ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά του κράτους

Αν όχι στο όνομα των μεγάλων ιδανικών, τουλάχιστον στο όνομα του ωμού πολιτικού ρεαλισμού1

Εμείς κάναμε όλα τα βήματα. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κατέθεσε μία υπόθεση εργασίας, ένα σενάριο. Είναι το μόνο που μπορεί να εφαρμοστεί. Με πολύ πόνο και πάρα πολύ αίμα2

Σε ποιον πλανήτη αλήθεια ζούμε;

Ένας από τους πιο προβεβλημένους αρθρογράφους της αριστεράς-με-άλφα-κεφαλαίο, μόλις ο κ. Τσίπρας εξήγγειλε το δημοψήφισμα για το αν «πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας, το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο Eurogroup της 25.06.2015» (όπως διατυπώνεται το ερώτημα στα ψηφοδέλτια που θα τυπωθούν), έγραψε ότι «ο ελληνικός λαός ξύπνησε σε έναν άλλο πολιτικό πλανήτη». Όταν, στις 6 Ιουλίου, θα έχει πια βγει το αποτέλεσμα της κάλπης, «θα βρεθούμε, ούτως ή άλλως, σε μια άλλη Ελλάδα, με μια άλλη Αριστερά και έναν άλλο λαό – για το καλύτερο ή το χειρότερο». Ξέρουμε ήδη, ωστόσο, και γι’ αυτό μπορούμε να ελπίσουμε για το καλύτερο, ότι αυτός ο λαός είναι ένα «απείθαρχο στρατιωτάκι που δε λέει να κάτσει στη σειρά του και βάζει τρελές ιδέες ανυπακοής και ανταρσίας στους υπόλοιπους υποτελείς»3. Ένας άλλος, μεγαλύτερος ακόμα, star της αριστερής δημοσιογραφίας έγραψε ότι η απόφαση του κ. Τσίπρα απέδειξε, μια και καλή, για όποιαν/ον είχε αμφιβολίες, ότι «αυτός ο κόσμος, ο μικρός, ο μέγας [σ.σ. δηλ. το στελεχιακό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα το ασκέρι της αριστεράς-με-άλφα-κεφαλαίο] είναι ζόρικο σινάφι». Πια, το μάθαμε από πρώτο χέρι, «η πατρίδα [sic] δεν είναι μόνη στα χέρια των τοκογλύφων [sic]» και «το δημοψήφισμα μπορεί να γίνει η μεγάλη έφοδος στον ουρανό για έναν ρημαγμένο και ταπεινωμένο λαό»4. Στον πλανήτη που ξυπνήσαμε το πρωί του περασμένου Σαββάτου κατοικεί ένας ξεχωριστός, ανυπότακτος λαός που σήμερα καθοδηγείται από μια ζόρικη, αποφασισμένη να κρατήσει γερά στο ταμπούρι της, ηγεσία. Απέναντί του έχει αιμοσταγείς τοκογλύφους και όλους τους δαίμονες των αγορών, δαίμονες που ασκούν την κακοποιό επίδρασή τους έξωθεν και άνωθεν, αλλά αντιστέκεται και, όπως μας εξήγησε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας στο διάγγελμά του, σε αυτά τα λευκά μάρμαρα «ξέρουμε να πολεμάμε και να νικάμε»5. «Αμήν», όπως θα συμπλήρωνε ο κ. Καρτερός6, και πιθανόν και ο Άνθιμος Θεσσαλονίκης.

Το αφήγημα που μας πλασάρει αυτές τις μέρες η αριστερά του ελληνικού κράτους, γιατί αυτό, και τίποτα παραπάνω, δεν είναι η (συγ-)κυβερνώσα (με την άκρα δεξιά) αριστερά-με-άλφα-κεφαλαίο, μέσα από έναν καταιγισμό δημόσιων τοποθετήσεων, συντονισμένων στο ίδιο κλειδί, από ντροπαλούς ή μη οπαδούς και συνοδοιπόρους, επιφυλακτικούς ή μη σχολιαστές παντός καιρού, προσωρινά παρατημένους ή μη γαμπρούς7 της πρώην άκρας αριστεράς (στρατηλάτες εν αναμονή στρατού, που λειτουργούν ως ‘ΣΥΡΙΖΑ εξωτερικού’ και δραστήρια μέλη του ευρύτερου ‘κόμματος Λαφαζάνη’, πιέζοντας για στροφή προς τη δραχμή και τη Ρωσία), αριστερόστροφους ή δεξιόστροφους γαλονάδες του κομματικού μηχανισμού, διαλλακτικά ή μη μέλη των ελληνικών διαπραγματευτικών ομάδων, ευσυγκίνητους ή μη υπουργούς, αυτό το αφήγημα, λοιπόν, που ένας ολόκληρος στρατός από εμπόρους ελπίδας μας (ξανα)πουλάει σε τιμή ευκαιρίας, είναι χτυπητά κοινότοπο. Υπό άλλες συνθήκες, θα αρκούσε απλά κανείς να επισημάνει τη συνάφειά του με τις ανοησίες που εδώ και πολλές δεκαετίες διακινεί και ανακυκλώνει η εγχώρια άκρα δεξιά, εντός και εντός του κόμματος της ΝΔ, και για μία περίοδο υιοθετούσε επίσης μια πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ, εκείνη που κυκλοφορούσε στην κωλότσεπη με την Αυριανή, και είχε ως κύριο πολιτικό εκφραστή τον κ. Κουτσόγιωργα ή τον κ. Αθανασόπουλο (έναν «σοσιαλιστή αγωνιστή» ελληνικού DNA, που ενώ δικαζόταν για μια κοινή υπόθεση απάτης δήλωνε περήφανα ότι διώκεται γιατί είναι ένας απείθαρχος έλληνας που τόλμησε να σηκώσει το ανάστημά του μπροστά στους Ευρωπαίους, με τους οπαδούς του έξω από το δικαστήριο να τραγουδούν, τι άλλο;, το Πότε θα κάνει ξαστεριά). Θα αρκούσε, επίσης, κανείς να σημειώσει ότι υπό ένα τέτοιο αφήγημα ακόμα και οι έλληνες Ναζί μπορούν να συστρατευτούν, όχι μόνο χωρίς αναστολές, αλλά και με το αίσθημα ότι κολυμπούν στα δικά τους νερά, εκεί όπου η κύρια αντίφαση που καθορίζει τι συμβαίνει στον πλανήτη γη είναι όντως αυτή ανάμεσα στους ξένους «τοκογλύφους» και τους αντιστεκόμενους «Έλληνες». Κι αυτό ακριβώς συνέβη, αφού στις 178 ψήφους με τις οποίες εγκρίθηκε η πρόταση για διενέργεια δημοψηφίσματος από το κοινοβούλιο περιλαμβάνονταν και οι ψήφοι του Λαγού και όλων των υπόλοιπων εκλεγμένων ομοϊδεατών του. Η συστράτευση, μάλιστα, της κοινοβουλευτικής ομάδας των Ναζί στο νέο μεγάλο ελληνικό «Όχι» δε σχολιάστηκε καν, ως ένα κάποιου είδους πρόβλημα, από τα μπουλούκια των αριστερών διαδικτυακών και τηλεοπτικών αγκιτατόρων, ούτε οι ψήφοι τους διαχωρίστηκαν ως ανεπιθύμητοι: αντίθετα, η κ. Κωνσταντοπούλου, το ίδιο βράδυ, εξέφρασε με ένα πλατύ χαμόγελο την ικανοποίησή της για την ευρεία πλειοψηφία, ενώ στο Πριν διαβάσαμε απλά ότι το «Όχι» των Ναζί σημαίνει, κατά βάθος, «Ναι»8, πράγμα περίεργο, δεδομένου ότι οι ίδιοι οι Ναζί ισχυρίζονται πως το δικό τους «Όχι» αφορά κάθε πρόταση για νέο μνημόνιο, και επιμένουν ότι αποτελεί λογική απόρροια της γενικής αντιμνημονιακής τους στάσης. Πουθενά στο δημοψήφισμα, εξάλλου, ούτε στον, παραγόμενο μέσα στην ευρύχωρη συριζαίϊκη πολιτική πιάτσα, δημόσιο λόγο που το συνοδεύει και το νοηματοδοτεί ως συγκεκριμένο ιστορικό συμβάν, δεν τίθεται, έστω και έμμεσα, κάποιο ζήτημα διαφορετικό ή βαθύτερο από το ζήτημα των σχέσεων του ελληνικού κράτους με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά.

Εξίσου εύλογη θα ήταν και η γενικότερη παρατήρηση ότι τα δημοψηφίσματα που θέτουν, σε πολύ μικρά χρονικά περιθώρια δημόσιας διαβούλευσης, τεχνικού τύπου ερωτήματα, χωρίς να θίγουν πραγματικές διαζεύξεις και να αφήνουν περιθώριο για εναλλακτικές κοινωνικές επιλογές, μολονότι επενδύονται παράπλευρα με το δραματικό αίσθημα της επιλογής μεταξύ ζωής και θανάτου, αντί να παραπέμπουν σε δοκιμές άμεσης δημοκρατίας συνιστούν κόλπα προσφιλή σε αυταρχικές πολιτικές διοικήσεις για την επίτευξη νομιμοποίησης υπό ελεγχόμενες συνθήκες αντιπαράθεσης. Όλες οι παραπάνω διαπιστώσεις θα μπορούσαν να γίνουν, χωρίς να εκλαμβάνονται ως συμπτώματα «ελιτισμού», σεκταρισμού ή κρυπτο-φιλελευθερισμού. Υπό διαφορετικές, όμως, συνθήκες. Γιατί, όπως είπαμε ήδη, πια έχουμε περάσει «σε έναν άλλον πολιτικό πλανήτη». Μόνο που αυτή η διέλευση δεν έγινε, ξαφνικά, το περασμένο Σάββατο, αλλά ήδη από το 2012, όταν σύσσωμη, και χωρίς εσωτερικές διαφοροποιήσεις, η ηγεσία και η βάση του ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να προετοιμάζεται πυρετωδώς για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση και την επικείμενη άνοδο στην εξουσία της «Αριστεράς», για «πρώτη φορά».

Πικρά, ώριμα φρούτα

Τότε, το 2012, ήταν που δρομολογήθηκε η «βίαιη ωρίμανση» του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα εξουσίας, καταπώς προέτρεπε τους συντρόφους του ένας πεπειραμένος μετρ της πολιτικής ως τέχνης του εφικτού, ο κ. Δραγασάκης, και η δημιουργία μιας «νέας μεγάλης συνθετικής Αριστεράς»9, που δε χρειάζεται πια επιθετικούς προσδιορισμούς γιατί χωράει τα πάντα και εκκενώνει τα πάντα από το μέχρι πρότινος νόημά τους. Τότε ήταν που οι δρόμοι άρχισαν να αδειάζουν και οι κομματικοί διάδρομοι ή παράδρομοι να γεμίζουν. Τότε ήταν που η ρητορική περί νεοφιλελευθερισμού αντικαταστάθηκε από τη ρητορική περί «ανθρωπιστικής κρίσης». Τότε ήταν, επίσης, που στήθηκε όλο αυτό το δίκτυο επαφών με το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο και το ελληνικό βαθύ κράτος που απαιτούνταν ώστε σήμερα ο ΣΕΒ, εν μέσω bank holidays, να τηρεί μια στάση σχεδόν συγκατάβασης (αρκούμενος σε μια δήλωση η οποία καλεί μεν σε καταφατική ψήφο στο δημοψήφισμα, χωρίς όμως να καταγγέλλει τη διενέργειά του, όπως π.χ. έκαναν διάφοροι άλλοι μηχανισμοί αναπαραγωγής του σημερινού καθεστώτος, μεταξύ των οποίων και η ΓΣΕΕ), και ο Άνθιμος να κάνει, εδώ και μήνες, εκκλήσεις για στήριξη της κυβέρνησης στη διαπραγματευτική της προσπάθεια. Αυτές τις επαφές και γειώσεις στο πραγματικό σύμπαν της ελληνικής αστικής τάξης και των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του ελληνικού κράτους είναι που αντανακλά η ομαλότατη μέχρι σήμερα, και προσυμφωνημένη καιρό πριν τις εκλογές του 2015, συνύπαρξη, σε επίπεδο διακυβέρνησης, με τους ΑΝΕΛ, ένα κόμμα επιθετικού εθνικισμού, ρατσισμού, μιλιταρισμού και ομοφοβίας. Και σε αυτήν τη «βίαιη ωρίμανση» είναι που ταιριάζει γάντι αυτός ο δύσοσμος ιδεολογικός βούρκος, αυτή η αχανής θάλασσα από επαναλαμβανόμενες μπαρούφες, ετοιματζίδικους δεκάρικους, γλυκανάλατες ατάκες τύπου άρλεκιν, χυδαίους δημαγωγικούς μελοδραματισμούς10, και κλισέ της αστικής ιδεολογίας ντυμένα με τσιτάτα του Μπένγιαμιν (!!!), του Γκράμσι ή ακόμα και του Λένιν, μέσα στον οποίο πλατσουρίζουν, ήδη από το 2010, χαρωπά άπαντες στη βάση και στην ηγεσία της «Αριστεράς», εντός και πέριξ του ΣΥΡΙΖΑ, παράγοντας και καταναλώνοντας ασταμάτητα επιφυλλίδες που μετά από μια βδομάδα, αν όχι την επόμενη μέρα, δεν αξίζει καν να διαβαστούν, πατώντας ‘like’ σε οικονομικές, πολιτικές ή θεωρητικές αναλύσεις που δεν πληρούν στοιχειώδεις κανόνες ορθολογικής επιχειρηματολογίας, χειροκροτώντας παθητικά σεσημασμένους κενολόγους πανελίστες11 και κάθε λογής πριμαντόνες της «πολιτικής για μεγάλα παιδιά», θαυμάζοντας αυταρχικές προσωπικότητες και «μάγκες» που «ταπώνουν» τους αντιπάλους τους στην τηλεόραση ή στο κοινοβούλιο, υιοθετώντας γελοία σενάρια συνωμοσίας ή διαδίδοντας φτηνές κινδυνολογίες (οι «τοκογλύφοι» επιβουλεύονται τον πλούτο της χώρας, «ακραίοι κύκλοι» [sic] στην Ευρώπη «τορπίλισαν» [sic] τη συμφωνία γιατί θέλουν να ρίξουν τον Τσίπρα), και κυρίως κάνοντας την πάπια για τη σωρεία εξόφθαλμων γεγονότων που αποδεικνύουν, ακόμα και στον πιο αφελή, ότι η σημερινή αριστερο-ακροδεξιά κυβέρνηση στην πραγματικότητα συνεχίζει το έργο των προκατόχων της, αξιοποιώντας τα ίδια μέσα, δηλαδή, το θεσμικό οπλοστάσιο που συγκροτήθηκε τα τελευταία χρόνια, αν και με πιο κόσμιο τρόπο.

Για τον μέσο σύγχρονο αριστερό, ή μάλλον, για να ακριβολογούμε, τον μέσο οπαδό της Αριστεράς, το ότι σήμερα η Αμυγδαλέζα είναι ακόμα ανοιχτή, αποτελεί μια ασήμαντη λεπτομέρεια, κάτι το τυχαίο, κάτι που δεν είναι καθοριστικό για το τι κανείς διαλέγει να υποστηρίξει πολιτικά. Μια κυβέρνηση που κρατάει ανοιχτά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, ενώ παράλληλα αρνείται να φορολογήσει, έστω και λίγο, τους έλληνες εφοπλιστές ή να μειώσει δραστικά τις στρατιωτικές δαπάνες (αυτά τα ελληνικά «όχι» στην κατάργηση της φορολογικής ασυλίας για τις ναυτιλιακές εταιρείες, και στη δραστική μείωση των δαπανών για τον στρατό ήταν δύο από τα σημεία διαφωνίας στη διαπραγμάτευση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη), και γενικότερα καλλιεργεί συστηματικά την παθητικότητα, εκτός κι αν πρόκειται για ελεγχόμενες από την ίδια συναθροίσεις (όπως η γιορτή εθνικο-λαϊκής «υπερηφάνειας» του Καμμένου στις 25 του Μάρτη ή οι συγκεντρώσεις στήριξης της «εθνικής διαπραγματευτικής προσπάθειας»), την εθνική ομοψυχία και την ταξική συνεργασία, μπορεί κάλλιστα να είναι «δική μας», ή μια κυβέρνηση με την οποία κριτικά μπορούμε να συνταχθούμε όταν κινδυνεύει από τον Σαμαρά, τον Θεοδωράκη ή την Μέρκελ και τον Σόϊμπλε: ένα τέτοιο σκεπτικό μοιράζονται σήμερα χιλιάδες άνθρωποι οι οποίοι προτιμούν να φαντάζονται ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι κάτι ιστορικά ανάλογο με την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης του 1944 ή με την κυβέρνηση Κερένσκι, αν όχι με την κυβέρνηση Allende στην Χιλή, από το να καθίσουν, έστω και για λίγο, να αναλογιστούν πώς και γιατί μετά τους κοινωνικούς αγώνες της προηγούμενης περιόδου προέκυψε μια τέτοια εκδοχή διαχείρισης, ή μάλλον διάσωσης, του ελληνικού καπιταλισμού. Βέβαια, στο σύμπαν της αριστεράς-με-άλφα-κεφαλαίο δεν υπάρχουν περιθώρια για να αναλογιστεί κανείς/καμιά κάτι. Δεν γίνονται ποτέ αποτιμήσεις. Ακόμα χειρότερα: κάθε αποτίμηση οφείλει να είναι και μια ένεση αυτοπεποίθησης – όλα πήγαν καλά, συνεχίζουμε, ετοιμαζόμαστε για την επόμενη μάχη, και κάθε μάχη είναι μια μάχη των μαχών, και συνεπώς όλες οι μάχες είναι το ίδιο αδιάφορες, πεδία εφαρμογής όσων ήδη ξέρουμε να κάνουμε, όσων ήδη έχουμε συνηθίσει να λέμε. Ο αναστοχασμός, η ικανότητα να σκέφτεται και να διερωτάται καμιά/κανείς για το νόημα όσων συμβαίνουν και όσων η/ο ίδια/ος πράττει, είναι δείγμα αδυναμίας, υποχώρησης, έλλειψης πίστης. Και στην αριστερά-με-άλφα-κεφαλαίο πιστεύουν πολύ, και το δείχνουν σε κάθε ευκαιρία, οργανώνοντας πανηγυρικές εκδηλώσεις κάθε λογής. Πρόκειται για εκείνη την τυφλή πίστη που πάντα αποτελεί την άλλη όψη του πιο αβυσσαλέου μηδενισμού. Γιατί σε αυτόν τον πολιτικό χώρο αν πιστεύουν πολύ και το δείχνουν, είναι γιατί στην τελική δεν πιστεύουν, έχουν πάψει οριστικά να πιστεύουν ή δεν πίστεψαν ποτέ, στη δυνατότητα μιας ριζικής κοινωνικής αλλαγής, και πιο συγκεκριμένα ακόμα στην ικανότητα των υπό εκμετάλλευση και καταπίεση ανθρώπινων όντων να αυτοχειραφετούνται, να σπάνε τις αλυσίδες τους και να αίρουν τις συνθήκες υποκειμενοποίησής τους, διακινδυνεύοντας να χάσουν τα πάντα για να κερδίσουν ένα μέλλον που στο παρόν προδιαγράφεται μονάχα μέσα από αρνήσεις και μικρές, πάντα έτοιμες να κλείσουν, ρωγμές.

