Διεθνισμός εναντίον Ιμπεριαλισμού

Viewpoint Magazine1

 

Στη Ρωσία το 1917, ο ιμπεριαλισμός ήταν μια χειροπιαστή δύναμη στην καθημερινή ζωή. Να καταταγεί κάποιος στον στρατό και να σταλεί μακριά, να επιταχθεί η σοδειά για το μέτωπο, να εντατικοποιηθεί η δουλειά και η πειθαρχία για την πολεμική βιομηχανία – αυτές ήταν εμπειρίες από τον Μεγάλο Πόλεμο για τις λαϊκές τάξεις, και ήταν πολιτική οξυδέρκεια των Μπολσεβίκων να συναρθρώσουν αυτές τις εμπειρίες στο πρόβλημα του ιμπεριαλισμού. Πραγματικά, οι καθοριστικές πολιτικές θέσεις που υιοθετήθηκαν από τον Λένιν και το υπόλοιπο κόμμα σ’ ολόκληρο το 1917 βασίζονταν, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, στην άποψή τους για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου και την επακόλουθη αμετακίνητη αντίθεση σ’ αυτόν. Ήταν γι’αυτόν τον λόγο που τα Σοβιέτ, και όχι η Προσωρινή Κυβέρνηση και οι συμμετέχοντες σ’ αυτήν, μπορούσαν να διατηρούν την νομιμοποίησή τους σε μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας. Αυτό εξηγούσε την έμφαση που έδιναν οι Μπολσεβίκοι στην οργάνωση των στρατιωτών, που αποδείχτηκε εξαιρετικά αποφασιστική ξανά και ξανά – στις μέρες του Ιουλίου, στη διάρκεια της υπόθεσης Κορνίλοφ και, τελικά, στον Οκτώβρη. Και δεν ήταν τυχαίο ότι ήδη το 1914 ο Λένιν μυρίστηκε την κρίση, αναμφίβολα επειδή κατάλαβε τη σχέση ανάμεσα στη Ρώσικη Επανάσταση του 1905 και τον Ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο που προηγήθηκε από αυτήν.

Στην υπόλοιπη Ευρώπη, φυσικά, ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ήδη αποκαλύψει τα όρια ενός συγκεκριμένου, κυριολεκτικού είδους δι-εθνισμού [inter-nationalism]. Ενώ η κομμουνιστική επανάσταση κατανοούνταν από τον Μαρξ και τον Ένγκελς ως ένα παγκόσμιο φαινόμενο, και το προλεταριάτο ως μια παγκόσμια τάξη, το ίδιο το προλεταριάτο ήταν σμιλεμένο από το έθνος, καθρεφτίζοντας τις ιστορίες που είχαν παράγει τις εθνικές αστικές τάξεις στη Δυτική Ευρώπη και τοποθετώντας τις πολιτικές τους στρατηγικές στο επίπεδο του έθνους-κράτους. Η Πρώτη και η Δεύτερη Διεθνείς ήταν τρόποι για τον συντονισμό αυτών των διαφόρων εθνικών προλεταριακών κομμάτων αλλά η ένταση ανάμεσα σε ένα παγκόσμιο πολιτικό σχέδιο και τον ενσυνείδητα εθνικό χαρακτήρα των υποτιθέμενων υποκειμένων του θα παρέμενε. Αυτό οδήγησε, όπως γράφει ο José Aricó, σε:

ένα ακόμα βαθύτερο ρήγμα στο σοσιαλιστικό κίνημα ανάμεσα σε έναν τυπικό διεθνισμό και έναν de facto καθημερινό εθνικισμό. Συνεπώς, η “καθολικότητα” του προλεταριάτου μεταφραζόταν πάντα στο να βλέπει κανείς, συνειδητά ή μη, συγκεκριμένα “εθνικά” κέντρα – στα οποία συγκεντρωνόταν πιο έντονα η επαναστατική ενέργεια των εργατικών μαζών – ως το σπίτι των καθολικών γνωρισμάτων της τάξης: πρώτα στην Αγγλία, μετά στη Γαλλία, μετά από αυτό στη Γερμανία και τέλος στη Ρωσία2.

Ο ίδιος ο Μαρξ θα αμφισβητούσε όλο και περισσότερο αυτόν τον τρόπο σκέψης για τη σχέση ανάμεσα στο εθνικό και το παγκόσμιο, που κουβαλούσε τα απομεινάρια μιας εγελιανής φιλοσοφίας της ιστορίας, αντλώντας ιδιαίτερα από αναλύσεις της αποικιακής σχέσης της Ιρλανδίας με την Αγγλία και τις συνέπειες αυτής της σχέσης για την ταξική πάλη και στις δυο χώρες3. Παρ’ όλα αυτά, το 1914 η επικράτηση ενός πρακτικού εθνικισμού στην Δεύτερη Διεθνή οδήγησε στην εκτεταμένη εκλογίκευση της σοσιαλδημοκρατικής υποστήριξης στην ιμπεριαλιστική βία, σύμφωνα με την οποία τα μεμονωμένα καπιταλιστικά κράτη, εξαιτίας της υποτιθέμενης ιστορικής τους σπουδαιότητας, θα έπρεπε να τύχουν υπεράσπσισης στο όνομα της ιστορικά προοδευτικής ταξικής πάλης: την υποστήριξη για τον πόλεμο στη Γερμανία μπορούσε να τη σκεφτεί κανείς ως αγώνα ενάντια στην αντιδραστική δύναμη του Τσάρου, την αντίθεση της Γαλλίας στη Γερμανία ως μια “Υπεράσπιση της Δημοκρατίας!” ενάντια στον οπισθοδρομισμό του γερμανικού φεουδαλισμού κλπ.

Αν επρόκειτο τελικά τη Ρωσία να τη σκεφτεί κανείς ως τη μεμονωμένη περίπτωση που καταδείκνυε την παγκόσμια δυνατότητα προλεταριακής επανάστασης, αυτό δεν συνέβαινε σε καμμιά περίπτωση πριν ή στη διάρκεια του 1917. Κατά ειρωνικό τρόπο, το γεγονός ότι ακόμα και οι Ρώσοι επαναστάτες καταλάβαιναν τη χώρα τους να είναι “οπισθοδρομική” ίσως τους απέτρεψε από το λάθος να δουν μυωπικά την πιθανή επαναστατική τους νίκη ως την εκπλήρωση μιας εποχικής κοσμοϊστορικής αναγκαιότητας που θα μπορούσε από μόνη της να οδηγήσει στη χειραφέτηση ολόκληρης της ανθρωπότητας. Αντίθετα, μια μη-επένδυση στην εθνικότητα ήταν η βάση της ικανότητας του Λένιν να αναπτύξει μια στρατηγική σύλληψη του ιμπεριαλισμού στην οποία το προλεταριάτο δεν είχε κανένα λόγο να διαλέξει οποιαδήποτε πλευρά ανάμεσα στις αντιμαχόμενες δυνάμεις. Ο Λένιν θεωρητικοποίησε τον ιμπεριαλισμό ως μια σύγκρουση που πηγάζει από την συγκέντρωση και την κεντρικοποίηση του κεφαλαίου στην οποία τα κράτη είναι τόσο “υποχρεωμένα” στους καπιταλιστές των εθνικών μονοπωλίων τους που θα μπορούσαν να εξαπολύσουν πόλεμο απευθείας ως μέρος της πάλης για καινούριες αγορές, πλουτοπαραγωγικές πηγές και τόπους για εξαγωγή κεφαλαίου. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Μεγάλος Πόλεμος παρουσίαζε μια ευκαιρία: η ενδοκαπιταλιστική σύγκρουση θα δημιουργούσε το είδος εκείνο των κρίσεων που θα επέτρεπαν στα προλεταριακά κόμματα να μετατρέψουν τον “ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε εμφύλιο πόλεμο”. Με άλλα λόγια, ο ιμπεριαλισμός θα έπρεπε να κατανοηθεί από τα αποτελέσματά του πάνω στο πεδίο των εθνικών ταξικών αγώνων και στην όξυνση αυτών των αγώνων σε όλα τα έθνη· οι εργαζόμενες τάξεις θα ήταν καλλίτερα να πανηγυρίσουν για την ήττα της δικής τους άρχουσας τάξης παρά να υποστηρίξουν έναν πόλεμο που μόνο το κεφάλαιο θα συνέφερε, με τους εργάτες και τους αγρότες σαν κρέας για τα κανόνια. Πραγματικά, ακόμα και μετά την επιτυχία της Φεβρουαριανής Επανάστασης, και προς αδιαμφισβήτητο πολιτικό όφελος των μπολσεβίκων, ο Λένιν θα κρατούσε αυτή τη γραμμή, υποστηρίζοντας ότι: “ακόμα και η ελάχιστη παραχώρηση στον επαναστατικό αμυντισμό είναι μια προδοσία του σοσιαλισμού, μια πλήρης αποκήρυξη του διεθνισμού, άσχετα από το ποιες ωραίες φράσεις και “πρακτικοί” λόγοι μπορεί να φαίνονται δικαιολογημένοι”4.

Ήταν στη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, λοιπόν, που δυο τάσεις του διεθνισμού, ως διακριτές απαντήσεις στον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, θα ξεκαθάριζαν μέσα στο εργατικό κίνημα: πρώτη, ο δι-εθνισμός, της οποίας το εθνικιστικό υπόστρωμα/βάσεις είχαν παραδόξως δημιουργήσει συνενοχή στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, και δεύτερη αυτό που ο Michael Hardt και ο Toni Negri αποκαλούν έναν “αντιεθνικιστικό” διεθνισμό, σύμφωνα με τον οποίο:

ο διεθνισμός ήταν η επιθυμία ενός ενεργού μαζικού υποκειμένου που αναγνώριζε ότι τα έθνη-κράτη ήταν βασικοί παράγοντες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ότι το πλήθος συνέχιζε να κατατάσσεται για να πολεμά τους χωρίς νόημα πολέμους τους – εν συντομία, ότι το έθνος-κράτος ήταν μια πολιτική μορφή της οποίας οι αντιφάσεις δεν μπορούσαν να υπαχθούν/απορροφηθούν και να εξαγνιστούν αλλά μόνο να καταστραφούν. Η διεθνιστική αλληλεγγύη ήταν όντως ένα σχέδιο για την καταστροφή του έθνους-κράτους και την οικοδόμηση μιας νέας παγκόσμιας κοινότητας5.

Σ’ αυτή τη δεύτερη άποψη, ένας διεθνισμός που αντιτίθεται στον ιμπεριαλισμό θα έπρεπε να πάει πέρα από το να καθρεφτίζει τη μορφή του σαν μια αλυσίδα για τα έθνη· αυτή ήταν η άποψη του Λένιν, τοποθετημένη ακριβώς στον αδύναμο κρίκο του τελευταίου, εκεί που τα αντιφατικά φαινόμενα της ταξικής πάλης, της πολιτικής κρίσης και της παγκόσμιας διαμάχης θα συμπυκνώνονταν σε μια από τις πρώτες προλεταριακές επαναστατικές ρήξεις του 20ου αιώνα. Αναγνωρίζοντας τον ιμπεριαλισμό σαν ένα φαινόμενο διακριτό αλλά, σε κάθε περίπτωση, αδιαχώριστο από τον καπιταλισμό, οι Μπολσεβίκοι μπορούσαν να πάρουν υπόψιν τους τις πραγματικές συνέπειές του στη σχέση των ταξικών δυνάμεων στη συγκυρία και να αναπτύξουν μια αντιπολεμική πολιτική θέση που πολύ λίγοι άλλοι ήταν διατεθιμένοι να ακολουθήσουν.

Η εύπλαστη αυτή σχέση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο συλλήψεις του διεθνισμού και το ζήτημα του ιμπεριαλισμού θα επανερχόταν επανειλημμένα στο υπόλοιπο του 20ου αιώνα. Αλλά παραδόξως, τα αποτέλεσμα αυτού του χρόνου που μεσολάβησε που μας έχει δώσει το παρόν υπήρξε να καταστούν οι έννοιες του ιμπεριαλισμού και του διεθνισμού αδιαφανείς. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ιμπεριαλισμός ο ίδιος απουσιάζει για τους εργάτες τους κόσμου· όσοι είναι αντιμέτωποι με επιθέσεις από drone ή την καθημερινή στρατιωτική κατοχή, όσοι συνθλίβονται κάτω από το βάρος των κρατικών χρεών των κυβερνήσεών τους ή από κυρώσεις από το εξωτερικό, οι στατιώτες που σέρνονται συνεχώς σε πολέμους και αυτοί που ρισκάρουν τη ζωή τους για να διασχίσουν ή να συλληφθούν στα σύνορα, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, όλοι σίγουρα ζουν την ύπαρξη του ιμπεριαλισμού. Αλλά το να επανα-συλλάβουμε πραγματικά την ιδιαιτερότητα αυτής της ύπαρξης, και ακόμα περισσότερο να θέσουμε μια στατηγική και διεθνιστική απάντηση, θα σήμαινε να σκεφτούμε από κοινού τι “ενεργεί” πραγματικά σε όλες αυτές τις εμπειρίες. Αν ο ιμπεριαλισμός σήμερα δεν μπορεί να αναχθεί σε οποιοδήποτε μοναδικό φαινόμενο (ούτε καν σε ένα μαζικό φαινόμενο στην κλίμακα ενός παγκοσμίου πολέμου), αυτό συμβαίνει επειδή εμφανίζεται ταυτόχρονα και πανταχού παρών και διάσπαρτος. Πώς να εξηγήσουμε λοιπόν σήμερα την ιστορία που έχει ενισχύσει τον ιμπεριαλισμό ενώ κάνει όλο και πιο δύσκολο τον ορισμό του;

Η μεταψυχροπολεμική περίοδος έχει σίγουρα παράγει έναν αριθμό προσπαθειών για μια διακριθούν αναλυτικά και να κεντραριστούν νέοι τρόποι πολιτικής και οικονομικής υποτέλειας ακόμα και μέσα στα θραύσματα παλιότερων σχηματισμών κυριαρχίας και κοινωνικής ισχύος. Μια συστάδα ιστορικών μελετών, μερικές πιο φιλόδοξες από άλλες, υποδεικνύουν ότι ο ιμπεριαλισμός καλά κρατεί, έστω κι αν οι μελέτες αυτές διαφέρουν στην προσπάθεια να ξεκαθαριστεί ο ακριβής χαρακτήρας του οι αιτίες και τα αποτελέσματα6. Για τους σκοπούς του παρόντος, μπορούμε να αναλύσουμε μερικά από τα κομμάτια που μας εμποδίζουν να καταλάβουμε τόσο τη θέση του ιμπεριαλισμού σε μια εξήγηση του παρόντος καθώς τις προσδοκίες για οποιαδήποτε αντιιμπεριαλιστική προοπτική σε μια κομμουνιστική πρακτική.

Πρώτο κομμάτι, όπως σηματοδοτήθηκε παραπάνω, είναι η συνεχιζόμενη συνάφεια του έθνους-κράτους υπό τον “μετα-αποικιακό καπιταλισμόή την “καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση”, αν και επαναστοιχειοθετημένη με ποικίλους τρόπους7. Οι άνισες γεωγραφίες, οι διαστρωματωμένες χρονικότητες, και τα πολλαπλά εργασιακά καθεστώτα που σηματοδοτούν τη σύγχρονη καπιταλιστική συσσώρευση και χρηματιστικοποίηση σήμερα σίγουρα έχουν μετασχηματίσει τη διεθνή τάξη· αλλά ο ρόλος και η εμβέλεια πολλών κρατών έχει επανεγγραφεί και (εκ)συγχρονιστεί ώστα να ταιριάξει με τον τέμπο και τι απαιτήσεις της καπιταλιστικής παραγωγής και αναπαραγωγής. Η μετάβαση από αντι-αποικιοκρατικά κινήματα ή κινήματα αυτοχθόνων σε διαδικασίες κρατικής οικοδόμησης και, εν μέσω της παγκόσμιας αντεπανάστασης, ενσωμάτωσης στην παγκόσμια αγορά μεγάλων τμημάτων της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής έχουν καταδείξει τις δυσκολίες προηγούμενων αστερισμών αντιιμπεριαλισμού και της εξάρτησής τους από τη μορφή-έθνος8. Φυσικά, πολλά από τα κινήματα αυτά προσέφεραν ουσιώδεις ενοράσεις/διεισδυτικές ματιές στην πολιτική του αντιιμπεριαλισμού και τα περισσότερα περιείχαν στοιχεία που επεδίωκαν την εθνική απελευθέρωση μόνο σαν ένα συγκυριακό σκαλοπάτι προς την διεθνή κομμουνιστική επανάσταση. Όμως καθώς πολλά μετα-αποικιακά ή αναπτυσσόμενα κράτη έχουν ενσωματωθεί – όχι χωρίς σημαντικές συγκρούσεις, κρίσεις και βία – στις οικονομικές συμφωνίες και τους πολιτικούς σχηματισμούς του καπιταλιστικού μπλοκ, το ριζοσπαστικό φαντασιακό μιας συνεργασίας Νότου-Νότου έχουν ξεθωριάσει9. Φυσικά μια τέτοια ενσωμάτωση είναι πιο ποικιλόχρωμη από τον “επίπεδο κόσμο” της αυταπάτης του Friedman. Η συστοιχία των τεχνολογιών στοχοποίησης των ΗΠΑ – κυρώσεις ενάντια στο Ιράν και την Ζιμπάμπουε, εμπάργκο στην Κούβα, λίστες τρομοκρατών στις Φιλιππίνες, την Τουρκία, τον Λίβανο και την Παλαιστίνη, καθώς και η απροκάλυπτη/ευθεία επιθετικότητα – μας προσκαλεί να εξετάσουμε με ποιο τρόπο μπορούν οι ιδιαιτερότητες των μορφών καπιταλιστικής εξουσίας να ανιχνευτούν στην κατακερματισμένη ιστορία του σύγχρονου ιμπεριαλισμού και αποικιοκρατίας.

Η πρόκληση της επαναενεργοποίησης ενός αποτελεσματικού προλεταριακού διεθνισμού γίνεται ακόμα πιο επιτακτική από την επιθετική άνοδο των δεξιών εθνικισμών, οι οποίοι έχουν πάρει ένα φάσμα οργανωτικών και ιδεολογικών προσωπείων. Η ξεκαθαρισμένη ιδεολογική μορφή αυτής της δεξιόστροφης μετατόπισης/στροφής είναι ένας ενθαρρυμένος “κτητικός εθνικισμός” στον Βορρά, που περιστρέφεται γύρω από περιοριστικές πολιτικές για τη μετανάστευση και το εμπόριο, σαν απάντηση σε αυτό που γίνεται αντιληπτό ως διάβρωση των εδαφικών λογικών της εθνικής κυριαρχίας, και η υβριδοποίηση της εθνικής-εθνοτικής κοινότητας10. Οποιαδήποτε παρατεταμένη μάχη ενάντια σε αυτές τις ιθαγενιστικές παρορμήσεις11 ιδιαίτερα καθώς αυτές διαχέονται στα σοσιαλδημοκρατικά ή αριστερά φιλελεύθερα κόμματα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ – θα χρειαστεί να επανενδυναμώσει τη σύνδεση ανάμεσα στη μετανάστευση και τον ιμπεριαλισμό, με την πρώτη να συνιστά με πολλούς τρόπους μια αναρροή [reflux] του δεύτερου. Εδώ μπορούμε, ίσως, να επικεντρώσουμε στην πλούσια κληρονομιά και την πραγματικότητα της πάλης των μεταναστών για κομμουνιστικές πολιτικές και το πώς ζητήματα κινητικότητας, ελέγχου και αποστέρησης είναι τώρα στον πυρήνα της ιμπεριαλιστικής δυναμικής. Οι πολιτικοί και κοινωνικοί, άτυποι και τυπικοί χώροι μετανάστευσης παραμένουν ένα ανοιχτό πεδίο για διερεύνηση. Όπως παρατήρησε ο Etienne Balibar πριν από 40 χρόνια: “η συγκεκριμένη γνώση των αιτιών και των αποτελεσμάτων της μετανάστευσης είναι ένα αμφίδρομο οδηγητικό νήμα για την κατανόηση του ιμπεριαλισμού”, ένα γεγονός που “καθιστά τον διεθνισμό, περισσότερο από ποτέ, την ίδια τη συνθήκη των αγώνων για την απελευθέρωση των εργατών12. Αυτό εγείρει την πρακτική αναγκαιότητα της αναθεώρησης του ρεπερτορίου των τακτικών και των στρατηγικών οριζόντων του αντιιμπεριαλισμού. Ο επί δύο σχεδόν δεκαετίες “Πόλεμος ενάντια στην Τρομοκρατία” – ένας ευφημισμός για έναν πόλεμο ενάντια στην ανθρώπινη ευημερία στη Μέση Ανατολή και έναν πόλεμο ενάντια στους Μουσουλμάνους στο εσωτερικό – έχει αποδειχτεί δύσκολος κόμπος για τον αντιπολεμικό και αντιστατοκρατικό ακτιβισμό στο “υπογάστριο του κτήνους”, ιδιαίτερα καθώς η βία των ΗΠΑ, εν μέσω μιας ακόμα ρηχότερης ηγεμονίας στο εσωτερικό, παίρνει μορφές άλλες από αυτήν της αμερικάνικης αρβύλας στο έδαφος. Το ξεθώριασμα – ή η καταστροφή -του αντιπολεμικού κινήματος μετά το 2005, που ακολούθησε μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στην εισβολή στο Ιράκ που εμφάνισε αξιόλογη από τα κάτω κινητοποίηση, είναι ένα κρίσιμο επεισόδιο πάνω στο οποίο θα πρέπει να αναλογιστούμε. Οι πανταχού παρόντες επανδρωμένοι και μη αεροπορικοί βομβαρδισμοί, η διάχυση και συχνά συγκαλυμμένη φύση των επιχειρήσεων ενάντια σε εξεγέρσεις, ο πολλαπλασιασμός των αντιπροσώπων [proxies] των ΗΠΑ, και πυκνά οικονομικά δεσμά έχουν καταστήσει τις στρατιωτικές συγκρούσεις της αμερικάνικης αυτοκρατορίας, ίσως της πιο ορατής εμφάνισης τιυ ιμπεριαλισμού, μια ασύμμετρη αλλά συνεχή παρουσία. Οποιαδήποτε μάχη με διάρκεια εναντίον της πρέπει να συντονιστεί γύρω από διάφορα μέτωπα. Πρόσφατες εμπειρίες μαζικής διαμαρτυρίας δείχνουν ότι ένα ισχυρό αντιπολεμικό κίνημα, αν πρόκειται να επανεμφανιστεί, θα πρέπει να το κάνει με μια άλλη μορφή/σχήμα και σε στενή σχέση με άλλες ανατρεπτικές δυνάμεις στην κοινωνία, σαν επέκταση της παρεκβατικής και στρατηγικής τους απεύθυνσης/επίρρειας. Το υψηλό επίπεδο οργανωμένης αντίστασης στην στρατιωτικοποιημένη συνοριακή ασφάλεια και στις καταπιεστικές μεταναστευτικές πολιτικές, οι περιβαλλοντολογικές/αντι-εξορυκτικές εκστρατείες γύρω από το Standing Rock και αλλού, και οι εκκολαπτόμενες συμμαχίες και ακτιβιστικά περιβάλλοντα που έχουν ενισχυθεί γύρω από τις πρωτοβουλίες για τηςν Διεθνή Απεργία των Γυναικών (σε συντονισμό με καλέσματα από τη Λατινική Αμερική για μια νέα φεμινιστική Διεθνή) υποδεικνύουν ένα πραγματικό δυναμικό για την οικοδόμηση ενός λαϊκού αντιιμπεριαλισμούαπό γειωμένους κοινωνικούς αγώνες, συνδέοντας τους τόπους του [κοινωνικού] ανταγωνισμού κατά μήκος νεο-αποικιοκρατικών και αυτοκρατορικών μετώπων. Μπορεί να δει κανείς πώς αυτό αλλάζει τους σκοπούς και τους στόχους των κινημάτων μιας εναλλακτικής-παγκοσμιοποίησης [alter-globalization], όπως φαίνεται παραδειγματικά στη μαχητικότητα των διαδηλώσεων που ακολουθούν κατά πόδας τις συναντήσεις κορυφής συγκρουόμενες άμεσα με τα ηγετικά οικονομικά και χρηματιστηριακά σώματα, ή στην παράλληλη θεσμική οικοδόμηση και τη διεθνική δικτύωση οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών που εμπλέκονται στα Παγκόσμια Κοινωνικά Φόρουμ13. Μια πιο επαρκής προσέγγιση στα ζητήματα συντονισμού και αλληλεγγύης μεταξύ συνόρων θα έπρεπε να διερευνήσει πώς η πολιτική οργάνωση συνδυάζεται με τις υλικές πρακτικές της μετάφρασης και να αναγνωρίσει ότι ακόμα και κάποιες τοπικοποιημένες ανησυχίες συχνά εμπλέκουν τις κοινοτοπίες και τις διαιρέσεις του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού14. Οι μεταλλάξεις της ταξικής πάλης, όπου ένα μισθωτό προλεταριάτο έχει δώσει τη θέση του σε πιο διαφοροποιημένες κοινωνικές συμμαχίες και ενώσεις αυτού που ο Goran Therborn αποκαλεί “πληβειακά στρώματα” ή “λαϊκές τάξεις”, έχει προσφέρει αναλαμπές αυτού με το οποίο θα μπορούσε να μοιάζει μια αντιιμπεριαλιστική κινητοποίηση: νέες στρατηγικές συνύφανσης ξεσπασμάτων αναστάτωσης, συνέργειας και ανταγωνισμού καθώς επεκτείνονται πάνω σε ένα ασταθές έδαφος15.

Σήμερα είναι αναγκαίο να επαναθέσουμε την έννοια και το ζήτημα του ιμπεριαλισμού. Συμφωνούμε με τον Λένιν ότι αναγνωρίζουμε πως καμμιά επανάσταση, ούτε καν εθνική, δεν είναι δυνατή αν δεν συλλάβουμε την επίδραση του ιμπεριαλισμού πάνω σε οποιαδήποτε τοπική συνάρθρωση της εργατικής τάξης. Και, φυσικά, συμφωνούμε περαιτέρω ότι καμμιά εθνική επανάσταση δεν είναι αρκετή για τον στόχο του κομμουνισμού. Με λίγα λόγια, βλέπουμε τον ιμπεριαλισμό τόσο σαν εμπόδιο στον όσο και σαν εχθρό του διεθνισμού και, με τη σειρά του, βλέπουμε τον διεθνισμό ώς μια θέση που θα πρέπει να συγκροτηθεί μέσα στην ίδια την πάλη της εργατικής τάξης. Συνεπώς, και με τον κίνδυνο απλούστευσης της προσέγγισής μας, προτείνουμε ότι να εξετάσουμε τον ιμπεριαλισμό σήμερα σημαίνει να τον φέρουμε στο βασίλειο της σύνθεσης/συγκρότησης της τάξης. Αυτό δεν μπορεί να περιλαμβάνει την αποκήρυξη της πολύπλοκης ιστορίας του μαρξισμού και της λαϊκής πάλης σε σχέση με τον ιμπεριαλισμό, ούτε μια απλή επανάληψη οποιωνδήποτε στιγμών της. Στο έκτο τεύχος του Viewpoint, επιδιώκουμε, αντίθετα, την δυνατότητα μιας συνάντησης, φέρνοντας μαζί ιστορικές εξηγήσεις, τεχνήματα αγώνων, και θεωρητικές παρεμβάσεις, παρελθούσες και παροντικές. Συνεπώς ούτε “προσυπογράφουμε” όλες τις θέσεις που αντιπροσωπεύονται στο παρόν τεύχος ούτε απορρίπτουμε όσες πιθανόν απουσιάζουν από αυτό, που αποτελεί μια από θέση εμπλοκή με το πρόβλημα της αντίθεσης στον ιμπεριαλισμό μέσα από την αμερικανική αυτοκρατορία· είμαστε περήφανοι που προσφέρουμε αυτές τις συνεισφορές ως ένα υλικό για τη μακροπρόθεση δουλειά της σκέψης πάνω και της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό τον 21ο αιώνα.

Δεν θα υπερβάλλουμε σχετικά με τη συστηματικότητα αυτής της προσέγγισης· το να προχωρήσουμε με αυτόν τον τρόπο συνεπάγεται το ρίξιμο μιας ζαριάς. Πιθανόν να περιλαμβάνει το να ακολουθήσουμε μια ιστορία και να την παρατήσουμε, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσουμε εντελώς ξαφνικά τη σπουδαιότητά της όταν θα έχουμε προχωρήσει σε μια άλλη φαινομενικά άσχετη ή όταν αργότερα συζητάμε ένα πιεστικό πρόβλημα σε μια πολιτική συνάντηση. Οι κατηγορίες που παρουσιάζουμε εδώ θα μπορούσαν να παρουσιαστούν κι αλλιώς, και τα διάφορα θέματα και αντικείμενα που έχουν μπει στο παρόν τεύχος σίγουρα δεν αρκούν για να γεμίσουν το κενό στην έννοια του ιμπεριαλισμού που απαιτεί το παρόν μας. Υπο-αντιπροσωπεύονται ή δεν αντιπροσωπεύονται καθόλου η μετανάστευση και οι αγώνες που την περιβάλλουν· ο οικολογικός ιμπεριαλισμός και το κλιματικό χρέος· ο ρόλος της Κίνας και άλλων χωρών με αυξανόμενο οικονομικό βάρος και πολιτική σπουδαιότητα· η μεταβαλλόμενη φύση του πολέμου – συμβατικός, πυρηνικός ή άλλος· οι κυρώσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ ως ένα εργαλείο της τέχνης του πολέμου και του κράτους· ο ρόλος της πρωτογενούς εξόρυξης16 και άλλες περιβαλλοντικές απειλές· η συνεχιζόμενη παρουσία και τα αποτελέσματα της εποικιστικού αποικισμού· και σίγουρα πολλά περισσότερα ακόμα. Όπως πάντα, ελπίζουμε ότι το παρόν τεύχος του Viewpoint είναι μόνο η αρχή. Αν τα έργα που περιλαμβάνονται εδώ μπορούν να είναι ένα θεμέλιο για περισσότερη θεωρητική και πολιτική δουλειά, θα είμαστε ευχαριστημένοι. Και αν άλλοι παρακινηθούν να συμπληρώσουν αυτό που εμείς, και όσοι συνεισέφεραν εδώ, έπρεπε να αφήσουμε στην άκρη, τότε ακόμα κι αυτές οι ελλείψεις θα έχουν έναν σκοπό.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από το: https://www.viewpointmag.com/2018/02/01/internationalism-against-imperialism. Είναι το editorial του 6ου τεύχους του Viewpoint Magazine, αφιερωμένο στον “Ιμπεριαλισμό”.

2 José Aricó, Marx and Latin America, trans. David Broder (Chicago: Haymarket, 2014).

3 Kolja Lindner, “Marx’s Eurocentrism: Postcolonial studies and Marx scholarship”, Radical Philosophy 161 (Μάιος – Ιούνιος 2010).

4 Β.Ι. Λένιν, “Τα καθήκοντα του Προλεταριάτου στην Επανάστασή μας”, 1917, γνωστό και ως: “Θέσεις του Απρίλη”, διαθέσιμο δικτυακά εδώ: https://www.marxists.org/ellinika/archive/lenin/works/1917/04/04/april.htm.

5 Michael Hardt και Antonio Negri, “Αυτοκρατορία”, εκδόσεις Scripta, 2002.

6 Οι David Harvey, Ellen Meiksins Wood, Robert Brenner, και, πιο πρόσφατα οι Γιάννης Μηλιός και Δ.Σωτηρόπουλος μας έρχονται εδώ στο μυαλό· δείτε επίσης το πρόσφατο έργο του John Smith, τις συνεχιζόμενες συνεισφορές από τους Utsa και Prabhat Pantnaik, παρεμβάσεις από τον Samir Amin, και άλλες προσπάθειες συγκεντρωμένες γύρω από το περιοδικό Monthly Review. Κανείς μπορείς επίσης να συμβουλευτεί τα δοκίμια των Salar Mohandesi και Jerome Roos στο παρόν τεύχος. Στμ. Η αναφορά στους Μηλιό και Σωτηρόπουλο πρέπει να αφορά προφανώς το “Rethinking Imperialism: a study of capitalist rule”, Pelgrave-MacMillan, 2009, διαθέσιμο: http://users.ntua.gr/jmilios/1__Rethinking_Imperialism__A_Study_of_Capitalist_Rule.pdf, και στα ελληνικά μάλλον ως: “Ιμπεριαλισμός, Χρηματοπιστωτικές Αγορές, Κρίση”, εκδόσεις νήσος, 2011, διαθέσιμο δικτυακά στο: http://users.ntua.gr/jmilios/Imperialismos_XP-Agores_Krisi.pdf.

7 Δείτε Leo Panitch και Sam Gindin, The Making of Global Capitalism: The Political Economy of U.S. Empire (London: Verso, 2013).

8 Δείτε Etienne Balibar, “The Nation Form: History and Ideology,” μετάφραση Chris Turner, στο Immanuel Wallerstein and Etienne Balibar, Race, Nation, Class (London: Verso, 1991).

9 Δείτε Vijay Prashad, The Poorer Nations: A Possible History of the Global South (New York: Verso, 2012).

10 Δείτε το άρθρο του Brenna Bhandar στο παρόν τεύχος.

11 Στμ. Στο πρωτότυπο: nativist: ο αναφερόμενος στον ιθαγενή, ντόπιο, αυτόχθονα.

12 Δείτε Etienne Balibar, “Lénine, les communistes, l’immigration,” στο Cinq études sur matérialisme historique (Paris: Maspéro, 1974), 195–201. Μια μετάφραση αυτού του κειμένου θα εκδοθεί προσεχώς στο Viewpoint.

13 Donatella Della Porta, Globalization from Below: Transnational Activists and Protest Networks (Minneapolis: University of Minnesota Press, 2006)· Research Unit for Political Economy, Mumbai, “The Economics and Politics of the World Social Forum,” Aspects of India’s Economy 35 (Σεπτέμβριος 2003).

14 Δείτε Sandro Mezzadra και Brett Neilson, Border as Method (Durham: Duke University Press, 2013); Kelly Mulvaney, “Translating Constituent Process, or the Political Work of Translation,” Eipcp transversal, Σεπτέμβριος 2016.

15 Goran Therborn, “Class in the 21st Century,” New Left Review II, no. 78 (Νοέμβριος–Δεκέμβριος 2012): 5–29. Δείτε επίσης Michael Denning, “Representing Global Labor,” Social Text 25, no. 3 (Φθινόπωρο 2007): 125–45· Sandro Mezzadra και Verónica Gago, “In the Wake of the Plebeian Revolt: Social Movements, ‘Progressive’ Governments, and the Politics of Autonomy in Latin America,” Anthropological Theory 17, no. 4 (2017): 474–496.

16 Στμ. Στο πρωτότυπο: primary extraction.

