Η απειλή για τη Ροτζάβα: ένας αναρχικός στη Συρία μιλά για το πραγματικό νόημα της απόφασης του Τραμπ για απόσυρση των στρατευμάτων

συνέντευξη στο CrimethInc.1

το κείμενο σε pdf

Μετά την απρόσμενη ανακοίνωση από τον Ντόναλντ Τραμπ ότι θα αποσύρει τα στρατεύματα των ΗΠΑ από τη Συρία, λάβαμε το παρακάτω μήνυμα από έναν αναρχικό στη Ροτζάβα, που εξηγεί τι σημαίνει αυτό για την περιοχή και ποια είναι τα διακυβεύματα σε παγκόσμια κλίμακα. Για να αντιληφθείτε το υπόβαθρο, συμβουλευτείτε τα προηγούμενα άρθρα μας:Understanding the Kurdish ResistanceκαιThe Struggle Is not for Martyrdom but for Life.”

Γράφω από τη Ροτζάβα. Για να τα λέμε όλα: δεν μεγάλωσα εδώ και δεν έχω πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που θα χρεαζόμουν για να σας πω με βεβαιότητα τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια σ’ αυτό το μέρος του κόσμου. Γράφω επειδή είναι επείγον να ακούσετε από τους ανθρώπους στη βόρεια Συρία τι πραγματικά σημαίνει για μας η “απόσυρση των στρατευμάτων” που ανήγγειλε ο Τραμπ – και δεν είναι ξεκάθαρο πόσος χρόνος μας απομένει για να το συζητήσουμε. Προσεγγίζω αυτό το καθήκον με όλη της δέουσα ταπεινοφροσύνη εκ μέρους μου.

Δεν είμαι τυπικά ενταγμένος σε οποιαδήποτε από τις ομάδες εδώ. Αυτό μου δίνει τη δυνατότητα να μιλώ ελεύθερα, αλλά πρέπει να τονίσω ότι η οπτική μου δεν αντιπροσωπεύει οποιαδήποτε θεσμική θέση. Αν μη τι άλλο, αυτό το κείμενο θα μπορούσε να είναι χρήσιμο ως ένα ιστορικό ντοκουμέντο ενδεικτικό για το πώς μερικοί άνθρωποι εδώ κατανοούσαν την κατάσταση σ’ αυτό το χρονικό σημείο, σε περίπτωση που καταστεί αδύνατο να μας ρωτήσει κανείς αργότερα.

Η απόφαση του Τραμπ να αποσύρει τα στρατεύματα από τη Συρία δεν είναι ένα “αντιπολεμικό” ή “αντιιμπεριαλιστικό” μέτρο. Δεν θα βάλει ένα τέλος στη σύγκρουση στη Συρία. Αντίθετα, ο Τραμπ δίνει ουσιαστικά στον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν το ΟΚ για να εισβάλλει στη Ροτζάβα και να προχωρήσει σε μια εθνοκάθαρση των ανθρώπων που πολέμησαν σε μεγάλο βαθμό και πέθαναν για να σταματήσουν την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους (ISIS). Αυτή είναι μια συμφωνία μεταξύ δυο ισχυρών αντρών για να εξολοθρεύσουν/τερματίσουν το κοινωνικό πείραμα στη Ροτζάβα και να παγιώσουν αυταρχικές εθνικιστικές πολιτικές από την Ουάσιγκτον μέχρι την Ινσταμπούλ και το Κομπάνι. Ο Τραμπ σκοπεύει να αφήσει το Ισραήλ ως το φαινομενικά πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό πρότζεκτ σ’ ολόκληρη την Μέση Ανατολή, ακυρώνοντας τις δυνατότητες που η επανάσταση στη Ροτζάβα άνοιξε σ’ αυτό το μέρος του κόσμου.

Όλα αυτά θα γίνουν με ένα τεράστιο κόστος. Όσο αιματηρός και τραγικός κι αν είναι ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, αυτό υα άνοιγε όχι απλά ένα κανούριο κεφάλαιο αλλά μια συνέχεια.

Αυτό δεν έχει να κάνει με το πού σταθμεύουν τα αμερικάνικα στρατεύματα. Οι δυο χιλιάδες αμερικανοί στρατιώτες εν προκειμένω είναι μια σταγόνα στον ωκεανό σε όρους του αριθμού των ένοπλων μαχητών στη Συρία σήμερα. Δεν έχουν βρεθεί στην πρώτη γραμμή της μάχης με τον τρόπο που ο αμερικάνικος στρατός ήταν στο Ιράκ2. Σ’ αυτή την περίπτωση, το σημαντικό δεν είναι η απόσυρση αυτών των στρατιωτών. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι η ανακοίνωση του Τραμπ είναι ένα μήνυμα προς τον Ερντογάν με την ένδειξη ότι δεν θα υπάρξουν συνέπειες αν το τουρκικό κράτος εισβάλλει στη Ροτζάβα.

Υπάρχει μεγάλος βαθμός σύγχυσης σχετικά μ’ αυτό, με υποτιθέμενους “αντιιμπεριαλιστές” και αντιπολεμιστές ακτιβιστές όπως η Medea Benjamin να επιδοκιμάζουν την απόφαση του Τραμπ, βάζοντας ανέμελα τη σφραγίδα της “ειρήνης” σε ένα επικείμενο λουτρό αίματος και λέγοντας στα θύματαας πρόσεχαν”. Δεν έχει νόημα να κατηγορούμε τον κόσμο εδώ στη Ροτζάβα επειδή εξαρτώνται από τις ΗΠΑ όταν ούτε η Medea Benjamin ούτε οποιοσδήποτε άλλος σαν αυτήν έχουν κάνει οτιδήποτε για να τους προσφέρουν μια εναλλακτική.

Ενώ εξουσιαστές διαφόρων αποχρώσεων προσπαθούν να θολώσουν το ζήτημα, το άναμα του πράσινου φωτός σε ένα μέλος του ΝΑΤΟ για να εισβάλλει στη Συρία είναι αυτό που είναι “φιλοπόλεμο” και “ιμπεριαλιστικό”. Μιλώντας ως αναρχικός, ο στόχος μου δεν είναι να μιλήσω για το τι θα κάνει ο αμερικάνικος στρατός. Είναι να συζητήσω πώς οι στρατιωτική πολιτική των ΗΠΑ επηρεάζει τον κόσμο και πώς οφείλουμε να αντιδράσουμε. Οι αναρχικοί στοχεύουν να φέρουν την κατάργηση κάθε κυβέρνησης και την διάλυση κάθε κρατικής πολεμικής μηχανής υπέρ οριζόντιων μορφών εθελοντικής οργάνωσης· αλλά όταν οργανωνόμαστε αλληλέγγυα με πληθυσμούς που στοχοποιούνται, όπως αυτοί που υφίστανται και υποφέρουν από τη βία του Ισλαμικού Κράτους και διαφόρων άλλων κρατικών “παιχτών” σ’ αυτή την περιοχή, συχνά βρισκόμαστε μπροστά σε ακανθώδη ερωτήματα όπως αυτά που θα κουβεντιάσω παρακάτω.

Το χειρότερο σενάριο τώρα είναι ο υποστηριζόμενος από την Τουρκία Ελεύθερος Συριακός Στρατός (Turkish-backed Free Syrian Army, TFSA), με την υποστήριξη και του ίδιου του τουρκικού στρατού, να καταλάβει την Ροτζάβα και να διεξάγει μια εθνοκάθαρση σε ένα επίπεδο που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Το έχουν κάνει ήδη αυτό σε μια μικρή κλίμακα στο Αφρίν. Στην Ροτζάβα αυτό θα έπαιρνε ιστορικές διαστάσεις. Θα μπορούσε να είναι ανάλογη της παλαιστινιακής Νάκπα ή της γενοκτονίας των Αρμενίων.

Θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί συμβαίνει αυτό, γιατί θα έπρεπε να νοιάζεστε και τι μπορούμε να κάνουμε από κοινού.

Πρώτα απ’ όλα: σχετικά με το πείραμα στη Ροτζάβα

Το σύστημα στη Ροτζάβα δεν είναι τέλειο. Δεν είναι αυτό το κατάλληλο μέρος για να βγάλουμε στον αέρα τα “άπλυτα”, αλλά υπάρχουν πολλά προβλήματα. Δεν έχω το είδος της εμπειρίας εδώ που ο Paul Z. Simons είχε πριν μερικά χρόνια, όταν η επίσκεψή του στη Ροτζάβα τον έκανε να αισθάνεται ότι όλα είναι πιθανά. Χρόνια και χρόνια πολέμου και στρατιωτικοποίησης έχουν το αντίτιμό τους στις πιο συναρπαστικές πλευρές της επανάστασης εδώ. Παρ’ όλα αυτά, ο κόσμος είναι σε μια απίστευτα επικίνδυνη θέση αυτή τη στιγμή και η κοινωνία που έχει οικοδομήσει αξίζει υπεράσπισης.

Αυτό που συμβαίνει στη Ροτζάβα δεν είναι αναρχία. Όμως, οι γυναίκες παίζουν έναν βασικό ρόλο στην κοινωνία· υπάρχει βασική ελευθερία όσον αφορά τη θρησκεία και τη γλώσσα· εθνικά, θρησκευτικά και γλωσσικά διαφορετικοί πληθυσμοί ζουν ο ένας δίπλα στον άλλον χωρίς ιδιαίτερς πράξεις εθνοκάθαρσης ή σύγκρουσης· ο κόσμος είναι πολύ έντονα στρατιωτικοποιημένος αλλά δεν πρόκειται για ένα αστυνομικό κράτος· οι κοινότητες είναι σχετικά ασφαλείς και σταθερές· δεν υπάρχει πείναι ή κάποια μαζική ανασφάλεια σχετικά με το φαγητό· οι ένοπλες δυνάμεις δεν διαπράττουν μαζικές φρικαλεότητες. Όλες οι πλευρές σ’ αυτόν τον πόλεμο έχουν τα χέρια τους βαμμένα με αίμα, αλλά οι Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG/YPJ) έχουν φερθεί πολύ πιο υπεύθυνα από οποιαδήποτε άλλη πλευρά. Παίρνοντας υπόψιν τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες και τον τεράστιο βαθμό βίας την οποία έχουν υποστεί οι άνθρωποι εδώ, αυτό είναι ένα απίστευτο επίτευγμα. Όλα αυτά είναι σε πλήρη αντίθεση με αυτό που θα συμβεί αν εισβάλλει το τουρκικό κράτος, λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο Τραμπ έχει δώσει στον Ερντογάν το ΟΚ σε αντάλλαγμα για το κλείσιμο μιας τεράστιας πώλησης πυραύλων.

Δεν χρειάζεται να πω ότι δεν θέλω τη διαιώνιση ενός αλά Μπους χωρίς τέλος “πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία”, πολύ δε λιγότερο να συμμετέχω σε οποιοδήποτε είδος “σύγκρουσης πολιτισμών” ανάμεσα στο Ισλάμ και τη Δύση που οι φανατικοί και οι φονταμενταλιστές και των δυο αποχρώσεων φαντασιώνονται. Αντίθετα, αυτό είναι ακριβώς που προσπαθούμε να αποτρέψουμε εδώ. Οι περισσότεροι άνθρωποι που έχει δολοφονήσει το Daesh3 [ISIS] είναι Μουσουλμάνοι· οι περισσότεροι από αυτούς που έχουν πεθάνει πολεμώντας το Daesh είναι Μουσουλμάνοι. Στην Hajin, στην οποία έχω μείνει και όπου βρίσκεται το τελευταίο οχυρί του ISIS, ένας από τους διεθνιστές που πολεμά εδώ και πολύ καιρό το Daesh είναι ένας ευσεβής Μουσουλμάνος – για να μην μιλήσουμε για τους ως επί το πλείστον Άραβες μαχητές από το Deir Ezzor, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι σίγουρα επίσης Μουσουλμάνοι.

Οι φράξιες

Χάριν συντομίας, θα υπεραπλουστεύσω τα πράγματα και θα πω ότι σήμερα υπάρχουν χονδρικά πέντε πλευρές σ’ αυτόν τον Συριακό εμφύλιο: νομιμόφρονες4, Τούρκοι, τζιχαντιστές, Κούρδοι5 και αντάρτες6. Στο τέλος αυτού του κειμένου υπάρχει ένα προσάρτημα που διερευνά τα αφηγήματα που χαρακτηρίζουν κάθε μια από αυτές τις πλευρές.

Κάθε μια πλευρά έχει μια διαφορετική σχέση με τις υπόλοιπες. Θα καταγράψω τις σχέσεις κάθε ομάδας με τις άλλες, ξεκινώντας από την ομάδα με την οποία συνδέονται περισσότερο και τελειώνοντας με αυτές με τις οποίες είναι περισσότερο αντίπαλες:

Νομιμόφρονες: Κούρδοι, Τούρκοι, τζιχαντιστές, στασιαστές

Αντάρτες: Τούρκοι, τζιχαντιστές, Κούρδοι, Νομιμόφρονες

Τούρκοι: αντάρτες, τζιχαντιστές, νομιμόφρονες, Κούρδοι

Κούρδοι: νομιμόφρονες, αντάρτες, Τούρκοι, τζιχαντιστές

Τζιχαντιστές: αντάρτες, Τούρκοι, Κούρδοι, νομιμόφρονες

Αυτό ίσως βοηθά στον “εικονοποίηση” των ομάδων εκείνων που είναι δυνατόν να φτάσουν σε συμβιβασμό και εκείνων που είναι σε ανεπανόρθωτη αντίθεση. Και πάλι, θυμηθείτε, ότι γενικεύω αρκετά.

Θέλω να είμαι ξεκάθαρος ότι κάθε μια από αυτές τις ομάδες παρωθείται από ένα αφήγημα που περιέχει τουλάχιστον έναν πυρήνα αλήθειας. Για παράδειγμα, σχετικά με το ζήτημα ποιος θα πρέπει να κατηγορηθεί για την άνοδο του ISIS, είναι αλήθεια ότι οι ΗΠΑ “όργωσαν το χωράφι” για το ISIS με την εισβολή και κατοχή του Ιράκ και τα καταστραφικά αποτελέσματά τους (το αφήγημα των νομιμοφρόνων)· αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι το τουρκικό κράτος έχει υπόρρητα και κάποιες φορές ανοιχτά και κατάφωρα συμπράξει με το ISIS επειδή το Ισλαμικό Κράτος πολεμούσε ενάντια στον κύριο εχθρό του τουρκικού κράτους (το κουρδικό αφήγημα) και ότι η βάρβαρη αντίδραση του Άσσαντ στην Αραβική Άνοιξη συνέβαλε σε μια δίνη κλιμακούμενης βίας που αποκορυφώθηκε με την άνοδο του Daesh (το αφήγημα των ανταρτών). Και παρ’ όλο που έχω τη μικρότερη συμπάθεια για την οπτική των τζιχαντιστών και του τουρκικού κράτους, είναι βέβαιο ότι αν το ευ ζην των Σουνιτών Αράβων στο Ιράκ ή στη Συρία δεν συμπεριληφθεί σε μια πολιτική διευθέτηση, οι τζιχαντιστές θα συνεχίσουν να μάχονται και αν δεν υπάρξει κάποιου είδους πολιτικής διευθέτησης ανάμεσα στο τουρκικό κράτος και το PKK, η Τουρκία θα συνεχίσει να επιδιώκει να διαλύσει τους πολιτικούς σχηματισμούς των Κούρδων, χωρίς να διστάσει να διαπράξει (ακόμα και) μια γενοκτονία.

Λέγεται ότι οι “Κούρδοι είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας στη Συρία, τρίτης στο Ιράν, τέταρτης στο Ιράκ και πέμπτης στην Τουρκία”. Δεν είναι τυχαίο που όταν Τούρκοι αξιωματούχοι όπως ο Mevlüt Çavuşoğlu απαριθμούν τις “τρομοκρατικές ομάδς” για τις οποίες ανησυχούν περισσότερο στην περιοχή, κατονομάζουν τις YPG πριν το ISIS. Ίσως αυτό μπορεί να βοηθήσει να εξηγηθεί η προσεκτική/διστακτική ανταπόκριση πολλών Κούρδων απέναντι στη Συριακή επανάσταση: από την σκοπιά των Κούρδων, μια καθεστωτική αλλαγή στη Συρία που θα συντελούνταν από τζιχαντιστές υποστηριζόμενους από την Τουρκία χωρίς να συνοδεύεται από μια αλλαγή καθεστώτος και στην Τουρκία θα ήταν χειρότερη από την απουσία οποιασδήποτε αλλαγής καθεστώτος στη Συρία.

Δεν θα αναμασήσω ολόκληρη τη χρονική γραμμή/χρονολόγιο από τους αρχαίους Σουμέριους μέχρι τις αρχές του πολέμου με το PKK στην Τουρκία, την εισβολή στο Ιράκ το 2003, την αραβική άνοιξη και την άνοδο του ISIS. Ας πάμε τα προσπεράσουμε όλα αυτά και ας πάμε στην ανακοίνωση του Τραμπ στις 19 Δεκεμβρίου: “Έχουμε νικήσει το ISIS στη Συρία, τον μοναδικό λόγο για να είμαστε εκεί στη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ”.

Έχει ηττηθεί το ISIS; Και από ποιον;

Ας είμαι ξεκάθαρος: το Daesh δεν έχει ηττηθεί στη Συρία. Μόλις λίγες μέρες πριν έβαλαν κατά της θέσης μας με έναν εκτοξευτή πυραύλων εντελώς ξαφνικά και αστόχησαν για λίγες εκατοντάδες μέτρα μόνο.

Είναι αλήθεια ότι η επικράτειά τους είναι ένα μικρό κλάσμα μόνο αυτής που ήταν κάποτε. Την ίδια στιγμή, απ’ όσο ξέρουμε, έχουν ακόμα χιλιάδες μαχητές, αρκετό βαρύ εξοπλισμό και, πιθανόν, αρκετό μέρος αυτού που απομένει από την ηγεσία της στον θύλακα της Hajin στην κοιλάδα του ποταμού Ευφράτη και στις γύρω ερήμους, ανάμεσα στην Hajin και τα σύνορα με το Ιράκ.

Στον βαθμό που η επικράτειά τους έχει μειωθεί δραστικά, ο Τραμπ λέει ένα απροκάλυπτο ψέμα προσπαθώντας να πιστωθεί αυτό το γεγονός. Το επίτευγμα που ισχυρίζεται για δικό του είναι κυρίως έργο ακριβώς αυτών που τώρα παραδίνει προς θάνατο στα χέρια της Τουρκίας.

Υπό τον Ομπάμα, το υπουργείο Άμυνας και η CIA κυνηγούσαν δραματικά διαφορετικές στρατηγικές σε σχέση με την εξέγερση και τον επακόλουθο εμφύλιο πόλεμο στη Συρία. Η εστίαζε στην ανατροπή του Άσσαντ με οποιοδήποτε αναγκαίο μέσο, στον βαθμό που όπλα και χρήματα που παρείχαν έφταναν στα χέρια της al-Nusra, του ISIS και άλλων. Αντίθετα, το Πεντάγωνο εστίαζε περισσότερο στο να ηττηθεί το ISIS, αρχίζοντας να συγκεντρώνεται στην υποστήριξη τις κατεξοχήν κουρδικές Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG/YPJ) στη διάρκεια της υπεράσπισης του Κομπάνι το 2014.

Τώρα, ως αναρχικός που επιθυμεί τη πλήρη κατάργηση κάθε κυβέρνησης, δεν τρέφω καμμιά αγάπη για το Πεντάγωνο ή την CIA, αλλά αν απιτιμήσουμε αυτές τις δυο προσεγγίσεις σύμφωνα με τους ίδιους τους ομολογημένους στόχους, το σχέδιο του Πενταγώνου δούλεψε αρκετά καλά, ενώ το σχέδιο της CIA ήταν μια πλήρης καταστροφή. Από αυτή την άποψη, είναι δίκαιο να πούμε ότι η κυβέρνηση Ομπάμα συνέβαλε τόσο στην ανάπτυξη του ISIS όσο και στην καταστολή του. Ο Τραμπ, από την πλευρά του, δεν έκανε τίποτα από τα δύο, εκτός από τον βαθμό που το είδος εθνικιστικής ισλαμοφοβίας που προάγει βοηθά στην δημιουργία μιας συμμετρικής μορφής ισλαμιστικού φονταμενταλισμού.

Μέχρι τον Δεκέμβρη, ο Τραμπ διατηρούσε την στρατηγική του Πενταγώνου στη Συρία που κληρονόμησε από την κυβέρνηση Ομπάμα. Υπήρχαν σημάδια σταδιακής αλλαγής αυτών των σχεδίων από τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας John R. Bolton και τον Υπουργό Εξωτερικών Mike Pompeo, που στο βάθος ελπίζει να υπονομεύσει το Ιράν όσον αφορά την προμήθεια πετρελαίου προς την Κίνα. Μέχρι εδώ – και όχι παραπέρα – μπορώ να καταλάβω τις ανησυχίες ενός ψευδο-ειρηνιστή “αντι-ιμπεριαλιστή”: ένας πόλεμος με το Ιράν θα ήταν ένας εφιάλτης, κάνοντας ακόμα χειρότερη την καταστροφή που επέφερε ο πόλεμος στο Ιράκ. Οπότε ναι, στον βαθμό που οι YPG/YPJ αναγκάστηκαν να συντονιστούν με τον αμερικάνικο στρατό, δούλευαν με δυσάρεστους χαρακτήρες των οποίων τα κίνητρα ήταν πολύ διαφορετικά από τα δικά τους.

Συνοψίζοντας: αυτό που έχει φέρει τώρα πλέον την σχεδόν πλήρη ανακατάληψη της επικράτειας που κατείχε το ISIS δεν είναι καμμιά φοβερή επιστήμη. Είναι ο συνδυασμός μιας γενναίας και ικανής χερσαίας δύναμης με αεροπορική υποστήριξη. Σ’ αυτό το είδος συμβατικού χερσαίου πολέμου, είναι εξαιρετικά δύσκολο για μια χερσαία δύναμη χωρίς αεροπορική υποστήριξη να νικήσει μια χερσαία δύναμε που έχει αεροπορική υποστήριξη, άσχετα από το πόσο παθιασμένα πολεμά η πρώτη. Σε μερικά σημεία της Συρίας, αυτό περιελάμβανε τις YPG/YPJ στο έδαφος με την αεροπορική υποστήριξη των ΗΠΑ. Αλλού, πρέπει να ειπωθεί, το ISIS απωθήθηκε από τον συνδυασμό της ρωσικής αεροπορικής υποστήριξης και των νομοταγών στο καθεστώς δυνάμεων (SAA) μαζί με πολιτοφυλακές υποστηριζόμενες από το Ιράν.

Έξωθεν παρεμβάσεις

Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ανακαταληφθεί αυτή η περιοχή από το ISIS με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Η συνεργασία των YPG/YPJ με τον αμερικανικό στρατό παραμένει αμφιλεγόμενη και επίμαχη, αλλά το γεγονός είναι ότι κάθε πλευρά στη συριακή σύγκρουση έχει στεριώσει και υποστηριχθεί από μεγαλύτερες εξωγενείς δυνάμεις και θα είχε καταρρεύσει χωρίς αυτή την υποστήριξη.

Άτομα που χρησιμοποιούν την τουρκική, νομοταγή και τζιχαντιστική αφήγηση, συχνά επισημαίνουν ότι το Κομπάνι θα είχει πέσει και οι YPG/YPJ δεν είχαν καταφέρει ποτέ να ανακαταλάβουν την ανατολική Συρία από το Daesh χωρίς την αεροπορική υποστήριξη των ΗΠΑ. Ανάλογα, η συριακή κυβέρνηση και το καθεστώς Άσσαντ ήταν πολύ κοντά στην στρατιωτική κατάρρευση το 2015, κοντά στη χρονική στιγμή που η Τουρκία “βολικά” κατέρριψε ένα ρωσικό μαχητικό αεροπλάνο και ο Πούτιν αποφάσισε ότι η Ρωσσία θα βοηθούσε το καθεστώς Άσσαντ οτιδήποτε και αν απαιτούσε κάτι τέτοιο. Οι αντάρτες, από την πλευρά τους, δεν θα είχαν φτάσει ποτέ τόσο κοντά να ανατρέψουν τον Άσσαντ με στρατιωτικά μέσα χωρίς την μαζική βοήθεια από την τουρκική κυβέρνηση, τα κράτη του Κόλπου, τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και πιθανόν, σε κάποιο επίπεδο, το Ισραήλ, αν και οι λεπτομέρειες για κάτι τέτοιο είναι λίγο θολές από τη θέση που βρίσκομαι.

Και οι τζιχαντιστές – το Daesh, η al-Nusra, η Αλ Κάιντα και άλλοι – δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποκτήσουν τον έλεγχι της μισής Συρίας και του μισού Ιράκ αν οι ΗΠΑ δεν ήταν τόσο ανόητες ώστε να αφήσουν έναν στρατιωτικό εξοπλισμό στην αιχμή της τεχνολογίας στα χέρια της ιρακινής κυβέρνησης, η οποία ουσιαστικά τον εγκατέλειψε. Τους βοήθησε, επίσης, ότι έφτανε στα χέρια τους και ένας τεράστιος αριθμός πόρων από τους προαναφερθέντες χορηγούς των ανταρτών. Βοήθησε επίσης ότι η Τουρκία άφησε τα αεροδρόμια και τα σύνορά της ανοιχτά σε τζιχαντιστές από ολόκληρο τον κόσμο που ξεκίνησαν για να προσχωρήσουν στο Daesh. Φαίνεται επίσης ότι υπήρξε κάποιο είδος οικονομικής βοήθειας από τα κράτη του Κόλπου, είτε επίσημα είτε μέσα από άλλα συγκαλυμμένα κανάλια.

Το τουρκικό κράτος έχει τη δική του ατζέντα. Με κανέναν τρόπο δεν είναι ένας απλός “ενδιάμεσος” των ΗΠΑ. Αλλά εν τέλει, είναι ένα μέλος του ΝΑΤΟ και μπορεί να υπολογίζει 100% στην υποστήριξη της αμερικάνικης κυβέρνησης – όπως πολύ παραστατικά δείχνει η πώληση πυραύλων από τις ΗΠΑ προς την Τουρκία, λίγες μόνο μέρες πριν από το τουίτ της απόσυρσης.

Με όλα αυτά υπόψιν, μπορούμε να δούμε γιατί οι YPG/YPJ επέλεξαν να συνεργαστούν με τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Το θέμα μου δεν είναι να υπερασπιστώ αυτή την απόφαση, αλλά να δείξω ότι κάτω από αυτές τις περιστάσεις, ήταν η μόνη πρακτική εναλλακτική στην εξαφάνιση. Την ίδια στιγμή, είναι καθαρό ότι η στρατηγική αυτή δεν έχει δημιουργήσει καμμιά ασφάλεια για το πείραμα στην Ροτζάβα. Ακόμα κι αν αφήσουμε κατά μέρος ηθικούς προβληματισμούς, υπάρχουν προβλήματα με το να βασίζεται κανείς στις ΗΠΑ – ή τη Γαλλία, τη Ρωσσία, την Τουρκία, τη Σαουδική Αραβία ή οποιαδήποτε άλλη κρατική κυβέρνηση που έχει τη δική της κρατική ατζέντα. Ως αναρχικοί, πρέπει να μιλήσουμε πολύ σοβαρά για το πώς να δημιουργήσουμε άλλες επιλογές για τους ανθρώπους σε περιοχές συγκρούσεων. Υπάρχει οποιαδήποτε μορφή διεθνούς οριζόντιου αποκεντρωμένου συντονισμού που θα μπορούσε να έχει λύσει τα προβλήματα που ο κόσμος στη Ροτζάβα αντιμετώπιζε ώστε να μην είχαν αναγκαστεί να εξαρτώνται από τις στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ; Αν δεν βρούμε καμμιά απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα όταν κοιτάμε στη Συρία της περιόδου 2013-2018, υπάρχει κάτι που θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει νωρίτερα; Αυτά είναι εξαιρετικά πιεστικά ερωτήματα.

Κανείς δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι το ISIS έφτασε στην τρέχουσα κατάσταση σχετικής αδυναμίας από ένα πολυεθνικό, δημοκρατικό και “από τα κάτω” κίνημα αντίστασης, που παρεμπιπτόντως συμπεριελάμβανε και διεθνιστές εθελοντές από ολόκληρο τον κόσμο. Εν όψει της εντολής του Τραμπ για την εγκατάλειψη και προδοσία του αγώνα ενάντια στο ISIS, κάθε ειλικρινές άτομο που θέλει στα σοβαρά να βάλει ένα τέρμα στη διάδοση “αποκαλυπτικών” φονταμενταλιστικών ομάδων τρόμου όπως το ISIS ή οι επικείμενοι διάδοχοί τους θα έπρεπε να σταματήσει να υπολογίζει στο κράτος και να βάλει όλες τις δυνάμεις του στην άμεση υποστήριξη αποκεντρωμένων, πολυεθνικών, εξισωτιστικών κινημάτων. Γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο ότι τέτοια κινήματα είναι η μοναδική μας ελπίδα.

Τι σημαίνει η απόσυρση των στρατευμάτων;

Δεν με εκπλήσσει που ο Τραμπ και οι Αμερικάνοι “προδίδουν έναν σύμμαχο” – δεν νομίζω ότι είχε κανείς εδώ την αυταπάτη ότι ο Τραμπ ή το Πεντάγωνο σκόπευαν να υποστηρίξουν το πολιτικό σχέδιο στη Ροτζάβα. Κοιτώντας πίσω, μέσα από την ιστορία, ήταν αρκετά καθαρό ότι όταν ηττήθηκε το ISIS, οι ΗΠΑ θα εγκατέλειπαν την Ροτζάβα στο έλεος του τουρκικού στρατού. Αν οι δυνάμεις των YPG/YPJ είχαν συρθεί στο να ξεριζώσουν το ISIS από τα τελευταία τους προπύργια, αυτό ίσως να είναι ένας λόγος.

Αλλά εξακολουθεί να μας εκπλήσσει και να μας μπερδεύει ότι ο Τραμπ θα έσπευδε να εγκαταλείψει αυτό το “πάτημα” που οι ΗΠΑ χάραξαν στην “Ρωσοσφαίρα” – και ότι το στρατιωτικό κατεστημένο των ΗΠΑ θα τον άφηνε να κάνει κάτι τέτοιο. Από τη σκοπιά της διατήρησης της παγκόσμιας στρατιωτικής ηγεμονίας των ΗΠΑ, αυτή η απόφαση δεν βγάζει κανένα νόημα. Είναι ένα ανέξοδο δώρο στον Πούτιν, τον Ερντογάν και το ISIS, που θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί την κατάσταση για να αναγεννηθεί σ’ ολόκληρη την περιοχή, ίσως με μια καινούρια μορφή – περισσότερα σχετικά μ’ αυτό στη συνέχεια.

Παρεμπιπτόντως, η απόσυρση από τη Συρία δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι η σύγκρουση με το Ιράν είναι εκτός τραπεζιού. Αντίθετα, συγκεκριμένα “γεράκια” στην αμερικάνικη κυβέρνηση ίσως το δουν αυτό σαν ένα βήμα προς την εδραίωση μιας θέσης από την οποία κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό.

Όπως και να το δούμε, η απόφαση του Τραμπ είναι πολύ σημαντική είδηση. Υποδεικνύει ότι το “βαθύ κράτος” των ΗΠΑ δεν έχει δύναμη πάνω στην εξωτερική πολιτική του Τραμπ. Υπονοεί ότι το νεοφιλελεύθερο πρότζεκτ των ΗΠΑ είναι ξοφλημένο ή τουλάχιστον ότι κάποια στοιχεία της αμερικάνικης άρχουσας τάξης θεωρούν κάτι τέτοιο. Συνεπάγεται επίσης ένα μέλλον στο οποίο εθνικιστές-πατριώτες αυταρχικοί όπως ο Ερντογάν, ο Τραμπ, ο Άσσαντ, ο Bolsonaro και ο Πούτιν θα είναι στη θέση του οδηγού παγκοσμίως, συνωμοτώντας για να διατηρήσουν την εξουσία τους πάνω στις ιδιωτικές τους κτήσεις.

Σ’ αυτή την περίπτωση, ολόκληρη η μετα-ψυχροπολεμική εποχή της αμερικανικής στρατιωτικής ηγεμονίας έχει τελειώσει και μπαίνουμε σε μια πολυπολική εποχή στην οποία τύρρανοι θα κυβερνούν “βαλκανοποιημένα” αυταρχικά έθνη-κράτη: σκεφτείτε την Ευρώπη πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι φιλελεύθεροι (και οι αναρχικοί;) που φαντάζονται ότι θα μπορούσε να είναι καλά νέα, είναι ανόητοι που πολεμούν χτεσινούς εχθρούς και χτεσινές μάχες. Η de facto φαιοκόκκινη συμμαχία των εξουσιαστών σοσιαλιστών και φασιστών που πανηγυρίζουν γι’ αυτό μας σπρώχνουν γρήγορα κακήν κακώς σε έναν θαυμαστό γενναίο κόσμο στον οποίον όλο και περισσότερα μέρη του κόσμου θα μοιάζουν με τα χειρότερα κομμάτια του συριακού εμφυλίου πολέμου.

Και μιλώντας σήμερα από το προνομιακό/ιδιαίτερο αυτό σημείο, εδώ, σήμερα, δεν το λέω αυτό ελαφρά τη καρδία.

Τι θα συμβεί στη συνέχεια;

Δυστυχώς, τα κουρδικά και αριστερά κινήματα στην Τουρκία έχουν αποδεκατιστεί τα τελευταία χρόνια. Θα εκπλησσόμουνα ιδιαίτερα αν υπήρχε οποιοδήποτε είδος εξέγερσης στην Τουρκία, άσχετα από το τι συμβαίνει στην Ροτζάβα. Δεν θα έπρεπε να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να ελπίζουμε ότι μια τουρκική εισβολή εδώ θα πυροδοτούσε μια στάση στο βόρειο Κουρδιστάν.

Εκτός κι αν κάτι πραγματικά απρόσμενο, υπάρχουν βασικά δύο πιθανές εκβάσεις εδώ.

Πρώτο σενάριο

Στο πρώτο σενάριο, η το Κόμμα της Δημοκρατικής Ενότητας (PYD) θα κάνει κάποιο είδος συμφωνίας με το καθεστώς Άσσαντ, πιθανόν με λιγότερο ευνοϊκούς όρους απ’ ό,τι θα ήταν δυνατό πριν από την τουρκική εισβολή στο Αφρίν· και οι δυο πλευρές θα κάνουν κάποιες παραχωρήσεις και θα συμφωνήσουν να πολεμήσουν από την ίδια πλευρά αν εισβάλλει η Τουρκία. Αν η Ρωσσία συνυπογράψει μια τέτοια συμφωνία, αυτό θα ήταν αρκετό για να αποτρέψει το να γίνει μια εισβολή. Είτε οι YPG/YPJ είτε οι SAA θα αποτελειώσουν τον θύλακα της Hajin, και ο πόλεμος θα μπορούσε βασικά να τελειώσει με την εξαίρεση του Idlib.

Τόσο το καθεστώς Άσσαντ όσο και οι διάφοροι κατεξοχήν κουρδικοί σχηματισμοί έχουν υπάρξει μέχρι τώρα ιδιαίτερα “ξεροκέφαλοι” στο να διαπραγματευτούν αλλά, ίσως, η απειλή και για την Ροτζάβα και το καθεστώς Άσσαντ είναι τόσο μεγάλη που να διαλέξουν αυτή την επιλογή. Είναι πιθανό ότι αυτός είναι ένας από τους στόχους της τουρκικής απειλής ή ακόμα και της απόσυρσης από τον Τραμπ: να αναγκαστούν οι YPG να αφήσουν την στρατιωτική αυτονομία στο καθεστώς Άσσαντ.

Οι YPG, το PYD και οι συναφείς οργανώσεις δεν είναι αυτή τη στιγμή σε μια καλή διαπραγματευτική θέση, αλλά το καθεστώς Άσσαντ ξέρει ότι τουλάχιστον μπορεί να “παζαρέψει” μαζί τους, ενώ αν η βόρεια Συρία είναι κατηλειμμένη από τους υποστηριζόμενους από την Τουρκία τζιχαντιστές και διαφόρων ειδών πλιατσικολόγους, είναι αβέβαιο τι θα συμβεί μετά. Η Ροτζάβα έχει κάποια από τα καλλίτερα κομμάτια αγροτικής γης στη Συρία στον βορρά καθώς και πετρελαιοπηγές στα νότια.

Μπορώ να εικάσω μόνο ποιοι μπορεί να είναι οι όροι αυτής της θεωρητικής συμφωνίας. Στο διαδίκτυο γίνονται πολλές υποθέσεις: γλωσσικά δικαιώματα, κανονικοποίηση της κουρδικής υπηκοότητας, υπολογισμός της θητείας στις YPG ως στρατιωτικής θητείας ώστε οι στρατιώτες που πολεμούν το ISIS όλα αυτά τα χρόνια να μπορέσουν να επιστρέψουν σαν πολίτες αντί να καταταχθούν αμέσως στον συριακό στρατό, κάποιο είδος περιορισμένης πολιτικής αυτονομίας ή κάτι παρόμοιο. Σε αντάλλαγμα, οι YPG και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει ουσιαστικά να παραδώσουν τον στρατιωτικό και πολιτικό έλεγχο περιοχών που ελέγχονται από τους αντάρτες (SDF) στο καθεστώς.

Μπορεί να έχει κανείς εμπιστοσύνη ότι το καθεστώς Άσσαντ θα τηρήσει μια συμφωνία αφότου αποκτήσει τον έλεγχο; Πιθανόν όχι.

Για να είμαστε σαφείς, είναι πολύ εύκολο για μένα να μιλώ αφηρημένα για το καθεστώς Άσσαντ ως το μικρότερο κακό. Είμαι ενήμερος για τις πολλές φρικαλεότητες που έχει διαπράξει το καθεστώς, αλλά δεν τις ξέρω από πρώτο χέρι ο ίδιος και εδώ που βρίσκομαι δεν είναι το μέρος της Συρίας στο οποίο έκαναν τα χειρότερα, οπότε συχνότερα ακούω ιστορίες από τους ντόπιους για το Daesh και άλλους τζιχαντιστές, για να μην αναφέρω την Τουρκία. Υπάρχουν πιθανόν άνθρωποι σε άλλα μέρη της Συρίας που βλέπουν την ανάκτηση της εξουσίας από το καθεστώς Άσσαντ με τον ίδιο τρόμο που ο κόσμος εδώ βλέπει τον τουρκικό στρατό και το ISIS.

Εν πάσει περιπτώσει, υπάρχουν κάποια σημάδια ότι αυτό το πρώτο σενάριο ίσως είναι πιθανό. Το καθεστώς έχει στείλει στρατεύματα στο Manbij, σε ένα από τα μέτωπα όπου αυτή τη στιγμή αναπτύσσονται μεγάλες δυνάμεις του τουρκικού στρατού και των συμμάχων του (TFSA). Υπάρχουν συναντήσεις ανάμεσα στο PYD και το καθεστώς καθώς και με τους Ρώσους. Μια διαπραγμάτευση, με τη διαμεσολάβηση της Αιγύπτου, ανάμεσα στο PYD και το καθεστώς προγραμματίζεται να λάβει χώρα σύντομα.

Το πρώτο σενάριο δεν έχει να προσφέρει ένα πολύ ελκυστικό σύνολο επιλογών. Δεν είναι αυτό για το οποίο ο Jordan Mactaggart ή οι χιλιάδες Σύριοι που πολέμησαν και πέθαναν με τις YPG/YPJ έδωσαν τη ζωή τους. Αλλά θα ήταν προτιμότερο από το άλλο σενάριο

Δεύτερο σενάριο

Με το δεύτερο σενάριο, το καθεστώς Άσσαντ θα “ποντάρει τα χαρτιά του” στην Τουρκία αντί των YPG.

Σ’ αυτή την περίπτωση, κάποιος συνδυασμός των τουρκικών δυνάμεων και των σχετιζόμενων “ενδιάμεσών” τους θα εισβάλλουν από τον βορρά ενώ το [συριακό] καθεστώς θα εισβάλλει από τον νότο και δυτικά. Οι YPG θα πολεμήσουν μέχρι θανάτου, από δρόμο σε δρόμο, από τετράγωνο σε τετράγωνο, σε μια θύελλα φωτιάς που θα θυμίζει την εξέγερση του γκέτο της Βαρσοβίας ή την Παρισινή Κομμούνα, χρησιμοποιώντας όλες τις αμυντικές τακτικές που απέκτησαν πολεμώντας το ISIS. Ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων θα σκοτωθεί. Τελικά, το καθεστώς Άσσαντ και ο τουρκικός στρατός και οι υποστηριζόμενες από αυτόν δυνάμεις θα εδραιώσουν κάποια γραμμή ανάμεσα στις ζώνες που ελέγχουν. Για το προβλέψιμο μέλλον θα μπορούσε να υπάρχει ένα είδος τουρκο-τζιχανιστικού κράτους της “πλάκας”, ένα Βορειοσυριακό κράτος Πολέμαρχων (Northern Syrian Warlordistan).

Οποιοιδήποτε εναπομείναντες Κούρδοι, Ασσύριοι, Αρμένιοι, χριστιανοί και άλλες μειονότητες θα εκδιώχνονταν, θα εκκαθαρίζονταν εθνοτικά ή θα τρομοκροτούνταν. Ο υποστηριζόμενος από την Τουρκία FSA και άλλες συναφείς πολιτοφυλακές πιθανόν θα πλιατσικολογούσαν οτιδήποτε θα έπεφτε στα χέρια τους. Μακροπρόθεσμα, η Τουρκία πιθανόν να στοίβαζε τους Σύριους πρόσφυγες που βρίσκονται τώρα στην Τουρκία πίσω σ’ αυτές τις κατακτημένες περιοχές, επιφέροντας μη αναστρέψιμες δημογραφικές μεταβολές που θα μπορούσαν να γίνουν αιτία μελλοντικών εθνοτικών συγκρούσεων στην περιοχή.

Δεν θα έπρεπε να πιστέψουμε την παραμικρή διαβεβαίωση από το τουρκικό κράτος ή τους απολογητές του ότι αυτό δεν θα είναι το αποτέλεσμα της εισβολής του, καθώς αυτό είναι ακριβώς που έχουν κάνει στο Αφρίν και δεν έχουν κανένα λόγο να συμπεριφερθούν διαφορετικά στη Ροτζάβα. Θυμηθείτε: από την σκοπιά του τουρκικού κράτους, οι YPG/YPJ είναι ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός στη Συρία.

Ας μιλήσουμε, τώρα, για το Daesh. Παρά την επαπειλούμενη εισβολή, οι ΣΔΔ εξακολουθούν την “εκκαθάριση” του θύλακα του ISIS στην Hajin. Αν δεν υπήρχε το γεγονός ότι η Τουρκία προσφέρει στο Daesh σανίδα σωτηρίας με την απειλή της εισβολής [στη Ροτζάβα], το Daesh θα ήταν καταδικασμένο, καθώς είναι περικυκλωμένο από τις SDF, τις συριακές δυνάμεις (SAA), και τον ιρακινό στρατό. Αλλά επιτρέψτε μου να πως: το πράσινο φως που ο Τραμπ δίνει στην Τουρκία για να εισβάλλει στην Ροτζάβα, είναι πρακτικά το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να σώσει το ISIS.

Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα πει πράγματα εννοώντας ότι η Τουρκία υπόσχεται να αποτελειώσει το ISIS. Για να πιστέψει κανείς αυτό το ψέμα, θα έπρεπε να είναι πολιτικά αδαής – ναι – αλλά επιπλέον, θα έπρεπε να είναι και αγεωγράφητος. Αυτό περιγράφει, πιο πολύ από κάθε άλλον, τους υποστηρικτές του Τραμπ.

Ακόμα κι αν η τουρκική κυβέρνηση είχει οποιαδήποτε πρόθεση να πολεμήσει το Daesh στη Συρία – μια πρόταση που είναι εξαιρετικά αμφίβολη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν πόσο διευκόλυνε η Τουρκία την “απογείωση” του ISIS – ακόμα και για να φτάσουν το Hajin και την κοιλάδα του Ευφράτη, οι τουρκικές δυνάμεις θα έπρεπε να “σαρώσουν” ολόκληρη την περιοχή της Ροτζάβα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να φτάσουν στην Hajin. Αν δεν είστε εξοικειωμένοι με την περιοχή, κοιτάξτε τον χάρτη και θα καταλάβετε τι λέω.

Το καθεστώς Άσσαντ κρατά θέσεις κατά μήκος του Ευφράτη ποταμού απέναντι τόσο στις θέσεις τόσο των SDF όσο και του Daesh και θα ήθελε και μπορούσε να αποτελειώσει τον τελευταίο θύλακα του ISIS. Όσο με αφορά, θα προτιμούσα να δω το καθεστώς να υφίσταται τις απώλεις στην περιοχή αυτή για να το πετύχει αυτό παρά να δω τις YPG να επεκτείνονται υπέρμετρα και να αιμορραγούν κι άλλο. Αλλά το ζήτημα εδώ είναι ότι όταν ο Τραμπ λέει κάτι εννοώντας ότι “η Τουρκία θα αποτελειώσει το ISIS!”, στέλνει ένα απροκάλυπτο “σφύριγμα” στους σκληροπυρηνικούς της Τουρκίας ότι μπορούν να επιτεθούν στην Ροτζάβα και ότι αυτός δεν θα τους σταματήσει. Δεν έχει καμμιά σχέση με το ISIS και έχει να κάνει τα πάντα με την εθνοκάθαρση στη Ροτζάβα.

Αν μη τι άλλο, ακόμα κι αν ο Άσσαντ συμμαχήσει με την τουρκική κυβέρνηση, μπορούμε να ελπίζουμε ότι οι δυνάμεις του καθεστώτος θα αποτελειώσουν και πάλι το ISIS. Αν γίνει αυτό που θέλει η Τουρκία και κάνει αυτό για το οποίο μιλά ο Τραμπ, ανοίγοντας βίαια τη διαδρομή μέσα από ολόκληρη τη Ροτζάβα μέχρι τη Hajin, είναι πιθανόν να προσφέρουν στους πολεμιστές του Daesh ασφαλές πέρασμα, καινούρια ρούχα, τρία γεύματα την ημέρα και αυτό το χωριό, που ζω τώρα, σε αντάλλαγμα για την βοήθειά τους στην μάχη εναντίον μελλοντικών κουρδικών εξεγέρσεων.

Οπότε, λοιπόν, αυτό είναι που συμβαίνει: κηρύσσοντας την νίκη επί του ISIS, ο Τραμπ κανονίζει τον μοναδικό τρόπο χάρις στον οποίο οι μαχητές του ISIS θα μπορούσαν να ξεφύγουν από αυτή την κατάσταση με τις δυνατότητές τους άθικτες. Είναι, για να πούμε το λιγότερο, Οργουελλικό.

Η μόνη άλλη επιλογή που μπορώ να φανταστώ, αν οι διαπραγματεύσεις με το καθεστώς Άσσαντ καταρρεύσουν ή το PYD αποφασίσει να ακολουθήσει τον ανηφορικό ηθικό δρόμο και δεν συμβιβαστεί με το καθεστώς – που είναι αναξιόπιστο και έχει διαπράξει πλήθος φρικαλεοτήτων από μόνο του – θα ήταν να αφήσουν το σύνολο των μαχητών των SDF να “διαλυθούν” στον άμαχο πληθυσμό, επιτρέποντας στην Τουρκία και τους “εκπροσώπους” της να πορευτούν στην Ροτζάβα χωρίς να χάσουν τις μάχιμες δυνάμεις των YPG/YPJ, ξεκινώντας αμέσως μια ανταρσύα. Αυτό ίσως να ήταν εξυπνότερο από μια καταδικασμένη έσχατη μάχη, αλλά ποιος ξέρει.

Κοιτώντας μπροστά

Προσωπικά, θέλω να δω τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία να τελειώνει και το Ιράκ, με κάποιο τρόπο, να “γλιτώνει” άλλον έναν κύκλο πολέμου στο κοντινό μέλλος. Θέλω να δω το ISIS να αποτρέπεται από την αναγέννηση των ριζών του και να προετοιάζεται για έναν νέο γύρο βίας. Αυτό δεν σημαίνει να εντατικοποιήσουμε τους τρόπους αστυνόμευσης αυτού του μέρους του κόσμου – σημαίνει να υιοθετήσουμε τοπικές λύσεις στα πρόβλημα του πώς διαφορετικοί άνθρωποι και πληθυσμοί μπορούν να συνυπάρχουν, και πώς μπορούν να προστατέψουν τους εαυτούς τους από ομάδες όπως το Daesh. Αυτό είναι κομμάτι αυτού που ο κόσμος στην Ροτζάβα προσπαθεί να κάνει και αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο Τραμπ και ο Ερντογάν βρίσκουν το πείραμα εκεί τόσο απειλητικό. Τελικά, άλλωστε, η ύπαρξη ομάδων όπως το ISIS κάνει την εξουσία τους να μοιάζει, σε σύγκριση, προτιμότερη, ενώ συμμετοχιά, οριζόντια, πολυεθνικά εγχειρήματα δείχνουν ακριβώς πόσο καταπιεστικό είναι το μοντέλο τους.

Η ανατροπή του Άσσαντ με στρατιωτικά μέσα είναι ένα νεκρό σχέδιο – ή, τουλάχιστον, τα πράγματα που θα έπρεπε να γίνουν για να επιτευχθεί αυτό στο κοντινό μέλλον είναι ακόμα πιο τρομακτικά απ’ ό,τι είναι το ίδιο το καθεστώς. Ελπίζω ότι με κάποιο τρόπο, μια μέρα, θα μπορέσει να υπάρξει ένα είδος επίλυσης ανάμεσα στο καθεστώς και τις YPG/YPJ, το καθεστώς και τους αντάρτες στο Idlib και όλους τους άλλους που έχουν υποφέρει εδώ. Αν ο καπιταλισμός και η τυραννία του κράτους είναι το πρόβλημα, αυτό το είδος εμφυλίου πολέμου δεν είναι η λύση, αν και μοιάζει πιθανόν αυτό που έχει συμβεί στη Συρία θα συμβεί και αλλού στον κόσμο, καθώς οι κρίσεις που γεννιούνται από τον καπιταλισμό, την κρατική εξουσία και τις εθνικές συγκρούσεις φέρνουν τους ανθρώπους σε αντίθεση.

Τι μπορείτε να κάνετε διαβάζοντας αυτό το κείμενο σε ένα ασφαλέστερο και πιο σταθερό μέρος του κόσμου;

Πρώτα απ’ όλα μπορείτε να διαδώσετε την άποψη ότι η απόφαση του Τραμπ δεν είναι ούτε ένας τρόπος για να έλθει η ειρήνη στη Συρία ούτε μια επιβεβαίωση ότι έχει ηττηθεί το ISIS. Μπορείτε να πείτε στον υπόλοιπο κόσμο αυτά που σας είπα για το πώς φαίνεται η κατάσταση από εδώ, σε περίπτωση που δεν θα έχω τη δυνατότητα να το κάνω ο ίδιος.

Δεύτερον, στην περίπτωση μιας τουρκικής εισβολής, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε όλα τα μέσα που διαθέτετε για να δυσφημίσετε και να εμποδίσετε το τουρκικό κράτος, τον Τραμπ και οποιονδήποτε άλλο έχει ανοίξει το δρόμο για μια τέτοια έκβαση. Ακόμα κι αν δεν είστε ικανοί να τους σταματήσετε – ακόμα κι αν δεν μπορείτε να σώσετε τις ζωές μας – θα είστε μέρος της οικοδόμησης του είδους εκείνου κοινωνικών κινημάτων και συλλογικής ικανότητας που θα είναι αναγκαία για να σωθούν οι ζωές άλλων στο μέλλον.

Επιπλέον, μπορείτα να αναζητήσετε τρόπους για να φτάσουν διάφοροι πόροι στους ανθρώπους που μένουν σ’ αυτό το μέρος του κόσμου, που έχουν υποφέρει τόσα πολλά και θα συνεχίσουν να υποφέρουν καθώς θα εξελίσσεται η επόμενη πράξη αυτής της τραγωδίας. Μπορείτε επίσης να ψάξετε τρόπους για να υποστηρίξετε τους Σύριους πρόσφυγες που είναι διασκορπισμένοι σε ολόκληρο τον κόσμο.

Τέλος, μπορείτε να σκεφτείτε πώς θα μπορούσαμε να θέσουμε καλλίτερες επιλογές στο τραπέζι την επόμενη φορά που θα ξεσπάσει μια εξέγερση όπως αυτή στη Συρία. Πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι οι κυβερνήσεις θα πέσουν πριν η βασιλεία τους ανοίξει τον δρόμο στη βασιλεία της ωμής δύναμης, στην οποία μόνοι οι εξεγερμένοι που υποστηρίζονται από άλλα κράτη μπορούν να αποκτήσουν έλεγχο; Πώς μπορούμε να προσφέρουμε άλλα οράματα για τον τρόπο που οι άνθρωποι μπορούν να ζουν και να ικανοποιούν τις ανάγκες τους από κοινού, και να κινητοποιήσουμε τη δύναμη που απαιτείται για να τα εφαρμόσουμε και να τα υπερασπιστούμε σε μια διεθνική βάση χωρίς την ανάγκη οποιουδήποτε κράτους;

Πρόκειται για μεγάλα ερωτήματσα, αλλά έχω πίστη σε σας. Πρέπει να έχω.

Προσάρτημα: Αντίπαλα αφηγήματα

Αντλώντας από αυτή την χρήσιμη επισκόπηση, παραθέτω μια ανασκόπηση των αφηγήσεων που βλέπουμε συχνά από διαφορετικές πλευρές στον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία:

Το αφήγημα των νομιμοφρόνων:

  • Έμφαση στο ότι οι ΗΠΑ και άλλες χώρες υποστήριξαν και χρηματοδότησαν αντάρτες για τους δικούς τους γεωπολιτικούς σκοπούς ως της κύριας αιτίας για την κλιμάκωση της σύγκρουσης.

  • Η ύπαρξη του ISIS αποδίδεται κυρίως πέσιμο της βοήθειας προς τους αντάρτες σε λάθος χέρια και κυρίως ως αποτέλεσμα τωμ καταστροφικών αποτελεσμάτων του πολέμου στο Ιράκ το 2003.

  • Έμφαση στους δεσμούς και τη συνεργασία μεταξύ αποκαλούμενων μετριοπαθών ανταρτών και ομάδων όπως η Hay’at Tahrir al-Sham (HTS) ώστε να ισχυριστούν ότι όλοι είναι μέρος του ίδιου προβλήματος.

  • Αποκλίνουσες απόψεις για τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) και τη νομιμοποίησή τους. Αυτό μοιάζει να διαφέρει μεταξύ των ομάδων των νομιμοφρόνων, με κάποιους να σκέφτονται ότι είναι σχεδόν εξίσου κακές με τους παραδοσιακούς αντάρτες και άλλους να τις βλέπουν ως συμμάχους απέναντι στο ISIS και τους υποστηριζόμενους από την Τουρκία αντάρτες.

Το αφήγημα των Δυτικών, των Αράβων του Κόλπου και των ανταρτών:

  • Έμφαση στην Αραβική Άνοιξη και στο πώς η βάναυση καταστολή της (σχετικά) ειρηνικών διαμαρτυριών οδήγησε σε μια κλιμάκωση της σύγκρουσης και ένοπλη στάση και τελικά σε πλήρη εμφύλιο πόλεμο.

  • Απόδοση της ύπαρξης του ISIS κυρίως στις ενέργειες του Άσσαντ. Συχνά με τον ισχυρισμό ότι οι βαρβαρότητες του και η στήριξή του σε σεχταριστικές πολιτοφυλακές δημιούργησαν ένα περιβάλλον στο οποίο το ISIS μπορούσε να αναπτυχθεί και να κερδίσει υποστήριξη. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο στρατός του Άσσαντ στοχοποιούσε εσκεμμένα περισσότερο άλλους αντάρτες και όχι το ISIS, και συνεπώς ευθύνεται σε έναν μεγάλο βαθμό για την άνοδό του.

  • Έμφαση στο ότι υπάρχει μια καθαρή διάκριση ανάμεσα σε μετριοπαθείς και ακραία ριζοσπάστες αντάρτες, οι οποίοι θα πρέπει να διαχωρίζονται σε μια ειλικρινή ανάλυση

  • Οι απόψεις σχετικά με τις SDF ποικίλει από τις μη φιλικές μέχρι αυτές της ακραίας εχθρότητας. Συχνά εκφράζονται τονίζοντας περιπτώσεις στις οποίες οι Συριακός Αραβικός Στρατός (SAA) και οι SDF συνεργάστηκαν. Σε ηπιότερες μορφές, αυτό το αφήγημα κριτικάρει μια γενικά αντιλαμβανόμενη υπέρμετρη στήριξη στους Κούρδους σε περιοχές που η πλειοψηφία είναι Άραβες, αναγνωρίζοντας, παρ’ όλα αυτά, την νομιμοποίηση της οργάνωσης στις περιοχές όπου πλειψηφεί ο κουρδικός πληθυσμός.

Το αφήγημα των Τούρκων:

Το τουρκικό αφήγημα είναι βασικά το ίδιο με το προηγούμενο στα περισσότερα ζητήματα, με τη σημαντική εξαίρεση ότι η εχθρότητα προς τις SDF εντείνεται στα άκρα. Εδώ, τονίζονται οι δεσμοί ανάμεσα στις SDF και το PKK και οι SDF χαρακτηρίζονται ως μια παράνομη τρομοκρατική οργάνωση που αποτελεί απειλή για την Τουρκία και καταπιέζει τους Άραβες των τοπικών περιοχών.

Το αφήγημα των Δυτικών και των Κούρδων:

  • Η σύγκρουση θεωρείται συχνά ως μια ιστορική ευκαιρία για τον κουρδικό λαό στην αναζήτησή του για εθνική αυτονομία. Δίνεται έμφαση στις διακρίσεις που υφίσταντο οι Κούρδοι πριν από τον πόλεμο και πώς τώρα μπορούν να πάρουν στα χέρια τους τις υποθέσεις τους.

  • Η ευθύνη για την ύπαρξη και την επέκταση του ISIS αποδίδεται κυρίως στην Τουρκία. Αναδεικνύεται ιδιαίτερα η αδράνεια της Τουρκίας στη διάρκεια της μάχης του Κομπάνι, μαζί με κατηγορίες για άμεση υποστήριξη του ISIS και εισαγωγή πετρελαίου από το Ισλαμικό Κράτος.

  • Σχετικά με τους αντάρτες, οι απόψεις τείνουν να έρχονται πιο κοντά σ’ αυτές των νομιμοφρόνων. Οι αντάρτες (αν μη τι άλλο, σε περιοχές που έχει σημασία) θεωρούνται είτε ως προέκταση της Τουρκίας είτε ως τρελοί ακραίοι ριζοσπάστες για τους οποίους η Τουρκία κάνει τα στραβά μάτια. Η γραμμή ανάμεσα στους αντάρτες και το ISIS είναι συχνά θολή, αν και δεν τσουβαλιάζονται μαζί στον ίδιο βαθμό που γίνεται στο αφήγημα των νομοταγών.

  • Οι SDF θεωρούνται ως ο μοναδικός υγιής και ηθικός ένοπλος παράγοντας σε μια μάχη που κατά τα άλλα χαρακτηρίζεται ως μάχη μεταξύ κακών. Προς υποστήριξη αυτής της οπτικής δίνεται έμφαση στις βαρβαρότητες τόσο ανταρτών όσο και των νομοταγών.

Το αφήγημα του ISIS και των ριζοσπαστών Ισλαμιστών:

  • Η έναρξη της σύγκρουσης θεωρείται ως μια μεγάλη αφύπνιση των Μουσουλμάνων εναντίον των αποστατών Αλεβιτών κυρίαρχων. Δίνεται έμφαση στην αλληλεγγύη των ξένων μαχητών προς τους βασανιζόμενους Σύριους αδελφούς.

  • Αυτή η οπτική περιλαμβάνει τόσο το ίδιο το ISIS όσο και την Αλ Κάιντα και άλλες παρόμοιες ριζοσπαστικές ομάδες, που θεωρούν το ISIS σαν μια ομάδα που πρόδωσε την τζιχαντιστική υπόθεση.

  • Οι αντάρτες θεωρούνται ως αφελείς ξεπουλημένοι που υπηρετούν τα συμφέροντα ξένων κυβερνήσεων και εφαρμόζουν μη ισλαμικές ιδέες για λογαριασμό τους. Δίνεται επίσης έμφαση στο ότι οι αντάρτες διαπραγματεύονται και φτάνουν σε συμφωνίες με τους νομιμόφρονες, μόνο και μόνο για να προδοθούν και να χάσουν εδάφη.

  • Οι SDF θεωρούνται ως άθεοι αποστάτες που πληρώνονται από τις ΗΠΑ. Η κύρια διαφορά με την Τουρκία [σε σχέση με τις SDF] είναι ίσως η έμφαση που δίνεται στην απουσία της θρησκείας και όχι, μάλλον, στις σχέσεις με το PKK.

2 Στο Hajin, όπου βρίσκεται το τελευταίο προπύργιο του ISIS, η θέση των Αμερικάνων είναι πολύ πιο πίσω από το μέτωπο, σε απόσταση βολής πυροβολικού αλλά έξω από την εμβέλεια των όποιων όπλων έχει το Daesh, ώστε να μπορούν να βρίσκονται εκεί και να βομβαρδίζουν χωρίς να δέχονται πυρά σε απάντηση, ενώ αυτοί που διακινδυνεύουν είναι οι χερσαίες δυνάμεις των Μονάδων Προστασίας του Λαού (YPG) και οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF). Αυτό είναι ακριβώς που ο τουρκικός στρατός θα μας έκανε αν η Τουρκία εισέβαλε στην Ροτζάβα.

3 Στμ. Daesh (και Daish) : το αραβικό ακρωνύμιο του Ισλαμικού Κράτους, dāʿish: αντ-νταουλάτ αλ-ισλαμίγια – νταουλάτ σημαίνει στα αραβικά Κράτος, αυτό που από τα τουρκικά ξέρουμε ως Δοβλέτι.

4 Στμ. Με τον όρο νομιμόφρονες εννοούμε τις δυνάμεις που είναι πιστές στο καθεστώς Άσσαντ και το συριακό κράτος.

5 Στην πραγματικότητα υπάρχουν άλλα δύο κύρια κόμματα στο ιρακινό Κουρδιστάν πέρα από το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK). Το καθένα έχει τον δικό του στρατό και αστυνομία· παλιότερα ενεπλάκησαν σε έναν πραγματικό εμφύλιο μεταξύ τους. Και δεν συμπαθιούνται καθόλου. Το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα (KDP), η δυναστεία της οικογένειας Μπαρτζανί, είναι περισσότερο ευθυγραμμισμένο με την Τουρκία και τις ΗΠΑ· πριν ήταν πιο κοντά στον Σαντάμ Χουσεΐν. Έχουν κακές σχέσεις με την κυβέρνηση στη Ροτζάβα· είναι γενικά αντιπαθείς εδώ γιατί βασικά έμειναν στην άκρη και άφησαν να συμβεί η καταστροφή στο Sinjar στην “αυλή” τους ενώ το PKK πάσχιζε scrambled to rush into the breach. Η Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν (PUK) έχει καλλίτερες σχέσεις με το Ιράν, το PKK και την εδώ κυβέρνηση. Υπάρχει μια πολιτοφυλακή στη Ροτζάβα που σχετίζεται με το KDP, με το όνομα Peshmerga της Ροτζάβα· και έχει επίσης πολύ μικρή υπόληψη επειδή έχουν περάσει ολόκληρο τον πόλεμο κάνοντας πολύ λίγα ενώ οι YPG πέθαιναν κατά ομάδες πολεμώντας το ISIS. Όλα αυτά λέγονται απλά για να πούμε ότι δεν υπάρχει μια μοναδική κουρδική θέση· υπάρχουν και αντιδραστικές κουρδικές ομάδες.