Χρειάζεται καλύτερη απόδειξη από τη στάση των μεγάλων και μικρών ηγητόρων και συνολικά του «λαού της αριστεράς» αυτές τις μέρες; Οι ίδιοι άνθρωποι που μιλάνε για ρήξη με τους «δανειστές», για την ανάγκη των ηχηρών και μεγάλων «Όχι», δε βγάζουν κιχ για το πώς το προλεταριάτο θα αντιμετωπίσει μια ενδεχόμενη κατάσταση οικονομικής κατάρρευσης, έλλειψης τροφίμων, φαρμάκων κ.ο.κ. Δε θέτουν κανένα τέτοιου είδους ερώτημα. Στη μακράν καλύτερη, και ακραία μειοψηφική, περίπτωση (που μάλλον οριακά μπορεί να καταχωρηθεί στην «Αριστερά»), θα βρούμε ένα κάλεσμα για «προλεταριακή άμυνα στο αστικό σαμποτάζ» και «επιτροπές δράσης» που θα απαιτούν «από την κυβέρνηση να εξασφαλίσει και να εγγυηθεί» την επιβίωση του προλεταριάτου12. Κατά κανόνα, όμως, οι αριστεροί εθνοσωτήρες και οπαδοί εθνοσωτήρων με το που πάει να τεθεί αυτό το ερώτημα απλά αλλάζουν θέμα, και πότε-πότε το ρίχνουν σε ποιητικές αποστροφές γεμάτες συναισθηματικούς πλεονασμούς: θα βρεθούμε (ως «ελληνικός λαός», μην ξεχνιόμαστε … ) στο τιμόνι, θα πλεύσουμε σε αχαρτογράφητα νερά, θα ζήσουμε με αξιοπρέπεια, θα δώσουμε ένα μάθημα δημοκρατίας, «γυρίζω την πλάτη μου στο μέλλον», εμείς δεν θα γίνουμε οι «χέστηδες του 2015»13 κλπ., κλπ., λες και μιλάνε στο προαύλιο της ΕΡΤ, υπό τους ήχους της ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης». Ενώ τόσα χρόνια οι αριστερότεροι εξ αυτών δήλωναν με ύφος εκατό καρδιναλίων ότι η ειδοποιός διαφορά της «Αριστεράς» από τον αναρχικό και αυτόνομο χώρο είναι η επίγνωση της σημασίας του «συνειδητού παράγοντα», της ευχέρειας δηλαδή οργάνωσης και χάραξης στρατηγικών σχεδιασμών σε επίπεδο κινηματικής δράσης, τώρα όποτε μιλάνε για «σχεδιασμό των επόμενων βημάτων» αυτό που εννοούν είναι τον σχεδιασμό των βημάτων ενός κράτους, ή των κομμάτων που θα διοικούν το κράτος (χωρίς καν να επιχειρούν να μετασχηματίσουν το κράτος). Η συντριπτική τους πλειοψηφία, ξεκαθαρίζει ήδη ότι δεν υπάρχει κάτι πέραν μιας καλύτερης, «για τα συμφέροντα της χώρας», διαπραγμάτευσης ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και τους ευρωπαίους εταίρους του. Μια μειοψηφία, ιδίως εκείνη που συσπειρώνεται γύρω από το όραμα της δραχμής, θα αραδιάσει, αντίθετα, με ευκολία κάμποσα bullets περί «εθνικοποίησης τραπεζών», «μονομερούς διαγραφής του χρέους» και διάφορων άλλων μέτρων που το κράτος της επόμενης μέρας μπορεί να λάβει, αλλά δε θα βρει να πει το παραμικρό για το τι το προλεταριάτο, ως ενεργή κοινωνική δύναμη, ως υποκείμενο που δεν είναι ήδη εκεί έξω περιμένοντας το νεύμα των wannabe καθοδηγητών του, αλλά παράγεται μέσα στην ταξική πάλη, μπορεί να κάνει και πώς, για το πώς ο κόσμος του αγώνα, όσοι/ες βρίσκονται ή θα βρεθούν στο δρόμο, θα οργανώσουν τις αρνήσεις τους, θα ανοίξουν διόδους πέρα από το υπάρχον, θα αρχίσουν να καταργούν τις εκμεταλλευτικές σχέσεις και το δεδομένο σήμερα μωσαϊκό σχέσεων εξουσίας. Μόνο τα κράτη και τα κόμματα είναι υποκείμενα που παράγουν ιστορία. Το προλεταριάτο μπορεί μόνο να ζητάει, να στηρίζει, να ανταποκρίνεται στις προστακτικές του κράτους και του κόμματος που προετοιμάζεται να αναλάβει, ή έχει ήδη αναλάβει, κυβερνητικά καθήκοντα, να είναι ο δεδομένος «λαός» που θα ζυμωθεί καταλλήλως και θα οδηγηθεί στο σωστό δρόμο: η σύγχρονη χωρίς προσδιορισμούς αριστερά έχει εμπεδώσει πολύ καλά αυτό το απόσταγμα σταλινικής και σοσιαλδημοκρατικής σοφίας.

Γενεαλογώντας το αριστερό εμπόριο ελπίδας

Στο ευρύτερο κοινό της αριστεράς του κράτους, της «νέας μεγάλης συνθετικής Αριστεράς» που οραματίστηκε ο κ. Δραγασάκης και σήμερα είναι κάτι χειροπιαστά πραγματικό, η ιδεολογία που γενικά δεσπόζει είναι ένα μίγμα σταλινικού κρατισμού και σοσιαλδημοκρατικού ταξικού συμφιλιωτισμού αραιωμένο με μεγάλες ποσότητες μικροαστικού εθνικιστικού λαϊκισμού. Τα ανέκδοτα του Ζίζεκ, η οντολογία του συμβάντος του Μπαντιού, και οι υπογραφές στήριξης της Μπάτλερ ή της Σάσκια Σάσεν δε χρησιμεύουν παρά ως καρυκεύματα για να χωνεύεται ευκολότερα από τους αριστερούς υποψήφιους διδάκτορες ή πανεπιστημιακούς καθηγητές αυτή η ιδεολογία, και να αναπαράγεται αποενοχοποιημένα η κυριαρχία της14. Αρκεί, όμως, να ξύσουμε λίγο κάτω από τα postmodern φιλοσοφικά κλισέ ή τους αφόρητους μελοδραματισμούς, για να αντιληφθούμε ότι όσα πράγματι ιδεολογικά πρεσβεύει ένας μέσος οπαδός της αριστεράς-με-άλφα-κεφαλαίο είναι πολύ λιγότερο εκλεπτυσμένα και φανερώνουν πολύ λιγότερο ανεπτυγμένη κριτική σκέψη απ’ ό,τι αυτά που σήμερα πρεσβεύει ένας μέσος Κνίτης. Μπροστά π.χ. στα περισσότερα από όσα γράφονται στον ιστότοπο iskra ή στο left.gr τα γραπτά του Στάλιν και του Δημητρόφ μοιάζουν με διαμάντια της πολιτικής σκέψης: τουλάχιστον στα τελευταία αναγνωριζόταν ακόμα η ύπαρξη αγεφύρωτων ταξικών αντιθέσεων και η έννοια του κράτους εξακολουθούσε να αποτελεί ένα πρόβλημα, όχι τον αυτονόητο όρο κάθε δυνατής λύσης. Παρ’ όλα αυτά, η μήτρα αμφότερων είναι πράγματι κοινή. Γι’ αυτό και οι πιο σοβαροί, οι λιγότερο κυνικοί (και ασφαλώς, οι περισσότερο αφελείς), από τους θεωρητικούς της αριστεράς του κράτους είναι εκείνοι που επικαλούνται ευθέως τις ιδεολογικές παρακαταθήκες του Στάλιν και του Δημητρόφ, ιδίως για τα διαταξικά, «λαϊκά μέτωπα», τη στάση απέναντι στους μικροαστούς και στο μεσαίο κεφάλαιο, την οικειοποίηση του εθνικισμού (ή όπως οι ίδιοι προτιμούν του «πατριωτισμού»), τη διάκριση ανάμεσα σε μια αριστερή και μια επαναστατική κυβέρνηση15. Κι εδώ γίνονται ορατά κάποια από τα γενεαλογικά ίχνη της αριστεράς του κράτους, τα οποία ενώ φαίνονται να είναι προφανή, σπάνια εξετάζεται η ιδιαιτερότητα της ιστορικής υφής τους.

Παρά τις μεγάλες μεταξύ τους διαφορές, ο σταλινισμός και η σοσιαλδημοκρατία είχαν ως κοινό παρονομαστή το γεγονός ότι ήταν ρεύματα αντεπαναστατικά εντός του εργατικού κινήματος, ότι εξέφρασαν την άρνηση της επανάστασης μέσα στην ίδια την επανάσταση ως ιστορική διαδικασία. Ο αντεπαναστατικός τους χαρακτήρας δεν οφείλεται μονάχα στο ότι αναχαίτισαν ή κατέστειλαν μια σειρά από επαναστατικές τάσεις και απόπειρες, αλλά και στο ότι συνέβαλαν σε σημαντικό βαθμό στη διαμόρφωση του σύγχρονου κράτους, προπάντων στο σκέλος των τεχνολογιών διαχείρισης και διευρυμένης αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τους μετασχηματισμούς του κράτους από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά λέγοντας ότι είναι μετασχηματισμοί που κατέτειναν στη συγκρότηση ενός κράτους κατάλληλου να οργανώνει την πραγματική υπαγωγή της ζωντανής εργασίας στο κεφάλαιο, να διαπλάθει, δηλαδή, εκ των προτέρων, τα σώματα των προλεταρίων ως αντικείμενα υπό εκμετάλλευση. Χάρη σε αυτούς τους μετασχηματισμούς, οι ολοκληρωτικές τάσεις που ενυπάρχουν σε κάθε μορφή, ακόμα και την πιο δημοκρατική, του καπιταλιστικού κράτους άρχισαν να βγαίνουν στο προσκήνιο και να κρυσταλλώνονται ως πτυχές μιας αυτονόητης κανονικότητας. Το κράτος δε χρειαζόταν πια να εξαπολύει μαζικούς διωγμούς. Αντίθετα, χωρίς καν να τεθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αποκτούσε ως πάγιο, κανονικό του χαρακτηριστικό την πολεμική επαγρύπνηση έναντι του εσωτερικού εχθρού: η εγγραφή του προλεταριάτου στην ισχύουσα πολιτική διάταξη, η πολιτική αναγνώρισή του ως κοινωνικής δύναμης, ήταν και μια διαδικασία κατάτμησης σε ομάδες ιδιαίτερων συμφερόντων, αποδιοργάνωσης, καθολικού καθημερινού ελέγχου, πειθάρχησης και προληπτικής καταστολής. Αν εξακολουθεί να μοιάζει παράξενο το ότι τα τελευταία χρόνια στις προλεταριακές εξεγέρσεις τα γραφεία προνοιακών υπηρεσιών ή εύρεσης εργασίας καθώς και τα δημόσια μέσα μαζικής μεταφοράς γίνονται στόχος επιθέσεων είναι γιατί έχουμε μάθει να παραβλέπουμε ότι η κατασταλτική όψη της κρατικής παρέμβασης ήταν πάντοτε παρούσα σε όλες αυτές τις μορφές μέριμνας για την παραγωγή και κυκλοφορία του εμπορεύματος-εργασιακή δύναμη. Οι σοσιαλδημοκρατικές και ο σταλινικές γραφειοκρατίες επινόησαν, δοκίμασαν με επιτυχία στην πράξη, και προσέφεραν, ως υλοποιημένη συλλογική γνώση, στο οπλοστάσιο του κράτους μια πληθώρα νέων τρόπων πολιτικό-αστυνομικής διαχείρισης και κοινωνικού ελέγχου της ζωντανής εργασίας. Χωρίς αυτήν τη γενναιόδωρη συνεισφορά, ο καπιταλισμός σήμερα θα ήταν πιθανόν πολύ πιο ασταθής, ενώ εκείνες οι στρατηγικές ταξικής καθυπόταξης, με τη μετατροπή του κράτους σε μια πολεμική μηχανή για την απαξίωση της ζωντανής εργασίας, που εφαρμόστηκαν από τη δεκαετία του 1970 και συνήθως αποδίδονται με τους όρους «νεοφιλελευθερισμός» και «ορντοφιλελευθερισμός» (Ordoliberalismus), θα ήταν αδιανόητες. Η αριστερά του κράτους αποτελεί καρπό της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού από αυτήν κυρίως την άποψη.

Κι οι ίδιοι, όμως, οι μετασχηματισμοί του κράτους επέδρασαν καταλυτικά στη σοσιαλδημοκρατία και τον σταλινισμό. Όπως είχε πολύ εύστοχα περιγράψει, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Νίκος Πουλαντζάς, ένας μαρξιστής στοχαστής το όνομα του οποίου σήμερα, κατά τρόπο ειρωνικό, χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για τους απολογητές της αριστεράς του ελληνικού κράτους (όπως συμβαίνει με το όνομα της Λούξεμπουργκ για τους απολογητές της αριστεράς του γερμανικού κράτους), οι αναδιαρθρώσεις του κεφαλαίου και η συνεπαγόμενη ενίσχυση των οικονομικών λειτουργιών του κράτους, της παρεμβατικότητάς του ως εγγυητή για την ομαλή παραγωγή και κυκλοφορία του εμπορεύματος-εργασιακή δύναμη, επέφεραν δραστικές αλλαγές στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Πριν, ήταν το κοινοβούλιο που διατηρούσε τον ρόλο του εκφραστή των συμφερόντων των υποτελών κοινωνικών τάξεων μέσω των κομμάτων που αντιπροσώπευαν αυτές τις τάξεις. Η νομιμοποίηση του κράτους έναντι του προλεταριάτου κρινόταν στα κοινοβουλευτικά έδρανα, ήταν υπόθεση της νομοθετικής εξουσίας. Εφεξής, αυτός ο ρόλος, της οργάνωσης της συναίνεσης, θα μονοπωλούνταν από την εκτελεστική εξουσία και την κρατική διοίκηση: «Η διοίκηση δεν είναι πια ο μηχανισμός που, με κάποιες πρωτοβουλίες ή αντιστάσεις, ήταν κυρίως επιφορτισμένος με την εκτέλεση της πολιτικής γραμμής. Η κρατική γραφειοκρατία, κάτω από την επιβολή των κορυφών της εκτελεστικής εξουσίας, γίνεται όχι μόνο ο τόπος, αλλά και ο πρωτουργός της εκπόνησης της κρατικής πολιτικής»16. Τα πολιτικά κόμματα, με τη σειρά τους, ιδίως τα λεγόμενα κόμματα εξουσίας, και αυτό ισχύει και για τα σοσιαλδημοκρατικά και για τα κομμουνιστικά κόμματα που είχαν βρει μια σχετικά σταθερή θέση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και ενίοτε (όπως π.χ. στην Ιταλία) διεκδικούσαν, δια της κοινοβουλευτικής οδού, την πολιτική εξουσία, από «τόποι όπου διαμορφώνεται η πολιτική και καταστρώνονται οι συμβιβασμοί και οι συμμαχίες με βάση λίγο ή πολύ συγκεκριμένα προγράμματα», από «οργανισμοί που διατηρούν ουσιαστικούς δεσμούς αντιπροσώπευσης με τις κοινωνικές τάξεις», έτειναν να γίνουν «πραγματικοί ιμάντες μεταβίβασης των αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας». Στην προγενέστερη δημοκρατική μορφή του καπιταλιστικού κράτους, τα κόμματα «παρέμεναν βασικά δίκτυα διαμόρφωσης της πολιτικής ιδεολογίας και της συναίνεσης». Στον «αυταρχικό κρατισμό», που κατά τον Πουλαντζά αποτελεί τη νεώτερη δημοκρατική μορφή του καπιταλιστικού κράτους, «η νομιμοποίηση μετατοπίζεται προς τα δημοψηφισματικά και καθαρά χειραγωγικά κυκλώματα (μέσα ενημέρωσης) που κυριαρχούνται από τη διοίκηση και την εκτελεστική εξουσία»17. Αν πάρουμε τοις μετρητοίς όσα γράφονται στην τελευταία πρόταση, ίσως να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί σήμερα η αριστερά του ελληνικού κράτους καταφεύγει σε ένα δημοψήφισμα όπου το δίλημμα αφορά διαφορετικές εκβάσεις της ίδιας τεχνικής διαδικασίας διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε κράτη, με το πολιτικό πλαίσιο της διαπραγμάτευσης να τίθεται εκτός δημόσιας διαβούλευσης.

Χωρίς στρατούς, εκτός και εναντίον

Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο περίγυρός του, το ισπανικό PODEMOS, και το γερμανικό κόμμα Die Linke, διαφέρουν σε πάρα πολλά σημεία από τα σοσιαλδημοκρατικά και σταλινικά κόμματα. Οι σημαντικότερες, ωστόσο, διαφορές έχουν να κάνουν ακριβώς με τους δεσμούς αντιπροσώπευσης της εργατικής τάξης, και αντίστροφα με τη σχέση προς το κράτος. Τα κόμματα της «Αριστεράς» δεν είναι μαζικά κόμματα, ούτε κόμματα που έχουν οργανικές σχέσεις με το εργατικό κίνημα. Δε συγκροτούνται μέσα στην ταξική πάλη, αλλά πλάι σε, και πάνω από αυτήν: μπροστά από το κοινοβούλιο, ενόψει εκλογικών αναμετρήσεων. Είναι εκλογικοί μηχανισμοί και ταυτόχρονα τείνουν να εμφανιστούν ως κόμματα εξουσίας, ή λειτουργούν, από την ίδρυσή τους, ως προσομοιώσεις των κομμάτων εξουσίας. Οι γραφειοκρατίες που τα διοικούν αντί να προέρχονται από το εσωτερικό του εργατικού κινήματος ή να έχουν αναδειχθεί μέσα από κοινωνικούς αγώνες, για να αυτονομηθούν σε δεύτερο χρόνο ασκώντας την πολιτική ως επάγγελμα, είτε έχουν, από την αρχή, δεσμούς με την κρατική διοίκηση (επαγγελματίες πολιτικοί, εκλεγμένοι σε διάφορα επίπεδα του κράτους) είτε εμφανίζονται, από την αρχή, ως φορείς μιας εναλλακτικής πρότασης κρατικής διαχείρισης, αποκτώντας τη συνοχή τους στη βάση της προοπτικής της διακυβέρνησης ή της συμμετοχής στη διακυβέρνηση. Δεν προδίδουν τίποτα, σε σχέση με τους προλετάριους στους οποίους απευθύνονται ως κομμάτι της εκλογικής μάζας, ακόμα κι αν αθετήσουν ορισμένες από τις προεκλογικές τους υποσχέσεις, γιατί εκ προοιμίου τοποθετούνται στο πεδίο της κρατικής διοίκησης, όχι ως εκπρόσωποι της εργατικής τάξης αλλά ως υποψήφιοι κρατικοί λειτουργοί που θα ενσωματώσουν και θα ελέγξουν καλύτερα το πόπολο που από κάτω διαμαρτύρεται, «ζητάει», «διεκδικεί», «πιέζει». Εξού και η τόσο έντονη έμφαση στη λαϊκή ή εθνική «ενότητα», στην αποκατάσταση του «διαρρηγμένου κοινωνικού ιστού», στην επιστροφή στην ομαλότητα: ο κ. Τσίπρας, όπως και ο κ. Iglesias ηγούνται κομμάτων που είναι ιμάντες μεταβίβασης της εκτελεστικής εξουσίας, μηχανισμοί που συντονίζουν και διευθετούν την κρατικοποίηση των κοινωνικών αγώνων, όχι ως έκφραση του κοινωνικού στο πολιτικό, αλλά ως προβολή του πολιτικού στο κοινωνικό. Η αριστερά του κράτους δεν είναι αυτό που παλιότερα προσδιοριζόταν τοπολογικά ως αριστερά, αν και αποτελεί, αναμφισβήτητα, απόφυση της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού. Αποτελεί το ιστορικό προϊόν της μετάλλαξης των σοσιαλδημοκρατικών και σταλινικών κομμάτων καθώς το καπιταλιστικό κράτος μετασχηματιζόταν, και εξακολουθεί να μετασχηματίζεται, σε ένα κράτος ελέγχου και διαρκούς ταξικού πολέμου, σε συνδυασμό με την ανάδυση διαταξικών μπλοκ μέσα στους ίδιους τους κοινωνικούς αγώνες, την αποσύνθεση της εργατικής ταυτότητας, τις διαδοχικές ήττες του εργατικού κινήματος στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, τη συντριβή, τέλος, και την ενσωμάτωση της Νέας Αριστεράς και των ιστορικών αριστερών αντιπολιτεύσεων στα ΚΚ, μετά τη δεκαετία του 1960.