ZAD – Ρεβάνς1

Το πρωί της Δευτέρας 9 Απριλίου 2018, λίγο πριν την επίθεση της γαλλικής αστυνομίας, οι φίλοι μας στην ZAD (Zone á Défendre) κυκλοφόρησαν αυτό το κείμενο στην πλατφόρμα lundi.com

 

Ετοιμαζόμαστε γι’ αυτό εδώ και πέντε χρόνια, αν και έχουμε κάνει μέχρι τώρα κινήσεις για να μην συμβεί. Παρ’ όλα αυτά, είμαστε τώρα στην αυγή μιας ακόμα μεγάλης κλίμακας αστυνομικής επιχείρησης της οποίας το εύρος και η διάρκεια είναι άγνωστες. Το κράτος πρέπει να “ισοφαρίσεις”, άρα έπρεπε να υπάρξει μια επανάληψη. Όλοι στην επαρχία, κόσμος που έχει επισκεφτεί τη zad αναρωτιούνται πόσο μακριά θα το πάει ο Μακρόν για να βάλει τέλος σε μια από τις πιο όμορφες συλλογικές πολιτικές περιπέτειες της τελευταίας δεκαετίας, στη δυνατότητα ύπαρξης ενός χώρους για την αναζήτηση άλλων μορφών ζωής2. Ενώ ξαναστήνονται τα οδοφράγματα στους επαρχιακούς δρόμους, όλοι εδώ συσπειρωνόμαστε και αναρωτιόμαστε τι θα υπάρχει αύριο, τι θα απομείνει από την τρεμάμενη καρδιά της ύπαρξής μας από μέρα σε μέεα. Περισσότερο απ’ όλα, το αγκάλισμά μας λέει αυτό: πέντε χρόνια μετά την Επιχείρηση Καίσαρς, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την εισβολή, να κρατήσουμε τις θέσεις μας με κάθε κόστος, και να εξασφαλίσουμε, για μια ακόμα φορά, ότι το μέλλον παραμένει ανοιχτό.

Μόλις περάσαμε από μια ταραγμένη περίοδο μετά την εγκατάλειψη από το κράτος [του σχεδίου για το αεροδρόμιο], μια περίοδο που έβριθε από εντάσεις και τον πειρασμό να εμπιστρέψει ο καθένας στα δικά του χωράφια ή πραγματικά απλά να τα παρατήσει. Αλλά για πολλούς από μας, ολόκληρη αυτή η περίοδος σημαδεύτηκε επίσης από τη συνεχή έρευνα για το περίγραμμα ενός κοινού δρόμου προς τα μπροστά. Ήταν μάλλον αρκετά επώδυνο κάποιες φορές σ’ αυτές τις τελευταίες βδομάδες πόσο εκτεταμένα μπορεί να διαδοθεί ένα απλό δυιστικό και καταθλιπτικό αφήγημα. Αυτή τη στιγμή αλήθειας, προτιμούμε να ξαναθυμηθούμε έστω αυτό που κάνει εφικτό να σκεφτόμαστε ακόμα με έναν συλλογικό τρόπο που να μοιραζόμαστε. Πριν η καταιγίδα ξεσπάσει και πάλι εδώ, τα παρακάτων είναι ένας τρόπος να επικοινωνήσουμε γιατί εξακολουθούμε να θεωρούμε ακόμα πολύ ζωτικό να συνεχίσουμε την υπεράσπιση της zad. Εδώ, στο πεδίο όπου καθένς από μας θα βρίσκεται τις επόμενες μέρες. Αλλά και στους επόμενους μήνες, αφού ο Καίσαρας 2 είναι σίγουρο ότι δεν θα βάλει ένα τέλος σ’ αυτό που κάνουμε εδώ.

Τι δεν αφορά η διαπραγμάτευση

Μετά την εγκατάλειψη από την κυβέρνηση του σχεδίου για το αεροδρόμιο, το κίνημα αποφάσισε όντως να μπει σε έναν διάλογο με σκοπό να διαπραγματευτεί το δικό του όραμα για το μέλλον της zad. Αυτή η ακολουθία γεγονότων μας ανάγκασε να χειριστούμε καινούρια ζητήματα. Οδηγούμασταν από στόχους καθαρούς ευθύς εξαρχής και εξαιρετικά σύνθετους:

  • Να εξουδετερώσουμε την ημι-απόλυτη αναγκαιότητα της εκδίκησης του κράτους απέναντι στη zad (με τη μορφή μιας επιχείρησης εκκένωσης) και συνεπώς να κρατήσουμε τους κάτοικους αυτής της περιοχής εδώ, με όλη τους την ποικιλομορφία.

  • Να διατηρήσουμε, όσο το δυνατόν περισσότερο, τα περιθώρια της αυτονομίας που έχουν προσδώσει σ’ αυτό το πείραμα το νόημά του εξασφαλίζοντας, την ίδια στιγμή, τη σταθερότητα που επιθυμούν αρκετοί από αυτούς που σχεδιάζουν να μείνουν εδώ.

  • Να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε τη συλλογική ευθύνη για τα πεδία της zad και τους δεσμούς της με άλλους σε εξέλιξη αγώνες.

Σ’ αυτή την περίοδο, δεν υπήρχε ποτέ για μας μια επιλογή ανάμεσα στο να διαπραγματευτούμε Ή να παλέψουμε. Ποτέ δεν έχουμε υποθέσει ότι θα μπορούσαμε να πάρουμε αυτό που θέλουμε μέσα από τα κυβερνητικά γραφεία. Η διαπραγμάτευση είναι μόνο ένας από τους μοχλούς που το κίνημα έχει επιλέξει για τον εαυτό του μετά την εγκατάλειψη, και βασίζεται σε μια σχέση των δυνάμεων που έχουν παραχθεί μέσα από τα χρόνια αντίστασης. Είναι αυτές οι ίδιες δυνάμεις που θα μπορέσουν να σκεφτούν μια επιθετική διαπραγμάτευση, και θα οργανώσει μια συγκέντρωση μπροστά στη νομαρχία όταν οι απαντήσεις του κράτους δεν είναι ικανοποιητικές. Αυτές οι δυνάμεις έχουν, στην πορεία των τελευταίων εβδομάδων, ηγηθεί μιας δικαστικής και πολιτικής πάλης ενάντια σε όλες τις εκκενώσεις, οργάνωσαν μια διαδήλωση στη Ναντ γι’ αυτό το ζήτημα με συλλογικότητες προσφύγων και άθλια στεγασμένων, και θα είναι επίσης αυτές που θα αντισταθούν φυσικά επί τόπου όταν το κράτος θα προσπαθήσει να εκκενώσει τοποθεσίες μέσα στη ζώνη.

Με δεδομένο τον φόβο να χάσουν το πλεονέκτημα της ζώνης, δεν ήταν καθόλου προφανής η επιλογή για τους καταληψίες να ριχτούν στο τζογάρισμα της διαπραγμάτευσης. Αλλά για άλλα κομμάτια του κινήματος, δεν ήταν καθόλου προφανές να καθυστερούν την έκβαση της περιόδου μετά την εγκατάλειψη [των κυβερνητικών σχεδίων] και να θέσουν τις επείγουσες αποφάσεις που αυτή η έκβαση αυτή απαιτούσε στα χέρια μεγάλων και ετερογενών συνελεύσεων. Αυτοί οι κίνδυνοι και η αμοιβαία ανάληψη των ευθυνών είναι ακριβώς αυτά που μας επέτρεψαν να συνεχίσουμε να κινούμαστε μαζί αντί να εγκαταλείψουμε ή να απομονώσουμε ο ένας τον άλλον. Σ’ αυτή την περίπτωση, πιστεύαμε αταλάντευτα ότι ήταν απαραίτητο να προσπαθήσουμε να εμπλακούμε εκείνη τη στιγμή ώστε να μπορούμε επίσης να συνεχίσουμε πέρα από αυτό το σημείο, οποιαδήποτε στιγμή η διαπραγμάτευση έδειχνε τα όριά της.

Για χρόνια, η ικανότητα του κινήματος ενάντια στο αεροδρόμιο να συνθέτει και να ανασυνθέτει τον εαυτό του ήταν ένας εφιάλτης για την κυβέρνηση. Η πιθανότητα ότι το κίνημα θα επέμενε και μετά από την “εγκατάλειψη” ήταν εξαιρετικά αμφιλεγόμενη γι’ αυτούς. Κατά συνέπεια, στην αρχή των διαπραγματεύσεων, ένας από τους πρώτους στόχους της κυβέρνησης ήταν ξεκάθαρα να τινάξει στον αέρα τη μορφή της κοινής αντιπροσωπείας που είχαμε επιλέξει. Έπρεπε επίσης να εμποδίσει τη θέλησή μας να προωθήσουμε τα μελλοντικά επίδικα της πάλης μας “εγκάρσια”: από την άρνηση των εξώσεων στη συλλογική ευθύνη του κινήματος για τη γη, σε σταθερή αντίθεση στην επιστροφή σε μια κλασσική αγροτική διαχείριση, χωρίς να ξεχνάμε το ζήτημα της αμνηστείας. Η νομαρχία προσπάθησε, αναλόγως, να επιλέξει τους συνομιλητές ανάμεσά μας και να τους συγκαλέσει να αποτελέσουν μέλη μιας αυστηράς αγροτικής οργανωτικής επιτροπής. Σε κάθε τμήμα του κινήματος, και στις συνελεύσεις, η αντιπαράθεση ήταν μακρά. Δεν πρέπει κανείς να υποτιμήσει τη δύναμη αυτών των θελγήτρων και την ενέργεια που η νομαρχία αφιέρωσε για να αποφύγει την απόρριψη. Το πλαίσιο που είχαμε σιγά-σιγά κατασκευάσει θα μπορούσε να είχε γίνει κομμάτια, αλλά η μανούβρα της νομαρχίας απέτυχε. Η Acipa3 [Association Citoyenne Intercommunale des Populations concernées par le projet d’Aéroport de Notre Dame des Landes] απέρριψε την πρόσκληση του Νομάρχη ενώ η Confédération paysanne [Αγροτική Συνομοσπονδία] κάλεσε σε συγκέντρωση απέναντι από την οργανωτική επιτροπή και αποφάσισε να μεταφέρει σ’ αυτήν το μήνυμα του κινήματος. Η κοινή αντιπροσωπεία άντεξε. Η νομαρχία αναγκάστηκε να υποχωρήσει άμεσα και να δεχτεί την αντιπροσωπεία ως συνομιλητή. Ενώ αρχικά επρόκειτο να συνεχιστούν μόνο αγροτικές δραστηριότητες, η προσφορά τώρα αφορά και “παρα-αγροτικές δραστηριότητες με την ευρεία έννοια” και είναι ήδη σχεδόν σίγουρο ότι αρκετές εκατοντάδες εκτάρια διασωσμένων και συλλογικά διαχειριζόμενων γαιών, επιπρόσθετα από τις γαίες των “ιστορικών” [δηλαδή των “ιστορικών αγροτών”, αυτών που ήταν παρόντες πριν ξεκινήσει το κίνημα], θα πρέπει να παραμείνουν αφοσιωμένοι σε σχέδια που σχετίζονται με το κίνημα. Είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα, αλλά ένα βήμα που δεν επιλύει το ζήτημα της έκβασης της πάλης σχετικά με τα καταλύματα, και την ανάγκη, ήδη παρούσα σ’ αυτή την μεταβατική φάση, να αποκτηθεί συλλογική ευθύνη πάνω στην ιδιοκτησία ώστε αυτή η κολλεκτιβοποίηση να μονιμοποιηθεί αργότερα.

Αντίσταση στον διαχωρισμό

Στη διάρκεια αυτής της πρώτης φάσης της διαπραγμάτευσης, η νομαρχία ανήγγειλε τη φιλοδοξία της να μας κατατάξει και να μας διαχωρίσει σύμφωνα με απαράδεκτα κριτήρια. Αυτοί που ήθελαν να μείνουν μόνιμα ειδοποιήθηκαν να κάνουν αίτηση για ατομικές συμφωνίες και να εγγραφούν άμεσα στον MSA [ασφαλιστικό φορέα για τους αγρότες]. Μερικοί, ηττοπαθείς και ανίκανοι να δουν τον ορίζοντα χωρίς κάποια προκατασκευασμένα σχήματα, προφήτεψαν αμέσως προδοσίες: κάποιοι αναπόφευκτα θα έβρισκαν τη θέση τους στον ήλιο εις βάρος των άλλων. Πραγματικά, σε οποιοδήποτε σημείο στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων τίποτα δεν θα ήταν ευκολότερο για κάποια άτομα να σώσουν τον εαυτό τους μέσω κάποιων απλών email και γραφειοκρατικών διαδικασιών. Αυτό ήταν ακριβώς που περίμενε η νομαρχία. Αλλά στην πραγματικότητα, και παρά τη μεγάλη πίεση, κανείς δεν έπεσε στην παγίδα.

Κανείς δεν έκανε ξεχωριστές αιτήσεις να εξεταστούν για επιλογή, ούτε συμφωνήσαμε να γίνει οποιοδήποτε ξεδιάλεγμα για λογαριασμό των αρχών. Αντίθετα, υπήρχε μια σταθερή, πολιτική άρνηση αυτών των ενταλμάτων και κρατήσαμε την απαίτησή μας για ένα συλλογικό προστατευτικό πλαίσιο και μια συνολική συμφωνία για ολόκληρη την έκταση γης του κινήματος. Αυτή η πραγματική αλληλεγγύη προκάλεσε αναστάτωση στη νομαρχία με δυο τουλάχιστον τρόπους: δεν μπορούσε να προχωρήσει τις διαπραγματεύσεις με τον τρόπο που αρχικά ήθελε να επιβάλλει, και επίσης υπονόμευσε την νομιμοποίηση της επιχείρισης της για επιλεκτικό αποκλεισμό.

Παρά το ενωμένο αυτό μέτωπο, ακούσαμε πολλά σχετικά με τη διαίρεση ανάμεσα σε “ριζοσπάστες” ή “σκληροπυρηνικούς”, από τη μία, και τους “παραιτημένους” από την άλλη, οι δεύτεροι υποτίθεται ότι ήταν ανυπομονούσαν να διαπραγματευτούν ή να κανονικοποιήσουν τα χωράφια τους. Είναι αξιοθαύμαστο πόσο πολύ τα ΜΜΕ, η νομαρχία και οι ιεροκήρυκες μιας φαντασιακής ριζοσπαστικότητας αγαπούν αυτό τον μύθο. Αλλά για τους περισσότερους καταληψίες, αυτούς που πάλεψαν για την zad, που κατοίκησαν σ’ αυτήν και καλλιέργησαν τα χωράφια της τα τελευταία χρόνια, αυτή η διαίρεση είναι καθαρό κατασκεύασμα. Ανάμεσα σ’ αυτούς που μοιράζονται μια κοινή γραμμή διαπραγμάτευσης ΚΑΙ πάλης, ανάμεσα σ’ αυτούς που θέλουν να παραμείνουν εδώ και να διατηρήσουν πραγματικά την zad σαν έναν κοινό χώρο, υπάρχουν στην πραγματικότητα άτομα και ομάδες από κάθε κομμάτι του κινήματος: αγρότες, μικρότεροι και μεγαλύτεροι καταληψίες, “ιστορικοί” κάτοικοι, μέλη της Acipa, γείτονες, περιβαλλοντιστές, σύντροφοι συνδικαλιστές, παθιασμένοι περιπατητές, ακτιβιστές του συντονισμού [Coordination activists]…Αν οραματιζόμαστε την zad να συνεχίζει να ξεδιπλώνεται και να απλώνεται, τότε η ιδέα ότι όλα θα έπρεπε να είναι ή νόμιμα ή να παραμείνουν παράνομα είναι δύο όψεις του ίδιου (κακού) νομίσματος. Και οι δυο αυτές επιλογές είναι ιδεολογικά φετίχ, καθένα το ίδιο στείρο με το άλλο, όταν έρχεται η στιγμή να προχωρήσουμε αγώνες στο έδαφος. Οι άνθρωποι που έχουν πραγματικά συμμετάσχει στο ξεδίπλωμα του κινήματος τα τελευταία πρόσφατα χρόνια, αντί απλά να το σχολιάζουν στο διαδίκτυο, ξέρουν καλά ότι αυτές οι δυο μονομερείς οπτικές – “νομιμόφρωνας” και “μη-νομιμόφρωνας”, “βίαιος” και “μη-βίαιος” – δεν αντιστοιχούσαν ποτέ στην πραγματική μας δύναμη και σ’ αυτό που μας επέτρεψε να αναγκάσουμε το κράτος να υποχωρήσει. Αυτές οι ταμπέλες είναι τόσο ακατάλληλες σήμερα όσο ήταν και σε ολόκληρη τη διάρκεια του κινήματος, ανεπαρκείς για να συναρθρώσουν τους διαφορετικούς ορίζοντες που είναι παρόντες στο κίνημα και στους στόχους που βάλαμε οι ίδιοι με τα “6 σημεία”.

Ο στόχος ποτέ δεν ήταν να βαδίσουμε σε μια διαδικασία ομαλοποίησης με κατεβασμένο το κεφάλι, αλλά να καθορίσουμε αυτό που θα μας επέτρεπε με συγκεκριμένο τρόπο να κρατήσουμε την ολότητα του χώρου της ζωής και της δραστηριότητάς μας σ’ αυτή την αναδιαμόρφωση της κατάστασης. Για να το κάνουμε αυτό είναι αναγκαίο να καθορίσουμε βήμα-βήμα αυτό που θα βοηθήσει με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο να διατηρήσουμε περιθώρια αυτονομίας και υποστήριξης, ώστε να αποφύγουμε την απομόνωση και τους περιορισμούς που επιβάλλονται από όλες τις μορφές εμπορικής και βιομηχανικής παραγωγής. Αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι πολύ πραγματικές πρακτικές, εντός μιας συγκεκριμένης σχέσης δύναμης με έναν ισχυρό εχθρό, και όχι οράματα ενός ιδεατού κόσμου. Μπορούμε να θέσουμε την εμπιστοσύνη μας στην προσήλωση και την αφοσίωση που έχουμε αναπτύξει, με το πέρασμα των χρόνων, στο νόημα που βρίσκεται στην ελεύθερη επανεφεύρεση της σχέσης με αυτό που παράγουμε. Αυτό είναι αρκετό για να μην μας αφήσει να τα παρατήσουμε εύκολα.

Αρκετά με τη μυθολογία του Δρόμου D281

Ως ενεργά, φυσικά υποκείμενα που αντιστάθηκαν στις εβδομάδες της Επιχείρησης Καίσαρας το 2012, ξέρουμε ότι η γενική στρατηγική άμυνας της zad δεν στηριζόταν ποτέ κεντρικά στον δρόμο D281, στον οποίο έστηνε οδοφράγματα μόνο μια απομονωμένη ομάδα, και ακόμα περισσότερο στην νοσταλγική εμμονή με αυτό το εργαλείο έξω από περιόδους επίθεσης. Αυτός ο δρόμος, όμως, αντιπροσωπεύει πάντα για μας τη δυνατότητα μπλοκαρίσματος μιας στρατηγικής πρόσβασης όταν έρθει η ώρα, και της υπεράσπισης του εδάφους με ένα ευρύ φάσμα μεθόδων και υποστήριξης τόσο από μέσα όσο και απέξω. Δυστυχώς είναι αυτή η ίδια η δυνατότητα αυτού του ευρέως φάσματος αντίστασης που η πρόσφατη εμμονή με τον δρόμο θέτει σε κίνδυνο.

Για μήνες έχουμε παλέψει για να αποφύγουμε οποιαδήποτε πολιτική “παραβίαση” ή “ρήξη” που το κράτος θα μπορούσε να αξιοποιήσει για να εξώσει μεμονωμένα άτομα. Αυτό το ρίσκο απέδωσε αρκετές φορές τα προηγούμενα χρόνια, και σκεφτήκαμε ότι άξιζε ακόμα να το ξαναπάρουμε μετά την “εγκατάλειψη”, παρά τις απειλές του πρωθυπουργού. Για να υλοποιήσει αυτές τις απειλές, η νομαρχία χρειαζόταν μια κατάλληλη στιγμή. Χρειαζόταν ανθρώπους που θα μπορούσαν να ενσαρκώσουν τους περιβοήτους “υπερ-ριζοσπάστες” με τον πιο παρωδιακό τρόπο. Κάποιοι έπαιξαν αυτόν τον αναμενόμενο ρόλο εξαιρετικά, ιδιαίτερα σχετικά με το ζήτημα του Δρόμου D281, μειώνονοντας τον αγώνα σε διακυβεύματα και ισχυρισμούς που ήταν ακατανόητα σε οποιονδήποτε άλλον, είτε συντρόφους στον αγώνα είτε γείτονες ή γενικότερα όσους παρακολουθούσαν την κατάσταση, είτε από κόντά είτε από μακριά. Παρεμποδίζοντας, την πρώτη φορά, κάποιους οικοδόμους, μερικοί – που δεν θα πρέπει να μπερδέψουμε με ντόπιους που ζουν κοντά στον δρόμο – στην πραγματικότητα δικαιολόγησαν την παρουσία της αστυνομίας την οποία έπρεπε να αντιμετωπίζουμε για εβδομάδες, επιτρέποντάς τους να κερδίσουν έδαφος. Η καταστροφή μερικών λωρίδων του πεζοδρομίου στο τέλος των έργων ήταν ένα μεγάλο χτύπημα. Η αστυνομία θα μπορούσε να έχει αποτραβηχτεί και να αφήσει την κατάσταση να ξεκαθαρίσει από μόνη της, κι εμείς θα μπορούσαμε τελικά να δουλέψουμε πάνω στο να ξαναβρούμε την κοινή μας δύναμη. Αντί γι’ αυτό, η καταστροφή κατάφερε να ρίξει στην απόγνωση αρκετούς από όσους είχαν δείξει σταθερή υποστήριξη αντιμετωπίζοντας απειλές έξωσης. Καθώς οι τοπικές αρχές αρνήθηκαν να ανοίξουν τον δρόμο κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, οι εξώσεις απέκτησαν τελικά μια σημαντική δικαιολογία και έτσι έγιναν σχεδόν αναπόφευκτες.

Να μείνουμε ενωμένοι ό,τι κι αν γίνει

Η δύναμη αυτού του αγώνα πάντα βρισκόταν στον τρόπο που αντιμετώπιζε τις κοινοτοπίες τόσο των λεγόμενων “ριζοσπαστικών”, καθορισμένων από μια ταυτότητα, γκέτο όσο και του κλασσικού ακτιβισμού των πολιτών. Γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο έχει συχνά συγκρουστεί με όσους έχουν περιχαρακωθεί εντός της μιας ή της άλλης από αυτές τις πολωμένες θέσεις, αναγκάζοντας αυτούς που θέλουν να συμμετάσχουν να ξανασκεφτούν τα πάντα. Ο αγώνας έχει βρει μέχρι τώρα τον δρόμο του και έχει θέσει τα θεμέλια για ένα ενιαίο μέτωπο ταυτόχρονα γειωμένο, επιθετικό και δημοφιλές. Για πολλούς από μας, αυτό το απλό γεγονός έχει υπάρξει ένα πολιτικό συμβάν που μας έχει μετασχηματίσει καθώς και η κινητήρια δύναμη για μια ιστορική ήττα για το κράτος. Παρ’όλα αυτά, δεν αποτελεί καθόλου έκπληξη ότι η έλευση μιας άλλης φάσης φέρνει μαζί της καινούρια ερωτήματα, καινούριες ελπίδες αλλά επίσης και ιδεολογικές απολιθώσεις. Αυτό που ακολουθεί μετά από μια νίκη είναι σίγουρα μια στιγμή αλήθειας που αποκαλύπτει την πραγματική επιμονή και συνεκτικότητα αυτών που αγωνίστηκαν γι’ αυτήν. Σε αυτή την έντονη φάση, υπάρχουν δύο στενά σχετιζόμενοι και τυπικοί τρόποι υπονόμευσης τις κοινές μας δεσμεύσεις και το κίνημα: το μπλοκάρισμα των έργων στον δρόμο Ή ο δημόσιος διαχωρισμός κάποιου από μια συνάντηση που οργανώνεται από το κίνημα για να αντιτεθεί στην οργανωτική επιτροπή και για να υποστηρίξει μια “εγκάρσια” αντιπροσωπεία. Η πικρή αλήθεια είναι ότι ορισμένοι όντως προτιμούν να αποδυναμώσουν το κίνημα στριφιγυρίζοντας γύρω από εμμονές που στο υπόλοιπο κίνημα φαίνονται μη υπερασπίσιμες, ενώ άλλοι ξέχασαν πολύ γρήγορα τις κοινές μας “κόκκινες γραμμές” κάτω από την κυβερνητική πίεση. Κάποιοι ρίχτηκαν περίφημα στο έργο να δικαιολογήσουν μια μερική έξωση, βάζοντας όσους είχαν στοχοποιηθεί σε μια όσο το δυνατόν πιο απομονωμένη θέση. Άλλοι παρέμειναν σχεδόν εντελώς σιωπηλοί καθώς πλησίαζε η έξωση. Αυτές οι πικρές διαπιστώσεις θα μπορούσαν να επαναλαμβάνονται χωρίς τέλος, και θα σταματήσουμε σ’ αυτό. Όμως, μια άλλη και πολύ πιο φωτεινή αλήθεια είναι ότι μέχρι τώρα και κόντρα στα πάντα, σε όλες τις γραμμές του κινήματος όσοι έχουν σχηματίσει την πυρηνική κοινότητα αυτού του αγώνα για χρόνια, αντέχοντας κινδύνους και δίκες από κοινού, έχουν παραμείνει πιστοί στις υποσχέσεις που έδωσαν στον εαυτό τους. Είναι σ’ αυτήν ακριβώς την αλήθεια που πρέπει να κρατηθούμε γερά τώρα, αν δεν θέλουμε να καταστραφούμε σε αυτοεκπληρούμενες προφητείες της αναπόφευκτης πτώσης των αυτόνομων χώρων και των συλλογικών αποπειρών.

Παρά το πισωγύρισμα που αναμφίβολα έχει εξασθενίσει το κίνημα και την “ευκρίνειά” του στις πρόσφατες εβδομάδες, δεν μπαίνει κανένα ζήτημα να αφήσουμε την κυβέρνηση να προχωρήσει με τις εξώσεις που θέλει χωρίς μάχη. Όποιες κι αν είναι οι παγίδες στις οποίες έχουμε πέσει, η ίδια η θεμελίωση της zad και οι ελπίδες που συνεχίζει να εμπνέει δεν έχουν διαλυθεί σε μερικές εβδομάδες θρηνολογίας. Μπορούμε να το νιώσουμε αυτό στις δυνάμεις που επανακινητοποιήθηκαν στο ξεκίνημα της επιχείρησης εκκένωσης: σε αυτούς που, παρά τις όποιες αμφιβολίες τους, απηύθηναν ένα κάλεσμα και βρέθηκαν άμεσα στον δρόμο· στις συνελεύσεις της τελευταίας στιγμής, σε κάθε είδους οδοφράγματα που υψώθηκαν ενάντια στις ένοπλες δυνάμεις του κράτους και ενάντια στην ιστορία που η κυβέρνηση είναι έτοιμη να πει…

Θα πρέπει να περάσουμε μέσα από μια βίαιη δοκιμασία που ίσως ανακατέψει ξανά ολόκληρη την τράπουλα. Αλλά δεν έχουμε καμμιά αμφιβολία ότι η zad θα επιβιώσει από την επιχείρηση Καίσαρας 2. Αυτό που θα συνεχίσουμε να προωθούμε δεν θα είναι ένα παράδειγμα πειθήνιων εναλλακτικών ή ένα ριζοσπαστικό γκέτο. Θα παραμείνει ένας “σιτοβολώνας” αγώνων και ένα κοινό αγαθό αντίστασης, ένας τόπος όπου άνθρωποι που δεν περιμένεις και εντελώς διαφορετικοί, ζουν και συναντιούνται, μια περιοχή που σε κάνει να θες να οργανωθείς σοβαρά, να ζεις πλήρως, μια τοποθεσία σε μόνιμη οικοδόμηση για θαυμαστές κατασκευές και αφυπνιστικά όνειρα. Χρειαζόμαστε πάντα μέρη στα οποία θα βλέπει κανείς ότι είναι τόσο επιθυμητό όσο και εφικτό να μην βασίζεσαι στην οικονομία και τη θεσμική διαχείριση. Και χρειαζόμαστε αυτά τα μέρη να έχουν διάρκεια, ακόμα κι αν έχουν το μερίδιο μη-καθαρότητας και υβριδικότητας που τους αναλογεί. Γιατί τα μέρη που μας ενθουσιάζουν περισσότερο μας ωθούν να ανασυντεθούμε και να αμφισβητήσουμε τις δεδομένες πολιτικές μας ιδέες. Πιστεύουμε ότι αυτός ο βασικός χαρακτήρας της zad είναι αυτό που συνεχίσει να θέτει σε κίνηση δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους σ’ ολόκληρη τη χώρα.

Τώρα πρέπει να μείνουμε ενωμένοι!

Common Voices

1 Στμ. Στο πρωτότυπο ο τίτλος είναι ZAD – Rematch, αναφερόμενος προφανώς στο γεγονός ότι η τελευταία επιχείρηση εκκένωσης της ZAD από τη γαλλική αστυνομία είναι η δεύτερη. Τα αρχικά ZAD είναι από τη φράση: Zone á Défendre: Ζώνη προς υπεράσπιση.

2 Οι συγγραφείς του άρθρου, όπως αρκετοί άλλοι στο κίνημα, σταμάτησαν να γράφουν με κεφαλαία την ZAD. Τώρα, είναι απλά πλέον “η zad”, στην πορεία να γίνει ένα απλό ουσιαστικό. Παρόμοια, δεν γράφουν πλέον για την “εγκατάλειψη του σχεδίου του αεροδρομίου” αλλά απλά για “την εγκατάλειψη”.

3 Στμ. Διαδημοτική Ένωση Πολιτών αυτών που τους απασχολεί το έργο του αεροδρομίου Notre Dame des Landes.

Βρυχηθμοί άγριας απεργίας στη Δυτική Βιρτζίνια: οι δάσκαλοι συνεχίζουν την απεργία1

Χιλιάδες δάσκαλοι, οδηγοί λεωφορείων και άλλοι εργαζόμενοι στα σχολεία σε ολόκληρη τη Δυτική Βιρτζίνια αψήφισαν τις εντολές του συνδικάτου και της [τοπικής] κυβέρνησης για μια περίοδο “εκτόνωσης” και ηρεμίας και επέστρεψαν στο καπιτώλιο της πολιτείας την Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου καθώς οι απεργίες και οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν. Επιπλέον, φαίνεται ότι πολλές σχολικές μονάδες θα εξακολουθήσουν να απεργούν και την Πέμπτη 1 Μαρτίου, καθώς η απεργία δυναμώνει όλο και περισσότερο στα χέρια των εργαζόμενων. Tο δημοσίευμα αυτό πρωτοεμφανίστηκε στο Going Down.

Στο Καπιτώλιο της πολιτείας της Δυτικής Βιρτζίνια, το πνεύμα παρέμεινε αυτό της αψήφισης:

Αναφέρουμε:

Χιλιάδες δάσκαλοι κατέβηκαν στο κτίριο της Γερουσίας της πολιτείας την Τετάρτη – μια μέρα που τα συνδικάτα είχαν προσδιορίσει μια περίοδο “για να ηρεμήσουν τα πραγματα” – φωνάζοντας “μας πούλησαν”, “Δεν τέλειωσε τίποτα”, “Πού είναι το συνδικάτο;” και “Δεν φεύγουμε”. Τα πλακάτ που κουβαλούσαν οι δάσκαλοι περιλαμβάνανε: “Μόλις κέρδισα ένα κοτόπουλο στο Let’s Make a Deal” και “Η μέρα που θα ηρεμούσαν τα πράγματα ζεσταίνεται”.

Αλλα συνθήματα έριχναν την ευθύνη ξεκάθαρα στην ηγεσία του συνδικάτου:

Με συνεχή συνθήματα “Ένα πάγωμα δεν είναι μια λύση!” από προηγούμενες μέρες της απεργίας – μαζί με καινούρια συνθήματα “Μας πουλήσανε!” — πλήθη δασκάλων και άλλων εργαζόμενων στα δημόσια σχολεία επέστρεψαν στη Γερουσία της πολιτείας την Τετάρτη, λέγοντας ότι δεν ήταν ικανοποιημένοι με την πρόταση της Τρίτης.

Την Τρίτη, ηγέτες του συνδικάτου, Δημοκρατικοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι προσπάθησαν να παρουσιάσουν μια συμφωνία στα μέλη του συνδικάτου που θα περιελάμβανε μια αύξηση μόνο 5% στον μισθό και ένα πάγωμα στο πρόγραμμα της υγειονομικής περίθαλψης. Τα νέα αυτά γρήγορα αντιμετωπίστηκαν με περιφρόνηση και ειδώθηκαν δικαιολογημένα ως μια συμφωνία ξεπουλήματος από τους γραφειοκράτες του συνδικάτου. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο It’s Going Down, απεργοί δάσκαλοι μέλη της IWW έγραψαν σχετικά με την κατάσταση:

Ενώ η ηγεσία έχει πλασάρει αυτή τη συμφωνία σαν μια νίκη για τους εκπαιδευτικούς σε ολόκληρη την πολιτεία, που απεργούσαν από την Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου, οι εργαζόμενοι στην πολιτεία τελικά απορρίπτουν τον συμβιβασμό της ηγεσίας.

Ένας πολύ μεγάλος αριθμός δημοσίων υπαλλήλων στην ιστοσελίδα του West Virginia Public Employees UNITED ψήφισαν σε μια ψηφοφορία ενάντια στην παρούσα συμφωνία. Στην τελευταία μέτρηση, πάνω από 1000 ψηφοφόροι απέρριψαν εξαρχής τη συμφωνία, πάνω από 400 είπαν ότι η συμφωνία ήταν μια αρχή αλλά τελικά την απορρίπτουν και μόνο 21 είπαν ότι την αποδέχονται όπως είναι.

Οι εργαζόμενοι σ’ αυτή την πολιτεία έχουν δείξει τη δύναμη που έχει ο έλεγχος από τα απλά μέλη πάνω στις ενέργειες των κομητειών, ενώ αρκετές θαρραλέες κομητείες ενεπλάκησαν σε άμεσες δράσεις πριν από το κάλεσμα της ηγεσία του συνδικάτου για μια απεργία σε ολόκληρη την πολιτεία. Οι εργαζόμενοι σ’ αυτή την πολιτεία θα απορρίψουν και θα συνεχίσουν να απορρίπτουν οποιονδήποτε και κάθε συμβιβασμό με αυτά τα αντιδραστικά νομοθετικά σώματα.

Μιλώντας στον τοπικό τύπο, ένας εργαζόμενος δήλωσε:

Το Κογκρέσο και η Γερουσία αισθάνονται ότι μπορούν να μας λιμοκτονήσουν, κι εμείς αισθανόμαστε ότι η ηγεσία του συνδικάτου μας υπέκυψε σ’ αυτό”, είπε. Ο Culver είπε ότι είναι μέλος του παραρτήματος Cabell της West Virginia Education Association, αλλά ότι δεν ρωτήθηκε ή ενημερώθηκε για τη συμφωνία πριν αυτή ανακοινωθεί.

Ως απάντηση στις συνεχιζόμενες διαμαρτυρίες και απεργίες, τα σχολεία σε ολόκληρη την πολιτεία δήλωσαν ότι θα παρέμεναν κλειστά την Τετάρτη, και αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι η απεργία θα συνεχιστεί και αύριο, τουλάχιστον. Σύμφωνα με τον Jake Jarvis της West Virginia State Journal στο Twitter:

Παραθέτουμε:

Τα σχολεία και στις 55 κομητείες της Δυτικής Βιρτζίνια θα είναι και πάλι κλειστά την Πέμπτη, παρά τις εκκλήσεις από τους ηγέτες του συνδικάτου στους δασκάλους να επιστρέψουν στη δουλειά τους.

