Κομμάτια από μια αντιπαράθεση εντός των AngryWorkers σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία

AngryWorkers1

το κείμενο σε pdf

Το παρόν είναι μια υποκειμενική σύνοψη συζητήσεων που κάνουμε στους AngryWorkers σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Οι συζητήσεις είναι αρκετά έντονες, συναισθηματικές και προσωπικές, σε διάφορα σημεία. Θα προσπαθήσω να ιχνηλατήσω μερικά από τα αμφιλεγόμενα σημεία όσο το δυνατόν καλλίτερα και προσκαλώ άλλους συντρόφους να σχολιάσουν.

Πριν κοιτάξουμε τα ανοιχτά και αμφιλεγόμενα ζητήματα, υπάρχουν και ζητήματα πάνω στα οποία συμφωνήσαμε. Συμφωνήσαμε ότι θα πρέπει να κάνουμε ότι καλλίτερο μπορούμε για να υποστηρίξουμε τους αντιπολεμικούς διαδηλωτές και λιποτάκτες στη Ρωσία, να υποστηρίξουμε εργάτες στη Ρωσία που κατεβαίνουν σε απεργία ενάντια στις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου, και πρόσφυγες από την Ουκρανία που θέλουν να ξεφύγουν από τον πόλεμο. Θέλουμε να υποστηρίξουμε όλους αυτούς τους εργάτες που αρνούνται να χειριστούν ματωμένα εμπορεύματα, όπως οι λιμενεργάτες στο Ηνωμένο Βασίλειο που αρνήθηκαν να ξεφορτώσουν πετρέλαιο από το ρωσικό κράτος. Αυτός είναι ο λόγος που προσυπογράψαμε το κάλεσμα από την Πλατφόρμα για μια Διεθνική Κοινωνική Απεργία ως μια ελάχιστη, κάπως πασιφιστική, πλατφόρμα κοινής δράσης, και ελπίζουμε να συνεργαστούμε στην πράξη.

Όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε τα αμφιλεγόμενα ζητήματα, βοηθά ίσως να κοιτάξoυμε ποια πιστεύαμε ότι ήταν η κοινή μας θέση σχετικά με τους καπιταλιστικούς πολέμους και πώς αυτή η υποτιθέμενη κοινή θέση συγκρούστηκε με την συγκεκριμένη κατάσταση του πολέμου στην Ουκρανία. Νομίζω ότι είναι δίκαιο να πούμε πως γενικά υποθέτουμε ότι οι “εργάτες δεν θα πρέπει να πολεμούν στον πόλεμο των αφεντικών τους” και ότι, παρ’ όλο που πρόκειται για μια πολύ αμβλεία λεκτική έκφραση, “κανένας πόλεμος εκτός από τον ταξικό πόλεμο” θα μπορούσε να εκφράσει την γενική πολιτική μας θέση. Κουβαλάμε ακόμα ψήγματα από τον ομφάλιο λώρο που μας συνδέει με τα παρασκήνια του Zimmerwald και άλλων κομμουνιστών διεθνιστών του παρελθόντος.

Νομίζω ότι είμαστε σε μια ανάλογη κατάσταση όταν έρχεται το θέμα στην κατανόηση της μεγαλύτερης εικόνας για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ξέρουμε για την επέκταση του ΝΑΤΟ και τις προσπάθειες του αμερικανικού κράτους να βάλει μια σφήνα ανάμεσα στην Ρωσία, την Κίνα και την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Ξέρουμε για τη φιλοδοξία του ρωσικού κράτους να γίνει ο αστυνόμος του ανατολικού ημισφαιρίου, το χοντροκομμένο ολοκληρωτικό εξαγωγικό καθεστώς του. Δεν έχουμε καμμιά αφιβολία ότι αυτές όλες οι αντιπαλότητες, επιδεινωμένες από την παγκόσμια κρίση, ξετυλίγονται στην Ουκρανία.

Αλλά τι ακριβώς είναι ένας “πόλεμος των αφεντικών”; Και τι αξία έχει μια διεθνιστική αρχή όταν το χωριό σου βομβαρδίζεται από ένα ρωσικό τανκ; Σε ποιον βαθμό οι εργάτες στην Ουκρανία δεν έχουν παρά να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους ενάντια σε μια στρατιωτική επιδρομή; Προσεγγίσαμε αυτό το ερώτημα σε τρία βασικά επίπεδα.

Το πρώτο επίπεδο θέτει το ζήτημα με την πιο άμεση έννοια: άμεση αυτοάμυνα. Αναρωτηθήκαμε αν οι άνθρωποι έχουν μια πραγματική επιλογή σε σχέση με το αν πάρουν τα όπλα ή αν το να πάρουν όπλα δεν είναι κάτι που τους επιβάλλεται από την κατάσταση. Θα μπορούσαμε να πούμε στους ανθρώπους στο γκέττο της Βαρσοβίας, στην Σρεμπρένιτσα ή τη στιγμή μιας επίθεσης του ISIS να μην πάρουν τα όλα, επειδή τα όπλα τους μπορεί να δίνονται από εθνικιστές ή ότι η αντίστασή τους ευθυγραμμίζεται με τα συμφέροντα μιας από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις; Υποθέτω ότι δεν μπορούμε. Αλλά, τότε, είναι (ή ήταν!) η κατάσταση στην Ουκρανία μια κατάσταση “πολέμα ή σκοτώσου”, με μια πολύ άμεση έννοια; Με την στρατηγική του ρωσικού κράτους να απεικονίζει την εισβολή ως μια “απελευθέρωση”, ευπρόσδεκτη από τους περισσότερους Ουκρανούς, το ουκρανικό κράτος έχει ένα συμφέρον να δείξει ότι υπάρχει αντίσταση. Ο θάνατος μερικών αμάχων θα είναι πολύ βολικό για να δειχτεί αυτό. Φλόγες πρέπει να τροφοδοτούνται και αυτό γίνεται εύκολα. Εκεί είναι ο κίνδυνος. Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να χαθεί μια ευκαιρία αδελφοποίησης με τους νεαρούς Ρώσους στρατιώτες από της εργατική τάξη. Οι εθνικιστικές συμμορίες ή ο τακτικός στρατός δεν θα έχουν κανένα ενδιαφέρον να δοκιμάσουν καν κάτι τέτοιο.

Το δεύτερο επίπεδο θέτει το ζήτημα της αυτοάμυνας με μια λιγότερο άμεση έννοια. Δεν θα βλέπαμε μια ίλη ρωσικών αρμάτων να κατευθύνονται προς την έδρα της κυβέρνησης στο Κίεβο σαν μια επίθεση στις μελλοντιές ελευθερόες των εργατών; Σαν άνθρωποι της εργατικής τάξης, θα ήταν καλλίτερο ίσως να ζούμε από την πλευρά των πραγμάτων της ΕΕ, με πρόσβαση σε καλλίτερες αγορές εργασίας και με περισσότερες ατομικές ελευθερίες (εκτός και αν, φυσικά, δουλεύεις σε χαλυβουργεία ή ανθρακωρυχεία που το πιθανότερο είναι να κλείσουν με την περαιτέρω φιλελευθεροποίηση της αγοράς). Αλλά αυτό δεν είναι απλά ένα ρητορικό ερώτημα: πολλοί εργάτες που έχουν αποφασίσει να πάρουν τα όπλα δεν το έχουν κάνει επειδή “θέλουν απλά να υπερασπιστούν τα σπίτια τους”, ούτε επειδή είναι βαθιά πορωμένοι2 εθνικιστές. Ξέρουν ότι η ζωή στην δυτική πλευρά του παραπετάσματος θα είναι καλλίτερη..

Ακόμα και από μια ευρύτερη πολιτική σκοπιά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το καλλίτερο δυνατό αποτέλεσμα του πολέμου, τόσο για την ντόπια όσο και για την διεθνή εργατική τάξη είναι η ήττα του ρωσικού κράτους ως του άμεσα επιτιθέμενου, η πτώση του Πούτιν. Δεν το λέω αυτό επειδή έχω ιδιαίτερη αγάπη για την ΕΕ, αλλά εξαιτίας αυτών που έγιναν πρόσφατα στο Καζακστάν, όπου τα ρωσικά τανκ χρησιμοποιήθηκαν για να κασταλεί μια λαϊκή εξέγερση. Και, φυσικά, στη Συρία. Αλλά το ερώτημα είνα, πώς μπορεί να ηττηθεί το ρωσικό κράτος;

Εδώ τα πράγματα αρχίζουν να διολισθαίνουν άσχημα. Ρεαλιστικά μιλώντας, το ρωσικό κράτος μπορεί να νικηθεί στρατιωτικά μόνο από τη στιγμή που ο ουκρανικός στρατός έχει μεγαλύτερη στρατιωτική υποστήριξη από το ΝΑΤΟ (κάτι που ήδη συμβαίνει) και κάτω από μια σοβαρή πυρηνική απειλή, που ενέχει το ρίσκο ο πόλεμος να μπει σε μια δίνη εκτός ελέγχου. Θα ενδυνάμωνε αυτό την παγκόσμια εργατική τάξη; Οι κυρώσεις είτε δεν θα έχουν αρκετά βαριές επιπτώσεις (ή, αν έχουν, τότε βασικά θα χειροτερέψουν τις συνθήκες για τους εργάτες στη Ρωσία3), ή, δεδομένης της ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία, θα επιβληθούν με μισή καρδιά από τα κράτη της ΕΕ (δηλαδή με “παραθυράκια”). Με αυτή την έννοια πολλοί αριστεριστές κάλεσαν γρήγορα για “ζώνες απαγόρευσης πτήσεων” ή πραγματική στρατιωτική υποστήριξη στον ουκρανικό στρατό. Αυτό συμπίπτει με τα συμφέροντα, για παράδειγμα, του καινούριου γερμανικού μιλιταρισμού στην μορφή της κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών-Πράσινων-Φιλελευθέρων που μόλις ψήφισε ένα πρόγραμμα επανεξοπλισμών ύψους 100 δις ευρώ. Προς ενημέρωσή σας, το Κόμμα των Πρασίνων είναι και πάλι στην κυβέρνηση, όπως και με τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. Η “εναλλακτική” στην άμεση εμπλοκή του ΝΑΤΟ είναι ένας μακρόσυρτος “σπιτικής κοπής” πόλεμος, με χιλιάδες θανάτους, που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μια αργή φθορά της ρωσικής πολεμικής προσπάθειας. Αλλά αυτή η “αντίσταση” θα είναι εντελώς στα χέρια των εθνικιστικών δυνάμεων. Ίσως να νικήσουν, σε ένα λουτρό αίματος – και πιθανόν να συμφωνήσουν σε μια διαιρεμένη Ουκρανία. Αυτή είναι μια μισή ήττα για τον Πούτιν και μια πλήρης ήττα για τον διεθνισμό της εργατικής τάξης.

Ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας είναι ένα καλό παράδειγμα για να κουβεντιάσουμε την κατάσταση στην Ουκρανία. Μερικοί από τους συντρόφους μας ήταν στενά εμπλεκόμενοι εκείνη την εποχή, προσπθώντας να οργανώσουν εργατική αλληλεγγύη στην πράξη. Είχαμε μια παρόμοια συσσώρευση/οικοδμόμηση/αύξηση της οικονομικής και πολιτικής ενθάρρυνσης των εθνικιστικών τάσεων στη Γιουγκοσλαβία, ιδιαίτερα μέσω της Γερμανίας και της Αυστρίας. Αυτή η υποκείμενη ιστορία συχνά ξεχνιέται και η εστίαση είναι στο “μαύρο κουτί” του πολέμου, των “εθνοτικών αντιθέσεων”. Αυτό επέτρεψε στην κυβέρνηση της Γερμανίας, στον υπουργό Εξωτερικών των Πρασίνων, να δικαιολογήσουν την στρατιωτική επέμβαση ως ενός τρόπου “αποτροπής ενός νέου Άουσβιτς”. Αριστερό κάλυμμα για βάρβαρη φιλελευθεροποίηση της αγοράς. Οι εθνοτικές σφαγές δεν αποτράπηκαν στην πραγματικότητα, αλλά μερικά από τα κράτη της πρώην Γιουγκοσλαβίας είναι τώρα μέλη της ΕΕ, που παρέχουν φθηνή εργασία ή παρέχουν τόπους για επικερδείς επενδύσεις. Από την σκοπιά των “μεμονωμένων” εργατών, τουλάχιστον στην Κροατία ή τη Σλοβενία, οι συνθήκες ζωής τους ίσως να είναι καλλίτερες τώρα από ό,τι κάτω από την “Γιουγκοσλαβική” εξουσία, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά – αλλά με ποιο κόστος, αν το δούμε σε μια προοπτική; Χιλιάδες σκοτώθηκαν, βάθεμα των εθνικιστικών διαιρέσεων εντός της εργατικής τάξης της περιοχής…;

Υπάρχει μια συγκεκριμένη πτυχή “αντικειμενικού προοδευτισμού” εντός της αριστεράς που αντηχεί επίσης εντός των AngryWorkers. “Η ήττα του ρωσικού κράτους θα είναι αντικειμενικά καλλίτερη για την ευρύτερη εργατική τάξη. Η ΕΕ είναι καλλίτερη από μια οπισθοδρομική δικτατορία. Το να είναι μέρος ενός αναπτυγμένου οικονομικού μπλοκ με ένα ευρύτερο φάσμα δημοκρατικών δικαιωμάτων ευνοεί τη δυνατότητα για την εργατική τάξη να δώσει μελλοντικούς αγώνες. Στην απουσία επανάστασης, οι εργάτες θα έπρεπε να “κολλήσουν” στο καπιταλιστικό μπλοκ που παρέχει μια καλλίτερη βάση για μελλοντικούς αγώνες”. Δεδομένης της έλλειψης ενός ανεξάρτητου εργατικού κινήματος, αυτός ο τρόπος σκέψης είναι ελκυστικός. Το πρόβλημα είναι ότι μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αποτρέπει την εργατική τάξη να αναπτύξει την απαιτούμενη ανεξαρτησία. Τι άλλο συνέβη το 1914; Το SPD επιχειρηματολόγησε ότι ένας πόλεμος εναντίον του Τσάρου θα διευρύνει τον στόχο ενός σύγχρονου εργατικού κινήματος και ότι θα έπρεπε να εγκριθούν οι πολεμικές πιστώσεις – με έναν τρόπο αυτό δεν είναι προδοσία, αλλά απλά ένα παράδειγμα του να τραβάει κανείς αυτή την πολιτική προσέγγιση στην πρακτική της συνέπεια. Αυτό έχει επαναληφθεί από διάφορες “απελευθερώσεις, όπου οι εργάτες έπρεπε να συνταχθούν με “προοδευτικά” τμήματα της αστικής τάξης, από την αποκαλούμενη Ανεξαρτησία της Ινδίας μέχρι τους αντιαποικιοκρατικούς αγώνες στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Πιο πρόσφατα συνάντησα παρόμοια επιχειρήματα στη διάρκεια του πολέμου του Κόλπου από τις ΗΠΑ το 1990/91. “Προοδευτικοί” Γερμανοί αριστεριστές ισχυρίστηκαν ότι ο Σαντάμ είναι ένας τρελός, αντισημίτης και μαζικός δολοφόνος (που ήταν!) και ότι οι ΗΠΑ εξαπλώνουν τον αναπτυγμένο καπιταλισμό σε ολόκληρο τον κόσμο, που αποτελεί το μοναδικό υλικό έδαφος για να σκεφτούμε τον κομμουνισμό. Συνεπώς, το ειρηνιστικό κίνημα ήταν μικροαστικό και θα έπρεπε να σταματήσουμε την κατάληψη του σχολείου μας.

Αλλά, πάλι, η κατάσταση στην Ουκρανία είναι διαφορετική. Εδώ είναι που “μπαίνει στο παιχνίδι” το τρίτο επίπεδο της αντιπαράθεσης. Ρωτήσαμε τους εαυτούς μας αν στην ίδια την (ένοπλη) αντίσταση, τόσο στο επίπεδο της άμεσης όσο και της ευρύτερης πολιτικής αυτοάμυνας, υπάρχει χώρος να αναπτύξουμε εμπειρίες αλληλεγγύης και αντιεξουσιαστικής κοινότητας. Και ακούμε πολλά σχετικά με την υποστήριξη της γειτονιάς, για δράσεις αλληλεγγύης μεταξύ ανθρώπων που δεν γνωρίζονται και για τη δημιουργία ανεξάρτητων μονάδων μάχης. Το ερώτημα εδώ είναι αν υπάρχει μια υλική και πολιτική βάση/θεμέλιο ώστε αυτούς τους χώρους να μην τους καταπιεί ο Ουκρανικός εθνικισμός, η μαφία, οι ισχυροί, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Από πού προέρχονται τα όπλα, ποιοι έχουν την πολεμική εμπειρία; Οι σύντροφοί μας από την Πολωνία αναφέρουν ότι οι τιμές για τα όπλα και εξοπλισμό, όπως κράνη, έχουν ανέβει κατακόρυφα – πολύ λίγες πιθανότητες υπάρχουν για ανεξάρτητο επανεξοπλισμό. Οι φασιστικές παραστρατιωτικές μονάδες του τάγματος Αζόφ έχουν ενσωματωθεί στον τακτικό στρατό και λαμβάνουν σύγχρονο εξοπλισμό και οδηγίες από τα συνδεδεμένα με το ΝΑΤΟ κανάλια, που χρηματοδοτούνται από τους Ουκρανούς ολιγάρχες. Η “κοινότητα” μπορεί επίσης να πάρει διαμορφωθεί με μια διαταξική έννοια, με τους τοπικούς επιχειρηματίες να βοηθούν. Προσωπικά, πιστεύω ότι, χωρίς μια από πριν διαμορφωμένη ενότητα της εργατικής τάξης και χωρίς πολιτική καθαρότητα, δεν υπάρχει τρόπος αυτό το “αντιεξουσιαστικό” πνεύμα να αναπτυχθεί σε μια κατάσταση στην οποία η ισορροπία δυνάμεων να μην κλίνει εντελώς προς την πλευρά των δυνάμεων του ουκρανικού κράτους και των εθνικιστών. Εδώ δεν πρόκειται για την Ισπανία του 1936. Αλλά και έτσι ακόμα, ποτέ δεν έχει να κάνει και ούτε μπορούμε έτσι απλά να ξαπλώσουμε στην πολυθρόνα του ντεϊφιτισμού4 μας. Ίσως να πρέπει να αποδεχτούμε ότι η εργατική τάξη δεν θα ξαναχτίσει σταδιακά την δύναμή της μέσα από εργασιακές διεκδικήσεις αλλά πρέπει επίσης να ανασυντεθεί σε αυτές τις μπερδεμένες καταστάσεις…;

Ποια θα μπορούσε να είναι η εναλλακτική; Είναι ρεαλιστικό να συμβουλέψουμε τους εργάτες στην Ουκρανία απλά να αφήσουν το ρωσικό κράτος να επιβάλλει την κυβέρνηση-μαριονέτα του και μετά να πολεμήσουν για την ελευθερία τους με “όρους των εργατών”; Μπορείς έτσι απλά να ανασυγκροτηθείς κάτω από τις συνθήκες ενός ιμπεριαλιστικού αστυνομικού κράτους; Μήπως έχασες την ευκαιρία σου να αγωνιστείς για τον αναγκαίο χώρο ανάσας; Η ιστορία έχει παραδείγματα και για τα δύο. Υπήρξαν πολλά παραδείγματα που οι εργάτες κατάφεραν να πολεμήσουν ένα αστυνομικό κράτος με “τους δικούς τους όρους”, όπως στην Νότια Κορέα ή την Βραζιλία στη δεκαετία του 1980, χωρίς πολλές αιματοχυσίες και εθνικιστικές ανοησίες. Ίσως αυτό να είναι μέσα από το οποίο θα πρέπει να περάσουν οι εργάτες στην Ουκρανία, ίσως να πρέπει να χαμηλώσουν τους τόνους και να αντέξουν την καταιγίδα, μάλλον, παρά να ρισκάρουν την κλιμάκωση των πολεμικών επιχειρήσεων κάτω από την ηγεσία της εθνικής αστικής τάξης. Αλλά αυτή είναι μια υποθετική επιλογή, δεδομένης της απουσίας ενός συλλογικού υποκειμένου που θα μπορούσε να διαλέξει: ποιοι είναι “οι εργάτες στην Ουκρανία;” Ίσως, το γεγονός ότι περισσότερα από 2 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα να είναι μέρος αυτή της επιλογής.

Αν και αρχικά το ερώτημα “τι θα κάνατε εσείς αν είσασταν στην Ουκρανία” ήταν παραγωγικό, αυτά γρήγορα μεταβλήθηκε σε ένα κάπως αποπολιτικοποιημένο αδιέξοδο. Τι μπορείς να κάνεις αν δεν υπάρχει κίνημα της εργατικής τάξης στο πεδίο; Έτσι είναι που καταλήξαμε να υποστηρίζουμε τις γενικές “ειρηνευτικές” προσπάθειες, με ένα άβολο συμπλήρωμα “εργατική τάξη”. Προσωπικά, αναρωτήθηκα τι θα ήθελα να πω στους συναδέλφους μου σχετικά με τον πόλεμο, στο νοσοκομείο όπου εργάζομαι. Είχα μια συζήτηση με έναν χαμηλά αμοιβόμενο μεταφορέα από την Πολωνία ο οποίος είπε: “είναι καλό που η γερμανική κυβέρνηση ξοδεύει τώρα περισσότερα για τον στρατό. Είναι αναγκαίο στον κόσμο που ζούμε, μπορείς να το δεις στην Ουκρανία”. Το προσχέδιο φυλλαδίου που ακολουθεί είναι ένα νοητικό πείραμα: τι έχουμε να πούμε, όχι μεταξύ μας ή στους άλλους αριστεριστές, αλλά στους συναδέλφους μας; Ομολογουμένως, είναι ίσως αρκετά βαρετό στο διάβασμα, αλλά είναι επίσης μια έκφραση αντικειμενικής αδυναμίας. Πώς μπορούμε, πράγματι, να ξαναχτίσουμε πρακτικά τον διεθνισμό της εργατικής τάξης, πέρα από στείρες αρχές; Η αριστερά γλιστρά εύκολα στα δυο αντιτιθέμενα στρατόπεδα (υπέρ του Πούτιν/υπέρ της Ανεξαρτησίας), και οι αδύναμες φωνές, που καλούν για την ενότητα της εργατικής τάξης και την αλλαγή συστήματος, μόλις καν ακούγονται. Τι είδους δράσεις – αυτοάμυνας, υποστήριξης κλπ. – διευκολύνουν αυτές τις φωνές να ακουστούν και τι είδους δράσεις τις καταπνίγουν ή αντιτίθενται σε αυτές;

Προσχέδιο φυλλαδίου

Από την κρίση στον πόλεμο – Πώς να βρούμε μια διέξοδο;

Όπως οι εργάτες παντού αλλού, έχουμε μόλις βγει από την πανδημία και είμαστε τώρα αντιμέτωποι με τον κίνδυνο της κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία. Έχουμε τους δικούς μας καθημερινούς αγώνες σε εξέλιξη που μας εξαντλούν. Μερικοί από εμάς έχουμε χάσει τις δουλειές μας στη διάρκεια της πανδημίας, άλλοι έχουμε εξανληθεί στη δουλειά, τώρα όλοι αντιμετωπίζουμε το αυξανόμενο κόστος ζωής. Έχουμε άραγε καν το μυαλό να σκεφτούμε σχετικά με τον πόλεμο;

Είτε το θέλουμε είτε όχι, συνδεόμαστε με αυτόν τον πόλεμο. Σαν άνθρωποι, που βλέπουμε άλλους να υποφέρουν. Σαν εργάτες που οι μισθοί τους κατατρώγονται από τις περαιτέρω αυξήσεις στην ενέργεια και τις τιμές των τροφίμων σαν αποτέλεσμα του πολέμου. Σαν πιθανά μελλοντικά θύματα αν τα πράγματα κλιμακωθούν περισσότερο. Αλλά με έναν τρόπο, είμαστε ακόμα πιο βαθιά δεμένοι σε αυτή την κατάσταση.

Σε μια κοινωνία στην οποία τα πάντα έχουν μια τιμή και πουλιούνται στην αγορά – από την εργασία μέχρι το φαγητό και τα όπλα – ο πόλεμος μπορεί να σημαίνει χρυσές δουλειές για κάποιους. Οι περισσότερες χώρες της ΕΕ εμπορεύονται όπλα με την Ουκρανία και, την ίδια στιγμή, φυσικό αέριο και πετρέλαιο με τη Ρωσία. Τα έθνη-κράτη ανταγωνίζονται σε αυτές τις αγορές και συχνά αυτός ο ανταγωνισμός γίνεται πόλεμος.

Ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία η δυνατότητα μιας καλής ζωής στρέφεται εναντίον μας. Οι νέες τεχνολογίες οδηγούν σε απώλεια θέσεων εργασίας και περισσότερο άγχος στη δουλειά, γιατί δεν χρησιμοποιούνται για το συμφέρον μας αλλά για τα κέρδη. Ενώ η φτώχεια αυξάνεται, δισεκατομμύρια δολλάρια, ευρώ και ρούβλια ξοδεύονται στις πολεμικές μηχανές. Πώς μπορούν αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία να υπερασπιστούν αυτή την τρέλα, που τους χαρίζει προνόμια και κέρδη; Δημιουργώντας εξωτερικούς εχθρούς. Οι εργάτες στη Ρωσία σίγουρα δεν είναι ευτυχισμένοι, ούτε οι εργάτες στην Ουκρανία. Αλλά αντί να ξεφορτωθούν τους εξουσιαστές τους βρίσκονται τώρα σε έναν πόλεμο.

Ήταν μια διεθνής εξέγερση εργατών που έβαλε τέλος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τώρα χρειαζόμαστε μια εξέγερση των εργατών για να αποτρέψουμε τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μπορούμε να υποστηρίξουμε τις γενναίες αδελφές και τους γενναίους αδελφούς μας στη Ρωσία που διαμαρτύρονται εναντίον του πολέμου, ρισκάροντας να συλληφθούν και να φυλακιστούν. Μπορούμε να υποστηρίξουμε τους χιλιάδες δασκάλους στη Ρωσία που αρνούναι δημόσια να διδάξουν την εκδοχή του Πούτιν για τον πόλεμο. Μπορούμε να υποστηρίξουμε τους εργάτες στη Ρωσία που αυτή τη στιγμή απεργούν εξαιτίας των απλήρωτων μισθών τους, αποτέλεσμα του πολέμου. Μπορούμε να υποστηρίξουμε τόσους λιμενεργάτες που αρνούνται να φορτώσουν πετρέλαιο από τη Ρωσία ή πυραύλους Cruise missiles για εξαγωγή στην Σαουδική Αραβία.

Η καλλίτερη υποστήριξη είναι να αγωνιστούμε για μια καλλίτερη κοινωνία εδώ, εδώ που ζούμε. Χρειαζόμαστε μια κοινωνία αλληλεγγύης και συνεργασίας, όπου θα είμαστε εμείς που αποφασίζουμε πώς και τι παράγουμε για μια καλλίτερη ζωή, όχι οι αγορές, τα κέρδη και οι πολέμαρχοι. Να σταθούμε μαζί, ενάντια στις εξώσεις, τις περικοπές μισθών, τις απελάσεις και τις άλλες επιθέσεις που δεχόμαστε σαν εργάτες!

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: “…deep-rooted blood-and-soil”.

3 Στμ. Και όχι μόνο, φυσικά!