Το δεύτερο κομμάτι του ορισμού της αριστεράς του κράτους, που μόλις προσπαθήσαμε να δώσουμε, σηκώνει μεγάλη κουβέντα. Και είναι οπωσδήποτε απαραίτητη, ως και επείγουσα, μια τέτοια αποτίμηση: πρέπει να δούμε πώς και γιατί ήδη από τη δεκαετία του 1970, με την πτώση των δικτατοριών στον ευρωπαϊκό Νότο συγκροτούνται, σε επίπεδο δρόμου, συμμαχίες ανάμεσα στο προλεταριάτο, τη μικροαστική τάξη και τμήματα ακόμα του μεγάλου κεφαλαίου, πώς και γιατί στον πρόσφατο κύκλο αγώνων ο εθνικισμός της μικροαστικής τάξης έδωσε από ένα σημείο και μετά τον τόνο στις μαζικές εκδηλώσεις εναντίωσης των ευρωπαίων προλεταρίων, πώς και γιατί ο διεθνής μαοϊσμός, ο διεθνής τροτσκισμός, η παλιά οργανωμένη αυτονομία βρέθηκαν να μετράνε τα συντρίμμια τους ή να σπεύδουν να βρουν μια θέση υπό τη σκιά κομμάτων τύπου ΣΥΡΙΖΑ, πώς και γιατί, αυτήν την ώρα, με το «Ναι» στο δημοψήφισμα συντάσσεται δημόσια η πλειοψηφία του οργανωμένου εργατικού κινήματος στην ελλάδα (η ΓΣΕΕ, το ΕΚΘ, η ΟΤΟΕ), μαζί με κάποιους αφιονισμένους πολεμοχαρείς αστούς, και με το «Όχι» ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό αφεντικών18, μαζί με πολλούς απελπισμένους προλεταρίους. Σκοπός, όμως, του κειμένου αυτού δεν είναι να θίξει όλα αυτά τα ζητήματα, παρά μόνο έμμεσα.

Εκεί που θέλουμε, προς το παρόν, να εστιάσουμε είναι στην ιδιοσυστασία της αριστεράς του κράτους, ως τμήματος, οιονεί ή ενεργού, της κρατικής διοίκησης. Πολλοί σύντροφοι και συντρόφισσες του α/α χώρου, του μόνου πολιτικού περιβάλλοντος στο οποίο σήμερα μπορεί κανείς να ακούσει κάτι που να διαθλά, χωρίς να εξουθενώνει μέσα σε ένα κυκεώνα από κοινοτοπίες και ζωτικά ψέματα, την ένταση και το βάθος των εμπειριών ταξικής αντιπαράθεσης που συσσωρεύτηκαν από το 2007 ως το 2012, πιστεύουν ότι είναι αρκετό να υπογραμμιστεί η λέξη «διαχείριση» ώστε να χαραχθεί μια ευδιάκριτη διαχωριστική γραμμή από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους δορυφόρους του, που προσδιορίζονται, σχεδόν αντανακλαστικά, ως ο υπαρκτός αστερισμός της σύγχρονης ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Σχεδόν ποτέ δε γίνεται αντιληπτή η ουσιώδης διαφορά της αριστεράς-με-άλφα-κεφαλαίο, της αριστεράς ως φράξιας του ελληνικούς κράτους, από την αριστερά ως τοπολογικό προσδιορισμό, από τα ιστορικά κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, του σταλινισμού, και τα θραύσματά τους. Η χρόνια απουσία μιας θεωρητικής κουβέντας για το κράτος, η εμμονή σε μια απλουστευτική άποψη που εμφανίζει το κράτος ως μια εξωτερική δύναμη καταναγκασμού, και όχι ως μια κοινωνική σχέση και μια θεσμική υλικότητα, που επικαλύπτει και ορίζει το πεδίο του πολιτικού, φαίνεται, εδώ ακριβώς, πόσο σοβαρές συνέπειες έχει. Γιατί σήμερα η «διαχείριση» του ελληνικού καπιταλισμού δεν είναι μόνο διάσωση, εν μέσω μιας παρατεταμένης κρίσης, ενός πλέγματος κοινωνικών σχέσεων ή των τρόπων με τον οποίους αυτές οι σχέσεις διαρθρώνονται. Είναι, επίσης, και αναδιάρθρωση, συνέχιση της αναδιάρθρωσης των εκμεταλλευτικών σχέσεων, απαξίωση της ζωντανής εργασίας, καθώς και μετασχηματισμός του καπιταλιστικού κράτους σε ένα κράτος εγγυητή των γενικών όρων της καπιταλιστικής παραγωγής μέσω του διαρκούς, αυτήν τη φορά, ταξικού πολέμου και της καθυπόταξης του πλεονάζοντος πληθυσμού, της αντιμετώπισής του άλλοτε ως αντικειμένου ανοιχτά αστυνομικής μεταχείρισης και άλλοτε ως στόχου τεχνοκρατικών πολιτικών ελέγχου, ζωνοποίησης, επιλεκτικής ανθρωπιστικής ανακούφισης και συστηματικού αποκλεισμού. Η διαχείριση, σήμερα, είναι και διαχείριση των στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους παρανομοποιημένους μετανάστες, των ποικίλων ειδικών αστυνομικών σωμάτων για την καταστολή των περιθωριοποιημένων προλεταρίων, των μυριάδων εκλεπτυσμένων τεχνολογιών κοινωνικού ελέγχου για όσες και όσους πρέπει να μάθουν να πουλάνε αποτελεσματικά τους εαυτούς τους για να επιβιώσουν. Το κρίσιμο δεν είναι να στιγματιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα διαχείρισης, γενικώς και αορίστως, αλλά να διατηρήσει το πιο μαχητικό κομμάτι του προλεταριάτου την αυτοτέλειά του από, και να οξύνει την εναντίωσή του σε, κάθε επιχείρηση διάσωσης-διαχείρισης του ελληνικού καπιταλισμού, είτε έχει το πάνω χέρι η δεξιά είτε η αριστερά του κράτους.

Οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι από τον α/α χώρο που συντάχθηκαν με το «Όχι» στο δημοψήφισμα το οποίο επέλεξε, αιφνιδιαστικά και μάλλον τυχοδιωκτικά, να κάνει η αριστερά του ελληνικού κράτους, για να επιλύσει μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικά, στις τεχνικές τους λεπτομέρειες, σενάρια συνέχισης της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου στην ελλάδα, κρατούν αυτήν τη στάση ακριβώς επειδή εντάσσουν τους εαυτούς τους στο πιο μαχητικό τμήμα του προλεταριάτου και επειδή επιδιώκουν να διευρύνουν τους δεσμούς τους μέσα σε αυτό το τμήμα. Ίδιο είναι και το κίνητρο εκείνων των συλλογικοτήτων του α/α χώρου που υιοθετούν μια αντιΕΕ πολιτική γραμμή, αποφασίζοντας έτσι να τοποθετηθούν σε ορισμένα κομβικά ερωτήματα που τίθενται στον δημόσιο λόγο, έτσι μάλιστα όπως αυτά τίθενται, κατά τρόπο ώστε να προϋποθέτουν μόνο κράτη και κόμματα-φράξιες της κρατικής διοίκησης ως φορείς των νοητών απαντήσεων (ποιος, τι είδους υποκείμενο είναι αυτό που θα αποφασίσει την έξοδο από την ΕΕ.; Και αυτή η έξοδος τίνος πάλι πράξη θα είναι; Της «χώρας»; Του «ελληνικού λαού»; Όπου και να στρέψουμε αυτόν τον κόμπο, έτσι όπως αρθρώνεται, μόνο από κράτη ή κόμματα που διοικούν κράτη μπορεί να κοπεί). Κάθε πολιτική στάση, ακόμα και αν μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι εσφαλμένη, πρέπει να κρίνεται και με βάση τα κίνητρα που την υποκινούν. Αν δεν το κάναμε αυτό, θα έπρεπε να τσουβαλιάσουμε συντρόφισσες και συντρόφους που παίρνουν σοβαρά όσα πιστεύουν, και αγωνίζονται για την ανατροπή των εκμεταλλευτικών σχέσεων σε ενεστώτα χρόνο, με τους ψηφοθήρες ηγέτες π.χ. της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ή τους επαγγελματίες αγύρτες της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, που αντιμετωπίζουν κάθε κινητοποίηση ως ευκαιρία ανέξοδων δημαγωγικών επιδείξεων19. Αλλά το γεγονός ότι αυτή η πολιτική στάση σήμερα συνοδεύεται, όλο και συχνότερα, από μια ρητορική του τύπου «όποιος δεν είναι μαζί μας, παίζει το παιχνίδι της αστικής αντεπανάστασης» αποτρέπει τόσο την αμοιβαία ισότιμη κριτική όσο και τον αναστοχασμό για το τι έχει μέχρι τώρα γίνει, τι μπορεί σήμερα να γίνει, και τι θα μπορούσε, αύριο, να αρχίσει να γίνεται. Η αξιοποίηση, επίσης, ενός μιλιταριστικού φαντασιακού, όπου στη θέση του επαναστατικού κόμματος τοποθετείται ένας επαναστατικός στρατός, το μόνο που υπόσχεται είναι μια επανάληψη καταστροφικών πρακτικών, πέρα από το ότι αποτελεί ένδειξη μια άκριτης οικειοποίησης ορισμένων από τα χειρότερα χαρακτηριστικά της πάλαι πότε ελληνικής άκρας αριστεράς.

Η αριστερά του κράτους σήμερα φαίνεται να κυριαρχεί συντριπτικά στο κομμάτι εκείνο του δημόσιου χώρου που διανοίχθηκε από τους αγώνες της προηγούμενης περιόδου. Τείνει, επίσης, να δώσει τον τόνο και στο μικρότερο εκείνο κομμάτι, τη μη κρατική δημόσια σφαίρα από εγχειρήματα έμπρακτης αμφισβήτησης του υπάρχοντος που αναδύθηκε μετά τον Δεκέμβρη του 08 και αναπτύχθηκε όταν η ταξική αντιπαράθεση είχε οξυνθεί τόσο ώστε να προκληθεί κρίση του ίδιου του κράτους. Η αποχή από το δημοψήφισμα είναι μια χειρονομία που, ενώ όλα φαίνεται να περιστρέφονται γύρω από δύο αντιπαρατιθέμενες αστικές επιλογές συντριβής της τάξης μας και περαιτέρω εξαθλίωσης των ζωών μας, υπερασπίζεται κάπως την εμπειρία συνάντησης, μέσα στους αγώνες, υποκειμένων που δεν είναι, ούτε μπορούν να γίνουν, κόμματα ή κράτη: μεταναστών, επισφαλών προλεταρίων, προλεταρίων που αμφισβητούν την ίδια την υπόστασή τους, σωμάτων που κινούνται πέρα από την κανονικότητα για την οποία έχουν διαπλαστεί. Μια τέτοια χειρονομία ομολογουμένως δε μπορεί να αποβεί ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο. Αυτό ακριβώς, όμως, της προσδίδει τη σημασία της, εδώ και τώρα, ως λιγότερο εσφαλμένης επιλογής. Όχι μόνο γιατί όλα θα κριθούν στο δρόμο, αλλά και γιατί δεν πρέπει να υποχωρήσουμε από την έμπρακτη κριτική, που έχει ήδη γίνει στο δρόμο, της πολιτικής ως άθλιας τέχνης προσαρμογής στην αθλιότητα του υπάρχοντος.

Lenorman

03/07/15

1 Π. Κοσμάς, «Ούτε ‘υπογραφή’ ούτε ‘κρίση λόγω αδιεξόδου’, αλλά συνειδητό σχέδιο ρήξης!», στον ιστότοπο: http://rproject.gr/article/oyte-ypografi-oyte-krisi-logo-adiexodoy-alla-syneidito-shedio-rixis.

2 «Ξυδάκης: Ενώπιον της ιστορίας του ο ελληνικός λαός», στον ιστότοπο: http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22767&subid=2&pubid=64208311.

3 Π. Παπακωνσταντίνου, «Δημοψήφισμα: Επτά κρίσιμες μέρες», στον ιστότοπο: http://kommon.gr/i/286-epta-krisimes-meres-petros-papakonstantinou.

4 Θ. Καρτερός, «Αυτός ο κόσμος, ο μικρός, ο μέγας», στον ιστότοπο: https://left.gr/news/aytos-o-kosmos-o-mikros-o-megas.

5 «Τσίπρας: Ο ελληνικός λαός θα σταθεί στο ύψος της ιστορίας του και θα πει το μεγάλο όχι», στον ιστότοπο: http://www.alterthess.gr/content/tsipras-o-ellinikos-laos-tha-stathei-sto-ypsos-tis-istorias-toy-kai-tha-pei-megalo-ohi.

6 Έτσι, με αυτήν τη λέξη κλείνει το άρθρο του! Θ. Καρτερός, «Αυτός ο κόσμος», ό.π. (σημ. 2).

7 Χρησιμοποιούμε αυτόν τον πλεονασμό, γιατί όταν ένας ανώνυμος σχολιαστής στον Ριζοσπάστη μίλησε για «παρατημένες νύφες», αναφερόμενος στη στάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετά τις εκλογές, τέθηκε ζήτημα «αγοραίων επιχειρημάτων» (βλ. την απάντηση του γραφείου τύπου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στον ιστότοπο: <http://antarsya.gr/node/2934>. Πράγματι, αυτή η κριτική είναι σωστή. Επίσης ορθό θα ήταν να θυμίσει κανείς στους αρθρογράφους του Ριζοσπάστη ότι μάλλον η πιο θλιβερή παρατημένη νύφη των τελευταίων χρόνων είναι το ίδιο το μεταπολιτευτικό ΚΚΕ, σε σχέση με το ελληνικό κράτος, αφού πια έχουν παρέλθει οι μέρες όπου η κ. Παπαρήγα μπορούσε να εξέρχεται από το Μέγαρο Μαξίμου και να καταγγέλλει το εξεγερμένο προλεταριάτο στη βάση σεναρίων συνωμοσίας, όπως έκανε το 2008, παίζοντας με εντυπωσιακή προθυμία το ρόλο της υπεύθυνης καθεστωτικής δύναμης. Γι’ αυτό είναι καλύτερο, μιλώντας για τη στάση των περισσότερων από τα στελέχη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή για τις διάφορες πολιτικές, δημοσιογραφικές και ακαδημαϊκές «μούρες» που απαρτίζουν τον ευρύτερο περίγυρό της, να μιλάμε για «προσωρινά παρατημένους γαμπρούς». Αυτό είναι και πιο μετριοπαθές (αφού αναγνωρίζει την προσωρινότητα αυτής της κατάστασης), και πιο ταιριαστό στο είδος αρρενωπότητας που δίνει τον τόνο στον σύγχρονο ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, όπου πάντα υπάρχει, ως ελκυστής των ροών συναισθηματικής ενέργειας, ένας macho άνδρας ο οποίος κλαίγεται γιατί μια, εξ ορισμού αχάριστη, υποψήφια νύφη τον παράτησε.

8 Κ. Μάρκου, « ‘Ναι’ ο Μιχαλολιάκος, βαθύ ‘Όχι’ η ανατρεπτική Αριστερά», στον ιστότοπο: http://prin.gr/?p=7653.

9 Γ. Δραγασάκης, «[09/09/2012]Συνέντευξη στην εφημερίδα Τύπος της Κυριακής: Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνεχίσει πιο εντατικά τη βίαιη ωρίμανσή του», στον ιστότοπο: http://www.dragasakis.gr/sinedeuxis.php?id=839.

10 Η συνεχής επίκληση π.χ. των αυτοκτονιών εν μέσω κρίσης από το συριζαίϊκο κύκλωμα προπαγάνδας είναι ένα τυπικό τέτοιο παράδειγμα. Ο θάνατος χρησιμοποιείται ως αφορμή για πολιτική σπέκουλα. Με την ίδια επιπολαιότητα αντιμετωπίζεται και η πιο ακραία ιστορική εμπειρία μαζικής θανάτωσης στην μέχρι σήμερα ιστορία, η Shoah. Για πολλούς αριστερούς μπορεί κανείς να μιλάει, με την ίδια άνεση που ρουφάει το καλαμάκι στον καφέ του, για «ολοκαύτωμα» στην υγεία και την παιδεία ή να απεικονίζει, όπως έκανε ένας βουλευτής των ΑΝΕΛ, την είσοδο του Άουσβιτς με την επιγραφή «μένουμε Ευρώπη», χωρίς να αναλογίζεται ότι στο Άουσβιτς συνέβη κάτι για το οποίο το λιγότερο που θα έπρεπε καμιά/εις σήμερα να κάνει είναι είτε να σκεφτεί σοβαρά πώς αυτό έγινε δυνατό στην «πολιτισμένη Δύση», είτε να βγάζει το σκασμό, αν αδυνατεί να σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα από τον ΕΝΦΙΑ, τον Πούτιν και τη νοσταλγικά ακτινοβολούσα δραχμή.

11 Θα πρέπει να θυμίσουμε ότι ο Βαρουφάκης και ο Λαπαβίτσας έγιναν μεγάλοι και τρανοί μέσα σε αυτόν τον ιδεολογικό βούρκο. Ένας άλλος, σήμερα κάπως ξεχασμένος, αστέρας, που το 2010 μεσουρανούσε στα πάνελ του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι ο αποτυχημένος εθνοσωτήρας Καζάκης, ο άνθρωπος που όταν έγινε η στραβή στην Κύπρο έγραφε ότι οι κυπριακές τράπεζες έκλεισαν γιατί τα «αρπακτικά της ευρωζώνης» τις είχαν βάλει στο μάτι, λόγω της ανάπτυξης των δραστηριοτήτων τους εκτός ΕΕ (βλ. το άρθρο του «Γιατί έγινε η δήμευση των καταθέσεων στην Κύπρο;», στον ιστότοπο: http://dimitriskazakis.blogspot.gr/2013/03/blog-post_18.html.

12 Κ. Μαραγκός, «Καμιά ακύρωση του δημοψηφίσματος. Όχι μέχρι το τέλος! Προλεταριακή άμυνα στο αστικό σαμποτάζ!», στον ιστότοπο: https://avantgarde2009.wordpress.com/2015/07/01/%CE%BA%CE%B1%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CE%B1%CE%BA%CF%8D%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CF%88%CE%B7%CF%86%CE%AF%CF%83%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%BF%CF%87%CE%B9/. Η Κομμουνιστική Επαναστατική Δράση, μέλος της οποία είναι ο Κ. Μαραγκός, θα ήταν άδικο να παρουσιαστεί ως ένα κομμάτι ομαλά ενσωματωμένο στην αριστερά-με-άλφα-κεφαλαίο. Η αλήθεια είναι ότι σε πολλά ζητήματα βρίσκεται εγγύτερα προς ένα τμήμα του α/α χώρου. Απευθύνεται, παρόλα αυτά, προνομιακά στο κοινό του ΣΥΡΙΖΑ.

13 Αυτό το δήλωσε ο τραγουδοποιός Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Βλ το σχετικό ρεπορτάζ στον κεντρικό συριζαίϊκο ιστότοπο προπαγάνδας: https://left.gr/news/thanasis-papakonstantinoy-na-mi-lene-oi-apogonoi-mas-gia-toys-hestides-toy-2015.

