ανοίξει τον δρόμο στη βασιλεία της ωμής δύναμης, στην οποία μόνοι οι εξεγερμένοι που υποστηρίζονται από άλλα κράτη μπορούν να αποκτήσουν έλεγχο; Πώς μπορούμε να προσφέρουμε άλλα οράματα για τον τρόπο που οι άνθρωποι μπορούν να ζουν και να ικανοποιούν τις ανάγκες τους από κοινού, και να κινητοποιήσουμε τη δύναμη που απαιτείται για να τα εφαρμόσουμε και να τα υπερασπιστούμε σε μια διεθνική βάση χωρίς την ανάγκη οποιουδήποτε κράτους;

Πρόκειται για μεγάλα ερωτήματσα, αλλά έχω πίστη σε σας. Πρέπει να έχω.

Προσάρτημα: Αντίπαλα αφηγήματα

Αντλώντας από αυτή την χρήσιμη επισκόπηση, παραθέτω μια ανασκόπηση των αφηγήσεων που βλέπουμε συχνά από διαφορετικές πλευρές στον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία:

Το αφήγημα των νομιμοφρόνων:

  • Έμφαση στο ότι οι ΗΠΑ και άλλες χώρες υποστήριξαν και χρηματοδότησαν αντάρτες για τους δικούς τους γεωπολιτικούς σκοπούς ως της κύριας αιτίας για την κλιμάκωση της σύγκρουσης.

  • Η ύπαρξη του ISIS αποδίδεται κυρίως πέσιμο της βοήθειας προς τους αντάρτες σε λάθος χέρια και κυρίως ως αποτέλεσμα τωμ καταστροφικών αποτελεσμάτων του πολέμου στο Ιράκ το 2003.

  • Έμφαση στους δεσμούς και τη συνεργασία μεταξύ αποκαλούμενων μετριοπαθών ανταρτών και ομάδων όπως η Hay’at Tahrir al-Sham (HTS) ώστε να ισχυριστούν ότι όλοι είναι μέρος του ίδιου προβλήματος.

  • Αποκλίνουσες απόψεις για τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) και τη νομιμοποίησή τους. Αυτό μοιάζει να διαφέρει μεταξύ των ομάδων των νομιμοφρόνων, με κάποιους να σκέφτονται ότι είναι σχεδόν εξίσου κακές με τους παραδοσιακούς αντάρτες και άλλους να τις βλέπουν ως συμμάχους απέναντι στο ISIS και τους υποστηριζόμενους από την Τουρκία αντάρτες.

Το αφήγημα των Δυτικών, των Αράβων του Κόλπου και των ανταρτών:

  • Έμφαση στην Αραβική Άνοιξη και στο πώς η βάναυση καταστολή της (σχετικά) ειρηνικών διαμαρτυριών οδήγησε σε μια κλιμάκωση της σύγκρουσης και ένοπλη στάση και τελικά σε πλήρη εμφύλιο πόλεμο.

  • Απόδοση της ύπαρξης του ISIS κυρίως στις ενέργειες του Άσσαντ. Συχνά με τον ισχυρισμό ότι οι βαρβαρότητες του και η στήριξή του σε σεχταριστικές πολιτοφυλακές δημιούργησαν ένα περιβάλλον στο οποίο το ISIS μπορούσε να αναπτυχθεί και να κερδίσει υποστήριξη. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο στρατός του Άσσαντ στοχοποιούσε εσκεμμένα περισσότερο άλλους αντάρτες και όχι το ISIS, και συνεπώς ευθύνεται σε έναν μεγάλο βαθμό για την άνοδό του.

  • Έμφαση στο ότι υπάρχει μια καθαρή διάκριση ανάμεσα σε μετριοπαθείς και ακραία ριζοσπάστες αντάρτες, οι οποίοι θα πρέπει να διαχωρίζονται σε μια ειλικρινή ανάλυση

  • Οι απόψεις σχετικά με τις SDF ποικίλει από τις μη φιλικές μέχρι αυτές της ακραίας εχθρότητας. Συχνά εκφράζονται τονίζοντας περιπτώσεις στις οποίες οι Συριακός Αραβικός Στρατός (SAA) και οι SDF συνεργάστηκαν. Σε ηπιότερες μορφές, αυτό το αφήγημα κριτικάρει μια γενικά αντιλαμβανόμενη υπέρμετρη στήριξη στους Κούρδους σε περιοχές που η πλειοψηφία είναι Άραβες, αναγνωρίζοντας, παρ’ όλα αυτά, την νομιμοποίηση της οργάνωσης στις περιοχές όπου πλειψηφεί ο κουρδικός πληθυσμός.

Το αφήγημα των Τούρκων:

Το τουρκικό αφήγημα είναι βασικά το ίδιο με το προηγούμενο στα περισσότερα ζητήματα, με τη σημαντική εξαίρεση ότι η εχθρότητα προς τις SDF εντείνεται στα άκρα. Εδώ, τονίζονται οι δεσμοί ανάμεσα στις SDF και το PKK και οι SDF χαρακτηρίζονται ως μια παράνομη τρομοκρατική οργάνωση που αποτελεί απειλή για την Τουρκία και καταπιέζει τους Άραβες των τοπικών περιοχών.

Το αφήγημα των Δυτικών και των Κούρδων:

  • Η σύγκρουση θεωρείται συχνά ως μια ιστορική ευκαιρία για τον κουρδικό λαό στην αναζήτησή του για εθνική αυτονομία. Δίνεται έμφαση στις διακρίσεις που υφίσταντο οι Κούρδοι πριν από τον πόλεμο και πώς τώρα μπορούν να πάρουν στα χέρια τους τις υποθέσεις τους.

  • Η ευθύνη για την ύπαρξη και την επέκταση του ISIS αποδίδεται κυρίως στην Τουρκία. Αναδεικνύεται ιδιαίτερα η αδράνεια της Τουρκίας στη διάρκεια της μάχης του Κομπάνι, μαζί με κατηγορίες για άμεση υποστήριξη του ISIS και εισαγωγή πετρελαίου από το Ισλαμικό Κράτος.

  • Σχετικά με τους αντάρτες, οι απόψεις τείνουν να έρχονται πιο κοντά σ’ αυτές των νομιμοφρόνων. Οι αντάρτες (αν μη τι άλλο, σε περιοχές που έχει σημασία) θεωρούνται είτε ως προέκταση της Τουρκίας είτε ως τρελοί ακραίοι ριζοσπάστες για τους οποίους η Τουρκία κάνει τα στραβά μάτια. Η γραμμή ανάμεσα στους αντάρτες και το ISIS είναι συχνά θολή, αν και δεν τσουβαλιάζονται μαζί στον ίδιο βαθμό που γίνεται στο αφήγημα των νομοταγών.

  • Οι SDF θεωρούνται ως ο μοναδικός υγιής και ηθικός ένοπλος παράγοντας σε μια μάχη που κατά τα άλλα χαρακτηρίζεται ως μάχη μεταξύ κακών. Προς υποστήριξη αυτής της οπτικής δίνεται έμφαση στις βαρβαρότητες τόσο ανταρτών όσο και των νομοταγών.

Το αφήγημα του ISIS και των ριζοσπαστών Ισλαμιστών:

  • Η έναρξη της σύγκρουσης θεωρείται ως μια μεγάλη αφύπνιση των Μουσουλμάνων εναντίον των αποστατών Αλεβιτών κυρίαρχων. Δίνεται έμφαση στην αλληλεγγύη των ξένων μαχητών προς τους βασανιζόμενους Σύριους αδελφούς.

  • Αυτή η οπτική περιλαμβάνει τόσο το ίδιο το ISIS όσο και την Αλ Κάιντα και άλλες παρόμοιες ριζοσπαστικές ομάδες, που θεωρούν το ISIS σαν μια ομάδα που πρόδωσε την τζιχαντιστική υπόθεση.

  • Οι αντάρτες θεωρούνται ως αφελείς ξεπουλημένοι που υπηρετούν τα συμφέροντα ξένων κυβερνήσεων και εφαρμόζουν μη ισλαμικές ιδέες για λογαριασμό τους. Δίνεται επίσης έμφαση στο ότι οι αντάρτες διαπραγματεύονται και φτάνουν σε συμφωνίες με τους νομιμόφρονες, μόνο και μόνο για να προδοθούν και να χάσουν εδάφη.

  • Οι SDF θεωρούνται ως άθεοι αποστάτες που πληρώνονται από τις ΗΠΑ. Η κύρια διαφορά με την Τουρκία [σε σχέση με τις SDF] είναι ίσως η έμφαση που δίνεται στην απουσία της θρησκείας και όχι, μάλλον, στις σχέσεις με το PKK.

2 Στο Hajin, όπου βρίσκεται το τελευταίο προπύργιο του ISIS, η θέση των Αμερικάνων είναι πολύ πιο πίσω από το μέτωπο, σε απόσταση βολής πυροβολικού αλλά έξω από την εμβέλεια των όποιων όπλων έχει το Daesh, ώστε να μπορούν να βρίσκονται εκεί και να βομβαρδίζουν χωρίς να δέχονται πυρά σε απάντηση, ενώ αυτοί που διακινδυνεύουν είναι οι χερσαίες δυνάμεις των Μονάδων Προστασίας του Λαού (YPG) και οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF). Αυτό είναι ακριβώς που ο τουρκικός στρατός θα μας έκανε αν η Τουρκία εισέβαλε στην Ροτζάβα.

3 Στμ. Daesh (και Daish) : το αραβικό ακρωνύμιο του Ισλαμικού Κράτους, dāʿish: αντ-νταουλάτ αλ-ισλαμίγια – νταουλάτ σημαίνει στα αραβικά Κράτος, αυτό που από τα τουρκικά ξέρουμε ως Δοβλέτι.

4 Στμ. Με τον όρο νομιμόφρονες εννοούμε τις δυνάμεις που είναι πιστές στο καθεστώς Άσσαντ και το συριακό κράτος.

5 Στην πραγματικότητα υπάρχουν άλλα δύο κύρια κόμματα στο ιρακινό Κουρδιστάν πέρα από το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK). Το καθένα έχει τον δικό του στρατό και αστυνομία· παλιότερα ενεπλάκησαν σε έναν πραγματικό εμφύλιο μεταξύ τους. Και δεν συμπαθιούνται καθόλου. Το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα (KDP), η δυναστεία της οικογένειας Μπαρτζανί, είναι περισσότερο ευθυγραμμισμένο με την Τουρκία και τις ΗΠΑ· πριν ήταν πιο κοντά στον Σαντάμ Χουσεΐν. Έχουν κακές σχέσεις με την κυβέρνηση στη Ροτζάβα· είναι γενικά αντιπαθείς εδώ γιατί βασικά έμειναν στην άκρη και άφησαν να συμβεί η καταστροφή στο Sinjar στην “αυλή” τους ενώ το PKK πάσχιζε scrambled to rush into the breach. Η Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν (PUK) έχει καλλίτερες σχέσεις με το Ιράν, το PKK και την εδώ κυβέρνηση. Υπάρχει μια πολιτοφυλακή στη Ροτζάβα που σχετίζεται με το KDP, με το όνομα Peshmerga της Ροτζάβα· και έχει επίσης πολύ μικρή υπόληψη επειδή έχουν περάσει ολόκληρο τον πόλεμο κάνοντας πολύ λίγα ενώ οι YPG πέθαιναν κατά ομάδες πολεμώντας το ISIS. Όλα αυτά λέγονται απλά για να πούμε ότι δεν υπάρχει μια μοναδική κουρδική θέση· υπάρχουν και αντιδραστικές κουρδικές ομάδες.

6 Προσέξτε ότι οι Σύριοι αντάρτες δεν ήταν ποτέ ομοιογενείς· ανάμεσά τους μπορείτε να βρείτε τόσο στοιχεία ευθυγραμμισμένα με την Τουρκία και τους τζιχαντιστές και στοιχεία που βρίσκονται πιο κοντά στο YPG/YPJ. Δυστυχώς, αρκετοί από αυτούς που ενδιαφέρονταν για πιο “δημοκρατικές” λύσεις για την κατάσταση στη Συρία αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα χρόνια πριν.

Πλεονάζων πληθυσμός, κοινωνική αναπαραγωγή και το πρόβλημα της συγκρότησης της τάξης

του Bue Rübner Hansen1

Το μαύρο λούμπεν προλεταριάτο, σε αντίθεση με την εργατική τάξη του Μαρξ, δεν έχει απολύτως κανένα μερίδιο στη βιομηχανική Αμερική. Υπήρχε στον πάτο της αμερικάνικης κοινωνίας, έξω από το καπιταλιστικό σύστημα, που ήταν η βάση της καταπίεσης των μαύρων. Ήταν τα εκατομμύρια των μαύρων οικιακών βοηθών και αχθοφόρων, βοηθών νοσοκόμων και συντηρητών, πλυστρών και μαγείρων, κολίγων, των χωρίς ιδιοκτησία κατοίκων των γκέτο, οι μητέρες των επιδομάτων πρόνοιας και οι μικροαπατεώνες των δρόμων. Στο χαμηλότερο επίπεδό τους, στον πυρήνα, ήταν τα μέλη των συμμοριών, οι νταβατζήδες και οι πόρνες, οι χρήστες ναρκωτικών και οι διακινητές τους, οι κοινοί κλέφτες και δολοφόνοι. Elaine Brown, A Taste of Power2.

Εισαγωγή

Σήμερα, λίγοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η μισθωτή εργασία θα επεκταθεί σταδιακά για να καλύψει την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού. Κάποτε, αυτή ήταν η συνθήκη της ιστορικής πεποίθησης ότι ο καπιταλισμός θα δημιουργούσε τις συνθήκες υπό τις οποίες η μισθωτή εργασία θα μπορούσε να οργανωθεί σαν μια παγκόσμια δύναμη, ισάξια αντίπαλος του κεφαλαίου. Αντίθετα, μια άλλη τελεολογία εμφανίστηκε, ισχυριζόμενη ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη συνεπάγεται την αποδιοργάνωση της εργατικής τάξης. Αντί να είναι ένα αφήγημα ανάπτυξης αυτό είναι, μάλλον, ένα αφήγημα παρακμής, επισφάλειας, παράτυπης εργασίας3 και εξαθλίωσης.

Ο Μαρξ είχε προβλέψει κάποτε ότι μια επανάσταση θα γινόταν οργανωτικά εφικτή μέσα από την “ολοένα επεκτεινόμενη ένωση των εργατών” και υλικά κατεπείγουσα εξαιτίας του βαθέματος της προλεταριακής μιζέριας: “Μια ριζική επανάσταση δεν μπορεί παρά να είναι η επανάσταση ριζικών αναγκών”4. Στον 20ο αιώνα, ο συνδυσμός αθλιότητας και οργάνωσης ήταν σπάνιος, εξαιτίας των παραχωρήσεων που έγιναν στην οργανωμένη εργασία στον παγκόσμιο Βορρά, παραχωρήσεις που, σε μεγάλο βαθμό, έγιναν δυνατές από την εκμετάλλευση, την εξαθλίωση και τη βίαιη καταπίεση των πληθυσμών των αποικιών. Σήμερα, αντίθετα, βλέπουμε μια τάση προς την αποδιοργάνωση της εργασίας στον Βορρά, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον ανταγωνισμό από τους χαμηλά αμοιβόμενους και λιγότερο οργανωμένους εργάτες στον παγκόσμιο Νότο. Φαίνεται, λοιπόν, ότι τα δύο στοιχεία της θεωρίας του Μαρξ είναι αμοιβαία αποκλειόμενα, αλλά με έναν τρόπο διαφορετικό από αυτόν που πολλοί πίστευαν στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η ιδέα της πλήρους απασχόλησης και της συνδικαλιστικής οργάνωσης θεωρούνταν ως μια δυνατότητα. Αντίθετα, τα ισχυρά επιχειρήματα του ίδιου του Μαρξ για το αδύνατο της πλήρους απασχόλησης έχουν επανα-ενεργοποιηθεί μέσα από ένα ξαναδιάβασμα της θεωρίας του για τον “γενικευμένο νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης” και της τάσης του καπιταλισμού να παράγει πλεονάζοντες πληθυσμούς5.

Οι πιο επιφανείς ειδήμονες αυτής της επανα-ενεργοποίησης είναι οι υποστηρικτές της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης, μεταξύ των οποίων η κολλεκτίβα Endnotes είναι πιθανόν η φωνή με την μεγαλύτερη επιρροή στον αγγλοσαξωνικό κόσμο. Ο Fredric Jameson, για παράδειγμα, πρόσφερε πρόσφατα την προκλητική πρόταση ότι το Κεφάλαιο είναι ένα βιβλίο μάλλον σχετικά με την ανεργία παρά την εκμετάλλευση6. Τα γραπτά των θεωρητικών της κομμουνιστικοποίησης είναι ενδιαφέροντα τόσο επειδή προσφέρουν ένα επεξηγηματικό πλαίσιο για την κατανόηση των εμπειρικά παρατηρούμενων φαινομένων της “παράτυπης” εργασίας και της ανάπτυξης της εξαθλίωσης και των παραγκουπόλεων, αναλυόμενα από συγγραφείς όπως οι Jan Breman και Mike Davis, και επειδή είναι μια από τις πιο καλά επεξεργασμένες μεταξύ των (έτσι κι αλλιώς λίγων) σύγχρονων μαρξιστικών προσπαθειών να σκεφτούμε τις συνθήκες της επαναστατικής κομμουνιστικής πρακτικής σήμερα.

Το παρόν κείμενο βάζει ως διαγνωστικό σημείο αναφοράς του αυτές τις θεωρητικές εξελίξεις, με σκοπό να εξετάσει τις προκλήσεις που θέτουν με όρους του ζητήματος της ταξικής συγκρότησης και οργάνωσης. Προτείνει ότι το κεντρικό καθήκον της συγκρότησης της τάξης είναι να απαντήσει στο πρόβλημα της ενδεχομενικότητας της προλεταριακής αναπαραγωγής, που είναι κοινή για όλους τους προλετάριους αλλά ο καθένας την αντιμετωπίζει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Αυτό σημαίνει ότι η συγκρότηση της τάξης πρέπει να ξεκινά αναγνωρίζοντας ότι οι τρόποι της πάλης των προλετάριων είναι εξαιρετικά ποικίλοι: ανάμεσα στην οριακή συνθήκη των αγροτών που αγωνίζονται ενάντια στην προλεταριοποίησή τους μέχρι την κλασσική φιγούρα του μισθωτού εργάτη που απεργεί, υπάρχει ένα ολόκληρο φάσμα αγώνων με τους οποίους οι φεμινίστριες συγγραφείς και οι συγγραφείς ενάντια στην αποικιοκρατία είναι πιο συντονισμένοι, σε σχέση με τους περισσότερους μαρξιστές. Από τη στιγμή που αναγνωρίζουμε αυτή τη συγκροτητική ετερογένεια των εκμεταλλευόμενων και στερημένων πληθυσμών του κόσμου, αναγνωρίζουμε ότι οποιαδήποτε γενική θεωρία “του προλεταριάτου” ως επαναστατικού φορέα θα πρέπει να ξεκινήσει από την αυτο-οργάνωση και τη σύνθεση των διαφορών και ιδιαίτερα των διαφορετικών στρατηγικών ζωής και επιβίωσης.

Για να επεξεργαστούμε μια τέτοια θεωρία, επιστρέφουμε στον Μαρξ της 18ης Μπρυμαίρ, ένα κείμενο που δεν ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη της αφηρημένης διαλεκτικής της κομμουνιστικής επανάστασης αλλά για την ανάπτυξη και εφαρμογή μιας μεθόδου ανάλυσης συγκεκριμένων αγώνων. Το κείμενο έχει σωστά εγκωμιαστεί από πολλούς ως υπόδειγμα υλιστικής ανάλυσης της συγκυρίας – της κρίσης, των σχέσεων των ταξικών δυνάμεων, της ιστορικής χρονικότητας των γεγονότων, της δυναμικής της πολιτικής αντιπροσώπευσης και βίας κλπ. Ο πλούσιας υφής διαλογισμός στο παιχνίδι της ενδεχομενικότητας και της αναγκαιότητας στη γαλλική επανάσταση του 1848 και τον απόηχό της, είναι μια σημαντική διόρθωση στην πολύ συνηθισμένη μαρξιστική προσπάθεια να περιοριστεί η πολιτική ανάλυση σε αυτό που απορρέει από την κριτική της πολιτικής οικονομίας ή στο ερώτημα των προοπτικών της επανάστασης. Αυτό που ακολουθεί είναι μια προσπάθεια να σχετίσουμε την ευρέως παρατηρούμενη αντίληψη της πολιτικής ενδεχομενικότητας και της ταξικής συγκρότησης στην 18η Μπρυμαίρ με το ζήτημα της ενδεχομενικότητας της προλεταριακής αναπαραγωγής. Το ότι ξεκινώ από το δεύτερο, μου επιτρέπει να διαβάσω την Μπρυμαίρ όχι απλά ως μια ανάλυση των πράξεων των συγκροτημένων τάξεων αλλά να αντλήσω απ’ αυτήν μια θεωρία της ταξικής συγκρότησης και της διαφοροποίησης εντός της τάξης.

Αν και το πρόβλημα της προλεταριακής αναπαραγωγής προέκυψε με ανανεωμένη επιτακτικότητα εξαιτίας της κρίσης και της αύξησης των πλεοναζόντων πληθυσμών, έχει μια ευρύτερη σημασία. Όπως παρατηρεί ο Michael Denning, το προλεταριάτο δεν ορίζεται από την εκμετάλλευση και την εργασία αλλά από την πραγματική ή δυνάμει φτώχεια. Η βασική ενόραση του παρόντος κειμένου είναι ότι οποιαδήποτε πρακτική της προλεταριακής ταξικής συγκρότησης και οργάνωσης – εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για μια κομμουνιστική στρατηγική – πρέπει να ξεκινά όχι μόνο με αυτή την δυνάμει φτώχεια αλλά και με τις πραγματικές στρατηγικές ζωής και επιβίωσης μέσα από τις οποίες οι προλετάριοι βιώνουν αυτό το πρόβλημα.

Η αναγκαιότητα του πλεονάζοντος πληθυσμού υπό τον καπιταλισμό

Ο Μαρξ έδινε πάντα έναν διπλό ορισμό του προλεταριάτου: σε όρους του προβλήματος της ενδεχομενικότητας της αναπαραγωγής του, δηλαδή της ύπαρξης των προλετάριων ως “δυνάμει φτωχών”, και σε όρους της εκμετάλλευσής τους ως εργατών7. Με άλλα λόγια, το προλεταριάτο ορίζεται από τον χωρισμό του από τα μέσα παραγωγής και τον καταναγκασμό του να αναπαράγει τον εαυτό του αναπαράγοντας το κεφάλαιο8. Η αναπαραγωγή του προλεταριάτου (η αξία της εργατικής του δύναμης) ευθυγραμμίζεται με την αναπαραγωγή του κεφαλαίου μέσα από την κανονικήλειτουργία του νόμου της αξίας: αν οι μισθοί αυξηθούν πάρα πολύ, το κεφάλαιο θα προσλάβει λιγότερους εργάτες, δημιουργώντας έτσι έναν εφεδρικό στρατό και ασκώντας μια πίεση μείωσης στους μισθούς9. Το σημαντικό εδώ είναι ότι όσο οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι δεν συναντιούνται, οι μισθοί θα ευθυγραμμίζονται πάντα με τις απαιτήσεις της συσσώρευσης του κεφαλαίου.

Ο Μαρξ επισήμανε ότι η βία του κράτους θα ξέσπαγε αν ένας τέτοιος “συνδυασμός” [εργαζόμενων και ανέργων] έθετα τον νόμο της αξίας “εκτός λειτουργίας”. Υπάρχουν, όμως, άλλοι δύο κρίσιμοι περιορισμοί στην οργάνωση των εργατών που βασίζονται, αμφότεροι, στις μακροπρόθεσμες σταθερές τάσεις του κεφαλαίου. Πρώτον, η παραγωγή και όξυνση των διαφορών εντός του προλεταριάτου, κατά μήκος των έμφυλων και φυλετικοποιημένων γραμμών, που οδηγεί στον ανταγωνισμό ανάμεσα και εντός των εθνικών εργατικών δυναμικών· και, δεύτερον, η παραγωγή πλεοναζόντων πληθυσμών.

Όπως παρατηρεί ο Μαρξ σχετικά με τις εθνικές και θρησκευτικές συγκρούσεις ανάμεσα στους Άγγλους και τους Ιρλανδούς, ο ανταγωνισμός είναι το μυστικό της αδυναμίας της εργατικής τάξης στην Αγγλία, παρά το επίπεδο οργάνωσης του αγγλικού τμήματός της. Είναι το μυστικό της διατήρησης της εξουσίας της τάξης των καπιταλιστών. Και αυτή η τελευταία, έχει πλήρη επίγνωση αυτού του πράγματος10. Δεν πρόκειται, όμως, απλά για μια στρατηγική “διαίρει και βασίλευε” αλλά ένα αποτέλεσμα του κυνηγιού από το κεφάλαιο της απόλυτης υπεραξίας, κυνήγι που το οδηγεί – από τη στιγμή που έχει επεκτείνει την υπάρχουσα εργάσιμη μέρα όσο το δυνατόν περισσότερο – να ενσωματώνει τα εργατικά δυναμικά περιοχών στις οποίες το κόστος αναπαραγωγής της εργασίας είναι χαμηλότερο και στις οποίες η αναγκαία εργασία είναι λιγότερο σχετική προς τον χρόνο υπερεργασίας. Στα Grundrisse, ο Μαρξ γράφει:

Ο πλεονάζων χρόνος είναι η υπέρβαση της εργάσιμης μέρας πέρα από το τμήμα του που το ονομάζουμε αναγκαίο χρόνο εργασίας· υπάρχει, δεύτερον, ως ο πολλαπλασιασμός των ταυτόχρονων εργάσιμων ημερών, δηλαδή του εργαζόμενου πληθυσμού…Είναι ένας νόμος του κεφαλαίου…να δημιουργεί πλεονάζουσα εργασία, διαθέσιμο χρόνο· αυτό μπορεί να το κάνει θέτοντας την αναγκαία εργασία σε κίνηση – δηλαδή μπαίνοντας σε μια ανταλλαγή με τον εργάτη. Το κεφάλαιο έχει, συνεπώς, εξίσου την τάση να αυξήσει τον εργαζόμενο πληθυσμό αλλά και να θέτει σταθερά ένα τμήμα του ως πλεονάζοντα πληθυσμό – πληθυσμό που είναι άχρηστος μέχρι κάποια στιγμή να μπορεί να τον χρησιμοποιήσει…Το κεφάλαιο έχει εξίσου την τάση να καταστήσει την ανθρώπινη εργασία (σχετικά) περιττή ώστε να την οδηγήσει, ως ανθρώπινη εργασία, στο άπειρο11.

Δεύτερον, ο Μαρξ ανακαλύπτει ότι το ίδιο το κυνήγι της σχετικής υπεραξίας αντικαθιστά εργάτες με εξοπλισμό, οδηγώντας σε μια εσωτερική σταθερή τάση προς την αύξηση πλεοναζόντων πληθυσμών12. Συνεπώς, στρατολογώντας καινούριους πληθυσμούς ως εργάτες και αποβάλλοντας αυτούς που εργάζονται ήδη προς όφελος του εξοπλισμού, το κεφάλαιο παράγει όλο και πολυπληθέστερες εργατικές τάξεις μαζί με όλο και μεγαλύτερους πλεονάζοντες πληθυσμούς, κάτι που καθιστά τις προκλήσεις της αναστολής του νόμου της αξίας ακόμα μεγαλύτερες. Βλέπουμε εδώ δυο τάσεις του καπιταλισμού: είτε σε κρίση είτε σε περιόδους ανάπτυξης, οι υπάρχουσες γραμμές παραγωγής θα αποβάλλουν εργασία. Παρά τις περιοδικές κρίσεις, το κεφάλαιο θα συσσώρευει περισσότερο κεφάλαιο και θα απασχολεί όλο και περισσότερους προλετάριους. Αυτό μας δίνει τον “γενικευμένο νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης”:

Όσο μεγαλύτερος ο κοινωνικός πλούτος, το λειτουργικό κεφάλαιο, η έκταση και η ενέργεια της ίδιας του της αύξησης, άρα και η απόλυτη μάζα του προλεταριάτου και η παραγωγικότητα της εργασίας του, τόσο μεγαλύτερος είναι ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός. Οι ίδιες αιτίες που αναπτύσσουν την επεκτατική ισχύ του κεφαλαίου, αναπτύσσουν επίσης τη εργατική δύναμη που έχει στη διάθεσή του…Αλλά, όσο μεγαλύτερος είναι αυτός ο εφεδρικός στρατός σε αναλογία προς τον ενεργό στρατό της εργασίας, τόσο μεγαλύτερη είναι η μάζα ενός παγιωνόμενου πλεονάζοντος πληθυσμός, η μιζέρια του οποίου είναι αντιστρόφως ανάλογη των βασάνων που πρέπει να υποστεί με τη μορφή της εργασίας. Και, εν τέλει, όσο πιο διευρυμένα είναι τα φτωχοποιημένα τμήματα της εργατικής τάξης και του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού τόσο μεγαλύτερη είναι η επίσημη φτωχοποίηση. Αυτός είναι ο απόλυτος γενικός νόμος της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Όπως και όλοι οι άλλοι νόμοι, τροποποιείται στη λειτουργία του από πολλές περιστάσεις, η ανάλυση των οποίων δεν μας απασχολεί εδώ13.

Αν προσπαθήσουμε να το αναλύσουμε αυτό, έχουμε τρία αποτελέσματα αυτού του νόμου: την αύξηση της μάζας των απασχολούμενων (“ενεργών”) προλετάριων, του αριθμού των άνεργων (“εφεδρικών”) προλετάριων και της μάζας των μη-απασχολήσιμων (“παγιωμένων”) προλετάριων14. Η επίδραση των δύο τελευταίων κατηγοριών είναι η πίεση προς τα κάτω των μισθών, δηλαδή το χρηματικό κομμάτι της αναπαραγωγής του εργαζόμενου πληθυσμού. Πραγματικά, το κεφάλαιο παράγει σταθερά, για να ικανοποιήσει την ώθήσή του για παραγωγή αξίας [αξιοποίηση]15, έναν σχετικά πλεονάζοντα εργαζόμενο πληθυσμό, δηλαδή έναν πληθυσμό που περισσεύει. Η επεκταμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου είναι λοιπόν ταυτόχρονα η επεκταμένη αναπαραγωγή και των εργαζόμενων και των άνεργων πληθυσμών, που θέτει μια ακόμα μεγαλύτερη σχετική υπεραξία, έναν “διαθέσιμο εφεδρικό στρατό” που ανατρέφεται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής16. “Η συνολική μορφή της κίνησης της σύγχρονης βιομηχανίας εξαρτάται, συνεπώς, από τον σταθερό μετασχηματισμό του εργαζόμενου πληθυσμού σε άνεργα ή ημι-απασχολούμεναχέρια’”17.

Στις πρόσφατες δεκαετίες τέτοιοι πλεονάζοντες πληθυσμοί έχουν κυρίως δημιουργηθεί από την αυτοματοποίηση που “κατασκευάζεται” στον παγκόσμιο Βορρά ενώ οι πλεονάζοντες πληθυσμοί στον παγκόσμιο Νότο παραμένουν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, θύματα της συνδυασμένης πίεσης της πληθυσμιακής αύξησης και της εκβιομηχανισμένης γεωργίας στις αγροτικές περιοχές (υποτεμαχισμός της γης, καπιταλιστικός ανταγωνισμός και απαλλοτρίωση). Η προς τον βορρά μετανάστευση [των πληθυσμών] των πρώην αποικιών εισάγει σε μια ντόπια εργατική δύναμη, που έχει καταστεί ανασφαλής από την εξωχώρια παραγωγή, την αυτοματοποίηση και την παράτυπη απασχόληση, έναν ήδη φυλετικοποιημένο πληθυσμό που λαχταρά τις ημέρες της ακμής της εργασίας στον Βορρά κατά τη διάρκεια της ανοιχτής υπεροχής των λευκών και του εθνικού κοινωνικού κράτους

Σ’ αυτή την αυξανόμενη εξαθλίωση του προλεταριάτου είναι δυνατόν να βρούμε τόσο μια βαθαίνουσα αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία – και συνεπώς μια αυξανόμενη ελπίδα για μια επαναστατική σύγκρουση, μάλλον, παρά έναν συμβιβαστικό ταξικό συμβιβασμό – όσο και έναν αυξανόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών και ανάμεσα στους εργάτες και τους άνεργους άρα και μια μειωμένη ελπίδα για αλληλεγγύη και συλλογική δράση. Ανακαλύπτουμε αυτή την αμφισημία στα γραπτά του περιοδικού της κομμουνιστικοποίησης και της συγγραφικής κολλεκτίβας Endnotes. Στο δεύτερο τεύχος τους, οι Endnotes ανέπτυξαν μια δομική ανάλυση που ισχυρίζεται ότι οι αναπαραγωγικοί κύκλοι του κεφαλαίου και της εργασίας αποσυζεύγνυνται όλο και περισσότερο, οδηγώντας σε μια “μόνιμη κρίση” της “αναπαραγωγής της ίδιας της σχέσης κεφάλαιο-εργασία” και μια αντικειμενική πίεση στο προλεταριάτο να καταργήσει το κεφάλαιο18. Η αδυναμία του κεφαλαίου να ικανοποιήσει τις ανάγκες των εργατών ήταν λοιπόν μια συνθήκη δυνατότητας για τον κομμουνισμό. Όμως, στο τρίτο τεύχος τους, αυτή η συνθήκη δυνατότητας εμφανίζεται ως μια συνθήκη αδυνατότητας: “μια αυξανόμενα οικουμενική κατάσταση εξάρτησης από την εργασία δεν έχει οδηγήσει σε μια ομογενοποίηση συμφερόντων. Αντίθετα, οι προλετάριοι στρωματοποιούνται εσωτερικά” και τα συλλογικά τους συμφέροντα έχουν συχνά αιχμαλωτιστεί από διακρίσεις φυλής, έθνους, φύλου κλπ19. Οι παρατηρήσεις αυτές, όπως θα δούμε, δεν επιτρέπουν κάτι περισσότερο από μια ελπίδα γειωμένη σε μια θεωρία της διαρκούς εμβάθυνσης του ανταγωνισμού ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία και την εξάντληση όλων των δυνατοτήτων διαμεσολάβησής της. Στη συνέχεια θα δούμε ότι οι σκέψεις των Endnotes για τις αναγκαιότητες της καπιταλιστικής ανάπτυξης και την αφηρημένη δυνατότητα της κομμουνιστικοποίησης μας αφήνουν χωρίς μια υλιστική μέθοδο της συγκρότησης της τάξης.

Κρίση αναπαραγωγής και επαναστατικές ελπίδες

Η θεωρία της επανάστασης των Endnotes βασίζεται στην τάση για την ανταγωνιστική αναπαραγωγή που δίνεται από τον γενικό νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης (ΓΝΚΣ). Θέτουν μια εντεινόμενη κρίση της αναπαραγωγής της ίδιας της ταξικής σχέσης, εξαιτίας της οποίας το κεφάλαιο και το προλεταριάτο θα μπουν σε έναν εντεινόμενο ανταγωνισμό:

Με την ίδια την αναπαραγωγή του να διακυβεύεται, το προλεταριάτο δεν μπορεί παρά να παλέψει, και είναι αυτή η ίδια η αναπαραγωγή του που γίνεται το περιεχόμενο των αγώνων του. Καθώς ο μισθός χάνει την κεντρικότητά του στην διαμεσολάβηση της κοινωνικής αναπαραγωγής, η καπιταλιστική παραγωγή φαίνεται όλο και περισσότερο άχρηστη στο προλεταριάτο: είναι αυτή που μας κάνει προλετάριους και στην συνέχεια μας εγκαταλείπει. Σε τέτοιες περιστάσεις ο ορίζοντας εμφανίζεται ως ένας ορίζοντας της κομμουνιστικοποίησης· της άμεσης λήψης μέτρων για το σταμάτημα της κίνησης της αξιακής μορφής και την αναπαραγωγή των εαυτών μας χωρίς κεφάλαιο20.

Η τάση που περιγράφεται εδώ μπορεί να ειδωθεί να καταδείχνει στην κατεύθυνση της επανάστασης ή της κομμουνιστικοποίησης μόνο αν ισχυριστούμε ότι ο καπιταλισμός έχει φτάσει σε ένα απόλυτο όριο επέκτασης, κάποια εξάντληση της ίδιας της καπιταλιστικής τελεολογίας. Διαφορετικά, το κεφάλαιο θα έχει περιθώριο να ελιχθεί και να κάνει κάποιες παραχωρήσεις οπότε θα είχαμε να κάνουμε είτε με ένα ενδεχομενικό όριο, που δεν βάζει τίποτα άλλο από ένα παράθυρο επαναστατικής ευκαιρίας, είτε με πιο ρευστά πεδία αγώνων. Στοιχηματίζοντας τα πάντα σε μια οικουμενική ολοκληρωτική διαδικασία υπαγωγής και αποκειμενοποίησης21, η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης περιγράφει μια διαδικασία που οδεύει προς το όριό της. Αυτή η θεωρία τείνει να ανάγει το ζήτημα της επανάστασης στη δομική της συνθήκη: γενικευμένο ξεζούμισμα των συνθηκών ζωής. Αλλά επειδή οι διαδικασίες της καπιταλιστικής συσσώρευσης συνεπάγονται τόσο τον αυξανόμενο ανταγωνισμό και την εξατομίκευση των εργατών, οι Endnotes μπορούν να συλλάβουν τους αγώνες μόνο ως την αυθόρμητη συνάντηση των διαχωρισμένων [προλετάριων], κυρίως σε ταραχές και εξεγέρσεις. Αλλά σ’ αυτή την δυικότητα της αντικειμενικής τάσης και της υποκειμενικής έκρηξης, εύκολα παραβλέπεται το γεγονός ότι οι ταραχές περιορίζονται από τις καθημερινές αντιστάσεις που δουλεύουν ενάντια στην φυσικοποίηση της καταπίεσης και εξερευνούν τους περιορισμούς άλλων λιγότερο ανταγωνιστικών μορφών “επανόρθωσης”. Είναι εξίσου εύκολο να ξεχάσει κανείς τον ρόλο των ψιθύρων, των φημών και της συντροφικότητας, που προηγούνται μιας αναταραχής, θέτοντας τον τόνο της συναισθηματικής ατμόσφαιρας θυμού και μεταδοτικής αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ίσως είναι η πίστη στην επικείμενη εξάντληση της παγκόσμιας διαδικασίας καπιταλιστικής συσσώρευσης που κάνει εφικτό να αγνοούνται αυτοί οι προβληματισμοί.