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: defeatist (συχνά αποδίδεται και στα Ελληνικά ως ντεϊφιτισμός, φυσικά από το αγγλικό defeat). Ως ντιφιτισμός δεν εννοείται ως ηττοπάθεια αλλά ως επαναστατική “ηττοπάθεια”, δηλαδή ως η άποψη (κυρίως αποδιδόμενη στον Λένιν) ότι το προλεταριάτο δεν μπορεί να νικήσει ή να αποκομίσει κέρδη σε κάποιον καπιταλιστικό πόλεμο και ότι ο πραγματικός εχθρός είναι οι ιμπεριαλιστικές και καπιταλιστικές δυνάμεις. Συνεπώς οι προλετάριοι έχουν να κερδίσουν περισσότερα από την ήττα του έθνους τους αν ο καπιταλιστικός πόλεμος μετατρεπόταν σε εμφύλιο πόλεμο και στη συνέχεια σε διεθνή επανάσταση. Από αυτή την άποψη ο ντιφιτισμός σημαίνει ουσιαστικά την επιδίωξη της νίκης του προλεταριάτου μέσα από την ήττα των εθνικών στρατών και αστικών τάξεων.

Raffaele Sciortino – Η θερμοκρασία του συστήματος: Πόλεμος και “απόψυξη” στην παγκόσμια κρίση

Raffaele Sciortino1

το κείμενο σε pdf

Ο κόσμος που γνωρίζαμε πριν από τις 24 Φεβρουαρίου του 2022 δεν υπάρχει πια σήμερα.

Είναι στη βάση αυτής της παρατήρησης, τρομακτικά καθαρής, που θελήσαμε να οργανώσουμε στις 2 Απριλίου, στην Μοντένα, μια στιγμή συζήτησης για τον κόσμο του αύριο, τον πόλεμο στην Ευρώπη και την μοίρα της παγκοσμιοποίησης, συζήτηση από την οποία ξεκινάμε σήμερα να αναφέρουμε κάποιες παρεμβάσεις. Δύο ξεχωριστοί καλεσμένοι: Raffaele Sciortino, συγγραφέας του The Ten Years That Shaken the World. Global crisis and geopolitics of neopopulism” [“Τα Δέκα Χρόνια που Συντάραξαν τον Κόσμο. Παγκόσμια κρίση και γεωπολιτική του νεολαϊκισμού”] (Asterios 2019), καθώς και πολλών άλλων συνεισφορών, και ο Silvano Cacciari, εκδότης τουCodice Rosso” [“Κόκκινος Κώδικας”] στο Λιβόρνο κσι συγγραφέας του Finance is war, money is a weapon” [“Η οικονομία είναι πόλεμος, το χρήμα είναι ένα όπλο”] (αναμένεται να εκδοθεί σύντομα από τις εκδόσεις La Casa Usher). Μια συζήτηση, λοιπόν, υψηλού επιπέδου – όλα ή τίποτα, άλλωστε θα έπρεπε να μας έχετε μάθει πλέον -, για να καταλάβουμε ποια είναι η “θερμοκρασία” του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, χωρίς την υπερθέρμανση του πλανήτη και τα “κλείστε τα κλιματιστικά”· ένα “τεστ πυρετού” για μια φάση που ήδη, πριν τον Ουκρανικό “πυρετό”, έμοιαζε να “καίει”, [φάση] που η έλλειψη μιας νέας ένοπλης σύγκρουσης μέσα στην Ευρώπη, ανάμεσα σε παράγοντες και παγκόσμιες δυνάμεις στο χείλος μιας νευρικής κατάρρευσης, δεν μπορεί παρά να “συνοδεύσει” (δες παράθεμα) στο ακραίο σημείο της σύντηξης.

Δεν μας ενδιαφέρει να επαναλάβουμε το χρονικό του πολέμου ή να δώσουμε κρυστάλλινες πολιτικές ενδείξεις. Το κίνητρό μας, προς το παρόν, είναι το επείγον της οικειοποίησης της πολυπλοκότητας των τάσεων, τροχιών και σεναρίων. Παρ’ όλο που (μέχρι τώρα) η κρίση εντοπίζεται στην Ουκρανία, ξεδιπλώνεται σε αρκετά επίπεδα – στρατιωτικό, οικονομικό, γεωπολιτικό – τα οποία αγκαλιάζουν ολόκληρο τον κόσμο, τόσο τον φυσικό όσο και τον άυλο· που αμφισβητούν την ηγεμονία του δολλαρίου, την άνοδο της Κίνας, την παρακμή της Δύσης – αν και κοιτάζοντας πιο προσεκτικά, υπάρχουν αρκετοί Δυτικοί, και αυτή η κρίση αναδεικνύει τα διαφορετικά συμφέροντά τους: Ευρώπη, Δύση και Ανατολή, η Μεσόγειος, η Ευρασιατική Ρωσία, η Βρετανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το υπόλοιπο της Αγγλοσφαίρας, κοκ. Είναι όλοι παράγοντες που παίζουν παιχνίδια σε διαφορετικά επίπεδα: πολύ επικίνδυνα παιχνίδια, στα οποία φωτιά και σίδερο, όπως και η πυρηνική ενέργεια, παίζονται αδιάκριτα στο “πετσί” μας2.

Συνοψίζοντας, το μεγάλο ερώτημα είναι να κατανοήσουμε τι θα συμβεί με την παγκοσμιοποίηση που έχουμε δει και βιώσει από την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης γύρω στο 1991 – στα μισά του δρόμου ανάμεσα στην κρίση της δεκαετίας του 1970 και αυτήν του 2008. Κατά τη γνώμη μας, η παρούσα κρίση είναι επίσης μια από τις μακροχρόνιες πτυχές αυτής της διάλυσης, μια από τις μακροχρόνιες συνέπειές της, που βάθυνε με την ρήξη του 2008 και την οποία η πανδημία του Covid απλά επιτάχυνε3.

Οπότε, τι θα συμβεί με τον κόσμο στον οποίο κατοικούμε μέχρι τώρα; Αυτός είναι ο λόγος που θέλουμε να συνδέσουμε τον πόλεμο – που, μετά από δεκαετίες, έχει ως επίκεντρό του την Ευρώπη (έστω και αν, στην πραγματικότητα, ήταν ήδη εκεί τη δεκαετία του 1990 με τον πόλεμο στα Βαλκάνια, έστω και αν έχουμε μια μικρή τάση να ξεχνάμε), αλλά θα μπορούσε πράγματι να ενταθεί και να γίνει παγκόσμιοςμε την μοίρα του παγκόσμιου συστήματος, που είναι το μεγάλο ερωτηματικό.

Το μόνο πράγμα που είναι σίγουρο, κατά την άποψή μας, είναι ότι πορευόμαστε προς μια καινούρια παγκόσμια αταξία. Την αποκαλούμε, όχι τυχαία, ως νέα “εποχή αναταράξεων”. Εναπόκειται σε μας να το κατανοήσουμε αυτό, και να μπορέσουμε να προβλέψουμε τον κόσμο του αύριο από μια προκατειλημμένη σκοπιά ή, τουλάχιστον, μια σκοπιά αυτόνομη από τις κυρίαρχες αφηγήσεις, προπαγάνδα και “γενικά συμφέροντα” που συμπυκνώνονται καθημερινά από τους διάφορους συντάκτες, τις εφημερίδες και εκπομπές γνώμης, που μας βομβαρδίζουν – μεταφορικά, φυσικά, αλλά με αντίστοιχο αφανισμό των ικανοτήτων και της υποκειμενικότητάς μας. Πάντα καθοδηγούμενοι από κακές προθέσεις, με τον δικό μας ρόλο ακόμα να πρέπει να χτιστεί. Ας στρέψουμε λοιπόν το βλέμμα μας στην άβυσσο χωρίς φόβο: είναι ζήτημα χρόνου πριν κοιτάξει η άβυσσος εμάς.

Raffaele Sciortino

Προσπαθώντας να μην μακρηγορήσω σήμερα, θα ήθελα να θίξω τρία σημεία, τρεις σκέψεις, και ουσιαστικά θα θέσω ένα από αυτά: ποια είναι η θερμοκρασία του παγκόσμιου συστήματος, καταρχάς από μια οικονομική σκοπιά και, στη συνέχεια, από μια γεωπολιτική και κοινωνική. Οι δυο άλλες σκέψεις είναι οι εξής: η πρώτη, που νομίζω ότι την μοιράζονται βασικά οι παρόντες, είναι ο υπερκαθορισμός αυτής της σύγκρουσης – η οποία προφανώς βλέπει την Ρωσία και την Ουκρανία στο προσκήνιο – από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιτρέψτε, έτσι, να κάνω έναν σύντομο πρόλογο.

Τυχαίνει να έχω διαβάσει πρόσφατα τον Günther Anders, το κείμενό του Άνθρωπος4 είναι ξεπερασμένο. Στοχαζόμενος πάνω στην τυφλότητα της ανθρωπότητας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μπροστά στην πιθανή Αποκάλυψη, δηλαδή την βόμβα και την πυρηνική αυτοκαταστροφή, ο συγγραφέας κάνει σε μια συγκεκριμένη στιγμή μια σκέψη που την πετάει κάπως “στον αέρα”. Λέει ότι η δύναμη ενός σχεδίου έγκειται όχι τόσο στις απαντήσεις που δίνει αλλά στις ερωτήσεις που καταπνίγει, που δεν αφήνει να “βγουν έξω”. Τώρα, αν αντί για τη λέξη “σχέδιο” βάλουμε τις λέξεις “ήπια αμερικανική ισχύς” – με άλλα λόγια ένα από τα πιο θεμελιώδη αποτελέσματα της αμερικανικής αυτοκρατορικής ηγεμονίας στις πρόσφατες δεκαετίες – μου φαίνεται μάλλον ότι, αν και σε εμβρυακή μορφή, με έναν αντιφατικό τρόπο, σαν να λέμε καταπνιγμένες, πολλές ερωτήσεις έρχονται στην επιφάνεια. Όχι τόσο, μόνο, έξω από τη Δύση, όπου αυτό είναι αρκετά προφανές, αλλά και στη Δύση και μεταξύ των απλών ανθρώπων (δεν χρειάζεται να μιλήσουμε εδώ για πολιτική υποκειμενικότητα). Και το ερώτημα είναι: ποιος είναι ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών σε αυτά που συμβαίνουν; Και δεν είναι αυτός ο ρόλος θεμελιώδης, ίσως ακόμα και πρωτεύων; Αυτή είναι η πρώτη σκέψη που υποβάλλω σε σας για τη συζήτηση που θα ακολουθήσει.

Το δεύτερο σημείο είναι αυτό που θα θέσω, δηλαδή η παγκόσμια θερμοκρασία του παγκόσμιου συστήματος και, συνεπώς, η σοβαρότητα αυτής της κατάστασης. Και πάλι, δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποιο βαθμό, αλλά είμαστε σίγουρα σε ένα σημείο καμπής, όπως είπαμε πριν. Και ένα τρίτο ερώτημα που θα ήθελα να εγείρω είναι πώς είναι δυνατόν, κάτω από ποιες συνθήκες, σε ποια βάση, να οικοδομήσουμε ένα αντιπολεμικό κίνημα. Με άλλα λόγια, ποιες είναι οι δυσκολίες (επίσης, αλλά όχι πρωτίστως, υποκειμενικές) που προκύπτουν από την κατάσταση που προσπαθούμε να συλλάβουμε στην ολότητά της.

Εδώ θα ήθελα να εμβαθύνουμε περισσότερο μαζί – να εμβαθύνουμε είναι μια μεγάλη κουβέντα· ας πούμε καλλίτερα να επεξεργαστούμε – στην σκέψη ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι η precipitate μιας γενικότερης κατάστασης η οποία, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, πάει πίσω τουλάχιστον στην λεγόμενη οικονομική κρίση του 2008. Τώρα, για να είμαι όσο πιο συνοπτικός γίνεται και ελπίζω όχι τόσο διδακτικός, θα έλεγα ότι η κρίση που ξέσπασε το 2008 με το επίκεντρό της στις Ηνωμένες Πολιτείες, και η οποία είναι οικονομική μόνο επιφανειακά, είναι στην πραγματικότητα μια συστημική κρίση.

Από τις απαντήσεις που δόθηκαν στην κρίση αυτή από το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, από το αμερικανικό κράτος και, στη συνέχεια, από έναν καταιγισμό από κάθε πιθανό παγκόσμιο παίκτη, η κρίση ουσιαστικά “πάγωσε”. Όμως, ήταν παγωμένη έχοντας, παρ’ όλα αυτά, πυροδοτήσει δυο θεμελιώδεις διαδικασίες, από τις οποίες η πρώτη είναι το αντικείμενο μιας έντονης γεωπολιτικής precipitation. Η πρώτη διαδικασία είναι αυτό που ο Economist (η βίβλος του παγκόσμιου καπιταλισμού από τα μέσα του 19ου αιώνα) ονόμαζε παγκοσμιοβράδυνση5. Η ανοδική παγκοσμιοποίηση των τουλάχιστον 30 προηγούμενων χρόνων, ακόμα και προν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, δεν είχε υποστεί καμμιά διακοπή, τουλάχιστον στους τρεις βασικούς δείκτες της, δηλαδή στο παγκόσμιο εμπόριο σε σχέση με το καθαρό ετήσια παραγώμενο παγκόσμιο προϊόν, την εδραίωση παγκοσμίων και καθαρά επιμελητειακών αλυσίδων παραγωγής, και στις ξένες επενδύσεις. Μέχρι τώρα, δεν είχε υπάρξει πραγματική επιβράδυνση, αλλά μπορούμε σίγουρα να δούμε μια επιβράδυνση στους δείκτες ανάπτυξης. Είμαστε, επομένως, μάρτυτες μιας “παγκοσμιο-βράδυνσης”, μιας παγκοσμιοποίησης που επιβραδύνεται.

Την ίδια στιγμή, στο επίπεδο της παραγωγής και, γενικότερα, στο επίπεδ της ικανότητας της επανεκκίνησης της καπιταλιστικής συσσώρευσης και συνεπώς της μηχανής κέρδους, με πάνω και κάτω και σε προφανώς διαφοροποιημένες καταστάσεις, σε σχέση με τη Δύση (η κατάσταση στην Ανατολική Ασία και την Κίνα, ιδιαίτερα, είναι διαφορετική), έχουμε δει ουσιαστική στασιμότητα. Ο όρος δεν είναι ιδιαίτερα ακριβής επειδή οι καταστάσεις διαφέρουν ανάμεσα στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς και εντός της Ευρώπης· αλλά αυτό που λέμε ουσιαστικά είναι μια καταπνιγμένη ανάπτυξη και ακόμα περισσότερο μια ανικανότητα εκκίνησης της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτό συμβάδιζε, όπως ένα αποτέλεσμα που γίνεται αιτία, με αυξανόμενη χρέωση ενισχυόμενη (ακριβώς για να μπλοκάρει τα διαλυτικά οικονομικά και, στην συνέχεια, κοινωνικά και πολιτικά αποτελέσματα της παγκόσμιας κρίσης) από τις κεντρικές τράπεζες, ιδιαίτερα την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, και στη συνέχεια ακολουθούμενη από τις κεντρικές τράπεζες της Ιαπωνίας και της Βρετανίας και τέλος, πιο πρόσφατα, από την ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), με επικεφαλής τότε τον Ντράγκι.

Αυτή η υπερχρέωση δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία του καπιταλισμού και ενισχύθηκε περαιτέρω στη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας. Οι ισολογισμοί των κεντρικών τραπεζών έχει φτάσει σε αδιανόητα επίπεδα, για παράδειγμα αυτό της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (δεν μπορώ να θυμηθώ το ακριβές νούμερο τώρα), το οποίο είναι ανάμεσα στα 5 και 7 τρισεκατομμύρια δολλάρια, ισοδύναμα ανάμεσα στο 1/3 και το μισό του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Αυτό – και δεν είναι ένα σημείο στο οποίο μπορούμε να επεκταθούμε εδώ – δεν είναι προφανώς χωρίς συνέπειες για το φαινόμενο που έχει ξεσπάσει εδώ και ενάμιση χρόνο (την αποκαλούμενη μετα-πανδημική “ανάκαμψη”), δηλαδή τον πληθωρισμό.

Λοιπόν, το απλό γεγονός της επίκλησης αυτών των μακρο-διαδικασιών μας δείχνει ότι αυτό που ήταν η παγκοσμιοποίηση τα τελευταία τριάντα χρόνια δεν μπορεί να μην έχει περάσει από ρωγμές, ακόμα-ακόμα και πραγματικές ρήξεις – συνυπολογίζοντας επίσης το γεγονός ότι στα δέκα χρόνια ανάμεσα στο 2008 και το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης, η Κίνα παρενέβη, αν όχι για να σώσει την παγκόσμια οικονομία και τη Δύση, τουλάχιστον για να λειτουργήσει ως βαλβίδα ασφαλείας για τις δυσκολίες της οικονομίας. Αλλά ας κάνουμε ένα βήμα πίσω.

Τι ήταν η παγκοσμιοποίηση; Ή, μάλλον, τι συγκροτούσε αυτές τις συναρθρώσεις που κατέληξαν στην καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ παγκοσμιοποίηση – γεωπολιτικά, κοινωνικά και σε όρους της ταξικής πάλης, και στενά οικονομικά;

Υπάρχουν τρεις τουλάχιστον μείζονες διαδικασίες πίσω από αυτές. Η πρώτη είναι μια γεωπολιτική διαδικασία, που περιγράφει την επαναπροσέγγιση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, που έλαβε χώρα από την αρχή της δεκαετίας του 1970 στη διάρκεια της μετάβασης από τον Μάο στον Ντενγκ, με άλλα λόγια σε μια περίοδο που οι Ηνωμένες Πολιτείες διέρχονταν μια μείζονα κρίση οφειλόμενη επίσης στην ήττα τους στο Βιετνάμ και στους κοινωνικούς αγώνες του “μακρόχρονου 1968”.

Από μια αυστηρά οικονομική και νομισμαστική σκοπιά, είναι κρίσιμη η αποσύζευξη του δολλαρίου από τον χρυσό το 1971, γεγονός που πυροδότησε την διακύμανση των νομισμάτων χωρίς, ας πούμε, μια “φυσική” βάση. Για να συνοψίσουμε, στον μεταπολεμικό – μετά τον Δεύτερο ΠΠ – καθεστώς του Bretton Woods, ο στενός και σταθερός σύνδεσμος ανάμεσα στο δολλάριο και τον χρυσό, πάνω στον οποίο βασίζονται όλα τα άλλα νομίσματα, είχε κάνει το δολλάριο το αποθεματικό νόμισμα του κόσμου και το διεθνές μέσο πληρωμών. Όμως, μετά το 1971, το δολλάριο ακολούθησε μια τροχικά και ορμή “ακορντεόν”: γιατί η αποσύζευξη του από τον χρυσό επέτρεψε στην Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ να τυπώνει χρήμα κατά βούληση, με βάση τις γεωστρατηγικές ανάγκες των Ηνωμένων Πολιτειών, μερικές φορές τυπώνοντας χρήμα, μερικές άλλες τραβώντας τα λουριά και σφίγγοντάς τα. Στην πρώτη περίπτωση, η ανταλλαγή της παγκόσμιας παραγωγής με δολλάρια, επέτρεψε στις ΗΠΑ έναν έλεγχο μέσω αυτής της διαδικασίας, μια κυριαρχία πάνω σε ένα καλό μερίδιο της παγκόσμια παραγώμενης αξίας· αντίστροφα, στη δεύτερη περίπτωση, σε διαφορετικές καταστάσεις, έκλεινε το ακορντεόν, για να το επαναενεργοποιήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, απέναντι σε ένα δολλάριο που αν είναι ιδιαίτερα πληθωριστικό κινδυνεύει να χάσει σε αξία (και έχασε κάποια). Μια συνήθης τακτική ήταν, για παράδειγμα, η αύξηση των επιτοκίων ώστε να προσελκύονται πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες κεφάλαια που κινδύνευαν να ρεύσουν σε άλλες χώρες. Προφανώς, το ζήτημα είναι πολύ πιο πολύπλοκο από αυτό που λέω εγώ εδώ, απλά λέγεται για να δωθεί μια ιδέα για το πώς αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε (και το οποίο είναι ένα χωρίς προηγούμενο φαινόμενο στην ιστορία του παγκόσμιου καπιταλισμού) οικονομικό ιμπεριαλισμό του δολλαρίου έχει διαμορφωθεί μετά τη δεκαετία του 1970.

Κυβερνώντας με το δολλάριο σήμαινε επίσης να κυβερνάς και τις ροές της παγκόσμιας αξίας μέσω του χρέους. Γιατί ένα ελεύθερα κυμαινόμενο δολλάριο, που τώρα γίνεται πληθωριστικό ή αποπληθωρίζεται με βάση τα εσωτερικά και διεθνή γεωπολιτικά και οικονομικά γεγονότα, έχει επιτρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες να συσσωρεύσουν ένα τεράστιο εωτερικό έλλειμα και ένα εξίσου τεράστιο εξωτερικό εμπορικό έλλειμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Εν ολίγοις, για πρώτη φορά έχουμε μια ηγεμονική οντότητα που διοικεί τον κόσμο με το χρέος, το δικό της χρέος6. Θα ήθελα απλά να σας υπενθυμίσω ότι μετά τον Πρώτο ΠΠ, και ακόμα περισσότερο μετά τον Δεύτερο, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο πρώτος πιστωτής των ισχυρών δυνάμεων της εποχής, των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, και ιδιαίτερα της ηγεμονικής δύναμης της εποχής εκείνης, της Μεγάλης Βρετανίας.

Το τρίτο μακρο-φαινόμενο που συνέβαλε στη γέννηση της παγκοσμιοποίησης, χωρίς να υπάρχει σε αυτό, θα λέγαμε, μια κοινή κατεύθυνση – πράγμα αδύνατο στον καπιταλισμό, εκτός και αν ακολουθεί κανείς θεωρίες συνωμοσίας – ήταν οι αγώνες του “μακρού 1968” και η απορρόφησή τους. Εδώ είναι σημαντική μια διευκρίνηση. Δεν είναι τόσο ότι ήταν απλά μια ήττα της ταξικής πάλης στη Δύση όπως αυτή εξελίχτηκε από τη δεκαετία του 1960 σε αυτήν του 1970. Υπήρξε, αν υπήρξε καθόλου, κάποια εξασθένιση της πάλης και κάποιες σημαντικές ήττες αλλά, πάνω απ’ όλα, ήταν η απορρόφηση των αιτημάτων του 1968 – εκείνων των ελευθεριακών αιτημάτων και της αναζήτησης για αυτονομία που, εν μέρει, είχε επίσης κατευθυνθεί ενάντια στην εξάρτηση από τη μισθωτή εργασία – την οποία, με κάποιο τρόπο, η ανερχόμενη παγκοσμιοποίηση είχε καταφέρει να απορροφήσει, φέροντας και οδηγώντας τις σε παρακμή στο δικό της “γήπεδο”, με άλλα λόγια σε ώφελος μιας κατάρρευσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Αυτό, τώρα, εξηγεί επίσης, ή μπορεί να εξηγήσει ίσως κατά την άποψή μου, ένα άλλο φαινόμενο. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι ο νέος τύπος κυριαρχίας που είχαν εδραιώσει οι Ηνωμένες Πολιτείες στον κόσμο μετά τη δεκαετία του 1970, εξερχόμενες από την κρίση των “μακρών” δεκαετιών του 1960 και του 1980 – μια κυριαρχία, ας έχουμε υπόψιν, που είχε απαραίτητα ως έναν άλλο πυλώνα (προφανώς με ασύμμετρους όρους ισχύος και κέρδους) την Κίνα, δηλαδή το άνοιγμα των Δυτικών αγορών (πρωτίστως των Ηνωμένων Πολιτειών) στις κινεζικές εξαγωγές, κάτι που επέτρεψε την διεθνοποίηση της παραγωγής, την εδραίωση παγκοσμίων αλυσίδων παραγωγής, που έδωσαν τη δυνατότητα στην Κίνα να πραγματοποιήσει αυτή την απίστευτη άνοδο μέσα σε μόλις τριάντα χρόνια, που άλλες χώρες με ώριμο καπιταλισμό έχουν κάνει σε εκατό ή και εκατό πενήντα χρόνια. Αλλά πάντα με μια θέση εμφανώς ασύμμετρη, όχι από μια θέση κυριαρχίας, cependant celle de la Chine – λοιπόν, όπως είπα, είναι καθαρό ότι σε αυτή την αρχιτεκτονική, σε αυτό το παγκόσμιο σύνολο – χάρις στις δικές της αντιφάσεις όπως την λεγόμενη χρηματιστικοποίηση, δηλαδή το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν ακόμα αποβιομηχανοποιήσει το παραγωγικό τους πλαίσιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καταφέρει να αρπάξουν ένα καλό μερίδιο των παγκοσμίων ροών αξίας, υποτάσσοντας με έναν καινούριο και χωρίς προηγούμενο τρόπο. Χωρίς προηγούμενο γιατί στη δεκαετία του 1970 ο κόσμος θεωρούσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παράκμαζαν αναπόφευκτα, κάτι που δεν ίσχυε.

Είναι λοιπόν καθαρό ότι αυτή η πολύπλοκη αρχιτεκτονική που μόλις σκιαγράφησα – ελπίζω ότι δεν είναι ιδιαίτερα μπερδεμένη – άρχισε το 2008 να δείχνει τις ρωγμές της, τόσο εξαιτίας εσωτερικών αντιφάσεων αλλά και επειδή η Κίνα, σε ένα σημείο, εξυπηρέτησε στην εδραίωση αυτής της νέας αμερικανικής κυριαρχίας, αλλά πραγματοποίησε και την δική της οικονομική άνοδο7 και έτσι – με τα αυξανόμενα εισοδήματα, μισθούς και εσωτερικούς ταξικούς αγώνες στην Κίνα – άρχισε, με έναν τρόπο, αν όχι να απαιτεί τουλάχιστον να φιλοδοξεί για ένα μεγαλύτερο μερίδιο των παγκοσμίων κερδών.

Τι συνεπάγονταν όλα αυτά; Από την κινεζική πλευρά, την επίγνωση μεταξύ των ελίτ, στα ανώτερα κλιμάκια του κόμματος-κράτους, αυτής της ασύμμετρης, μη ισορροπημένης, εξαιρετικά μη ισορροπημένης σχέσης, που ουσιαστικά ήθελε και σήμαινε ότι η ανάπτυξη της Κίνας βασιζόταν εξ ολοκλήρου στις εξαγωγές προς τις Δυτικές αγορές. Με την κρίση, όμως, του 2008, αυτή η στρατηγική αποδείχθηκε να είναι ένα εξαιρετικά επισφαλές στοίχημα, που εξέπληξε τους Κινέζους ηγέτες και με την οποία σε έναν βαθμό έπρεπε να την αντιμετωπίσουν άμεσα. Για να μετριάσει την κρίση, η Κίνα επενέβη λοιπόν με μια τρελλή έκδοση ρευστότητας το 2009, και με τον τρόπο αυτό βοήθησε επίσης και τη Δύση. Αλλά το μοντέλο της οικονομικής της ανάπτυξης δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε συνεχή χρέωση, που θα μπορούσε να δημιουργούσει μια φούσκα ανάλογη με αυτή της Δύσης, η οποία θα προοριζόταν, αργά ή γρήγορα, να σκάσει, αφήνοντας πίσω νεκρούς και τραυματίες σε μια διαδικασία όπως αυτή των τελευταίων τριάντα χρόνων, που είναι μεν εξαιρετική αλλά, παρ’ όλα αυτά, γεμάτη με οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αντιφάσεις.