6 Προσέξτε ότι οι Σύριοι αντάρτες δεν ήταν ποτέ ομοιογενείς· ανάμεσά τους μπορείτε να βρείτε τόσο στοιχεία ευθυγραμμισμένα με την Τουρκία και τους τζιχαντιστές και στοιχεία που βρίσκονται πιο κοντά στο YPG/YPJ. Δυστυχώς, αρκετοί από αυτούς που ενδιαφέρονταν για πιο “δημοκρατικές” λύσεις για την κατάσταση στη Συρία αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα χρόνια πριν.

Πλεονάζων πληθυσμός, κοινωνική αναπαραγωγή και το πρόβλημα της συγκρότησης της τάξης

του Bue Rübner Hansen1

Το μαύρο λούμπεν προλεταριάτο, σε αντίθεση με την εργατική τάξη του Μαρξ, δεν έχει απολύτως κανένα μερίδιο στη βιομηχανική Αμερική. Υπήρχε στον πάτο της αμερικάνικης κοινωνίας, έξω από το καπιταλιστικό σύστημα, που ήταν η βάση της καταπίεσης των μαύρων. Ήταν τα εκατομμύρια των μαύρων οικιακών βοηθών και αχθοφόρων, βοηθών νοσοκόμων και συντηρητών, πλυστρών και μαγείρων, κολίγων, των χωρίς ιδιοκτησία κατοίκων των γκέτο, οι μητέρες των επιδομάτων πρόνοιας και οι μικροαπατεώνες των δρόμων. Στο χαμηλότερο επίπεδό τους, στον πυρήνα, ήταν τα μέλη των συμμοριών, οι νταβατζήδες και οι πόρνες, οι χρήστες ναρκωτικών και οι διακινητές τους, οι κοινοί κλέφτες και δολοφόνοι. Elaine Brown, A Taste of Power2.

Εισαγωγή

Σήμερα, λίγοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η μισθωτή εργασία θα επεκταθεί σταδιακά για να καλύψει την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού. Κάποτε, αυτή ήταν η συνθήκη της ιστορικής πεποίθησης ότι ο καπιταλισμός θα δημιουργούσε τις συνθήκες υπό τις οποίες η μισθωτή εργασία θα μπορούσε να οργανωθεί σαν μια παγκόσμια δύναμη, ισάξια αντίπαλος του κεφαλαίου. Αντίθετα, μια άλλη τελεολογία εμφανίστηκε, ισχυριζόμενη ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη συνεπάγεται την αποδιοργάνωση της εργατικής τάξης. Αντί να είναι ένα αφήγημα ανάπτυξης αυτό είναι, μάλλον, ένα αφήγημα παρακμής, επισφάλειας, παράτυπης εργασίας3 και εξαθλίωσης.

Ο Μαρξ είχε προβλέψει κάποτε ότι μια επανάσταση θα γινόταν οργανωτικά εφικτή μέσα από την “ολοένα επεκτεινόμενη ένωση των εργατών” και υλικά κατεπείγουσα εξαιτίας του βαθέματος της προλεταριακής μιζέριας: “Μια ριζική επανάσταση δεν μπορεί παρά να είναι η επανάσταση ριζικών αναγκών”4. Στον 20ο αιώνα, ο συνδυσμός αθλιότητας και οργάνωσης ήταν σπάνιος, εξαιτίας των παραχωρήσεων που έγιναν στην οργανωμένη εργασία στον παγκόσμιο Βορρά, παραχωρήσεις που, σε μεγάλο βαθμό, έγιναν δυνατές από την εκμετάλλευση, την εξαθλίωση και τη βίαιη καταπίεση των πληθυσμών των αποικιών. Σήμερα, αντίθετα, βλέπουμε μια τάση προς την αποδιοργάνωση της εργασίας στον Βορρά, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον ανταγωνισμό από τους χαμηλά αμοιβόμενους και λιγότερο οργανωμένους εργάτες στον παγκόσμιο Νότο. Φαίνεται, λοιπόν, ότι τα δύο στοιχεία της θεωρίας του Μαρξ είναι αμοιβαία αποκλειόμενα, αλλά με έναν τρόπο διαφορετικό από αυτόν που πολλοί πίστευαν στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η ιδέα της πλήρους απασχόλησης και της συνδικαλιστικής οργάνωσης θεωρούνταν ως μια δυνατότητα. Αντίθετα, τα ισχυρά επιχειρήματα του ίδιου του Μαρξ για το αδύνατο της πλήρους απασχόλησης έχουν επανα-ενεργοποιηθεί μέσα από ένα ξαναδιάβασμα της θεωρίας του για τον “γενικευμένο νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης” και της τάσης του καπιταλισμού να παράγει πλεονάζοντες πληθυσμούς5.

Οι πιο επιφανείς ειδήμονες αυτής της επανα-ενεργοποίησης είναι οι υποστηρικτές της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης, μεταξύ των οποίων η κολλεκτίβα Endnotes είναι πιθανόν η φωνή με την μεγαλύτερη επιρροή στον αγγλοσαξωνικό κόσμο. Ο Fredric Jameson, για παράδειγμα, πρόσφερε πρόσφατα την προκλητική πρόταση ότι το Κεφάλαιο είναι ένα βιβλίο μάλλον σχετικά με την ανεργία παρά την εκμετάλλευση6. Τα γραπτά των θεωρητικών της κομμουνιστικοποίησης είναι ενδιαφέροντα τόσο επειδή προσφέρουν ένα επεξηγηματικό πλαίσιο για την κατανόηση των εμπειρικά παρατηρούμενων φαινομένων της “παράτυπης” εργασίας και της ανάπτυξης της εξαθλίωσης και των παραγκουπόλεων, αναλυόμενα από συγγραφείς όπως οι Jan Breman και Mike Davis, και επειδή είναι μια από τις πιο καλά επεξεργασμένες μεταξύ των (έτσι κι αλλιώς λίγων) σύγχρονων μαρξιστικών προσπαθειών να σκεφτούμε τις συνθήκες της επαναστατικής κομμουνιστικής πρακτικής σήμερα.

Το παρόν κείμενο βάζει ως διαγνωστικό σημείο αναφοράς του αυτές τις θεωρητικές εξελίξεις, με σκοπό να εξετάσει τις προκλήσεις που θέτουν με όρους του ζητήματος της ταξικής συγκρότησης και οργάνωσης. Προτείνει ότι το κεντρικό καθήκον της συγκρότησης της τάξης είναι να απαντήσει στο πρόβλημα της ενδεχομενικότητας της προλεταριακής αναπαραγωγής, που είναι κοινή για όλους τους προλετάριους αλλά ο καθένας την αντιμετωπίζει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Αυτό σημαίνει ότι η συγκρότηση της τάξης πρέπει να ξεκινά αναγνωρίζοντας ότι οι τρόποι της πάλης των προλετάριων είναι εξαιρετικά ποικίλοι: ανάμεσα στην οριακή συνθήκη των αγροτών που αγωνίζονται ενάντια στην προλεταριοποίησή τους μέχρι την κλασσική φιγούρα του μισθωτού εργάτη που απεργεί, υπάρχει ένα ολόκληρο φάσμα αγώνων με τους οποίους οι φεμινίστριες συγγραφείς και οι συγγραφείς ενάντια στην αποικιοκρατία είναι πιο συντονισμένοι, σε σχέση με τους περισσότερους μαρξιστές. Από τη στιγμή που αναγνωρίζουμε αυτή τη συγκροτητική ετερογένεια των εκμεταλλευόμενων και στερημένων πληθυσμών του κόσμου, αναγνωρίζουμε ότι οποιαδήποτε γενική θεωρία “του προλεταριάτου” ως επαναστατικού φορέα θα πρέπει να ξεκινήσει από την αυτο-οργάνωση και τη σύνθεση των διαφορών και ιδιαίτερα των διαφορετικών στρατηγικών ζωής και επιβίωσης.

Για να επεξεργαστούμε μια τέτοια θεωρία, επιστρέφουμε στον Μαρξ της 18ης Μπρυμαίρ, ένα κείμενο που δεν ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη της αφηρημένης διαλεκτικής της κομμουνιστικής επανάστασης αλλά για την ανάπτυξη και εφαρμογή μιας μεθόδου ανάλυσης συγκεκριμένων αγώνων. Το κείμενο έχει σωστά εγκωμιαστεί από πολλούς ως υπόδειγμα υλιστικής ανάλυσης της συγκυρίας – της κρίσης, των σχέσεων των ταξικών δυνάμεων, της ιστορικής χρονικότητας των γεγονότων, της δυναμικής της πολιτικής αντιπροσώπευσης και βίας κλπ. Ο πλούσιας υφής διαλογισμός στο παιχνίδι της ενδεχομενικότητας και της αναγκαιότητας στη γαλλική επανάσταση του 1848 και τον απόηχό της, είναι μια σημαντική διόρθωση στην πολύ συνηθισμένη μαρξιστική προσπάθεια να περιοριστεί η πολιτική ανάλυση σε αυτό που απορρέει από την κριτική της πολιτικής οικονομίας ή στο ερώτημα των προοπτικών της επανάστασης. Αυτό που ακολουθεί είναι μια προσπάθεια να σχετίσουμε την ευρέως παρατηρούμενη αντίληψη της πολιτικής ενδεχομενικότητας και της ταξικής συγκρότησης στην 18η Μπρυμαίρ με το ζήτημα της ενδεχομενικότητας της προλεταριακής αναπαραγωγής. Το ότι ξεκινώ από το δεύτερο, μου επιτρέπει να διαβάσω την Μπρυμαίρ όχι απλά ως μια ανάλυση των πράξεων των συγκροτημένων τάξεων αλλά να αντλήσω απ’ αυτήν μια θεωρία της ταξικής συγκρότησης και της διαφοροποίησης εντός της τάξης.

Αν και το πρόβλημα της προλεταριακής αναπαραγωγής προέκυψε με ανανεωμένη επιτακτικότητα εξαιτίας της κρίσης και της αύξησης των πλεοναζόντων πληθυσμών, έχει μια ευρύτερη σημασία. Όπως παρατηρεί ο Michael Denning, το προλεταριάτο δεν ορίζεται από την εκμετάλλευση και την εργασία αλλά από την πραγματική ή δυνάμει φτώχεια. Η βασική ενόραση του παρόντος κειμένου είναι ότι οποιαδήποτε πρακτική της προλεταριακής ταξικής συγκρότησης και οργάνωσης – εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για μια κομμουνιστική στρατηγική – πρέπει να ξεκινά όχι μόνο με αυτή την δυνάμει φτώχεια αλλά και με τις πραγματικές στρατηγικές ζωής και επιβίωσης μέσα από τις οποίες οι προλετάριοι βιώνουν αυτό το πρόβλημα.

Η αναγκαιότητα του πλεονάζοντος πληθυσμού υπό τον καπιταλισμό

Ο Μαρξ έδινε πάντα έναν διπλό ορισμό του προλεταριάτου: σε όρους του προβλήματος της ενδεχομενικότητας της αναπαραγωγής του, δηλαδή της ύπαρξης των προλετάριων ως “δυνάμει φτωχών”, και σε όρους της εκμετάλλευσής τους ως εργατών7. Με άλλα λόγια, το προλεταριάτο ορίζεται από τον χωρισμό του από τα μέσα παραγωγής και τον καταναγκασμό του να αναπαράγει τον εαυτό του αναπαράγοντας το κεφάλαιο8. Η αναπαραγωγή του προλεταριάτου (η αξία της εργατικής του δύναμης) ευθυγραμμίζεται με την αναπαραγωγή του κεφαλαίου μέσα από την κανονικήλειτουργία του νόμου της αξίας: αν οι μισθοί αυξηθούν πάρα πολύ, το κεφάλαιο θα προσλάβει λιγότερους εργάτες, δημιουργώντας έτσι έναν εφεδρικό στρατό και ασκώντας μια πίεση μείωσης στους μισθούς9. Το σημαντικό εδώ είναι ότι όσο οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι δεν συναντιούνται, οι μισθοί θα ευθυγραμμίζονται πάντα με τις απαιτήσεις της συσσώρευσης του κεφαλαίου.

Ο Μαρξ επισήμανε ότι η βία του κράτους θα ξέσπαγε αν ένας τέτοιος “συνδυασμός” [εργαζόμενων και ανέργων] έθετα τον νόμο της αξίας “εκτός λειτουργίας”. Υπάρχουν, όμως, άλλοι δύο κρίσιμοι περιορισμοί στην οργάνωση των εργατών που βασίζονται, αμφότεροι, στις μακροπρόθεσμες σταθερές τάσεις του κεφαλαίου. Πρώτον, η παραγωγή και όξυνση των διαφορών εντός του προλεταριάτου, κατά μήκος των έμφυλων και φυλετικοποιημένων γραμμών, που οδηγεί στον ανταγωνισμό ανάμεσα και εντός των εθνικών εργατικών δυναμικών· και, δεύτερον, η παραγωγή πλεοναζόντων πληθυσμών.

Όπως παρατηρεί ο Μαρξ σχετικά με τις εθνικές και θρησκευτικές συγκρούσεις ανάμεσα στους Άγγλους και τους Ιρλανδούς, ο ανταγωνισμός είναι το μυστικό της αδυναμίας της εργατικής τάξης στην Αγγλία, παρά το επίπεδο οργάνωσης του αγγλικού τμήματός της. Είναι το μυστικό της διατήρησης της εξουσίας της τάξης των καπιταλιστών. Και αυτή η τελευταία, έχει πλήρη επίγνωση αυτού του πράγματος10. Δεν πρόκειται, όμως, απλά για μια στρατηγική “διαίρει και βασίλευε” αλλά ένα αποτέλεσμα του κυνηγιού από το κεφάλαιο της απόλυτης υπεραξίας, κυνήγι που το οδηγεί – από τη στιγμή που έχει επεκτείνει την υπάρχουσα εργάσιμη μέρα όσο το δυνατόν περισσότερο – να ενσωματώνει τα εργατικά δυναμικά περιοχών στις οποίες το κόστος αναπαραγωγής της εργασίας είναι χαμηλότερο και στις οποίες η αναγκαία εργασία είναι λιγότερο σχετική προς τον χρόνο υπερεργασίας. Στα Grundrisse, ο Μαρξ γράφει:

Ο πλεονάζων χρόνος είναι η υπέρβαση της εργάσιμης μέρας πέρα από το τμήμα του που το ονομάζουμε αναγκαίο χρόνο εργασίας· υπάρχει, δεύτερον, ως ο πολλαπλασιασμός των ταυτόχρονων εργάσιμων ημερών, δηλαδή του εργαζόμενου πληθυσμού…Είναι ένας νόμος του κεφαλαίου…να δημιουργεί πλεονάζουσα εργασία, διαθέσιμο χρόνο· αυτό μπορεί να το κάνει θέτοντας την αναγκαία εργασία σε κίνηση – δηλαδή μπαίνοντας σε μια ανταλλαγή με τον εργάτη. Το κεφάλαιο έχει, συνεπώς, εξίσου την τάση να αυξήσει τον εργαζόμενο πληθυσμό αλλά και να θέτει σταθερά ένα τμήμα του ως πλεονάζοντα πληθυσμό – πληθυσμό που είναι άχρηστος μέχρι κάποια στιγμή να μπορεί να τον χρησιμοποιήσει…Το κεφάλαιο έχει εξίσου την τάση να καταστήσει την ανθρώπινη εργασία (σχετικά) περιττή ώστε να την οδηγήσει, ως ανθρώπινη εργασία, στο άπειρο11.

Δεύτερον, ο Μαρξ ανακαλύπτει ότι το ίδιο το κυνήγι της σχετικής υπεραξίας αντικαθιστά εργάτες με εξοπλισμό, οδηγώντας σε μια εσωτερική σταθερή τάση προς την αύξηση πλεοναζόντων πληθυσμών12. Συνεπώς, στρατολογώντας καινούριους πληθυσμούς ως εργάτες και αποβάλλοντας αυτούς που εργάζονται ήδη προς όφελος του εξοπλισμού, το κεφάλαιο παράγει όλο και πολυπληθέστερες εργατικές τάξεις μαζί με όλο και μεγαλύτερους πλεονάζοντες πληθυσμούς, κάτι που καθιστά τις προκλήσεις της αναστολής του νόμου της αξίας ακόμα μεγαλύτερες. Βλέπουμε εδώ δυο τάσεις του καπιταλισμού: είτε σε κρίση είτε σε περιόδους ανάπτυξης, οι υπάρχουσες γραμμές παραγωγής θα αποβάλλουν εργασία. Παρά τις περιοδικές κρίσεις, το κεφάλαιο θα συσσώρευει περισσότερο κεφάλαιο και θα απασχολεί όλο και περισσότερους προλετάριους. Αυτό μας δίνει τον “γενικευμένο νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης”:

Όσο μεγαλύτερος ο κοινωνικός πλούτος, το λειτουργικό κεφάλαιο, η έκταση και η ενέργεια της ίδιας του της αύξησης, άρα και η απόλυτη μάζα του προλεταριάτου και η παραγωγικότητα της εργασίας του, τόσο μεγαλύτερος είναι ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός. Οι ίδιες αιτίες που αναπτύσσουν την επεκτατική ισχύ του κεφαλαίου, αναπτύσσουν επίσης τη εργατική δύναμη που έχει στη διάθεσή του…Αλλά, όσο μεγαλύτερος είναι αυτός ο εφεδρικός στρατός σε αναλογία προς τον ενεργό στρατό της εργασίας, τόσο μεγαλύτερη είναι η μάζα ενός παγιωνόμενου πλεονάζοντος πληθυσμός, η μιζέρια του οποίου είναι αντιστρόφως ανάλογη των βασάνων που πρέπει να υποστεί με τη μορφή της εργασίας. Και, εν τέλει, όσο πιο διευρυμένα είναι τα φτωχοποιημένα τμήματα της εργατικής τάξης και του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού τόσο μεγαλύτερη είναι η επίσημη φτωχοποίηση. Αυτός είναι ο απόλυτος γενικός νόμος της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Όπως και όλοι οι άλλοι νόμοι, τροποποιείται στη λειτουργία του από πολλές περιστάσεις, η ανάλυση των οποίων δεν μας απασχολεί εδώ13.

Αν προσπαθήσουμε να το αναλύσουμε αυτό, έχουμε τρία αποτελέσματα αυτού του νόμου: την αύξηση της μάζας των απασχολούμενων (“ενεργών”) προλετάριων, του αριθμού των άνεργων (“εφεδρικών”) προλετάριων και της μάζας των μη-απασχολήσιμων (“παγιωμένων”) προλετάριων14. Η επίδραση των δύο τελευταίων κατηγοριών είναι η πίεση προς τα κάτω των μισθών, δηλαδή το χρηματικό κομμάτι της αναπαραγωγής του εργαζόμενου πληθυσμού. Πραγματικά, το κεφάλαιο παράγει σταθερά, για να ικανοποιήσει την ώθήσή του για παραγωγή αξίας [αξιοποίηση]15, έναν σχετικά πλεονάζοντα εργαζόμενο πληθυσμό, δηλαδή έναν πληθυσμό που περισσεύει. Η επεκταμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου είναι λοιπόν ταυτόχρονα η επεκταμένη αναπαραγωγή και των εργαζόμενων και των άνεργων πληθυσμών, που θέτει μια ακόμα μεγαλύτερη σχετική υπεραξία, έναν “διαθέσιμο εφεδρικό στρατό” που ανατρέφεται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής16. “Η συνολική μορφή της κίνησης της σύγχρονης βιομηχανίας εξαρτάται, συνεπώς, από τον σταθερό μετασχηματισμό του εργαζόμενου πληθυσμού σε άνεργα ή ημι-απασχολούμεναχέρια’”17.

Στις πρόσφατες δεκαετίες τέτοιοι πλεονάζοντες πληθυσμοί έχουν κυρίως δημιουργηθεί από την αυτοματοποίηση που “κατασκευάζεται” στον παγκόσμιο Βορρά ενώ οι πλεονάζοντες πληθυσμοί στον παγκόσμιο Νότο παραμένουν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, θύματα της συνδυασμένης πίεσης της πληθυσμιακής αύξησης και της εκβιομηχανισμένης γεωργίας στις αγροτικές περιοχές (υποτεμαχισμός της γης, καπιταλιστικός ανταγωνισμός και απαλλοτρίωση). Η προς τον βορρά μετανάστευση [των πληθυσμών] των πρώην αποικιών εισάγει σε μια ντόπια εργατική δύναμη, που έχει καταστεί ανασφαλής από την εξωχώρια παραγωγή, την αυτοματοποίηση και την παράτυπη απασχόληση, έναν ήδη φυλετικοποιημένο πληθυσμό που λαχταρά τις ημέρες της ακμής της εργασίας στον Βορρά κατά τη διάρκεια της ανοιχτής υπεροχής των λευκών και του εθνικού κοινωνικού κράτους

Σ’ αυτή την αυξανόμενη εξαθλίωση του προλεταριάτου είναι δυνατόν να βρούμε τόσο μια βαθαίνουσα αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία – και συνεπώς μια αυξανόμενη ελπίδα για μια επαναστατική σύγκρουση, μάλλον, παρά έναν συμβιβαστικό ταξικό συμβιβασμό – όσο και έναν αυξανόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών και ανάμεσα στους εργάτες και τους άνεργους άρα και μια μειωμένη ελπίδα για αλληλεγγύη και συλλογική δράση. Ανακαλύπτουμε αυτή την αμφισημία στα γραπτά του περιοδικού της κομμουνιστικοποίησης και της συγγραφικής κολλεκτίβας Endnotes. Στο δεύτερο τεύχος τους, οι Endnotes ανέπτυξαν μια δομική ανάλυση που ισχυρίζεται ότι οι αναπαραγωγικοί κύκλοι του κεφαλαίου και της εργασίας αποσυζεύγνυνται όλο και περισσότερο, οδηγώντας σε μια “μόνιμη κρίση” της “αναπαραγωγής της ίδιας της σχέσης κεφάλαιο-εργασία” και μια αντικειμενική πίεση στο προλεταριάτο να καταργήσει το κεφάλαιο18. Η αδυναμία του κεφαλαίου να ικανοποιήσει τις ανάγκες των εργατών ήταν λοιπόν μια συνθήκη δυνατότητας για τον κομμουνισμό. Όμως, στο τρίτο τεύχος τους, αυτή η συνθήκη δυνατότητας εμφανίζεται ως μια συνθήκη αδυνατότητας: “μια αυξανόμενα οικουμενική κατάσταση εξάρτησης από την εργασία δεν έχει οδηγήσει σε μια ομογενοποίηση συμφερόντων. Αντίθετα, οι προλετάριοι στρωματοποιούνται εσωτερικά” και τα συλλογικά τους συμφέροντα έχουν συχνά αιχμαλωτιστεί από διακρίσεις φυλής, έθνους, φύλου κλπ19. Οι παρατηρήσεις αυτές, όπως θα δούμε, δεν επιτρέπουν κάτι περισσότερο από μια ελπίδα γειωμένη σε μια θεωρία της διαρκούς εμβάθυνσης του ανταγωνισμού ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία και την εξάντληση όλων των δυνατοτήτων διαμεσολάβησής της. Στη συνέχεια θα δούμε ότι οι σκέψεις των Endnotes για τις αναγκαιότητες της καπιταλιστικής ανάπτυξης και την αφηρημένη δυνατότητα της κομμουνιστικοποίησης μας αφήνουν χωρίς μια υλιστική μέθοδο της συγκρότησης της τάξης.

Κρίση αναπαραγωγής και επαναστατικές ελπίδες

Η θεωρία της επανάστασης των Endnotes βασίζεται στην τάση για την ανταγωνιστική αναπαραγωγή που δίνεται από τον γενικό νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης (ΓΝΚΣ). Θέτουν μια εντεινόμενη κρίση της αναπαραγωγής της ίδιας της ταξικής σχέσης, εξαιτίας της οποίας το κεφάλαιο και το προλεταριάτο θα μπουν σε έναν εντεινόμενο ανταγωνισμό:

Με την ίδια την αναπαραγωγή του να διακυβεύεται, το προλεταριάτο δεν μπορεί παρά να παλέψει, και είναι αυτή η ίδια η αναπαραγωγή του που γίνεται το περιεχόμενο των αγώνων του. Καθώς ο μισθός χάνει την κεντρικότητά του στην διαμεσολάβηση της κοινωνικής αναπαραγωγής, η καπιταλιστική παραγωγή φαίνεται όλο και περισσότερο άχρηστη στο προλεταριάτο: είναι αυτή που μας κάνει προλετάριους και στην συνέχεια μας εγκαταλείπει. Σε τέτοιες περιστάσεις ο ορίζοντας εμφανίζεται ως ένας ορίζοντας της κομμουνιστικοποίησης· της άμεσης λήψης μέτρων για το σταμάτημα της κίνησης της αξιακής μορφής και την αναπαραγωγή των εαυτών μας χωρίς κεφάλαιο20.

Η τάση που περιγράφεται εδώ μπορεί να ειδωθεί να καταδείχνει στην κατεύθυνση της επανάστασης ή της κομμουνιστικοποίησης μόνο αν ισχυριστούμε ότι ο καπιταλισμός έχει φτάσει σε ένα απόλυτο όριο επέκτασης, κάποια εξάντληση της ίδιας της καπιταλιστικής τελεολογίας. Διαφορετικά, το κεφάλαιο θα έχει περιθώριο να ελιχθεί και να κάνει κάποιες παραχωρήσεις οπότε θα είχαμε να κάνουμε είτε με ένα ενδεχομενικό όριο, που δεν βάζει τίποτα άλλο από ένα παράθυρο επαναστατικής ευκαιρίας, είτε με πιο ρευστά πεδία αγώνων. Στοιχηματίζοντας τα πάντα σε μια οικουμενική ολοκληρωτική διαδικασία υπαγωγής και αποκειμενοποίησης21, η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης περιγράφει μια διαδικασία που οδεύει προς το όριό της. Αυτή η θεωρία τείνει να ανάγει το ζήτημα της επανάστασης στη δομική της συνθήκη: γενικευμένο ξεζούμισμα των συνθηκών ζωής. Αλλά επειδή οι διαδικασίες της καπιταλιστικής συσσώρευσης συνεπάγονται τόσο τον αυξανόμενο ανταγωνισμό και την εξατομίκευση των εργατών, οι Endnotes μπορούν να συλλάβουν τους αγώνες μόνο ως την αυθόρμητη συνάντηση των διαχωρισμένων [προλετάριων], κυρίως σε ταραχές και εξεγέρσεις. Αλλά σ’ αυτή την δυικότητα της αντικειμενικής τάσης και της υποκειμενικής έκρηξης, εύκολα παραβλέπεται το γεγονός ότι οι ταραχές περιορίζονται από τις καθημερινές αντιστάσεις που δουλεύουν ενάντια στην φυσικοποίηση της καταπίεσης και εξερευνούν τους περιορισμούς άλλων λιγότερο ανταγωνιστικών μορφών “επανόρθωσης”. Είναι εξίσου εύκολο να ξεχάσει κανείς τον ρόλο των ψιθύρων, των φημών και της συντροφικότητας, που προηγούνται μιας αναταραχής, θέτοντας τον τόνο της συναισθηματικής ατμόσφαιρας θυμού και μεταδοτικής αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ίσως είναι η πίστη στην επικείμενη εξάντληση της παγκόσμιας διαδικασίας καπιταλιστικής συσσώρευσης που κάνει εφικτό να αγνοούνται αυτοί οι προβληματισμοί.

Ο Albert O. Hirschman παρατήρησε κάποτε ότι όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, στα τέλη της δεκαετίας του 1840 – και κυρίως στο Μανιφέστο – σκέφτονταν ότι ο καπιταλισμός έφτανε στο τελικό του όριο, απέτυχαν να αναγνωρίσουν την ικανότητα του ιμπεριαλισμού να μετατοπίσει τις αντιφάσεις του καπιταλισμού και να αναβάλει την κρίση του22. Ακόμα πιο προβληματικό είναι ότι η προτεραιότητα που έδωσε ο Μαρξ στη θέση ότι η επανάσταση θα ερχόταν μέσα από την παγκοσμιοποίηση και την εξάντληση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τον οδήγησε να στηρίξει για ένα σύντομο διάστημα την αποικιοκρατία ως έναν οδηγό της διαδικασίας που θα έκανε το προλεταριάτο μια παγκόσμια πραγματότητα και, συνεπώς τον κομμουνισμό, μια παγκόσμια δυνατότητα23. Αυτό το συμπέρασμα στηρίζεται σε μια τυπική αφηρημένη διαλεκτική αντιστροφή, που απαλοίφει εντελώς πόσο διαιρεί και πειθαρχεί ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας και, συνεπώς, το αναγκαστικά δύσκολο καθήκον της ανάπτυξης της αλληλεγγύης μέσα από τα σύνορα. Παρόμοια, σύμφωνα με τον Hirschman, ο Λένιν και η Ρόζα Λούξεμπουργκ πραγματικά δεν αναγνώρισαν αυτή τη δύναμη του ιμπεριαλισμού παρά μόνο όταν μπορούσαν να πουν ότι είχε παίξει τον ρόλο του, δηλαδή όταν αυτή η αναγνώριση δεν αντίφασκε με την ιδέα ότι η επανάσταση είναι αντικειμενικά επικείμενη. Η πρόκληση του Hirschman εγείρει το επόμενο ερώτημα: οδηγεί τους μαρξιστές ο προσανατολισμός της επαναστατικής επιθυμίας τους – στον βαθμό που υποστηρίζεται από τη θεωρία ότι η πραγματική τελεολογία του κεφαλαίου ακολουθεί τον δρόμο της – μακριά από το πρόβλημα ότι πιθανόν να υπάρχουν ακόμα μέρη για καπιταλιστική ανάπτυξη καθώς και άλλες περιστάσεις που τροποποιούν τον γενικό νόμο24; Και επιπλέον, δεν έχει το κεφάλαιο την ικανότητα να υπαγάγει και πάλι, από τη στιγμή που έχουν υποτιμηθεί επαρκώς, περιοχές και πληθυσμούς που είχε αγνοήσει, σαν να του είναι καινούριοι; Το πρόβλημα με τη θέση της εξάντλησης είναι ότι για να δώσει ελπίδα πρέπει να υπονοεί μια ομοιόμοφη εμβάθυνση του προλεταριακού ανταγωνισμού με το κεφάλαιο. Αυτό επιτρέπει στη θεωρία να αποφύγει το ερώτημα της στρατηγικής και της οργάνωσης και της επιτρέπει να “λύσει” το πρόβλημα της προλεταριακής συνθήκης μέσω ενός απλού διαλεκτικού σχήματος του τύπου “οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται”. Αν και μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι αυτή είναι πράγματι η τυπική έννοια της κομμουνιστικής επανάστασης, δεν μας λέει απολύτως τίποτα για την πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων.

Στην κριτική που ασκεί στην θεωρία της κομμουνιστικοποίησης, ο Alberto Toscano25 αναφέρεται από την “σχεδόν πλήρη αγνόηση του ζητήματος της στρατηγικής” μέχρι την “κατάρρευση ή εξασθένιση” των συλλογικών σωμάτων που μπορούν να προβάλουν μια στρατηγική. Ως μια θεωρία της κομμουνιστικής επανάστασης, η κομμουνιστικοποίηση είναι μια θεωρία της ανεπάρκειας όλων των πραγματικών πρακτικών, και παραδόξως μια θεωρία της ελπίδας. Αυτό συμβαίνει επειδή παράγεται θεωρησιακά από την παρατήρηση ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη συνεπάγεται μια εμβαθυνόμενη αντίφαση ανάμεσα στην αναπαραγωγή της εργατικής τάξης και την αναπαραγωγή του κεφαλαίου26. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η εργασία πρέπει να καταργήσει το κεφάλαιο ή να υποφέρει τον αργό θάνατό της ως πλεονάζοντος πληθυσμού. Πρόκειται για μια θεωρία των “συνθηκών της δυνατότητας του κομμουνισμού”, κατά την καντιανή διατύπωση των Endnotes. Επειδή οι Endnotes εστιάζουν στην “κινούμενη αντίθεση” ανάμεσα στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και της εργατικής τάξης, τείνουν να θέτουν το ερώτημα της συγκρότησης/σύνθεσης της τάξης από την κλασσική σκοπιά της ενοποίησηςτου” προλεταριάτου ώστε να παράγουν ένα ιστορικό υποκείμενο ικανό να καταργήσει το κεφάλαιο, συχνά ορίζοντας το προλεταριάτο με υπερβολικά τυπικούς τρόπους, με τους προλετάριους πλήρως εξατομικευμένους και αμοιβαία ανταγωνιστικούς και αναξιόπιστους· ως εκ τούτου το πρόβλημα του συντονισμού των προλετάριων ριζοσπαστικοποιείται τόσο που ακόμα κι οι αγώνες να νοούνται μόνο ως αυθόρμητα γεγονότα και όχι ως διαδικασίες βασισμένες στην συνάντηση και την αυξανόμενη συνδεσιμότητα ήδη υπαρχόντων δικτύων αλληλεγγύης και εμπιστοσύνης27,28.

Όπως με τον Μαρξ και τον Ένγκελς στο Μανιφέστο, η εντεινόμενη μιζέρια γίνεται η περίσταση για μια υπό συνθήκες πίστη στην πρόοδο, ένα είδος πεισματικής πίστης ότι η ιστορία θα παρακάμψει την κακή πλευρά της – ή ίσως η θέση είναι απλά ότι αν η ιστορία παρακάμψει την κακή της πλευρά, αυτή τη φορά θα το κάνει με έναν πιο κομμουνιστικό τρόπο, χωρίς διαμεσολαβήσεις από συνδικάτα και κόμματα και ελεύθερη από τον εργατίστικο παραγωγισμό παλιότερων εποχών. Απελευθερώνοντας, όμως, μ’ αυτόν τον τρόπο τον εαυτό μας από το βάρος του παρελθόντος, τον βρίσκουμε επίσης σε ένα κενό, “αγκυρώνοντας” τις ελπίδες μας στην απουσία της θετικής τάσης στην οποία στηρίχτηκαν και οι Μαρξ και Ένγκελς, δηλαδή την αυξανόμενη οργάνωση και παραγωγική δύναμη του προλεταριάτου, το όχημα μέσω του οποίου η εξαθλίωση μάλλον σηματοδότησε τη δυνατότητα μαζικής δράσης και όχι τη βαρβαρότητα του πολέμου όλων των προλετάριων εναντίον όλων.

Εξετάζοντας στα σοβαρά αυτή την ένταση, οι Endnotes δεν παρέχουν οποιεσδήποτε επιχειρησιακές έννοιες και τακτικές που ίσως να επιτρέψουν τη σύνθεση ή την κατάργηση αυτών των διαφορών, εκτός από “την ίδια την πάλη”, η οποία αυθόρμητα θα καταργήσει τον διπλό δεσμό στον οποίο βρίσκουν τον εαυτό τους οι εργάτες: “μπορούν να δράσουν συλλογικά αν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο, αλλά μπορούν να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο – εν όψει τεράστιων ρίσκων για τους ίδιους και τους άλλους – μόνο αν αυτή η εμπιστοσύνη έχει ήδη δοκιμαστεί στη συλλογική δράση”. Αντί να συμμετέχουν στην συλλογική ανάπτυξη και το μοίρασμα των τακτικών και των εργαλείων του αγώνα, οι Endnotes παραδέχονται τον θεωρησιακό χαρακτήρα της θεωρίας τους, την οποία θεωρούν μια “θεραπεία ενάντια στην απελπισία”, την απάντηση (επανάσταση) για την οποία οι προλετάριοι δεν έχουν ακόμα ακόμα διατυπώσει την ερώτηση. Εν ολίγοις, η κομμουνιστικοποίηση είναι μια απάντηση της οποίας η μόνη ερώτηση είναι αφηρημένη, ανταποκρίνεται όχι στο συγκεκριμένο πρόβλημα της συγκρότησης της τάξης αλλά στο αφηρημένο πρόβλημα της απόκρουσης της απελπισίας των θεωρητικών της επανάστασης.

Παρ’ όλα αυτά, η αντιπαράθεση που έχει εδώ ενδιαφέρον δεν είναι αυτή ανάμεσα σε μορφές ελπίδας και τη δυνατότητα της ανακάλυψης της επανάστασης σε καλές ή κακές γενικές ιστορικές τάσεις. Είτε, σαν να λέμε, από τους πλεονάζοντες πληθυσμούς στην κομμουνιστικοποίηση, είτε από το “πλήθος” στην κοινοπολιτεία. Είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι μια θεωρητική ένδειξη ελπίδας είναι απαραίτητη για να κρατηθεί η πρακτική σκέψη από το να περιπέσει στον κυνισμό, τη μελαγχολία ή τον τυχοδιωκτισμό29. Αλλά τέτοια αφηγήματα ενέχουν τον κίνδυνο να “κολλήσουμε” στην καντιανή προβληματική του προσανατολισμού στην σκέψη, σύμφωνα με την οποία το ορθολογικό υποκείμενο θα δεσμευτεί σε μια πρακτική, ηθική δράση αν ελπίζει ότι η δράση του πετύχει να διευρύνει την ηθικότητα υλικά ή πνευματικά – και στην οποία μόνο το είδος δράσης που ασχολείται με τις τάσεις που δίνουν ελπίδα μπορεί να δει τον εαυτό της να φέρει μια ιστορική υπόσχεση, δηλαδή μια υπόσχεση για κάτι περισσότερο από βραχυπρόθεσμα οφέλη και τελικά την ήττα. Για τον Καντ, η πρακτική αναγκαιότητα της αισιοδοξίας γίνεται τελικά ένα επιχείρημα για την πρακτική αναγκαιότητα της ιδέας του Θεού, για τους Endnotes γίνεται ένα επιχείρημα για τον συνεχή διαλογισμό πάνω στην επανάσταση, με άλλα λόγια, για μια απάντηση για την οποία οι προλετάριοι δεν έχουν ακόμα διαμορφώσει την ερώτηση. Ακόμα και αν η έννοια της κομμουνιστικοποίησης, αντίθετα με τον Θεό του Καντ, θεμελιώνεται σε μια συστηματική υλιστική και διαλεκτική κατανόηση των νόμων της κίνησης του κεφαλαίου, μια τέτοια θεωρία δεν μας παρέχει, όπως έχουμε δει, ούτε έναν στρατηγικό πρακτικό προσανατολισμό της ταξικής συγκρότησης και στρατηγικές της αναπαραγωγής ούτε μια έννοια της κρατικής βίας.

Ακόμα κι αν η συστηματική ανάλυση του Μαρξ για την τάση αύξησης του πλεονάζοντος πληθυσμού επιβεβαιώνεται εμπειρικά, όπως υποτείνουν οι Endnotes και ο Aaron Benanav – δεν αλλάζει το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές τροποποιητικές περιστάσεις από τις οποίες κάνει αφαιρέσεις στο Κεφάλαιο30. Παρ’ όλα αυτά, ενώ ο Μαρξ έχει δίκιο να τις εξαιρεί από την έκθεσή του για μεθοδολογικούς λόγους, δεν μπορούμε να αντλήσουμε κανένα πολιτικό μάθημα από έναν νόμο αν δεν θεωρήσουμε τις αντισταθμιστικές του τάσεις που όχι απλά δουλεύουν ενάντια στην τάση αλλά και μπορεί και να την αναστέλλουν. Μερικές από τις τάσεις αυτές είναι εσωτερικές, όπως η περιοδική υποτίμηση της εργασίας σε σημείο που η εργασία να καθιστά την σε υψηλό βαθμό εμκηχανισμένη εργασία μη ανταγωνιστική, τάση που θα μείωνε την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Ένας άλλος, και πιο σημαντικός, ρυθμιστικός παράγοντας είναι ο μειωνόμενος ρυθμός γεννήσεων, τον οποίο ο Μαρξ δεν λαμβάνει υπόψιν καθώς μεθοδολογικά θεωρεί τη δημογραφική αύξηση ως μια μεταβλητή που εξαρτάται αποκλειστικά από το επίπεδο των μισθών. Συνεπώς, εξαιτίας της αποβιομηχάνισης, της μείωσης των ρυθμών γεννήσεων, που οφείλεται στους αγώνες των γυναικών για την αναπαραγωγική υγεία και την άρνηση της τεκνοποιίας, της βίαιης κρατικής καταστολής των γεννήσεων κλπ. – είναι δυνατόν, περιοδικά, αυτή η τάση για πλεονάζοντες πληθυσμούς να αντιστρέφεται. Επιπλέον, η διαθέσιμη δεξαμενή εργασίας έχει ιστορικά απομειωθεί από τους πολέμους, τις επιδημίες, την πείνα και τον αργό θάνατο της φτώχειας, μειωνόμενων στάνταρ στη δημόσια υγεία και την δολοφονικής αστυνόμευσης των φτωχογειτονιών και των συνόρων.

Αυτό που είναι ενδιαφέρον και προκλητικό, σχετικά με την επανα-ενεργοποίηση της θεωρίας των πλεοναζόντων πληθυσμών σήμερα, είναι ότι, σε αντίθεση με την θέση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου για την εξαθλίωση, αυτή δεν προϋποθέτει μια θέση για έναν σταδιακό εξαστισμό31 του κόσμου ή την ομογενοποίηση του προλεταριάτου. Αντίθετα, η πραγματικότητα των πλεοναζόντων πληθυσμών θέτει το ζήτημα μιας γενικευμένης κρίσης αναπαραγωγής και την πολλαπλότητα των στρατηγικών επιβίωσης που απορρέουν από αυτήν, συμπεριλαμβανομένων τρόπων απαλλοτρίωσης του πλούτου πολύ κοντά στην πραγματική επανάσταση, αγώνων γυναικών και διάφορες μορφές κρατικής και παρακρατικής βίας32. Αντιστρέφοντας τη σχέση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, θέτει ένα έντονα μη-Καντιανό ερώτημα: τι σημαίνει ο προσανατολισμός της επαναστατικής πρακτικής από τη σκοπιά του προβλήματος της προλεταριακής συνθήκης και της πολλαπλότητας των τρόπων που αυτή βιώνεται;

Το κοινό πρόβλημα της αναπαραγωγής

Έχουμε δει πώς η προλεταριακή συνθήκη κατανοείται καλλίτερα ως μια συνθήκη διαχωρισμού από τα μέσα αναπαραγωγής. Αυτή είναι η συνθήκη του κεφαλαίου που οργανώνει τους προλετάριους ως μισθωτούς εργάτες. Νέοι διαχωρισμοί παράγονται σταθερά από την επεκτατική ώθηση του κεφαλαίου για απόλυτη υπεραξία, μια τάση μέσω της οποίας καινούριοι πληθυσμοί συμπεριλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό – κυρίως γυναίκες και αγρότες33. Επιπλέον, έχουμε δει πώς η ώθηση για σχετική υπεραξία τείνει να αποβάλλει περισσότερους εργάτες, καθιστώντας τους περιττούς για την καπιταλιστική παραγωγή34. Στην πορεία μεγάλων περιόδων μαζικής ανεργίας και σαν αποτέλεσμα της σταθερής πτώσης της απασχόλησης, βλέπουμε μια αύξηση του παγιωμένου πλεονάζοντος πληθυσμού, δηλαδή ενός πληθυσμού που δεν “κάνει” για δουλειά, δεν μπορεί, δεν θέλει να δουλεύει, εξαιτίας κακής υγείας, ηλικίας ή – κάτι που ο Μαρξ απλά αναφέρει – επειδή έχει υιοθετήσει έναν άλλο τρόπο αναπαραγωγής.

Η πρωταρχική συσσώρευση, κατέστρεψε βίαια και καταστρέφει προηγούμενους τρόπους παραγωγής. Στη φεουδαρχική Ευρώπη και τον παγκόσμιο Νότο σήμερα, όπως και στους χρόνους της αποικιοκρατίας, η πρωταρχική συσσώρευση διαρρηγνύει εθιμικούς δεσμούς εξουσίας, καθώς και τον οργανικό δεσμό των αγροτών με τη γη, αφήνοντας τα άτομα εξατομικευμένα και αποστερημένα από τα μέσα και τις σχέσεις που είναι απαραίτητες για την επιβίωση και την πραγμάτωση των δυνατοτήτων τους. Η αναδρομική ανάλυση, από τον Μαρξ, της πρωταρχικής συσσώρευσης στο Κεφάλαιο, εστιάζει στο πώς αυτή η διαδικασία οδηγεί στη δημιουργία μιας μάζας προλετάριων που θα πρέπει να συνδυαστούν με το κεφάλαιο για να επιβιώσουν. Βλέπουμε, όμως, επίσης στο αφήγημά του το περίγραμμα ενός διαφορετικού συνόλου αγώνων ενάντια στις περιφράξεις, ταραχές για την τροφή και των ποινικοποιημένων και, συνεπώς, υπονομευτικών στρατηγικών επιβίωσης και αναπαραγωγής. Η ανικανότητα των ατόμων έπρεπε και πρέπει να ενδυναμωθεί με ατομική και δημόσια βία, η τάση τους να συνδυάζονται αυτόνομα ή μέσα και ενάντια στους χώρους δουλειάς, έκανε τη διαδικασία της ενσωμάτωσης του προλεταριάτου στην εργασιακή ζωή μια παρατεταμένη διαδικασία35.

Παράλληλα με την καταπίεση άλλων τρόπων επιβίωσης, το χρήμα ανταπτύσσεται σε μια γενική συνθήκη για τη συμμετοχή στην κοινωνία: αν δεν το έχεις αναγάζεσαι να το βρείς, είτε δουλεύοντας, είτε κλέβοντας, είτε πουλώντας τον εαυτό σου είτε με το να παντρευτείς με κάποιον/κάποια που έχει χρήματα. Με άλλα λόγια, οι προλετάριοι πρέπει να αναπαράγουν τον εαυτό τους μέσω της ανταλλαγής. Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν μας δίνει παρά την αφηρημένη κοινωνική μορφή μέσω της οποίας αναπαράγεται η εργασία· όντως, οι τρόποι με τους οποίους η εργασία παίρνει αυτή τη μορφή είναι αναρίθμητοι. Πίσω από το κοινό πρόβλημα των προλετάριων (αποστέρηση των μέσων (ανα)παραγωγής) και την κοινή τους “λύση” (χρήμα), βρίσκεται μια πολλαπλότητα ετερογενών τρόπων ζωής μέσω των οποίων η προλεταριακή συνθήκη μπορεί και πρέπει να βιωθεί36. Έτσι, όπως δείχνει η Σύλβια Φεντέριτσι:

η πρωταρχική συσσώρευση…δεν ήταν απλά μια συσσώρευση και συγκέντρωση εκμεταλλεύσιμων εργατών και κεφαλαίου. Ήταν επίσης μια συσσώρευση διαφορών και διαιρέσεων εντός της εργατικής τάξης, με την οποία ιεραρχίες που οικοδομήθηκαν πάνω στο φύλο, όπως και τη “φυλή” και την ηλικία, έγιναν συστατικές της ταξικής εξουσίας και του σχηματισμού του σύγχρονου προλεταριάτου37,38.

Αυτό που επίσης υποτείνεται εδώ είναι ότι καθώς η αναπαραγωγή του προλεταριάτου άρχισε να διαμεσολαβείται από τον μισθό, αυτό δεν κατάργησε την προλεταριακή αυτο-αναπαραγωγή· ο μισθός είναι, γενικά, πολύ σπάνια τόσο υψηλός ώστε να μπορούν οι εργάτες να αποκτούν όλα τα μέσα της αναπαραγωγής τους (φαγητό έτοιμο για κατανάλωση, σεξ, καθαριότητα, υγειονομική περίθαλψη) άμεσα από την αγορά39. Αντίθετα, ο μισθός έγινε μια μορφή μέσω της οποίας η απλήρωτη αναπαραγωγική εργασία των γυναικών αλλά και των παιδιών και άλλων εξαρτημένων ατόμων, διαμεσολαβούνταν κυρίως μέσα από τον μισθό των αντρών, παράγοντας αυτό που η Mariarosa Dalla Costa αποκαλεί πατριαρχία του μισθού40,41. Ενώ η ανάλυση του Μαρξ εστιάζει στην συσσώρευση των “αντρών” και στη συνέχεια στην αναπαραγωγή και την αναπαραγωγή του κεφαλαίου μέσα από την εκμετάλλευσή τους, συγγραφείς όπως η Φεντέριτσι, η Fortunati, οι Dalla Costa και James παρέχουν μια θεωρία της συνθήκης που καθιστά δυνατή την ανάλυση του Μαρξ: την παραγωγή και την αναπαραγωγή της ίδιας της εργατικής δύναμης42. Για να καταλάβουμε την ιστορία του πώς οι αγώνες για την αναπαραγωγή άρχισαν να παρακμάζουν, δεν φτάνει λοιπόν να αναλύσουμε την ενσωμάτωση των προλετάριων στην μισθωτή εργασία και την ποινικοποίηση εναλλακτικών πρακτικών αναπαραγωγής. Πρέπει να καταλάβουμε, μαζί με την Φεντέριτσι, πώς ένα αποτέλεσμα αυτού του πολέμου κατά των γυναικών, του οποίου το πιο βίαιο επεισόδιο ήταν το κυνήγι μαγισσών, ήταν η διάσπαση του προλεταριάτου43. Αυτό το αποτέλεσμα αυτού του πολέμου δεν ήταν απλά η πρωταρχική συσσώρευση και η πειθάρχηση των γυναικείων σωμάτων από το κεφάλαιο, το κράτος και την εκκλησία αλλά, επίσης, η υποταγή των προλετάριων γυναικών στους προλετάριους άντρες. Γι’ αυτούς τους άντρες ο αγώνας για την αναπαραγωγή ήταν συχνά – ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι εναλλακτικές διαδρομές είχαν εξαντληθεί κυρίως – ένας αγώνας για να βρουν γυναίκες που θα μπορούσαν να τους αναπαράγουν. Στην μακρο-βία του κλήρου και του κράτους, προστέθηκε μια μικρο-βία της καθημερινότητας, που αντλούσε συχνά από τις αφηγηματικές πηγές και εικόνες που παράγονταν από την πρώτη. Ο οικονομικός καταναγκασμός και η εξω-οικονομική βία είναι αδιαχώριστα αλλά διακρίσιμα υπό τον καπιταλισμό.

Η καταστροφή των διαφορετικών μορφών αναπαραγωγικής αυτο-οργάνωσης των προλετάριων δεν σήμαινε μια κατατροφή της προλεταριακής αναπαραγωγής καθαυτής, αλλά τη δημιουργία της σύγχρονης πυρηνικής οικογένειας, μέσα στην οποία η απλήρωτη αναπαραγωγική εργασία φρόντιζε τις αναπαραγωγικές ανάγκες των παιδιών και των μισθωτών εργατών, ώστε οι εργάτες να μπορούν να παραμένουν ελεύθερα “επιπλέοντα”, αμοιβαία ανταγωνιστικά παραγωγικά σώματα. Συνεπώς, μπορούμε να καταλάβουμε τη σύγχρονη οικογένεια ως μια ουσιώδη μονάδα επιβίωσης σε μια συνθήκη ανασφάλειας, αλλά πρέπει να καταλάβουμε πώς η σταθερότητα αυτού του μοντέλου πυρηνικής οικογένειας συνδέεται άρρηκτα με τη σταθερότητα του αντρικού μισθού44.

Συνεπώς, αν διαβάσουμε τα κεφάλαια του Μαρξ για την πρωταρχική συσσώρευση με την ανάλυσή του για τις γενικές τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης, πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι αγώνες για την αναπαραγωγή γίνονται ένα όλο και περισσότερο σημαντικό ζήτημα, όχι απλά με τη μορφή των αγώνων για τον μισθό και την εργάσιμη μέρα αλλά και ως υπεράσπιση του κράτους πρόνοιας (ο κοινωνικός μισθός) και αγώνων για την απαλλοτρίωση των μέσων αναπαραγωγής ή εναντίον της απαλλοτρίωσής τους. Αν το προλεταριάτο είναι, όπως γράφουν οι Endnotes και ο Benanav, “μάλλον μια εργατική τάξη σε μετάβαση, μια εργατική τάξη που τείνει να γίνει μια τάξη αποκλεισμένη από την εργασία”, πρέπει να επισημάνουμε ότι είναι επίσης μια τάξη που χρειάζεται όλο και περισσότερο εναλλακτικούς τρόπους για να διασφαλίσει την ίδια την αναπαραγωγή της. Πριν γίνει ένα ζήτημα επαναστικής πάλης είναι ζήτημα καθημερινών λύσεων και αντιστάσεων στο πρόβλημα της προλεταριακής αναπαραγωγής45.

Προλεταριακή διαφοροποίηση

Ο Μαρξ θεωρητικοποιεί το πρόβλημα της προλεταριακής συνθήκης με δυο τρόπους: με όρους της εκμετάλλευσής του και με όρους της απαλλοτρίωσής του. Αν η πρώτη σχετίζεται με τη (μισθωτή) εργατική τάξη, η δεύτερη αναφέρεται σε οποιονδήποτε είναι αποχωρισμένος από τα μέσα ανα/παραγωγής, ένας φτωχός δυνάμει ή πραγματικά. Ο Μαρξ αναγνώριζε ότι το προλεταριάτο προσπαθεί επίσης να επιβιώσει εκτός της σχέσης-κεφάλαιο, ως λούμπεν προλεταριάτο, αγροτικό ή αστικό. Αυτή η τάξη ζει ως εξαιρεμένη εντός “του σιωπηρού καταναγκασμού των οικονομικών σχέσεων”, αντιμέτωπη όχι με την εκμετάλλευση αλλά με την “άμεσα εξωοικονομική δύναμη που ακόμα…χρησιμοποιείται, αλλά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις”46. Ο Μαρξ εισήγαγε το λούμπεν προλεταριάτο πρώτη φορά σε μια συζήτηση της ρομαντικής ματιάς του Max Stirner για τους μη-παραγωγικούς και αρνητές της εργασίας ragamuffins και lazzaroni47. Μετά το 1848, το πρόβλημα του λούμπεν προλεταριάτου γίνεται ένα πρόβλημα της αποτυχημένης επανάστασης, των προλετάριων που πουλήθηκαν στην αντίδραση. Αυτή η προσέγγιση, που τονίζει τη διαφορά ανάμεσα στην εργατική τάξη και το λούμπεν προλεταριάτο, και περιέχει συγκεκριμένες στιγμές ηθικολογίας από την προοπτική της εργασιακής ηθικής και του νόμου και της τάξης, υπάρχει έκτοτε στο κυρίαρχο ρεύμα του μαρξισμού, με τις πιο αξιοσημείωτες εξαιρέσεις αυτές του Frantz Fanon και του κόμματος των Μαύρων Πανθήρων.

Η εστίαση του Μαρξ στην αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγικότητα του προλεταριάτου και τον “παρασιτισμό” του λούμπεν προλεταριάτου, αντικατοπτρίζει καπιταλιστικά κριτήρια της αξίας και της παραγωγής, αντί να θέτει το ερώτημα της κοινής συνθήκης και των δύο, όπως και την συχνά θολή διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους. Η αντίληψη του προλεταριάτου ως διαφοροποιούμενου σε εργάτες και λούμπεν προλετάριους δεν συνεπάγεται την απόδοση προτεραιότητας στην εκμετάλλευση σε σχέση με την κυριαρχία ή το αντίστροφο αλλά, μάλλον, τη θεώρησή τους ως διαφορετικών τρόπων με τους οποίους οι προλετάριοι ζουν τη συνθήκη τους: στα άκρα κάποιοι υφίστανται μόνο την κυριαρχία ή μόνο την εκμετάλλευση αλλά, κυρίως, οι προλετάριοι είναι αντιμέτωποι με ένα μίγμα και των δύο. Και μέσω της διαμεσολάβησης του ανταγωνισμού των θέσεων εργασίας και των δωρεάν παροχών του κράτους κλπ., όλοι οι προλετάριοι υπάγονται άμεσα και στα δύο αλλά με άνισο τρόπο ώστε κάποιοι να είναι σχετικά προνομιούχοι ως προς τους άλλους.

Συνεπώς, η μισθωτή εργασία είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους οι προλετάριοι προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα του διαχωρισμού. Αν ο προλετάριος είναι ένας δυνάμει φτωχός, τότε η προλεταριακή συνθήκη (λέξη που πρέπει να πάρουμε με την έννοια της “ανθρώπινης” αλλά ιστορικοποιημένη και αρνητική) το προλεταριάτο διαστρωματώνεται σε διαφορετικές στρατηγικές αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος:

proletarian condition

Στην ανάλυση του Μαρξ το προλεταριάτο δεν περιορίζεται στο ενεργά εργαζόμενο βιομηχανικό προλεταριάτο, που ήταν τόσο κεντρικό στην στρατηγική των συνδικάτων, των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών στον 19ο και 20ο αιώνα. Αν το προλεταριάτο συνίσταται, όπως ισχυρίστηκε ο Ένγκελς το 1888, στην “τάξη των σύγχρονων μισθωτών εργατών οι οποίοι, μην έχοντας δικά τους μέσα παραγωγής, καταλήγουν να πουλάνε την εργατική τους δύναμη για να ζήσουν”, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτό δεν σημαίνει ότι βρίσκουν πρόθυμους αγοραστές48. Συνεπώς, το προλεταριάτο συνίσταται τόσο από τους εργαζόμενους όσο και τους άνεργους. Αν το προλεταριάτο και το λούμπεν προλεταριάτο δεν είναι ένα “άθροισμα” συγκεκριμένων ατόμων αλλά τρόποι ζωής στους οποίους τα άτομα “μπαίνουν” και “βγαίνουν” ανάλογα με τις ανάγκες και την διαθεσιμότητα εργασίας ή άλλων στρατηγικών επιβίωσης, οι διακρίσεις αρχίζουν να θολώνουν. Παρ’ όλα αυτά είναι καθαρό ότι ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο πληθυσμούς μπορεί να προκύψουν συχνές συγκρούσεις, τόσο για ηθικούς λόγους (πχ. την προτεσταντική εργασιακή ηθική) και την αρνητική επίδραση του εγκλήματος στην καθημερινή ζωή των εργαζόμενων49. Αυτό που διακρίνει το λούμπεν προλεταριάτο από τους άνεργους είναι ο τρόπος ζωής του, οι καθημερινές στρατηγικές της απατεωνιάς, της κλοπής, της εργασίας με σεξ, μια υποκειμενικότητα ή συμπεριφορά που τείνει να το κάνει μη-απασχολήσιμο, ενώ οι άνεργοι ψάχνουν νομοταγώς να βρουν δουλειά. Ανάλογα, υπάρχουν συγκρούσεις ανάμεσα στους άνεργους και τους εργαζόμενους, με πιο προφανή την πίεση μείωσης των μισθών και τις συνθήκες που ασκούνται από τους πρώτους ή τους αγώνες για εργασιακή ασφάλεια από τους δεύτερους. Αυτές οι ομάδες, συνεπώς, δεν μπορούν να μοιράζονται τις ίδιες στρατηγικές στην αντιμετώπιση της ταξικής τους συνθήκης: οι εργάτες απορρίπτουν τον “παρασιτισμό και την εγκληματικότητα” των λούμπεν. Οι άνεργοι ανταγωνίζονται μεταξύ τους και πιέζουν προς τα κάτω τους μσθούς των εργαζόμενων. Πολλοί εργαζόμενοι αγωνίζονται ενάντια στην συμπερίληψη στην αγορά εργασίας νέων ομάδων (γυναικών, λούμπεν, μεταναστών, μαύρων) ώστε να διατηρήσουν τη θέση τους. Τέλος, όσοι αναπαράγουν την εργατική δύναμη – κυρίως γυναίκες – δέχονται πίεση από την ίδια την εργατική δύναμη, να την αναπαράγουν. Αυτό σημαίνει το ότι διάφορα τμήματα του προλεταριάτου ζουν διαφορετικά την προλεταριακή συνθήκη. Τώρα γίνεται πιο καθαρό τι διακυβεύεται στο πρόβλημα της συγκρότησης της τάξης50.

Η διαμόρφωση της τάξης μέσα από την πάλη

Ο Μαρξ διέκρινε ανάμεσα στις μορφές που υπάγουν τάξεις (αξιακή-μορφή, μορφή-χρήμα, μορφή-κεφάλαιο, μορφή-κράτος κλπ.) και τις ενεργές διαδικασίες της διαμόρφωσης της τάξης στην πάλη51. Αυτή η διάκριση επανέρχεται στην έννοια της σύνθεσης/συγκρότησης της τάξης στον εργατισμό, η οποία έχει τόσο μια παθητική όσο και μια ενεργή μορφή: η σύνθεση της τάξης ως εργατών και η ενεργή προσπάθεια της σύνθεσης των στοιχείων της τάξης, αυτόνομα. “Η πολιτική ταξική σύνθεση…καθορίζεται από το πώς η τάξη ιδιοποιείται ‘υποκειμενικά’ τις ‘αντικειμενικές’ συνθήκες της εκμετάλλευσης και τις στρέφει ενάντια στις ίδιες αυτές τις συνθήκες”52. Εδώ είναι χρήσιμο να ανακαλέσουμε μια παράγραφο από τη Γερμανική Ιδεολογία που περιγράφει τον ενεργό και τον παθητικό σχηματισμό της τάξης:

Διαφορετικά άτομα σχηματίζουν μια τάξη μόνο στον βαθμό που έχουν να πολεμήσουν μια κοινή μάχη ενάντια σε μια άλλη τάξη· διαφορετικά τίθενται με εχθρικούς όρους μεταξύ τους ως ανταγωνιστές. Από την άλλη, η τάξη με τη σειρά της πετυχαίνει μια ανεξάρτητη ύπαρξη απέναντι στα άτομα, ώστε τα τελευταία να βρίσκουν τις συνθήκες ύπαρξής τους προκαθορισμένες και, συνεπώς, έχουν τη θέση τους στη ζωή και την προσωπική τους εξέλιξη να τους αποδίδεται από την τάξη τους, υπάγονται σ’ αυτήν53. Αυτό είναι το ίδιο φαινόμενο με την υποταγή των ξεχωριστών ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας και μπορεί να απαλοιφθεί μόνο με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και της ίδιας της εργασίας54.

Τα άτομα συγκροτούνται ως τάξη μέσω της υπαγωγής τους και του περιορισμού τους στον ιστό των αναγκών της κοινωνικής τους συνθήκης αλλά συγκροτούν μια τάξη μέσω της κοινής πάλης τους. Όταν δεν υπάρχει κοινή πάλη, αυτοί που θα μπορούσαν να συγκροτήσουν μια τάξη επιστρέφουν πίσω στον εσωτερικό ανταγωνισμό ή την αμοιβαία αδιαφορία. Στην απουσία αγώνων τα “αντικειμενικά ταξικά συμφέροντα” γίνονται αφηρμένα συνθήματα σε σύγκριση με την συγκεκριμένη πραγματικότητα των συμφερόντων των ατόμων και των οικογενειών στο να ανταγωνιστούν μεταξύ τους για τους περιορισμένους πόρους. Αυτό θα έπρεπε να μας εξηγεί γιατί προσπάθειες να “ανυψωθεί η προλεταριακή συνείδηση” αντιμετωπίζονται, γενικά, με λοιδωρία. Το να πούμε ότι οι άνθρωποι μοιράζονται ένα κοινό πρόβλημα στο οποίο υπάρχει μια κοινή λύση είναι μια αφηρημένη αλήθεια που από μόνη της θα πείσει λίγους μόνο να συμπράξουν σε έναν κοινό αγώνα· αυτό απαιτεί εμπιστοσύνη του ενός προς την άλλην καθώς και στις τακτικές της πάλης. Ένα κοινό πρόβλημα είναι απλά ένα πρόβλημα αν μπορούμε να φανταστούμε μια λύση· αν όχι, είναι απλά μια συνθήκη, ένα δοσμένο αλλά ενοχλητικό γεγονός που μπορεί, επίσης, να ενσταλλάξει κυνισμό και τυχοδιωκτισμό. Οι αγώνες προκύπτουν μόνο εκεί που οι άνθρωποι πιστεύουν – λογικά ή συναισθηματικά – ότι η συλλογική αντίδραση σε ένα πρόβλημα είναι καλλίτερη ή συμπληρωματική στους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζουν την συνθήκη τους στην καθημερινότητά τους.