Ο Albert O. Hirschman παρατήρησε κάποτε ότι όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, στα τέλη της δεκαετίας του 1840 – και κυρίως στο Μανιφέστο – σκέφτονταν ότι ο καπιταλισμός έφτανε στο τελικό του όριο, απέτυχαν να αναγνωρίσουν την ικανότητα του ιμπεριαλισμού να μετατοπίσει τις αντιφάσεις του καπιταλισμού και να αναβάλει την κρίση του22. Ακόμα πιο προβληματικό είναι ότι η προτεραιότητα που έδωσε ο Μαρξ στη θέση ότι η επανάσταση θα ερχόταν μέσα από την παγκοσμιοποίηση και την εξάντληση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τον οδήγησε να στηρίξει για ένα σύντομο διάστημα την αποικιοκρατία ως έναν οδηγό της διαδικασίας που θα έκανε το προλεταριάτο μια παγκόσμια πραγματότητα και, συνεπώς τον κομμουνισμό, μια παγκόσμια δυνατότητα23. Αυτό το συμπέρασμα στηρίζεται σε μια τυπική αφηρημένη διαλεκτική αντιστροφή, που απαλοίφει εντελώς πόσο διαιρεί και πειθαρχεί ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας και, συνεπώς, το αναγκαστικά δύσκολο καθήκον της ανάπτυξης της αλληλεγγύης μέσα από τα σύνορα. Παρόμοια, σύμφωνα με τον Hirschman, ο Λένιν και η Ρόζα Λούξεμπουργκ πραγματικά δεν αναγνώρισαν αυτή τη δύναμη του ιμπεριαλισμού παρά μόνο όταν μπορούσαν να πουν ότι είχε παίξει τον ρόλο του, δηλαδή όταν αυτή η αναγνώριση δεν αντίφασκε με την ιδέα ότι η επανάσταση είναι αντικειμενικά επικείμενη. Η πρόκληση του Hirschman εγείρει το επόμενο ερώτημα: οδηγεί τους μαρξιστές ο προσανατολισμός της επαναστατικής επιθυμίας τους – στον βαθμό που υποστηρίζεται από τη θεωρία ότι η πραγματική τελεολογία του κεφαλαίου ακολουθεί τον δρόμο της – μακριά από το πρόβλημα ότι πιθανόν να υπάρχουν ακόμα μέρη για καπιταλιστική ανάπτυξη καθώς και άλλες περιστάσεις που τροποποιούν τον γενικό νόμο24; Και επιπλέον, δεν έχει το κεφάλαιο την ικανότητα να υπαγάγει και πάλι, από τη στιγμή που έχουν υποτιμηθεί επαρκώς, περιοχές και πληθυσμούς που είχε αγνοήσει, σαν να του είναι καινούριοι; Το πρόβλημα με τη θέση της εξάντλησης είναι ότι για να δώσει ελπίδα πρέπει να υπονοεί μια ομοιόμοφη εμβάθυνση του προλεταριακού ανταγωνισμού με το κεφάλαιο. Αυτό επιτρέπει στη θεωρία να αποφύγει το ερώτημα της στρατηγικής και της οργάνωσης και της επιτρέπει να “λύσει” το πρόβλημα της προλεταριακής συνθήκης μέσω ενός απλού διαλεκτικού σχήματος του τύπου “οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται”. Αν και μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι αυτή είναι πράγματι η τυπική έννοια της κομμουνιστικής επανάστασης, δεν μας λέει απολύτως τίποτα για την πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων.

Στην κριτική που ασκεί στην θεωρία της κομμουνιστικοποίησης, ο Alberto Toscano25 αναφέρεται από την “σχεδόν πλήρη αγνόηση του ζητήματος της στρατηγικής” μέχρι την “κατάρρευση ή εξασθένιση” των συλλογικών σωμάτων που μπορούν να προβάλουν μια στρατηγική. Ως μια θεωρία της κομμουνιστικής επανάστασης, η κομμουνιστικοποίηση είναι μια θεωρία της ανεπάρκειας όλων των πραγματικών πρακτικών, και παραδόξως μια θεωρία της ελπίδας. Αυτό συμβαίνει επειδή παράγεται θεωρησιακά από την παρατήρηση ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη συνεπάγεται μια εμβαθυνόμενη αντίφαση ανάμεσα στην αναπαραγωγή της εργατικής τάξης και την αναπαραγωγή του κεφαλαίου26. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η εργασία πρέπει να καταργήσει το κεφάλαιο ή να υποφέρει τον αργό θάνατό της ως πλεονάζοντος πληθυσμού. Πρόκειται για μια θεωρία των “συνθηκών της δυνατότητας του κομμουνισμού”, κατά την καντιανή διατύπωση των Endnotes. Επειδή οι Endnotes εστιάζουν στην “κινούμενη αντίθεση” ανάμεσα στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και της εργατικής τάξης, τείνουν να θέτουν το ερώτημα της συγκρότησης/σύνθεσης της τάξης από την κλασσική σκοπιά της ενοποίησηςτου” προλεταριάτου ώστε να παράγουν ένα ιστορικό υποκείμενο ικανό να καταργήσει το κεφάλαιο, συχνά ορίζοντας το προλεταριάτο με υπερβολικά τυπικούς τρόπους, με τους προλετάριους πλήρως εξατομικευμένους και αμοιβαία ανταγωνιστικούς και αναξιόπιστους· ως εκ τούτου το πρόβλημα του συντονισμού των προλετάριων ριζοσπαστικοποιείται τόσο που ακόμα κι οι αγώνες να νοούνται μόνο ως αυθόρμητα γεγονότα και όχι ως διαδικασίες βασισμένες στην συνάντηση και την αυξανόμενη συνδεσιμότητα ήδη υπαρχόντων δικτύων αλληλεγγύης και εμπιστοσύνης27,28.

Όπως με τον Μαρξ και τον Ένγκελς στο Μανιφέστο, η εντεινόμενη μιζέρια γίνεται η περίσταση για μια υπό συνθήκες πίστη στην πρόοδο, ένα είδος πεισματικής πίστης ότι η ιστορία θα παρακάμψει την κακή πλευρά της – ή ίσως η θέση είναι απλά ότι αν η ιστορία παρακάμψει την κακή της πλευρά, αυτή τη φορά θα το κάνει με έναν πιο κομμουνιστικό τρόπο, χωρίς διαμεσολαβήσεις από συνδικάτα και κόμματα και ελεύθερη από τον εργατίστικο παραγωγισμό παλιότερων εποχών. Απελευθερώνοντας, όμως, μ’ αυτόν τον τρόπο τον εαυτό μας από το βάρος του παρελθόντος, τον βρίσκουμε επίσης σε ένα κενό, “αγκυρώνοντας” τις ελπίδες μας στην απουσία της θετικής τάσης στην οποία στηρίχτηκαν και οι Μαρξ και Ένγκελς, δηλαδή την αυξανόμενη οργάνωση και παραγωγική δύναμη του προλεταριάτου, το όχημα μέσω του οποίου η εξαθλίωση μάλλον σηματοδότησε τη δυνατότητα μαζικής δράσης και όχι τη βαρβαρότητα του πολέμου όλων των προλετάριων εναντίον όλων.

Εξετάζοντας στα σοβαρά αυτή την ένταση, οι Endnotes δεν παρέχουν οποιεσδήποτε επιχειρησιακές έννοιες και τακτικές που ίσως να επιτρέψουν τη σύνθεση ή την κατάργηση αυτών των διαφορών, εκτός από “την ίδια την πάλη”, η οποία αυθόρμητα θα καταργήσει τον διπλό δεσμό στον οποίο βρίσκουν τον εαυτό τους οι εργάτες: “μπορούν να δράσουν συλλογικά αν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο, αλλά μπορούν να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο – εν όψει τεράστιων ρίσκων για τους ίδιους και τους άλλους – μόνο αν αυτή η εμπιστοσύνη έχει ήδη δοκιμαστεί στη συλλογική δράση”. Αντί να συμμετέχουν στην συλλογική ανάπτυξη και το μοίρασμα των τακτικών και των εργαλείων του αγώνα, οι Endnotes παραδέχονται τον θεωρησιακό χαρακτήρα της θεωρίας τους, την οποία θεωρούν μια “θεραπεία ενάντια στην απελπισία”, την απάντηση (επανάσταση) για την οποία οι προλετάριοι δεν έχουν ακόμα ακόμα διατυπώσει την ερώτηση. Εν ολίγοις, η κομμουνιστικοποίηση είναι μια απάντηση της οποίας η μόνη ερώτηση είναι αφηρημένη, ανταποκρίνεται όχι στο συγκεκριμένο πρόβλημα της συγκρότησης της τάξης αλλά στο αφηρημένο πρόβλημα της απόκρουσης της απελπισίας των θεωρητικών της επανάστασης.

Παρ’ όλα αυτά, η αντιπαράθεση που έχει εδώ ενδιαφέρον δεν είναι αυτή ανάμεσα σε μορφές ελπίδας και τη δυνατότητα της ανακάλυψης της επανάστασης σε καλές ή κακές γενικές ιστορικές τάσεις. Είτε, σαν να λέμε, από τους πλεονάζοντες πληθυσμούς στην κομμουνιστικοποίηση, είτε από το “πλήθος” στην κοινοπολιτεία. Είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι μια θεωρητική ένδειξη ελπίδας είναι απαραίτητη για να κρατηθεί η πρακτική σκέψη από το να περιπέσει στον κυνισμό, τη μελαγχολία ή τον τυχοδιωκτισμό29. Αλλά τέτοια αφηγήματα ενέχουν τον κίνδυνο να “κολλήσουμε” στην καντιανή προβληματική του προσανατολισμού στην σκέψη, σύμφωνα με την οποία το ορθολογικό υποκείμενο θα δεσμευτεί σε μια πρακτική, ηθική δράση αν ελπίζει ότι η δράση του πετύχει να διευρύνει την ηθικότητα υλικά ή πνευματικά – και στην οποία μόνο το είδος δράσης που ασχολείται με τις τάσεις που δίνουν ελπίδα μπορεί να δει τον εαυτό της να φέρει μια ιστορική υπόσχεση, δηλαδή μια υπόσχεση για κάτι περισσότερο από βραχυπρόθεσμα οφέλη και τελικά την ήττα. Για τον Καντ, η πρακτική αναγκαιότητα της αισιοδοξίας γίνεται τελικά ένα επιχείρημα για την πρακτική αναγκαιότητα της ιδέας του Θεού, για τους Endnotes γίνεται ένα επιχείρημα για τον συνεχή διαλογισμό πάνω στην επανάσταση, με άλλα λόγια, για μια απάντηση για την οποία οι προλετάριοι δεν έχουν ακόμα διαμορφώσει την ερώτηση. Ακόμα και αν η έννοια της κομμουνιστικοποίησης, αντίθετα με τον Θεό του Καντ, θεμελιώνεται σε μια συστηματική υλιστική και διαλεκτική κατανόηση των νόμων της κίνησης του κεφαλαίου, μια τέτοια θεωρία δεν μας παρέχει, όπως έχουμε δει, ούτε έναν στρατηγικό πρακτικό προσανατολισμό της ταξικής συγκρότησης και στρατηγικές της αναπαραγωγής ούτε μια έννοια της κρατικής βίας.

Ακόμα κι αν η συστηματική ανάλυση του Μαρξ για την τάση αύξησης του πλεονάζοντος πληθυσμού επιβεβαιώνεται εμπειρικά, όπως υποτείνουν οι Endnotes και ο Aaron Benanav – δεν αλλάζει το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές τροποποιητικές περιστάσεις από τις οποίες κάνει αφαιρέσεις στο Κεφάλαιο30. Παρ’ όλα αυτά, ενώ ο Μαρξ έχει δίκιο να τις εξαιρεί από την έκθεσή του για μεθοδολογικούς λόγους, δεν μπορούμε να αντλήσουμε κανένα πολιτικό μάθημα από έναν νόμο αν δεν θεωρήσουμε τις αντισταθμιστικές του τάσεις που όχι απλά δουλεύουν ενάντια στην τάση αλλά και μπορεί και να την αναστέλλουν. Μερικές από τις τάσεις αυτές είναι εσωτερικές, όπως η περιοδική υποτίμηση της εργασίας σε σημείο που η εργασία να καθιστά την σε υψηλό βαθμό εμκηχανισμένη εργασία μη ανταγωνιστική, τάση που θα μείωνε την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Ένας άλλος, και πιο σημαντικός, ρυθμιστικός παράγοντας είναι ο μειωνόμενος ρυθμός γεννήσεων, τον οποίο ο Μαρξ δεν λαμβάνει υπόψιν καθώς μεθοδολογικά θεωρεί τη δημογραφική αύξηση ως μια μεταβλητή που εξαρτάται αποκλειστικά από το επίπεδο των μισθών. Συνεπώς, εξαιτίας της αποβιομηχάνισης, της μείωσης των ρυθμών γεννήσεων, που οφείλεται στους αγώνες των γυναικών για την αναπαραγωγική υγεία και την άρνηση της τεκνοποιίας, της βίαιης κρατικής καταστολής των γεννήσεων κλπ. – είναι δυνατόν, περιοδικά, αυτή η τάση για πλεονάζοντες πληθυσμούς να αντιστρέφεται. Επιπλέον, η διαθέσιμη δεξαμενή εργασίας έχει ιστορικά απομειωθεί από τους πολέμους, τις επιδημίες, την πείνα και τον αργό θάνατο της φτώχειας, μειωνόμενων στάνταρ στη δημόσια υγεία και την δολοφονικής αστυνόμευσης των φτωχογειτονιών και των συνόρων.

Αυτό που είναι ενδιαφέρον και προκλητικό, σχετικά με την επανα-ενεργοποίηση της θεωρίας των πλεοναζόντων πληθυσμών σήμερα, είναι ότι, σε αντίθεση με την θέση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου για την εξαθλίωση, αυτή δεν προϋποθέτει μια θέση για έναν σταδιακό εξαστισμό31 του κόσμου ή την ομογενοποίηση του προλεταριάτου. Αντίθετα, η πραγματικότητα των πλεοναζόντων πληθυσμών θέτει το ζήτημα μιας γενικευμένης κρίσης αναπαραγωγής και την πολλαπλότητα των στρατηγικών επιβίωσης που απορρέουν από αυτήν, συμπεριλαμβανομένων τρόπων απαλλοτρίωσης του πλούτου πολύ κοντά στην πραγματική επανάσταση, αγώνων γυναικών και διάφορες μορφές κρατικής και παρακρατικής βίας32. Αντιστρέφοντας τη σχέση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, θέτει ένα έντονα μη-Καντιανό ερώτημα: τι σημαίνει ο προσανατολισμός της επαναστατικής πρακτικής από τη σκοπιά του προβλήματος της προλεταριακής συνθήκης και της πολλαπλότητας των τρόπων που αυτή βιώνεται;

Το κοινό πρόβλημα της αναπαραγωγής

Έχουμε δει πώς η προλεταριακή συνθήκη κατανοείται καλλίτερα ως μια συνθήκη διαχωρισμού από τα μέσα αναπαραγωγής. Αυτή είναι η συνθήκη του κεφαλαίου που οργανώνει τους προλετάριους ως μισθωτούς εργάτες. Νέοι διαχωρισμοί παράγονται σταθερά από την επεκτατική ώθηση του κεφαλαίου για απόλυτη υπεραξία, μια τάση μέσω της οποίας καινούριοι πληθυσμοί συμπεριλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό – κυρίως γυναίκες και αγρότες33. Επιπλέον, έχουμε δει πώς η ώθηση για σχετική υπεραξία τείνει να αποβάλλει περισσότερους εργάτες, καθιστώντας τους περιττούς για την καπιταλιστική παραγωγή34. Στην πορεία μεγάλων περιόδων μαζικής ανεργίας και σαν αποτέλεσμα της σταθερής πτώσης της απασχόλησης, βλέπουμε μια αύξηση του παγιωμένου πλεονάζοντος πληθυσμού, δηλαδή ενός πληθυσμού που δεν “κάνει” για δουλειά, δεν μπορεί, δεν θέλει να δουλεύει, εξαιτίας κακής υγείας, ηλικίας ή – κάτι που ο Μαρξ απλά αναφέρει – επειδή έχει υιοθετήσει έναν άλλο τρόπο αναπαραγωγής.

Η πρωταρχική συσσώρευση, κατέστρεψε βίαια και καταστρέφει προηγούμενους τρόπους παραγωγής. Στη φεουδαρχική Ευρώπη και τον παγκόσμιο Νότο σήμερα, όπως και στους χρόνους της αποικιοκρατίας, η πρωταρχική συσσώρευση διαρρηγνύει εθιμικούς δεσμούς εξουσίας, καθώς και τον οργανικό δεσμό των αγροτών με τη γη, αφήνοντας τα άτομα εξατομικευμένα και αποστερημένα από τα μέσα και τις σχέσεις που είναι απαραίτητες για την επιβίωση και την πραγμάτωση των δυνατοτήτων τους. Η αναδρομική ανάλυση, από τον Μαρξ, της πρωταρχικής συσσώρευσης στο Κεφάλαιο, εστιάζει στο πώς αυτή η διαδικασία οδηγεί στη δημιουργία μιας μάζας προλετάριων που θα πρέπει να συνδυαστούν με το κεφάλαιο για να επιβιώσουν. Βλέπουμε, όμως, επίσης στο αφήγημά του το περίγραμμα ενός διαφορετικού συνόλου αγώνων ενάντια στις περιφράξεις, ταραχές για την τροφή και των ποινικοποιημένων και, συνεπώς, υπονομευτικών στρατηγικών επιβίωσης και αναπαραγωγής. Η ανικανότητα των ατόμων έπρεπε και πρέπει να ενδυναμωθεί με ατομική και δημόσια βία, η τάση τους να συνδυάζονται αυτόνομα ή μέσα και ενάντια στους χώρους δουλειάς, έκανε τη διαδικασία της ενσωμάτωσης του προλεταριάτου στην εργασιακή ζωή μια παρατεταμένη διαδικασία35.

Παράλληλα με την καταπίεση άλλων τρόπων επιβίωσης, το χρήμα ανταπτύσσεται σε μια γενική συνθήκη για τη συμμετοχή στην κοινωνία: αν δεν το έχεις αναγάζεσαι να το βρείς, είτε δουλεύοντας, είτε κλέβοντας, είτε πουλώντας τον εαυτό σου είτε με το να παντρευτείς με κάποιον/κάποια που έχει χρήματα. Με άλλα λόγια, οι προλετάριοι πρέπει να αναπαράγουν τον εαυτό τους μέσω της ανταλλαγής. Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν μας δίνει παρά την αφηρημένη κοινωνική μορφή μέσω της οποίας αναπαράγεται η εργασία· όντως, οι τρόποι με τους οποίους η εργασία παίρνει αυτή τη μορφή είναι αναρίθμητοι. Πίσω από το κοινό πρόβλημα των προλετάριων (αποστέρηση των μέσων (ανα)παραγωγής) και την κοινή τους “λύση” (χρήμα), βρίσκεται μια πολλαπλότητα ετερογενών τρόπων ζωής μέσω των οποίων η προλεταριακή συνθήκη μπορεί και πρέπει να βιωθεί36. Έτσι, όπως δείχνει η Σύλβια Φεντέριτσι:

η πρωταρχική συσσώρευση…δεν ήταν απλά μια συσσώρευση και συγκέντρωση εκμεταλλεύσιμων εργατών και κεφαλαίου. Ήταν επίσης μια συσσώρευση διαφορών και διαιρέσεων εντός της εργατικής τάξης, με την οποία ιεραρχίες που οικοδομήθηκαν πάνω στο φύλο, όπως και τη “φυλή” και την ηλικία, έγιναν συστατικές της ταξικής εξουσίας και του σχηματισμού του σύγχρονου προλεταριάτου37,38.

Αυτό που επίσης υποτείνεται εδώ είναι ότι καθώς η αναπαραγωγή του προλεταριάτου άρχισε να διαμεσολαβείται από τον μισθό, αυτό δεν κατάργησε την προλεταριακή αυτο-αναπαραγωγή· ο μισθός είναι, γενικά, πολύ σπάνια τόσο υψηλός ώστε να μπορούν οι εργάτες να αποκτούν όλα τα μέσα της αναπαραγωγής τους (φαγητό έτοιμο για κατανάλωση, σεξ, καθαριότητα, υγειονομική περίθαλψη) άμεσα από την αγορά39. Αντίθετα, ο μισθός έγινε μια μορφή μέσω της οποίας η απλήρωτη αναπαραγωγική εργασία των γυναικών αλλά και των παιδιών και άλλων εξαρτημένων ατόμων, διαμεσολαβούνταν κυρίως μέσα από τον μισθό των αντρών, παράγοντας αυτό που η Mariarosa Dalla Costa αποκαλεί πατριαρχία του μισθού40,41. Ενώ η ανάλυση του Μαρξ εστιάζει στην συσσώρευση των “αντρών” και στη συνέχεια στην αναπαραγωγή και την αναπαραγωγή του κεφαλαίου μέσα από την εκμετάλλευσή τους, συγγραφείς όπως η Φεντέριτσι, η Fortunati, οι Dalla Costa και James παρέχουν μια θεωρία της συνθήκης που καθιστά δυνατή την ανάλυση του Μαρξ: την παραγωγή και την αναπαραγωγή της ίδιας της εργατικής δύναμης42. Για να καταλάβουμε την ιστορία του πώς οι αγώνες για την αναπαραγωγή άρχισαν να παρακμάζουν, δεν φτάνει λοιπόν να αναλύσουμε την ενσωμάτωση των προλετάριων στην μισθωτή εργασία και την ποινικοποίηση εναλλακτικών πρακτικών αναπαραγωγής. Πρέπει να καταλάβουμε, μαζί με την Φεντέριτσι, πώς ένα αποτέλεσμα αυτού του πολέμου κατά των γυναικών, του οποίου το πιο βίαιο επεισόδιο ήταν το κυνήγι μαγισσών, ήταν η διάσπαση του προλεταριάτου43. Αυτό το αποτέλεσμα αυτού του πολέμου δεν ήταν απλά η πρωταρχική συσσώρευση και η πειθάρχηση των γυναικείων σωμάτων από το κεφάλαιο, το κράτος και την εκκλησία αλλά, επίσης, η υποταγή των προλετάριων γυναικών στους προλετάριους άντρες. Γι’ αυτούς τους άντρες ο αγώνας για την αναπαραγωγή ήταν συχνά – ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι εναλλακτικές διαδρομές είχαν εξαντληθεί κυρίως – ένας αγώνας για να βρουν γυναίκες που θα μπορούσαν να τους αναπαράγουν. Στην μακρο-βία του κλήρου και του κράτους, προστέθηκε μια μικρο-βία της καθημερινότητας, που αντλούσε συχνά από τις αφηγηματικές πηγές και εικόνες που παράγονταν από την πρώτη. Ο οικονομικός καταναγκασμός και η εξω-οικονομική βία είναι αδιαχώριστα αλλά διακρίσιμα υπό τον καπιταλισμό.

Η καταστροφή των διαφορετικών μορφών αναπαραγωγικής αυτο-οργάνωσης των προλετάριων δεν σήμαινε μια κατατροφή της προλεταριακής αναπαραγωγής καθαυτής, αλλά τη δημιουργία της σύγχρονης πυρηνικής οικογένειας, μέσα στην οποία η απλήρωτη αναπαραγωγική εργασία φρόντιζε τις αναπαραγωγικές ανάγκες των παιδιών και των μισθωτών εργατών, ώστε οι εργάτες να μπορούν να παραμένουν ελεύθερα “επιπλέοντα”, αμοιβαία ανταγωνιστικά παραγωγικά σώματα. Συνεπώς, μπορούμε να καταλάβουμε τη σύγχρονη οικογένεια ως μια ουσιώδη μονάδα επιβίωσης σε μια συνθήκη ανασφάλειας, αλλά πρέπει να καταλάβουμε πώς η σταθερότητα αυτού του μοντέλου πυρηνικής οικογένειας συνδέεται άρρηκτα με τη σταθερότητα του αντρικού μισθού44.

Συνεπώς, αν διαβάσουμε τα κεφάλαια του Μαρξ για την πρωταρχική συσσώρευση με την ανάλυσή του για τις γενικές τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης, πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι αγώνες για την αναπαραγωγή γίνονται ένα όλο και περισσότερο σημαντικό ζήτημα, όχι απλά με τη μορφή των αγώνων για τον μισθό και την εργάσιμη μέρα αλλά και ως υπεράσπιση του κράτους πρόνοιας (ο κοινωνικός μισθός) και αγώνων για την απαλλοτρίωση των μέσων αναπαραγωγής ή εναντίον της απαλλοτρίωσής τους. Αν το προλεταριάτο είναι, όπως γράφουν οι Endnotes και ο Benanav, “μάλλον μια εργατική τάξη σε μετάβαση, μια εργατική τάξη που τείνει να γίνει μια τάξη αποκλεισμένη από την εργασία”, πρέπει να επισημάνουμε ότι είναι επίσης μια τάξη που χρειάζεται όλο και περισσότερο εναλλακτικούς τρόπους για να διασφαλίσει την ίδια την αναπαραγωγή της. Πριν γίνει ένα ζήτημα επαναστικής πάλης είναι ζήτημα καθημερινών λύσεων και αντιστάσεων στο πρόβλημα της προλεταριακής αναπαραγωγής45.

Προλεταριακή διαφοροποίηση

Ο Μαρξ θεωρητικοποιεί το πρόβλημα της προλεταριακής συνθήκης με δυο τρόπους: με όρους της εκμετάλλευσής του και με όρους της απαλλοτρίωσής του. Αν η πρώτη σχετίζεται με τη (μισθωτή) εργατική τάξη, η δεύτερη αναφέρεται σε οποιονδήποτε είναι αποχωρισμένος από τα μέσα ανα/παραγωγής, ένας φτωχός δυνάμει ή πραγματικά. Ο Μαρξ αναγνώριζε ότι το προλεταριάτο προσπαθεί επίσης να επιβιώσει εκτός της σχέσης-κεφάλαιο, ως λούμπεν προλεταριάτο, αγροτικό ή αστικό. Αυτή η τάξη ζει ως εξαιρεμένη εντός “του σιωπηρού καταναγκασμού των οικονομικών σχέσεων”, αντιμέτωπη όχι με την εκμετάλλευση αλλά με την “άμεσα εξωοικονομική δύναμη που ακόμα…χρησιμοποιείται, αλλά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις”46. Ο Μαρξ εισήγαγε το λούμπεν προλεταριάτο πρώτη φορά σε μια συζήτηση της ρομαντικής ματιάς του Max Stirner για τους μη-παραγωγικούς και αρνητές της εργασίας ragamuffins και lazzaroni47. Μετά το 1848, το πρόβλημα του λούμπεν προλεταριάτου γίνεται ένα πρόβλημα της αποτυχημένης επανάστασης, των προλετάριων που πουλήθηκαν στην αντίδραση. Αυτή η προσέγγιση, που τονίζει τη διαφορά ανάμεσα στην εργατική τάξη και το λούμπεν προλεταριάτο, και περιέχει συγκεκριμένες στιγμές ηθικολογίας από την προοπτική της εργασιακής ηθικής και του νόμου και της τάξης, υπάρχει έκτοτε στο κυρίαρχο ρεύμα του μαρξισμού, με τις πιο αξιοσημείωτες εξαιρέσεις αυτές του Frantz Fanon και του κόμματος των Μαύρων Πανθήρων.

Η εστίαση του Μαρξ στην αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγικότητα του προλεταριάτου και τον “παρασιτισμό” του λούμπεν προλεταριάτου, αντικατοπτρίζει καπιταλιστικά κριτήρια της αξίας και της παραγωγής, αντί να θέτει το ερώτημα της κοινής συνθήκης και των δύο, όπως και την συχνά θολή διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους. Η αντίληψη του προλεταριάτου ως διαφοροποιούμενου σε εργάτες και λούμπεν προλετάριους δεν συνεπάγεται την απόδοση προτεραιότητας στην εκμετάλλευση σε σχέση με την κυριαρχία ή το αντίστροφο αλλά, μάλλον, τη θεώρησή τους ως διαφορετικών τρόπων με τους οποίους οι προλετάριοι ζουν τη συνθήκη τους: στα άκρα κάποιοι υφίστανται μόνο την κυριαρχία ή μόνο την εκμετάλλευση αλλά, κυρίως, οι προλετάριοι είναι αντιμέτωποι με ένα μίγμα και των δύο. Και μέσω της διαμεσολάβησης του ανταγωνισμού των θέσεων εργασίας και των δωρεάν παροχών του κράτους κλπ., όλοι οι προλετάριοι υπάγονται άμεσα και στα δύο αλλά με άνισο τρόπο ώστε κάποιοι να είναι σχετικά προνομιούχοι ως προς τους άλλους.

Συνεπώς, η μισθωτή εργασία είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους οι προλετάριοι προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα του διαχωρισμού. Αν ο προλετάριος είναι ένας δυνάμει φτωχός, τότε η προλεταριακή συνθήκη (λέξη που πρέπει να πάρουμε με την έννοια της “ανθρώπινης” αλλά ιστορικοποιημένη και αρνητική) το προλεταριάτο διαστρωματώνεται σε διαφορετικές στρατηγικές αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος:

proletarian condition

Στην ανάλυση του Μαρξ το προλεταριάτο δεν περιορίζεται στο ενεργά εργαζόμενο βιομηχανικό προλεταριάτο, που ήταν τόσο κεντρικό στην στρατηγική των συνδικάτων, των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών στον 19ο και 20ο αιώνα. Αν το προλεταριάτο συνίσταται, όπως ισχυρίστηκε ο Ένγκελς το 1888, στην “τάξη των σύγχρονων μισθωτών εργατών οι οποίοι, μην έχοντας δικά τους μέσα παραγωγής, καταλήγουν να πουλάνε την εργατική τους δύναμη για να ζήσουν”, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτό δεν σημαίνει ότι βρίσκουν πρόθυμους αγοραστές48. Συνεπώς, το προλεταριάτο συνίσταται τόσο από τους εργαζόμενους όσο και τους άνεργους. Αν το προλεταριάτο και το λούμπεν προλεταριάτο δεν είναι ένα “άθροισμα” συγκεκριμένων ατόμων αλλά τρόποι ζωής στους οποίους τα άτομα “μπαίνουν” και “βγαίνουν” ανάλογα με τις ανάγκες και την διαθεσιμότητα εργασίας ή άλλων στρατηγικών επιβίωσης, οι διακρίσεις αρχίζουν να θολώνουν. Παρ’ όλα αυτά είναι καθαρό ότι ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο πληθυσμούς μπορεί να προκύψουν συχνές συγκρούσεις, τόσο για ηθικούς λόγους (πχ. την προτεσταντική εργασιακή ηθική) και την αρνητική επίδραση του εγκλήματος στην καθημερινή ζωή των εργαζόμενων49. Αυτό που διακρίνει το λούμπεν προλεταριάτο από τους άνεργους είναι ο τρόπος ζωής του, οι καθημερινές στρατηγικές της απατεωνιάς, της κλοπής, της εργασίας με σεξ, μια υποκειμενικότητα ή συμπεριφορά που τείνει να το κάνει μη-απασχολήσιμο, ενώ οι άνεργοι ψάχνουν νομοταγώς να βρουν δουλειά. Ανάλογα, υπάρχουν συγκρούσεις ανάμεσα στους άνεργους και τους εργαζόμενους, με πιο προφανή την πίεση μείωσης των μισθών και τις συνθήκες που ασκούνται από τους πρώτους ή τους αγώνες για εργασιακή ασφάλεια από τους δεύτερους. Αυτές οι ομάδες, συνεπώς, δεν μπορούν να μοιράζονται τις ίδιες στρατηγικές στην αντιμετώπιση της ταξικής τους συνθήκης: οι εργάτες απορρίπτουν τον “παρασιτισμό και την εγκληματικότητα” των λούμπεν. Οι άνεργοι ανταγωνίζονται μεταξύ τους και πιέζουν προς τα κάτω τους μσθούς των εργαζόμενων. Πολλοί εργαζόμενοι αγωνίζονται ενάντια στην συμπερίληψη στην αγορά εργασίας νέων ομάδων (γυναικών, λούμπεν, μεταναστών, μαύρων) ώστε να διατηρήσουν τη θέση τους. Τέλος, όσοι αναπαράγουν την εργατική δύναμη – κυρίως γυναίκες – δέχονται πίεση από την ίδια την εργατική δύναμη, να την αναπαράγουν. Αυτό σημαίνει το ότι διάφορα τμήματα του προλεταριάτου ζουν διαφορετικά την προλεταριακή συνθήκη. Τώρα γίνεται πιο καθαρό τι διακυβεύεται στο πρόβλημα της συγκρότησης της τάξης50.

Η διαμόρφωση της τάξης μέσα από την πάλη

Ο Μαρξ διέκρινε ανάμεσα στις μορφές που υπάγουν τάξεις (αξιακή-μορφή, μορφή-χρήμα, μορφή-κεφάλαιο, μορφή-κράτος κλπ.) και τις ενεργές διαδικασίες της διαμόρφωσης της τάξης στην πάλη51. Αυτή η διάκριση επανέρχεται στην έννοια της σύνθεσης/συγκρότησης της τάξης στον εργατισμό, η οποία έχει τόσο μια παθητική όσο και μια ενεργή μορφή: η σύνθεση της τάξης ως εργατών και η ενεργή προσπάθεια της σύνθεσης των στοιχείων της τάξης, αυτόνομα. “Η πολιτική ταξική σύνθεση…καθορίζεται από το πώς η τάξη ιδιοποιείται ‘υποκειμενικά’ τις ‘αντικειμενικές’ συνθήκες της εκμετάλλευσης και τις στρέφει ενάντια στις ίδιες αυτές τις συνθήκες”52. Εδώ είναι χρήσιμο να ανακαλέσουμε μια παράγραφο από τη Γερμανική Ιδεολογία που περιγράφει τον ενεργό και τον παθητικό σχηματισμό της τάξης:

Διαφορετικά άτομα σχηματίζουν μια τάξη μόνο στον βαθμό που έχουν να πολεμήσουν μια κοινή μάχη ενάντια σε μια άλλη τάξη· διαφορετικά τίθενται με εχθρικούς όρους μεταξύ τους ως ανταγωνιστές. Από την άλλη, η τάξη με τη σειρά της πετυχαίνει μια ανεξάρτητη ύπαρξη απέναντι στα άτομα, ώστε τα τελευταία να βρίσκουν τις συνθήκες ύπαρξής τους προκαθορισμένες και, συνεπώς, έχουν τη θέση τους στη ζωή και την προσωπική τους εξέλιξη να τους αποδίδεται από την τάξη τους, υπάγονται σ’ αυτήν53. Αυτό είναι το ίδιο φαινόμενο με την υποταγή των ξεχωριστών ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας και μπορεί να απαλοιφθεί μόνο με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και της ίδιας της εργασίας54.

Τα άτομα συγκροτούνται ως τάξη μέσω της υπαγωγής τους και του περιορισμού τους στον ιστό των αναγκών της κοινωνικής τους συνθήκης αλλά συγκροτούν μια τάξη μέσω της κοινής πάλης τους. Όταν δεν υπάρχει κοινή πάλη, αυτοί που θα μπορούσαν να συγκροτήσουν μια τάξη επιστρέφουν πίσω στον εσωτερικό ανταγωνισμό ή την αμοιβαία αδιαφορία. Στην απουσία αγώνων τα “αντικειμενικά ταξικά συμφέροντα” γίνονται αφηρμένα συνθήματα σε σύγκριση με την συγκεκριμένη πραγματικότητα των συμφερόντων των ατόμων και των οικογενειών στο να ανταγωνιστούν μεταξύ τους για τους περιορισμένους πόρους. Αυτό θα έπρεπε να μας εξηγεί γιατί προσπάθειες να “ανυψωθεί η προλεταριακή συνείδηση” αντιμετωπίζονται, γενικά, με λοιδωρία. Το να πούμε ότι οι άνθρωποι μοιράζονται ένα κοινό πρόβλημα στο οποίο υπάρχει μια κοινή λύση είναι μια αφηρημένη αλήθεια που από μόνη της θα πείσει λίγους μόνο να συμπράξουν σε έναν κοινό αγώνα· αυτό απαιτεί εμπιστοσύνη του ενός προς την άλλην καθώς και στις τακτικές της πάλης. Ένα κοινό πρόβλημα είναι απλά ένα πρόβλημα αν μπορούμε να φανταστούμε μια λύση· αν όχι, είναι απλά μια συνθήκη, ένα δοσμένο αλλά ενοχλητικό γεγονός που μπορεί, επίσης, να ενσταλλάξει κυνισμό και τυχοδιωκτισμό. Οι αγώνες προκύπτουν μόνο εκεί που οι άνθρωποι πιστεύουν – λογικά ή συναισθηματικά – ότι η συλλογική αντίδραση σε ένα πρόβλημα είναι καλλίτερη ή συμπληρωματική στους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζουν την συνθήκη τους στην καθημερινότητά τους.

Το τελευταίο κομμάτι της παραπομπής υποδεικνύει ότι το πρόβλημα της προλεταριακής συνθήκης δεν μπορεί τελικά να “λυθεί” αλλά μόνο να διαλυθεί, μέσα από “την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και της ίδιας της εργασίας”55. Αυτός είναι ένας από τους λόγους της επένδυσης ελπίδας στους πολιτικούς εκπροσώπους που ίσως λύσουν το πρόβλημα, στις θρησκείες, που υπόσχονται λύτρωση σε έναν άλλο κόσμο, και στα ναρκωτικά που σε βοηθούν να ξεχάσεις όλο αυτό το χάος. Αυτό παρέχει επίσης μια δικαιολόγηση για τις προβολές της κομμουνιστικής θεωρίας, στον βαθμό που προβάλλει μια λύση που τουλάχιστον στηρίζεται στη συλλογική αυτενέργεια αυτών που την πιστεύουν.