Έτσι, η Κίνα, αρχίζοντας λίγο-πολύ στον απόηχο της παγκόσμιας κρίσης, έχει βάλει μπροστά ένα σχέδιο, μια βιομηχανική πολιτική, μια οικονομική πολιτική που στοχεύει στην προαγωγή των αλυσίδων αξίας. Εν ολίγοις, είναι μια επαναεξισορρόπηση της εσωτερικής οικονομίας με τη σχέση της με τον εξωτερικό κόσμο. Πιο συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει να έχει μικρότερη εξάρτηση από τις εξαγωγές, ενίσχυση των εσωτερικών της αγορών, μικρότερη έκθεση στις Δυτικές οικονομικές παρορμήσεις και προβολή της ίδιας στο εξωτερικό με τους “Δρόμους του μεταξιού”. Προφανώς, σε όλα αυτά είναι ουσιώδες η Κίνα να κινηθεί σε μια τεχνολογικά πιο αναπτυγμένη παραγωγή, ιδιαίτερα σε μια περιοχή που υστερεί αρκετά, δηλαδή αυτών των μικροεπεξεργαστών. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η έμφαση δεν είναι τόσο και όχι μόνο στην ψηφιακή παραγωγή για μαζική κατανάλωση, αλλά στον σχεδιασμό, παραγωγή και στην μηχανική των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων που σχηματίζουν τη βάση αυτής της παραγωγής (που, φυσικά, είναι επίσης η βάση των στρατιωτικών τεχνολογιών).

Αυτό το κινεζικό σχέδιο επαναεξισορρόπησης, αν πετύχει, θα ήταν για τις αμερικανικές και δυτικές πολυεθνικές γενικά – και ιδιαίτερα για τον αμερικανικό έλεγχο μέσω του δολλαρίου – δεν θα πω το τέλος, επειδή δεν υπάρχει ούτε η πρόθεση αλλά ούτε η δυνατότητα, με δεδομένη την ισορροπία εξουσίας που έχουμε στην Κίνα, αλλά θα ήταν ένα πλήγμα. Είναι ακριβώς αυτή η υπόθεση που πυροδότησε την αμερικανική αντίδραση, σχεδιασμένη ήδη από την διοίκηση Ομπάμα και στη συνέχεια εγκαινιασμένη από τον λεγόμενο εμπορικό πόλεμο του Τραμπ. Ας μην ξεχνάμε ότι ο εμπορικός πόλεμος δεν έχει να κάνει στην πραγματικότητα με την επαναεξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου ανάμεσα στην Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, γιατί όπως και πριν, δεν είναι αυτό το ζήτημα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κυριαρχούν αθόρυβα τον κόσμο χρεωνόμενες. Το πρόβλημα είναι η διατήρηση της προτερότητας και της κυριαρχίας του δολλαρίου και η αποτροπή της Κίνας από το να ανελιχθεί τεχνολογικά σε υψηλότερα επίπεδα της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Και βλέπουμε πραγματικά ότι υπάρχει τέλεια συνέχεια μεταξύ της διοίκησης Τραμπ και Μπάιντεν. Ο Μπάιντεν απλά εκλέπτυνε αυτή τη στρατηγική, που πήρε τη μορφή της λεγόμενης επιλεκτικής τεχνολογικής αποσύζευξης. Με τον όρο αποσύζευξη εννοούμε την αποσύζευξη της Κίνας από την πρόσβαση σε κεφάλαια και προηγμένες Δυτικές τεχνολογίες, σε ένα διεθνές πλαίσιο στο οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες συνειδητά επιβάλλει τους ίδιους μηχανισμούς στις Δυτικές χώρες και στους συμμάχους τους στην Ασία (Ιαπωνία και Ταϊβάν).

Επιλεκτική” επειδή είναι προφανές ότι η πλήρης ρήξη με την Κίνα θα ισοδυναμούσε με το να σκότωναν οι Ηνωμένες Πολιτείες την κότα που κάνει τα χρυσά αυγά, κάτι που είναι, προς το παρόν, ούτε στα πλάνα ούτε εφικτό. Την ίδια στιγμή, γεωπολιτικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επαναπροσανατολιστεί προς την Άπω Ανατολή ξεκινώντας μια στρατηγική περικύκλωσης ή περαιτέρω περιορισμού της Κίνας, που το υπομόχλιό/fulcrum της είναι η Κινεζική Θάλασσα (Βόρεια και Νότια) και η Ταϊβάν. Αυτός είναι ο λόγος που ήθελαν αν όχι να “εγκαταλείψουν” τουλάχιστον να χαλαρώσουν την παρουσία τους στη Μέση Ανατολή και την ίδια στιγμή να αφήσουν το Αφγανιστάν και να ριχτούν σε αυτό το καινούριο στρατόπεδο.

Τώρα, τι δουλειά έχει η Ρωσία, η Ανατολική Ευρώπη και η κεντρική Ασία με όλα αυτά;

Πρώτα απ’ όλα, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι συγκεκριμένες στρατηγικές ντιρεκτίβες του Δρόμου του Μεταξιού διέρχονται από εκεί, κάτι που είναι θεμελιώδες για την Κίναι επειδή όντας περιορισμένη/narrow στη θάλασσα (απ’ όπου εξαρτάται, για παράδειγμα, για την άφιξη του αερίου, του πετρελαίου και όλων των εμπορικών εξαγωγών), επιδιώκει να κινηθεί διά της ξηράς μέσω της Κεντρικής και Νότιας Ασίας. Για αυτόν τον λόγο και μόνο η Ρωσία είναι κρίσιμη, και η ίδια η Ουκρανία είναι ένας σχεδιασμένος και βασικός κόμβος του Δρόμου του Μεταξιού. Αλλά, επίσης, και γιατί από μια πολιτική και γεωπολιτική σκοπιά, είναι φανερό ότι η Ρωσία έχει μια βασική τράπεζα στην Κίνα για να αντιστέκεται στην πίεση από το ΝΑΤΟ και τις Ηνωμένες Πολιτείες· και με τη σειρά της, η Κίνα έχει στη Ρωσία μια γεωγραφική ακτή και μια συμπληρωματική ακτή από οικονομική σκοπιά. Η Ρωσία εξάγει κυρίως αγροτικές και μεταλλευτικές πρώτες ύλες, και η Κίνα είναι το εργοστάσιο του κόσμου. Είναι γύρω από αυτή τη σχέση – όχι συμμαχία αλλά, παρ’ όλα αυτά, μια στρατηγική συνεργασία – που όλες αυτές οι περιοχές και εδαφικές λεκάνες, που δεν θέλουν να υποταχθούν πλήρως στις επιταγές της Ουάσινγκτον, μπορούν να αποκτήσουν βάρος.

Τώρα – και φτάνω με αυτό στο συμπέρασμα – εδώ αναδύεται η αντίφαση φάσης που προφανώς θα μας συνοδεύει για μερικές δεκαετίες αν δεν εκραγεί πιο πριν. Αυτή η αντίφαση προκύπτει από την ανάγκη, κατοπτρικ’η και ταυτόχρονα αντιθετική, για την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρήσουν την παγκοσμιοποίηση· και την ίδια στιγμή την ανάγκη να εφαρμόσουνσ στρατηγικές που υπονομεύουν την ίδια την παγκοσμιοποίηση, που συνεπώς τείνει προς μια κρίση και στη συνέχεια, πιθανόν, ακόμα και προς μια υποχώρηση, μια απο-παγκοσμιοποίηση8.

Τι λέω; Η Κίνα χρειάζεται η παγκοσμιοποίηση επειδή είναι σε ένα σταυροδρόμι. Πρέπει να συνεχίσει να εξάγει αγαθά, να ειάγει πρώτες ύλες από την άλλη πλευρά του πλανήτη αλλά, πάνω απ’ όλα, πρέπει να έχει πρόσβαση σε τεχνολογία και κεφάλαια που δεν κατέχει ακόμα. Το πρόβλημα είναι ότι η Κίνα θα ήθελε η παγκοσμιοποίηση να είναι λιγότερο ασύμμετρη, πιο πολυπολική και πολυμερής. “Μια άλλη παγκοσμιοποίηση”, όπως λέγαμε πριν από είκοσι χρόνια στο κίνημα κατά την παγκοσμιοποίησης· που προφανώς παράγει την πολύ δριμεία αντίδραση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, από την οποία έχουμε δει όμως και βλέπουμε μόνο την αρχή. Στην πραγματικότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγκάζονται να απαντήσουν με την αποσύζευξη, δηλαδή προσπαθώντας να απεμπλέξουν και να διαχωρίσουν την Κίνα από το παγκόσμιο πλαίσιο (μέσω κυρώσεων, δασμών και όλων αυτών που βλέπουμε), αλλά την ίδια στιγμή, είναι καθαρό ότι το ρίσκο σε αυτή την περίπτωση είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες να πυροβολούν τα ίδια τους τα πόδια. Με άλλα λόγια, να σταματήσουν, να διακόψουν αυτές τις ροές, αυτές τις αλυσίδες αξίας που, ουσιαστικά, είναι η πηγή της παγκόσμιας κυριαρχίας του δολλαρίου και συνεπώς της παγκόσμιας αυτοκρατορικής ηγεμονίας τους.

Συνεπώς, η αντίφαση έγκειται ακριβώς στην παραγωγή αποτελεσμάτων που αντιτίθενται σε αυτό που, επαναλαμβάνω, είναι κατοπτρικές και αντιτιθέμενες συνθήκες για την Κίνα – μια εναλλακτική και λιγότερο ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση, λιγότερο Δυτικο-κεντρική, με λιγότερο δολλάριο – και για τις Ηνωμένες Πολιτείες – η διακοπή των ροών με την Κίνα, η οποία στο μεταξύ έχει γίνει το παγκόσμιο εργοστάσιο χωρίς το οποίο, όπως έχουμε δει ήδη στη διάρκεια της πανδημίας, υπάρχει ένας κίνδυνος έμφραξης των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας. Την ίδια στιγμή, και εδώ είναι πραγματικά που θα φτάσω στο κλείσιμο, το θεμελιώδες πρόβλημα είναι επίσης ότι, στο μεταξύ, στον απόηχο της κρίσης, μέσω του χρέους και άλλων μηχανισμών, δημιουργήθηκε μια τεράστια φούσκα πλασματικού και κερδοσκοπικού κεφαλαίου το οποίο, για να επανεκκινήσει η συσσώρευση, θα πρέπει με κάποιο τρόπο να “ξεφουσκώσει” και μάλιστα αυτό πρέπει να γίνει βίαια. Και κοιτάξτε, με φαινόμενα όπως ο πληθωρισμός, οι πόλεμοι (με την καταστροφή που συνεπάγονται, κεφαλαίου και φυσικά ανθρώπινων ζωών) και πιθανόν περνώντας μέσα από τον στασιμοπληθωρισμό (με άλλα λόγια της παραγωγικής τελμάτωσης σε συνδυασμό με πληθωρισμό), θα φτάσουμε και πάλι σε μια μεγάλη ύφεση ή τουλάχιστον σε μια σημαντική ύφεση.

Όσον αφορά την Ευρώπη, διάβαζα τις τελευταίες λίγες μέρες τα δεδομένα για τη Γερμανία· η Ευρώπη είναι αυτή που επηρεάζεται περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος από αυτή την ουκρανική κρίση (αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι τόσο εύπορες σε όρους του πληθωρισμού) λοιπόν τεχνικά είναι ήδη σχεδόν μια ύφεση, ιδιαίτερα αν συγκρίνουμε τα δεδομένα με την περίοδο πριν την πανδημία, με το 2019. Θα είχαμε στη συνέχεια μια μεγάλη ύφεση που θα οδηγούσε σε υποτιμήσεις κεφαλαίου, κλείσιμο επιχειρήσεων, απολύσεις, καταστροφή: και η καταστροφή είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επανεκκίνηση της παγκόσμιας συσσώρευσης. Μόνο που, στο ενδιάμεσο, και συμβαίνει με τις κρίσεις, τους πολέμους όπου κάθε παράγοντας, ξεκινώντας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα ήθελε και θα προσπαθήσει να φορτώσει τα κόστη της υποτίμησης σε άλλους. Αλλά αυτό το έχουμε δει ήδη στην τωρινή κρίση: βλέπουμε καθαρά την στάση των Ηνωμένων Πολιτειών – να συνεχιστεί ο πόλεμος, η Ουκρανία πρέπει να νικήσει – και η ζημιά – τόσο με όρους τιμών της ενέργειας αλλά και με όλα αυτά που ρισκάρει η Ευρώπ – να φορτωθεί στους συμμάχους.

Έτσι, και εδώ θα τελειώσω, ίσως συμβεί (το μέλλον θα δείξει και ίσως ακόμα και το κοντινό μέλλον) ο πόλεμος στην Ουκρανία να είναι το πρώτο σημείο καμπής στην κατάσταση· ένα σημείο ξεμπλοκαρίσματος, “ξεπαγώματος” της κρίσης που προσπάθησα, ίσως με λίγο κακό τρόπο, να περιγράψω. Μια αντιστροφή κύκλου στην οποία, όχι τυχαία, γινόμαστε μάρτυρες μιας πολιτικής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας που σηματοδοτεί μια απόκλιση (αυτή τη στιγμή όχι ακριβώς 180 μοιρών, αλλά θα μπορούσε να φτάσει εκεί) από την πολιτική του “εύκολου χρήματος” όλων αυτών των χρόνων. Είναι πραγματικά η αύξηση των επιτοκίων με σκοπό της αποκατάσταση της δύναμης του δολλαρίου και την προσέλκυση και πάλι κεφαλαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες: είναι ξανά αυτό το φαινόμενο “ακορντεόν” για το δολλάριο για το οποίο μιλήσαμε παραπάνω. Ανάλογα, η ίδια αύξηση στις τιμές της ενέργειας τιμωρεί/πλήττει πολύ έντονα την Ευρώπη, όπως συνέβη και στη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης το 1973· αλλά στον βαθμό που η ενέργεια πωλείται και αγοράζεται σε δολλάρια, δεν πλήττει τις Ηνωμένες Πολιτείες (ή δεν θα την έπληττε στον ίδιο βαθμό χωρίς τον επακόλουθο πληθωρισμό). Επαναλαμβάνω, για όσο το δολλάριο παραμένει το διεθνές νόμισμα συναλλαγών.

Και εδώ, με αυτό που κάνει η Ρωσία (για παράδειγμα, ζητώντας το εμπόριο των ενεργειακών πρώτων υλών να πληρώνεται σε ρούβλια) και αυτό στο οποίο στοχεύει η Κίνα (δηλαδή, να αποδεσμευθεί λίγο από το δολλάριο and so on suite) για πρώτη φορά, ακόμα και αν αυτό προφανώς δεν θα έχει ακραίες συνέπειες στο άμεσο μέλλον, για πρώτη φορά το ταμπού κατονομάζεται, το ταμπού σπάζει.

Κάποιοι σκέφτονται μια παγκόσμια οικονομία που δεν θα υπάγεται πλέον στο δολλάριο, με άλλα λόγια σκέφτονται διαδικασίες απο-δολλαριοποίησης. Κανείς δεν ξέρει τι θα προκύψει από αυτό αλλά είναι καθαρό πως αθτό το υλικό είναι εκρηκτικό. Ανάμεσα στην κρίση της παγκοσμιοποίησης και την πιθανώς εκκολαπτόμενη απο-παγκοσμιοποίηση, την εξαιρετικά σκληρή αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών, τις διαδικασίες (ή εν πάσει περιπτώσει, τις προθέσεις, τις στρατηγικές) της απο-δολλαριοποίησης, είναι προφανές – και εδώ σας αφήνω – ότι η κρίση στην Ουκρανία είναι ο καταιονισμός ενός θρόμβου κάποιων πλέον συστημικών αντιφάσεων.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://dndf.org/?p=20067#more-20067.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: “…sont joués sans discernement contre notre peau”.

3 Στμ. Σημαντική παρατήρηση, αρκετά κοντά στις απόψεις του Rolan Simon (στο “Ουκρανία 2022”). Σχετικό, επίσης, είναι και ένα άρθρο στο Russia Today για την μακρά περίοδο της “αποσοβιετικοποίησης”, που σημειώνει ότι ουσιαστικά τώρα ζούμε το τέλος της εποχής της διάλυσης της σοβιετικής αυτοκρατορίας.

4 Στμ. Μάλλον αναφέρεται στο Mensch ohne Welt: Schriften zur Kunst und Literatur, “Άνθρωπος χωρίς Κόσμο: κείμενα για την Τέχνη και τη Λογοτεχνία”.

5 Στμ. Αποδίδουμε έτσι τον όρο slowbalization,που υπάρχει στα Αγγλικά και στο πρωτότυπο.

6 Στμ. Πολύ σημαντική παρατήρηση.

7 Στμ. Διαλεκτική και πάλι επί τω έργω! Πώς ο ρόλος της Κίνας στην εδραίωση της νέας αμερικανικής κυριαρχίας ταυτόχρονα δημιούργησε τους όρους της υπονόμευσής της από αυτήν την ίδια την Κίνα (ουσιαστικά ξαναγράφοντας τους όρους της ταξικής πάλης σε παγκόσμιο επίπεδο). Και πάλι βέβαια το 2008 είναι καμπή στην διάρρηξη της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης.

8 Στμ. Κατά την άποψή μας, αυτή είναι η κρίσιμη διαλεκτική της καμπής που διερχόμαστε.

Σταματήστε τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία! Ούτε Ουάσινγκτον ούτε Μόσχα

Συντακτική Ομάδα Spectre Journal1

το κείμενο σε pdf

Η Ρωσία έχει ξεκινήσει έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο κατά της Ουκρανίας. Ο στόχος του πολέμου, όπως κατέστησε εντελώς καθαρό ο Βλαντιμίρ Πούτιν, είναι γη απώθηση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ και η ανοικοδόμηση της προηγούμενης αυτοκρατορίας της Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη. Το καθεστώς Πούτιν έχει χτυπήσει όλες τις στρατιωτικές βάσεις της Ουκρανίας, έχει παραλύσει την κυβέρνηση με κυβερνοεπιθέσεις και έχει αναπτύξει στρατεύματα και πολεμοφόδια από την Οδησσό μέχρι τις αποσχισθείσες δημοκρατίες στο Ντονμπάς. Οι δυνάμεις του Πούτιν στήνουν την πολιορκία στην πρωτεύουσα της Ουκρανίας, το Κίεβο, και τις άλλες μεγάλες πόλεις της, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων Χάρκοβο και Χερσώνα. Οι Ουκρανοί αντιστέκονται ηρωικά στην εισβολή, καθυστερώντας την κατάκτηση της χώρας από τους Ρώσους.

Το καθεστώς Πούτιν έχει προειδοποιήσει τις παγκόσμιες δυνάμεις ότι θα απαντήσει σε οποιαδήποτε παρέμβαση με την ισχύ και έχει προχωρήσει τόσο μακριά ώστε να θέσει το πυρηνικό του οπλοστάσιο σε υψηλό συναγερμό. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ – ακόμα βουτηγμένοι στο αίμα των Ιρακινών και των Αφγανών – έχουν επιβάλει κυρώσεις σχεδιασμένες να στοχεύσουν τον Πούτιν και τους Ρώσους ολιγάρχες που τον υποστηρίζουν. Αυτές αναμφίβολα θα επηρεάσουν ακραία την ρωσική οικονομία και, συνεπώς, τους φτωχούς και τους ανθρώπους της εργατικής τάξης στη Ρωσία. Εν τω μεταξύ, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ έχουν αυξήσει την ανάπτυξη στρατευμάτων και τις παραδόσεις όπλων στα κράτη-μέλη του στην Ανατολική Ευρώπη. Όπως είναι προβλέψιμο, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις με πρώτη τη Γερμανία αρχίζουν να αυξάνουν τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς τους για να προετοιμαστούν για διευρυμένη σύγκρουση με τη Ρωσία. Ολόκληρη η ήπειρος διακινδυνεύει έναν πόλεμο ανάμεσα σε δυνάμεις εξοπλισμένες με πυρηνικά. Έχουμε μπει σε μια καινούρια εποχή μεγάλης σύγρουσης ισχύος για κυριαρχία πάνω σε έναν κόσμο που ο καπιταλισμός έχει βυθίσει σε κρίσεις.

Στην ομίχλη του πολέμου, με συγκρούσεις που υπόκεινται στον νόμο των ακούσιων συνεπειών, είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς την πορεία των γεγονότων. Παρ’ όλα αυτά, η διεθνής αριστερά πρέπει να (επι)τηρήσει μια καθαρή, αντιιμπεριαλιστική και διεθνιστική θέσει εν μέσω της πυρκαγιάς. Πρώτα και κύρια, πρέπει ανεπιφύλακτα να αντιτεθούμε στην επιθετικότητα της Ρωσίας, να απαιτήσουμε την άμεση απόσυρση των όλων των ρωσικών δυνάμεων – όχι μόνο από την Ουκρανία και την περιοχή του Ντονμπάς, αλλά επίσης από την Κριμαία, την οποία η Ρωσία κατέλαβε το 2014. Αυτές είναι ιμπεριαλιστικές κατοχικές δυνάμεις που έχουν παραβιάσει το δικαίωμα της Ουκρανίας στην αυτοδιάθεση/αυτοκαθορισμό.

Την ίδια στιγμή πρέπει επίσης να αντιτεθούμε στις ΗΠΑ και τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ. Οι ιμπεριαλιστικοί τους στόχοι στην Ανατολική Ευρώπη μέσω της επέκτασης του ΝΑΤΟ είναι μια από τις κομβικές υποκείμενες αιτίες της σύγρουσης. Τα συμφέροντά τους είναι αρπακτικά στη φύση τους και δεν ευθυγραμμίζονται με αυτά των Ουκρανών εργατών και των καταπιεσμένων λαών της Ουκρανίας. Στοχεύουν να στερεώσουν το νατοϊκό μπλοκ, να ενισχύσουν την νεοφιλελεύθερη τάξη που έχουν επιβάλει στην Ανατολική Ευρώπη και να υπερασπίσουν την κυριαρχία της Ουάσινγκτον στην παγκόσμια οικονομία απέναντι σε οποιουσδήποτε αντιπάλους – πιο προφανώς την Ρωσία αλλά επίσης την Κίνα, η οποία αμφισβητεί την οικονομική υπεροχή των ΗΠΑ, ως κομμάτι της προσπάθειάς τους να αποκαταστήσουν το στάτους της υπερδύναμης.

Πρέπει επίσης να υπεασπιστούμε το δικαίωμα του ουκρανικού λαού στον αυτοκαθορισμό και την αυτοάμυνα. Διεξάγουν μια απελευθερωτική πάλη για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους από μια βάρβαρη επίθεση μιας αυτοκρατορικής δύναμης. Ουκρανοί σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν ξεχυθεί στους δρόμους σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις. Ο αγώνας τους, όπως ακριβώς αυτός των Παλαιστινίων, αξίζει την χωρίς προϋποθέσεις υποστήριξη των συνδικάτων, των προοδευτικών οργανώσεων και της διεθνούς αριστεράς.

Η ουκρανική αντίσταση έχει πυροδοτήσει ένα κύμα αντιπολεμικών δράσεων και λαϊκής αλληλεγγύης σε ολόκληρο τον κόσμο, και το σημαντικότερο, στην ίδια τη Ρωσία. Εκεί, αντιμέτωποι με ένα δεξιό, καπιταλιστικό καθεστώς που τακτικά καταστέλλει διαμαρτυρίες από φεμινίστριες, οργανώσεις LGBTQ+, συνδικάτα και δημοκράτες ακτιβιστές. Οι Ρώσοι ξεσηκώθηκαν σε μεγάλες αντιπολεμικές διαδηλώσεις. Περισσότεροι από 750.000 υπέγραψαν ένα αντιπολεμικό αίτημα, επιστήμονες έκαναν δηλώσεις καταδίκης της επιθετικότητας του Πούτιν, άνθρωποι του θεάματος σε κρατικά χρηματοδοτούμενους θεσμούς πήραν θέση ενάντια στον πόλεμο και αθλητές όπως ο σταρ του τένις Andrey Rublev αντιτέθηκαν ανοιχτά στην εισβολή. Και το έκαναν αυτό με μεγάλο προσωπικό κίνδυνο, καθώς οι αστυνομικές δυνάμειες του καθεστώτος έχουν ήδη συλλάβει χιλιάδες και απειλούν με ακόμα περισσότερη βίαιη καταστολή στους αντιφρονούντες, κάτι που πολύ πιθανόν θα εντατικοποιηθεί αν ο πόλεμος του Πούτιν εξελιχθεί άσχημα για τις δυνάμεις του.

Όλοι ξέρουμε ότι η ουκρανική αντίσταση και οι δράσεις διεθνούς αλληλεγγύης έχουν εντός τους ένα φάσμα πολιτικών ρευμάτων. Κάποια προσβλέπουν, από καθαρή απελπισία, στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ για λύσεις, προχωρώντας τόσο πολύ ώστε να ζητούν ακόμα και την παρέμβασή τους απαιτώντας πράγματα όπως μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων. Παρ’ όλο που εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας στις διαμαρτυρίες, ως σοσιαλιστές θα πρέπει να διατηρούμε πάντα μια ανεξάρτητη στάση. Πρέπει να επιχειρηματολογούμε ενάντια σε αιτήματα που ενισχύσουν το ένα αυτοκρατορικό μπλοκ ενάντια στο άλλο. Οι δυνάμεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ έχουν μια άθλια ιστορία διεξαγωγής ιμπεριαλιστικών πολέμων, επίβλεψης αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών και προοδοσίας απελευθερωτικών αγώνων για τους δικούς τους αντιδραστικούς σκοπούς. Όπως αποδεικνύει το ιστορικό τους στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, δεν θα παρέμβουν για το καλό του ουκρανικού λαού. Ξέρουμε ήδη το ιστορικό της Ουάσινγκτον στην Ουκρανία. Μεταξύ άλλων, έχει επβάλει τον νεοφιλελευθερισμό της χώρας μέσω του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που την έχει παγιδεύσει στο χρέος και έχει επιβάλει σε αυτήν προγράμματα διαρθρεωτικών προσαρμογών, με καταστροφικές συνέπειες για τους εργάτες και τους καταπιεσμένους λαούς. Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν επιδιώκουν να ελευθερώσουν την Ουκρανία αλλά να την ενσωματώσουν και να την υπαγάγουν στο αυτοκρατορικό τους μπλοκ.

Ως μια εναλλακτική στο να προσβλέπει κανείς στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ για λύσεις, η διεθνής αριστερά πρέπει να δείξει την δυνητική και επείγουσα ανάγκη για διεθνιστική αλληλεγγύη από τα κάτω ενάντια σε όλες τις φιλοπόλεμες δυνάμεις. Με διαμαρτυρίες αναδυόμενες σε ολόκληρο τον κόσμο, αυτό δεν είναι μια ουτοπική στατηγική αλλά μια πραγματική δυνατότητα. Μόνο μια τέτοια αλληλεγγύη μπορεί να προωθήσει προοδευτικές λύσεις σε αυτή την καταστροφή. Πρέπει να εκφράσουμε αλληλεγγύη πέρα από όλα τα σύνορα με προοδευτικές δυνάμεις επί τόπου σε όλες τις χώρες – η διεθνιστική αριστερά, συνδικάτα, φεμινιστικές οργανώσεις και όλες οι άλλες δυνάμεις που αγωνίζονται για δικαιοσύνη και ισότητα – ενάντια στον πόλεμο της Ρωσίας. Και πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σταματήσουμε τον μετασχηματισμό αυτού του πολέμου σε έναν πόλεμο μεταξύ αυτοκρατοριών και πιθανόν πυρηνικό, ανάμεσα στη Ρωσία και τις ΗΠΑ. Μόνο οι άρχουσες τάξεις και η ακροδεξιά θα επωφεληθούν από αυτό το χάος/μπέρδεμα, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Οι εργαζόμενοι και καταπιεσμένοι θα πληρώσουν το κόστος, ιδιαίτερα στην Ουκρανία αλλά επίσης και στη Ρωσία, τις χώρες του ΝΑΤΟ και άλλα έθνη σε ολόκληρο τον κόσμο.