Το τελευταίο κομμάτι της παραπομπής υποδεικνύει ότι το πρόβλημα της προλεταριακής συνθήκης δεν μπορεί τελικά να “λυθεί” αλλά μόνο να διαλυθεί, μέσα από “την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και της ίδιας της εργασίας”55. Αυτός είναι ένας από τους λόγους της επένδυσης ελπίδας στους πολιτικούς εκπροσώπους που ίσως λύσουν το πρόβλημα, στις θρησκείες, που υπόσχονται λύτρωση σε έναν άλλο κόσμο, και στα ναρκωτικά που σε βοηθούν να ξεχάσεις όλο αυτό το χάος. Αυτό παρέχει επίσης μια δικαιολόγηση για τις προβολές της κομμουνιστικής θεωρίας, στον βαθμό που προβάλλει μια λύση που τουλάχιστον στηρίζεται στη συλλογική αυτενέργεια αυτών που την πιστεύουν.

Αλλά είναι σημαντικό ότι αυτός ο κομμουνιστικός ορίζοντας δεν ερμηνεύεται ως ένα ζήτημα υπέρβασης και άρνησης συγκεκριμένων ατομικών στρατηγικών αναπαραγωγής, με την έννοια της ανύψωσης του εαυτού μας στο επίπεδο της καθολικότητας της τάξης στην ομοιογένεια του ανταγωνισμού της με το κεφάλαιο. Μάλλον, το πρακτικό καθήκον της συγκρότησης της τάξης – που είναι απαραίτητη για να τεθεί το πρόβλημα της κατάργησης της προλεταριακής συνθήκης συγκεκριμένα αντί της προσκόλλησης στον αμοιβαίο ανταγωνισμό και την αφηρημένη ελπίδα – συνίσταται στην ανάπτυξη συλλογικών στρατηγικών ζωής και επιβίωσης που είτε συνδυάζονται είτε συμπληρώνουν είτε καθιστούν περιττές τις εξατομικευμένες μορφές αναπαραγωγής.

Έστω κι αν ο πρώτος στόχος της αντίστασης ήταν απλά η διατήρηση των μισθών, σύνδεσμοι, αρχικά απομονωμένοι, συγκροτούνται οι ίδιοι σε ομάδες, καθώς οι καπιταλιστές, με τη σειρά τους, ενώνονται κι αυτοί στο καθήκον της καταπίεσης και, μπροστά στο ενωμένο κεφάλαιο, η διατήρηση της σύνδεσης γίνεται πιο αναγκαία από αυτήν των μισθών. Αυτό αληθεύει τόσο πολύ που οι Άγγλοι οικονομολόγοι εντυπωσιάζονται να βλέπουν τους εργάτες να θυσιάζουν ένα σημαντικό μέρος των μισθών τους προς όφελος των ενώσεων, οι οποίες, στα μάτια των οικονομολόγων, ιδρύονται μόνο και μόνο για χάρη των μισθών56.

O Μαρξ διατυπώνει αυτό το επιχείρημα, που προσανατολίζεται καθαρά στην πρακτική των Άγγλων εργατών, ενάντια στην θεωρητίστικη απόρριψη από τον Προυντόν των εργατικών συνενώσεων. Ο Προυντόν επιχειρηματολογεί ενάντια σε αυτό που θα πετύχουν, ακόμα κι αν κερδίσουν αυξήσεις των μισθών: η τάξη των καπιταλιστών θα ρίξει τους μισθούς για να αναπληρώσει τα χαμμένα κέρδη, το κόστος της οργάνωσης θα είναι το ίδιο υψηλότερο από ό,τι έχει κερδηθεί και στο τέλος της ημέρας οι εργάτες θα εξακολουθούν να είναι εργάτες και τα αφεντικά αφεντικά. Ενώ αμφισβητεί την οικονομική πτυχή του επιχειρήματος του Προυντόν, η εστίαση του Μαρξ στις εμπειρίες των εργατών του Μπόλτον υπονοεί ότι κάτι περισσότερο και πιο σημαντικό από τον μισθό, μπορεί να αποκτηθεί από τις συνενώσεις και τους αγώνες57.

Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα της προλεταριακής συνθήκης είναι πολύ ευρύτερο από οποιαδήποτε ή ακόμα και δυνατή οργάνωση της μισθωτής εργασίας. Μπροστά στους πλεονάζοντες πληθυσμούς, τα συνδικάτα θα δουν την διαπραγματευτική τους δύναμη να υπονομεύεται από τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από τους άνεργους ή τους υποαπασχολούμενους και κάποια θα εμπλακούν σε μια χαμένη μάχη να κατεβάσουν τον ανταγωνισμό διευρύνοντας τον αποκλεισμό κάποιων ομάδων, στη βάση της φυλής, του φύλου της κατάστασης της υπηκοότητας. Ο W.E.B. Du Bois επεσήμανε το πρόβλημα αυτό, όταν έγραψε για τη μαύρη εργατική τάξη στις Ηνωμένες Πολιτείες:

Θεωρητικά είμαστε ένα κομμάτι του παγκόσμιου προλεταριάτου με την έννοια ότι είμαστε η πιο εκμεταλλευόμενη τάξη των φτηνών εργατών· αλλά πρακτικά δεν είμαστε κομμάτι του λευκού προλεταριάτου και δεν αναγνωριζόμαστε από το προλεταριάτο σε κάποιον σημαντικό βαθμό. Είμαστε τα θύματα της φυσικής τους καταπίεσης, κοινωνικού εξωστρακισμού, οικονομικού αποκλεισμού και προσωπικού μίσους· και όταν, βρισκόμενοι σε αυτοάμυνα, επιδιώκουμε την καθαρή επιβίωση, μας χαρακτηρίζουν, ουρλιάζοντας, σαν “ψώρα”58.

Το πρόβλημα του προλεταριακού διαχωρισμού μπορεί να αντιμετωπιστεί σε κείνα τα κομβικά σημεία στα οποία μπορούν να παραχθούν κοινές λύσεις και να υπονομευθούν μορφές ανταγωνισμού – φυλετικοποιημένες, έμφυλες, εθνικιστικές κλπ. Είναι σημαντικό ότι αυτό συνεπάγεται την αντιμετώπιση της πρόκλησης να σκεφτούμε τις συνθήκες σύνθεσης εκείνων που δεν είναι μέρος του εργατικού δυναμικού, που στα γραπτά του Μαρξ είναι κατεξοχήν το πρόβλημα των αγροτών και των λούμπεν προλετάριων και αναδεικνύεται στην 18η Μπρυμαίρ.

Οι υλικές συνθήκες της συγκρότησης

Εκεί που το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, γραμμένο λίγο πριν από τις επαναστάσεις του 1848, ήταν ένα κείμενο στοχασμού πάνω στην ιστορική τάση προς την εξαθλίωση, την προλεταριακή ταξική δύναμη και την επανάσταση, ο Μαρξ έγραψε την 18η Μπρυμαίρ, το 1852, ως έναν συλλογισμό πάνω στην αποτυχία της επανάστασης, ιδιαίτερα μια αποτυχία που οφειλόταν στην αποτυχία του προλεταριάτου να συντεθεί με το λούμπεν προλεταριάτο και τους αγρότες59. Είναι χρήσιμο να επιστρέψουμε σ’ αυτό το κείμενο σήμερα που είναι καθαρό ότι η γενική τάση προς τους πλεονάζοντες πληθυσμούς μας αφήνει με μια θεωρία τόσο της δυσκολίας της επανάστασης όσο και του επείγοντος χαρακτήρα της. Στην 18η Μπρυμαίρ ο Μαρξ ανέπτυξε μια υλιστική θεωρία της ταξικής σύνθεσης, ως μια διόρθωση στις γενικές, ιστορικιστικές προβολές του Μανιφέστου. Η Μπρυμαίρ διαβάζεται συχνά ως ένα κείμενο στο οποίο το πρόβλημα των ταξικών διαιρέσεων – ανάμεσα στους προλετάριους και ανάμεσα στους προλετάριους και τους συμμάχους τους – είναι ένα πρόβλημα διαφώτισης των προλετάριων σχετικά με το αντικειμενικό κοινό συμφέρον και οργάνωσής τους, της εμπέδωσης συμμαχιών με τις οργανώσεις άλλων τάξεων, και της εύρεσης τρόπων πολιτικής αντιπροσώπευσης των μη οργανωμένων και “μη πεφωτισμένων” τμημάτων του προλεταριάτου και των άλλων υποδεέστερων τάξεων. Έτσι το ζήτημα της στρατηγικής και της δύναμης ανάγεται στο ζήτημα της ανασύνθεσης των πολιτικών δυνάμεων με προοπτική τη θεμελίωση νέων πολιτικών συμμαχιών. Όμως, αν κοιτάξουμε προσεκτικά τις σκέψεις του Μαρξ για τις τάξεις σ’ αυτό το κείμενο, θα δούμε ότι πρόκειται για έναν βαθύ στοχασμό πάνω στις σχέσεις μεταξύ των τάξεων ως συγκροτημένων κατηγοριών ανθρώπων, και τις μετατοπιζόμενες και εγγενώς πρακτικές και υπαρξιακές αντιδράσεις στην ενδεχομενικότητα της προλεταριακής αναπαραγωγής μέσω των οποίων οι τάξεις αποκρυσταλλώνονται ή εξαφανίζονται. Η ανάλυση του Μαρξ για το χάος της επαναστατικής κρίσης αποκλειστικά με όρους της πολιτικής ενδεχομενικότητας διαμορφώνεται υπόρρητα αλλά αδιαμφισβήτητα από προϋποθέσεις σχετικά με το ζήτημα της αναπαραγωγικής ενδεχομενικότητας.

Η αγροτιά

Η 18η Μπρυμαίρ θεωρητικοποιεί το πρόβλημα του διαχωρισμού στις πιο ριζικές και περισσότερο διάσπαρτες και μεμονωμένες μορφές: τους αγρότες με μικροεκτάσεις, μια μάζα ημι-προλετάριων που υπονομεύονται κυρίως από τις αναπτυσσόμενες αγορές στο φαγητό, τους φόρους και τα χρέη, και το λούμπεν προλεταριάτο. Η ανάλυση του Μαρξ για το αντεπαναστατικό τμήμα του λούμπεν προλεταριάτου, που οργανώθηκε από τον Βοναπάρτη, ακουμπά αρκετά βαθιά το ζήτημα της αναπαραγωγής. [Ο Βοναπάρτης] τους πρόσφερε όχι μόνο αντιπροσώπευση και μερική προστασία αλλά και μια προσωρινή λύση στην κατάσταση της ανασφάλειας και της φτώχειας: πληρωμή, συντροφικότητα και μια αποστολή. Ενώ ήταν το λούμπεν προλεταριάτο που εξασφάλισε την κυριαρχία του Λουδοβίκου Βοναπάρτη στους δρόμους του Παρισιού, ήταν η αγροτιά εκείνη που τον εξέλεξε τον Δεκέμβριο του 1848. Ο Μαρξ ρωτά: τι είναι αυτό, στην αγροτική ζωή, που κάνει τους αγρότες επιδεκτικούς να εκλέξουν έναν ηγέτη τόσο ξένο προς τους ίδιους. Σε αντίθεση με τους μικροαστούς, οι αγρότες δεν παράγουν ούτε έρχονται σε επαφή με λιγότερο ή περισσότερο “οργανικούς” διανοούμενους. Αυτό μας δίνει τη βάση της διατύπωσης του Μαρξ, που έχει επικριθεί, ότι οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες:

δεν είναι ικανοί να διεκδικήσουν τα δικό τους ταξικό συμφέρον στο όνομά τους, είτε μέσω ενός κοινβουλίου είτε μέσω μιας συνέλευσης. Δεν μπορούν να εκπροσωπήσουν τον εαυτό τους, πρέπει να εκπροσωπούνται. Ο εκπρόσωπός τους πρέπει ταυτόχρονα να εμφανίζεται και ως ο κύριός τους, ως μια εξουσία πάνω τους, μια απεριόριστη κυβερνητική δύναμη που τους προστατεύει από τις άλλες τάξεις και τους στέλνει τη βροχή και τη λιακάδα από ψηλά. Συνεπώς, η πολιτική επιρροή των μικροϊδιοκτητών αγροτών βρίσκει την τελική της έκφραση στην εκτελεστική εξουσία που υποτάσσει την κοινωνία σ’ αυτήν”60.

Αλλά τι είναι αυτό στον τρόπο ζωής τους που κάνει τους αγρότες επιδεκτικούς σ’ αυτόν τον τρόπο εκπροσώπησης [Vertretung]; Εδώ πρέπει να ρωτήσουμε: πώς έγινε ο Βοναπάρτης μια απάντηση στην ανάγκη των αγροτών για προσανατολισμό και αντιπροσώπευση; Κατανοώντας αυτή την ανάγκη καταλαβαίνουμε, από την ανάποδη, με ποιο τρόπο μπορεί αυτή η ανάγκη να ικανοποιηθεί από ένα κίνημα με επαναστατική σύνθεση. Η διερεύνηση του ζητήματος από τον Μαρξ ξεκινά όχι με τη συνείδηση των αγροτών αλλά με μια περιγραφή του συγκεκριμένου τρόπου ζωής τους, των προβλημάτων τους και των πιθανών λύσεων:

Οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες σχηματίζουν μια τεράστια μάζα, τα μέλη της οποίας ζουν σε παρόμοιες συνθήκες χωρίς όμως να εισέρχονται σε κάποια πολλαπλότητα σχέσεων μεταξύ τους. Ο τρόπος παραγωγής τούς απομονώνει τον έναν από τον άλλο, αντί να τους φέρνει κοντά σε αμοιβαία επαφή. Η απομόνωση επιτείνεται περισσότερο από τα κακά μέσα επικοινωνίας στη Γαλλία και από τη φτώχεια των αγροτών…Κάθε ξεχωριστή αγροτική οικογένεια είναι σχεδόν αυτάρκης…και συνεπώς [η αγροτιά] αποκτά τα προς το ζην περισσότερο μέσα από μια ανταλλαγή με τη φύση παρά μέσα από μια επαφή με την κοινωνία. Ένα μικρό χωράφι, ένας αγρότης και η οικογένειά του· δίπλα τους ένα άλλο χωράφι, ένας άλλος αγρότης και μια άλλη οικογένεια. Ένα μικρό πλήθος από αυτά φτιάχνουν ένα χωριό και ένα μικρό πλήθος από χωριά φτιάχουν μια Νομαρχία. Με τον τρόπο αυτό, η μεγάλη μάζα του γαλλικού έθνους συγκροτείται με την απλή προσθήκη ομόλογων μεγεθών, αρκετά παρόμοια με τον τρόπο που οι πατάτες σε ένα σακί σχηματίζουν ένα σακί πατάτες61.

Συνεπώς, η καθημερινότητα και ο τρόπος (ανα)παραγωγής των αγροτών διαχωρίζει τον έναν από τον άλλο και κάνει πιο δύσκολη τη συγκρότητση οποιωνδήποτε πολιτικών συλλογικοτήτων. Και σε αντίθεση με τους μεμονωμένους προλετάριους στην πόλη, που ζουν κοντά και πηγαίνουν στους ίδιους εργασιακούς χώρους, οι αγροτικές οικογένειες ζουν μια στατική ζωή με λιγοστούς γείτονες62. Εκεί που ένας λόγος, που εκκινεί από την ανάγκη της επιστήμης και της ιδεολογίας θα ρωτούσε: πώς μπορούν να εκπροσωπηθούν οι αγρότες και πώς μπορούν να διαφωτιστούν σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν, μια έρευνα, που ξεκινά με τον τρόπο που οι αγρότες ζουν τις συνθήκες τους, καταλήγει σε διαφορετικά αποτελέσματα:

Στον βαθμό που εκατομμύρια οικογενειών ζουν κάτω από συνθήκες που διαχωρίζουν τον τρόπο ζωής, τα συμφέροντά τους και την κουλτούρα τους από εκείνα των άλλων τάξεων και τις θέτουν σε μια εχθρική αντίθεση με τις τελευταίες, τότε αυτές συγκροτούν μια τάξη. Στον βαθμό που υπάρχει απλά μια τοπική διασύνδεση μεταξύ αυτών των μικροϊδιοκτητών αγροτών και η ταυτότητα των συμφερόντων τους δεν συγκροτεί μια κοινότητα, κανέναν εθνικό δεσμό και καμμιά πολιτική οργάνωση μεταξύ τους, [αυτοί] δεν σχηματίζουν μια τάξη63.

Η αγροτιά ζει αυτό το κοινό πρόβλημα αλλά ο ίδιος ο χαρακτήρας του προβλήματος, καθώς και τα περιορισμένα μέσα επικοινωνίας των αγροτών και ο τοπικοποιημένος τρόπος ζωής τους, σημαίνει ότι ενώ συγκροτούνται ως μια τάξη δεν μπορούν να συγκροτήσουν μια τάξη. Αυτό δείχνει τον αυστηρά σχεσιακό και αυτο-συσχετιστικό χαρακτήρα της έννοιας της τάξης του Μαρξ· οι αγρότες μοιράζονται κοινά προβλήματα (διακυμάνσεις της αγοράς στις τιμές των προϊόντων τους, ανταγωνισμός, υποδούλωση στο κεφάλαιο μέσω των χρεών), αλλά ο τρόπος που αυτά διαμορφώνονται και αντιμετωπίζονται είναι τοπικός64. Ενώ αυτό μπορεί να δημιουργήσει ή να διατηρήσει ισχυρούς δεσμούς στις τοπικές κοινότητες και ηθικές οικονομίες, ο αγροτικός πληθυσμός ως σύνολο είναι μια απλή μάζα. Δεν βρίσκει την συλλογικότητα στην οποία αυτά τα προβλήματα θα μπορούσαν να αρθρωθούν ως κοινά συμφέροντα, όπου οι καθημερινοί αγώνες κάθε αγροτικής οικογένειας ή χωριού θα μπορούσαν να γίνουν μια κοινή πάλη.

Η απομόνωση των μικροϊδιοκτητών αγροτών σήμαινε ότι είχαν “χαθεί” για την επανάσταση: αντίθετα ενοποιήθηκαν από τον Βοναπάρτη, έναν άνθρωπο στη φήμη και την εξουσία του οποίου αυτοί οι εξατομικευμένοι αγρότες βρήκαν έναν προστάτη. Η εμπιστοσύνη τους σ’ αυτόν ως εκπρόσωπό τους βασιζόταν στην ιστορική μνήμη της συμμαχίας τους με τον παλιό Ναπολέοντα. Μια μάζα, είτε ετερογενής και συνδεόμενη από την εντοπιότητα (όπως το λούμπεν προλεταριάτο) είτε σχετικά ομοιόμοφη και διαχωρισμένη (όπως η αγροτιά), ενοποιείται πολύ εύκολα κάτω από έναν κύριο ή κάποιον που συμβολίζει την εξουσία. Όμως, η απομόνωση επισημαίνει επίσης το γεγονός ότι ένα κίνημα που αναπτύσσει τα τεχνικά μέσα και τις οργανωτικές μορφές μέσω των οποίων οι αγρότες μπορούν να επικοινωνήσουν και μπορούν να συνδεθούν είναι ένα κίνημα που θα καταργήσει την ανάγκη για έναν εκπρόσωπο και θα δώσει στην αγροτιά τη δυνατότητα να εκπροσωπήσει τον εαυτό της. Και πράγματι, οι περισσότερες από τις επιτυχημένες επαναστάσεις και αντιαποικιοκρατικούς αγώνες του 20ου αιώνα – με πιο παραδειγματική αυτήν στην Κίνα – ήταν σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένες εξαιτίας της κεντρικής εμπλοκής της αγροτιάς, εν μέρει εξαιτίας μιας κομμουνιστικής επανεκτίμησης του ρόλου της αγροτιάς όπως και εξαιτίας της αυξημένης ικανότητας για μετακίνηση και επικοινωνία και, συνεπώς, συντονισμό, χάρις στους τηλέγραφους, τα τηλέφωνα, τους σιδηρόδρομους, τα αυτοκίνητα κλπ.

Ενώ οι αλλαγές στα μέσα επικοινωνίας και μεταφοράς δεν ήταν μια σχετική μεταβλητή στην περιγραφή μιας επαναστατικής και αντεπαναστατικής περιόδου τεσσάρων χρόνων, [ο Μαρξ] έλαβε υπόψιν το επαναστατικό γίγνεσθαι της αγροτιάς. Συνεπώς, επένδυσε τις ελπίδες του στην επαναστατική οργάνωση των μικροϊδιοκτητών αγροτών στην επιδείνωση των συνθηκών τους, δείχνοντας προς τη δυνατότητα ότι μια αλλαγή στον χαρακτήρα του προβλήματος των αγροτών θα μπορούσε να τους οδηγήσει στο να ψάξουν τον εκπρόσωπό τους στο προλεταριάτο. Εν συντομία, ο Μαρξ δεν υπονόησε ότι οι αγρότες δεν θα μπορούσαν να είναι επαναστάτες:

Η δυναστεία του Βοναπάρτη δεν αντιπροσωπεύει τον επαναστάτη αλλά τον συντηρητικό αγρότη· δεν αντιπροσωπεύει τον αγρότη που θέλει να ξεπεράσει τη συνθήκη της κοινωνικής του ύπαρξης, το μικρό χωράφι, αλλά μάλλον αυτόν που θέλει να παγιώσει τη μικρή του ιδιοκτησία· δεν αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο της υπαίθρου που σε συμμαχία με τις πόλεις θέλει να ανατρέψει την παλιά τάξη μέσα από τις ίδιες τις δικές του ενέργειες αλλά, αντίθετα, αυτόν που, σε στέρεη απομόνωση μέσα σ’ αυτήν την παλιά τάξη, θέλει να δει τον εαυτό του και τη μικροϊδιοκτησία του να διασώζονται και να ευνοούνται από το φάντασμα της Αυτοκρατορίας65.

Ο Μαρξ ορίζει τους επαναστάτες ως αυτούς που σκοπεύουν να καταργήσουν την παλιά τάξη και όχι να βελτιώσουν τη θέση τους μέσα σ’ αυτήν, που διαλέγουν ένα μέλλον διαφορετικό, μάλλον, παρά μια επανάληψη του παρελθόντος στο παρόν. Επιπλέον, σημειώνει ότι οι τάξεις των επαναστατών αγροτών είναι πιθανόν να μεγαλώσουν με την αύξηση του λούμπεν προλεταριάτου στην ύπαιθρο, “τα πέντε εκατομμύρια που κρέμονται πάνω από τα όρια της ύπαρξης και έχουν τα στέκια τους στην ίδια την ύπαιθρο” ή πηγαινοέρχονται ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο με “τα κουρέλια τους και τα παιδιά τους”, θυμίζοντάς μας τις σύγχρονες αναλύσεις του Jan Breman για την κυκλοφορία και την μετανάστευση των ακτήμονων και των φτηνών εργατών γης στον Νότο και τη Νοτιοανατολική Ασία66. Όπως η τάξη των μικροαγροτών σύρεται πιο βαθιά στην αστική τάξη, η συντηρητική παγίωση θα αποτελεί επιλογή για ακόμα λιγότερους αγρότες· με άλλα λόγια, οι στρατηγικές και οι τρόποι ζωής της συνθήκης του αγρότη θα αλλάξουν καθώς αυτή η συνθήκη αλλάζει. Τώρα, γράφει ο Μαρξ (σε κάτι που ήταν σίγουρα επίσης μια στρατηγική παρέμβαση σε μια διαδικασία ταξικής σύνθεσης), τα συμφέροντα των αγροτών είναι κοντά σε αυτά του αστικού προλεταριάτου, στο οποίο θα βρουν έναν “φυσικό σύμμαχο και ηγέτη” – ενώ πολλοί νέοι λούμπεν αγρότες θα πάνε στον στρατό67. Το πεδίο της πάλης και της πολιτικής σύνθεσης της τάξης επίσης αλλάζει – η πλειοψηφία των αγροτών δεν βρίσκει πλέον τα συμφέροντά της να ευθυγραμμίζονται με την αστική τάξη, όπως υπό τον Ναπολεόντα, αλλά να στρέφονται εναντίον της. Έτσι, αν και ο Βοναπάρτης θα ήθελε να εμφανίζεται ως ο “πατριάρχης ευεργέτης όλων των τάξεων…δεν μπορεί να δώσει στη μια τάξη χωρίς να πάρει από μια άλλη”, περιορίζοντας δραματικά την ικανότητά του να συνενώσει διαφορετικές τάξεις κάτω από την αντιπροσώπευσή του68.

Περιέργως, η προλεταριακή καθοδήγηση της αγροτιάς που υποστηρίχτηκε από τον Μαρξ φαίνεται να βάζει το προλεταριάτο σε θέση αντιπροσώπευσης της απομονωμένης αγροτιάς, παρόμοια μ’ αυτήν του νεαρού πρίγκηπα Βοναπάρτη, από την μια πλευρά, ή μιας συγκεκριμένης αυτοματοποίησης στην συνένωση των αγροτών με το προλεταριάτο στην πόλη – αντί των λούμπεν. Μοιάζει, λοιπόν, το διάβασμά μας να μας φέρνει στην πολύ παραδοσιακή ερμηνεία ότι ο Μαρξ – σύμφωνα με τη σιδηρά λογική του ίδιου του επιχειρήματός της – θα μπορούσε να είναι προασπιστής μόνο του βιομηχανικού προλεταριάτου. Όμως, ο Μαρξ δεν είναι εχθρικός στους αγρότες καθαυτούς, ούτε τους παρουσιάζει, όπως έχουμε δει, ως αναγκαστικά αντεπαναστάτες. Τα επιχειρήματα σχετικά με την υπαγωγή τους στην προλεταριακή καθοδήγηση συνδέονται κυρίως με την ανάπτυξη των μέσων επικοινωνίας και σύνθεσης, με άλλα λόγια των μέσων σύνδεσης και σύνθεσης στον αγώνα, και της αντιπροσώπευσης των ίδιων. Όπως έχουμε δει στην περίπτωση των μικροαστών είναι ο χαρακτήρας του τρόπου ζωής τους, τα προβλήματα και οι λύσεις που τους κρατούν κομφορμιστές: καθώς το πρόβλημά τους αλλάζει, το ίδιο θα γίνει και με τον πολιτικό τους προσανατολισμό. Στο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, γραμμένο στο 1871, ο Μαρξ ρωτά: “πώς θα μπορούσε [η προηγούμενη πίστη των αγροτών στον Βοναπάρτη] να αντισταθεί στην έλξη της Παρισινής Κομμούνας για τα ζωντανά συμφέροντα και τις επείγουσες ανάγκες της αγροτιάς;”. Η αντιδραστική επαρχιακή συνέλευση των γαιοκτημόνων, επισήμων, ενοικιαστών και εμπόρων…

ήξερε ότι τρεις μήνες ελεύθερης επικοινωνίας της Παρισινής Κομμούνας με τις επαρχίες θα προκαλούσε μια γενική εξέγερση των αγροτών, εξ ου και η ανησυχία τους να εγκαταστήσουν έναν αστυνομικό αποκλεισμό γύρω από το Παρίσι, ώστε να σταματήσουν την εξάπλωση της “αρρώστιας”69.

Στην 18η Μπρυμαίρ ο Μαρξ ήταν εχθρικός προς το λούμπεν προλεταριάτο, σκεπτικιστής για τις επαναστατικές δυνατότητες της αγροτιάς και έτρεφε ελπίδες για το αστικό προλεταριάτο. Το όλο ζήτημα εδώ είναι να κρατήσουμε στο μυαλό μας ότι οι σκέψεις του Μαρξ, ενώ μορφοποιούνται από μια δομική ανάλυση, έχουν να κάνουν πρώτα απ’ όλα με τη συγκυρία. Εστιάζονται στις υλικές συνθήκες της σύνδεσης ή της συμμαχίας αυτών που είναι διαχωρισμένοι γύρω από κοινούς αγώνες και στην εφεύρεση και κατασκευή νέων λύσεων στα προβλήματα της εποχής και της ζωής. Τεχνολογίες επικοινωνίας (σαν να λέμε, μέσα “μόλυνσης”) και η ικανότητα υπέρβασης, ή παράκαμψης του κράτους, είναι αποφασιστικές. Αλλά, πρώτα απ’ όλα, είναι ζήτημα ευθυγράμμισης και διαμόρφωσης των συμφερόντων πληθυσμών που βρίσκονται υπό την πίεση του χρόνου. Στην αντίκρουση της κριτικής του Μπακούνιν, ο οποίος επιθυμεί να κάνει το προλεταριάτο κύριο των αγροτών, ο Μαρξ παρατηρεί ότι είναι απλά ένα ζήτημα σύνθεσης συμφερόντων. Με τους αγρότες-ιδιοκτήτες το ζήτημα είναι να μπορεί το προλεταριάτο να κάνει γι’ αυτούς τουλάχιστον αυτό που μπορεί να κάνει η αστική τάξη, ενώ οι προλεταριοποιημένοι εργάτες γης μπορούν να οργανωθούν μαζί με τους προλετάριους άμεσα, καθώς οι στρατηγικές αναπαραγωγής μπορούν στην περίπτωση αυτή να συντεθούν. Τέλος, σε σχέση με τους εργάτες της υπαίθρου, ο στόχος δεν είναι απλά μια ταξική συμμαχία αλλά, στην πραγματικότητα, μια αναδιοργάνωση της αναπαραγωγής τους προς την κοινή ιδιοκτησία, χωρίς ανταγωνισμό με τους αγρότες, δηλαδή χωρίς την καταναγκαστική κολλεκτιβοποίησή τους ή την αφαίρεση των δικαιωμάτων τους πάνω στη γη70. Βλέπουμε τώρα, εδώ, πώς ο Μαρξ κατανοεί την ταξική συγκρότηση ως ένα ζήτημα σύνθεσης διαφορετικών αγώνων γύρω από την αναπαραγωγή, χωρίς να προσποιείται ότι αυτές οι διαφορές είναι απλά μια ψευδαίσθηση που αποκρύπτει την κοινή τους ουσία, ταυτότητα ή πρόβλημα.

Σύνθεση με το λούμπεν προλεταριάτο

Το να αναδείξουμε το πρόβλημα της ταξικής σύνθεσης με την αγροτιά σήμερα, αλλά και ήδη στην εποχή του Μαρξ, σημαίνει να συζητάμε τους αγώνες σχετικά με το ρίσκο ή την πραγματικότητα της έλλειψης κλήρου γης ή της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας και του χρέους. Μαζί με το ζήτημα των πλεοναζόντων πληθυσμών, που παράγονται από την εκμηχάνιση (η οποία συμβαίνει επίσης και στη βιομηχανική γεωργία), αυτό μας οδηγεί στο ζήτημα του λούμπεν προλεταριάτου, ως μιας ακραίας, παράτυπης συνθήκης και τρόπου επιβίωσης και θανάτου.

Οι Μαρξ and Ένγκελς είχαν προειδοποιήσει εναντίον αυτής της ομάδας ήδη από το Μανιφέστο:

Η “επικίνδυνη τάξη”, το κοινωνικό απόβρασμα, αυτή η μάζα που σαπίζει παθητικά και έχει αποβληθεί από τα κατώτερα στρώματα της παλιάς κοινωνίας, μπορεί, εδώ κι εκεί, να παρασυρθεί στο κίνημα από μια προλεταριακή επανάσταση· οι συνθήκες της ζωής της, όμως, την προετοιμάζουν πολύ περισσότερο για τον ρόλο ενός δωροδοκούμενου εργαλείου της αντιδραστικής ίντριγκας71.

Στην 18η Μπρυμαίρ το λούμπεν προλεταριάτο επενέρχεται ως μια προβληματική φιγούρα στο σχήμα του Μαρξ για την επανάσταση: ως μια τάξη οι “λούμπεν” είναι αδιαμφισβήτητα ένα προϊόν της αστικής κοινωνίας και της δυναμικής της και μια τάξη ριζικών αναγκών, οργανωμένη, παρ’ όλα αυτά, ενάντια στην επανάσταση του 1848 στη Γαλλία.

Η επανάσταση του Φεβρουαρίου έδιωξε τον στρατό απο το Παρίσι. Η Εθνοφρουρά, δηλαδή η αστική τάξη στις διαφορετικές της διαβαθμίσεις, συνιστούσε τη μοναδική εξουσία. Δεν αισθανόταν, όμως, από μόνη της ικανή αντίπαλος απέναντι στο προλεταριάτο. Επιπλέον, αναγκάστηκε σταδιακά να ανοίξει τις τάξεις της και να δεχτεί ένοπλους προλετάριους, αν και μόνο μετά από την πιο επίμονη αντίσταση και έχοντας βάλει εκατοντάδες διαφορετικά εμπόδια. Συνεπώς, δεν απέμενε παρά μια διέξοδος: να τεθεί το ένα τμήμα του προλεταριάτου ενάντια στο άλλο72.

Έτσι μπήκε το λούμπεν προλεταριάτο στο αφήγημα της αποτυχίας της επανάστασης, αποκτώντας ιστορική σχέση με τους 24.000 νεαρούς άντρες που στρατολογήθηκαν στην Μεταφερόμενη Φρουρά [Mobile Guard] για να καταστείλουν το επαναστατικό προλεταριάτο. Ο σκεπτικισμός του Μαρξ σε σχέση με το λούμπεν προλεταριάτο είναι αποτέλεσμα της επίγνωσής του για το πώς οι πολιτικές συμμαχίες μιας τάξης διαμορφώνονται από τους τρόπους με τους οποίους η τάξη αυτή αναπαράγει τον εαυτό της. Ενώ αυτό δεν τον οδήγησε να υποτείνει ότι η πολιτική ανασύνθεση μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την ανασύνθεση της αναπαραγωγής, θα δούμε ότι τέτοια συμπεράσματα μπορούν και πρέπει να αντληθούν από τα γραπτά του σχετικά με το λούμπεν προλεταριάτο.

Στην 18η Μπρυμαίρ, θα φαινόταν ότι ο Μαρξ ολισθαίνει στην οργανιστική ιδέα του παρασιτισμού όταν, επικαλούμενος το έθνος, γράφει ότι οι λούμπεν προλετάριοι, όπως και ο αρχηγός τους ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης, “αισθάνθηκαν την ανάγκη να επωφεληθούν σε βάρος του εργαζόμενου έθνους73. Όμως, η έννοια του Μαρξ για το “έθνος” ως θύματος, εμφανίζεται ειρωνικά, σε σχέση με την συστηματική αυτοαναπαράσταση από τον Βοναπάρτη του εαυτού του ως σωτήρα του έθνους. Αυτό που ο Βοναπάρτης και το λούμπεν προλεταριάτο έχουν κοινό είναι ο χαρακτήρας τους ως “επιπλεόντων” στοιχείων στην κατάσταση – αν ο Βοναπάρτης γίνεται, τελικά, η φιγούρα που ενοποιεί αντιτιθέμενα ταξικά συμφέροντα είναι ακριβώς εξαιτίας της φαινομενικής άρσης του πάνω από τις τάξεις. Από την άλλη, το λούμπεν προλεταριάτο έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης ακριβώς ως ένα στοιχείο που δεν έχει σταθερή θέση ή διακύβευμα στην κοινωνία. Για τον Βοναπάρτη – όπως και για την οικονομική αριστοκρατία – η εκμετάλλευση μιας ασταθούς κατάστασης απαιτεί νοητική αφαίρεση και χρήμα. Ένα σημαντικό παράδειγμα είναι η περίπτωση των νεαρών μελών της Μεταφερόμενης Φρουράς, που μαγεύτηκαν από τις μεγαλαυχίες για τον θάνατο για την πατρίδα και την αφοσίωση στη δημοκρατία” των Βοναπαρτιστών αξιωματικών τους74. Και, πάνω από αυτή την ιδεολογική “αποπλάνηση”, χρειάστηκε και η χρηματική διαφθορά (1 φράγκο και 50 σεντς την ημέρα) για να προσέλθουν οι εύπλαστοι νεαροί λούμπεν προλετάριοι στις τάξεις του Βοναπάρτη75. Το πρόβλημα του λούμπεν προλεταριάτου ίσως δεν είναι ότι αποτελεί το παράδοξο προϊόν της αστικής κοινωνίας που στέκεται στον δρόμο της κοσμοϊστορικής επανάστασης, αλλά το ότι η άκαιρη εξαθλίωσή τους γίνεται τόσο επίκαιρη σε εποχές που “οτιδήποτε στέρεο λιώνει στον αέρα”, έτσι που η οργάνωσή του στην επανάσταση να απαιτεί έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο πολιτικής συγκρότησης.

Είναι καθαρό ότι ο αντεπαναστατικός χαρακτήρας αυτής της ομάδας εξαιρετικά νεαρών αντρών λούμπεν προλετάριων δεν επιτρέπει να διατυπωθούν οποιαδήποτε γενικά σημεία σχετικά με το λούμπεν προλεταριάτο ως τέτοιο. Ας εξετάσουμε τους αριθμούς του Μαρξ: 25.000 στην Μετακινούμενη Φρουρά, σε σχέση με τα 4 εκατομμύρια βεβαιωμένων φτωχών, απατεώνων, εγκληματιών και πορνών στη Γαλλία” – ένα μεγάλο μέρος των οποίων ήταν γυναίκες76. Περαιτέρω, ακόμα και αυτό το συγκεκριμένο τμήμα που κατατάχθηκε στην Μετακινούμενη Φρουρά, “ικανών για τις πιο ηρωικές πράξεις και τις πιο υψηλές θυσίες καθώς και για τις χειρότερες ληστείες και την πιο αχρεία διαφθορά”, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι είναι αντεπαναστατικό καθαυτό77. Αντίθετα, ενώ ο Μαρξ δεν προτείνει οποιεσδήποτε τακτικές με τις οποίες μπορούν οι λούμπεν προλετάριοι να κερδηθούν στην επαναστατική υπόθεση, η περιγραφή του για το πώς έγιναν αντεπαναστάτες υπονοεί ότι άλλες ιδεολογικές επεξεργασίες, και άλλοι τρόποι ικανοποίησης των αναγκών τους, θα μπορούσαν να τους φέρουν σε έναν άλλο σκοπό. Εδώ έχουμε πολύ βασικές ανάγκες που δεν ορίζονται με όρους σταθερών ταξικών συμφερόντων αλλά ως ταλαντευόμενα συμφέροντα μιας ετερογενούς ομάδας που μπορεί να συντεθεί με οποιονδήποτε μπορεί να βοηθήσει στην ικανοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών της, με οποιονδήποτε μπορεί να μοιραστεί ένα σύνθημα, μια ιδέα και ένα γεύμα (ακριβώς, θα προσθέταμε, όπως και η ίδια η εργατική τάξη πριν ομογενοποιηθεί ιδεολογικά και οργανωτικά στο εργατικό κίνημα). Από αυτή την σκοπιά, των αναγκών και της δίψας για ιδέες και ευθυμία [conviviality], το πρόβλημα με τους λούμπεν προλετάριους σε σχέση με την επανάσταση δεν είναι, πλέον, ότι οι τρόποι ζωής τους είναι ουσιαστικά αντεπαναστατικοί αλλά ότι, σε αντίθεση με τους εργάτες που ταΐζονται από το κεφάλαιο, δεν θα ικανοποιηθούν με συνθήματα αλλά μόνο με μετρητά και φαγητό (και κάτι από ηθικό “άλλοθι”78). Δεν υπάρχει, λοιπόν, δομικός λόγος για τον οποίον ο στρατηγικός προσανατολισμός του Μαρξ δεν θα μπορούσε να λάβει υπόψιν την επείγουσα έκκληση του Frantz Fanon να οργανώσουμε το (κυρίως άκληρο και στην ύπαιθρο) λούμπεν προλεταριάτο, του οποίου οι συμμαχίες δεν είναι ποτέ δοσμένες εκ των προτέρων, αλλά που θα συμμετέχει πάντα στην σύγκρουση: “αν αυτή η διαθέσιμη δεξαμενή ανθρώπινης προσπάθειας δεν οργανώνεται απευθείας με τις δυνάμεις της εξέγερσης, θα βρει τον εαυτό της να πολεμά ως μισθοφόροι στρατιώτες, πλάι-πλάι με τα αποικιακά στρατεύματα79. Και δεν υπάρχει δομικός λόγος – μάλλον το αντίθετο – που οι υποστηρικτές της κομμουνιστικοποίησης δεν θα έπρεπε να θεωρήσουν τις πρακτικές των Μαύρων Πανθήρων, οι οποίοι ξεκίνησαν με το ζήτημα της ένοπλης και νόμιμης αυτοάμυνας ενός πλεονάζοντος πληθυσμού απέναντι στη ρατσιστική αστυνόμευση των εναλλακτικών μορφών επιβίωσής τους – τις “κομπιναδόρικες” και παράτυπες οικονομίες – και να προχωρήσουν στην εφαρμογή προγραμμάτων επιβίωσης που θα μπορούσαν να φέρουν δεκάδες χιλιάδες στον αγώνα και δυνατές δημοτικές εκλογικές καμπάνιες στο Όκλαντ και την Καλιφόρνια80.

Η προθυμία των νεαρών λούμπεν προλετάριων να καταταχθούν στην Μεταφερόμενη Φρουρά εγείρει το ζήτημα όχι απλά των ριζικών αναγκών και του επαναστατικού δυναμικού τους αλλά και το ζήτημα της πρακτικής οργάνωσης γύρω από συγκεκριμένες λύσεις: το πρόβλημα όλων αυτών που δεν μπορούν να εργαστούν ή δεν θα εργαστούν έχει έναν άμεσο καθημερινό χαρακτήρα. Οι ανάγκες των λούμπεν προλετάριων είναι πιο άμεσες από αυτές των εργαζόμενων και περισσότερο μη-συμβατικές από αυτές των ανέργων· στην απουσία εκμετάλλευσης, οι τρόποι ζωής τους είναι ποινικοποιημένοι, οι γειτονιές τους αποικιοποιημένες, με τους όρους των Μαύρων Πανθήρων, από την αστυνομία81. Συνεπώς, η προγραμματική απαίτηση της κατάργησης της αστικής ιδιοκτησίας θα είναι αναποτελεσματική αν δεν αντιμετωπίζει τις άμεσες ανάγκες αυτών που, διαφορετικά, θα πουλήσουν τον εαυτό τους στην αντεπανάσταση.

Η ζωή του προλεταριάτου έξω από τη μισθωτή-σχέση, των προλετάριων που καθίστανται περιττοί για την καπιταλιστική παραγωγή (και έμμεσα, αλλά όχι απαραιτήτως σκόπιμα, ως ένας εφεδρικός στρατός) και των προλετάριων που ήταν πάντα πλεονάζοντες, είναι η ιστορία σταθερών προσπαθειών να δημιουργηθούν άλλοι τρόποι αναπαραγωγής, η νίκη, η αφομοίωση ή η καταστολή τους. Αν πρόκειται να μπει στην ατζέντα η προλεταριακή αναπαραγωγή ενάντια στο κεφάλαιο – δηλαδή μια αναπαραγωγή που είναι άνοιγμα για την αυτοκατάργηση του προλεταριάτου ως προλεταριάτο – δεν αρκεί να πούμε ότι η κομμουνιστικοποίηση είναι ένα αμετάβλητο επαναστατικό σχέδιο του προλεταριάτου (Gilles Dauvé and Karl Necic) ή ένα πρότζεκτ που είναι εφικτό μόνο σήμερα, μια ριζική ανάγκη που βαθαίνει (Théorie Communiste, Endnotes)82. Για να ανοίξουμε τον ιστορικό προσανατολισμό της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης στο πρακτικό ζήτημα της οργάνωσης, γίνεται αναπόφευκτο να τον συσχετίσουμε με τις συνεχιζόμενες πρακτικές της απο-προλεταριοποίησης. Για να πάμε πέρα από αυτό, χρειάζεται να δούμε όχι μόνο δυνατότητες και αυξανόμενες ανάγκες ύπαρξης αλλά δυνητικότητες που μπορούν – ή πασχίζουν – να πραγματωθούν. Για να κάνουμε κάτι τέτοιο πρέπει να ανοιχτούμε στο ζήτημα της σύνθεσης, της “άμιλλας”, της οργάνωσης και της διάδοσης μεταξύ ετερογενών στρατηγικών αναπαραγωγής, όπως αυτές υπάρχουν, ή χρειάζονται, για να ικανοποιήσουν τις πρακτικές ανάγκες των προλετάριων σε σχέση με τους πολλούς διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους ζουν αυτή τη συνθήκη-πρόβλημα.

Ενώ η αναπαραγωγή μεγάλων τμημάτων του Δυτικοευρωπαϊκού προλεταριάτου διαμεσολαβούνταν από το κράτος πρόνοιας, αυτό που ο Μπαλιμπάρ αποκαλεί “εθνικο-κοινωνικό κράτος”, μια άλλη σειρά αγώνων έχει αρχίσει να ξεσπάει ανάμεσα σε μετανάστες στην Ευρώπη και προλετάριους στον “παγκόσμιο Νότο83. Παράτυπη εργασία και παράνομες δραστηριότητες, καταλήψεις σπιτιών και, ιδιαίτερα, καταλήψεις γης, αλλά κι αυτό που ο Asef Bayat αποκαλεί ήσυχες καταπατήσεις, μια δημοφιλής έκδοση αυτού που οι ακόλουθοι της ιταλικής αυτονομίας αποκαλούσαν αυτομείωση, στη φτωχή Levantine84 και στις γειτονιές και παραγκουπόλεις της Βόρειας Αφρικής85. Ακόμα κι εκεί που τέτοιες δραστηριότητες έγιναν από μια μικρή ομάδα ή σε ατομική βάση, οι προσπάθειες καταστολής τέτοιων τρόπων αναπαραγωγής έχουν συχνά καταλήξει σε μαζική λαϊκή αντίσταση, όπως επισημαίνει ο Bayat· εν ολίγοις, μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτές τις δραστηριότητες ως αναδυόμενεςεθιμικές” οικονομίες του προλεταριάτου86. Ανάλογα, οι συχνά “εξατομικευμένοι” – αν και υψηλά δικτυωμένοι – τρόποι μετακίνησης των μεταναστών, συνέχονται σε κοινούς αγώνες όταν έρχονται αντιμέτωποι με έναν φράχτη. Ο Bayat δείχνει ότι στρατηγικές “ήσυχης” καταπάτησης, μαζί με υπάρχουσες οργανώσεις αντίστασης, όπως συνδικάτα, άτυπες κοινότητες γύρω από τζαμιά και σύλλογοι οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων, ήταν όλες πρακτικές συνθήκες για την πρακτική ικανότητα της αυθόρμητης εξέγερσης να θέσει το ζήτημα της ύπαρξης του καθεστώτος Μουμπάρακ ως ένα πρακτικό πρόβλημα.

Αυτό που έχει σημασία είναι στρατηγικές που ίσως οικοδομήσουν την προλεταριακή ικανότητα αντίστασης και, συνεπώς, προβολής λύσεων στη μιζέρια του, δηλαδή να δει αυτή τη μιζέρια ως πρόβλημα, μάλλον, παρά ως μοίρα. Σήμερα, οι τακτικές και στρατηγικές αντιμετώπισης και κατάργησης της προλεταριακής συνθήκης μπορούν, λοιπόν, να αναχθούν μόνο στο κράτος πρόνοιας και τα συνδικάτα, μέσα από τεράστια παραμέληση. Επιπλέον, στρατηγικές που ήταν συναφείς, εδώ και καιρό, εκεί που η “ανάπτυξη” ήταν πάντα μια φαντασίωση, θα γίνουν όλο και πιο σημαντικές σε μια Ευρώπη που “επαρχιοποιεί” ή ίδια τον εαυτό της και καταργεί σωρηδόν τα προνοιακά δικαιώματα. Οι μορφές οργάνωσης και συγκρότησης της τάξης, που είναι δυνατές και αναγκαίες συνθήκες πλεονάζοντος πληθυσμού και συμπίεσης της προλεταριακής αναπαραγωγής, ξεκινούν με προγράμματα “επιβίωσης”. Αν όχι, η σημερινή βίαιη και οικονομική εξαφάνιση της προλεταριακής ικανότητας αντίστασης και σύνθεσης θα αποτρέψει οποιαδήποτε επαναστατική αποκρυστάλλωση.

Συμπέρασμα

Να ξεκινάμε με το ζήτημα της προλεταριακής αναπαραγωγής έχει αρκετά πλεονεκτήματα: συνδέει άμεσα την “μικροανάλυση” του κεφαλαίου με τον υπαρξιακά επείγοντα χαρακτήρα ατομικών και συλλογικών στρατηγικών ζωής και επιβίωσης. Περαιτέρω, μας επιτρέπει να αποφύγουμε θετικιστικές κοινωνιολογίες της τάξης βασισμένες στην “διαμερισματοποίηση” ενός πληθυσμού και οικονομίστικους ορισμούς της τάξης με όρους οικονομικών λειτουργιών εντός του καταμερισμού της εργασίας. Μας επιτρέπει να σκεφτούμε τις δομικές και υπαρξιακές πτυχές του σχηματισμού της τάξης από κοινού και να καταλάβουμε πώς τόσο η σύνθεση όσο και η διαφοροποίηση είναι αποκρίσεις στο ίδιο πρόβλημα.

Έχω ισχυριστεί ότι το πρόβλημα του προλεταριάτου πρέπει να οριστεί ευρύτερα από αυτό της εκμετάλλευσης. Οι λούμπεν προλετάριοι, οι άνεργοι, οι απλήρωτοι εργάτες της αναπαραγωγής και η εργατική τάξη ζουν τον ίδιο πρόβλημα-συνθήκη – τον διαχωρισμό από τα μέσα (ανα)παραγωγής. Παρ’ όλα αυτά, ζουν αυτό το πρόβλημα-συνθήκη διαφορετικά, και αυτές οι διαφορές καθημερινών πρακτικών δημιουργούν μια διαφοροποίηση στις ανάγκες και τις επιθυμίες, κάτι που είναι βαθιά πεπλεγμένο με τις διαδικασίες παραγωγής διακρίσεων φύλου, ικανοτήτων, φυλής κλπ. Ο προσανατολισμός της κομμουνιστικοποίησης στις συνθήκες της δυνατότητας του κομμουνισμού θέτει το ερώτημα μιας λύσης που να είναι επαρκής για τη γενικότητα του προβλήματος: το προλεταριάτο γίνεται το όνομα για όλους αυτούς που ιδεατά μοιράζονται ένα συμφέρον με την κατάργηση αυτού του προβλήματος. Από την απόσταση ενός θεατή, αυτή η προσέγγιση επισημαίνει τα όρια των υφιστάμενων αγώνων από την σκοπιά της καπιταλιστικής ολότητας, ολότητα που της προσδίδει μια θεωρία για το ποια μορφή πρέπει απαραίτητα να αποκτήσει μια τέτοια επανάσταση για να είναι επαρκής. Για τους διανοούμενους, αυτή είναι μια θεωρία της λογικής μορφής και της δυνατότητας της επανάστασης· για τους προλετάριους είναι μια θεωρία της ανεπάρκειας των προσπαθειών τους. Η απλή επισήμανση των ορίων οποιουδήποτε αγώνα, με αναφορά στην εποχική ριζοσπαστικότητα ενός προβλήματος, είναι μια συνταγή για κυνισμό και αδιαφορία. Δεν είναι αρκετό να είμαστε αντιμέτωποι με ένα κοινό πρόβλημα· αυτό δεν μας αποφέρει τίποτα παραπάνω από μια κατανόηση της προλεταριακής συνθήκης ως δυστυχίας. Αν δεν υπάρξει η ανάπτυξη κοινών τακτικών και στρατηγικών αντιμετώπισης συγκεκριμένων προβλημάτων, οι διαφορετικές αμοιβαία ανταγωνιστικές στρατηγικές αντιμετώπισης θα επικρατήσουν. Οποιαδήποτε επαναστατική πρακτική πρέπει να ξεκινά με λύσεις που είναι πιο πειστικές ή επιθυμητές για την κατάσταση από τις υπάρχουσες. Αντί να αποτραβιέται στη δική της γωνιά, στο πλαίσιο του καταμερισμού της εργασίας από συνήθεια ή από φόβο ότι θα παραβιάσει την καθαρότητα των αγώνων, η θεωρία, θεωρούμενη ως μέρος αυτών των κινημάτων, είναι η ενεργή προσπάθεια διάχυσης στρατηγικών σύνθεσης και πάλης, και της επεξεργασίας κοινών και εγκάρσιων σημείων σύνδεσης μεταξύ διαφορετικών αγώνων87. Να πάρουμε στα σοβαρά το γεγονός ότι οι αντιστάσεις και τα δίκτυα αλληλεγγύης προϋπάρχουν των εκρήξεων της ανοιχτής πάλης σημαίνει να πάμε πέρα από την πίστη στο αυθόρμητο. Αυτό συνεπάγεται μια ηθική της μαχητικότητας, εμβαπτισμένη έρευνα, παραγωγή γνώσης και λαϊκή παιδαγωγική, που προχωράνε μέσα από πρακτικές συλλογικής χαρτογράφησης των δυνατοτήτων σύνθεσης και στοχασμού πάνω στο πώς να συνδέσουμε και να επεκτείνουμε δίκυα εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης88. Συνεπάγεται την κοινοχρησία εργαλείων οργάνωσης και τακτικών πάλης, εκτίμηση των φημών και των ψιθύρων και την εμπλοκή σε μικρούς αγώνες με τρόπους που μπορούν να συμβάλλουν στο να μετατρέψουν τον φόβο και την δυσπιστία σε κουράγιο και αλληλεγγύη.

Το πρόβλημα της επαναστατικής οργάνωσης των διαφορών εντός του προλεταριάτου είναι ένα πρόβλημα εφεύρεσης κοινών λύσεων στο κοινό πρόβλημα του προλεταριάτου, είτε λούμπεν, είτε εργαζόμενου είτε άνεργου. Αλλά αυτό πρέπει να ξεκινήσει με μια αναγνώριση ότι οι στρατηγικές της πάλης θα διαφέρουν σημαντικά, σύμφωνα με τους πολλούς τρόπους που το πρόβλημα με βιώνεται και απαντιέται. Το καθήκον μας δεν μπορεί να είναι να ψάξουμε για την εξίσωση που θα μας δώσει το αποτέλεσμα που θέλουμε, αλλά να εξερευνήσουμε τις μέγιστες δυνατότητες της κατάργησης των διαχωρισμών εδώ και τώρα, των διαχωρισμών μεταξύ μας και του διαχωρισμού μας από τα μέσα αναπαραγωγής μας – είτε μέσα από ταραχές και ομάδες συνάφειας, αλληλοβοήθεια και αυτόνομες ζώνες, είτε αποκτώντας δημοτική ή κρατική εξουσία. Όλα αυτά εξαρτώνται από την εκτίμηση, στην συγκεκριμένη κατάσταση, των δυνατοτήτων σύνθεσης, την κατάσταση των αντιπάλων και τον συσχετισμό των δυνάμεων89. Αν η πάλη εξελιχθεί με επιτυχία, οι ταξικές διαφορές θα καταργηθούν τόσο βαθμιαία όσο και με άλματα. Οι προλετάριοι θα μένουν όλο και λιγότερο προσκολημένοι στον τρόπο ζωής που έχουν αναπτύξει για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα του διαχωρισμού τους, καταργώντας αυτόν τον διαχωρισμό και συνεπώς την ύπαρξή τους ως προλετάριων. Οι αγώνες για τον απο-διαχωρισμό δεν είναι απλά θαραλλέοι αγώνες για αγάπη, αλλά συχνά συνεπάγονται, επίσης, και έντρομη αναζήτηση για ασφάλεια. Η αισθαντική ατμόσφαιρα του κομμουνισμού δεν μπορεί να δωθεί παρά μόνο μέσα από την ευαισθησία στις μικρο- και νανο-πολιτικές διαστάσεις κάθε κινήματος. Επιπλέον, αν ο κομμουνισμός είναι να νοηθεί ξανά ως μια πραγματική κίνηση πρέπει να δεχτούμε ότι δεν μπορεί να είναι μια ενιαία διαδικασία, αλλά μόνο ο συνδυασμός μιας πολλαπλότητας επιθυμιών και αναγκών λίγο-πολύ διαχωρισμένων προλετάριων, που ενώνονται για ιδιοτελείς λόγους, αλλά που παράγουν ένα τέλος που ξεπερνά την ιδιοτέλειά τους, μια υπερ-ατομικιστική υπέρβαση90 της ατομικότητάς τους. Ο Μαρξ το είδε αυτό ξεκάθαρα όταν συμμετείχε στην ζωντανή φιλικότητα των προλετάριων του Παρισιού. Παρατήρησε ότι τα μέσα για τη δημιουργία του κομμουνισμού είναι ο ίδιος ο κομμουνισμός91: με άλλα λόγια, η κομμουνιστική πρακτική, ο κομμουνισμός όταν πράττεται, παράγει τον εαυτό του ως μια ανάγκη και έναν σκοπό καθεαυτόν.92 Ο κομμουνισμός δεν είναι ένα αφηρημένο Καντιανό “ιδεώδες” ή ένα σχέδιο, ούτε ένας καθολικός και παγκόσμιος ορίζοντας από τον οποίον να κρίνουμε κάθε αγώνα ή για να βρούμε ελπίδα. Ο κομμουνισμός, αντίθετα, περιγράφεται κατά τον καλλίτερο τρόπο ως ένα δυνατό αναδυόμενο τέλος σε διαδικασίες συνδυαστικές, όταν ενδιπλώνονται πίσω στον εαυτό τους και γίνονται αυτοαναπαραγώμενες, αυτοοργανωμένες και υπερασπίζονται τον εαυτό τους. Ένας τέτοιος αποδιαχωρισμός μπορεί να είναι αποτελεσματικός μόνο αν περιλαμβάνει τον κόσμο των πραγμάτων και αρχίζει να καταργεί την ιδιοκτησία ως μια μορφή διαχωρισμού. Αυτό που χρειάζεται για να συμβεί κάτι τέτοιο δεν είναι η συντήρηση της ελπίδας, αλλά πρακτικές σύνθεσης και πειραματισμού με την ανάγκη, την επιθυμία και τη δυνατότητα. Η παγκοσμιότητα ή η καθολικότητα δεν είναι πεδία συλλογικής δράσης αλλά επίπεδα θεωρητικής αφαίρεσης. Τα ζητήματα της κλιμάκωσης και της καθολικότητας θα παραμένουν πρακτικά άσχετα μέχρι να τεθούν ως συγκεκριμένα ζητήματα των συνθηκών αναπαραγωγής, συνδυασμού και υπεράσπισης πραγματικών κινημάτων.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2015/10/31/surplus-population-social-reproduction-and-the-problem-of-class-formation. Ο Bue Rübner Hansen είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής και μέλος της συντακτικής κολλεκτίβας του Viewpoint.

2 Στμ. Elaine Brown: Αμερικανίδα ακτιβίστρια, συγγραφέας, τραγουδίστρια και πρώην πρόεδρος του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων. Για ένα σύντομο διάστημα διεκδίκησε την υποψηφιότητα του Κόμματος των Πρασίνων για την προεδρία των ΗΠΑ.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: informalization. Η άτυπη απασχόληση αποτελεί ένα σημαντικό μέρος πολλών οικονομιών στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Μερικές από τις δραστηριότητες που συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτό που λέμε “άτυπη” απασχόληση είναι οικείες ακόμα και στους πιο ευκαιριακούς παρατηρητές: μικροπωλητές στον δρόμο, για παράδειγμα, και καθάρισμα παπουτσιών στις μεγάλες πόλεις του αναπτυσσόμενου κόσμου. Μεγάλο κομμάτι όμως της άτυπης απασχόλησης είναι ένα λιγότερο ορατό γνώρισμα του οικονομικού τοπίου, όπως το ράψιμο ρούχων στο σπίτι ή η ανακύκλωση βιομηχανικών αποβλήτων.

4 Καρλ Μαρξ και Φρήντριχ Ένγκελς, “Κομμουνιστικό Μανιφέστο”, στο Selected Works, vol. 1 (Moscow: Progress Publishers, 1973), σελ. 118. Καρλ Μαρξ: “Μια συμβολή στην κριτική της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ. Εισαγωγή”, στο Early Writings, (London: Penguin, 1992), σελ. 252.

5 Καρλ Μαρξ, Κεφάλαιο: Τόμος Πρώτος, μετάφραση Ben Fowkes (London: Penguin Books, 1976), σελ. 762-872.

6 Fredric Jameson, Representing Capital (London: Verso, 2012).

7 Michael Denning, “Wageless Life,” New Left Review 66 (November-December 2010), σελ. 79-97.

8 Στμ. Συνθήκη από την οποία μπορούμε να δούμε να απορρέει σχεδόν “λογικά”, η αδυναμία κατάργησης του κεφαλαίου χωρίς την αυτοκατάργηση του ίδιου του προλεταριάτου ή αλλιώς η βασική θέση της κομμουνιστικοποίησης ότι η κατάργηση του κεφαλαίου είναι η αυτοκατάργηση του προλεταριάτου.

9 Εδώ ο Μαρξ παραλείπει τον ρόλο του κράτους, ο οποίος κάνει πιο πολύπλοκη την εικόνα, χωρίς να εγκαταλείπει τη γενικότερη δυναμική, ιδιαίτερα υπό συνθήκες έντονου διακρατικού ανταγωνισμού για επενδύσεις.

10 Γράμμα του Μαρξ στους Vogt και Mayer, Απρίλιος 1870 στο MECW – Marx and Engels: April 1868-July 1870, vol. 43 (Moscow: Progress Publishers, 1988), σελ. 475.

11 Καρλ Μαρξ, Grundrisse: Θεμέλια της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (προσχέδιο), The Pelican Μαρξ Library (Harmondsworth: Penguin, 1973), σελ. 398–9.

12 Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Μαρξ δεν έχει καμμιά σχέση με τις προγενέστερες θεωρίες του Τόμας Μάλθους για τον περισσευούμενο πληθυσμό. Εκεί που ο Μάλθους υπέθεσε ότι φυσικοί παράγοντες, όπως η δημογραφική αύξηση και η σπάνη της γης και του φαγητού, θα οδηγούσαν σε πλεονάζοντα πληθυσμό, ο Μαρξ ανάλυσε την ανάδυση πλεοναζόντων πληθυσμών ως ένα αυστηρά ιστορικό φαινόμενο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Μοιράζονται, όμως, μια εθελοτυφλία ως προς το γεγονός ότι οι αγώνες των γυναικών θα αύξαναν σημαντικά την ικανότητά τους να περιορίσουν τον αριθμό των παιδιών που γεννιούνται.

13 Μαρξ, Κεφάλαιο: Τόμος I, 798. Ο Μαρξ δεν παρουσιάζει ποιες μπορεί να είναι αυτές οι τροποιητικές περιστάσεις, και το αφήνει αυτό σαν μια απλή πρόταση ceteris paribus. Ο Henryk Grossman έχει μια χρήσιμη λίστα των οικονομικών παραγόντων τους οποίους ο Μαρξ αφαιρεί στη συστηματική του ανάλυση στο 3ο κεφάλαιο: Modifying countertendencies” [“Τροποποιητικές αντίρροπες τάσεις”] του Law of the Accumulation and Breakdown, μετάφραση Jairus Banaji (στο marxists.org, 1929).

14 Ο Μαρξ διακρίνει μεταξύ τεσσάρων τρόπων ύπαρξης των πλεοναζόντων πληθυσμών: 1. “επιπλέων”: αστικός πληθυσμός εντός και εκτός εργασίας, 2. λανθάνων: οι μάζες που μπορεί να κληθούν από τις αγροτικές περιοχές, 3. στάσιμος: εξαιρετικά ακανόνιστη απασχόληση, 4. φτωχοποιημένος: λούμπεν προλεταριάτο· συγκροτούμενο από αυτούς που δεν είναι απασχολήσιμοι, είτε επειδή αρνούνται να δουλέψουν είτε επειδή δεν μπορούν. Αυτός ο πληθυσμός είναι που μπορούμε να αποκαλέσουμε απόλυτα πλεονάζοντα πληθυσμό. Μαρξ: Κεφάλαιο, Τόμος I, σελ. 794–97.

15 ό.π., 782.

16 ό.π., 783-4.

17 ό.π., 786.

18 Endnotes και Aaron Benanav, “Αθλιότητα και Χρέος”, Endnotes 2 (2010), σελ. 32. Στμ. Στα ελληνικά από τους “Φίλους του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015.