Αλλά είναι σημαντικό ότι αυτός ο κομμουνιστικός ορίζοντας δεν ερμηνεύεται ως ένα ζήτημα υπέρβασης και άρνησης συγκεκριμένων ατομικών στρατηγικών αναπαραγωγής, με την έννοια της ανύψωσης του εαυτού μας στο επίπεδο της καθολικότητας της τάξης στην ομοιογένεια του ανταγωνισμού της με το κεφάλαιο. Μάλλον, το πρακτικό καθήκον της συγκρότησης της τάξης – που είναι απαραίτητη για να τεθεί το πρόβλημα της κατάργησης της προλεταριακής συνθήκης συγκεκριμένα αντί της προσκόλλησης στον αμοιβαίο ανταγωνισμό και την αφηρημένη ελπίδα – συνίσταται στην ανάπτυξη συλλογικών στρατηγικών ζωής και επιβίωσης που είτε συνδυάζονται είτε συμπληρώνουν είτε καθιστούν περιττές τις εξατομικευμένες μορφές αναπαραγωγής.

Έστω κι αν ο πρώτος στόχος της αντίστασης ήταν απλά η διατήρηση των μισθών, σύνδεσμοι, αρχικά απομονωμένοι, συγκροτούνται οι ίδιοι σε ομάδες, καθώς οι καπιταλιστές, με τη σειρά τους, ενώνονται κι αυτοί στο καθήκον της καταπίεσης και, μπροστά στο ενωμένο κεφάλαιο, η διατήρηση της σύνδεσης γίνεται πιο αναγκαία από αυτήν των μισθών. Αυτό αληθεύει τόσο πολύ που οι Άγγλοι οικονομολόγοι εντυπωσιάζονται να βλέπουν τους εργάτες να θυσιάζουν ένα σημαντικό μέρος των μισθών τους προς όφελος των ενώσεων, οι οποίες, στα μάτια των οικονομολόγων, ιδρύονται μόνο και μόνο για χάρη των μισθών56.

O Μαρξ διατυπώνει αυτό το επιχείρημα, που προσανατολίζεται καθαρά στην πρακτική των Άγγλων εργατών, ενάντια στην θεωρητίστικη απόρριψη από τον Προυντόν των εργατικών συνενώσεων. Ο Προυντόν επιχειρηματολογεί ενάντια σε αυτό που θα πετύχουν, ακόμα κι αν κερδίσουν αυξήσεις των μισθών: η τάξη των καπιταλιστών θα ρίξει τους μισθούς για να αναπληρώσει τα χαμμένα κέρδη, το κόστος της οργάνωσης θα είναι το ίδιο υψηλότερο από ό,τι έχει κερδηθεί και στο τέλος της ημέρας οι εργάτες θα εξακολουθούν να είναι εργάτες και τα αφεντικά αφεντικά. Ενώ αμφισβητεί την οικονομική πτυχή του επιχειρήματος του Προυντόν, η εστίαση του Μαρξ στις εμπειρίες των εργατών του Μπόλτον υπονοεί ότι κάτι περισσότερο και πιο σημαντικό από τον μισθό, μπορεί να αποκτηθεί από τις συνενώσεις και τους αγώνες57.

Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα της προλεταριακής συνθήκης είναι πολύ ευρύτερο από οποιαδήποτε ή ακόμα και δυνατή οργάνωση της μισθωτής εργασίας. Μπροστά στους πλεονάζοντες πληθυσμούς, τα συνδικάτα θα δουν την διαπραγματευτική τους δύναμη να υπονομεύεται από τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από τους άνεργους ή τους υποαπασχολούμενους και κάποια θα εμπλακούν σε μια χαμένη μάχη να κατεβάσουν τον ανταγωνισμό διευρύνοντας τον αποκλεισμό κάποιων ομάδων, στη βάση της φυλής, του φύλου της κατάστασης της υπηκοότητας. Ο W.E.B. Du Bois επεσήμανε το πρόβλημα αυτό, όταν έγραψε για τη μαύρη εργατική τάξη στις Ηνωμένες Πολιτείες:

Θεωρητικά είμαστε ένα κομμάτι του παγκόσμιου προλεταριάτου με την έννοια ότι είμαστε η πιο εκμεταλλευόμενη τάξη των φτηνών εργατών· αλλά πρακτικά δεν είμαστε κομμάτι του λευκού προλεταριάτου και δεν αναγνωριζόμαστε από το προλεταριάτο σε κάποιον σημαντικό βαθμό. Είμαστε τα θύματα της φυσικής τους καταπίεσης, κοινωνικού εξωστρακισμού, οικονομικού αποκλεισμού και προσωπικού μίσους· και όταν, βρισκόμενοι σε αυτοάμυνα, επιδιώκουμε την καθαρή επιβίωση, μας χαρακτηρίζουν, ουρλιάζοντας, σαν “ψώρα”58.

Το πρόβλημα του προλεταριακού διαχωρισμού μπορεί να αντιμετωπιστεί σε κείνα τα κομβικά σημεία στα οποία μπορούν να παραχθούν κοινές λύσεις και να υπονομευθούν μορφές ανταγωνισμού – φυλετικοποιημένες, έμφυλες, εθνικιστικές κλπ. Είναι σημαντικό ότι αυτό συνεπάγεται την αντιμετώπιση της πρόκλησης να σκεφτούμε τις συνθήκες σύνθεσης εκείνων που δεν είναι μέρος του εργατικού δυναμικού, που στα γραπτά του Μαρξ είναι κατεξοχήν το πρόβλημα των αγροτών και των λούμπεν προλετάριων και αναδεικνύεται στην 18η Μπρυμαίρ.

Οι υλικές συνθήκες της συγκρότησης

Εκεί που το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, γραμμένο λίγο πριν από τις επαναστάσεις του 1848, ήταν ένα κείμενο στοχασμού πάνω στην ιστορική τάση προς την εξαθλίωση, την προλεταριακή ταξική δύναμη και την επανάσταση, ο Μαρξ έγραψε την 18η Μπρυμαίρ, το 1852, ως έναν συλλογισμό πάνω στην αποτυχία της επανάστασης, ιδιαίτερα μια αποτυχία που οφειλόταν στην αποτυχία του προλεταριάτου να συντεθεί με το λούμπεν προλεταριάτο και τους αγρότες59. Είναι χρήσιμο να επιστρέψουμε σ’ αυτό το κείμενο σήμερα που είναι καθαρό ότι η γενική τάση προς τους πλεονάζοντες πληθυσμούς μας αφήνει με μια θεωρία τόσο της δυσκολίας της επανάστασης όσο και του επείγοντος χαρακτήρα της. Στην 18η Μπρυμαίρ ο Μαρξ ανέπτυξε μια υλιστική θεωρία της ταξικής σύνθεσης, ως μια διόρθωση στις γενικές, ιστορικιστικές προβολές του Μανιφέστου. Η Μπρυμαίρ διαβάζεται συχνά ως ένα κείμενο στο οποίο το πρόβλημα των ταξικών διαιρέσεων – ανάμεσα στους προλετάριους και ανάμεσα στους προλετάριους και τους συμμάχους τους – είναι ένα πρόβλημα διαφώτισης των προλετάριων σχετικά με το αντικειμενικό κοινό συμφέρον και οργάνωσής τους, της εμπέδωσης συμμαχιών με τις οργανώσεις άλλων τάξεων, και της εύρεσης τρόπων πολιτικής αντιπροσώπευσης των μη οργανωμένων και “μη πεφωτισμένων” τμημάτων του προλεταριάτου και των άλλων υποδεέστερων τάξεων. Έτσι το ζήτημα της στρατηγικής και της δύναμης ανάγεται στο ζήτημα της ανασύνθεσης των πολιτικών δυνάμεων με προοπτική τη θεμελίωση νέων πολιτικών συμμαχιών. Όμως, αν κοιτάξουμε προσεκτικά τις σκέψεις του Μαρξ για τις τάξεις σ’ αυτό το κείμενο, θα δούμε ότι πρόκειται για έναν βαθύ στοχασμό πάνω στις σχέσεις μεταξύ των τάξεων ως συγκροτημένων κατηγοριών ανθρώπων, και τις μετατοπιζόμενες και εγγενώς πρακτικές και υπαρξιακές αντιδράσεις στην ενδεχομενικότητα της προλεταριακής αναπαραγωγής μέσω των οποίων οι τάξεις αποκρυσταλλώνονται ή εξαφανίζονται. Η ανάλυση του Μαρξ για το χάος της επαναστατικής κρίσης αποκλειστικά με όρους της πολιτικής ενδεχομενικότητας διαμορφώνεται υπόρρητα αλλά αδιαμφισβήτητα από προϋποθέσεις σχετικά με το ζήτημα της αναπαραγωγικής ενδεχομενικότητας.

Η αγροτιά

Η 18η Μπρυμαίρ θεωρητικοποιεί το πρόβλημα του διαχωρισμού στις πιο ριζικές και περισσότερο διάσπαρτες και μεμονωμένες μορφές: τους αγρότες με μικροεκτάσεις, μια μάζα ημι-προλετάριων που υπονομεύονται κυρίως από τις αναπτυσσόμενες αγορές στο φαγητό, τους φόρους και τα χρέη, και το λούμπεν προλεταριάτο. Η ανάλυση του Μαρξ για το αντεπαναστατικό τμήμα του λούμπεν προλεταριάτου, που οργανώθηκε από τον Βοναπάρτη, ακουμπά αρκετά βαθιά το ζήτημα της αναπαραγωγής. [Ο Βοναπάρτης] τους πρόσφερε όχι μόνο αντιπροσώπευση και μερική προστασία αλλά και μια προσωρινή λύση στην κατάσταση της ανασφάλειας και της φτώχειας: πληρωμή, συντροφικότητα και μια αποστολή. Ενώ ήταν το λούμπεν προλεταριάτο που εξασφάλισε την κυριαρχία του Λουδοβίκου Βοναπάρτη στους δρόμους του Παρισιού, ήταν η αγροτιά εκείνη που τον εξέλεξε τον Δεκέμβριο του 1848. Ο Μαρξ ρωτά: τι είναι αυτό, στην αγροτική ζωή, που κάνει τους αγρότες επιδεκτικούς να εκλέξουν έναν ηγέτη τόσο ξένο προς τους ίδιους. Σε αντίθεση με τους μικροαστούς, οι αγρότες δεν παράγουν ούτε έρχονται σε επαφή με λιγότερο ή περισσότερο “οργανικούς” διανοούμενους. Αυτό μας δίνει τη βάση της διατύπωσης του Μαρξ, που έχει επικριθεί, ότι οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες:

δεν είναι ικανοί να διεκδικήσουν τα δικό τους ταξικό συμφέρον στο όνομά τους, είτε μέσω ενός κοινβουλίου είτε μέσω μιας συνέλευσης. Δεν μπορούν να εκπροσωπήσουν τον εαυτό τους, πρέπει να εκπροσωπούνται. Ο εκπρόσωπός τους πρέπει ταυτόχρονα να εμφανίζεται και ως ο κύριός τους, ως μια εξουσία πάνω τους, μια απεριόριστη κυβερνητική δύναμη που τους προστατεύει από τις άλλες τάξεις και τους στέλνει τη βροχή και τη λιακάδα από ψηλά. Συνεπώς, η πολιτική επιρροή των μικροϊδιοκτητών αγροτών βρίσκει την τελική της έκφραση στην εκτελεστική εξουσία που υποτάσσει την κοινωνία σ’ αυτήν”60.

Αλλά τι είναι αυτό στον τρόπο ζωής τους που κάνει τους αγρότες επιδεκτικούς σ’ αυτόν τον τρόπο εκπροσώπησης [Vertretung]; Εδώ πρέπει να ρωτήσουμε: πώς έγινε ο Βοναπάρτης μια απάντηση στην ανάγκη των αγροτών για προσανατολισμό και αντιπροσώπευση; Κατανοώντας αυτή την ανάγκη καταλαβαίνουμε, από την ανάποδη, με ποιο τρόπο μπορεί αυτή η ανάγκη να ικανοποιηθεί από ένα κίνημα με επαναστατική σύνθεση. Η διερεύνηση του ζητήματος από τον Μαρξ ξεκινά όχι με τη συνείδηση των αγροτών αλλά με μια περιγραφή του συγκεκριμένου τρόπου ζωής τους, των προβλημάτων τους και των πιθανών λύσεων:

Οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες σχηματίζουν μια τεράστια μάζα, τα μέλη της οποίας ζουν σε παρόμοιες συνθήκες χωρίς όμως να εισέρχονται σε κάποια πολλαπλότητα σχέσεων μεταξύ τους. Ο τρόπος παραγωγής τούς απομονώνει τον έναν από τον άλλο, αντί να τους φέρνει κοντά σε αμοιβαία επαφή. Η απομόνωση επιτείνεται περισσότερο από τα κακά μέσα επικοινωνίας στη Γαλλία και από τη φτώχεια των αγροτών…Κάθε ξεχωριστή αγροτική οικογένεια είναι σχεδόν αυτάρκης…και συνεπώς [η αγροτιά] αποκτά τα προς το ζην περισσότερο μέσα από μια ανταλλαγή με τη φύση παρά μέσα από μια επαφή με την κοινωνία. Ένα μικρό χωράφι, ένας αγρότης και η οικογένειά του· δίπλα τους ένα άλλο χωράφι, ένας άλλος αγρότης και μια άλλη οικογένεια. Ένα μικρό πλήθος από αυτά φτιάχνουν ένα χωριό και ένα μικρό πλήθος από χωριά φτιάχουν μια Νομαρχία. Με τον τρόπο αυτό, η μεγάλη μάζα του γαλλικού έθνους συγκροτείται με την απλή προσθήκη ομόλογων μεγεθών, αρκετά παρόμοια με τον τρόπο που οι πατάτες σε ένα σακί σχηματίζουν ένα σακί πατάτες61.

Συνεπώς, η καθημερινότητα και ο τρόπος (ανα)παραγωγής των αγροτών διαχωρίζει τον έναν από τον άλλο και κάνει πιο δύσκολη τη συγκρότητση οποιωνδήποτε πολιτικών συλλογικοτήτων. Και σε αντίθεση με τους μεμονωμένους προλετάριους στην πόλη, που ζουν κοντά και πηγαίνουν στους ίδιους εργασιακούς χώρους, οι αγροτικές οικογένειες ζουν μια στατική ζωή με λιγοστούς γείτονες62. Εκεί που ένας λόγος, που εκκινεί από την ανάγκη της επιστήμης και της ιδεολογίας θα ρωτούσε: πώς μπορούν να εκπροσωπηθούν οι αγρότες και πώς μπορούν να διαφωτιστούν σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν, μια έρευνα, που ξεκινά με τον τρόπο που οι αγρότες ζουν τις συνθήκες τους, καταλήγει σε διαφορετικά αποτελέσματα:

Στον βαθμό που εκατομμύρια οικογενειών ζουν κάτω από συνθήκες που διαχωρίζουν τον τρόπο ζωής, τα συμφέροντά τους και την κουλτούρα τους από εκείνα των άλλων τάξεων και τις θέτουν σε μια εχθρική αντίθεση με τις τελευταίες, τότε αυτές συγκροτούν μια τάξη. Στον βαθμό που υπάρχει απλά μια τοπική διασύνδεση μεταξύ αυτών των μικροϊδιοκτητών αγροτών και η ταυτότητα των συμφερόντων τους δεν συγκροτεί μια κοινότητα, κανέναν εθνικό δεσμό και καμμιά πολιτική οργάνωση μεταξύ τους, [αυτοί] δεν σχηματίζουν μια τάξη63.

Η αγροτιά ζει αυτό το κοινό πρόβλημα αλλά ο ίδιος ο χαρακτήρας του προβλήματος, καθώς και τα περιορισμένα μέσα επικοινωνίας των αγροτών και ο τοπικοποιημένος τρόπος ζωής τους, σημαίνει ότι ενώ συγκροτούνται ως μια τάξη δεν μπορούν να συγκροτήσουν μια τάξη. Αυτό δείχνει τον αυστηρά σχεσιακό και αυτο-συσχετιστικό χαρακτήρα της έννοιας της τάξης του Μαρξ· οι αγρότες μοιράζονται κοινά προβλήματα (διακυμάνσεις της αγοράς στις τιμές των προϊόντων τους, ανταγωνισμός, υποδούλωση στο κεφάλαιο μέσω των χρεών), αλλά ο τρόπος που αυτά διαμορφώνονται και αντιμετωπίζονται είναι τοπικός64. Ενώ αυτό μπορεί να δημιουργήσει ή να διατηρήσει ισχυρούς δεσμούς στις τοπικές κοινότητες και ηθικές οικονομίες, ο αγροτικός πληθυσμός ως σύνολο είναι μια απλή μάζα. Δεν βρίσκει την συλλογικότητα στην οποία αυτά τα προβλήματα θα μπορούσαν να αρθρωθούν ως κοινά συμφέροντα, όπου οι καθημερινοί αγώνες κάθε αγροτικής οικογένειας ή χωριού θα μπορούσαν να γίνουν μια κοινή πάλη.

Η απομόνωση των μικροϊδιοκτητών αγροτών σήμαινε ότι είχαν “χαθεί” για την επανάσταση: αντίθετα ενοποιήθηκαν από τον Βοναπάρτη, έναν άνθρωπο στη φήμη και την εξουσία του οποίου αυτοί οι εξατομικευμένοι αγρότες βρήκαν έναν προστάτη. Η εμπιστοσύνη τους σ’ αυτόν ως εκπρόσωπό τους βασιζόταν στην ιστορική μνήμη της συμμαχίας τους με τον παλιό Ναπολέοντα. Μια μάζα, είτε ετερογενής και συνδεόμενη από την εντοπιότητα (όπως το λούμπεν προλεταριάτο) είτε σχετικά ομοιόμοφη και διαχωρισμένη (όπως η αγροτιά), ενοποιείται πολύ εύκολα κάτω από έναν κύριο ή κάποιον που συμβολίζει την εξουσία. Όμως, η απομόνωση επισημαίνει επίσης το γεγονός ότι ένα κίνημα που αναπτύσσει τα τεχνικά μέσα και τις οργανωτικές μορφές μέσω των οποίων οι αγρότες μπορούν να επικοινωνήσουν και μπορούν να συνδεθούν είναι ένα κίνημα που θα καταργήσει την ανάγκη για έναν εκπρόσωπο και θα δώσει στην αγροτιά τη δυνατότητα να εκπροσωπήσει τον εαυτό της. Και πράγματι, οι περισσότερες από τις επιτυχημένες επαναστάσεις και αντιαποικιοκρατικούς αγώνες του 20ου αιώνα – με πιο παραδειγματική αυτήν στην Κίνα – ήταν σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένες εξαιτίας της κεντρικής εμπλοκής της αγροτιάς, εν μέρει εξαιτίας μιας κομμουνιστικής επανεκτίμησης του ρόλου της αγροτιάς όπως και εξαιτίας της αυξημένης ικανότητας για μετακίνηση και επικοινωνία και, συνεπώς, συντονισμό, χάρις στους τηλέγραφους, τα τηλέφωνα, τους σιδηρόδρομους, τα αυτοκίνητα κλπ.

Ενώ οι αλλαγές στα μέσα επικοινωνίας και μεταφοράς δεν ήταν μια σχετική μεταβλητή στην περιγραφή μιας επαναστατικής και αντεπαναστατικής περιόδου τεσσάρων χρόνων, [ο Μαρξ] έλαβε υπόψιν το επαναστατικό γίγνεσθαι της αγροτιάς. Συνεπώς, επένδυσε τις ελπίδες του στην επαναστατική οργάνωση των μικροϊδιοκτητών αγροτών στην επιδείνωση των συνθηκών τους, δείχνοντας προς τη δυνατότητα ότι μια αλλαγή στον χαρακτήρα του προβλήματος των αγροτών θα μπορούσε να τους οδηγήσει στο να ψάξουν τον εκπρόσωπό τους στο προλεταριάτο. Εν συντομία, ο Μαρξ δεν υπονόησε ότι οι αγρότες δεν θα μπορούσαν να είναι επαναστάτες:

Η δυναστεία του Βοναπάρτη δεν αντιπροσωπεύει τον επαναστάτη αλλά τον συντηρητικό αγρότη· δεν αντιπροσωπεύει τον αγρότη που θέλει να ξεπεράσει τη συνθήκη της κοινωνικής του ύπαρξης, το μικρό χωράφι, αλλά μάλλον αυτόν που θέλει να παγιώσει τη μικρή του ιδιοκτησία· δεν αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο της υπαίθρου που σε συμμαχία με τις πόλεις θέλει να ανατρέψει την παλιά τάξη μέσα από τις ίδιες τις δικές του ενέργειες αλλά, αντίθετα, αυτόν που, σε στέρεη απομόνωση μέσα σ’ αυτήν την παλιά τάξη, θέλει να δει τον εαυτό του και τη μικροϊδιοκτησία του να διασώζονται και να ευνοούνται από το φάντασμα της Αυτοκρατορίας65.

Ο Μαρξ ορίζει τους επαναστάτες ως αυτούς που σκοπεύουν να καταργήσουν την παλιά τάξη και όχι να βελτιώσουν τη θέση τους μέσα σ’ αυτήν, που διαλέγουν ένα μέλλον διαφορετικό, μάλλον, παρά μια επανάληψη του παρελθόντος στο παρόν. Επιπλέον, σημειώνει ότι οι τάξεις των επαναστατών αγροτών είναι πιθανόν να μεγαλώσουν με την αύξηση του λούμπεν προλεταριάτου στην ύπαιθρο, “τα πέντε εκατομμύρια που κρέμονται πάνω από τα όρια της ύπαρξης και έχουν τα στέκια τους στην ίδια την ύπαιθρο” ή πηγαινοέρχονται ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο με “τα κουρέλια τους και τα παιδιά τους”, θυμίζοντάς μας τις σύγχρονες αναλύσεις του Jan Breman για την κυκλοφορία και την μετανάστευση των ακτήμονων και των φτηνών εργατών γης στον Νότο και τη Νοτιοανατολική Ασία66. Όπως η τάξη των μικροαγροτών σύρεται πιο βαθιά στην αστική τάξη, η συντηρητική παγίωση θα αποτελεί επιλογή για ακόμα λιγότερους αγρότες· με άλλα λόγια, οι στρατηγικές και οι τρόποι ζωής της συνθήκης του αγρότη θα αλλάξουν καθώς αυτή η συνθήκη αλλάζει. Τώρα, γράφει ο Μαρξ (σε κάτι που ήταν σίγουρα επίσης μια στρατηγική παρέμβαση σε μια διαδικασία ταξικής σύνθεσης), τα συμφέροντα των αγροτών είναι κοντά σε αυτά του αστικού προλεταριάτου, στο οποίο θα βρουν έναν “φυσικό σύμμαχο και ηγέτη” – ενώ πολλοί νέοι λούμπεν αγρότες θα πάνε στον στρατό67. Το πεδίο της πάλης και της πολιτικής σύνθεσης της τάξης επίσης αλλάζει – η πλειοψηφία των αγροτών δεν βρίσκει πλέον τα συμφέροντά της να ευθυγραμμίζονται με την αστική τάξη, όπως υπό τον Ναπολεόντα, αλλά να στρέφονται εναντίον της. Έτσι, αν και ο Βοναπάρτης θα ήθελε να εμφανίζεται ως ο “πατριάρχης ευεργέτης όλων των τάξεων…δεν μπορεί να δώσει στη μια τάξη χωρίς να πάρει από μια άλλη”, περιορίζοντας δραματικά την ικανότητά του να συνενώσει διαφορετικές τάξεις κάτω από την αντιπροσώπευσή του68.

Περιέργως, η προλεταριακή καθοδήγηση της αγροτιάς που υποστηρίχτηκε από τον Μαρξ φαίνεται να βάζει το προλεταριάτο σε θέση αντιπροσώπευσης της απομονωμένης αγροτιάς, παρόμοια μ’ αυτήν του νεαρού πρίγκηπα Βοναπάρτη, από την μια πλευρά, ή μιας συγκεκριμένης αυτοματοποίησης στην συνένωση των αγροτών με το προλεταριάτο στην πόλη – αντί των λούμπεν. Μοιάζει, λοιπόν, το διάβασμά μας να μας φέρνει στην πολύ παραδοσιακή ερμηνεία ότι ο Μαρξ – σύμφωνα με τη σιδηρά λογική του ίδιου του επιχειρήματός της – θα μπορούσε να είναι προασπιστής μόνο του βιομηχανικού προλεταριάτου. Όμως, ο Μαρξ δεν είναι εχθρικός στους αγρότες καθαυτούς, ούτε τους παρουσιάζει, όπως έχουμε δει, ως αναγκαστικά αντεπαναστάτες. Τα επιχειρήματα σχετικά με την υπαγωγή τους στην προλεταριακή καθοδήγηση συνδέονται κυρίως με την ανάπτυξη των μέσων επικοινωνίας και σύνθεσης, με άλλα λόγια των μέσων σύνδεσης και σύνθεσης στον αγώνα, και της αντιπροσώπευσης των ίδιων. Όπως έχουμε δει στην περίπτωση των μικροαστών είναι ο χαρακτήρας του τρόπου ζωής τους, τα προβλήματα και οι λύσεις που τους κρατούν κομφορμιστές: καθώς το πρόβλημά τους αλλάζει, το ίδιο θα γίνει και με τον πολιτικό τους προσανατολισμό. Στο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, γραμμένο στο 1871, ο Μαρξ ρωτά: “πώς θα μπορούσε [η προηγούμενη πίστη των αγροτών στον Βοναπάρτη] να αντισταθεί στην έλξη της Παρισινής Κομμούνας για τα ζωντανά συμφέροντα και τις επείγουσες ανάγκες της αγροτιάς;”. Η αντιδραστική επαρχιακή συνέλευση των γαιοκτημόνων, επισήμων, ενοικιαστών και εμπόρων…

ήξερε ότι τρεις μήνες ελεύθερης επικοινωνίας της Παρισινής Κομμούνας με τις επαρχίες θα προκαλούσε μια γενική εξέγερση των αγροτών, εξ ου και η ανησυχία τους να εγκαταστήσουν έναν αστυνομικό αποκλεισμό γύρω από το Παρίσι, ώστε να σταματήσουν την εξάπλωση της “αρρώστιας”69.

Στην 18η Μπρυμαίρ ο Μαρξ ήταν εχθρικός προς το λούμπεν προλεταριάτο, σκεπτικιστής για τις επαναστατικές δυνατότητες της αγροτιάς και έτρεφε ελπίδες για το αστικό προλεταριάτο. Το όλο ζήτημα εδώ είναι να κρατήσουμε στο μυαλό μας ότι οι σκέψεις του Μαρξ, ενώ μορφοποιούνται από μια δομική ανάλυση, έχουν να κάνουν πρώτα απ’ όλα με τη συγκυρία. Εστιάζονται στις υλικές συνθήκες της σύνδεσης ή της συμμαχίας αυτών που είναι διαχωρισμένοι γύρω από κοινούς αγώνες και στην εφεύρεση και κατασκευή νέων λύσεων στα προβλήματα της εποχής και της ζωής. Τεχνολογίες επικοινωνίας (σαν να λέμε, μέσα “μόλυνσης”) και η ικανότητα υπέρβασης, ή παράκαμψης του κράτους, είναι αποφασιστικές. Αλλά, πρώτα απ’ όλα, είναι ζήτημα ευθυγράμμισης και διαμόρφωσης των συμφερόντων πληθυσμών που βρίσκονται υπό την πίεση του χρόνου. Στην αντίκρουση της κριτικής του Μπακούνιν, ο οποίος επιθυμεί να κάνει το προλεταριάτο κύριο των αγροτών, ο Μαρξ παρατηρεί ότι είναι απλά ένα ζήτημα σύνθεσης συμφερόντων. Με τους αγρότες-ιδιοκτήτες το ζήτημα είναι να μπορεί το προλεταριάτο να κάνει γι’ αυτούς τουλάχιστον αυτό που μπορεί να κάνει η αστική τάξη, ενώ οι προλεταριοποιημένοι εργάτες γης μπορούν να οργανωθούν μαζί με τους προλετάριους άμεσα, καθώς οι στρατηγικές αναπαραγωγής μπορούν στην περίπτωση αυτή να συντεθούν. Τέλος, σε σχέση με τους εργάτες της υπαίθρου, ο στόχος δεν είναι απλά μια ταξική συμμαχία αλλά, στην πραγματικότητα, μια αναδιοργάνωση της αναπαραγωγής τους προς την κοινή ιδιοκτησία, χωρίς ανταγωνισμό με τους αγρότες, δηλαδή χωρίς την καταναγκαστική κολλεκτιβοποίησή τους ή την αφαίρεση των δικαιωμάτων τους πάνω στη γη70. Βλέπουμε τώρα, εδώ, πώς ο Μαρξ κατανοεί την ταξική συγκρότηση ως ένα ζήτημα σύνθεσης διαφορετικών αγώνων γύρω από την αναπαραγωγή, χωρίς να προσποιείται ότι αυτές οι διαφορές είναι απλά μια ψευδαίσθηση που αποκρύπτει την κοινή τους ουσία, ταυτότητα ή πρόβλημα.

Σύνθεση με το λούμπεν προλεταριάτο

Το να αναδείξουμε το πρόβλημα της ταξικής σύνθεσης με την αγροτιά σήμερα, αλλά και ήδη στην εποχή του Μαρξ, σημαίνει να συζητάμε τους αγώνες σχετικά με το ρίσκο ή την πραγματικότητα της έλλειψης κλήρου γης ή της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας και του χρέους. Μαζί με το ζήτημα των πλεοναζόντων πληθυσμών, που παράγονται από την εκμηχάνιση (η οποία συμβαίνει επίσης και στη βιομηχανική γεωργία), αυτό μας οδηγεί στο ζήτημα του λούμπεν προλεταριάτου, ως μιας ακραίας, παράτυπης συνθήκης και τρόπου επιβίωσης και θανάτου.

Οι Μαρξ and Ένγκελς είχαν προειδοποιήσει εναντίον αυτής της ομάδας ήδη από το Μανιφέστο:

Η “επικίνδυνη τάξη”, το κοινωνικό απόβρασμα, αυτή η μάζα που σαπίζει παθητικά και έχει αποβληθεί από τα κατώτερα στρώματα της παλιάς κοινωνίας, μπορεί, εδώ κι εκεί, να παρασυρθεί στο κίνημα από μια προλεταριακή επανάσταση· οι συνθήκες της ζωής της, όμως, την προετοιμάζουν πολύ περισσότερο για τον ρόλο ενός δωροδοκούμενου εργαλείου της αντιδραστικής ίντριγκας71.

Στην 18η Μπρυμαίρ το λούμπεν προλεταριάτο επενέρχεται ως μια προβληματική φιγούρα στο σχήμα του Μαρξ για την επανάσταση: ως μια τάξη οι “λούμπεν” είναι αδιαμφισβήτητα ένα προϊόν της αστικής κοινωνίας και της δυναμικής της και μια τάξη ριζικών αναγκών, οργανωμένη, παρ’ όλα αυτά, ενάντια στην επανάσταση του 1848 στη Γαλλία.

Η επανάσταση του Φεβρουαρίου έδιωξε τον στρατό απο το Παρίσι. Η Εθνοφρουρά, δηλαδή η αστική τάξη στις διαφορετικές της διαβαθμίσεις, συνιστούσε τη μοναδική εξουσία. Δεν αισθανόταν, όμως, από μόνη της ικανή αντίπαλος απέναντι στο προλεταριάτο. Επιπλέον, αναγκάστηκε σταδιακά να ανοίξει τις τάξεις της και να δεχτεί ένοπλους προλετάριους, αν και μόνο μετά από την πιο επίμονη αντίσταση και έχοντας βάλει εκατοντάδες διαφορετικά εμπόδια. Συνεπώς, δεν απέμενε παρά μια διέξοδος: να τεθεί το ένα τμήμα του προλεταριάτου ενάντια στο άλλο72.

Έτσι μπήκε το λούμπεν προλεταριάτο στο αφήγημα της αποτυχίας της επανάστασης, αποκτώντας ιστορική σχέση με τους 24.000 νεαρούς άντρες που στρατολογήθηκαν στην Μεταφερόμενη Φρουρά [Mobile Guard] για να καταστείλουν το επαναστατικό προλεταριάτο. Ο σκεπτικισμός του Μαρξ σε σχέση με το λούμπεν προλεταριάτο είναι αποτέλεσμα της επίγνωσής του για το πώς οι πολιτικές συμμαχίες μιας τάξης διαμορφώνονται από τους τρόπους με τους οποίους η τάξη αυτή αναπαράγει τον εαυτό της. Ενώ αυτό δεν τον οδήγησε να υποτείνει ότι η πολιτική ανασύνθεση μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την ανασύνθεση της αναπαραγωγής, θα δούμε ότι τέτοια συμπεράσματα μπορούν και πρέπει να αντληθούν από τα γραπτά του σχετικά με το λούμπεν προλεταριάτο.

Στην 18η Μπρυμαίρ, θα φαινόταν ότι ο Μαρξ ολισθαίνει στην οργανιστική ιδέα του παρασιτισμού όταν, επικαλούμενος το έθνος, γράφει ότι οι λούμπεν προλετάριοι, όπως και ο αρχηγός τους ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης, “αισθάνθηκαν την ανάγκη να επωφεληθούν σε βάρος του εργαζόμενου έθνους73. Όμως, η έννοια του Μαρξ για το “έθνος” ως θύματος, εμφανίζεται ειρωνικά, σε σχέση με την συστηματική αυτοαναπαράσταση από τον Βοναπάρτη του εαυτού του ως σωτήρα του έθνους. Αυτό που ο Βοναπάρτης και το λούμπεν προλεταριάτο έχουν κοινό είναι ο χαρακτήρας τους ως “επιπλεόντων” στοιχείων στην κατάσταση – αν ο Βοναπάρτης γίνεται, τελικά, η φιγούρα που ενοποιεί αντιτιθέμενα ταξικά συμφέροντα είναι ακριβώς εξαιτίας της φαινομενικής άρσης του πάνω από τις τάξεις. Από την άλλη, το λούμπεν προλεταριάτο έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης ακριβώς ως ένα στοιχείο που δεν έχει σταθερή θέση ή διακύβευμα στην κοινωνία. Για τον Βοναπάρτη – όπως και για την οικονομική αριστοκρατία – η εκμετάλλευση μιας ασταθούς κατάστασης απαιτεί νοητική αφαίρεση και χρήμα. Ένα σημαντικό παράδειγμα είναι η περίπτωση των νεαρών μελών της Μεταφερόμενης Φρουράς, που μαγεύτηκαν από τις μεγαλαυχίες για τον θάνατο για την πατρίδα και την αφοσίωση στη δημοκρατία” των Βοναπαρτιστών αξιωματικών τους74. Και, πάνω από αυτή την ιδεολογική “αποπλάνηση”, χρειάστηκε και η χρηματική διαφθορά (1 φράγκο και 50 σεντς την ημέρα) για να προσέλθουν οι εύπλαστοι νεαροί λούμπεν προλετάριοι στις τάξεις του Βοναπάρτη75. Το πρόβλημα του λούμπεν προλεταριάτου ίσως δεν είναι ότι αποτελεί το παράδοξο προϊόν της αστικής κοινωνίας που στέκεται στον δρόμο της κοσμοϊστορικής επανάστασης, αλλά το ότι η άκαιρη εξαθλίωσή τους γίνεται τόσο επίκαιρη σε εποχές που “οτιδήποτε στέρεο λιώνει στον αέρα”, έτσι που η οργάνωσή του στην επανάσταση να απαιτεί έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο πολιτικής συγκρότησης.