Για να οικοδομήσει πραγματική αλληλεγγύη, η διεθνής αριστερά πρέπει να απορρίψει κατηγορηματικά την πολιτική “ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου”. Αυτή η θέση έχει οδηγήσει κάποιους στην αριστερά και στους προοδευτικούς κύκλους να συντάσσονται ανοιχτά με τη Ρωσία εναντίον των ΗΠΑ. Άλλοι δικαιολογούν ή δίνουν άφεση στην εισβολή της Ρωσίας αναφερόμενοι στις “νόμιμες ανησυχίες για την εθνική της ασφάλεια”. Και κάποιοι άλλοι αρνούνται να καταδικάσουν τον πόλεμο που διεξάγει, εγκαταλείποντας τον διεθνισμό που υπάρχει πάντα στην καρδιά της αριστεράς και συρρικνώνουν την ευθύνη της μόνο στην αντίθεση στον Δυτικό ιμπεριαλισμό. Αυτή είναι μια καταστροφική θέση που συντάσσεται στο πλευρό του ρωσικού κράτους ενάντια στον λαό του, που δεν υποστηρίζουν τον πόλεμο· διαρρηγνύει την αλληλεγγύη με τους Ουκρανούς που μάχονται τον Ρώσικο ιμπεριαλισμό· και θα απομονώσει κάθε αντιπολεμική οργάνωση από την πλειοψηφία του κόσμου, ο οποίος είναι σωστά αηδιασμένος από την εισβολή της Ρωσίας.

Η πολιτική “ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου” δυσφημεί την αριστεράς που την προσυπογράφει και την θέτει στην άβολη παρέα ακροδεξιών μορφών όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Στην Μπάννον και ο Τάκερ Κάρλσον. Ακόμα και αντιδραστικοί, που έχουν υποστηρίξει τον Πούτιν, όπως η Μαρίν Λεπέν, η ακροδεξιά ηγέτιδα του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία, “χτυπιούνται” τώρα για να απεμπλακούν από τη συμμαχία με το καθεστώς του Πούτιν. Όσοι στην αριστερά προσπαθούν, ανάλογα, να αποστασιοποιηθούν από μια τέτοια θέση, θα πρέπει επίσης να ξεφορτωθούν από το πλαίσιο που τους οδήγησε σε μια στάση υπέρ του Πούτιν. Οι αυτοκρατορίες-εχθροί της Ουάσινγκτον δεν είναι φίλοι μας. Οι μοναδικοί μας φίλοι είναι οι εργάτες και οι καταπιεσμένοι λαοί του κόσμου που αγωνίζονται για ειρήνη, ελευθερία, δικαιοσύνη και ισότητα.

Στην οργάνωση της αλληλεγγύης από τα κάτω, πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι ως προς τα κεντρικά μας αιτήματα. Πρέπει να αντιτεθούμε στον πόλεμο της ρωσίας και να απαιτήσουμε την αποχώρηση όλων των δυνάμεών της. Πρέπει να αντιτεθούμε στην μετατροπή, από ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, αυτού του πολέμου σε έναν πόλεμο μεταξύ αυτοκρατοριών για την κυριαρχία στην Ευρώπη. Πρέπει να τους καλέσουμε να ανοίξουν τα σύνορά τους σε όλους τους Ουκρανούς που προσπαθούν να ξεφύγουν από τη ρωσική εισβολή όπως απαιτούμε το ίδιο για τα εκατομμύρια των μεταναστών και προσφύγων που προσπαθούν να ξεφύγουν από την καταπίεση σε οποιοδήποτε μέρος της γης. Πρέπει να απαιτήσουμε οι ΗΠΑ να διαγράψουν ολόκληρο το χρέος της Ουκρανίας έτσι ώστε, όποτε απελευθερωθεί από την ρωσική κατοχή να μην είναι παγιδευμένη στην φυλακή χρέους του Δυτικού ιμπεριαλισμού.

Τέλος, πρέπει να καταλάβουμε τη σημασία της εισβολής της Ρωσίας και την ιστορική στιγμή που αντιπροσωπεύει. Πρόκειται για τα πιο σημαντικά γεωπολιτικά γεγονότα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Εγκαινίασε μια νέα εποχή μεγάλης αντιπαράθεσης ισχύος, όχι μόνο ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία αλλά και ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, η οποία τοποθέτησε τον εαυτό της ως τον οικονομικό χορηγό της Ρωσίας.

Οι συγκρούσεις αυτής της νέας εποχής έχουν ήδη τεράστιες επιπτώσεις στη γεωπολιτική, στην οικονομία και στην εσωτερική πολιτική των χωρών σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο πόλεμος της Ρωσίας, οι κυρώσεις της Δύσης, και οι απειλές που θέτουν στις διεθνείς επενδύσεις και το εμπόριο έχουν πυροδοτήσει ασυνηθιστη ρευστότητα στις χρηματαγορές σε ολόκληρο τον κόσμο. Η πιθανότητα να κοπεί η παροχή ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου προς την Ευρώπη και της διακοπής των εξαγωγών σιτηρών της Ουκρανίας εξαιτίας του πολέμου θα οδηγήσουν σε αύξηση του κόστους των καυσίμων και των τροφίμων. Αυτό, με τη σειρά του, θα οδηγήσει σε αύξηση του πληθωρισμού και θα επιβραδύνει την παγκόσμια οικονομία, εντείνοντας την τροχιά/πορεία του συστήματος σε μια κρίση στασιμοπληθωρισμού χαμηλής ανάπτυξης και υψηλού πληθωρισμού. Αυτότο σενάριο θα ασκήσει πίεση στις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια, να αυξήσουν το κόστος του χρέους που κρατούν εταιρείες και κράτη και θα αναγκάσουν τις κυβερνήσεις ένα ευρύ επιθετικό πρόγραμμα λιτότητας με απολύσεις στον δημόσιο τομέα και περικοπές στα κοινωνικά επιδόματα2. Όπως πάντα, οι φτωχότεροι, ιδιαίτερα στον παγκόσμιο Νότο, θα υποφέρουν περισσότερο. Τίποτα δεν θα μείνει απρόσβλητο από τις επιπτώσεις αυτούς του πολέμου.

Σε αυτή την εποχή, η διεθνής αριστερά πρέπει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Η δεξιά θα προσπαθήσει επίσης να εκμεταλλευτεί την καταστροφή, προσφέροντας της αντιδραστικές, ρατσιστικές και εθνικιστικές ψευδολύσεις της. Είναι δική μας ευθύνη να οργανώσουμε μια ευρεία λαϊκή εναλλακτική. Άμεσα, χρειάζομαστε “εκπαιδευτικές” εκδηλώσεις για να βοηθήσουμε τον κόσμο να καταλάβει πώς έφτασε ο κόσμος σε αυτό το χάος. Αυτό είναι ουσιώδες για την οικοδόμηση ενός αντιπολεμικού κινήματος αρχών ριζωμένουν στους αγώνες της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων λαών σε ολόκληρο τον κόσμο. Πρέπει να αντιτεθούμε σε οποιαδήποτε προσπάθεια καταστολής των αγώνων στο εσωτερικό των χωρών για την επίτευξη της εθνικής ενότητας εν μέσω του πολέμου. Αντίθετα, θα πρέπει να στοχεύουμε στην οικοδόμηση αγώνων ενάντια στις επιθέσεις στο βιωτικό μας επίπεδο, από τους συνδικαλισμένους οδηγούς στα Starbucks, σε απεργίες ενοικίου, αναστολές εξώσεων και καμπάνιες για την προστασία των δημοσίων υπηρεσιών. Μπαίνουμε σε μια εποχή στην οποία τέτοιοι αγώνες στο πλαίσιο των εθνικών κρατών πρέπει να ενοποιηθούν ως μέρος μιας παγκόσμιας πάλης ενάντια στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Σε αυτή την σύγκρουση το σύνθημα που πρέπει να μας καθοδηγεί πρέπει να είναι: Ούτε Ουάσινγκτον ούτε Μόσχα, αλλά η παγκόσμια εργατική τάξη!

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://spectrejournal.com/stop-russias-war-on-ukraine.

2 Στμ. Δηλαδή ότι συνέβη μετά την κρίση του 2008! (με εξαίρεση ίσως τον πληθωρισμό)

Ουκρανία: Δεν υπάρχει “εμείς”

από το FB του AC1

το κείμενο σε pdf

Εκείνοι που καλωσορίζουν τις οικονομικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία, αξίζει ίσως να θυμηθούν ότι ο πληθωρισμός και η ύφεση, αν μπορέσουν τελικά να “αυξήσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια” και να αποδυναμώσουν την τωρινή εξουσία, έχουν σαν πρώτη συνέπεια να ακριβήνουν και άρα να μειώσουν αυτό που μπαίνει στο περίφημο “καλάθι της νοικοκυράς”, και αυτό πρωτίστως για όλους εκείνους που η πρώτη τους έγνοια δεν είναι να σώσουν τις αποταμιεύσεις τους αλλά να έχουν να φάνε κάθε μέρα, είτε είναι Ουκρανοί είτε Ρώσοι. Και από τους οποίους περιμένουμε, επιπλέον, να βγουν στους δρόμους και να καθαρίσουν την πολιτική, ξεκινώντας έτσι μεγάλες μέρες για τους καλούς “λαούς”.

Ο οικονομικός πόλεμος σκοτώνει επίσης, λίγο πιο αργά από τις βόμβες αλλά με την ίδια βεβαιότητα. Η οικονομία, παρεμπιπτόντως, σε αντίθεση με τα τανκς, δεν χρειάζεται καν έναν πόλεμο για να σκοτώσει, αυτό είναι κάτι που αξίζει να θυμόμαστε.

Αν είναι έτσι, συμφωνήστε τουλάχιστον να πείτε “Όχι στον πόλεμο”, αλλά, τότε, σε όλους τους πολέμους, και να είστε πρωτίστως με όλους εκείνους που πρώτα και κύρια υποφέρουν από τους πολέμους, σε κάθε πλευρά των συνόρων. Και αν, τελικά, πρέπει να πάρουμε τα όπλα, να μην τα πάρουμε ποτέ στο όνομα μιας σημαίας.

Αλλά δεν βλέπω με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε να έχουμε, ως προλετάριοι, ή ας πούμε ως υποτελείς του κεφαλαίου, και/ή a fortiori ως κομμουνιστές, το καθήκον να διαλέξουμε μια “ικανοποιητική εναλλακτική” σε αυτήν τη μάχη ανάμεσα στην ευρωπαϊκή ζώνη συσσώρευσης, τους τελωνειακούς της κανόνες και τις εμπορικές της συμφωνίες, υπό τη γαλλο-γερμανική κυριαρχία, και την ευρασιατική ζώνη συσσώρευσης, υπό τη ρωσική κυριαρχία.

Δεν υπάρχει “αντεξουσία” στο επίπεδο του κράτους, μόνο εξουσία, εκτός αν πιστεύουμε ότι η αστυνομία υπάρχει για να μας προστατεύει, η λογική είναι η ίδια. Είναι οι δουλειές τους, οι βόμβες τους, το κεφάλαιό τους, τους “τρώμε στη μούρη”, με τη μορφή βομβών ή κυρώσεων, Ουκρανοί και Ρώσοι προλετάριοι τώρα, και αύριο (ελάτε τώρα, σήμερα), αν η τιμή του φυσικού αερίου εκτοξευθεί και πάλι, όπως και οι τιμές των βασικών τροφίμων, Γάλλοι, Γερμανοί προλετάριοι κοκ. Μας γεμίζουν αυτή τη στιγμή 24 ώρες την ημέρα με γεωπολιτικά προβλήματα που δεν είναι δικά μας, και αυτό ακριβώς είναι ο εθνικισμός, και αυτός είναι ο λόγος για εθνικισμό και προπαγάνδα σε όλους τους πολέμους: να μας κάνουν να πιστεύουμε ότι είμαστε από την μεριά των χειριστών2. Το πρόβλημα των Ουκρανών προλετάριων δεν είναι η Ρωσία και η ρωσική επιθετικότητα αλλά η δική τους κυβέρνηση και αστική τάξη, και το γεγονός ότι είναι εγκλωβισμένοι στο επίκεντρο ενός οικονομικού πολέμου για να μάθουν ποιος και με ποιον τρόπο θα τους εκμεταλλεύεται, οποιαδήποτε άλλη λογική δεν οδηγεί παρά στη δικαιολόγηση του εθνικισμού και όλων των καπιταλιστικών πολέμων.

Το ερώτημα δεν είναι “τι να κάνουμε μπροστά στη ρωσική επιθετικότητα”, δεν χρειάζεται να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα γιατί δεν μας τίθεται, μας επιβάλλεται από τους Ρώσους, την Ευρώπη, από το ουκρανικό κράτος, δηλαδή με άλλα λόγια, τελικά από το κεφάλαιο. Δεν υπάρχει “εμείς”. Οι απαντήσεις δεν ανήκουν σε μας, όχι περισσότερο από τις ερωτήσεις που υπάρχουν από τη στιγμή που θα μπούμε σε αυτή τη λογική. Θα πρέπει να βρούμε τις δικές μας ερωτήσεις πριν κατακλυστούμε από αυτές των άλλων, και αυτό είναι πραγματικά επείγον. Δεν το έχουμε κερδίσει, απ’ ό,τι φαίνεται.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://dndf.org/?cat=7.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: “si on était du côté du manche.

Πρόσφυγες: οι δικοί τους και οι δικοί μας

Lale Arab Jouneghani και Warren Montag1,2

το κείμενο σε pdf

Στις 26 Φεβρουαρίου, δυο μέρες μετά την ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία, ο δημοσιογράφος Charlie D’Agata ήταν φανερά συγκινημένος καθώς περιέγραφε σκηνές με αμάχους να τρέχουν σε καταφύγια ή, σε άλλες περιπτώσεις, να εγκαταλείπουν εντελώς την πόλη, μόνο και μόνο για να εγκλωβιστούν σε μποτιλιαρίσματα μήκους πολλών χιλιμομέτρων. Έμπειρος ανταποκριτής για το CBS3, ο D’Agata είχε μόλις φτάσει στο Κίεβο. Νιώθοντας άβολα με το επίπεδο της συναισθηματικότητας στην αντίδρασή του, αλλά χωρίς να μπορεί να την καταπιέσει, άρχισε να εξηγεί, αν όχι να δικαιολογεί, την ένταση της αντίδρασης αυτής. Οι εξηγήσεις του για αυτό που δεν απαιτούσε εξηγήσεις καθώς και τα συναισθήματα που το κοινό του σίγουρα μοιραζόταν μαζί του, άρχισαν να στρέφονται σε μια κατεύθυνση που δεν περίμενε ο ίδιος, κάνοντάς τον, καθώς μιλούσε, να διακόψει τον εαυτό του, σαν να είχε θορυβηθεί από τη σημασία των ίδιων του των λέξεων, ή τουλάχιστον σαν να είχε ανησυχήσει για την αντίδραση που θα μπορούσαν – και τελικά έτσι έγινε – να προκαλέσουν.

Είχε μόλις εξηγήσει ότι αυτό που τον σοκάρισε και τον έκανε σχεδόν να βάλει τα κλάματα, δεν ήταν το γεγονός ότι ο τρίτος ισχυρότερος στρατός στον κόσμο είχει εξαπολύσει μια μαζική εισβολή σε ένα μικρότερο και ανεπαρκώς προετοιμασμένο έθνος. Ούτε ήταν το γεγονός ότι η μαζική αεροπορική δύναμη της Ρωσίας, το πυραυλικό της οπλοστάσιο και το μεγάλης εμβέλειας πυροβολικό της ήταν βέβαιο ότι θα σκοτώσουν έναν μεγάλο αριθμό αμάχων. Μόνο ο προσδιορισμός του ποιοι ήταν πιθανόν να σκοτωθούν, συνδεδεμένος, πάνω απ’ όλα, με την γεωγραφική και πολιτισμική τους τοποθεσία, θα καθιστούσε σαφές το μέγεθος της τραγωδίας που ξεδιπλωνόταν μπροστά του και θα το διαφοροποιούσε από άλλες, φαινομενικά ανάλογες, τραγωδίες:

Αυτός δεν είναι, με όλον τον σεβασμό, ένας τόπος όπως το Ιράκ ή το Αφγανιστάν, που έχουν δει συγκρούσεις να μαίνονται για δεκαετίες. Αυτή είναι μια σχετικά πολιτισμένη, σχετικά ευρωπαϊκή – πρέπει να διαλέξω προσεκτικά αυτές τις λέξεις – πόλη, στην οποία δεν θα περίμενες να συμβαίνει κάτι τέτοιο ή θα ήλπιζες ότι δεν θα συνέβαινε.

 

Δεν ήταν ο μόνος που είχε μια τέτοια αντίδραση. Και άλλοι εξέχοντες ανταποκριτές εξέφρασαν ανάλογα συναισθήματα και ανάλογες επεξηγήσεις αυτών των συναισθημάτων. Ο Daniel Hannan, σε ένα άρθρο γνώμης στην εφημερίδα Telegraph (ΗΒ), είπε στους αναγνώστες του ότι το πιο δυσάρεστο σχετικά με την έναρξη αυτού του συγκεκριμένου πολέμου ήταν ότι τα θύματά του Ουκρανοί “μοιάζουν τόσο πολύ με εμάς. Αυτό είναι που τον κάνει τόσο σοκαριστικό. Ο πόλεμος δεν είναι πλέον κάτι που επισκέπτεται μόνο φτωχοποιημένους και απομακρυσμένους πληθυσμούς. Μπορεί να συμβεί στον καθένα”. Τέλος, ο Peter Dobbie, ένας παρουσιαστής ειδήσεων στο κανάλι Al Jazeera, στην αγγλόφωνη έκδοσή του, μίλησε για το αυξανόμενο κύμα προσφύγων από την Ουκρανία και αυτό που τους διακρίνει από άλλους πρόσφατους προσφυγικούς πληθυσμούς:

 Αυτό που είναι πολύ έντονο απλά κοιτώντας τους, είναι ο τρόπος που είναι ντυμένοι, αυτοί είναι εύποροι…Σιχαίνομαι που θα χρησιμοποιήσεω την έκφραση…άνθρωποι της μεσαίας τάξης. Αυτοί δεν είναι προφανώς πρόσφυγες που ψάχνουν να ξεφύγουν από περιοχές στη Μέση Ανατολή που είναι ακόμα σε μια έντονη κατάσταση πολέμου. Αυτοί δεν είναι άνθρωποι που προσπαθούν να φύγουν από περιοχές στη Βόρεια Αφρική. Μοιάζουν με μια οποιαδήποτε ευρωπαϊκή οικογένεια που θα μπορούσε να ζει στη διπλανή πόρτα.

 

Αυτό που είναι εντυπωσιακό σε αυτές τις δηλώσεις δεν είναι ότι αυτοί οι δημοσιογράφοι έχουν δηλώσει ότι, προς έκπληξή τους, δεν μπορούν παρά να ταυτιστούν με τα θύματα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, και ότι αυτό τους έχει κάνει να αισθάνονται άβολα. Ούτε ότι συγκινούνται από τις εκατοντάδες και χιλιάδες προσφύγων που κατευθύνονται προς τα σύνορα με την Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Μολδαβία και την Ρουμανία και που, σύντομα, θα διασκορπιστούν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Γιατί θα πρέπει αυτά τα πολύ έντονα συναισθήματα, που καθένας από αυτούς τους δημοσιογράφους ένιωσαν στην αρχή ενός τρομερού πολέμου, να τους εκπλήσσουν; Και γιατί αισθάνονται υποχρεωμένοι να εξηγήσουν αυτές τις αντιδράσεις; Οι αντιδράσεις τους περιέχουν την αρχή μιας απάντησης.

Ο ασαφώς ορισμένος “διαρκής πόλεμος”, που παρουσιάζεται στα δυτικά ΜΜΕ ως ενδημικός στον “Μουσουλμανικό κόσμο”, μας εμποδίζει να δούμε τα θύματα αυτών των πολέμων όπως βλέπουμε αυτούς που ξεφεύγουν από τη βία της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, δηλαδή ως αθώα.

 

Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, άλλα κύματα προσφύγων έχουν προηγηθεί των Ουκρανών, έχοντάς τους “ισοφαρίσει”, ή και ξεπεράσει, σε αριθμούς, όπως ακριβώς και οι πόλεμοι από τους οποίους ξέφυγαν ήταν τουλάχιστον εξίσου καταστροφικοί με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ένας μεγάλος αριθμός των προσφύγων που έφυγαν πρώτοι ήταν παιδιά, συχνά με ελάχιστο φαγητό ή νερό. Όσο μεγάλα, όμως, και να ήταν τα δεινά τους, δεν μπόρεσαν να προκαλέσουν τίποτα όπως η συμπάθεια από την μεγαλύτερη πλειοψηφία των πολιτικών και των δημοσιογράφων. Στην πραγματικότητα, όσο μεγαλύτερος ήταν ο αριθμός όσων αναζητούσαν καταφύγιο από τους πολέμους που εξαπλώνονταν στη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, τόσο μεγαλύτερη ήταν η αντιπάθεια για αυτούς από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Οι κυβερνήσεις μερικών από τις πιο εύπορες χώρες στην Ευρώπη (και στον κόσμο) διακήρυξαν ότι το να δεχτούν μερικά εκατομμύρια πρόσφυγες θα αποδεικνυόταν καταστροφικό για τις οικονομίες τους και απλά δεν ήταν δυνατόν να γίνει. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι δέχτηκαν αυτή την κρίση ως αντικειμενικό γεγονός που θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως τέτοιο.

Αυτό, με τη σειρά του, επέτρεψε σε χώρες όπως η Πολωνία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία και άλλες χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης να ισχυριστούν ότι αν οι πιο εύπορες χώρες δεν μπορούσαν να αντέξουν την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων πάμφτωχων οικογενειών, δεν θα έπρεπε να περιμένουν να το κάνουν αυτές. Οι ίδιες χώρες, που έχουν από κοινού δεχτεί πάνω από ένα εκατομμύριο Ουκρανούς πρόσφυγες σε μια περίοδο δέκα ημερών, αρνήθηκαν, μόλις λίγα χρόνια πριν, να επιτρέψουν σε πρόσφυγες απλά να διασχίσουν την επικράτειά τους με τη δικαιολογία ότι το πέρασμά τους θα είχε κόστος που τα έθνη αυτά δεν θα μπορούσαν να αντέξουν. Οι κυβερνήσεις τους αποφάσισαν ότι θα ήταν πιο αποτελεσματικό να κατευθύνουν τα χρήματα από την παροχή βοήθειας στους πρόσφυγες σε συρματοπλέγματα, ηλεκτροφόρους φράχτες, εξοπλισμό επιτήρησης καθώς και όπλα, δακρυγόνα και σύγχρονες τεχνολογίες ελέγχου πλήθους για συνοριοφύλακες. Το γεγονός ότι χώρες εκτός Ευρώπης, των οποίων το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι το ένα τρίτο αυτού της Πολωνίας ή της Ουγγαρίας έχουν ανοίξει τα σύνορά τους στους εκδιωγμένους Ιρακινούς και Σύριους, αγνοήθηκε ή δηλώθηκε ως κάτι άσχετο. Ο Λίβανος και η Ιορδανία έχουν από κοινού δεχτεί 4,5 εκατομμύρια πρόσφυγες.

Γιατί λοιπόν δεν βλέπουμε τον ίδιο θυμό ή την ίδια αίσθηση ότι δέχονται εισβολή από τους Ουκρανούς πρόσφυγες, ένα εκατομμύριο από τους οποίους έχει διασχίσει τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια μόνο εβδομάδα, πολλοί με μόλις κάτι παραπάνω από μια αλλαξιά ρούχα; Γιατί δεν υπάρχουν γκρίνιες για τα λεφτά, διαφωνίες μεταξύ των κρατών-μελών για το ποιος θα πληρώσει το κόστος που οι Ουκρανοί πρόσφυγες θα επιφέρουν, καμμιά προειδοποίηση ότι η άφιξή τους θα καταστρέψει την ευρωπαϊκή οικονομία; Η απάντηση βρίσκεται σε αυτό που οι δημοσιογράφοι ανέφεραν παραπάνω ότι ήταν υποχρεωμένοι από τη δύναμη των συναισθημάτων τους να παραδεχτούν, και από αυτό που διαφορετικά δεν θα είχαν αναγνωρίσει: “μοιάζουν με μας”· “μοιάζουν όπως μια οποιαδήποτε ευρωπαϊκή οικογένεια δίπλα στην οποία θα μπορούσες να ζεις”. Είναι παρόμοιοι όχι μόνο στα φυσικά χαρακτηριστικά, αλλά και στις χειρονομίες, στο ντύσιμο και στις πολιτισμικές συνήθειες και προτιμήσεις, είναι καθαρό ότι “είναι πολιτισμένοι”. Δεν είναι όπως οι άλλοι, που κοιτάνε πάντα “να φύγουν από περιοχές στη Μέση Ανατολή που είναι ακόμα σε μια έντονη εμπόλεμη κατάσταση”, τους άλλους που διαφέρουν τόσο πολύ από μας, τους οποίους δεν θα διαλέγαμε ποτέ να ζήσουμε δίπλα τους και που, συνεπώς, δεν έχουν καμμιά νομιμοποιημένη θέση στην Ευρώπη “μας”. Ο ασαφώς ορισμένος “διαρκής πόλεμος”, που παρουσιάζεται στα δυτικά ΜΜΕ ως ενδημικός στον “Μουσουλμανικό κόσμο”, μας εμποδίζει να δούμε τα θύματα αυτών των πολέμων όπως βλέπουμε αυτούς που ξεφεύγουν από τη βία της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, δηλαδή ως αθώα.

Ο Ουκρανός που πετά μια βόμβα μολότοφ σε ένα ρωσικό τανκ ζητωκραυγάζεται ως ήρωας ενώ ένας Παλαιστίνιος στη Γάζα που ρίχνει μια βόμβα μολότοφ σε ένα ισραηλινό τανκ ή που κρατά μια σφεντόνα κατά των βαριά οπλισμένων Ισραηλινών στρατιωτών, καταγγέλεται ως τρομοκράτης.