Ο Dave Jaimeson έγραψε στην Huffington Post:

Οι απεργοί δάσκαλοι συνέχισαν να γεμίζουν τις αίθουσες της πολιτειακής Γερουσίας στο Charleston την Τετάρτη παρά την αναγόρευση της ημέρας σε μια περίοδο “για να ηρεμήσουν τα πράγματα” πριν να ξανανοίξουν τα σχολεία την Πέμπτη. Πολλοί από αυτούς απαιτούσαν την επιστροφή των συνδικαλιστών και των νομοθετών στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να βελτιώσουν μια συμφωνία την οποία έκριναν μη ικανοποιητική.

Ο διακανονισμός που είχε προκύψει από την Justice θα έδινε στους δασκάλους και το υπόλοιπο εκπαιδευτικό προσωπικό μιαν αύξηση 5% και στους εργαζόμενους που έχουν εργοδότη την πολιτεία μια αύξηση 3%. Αν και σηματοδοτούσε μια πρόοδο σε σχέση με τις ισχνές μισθολογικές αυξήσεις που είχε προτείνει νωρίτερα η Justice, η συμφωνία δεν καθησύχασε τις μεγαλύτερες ανησυχίες σχετικά με το πρόγραμμα της πολιτείας για την υγειονομική περίθαλψη των εργαζόμενων για την πολιτεία.

Στο Twitter, δάσκαλοι εξέφρασαν την οργή τους για τη συμφωνία, και παρέμειναν αμετακίνητοι στη συνέχιση της απεργίας.

Εμφανίζεται επίσης ότι με πολλούς τρόπους, οι εργαζόμενοι αναλαμβάνουν οι ίδιοι τη διεξαγωγή της απεργίας· θέτοντας την απόφάση σχετικά με το αν απεργήσουν ή θα επιστρέψουν στη δουλειά στα δικά τους χέρια. Αυτό καθαυτό είναι κρίσιμο, καθώς επί δεκαετίες στις ΗΠΑ, οι γραφειοκράτες των συνδικάτων έχουν προσπαθήσει να χρησιμοποιήσουν σύντομες και συμβολικές απεργίες ως έναν τρόπο να εκτονώσουν τα πράγματα κάνοντας ταυτόχρονα συμφωνίες με τη διοίκηση που στο μεγαλύτερο βαθμό δεν κάνουν τίποτα για να βελτιώσουν τους μισθούς, τα επιδόματα και τις συνθήκες.

Όπως ανέφερε η West Virginia Gazette:

Πρόεδροι των boone union είπαν ότι οι εργαζόμενοι που ήρθαν στο Καπιτώλιο της πολιτείας την Τετάρτη είχαν κάνει κάποιου είδους ψηφοφορία στο γειτονικό Πολιτιστικό Κέντρο αποφασίζοντας τη συνέχιση της απεργίας.

Αφού μιλήσαμε με την ηγεσία του συνδικάτου το απόγευμα, στην οποία τα μέλη του συνδικάτου έδωσαν μια αναφορά, δεν αισθανόμαστε ότι έχουμε επαρκές επαγγελματικό και βοηθητικό προσωπικό διαθέσιμο ώστε να μπορέσουμε να κρατήσουμε σε λειτουργία το σύστημά μας αύριο”, έγραψε σε ένα mail στις 7:15 μ.μ. ο διευθυντής επικοινωνίας των σχολείων στην Kanawha, Briana Warner.

Επίσης:

Η Gazette-Mail σχολίασε ότι η απεργία θα συνεχιζόταν, “ενώ η ηγεσία του συνδικάτου στην πολιτεία μπορεί να μην την υποστήριζε πλέον πλήρως”. Σε μια συνέντευξη τύπου στις 6:00 μμ. Την Τετάρτη, ο Dale Lee, πρόεδρος της WVEA, επανέλαβε: “πιστεύουμε ότι ο πιο ενδεδειγμένος δρόμος δράσης αυτή τη στιγμή είναι να επιστρέψουμε αύριο στη δουλειά”, αλλά αναγνώρισε ότι “δεν θα επιστρέψουν όλοι”.

Η συνεχιζόμενη απεργία στη Δυτική Βιρτζίνια αντιπροσωπεύει ένα σημείο καμπής τόσο για την ταξική πάλη όσο και για το εργατικό κίνημα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντί να δουν τους Δημοκρατικούς και τους γραφειοκράτες συνδικαλιστές ως φίλους, τα απλά μέλη των συνδικάτων βλέπουν, αντίθετα, αυτούς τους “αντιπροσώπους” ως άτομα που θέλουν να περιορίσουν και να διαχειριστούν τον αγώνα τους. Ως απάντηση, τα απλά μέλη παίρνουν τον έλεγχο της απεργίας και λαμβάνουν τα ίδια τις αποφάσεις. Αυτοί οι οργανικοί και αυτόνομοι χώροι συζήτησης και λήψης αποφάσεων χρειάζεται να αναπτυχθούν ώστε να συμπεριλάβουν περισσότερους εργαζόμενους και να αρχίσουν να συντονίζονται μεταξύ τους, φτάνοντας επίσης και σε άλλους εργασιακούς χώρους καθώς και στην ίδια την κοινότητα.

Για όσους επιθυμούν να υποστηρίξουν την απεργία, τόσο ομάδες όσο και άτομα ενθαρρύνονται να συνταχθούν με τις απεργιακές γραμμές [picket lines] και να μαζέψουν πόρους για να δοθούν στις τριγύρω κοινότητες που επηρεάζονται από την απεργία. Εμείς εδώ στο It’s Going Down ενθαρρύνουμε τόσο τους απεργούς όσο και τους υποστηρικτές της απεργίας να γράψουν και να επικοινωνήσουν μαζί μας σχετικά με την απεργία, τι συμβαίνει επί τόπου και για τις προσπάθειες υποστήριξής της.

Για περισσότερες πληροφορίες γα την Απεργία των Δασκάλων της Δυτικής Βιρτζίνια, ακούστε τη διαδικτυακή συνέντευξη με έναν από τους απεργούς εδώ: Extend the Strike: Build Long Term Power, και ‘Teachers Rebel as Union Attempts to End Strike’.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://libcom.org/news/wildcat-roars-west-virginia-teachers-stay-out-strike-01032018.

Βενεζουέλα: το καθεστώς Μαδούρο, μια ανύπαρκτη “επανάσταση”

και τα ζωτικά ψεύδη της “αντιιμπεριαλιστικής/αντινεοφιλελεύθερης” αριστεράς

 

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ελέφαντας” τεύχος 4.

 

Ούτε MUD ούτε PSUV – είμαστε οι από κάτω που ερχόμαστε γι’ αυτούς που είναι από πάνω(σύνθημα σε πανώ)

Δεν υπήρξε επανάσταση στη Βενεζουέλα. Το να είναι κανείς ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό δεν είναι το ίδιο με το να είναι αντίθετος στον καπιταλισμό αλλά μόνο σε μια μορφή του. Σήμερα…ο ισχυρισμός ότι “η Βενεζουέλα είναι σοσιαλιστική” επαναλαμβάνεται χαρούμενα από δεξιές εφημερίδες και πολιτικούς σαν ένα χαιρέκακο σχόλιο για την κοινωνική καταστροφή που έχει γίνει η Βενεζουέλα (από το κείμενο της ICT)

Η κοινωνική κρίση στη Βενεζουέλα, που την άνοιξη του 2017 έφτασε να πάρει χαρακτηριστικά εξέγερσης και σχεδόν εμφυλίου πολέμου, μας απασχολεί ιδιαίτερα γιατί εκδηλώνεται πρώτα απ’ όλα ως μια άγρια επίθεση στο προλεταριάτο της Βενεζουέλας. Έχει, όμως, κι ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον γιατί η επίθεση αυτή εκδηλώνεται από ένα καθεστώς το οποίο, μαζί με κάποια άλλα αντίστοιχα στη Λατινική Αμερική, αποτέλεσε για την ελληνική αριστερά σημείο αναφοράς μιας “επαναστατικής” διαδικασίας με στόχο τον “σοσιαλισμό”. Ιδιαίτερα την περίοδο εδραίωσης του τσαβισμού, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και τις αρχές αυτής του 2000, όταν η άνοδος της τιμής του πετρελαίου επέτρεπε στο καθεστώς Τσάβες να εξαγοράζει τις μάζες με την “κοινωνική” του πολιτική “αναδιανομής πλούτου”, ο ΣΥΡΙΖΑ και η εν γένει αριστερά θριαμβολογούσαν γι’ αυτό το “ζωντανό” παράδειγμα νικηφόρας “αντιιμπεριαλιστικής” και “αντινεοφιλελεύθερης” στρατηγικής που μάχεται για τον σοσιαλισμό.

Ο καιρός πέρασε, βέβαια. Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση και το τσαβικό μοντέλο δεν μοιάζει πια τόσο θελκτικό, με τον βενεζουελάνικο λαό να πεινά και να καταστέλλεται με απίστευτη βία. Όμως, η αριστερά εξακολουθεί να υπερασπίζεται φανατικά το καθεστώς Μαδούρο και, μάλιστα, στο όνομα της υπεράσπισης της “μπλολιβαριανής επανάστασης”. Αυτό δεν είναι μόνο θλιβερό ως στάση απέναντι σε έναν χειμαζόμενο λαό. Δείχνει, επίσης, ότι η αριστερά δεν έχει διδαχτεί τίποτα από το δράμα του “υπαρκτού” σοσιαλισμού τον 20ο αιώνα. Εξακολουθεί, καθηλωμένη στα ίδια ζωτικά ψεύδη, να προβάλλει ως “πρότυπο” προς εφαρμογή, και στην περίπτωση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, τις ήδη ιστορικά χρεωκοπημένες “συνταγές” του κρατικού καπιταλισμού και ενός συγκεντρωτικού, προσωποκεντρικού, μοντέλου διαχείρισης του κράτους και της κοινωνίας. Αυτά τα ζωτικά ψεύδη πρέπει να αποδομηθούν. Κάτι που απαιτεί τη βαθύτερη κατανόηση της δυναμικής εδραίωσης του τσαβισμού.

Η αρθρογραφία για τη Βενεζουέλα σταματά απότομα στα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου, τότε που η αποτυχία των διαπραγματεύσεων μεταξύ αντιπολίτευσης και κυβέρνησης οδήγησε το καθεστώς Μαδούρο στον ελιγμό της προκήρυξης εκλογών για μια νέα αναθεωρητική Συντακτική Συνέλευση. Ουσιαστικά πρόκειται για μια κλασσική κίνηση ενός “μουσολινικού” τύπου αυταρχικού καθεστώτος: κατάργηση της διάκρισης των εξουσιών και συγκέντρωσής τους, μέσω ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης: η πλήρως ελεγχόμενη από το καθεστώς Συντακτική Συνέλευση έχει σχεδόν απεριόριστη δικαιοδοσία στον έλεγχο όλων των άλλων πολιτειακών θεσμών, ακόμα και στην ακύρωση των προεδρικών εκλογών που υποτίθεται θα πραγματοποιηθούν το 2018.

Σ’ αυτό το κλίμα σιωπής, εμείς θα μιλήσουμε για τη Βενεζουέλα σε μια ελάχιστη ένδειξη αλληλεγγύης στους συντρόφους και συντρόφισσες που αγωνίζονται εκεί ενάντια στο κρατικο-καπιταλιστικό καθεστώς Μαδούρο, προσπαθώντας να συμβάλλουμε στην αποδόμηση της καθεστωτικής προπαγάνδας και της αναπαραγωγής της από την (ελληνική) αριστερά. Βασικές αναφορές μας στην προσπάθεια αυτή είναι κυρίως το κείμενο της Αναρχικής Ομοσπονδίας Κεντρικής Αμερικής και Καραϊβικής (FACC) Για την νεοφιλελεύθερη και μιλιταριστική ‘μαδουροποίηση’ του τσαβισμού” και το κείμενο: “Βενεζουέλα: το αδιέξοδο του ‘μπολιβαριανού δρόμου για τον Σοσιαλισμό’”, της International Communist Tension (ICT) (και τα δύο κείμενα, όπως και άλλα σχετικά με την κατάσταση στη Βενεζουέλα, μπορούν να βρεθούν στο blog της πολιτικής ομάδας InMediasRes: https://inmediasres.espivblogs.net/category/international/βενεζουέλα).

Η ανύπαρκτη “επανάσταση” και το “φύλο συκής” του “αντιιμπεριαλισμού”

Στο κείμενο της FACC εξηγείται, καταρχάς, ότι η ανοχή ή και υποστήριξη, που σε μεγάλο βαθμό απολαμβάνει το τσαβικό καθεστώς από πολλά γειτονικά κράτη, οφείλεται σε ένα πλέγμα οικονομικών σχέσεων εξάρτησης κυρίως μέσα από τις γενναιόδωρες επιχορηγήσεις σε καύσιμα από τις συμφωνίες PetroCaribe με τη Βενεζουέλα”. Αυτό δεν είναι όμως αρκετό για να εξαγοράσει και τη δική τους συνενοχή ως αναρχικών και αντεξουσιαστών.

Ο τσαβισμός που χρησιμοποίησε, για να εδραιωθεί, την επαναστατική ορμή των λαϊκών στρωμάτων στα τέλη της δεκαετίας του 1980, σήμερα, όντας “ένα νεοφιλελεύθερο, μιλιταριστικό και καταπιεστικό καθεστώς, δυσφημεί αυτές τις ίδιες μάζες ως ‘τρομοκράτες’, ‘εγκληματίες’ και ‘ακροδεξιούς’”. Το καθεστώς Μαδούρο προσπαθεί να εμφανίσει την εξέγερση ως μια “αντιδραστική αντεπανάσταση” της ντόπιας δεξιάς αντιπολίτευσης που καθοδηγείται από τις ΗΠΑ. Η αλήθεια όμως είναι ότι η αντίσταση στο καθεστώς Μαδούρο προέρχεται από ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας και του προλεταριάτου που είδαν ότι η “κοινωνική πολιτική” του τσαβισμού και ο δήθεν δρόμος προς τον “σοσιαλισμό” ήταν μια πολιτική εξουδετέρωσης-αφομοίωσης των ριζοσπαστικών κομματιών της κοινωνίας και προσάρτησής τους σε ένα κρατικο-γραφειοκρατικό σύμπλεγμα (στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση ο κόσμος, ιδιαίτερα στις φτωχογειτονιές, που εξαρτιέται είτε λόγω εργασίας είτε λόγω παροχής βοήθειας και επιδομάτων από το κράτος, εκβιάστηκε ωμά να ψηφίσει, δες πχ. https://www.theguardian.com/world/2017/jul/29/venezuela-government-maduro-vote-end-democracy). Η οργή αυτών των κομματιών εκφράζεται “στις λαϊκές και εργατικές γειτονιές…με καταλήψεις και προσπάθειες ανάκτησης στα σουπερμάρκετ, με βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία στην La Isabelica, στο San Blas, στο Los Cedros, στο los Guayos, στο Tocuyito, στο Estado Carabobo, που επαναλήφθηκαν στις Πολιτείες Táchira, Mérida, Maracaibo, Barquisimeto, Falcón”, απέναντι σε έναν τεράστιο στρατιωτικό μηχανισμό που περιλαμβάνει εκτός από την Μπολιβαριανή Εθνική Αστυνομία, την Μπολιβαριανή Εθνική Φρουρά και την Μπολιβαριανή Υπηρεσία Πληροφοριών του Στρατού και “παραστρατιωτικές ‘κολλεκτίβες’”.

Βασικό στοιχείο της προπαγάνδας του καθεστώτος Μαδούρο είναι ο “αντιιμπεριαλισμός” του. “Ο αντιιμπεριαλισμός που χρησιμοποιείται από την τσαβιστική μηχανή των ΜΜΕ είναι ένα αδέξιο φύλλο συκής που προσποιείται ότι κρύβει πολύ συγκεκριμένα γεγονότα: τα μεγάλα αρπακτικά του ενεργειακού τομέα και του τομέα μεγάλων εξορύξεων (Chevron, Schlumberger, Halliburton και Barrick Gold) έλαβαν ήδη γενναιόδωρες παραχωρήσεις για 40 χρόνια στη Βενεζουέλα”.

Ο Μαδούρο όχι απλά δεν άσκησε κριτική στον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, αλλά, αντίθετα, τον χαρακτήρισε “φίλο” και “σύντροφο”. Όσον δε αφορά τους “χρεολάγνους” της αριστεράς ας ξέρουν ότι η αποπληρωμή του τεράστιου εξωτερικού χρέους της χώρας είναι πρώτη προτεραιότητα για το καθεστώς Μαδούρο, το οποίο στο εσωτερικό είναι νομοταγές μέλος του αποκαλούμενου Εθνικού Συμβουλίου Οικονομικής Παραγωγικότητας, ένα φόρουμ των ντόπιων αφεντικών που παράλληλα διατηρεί στενές σχέσεις με το ολιγοπώλιο των ΜΜΕ Cisneros Group, εξασφαλίζοντας για το καθεστώς υποστήριξη από τα περισσότερα ιδιωτικά ΜΜΕ.

Αλλά ας έρθουμε και στο κρίσιμο ερώτημα: υπάρχει, άραγε, κάποια σοσιαλιστική επανάσταση για να υπερασπιστεί κανείς στη Βενεζουέλα; Εδώ μας εκφράζει απόλυτα το κείμενο της International Communist Tension:

Ό,τι συμβαίνει στη Βενεζουέλα δεν έχει καμμιά σχέση με μια επανάσταση για να υποστηρίξει κανείς ή έναν “σοσιαλισμό” για να υπερασπιστεί. Δεν υπάρχει καν ένα πλαίσιο για την πολυδιαδεδομένη φράση για τη “μείωση της φτώχειας”. Οι πενιχρές προμήθειες του κράτους πρόνοιας όχι μόνο δεν λύνουν το πρόβλημα της φτώχειας αλλά ούτε καν δημιουργούν τη βάση για να ξεκινήσει η αντιμετώπισή του, τόσο γιατί ήταν απλά ψίχουλα όσο και γιατί χρησιμοποιούνταν μόνο σαν εφάπαξ για να κερδηθεί το εκλογικό παιχνίδι.

Στην πραγματικότητα είμαστε αντιμέτωποι με έναν πραγματικό εμφύλιο πόλεμο (που περιλαμβάνει πυροβολισμούς) ανάμεσα σε μια κρατική αστική τάξη…και την παλιά αστική τάξη που θέλει να επιστρέψει στην εξουσία με κάθε κόστος…Και οι δυο στρέφονται στο προλεταριάτο, τους εργάτες, τους ανέργους, σαν δυνάμεις κρούσης που μπορούν είτε να τους φέρουν είτε να τους κρατήσουν στην εξουσία. Είναι η ίδια παλιά απάτη από την ίδια παλιά αστική τάξη που δεν της έχουν απομείνει πλέον πολλά χαρτιά να παίξει για να κρατήσει το σύστημα σε λειτουργία αλλά εξακολουθεί να βρίσκει ακόμα υποστήριξη από την “αριστερά” του κεφαλαίου σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ειρήνη ανάμεσα στους “από κάτω”, κοινωνική πάλη ενάντια στους “από πάνω”

Με αυτή την εξαιρετική φράση οι σύντροφοι της FACC εκφράζουν την ίδια κεντρική αλήθεια του κειμένου της ICT, δηλαδή ότι όλες οι εξουσιαστικές κάστες στρέφονται προς το προλεταριάτο για να αποσπάσουν τη συναίνεση και την υποστήριξή του, για να χρησιμοποιήσουν, όπως έκανε ο τσαβισμός στη δεκαετία του 1980, την επαναστατικότητά του στην εδραιώση του καινούριου αντιδραστικού συμβιβασμού διαιώνισης της εκμετάλλευσης και της εξουσίας τους. Σε αυτή την ενδοαστική αντιπαράθεση το προλεταριάτο δεν θα πρέπει να αισθανθεί την ανάγκη καμμιάς συμμαχίας, ούτε να ενδώσει σε εκλογικές αυταπάτες. Όπως λένε οι σύντροφοι της FACC:

Μια Συντακτική Συνέλευση δεν θα ήταν η λύση σε τόσο σοβαρά κοινωνικά, πολιτισμικά και ψυχολογικά προβλήματα που επηρεάζουν τους λαούς μας…Κάτι αναδύεται..που οι ιδεολόγοι της μη-βίας και οι θιασώτες του πασιφισμού δεν θέλουν να δουν: την πρακτική δυνατότητα μιας βασισμένης στην εμπειρία, νοητικής σύλληψης του ποιοι είναι οι εχθροί μας και ποιοι είναι οι σύμμαχοί μας στον αγώνα για μια ζωή ελεύθερη από την καταπίεση, που επιτρέπει την ειρήνη ανάμεσα στους από κάτω και τη συνεχιζόμενη πάλη ενάντια στους από πάνω και τους συνεργάτες τουςΑν τώρα επιδείξουμε υποστήριξη σε οποιαδήποτε κυβέρνηση είναι στην εξουσία στη Βενεζουέλα, αυτό θα ήταν μια ανοιχτά διακηρυγμένη πράξη προδοσίας απέναντι στους συντρόφους μας και στους ίδιους τους εαυτούς μας. Ούτε PSUV ούτε MUD: Οργάνωση στη γειτονιά, στην εργατική τάξη και τον λαό. Ο αγώνας συνεχίζεται!”.

fidler_on_the_roof

[1] MUD (Mesa de la Unidad Democrática), Στρογγυλή Τράπεζα της Δημοκρατικής Ενότητας: ο συνασπισμός της αντιτσαβικής αντιπολίτευσης στη Βενεζουέλα. PSUV (Partido Socialista Unido de Venezuela), Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας, το κυβερνών τσαβικό κόμμα.

Φόρος Τιμής στην Καταλωνία;

το καταλανικό ζήτημα και το ελληνικό αντιμνημόνιο ως στιγμές του σύγχρονου εθνολαϊκισμού

Σημείωμα για τον λαϊκισμό, τις αντιφάσεις και τις οδύνες/ωδίνες του προλεταριάτου

Αλλά αν το πολιτισμικό στοιχείο παίζει κάποιο ρόλο στην Καταλωνία σήμερα, είναι μόνο ως ένα συνολικό πλαίσιο μιας οντότητας που λέγεται “Καταλωνία” η οποία εξακολουθεί να κατανοείται πρωτίστως οικονομικά…Το καταλανικό ζήτημα εγείρει, συνεπώς, το ερώτημα των σχέσεων ανάμεσα στο Κράτος και το κεφάλαιο. Σε αυτή τη σύγκρουση, η ιδεολογική διαμόρφωση των σχέσεων ανάμεσα στο κράτος, τον “λαό” και την οικονομία γίνεται ένα συγκεκριμένο ζήτημα εντός των πραγματικών ταξικών σχέσεων (“H Καταλωνία εντός της στιγμής του λαϊκισμού”, AC της ομάδας Carbure).

Την 1η Οκτωβρίου μεγάλα κομμάτια της ευρωπαϊκής και διεθνούς κοινής γνώμης εξέφραζαν σε κάθε τόνο, μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το σοκ και τον αποτροπιασμό τους για τη βιαιότητα με την οποία η ισπανική αστυνομία και πολιτοφυλακή κατέστελαν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία που είχε προκηρύξει η τοπική κυβέρνηση της Καταλωνίας, δημοψήφισμα που το ισπανικό κράτος, μέσω του Συνταγματικού Δικαστηρίου του, είχε κηρύξει παράνομο ως αντισυνταγματικό. Η βιαιότητα της καταστολής από το ισπανικό κράτος ξύπνησε, αντανακλαστικά σχεδόν, μνήμες, ιδιαίτερα για τον α/α χώρο, μιας άλλης εποχής, όταν η Καταλωνία ήταν πεδίο ενός εμφυλίου και μιας αναρχικής επανάστασης, από τις σημαντικότερες και πιο τραγικές στιγμές του 20ου αιώνα. Οι συνδηλώσεις μοιάζουν αναπόφευκτες.

Η αριστερά, εννοώντας με αυτό και κομμάτια του α/α χώρου, ωθούμενη, μάλλον αναμενόμενα, από έναν παρωχημένο αντιιμπεριαλισμό και έναν φετιχιστικό θαυμασμό για οτιδήποτε “διαλύει” την “ιμπεριαλιστική και αντιδραστική ΕΕ”, έσπευσε να δει αυτές τις εξελίξεις ως ένα καινούριο Brexit, τασσόμενη αναφανδόν υπέρ του “ιερού δικαιώματος στην αυτοδιάθεση” του καταλανικού λαού, τα “πιθανά ρήγματα”, και τις “δυνατότητες ριζοσπαστικοποίησης” κ.λπ. που μπορούν να φέρουν τον “λαό” στο προσκήνιο. Στην πιο νηφάλια εκδοχή, κάποιοι προέτασσαν το ζήτημα της αλληλεγγύης απέναντι στην καταστολή ή έθεταν κριτικές υποσημειώσεις για την προφανή ηγεμονία της αστικής ελίτ της Καταλωνίας στην όλη διαδικασία. Άλλα κομμάτια του α/α χώρου κράτησαν είτε αρνητική στάση σε μια διαδικασία που απλά “θέτει ένα κράτος απέναντι σε ένα άλλο”, είτε στάση κριτικής “ανοχής” ή κριτικής “σύμπραξης”.

Εδώ θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το καταλανικό ζήτημα από την σκοπιά των θεωρητικο-πρακτικών προκλήσεων που θέτουν στο αναρχικό κίνημα ζητήματα όπως το “δικαίωμα της αυτοδιάθεσης”, και δη της εθνικής, και η συμμετοχή ή όχι σε μια τέτοια διαδικασία, προσπαθώντας να κατανοήσουμε το πλαίσιο, με όρους του κοινωνικού-ταξικού ανταγωνισμού, στο οποίο εγγράφεται. προαπαιτούμενο αν θέλουμε να τοποθετηθούμε απέναντι στα ερωτήματα με έναν μη αντανακλαστικό και ιδεολογικοποιημένο τρόπο. Το πλαίσιο αυτό, για μας, είναι γενικά η κρίση Κράτους και κεφαλαίου και της μεταξύ τους σχέσης μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και τα εθνολαϊκιστικά κινήματα που αναπτύχθηκαν ως απάντηση στην κρίση αυτή.

Αυτό θα μας επιτρέψει να αναδείξουμε χρήσιμες αναλογίες ανάμεσα στο κίνημα της καταλανικής ανεξαρτησίας και το κίνημα ενάντια στα μνημόνια στην Ελλάδα, με τα χαρακτηριστικά “εθνικής” αποκατάστασης που πήρε, προσπαθώντας να συμβάλλουμε στην κατανόηση του εθνολαϊκισμού ως στρατηγικής του ελληνικού κράτους και των αφεντικών για τη συγκρότηση μιας νέας εθνικής ενότητας και της αντίστασής μας σ’ αυτήν.

Για τον λαό: η άνοδος του εθνολαϊκισμού μετά το 2008 και η καταλανική ιδιαιτερότητα

Τι είναι λοιπόν ο “λαός” και ο “λαϊκισμός”; Είναι ο λαϊκισμός αυτό που κυρίως σημαίνει στην φιλελεύθερη ρητορική, δηλαδή μια προσπάθεια δημαγωγικής πολιτικής που στοχεύει στην εργαλειοποίηση των φτωχότερων και λιγότερο μορφωμένων τάξεων, ή ακόμα και στον εθνικισμό (αν και στοιχεία αυτών των δύο σημασιών μπορούν να βρεθούν σ’ αυτόν)”. Ή συνιστά μια πιο θεμελιώδη λειτουργία των καπιταλιστικών κρατών; Όπως αναφέρει ο AC της ομάδας Carbure στο κείμενο “Η Καταλωνία εντός της στιγμής του λαϊκισμού”, ο λαϊκισμός συνιστά “ένα διαταξικό κίνημα στο οποίο η εθνική ενότητα επιτυγχάνεται μάλλον με την οριζόντια αναγνώριση της ισότητας των υποκειμένων εντός ενός εθνικού όλου, και τον ιδεολογικό επανακαθορισμό των καπιταλιστικών σχέσεων στη βάση αυτής της ισότητας ως ουσιώδους”. Με άλλα λόγια ο “λαός” συνιστά αυτή τη φαντασιακή κοινότητα από την οποία εμφανίζεται να εκπορεύεται, ως “έναπράγμα του λαού”, το ίδιο το Κράτος, το οποίο καθίσταται έτσι υπεύθυνο για “την συγκεκριμένη ύπαρξη αυτής της υποτιθέμενης κοινότητας”.

Αναφερόμαστε σε εθνολαϊκισμό, γιατί θεωρούμε ότι εθνικισμός και λαϊκισμός είναι οργανικά συνδεδεμένοι και γιατί είναι κυρίως ο αριστερός λαϊκισμός, σπέρνοντας φενάκες για μια δυνάμει “προοδευτική” ή “ριζοσπαστική” κοινότητα ενός “λαού των εργαζόμενων”, των “συμμάχων της εργατικής τάξης” και άλλα ευφάνταστα, που προσπαθεί να αποκρύψει αυτή την οργανική σύνδεση. Όμως, η ίδια η ιστορία έχει αποδείξει ότι αυτός ο “περιούσιος λαός”του αριστερού λαϊκισμού δεν ήταν ποτέ τίποτα διαφορετικό από το έθνος/λαό του (ακρο)δεξιού λαϊκισμού, της ίδιας δηλαδή κοινότητας που υπέτασσε το ταξικό στο εθνικό, που αναπαρήγαγε το Κράτος και το κεφάλαιο ως εγγυητές της ύπαρξής της. Εν ολίγοις συγκαλυμμένος εθνικισμός. Γι’ αυτό και σήμερα μιλά την ίδια γλώσσα του (ακρο)δεξιού λαϊκισμού, προτείνοντας ως αντίδοτο στον δαίμονα του “νεοφιλελευθερισμού” και των “τοκογλύφων την ανασυγκρότηση μιας εθνικής εργατικής τάξης υπό την ηγεσία των “παραγωγικών” και “πατριωτικών” τμημάτων του κεφαλαίου.

Η αριστερά έχει συμβάλλει ενεργά στη διαμόρφωση των διαταξικών συμμαχιών που, μετά την παγκόσμια κρίση του 2008, στρέφονται στο Κράτος ως έσχατο εγγυητή ενάντια στην καπιταλιστική αναρχία και τα αχαλίνωτα ιδιωτικά συμφέροντα”, και το καθιστούν, μαζί με την “κοινωνία των πολιτών”, το προνομιακό πεδίο διαπάλης για την αναστροφή των επιπτώσεων της κρίσης, αναδιανομής και ενός “ριζικού” εκδημοκρατισμού. Ο λαός, είτε ως “αγανακτισμένοι” των “πλατειών” είτε ως το “99%” των κινημάτων Occupy, δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όρια του κράτους και του κεφαλαίου γιατί η κατηγορία στην οποία αντιτίθεται δεν είναι η αστική τάξη ως τέτοια (εκμεταλλευτής, κάτοχος των μέσων παραγωγής κ.λπ.). Ο λαός ως “κοινότητα δεν μπορεί παρά να συγκαλύπτει τις ίδιες τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις που τον συγκροτούν “ξαναχρωματίζοντάς τις στα υποτιθέμενα αδελφικά χρώματα της εθνικής σημαίας”. Εχθρός του “λαού” είναι οι “παγκοσμιοποιημένες ελίτ”, μια “περιφερόμενη τάξη”, χωρίς δεσμούς τόπου και κοινότητας, μια τάξη του “κοσμοπολιτισμού” ενάντια στο τοπικό, μια αφαίρεση των οικονομικών ροών ενάντια στο συγκεκριμένο της παραγωγής και των υπηρεσιών.

Στην περίπτωση της Καταλωνίας, η δυναμική κινήματος της ανεξαρτησίας ενισχύεται καθοριστικά την περίοδο μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 και την ανάπτυξη του εκεί κινήματος των “πλατειών”, όπως αποδεικνύεται από τις εκλογικές αναμετρήσεις και τις δημοσκοπήσεις, φτάνοντας, τελικά, για ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους (διάφορες πλευρές των οποίων εκτίθενται στο ενδιαφέρον άρθρο: “Καταλωνία: Παρελθόν και Μέλλον”, του Luke Stobart) σε ένα σημείο “έκρηξης” με τη διεκδίκηση της αυτοδιάθεσης. Θεωρούμε αυτό το σημείο ένα άνω όριο αυτών των κινημάτων, ως κινημάτων διεκδίκησης της ίδιας της κρατικής εξουσίας στο όνομα της “κοινωνίας των πολιτών”: την αμφισβήτηση μιας υφιστάμενης κρατικής οντότητας, του ισπανικού κράτους εν προκειμένω, και την προσπάθεια συγκρότησης μιας άλλης. Από αυτή την άποψη το “καταλανικό ζήτημα” συνιστά μια εξαιρετικά σημαντική στιγμή της κρίσης του σύγχρονου κράτους και των σχέσεων κράτους και κεφαλαίου, άλλες στιγμές της οποίας συνιστούν η Ουκρανία, η Συρία, το Κουρδιστάν κ.λπ. Αυτό θεωρούμε ότι είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί.

Η κρίση του Κράτους, στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, είναι άρρηκτα δεμένη με την παρούσα φάση αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου και συνεπώς με την ενίσχυση του εθνολαϊκισμού. Αυτό αντανακλάται πιστεύουμε σε μια διπλή, αντιφατική κίνηση των εθνολαϊκιστικών τάσεων που ταλανίζονται μεταξύ της παγκοσμιοποιημένης μορφής του κεφαλαίου και τις εθνικές του περιχαρακώσεις: αφενός έχουμε την απαίτηση των “πολιτών” από το Κράτος “τους” να γίνει ανάχωμα απέναντι στις “αδηφάγες χρηματοπιστωτικές ελίτ”, δηλαδή στις λειτουργίες της παγκοσμιοποιημένης παραγωγής και κυκλοφορίας, μια επιστροφή σε λογικές προστατευτισμού του παρελθόντος κ.λπ. Αφετέρου, ο τρόπος, για παράδειγμα, που αντιμετωπίστηκε η κρίση χρέους στην Ευρώπη, με την συνέργεια των υπερεθνικών οργανισμών (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ κ.λπ.) δείχνει σαν το εθνικό κράτος να προσπαθεί να περιορίσει την ίδια την κυριαρχία του υπέρ ενός ευρύτερου και γενικότερου συμφέροντος του κεφαλαίου. Αυτή η δεύτερη πτυχή σχετίζεται άμεσα με το περιεχόμενο του εθνολαϊκισμού στην Ελλάδα των μνημονίων. Από μια πιο θεωρητική σκοπιά, μπορούμε να πούμε ότι η κρίση της σχέσης κράτους-κεφαλαίου εκφράζεται ως κρίση της μορφής “έθνος-κράτος” και των τριβών του με τις διακρατικές, υπερεθνικές ολοκληρώσεις και σχηματισμούς.