Είναι καθαρό ότι ο αντεπαναστατικός χαρακτήρας αυτής της ομάδας εξαιρετικά νεαρών αντρών λούμπεν προλετάριων δεν επιτρέπει να διατυπωθούν οποιαδήποτε γενικά σημεία σχετικά με το λούμπεν προλεταριάτο ως τέτοιο. Ας εξετάσουμε τους αριθμούς του Μαρξ: 25.000 στην Μετακινούμενη Φρουρά, σε σχέση με τα 4 εκατομμύρια βεβαιωμένων φτωχών, απατεώνων, εγκληματιών και πορνών στη Γαλλία” – ένα μεγάλο μέρος των οποίων ήταν γυναίκες76. Περαιτέρω, ακόμα και αυτό το συγκεκριμένο τμήμα που κατατάχθηκε στην Μετακινούμενη Φρουρά, “ικανών για τις πιο ηρωικές πράξεις και τις πιο υψηλές θυσίες καθώς και για τις χειρότερες ληστείες και την πιο αχρεία διαφθορά”, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι είναι αντεπαναστατικό καθαυτό77. Αντίθετα, ενώ ο Μαρξ δεν προτείνει οποιεσδήποτε τακτικές με τις οποίες μπορούν οι λούμπεν προλετάριοι να κερδηθούν στην επαναστατική υπόθεση, η περιγραφή του για το πώς έγιναν αντεπαναστάτες υπονοεί ότι άλλες ιδεολογικές επεξεργασίες, και άλλοι τρόποι ικανοποίησης των αναγκών τους, θα μπορούσαν να τους φέρουν σε έναν άλλο σκοπό. Εδώ έχουμε πολύ βασικές ανάγκες που δεν ορίζονται με όρους σταθερών ταξικών συμφερόντων αλλά ως ταλαντευόμενα συμφέροντα μιας ετερογενούς ομάδας που μπορεί να συντεθεί με οποιονδήποτε μπορεί να βοηθήσει στην ικανοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών της, με οποιονδήποτε μπορεί να μοιραστεί ένα σύνθημα, μια ιδέα και ένα γεύμα (ακριβώς, θα προσθέταμε, όπως και η ίδια η εργατική τάξη πριν ομογενοποιηθεί ιδεολογικά και οργανωτικά στο εργατικό κίνημα). Από αυτή την σκοπιά, των αναγκών και της δίψας για ιδέες και ευθυμία [conviviality], το πρόβλημα με τους λούμπεν προλετάριους σε σχέση με την επανάσταση δεν είναι, πλέον, ότι οι τρόποι ζωής τους είναι ουσιαστικά αντεπαναστατικοί αλλά ότι, σε αντίθεση με τους εργάτες που ταΐζονται από το κεφάλαιο, δεν θα ικανοποιηθούν με συνθήματα αλλά μόνο με μετρητά και φαγητό (και κάτι από ηθικό “άλλοθι”78). Δεν υπάρχει, λοιπόν, δομικός λόγος για τον οποίον ο στρατηγικός προσανατολισμός του Μαρξ δεν θα μπορούσε να λάβει υπόψιν την επείγουσα έκκληση του Frantz Fanon να οργανώσουμε το (κυρίως άκληρο και στην ύπαιθρο) λούμπεν προλεταριάτο, του οποίου οι συμμαχίες δεν είναι ποτέ δοσμένες εκ των προτέρων, αλλά που θα συμμετέχει πάντα στην σύγκρουση: “αν αυτή η διαθέσιμη δεξαμενή ανθρώπινης προσπάθειας δεν οργανώνεται απευθείας με τις δυνάμεις της εξέγερσης, θα βρει τον εαυτό της να πολεμά ως μισθοφόροι στρατιώτες, πλάι-πλάι με τα αποικιακά στρατεύματα79. Και δεν υπάρχει δομικός λόγος – μάλλον το αντίθετο – που οι υποστηρικτές της κομμουνιστικοποίησης δεν θα έπρεπε να θεωρήσουν τις πρακτικές των Μαύρων Πανθήρων, οι οποίοι ξεκίνησαν με το ζήτημα της ένοπλης και νόμιμης αυτοάμυνας ενός πλεονάζοντος πληθυσμού απέναντι στη ρατσιστική αστυνόμευση των εναλλακτικών μορφών επιβίωσής τους – τις “κομπιναδόρικες” και παράτυπες οικονομίες – και να προχωρήσουν στην εφαρμογή προγραμμάτων επιβίωσης που θα μπορούσαν να φέρουν δεκάδες χιλιάδες στον αγώνα και δυνατές δημοτικές εκλογικές καμπάνιες στο Όκλαντ και την Καλιφόρνια80.

Η προθυμία των νεαρών λούμπεν προλετάριων να καταταχθούν στην Μεταφερόμενη Φρουρά εγείρει το ζήτημα όχι απλά των ριζικών αναγκών και του επαναστατικού δυναμικού τους αλλά και το ζήτημα της πρακτικής οργάνωσης γύρω από συγκεκριμένες λύσεις: το πρόβλημα όλων αυτών που δεν μπορούν να εργαστούν ή δεν θα εργαστούν έχει έναν άμεσο καθημερινό χαρακτήρα. Οι ανάγκες των λούμπεν προλετάριων είναι πιο άμεσες από αυτές των εργαζόμενων και περισσότερο μη-συμβατικές από αυτές των ανέργων· στην απουσία εκμετάλλευσης, οι τρόποι ζωής τους είναι ποινικοποιημένοι, οι γειτονιές τους αποικιοποιημένες, με τους όρους των Μαύρων Πανθήρων, από την αστυνομία81. Συνεπώς, η προγραμματική απαίτηση της κατάργησης της αστικής ιδιοκτησίας θα είναι αναποτελεσματική αν δεν αντιμετωπίζει τις άμεσες ανάγκες αυτών που, διαφορετικά, θα πουλήσουν τον εαυτό τους στην αντεπανάσταση.

Η ζωή του προλεταριάτου έξω από τη μισθωτή-σχέση, των προλετάριων που καθίστανται περιττοί για την καπιταλιστική παραγωγή (και έμμεσα, αλλά όχι απαραιτήτως σκόπιμα, ως ένας εφεδρικός στρατός) και των προλετάριων που ήταν πάντα πλεονάζοντες, είναι η ιστορία σταθερών προσπαθειών να δημιουργηθούν άλλοι τρόποι αναπαραγωγής, η νίκη, η αφομοίωση ή η καταστολή τους. Αν πρόκειται να μπει στην ατζέντα η προλεταριακή αναπαραγωγή ενάντια στο κεφάλαιο – δηλαδή μια αναπαραγωγή που είναι άνοιγμα για την αυτοκατάργηση του προλεταριάτου ως προλεταριάτο – δεν αρκεί να πούμε ότι η κομμουνιστικοποίηση είναι ένα αμετάβλητο επαναστατικό σχέδιο του προλεταριάτου (Gilles Dauvé and Karl Necic) ή ένα πρότζεκτ που είναι εφικτό μόνο σήμερα, μια ριζική ανάγκη που βαθαίνει (Théorie Communiste, Endnotes)82. Για να ανοίξουμε τον ιστορικό προσανατολισμό της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης στο πρακτικό ζήτημα της οργάνωσης, γίνεται αναπόφευκτο να τον συσχετίσουμε με τις συνεχιζόμενες πρακτικές της απο-προλεταριοποίησης. Για να πάμε πέρα από αυτό, χρειάζεται να δούμε όχι μόνο δυνατότητες και αυξανόμενες ανάγκες ύπαρξης αλλά δυνητικότητες που μπορούν – ή πασχίζουν – να πραγματωθούν. Για να κάνουμε κάτι τέτοιο πρέπει να ανοιχτούμε στο ζήτημα της σύνθεσης, της “άμιλλας”, της οργάνωσης και της διάδοσης μεταξύ ετερογενών στρατηγικών αναπαραγωγής, όπως αυτές υπάρχουν, ή χρειάζονται, για να ικανοποιήσουν τις πρακτικές ανάγκες των προλετάριων σε σχέση με τους πολλούς διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους ζουν αυτή τη συνθήκη-πρόβλημα.

Ενώ η αναπαραγωγή μεγάλων τμημάτων του Δυτικοευρωπαϊκού προλεταριάτου διαμεσολαβούνταν από το κράτος πρόνοιας, αυτό που ο Μπαλιμπάρ αποκαλεί “εθνικο-κοινωνικό κράτος”, μια άλλη σειρά αγώνων έχει αρχίσει να ξεσπάει ανάμεσα σε μετανάστες στην Ευρώπη και προλετάριους στον “παγκόσμιο Νότο83. Παράτυπη εργασία και παράνομες δραστηριότητες, καταλήψεις σπιτιών και, ιδιαίτερα, καταλήψεις γης, αλλά κι αυτό που ο Asef Bayat αποκαλεί ήσυχες καταπατήσεις, μια δημοφιλής έκδοση αυτού που οι ακόλουθοι της ιταλικής αυτονομίας αποκαλούσαν αυτομείωση, στη φτωχή Levantine84 και στις γειτονιές και παραγκουπόλεις της Βόρειας Αφρικής85. Ακόμα κι εκεί που τέτοιες δραστηριότητες έγιναν από μια μικρή ομάδα ή σε ατομική βάση, οι προσπάθειες καταστολής τέτοιων τρόπων αναπαραγωγής έχουν συχνά καταλήξει σε μαζική λαϊκή αντίσταση, όπως επισημαίνει ο Bayat· εν ολίγοις, μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτές τις δραστηριότητες ως αναδυόμενεςεθιμικές” οικονομίες του προλεταριάτου86. Ανάλογα, οι συχνά “εξατομικευμένοι” – αν και υψηλά δικτυωμένοι – τρόποι μετακίνησης των μεταναστών, συνέχονται σε κοινούς αγώνες όταν έρχονται αντιμέτωποι με έναν φράχτη. Ο Bayat δείχνει ότι στρατηγικές “ήσυχης” καταπάτησης, μαζί με υπάρχουσες οργανώσεις αντίστασης, όπως συνδικάτα, άτυπες κοινότητες γύρω από τζαμιά και σύλλογοι οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων, ήταν όλες πρακτικές συνθήκες για την πρακτική ικανότητα της αυθόρμητης εξέγερσης να θέσει το ζήτημα της ύπαρξης του καθεστώτος Μουμπάρακ ως ένα πρακτικό πρόβλημα.

Αυτό που έχει σημασία είναι στρατηγικές που ίσως οικοδομήσουν την προλεταριακή ικανότητα αντίστασης και, συνεπώς, προβολής λύσεων στη μιζέρια του, δηλαδή να δει αυτή τη μιζέρια ως πρόβλημα, μάλλον, παρά ως μοίρα. Σήμερα, οι τακτικές και στρατηγικές αντιμετώπισης και κατάργησης της προλεταριακής συνθήκης μπορούν, λοιπόν, να αναχθούν μόνο στο κράτος πρόνοιας και τα συνδικάτα, μέσα από τεράστια παραμέληση. Επιπλέον, στρατηγικές που ήταν συναφείς, εδώ και καιρό, εκεί που η “ανάπτυξη” ήταν πάντα μια φαντασίωση, θα γίνουν όλο και πιο σημαντικές σε μια Ευρώπη που “επαρχιοποιεί” ή ίδια τον εαυτό της και καταργεί σωρηδόν τα προνοιακά δικαιώματα. Οι μορφές οργάνωσης και συγκρότησης της τάξης, που είναι δυνατές και αναγκαίες συνθήκες πλεονάζοντος πληθυσμού και συμπίεσης της προλεταριακής αναπαραγωγής, ξεκινούν με προγράμματα “επιβίωσης”. Αν όχι, η σημερινή βίαιη και οικονομική εξαφάνιση της προλεταριακής ικανότητας αντίστασης και σύνθεσης θα αποτρέψει οποιαδήποτε επαναστατική αποκρυστάλλωση.

Συμπέρασμα

Να ξεκινάμε με το ζήτημα της προλεταριακής αναπαραγωγής έχει αρκετά πλεονεκτήματα: συνδέει άμεσα την “μικροανάλυση” του κεφαλαίου με τον υπαρξιακά επείγοντα χαρακτήρα ατομικών και συλλογικών στρατηγικών ζωής και επιβίωσης. Περαιτέρω, μας επιτρέπει να αποφύγουμε θετικιστικές κοινωνιολογίες της τάξης βασισμένες στην “διαμερισματοποίηση” ενός πληθυσμού και οικονομίστικους ορισμούς της τάξης με όρους οικονομικών λειτουργιών εντός του καταμερισμού της εργασίας. Μας επιτρέπει να σκεφτούμε τις δομικές και υπαρξιακές πτυχές του σχηματισμού της τάξης από κοινού και να καταλάβουμε πώς τόσο η σύνθεση όσο και η διαφοροποίηση είναι αποκρίσεις στο ίδιο πρόβλημα.

Έχω ισχυριστεί ότι το πρόβλημα του προλεταριάτου πρέπει να οριστεί ευρύτερα από αυτό της εκμετάλλευσης. Οι λούμπεν προλετάριοι, οι άνεργοι, οι απλήρωτοι εργάτες της αναπαραγωγής και η εργατική τάξη ζουν τον ίδιο πρόβλημα-συνθήκη – τον διαχωρισμό από τα μέσα (ανα)παραγωγής. Παρ’ όλα αυτά, ζουν αυτό το πρόβλημα-συνθήκη διαφορετικά, και αυτές οι διαφορές καθημερινών πρακτικών δημιουργούν μια διαφοροποίηση στις ανάγκες και τις επιθυμίες, κάτι που είναι βαθιά πεπλεγμένο με τις διαδικασίες παραγωγής διακρίσεων φύλου, ικανοτήτων, φυλής κλπ. Ο προσανατολισμός της κομμουνιστικοποίησης στις συνθήκες της δυνατότητας του κομμουνισμού θέτει το ερώτημα μιας λύσης που να είναι επαρκής για τη γενικότητα του προβλήματος: το προλεταριάτο γίνεται το όνομα για όλους αυτούς που ιδεατά μοιράζονται ένα συμφέρον με την κατάργηση αυτού του προβλήματος. Από την απόσταση ενός θεατή, αυτή η προσέγγιση επισημαίνει τα όρια των υφιστάμενων αγώνων από την σκοπιά της καπιταλιστικής ολότητας, ολότητα που της προσδίδει μια θεωρία για το ποια μορφή πρέπει απαραίτητα να αποκτήσει μια τέτοια επανάσταση για να είναι επαρκής. Για τους διανοούμενους, αυτή είναι μια θεωρία της λογικής μορφής και της δυνατότητας της επανάστασης· για τους προλετάριους είναι μια θεωρία της ανεπάρκειας των προσπαθειών τους. Η απλή επισήμανση των ορίων οποιουδήποτε αγώνα, με αναφορά στην εποχική ριζοσπαστικότητα ενός προβλήματος, είναι μια συνταγή για κυνισμό και αδιαφορία. Δεν είναι αρκετό να είμαστε αντιμέτωποι με ένα κοινό πρόβλημα· αυτό δεν μας αποφέρει τίποτα παραπάνω από μια κατανόηση της προλεταριακής συνθήκης ως δυστυχίας. Αν δεν υπάρξει η ανάπτυξη κοινών τακτικών και στρατηγικών αντιμετώπισης συγκεκριμένων προβλημάτων, οι διαφορετικές αμοιβαία ανταγωνιστικές στρατηγικές αντιμετώπισης θα επικρατήσουν. Οποιαδήποτε επαναστατική πρακτική πρέπει να ξεκινά με λύσεις που είναι πιο πειστικές ή επιθυμητές για την κατάσταση από τις υπάρχουσες. Αντί να αποτραβιέται στη δική της γωνιά, στο πλαίσιο του καταμερισμού της εργασίας από συνήθεια ή από φόβο ότι θα παραβιάσει την καθαρότητα των αγώνων, η θεωρία, θεωρούμενη ως μέρος αυτών των κινημάτων, είναι η ενεργή προσπάθεια διάχυσης στρατηγικών σύνθεσης και πάλης, και της επεξεργασίας κοινών και εγκάρσιων σημείων σύνδεσης μεταξύ διαφορετικών αγώνων87. Να πάρουμε στα σοβαρά το γεγονός ότι οι αντιστάσεις και τα δίκτυα αλληλεγγύης προϋπάρχουν των εκρήξεων της ανοιχτής πάλης σημαίνει να πάμε πέρα από την πίστη στο αυθόρμητο. Αυτό συνεπάγεται μια ηθική της μαχητικότητας, εμβαπτισμένη έρευνα, παραγωγή γνώσης και λαϊκή παιδαγωγική, που προχωράνε μέσα από πρακτικές συλλογικής χαρτογράφησης των δυνατοτήτων σύνθεσης και στοχασμού πάνω στο πώς να συνδέσουμε και να επεκτείνουμε δίκυα εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης88. Συνεπάγεται την κοινοχρησία εργαλείων οργάνωσης και τακτικών πάλης, εκτίμηση των φημών και των ψιθύρων και την εμπλοκή σε μικρούς αγώνες με τρόπους που μπορούν να συμβάλλουν στο να μετατρέψουν τον φόβο και την δυσπιστία σε κουράγιο και αλληλεγγύη.

Το πρόβλημα της επαναστατικής οργάνωσης των διαφορών εντός του προλεταριάτου είναι ένα πρόβλημα εφεύρεσης κοινών λύσεων στο κοινό πρόβλημα του προλεταριάτου, είτε λούμπεν, είτε εργαζόμενου είτε άνεργου. Αλλά αυτό πρέπει να ξεκινήσει με μια αναγνώριση ότι οι στρατηγικές της πάλης θα διαφέρουν σημαντικά, σύμφωνα με τους πολλούς τρόπους που το πρόβλημα με βιώνεται και απαντιέται. Το καθήκον μας δεν μπορεί να είναι να ψάξουμε για την εξίσωση που θα μας δώσει το αποτέλεσμα που θέλουμε, αλλά να εξερευνήσουμε τις μέγιστες δυνατότητες της κατάργησης των διαχωρισμών εδώ και τώρα, των διαχωρισμών μεταξύ μας και του διαχωρισμού μας από τα μέσα αναπαραγωγής μας – είτε μέσα από ταραχές και ομάδες συνάφειας, αλληλοβοήθεια και αυτόνομες ζώνες, είτε αποκτώντας δημοτική ή κρατική εξουσία. Όλα αυτά εξαρτώνται από την εκτίμηση, στην συγκεκριμένη κατάσταση, των δυνατοτήτων σύνθεσης, την κατάσταση των αντιπάλων και τον συσχετισμό των δυνάμεων89. Αν η πάλη εξελιχθεί με επιτυχία, οι ταξικές διαφορές θα καταργηθούν τόσο βαθμιαία όσο και με άλματα. Οι προλετάριοι θα μένουν όλο και λιγότερο προσκολημένοι στον τρόπο ζωής που έχουν αναπτύξει για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του διαχωρισμού τους, καταργώντας αυτόν τον διαχωρισμό και συνεπώς την ύπαρξή τους ως προλετάριων. Οι αγώνες για τον απο-διαχωρισμό δεν είναι απλά θαραλλέοι αγώνες για αγάπη, αλλά συχνά συνεπάγονται, επίσης, και έντρομη αναζήτηση για ασφάλεια. Η αισθαντική ατμόσφαιρα του κομμουνισμού δεν μπορεί να δωθεί παρά μόνο μέσα από την ευαισθησία στις μικρο- και νανο-πολιτικές διαστάσεις κάθε κινήματος. Επιπλέον, αν ο κομμουνισμός είναι να νοηθεί ξανά ως μια πραγματική κίνηση πρέπει να δεχτούμε ότι δεν μπορεί να είναι μια ενιαία διαδικασία, αλλά μόνο ο συνδυασμός μιας πολλαπλότητας επιθυμιών και αναγκών λίγο-πολύ διαχωρισμένων προλετάριων, που ενώνονται για ιδιοτελείς λόγους, αλλά που παράγουν ένα τέλος που ξεπερνά την ιδιοτέλειά τους, μια υπερ-ατομικιστική υπέρβαση90 της ατομικότητάς τους. Ο Μαρξ το είδε αυτό ξεκάθαρα όταν συμμετείχε στην ζωντανή φιλικότητα των προλετάριων του Παρισιού. Παρατήρησε ότι τα μέσα για τη δημιουργία του κομμουνισμού είναι ο ίδιος ο κομμουνισμός91: με άλλα λόγια, η κομμουνιστική πρακτική, ο κομμουνισμός όταν πράττεται, παράγει τον εαυτό του ως μια ανάγκη και έναν σκοπό καθεαυτόν.92 Ο κομμουνισμός δεν είναι ένα αφηρημένο Καντιανό “ιδεώδες” ή ένα σχέδιο, ούτε ένας καθολικός και παγκόσμιος ορίζοντας από τον οποίον να κρίνουμε κάθε αγώνα ή για να βρούμε ελπίδα. Ο κομμουνισμός, αντίθετα, περιγράφεται κατά τον καλλίτερο τρόπο ως ένα δυνατό αναδυόμενο τέλος σε διαδικασίες συνδυαστικές, όταν ενδιπλώνονται πίσω στον εαυτό τους και γίνονται αυτοαναπαραγώμενες, αυτοοργανωμένες και υπερασπίζονται τον εαυτό τους. Ένας τέτοιος αποδιαχωρισμός μπορεί να είναι αποτελεσματικός μόνο αν περιλαμβάνει τον κόσμο των πραγμάτων και αρχίζει να καταργεί την ιδιοκτησία ως μια μορφή διαχωρισμού. Αυτό που χρειάζεται για να συμβεί κάτι τέτοιο δεν είναι η συντήρηση της ελπίδας, αλλά πρακτικές σύνθεσης και πειραματισμού με την ανάγκη, την επιθυμία και τη δυνατότητα. Η παγκοσμιότητα ή η καθολικότητα δεν είναι πεδία συλλογικής δράσης αλλά επίπεδα θεωρητικής αφαίρεσης. Τα ζητήματα της κλιμάκωσης και της καθολικότητας θα παραμένουν πρακτικά άσχετα μέχρι να τεθούν ως συγκεκριμένα ζητήματα των συνθηκών αναπαραγωγής, συνδυασμού και υπεράσπισης πραγματικών κινημάτων.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2015/10/31/surplus-population-social-reproduction-and-the-problem-of-class-formation. Ο Bue Rübner Hansen είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής και μέλος της συντακτικής κολλεκτίβας του Viewpoint.

2 Στμ. Elaine Brown: Αμερικανίδα ακτιβίστρια, συγγραφέας, τραγουδίστρια και πρώην πρόεδρος του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων. Για ένα σύντομο διάστημα διεκδίκησε την υποψηφιότητα του Κόμματος των Πρασίνων για την προεδρία των ΗΠΑ.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: informalization. Η άτυπη απασχόληση αποτελεί ένα σημαντικό μέρος πολλών οικονομιών στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Μερικές από τις δραστηριότητες που συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτό που λέμε “άτυπη” απασχόληση είναι οικείες ακόμα και στους πιο ευκαιριακούς παρατηρητές: μικροπωλητές στον δρόμο, για παράδειγμα, και καθάρισμα παπουτσιών στις μεγάλες πόλεις του αναπτυσσόμενου κόσμου. Μεγάλο κομμάτι όμως της άτυπης απασχόλησης είναι ένα λιγότερο ορατό γνώρισμα του οικονομικού τοπίου, όπως το ράψιμο ρούχων στο σπίτι ή η ανακύκλωση βιομηχανικών αποβλήτων.

4 Καρλ Μαρξ και Φρήντριχ Ένγκελς, “Κομμουνιστικό Μανιφέστο”, στο Selected Works, vol. 1 (Moscow: Progress Publishers, 1973), σελ. 118. Καρλ Μαρξ: “Μια συμβολή στην κριτική της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ. Εισαγωγή”, στο Early Writings, (London: Penguin, 1992), σελ. 252.

5 Καρλ Μαρξ, Κεφάλαιο: Τόμος Πρώτος, μετάφραση Ben Fowkes (London: Penguin Books, 1976), σελ. 762-872.

6 Fredric Jameson, Representing Capital (London: Verso, 2012).

7 Michael Denning, “Wageless Life,” New Left Review 66 (November-December 2010), σελ. 79-97.

8 Στμ. Συνθήκη από την οποία μπορούμε να δούμε να απορρέει σχεδόν “λογικά”, η αδυναμία κατάργησης του κεφαλαίου χωρίς την αυτοκατάργηση του ίδιου του προλεταριάτου ή αλλιώς η βασική θέση της κομμουνιστικοποίησης ότι η κατάργηση του κεφαλαίου είναι η αυτοκατάργηση του προλεταριάτου.

9 Εδώ ο Μαρξ παραλείπει τον ρόλο του κράτους, ο οποίος κάνει πιο πολύπλοκη την εικόνα, χωρίς να εγκαταλείπει τη γενικότερη δυναμική, ιδιαίτερα υπό συνθήκες έντονου διακρατικού ανταγωνισμού για επενδύσεις.

10 Γράμμα του Μαρξ στους Vogt και Mayer, Απρίλιος 1870 στο MECW – Marx and Engels: April 1868-July 1870, vol. 43 (Moscow: Progress Publishers, 1988), σελ. 475.

11 Καρλ Μαρξ, Grundrisse: Θεμέλια της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (προσχέδιο), The Pelican Μαρξ Library (Harmondsworth: Penguin, 1973), σελ. 398–9.

12 Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Μαρξ δεν έχει καμμιά σχέση με τις προγενέστερες θεωρίες του Τόμας Μάλθους για τον περισσευούμενο πληθυσμό. Εκεί που ο Μάλθους υπέθεσε ότι φυσικοί παράγοντες, όπως η δημογραφική αύξηση και η σπάνη της γης και του φαγητού, θα οδηγούσαν σε πλεονάζοντα πληθυσμό, ο Μαρξ ανάλυσε την ανάδυση πλεοναζόντων πληθυσμών ως ένα αυστηρά ιστορικό φαινόμενο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Μοιράζονται, όμως, μια εθελοτυφλία ως προς το γεγονός ότι οι αγώνες των γυναικών θα αύξαναν σημαντικά την ικανότητά τους να περιορίσουν τον αριθμό των παιδιών που γεννιούνται.

13 Μαρξ, Κεφάλαιο: Τόμος I, 798. Ο Μαρξ δεν παρουσιάζει ποιες μπορεί να είναι αυτές οι τροποιητικές περιστάσεις, και το αφήνει αυτό σαν μια απλή πρόταση ceteris paribus. Ο Henryk Grossman έχει μια χρήσιμη λίστα των οικονομικών παραγόντων τους οποίους ο Μαρξ αφαιρεί στη συστηματική του ανάλυση στο 3ο κεφάλαιο: Modifying countertendencies” [“Τροποποιητικές αντίρροπες τάσεις”] του Law of the Accumulation and Breakdown, μετάφραση Jairus Banaji (στο marxists.org, 1929).

14 Ο Μαρξ διακρίνει μεταξύ τεσσάρων τρόπων ύπαρξης των πλεοναζόντων πληθυσμών: 1. “επιπλέων”: αστικός πληθυσμός εντός και εκτός εργασίας, 2. λανθάνων: οι μάζες που μπορεί να κληθούν από τις αγροτικές περιοχές, 3. στάσιμος: εξαιρετικά ακανόνιστη απασχόληση, 4. φτωχοποιημένος: λούμπεν προλεταριάτο· συγκροτούμενο από αυτούς που δεν είναι απασχολήσιμοι, είτε επειδή αρνούνται να δουλέψουν είτε επειδή δεν μπορούν. Αυτός ο πληθυσμός είναι που μπορούμε να αποκαλέσουμε απόλυτα πλεονάζοντα πληθυσμό. Μαρξ: Κεφάλαιο, Τόμος I, σελ. 794–97.

15 ό.π., 782.

16 ό.π., 783-4.

17 ό.π., 786.

18 Endnotes και Aaron Benanav, “Αθλιότητα και Χρέος”, Endnotes 2 (2010), σελ. 32. Στμ. Στα ελληνικά από τους “Φίλους του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015.

19 Endnotes, “Αυθορμησία, Διαμεσολάβηση, Ρήξη”, Endnotes 3 (2013), σελ. 230. Στμ. Στα ελληνικά από τους “Φίλους του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015.

20 Endnotes, “Κρίση στην ταξική σχέση”, Endnotes 2 (2010), σελ. 19.

21 Στμ. Μετάφραση του αγγλικού όρου abjection. Δείτε σχετικά το κείμενο “Ένα ταυτόσημο αποκείμενο-υποκείμενο;”, Endnotes #4, https://inmediasres.espivblogs.net/endnotes_abject_subject.

22 Albert O. Hirschman, “On Hegel, Imperialism and Structural Stagnation,” στο Journal of Development Economics, vol. 3 (1976), σελ. 1-8.

23 Καρλ Μαρξ: “British Rule in India”, στο Selected Works, vol. 1 (Moscow: Progress Publishers, 1969). Όμως, ο Μαρξ διόρθωσε γρήγορα αυτή τη θέση του σχετικά με την αποικιοκρατία: δείτε Kevin B. Anderson: Μαρξ at the Margins: On Nationalism, Ethnicity, and Non-Western Societies (Chicago: University Of Chicago Press, 2010.), Lucia Pradella, Globalization and the Critique of Political Economy New Insights from Marx’s Writings (London: Routledge, 2015).

24 Hirschman: “On Hegel, Imperialism and Structural Stagnation”, σελ. 6-7.

25 Alberto Toscano: “Now and Never”, στο Communization and its Discontents, εκδότης Benjamin Noys (Wivenhoe/New York/Port Watson: Minor Composition, 2013), σελ. 92.

26 Στμ. Η κριτική αυτή στην κομμουνιστικοποίηση χρήζει μεγάλης κουβέντας. Χονδρικά μπορούμε να πούμε, ως μια πρώτη άποψη, ότι η κριτική του Hansen παρουσιάζει ουσιαστικά την θεωρία της κομμουνιστικοποίησης ως μια πιο εξεζητημένη θεωρία “παρακμής”.

27 Στμ. Σε συνέχεια της προηγούμενης σημείωσής μας να πούμε ότι η κριτική είναι μερική και σίγουρα χρήζει επικαιροποίησης με την έννοια ότι αντιστοιχεί σε ένα προηγούμενο στάδιο εξέλιξης της προσέγγισης των ίδιων των Endnotes, όπως φαίνεται αρκετά καθαρά στο 4ο τεύχος της έκδοσης (δείτε άλλωστε και τη σημείωση του συγγραφέα που ακολουθεί αμέσως μετά).

28 Αυτή είναι μια κριτική στην ρητή προσπάθεια ανάπτυξης ιδεών για να σκεφτούμε τη συγκρότηση της τάξης στο “Διαμεσολάβηση, Αυθορμησία, Ρήξη”, σελ. 230-232. Σε κείμενα που οι Endnotes εμπλέκονται σε εμπειρική συζήτηση των εξεγέρσεων του 2011 στο “The Holding Pattern”, ό.π., βλέπουμε μια πολύ πλουσιότερη και ευέλικτη σύλληψη των αγώνων διαλεκτικά συναρθρωμένη με την ανάλυσή τους για την αντίθεση κεφαλαίου και τάξης αλλά, από τη στιγμή που εστιάζουν στο ζήτημα της κομμουνιστικοποίησης, η αντίληψή τους για τους αγώνες γίνεται φορμαλιστική. Ελπίζω ότι αυτό το είδος δυσκολίας μπορεί να μας “συντονίσει” στη σπουδαιότητα της συζήτησης των ορίων της μαρξιστικής μεθόδου των “επιπέδων αφαίρεσης”, ειδικότερα του τρόπου με τον οποίο η απόδοση προνομιακότητας στην κριτική της πολιτικής οικονομίας τείνει να καταστήσει “μαύρο κουτί” αυτό που έχει την μεγαλύτερη ανάγκη πρακτικά προσανατολισμένης θεωρητικοποίησης ή, ακόμα χειρότερα, το τοποθετεί σε ένα βασίλειο του “καθαρά συγκεκριμένου” το οποίο δεν αξίζει σκέψης ή την αξίζει μόνο με έναν τρόπο που διατηρεί έναν δυισμό ανάμεσα σ’ αυτό και την καθολικότητα της κριτικής της πολιτικής οικονομίας.

29 Καντ: “What Is Orientation in Thinking?,” στο Political Writings, μετάφραση H.B. Nesbit, 2nd ed. (Cambridge: Cambridge University Press, 1990).

30 “Αθλιότητα και Χρέος”, στο Endnotes 2 (2010)· Mike Davis, Πλανήτης των Παραγκουπόλεων (London: Verso, 2007). “Όπως κάθε νόμος, τροποποιείται στη λειτουργία του από πολλές περιστάσεις, η ανάλυση των οποίων δεν θα μας απασχολήσει εδώ.” Κεφάλαιο, Τόμος 1, σελ. 798.

31 Στμ. Embourgeoisementεξαστισμός: η διαδικασία κοινωνικής “ανόδου” στη μεσαία τάξη και υιοθέτησης των αντίστοιχων αξιών της μεσαίας τάξης, ιδιαίτερα της εξατομίκευσης, του πλουτισμού και του καταναλωτισμού. Αναλυτικότερα, πρόκειται για τη θεωρητική θέση που βλέπει τη μετάβαση των ατόμων στην αστική τάξη ως αποτέλεσμα των προσπαθειών των ίδιων ή συλλογικών δράσεων, όπως αυτών που ανέλαβαν τα συνδικάτα στις ΗΠΑ και αλλού από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και αυτή του 1960, που εδραίωσαν ένα καθεστώς μεσαίας τάξης για τους εργοστασιακούς εργάτες και άλλα στρώματα, που δεν θεωρούνταν μεσαία τάξη από την ίδια την απασχόλησή τους, επιτρέποντας σε όλο και περισσότερους ανθρώπους, που παραδοσιακά θα ταξινομούνταν ως εργατική τάξη, να υιοθετήσουν τον τρόπο ζωής και τις ατομικιστικές αξίες των λεγόμενων μεσαίων τάξεων και συνεπώς να απορρίψουν την προσήλωση στους συλλογικούς κοινωνικούς και οικονομικούς στόχους. Η αντίθετη διαδικασία είναι η προλεταριοποίηση. Ο κοινωνιολόγος John Goldthorpe αμφισβήτησε το 1967 αυτή την θέση.

32 Δείτε, για παράδειγμα, Melinda Cooper: “Workfare, Familyfare, Godfare: Transforming Contingency into Necessity,” South Atlantic Quarterly 111, no. 4 (Fall 2012): σελ. 643-61.

33 Αυτή η ανάλυση θα βασιστεί στην ανάλυση της θεωρίας του Μαρξ για την διευρυμένη αναπαραγωγή από την Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ρόζα Λούξεμπουργκ: “Η Συσσώρευση του κεφαλαίου” (London: Routledge, 2003).

34 Στμ. Θα λέγαμε ότι η τάση για τη δημιουργία πλεοναζόντων πληθυσμών – δηλαδή ο ΓΝΚΣ – φαίνεται να απορρέει τελικά από την αντιφατική τάση του κεφαλαίου για αύξηση και της απόλυτης και της σχετικής υπεραξίας, δηλαδή από μια αντίφαση ανάμεσα στην απόλυτη και τη σχετική υπεραξία ως συγκεκριμένης μορφής ή “υλοποίησης”, πραγμάτωσης της αντίφασης κεφαλαίου-εργασίας (δηλαδή αυτή την αντίφαση που καθιστά το κεφάλαιο κινούμενη αντίφαση, η εργασία είναι πάντα πολύ λίγη και πάρα πολλή για το κεφάλαιο). Αυτή η αντιφατική κίνηση μεταφράζεται εν τέλει στην τάση προς αύξηση της απόλυτης και της σχετικής υπεραξίας, που είναι αντιθετικές.

35 Μαρξ, Κεφάλαιο: Τόμος I, σελ. 897, Silvia Federici: Καλιμπάν και η Μάγισσα: Γυναίκες, Σώμα και Πρωταρχική Συσσώρευση (Autonomedia, 2004, στμ. στα ελληνικά από τις Εκδόσεις των Ξένων, 2014), ιδιαίτερα σελ. 87-91. Peter Linebaugh και Marcus Rediker, The Many-Headed Hydra: The Hidden History of the Revolutionary Atlantic (London: Verso, 2002), σελ. 15-29. Για τους Diggers, δείτε Christopher Hill, The World Turned Upside Down: Radical Ideas During the English Revolution, νέα έκδοση (London: Penguin, 1991), σσ. 110· για τις εξεγέρσεις, δείτε Roger B. Manning, Village Revolts: Social Protest and Popular Disturbances in England, 1509-1640 (Oxford: Clarendon Press, 1988).

36 Στμ. Μήπως όμως αυτή η πολλαπλότητα είναι τελικά μια “στατιστική” πολλαπλότητα στην οποία όλες αυτές οι διαφορετικές υλοποιήσεις της προλεταριακής συνθήκης απλά συντίθενται σε ένα παιχνίδι “μεδενικού-κέρδους”; Με άλλα λόγια, αλληλοαναιρούνται στο επίπεδο της “μακροσκοπικής” κοινωνικής δυναμικής; Ή, για να το θέσουμε από την ανάποδη, θα έκανε κάποια διαφορά η μελέτη στο “ατομικό” ή “μοριακό” επίπεδο αυτών των τρόπων και η προσπάθεια εφαρμογής “μοριακών”, “ατομικών” στρατηγικών; Προφανώς ο κάθε προλετάριος και η κάθε προλετάρια έχει μια δική του/της “στρατηγική” αλλά μπορούμε να μιλήσουμε για μια συλλογική τέτοια;

37 Federici: Καλιμπάν και η Μάγισσα, σελ. 64.

38 Στμ. Όπως το καταλαβαίνουμε, η Φεντέριτσι ουσιαστικά μιλά εδώ για την σύμπλεξη των μη-ταξικών ιεραρχιών με την ταξική σχέση (τον επικαθορισμό της ταξικής σχέσης από αυτές) μέσω της πρωταρχικής συσσώρευσης η οποία, μ’ αυτή την έννοια, υπερβαίνει ή δεν ανάγεται σε μια αμιγώς “ταξική” διαδικασία, κάτι εντελώς λογικό καθώς η πρωταρχική συσσώρευση πρέπει να ειδωθεί ως ένας ριζικός κοινωνικός σχηματισμός που είναι προϋπόθεση της ίδιας της δυναμικής του κεφαλαίου χωρίς, όμως, να ανάγεται σ’ αυτήν (ακόμα κι αν θεωρήσουμε το κεφάλαιο όχι απλά ως την αντίθεση κεφάλαιο-εργασία αλλά ως συνολική κοινωνική σχέση, η σχέση της ταξικής κυριαρχίας είναι διαλεκτική με τις άλλες μορφές κυριαρχίας και δεν τις επικαθορίζει και η πρωταρχική συσσώρευση τελικά μπορεί να ειδωθεί ως αυτο-προϋπόθεση του κεφαλαίου).

39 Ivan Illich, Shadow Work (Boston: Marion Boyars Publishers, 1981), K. Hart, J.-L. Laville, & A.D. Cattani, The Human Economy, (London: Polity Press, 2010).

40 Mariarosa Dalla Costa και Selma James, The Power of Women and the Subversion of the Community (Bristol: Falling Wall Press, 1973).

41 Στμ. Κατά την άποψή μας αυτό που έχουμε εδώ είναι κυρίως μια επαγωγή της πατριαρχίας στον καθορισμό της αξίας της εργατικής δύναμης και όχι το αντίστροφο. Είναι οι εμπεδωμένες σχέσεις ιεραρχίας που αφενός αποτρέπουν αρχικά την πληρωμένη εργασία των γυναικών και αφετέρου ενσωματώνουν ένα μέρος του κόστους της προλεταριακής αναπαραγωγής στην απλήρωτη εργασία των γυναικών, αυξάνοντας προφανώς την κερδοφορία του κεφαλαίου. Στον βαθμό που αυτό ήταν βολικό διατηρούνταν. Όμως δεν πρέπει να αγνοούμε την ευελιξία του κεφαλαίου και την θεμελιώδη και σταθερή τάση του: αύξηση της υπεραξίας. Έτσι, καΙ για να κρατηθεί πάλι χαμηλά ο μισθός, το κεφάλαιο δεν είχε πρόβλημα να αρχίσει να ενσωματώνει τον γυναικείο πληθυσμό στην μισθωτή εργασία και μάλιστα καθιστώντας τον μισθό ένα μέτρο “εξίσωσης” των φύλων, δηλαδή μέσο μερικής άρσης μιας πτυχής των έμφυλων ιεραρχιών. Για την ακρίβεια άρχισε να επικαθορίζει αυτές τις ιεραρχίες.