14 Πρέπει, εν προκειμένω, να σημειωθεί ότι αυτή η χρήση κάθε άλλο παρά εν αγνοία γίνεται των ριζοσπαστών μαρξιζόντων ή μεταμαρξιστών στοχαστών, αφού όλες/οι στηρίζουν αναφανδόν ΣΥΡΙΖΑ, στο όνομα των δημοκρατικών παραδόσεων της Ευρώπης (!!!). Όταν κατεβαίνουν, επίσης, στην πεζή πραγματικότητα των επίκαιρων ταξικών αντιπαραθέσεων συνήθως λένε πράγματα τόσο κοινότοπα και βλακώδη που κάλλιστα θα μπορούσε να τα πει και ο Τράγκας χωρίς παραπομπές στον Μάρξ, τον Χάιντεγκερ ή τον Φρόιντ. Ο πολύς Αλέν Μπαντιού π.χ. έχει κάνει την εξής εντυπωσιακή δήλωση σε ελληνίδα δημοσιογράφο: «Η Ευρώπη χρειάζεται ηγέτες όπως ο Ντε Γκωλ», βλ. τη συνέντευξή του στην Αλεξία Κεφαλά της Καθημερινής [02/02/2014] στον ιστότοπο: <http://www.kathimerini.gr/751749/article/proswpa/geyma-me-thn-k/alen-mpantioy-h-eyrwph–xreiazetai-hgetes-opws-o-nte-gkwl>.

15 Αναφερόμαστε εδώ στα πρώην μέλη του ΚΚΕ που συσπειρώνονται γύρω από τον Εργατικό Αγώνα. Μολονότι οι θεωρίες που υποστηρίζουν είναι ανοιχτά σταλινικές, τα κείμενά τους, σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία των κειμένων που δημοσιεύονται στα αριστερά διαδικτυακά φόρα, φανερώνουν μια κάποια σοβαρή διανοητική εργασία, έχουν αρχή, μέση και τέλος, συνοχή, και πληρούν μερικά στοιχειώδη κριτήρια ορθολογικότητας. Πάσχουν επίσης σε πολύ μικρότερο βαθμό από το σύνδρομο του «επαναστατικού ψέματος».

16 Ν. Πουλαντζάς, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, μετάφραση: Γ. Κρητικός, Αθήνα: Θεμέλιο, 1984, σελ. 3222-323 (η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).

17 Ν. Πουλαντζάς, Το κράτος, ό.π., σελ. 330 (η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).

18 Στην πρώτη δημοσκόπηση για το δημοψήφισμα, που δημοσίευσε η Εφημερίδα των Συντακτών, το 46% των επιχειρηματιών και το 52% των ελεύθερων επαγγελματιών τάσσονταν με το «Όχι». Βλ. «Ψηφίζουν ‘Όχι’ στην πρόταση των θεσμών», στον ιστότοπο: https://www.efsyn.gr/arthro/psifizoyn-ohi-stin-protasi-ton-thesmon.

19 Αξίζει εδώ να θυμηθούμε ότι την περίοδο που ο ελληνικός φασισμός έκανε μαζικά την εμφάνισή του στους δρόμους των ελληνικών πόλεων, και ιδίως της Αθήνας, πραγματοποιώντας εκατοντάδες επιθέσεις σε μετανάστες εργάτες μέσα σε λίγους μόνο μήνες, οι άνθρωποι αυτοί μιλάγανε για «παρασυρμένο λαό», θέλοντας, ακόμα και μπροστά στον πραγματικό πια κίνδυνο του εκφασισμού, να δημαγωγήσουν χυδαία ενώπιον του εθνικού ακροατηρίου. Αν εξαρτιόταν απ’ αυτούς ο αντιφασιστικός αγώνας, τώρα οι Ναζί θα είχαν κυριαρχήσει πολύ άνετα σε κάθε γειτονιά. Ευτυχώς, στη βάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (αν μπορούμε να μιλάμε για «βάση», και όχι απλά για «κοινό») υπήρξαν πολλοί που κατανόησαν τη σοβαρότητα της κατάστασης, σε αντίθεση με όσα ανεκδιήγητα έλεγε δημόσια η ηγεσία τους (με εξαίρεση το ΣΕΚ και την ΟΚΔΕ-Σπάρτακος). Στην αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν χρόνο για τέτοιες περισπάσεις, ούτε στη βάση, ούτε στην ηγεσία τους. Αργότερα, αφού οι εγχώριοι φασίστες αντιμετωπίστηκαν κυρίως από άλλους, η ηγεσία της ΑΝΤΡΑΣΥΑ, και οι συνδαιτυμόνες της από το ‘κόμμα Λαφαζάνη’ σκέφτηκαν πως ήρθε η ώρα να αποδείξουν τα αντιφασιστικά τους φρονήματα, όχι στην ελλάδα, αλλά … στην ουκρανία, υποστηρίζοντας ακροδεξιούς πολέμαρχους, όπως ο Μοζγκοβόι, και βαφτίζοντάς τους, μέσα από μια σωρεία αποσιωπήσεων και εσκεμμένων ψευδών, «αληθινούς αντιφασίστες» και περίπου «κομμουνιστές» (!!!).

Άνοιξη 2018: για τα κοινωνικά κινήματα και την υπεράσπιση του δημόσιου τομέα

Από το blog της Carbure1

Για τριάντα χρόνια στη Γαλλία, όλες οι κοινωνικές συγκρούσεις φαίνεται να εκφράζονται μέσα από αγώνες για τις δημόσιες υπηρεσίες, μέσα από μεγάλες απεργίες που ενορχηστρώνονται από τα συνδικάτα, σε αυτά που αποκαλούνται κοινωνικά κινήματα. Τα περισσότερα από τα κινήματα αυτά είχαν την πρόκληση να αντιταχθούν σε μια μεταρρύθμιση που επηρεάζε τον δημόσιο τομέα ή τη διαχείριση από το κράτος διαφόρων στοιχείων σχετιζόμενων με τη συνολική αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης (εξασφάλιση για την ανεργία, κοινωνική ασφάλεια, συντάξεις κλπ.).

Υπάρχουν ένας σωρός λόγοι, που έχουν αναλυθεί χιλιάδες φορές, οι οποίοι ποικίλουν από το ειδικό βάρος και τον ιδεολογικό ρόλο του δημόσιου τομέα σε αυτό το παλιό έθνος-κράτος μέχρι την συγκεντρωτική αυτή οργάνωση από την εποχή του Μεσαίωνα, που είναι η Γαλλία, μέχρι την αποδυνάμωση των συνδικάτων του ιδιωτικού τομέα, αποτέλεσμα των κοινωνικών μετασχηματισμών του κεφαλαίου στην πιο πρόσφατη μορφή του, που κατέστησε τον δημόσιο τομέα το τελευταίο οχυρό των μαζικών εργατικών αγώνων.

Αν όμως η υπεράσπιση των δημοσίων υπηρεσιών έχει αποκτήσει τέτοια ιδεολογική σπουδαιότητα στη Γαλλία, αυτό οφείλεται ουσιαστικά στο ότι οι μεγάλες μάζες εργατών που υπήρχαν μέχει τις δεκαετίες του 1950 και 1960 ηττήθηκαν σταδιακά στην κίνηση αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου που ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1970 και επιταχύνθηκε στα χρόνια 1990-2000. Το τέλος της εργατικής ταυτότητας και, μαζί με αυτό, το τέλος της ικανότητας των εργατών να κινητοποιούνται μαζικά, καθώς και να παράγουν τον δικό τους πολιτικό λόγο, άνοιξε έναν χώρο για τον δημόσιο τομέα οι εργαζόμενοι του οποίου μπορούσαν ακόμα να απεργούν χωρίς να υφίστανται τόσες πολλές κυρώσεις και, ως εκ τούτου, να αντιπροσωπεύουν το κοινό συμφέρον, υπερασπιζόμενοι τα δικά τους συμφέροντα. Επιπλέον, στη Γαλλία, ο μισός δημόσιος τομέας αποτελείται από προσωπικό στον τομέα της εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου αριθμού δασκάλων, με άλλα λόγια ανθρώπων κατεξοχήν ικανών να παράγουν πολιτικό λόγο. Η ικανότητα για κινητοποίηση και η ικανότητα ιδεολογικής παραγωγής σήμαινε ότι οι αγώνες στον δημόσιο τομέα έφτασαν να καταλαμβάνουν τη θέση που παλιά κατείχε το παλιό εργατικό κίνημα, διατηρώντας συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, επιβάλλοντας με έναν ηγεμονικο τρόπο την ιδιότυπη ιδεολογία τους σε όλους τους αγώνες.

Υπάρει κάθε λόγος να πιστέψουμε ότι και το 2018 έχουμε ακόμα ένα κοινωνικό κίνημα που θα λάβει χώρα με το τελετουργικό του των μεγάλων γεγονότων, τις υπερβολές του περιθωριακού του κομματιού, τις μέρες των απεργιών, τις συνεντεύξεις στην τηλεόραση των χρηστών που έχουν “παρθεί ως όμηροι” στους σιδηροδρομικούς σταθμούς ή στις δημόσιες υπηρεσίες, την αποκήρυξη από τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία του ρόλου συνεργάτη των συνδικάτων, τις αυτόνομες συνελεύσεις και την επιστροφή στην ηρεμία που θα αναγγελθεί από τα ίδια αυτά συνδικάτα, μετά από μια λίγο ή πολύ μακρά περίοδο. Όμως, φαίνεται σε όλους ότι τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά αυτή τη φορά, και αν όλα τα παραπάνω στοιχεία είναι σίγουρο ότι βρίσκονται στο εκκολαπτόμενο κίνημα, τότε τα διακυβεύματα δεν είναι ακριβώς τα ίδια.

Πρώτα απ’ όλα πρόκειται για το ότι αυτό το κίνημα που ξεκινά έρχεται μετά από μια μακρά σειρά ηττών συμπεριλαμβανομένων ως πιο γνωστών αυτών της πάλης ενάντια στα συνταξιοδοτικά όρια το 2010, παρά την τεράστια κινητοποίηση, και τον αγώνα εναντίον του Εργασιακού Νόμου το 2016. Απεργίες και διαδηλώσεις οι οποίες αν, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, κρατούσαν για αρκετό καιρό και ήταν καλά οργανωμένες, θα ανάγκαζαν κυβερνήσεις να υποχωρήσουν (καταφέροντας, γενικά, να προωθήσουν μερικά πιόνια), φαίνεται πλέον να αντιμετωπίζονται ως απλές διαταραχές στην δημόσια τάξη και όχι ως στοιχεία ενός διαλόγου που έχει εξαφανιστεί, καθώς οι μεταρρυθμίσεις επιβάλλονται με τον 49-3 και προεδρικά διατάγματα.

Η μακρά σειρά αποτυχιών που υπέστησαν τα κοινωνικά κινήματα τουλάχιστον από το 2003 (με την αξιοσημείωτη εξαίρεση αυτού ενάντια στον εργασιακό νόμο CPE2 το 2006), δεν είχαν μόνο την επίπτωση της απογοήτευσης και της αποθάρρυνσης αλλά και πολύ συγκεκριμένες επιπτώσεις στη δομή της εργασίας στη Γαλλία, απομακρύνοντάς την ακόμα περισσότερο από το μοντέλο της υπεράσπισης του δημόσιου τομέα καθώς και από τις πραγματικότητές του. Έτσι, η υπεράσπιση του δημόσιου τομέα έχει γίνει αυξανόμενα πανταχού παρούσα και επείγουσα, ακριβώς εξαιτίας της αποτυχίας της. Αλλά ενώ είμασταν εστιασμένοι στον δημόσιο τομέα και την υπεράσπισή του, ήταν ολόκληρος ο ιδιωτικός τομέας που προσαρμοζόταν όλο και πιο ραγδαία στις νέες απαιτήσεις του καπιταλισμού. Και παράλληλα προς αυτή την εξέλιξη, οι δημόσιες επιχειρήσεις έτειναν όλο και περισσότερο να ευθυγραμμίσουν τις λειτουργικές τους δομές με αυτές του ιδιωτικού, στον τρόπο διοίκησής τους και τις απαιτήσεις για ποσοτικοποιημένα αποτελέσματα ή ακόμα και στην οικονομική κερδοφορία.

Το χάσμα ανάμεσα στους δημοσίους υπαλλήλους και τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα δεν είναι μόνο ιδεολογικό, είναι πολύ πραγματικό. Αν υπάρχει αυτό το χάσμα δεν είναι μόνο εξαιτίας ψυχο-πολιτικών λόγων μίσους για την κρατική υπαλληλία ή εξαιτίας μηντιακής προπαγάνδας αλλά επειδή αυτές οι δυο πραγματικότητες δεν “κολλάνε” πλέον μαζί. Έχουν εφαρμοστεί μεταρρυθμίσεις και πολεμήθηκαν λιγότερο ή περισσότερο έντονα και αποτελεσματικά. Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, που καλούνται τώρα στο όνομα του γενικότερου συμφέροντος να υποστηρίξουν τους σιδηροδρομικούς, ίσως ρωτήσουν τα συνδικάτα τι έκαναν το 2003 όταν ψηφίστηκε η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης ενώ ο Balladur εγγυήθηκε ότι όσοι υπάγονταν σε ειδικά σχήματα θα ήταν ασφαλείς. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι οι κοινωνικές σχέσεις που έχουν μετασχηματιστεί, αλλαγές ακολουθούμενες ή υπαγορευόμενες από νόμους, που ανταποκρίνονται όμως στον παγκόσμιο μετασχηματισμό του κεφαλαίου στην φάση αυτής της πλήρους αναδιάρθρωσης, στην οποία είμαστε όλοι παγιδευμένοι.

Ακόμα και στην καρδιά του δημόσιου τομέα, η χρησιμοποίηση εργαζόμενων με εξωτερική ανάθεση και παροδικές συμβάσεις, η εμπορευματική λογική στις παρεχόμενες υπηρεσίες, οι μέθοδοι διοίκησης (μερικές φορές σκληρότερες ακόμα κι από τον ιδιωτικό τομέα, δείτε τα Ταχυδρομεία) τείνουν να κάνουν την εγγυημένη απασχόληση, την κοινωνική προστασία καθώς και τις παραδοσιακές ιεραρχικές αλυσίδες ένα κατάλοιπο του παρελθόντος. Πρόκειται επίσης για την πάλη για ένα είδος εργασιακών σχέσεων κληρονομημένων από την παλιά εργατική ταυτότητα (ένα λεπτής υφής μίγμα επίγνωσης της θέσης κάποιου στις [ιεραρχικές] σχέσεις εντός των επιχειρήσεων και οριζοντιότητας στις διαπροσωπικές σχέσεις) όπως είναι η περίπτωση εξώφθαλμα στα Ταχυδρομεία αλλά επίσης και στους σιδηρόδρομους (SNCF) ή την EDF. Οι επιχειρήσεις αυτές εκσυγχρονίζονται για περισσότερα από 20 χρόνια κι αυτό έχει τις συνέπειές του.

***

Για όλους αυτούς τους λόγους νιώθουμε ότι τα πράγματα είναι άσχημα. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που πριν καν ξεκινήσουμε, κοιτάμε πίσω στο 1995, σε ένα κοινωνικού τύπου κίνημα και στην τελευταία μεγάλη νίκη των συνδικάτων ενάντια σε μια κυβερνητική μεταρρύθμιση, καθώς και πρός τον Μάη του 1968, του οποίου τιμούμε φέτος τα 50 χρόνια. Θα θυμόμαστε, άραγε, ή όχι ότι αυτό κίνημα που ξεκίνησε στις 22 Μαρτίου;

Ότι σχεδόν το ίδιο χρονικό χάσμα χωρίζει αυτές τις δυο ημερομηνίες, το 1968 και το 1995, θα έπρεπε να μας κάνει να καταλάβουμε το ρήγμα που σημάδεψε το 1995 σε σχέση με τον Μάη του 1968 και το επαναστατικό περιεχόμενο του προηγούμενου κύκλου αγώνων, και να μας υποψιάσει ότι η περίοδος που άνοιξε με το κίνημα του Δεκέμβρη του 1995 ίσως έχει επίσης τελειώσει.

Το κίνημα του Δεκέμβρη του 1995 ήταν η επίσημη ημερομηνία γέννησης αυτού που έχει ονομαστεί ως “citoyennisme” ή “ριζοσπαστικός δημοκρατισμός3. Μετά την κρίση του 2007-2008, η ιστορική αποτυχία αυτής της ιδεολογίας έγινε εμφανής, με το “άδειασμα” οποιασδήποτε πιθανότητας επιστροφής σε έναν κοινωνικό Κεϋνσιανισμό ως λύσης στην κρίση. Μέσα από τη διαχείριση της κρίσης είναι το κεφάλαιο το ίδιο που έχει επανεπιβεβαιώσει την παραγωγή του πλούτου ως αποτέλεσμα εκμετάλλευσης, και όχι ένα ουδέτερο αντικείμενο που θα έπρεπε να διανεμηθεί αρμονικά, και μέσα από τις πολιτικές λιτότητας που επιδίωξαν τα κράτη, την προλεταριοποίηση και την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης, είτε με τη μείωση των μισθών είτε τη μείωση των [φόρων], ως το αντικειμενικό περιεχόμενο της ταξικής σχέσης. Έτσι, οι αγώνες για τους μισθούς απονομιμοποιήθηκαν, έγινα οριακά σχεδόν παράνομοι, όπως φανερώθηκε μέσα από την αέναη διαμάχη για το αν έχουμε ή όχι το “δικαίωμα” να μπλοκάρουμε τη χώρα στη διάρκεια μιας απεργίας.

O citizenism, ιδεολογία που αναπτύχθηκε στη Γαλλία στη βάση της υπεράσπισης του δημόσιου τομέα, υπεραμύνθηκε, αντίθετα, μιας Κεϋνσιανής ανάκαμψης της οποίας το μοντέλο είχε παρέλθει από την δοξασμένη εποχή της δεκαετίας του 1930. Αλλά με την κρίση ως αποκορύφωση της αναδιάρθρωσης, ως της στιγμής που τα χαρακτηριστικά αυτής της αναδιάρθρωσης επιβεβαιώνουν τον εαυτό τους με τον πιο σκληρό τρόπο, όλα τα στοιχεία πάνω στα οποία στηρίζεται αυτή η ιδεολογία δέχονται επίθεση και ηττώνται το ένα μετά το άλλο. Το θετικό πρόγραμμα του citizenship περιστρέφεται απλά γύρω από την υπεράσπιση των κερδισμένων (που έχουν κατακτηθεί ως μια υπενθύμιση του ότι δεν έχουμε νικήσει πουθενά) και η κύρια λέξη γίνεται αυτή της “αντίστασης”. Ο ρεφορμισμός δεν έχει πια τίποτα να προσφέρει εκτός από την αντίθεσή τους στις μεταρρυθμίσεις που καθοδηγούνται από άλλους, κάτι που αντιφάσκει με όλες τις επιδιώξεις του. Ο ρεφορμισμός γίνεται απλά το αρνητικό αυτού που κριτικάρει.

Το κίνημα του 1995 μπόρεσε να διαμορφώσει τη βάση του προγράμματος των πολιτών πάνω στα στοιχεία αυτής της αντίστασης, αυτού που θα έπρεπε να διατηρηθεί: κοινωνική ασφάλιση, συντάξεις, εξασφάλιση στην ανεργία κλπ., με λίγα λόγια η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης μέσα σε μια ρυθμιζόμενη αγορά, με άλλα λόγια ένας μετριοπαθής σοσιαλισμός που να εξασφαλίζει τη διατήρηση των θεμελιωδών καπιταλιστικών σχέσεων. Όμως, είκοσι χρόνια αργότερα, αν και το κράτος έχει συνεχίσει να παίζει τον ρόλο του της επίβλεψης της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, το έχει κάνει με τους δικούς του όρους ως κράτος του κεφαλαίου, στην παρούσα καπιταλιστική στιγμή, και όχι σύμφωνα με οποιαδήποτε ιδεολογία, εκτός ίσως τη φιλελεύθερη ιδεολογία, με άλλα λόγια, την ιδεολογία που είναι λειτουργικά επαρκής, για την άρχουσα τάξη, σε σχέση με τις υπάρχουσες ταξικές σχέσεις4. Το κράτος παρεμβαίνει μια χαρά και μεταρρυθμίζει την εξασφάλιση στην ανεργία ώστε να πιέσει τους άνεργους να δεχτούν οποιαδήποτε δουλειά, επεκτείνει στο άπειρο την πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης, μειώνει τις κοινωνικές δαπάνες άρα και τους μισθούς κλπ. Και όλα αυτά τα υποφέρουμε καθημερινά, με τα αυτιά μας γεμάτα από “υπεράσπιση του δημόσιου τομέα”. Επειδή για χιλιάδες ανθρώπους σήμερα στη Γαλλία, ο δημόσιος τομέας είναι και οι δάσκαλοι που σε εξευτελίζουν και σε ταξινομούν κοινωνικά, οι εξονυχιστικά διερευνητικές κοινωνικές υπηρεσίες που σου κόβουν τα επιδόματα μέχρι τελευταίας χαρτούρας, οι μηνιαίοι έλεγχοι στα Κέντρα Εύρεσης Εργασίας, τα πρόστιμα στα ΜΜΜ και οι έλεγχοι από τους μπάτσους.