19 Endnotes, “Αυθορμησία, Διαμεσολάβηση, Ρήξη”, Endnotes 3 (2013), σελ. 230. Στμ. Στα ελληνικά από τους “Φίλους του κεραυνοβόλου κομμουνισμού”, 2015.

20 Endnotes, “Κρίση στην ταξική σχέση”, Endnotes 2 (2010), σελ. 19.

21 Στμ. Μετάφραση του αγγλικού όρου abjection. Δείτε σχετικά το κείμενο “Ένα ταυτόσημο αποκείμενο-υποκείμενο;”, Endnotes #4, https://inmediasres.espivblogs.net/endnotes_abject_subject.

22 Albert O. Hirschman, “On Hegel, Imperialism and Structural Stagnation,” στο Journal of Development Economics, vol. 3 (1976), σελ. 1-8.

23 Καρλ Μαρξ: “British Rule in India”, στο Selected Works, vol. 1 (Moscow: Progress Publishers, 1969). Όμως, ο Μαρξ διόρθωσε γρήγορα αυτή τη θέση του σχετικά με την αποικιοκρατία: δείτε Kevin B. Anderson: Μαρξ at the Margins: On Nationalism, Ethnicity, and Non-Western Societies (Chicago: University Of Chicago Press, 2010.), Lucia Pradella, Globalization and the Critique of Political Economy New Insights from Marx’s Writings (London: Routledge, 2015).

24 Hirschman: “On Hegel, Imperialism and Structural Stagnation”, σελ. 6-7.

25 Alberto Toscano: “Now and Never”, στο Communization and its Discontents, εκδότης Benjamin Noys (Wivenhoe/New York/Port Watson: Minor Composition, 2013), σελ. 92.

26 Στμ. Η κριτική αυτή στην κομμουνιστικοποίηση χρήζει μεγάλης κουβέντας. Χονδρικά μπορούμε να πούμε, ως μια πρώτη άποψη, ότι η κριτική του Hansen παρουσιάζει ουσιαστικά την θεωρία της κομμουνιστικοποίησης ως μια πιο εξεζητημένη θεωρία “παρακμής”.

27 Στμ. Σε συνέχεια της προηγούμενης σημείωσής μας να πούμε ότι η κριτική είναι μερική και σίγουρα χρήζει επικαιροποίησης με την έννοια ότι αντιστοιχεί σε ένα προηγούμενο στάδιο εξέλιξης της προσέγγισης των ίδιων των Endnotes, όπως φαίνεται αρκετά καθαρά στο 4ο τεύχος της έκδοσης (δείτε άλλωστε και τη σημείωση του συγγραφέα που ακολουθεί αμέσως μετά).

28 Αυτή είναι μια κριτική στην ρητή προσπάθεια ανάπτυξης ιδεών για να σκεφτούμε τη συγκρότηση της τάξης στο “Διαμεσολάβηση, Αυθορμησία, Ρήξη”, σελ. 230-232. Σε κείμενα που οι Endnotes εμπλέκονται σε εμπειρική συζήτηση των εξεγέρσεων του 2011 στο “The Holding Pattern”, ό.π., βλέπουμε μια πολύ πλουσιότερη και ευέλικτη σύλληψη των αγώνων διαλεκτικά συναρθρωμένη με την ανάλυσή τους για την αντίθεση κεφαλαίου και τάξης αλλά, από τη στιγμή που εστιάζουν στο ζήτημα της κομμουνιστικοποίησης, η αντίληψή τους για τους αγώνες γίνεται φορμαλιστική. Ελπίζω ότι αυτό το είδος δυσκολίας μπορεί να μας “συντονίσει” στη σπουδαιότητα της συζήτησης των ορίων της μαρξιστικής μεθόδου των “επιπέδων αφαίρεσης”, ειδικότερα του τρόπου με τον οποίο η απόδοση προνομιακότητας στην κριτική της πολιτικής οικονομίας τείνει να καταστήσει “μαύρο κουτί” αυτό που έχει την μεγαλύτερη ανάγκη πρακτικά προσανατολισμένης θεωρητικοποίησης ή, ακόμα χειρότερα, το τοποθετεί σε ένα βασίλειο του “καθαρά συγκεκριμένου” το οποίο δεν αξίζει σκέψης ή την αξίζει μόνο με έναν τρόπο που διατηρεί έναν δυισμό ανάμεσα σ’ αυτό και την καθολικότητα της κριτικής της πολιτικής οικονομίας.

29 Καντ: “What Is Orientation in Thinking?,” στο Political Writings, μετάφραση H.B. Nesbit, 2nd ed. (Cambridge: Cambridge University Press, 1990).

30 “Αθλιότητα και Χρέος”, στο Endnotes 2 (2010)· Mike Davis, Πλανήτης των Παραγκουπόλεων (London: Verso, 2007). “Όπως κάθε νόμος, τροποποιείται στη λειτουργία του από πολλές περιστάσεις, η ανάλυση των οποίων δεν θα μας απασχολήσει εδώ.” Κεφάλαιο, Τόμος 1, σελ. 798.

31 Στμ. Embourgeoisementεξαστισμός: η διαδικασία κοινωνικής “ανόδου” στη μεσαία τάξη και υιοθέτησης των αντίστοιχων αξιών της μεσαίας τάξης, ιδιαίτερα της εξατομίκευσης, του πλουτισμού και του καταναλωτισμού. Αναλυτικότερα, πρόκειται για τη θεωρητική θέση που βλέπει τη μετάβαση των ατόμων στην αστική τάξη ως αποτέλεσμα των προσπαθειών των ίδιων ή συλλογικών δράσεων, όπως αυτών που ανέλαβαν τα συνδικάτα στις ΗΠΑ και αλλού από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και αυτή του 1960, που εδραίωσαν ένα καθεστώς μεσαίας τάξης για τους εργοστασιακούς εργάτες και άλλα στρώματα, που δεν θεωρούνταν μεσαία τάξη από την ίδια την απασχόλησή τους, επιτρέποντας σε όλο και περισσότερους ανθρώπους, που παραδοσιακά θα ταξινομούνταν ως εργατική τάξη, να υιοθετήσουν τον τρόπο ζωής και τις ατομικιστικές αξίες των λεγόμενων μεσαίων τάξεων και συνεπώς να απορρίψουν την προσήλωση στους συλλογικούς κοινωνικούς και οικονομικούς στόχους. Η αντίθετη διαδικασία είναι η προλεταριοποίηση. Ο κοινωνιολόγος John Goldthorpe αμφισβήτησε το 1967 αυτή την θέση.

32 Δείτε, για παράδειγμα, Melinda Cooper: “Workfare, Familyfare, Godfare: Transforming Contingency into Necessity,” South Atlantic Quarterly 111, no. 4 (Fall 2012): σελ. 643-61.

33 Αυτή η ανάλυση θα βασιστεί στην ανάλυση της θεωρίας του Μαρξ για την διευρυμένη αναπαραγωγή από την Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ρόζα Λούξεμπουργκ: “Η Συσσώρευση του κεφαλαίου” (London: Routledge, 2003).

34 Στμ. Θα λέγαμε ότι η τάση για τη δημιουργία πλεοναζόντων πληθυσμών – δηλαδή ο ΓΝΚΣ – φαίνεται να απορρέει τελικά από την αντιφατική τάση του κεφαλαίου για αύξηση και της απόλυτης και της σχετικής υπεραξίας, δηλαδή από μια αντίφαση ανάμεσα στην απόλυτη και τη σχετική υπεραξία ως συγκεκριμένης μορφής ή “υλοποίησης”, πραγμάτωσης της αντίφασης κεφαλαίου-εργασίας (δηλαδή αυτή την αντίφαση που καθιστά το κεφάλαιο κινούμενη αντίφαση, η εργασία είναι πάντα πολύ λίγη και πάρα πολλή για το κεφάλαιο). Αυτή η αντιφατική κίνηση μεταφράζεται εν τέλει στην τάση προς αύξηση της απόλυτης και της σχετικής υπεραξίας, που είναι αντιθετικές.

35 Μαρξ, Κεφάλαιο: Τόμος I, σελ. 897, Silvia Federici: Καλιμπάν και η Μάγισσα: Γυναίκες, Σώμα και Πρωταρχική Συσσώρευση (Autonomedia, 2004, στμ. στα ελληνικά από τις Εκδόσεις των Ξένων, 2014), ιδιαίτερα σελ. 87-91. Peter Linebaugh και Marcus Rediker, The Many-Headed Hydra: The Hidden History of the Revolutionary Atlantic (London: Verso, 2002), σελ. 15-29. Για τους Diggers, δείτε Christopher Hill, The World Turned Upside Down: Radical Ideas During the English Revolution, νέα έκδοση (London: Penguin, 1991), σσ. 110· για τις εξεγέρσεις, δείτε Roger B. Manning, Village Revolts: Social Protest and Popular Disturbances in England, 1509-1640 (Oxford: Clarendon Press, 1988).

36 Στμ. Μήπως όμως αυτή η πολλαπλότητα είναι τελικά μια “στατιστική” πολλαπλότητα στην οποία όλες αυτές οι διαφορετικές υλοποιήσεις της προλεταριακής συνθήκης απλά συντίθενται σε ένα παιχνίδι “μεδενικού-κέρδους”; Με άλλα λόγια, αλληλοαναιρούνται στο επίπεδο της “μακροσκοπικής” κοινωνικής δυναμικής; Ή, για να το θέσουμε από την ανάποδη, θα έκανε κάποια διαφορά η μελέτη στο “ατομικό” ή “μοριακό” επίπεδο αυτών των τρόπων και η προσπάθεια εφαρμογής “μοριακών”, “ατομικών” στρατηγικών; Προφανώς ο κάθε προλετάριος και η κάθε προλετάρια έχει μια δική του/της “στρατηγική” αλλά μπορούμε να μιλήσουμε για μια συλλογική τέτοια;

37 Federici: Καλιμπάν και η Μάγισσα, σελ. 64.

38 Στμ. Όπως το καταλαβαίνουμε, η Φεντέριτσι ουσιαστικά μιλά εδώ για την σύμπλεξη των μη-ταξικών ιεραρχιών με την ταξική σχέση (τον επικαθορισμό της ταξικής σχέσης από αυτές) μέσω της πρωταρχικής συσσώρευσης η οποία, μ’ αυτή την έννοια, υπερβαίνει ή δεν ανάγεται σε μια αμιγώς “ταξική” διαδικασία, κάτι εντελώς λογικό καθώς η πρωταρχική συσσώρευση πρέπει να ειδωθεί ως ένας ριζικός κοινωνικός σχηματισμός που είναι προϋπόθεση της ίδιας της δυναμικής του κεφαλαίου χωρίς, όμως, να ανάγεται σ’ αυτήν (ακόμα κι αν θεωρήσουμε το κεφάλαιο όχι απλά ως την αντίθεση κεφάλαιο-εργασία αλλά ως συνολική κοινωνική σχέση, η σχέση της ταξικής κυριαρχίας είναι διαλεκτική με τις άλλες μορφές κυριαρχίας και δεν τις επικαθορίζει και η πρωταρχική συσσώρευση τελικά μπορεί να ειδωθεί ως αυτο-προϋπόθεση του κεφαλαίου).

39 Ivan Illich, Shadow Work (Boston: Marion Boyars Publishers, 1981), K. Hart, J.-L. Laville, & A.D. Cattani, The Human Economy, (London: Polity Press, 2010).

40 Mariarosa Dalla Costa και Selma James, The Power of Women and the Subversion of the Community (Bristol: Falling Wall Press, 1973).

41 Στμ. Κατά την άποψή μας αυτό που έχουμε εδώ είναι κυρίως μια επαγωγή της πατριαρχίας στον καθορισμό της αξίας της εργατικής δύναμης και όχι το αντίστροφο. Είναι οι εμπεδωμένες σχέσεις ιεραρχίας που αφενός αποτρέπουν αρχικά την πληρωμένη εργασία των γυναικών και αφετέρου ενσωματώνουν ένα μέρος του κόστους της προλεταριακής αναπαραγωγής στην απλήρωτη εργασία των γυναικών, αυξάνοντας προφανώς την κερδοφορία του κεφαλαίου. Στον βαθμό που αυτό ήταν βολικό διατηρούνταν. Όμως δεν πρέπει να αγνοούμε την ευελιξία του κεφαλαίου και την θεμελιώδη και σταθερή τάση του: αύξηση της υπεραξίας. Έτσι, καΙ για να κρατηθεί πάλι χαμηλά ο μισθός, το κεφάλαιο δεν είχε πρόβλημα να αρχίσει να ενσωματώνει τον γυναικείο πληθυσμό στην μισθωτή εργασία και μάλιστα καθιστώντας τον μισθό ένα μέτρο “εξίσωσης” των φύλων, δηλαδή μέσο μερικής άρσης μιας πτυχής των έμφυλων ιεραρχιών. Για την ακρίβεια άρχισε να επικαθορίζει αυτές τις ιεραρχίες.

42 ό.π. Δείτε επίσης Mariarosa Dalla Costa, “Capitalism and Reproduction,” The Commoner 8 (Autumn/Winter 2004).

43 Federici: Καλιμπάν και η Μάγισσα· Leopoldina Fortunati: The Arcane of Reproduction: Housework, Prostitution, Labor and Capital (New York: Autonomedia, 1995).

44 Στμ. Στην πραγματικότητα, με βάση τα προηγούμενα σχόλιά μας, πώς συνδέεται με την υποτίμηση του αντρικού μισθού, καθώς θεωρούμε ότι η απλήρωτη αναπαραγωγική εργασία των προλετάριων γυναικών είναι στην ουσία ένας τρόπος να μετακυλιστεί μεγάλο μέρος του κόστους της προλεταριακής αναπαραγωγής στην προλεταριακή οικογένεια, εν τέλει στο προλεταριάτο.

45 Στμ. Ίσως πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι το ζωτικό ζήτημα για το προλεταριάτο σήμερα είναι ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να αναπαράγεται ως τάξη του κεφαλαίου, ως προλεταριάτο, κάτι που καθιστά στην πραγματικότητα το ζήτημα της αναπαραγωγής μια πτυχή ή μια άλλη μορφή του επαναστατικού ζητήματος και όχι απλά ζήτημα “καθημερινής επιβίωσης”. Συνεπώς και οι εναλλακτικοί τρόποι αναπαραγωγής του προλεταριάτου αρχίζουν και διασταυρώνονται με τον ίδιο τον ορίζοντα του κομμουνισμού.

46 Μαρξ, Κεφάλαιο: Τόμος I, σελ. 899. Για την έννοια της συμπερίληψης και του αποκλεισμένου ως αποκλεισμένου δείτε Colectivo Situaciones, 19&20 Notes for a New Social Protagonism, μετάφραση Nate Holdren και Sebastián Touza (Wivenhoe: Minor Compositions, 2011), σελ. 103-106.

47 Στμ. Lazzaroni:

48 Σε μια σημείωση στην αγγλική έκδοση ό.π., σελ. 108. Denning, “Wageless Life.”

49 Η ανάλυση του Μαρξ για την αλληλεπίδραση ανάμεσα στην κοινή λογική και το καθημερινό εύλογο της εργασίας και της νομοταγούς συμπεριφοράς μεταξύ των “εργαζόμενων ανθρώπων” έχει επικαιροποιηθεί με χρήσιμο τρόπο στο Stuart Hall et al., Policing the Crisis: Mugging, the State and Law and Order (London: Macmillan, 1993), σελ. 142, 149.

50 Στμ. Θα επαναλάβουμε, όμως, ότι οι διαφοροποιήσεις αυτές είναι τρόπον τινά “συμμεταβλητές” με την εξέλιξη του ταξικού ανταγωνισμού και τη σχέση κεφάλαιο-εργασία. Θα πρέπει να ψάξουμε πιο βαθιά στην ιστορικότητα της σχέσης κεφάλαιο-εργασία για να δούμε αν ο κατακερματισμός της τάξης έχει κάποια συγκεκριμένα γνωρίσματα που αντιστοιχούν συγκεκριμένα στη τωρινή συγκυρία, δηλαδή αν η τελευταία περίοδος στην δυναμική της αντίθεσης κεφάλαιο-εργασία αναδεικνύει μια συγκεκριμένη διαφοροποίηση στον τρόπο που οι διαφοροποιήσεις εντός του προλεταριάτου αντανακλούν κάποιες αντικειμενικές αλλαγές στην αντιμετώπιση των στρατηγικών “επιβίωσης”. Είναι εδώ ακριβώς που θεωρούμε ότι η σημαντική συνεισφορά των Endnotes, για παράδειγμα, είναι η ανάδειξη της “ενότητας στον διαχωρισμό” ως μιας τέτοιας συγκεκριμένης δυναμικής των διαιρέσεων του προλεταριάτου αλλά και της εξέλιξης της σχέσης κεφάλαιο-εργασία. Δηλαδή η καθολικότητα του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης, η πλήρης σχεδόν υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, το γεγονός ότι το προλεταριάτο πλέον αναπαράγεται ως τάξη του κεφαλαίου, είναι τα γνωρίσματα αυτά που μας δείχνουν ότι η στρατηγική για το προλεταριάτο δεν είναι πλέον η αναπαραγωγή για επιβίωση αλλά η αυτοκατάργησή του, αυτοκατάργηση που προϋποθέτει και θα επιφέρει και την κατάργηση των διαχωρισμών. Αναγνωρίζουμε ότι αυτή η προσέγγιση δεν προσφέρει εύκολες “καθημερινές στρατηγικές”, όπως επιζητά, ίσως, ο Hansen, αλλά είναι, καλώς ή κακώς, το όριο με το οποίο έχουμε να αναμετρηθούμε. Όπως είπαμε και προτύτερα, όλο και περισσότερο το πρόβλημα της σύνθεσης και των διαιρέσεων της τάξης και αυτό της αναπαραγωγής/αυτοκατάργησής της διαπλέκονται διαλεκτικά, στην πραγματικότητα συνιστούν, το ίδιο το πρόβλημα του επαναστατικού ορίζοντα.

51 Με όρους της φιλοσοφίας της φύσης, το λεξικό της συγκρότησης [composition] υπονοεί εξωτερικότητα, αντιπαραβολή και σύνδεση ενώ οι έννοιες της μορφής υποτείνουν εσωτερίκευση της οργάνωσης, είτε ως “κατανάλωση” είτε ως αυτο-οργάνωση. Η πρώιμη ιδέα του Μαρξ για την κρυσταλλοποίηση και την αυτο-οργάνωση της μάζας μας δίνει μια λογική του περάσματος από την συγκρότηση της τάξης στην μορφοποίηση/διαμόρφωση της τάξης.

52 Matteo Mandarini: “Translator’s Introduction,” στο Time For Revolution, από τον Αντόνιο Νέγκρι (London: Continuüm, 2004), σελ. 265.

53 Στμ. Θα λέγαμε ότι η τάξη γίνεται η “μακροσκοπική” συνθήκη που καθορίζει την ατομική θέση.

54 Μαρξ και Ένγκελς: “Η Γερμανική Ιδεολογία”, στο Selected Works. Vol. 1. (Moscow: Progress Publishers, 1969), σελ. 65.

55 Στμ. Πραγματικά! Η διάλυση αυτή δεν είναι παρά η αυτοκατάργηση του προλεταριάτου, στη “γλώσσα” της κομμουνιστικοποίησης. Το πρόβλημα της αναπαραγωγής του προλεταριάτου ως τάξης του κεφαλαίου δεν επιδέχεται λύση.

56 Καρλ Μαρξ: “Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας” στο MECW. Vol. 6. (Moscow: Progress Publishers, 1976), σελ. 211.

57 ό.π.

58 W.E.B. Du Bois: “The Class Struggle”, The Crisis 22, no. 4. (Αύγουστος 1921), 151. [Στμ. Στο πρωτότυπο: scabs, που σημαίνει και “απεργοσπάστης”].

59 Καρλ Μαρξ: “18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη” στο Selected Works, vol. 1 (Moscow: Progress Publishers, 1973).

60 Μαρξ: “18η Μπρυμαίρ”, σελ. 479.

61 ό.π., 478.

62 Στην συχνά παρεξηγημένη φράση “ιδιωτία της αγροτικής ζωής” [“idiocy of rural life”], ο Hal Draper παρατηρεί ότι η ιδέα της “ιδιωτίας” που ισοδυναμεί με την ανοησία/ηλιθιότητα βασίζεται σε λανθασμένη μετάφραση: “Τα γερμανικά του 19ου αιώνα διατηρούν ακόμα την αρχαία ελληνική σημασία μορφών που βασίζονται στη λέξη ιδιώτες [idiotes]: ένα άτομα ιδιώτης, αποτραβηγμένο από τις κοινές υποθέσεις, απολίτικο με την αρχική έννοια της απομόνωσης από την ευρύτερη κοινότητα”. Η οπισθοδρομικότητα του αγροτικού πληθυσμού δεν έχει καμμιά σχέση με μια απόρριψη της αγροτικής ζωής, αλλά με το γεγονός ότι – στην απουσία μέσων επικοινωνίας και μεταφοράς – δεν μπορούν να συμμετάσχουν εύκολα στην οργανωμένη κοινωνική ζωή και τους αγώνες της παρά μόνο δια αντιπροσώπων, όπως φαίνεται παραδειγματικά από την εκτενή αντιπροσώπευση της γαλλικής αγροτιάς από την οικογένεια Βοναπάρτη. Παράθεση από τον Hal Draper στο “Notes from the Editors”, Monthly Review 55, no. 5 (Οκτώβριος 2003).

63 Μαρξ: “18η Μπρυμαίρ” σελ. 479.

64 “…η υποχρέωση στον φεουδάρχη αντικαταστάθηκε από την υποθήκη…” ό.π., σελ. 481.

65 Μαρξ, “18η Μπρυμαίρ”, σελ. 479.

66 ό.π., σελ. 482. Ως εκ τούτου ο αριθμός των αγροτών άπορων στη Γαλλία, σύμφωνα με τα νούμερα του Μαρξ, είναι μεγαλύτερος από το αστικό λούμπεν προλεταριάτο, το οποίο το θέτει γύρω στα 4 εκατομμύρια· επίσης ο Fanon θεωρεί ότι το πιο σημαντικό τμήμα των λούμπεν προλετάριων στις αποικίες και τις μετα-αποικιακές χώρες μεταξύ των ακτήμονων αγροτών, Frantz Fanon: The Wretched of the Earth, 1st Evergreen Black Cat Edition (New York: Grove Press, n.d.), σελ. 111. Ο συνολικός αριθμός των πάμφτωχων, 11 εκατομμύρια, θα ήταν λοιπόν το 1/3 σχεδόν (32.7%) όλων των κατοίκων της μητροπολιτικής Γαλλίας, που την περίοδο 1848-1852 ήταν περίπου 36 εκατομμύρια. Αυτό, παρεμπιπτόντως, είναι ακριβώς το ίδιο ποσοστό με αυτούς που ζουν σε “ακραία φτώχεια” (με λιγότερα από $1.25 την ημέρα) στην Ινδία το 2010, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τη Παγκόσμιας Τράπεζας: “Poverty & Equity Data | India”, The World Bank, 2010.

67 Μαρξ, “18η Μπρυμαίρ,” σελ. 482–3.

68 ό.π., σελ. 486.

69 Καρλ Μαρξ, “Ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία”, στο Selected Works, vol. 1 (Moscow: Progress Publishers, 1969), σελ. 226.

70 Καρλ Μαρξ: “Από σχόλια στο βιβλίο του Μπακούνιν: ‘Κρατισμός και Αναρχία’, στο Selected Works, vol. 2 (Moscow: Progress Publishers, 1969), σελ. 410–411.

71 Μαρξ και Ένγκελς: “Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο”, σελ. 118.

72 Καρλ Μαρξ: “η Ταξική Πάλη στη Γαλλία”, Selected Works, vol. 1 (Moscow: Progress Publishers, 1973), σελ. 219.

73 Μαρξ: “18η Μπρυμαίρ”, σελ. 442.

74 Καρλ Μαρξ: “Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία”, Selected Works, vol. 1 (Moscow: Progress Publishers, 1973), σελ. 220.

75 Μαρξ, “18η Μπρυμαίρ”, σελ. 422.

76 Μαρξ, “18η Μπρυμαίρ”, σελ. 482.

77 Έστω κι αν, όπως αναφέρεται από τον Τρότσκυ και τον Fanon, ο κίνδυνος μιας δεξιάς αφομοίωσης των λούμπεν προλετάριων παραμένει. Τρότσκυ: “μέσα από τη μεσολάβηση του φασισμού, ο καπιταλισμός θέτει σε κίνηση τις μάζες των τρελλαμένων μικροαστών και τις συμμορίες του αποχαρακτηρισμένου και αποθαρρυμένου λούμπεν προλεταριάτου – όλα τα αναρίθμητα ανθρώπινα πλάσματα των οποίων τα οικονομικά το κεφάλαιο το ίδιο έφερε σε απελπισία και φρενίτιδα”, Λέων Τρότσκυ, “Fascism: What It Is and How to Fight It”, Pioneer Publishers, Αύγουστος 1944.

78 Στμ. Στο πρωτότυπο: moral license, ηθικό “άλλοθιή “άδεια: η γνωστική προκατάληψη της χρήσης από ένα άτομο της πρότερης “καλής” συμπεριφοράς του για να δικαιολογήσει μεταγενέστερη “κακή” συμπεριφορά, συχνά χωρίς την εκπεφρασμένη χρήση αυτής της λογικής.

79 Frantz Fanon, The Wretched of the Earth, 1st Evergreen Black Cat Edition (New York: Grove Press, 1968), 137.

80 Ο Eldridge Cleaver ανέπτυξε μάλιστα μια θεωρία πλεοναζόντων πληθυσμών που προκλήθηκαν από τις αποικιοκρατικές εκτοπίσεις και την αυτοματοποίηση, την οποία και ονόμασε “λουμπενοποίηση της ανθρωπότητας. Eldridge Cleaver, “On the Ideology of the Black Panther Party,” 1970. Δείτε επίσης: Elaine Brown, A Taste of Power: A Black Woman’s Story (New York: Anchor Books, 1993), Joshua Bloom και Waldo E. Martin, Jr., Black Against Empire: The History and Politics of the Black Panther Party (Los Angeles: University of California Press, 2013).

81 Πβλ. Bobby Seale, Seize the Time: The Story of the Black Panther Party and Huey P. Newton (Baltimore, MD: Black Classic Press, 1991).

82 Για μια συλλογή κειμένων από την αντιπαράθεση ανάμεσα στην Théorie Communiste και τους Dauvé και Nesic δείτε Endnotes: “Gilles Dauvé και Καρλ Nesic” και “Théorie Communiste” στο Endnotes, τόμος 1 (London, 2008). Στμ. Στα ελληνικά από τους Φίλους του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015.

83 Étienne Balibar, Masses, Classes, Ideas: Studies on Politics and Philosophy before and after Marx (New York: Routledge, 1994), σελ. 134.

84 Στμ. Levantine: Λεβάντες (από την ιταλική λέξη Levante, που σημαίνει Ανατολή) ανακριβής γεωγραφικός όρος που αναφέρεται ιστορικά σε μια μεγάλη περιοχή της Μέσης Ανατολής νότια της οροσειράς του Ταύρου, και ορίζεται δυτικά από τη Μεσόγειο, νότια από την Αραβική Έρημο και ανατολικά από την Άνω Μεσοποταμία.

85 Asef Bayat, Life as Politics: How Ordinary People Change the Middle East, (Stanford: Stanford University Press, 2013).

86 Για να μιλήσουμε με τον Edward P. Thompson: “The Moral Economy of the English Crowd in the Eighteenth Century”, Past & Present no. 50 (February 1, 1971): σελ. 76-136.

87 Στμ. Εξαιρετικό σχόλιο για τη διαλεκτική θεωρίας-πράξης. Συναφές και με την προσπάθεια εφαρμογής της αρχής της απροσδιοριστίας από τον Alain της Carboure (δείτε: “Αρχή της αβεβαιότητας, πάλη των τάξεων και θεωρία, στο https://inmediasres.espivblogs.net/incertitude). Να παρατηρήσουμε, όμως, ότι στο πεδίο της κοινωνικής θεωρίας και πρακτικής οι όροι μοιάζουν να αντιστρέφονται, με την έννοια ότι το “όργανο παρατήρησης”, δηλαδή η πρακτική δραστηριότητα που διαταράσει το “σύστημα” ή ”παρατηρούμενο”, είναι η θεωρητική παρατήρηση, ο στοχασμός και αναστοχασμός της πρακτικής (εν ολίγοις, ο θεωρητικός της επανάστασης ως παρατηρητής της επαναστατικής δραστηριότητας!). Οπότε, τρόπον τινά το παρατηρούμενο σύστημα στην φυσική περίπτωση είναι μάλλον το “θεωρητικό αντικείμενο” ενώ στο κοινωνικό πεδίο το “παρατηρούμενο”, πχ. οι αγώνες, όπως αναφέρει και ο συγγραφέας, είναι η πρακτική και το νόημα της βαθυστόχαστης πρότασής του είναι ότι όντως η θεωρία δεν θα πρέπει να φοβηθεί να “διαταράξει” το πεδίο της πρακτικής, θα πρέπει να αναδράσει σ’ αυτό επάγοντας έτσι την ίδια τη δημιουργική της ανέλιξη/υπέρβαση. Φυσικά, από την άλλη, θεωρώντας την πρακτική δραστηριότητα ως το θεωρητικό μας υλικό, η πρακτική συμμετοχή σ’ αυτή είναι που την “διαταράσσει” – αυτός που δρα ως παρατηρητής! Αλλά, τελικά, στο διαλεκτικό της ξεδίπλωμα, και επειδή ο θεωρητικός ανα-στοχασμός είναι πρακτική δραστηριότητα, η πρακτική γίνεται, με τη σειρά της, αυτή που τον διαταράσσει, που “παρατηρεί” τον αναστοχασμό ο “εμπλουτισμός” της θεωρίας, θα λέγαμε. Αυτή είναι η έφραση της διαλεκτικής του υποκειμένου-αντικειμένου ως διαλεκτική σχέση θεωρίας-πρακτικής, που είναι συζυγής, αμφίπλευρη, ανελισσόμενη και κατατείνει τελικά στο aufhebung της πρακτικής θεωρίας και της θεωρητικής πρακτικής, της δραστηριότητας που δρα και το ξέρει.

88 Δείτε για παράδειγμα το τεύχος για την “Εργατική Έρευνα” στο Viewpoint Magazine, τεύχος 3, με εκδότες τους Asad Haider και Salar Mohandesi. Δείτε επίσης Marta Malo de Molina, “Common Notions, part 1: Workers-inquiry, Co-research, Consciousness-raising”, στο eipcp, Απρίλιος 2004, Colectivo Situaciones, “On the Researcher-Militant”, στο eipcp, Σεπτέμβριος 2003. Για μια εκτεταμένη βιβλιογραφία, δείτε http://fuckyeahmilitantresearch.tumblr.com. Για την λαϊκή παιδαγωγική κάποιος μπορεί να ξεκινήσει με το The Pedagogy of the Oppressed (London: Penguin, 1996) του Paolo Freire. Το Countercartography, ένα άλλο παράδειγμα μαχητικής έρευνας, αναπτύσσει αντι-χάρτες των ροών του χρήματος, των αγαθών και των υποκειμενικοτήτων, και μορφών αγώνα και οργάνωσης εντός ενός πεδίου ισχύος. Δείτε για παράδειγμα τη δουλειά της κολλεκτίβας 3Cs-Collective και της Countermapping Qmary.

89 Σχετικά με το ερώτημα της οικοδόμησης ισχύος, δείτε τη συνεισφορά μου με την Manuela Zechner, “Building Power in a Crisis of Social Reproduction,” στο προσεχές τεύχος του ROAR Magazine.

90 Στμ. Στο πρωτότυπο: sublation, λεπτός φιλοσοφικός όρος που σημαίνει κατάργηση ή υπέρβαση αλλά μέσα από την αφομοίωση, απορρόφηση, το aufhebung της εγελιανής διαλεκτικής.

91 Στμ. Επαγώμενη από την ίδια τη διαλεκτική κεφαλαίου-εργασίας η αρχή αυτή αποτυπώνει ότι δεν είναι μόνο το κεφάλαιο αυτοπροϋπόθεση του εαυτού του αλλά το ίδιο ισχύει και για την άρνηση του κεφαλαίου. Για την ακρίβεια, και για να είμαστε συνεπείς στη διαλεκτική διαδικασία του aufhebung, η άρνηση της άρνησής του, δηλαδή η άρνηση της εργασίας, η άρνηση της προλεταριακής συνθήκης, με άλλα λόγια ο κομμουνισμός είναι επίσης αυτοπροϋπόθεση του εαυτού του. Έτσι, για άλλη μια φορά και από μια ανώτερη εννοιολογικά θέση, βλέπουμε ότι ο κομμουνισμός δεν είναι η νίκη της εργασίας, αλλά η ήττα της, η κατάργηση/υπέρβασή της, ότι ο κομμουνισμός είναι αυτοπροϋπόθεση του εαυτού του γιατί είναι η κίνηση της κατάργησης της ίδιας της συνθήκης που τον δημιουργεί ως ανάγκη (δηλαδή της εργασίας).

92 Καρλ Μαρξ “Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα, Παρίσι 1844,” στο Early Writings (London: Penguin, 1992), 365.

Οι Αναρχικοί έχουν ξεχάσει τις αρχές τους

Ερρίκο Μαλατέστα

Τέσσερα κείμενα από το διάστημα 1914–19221

Οι Αναρχικοί έχουν ξεχάσει τις αρχές τους

Με τον κίνδυνο να περαστώ για απλοϊκός, ομολογώ ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να πιστέψω ότι Σοσιαλιστές – ούτε καν Σοσιαλδημοκράτες – θα χειροκροτούσαν και θα έπαιρναν μέρος εθελοντικά, είτε στο πλευρό των Γερμανών είτε των Συμμάχων, σ’ έναν πόλεμο που αυτή τη στιγμή ισοπεδώνει την Ευρώπη. Αλλά τι μπορούμε να πούμε όταν το ίδιο γίνεται από Αναρχικούς – όχι πολλούς, είναι αλήθεια, μεταξύ των οποίων, όμως, είναι σύντροφοι που τους αγαπάμε και σεβόμαστε περισσότερο απ’ όλους;

Λέγεται ότι η παρούσα κατάσταση δείχνει την χρεοκοπία των “συνταγών” μας – με άλλα λόγια των αρχών μας – και ότι είναι απαραίτητο να τις αναθεωρήσουμε.

Γενικά μιλώντας, κάθε “συνταγή” πρέπει να αναθεωρείται οποτεδήποτε φαίνεται να είναι ανεπαρκής απέναντι στα γεγονότα· δεν είναι, όμως, αυτή η περίπτωση σήμερα, όταν η χρεοκοπία δεν προέρχεται από τις ελλείψεις των αρχών μας αλλά από το γεγονός ότι αυτές έχουν ξεχαστεί και προδοθεί.

Ας επιστρέψουμε στις αρχές μας.

Δεν είμαι “πασιφιστής”. Παλεύω, όπως όλοι μας, για τον θρίαμβο της ειρήνης και της αδελφοσύνης ανάμεσα σε όλα τα ανθρώπινα όντα· αλλά ξέρω ότι η επιθυμία να μην πολεμήσει κανείς μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο όταν καμμιά πλευρά δεν το θέλει αυτό και ότι, όσο θα βρίσκονται άνθρωποι που θέλουν να παραβιάζουν τις ελευθερίες των άλλων, είναι υποχρέωση αυτών των “άλλων” να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, αν δεν θέλουν να ηττώνται αιωνίως· και ξέρω επίσης ότι, συχνά, το να επιτίθεται κανείς είναι το καλλίτερο, αν όχι το μοναδικό, αποτελεσματικό μέσο για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Επιπλέον, πιστεύω ότι οι καταπιεζόμενοι είναι πάντα σε μια κατάσταση νόμιμης αυτοάμυνας και έχουν πάντα το δικαίωμα να επιτίθενται στους καταπιεστές τους. Παραδέχομαι, λοιπόν, ότι υπάρχουν πόλεμοι που είναι αναγκαίοι, ιεροί πόλεμοι: και αυτοί είναι οι πόλεμοι της απελευθέρωσης, όπως είναι, γενικά, οι “εμφύλιοι πόλεμοι” – δηλαδή οι επαναστάσεις.

Αλλά τι κοινό με την ανθρώπινη χειραφέτηση έχει ο σημερινός πόλεμος, ποιος είναι ο σκοπός μας;

Σήμερα ακούμε Σοσιαλιστές να μιλάνε ακριβώς όπως κάθε αστός, για “Γαλλία” ή “Γερμανία” και άλλες πολιτικές και εθνικές συμπύξεις – αποτελέσματα ιστορικών αγώνων – ως ομοιογενών εθνογραφικών ενοτήτων, η κάθε μια με τα δικά της συμφέροντα, επιδιώξεις και αποστολές που είναι σε αντίθεση με τα συμφέροντα, τις επιδιώξεις και την αποστολή των αντίπαλων ενοτήτων. Αυτό μπορεί να είναι σχετικά αληθές, στον βαθμό που οι καταπιεσμένοι και, κυρίως, οι εργάτες δεν έχουν αυτοσυνειδησία, αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν τις αδικίες των καταπιεστών τους. Έτσι, είναι μόνο η κυρίαρχη τάξη που έχει σημασία· και αυτή η τάξη, εξαιτίας της επιθυμίας της να διατηρήσει και να μεγαλώσει την εξουσία της, ακόμα και τις προκαταλήψεις και τις ιδέες της, μπορεί να το βρίσκει βολικό να εξαίρει ρατσιστικές φιλοδοξίες και μίση, και να στείλει το έθνος της, τον λαό της, εναντίον “ξένων” χωρών, με την προοπτική να τις “απελευθερώσει” από τους τωρινούς καταπιεστές τους και να τις υπαγάγει στην δική της πολιτική και οικονομική κυριαρχία.

Αλλά η αποστολή όσων, σαν εμάς, επιθυμούν το τέλος κάθε καταπίεσης και κάθε εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, είναι να αφυπνίσουν τη συνείδηση του ανταγωνισμού των συμφερόντων ανάμεσα στους καταπιεζόμενους και τους καταπιεστές, ανάμεσα στους εκμεταλλευτές και τους εργάτες και να αναπτύξουν την ταξική πάλη μέσα σε κάθε χώρα καθώς και την αλληλεγγύη μεταξύ των εργατών ξεπερνώντας όλα τα σύνορα, ενάντια σε κάθε προκατάληψη και εμπάθεια είτε φυλής είτε εθνικότητας.

Και αυτό έχουμε κάνει πάντα. Κηρύσσουμε πάντα ότι οι εργάτες όλων των χωρών είναι αδέλφια, και ότι ο εχθρόςο ξένος” – είναι ο εκμεταλλευτής, είτε έχει γεννηθεί κοντά μας είτε σε μια μακρινή χώρα, είτε μιλά την ίδια γλώσα με μας είτε μιαν άλλη. Έχουμε πάντα διαλέξει τους φίλους μας, συντρόφους στα όπλα, όπως και τους εχθρούς μας, εξαιτίας των ιδεών που έχουν και της θέσης που καταλαμβάνουν στην κοινωνική πάλη και ποτέ για λόγους φυλής ή εθνικότητας. Έχουμε πάντα πολεμήσει ενάντια στον πατριωτισμό, που είναι ένα κατάλοιπο του παρελθόντος, και εξυπηρετεί μια χαρά τα συμφέροντα των καταπιεστών· και είμαστε περήφανοι που είμαστε διεθνιστές, όχι μόνο στα λόγια, αλλά με τα βαθά συναισθήματα στις ψυχές μας.

Και τώρα που οι πιο αποτρόπαιες συνέπειες της καπιταλιστικής και κρατικής κυριαρχίας θα έπρεπε να υποδεικνύουν, ακόμα και στους τυφλούς, ότι είχαμε δίκιο, οι περισσότεροι Σοσιαλιστές και αρκετοί Αναρχικοί στις εμπόλεμες χώρες συνεταιρίζονται με τις Κυβερνήσεις και την αστική τάξη των χωρών τους, ξεχνώντας τον Σοσιαλισμό, την ταξική πάλη, την παγκόσμια αδελφοσύνη και τα υπόλοιπα.

Τι κατάπτωση!

Ενδέχεται τα τωρινά γεγονότα να έχουν δείξει ότι τα εθνικά συναισθήματα είναι πιο ζωντανά, ενώ αυτά της παγκόσμιας αδελφοσύνης να είναι λιγότερο ριζωμένα, απ’ όσο σκεφτόμαστε· αλλά αυτός θα έπρεπε να είναι ένας λόγος παραπάνω να εντατικοποιήσουμε, όχι να εγκαταλείψουμε, την αντιπατριωτική μας προπαγάνδα. Αυτά τα γεγονότα δείχνουν επίσης ότι στη Γαλλία, για παράδειγμα, το θρησκευτικό συναίσθημα είναι δυνατότερο, και οι ιερείς έχουν μεγαλύτερη επιρροή απ’ όσο φανταζόμασταν. Είναι αυτός ένας λόγος για να προσηλυτιστούμε στον Ρωμαιοκαθολικισμό;

Καταλαβαίνω ότι ίσως προκύπτουν περιστάσεις εξαιτίας των οποίων είναι απαραίτητη η βοήθεια όλων μας για το γενικό ευ ζην: όπως μια επιδημία, ένας σεισμός, μια εισβολή βαρβάρων που σκοτώνουν και καταστρέφουν οτιδήποτε πέσει στα χέρια τους. Σε μια τέτοια περίσταση η ταξική πάλη, οι διαφορές κοινωνικής θέσης ίσως ξεχνιούνται, και θα πρέπει να μπει ένας κοινός σκοπός απέναντι στον κοινό κίνδυνο· αλλά με την συνθήκη ότι αυτές οι διαφορές ξεχνιούνται και από τις δυο πλευρές. Αν κάποιος είναι στη φυλακή στη διάρκεια ενός σεισμού και υπάρχει κίνδυνος να καταπλακωθεί, είναι καθήκον μας να σώσουμε τους πάντες, ακόμα και τους δεσμοφύλακες – με τον όρο ότι οι δεσμοφύλακες θα ξεκινήσουν ανοίγοντας τις πόρτες των φυλακών. Αλλά αν οι δεσμοφύλακες πάρουν όλες τις προφυλάξεις για την ασφαλή συνοδεία των φυλακισμένων στη διάρκεια και μετά την καταστροφή, τότε είναι καθήκον των φυλακισμένων προς τον εαυτό τους, καθώς και προς τους συντρόφους τους, που είναι κρατούμενοι, να αφήσουν τους δεσμοφύλακες στα προβλήματά τους και να εκμεταλλευτούν την περίσταση για να σωθούν.

Αν, όταν ξένοι στρατιώτες εισβάλλουν στο ιερό έδαφος της Μητέρας Πατρίδας, η προνομιούχα τάξη επρόκειτο να απαρνηθεί τα προνόμιά της και ενεργούσε έτσι ώστε η “Μητέρα Πατρίδα” να γινόταν πραγματικά κοινή ιδιοκτησία όλων των κατοίκων της, τότε θα ήταν σωστό να πολεμήσουν όλοι ενάντια στους εισβολείς. Αν, όμως, οι βασιλιάδες θέλουν να παραμένουν βασιλιάδες, οι γαιοκτήμονες νοιάζονται για τη δική τους γη και τα δικά τους σπίτια και οι έμποροι θέλουν να φροντίζουν για τα δικά τους αγαθά, ακόμα και να τα πουλάνε ακριβότερα, τότε οι εργάτες, οι Σοσιαλιστές και οι Αναρχικοί θα έπρεπε να τους αφήσουν στα δικά τους σχέδια ενώ οι ίδιοι να αναζητήσουν μιαν ευκαιρία να απαλλαχθούν από τους καταπιεστές τους στην ίδια τους τη χώρα, καθώς και από αυτούς που έρχονται απ’ έξω.

Σε κάθε περίπτωση, είναι καθήκον των Σοσιαλιστών, και ιδιαίτερα των Αναρχικών, να κάνουν οτιδήποτε μπορεί να αποδυναμώσει το Κράτος και την τάξη των καπιταλιστών, έχοντας σαν μόνο οδηγό στην συμπεριφορά τους το συμφέρον του Σοσιαλισμού· ή, τουλάχιστον, αν είναι υλικά αδύναμοι να δράσουν αποτελεσματικά για τον σκοπό τους,να αρνηθούν οποιαδήποτε εθελοντική δουλειά θα βοηθούσε τον σκοπό του εχθρού, να σταθούν στην άκρη, για να σώσουν τουλάχιστον τις αρχές τους – που σημαίνει να σώσουν το μέλλον.

* * *

Όλα αυτά, που μόλις είπα, είναι θεωρία και, ίσως, είναι αποδεκτά θεωρητικά από τους περισσότερους που, στην πράξη, κάνουν τα ακριβώς αντίθετα. Πώς μπορούν, λοιπόν, να εφαρμοστούν στην παρούσα κατάσταση; Τι θα έπρεπε να κάνουμε, τι θα έπρεπε να επιθυμούμε για το καλό του σκοπού μας;

Λέγεται, στην από δω πλευρά του Ρήνου, ότι η νίκη των Συμμάχων θα ήταν το τέλος του μιλιταρισμού, ο θρίαμβος του πολιτισμού, της διεθνούς δικαιοσύνης κλπ. Το ίδιο λέγεται και από την άλλη πλευρά του μετώπου, για μια γερμανική νίκη.

Προσωπικά, και κρίνοντας στην πραγματική τους αξία τον “τρελό σκύλο” του Βερολίνου και τον “γέρο δήμιο” της Βιέννης, δεν έχω καμμιά μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον αιμοδιψή Τσάρο ούτε στους Άγγλους διπλωμάτες που καταπιέζουν την Ινδία, που πρόδωσαν την Περσία, που συνέτριψαν τις Δημοκρατίες των Μπόερ· ούτε στην γαλλική μπουρζουαζία, που σφαγίασε τους ιθαγενείς στο Μαρόκο· ούτε σ’ αυτούς του Βελγίου, που επέτρεψαν τις φρικαλεότητες στο Κογκό και έχουν κερδοσκοπήσει απεριόριστα από κεί – αναφέροντας απλά, αυτή τη στιγμή, στην τύχη, μερικές μόνο από τις αδικίες τους, για να μην αναφέρω όσα όλες οι κυβερνήσεις και όλες οι αστικές τάξεις κάνουν ενάντια στους εργάτες και τους επαναστάτες στις χώρες τους.

Κατά την άποψή μου, η νίκη της Γερμανίας θα σήμαινε σίγουρα τον θρίαμβο του μιλιταρισμού και της αντίδρασης· αλλά ο θρίαμβος των Συμμάχων θα σήμαινε μια Ρωσο-αγγλική (δηλαδή κνουτο-καπιταλιστική) κυριαρχία στην Ευρώπη και στην Ασία, στρατολόγηση και ανάπτυξη του μιλιταριστικού πνεύματος στην Αγγλία και μια κληρικαλική και, ίσως, μοναρχιστική αντίδραση στη Γαλλία.

Επιπλέον, όπως νομίζω, το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα υπάρξει οριστική νίκη από καμμία πλευρά. Μετά από έναν μακροχρόνιο πόλεμο, τεράστιες απώλειες σε ζωές και πλούτο, και με τις δυο πλευρές όντας εξαντλημένες, κάποιο είδος ειρήνης θα “μπαλωθεί”, αφήνοντας όλα τα ζητήματα ανοιχτά, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για έναν καινούριο πόλεμο, ακόμα πιο δολοφονικό από τον τωρινό.

Η μόνη ελπίδα είναι η επανάσταση· και καθώς πιστεύω ότι θα είναι, εξαιτίας της τωρινής κατάστασης πραγμάτων, από μια καταβεβλημμένη Γερμανία που υπάρχουν οι μεγαλύτερες πιθανότητες να ξεσπάσει η επανάσταση, είναι γι’ αυτόν τον λόγο – και αυτόν μόνο – που επιθυμώ την ήττα της Γερμανίας.

Φυσικά, μπορεί να κάνω λάθος στην εκτίμηση της πραγματικής κατάστασης. Αλλά αυτό που φαίνεται να είναι στοιχειώδες και θεμελιώδες για όλους τους Σοσιαλιστές (Αναρχικούς ή άλλους) είναι ότι είναι απαραίτητο να κρατηθούμε μακριά από οποιοδήποτε είδος συμβιβασμού με τις κυβερνήσεις και τις άρχουσες τάξεις έτσι ώστε να έχουμε την δυνατότητα να επωφεληθούμε από οποιαδήποτε ευκαιρία μπορεί να παρουσιαστεί και, σε κάθε περίπτωση, να μπορούμε να ξεκινήσουμε ξανά, και να συνεχίσουμε, τις επαναστατικές μας προετοιμασίες και προπαγάνδα.

E. MALATESTA
FREEDOM, Νοέμβριος 1914

Φιλοκυβερνητικοί αναρχικοί

Μόλις εμφανίστηκε ένα μανιφέστο, υπογεγραμμένο από τον Κροπότκιν, τον Grave, τον Malato και καμμιά δεκαριά ακόμα παλιούς συντρόφους, στο οποίο, απηχώντας τους υποστηρικτές των κυβερνήσεων της Αντάντ, που απαιτούν αγώνα μέχρι τέλους και τη συντριβή της Γερμανίας, υιοθετούν την στάση τους εναντίον οποιασδήποτε ιδέας μιας “πρόωρης ειρήνης”.

Ο καπιταλιστικός Τύπος δημοσιεύει, με αναμενόμενη ευχαρίστηση, αποσπάσματα από το μανιφέστο, αναγγέλλοντάς το ως έργο των “ηγετών του Διεθνούς Αναρχικού Κινήματος”.

Οι αναρχικοί, που σχεδόν στο σύνολό τους έχουν παραμείνει πιστοί στις αντιλήψεις τους, οφείλουν στον εαυτό τους να διαμαρτυρηθούν ενάντια στην προσπάθεια αυτή να εμπλακεί ο Αναρχισμός στην συνέχιση μιας θηριώδους σφαγής που ποτέ δεν ενείχε την παραμικρή υπόσχεση οποιουδήποτε όφέλους για τους σκοπος της Δικαιοσύνης και της Ελευθερίας, και η οποία τώρα φαίνεται να είναι εντελώς στείρα και χωρίς αποτέλεσμα, ακόμα κι από τη σκοπιά των κυβερνώντων κι από τις δύο πλευρές.

Η καλοπιστία και οι αγαθές προθέσεις αυτών που υπέγραψαν το μανιφέστο είναι πέρα από κάθε αμφιβολία. Αλλά, όσο οδυνηρό κι αν είναι να διαφωνήσουμε με αυτούς τους παλιούς φίλους που έχουν προσφέρει τόσες υπηρεσίες σ’ αυτό, που στο παρελθόν ήταν ο κοινός μας σκοπός, δεν μπορούμε – έχοντας εκτίμηση στην ειλικρίνεια και στο συμφέρον του χειραφετητικού μας κινήματος – να μην αποστασιοποιηθούμε από συντρόφους που θεωρούν τους εαυτούς τους ικανούς να συμφιλιώσουν τις αναρχικές ιδέες με τη συνεργασία με τις Κυβερνήσεις και τις αστικές τάξεις συγκεκριμένων χωρών, στον αγώνα τους ενάντια στους καπιταλιστές και τις Κυβερνήσεις κάποιων άλλων.

Στη διάρκεια αυτού του πολέμου έχουμε δει Δημοκράτες να θέτουν τους εαυτούς τους στην υπηρεσία βασιλιάδων, Σοσιαλιστές να αποκτούν κοινούς σκοπούς με την άρχουσα τάξη, Εργατικούς να υπηρετούν τα συμφέροντα των καπιταλιστών· αλλά στην πραγματικότητα όλοι αυτοί είναι, σε διάφορους βαθμούς, Συντηρητικοί – άνθρωποι που πιστεύουν στην αποστολή του Κράτους, και η διστακτικότητά τους μπορεί να γίνει κατανοητή όταν η μόνη γιατρειά δεν είναι παρά η καταστροφή κάθε κυβερνητικής αλυσίδας και το ξέσπασμα της Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Μια τέτοια διστακτικότητα είναι, όμως, ακατανόητη στην περίπτωση των Αναρχικών.

Πιστεύουμε ότι το Κράτος δεν είναι ικανό για το καλό. Στο πεδίο τόσο των διεθνών, όσο και των ατομικών σχέσεων, μπορεί να πολεμήσει την επιθετικότητα μόνο γινόμενο το ίδιο ο επιτιθέμενος· μπορεί να συγκρατήσει το έγκλημα μόνο οργανώνοντας και διαπράττοντας ακόμα μεγαλύτερα εγκλήματα.

Ακόμα και υποθέτοντας – κάτι που απέχει πάρα πολύ από την αλήθεια – ότι η Γερμανία ήταν η μόνη υπεύθυνη για τον τωρινό πόλεμο, αποδεικνύεται ότι, όσο είναι προσκολλημένη στις κυβερνητικές μεθόδους, η αντίσταση στη Γερμανία είναι εφικτή μόνο καταστέλλοντας κάθε ελευθερία και αναζωογονώντας την ισχύ όλων των αντιδραστικών δυνάμεων. Εκτός από τη λαϊκή Επανάσταση, δεν υπάρχει άλλος τρόπος αντίστασης στην απειλή ενός πειθαρχημένου στρατού από το να δοκιμάσει κανείς να έχει έναν ισχυρότερο και πιο πειθαρχημένο στρατό· σε τέτοιο βαθμό που οι πιο ειλικρινείς αντιμιλιταριστές, αν δεν είναι και αναρχικοί, εφόσον φοβούνται για την καταστροφή του Κράτους, οδηγούνται αναπόφευκτα να γίνουν φλογεροί μιλιταριστές.

Στην πραγματικότητα, στο όνομα της προβληματικής ελπίδας της συντριβής του Πρώσσικου μιλιταρισμού, έχουν αποκηρύξει κάθε πνεύμα και όλες τις παραδόσεις της Ελευθερίας· έχουν “πρωσσοποιήσει” την Αγγλία και τη Γαλλία· έχουν υποταχθεί στον Τσαρισμό· έχουν αποκαταστήσει το κύρος του παραπαίοντος θρόνου της Ιταλίας.

Μπορούν οι αναρχικοί να δεχτούν αυτή την κατάσταση πραγμάτων, έστω και για μια στιγμή, χωρίς να απαρνηθούν κάθε δικαίωμα να αποκαλούν τους εαυτούς τους Αναρχικούς; Για μένα, ακόμα και η ξένη κυριαρχία, που την υποφέρουμε με τη βία και οδηγεί στην εξέγερση, είναι προτιμότερη από την εσωτερική καταστολή που γίνεται μειλίχια, σχεδόν με ευγνωμοσύνη, αποδεκτή με την πεποίθηση ότι, με αυτόν τον τρόπο, θα φυλαχτούμε από ένα ακόμα μεγαλύτερο κακό.

Δεν χρειάζεται να πούμε ότι αυτό είναι ένα ερώτημα εξαιρετικών περιστάσεων και ότι, αφού θα έχουμε συνεισφέρει στη νίκη της Αντάντ σ’ “αυτόν τον πόλεμο”, θα επιστρέψουμε, ο καθένας στο δικό του στρατόπεδο, στον αγώνα του για τα δικά του ιδανικά.

Αν είναι σήμερα απαραίτητο να δουλέψουμε αρμονικά με την Κυβέρνηση, και τους καπιταλιστές, για να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας απέναντι στη “Γερμανική απειλή”, αυτό θα είναι αναγκαίο στη συνέχεια όπως και στη διάρκεια του πολέμου.

Όσο σπουδαία και να είναι η ήττα του γερμανικού στρατού – αν αληθεύει όντως ότι θα ηττηθεί – δεν θα είναι ποτέ δυνατόν να αποτραπούν οι Γερμανοί πατριώτες από το να σκέφτονται και να προετοιμάζονται για εκδίκηση· και οι πατριώτες των άλλων χωρών, εντελώς εύλογα από τη δική τους σκοπιά, θα θέλουν να διατηρηθούν σε ετοιμότητα ώστε να μην πιαστούν και πάλι απροετοίμαστοι. Αυτό σημαίνει ότι ο Πρώσσικος μιλιταρισμός θα γίνει ένας μόνιμος και συνηθισμένος θεσμός σε όλες τις χώρες.

Τι θα μπορεί να ειπωθεί τότε για τους αυτόκλητους Αναρχικούς που, σήμερα, επιθυμούν τη νίκη μιας από τις αντιμαχόμενες συμμαχίες; Θα συνεχίσουν να αποκαλούν τους εαυτούς τους αντιμιλιταριστές και να κηρύσσουν τον αφοπλισμό, την άρνηση εκπλήρωσης της στρατιωτικής θητείας και να υπονομεύουν την εθνική άμυνα μόνο και μόνο για να γίνουν, στην πρώτη απειλή πολέμου, οι εθελοντές λοχίες αυτών των ίδιων Κυβερνήσεων που έχουν προσπαθήσει να αφοπλίσουν και να παραλύσουν;

Θα ειπωθεί ότι αυτά τα πράγματα θα τελειώσουν όταν ο γερμανικός λαός ξεφορτωθεί τους τυρράνους του και σταματήσει να είναι μια απειλή για την Ευρώπη, συντρίβοντας τον μιλιταρισμό στην ίδια του τη χώρα, Αλλά, αν αυτή είναι η περίπτωση, οι Γερμανοί που σκέφτονται, δικαιολογημένα, ότι η αγγλική και η γαλλική κυριαρχία (για να μην μιλήσουμε για την Τσαρική Ρωσσία) θα ήταν τόσο ευχάριστη για τους Γερμανούς όσο και η γερμανική κυριαρχία για τους Γάλλους και τους Άγγλους, θα επιθυμήσουν να περιμένουν πρώτα τους Ρώσους και τους άλλους να καταστρέψουν τον δικό τους μιλιταρισμό ενώ, στο μεταξύ, θα συνεχίζουν να αυξάνουν τον στρατό της χώρας τους.

Και τότε, για πόσο θα αναβάλλεται η επανάσταση; Για πόσο η Αναρχία; Πρέπει πάντα να περιμένουμε τους άλλους να ξεκινήσουν;

Η γραμμή της συμπεριφοράς των αναρχικών σηματοδοτείται ξεκάθαρα από τις επιδιώξεις τους.

Ο πόλεμος θα έπρεπε να έχει αποτραπεί φέροντας την Επανάσταση, ή, τουλάχιστον, κάνοντας τις Κυβερνήσεις να φοβούνται την Επανάσταση. Ούτε η δύναμη ούτε η επιδεξιότητα που είναι αναγκαίες γι’ αυτό υπάρχουν.

Η ειρήνη πρέπει να επιβληθεί φέρνοντας την Επανάσταση ή, τουλάχιστον, απειλώντας για κάτι τέροιο. Προς το παρόν, η δύναμη και η επιδεξιότητα για κάτι τέτοιο είναι ζητούμενες.

Οπότε! Υπάρχει μια μόνο γιατρειά: να τα καταφέρουμε καλλίτερα στο μέλλον. Περισσότερο από ποτέ πρέπει να αποφύγουμε τον συμβιβασμό· να βαθύνουμε το χάσμα ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους μισθωτούς σκλάβους, ανάμεσα στους εξουσιαστές και τους εξουσιαζόμενους· να κηρύξουμε την απαλλοτρίωση της ατομικής ιδιοκτησίας και την καταστροφή των κρατών ως των μόνων μέσων που εγγυούνται την αδελφοσύνη ανάμεσα στους λαούς και Δικαιοσύνη και Ελευθερία για όλους· και πρέπει να προετοιμαστούμε για να πετύχουμε αυτά τα πράγματα.

Στο μεταξύ, μου φαίνεται εγκληματικό να κάνουμε οτιδήποτε συμβάλλει στην παράταση του πολέμου, ο οποίος σφαγιάζει ανθρώπους, καταστρέφει πλούτο και παρεμποδίζει την ανάληψη εκ νέου της πάλης για χειραφέτηση. Μου φαίνεται ότι κηρύσσοντας τον “πόλεμο μέχρι εσχάτων” πραγματικά παίζει κανείς το παιχνίδι των Γερμανών εξουσιαστών, οι οποίοι εξαπατούν τους υπηκόους τους και πυροδοτούν την πολεμική τους ζέση για μάχη πείθοντάς τους ότι οι αντίπαλοί τους επιθυμούν να συντρίψουν και να υποδουλώσουν τον γερμανικό λαό.

Σήμερα, όπως και πάντα, το σύνθημά μας ας είναι: Κάτω οι Καπιταλιστές και οι Κυβερνήσεις, όλοι οι Καπιταλιστές και όλες οι Κυβερνήσεις!

Ζήτω οι λαοί, όλοι οι λαοί!

ERRICO MALATESTA
FREEDOM, Απρίλιος 1916

Προσάρτημα: Το Μανιφέστο των Δεκαέξι (1916)

Από διάφορες πλευρές, υψώνονται φωνές που απαιτούν την άμεση ειρήνη. Έχει γίνει μεγάλο ματοκύλισμα, λένε, αρκετή καταστροφή και είναι καιρός να τελειώνουν τα πράγματα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, και για μεγάλο διάστημα, εμείς και οι εφημερίδες μας έχουμε σταθεί ενάντια σε κάθε επιθετικό πόλεμο ανάμεσα στους λαούς και ενάντια στον μιλιταρισμό, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε στολή, ιμπεριαλιστική ή δημοκρατική, φοράει.

Θα ήμασταν, λοιπόν, πολύ ευχαριστημένοι να βλέπαμε – αν αυτό ήταν εφικτό – τους Ευρωπαίους εργάτες να συζητάνε τους όρους της ειρήνης, μαζεμένοι σε ένα διεθνές συνέδριο. Ιδιαίτερα καθώς ο γερμανικός λαός, που αφέθηκε να εξαπατηθεί τον Αύγουστο του 1914, ακόμα κι αν πίστεψε πραγματικά ότι κινητοποιήθηκε για να υπερασπιστεί την επικράτειά του, είχε, έκτοτε, τον χρόνο να συνειδητοποιήσει ότι έκανε λάθος ξεκινώντας για έναν κατακτητικό πόλεμο.

Πραγματικά, οι Γερμανοί εργάτες, τουλάχιστον στις λιγότερο ή περισσότερο ενώσεις τους, πρέπει να καταλάβουν τώρα ότι τα σχέδια για την εισβολή στη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Ρωσσία είχαν προετοιμαστεί εδώ και καιρό και ότι αν ο πόλεμος αυτός δεν είχε ξεσπάσει το 1875, το 1886, το 1911 ή το 1913, αυτό οφειλόταν στο ότι οι διεθνείς συνθήκες δεν παρουσιάζονταν τόσο ευνοϊκές και επειδή οι πολεμικές προετοιμασίες δεν ήταν αρκετά ολοκληρωμένες ώστε να υπόσχονται μια νίκη της Γερμανίας (έπρεπε να ολοκληρωθούν διάφορες στρατηγικές γραμμές, να επεκταθεί το κανάλι του Κιέλου και να τελειοποιηθούν τα μεγάλα πολιορκητικά όπλα). Και τώρα, μετά από 20 μήνες πολέμου και φρικτών απωλειών, θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουν ότι οι κατακτήσεις που έγιναν από τον γερμανικό στρατό δεν μπορούν να διατηρηθούν, ιδιαίτερα καθώς πρέπει να αναγνωρίσουν την αρχή (ήδη αναγνωρισμένη από τη Γαλλία το 1859, μετά την ήττα της Αυστρίας) ότι είναι ο πληθυσμός της κάθε περιοχής που πρέπει να εκφράσει την συγκατάθεσή του σχετικά με οποιαδήποτε προσάρτηση.