 

Υπάρχει κάτι ασυνήθιστο στη δήλωση του D’Agata ότι, σε αντίθεση με την πριν ειρηνική Ουκρανία – και σημειώστε ότι έχει ξεχάσει πως η Ουκρανία ήταν ο τόπος ενός πολέμου το 2014 – το Ιράκ και το Αφγανιστάν έχουν “δει συγκρούσεις να μαίνονται επί δεκαετίες”· ο ίδιος, όπως και οι άλλοι, φαίνεται να ξεχνούν ότι οι δεκαετίες πολέμου ξεκίνησαν με την εισβολή των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν (της οποίας εισβολής είχε προηγηθεί αυτή των Σοβιετικών), ακολουθούμενη από μια κατοχή που τελείωσε μόλις το 2021. Ο πόλεμος στο Ιράκ ξεκίνησε το 2003 με έναν απίστευτα καταστροφικό βομβαρδισμό της Βαγδάτης από τις δυνάμεις των ΗΠΑ. Επιπλέον, οι εισβολές αυτές, των οποίων τα θύματα, εν είδει πολιτικής, παραμένουν αμέτρητα, έγιναν με βάση προσχήματα εξίσου ψευδή με τις δικαιολογίες του Πούτιν για την εισβολή στην Ουκρανία. Μόνο από την εισβολή στο Ιράκ ακολούθησε μια αλυσίδα συνεπειών που οδήγησε από την μια καταστροφή στην άλλη, για την οποίες οι ΗΠΑ δεν αναλαμβάνουν καμμιά ευθύνη, και είχαν ως αποτέλεσμα εκατομμύρια πρόσφυγες να εγκαταλείψουν την περιοχή. Οι κυβερνήσεις και, σε μεγάλο βαθμό, οι κάτοικοι των χωρών του ΝΑΤΟ, κινήθηκαν αμέσως για να προσφέρουν φαγητό και κατάλυμα στους Ουκρανούς πρόσφυγες και κανείς δεν απαίτησε μια ανάλυση κόστους/οφέλους για τη βοήθεια αυτή. Με την ίδια αμεσότητα που, οι ίδιες αυτές χώρες, κινήθηκαν για να εμποδίσουν τους πρόσφυγες από τους πολέμους των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ να μπουν στην Ευρώπη, λίγα χρόνια νωρίτερα.

Θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο τώρα ότι η δικαιολόγηση του αποκλεισμού των προσφύγων από το Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Συρία στη βάση οικονομικών λόγων δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ο εξορθολογισμός κάποιων πολύ λιγότερο αποδεκτών κινήτρων. Αυτά τα κίνητρα αρχικά ψιθυρίζονταν μόνο αλλά γρήγορα αναδύθηκαν ως κρατικές πολιτικές, απηχούμενες από μια στρατιά ειδικών των ΜΜΕ: δεν είναι “προφανές” ότι πρόσφυγες τόσο ξένοι προς την κουλτούρα της Δύσης θα ήταν καλλίτερα να παραμείνουν “με τους δικούς τους”, δηλαδή σε έθνη όπως η Ιορδανία, ο Λίβανος, η Τουρκία και το Ιράν; Η Δύση τους προσέφερε την ευκαιρία να αγκαλιάσουν τον κοσμικό οικουμενισμό, για τον οποία είναι τόσο περήφανη, υποθέτοντας ότι οι πρόσφυγες από τον “Μουσουλμανικό κόσμο” δεν επιθυμούσαν τίποτα άλλο από το να απαλλαχθούν από το βάρος της κουλτούρας και της θρησκείας τους. Όταν έγινε φανερό ότι οι πρόσφυγες αυτοί δεν είχαν πρόθεση να αποστερήσουν τους εαυτούς τους από τα ποικιλόμορφα έθιμα και τις παραδόσεις τους, κηρύχτηκαν ως μη αφομιώσιμοι. Όπως το έχει θέσει στο πρόγραμμά του το δεξιό πολιτικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland, AfD), το “Ισλάμ δεν ανήκει στη Γερμανία [Der Islam gehört nicht zu Deutschland]”. Στη Γαλλία, ο κοσμικός οικουμενισμός, ένας οικουμενισμός που απαιτεί τον αποκλεισμό οποιασδήποτε ορατής θρησκευτικής έκφρασης, ισοδυναμεί με μια αξιοσέβαστη μορφή ρατσισμού, ένας “ιδιαιτερισμός4 που το καθορίζον χαρακτηριστικό του είναι η δέσμευση στις οικουμενικές αξίες.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία κατέστησε, λοιπόν, φανερό αυτό που ήταν πάντα κρυμμένο μπροστά στα μάτια μας: την προηγουμένως αόρατη διαχωριστική γραμμή που διαχωρίζει τους πρόσφυγες σε αυτούς που προέρχονται από την Ευρώπη και τους άλλους, αυτούς από τα “μη-ευρωπαϊκά” κράτη – σε πρόσφυγες που είναι όπως “εμείς”, με τους οποίους “εμείς” οι Ευρωπαίοι μπορούμε να ταυτιστούμε, για τους οποίους “εμείς” μπορούμε να φανταστούμε να ζουν στην διπλανή πόρτα. Από την άλλη πλευρά της διαχωριστικής γραμμής είναι πρόσφυγες που παραμένουν άλλοι: Μουσουλμάνοι από τη Συρία, τη Λιβύη, την Υεμένη, το Αφγανιστάν, το Ιράκ και το Μαγκρέμπ. Αυτή η διαχωριστική γραμμή δεν είναι απλά εννοιολογική· έχει υλική ύπαρξη. Είναι η διαίρεση ανάμεσα σε αυτούς στην Ουκρανία, για τους οποίους στέλονται τραίνα για να εξασφαλίσουν την ασφαλή τους άφιξη στην Πολωνία, και αυτούς στο Αφγανιστάν, των οποίων η μόνη ελπίδα είναι να κρεμαστούν από ελικόπτερα που απογειώνονται, ή εκείνους που φεύγουν από τη Συρία και προσπαθούν να διασχίσουν τη Μεσόγειο με βάρκες γεμάτες κόσμο και συχνά δεν τους ξαναβλέπει κανείς.

Είναι επίσης η διαίρεση ανάμεσα στην νομιμοποιημένη και την μη-νομιμοποιημένη αντίσταση στις εισβολές που δημιουργούν, καταρχάς, πρόσφυγες. Ο Ουκρανός που πετά μια βόμβα μολότοφ σε ένα ρωσικό τανκ ζητωκραυγάζεται ως ήρωας ενώ ένας Παλαιστίνιος στη Γάζα που ρίχνει μια βόμβα μολότοφ σε ένα ισραηλινό τανκ ή που κρατά μια σφεντόνα κατά των βαριά οπλισμένων Ισραηλινών στρατιωτών, καταγγέλεται ως τρομοκράτης. Η Αριστερά πρέπει να εκθέσει διεθνώς τον ρατσισμό και την Ισλαμοφοβία που υπόκεινται αυτών των διαφορών και να οργανωθεί ώστε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα όλων όσων προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πόλεμο και την εξαθλίωση ώστε να φτάσουν σε ένα ασφαλές σημείο. Τώρα είναι η στιγμή για να χτίσουμε, ή να ξαναχτίσουμε, τη διεθνή αλληλεγγύη που είναι στην καρδιά του επαναστατικού σοσιαλισμού, για να απαλείψουμε το θεσμοποιημένο μίσος για τον άλλον που διαιρεί όλο και περισσότερο τη διεθνή εργατική τάξη.

 

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://spectrejournal.com/refugees.

2 Η Lale Arab Jouneghani έχει πάρει το Μάστερ της στην Αγγλική γλώσσα και λογοτεχνία από το Πανεπιστήμιο Kharazmi της Τεχεράνης στο Ιράν. Έχει μεταφράσει σύγχρονο έργο σχετικά με τον Σπινόζα και αυτή τη στιγμή γράφει για την ιδέα της ολότητας στον Αλτουσσέρ.

Ο Warren Montag είναι Καθηγητής Λογοτεχνίας Brown Family στο Τμήμα Αγγλικών του Κολεγίου Occidental.

3 Το CBS είναι ένα από τα μεγάλα εθνικά τηλεοπτικά δίκτυα στις Ηνωμένες Πολιτείες.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: particularism.

Μανιφέστο ενάντια στον πόλεμο

των Sergio Bologna, Rüdiger Hachtmann, Erik Merks, Karl Heinz Roth, Bernd Schrader1

το κείμενο pdf

Δημοσιεύουμε εδώ αυτή την επίκαιρη παρέμβαση μετά από αίτημα του Karl Heinz Roth, συνέντευξη με τον οποίο θα ακολουθήσει την επόμενη βδομάδα.

Ακτιβιστές των κοινωνικών κινημάτων, εργάτες, επιστήμονες, εργάτες του πολιτισμού όλων των χωρών!

Το τερατώδες έχει συμβεί: ο πόλεμος έχει επιστρέψει για μια ακόμα φορά στην καθημερινή ζωή στην Ευρώπη. Αυτή τη στιγμή, οι μεγάλες πόλεις στην Ουκρανία γίνονται πεδία μάχης. Ειρηνικοί άνθρωποι διαμελίζονται από τις οβίδες και τους πυραύλους ή θάβονται κάτω από τα συντρίμια των σπιτιών τους.

Όσοι επιβιώνουν από τις βάρβαρες επιθέσεις στα υπόγεια ή στα καταφύγια οδηγούνται να ξεφύγουν από την πείνα, το κρύο, την έλλειψη νερού και το σκοτάδι. Η βαρβαρότητα έχει επιστρέψει.

Για περισσότερο από 20 χρόνια, αυτή η κόλαση αναπτύσσεται και εξαπλώνεται: πρώτα στην Τσετσενία και τη Γιουγκοσλαβία, μετά στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και σήμερα στην Υεμένη, τη Συρία και άλλες περιοχές στη Μέση Ανατολή.

Τώρα έφτασε στην Ευρώπη για μια φορά ακόμα και έχει λάβει καταστροφικές διαστάσεις με τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας. Μητροπολιτικά συγκροτήματα που κατοικούνται από εκατομμύρια ανθρώπους έχει γίνει οι κύριες ζώνες μάχης για τους δύο στρατούς.

Η βάρβαρη πραγματικότητα της στρατιωτικής σύγκρουσης έχει πολλές αιτίες. Εκφράζει την αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που χτίζεται τις πρόσφατες δεκαετίες πίσω από την βιτρίνα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης.

Το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα έχει για μια ακόμα φορά δείξει το ιανόμορφο πρόσωπό του. Από την μια πλευρά, στηρίζεται στην κερδοφόρα παγκόσμια ειρήνη των παγκοσμιοποιημένων εμπορευματικών αλυσίδων και πληροφοριακών συστημάτων, για να αναδιαμορφώσει την εκμετάλλευση των εργαζόμενων τάξεων και να φτάσει με αυτήν στις πιο απομακρυσμένες γωνιές του πλανήτη.

Από την άλλη, αποδεσμεύει ακόμα πιο βίαιες συγκρούσεις για γεωστρατηγικές ζώνες επιρροής. Τυπικό παράδειγμα είναι η Κίνα, η οποία έχει συνδυάσει το σχέδιο για τον “Νέο Δρόμο του Μεταξιού”, για την σύνδεση των ηπείρων, με εδαφικές διεκδικήσεις επί της Ταϊβάν και της Νότιας Κινεζικής Θάλασσας.

Αλλά παραδειγματική, από αυτή την άποψη, είναι και η συμπεριφορά των ΗΠΑ. Για να διασφαλίσει την παγκόσμια οικονομική της ηγεμονία, η Ουάσινγκτον έχει στρέψει την ομόλογό της από την Ανατολική Ασία στην εδαφική επέκταση του παραγωγικού της δυναμικού.

Την ίδια στιγμή, η Ουάσινγκτον σαμποτάρει τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού της Κίνας σε όλα τα επίπεδα και έχει κάνει οτιδήποτε δυνατόν για να υπονομεύσει τις ειρηνικές οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στην Κίνα, την Ρωσία και την Ευρώπη.

Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει θέσει το στρατιωτικό συμμαχικό της σύστημα, το ΝΑΤΟ, εναντίον της Ρωσικής Ομοσπονδίας ώστε να αποτρέψει την ενσωμάτωση του ξεπερασμένου διαδόχου της σοβιετικής αυτοκρατορίας σε μια διευρυμένη, σταθερή και ειρηνική Ευρωπαϊκή τάξη με αμοιβαίες εγγυήσεις ασφαλείας.

Το σαμποτάρισμα του αγωγού Nord Stream 2 δείχνει ότι η οικονομική πίεση είναι τόσο σημαντική όσο είναι και στην τοποθέτηση εναντίον της Κίνας: αυτό που έχουν πετύχει οι ΗΠΑ εναντίον της Ρωσίας έχει αποδειχτεί ότι είναι ένα μπούμεραγκ στην περίπτωση της Κίνας και έχει θρέψει την άνοδο της Κίνας ως μιας ανταγωνιστικής παγκόσμιας δύναμης.

Τρίτον, ως ένας τρίτος βαρβαρικός παράγοντας, ο ισλαμικός φονταμενταλισμός, μια βαθιά οπισθοδρομική εκδοχή αντιιμπεριαλισμού που επιδιώκει μια πατριαρχική θεοκρατία, έχει μπει στο παιχνίδι.

Αυτές οι εξελίξεις έχουν γίνει μια απειλή για την ανθρωπότητα επειδή όλα τα εμπλεκόμενα στην σύγκρουση μέρη μπορούν να στηρίζονται σε πολεμικό υλικό που η υψηλή τεχνολογία του αυξάνει τις καταστροφικές του δυνατότητες σε σχέση με συμβατικά οπλικά συστήματα.

Ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας, που εξαπολύθηκε στις 24 Φεβρουαρίου, μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο σε αυτό το πλαίσιο. Και η προϊστορία της σύγκρουσης μπορεί επίσης να εξηγηθεί από αυτές τις συνδέσεις.

Όταν κατέρρευσε η σοβιετική αυτοκρατορία, οι ΗΠΑ έλαβαν την αποδοχή της Ρωσίας για την είσοδο μιας ενοποιημένης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ σε αντάλλαγμα για μια υπόσχεση μη επέκτασης του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη. Εκείνη την εποχή, οι πιθανότητες εκδημοκρατισμού της Ρωσίας και ανοίγματός της στην Ευρώπη ήταν αρκετά ευνοϊκές.

Η ευκαιρία αυτή, όμως, χάθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Ξεκινώντας το 1997, το ΝΑΤΟ, πρώτα συγκαλυμμένα και, στην συνέχεια, απροκάλυπτα, επεδίωξε μια πολιτική επέκτασης προς Ανατολάς, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να ακολουθεί τα βήματά του. Αυτή η εξέλιξη ειδώθηκε ως εξευτελισμός και ένας κίνδυνος από την Ρωσική ηγετική ελίτ καθώς και από την πλειοψηφία του πληθυσμού της Ρωσίας.

Υπήρχαν επίσης αντισταθμιστικές τάσεις προς την αμοιβαία κατανόηση, ιδιαίτερα στη Γαλλία και τη Γερμανία. Παρ’ όλα αυτά, οι τάσεις αυτές ανακόπτονταν από την νέα ειδική συμμαχία των ΗΠΑ με τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης.

Αυτή η αλλαζονεία δημιούργησε τις εξωτερικές συνθήκες στη Ρωσία για την υλοποίηση μιας στρατηγικής ιμπεριαλιστικού αναθεωρητισμού που διαδιδόταν από τμήματα της ηγετικής ελίτ ήδη από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και, στη συνέχεια, αποκορυφώθηκε στην εποχή του Πούτιν.

Τα ανησυχητικά σημάδια αυτής της καινούριας πορείας – ο πόλεμος στη Γεωργία το 2008 και η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 – αγνοήθηκαν. Μάλιστα, η οικοδόμηση της υποδομής του ΝΑΤΟ προχώρησε ακόμα περισσότερο στην Ουκρανία, παρ’ όλο που η χώρα είχε εμπλακεί από το 2014 σε έναν εμφύλιο πόλεμο με έμμεση συμμετοχή της Ρωσίας.

Οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις των Ουκρανικών ένοπλων δυνάμεων και του ΝΑΤΟ τον Σεπτέμβριο του 2021 σηματοδότησαν τότε την υπέρβαση της κόκκινης γραμμής.

Η επέκταση του ΝΑΤΟ στα 1200 χιλιόμετρα από τα δυτικά σύνορα της Ρωσίας ήταν αφόρητη για την Ρωσική στρατιωτική και ηγετική ελίτ που αποφάσισαν να διεξάγουν έναν επιθετικό πόλεμο εναντίον της Ουκρανίας πριν αυτή μπορέσει να ενταχθεί τυπικά στο ΝΑΤΟ.

Αυτές οι θεωρήσεις δεν αποτελούν καμμιά δικαιολόγηση. Τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας.

Είναι απλά ζήτημα ξεκαθαρίσματος του γεγονότος ότι αυτού του καταστροφικού επιθετικού πολέμου είχαν προηγηθεί επίσης επιθετικές ιμπεριαλιστικές ενέργειες από την πλευρά της Δύσης, που προκάλεσαν στην Ρωσία του Πούτιν μια γεωστρατηγική λογική κοινή σε όλες τις ιμπεριαλιστικές ηγετικές ελίτ.

Φανταστείτε αν είχε η Ρωσική Ομοσπονδία υπογράψει ένα στρατιωτικό σύμφωνο με την Κούβα και το Μεξικό και έχτιζε μια στρατιωτική υποδομή στρεφόμενη κατά των ΗΠΑ στην Καραϊβική, μόλις έξω από τα νότια σύνορά τους!

Αυτή η σύγκριση καθιστά ξεκάθαρο ότι δεν μπορούμε να είμαστε μέρος αυτού του καταστροφικού παιχνιδιού των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Καταδικάζουμε την ρωσική επιθετικότητα με τους πιο εμφατικούς δυνατόν όρους. Αλλά απορρίπτουμε εξίσου σθεναρά τις ηγετικές ελίτ της Δύσης.

Αντί να παραδεχτούν την αποτυχία των χωρίς μέτρο επεκτατικών τους στόχων, τώρα διπλασιάζουν σε στρατιωτική κλιμάκωση, προωθώντας έναν πλήρους κλίμακας οικονομικό πόλεμο καθώς και πολύ μεγάλης έκτασης επιχειρήσεις στρατιωτικής βοήθειας και προμήθειες όπλων.

Έχουμε επίγνωση ότι με αυτές τις θέσεις αντιπροσωπεύουμε αυτή τη στιγμή μια πολύ μικρή μειονότητα όλων των άμεσα και έμμεσα ενδιαφερομένων μερών στον ουκρανικό πόλεμο.

Αλλά δεν θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την ταυτότητά μας, τον προσανατολισμό μας στους κοινωνικούς και χειραφετητικούς αγώνες για ισότητα και αυτοκαθορισμό, μπροστά στη λογική του ιμπεριαλιστικού πολέμου και του κυνισμού των πολεμοκάπηλων από όλες τις πλευρές.

Η στρατιωτική σφαγή, η δολοφονία άμαχων, οι βομβαρδισμοί, η πείνα και η μαζική εκτόπιση του ουκρανικού πληθυσμού, καθώς και η καταστροφή των κοινωνικών υποδομών, πρέπει να σταματήσουν.

Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στο ΝΑΤΟ και τη Δύση να αφήσουν την Ουκρανία να υπερασπιστεί τον εαυτό της μέχρι τον τελευταίο Ουκρανό που είναι ικανός για στρατιωτική θητεία, ούτε να αφήσουμε το ρωσικό Γενικό Επιτελείο να στείλει δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες και κληρωτούς στον θάνατο.

Δεν θα πρέπει τα παιδιά και τα εγγόνια μας να μας ρωτήσουν γιατί δεν κάναμε τίποτα για να αποτρέψουμε την ουκρανική σύγκρουση να κλιμακωθεί σε έναν μεγάλο ευρωπαϊκό πόλεμο ή ακόμα και σε έναν πυρηνικό Αρμαγεδώνα.

Αυτός ο κίνδυνος ενισχύεται σταθερά εξαιτίας της μαζικής στρατιωτικής υποστήριξης από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και τις άγριες οικονομικές κυρώσεις. Δεν μπορούμε να είμαστε παθητικοί θεατές. Αν συνεχιστεί η κλιμάκωση, θα μπορούσαμε στις ερχόμενες εβδομάδες να έρθουμε αντιμέτωποι με τους τρόμους του πολέμου, ακριβώς όπως βρίσκεται αυτή τη στιγμή ο άμαχος ουκρανικός πληθυσμός.

Απαιτούμε:

  1. Μια άμεση κατάπαυση του πυρός και την απόσυρση όλων των ενόπλων δυνάμεων από κάθε πληθυσμιακό κέντρο.

  2. Την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων από την Ουκρανία. Τον αφοπλισμό και τη διάλυση όλων των παραστρατιωτικών μονάδων στην επικράτεια της Ουκρανίας.

  3. Την άμεση διακοπή της παράδοσης όπλων και της συγκαλυμένης εμπλοκής του ΝΑΤΟ στον πόλεμο.

  4. Την άμεση άρση των κυρώσεων και τον τερματισμό του οικονομικού πολέμου.

  5. Την έναρξη ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία υπό την επίβλεψη του ΟΑΣΕ [Οργανισμός Ασφάλειας και Συνεργασίας στην Ευρώπη]. Διασφάλιση/Εγγυήσεις για την επ’ αόριστο ουδετερότητα της Ουκρανίας και ξήλωμα των υποδομών του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία σε αντάλλαγμα εκτενών και διεθνώς υποστηριζόμενων Ρωσικών εγγυήσεων ασφαλείας.

  6. Την εδραίωση της Ουκρανίας ως ενός ανεξάρτητου κράτους-γέφυρας ανάμεσα στο ΝΑΤΟ/ΕΕ και τη Ρωσία υπό την ομπρέλα του ΟΑΣΕ. Διμερής ανοικοδόμηση και οικονομικές συμφωνίες της Ουκρανίας με την ΕΕ και την μετα-σοβιετική Τελωνειακή Ένωση.

Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι αυτές οι απαιτήσεις θα μείνουν κενά λόγια μέχρι να τις υιοθετήσουν τα κοινωνικά κινήματα, οι εργαζόμενες τάξεις και η κριτική διανόηση σε μια διεθνώς συντονισμένη προσπάθεια.

Είναι λοιπόν καιρός να κινητοποιήσουμε μια ευρεία αντιμιλιταριστική αντίσταση που θα ενσωματώνεται συνολικά και διεθνικά στους κοινωνικούς αγώνες. Αυτή η προσέγγιση δεν είναι με κανέναν τρόπο απέλπιδα, όπως έδειξε η αντίσταση ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ στην παγκόσμια κοινωνική εξέγερση στα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Προτείνουμε συνεπώς σαν πρώτα βήματα κινητοποίησης της αντίστασης:

  1. Τον τερματισμό όλων των αποστολών όπλων στην Ουκρανία και των άλλων πολεμικών ζωνών στον κόσμο μέσα από δράσεις σαμποτάζ.

  2. Την έναρξη μιας εκστρατείας άρνησης της στρατιωτικής θητείας σε όλους τους στρατούς που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα στον πόλεμο στην Ουκρανία: άρνηση στρατολόγησης, ανυπακοή στις εντολές, λιποταξία από τις πολεμικές και εφοδιαστικές μονάδες είτε είναι ρωσικές είτε Ουκρανικές και Νατοϊκές. Ανάπτυξη ενός κινήματος αλληλεγγύης στο εξωτερικό για τους αρνητές συνείδησης.

  3. Συμμετοχή σε αποστολές βοήθειας για την υποστήριξη όλων των προσφύγων από την Ουκρανία καθώς και από όλες τις άλλες περιοχές πολέμου και εμφυλίου πολέμου, χωρίς διακρίσεις.

  4. Έχει έρθει η ώρα να πάρουμε μια θέση ενάντια στον αποπροσανατολισμό του κινήματος διαμαρτυρίας και ειρήνης. Οι μαζικές διαδηλώσεις σε ολόκληρο τον πόλεμο και τα συμφέροντα των εργαζόμενων τάξεων στρέφονται ενάντια σε όλες τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και δεν θα πρέπει να διαλέγουν πλευρά.

Ο στόχος τους είναι η υπέρβαση της εκμετάλλευσης, της πατριαρχικής καταπίεσης, του ρατσισμού, του εθνικισμού, της καταστροφής της φύσης και η ενδυνάμωση των ατομικών και κοινωνικών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Τώρα θα πρέπει να προστεθεί η πάλη ενάντια σε μια επαναναδυόμενη βαρβαρότητα.

Έχει έρθει η ώρα για όσους αντιτίθενται στον πόλεμο σε όλες τις χώρες να ενωθούν πριν να είναι πολύ αργά. Ο κίνδυνος χρήσης πυρηνικών όπλων είναι πραγματικός. Πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να τον αποτρέψουμε. Αυτή είναι η ευθύνη μας απέναντι στα παιδιά και τα εγγόνια μας.

Αρχικοί υπογράφοντες:

Sergio Bologna, ιστορικός και σύμβουλος επιμελητείας, Μιλάνο

Rüdiger Hachtmann, ιστορικός, Βερολίνο

Erik Merks, συνταξιούχος συνδικαλιστής, Αμβούργο

Karl Heinz Roth, ιστορικός και γιατρός, Βρέμη

Bernd Schrader, κοινωνιολόγος, Ανόβερο

Αρχικά δημοσιευμένο στα Γερμανικά στην der Freitag, 14/03/2022

Δημοσιεύτηκε στα Ιταλικά στο Il Manifesto 18/03/2022

Ας μοιραστούμε την ντροπή: ένα γράμμα από διεθνιστές στην Κίνα

Ομάδα διεθνιστών από την ηπειρωτική Κίνα1

το κείμενο σε pdf

 

Chuang: Όπως σημειώσαμε στο προηγούμενο σημείωμά μας, το κινεζικό κράτος και οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης έχουν λογοκρίνει κάποιο από το περιεχόμενο που ασκεί κριτική στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία (αν και αυτό γίνεται με έναν ασυνεπή τρόπο, καθώς το ίδιο το κράτος δεν έχει ακόμα πάρει μια ξεκάθαρη στάση στο ζήτημα). Εν τω μεταξύ, λάβαμε το παρακάτω γράμμα από μια ανώνυμη ομάδα που αυτοονομάζεται “Κινέζοι διεθνιστές από την ενδοχώρα”. Προσφέρει μια καλή οπτική για το πώς γίνεται αντιληπτή η πρόσφατη σύγκρουση από την κινεζική αριστερά. Όπως και με άλλες μεταφράσεις που έχουμε δημοσιεύσει, η θέση που εκφράζεται εδώ ανήκει στους συγγραφείς. Παρ’ όλο που είμαστε συμπαθείς προς το πνεύμα θα πρέπει να είναι καθαρό, από τη γλώσσα και τη διατύπωση που χρησιμοποιείται στο κείμενο, ότι αυτή δεν είναι μια δήλωση από το Chuang και δεν θα έπρεπε να απεικονίζεται ως τέτοια. Ένας από τους στόχους μας είναι να βοηθήσουμε στην αύξηση της ορατότητας άλλων ομάδων και ατόμων στην Κίνα που καταπιάνονται με αντίστοιχες ανησυχίες, οπότε είμαστε χαρούμενοι που φιλοξενούμε το γράμμα αυτό (προχωρήστε προς το τέλος της σελίδας για το πρωτότυπο κείμενο στα Κινεζικά).

 

1.

Ως διεθνιστές, είμαστε σταθερά αντίθετοι την εισβολή της Ρωσίας, στον ίδιο βαθμό που είμαστε αντίθετοι στην απερίσκεπτη και επικίνδυνη επέκταση του ΝΑΤΟ. Αυτό που υποστηρίζουμε δεν είναι η κυβέρνηση της Ουκρανίας, αλλά το δικαίωμα του ουκρανικού λαού να είναι ελεύθερος από κάθε ιμπεριαλιστική παρέμβαση.