Το κράτος σήμερα είναι στην πραγματικότητα το ίδιο πράγμα με το Κεϋνσιανό κράτος της ένδοξης δεκαετίας του 1930, που αναγέρθηκε σαν ένα μοντέλο από την ιδεολογία της κοινωνίας των πολιτών: οριοθετεί τις εξελίξεις του κεφαλαίου και κάνει τις απαραίτητες προσαρμογές σε αυτές τις εξελίξεις. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν αναγκαία η ανοικοδόμηση και ο εκμοντερνισμός, οι παραγωγικές δυνάμεις ενσωμάτωσαν την εργατική δύναμη ως έναν καθοριστικό παράγοντα στην παραγωγή αξίας, το εθνικό παραγωγικό “εργαλείο” ήταν η προτεραιότητα, το ζήτημα της στέγασης, της υγείας και της εκπαίδευσης ήταν απαραίτητες συνθήκες για να αντλεί το κεφάλαιο από μια δεξαμενή εξειδικευμένης και ικανής εργασίας. Το κράτος έθεσε τον εαυτό σ’ αυτό το καθήκον, για το γενικότερο καλό του κεφαλαίου – και χωρίς αμφιβολία, “παγκόσμια” όπως είπε ο Μαρσαί, για το καλό των προλετάριων της περιόδου, πολλοί από τους οποίους είδαν το βιωτικό τους επίπεδο να βελτιώνεται. Αλλά το γεγονός παραμένει ότι αυτή η εποχή έχει τελειώσει: το αναδιαρθρωμένο κράτος πρόνοιας έκανε τη δουλειά του, έχει περάσει τη σκυτάλη στο φιλελεύθερο κράτος, που πρέπει τώρα να κάνει τη δική του, ακόμα και να “ξηλώσει” ότι έχει χτίσει το πρώτο: όταν έχει ριχτεί το μπετόν, τα καλούπια πρέπει να φύγουν.

***

Κι έτσι είμαστε εδώ, στο 2018, και πρέπει και πάλι να “υπερασπιστούμε τον δημόσιο τομέα”. Αυτή τη φορά, είναι οι συνθήκες και το στάτους των σιδηροδρομικών που δέχεται επίθεση, και είναι το ζήτημα αν πρέπει να γίνουν οι σιδηρόδρομοι (SNCF) μια ανώνυμη εταιρεία5 ώστε να ανοίξει στον ανταγωνισμό. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα Ταχυδρομεία έχουν γίνει ΑΕ από το 2010, χωρίς αυτό να προκαλέσει τότε οτιδήποτα άλλο από “ισχυρές διαμαρτυρίες” από τα συνδικάτα.

Η αναγγελία αυτής της μεταρρύθμισης της κατάστασης των σιδηροδρομικών (εγγυημένη απασχόληση, σταθερή ηλικία συνταξιοδότησης – που στην πραγματικότητα είχε επιμηκυνθεί το 2007 ευθυγραμμιζόμενη με τον ιδιωτικό τομέα – ειδικό σχήμα κοινωνικής ασφάλισης) έχει προκαλέσει, με τον γνωστό πλέον τρόπο αλλά με μια ιδιαίτερη ένταση, ένα κύμα μηντιακού μίσους προς τους “προνομιούχους’ και τους “τεμπέληδες” της SNCF. Αντιμέτωποι με αυτή τη σφοδρή επίθεση, συνδικαλιστές και πολιτικοί (συμπεριελαμβανομένου του Besancenot6 στην πρώτη γραμμή, ο οποίος κατάφερε να οικοδομήσει πάνω σ’ αυτό το ζήτημα ένα μέτωπο της “αριστερής αριστεράς” – που φαίνεται να είναι de facto η μοναδική αριστερά), αντλώντας από το ιδεολογικό οπλοστάσιο που διαθέτουν, μια γραμμή άμυνας γύρω από τον διπλό άξονα της υπεράσπισης του δημόσιου τομέα και της ταξικής αλληλεγγύης.

Η υποστήριξη στους σιδηροδρομικούς θα ήταν απαραίτητα υπεράσπιση του δημόσιου τομέα, εγγυητή του γενικού συμφέροντος, και υπεράσπιση των εαυτών μας, στο όνομα του φαινομένου ντόμινο των εργατικών ηττών.

Αλλά το να υπερασπίζεται κανείς τους σιδηροδρομικούς στο όνομα του σιδηροδρόμου, της ποιότητας της υπηρεσίας ή του υποτιθέμενου οικολογικού χαρακτήρα του, σημαίνει να συμπεριλαμβάνει τον εργάτη στο προϊόν που παράγει, να κάνει τον προλετάριο ένα πράγμα της μηχανής. Στη ρητορική αυτή, οι σιδηροδρομικοί γίνονται τα “ανθρώπινα μέσα” του σιδηροδρόμου. Όταν οι εργάτες στην αυτοκινητοβιομηχανία κατεβαίνουν σε απεργία, τονίζει κανείς την οικολογική φύση των οχημάτων που κατασκευάζουν ή την ποιότητα των μηχανών τους; Αλλά τώρα, φαίνεται ότι το γεγονός ότι οι σιδηρόδρομοι [SNCF] είναι μια δημόσια υπηρεσία, in its midst, the railroads would no longer be part of it, είναι μέρος του κοινού καλού του έθνους, σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με το δύσκολο 1914. Οι σιδηρόδρομοι γίνονται οι δικοί μας σιδηρόδρομοι. Σ’ αυτό το πνεύμα εθνικού παραγωγισμού, θα θέλαμε επίσης να επαναφέρουμε εκείνα τα αγάλματα από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, για τις υπηρεσίες που προσφέρθηκαν στο έθνος.

Περνάμε στα γρήγορα το τι είναι η SNCF σήμερα, δηλαδή μια εταιρεία με λιγότερους χρήστες από πελάτες. Ποια είναι η δημόσια υπηρεσία μετακίνησης με το τραίνο όταν ένα εισιτήρια από το Παρίσι στη Μασαλλία κοστίζει 200 ευρώ, ώστε τα στελεχά να παίρνουν τα τραίνα υψηλής ταχύτητας [TGV] στη Λυών και οι προλετάριοι τα τρένα από τον σταθμό Ouigo Marne-la-Vallée, στην Disneyland, καταρρίπτοντας την υψηλή και ευγενική έννοια της “ίσης πρόσβασης και μεταχείρισης προς όλους τους χρήστες”; Πρόκειται λοιπόν για το ότι ο μετασχηματισμός της SNCF σε μια ιδιωτική εταιρεία, που μας το κουνάνε μπροστά μας σαν σκιάχτρο, άρχισε να γίνεται εδώ και πολύ καιρό, με τη δημιουργία των τραίνων υψηλής ταχύτητας, των TGV, στη δεκαετία του 1980 και την εμφάνιση του λογισμικού τύπου Socrates στις αρχές της δεκαετίας του 1990, που τώρα υπολογίζει τις τιμές των εισιτηρίων ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση, σε μια καθαρά αγοραία λογική. Πριν είχαμε μια χρέωση χιλιομετρική, ίδια για όλους, σύμφωνα με μια καλή δημοκρατική λογική. Κανείς δεν κατέβηκε τότε σε απεργία για να υπερασπιστεί το ενιαίο εισιτήριο, όπως κανείς μας δεν κατέβηκε σε απεργία στην Ρενώ όταν άρχισε να παράγει ένα σεντάν πολυτελείας, στο όνομα του ότι “η ισότητα πρέπει να πρυτανεύσει μεταξύ των καταναλωτών” και με την καλή δικαιολογία ότι όλοι αναγνωρίζουν πως μόνο τα κέρδη της εταιρείας δικαιολογούν τους μισθούς που μας πληρώνει.

Συνεπώς, ο εργαζόμενος στους σιδηροδρόμους (SNCF) θα έπρεπε να είναι ένας εργαζόμενος όπως όλοι οι άλλοι. Γιατί είναι αδύνατο, στο όνομα της ιδεολογίας των δημoσίων υπηρεσιών, για τους σιδηροδρομικούς να διεκδικήσουν την ίδια τους την κατάσταση σαν προλετάριοι; Είναι κορπορατισμός να υπερασπίζεσαι μια συγκεκριμένη κατάσταση, στον βαθμό που αυτή αφορά όλους; Οι χαμηλοί μισθοί, τα εξαντλητικά ωράρια 3×8, η επώδυνη φύση της δουλειάς, τα πάντα τους δίνουν το δικαίωμα να υπερασπιστούν τα πενιχρά οφέλη που έχουν, που δεν είναι προνόμια αλλά αποζημιώσεις/αντισταθμίσματα. Και σωστά ή όχι, δεν υπάρχει καμμιά ντροπή στο να υπερασπίζεται κανείς τα συμφέροντά του όταν είναι προλετάριος.

Το γεγονός είναι ότι οι εργάτες στους σιδηροδρόμους είναι επίσης παγιδευμένοι στην υπεράσπιση του δημόσιου τομέα, επειδή είναι το άνοιγμα της SNCF στον ανταγωνισμό που τους απειλεί άμεσα. Αλλά υπερασπιζόμενοι την SNCF σαν δημόσια υπηρεσία, οι σιδηροδρομικοί αναγκάζονται να υπερασπιστούν το “δικό τους” παραγωγικό εργαλείο. Όταν, αμυνόμενοι, παρουσιάζουν σε ένα φυλλάδιο τη συνεχή μείωση του εργατικού δυναμικού από το 1950 ως εγγύηση του εκσυγχρονισμού της “δικής τους” δημόσιας επιχείρησης, είναι στην πραγματικότητα τις συνθήκες κερδοφορίας που αναγκάζονται να αναγνωρίσουν και τις σχετικές πολιτικές που ασκούνται μέχρι σήμερα. Το πρόβλημα παραμένει το ίδιο για τους σιδηροδρομικούς όπως και για το προλεταριάτο συνολικά: καθώς αναγνωρίζει τον εαυτό ως αυτό που είναι στην παραγωγική μηχανή, αναγνωρίζει επίσης ότι περισσεύει, ότι είναι ακριβώς σαν ένα “ανθρώπινο μέσο” που αποτελεί κόστος7, είτε πρόκειται για τον δημόσιο τομέα είτε όχι.

Είναι σίγουρο ότι το άνοιγμα στον ανταγωνισμό θα επιταχύνει τη διαδικασία αμφισβήτησης του στάτους [των σιδηροδρομικών], που εδώ και πολύ καιρό έχει ξεκινήσει με τις “ευθυγραμμίσεις” με τον ιδιωτικό τομέα που τα συνδικάτα έχουν επιβλέψει. Παρά τις υποσχέσεις για διατήρηση του καθεστώτος των σιδηροδρομικών που ήδη δουλεύουν εκεί, είναι οι νεοεισερχόμενοι εργάτες καθώς και ο ανταγωνισμός και οι φιλελεύθερες μέθοδοι διοίκησης που θα ασκήσει πίεση σ’ αυτό το στάτους οδηγώντας σε περιθωριοποίηση. Τελικά, σ’ αυτή την εξέλιξη, αισθανόμαστε ότι θα είναι αναγκαία η πρόωρη συνταξιοδότηση, για να “εκσυγχρονιστεί” η εταιρεία. Και οι σιδηροδρομικοί έχουν δίκιο να ανησυχούν για το μέλλον τους στις μικρής κυκλοφορίας γραμμές που θα ανοίξουν στον ανταγωνισμό, γιατί είναι βέβαιο ότι κανένας ιδιώτης επιχειρηματίας/operator δεν επιθυμεί να κρατήσει ένα προσωπικό που είναι αδύνατο να το διαχωρίσει: οι καπιταλιστές δεν είναι πιο φιλάνθρωποι από το κράτος. Αυτό που οι σιδηροδρομικοί πρόκειται να βιώσουν, και έχουν αρχίσει ήδη να ζουν, είναι η εξέλιξη της γαλλικής κοινωνίας τα τελευταία τριάντα ή σαράντα χρόνια, με ένα επιταχυνόμενο και εξαναγκαστικό βήμα. Και αυτή η εξέλιξη έχει συμβεί στη διάρκεια κοινωνικών κινημάτων, οριοθετημένων από τα συνδικάτα, που την διαπραγματεύτηκαν με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο που μπορούσαν. Βάζουμε στοίχημα ότι ήδη τα συνδικάτα διαπραγματεύονται κάποιες εγγυήσεις με τον υπουργό Μεταφορών, για να προστατέψουν αυτό που μπορούν να προστατέψουν, και ιδιαίτερα τη διάρκεια της παρουσίας τους σε όλες τις διαπραγματεύσεις.

Οι σιδηροδρομικοί είναι λοιπόν “κολλημένοι” στην αντίφαση ανάμεσα στην πολιτικο-συνδικαλιστική υπεράσπιση του δημόσιο τομέα και την άμεση υπεράσπιση των συμφερόντων τους ως εργαζόμενων μιας εταιρείας, δηλαδή, τελικά, ως προλετάριων8. Ο Martinez μπορεί να τους ευχαριστεί δηλώνοντας: “αρκεί να βάλουμε τον καθένα στη θέση των σιδηροδρομικών, και όλα θα είναι εντάξει”, αλλά κανείς δεν μπορεί να το πάρει αυτό σαν έναν πραγματικό ισχυρισμό και κάτι άλλο από αστείο, με πολιτικό ίσως περιεχόμενο, όπως αυτό το αίτημα για την εβδομάδα των 32 ωρών, που δεν θα γίνει ποτέ όμως αντικείμενο οποιασδήποτε πάλης. Να μιλά σαν να είναι το 1936 και να δρα σαν να είναι το 2018, αυτή είναι η γλώσσα των συνδικάτων.

Αν τα πλεονεκτήματα των σιδηροδρομικών, όσο πενιχρά κι αν είναι, εμφανίζονται σαν προνόμια, αυτό οφείλεται στο ότι αντιπροσωπεύουν εν έτει 2018 μια ανωμαλία στην αγορά εργασίας όπως αυτή υπάρχει πραγματικά. Η εγγυημένη απασχόληση των σιδηροδρομικών στην κοινωνία των δεκαετιών του 1950 και του 1960 απλά έκανε τυπικό αυτό που ήδη υπήρχε για τον καθένα: εκείνη την εποχή, οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους υπέργραφαν μια μόνιμη σύμβαση και δούλευαν για 35 ή 4 χρόνια στην ίδια εταιρεία πριν συνταξιοδοτηθούν. Όταν ο κόσμος κατέβαινε σε απεργία αγωνιζόταν για μισθούς, όχι για “προστασία των θέσεων εργασίας”. Σήμερα η αγορά εργασίας είναι κατακερματισμένη, επισφαλής, οι καριέρες ακολουθούν τεθλασμένες γραμμές, αν δεν πέφτουν στα χαντάκια της αποειδίκευσης και της μακροχρόνιας ανεργίας, με ή χωρίς RSA9. Και στην πραγματικότητα, όλο και περισσότερο, η κύρια διαφορά ανάμεσα στις δημόσιες επιχειρήσεις και τις ιδιωτικές εταιρείες είναι το στάτους των δημοσίων υπαλλήλων. Δεν είναι η “πρόοδος” που το θέλει αυτό, είναι η καταστροφική πορεία του καπιταλισμού.

Ισχύει επίσης ότι η υπεράσπιση του δημόσιου τομέα μπορεί να φέρει πρώτα απ’ όλα κοντά τον ίδιο τον δημόσιο τομέα, δηλαδή πολύ κόσμο, κι αυτό συχνά ήταν αρκετό. Αλλά εκκλήσεις στον ιδιωτικό τομέα στη βάση της υπεράσπισης του δημόσιου τομέα ακούγονται μόνο στη βάση αυτού του διαχωρισμού δημόσιου/ιδιωτικού. Και αν ο ιδιωτικός τομέας είχε τα μέσα να παραγάγει μαζικές κινητοποιήσεις, η υπεράσπιση του δημόσιου τομέα δεν θα ήταν μάλλον στην κορυφή των προτεραιοτήτων των αγώνων. Η ηγεμονία, από τη στιγμή που καταρρέει, αποκαλύπτει το αντίστροφό της, που είναι η απομόνωση.

Αν πρόκειται να προάγουμε οποιαδήποτε αλληλεγγύη στους σιδηροδρομικούς αυτή δεν είναι να υπερασπιστούμε τον δημόσιο τομέα αλλά να σταθούμε δίπλα σ’ αυτούς που δέχονται την επίθεση από τον καπιταλιστή τους, σ’ αυτή την περίπτωση το κράτος και χωρίς κανέναν άλλον ορίζοντα από την απλή ταξική αυτοάμυνα. Η υπεράσπιση του δημόσιου τομέα είναι στην πραγματικότητα αυτό που εμποδίζει την ταξική αλληλεγγύη, μεταμορφώνοντάς την σε ένα “γενικό συμφέρον”, αυτό το κρατικίστικο και αστικό πράγμα. Αλλά αυτό, η ιδεολογία του δημόσιου τομέα, βαλτωμένη στον ίδιο της τον λόγο/ρητορική, δεν είναι ικανή να το πει αυτό, εκτός από το να αποδώσει μια αιτία στον “νεο-φιλελευθερισμό”, που επιβεβαιώνει όλες τις μεταρρυθμίσεις του, μέσα από καθαρούς διαχειριστές όπως ο Μακρόν, με έναν εντελώς απολίτικο τρόπο, σαν μια βάναυση αλλά αναγκαία κοινωνική “επικαιροποίηση”. Το αδιέξοδο στην υπεράσπιση του δημόσιου τομέα είναι ότι δεν μπορεί να προσδώσει έναν λόγο σ’ αυτή τη ρητορική, ότι δεν έχει να προτείνει τίποτα άλλο πιο χειροπιαστό από το ήδη υπάρχον στάτους κβο, το οποίο έχει ήδη διαβρώσει τόσα πολλά που στην πραγματικότητα θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι ακριβώς εννοούμε σήμερα με τα “κοινωνικά κεκτημένα μας” (εξου και η ευρεία χρήση σήμετα του βαρβαρικού όρου “κατακτημένα” αντί του “αποκτημένα”).

Για να βγούμε από αυτό το αδιέξοδο, θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε ότι στην πραγματικότητα οι κοινωνικές προστασίες που κληρονομήθηκαν από την ένδοξη δεκαετία του 1930, όπως τα ειδικά καθεστώτα, είναι καταδικασμένα να εξαφανιστούν, ότι όλα για τα οποία κάποτε έπρεπε να αντισταθούμε έχουν ήδη πρακτικά εξαφανιστεί και ότι έπρεπε να υπερασπιστούμε έχει χαθεί10. Ήδη στους αγώνες ενάντια στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, το 2010, η CGT υποκλίθηκε στη λογιστική λογική, αναγνωρίζοντας ότι η επέκταση της διάρκειας της ζωής συνεπάγεται την παράταση και της διάρκειας του χρόνου εργασίας και είπε με την ίδια φωνή μαζί με το κράτος, ότι πρώτα απ’ όλα είναι αναγκαίο να σωθεί το σχήμα “pay-as-you-go11, καθώς αυτό ήταν αίτημα του “γενικού συμφέροντος”· και αν, όπως πιστεύω, τα συνταξιοδοτικά ταμεία μπορούν να βοηθήσουν συμπληρώνοντας τις συντάξεις και επιπλέον τα διαχειρίζονται τα συνδικάτα μέσω μιας Comité intersyndical de l’épargne salariale (Διασυνδικαλιστικής Επιτροπής για τα Αποθεματικά των Μισθωτών), όλα έχουν ειπωθεί.