Σ’ αυτό το πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε μια κρίσιμη ιδιαιτερότητα του αυτονομιστικού κινήματος στην Καταλωνία, δηλαδή τον φανατικό φιλοευρωπαϊσμό του, σε εμφανή και σημαίνουσα αντίθεση με τα εθνικιστικά ρεύματα σε Γαλλία, Βρετανία, Πολωνία, Ουγγαρία, Αυστρία κ.α. Ο καταλανικός εθνικισμός συγκροτείται ιστορικά, θα λέγαμε, περισσότερο στη βάση της “κοινωνίας των πολιτών” και λιγότερο σε μια αδρή εθνική ταυτότητα. Είναι ενδεικτικό ότι μετά τη δικτατορία Φράνκο, το 1981, η ταυτότητα του Καταλανού πολίτη προσδιορίζεται ως “κάποιου που ζει και εργάζεται στην Καταλωνία και θέλει να είναι Καταλανός” (γεγονός που αντανακλά φυσικά την προσπάθεια ενσωμάτωσης του διαχρονικού κύματος μεταναστών προς την Καταλωνία από άλλες περιοχές της Ισπανίας). Όπως λέει και ο AC: “η οντότητα ‘Καταλωνία’ πριν απ’ όλα παραμένει νοητή με οικονομικούς όρους”. Και είναι από αυτή την άποψη που το καταλανικό ζήτημα θέτει με έναν μη συμβατικό τρόπο “το ζήτημα των σχέσεων κράτους, “λαού” και οικονομίας εντός των πραγματικών ταξικών σχέσεων”. Από αυτή την άποψη, το καταλανικό κίνημα παρουσιάζει ιδιαίτερη αναλογία με το αποσχιστικό κίνημα στη Σκωτία. Και τα δυο αυτά πρέπει να τοποθετηθούν στην τάση που χαρακτηρίζεται ως ριτζιοναλισμός, δηλαδή το πολιτικό σχέδιο μιας ΕΕ στην οποία τα βασικά δομικά στοιχεία είναι Περιφέρειες και όχι έθνη-κράτη.

Το αντιμνημονιακό κίνημα στην Ελλάδα ως κίνημα “εθνικής χειραφέτησης”

Η χρεοκοπία του ελληνικού κράτους το 2009 παρήγαγε μια βαθιά κρίση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, όχι μόνο στο προφανές επίπεδο της πολιτικής εκπροσώπησης όσο, κυρίως, της δοκιμασίας των αντοχών του εθνικού κορμού. Η στρατηγική της αστικής τάξης στην Ελλάδα, με τη διπλή προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης μέσω της συγκρότησης μιας καινούριας εθνικής ενότητας είναι το αντιμνημόνιο.

Η πρόθεσή μας εδώ δεν είναι μια συνολική πολιτική αποτίμηση του αντιμνημονιακού κινήματος αλλά η ανάδειξη των στοιχείων που το καθιστούν κομβική στιγμή του εθνολαϊκισμού στην Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων. Σε σχέση με αυτό, η σύνθεση αυτού του κινήματος, όπως αναπτύχθηκε το διάστημα 2010-2012 ως “πλατείες”, “αγανακτισμένοι” κ.λπ. είναι πολύ συγκεκριμένη: ο ελληνικός λαός ως διαταξική συμμαχία των Ελλήνων υποτιμημένων μεσοαστών, μικροαστών και εργατών (η απουσία των μεταναστών και των άλλων πιο αόρατων κομματιών του προλεταριάτου ήταν εντελώς προφανής) που διεκδικούν τη διάσωσή τους ως ελληνικός λαός από το κράτος “τους”. Και ακόμα σημαντικότερα, αυτός ο “λαός” και το κράτος “του” εμφανίζονται, ταυτόχρονα, ως τα “θύματα” της κρίσης: μπορεί τώρα να ακούγονται μόνο από μια μειοψηφία πρώην Συριζαίων και λοιπών συνεπών αντιμνημονιακών δυνάμεων, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα “ντουζένια” του αντιμνημονίου, η ρητορική αυτού του μπλοκ εθνικής σωτηρίας, με μπροστάρη τον ΣΥΡΙΖΑ, ήταν αυτή του “λαού-θύματος” των “ξένων τοκογλύφων”, των “δανειστών”, της “ιμπεριαλιστικής γερμανοκρατούμενης ΕΕ”, και μιας χώρας “υπό κατοχή” που έχει μετατραπεί, παραδομένη από τις “υποτελείς” κυβερνήσεις του δικομματισμού, σε “προτεκτοράτο” του “Δ’ Ράιχ”.

Το αντιμνημόνιο είναι, λοιπόν, ο ιδεολογικός μηχανισμός που επιτελεί την καθοριστική λειτουργία του λαϊκισμού (αυτό που στην Καταλωνία επιτελεί το αίτημα της ανεξαρτησίας): αποκρύπτει την ουσία των μνημονίων ως της βίαιης αναδιάρθρωσης που τα ελληνικά αφεντικά και το κράτος προωθούν για το ξεπέρασμα της κρίσης μέσα από την άγρια υποτίμηση των προλετάριων, για να τα εμφανίσει, αντίθετα, ως μια επίθεση στον “λαό” και το κράτος “του”, προσδίδοντας, χωρίς υπερβολή, στον “αγώνα ενάντια στα μνημόνια” χαρακτήρα “εθνικοαπελευθερωτικού” αγώνα αφού δεν αφορά πλέον μόνο την αποκατάσταση της οικονομικής αλλά της ίδιας της εθνικής-κρατικής κυριαρχίας.

Σε μια επίσης ενδιαφέρουσα αναλογία με τον καταλανικό εθνικισμό, τα χαρακτηριστικά αυτά παρωξύνονται σε μια άλλη κομβική στιγμή του εθνολαϊκισμού στην Ελλάδα, το περιβόητο Δημοψήφισμα για τη συμφωνία με τους “δανειστές”, της 5ης Ιούλη του 2015.

Το νήμα που συνδέει τις “πλατείες” και το κίνημα του 2010-2012 με τη το Δημοψήφισμα εμφανίζει κάποια παράδοξα. Ενώ το αντιμνημονιακό κίνημα ηττάται στον δρόμο το 2012, το πολιτικό του σχέδιο εμφανίζεται, μετά από την κοινωνική νηνεμία της περιόδου 2012-2014, νικηφόρο με την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το παράδοξο της “νίκης μέσα από την ήττα” ή “της ήττας μέσα από τη νίκη”, είναι μόνο φαινομενικό. Όπως διαπιστώνει και ο AC:

Ο λαϊκισμός – ακόμα και όταν είναι αριστερός ή “κοινωνικός” – είναι επίσης το από κοινού προϊόν της αποτυχίας αυτών των κινημάτων, της επιδείνωσης των μέτρων λιτότητας και της καταστολής από το Κράτος κινημάτων καθαρά διαμαρτυρίας” (“Η Καταλωνία εντός…”).

η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αναδεικνύει και σημειολογικά, θα λέγαμε, ότι το πολιτικό παράγωγο του αντιμνημονιακού κινήματος είναι όντως η ενίσχυση του εθνολαϊκισμού στην πιο αυθεντική του μορφή, ως ενός τόξου που διατρέχει ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, από τα ακροδεξιά μέχρι τα ακροαριστερά. Αυτό σχετίζεται και με την εξής θεμελιώδη πτυχή του εθνολαϊκισμού:

ο λαϊκισμός αντιπροσωπεύει…την διπλή πτυχή ενός “λαϊκού” κινήματος και ενός κινήματος του κράτους, με άλλο λόγια, της άρχουσας τάξης, που μπορεί να δημιουργήσει μια ρευστή κατάσταση, με τις διαχωριστικές γραμμές να επαναπροσδιορίζονται μόνιμα” (AC, στο ίδιο).

Είναι αυτή η διπλή αυτή λειτουργία που αποτυπώνεται ξεκάθαρα στις πρώτες φιλοκυβερνητικές διαδηλώσεις της “περήφανης διαπραγμάτευσης” τον Φλεβάρη του 2015 (όταν, για να μην ξεχνάμε, στον εξώστη της Βουλής συνυπήρχαν στο ίδιο πλάνο οι σημαίες των ΑΝΕΛ, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και απογειώνεται με το Δημοψήφισμα τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς. Στο Δημοψήφισμα ο αριστερός, ιδιαίτερα, λαϊκισμός ανακάλυπτε και πάλι έναν “περήφανο” ελληνικό λαό ο οποίος, κόντρα στην “τρομοκρατία” των δανειστών και των ντόπιων συμμάχων τους, των “φιλελέ αφεντικών (τα άλλα αφεντικά προφανώς ήταν μαζί “μας”) έφτανε, μέσω μιας δυνάμει καταλυτικής “ταξικής” ψήφου, στην κορύφωση μιας σχεδόν “επαναστατικής” στιγμής – αλήθεια από πού; Γιατί το μόνο που υπήρχε ήταν ο ελληνικός λαός που διεκδικούσε από την κυβέρνησή του μια “αξιοπρεπή” διαπραγμάτευση. Συντασσόταν, δηλαδή, για μια ακόμα φορά με το κράτος “του” στην προσπάθειά να ενισχύσει τη διαπραγματευτική του θέση, να εξασφαλίσει, δηλαδή, τους καλλίτερους δυνατούς όρους για την νέα φάση της επίθεσης των αφεντικών εναντίον των πιο υποτιμημένων στρωμάτων του προλεταριάτου.

Ανάλογα, στην Καταλωνία, είναι το αποσχιστικό και αντικαπιταλιστικό CUP που στήριξε καθοριστικά την κυβέρνηση Πουτζεμόν στη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος της ανεξαρτησίας, έχοντας υπαγάγει κάθε ταξική καχυποψία στην προσμονή μιας “ριζοσπαστικοποίησης” που αίφνης, κυρίως λόγω της καταστολής, θα εμπλουτίσει με κοινωνικά περιεχόμενα την εθνικιή ατζέντα.

Χωρίς να θέλουμε να επιδείξουμε οποιεσδήποτε “μαντικές ικανότητες”, αλλά μόνο στη βάση της κατανόησης που προσπαθούμε να έχουμε για τις αλλαγές στον κοινωνικό-ταξικό ανταγωνισμό, δεν θεωρούμε ότι πρόκειται να προκύψει, στο άμεσο μέλλον, τουλάχιστον, κάποια “ριζοσπαστικοποίηση” στην Καταλωνία, για τον ίδιο λόγο που κανένα προλεταριάτο δεν βγήκε να υπερασπιστεί το “περήφανο ταξικό ΟΧΙ” μετά την “προδοσία” του Τσίπρα.

Διαταξικότητα: η μεσαία τάξη, το προλεταριάτο και τα όρια της πολιτικής

Έχουμε ήδη υποδείξει ότι το όριο των διαταξικών, λαϊκών κινημάτων, είναι η ίδια η διαταξικότητά τους (ως πηγή του φετιχισμού των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων που τα καθηλώνει εντός του ορίζοντα του κεφαλαίου και του κράτους). Από την πλευρά του προλεταριάτου, η διαταξικότητα έχει, ως όριο, μια επιπλέον καθοριστική πτυχή που σχετίζεται με την μη-διακριτότητα των “ιδιαίτερων” συμφερόντων του προλεταριάτου. Πραγματικά, τα τμήματα του προλεταριάτου “που συγκλίνουν στους διαταξικούς αγώνες “είναι πάντα τμήματα που τα συμφέροντά τους επικαλύπτονται με αυτά των μεσαίων τάξεων, είναι αυτή η τομή που συγκροτεί την “κοινωνία των πολιτών” ως αντικείμενο διεκδίκησης, και από τη στιγμή που η κοινωνία των πολιτών είναι το πρόβλημα, οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις καθίστανται αδιαμφισβήτητες, γιατί αυτές προϋποτίθενται” (“Η Καταλωνία εντός…”).

Παράγεται έτσι ένα όριο που δεν έχει να κάνει με κάποια “χειραγώγηση” αυτών των τμημάτων από την αστική τάξη (ή την αριστερά), αλλά με το θεμελιώδες γεγονός ότι η διαταξικότητα και ο λαϊκισμός (πέρα από τον ιδεολογικό του χαρακτήρα) συγκροτούνται σε μια αντιφατική αλλά πραγματική βάση όπου τα συμφέροντα των τάξεων δεν είναι πλέον διακριτά. Και ο λόγος που τα “πραγματικά” συμφέροντα της εργατικής τάξης δεν είναι διακριτά είναι επειδή δεν υπάρχει πλέον Η εργατική τάξη ως δεδομένη ενότητα συμφερόντων. Ή με μια διαφορετική διατύπωση: τόσο ο λαϊκισμός, ως ιδεολογία, όσο και το προλεταριάτο ως τάξη του κεφαλαίου, ως διαχωριζόμενο και ενοποιούμενο μόνο μέσω του κεφαλαίου, επιβεβαιώνουν, όπως λέει ο AC, “στη γλώσσα της ιδεολογίας αυτή τη θεωρητική αλήθεια: το κεφάλαιο είναι η ίδια η κοινωνία”.

Η αριστερά αγνοώντας αυτή την θεωρητική αλήθεια, μιλώντας για “χειραγωγήσεις” ή “δυνατότητες ριζοσπαστικοποίησης” μιας κατά φαντασίαν “ενιαίας” εργατικής τάξης, αποκρύπτει το θεμελιώδες ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση της υπάρχουσας κατάστασης δεν μπορεί να είναι η ριζική αμφισβήτηση του κεφαλαίου και του κράτους.

Δημοκρατία, αυτοδιάθεση και προκλήσεις για το αναρχικό κίνημα

Στη σύγκρουση της καταλανικής ελίτ με το ισπανικό κράτος αμφότερα εμφανίζονται να υπερασπίζονται τη Δημοκρατία και τη “νομιμότητα”, γεγονός το οποίο οδηγεί σε μερικά κρίσιμα ερωτήματα στην “καρδιά” της Δημοκρατίας, που αναδεικνύονται εύστοχα στο κείμενο των συντρόφων της αναρχικής κολλεκτίβας CrimethInc: “Δημοκρατία, βουτηγμένη στο αίμα. Για το καταλανικό δημοψήφισμα: το παλιό κράτος, ένα καινούριο κράτος ή καθόλου κράτος”; Πέρα από την προφανή αντίφαση ένα σχεδόν-κράτος, η Καταλανική Αυτόνομη Διοίκηση, να καταδικάζει το ισπανικό κράτος για άσκηση βίας, το ουσιαστικό είναι η προσπάθεια να εμφανιστεί “ότι ο εθνικισμός και η δημοκρατία προσφέρουν μια λύση [στο πρόβλημα] της κρατικής καταστολής και της αστυνομικής βίας”.

Είναι σαφές, όμως, ότι σε κάθε περίπτωση Δημοκρατία σημαίνει εκλογές, νόμοι και μηχανισμοί επιβολής τους, συνεπώς το αληθινό ερώτημα δεν είναι “ποια πλευρά είναι δημοκρατική”, γιατί, όπως λένε και οι σύντροφοι, “είναι και οι δύο”, αλλά “ποια νομιμότητα θα κυριαρχήσει”; Γενικότερα, με δεδομένη τη διαίρεση του κόσμου σε ζώνες κρατικής κυριαρχίας, πώς επιλύονται ή ξεπερνιούνται οι συγκρούσεις μεταξύ αυτών των “επικρατειών”, των μπλοκ, δηλαδή, που “οι άνθρωποι συγκροτούν…στη βάση επιφανειακών ομοιοτήτων όπως η εθνικότητα, η γλώσσα, η θρησκεία και η υπηκοότητα”, όπως λένε οι σύντροφοι του CrimethInc, αφού ουσιαστικά το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας κατανοείται ως ζήτημα επιβολής. “Τα μπλοκ αυτά ανταγωνίζονται για τον έλεγχο εντός κάθε κράτους και σε συγκρούσεις μεταξύ κρατών. Αυτή η πάλη λαμβάνει χώρα με μη-βίαιο τρόπο ως δημοκρατία και με βίαιο τρόπο ως πόλεμος – όπου βρίσκει κανείς τη δημοκρατία, ο πόλεμος δεν είναι ποτέ μακριά”.

Για το αναρχικό κίνημα, συνεπώς, ο εθνικισμός δεν μπορεί να αποτελεί μέσο για την επίτευξη της αυτοδιάθεσης των ανθρώπων όχι μόνο επειδή είναι ένας θεμελιώδης μηχανισμός απόκρυψης των σχέσεων κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, αλλά και λόγω της εγγενούς του βίας ως παράγωγο της Δημοκρατίας και της πυρηνικής, σε αυτήν, αρχή της πλειοψηφίας. Η αυτοδιάθεση, από τη σκοπιά της ελευθερίας, δεν μπορει να συνίσταται στη δημιουργία μιας κλειστότητας με βάση μια επιβεβλημένη ταυτότητα· αντίθετα, “ο αληθινός αυτοκαθορισμός απαιτεί συμβιωτικές σχέσεις που υπερβαίνουν την ταυτότητα” (στο ίδιο).

Έτσι στα διλήμματα επιλογής “εθνικότητας” ή “υπηκοότητας” που θέτουν, για παράδειγμα, ο ισπανικός και ο καταλανικός εθνικισμός, η απάντησή μας δεν μπορεί να είναι η “αρχή της πλειοψηφίας” και τα δημοψηφίσματα. Οι σύντροφοι του CrimethInc προτείνουν “…εθελούσιες συσχετίσεις που δεν διεκδικούν αποκλειστικό έλεγχο των πληθυσμών και των περιοχών. Στη θέση του εθνικισμού, προτείνουμε αμοιβαία βοήθεια κατά μήκος όλων των ταυτοτήτων. Στη θέση του κράτους, προτείνουμε πραγματική αυτοδιάθεση σε μια αποκεντρωμένη βάση. Στη θέση της δημοκρατίας, της αρχής της πλειοψηφίας, προτείνουμε τις αρχές της οριζοντιότητας και της αυτονομίας. Στη θέση των πολέμων που ο εθνικισμός και η δημοκρατία πάντα υποδαυλίζουν, προτείνουμε την αλληλεγγύη και την δικαιοσύνη που μετασχηματίζει”.

Τα ζητήματα της αυτοδιάθεσης, της “εθνικότητας”, θέτουν σημαντικές προκλήσεις για το αναρχικό κίνημα. Για τους συντρόφους στην Καταλωνία, ιδιαίτερα, το ζήτημα της στάσης τους απέναντι στη λεγόμενη διαδικασία της ανεξαρτησίας είναι ζωτικής σημασίας. Στην πραγματικότητα, τέτοια ζητήματα θα προκύπτουν για το αναρχικό κίνημα από κινήματα που διεκδικούν στο πλαίσιο της “κοινωνίας των πολιτών”. Οι απόψεις δεν να μπορούν ταυτίζονται, ούτε υπάρχει πάντα μια “ασφαλής” θέση. Ένα κριτήριο πρέπει να είναι, πιστεύουμε, το “ποιος κερδίζειτελικά από τους αγώνες με όρους κοινωνικού-ταξικού ανταγωνισμού και αν υπάρχουν πραγματικές δυνατότητες ριζοσπαστικοποίησης τους, γιατί γενικά δεν υπάρχει μια “απειρία” δυνατοτήτων (κι εδώ είναι που αναδεικνύεται ο κρίσιμος ρόλος της θεωρίας). Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να έχουμε επίγνωση των συνεπειών και του πιθανού ρίσκου κάθε στάσης και να καθιστούμε ξεκάθαρη την πλευρά από και για την οποία μιλάμε.

Ιδιαίτερα, σε μια περίοδο ενίσχυσης των εθνολαϊκιστικών τάσεων, εντατικοποίησης της επίθεσης του Κράτους και του κεφαλαίου εναντίον μας, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, είναι εντελώς επιτακτική ανάγκη να διαχωρίζουμε απόλυτα και συνειδητά την αντίληψή μας για την υποτίμησή μας και τη μορφή και το περιεχόμενο των αγώνων μας από τις δυνάμεις του εθνολαϊκισμού. Διαφορετικά κινδυνεύουμε οι αγώνες αυτοί να αφομοιώνονται από την κυριαρχία.

Επειδή δεν υπάρχει καμμιά αντικαπιταλιστική, αντιιμπεριαλιστική ή αντικρατική “ρήξη” στα Brexit, στα δημοψηφίσματα στη Σκωτία ή την Καταλωνία και στα “αντιμνημόνια”, ο ρεαλισμός για τους καταπιεσμένους και τους εξαθλιωμένους δεν είναι άλλος από την επανάσταση ως ριζική αμφισβήτηση του υπάρχοντος, ως ρεαλιστική ουτοπία που μας επιτρέπει να φανταστούμε τι μπορούμε να πετύχουμε πέρα από και ενάντια σε καινούριες κρατικές δομές, ως το όραμα, το ήδη ενεργό στα πολυάριθμα δίκτυα αλληλεγγύης και αντίστασης που δημιουργούμε, της κοινωνίας που θέλουμε εδώ και τώρα.

Για έναν κόσμο χωρίς σύνορα και κράτη!

Έναν κόσμο της ελευθερίας και της χειραφέτησης!

fabric

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

[1] “Η Καταλωνία εντός της στιγμής του λαϊκισμού”, AC της Carbure: https://2008-2012.net/2017/10/24/la-catalogne-dans-le-moment-populiste.

[2] Καταλωνία: Παρελθόν και Μέλλον”, Luke Stobart: https://inmediasres.espivblogs.net/jacobin_catalunya

[3] Δημοκρατία, βουτηγμένη στο αίμα. Για το καταλανικό δημοψήφισμα: το παλιό κράτος, ένα καινούριο κράτος ή καθόλου κράτος;”, CrimethInc, https://inmediasres.espivblogs.net/crimethinc_catalonia

Και γενικότερα στην ενότητα: https://inmediasres.espivblogs.net/category/international/catalunya του blog της InMediasRes.

Ο Ερρίκο Μαλατέστα και το αναρχικό κίνημα σήμερα

Μια συζήτηση στην κατάληψη της Ανάληψης με εισήγηση του σ. Π. Καλαμαρά

Στις 13 Oκτωβριου πραγματοποιήθηκε πολιτική εκδήλωση στην Κατάληψη Ανάληψη, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 3 χρόνια λειτουργίας της, με θέμα «Ο Ερρίκο Μαλατέστα και το αναρχικό κίνημα σήμερα». Η εισήγηση έγινε από τον σ. Π. Καλαμαρά, των εκδόσεων Ελευθεριακή Κουλτούρα. Μεθοδολογικά ξεκαθάρισε ότι δεν θα μιλούσε ως ειδικός στον Μαλατέστα αλλά για να μοιραστεί ιδέες και σκέψεις πάνω στην ζωή και το έργο του καθώς και την πιθανή επικαιρότητα του. Όσα ακολούθησαν κινήθηκαν γύρω από δύο βασικούς άξονες: α) ιστορικά στοιχεία γύρω από τη ζωή και το έργο του Μαλατέστα και τη σχέση τους με τα δύο μεγάλα επαναστατικά γεγονότα του 20ου αιώνα (Ρωσική Επανάσταση, Ισπανική Επανάσταση) και β) προβληματισμούς που προκύπτουν από τις ιδέες του ιταλού επαναστάτη και αφορούν το αναρχικό κίνημα του σήμερα, όπως η απόσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης και το πρόβλημα της κατάργησης της (πολιτικής) εξουσίας. Θα προσπαθήσουμε να αποδώσουμε συνοπτικά αυτά τα δύο σημεία.

 

Ο Μαλατέστα υπήρξε ένας από τους βασικούς «ιδρυτικούς πατέρες» της αναρχίας μαζί με τους Προυντόν, Κροπότκιν, Μπακούνιν και ο πιο «συνεπής» αναρχικός ανάμεσά τους, όντας μέλος του αναρχικού κινήματος από μικρή ηλικία μέχρι και το τέλος της ζωής του το 1932. Έζησε όλη την πρώτη φάση ανάπτυξης του αναρχικού ρεύματος, από τη διάσπαση της Πρώτης Διεθνούς το 1872 και το συνέδριο του St. Imier μέχρι τη γιγάντωσή του, κυρίως στις Η.Π.Α και στη Νότια Αμερική στα τέλη του 19ου αι., την ανάπτυξή του στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία τη δεκαετία του 1910, αλλά και την εμπλοκή των αναρχικών στη ρωσική επανάσταση.

Η ζωή του ήταν ταραχώδης, γεμάτη από φυλακίσεις, εξορίες, ταξίδια καθώς και συμμετοχή σε μεγάλες επαναστατικές στιγμές όπως η Κόκκινη Εβδομάδα (Settimana Rosa) στην Ιταλία το 1914. Αρχικά, και με σύγχρονους όρους, θα τον λέγαμε εξεγερσιακό αναρχικό, πολύ κοντά στις ιδέες του Μπακούνιν, κάτι που φαίνεται και από τη συμμετοχή του στη συμμορία Ματέζε (La Banda del Matese), η οποία to 1877 κήρυξε «πραξικοπηματικά» τον ελευθεριακό κομμουνισμό στην ιταλική επαρχία Benevento. Αργότερα εγκατέλειψε αυτές τις απόψεις και πρακτικές.

Ι. Για την επανάσταση

Γύρω από το ζήτημα της επανάστασης, που τότε έμπαινε με πολύ πιο πραγματικούς όρους στο αναρχικό κίνημα, ο Μαλατέστα υποστηρίζει ότι η αυτή είναι αναπόφευκτη. Αναλυτικότερα: Αν θέλουμε να αλλάξουμε την υπάρχουσα εκμεταλλευτική εξουσιαστική κοινωνία δεν υπάρχει άλλος τρόπος από μία βίαιη επανάσταση, διότι ποτέ στην ιστορία οι κρατούντες δεν εγκατέλειψαν την εξουσία με ειρηνικό τρόπο. Θεωρεί, δε, ως επανάσταση, την πράξη ή την στιγμή στην οποία γίνεται μια ριζική ρήξη με την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Υπάρχει μια ολόκληρη και πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με το ζήτημα επανάσταση ή μεταρρύθμιση (όπως και για το συναφές θέμα δημοκρατία ή αναρχία) στις αρχές του 20ου αιώνα ανάμεσα στον Μαλατέστα και τον γνωστό δικηγόρο Fransesco Saverio Merlino, που αρχικά ήταν αναρχικός και στη συνέχεια έγινε σοσιαλιστής. Ο Merlino θεωρεί πως η επανάσταση μπορεί να γίνει μέσω ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων χωρίς την καταφυγή σε μια επανάσταση, ενώ ο Μαλατέστα τον αντικρούει ρητά.

Στο ερώτημα «Πώς γίνεται η επανάσταση; Από ποιους και για ποιους;», ο Μαλατέστα απαντά κάπως αντιφατικά. Από τη μια είναι μπακουνικός και θεωρεί ότι μια μικρή ομάδα αποφασισμένων ανθρώπων θα διαβλέψουν τη σωστή στιγμή που μπορεί να πραγματοποιηθεί, θα αρπάξουν την ευκαιρία και θα την πραγματοποιήσουν. Από την άλλη, θεωρεί ότι δεν μπορεί να είναι έργο μόνο κάποιων συγκεκριμένων, ενός κόμματος, μιας κοινωνικής τάξης (π.χ της εργατικής) ή των αναρχικών αλλά θα είναι έργο όλων όσων αρνούνται το υπάρχον και θα έχει ως βασικό σκοπό της την ελευθερία (από κοινού με την ισότητα), την οποία θα επιδιώκει συνεχώς, αίροντας ταυτοχρόνως όλες τις ανισότητες (πολιτικές, οικονομικές κ.λπ.). Εάν δεν πληρείται αυτό το κριτήριο, το πολύ που μπορεί να γίνει είναι μια δικτατορία, έστω και αυτής της πρώτης μικρής ομάδας που έκανε την επανάσταση και είναι σαφές πως θα πρόκειται για κάτι τελείως διαφορετικό από την κοινωνία που οραματίζονται οι αναρχικοί. Αυτή η θέση είναι πολύ σημαντική και είναι μέσω αυτής που έρχεται σε πλήρη ρήξη με το μπολσεβίκικο μοντέλο κατάκτησης της εξουσίας, διαβλέποντας αυτό που επρόκειτο να συμβεί τελικά στη Σοβιετική Ένωση.

Στο επόμενο ερώτημα που τίθεται: «Τι θα γίνει μετά την επανάσταση; Πώς θα εδραιωθεί μια κοινωνία ίσων και αδελφωμένων ανθρώπων;» ο Μαλατέστα θεωρεί ότι η επανάσταση (στιγμή της ρήξης) αποτελεί το πρώτο στάδιο, ακολουθούμενο από ένα δεύτερο, στο οποίο έρχεται η στιγμή, ελεύθεροι πια από τους δυνάστες, να φτιάξουμε τη δική μας κοινωνία. Συγκεκριμένα έχει μια άποψη για την πολιτική που, στα ιταλικά, ονομάζεται gradualismo (από το graduale: βαθμιαίος, σταδιακός). Στην περιπτωσή μας, σημαίνει ότι ναι μεν κάνουμε την επανάσταση αλλά δεν βιαζόμαστε να την ολοκληρώσουμε. Συνεχίζουμε με στάδια τα οποία προϋποθέτουν να μην κάνουμε πίσω στις αρχές μας αλλά να πείθουμε και άλλους ανθρώπους πως η λογική και οι πρακτικές μας είναι οι πλέον αποτελεσματικοί τρόποι για να πραγματοποιήσουμε την ατομική και συλλογική αλλαγή της καθημερινής ζωής. Έτσι κάνει μία διάκριση ανάμεσα σε αναρχισμό και αναρχία. Ο αναρχισμός είναι η μέθοδος για να φτάσουμε σε αυτό που επιθυμούμε ενώ η αναρχία είναι το κοινωνικό σύστημα στο οποίο θα ζήσουμε. Αυτό δεν μπορεί να είναι κάτι το οριστικό ούτε μια ολοκληρωμένη ουτοπία, σε αντίθεση με διάφορα σοσιαλιστικά-μαρξιστικά σχήματα. Θα είναι μία κατάσταση σε διαρκή εξέλιξη και πορεία.

Αναφορικά με το οικονομικό μοντέλο που θα μπορούσε να ακολουθηθεί, από τα διαθέσιμα προτεινόμενα, από την ακραία πτέρυγα του σοσιαλισμού ως την αναρχία (π.χ κολλεκτιβιστικό. κομμουνιστικό, αναρχοκομμουνιστικό, συνεργατικό) υποστηρίζει πως αυτά θα πρέπει να συνυπάρξουν. Η επιβολή «από τα πάνω» ενός, έναντι των υπόλοιπων, όπως έγινε στη Ρωσία με την κολλεκτιβοποίηση, θα είναι πρακτική άρνηση της αναρχίας. Καταλήγει στο συμπέρασμα πως θα ήταν καλύτερο να ηττηθούμε από το να εφαρμόσουμε τις ιδέες μας με δικτατορικό τρόπο. Στην δεύτερη περίπτωση, θα καταδικάσουμε τις ιδέες μας όχι, μόνο, σε μία συγκυριακή ήττα αλλά θα τις καταστήσουμε σε τέτοιο βαθμό ανενεργές που κανείς δεν θα τις χρησιμοποιήσει στο μέλλον.

ΙΙ. Για τη ρωσική και ισπανική επανάσταση

Η κριτική του Μαλατέστα στη ρωσική επανάσταση είναι σαφής. Ήδη από το 1918 γράφει πως στη Ρωσία δεν γίνεται κάτι που μπορεί να μας εμπεριέχει και τα πράγματα δεν ακολουθούν την κατεύθυνση που θα θέλαμε. Είναι γεγονός ότι η επανάσταση αυτή, κυρίως τον Φλεβάρη του 1917, και όχι στο πραξικόπημα των μπολσεβίκων στις 26 Οκτώβρη 1917, δεν ήταν έργο μόνο των τελευταίων, που ανήκαν σαφώς στη μειοψηφία, αλλά σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι αναρχικοί και οι σοσιαλεπαναστάτες (εσέροι). Αρχικά, γι’ αυτόν τον λόγο, ο ίδιος ο Λένιν ήταν υποκριτικά φίλα προσκείμενος στους αναρχικούς, και μάλιστα στο «Κράτος και Επανάσταση» εξυμνεί την υποκειμενικότητα, τον βολονταρισμό κ.λπ. Ο Μalatesta δηλώνει, ήδη από το 1918, ότι θα υπάρξουν μεγάλα προβλήματα για τους αναρχικούς στη Ρωσία, μερικοί από τους οποίους, μάλιστα, είχαν προσχωρήσει στο μπολσεβίκικο κόμμα. Πράγματι, από τις αρχές της επανάστασης, και μάλιστα με την καθοδήγηση του ίδιου του Λένιν, δημιουργήθηκε η πρώτη μυστική αστυνομία, η Τσεκά (στα ρωσικά: чрезвычайная комиссия), με επικεφαλής τον Felix Dzerzhinsky, η οποία σταδιακά εξόντωσε τους αναρχικούς, τους σοσιαλεπαναστάτες, ακόμη και την εργατική αντιπολίτευση εντός του ίδιου του κόμματος των μπολσεβίκων.

Ο Μαλατέστα δικαιώθηκε από τη γνωστή ιστορία με τον Μάχνο και την Μαχνοβτσίνα στην Ουκρανία, όπως και με την καταστολή της εξέγερσης της Κροστάνδης το 1921, που υπήρξε και η ταφόπλακα κάθε έννοιας αντιπολίτευσης στην Ρωσία. Ο Μαλατέστα ήταν πολύ καλος φίλος με τον Ιταλό αναρχοσυνδικαλιστή Luigi Fabbri, ιδρυτικό μελος της USI, ο οποίος πήγε στη Ρωσία τα χρόνια της επανάστασης και έγραψε ένα βιβλίο για το τι γινόταν εκεί. Ο Fabbri θεωρεί πως πρόκειται για κάτι το ολέθριο και καταστροφικό για την ίδια την επανάσταση, και πιο συγκεκριμένα πως εκεί βιώνεται η δικτατορία ενός κομματικού μηχανισμού και σαφώς όχι κάποια έννοια μιας δικτατορίας του προλεταριάτου (καθώς βλέπουμε να έχει εγκαθιδρυθεί μια δικτατορία επί του προλεταριάτου). Η δικτατορία του προλεταριάτου η οποία, υποτίθεται ότι στοχεύει, σύμφωνα με την ίδια τη μαρξική ιδέα, στην τελική εξάλειψη του κράτους, κατέληξε να αποτελεί το όργανο στα χέρια ενός κόμματος προκειμένου να επιβάλλει βιαίως αυτό που θεωρεί σωστό, όπως ακριβώς δηλαδή έκαναν και οι προηγούμενοι κυρίαρχοι (και μάλιστα με έναν ακόμη πιο ωμό και «επιστημονικό» τρόπο). Ο Μαλατέστα συμφωνεί με αυτή τη θέση και γράφει, με αφορμή τον θάνατο του Λένιν, στο περιοδικό «Pensiero y Volonta», την Φεβρουαρίου του 1924, το κείμενο «Πένθος ή Γιορτή;», απόσπασμα του οποίου είναι το παρακάτω σε ελεύθερη μετάφραση:

«Μπορούμε να έχουμε κάποιου είδους αναγκαστικό σεβασμό γι αυτόν (τον Λένιν), όπως δείχνουν τα πλήθη απέναντι στους ισχυρούς άνδρες, ακόμη κι αν αυτοί έχουν αποδειχθεί όχι και τόσο σύμφωνοι με τις επιθυμίες τους, καμιά φορά μάλιστα μπορεί να τους έχουν κάνει και κακό, οι οποίοι ωστόσο κατάφεραν να αφήσουν στην ιστορία ένα βαθύ ίχνος από το πέρασμά τους. Τέτοιοι άνθρωποι ήταν ο Αλέξανδρος, ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Λογιόλα, ο Κρόμγουελ, ο Ροβεσπιέρος, ο Ναπολέων. Αλλά αυτός, παρ’ ότι μπορεί να είχε τις καλύτερες προθέσεις, ήταν ένας τύραννος, ήταν ο στραγγαλιστής της Ρώσικης Επανάστασης, και γι’ αυτό αφού δεν μπορούσαμε να τον αγαπήσουμε ζωντανό, δεν μπορούμε να τον κλάψουμε και πεθαμένο. Ο Λένιν είναι νεκρός, Ζήτω η ελευθερία!».