Ο Πούτιν υποστήριξε την ανεξαρτησία των δύο δημοκρατιών στο Ντονμπάς, ισχυριζόμενος την προστασία των ανθρώπων εκεί από την ουκρανική κυβέρνηση. Αναμφίβολα, τα τελευταία οχτώ χρόνια οι κάτοικοι του Ντονμπάς έχουν ζήσει σε έναν ατέλειωτο πόλεμο. Αυτό για το οποίο οι άνθρωποι διψούν είναι ειρήνη και όχι αυτό που κάνει ο Πούτιν, δηλαδή να επεκτείνει απεριόριστα τον πόλεμο. Δεν θα αρνηθούμε τον διωγμό των τοπικών πληθυσμών από την ουκρανική κυβέρνηση, ούτε θα αρνηθούμε την παρουσία νεο-ναζί στην Ουκρανία (όπως ακριβώς και στη Ρωσία), ούτε θα αρνηθούμε την ύπαρξη προοδευτικών, αντιφασιστικών προσπαθειών στον ένοπλο αγώνα των λαών στην περιοχή του Ντονμπάς. Αλλά αν το καθεστώς του Πούτιν εννοεί πραγματικά να προστατεύσει τους λαούς του Ντονμπάς, όπως ισχυρίζεται, θα πρέπει να τα κάνουμε εντελώς καθαρό: πόσοι από όσους αντιπροσωπεύουν τους κατοίκους του Ντονμπάς δεν έχουν πεθάνει στα χέρια των σωβινιστών της Μεγάλης Ρωσίας και του ύπουλου στρατού του Πούτιν;

Η “αποναζιστικοποίηση” της Ουκρανίας ακούγεται περισσότερο σαν ανέκδοτο, λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο Πούτιν και οι ακόλουθοί του έχουν υπάρξει οι πιο φανατικοί υποστηρικτές της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς την προηγούμενη δεκαετία. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το μόνο που θα κάνει θα είναι να επανενδυναμώσει τον ριζοσπαστικό εθνικισμό μέσα στη χώρα.

Ο Πούτιν θέλει να κάνει δημοφιλή την ιδέα ότι η Ουκρανία είναι μια χώρα που κατασκευάστηκε από τον Λένιν και τη Σοβιετική Ένωση. Όμως, όπως έχουν επισημάνει άλλες προοδευτικές ομάδες, ποιο έθνος-κράτος δεν είναι προϊόν κατασκευής; Στο όνομα της “αποκομμουνιστικοποίησης”, αυτό που επιθυμεί πραγματικά ο Πούτιν είναι να απαλείψει την εθνική κυριαρχία της Ουκρανίας ακόμα-ακόμα και την εθνική της ταυτότητα, συγκαλύπτοντας παράλληλα την φιλοδοξία του να ξαναχτίσει μια μονοεθνική Ρωσική αυτοκρατορία. Είναι αλήθεια ότι η Ουκρανία δεν θα είχε σχηματιστεί στα τωρινά της σύνορα χωρίς την λενινιστική αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης – καθώς και των αρχών της ισότητας των εθνοτήτων και της ελευθερίας της πολιτικής απόσχισης. Αλλά αυτό που ο Πούτιν δεν τολμά να παραδεχτεί είναι ότι χωρίς μια τέτοια αρχή, η Σοβιετική Ένωση δεν θα είχε κερδίσει από την αρχή την εμπιστοσύνη των δημοκρατιών που την συγκροτούσαν και ότι η 70χρονη ένωση των σοσιαλιστικών δημοκρατιών δεν θα είχε υπάρξει καθόλου.

Η ρητορική είναι υποκριτική και εύθραυστη μπροστά στις πραγματικές γεωπολιτικές δυνάμεις. Στις δεκαετίες που πέρασαν, ανησυχίες για τα “ανθρώπινα δικαιώματα” και “γενοκτονίες” χρησιμοποιούνται συχνά για να δικαιολογούν πολέμους που ξεκίνησε η Δύση. Δεν χρησιμοποίησε και η Ρωσία, φαινομενικά στην αντίπαλη πλευρά, την ίδια ακριβώς ρητορική στην περίπτωση του Ντονμπάς; Παρομοίως, για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έσπευσαν γρήγορα να επιβάλλουν κυρώσεις, με βάση ανησυχίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, πού είναι οι κυρώσεις σε βάρος του Ισραήλ όταν έχει υπό κατοχή την Παλαιστίνη και έχει επιβάλει απαρτχάιντ; Πού είναι οι κυρώσεις εναντίον της Σαουδικής Αραβίας που εξακολουθεί να εισβάλει στην Υεμένη προκαλώντας μια τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή; Για να μην σημειώσουμε ότι πολλές αναλύσεις έχουν επισημάνει από καιρό πως οι οικονομικές κυρώσεις, ενώ μπορούν πραγματικά να αποδυναμώσουν τη δυνατότητα του ρωσικού καθεστώτος να χρηματοδοτεί την πολεμική του μηχανή, θα επιφέρουν μεγαλύτερες επιπτώσεις στον απλό λαό απ’ ό,τι στην ισχυρή ελίτ της Ρωσίας. Αυτό που είναι καθαρό είναι ότι ο δικτάτορας δεν νοιάζεται ποτέ αν ο λαός του υποφέρει.

2.

Αυτός δεν είναι ένας πόλεμος ανάμεσα στους Ρώσους και τους Ουκρανούς. Είναι ένας πόλεμος ανάμεσα στον Πούτιν και τον Μπάιντεν και τις υπερδυνάμεις πίσω από αυτούς. Είναι ένας πόλεμος που δεν θα έχει νικητή αλλά θα δημιουργήσει αμέτρητα θύματα.

Είναι ένας πόλεμος ανάμεσα σε ανθρώπους με απλή δικαιοσύνη και ένα κράτος που λατρεύει την ισχύ. Στη Ρωσία, βλέπουμε αμέτρητες αντιπολεμικές φωνές από καθημερινούς ανθρώπους. Δεν είναι ατρόμητοι. Ο καθένας έχει βαθιά επίγνωση ότι ρισκάρει να συλληφθεί επειδή κρατάει ψηλά ένα πλακάτ με το σύνθημα “Όχι στον πόλεμο”, ότι οποιαδήποτε έκφραση απόψεων που διαφωνούν με αυτές του καθεστώτος μπορεί να τον οδηγήσει στη φυλακή, ότι το καθεστώς εκμεταλλεύεται την έκτακτη κατάσταση για να εντείνει την καταστολή των αντιφρονούντων και ότι περισσότερα από 1700 άτομα συνελλήφθησαν από την αστυνομία για διαμαρτυρία την πρώτη μέρα της έναρξης της εισβολής από τον Πούτιν. Παρ’ όλα αυτά, ντροπή και οργή έχουν βγάλει αναρίθμητους Ρώσους έξω στους δρόμους, ξανά και ξανά. Οι διαμαρτυρίες ενάντια στο καθεστώς του Πούτιν δεν περιορίζονται σε αυτόν τον συγκεκριμένο πόλεμο, αν σκεφτούμε ότι ο ρωσικός λαός είχε ήδη εμπλακεί για πολλά χρόνια σε έναν αόρατο πόλεμο εναντίον της κυβέρνησής του σχετικά με την διάχυτη διαφθορά της Μόσχας, την συμπαιγνία με τους ολιγάρχες της ενέργειας, την χειραγώγηση της δημοκρατίας και την χρήση γκάνγκστερ για επιθέσεις στην αντιπολίτευση. Πόσο άτοπο είναι για ένα καθεστώς να ισχυρίζεται ότι θα σώσει ένα άλλο έθνος όταν την ίδια στιγμή καταπιέζει τον δικό του λαό;

Αυτός δεν είναι μόνο ένας πόλεμος επί του πεδίου, είναι επίσης ένας πόλεμος πληροφορίας στο διαδίκτυο. Οι άνθρωποι καταλήγουν να αντιπροσωπεύονται από τα κράτη τους και η ίδια πληροφορία ή έννοια μπορεί να έχει εντελώς αντίθετη σημασία για τα διαφορετικά στρατόπεδα, ή να βρίσκεται σε ομηρία από διαφορετικές προκαταλήψεις. Και τότε, πάνω στην φρενίτιδα και την ανησυχία, αυτές οι στρεβλωμένες ιδέες μεταφέρονται πάνω από όλα τα σύνορα με τους ανέμους του πολέμου. Ζώντας στην Κίνα, έχουμε βρεθεί σε μια παράδοξη θέση αυτού που τα κρατικά ΜΜΕ αποκαλούν ειρωνικά “γνωσιακός πόλεμος”. Η κινεζική κυβέρνηση έχει καταδικαστεί από τη διεθνή κοινότητα για την αμφιλεγόμενη στάση της: υπερασπιζόμενη την ειρήνη από την μια πλευρά, ενώ δυναμώνει τους δεσμούς της με τη Ρωσία, από την άλλη. Στο μεταξύ, κάτω από την προπαγάνδα των κυρίαρχων ΜΜΕ και την όλο και περισσότερο ισχυρή λογοκρισία εδώ και πολλά χρόνια, οι Κινέζοι πολίτες του διαδικτύου2 θεωρούνται δυστυχώς αυτή τη στιγμή από τον κόσμο ως οι μεγαλύτεροι και πιο ηχηροί υποστηρικτές του Πούτιν. Προοδευτικές αντιπολεμικές φωνές φιμώνονται και διαδηλωτές τιμωρούνται. Όντας ντροπιασμένοι, καταδικάζουμε με δύναμη την μηχανή προπαγάνδας που, για μια ακόμα φορά, “δείχνει ένα ελάφι και το αποκαλεί άλογο”. Την στιγμή που η ρωσική εισβολή είχε μόλις ξεκινήσει, η κυβέρνησή μας ήταν απασχολημένη να ασκεί διώξεις στον δικό της πληθυσμό, σε μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις κοινής γνώμης που έχει γνωρίσει η Κίνα τα πρόσφατα χρόνια. Ολόκληρο το έθνος ήταν σοκαρισμένο από τις αποκαλύψεις αναρίθμητων περιπτώσεων εμπορίου σάρκας γυναικών που είχαν βασανιστεί και αντιμετωπιστεί ως σκλάβες του σεξ επί δεκαετίες. Αυτά τα εγκλήματα είχαν εξελιχθεί σε μια κοινωνική νόρμα με την συμπαιγνία των τοπικών κυβερνήσεων.

Θα ζούμε για πολύ καιρό σε μια εποχή μετα-αλήθειας στα χρόνια που έρχονται, στην οποία συναισθηματικές διαιρέσεις θα αναλάβουν τον ρόλο της “κοινής λογικής” στη δημόσια ζωή. Συνεπώς, υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα του ουκρανικού λαού να καθορίσει την μοίρα του και το δικαίωμα του ρωσικού λαού και των άλλων λαών που ζουν κάτω από αυταρχικά καθεστώτα, να εκφράζουν τις διαφωνίες τους με την κυβέρνησή τους καθώς και να επιδεικνύουν την αλληλεγγύη τους με εκείνους που έχουν δεχτεί την εισβολή. Η “ντροπή” είναι ένα κοινό συναίσθημα που έχει εκφραστεί στη Ρωσία στις πρόσφατες αντιπολεμικές πορείες στους δρόμους και στο διαδίκτυο. Και εμείς, οι Κινέζοι διεθνιστές, μοιραζόμαστε αυτή την ντροπή.

3.

Ο ουκρανικός λαός έχει τις δικές του επιθυμίες και έχει το δικαίωμα να αποφασίσει για τη μοίρα του χωρίς καμμιά παρέμβαση από τον Δυτικό ή τον Ανατολικό ιμπεριαλισμό. Θα πρέπει να απελευθερωθεί από οποιαδήποτε ζημιά γίνεται στο όνομα της “προστασίας” ή της “διάσωσης”. Όμως, την ίδια στιγμή, πρέπει να καταλάβουμε την πολυπλοκότητα και τη βαναυσότητα της διεθνούς πολιτικής, ιδιαίτερα όταν ο ουκρανικός λαός είναι παγιδευμένος ανάμεσα σε δυο αυτοκρατορίες. Αντιμέτωπος με τον πόλεμο ενάντια στην ανθρωπότητα, την εισβολή, ακόμα και την απειλή των πυρηνικών όπλων.

Η ουδετερότητα είναι υποκριτική κάτω από τις σημερινές πιεστικές συνθήκες. Ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας έχει γίνει ασταμάτητος, οπότε η αντίθεση στον πόλεμο αυτοάμυνας της Ουκρανίας θα αντέφασκε με τον ισχυρισμό των ακτιβιστών, που είναι ενάντια στον πόλεμο, να σταθούν στο πλευρό των θυμάτων. Πρέπει να σταθούμε στο πλευρό του ουκρανικού λαού που υπερασπίζεται τη χώρα του, στο πλευρό των λαών της Ρωσίας και της Λευκορωσίας που διακινδυνεύουν τις ζωές τους διαδηλώνοντας ενάντια στο κράτος τους, και στο πλευρό των ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο που διψούν για ειρήνη και καταδικάζουν τον πόλεμο. Η διεθνής κοινότητα πρέπει να σεβαστεί και να ανταποκριθεί στα αιτήματα του ουκρανικού λαού και να προσφέρει πρακτική βοήθεια, και αυτό πρέπει να περιλαμβάνει και εμάς. Πιστεύουμε ότι τα Νατοϊκά στρατεύματα δεν θα αλλάξουν την κατάσταση, και το μόνο που θα κάνουν είναι να αυξήσουν την πιθανότητα ενός παγκοσμίου πολέμου – που είναι το τελευταίο πράγμα που θέλουμε να δούμε. Μοιραζόμαστε την άποψη όσων έχουν προηγηθεί από μας, αντιιμπεριαλιστών με αίσθημα υπευθυνότητας, οι οποίοι στα αντιπολεμικά κινήματα στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ δεν καλούσαν την Σοβιετική Ένωση να παρέμβει ως αντίβαρο στην ισχύ των ΗΠΑ, αλλά υποστήριξαν την παράδοση από αυτήν όπλων στην βιετναμέζικη αντίσταση. Σήμερα, υπάρχουν επίσης και κυβερνοόπλα. Ομάδες χάκερ προκαλούν διακοπές σε ιστοτόπους της ρωσικής κυβέρνησης και στα καθεστωτικά ΜΜΕ, σε δικτυακούς τόπους χαρτογράφησης, προκαλώντας παρεμβολές στην πορεία των ρωσικών στρατευμάτων στο πολεμικό πεδίο, και σε αρένες κοινής γνώμης, σε ένδειξη αλληλεγγύης στα θύματα της εισβολής. Αυτές οι προσπάθειες διαμορφώνουν από κοινού το κυβερνοέδαφος της προοδευτικής πλευράς σε αυτόν τον πόλεμο. Οι διεθνιστές έχουν ένα βασικό καθήκον να υπερασπιστούν εκείνους που σύρονται σε δίκαιους πολέμους αντίστασης για να αγωνιστούν ενάντια στους εισβολείς.

Δεν μπορείς να καταστρέψεις τη μαγεία με μαγεία. Αυτό στο οποίο καλούμε δεν είναι ένα φευγαλεό αντιπολεμικό πάθος ή ένα είδος καταύπασης πυρός, που συγκαλύπτει πιο βαθιές και αόρατες συγκρούσεις, αλλά την εγκατάλειψη των ψυχροπολεμικών λογικών και των ρητορικών θεατρινισμών. Θα πρέπει να γίνουν πρακτικές προσπάθειες για να οικοδομηθεί ξανά η ειρήνη στην Ουκρανία, και όχι μόνο σε αυτήν, και για να απορριφθούν όλες οι πολιτικές ηγεμονικής ισχύος και κρατικής ηγεμονίας, για το ξερίζωμα όλων των ψευδαισθήσεων σχετικά με τον πόλεμο.

Μια ομάδα διεθνιστών από την ηπειρωτική Κίνα

1η Μαρτίου 2022

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://chuangcn.org/2022/03/letter-from-china-ukraine.

2 Στμ. Αποδίδουμε έτσι τον αγγλικό όρο netizens.

Βγείτε στους δρόμους ενάντια στον Πόλεμο

ένα κάλεσμα από τη Ρωσία για διαδηλώσεις ενάντια στην εισβολή στην Ουκρανία

Autonomous Action1

το κείμενο σε pdf

Το κάλεσμα που ακολουθεί εμφανίστηκε αρχικά στα Ρωσικά στο avtonom.org, την πλατφόρμα που προέκυψε από το απλωμένο σε ολόκληρη τη Ρωσία αναρχικό δίκτυο Αυτόνομη Δράση (Autonomous Action).

Οι Ρώσοι σύντροφοι αναφέρουν ότι, σύμφωνα με έναν καινούριο νόμο που ψηφίστηκε αυτή την εβδομάδα, όσοι κρίνονται ένοχοι για διάδοση παραπληροφόρησης σχετικά με την εισβολή στην Ουκρανία μπορεί να τιμωρηθούν με πολυετή φυλάκιση. Αυτό, κατά τα φαινόμενα, περιλαμβάνει όσους απλά αναφέρονται στην εισβολή ως “πόλεμο” και όχι ως μια “ειδική επιχείρηση”, όπως επιμένει ότι κάνει η κυβέρνηση του Πούτιν. Σε αυτό το πλαίσιο, οι διαδηλωτές δείχνουν τεράστιο θάρρος βγαίνοντας στους δρόμους.

Η επόμενη μέρα μαζικών διαμαρτυριών έχει οριστεί για αυτήν την Κυριακή, 6 Μαρτίου. Ελπίζουμε οι προσπάθειες [των Ρώσων διαδηλωτών] να αγκαλιαστούν από διαδηλωτές σε ολόκληρο τον κόσμο, ασκώντας πίεση από όλες τις πλευρές στην ρωσική κυβέρνηση, την παγκόσμια καπιταλιστική τάξη, αυτούς που κερδοσκοπούν από τον πόλεμο και όλες εκείνες τις άλλες δυνάμεις που υποθάλπτουν την εισβολή.

Για να υποστηρίξετε τους διαδηλωτές στην Ρωσία, κάντε μια δωρεά στον Αναρχικό Μαύρο Σταυρό στην Μόσχα εδώ. Για να υποστηρίξετε τους αναρχικούς στην Ουκρανία, κάντε μια δωρεά εδώ ή εδώ. Υπάρχει επίσης μια δομή αλληλεγγύης για την υποστήριξη των προσφύγων που εγκαταλείπουν την Ουκρανία.

Η Άνοιξη έρχεται: βγείτε στους δρόμους ενάντια στον Πόλεμο

Ο ρωσικός στρατός έχει εισβάλει στην Ουκρανία. Ο Πούτιν έχει χάσει τα μυαλά του και ο στρατός του βομβαρδίζει άμαχους και σκοτώνει παιδιά. Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει την χώρα για να ξεφύγουν από τους “ελευθερωτές” του Πούτιν.

Αρνούμαστε να υποταχθούμε στην ρωσική στατιωτική λογοκρισία. Το λέμε ανοιχτά και καθαρά: αυτός είναι πόλεμος. Αυτός είναι ένας κατακτητικός πόλεμος και ο ρωσικός στρατός τον διεξάγει. Με όπλα στα χέρια, οι Ουκρανοί υπερασπίζονται με επιτυχία τους εαυτούς τους από τους εισβολείς, αλλά εμείς, που είμαστε μέσα στη Ρωσία, δεν μπορούμε να σταθούμε μακριά από αυτά τα γεγονότα. Πρέπει να δείξουμε σε μας τους ίδιους, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, ότι είμαστε ενάντια σε αυτόν τον πόλεμο, ότι μόνο ο Πούτιν και η συμμορία του τον χρειάζονται. Το να είμαστε ενάντια στον πόλεμο είναι γνήσιος αντιφασισμός αυτήν ακριβώς την στιγμή.

Στις 6 Μαρτίου, αυτή την Κυριακή, είναι η μέρα γενικών αντιπολεμικών δράσεων στη Ρωσία. Βγείτε στην κεντρική πλατεία της πόλης σας! Ένα από τα σημεία συνάντησης στη Μόσχα είναι η Πλατεία των σιδηροδρομικών σταθμών στις 3 το μεσημέρι. Υπάρχουν επίσης συναντήσεις στις 7 το απόγευμα και σε άλλες χρονικές στιγμές. Αποφασίστε και οργανωθείτε οι ίδιοι, ενώστε τις δυνάμεις σας με τους φίλους σας. Το σημαντικό είναι να βγούμε στους δρόμους.

Οι ρωσικές αρχές αυτή τη στιγμή είναι σε πανικό. Έχουν συνειδητοποιήσει ότι χάνουν αυτόν τον πόλεμο. Αυτός είναι ο λόγος που απειλούν υστερικά διαδηλωτές ενάντια στον πόλεμοείτε με απέλαση, είτε με καταναγκαστικές απολύσεις, είτε με άμεση στρατολόγηση, είτε με φυλακή. Μην τους φοβάστε. Οι Ουκρανοί στις πόλεις τους βγαίνουν στους δρόμους με γυμνά χέρια για να διαμαρτυρηθούν εναντίον των εισβολέων. Στέκονται απέναντι σε στρατιώτες με πυροβόλα, απέναντι σε τανκ. Πώς μπορεί κανείς να φοβάται τον σκουριασμένο μηχανισμό της ρωσικής αστυνομίας;

Απαιτούμε έναν άμεσο τερματισμό του πολέμου. Απαιτούμε την άμεση και άνευ όρων απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων από την Ουκρανία. Αυτή είναι η βασική συνθήκη για οποιαδήποτε περαιτέρω δράση: η επιθετικότητα της Ρωσικής Ομοσπονδίας πρέπει να σταματήσει. Πρέπει να σταματήσουμε τις σφαγές των ανθρώπων. Ναι, ο Πούτιν δεν μας ρώτησε όταν σχεδίασε αυτή την εισβολή – αλλά δεν τον σταματήσαμε έγκαιρα. Οπότε είναι σημαντικό να το κάνουμε έστω τώρα.

Φυσικά, ο κύριος στόχος μας τώρα είναι να σταματήσουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αλλά έχουμε να πολεμήσουμε και για το μέλλον της Ρωσίας. Δεν έχει απομείνει πολύς χρόνος για αυτόν τον διαταραγμένο δικτάτορα. Ο μικρός νικηφόρος πόλεμός του δεν πήγε σύμφωνα με το σχέδιό του και τώρα η απομάκρυνσή του είναι μόνο ζήτημα χρόνου και συγκεκριμένων μέσων. Αλλά τι θα γίνει μετά, μετά τον Πούτιν;

Τα εδάφη της “Ρωσικής Ομοσπονδίας” είναι τώρα σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι. Η πτώση του καθεστώτος Πούτιν ίσως πυροδοτήσει τη διαδικασία της απελευθέρωσης. Σίγουρα, δεν θα οδηγήσει αμέσως στα αναρχικά ιδεώδη – αλλά τουλάχιστον η Ρωσία δεν θα είναι πλέον σε πόλεμο με τον υπόλοιπο κόσμο και με τον ίδιο τον πληθυσμό της. Σε αυτό το κύμα αλλαγών, θα υπάρχουν ευκαιρίες για σημαντικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα προς την κατεύθυνση μεγαλύτερης αποκέντρωσης – για παράδειγμα με την πλήρη κατάργηση του προεδρικού συστήματος και την μετάβαση σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, κάτι για το οποίο μιλάμε εδώ και πολύ καιρό.

Όμως, υπάρχει και μια άλλη πιθανότητα στο “τι θα ακολουθήσει” μετά τον Πούτιν: να μετασχηματιστεί το καθεστώς σε ένα καθεστώς “χρυσαλλίδα”, σε ένα ακόμα πιο αυταρχικό καθεστώς – το πλήρες κλείσιμο όλων των συνόρων και την παύση των διεθνών σχέσεων. Το μπλοκάρισμα του μισού Διαδικτύου σήμερα στη Ρωσία είναι μόνο το πρώτο σημάδι. Δεν θα έχουν απομείνει πλέον οποιεσδήποτε δυνάμεις για επιθετικούς πολέμους, αλλά αυτό δεν θα κάνει τα πράγματα ευκολότερα για τους κατοίκους: θα βρεθούν σε ένα κράτος που θα θυμίζει αυτό της Βόρειας Κορέας. Και δεν υπάρχει κανένα απολύτως αναρχικό κίνημα στη Βόρεια Κορέα. Κανένα.

Τώρα, στις επόμενες μέρες και εβδομάδες, έχουμε όλοι ένα μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας. Το αυταρχικό καθεστώς του Πούτιν έχει κάνει ένα μοιραίο λάθος και παραπαίει. Αν ο ψυχοπαθής στο Κρεμλίνο δεν πατήσει το πυρηνικό κουμπί, δεν θα ζήσει για πολύ. Και τώρα όλα εξαρτώνται από εμάς, τους κατοίκους της Ρωσίας. Αν παραμείνουμε σιωπηλοί, τότε η ατζέντα θα βρεθεί γρήγορα στον έλεγχο απομονωτιστών και συντηρητικών, που αποτελούν την πλειοψηφία στα ανώτερα στρώματα της εξουσίας. Αλλά αν είμαστε ενεργοί, θα νικήσουμε. Ένας σκουριασμένος Λεβιάθαν δεν χρειάζεται παρά να τον σπρώξουμε για να σωριαστεί σε σκόνη.

Βγείτε στους δρόμους στις 6 Μαρτίου. Αν δεν μπορείτε να βγείτε έξω στις 6 Μαρτίου, βγείτε μιαν άλλη μέρα. Αν δεν μπορείτε να βγείτε καθόλου, διαμαρτυρηθείτε κατά του πολέμου με άλλους τρόπους: μοιράστε φυλλάδια και αφίσες, κολλήστε αυτοκόλλητα, γράψτε “Όχι πόλεμος” στις ιατρικές μάσκες, κρεμάστε πόστερ από τα μπαλκόνια. Τέλος, μιλήστε με ανθρώπους. Αυτό είναι τώρα πιο σημαντικό από τις σπουδές, πιο σημαντικό από τη δουλειά, πιο σημαντικό από οτιδήποτε στον κόσμο. Τώρα αποφασίζεται η μοίρα όχι μόνο της Ουκρανίας αλλά και της Ρωσίας. Καθορίζεται το μέλλον μας – και μόνο εμείς θα είμαστε υπεύθυνοι για το ποιο θα είναι αυτό.

 

Ο Χειμώνας τελειώνει. Η Άνοιξη έρχεται.

Αυτόνομη Δράση

“Αν θες ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο” (Ρωσία, Ουκρανία, NATO, ΕΕ)

Gruppen Gegen Kapital Und Nation1

 

το κείμενο σε pdf

 

Το παρόν κείμενο είναι μια μετάφραση του “Si vis pacem para bellum – Wer Frieden will rüste sich zum Krieg2 (Platon, Cicero, Russland, Ukraine, NATO, EU)” που δημοσιεύτηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2022.

“Αν μιλάς, δεν πυροβολείς”, λέει η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών Annalena Baerbock. Μπορεί να καθησυχάζεται κανείς από αυτό, μιας και σπάνια έχουν υπάρξει τόσες υψηλού επιπέδου συναντήσεις και τηλεδιασκέψεις ηγετών κρατών από ολόκληρο τον κόσμο όπως την άνοιξη του 2022. Όμως, η σύνδεση ανάμεσα στη διπλωματία και τον πόλεμο είναι μάλλον διαφορετική από αυτό που οι επικεφαλείς (κύριοι και κυρίες) του πολέμου ισχυρίζονται. Διπλωματικά, λένε ο ένας στον άλλον αυτό που θέλουν και καθορίζουν “κόκκινες γραμμές” που, αν ξεπεραστούν, τότε είναι πρόθυμοι να κηρύξουν πόλεμο.