Είναι επειδή τα συνδικάτα στηρίζονται πολιτικά στα λόγια που κριτικάρουν τον “νεοφιλελευθερισμό” και την προτερότητα της οικονομίας επί του πολιτικού ώστε να μπορούν να θέσουν μια εναλλακτική στο εσωτερικό του καπιταλισμού και να διακρίνουν ανάμεσα σε μια “κοινωνική” και μια “φιλελεύθερη” διαχείριση, που δεν έχουν να αντιμετωπίσουν οποιονδήποτε “-ισμό” αλλά το ίδιο το κεφάλαιο, όπως αυτό υπάρχει, και εντός του οποίου δεν είναι δυνατή καμμιά εναλλακτική. Αν θέλουν να εξακολουθούν να υπάρχουν σ’ αυτές τις πραγματικές σχέσεις είναι αναγκασμένα να ακολουθούν. Το τι συμβαίνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων πολύ λίγη σχέση έχει με οποιαδήποτε ιδεολογική διαμάχη.

Τα συνδικάτα έχουν αυτό το κοινό με τους καπιταλιστές, ότι πρέπει να εξακολουθούν να εργάζονται για να υπάρχουν. Αλλά ο λεγόμενος “κοινωνικός διάλογος” δεν ήταν ποτέ ένας διάλογος ανάμεσα σε ίσους: είναι πάντα το κεφάλαιο που καθορίζει τους όρους και το περιεχόμενο, καθώς και τι είναι νόμιμο να συζητιέται. Και στην πραγματικότητα, όταν τα συνδικάτα των σιδηροδρομικών προτάσσουν μια υποτιθέμενη κερδοφορία για την SNCF, είναι η νομιμότητα της εκμετάλλευσης την οποίαν αναγνωρίζουν ως την ίδια τη συνθήκη της εργασίας και, συνεπώς, το κεφάλαιο το ίδιο, το οποίο αναγνωρίζουν ότι κυριαρχεί νόμιμα στο κοινωνικό σύνολο που καθορίζει.

Η θέση των συνδικάτων είναι μόνο μια αντανάκλαση της θέσης μας ως προλετάριων: εδώ, όπως και παντού, αυτό που μας έρχεται στο στόμα είναι η πραγματική μας ύπαρξη στο κεφάλαιο και η κυριαρχία του πάνω στις ζωές μας, συμπεριλαμβανομένου αυτού που θεωρούμε ότι είναι δικό μας, αυτού που κάνουμε: η δουλειά μας, το προϊόν της, και η ζωή που χτίζουμε σ’ αυτή τη βάση. Από το τέλος του παλιού εργατικού κινήματος και μετά, δεν υπάρχει άλλη ζωή που μπορούμε να φανταστούμε στη βάση αυτού που είμαστε στο κεφάλαιο· αλλά σε μια τέτοια ζωή ποτέ δεν θα αισθανθούμε “σαν στο σπίτι μας”. Τίποτα δεν είναι δικό μας, όλα είναι δικά τους.

Μακροπρόθεσμα, λοιπόν, το στάτους των σιδηροδρομικών θα φτάσει αναπόφευκτα στην πλήρη απασχόληση, σύνταξη στα 60 και τον 13ο μισθό να γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανεπαίσθητα στο επίπεδο μιας κλαδικής σύμβασης στο μαγαζί αρχαιοτήτων του αναδιαρθρωμένου κεφαλαίου. Μακροπρόθεσμα, η πλειοψηφία των συνδικάτων δεν θα είναι τίποτα άλλο από εργαλεία συν-διαχείρισης, που θα παλεύουν μεταξύ τους για να διατηρήσουν τη θέση τους στους διάφορους πολυμελείς θεσμούς από τους οποίους αντλούν τα περισσότερα από τα εισοδήματά τους. Το μέλλον τους είναι επίσης εξασφαλισμένο “στη βάση”, όταν τα καλούμε, κατά περίσταση, να διαχειριστούν επαγγελματικές συμβάσεις και ει δυνατόν περιορίζοντας την κάθε περίπτωση. Και αυτό δεν θα είναι αποτέλεσμα μιας ιδεολογικής μετατόπισης των συνδικάτων ή οποιασδήποτε προδοσίας αλλά πραγματικά η ανεπάρκειά τους στην πραγματικότητα του σύγχρονου καπιταλισμού, όπως ακριβώς ο επαναστατικός συνδικαλισμός ήταν επαρκής σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Στην αργή, σχεδιασμένη διάλυση του δημόσιου τομέα στη Γαλλία, είναι ολόκληρη η περίοδος των κοινωνικών κινημάτων που θα έπρεπε σταδιακά να κλείσει.

***

Τα κοινωνικά κινήματα βασίστηκαν σε μια σιωπηρή κατανόηση ανάμεσα στους “κοινωνικούς παράγοντες: το κράτος προωθούσε μεταρρυθμίσεις, μετρούσε την αντίσταση και διαπραγματευόταν με βάση αυτή την αντίσταση. Αυτό είναι που εκφράζει το παλιό σύνθημα: “Δύο βήματα μπροστά, τρία βήματα πίσω”. Αυτό το σύστημα προσιδιάζει στην περίοδο από το 1985 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Αυτή η περίοδος είναι εντελώς διαφορετική από την εποχή των βίαιων ταξικών συγκρούσεων (με τη συμμετοχή και των συνδικάτων) στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, στο φόντο μιας ουσιαστικής ανόδου στο ποσοστό κέρδους που ευνοήθηκε από τις φιλελεύθερες πολιτικές που υλοποίησε ο Μιτεράν, και στη βάση της ήττας τής, μετά το 1968, επίθεσης της εργατικής τάξης. Μετά το 1998, το πραγματικό ποσοστό των μισθών στην προστιθέμενη αξία άρχισε να αυξάνει χωρίς το επίπεδο των μισθών να αλλάζει σημαντικά, με άλλα λόγια το [μέσο] ποσοστό κέρδους άρχισε να πέφτει, βάζοντας έτσι τέλος σε έναν σύντομο καπιταλιστικό εξωραϊσμό, και στην πραγματικότητα οδηγώντας σε σκλήρυνση των αποκαλούμενων “νεοφιλελεύθερων” πολιτικών – δηλαδή των πολιτικών που προσιδιάζουν στο αναδιαρθρωμένο κεφάλαιο.

Η οικονομική κρίση του 2008 έχει ριζικά επιταχύνει αυτήν την τάση. Σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, πολιτικές λιτότητας υλοποιούνται από τα κράτη υπό την πίεση των διεθνών θεσμών, με σκοπό να δημιουργήσουν μια διέξοδο από την κρίση που δεν είναι παρά η υλοποίηση των ίδιων των τάσεων που οδήγησαν στην κρίση.

Δέκα χρόνια αργότερα, μια σχετική έξοδος από την κρίση έχει λάβει χώρα, με την τεράστια μείωση στους μισθούς και τις ασφαλιστικές εισφορές, με την αυξανόμενη επισφάλεια στην απασχόληση, τα κράτη να τροχίζουν στην καρδιά οποιασδήποτε μορφής κράτους πρόνοιας έχει απομείνει, ώστε να ρίξουν εκατομμύρια προλετάριων στην αγορά, έτοιμους να δεχτούν να δουλέψουυν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Αυτός ο τρόπος εξόδου από την κρίση ουσιαστικά ανανεώνει τις συνθήκες της κρίσης, και προετοιμάζει μια καινούρια κατάρρευση, που θα είναι αναμφισβήτητα ακόμα πιο βάρβαρη, τόσο στις συνέπειές της όσο και στη διαχείρισή της.

Σ’ αυτό το καινούριο πλαίσιο, το σύστημα των κοινωνικών κινημάτων που λειτουργούσε μέχρι το 2000 έχει καταστεί πλέον ξεπερασμένο. Από τη μια πλευρά, η ικανότητα αποτελεσματικής αντίστασης από τα συνδικάτα έχει διαβρωθεί, από την άλλη η αντίδραση διαδοχικών κυβερνήσεων έχει γίνει όλο και πιο βίαιη και κλειστή σε “κοινωνικό διάλογο”.

Εκεί που τα συνδικάτα δρουν σε ένα ημι-συμβολικό επίπεδο, επιδεικνύοντας την ικανότητά τους να κινητοποιούν κόσμο κατεβάζοντάς τον στον δρόμο και οργανώνοντας απεργίες, το κράτος τα αντιμετωπίζει κυριολεκτικά, αναγκάζοντάς τα να φανερώσουν την αδυναμία τους να πραγματοποιήσουν τις απειλές τους, ή χρησιμοποιώντας κάθε μέσο για να τα αποτρέψουν από αυτό. Συνεπώς, είναι όντως η ποινικοποίηση των κοινωνικών κινημάτων της οποίας είμαστε μάρτυρες.

Στην ερώτηση-παγίδα “Έχουμε το δικαίωμα να μπλοκάρουμε τη χώρα;” η απάντηση μπορεί προφανώς να είναι όχι. Τα συνδικάτα, τα οποία είναι θεσμοί που έχουν ισχύ μόνο με την αναγνώριση από το κράτος του νόμιμου χαρακτήρα τους, δεν μπορούν να θέσουν τον εαυτό τους εκτός νόμου. Σε κάθε απεργία και σε οποιαδήποτε κατάληψη, υπάρχει μια “υπερχείλιση”/υπέρβαση. Τα συνδικάτα μπορεί σε έναν βαθμό να κρυφτούν πίσω από ατομικές πράξεις (“ο κόσμος έχει αγανακτήσει”), να τις καλύψουν, ενώ άλλες να “αποκηρύξουν τη βία”. Δεν μπορούμε να ζητήσουμε από τα συνδικάτα να οργανώσουν τις “υπερβάσεις”/υπερβολές, γιατί δεν είναι αυτός ο ρόλος τους. Ο ρόλος τους είναι στο όριο και στην καλλίτερη των περιπτώσεων να καλύπτουν αυτές τις υπερβολές χάρις στην νομιμοποίηση που έχουν. Αυτή η νομιμοποίηση, όλο και περισσότερο, αναγνωρίζεται από το κράτος μόνο γύρω από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, για να επικυρώσουν στον κόσμο ό,τι έχει αποφασιστεί, με μερικές πιθανόν παραχωρήσεις διακοσμητικού χαρακτήρα ώστε να μην χάσουν την υπόληψή τους.

Παρόλα αυτά, όσο σκληρότερες οι πολιτικές των κυβερνήσεων, τόσο περισσότερο τα συνδικάτα οδηγούνται να σκληραίνουν τις δράσεις τους. Το ζήτημα των αποκλεισμών που έχει προκύψει τα τελευταία δέκα χρόνια μαρτυρεί γι’ αυτό.

Το 2010, αν το “μπλοκάρισμα” των δυιλιστηρίων, μακράν του να είναι ένα ολικό σταμάτημα της παραγωγής, αποτέλεσε ουσιαστικά απλά μια κατάσταση “αναμονής”, έτσι ώστε τα δυιλιστήρια να μπορούν να τεθούν γρήγορα και πάλι σε λειτουργία, αυτό έγινε γιατί απλά μια πραγματική και ολική παύση της παραγωγής θα ήταν σαν μια πράξη σαμποτάζ, που τιμωρείται πολύ βαριά από τον νόμο. Οι συνδικαλιστές δεν είναι “απελπισμένοι” [desperados]. Το 2016, στη διάρκεια μιας ακόμα κίνησης στα δυιλιστήρια, το κράτος κατέφυγε στα στρατηγικά του αποθεματικά, και ο πανικός στα πρατήρια προκλήθηκε περισσότερο από τις ουρές των αυτοκινητιστών παρά από μια αποτελεσματική παύση της διαθεσιμότητας/παροχής. Το 2018, η SNCF καθιερώνει το “carpoolingκαι προσφέρει μηνιαία αύξηση στα στελέχη για να οδηγούν τα τραίνα! Κανονίζει ώστε η κυλιόμενη απεργία που χρησιμοποιείται από τα συνιδικάτα, για να παρατείνει το κίνημα περιορίζοντας τις επιπτώσεις στους μισθούς [των απεργών], να θεωρείται ως μια ενιαία απεργία ώστε κάθε μέρα να χάνεται. Γίνεται αρκετά φανερό ότι ο στόχος είναι, όπως είπε ο Σαρκοζύ, όταν υπάρχει μια απεργία στη Γαλλία να μην το παίρνουμε πλέον είδηση, ή ακόμα – σεβόμενοι το δικαίωμα στην απεργία, φυσικά – να μην υπάρχουν καθόλου πια απεργίες.

Η πραγματικότητα είναι ότι τα συνδικάτα δεν έχουν ούτε την ικανότητα ούτε την επιθυμία να “μπλοκάρουν τη χώρα”. Το γεγονός είναι ότι τα συνδικάτα συγκροτούνται πραγματικά από εργάτες, που δεν έχουν παρά τη δουλειά τους για να ζήσουν, και στην πραγματικότητα είναι προσδεμένοι στο παραγωγικό τους εργαλείο, όπως οι σιδηροδρομικοί υπάρχουν μόνο υπό την SNCF, και γι’ αυτόν τον λόγο υπερασπίζονται τον δημόσιο τομέα. Όταν το κράτος στριμώχνει στον τοίχο τα συνδικάτα και τους πιέζει να υλοποιήσουν τις απειλές τους, τα συνδικάτα και οι εργάτες που εκπροσωπούν πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η λειτουργία των συνδικάτων δεν είναι η εξέγερση αλλά η διαπραγμάτευση. Η διαπραγμάτευση δεν είναι το μόνο γεγονός στις κατευθύνσεις που λαμβάνονται στα υπουργεία, συμβαίνει επίσης στο επίπεδο των εταιρειών, και μερικές φορές σε αντίθεση με τους άξονες που αποφασίζονται σε εθνικό επίπεδο. Για παράδειγμα, το 2013, η CGT αρνήθηκε να υπογράψει τις συμφωνίες σχετικά με την “flexicurity12, ενώ στην Aveyron, το τοπικό συνδικάτο της CGT “έσωσε” ένα εργοστάσιο της Bosch δεχόμενο περικοπές μισθών και μια αναβολή των ημερών για RTT, κατά το καθαρότερο πνεύμα της “flexisuritaire”. Πρόκεται για το ότι οι κατευθύνσεις είναι πολιτικές, και ότι η βάση πρέπει να αναπτυχθεί. Η καθημερινή ύπαρξη του συνδικαλισμού συνίσταται σ’ αυτές τις καθημερινές προσαρμογές, μακριά από τον προβολέα των μεγάλων κοινωνικών κινημάτων.

Αλλά αν το κράτος, στη διάρκεια ενός κινήματος, πιέζει τα συνδικάτα να παρανομήσουν και, συνεπώς, να τα επαναφέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τις συνθήκες που είναι οι πλέον ευνοϊκές γι’ αυτό, λέει όλο και περισσότερο ότι μπορούμε να κάνουμε και χωρίς τις διαπραγματεύσεις. Υπάρχει ο νόμος 49-3 και τα Προεδρικά Διατάγματα γι’ αυτό, αλλά και οι δημοκρατικές διαδικασίες: ότι το στάτους των σιδηροδρομικών και ο νόμος για το άνοιγμα των σιδηροδρόμων στον ανταγωνισμό θα περάσουν από την Εθνοσυνέλευση, που απλά θα αποτελέσει μια μικρή χρονοτριβή στην όλη διαδικασία, μαζί ίσως με τη διάρκεια των απεργιών, αλλά όλοι ξέρουν την έκβαση της αντιπαράθεσης σε μια Εθνοσυνέλευση που η πλειοψηφία της είναι με τις μεταρρυθμίσεις. Εδώ είναι που το μονοκομματικό σύστημα που έχει θεσμοποιήσει ο Μακρόν είναι σε πλήρη λειτουργία.

Το πρόβλημα των κοινωνικών κινημάτων είναι ακριβώς ότι παραμένουν κοινωνικά, ότι μέσα από τους αγώνες και την κριτική της κοινωνίας που διαμορφώνουν, αποκαθιστούν στο αρνητικό όλες τις κατηγορίες αυτής της κοινωνίας η οποία γίνεται στη συνέχεια ατέρμονα δεκτική κριτικής επειδή είναι ατέρμονα διασώσιμη. Μ’ αυτόν τον τρόπο είναι που σηματοδοτούν, κάθε τρία ή πέντε χρόνια, κριτικές αλλαγές στο κεφάλαιο, βαδίζοντας χέρι-χέρι μαζί του στον δρόμο της ανάπτυξης. Έτσι, εμείς οι προλετάριοι βαδίζουμε χέρι-χέρι με αυτό που ταυτόχρονα μας σκοτώνει και μας κάνει να ζούμε.

Σ’ αυτήν την τελματωμένη κατάσταση, είναι η “υπέρβαση” που παρουσιάζεται ως η μόνη δυνατή λύση. Τα “κοινωνικά κινήματα”, διεκδικώντας να αναλάβουν την ευθύνη για το σύνολο της κοινωνικής σύγκρουσης, να ενσαρκώσουν την ίδια την ταξική πάλη, έχουν σαν αποτέλεσμα να καταστήσουν αόρατες όλες τις άλλες μορφές συγκρουσιακότητας, ποιος αγώνας νομιμοποιείται και ποιος όχι, να αναγάγουν κάθε σύγκρουση σε διεκδίκηση και σε διάλογο με την εξουσία. Σκεφτόμαστε εδώ, προφανώς, τις ταραχές του 2005 στα γαλλικά προάστια, που πιθανόν να μην είχαν θεωρηθεί τόσο αποκλειστικά σαν ένα ζήτημα διατάραξης της δημόσιας τάξης αν το κυρίαρχο μοντέλο αγώνα δεν ήταν αυτό των κοινωνικών κινημάτων. Το 2016, στη διάρκεια της μάχης ενάντια στον Εργασιακό Νόμο, συστηματικές υπερβάσεις συνεισέφεραν να επαναεισαχθεί η συγκρουσιακότητα εκεί που υπήρχε μόνο ένα τελετουργικό που εκλαμβανόταν ως κενό και παρωχημένο: η περίφημη διαδήλωση “ballons-merguez13.

Στο κίνημα που έρχεται, η βία που βιώνεται ή ασκείται, η απουσία αιτημάτων ως αναγκαίας συνθήκης για δράση, το αναγκαίο ξεπέρασμα του προβλήματος της νομιμοποίησης του αγώνα με την ουσιαστική απονομιμοποίησή του, θα αποκαλύψουν εκ νέου το ζήτημα της υπέρβασης ως του απόλυτα αντίθετου της σύγκλισης των αγώνων, ως μιας φυγόκεντρου δύναμης. Η “κεφαλή της πορείας”, τώρα θεσμοποιημένη και τελετουργικοποιημένη, γίνεται ένα φρένο σ’ αυτήν την φυγόκεντρο κίνηση, καθώς προσδιορίζει άτομα από το κοινωνικο-πολιτικό τους ανήκειν (“κόκκινες φορεσιές και τα μαύρα φούτερ K-Way”14), και βλέπρι τον εαυτό της να ανάγεται σε μια μορφή σύγκλισης, απορροφώντας/παίρνοντας τη δυναμική του κοινωνικού κινήματος. Αυτή η παρατήρηση έχει γίνει ήδη από αρκετούς από όσους εμπλέκονται εκεί. Η “κεφαλή της πορείας”, από τη στιγμή που τυποποιείται έχει γίνει ένα πολιτικό αντικείμενο, μια υπόθεση μιλιτάντηδων, ένας λόγος [discourse] ιδεολογικός. Έχει φτάσει να αρνείται αυτό ακριβώς που τη συγκρότησε στην πιο ζωντανή της μορφή, και που υπάρχει λίγο-πολύ σε όλους τους ταξικούς αγώνες αυτού του κύκλου: να δρας και να συναντιέσαι σε μια προσωρινή κοινωνική “μη διακριτότητα”, με αυτή τη μη-διακριτότητα να προσφέρεια ακόμα-ακόμα και την δυνατότητα να “σπάσεις τα πάντα”, με άλλα λόγια, να μην διεκδικεί κανείς τίποτα σαν δικό του σ’ αυτόν τον κόσμο, να μην κατασκευάζει τίποτα, να μην ψάχνει το κοινό έξω από τον εαυτό του, να απο-αντικειμενοποιεί το υποκείμενο. Για να βγάλει προς τα έξω την υπέρβαση των πορειών στις οποίες συμμετέχει, να τη θεμελιώσει σαν μια σχέση ανάμεσα σε άτομα και, πέρα από τις ταραχές, να την μεταφέρει σε άλλα μέρη – πρώτα απ’ όλα στην παραγωγή, αλλά όχι μόνο – για να καθορίσει την άμεση χρήση καταργώντας τον κοινωνικό τους ρόλο, αυτό είναι που τίθεται από την στιγμή ποθ βρισκόμαστε: η πρόκληση του κομμουνισμού σε δράση.