42 ό.π. Δείτε επίσης Mariarosa Dalla Costa, “Capitalism and Reproduction,” The Commoner 8 (Autumn/Winter 2004).

43 Federici: Καλιμπάν και η Μάγισσα· Leopoldina Fortunati: The Arcane of Reproduction: Housework, Prostitution, Labor and Capital (New York: Autonomedia, 1995).

44 Στμ. Στην πραγματικότητα, με βάση τα προηγούμενα σχόλιά μας, πώς συνδέεται με την υποτίμηση του αντρικού μισθού, καθώς θεωρούμε ότι η απλήρωτη αναπαραγωγική εργασία των προλετάριων γυναικών είναι στην ουσία ένας τρόπος να μετακυλιστεί μεγάλο μέρος του κόστους της προλεταριακής αναπαραγωγής στην προλεταριακή οικογένεια, εν τέλει στο προλεταριάτο.

45 Στμ. Ίσως πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι το ζωτικό ζήτημα για το προλεταριάτο σήμερα είναι ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να αναπαράγεται ως τάξη του κεφαλαίου, ως προλεταριάτο, κάτι που καθιστά στην πραγματικότητα το ζήτημα της αναπαραγωγής μια πτυχή ή μια άλλη μορφή του επαναστατικού ζητήματος και όχι απλά ζήτημα “καθημερινής επιβίωσης”. Συνεπώς και οι εναλλακτικοί τρόποι αναπαραγωγής του προλεταριάτου αρχίζουν και διασταυρώνονται με τον ίδιο τον ορίζοντα του κομμουνισμού.

46 Μαρξ, Κεφάλαιο: Τόμος I, σελ. 899. Για την έννοια της συμπερίληψης και του αποκλεισμένου ως αποκλεισμένου δείτε Colectivo Situaciones, 19&20 Notes for a New Social Protagonism, μετάφραση Nate Holdren και Sebastián Touza (Wivenhoe: Minor Compositions, 2011), σελ. 103-106.

47 Στμ. Lazzaroni:

48 Σε μια σημείωση στην αγγλική έκδοση ό.π., σελ. 108. Denning, “Wageless Life.”

49 Η ανάλυση του Μαρξ για την αλληλεπίδραση ανάμεσα στην κοινή λογική και το καθημερινό εύλογο της εργασίας και της νομοταγούς συμπεριφοράς μεταξύ των “εργαζόμενων ανθρώπων” έχει επικαιροποιηθεί με χρήσιμο τρόπο στο Stuart Hall et al., Policing the Crisis: Mugging, the State and Law and Order (London: Macmillan, 1993), σελ. 142, 149.

50 Στμ. Θα επαναλάβουμε, όμως, ότι οι διαφοροποιήσεις αυτές είναι τρόπον τινά “συμμεταβλητές” με την εξέλιξη του ταξικού ανταγωνισμού και τη σχέση κεφάλαιο-εργασία. Θα πρέπει να ψάξουμε πιο βαθιά στην ιστορικότητα της σχέσης κεφάλαιο-εργασία για να δούμε αν ο κατακερματισμός της τάξης έχει κάποια συγκεκριμένα γνωρίσματα που αντιστοιχούν συγκεκριμένα στη τωρινή συγκυρία, δηλαδή αν η τελευταία περίοδος στην δυναμική της αντίθεσης κεφάλαιο-εργασία αναδεικνύει μια συγκεκριμένη διαφοροποίηση στον τρόπο που οι διαφοροποιήσεις εντός του προλεταριάτου αντανακλούν κάποιες αντικειμενικές αλλαγές στην αντιμετώπιση των στρατηγικών “επιβίωσης”. Είναι εδώ ακριβώς που θεωρούμε ότι η σημαντική συνεισφορά των Endnotes, για παράδειγμα, είναι η ανάδειξη της “ενότητας στον διαχωρισμό” ως μιας τέτοιας συγκεκριμένης δυναμικής των διαιρέσεων του προλεταριάτου αλλά και της εξέλιξης της σχέσης κεφάλαιο-εργασία. Δηλαδή η καθολικότητα του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης, η πλήρης σχεδόν υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, το γεγονός ότι το προλεταριάτο πλέον αναπαράγεται ως τάξη του κεφαλαίου, είναι τα γνωρίσματα αυτά που μας δείχνουν ότι η στρατηγική για το προλεταριάτο δεν είναι πλέον η αναπαραγωγή για επιβίωση αλλά η αυτοκατάργησή του, αυτοκατάργηση που προϋποθέτει και θα επιφέρει και την κατάργηση των διαχωρισμών. Αναγνωρίζουμε ότι αυτή η προσέγγιση δεν προσφέρει εύκολες “καθημερινές στρατηγικές”, όπως επιζητά, ίσως, ο Hansen, αλλά είναι, καλώς ή κακώς, το όριο με το οποίο έχουμε να αναμετρηθούμε. Όπως είπαμε και προτύτερα, όλο και περισσότερο το πρόβλημα της σύνθεσης και των διαιρέσεων της τάξης και αυτό της αναπαραγωγής/αυτοκατάργησής της διαπλέκονται διαλεκτικά, στην πραγματικότητα συνιστούν, το ίδιο το πρόβλημα του επαναστατικού ορίζοντα.

51 Με όρους της φιλοσοφίας της φύσης, το λεξικό της συγκρότησης [composition] υπονοεί εξωτερικότητα, αντιπαραβολή και σύνδεση ενώ οι έννοιες της μορφής υποτείνουν εσωτερίκευση της οργάνωσης, είτε ως “κατανάλωση” είτε ως αυτο-οργάνωση. Η πρώιμη ιδέα του Μαρξ για την κρυσταλλοποίηση και την αυτο-οργάνωση της μάζας μας δίνει μια λογική του περάσματος από την συγκρότηση της τάξης στην μορφοποίηση/διαμόρφωση της τάξης.

52 Matteo Mandarini: “Translator’s Introduction,” στο Time For Revolution, από τον Αντόνιο Νέγκρι (London: Continuüm, 2004), σελ. 265.

53 Στμ. Θα λέγαμε ότι η τάξη γίνεται η “μακροσκοπική” συνθήκη που καθορίζει την ατομική θέση.

54 Μαρξ και Ένγκελς: “Η Γερμανική Ιδεολογία”, στο Selected Works. Vol. 1. (Moscow: Progress Publishers, 1969), σελ. 65.

55 Στμ. Πραγματικά! Η διάλυση αυτή δεν είναι παρά η αυτοκατάργηση του προλεταριάτου, στη “γλώσσα” της κομμουνιστικοποίησης. Το πρόβλημα της αναπαραγωγής του προλεταριάτου ως τάξης του κεφαλαίου δεν επιδέχεται λύση.

56 Καρλ Μαρξ: “Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας” στο MECW. Vol. 6. (Moscow: Progress Publishers, 1976), σελ. 211.

57 ό.π.

58 W.E.B. Du Bois: “The Class Struggle”, The Crisis 22, no. 4. (Αύγουστος 1921), 151. [Στμ. Στο πρωτότυπο: scabs, που σημαίνει και “απεργοσπάστης”].

59 Καρλ Μαρξ: “18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη” στο Selected Works, vol. 1 (Moscow: Progress Publishers, 1973).

60 Μαρξ: “18η Μπρυμαίρ”, σελ. 479.

61 ό.π., 478.

62 Στην συχνά παρεξηγημένη φράση “ιδιωτία της αγροτικής ζωής” [“idiocy of rural life”], ο Hal Draper παρατηρεί ότι η ιδέα της “ιδιωτίας” που ισοδυναμεί με την ανοησία/ηλιθιότητα βασίζεται σε λανθασμένη μετάφραση: “Τα γερμανικά του 19ου αιώνα διατηρούν ακόμα την αρχαία ελληνική σημασία μορφών που βασίζονται στη λέξη ιδιώτες [idiotes]: ένα άτομα ιδιώτης, αποτραβηγμένο από τις κοινές υποθέσεις, απολίτικο με την αρχική έννοια της απομόνωσης από την ευρύτερη κοινότητα”. Η οπισθοδρομικότητα του αγροτικού πληθυσμού δεν έχει καμμιά σχέση με μια απόρριψη της αγροτικής ζωής, αλλά με το γεγονός ότι – στην απουσία μέσων επικοινωνίας και μεταφοράς – δεν μπορούν να συμμετάσχουν εύκολα στην οργανωμένη κοινωνική ζωή και τους αγώνες της παρά μόνο δια αντιπροσώπων, όπως φαίνεται παραδειγματικά από την εκτενή αντιπροσώπευση της γαλλικής αγροτιάς από την οικογένεια Βοναπάρτη. Παράθεση από τον Hal Draper στο “Notes from the Editors”, Monthly Review 55, no. 5 (Οκτώβριος 2003).

63 Μαρξ: “18η Μπρυμαίρ” σελ. 479.

64 “…η υποχρέωση στον φεουδάρχη αντικαταστάθηκε από την υποθήκη…” ό.π., σελ. 481.

65 Μαρξ, “18η Μπρυμαίρ”, σελ. 479.

66 ό.π., σελ. 482. Ως εκ τούτου ο αριθμός των αγροτών άπορων στη Γαλλία, σύμφωνα με τα νούμερα του Μαρξ, είναι μεγαλύτερος από το αστικό λούμπεν προλεταριάτο, το οποίο το θέτει γύρω στα 4 εκατομμύρια· επίσης ο Fanon θεωρεί ότι το πιο σημαντικό τμήμα των λούμπεν προλετάριων στις αποικίες και τις μετα-αποικιακές χώρες μεταξύ των ακτήμονων αγροτών, Frantz Fanon: The Wretched of the Earth, 1st Evergreen Black Cat Edition (New York: Grove Press, n.d.), σελ. 111. Ο συνολικός αριθμός των πάμφτωχων, 11 εκατομμύρια, θα ήταν λοιπόν το 1/3 σχεδόν (32.7%) όλων των κατοίκων της μητροπολιτικής Γαλλίας, που την περίοδο 1848-1852 ήταν περίπου 36 εκατομμύρια. Αυτό, παρεμπιπτόντως, είναι ακριβώς το ίδιο ποσοστό με αυτούς που ζουν σε “ακραία φτώχεια” (με λιγότερα από $1.25 την ημέρα) στην Ινδία το 2010, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τη Παγκόσμιας Τράπεζας: “Poverty & Equity Data | India”, The World Bank, 2010.

67 Μαρξ, “18η Μπρυμαίρ,” σελ. 482–3.

68 ό.π., σελ. 486.

69 Καρλ Μαρξ, “Ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία”, στο Selected Works, vol. 1 (Moscow: Progress Publishers, 1969), σελ. 226.

70 Καρλ Μαρξ: “Από σχόλια στο βιβλίο του Μπακούνιν: ‘Κρατισμός και Αναρχία’, στο Selected Works, vol. 2 (Moscow: Progress Publishers, 1969), σελ. 410–411.

71 Μαρξ και Ένγκελς: “Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο”, σελ. 118.

72 Καρλ Μαρξ: “η Ταξική Πάλη στη Γαλλία”, Selected Works, vol. 1 (Moscow: Progress Publishers, 1973), σελ. 219.

73 Μαρξ: “18η Μπρυμαίρ”, σελ. 442.

74 Καρλ Μαρξ: “Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία”, Selected Works, vol. 1 (Moscow: Progress Publishers, 1973), σελ. 220.

75 Μαρξ, “18η Μπρυμαίρ”, σελ. 422.

76 Μαρξ, “18η Μπρυμαίρ”, σελ. 482.

77 Έστω κι αν, όπως αναφέρεται από τον Τρότσκυ και τον Fanon, ο κίνδυνος μιας δεξιάς αφομοίωσης των λούμπεν προλετάριων παραμένει. Τρότσκυ: “μέσα από τη μεσολάβηση του φασισμού, ο καπιταλισμός θέτει σε κίνηση τις μάζες των τρελλαμένων μικροαστών και τις συμμορίες του αποχαρακτηρισμένου και αποθαρρυμένου λούμπεν προλεταριάτου – όλα τα αναρίθμητα ανθρώπινα πλάσματα των οποίων τα οικονομικά το κεφάλαιο το ίδιο έφερε σε απελπισία και φρενίτιδα”, Λέων Τρότσκυ, “Fascism: What It Is and How to Fight It”, Pioneer Publishers, Αύγουστος 1944.

78 Στμ. Στο πρωτότυπο: moral license, ηθικό “άλλοθιή “άδεια: η γνωστική προκατάληψη της χρήσης από ένα άτομο της πρότερης “καλής” συμπεριφοράς του για να δικαιολογήσει μεταγενέστερη “κακή” συμπεριφορά, συχνά χωρίς την εκπεφρασμένη χρήση αυτής της λογικής.

79 Frantz Fanon, The Wretched of the Earth, 1st Evergreen Black Cat Edition (New York: Grove Press, 1968), 137.

80 Ο Eldridge Cleaver ανέπτυξε μάλιστα μια θεωρία πλεοναζόντων πληθυσμών που προκλήθηκαν από τις αποικιοκρατικές εκτοπίσεις και την αυτοματοποίηση, την οποία και ονόμασε “λουμπενοποίηση της ανθρωπότητας. Eldridge Cleaver, “On the Ideology of the Black Panther Party,” 1970. Δείτε επίσης: Elaine Brown, A Taste of Power: A Black Woman’s Story (New York: Anchor Books, 1993), Joshua Bloom και Waldo E. Martin, Jr., Black Against Empire: The History and Politics of the Black Panther Party (Los Angeles: University of California Press, 2013).

81 Πβλ. Bobby Seale, Seize the Time: The Story of the Black Panther Party and Huey P. Newton (Baltimore, MD: Black Classic Press, 1991).

82 Για μια συλλογή κειμένων από την αντιπαράθεση ανάμεσα στην Théorie Communiste και τους Dauvé και Nesic δείτε Endnotes: “Gilles Dauvé και Καρλ Nesic” και “Théorie Communiste” στο Endnotes, τόμος 1 (London, 2008). Στμ. Στα ελληνικά από τους Φίλους του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015.

83 Étienne Balibar, Masses, Classes, Ideas: Studies on Politics and Philosophy before and after Marx (New York: Routledge, 1994), σελ. 134.

84 Στμ. Levantine: Λεβάντες (από την ιταλική λέξη Levante, που σημαίνει Ανατολή) ανακριβής γεωγραφικός όρος που αναφέρεται ιστορικά σε μια μεγάλη περιοχή της Μέσης Ανατολής νότια της οροσειράς του Ταύρου, και ορίζεται δυτικά από τη Μεσόγειο, νότια από την Αραβική Έρημο και ανατολικά από την Άνω Μεσοποταμία.

85 Asef Bayat, Life as Politics: How Ordinary People Change the Middle East, (Stanford: Stanford University Press, 2013).

86 Για να μιλήσουμε με τον Edward P. Thompson: “The Moral Economy of the English Crowd in the Eighteenth Century”, Past & Present no. 50 (February 1, 1971): σελ. 76-136.

87 Στμ. Εξαιρετικό σχόλιο για τη διαλεκτική θεωρίας-πράξης. Συναφές και με την προσπάθεια εφαρμογής της αρχής της απροσδιοριστίας από τον Alain της Carboure (δείτε: “Αρχή της αβεβαιότητας, πάλη των τάξεων και θεωρία, στο https://inmediasres.espivblogs.net/incertitude). Να παρατηρήσουμε, όμως, ότι στο πεδίο της κοινωνικής θεωρίας και πρακτικής οι όροι μοιάζουν να αντιστρέφονται, με την έννοια ότι το “όργανο παρατήρησης”, δηλαδή η πρακτική δραστηριότητα που διαταράσει το “σύστημα” ή ”παρατηρούμενο”, είναι η θεωρητική παρατήρηση, ο στοχασμός και αναστοχασμός της πρακτικής (εν ολίγοις, ο θεωρητικός της επανάστασης ως παρατηρητής της επαναστατικής δραστηριότητας!). Οπότε, τρόπον τινά το παρατηρούμενο σύστημα στην φυσική περίπτωση είναι μάλλον το “θεωρητικό αντικείμενο” ενώ στο κοινωνικό πεδίο το “παρατηρούμενο”, πχ. οι αγώνες, όπως αναφέρει και ο συγγραφέας, είναι η πρακτική και το νόημα της βαθυστόχαστης πρότασής του είναι ότι όντως η θεωρία δεν θα πρέπει να φοβηθεί να “διαταράξει” το πεδίο της πρακτικής, θα πρέπει να αναδράσει σ’ αυτό επάγοντας έτσι την ίδια τη δημιουργική της ανέλιξη/υπέρβαση. Φυσικά, από την άλλη, θεωρώντας την πρακτική δραστηριότητα ως το θεωρητικό μας υλικό, η πρακτική συμμετοχή σ’ αυτή είναι που την “διαταράσσει” – αυτός που δρα ως παρατηρητής! Αλλά, τελικά, στο διαλεκτικό της ξεδίπλωμα, και επειδή ο θεωρητικός ανα-στοχασμός είναι πρακτική δραστηριότητα, η πρακτική γίνεται, με τη σειρά της, αυτή που τον διαταράσσει, που “παρατηρεί” τον αναστοχασμό ο “εμπλουτισμός” της θεωρίας, θα λέγαμε. Αυτή είναι η έφραση της διαλεκτικής του υποκειμένου-αντικειμένου ως διαλεκτική σχέση θεωρίας-πρακτικής, που είναι συζυγής, αμφίπλευρη, ανελισσόμενη και κατατείνει τελικά στο aufhebung της πρακτικής θεωρίας και της θεωρητικής πρακτικής, της δραστηριότητας που δρα και το ξέρει.

88 Δείτε για παράδειγμα το τεύχος για την “Εργατική Έρευνα” στο Viewpoint Magazine, τεύχος 3, με εκδότες τους Asad Haider και Salar Mohandesi. Δείτε επίσης Marta Malo de Molina, “Common Notions, part 1: Workers-inquiry, Co-research, Consciousness-raising”, στο eipcp, Απρίλιος 2004, Colectivo Situaciones, “On the Researcher-Militant”, στο eipcp, Σεπτέμβριος 2003. Για μια εκτεταμένη βιβλιογραφία, δείτε http://fuckyeahmilitantresearch.tumblr.com. Για την λαϊκή παιδαγωγική κάποιος μπορεί να ξεκινήσει με το The Pedagogy of the Oppressed (London: Penguin, 1996) του Paolo Freire. Το Countercartography, ένα άλλο παράδειγμα μαχητικής έρευνας, αναπτύσσει αντι-χάρτες των ροών του χρήματος, των αγαθών και των υποκειμενικοτήτων, και μορφών αγώνα και οργάνωσης εντός ενός πεδίου ισχύος. Δείτε για παράδειγμα τη δουλειά της κολλεκτίβας 3Cs-Collective και της Countermapping Qmary.

89 Σχετικά με το ερώτημα της οικοδόμησης ισχύος, δείτε τη συνεισφορά μου με την Manuela Zechner, “Building Power in a Crisis of Social Reproduction,” στο προσεχές τεύχος του ROAR Magazine.

90 Στμ. Στο πρωτότυπο: sublation, λεπτός φιλοσοφικός όρος που σημαίνει κατάργηση ή υπέρβαση αλλά μέσα από την αφομοίωση, απορρόφηση, το aufhebung της εγελιανής διαλεκτικής.

91 Στμ. Επαγώμενη από την ίδια τη διαλεκτική κεφαλαίου-εργασίας η αρχή αυτή αποτυπώνει ότι δεν είναι μόνο το κεφάλαιο αυτοπροϋπόθεση του εαυτού του αλλά το ίδιο ισχύει και για την άρνηση του κεφαλαίου. Για την ακρίβεια, και για να είμαστε συνεπείς στη διαλεκτική διαδικασία του aufhebung, η άρνηση της άρνησής του, δηλαδή η άρνηση της εργασίας, η άρνηση της προλεταριακής συνθήκης, με άλλα λόγια ο κομμουνισμός είναι επίσης αυτοπροϋπόθεση του εαυτού του. Έτσι, για άλλη μια φορά και από μια ανώτερη εννοιολογικά θέση, βλέπουμε ότι ο κομμουνισμός δεν είναι η νίκη της εργασίας, αλλά η ήττα της, η κατάργηση/υπέρβασή της, ότι ο κομμουνισμός είναι αυτοπροϋπόθεση του εαυτού του γιατί είναι η κίνηση της κατάργησης της ίδιας της συνθήκης που τον δημιουργεί ως ανάγκη (δηλαδή της εργασίας).

92 Καρλ Μαρξ “Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα, Παρίσι 1844,” στο Early Writings (London: Penguin, 1992), 365.

Οι Αναρχικοί έχουν ξεχάσει τις αρχές τους

Ερρίκο Μαλατέστα

Τέσσερα κείμενα από το διάστημα 1914–19221

Οι Αναρχικοί έχουν ξεχάσει τις αρχές τους

Με τον κίνδυνο να περαστώ για απλοϊκός, ομολογώ ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να πιστέψω ότι Σοσιαλιστές – ούτε καν Σοσιαλδημοκράτες – θα χειροκροτούσαν και θα έπαιρναν μέρος εθελοντικά, είτε στο πλευρό των Γερμανών είτε των Συμμάχων, σ’ έναν πόλεμο που αυτή τη στιγμή ισοπεδώνει την Ευρώπη. Αλλά τι μπορούμε να πούμε όταν το ίδιο γίνεται από Αναρχικούς – όχι πολλούς, είναι αλήθεια, μεταξύ των οποίων, όμως, είναι σύντροφοι που τους αγαπάμε και σεβόμαστε περισσότερο απ’ όλους;

Λέγεται ότι η παρούσα κατάσταση δείχνει την χρεοκοπία των “συνταγών” μας – με άλλα λόγια των αρχών μας – και ότι είναι απαραίτητο να τις αναθεωρήσουμε.

Γενικά μιλώντας, κάθε “συνταγή” πρέπει να αναθεωρείται οποτεδήποτε φαίνεται να είναι ανεπαρκής απέναντι στα γεγονότα· δεν είναι, όμως, αυτή η περίπτωση σήμερα, όταν η χρεοκοπία δεν προέρχεται από τις ελλείψεις των αρχών μας αλλά από το γεγονός ότι αυτές έχουν ξεχαστεί και προδοθεί.

Ας επιστρέψουμε στις αρχές μας.

Δεν είμαι “πασιφιστής”. Παλεύω, όπως όλοι μας, για τον θρίαμβο της ειρήνης και της αδελφοσύνης ανάμεσα σε όλα τα ανθρώπινα όντα· αλλά ξέρω ότι η επιθυμία να μην πολεμήσει κανείς μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο όταν καμμιά πλευρά δεν το θέλει αυτό και ότι, όσο θα βρίσκονται άνθρωποι που θέλουν να παραβιάζουν τις ελευθερίες των άλλων, είναι υποχρέωση αυτών των “άλλων” να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, αν δεν θέλουν να ηττώνται αιωνίως· και ξέρω επίσης ότι, συχνά, το να επιτίθεται κανείς είναι το καλλίτερο, αν όχι το μοναδικό, αποτελεσματικό μέσο για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Επιπλέον, πιστεύω ότι οι καταπιεζόμενοι είναι πάντα σε μια κατάσταση νόμιμης αυτοάμυνας και έχουν πάντα το δικαίωμα να επιτίθενται στους καταπιεστές τους. Παραδέχομαι, λοιπόν, ότι υπάρχουν πόλεμοι που είναι αναγκαίοι, ιεροί πόλεμοι: και αυτοί είναι οι πόλεμοι της απελευθέρωσης, όπως είναι, γενικά, οι “εμφύλιοι πόλεμοι” – δηλαδή οι επαναστάσεις.

Αλλά τι κοινό με την ανθρώπινη χειραφέτηση έχει ο σημερινός πόλεμος, ποιος είναι ο σκοπός μας;

Σήμερα ακούμε Σοσιαλιστές να μιλάνε ακριβώς όπως κάθε αστός, για “Γαλλία” ή “Γερμανία” και άλλες πολιτικές και εθνικές συμπύξεις – αποτελέσματα ιστορικών αγώνων – ως ομοιογενών εθνογραφικών ενοτήτων, η κάθε μια με τα δικά της συμφέροντα, επιδιώξεις και αποστολές που είναι σε αντίθεση με τα συμφέροντα, τις επιδιώξεις και την αποστολή των αντίπαλων ενοτήτων. Αυτό μπορεί να είναι σχετικά αληθές, στον βαθμό που οι καταπιεσμένοι και, κυρίως, οι εργάτες δεν έχουν αυτοσυνειδησία, αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν τις αδικίες των καταπιεστών τους. Έτσι, είναι μόνο η κυρίαρχη τάξη που έχει σημασία· και αυτή η τάξη, εξαιτίας της επιθυμίας της να διατηρήσει και να μεγαλώσει την εξουσία της, ακόμα και τις προκαταλήψεις και τις ιδέες της, μπορεί να το βρίσκει βολικό να εξαίρει ρατσιστικές φιλοδοξίες και μίση, και να στείλει το έθνος της, τον λαό της, εναντίον “ξένων” χωρών, με την προοπτική να τις “απελευθερώσει” από τους τωρινούς καταπιεστές τους και να τις υπαγάγει στην δική της πολιτική και οικονομική κυριαρχία.

Αλλά η αποστολή όσων, σαν εμάς, επιθυμούν το τέλος κάθε καταπίεσης και κάθε εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, είναι να αφυπνίσουν τη συνείδηση του ανταγωνισμού των συμφερόντων ανάμεσα στους καταπιεζόμενους και τους καταπιεστές, ανάμεσα στους εκμεταλλευτές και τους εργάτες και να αναπτύξουν την ταξική πάλη μέσα σε κάθε χώρα καθώς και την αλληλεγγύη μεταξύ των εργατών ξεπερνώντας όλα τα σύνορα, ενάντια σε κάθε προκατάληψη και εμπάθεια είτε φυλής είτε εθνικότητας.

Και αυτό έχουμε κάνει πάντα. Κηρύσσουμε πάντα ότι οι εργάτες όλων των χωρών είναι αδέλφια, και ότι ο εχθρόςο ξένος” – είναι ο εκμεταλλευτής, είτε έχει γεννηθεί κοντά μας είτε σε μια μακρινή χώρα, είτε μιλά την ίδια γλώσα με μας είτε μιαν άλλη. Έχουμε πάντα διαλέξει τους φίλους μας, συντρόφους στα όπλα, όπως και τους εχθρούς μας, εξαιτίας των ιδεών που έχουν και της θέσης που καταλαμβάνουν στην κοινωνική πάλη και ποτέ για λόγους φυλής ή εθνικότητας. Έχουμε πάντα πολεμήσει ενάντια στον πατριωτισμό, που είναι ένα κατάλοιπο του παρελθόντος, και εξυπηρετεί μια χαρά τα συμφέροντα των καταπιεστών· και είμαστε περήφανοι που είμαστε διεθνιστές, όχι μόνο στα λόγια, αλλά με τα βαθά συναισθήματα στις ψυχές μας.

Και τώρα που οι πιο αποτρόπαιες συνέπειες της καπιταλιστικής και κρατικής κυριαρχίας θα έπρεπε να υποδεικνύουν, ακόμα και στους τυφλούς, ότι είχαμε δίκιο, οι περισσότεροι Σοσιαλιστές και αρκετοί Αναρχικοί στις εμπόλεμες χώρες συνεταιρίζονται με τις Κυβερνήσεις και την αστική τάξη των χωρών τους, ξεχνώντας τον Σοσιαλισμό, την ταξική πάλη, την παγκόσμια αδελφοσύνη και τα υπόλοιπα.

Τι κατάπτωση!

Ενδέχεται τα τωρινά γεγονότα να έχουν δείξει ότι τα εθνικά συναισθήματα είναι πιο ζωντανά, ενώ αυτά της παγκόσμιας αδελφοσύνης να είναι λιγότερο ριζωμένα, απ’ όσο σκεφτόμαστε· αλλά αυτός θα έπρεπε να είναι ένας λόγος παραπάνω να εντατικοποιήσουμε, όχι να εγκαταλείψουμε, την αντιπατριωτική μας προπαγάνδα. Αυτά τα γεγονότα δείχνουν επίσης ότι στη Γαλλία, για παράδειγμα, το θρησκευτικό συναίσθημα είναι δυνατότερο, και οι ιερείς έχουν μεγαλύτερη επιρροή απ’ όσο φανταζόμασταν. Είναι αυτός ένας λόγος για να προσηλυτιστούμε στον Ρωμαιοκαθολικισμό;

Καταλαβαίνω ότι ίσως προκύπτουν περιστάσεις εξαιτίας των οποίων είναι απαραίτητη η βοήθεια όλων μας για το γενικό ευ ζην: όπως μια επιδημία, ένας σεισμός, μια εισβολή βαρβάρων που σκοτώνουν και καταστρέφουν οτιδήποτε πέσει στα χέρια τους. Σε μια τέτοια περίσταση η ταξική πάλη, οι διαφορές κοινωνικής θέσης ίσως ξεχνιούνται, και θα πρέπει να μπει ένας κοινός σκοπός απέναντι στον κοινό κίνδυνο· αλλά με την συνθήκη ότι αυτές οι διαφορές ξεχνιούνται και από τις δυο πλευρές. Αν κάποιος είναι στη φυλακή στη διάρκεια ενός σεισμού και υπάρχει κίνδυνος να καταπλακωθεί, είναι καθήκον μας να σώσουμε τους πάντες, ακόμα και τους δεσμοφύλακες – με τον όρο ότι οι δεσμοφύλακες θα ξεκινήσουν ανοίγοντας τις πόρτες των φυλακών. Αλλά αν οι δεσμοφύλακες πάρουν όλες τις προφυλάξεις για την ασφαλή συνοδεία των φυλακισμένων στη διάρκεια και μετά την καταστροφή, τότε είναι καθήκον των φυλακισμένων προς τον εαυτό τους, καθώς και προς τους συντρόφους τους, που είναι κρατούμενοι, να αφήσουν τους δεσμοφύλακες στα προβλήματά τους και να εκμεταλλευτούν την περίσταση για να σωθούν.

Αν, όταν ξένοι στρατιώτες εισβάλλουν στο ιερό έδαφος της Μητέρας Πατρίδας, η προνομιούχα τάξη επρόκειτο να απαρνηθεί τα προνόμιά της και ενεργούσε έτσι ώστε η “Μητέρα Πατρίδα” να γινόταν πραγματικά κοινή ιδιοκτησία όλων των κατοίκων της, τότε θα ήταν σωστό να πολεμήσουν όλοι ενάντια στους εισβολείς. Αν, όμως, οι βασιλιάδες θέλουν να παραμένουν βασιλιάδες, οι γαιοκτήμονες νοιάζονται για τη δική τους γη και τα δικά τους σπίτια και οι έμποροι θέλουν να φροντίζουν για τα δικά τους αγαθά, ακόμα και να τα πουλάνε ακριβότερα, τότε οι εργάτες, οι Σοσιαλιστές και οι Αναρχικοί θα έπρεπε να τους αφήσουν στα δικά τους σχέδια ενώ οι ίδιοι να αναζητήσουν μιαν ευκαιρία να απαλλαχθούν από τους καταπιεστές τους στην ίδια τους τη χώρα, καθώς και από αυτούς που έρχονται απ’ έξω.

Σε κάθε περίπτωση, είναι καθήκον των Σοσιαλιστών, και ιδιαίτερα των Αναρχικών, να κάνουν οτιδήποτε μπορεί να αποδυναμώσει το Κράτος και την τάξη των καπιταλιστών, έχοντας σαν μόνο οδηγό στην συμπεριφορά τους το συμφέρον του Σοσιαλισμού· ή, τουλάχιστον, αν είναι υλικά αδύναμοι να δράσουν αποτελεσματικά για τον σκοπό τους,να αρνηθούν οποιαδήποτε εθελοντική δουλειά θα βοηθούσε τον σκοπό του εχθρού, να σταθούν στην άκρη, για να σώσουν τουλάχιστον τις αρχές τους – που σημαίνει να σώσουν το μέλλον.

* * *

Όλα αυτά, που μόλις είπα, είναι θεωρία και, ίσως, είναι αποδεκτά θεωρητικά από τους περισσότερους που, στην πράξη, κάνουν τα ακριβώς αντίθετα. Πώς μπορούν, λοιπόν, να εφαρμοστούν στην παρούσα κατάσταση; Τι θα έπρεπε να κάνουμε, τι θα έπρεπε να επιθυμούμε για το καλό του σκοπού μας;

Λέγεται, στην από δω πλευρά του Ρήνου, ότι η νίκη των Συμμάχων θα ήταν το τέλος του μιλιταρισμού, ο θρίαμβος του πολιτισμού, της διεθνούς δικαιοσύνης κλπ. Το ίδιο λέγεται και από την άλλη πλευρά του μετώπου, για μια γερμανική νίκη.

Προσωπικά, και κρίνοντας στην πραγματική τους αξία τον “τρελό σκύλο” του Βερολίνου και τον “γέρο δήμιο” της Βιέννης, δεν έχω καμμιά μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον αιμοδιψή Τσάρο ούτε στους Άγγλους διπλωμάτες που καταπιέζουν την Ινδία, που πρόδωσαν την Περσία, που συνέτριψαν τις Δημοκρατίες των Μπόερ· ούτε στην γαλλική μπουρζουαζία, που σφαγίασε τους ιθαγενείς στο Μαρόκο· ούτε σ’ αυτούς του Βελγίου, που επέτρεψαν τις φρικαλεότητες στο Κογκό και έχουν κερδοσκοπήσει απεριόριστα από κεί – αναφέροντας απλά, αυτή τη στιγμή, στην τύχη, μερικές μόνο από τις αδικίες τους, για να μην αναφέρω όσα όλες οι κυβερνήσεις και όλες οι αστικές τάξεις κάνουν ενάντια στους εργάτες και τους επαναστάτες στις χώρες τους.

Κατά την άποψή μου, η νίκη της Γερμανίας θα σήμαινε σίγουρα τον θρίαμβο του μιλιταρισμού και της αντίδρασης· αλλά ο θρίαμβος των Συμμάχων θα σήμαινε μια Ρωσο-αγγλική (δηλαδή κνουτο-καπιταλιστική) κυριαρχία στην Ευρώπη και στην Ασία, στρατολόγηση και ανάπτυξη του μιλιταριστικού πνεύματος στην Αγγλία και μια κληρικαλική και, ίσως, μοναρχιστική αντίδραση στη Γαλλία.

Επιπλέον, όπως νομίζω, το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα υπάρξει οριστική νίκη από καμμία πλευρά. Μετά από έναν μακροχρόνιο πόλεμο, τεράστιες απώλειες σε ζωές και πλούτο, και με τις δυο πλευρές όντας εξαντλημένες, κάποιο είδος ειρήνης θα “μπαλωθεί”, αφήνοντας όλα τα ζητήματα ανοιχτά, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για έναν καινούριο πόλεμο, ακόμα πιο δολοφονικό από τον τωρινό.

Η μόνη ελπίδα είναι η επανάσταση· και καθώς πιστεύω ότι θα είναι, εξαιτίας της τωρινής κατάστασης πραγμάτων, από μια καταβεβλημμένη Γερμανία που υπάρχουν οι μεγαλύτερες πιθανότητες να ξεσπάσει η επανάσταση, είναι γι’ αυτόν τον λόγο – και αυτόν μόνο – που επιθυμώ την ήττα της Γερμανίας.

Φυσικά, μπορεί να κάνω λάθος στην εκτίμηση της πραγματικής κατάστασης. Αλλά αυτό που φαίνεται να είναι στοιχειώδες και θεμελιώδες για όλους τους Σοσιαλιστές (Αναρχικούς ή άλλους) είναι ότι είναι απαραίτητο να κρατηθούμε μακριά από οποιοδήποτε είδος συμβιβασμού με τις κυβερνήσεις και τις άρχουσες τάξεις έτσι ώστε να έχουμε την δυνατότητα να επωφεληθούμε από οποιαδήποτε ευκαιρία μπορεί να παρουσιαστεί και, σε κάθε περίπτωση, να μπορούμε να ξεκινήσουμε ξανά, και να συνεχίσουμε, τις επαναστατικές μας προετοιμασίες και προπαγάνδα.

E. MALATESTA
FREEDOM, Νοέμβριος 1914

Φιλοκυβερνητικοί αναρχικοί

Μόλις εμφανίστηκε ένα μανιφέστο, υπογεγραμμένο από τον Κροπότκιν, τον Grave, τον Malato και καμμιά δεκαριά ακόμα παλιούς συντρόφους, στο οποίο, απηχώντας τους υποστηρικτές των κυβερνήσεων της Αντάντ, που απαιτούν αγώνα μέχρι τέλους και τη συντριβή της Γερμανίας, υιοθετούν την στάση τους εναντίον οποιασδήποτε ιδέας μιας “πρόωρης ειρήνης”.

Ο καπιταλιστικός Τύπος δημοσιεύει, με αναμενόμενη ευχαρίστηση, αποσπάσματα από το μανιφέστο, αναγγέλλοντάς το ως έργο των “ηγετών του Διεθνούς Αναρχικού Κινήματος”.

Οι αναρχικοί, που σχεδόν στο σύνολό τους έχουν παραμείνει πιστοί στις αντιλήψεις τους, οφείλουν στον εαυτό τους να διαμαρτυρηθούν ενάντια στην προσπάθεια αυτή να εμπλακεί ο Αναρχισμός στην συνέχιση μιας θηριώδους σφαγής που ποτέ δεν ενείχε την παραμικρή υπόσχεση οποιουδήποτε όφέλους για τους σκοπος της Δικαιοσύνης και της Ελευθερίας, και η οποία τώρα φαίνεται να είναι εντελώς στείρα και χωρίς αποτέλεσμα, ακόμα κι από τη σκοπιά των κυβερνώντων κι από τις δύο πλευρές.