Το παρόν κείμενο αφορά τους λόγους που η Ρωσία, η Ουκρανία και οι χώρες του ΝΑΤΟ “ανεβάζουν στροφές” προετοιμαζόμενες για πόλεμο. Για να το δούμε αυτό, δεν χρειάζεται να ψάξουμε για κρυφά συμφέροντα που εργάζονται μυστικά πίσω από το προσκήνιο, αλλά μπορούμε να στηριχτούμε αποκλειστικά στις επίσημες ανακοινώσεις. Μας δίνουν όλα όσα χρειαζόμαστε για να καταλάβουμε τους λόγους που έχουν. Φυσικά, πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε αυτά που οι ηγέτες των κρατών επικοινωνούν μεταξύ τους και αυτά που ανακοινώνονται κυρίως προς τους ίδιους τους πληθυσμούς τους. Ότι η αντίπαλη πλευρά λέει ψέμματα, εξαπατά, είναι ο μοναδικός επιτιθέμενος και, συνεπώς, απλά “σατανική”, είναι αυτό που καθένας ακούει στην εγχώρια προπαγάνδα. Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν μας λέει τίποτα για τον πόλεμο, εκτός από το ότι το δικό μας κράτος είναι “καλό” και ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να “αντιδράσει” με προετοιμασίες ακόμα και πράξεις πολέμου, παρ’ όλο που πραγματικά δεν το θέλει. Για πολύ κόσμο, αυτοί είναι ηθικοί λόγοι για να “κάνουν τον σταυρό” τους για το κράτος τους, να δαιμονοποιήσουν το άλλο, να δεχτούν εκούσια τις επερχόμενες οικονομικές δυσκολίες ή να προσφέρουν τον εαυτό τους ως κρέας για τα κανόνια.

Το παρόν κείμενο ασχολείται περιθωριακά μόνο με αυτές τις δικαιολογήσεις του πολέμου. Εδώ σας ζητάμε απλά να αναβάλλετε για λίγα λεπτά το ερώτημα ποιος είναι καλός ή κακός και απλά να αναρωτηθείτε: Τι συμβαίνει; Μετά από αυτό, μπορείτε να επιστρέψετε στα ερωτήματα ποιον να υποστηρίξετε – και εμείς, θα κάνουμε ένα spoiler εδώ, προτείνουμε: Κανέναν.

Τι απαιτεί η Ρωσία, τι απαιτεί η “Δύση”;

Οι πρωταγωνιστές λένε μεταξύ τους τι θέλει ο καθένας από τον άλλον. Οι απαιτήσεις, και οι απαντήσεις σε αυτές, καταγράφονται σε μια λίστα εδώ στην αρχή, πρώτον για να διαγράψουμε το εύρος όλων όσων παίζουν έναν ρόλο και, δεύτερον, για να καταστήσουμε ξεκάθαρο ότι καμμιά από αυτές τις απαιτήσεις δεν είναι καινούριες, είναι γνωστές εδώ και πολύ καιρό. Είναι σημαντικό να κάνουμε αυτή την παρατήρηση επειδή εξηγεί ότι οι δυνητικοί λόγοι για πόλεμο βρίσκονται βαθύτερα από οποιαδήποτε συγκεκριμένα γεγονότα της άνοιξης του 2022.

  1. Η Ρωσία απαιτεί:

    • Ένα τέλος στην επέκταση του NATO προς τα ανατολικά. Τουλάχιστον η Ουκρανία δεν θα πρέπει να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ· αλλά αυτό αφορά επίσης τη Γεωργία, τη Δημοκρατία της Μολδαβίας, την Σουηδία και την Φινλανδία.

    • Υλοποίηση της Συμφωνίας του Μινσκ, δηλαδή πρωτίστως: απευθείας διαπραγματεύσεις με τους αυτονομιστές και τη διασφάλιση του καθεστώτος αυτονομίας. Η Δύση πρέπει να ασκήσει πίεση στην Ουκρανία για την προώθηση αυτού του στόχου.

    • Τερματισμό του εξοπλισμού της Ουκρανίας από τις Δυτικές δυνάμεις.

    • Τερματισμό του εξοπλισμού των άλλων Ανατολικο-ευρωπαϊκών κρατών που είναι μέλη του ΝΑΤΟ και παύση των ΝΑΤΟϊκών ασκήσεων εκεί.

    • Ιδιαίτερα, τερματισμό της στάθμευσης στις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη συγκεκριμένων οπλικών συστημάτων – αίτημα που συνοδεύεται από την κατηγορία ότι η στάθμευση αυτών των συστημάτων υπονομεύει κάποιες συμφωνίες που έχουν γίνει στο παρελθόν.

Αυτά όλα συνοψίζονται στο αίτημα για εγγυήσεις ασφαλείας στην Ευρώπη και για τη Ρωσία. Επιπρόσθετα, υπάρχουν αιτήματα για ζητήματα της μορφής:

  • Απευθείας διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ (και όχι μόνο με τη Γερμανία ή τη Γαλλία).

  • Απευθείας διαπραγματεύσεις με το ΝΑΤΟ αντί, για παράδειγμα, εντός του πλαισίου του ΟΑΣΑ3.

  1. Τι απαιτεί η Δύση από τη Ρωσία ή πώς η Δύση αντιδρά στις απαιτήσεις της Ρωσίας

    • Μη τερματισμό της “πολιτικής των Ανοιχτών Θυρών”: αν ένα κράτος σκοπεύει να υποβάλλει αίτημα ή υποβάλλει αίτημα για να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ και τα μέλη του ΝΑΤΟ συμφωνούν, τότε αυτό το κράτος αποκτά την προοπτική της ένταξης.

    • Η Ρωσία θα πρέπει να αναγνωρίσει το δικαίωμα των λαών στον αυτοκαθορισμό = απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων από την Κριμαία, από την Ανατολική Ουκρανία καθώς και από την Γεωργία (από την σκοπιά της Ρωσίας: από την Αμπχαζία και την Νότιο Οσσετία) και τη Μολδαβία (από την σκοπιά της Ρωσίας: από την Υπερδνειστερία).

    • Οι ρωσικές ασκήσεις κοντά στην Ανατολική Ευρώπη θα πρέπει να σταματήσουν.

    • Ιδιαίτερα, τερματισμό της στάθμευσης στα σύνορα με τις Ανατολικο-ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ συγκεκριμένων οπλικών συστημάτων – αίτημα που συνοδεύεται από την κατηγορία ότι η στάθμευση αυτών των συστημάτων υπονομεύει κάποιες συμφωνίες που έχουν γίνει στο παρελθόν.

Όπως σημειώθηκε ήδη, καμμιά από αυτές τις απαιτήσεις από τη Ρωσία ή το ΝΑΤΟ δεν είναι καινούριες. Οι αντίπαλοι τις θέτουν επίμονα ο ένας από τον άλλον επί χρόνια. Ένα πράγμα, όμως, μπορεί να έχει αλλάξει τώρα: Οι ΗΠΑ, ή μάλλον ο καινούριος πρόεδρος, μιλάει με μεγαλύτερη ευθύτητα στον Πούτιν και παίρνει το ζήτημα πιο σοβαρά – χωρίς να υπαινίσσεται κάποιον συμβιβασμό.

Όλες οι πλευρές διαβεβαιώνουν ότι δεν θέλουν πόλεμο. Αλλά οι απειλές αφθονούν.

Ρωσία: “Δεν θέλουμε πόλεμο, δεν τον χρειαζόμαστε καθόλου”.

Η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt συνοψίζει ως εξής τις δηλώσεις του Ρώσου πρέσβη στα Ηνωμένα Έθνη την 1η Φεβρουαρίου 2022:

 

“Η Ρωσία δεν θέλει να ξεκινήσει έναν πόλεμο στην Ουκρανία έστω και αν αποτύχει στις εγγυήσεις ασφαλείας που απαιτεί από το NATO και τις ΗΠΑ, σύμφωνα με τον πρεσβευτή της στα ΗΕ. “Μπορώ να το αποκλείσω αυτό”, είπε στην Νέα Υόρκη ο εκπρόσωπος της Ρωσίας στα ΗΕ, Vasily Nebenzua, σύμφωνα με το πρακτορεο Ιντερφάξ. Ακόμα και αν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις για την ασφάλεια στην Ευρώπη, δεν θα υπάρξει ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, είπε. Ο Nebenzua είχε κατηγορήσει τις ΗΠΑ, στην συνάντηση στα ΗΕ την Δευτέρα, ότι προσπαθεί να προκαλέσει πόλεμο στην Ευρώπη. Η Ρωσία βλέπει τον εαυτό της να απειλείται από τα όπλα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ και ως εκ τούτου ζητά εγγυήσεις ασφαλείας. Την ίδια ώρα, η ηγεσία της Μόσχας δεν αποκλείει την παρέμβαση στην σύγκρουση στην ανατολική Ουκρανία αν το Κίεβο προσπαθήσει να πάρει πίσω τις αποσχισθείσες περιοχές στο Ντονμπάς βίαια με μια στρατιωτική επιχείρηση. Η Ρωσία θα μπορούσε να εισβάλλει εκεί, επικαλούμενη το στρατιωτικό της δόγμα να προστατέψει τους πολίτες της”.

 

Ο Ρώσος πρεσβευτής στα ΗΕ δηλώνει ότι οι απαιτήσεις απέναντι στο ΝΑΤΟ δεν συνδέονται με μια απειλή πολέμου αλλά, βάζοντας ένα ΑΛΛΑ στο τέλος. Με την στρατιωτική δράση από την πλευρά του Κιέβου κατά των ανατολικών επαρχιών, η Ρωσία δίνει σίγουρα στον εαυτό της έναν μάλλον ευέλικτο λόγο για να μπει στον πόλεμο: γιατί είναι φανερό ότι η κυβέρνηση στο Κίεβο στοχεύει να πάρει πίσω τις αποσχισθείσες δημοκρατίες και για αυτόν τον λόγο αναπτύσσει τα στρατεύματά της και εξοπλίζεται. Είναι γνωστό γεγονός ότι ο πόλεμος διεξάγεται σταθερά στις γραμμές του μετώπου μέσα στην Ουκρανία.

Σε αυτή τη βάση, η Ρωσία έχει πραγματικά δηλώσει μια απειλή πολέμου. Η Ρωσία μπορεί να αποφασίσει ότι η Ουκρανία επιθυμεί να πάρει πίσω τις ανατολικές επαρχίες με πολεμικές επιχειρήσεις ανά πάσα στιγμή: αυτό είναι ένα ερώτημα που τίθεται απλά μέσα στη δική της δικαιοδοσία λήψης αποφάσεων. Η Ρωσία θα μπορούσε να το έχει εμπεδώσει αυτό σαν γεγονός εδώ και αρκετά χρόνια και θα μπορούσε εξίσου εύκολα να το εδραιώσει σήμερα όπως και σε ένα δεκαπενθήμερο ή έναν χρόνο.

Συνδέοντας τις απαιτήσεις από το ΝΑΤΟ με αυτή την περίσταση για να μπει στον πόλεμο, κάτι που μπορεί να έχει μια ευρεία ερμηνεία, η Ρωσία καθιστά καθαρό το εξής στη Δύση: αντιδράστε στις απαιτήσεις μας, διαφορετικά θα πάρουμε το ελεύθερο να αλλάξουμε αποφασιστικά την κατάσταση στην Ουκρανία όχι μόνο έμμεσα, με παραδόσεις όπλων, αλλά άμεσα με τη ρωσική στρατιωτική δύναμη.

Αν η Ρωσία αισθάνεται ότι υπάρχει εξαιρετικά μεγάλη στρατιωτική εμπλοκή από την πλευρά του Κιέβου στα σύνορα των ανατολικών επαρχιών (ή ελάχιστος σεβασμός από την πλευρά του ΝΑΤΟ για τις απαιτήσεις της), τότε έχει αρκετές επιλογές: αύξηση της ένοπλης βοήθεια στις επαρχίες αυτές, αποστολή εκεί μισθοφόρων ή ακόμα και δικών της στρατιωτών. Αν, με τη σειρά του, το Κίεβο χρησιμοποιούσε αυτές τις ενέργειες ως λόγο για εντατικοποίηση της στρατιωτικής του δράσης, η Ρωσία θα μπορούσε τότε να διεξάγει πόλεμο στη δυτική Ουκρανία (ή να αποτρέψει στρατιωτικά την κυβέρνηση στο Κίεβο να μετακινήσει στρατεύματα), όχι για να προσαρτήσει ολόκληρη την Ουκρανία αλλά για να οριστικοποιήσει την de facto απόσχιση των ανατολικών επαρχιών.

Εναλλακτικά: να μην κάνει απολύτως τίποτα, να τελειώσει τις μαζικές ασκήσεις γύρω από την Ουκρανία, και στη συνέχεια να τις επαναλάβει απλά σε τρεις ή έξι μήνες. Με αυτόν τον τρόπο, η Ρωσία θα μπορεί να κρατά το ΝΑΤΟ σε επιφυλακή, αλλά παρ’ όλα αυτά να μπορεί να κάνει την μετάβαση σε οποιαδήποτε στιγμή, ή απλά να υποθέσει ότι οι απειλές της κλιμακώνουν τις διαφορές συμφερόντων εντός του ΝΑΤΟ – περισσότερα για αυτό σε λίγο.

NATO: “δεν επιδιώκει σύγκρουση”.

Λοιπόν, ούτε το NATO θέλει έναν πόλεμο, αλλά θέλει και να “υπερασπιστεί” πολλά, και αυτό με μια καθαρή ορμή προς τα μπρος. Εδώ, όμως, οι θέσεις μέσα στο ΝΑΤΟ διαφέρουν λίγο.

Κανείς δεν θέλει να επιτεθεί στη Ρωσία τώρα. Αλλά οι ΗΠΑ, η Πολωνία και οι Βαλτικές χώρες εργάζονται σκληρά για να επανεξοπλίσουν την Ανατολική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των νέων χωρών του NATO ώστε σε κάποιο σημείο να απεμπλακούν από το πυρηνικό αδιέξοδο με τη Ρωσία και να διεξάγουν έναν πόλεμο μαζί της που να μπορεί ρεαλιστικά να κερδηθεί με τη βοήθεια ανώτερων οπλικών συστημάτων και χωρίς τεράστιες παράπλευρες απώλειες. Όλα τα ευρωπαϊκά κράτη εργάζονται για αυτό, αλλά κάποια έχοντας το πόδι στο φρένο – περισσότερα επ’ αυτού σε λίγο.

Η Ουκρανία είναι ευτυχής να επανεξοπλιστεί από τους νατοϊκούς συνεταίρους που ελπίζει να αποκτήσει. Οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία και οι Βαλτικές χώρες ανυπομονούν να συμμορφωθούν. Άλλες χώρες είναι πιο προσεκτικές – και πάλι, δείτε παρακάτω.

Αλλά η θέση του ΝΑΤΟ είναι σαφής: δεν θα παρέμβει άμεσα για να υποστηρίξει την Ουκρανία στην περίπτωση στρατιωτικής δράσης από τη Ρωσία. Αν η Ουκρανία γινόταν τώρα ένα μεγαλύτερο πεδίο μάχης, από ό,τι είναι ήδη, τότε μόνο για ένα πράγμα υπάρχει υπόσχεση: σκληρές οικονομικές κυρώσεις κατα της Ρωσίας μέχρι και το σημείο της απειλής της “ατομικής βόμβας” της οικονομικής πολιτικής: τον αποκλεισμό από το σύστημα SWIFT, δηλαδή αποκλεισμό από το διεθνές σύστημα πληρωμών που βασίζεται στις Βρυξέλλες μέσω του οποίου διενεργούνται όλες οι μεταφορές των ιδιωτικών τραπεζών παγκοσμίως. Η Ρωσία θα αποκλειόταν άμεσα από κάθε διεθνές εμπόριο.

Σχετικά με τις οικονομικές κυρώσεις, είναι πάνω απ’ όλα η ίδια η Ευρώπη που καλείται να τις πάρει και στη συνέχεια επηρεάζεται. Από αυτή την άποψη, μερικά κράτη είναι κάπως διστακτικά, ιδιαίτερα η Γερμανία με το πρότζεκτ της για τον αγωγό Nord Stream 2. Πολλά περιστρέφονται γύρω από την πειθάρχηση αυτών των νατοϊκών εταίρων από τις ΗΠΑ, με τους νεώτερους Ευρωπαίους συμμάχους της να πανηγυρίζουν.

Το NATO απαντά στις απαιτήσεις της Ρωσίας να “σταματήσει να εξοπλίζει την Ανατολική Ευρώπη” με μια ενωμένη και επιδεικτική επιπρόσθετη ανάπτυξη στρατευμάτων σε αυτές τις περιοχές. Σχεδόν όλες οι δυνάμεις είναι δεσμευμένες σε αυτό.

Για ποιο είδος ειρήνης είναι όλες οι πλευρές προετοιμασμένες να κηρύξουν πόλεμο ή, αυτή τη στιγμή, να αφήσουν την Ουκρανία να κηρύξει;

Τόσο η Ρωσία όσο και το NATO δεν νοιάζονται για τίποτα λιγότερο από την διατήρηση της ειρηνικής τάξης στην Ευρώπη. Αμφότερες οι πλευρές εξισώνουν αυτή την τάξη με μια “αρχιτεκτονική ασφαλείας”. Η ειρήνη μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν η στρατιωτική δύναμη που θα κινητοποιηθεί από όλες τις πλευρές έχει συνταχθεί όπως πρέπει και έχει αναπτυχθεί σωστά. Εδώ, αυτό που είναι “σωστό” είναι ζήτημα διαφορετικών θέσεων βασισμένων σε εθνικά συμφέροντα. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές αρχής ανάμεσα στη Ρωσία και το NATO, αλλά επίσης και μεταξύ των ίδιων των χωρών του NATO.

Αρκετοί από τους πρόσφατους πολέμους έχουν νομιμοποιηθεί από τη Δύση στη βάση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στη λογική ότι μερικοί λαοί πρέπει να υποστηριχθούν και να τους υπερασπιστούμε απέναντι σε έναν δικτάτορα ή ένα άδικο καθεστώς. Απέναντι στους πολέμους αυτούς, η Ρωσία είχε πάντα στηρίξει το δικαίωμα των λαών στον αυτοκαθορισμό (Γιουγκοσλαβία, Συρία). Στη μάχη για την νομιμοποίηση σχετικά με την τρέχουσα τάξη ειρήνης στην Ευρώπη, το ΝΑΤΟ, από την άλλη, αναδεικνύει το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση όταν αυτοί απαιτούν από τη Ρωσία να σεβαστεί τις αποφάσεις των κυβερνήσεων να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ.

Τα ανθρώπινα δικαιώματα ή το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση δεν είναι άδειες φόρμουλες, είναι πραγματικά αρχές της διεθνούς παγκόσμιας τάξης. Αλλά οι διεθνείς συμφωνίες ή γίνονται σεβαστές από τα κράτη ή όχι. Στο τέλος, εξαρτάται από την οικονομική και στρατιωτική δύναμη των εμπλεκομένων κρατών αν η μια ή η άλλη αρχή θα εφαρμοστεί. Σε κάθε περίπτωση, οι αρχές είναι κατάλληλες για να παρουσιάζεται ένας πόλεμος ως καλός ή όχι…

Όσον αφορά την τάξη στην Ευρώπη, η Ρωσία δεν συντάσσεται απαραίτητα με το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση. Σε μέρη, όπως το Μαϊντάν, όπου μια εξέγερση ανέτρεψε την παλιά κυβέρνηση, η Ρωσία δεν αναγνωρίζει την καινούρια. Δεύτερον, αρνείται ότι μια κυβέρνηση μπορεί να κάνει οτιδήποτε θέλει σε σχέση με την πολιτική ασφαλείας αν δεν λάβει υπόψιν τα συμφέροντα ασφαλείας της Ρωσίας. Έχει χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέσα για να δημιουργήσει προβλήματα στην ειρηνική επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς στην περίπτωση της Ουκρανίας. Στη Μολδαβία και τη Γεωργία, η Ρωσία έχει επί μακρόν υποστηρίξει επαρχίες που στασιάζουν εναντίον του προσανατολισμού προς τη Δύση.

Για να ξετυλίξουμε την κατάσταση, έχει νόημα να ξεκινήσουμε από την ΕΕ.

Η ΕΕ και η ειρηνική διεύρυνση στα Ανατολικά

Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης περιελάμβανε την δημιουργία πολλών νέων κρατών και την απόσπαση των κρατών του παλιού ανατολικού μπλοκ από παλιές υποχρεώσεις. Στους υπολογισμούς των διαφόρων κομμουνιστικών και των άλλων καινούριων κομμάτων, ιδιαίτερα στη Ρωσία, οι παλιοί διακρατικοί οικονομικοί κανόνες των σοσιαλιστικών χωρών (Συμβούλιο Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας – CMEA) θεωρούνταν νεκρά βάρη για τα καινούρια προγράμματα εθνικής αφύπνισης με καπιταλιστικό προσανατολισμό. Την ίδια στιγμή, οι παλιές οικονομικές αλληλεξαρτήσεις θεωρούνταν με τον τρόπο που αναμένεται από κράτη με καπιταλιστικό προσανατολισμό: ως υλικό για την απόσπαση πλεονεκτημάτων για την εθνική οικονομία, αν χρειάζεται εις βάρος των άλλων εθνών.

Αυτό, καθώς και η μεταστροφή την παλιάς σχεδιασμένης οικονομίας σε καπιταλιστική, κατέστρεψε πολλές εθνικές οικονομίες. Έχοντας μόλις εγκαθιδρυθεί ή απαλλαγεί από παλιές υποχρεώσεις, αυτά τα κράτη έγιναν καλές περιπτώσεις για το ΔΝΤ.

Τα κράτη της ΕΕ είδαν σε αυτό μια ευκαιρία. Βαθμιαία, έγινε η παρακάτω προσφορά στα κράτη σε διαδοχικά κύματα διεύρυνσης της ΕΕ: εργαστείτε ώστε να γίνετε μέλη της ΕΕ. Για να το κάνετε αυτό θα πρέπει να υιοθετήσετε όλους τους κανόνες της ΕΕ που υπάρχουν ήδη σαν ένα ολοκληρωμένο πακέτο. Αυτό έχει το πλεονέκτημα ότι κεφάλαιο από την ΕΕ (αν το θέλει) θα έρθει σε σας. Το τίμημα: πρέπει να υιοθετήσετε τους κανόνες της ΕΕ για το ελεύθερο εμπόριο και τα προϊόντα, που είναι ασύμβατοι με τις παλιές οικονομικές σχέσεις σας με τους γείτονές σας στα πιο ανατολικά. Γιατί οι χώρες που είναι μέλη της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ δεν επιτρέπεται πλέον να δημιουργούν τις δικές τους ανεξάρτητες τελωνειακές πολιτικές αλλά πρέπει να τηρούν τους δασμούς που καθορίζονται από την ΕΕ σε σχέση με τις χώρες που δεν ανήκουν σε αυτήν. Συμβιβασμοί είναι εκτός συζήτησης – “απλά” έτσι δουλεύει η ΕΕ.

Αν τα κράτη συμφωνήσουν, αυτό θα αυξήσει την πίεση στους εταίρους τους στα πιο ανατολικά. Οι τελευταίοι έχασαν άλλο ένα κομμάτι της εθνικής τους οικονομίας επειδή ο γείτονάς τους εντάθηκε στην ΕΕ οπότε οι προηγούμενοι εμπορικοί κανόνες έπαψαν να ισχύουν. Αυτή ήταν μια καλή βάση για την προσφορά της ΕΕ στους γείτονες αυτούς.

Η διαδικασία ένταξης στην ΕΕ (ή η προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση) είναι αρκετά παρόμοια με αυτήν της ένταξης στο ΝΑΤΟ. Αυτό είναι ένα ακόμα “πλεονέκτημα” που η ΕΕ μπορεί να βάλει στο τραπέζι ως προσφορά.

Η ελεύθερη μετακίνηση των εργατών, που κάνει την συμμετοχή στην ΕΕ δελεαστική, είναι ένα πλεονέκτημα για τις χώρες που σκέφτονται να αποκοκτήσουν τουλάχιστον ξένο συνάλλαγμα (δηλαδή παγκόσμιο χρήμα όπως το ευρώ ή το δολλάριο) μέσω των εμβασμάτων προς την πατρίδα που στέλνονται από ομοεθνείς, οι οποίοι έχουν γίνει μετανάστες εργάτες. Για πολύ κόσμο που εξαρτάται από έναν μισθό, η ελευθερία μετακίνησης μοιάζει υποσχόμενη καθώς έχουν μείνει άνεργοι εξαιτίας της μετατροπής της πραγματικά σοσιαλιστικής, σχεδιασμένης οικονομίας, σε μια οικονομία ελεύθερης αγοράς.

Μεταξύ ενός μεγάλου, τουλάχιστον, μέρους του πληθυσμού (ιδιαίτερα στους φοιτητές), η μετακίνηση χωρίς βίζα στην ΕΕ και η επιβολή συγκεκριμένων νομικών στάνταρ σε όρους ελευθερίας της έκφρασης, κατανοούνται να σημαίνουν ότι το “Πάμε στη Δύση” είναι κάτι στο οποίο αξίζει να πρσβλέπει κανείς. Αυτό το σημειώνουμε εδώ γιατί παίζει έναν ρόλο στην εξέγερση στο “Μαϊντάν”.

Ακόμα πιο ανατολικά, η ΕΕ έχει κάποια συγκεκριμένα προβλήματα με τη διαδικασία ειρηνικής κατάκτησης της Ανατολικής Ευρώπης. Στην Ουκρανία, στην Λευκορωσία, στη Δημοκρατία της Μολδαβίας και τη Γεωργία, υπάρχουν αξιοσημείωτα ποσοστά των πολιτικών ελίτ, καθώς και τμήματα του πληθυσμού, που δεν πείθονται τόσο απλά για την ένταξη στην ΕΕ. Στη Δύση, αυτό θεωρείται ως “πολιτική-τραμπάλα”. Ακόμα και αν βρίσκεται στην εξουσία μια κυβέρνηση που περιγράφεται ως “φιλοδυτική”, δεν μπορεί να φτάσει να αποφασίσει μια φιλο-ΕΕ πορεία χωρίς δισταγμούς γιατί αυτό ισοδυναμεί με την διάρρηξη των οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία (αυτό συμβαίνει, όπως σημειώσαμε παραπάνω, εξαιτίας της επιμονής της ΕΕ για την υιοθέτηση του συνόλου των κανόνων της, κάτι που αποκλείει κάθε συμβιβασμό). Συχνά, τα κράτη επωφελούνται ιδιαίτερα από τις συγκριτικά φτηνές τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου από τη Ρωσία.

Η Ρωσία, όμως, δεν έχει να προσφέρει στις χώρες αυτές κάποιο μονοπάτι οικονομικής ανάπτυξης, οπότε οι κυβερνήσεις ελίσσονται διαρκώς μπρος και πίσω ανάμεσα στη Ρωσία και την ΕΕ σε σχέση με τα εθνικά συμφέροντά τους.

Σε αυτή τη ανάμεικτη κατάσταση, συνέβησαν λεγόμενες “λαϊκές εξεγέρσεις”, τις οποίες η Δύση αναγνώρισε ως δικαιολογημένες, τις υποστήριξε με υποδομές και, από τη στιγμή που απέκτησαν την εξουσία, με χρήματα και, τελικά, με προμήθειες όπλων.