Αν οι Γερμανοί εργάτες άρχιζαν να κατανοούν την κατάσταση όπως την κατανοούμε κι εμείς, και όπως γίνεται κατανοητή από μια μικρή μειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών τους – και αν μπορούσαν να εισακουστούν από την κυβέρνησή τους – θα μπορούσε να υπάρξει ένα κοινό έδαφος πάνω στο οποίο να ξεκινήσουν συζητήσεις σχετικά με την ειρήνη. Αλλά, τότε, θα έπρεπε να διακηρύξουν ότι αρνούνται κατηγορηματικά να κάνουν τις οποιεσδήποτε προσαρτήσεις ή να τις αποδεχτούν· ότι αρνούνται τον ισχυρισμο της είσπραξης “συνεισφορών” από τα έθνη στα οποία έχουν εισβάλλει, ότι αναγνωρίζουν το καθήκον του γερμανικού κράτους να επανορθώσει, όσο το δυνατόν περισσότερο, τις υλικές ζημιές που προκάλεσε η εισβολή σε γειτονικές χώρες, και ότι δεν προτίθενται να επιβάλλουν συνθήκες οικονομικής υποταγής, κάτω από το όνομα “εμπορικών συμφωνιών”. Δυστυχώς, δεν βλέπουμε μέχρι τώρα, συμπτώματα μιας αφύπνισης, μ’ αυτή την έννοια, του γερμανικού λαού.

Μερικοί έχουν μιλήσει για το συνέδριο του Ζίμμερβαλντ2, αλλά από αυτό το συνέδριο έλειπε το ουσιώδες στοιχείο: η εκπροσώπηση των γερμανών εργατών. Επίσης έχει γίνει πολύς λόγος για κάποιες ταραχές που έλαβαν χώρα στη Γερμανία, εξαιτίας του υψηλού κόστους των τροφίμων. Ξεχνάμε, όμως, ότι τέτοια γεγονότα πάντα συνέβαιναν στη διάρκεια των μεγάλων πολέμων, χωρίς να επηρεάζουν τη διάρκειά τους. Επίσης, όλες οι συμφωνίες που έχουν γίνει, αυτή τη στιγμή, από τη γερμανική κυβέρνηση, αποδεικνύουν ότι προετοιμάζει καινούριες επιθετικές ενέργειες με τον ερχομό της άνοιξης. Αλλά, καθώς γνωρίζει ότι την άνοιξη οι Σύμμαχοι θα αντιταχθούν με καινούρια στρατεύματα, εξοπλισμένα με καινούριο οπλισμό και με ένα πυροβολικό πιο ισχυρό από ποτέ άλλοτε, δουλεύει επίσης για να σπείρει διχόνοια ανάμεσα στους πληθυσμούς των συμμάχων. Και για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιεί ένα μέσο τόσο παλιό όσο ο ίδιος ο πόλεμος: αυτό της διασποράς φημών για μια άμεσα επικείμενη ειρήνη, στην οποία, μεταξύ των αντιμαχόμενων, μόνο οι στρατιωτικοί και οι προμηθευτές των όπλων των στρατευμάτων αντιτίθενται. Αυτό ήταν που επεδίωκε, με τους γραμματείς του, ο Bülow3, κατά τη διάρκεια της τελευταίας παραμονής του στην Ελβετία.

Κάτω από ποιες συνθήκες, όμως, προτείνει να ολοκληρωθεί αυτή η ειρήνη;

Η εφημερίδα Neue Zuercher Zeitung πιστεύει ότι ξέρει – και η επίσημη εφημερίδα, η Nord-deutsche Zeitung δεν την αντικρούει – πως θα εκκενωθεί το μεγαλύτερο τμήμα του Βελγίου, αλλά με την συνθήκη ότι θα δεσμευθεί πως δεν θα επαναλάβει αυτό που έκανε τον Αύγουστο του 1914, όταν αντιτέθηκε στη διέλευση των γερμανικών στρατευμάτων. Ποιες θα είναι αυτές οι δεσμεύσεις; Τα βελγικά ανθρακωρυχεία; Το Κογκό; Κανείς δεν λέει. Ήδη, όμως, ζητείται μια μεγάλη ετήσια “συνεισφορά”. Η περιοχή που κατακτήθηκε στη Γαλλία θα επιστραφεί, καθώς και το γαλλόφωνο τμήμα της Λωραίνης. Αλλά, σε αντάλλαγμα, η Γαλλία θα μεταφέρει στο γερμανικό κράτος όλα τα ρωσικά δάνεια, η αξία των οποίων φτάνει τα 18 δισεκατομμύρια. Αυτή είναι μια συνεισφορά 18 δισεκατομμυρίων που οι Γάλλοι εργάτες γης και οι βιομηχανικοί εργάτες θα πρέπει να ξαναπληρώσουν, μιας και είναι αυτοί που πληρώνουν τους φόρους. Δεκαοχτώ δισεκατομμύρια για να αγοράσουν πίσω δέκα γεωγραφικά διαμερίσματα τα οποία, με τη δουλειά τους, τα έχουν κάνει τόσο πλούσια και εύπορα αλλά θα τους επιστραφούν καταστρεμμένα και ερειπωμένα.

Όσο δε αφορά τι σκέφτονται στη Γερμανία σχετικά με τις συνθήκες της ειρήνης, ένα πράγμα είναι βέβαιο: ο αστικός τύπος προετοιμάζει το έθνος για την ιδέα της καθαρής και απλής προσάρτησης του Βελγίου και των περιοχών στον βορρά της Γαλλίας. Και δεν υπάρχει, στη Γερμανία, καμμιά δύναμη ικανή να αντιτεθεί σ’ αυτό. Οι εργάτες, που θα έπρεπε να έχουν υψώσει τις φωνές τους ενάντια στην κατάκτηση, δεν το κάνουν. Οι συνδικαλισμένοι εργάτες αφήνουν τον εαυτό τους να καθοδηγείται από τον ιμπεριαλιστικό πυρετό, και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, τόσο αδύναμο να επηρεάσει τις αποφάσεις της κυβέρνησης σχετικά με την ειρήνη – ακόμα κι αν αντιπροσώπευε μια συμπαγή μάζα – βρίσκεται διχασμένο στο ζήτημα αυτό σε δυο εχθρικά κομμάτια, με την πλειοψηφία του κόμματος να συμβαδίζει με την κυβέρνηση. Η Γερμανική αυτοκρατορία, ξέροντας ότι βρίσκεται για 18 μήνες 90 χιλιόμετρα μακριά από το Π αρίσι και υποστηριζόμενη από τον γερμανικό λαό στα όνειρά της για νέες κατακτήσεις, δεν βλέπει γιατί να μην κερδίσει από τις κατακτήσεις που έχει κάνει ήδη. Πιστεύει για τον εαυτό της ότι είναι ικανή να υπαγορεύσει τις συνθήκες για ειρήνη, συνθήκες που θα της δώσουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τα νέα δισεκατομμύρια από τις αποζημιώσεις για καινούριους εξοπλισμούς ώστε να επιτεθεί στη Γαλλία όταν δει ότι μπορεί, να πάρει τις αποικίες της καθώς και άλλες επαρχίες, χωρίς να φοβάται πλέον την αντίστασή της.

Να μιλά κανείς για ειρήνη αυτή τη στιγμή, σημαίνει ακριβώς να παίζει το παιχνίδι του Γερμανικού επίσημου κόμματος, του Bülow και των πρακτόρων του. Από την πλευρά μας, αρνούμαστε κατηγορηματικά να μοιραστούμε τις ψευδαισθήσεις μερικών συντρόφων μας όσον αφορά τις ειρηνικές προθέσεις αυτών που κατευθύνουν τη μοίρα της Γερμανίας. Θα προτιμούσαμε να κοιτάμε τον κίνδυνο κατά πρόσωπο και να αναζητήσουμε τι μπορούμε να κάνουμε για να προφυλαχτούμε από αυτόν. Να αγνοούμε τον κίνδυνο σημαίνει να τον αυξάνουμε.

Είχαμε πλήρη επίγνωση ότι η γερμανική επιθετικότητα ήταν μια απειλή – μια απειλή που τώρα εκδηλώθηκε όχι μόνο ενάντια στις ελπίδες μας για χειραφέτηση αλλά ενάντια σε ολόκληρη της ανθρώπινη εξέλιξη. Αυτός είναι λόγος που εμείς, αναρχικοί, αντιμιλιταριστές, εχθροί του πολέμου, παθιασμένοι μαχητές της ειρήνης και της αδελφοσύνης των λαών, παρατασσόμαστε στο πλευρό της αντίστασης και δεν έχουμε αισθανθεί την ανάγκη να διαχωρίσουμε τη μοίρα μας από αυτή του υπόλοιπου πληθυσμού. Δεν πιστεύουμε πως χρειάζεται να επιμείνουμε πως θα προτιμούσαμε να δούμε τον πλήθυσμό να παίρνει τη φροντίδα για την άμυνά του στα δικά του χέρια. Καθώς, όμως, αυτό είναι ανέφικτο, δεν υπήρχε τίποτα άλλο από το να υπομείνουμε αυτό που δεν μπορούσε να αλλάξει. Και μαζί μ’ αυτούς που πολεμάνε, εκτιμούμε ότι αν ο γερμανικός πληθυσμός, επιστρέφοντας στις λογικότερες των ιδεών, αυτές της δικαιοσύνης και της ειρήνης, δεν αρνηθεί τελικά να υπηρεί πλέον ως ένα όργανο των σχεδίων της πανγερμανικής πολιτικής κυριαρχίας, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα ειρήνης. Χωρίς αμφιβολία, παρά τον πόλεμο, παρά τις δολοφονίες, δεν ξεχνάμε ότι είμαστε διεθνιστές, ότι θέλουμε την ενότητα των λαών και την εξαφάνιση των συνόρων. Αλλά είναι επειδή θέλουμε την επανασυμφιλίωση των λαών, του γερμανικού λαού συμπεριλαμβανομένου, που πιστεύουμε ότι πρέπει αυτός [ο γερμανικός λαός] να αντισταθεί σε έναν επιδρομέα που αντιπροσωπεύει την καταστροφή όλων μας των ελπίδων για απελευθέρωση.

Να μιλάμε για ειρήνη ενώ η πλευρά, που για σαρανταπέντε χρόνια, έχει κάνει την Ευρώπη ένα απέραντο, οχυρωμένο στρατόπεδο, μπορεί να υπαγορεύει τους όρους της, θα ήταν το πιο καταστροφικό λάθος που θα μπορούσαμε να διαπράξουμε. Να αντισταθούμε και να καταρρίψουμε τα σχέδια της, σημαίνει να προετοιμάσουμε τον δρόμο για τον γερμανικό πληθυσμό που διατηρεί τη λογική του και να του προσφέρουμε τα μέσα για να ξεφορτωθεί ο ίδιος αυτή την πλευρά. Ας καταλάβουν οι Γερμανοί σύντροφοί μας ότι αυτή είναι η μοναδική αμοιβαία επωφελής έκβαση και ότι είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε μαζί τους.

28 Φεβρουαρίου 1916

Πιεσμένοι από τα γεγονότα να δημοσιοποιήσουν αυτή την Διακήρυξη, αφότου κοινοποιήθηκε στον γαλλικό και διεθνή τύπο, μόνο δεκαπέντε σύντροφοι, τα ονόματα των οποίων ακολουθούν, έχουν εγκρίνει το κείμενό της: Christian Cornelissen, Henri Fuss, Jean Grave, Jacques Guérin, Pierre Kropotkine, A. Laisant. F. Le Lève (Lorient), Charles Malato, Jules Moineau (Liège), A. Orfila, Hussein Dey (Algérie), M. Pierrot, Paul Reclus, Richard (Algeria), Tchikawa (Japan), W. Tcherkesoff.

Ρεφορμιστές ή Εξεγερμένοι;

Τελικά, ο αξιότιμος κος Zirardini4 και οι παλιόφιλοι του πιστεύουν ότι η ψυχή των ανθρώπων μπορεί να πηγαίνει μπρος και πίσω, όπως συμβαίνει με τον διακόπτη μιας ηλεκτρικής συσκευής: στοπ, μπροστά, πίσω κλπ.

Τη μια μέρα τους βολεύει οι εργάτες να κάθονται ήσυχα και να σκέφτονται μόνο πώς θα τους ψηφίσουν στο κοινοβούλιο και τα τοπικά συμβούλια, και κάνουν κηρύγματα ενάντια στη βία, ενάντια στις ψευδαισθήσεις της εξέγερσης και υπέρ της αργής, σταδιακής, ασφαλούς εξέλιξης προς την νόμιμη κατάκτηση των δημόσιων αξιωμάτων.

Και ύστερα έρχονται οι επιθέσεις, οι εμπρησμοί, οι δολοφονίες από τους φασίστες για να δείξουν, ακόμα και στους τυφλούς, ότι δεν πάμε πουθενά με τη νομιμότητα, επειδή ακόμα κι αν αυτή είναι επωφελής, σε κάποιες περιπτώσεις, για τους καταπιεσμένους, οι καταπιεστές δεν έχουν καμμιά τύψη να την παραβιάσουν και να την αντικαταστήσουν με την πιο στυγερή βία. Όμως, οι καλοί μας σοσιαλιστές σπεύδουν να αποτρέψουν τους εργάτες από το να απαντήσουν στις προκλήσεις, επαινώντας και εκθειάζοντας την “ηρωική υπομονή”.

Στο τέλος, τα χτυπήματα γίνονται τόσο βίαια και πέφτουν ακόμα και στις πλάτες των ηγετών, ολάκερη η συνεργατική οργάνωση των σοσιαλιστών είναι στα πρόθυρα της καταστροφής, η κατάσταση γίνεται αφόρητη ακόμα και γι’ αυτούς, και έτσι καλούν σε εξέγερση! Δεν βλέπουν αυτοί οι κύριοι, δεν βλέπει ο κος Zirardini ότι είναι γελοίο να ελπίζει πως αυτοί, που έχουν ξοδέψει πενήντα χρόνια για τους μετατρέψουν σε πρόβατα, θα γίνουν ξαφνικά λιοντάρια; Και δεν μπορούν να φανταστούν με πόσο χλευασμό και καχυποψία οι εργάτες, τους οποίους απέτυχαν να ευνουχίσουν, θα αντιμετωπίσουν ένα δικό τους κάλεσμα σε εξέγερση;

Επιπλέον, ποιος θα μπορούσε να τους πάρει στα σοβαρά, όταν ο ίδιος ο Zirardini, που απειλεί με μια πιθανή εξέγερση, προτείνει μια συνεργασία των σοσιαλιστών με τα αντιφασιστικά αστικά κόμματα, δηλαδή όταν προβάλλει ακόμα μια ψευδαίσθηση, ακόμα μια απάτη που στοχεύει να συγκρατήσει τους εργάτες, ελπίζοντας ότι η σωτηρία θα έλθει από την κυβέρνηση χωρίς την ανάγκη οποιασδήποτε δικής τους προσπάθειας;

Δεν αμφισβητούμε την καλή πίστη κανενός· αλλά φαίνεται πολύ ιδιάζων παραλογισμός, απίστευτη παρανόηση της ατομικής και μαζικής ψυχολογίας, να σκεφτόμαστε ότι μπορούμε να πιστεύουμε και να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στα νόμιμα μέσα και, την ίδια στιγμή, να είμαστε έτοιμοι να καταφύγουμε στα παράνομα· να ενθουσιαζόμαστε με τις εκλογές και να προετοιμαζόμαστε για εξέγερση. Αυτό μπορεί να φαίνεται δυνατό στους λόγους του Κου Enrico Ferri5 για τα “δύο πόδια” με τα οποία βαδίζει ο σοσιαλισμός, αλλά διαψεύδεται από την ιστορική εμπειρία καθώς και από τη συνείδηση οποιουδήποτε σταματά για λίγο και κοιτάζει τον εαυτό του.

Ας ανακαλέσουμε, για παράδειγμα, ένα μάθημα από τον απερίγραπτο Misiano, όταν ο τότε αξιότιμος αντιπρόσωπος, αφού είχε μιλήσει για το επικείμενο της επανάστασης και είχε επιμείνει στην ανάγκη για τεχνική προετοιμασία, προχώρησε μιλώντας για τις δημοτικές εκλογές, που επρόκειτο να γίνουν μέσα στους επόμενους περίπου έξι μήνες, συνιστώντας να αρχίσει άμεσα η διαμόρφωση των λιστών όπως και οι διάφορες προπαρασκευαστικές ενέργειες για την εκλογική καμπάνια.

Μπορείτε να φανταστείτε οποιονδήποτε περιμένει, ανά πάσα στιγμή, την επανάσταση και προετοιμάζεται γι’ αυτήν, να δουλεύει, την ίδια στιγμή, για τις δημοτικές εκλογές που πρόκειται να γίνουν σε έξι μήνες; Ή, αντίστροφα, οποιονδήποτε ελπίζει, χωρίς ρίσκο και με ελάχιστη προσπάθεια, να συνεισφέρει αποτελεσματικά στον κοινωνικό μετασχηματισμό με μια απλή ψήφο, να προετοιμάζεται να διακινδυνεύσει το ψωμί, την ελευθερία, τη ζωή του την ίδια σε εξεγερτικές δραστηριότητες;

Πρέπει να επιλέξετε· και, φυσικά, η πλειοψηφία διαλέγει το μονοπάτι που μοιάζει πιο εύκολο και που, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι επικίνδυνο· αλλά τότε ανακαλύπτουν ότι έχουν χτίσει πάνω σε άμμο και όταν δεν έχουν την ηθική και υλική ικανότητα να αντισταθούν…αφήνουν τον εαυτό τους να χτυπηθεί και να πεινάσει.

Και, στην πραγματικότητα, το είδαμε αυτό να συμβαίνει. Η επανάσταση δεν ήρθε επειδή δεν την ήθελαν· αλλά οι εκλογές ήρθαν[…] Η εξέγερση θα έρθει· πρέπει να έρθει· αλλά σίγουρα όχι μέσα από την δουλειά των κοινοβουλευτικών…στην πραγματικότητα θα έρθει ενάντιά τους.

Οι εργάτες πρέπει να προετοιμάζονται και, για να το κάνουν αυτό, πρέπει να εγκαταλείψουν την απατηλή πίστη στις κυβερνήσεις του σήμερα ή του αύριο, στους αντιπροσώπους και σε όλους όσους φιλοδοξούν να γίνουν τέτοιοι.

Humanita Nova6, n. 140, 18 Ιουνίου, 1922

1 Στμ. Μεταφρασμένα από το αγγλική απόδοση, που διατίθεται στην Αρχειοθήκη των Elephant Editions: https://archive.elephanteditions.net/library/errico-malatesta-anarchists-have-forgotten-their-principles.

2 Στμ. Συνέδριο του Ζίμμερβαλντ: το πρώτο, από τρία διεθνή σοσιαλιστικά συνέδρια, που συγκλήθηκε στην ομώνυμη πόλη της Ελβετίας από τις 5 μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου του 1915, από αντιμιλιταριστικά σοσιαλιστικά κόμματα από χώρες που αρχικά ήταν ουδέτερες κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (τα επόμενα δύο πραγματοοποιήθηκαν στο Kienthal και την Στοκχόλμη). Τα κόμματα και άτομα που συμμετείχαν έγιναμ γνωστά ως κίνημα του Ζίμμερβαλντ. Το συνεδριο ανέδειξε το χάσμα μεταξύ των επαναστατών (αποκαλούμενη και ως Αριστερά του Ζίμμερβαλντ) και των ρεφορμιστών σοσιαλιστών στα πλαίσια της Δεύτερης Διεθνούς. Στη βασική του Διακήρυξη κατήγγειλε επίσης “τον ιμπεριαλιστικό χαρκτήρα” του Πολέμου ο οποίος “δεν είναι πόλεμος μας”. Στο συνέδριο συμμετείχαν πολλές αντιπροσωπείς, ανάμεσά τους και οι Μπολσεβίκοι.

3 Στμ. Αναφέρεται στον Bernhard Heinrich Karl Martin von Bülow, Γερμανό πολιτικός και διπλωμάτης. Υπηρέτησε ως υπουργός Εξωτερικών αλλά και ως Καγκελάριος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας από το 1900 έως το 1909. Όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και το διάστημα 1914-1915 ήταν πρεσβευτής στην Ιταλία όπου κατέβαλε μεγάλες διπλωματικές προσπάθειες για να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Ιταλίας αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

4 Στμ. Ζιραρντίνι: εκπρόσωπος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος στη Φερράρα. Το κείμενο αυτό είνα γραμμένο στην πολύ ταραγμένη και κρίσιμη περίοδο

5 Στμ. Enrico Ferri: Ιταλός εγκληματολόγος, σοσιαλιστής και μαθητής του Cesare Lombroso, ιδρυτή της ιταλικής σχολής της εγκληματολογίας. Ερεύνησε τις κοινωνικές και οικονομικές πτυχές που υποτείνουν την εγκληματική συμπεριφορά. Υπήρξε διευθυντής της ημερήσιας εφημερίδας του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Avanti! και, το 1884, είδε να εκδίδεται το βιβλίο του Criminal Sociology. Αργότερα, το έργο του χρησιμοποιήθηκε ως βάση του ποινικού κώδικα στην Αργεντινή, το 1921. Αν και αρχικά ήταν απορριπτικός απέναντι στην δικτατορία του Μουσσολίνι, στη συνέχεια έγινε ένας από τους βασικούς εξωτερικούς συνεργάτες του καθώς και του Ιταλικού Φασιστικού Κόμματος.

6 Στμ. Humanita (ή και Umanità) Nova (Νέα Ανθρωπότητα): ιταλική αναρχική εφημερίδα που ιδρύθηκε το 1920. Εκδιδόταν καθημερινά μέχρι το 1922, όταν και έκλεισε από το ιταλικό καθεστώς. Σε μερικές περιοχές η κυκλοφορία της ξεπερνούσε ακόμα κι αυτήν της σοσιαλιστικής εφημερίδας Avanti!. Επανακυκλοφόρησε, αλλά σε εβδομαδιαία βάση, με την πτώση του φασιστικού καθεστώτος το 1945. Η έκδοσή της συνεχίζεται και σήμερα, και η Umanità Nova είναι το έντυπο όργανο της Ιταλικής Αναρχικής Ομοσπονδίας. Ο Μαλατέστα και ο Αντόνι Κιέρι, είναι εκ των ιδρυτών και βασικών συνεργατών της, στους οποίους επίσης συγκαταλέγονται οι Camillo Berneri, Armando Borghi, και Carlo Frigerio.

Οι G20 στο Μπουένος Άιρες: ημερολόγιο 23-25 Νοεμβρίου – Φοιτητικές διαμαρτυρίες και ποδοσφαιρικές ταραχές

των CrimethInc1

Στις 30 Νοεμβρίου και την 1η Δεκεμβρίου, οι ηγέτες των 20 ισχυρότερων εθνών θα συναντηθούν στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Στο τέταρτο μέρος της κάλυψής μας για την σύνοδο κορυφής των G20 του 2018, οι ανταποκριτές μας εξιστορούν τις συγκρούσεις γύρω από την νεοφιλελεύθερη επίθεση στο εκπαιδευτικό σύστημα της Αργεντινής, την αντι-σύνοδο των αριστερών πολιτικών και τις ποδοσφαιρικές ταραχές που ανάγκασαν τον γερουσιαστή Δικαιοσύνης και Ασφάλειας του Μπουένος Άιρες να παραιτηθεί μόλις πριν τις συναντήσεις της συνόδου G20.

Παρασκευή, 23 Νοεμβρίου

Η αστυνομία επιτίθεται σε φοιτητικές διαδηλώσεις

Όλη την εβδομάδα υπήρχαν διαμαρτυρίες ενάντια σε μια αλλαγή του συστήματος των διδασκόντων-λεκτόρων στα πανεπιστήμια, που πρόκειται πλέον να συγκεντροποιηθεί και να περάσει στον έλεγχο της κυβέρνησης. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, 29 ινστιτούτα πρόκειται να κλείσουν· επιπλέον, η μέχρι τώρα ανεξαρτησία των επιτροπών των λεκτόρων πρόκειται ουσιαστικά να καταργηθεί. Στο μέλλον, ένας πρύτανης διορισμένος από την κυβέρνηση θα διοικεί το UniCABA” (Universidad de la Ciudad Autónoma de Buenos Aires, Πανεπιστήμιο της Αυτόνομης Πόλης του Μπουένος Άιρες). Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, δεκάδες υποτιθέμενα “άχρηστες” θέσεις διδασκαλίας θα ακυρωθούν χωρίς αντικατάσταση.

Το σχετικά φιλελεύθερο, ανεξάρτητο ακαδημαϊκό σύστημα είναι για καιρό ένα αγκάθι στα πλευρά της κυβέρνησης Macri, κι αυτός είναι ο λόγος που το κράτος άρχισε να ασχολείται με τη δομική μετατροπή του UniCABA πριν από έναν χρόνο. Σε αντίδραση, έχουν υπάρξει μαζικές διαμαρτυρίες – αυτό που έχουμε εδώ δεν αφορά τίποτα λιγότερο από την ανεξαρτησία των πανεπιστημίων. Τον Ιούνιο, οι “απείθαρχοι” λέκτορες ήταν πρώτοι στη γραμμή των κρατικών υπαλλήλων που στερήθηκαν τους μισθούς τους για μήνες εξαιτίας των άδειων κρατικών ταμείων. Ακολούθησε το κλείσιμο του Υπουργείου Παιδείας, μαζί με έξι ακόμα υπουργεία, συμπεριλαμβανομένων των Υπουργείων Πολιτισμού και Υγείας. Έγιναν απεργίες· οι φοιτητές στάθηκαν αλληλέγγυοι με τους λέκτορες, αλλά ο Macri παρέμεινε σταθερός στη σκληρή γραμμή του.

Η τελική νομοθεσία πέρασε την Πέμπτη στο τοπικό κοινοβούλιο του Μπουένος Άιρες, στο οποίο η συντηρητική εκλογική συμμαχία του Macri έχει αυτή τη στιγμή την πλειοψηφία. Έχοντας προβλέψει, η αστυνομία εκκαθάρισε μερικές σκηνές που είχαν στηθεί για διαμαρτυρία στο προαύλιο και απέκλεισε τον δρόμο μπροστά από το κοινοβούλιο της πόλης με τις συνηθισμένες ατσάλινες μπάρες και από τις δυο πλευρές· κινητοποίησε επίσης έναν τεράστια αριθμό ΜΑΤ και μια αύρα νερού. Ξέσπασαν συγκρούσεις, ο κόσμος γκρέμισε τις μπάρες, οι μπάτσοι πέταξαν δακρυγόνα και επιτέθηκαν στους διαδηλωτές με τα γκλομπ τους. Ακόμα και τα μέλη της αριστεράς στο κοινοβούλιο δέχτηκαν, βγαίνοντας από τη συνεδρίαση στον δρόμο, σωματική επίθεση. Τελικά, περίπου 1500 φοιτητές διαδήλωσαν μέσα από το κέντρο της πόλης σε μια ζωηρή, θορυβώδη διαδήλωση.

Η Πανεπιστημιούπολη του Μπουένος Άιρες

Με περισσότερους από 300.000 φοιτητές, το Μπουένος Άιρες έχει τους περισσότερους φοιτητές από οποιαδήποτε άλλη πόλη στη Λατινική Αμερική. Από την εποχή του Περόν, το εκπαιδευτικό σύστημα της Αργεντινής είναι το πιο προσβάσιμο και οικονομικά προσιτό από αυτό οποιασδήποτε άλλης χώρας στην ήπειρο. Αυτός είναι ο λόγος που τόσος κόσμος, με πιο φτωχό υπόβαθρο, έχει συρρεύσει εδώ για να σπουδάσει. Όμως, για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν τη διαμονή και τη διαβίωσή τους, σ’ αυτήν την σχετικά ακριβή πόλη, οι φοιτητές, στην πλειοψηφία τους, πρέπει να δουλεύουν για να βγάζουν τα έξοδά τους στη διάρκεια των σπουδών τους, συχνά κάνοντας αρκετές κακοπληρωμένες δουλειές ταυτόχρονα. Συχνά οι φοιτητές αποκοιμιούνται εξαντλημένοι στα έδρανα.

Το πανεπιστήμιο μπορεί να περηφανεύεται για το ακαδημαϊκό του παρελθόν: πέντε από τους αποφοίτους του έχουν κερδίσει το Βραβείο Νόμπελ, συμπεριλαμβανομένων δύο Βραβείων Νόμπελ Ειρήνης. Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, τα πανεπιστήμια ήταν εστίες επαναστατικότητας και εξέγερσης· ο Τσε Γκεβάρα, μεταξύ άλλων, σπούδασε εδώ ιατρική. Όμως, στη δεκαετία του 1980, η στρατιωτική δικτατορία “εκκαθάρισε” βάναυσα τα πανεπιστήμια, δολοφονώντας χιλιάδες ακτιβιστές φοιτητές. Μετά από αυτό, στη δεκαετία του 1990, και ιδιαίτερα μετά την εκλογή του αριστερού προοδευτικού περονιστή Νέστορα Κίρσνερ στην προεδρία το 2003, τα πράγματα βελτιώθηκαν κάπως και πάλι.

Το “πισωγύρισμα” έχει έρθει υπό τη διακυβέρνηση του Macri. Ήδη σήμερα, υπάρχουν δραματικές ανισότητες μεταξύ των διαφόρων τμημάτων. Ενώ, για παράδειγμα, η νομική σχολή, πίσω από την τερατώδη πρόσοψή της, χρηματοδοτείται πολύ καλά, οι κοινωνικές επιστήμες καταρρέουν – δεν είναι εύκολο να βρει κανείς καν μια τουαλέτα που να δουλεύει, και τα περισσότερα κτίρια μετατρέπονται σε ερείπια ή είναι ακόμα και έτοιμα για γκρέμισμα.

Σάββατο, 24 Νοεμβρίου

Λαϊκίστικος Ρεφορμισμός ή συνεχής επανάσταση;

Το λεγόμενο “Παγκόσμιο Φόρουμ Κριτικής Σκέψης” οργανωμένο από το CLACSO (Λατινοαμερικάνικο Συμβούλιο Κοινωνικών Επιστημών, Consejo Latinoamericano de Ciencias Sociales) διάρκεσε μια βδομάδα. Πολύς κόσμος, συμπεριλαμβανομένων γνωστών πολιτικών, εμφανίστηκε στο Φόρουμ, ανάμεσά τους οι πρώην πρόεδροι Ερνέστο Σάμπερ (Κολομβία), Ντίλμα Ρούσεφ (Βραζιλία), για να μην αναφέρουμε τον κάτοχο του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης Adolfo Pérez Esquivel, τον πρώην δήμαρχο της Μπογκοτά Gustavo Pedro, και τον Πάμπλο Ιγκλέσιας του ισπανικού κόμματος Ποδέμος. Η πρώην πρόεδρος Κριστίνα Κίρσνερ, μια Περονίστρια, άνοιξε την εκδήλωση στην πρώτη κύρια εμφάνισή της σχεδόν μετά από έναν χρόνο. Η εκδήλωση έλαβε χώρα στην μεγάλη αίθουσα της αθλητικής λέσχης των σιδηροδρομικών. Η βασική της δήλωση ήταν ότι μπροστά στην άνοδο του νεοφιλελευθερισμού και του αυταρχισμού σε πολλά μέρη της Λατινικής Αμερικής, όλοι όσοι επηρεάζονται πρέπει τώρα να σταθούν μαζί· οι “παλιές κατηγοριοποιήσεις” από την “αριστερά ή τη δεξιά” δεν θα βοηθήσουν πλέον. Η κεντρική της φράση: “οι διαιρέσεις είναι μια πολυτέλεια και δεν μπορούμε πλέον να τις αντέξουμε”.

Τα πολυάριθμα “εργαστήρια”, διαλέξεις, φιλμ και πολιτιστικά γεγονότα στη διάρκεια ολόκληρης της εβδομάδας χαρακτηρίζονταν από ποικιλομορφία και διεθνισμό. Συνολικά 25.000 άτομα ειπώθηκε ότι παρακολούθησαν αυτό το “Παγκόσμιο Φόρουμ”, που ήταν επίσης ανοιχτό, συμπεριλαμβάνοντας πολλούς θεατές από γειτονικές χώρες, αρκετοί από τους οποίους ήταν αντιπρόσωποι από διάφορα πολιτικά κόμματα, πανεπιστήμια και κοινωνικές οργανώσεις. Αναμφίβολα, η πλειοψηφία τους φαίνεται ότι έφυγε αμέσως μετά το Φόρουμ αντί να παραμείνει στο Μπουένος Άιρες μέχρι τη σύνοδο των G20. Οι διοργανωτές έδωσαν έμφαση στο ότι το Φόρουμ δεν ήταν, όπως ισχυριζόταν συχνά ο τύπος, ένα είδος “Αντι-συνόδου” αλλά, μάλλον, “μια δεξαμενή σκέψης που κοιτάζει μπροστά για λύσεις στα επείγοντα προβλήματα σχετικά με το μέλλον. Παρόμοια, οι εκπρόσωποι τύπου του Φόρουμ, απέφυγαν να καλέσουν δημόσια μια αποφασιστική διαμαρτυρία ενάντια στην επικείμενη σύνοδο, ενώ επέκριναν συχνά τις πολιτικές των G20 και πάνω απ’ όλα του ΔΝΤ.

Την Παρασκευή, το τροτσκιστικό MST (Σοσιαλιστικό Κίνημα Εργατών, Movimiento Socialista de los Trabajadores) διοργάνωσε μια πορεία με περίπου 800 συμμετέχοντες μπροστά από το Κονγκρέσο, με το όλο πράγμα εντός του πλαισίου των διαδηλώσεων ενάντια στους G20. Οι ομιλητές άσκησαν έντονη κριτική στους πρωταγωνιστές του CLACSO: “Ο Μπολσονάρου, ο Μακρί και η δεξιά δεν προκύψανε από το πουθενάη δεξιά κέρδισε επειδή ο κόσμος ήταν απογοητευμένος με αυτό το είδος της αριστεράς που παρουσίασε τον εαυτό της στο “Φόρουμ Κριτικής Σκέψης” ως μια εναλλακτική. Στράφηκαν επίσης και εναντίον των Περονιστών, που δεν κάλεσαν σε καμμιά διαμαρτυρία ενάντια στους G20 “εξαιτίας εκλογικών υπολογισμών” ή, κατά την άποψη των ομιλητών του MST, αντίδρασή τους δεν είχε καμμιά συνέπεια. Το ίδιο αληθεύει, σύμφωνα με ένα εκπρόσωπο του MST, και για το FTI (Frente de la Izquierda y Trabajadores, Μέτωπο Αριστεράς και Εργατών), ένα ανταγωνιστικό κόμμα από το Τροτσκιστικό στρατόπεδο.

Δεν μας εκπλήσσει ιδιαίτερα ότι το MST είναι μόνο του στην ίδια την εκδήλωσή τους και ότι η πορεία δεν αναφέρεται στα ΜΜΕ. Την ίδια στιγμή, παίρνουν μια ξεκάθαρη θέση σχετικά με την επικείμενη σύνοδο των G20:

Σε μερικές μέρες, τα μέλη της συνόδου των G20 θα φτάσουν. Αυτή η συνάντηση δεν φέρνει καμμιά πρόοδο για τον κόσμο εδώ – αντίθετα, προσπαθούν να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό. Δεν θα υπάρχουν αεροπλάνα, τραίνα, μετρό ούτε λεωφορεία. Θα κάνουν τα πάντα για να αποτρέψουν τις διαμαρτυρίες αλλά διαμαρτυρίες θα υπάρξουν έτσι κι αλλιώς”.

Και στη συνέχεια, εν μέσω έντονων χειροκροτημάτων:

Ο Μακρί μας ζήτησε να εγκαταλείψουμε την πόλη. Αλλά είναι αυτοί που θα έπρεπε να εξαφανιστούν από την πόλη: οι G20, το ΔΝΤ, ο Μακρί, ο Bullrich, και ολόκληρος ο αστυνομικός μηχανισμός”, (δείτε επίσης την αναφορά μας για τις 20.11).

Τίποτα τέτοιο δεν ακούστηκε στο CLACSO.

Kυριακή, 25 Νοεμβρίου

Ένας ποδοσφαιρικός αγώνας φεύγει εκτός ελέγχου

Είναι η “μητέρα όλων των μαχών” για το αργεντίνικο ποδόσφαιρο, ο αγώνας ανάμεσα στην Ρίβερ Πλέητ και την Μπόκα Τζούνιορς – σε σύντμηση “Ρίβερ-Μπόκα”. Αυτή τη φορά το “Superclasico” είναι “ιστορικό”, με την έννοια ότι είναι η πρώτη φορά που οι σφοδρά αντίπαλες ομάδες της πόλης συναντιούνται στο “Κόπα Λιμπερταδόρες”, το ανάλογο, στην Νότιο Αμερική, του Champions League, του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, στην Ευρώπη. Αλλά αντίθετα απ’ ότι συμβαίνει στην Ευρώπη, ο τελικός παίζεται σε δύο αγώνες. Τα εισιτήρια και για τα δυο παιχνίδια εξαντλήθηκαν αμέσως από την πρώτη μέρα της προπώλησης· ελάχιστα μόνο, ιδιαίτερα ακριβά, εισιτήρια έφτασαν στην αγορά, καθώς οι φίλαθλοι και των δυο ομάδων έκαναν χρήση του δικαιώματος προτεραιότητας στο κλείσιμο των εισιτηρίων.

Οι επισκέψεις των οπαδών της εκτός έδρας ομάδας έχουν γενικά απαγορευτεί στην Αργεντινή από το 2013. Τα τελευταία 91 (!) χρόνια, οι στατιστικές αριθμούν 279 θανάτους εξαιτίας βίας με κάποιο “ποδοσφαιρικό υπόβαθρο”. Αυτό είναι σίγουρα κακό, παρ’ όλα αυτά ο αριθμός είναι μάλλον χαμηλός σε σύγκριση με τον πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικοκτονιών στη χώρα. Ο Macri, που πρώτα έγινε δημόσια φιγούρα ως πρόεδρος της Μπόκα και στη συνέχεια πολιτικός, ήθελε, για αλλαγή, να προτείνει κάτι επιτέλους δημοφιλές οπότε και πρότεινε να επιτραπούν αυτή τη φορά οι οπαδοί της εκτός έδρας ομάδας: “Εμείς και το ποδόσφαιρό μας είμαστε αρκετά ώριμοι πια γι’ αυτό και πρέπει να το δείξουμε σ’ ολόκληρο τον κόσμο”. Και οι δύο ομάδες, οι ομοσπονδίες και η αστυνομία απέρριψαν την πρόταση για λόγους ασφάλειας. Αντίθετα, απαγορεύτηκαν ακόμα και οι νικητήριοι πανηγυρισμοί στους δρόμους μετά το παιχνίδι.

Οι περιπλοκές με αυτό το Clásico ξεκίνησαν στα τέλη Οκτωβρίου, όταν και οι δύο αγώνες μετατέθηκαν κατά μια βδομάδα ώστε ο επαναληπτικός να μην συμπέσει με την 1η Δεκεμβρίου, όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί – δηλαδή με την σύνοδο των G20 – μια κατανοητή, αν και μάλλον καθυστερημένη, απόφαση. Ο πρώτος γύρος στο γήπερο της Μπόκα επαναπρογραμματίστηκε για το Σάββατο 10 Νοεμβρίου. Οι οπαδοί της Μπόκα μπήκαν στο γήπεδο παρά την έντονη βροχή, που έπεφτε ήδη επί δύο μέρες. Όταν οι οπαδοί είχαν ήδη γεμίσει το στάδιο, ο αγώνας αναβλήθηκε μετά από πυρετώδεις συζητήσεις – αρχικά για μια ώρα και, τελικά, για την επόμενη μέρα. Το γήπεδο είχε γίνει μια τεράστια λίμνη, απλά δεν μπορούσε να διεξαχθεί το παιχνίδι. Ο αγώνας έγινε την Κυριακή, 11 Νοεμβρίου και τελείωσε με ισοπαλία 2-2. Η ισοπαλία στον εκτός έδρας αγώνα σήμαινε ένα μικρό προβάδισμα για την Ρίβερ, ιδιαίτερα καθώς έπαιξε λίγο καλλίτερα (στην Ευρώπη, γκολ που έχουν μπει εκτός έδρας μετράνε “διπλά” στο συνολικό άθροισμα σε περίπτωση ισοβαθμίας μετά και τον επαναληπτικό αγώνα, αλλά αυτός ο κανόνας δεν ισχύει στην Αργεντινή).

Μια βδομάδα πριν τον επαναληπτικό, η ένταση συνέχισε να ανεβαίνει στην πόλη, με τα ΜΜΕ να υποδαυλίζουν τη φωτιά. Δεν υπήρχε ούτε ένας από τους θρύλους του αργεντίνικου ποδοσφαίρου που να χάσει την ευκαιρία να κάνει ένα σχόλιο, μεταξύ των οποίων “αναλύσεις” του τύπου “ο ηττημένος θα χρειαστεί τουλάχιστον 20 χρόνια για να ανακάμψει”. Δύο μέρες πριν τον επαναληπτικό οι οπαδοί της Μπόκα κατάφεραν να μπουν στο βιβλίο Ρεκόρ Γκίνες: πάνω από 50000 χιλιάδες παρακολούθησαν την ανοιχτή τελευταία προπόνηση της ομάδας στο στάδιο Bombonera, την έδρα της Μπόκα. Πολλοί έκλαιγαν· μερικοί όρμησαν, στο τέλος, στο γήπεδο για να αγκαλιάσουν τους παίχτες, οι οποίοι, με τη σειρά τους, συγκινήθηκαν ιδιαίτερα. Η ομάδα ασφαλείας έμεινε στο παρασκήνιο, χωρίς να παρέμβει – άλλωστε “ένα πραγματικό συναίσθημα πάντα συνοδεύεται με μια παράβαση των κανόνων”.

Οι οργανωμένοι οπαδοί στην Αργεντινή είναι συχνά ιδιαίτερα βίαιοι και οργανωμένοι μ’ έναν μαφιόζικο τρόπο, μερικοί δε από αυτούς έχουν ισχυρές πολιτικές διασυνδέσεις. Ο αρχηγός των “Borrachos del Tablón” (“μεθυσμένοι σε φρενίτιδα”), της πιο διαβόητης φράξιας της Barra Brava, των οργανωμένων οπαδών γύρω από την Ρίβερ Πλέητ, δέχτηκε μια επίσκεψη από τις αρχές την ημέρα πριν από τον αγώνα. Η αστυνομία, με τη συνοδεία ενός εισαγγελέα, ερεύνησε ένα διαμέρισμα που ανήκει στον Héctor Godoy, τον αποκαλούμενο και Caverna (“η Σπηλιά“) που βρίσκεται κοντά στο στάδιο. Στη διάρκεια της έρευνας κατασχέθηκαν 300 εισιτήρια και 7 εκατομμύρια πέσος (σχεδόν 160.000 €) σε μετρητά· ο ίδιος ο Caverna, όμως, είχε εξαφανιστεί. Τα εισιτήρια λέγεται ότι είχαν εκδοθεί για συγκεκριμένα μέλη αλλά υπάρχει και η υποψία για πιθανή πλαστογραφία. Τα εισιτήρια στη μαύρη αγορά είναι μια από τις “κεντρικές μπίζνες” των Barras Bravas.

Η ομάδα της Μπόκα πέρασε το βράδυ πριν το ιστορικό Superclasico σε ένα ξενοδοχείο 5 αστέρων στην νεόπλουτη περιοχή Puerto Madero. Καθώς ξεκινούσε με το λεωφορείο προς την κατεύθυνση του Monumental” (του 67.000 θέσεων σταδίου της Ρίβερ Πλέητ), τους ξεπροβόδισαν αρκετές χιλιάδες οπαδοί. Το λεωφορείο έφυγε με κάποια καθυστέρηση, συνοδευόμενο στη διαδρομή μέσα στην πόλη από μια μεγάλη αυτοκινητοπομπή της αστυνομίας, όπως συμβαίνει στην επίσκεψη ενός αρχηγού κράτους. Την ίδια στιγμή οι οπαδοί της Ρίβερ είχαν μπει ήδη στο στάδιο. Όμως, υπήρχαν περίπου 20000 χωρίς εισιτήρια περιμένοντας στην είσοδο του σταδίου περιμένοντας μια ευκαιρία για να μπουν με κάποιο τρόπο. Υπήρχε μαύρη αγορά εισιτηρίων και αρκετές κλοπές· επιπλέον, ομάδες από 100 έως 200 άτομα προσπαθούσαν να περάσουν με το ζόρι από τα σημεία ελέγχου στις εισόδους. Οι 2000 αστυνομικοί που είχαν αναπτυχθεί ήταν απασχολημένοι πλήρως με την αντιμετώπιση της κατάστασης.

Εν τω μεταξύ, το λεωφορείο της Μπόκα και η συνοδεία του πλησίαζαν. Λίγο πριν το στάδιο, έστριψαν σε μια στροφή όπου σχεδόν 1500 οπαδοί της Ρίβερ περίμεναν πίσω από μια χαλαρή αλυσίδα αστυνομικών. Όταν το λεωφορείο έστριψε και επιβράδυνε, το πλήθος πέταξε μπουκάλια και πέτρες, σπάζοντας αρκετά από τα τζάμια του. Η αστυνομία απάντησε με δακρυγόνα αλλά οι οπαδοί της Ρίβερ πέταξαν πίσω μερικά από αυτά, προς το λεωφορείο. Ο οδηγός και αρκετοί παίχτες της Μπόκα τραυματίστηκαν σοβαρά από τα θραύσματα των τζαμιών. Ο αρχηγός τους, Pablo Perez, χρειάστηκε να πάει στο νοσοκομείο με τραύματα κοντά στο μάτι· άλλοι παίχτες, όπως ο διάσημος Carlos Tévez, εισέπνευσαν αρκετά δακρυγόνα και έτρεχαν ζαλισμένοι μπροστά από τις κάμερες και στους διαδρόμους του σταδίου.

Το στάδιο ήταν κατάμεστο και το παιχνίδι προγραμματίστηκε να αρχίσει σε μισή ώρα, στις 5 μμ. Όμως, το χάος συνεχιζόταν μπροστά από το στάδιο, ενώ η μια ταραχώδης συνάντηση στις στοές του σταδίου ακολουθούσε την άλλη. Ο ίδιος ο πρόεδρος της FIFA Infantino ασχολήθηκε άμεσα. Το παιχνίδι αναβλήθηκε, αρχικά για μία ώρα και ένα τέταρτο, για τις 6.15 μμ. Οι παίχτες προθερμαίνονταν στο γήπεδο και οι οπαδοί έκαναν τις χορογραφίες τους στο στάδιο. Τότε, ο αρχηγός της Μπόκα, Perez, επέστρεψε από το νοσοκομείο με επιδέσμους στα μάτια και ο Tévez είπε στους δημοσιογράφους ότι η ομάδα ήταν αδύνατον να παίξει κάτω από τέτοιες συνθήκες. Τελικά, το παιχνίδι αναβλήθηκε για την επόμενη μέρα, την Κυριακή στις 5 μμ. Οι οπαδοί της Ρίβερ εγκατέλειψαν το στάδιο και γύρισαν στα σπίτια τους απογοητευμένοι.

Την Κυριακή, στη 1 το μεσημέρι, το παιχνίδι αναβλήθηκε επ’ αόριστον. Ο πρόεδρος της Ρίβερ Rodolfo D’Onofrio τόνισε ότι ο αγώνας θα γινόταν οπωσδήποτε στο στάδιο της ομάδας του και με φιλάθλους. Ο πρόεδρος της Μπόκα, Daniel Angelici – φίλος του Macri και του δημάρχου Larreta – απαίτησε πλήρη διαλεύκανση των επεισοδίων και, αργότερα, ζήτησε ο αγώνας και το κύπελο να καταλογιστούν στην Μπόκα στα χαρτιά2. Η ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Νότιας Αμερικής, η Commebol, είχε πλέον μεταθέσει το παιχνίδι για τις 8 ή 9 Δεκεμβρίου, με τόπο διεξαγωγής σε ένα γήπεδο εκτός Αργεντινής, σε μια άλλη χώρα.

Ο γερουσιαστής Martín Ocampo, υπεύθυνος Δικαιοσύνης και Ασφάλειας για το Μπουένος Άιρες, αναγκάστηκε να παραιτηθεί, εξαιτίας των επεισοδίων – λίγες μόλις μέρες πριν τη σύνοδο G20. Εν πάσει περιπτώσει, ήταν μόνο στη δεύτερη σειρά των υπεύθυνων για την ασφάλεια της συνόδου· η Patricia Bullrich κρατά τα σκήπτρα. Εξήγησε ξερά ότι όλα θα πάνε καλλίτερα απ’ ό,τι αν το ματς ήταν ακόμα προγραμματισμένο να γίνει στη διάρκεια της συνόδου.

Στις συζητήσεις που ακολούθησαν, υπήρχαν πολλές φήμες για το πώς μπορεί να είχε προκληθεί το χάος στον ποδοσφαιρικό αγώνα. Αλλά πρώτα απ’ όλα, τα εγχώρια και ξένα ΜΜΕ είχαν εγείρει τον εξής προβληματισμό: “αν δεν μπορούν να διαχειριστούν ούτε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, τι θα συμβεί στη σύνοδο G20”; Ένας μπορεί να φανταστεί ζωηρά, για παράδειγμα, ότι ο τομέας ασφαλείας των ΗΠΑ έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στην μεταφορά των αυτοκινητοπομπών που οργανώνονται από την αργεντίνικη αστυνομία – αν υπήρχε καθόλου τέτοια εμπιστοσύνη. Οι δυνάμεις ασφαλείας της Αργεντινής βρίσκονται αυτή τη στιγμή κάτω από τεράστια επιπρόσθετη πίεση για να μην επιτραπεί τίποτα ανάλογο στη διάρκεια της συνόδου. Από αυτή την άποψη, οι ταραχές στο Clásico πιθανόν να χρησιμοποιηθούν ως “πράσινη κάρτα” για την άσκηση βίαιης επιθετικότητας από ένα σύνολο 27000 δυνάμεων ασφαλείας.

Από την άλλη πλευρά, το αφεντικό των Caverna, εξακολουθεί να διαφεύγει τη σύλληψη, κάνοντας δημόσιες δηλώσεις μέσα από ηχητικά μηνύματα στο WhatsApp.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: at the green table, ιδιωματισμός (προφανώς από το χρώμα της τσόχας).

Δεν έχει Χο-Χο-Χο! Η Deliveroo απολύει εκατοντάδες κούριερ λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα!

των IWW1

Το Δίκτυο Κούριερ της IWW (Industrial Workers of the World) καταδικάζει τις πρόσφατες μαζικές λήξεις συμβάσεων σε πόλεις σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο που αφήνουν τουλάχιστον 100 ταχυδιανομείς/κούριερ χωρίς δουλειά πριν τα Χριστούγεννα.

Την προηγούμενη βδομάδα, ένα κύμα άμεσου τερματισμού συμβάσεων σάρωσε μικρότερες και μεγαλύτερες πόλεις από το Λέστερ και το Σέφιλντ μέχρι τη Γλασκώβη. Οι κούριερ αναφέρουν ότι οι ίδιοι και οι συνάδελφοί τους έχουν λάβει ταυτόσημα μέηλ που τους κατηγορούν για δραστηριότητες εξαπάτησης και τερματίζουν άμεσα τις συμφωνίες τους για διανομή με τη δημοφιλή εταιρεία διανομής.

Η έκταση αυτής της μαζικής “εξόντωσης” κούριερ αφορά τη στιγμή της δημοσίευσης έναν αριθμό αρκετά μεγαλύτερο από 100 άτομα και οι ίδιοι οι κούριερ – που αρνούνται σφόδρα την κατηγορία για αδικοπραγία – έχουν μείνει στο σκοτάδι λίγες μόλις μέρες πριν τα Χριστούγεννα χωρίς δουλειά ή τρόπο να προσφύγουν εναντίον αυτών των ισχυρισμών. Μέχρι σήμερα δεν έχουν παρουσιαστεί ενδείξεις ή γεγονότα που να υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς της Deliveroo.

Ο Jamie Johnson, ένας κούριερ από το Σέφιλντ του οποίου σύμβαση τερματίστηκε από την Deliveroo λέει:

Σήμερα πήρα ένα μέηλ από την Deliveroo Rider Support, που απλά με άφησε σε απόλυτη δυσπιστία. Έχω ψευδώς κατηγορηθεί ότι εξαπάτησα την εταιρεία σημειώνοντας λαθεμένα ως “παραδομένες” παραγγελίες που δεν έχω ολοκληρώσει ενώ έχω πληρωθεί γι’ αυτές. Χωρίς οποιαδήποτε ζήτημα συμπεριφοράς ή προειδοποίηση σε ολόκληρη τη διάρκεια που δουλεύω σαν οδηγός ή οποιαδήποτε ευκαιρία να υπερασπιστώ τη θέση μου, ο λογαριασμός μου τερματίστηκε άμεσα αφήνοντάς με σε οικονομική δυσχέρεια στην περίοδο των γιορτών”.

Ο Άλεξ, ένας άλλος κούριερ ο λογαριασμός του οποίου επίσης τερματίστηκε σ’ αυτόν τον σαρωτικό γύρο τερματισμών, μας λέει για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει: “Όπως ακριβώς εκατοντάδες άλλοι [κούριερ] στο Λέστερ και χιλιάδες σ’ ολόκληρη τη χώρα, αισθάνομαι εξαπατημένος από έναν “εργοδότη” ο οποίος δεν μου δίνει κανέναν λόγο γι’ αυτό. Τώρα θα πρέπει να βρω έναν άλλο τρόπο να πληρώσω το ενοίκιό μου μιας και αυτή ήταν η κύρια πηγή εισοδήματος για μένα. Κάτι πρέπει να γίνει”.

Η κλίμακα και η κίβδηλη βάση για τους τερματισμούς αυτούς έχουν καταδικαστεί από το Δίκτυο Κούριερ της IWW, που απαιτούν την άμεση αποκατάσταση από την Deliveroo των οδηγών που έχουν θιγεί. Το συνδικάτο επιμένει, επιπλέον, ότι αν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη για δόλια δραστηριότητα αυτή θα πρέπει να επιβεβαιωθεί και να παρουσιαστεί για κάθε περίπτωση ξεχωριστά για να διασφαλιστεί ότι δεν θα τερματιστεί η συμφωνία οποιουδήποτε διανομέα είναι αθώος.

Ο Chris Fear, οργανωτικός υπεύθυνος του Δικτύου Κούριερ της IWW δηλώνει:

Αυτός ο μαζικός τερματισμός των συμφωνιών των κούριερ μόλις λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα είναι εντελώς άκαρδος. Εκατοντάδες άνθρωποι σ’ ολόκληρη τη χώρα έχουν χάσει τις δουλειές τους, όλοι έχοντας πάρει ακριβώς το ίδιο προετοιμασμένο μέηλ. Όλοι έχουμε ακούσει ότι η οικονομία πλατφόρμας [gig-economy] αναφέρεται ως “Ντικενσιανή”2 αλλά ο η ενσάρκωση του Scrooge από τον Will Shu της Deliveroo είναι πραγματικά πολύ χειρότερος3”.

Το συνδικάτο δηλώνει, επιπλέον, ότι αν οι συγκεκριμένοι κούριερ δεν αποκατασταθούν μαζί με μια πλήρη συγγνώμη από την εταιρεία, θα εξετάσει το ενδεχόμενο περαιτέρω δράσης για να τραβήξει την προσοχή στην απεχθή συμπεριφορά της Deliveroo στους εργαζόμενούς της.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από την αναδημοσίευση στο Libcom: http://libcom.org/news/no-ho-ho-deliveroo-fire-hundreds-couriers-days-christmas-21122018.

2 Στμ. Ο χαρακτηρισμός “Ντικενσιανή” αναφέρεται προφανώς στον Κάρολο Ντίκενς.

3. Στμ. Στο πρωτότυπο υπάρχει ο ιδιωματισμός: “really takes the biscuit”.

Το εξεγερτικό Σχέδιο του καραβανιού: Αλληλεγγύη και πισωγυρίσματα

της Martha Pskowski1

Έχει υπάρξει εκτεταμένη συζήτηση σχετικά με το καραβάνι των μεταναστών που ξεκίνησε από το San Pedro Sula στην Ονδούρα τον Οκτώβριο. Τώρα, όμως, ξέρουμε ότι αυτό το καραβάνι είναι αδύνατον να κατηγοριοποιηθεί σαν μια ομοιογενής οντότητα, καθώς τα μέλη του έχουν ακολουθήσει τον δρόμο τους για την Τιχουάνα με διαφορετικά μέσα μεταφοράς και σύμφωνα με διαφορετικά χρονοδιαγράμματα, για να μην αναφέρουμε τις πολύπλευρες επιθυμίες που έχουν. Ενώ υπάρχει, προς το παρόν, και η πολύ ανησυχητική πραγματικότητα ότι, αφού αντιμετώπισαν την καταστολή κοντά στο σημείο εισόδου στο San Ysidro, χιλιάδες μέλη του καραβανιού έχουν καταλύσει σε πρόχειρους καταυλισμούς στην περιφέρεια της Τιχουάνα.

Παρά την πραγματική βία που οι μετανάστες έχουν αντιμετωπίσει, αυτό το καραβάνι, και οι πρόδρομοί του, συνιστούν παραδείγματα αντίστασης διάσχισης των συνόρων που ταράζουν τα νερά και επανασχεδιάζουν τα όρια της πολιτικής δράσης. Δυστυχώς, ελάχιστες αναφορές στα ΜΜΕ έχουν μπει στον κόπο να καταλάβουν ή να καταγράψουν τις πολλαπλές οργανωτικές διαδικασίες και δυναμικές που κατοχυρώνουν το καραβάνι ως ένα ισχυρό κοινωνικό κίνημα. Οι διαφορετικές, περιπεπλεγμένες ιστορίες πίσω από την μορφή-καραβάνι – συνελεύσεις και σχετικές τακτικές και στρατηγικές για την καλλιέργεια αλληλεγγύηςμοιάζουν να ξεπερνούν το πλαίσιο των περισσότερων συζητήσεων. Αλλά αν πρόκειται να αντιμεωπίσουμε το καραβάνι ως ένα κίνημα και ως μια πολιτική δύναμη που αξίζει να ληφθεί στα σοβαρά υπόψιν, τότε θα πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτό σ’ αυτήν ακριβώς τη γλώσσα και να προσπαθήσουμε να αρθρώσουμε τα χαρακτηριστικά του, να μεταφέρουμε τις δυνατότητές του. Ταξίδεψα για να συναντήσω το καραβάνι στην Οαχάκα, στην Πόλη του Μεξικού και στην Τιχουάνα ενώ μίλησα επίσης με κάποιους από τους οργανωτές στις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να ερευνήσω από πιο κοντά τις συλλογικές σχέσεις, τις πολιτικές συμμαχίες και τους τρόπους κοινωνικότητας που έχουν γεννηθεί μέσα από την θεαματική ύπαρξη του καραβανιού2.

Συνελεύσεις και Συναντήσεις: πολιτική εν κινήσει

Είμαστε ένα εξεγερτικό σχέδιο ακριβώς όπως όλοι εσείς”, φώναζε ο αντιπρόσωπος του Radio Totopo, ενός κοινοτικού ραδιοσταθμού στην Juchitan της Οαχάκα. Στεκόταν σε μια πρόχειρη εξέδρα, μπροστά σε εκατοντάδες μέλη του καραβανιού των μεταναστών, μια υγρή βραδιά του Οκτώβρη. “Αδέλφια, αυτό που κάνετε είναι ιστορικό, γιατί έχετε μπορέσει να νικήσετε τα σύνορα του κόσμου και να αποδείξετε ότι κανείς δεν είναι παράνομος”.

Στον χώρο ενός σταθμού λεωφορείων στην άκρη της πόλης, χιλιάδες μέλη του καραβανιού είχαν στήσει ένα στρατόπεδο. Οι διοργανωτές του “Pueblos Sin Fronteras” άνοιξαν τη νυχτερινή συνέλευση του καραβανιού και έδωσαν το μικρόφωνο στις τοπικές οργανώσεις, όπως το Radio Totopo, που έσπευσαν σε αλληλεγγύη.

Ο γραμματέας του δήμου του Juchitan, Oscar Cruz, ανέβηκε στην εξέδρα. “Καταλαβαίνουμε ότι δεν είστε εδώ επειδή το θέλετε”, είπε στο πλήθος. “Αλλά επειδή οι χώρες σας σάς έχουν αρνηθεί το δικαίωμα να ζείτε. Εξαιτίας των πολυεθνικών εταιριών και των ισχυρών συμφερόντων που πλουτίζουν από τη φτώχεια των ανθρώπων. Εξαιτίας της βίας που δεν σας αφήνει να ζήσετε με ειρήνη. Γι’ αυτό το Juchitan στέκεται αλληλέγγυο μαζί σας”.

Μετά από δύο εβδομάδες πορείας μέσα από μικρές πόλεις στην Τσιάπας και την Οαχάκα, το καραβάνι έχει φτάσει στο Ζάποτεκ, μια πόλη 90000 ανθρώπων, ένα προπύργιο των αυτοχθόνων που οργανώνονται στο Νότιο Μεξικό. Όπως σε πολλές στιγμές του καραβανιού, δεν υπάρχει μια μοναδική οργάνωση που “τρέχει” το όλο εγχείρημα. Οι αξιωματούχοι της πόλης του Juchitan πρόσφεραν φαγητό και νερό, οι εκκλησίες έδωσαν δωρεές και η διεθνική συλλογικότητα Pueblos Sin Fronteras μπόρεσε να βρει λεωφορεία για να μετακινηθούν προς τα βόρεια. Στην καρδιά όλου αυτού ήταν οι χιλιάδες ανθρώπων που συνενώθηκαν για να κινηθούν μέσα από το Μεξικό.

Για 90 λεπτά, τα μέλη του καραβανιού έδωσαν την προσοχή τους στις αποφάσεις τις οποίες θα έπρεπε να πάρουν τις επόμενες μέρες και στα λόγια των τοπικών και εθνικών οργανώσεων που είχαν έρθει να τους υποστηρίξουν. Μέλη του καραβανιού ανέβηκαν στο βήμα για να εξηγήσουν γιατί πρότειναν τον εαυτό τους για να εκπροσωπήσουν την ομάδα σε διαπραγματεύσεις με τις μεξικάνικες αρχές. Γυναίκες τρανς που συμμετέχουν στο καραβάνι πήραν το μικρόφωνο για να απαιτήσουν σεβασμό από τους υπόλοιπους της ομάδας.

Το Radio Totopo είναι μέρος ενός κινήματος αντίστασης στις ισπανικής ιδιοκτησίας “φάρμες” ανεμογεννητριών στην περιοχή του Juchitan. Μεταξύ άλλων ομιλητών ήταν το μαχητικό συνδικάτο των δασκάλων της Οαχάκα, με το όνομα 22ο Τμήμα, και μια ομάδα καθολικών καλογριών. Η συνέλευση δημιούργησε έναν χώρο για τη σύγκλιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης, των αυτοχθόνων και μεταναστευτικών οργανώσεων.

Το επόμενο πρωί, η αυτόκλητη ομάδα ασφάλειας συναντήθηκε κάτω από μια τέντα και προσδιόρισε τα καθήκοντα της ημέρας. Ενώ η δημοτική αστυνομία του Juchitan ήταν διαθέσιμη, τα μέλη του καραβανιού ανέλαβαν έναν καθοριστικό ρόλο στο να διασφαλίσουν ότι καθένας είναι ασφαλής και σέβεται τον δανεικό χώρο. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ένας άντρας από την Ονδούρα με το όνομα Walter, ο οποίος και ανέθεσε καθήκοντα όπως η παρακολούθηση των σταθμών νερού και η διατήρηση της τάξης στις γραμμές για το φαγητό.

Το Juchitan ήταν από τις σπάνιες εξαιρέσεις όπου το καραβάνι είχε ένα βήμα να χρησιμοποιήσει για την βραδινή συνέλευση. Συνήθως ο κόσμος μαζεύεται σε έναν κύκλο και φωνάζουν δυνατά για να ακουστεί η φωνή τους πάνω από τη φασαρία. Αυτό συνέβη μια εβδομάδα αργότερα, στην Πόλη του Μεξικού, όταν η ομάδα έπρεπε να αποφασίσει πώς θα συνέχιζε προς τα βόρεια.

Η έξοδος των μεταναστών και όσων ζητούν άσυλο από την Κεντρική Αμερική άρχισε να φτάνει το Σάββατο 4 Νοεμβρίου σε ένα στάδιο στην ανατολική επέκταση της Πόλης του Μεξικού. Γιατροί πρόσφεραν ιατρικούς ελέγχους, οργανώσεις με βάση στις ΗΠΑ πρόσφεραν νομικές συμβουλες και μια κουζίνα μαγείρευε και έδινε χιλιάδες γεύματα τρεις φορές την ημέρα.