Η καλοπιστία και οι αγαθές προθέσεις αυτών που υπέγραψαν το μανιφέστο είναι πέρα από κάθε αμφιβολία. Αλλά, όσο οδυνηρό κι αν είναι να διαφωνήσουμε με αυτούς τους παλιούς φίλους που έχουν προσφέρει τόσες υπηρεσίες σ’ αυτό, που στο παρελθόν ήταν ο κοινός μας σκοπός, δεν μπορούμε – έχοντας εκτίμηση στην ειλικρίνεια και στο συμφέρον του χειραφετητικού μας κινήματος – να μην αποστασιοποιηθούμε από συντρόφους που θεωρούν τους εαυτούς τους ικανούς να συμφιλιώσουν τις αναρχικές ιδέες με τη συνεργασία με τις Κυβερνήσεις και τις αστικές τάξεις συγκεκριμένων χωρών, στον αγώνα τους ενάντια στους καπιταλιστές και τις Κυβερνήσεις κάποιων άλλων.

Στη διάρκεια αυτού του πολέμου έχουμε δει Δημοκράτες να θέτουν τους εαυτούς τους στην υπηρεσία βασιλιάδων, Σοσιαλιστές να αποκτούν κοινούς σκοπούς με την άρχουσα τάξη, Εργατικούς να υπηρετούν τα συμφέροντα των καπιταλιστών· αλλά στην πραγματικότητα όλοι αυτοί είναι, σε διάφορους βαθμούς, Συντηρητικοί – άνθρωποι που πιστεύουν στην αποστολή του Κράτους, και η διστακτικότητά τους μπορεί να γίνει κατανοητή όταν η μόνη γιατρειά δεν είναι παρά η καταστροφή κάθε κυβερνητικής αλυσίδας και το ξέσπασμα της Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Μια τέτοια διστακτικότητα είναι, όμως, ακατανόητη στην περίπτωση των Αναρχικών.

Πιστεύουμε ότι το Κράτος δεν είναι ικανό για το καλό. Στο πεδίο τόσο των διεθνών, όσο και των ατομικών σχέσεων, μπορεί να πολεμήσει την επιθετικότητα μόνο γινόμενο το ίδιο ο επιτιθέμενος· μπορεί να συγκρατήσει το έγκλημα μόνο οργανώνοντας και διαπράττοντας ακόμα μεγαλύτερα εγκλήματα.

Ακόμα και υποθέτοντας – κάτι που απέχει πάρα πολύ από την αλήθεια – ότι η Γερμανία ήταν η μόνη υπεύθυνη για τον τωρινό πόλεμο, αποδεικνύεται ότι, όσο είναι προσκολλημένη στις κυβερνητικές μεθόδους, η αντίσταση στη Γερμανία είναι εφικτή μόνο καταστέλλοντας κάθε ελευθερία και αναζωογονώντας την ισχύ όλων των αντιδραστικών δυνάμεων. Εκτός από τη λαϊκή Επανάσταση, δεν υπάρχει άλλος τρόπος αντίστασης στην απειλή ενός πειθαρχημένου στρατού από το να δοκιμάσει κανείς να έχει έναν ισχυρότερο και πιο πειθαρχημένο στρατό· σε τέτοιο βαθμό που οι πιο ειλικρινείς αντιμιλιταριστές, αν δεν είναι και αναρχικοί, εφόσον φοβούνται για την καταστροφή του Κράτους, οδηγούνται αναπόφευκτα να γίνουν φλογεροί μιλιταριστές.

Στην πραγματικότητα, στο όνομα της προβληματικής ελπίδας της συντριβής του Πρώσσικου μιλιταρισμού, έχουν αποκηρύξει κάθε πνεύμα και όλες τις παραδόσεις της Ελευθερίας· έχουν “πρωσσοποιήσει” την Αγγλία και τη Γαλλία· έχουν υποταχθεί στον Τσαρισμό· έχουν αποκαταστήσει το κύρος του παραπαίοντος θρόνου της Ιταλίας.

Μπορούν οι αναρχικοί να δεχτούν αυτή την κατάσταση πραγμάτων, έστω και για μια στιγμή, χωρίς να απαρνηθούν κάθε δικαίωμα να αποκαλούν τους εαυτούς τους Αναρχικούς; Για μένα, ακόμα και η ξένη κυριαρχία, που την υποφέρουμε με τη βία και οδηγεί στην εξέγερση, είναι προτιμότερη από την εσωτερική καταστολή που γίνεται μειλίχια, σχεδόν με ευγνωμοσύνη, αποδεκτή με την πεποίθηση ότι, με αυτόν τον τρόπο, θα φυλαχτούμε από ένα ακόμα μεγαλύτερο κακό.

Δεν χρειάζεται να πούμε ότι αυτό είναι ένα ερώτημα εξαιρετικών περιστάσεων και ότι, αφού θα έχουμε συνεισφέρει στη νίκη της Αντάντ σ’ “αυτόν τον πόλεμο”, θα επιστρέψουμε, ο καθένας στο δικό του στρατόπεδο, στον αγώνα του για τα δικά του ιδανικά.

Αν είναι σήμερα απαραίτητο να δουλέψουμε αρμονικά με την Κυβέρνηση, και τους καπιταλιστές, για να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας απέναντι στη “Γερμανική απειλή”, αυτό θα είναι αναγκαίο στη συνέχεια όπως και στη διάρκεια του πολέμου.

Όσο σπουδαία και να είναι η ήττα του γερμανικού στρατού – αν αληθεύει όντως ότι θα ηττηθεί – δεν θα είναι ποτέ δυνατόν να αποτραπούν οι Γερμανοί πατριώτες από το να σκέφτονται και να προετοιμάζονται για εκδίκηση· και οι πατριώτες των άλλων χωρών, εντελώς εύλογα από τη δική τους σκοπιά, θα θέλουν να διατηρηθούν σε ετοιμότητα ώστε να μην πιαστούν και πάλι απροετοίμαστοι. Αυτό σημαίνει ότι ο Πρώσσικος μιλιταρισμός θα γίνει ένας μόνιμος και συνηθισμένος θεσμός σε όλες τις χώρες.

Τι θα μπορεί να ειπωθεί τότε για τους αυτόκλητους Αναρχικούς που, σήμερα, επιθυμούν τη νίκη μιας από τις αντιμαχόμενες συμμαχίες; Θα συνεχίσουν να αποκαλούν τους εαυτούς τους αντιμιλιταριστές και να κηρύσσουν τον αφοπλισμό, την άρνηση εκπλήρωσης της στρατιωτικής θητείας και να υπονομεύουν την εθνική άμυνα μόνο και μόνο για να γίνουν, στην πρώτη απειλή πολέμου, οι εθελοντές λοχίες αυτών των ίδιων Κυβερνήσεων που έχουν προσπαθήσει να αφοπλίσουν και να παραλύσουν;

Θα ειπωθεί ότι αυτά τα πράγματα θα τελειώσουν όταν ο γερμανικός λαός ξεφορτωθεί τους τυρράνους του και σταματήσει να είναι μια απειλή για την Ευρώπη, συντρίβοντας τον μιλιταρισμό στην ίδια του τη χώρα, Αλλά, αν αυτή είναι η περίπτωση, οι Γερμανοί που σκέφτονται, δικαιολογημένα, ότι η αγγλική και η γαλλική κυριαρχία (για να μην μιλήσουμε για την Τσαρική Ρωσσία) θα ήταν τόσο ευχάριστη για τους Γερμανούς όσο και η γερμανική κυριαρχία για τους Γάλλους και τους Άγγλους, θα επιθυμήσουν να περιμένουν πρώτα τους Ρώσους και τους άλλους να καταστρέψουν τον δικό τους μιλιταρισμό ενώ, στο μεταξύ, θα συνεχίζουν να αυξάνουν τον στρατό της χώρας τους.

Και τότε, για πόσο θα αναβάλλεται η επανάσταση; Για πόσο η Αναρχία; Πρέπει πάντα να περιμένουμε τους άλλους να ξεκινήσουν;

Η γραμμή της συμπεριφοράς των αναρχικών σηματοδοτείται ξεκάθαρα από τις επιδιώξεις τους.

Ο πόλεμος θα έπρεπε να έχει αποτραπεί φέροντας την Επανάσταση, ή, τουλάχιστον, κάνοντας τις Κυβερνήσεις να φοβούνται την Επανάσταση. Ούτε η δύναμη ούτε η επιδεξιότητα που είναι αναγκαίες γι’ αυτό υπάρχουν.

Η ειρήνη πρέπει να επιβληθεί φέρνοντας την Επανάσταση ή, τουλάχιστον, απειλώντας για κάτι τέροιο. Προς το παρόν, η δύναμη και η επιδεξιότητα για κάτι τέτοιο είναι ζητούμενες.

Οπότε! Υπάρχει μια μόνο γιατρειά: να τα καταφέρουμε καλλίτερα στο μέλλον. Περισσότερο από ποτέ πρέπει να αποφύγουμε τον συμβιβασμό· να βαθύνουμε το χάσμα ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους μισθωτούς σκλάβους, ανάμεσα στους εξουσιαστές και τους εξουσιαζόμενους· να κηρύξουμε την απαλλοτρίωση της ατομικής ιδιοκτησίας και την καταστροφή των κρατών ως των μόνων μέσων που εγγυούνται την αδελφοσύνη ανάμεσα στους λαούς και Δικαιοσύνη και Ελευθερία για όλους· και πρέπει να προετοιμαστούμε για να πετύχουμε αυτά τα πράγματα.

Στο μεταξύ, μου φαίνεται εγκληματικό να κάνουμε οτιδήποτε συμβάλλει στην παράταση του πολέμου, ο οποίος σφαγιάζει ανθρώπους, καταστρέφει πλούτο και παρεμποδίζει την ανάληψη εκ νέου της πάλης για χειραφέτηση. Μου φαίνεται ότι κηρύσσοντας τον “πόλεμο μέχρι εσχάτων” πραγματικά παίζει κανείς το παιχνίδι των Γερμανών εξουσιαστών, οι οποίοι εξαπατούν τους υπηκόους τους και πυροδοτούν την πολεμική τους ζέση για μάχη πείθοντάς τους ότι οι αντίπαλοί τους επιθυμούν να συντρίψουν και να υποδουλώσουν τον γερμανικό λαό.

Σήμερα, όπως και πάντα, το σύνθημά μας ας είναι: Κάτω οι Καπιταλιστές και οι Κυβερνήσεις, όλοι οι Καπιταλιστές και όλες οι Κυβερνήσεις!

Ζήτω οι λαοί, όλοι οι λαοί!

ERRICO MALATESTA
FREEDOM, Απρίλιος 1916

Προσάρτημα: Το Μανιφέστο των Δεκαέξι (1916)

Από διάφορες πλευρές, υψώνονται φωνές που απαιτούν την άμεση ειρήνη. Έχει γίνει μεγάλο ματοκύλισμα, λένε, αρκετή καταστροφή και είναι καιρός να τελειώνουν τα πράγματα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, και για μεγάλο διάστημα, εμείς και οι εφημερίδες μας έχουμε σταθεί ενάντια σε κάθε επιθετικό πόλεμο ανάμεσα στους λαούς και ενάντια στον μιλιταρισμό, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε στολή, ιμπεριαλιστική ή δημοκρατική, φοράει.

Θα ήμασταν, λοιπόν, πολύ ευχαριστημένοι να βλέπαμε – αν αυτό ήταν εφικτό – τους Ευρωπαίους εργάτες να συζητάνε τους όρους της ειρήνης, μαζεμένοι σε ένα διεθνές συνέδριο. Ιδιαίτερα καθώς ο γερμανικός λαός, που αφέθηκε να εξαπατηθεί τον Αύγουστο του 1914, ακόμα κι αν πίστεψε πραγματικά ότι κινητοποιήθηκε για να υπερασπιστεί την επικράτειά του, είχε, έκτοτε, τον χρόνο να συνειδητοποιήσει ότι έκανε λάθος ξεκινώντας για έναν κατακτητικό πόλεμο.

Πραγματικά, οι Γερμανοί εργάτες, τουλάχιστον στις λιγότερο ή περισσότερο ενώσεις τους, πρέπει να καταλάβουν τώρα ότι τα σχέδια για την εισβολή στη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Ρωσσία είχαν προετοιμαστεί εδώ και καιρό και ότι αν ο πόλεμος αυτός δεν είχε ξεσπάσει το 1875, το 1886, το 1911 ή το 1913, αυτό οφειλόταν στο ότι οι διεθνείς συνθήκες δεν παρουσιάζονταν τόσο ευνοϊκές και επειδή οι πολεμικές προετοιμασίες δεν ήταν αρκετά ολοκληρωμένες ώστε να υπόσχονται μια νίκη της Γερμανίας (έπρεπε να ολοκληρωθούν διάφορες στρατηγικές γραμμές, να επεκταθεί το κανάλι του Κιέλου και να τελειοποιηθούν τα μεγάλα πολιορκητικά όπλα). Και τώρα, μετά από 20 μήνες πολέμου και φρικτών απωλειών, θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουν ότι οι κατακτήσεις που έγιναν από τον γερμανικό στρατό δεν μπορούν να διατηρηθούν, ιδιαίτερα καθώς πρέπει να αναγνωρίσουν την αρχή (ήδη αναγνωρισμένη από τη Γαλλία το 1859, μετά την ήττα της Αυστρίας) ότι είναι ο πληθυσμός της κάθε περιοχής που πρέπει να εκφράσει την συγκατάθεσή του σχετικά με οποιαδήποτε προσάρτηση.

Αν οι Γερμανοί εργάτες άρχιζαν να κατανοούν την κατάσταση όπως την κατανοούμε κι εμείς, και όπως γίνεται κατανοητή από μια μικρή μειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών τους – και αν μπορούσαν να εισακουστούν από την κυβέρνησή τους – θα μπορούσε να υπάρξει ένα κοινό έδαφος πάνω στο οποίο να ξεκινήσουν συζητήσεις σχετικά με την ειρήνη. Αλλά, τότε, θα έπρεπε να διακηρύξουν ότι αρνούνται κατηγορηματικά να κάνουν τις οποιεσδήποτε προσαρτήσεις ή να τις αποδεχτούν· ότι αρνούνται τον ισχυρισμο της είσπραξης “συνεισφορών” από τα έθνη στα οποία έχουν εισβάλλει, ότι αναγνωρίζουν το καθήκον του γερμανικού κράτους να επανορθώσει, όσο το δυνατόν περισσότερο, τις υλικές ζημιές που προκάλεσε η εισβολή σε γειτονικές χώρες, και ότι δεν προτίθενται να επιβάλλουν συνθήκες οικονομικής υποταγής, κάτω από το όνομα “εμπορικών συμφωνιών”. Δυστυχώς, δεν βλέπουμε μέχρι τώρα, συμπτώματα μιας αφύπνισης, μ’ αυτή την έννοια, του γερμανικού λαού.

Μερικοί έχουν μιλήσει για το συνέδριο του Ζίμμερβαλντ2, αλλά από αυτό το συνέδριο έλειπε το ουσιώδες στοιχείο: η εκπροσώπηση των γερμανών εργατών. Επίσης έχει γίνει πολύς λόγος για κάποιες ταραχές που έλαβαν χώρα στη Γερμανία, εξαιτίας του υψηλού κόστους των τροφίμων. Ξεχνάμε, όμως, ότι τέτοια γεγονότα πάντα συνέβαιναν στη διάρκεια των μεγάλων πολέμων, χωρίς να επηρεάζουν τη διάρκειά τους. Επίσης, όλες οι συμφωνίες που έχουν γίνει, αυτή τη στιγμή, από τη γερμανική κυβέρνηση, αποδεικνύουν ότι προετοιμάζει καινούριες επιθετικές ενέργειες με τον ερχομό της άνοιξης. Αλλά, καθώς γνωρίζει ότι την άνοιξη οι Σύμμαχοι θα αντιταχθούν με καινούρια στρατεύματα, εξοπλισμένα με καινούριο οπλισμό και με ένα πυροβολικό πιο ισχυρό από ποτέ άλλοτε, δουλεύει επίσης για να σπείρει διχόνοια ανάμεσα στους πληθυσμούς των συμμάχων. Και για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιεί ένα μέσο τόσο παλιό όσο ο ίδιος ο πόλεμος: αυτό της διασποράς φημών για μια άμεσα επικείμενη ειρήνη, στην οποία, μεταξύ των αντιμαχόμενων, μόνο οι στρατιωτικοί και οι προμηθευτές των όπλων των στρατευμάτων αντιτίθενται. Αυτό ήταν που επεδίωκε, με τους γραμματείς του, ο Bülow3, κατά τη διάρκεια της τελευταίας παραμονής του στην Ελβετία.

Κάτω από ποιες συνθήκες, όμως, προτείνει να ολοκληρωθεί αυτή η ειρήνη;

Η εφημερίδα Neue Zuercher Zeitung πιστεύει ότι ξέρει – και η επίσημη εφημερίδα, η Nord-deutsche Zeitung δεν την αντικρούει – πως θα εκκενωθεί το μεγαλύτερο τμήμα του Βελγίου, αλλά με την συνθήκη ότι θα δεσμευθεί πως δεν θα επαναλάβει αυτό που έκανε τον Αύγουστο του 1914, όταν αντιτέθηκε στη διέλευση των γερμανικών στρατευμάτων. Ποιες θα είναι αυτές οι δεσμεύσεις; Τα βελγικά ανθρακωρυχεία; Το Κογκό; Κανείς δεν λέει. Ήδη, όμως, ζητείται μια μεγάλη ετήσια “συνεισφορά”. Η περιοχή που κατακτήθηκε στη Γαλλία θα επιστραφεί, καθώς και το γαλλόφωνο τμήμα της Λωραίνης. Αλλά, σε αντάλλαγμα, η Γαλλία θα μεταφέρει στο γερμανικό κράτος όλα τα ρωσικά δάνεια, η αξία των οποίων φτάνει τα 18 δισεκατομμύρια. Αυτή είναι μια συνεισφορά 18 δισεκατομμυρίων που οι Γάλλοι εργάτες γης και οι βιομηχανικοί εργάτες θα πρέπει να ξαναπληρώσουν, μιας και είναι αυτοί που πληρώνουν τους φόρους. Δεκαοχτώ δισεκατομμύρια για να αγοράσουν πίσω δέκα γεωγραφικά διαμερίσματα τα οποία, με τη δουλειά τους, τα έχουν κάνει τόσο πλούσια και εύπορα αλλά θα τους επιστραφούν καταστρεμμένα και ερειπωμένα.

Όσο δε αφορά τι σκέφτονται στη Γερμανία σχετικά με τις συνθήκες της ειρήνης, ένα πράγμα είναι βέβαιο: ο αστικός τύπος προετοιμάζει το έθνος για την ιδέα της καθαρής και απλής προσάρτησης του Βελγίου και των περιοχών στον βορρά της Γαλλίας. Και δεν υπάρχει, στη Γερμανία, καμμιά δύναμη ικανή να αντιτεθεί σ’ αυτό. Οι εργάτες, που θα έπρεπε να έχουν υψώσει τις φωνές τους ενάντια στην κατάκτηση, δεν το κάνουν. Οι συνδικαλισμένοι εργάτες αφήνουν τον εαυτό τους να καθοδηγείται από τον ιμπεριαλιστικό πυρετό, και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, τόσο αδύναμο να επηρεάσει τις αποφάσεις της κυβέρνησης σχετικά με την ειρήνη – ακόμα κι αν αντιπροσώπευε μια συμπαγή μάζα – βρίσκεται διχασμένο στο ζήτημα αυτό σε δυο εχθρικά κομμάτια, με την πλειοψηφία του κόμματος να συμβαδίζει με την κυβέρνηση. Η Γερμανική αυτοκρατορία, ξέροντας ότι βρίσκεται για 18 μήνες 90 χιλιόμετρα μακριά από το Π αρίσι και υποστηριζόμενη από τον γερμανικό λαό στα όνειρά της για νέες κατακτήσεις, δεν βλέπει γιατί να μην κερδίσει από τις κατακτήσεις που έχει κάνει ήδη. Πιστεύει για τον εαυτό της ότι είναι ικανή να υπαγορεύσει τις συνθήκες για ειρήνη, συνθήκες που θα της δώσουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τα νέα δισεκατομμύρια από τις αποζημιώσεις για καινούριους εξοπλισμούς ώστε να επιτεθεί στη Γαλλία όταν δει ότι μπορεί, να πάρει τις αποικίες της καθώς και άλλες επαρχίες, χωρίς να φοβάται πλέον την αντίστασή της.

Να μιλά κανείς για ειρήνη αυτή τη στιγμή, σημαίνει ακριβώς να παίζει το παιχνίδι του Γερμανικού επίσημου κόμματος, του Bülow και των πρακτόρων του. Από την πλευρά μας, αρνούμαστε κατηγορηματικά να μοιραστούμε τις ψευδαισθήσεις μερικών συντρόφων μας όσον αφορά τις ειρηνικές προθέσεις αυτών που κατευθύνουν τη μοίρα της Γερμανίας. Θα προτιμούσαμε να κοιτάμε τον κίνδυνο κατά πρόσωπο και να αναζητήσουμε τι μπορούμε να κάνουμε για να προφυλαχτούμε από αυτόν. Να αγνοούμε τον κίνδυνο σημαίνει να τον αυξάνουμε.

Είχαμε πλήρη επίγνωση ότι η γερμανική επιθετικότητα ήταν μια απειλή – μια απειλή που τώρα εκδηλώθηκε όχι μόνο ενάντια στις ελπίδες μας για χειραφέτηση αλλά ενάντια σε ολόκληρη της ανθρώπινη εξέλιξη. Αυτός είναι λόγος που εμείς, αναρχικοί, αντιμιλιταριστές, εχθροί του πολέμου, παθιασμένοι μαχητές της ειρήνης και της αδελφοσύνης των λαών, παρατασσόμαστε στο πλευρό της αντίστασης και δεν έχουμε αισθανθεί την ανάγκη να διαχωρίσουμε τη μοίρα μας από αυτή του υπόλοιπου πληθυσμού. Δεν πιστεύουμε πως χρειάζεται να επιμείνουμε πως θα προτιμούσαμε να δούμε τον πλήθυσμό να παίρνει τη φροντίδα για την άμυνά του στα δικά του χέρια. Καθώς, όμως, αυτό είναι ανέφικτο, δεν υπήρχε τίποτα άλλο από το να υπομείνουμε αυτό που δεν μπορούσε να αλλάξει. Και μαζί μ’ αυτούς που πολεμάνε, εκτιμούμε ότι αν ο γερμανικός πληθυσμός, επιστρέφοντας στις λογικότερες των ιδεών, αυτές της δικαιοσύνης και της ειρήνης, δεν αρνηθεί τελικά να υπηρεί πλέον ως ένα όργανο των σχεδίων της πανγερμανικής πολιτικής κυριαρχίας, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα ειρήνης. Χωρίς αμφιβολία, παρά τον πόλεμο, παρά τις δολοφονίες, δεν ξεχνάμε ότι είμαστε διεθνιστές, ότι θέλουμε την ενότητα των λαών και την εξαφάνιση των συνόρων. Αλλά είναι επειδή θέλουμε την επανασυμφιλίωση των λαών, του γερμανικού λαού συμπεριλαμβανομένου, που πιστεύουμε ότι πρέπει αυτός [ο γερμανικός λαός] να αντισταθεί σε έναν επιδρομέα που αντιπροσωπεύει την καταστροφή όλων μας των ελπίδων για απελευθέρωση.

Να μιλάμε για ειρήνη ενώ η πλευρά, που για σαρανταπέντε χρόνια, έχει κάνει την Ευρώπη ένα απέραντο, οχυρωμένο στρατόπεδο, μπορεί να υπαγορεύει τους όρους της, θα ήταν το πιο καταστροφικό λάθος που θα μπορούσαμε να διαπράξουμε. Να αντισταθούμε και να καταρρίψουμε τα σχέδια της, σημαίνει να προετοιμάσουμε τον δρόμο για τον γερμανικό πληθυσμό που διατηρεί τη λογική του και να του προσφέρουμε τα μέσα για να ξεφορτωθεί ο ίδιος αυτή την πλευρά. Ας καταλάβουν οι Γερμανοί σύντροφοί μας ότι αυτή είναι η μοναδική αμοιβαία επωφελής έκβαση και ότι είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε μαζί τους.

28 Φεβρουαρίου 1916

Πιεσμένοι από τα γεγονότα να δημοσιοποιήσουν αυτή την Διακήρυξη, αφότου κοινοποιήθηκε στον γαλλικό και διεθνή τύπο, μόνο δεκαπέντε σύντροφοι, τα ονόματα των οποίων ακολουθούν, έχουν εγκρίνει το κείμενό της: Christian Cornelissen, Henri Fuss, Jean Grave, Jacques Guérin, Pierre Kropotkine, A. Laisant. F. Le Lève (Lorient), Charles Malato, Jules Moineau (Liège), A. Orfila, Hussein Dey (Algérie), M. Pierrot, Paul Reclus, Richard (Algeria), Tchikawa (Japan), W. Tcherkesoff.

Ρεφορμιστές ή Εξεγερμένοι;

Τελικά, ο αξιότιμος κος Zirardini4 και οι παλιόφιλοι του πιστεύουν ότι η ψυχή των ανθρώπων μπορεί να πηγαίνει μπρος και πίσω, όπως συμβαίνει με τον διακόπτη μιας ηλεκτρικής συσκευής: στοπ, μπροστά, πίσω κλπ.

Τη μια μέρα τους βολεύει οι εργάτες να κάθονται ήσυχα και να σκέφτονται μόνο πώς θα τους ψηφίσουν στο κοινοβούλιο και τα τοπικά συμβούλια, και κάνουν κηρύγματα ενάντια στη βία, ενάντια στις ψευδαισθήσεις της εξέγερσης και υπέρ της αργής, σταδιακής, ασφαλούς εξέλιξης προς την νόμιμη κατάκτηση των δημόσιων αξιωμάτων.

Και ύστερα έρχονται οι επιθέσεις, οι εμπρησμοί, οι δολοφονίες από τους φασίστες για να δείξουν, ακόμα και στους τυφλούς, ότι δεν πάμε πουθενά με τη νομιμότητα, επειδή ακόμα κι αν αυτή είναι επωφελής, σε κάποιες περιπτώσεις, για τους καταπιεσμένους, οι καταπιεστές δεν έχουν καμμιά τύψη να την παραβιάσουν και να την αντικαταστήσουν με την πιο στυγερή βία. Όμως, οι καλοί μας σοσιαλιστές σπεύδουν να αποτρέψουν τους εργάτες από το να απαντήσουν στις προκλήσεις, επαινώντας και εκθειάζοντας την “ηρωική υπομονή”.

Στο τέλος, τα χτυπήματα γίνονται τόσο βίαια και πέφτουν ακόμα και στις πλάτες των ηγετών, ολάκερη η συνεργατική οργάνωση των σοσιαλιστών είναι στα πρόθυρα της καταστροφής, η κατάσταση γίνεται αφόρητη ακόμα και γι’ αυτούς, και έτσι καλούν σε εξέγερση! Δεν βλέπουν αυτοί οι κύριοι, δεν βλέπει ο κος Zirardini ότι είναι γελοίο να ελπίζει πως αυτοί, που έχουν ξοδέψει πενήντα χρόνια για τους μετατρέψουν σε πρόβατα, θα γίνουν ξαφνικά λιοντάρια; Και δεν μπορούν να φανταστούν με πόσο χλευασμό και καχυποψία οι εργάτες, τους οποίους απέτυχαν να ευνουχίσουν, θα αντιμετωπίσουν ένα δικό τους κάλεσμα σε εξέγερση;

Επιπλέον, ποιος θα μπορούσε να τους πάρει στα σοβαρά, όταν ο ίδιος ο Zirardini, που απειλεί με μια πιθανή εξέγερση, προτείνει μια συνεργασία των σοσιαλιστών με τα αντιφασιστικά αστικά κόμματα, δηλαδή όταν προβάλλει ακόμα μια ψευδαίσθηση, ακόμα μια απάτη που στοχεύει να συγκρατήσει τους εργάτες, ελπίζοντας ότι η σωτηρία θα έλθει από την κυβέρνηση χωρίς την ανάγκη οποιασδήποτε δικής τους προσπάθειας;

Δεν αμφισβητούμε την καλή πίστη κανενός· αλλά φαίνεται πολύ ιδιάζων παραλογισμός, απίστευτη παρανόηση της ατομικής και μαζικής ψυχολογίας, να σκεφτόμαστε ότι μπορούμε να πιστεύουμε και να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στα νόμιμα μέσα και, την ίδια στιγμή, να είμαστε έτοιμοι να καταφύγουμε στα παράνομα· να ενθουσιαζόμαστε με τις εκλογές και να προετοιμαζόμαστε για εξέγερση. Αυτό μπορεί να φαίνεται δυνατό στους λόγους του Κου Enrico Ferri5 για τα “δύο πόδια” με τα οποία βαδίζει ο σοσιαλισμός, αλλά διαψεύδεται από την ιστορική εμπειρία καθώς και από τη συνείδηση οποιουδήποτε σταματά για λίγο και κοιτάζει τον εαυτό του.

Ας ανακαλέσουμε, για παράδειγμα, ένα μάθημα από τον απερίγραπτο Misiano, όταν ο τότε αξιότιμος αντιπρόσωπος, αφού είχε μιλήσει για το επικείμενο της επανάστασης και είχε επιμείνει στην ανάγκη για τεχνική προετοιμασία, προχώρησε μιλώντας για τις δημοτικές εκλογές, που επρόκειτο να γίνουν μέσα στους επόμενους περίπου έξι μήνες, συνιστώντας να αρχίσει άμεσα η διαμόρφωση των λιστών όπως και οι διάφορες προπαρασκευαστικές ενέργειες για την εκλογική καμπάνια.

Μπορείτε να φανταστείτε οποιονδήποτε περιμένει, ανά πάσα στιγμή, την επανάσταση και προετοιμάζεται γι’ αυτήν, να δουλεύει, την ίδια στιγμή, για τις δημοτικές εκλογές που πρόκειται να γίνουν σε έξι μήνες; Ή, αντίστροφα, οποιονδήποτε ελπίζει, χωρίς ρίσκο και με ελάχιστη προσπάθεια, να συνεισφέρει αποτελεσματικά στον κοινωνικό μετασχηματισμό με μια απλή ψήφο, να προετοιμάζεται να διακινδυνεύσει το ψωμί, την ελευθερία, τη ζωή του την ίδια σε εξεγερτικές δραστηριότητες;

Πρέπει να επιλέξετε· και, φυσικά, η πλειοψηφία διαλέγει το μονοπάτι που μοιάζει πιο εύκολο και που, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι επικίνδυνο· αλλά τότε ανακαλύπτουν ότι έχουν χτίσει πάνω σε άμμο και όταν δεν έχουν την ηθική και υλική ικανότητα να αντισταθούν…αφήνουν τον εαυτό τους να χτυπηθεί και να πεινάσει.

Και, στην πραγματικότητα, το είδαμε αυτό να συμβαίνει. Η επανάσταση δεν ήρθε επειδή δεν την ήθελαν· αλλά οι εκλογές ήρθαν[…] Η εξέγερση θα έρθει· πρέπει να έρθει· αλλά σίγουρα όχι μέσα από την δουλειά των κοινοβουλευτικών…στην πραγματικότητα θα έρθει ενάντιά τους.

Οι εργάτες πρέπει να προετοιμάζονται και, για να το κάνουν αυτό, πρέπει να εγκαταλείψουν την απατηλή πίστη στις κυβερνήσεις του σήμερα ή του αύριο, στους αντιπροσώπους και σε όλους όσους φιλοδοξούν να γίνουν τέτοιοι.

Humanita Nova6, n. 140, 18 Ιουνίου, 1922

1 Στμ. Μεταφρασμένα από το αγγλική απόδοση, που διατίθεται στην Αρχειοθήκη των Elephant Editions: https://archive.elephanteditions.net/library/errico-malatesta-anarchists-have-forgotten-their-principles.

2 Στμ. Συνέδριο του Ζίμμερβαλντ: το πρώτο, από τρία διεθνή σοσιαλιστικά συνέδρια, που συγκλήθηκε στην ομώνυμη πόλη της Ελβετίας από τις 5 μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου του 1915, από αντιμιλιταριστικά σοσιαλιστικά κόμματα από χώρες που αρχικά ήταν ουδέτερες κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (τα επόμενα δύο πραγματοοποιήθηκαν στο Kienthal και την Στοκχόλμη). Τα κόμματα και άτομα που συμμετείχαν έγιναμ γνωστά ως κίνημα του Ζίμμερβαλντ. Το συνεδριο ανέδειξε το χάσμα μεταξύ των επαναστατών (αποκαλούμενη και ως Αριστερά του Ζίμμερβαλντ) και των ρεφορμιστών σοσιαλιστών στα πλαίσια της Δεύτερης Διεθνούς. Στη βασική του Διακήρυξη κατήγγειλε επίσης “τον ιμπεριαλιστικό χαρκτήρα” του Πολέμου ο οποίος “δεν είναι πόλεμος μας”. Στο συνέδριο συμμετείχαν πολλές αντιπροσωπείς, ανάμεσά τους και οι Μπολσεβίκοι.

3 Στμ. Αναφέρεται στον Bernhard Heinrich Karl Martin von Bülow, Γερμανό πολιτικός και διπλωμάτης. Υπηρέτησε ως υπουργός Εξωτερικών αλλά και ως Καγκελάριος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας από το 1900 έως το 1909. Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και το διάστημα 1914-1915 ήταν πρεσβευτής στην Ιταλία όπου κατέβαλε μεγάλες διπλωματικές προσπάθειες για να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Ιταλίας αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

4 Στμ. Ζιραρντίνι: εκπρόσωπος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος στη Φερράρα. Το κείμενο αυτό είνα γραμμένο στην πολύ ταραγμένη και κρίσιμη περίοδο

5 Στμ. Enrico Ferri: Ιταλός εγκληματολόγος, σοσιαλιστής και μαθητής του Cesare Lombroso, ιδρυτή της ιταλικής σχολής της εγκληματολογίας. Ερεύνησε τις κοινωνικές και οικονομικές πτυχές που υποτείνουν την εγκληματική συμπεριφορά. Υπήρξε διευθυντής της ημερήσιας εφημερίδας του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Avanti! και, το 1884, είδε να εκδίδεται το βιβλίο του Criminal Sociology. Αργότερα, το έργο του χρησιμοποιήθηκε ως βάση του ποινικού κώδικα στην Αργεντινή, το 1921. Αν και αρχικά ήταν απορριπτικός απέναντι στην δικτατορία του Μουσσολίνι, στη συνέχεια έγινε ένας από τους βασικούς εξωτερικούς συνεργάτες του καθώς και του Ιταλικού Φασιστικού Κόμματος.

6 Στμ. Humanita (ή και Umanità) Nova (Νέα Ανθρωπότητα): ιταλική αναρχική εφημερίδα που ιδρύθηκε το 1920. Εκδιδόταν καθημερινά μέχρι το 1922, όταν και έκλεισε από το ιταλικό καθεστώς. Σε μερικές περιοχές η κυκλοφορία της ξεπερνούσε ακόμα κι αυτήν της σοσιαλιστικής εφημερίδας Avanti!. Επανακυκλοφόρησε, αλλά σε εβδομαδιαία βάση, με την πτώση του φασιστικού καθεστώτος το 1945. Η έκδοσή της συνεχίζεται και σήμερα, και η Umanità Nova είναι το έντυπο όργανο της Ιταλικής Αναρχικής Ομοσπονδίας. Ο Μαλατέστα και ο Αντόνι Κιέρι, είναι εκ των ιδρυτών και βασικών συνεργατών της, στους οποίους επίσης συγκαταλέγονται οι Camillo Berneri, Armando Borghi, και Carlo Frigerio.

Οι G20 στο Μπουένος Άιρες: ημερολόγιο 23-25 Νοεμβρίου – Φοιτητικές διαμαρτυρίες και ποδοσφαιρικές ταραχές

των CrimethInc1

Στις 30 Νοεμβρίου και την 1η Δεκεμβρίου, οι ηγέτες των 20 ισχυρότερων εθνών θα συναντηθούν στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Στο τέταρτο μέρος της κάλυψής μας για την σύνοδο κορυφής των G20 του 2018, οι ανταποκριτές μας εξιστορούν τις συγκρούσεις γύρω από την νεοφιλελεύθερη επίθεση στο εκπαιδευτικό σύστημα της Αργεντινής, την αντι-σύνοδο των αριστερών πολιτικών και τις ποδοσφαιρικές ταραχές που ανάγκασαν τον γερουσιαστή Δικαιοσύνης και Ασφάλειας του Μπουένος Άιρες να παραιτηθεί μόλις πριν τις συναντήσεις της συνόδου G20.

Παρασκευή, 23 Νοεμβρίου

Η αστυνομία επιτίθεται σε φοιτητικές διαδηλώσεις

Όλη την εβδομάδα υπήρχαν διαμαρτυρίες ενάντια σε μια αλλαγή του συστήματος των διδασκόντων-λεκτόρων στα πανεπιστήμια, που πρόκειται πλέον να συγκεντροποιηθεί και να περάσει στον έλεγχο της κυβέρνησης. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, 29 ινστιτούτα πρόκειται να κλείσουν· επιπλέον, η μέχρι τώρα ανεξαρτησία των επιτροπών των λεκτόρων πρόκειται ουσιαστικά να καταργηθεί. Στο μέλλον, ένας πρύτανης διορισμένος από την κυβέρνηση θα διοικεί το UniCABA” (Universidad de la Ciudad Autónoma de Buenos Aires, Πανεπιστήμιο της Αυτόνομης Πόλης του Μπουένος Άιρες). Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, δεκάδες υποτιθέμενα “άχρηστες” θέσεις διδασκαλίας θα ακυρωθούν χωρίς αντικατάσταση.