Σχετικά με την ισπανική επανάσταση εκφράστηκε από τον εισηγητή η άποψη ότι η επιλογή των αναρχικών να βρεθούν ακόμα και σε κυβερνητικά πόστα επιβεβαίωσε, σε έναν βαθμό, τις ιδέες του Μαλατέστα σχετικά με το επαναστατικό υποκείμενο (που δεν μπορεί να είναι μόνο οι αναρχικοί) και το πώς μπορεί να επιτευχθούν οι στόχοι μιας επανάστασης μέσα από την ευρύτερη συμμαχία των ριζοσπαστικών δυνάμεων, κι αυτό για τους εξής λόγους: πρώτον, οι αναρχικοί στην Ισπανία δεν ήταν οι μόνοι που είχαν ισχυρές δυνάμεις, αλλά δεν ήταν και η πλειοψηφία στο ριζοσπαστικό στρατόπεδο. Επιπλέον, όπως πολύ καλά αναπτύσσεται από τον σ. Claudio Venza στο βιβλίο του «Αναρχία και πολιτική εξουσία στον Ισπανικό Εμφύλιο», οι αναρχικοί είχαν πολύ συγκεκριμένα «τεχνικά» προβλήματα. Δηλαδή, παρά τη φοβερή μαχητικότητά τους, στις απεργίες και στον δρόμο, γενικότερα, ήταν, στην πλειοψηφία τους, προλετάριοι αγράμματοι και ανειδίκευτοι και, συνεπώς, δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν πλήρως σε καθήκοντα που αφορούν την κοινωνική-οικονομική οργάνωση (είχαν μεγάλες ελλείψεις σε μηχανικούς, λογιστές κ.λπ.), κάτι που δεν συνέβαινε κυρίως με το σοσιαλιστικό κόμμα. Τέλος, αναπτύχθηκε από τον εισηγητή και ένας ευρύτερος προβληματισμός σχετικά με το γεγονός ότι η ήττα των αναρχικών στην Ισπανία μπορεί να οφείλεται στο ότι δεν είχαν σκεφτεί αρκετά και σε βάθος πάνω στο πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας και την πλήρη της κατάργηση (και απουσία) της στη μελλοντική κοινωνία της ισότητας και της ελευθερίας.

ΙΙΙ. Θεωρία και πράξη και το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας

Από τα παραπάνω προέκυψαν τα εξής ζητήματα, που αντανακλώνται και στο σήμερα. Το πρώτο αφορά στο αν και πώς γίνονται όλα αυτά που οραματίζονται οι αναρχικοί στην πράξη. Κατά πόσο, δηλαδή, το ιδεώδες της άμεσης συνάφειας μέσων και σκοπών μπορεί να εφαρμοστεί σε μεγάλη κλίμακα, στο πλαίσιο της σημερινής μαζικής κοινωνίας. Με άλλα λόγια, πώς μπορούν τα ελευθεριακά μορφώματα να επιβιώσουν μη δεχόμενα το δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», μη ερχόμενα συνεπώς σε αντίφαση με αυτά που πρεσβεύουν; Πώς θα καταφέρουν κάποιοι να πείσουν αυτούς που δεν είναι πεισμένοι και πώς αυτοί που είναι πεισμένοι δεν θα θεωρήσουν ότι έχουν κάποιο «δικαίωμα» παραπάνω από τους υπόλοιπους;

Ιστορικά δεν έχει συμβεί ποτέ μια τέτοιου είδους επανάσταση. Τέτοια προβλήματα αντιφάσεων αντιμετωπίζουμε ακόμα, σε μικροκλίμακα, λίγο πολύ και εντός των δικών μας συλλογικοτήτων, όπως για παράδειγμα με τις άτυπες ιεραρχίες (άνιση κατανομή του λόγου, έμφυλες διακρίσεις κ.λπ.). Συνεπάγεται ότι θα πρέπει να δομήσουμε συλλογικά κάποιες δικλείδες ασφαλείας, γιατί αλλιώς μπορεί να βρεθούμε μπροστά σε κάθε είδους ολοκληρωτισμούς.

Το δεύτερο ζήτημα που αναδείχθηκε αφορά την πολιτική εξουσία. Οι αναρχικοί, ήδη από το συνέδριο του St. Imier το 1872, υποστήριζαν ότι κύριος στόχος του κινήματος είναι η καταστροφή κάθε πολιτικής εξουσίας. Τι ορίζουμε όμως τελικά ως πολιτική εξουσία; Υπάρχει δυνατότητα οργάνωσης της κοινωνίας χωρίς καμία μορφή εξουσίας; Η ελληνική γλώσσα είναι κάπως φτωχή στις φιλοσοφικές πολιτικές έννοιες. Έτσι, όταν μιλάμε για «εξουσία», εννοούμε, συνήθως, κάτι το δυναστικό, με αυτή την έννοια να είναι σχεδόν πάντα αρνητικά φορτισμένη. Στις λατινογενείς γλώσσες, αντίθετα, ξεκινώντας από το ρωμαϊκό δίκαιο, το οποίο έθεσε για πρώτη φορά τα ζητήματα με τα οποία καταπιάστηκαν οι μεγάλοι επαναστάτες όπως ο Μάρξ, ο Μπακούνιν κ.λπ., η «εξουσία» ονομάζεται «potere» που σημαίνει δύναμαι, δηλαδή έχω τη δύναμη ή αλλιώς μπορώ να κάνω κάτι. Ενώ για την καταπιεστική εξουσία χρησιμοποιείται ο όρος όρο «dominio», που σημαίνει κυριαρχία και έχει σαφώς αρνητική χροιά. Υπάρχει, τέλος, η έννοια της «autorita», που μπορεί να μεταφραστεί ως υπέρτατη εξουσία, αυθεντία ή αυταρχία και σημαίνει τη μία και μοναδική αρχή που αποφασίζει. Οι αναρχικοί μάλιστα, την εποχή του σχίσματος της Πρώτης Διεθνούς, δηλώνουν Antiautoritari Socialisti δηλαδή αντι-αυταρχικοί σοσιαλιστές.

Θα πρέπει να διερωτηθούμε εδώ για την χρήση του όρου αντιεξουσία στα ελληνικά, που δηλώνει μόνο άρνηση και όχι ταυτότητα, και γι’ αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από αντιδραστικά μορφώματα. Στα ιταλικά υπάρχει μεν η έννοια της «contro-potere», της αντι-δύναμης, αλλά σημαίνει κυρίως τη δική μας δύναμη (των εκμεταλλευόμενων, των κυριαρχούμενων) ενάντια στην κατεστημένη εξουσία. Κάτι που, στο σύγχρονο κινηματικό λεξιλόγιο, παραπέμπει στο λενινιστικό μοντέλο, που πρεσβεύει ότι πριν την επανάσταση, όταν υφιστάμεθα τη διαρκή εξουσία του καπιταλιστικού συστήματος, πρέπει και έχουμε την δύναμη να οργανωθούμε ενάντιά της, φτιάχνοντας την δική μας «εξουσία» (συνδικάτα, ένοπλες οργανώσεις, ενώσεις γυναικών κ.λπ.). Μιλάμε, δηλαδή, για έναν τύπο δυαδικής εξουσίας. Έτσι, τα ερωτήματα μπορούν τελικά να τεθούν ως εξής: Μπορεί να υπάρξει κοινωνία χωρίς «εξουσία» με την έννοια της κυριαρχίας; Εμείς λέμε ότι μπορεί. Μπορεί όμως να υπάρξει κοινωνία χωρίς «εξουσία», με την έννοια της δύναμης, της δυνατότητας επιβολής μιας απόφασης; Πρόκειται για ένα εμμενές πρόβλημα των κοινωνιών, που θα πρέπει να μας απασχολήσει, ακριβώς αντλώντας και συμπεράσματα από τη στάση των αναρχικών και τα προβλήματα που αντιμετώπισαν στην ισπανική επανάσταση.

Τέλος τέθηκε το ζήτημα του εγχώριου αναρχικού κινήματος και αναπτύχθηκε ένας προβληματισμός σχετικά με την αναδυόμενη συμπάθεια κάποιων τμημάτων του αναρχικού χώρου προς τη λενινιστική- μπολσεβίκικη επαναστατική μέθοδο, με ιδιαίτερη αναφορά στη δράση του ΚΚΕ τη δεκαετία του 1940. Είναι δυνατόν να συνυπάρξει μια τέτοια αντίληψη και πρακτική με τα αναρχικά προτάγματα; Αλλά και τι έχει παραγάγει αυτή η μέθοδος ιστορικά; Zούμε σε μια εποχή μάλλον κοινωνικής νηνεμίας, αλλά τι θα σήμαιναν αυτά για περιόδους που παίζονται μεγαλύτερα στοιχήματα;

Ακολούθησε συζήτηση.

Αναφορές

Ερρίκο Μαλατέστα, “Δημοκρατία, φασισμός, αναρχία”, εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα

Τζιαμπέτρο “Νίκο” Μπέρτι, “Μαρξισμός και Αναρχισμός”, εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα

Errico Malatesta, “Buon senso e utopia”, edizioni Eleuthera

Claudio Venza, “Anarchia e potere nella guerra civile spagnola”, edizioni Eleuthera

Lamberto Borghi, “Dittatura e rivoluzione”, Ανκόνα 1921

Μπορούμε να μάθουμε πραγματικά κάτι από τον Οκτώβρη;

μερικές σκέψεις για τη διαλεκτική της επανάστασης

Τι πρέπει να κάνουμε σήμερα, αν είμαστε “με την” επανάσταση; Πρέπει να μαζεύουμε από τώρα τα “εφόδιά” μας ή να περιμένουμε υπομονετικά για την επόμενη ρήξη; Πρέπει να ενεργούμε σύμφωνα με αναλλοίωτες επαναστατικές αρχές ή να παραμένουμε ευέλικτοι, ώστε να μπορούμε να προσαρμοζόμαστε σε καινούριες καταστάσεις, καθώς αυτές αναδύονται; Οποιαδήποτε απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα “κολλάει” αναπόφευκτα στην ιστορία των επαναστάσεων κατά τον εικοστό αιώνα. Η αποτυχία αυτών των επαναστάσεων εξηγεί το γεγονός ότι βρισκόμαστε, ακόμα, στο σημείο να θέτουμε στους εαυτούς μας αυτά τα ερωτήματα. Όλες οι προσπάθειες να αναλύσουμε τον ρόλο μας, σήμερα, στοιχειώνονται από τις πανωλεθρίες του παρελθόντος. “Μια Ιστορία Διαχωρισμού: η άνοδος και η παρακμή του εργατικού κινήματος, 1883-1982”, Endnotes #4 (https://inmediasres.espivblogs.net/files/2016/06/a_history_of_separation_root.pdf)
Αναδημοσίευση από το 4ο τεύχος της  εφημερίδας “Ελέφαντας

Έτσι ξεκινά μια από τις, κατά τη γνώμη μου, πιο βαθιές προσεγγίσεις στην ιστορία του εργατικού κινήματος τον 20ο αιώνα, και συνεπώς της πορείας των ίδιων των επαναστατικών κινημάτων, αφού, όπως ορθά τονίζουν οι Endnotes, το εργατικό κίνημα υπήρξε η “σκηνή” πάνω στην οποία ξετυλίχθηκαν τα κινήματα αυτά. Μια από τις κορυφαίες στιγμές των “κυμάτων” προλεταριακών αγώνων είναι η ρώσικη επανάσταση του 1917, προνομιακό θέμα αντιπαράθεσης αναρχικών και κομμουνιστών και αντικείμενο, αυτό το διάστημα, επετειακής αναμόχλευσης. Στην πραγματικότητα δεν θα μιλήσω για την ίδια τη ρώσικη επανάσταση αλλά μάλλον για τη ριζικά διαφορετική συνθήκη μέσα στην οποία εμείς κινούμαστε σήμερα και τι συνεπάγεται αυτό για τη δυνατότητα της επανάστασης στον 21ο αιώνα.

Ας δούμε, για παράδειγμα, ένα από τα κρίσιμα ερωτήματα που τίθενται και προκαλεί έντονες διαφοροποιήσεις: ήταν η ρώσικη επανάσταση επανάσταση ή πραξικόπημα και, τελικά, μια διαδικασία αντεπανάστασης;

Εδώ οι περισσότερες απόψεις ακολουθούν μια από τις δυο εκδοχές (η κριτική κυρίως των αριστερών κομμουνιστών και των αναρχικών τείνει στη δεύτερη). Αμφότερες, όμως, είναι ανεπαρκείς στον βαθμό που δεν μπορούν να συλλάβουν τη διαλεκτική της επανάστασης και της αντεπανάστασης όπως αυτή εκδιπλώνεται την περίοδο που περιέχει το 1917. Άλλωστε, κάτι τέτιο είναι δύσκολο, καθώς απαιτεί μια πραγματική αλλαγή παραδείγματος, του τύπου πχ. που εισήγαγε η θεώρηση ομάδων όπως η Théorie Communiste και οι Endnotes. Το ακόλουθο παράθεμα από το κείμενο Πολύ Κακό για το Τίποτα;(στο Endnotes 1, σελ. 156–157, εκδ. φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015), της Théorie Communiste είναι ενδεικτικό:

Η επανάσταση ως επιβεβαίωση της τάξης έρχεται αντιμέτωπη με την ίδια την αποτυχία της, επειδή η αντεπανάσταση είναι ενδογενώς συνδεδεμένη με αυτή την επιβεβαίωση όσον αφορά τα ίδια της τα κίνητρα (και όχι επειδή υπήρχε οποιοδήποτε “λάθος”, ή επειδή ήταν αδύνατη με όρους κάποιου α-ιστορικού ορισμού της επανάστασης”.

Εν ολίγοις, η ανάλυση του ρεύματος αυτού (γνωστό ως “κομμουνιστικοποίηση”) μας λέει ότι το εργατικό κίνημα στον 20ο αιώνα αντιστοιχεί σε μια περίοδο ανάπτυξης του κεφαλαίου που πάει χέρι-χέρι με την ανάπτυξη της ίδιας της εργατικής τάξης, η οποία αυξάνεται, αποκτά αυτοπεποίθηση και θέτει ως πρόταγμα την “επιβεβαίωσήτης ως τάξης. Δηλαδή την περιβόητη “εργατική εξουσία”, το “εργατικό κράτος” και τα “μεταβατικά προγράμματα” που θα οδηγήσουν στον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Αυτό, όμως, είναι, όπως λέει η TC, το στοιχείο που υπονομεύει ευθύς εξαρχής την εσωτερική δυναμική της επανάστασης και ξεδιπλώνεται ως αντεπανάσταση, δηλαδή ως αναπαραγωγή της σχέσης εκμετάλλευσης μέσω της αυτεπιβεβαίωσης της τάξης. Αυτός είναι ο λόγος που το νικηφόρο ρώσικο προλεταριάτο τελικά ηττήθηκε: η αυτεπιβεβαίωση του ως τάξης αντί να διαλύσει τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις και το κράτος, τις ενίσχυσε και παρήγαγε βαθύτερους διαχωρισμούς. Αυτό είναι το όριο στο οποίο προσέκρουσαν όλες, σχεδόν, οι επαναστατικές απόπειρες τον 20ο αιώνα. Οι ήττες των επαναστατικών κινημάτων δεν είναι μια ιστορία προδοσιών και συνωμοσιών αλλά της δυναμικής της ίδιας της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας. Δεν επρόκειτο για “λάθος ιδέες” ούτε για “οργανωτικά ελλείματα” αλλά για το ότι ιστορικά δεν μπορούσε να παραχθεί κάτι άλλο.

Είναι οι βαθιές διαθρωτικές αλλαγές της σχέσης κεφάλαιο-εργασία τον 20ο αιώνα που είχαν ως αποτέλεσμα την παρακμή του εργατικού κινήματος και τη διάλυση της λεγόμενης “εργατικής ταυτότητας” όπως την ξέραμε. Στην Μια Ιστορία Διαχωρισμού”, των Endnotes, αναδεικνύεται η πορεία του εργατικού κινήματος στον 20ο αιώνα ως μια διαδικασία βαθμιαίας ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης και διαρκώς βαθύτερης υπαγωγής της στο κεφάλαιο, ιδιαίτερα μέσα από τη διαδικασία ριζικής αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου μετά τη δεκαετία του 1970. Έτσι το προλεταριάτο σήμερα δεν είναι είναι παρά μια τάξη του κεφαλαίου. Ενοποιείται μέσα από αυτό που το διαχωρίζει, το κεφάλαιο, και η επιβεβαίωσή του ως τάξης δεν είναι παρά η αναπαραγωγή του ως τάξη του κεφαλαίου, συνεπώς αναπαραγωγής της ίδιας της σχέσης εκμετάλλευσης. Αυτές οι δομικές αλλαγές στη σχέση κεφάλαιο έχουν παραγάγει, βέβαια, και τη δυνατότητα πρακτικής κριτικής σε ό,τι χαρακτήριζε τα επαναστατικά κινήματα του 20ου αώνα, έτσι ώστε να μπορούμε να δούμε ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η χειραφέτηση του προλεταριάτου και η κατάργηση της σχέσης κεφάλαιο δεν μπορεί να είναι η “νίκη” του προλεταριάτου ως αυτεπιβεβαίωσή του, αλλά, αντίθετα, η αυτοκατάργησή του.

Αυτή η “αυτοκατάργηση”, βέβαια, δεν είναι καθόλου εύκολο πράμα αφού, όπως ειπώθηκε ήδη, αυτό που σήμερα ενώνει το προλεταριάτο είναι αυτό που το διαιρεί, το κεφάλαιο (η περίφημη “ενότητα-στον-διαχωρισμό” κατά τους Endnotes). Το προλεταριάτο δεν δρα τόσο ως τάξη. Δεν υπάρχει μια δεδομένη ενότητα που το συγκροτεί ούτε ένα “κοινό” ταξικό συμφέρον. Αντίθετα, είναι διαιρεμένο σε διάφορες “φράξιες” με, συχνά, αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα. Κάποιες από τις φράξιες αυτές συμμετέχουν σε διαταξικά κινήματα διεκδίκησης “δικαιωμάτων” ή υπεράσπισης “ταυτοτήτων” ενώ οι αγώνες στα σύγχρονα “εργαστήρια” του κεφαλαίου στην Κίνα, την Ινδία, την Ν.Α Ασία και αλλού δεν είναι ακριβώς αγώνες συγκρότησής του ως τάξης.

Πρόκειται γι’ αυτό που οι Endnotes αποκαλούν “πρόβλημα της σύνθεσης” (της τάξης), που έχει, φυσικά, καταλυτικές συνέπειες για το ζήτημα της οργάνωσης. Κάποιοι συνεχίζουν να προσπαθούν να το απαντήσουν επικαλούμενοι την “ενότητα” μιας ταυτότητας που δεν υπάρχει πια, εκβιάζοντας “συναντήσεις” αγώνων ή, εμμένοντας στους λενινισμούς τους, επιρρίπτουν στο προλεταριάτο αδυναμίες και “ελλείματα συνείδησης” που, προφανώς, θα ξεπεραστούν υπό την καθοδήγησή τους. Καμμιά από τις συνταγές αυτές, όμως, δεν δουλεύει. Η θεμελιώδης ενότητα-στον-διαχωρισμό σημαίνει ότι το προλεταριάτο μπορεί να ενοποιηθεί μόνο καταργώντας το κεφαλαίο, δηλαδή με την επανάσταση. Αλλά το ενοποιημένο προλεταριάτο δεν είναι παρά η καθολική αταξική ανθρωπότητα που, κατά τη γνωστή ρήση του Μαρξ, αφήνει πίσω την προϊστορία και περνά το “κατώφλι της ιστορίας”. Με άλλα λόγια, η αυτοκατάργηση του προλεταριάτου και η κατάργηση της αντίθεσης κεφάλαιο-εργασία συνυφαίνονται άρρηκτα στη διαλεκτική της επανάστασης: η επανάσταση είναι η διαλεκτική υπέρβαση της αντίθεσης κεφάλαιο-εργασία όντας ταυτόχρονα η διαδικασία αυτοκατάργησης του προλεταριάτου, δηλαδή της διάλυσής του μέσα από την ενοποίηση-ανύψωσή του στο επίπεδο της καθολικής αταξικής ανθρωπότητας [1].

Ως διαλεκτική διαδικασία, η επανάσταση δεν μπορεί να είναι μια “έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα”, ένα σημείο “συσσώρευσης” στο συνεχές επιμέρους αγώνων που το όριό τους είναι η επιβίωση και η αναπαραγωγή του προλεταριάτου ως προλεταριάτο. Είναι, αντίθετα, ασυνέχεια και άλμα που θα παραχθεί από την υπερχείλιση των επιμέρους αγώνων, όταν, δηλαδή. οι επιμέρους αγώνες, σε μια συγκυρία ήδη προχωρημένης αποσταθεροποίησης, προσκρούσουν και ξεπεράσουν το όριό τους, θέτοντας το ζήτημα της συνολικής ρήξης και υπέρβασης του υπάρχοντος: την ολομέτωπη επίθεση σε όλες τις πτυχές της σχέσης κεφάλαιο και κάθε σχέσης κυριαρχίας: κράτος, ιδιοκτησία, χρήμα, εργασία, φύλο, φυλή, χωρίς “μεταβατικά προγράμματα”.

Αν δούμε τη μορφή και το περιεχόμενο της επανάστασης από αυτή την οπτική, αυτό που θεωρώ πρόσφορο οργανωτικά είναι ο αδιάκοπος θεωρητικο-πρακτικός κριτικός αναστοχασμός του ποιοι/ποιες είμαστε, πού είμαστε και τι κάνουμε. Με άλλα λόγια, να συμβάλλουμε με κάθε τρόπο στη συνάντηση των διαφόρων “φραξιών” του προλεταριάτου – ιδιαίτερα των λιγότερο ορατών – και την δημιουργία σχέσεων μεταξύ πραγματικών υποκειμένων που θα αμφισβητούν πρακτικά τους διαχωρισμούς, την ίδια την υλική τους συνθήκη, δηλαδή το κεφάλαιο. Πρόκειται, ουσιαστικά, για την παραγωγή νέων μορφών ενότητας που μπορούν να προεικονίσουν την επανάσταση.

Επιστρέφοντας στο αρχικό παράθεμα των Endnotes, να “μάθουμε” από το παρελθόν των αγώνων του 20ου αιώνα, με κανένα τρόπο δεν σημαίνει να το προβάλλουμε στο παρόν, ούτε βέβαια να προσπαθούμε να “βρούμε” το παρόν σε κείνο το παρελθόν. Με αυτή την έννοια, θα έλεγα, ίσως προβοκατόρικα, ότι αυτό που ο Οκτώβης του 1917 μπορεί να μας διδάξει είναι ότι δεν έχει να μας διδάξει κάτι σήμερα. Η ριζική ιστορικότητα των αγώνων κάνει αποκλειστικά δικό μας το καθήκον να κατασκευάσουμε την επαναστατική στιγμή του παρόντος, με τα δικά μας υλικά. Όποια κι αν είναι αυτά. Γιατί, όπως λένε και οι συντρόφοι της Carbure: “το προλεταριάτο είναι επαναστατικό έτσι όπως είναι και δεν του λείπει τίποτα”.

redialect

[1] Στη γλώσσα της εγελιανής διαλεκτικής θα λέγαμε ότι η επανάσταση είναι aufhebung ή aufheben: ο όρος που στο θεμελιώδες σχήμα θέση-άρνηση-άρνηση της άρνησης σημαίνει τη διατήρηση μέσα από τη διάλυση σε μια ανώτερη ενότητα.

Ο κοκκινόμαυρος Οκτώβρης

«Στη Ρωσία, ο μπολσεβικισμός έχει ανανεώσει, κατά έναν τρόπο ριζικό και μεθοδικό, τα συστήματα αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης». Σήμερα, αυτή η πρόταση θα ηχούσε, κατά πάσα πιθανότητα, ως μια ειρωνεία. Έτσι, όμως, αρχίζει ένα μικρό κείμενο που τιτλοφορείται «Η αυτοδημοκρατία», και ο συγγραφέας του δεν έχει καμιά πρόθεση να ειρωνευτεί τους μπολσεβίκους. Πιστεύει, αντίθετα, ότι η αξία των ριζικών μεταρρυθμίσεων που έγιναν μετά από τον Οκτώβρη του 1917 «ξεπερνά τα όρια της Ρωσικής Επανάστασης τόσο λόγω της επίδρασης που αυτές ασκούν στην πολιτική σκέψη των υπόλοιπων εθνών όσο και από την άποψη των ιδεολογικών καταβολών τους». Στην επαναστατική Ρωσία των εργατικών συμβουλίων δρομολογήθηκε ένα «πείραμα» καθολικού εκδημοκρατισμού της κοινωνικής ζωής.

Διαβάζοντας τις επόμενες παραγράφους του ίδιου κειμένου θα μάθουμε περισσότερα για τη γενεαλογία αυτού του πειράματος «αυτοδημοκρατίας». Στη «λαϊκή αυτοκυβέρνηση» που επιχειρήθηκε στην Ρωσία το 1917 βρήκαν την πρακτική εφαρμογή τους η «άμεση νομοθεσία», «η φεντεραλιστική οργάνωση» της δημόσιας σφαίρας και η «άμεση λαϊκή διακυβέρνηση» που είχαν οραματιστεί και προτείνει ορισμένοι ουτοπικοί σοσιαλιστές του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, όπως ο Moritz Rittinghausen, συνεργάτης του Μαρξ και του Ένγκελς στην Neue Rheinische Zeitung κατά την επανάσταση του 1848, ο Émile Leverdays, ένας από τους πρωτεργάτες της Παρισινής Κομμούνας, και ο επίσης κομμουνάρος, Victor Prosper Considerant. Οι ιδεολογικές όμως καταβολές της σοβιετικής «αυτοδημοκρατίας» εκτείνονται ακόμα πιο πίσω στο χρόνο: «Το καθεστώς των σοβιέτ έλκει την προέλευσή του από τη φεντεραλιστική αυτονομία και βρίσκεται στον αντίποδα της συγκεντρωτικής τάσης του κρατικού σοσιαλισμού. Δεν είναι παρά ένα πολιτικό σύστημα του οποίου το γενικό περίγραμμα και τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά συναντώνται στα πολιτικο-φιλοσοφικά ιδεατά σχήματα των σημαντικότερων από τους στοχαστές της επαναστατικής και δημοκρατικής Γαλλίας» [1]. Το 1917 αποτελεί εκπλήρωση εκείνου που μετά το 1848 έγινε αντικείμενο θεωρητικής πραγμάτευσης, αλλά υπήρχε ως τάση ήδη από το 1789.

Μπορεί σήμερα να σκεφτόμαστε ότι ο συγγραφέας μας εδώ βλέπει φαντάσματα, ότι συγχέει τις δικές του επιθυμίες με τα πραγματικά γεγονότα. Εκείνος, όμως, που συνέταξε τις παραπάνω γραμμές δεν είναι κάποιος που θα περιμέναμε να βρούμε ανάμεσα στη μεγάλη λίστα των συνοδοιπόρων του μπολσεβικισμού κατά τον 20ο αιώνα. Το σύντομο άρθρο από το οποίο μόλις αντλήσαμε ορισμένες φράσεις ενδεικτικές μιας ασυνήθιστης θέασης του μπολσεβικισμού έφερε την υπογραφή του Ιταλού αναρχικού Camillo Berneri και δημοσιεύθηκε το 1919 στη δεκαπενθήμερη αναρχική επιθεώρηση Volontà (Βούληση) που εξέδιδαν στην Ανκόνα ο Luigi Fabbri και ο Cesare Agostinelli, αμφότεροι σύντροφοι και στενοί συνεργάτες του Ερίκο Μαλατέστα.

Αυτά που γράφει ο Μπερνέρι δεν τα γράφει από «πολιτική αφέλεια», ούτε τυφλωμένος από έναν άκριτο ενθουσιασμό. Στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, έχει κάμποσους και σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι ο Λένιν και οι σύντροφοί του είναι επαναστάτες, άνθρωποι αφοσιωμένοι στην υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι περισσότερες αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις στην Ευρώπη είχαν αποκρούσει τα κελεύσματα για εθνική ενότητα, με εξαίρεση την πλειοψηφία της γαλλικής CGT (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας), και μια ισχυρή μειοψηφία της ιταλικής USI (Ιταλική Συνδικαλιστική Ένωσης) υπό τον Alceste de Ambris, η οποία αποχώρησε για να σχηματίσει μαζί με άλλους σοσιαλιστές πρόμαχους της εμπλοκής του ιταλικού κράτους στον πόλεμο, όπως ο Μουσολίνι, τους Fasci dAzione Rivoluzionaria (Σύνδεσμοι Επαναστατικής Δράσης), την πρώτη οργανωτική έκφραση, δηλαδή, του ιταλικού φασισμού. Ενώ τα συνδικάτα και τα κόμματα που αναφέρονταν στη Δεύτερη Διεθνή συστρατεύθηκαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, με τις εθνικές αστικές τάξεις, οι αναρχικοί/ές, όλων των τάσεων, ως επί το πλείστον, αντιμετώπισαν τον πόλεμο ως μια καταστροφική κρίση της καπιταλιστικής νεωτερικότητας, το κόστος της οποίας καλούνταν να καταβάλλουν σε κάθε γωνιά της Ευρώπης οι προλετάριοι. Ο Λένιν και οι σύντροφοί του, υιοθετώντας κι αυτοί μια στάση διεθνιστικής εναντίωσης στον πόλεμο βρέθηκαν εκ των πραγμάτων κοντά στους/ις αναρχικούς/ές. Και παρέμειναν αρκετά κοντά και το 1917, αντιτάσσοντας από κοινού την εξουσία των εργατικών συμβουλίων στον κοινοβουλευτισμό, αλλά και κατά την περίοδο που ακολούθησε, μέχρι την άνοιξη του 1918, όταν έγιναν οι πρώτες μαζικές εκτελέσεις αναρχικών, με συνοπτικές διαδικασίες, στη Μόσχα, από το μπολσεβίκικο κόμμα-κράτος.

Ο ίδιος ο Μπερνέρι είχε εγκαταλείψει τη νεολαία του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας και είχε στραφεί στον αναρχισμό, το 1915, επειδή στους ιταλικούς αναρχικούς κύκλους είχε επικρατήσει η αντιπολεμική και αντιεθνικιστική τάση που εκπροσωπούσαν ο Μαλατέστα και ο Φάμπρι. Στον Λένιν, το 1917, έβλεπε έναν διεθνιστή επαναστάτη, και όχι έναν αρχηγό κράτους. Το ίδιο έβλεπε και το 1919, όταν ακόμα η καταστολή των αναρχικών από τους μπολσεβίκους έμοιαζε περιστασιακή, και μπορούσε εξ αποστάσεως να ερμηνευθεί ως σύμπτωμα όξυνσης των προστριβών εντός ενός κοινού επαναστατικού στρατοπέδου. Ανάλογη εικόνα, τότε, είχαν και τα μέλη των αναρχικών ομάδων στη Ρωσία. Στις επί μακρόν αγνοημένες πολιτικές μαρτυρίες και αποτιμήσεις αναρχικών που ἐζησαν και έδρασαν εκείνα τα χρόνια στη Ρωσία, ο Οκτώβρης του 1917 εικονογραφείται ως μια ιστορική τομή, μεγαλύτερης σημασίας ακόμα και από τη Γαλλική Επανάσταση. Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι θεωρούνταν αρχικά, αλλά και για κάμποσο καιρό αφότου είχαν ανέλθει στην εξουσία, ως ένα από τα ρεύματα που άνοιγαν τον δρόμο γι’ αυτήν τη συλλογική «έφοδο στον ουρανό».

Στις 25 του Οκτώβρη, κι ενώ αποσπάσματα ένοπλων εργατών στο Πέτρογκραντ είχαν ήδη αρχίσει να τοποθετούνται στα νευραλγικά σημεία της πόλης, η εβδομαδιαία εφημερίδα που εξέδιδε η Αναρχοσυνδικαλιστική Ένωση Προπαγάνδας, Golos Truda (Φωνή της Εργασίας), ξεκαθάριζε ότι εφόσον αυτό που συνέβαινε ήταν μια «ενέργεια των επαναστατημένων μαζών για πολιτικούς σκοπούς και κάτω απ’ την αιγίδα ενός πολιτικού κόμματος», η στάση των αναρχικών όφειλε να είναι αρνητική. Αν, όμως, αναλάμβαναν δράση οι ίδιες οι «επαναστατημένες μάζες», τότε οι αναρχικοί/ές έπρεπε να συμμετέχουν στο μαζικό αυτό κίνημα «με την πιο μεγάλη ενεργητικότητα» [2]. Δεν χρειάστηκε να ξηλωθούν λιθόστρωτα και να πυρποληθούν κυβερνητικά κτίρια, για να επιτευχθεί η κατάληψη του Πέτρογκραντ και για να ανατραπεί η κυβέρνηση Κερένσκι. Τεχνικά μιλώντας, ό,τι έγινε θα μπορούσε να περιγραφεί ως πραξικόπημα. Αλλά, όπως αναγνώρισε αργότερα ο Vsevolod Mihajlovič Èjhenbaum, γνωστός και ως VolinVoline), ένας από τους εμπνευστές και ο κύριος συντάκτης της Golos Truda, από τον Οκτώβρη και μετά, η επαναστατική διαδικασία που είχε ξεκινήσει από τον Φλεβάρη του 1917 στη Ρωσία μπήκε «σ’ έναν δρόμο πολύ ιδιαίτερο, ολοκληρωτικά ανεξερεύνητο»: πέρασε το κατώφλι της κοινωνικής επανάστασης [3]. Η ευρεία διάχυση και η ραγδαία ριζοσπαστικοποίηση, μέσω της ανάπτυξης διάφορων μορφών αυτο-οργάνωσης (εργατικά συμβούλια, συμβούλια στρατιωτών και αγροτών, εργοστασιακές επιτροπές, συνοικιακές επιτροπές), μιας πολλαπλότητας πρακτικών εναντίωσης στην αστική ταξική κυριαρχία, έτσι όπως αυτή ασκούνταν είτε στη μικροκλίμακα των χώρων εργασίας και της καθημερινής αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης είτε στο κεντρικό επίπεδο της υλοποίησης των αποφάσεων της κυβερνητικής εξουσίας, τον Οκτώβρη του 1917 οδήγησε, σύμφωνα με έναν άλλο Ρώσο αναρχικό, τον Grigorij Maksimov, σε μια «προσωρινή εξάλειψη του κράτους και στον κλονισμό εκ θεμελίων της καπιταλιστικής οικονομίας» [4].