Σε αυτές τις χώρες, η Ρωσία έχει επέμβει στρατιωτικά αρκετές φορές. Έχει υποστήριξει στρατιωτικά εκείνα τα τμήματα της χώρας που έχουν τοποθετηθεί ως πιο φιλορωσικά. Στην περίπτωση της Λευκορωσίας, η Ρωσία υποστηρίζει την κυβέρνηση.

Κάθε διεύρυνση της ΕΕ είναι μια οικονομική αφαίμαξη για τα συμφέροντα της Ρωσίας. Όλο και περισσότερα κράτη έχουν ξεφύγει από τις συνηθισμένες οικονομικές και εμπορικές σχέσεις τους. Αυτός είναι αρκετός λόγος για τη Ρωσία να απορρίψει την προς ανατολάς διεύρυνση της ΕΕ. Όμως, ένας ακόμα πιο ισχυρός λόγος για απόρριψη είναι η σύνδεση: ΕΕ=ΝΑΤΟ.

Προσφέροντας στρατιωτική υποστήριξη σε συγκεκριμένες περιοχές κρατών, η Ρωσία έχει καταστήσει έτσι ξεκάθαρο το ακόλουθο:

Η “ειρηνική” κατάκτηση της Ανατολικής Ευρώπης, που ήταν αντίθετη στα συμφέροντα της Ρωσίας, βασιζόταν, από τη μια πλευρά, στην οικονομική ανωτερότητα της ΕΕ και τις ισχυρές εθνικές της οικονομίες. Τα κράτη της ΕΕ μπορούσαν να κάνουν από κοινού οικονομικές προσφορές και να δημιουργούν δυσκολίες για άλλα κράτη, προσφορές τις οποίες τα κράτη του πρώην Ανατολικού μπλοκ δεν μπορούσαν να αρνηθούν, ενώ η Ρωσία δύσκολα μπορούσε να προσφέρει κάτι σε αντάλλαγμα εκτός από φθηνό αέριο και πετρέλαιο.

Από την άλλη, η ΕΕ, και οι υπόψήφιες για ένταξη σε αυτήν ανατολικές χώρες, δεν μπορούσαν παρά να είναι θρασείς προς την Ρωσία εξαιτίας του ανταγωνισμού των εξοπλισμών και για όσο αυτός δεν έμπαινε στο παιχνίδι. Η πρόσδεση ολόκληρων χωρών στην ΕΕ, μέσα σε μια βοή οικονομικών προσφορών και εκβιασμών, βασιζόταν πάντα στον σεβασμό της Ρωσίας στην ελευθερία ενός γειτονικού κράτους να κάνει αυτό που θέλει.

Αυτή είναι η μοναδική βάση της ειρήνης και της αρχιτεκτονικής ασφαλείας που η ΕΕ, ιδιαίτερα, θέλει στην Ευρώπη. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί η ΕΕ να ξεδιπλώσει την “μαλακή της δύναμη” με το ζόρι.

Ρωσία

Με τη Γεωργία, τη Μολδαβία, την ανατολική Ουκρανία και τελικά με την προσάρτηση της Κριμαίας, η Ρωσία έχει δείξει στην ΕΕ σε τι βασιζόταν το μονοπάτι της κατάκτησης: ειρηνική πρόοδος μπορεί να γίνει μόνο αν ο αντίπαλος ανέχεται την αυθάδεια και συγκρατείται, ώστε να αντισταθμίσει την οικονομική του κατωτερότητα με την στρατιωτική του ανωτερότητα.

Για ένα διάστημα, η Ρωσία κοίταζε απλά “με παράπονο” αλλά στη συνέχεια, με τον Πούτιν στην εξουσία, άλλαξε τη στρατηγική της. Η Ρωσία δεν έχει ένα εναλλακτικό οικονομικό μπλοκ με το οποίο θα μπορούσε μα προσδέσει την Ανατολική Ευρώπη ξανά στην ίδια. Έχει, όμως, ένα ατού στα χέρια της εξαιτίας της σοβιετικής της ιστορίας4 και από αυτό αντλεί μια διεκδίκηση: μια χώρα – όπως η Ουκρανία – δεν πρέπει να εδραιώσει τη δική της ασφάλεια σε βάρος των συμφερόντων ενός άλλου κράτους – δηλαδή της Ρωσίας.

Αυτή η αρχή είναι η ρωσική τάξη ειρήνης και αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη, και η οποία είναι διαμετρικά αντίθετη στην ευρωπαϊκή και νατοϊκή τάξη. Η Ρωσία έχει μια ρεαλιστική εκτίμηση για αυτόν με τον οποίο πρέπει να μιλήσει σχετικά: τις ΗΠΑ.

ΗΠΑ

Από την άλλη, οι ΗΠΑ επιδιώκουν μια έννοια οικονομικής πολιτικής παρόμοιας με αυτήν της ΕΕ, αλλά σε μια παγκόσμια κλίμακα: βασισμένες στην οικονομική τους δυνατότητα (ιδιαίτερα ως εκδότης του παγκόσμιου νομίσματος, του αμερικάνικου δολαρίου), κάνουν προσφορές στα κράτη του κόσμου και τα οδηγούν σε δοκιμασίες ώστε να υιοθετούν κανόνες ελεύθερου εμπορίου (οι οποίοι έχουν θεσμοθετηθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου). Οι ΗΠΑ ήταν βέβαιες ότι το παγκόσμιο εμπόριο θα μπορούσε να δημιουργήσει καλές συνθήκες ανάπτυξης για το αμερικανικό κεφάλαιο παγκοσμίως, παράγοντας έτσι αμερικανική ανωτερότητα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.

Όταν κυρίαρχα κράτη σνόμπαραν, για λόγους αρχών, κάθε διάλογο για την οικονομική χρήση της επικράτειάς τους (αυτό είναι που έκανε το πρώην Ανατολικό μπλοκ), οι ΗΠΑ απειλούσαν ή προχωρούσαν σε πόλεμο για να επιβάλλουν βίαια μια αλλαγή στη λογική του κράτους εκεί. Έτσι η ακόλουθη εξίσωση έχει γίνει η λογική του κράτους για τις ΗΠΑ: για να επιβάλλουμε κανόνες στον κόσμο των κρατών, που να εξασφαλίζουν την ανωτερότητα του αμερικανικού κεφαλαίου, θα πρέπει την ίδια στιγμή να είμαστε η στρατιωτική υπερδύναμη5.

Από αυτή την άποψη, μετά την εξαφάνιση του πρώην Ανατολικού μπλοκ, υπήρχε μια εντελώς διαφορετική άποψη σχετικά με τις προσπάθειες διεύρυνσης της ΕΕ: είναι καλές επειδή βοηθούν να αποδυναμωθεί ένας μείζων παράγοντας που προκαλούσε αναστάτωση: η στρατιωτικά παγκόσμια δύναμη Ρωσία, η μοναδική χώρα προς το παρόν που έχει ακόμα τόση στρατιωτική ικανότητα ώστε ένας πόλεμος εναντίον της δεν να μην μπορεί να κερδηθεί χωρίς τεράστιες παράπλευρες ζημιές.

Υποσημείωση για τις διαφορετικές πολιτικές των Αμερικανών προέδρων

Ο Ομπάμα αποκάλεσε τη Ρωσία μια “περιφερειακή δύναμη”. Αυτή, φυσικά, δεν ήταν αληθινή δήλωση αλλά εξέφρασε έναν ισχυρισμό για το ποιο θα έπρεπε να είναι το σωστό στάτους για τη Ρωσία· ένα στάτους που θα έπρεπε να επιφέρουν οι ΗΠΑ.

Ο Τραμπ υιοθέτησε μια διαφορετική οπτική. Για αυτόν η ΕΕ, και η Γερμανία ιδιαίτερα, ήταν ένας αντίπαλος επειδή δεν θα αναπήραγαγαν την οικονομική ανωτερότητα των ΗΠΑ χωρίς δυσκολία, αντίθετα θα την υπονόμευαν. Η Γερμανία, είπε, εκμεταλλευόταν ξεδιάντροπα τους κανόνες που οι ΗΠΑ είχαν θέσει για τον εαυτό τους. Και στρατιωτικά, επίσης, η Γερμανία δεν θε συνεισέφερε τίποτα. Οπότε, ακολούθησε την παρακάτω γραμμή: ας αφήσουμε την Ευρώπη να διαχειριστεί η ίδια το άρπαγμα εδαφών προς τα ανατολικά. Δεν θα ξοδεύονται πια άλλα χρήματα των Αμερικάνων φορολογουμένων για αυτό. Τα χρήματα αυτά χρειάζονται, πρώτα απ’ όλα, στην μάχη εναντίον της Κίνας. Αυτή η γραμμή υιοθετείται σήμερα από τους Ρεπουμπλικάνους.

Φυσικά, οι στρατιωτικές δυνατότητες των ΗΠΑ έχουν επίσης αναπτυχθεί σημαντικά υπό την ηγεσία του Τραμπ, και έτσι ο Μπάιντεν μπορεί να επανφέρει στην ατζέντα την παλιά γραμμή για την Ρωσία: “To NATO παραμένει σταθερά προσηλωμένο στις θεμελιώδεις αρχές και συμφωνίες που υποτείνουν την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια6.

ΗΠΑ και ΕΕ

Η ΕΕ έχει ανάγκη το ΝΑΤΟ για το κατακτητικό πρόγραμμά της, και αυτό σημαίνει ουσιαστικά ότι χρειάζεται τις ΗΠΑ. Για το πρόγραμμα της αδιαμφισβήτητης στρατιωτικής τους ανωτερότητας, οι ΗΠΑ χρειάζονται την διεύρυνση της ΕΕ ως ένα μέσο για την αποδυνάμωση της Ρωσίας. Αυτή η ταύτιση συμφερόντων έχει ως αποτέλεσμα την κοινή παρουσία και δράση.

Παρ’ όλα αυτά, επί της αρχής, η ΕΕ είχε ανέκαθεν ως προορισμό να αποτελέσει για τα κράτη-μέλη της (ιδιαίτερα για τις κεντρικές δυνάμεις, τη Γερμανία και τη Γαλλία) μέσο για την χειραφέτησή τους, μακροπρόθεσμα, από τις ΗΠΑ. Από αυτή την άποψη, υπάρχει αυτή τη στιγμή για τη Γερμανία και τη Γαλλία μια δυσάρεστη όψη: από τη στιγμή που η διεύρυνση της ΕΕ περιλαμβάνει στρατιωτικά ζητήματα εναντίον της Ρωσίας, η δυνατότητα δράσης βρίσκεται εξ ολοκλήρου στις ΗΠΑ. Τότε είναι οι ΗΠΑ που θέτουν τον ρυθμό – αυτό ήταν αισθητό με τον Τραμπ και είναι αισθητό και τώρα με τον Μπάιντεν.

Κάτω από το κοινό σχέδιο – κανένας συμβιβασμός με τη Ρωσία όσον αφορά την προς ανατολάς διεύρυνση της ΕΕ – ελλοχεύει ο “μπελάς”: ο έλεγχος σχετικά με την κλιμάκωση με τη Ρωσία δεν είναι καθόλου σε ευρωπαϊκά χέρια.

Αυτή η αντίφαση στο σχέδιο της ΕΕ προκαλεί, τότε, σχετικές διαφωνίες στην συμμαχία του ΝΑΤΟ:

  • Ο Μακρόν λέει ότι τα συμφέροντα ασφαλείας της Ρωσίας μπορούν επίσης να γίνουν κατανοητά. Την ίδια στιγμή, η Γαλλία είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων στην Ουκρανία και δεν κουράζεται ποτέ να τονίζει ότι η Ευρώπη (υπό τη γαλλική ηγεσία) πρέπει να γίνει στρατιωτικά ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ.

  • Η Γερμανία δεν θέλει να προμηθεύσει “επιθετικά όπλα” στην Ουκρανία και θα προτιμούσε να διατηρήσει τον αγωγό Nord Stream 2 έξω από τις επαπειλούμενες οικονομικές κυρώσεις. Η ΕΕ είναι η κεντρική βάση δύναμης για την Γερμανία ως παγκόσμιας οικονομικής δύναμης. Όμως, στη Γερμανία δεν αρέσει το γεγονός ότι οι ΗΠΑ και η Γαλλία πιέζουν για την στρατιωτική εξασφάλιση της ΕΕ με τον δικό τους τρόπο, γιατί τότε η διεκδίκηση της ηγεσίας δεν θα εξαρτάται από την ίδια.

  • Οι ΗΠΑ προειδοποίησαν ήδη την προηγούμενη χρονιά για μια επικείμενη ρωσική εισβολή στην περίπτωση κάποιων ρωσικών ασκήσεων στα σύνορα με την Ουκρανία. Αυτή τη στιγμή (Ιανουάριος/Φεβρουάριος 2022) υπάρχει ένα συνεχές μπαράζ άμεσων προειδοποίησεων πολέμου. Γάλλοι και Γερμανοί πολιτικοί θεωρούν ότι αυτές είναι “υπερβολικές”, σταδιακά, όμως, αυτή η θέση υιοθετείται.

  • Κάθε γεωπολιτικό ζήτημα ανωτερότητας και υποταγής διακλαδίζεται περαιτέρω. Όταν οι ΗΠΑ παρεμβάλλονται περισσότερο, η Πολωνία και οι Βαλτικές χώρες βλέπουν μια ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν στη Γερμανία και τη Γαλλία: μέσα στην ΕΕ θέλετε να είστε οι ηγεμονικές δυνάμεις, αλλά εμείς δεν το αναγνωρίζουμε αυτό επί της αρχής.

  • Η Βρετανία έχει μακροχρόνιους δεσμούς με τις ΗΠΑ, περισσότερο από όσο με τη Γερμανία και τη Γαλλία. Αυτή η θέση έχει υπάρξει ανέκαθεν μια προσπάθεια για να αλλάξει το ζήτημα της ηγεμονίας στην Ευρώπη περισσότερο σε όφελος του Ηνωμένου Βασιλείου. Με το Brexit, το ΗΒ ακολουθεί αυτή τη στρατηγική ακόμα πιο εντατικά και ενεργεί ως υποκινητής εναντίον της Ρωσίας.

Και τώρα τι;

Ρωσία, Γερμανία και ΗΠΑ είναι κράτη που αντλούν την ισχύ τους από τις εθνικές τους οικονομίες. Για να τις βελτιώσουν και να χρησιμοποιήσουν ξένες χώρες για αυτόν τον σκοπό, συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες σε βάρος των συμφερόντων των άλλων κρατών. Συνεπώς, αυτές οι συμφωνίες (και οι αντίστοιχες συμμαχίες) θα πρέπει να διασφαλιστούν στρατιωτικά. Αυτές οι συγκρούσεις συμφερόντων φτάνουν στο επίπεδο του ανταγωνισμού των εξοπλισμών, που με τη σειρά του συνεπάγεται ότι οι στρατιωτικές συμμαχίες πρέπει να διασφαλιστούν με το ζόρι. Αυτός είναι ο γενικός λόγος για την κλιμάκωση της πολεμικής κατάστασης στην Ουκρανία. Είναι ένα θέατρο “αντιπροσώπων” για δικαιώματα στον κόσμο που τα κράτη διεκδικούν για τον εαυτό τους και ζητούν να αναγνωριστούν από τους αντιπάλους. Εδώ οι αντίπαλοι δεν διαφέρουν μεταξύ τους και η συστράτευση είναι εντελώς ανέφικτη. Από την άλλη, υπάρχουν πολλά που μπορούν να ειπωθούν εναντίον κοινωνιών που ο τρόπος παραγωγής τους απαιτεί την προσπάθεια υποταγής ξένων κρατών.

Για το φιλελεύθερο κοινό της Γερμανίας, που αυτή τη στιγμή φωνάζει ιδιαίτερα όταν έρχεται η κουβέντα στις προκλήσεις κατά της Ρωσίας και την συστράτευση με τη γερμανική οπτική, θα πρέπει να τονίσουμε για μια ακόμα φορά:

Μια γερμανική κυβέρνηση (άσχετα από τον συνασπισμό) που κομπάζει για το ότι η γερμανική οικονομία είναι για μια ακόμα φορά παγκόσμια πρωταθλήτρια, ή πρόκειται να γίνει, για το ότι έχει ή πασχίζει να έχει την τεχνολογική πρωτοκαθεδρία, που κάνει σχέδια για ολόκληρες περιοχές του κόσμου ως προμηθευτών πρώτων υλών για την καινούρια στατηγική χρήση υδρογόνου, που θέλει να θέσει το ευρώ ως παγκόσμιο χρήμα – μια τέτοια κυβέρνηση ξέρει ότι αυτό μπορεί να το πετύχει εναντίον της Κίνας και των ΗΠΑ μόνο με την ΕΕ. Η καθολικά χαίρουσα εκτίμησης πρώην Καγκελάριος Μέρκελ διακήρυξε:

“Αν αποτύχει το Ευρώ, τότε αποτυγχάνει η Ευρώπη (…) Λέω ότι θα υποστούμε καταστροφή μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Θα ζημιωθούμε με την έννοια ότι δεν θα είμασταν πλέον ένας υπολογίσιμος παράγοντας στον κόσμο (…). Αν και γινόμαστε ήδη ένα ολοένα και μικρότερο κομμάτι του κόσμου, δεν θα έχουμε πλέον την σπουδαιαότητα να αξιώνουμε οι ίδιοι αυτό που είναι σημαντικό για μας. Αυτός είναι ο λόγος που η ιδεά μιας ενωμένης Ευρώπης έχει τόσο μεγάλη σημασία”. (Ομιλία της Μέρκελ στην επετειακή τελετή για τα 70 χρόνια του CDU, 29 Ιουνίου 2015).

 

Η Μέρκελ θέλει να παραμείνει η Γερμανία ένας παράγοντας με σημασία στον κόσμο, δηλαδή μια παγκόσμια δύναμη. Για αυτήν, κάτι τέτοιο είναι εφικτό μόνο με την ΕΕ. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος που μπορεί η Γερμανία να επιβεβαιώσει τον εαυτό της. Αυτός είναι ο τρόπος που και η σημερινή κυβέρνηση βλέπει τα πράγματα. Ξέρει ότι η Γερμανία μπορεί να πετύχει με την ΕΕ μόνο με το ΝΑΤΟ. Αυτό το εθνικιστικό πρόγραμμα αγωνίζεται, φυσικά, για “ειρήνη και ελευθερία”, τι άλλο; Παγκόσμια ειρήνη για την ελευθερία του γερμανικού κράτους να διεκδικεί τα συμφέροντά του, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της γερμανικής οικονομίας να καταστήσει τον κόσμο αγορά της. Αυτό το σχέδιο περιλαμβάνει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πόλεμο.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://antinational.org/en/if-you-want-peace-prepare-for-war-Ρωσία-ukraine-nato-eu. Το όνομα της ομάδας στα Ελληνικά σημαίνει: Ομάδες ενάντια στο Κεφάλαιο και το Έθνος, https://antinational.org. Tα κείμενα στα Αγγλικά: https://antinational.org/en.

2 Στμ. “Si vis pacem para bellum:Αν θες ειρήνη προετοιμάσου για πόλεμο, η περίφημη φράση του Βιργίλιου, διατυπωμένη και στα Γερμανικά.

3 Στμ. Ο ΟΑΣΑ, Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Organisation for Economic Co-operation and Development)

4 Είναι, βασικά, μια αντίφαση ότι μια οικονομικά αδύναμη χώρα είναι, αν είναι δυνατόν, η νούμερο 2 στρατιωτική δύναμη στον κόσμο..

5 Για το ελεύθερο εμπόριο ως ένα μέσο στα χέρια των οικονομικά ισχυρότερων κρατών και την ανάγκη για την στρατιωτική προστασίας τέτοιν κανόωνων δείτε το: “Τι είναι ο ιμπεριαλισμός;

6 Η απάντηση του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στη Ρωσία· τελευταία πρόσβαση στις 13 Φεβρουάριος 2022.

Ουκρανία: “Αν, αν μη τι άλλο, θέλει κανείς να είναι υλιστής”

η πλήρης εκδοχή, αναθεωρημένη και επαυξημένη

Από έναν σύντροφο του Il lato Cattivo1

το κείμενο σε pdf

Για την χρησιμότητα ή την ματαιότητα των διεθνιστικών καλεσμάτων

Οι εκκλήσεις για λιποταξία, ηττοπάθεια και σαμποτάζ του πολέμου που απευθύνονται αυτές τις μέρες από πολλούς κύκλους και στις δυο πλευρές, είναι σίγουρα η μόνη βιώσιμη θέση, από την ταξική σκοπιά. Συνεπώς, είναι αξιέπαινες και αξίζει να τις μοιραστούμε – και σίγουρα πιο αξιόλογες από τον μονόπλευρο αντιιμπεριαλισμό εκείνων που αισθάνονται υποχρεωμένοι κάθε φορά να υποστηρίζουν τον “ασθενέστερο” ιμπεριαλισμό. Αυτό ισχύει, τουλάχιστον, επί της αρχής. Αλλά τέτοιες εκκλήσεις διακινδυνεύουν να είναι, επί της ουσίας, αν όχι “ιδεολογικές”, τουλάχιστον εντελώς στείρες. Για αυτό υπάρχουν βασικά δυο λόγοι, οι οποίοι που μπορούν, όμως, να συνοψιστούν σε έναν:

1. Σε αντίθεση με το 1914, δεν υπάρχει σήμερα οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα – νοούμενο ως το σύνολο των πολιτικών και συνδικαλιστικών αιτημάτων μιας εργατικής τάξης που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως μια διακριτή κρατική οντότητα, με συμφέροντα διακριτά (τουλάχιστον εν μέρει) από αυτά των άλλων τάξεων, στο οποίο να απευθύνονται οι εκκλήσεις αυτές. Αντίθετα, βρισκόμαστε σε μια κατάσταση πολύ πιο κοντινή σε αυτήν του 1939, όταν το επαναστατικό προλεταριάτο, στις χώρες που είχε κάνει φανερή την παρουσία του, είχε από καιρό ηττηθεί – με τις εξεγερτικές προσπάθειές του να έχουν κατασταλεί αιματηρά από δημοκρατικές ακόμα και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις – και το ρεφορμιστικό εργατικό κίνημα είχε καταστραφεί (Γερμανία, Ιταλία) ή οριστικά ενσωματωθεί στο κράτος (με μερικές αξιέπαινες αλλά ελάχιστες εξαιρέσεις, όλα, μα όλα, τα ιστορικά επαναστά ρεύματα έχουν ανέβει στο τραίνο του Αγγλο-ρωσικο-αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, στο όνομα της πάλης απέναντι στου φασισμού). Εκείνη την εποχή, με λίγες αξιοθαύμαστες αλλά μειοψηφικές εξαιρέσεις, όλα – πραγματικά όλα – τα ιστορικά ρεύματα του διεθνούς εργατικού κινήματος, συμπεριλαμβανομένων των αναρχικών και των Τροτσκιστών, μεταπήδησαν στο όχημα του Αγγλο-ρωσο-αμερικανικού ιμπεριαλισμού, στο όνομα της “πάλης ενάντια στον φασισμό”. Η μεγάλη διαφορά, σε σύγκριση με σήμερα, είναι όχι μόνο ότι δεν οδεύουμε προς έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο – τουλάχιστον όχι στο άμεσο μέλλον – αλλά ότι οι λόγοι για την απουσία ενός οργανωμένου εργατικού κινήματος με την “κανονική” έννοια είναι πολύ πιο “δομικοί”.

2. Ιστορικά, η μεγάλη πλειοψηφία των προλετάριων, στην περίπτωση κάθε πολεμικού τύπου σύγκρουσης, ευθυγραμμιζόταν με το εθνικό τους κεφάλαιο και το ιμπεριαλιστικό μέτωπο του οποίου ήταν μέρος (στην εποχή του ιμπεριαλισμού, κάθε εθνικό κεφάλαιο είναι δυνητικά ιμπεριαλιστικό, όπως και κάθε πόλεμος είναι εξ ορισμού ιμπεριαλιστικός). Ήταν μόνο όταν ο πόλεμος παρατεινόταν επί μακρόν – πέρα από τις προσδοκίες των ίδιων των κυβερνήσεων που τον είχαν προαγάγει – σε βαθμό που να έχει επιπτώσεις στις συνθήκες δουλειάς και ζωής, που [οι προλετάριοι] αντιτέθηκαν σε αυτόν λιγότερο ή περισσότερο σθεναρά (και αυτό όχι πάντα: σκεφτείτε την περίοδο 1943-1945, στην Ιταλία). Οι κυβερνήσεις το ξέρουν αυτό καλά και για αυτό ο ιδεώδης πόλεμος για αυτές είναι ο “κεραυνοβόλος πόλεμος” [blitzkrieg]. Κάτι που παραμένει πάντα αυτό ακριβώς, ιδεώδης.

Αν, αν μη τι άλλο, θέλει κανείς να είναι υλιστής.

Για την χρησιμότητα ή την ματαιότητα των διεθνιστικών καλεσμάτων – υστερόγραφο

“Μια τελευταία σκέψη: σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια διπλά ασύμμετρη σύγκρουση. Από τη μια πλευρα, η σύγκρουση ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία είναι ανελέητη, τόσο οικονομικά όσο και με όρους στρατιωτικής ισχύος – ένας ακόμα λόγος παραπάνω, παρεμπιπτόντως, για τους Ουκρανούς προλετάριους να λιποτακτήσουν (η πρόθεση της Δύσης να καταστήσει την Ουκρανία ένα είδος νέου Αφγανιστάν είναι προφανής, με την ελπίδα ότι η Ρωσία θα καταλήξει να βαλτώσει εκεί, παρατείνοντας έτσι την σφαγή επ’ άπειρον). Από την άλλη, η Ουκρανία αντιπροσωπεύει την αιχμή του ευρωαμερικανικού ιμπεριαλισμού, στην παρούσα ιστορική του τάση να επεκτείνει την επιρροή του προς ανατολάς, μειώνοντας τη Ρωσία σε έναν ηπιότερο ρόλο2 (διαβάστε: πολιτική του περιορισμού). Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, όμως, ότι οι δυο χώρες που εμπλέκονται άμεσα στη σύγκρουση, η Ρωσία και η Ουκρανία, είναι τουλάχιστον σε φάση υποχώρησης στην παγκόσμια αγορά και στον διεθνή καταμερισμό εργασίας: η Ουκρανία, μετά από χρόνια μιας μεταχείρισης “δακρύων και αίματος”, επιβεβλημένης από τα πλάνα διαρθρωτικών αλλαγών του ΔΝΤ, έχει ξεπέσει στο στάτους μιας υπανάπτυκτης χώρας στον Νότο του κόσμου (κατεστραμμένη οικονομία, μισθοί φτώχειας, πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας και μετανάστευσης). Όσον αφορά τη Ρωσία, σήμερα δεν είναι κάτι παραπάνω από ένας εξαγωγέας πρώτων υλών – με την εξαίρεση των στρατιωτικών, πυρηνικών και φαρμακευτικών βιομηχανιών – στα χέρια μια ολιγαρχίας μεγιστάνων (για να μην σημειώσουμε ότι διαθέτει ένα πυρηνικό οπλοστάσιο που υστερεί μόνο μπροστά σε αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών). Σε αυτό το πλαίσιο, το να προτάσσουμε τον ντεφιτισμό, συνδεόντάς τον ακόμα-ακόμα και με μια επαναστατική προοπτική – στην αέναη και απαράλλακτη επανάληψη του προτύπου του 1917 – δεν είναι μόνο στείρο καθεαυτό, αλλά, επίσης, και λίγο γελοίο”.

Από έναν Ιταλό σύντροφο του “Il lato Cattivo”

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://dndf.org/?p=19975.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: en réduisant la Russie à des conseils plus doux.