Την Τρίτη, 6 Νοεμβρίου, την ημέρα των ενδιάμεσων εκλογών στις ΗΠΑ, τα μέλη του καραβανιού είχαν πολύ πιο επείγουσες έγνοιες από τα εκλογικά αποτελέσματα. Για τρεις βδομάδες περπατούσαν και έκαναν ωτοστόπ από το San Pedro Sula στην πρωτεύουσα του Μεξικού. Καθώς χιλιάδες άνθρωποι τριγύριζαν εδώ κι εκεί, ο Bartolo Fuentes έφτασε για να δώσει μια συνέντευξη τύπου.

Ο Fuentes είναι ένας οργανωτής και δημοσιογράφος από την Ονδούρα που έχει δουλέψει με μετανάστες από την Ονδούρα για δεκαετίες. Στην ραδιοφωνική του εκπομπή “Sin Fronteras” (“Χωρίς Σύνορα”), στον κοινοτικό ραδιοσταθμό Radio Progreso, μοιράζεται ιστορίες μεταναστών από την Ονδούρα. Έχει επίσης οργανώσει ομάδες μητέρων από την Κεντρική Αμερική που αναζητούν τα εξαφανισμένα παιδιά τους στο Μεξικό, μια παράδοση που τώρα κλείνει 14 χρόνια.

Ενώ το καραβάνι των μεταναστών οργανώθηκε αυθόρμητα αυτόν τον Οκτώβριο, τώρα στηρίζεται στην προπαρασκευαστική δουλειά οργανωτών από το Μεξικό, την Κεντρική Αμερική και τις ΗΠΑ που κινούν το ζήτημα της δικαιοσύνης για τους μετανάστες εδώ και χρόνια. Όταν ο Fuentes άκουσε ότι κόσμος από την Ονδούρα οργανωνόταν μέσα από το Whatsapp και κοινωνικά μέσα δικτύωσης για να φύγει ως μια μεγαλύτερη ομάδα προς το Μεξικό, αποφάσισε να τους βοηθήσει βασισμένος στην πολύχρονη εμπειρία του. Την στιγμή που η ομάδα άφηνε το San Pedro Sula στις 13 Οκτωβρίου, αριθμούσε χιλιάδες άτομα.

Στην Πόλη του Μεξικού, ο Fuentes προσπάθησε να αναδείξει την ιστορία άμεσα, εξηγώντας ότι το καραβάνι κάνει ορατό ένα μακροχρόνιο φαινόμενο. “Καραβάνια γίνονται κάθε μέρα στην Ονδούρα”, φώναξε στο μικρόφωνο αναστατωμένος. “250 με 300 άτομα εγκαταλείπουν την Ονδούρα κάθε μέρα”. Με άλλα λόγια, η τωρινή έξοδος των Ονδουριανών είναι μέρος μιας μεγαλύτερης τάσης συνεχιζόμενης μετανάστευσης από τη χώρα: αυτό που είναι καινούριο είναι οι μορφές με τις οποίες γίνεται αυτή η μετανάστευση, όπως ο πολιτικά πιο ορατός και ο μαζικός χαρακτήρας του ίδιου του καραβανιού. “Αυτό το καραβάνι αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος εγκαταλείπει την Ονδούρα. Αυτό είναι που έχει σημασία, όχι ποιος το οργάνωσε”, συνέχισε. Ο Fuentes έχει κατηγορηθεί από την ίδια την κυβέρνηση της χώρας του ότι οργάνωσε παράνομα το καραβάνι των μεταναστών. Αυτή τη στιγμή περιμένει να επιστρέψει στην Ονδούρα, όπου φοβάται ότι θα μπορούσε να συλληφθεί.

Καθώς το καραβάνι έφτασε σε ένα στάδιο στην Πόλη του Μεξικού, άλλη μια διακριτή πτυχή του μεταναστευτικού ακτιβισμού λάμβανε χώρα κάπου εκεί κοντά, το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ για τις Μεταναστεύσεις. Το Φόρουμ συμπεριελάμβανε για πρώτη φορά την Παγκόσμια Συνάντηση των Μητέρων των Εξαφανισμένων Μεταναστών. Μητέρες και μέλη των οικογενειών εξαφανισμένων μεταναστών βρέθηκαν μαζί από χώρες μεταξύ των οποίων η Γουατεμάλα, το Ελ Σαλβαδόρ, η Ονδούρα, η Σενεγάλη, το Μαρόκο, η Μαυριτανία και η Τυνησία. Ενώ τα τουίτ του Τραμπ και η κάλυψη από τα διεθνή ΜΜΕ έφεραν μια πρωτόγνωρη προσοχή στην πολύ άσχημη κατάσταση των μεταναστών στην Κεντρική Αμερική, το κίνημα στο Μεξικό, αλλά και ευρύτερα, για την υποστήριξη των μεταναστών χωρίς χαρτιά σε μετακίνηση αναπτύσσεται εδώ και χρόνια μέσα από μια αργή αλλά σταθερή οργανωτική δουλειά με τις πληττόμενες κοινότητες.

La Bestia και τα αποτελέσματα της πολιτικής

Αυτή η δουλειά έχει γίνει πιο επείγουσα μόνο τα τελευταία χρόνια και τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Μεξικό έχουν εφαρμόσει άγριες αντιμεταναστευτικές πολιτικές που, πρώτα απ’ όλα, έχουν επιπτώσεις στους Κεντροαμερικανούς. Οι άνθρωποι από την Ονδούρα, τη Γουατεμάλα και το Ελ Σαλβαδόρ περνούν εδώ και δεκαετίες μέσα από την επικράτεια του Μεξικού για να φτάσουν στα σύνορα με τις ΗΠΑ. Η μετανάστευση από το Μεξικό στις ΗΠΑ κορυφώθηκε πριν τη Μεγάλη Ύφεση, και τώρα περισσότεροι Μεξικάνοι επιστρέφουν κάθε χρόνο στην πατρίδα τους από όσους εισέρχονται στις ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, η “ροή” από το Βόρειο Τρίγωνο της Κεντρικής Αμερικής αυξάνεται σταθερά από τη δεκαετία του 1990. Ο αριθμός των μεταναστών από το Βόρειο Τρίγωνο που ζουν στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 25% μεταξύ 2007 και 2015.

Καθώς όλο και περισσότεροι Κεντροαμερικάνοι προσπαθούσαν να μπουν στις ΗΠΑ, οι κυβερνήσεις Μπους και Ομπάμα εκχώρησαν, σαν με εξωτερική ανάθεση, την επιβολή του ελέγχου της μετανάστευσης στο Μεξικό. Αυστηρές απαιτήσεις στη βίζα, που η συντριπτική πλειοψηφία των Κεντροαμερικανών δεν μπορεί να πληροί, τους εξανάγκασε να μπουν στο Μεξικό χωρίς χαρτιά. Πρέπει είτε να διανύσουν τη διαδρομή μόνοι είτε να πληρώσουν έναν οδηγό (ένα κογιότ, coyote) χιλιάδες δολάρια για να εξασφαλίσουν καταφύγιο, μετακίνηση και, συχνά, να δωροδοκήσουν κυβερνητικούς αξιωματούχους για να περάσουν τα σημεία ελέγχου.

Το φορτηγό τραίνο γνωστό ως La Bestia καθόριζε για χρόνια τη διαδρομή των μεταναστών μέσα από το Μεξικό. Ο Óscar Martínez έχει γράψει μια πολύ ζωντανή περιγραφή των κινδύνων, αβεβαιοτήτων, ακόμα και ακρωτηριασμών που συνάντησε στη διαδρομή των μεταναστών, αλλά και τις αξιοθαύμαστες ιστορίες άρνησης πίσω από την ύπαρξή της. Ως εθελοντής σε ένα καταφύγιο μεταναστών στο Ixtepec της Οαχάκα το 2013 και το 2014, παρατήρησα με ποιο τρόπο εκατοντάδες ανθρώπων θα επιβιβάζονταν στο τραίνο για να μετακινηθούν από τη μια πόλη στην άλλη. Μερικές φορές το τραίνο μπορεί να σταματούσε απότομα και οι άνθρωποι να έπεφταν από αυτό, κάποιες φορές υποφέροντας φρικτούς τραυματισμούς. Αλλά, όσο επικίνδυνο κι αν ήταν, το τραίνο παρείχε μια αξιόπιστη επιλογή στους Κεντροαμερικανούς για να κινηθούν προς τα βόρεια.

Όμως, στη διάρκεια του 2014, ο αριθμός ασυνόδευτων ανηλίκων που έφταναν στα σύνορα με τις ΗΠΑ εκτοξεύθηκε. Ο πρόεδρος του Μεξικού Enrique Peña Nieto αντέδρασε σ’ αυτή την αύξηση δημιουργώντας το Σχέδιο για τα Βόρεια Σύνορα. Τρεις μέρες αργότερα, η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της αμερικάνικης Γερουσίας, υπό την κυβέρνηση Ομπάμα, ενίσχυσε το Σχέδιο με 86 κατομμύρια δολάρια, την οποία ακολούθησε επιπρόσθετη χρηματοδότηση από την Πρωτοβουλία Merida.

Θέλοντας μόνο να θέσουν τη ζωή των μεταναστών σε κίνδυνο, οι μεξικάνικες αρχές άρχισαν να τοποθετούν περισσότερους πράκτορες της υπηρεσίας μετανάστευσης κατά μήκος των γραμμών του τραίνου και να αυξάνουν την ταχύτητά του ώστε να αποτρέψουν τους επίδοξους αναβάτες. Μην μπορώντας να ανέβουν με ασφάλεια στο La Bestia, οι μετανάστες αναγκάστηκαν να ακολουθούν απομακρυσμένους παράδρομους και μονοπάτια.

Στις επόμενες επισκέψεις μου στο Ixtepec, λίγοι ήταν αυτοί που ανέβαιναν στο τραίνο. Όσοι κατάφερναν, και έφταναν στο κατάλυμα, συχνά είχαν περπατήσει για μέρες, ακολουθώντας απομακρυσμένα μονοπάτια για να αποφύγουν τα σημεία ελέγχου για τους μετανάστες. Πολλοί είχαν δεχτεί επιθέσεις από μέλη συμμοριών και μικροεγκληματίες που χειρίζονται μασέτες ή όπλα. Οι μετανάστες και οι αναζητούντες άσυλο έπρεπε να παραδώσουν τα όσα λίγα υπάρχοντα και χρήματα κουβαλούσαν. Πολλοί έφταναν ξυπόλητοι στο κατάλυμα· οι κλέφτες δεν τους είχαν αφήσει ούτε τα παπούτσια τους.

Από “κατασκευή”, η συνεχής ροή Κεντροαμερικανών μέσα από την μεξικάνικη επικράτεια είναι σε μεγάλο βαθμό αόρατη στους περισσότερους Μεξικανούς. Μικρές πόλεις σε πολιτείες όπως η Tabasco, η Τσιάπας και η Οαχάκα βιώνουν την καθημερινή έξοδο αλλά έχει υπάρξει μια μικρή υπαναχώρηση των Μεξικάνων πολιτών προς τις πολιτικές του κράτους απέναντι στους μετανάστες.

Ο απερχόμενος πρόεδρος Peña Nieto ενέδωσε στην πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι απελάσεις από το Μεξικό ξεπερνούν τώρα αυτές από τις ΗΠΑ. Το 2017 το Μεξικό απέλασε 94.500 ανθρώπους στην Ονδούρα, τη Γουατεμάλα και το Ελ Σαλβαδόρ. Εν τω μεταξύ, ο επόμενος πρόεδρος Andrés Manuel López Obrador θα ορκιστεί την 1η Δεκεμβρίου. Έχει δηλώσει την υποστήριξή του προς τους μετανάστες (ιστορικά, για τους Μεξικανούς μετανάστες στις ΗΠΑ αλλά πιο πρόσφατα και για τους Κεντροαμερικανούς στο Μεξικό) και είναι σκληρός επικριτής της κυβέρνησης Τραμπ. Αν και ο Peña Nieto ήταν επιφυλακτικός σε σχέση με το να καταστείλει το καραβάνι τις προηγούμενες βδομάδες, όπως έδειξε η προσφορά για την παροχή προσωρινής εργασιακής βίζας και κοινωνικών παροχών στους μετανάστες – η οποία απορρίφθηκε από τους μετανάστες, ο υπουργός εσωτερικών της κυβέρνησής του έχει υιοθετήσει έναν σκληρότερο τόνο και μέτρα απέλασης ως αντίδραση στις προσπάθειες διάσχισης των συνόρων στην Τιχουάνα.

Viacrucis και αυτενέργεια των μεταναστών

Για να καταδείξουν τους σοβαρότατους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι Κεντροαμερικάνοι στο Μεξικό, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών οργανώνουν καραβάνια επί χρόνια. Κάθε χρόνο στη διάρκεια της Σαρακοστής, θρησκευτικές οργανώσεις, που βοηθούν τους μετανάστες, οργανώνουν την “Viacrucis3, ή τις “Στάσεις του Σταυρού”, για να τραβήξουν την προσοχή στην όλη κατάσταση. Πολλοί Καθολικοί στο Μεξικό αναβιώνουν την Viacrucis κάθε χρόνο, με την πιο φημισμένη να είναι αυτή στο προάστειο Iztapalapa στην Πόλη του Μεξικού, όπου χιλιάδες άνθρωποι μαζεύονται για να παρακολουθήσουν την πομπή. Αυτές οι πομπές Viacruces των μεταναστών περιορίζονταν αρχικά στο Νότιο Μεξικό και οι μετανάστες που συμμετείχαν δεν είχαν κάνει καμμιά συλλογική επιλογή να συνεχίσουν προς τα βόρεια σύνορα.

Από το 2014 αυτές οι κατεξοχήν συμβολικές πομπές έχουν αποκτήσει καινούριο νόημα. Εκείνη τη χρονιά, οι ελεγκτές του τραίνου στο Tenosique, στην πολιτεία Tabasco, αρνήθηκαν να μεταφέρουν μέλη της Viacrucis και η ομάδα των 450 ανθρώπων αποφάσισε να περπατήσει μέχρι τον επόμενο προορισμό της, στην Τσιάπας. Καθώς η Viacrucis προχωρούσε, κέρδισε την υποστήριξη των Μεξικανών πολιτών και της τοπικής κυβέρνησης. Έγραψα το 2014:Αυτοί που συμμετέχουν δεν χρειάζεται πλέον να περπατάνε στην εθνική, ελπίζοντας σε προσφορές σε φαγητό και νερό από τους περαστικούς. Χρησιμοποιούν το πολιτικό τους κεφάλαιο για να εξασφαλίσουν λεωφορεία, γεύματα και ιατρικές υπηρεσίες από πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις καθώς και τοπικές οργανώσεις”. Ο αριθμός τους αυξήθηκε στα 1000 άτομα και στην Πόλη του Μεξικού η ομάδα εξασφάλισε “βίζα διέλευσης” που τους επέτρεψε να ταξιδέψουν με ασφάλεια μέχρι τα σύνορα με τις ΗΠΑ, ενώ κάποιοι άλλοι επέλεξαν να μείνουν και να δουλέψουν στο Μεξικό.

Το 2014 ήταν επίσης η χρονιά που έδειξε μια μετατόπιση σττην πολιτική των δικτύων υποστήριξης των μεταναστών στο Μεξικό. Τα περισσότερα καταφύγια δίνουν προσοχή μόνο τις άμεσες υλικές ανάγκες των Κεντροαμερικανών, οι οποίες συχνά είναι δεινές, αλλά δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ευκαιρίες για πολιτική διαπαιδαγώγηση ή οργάνωση. Η Viacrucis του 2014, έδωσε το έναυσμα για συζητήσεις στα καταφύγια, τις συλλογικότητες και τις μη-κερδοσκοπικές οργανώσεις σε ολόκληρο το Μεξικό σχετικά με τον ρόλο των Κεντροαμερικανών. Κάποιοι που αποφάσισαν να ζήσουν στο Μεξικό άρχισαν να μιλάνε για οργανωτικούς ρόλους.

Σίγουρα, η ανάγκη των ανθρώπων χωρίς χαρτιά στο Μεξικό να οργανωθούν είναι σημαντική. Πολλοί είναι απλά περαστικοί από τη χώρα και για την ίδια την ασφάλειά τους θα πρέπει να προτατεύουν την ιδιωτικότητά τους. Αυτοί που αποφασίζουν να ζήσουν στο Μεξικό ή μπαίνουν σε μια κατάσταση αβεβαιότητας, επειδή δεν μπορούν να περάσουν στις ΗΠΑ, αντιμετωπίζονται ως μη-κανονικοί, χωρίς χαρτιά μετανάστες, όπως συμβαίνει λίγο-πολύ σ’ ολόκληρο τον κόσμο: υπόκεινται σε φοβερή εκμετάλλευση, πληρώνονται με τον ελάχιστο μισθό ή και ακόμα λιγότερο και είναι εξαιρετικά εκτεθειμένοι στην αυθαιρεσία των εργοδοτών τους.

Παρ’ όλα αυτά τα πραγματικά εμπόδια στην οργάνωση, οργανώσεις για τα δικαιώματα των μεταναστών έχουν οικοδομήσει, τα τελευταία χρόνια πάνω στην παράδοση της Viacrucis ώστε να συντονίζουν ομάδες στο ταξίδι τους προς τα σύνορα. Δεν ήταν, όμως, παρά το 2018, και τα τουίτ του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με το καραβάνι που προχωρά μέσα από τη μεξικανική επικράτεια, που οι κινητοποιήσεις αυτές γνώρισαν την ευρεία προσοχή των διεθνών ΜΜΕ. Η πράξη της εξασφάλισης ασφαλούς διέλευσης μέσα από το Μεξικό ερμηνεύτηκε από τον πρόεδρο των ΗΠΑ ως μια επερχόμενη “εισβολή”.

Ενώ το Μεξικό έχει μια ισχυρή παράδοση στην υποδοχή προσφύγων από τον “Νότιο Κώνο” της Νότιας Αμερικής όπως και στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη Γουατεμάλα, η αναγνώριση από την κοινή γνώμη της βίας και των διώξεων που πολλοί Κεντρομερικανοί αντιμετωπίζουν στις χώρες τους δεν είναι μεγάλη. Διακρίσεις και ρατσισμός απέναντι στους Κεντροαμερικανούς είναι η κανονικότητα σε πολλά μέρη της χώρας, όπως μαρτυρείται από τις βίαιες διαμαρτυρίες εναντίον του καραβανιού με την άφιξή του στην Τιχουάνα. Μόλις τα μέλη του καραβανιού έφτασαν στο βόρειο σύνορο με τις ΗΠΑ στα μέσα Νοεμβρίου, οι κάτοικοι της Τιχουάνα οργάνωσαν μιαν αντιμεταναστευτική πορεία και ο δήμαρχος υπονόησε ότι τα μέλη του καραβανιού είναι παράνομοι.

Το παράδειγμα της φιλανθρωπίας έχει διαρραγεί στις πρόσφατες κινητοποιήσεις. Αντί απλά να καθιστούν ορατό τον αγώνα των μεταναστών, μεταγενέστερα καραβάνια έχουν οικοδομήσει πολιτική δύναμη για να κάνουν το ταξίδι ασφαλέστερο και να βοηθήσουν τους Κεντροαμερικάνους να ζητήσουν άσυλο στο Μεξικό και στις ΗΠΑ.

Μορφές αλληλεγγύης που αμφισβητούν

Η ορατοποίηση του καραβανιού έχει κάνει πολλούς Μεξικάνους να επανεξετάσουν τις προκαταλήψεις τους σχετικά με την μετανάστευση από την Κεντρική Αμερική και έχει δημιουργήσει ευκαιρίες για να δείξουν την αλληλεγγύη τους. Υπάρχει επίσης ένας αυξανόμενος συντονισμός ανάμεσα σε οργανώσεις με βάση τις ΗΠΑ που μπορούν να προσφέρουν νομική βοήθεια στον κόσμο που επιδιώκει να πάρει άσυλο.

Οργανώσεις όπως η Al Otro Lado (“Στην Άλλη Πλευρά”), βασισμένη στην Τιχουάνα και την Νότια Καλιφόρνια, εργάζονται για να συνδέσουν ανθρώπους που θέλουν άσυλο στο Μεξικό με πηγές βοήθειας στις ΗΠΑ. Η οργάνωση Pueblos Sin Fronteras, που αποτελείται από Κεντροαμερικάνους που ζουν στο Μεξικό καθώς και τους Μεξικανούς και Αμερικανούς συμμάχους τους, είναι μια άλλη οργάνωση που γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα σε ανθρωπιστικές οργανώσεις και στις δύο χώρες. Καθώς το καθολικό δικαίωμα αίτησης ασύλου βρίσκεται κάτω από επίθεση από την κυβέρνηση Τραμπ, αυτά τα δίκτυα δημιουργούν συλλογική δύναμη ώστε να καθίστανται υπόλογες οι αρχές για τον τρόπο που μεταχειρίζονται τους μετανάστες και όσους θέλουν άσυλο.

Η Martha Balaguera και ο Alfonso Gonzales έγραψαν νωρίτερα φέτος στην επιθεώρηση NACLA4 σχετικά με τα μέλη ενός καραβανιού που οργανώθηκε το 2017 από την οργάνωση Pueblos Sin Fronteras. Ακόμα κι όταν κάνουν αίτηση για άσυλο στα επίσημα σημεία εισόδου, οι αιτούντες άσυλο κρατούνται μερικές φορές ακόμα και για μήνες. Αρκετά από τα μέλη του καραβανιού που συνελήφθησαν αφού παραδόθηκαν αυτοβούλως στα σύνορα, διεξάγουν απεργία πείνας όντας φυλακισμένοι στο Κέντρο Κράτησης Adelanto στην κομητεία του San Bernardino, στην Καλιφόρνια. Διαμαρτύρονται για τις άθλιες συνθήκες, την άρνηση παροχής ιατρικής φροντίδας και τις παράλογες εγγυήσεις για αποφυλάκιση που φτάνουν μέχρι και τα 50.000 δολάρια.

Οι Balaguera και Gonzales γράφουν:

Οι εμπειρίες ενδυνάμωσης και αλληλεγγύης των απεργών πείνας, παρά την τόση καταστολή, αψηφούν και προκαλούν τις κοινές αναπαραστάσεις της αδυναμίας των προσφύγων στα χέρια του κράτους. Πραγματικά, η ικανότητα των Εννέα του Adelanto να δουν πέρα από την δική τους δεινή κατάσταση και να απευθυνθούν σε άλλες κοινότητες μεταναστών για να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους μπροστά στην παραβίασή τους, υποδεικνύει ένα αναδυόμενο κίνημα αλληλεγγύης ανάμεσα στους μετανάστες.

Οι οργανωτές έχουν επίσης συγκεντρώσει ποσά για την πληρωμή εγγυήσεων, για να εξασφαλιστούν αφιλοκερδώς δικηγόροι, για να βρεθεί στέγη για τον κόσμο που απελευθερώνεται από τα κέντρα κράτησης, για να συνοδευτούν άνθρωποι προς τα σύνορα ακόμα κι όταν οι περίπολοι της υπηρεσίας Αστυνόμευσης Τελωνείων και Συνόρων (Customs and Border Patrol) αποκρούουν επανειλημμένα τις προσπάθειές τους να ζητήσουν άσυλο. Πολλοί από τους αιτούντες άσυλο και άλλοι μετανάστες έχουν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους το πολύπλοκο σύστημα των ΗΠΑ για τη μετανάστευση· η διεθνική οργάνωση δημιουργεί τώρα δομές ώστε ακόμα και άνθρωποι που δεν έχουν τα οικονομικά μέσα για νομική εκπροσώπηση ή έναν ακριβό διακινητή (coyote) να έχουν μια ευκαιρία για ανθρωπιστική προστασία, είτε στις ΗΠΑ είτε στο Μεξικό. Αντί για μια εξατομικευμένη νομική διαδικασία, αυτές οι ομάδες τονίζουν τους συστηματικούς παράγοντες που ωθούν τον κόσμο να φεύγει από το “Βόρειο Τρίγωνο”.

Καθώς το καραβάνι έφτασε στα βόρεια, διάφορες οργανωτικές προσπάθειες έχουν ξεπηδήσει σε αρκετές πόλεις στις ΗΠΑ. Από τη στιγμή που το καραβάνι έφτασε στην Τιχουάνα, αρκετοί υποστηρικτές και εθελοντές έχουν ταξιδέψει για να προσφέρουν νομική βοήθεια και υλική υποστήριξη. Οργανώσεις βάσης στο Σαν Ντιέγκο, που κινητοποιήθηκαν νωρίτερα φέτος για να υποστηρίξουν το ανοιξιάτικο καραβάνι όταν έφτασε στην Τιχουάνα, παρέχουν ιατρική φροντίδα. Στο Λος Άντζελες, οργανώσεις όπως η Central American Resource Center (Κεντροαμερικανικό Κέντρο Υποστήριξης, CARECEN), η μεγαλύτερη ομάδα από την Κεντρική Αμερική για τα δικαιώματα των μεταναστών στη χώρα, ζήτησε υποστήριξη, αναδεικνύοντας την σύνδεση ανάμεσα στους πρόσφυγες που εγκατέλειψαν το Ελ Σαλβαδόρ στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου τη δεκαετία του 1980 και τα μέλη του καραβανιού σήμερα. Η οργάνωση The New Sanctuary Coalition, με βάση στη Νέα Υόρκη, έχει δεσμευτεί να προσφέρει υποστήριξη για 40 ημέρες (και νύχτες) στην Τιχουάνα.

Οι αφηγήσεις σχετικά με τη μετανάστευση συχνά εστιάζουν στην προσωπική ευρηματικότητα, δύναμη και αποφασιστικότητα. Παρ’ όλα αυτά, το καραβάνι και η αλληλεγγύη που οργανώνεται γύρω από αυτό δείχνουν ότι μέσα από τη συλλογική δράση, οι Κεντροαμερικάνοι μετανάστες και αναζητούντες άσυλο μπορούν να υπερασπιστούν την προσωπική τους ασφάλεια και τα δικαιώματά τους και να επιδιώξουν διεθνή ανθρωπιστική προστασία. Όπως επιχειρηματολογούν οι Balaguera και Gonzales: “Στην περίπτωση αυτών που συμμετέχουν στην Viacrucis, ο αγώνας τους να διασχίσουν το Μεξικό, έχει επανα-οικειοποιηθεί τη διαδρομή αυτή ως κομμάτι ενός αναδυόμενου Μεσοαμερικανικού [Κεντροαμερικάνικου] κοινωνικού προσφυγικού κινήματος”.

Η πορεία του καραβανιού έχει ήδη εμπνεύσει τον σχηματισμό άλλων ομάδων στην Κεντρική Αμερική. Υπάρχουν, τώρα, τουλάχιστον έξι μεγάλες ομάδες που έχουν μπει στο Μεξικό από τα μέσα Οκτωβρίου. Δεν έχουν αποφύγει όλες οι ομάδες τις κρατήσεις και τις απελάσεις. 600 μέλη ενός καραβανιού, ως επί το πλείστον από το Ελ Σαλβαδόρ, συνελλήφθησαν καθώς περνούσαν από τη Γουατεμάλα στην Τσιάπας. Τα μέλη μιας άλλης ομάδας αποφάσισαν να παραδοθούν τις μεξικάνικες αρχές για να ζητήσουν άσυλο. Μην υπολογίζοντας όσους ήταν μέλη των καραβανιών, το Μεξικό έδιωξε από τη χώρα, μόνο στο διάστημα μεταξύ 19 Οκτωβρίου και 25 Νοεμβρίου, πάνω από 9000 Κεντροαμερικάνους. Παρ’ όλα αυτά, τα καραβάνια ανάγκασαν τις μεξικάνικες αρχές να διαπραγματευτούν και έχουν εμπνεύσει τους Μεξικανούς να δράσουν αλληλέγγυα σε έναν χωρίς προηγούμενο βαθμό.

Επισκέφθηκα πρόσφατα την Τιχουάνα, τις πρώτες μέρες της άφιξης του καραβανιού. Η συνοριακή πόλη δεν είναι ξένη με την άφιξη μεγάλων ομάδων μεταναστών, που ζητούν άσυλο ή έχουν απελαθεί. Πριν από δυο χρόνια, χιλιάδες άνθρωποι από την Αϊτή έφτασαν στην πόλη, ελπίζοντας να περάσουν στις ΗΠΑ, μέχρι που ο Μπαράκ Ομπάμα τερμάτισε απότομα το Προσωρινό Καθεστώς Προστασίας τους. Ήδη από το 2016, η υπηρεσία Αστυνόμευσης Τελωνείων και Συνόρων έχει περιορίσει τον αριθμό των ατόμων που μπορούν να μπουν στις ΗΠΑ και να ζητήσουν άσυλο μέσα σε μια μέρα. Εκατοντάδες, και μερικές φορές χιλιάδες, άνθρωποι έχουν εγκλωβιστεί στην Τιχουάνα περιμένοντας τη σειρά τους. Κογκολέζοι, Αϊτιανοί, Ινδοί, Σαλβαδοριανοί, Μεξικάνοι και Ουγκαντέζοι μπορούν να βρεθούν να διασχίζουν το El Chaparral5 κάθε μέρα.

Σε αυτό το μίγμα έφτασαν και περισσότεροι από 5000 Κεντροαμερικάνοι. Ενώ το καραβάνι τους επέτρεψε να φτάσουν στα σύνορα, τα επόμενα βήματά τους δεν είναι ξεκάθαρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ορατές από τη θέση του προσωρινού καταλύματος που έχουν στήσει οι αρχές της πόλης. Η αναμονή για την αίτηση ασύλου μπορεί εύκολα να φτάσει τις εβδομάδες αν όχι και μήνες. Ο πειρασμός να περάσουν απέναντι μαζί με ένα κογιότ είναι πραγματικός για όσους έχουν μια οικογένεια που μπορεί ίσως να πληρώσει γι’ αυτό.

Την Κυριακή, 25 Νοεμβρίου, ένα τμήμα του καραβανιού πλησίασε το έδαφος των ΗΠΑ και ένας ακόμα μικρότερος αριθμός διέσχισε τα σύνορα αψηφώντας τους συνοριοφύλακες που τους κοίταζαν από ψηλά. Τους “καλωσόρισαν” με δακρυγόνα.

Κάποια μέλη του καραβανιού έχουν ξεκινήσει τις γραφειοκρατικές διαδικασίες για να ζητήσουν άσυλο στο Μεξικό ή να κάνουν αίτηση για προσωρινή διαμονή. Άλλοι έχουν αποφασίσει να γυρίσουν στις πατρίδες τους. Παρ’ όλα αυτά, οι χιλιάδες που παραμένουν στην Τιχουάνα, με την πρόθεση να μπουν στις ΗΠΑ, έχουν αψηφήσει τις προσπάθειες των ΗΠΑ και του Μεξικού να καθυστερήσουν τη μετακίνησή τους. Και, σε αντίθεση με όσους πρέπει να περάσουν κρυφά μέσα από την επικίνδυνη μεξικάνικη επικράτεια, συνδέονται τώρα με ένα διευρυνόμενο δίκτυο ανθρώπων και οργανώσεων που πιστεύουν στο δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης.

Οργανώσεις και συλλογικότητες στην Κεντρική Αμερική, το Μεξικό και τις ΗΠΑ, που κάποτε ήταν εξαιρετικά κατακερματισμένες, δημιουργούν τώρα δίκτυα υποστήριξης εκείνων που ζητούν άσυλο καθώς διέρχονται από πολλαπλά εθνικά σύνορα. Οι δυνάμεις που οδηγούν τους ανθρώπους να φύγουν από την Κεντρική Αμερική παραμένουν και η κυβέρνηση Τραμπ περικόπτει βαθμιαία τα νομικά θεμέλια του ασύλου. Μπροστά σ’ αυτούς τους δομικούς φραγμούς, τα δίκτυα αλληλεγγύης στην Κεντρική και τη Βόρεια Αμερική θέτουν τη δουλειά υποδομής για ένα ασφαλέστερο μονοπάτι μέσα από μια εχθρική επικράτεια.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2018/11/30/the-rebel-project-of-the-caravan-solidarities-and-setbacks. Η Martha Pskowski είναι δημοσιογράφος και ερευνήτρια που ζει στην Πόλη του Μεξικού.

2 Μια παρατήρηση σχετικά με τη γλώσσα: σε ολόκληρο το παρόν κείμενο αναφέρομαι σε “μετανάστες” και εναλλακτικά σε “αιτούντες άσυλο” [στμ. Στο αγγλικό κείμενο: asylum seekers]. Αν και υπάρχουν διαφορετικές γνώμες για το πώς πρέπει να αναφερόμαστε στους ανθρώπους που απαρτίζουν το καραβάνι, χρησιμοποιώ τον όρο μετανάστες επειδή τον θεωρώ ως τον πιο εμπεριεκτικό. Πολλοί από αυτούς που είναι στο καραβάνι σχεδιάζουν να κάνουν αίτηση για άσυλο και ανήκουν στις κατηγορίες που το διεθνές δίκαιο θέτει για το άσυλο. “Πρόσφυγες” είναι ένας άλλος κοινά χρησιμοποιούμενος όρος, αλλά δεν τον χρησιμοποιώ σ’ αυτό το πλαίσιο για να αποφύγω την σύγχυση με την νομική κατηγορία των προσφύγων, που είναι κόσμος που μετεγκαθίσταται από μια χώρα σε μια άλλη. Αυτό είναι σε αντίθεση με όσους αναζητούν και αιτούνται άσυλο, που κάνουν αίτηση για ένα νομικό καθεστώς από τη στιγμή που φτάνουν στη χώρα στην οποία αναζητούν προστασία. Ενώ ο όρος μετανάστης συχνά συνδέεται με ανθρώπους που αναζητούν δουλειά, μπορεί να περικλείει μια ευρεία ποικιλία λόγων για τους οποίους οι άνθρωποι μετακινούνται από μια χώρα σε μια άλλη. Δεν θεωρώ ότι το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης περιορίζεται στους αιτούντες άσυλο, ιδιαίτερα καθώς η κυβέρνηση Τραμπ περιορίζει τις κατηγορίες ανθρώπων που μπορούν να ζητήσουν άσυλο. Γι’ αυτό τον λόγο αναφέρομαι σε μετανάστες που, για όποιον λόγο κι αν αποφασίζουν να μεταναστεύσουν, δεν θα πρέπει να ποινικοποιούνται στις χώρες από τις οποίες διέρχονται ή στις χώρες που είναι ο προορισμός τους.

3 Στμ. Viacrucis: κυριολεκτικά η “Οδός του Σταυρού” ή “Στάσεις του Σταυρού”, είναι θρησκευτική διαδρομή που σημαδεύεται με δεκατέσσερις σταυρούς ή με παραστάσεις του Πάθους του Ιησού, που ακολουθείται την περίοδο της Σαρακοστής και συνήθως την Μεγάλη Παρασκευή, ως αναπαράσταση της “Οδού του Μαρτυρίου” που ακολούθησε ο Ιησούς προς τη σταύρωσή του.

4 Στμ. Αναφέρεται στην περιοδική (τριμηνιαία) έκδοση NACLA Report on the Americas της ομώνυμης οργάνωσης North American Congress in Latin America (Βορειοαμερικάνικο Συνέδριο στη Λατινική Αμερική), μιας αριστερής μη-κερδοσκοπικής οργάνωσης που ιδρύθηκε το 1966 με σκοπό να παρέχει πληροφόρηση σχετικά με τις τάσεις στη Λατινική Αμερική και τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Η έκδοση του εντύπου περιοδικού είχε διακοπεί προσωρινά το 2015 αλλά ξανάρχισε τον Μάιο του 2016, από τις εκδόσεις Taylor and Francis του εκδοτικού οίκου Routledge.

5 Στμ. Το El Chaparral είναι συνοριακό πέρασμα (Puerto Fronterizo El Chaparral) και από το 2012 η κύρια πύλη εισόδου αυτοκινήτων, από το Σαν Ντιέγκο στην Τιχουάνα, αντικαθιστώντας ένα προηγούμενο σημείο εισόδου γνωστό ως Puerta México που βρισκόταν ανατολικότερα και ακριβώς δίπλα στο El Chaparral.

Το κίνημα ως πεδίο μάχης: παλεύοντας για την ψυχή του κινήματος των “κίτρινων γιλέκων”

CrimethInc1

Ως αντίδραση στην πρόταση του Εμμανουέλ Μακρόν για αύξηση στον φόρο καυσίμων για “περιβαλλοντικούς” λόγους, η Γαλλία γνωρίζει αρκετές εβδομάδες αναταραχών σχετιζόμενων με το κίνημα των κίτρινων γιλέκων. Αυτή η “από τα κάτω” εξέγερση απεικονίζει πώς οι αντιφάσεις του σύγχρονου κεντρισμού – όπως η ψευδής διχοτόμηση ανάμεσα στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη θεώρηση των αναγκών των φτωχών – μπορεί να προσφέρει εύφορο έδαφος για τους λαϊκιστές και τους εθνικιστές. Την ίδια στιγμή, η αυξανόμενη εμπλοκή αναρχικών και άλλων αυτόνομων επαναστατών στην αναταραχή εγείρει σημαντικά ερωτήματα. Αν ακροδεξιές ομάδες μπορούν να σφετερίζονται κινήματα, όπως το έκαναν στην Ουκρανία και τη Bραζιλία, μπορούν οι αντικαπιταλιστές και οι αντιεξουσιαστές να τα επαναπροσανατολίσουν προς λύσεις που να στοχοποιούν περισσότερο το σύστημα;

Την Τρίτη, 4 Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση Μακρόν προσέφερε την πρώτη της παραχώρηση, καθυστερώντας την εφαρμογή του φόρου στα καύσιμα για έξι μήνες. Αλλά η ιστορία δεν έχει φτάσει ακόμα στο αποκορύφωμά της. Οι διαμαρτυρίες και η αστυνομική βία συνεχίζονται αμείωτες σε ολόκληρη τη Γαλλία· τώρα εμπλέκονται και νταλικέρηδες και οι μαθητές. Tο μοντέλο των κίτρινων γιλέκων έχει ήδη διαδοθεί στο Bέλγιο και υπάρχουν καλέσματα για διαμαρτυρίες στην Ισπανία και τη Γερμανία.

Αλλη μια μέρα δράσης έχει καλεστεί γι’ αυτό το Σάββατο· για πρώτη φορά από την έναρξη του κινήματος τα συνδικάτα ανακοίνωσαν επίσημα ότι θα συμμετάσχουν. Σιδηροδρομικοί, φοιτητές και αντιρατσιστές καλούν τον κόσμο να συγκεντρωθεί στις 10 το πρωί κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό του Σαιν Λαζάρ. Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι σχεδιάζεται ένα άλλο, αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό, μπλοκ για το Σάββατο. Σε απάντηση, η κυβέρνηση προετοιμάζεται να ενισχύσει την κρατική βία ακόμα μια φορά. Όλα τα μέλη της λένε ότι “φοβούνται πραγματικά για το Σάββατο”.

Και, όπως φαίνεται συνηθισμένο αυτές τις μέρες, κανείς από καμμιά πλευρά της σύγκρουσης δεν μοιάζει να έχει κάποια στρατηγική στο μυαλό πέρα από τη συνέχιση της κλιμάκωσης.

Ποιος θα ωφεληθεί, όμως, από αυτή την κλιμάκωση; Θα ριζοσπαστικοποιήσει τον απλό κόσμο στο να υπερασπίσει τη ζωή του απέναντι στα νεοφιλελεύθερα μέτρα λιτότητας με μέσο την άμεση δράση; Θα προσφέρει στο κράτος μια νέα δικαιολογία για περαιτέρω κατασταλτικούς νόμους και μέτρα; Θα φέρει μια ακροδεξιά εθνικιστική κυβέρνηση στην εξουσία στη θέση της κυβέρνησης Μακρόν;

Παρόμοια, αν αυτό το εσωτερικά αντιφατικό κίνημα εξαπλωθεί σε άλλα μέρη της Ευρώπης, ποιες πτυχές του θα εξαπλωθούν; Θα υποκαταστήσουν τον ξενοφοβικό λαϊκισμό με μια λαϊκή οργή σχετικά με την οικονομία, καθαρίζοντας τον δρόμο για ένα καινούριο κύμα αντικαπιταλισμού; Θα προσφέρουν ένα όχημα για την ακροδεξιά για να δημιουργήσει έναν “από τα κάτω” εθνικισμό, ανοίγοντας μια καινούρια εποχή φασιστικής βίας στον δρόμο; Θα εξακολουθήσει να είναι ένα πεδίο μάχης στο οποίο εθνικιστές, αναρχικοί και άλλοι θα ανταγωνίζονται να καθορίσουν ποια μορφή θα πάρει τα επόμενα χρόνια η αντιπολίτευση στους κεντρώους όπως ο Μακρόν;

Στηις Ηνωμένες Πολιτείες, σε λιγότερο αντιδραστικούς καιρούς, το κίνημα Occupy είδε να αναδύονται μερικές από τις ίδιες συγκρούσεις. Νομιμόφρονες φιλελεύθεροι, αριστεριστές πασιφιστές, εξεγερσιακοί αναρχικοί, ακροδεξιοί κρυφο-φασίστες και ανένταχτοι απλοί εξαγριωμένοι άνθρωποι όλοι συνέκλιναν στο κίνημα και πολέμησαν για να καθορίσουν τον χαρακτήρα του. Αρχικά δεν ήταν καθαρό κατά πόσον το Occupy θα ήταν πιο χρήσιμο για τους μεσοαστούς δημοκράτες, τους δεξιούς συνομωσιολόγους θεωρητικούς ή τους πραγματικά φτωχούς και απελπισμένους· στην πραγματικότητα, τον Σεπτέμβρη του 2011, ακούσαμε, σχετικά με το Occupy, κάτι από τον ίδιο πεσιμισμό που ακούσαμε από αναρχικούς σχετικά με το κίνημα των κίτρινων γιλέκων τον Νοέμβρη του 2018. Όμως, μετά από μερικές εβδομάδες, αναρχικοί και άλλοι μαχητικοί αντίπαλοι του καπιταλισμού και της λευκής υπεροχής πήραν την πρωτοβουλία, ειδικά στο Occupy Oakland, εστιάζοντας το κίνημα να σταθεί απέναντι στις ριζικές αιτίες της φτώχειας και εξασφαλίζοντας ότι αρκετός κόσμος, από αυτόν που ριζοσπαστικοποιήθηκε στη διάρκεια του Occupy, υιοθέτησε χειραφετητικές και όχι αντιδραστικές πολιτικές.

Είδαμε αυτή τη διαδικασία των αντιθέσεων να εμφανίζεται και στην Ουκρανία δύο χρόνια αργότερα2, όταν οι φασίστες απέκτησαν την πρωτοβουλία με την ίδια ακριβώς προσέγγιση που χρησιμοποίησαν οι αναρχικοί στο Occupy Oakland – μπαίνοντας στην πρώτη γραμμή στις συγκρούσεις με την αστυνομία και διώχνοντας τους πολιτικούς τους αντιπάλους από τους οργανωτικούς χώρους.

Σήμερα, η ακροδεξιά έχει σημειώσει αξιόλογα κέρδη σε σχέση με το 2014, και οι συγκρούσεις σε παγκόσμιο επίπεδο διεξάγονται σε έναν πολύ πιο άγριο βαθμο απ’ ό,τι στις μέρες του Occupy. Η Γαλλία έχει μακρά ιστορία στα κινήματα για την απελευθέρωση, περιλαμβάνονοντας πολλούς έντονους αγώνες την τελευταία μιάμιση δεκαετία. Ευτυχώς, οι αγώνες αυτοί έχουν δημιουργήσει ισχυρά δίκτυα που δεν θα αφήσουν τους εθνικιστές να πάρουν προβάδισμα στο να καθορίσουν πώς θα μοιάζουν τα κοινωνικά κινήματα στη Γαλλία.

Αλλά ακόμα κι αν καταλάβουμε το ίδιο το κίνημα σαν πεδίο μάχης, αυτό μόνο περισσότερα ερωτήματα βάζει. Ποιος είναι ο καλλίτερος τρόπος να επηρεάσουμε τον χαρακτήρα του κινήματος; Πώς εμπλεκόμαστε σ’ αυτόν τον αγώνα έτσι που το κίνημα να μην εξασθενίσει, προσφέροντας το πλεονέκτημα στην αστυνομία; Πώς παραμένουμε εστιασμένοι στο να συνδεθούμε με άλλους απλούς συμμετέχοντες στο κίνημα αντί να κολλήσουμε στη λάσπη μιας “ιδιωτικής” μάχης με τους φασίστες;

Για να διερευνήσουμε αυτά τα ερωτήματα πιο λεπτομερειακά, θα παρουσιάσουμε την ακόλουθη επικαιροποιημένη πληροφόρηση από τη Γαλλία. Αυτή η αναφορά συνεχίζει από κει που είχε σταματήσει η προηγούμενη ανάλυσή μας, στον απόηχο της διαδήλωσης των κίτρινων γιλέκων στις 24 Νοεμβρίου.

Ο απόηχος της 24ης Νοεμβρίου

Πριν από μια εβδομάδα, πλήρης σύγχυση βασίλευε σχετικά με το κίνημα των κίτρινων γιλέκων – και εντός του κινήματος. Το αυτοχαρακτηριζόμενο ως “χωρίς αρχηγούς”, “αυθόρμητο” και “απολίτικο” κίνημα ενάντια στην αύξηση των φόρων στα καύσιμα είχε φτάσει στο πρώτο αδιέξοδό του. Πώς θα μπορούσε το κίνημα να παραμείνει ενωμένο όταν συμμετείχε κόσμος από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα με εντελώς αντίθετες απόψεις σχετικά με την αντιμετώπιση της κυβέρνησης, τι είδους τακτικές να εφαρμοστούν και γύρω από ποια αφηγήματα να πορευτούν; Την ίδια στιγμή, πώς θα μπορούσε τα κίνημα να αντισταθεί στις προσπάθειες από πολιτικούς τυχοδιώκτες και κομματικούς ηγέτες να το αφομοιώσουν, συνεχίζοντας ταυτόχρονα να πιέζει; Το κίνημα των κίτρινων γιλέκων διασπαζόταν σχετικά με αυτά τα ζητήματα.

Την ημέρα μετά την διαδήλωση στο Παρίσι το Σάββατο στις 24 Νοεμβρίου, που είδε τη λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων να μεταμορφώνεται σε ένα πεδίο μάχης ανάμεσα στους διαδηλωτές και την αστυνομία, ένα κομμάτι του κινήματος εξέλεξε οχτώ επίσημους εκπροσώπους. Κάνοντας κάτι τέτοιο, ήλπιζαν να επαναεισάγουν μια καλή παλιομοδίτικη ιεραρχία και συγκεντρωτισμό στο κίνημα, ώστε να εδραιώσουν έναν διάλογο με την κυβέρνηση.

Για άλλη μια φορά, με αυτές τις εκλογές, δεν ήταν εύκολο να διατηρηθεί ο φαινομενικά “απολίτικος” χαρακτήρας του κινήματος των κίτρινων γιλέκων. Δυο από τους μόλις εκλεγμένους εκπροσώπους είχαν σχέσεις με την ακροδεξιά:

  • Ο Thomas Mirallès είχε κατέβει ως υποψήφιος με το Εθνικό Μέτωπο (τώρα Rassemblement National) στις δημοτικές εκλογές του 2014. Για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, περιγράφει αυτή την εμπειρία ως ένα “νεανικό λάθος” και δίνει έμφαση στο ότι έκτοτε “δεν έχει ξαναπάρει μέρος σε καμμιά εκστρατεία”.

  • Στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, ο Eric Drouet έχει μοιραστεί ένα βίντεο στο οποίο καταφέρεται εναντίον των μεταναστών και έχει εκφράσει επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται από την ξενοφοβική ακροδεξιά. Ξέροντας ότι αυτό θα μπορούσε να αμαυρώσει την τωρινή “αξιοσέβαστη” εικόνα του ως εκπροσώπου του κινήματος, διέγραψε όλες τις αναρτήσεις του στο πριν από τις 18 Νοεμβρίου.

Όμως, οι εκλογές αυτές απορρίφθηκαν από ένα άλλο κομμάτι του κινήματος, που αρνήθηκε να πέσει στις παγίδες της εκπροσώπησης και της διαπραγμάτευσης. Μερικά “κίτρινα γιλέκα” απέρριψαν ρητά την ιδέα της εκπροσώπησης: αντί της ύπαρξης ενός εκπροσώπου, η ιδέα είναι ότι καθένας/καθεμιά που συμμετέχει θα πρέπει να μιλάει για τον εαυτό του/της. Επιπλέον, μετά τις έντονες συγκρούσεις που έλαβαν χώρα στη διάρκεια της διαδήλωσης της 24ης Νοεμβρίου στο Παρίσι, αρκετοί τοπικοί διοργανωτές αποφάσισαν να αποστασιοποιηθούν από το κίνημα.

Η αντιπαράθεση εντός του κινήματος δεν σταμάτησε, όμως, κάποιους αποφασισμένους από τα κίτρινα γιλέκα να καλέσουν άλλη μια μέρα δράσης το Σάββατο 1η Δεκεμβρίου, με σκοπό να αυξήσουν την πίεση στην κυβέρνηση ώστε να ανακαλέσει τον φόρο – ή απλά να αποσταθεροποιήσουν την ίδια την κυβέρνηση. Ο τόνος είχε δωθεί!

Η κυβέρνηση δοκιμάζει τον διάλογο

Είναι φανερό, τώρα, ότι η γαλλική κυβέρνηση δεν περίμενε να κλιμακωθεί η οργή των διαδηλωτών, προκαλώντας ώρες ταραχών στο Παρίσι. Όταν εμφανίστηκε άλλο ένα κάλεσμα για διαδήλωση στο Παρίσι το επόμενο σαββατοκύριακο, η κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι χάνει τον έλεγχο της κατάστασης. Αυτός είναι ο λόγος που, μετά από εβδομάδες έκφρασης περιφρόνησης προς το κίνημα των κίτρινων γιλέκων, μέλη της κυβέρνησης άλλαξαν στρατηγική ελπίζοντας να κατευνάσουν την κατάσταση. Από αυτή την άποψη, η απόφαση εκλογής επίσημων εκπροσώπων για το κίνημα ήταν ένα στρατηγικό λάθος, καθώς διευκόλυνε τις προσπάθειες της κυβέρνησης να θεμελιώσει έναν “διάλογο”, στον οποίο οι πολιτικοί θα υπαγόρευαν τους όρους στους εκπροσώπους, οι οποίοι, με τη σειρά τους, θα τους υπαγόρευαν στους συμμετέχοντες.

Την Τρίτη 27 Νοεμβρίου, ο πρόεδρος Μακρόν έκανε μια δημόσια ομιλία με σκοπό να παρουσιάσει την δημιουργία του Ανώτατου Συμβουλίου για το Κλίμα, αποστολή του οποίου είναι να “προσφέρει μια ανεξάρτητη οπτική στην πολιτική της κυβέρνησης για το κλίμα”. Στη διάρκεια της ομιλίας, ο πρόεδρος Μακρόν άλλαξε τη στρατηγική του θέτοντας ευθέως μερικά από τα αιτήματα και τις ανησυχίες των κίτρινων γιλέκων, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως ένα παιδαγωγό πρόθυμο να ακούσει αυτά που έχει να πει ο κόσμος. Αυτή η πολιτική μασκατάτα απέτυχε· πολλά μέλη του κινήματος των κίτρινων γιλέκων απέρριψαν τη λεγόμενη “χείρα βοηθείας” που πρόσφερε ο πρόεδρος και επέκριναν της υποκρισία του, καθώς ο Μακρόν είχε, μόλις εκείνο το ίδιο πρωί, αρνηθεί κατηγορηματικά να συναντήσει κάποιους από τα κίτρινα γιλέκα.

Αργότερα μέσα στην ημέρα, μετά από αίτημα του προέδρου Μακρόν, ο υπουργός Οικολογικής Μετάβασης François de Rugy, δέχτηκε τις ηγετικές μορφές του κινήματος. Αυτή η συνάντηση υποτίθετο ότι θα εδραίωνε ένα είδος διαλόγου ανάμεσα στην κυβέρνηση και το κίνημα με σκοπό την εύρεση μιας διεξόδου από την κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, μετά από δύο ώρς, το αδιέξοδο παρέμενε. Χωρίς να έχουν πειστεί από την ανταλλαγή αυτή με τον υπουργό, δύο εκπρόσωποι των κίτρινων γιλέκων επαναεπιβεβαίωσαν την πρόθεση του κινήματος για την πραγματοποίηση της πορείας το Σάββατο 1η Δεκεμβρίου.

Καταλαβαίνοντας ότι η κατάσταση κλιμακωνόταν καθώς όλο και περισσότερα κγ απέρριπταν την ιδέα του διαλόγου και έμεναν πιστοί στο μάζεμα στους δρόμους, η κυβέρνηση προσπάθησε για μια ακόμα φορά να θεμελιώσει τον διάλογο. Στις 30 Νοεμβρίου ο πρωθυπουργός Edouard Philippe προσκάλεσε τους οκτώ εκπροσώπους του κινήματος σε μια συνάντηση. Και η συνάντηση αυτή ήταν επίσης μια αποτυχία: στο τέλος μόνο ένας από τους εκπροσώπους συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Ενεργειακής Μετάβασης. Ένας δεύτερος, ο Jason Herbert, έφυγε από την συνάντηση λίγο μετά το ξεκίνημά της.

Ένα εύφορο έδαφος για λαϊκιστές

Την ίδια εβδομάδα, το αυτοαποκαλούμενο “νομιμόφρον” και “επίσημο” κομμάτι του κινήματος, συμπεριλαμβανομένων των εκλεγμένων ηγετών και εκπροσώπων των κίτρινων γιλέκων, παρουσίασαν στα παραδοσιακά ΜΜΕ μια λίστα με 42 αιτήματα. Κοιτώντας τη λίστα, είναι εύκολο να δούμε τη σύγχυση μέσα στο κίνημα, αλλά και να ταυτοποιήσουμε μερικές από τις πολιτικές επιρροές που μοιράζονται οι πρωταγωνιστές του.

Η λίστα περιλαμβάνει αιτήματα από κάθε θέση του πολιτικού φάσματος. Υπάρχουν κοινωνικά αιτήματα, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, η καταπολέμηση της έλλειψης στέγης και η αύξηση της οικονομικής βοήθειας στα άτομα με ειδικές ανάγκες. Αλλά υπάρχουν και αντιδραστικά αιτήματα όπως η απέλαση των μεταναστών που δεν έχουν πάρει το δικαίωμα στο άσυλο, η παρεμπόδιση της μετανάστευσης, η ανάπτυξη μιας πολιτικής αφομοίωσης όσων [μεταναστών] θέλουν να ζήσουν στη Γαλλία, η αύξηση της προεδρικής θητείας από τα 5 στα 7 χρόνια και η αύξηση της χρηματοδότησης του υπουργείου Δικαιοσύνης, της αστυνομίας και του στρατού.

Μαζί με αυτά τα αιτήματα, βλέπουμε, επίσης, την “κλασσική” πλέον αντίθεση στην αύξηση των φόρων στο πετρέλαιο καθώς και μερικά οικολογικά, προστατευτικά και εθνικιστικά επιχειρήματα. Το “νομιμόφρον” και “επίσημο” κομμάτι του κινήματος έπαιζε ένα επικινδυνο παιχνίδι δίνοντας στους λαϊκιστές από την αριστερά και τη δεξιά λόγους να υποστηρίζουν το κίνημα, αν όχι ακόμα και τη δυνατότητα να το αφομοιώσουν εντελώς.

Ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν, ηγέτης του αριστερίστικου λαϊκιστικού κόμματος Ανυπότακτη Γαλλία (France Insoumise), αρνείται δημοσίως ότι το κόμμα του έχει εμπλακεί σε οποιεσδήποτε προσπάθειες αφομοίωσης του κινήματος· στην πραγματικότητα, ο λαϊκιστής ηγέτης, ο οποίος έχει εμμονή με τη ιδέα μιας επερχόμενης επανάστασης των “πολιτών”, ελπίζει ότι ο θυμός στους δρόμους θα εξασθενίσει την κυβέρνηση Μακρόν. Αυτό είναι καθαρά τυχοδιωκτικό, καθώς το αριστερό λαϊκιστικό κόμμα προσπαθεί να μεγαλώσει τις τάξεις του προσελκύοντας “θυμωμένους” ψηφοφόρους από τις επικείμενες ευρωεκλογές του 2019.

Στην άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος, ενδυναμωμένοι από το κύμα νικών της ακροδεξιάς στις ΗΠΑ, την Iταλία, και τη Bραζιλία, οι εθνικιστές ξέρουν ότι αυτό το κίνημα συλλογικού θυμού αντιπροσωπεύει μια μεγάλη ευκαιρία γι’ αυτούς να αποκτήσουν δύναμη και να επιβεβαιώσουν τη θέση τους ως μιας “πραγματικής πολιτικής εναλλακτικής” στην τωρινή κυβέρνηση. Ο Nicolas Dupont-Aignan, ηγέτης του κόμματος Debout La France3, έχει υποστηρίξει από την αρχή το κίνημα και μερικά μέλη των κίτρινων γιλέκων είναι μέλη του κόμματός του – για παράδειγμα ο Frank Buhler, του οποίου το βίντεο έγινε viral στο διαδίκτυο.

Η Μαρίν Λε Πέν, ηγέτιδα της Rassemblement National, πιστεύει ότι το κίνημα των κίτρινων γιλέκων αντιπροσωπεύει αυτό που η ίδια έχει περιγράψει εδώ και χρόνια ως “η Γαλλία των ανθρώπων που έμειναν πίσω”. Το εθνικιστικό κόμμα πιστεύει ότι “τα κίτρινα γιλέκα μοιάζουν με τους ψηφοφόρους μας. Δυστυχισμένοι και άτυχοι άνθρωποι, επειδή είναι συνήθως αόρατοι, και οι οποίοι τρέφουν μια ισχυρή περιφρόνηση για τους πολιτικούς”. Αυτό εξηγεί γιατί η Rassemblement National είναι εξαιρετικά προσεκτική με όρους στρατηγικής. Φοβούνται ότι αν προσπαθήσουν να αφομοιώσουν το κίνημα απροκάλυπτα, θα μπορούσαν να στρέψουν τους διαδηλωτές εναντίον τους. Αποφάσισαν, λοιπόν, να προσφέρουν αντ’ αυτού λεκτική υποστήριξη στις διαδηλώσεις, χωρίς η ηγεσία τους να πορεύεται δίπλα στους διαδηλωτές. Έχουν συγκεντρωθεί στην επικοινώνηση και την υπεράσπιση μερικών από τα “42 αιτήματα” σε σταθμούς των μεγάλων ιδιωτικών ΜΜΕ. Η Marion Maréchal Le Pen, ανηψιά της Μαρίν Λε Πεν, είπε ότι ήταν παρούσα στα Ηλύσια Πεδία στις 24 Νοεμβρίου και περιέγραψε τον εαυτό της ως “μια φλογερή υποστηρίκτρια στον πόνο των κίτρινων γιλέκων” ισχυριζόμενη ότι έχει “μεγάλη συμπάθεια γι’ αυτούς”.

Προετοιμαζόμενοι για το άγνωστο

Απογοητευμένη από την αποτυχία της να εξουδετερώσει το κίνημα μέσω του διαλόγου και φοβούμενη ότι, για δεύτερη συνεχόμενη βδομάδα θα κυριαρχούσαν στα “ερτζιανά” σκηνές χάους από τους δρόμους του Παρισιού, η κυβέρνηση αποφάσισε να πάρει κάθε δυνατό μέτρο για να διατηρήσει την πολύτιμη δημοκρατική της τάξη στη διάρκεια των διαδηλώσεων της 1ης Δεκεμβρίου.

Για να διασφαλίσει την πρωτεύουσα, να αποτρέψει ή να περιορίσει τις συγκρούσεις και να αντιμετωπίσει την διείσδυση ριζσοσπαστικών και “εξτρεμιστικών στοιχείων”, η κυβέρνηση φρόντισε για την ανάπτυξη 5000 αστυνομικών μέτρων καταστολής (Gendarmes και CRS, Στρατοχωροφυλακή και ΜΑΤ) για εκείνη την ημέρα. Η αποστολή τους ήταν να ελέγχουν όλες τις προσβάσεις στα Ηλύσια Πεδία, το σημείο συνάντησης της διαδήλωσης. Για να διασφαλίσουν ότι δεν θα πέρναγαν διάφορα επικίνδυνα αντικείμενα και αντικείμενα για ρίψη στη διαδήλωση, οι αρχές φίλτραραν τα σημεία πρόσβασης, ψάχνοντας κάθε άτομο που ήθελε να μπει στην περίμετρο. Αυτοί οι έλεγχοι θα τίθονταν σε εφαρμογή από τις 6 το πρωί του Σαββάτου 1 Δεκεμβρίου μέχρι τις 2 το πρωί της Κυριακής 2 Δεκεμβρίου.

Για να προστατέψουν τα πιο σημαντικά κτίρια, σύμβολα και όργανα της εξουσίας, οι αρχές προσδιόρισαν περιοχές στις οποίες η μετακίνηση θα ήταν περιορισμένη. Κάθε πρόσβαση στο Προεδρικό Μέγαρο στα Ηλύσια Πεδία, στην πλατεία Beauvau (όπου βρίσκεται το υπουργείο Εσωτερικών), το Hôtel Matignon (όπου το γραφείο του Πρωθυπουργού) ή την Εθνοσυνέλευση ήταν εντελώς απαγορευμένη για την ημέρα εκείνη.

Ένας άλλος λόγος που η κυβέρνηση πήρε όλα αυτά τα μέτρα ασφαλείας ήταν ότι τα κίτρινα γιλέκα δεν ήταν η μόνη ομάδα που διαδήλωνε εκείνη την ημέρα στο Παρίσι. Μετά τις 10 το πρωί, οι σιδηροδρομικοί υποτίθεται ότι θα συγκεντρώνονταν στον σταθμό Σαιν Λαζάρ για να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους· και σχεδίαζαν, μετά από αυτή τη δράση, να ενωθούν με τα κίτρινα γιλέκα. Στις 12 το μεσημέρι άλλα συνδικάτα συγκεντρώνονταν επίσης για μια παραδοσιακή ετήσια πορεία ενάντια στην ανεργία και την επισφάλεια. Στη 1 το μεσημέρι, αρκετές συλλογικότητες από τα παρισινά προάστεια και αντιφασίστες αποφάσισαν να συγκεντρωθούν επίσης στο Σαιν Λαζάρ για να ενωθούν με το κίνημα των κίτρινων γιλέκων.

Με λίγα λόγια, το απόγευμα της 1ης Δεκεμβρίου, της μέρας αυτής πανεθνικής δράσης, όλα τα στοιχεία συνδυάζονταν για να δημιουργήσουν ένα πραγματικά εκρηκτικό μίγμα στους δρόμους του Παρισιού.

Το φυτίλι άναψε…

Εξαιτίας της δραματικής διάστασης όσων συνέβησαν την 1η Δεκεμβρίου, δεν μπορούμε να δώσουμε εδώ μια εξαντλητική λίστα όλων των δράσεων και συγκρούσεων που έλαβαν χώρα εκείνη την ημέρα στους δρόμους του Παρισιού. Αυτό που ακολουθεί είναι μια ελλιπής επισκόπηση της πορείας των γεγονότων. Επίσης πρέπει να ειπωθεί, σχετικά με τις φωτογραφίες και τις ιστορίες που παρουσιάζονται, ότι μερικοί από τους πρωταγωνιστές ενδέχεται να ανήκουν στην ακροδεξιά.

Νωρίς το πρωί, οι πρώτοι διαδηλωτές άρχισαν να μαζεύονται στα Ηλύσια Πεδία. Η αστυνομία είχε αναπτυχθεί ήδη και ήταν σε κατάσταση συναγερμού: όλα τα κίτρινα γιλέκα ελέγχονταν πριν μπουν στην περίμετρο της διαδήλωσης. Η παγίδα που είχε στηθεί από τη κυβέρνηση είχε τεθεί σε λειτουργία. Στη διάρκεια των πρώτων πρωινών ωρών, η αστυνομία συνέλαβε αρκετά άτομα με την κατηγορία της κατοχής “όπλων” και “βολίδων”.