Όσο κι αν απαιτήθηκαν πολιτικοί ελιγμοί για να επικρατήσει η εξουσία των εργατικών συμβουλίων έναντι της εξουσίας της προσωρινής κυβέρνησης συνασπισμού αστικών και εργατικών κομμάτων, που είχε σχηματιστεί μετά την εξέγερση του Φλεβάρη, ο Οκτώβρης δεν βιώθηκε ως μια θριαμβευτική απόδειξη του πόσο ιστορικά καθοριστική είναι η πολιτική διορατικότητα. Έγινε σημείο αναφοράς γιατί ήταν μια ριζική αμφισβήτηση της πολιτικής όπως την ξέρουμε: ως δραστηριότητα διαχωρισμένη από την πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, η οποία, ακριβώς επειδή παραμένει διαχωρισμένη, αφήνει άθικτες, και ακόμα περισσότερο, αντεπιδρώντας παραγωγικά, διαιωνίζει, τις κοινωνικές συνθήκες που καθιστούν την καθημερινή ζωή μια άθλια, επίμοχθη και ακατανόητη, εμπειρία διάψευσης πραγματικών δυνατοτήτων, προσαρμογής σε μια καταστατική ανελευθερία.

Εκείνο που έκανε την ιστορική διαφορά δεν ήταν ότι καταλήφθηκαν τα Χειμερινά Ανάκτορα από ανθρώπους οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονταν ως κομμουνιστές. Όπως έγραψε ο αναρχικός Efim Yartchuk, μέλος του σοβιέτ της Κρονστάνδης το 1917, και αργότερα, το 1937, ένας από τους χιλιάδες επαναστάτες που εκτελέστηκαν κατά τις Δίκες της Μόσχας: «η Επανάσταση του Οκτώβρη, φέροντας εντός της όλες τις δυνατότητες ενός ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού, ήταν στα ίδια τα θεμέλιά της ελευθεριακή. Είχε καταστρέψει τη συγκεντρωτική εξουσία, διασπείροντάς την στα σοβιέτ, ώστε να είναι πια αυτά που αποφασίζουν. Κατάφερε ένα θανάσιμο πλήγμα στη φεουδαρχική αγροτική τάξη πραγμάτων και επιδίωξε να προχωρήσει ακόμα πιο πέρα στο δρόμο της ολοσχερούς καταστροφής της νεωτερικής αστικής τάξης πραγμάτων. Η καταστροφή του παλιού ήταν ριζική, αλλά εκείνο που μετράει περισσότερο είναι ότι κίνητρο αυτής της τόσο ριζικής καταστροφής ήταν η θέληση να μετασχηματιστεί η κοινωνία στη βάση ελευθεριακών κομμουνιστικών αρχών. Να γιατί προκάλεσε τέτοιο μίσος, μια τόσο λυσσαλέα εχθρότητα από την πλευρά των εκμεταλλευτών, στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στο εξωτερικό» [4]. Μια δεκαετία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ωστόσο, ο Peter Archinov, ένας πρώην μπολσεβίκος που είχε γίνει αναρχικός το 1906, θα διακρίνει ανάμεσα σε δύο εκδοχές του Οκτώβρη. Από τη μία μεριά, ήταν ο «Οκτώβρης των εργατών», που ανέτρεψε «το τελευταίο και μεγαλύτερο εμπόδιο στην επανάσταση τους: την εξουσία του κράτους των, ήδη ηττημένων και αποδιοργανωμένων, κατεχουσών τάξεων». Από την άλλη, ήταν ο «Οκτώβρης των μπολσεβίκων», η υπαγωγή της επανάστασης στο κόμμα, μέσω «της υποκατάστασης της ιδέας της κοινωνικής επανάστασης και της κοινωνικής χειραφέτησης των μαζών από την ιδέα της σοβιετικής εξουσίας» [5].

Ό,τι τεχνικά έμοιαζε να συνιστά ένα πολιτικό πραξικόπημα, η ανατροπή μέσω ένοπλης εξέγερσης της κυβέρνησης Κεράνσκι, στην πραγματικότητα ήταν η «νομική επικύρωση», κατά τη διατύπωση του Alexander Bergman (ενός αναρχικού που το 1919 απελάθηκε, μετά από φυλάκιση δύο ετών εξαιτίας της αντιπολεμικής του στάσης, από τις ΗΠΑ στη σοβιετική Ρωσία), της εκ βάθρων κοινωνικής αλλαγής στην οποία είχε ήδη αρχίσει να αποδύεται το προλεταριάτο [6]. Ο προλεταριακός Οκτώβρης ήταν μια εξέγερση εν εξελίξει. Κι ως τέτοιος είχε οικουμενικό περιεχόμενο. Αποτελώντας μια απόπειρα άρσης των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων, ριζικής ανανέωσης των τρόπων με τους οποίους τα ανθρώπινα όντα σχετίζονται μεταξύ τους κατά την κοινωνική παραγωγή των ζωών τους, κατέτεινε σε μια παγκόσμια επανάσταση de facto, κι όχι μονάχα επειδή αυτό ήταν ένα κομβικό στοιχείο στον πολιτικό λόγο των μπολσεβίκων. Αυτό ήταν το πείραμα αυτοδημοκρατίας στο οποίο αναφερόταν ο Μπερνέρι. Ο Οκτώβρης των μπολσεβίκων, αντίθετα, η επαναστατική δικτατορία ενός κόμματος μετατρεπόμενου σε κράτος στο όνομα του προλεταριάτου, μακράν από το να εκφράζει σε ένα ανώτερο, υποτίθεται, επίπεδο ή να προασπίζει, τη νικηφόρα προλεταριακή εξέγερση, τελικά κατέπνιξε τη χειραφετητική δυναμική που η εξέγερση είχε αποδεσμεύσει σε όλες τις εκφάνσεις τις κοινωνικής ζωής, εγκαθιστώντας, κατά τις διατυπώσεις της αναρχικής Ida Mett, «πάνω στα συντρίμμια της κοινωνικής επανάστασης ένα ολιγαρχικό καθεστώς που δεν έχει τίποτα κοινό με τις ιδέες που είχαν εμπνεύσει την ίδια την ανάπτυξή της» [7].

Πέντε μόλις ημέρες πριν την εξέγερση του Οκτώβρη, η συντακτική ομάδα της Golos Truda είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο με τίτλο «Είναι αυτό το τέλος;». Θέμα του ήταν η ερμηνεία της λέξης «εξουσία» στο σύνθημα «όλη η εξουσία στα σοβιέτ», και το νόημα, επομένως, της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο:

«Αν με τον όρο “εξουσία” θέλουν να πουν ότι όλη η δημιουργική εργασία κι όλη η οργανωτική δραστηριότητα, σ’ όλη την έκταση της χώρας, θα περάσουν στα χέρια των εργατικών κι αγροτικών οργανισμών, που θα υποστηρίζονται απ’ τις ένοπλες μάζες·

Αν με την “εξουσία” εννοούν το απόλυτο δικαίωμα αυτών των οργανισμών ν’ ασκήσουν μια τέτοια δραστηριότητα και να συνασπισθούν μ’ αυτό το σκοπό, κατά ένα τρόπο φυσιολογικό κι ελεύθερο, αρχίζοντας έτσι τη νέα οικονομική και κοινωνική οικοδόμηση που θα οδηγήσει την Επανάσταση σε καινούριους ορίζοντες ειρήνης, οικονομικής ισότητας κι αληθινής ελευθερίας·

Αν με το σύνθημα “η εξουσία στα Σοβιέτ” δεν εννοούν τη δημιουργία εστιών μιας πολιτικής εξουσίας, εστιών υποταγμένων σ’ ένα γενικό πολιτικό κι εξουσιαστικό κέντρο του Κράτους·

Αν, τέλος, το πολιτικό κόμμα που αποβλέπει στην εξουσία και στην κυριαρχία διαλυθεί μετά τη νίκη και παραχωρήσει πραγματικά τη θέση του σε μια ελεύθερη αυτο-οργάνωση των εργαζομένων·

Αν η “εξουσία στα Σοβιέτ” δεν γίνει στην πραγματικότητα μια κρατική εξουσία ενός καινούριου πολιτικού κόμματος,

Τότε, και μόνον τότε, η νέα κρίση θα μπορέσει νά ’ναι η τελευταία, θα μπορέσει να σημάνει την αρχή μιας καινούριας εποχής» [8].

Οι περισσότεροι Ρώσοι αναρχικοί, και ιδίως εκείνο το τμήμα τους που συμμετείχε δραστήρια στην οικοδόμηση μορφών προλεταριακής αυτο-οργάνωσης, όπως οι εργοστασιακές επιτροπές, δεν απέρριπταν συλλήβδην το ενδεχόμενο κατάληψης της πολιτικής εξουσίας. Η κυβέρνηση Κερένσκι έπρεπε να ανατραπεί, και για να συμβεί αυτό ήταν αναγκαίο να επιστρατευτούν πολιτικά μέσα, συντονισμένες τακτικές κινήσεις, ελιγμοί ή ακόμα και μορφές καταναγκασμού. Αναρχικοί αγωνιστές μπορούσαν, ή μάλλον έπρεπε συχνά, να συνεργάζονται με μπολσεβίκους για να πετύχουν την τάδε ή τη δείνα απόφαση σε μια συνέλευση ενός εργατικού συμβουλίου ή μιας εργοστασιακής επιτροπής, αλλά και να συντονίζονται ώστε στην πράξη να επιβληθούν συγκεκριμένοι τρόποι εφαρμογής, και συγκεκριμένες πολιτικές ερμηνείες, των αποφάσεων στις οποίες κατέληγαν τέτοιου είδους συνελεύσεις, διαμορφώνοντας έτσι ενεργητικά έναν ευνοϊκό συσχετισμό δύναμης έναντι των άλλων, συμφιλιωτικών με την αστική τάξη, εργατικών κομμάτων. Και κάτι τέτοιο όντως γινόταν τακτικά από την άνοιξη του 1917 μέχρι και την εξέγερση του Οκτώβρη. Τόσο οι αναρχοκομμουνιστές όσο και οι αναρχοσυνδικαλιστές συνεργάζονταν με τους μπολσεβίκους. Τέσσερα τουλάχιστον από τα μέλη της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής του σοβιέτ της Πετρούπολης, η οποία κατάστρωσε και υλοποίησε το επιχειρησιακό πλάνο για την ανατροπή της κυβέρνησης Κερένσκι, μια πράξη αναμφίβολα πολιτική με την πιο στενή μάλιστα έννοια του όρου, ήταν αναρχικοί [9].

Η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, όμως, άνηκε στο καταστροφικό σκέλος της επανάστασης. Συγκαταλεγόταν σε όσα έπρεπε αναγκαστικά να γίνουν ώστε να αναιρεθεί η υπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων, βασική διάσταση της οποίας ήταν (και εξακολουθεί βέβαια σήμερα να είναι) ο διαχωρισμός της δημόσιας, τυπικής και αφηρημένης πολιτικής πραγματικότητας από την ιδιωτική, βιωματική και συγκεκριμένη κοινωνική-οικονομική πραγματικότητα. Το κόμμα των μπολσεβίκων, αντίθετα, από τη στιγμή που κατέλαβε την εξουσία άρχισε να στήνει μια επαναστατική δικτατορία η οποία έτεινε να γίνει ένα νέο πολιτικό καθεστώς, αντί να λειτουργεί ως μια πολιτική πτύχωση μιας μεταβατικής κοινωνικής μορφολογίας, ενός προσωρινού κι ασταθούς πλαισίου σχέσεων ανάμεσα σε ανταγωνιζόμενες κοινωνικές τάξεις, ενός πειράματος κοινωνικού μετασχηματισμού.

Τοποθετώντας στη θέση του αστικού κράτους, νοούμενου ως οργάνου καταπίεσης της εργατικής τάξης, ένα «σοσιαλιστικό κράτος», που προοριζόταν ιδεατά να λειτουργήσει ως όργανο καταπίεσης της αστικής τάξης, οι μπολσεβίκοι αναιρούσαν την «αυτοδημοκρατία» των συμβουλίων, την οποία επαινούσε ακόμα και το 1919 ο Μπερνέρι, και την οποία οι ίδιοι είχαν εγκαθιδρύσει ως πολιτικό σύστημα. Ενίσχυαν το κράτος αντί να το απονεκρώνουν. Για να υπερασπιστούν την εξουσία των εργατικών συμβουλίων ως πολιτική εξουσία υποκαθιστούσαν τον συλλογικό νου του αγωνιζόμενου προλεταριάτου από τον συλλογικό νου ενός κόμματος που αυτόκλητα διεκδικούσε το προνόμιο του αποκλειστικού εκπροσώπου της «πρωτοπορίας» του προλεταριάτου, εξουθενώνοντας τα εργατικά συμβούλια ως μορφές αμφισβήτησης της πολιτικής. Πολύ πριν τους απηνείς διωγμούς που εξαπέλυσε τη δεκαετία του 1930 η σταλινική γραφειοκρατία, αυτό που είχε αρχίσει να δημιουργείται, όπως είχε διαγνώσει ήδη από το 1918 η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ήταν ένα «καπιταλιστικό κράτος με το κεφάλι κάτω» [11]. Η ύπαρξη ενός τέτοιου κράτους, στη ρητορική των μπολσεβίκων, εμφανιζόταν ως ένας καρπός της επανάστασης, ως κάτι που ήλθε για να μείνει, και όχι ως ένα δυσάρεστο επεισόδιο κατά την πρώτη φάση της εκτύλιξής της, και δικαιολογούνταν με μια θεωρία περί δικτατορίας που προϋπέθετε υπόρρητα τη θέση «ότι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός είναι ένα πράγμα, για το οποίο το επαναστατικό κόμμα έχει τη συνταγή έτοιμη στην τσέπη του και δεν έχει να κάνει τίποτε άλλο παρά να την εφαρμόσει με ζήλο» [12].

Στους επαναστατικούς κύκλους της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής δεν δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην αντίφαση ανάμεσα στην εξέγερση του Οκτώβρη ως σημείο καμπής μιας εξελισσόμενης διαδικασίας προλεταριακής αυτοχειραφέτησης και την εξέγερση του Οκτώβρη ως πολιτικό στρατήγημα για την εγκαθίδρυση μια πολιτικής δικτατορίας, την οποία είχαν έγκαιρα αναδείξει οι αναρχικοί/ες στη Ρωσία, καθώς και η Λούξεμπουργκ. Οι απόψεις, άλλωστε, των αναρχικών που έζησαν σε πραγματικό χρόνο την εκτύλιξη αυτής της αντίφασης, πριν τη δεκαετία του 1940, όταν πρωτοκυκλοφόρησαν στα Αγγλικά και τα Γαλλικά τα γραπτά του Βολίν, της Μετ και του Μαξίμοφ, δεν είχαν βγει και πολύ έξω από τα ασφυκτικά στενά όρια των μικρών κύκλων των ομόδοξών τους και των Ρώσων πολιτικών προσφύγων. Τα γραπτά των μπολσεβίκων ηγετών, αντίθετα, τυπώνονταν από κρατικά τυπογραφεία και μεταφράζονταν ταχύτατα σε δεκάδες γλώσσες από κομματικούς στρατούς που αποκτούσαν με το πέρασμα του χρόνου όλο και μεγαλύτερη ισχύ ως κατά τόπους αντιπρόσωποι του σοβιετικού κόμματος-κράτους.

Οι νικητές, όπως ξέρουμε, γράφουν την ιστορία. Ακόμα και σήμερα, όποτε τυγχάνει να ανοίξει κουβέντα για τον Οκτώβρη του 1917, έχουμε να αναμετρηθούμε με τους μύθους που το κόμμα-κράτος των μπολσεβίκων καλλιέργησε μετά την επικράτησή του. Ένας από αυτούς, ίσως ο πιο ανθεκτικός, είναι ότι ο μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων είναι επί της ουσίας έργο ενός κόμματος ικανού να λειτουργεί ως στρατηγικός νους για τις «μάζες», ότι οι κοινωνικοί αγώνες «δεν αρκούν» από μόνοι τους για να δρομολογηθεί μια επαναστατική αλλαγή, ότι πρέπει ένας συγκεντρωτικός φορέας, ορατός στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, ένα πρόπλασμα κράτους, να έλθει να βάλει τα σωστά «πολιτικά περιεχόμενα». Ένας άλλος είναι ότι οι χαφιέδες και τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας που κατέκλυσαν από τη δεκαετία του 1930 τη σοβιετική επικράτεια ήταν ένα ατύχημα στον δρόμο για τον σοσιαλισμό. Και οι δύο αυτοί μύθοι αποσυνδέουν την κριτική προς το κεφάλαιο από την κριτική προς το κράτος. Συσκοτίζουν, επίσης, τον πιο δύσκολο και κρίσιμο κόμπο στο κουβάρι των γεγονότων που εκτυλίχθηκαν από τον Οκτώβρη του 1917 και μετά, που δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι το ίδιο συλλογικό σώμα, το κόμμα των μπολσεβίκων, που υπήρξε ένα από τα πιο αποτελεσματικά όργανα της επανάστασης μεταστράφηκε σύντομα στο πιο καταστροφικό όχημα της αντεπανάστασης. Ο Μαξίμοφ το 1940 θα κάνει λόγο για κάποιου είδους εξαπάτηση, τις παραμονές και κατά τον πρώτο καιρό της Οκτωβριανής Επανάστασης, από πλευράς των μπολσεβίκων, και προσωπικά του ίδιου του Λένιν: έβαλαν για λίγο στην άκρη τον μαρξιστικό κρατισμό, και διατράνωσαν την πίστη τους στην εργατική εξουσία, τον φεντεραλισμό, την αυτονομία και την προλεταριακή αυτοκυβέρνηση, για να καταφέρουν να επιβάλλουν από την πίσω πόρτα τη δική τους δικτατορία [13]. Ο Μπερνέρι, το 1936, από τη Βαρκελώνη, θα υποστηρίξει ότι η αντίφαση διέτρεχε τον ίδιο τον «λενινισμό», ο οποίος ήταν αφενός μια «επιστροφή στο επαναστατικό πνεύμα του μαρξισμού», κι αφετέρου μια «επιστροφή στα σοφίσματα και τις αφαιρέσεις της μαρξιστικής μεταφυσικής» [14].

Είτε έτσι είτε αλλιώς, αν κάτι αξίζει να διερωτηθούμε σήμερα, ανατρέχοντας στον Οκτώβρη του 1917 είναι ακριβώς αυτό: γιατί και πώς η αντεπανάσταση εμφανίστηκε εντός της επανάστασης, όχι ως μια εξωτερική δύναμη ανάσχεσης, αλλά ως μια εσωτερική δύναμη απονέκρωσης και καταστολής. Οι ιστορίες των αναρχικών εκείνης της περιόδου είναι ιστορίες ανθρώπων που μολονότι δεν έδωσαν, ή δεν μπορούσαν να δώσουν, πειστικές ή σωστές απαντήσεις, έθεσαν με διαύγεια ορισμένα από τα πιο ζωτικά ερωτήματα σε σχέση με τη δυνατότητα εξόδου της ανθρωπότητας από το μακραίωνο βασίλειο της ανελευθερίας. Και δεν έπαψαν να σκέφτονται τη δυνατότητα κατάργησης των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων ως κάτι αξεδιάλυτα συνυφασμένο με τη δυνατότητα κατάργησης του κράτους. Ο μύθος ότι ο ρόλος τους ήταν ασήμαντος, και τα γραπτά τους «αφελή», είναι ένα πολυφορεμένο, παρά την πλαστότητά του, άλλοθι για να συνεχίσουμε να αναπαράγουμε τους μπολσεβίκικους μύθους, για να εξακολουθούμε να πιστεύουμε άκριτα ότι οι πολιτικοί μέντορες και σύντροφοι του Στάλιν ήταν, τάχα, πιο διορατικοί/ες από τους συναγωνιστές/τριές τους που πρώτοι/ες βρέθηκαν στην θέση του θύματος γιατί επέλεξαν να υπερασπιστούν σε χρόνο ενεστώτα τον προλεταριακό Οκτώβρη ενάντια στον Οκτώβρη του κόμματος-κράτος, την επανάσταση ενάντια στην αντεπανάσταση, ακόμα κι αν αδυνατούσαν συχνά να συλλάβουν πόσο στενή ήταν η σχέση ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη.

[1] C. Berneri, “Lautodemocrazia” [1919], στον τόμο: P. C. Masini και A. Sorti (επιμ.), Scritti scelti di Camillo Berneri: Pietrogrado 1917 – Barcellona 1937, Milano: Sugar Editore, 1964, σελ. 30-34 – τα παραθέματα στις σελ. 30 και 34.

[2] Παρατίθεται στο έργο του Volin, Η άγνωστη επανάσταση, μετάφραση: Σ. Ζάκκας, 2 τόμοι, Αθήνα: Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1975-1976, τόμ. 2, σελ. 55-56.

[3] Ό.π., τόμ. 2, σελ. 5.

[4] G. P. Maximoff, The guillotine at work: Twenty years of terror in Russia, Chicago: The Chicago section of the Alexander Berkman Fund, 1940, σελ. 343.

[5] E. Yartchuk, “Les soviets et la défense de la révolution”, μετάφραση: A, Skirda, Autogestion et socialisme, 18-19 (1972), σελ. 229-235 – η αναφορά στη σελ. 231.

[6] P. Archinov, “Les 2 octobres” [1927], μετάφραση: A. Skirda, Autogestion et socialisme, 18-19 (1972), σελ. 185-197 – η αναφορά στις σελ. 189, 191.

[7] A. Berkman, The Russian tragedy [1922], επιμέλεια: W. G. Nowlin Jr., Sanday, Orkney: Cienfuegos Press Ltd., 1976, σελ. 13-15.

[8] I. Mett, La commune de Cronstadt: Crépuscule saglant des Soviets, Paris: Spartacus, [1949], σελ. 79.

[9] Το άρθρο αναδημοσιεύεται ολόκληρο από τον Volin, Η άγνωστη επανάσταση, σελ. 53-55 – το παράθεμα στις σελ. 53-54.

[10] Βλ. A. Rabinowitch, Prelude to revolution: The Petrograd Bolsheviks and the July 1917 Uprising, Bloomington και Indianapolis: Indiana University Press, 1968, σελ. 71-73, 100-102· P. Avrich, “The anarchists in the Russian Revolution”, Russian Review, 26:4 (1967), σελ. 341-350 – οι σχετικές αναφορές στις σελ. 344-346.

[11] Ρ. Λούξεμπουργκ, Η ρωσική επανάσταση, μετάφραση: Κ. Μιλτιάδης, Αθήνα: Εκδόσεις Κοροντζή, 1978, σελ. 78.

[12] Ό.π., σελ. 79.

[13] Βλ. Maximoff, The guillotine at work, σελ. 19-34.

[14] Berneri, “La dittatura del proletariato e il socialismo di stato” [1936], στον τόμο: Masini και Sorti (επιμ.), Scritti scelti di Camillo Berneri, σελ. 218-221 – τα παραθέματα στη σελ. 221.

Κομμουνιστικοποίηση και το ζήτημα του φασισμού1

Cherry Angioma23

Μια κριτική ματιά σε μερικές υποθέσεις των θεωρητικών της κομμουνιστικοποίησης – που εκφράζει τη θέση ότι οι συχνά ντετερμινιστικές τους προβλέψεις δεν είναι οι μόνες δυνατές εκβάσεις. “Η κομμουνιστικοποίηση που έχει σαν αποτέλεσμα μια αταξική κοινωνία είναι μόνο μια από τις δυνατότητες στον ορίζοντα”.

 

Έχουν περάσει τώρα περισσότερα από πέντε χρόνια από την έναρξη της οικονομικής κρίσης χωρίς να υπάρχει κάποιο σημάδι ανάπαυλας από τη λιτότητα, ενώ η ανασφάλεια αυξάνεται. Ούτε η παλιά αριστερά των συνδικάτων και των κομμάτων ούτε τα νεώτερα κοινωνικά κινήματα διαμαρτυρίας και άμεσης δράσης φαίνονται να μπορούν να ανταποκριθούν στο καθήκον να προσφέρουν έναν δρόμο προς τα μπρος. Στη διερεύνηση καινούριων δρόμων για τη χαρτογράφηση της κρίσης και τις δυνατότητες ζωής πέρα από τον καπιταλισμό, η έννοια της “κομμουνιστικοποίησης” έχει γίνει όλο και περισσότερο σημείο εστίασης της συζήτησης.

Η ίδια η λέξη υπάρχει στον αέρα από τις πρώιμες μέρες του κομμουνιστικού κινήματος. Ο Άγγλος ουτοπιστής Goodwyn Barmby, ο οποίος αναγνωρίζεται ως το πρώτο άτομο που χρησιμοποίησε τον όρο κομμουνιστής στην αγγλική γλώσσα, έγραψε ένα κείμενο ήδη από το 1841 με τον τίτλο “The Outlines of Communism, Associality and Communisation” [“Το περίγραμμα του Κομμουνισμού, της Συνεργασιμότητας και της Κομμουνιστικοποίησης”]. Συνέλαβε τις τέσσερις εποχές της ανθρωπότητας ως “Παραδείσια, Βαρβαροποίηση, Εκπολιτισμός και Κομμουνιστικοποίηση” [Paradisation, Barbarization, Civilization and Communisation], ενώ η σύζυγος και συνεργάτιδά του Catherine Barmby προείδε την τωρινή αντιπαράθεση σχετικά με το φύλο με πρώιμες φεμινιστικές παρεμβάσεις επιχειρηματολόγησης υπέρ της κομμουνιστικοποίησης ως μιας λύσης στο ζήτημα της γυναικείας υποταγής (η Goodwyn Barmby συζητείται στο άρθρο του Peter Linebaugh, “Meandering on the semantical-historical paths of communism and commons”, The Commoner, Δεκέμβριος 2010).

Η χρήση του όρου από το ζευγάρι Barmby για την περιγραφή της διαδικασίας μια κομμουνιστικής κοινωνίας δεν απέχει πολύ από την τωρινή χρήση του, αλλά ο όρος έχει αποκτήσει ένα πιο συγκεκριμένο σύνολο σημασιών από τη δεκαετία του 1970, όταν μέλη της γαλλικής “υπεραριστεράς” άρχισαν να τον παραθέτουν ως έναν τρόπο άσκησης κριτικής σε παραδοσιακές συλλήψεις της επανάστασης. Ο κομμουνισμός έχει συχνά συλληφθεί, τόσο από μαρξιστές όσο και αναρχικούς, ως μια μελλοντική κατάσταση της κοινωνίας που θα πρέπει να επιτευχθεί στο μακρινό μέλλον, αρκετό καιρό αφότου έχει ξεκαθαρίσει το μπερδεμένο τοπίο της επανάστασης. Για τους υποστηρικτές της κομμουνιστικοποίησης, από την άλλη, ο καπιταλισμός μπορεί να καταργηθεί μόνο με την άμεση δημιουργία διαφορετικών σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους, όπως η ελεύθερη διανομή αγαθών και η δημιουργία “κοινοτιστικών, αχρήματων, χωρίς κέρδος και κράτος μορφών ζωής. Η διαδικασία θα πάρει χρόνο για να ολοκληρωθεί αλλά θα ξεκινήσει στην αρχή της επανάστασης, η οποία δεν θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις του κομμουνισμού: θα δημιουργήσει τον κομμουνισμό” (Gilles Dauvé και Karl Nesic, “Communization, 2011).

Σήμερα αυτή η ευρεία έννοια κομμουνιστικοποίησης χρησιμοποιείται με διάφορους τρόπους, αλλά μπορούμε να πούμε βάσιμα ότι υπάρχουν δυο κύριοι πόλοι στις τρέχουσες αντιπαραθέσεις – αν και με πολλές αποχρώσεις ανάμεσά τους.

Υπάρχει αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε “βολονταριστική” αντίληψη της κομμουνιστικοποίησης, που σχετίζεται με άτομα επηρεασμένα από το περιοδικό Tiqqun και εκδόσεις που αποδίδονται στην Αόρατη Επιτροπή όπως το “Το Κάλεσμα” (2004) και η “Εξέγερση που έρχεται” (2007). Είναι βολονταριστική επειδή δίνεται μια έμφαση στο ότι οι άνθρωποι διαλέγουν να επιλέξουν πλευρά και να φύγουν από την καπιταλιστική κοινωνία – “Το Κάλεσμα” μιλά για “εγκατάλειψη” και “απόσχιση” – με σκοπό να δημιουργήσουν δίκτυα και χώρους, όπως κομμούνες, χαρακτηριζόμενους από “δράσεις κομμουνιστικοποίησης, δημιουργίας αυτή ή του άλλου κοινού χώρου, αυτής ή της άλλης μηχανής, αυτής ή της άλλης γνώσης” (“Το Κάλεσμα).

Αυτή η ιδέα έχει δεχτεί κριτική από τους άλλους κύριους υποστηρικτές της υπόθεσης της κομμουνιστικοποίησης, στη βάση της πλάνης της πρότασης για μια αναδυόμενη εναλλακτική κοινωνία εντός ενός καπιταλιστικού κόσμου Αυτό που θα καλούσα ως “δομιστική” κλίση της κομμουνιστικοποίησης συνδέεται ιδιαίτερα με το γαλλόφωνο περιοδικό Theorie Communiste (TC). Πιο πρόσφατα, οι ιδέες του έχουν υποστεί επεξεργασία και επεκταθεί σε συζητήσεις με παρόμοια σκεπτόμενες ομάδες που περιλαμβάνουν το αγγλόφωνο περιοδικό Endnotes και το σουηδικό περιοδικό Riff Raff. Αυτές οι κολλεκτίβες έχουν πρόσφατα συνεργαστεί στην παραγωγή του “Sic – ένα διεθνές περιοδικό για την κομμουνιστικοποίηση” (το πρώτο τεύχος εκδόθηκε το 2011).

Ονομάζω αυτή την προσέγγιση ως “δομιστική” επειδή σ’ αυτήν δίνεται πολύ μεγαλύτερη έμφαση στο πώς αναδύεται η δυνατότητα της κομμουνιστικοποίησης από τις δομικές αντιφάσεις ενός συγκεκριμένου σταδίου του καπιταλισμού. Μιλούν για την “Ιστορική παραγωγή της επανάστασης” και την “Κομμουνιστικοποίηση ως το ιστορικό προϊόν της αντίθεσης κεφάλαιο-εργασία” (Woland, “The historical production of the revolution of the current period”, 2010). Στην καρδιά αυτής της αντίθεσης είναι το γεγονός ότι ο καπιταλισμός είναι όλο και περισσότερο ανίκανος να εγγυηθεί την κοινωνική αναπαραγωγή, σε αντίθεση με το παρελθόν, όταν αυτό το έκανε κυρίως μέσω του μισθού. Αν και η μισθωτή εργασία εξακολουθεί να είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα αυξανόμενοι αριθμοί ανθρώπων, σε πολλά μέρη του κόσμου, μπορούσαν να αναπαράγουν τον εαυτό τους με εύλογη ασφάλεια μέσω των μισθών τους. Όχι απλά μια επιβίωση αλλά, για πολλούς, ένα υλικό πρότυπο ζωής καλλίτερο από αυτό των υποδεέστερων τάξεων σε οποιοδήποτε σημείο της ιστορίας. Στην Ευρώπη και την Αμερική, για παράδειγμα, ο τυπικός εργάτης στην αυτοκινητοβιομηχανία, ήδη τη δεκαετία του 1970, μπορούσε να αποκτήσει ένα σπίτι (είτε ως ιδιοκτήτης είτε νοικιάζοντάς το), ένα αυτοκίνητο, οικιακές συσκευές (τηλεόραση, πλυντήριο) και διακοπές στον ήλιο. Ο άμεσος μισθός συμπληρωνόταν από έναν αυξανόμενο “κοινωνικό μισθό” συντάξεων, υπηρεσιών υγείας, επιδομάτων ανεργίας κοκ.

Απαντώντας στην κρίση κερδοφορίας στη δεκαετία του 1970, ο καπιταλισμός αναδιάρθρωσε τον εαυτό του. Η παλιά ιδέα της “μιας δουλειάς για πάντα” πήγε στα άχρηστα. Για πολλούς, η πρόσβαση σε έναν “μισθό για να μπορείς να ζεις” είναι σποραδική και επισφαλής. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι θεωρούνται ως περισσευούμενοι για τις ανάγκες, καθώς ο καπιταλισμός κυνηγά την απρόσιτη ουτοπία του για την παραγωγή πλούτου χωρίς την ανάγκη ενός προλεταριάτου. Την ίδια στιγμή, το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας προοδευτικά διαβρώνεται. Για την TC και άλλους η δυνατότητα μιας επαναστατικής ρωγμής δημιουργείται από αυτή την εκδιπλωνόμενη αντίφαση – για να μπορέσουν να επιβιώσουν με μια αξιοβίωτη ζωή, αυτοί που εξαρτώνται από τη μισθωτή εργασία πρέπει να συγκρουστούν με τον καπιταλισμό.

Η πιθανότητα μιας κρίσης, στην οποία πλέον το χρήμα δεν λειτουργεί, είναι πραγματική και, όπως στην Αργεντινή το 2001, θα έθετε άμεσα το ζήτημα με ποιον άλλον τρόπο θα μπορούσαν να παράγονται και να διανέμονται τα απαραίτητα για τη ζωή. Μετατοπίζοντας την εστίαση από τον κομμουνισμό ως μια μακρινή μελλοντική ιδεατή κατάσταση σε μια άμεση πρακτική δραστηριότητα, η έννοια της κομμουνιστικοποίησης μπορεί να μας βοηθήσει να σκεφτούμε τι θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση ενός τέτοιου σεναρίου. Οι λεπτομέρειες σχετικά με το πώς ακριβώς οι άνθρωποι θα ικανοποιήσουν ο ένας τις ανάγκες του άλλου πέρα από τον ορίζοντα της αγοράς σπάνια μπαίνουν υπό θεώρηση, αλλά το να γίνει αυτό ίσως είναι ιδιαίτερα καρποφόρο.

Το πρόβλημα, όμως, με πολλές πλευρές τη θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης είναι ότι συχνά μοιάζει να υποθέτει πως, κάτω από την πίεση των γεγονότων, μεγάλης κλίμακας προσπάθειες για κομμουνιστικοποίηση είναι αναπόφευκτες ακόμα και αν η επιτυχία τους δεν είναι εγγυημένη. Για παράδειγμα, ο Bruno Astarian ισχυρίζεται ότι “όταν ξεσπά η καπιταλιστική κρίση, το προλεταριάτο αναγκάζεται να ξεσηκωθεί για να βρει μια άλλη κοινωνική μορφή κατάλληλη να αποκαταστήσει την κοινωνικοποίηση και την άμεση αναπαραγωγή του” (Bruno Astarian, “Δραστηριότητα κρίσης και κομμουνιστικοποίηση”, 20104).

Όμως, είναι δύσκολο, προς το παρόν, να καταδείξουμε παραδείγματα κομμουνιστικοποίησης στην πράξη, τουλάχιστον όχι πέρα από ξεσπάσματα πλιάτσικου και απαλλοτριώσεων ή τη μικρής διάρκειας καταλήψεις δημοσίου χώρου. Όπως παρατηρεί ο Benjamin Noys στην πρόσφατη επισκόπησή του, το παλιό κίνημα μπορεί να είναι σε κρίση αλλά “η ανάδυση ενός εναλλακτικού ‘πραγματικού κινήματος’ είναι, στην καλλίτερη περίπτωση, δύσκολο να ανιχνευθεί” (B.Noys “The Fabric of Struggles” στον τόμο “Communisation and its Discontents: Contestation, Critique, and Contemporary Struggles”, 2011).