Αλλά δεν είμαστε ακόμα εκεί. Για την ώρα, μπορεί κανείς απλά να σημειώσει την παρακμή των κοινωνικών κινημάτων, την ανικανότητά τους να αντιτεθούν στην εξέλιξη του καπιταλισμού, γιατί από την σκοπιά της εργασίας, δεν είμαστε παρά ο ένας πόλος αυτής της εξέλιξης, που μας κρατά μαζί με το κεφάλαιο. Μπορούμε επίσης να παρατηρήσουμε, μέσω αυτής της παρακμής, την ιδεολογική αποτυχία του citizenism, όπως και την αδυναμία στην οποία έχει βρεθεί να προάγει αποτελεσματικές πολιτικές, κολλημένος στην απολογία του απέναντι στο κράτος και τη δημοκρατία. Είμαστε προφανώς σε μια στιγμή ρήξης, ή τουλάχιστον μετατόπισης/εξάρθρωσης. Μπορούμε να αναρωτηθούμε συνεπώς ποια κατεύθυνση θα πάρουν τελικά οι ταξικοί αγώνες, που δεν έχουν ποτέ περιοριστεί στη μορφή των κοινωνικών κινημάτων, στην πορεία αυτής της εξασθένισης. Κανείς δεν μπορεί πραγματικά να απαντήσει αυτό το ερώτημα ακόμα. Είναι μόνο μέσα από μια κατανόηση της κατάστασης ως έχει, ανάμεσα σε άλλα πράγματα σύμφωνα με τις υποθέσεις που έχουμε κάνει εδώ, που μπορούμε, από την παρατήρηση του τι συμβαίνει στην πορεία των καθημερινών αγώνων, που μπορούμε να καταλάβουμε αποτελεσματικά προς τα πού πάνε τα πράγματα. Με αυτή την έννοια, η πρόκληση των αγώνων που ξεδιπλώνονται την άνοιξη του 2018, πέρα από τη νίκη ή την αποτυχία του κινήματος, θα μας πει κι αυτή προς τα πού πάμε.

***

Αν όμως η παρακμή των κοινωνικών κινημάτων θεωρηθεί ως αναπόφευκτη στην παρούσα κατάσταση, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και με επικίνδυνες παρεκτάσεις/προεκτάσεις και να μην εμπλακούμε σ’ αυτό που μπορεί να αποκληθεί “θεωρία της καθαρότητας”, σύμφωνα με την οποία θα μπορούσε να εμφανιστεί τελικά, σε όλη της την ριζοσπαστικότητα, η Αληθινή Ταξική Πάλη, απαλλαγμένη από τα συνδικάτα και τους πολίτες, και να εκραγεί αμέσως σε μια γενικευμένη εξέγερση που θα σαρώσει το κράτος και το κεφάλαιο.

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια μακροπρόθεσμη διαδικασία (φυσικά, χωρίς να προκαταλαμβάνουμε τα αποτελέσματα μιας ρήξης που θα μπορούσε να προκληθεί από μια γενικευμένη κρίση του κεφαλαίου). Ακόμα και ο Μακρόν-Δίας15 δεν μπορεί να καταβάλει οποιαδήποτε αντιπολίτευση σε τρεις βδομάδες και να ιδιωτικοποιήσει τα πάντα σε τρεις μήνες. Αυτή την άνοιξη του 2018 ιδιαίτερα, μπορεί να υπέπεσε στο αμάρτημα της αλλαζονείας και να ξεκίνησε πάρα πολλά παράλληλα σχέδια. Αν η απεργία αυτής της άνοιξης είναι μαζική, και φαίνεται να κάνει ένα καλό ξεκίνημα, πιθανόν να κερδίσουμε ακόμα λίγο χρόνο. Η καπιταλιστική επιχείρησηΓαλλίαδεν μπορεί να μεταφερθεί αλλού16: πρέπει να αντιμετωπίσει το προσωπικό της και δεν μπορεί να αναδιαρθωθεί με έναν πιεστικό ρυθμό, γιατί πρέπει να εξακολουθεί να λειτουργεί ως ένα καθολικό καπιταλιστικό πλαίσιο, με άλλα λόγια ως κοινωνία. Όλα αυτά θα πάρουν πολύ χρόνο και θα προκαλέσουν πολλές αντιπαραθέσεις και αντιθέσεις. Επιπλέον, όπως έχει ήδη επισημανθεί, όσο πιο πεισματάρικες οι ήττες, τόσο περισσότερο αγκιστρώνεται κανείς στην ιδεολογία. Η ιδεολογία της υπεράσπισης του δημόσιου τομέα, αν στηρίζεται όλο και λιγότερο στα παρακμάζοντα κοινωνικά κινήματα στην κλασσική τους μορφή και όντας αρκετά παρωχημένη στην μορφή της “κοινωνίας των πολιτών”, έχει αρκετές πιθανότητες, εξαιτίας αυτών των αντιπαραθέσεων που θα υπάρχουν μακροπρόθεσμα και εκτός κοινωνικών κινημάτων, να επανασυσταθεί σε ένα αυστηρά πολιτικό επίπεδο.

Είναι ακριβώς αυτό το σχέδιο που διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν σκόπιμα εγκαταλείψει, ακόμα και στο πρόσωπο του Μακρόν που αποτελεί το έμβλημα αυτής της εγκατάλειψης. Ο καθαρά διαχειριστικός τρόπος διακυβέρνησης που προάγεται από τον Μακρόν (και είναι αίτημα μεγάλου τμήματος της μεσαίας τάξης), έχει σαν απόλυτο όριο να μην προωθήσει πλέον καμμιά υπέρβαση/μετάβαση, που θα έδινε χώρο σε όλους εκείνους που σήμερα θάθελαν, στο εσωτερικό του κεφαλαίου, να επανασυστήσουν το κοινό [commun]. Αυτό το κοινό, που μπορεί να πάρει χιλιάδες μορφές σε εναλλακτικές ονειροπολήσεις, και εξέφρασε μια επιθυμία για περισσότερη οριζοντιότητα στο “Όλοι μαζί” του 1995, έχει καλές πιθανότητες, στο υπάρχον πλαίσιο, να ενσωματωθεί πολύ σταθερά σε μια μορφή λαϊκιστική και εθνικιστική, που ενσάρκωσε πρόσφατα το δίδυμο ΛεΠεν–Μελανσόν, αλλά που ίσως θέλει ακόμα αρκετά για να συγκροτηθεί πραγματικά. Η πρόσφατη εκλογική νίκη του κινήματος M5S του Beppe Grillo μας δίνει, μεταξύ άλλων, μια ιδέα17.

Η συγκρότηση ενός τέτοιου εθνολαϊκιστικού συνόλου ίσως γίνει πάνω στην παρακμή των κοινωνικών κινημάτων, των οποίων η ριζοσπαστική και η θεσμική συνιστώσες θα διαιρεθούν πάνω στον ορισμό που θα πρέπει να δοθεί στο κοινό, δημιουργώντας έτσι ένα μείζον πολιτικό διακύβευμα στα χρόνια που έρχονται. Το κοινό θα αποτελέσει τότε την “άλλη πλευρά”, την κοινωνική πλευρά της “υπερχείλισης”, θα είναι, είτε στην “εναλλακτικίστικη” είτε στην εθνολαϊκιστική της μορφή, η μορφή της επιστροφής στην τάξη.

 

AC

2 Απριλίου 2018

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2018/04/02/printemps-2018-sur-les-mouvements-sociaux-et-la-defense-du-service-public.

2 Στμ. CPE (contrat première embauche), Συμβόλαιο Πρώτης Απασχόλησης: μια μορφή σύμβασης εργασίας που προσπάθησε να προωθήσει η κυβέρνηση του Βελπέν στη Γαλλία την άνοιξη του 2006, που αφορούσε αποκλειστικά εργαζόμενους κάτω από την ηλικία των 26 ετών, που παρείχε τη δυνατότητα στους εργοδότες να τους απολύουν χωρίς επαρκή αιτιολόγηση μετά από μια “δοκιμαστική περίοδο” 2 χρόνων. Συνάντησε τεράστια αντίδραση ιδιαίτερα από το κίνημα της νεολαίας, με αποτέλεσμα τελικά την απόσυρσης της συγκεκριμένης ρύθμισης (άλλες διατάξεις, εξίσου αντεργατικές, υιοθετήθηκαν, όμως, στον νόμο των λεγόμενων “Ίσων Ευκαιριών”).

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: citoyennisme: η ιδεολογική/πολιτική θέση που βάζει τον πολίτη στο επίκεντρο της οικοδόμησης του κράτους, ως μέσο για την καταπολέμηση του καπιταλισμού. Επίσης: ριζοσπαστικός δημοκρατισμός: στο πρωτότυπο démocratisme radical.

4 Στμ. Ακριβώς σ’ αυτή την κρίσιμη παρατήρηση εδράζεται η αντίθεση με τη χρήση του διαβόητου όρου “νεοφιλελευθερισμός” που κατά κόρον χρησιμοποιείται από την αριστερά αλλά και τον “χώρο”. Η δυναμική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης από τη δεκαετία του 1970 δεν είναι αποτέλεσμα μιας “ιδεολογικής εμμονής” ή “προκατάληψης” ή “ιδεολογικής αντιδραστικής έξαρσης” των “νεοφιλελεύθερων” διανοούμενων και οικονομολόγων της Σχολής της Σικάγου ή οποιωνδήποτε άλλων. Είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας του κεφαλαίου να προσαρμοστεί στις συνθήκες που ο ταξικός ανταγωνισμός διαμόρφωσε τη δεκαετία του 1960. Είναι αποτέλεσμα των υλικών συνθηκών και της ανάγκης διατήρησης από το κεφάλαιο των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Και γι’ αυτό ο “παλιός, καλός” φιλελευθερισμός είναι μια χαρά! Αυτό λέει και ο AC.

5 Στμ. Ο όρος στα αγγλικά είναι: public limited company. Στην πραγματικότητα πρόκειται, λοιπόν, για το αν η μια ή άλλη εταιρεία του δημόσιου τομέα γίνει Ανώνυμη Εταιρεία, δηλαδή μετοχοποιηθεί, ώστε ένα ποσοστό της τουλάχιστον να περάσει στον έλεγχο ιδιωτών, άρα να “ιδιωτικοποιηθεί” σε μικρό ή μεγάλο ποσοστό.

6 Στμ. Olivier Besancenot: πολιτικός της γαλλικής άκρας αριστεράς και συνδικαλιστής, βασικός εκπρόσωπος του Nέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (Nouveau parti anticapitaliste, NPA) από το 2009 μέχρι το 2011.

7 Στμ. Εξαιρετικό! Ακριβώς εδώ είναι η ουσία της θεώρησης του “πλεονάζοντος πληθυσμού”.

8 Στμ. Εξαιρετικό! Εδώ είναι ο πυρήνας της αντίφασης για το προλεταριάτο να είναι απλά μια τάξη του κεφαλαίου. Δεν μπορεί να υπερασπίζεται ταυτόχρονα πχ. τον δημόσιο τομέα και τις θέσεις εργασίας, γιατί υπερασπιζόμενο τον δημόσιο τομέα υπερασπίζεται τις ανάγκες του αναδιαρθρωμένου κεφαλαίου στην κρατική του μορφή που επιβάλλουν ακριβώς τη μείωση των θέσεων εργασίας! Η αντίφαση αυτή αναδεικνύει το βλακώδες και εκτός πραγματικότητας αίτημα της αριστεράς περί ενός “δημοσίου τομέα” που θα μοιράσει “σταθερή και μόνιμη δουλειά”. Το αίτημα δεν είναι τελικά απλά βλακώδες αλλά αντιπρολεταριακό. Βέβαια από την άλλη, όλα τα αιτήματα για την αναπαραγωγή της μισθωτής εργασίας αναδεικνύουν το βάθος της αντίφασης που είναι σήμερα πλέον το προλεταριάτο ως τάξη του κεφαλαίου: η υπεράσπιση των συμφερόντων του ως προλεταριάτο δεν εκβάλλει παρά στη διατήρηση της αναπαραγωγής του κεφαλαίου και του ίδιου ως τάξης του κεφαλαίου.

9 Στμ. RSA: Revenu de solidarité active (κυριολεκτικά: Εισόδημα Ενεργούς Αλληλεγγύης), είναι μια μορφή επιδόματος αλληλεγγύης, που παρέχει το γαλλικό κράτος από το 2009, με σκοπό τη μείωση των εμποδίων επιστροφής στην εργασία, παρέχοντας ένα ελάχιστο εισόδημα στους ανέργους ή υποαπασχολούμενους ώστε να τους ενθαρρύνει να βρουν δουλειά. Επίσης παρέχει σε χαμηλά αμοιβόμενους εργάτες ένα συμπληρωματικό εισόδημα που να αντισταθμίζει τις επιπτώσεις αυτού του χαμηλού μισθού (ότι δηλαδή παίρνουν λιγότερα εργαζόμενοι από άνεργοι). Θα λέγαμε ότι είναι αντίστοιχο του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης.

10 Στμ. Αλλά φυσικά αυτή η αναγνώριση θα ήταν η αναγνώριση από την αριστερά και τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες ότι δεν έχουν πλέον οι ίδιες λόγο ύπαρξης!

11 Στμ. Pay-as-you-go: Διανεμητικό σύστημα συνταξιοδότησης στο οποίο οι από το κράτος παρεχόμενες συντάξεις χρηματοδοτούνται από τις εισφορές όσων εργάζονται τώρα, σε αντίθεση με ένα χρηματοδοτούμενο σύστημα του οποίου οι εισφορές επενδύονται ώστς να καλύψουν τις μελλοντικές συντάξεις (συστήματα χρηματοδοτούμενα από κεφάλαια – προερχόμενα και από επενδύσεις, funds;). Είναι το σύστημα που υποτίθεται εκφράζει τον “κοινωνικό χαρακτήρα” του συνταξιοδοτικού συστήματος – ως λειτουργίας του κοινωνικού κράτους και έκφρασης “αλληλεγγύης” μεταξύ των συνταξιοδοτούμενων και γι’ αυτό υποστηρίζεται από τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, όπως, εν προκειμένω, της CGT (αλλά και στην Ελλάδα).

12 Στμ. Flexicurity: ευελιξία με ασφάλεια. Ο όρος που προέρχεται από τη συγχώνευση των λέξεων flexibility και securtity, δηλώνει μια κοινωνική πολιτική που επιτρέπει μεγαλύτερη ευκολία στις απολύσεις εργαζομένων (το “ευέλικτο κομμάτι) με αντάλλαγμα μια μεγαλύτερη και πιο μακρόχρονη αποζημίωση για τους απολυμένους (το κομμάτι της “ασφάλειας”). Ο όρος επινοήθηκε από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Δανίας στη δεκαετία του 1990.

13 Στμ. Ballons-merguez: κυριολεκτικά “μπαλόνια και λουκάνικα” (το merguez είναι ένα είδος λουκάνικου από μοσχάρι από την κουζίνα της Βόρειας Αφρικής), που σημαίνει τις εντελώς διαδικαστικές, εθιμοτυπικές πορείες, το αντίστοιχο των συγκεντρώσεων εδώ στο Σύνταγμα με τις σημαίες και τις ψησταριές.

14 Στμ. Στο πρωτότυπο: “chasubles rouges et K-Ways noirs”, αναφέρεται στις κόκκινες φορεσιές και τα μαύρα φούτερ της συγκεκριμένης εταιρείας (K-Way) που φοριούνται συνήθως από τον κόσμο στην “κεφαλή της πορείας” στις διαδηλώσεις στη Γαλλία (δείτε πχ. https://paris-luttes.info/k-way-noirs-et-chasubles-rouges-5765?lang=fr).

15 Στμ. Στο πρωτότυπο: Macron-Jupiter, εννοώντας προφανώς τον “παντοδύναμο Μακρόν”.

16 Στμ. Πολύ ενδιαφέρουσα αναλογία (το “κράτος-επιχείρηση”) και κομβικό στοιχείο γι’ αυτό που λέμε “εθνική ζώνη συσσώρευσης”. Δεν μπορεί να μεταφερθεί έτσι απλά κάπου αλλού!

17 Στμ. Καίρια παρατήρηση. Ακριβώς, η κοινότητα στην εθνολαϊκιστική (ακροδεξιά και/ή αριστερή) εκδοχή της.

Αναρχισμός στη Λατινική Αμερική: Η επανανάδυση ενός βιώσιμου ρεύματος

των Romina Akemi και Javier Sethness-Castro1

 

O “Αναρχισμός στην Λατινική Αμερική” [Anarchism in Latin America] είναι ένα υπό έκδοση βιβλίο σχεδιασμένο να εκδοθεί τον Δεκέμβριο του 2017 από τις εκδόσεις AK Press. Γραμμένο από τον Αργεντίνο φιλόσοφο και συγγραφέα Angel Cappelletti κα μεταφρασμένο από τον διαμένοντα στις ΗΠΑ Gabriel Palmer-Fernandez, το έργο περιλαμβάνει μια εισαγωγή από τα μέλη της συλλογικότητας Black Rose/Rosa Negra Romina Akemi και Javier Sethness-Castro. Αυτή η νέα μετάφραση προσφέρει μια από χώρα-σε χώρα επισκόπιση των κοινωνικών και πολιτικών επιτευγμάτων του αναρχισμού σε 14 Λατινο-αμερικάνικες χώρες και είναι το πρώτο κείμενο με έκραση βιβλίου του είδους τους που εκδίδεται στα αγγλικά. Στη συνέχεια παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την εισαγωγή ελπίζοντας ότι αυτό θα κεντρίσει το ενδιαφέρον σας.

Αυτό το βιβλίο ακολουθεί “κατά πόδας” άλλες κυκλοφορίες από τις εκδόσεις AK Press, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των αγγλικών μεταφράσεων της Οριζοντιότητας2, που εκδόθηκε από την Marina Sitrin, το κλασσικό Rebellion in Patagonia του Oscar Bayer, το Paradoxes of Utopia του Juan Suriano. Παρ’ όλα αυτά, η αναρχική ιστορία και θεωρία που παράγεται στην Λατινική Αμερική, στο παρελθόν και τώρα, είναι εξαιρετικά εκτεταμένη και δύσκολο να αποδοθεί με λεπτομέρειες. Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο του Cappelletti σηματοδοτεί μια επανενασχόληση/επανεμπλοκή με τον ελευθεριακό αναρχισμό [ελευθεριακότητα] μετά από δεκαετίες επισκίασης από τον Μαρξισμό. Η αναγέννηση του αναρχισμού τη δεκαετία του 1990 προχώρησε πέρα από την αρένα των κοινωνικών κινημάτων, καθώς περισσότερος κόσμος ήθελε να επισκεφθεί εκ νέου τους αναρχικούς προδρόμους του που κάποτε χαρακτηρίζονταν ως “υπερ-αριστεριστές” ή πρωτο-κομμουνιστές, γεννώντας έστι καινούρια πεδία έρευνας τόσο για ακαδημαϊκούς όσο και για εργάτες-διανοούμενους3.