Παραδόξως, όμως, το σχέδιο ασφαλείας, που είχαν εκπονήσει οι αρχές, προστάτευε την λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων αλλά όχι την Place de l’Etoile – τον μεγάλο δακτύλιο κυκλοφορίας γύρω από την Αψίδα του Θριάμβου. Έχοντας προταθεί να αναγερθεί από τον Ναπολέοντα το 1806, η Αψίδα του Θριάμβου εγκαινιάστηκε το 1836 από τον Λουδοβίκο Φίλιππο, βασιλιά τότε της Γαλλίας, ο οποίος και αφιέρωσε το μνημείο στον στρατό της Επανάστασης και στην Αυτοκρατορία. Το 1921, η γαλλική κυβέρνηση έθαψε κάτω από το μνημείο τον άγνωστο στρατιώτη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η αναμνηστική φλόγα ανανεώνεται κάθε μέρα και μπροστά της γίνονται κάθε χρόνο επίσημες στρατιωτικές εορταστικές εκδηλώσεις. Το μνημείο είναι ένα σύμβολο της δόξας της Γαλλίας.

Ξέροντας ότι η Αψίδα του Θριάμβου δεν ήταν υπό αστυνομικό έλεγχο και ότι για να πάνε στη λεωφόρο των Ηλυσίων θα έπρεπε να υποβληθούν σε έρευνα και έλεγχο ταυτοτήτων, διαδηλωτές άρχισαν να μαζεύονται γύρω από το μνημείο, ακριβώς έξω από την περίμετρο της αστυνομίας. Στις 8 το πρωί σχεδόν εκατό κίτρινα γιλέκα βρίσκονταν ήδη στο σημείο ενώ η επίσημη έναρξη της διαμαρτυρίας ήταν για τις 2 το μεσημέρι. Λίγο μετά, γύρω στις 9 το πρωί, άρχισαν οι πρώτες συγκρούσεις όταν κάποιοι από τα κίτρινα γιλέκα προσπάθησαν να ανοίξουν δρόμο και να περάσουν με το “ζόρι” από ένα σημείο στα Ηλύσια Πεδία. Η αστυνομία απάντησε άμεσα με δακρυγόνα, κάτι που απλά κλιμάκωσε τις συγκρούσεις.

Από την πλεονεκτική θέση που είμαστε εμείς, δεν είναι εύκολο να επιβεβαιώσουμε με ακρίβεια ποιοι ξεκίνησαν τις πρώτες αντιπαραθέσεις ή ποιοι πήραν μέρος. Όπως και την προηγούμενη εβδομάδα, οι αντιπαραθέσεις συμπεριελάμβαναν τους πάντες, από νεοναζί και άλλους φασίστες μέχρι αναρχικούς, αντικαπιταλιστές και αντιφασίστες, για να μην ξεχάσουμε εξαγριωμένα μέλη των κίτρινων γιλέκων με πολλές άλλες, διαφορετικές προελεύσεις και πολιτικές τάσεις.

Όπως συνηθίζεται πια με το κίνημα των κίτρινων γιλέκων, η κατάσταση ήταν αρκετά συγκεχυμένη. Μερικοί διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν γύρω από την φλόγα του Άγνωστου Στρατιώτη σαν να απέδιδαν τιμές στον πόλεμο, τον εθνικισμό και τον ιμπεριαλισμό. Άλλοι άρχισαν να τραγουδούν τη Μασσαλιώτιδα – τον γαλλικό εθνικό ύμνο. Εν τω μεταξύ, οι πιο αποφασισμένοι πέταγαν πέτρες από τα πεζοδρόμια στις αστυνομικές δυνάμεις, σηκώνοντας οδοφράγματα στους γειτονικούς δρόμους και πυρπολώντας αμάξια.

Σύντομα, ολόκληρος ο δακτύλιος κυκλοφορίας είχε πνιγεί στα δακρυγόνα. Η κατάσταση συνέχισε να κλιμακώνεται. Κάθε φορά που η γραμμή των μπάτσων πλησίαζε πολύ, οι διαδηλωτές τους υποδέχονταν με μια βροχή από πέτρες και άλλα “βλήματα”. Στο μεταξύ, τα πρώτα συνθήματα εμφανίστηκαν στην Αψίδα του Θριάμβου· αυτό το ιμπεριαλιστικό σύμβολο επιτέλους βεβηλώθηκε! Δυστυχώς, όμως, αν και μερικά από τα συνθήματα ήταν καθαρό ότι είχαν γραφτεί από αναρχικούς και αντικρατιστές συντρόφους, κάποια άλλα είχαν γραφτεί από φασίστες.

Η παρουσία οργανωμένων φασιστικών ομάδων στις συγκρούσεις γύρω από την Place de l’Etoile το πρωί της 1ης Δεκεμβρίου είναι αδιαμφισβήτητη. Διάφορα κυρίαρχα ΜΜΕ κάλυψαν το κίνημα των κίτρινων γιλέκων αναφέροντας την παρουσία αυτών των ομάδων μέσα στο κίνημα. Σε ένα άρθρο, ο δημοσιογράφος λέει: Αρκετά αστυνομικά οχήματα αναγκάστηκαν να φύγουν από την the Place des Ternes βιαστικά αφού είχαν δεχτεί επίθεση από δεκάδες άτομα που φορούσαν ευκρινή ακροδεξιά σύμβολα”. Σε ένα άλλο άρθρο, ο συγγραφέας αναφέρει την παρουσία βασιλοφρόνων, ομάδων παραδοσιακών Καθολικών και εθνικιστικών και φασιστικών ομάδων όπως η GUD (Groupe Union Défense), μια ακροδεξιά φοιτητική οργάνωση – στηρίζοντας τους ισχυρισμούς αυτούς με φωτογραφίες.

Στην προσωπική τους αναφορά σχετικά με τη διαδήλωση των κίτρινων γιλέκων, αναρχικοί σύντροφοι αναφέρουν κι αυτοί την παρουσία της ακροδεξιάς κοντά στην Place de l’Etoile:

Όταν φτάσαμε στην Place de l’Etoile γύρω στις 12 το μεσημέρι, υπήρχε ήδη ένα τεράστιο χάος για σχεδόν τρεις ώρες. Σύμφωνα με κάποιους συντρόφους που συναντήσαμε εκεί, οι συγκρούσεις ήταν εξαιρετικά βίαιες κάτω από την Αψίδα στη διάρκεια του πρωινού. Φαινόταν ότι αρκετός κόσμος είχε τραυματιστεί. Ήταν επίσης σ’ αυτό το σημείο που ακροδεξιές ομάδες είχαν την κυριότερη παρουσία στη διάρκεια της μέρας. Η GUD ήταν εκεί. Είδαμε αρκετούς τοίχους να καλύπτονται με κέλτικους σταυρούς. Η ακροδεξιά στην “νομιμόφρονα” μορφή της έμοιαζε να αντιπροσωπεύεται επίσης αρκετά ανάμεσα στους διαδηλωτές. Μας φάνηκε, και υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες γι’ αυτό, ότι αυτές οι φασιστικές τάσεις παρέμειναν παρούσες ολόκληρη τη μέρα γύρω από την Place de l’Etoile. Παρ’ όλα αυτά, ήταν δύσκολο να τους μετρήσει κανείς”.

Η Αψίδα ήταν η κύρια εστία των συγκρούσεων ολόκληρο το πρωί. Η αστυνομία προσπάθησε επανειλημμένα να απωθήσει τους διαδηλωτές από το ιστορικό μνημείο, αλλά όχι χωρίς δυσκολίες, όπως μαρτυρείται από αυτή την σκηνή στην οποία μια ομάδα διαδηλωτών επιτίθεται σε μια αστυνομική μονάδα καταστολής που προσπαθούσε να προστατέψει το μνημείο. Στη διάρκεια της επίθεσης, ένας αστυνομικός απομονώθηκε από τη μονάδα του και χτυπήθηκε από τα κίτρινα γιλέκα.

Αυτό το συμβάν απεικονίζει ακόμα μια φορά τη σύγχυση και τη διαφωνία μέσα στο κίνημα. Ενώ μερικά κίτρινα γιλέκα επιτίθονταν στον αστυνομικό, άλλοι τον βοηθούσαν να ξεφύγει από τους διώκτες του για να επιστρέψει στη μονάδα του. Αργότερα, ένας άλλος από τα κίτρινα γιλέκα έφτασε ακόμα και να επιστρέψει μια ασπίδα, που είχε απαλλοτριωθεί από διαδηλωτές, στους μπάτσους.

Εν τω μεταξύ, από την άλλη πλευρά της γαλλικής πρωτεύουσας, άλλοι άνθρωποι με κίτρινα γιλέκα, συγκεντρώθηκαν στην περιοχή της Βαστίλλης και βάδισαν κατά μήκος της μακράς οδού Rivoli, περνώντας μπροστά από το κύριο κτίριο του Δημαρχείου του Παρισιού, με στόχο να μπουν στα Ηλύσια Πεδία από την αντίθετη πλευρά – μέσω της Place de la Concorde.

τώρα είναι η ώρα να εκραγεί

Η ενότητα που ακολουθεί αντλεί στοιχεία από αυτήν την αφήγηση που δημοσίευσαν αναρχικοί, συμπληρωμένα με πληροφορίες από ιδιωτικά ΜΜΕ και άλλες πηγές.

Γύρω στη 1 το μεσημέρι, κι ενώ η Αψίδα ήταν ακόμα τυλιγμένη σε σύννεφα δακρυγόνων, μια ομάδα συντρόφων αποφάσισε να αλλάξει τη στρατηγική της και να δημιουργήσει μια καινούρια δυναμική, ξεκινώντας μια ανεπίσημη διαδήλωση αφήνοντας πίσω τους τη “τελματωμένη” κατάσταση γύρω από τον κυκλοφοριακό δακτύλιο. Πολύ γρήγορα, μια πορεία 800 ατόμων άφησε την πλατεία και μπήκε στους δρόμους της εύπορης περιοχής του Παρισιού. Το πλήθος ήταν αρκετά ετερογενές αλλά η ατμόσφαιρα έμοιαζε φιλική.

Στην οδό Hoche, η πορεία συνάντησε μια μεγάλη διαδήλωση σιδηροδρομικών που πορεύονταν προς τον σταθμό Σαιν Λαζάρ για να ενωθούν με το απογευματινό κάλεσμα που έκαναν οι συλλογικότητες από τα προάστεια και αντιφασίστες. Χωρίς δεύτερη σκέψη, οι δυο πορείες ενώθηκαν και συνέχισαν βαδίζοντας προς το σημείο συνάντησης. Αυτή η εξέλιξη μετατόπισε τον ορίζοντα των δυνατοτήτων για την υπόλοιπη μέρα.

Όταν όλες οι επιμέρους πορείες έφτασαν στην πολυτελή συνοικία της Όπερας, χιλιάδες άτομα πορεύονταν στους δρόμους. Πριν από έναν αιώνα, στη διάρκεια της Μπελ Επόκ, αναρχικοί όπως ο Emile Henry επιδείκνυαν την ιδέα της προπαγάνδας της πράξης επιτιθέμενοι στους πλούσιους και τα σύμβολά τους μέσα στην ίδια την πολυτελή γειτονιά τους. Μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη πορεία υπήρχαν αναρχικοί, αντιφασίστες, ριζοσπαστικά queer άτομα, συλλογικότητες ενάντια στην αστυνομική βία, σιδηροδρομικοί, απλός κόσμος από τα κίτρινα γιλέκα, κάποιος κόσμος που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως ταραξίες χωρίς επίθετο και πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων και μερικά περίεργα άτομα. Για πρώτη φορά, φαινόταν πραγματικά ότι κάποιου είδους αντικαπιταλιστική και αντιφασιστική δύναμη θα μπορούσε να κερδίσει έδαφος στα ταραγμένα νερά του κινήματος των κίτρινων γιλέκων.

Προχωρώντας προς τα νότια, η μεγάλη πορεία έφτασε τελικά στην οδό de Rivoli – έναν μεγάλο δρόμο που συνδέει τη Βαστίλλη με την Place de la Concorde, την εξαιρετικά αποκλεισμένη περιοχή δίπλα στο Προεδρικό Μέγαρο. Σ’ αυτό το σημείο, περίπου 1500 άτομα, ήταν αποφασισμένα να πάνε ανάποδα στον δρόμο για να περάσουν με το ζόρι μέσα από τα σημεία ελέγχου της αστυνομίας κοντά στην Place de la Concorde.

Όταν πλησίασαν στην πλατεία, πλήθος από οχήματα της αστυνομίας και μια “αύρα νερού” έκλεισαν τον δρόμο τους. Αδιάκοπες και έντονες συγκρούσεις ακολούθησαν ανάμεσα στους διαδηλωτές και τις αστυνομικές δυνάμεις. Οδοφράγματα εμφανίστηκαν σε διάφορα σημεία, αντικείμενα ρίχνονταν στους μπάτσους, ενώ μια βροχή από δακρυγόνα έπεφτε στους διαδηλωτές και το κανόνι νερού τους επιτίθετο με πλήρη ορμή. Τελικά, όμως, το κανόνι νερού φάνηκε ότι είχε κάποια τεχνικά προβλήματα. Μερικοί διαδηλωτές εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να βάλουν φωτιά σε ένα αμάξι για να το χρησιμοποιήσουν σαν επιπλέον οδόφραγμα.

Ακόμα πιο μακριά, κοντά στο Saint Augustin, γύρω στα 3000 άτομα είχαν συγκεντρωθεί σε μια μεγάλη διασταύρωση από τις 3 το μεσημέρι, φτιάχνοτας αρκετά οδοφράγματα στην περιοχή ώστε να μπλοκάρουν την κυκλοφορία. Ο κόσμος εξέφραζε με χαρούμενη διάθεση την επιθυμία του για την ανατροπη του προέδρου Μακρόν. Οι φράχτες μιας γειτονικής οικοδομής χρησιμοποιήθηκαν για να στηθούν καινούρια οδοφράγματα, ενώ άλλα οδοφράγματα καίγονταν. Λίγο πιο πέρα, αστυνομικές δυνάμεις έκλειναν ήδη τους δρόμους. Στο σημείο αυτό εμφανίστηκαν και έφιπποι μπάτσοι. Χωρίς να το πολυσκεφτούν, διαδηλωτές άρχισαν να ξηλώνουν το οδόστρωμα και να πετάνε πέτρες στους αστυνομικούς. Η σύγκρουση συνεχιζόταν σ’ αυτή τη διασταύρωση για περισσότερο από μια ώρα. Αυτό δείχνει πόσο αποφασισμένος ήταν ο κόσμος εκείνο το απόγευμα. Εν τω μεταξύ, μια γειτονική τράπεζα σπάστηκε εντελώς ενώ άλλοι διαδηλωτές αναποδογύρισαν ένα φορτηγό. Οι δυνάμεις επιβολής του νόμου άδειασαν τελικά την περιοχή από τους διαδηλωτές με μια μαζική επίθεση δακρυγόνων.

Αρκετά διαφορετικά σημεία του Παρισιού ήταν εντελώς χαοτικά. Τρία αυτοκίνητα καίγονταν στην χλιδάτη οδό Haussmann Boulevard, που φέρει το όνομα του αντιδραστικού πολεοδόμου ο οποίος προσπάθησε να κάνει το Παρίσι ανθεκτικό στις ταραχές και τις εξεγέρσεις μετά την επανάσταση του 1848. Αρκετούς δρόμους πιο πέρα, ένα άδειο αμάξι της αστυνομίας καταστρεφόταν, λεηλατούνταν και τελικά πήρε φωτιά. Ένα πλήθος από μαχητικά άτομα έφτασε στην Place Vendome, αρκετά γνωστή για τα πολυτελή κοσμηματοπωλεία της, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και την περιβοήτη στήλη που είχαν κάποτε καταστρέψει οι Κομμουνάροι. Πλαστικά χριστουγεννιάτικα δέντρα που βρέθηκαν σε γειτονικούς δρόμους στοιβάχτηκαν και κάηκαν.

Ενώ ένα πυκνό σύννεφο καπνού τύλιγε την περιοχή της Όπερας, οι αντικαπιταλιστές αποφάσισαν να προχωρήσουν προς το Bourse, το ιστορικό κτίριο του Χρηματιστηρίουάλλο ένα σύμβολο του καπιταλισμού και της κρατικής εξουσίας. Αν και πρέπει να παραδεχτούμε ότι από το 1998 δεν γίνονται πια χρηματιστηριακές συναλλαγές μέσα στο κτίριο αυτό, παρ’ όλα αυτά, αρκετά παράθυρα σπάστηκαν, άνοιξαν οι μπροστινές είσοδοι και πυροτεχνήματα βρήκαν τον δρόμο τους μέσα στην κύρια αίθουσα. Στη συνέχεια το πλήθος των διαδηλωτών άφησε την περιοχή, επιτιθέμενο, καθ’ οδόν, σε ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας σε έναν γειτονικό δρόμο. Χρησιμοποίησαν διάφορα αντικείμενα από το δρόμο (παγκάκια κλπ.) και οικοδομικά υλικά για να μπλοκάρουν την κυκλοφορία, κατέστρεψαν την πρόσοψη αρκετών τραπεζών και εξαφανίστηκαν νωρίς τη νύχτα.

Η ανάδυση ενός κάποιου είδους αντικαπιταλιστικού και αντφασιστικού μπλοκ ήταν μια σημαντική εξέλιξη μέσα στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων. Ανάλογα, αντλώντας από χρόνια εμπειρίας σε διαδηλώσεις όπως αυτές της Πρωτομαγιάς και τις διαμαρτυρίες ενάντια στον Εργασιακό Νόμο, το μπλακ-μπλοκ εκμεταλλεύτηκε τη γενική σύγχυση για να προβεί σε πολλαπλές ενέργειες σ’ ολόκληρο το Παρίσι με καθαρούς σκοπούς και προθέσεις.

Πέρα από τις συγκρούσεις με την αστυνομία, υπήρξαν επίσης και αρκετές αντιπαραθέσεις με φασίστες. Σε ένα οδόφραγμα θεάθηκαν μέλη της GUD με μια σημαία με Κέλτικο σταυρό. Σε μια άλλη περίσταση, διαδηλωτές αναγνώρισαν τον Yvan Bennedettiέναν αρκετά γνωστό ναζί και πρώην πρόεδρο της ακραία εθνικιστικής Oeuvre Française, η οποία διαλύθηκε μετά τη δολοφονία του αντιφασίστα Clément Méric το 2013. Πρακτικά απομακρύνθηκε δυναμικά από την περιοχή, και σχεδόν από το σύνολο των διαδηλωτών.

Το Σάββατο 1η Δεκεμβρίου, ένας άνεμος εξέγερσης έπνεε στους δρόμους του Παρισιού. Πολλές χιλιάδες κόσμου απελευθέρωσαν την οργή τους ενάντια στα σύμβολα της εξουσίας: η αστυνομία δεχόταν συνεχώς επιθέσεις· τράπεζες και ασφαλιστικά πρακτορεία καταστράφηκαν συστηματικά· πολλά καταστήματα λεηλατήθηκαν και μερικά ακόμα και κάηκαν· αυτοκίνητα και αντικείμενα από τους δρόμους της πόλης χρησιμοποιήθηκαν για να χτιστούν οδοφράγματα· αρκετά πολυτελή μέγαρα βανδαλίστηκαν και κάηκαν· ιστορικά μνημεία και σύμβολα της δημοκρατίας καταλήφθηκαν ή δέχτηκαν επίθεση, ανάμεσα τους το Χρηματιστήριο και η Αψίδα του Θριάμβου. Διαδηλωτές πέτυχαν να μπουν, να λεηλατήσουν και να καταστρέψουν το μουσείο που βρίσκεται κάτω από αυτό το ιστορικό μνημείο.

Μπροστά σε μια τέτοια αποφασιστικότητα, η κυβέρνηση και οι αστυνομικές δυνάμεις αιφνιδιάστηκαν εντελώς. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι γι’ αυτό. Ο πρώτος είναι το ευρύ φάσμα των ανθρώπων που πήραν μέρος στις ταραχές. Δεν ήταν απλά αναρχικοί και αντικαπιταλιστές μόνο που επιτίθεντο στις αστυνομικές δυνάμεις αλλά και ένας μεγάλος αριθμός άλλων εξαγριωμένων ανθρώπων με κίτρινα γιλέκα μεταξύ των οποίων και ακροδεξιοί και άλλοι “ταραξίες”. Δεύτερον, οι διαμαρτυρίες συνέχισαν να αλλάζουν και να αναπτύσσονται μέσα στη μέρα, παίρνοντας απρόβλεπτες μορφές. Τέλος, η μεγάλη κινητικότητα, η διάχυτη οργάνωση και η αποφασιστικότητα των διαδηλωτών τούς κατέστησαν ισάξιο αντίπαλο για τους αστυνομικούς, που καθηλώθηκαν από το ίδιο το καθήκον να υπερασπιστούν προκαθορισμένες περιοχές. Πραγματικά, καθώς η πλειοψηφία των αστυνομικών δυνάμεων ήταν σε συγκεκριμένες θέσεις γύρω από τις αποκλεισμένες περιοχές ή απασχολημένοι με τις συγκρούσεις κοντά στα Ηλύσια Πεδία, δεν μπορούσαν να απαντήσουν σε εξελίξεις που συνέβαιναν σε άλλες περιοχές του Παρισιού. Παρ’ όλα αυτά, σε αρκετές περιπτώσεις, μέλη της BAC (Anti-Criminality Brigade) θεάθηκαν σε δρόμους να πυροβολούν στην τύχη με πλαστικές σφαίρες όποιον διαδηλωτή ήταν μπροστά τους.

Πολλοί αξιωματούχοι και άνθρωποι των ΜΜΕ συμφωνούν ότι το Παρίσι δεν έχει βιώσει τέτοιες ταραχές από το 1968. Σ’ αυτή την εκτίμηση πρέπει να προσθέσουμε και τους ακόλουθους αριθμούς.

  • Συνολικά, προσήχθηκαν 412 άτομα και 378 από αυτά κρατήθηκαν.

  • Είναι δύσκολο να πούμε πόσα ακριβώς πυρομαχικά χρησιμοποίησε η αστυνομία· οι αριθμοί ποικίλουν αρκετά μεταξύ των διαφόρων πηγών. Φαίνεται, όμως, ότι στη διάρκεια των συγκρούσεων χρησιμοποίησαν γύρω στα 8000 φιαλίδια δακρυγόνων, 1000 βομβίδια διασποράς, 339 βομβίδια GLI-F4 κρότου-λάμψης, 1200 πλαστικές σφαίρες και 140.000 λίτρα νερού.

  • Τελικά, στη διάρκεια των διαδηλώσεων μόνο στο Παρίσι τραυματίστηκαν 133 άτομα, ενώ οι αρχές μέτρησαν 112 αυτοκίνητα, 130 αντικείμενα από τους δρόμους της πόλης διαφόρων ειδών και έξι κτίρια που κάηκαν ανάμεσα σε συνολικά 249 πυρκαγιές.

  • Το συνολικό ποσό των ζημιών σε περιουσία μπορεί να φτάνουν στο ποσό των 4 εκατομμυρίων ευρώ.

Η φωτιά απλώνεται με τον αέρα

Το Παρίσι δεν ήταν το μοναδικό μέρος στη Γαλλία που τα κίτρινα γιλέκα εξέφρασαν την οργή τους με δράσεις. Σε διάφορες πόλεις, διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν γι’ αυτή την τρίτη μέρα πανεθνικής δράσης· μερικοί ήταν το ίδιο αποφασισμένοι με αυτούς που βγήκαν στους δρόμους στο Παρίσι.

Στην Ναντ, οι πρώτες δράσεις έγιναν στο αεροδρόμιο, όπου διαδηλωτές κατάφεραν να μπουν στον αεροδιάδρομο. Το απόγευμα, σχεδόν χίλια κίτρινα γιλέκα συγκεντρώθηκαν στους δρόμους της Ναντ. Η διαδήλωση δεν κράτησε πολύ· με το που προσπάθησαν οι διαδηλωτές να μπουν στην εμπορική περιοχή, η αστυνομία έκανε μαζική χρήση δακρυγόνων για να διαλύσει την πορεία.

Στην Τουλούζη, λάβανε χώρα σφοδρές συγκρούσεις ανάμεσα στα κίτρινα γιλέκα και τις δυνάμεις της τάξης. Στην Narbonne, κίτρινα γιλέκα έβαλαν φωτιά σε έναν σταθμό διοδίων. Στο Μπορντώ, ξέσπασαν συγκρούσεις ανάμεσα στην αστυνομία και τοους διαδηλωτές όταν το πλήθος των κίτρινων γιλέκων έφτασε στο Δημαρχείο και προσπάθησε να μπει μέσα δυναμικά.

Στην Τουρ, μια διαδήλωση μάζεψε γύρω στα 1300 άτομα. Λίγο μετά το ξεκίνημα της πορείας, συμμετέχοντες άρχισαν να σπάνε βιτρίνες και οι συγκρούσεις με την αστυνομία κλιμακώθηκαν. Ένα άτομο από τα κίτρινα γιλέκα έχασε το χέρι του εξαιτίας ενός δακρυγόνου που πέταξαν οι μπάτσοι.

Στη Μασσαλία, οι συγκρούσεις ξεκίνησαν προς το τέλος της μέρας. Διαδηλωτές έκαψαν κάδους, σπάσανε αρκετές βιτρίνες, λεηλάτησαν μαγαζιά, άναψαν φωτιές μπροστά από τα Δημαρχεία του 1ου και του 7ου διαμερίσματος και τέλος έβαλαν φωτιά σε ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας μπροστά από τον αστυνομικό σταθμό της Canebière. Φαίνεται ότι 21 άτομα συνελήφθηκαν γι’ αυτές τις ενέργειες. Μια 80χρονη γυναίκα σκοτώθηκε όταν ένα δακρυγόνο την χτύπησε στο πρόσωπο ενώ έκλεινε τα παράθυρά της.

Τέλος, σχεδόν 3000 άτομα μαζεύτηκαν στο Puy-en-Velay. Κόσμος από τα κίτρινα γιλέκα μπήκε στο προαύλιο της τοπικής Νομαρχίας με λάστιχα και αρνούνταν να φύγει. Μερικοί έβαλαν φωτιά στα λάστιχα. Οι αστυνομικές δυνάμεις προσπάθησαν να τους διαλύσουν κάνοντας χρήση δακρυγόνων αλλά αυτό απλά εξαγρίωσε περισσότερο τους διαδηλωτές. Ακολούθησαν αρκετές συγκρούσεις. Ο ίδιος ο Νομάρχης προσπάθησε να συζητήσει με τους διαδηλωτές για να επαναφέρει την τάξη αλλά χωρίς επιτυχία. Στο τέλος, δυσαρεστημένοι με την κατάσταση, τα κίτρινα γιλέκα έκαψαν τη Νομαρχία.

Ο απόηχος

Την επομένη των διαδηλώσεων, η κυβέρνηση ήξερε ότι είχε φτάσει η ίδια σε ένα αδιέξοδο. Ο πρόεδρος Μακρόν ταξίδευε για τη σύνοδο των G20 στο Μπουένος Άιρες· με το που έμαθε για την κατάσταση στο Παρίσι, επέστρεψε αμέσως στη Γαλλία για να αντιμετωπίσει αυτή την μείζονα πολιτική κρίση.

Την Κυριακή, 2 Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος Μακρόν συνάντησε μερικούς από τους αστυνομικούς και πυροσβέστες που ήταν στους δρόμους την προηγούμενη μέρα. Έκανε επίσης μια μικρή περιοδεία στις ζημιές που προκλήθηκαν από τις ώρες των ταραχών και συγκρούσεων πριν γυρίσει στο μέγαρο των Ηλυσίων για ένα έκτακτο υπουργικό συμβούλιο. Ο Πρόεδρος ζήτησε από τους υπουργούς του να ακυρώσουν όλα τα επαγγελματικά τους ταξίδια για τις επόμενες δύο μέρες.

Ο πρόεδρος Μακρόν δεν έκανε καμμιά επίσημη δήλωση μετά από αυτή τη σύσκεψη. Ζήτησε, όμως, προσωπικά από τον πρωθυπουργό Edouard Philippe να συναντηθεί με τους πολιτικούς αρχηγούς όλων των κομμάτων την επόμενη μέρα καθώς και με τους εκπροσώπους του κινήματος των κίτρινων γιλέκων.

Στο μεταξύ, ο αριστερός λαϊκιστής Ζαν-Λυκ Μελανσόν ζήτησε όλες οι αντιπολιτευόμενες πολιτικές ομάδες στην Εθνοσυνέλευση να θέσουν ζήτημα ψήφου εμπιστοσύνης προς αποκήρυξη της “καταστροφικής διαχείρισης του ζητήματος με τα κίτρινα γιλέκα”. Την ίδια στιγμή, η ηγέτιδα της ακροδεξιάς Μαρίν Λε Πεν απαίτησε τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης. Για μια ακόμα φορά, δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ποιος θέλει να εκμεταλλευτεί την κατάσταση.

Το βράδυ του Σαββάτου, ο υπουργός Εσωτερικών είπε ότι προτίθεται να θεωρήσει όλες τις δυνατότητες για τη διασφάλιση της δημοκρατικής ειρήνης και τάξης στη Γαλλία, ακόμα και την επανεπιβολή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση του κινήματος των κίτρινων γιλέκων. Κάτι που είναι στην πραγματικότητα εντελώς περιττό και ανέξοδο: πολλά από τα στοιχεία, στον καινούριο αντιτρομοκρατικό νόμο που υιοθετήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 2017, που συνιστούν την εξαιρετικότητα της κατάστασης ανάγκης είναι πλέον πλήρως ενταγμένα στο “συνηθισμένο” γαλλικό κοινό δίκαιο – για παράδειγμα, η δημιουργία αποκλεισμένων ζωνών στη διάρκεια γεγονότων και εκδηλώσεων.

Παρ’ όλα αυτά, την Κυριακή, 2 Δεκεμβρίου, μέλη των κίτρινων γιλέκων αποφασισμένα να σπρώξουν ακόμα πιο περισσότερο το κίνημά τους, σχεδίαζαν ήδη έναν τέταρτο γύρο με την κυβέρνηση, καλώντας για μια ακόμα πανεθνική ημέρα δράσης το Σάββατο 8 Δεκεμβρίου. Την ίδια μέρα, τυχαίνει να γίνεται στο Παρίσι και η πορεία για το παγκόσμιο κλίμα. Για την περίσταση αυτή διάφορα ριζοσπαστικά στοιχεία έχουν κάνει κάλεσμα για ένα επιθετικό “ενδεχόμενο”. Θα δούμε κατά πόσο είναι εφικτό αυτά τα δύο κινήματα να μπορέσουν να συνδεθούν.

Την Τρίτη, 4 Δεκεμβρίου, ο πρωθυπουργός Edouard Philippe είπε ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να αναστείλλει την εφαρμογή των αυξήσεων στα καύσιμα για τους επόμενους έξι μήνες. Επιπλέον, αναστέλλει, για το ίδιο χρονικό διάστημα, τους καινούριους, αυστηρότερους κανονισμούς ελέγχου των αυτοκινήτων και δεσμεύεται να μην αυξήσει τις τιμές του ρεύματος μέχρι τον Μάιο του 2019. Επίσης, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την έναρξη μιας δημόσιας αντιπαράθεσης για τους φόρους και τις δημόσιες δαπάνες σε εθνικό επίπεδο που θα λάβει χώρα μεταξύ της 15ης Δεκεμβρίου 2018 και της 1ης Μαρτίου του 2019. Κάνοντας αυτές τις παραχωρήσεις, η κυβέρνηση στοχεύει στο να δείξει ότι είναι ανοιχτή για διάλογο με τα κίτρινα γιλέκα.

Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι ένα μέρος των κίτρινων γιλέκων δεν είναι διατεθιμένο να παρατήσει τη μάχη. Οι εκπρόσωποι των κίτρινων γιλέκων απέρριψαν την πρόσκληση από τον πρωθυπουργό για την εύρεση μιας διεξόδου από την τωρινή κατάσταση· αρκετές τοπικές ομάδες του κινήματος καλούν σε συνέχιση των δράσεών τους.

Μέχρι τώρα, οι αναγγελίες της κυβέρνησης δεν φαίνεται να έχουν ιδιαίτερο αποτέλεσμα πάνω στη “βάση” του κινήματος των κίτρινων γιλέκων. Από την αρχή του κινήματος στις 17 Νοεμβρίου, ο αριθμός των διαδηλωτών έχει μειωθεί καθώς έχει κλιμακωθεί η ένταση της αντιπαράθεσης. Παρ’ όλα αυτά, αν και κάποιος κόσμος από τα κίτρινα γιλέκα τα έχει παρατήσει εξαιτίας της αυξανόμενα συγκρουσιακής στρατηγικής, οι δράσεις της τελευταίας μέρας έδειξαν ότι αρκετοί διαδηλωτές είναι αποφασισμένοι να προχωρήσουν.

Έχουμε ακόμα μπροστά μας έναν άγνωστο ορίζοντα – και πολλά πρωινά να ξημερώσουν.

Μερικές σκέψεις

Όπως ελπίζαμε, μέσα στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων αναδύθηκε ένα αντικαπιταλιστικό και αντιφασιστικό μέτωπο. Στο Παρίσι, την 1η Δεκεμβρίου, αυτό δημιούργησε ένα σημείο σύγκλισης και έναν καταλύτη για ανθρώπους που δεν ταυτίζονται με τα εθνικιστικά αφηγήματα. Ελπίζουμε ότι αυτό θα βοηθήσει στη διάδοση ενός λόγου που ταυτοποιεί τις δομικές αιτίες των προγραμμάτων αντί να τις βάζει απλά στο κάδρο μιας “προδοσίας” απο έναν πολιτικό ο οποίος αρκεί απλά να αντικατασταθεί με έναν άλλο, πιο εθνολαϊκιστή.

Μέσα σε μόλις τρεις βδομάδες, το κίνημα των κίτρινων γιλέκων προχώρησε από το μπλοκάρισμα της κυκλοφορίας στο γκρέμισμα των πλούσιων συνοικιών του Παρισιού. Αυτό απεικονίζει την αποτελσματικότητα της άμεσης δράσης, της οριζοντιότητας και της άρνησης για διαπραγμάτευση και συναλλαγή. Στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, οποιοδήποτε κίνημα πρόκειται να βρεθεί αντιμέτωπο με τη νεοφιλελεύθερη επίθεση στο επίπεδο ζωής του απλού κόσμου, θα αναγκαστεί να κλιμακώσει [τη δράση του] μ’ αυτόν τον τρόπο και να αντισταθεί σε όλες τις προσπάθειες ελέγχου, εκπροσώπησης ή κατευνασμού του.

Όπως έχουν τονίσει πολλοί αναρχικοί από πριν, η αποτελεσματική αντίσταση στον καπιταλισμό απαιτεί την συμμετοχή ενός ευρέως φάσματος ανθρώπων, όχι απλά εκείνων που μοιράζονται ένα κοινό ιδεολογικό πλαίσιο. Αυτό σημαίνει ότι ένα κίνημα πρέπει να απλωθεί πέρα από τον έλεγχο οποιασδήποτε ομάδας ή θέσης. Πραγματικά, μπορούμε να καταλάβουμε το κίνημα των κίτρινων γιλέκων σαν μια διάχυτη λαϊκή οικειοποίηση των συγκρουσιακών τακτικών που αναρχικοί και άλλοι επαναστάτες εφαρμόζουν εδώ και χρόνια στη Γαλλία – για παράδειγμα, στις διαμαρτυρίες για τον Εργασιακό Νόμο και την Πρωτομαγιά.

Παρ’ όλα αυτά, η διαδεδομένη οικειοποίηση των ριζοσπαστικών τακτικών δεν είναι απαραίτητα ένα βήμα προς έναν καλλίτερο κόσμο εκτός κι αν ο κόσμος αφομοιώνει επίσης τις αξίες και τα οράματα που τις συνοδεύουν. Η άνοδος του Τραμπ και του εθνικισμού “από τα κάτω” στις ΗΠΑ έχει σημαδευτεί σε κάθε βήμα από μια ιδιοποίηση από τους ακροδεξιούς της αριστερής και αναρχικής ρητορικής και τακτικής, τις οποίες χρησιμοποιούν για να προωθήσουν τη δική τους ατζέντα.

Αυτό που συμβαίνει μέσα σε ένα κίνημα ενάντια στην κρατούσα κυβέρνηση είναι εξίσου σημαντικό με το τι συμβαίνει στις συγκρούσεις ανάμεσα στο κίνημα και την αστυνομία. Αυτός είναι ο λόγος που δίνουμε έμφαση στη σημασία της μάχης σε δύο μέτωπα – ενάντια στην αστυνομία του Μακρόν αλλά και ενάντια στους φασίστες και τους εθνικιστές.

Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο όπως ένα απολίτικο κίνημα

Από την αρχή, το κίνημα των κίτρινων γιλέκων ισχυριζόταν ότι ήταν ένας “απολίτικος” χώρος, ανοιχτός σε όλους. Αυτό προσέφερε εύφορο έδαφος σε λαϊκιστές και εθνικιστές να προωθήσουν τις ιδέες τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ήταν η πλειοψηφία αυτών που αναλάμβαναν δράση στους δρόμους αλλά, συχνά, έχουν καθορίσει τον λόγο στο διαδίκτυο. Επίσης, φασιστικές ομάδες απέκτησαν ορατότητα αν και ο αριθμός τους μοιάζει σχετικά περιορισμένος. Είναι καλλίτερα οργανωμένοι τώρα απ’ ό,τι στην αρχή του κινήματος. Δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τους δρόμους και το κίνημα στην ακροδεξιά.

Κανένα κοινωνικό κίνημα δεν είναι μονολιθικό· καθένα είναι ένας ετερογενής χώρος Είναι ανόητο να διακρίνουμε κινήματα σε αυτά “που αξίζουν” και άλλα “που δεν αξίζουν”, στεκόμενοι σε μια κρίση όπως ο Πάπας, εγκαταλείποντας στην επιρροή των αντιπάλων μας αυτά που δεν πληρούν τα πρότυπά μας. Αντίθετα, μπορούμε να βάλουμε σαν στόχο να συμμετέχουμε με τρόπους που θα δώσουν τη δυνατότητα στα χειραφετητικά ρεύματα εντός των κινημάτων να αποκτήσουν ορμή και να γίνουν διακριτά από τα αντιδραστικά ρεύματα. Η πρόκληση είναι να προσφέρουμε σ’ αυτούς, με τους οποίους συμμετέχουμε, χρήσιμα παραδείγματα για το πώς να λύνουν τα άμεσα προβλήματά τους και να συνδέουμε όσους έχουν ένα όραμα μακροπρόθεσμης αλλαγής – και όλα αυτά να τα κάνουμε χωρίς να δημιουργούμε εργαλεία ή ώθηση που οι φασίστες, οι εξουσιαστές αριστεριστές ή άλλοι τυχοδιώκτες να μπορούν να κεφαλαιοποιήσουν.

Ίσως πρέπει να σκεφτούμε περισσότερο πάνω στη σχέση ανάμεσα στις μάχες στον δρόμο και τη μάχη των ιδεών. Ιστορικά, οι αναρχικοί έχουν συχνά υποθέσει ότι αυτοί που είναι διατεθιμένοι να πάρουν το μεγαλύτερο ρίσκο θα είναι σε καλλίτερη θέση να καθορίσουν τον χαρακτήρα και τους στόχους του κινήματος. Στον δρόμο αυτό, συχνά, είναι αλήθεια – για παράδειγμα, όταν ένα κίνημα κλιμακώνει τη σύγκρουση με την αστυνομία μπορεί να αναγκάσει τους κεντρώους και τους νομιμόφρονες να αποσυρθούν. Θα πρέπει, όμως, να θυμόμαστε, επίσης, όλες εκείνες τις φορές που επαναστάτες από τις πιο καταπιεσμένες ομάδες ανέλαβαν τα μεγαλύτερα ρίσκα και υπέστησαν τη μεγαλύτερη καταστολή μόνο και μόνο για να δουν, τελικά, τους εξουσιαστές να εκμεταλλεύονται τις θυσίες τους για να παγιώσουν την εξουσία τους. Αυτή είναι μια πολύ παλιά ιστορία, από τις γαλλικές επαναστάσεις του 1830, 1848 και 1870, την ιταλική Risorgimento4 μέχρι τη Ρώσικη Επανάσταση του 1917 και την αιγυπτιακή επανάσταση του 2011.

Πρέπει να έχουμε στον νου μας όλα αυτά τα μαθήματα όταν ζυγίζουμε κατά πόσον ο καλλίτερος τρόπος για να αποκτήσουμε επιρροή μέσα σε ένα κίνημα είναι να παίρνουμε τα περισσότερα ρίσκα. Πώς μπορούμε να εξασφαλίσουμε ότι οι αντίπαλοί μας μέσα στο κίνημα δεν μπορούν να μας αναγκάσουν να αναλάβουμε την πλειοψηφία των απωλειών ενώ αυτοί, απλά – θα αναλάβουν την εξουσία;

Ανάλογα, αν η μοναδική μας ιδέα για το πώς μπορούμε να αποκτήσουμε επιρροή μέσα σε ένα κίνημα είναι να εμπλακούμε στην πιο επικίνδυνη ή διαλυτική δραστηριότητα, ακροδεξιές ομάδες, με μεγαλύτερα κοινωνικά προνόμια και μεγαλύτερη πρόσβαση σε πόρους, θα μπορούσαν πιθανόν να μας κερδίσουν σ’ αυτό το πεδίο, έχοντας ταυτόχρονα λιγότερες απώλειες.

Πριν από μια δεκαετία, σε λιγότερο πολύπλοκους καιρούς, μερικοί αναρχικοί και αυτόνομοι φαντάστηκαν ότι οι άνθρωποι που εξεγείρονται θα μπορούσαν, αντί να συνδέονται με ένα κοινό σύνολο αξιών και επιδιώξεων, να συνδεθούν απλά με το να φέρονται ως μη-κυβερνήσιμοι σε σχέση με τις κρατούσες αρχές. Είναι δυνατόν να βρούμε παραδείγματα αυτής της “αντι-ιδεολογικήςστάσης και σήμερα στη Γαλλία, παρά τις ενδείξεις ότι τουλάχιστον μερικοί, από αυτούς που φοράνε τα κίτρινα γιλέκα, απλά παλεύουν για να ενθρονίσουν άλλες αρχές, οι οποίες θα είναι εξίσου επικίνδυνες, όταν έρθουν στην εξουσία. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που η εξεγερτική βία στους δρόμους θα φέρει μια καινούρια καταπιεστική κυβέρνηση στην εξουσία.

Ναι, η τάξη που βασιλεύει θα πρέπει να υπονομευτεί με κάθε αναγκαίο μέσο. Το ίδιο ισχύει για τους υποστηρικτές των αντίπαλων κυρίαρχων τάξεων. Το να πεταχτεί από μια διαδήλωση ο Yvan Bennedetti είναι εξίσου σημαντικό όσο και η αντίσταση απέναντι στην αστυνομία.

Την ίδια στιγμή, θα πρέπει να είναι καθαρό σε όλους τους συμμετέχοντες, που κινητοποιούνται και πολιτικοποιούνται για πρώτη φορά στα κινήματα αυτά, ότι δεν είναι απλά ρομπότ που δρουν σύμφωνα με ένα από πριν προγραμματισμένο ιδεολογικό πλαίσιο, αλλά ότι ελπίζουμε, ειλικρινά, να συνδεθούμε μαζί τους, να ανταλλάξουμε ιδέες και αμοιβαίες επιρροές και να δουλέψουμε από κοινού για να δημιουργήσουμε λύσεις στα κοινά μας προβλήματα. Δεν προσπαθούμε να τους δελεάσουμε να έρθουν μαζί μας, αλλά ψάχνουμε να γίνουμε κάτι καινούριο μαζί. Η αντίθεσή μας στους εξουσιαστές δεν είναι ένα δόγμα ή μια θρησκεία, αλλά ένα σκληρό μάθημα για το τι απαιτεί η δημιουργία χώρων ελευθερίας και δυνατοτήτων.

Από αυτή την άποψη, οι στιγμές του διαλόγου ανάμεσα σε ξένους που συμβαίνουν στους δρόμους είναι το ίδιο σημαντικές με τις θαρραλέες δράσεις με τις οποίες κόσμος απωθεί την αστυνομία και διώχνει με το ζόρι τους φασίστες. Ναι, ας μην είμαστε αφελείς, ας μην απαρνηθούμε τις απόψεις μας ή να εγκαταλείψουμε τις πεποιθήσεις μας αλλά ας είμαστε ανοιχτοί στην δυνατότητα ότι θα γίνουμε πιο δυνατοί και πιο ζωντανοί δουλεύοντας με άλλους που δεν έχουμε γνωρίσει ακόμα, οι οποίοι μοιράζονται τα προβλήματά μας αλλά όχι τα σημεία αναφοράς μας.Το μακροπρόθεσμο παιχνίδι

Αργά ή γρήγορα, αυτό το σημείο κρίσης θα περάσει – είτε οι ηγέτες των κίτρινων γιλέκων θα κλείσουν μια συμφωνία με το κράτος και η αστυνομία θα πετύχει να απομονώσει αυτούς που αρνούνται να συνεργαστούν, ή η κυβέρνηση Μακρόν θα πέσει και θα αντικατασταθεί από μια άλλη που θα υπόσχεται να λύσει τα προβλήματα που έβγαλαν τον κόσμο στους δρόμους.

Και, τότε, τι θα γίνει μετά; Θα μπορέσει η ακροδεξιά να διεκδικήσει ότι ήταν αυτή που πέτυχε την νίκη ενάντια στον Μακρόν; Τα περισσότερα από τα 42 αιτήματα είναι συμβατά τόσο με τα αριστερίστικα όσο και τα ακροδεξιά λαϊκιστικά προγράμματα· δεν θα ήταν έκπληξη να δούμε το κίνημα να χωρίζεται στα δύο και να αφομοιώνεται από τα δύο λαϊκιστικά κόμματα. Μετά τις ταραχές του τελευταίου Σαββατοκύριακου και οι δύο λαϊκιστές ηγέτες έχουν “πορωθεί” από το αίτημα να διώξουν τον πρόεδρο Μακρόν και την κυβέρνησή του. Είναι πολύ πιθανό μια ακροδεξιά κυβέρνηση να έρθει στην εξουσία μετά τον Μακρόν.

Τι θα πρέπει να κάνουμε τώρα άμεσα ώστε να προετοιμαστούμε γι’ αυτή την κατάσταση, να διασφαλίσουμε ότι ο κόσμος θα εξακολουθήσει να βρίσκεται στους δρόμους ενάντια στην επόμενη κυβέρνηση;

Καθώς αγωνιζόμαστε – στη Γαλλία, το Βέλγιο και οπουδήποτε αλλού όπου οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις εφαρμόζουν με τη βία μέτρα λιτότητας πάνω μας – ας σκεφτόμαστε πώς θα βγούμε από κάθε μάχη πιο συνδεδεμένοι, πιο έμπειροι και με έναν πιο ακονισμένο τρόπο ταυτοποίησης των ζητημάτων που εγείρονται μπροστά μας.

Καλή τύχη σε όλους σας, αγαπημένοι φίλοι.

2 Στμ. Αναφέρεται στην περίοδο των ταραχών που ξέσπασαν στην Ουκρανία από τις 21 Νοεμβρίου 2013, όταν η κυβέρνηση Γιανουκόβιτς αποφάσισε να βάλει τέλος στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, και οι οποίες διήρκεσαν για μήνες, με αποκορύφωμα το διήμερο 18-20 Φεβρουαρίου με τις αιματηρές συγκρούσεις στο Κίεβο που οδήγησαν τελικά στην εκδίωξη της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς. Πολλοί ακροδεξιοί, οργανώνοντας ομάδες κρούσεις και λειτουργώντας ως ο στρατιωτικός βραχίονας κυρίως του κόμματος Svoboda, της επίσημης Ουκρανικής ακροδεξιάς, προσπάθησαν να καπηλευτούν τις ταραχές.

3 Στμ. To Debout la France (DLF), Γαλλία Σήκω”, είναι ένα γαλλικό πολιτικό κόμμα, στο φάσμα μεταξύ δεξιάς και ακροδεξιάς, που ιδρύθηκε το 1999 από τον Nicolas Dupont-Aignan, αρχικά με το όνομα Debout la République (DLR), ως το “γνήσιο” γκωλικό κομμάτι του τότε κόμματος Rally for the Republic (Rassemblement pour la République, RPR). Η επανεκκίνησή του έγινε το 2000 και το 2002 και το ιδρυτικό συνέδριο του ως αυτόνομο κόμμα το 2008. Άλλαξε ονομασία στο συνέδριο του 2014. Η επιρροή του είναι ως επί το πλείστον τοπική, στην εκλογική περιφέρεια του Dupont-Aignan, αλλά στις προεδρικές εκλογές του 2017 συγκέντρωσε στον 1ο γύρο ένα ποσοστό 4,73%.

4 Στμ. il Risorgimento, κυριολεκτικά “Η Αναβίωση” ή Ιταλική Ενοποίηση: το πολιτικό και κοινωνικό κίνημα κατά το οποίο διαφορετικά κράτη της ιταλικής χερσονήσου συσσωματώθηκαν στο ενιαίο κράτος της Ιταλίας κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, χονδρικά την περίοδο από το 1815, με το Συνέδριο της Βιέννης και το τέλος της εξουσίας του Ναπολέοντα, μέχρι το 1871 με8 τον Γαλλοπρωσσικό πόλεμο.

Το κίτρινο δεν είναι το χρώμα της άνοιξης

Αναδημοσίευση από το aruthlesscritiqueagainsteverythingexisting: το κίτρινο δεν είναι το χρώμα της άνοιξης

Όσο γράφονται αυτές οι γραμμές, οι δρόμοι του Παρισιού εξακολουθούν να είναι γεμάτοι από ένα ετερόκλητο πλήθος, πλήρες ονείρων για έναν καλύτερο κόσμο. Καμιά όμως πίστη και κανένα όνειρο ποτέ δεν έφερε τον παράδεισο στη Γη μονομιάς γιατί ένας καλύτερος κόσμος δεν προϋποθέτει απλά την ικανοποίηση ενός προϋπάρχοντος αιτήματος, αλλά την ριζική αλλαγή του πως οι άνθρωποι σχετίζονται μεταξύ τους. Επανάσταση σημαίνει μεταβολή των κοινωνικών σχέσεων ποιοτικά όχι ποσοτικά. Καμία επανάσταση δεν είναι πολιτική με την πεζή έννοια. Τι μπορεί να ειπωθεί συνεπώς για τα κίτρινα γιλέκα;

#1

Τα κίτρινα γιλέκα ως γνωστόν είναι ένα κίνημα που ξεκίνησε με αφορμή την αύξηση φόρου στα καύσιμα με άμεσες επιπτώσεις στις ζωές μεγάλου μέρους των κατοίκων της Γαλλίας. Η αύξηση της τιμής των καυσίμων είναι φαινόμενο που μετακυλά το κόστος αναπαραγωγής όλο και περισσότερο στον καταναλωτή του εμπορεύματος των καυσίμων. Από μια τέτοια αύξηση επηρεάζεται σαφώς μεγάλο-αν όχι όλο- το κομμάτι της εργατικής τάξης, καθώς αυτή η μετακύλιση ουσιαστικά σημαίνει έμμεση μείωση του πραγματικού μισθού. Το πρόβλημα όμως είναι ότι τα ακριβά καύσιμα αποτελούν μεν μείωση του μισθού, ειδικά για την εργατική τάξη, αλλά αποτελούν μείωση της καταναλωτικής δύναμης για όλους γενικά, πέραν της εργατική τάξης[1]. ΄΄Έτσι αποτελούν ζήτημα το οποίο προσφέρεται καλύτερα για μετωπικές, διαταξικές και αντικυβερνητικές συμμαχίες παρά για μια καθαρή ταξική σύγκρουση, Ειδικά αφού ο φόρος εκκινείται από την κυβέρνηση και τις ανάγκες της να καλύψει αστάθειες στον προϋπολογισμό οι συνθήκες δείχνουν ότι η σύγκρουση ήταν, και θα συνεχίσει να είναι διαταξική ενάντια σε μια κυβέρνηση που “δεν εκπροσωπεί τον λαό” δηλαδή δεν ακούσει τις ανάγκες του. Αυτό φάνηκε εξ αρχής, καθώς ο κόσμος δεν στράφηκε στις ήδη υπάρχουσες εργατικές οργανώσεις, καθώς δεν θεωρούσε ότι το όλο ζήτημα είναι ζήτημα κάποιας σύγκρουσης με κάποια εργοδοσία.

#2

Οι αντικυβερνητικοί αγώνες είναι αγώνες εθνικοί. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εγκαλούν το κράτος ότι ματαίωσε την υπόσχεση του. Ειδικά στη Γαλλία αυτό γίνεται ρητό από το γεγονός ότι ενώ το κράτος χρόνια προμοτάρει τα diesel καύσιμα ξαφνικά-επί Μακρόν- αυξάνει την τιμή τους. Η αλλαγή κυβέρνησης είναι ο στόχος του κινήματος, παρά την ετερότητα του. Οι περισσότερες αφορμές αλλά και τα περισσότερα αιτήματα του κινήματος είναι οικονομικά και πάνε πολύ πιο πέρα από την αύξηση φόρου. Αφορούν χρόνια οικονομικά προβλήματα τα οποία βράζουν στην γαλλική κοινωνία και ταλαιπωρούν τους γάλλους πολίτες. Ως γάλλοι πολίτες θεωρούν ότι καμία κυβέρνηση δεν τους αναγνωρίζει υλικά, αυτό που τους έχει αναγνωριστεί τυπικά: ότι ως πολίτες σε αυτή τη χώρα έχουν μέλλον, έχουν μια ευκαιρία να ζήσουν. Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε- και να αφήσουμε πίσω μας το βάρος ενός παλαιωμένου και οικονομοκεντρικού μαρξισμού- είναι ότι οικονομικά αίτια και οικονομικά αιτήματα δεν συνεπάγονται απαραίτητα επαναστατική ταξική πάλη. Δεν συνεπάγονται καν τάξεις. Η ταξική πάλη μπορεί να διάγεται μεταξύ θραυσμάτων, και μπορεί να έχει βαθιά αντιδραστικό χαρακτήρα, ειδικά όταν περιορίζεται στην ικανοποίηση αναγκών από κάτι έξω από αυτήν. Γιατί τότε προκαθορίζει την στράτευση της με αυτόν που θα ικανοποιήσει το αίτημα. Σε μια εποχή που ολόκληρες κοινωνίες, πέρα από ταξικά όρια φαίνεται να πλήττονται από κρατικά ελλείμματα, νομισματικές υποτιμήσεις και χρέη, τα οικονομικά προβλήματα εμφανίζονται ως άμεσα συνδεδεμένα με το κράτος. Καθώς αυτό που διακυβεύεται είναι το γενικότερο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας, ο γενικότερος τρόπος λειτουργίας της, παρατηρείται μια αλλαγή σε σχέση με παλαιότερα. Η ταξική διαφορά μετατρέπεται σε εισοδηματικό ανταγωνισμό, σε αιτήματα περί του εισοδήματος, και αλλαγής της εισοδηματικής πολιτικής του κράτους. Αφού το κράτος είναι γενικός ρυθμιστής εισοδηματικών και οικονομικών πολιτικών, και ειδικά οι εκάστοτε κυβερνήσεις του, προσπαθούν έκαστη να “μπαλώσουν” προβλήματα που εμφανίζονται με έκτακτα μέτρα και νομοσχέδια (το φαινόμενο των διαταγμάτων ή των ειδικών νόμων έχει αυξηθεί σχεδόν σε όλη την Ευρώπη) [2]τότε ενισχύεται η αντίληψη ότι το πρόβλημα της υποτίμησης της αγοραστικής δύναμης εντοπίζεται στην έλλειψη δημοκρατίας, και στην κυβέρνηση. Το νέο “εισοδηματικό” discourse που αναδύεται συνενώνει όπως είναι λογικό άτομα από όλες τις τάξεις, που βλέπουν ακριβώς την πιθανότητα αναστολής των μέτρων στην διαταξική συμμαχία και στην αναδιανομή. Αυτές οι συμμαχίες είναι ήδη ένα εμπειρικά έτοιμο έδαφος για τον θρίαμβο της εθνικής ιδεολογίας.

#3

Η μετατροπή των αγώνων σε ζήτημα εισοδηματικών ανταγωνισμών μετακυλά το κέντρο βάρους και τη στόχευση των κινημάτων στις ακραίες εισοδηματικές διαφορές που θεωρείται ότι “πλήττουν” την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ή του κράτους: στόχος γίνονται οι “ελίτ”.[3] Με αυτό το σημαίνον συνήθως εννοείται ένα εύπορο κομμάτι της αστικής τάξης, το οποίο εξαγοράζει πολιτικούς, έχει αδικαιολόγητα μεγάλα κεφάλαια, μονοπωλεί τις αγορές, και χρησιμοποιεί “δόλια” σχέδια για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της. Επίσης αυτή η ελίτ είναι διεθνής, μια αστική τάξη χωρίς πατρίδα, απροσδιόριστη, που καταστρέφει όχι μόνο τη Γαλλία αλλά πολλές χώρες. Πάνω σε αυτή την υπόθεση, η οποία πηγάζει ακριβώς από την εισοδηματική φύση του ανταγωνισμού, συγχέονται με όρους εκλεκτικής συγγένειας πολλές διαφορετικές πολιτικές ατζέντες. Παραδοσιακοί λενινιστές συμφωνούν με κάθε λογής συνωμοσιολόγους και αντισημίτες καθώς οι θεωρίες τους συγκλείνουν πάνω στον “κρυφό χαρακτήρα της ελίτ που διαλύει τη πολιτική σκηνή και την αγορά”. Στην αφήγηση περί αδικαιολόγητου πλούτου της ελίτ και των μονοπωλίων συγκλείνουν οι αναρχικές υπεραπλουστεύσεις για την οικονομία με κάθε λογής κεϋνσιανούς που μιλούν για σωστή αναδιανομή, επιστροφή στο έθνος κράτος της εθνικής οικονομίας. Στον υπερεθνικό χαρακτήρα της ελίτ, οι κεϋνσιανοί, οι εθνικιστές, οι λενινιστές και η αναρχική θεωρία της “τοπικότητας” δημιουργούν μια πολύχρωμη πλατφόρμα εθνικών αφηγήσεων: η μέση δεσπόζουσα που βγαίνει από αυτό δεν είναι μια εναντίωση στον κεφάλαιο αλλά μια από κοινού επιθυμία για τοπικοποίηση. Αυτό είναι που επιτρέπει και την παραδοξότητα το κίνημα των κίτρινων γιλέκων να εξαπλωθεί σε πολλές χώρες, να πάρει δηλαδή “διεθνή” χαρακτήρα χωρίς να εκφράζει κάποιου είδους διεθνισμό[4]. Αποτελεί μάλλον την από κοινού τάση των εθνικοποιημένων εργατικών τάξεων σε συμμαχία με το μικρό κεφάλαιο, τους αυτοαπασχολούμενους και τους κρατικούς υπαλλήλους να εκφράζουν ένα αίτημα για εθνική οικονομία. Τα πολύ προχωρημένα οικονομικά αιτήματα των γάλλων διαδηλωτών ίσως και να μην είναι ένδειξη ανασύνθεσης μιας μαχητικής εργατικής τάξης αλλά της ριζοσπαστικοποίησης –ως προς τα μέσα διεκδίκησης– των διαταξικών μορφωμάτων και ενσωμάτωσης της ταξικής ατζέντας σε ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες.

#4

Αφού οι ανταγωνισμοί παίρνουν εισοδηματικό χαρακτήρα, όπως έχουν έναν εχθρό στο ¨ανώτερο εισόδημα” έτσι έχουν και στο κατώτατο. Καθώς το αίτημα είναι να αποτυπωθεί με υλικούς, μισθολογικούς όρους, η υπόσχεση της πολιτικής (civil) ταυτότητας, αυτός που δεν έχει δικαίωμα να ζει εδώ, δεν έχει και “μερίδιο στην πίτα”. Οι πορείες κατά κοινή ομολογία, πέρα από ελάχιστες και πολιτικοποιημένες εξαιρέσεις, είναι εχθρικές προς τους μετανάστες. Οι μετανάστες, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους θεωρούνται βάρος στο κράτος και στους φορολογούμενους. Οι μόνοι μετανάστες που χωράνε είναι όσοι «εκ-γαλλιστούν”, και αποκτήσουν το δικαίωμα να ζουν στην Γαλλία, ένα δικαίωμα σαφώς κρατικό. Αν και το κίνημα των κίτρινων γιλέκων δύσκολα μπορεί να κατηγορηθεί για εκτεταμένο φυλετικό ρατσισμό, βασίζεται σε κάτι εξίσου επικίνδυνο, τον κρατικό διαχωρισμό λαθραίων και μη, χρήσιμων και μη, υποτιμημένων και μη αναγκαίων. Αυτή η ρητορική είναι πέρα για πέρα αντιδραστική και είναι αυτή που τραβάει τις διαχωριστικές πολιτικές γραμμές μεταξύ “προοδευτικών και μη στοιχείων” σε όλη την Ευρώπη. Τα οικονομικά αιτήματα, ακριβώς επειδή είναι οικονομικά σε μια εποχή που το όραμα του κομμουνισμού έχει χαθεί από το συλλογικό ασυνείδητο, έχουν καθαρά αμυντικό χαρακτήρα, ορίζονται την οικονομική πολιτική του κράτους, που αν είναι να τα ικανοποιήσει, πρέπει πάνω απ΄ όλα να υπάρχει.[5]. Οι αγώνες του Κιέβου, των πλατειών και της Γαλλίας των γιλέκων, δείχνουν την αθλιότητα της  εθνικοποιημένης εργατικής τάξης, μέσα σε ένα κόσμο εξίσου άθλιων τάξεων. Όχι το μεγαλείο της. Οι εποχές που η εξέγερση ως πρακτική ήταν αποκλειστικό πεδίο της κομμουνιστικής πρακτικής έχουν παρέλθει.