Η κομμουνιστικοποίηση πρέπει να παραμείνει μια υποθετική δυνατότητα, αλλά, σίγουρα, το ίδιο πρέπει και η δυνατότητα άλλων εκβάσεων στην έξαρση της κρίσης – συμπεριλαμβανομένων μιας ανόδου του λαϊκιστικού εθνικισμού, του ρατσισμού και/ή του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, που ενσωματώνουν στοιχεία ενός αντιδραστικού “αντι-καπιταλισμού”. Τα χρόνια της κρίσης έχουν δει πολλές εξεγέρσεις αλλά, επίσης, και αντιδραστικές εξάρσεις στους δρόμους. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή έχει αυξήσει την υποστήριξή της και έχουν γίνει επιθέσεις σε μετανάστες. Στη Λιβύη, Αφρικανοί στην υποσαχάρια Αφρική στοχοποιήθηκαν από αντάρτες ενάντια στο καθεστώς Καντάφι. Έχουν υπάρξει ταραχές εναντίον των μειονοτικών ομάδων στην περιοχή Assam της Ινδίας (όπου στοχοποιήθηκαν μουσουλμάνοι μετανάστες) και στο Μπαγκλαντές (όπου στοχοποιήθηκαν Βουδιστές).

Η κριτική του Marcel Stoetzler στο “Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία” του John Holloway5 μπορεί να εφαρμοστεί επίσης σε μεγάλα τμήματα του ρεύματος της κομμουνιστικοποίησης: “υπάρχουν αντικαπιταλιστικές κραυγές και ρήγματα που καθόλου δεν είναι, και ούτε μπορούν καν δυνητικά να γίνουν, κομμουνιστικά: υπάρχουν αντιδραστικές, αντι-χειραφετητικές μορφές αντι-καπιταλισμού, και καθώς αυτές ήταν καθοριστικοί παράγοντες στην καταστροφική ιστορία του εικοστού αιώνα, η θεωρητική τους αντανάκλαση πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από μια κριτική δεύτερη σκέψη· πρέπει να είναι κεντρική” (“On the possibility that the revolution that will end capitalism might fail to usher in communism”, Journal of Classical Sociology, 2012, “Για την πιθανότητα η επανάσταση που θα θέσει τέλος στον καπιταλισμό να αποτύχει, ίσως, να μας οδηγήσει στον κομμουνισμό”). Μαζί με τον Holloway και τους περισσότερους από τους αυτόνομους μαρξιστές, οι υποστηρικτές της κομμουνιστικοποίησης συχνά θα φαίνονταν να υποφέρουν “από την έλλειψη μιας θεωρίας για τον φασισμό”.

Για τους συγγραφείς του “Καλέσματος”, μια ρητορική υπερβολή της έκτασης του τρόμου του παρόντος δίνει την εντύπωση ότι τα πράγματα δύσκολα μπορεί να γίνουν χειρότερα. Καθώς ζούμε ήδη με την “καταστροφή”, τη “συμφορά”, την “έρημο”, “τον κόσμο του εμφυλίου πολέμου”, υποτίθεται ότι ο φασισμός θα ήταν λίγο-πολύ κάτι το ίδιο. Φυσικά, έχουν δίκιο ότι ο πόλεμος, ο τρόμος και η καταπίεση συμβαίνουν τώρα, αλλά υπάρχει ένας ολόκληρος διαφορετικός κόσμος ανάμεσα σ’ αυτό και τη γενικευμένη εφαρμογή της γενοκτονίας. Επίσης, τείνουν να εξισώνουν χωρίς περίσκεψη την κοινοτοπία με τη βαρβαρότητα – μεταξύ των τρόμων που επικρίνουν είναι “η ανεξέλεγκτη επέκταση των προαστίων στην Φλώριδα, όπου η μιζέρια έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι κανείς δεν φαίνεται να την νιώθει” (μην νοιάζεστε, οι προ-επαναστάτες μπορoύν “να την νιώσουν” για λογαριασμό σας). Όπως συμβαίνει για το μεγαλύτερο τμήμα της μετα-καταστασιακής υπεραριστεράς, η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην ανία και το Buchenwald αφήνεται ανεξερεύνητη.

Άλλοι από το στρατόπεδο της κομμουνιστικοποίησης είναι περισσότερο σκεπτικοί απέναντι στις πιθανές μεταλλάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στο Sic no. 1, ο B.L. αναλογίζεται ότι “η ίδια η επανάσταση μπορεί να ωθήσει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στο να αναπτυχθεί με έναν απρόβλεπτο τρόπο, από την αναγέννηση της σκλαβιάς μέχρι την αυτοδιαχείριση” (“Το μετέωρο βήμα της κομμουνιστικοποίησης”, 2011). Υποθετικά ο φασισμός είναι μια τέτοια δυνατότητα αλλά, γενικά, ο κύριος κίνδυνος που τίθεται από τους θεωρητικούς της κομμουνιστικοποίησης είναι κάποιο είδος ριζοσπαστικής δημοκρατικής αυτοδιαχείρισης που επανεισάγει τον καπιταλισμό από την πίσω πόρτα.

Η υπεραριστερά και ο φασισμός

Δυστυχώς η ιστορική υπεραριστερά δεν προσφέρει αρκετά χρήσιμα εργαλεία για την κατανόηση του φασισμού και παρόμοιων κινημάτων. Λέγοντας “υπεραριστερά” εννοώ εκείνα τα ρεύματα που ιχνηλατούν την αφετηρία τους στις διάφορες ομάδες που αποσπάστηκαν από την κυρίαρχη Κομμουνιστική Διεθνή της δεκαετίας του 1920, συμπεριλαμβανομένων των “συμβουλιακών κομμουνιστών” και των “αριστερών κομμουνιστών” στη Γερμανία, την Ιταλία και αλλού. Στις δεκαετίες του 1960 και 1970, αναδύθηκαν νεώτερες ομάδες που συνδύασαν ιδέες από τα ρεύματα αυτά με στοιχεία παρμένα από την Καταστασιακή Διεθνή, την ομάδα “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα” και άλλους. Έχω πολύ καλή επίγνωση ότι ο όρος “υπεραριστερά” σπάνια έχει χρησιμοποιηθεί ως αυτοπροσδιορισμός από τέτοιες ομάδες και ότι πάντα υπήρχαν τεράστιες διαφορές μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον. Παρ’ όλα αυτά, θα χρησιμοποιήσω αυτόν τον όρο ως ένα γενικό εμπεριεκτικό όρο γα τον προσδιορισμό μιας πολιτικής περιοχής αρκετά διαφορετικής από τον Τροτσκισμό, τον Σταλινισμό και τον αναρχισμό.

Ο Ζακ Καμάτ ξεχωρίζει μεταξύ των υποστηρικτών της υπεραριστεράς καθώς αναγνωρίζει πως “o κόσμος στην αριστερά των δεκαετιών του 1920 και 1930 δεν ήθελε πραγματικά να λάβει υπόψιν και να αναλύσει τις ιδέες που προβάλλονταν από το κίνημα των Ναζί και άλλα σχετιζόμενα ρεύματα, και αυτό συνέβαινε παρά το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς τελικά επρόκειτο να υποφέρουν από την καταπίεση των Ναζί. Γενικά μιλώντας, δεν υπήρχε σοβαρή προσπάθεια για να εκτιμηθεί η πρωτοτυπία ή ό,τι άλλο αυτού που ερχόταν” (“Echoes of the Past”, 1980).

Στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 πολλοί στη γερμανική αριστερά, συμπεριλαμβανομένου του KAPD (Εργατικό Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας) και των φραξιών που το διαδέχθηκαν, είχαν προσκοληθεί σε μια εκδοχή θεωρίας της τελικής κρίσης, πιστεύοντας ότι ο καπιταλισμός ήταν στο χείλος μιας κατάρρευσης η οποία θα δρούσε καταλυτικά, επισπεύδοντας την επανάσταση. Με αυτή την προοπτική, την οποία μοιραζόταν και το σταλινοποιημένο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD), η μετέπειτα άνοδος του ναζισμού θεωρούνταν συχνά ως ένα εφήμερο φαινόμενο που σύντομα θα παρασυρόταν από την τελική αναμέτρηση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Ακόμα και ο συμβουλιακός κομμουνιστής Πάνεκουκ, ο οποίος ασκούσε κριτική στην “θεωρία της τελικής κρίσης”, φαινόταν να πιστεύει, ακόμα και τόσο αργά όσο το 1934, ότι τα κύρια εμπόδια στην επανάσταση ήταν οι αριστερίστικες ψευδαισθήσεις της εργατικής τάξης: “Μοιάζει να είναι μια αντίφαση ότι η παρούσα κρίση, πιο βαθιά και πιο καταστροφική από οποιαδήποτε προηγούμενη, δεν έχει δείξει σημάδια ξεσηκώματος της προλεταριακής επανάστασης. Αλλά το πρώτο της μεγάλο καθήκον είναι η απομάκρυνση των παλιών ψευδαισθήσεών της: από τη μια πλευρά, η ψευδαίσθηση να καταστεί ο καπιταλισμός υποφερτός μέσω μεταρρυθμίσεων που θα επιτευχθούν με την σοσιαλδημοκρατική κοινοβουλευτική πολιτική και τη δράση των συνδικάτων και, από την άλλη, η ψευδαίσθηση ότι ο καπιταλισμός μπορεί να ανατραπεί με μια επίθεση υπό την ηγεσία ενός Κομμουνιστικού Κόμματος, φορέα της επανάστασης” (Άντον Πάνεκουκ, “The theory of the collapse of capitalism”, Η θεωρία της κατάρρευσης του καπιταλισμού, 1934).

Στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, επαναστάτες βρέθηκαν αντιμέτωποι με άρχουσες τάξεις στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ, οι οποίες επεδίωκαν να νομιμοποιήσουν τη θέση τους τονίζοντας τα αντιφασιστικά διαπιστευτήριά τους. Υπήρχαν διάφορες στρατηγικές διαθέσιμες για να πολεμηθεί αυτή η ιδεολογία, συμπεριλαμβανομένης της παρατήρησης ότι αυτά τα “αντιφασιστικά” καθεστώτα τα είχαν στην πραγματικότητα βρει μια χαρά με τον Χίτλερ όταν τα βόλευε και ότι είχαν επιτρέψει σε φιλοναζί βιομήχανους, αστυνομικούς και στρατιωτικούς να παραμείνουν στη θέση τους μετά τον πόλεμο. Κάποιοι, όμως, από την υπεραριστερά προχώρησαν πολύ πιο μακριά και επεδίωξαν να υποβαθμίσουν τον συγκεκριμένο τρόμο του Ολοκαυτώματος σε συνήθη καπιταλισμό.

Το 1960 το γαλλόφωνο μπορντιγκιστικό περιοδικό Programme Communiste δημοσίευσε το περιώνυμο άρθρο “Auschwitz, or the Great Alibi” [“Άουσβιτς ή το Μεγάλο Άλλοθι”] που υπονοούσε ότι η μαζική δολοφονία των Εβραίων δεν ήταν αποτέλεσμα του αντισημιτισμού αλλά απλά μια στιγμή στην εξολόθρευση των μικροαστών ως αποτελέσματος της “ακαταμάχητης επέλασης της συσσώρευσης του κεφαλαίου”. Κατά τα φαινόμενα δολοφονήθηκαν “όχι επειδή ήταν Εβραίοι αλλά επειδή αποβλήθηκαν από την παραγωγική διαδικασία”. Προφανώς, αυτό είναι και εμπειρικά μια ανοησία, καθώς Εβραίοι από όλες τις τάξεις δολοφονήθηκαν και όχι απλά όσοι μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως “μικροαστοί”. Επιπλέον, όμως, ξέπλενε τους δολοφόνους ως απλά ακολουθούντες τη λογική της συσσώρευσης και, ίσως, ακόμα-ακόμα, ενάντια στην επιθυμία τους: “ο γερμανικός καπιταλισμός “συμβιβάστηκε”6 δύσκολα με τον φόνο, αυτό και τίποτα άλλο7.

Είναι αξιοσημείωτο ότι το άρθρο αυτό επαναδημοσιεύτηκε σε μια μπροσούρα το 1970 από μια ομάδα γύρω από το παρισινό βιβλιοπωλείο της υπεραριστεράς La Vielle Taupe. Για μερικούς από αυτήν την σκηνή, ιδιαίτερα τον Pierre Guillaume, αυτή ήταν η αρχή σε ένα ταξίδι προς την πλήρη άρνηση του Ολοκαυτώματος. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Guillaume έφτασε να υπερασπίζεται τον Robert Faurisson, έναν Γάλλο συγγραφέα που ισχυριζόταν ότι οι θάλαμοι αερίων ήταν μια απάτη. Η υπεραριστερή ομάδα Guerre Sociale, η οποία περιελάμβανε τον Dominque Blanc, έβγαλε μια αφίσα με τίτλο “Qui est la juif?” (“Ποιος είναι ο Εβραίος;”) η οποία συνέκρινε την αντιμετώπιση του Faurisson με την τύχη των Εβραίων. Μετά τη διάλυση αυτής της ομάδας, ο Guillaume εξελίχθηκε σε έναν εξέχοντα εκδότη της αναθεωρητικής8 βιβλιογραφίας – ενός “αρνητή”, négationniste, για να χρησιμοποιήσουμε τον γαλλικό όρο.

Είναι ενδιαφέρον ότι ήταν σ’ αυτό ακριβώς το περιβάλλον που αναδύθηκε για πρώτη φορά η τρέχουσα έννοια της κομμουνιστικοποίησης: “Δεν είναι βέβαιο ποιος χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τη λέξη…Σύμφωνα με την καλλίτερη γνώση που διαθέτουμε, ήταν ο Dominique Blanc: προφορικά τα χρόνια 1972-1974…Οποιοσδήποτε και να εισήγαγε τον όρο, η ιδέα κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή στο μικρό περιβάλλον γύρω από το βιβλιοπωλείο La Vieille Taupe (“Γέρο-Τυφλοπόντικας”, 1965-72). Μετά τα γεγονότα του Μάη του 1968, ο βιβλιοπώλης Pierre Guillaume, πρώην μέλος της ομάδας “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα” και της “Εργατικής Εξουσίας” και για λίγο κοντά στον Γκυ Ντεμπόρ (που ήταν ο ίδιος μέλος της ομάδας “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα” το διάστημα 1960-1961), προωθούσε σταθερά την ιδέα της επανάστασης ως μιας διαδικασίας κομμουνιστικοποίησης” (Gilles Dauvé και Karl Nesic, Communisation, 2011).

Προφανώς δεν έχω την άποψη ότι η ιδέα της κομμουνιστικοποίησης είναι θανάσιμα μιασμένη από τη συσχέτισή της με άτομα όπως ο Guillaume και ο Blanc ούτε ότι οποιοσδήποτε σε αυτό το πρώιμο περιβάλλον της κομμουνιστικοποίησης μπορεί να μπει στο ίδιο καζάνι με κάθε αναθεωρητή/αρνητή9. Για παράδειγμα, ο Ντωβέ είναι ξεκάθαρος και κατηγορηματικός ότι “η ναζιστική Γερμανία σκότωσε εκατομμύρια Εβραίους και πολλούς από αυτούς σε θαλάμους αερίων. Αυτά είναι ιστορικά γεγονότα”· συνέβαλε σε μια λεπτομερή κριτική αποτίμηση της περίπτωσης Faurisson στο περιοδικό La Banquise το 1983 – “Le roman de nos origins” (μεταφρασμένο στα αγγλικά ως: “Re-collecting our past”).

Παρ’ όλα αυτά θα ήταν παραπλανητικό να δούμε αυτό το επεισόδιο απλά ως μια περίπτωση ατομικής παθολογίας, όπως φαίνεται να κάνουν οι Endnotes στην επισκόπησή τους για το συγκεκριμένο αυτό ρεύμα: “Για λόγους που είναι γνωστοί μόνο στον ίδιο, ο Pierre Guillaume έγινε εξέχων υπερασπιστής του Faurisson και κατάφερε να προσελκύσει αρκετά από τα “μέλη” του La Vielle Taupe και του La Guerre Sociale (ιδιαίτερα τον Dominique Blanc) στον σκοπό του (Φέρτε τους Νεκρούς σας, Endnotes #1: “Προκαταρκτικό υλικό για έναν απολογισμό του 20ού αιώνα”, ελλ. μετάφραση: εκδόσεις του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015).

Η δύναμη της ιστορικής υπεραριστεράς σε όλες τις μορφές της είναι η άρνησή της να υποστηρίξει καπιταλιστικά ρεύματα οποιουδήποτε είδους – καμμιά “κριτική υποστήριξη” σε σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς, καμμιά υπεράσπιση των σταλινικών αστυνομικών κρατών, κανένας οπαδικός πανηγυρισμός για εθνικοαπελευθερωτικές δικτατορίες σε αναμονή. Έχει υποστηρίξει, σωστά, ότι η αθλιότητα, η εκμετάλλευση και ο πόλεμος συνεχίζονται κάτω από τη μάσκα του “σοσιαλισμού”, του αντιφασισμού και της δημοκρατίας όπως και κάτω από τον φασισμό και τη στρατιωτική εξουσία.

Υπάρχει όμως ένας μόνιμος κίνδυνος με αυτή τη θέση, να βλέπει κανείς όλες τις μορφές καπιταλιστικής εξουσίας ως ταυτόσημες, καθώς και αυτός να κατανοείται λανθασμένα οτιδήποτε συμβαίνει υπό τον καπιταλισμό σαν να καθορίζεται απλά από τη λογική της συσσώρευσης, χωρίς καμμιά αναφορά σε οποιουσδήποτε άλλους ιστορικούς ή πολιτικούς παράγοντες. Στο περιθώριο, ίσως αυτό τροφοδοτεί έναν πειρασμό να είναι κανείς δεκτικός σε ιδέες όπως ο αναθεωρητισμός σχετικά με το Ολοκαύτωμα, αναθεωρητισμός που ξεριζώνει βολικά τη μαρτυρία για τις συγκεκριμένες θηριωδίες του Εθνικοσοσιαλισμού και, συνεπώς, στηρίζει τη θέση ότι δεν υπάρχει κάποια πραγματική διαφορά ανάμεσα στον Χίτλερ και οποιονδήποτε άλλο καπιταλιστή πολιτικό. Φυσικά, ο Χίτλερ κυβέρνησε προς το συμφέρον του γερμανικού κεφαλαίου, συντρίβοντας της αντικαπιταλιστική αντιπολίτευση και παρέχοντας δουλειά σκλάβων σε εταιρείες όπως οι Daimler-Benz και BMW. Αλλά η Σοά ήταν ένα χωρίς προηγούμενο και μοναδικό επεισόδιο βιομηχανοποιημένης ρατσιστικής εξόντωσης που δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί με βάση την οικονομία.

Κρίση και αντίδραση

Αμφιβάλλω ότι πολλοί θεωρητικοί της κομμουνιστικοποίησης θα αρνούνταν τη δυνατότητα το κεφάλαιο να γεννά μέτρα δολοφονικά, ρατσιστικά, ακόμα και στον βαθμό της γενοκτονίας, για να εκτρέψει την εναλλακτική της επανάστασης. Αλλά το ζήτημα δεν είναι μόνο πώς το κράτος και το κεφάλαιο μπορούν να αποκριθούν κάτω από μια απειλή, αλλά πώς η ίδια η δυναμική του κοινωνικού ανταγωνισμού και η κρίση μπορούν να οδηγήσουν στον φασισμό ή κάποια άλλη, του 21ου αιώνα, εκδοχή του “από τα κάτω”.

Αν αληθεύει ότι η ανικανότητα του καπιταλισμού να εγγυηθεί την κοινωνική αναπαραγωγή δεν μπορεί παρά να παρακινήσει διάφορα είδη συλλογικών προσπαθειών για την εξασφάλιση μιας αξιοβίωτης ζωής, δεν υπάρχει κανένας άμεσος λόγος που αυτές οι προσπάθειες θα έπρεπε να πάρουν μια επεκτατική, διεθνιστική κατεύθυνση. Η ιστορική εμπειρία θα υπέτεινε ότι είναι εξίσου πιθανόν πολλοί άνθρωποι να επιστρέψουν σε ένα είδος περιορισμένης εθνικής, θρησκευτικής, φυλετικής ή διευρυμένης οικογενειακής/φατριαστικής ταυτότητας και να επιδιώξουν να εξασφαλίσουν την επιβίωση και την αναπαραγωγή της δικής τους αυτοπροσδιορισμένης ομάδας – και, αν είναι αναγκαίο, εις βάρος των άλλων.

Μπορούμε να δούμε ίχνη αυτής της τάσης, σήμερα, στη λαϊκή υποστήριξη που υπάρχει σε πολλές χώρες για πιο αυστηρούς ελέγχους στη μετανάστευση, στην καρδιά της οποίας, όσον αφορά την εργατική τάξη, βρίσκεται μια απαίτηση για προστασία της θέσης της, στις ιστορικά πιο εύπορες χώρες, από τις συνέπειες της ένδειας που υπάρχει αλλού, ακόμα και αν το τίμημα που πληρώνεται από άλλους είναι τα κέντρα κράτησης και οι θάνατοι στα πελάγη μεταναστών που παίρνουν το ρίσκο να παρακάμψουν τους συνοριακούς ελέγχους.

Μια πιθανή έκβαση της κρίσης είναι ένα είδος κράτους-λεηλασίας [plunder-state], στην οποία το κεφάλαιο ουσιαστικά “ρίχνει” ένα μέρος του πληθυσμού στους “λύκους” για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του, αναστέλλοντας τους συνηθισμένους κανόνες για την ιδιοκτησία ώστε να επιτρέψει τη λεηλασία των πόρων και τις προσωπικές συνέπειες στις περιθωριοποιημένες κοινότητες. Μπορούμε βάσιμα να πούμε ότι εν μέρει αυτός ήταν ο τρόπος που οι Ναζί εξασφάλισαν την υποστήριξη πολλών Γερμανών από όλες τις τάξεις. Η θέση του βιβλίου του Goetz Aly “Hitler’s People’s State: Robbery, Racial War and National Socialism” (2005) είναι ακριβώς ότι πολλοί Γερμανοί, συμπεριλαμβανομένων και προλετάριων, μπόρεσαν να επωφεληθούν υλικά από τη λεηλασία των Εβραίων και άλλων μειονοτήτων.

Είναι ενδιαφέρον ότι αυτό αναγνωρίζεται από τους βασισμένους στο Βερολίνο υποστηρικτές της κομμουνιστικοποίησης Φίλοι/ες της Αταξικής Κοινωνίας που επιχειρηματολογούν ότι: “όσο αδιαμφισβήτητο είναι ότι το φασιστικό κράτος αρχικά στοχοποίησε το εργατικό κίνημα, είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι μπόρεσε να επεκτείνει τη μαζική του βάση στην εργατική τάξη. Ως φυλετικά προνομιούχοι επιστάτες εκατομμυρίων σκλάβων-εργατών, ως οι πεζικάριοι τους γερμανικού πολέμου της εξάλειψης, ως οι δικαιούχοι και ευνοούμενοι από την “Αριανοποίηση”, ένα σημαντικό κομμάτι του γερμανικού προλεταριάτου απορροφήθηκε στην εθνική κοινότητα” (“28 Θέσεις για την Αταξική Κοινωνία”, Kosmoprolet, No. 1, 2007, https://coghnorti.wordpress.com/texts/kosmoprolet-28-theseis.).

Επιπλέον, όσο καπιταλιστική κι αν ήταν η εθνικοσοσιαλιστική εξουσία άντλησε, επίσης, κάποια από την υποστήριξή της από ένα “αντικαπιταλιστικό” συναίσθημα, όπως συνειδητοποιεί ο Καμμάτ: “ο Ναζισμός πρότεινε μια κοινότητα, την Κοινότητα του Λαού [Volksgemeinschaft], σε όλους τους ανθρώπους που ξεριζώθηκαν και έχασαν τα πάντα από την κίνηση του κεφαλαίου” (αν και είναι ακριβέστερο να πούμε ότι αυτό το πρόσφερε μόνο σε κάποιους από τον λαό!). Αυτή η έννοια της “κοινότητας ως Gemeinschaft, η ομαδοποίηση ανθρώπων που κατέχουν μια συγκεκριμένη ταυτότητα και έχουν συγκεκριμένες ρίζες…το πεδίο του αποκλειστικού είναι, που γεννά την απομάκρυνση και τον αποκλεισμό των άλλων” (Echoes of the Past) κατά κανέναν τρόπο δεν περιορίζεται στη Γερμανία της δεκαετίας του 1930.

Μια άλλη πιθανότητα είναι αυτή της υπέρβασης μιας κρατικά διαχειριζόμενης λεηλασίας προς τοπικοποιημένα κινήματα ανταρσίας με μια ρατσιστική διάσταση. Ακόμα και μερικά από τα μεγάλα κινήματα του παρελθόντος, που επευφημούνται από επαναστάτες σήμερα, είχαν κάποιες φορές αυτό το άρωμα – στη διάρκεια της εξέγερσης των Άγγλων Χωρικών το 1381 οι εξεγερμένοι στοχοποιούσαν συγκεκριμένα τους ξένους, αποκεφαλίζοντας τουλάχιστον 40 Φλαμανδούς, ενώ οι “ταραχές του Gordon” το 1780 διακρίθηκαν από επιθέσεις στους Ιρλανδούς του Λονδίνου παρακινούμενες από αντι-Καθολικά αισθήματα. Αν και τα περισσότερα σύγχρονα επαναστατικά κινήματα έχουν γενικά αποφύγει κάτι τέτοιο, η μαζική συμμετοχή σε εθνικές σφαγές/εκκαθαρίσεις τα προηγούμενα 25 χρόνια στην πρώην Γιουγκοσλαβία και την Ρουάντα υποτείνει ότι αυτό είναι πάντα μια πιθανότητα.

Μπορούμε ακόμα-ακόμα να διανοηθούμε μια φυλετικοποιημένη μερική κομμουνιστικοποίηση, στην οποία ένα μέρος της κοινότητας εμπεδώνει εσωτερικές σχέσεις ισότητας και μοιράσματος πόρων ενώ, ταυτόχρονα, “εθνικά εκκαθαρισμένοι” άνθρωποι ορίζονται ως “ξένοι/εκτός”. Ένα τέτοιο όραμα, για παράδειγμα, διακηρύσσεται από την, ευτυχώς, περιθωριακή “Εθνο-αναρχική” σκηνή, με το κάλεσμά της για φυλετικά καθαρές κοινότητες που θα αντικαταστήσουν τον καπιταλισμό και το κράτος. Για να παραθέσω και πάλι τον Stoetzler: “γιατί δεν μπορεί ένας φυλετικός, υπερ-ιεραρχικός, αντισημιτικός, ‘εθνικο-σοσιαλιστικός’ μετα-καπιταλισμός να αναδυθεί μέσα από το χάος; Ακόμα και σήμερα υπάρχουν τριγύρω περισσότεροι από αρκετοί ‘αριστεροί φασίστες’, ‘αυτόνομοι εθνικιστές’ κοκ., που έχουν αυτό ακριβώς το όνειρο και οι πιθανότητές τους δεν είναι τόσο κακές. Στον κόσμο τους, ο Χίτλερ είναι ένοχος γιατί ξεπούλησε την εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση στους ‘Εβραίους’ και ‘το σύστημα’. Αν οι υπόλοιποι από μας υποτιμήσουμε την πιθανότητα της νίκης τους εξαιτίας μιας απομένουσας πεποίθησης πως είναι, κατά κάποιο τρόπο, γραμμένο στο DNA της παγκόσμιας ιστορίας ότι μετά τον καπιταλισμό τα πράγματα μπορούν να γίνουν μόνο καλλίτερα, αυτό το κάνουμε με δικό μας κίνδυνο…γνήσιοι αντι-καπιταλιστές φασίστες μπορεί να αναδυθούν και να επικρατήσουν απέναντι σε φιλο-καπιταλιστές φασίστες σε μια κατάσταση που ο καπιταλισμός είναι στα τελευταία του και που, εν πάσει περιπτώσει, πολύς κόσμος που προσβλέπει σε μια αποτελεσματική δύναμη για να ξεφορτωθεί τον φιλελευθερισμό-καπιταλισμό (και που είτε προσυπογράφει ή πραγματικά δεν αντιτίθεται και τόσο σε τέτοια ζητήματα όπως ο αντισημιτισμός, ο ρατσισμός, ο σεξισμός) θα τους δώσει το ελαφρυντικό της αμφιβολίας, όπως έχει ξανασυμβεί και πριν (οι φασίστες έχουν κι αυτοί, συχνά, μια χαρά συσσίτια)” .

Για μεγάλα κομμάτια της ιστορικής υπεραριστεράς αυτό δεν ήταν πραγματικά πρόβλημα καθώς η ντετερμινιστική “μαρξιστική” τους θέση εμπότιζε την εργατική τάξη με μια επαναστατική μοίρα. Το εξαιρετικά αμφιλεγόμενο “Auschwitz, or the Great Alibi” το εξέφρασε αυτό πολύ καθαρά: “Συμβαίνει κάποιες φορές οι ίδιοι οι εργάτες ενδίδουν στον ρατσισμό. Αυτό συμβαίνει όταν, απειλούμενοι από τη μαζική ανεργία, προσπαθούν να ενωθούν σε συγκεκριμένες ομάδες: Ιταλοί, Πολωνοί ή άλλοι “βρωμιάρηδες ξένοι”, “βρωμο-Άραβες”, “νέγροι”, κλπ. Αλλά στο προλεταριάτο αυτές οι ενορμήσεις παρουσιάζονται μόνο στις χειρότερες στιγμές της αποκαρδίωσης και δεν κρατούν για πολύ. Με το που μπαίνει στον αγώνα, το προλεταριάτο βλέπει καθαρά και συγκεκριμένα τον αντίπαλο: είναι μια ομοιογενής τάξη με μια ιστορική προοπτική και αποστολή”.

Σήμερα είναι δύσκολο να είναι κανείς τόσο άμεσα αισιόδοξος. Η κομμουνιστικοποίηση, που έχει σαν αποτέλεσμα μιαν αταξική κοινωνία, είναι μόνο μια από τις δυνατότητες στον ορίζοντα, και αυτοί που την υποστηρίζουν θα πρέπει να στοχαστούν περισσότερο πάνω σε μερικές από τις άλλες δυνατές εκβάσεις και το πώς θα αποφευχθούν. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο (1848) μιλά για τις εναλλακτικές “μιας επαναστατικής επανασύστασης της κοινωνίας μακροπρόθεσμα, ή…στα κοινά ερείπια των ανταγωνιζόμενων τάξεων”. Μετά τον Ένγκελς, η Ρόζα Λούξεμπουργκ μίλησε για την επιλογή ανάμεσα στον σοσιαλισμό ή τη βαρβαρότητα10. Τα “ερείπια” και η “βαρβαρότητα”, στα οποία αναφέρονται, δεν ήταν απλά η συνέχιση του καπιταλισμού όπως τον γνωρίζουμε αλλά η κατάρρευση της κοινωνίας σε μια κατάσταση ενός ολοκληρωτικά αδηφάγου πολέμου και τρόμου. Ίσως είναι αλήθεια ότι κανένας τοπικός ρατσιστικός ή εθνικιστικός “αντι-καπιταλισμός” δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει μια βιώσιμη εναλλακτική στον καπιταλισμό – η κοινωνική αναπαραγωγή σήμερα δεν μπορεί να ξεφύγει από μια παγκόσμια ανθρώπινη κοινωνία. Ο Astarian δεν είναι ο μόνος μεταξύ των φίλων της κομμουνιστικοποίησης που υποθέτει ότι οι όποιες τέτοιες αντιφάσεις δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινές μόνο αποκλίσεις από τον δρόμο προς ένα καλλίτερο μέλλον: “Όταν οι αντεπαναστατικές προλεταριακές εναλλακτικές θα έχουν καταδείξει την αναποτελεσματικότητά τους να φέρουν την οικονομική σωτηρία του προλεταριάτου, η κομμουνιστικοποίηση θα φέρει το άλμα προς την μη-οικονομία” (Communisation As a Way Out of the Crisis, 2007). Αλλά τα τελευταία εκατό χρόνια και, στην πραγματικότητα, μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας υποτείνουν ότι σε καιρούς κρίσης ο δρόμος προς τα μπρος μπορεί να μπλοκαριστεί μόνιμα από απέλπιδα ενδοκοινοτική βία και την πτωτική σπείρα των σφαγών και των αντιποίνων – ή, όταν μια ομάδα είναι ιδιαίτερα περιθωριοποιημένη, σφαγών χωρίς καν τον φόβο των αντιποίνων.

Αντιπαρατιθέμενοι με αυτή την πιθανότητα δεν σημαίνει ότι προσυπογράφουμε κάποιο “αντιφασιστικό” λαϊκό μέτωπο του κράτους, των ΜΜΕ ή κάποιων διασημοτήτων αλλά σημαίνει ότι έχουμε διαρκώς επίγνωση της πιθανότητας πως ακόμα και φαινομενικά ριζοσπαστικά, ανατρεπτικά κινήματα μπορεί να πάρουν μια τρομακτική κατεύθυνση. Σημαίνει, επίσης, να αντιπαρατιθέμεθα με δυνητικές εκδηλώσεις αυτής της τάσης σε κάθε καμπή εντός των πραγματικών κινημάτων τριγύρω μας, είτε πρόκειται για την ανάδυση εθνικιστικών αντιμεταναστευτικών αισθημάτων σε αγώνες στους εργασιακούς χώρους (πχ. “βρετανικές δουλειές για Βρετανούς εργάτες”) είτε για ανακατασκευασμένες έννοιες αντισημιτισμού της μορφής να σώσουμε την “πραγματική οικονομία” από τους “κοσμοπολίτες” δανειστές (πχ. οι αμφιλεγόμενες “αχρήματες” έννοιες του “κινήματος Zeitgeist” στο περιθώριο των δράσεων του κινήματος Occupy).

Να καταφεύγουμε σε μια κοσμοθεώρηση στην οποία λαμβάνονται σοβαρά μόνο η κομμουνιστικοποίηση ή η συνέχιση της υπάρχουσας κατάστασης, σημαίνει να αρνούμαστε το φάσμα των ιστορικών επιλογών και τελικά να αρνούμαστε τον ανθρώπινο παράγοντα με όλο το θετικό και αρνητικό δυναμικό του.

1 Στμ. Το παρόν μπορεί να βρεθεί μεταφρασμένο και στο: https://toagathitisrodou.wordpress.com/2013/03/07//h-θεωρία-της-κομμουνιστικοποίησης-και/.

2 Δεν έχω συμπεριλάβει όλους τους συνδέσμους για τα άρθρα που παρατίθενται· όλα μπορούν να βρεθούν άμεσα στο διαδίκτυο, κυρίως μέσω του via http://libcom.org.

3 Πηγή: Datacide Twelve: https://datacide-magazine.com/communisation-theory-and-the-question-of-fascism, Οκτώβριος 2011.

4 Στμ. Διαθέσιμο εδώ: http://www.rebelnet.gr/articles/view/Crisis-activity-and-communisation.

5 Στμ. John Holloway: “Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία”, εκδόσεις Σαββάλας, 2006.

6 Στμ. Στο πρωτότυπο υπάρχει ο αγγλικός ιδιωματισμός resigned in itself, που το νόημά του είναι ακριβώς η αποδοχή μιας κατάστασης (παρά τη θέληση κάποιου) εξαιτίας της έλλειψης εναλλακτικής.

7 Στμ. Στο πρωτότυπο επίσης ένας αγγλικός ιδωματισμός: pure and simple.