Το σχετικά φιλελεύθερο, ανεξάρτητο ακαδημαϊκό σύστημα είναι για καιρό ένα αγκάθι στα πλευρά της κυβέρνησης Macri, κι αυτός είναι ο λόγος που το κράτος άρχισε να ασχολείται με τη δομική μετατροπή του UniCABA πριν από έναν χρόνο. Σε αντίδραση, έχουν υπάρξει μαζικές διαμαρτυρίες – αυτό που έχουμε εδώ δεν αφορά τίποτα λιγότερο από την ανεξαρτησία των πανεπιστημίων. Τον Ιούνιο, οι “απείθαρχοι” λέκτορες ήταν πρώτοι στη γραμμή των κρατικών υπαλλήλων που στερήθηκαν τους μισθούς τους για μήνες εξαιτίας των άδειων κρατικών ταμείων. Ακολούθησε το κλείσιμο του Υπουργείου Παιδείας, μαζί με έξι ακόμα υπουργεία, συμπεριλαμβανομένων των Υπουργείων Πολιτισμού και Υγείας. Έγιναν απεργίες· οι φοιτητές στάθηκαν αλληλέγγυοι με τους λέκτορες, αλλά ο Macri παρέμεινε σταθερός στη σκληρή γραμμή του.

Η τελική νομοθεσία πέρασε την Πέμπτη στο τοπικό κοινοβούλιο του Μπουένος Άιρες, στο οποίο η συντηρητική εκλογική συμμαχία του Macri έχει αυτή τη στιγμή την πλειοψηφία. Έχοντας προβλέψει, η αστυνομία εκκαθάρισε μερικές σκηνές που είχαν στηθεί για διαμαρτυρία στο προαύλιο και απέκλεισε τον δρόμο μπροστά από το κοινοβούλιο της πόλης με τις συνηθισμένες ατσάλινες μπάρες και από τις δυο πλευρές· κινητοποίησε επίσης έναν τεράστια αριθμό ΜΑΤ και μια αύρα νερού. Ξέσπασαν συγκρούσεις, ο κόσμος γκρέμισε τις μπάρες, οι μπάτσοι πέταξαν δακρυγόνα και επιτέθηκαν στους διαδηλωτές με τα γκλομπ τους. Ακόμα και τα μέλη της αριστεράς στο κοινοβούλιο δέχτηκαν, βγαίνοντας από τη συνεδρίαση στον δρόμο, σωματική επίθεση. Τελικά, περίπου 1500 φοιτητές διαδήλωσαν μέσα από το κέντρο της πόλης σε μια ζωηρή, θορυβώδη διαδήλωση.

Η Πανεπιστημιούπολη του Μπουένος Άιρες

Με περισσότερους από 300.000 φοιτητές, το Μπουένος Άιρες έχει τους περισσότερους φοιτητές από οποιαδήποτε άλλη πόλη στη Λατινική Αμερική. Από την εποχή του Περόν, το εκπαιδευτικό σύστημα της Αργεντινής είναι το πιο προσβάσιμο και οικονομικά προσιτό από αυτό οποιασδήποτε άλλης χώρας στην ήπειρο. Αυτός είναι ο λόγος που τόσος κόσμος, με πιο φτωχό υπόβαθρο, έχει συρρεύσει εδώ για να σπουδάσει. Όμως, για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν τη διαμονή και τη διαβίωσή τους, σ’ αυτήν την σχετικά ακριβή πόλη, οι φοιτητές, στην πλειοψηφία τους, πρέπει να δουλεύουν για να βγάζουν τα έξοδά τους στη διάρκεια των σπουδών τους, συχνά κάνοντας αρκετές κακοπληρωμένες δουλειές ταυτόχρονα. Συχνά οι φοιτητές αποκοιμιούνται εξαντλημένοι στα έδρανα.

Το πανεπιστήμιο μπορεί να περηφανεύεται για το ακαδημαϊκό του παρελθόν: πέντε από τους αποφοίτους του έχουν κερδίσει το Βραβείο Νόμπελ, συμπεριλαμβανομένων δύο Βραβείων Νόμπελ Ειρήνης. Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, τα πανεπιστήμια ήταν εστίες επαναστατικότητας και εξέγερσης· ο Τσε Γκεβάρα, μεταξύ άλλων, σπούδασε εδώ ιατρική. Όμως, στη δεκαετία του 1980, η στρατιωτική δικτατορία “εκκαθάρισε” βάναυσα τα πανεπιστήμια, δολοφονώντας χιλιάδες ακτιβιστές φοιτητές. Μετά από αυτό, στη δεκαετία του 1990, και ιδιαίτερα μετά την εκλογή του αριστερού προοδευτικού περονιστή Νέστορα Κίρσνερ στην προεδρία το 2003, τα πράγματα βελτιώθηκαν κάπως και πάλι.

Το “πισωγύρισμα” έχει έρθει υπό τη διακυβέρνηση του Macri. Ήδη σήμερα, υπάρχουν δραματικές ανισότητες μεταξύ των διαφόρων τμημάτων. Ενώ, για παράδειγμα, η νομική σχολή, πίσω από την τερατώδη πρόσοψή της, χρηματοδοτείται πολύ καλά, οι κοινωνικές επιστήμες καταρρέουν – δεν είναι εύκολο να βρει κανείς καν μια τουαλέτα που να δουλεύει, και τα περισσότερα κτίρια μετατρέπονται σε ερείπια ή είναι ακόμα και έτοιμα για γκρέμισμα.

Σάββατο, 24 Νοεμβρίου

Λαϊκίστικος Ρεφορμισμός ή συνεχής επανάσταση;

Το λεγόμενο “Παγκόσμιο Φόρουμ Κριτικής Σκέψης” οργανωμένο από το CLACSO (Λατινοαμερικάνικο Συμβούλιο Κοινωνικών Επιστημών, Consejo Latinoamericano de Ciencias Sociales) διάρκεσε μια βδομάδα. Πολύς κόσμος, συμπεριλαμβανομένων γνωστών πολιτικών, εμφανίστηκε στο Φόρουμ, ανάμεσά τους οι πρώην πρόεδροι Ερνέστο Σάμπερ (Κολομβία), Ντίλμα Ρούσεφ (Βραζιλία), για να μην αναφέρουμε τον κάτοχο του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης Adolfo Pérez Esquivel, τον πρώην δήμαρχο της Μπογκοτά Gustavo Pedro, και τον Πάμπλο Ιγκλέσιας του ισπανικού κόμματος Ποδέμος. Η πρώην πρόεδρος Κριστίνα Κίρσνερ, μια Περονίστρια, άνοιξε την εκδήλωση στην πρώτη κύρια εμφάνισή της σχεδόν μετά από έναν χρόνο. Η εκδήλωση έλαβε χώρα στην μεγάλη αίθουσα της αθλητικής λέσχης των σιδηροδρομικών. Η βασική της δήλωση ήταν ότι μπροστά στην άνοδο του νεοφιλελευθερισμού και του αυταρχισμού σε πολλά μέρη της Λατινικής Αμερικής, όλοι όσοι επηρεάζονται πρέπει τώρα να σταθούν μαζί· οι “παλιές κατηγοριοποιήσεις” από την “αριστερά ή τη δεξιά” δεν θα βοηθήσουν πλέον. Η κεντρική της φράση: “οι διαιρέσεις είναι μια πολυτέλεια και δεν μπορούμε πλέον να τις αντέξουμε”.

Τα πολυάριθμα “εργαστήρια”, διαλέξεις, φιλμ και πολιτιστικά γεγονότα στη διάρκεια ολόκληρης της εβδομάδας χαρακτηρίζονταν από ποικιλομορφία και διεθνισμό. Συνολικά 25.000 άτομα ειπώθηκε ότι παρακολούθησαν αυτό το “Παγκόσμιο Φόρουμ”, που ήταν επίσης ανοιχτό, συμπεριλαμβάνοντας πολλούς θεατές από γειτονικές χώρες, αρκετοί από τους οποίους ήταν αντιπρόσωποι από διάφορα πολιτικά κόμματα, πανεπιστήμια και κοινωνικές οργανώσεις. Αναμφίβολα, η πλειοψηφία τους φαίνεται ότι έφυγε αμέσως μετά το Φόρουμ αντί να παραμείνει στο Μπουένος Άιρες μέχρι τη σύνοδο των G20. Οι διοργανωτές έδωσαν έμφαση στο ότι το Φόρουμ δεν ήταν, όπως ισχυριζόταν συχνά ο τύπος, ένα είδος “Αντι-συνόδου” αλλά, μάλλον, “μια δεξαμενή σκέψης που κοιτάζει μπροστά για λύσεις στα επείγοντα προβλήματα σχετικά με το μέλλον. Παρόμοια, οι εκπρόσωποι τύπου του Φόρουμ, απέφυγαν να καλέσουν δημόσια μια αποφασιστική διαμαρτυρία ενάντια στην επικείμενη σύνοδο, ενώ επέκριναν συχνά τις πολιτικές των G20 και πάνω απ’ όλα του ΔΝΤ.

Την Παρασκευή, το τροτσκιστικό MST (Σοσιαλιστικό Κίνημα Εργατών, Movimiento Socialista de los Trabajadores) διοργάνωσε μια πορεία με περίπου 800 συμμετέχοντες μπροστά από το Κονγκρέσο, με το όλο πράγμα εντός του πλαισίου των διαδηλώσεων ενάντια στους G20. Οι ομιλητές άσκησαν έντονη κριτική στους πρωταγωνιστές του CLACSO: “Ο Μπολσονάρου, ο Μακρί και η δεξιά δεν προκύψανε από το πουθενάη δεξιά κέρδισε επειδή ο κόσμος ήταν απογοητευμένος με αυτό το είδος της αριστεράς που παρουσίασε τον εαυτό της στο “Φόρουμ Κριτικής Σκέψης” ως μια εναλλακτική. Στράφηκαν επίσης και εναντίον των Περονιστών, που δεν κάλεσαν σε καμμιά διαμαρτυρία ενάντια στους G20 “εξαιτίας εκλογικών υπολογισμών” ή, κατά την άποψη των ομιλητών του MST, αντίδρασή τους δεν είχε καμμιά συνέπεια. Το ίδιο αληθεύει, σύμφωνα με ένα εκπρόσωπο του MST, και για το FTI (Frente de la Izquierda y Trabajadores, Μέτωπο Αριστεράς και Εργατών), ένα ανταγωνιστικό κόμμα από το Τροτσκιστικό στρατόπεδο.

Δεν μας εκπλήσσει ιδιαίτερα ότι το MST είναι μόνο του στην ίδια την εκδήλωσή τους και ότι η πορεία δεν αναφέρεται στα ΜΜΕ. Την ίδια στιγμή, παίρνουν μια ξεκάθαρη θέση σχετικά με την επικείμενη σύνοδο των G20:

Σε μερικές μέρες, τα μέλη της συνόδου των G20 θα φτάσουν. Αυτή η συνάντηση δεν φέρνει καμμιά πρόοδο για τον κόσμο εδώ – αντίθετα, προσπαθούν να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό. Δεν θα υπάρχουν αεροπλάνα, τραίνα, μετρό ούτε λεωφορεία. Θα κάνουν τα πάντα για να αποτρέψουν τις διαμαρτυρίες αλλά διαμαρτυρίες θα υπάρξουν έτσι κι αλλιώς”.

Και στη συνέχεια, εν μέσω έντονων χειροκροτημάτων:

Ο Μακρί μας ζήτησε να εγκαταλείψουμε την πόλη. Αλλά είναι αυτοί που θα έπρεπε να εξαφανιστούν από την πόλη: οι G20, το ΔΝΤ, ο Μακρί, ο Bullrich, και ολόκληρος ο αστυνομικός μηχανισμός”, (δείτε επίσης την αναφορά μας για τις 20.11).

Τίποτα τέτοιο δεν ακούστηκε στο CLACSO.

Kυριακή, 25 Νοεμβρίου

Ένας ποδοσφαιρικός αγώνας φεύγει εκτός ελέγχου

Είναι η “μητέρα όλων των μαχών” για το αργεντίνικο ποδόσφαιρο, ο αγώνας ανάμεσα στην Ρίβερ Πλέητ και την Μπόκα Τζούνιορς – σε σύντμηση “Ρίβερ-Μπόκα”. Αυτή τη φορά το “Superclasico” είναι “ιστορικό”, με την έννοια ότι είναι η πρώτη φορά που οι σφοδρά αντίπαλες ομάδες της πόλης συναντιούνται στο “Κόπα Λιμπερταδόρες”, το ανάλογο, στην Νότιο Αμερική, του Champions League, του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, στην Ευρώπη. Αλλά αντίθετα απ’ ότι συμβαίνει στην Ευρώπη, ο τελικός παίζεται σε δύο αγώνες. Τα εισιτήρια και για τα δυο παιχνίδια εξαντλήθηκαν αμέσως από την πρώτη μέρα της προπώλησης· ελάχιστα μόνο, ιδιαίτερα ακριβά, εισιτήρια έφτασαν στην αγορά, καθώς οι φίλαθλοι και των δυο ομάδων έκαναν χρήση του δικαιώματος προτεραιότητας στο κλείσιμο των εισιτηρίων.

Οι επισκέψεις των οπαδών της εκτός έδρας ομάδας έχουν γενικά απαγορευτεί στην Αργεντινή από το 2013. Τα τελευταία 91 (!) χρόνια, οι στατιστικές αριθμούν 279 θανάτους εξαιτίας βίας με κάποιο “ποδοσφαιρικό υπόβαθρο”. Αυτό είναι σίγουρα κακό, παρ’ όλα αυτά ο αριθμός είναι μάλλον χαμηλός σε σύγκριση με τον πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικοκτονιών στη χώρα. Ο Macri, που πρώτα έγινε δημόσια φιγούρα ως πρόεδρος της Μπόκα και στη συνέχεια πολιτικός, ήθελε, για αλλαγή, να προτείνει κάτι επιτέλους δημοφιλές οπότε και πρότεινε να επιτραπούν αυτή τη φορά οι οπαδοί της εκτός έδρας ομάδας: “Εμείς και το ποδόσφαιρό μας είμαστε αρκετά ώριμοι πια γι’ αυτό και πρέπει να το δείξουμε σ’ ολόκληρο τον κόσμο”. Και οι δύο ομάδες, οι ομοσπονδίες και η αστυνομία απέρριψαν την πρόταση για λόγους ασφάλειας. Αντίθετα, απαγορεύτηκαν ακόμα και οι νικητήριοι πανηγυρισμοί στους δρόμους μετά το παιχνίδι.

Οι περιπλοκές με αυτό το Clásico ξεκίνησαν στα τέλη Οκτωβρίου, όταν και οι δύο αγώνες μετατέθηκαν κατά μια βδομάδα ώστε ο επαναληπτικός να μην συμπέσει με την 1η Δεκεμβρίου, όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί – δηλαδή με την σύνοδο των G20 – μια κατανοητή, αν και μάλλον καθυστερημένη, απόφαση. Ο πρώτος γύρος στο γήπερο της Μπόκα επαναπρογραμματίστηκε για το Σάββατο 10 Νοεμβρίου. Οι οπαδοί της Μπόκα μπήκαν στο γήπεδο παρά την έντονη βροχή, που έπεφτε ήδη επί δύο μέρες. Όταν οι οπαδοί είχαν ήδη γεμίσει το στάδιο, ο αγώνας αναβλήθηκε μετά από πυρετώδεις συζητήσεις – αρχικά για μια ώρα και, τελικά, για την επόμενη μέρα. Το γήπεδο είχε γίνει μια τεράστια λίμνη, απλά δεν μπορούσε να διεξαχθεί το παιχνίδι. Ο αγώνας έγινε την Κυριακή, 11 Νοεμβρίου και τελείωσε με ισοπαλία 2-2. Η ισοπαλία στον εκτός έδρας αγώνα σήμαινε ένα μικρό προβάδισμα για την Ρίβερ, ιδιαίτερα καθώς έπαιξε λίγο καλλίτερα (στην Ευρώπη, γκολ που έχουν μπει εκτός έδρας μετράνε “διπλά” στο συνολικό άθροισμα σε περίπτωση ισοβαθμίας μετά και τον επαναληπτικό αγώνα, αλλά αυτός ο κανόνας δεν ισχύει στην Αργεντινή).

Μια βδομάδα πριν τον επαναληπτικό, η ένταση συνέχισε να ανεβαίνει στην πόλη, με τα ΜΜΕ να υποδαυλίζουν τη φωτιά. Δεν υπήρχε ούτε ένας από τους θρύλους του αργεντίνικου ποδοσφαίρου που να χάσει την ευκαιρία να κάνει ένα σχόλιο, μεταξύ των οποίων “αναλύσεις” του τύπου “ο ηττημένος θα χρειαστεί τουλάχιστον 20 χρόνια για να ανακάμψει”. Δύο μέρες πριν τον επαναληπτικό οι οπαδοί της Μπόκα κατάφεραν να μπουν στο βιβλίο Ρεκόρ Γκίνες: πάνω από 50000 χιλιάδες παρακολούθησαν την ανοιχτή τελευταία προπόνηση της ομάδας στο στάδιο Bombonera, την έδρα της Μπόκα. Πολλοί έκλαιγαν· μερικοί όρμησαν, στο τέλος, στο γήπεδο για να αγκαλιάσουν τους παίχτες, οι οποίοι, με τη σειρά τους, συγκινήθηκαν ιδιαίτερα. Η ομάδα ασφαλείας έμεινε στο παρασκήνιο, χωρίς να παρέμβει – άλλωστε “ένα πραγματικό συναίσθημα πάντα συνοδεύεται με μια παράβαση των κανόνων”.

Οι οργανωμένοι οπαδοί στην Αργεντινή είναι συχνά ιδιαίτερα βίαιοι και οργανωμένοι μ’ έναν μαφιόζικο τρόπο, μερικοί δε από αυτούς έχουν ισχυρές πολιτικές διασυνδέσεις. Ο αρχηγός των “Borrachos del Tablón” (“μεθυσμένοι σε φρενίτιδα”), της πιο διαβόητης φράξιας της Barra Brava, των οργανωμένων οπαδών γύρω από την Ρίβερ Πλέητ, δέχτηκε μια επίσκεψη από τις αρχές την ημέρα πριν από τον αγώνα. Η αστυνομία, με τη συνοδεία ενός εισαγγελέα, ερεύνησε ένα διαμέρισμα που ανήκει στον Héctor Godoy, τον αποκαλούμενο και Caverna (“η Σπηλιά“) που βρίσκεται κοντά στο στάδιο. Στη διάρκεια της έρευνας κατασχέθηκαν 300 εισιτήρια και 7 εκατομμύρια πέσος (σχεδόν 160.000 €) σε μετρητά· ο ίδιος ο Caverna, όμως, είχε εξαφανιστεί. Τα εισιτήρια λέγεται ότι είχαν εκδοθεί για συγκεκριμένα μέλη αλλά υπάρχει και η υποψία για πιθανή πλαστογραφία. Τα εισιτήρια στη μαύρη αγορά είναι μια από τις “κεντρικές μπίζνες” των Barras Bravas.

Η ομάδα της Μπόκα πέρασε το βράδυ πριν το ιστορικό Superclasico σε ένα ξενοδοχείο 5 αστέρων στην νεόπλουτη περιοχή Puerto Madero. Καθώς ξεκινούσε με το λεωφορείο προς την κατεύθυνση του Monumental” (του 67.000 θέσεων σταδίου της Ρίβερ Πλέητ), τους ξεπροβόδισαν αρκετές χιλιάδες οπαδοί. Το λεωφορείο έφυγε με κάποια καθυστέρηση, συνοδευόμενο στη διαδρομή μέσα στην πόλη από μια μεγάλη αυτοκινητοπομπή της αστυνομίας, όπως συμβαίνει στην επίσκεψη ενός αρχηγού κράτους. Την ίδια στιγμή οι οπαδοί της Ρίβερ είχαν μπει ήδη στο στάδιο. Όμως, υπήρχαν περίπου 20000 χωρίς εισιτήρια περιμένοντας στην είσοδο του σταδίου περιμένοντας μια ευκαιρία για να μπουν με κάποιο τρόπο. Υπήρχε μαύρη αγορά εισιτηρίων και αρκετές κλοπές· επιπλέον, ομάδες από 100 έως 200 άτομα προσπαθούσαν να περάσουν με το ζόρι από τα σημεία ελέγχου στις εισόδους. Οι 2000 αστυνομικοί που είχαν αναπτυχθεί ήταν απασχολημένοι πλήρως με την αντιμετώπιση της κατάστασης.

Εν τω μεταξύ, το λεωφορείο της Μπόκα και η συνοδεία του πλησίαζαν. Λίγο πριν το στάδιο, έστριψαν σε μια στροφή όπου σχεδόν 1500 οπαδοί της Ρίβερ περίμεναν πίσω από μια χαλαρή αλυσίδα αστυνομικών. Όταν το λεωφορείο έστριψε και επιβράδυνε, το πλήθος πέταξε μπουκάλια και πέτρες, σπάζοντας αρκετά από τα τζάμια του. Η αστυνομία απάντησε με δακρυγόνα αλλά οι οπαδοί της Ρίβερ πέταξαν πίσω μερικά από αυτά, προς το λεωφορείο. Ο οδηγός και αρκετοί παίχτες της Μπόκα τραυματίστηκαν σοβαρά από τα θραύσματα των τζαμιών. Ο αρχηγός τους, Pablo Perez, χρειάστηκε να πάει στο νοσοκομείο με τραύματα κοντά στο μάτι· άλλοι παίχτες, όπως ο διάσημος Carlos Tévez, εισέπνευσαν αρκετά δακρυγόνα και έτρεχαν ζαλισμένοι μπροστά από τις κάμερες και στους διαδρόμους του σταδίου.

Το στάδιο ήταν κατάμεστο και το παιχνίδι προγραμματίστηκε να αρχίσει σε μισή ώρα, στις 5 μμ. Όμως, το χάος συνεχιζόταν μπροστά από το στάδιο, ενώ η μια ταραχώδης συνάντηση στις στοές του σταδίου ακολουθούσε την άλλη. Ο ίδιος ο πρόεδρος της FIFA Infantino ασχολήθηκε άμεσα. Το παιχνίδι αναβλήθηκε, αρχικά για μία ώρα και ένα τέταρτο, για τις 6.15 μμ. Οι παίχτες προθερμαίνονταν στο γήπεδο και οι οπαδοί έκαναν τις χορογραφίες τους στο στάδιο. Τότε, ο αρχηγός της Μπόκα, Perez, επέστρεψε από το νοσοκομείο με επιδέσμους στα μάτια και ο Tévez είπε στους δημοσιογράφους ότι η ομάδα ήταν αδύνατον να παίξει κάτω από τέτοιες συνθήκες. Τελικά, το παιχνίδι αναβλήθηκε για την επόμενη μέρα, την Κυριακή στις 5 μμ. Οι οπαδοί της Ρίβερ εγκατέλειψαν το στάδιο και γύρισαν στα σπίτια τους απογοητευμένοι.

Την Κυριακή, στη 1 το μεσημέρι, το παιχνίδι αναβλήθηκε επ’ αόριστον. Ο πρόεδρος της Ρίβερ Rodolfo D’Onofrio τόνισε ότι ο αγώνας θα γινόταν οπωσδήποτε στο στάδιο της ομάδας του και με φιλάθλους. Ο πρόεδρος της Μπόκα, Daniel Angelici – φίλος του Macri και του δημάρχου Larreta – απαίτησε πλήρη διαλεύκανση των επεισοδίων και, αργότερα, ζήτησε ο αγώνας και το κύπελο να καταλογιστούν στην Μπόκα στα χαρτιά2. Η ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Νότιας Αμερικής, η Commebol, είχε πλέον μεταθέσει το παιχνίδι για τις 8 ή 9 Δεκεμβρίου, με τόπο διεξαγωγής σε ένα γήπεδο εκτός Αργεντινής, σε μια άλλη χώρα.

Ο γερουσιαστής Martín Ocampo, υπεύθυνος Δικαιοσύνης και Ασφάλειας για το Μπουένος Άιρες, αναγκάστηκε να παραιτηθεί, εξαιτίας των επεισοδίων – λίγες μόλις μέρες πριν τη σύνοδο G20. Εν πάσει περιπτώσει, ήταν μόνο στη δεύτερη σειρά των υπεύθυνων για την ασφάλεια της συνόδου· η Patricia Bullrich κρατά τα σκήπτρα. Εξήγησε ξερά ότι όλα θα πάνε καλλίτερα απ’ ό,τι αν το ματς ήταν ακόμα προγραμματισμένο να γίνει στη διάρκεια της συνόδου.

Στις συζητήσεις που ακολούθησαν, υπήρχαν πολλές φήμες για το πώς μπορεί να είχε προκληθεί το χάος στον ποδοσφαιρικό αγώνα. Αλλά πρώτα απ’ όλα, τα εγχώρια και ξένα ΜΜΕ είχαν εγείρει τον εξής προβληματισμό: “αν δεν μπορούν να διαχειριστούν ούτε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, τι θα συμβεί στη σύνοδο G20”; Ένας μπορεί να φανταστεί ζωηρά, για παράδειγμα, ότι ο τομέας ασφαλείας των ΗΠΑ έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στην μεταφορά των αυτοκινητοπομπών που οργανώνονται από την αργεντίνικη αστυνομία – αν υπήρχε καθόλου τέτοια εμπιστοσύνη. Οι δυνάμεις ασφαλείας της Αργεντινής βρίσκονται αυτή τη στιγμή κάτω από τεράστια επιπρόσθετη πίεση για να μην επιτραπεί τίποτα ανάλογο στη διάρκεια της συνόδου. Από αυτή την άποψη, οι ταραχές στο Clásico πιθανόν να χρησιμοποιηθούν ως “πράσινη κάρτα” για την άσκηση βίαιης επιθετικότητας από ένα σύνολο 27000 δυνάμεων ασφαλείας.

Από την άλλη πλευρά, το αφεντικό των Caverna, εξακολουθεί να διαφεύγει τη σύλληψη, κάνοντας δημόσιες δηλώσεις μέσα από ηχητικά μηνύματα στο WhatsApp.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: at the green table, ιδιωματισμός (προφανώς από το χρώμα της τσόχας).

Δεν έχει Χο-Χο-Χο! Η Deliveroo απολύει εκατοντάδες κούριερ λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα!

των IWW1

Το Δίκτυο Κούριερ της IWW (Industrial Workers of the World) καταδικάζει τις πρόσφατες μαζικές λήξεις συμβάσεων σε πόλεις σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο που αφήνουν τουλάχιστον 100 ταχυδιανομείς/κούριερ χωρίς δουλειά πριν τα Χριστούγεννα.

Την προηγούμενη βδομάδα, ένα κύμα άμεσου τερματισμού συμβάσεων σάρωσε μικρότερες και μεγαλύτερες πόλεις από το Λέστερ και το Σέφιλντ μέχρι τη Γλασκώβη. Οι κούριερ αναφέρουν ότι οι ίδιοι και οι συνάδελφοί τους έχουν λάβει ταυτόσημα μέηλ που τους κατηγορούν για δραστηριότητες εξαπάτησης και τερματίζουν άμεσα τις συμφωνίες τους για διανομή με τη δημοφιλή εταιρεία διανομής.

Η έκταση αυτής της μαζικής “εξόντωσης” κούριερ αφορά τη στιγμή της δημοσίευσης έναν αριθμό αρκετά μεγαλύτερο από 100 άτομα και οι ίδιοι οι κούριερ – που αρνούνται σφόδρα την κατηγορία για αδικοπραγία – έχουν μείνει στο σκοτάδι λίγες μόλις μέρες πριν τα Χριστούγεννα χωρίς δουλειά ή τρόπο να προσφύγουν εναντίον αυτών των ισχυρισμών. Μέχρι σήμερα δεν έχουν παρουσιαστεί ενδείξεις ή γεγονότα που να υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς της Deliveroo.

Ο Jamie Johnson, ένας κούριερ από το Σέφιλντ του οποίου σύμβαση τερματίστηκε από την Deliveroo λέει:

Σήμερα πήρα ένα μέηλ από την Deliveroo Rider Support, που απλά με άφησε σε απόλυτη δυσπιστία. Έχω ψευδώς κατηγορηθεί ότι εξαπάτησα την εταιρεία σημειώνοντας λαθεμένα ως “παραδομένες” παραγγελίες που δεν έχω ολοκληρώσει ενώ έχω πληρωθεί γι’ αυτές. Χωρίς οποιαδήποτε ζήτημα συμπεριφοράς ή προειδοποίηση σε ολόκληρη τη διάρκεια που δουλεύω σαν οδηγός ή οποιαδήποτε ευκαιρία να υπερασπιστώ τη θέση μου, ο λογαριασμός μου τερματίστηκε άμεσα αφήνοντάς με σε οικονομική δυσχέρεια στην περίοδο των γιορτών”.

Ο Άλεξ, ένας άλλος κούριερ ο λογαριασμός του οποίου επίσης τερματίστηκε σ’ αυτόν τον σαρωτικό γύρο τερματισμών, μας λέει για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει: “Όπως ακριβώς εκατοντάδες άλλοι [κούριερ] στο Λέστερ και χιλιάδες σ’ ολόκληρη τη χώρα, αισθάνομαι εξαπατημένος από έναν “εργοδότη” ο οποίος δεν μου δίνει κανέναν λόγο γι’ αυτό. Τώρα θα πρέπει να βρω έναν άλλο τρόπο να πληρώσω το ενοίκιό μου μιας και αυτή ήταν η κύρια πηγή εισοδήματος για μένα. Κάτι πρέπει να γίνει”.

Η κλίμακα και η κίβδηλη βάση για τους τερματισμούς αυτούς έχουν καταδικαστεί από το Δίκτυο Κούριερ της IWW, που απαιτούν την άμεση αποκατάσταση από την Deliveroo των οδηγών που έχουν θιγεί. Το συνδικάτο επιμένει, επιπλέον, ότι αν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη για δόλια δραστηριότητα αυτή θα πρέπει να επιβεβαιωθεί και να παρουσιαστεί για κάθε περίπτωση ξεχωριστά για να διασφαλιστεί ότι δεν θα τερματιστεί η συμφωνία οποιουδήποτε διανομέα είναι αθώος.

Ο Chris Fear, οργανωτικός υπεύθυνος του Δικτύου Κούριερ της IWW δηλώνει:

Αυτός ο μαζικός τερματισμός των συμφωνιών των κούριερ μόλις λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα είναι εντελώς άκαρδος. Εκατοντάδες άνθρωποι σ’ ολόκληρη τη χώρα έχουν χάσει τις δουλειές τους, όλοι έχοντας πάρει ακριβώς το ίδιο προετοιμασμένο μέηλ. Όλοι έχουμε ακούσει ότι η οικονομία πλατφόρμας [gig-economy] αναφέρεται ως “Ντικενσιανή”2 αλλά ο η ενσάρκωση του Scrooge από τον Will Shu της Deliveroo είναι πραγματικά πολύ χειρότερος3”.

Το συνδικάτο δηλώνει, επιπλέον, ότι αν οι συγκεκριμένοι κούριερ δεν αποκατασταθούν μαζί με μια πλήρη συγγνώμη από την εταιρεία, θα εξετάσει το ενδεχόμενο περαιτέρω δράσης για να τραβήξει την προσοχή στην απεχθή συμπεριφορά της Deliveroo στους εργαζόμενούς της.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από την αναδημοσίευση στο Libcom: http://libcom.org/news/no-ho-ho-deliveroo-fire-hundreds-couriers-days-christmas-21122018.

2 Στμ. Ο χαρακτηρισμός “Ντικενσιανή” αναφέρεται προφανώς στον Κάρολο Ντίκενς.

3. Στμ. Στο πρωτότυπο υπάρχει ο ιδιωματισμός: “really takes the biscuit”.

Το εξεγερτικό Σχέδιο του καραβανιού: Αλληλεγγύη και πισωγυρίσματα

της Martha Pskowski1

Έχει υπάρξει εκτεταμένη συζήτηση σχετικά με το καραβάνι των μεταναστών που ξεκίνησε από το San Pedro Sula στην Ονδούρα τον Οκτώβριο. Τώρα, όμως, ξέρουμε ότι αυτό το καραβάνι είναι αδύνατον να κατηγοριοποιηθεί σαν μια ομοιογενής οντότητα, καθώς τα μέλη του έχουν ακολουθήσει τον δρόμο τους για την Τιχουάνα με διαφορετικά μέσα μεταφοράς και σύμφωνα με διαφορετικά χρονοδιαγράμματα, για να μην αναφέρουμε τις πολύπλευρες επιθυμίες που έχουν. Ενώ υπάρχει, προς το παρόν, και η πολύ ανησυχητική πραγματικότητα ότι, αφού αντιμετώπισαν την καταστολή κοντά στο σημείο εισόδου στο San Ysidro, χιλιάδες μέλη του καραβανιού έχουν καταλύσει σε πρόχειρους καταυλισμούς στην περιφέρεια της Τιχουάνα.

Παρά την πραγματική βία που οι μετανάστες έχουν αντιμετωπίσει, αυτό το καραβάνι, και οι πρόδρομοί του, συνιστούν παραδείγματα αντίστασης διάσχισης των συνόρων που ταράζουν τα νερά και επανασχεδιάζουν τα όρια της πολιτικής δράσης. Δυστυχώς, ελάχιστες αναφορές στα ΜΜΕ έχουν μπει στον κόπο να καταλάβουν ή να καταγράψουν τις πολλαπλές οργανωτικές διαδικασίες και δυναμικές που κατοχυρώνουν το καραβάνι ως ένα ισχυρό κοινωνικό κίνημα. Οι διαφορετικές, περιπεπλεγμένες ιστορίες πίσω από την μορφή-καραβάνι – συνελεύσεις και σχετικές τακτικές και στρατηγικές για την καλλιέργεια αλληλεγγύηςμοιάζουν να ξεπερνούν το πλαίσιο των περισσότερων συζητήσεων. Αλλά αν πρόκειται να αντιμεωπίσουμε το καραβάνι ως ένα κίνημα και ως μια πολιτική δύναμη που αξίζει να ληφθεί στα σοβαρά υπόψιν, τότε θα πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτό σ’ αυτήν ακριβώς τη γλώσσα και να προσπαθήσουμε να αρθρώσουμε τα χαρακτηριστικά του, να μεταφέρουμε τις δυνατότητές του. Ταξίδεψα για να συναντήσω το καραβάνι στην Οαχάκα, στην Πόλη του Μεξικού και στην Τιχουάνα ενώ μίλησα επίσης με κάποιους από τους οργανωτές στις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να ερευνήσω από πιο κοντά τις συλλογικές σχέσεις, τις πολιτικές συμμαχίες και τους τρόπους κοινωνικότητας που έχουν γεννηθεί μέσα από την θεαματική ύπαρξη του καραβανιού2.

Συνελεύσεις και Συναντήσεις: πολιτική εν κινήσει

Είμαστε ένα εξεγερτικό σχέδιο ακριβώς όπως όλοι εσείς”, φώναζε ο αντιπρόσωπος του Radio Totopo, ενός κοινοτικού ραδιοσταθμού στην Juchitan της Οαχάκα. Στεκόταν σε μια πρόχειρη εξέδρα, μπροστά σε εκατοντάδες μέλη του καραβανιού των μεταναστών, μια υγρή βραδιά του Οκτώβρη. “Αδέλφια, αυτό που κάνετε είναι ιστορικό, γιατί έχετε μπορέσει να νικήσετε τα σύνορα του κόσμου και να αποδείξετε ότι κανείς δεν είναι παράνομος”.

Στον χώρο ενός σταθμού λεωφορείων στην άκρη της πόλης, χιλιάδες μέλη του καραβανιού είχαν στήσει ένα στρατόπεδο. Οι διοργανωτές του “Pueblos Sin Fronteras” άνοιξαν τη νυχτερινή συνέλευση του καραβανιού και έδωσαν το μικρόφωνο στις τοπικές οργανώσεις, όπως το Radio Totopo, που έσπευσαν σε αλληλεγγύη.

Ο γραμματέας του δήμου του Juchitan, Oscar Cruz, ανέβηκε στην εξέδρα. “Καταλαβαίνουμε ότι δεν είστε εδώ επειδή το θέλετε”, είπε στο πλήθος. “Αλλά επειδή οι χώρες σας σάς έχουν αρνηθεί το δικαίωμα να ζείτε. Εξαιτίας των πολυεθνικών εταιριών και των ισχυρών συμφερόντων που πλουτίζουν από τη φτώχεια των ανθρώπων. Εξαιτίας της βίας που δεν σας αφήνει να ζήσετε με ειρήνη. Γι’ αυτό το Juchitan στέκεται αλληλέγγυο μαζί σας”.

Μετά από δύο εβδομάδες πορείας μέσα από μικρές πόλεις στην Τσιάπας και την Οαχάκα, το καραβάνι έχει φτάσει στο Ζάποτεκ, μια πόλη 90000 ανθρώπων, ένα προπύργιο των αυτοχθόνων που οργανώνονται στο Νότιο Μεξικό. Όπως σε πολλές στιγμές του καραβανιού, δεν υπάρχει μια μοναδική οργάνωση που “τρέχει” το όλο εγχείρημα. Οι αξιωματούχοι της πόλης του Juchitan πρόσφεραν φαγητό και νερό, οι εκκλησίες έδωσαν δωρεές και η διεθνική συλλογικότητα Pueblos Sin Fronteras μπόρεσε να βρει λεωφορεία για να μετακινηθούν προς τα βόρεια. Στην καρδιά όλου αυτού ήταν οι χιλιάδες ανθρώπων που συνενώθηκαν για να κινηθούν μέσα από το Μεξικό.

Για 90 λεπτά, τα μέλη του καραβανιού έδωσαν την προσοχή τους στις αποφάσεις τις οποίες θα έπρεπε να πάρουν τις επόμενες μέρες και στα λόγια των τοπικών και εθνικών οργανώσεων που είχαν έρθει να τους υποστηρίξουν. Μέλη του καραβανιού ανέβηκαν στο βήμα για να εξηγήσουν γιατί πρότειναν τον εαυτό τους για να εκπροσωπήσουν την ομάδα σε διαπραγματεύσεις με τις μεξικάνικες αρχές. Γυναίκες τρανς που συμμετέχουν στο καραβάνι πήραν το μικρόφωνο για να απαιτήσουν σεβασμό από τους υπόλοιπους της ομάδας.

Το Radio Totopo είναι μέρος ενός κινήματος αντίστασης στις ισπανικής ιδιοκτησίας “φάρμες” ανεμογεννητριών στην περιοχή του Juchitan. Μεταξύ άλλων ομιλητών ήταν το μαχητικό συνδικάτο των δασκάλων της Οαχάκα, με το όνομα 22ο Τμήμα, και μια ομάδα καθολικών καλογριών. Η συνέλευση δημιούργησε έναν χώρο για τη σύγκλιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης, των αυτοχθόνων και μεταναστευτικών οργανώσεων.