#5

Οι βίαιες συγκρούσεις στον δρόμο δεν είναι απόδειξη ριζοσπαστικότητας. Επανάσταση ή εξέγερση σημαίνει μια ριζική μεταβολή των τρόπων κοινωνικού αλληλοσυσχετισμού. Όσο και αν μας θαμπώνουν οι καπνοί, και όσο και αν ταυτιζόμαστε με την εικόνα ενός διαδηλωτή σε μάσκα που χτυπιέται από τις ομάδες ασφαλείας και τάξης, οι ταυτίσεις είναι πάντα εικονικές και ψευδεπίγραφες. Εμείς προβάλλουμε αυτό που ξέρουμε στη δική μας κοινωνία ότι σημαίνουν τα σύμβολα “μάσκα, σπάσιμο, μπλοκάρισμα δρόμου” και όμως τα κίνητρα αλλά και τα αποτελέσματα αυτών των κινήτρων σε μια άλλη κοινωνία είναι πολύ διαφορετικά από την Ελλάδα. Πίσω από τη μάσκα μπορεί να κρύβεται ο χειρότερος φασίστας, που μισεί το “κράτος των προδοτών του έθνους”. Γνωρίζουμε ήδη από το θλιβερό παράδειγμα του Κιέβου ότι περισσότερο νόημα δεν έχουν οι συγκρούσεις, όσο η κοινή εμπειρία αυτών των συγκρούσεων μεταξύ των υποκειμένων. Σε ένα γεγονός που εθνικιστές, μικροαστοί, αυτεπάγγελτοι και αναρχικοί πολεμούν από κοινού την αστυνομία, αυτό που νικάει είναι η εθνική ιδεολογία, όχι αναγκαία ως ιδεολογική ηγεμονία αλά Gramsi αλλά με όρους λειτουργίας, με όρους εμπειρίας: εθνικισμός είναι η ενότητα, και η μνήμη αυτής της ενότητας, από ετερόκλητα αστικά υποκείμενα. Ο εθνικισμός βασίζεται την πάντα οριακή και εύθραυστη ανοχή μεταξύ συγκρουσιακών κατηγοριών. Και όσο αυτή η ενότητα κρατιέται λειτουργική, η εσωτερική της ένταση διοχετεύεται σε έναν έτερο Άλλο: τις Ελίτ και τους μετανάστες. Εθνικισμός ως λειτουργία είναι η συνύπαρξη μέσα σε μια πλατεία ή έναν δρόμο, όλων των αστικών ταυτοτήτων ως αυτό που είναι. Οι από κοινού επιθέσεις σε αστυνομικούς αναρχικών, εθνικιστών, μικροαστών και εργατών δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση.[6]

#6

Η επανάσταση ελοχεύει μέσα στην ήττα της εισοδηματικής εξέγερσης. Οι εκτεταμένες καταστροφές ως αξία, το μπλοκάρισμα των δρόμων δεν πρέπει να υποτιμούνται ότι ίσως πυροδοτήσουν εξελίξεις που δεν είναι ορατές. Επίσης η ευκαιρία για απαλλοτριώσεις, αν και έχει πολύ μικρό ορίζονται, σίγουρα είναι θετικό φαινόμενο. [7] Όμως με βάση όσα φαίνονται τώρα μπορούμε να πούμε τα εξής: Αν τα κίτρινα γιλέκα ηττηθούν, υπό την έννοια ότι κάποια αιτήματα ικανοποιηθούν ενώ άλλα μείνουν ανικανοποίητα, είναι πιο πιθανό να πάρουν οι πορείες έναν ταξικό επαναστατικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα τα αιτήματα για υψηλούς μισθούς είναι περισσότερο βερμπαλισμός πάνω στην ορμή των γεγονότων παρά κάτι που διεκδικείται ουσιαστικά. Παρ’ όλα αυτά, στην περίπτωση που όντως αυτό το αίτημα παραμείνει, σίγουρα θα αντιμετωπίσει εχθρότητα ακόμα και από το μικρό κεφάλαιο. Ακόμα και τότε όμως θα έχουν να αντιμετωπίσουν ένα μεγάλο πρόβλημα: αφενός την απομαζικοποίηση, καθώς μεγάλο κομμάτι του κόσμου θα φύγει από το μετωπικό σχήμα που υπάρχει τώρα και τους δίνει ορμή, αφετέρου την φοβερά δύσκολη συνάντηση με πραγματικά υλικούς όρους με τους μετανάστες, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση φαίνεται να περισσεύουν από τα διακυβεύματα.

#7

Το κράτος, η αντιεξέγερση και ο καπιταλισμός υπερτερούν σε σχέση με τις ταξικές και ριζοσπαστικές αναλύσεις σε ένα πράγμα και ο Μακρόν φαίνεται να το ξέρει: σε αντίθεση με τους ριζοσπάστες που προσπαθούν να βρουν την κίνηση της ιστορίας σε κάποιο καλά κρυμμένο αίτιο, το οποίο αποτελεί την βαθύτερη αλήθεια του κοινωνικού μηχανισμού, ο καπιταλισμός λαμβάνει υπ’ όψη του την κόπωση, την απογοήτευση, την ελπίδα, τον φόβο και την παροδικότητα της ζωής. Ξέρει ότι οι μερικές υποσχέσεις, οι μισές παραχωρήσεις, το πολύ ξύλο και τα για μέρες χαμένα μεροκάματα, βαραίνουν στη πλάτη ακόμα και της πιο ζωογόνας ελπίδας. Αυτό που βγάζει τους ανθρώπους στο δρόμο, ο πόνος και ο φόβος, αυτό μπορεί να τους ξαναγυρίσει μέσα, το επαναστατικό στοίχημα είναι ακριβώς τούτη η αβέβαιη παλίρροια. Το στοίχημα στην καρδιά του είναι ένα: ποιος πόνος είναι μεγαλύτερος του παρόντος ή του μέλλοντος;  Τις περισσότερες φορές καλύτερα να ζεις λίγο, από το μην ζ΄΄εις καθόλου. Αυτοί που ήδη δεν ζουν καθόλου, για τους οποίους δεν υπάρχει τίποτα να χαθεί παρά “οι αλυσίδες τους”, σε αυτή την εξέγερση δεν ακούστηκαν καθόλου. Μέχρι στιγμής.

Σημειώσεις.

[1]https://earther.gizmodo.com/frances-gas-tax-disaster-shows-we-cant-save-earth-by-sc-1830877858.

Το νομοσχέδιο προτάθηκε με βάση τη στροφή στην “πράσινη ενέργεια” αν και είχε προφανώς άλλα κίνητρα, και μάλλον κανένα περιβαλλόντικό όφελος. Αυτό όμως δεν είναι άμεσα κατανοητό στο κομμάτι εκείνο των εργαζομένων που εργάζονται με diesel και θέλουν να συνεχίσουν λόγω χαμηλού κόστους, οι οποίοι αντέδρασαν στην αύξηση υπερασπιζόμενοι τις ζωές τους χωρίς να πολυνοιάζονται όπως είναι λογικό για το περιβαλλοντικό ή όχι όφελος . Αναδύεται έτσι και ένα άλλο πρόβλημα: εντός του καπιταλισμού η μη υποτίμηση της εργατικής τάξης ίσως είναι ασύμβατη με περιβαλλοντικά ζητήματα. Αυτό αφενός καταδεικνύει ότι η λύση του περιβαλλοντικού είναι και η λύση του καπιταλισμού συνολικά, αλλά μέχρι να γίνει αυτό ίσως προκαλεί ζήτημα προτεραιοτήτων στους αγώνες, με την εργατική τάξη να εμφανίζεται εδώ περισσότερο συντηρητική παρά προοδευτική.

[2]https://iapp.org/news/a/2018-global-legislative-predictions/.

[3]https://voiceofeurope.com/2018/12/europe-is-on-the-brink-of-a-working-class-revolution-against-globalist-governments/

[4]https://voiceofeurope.com/2018/12/revolutionary-scenes-as-yellow-vests-movement-spreads-over-europe/

[5]https://www.doctv.gr/page.aspx?itemID=SPG12699. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί εδώ ότι δεν ξέρουμε πόσα και ποιοι ακριβώς διατυπώνουν αιτήματα στη παρούσα φάση. Παρ’ όλα αυτά η προσπάθεια στη λίστα να εκπροσωπηθούν όλοι, είναι ενδεικτική ενός σοβινιστικού κλίματος. Τόσο μερικά αιτήματα είναι καθαρά εθνικιστικά. Αφετέρου τα οικονομικά αιτήματα θα μπορούσαν να είναι άνετα μια λίστα μιας στρασσερικής ή λαϊκής δεξιάς.

[6]http://lahorde.samizdat.net/2018/11/24/gilets-jaunes-ni-macron-ni-fachos/ , http://autonomies.org/2018/12/the-uncertain-tides-of-insurrection-the-yellow-vest-protests-of-france/ και https://www.rt.com/news/445352-police-union-yellow-vests-france-macron/ . Για ένα παράδειγμα ανάλυσης που ψάχνει να στηριχθεί σε μια κλασσική ταξική-αιτηματική ανάλυση ενδεικτικά εδώ https://jacobinmag.com/2018/11/yellow-vests-fuel-prices-france-protests

[7] Για πολύ γενική εικόνα εδώ https://www.thelocal.fr/20181204/opinion-why-frances-yellow-vest-protesters-are-so-angry

1η Δεκεμβρίου 2018: ας πάμε το χάος παραπέρα

Carbure1

Σημείωμα της μετάφρασης: το παρόν κείμενο έχει μεταφραστεί και από το alerta communista (https://alertacomunista.wordpress.com/discussion-yellow-vests-1st-december-pushing-disorder-further). Το μεταφράζουμε, από το γαλλικό κείμενο, συμπεριλαμβάνοντας και το μικρό κείμενο κριτικής από την συντακτική ομάδα του ιστότοπου dndf.org (Des Nouvelles Du Front). Για την κριτική από το alerta communista στο κείμενο της Carbure και τον σχετικό διάλογο δείτε: https://alertacomunista.wordpress.com/discussion-yellow-vests-our-critique-carbure.

 

Το Σάββατο 1η Δεκεμβρίου, το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων” έπαψε να ανήκει, έπαψε να είναι το κίνημα των κατώτερων τάξεων της λευκής-Γαλλίας που ήταν στην αρχή. Αντιμέτωπο με την προβλέψιμη άρνηση του κράτους να ικανοποιήσει οποιοδήποτε αίτημα (όπως έγινε φανερό από την άρνηση ή την ανικανότητα των “εκπροσώπων” του κινήματος να συναντήσουν τον Πρωθυπουργό), αντιμέτωπο επίσης με τον εμπαιγμό που διακρίνει οποιοδήποτε αίτημα στο φως της ανυπόφορης ζωής μας και χάρις στην σύγκλιση στο αστικό περιβάλλον ΟΛΗΣ της οργής, το επαναστατικό περιεχόμενο της τρέχουσας περιόδου άρχισε να εμφανίζεται κάτω από την κρούστα των λόγων και των ιδεολογιών, και αυτό το περιεχόμενο είναι το χάος.

Το ερώτημα τώρα είναι πού θα σταματήσει αυτό που ξεκίνησε ή σε ποιο βαθμό μπορεί να φέρει αταξία. Ήδη, αυτοί που είναι από την αρχή του κινήματος υπηρετούν τώρα ως μια οπισθοφυλακή αυτού που ξεκίνησαν, κάνουν έκκληση στη λογική και ζητούν στις σελίδες της Le Journal du Dimanche την επιστροφή στη δημοκρατική τάξη. Είναι η ενσάρκωση του κινήματος στο ξεκίνημά του και η απροθυμία τους δείχνει αρκετά ότι αυτό το κίνημα έχει ήδη τελειώσει. Θα ήταν ευχαριστημένοι με ένα μορατόριουμ στην τιμή των καυσίμων, σε οποιαδήποτε αύξηση, ή με τη διοργάνωση ενός δημοψηφίσματος για την ενεργειακή μετάβαση, τη στιγμή που αναδύεται ένα κίνημα που θέλει να παρασύρει τα πάντα στον δρόμο του και δεν μπορεί πλέον να αποκρυσταλλωθεί σε οποιονδήποτε λόγο [discourse] ή οποιαδήποτε διεκδίκηση, εκτός αν πρόκειται για την “παραίτηση Μακρόν”, που επαναλαμβάνεται ως ένα μάντρα που καλεί για το τίποτα, την εξαφάνιση όλων όσων αντιπροσωπεύουν αυτόν τον κόσμο. Το “Μακρόν παραιτήσου” είναι ταυτόχρονα το πολιτικό όριο αυτού του κινήματος και η έκκληση για το τέλος κάθε πολιτικής.

Όντας αντιμέτωποι με αυτό που συνέβη το Σάββατο 1η Δεκεμβρίου, θα ήταν άτοπο να συνεχίσουμε να περιγράφουμε αυτό που συμβαίνει ως “κίνημα ενάντια στην ακριβή διαωβίωση”, η να μακιγιάρουμε ένα οικονομικό αίτημα που προφανώς έχει πάει πιο μακριά. Το Σάββατο, τα “σημειωματάρια με τα παράπονα” χρησιμοποιήθηκαν για προσάναμα. Το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων” είχε ήδη ξεπεράσει το στάδιο των οικονομικών αιτημάτων της πρώτης εβδομάδας, για να περάσει στην λαϊκιστική πολιτική του φάση, για να απαιτήσει ότι το Κράτος θα πρέπει να παραιτηθεί “μπροστά” στον λαό ή ότι ο λαός πρέπει να γίνει Κράτος. Ασκήσαμε κριτική σ’ αυτή τη φάση και προσδιορίσαμε το περιεχόμενο των αιτημάτων που διατύπωσαν οι κατώτερες τάξεις της λευκής-Γαλλίας στην ταξική τους διαμεσολάβηση, δείξαμε τα όρια αυτής της διαταξικότητας, επισημάναμε τον κίνδυνο της εθνικής λαϊκής ενότητας [του ενός] εναντίον των “άλλων”. Δεν είχαμε καν τελειώσει την κριτική μας σ’ αυτή την φάση και είχαμε φτάσει ήδη εκεί.

Αυτό το κίνημα στερούνταν μιας δόσης μηδενισμού για να δώσει νόημα στην “α-πολιτική” του: η συνάντηση με τα “προάστεια” του έδωσε αυτό που του έλειπε ώστε να αντιστοιχεί στην “πραγματική κίνηση”, που δεν είναι αυτό της κοινωνικής προόδου αλλά αυτό της καταστροφής της κοινωνίας, και να νιώσει χαρούμενα σαν στο “σπίτι” του. Η διαταξικότητα μετατράπηκε σε μια τάση για ενότητα ανάμεσα σε όλους όσους ξέρουν με έναν καθαρό ή συγκεχυμένο τρόπο ότι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από αυτή την κοινωνία, ότι υποτιμούνται στα προάστεια, τσακισμένοι από τον προαστειακό ή περιαστικό εφιάλτη, ή επιβιώνουν, ως επιδοματούχοι, μαζεύοντας κάστανα στην Ardèche.

Έπρεπε να δούμε τον στρατό των ζόμπι στην κεφαλή των συνδικάτων να περνάνε από την πλατεία της Βαστίλλης, κρυμμένα πίσω από τις σημαίες και τα συνθήματά τους, επιβεβαιώνοντας την ιδιαιτερότητα των εργαζόμενων και νιώθοντας την πλήρη αδιαφορία γι’ αυτούς που, με κίτρινα γιλέκα ή όχι, περπατούσαν χωρίς σκοπό αλλά μαζί στο Παρίσι, για να καταλάβουμε πόσο πολύ το παλιό εργατικό κίνημα, τα συνδικάτα του, οι εκπρόσωποί του και τα αιτήματά του είναι ένα πράγμα του παρελθόντος. Δεν θα υπάρξει “κοινωνική σύγκλιση”, αυτό το κίνημα δεν έχει επιστρέψει στη λογική της αριστεράς, δεν θα είναι ποτέ ένα κοινωνικό κίνημα. Αυτή η εποχή έχει περάσει. Δεν είναι πλέον ζήτημα αντιρατσισμού ή αντιφασισμού, δεξιάς ή αριστεράς, όταν δεν υπάρχει άλλο ζήτημα από το να καούν τα πάντα και το να ξέρει κανείς με ποιον μπορεί να το κάνει. Η τωρινή κατάσταση πραγμάτων έχει να κάνει τόσο με εμφύλιο πόλεμο όσο και την επαναστατική υπέρβαση: να κάνεις το βήμα που οδηγεί από τις ταραχές στην επανάσταση σημαίνει να περπατάς στην κόψη ενός σπαθιού.

Αυτή η συνάντηση έγινε, απομένει να μάθουμε αν μπορεί να επαναληφθεί και να επεκταθεί. Όλα όσα είναι αντίθετα σ’ αυτήν, είναι ήδη εδώ, παρόντα στην “κοινωνική” φύση του κινήματος καθώς και οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις, που οι ταραχές δεν μπορούν να καταργήσουν: το ενωτικό σύνθημα “Μακρόν παραιτήσου” περιέχει την πιθανότητα μια εθνολαϊκιστική συμμαχία να αναλάβει την κρατική εξουσία στο όνομα του λαού (η Λε Πέν και ο Μελανσόν φωνάζουν με μια φωνή για πρόωρες εκλογές) δίνοντας στο κράτος μια μορφή επαρκή για την κρίση: μια φιλεύσπλαχνη-αυταρχική μορφή, ικανή να στοιχίσει τους πάντες, αποδίδοντας σε κάποιους την “ετερότητα” και συμμετρικά σε άλλους την υπευθυνότητα και τον πατριωτισμό, να συντρίψει κάποιους στο όνομα άλλων και να κυριαρχήσει πάνω σε όλους. Το έχουμε δει δεκάδες φορές τα πρόσφατα χρόνια: “Que se vayan todos, “Να φύγουν όλοι”, είναι συχνά ένα κάλεσμα για ανανέωση, προς το χειρότερο, του πολιτικού προσωπικού. Αλλά για να πάμε εκεί, θα είναι απαραίτητο να αντιστοιχίσουμε την κατώτερη τάξη της λευκής-Γαλλίας στον εαυτό της, να την ξαναβάλουμε στη θέση της, κάτω από την καθοδήγηση της μεσαίας τάξης: μια τίμια δουλειά, που πληρώνεται δίκαια, και αρμονική εμπορευματική κυκλοφορία. Αυτή είναι η μοναδική διέξοδος από την κρίση που μπορούμε να συλλάβουμε αυτή τη στιγμή, εκτός κι αν η κυβέρνηση Μακρόν καταφέρει να διαχειριστεί η ίδια αυτή την αυταρχική στροφή.

Για να το αποφύγουμε αυτό είναι αναγκαίο να πάμε την αταξία παραπέρα. Η στιγμή των αστικών ταραχών είναι η ίδια ένα όριο σ’ αυτό που συμβαίνει τώρα: ιστορικά, αντιστοιχεί σε δυο τροπικότητες που είναι είτε η κατάληψη της κρατικής εξουσίας ή να τεθεί [η κρατική εξουσία] σε κρίση ώστε να πιεστεί για παραχωρήσεις. Αλλά δεν είμαστε στο 1917, καμμιά κατάληψη κρατικής εξουσίας για να υλοποιηθεί ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα δεν είναι νοητή, ούτε στο 1968, δεν πρόκειται να υπάρξουν συμφωνίες της Grenelle2.

Το να κολλήσουμε στις ταραχές στις πόλεις σημαίνει να παραμείνουμε εκεί που το κίνημα έχει ακόμα πολιτική. Αλλά αν αυτό που εκδηλώθηκε το Σάββατο στο Παρίσι, και σε ολόκληρη τη Γαλλία, επιστρέψει στα “μπλόκα”, δημιουργήσει καινούρια και αρχίσει πραγματικά να “μπλοκάρει τη χώρα”, με άλλα λόγια, να αρχίσει να την καταλαμβάνει, και αρχίσει να αποφασίζει το μέλλον του από κει και πέρα, μπορεί κανείς να φανταστεί το πέρασμα από τις ταραχές ή την εξέγερση στην επανάσταση. Αλλά κανείς δεν μπορεί, τρέχοντας πιο γρήγορα απ’ όλα, να πει ποια κατεύθυνση πρόκειται να ακολουθήσει αυτό που συμβαίνει τώρα: δεν υπάρχει καλλίτερο σημάδι του επαναστατικού περιεχομένου από αυτό.

Αυτό το κίνημα, επειδή είναι ταξική πάλη, κουβαλά όλα όσα μπορεί να είναι σήμερα μια κομμουνιστική επανάσταση, τα όρια, τους κινδύνους της, τον απρόβλεπτο χαρακτήρα της: αλλά για να φτάσει σ’ αυτό το σημείο, θα χρειαστεί πιθανότατα να κάψει πολλά από αυτά που στέκονται ανάμεσά μας, είτε αυτοκίνητα είτε κοινωνικές σχέσεις.

AC

ΥΓ: Σε απάντηση σε κάποιες κριτικές3 και ερωτήσεις σχετικά με το παρόν κείμενο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι πρέπει να γίνει κατανοητό ως ένα στιγμιότυπο των όσων συμβαίνουν τώρα. Αν κάποιοι εκπλήσσονται από τον τόνο “αισιοδοξίας” που έχει (κάτι που δεν συμβαίνει κάθε μέρα), θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι αυτή η αισιοδοξία μετριάζεται από την πιθανότητα μιας επιστροφής στην τάξη, που επίσης υποστηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από αυτό το κίνημα. Όλα τα ερωτήματα του προηγούμενου κειμένου4 παραμένουν έγκυρα. Αλλά αν είναι ουσιώδες να παραμείνουμε διαυγείς, είναι επίσης ουσιώδες να έχουμε επίγνωση ότι η ταξική πάλη δεν είναι ένας μεγάλος ήρεμος ποταμός, ούτε ένας καλά σημαδεμένος διάδρομος για τα βομβαρδιστικά της “βαριάς” θεωρίας. Αυτό που γίνεται και αναιρείται στην πορεία ενός αγώνα πάει γρηγορότερα απ’ ό,τι οι αναλυτικές μας ικανότητες και αν αυτό που συνέβη την 1η Δεκέμβρη “κλείνει”γρήγορα θα πρέπει να καταγραφεί όπως οτιδήποτε άλλο. Τίποτα δεν είναι “γραφτό”: υπάρχει η συγκυρία, υπάρχει η “δυνατότητα ακύρωσής της” όπως και κάθετι άλλο στους αγώνες. Ας πούμε ότι το παρόν κείμενο είναι κομμάτι τους, και ας αναλάβουμε την ευθύνη του5.

Το σχόλιο του ιστότοπου dndf.org στην ανάρτηση του παρόντος κειμένου της Carbure

Δεν θα μπορούσαμε να μην μεταφέρουμε ένα άρθρο τόσο “ζεστό” μέσα στα γεγονότα και προερχόμενο από συντρόφους με τους οποίους είμαστε τόσο κοντά.

Θα θέλαμε να επισημάναμε ότι έχουμε, αυτή τη στιγμή, μερικές επιφυλάξεις (η λέξη είναι πολύ ήπια) σχετικά με τον ενθουσιασμό και την έλλειψη απόστασης από το γεγονός, που είναι χαρακτηριστικό ενός κειμένου γραμμένου στην καρδιά του εν λόγω γεγονότος…

Το επίπεδο της βίας δεν ήταν ποτέ αρκετό για να χαρακτηρίσει το περιεχόμενο ενός κινήματος.

Περιμένουμε για τα σχόλια που θα κάνουν αναγνώστες στο παρόν κείμενο της Carbure αλλά ήδη έχουμε κάποιες “κακές” προτάσεις όπως οι ακόλουθες:

το επαναστατικό περιεχόμενο της παρούσας περιόδου αρχίζει να εμφανίζεται κάτω από την κρούστα των λόγων και των ιδεολογιών. Ποιο περιεχόμενο;

η συνάντηση με τα ‘προάστεια’ έφερε στο κίνημα αυτό εκείνο που χρειαζόταν για να ταιριάξει με την ‘πραγματική κίνηση’. Πού συναντήθηκαν;

Η τωρινή κατάσταση πραγμάτων έχει να κάνει τόσο με τον εμφύλιο πόλεμο όσο και με την επαναστατική υπέρβαση: να κάνεις το βήμα που οδηγεί από τις ταραχές στην επανάσταση σημαίνει να περπατάς στην κόψη ενός σπαθιού”.

Μπορούμε να φανταστούμε να πηγαίνουμε από τις ταραχές ή την εξέγερση στην επανάσταση”.

Αυτό το κίνημα κουβαλά όλα όσα μπορεί να είναι σήμερα μια κομμουνιστική επανάσταση: τα όριά της, τους κινδύνους της, τον απρόβλεπτο χαρακτήρα της”.

Μπορούμε να ακούσουμε τον ενθουσιασμό και το “πάρτυ”. Χρειαζόμαστε όμως ακόμα μεγαλύτερη απόσταση και ανάλυση της κίνησης σε εξέλιξη…Συνεχίζεται.

dndf

2 Στμ. Οι συμφωνίες της Grenelle (γαλλικά: Accords de Grenelle) αναφέρονται στις διαπραγματεύσεις μεταξύ της γαλλικής κυβέρνησης Πομπιντού, των συνδικάτων και των εργοδοτών (Organisation patronale) προς επίλυση της κρίσης του Μάη του 1968. Οι διαπραγματεύσεις που ολοκληρώθηκαν στις 27 Μαΐου 1968 – αλλά δεν υπογράφηκαν – οδήγησαν σε μια αύξηση 35% στον κατώτατο μισθό και 10% στους μέσους πραγματικούς μισθούς. Επίσης περιείχαν προβλέψεις για τη δημιουργία κλαδικών επιχειρησιακών συνδικάτων (Section syndicale d’entreprise). Έχοντας απορριφθεί από τη βάση, οι συμφωνίες δεν έδωσαν άμεση λύση στην κρίση και οι απεργίες συνεχίστηκαν. Τρεις μέρες αργότερα, όμως, στις 30 Μαΐου έχουμε την επιστροφή του Ντε Γκωλ στο Παρίσι και την τεράστια φιλογκωλική διαδήλωση στα Ηλύσια Πεδία που ώθησε τον Ντε Γκωλ στη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και την προκήρυξη εκλογών για τις 30 Ιουνίου. Ο θρίαμβος του γκωλικού κόμματος σ’ αυτές έθεσε και το οριστικό τέλος της κρίσης. Το όνομα Grenelle προέρχεται από την οδό στο Παρίσι στην οποία βρίσκεται το Υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων, όπου έλαβαν χώρα οι διαπραγματεύσεις.

3 Στμ. Αναφέρεται στο κριτικό σχόλιο από την ομάδα του ιστότοπου dndf.org στην ανάρτηση του παρόντος κειμένου (http://dndf.org/?p=17356).

4 Στμ. Αναφέρεται στο προηγούμενο κείμενο της Carbure: “Κίτρινα Γιλέκα: ερωτήματα γι’ αυτούς που ψάχνουν συμμαχίες”, μεταφρασμένο εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/carburegiletsjaunes.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: Rien n’est écrit : il y a de la conjoncture, de la « défaisance », et aussi du n’importe quoi dans les luttes. Mettons que ce texte en fait partie, et l’assume.

Τάξη/διαχωρισμός/φυλετικοποίηση. Σημειώσεις

Αναδημοσιεύουμε από το blog https://2008-2012.net.

https://2008-2012.net/2018/11/26/class-segmentation-racialisation-notes/

Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε απ’ τη Théo­rie Com­mu­niste το 2016. Θα θέλαμε ως εισαγωγή να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από ένα πιο πρόσφατο άρθρο τους, του δεύτερου μέρους του «Le kaléidoscope du prolétariat», που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2018.

 

Πάντα υπήρχαν διαχωρισμοί στο εσωτερικό της εργασιακής δύναμης. Πρέπει, οπότε, να θεωρήσουμε τον διαχωρισμό ως έναν αντικειμενικό καθορισμό της εργασιακής δύναμης υπό το κεφαλαίο, ο οποίος οδηγεί φυσικά σ’ έναν καταμερισμό της εργασίας. Δεν έχουμε εδώ τίποτα παραπάνω από μια διαίρεση ενός ομοιογενούς υλικού και μια απλή ποσοτική διαβάθμιση της αξίας της εργασιακής δύναμης. (Τόσο η απλή όση κι η σύνθετη εργασία υποβάλλεται σ’ ένα είδος όσμωσης εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, απ’ τον γενικευμένο περιορισμό της υπερεργασίας στην εξειδικευμένη εργασία υπό συνεργατική διαχείριση, κλπ.) Ωστόσο, αυτός ο διαχωρισμός δεν θα υπήρχε αν δεν ήταν ταυτόχρονα κι ένας ποιοτικός διαχωρισμός εντός ενός κατά τ’ άλλα ομοιογενούς υλικού. Εδώ εμπλέκονται δύο διαδικασίες, οι οποίες υφαίνουν από κοινού: Αφενός, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι παγκόσμιος, ικανός να ιδιοποιηθεί και να καταστρέψει όλους τους άλλους τρόπους παραγωγής, διατηρώντας για τον εαυτό του τα χαρακτηριστικά τους, τα οποία επαναπροσδιορίζει. Αφετέρου, η αξία της εργασιακής δύναμης αναπαριστά ένα ηθικό, πολιτιστικό κι ιστορικό συστατικό στοιχείο. Αφού η καπιταλιστική εκμετάλλευση είναι καθολική -δηλαδή, επειδή το κεφάλαιο μπορεί να καταλάβει άλλους τρόπους παραγωγής ή να τους κάνει να συνυπάρχουν μαζί του, εκμεταλλευόμενο την εργασιακή δύναμη μαζί μ’ αυτούς τους άλλους τρόπους παραγωγής, ή μπορεί να τους αποσυνδέσει απ’ τους πρότερους όρους ύπαρξής τους- ο καπιταλισμός αποτελεί συνεπώς μια ιστορική κατασκευή που επιφέρει τη συνύπαρξη όλων των διαφορετικών βαθμίδων της ιστορίας σε μια μοναδική στιγμή. Ο διαχωρισμός δεν είναι απλώς «χειραγώγηση». Ο διαχωρισμός υπάρχει ως εθελοντική δραστηριότητα της καπιταλιστικής τάξης και των επαγγελματιών ιδεολόγων της, ο οποίος διαχωρισμός διαμορφώνει και θέτει σε κίνηση μια αντικειμενική διαδικασία, έναν δομικό καθορισμό του τρόπου παραγωγής.

Αν η εργατική τάξη ήταν πάντα διαχωρισμένη, είναι αναγκαίο να συγκειμενοποιήσουμε αυτόν τον διαχωρισμό. Δηλαδή, πρέπει να τον τοποθετήσουμε στη γενική μορφή της αντίφασης μεταξύ του προλεταριάτου και του κεφαλαίου εντός ενός δοσμένου κύκλου αγώνων. Χωρίς αυτό, η αντιπαράθεση προς τις ταυτότητες -ταυτότητες που λαθεμένα συνδέονται με κοινότητες- θα ήταν αποκλειστικά κανονιστική. Ακόμη κι αν αποδίδαμε μεγάλη περιστασιακή σημασία σ’ αυτόν τον διαχωρισμό, το είναι του κείτεται αλλού, εντός μιας καθαρότητας που είτε είναι προσβάσιμη είτε δεν είναι. Δεν διαφεύγουμε απ’ την αλληλοαποκλειόμενη αντιπαράθεση με τις ταυτότητες απλώς αντιπαραβάλλοντας σ’ αυτό που υπάρχει το πως θα έπρεπε να είναι.

Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του διαχωρισμού και της φυλετικοποίησης, βρίσκουμε δύο αντιμέτωπες μονόπλευρες στάσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, ο υλισμός συμπυκνώνεται στην αναγωγή της ταυτότητας στα θεμέλιά της – χωρίς να συνοπολογίζεται η επιδραστικότητά της ή η λογική της. Η δεύτερη, εξίσου υλιστική, στάση βασίζεται σε μια άρνηση να λάβει υπόψη της τα γεγονότα. Ισχυρίζεται ότι αν η φυλετική ταυτότητα ανάγεται πλήρως στα θεμέλιά της, δεν πρόκειται παρά μόνο για μια αυθαίρετη κι επιβλαβή κατασκευή. Συνεπώς, όσοι την μετατρέπουν σ’ αντικείμενο απλώς διαιρούν τη τάξη και προωθούν τη βαρβαρότητα. (Δεν διαστρεβλώνω τη θέση τους.) Εκείνο που διαφεύγει και των δύο στάσεων είναι το ζήτημα της ιδεολογίας, η οποία δεν αποτελεί εναν αντικατοπτρισμό [της βάσης] μα ένα συνονθύλευμα πρακτικών και πιστευτών αποκρίσεων. Κάτω απ’ αυτές λειτουργούν ορισμένες πρακτικές. Η ταυτότητα δημιουργείται όπου υπάρχει ένα διαχωρισμός και μια αυτονόμηση μιας πραγματικής σφαίρας δραστηριοτήτων. Κάθε ταυτότητα ή ιδεολογία -με την έννοια του όρου που χρησιμοποιούμε εδώ- έχει τη δική της ιστορία και τρόπο λειτουργίας, ο οποίος μπορεί να επαληθευτεί αναφερόμενος στις πρακτικές που λειτουργούν κάτω απ’ την υπό εξέταση ιδεολογία. Η ταυτότητα αποτελεί συνεπώς μια ουσιαστικοποίηση η οποία ορίζει ένα άτομο ως υποκείμενο.

Μια κανονιστική άρνηση του φυλετικοποιημένου διαχωρισμού δεν αναζητεί τις αντιφάσεις στο εσωτερικό του υπάρχοντος. Αντ’ αυτού, αρκείται να έρθει σ’ αντίφαση με το υπάρχον: τάξη ενάντια στον διαχωρισμό της, χωρίς ν’ αναλογίζεται ότι η τάξη υπάρχει μόνο εντός αυτού του διαχωρισμού (δηλαδή, εντός της αντίφασης του προλεταριάτου και του κεφαλαίου που παρέχει την αναπαραγωγή της). Η κανονιστική αντιπαράθεση με τον πραγματικό διαχωρισμό του προλεταριάτου οδηγεί σε μια ιδεολογική έκλειψη της πραγματικότητας – κάτι που το Κόμμα των Ιθαγενών της Δημοκρατίας [PIR] κάνει απ’ την αντίστροφη, με τον δικό του τρόπο.

Ας το επαναλάβουμε: οι προλεταριακοί αγώνες πάντα αναπαράγονται κι αναπτύσσονται εντός των κατηγοριών της αναπαραγωγής και αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου. Οι αγώνες υπάρχουν μόνο ως «επικαθορισμένοι». Η επιθυμία για μια τάξη η οποία δραπετεύει απ’ την αμοιβαία της συνεπαγωγή εντός του κεφαλαίου για να επιβεβαιωθεί ως τέτοια, επιβεβαιώνοντας τον εαυτό της με καθαρό αυτοπροσδιορισμό, αποτελεί ένα προγραμματικό όνειρο. Επιπλέον, αυτό το «πλεόνασμα» ή «επικαθορισμός» δεν αποτελεί κάποια υπολειπόμενη έλλειψη ή μεταστροφή, μα αντ’ αυτού την ίδια την ύπαρξη και την πρακτική της τάξης όπως τη βρίσκουμε. Με άλλα λόγια, είναι η αμοιβαία αναπαραγωγή του προλεταριάτου και του κεφαλαίου – όπου το κεφάλαιο πάντα υπαγάγει το προλεταριάτο, το οποίο τότε πράττει σύμφωνα με κατηγορίες ορισμένες απ’ την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Τα κλάσματα του προλεταριάτου, στον διαχωρισμό του, εμφανίζονται στην αγορά εργασίας ως προϋποτιθούμενα, επειδή ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής κινείται εντός των συγκεκριμένων μορφών που δημιουργεί (ακόμη και πέρα απ’ την αγορά εργασίας). Ως αποτέλεσμα, οι μορφές αυτές έρχονται αντιμέτωπες με τη διαδικασία αναπαραγωγής ως προϋποθέσεις που καθορίζουν τη συμπεριφορά τόσο των καπιταλιστών όσο και των προλετάριων, προσφέροντάς τους τη συνείδησή τους και κίνητρα για να πράξουν.

Ο διαχωρισμός αυτός αναπτύσσει τη δική του ιδεολογική αποτελεσματικότητα, η οποία ύστερα διαιρεί τον πληθυσμό παγιώνοντας τις διαφορές. Κι εδώ είναι που το PIR εμφανίζεται ως εντερπρενέρ της φυλετικοποίησης, ακριβώς όπως υπάρχουν εντερπρενέρ του εθνικισμού, ελίτ οι οποίες συνιστούν μια κομπίνα η οποία μέχρι αρκετά πρόσφατα ευχαρίστως δεν είχε ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα. Η κριτική δεν πρέπει να κάνει συμβιβασμούς σ’ αυτές τις αιχμές: η τακτικιστική ομοφοβία, ο λανθάνων αντισημιτισμός, η «κατανόηση» των φιλοσανταμικών στοιχειών κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου, η εγκατάλειψη («για την ώρα») των γυναικείων αγώνων, κλπ – αυτά δεν είναι «παρεκκλίσεις», κάτι που θα υπονοούσε ότι εκκινούν από ένα σημείο που ήταν περισσότερο ή λιγότερο «υγιές». Ακριβώς το αντίθετο: οι θέσεις αυτές συγκροτούν τη δραστηριότητα των εντερπρενέρ της φυλετικοποίησης, τον λόγο ύπαρξης του PIR, το οποίο διαιρεί ακόμη κι ένα ορισμένο κομμάτι του «μεταναστευτικού» πληθυσμού με τον όρο «μεταποικιακό», αναζητώντας να ορίσει μια ουσιώδη ταυτότητα. Ακόμη κι αν το PIR παίζει έναν πολύ ασήμαντο ρόλο στα προάστια, το ιδεολογικό του έργο συμβαδίζει με την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή: «Απ’ τα μέσα της δεκαετίας του 1970, έχουμε καταφέρει να διακρίνουμε 3 διαδοχικές διατάξεις, τρεις εποχές των προαστίων. Έναν αποδιοργανωμένο κόσμο, αν και κοντά μας, περιοχές που επανακατηγοριοποιήθηκαν απ’ το εμπόριο ναρκωτικών και την μητροπολιτική βία σ’ ένα σύμπαν σημαδεμένο απ’ τις περιφράξεις και την απόσχιση»[1].

Μπορούμε να μιλήσουμε για ένα αίσθημα αδυναμίας αναφορικά με τη σχέση μας με την κοινωνία, η οποία αντιμετωπίζει το άτομο ως πραγμοποιημένο συλλογικό περιορισμό. Έχουμε εδώ την μορφή και το περιεχόμενο μιας ατομικής συνείδησης του εαυτού της που είναι κατάλληλα θρησκευτική: η σκέψη της ατομικής αλλοτρίωσης σε σχέση με την κοινότητα (η οποία δεν είναι πλέον ένας τρόπος παραγωγής ή ένα σύνολο παραγωγικών σχέσεων) ως κατάσταση, η εγγενής αθλιότητα της ανθρώπινης φύσης. Στην καπιταλιστική συγκρότηση του αποκλεισμού, η αλλοτρίωση του προλεταριάτου απ’ το δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων δεν εμφανίζεται πια ως το προϊόν της δικής του δραστηριότητας. Ούτε η αντιφατική του σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία φαίνεται σαν αποτέλεσμα της δικής τους δραστηριότητας, μα αντ’ αυτού ως ένα εγγενές χαρακτηριστικό της ατομικότητάς του. Είναι απλά οι φτωχοί, η πληβείοι. Ο διαχωρισμός αυτός απ’ την κοινότητα και τις άλλες ατομικότητες, έχοντας μετατραπεί σ’ εγγενές χαρακτηριστικό της ατομικότητας, μπορεί να επιλυθεί μόνο μέσω μιας σχέσης η οποία υπερβαίνει όλες τις ατομικότητες ως κάτι ριζικά εξωτερικό. Πρόκειται πράγματι για τη δομή της θρησκείας και την παραγωγή της. Η θρησκεία μπορεί έτσι να επανενώσει όλους τους διάφορους καθορισμούς της ατομικότητας και να γίνει ένας πανίσχυρος μοχλός για τους εντερπρενέρ των ταυτοτήτων.

Κάθε ταυτότητα προσδίδει στον εαυτό της μια φαντασιακή γενεαλογία, η οποία είναι τόσο αποτελεσματική όσο και πραγματική χάρη της ανακατασκευής της. Ωστόσο, αυτό αποτελεί επίσης το όλο πρόβλημα της ταυτότητας, πέρα απ’ τον ασταθή, ευμετάβλητο κι εύθραστο χαρακτήρα της (παρά την εμφάνισή της). Η αντίφαση που συμβαίνει κατά τη φάση της πραγματικής υπαγωγής λαμβάνει επίσης χώρα στο επίπεδο της αναπαραγωγής. Ξανά, όμως, το μονοπάτι των πραγματικών αντιφάσεων -μεταξύ της κανονιστικής άρνησης και της επιχείρησης της φυλετικοποίησης– είναι πράγματι στενό. [Για όσα ακολουθούν, θα ήταν χρήσιμο και το σύντομο κείμενο «Μια απόπειρα να ορίσουμε τη τάξη» ως σημείο αναφοράς. Το παραθέτουμε στο τέλος.]

Ο τόπος παραγωγής των ταυτοτήτων είναι συνεπώς η πολλαπλότητα των σχέσεων εντός της οποίας δημιουργείται και βιώνεται το ταξικό ανήκειν. Οι σχέσεις αυτές δεν είναι όλες τους αυστηρά οικονομικές. Στη διαδικασία παραγωγής χρειάζεται να προσθέσουμε τα εξής: ανισομερή επίπεδα ανάπτυξης και την mise en abyme τους υπό τον σύγχρονο καπιταλισμό, τον καταμερισμό της εργασίας, την ιστορική πτυχή της αξίας της εργασιακής δύναμης, την αλληλεπίδραση μεταξύ των σχέσεων παραγωγής και σχέσεων διανομής (καθώς και την πρωτοκαθεδρία που αποκτούν σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα) και την αποεθνικοποίηση του κράτους. Οι μηχανικές της παραγωγής που εφαρμόζοντα εδώ είναι διάφορες, εξαρτώνται από παράγοντες όπως το ταξικό ανήκειν, ο διαχωρισμός της εργασιακής δύναμης, η δημιουργία του ατόμου ως υποκειμένου, η καταπίεση (η «στιγμή καταναγκασμού», η οποία περιέχει μια ανανεωμένη αντιπαράθεση μεταξύ της εργασιακής δύναμης και του κεφαλαίου) κι οι σχέσεις διανομής. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το PIR μιλά μόνο για καταπίεση και καταπιεσμένους. Μεταξύ άλλων, αυτός είναι ο τρόπος τους να διαμορφώσουν και να παράξουν μια ταυτότητα. Δίνουν μορφή σε μια αληθινή λογική ταυτότητας απευθυνόμενη σε άτομα για τα οποία η καθοριστική πτυχή είναι ότι «πετάχτηκαν» απ’ την «αληθινή κοινωνία» και δεν τους δίδεται «κανένας σεβασμός». Βλέπουμε εδώ έναν διαρκή επικαθορισμό, μια διαρκή διαμόρφωση, της λογικής της τάξης απ’ τον εαυτό της: αυτό, οπότε, είναι το όλο πρόβλημα με την κανονιστική άρνηση και την αίρεση της «καθαρής» τάξης.

Οι μηχανισμοί αυτοί, εγγενείς στην αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου, δουλεύουν με σχέσεις που δεν είναι αυστηρώς οικονομικές, σχέσεις οι οποίες διαμορφώνουν το υλικό τους. Απ’ αυτό απορρέουν όλα τα είδη προϊόντων: θρησκευτικές κοινότητες, εθνότητες, φυλές, εδαφικό ανήκειν, κλπ· οι πιθανοί συνδυασμοί είναι οιονεί άπειροι. Όλες τους είναι μέρος της ταξικής πάλης, και δεν είναι πάντα ρόδινη. Πρέπει όμως να συμμετάσχουμε σ’ αυτή επειδή αυτός είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε. Δεν είναι ο κόσμος των Καθαρών Ιδεών, μα ο πάτος του Σπηλαίου.

Ένα συχνό λάθος είναι η επαναφορά μιας κατασκευασμένης ταυτότητας στη «βάση» της, δηλαδή στον διαχωρισμό, χωρίς να καταλάβουμε ότι αν ο διαχωρισμός είναι πράγματι η βάση της, τότε η κατασκευασμένη ταυτότητα θα «ακολουθήσει» τη λογική η οποία της ανήκει και θα πράξει αντιστοίχως. Η λογική αυτή οργανώνει μια ολόκληρη κοσμοαντίληψη, καθώς και μια προσέγγιση για τις παραγωγικές σχέσεις. Όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι συναφείς δρώντες για την εφεύρεση των διακρίσεων, την παραλλαγή τους ή την εξαφάνισή τους. Στη Μασσαλία, για παράδειγμα, ένας Ιταλός ή ένας Ισπανός είναι απλώς ένας ακόμη καλός φίλος για να παίζεις μπόουλινγκ. Η φυλετικοποίηση, ή η παραγωγή συγκεκριμένων ταυτοτήτων, δεν ανήκει στην έννοια του κεφαλαίου. (Σ’ αντίθεση με την έμφυλη διάκριση, η οποία είναι εγγενής στην εργασία ως παραγωγική δύναμη.) Έχοντας πει όμως αυτά, η φυλή είναι μολαταύτα μια αναγκαία μορφή εμφάνισης. Ο μετασχηματισμός μιας κοινωνικής σχέσης σε πράγμα -με άλλα λόγια, ένα «παράδοξο» υποκείμενο- είναι ταυτόχρονα κι ο μετασχηματισμός αυτού του πράγματος σε μια κοινωνική σχέση μεταξύ υποκειμένων. Κατά μία έννοια, το υποκείμενο είναι ο κληρονόμος της κίνησης που το δημιουργεί. Αυτή η αντιστροφή είναι ο τρόπος με την οποίο δρουν πραγματικά οι παραγωγικές σχέσεις, μεταμφιεσμένες ως αποφάσεις και βουλήσεις των υποκειμένων.

Όμως, η όλη κοινωνική κατασκευή απ’ την οποία εγείρεται αυτό, τώρα αυτοεξαλείφεται. Η φυλετική ή εθνοτική διάκριση παίζει τον δικό της ρόλο σύμφωμα με τους εγγεγραμμένους καθορισμούς για τον εαυτό της εντός της αυτονομίας του πεδίου δράσης στο οποίο δημιουργείται: ένας μαυρός μπορεί να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ, παραμένει όμως μαύρος. Ένας μαύρος προλετάριος δεν είναι ένας λευκός προλετάριος. Υπάρχοντας για τον εαυτό της, εντός του δικού της πεδίου δράσης, μια τέτοια διάκριση μπορεί επίσης να γίνει το αντικείμενο εργαλειακής πολιτικής δραστηριότητας. Στη Γαλλία το είδαμε αυτό κατά το μεγάλο κύμα απεργιών στις αυτοκινητοβιομηχανίες του 1983-1984, και το βλέπουμε ακόμη και σήμερα. Η διάκριση είναι μια ιδεολογία, κι ως τέτοια δουλεύει καλά στην ανάθεση και τη σχέση των ατόμων με τους όρους ύπαρξης κι αναπαραγωγής τους. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, με τη θέση τους εντός των παραγωγικών σχέσεων. Απ’ τη στιγμή που όλα αυτά είναι πραγματικά κι αντικειμενικά, δεν μπορούν να παραβλεφθούν με την μεγάλη, τελετουργική επίκληση στη τάξη. Όχι περισσότερο απ’ ότι θα μπορούσαμε απλώς ν’ απαιτήσουμε ν’ αποχωρήσουν οι προλετάριοι.

Έχουμε εδώ την αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου: την αναπαραγωγή της αντιπαράθεσης μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου. Εγεγραμμένη εντός των αντιφάσεων της αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου, εντός της διαδικασίας της αντιφατικής του ύπαρξης, και τέλος εντός της ταξικής πάλης, οι ταυτότητες αυτές είναι συνεπώς ευμετάβλητες (σύμφωνα με τις ανάγκες αυτής της διάκρισης, η οποία διαπερνά όλες τις στιγμές, όχι μόνο τις άμεσα οικονομικές) καθώς κι εύθραυστες (σύμφωνα με την ικανότητα αυτής της διάκρισης ν’ αυτοαναπαραχθεί).

Εδώ, οι ταυτότητες μπορούν να είναι μέχρι και αιχμές στήριξης των αγώνων (σ’ αντίθεση με τις κανονιστικές ευχές), δεν είναι όμως ποτέ παγιωμένες (σ’ αντίθεση μ’ αυτό που θα ήθελαν οι επιχειρηματικές πρακτικές). Ακόμη κι όταν είναι «προσαρτημένες» σε κοινότητες, αναπαράγουν τις ταξικές αντιφάσεις που βρίσκονται στον πυρήνα τους. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι όλες οι ταυτότητες είναι κατασκευασμένες, ιστορικές κι εύθραυστες. Η επανάσταση, καθώς κι οι τρέχοντες αγώνες όπως οι ταραχές στα προάστια, έρχονται αντιμέτωποι με τη σκλήρωση της τάξης ορισμένης ως μια κοινωνικοοικονομική κατηγορία. Όμως, έρχονται επίσης αντιμέτωποι μ’ όλες τις ταυτότητες που οικοδομήθηκαν πάνω στη τάξη ως επικαθορισμοί, στους όρους ύπαρξης της: υπονομεύοντας, διερευνώντας κι αμφισβητώντας την εθνοτική εθνικότητα, τη φυλετική εθνικότητα, κλπ. (Το 2005 δεν ήταν μια εθνοτική εξέγερση.) Δεν πρόκειται για ένα διανοητικό ζήτημα που μας φέρνει πίσω στο να θυμηθούμε ποιος είναι ποιος, καθώς αυτή η σκλήρωση κι η πάλη εναντίον της είναι έμπρακτη αντιπαράθεση που συνδέει την επανάσταση με την αντεπανάσταση. Η τάξη δεν εμφανίζεται πάντα ρητά. Οποιαδήποτε τέτοια σαφήνεια είναι σπάνια, καθώς δεν είναι στη φύση της επανάστασης ν’ ανακοινώσει τη τελική ώρα. Είναι μόνο εντός μιας πολλαπλότητας πρακτικών κι αντιφάσεων εσωτερικών του κεφαλαίου -σ’ αντιπαραθέσεις μεταξύ όλων των ειδών τις ταυτότητες, με πράξεις που πηγάζουν απ’ αυτές μα τις υπερβαίνουν- που η τάξη μπορεί ν’ αυτομετασχηματιστεί σε μια κομμουνιστικοποιό τάξη. Ή, με άλλα λόγια, σε μια τάξη που αυτοκαταργείται. Η επανάσταση δεν μπορεί πλέον να είναι η επιβεβαίωση ενός προλεταριάτου που αναγνωρίζει εαυτόν ως την επαναστατική δύναμη που αντιμετωπίζει το κεφάλαιο εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Όποτε ο αγώνας ως τάξη είναι το όριο της ταξικής πάλης, η επανάσταση γίνεται μια πάλη ενάντια σ’ αυτό που την παρήγαγε: ενάντια στον όλη αρχιτεκτονική του τρόπου παραγωγής, στη διανομή στιγμών κι επιπέδων του, οι οποίοι βρίσκουν τους εαυτούς τους να έλκονται σε μια διαδικασία ανατροπής της κανονικότητας, του αναπόφευκτου, της αναπαραγωγής του. Αυτό, με τη σειρά του, ορίζεται από μια καθοριστική ιεραρχία στιγμών στον τρόπο παραγωγής. (Το κάθε πράγμα απ’ την μεριά του δρα ως «αιτία» αυτού που ακολουθεί, στην αλληλουχία βάσεων, υποδομών, εποικοδομήματων, κλπ, μ’ όλα αυτά να είναι τοποθετημένα εντός της ιεραρχίας.) Επειδή η ίδια η επανάσταση δεν είναι παρά αυτή η αναταραχή. Μόνο αν πετύχει μπορεί να γίνει η στιγμή στην οποία οι προλετάριοι πετούν από πάνω τους τη σαπίλα του παλιού κόσμου, η οποία κολλά στο δέρμα τους και τους κρατά προλετάριους. Οι άντρες κι οι γυναίκες θα κάνουν το ίδιο μ’ αυτό που συνιστά την ατομικότητά τους. Δεν πρόκειται για ένα ζήτημα καθαρής αιτιότητας, μα αντ’ αυτού για τη συγκεκριμένη κίνηση της επανάστασης – στην οποία οι διάφορες στιγμές του τρόπου παραγωγής (ιδεολογία, δίκαιο, πολιτική, εθνικότητα, οικονομία, φύλο, κλπ), η μία μετά την άλλη γίνονται η κυρίαρχη εστίαση του συνόλου των αντιφάσεων. Αυτή η συγκυρία προσδιορίζει τον ίδιο τον μηχανισμό της κρίσης, ως μια κρίση της αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου: την ανατροπή της καθοριστικής ιεραρχίας των στιγμών στον τρόπο παραγωγής. Η επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση θα πρέπει να τραφεί απ’ αυτή την μη-καθαρότητα, αυτή την μη-απλότητα, της αντιφατικής διαδικασίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η αλλαγή των περιστάσεων κι η αλλαγή του εαυτού συμπίπτουν: αυτό είναι η επανάσταση, αυτό είναι μια συγκυρία. Οι ταυτότητες δεν είναι ουσίες, ακόμη κι αν αυτοπαρουσιάζονται και λειτουργούν ως τέτοιες. Σχέδον όλοι συμφωνούν επ’ αυτού. Αν σκεφτούμε τη θέση τους και τον μηχανισμό παραγωγής τους, το ζήτημα της υπέρβασής τους οδηγεί σε ζητήματα αναφορικά με την επανάσταση ως συγκυρία: ανατροπή της ιεραρχίας στιγμών και της κυκλοφορίας του κυρίαρχου.

Θα ήταν λάθος να δούμε κάτι καινοτόμο σ’ αυτό, κάτι που θα συμβεί μόνο εντός αυτής της «συγκυρίας». Ήδη θεωρούμε ότι οι ταυτότητες είναι εύθραυστες απ’ την ίδια την κατασκευή τους, είτε πρόκειται για φυλετικές ταυτότητες είτε για εθνοτικές, θρησκευτικές, κλπ. Συχνά οι ταυτότητες περιλαμβάνουν ένα μίγμα αυτών των παραγόντων, ένα μίγμα που κατάγεται απ’ τις αντιφάσεις της τάξης και τις διατρέχει.

Το αντικείμενο της θεωρητικής και, όποτε καθίσταται εφικτή, της έμπρακτης κομμουνιστικής κριτικής, δεν είναι η επιχείρηση της ταυτότητας. Ούτε είναι η κανονιστική αντιπαράθεση, η οποία θεωρεί όρους όπως τάξη και «ταυτότητες» ως αλληλοαποκλειόμενους. Πολλώ δε μάλλον η «αποστασιοποιημένη κατανόηση». Το αντικείμενο της κριτικής, ο στόχος της κριτικής, είναι αντ’ αυτού η ευμεταβλητότητα, η πλαστικότητα, η ευθραυστότητα της ταυτότητας: να την ιστορικοποιήσουμε, να την «αποδομήσουμε», να τη συγκειμενοποιήσουμε. Σε ορισμένες περιστάσεις, γιατί όχι, το αντικείμενο της κριτικής θα μπορούσε ακόμη και να είναι το γεγονός ότι αυτές οι ταυτότητες είναι δυναμικές διαδικασίες που συγκροτούν έναν συγκεκριμένο αγώνα. Και διαμέσου αυτού, αποφέρουν μια ορισμένη αναδιάταξη της γενικής σχέσης ισχύος μεταξύ των τάξεων. Γιατί όχι; Όμως, ακόμη κι αυτό είναι αρκετά σύνθετο. Η ευμεταβλητότητα της κατασκευής ταυτοτήτων ποικίλει σε μεγάλο βαθμό, ακολουθώντας τα κοινωνικά και πολιτιστικά επίπεδα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εξαφάνιση της φυλετικοποίησης δεν θα φέρει από μόνη της την εξαφάνιση των τάξεων· δεν αποτελεί προϋποθεσή της. Η φυλετικοποίηση είναι επίσης η φωνή του κεφαλαίου.

Μια επανάληψη των αγώνων στη Γαλλία σε μεγάλο βαθμό προς το παρόν αναστέλλεται, υπό μια ευνοϊκή ισορροπία δυνάμεων, στον αυτόνομο και ιδιαίτερο αγώνα των φυλετικοποιημένων προλετάριων ενάντια στη φυλετικοποίησή τους. Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει απλώς ανακηρύσσοντας τη φυλετικοποίηση άκυρη. Είναι απόλυτα ανώφελο να καλούμε τα άτομα να υπερασπιστούν εαυτούς «ως προλετάριοι», λες κι ο διαχωρισμός κι η φυλετικοποίηση δεν αποτελούσε μέρος της ύπαρξής τους ως προλετάριοι. Θέτοντας μια ταυτότητα στο προσκήνιο μπορεί να επιφέρει ταυτόχρονα την αναγνώρισή της και την αποουσιοποίηση της, ωστόσο, μ’ αυτό ν’ ακολουθείται από μια επίθεση σε ορισμένα ιστορικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά που έχουν μετατραπεί σε προσωπικούς προσδιορισμούς κάποιων ανθρώπων, σε λειτουργικούς δρώντες κοινωνικού κι οικονομικού χάσματος (επειδή επιλέχτηκαν κι οριοθετήθηκαν). Ή, με άλλα λόγια, επιφέρει έναν πόλεμο στην απόσταση που διαχωρίζει το τυπικό δίκαιο της ισότητας, της πολιτειότητας και τις λοιπές αφαιρέσεις με τις οποίες λειτουργεί το κεφάλαιο, με τους πραγματικούς κανόνες (οι οποίοι, όπως όλος ο κόσμος γνωρίζει, είναι οι αντίστροφοι απ’ το τυπικό δίκαιο) και τους πραγματικούς όρους της δουλειάς και της ζωής. Δεν πρόκειται απλώς για ένα ζήτημα αναγνώρισης της «διαφοράς», όσο για ένα ζήτημα της ταυτόχρονης εξάλειψής της. Η «διαφορά» δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα κατώτερο στάτους που εγγράφεται ανεξίτηλα σ’ ένα άτομο. Πρέπει ν’ αποδεχτούμε ότι η «ενσωμάτωση» είναι ένα τεστ που κανείς δεν μπορεί να περάσει, πολλώ δε μάλλον όταν συνδέεται με τον «πόλεμο ενάντια στη τρομοκρατία». Να παρεκβούμε απ’ τους κανόνες του παιχνιδιού, να υποδείξουμε ότι οι τυπικοί κανόνες δεν είναι οι πραγματικοί κανόνες, ότι η φυλετική διάκριση που εξάγεται απ’ τον διαχωρισμό της εργασιακής δύναμης λειτουργεί σύμφωνα με τις δικές της ανάγκες. Δεν υπάρχει κάνενα εκ των προτέρων «όλοι μαζί». Ακόμη κι αν αυτό μοιάζει «ρεφορμιστικό», ή ένας «ενδιάμεσος στόχος», είναι κάτι που ακόμη δεν έχει επιτευχθεί…

Απ’ τη στιγμή που κατέχει κανείς μια γενική κατανόηση της παραγωγής ταυτοτήτων, σ’ αντίθεση μ’ αυτή των εντερπρενέρ της ταυτότητας όπως το PIR ή της νόρμας όπως οι La Lutte de Classe, τα πάντα επιστρέφουν στην ιδιαίτερη ανάλυση μιας ιδιαίτερης κατάστασης.

Γιατί ένα τέτοιο υποκείμενο βγάζει νόημα σήμερα; Ας κοιτάξουμε απλώς σχεδόν όλα τα κοινωνικά ζητήματα. Οι περισσότεροι αγώνες δεν μπορούν παρά να εκφραστούν με τη γλώσσα της ταυτότητας, της εθνότητας, της θρησκείας και της φυλής, όλα εκ των οποίων θα ήταν επαρκείς αιτίες για μια απάντηση. Αυτό όμως δεν εξηγεί τη βία και την ένταση που προξενεί αυτό το υποκείμενο στον «πολιτικό μας χώρο». Η καθαρά κανονιστική αντιπαράθεση στον πραγματικό διαχωρισμό της τάξης προσπαθεί ν’ αποτρέψει αυτό που σίγουρα θ’ αποτελούσε την εξάλειψη της γενικής ταυτότητας του προλεταριάτου, την οποία οι μιλιτάντηδες θεωρούν δική τους και χωρίς την οποία καταρρέουν υπό το ίδιο τους το βάρος. Οι μιλιτάντηδες γνωρίζουν ότι αναφορικά μ’ αυτό το ζήτημα διακυβεύεται η ίδια τους η ύπαρξη. Τι τραύμα στον ναρκισσισμό τους θα ήταν να μην μπορούν να ταυτιστούν με τους «εγκληματίες των προαστίων»!

Μια απόπειρα να ορίσουμε τη τάξη

Ο ουσιώδες ορισμός του προλεταριάτου αποτελεί ένα πήγμα σκέψης που δεν αποκλείει καμία μοναδιαία εκδήλωση. Η ουσία είναι παρούσα σε κάθε εκδήλωσή της· οι εκδηλώσεις δεν μπορούν να υπάρχουν παρά στην ολότητα των μορφών και των χαρακτηριστικών τους. Τι είναι τότε μια τάξη; Επιτρέψτε μας ν’ αποπειραθούμε να προσφέρουμε έναν πιθανό ορισμό του προλεταριάτου ως τάξη. Οι ορισμοί αυτής της τάξης πάντα κινούνταν μεταξύ δύο πόλων: έναν κοινωνικοοικονομικό ορισμό και μια ιστορική κατηγορία ορισμένη απ’ την πρακτική (στις πρώιμες κριτικές του προγραμματισμού, αυτή η αμφισημία είχε ξεπεραστεί τεχνητά κάνοντας διάκριση μεταξύ εργατικής τάξης και προλεταριάτου).

Ας ξεκινήσουμε όμως από ένα ακόμη περισσότερο απλό σημείο: την προσταγή να πουλήσουμε την εργασιακή μας δύναμη. Μπορούμε να προσθέσουμε ότι αυτή η προσταγή δεν έχει κανένα νόημα εκτός της αξιοποίησης του κεφαλαίου, το οποίο μας οδηγεί να πούμε ότι αυτή η πώληση για αξιοποίηση αυτοπροσδιορίζεται τόσο ως μια αντίφαση για το κεφάλαιο όσο και για τον εαυτό της. Η πώληση της εργασιακής δύναμης δεν μας λέει τι είναι το προλεταριάτο, εκτός κι αν το συλλάβουμε στη σχέση του με την αξιοποίηση του κεφαλαίου, ως αντίφαση. Από μόνη της, η πώληση της εργασιακής δύναμης δεν εξηγεί τίποτα· δεν ορίζει τη τάξη, ακόμη κι αν τη συνδέσουμε με την αξιοποίηση του κεφαλαίου. Ένας ορισμός εμφανίζεται μόνο όταν είτε αυτή η κατάσταση (η πώληση της εργασιακής δύναμης) ή σχέση (αυτής της πώλησης με την αξιοποίηση) συλληφθεί ως μια αντίφαση μέσω της οποίας αποτελεί μια δυναμική ισχύ: την αντίφαση μεταξύ αναγκαίας εργασίας κι υπερεργασίας, την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, την αντίφαση που συγκροτείται απ’ το προλεταριάτο και το κεφάλαιο. Είναι επίσης το κεφάλαιο ως μια αντίφαση εν κινήσει. Έχουμε οπότε μια ενότητα του ορισμού της τάξης ως μια κατάσταση κι ως μια πρακτική (ή, αν προτιμάτε, μια ενότητα του ορισμού της τάξης ως «καθεαυτή» και «διεαυτή»).

Συνεχίζοντας, αν αληθεύει ότι οι τάξεις ορίζονται ως μια ορισμένη θέση εντός των παραγωγικών σχέσεων, τότε οι παραγωγικές σχέσεις είναι επίσης σχέσεις αναπαραγωγής [του συνόλου της κεφαλαιακής σχέσης]. Εδώ, ο ορισμός της τάξης περιπλέκεται. Βρίσκουμε ότι η κανονιστική άρνηση έρχεται αντιμέτωπη με μια «δυσαρμονία» μεταξύ αυτού που συμβαίνει ανά δεδομένη στιγμή και της διάσημης φράσης του Μαρξ για «αυτό που πρέπει να κάνει το προλεταριάτο σε συμφωνία με το είναι του». Αυτή η «δυσαρμονία» όχι μόνο συνδέεται με ορισμένες στιγμιαίες περιστάσεις, μα είναι εγγενής στο γεγονός ότι η τάξη είναι αντικειμενικά τοποθετημένη εντός μιας δομής η συγκρουσιακή αναπαραγωγή της οποίας κινητοποιεί το σύνολο του τρόπου παραγωγής. Αυτό συνεπάγεται μια πολλαπλότητα σχέσεων που δεν είναι αυστηρά οικονομικές, μέσα στις οποίες τα άτομα βιώνουν αυτή την αντικειμενική τους κατάσταση, την οποία επίσης αναλαμβάνουν καθώς αυτοσυγκροτούνται σε τάξη.

ΥΓ.
Είναι αναγκαίο να παράξουμε αυτόν τον διστακτικό ορισμό του προλεταριάτου από έναν συγκεκριμένο τόπο της ολότητας. Εδώ αναχωρούμε από έναν μοναδιαίο πόλο μα όχι απ’ την ολότητα. Δεν είναι και τόσο άσχημο, μα είναι κάπως άβολο.

Σημειώσεις:
1. Michel Koko­reff et Didier Lapey­ron­nie, Refaire la cité, l’avenir des ban­lieues, Ed. Le Seuil.