8 Στμ. Ο όρος αναθεωρητική βιβλιογραφία αναφέρεται βέβαια στις προσπάθειες αναθεώρησης ιστορικών περιόδων και γεγονότων, όπως το Ολοκαύτωμα/Σοά. Στα καθημάς δείτε για παράδειγμα την αναθεώρηση της ιστορίας της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου, από ιστορικούς όπως ο Μαρατζίδης κά.

9 Στμ. Απόδοση του ιδιωματισμού: tarred for all time with the revisionist/negationist brush.

10 Στμ. Αν και δεν προβάλλεται τόσο ως επιλογή! Δες Aufheben: “Πτώση: Η Θεωρία της Παρακμής ή η Παρακμή της Θεωρίας; Μέρος Ι”, https://inmediasres.espivblogs.net/files/2016/06/aufh_tc_p1.pdf.

Δυο πτυχές της λιτότητας

Endnotes

Πώς θα πρέπει να κατανοήσουμε τον σημερινό γύρο λιτότητας; Πρέπει να πιστέψουμε του Κεϋνσιανούς, όπως τον Paul Krugman, όταν ισχυρίζονται ότι οι καπιταλιστές ενεργούν ενάντια στα ίδια τα ζωτικά τους συμφέροντα ζητώντας περικοπές; Είναι πραγματικά τα οικονομικά της κυβέρνησης υπό πίεση ή είναι όλα αυτά απλά μια πλεκτάνη για να υπονομευθούν τα τελευταία εναπομείναντα οφέλη που κερδήθηκαν από τους εργατικούς αγώνες; Μερικά μέλη των Endnotes παίρνουν “ρίχνονται” στην αντιπαράθεση1

Μια κρίση είναι πρώτα και κύρια μια κρίση για τους εργάτες. Αλλά είναι μια κρίση για τους εργάτες επειδή είναι μια κρίση για το κεφάλαιο. Οποτεδήποτε συρρικνώνεται το ΑΕΠ, οι αντιπρόσωποι του κεφαλαίου μόνιμα καλούν για “κοινές θυσίες” – με άλλα λόγια για θυσίες που μοιράζονται οι εργαζόμενοι. Και είναι άλλο αν αυτό σημαίνει μόνο ότι απολύονται δημόσιοι υπάλληλοι και μειώνονται κρατικά προγράμματα για τους φτωχούς τη στιγμή ακριβώς που είναι περισσότερο αναγκαία. Άλλωστε, οι περικοπές των κρατικών δαπανών στη διάρκεια μιας κρίσης επιβάλλονται από τη δομή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ). Γιατί, αντίθετα με αυτό που οι λένε οι Κεϋνσιανοί, η δράση του κράτους περιορίζεται, τελικά, από τον ρυθμό ανάπτυξης της ιδιωτικής οικονομίας και όχι το αντίστροφο. Όμως, στην πραγματικότητα, η λιτότητα δεν σημαίνει ποτέ μόνο προσωρινά μέτρα για την αντιμετώπιση μιας κρίσης. Τα προγράμματα κοινωνικών δαπανών δεν έχουν απλά περικοπεί· έχουν πετσοκοπεί ή καταργηθεί εντελώς. Σε πολλές χώρες, η κρίση χρησιμοποιείται ως ένας μοχλός με τον οποίο καταστρέφονται μακροχρόνια κατακτημένα δικαιώματα και παροχές, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην οργάνωση. Αυτές οι επιθέσεις δεν εμφανίζονται να είναι απλές κυκλικές προσαρμογές στην εκδιπλωνόμενη λογική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αντίθετα, φαίνονται να είναι κομβικά σημεία του πολιτικού προγράμματος του ταξικού πολέμου του κεφαλαίου. Σε αυτή τη βάση, είναι εύκολο να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η λιτότητα είναι απλά ένα κάλυμμα για την αναδιανομή του πλούτου από τους μισθούς στα κέρδη.

Όμως, αν μείνουμε σε αυτό, ερχόμαστε, σε αντίθεση με τον ίδιο μας τον εαυτό, επικίνδυνα κοντά στο σημείο να συμφωνήσουμε με τους Κεϋνσιανούς. Οι Κεϋνσιανοί επίσης αναγνωρίζουν τις μανούβρες του κεφαλαίου ως προσπάθειες αναδιανομής του πλούτου προς όφελος των κερδών. Προχωρούν, όμως, και διακρίνουν ανάμεσα στα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα του κεφαλαίου (μάχη για ένα μεγαλύτερο μερίδιο σε μια πίτα που συρρικνώνεται) και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του (δουλειά μαζί με την εργασία για να μεγαλώσει η πίτα). Αν και οι δυο τάξεις δρούσαν στρατηγικά, σύμφωνα με τους Κεϋνσιανούς, θα εγκατέλειπαν την μάχη τους για τη διανομή του πλούτου. Με άλλα λόγια, δεν θα υπήρχε ταξική πάλη. Το κεφάλαιο θα συμφωνούσε να επενδύσει στην επεκτεινόμενη παραγωγή και η εργασία θα συμφωνούσε να πάρει μόνο ένα μερίδιο των επακόλουθων οφελών για την παραγωγικότητα. Το κράτος, τότε, θα ρύθμιζε αυτή τη συμφωνία με έναν ουδέτερο τρόπο: κάθε φορά που η οικονομία τελματώνει και τα μέρη της συμφωνίας αρχίζουν να “καβγαδίζουν”, θα μείωνε τα επιτόκια και θα δανειζόταν για να τονώσει τη ζήτηση, παρέχοντας έτσι και στις δύο τάξεις κάτι να “κυνηγήσουν”. Όταν η ανάπτυξη θα επανέκαμπτε, το κράτος θα ανέβαζε πάλι τα επιτόκια και θα αποπλήρωνε τα χρέη του. Φυσικά, δεν είναι αυτό που συμβαίνει τώρα. Έχουν οι καπιταλιστές καταλάβει το κράτος για ένα βραχυπρόθεσμο σχέδιο αναδιανομής – και, ως εκ τούτου, χάσει την ικανότητά τους να δρουν σύμφωνα με τα ίδια τα μακροπρόθεσμα, στρατηγικά τους συμφέροντα; Ακόμα και αν ο “πράσινος” καπιταλισμός δεν είχε αποτρέψει την οικολογική καταστροφή, θα ήταν σίγουρα μια καταπληκτική εκστρατεία δημοσίων σχέσεων για το κεφάλαιο, αλλά πραγματικά ποτέ δεν απογειώθηκε. Θα τερματιζόταν η κρίση αν, όπως διακηρύσσουν οι Κεϋνσιανοί, το κράτος αποτίνασε αυτές τις προτροπές για λιτότητα και, με μια μεγάλη επένδυση στις υποδομές, προσπαθούσε να πείσει το κεφάλαιο να ανανεώσει τη συμφωνία του με την εργασία;

Πιστεύουμε ότι αυτός είναι ο λάθος τρόπος να κατανοήσουμε την παρούσα στιγμή. Ο καπιταλισμός είναι εν μέσω μιας βαθιάς κρίσης, που τώρα φέρνει και τις δυο τάξεις πρόσωπο με πρόσωπο με τα αντικειμενικά όρια αυτού του τρόπου παραγωγής. Το ότι υπάρχουν αυτά τα όρια δεν είναι προς το συμφέρον καμμιάς από τις δύο τάξεις – και ούτε μπορούν αυτά τα όρια να ξεπεραστούν μέσω της ισχυρής δράσης του κράτους. Αντίθετα, είναι η αδυναμία του κράτους που θα γίνει επώδυνα φανερή τους ερχόμενους μήνες, με μια “διπλής βουτιάς” ύφεση2 σχεδόν βέβαιη. Η Κριστίν Λαγκάρντ, η νέα χρισθείσα επικεφαλής του ΔΝΤ, διατύπωσε πρόσφατα τις ανησυχίες της σχετικά με αυτή την τροπή των γεγονότων στις σελίδες των Financial Times:

Η κατάσταση σήμερα είναι διαφορετική από το 2008. Τότε, η αβεβαιότητα προήλθε από την κακή υγεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Τώρα, προέρχεται από τις αμφιβολίες για την υγεία των κρατικών ταμείων3Τότε η απάντηση ήταν μια χωρίς προηγούμενο νομισματική προσαρμογή, άμεση υποστήριξη του χρηματοπιστωτικού τομέα και μια δόση δημοσιονομικής τόνωσης. Τώρα η νομισματική πολιτική είναι πιο περιορισμένη, θα πρέπει πάλι να αντιμετωπιστούν προβλήματα των τραπεζών, και η κρίση άφησε πίσω μια κληρονομιά δημοσίου χρέους – σε ένα ποσοστό του ΑΕΠ υψηλότερο κατά 30% σε σχέση με πριν, κατά μέσο όρο, στις αναπτυγμένες χώρες. (FT, 16 Αυγούστου 2011).

Αυτό που η Lagarde δεν αναφέρει εδώ είναι ότι το κλάσμα χρέος-προς-ΑΕΠ στις “αναπτυγμένες χώρες” ήταν ήδη υψηλό πριν το 2008, τότε που τα “φούσκωσαν” ως απάντηση στην κρίση (δείτε τον πίνακα, στη συνέχεια). Στην αρχή της Μεγάλης Ύφεσης το 1929, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ αποτιμούνταν μόλις στο 16% του ΑΕΠ· δέκα χρόνια αργότερα, το 1939, είχε αυξηθεί στο 44%4. Σε αντίθεση, στην αρχή της παρούσας κρίσης, το 2007, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ εκτιμούνταν ήδη στο 62% του ΑΕΠ. Έφτασε στο 99% μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια, το 2011. Η αιτία είναι εύκολο να ταυτοποιηθεί: για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, το κλάσμα χρέος/ΑΕΠ στις χώρες υψηλού εισοδήματος έτεινε να αυξάνει κατά τις περιόδους ύφεσης [busts] (σύμφωνα με την Κεϋνσιανή συνταγή), αλλά αρνούνταν να πέσει ή και αυξήθηκε ακόμα περισσότερο στη διάρκεια της ανάπτυξης. Οφείλεται αυτό στον φτωχό σχεδιασμό εκ μέρους των ελίτ; Αντίθετα, οφείλεται στο ότι η ανάπτυξη έχει γίνει όλο και περισσότερο πιο ασθενική, στη βάση ενός κύκλου μετά τον άλλον. Ως αποτέλεσμα, το κράτος αδυνατεί να αυξήσει τα επιτόκια ή να αποπληρώσει τα χρέη του (παρά μόνο σπαραδικά), καθώς οποιαδήποτε συστηματική προσπάθεια να γίνει κάτι τέτοιο θα διακινδύνευε να υπονομεύσει ακόμα περισσότερο τις εύθραυστες περιόδους ανάπτυξης5. Αυτό είναι ένα πρόβλημα για τους Κεϋνσιανούς, αφού υπονοεί κάτι από τη δομική αδυναμία της καπιταλιστικής οικονομίας – που υπερβαίνει την ικανότητα του κράτους να την αντιμετωπίσει.

Αυτή η αδυναμία ασκεί πίεση στο κράτος, από δυο κατευθύνσεις. Πρώτον, εξαιτίας της ευπάθειας της οικονομίας, το κράτος βρίσκει τον εαυτό του στην ίδια εκείνη κατάσταση που ο Κέυνς ο ίδιος βρέθηκε αντιμέτωπος στη Μεγάλη Ύφεση. Στη διάρκεια των τεσσάρων προηγουμένων ετών, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve, ή απλά Fed) και άλλες κεντρικές τράπεζες, η μία μετα την άλλη [in tandem] κράτησαν τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά, η οικονομία δεν κατάφερε να ανακάμψει. Αυτό υποτίθεται ότι ήταν αδύνατον: οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να εκμεταλλευτούν το τσάμπα χρήμα για να επενδύσουν, και τα νοικοκυριά να αγοράσουν σπίτια. Αν κανείς δεν θέλει να δανειστεί χρήματα σήμερα, είναι επειδή είναι ήδη υπερχρεωμένοι. Φυσικά, απέκτησαν αυτά τα χρέη στη διάρκεια των ετών της “φούσκας” (1998-2001 και 2003-2007), τότε ακριβώς που και οι επιχειρήσεις και οι πιο εύπορες οικογένειες είδαν την αξία των περιουσιακών τους στοιχείων [assets] να αυξάνει. Δανείζονταν ως προς αυτές τις αυξανόμενες αξίες των περιουσιακών τους στοιχείων για να επενδύσουν ή να πραγματοποιήσουν μεγάλες αγορές – ακόμα και όταν τα κέρδη και οι μισθοί είχαν καθηλωθεί6. Τώρα που η αξία αυτών των περιουσιακών στοιχείων έχει πέσει δραματικά, όλοι προσπαθούν να αποταμιεύσουν για να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Όμως, αυτό το “ξεφάντωμα” αποταμίευσης έχει θέσει την οικονομία σε κίνδυνο. Υπό κανονικές συνθήκες, όταν οι επιχειρήσεις και τα άτομα αποταμιεύουν, τα καταθέτουν στις τράπεζες, οι οποίες στη συνέχεια δανείζουν άλλες επιχειρήσεις και άτομα για να δαπανήσουν. Με αυτή την έννοια, καμμιά δαπάνη δεν “πάει χαμένη”. Όταν όλοι αποταμιεύουν ταυτόχρονα, τότε κάποιες δαπάνες “πάνε χαμένες”, κάνοντας την οικονομία να συρρικνώνεται. Η διαφορά ανάμεσα στην Μεγάλη Ύφεση και το σήμερα, είναι ότι οι κυβερνήσεις παρενέβησαν για να αναπληρώσουν το κενό δαπανών, ξοδεύοντας λεφτά οι ίδιες – με άλλα λόγια, μέσω δημοσιονομικής τόνωσης (ακόμα κι αν αυτή η τόνωση συνίσταται κυρίως σε αυτόματες αυξήσεις στις πληρωμές για τα υπάρχοντα προγάμματα ανεργίας και επιδομάτων). Αντίθετα, στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της Μεγάλης Ύφεσης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν κάλυψε το κενό δαπάνης, και η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 46%. Η δημοσιονομική τόνωση έχει σήμερα μια διαφορετική λειτουργία από ό,τι στην πορεία ενός κανονικού επιχειρηματικού κύκλου. Ο σκοπός της δεν είναι να επανεκκινήσε την οικονομική ανάπτυξη – αυτό θα συνέβαινε μόνο αν ο κόσμος ξόδευε το επιπλέον χρήμα που αυτή η τόνωση έβαλε στις τσέπες τους. Αντίθετα, το χρησιμοποιούν κυρίως για να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Στην παρούσα κρίση, ο λόγος που το κράτος δαπανά είναι απλά για να εξαγοράσει χρόνο, να δώσει στον καθένα μια ευκαιρία να ξεπληρώσει τα χρέη του χωρίς να προκληθεί πληθωρισμόςο οποίος, μειώνοντας την αξία των περιουσιακών στοιχείων, θα έκανε το βάρος του υπάρχοντος χρέους ακόμα χειρότερο7. Για τους λόγους αυτούς, η δημοσιονομική τόνωση [fiscal stimulus] είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να κρατήσει την οικονομία από τη συρρίκνωση σήμερα89.

Παρ’ όλα αυτά, η πίεση στο κράτος για δαπάνες αντισταθμίζεται/αντενεργείται από μια ίση και αντίθετη πίεση – τη μείωση του δημοσίου χρέους. Σε αντίθεση με αυτά που λένε οι Κεϋνσιανοί, τα κράτη έχουν όντως ξοδέψει πολλά χρήματα από τότε που ξέσπασε η κρίση. Στη διάρκεια των προηγούμενων τεσσάρων χρόνων, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανέλαβε ένα χρέος μόλις μικρότερο από ολόκληρο το ετήσιο προϊόν της χώρας στη δεκαετία του 1990 – απλά για να επιβραδύνει τον ρυθμό της επιστροφής της οικονομίας στην ύφεση. Το πρόβλημα είναι ότι το κράτος συσσωρεύει αυτό το τεράστιο χρέος σε ένα ιστορικό πλαίσιο στο οποίο, όπως και οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, έχει ήδη υπερχρεωθεί10. Είναι αυτό το ιστορικό πλαίσιο που λείπει από την περιγραφή/ανάλυση των Κεϋνσιανών: δεν έχουν προσέξει ότι η ασθενικότητα της οικονομίας τις προηγούμενες τέσσερις δεκαετίες – το γεγονός ότι αναπτυσσόταν με όλο και μικρότερους ρυθμούς πριν από την τωρινή κρίση – έχει περιορίσει την ικανότητα του κράτους να αναλάβει κι άλλο χρέος σήμερα. Αυτό είναι που ανησυχεί τόσο τη Λαγκάρντ (στο προηγούμενο παράθεμα). Το δημόσιο χρέος είναι τόσο μεγάλο που είναι επικίνδυνο να δαπανώνται περισσότερα χρήματα για την “τσίγκλισμα” της οικονομίας: οι δαπάνες προς το παρόν θα χρησιμοποιήσουν απλά τη μειούμενη ικανότητα του κράτους να αποβάλλει χρέος στην περίπτωση μελλοντικών οικονομικών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης. Ίσως, ακόμα, και να επιταχύνει την κρίση, καθώς η ραγδαία αύξηση στο δημόσιο χρέος εγείρει το φάσμα της κρατικής χρεοκοπίας [sovereign default]11. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το κράτος έχει μια υποχρέωση να μπορεί να αντιδράσει άμεσα12με άλλα λόγια, να διατηρήσει, όσο το δυνατόν περισσότερο, την ικανότητά του να αντλεί από γραμμές φθηνού δανεισμού13. Το κράτος θα χρειαστεί αυτή την πίστωση καθώς προσπαθεί να μείνει όρθιο στα επερχόμενα κύματα των οικονομικών αναταράξεων (πχ. για επιπλέον διασώσεις τραπεζών). Από αυτή την άποψη, η λιτότητα είναι απόλυτα εύλογη. Ότι οποιαδήποτε στροφή στη λιτότητα θα προκαλέσει επίσης αποπληθωρισμό/ύφεση [deflation], θέτοντας σε κίνδυνο τη σταθερότητα που υποτίθεται ότι θα πρέπει να στηρίξει, είναι μια πραγματική αντίφαση που το κράτος θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή την περίοδο. Αυτή η διπλή πίεση – η ανάγκη για δαπάνες ώστε να αποφευχθεί η ύφεση και οι περικοπές δαπανών ώστε να αποφευχθεί η χρεοκοπία – είναι εξίσου αδυσώπητες/μη κατευνάσιμες. Πραγματικά, είναι εδώ, στους ισολογισμούς αμέτρητηων κυβερνήσεων, που η κρίση ξεδιπλώνεται και ξεθυμαίνει [playing itself out]. Αν το 2008, το αξιόχρεο της ιδιωτικής οικονομίας διατηρήθηκε μετατοπίζοντας τις υποχρεώσεις της στα δημόσια ταμεία, τότε η σημερινή δράση του κράτους για να προστατέψει το δικό του αξιόχρεο απειλεί να θέσει σε κίνδυνο τον ιδιωτικό τομέα για μια ακόμα φορά. Παραφράζοντας τον Μαρξ, όλα αυτά τα ζογκλερικά με το χρέος χρησιμεύει μόνο στο να μετατοπιστεί η κρίση φερεγγυότητας και αξιόχρεου σε μια ευρύτερη σφαίρα, και να της δοθεί μια πιο μεγάλη τροχιά.

Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί απέναντι στην τάση να μη θεωρούμε λανθασμένα αυτή την αδυναμία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως μια αδυναμία του κεφαλαίου στην πάλη του με την εργασία. Οι κρίσεις πάντα τείνουν να ενισχύουν το χέρι του κεφαλαίου στην ταξική πάλη – και η κεϋνσιανή ιδέα ότι το κράτος θα μπορούσε να πείσει το κεφάλαιο να μην εκμεταλλευτεί αυτό το πλεονέκτημά του δεν είναι τίποτα άλλο από μια τεχνοκρατική φαντασίωση. Σε μια κρίση η ανάγκη για εργασία πέφτει την ίδια στιγμή που, εξαιτίας των μαζικών απολύσεων, αυξάνεται η προσφορά της. Αυτό από μόνο του εξασθενίζει τη διαπραγματευτική θέση των εργατών. Επιπλέον, ενώ είναι αλήθεια ότι το κεφάλαιο υφίσταται απώλειες στη διάρκεια μιας καθοδικής πορείας, οι ατομικοί καπιταλιστές σπάνια βρίσκουν τον εαυτό τους στη θέση εκείνη υπαρξιακού κινδύνου που οι εργάτες αντιμεωπίζουν όταν χάνουν τη δουλειά τους. Οι καπιταλιστές έχουν πολύ μεγαλύτερα αποθέματα από τους εργαζόμενους, οπότε συνήθως μπορούν να κάνουν υπομονή να περάσει η κρίση, ιδιαίτερα όταν η απαίτηση γι’ αυτά που παράγουν μειώνεται. Για όλους αυτούς τους λόγους, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η κρίση έχει εξασθενίσει τη θέση των εργατών σε σχέση με το κεφάλαιο. Δεν αποτελεί, λοιπόν, έκπληξη που οι αντιπρόσωποι του τελευταίου χρησιμοποιούν την κρίση προς όφελός τους ισχυριζόμενοι ότι αυτό ή το άλλο μέτρο είναι αναγκαίο για να αποκαταστήσει το ποσοστό κέρδους. Η αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους είναι πραγματικά ο μόνος τρόπος να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Και στην απουσία μιας μαζικής επίθεσης της εργατικής τάξης στην ίδια την ύπαρξη της ταξικής κοινωνίας, οι εργάτες δεν έχουν άλλο συμφέρον από το να βρούν δουλειές ή να προσπαθήσουν να τις κρατήσουν. Αυτές είναι οι εννοιολογικές δυσκολίες που θέτει η καπιταλιστική κρίση. Η αδυναμία του συστήματος ως ολότητας είναι την ίδια στιγμή η αδυναμία των εργατών στην καθημερινόρους αγώνα με το κεφάλαιο – και όχι, όπως ίσως θα περιμέναμε, η δύναμή τους. Αν δεν διαχωρίσουμε αυτές τις δυο στιγμές, κινδυνεύνουμε να παρανοήσουμε την αντιφατική φύση της κρίσης στην παρούσα κρίση.

Αύγουστος 2011

Ακαθάριστο Χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε επιλεγμένες χώρες, 2007-2011

Χώρα

2007

2008

2009

2010

2011

Μεταβολή

Ισλανδία

29

72

100

116

108

+79

Ιρλανδία

25

44

66

94

102

+77

Ιαπωνία

188

195

218

226

234

+46

Ελλάδα

96

99

115

130

139

+44

Ηνωμένο Βασίλειο

44

52

68

77

82

+38

ΗΠΑ

62

71

84

93

99

+37

Ισπανία

36

40

53

63

70

+34

Πορτογαλία

63

65

76

83

87

+24

Ολλανδία

45

58

62

66

69

+24

Γαλλία

64

67

78

84

88

+24

Βέλγιο

83

90

97

100

103

+20

Φινλανδία

35

35

44

50

52

+17

Ιταλία

103

106

116

118

120

+16

Τσεχία

29

30

35

40

44

+15

Καναδάς

65

70

82

82

80

+15

Nέα Ζηλανδία

17

20

26

31

33

+15

Αυστραλία

9

12

18

22

24

+14

Αυστρία

59

62

67

70

72

+13

Δανία

34

42

41

44

47

+13

Γερμανία

65

66

74

75

77

+12

Ταϊβάν

33

36

40

39

38

+5

Σουηδία

40

38

42

42

41

+1

Ν. Κορέα

30

29

33

32

31

+1

Ισραήλ

78

75

78

76

74

-3

Νορβηγία

59

57

54

54

54

-4

Ελβετία

44

41

39

39

38

-6

1 Στμ. Αποδίδουμε έτσι τον ιδιωματισμό το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο: “throw in their hats”.

2 Στμ. στο πρωτότυπο: double-diprecession.

3 Στμ. στο πρωτότυπο: sovereigns.

4 Αληθεύει ότι το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ εκτοξεύτηκε στο 121% του ΑΕΠ το 1946, στο τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου — με άλλα λόγια, 17 χρόνια μετά την αρχή της Ύφεσης. Αλλά αυτό συνέβη στη διάρκεια ενός πολέμου, και το χρέος που σωρεύθηκε χρηματοδοτήθηκε σχεδόν εντελώς από ομόλογα που αγόρασαν οι Αμερικανοί πολίτες. Στη δεκαετία του 1940, οι ΗΠΑ ήταν ένας διεθνής πιστωτής που δανειζόταν από το εσωτερικό, όχι (όπως τώρα) ένας διεθνής οφειλέτης που δανείζεται από το εξωτερικό.

5 Την περίοδο της ισχυρής ανάπτυξης μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ έπεσε από το 121% του ΑΕΠ το 1946 στο 32% το 1974. Έκτοτε, η μόνη φορά που το ποσοστό αυτό έπεσε (από το 70 στο 55%) ήταν επίσης η μοναδική φορά που η οικονομία αναπτύχθηκε με ραγδαίο ρυθμό, το διάστημα 1995-2000.

6 Δείτε Robert Brenner, “Ό,τι είναι καλό για την Goldman Sachs είναι καλό για την Αμερική”. Άλλα κείμενα που βρήκαμε χρήσιμα όταν γράφαμε αυτή την αναφορά, περιλαμβάνουν το σημείωμα του Richard Koo, “QE2 has transformed commodity markets into liquidity-driven markets” και το καινούριο βιβλίο του Paul Mattick, Business as Usual.

7 Στμ. Αυτό θα ήταν στην ουσία το αποτέλεσμα μιας εξόδου από το ευρώ. Η αλλαγή νομίσματος θα προκαλούσε έντονη υποτίμηση και πληθωριστική κρίση, η οποία θα εκτόξευε το χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, εντελώς αντίθετα από τις φαντασιώσεις και επιθυμίες των “χρεομάχων δραχμιστών”, με την υποτίμηση φυσικά να πλήττει πρώτα και κύρια τα προλεταριακά στρώματα. Επιπλέον, καμμιά “νομισματική τόνωση”, δηλαδή κόψιμο χρήματος, δεν θα βελτίωνε την κατάσταση· αντίθετα, για τους λόγους, ακριβώς, που εξηγούν οι Endnotes, θα την επιδείνωνε ακόμα περισσότερο.

8 Στο τέλος-τέλος, η κυβέρνηση μπορεί να χρησιμοποιήσει την νομισματική πολιτική μόνο για να ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να ξοδέψουν· δεν μπορεί να τα αναγκάσεις να ξοδέψουν (αντίθετα, όταν η κυβέρνηση εμπλέκετα στη δημοσιονομική πολιτική, ξοδεύει τα δικά της χρήματα – ή τουλάχιστον, όσα μπορεί να δανειστεί). Αυτός ο περιορισμός της νομισματικής πολιτικής καταδείχτηκε πρόσφατα με την αποτυχία της “ποσοτικής χαλάρωσης (στα αγγλικά: quantitative easing, QE). Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα και άλλες κεντρικές τράπεζες, αξιοσημείωτα στο Ηνωμένο Βασίλειο, αγόρασαν τεράστια ποσά από τα μακροχρόνια ομόλογα των ίδιων των κυβερνήσεών τους, ουσιαστικά κάνοντας “ένεση” χρημάτων στον τραπεζικό τομέα. Αυτή η ενέργεια θα έπρεπε να είναι πληθωριστική, αλλά δεν ήταν, καθώς ο κόσμος δεν δανείστηκε τα επιπλέον χρήματα που οι είχαν οι τράπεζες για να δανείσουν. Στην πραγματικότητα, η ποσοτική χαλάρωση δεν είχε ποτέ τον σκοπό να προκαλέσει πληθωρισμό – έστω κι αν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ κατηγορούνταν συχνά για “τύπωμα χρήματος”. Αγοράζοντας ομόλογα, οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούσαν απλά να πιέσουν τους επενδυτές να βγουν στις αγορές ομολόγων και συνεπώς σε πιο ριψοκίνδυνους τίτλους. Η επιτυχία αυτής της ενέργειας ανακλάστηκε στην επιστροφή, στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2011, των ανερχόμενων χρηματαγορών, οι οποίες έκαναν τις επιχειρήσεις και τα πιο πλούσια νοικοκυριά να μοιάζουν ξαφνικά πολύ πιο εύπορα από όσο ήταν πριν από μερικούς μήνες. Η ελπίδα ήταν ότι οι αυξημένες τιμές των μετοχών θα διόρθωναν τους ισολογισμούς όλων. Αλλά η επίδραση της ποσοτικής χαλάρωσης κράτησε μόνο όσο κράτησε η ίδια. Άλλωστε, οι τιμές των μετοχών δεν ανέβαιναν επειδή η οικονομία ανέκαμπτε πραγματικά· ανέβαιναν επειδή οι κεντρικές τράπεζες τις έκαναν να ανεβαίνουν. Μια πλημμύρα κακών ειδήσεων για την οικονομία – και, το χειρότερο απ’ όλα, η είδηση ότι η Fed θα τελείωνε την ποσοτική χαλάρωση — έκανε αυτή την μικρογραφία χρηματιστηριακής φούσκας να καταρρεύσει. Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε θετική επίδραση είχε η ποσοτική χαλάρωση στους ισολογισμούς των επενδυτών αντισταθμίστηκε με το παραπάνω από το γεγονός ότι προκάλεσε επίσης αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων (πχ. τρόφιμα και καύσιμα), θέτοντας σε κίνδυνο αυτή τη χλιαρή ανάκαμψη.

9 Στμ. Εδώ χρειάζεται σίγουρα μια επικαιροποίηση σχετικά με τις εξελίξεις στις πολιτικές όλη αυτή την περίοδο από το 2011 μέχρι σήμερα.

10 Το συνολικό χρέος των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων του κράτους, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, ήταν περίπου στο 350% του ΑΕΠ το 2010. Σε άλλες χώρες – το ΗΒ, την Ιαπωνία, την Ισπανία, την Νότια Κορέα και τη Γαλλία – τα επίπεδα του συνολικού χρέους ήταν ακόμα υψηλότερα, μέχρι 500% του ΑΕΠ. Η απομόχλευση [deleveraging] μόλις έχει αρχίσει (στμ. deleveraging: η διαδικασία απομείωσης του χρέους μέσω της ραγδαίας πώλησης των περιουσιακών στοιχείων).

11 Η κρίση κρατικού χρέους συμβαίνει όταν τα ποσοστά χρέους-προς-ΑΕΠ (ιστορικά, αυτά που προσεγγίζουν το 100%) θέτουν μια πραγματική απειλή στην ικανότητα των κρατών να εξυπηρετήσουν το χρέος τους, τόσο επειδή τα επιτόκια αποπληρωμής αυξάνουν σε σχέση με τα κρατικά έσοδα όσο και επειδή τα επιτόκια στο κυλιόμενο χρέος [rolled-over debt] τείνουν να αυξάνονται ραγδαία (όπως βλέπουμε τώρα να συμβαίνει κατά μήκος όλων των βόρειων ακτών της Μεσογείου και στην Ιρλανδία). Το γεγονός ότι τα κράτη δεν χρεοκοπούν συχνά ή, όταν χρεοκοπούν, μπορούν τελικά να ανακτούν τον διεθνή δανεισμό τους, δεν έχει κάποια ιδιαίτερη συνέπεια γι’ αυτή την ιστορία. Εξ’ άλλου το γεγονός ότι οποιοσδήποτε μπορεί να απολυθεί από τη δουλειά του δεν είναι αμελητέο απλά επειδή κάποιοι δεν απολύονται· η ίδια η πιθανότητα απώλειας μιας δουλειάς ρυθμίζει τη ζωή όλων όσων έχουν μία. Με τον ίδιο τρόπο, η ίδια η πιθανότητα απώλειας πρόσβασης στις διεθνείς χρηματαγορές ρυθμίζει τη δραστηριότητα των δανειζόμενων κρατών, άσχετα από το πόσο συχνά συμβαίνουν χρεοκοπίες. Παρ’ όλα αυτά, όπως δείχνουν οι Reinhart και Rogoff στο This Time It’s Different, χρεοκοπίες κρατών – εξεταζόμενες σε παγκόσμια κλίμακα – δεν είναι καθόλου τόσο σπάνιες. Έρχονται σε κύματα και παίζουν βασικό ρόλο στο παγκόσμιο ξεδίπλωμα των κρίσεων. Μπορούμε να φανταστούμε ότι, στην παρούσα περίοδο, τα κράτη κατά κάποιον τρόπο θα αψηφίσουν τη λειτουργία του νόμου της αξίας, αυξάνοντας μαζικά τα χρέη τους χωρίς αντίστοιχες αυξήσεις στον αναμενόμενο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ; Όσοι πιστεύουν ότι τα κράτη θα μπορέσουν να κάνουν κάτι τέτοιο θα έχουν την ευκαιρία να δοκιμάσουν την θέση τους στην ερχόμενη περίοδο (και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε αυτή τη δυνατότητα, δεδομένου ότι μια μαζική συσσώρευση χρεών – από επιχειρήσεις, νοικοκυριά και κράτη, και πάντα με καινούριους τρόπους – έχει αναβάλλει την έναρξη μιας καινούριας ύφεσης ξανά και ξανά τα τελευταία σαράντα χρόνια. Στμ. Ακριβώς. Αυτή ήταν η επιλογή και του ελληνικού κράτους, ήδη ασκούντος την πολιτική αυτή εδώ και δεκαετίες. Να αναλυθεί περαιτέρω.

12 Στμ. Απόδοση του αγγλικού ιδιωματισμού: keep its powder dry, που σημαίνει την ικανότητα αντίδρασης σε μια περίσταση με ελάχιστη προειδοποίηση.

13 Στμ. Εξαιρετικά θεμελιώδες σημείο. Για να έρθουμε στα καθημάς, θα πρέπει να καταδείξουμε ότι τα οικονομικά επιτελεία του ελληνικού κράτους, σε πλήρη αντίθεση με τις λαϊκίζουσες και επιφανειακές αριστεροδεξιές αιτιάσεις και εγκλήσεις περί “λαθών” και “ερασιτεχνισμών”, ακολούθησαν και ακολουθούν πραγματικά υποδειγματική πολιτική (θα λέγαμε by the book) για την αντιμετώπιση της κρίσης του κεφαλαίου. Ραγδαία υποτίμηση της προλεταριακής τάξης και της εργασίας, αυστηρή λιτότητα, στήριξη του τραπεζικού τομέα, απομόχλευση (σχετικά με την υποσημείωση [10] η απομόχλευση αλά ελληνικά είναι ακριβώς το ΤΑΙΠΕΔ), αποφυγή της ποσοτικής χαλάρωσης. Είναι ενδιαφέρον σ’ αυτό το σημείο να κατανοήσουμε τη μη συμπερίληψη του ελληνικού κράτους (δηλαδή της Τράπεζας της Ελλάδος και των ελληνικών τραπεζών) στην πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (η ΕΚΤ παρείχε συγκεκριμένες “ενέσεις” ρευστότητας αλλά χωρίς άμεση αγορά ομολόγων του ελληνικού κράτους και των ελληνικών τραπεζών). Ίσως επειδή η ΕΚΤ θεώρησε την κρίση χρέους του ελληνικού κράτους ιδιαίτερα δομική ώστε να μην εφαρμοστεί αυτό το “γιατροσόφι”;