Το επόμενο πρωί, η αυτόκλητη ομάδα ασφάλειας συναντήθηκε κάτω από μια τέντα και προσδιόρισε τα καθήκοντα της ημέρας. Ενώ η δημοτική αστυνομία του Juchitan ήταν διαθέσιμη, τα μέλη του καραβανιού ανέλαβαν έναν καθοριστικό ρόλο στο να διασφαλίσουν ότι καθένας είναι ασφαλής και σέβεται τον δανεικό χώρο. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ένας άντρας από την Ονδούρα με το όνομα Walter, ο οποίος και ανέθεσε καθήκοντα όπως η παρακολούθηση των σταθμών νερού και η διατήρηση της τάξης στις γραμμές για το φαγητό.

Το Juchitan ήταν από τις σπάνιες εξαιρέσεις όπου το καραβάνι είχε ένα βήμα να χρησιμοποιήσει για την βραδινή συνέλευση. Συνήθως ο κόσμος μαζεύεται σε έναν κύκλο και φωνάζουν δυνατά για να ακουστεί η φωνή τους πάνω από τη φασαρία. Αυτό συνέβη μια εβδομάδα αργότερα, στην Πόλη του Μεξικού, όταν η ομάδα έπρεπε να αποφασίσει πώς θα συνέχιζε προς τα βόρεια.

Η έξοδος των μεταναστών και όσων ζητούν άσυλο από την Κεντρική Αμερική άρχισε να φτάνει το Σάββατο 4 Νοεμβρίου σε ένα στάδιο στην ανατολική επέκταση της Πόλης του Μεξικού. Γιατροί πρόσφεραν ιατρικούς ελέγχους, οργανώσεις με βάση στις ΗΠΑ πρόσφεραν νομικές συμβουλες και μια κουζίνα μαγείρευε και έδινε χιλιάδες γεύματα τρεις φορές την ημέρα.

Την Τρίτη, 6 Νοεμβρίου, την ημέρα των ενδιάμεσων εκλογών στις ΗΠΑ, τα μέλη του καραβανιού είχαν πολύ πιο επείγουσες έγνοιες από τα εκλογικά αποτελέσματα. Για τρεις βδομάδες περπατούσαν και έκαναν ωτοστόπ από το San Pedro Sula στην πρωτεύουσα του Μεξικού. Καθώς χιλιάδες άνθρωποι τριγύριζαν εδώ κι εκεί, ο Bartolo Fuentes έφτασε για να δώσει μια συνέντευξη τύπου.

Ο Fuentes είναι ένας οργανωτής και δημοσιογράφος από την Ονδούρα που έχει δουλέψει με μετανάστες από την Ονδούρα για δεκαετίες. Στην ραδιοφωνική του εκπομπή “Sin Fronteras” (“Χωρίς Σύνορα”), στον κοινοτικό ραδιοσταθμό Radio Progreso, μοιράζεται ιστορίες μεταναστών από την Ονδούρα. Έχει επίσης οργανώσει ομάδες μητέρων από την Κεντρική Αμερική που αναζητούν τα εξαφανισμένα παιδιά τους στο Μεξικό, μια παράδοση που τώρα κλείνει 14 χρόνια.

Ενώ το καραβάνι των μεταναστών οργανώθηκε αυθόρμητα αυτόν τον Οκτώβριο, τώρα στηρίζεται στην προπαρασκευαστική δουλειά οργανωτών από το Μεξικό, την Κεντρική Αμερική και τις ΗΠΑ που κινούν το ζήτημα της δικαιοσύνης για τους μετανάστες εδώ και χρόνια. Όταν ο Fuentes άκουσε ότι κόσμος από την Ονδούρα οργανωνόταν μέσα από το Whatsapp και κοινωνικά μέσα δικτύωσης για να φύγει ως μια μεγαλύτερη ομάδα προς το Μεξικό, αποφάσισε να τους βοηθήσει βασισμένος στην πολύχρονη εμπειρία του. Την στιγμή που η ομάδα άφηνε το San Pedro Sula στις 13 Οκτωβρίου, αριθμούσε χιλιάδες άτομα.

Στην Πόλη του Μεξικού, ο Fuentes προσπάθησε να αναδείξει την ιστορία άμεσα, εξηγώντας ότι το καραβάνι κάνει ορατό ένα μακροχρόνιο φαινόμενο. “Καραβάνια γίνονται κάθε μέρα στην Ονδούρα”, φώναξε στο μικρόφωνο αναστατωμένος. “250 με 300 άτομα εγκαταλείπουν την Ονδούρα κάθε μέρα”. Με άλλα λόγια, η τωρινή έξοδος των Ονδουριανών είναι μέρος μιας μεγαλύτερης τάσης συνεχιζόμενης μετανάστευσης από τη χώρα: αυτό που είναι καινούριο είναι οι μορφές με τις οποίες γίνεται αυτή η μετανάστευση, όπως ο πολιτικά πιο ορατός και ο μαζικός χαρακτήρας του ίδιου του καραβανιού. “Αυτό το καραβάνι αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος εγκαταλείπει την Ονδούρα. Αυτό είναι που έχει σημασία, όχι ποιος το οργάνωσε”, συνέχισε. Ο Fuentes έχει κατηγορηθεί από την ίδια την κυβέρνηση της χώρας του ότι οργάνωσε παράνομα το καραβάνι των μεταναστών. Αυτή τη στιγμή περιμένει να επιστρέψει στην Ονδούρα, όπου φοβάται ότι θα μπορούσε να συλληφθεί.

Καθώς το καραβάνι έφτασε σε ένα στάδιο στην Πόλη του Μεξικού, άλλη μια διακριτή πτυχή του μεταναστευτικού ακτιβισμού λάμβανε χώρα κάπου εκεί κοντά, το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ για τις Μεταναστεύσεις. Το Φόρουμ συμπεριελάμβανε για πρώτη φορά την Παγκόσμια Συνάντηση των Μητέρων των Εξαφανισμένων Μεταναστών. Μητέρες και μέλη των οικογενειών εξαφανισμένων μεταναστών βρέθηκαν μαζί από χώρες μεταξύ των οποίων η Γουατεμάλα, το Ελ Σαλβαδόρ, η Ονδούρα, η Σενεγάλη, το Μαρόκο, η Μαυριτανία και η Τυνησία. Ενώ τα τουίτ του Τραμπ και η κάλυψη από τα διεθνή ΜΜΕ έφεραν μια πρωτόγνωρη προσοχή στην πολύ άσχημη κατάσταση των μεταναστών στην Κεντρική Αμερική, το κίνημα στο Μεξικό, αλλά και ευρύτερα, για την υποστήριξη των μεταναστών χωρίς χαρτιά σε μετακίνηση αναπτύσσεται εδώ και χρόνια μέσα από μια αργή αλλά σταθερή οργανωτική δουλειά με τις πληττόμενες κοινότητες.

La Bestia και τα αποτελέσματα της πολιτικής

Αυτή η δουλειά έχει γίνει πιο επείγουσα μόνο τα τελευταία χρόνια και τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Μεξικό έχουν εφαρμόσει άγριες αντιμεταναστευτικές πολιτικές που, πρώτα απ’ όλα, έχουν επιπτώσεις στους Κεντροαμερικανούς. Οι άνθρωποι από την Ονδούρα, τη Γουατεμάλα και το Ελ Σαλβαδόρ περνούν εδώ και δεκαετίες μέσα από την επικράτεια του Μεξικού για να φτάσουν στα σύνορα με τις ΗΠΑ. Η μετανάστευση από το Μεξικό στις ΗΠΑ κορυφώθηκε πριν τη Μεγάλη Ύφεση, και τώρα περισσότεροι Μεξικάνοι επιστρέφουν κάθε χρόνο στην πατρίδα τους από όσους εισέρχονται στις ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, η “ροή” από το Βόρειο Τρίγωνο της Κεντρικής Αμερικής αυξάνεται σταθερά από τη δεκαετία του 1990. Ο αριθμός των μεταναστών από το Βόρειο Τρίγωνο που ζουν στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 25% μεταξύ 2007 και 2015.

Καθώς όλο και περισσότεροι Κεντροαμερικάνοι προσπαθούσαν να μπουν στις ΗΠΑ, οι κυβερνήσεις Μπους και Ομπάμα εκχώρησαν, σαν με εξωτερική ανάθεση, την επιβολή του ελέγχου της μετανάστευσης στο Μεξικό. Αυστηρές απαιτήσεις στη βίζα, που η συντριπτική πλειοψηφία των Κεντροαμερικανών δεν μπορεί να πληροί, τους εξανάγκασε να μπουν στο Μεξικό χωρίς χαρτιά. Πρέπει είτε να διανύσουν τη διαδρομή μόνοι είτε να πληρώσουν έναν οδηγό (ένα κογιότ, coyote) χιλιάδες δολάρια για να εξασφαλίσουν καταφύγιο, μετακίνηση και, συχνά, να δωροδοκήσουν κυβερνητικούς αξιωματούχους για να περάσουν τα σημεία ελέγχου.

Το φορτηγό τραίνο γνωστό ως La Bestia καθόριζε για χρόνια τη διαδρομή των μεταναστών μέσα από το Μεξικό. Ο Óscar Martínez έχει γράψει μια πολύ ζωντανή περιγραφή των κινδύνων, αβεβαιοτήτων, ακόμα και ακρωτηριασμών που συνάντησε στη διαδρομή των μεταναστών, αλλά και τις αξιοθαύμαστες ιστορίες άρνησης πίσω από την ύπαρξή της. Ως εθελοντής σε ένα καταφύγιο μεταναστών στο Ixtepec της Οαχάκα το 2013 και το 2014, παρατήρησα με ποιο τρόπο εκατοντάδες ανθρώπων θα επιβιβάζονταν στο τραίνο για να μετακινηθούν από τη μια πόλη στην άλλη. Μερικές φορές το τραίνο μπορεί να σταματούσε απότομα και οι άνθρωποι να έπεφταν από αυτό, κάποιες φορές υποφέροντας φρικτούς τραυματισμούς. Αλλά, όσο επικίνδυνο κι αν ήταν, το τραίνο παρείχε μια αξιόπιστη επιλογή στους Κεντροαμερικανούς για να κινηθούν προς τα βόρεια.

Όμως, στη διάρκεια του 2014, ο αριθμός ασυνόδευτων ανηλίκων που έφταναν στα σύνορα με τις ΗΠΑ εκτοξεύθηκε. Ο πρόεδρος του Μεξικού Enrique Peña Nieto αντέδρασε σ’ αυτή την αύξηση δημιουργώντας το Σχέδιο για τα Βόρεια Σύνορα. Τρεις μέρες αργότερα, η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της αμερικάνικης Γερουσίας, υπό την κυβέρνηση Ομπάμα, ενίσχυσε το Σχέδιο με 86 κατομμύρια δολάρια, την οποία ακολούθησε επιπρόσθετη χρηματοδότηση από την Πρωτοβουλία Merida.

Θέλοντας μόνο να θέσουν τη ζωή των μεταναστών σε κίνδυνο, οι μεξικάνικες αρχές άρχισαν να τοποθετούν περισσότερους πράκτορες της υπηρεσίας μετανάστευσης κατά μήκος των γραμμών του τραίνου και να αυξάνουν την ταχύτητά του ώστε να αποτρέψουν τους επίδοξους αναβάτες. Μην μπορώντας να ανέβουν με ασφάλεια στο La Bestia, οι μετανάστες αναγκάστηκαν να ακολουθούν απομακρυσμένους παράδρομους και μονοπάτια.

Στις επόμενες επισκέψεις μου στο Ixtepec, λίγοι ήταν αυτοί που ανέβαιναν στο τραίνο. Όσοι κατάφερναν, και έφταναν στο κατάλυμα, συχνά είχαν περπατήσει για μέρες, ακολουθώντας απομακρυσμένα μονοπάτια για να αποφύγουν τα σημεία ελέγχου για τους μετανάστες. Πολλοί είχαν δεχτεί επιθέσεις από μέλη συμμοριών και μικροεγκληματίες που χειρίζονται μασέτες ή όπλα. Οι μετανάστες και οι αναζητούντες άσυλο έπρεπε να παραδώσουν τα όσα λίγα υπάρχοντα και χρήματα κουβαλούσαν. Πολλοί έφταναν ξυπόλητοι στο κατάλυμα· οι κλέφτες δεν τους είχαν αφήσει ούτε τα παπούτσια τους.

Από “κατασκευή”, η συνεχής ροή Κεντροαμερικανών μέσα από την μεξικάνικη επικράτεια είναι σε μεγάλο βαθμό αόρατη στους περισσότερους Μεξικανούς. Μικρές πόλεις σε πολιτείες όπως η Tabasco, η Τσιάπας και η Οαχάκα βιώνουν την καθημερινή έξοδο αλλά έχει υπάρξει μια μικρή υπαναχώρηση των Μεξικάνων πολιτών προς τις πολιτικές του κράτους απέναντι στους μετανάστες.

Ο απερχόμενος πρόεδρος Peña Nieto ενέδωσε στην πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι απελάσεις από το Μεξικό ξεπερνούν τώρα αυτές από τις ΗΠΑ. Το 2017 το Μεξικό απέλασε 94.500 ανθρώπους στην Ονδούρα, τη Γουατεμάλα και το Ελ Σαλβαδόρ. Εν τω μεταξύ, ο επόμενος πρόεδρος Andrés Manuel López Obrador θα ορκιστεί την 1η Δεκεμβρίου. Έχει δηλώσει την υποστήριξή του προς τους μετανάστες (ιστορικά, για τους Μεξικανούς μετανάστες στις ΗΠΑ αλλά πιο πρόσφατα και για τους Κεντροαμερικανούς στο Μεξικό) και είναι σκληρός επικριτής της κυβέρνησης Τραμπ. Αν και ο Peña Nieto ήταν επιφυλακτικός σε σχέση με το να καταστείλει το καραβάνι τις προηγούμενες βδομάδες, όπως έδειξε η προσφορά για την παροχή προσωρινής εργασιακής βίζας και κοινωνικών παροχών στους μετανάστες – η οποία απορρίφθηκε από τους μετανάστες, ο υπουργός εσωτερικών της κυβέρνησής του έχει υιοθετήσει έναν σκληρότερο τόνο και μέτρα απέλασης ως αντίδραση στις προσπάθειες διάσχισης των συνόρων στην Τιχουάνα.

Viacrucis και αυτενέργεια των μεταναστών

Για να καταδείξουν τους σοβαρότατους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι Κεντροαμερικάνοι στο Μεξικό, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών οργανώνουν καραβάνια επί χρόνια. Κάθε χρόνο στη διάρκεια της Σαρακοστής, θρησκευτικές οργανώσεις, που βοηθούν τους μετανάστες, οργανώνουν την “Viacrucis3, ή τις “Στάσεις του Σταυρού”, για να τραβήξουν την προσοχή στην όλη κατάσταση. Πολλοί Καθολικοί στο Μεξικό αναβιώνουν την Viacrucis κάθε χρόνο, με την πιο φημισμένη να είναι αυτή στο προάστειο Iztapalapa στην Πόλη του Μεξικού, όπου χιλιάδες άνθρωποι μαζεύονται για να παρακολουθήσουν την πομπή. Αυτές οι πομπές Viacruces των μεταναστών περιορίζονταν αρχικά στο Νότιο Μεξικό και οι μετανάστες που συμμετείχαν δεν είχαν κάνει καμμιά συλλογική επιλογή να συνεχίσουν προς τα βόρεια σύνορα.

Από το 2014 αυτές οι κατεξοχήν συμβολικές πομπές έχουν αποκτήσει καινούριο νόημα. Εκείνη τη χρονιά, οι ελεγκτές του τραίνου στο Tenosique, στην πολιτεία Tabasco, αρνήθηκαν να μεταφέρουν μέλη της Viacrucis και η ομάδα των 450 ανθρώπων αποφάσισε να περπατήσει μέχρι τον επόμενο προορισμό της, στην Τσιάπας. Καθώς η Viacrucis προχωρούσε, κέρδισε την υποστήριξη των Μεξικανών πολιτών και της τοπικής κυβέρνησης. Έγραψα το 2014:Αυτοί που συμμετέχουν δεν χρειάζεται πλέον να περπατάνε στην εθνική, ελπίζοντας σε προσφορές σε φαγητό και νερό από τους περαστικούς. Χρησιμοποιούν το πολιτικό τους κεφάλαιο για να εξασφαλίσουν λεωφορεία, γεύματα και ιατρικές υπηρεσίες από πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις καθώς και τοπικές οργανώσεις”. Ο αριθμός τους αυξήθηκε στα 1000 άτομα και στην Πόλη του Μεξικού η ομάδα εξασφάλισε “βίζα διέλευσης” που τους επέτρεψε να ταξιδέψουν με ασφάλεια μέχρι τα σύνορα με τις ΗΠΑ, ενώ κάποιοι άλλοι επέλεξαν να μείνουν και να δουλέψουν στο Μεξικό.

Το 2014 ήταν επίσης η χρονιά που έδειξε μια μετατόπιση σττην πολιτική των δικτύων υποστήριξης των μεταναστών στο Μεξικό. Τα περισσότερα καταφύγια δίνουν προσοχή μόνο τις άμεσες υλικές ανάγκες των Κεντροαμερικανών, οι οποίες συχνά είναι δεινές, αλλά δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ευκαιρίες για πολιτική διαπαιδαγώγηση ή οργάνωση. Η Viacrucis του 2014, έδωσε το έναυσμα για συζητήσεις στα καταφύγια, τις συλλογικότητες και τις μη-κερδοσκοπικές οργανώσεις σε ολόκληρο το Μεξικό σχετικά με τον ρόλο των Κεντροαμερικανών. Κάποιοι που αποφάσισαν να ζήσουν στο Μεξικό άρχισαν να μιλάνε για οργανωτικούς ρόλους.

Σίγουρα, η ανάγκη των ανθρώπων χωρίς χαρτιά στο Μεξικό να οργανωθούν είναι σημαντική. Πολλοί είναι απλά περαστικοί από τη χώρα και για την ίδια την ασφάλειά τους θα πρέπει να προτατεύουν την ιδιωτικότητά τους. Αυτοί που αποφασίζουν να ζήσουν στο Μεξικό ή μπαίνουν σε μια κατάσταση αβεβαιότητας, επειδή δεν μπορούν να περάσουν στις ΗΠΑ, αντιμετωπίζονται ως μη-κανονικοί, χωρίς χαρτιά μετανάστες, όπως συμβαίνει λίγο-πολύ σ’ ολόκληρο τον κόσμο: υπόκεινται σε φοβερή εκμετάλλευση, πληρώνονται με τον ελάχιστο μισθό ή και ακόμα λιγότερο και είναι εξαιρετικά εκτεθειμένοι στην αυθαιρεσία των εργοδοτών τους.

Παρ’ όλα αυτά τα πραγματικά εμπόδια στην οργάνωση, οργανώσεις για τα δικαιώματα των μεταναστών έχουν οικοδομήσει, τα τελευταία χρόνια πάνω στην παράδοση της Viacrucis ώστε να συντονίζουν ομάδες στο ταξίδι τους προς τα σύνορα. Δεν ήταν, όμως, παρά το 2018, και τα τουίτ του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με το καραβάνι που προχωρά μέσα από τη μεξικανική επικράτεια, που οι κινητοποιήσεις αυτές γνώρισαν την ευρεία προσοχή των διεθνών ΜΜΕ. Η πράξη της εξασφάλισης ασφαλούς διέλευσης μέσα από το Μεξικό ερμηνεύτηκε από τον πρόεδρο των ΗΠΑ ως μια επερχόμενη “εισβολή”.

Ενώ το Μεξικό έχει μια ισχυρή παράδοση στην υποδοχή προσφύγων από τον “Νότιο Κώνο” της Νότιας Αμερικής όπως και στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη Γουατεμάλα, η αναγνώριση από την κοινή γνώμη της βίας και των διώξεων που πολλοί Κεντρομερικανοί αντιμετωπίζουν στις χώρες τους δεν είναι μεγάλη. Διακρίσεις και ρατσισμός απέναντι στους Κεντροαμερικανούς είναι η κανονικότητα σε πολλά μέρη της χώρας, όπως μαρτυρείται από τις βίαιες διαμαρτυρίες εναντίον του καραβανιού με την άφιξή του στην Τιχουάνα. Μόλις τα μέλη του καραβανιού έφτασαν στο βόρειο σύνορο με τις ΗΠΑ στα μέσα Νοεμβρίου, οι κάτοικοι της Τιχουάνα οργάνωσαν μιαν αντιμεταναστευτική πορεία και ο δήμαρχος υπονόησε ότι τα μέλη του καραβανιού είναι παράνομοι.

Το παράδειγμα της φιλανθρωπίας έχει διαρραγεί στις πρόσφατες κινητοποιήσεις. Αντί απλά να καθιστούν ορατό τον αγώνα των μεταναστών, μεταγενέστερα καραβάνια έχουν οικοδομήσει πολιτική δύναμη για να κάνουν το ταξίδι ασφαλέστερο και να βοηθήσουν τους Κεντροαμερικάνους να ζητήσουν άσυλο στο Μεξικό και στις ΗΠΑ.

Μορφές αλληλεγγύης που αμφισβητούν

Η ορατοποίηση του καραβανιού έχει κάνει πολλούς Μεξικάνους να επανεξετάσουν τις προκαταλήψεις τους σχετικά με την μετανάστευση από την Κεντρική Αμερική και έχει δημιουργήσει ευκαιρίες για να δείξουν την αλληλεγγύη τους. Υπάρχει επίσης ένας αυξανόμενος συντονισμός ανάμεσα σε οργανώσεις με βάση τις ΗΠΑ που μπορούν να προσφέρουν νομική βοήθεια στον κόσμο που επιδιώκει να πάρει άσυλο.

Οργανώσεις όπως η Al Otro Lado (“Στην Άλλη Πλευρά”), βασισμένη στην Τιχουάνα και την Νότια Καλιφόρνια, εργάζονται για να συνδέσουν ανθρώπους που θέλουν άσυλο στο Μεξικό με πηγές βοήθειας στις ΗΠΑ. Η οργάνωση Pueblos Sin Fronteras, που αποτελείται από Κεντροαμερικάνους που ζουν στο Μεξικό καθώς και τους Μεξικανούς και Αμερικανούς συμμάχους τους, είναι μια άλλη οργάνωση που γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα σε ανθρωπιστικές οργανώσεις και στις δύο χώρες. Καθώς το καθολικό δικαίωμα αίτησης ασύλου βρίσκεται κάτω από επίθεση από την κυβέρνηση Τραμπ, αυτά τα δίκτυα δημιουργούν συλλογική δύναμη ώστε να καθίστανται υπόλογες οι αρχές για τον τρόπο που μεταχειρίζονται τους μετανάστες και όσους θέλουν άσυλο.

Η Martha Balaguera και ο Alfonso Gonzales έγραψαν νωρίτερα φέτος στην επιθεώρηση NACLA4 σχετικά με τα μέλη ενός καραβανιού που οργανώθηκε το 2017 από την οργάνωση Pueblos Sin Fronteras. Ακόμα κι όταν κάνουν αίτηση για άσυλο στα επίσημα σημεία εισόδου, οι αιτούντες άσυλο κρατούνται μερικές φορές ακόμα και για μήνες. Αρκετά από τα μέλη του καραβανιού που συνελήφθησαν αφού παραδόθηκαν αυτοβούλως στα σύνορα, διεξάγουν απεργία πείνας όντας φυλακισμένοι στο Κέντρο Κράτησης Adelanto στην κομητεία του San Bernardino, στην Καλιφόρνια. Διαμαρτύρονται για τις άθλιες συνθήκες, την άρνηση παροχής ιατρικής φροντίδας και τις παράλογες εγγυήσεις για αποφυλάκιση που φτάνουν μέχρι και τα 50.000 δολάρια.

Οι Balaguera και Gonzales γράφουν:

Οι εμπειρίες ενδυνάμωσης και αλληλεγγύης των απεργών πείνας, παρά την τόση καταστολή, αψηφούν και προκαλούν τις κοινές αναπαραστάσεις της αδυναμίας των προσφύγων στα χέρια του κράτους. Πραγματικά, η ικανότητα των Εννέα του Adelanto να δουν πέρα από την δική τους δεινή κατάσταση και να απευθυνθούν σε άλλες κοινότητες μεταναστών για να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους μπροστά στην παραβίασή τους, υποδεικνύει ένα αναδυόμενο κίνημα αλληλεγγύης ανάμεσα στους μετανάστες.

Οι οργανωτές έχουν επίσης συγκεντρώσει ποσά για την πληρωμή εγγυήσεων, για να εξασφαλιστούν αφιλοκερδώς δικηγόροι, για να βρεθεί στέγη για τον κόσμο που απελευθερώνεται από τα κέντρα κράτησης, για να συνοδευτούν άνθρωποι προς τα σύνορα ακόμα κι όταν οι περίπολοι της υπηρεσίας Αστυνόμευσης Τελωνείων και Συνόρων (Customs and Border Patrol) αποκρούουν επανειλημμένα τις προσπάθειές τους να ζητήσουν άσυλο. Πολλοί από τους αιτούντες άσυλο και άλλοι μετανάστες έχουν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους το πολύπλοκο σύστημα των ΗΠΑ για τη μετανάστευση· η διεθνική οργάνωση δημιουργεί τώρα δομές ώστε ακόμα και άνθρωποι που δεν έχουν τα οικονομικά μέσα για νομική εκπροσώπηση ή έναν ακριβό διακινητή (coyote) να έχουν μια ευκαιρία για ανθρωπιστική προστασία, είτε στις ΗΠΑ είτε στο Μεξικό. Αντί για μια εξατομικευμένη νομική διαδικασία, αυτές οι ομάδες τονίζουν τους συστηματικούς παράγοντες που ωθούν τον κόσμο να φεύγει από το “Βόρειο Τρίγωνο”.

Καθώς το καραβάνι έφτασε στα βόρεια, διάφορες οργανωτικές προσπάθειες έχουν ξεπηδήσει σε αρκετές πόλεις στις ΗΠΑ. Από τη στιγμή που το καραβάνι έφτασε στην Τιχουάνα, αρκετοί υποστηρικτές και εθελοντές έχουν ταξιδέψει για να προσφέρουν νομική βοήθεια και υλική υποστήριξη. Οργανώσεις βάσης στο Σαν Ντιέγκο, που κινητοποιήθηκαν νωρίτερα φέτος για να υποστηρίξουν το ανοιξιάτικο καραβάνι όταν έφτασε στην Τιχουάνα, παρέχουν ιατρική φροντίδα. Στο Λος Άντζελες, οργανώσεις όπως η Central American Resource Center (Κεντροαμερικανικό Κέντρο Υποστήριξης, CARECEN), η μεγαλύτερη ομάδα από την Κεντρική Αμερική για τα δικαιώματα των μεταναστών στη χώρα, ζήτησε υποστήριξη, αναδεικνύοντας την σύνδεση ανάμεσα στους πρόσφυγες που εγκατέλειψαν το Ελ Σαλβαδόρ στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου τη δεκαετία του 1980 και τα μέλη του καραβανιού σήμερα. Η οργάνωση The New Sanctuary Coalition, με βάση στη Νέα Υόρκη, έχει δεσμευτεί να προσφέρει υποστήριξη για 40 ημέρες (και νύχτες) στην Τιχουάνα.

Οι αφηγήσεις σχετικά με τη μετανάστευση συχνά εστιάζουν στην προσωπική ευρηματικότητα, δύναμη και αποφασιστικότητα. Παρ’ όλα αυτά, το καραβάνι και η αλληλεγγύη που οργανώνεται γύρω από αυτό δείχνουν ότι μέσα από τη συλλογική δράση, οι Κεντροαμερικάνοι μετανάστες και αναζητούντες άσυλο μπορούν να υπερασπιστούν την προσωπική τους ασφάλεια και τα δικαιώματά τους και να επιδιώξουν διεθνή ανθρωπιστική προστασία. Όπως επιχειρηματολογούν οι Balaguera και Gonzales: “Στην περίπτωση αυτών που συμμετέχουν στην Viacrucis, ο αγώνας τους να διασχίσουν το Μεξικό, έχει επανα-οικειοποιηθεί τη διαδρομή αυτή ως κομμάτι ενός αναδυόμενου Μεσοαμερικανικού [Κεντροαμερικάνικου] κοινωνικού προσφυγικού κινήματος”.

Η πορεία του καραβανιού έχει ήδη εμπνεύσει τον σχηματισμό άλλων ομάδων στην Κεντρική Αμερική. Υπάρχουν, τώρα, τουλάχιστον έξι μεγάλες ομάδες που έχουν μπει στο Μεξικό από τα μέσα Οκτωβρίου. Δεν έχουν αποφύγει όλες οι ομάδες τις κρατήσεις και τις απελάσεις. 600 μέλη ενός καραβανιού, ως επί το πλείστον από το Ελ Σαλβαδόρ, συνελλήφθησαν καθώς περνούσαν από τη Γουατεμάλα στην Τσιάπας. Τα μέλη μιας άλλης ομάδας αποφάσισαν να παραδοθούν τις μεξικάνικες αρχές για να ζητήσουν άσυλο. Μην υπολογίζοντας όσους ήταν μέλη των καραβανιών, το Μεξικό έδιωξε από τη χώρα, μόνο στο διάστημα μεταξύ 19 Οκτωβρίου και 25 Νοεμβρίου, πάνω από 9000 Κεντροαμερικάνους. Παρ’ όλα αυτά, τα καραβάνια ανάγκασαν τις μεξικάνικες αρχές να διαπραγματευτούν και έχουν εμπνεύσει τους Μεξικανούς να δράσουν αλληλέγγυα σε έναν χωρίς προηγούμενο βαθμό.

Επισκέφθηκα πρόσφατα την Τιχουάνα, τις πρώτες μέρες της άφιξης του καραβανιού. Η συνοριακή πόλη δεν είναι ξένη με την άφιξη μεγάλων ομάδων μεταναστών, που ζητούν άσυλο ή έχουν απελαθεί. Πριν από δυο χρόνια, χιλιάδες άνθρωποι από την Αϊτή έφτασαν στην πόλη, ελπίζοντας να περάσουν στις ΗΠΑ, μέχρι που ο Μπαράκ Ομπάμα τερμάτισε απότομα το Προσωρινό Καθεστώς Προστασίας τους. Ήδη από το 2016, η υπηρεσία Αστυνόμευσης Τελωνείων και Συνόρων έχει περιορίσει τον αριθμό των ατόμων που μπορούν να μπουν στις ΗΠΑ και να ζητήσουν άσυλο μέσα σε μια μέρα. Εκατοντάδες, και μερικές φορές χιλιάδες, άνθρωποι έχουν εγκλωβιστεί στην Τιχουάνα περιμένοντας τη σειρά τους. Κογκολέζοι, Αϊτιανοί, Ινδοί, Σαλβαδοριανοί, Μεξικάνοι και Ουγκαντέζοι μπορούν να βρεθούν να διασχίζουν το El Chaparral5 κάθε μέρα.

Σε αυτό το μίγμα έφτασαν και περισσότεροι από 5000 Κεντροαμερικάνοι. Ενώ το καραβάνι τους επέτρεψε να φτάσουν στα σύνορα, τα επόμενα βήματά τους δεν είναι ξεκάθαρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ορατές από τη θέση του προσωρινού καταλύματος που έχουν στήσει οι αρχές της πόλης. Η αναμονή για την αίτηση ασύλου μπορεί εύκολα να φτάσει τις εβδομάδες αν όχι και μήνες. Ο πειρασμός να περάσουν απέναντι μαζί με ένα κογιότ είναι πραγματικός για όσους έχουν μια οικογένεια που μπορεί ίσως να πληρώσει γι’ αυτό.

Την Κυριακή, 25 Νοεμβρίου, ένα τμήμα του καραβανιού πλησίασε το έδαφος των ΗΠΑ και ένας ακόμα μικρότερος αριθμός διέσχισε τα σύνορα αψηφώντας τους συνοριοφύλακες που τους κοίταζαν από ψηλά. Τους “καλωσόρισαν” με δακρυγόνα.

Κάποια μέλη του καραβανιού έχουν ξεκινήσει τις γραφειοκρατικές διαδικασίες για να ζητήσουν άσυλο στο Μεξικό ή να κάνουν αίτηση για προσωρινή διαμονή. Άλλοι έχουν αποφασίσει να γυρίσουν στις πατρίδες τους. Παρ’ όλα αυτά, οι χιλιάδες που παραμένουν στην Τιχουάνα, με την πρόθεση να μπουν στις ΗΠΑ, έχουν αψηφήσει τις προσπάθειες των ΗΠΑ και του Μεξικού να καθυστερήσουν τη μετακίνησή τους. Και, σε αντίθεση με όσους πρέπει να περάσουν κρυφά μέσα από την επικίνδυνη μεξικάνικη επικράτεια, συνδέονται τώρα με ένα διευρυνόμενο δίκτυο ανθρώπων και οργανώσεων που πιστεύουν στο δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης.

Οργανώσεις και συλλογικότητες στην Κεντρική Αμερική, το Μεξικό και τις ΗΠΑ, που κάποτε ήταν εξαιρετικά κατακερματισμένες, δημιουργούν τώρα δίκτυα υποστήριξης εκείνων που ζητούν άσυλο καθώς διέρχονται από πολλαπλά εθνικά σύνορα. Οι δυνάμεις που οδηγούν τους ανθρώπους να φύγουν από την Κεντρική Αμερική παραμένουν και η κυβέρνηση Τραμπ περικόπτει βαθμιαία τα νομικά θεμέλια του ασύλου. Μπροστά σ’ αυτούς τους δομικούς φραγμούς, τα δίκτυα αλληλεγγύης στην Κεντρική και τη Βόρεια Αμερική θέτουν τη δουλειά υποδομής για ένα ασφαλέστερο μονοπάτι μέσα από μια εχθρική επικράτεια.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2018/11/30/the-rebel-project-of-the-caravan-solidarities-and-setbacks. Η Martha Pskowski είναι δημοσιογράφος και ερευνήτρια που ζει στην Πόλη του Μεξικού.

2 Μια παρατήρηση σχετικά με τη γλώσσα: σε ολόκληρο το παρόν κείμενο αναφέρομαι σε “μετανάστες” και εναλλακτικά σε “αιτούντες άσυλο” [στμ. Στο αγγλικό κείμενο: asylum seekers]. Αν και υπάρχουν διαφορετικές γνώμες για το πώς πρέπει να αναφερόμαστε στους ανθρώπους που απαρτίζουν το καραβάνι, χρησιμοποιώ τον όρο μετανάστες επειδή τον θεωρώ ως τον πιο εμπεριεκτικό. Πολλοί από αυτούς που είναι στο καραβάνι σχεδιάζουν να κάνουν αίτηση για άσυλο και ανήκουν στις κατηγορίες που το διεθνές δίκαιο θέτει για το άσυλο. “Πρόσφυγες” είναι ένας άλλος κοινά χρησιμοποιούμενος όρος, αλλά δεν τον χρησιμοποιώ σ’ αυτό το πλαίσιο για να αποφύγω την σύγχυση με την νομική κατηγορία των προσφύγων, που είναι κόσμος που μετεγκαθίσταται από μια χώρα σε μια άλλη. Αυτό είναι σε αντίθεση με όσους αναζητούν και αιτούνται άσυλο, που κάνουν αίτηση για ένα νομικό καθεστώς από τη στιγμή που φτάνουν στη χώρα στην οποία αναζητούν προστασία. Ενώ ο όρος μετανάστης συχνά συνδέεται με ανθρώπους που αναζητούν δουλειά, μπορεί να περικλείει μια ευρεία ποικιλία λόγων για τους οποίους οι άνθρωποι μετακινούνται από μια χώρα σε μια άλλη. Δεν θεωρώ ότι το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης περιορίζεται στους αιτούντες άσυλο, ιδιαίτερα καθώς η κυβέρνηση Τραμπ περιορίζει τις κατηγορίες ανθρώπων που μπορούν να ζητήσουν άσυλο. Γι’ αυτό τον λόγο αναφέρομαι σε μετανάστες που, για όποιον λόγο κι αν αποφασίζουν να μεταναστεύσουν, δεν θα πρέπει να ποινικοποιούνται στις χώρες από τις οποίες διέρχονται ή στις χώρες που είναι ο προορισμός τους.

3 Στμ. Viacrucis: κυριολεκτικά η “Οδός του Σταυρού” ή “Στάσεις του Σταυρού”, είναι θρησκευτική διαδρομή που σημαδεύεται με δεκατέσσερις σταυρούς ή με παραστάσεις του Πάθους του Ιησού, που ακολουθείται την περίοδο της Σαρακοστής και συνήθως την Μεγάλη Παρασκευή, ως αναπαράσταση της “Οδού του Μαρτυρίου” που ακολούθησε ο Ιησούς προς τη σταύρωσή του.

4 Στμ. Αναφέρεται στην περιοδική (τριμηνιαία) έκδοση NACLA Report on the Americas της ομώνυμης οργάνωσης North American Congress in Latin America (Βορειοαμερικάνικο Συνέδριο στη Λατινική Αμερική), μιας αριστερής μη-κερδοσκοπικής οργάνωσης που ιδρύθηκε το 1966 με σκοπό να παρέχει πληροφόρηση σχετικά με τις τάσεις στη Λατινική Αμερική και τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Η έκδοση του εντύπου περιοδικού είχε διακοπεί προσωρινά το 2015 αλλά ξανάρχισε τον Μάιο του 2016, από τις εκδόσεις Taylor and Francis του εκδοτικού οίκου Routledge.

5 Στμ. Το El Chaparral είναι συνοριακό πέρασμα (Puerto Fronterizo El Chaparral) και από το 2012 η κύρια πύλη εισόδου αυτοκινήτων, από το Σαν Ντιέγκο στην Τιχουάνα, αντικαθιστώντας ένα προηγούμενο σημείο εισόδου γνωστό ως Puerta México που βρισκόταν ανατολικότερα και ακριβώς δίπλα στο El Chaparral.