Η επανανάδυση του αναρχισμού τη δεκαετία του 1990 ήταν ένα παγκόσμιο φαινόμενο με κάποια αξιοσημείωτα κοινά στοιχεία που περιλαμβάνουν τις αποτυχίες του μαρξισμού με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, την επιθετική εξάπλωση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών μεταμφιεσμένων σε παγκοσμιοποίηση, και την διάλυση των ταξικών ταυτοτήτων που διεκδικούσαν ατομικές ταυτότητες και ακτιβισμό, καθώς και υποστήριξη για συγκεκριμένους σκοπούς. Υπάρχει μια τάση να υποθέτουμε ότι αυτά τα “πρότυπα” εφανίζονται με τον ίδιο τρόπο σε ολόκληρο τον κόσμο όπως και στις ΗΠΑ. Παρ’ όλα αυτά, η υπερ-εξατομικευμένη τροπικότητα που βλέπουμε στους αναρχικούς κύκλους των ΗΠΑ δεν είναι άμεσα ορατή στην Αμερική, όπου ο αναρχισμός παρέμεινε μια πολιτική ιδεολογία και όχι μια ατομική ταυτότητα ή στυλ ζωής. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι καταλήψεις και ο κοινοβιακός τρόπος ζωής δεν εξαπλώθηκαν στην υπόλοιπη ήπειρο, γιατί εξαπλώθηκαν, ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του 2000· η ζωή από κοινού δεν δημιούργησε de-facto κάποια προεικόνιση της πολιτικής [prefigurative politics], αλλά οι κοινοί αγώνες με αίτημα τη στέγαση και δικαιώματα στη γη ήταν ένα σημαντικό θεμέλιο. Όπως καλύπτει η Sitrin στην Οριζοντιότητα, η βαθιά οικονομική κρίση που βιώθηκε στην Αργεντινή τη δεκαετία του 1990, έδωσε την ώθηση σε πολλούς να οργανωθούν και να δημιουργήσουν καινούριες μορφές οργάνωσης κοινωνικών κινημάτων ριζωμένων στην αυτοοργάνωση, γινόμενες έτσι ζωντανή ενσάρκωση της λαϊκής εξουσίας.

Το βιβλίο του Cappelletti τελειώνει γύρω στα μέσα του 20ου αιώνα. Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την αναρχική και αυτονομιστική οργάνωση έκτοτε, θα προσφέρουμε εδώ μερικά από τα σημαντικά σημεία. Στο κεφάλαιο σχετικά με την Ουρουγουάη, επισημαίνει τη δημιουργία της Aναρχικής Ομοσπονδίας της Ουρουγουάης (FAU: Federación Anarquista Uruguay), που ιδρύθηκε το 1956. Η FAU, αφού επιβίωσε από την κρατική τρομοκρατία και τη δικτατορία, αποδείχθηκε να έχει μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη του οργανωμένου αναρχισμού σε ολόκληρη την νότια ήπειρο. Η FAU ιδρύθηκε κυρίως από εξόριστους Ισπανούς αναρχικούς που ξέφυγαν από τις φασιστικές δυνάμεις του στρατηγού Φράνκο και οι οποίοι συνειδητοποίησαν την ανάγκη για μια συγκεκριμένη αναρχική οργάνωση την οποία ονόμασαν especifismo4. Η δουλειά κοινωνικής “εισχώρησης”5 που έκαναν επικεντρωνόταν στην οικοδόμηση αυτοδιαχειριζόμενων (εδαφικοποιημένων) κέντρων γειτονιάς καθώς και δουλειά “εισχώρησης” σε βιομηχανικά συνδικάτα οικοδομώντας μια μαχητική ανεξάρτητη ταξική πολιτική. Για τους νεαρούς ελευθεριακούς που αναζητούσαν καθοδήγηση για την οικοδόμηση μιας οργανωμένης παρουσίας μέσα στην τάξη τους, το “προσκύνημα” στα κεντρικά γραφεία της FAU στο Μοντεβιδέο έγινε μια συνηθισμένη εμπειρία στις δεκαετίες του 1990 και 2000. Η στέρεη δουλειά της FAU με νεαρούς αναρχικούς στη γειτονική επαρχία της Βραζιλίας του Rio Grande do Sul οδήγησε τελικά στην δημιουργία της Αναρχικής Ομοσπονδίας των Gaúchos (FAG, Federação Anarquista Gaúcha) το 1996. Οι μαχητές της FAG επηρέασαν τελικά τον σχηματισμό διαφόρων especifista ομάδων στη Βραζιλία, συμπεριλαμβανομένης της Αναρχικής Ομοσπονδίας του Ρίο ντε Τζανέιρο (Federação Anarquista do Rio do Janeiro, FARJ). Στη διάρκεια του συνεδρίου της FARJ το 2008, προέκυψε, από τις συζητήσεις τους σχετικά με το ζήτημα της στρατηγικής, το κείμενο Social Anarchism and Organization”, ριζωμένο στις τρέχουσες εμπειρίες τους για την οργάνωση και τα κοινωνικό κίνημα. Τελικά, πήραν μέρος στις προσπάθειες του Φόρουμ του Οργανωμένου Αναρχισμού (Forum of Organized Anarchism, FAO) που εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο ομοσπονδιακό δίκτυο – Coordenação Anarquista Brasileira (CAB) – που περιλαμβάνει τοπικές οργανώσεις από 11 πόλεις. Στο βασίλειο του αναρχικού στρατηγήματος της οργάνωσης για την επανάσταση, οι κύριες συνεισφορές της FAU ήταν ο especifismo, ενώ η FARJ, μέσα από συζήτησε με άλλους ελευθεριακούς αγωνιστές στην Βραζιλία, προσέδωσε στην κοινωνική “εισχώρηση” ευρύτερο περιεχόμενο ως μια μέθοδο αγώνα για να μπούμε οι ίδιοι σε οργανώσεις και κινήματα που αποτελούν τις καλλίτερες εκφράσεις αντίστασης της τάξης μας. Η κοινωνική “εισχώρηση” είναι τόσο μια δέσμευση στους χώρους ώστε να ανθίσουν σε υγιείς οργανώσεις όσο και, ταυτόχρονα, μια επιβεβαίωση του πυρήνα των ιδεολογικών μας αρχών καθώς μαχόμαστε για την καρδιά και το μυαλό της εργατικής τάξης.

Η άλλη περιοχή με μια σημαντική οργανωμένη ελευθεριακή προεξάρχουσα παρουσία είναι η Χιλή. Η διαρκής παρουσία του αναρχισμού μέσα στο εργατικό κίνημα από τις δεκαετίες του 1950 μέχρι αυτήν του 1990 οφείλεται σε συνδικαλιστές όπως οι Clotario Blest, Celso Poblete, Ernesto Miranda, José Ego-Aguirre, και Hugo Cárter. Οι Ego-Aguirre and Cárter, παλιότεροι αναρχοσυνδικαλιστές, επηρέασαν μια ομάδα νεότερων τη δεκαετία του 1980 που οδήγησε στην ίδρυση της εφημερίδας Hombre y Sociedad (Άνθρωπος και Κοινωνία) που εκδιδόταν από το 1985 μέχρι το 1988, με οικονομική υποστήριξη από αναρχικούς εξορισμένους στην Ευρώπη, ανάμεσα στους οποίους και οι Nestor Vega και Urbano Burgos6. Έκτοτε, ξεπήδησαν άλλες μικρές εκδοτικές πορσπάθειες σ’ ολόκληρη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένων των El Acrata and Acción Directa7. Ο σχηματισμός πολλών γενιών που συνδεόταν με το Hombre y Sociedad έγινε μια καθοριστική συμβολή εμπειριών και νέων ιδεών.

Σύμφωνα με τον Χιλιανό αναρχικό José Antonio Gutiérrez Danton, η δεκαετία του 1990 περιγράφεται με τον καλλίτερο τρόπο ως “μια σχεδόν ‘έκρηξη’ των αναρχικών ιδεών και πρακτικών” και μια “επανανακάλυψη” του αναρχισμού ως ιστορικού ρεύματος στη Χιλή. Το 1998 η έκδοση του El Manifiesto Comunista Libertario του George Fontenis πυροδότησε μια έντονη πολεμική μεταξύ των ελευθεριακών κύκλων και βοήθησε στην ενοποίηση όσων ενδιαφέρονταν για τον σχηματισμό μιας αναρχο-κομμουνιστικής οργάνωσης, δίνοντας κινητρο σε ένα κομμάτι κυρίως πανκ-ροκ αναρχικών να γίνουν σοβαρός πολιτικός παράγοντας. Το Congreso de Unificación Anarco Comunista (Συνέδριο Αναρχοκομμουνιστικής Ενοποίησης, CUAC), που ιδρύθηκε το 1999, σημάδεψε μια σημαντική στιγμή για μια νέα γενιά ελευθεριακών επαναστατών που προσπάθησαν να θέσουν με καλλίτερο τρόπο την πολιτική δουλειά που έκαναν μέσα σε συγκεκριμένους κοινωνικούς τομείς έχοντας συμφωνήσει πάνω σε αρχές μια ενιαίας οργάνωσης. Η CUAC δημιουργήθηκε στην αίθουσα του συνδικάτου των οικοδόμων, της FETRACOMA, τα οποία λειτουργούσαν έτσι και σαν κεντρικά γραφεία της CUAC, κάτι που επέτρεπε βαθύτερους δεσμούς και ενσωμάτωση στο εργατικό κίνημα. Η CUAC οφείλει πολλά για την πολιτική της ανάπτυξη σε μαρξιστικές οργανώσεις της Χιλής όπως το Επαναστατικό Αριστερό Κίνημα (Movimiento Izquierda Revolucionario, MIR) και το Πατριωτικό Μέτωπο Manuel Rodríguez (Frente Patriótico Manuel Rodríguez, FPMR). Η CUAC έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εκκίνηση συζητήσεων σχετικά με την ανάγκη οργανωμένης παρουσίας μέσα στο εκκολαπτόμενο φοιτητικό κίνημα που οδήγησε στον σχηματισμό του Μετώπου Ελευθεριακών Φοιτητών (Frente de Estudiantes Libertarios, FEL) τον Μάιο του 20038. Η CUAC διασπάστηκε το 2003, διάσπαση που οδήγησε στη δημιουργία δύο ρευμάτων: την Οργάνωση Ελευθεριακών Κομμουνιστών (Organización Comunista Libertaria, OCL) και το Αναρχικό Επαναστατικό Ρεύμα (Corriente Revolucionaria Anarquista – CRA), με το FEL να παραμένει σχετιζόμενο με την OCL. Η τελική έκρηξη ενός μαχητικού μαθητικού κινήματος το 2006 με αίτημα την ελεύθερη εκπαίδευση και εξελίχθηκε σε ένα με καλή στρατηγική (αλλά από τα πάνω προς τα κάτω) φοιτητικό κίνημα στα πανεπιστήμια που έφτασε το ζενίθ του το 2011, επιβεβαίωσε την ιδεολογική βιωσιμότητα του αναρχισμού που εξακολουθεί να είναι αισθητή και σήμερα στη Χιλή.

Το 2013 σημάδεψε άλλο ένα σημαντικό σημείο καμπής στον οργανωμένο αναρχισμό στη Χιλή, όταν ένα τμήμα μέσα στην OCL και το FEL, ονομαζόμενο Red Libertaria (Libertarian Network – RL), “σταθερά και με ενθουσιασμό συμμετείχε στην πλατφόρμα Todos a la Moneda’ (Όλοι στην La Moneda’), με υποψήφιο τον Marcel Claude”9. Σε κάθε άρθρο γραμμένο με την πένα του Gutiérrez Danton και του Rafael Agacino, υπογράμμιζαν:Αλλά δεν είναι μόνο η ίδια η απόφαση να συμμετάσχουμε σε μια εκλογή που παρήγαγε αυτήν την σεισμική αντίδραση μέσα στο ελευθεριακό κίνημα στη Χιλή, ήταν ο τρόπος με τον οποία πάρθηκε αυτή η απόφαση”, ιδιαίτερα η μυστικότητα από μια φράξια μέσα στην OCL και το FEL που άφησε πολλούς από τους συντρόφους τους άναυδους και με αίσθημα προδοσίας. Όσοι αμφισβήτησαν τη δημιουργία της RL ως μιας κίνησης προς τον εκλογικισμό εκδιώχθηκαν γεγονός που πυροδότησε πολλές παραιτήσεις. Η ομάδα που εκδιώχθηκε, μαζί με άλλες συλλογικότητες και άτομα που δεν συνδέονταν με την OCL, οργάνωσαν το Συνέδριο των Ελευθεριακών Κομμουνιστών (CLC) σε μια διάρκεια δύο χρόνων που οδήγησε τελικά στην ίδρυση της Solidaridad-Federación Comunista Libertaria (Αλληλεγγύη Ελευθεριακή Κομμουνιστική Ομοσπονδία) τον Ιανουάριο του 2016.

Αυτό το οργανωτικό σχίσμα έβαλε το FEL σε δύσκολη θέση όταν οι αναρχικού κέρδισαν την προεδρία της Φοιτητική Ομοσπονδίας της Χιλής (Chilean University Student Federation, FECH) με την υποψήφιό τους Melissa Sepúlveda· κατόρθωμα που δεν είχε ξανασυμβεί από τη δεκαετία του 1920. Πάρθηκε η απόφαση να διατηρηθεί αυτή η διάσπαση στο ΜΕΦ (FEL) μέχρι το τέλος της θητείας της Sepúlveda. Η Sepúlveda, που είχε κατέβει με μια ξεκάθαρη φεμινιστική και αναρχική πλατφόρμα, ήταν μια έντονη πολιτική διαφοροποίηση από την Camila Vallejo, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και πρόεδρος της FECH το 2011, η οποία συγκέντρωσε τη διεθνή προσοχή. Η Sepúlveda υποστήριζε δημόσια συμμαχίες φοιτητών-εργατών και την αυτόνομη οργάνωση μέσα στην εργατική τάξη. Στο τέλος της θητείας της, η Sepúlveda, μαζί με άλλους διαφωνούντες του FEL που αντιτίθονταν στη εκλογικίστικη κίνηση, ίδρυσαν την Acción Libertaria (Ελευθεριακή Δράση – AL) στις αρχές του 2015.

Στο Μεξικό, παράλληλα με τον σύγχρονο αυταρχισμό που κόστισε τις ζωές χιλιάδων στη Βραζιλία, Αργεντινή, Χιλή και Ουρουγουάη, ο “Βρώμικος Πόλεμος” των δεκαετιών του 1960 και του 1970 είδε την πλήρη κατασταλτική ισχύ του Επαναστατικού Θεσμικού Κόμματος (PRI)10 να κατευθύνεται ενάντια σε αριστεριστές, νεολαία, οργανωμένο κόσμο και τους ακτήμονες αγρότες στον απόηχο της σφαγής του Tlatelolco11 στις 2 Οκτωβρίου του 1968. Το κράτος δολοφόνησε εκατοντάδες φοιτητές στην Πόλη του Μεξικού εκείνηη την ημέρα, και το PRI εξαφάνισε βίαια και εκτέλεσε χωρίς δίκη χιλιάδες περισσότερους σαν μέρος της αντι-εξεγερτικής του στρατηγικής για την κατάπνιξη της γενικευμένης κοινωνικής οργής που το ίδιο είχε προκαλέσει12. Ο ίδιος ο Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός των Ζαπατίστας (Ejército Zapatista de Liberación Nacional, EZLN) ιδρύθηκε το 1983 σαν μια ένωση ανάμεσα στους ακτήμονες ιθαγενείς κατοίκους της Τσιάπας (Chiapanecxs) και τους βασισμένους στις πόλεις μιγάδες [mestizo] και ευρωπαϊκής καταγωγής μαχητές των Δυνάμεων Εθνικής Απελευθέρωσης (Fuerzas de Liberación Nacional, FLN), που είχαν δημιουργηθεί το 196913όπως ακριβώς ο δεκαετής εμφύλιος πόλεμος στην Κολομβία, γνωστός ως La Violencia που στοίχισε χιλιάδες ζωές έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία, το 1964, των Ένοπλων Επαναστατικών Δυνάμεων της Κολομβίας (Revolutionary Armed Forces of Colombia, FARC) και του ELN (Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού)14. Η νεο-ζαπατιστική εξέγερση της Πρωτοχρονιάς του 1994, διακήρυξε ένα ριζικό τέλος στην ασταμάτητη εθνοκάθαρση με στόχο τους ιθαγενείς λαούς από την εποχή της ισπανικής κατάκτησης. Η πολύ γρήγορη θετική ανταπόκριση των πολιτών τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό στην εξέγερση, περιόρισε την ένταση της άμεσης καταστολής από τον μεξικάνικο στρατό, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα παραδόξως, η κυβέρνηση του PRI να καταφύγει στη χρήση της παρακρατικής τρομοκρατίας ενάντια στις περιοχές που υποστηρίζουν τους Ζαπατίστας ή τις κοινότητες που είναι συμπαθείς προς αυτούς στην Chiapas – μια στρατηγική που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σαν συνέπεια της αναπόφευκτης κατάρρευσης των διαπραγματεύσεων με μια ρατσιστική κυβέρνηση που απέτυχε να τηρήσει τις συμφωνίες του San Andrés (1996), ο EZLN εστίασε πολύ έντονα στην διεύρυνση της κοινοτικής αυτονομίας ενδυναμώνοντας τους εναλλακτικούς θεσμούς συμμετοχής που συγκροτούν το κίνημα που υπάρχει παράλληλα με τις στρατιωτικές δομές, μεταξύ άλλων συνεταιρισμούς, αυτόνομη εκπαίδευση, τον τομέα της δημόσιας υγείας και τις λαϊκές συνελεύσεις. Αυτό το σχέδιο αυτονομίας προχώρησε σημαντικά το 2003 με την αναγγελία των Συμβουλίων Καλής Διακυβέρνησης (Good-Government Councils, JBG), αποτελούμενων από αντιπροσώπους, μερικές φορές ακόμα και εφηβικής ηλικίας, που εναλλάσσονται στη διοίκηση των πέντε περιοχών της Τσιάπας στις οποίες έχει παρουσία ο EZLN.

Συνεπώς, αν και είναι αλήθεια ότι η αρχική εξέγερση του EZLN επεδίωξε να εμπνεύσει μια γενική περιφερειακή – ή ακόμα και σε ολόκληρη την επικράτεια της χώρας – επανάσταση για την κατάληψη του κράτους – με τους Ζαπατίστας να ελπίζουν να βαδίσουν προς την Πόλη του Μεξικού και να την απελευθερώσουν ακόμα μια φορά – το νεο-ζαπατιστικό κίνημα έχει διαχωρίσει τον εαυτό του από άλλα αντάρτικα κινήματα στη Λατινική Αμερική με τον αντι-εκλογικαλισμό και τον αντι-κρατισμό που έχει καθορίσει την ανάπτυξη της αυτονομίας του. Πριν από μια δεκαετία, ο EZLN εγκαινίασε την καμπάνια La Otra Campaña (Μια άλλη Καμπάνια) σαν μια προσπάθεια ενοποίησης μιας πανεθνικής αντιεξουσιαστικής/αντιιεραρχικής αριστερής εναλλακτικής στα πολιτικά κόμματα και το κράτος εν μέσω της συνεχιζόμενης μάχης εξουσίας ανάμεσα στο δεξιό Εθνικό Κόμμα Δράσης (PAN) και τον Andrés Manuel López Obrador, τον σοσιαλδημοκράτη υποψήφιο στις εκλογές του 2006. Παράλληλα, στην Έκτη Διακήρυξη της Ζούγκλας της Λακαντόνα (la Sexta Declaración de la Selva Lacandona) το 2005, διακήρυξε με περηφάνεια την αυτονομία του κινήματος στη διερεύνηση ενός καινούριου συντάγματος που θα ικανοποιούσε τα 13 αρχικά αιτήματα15. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα, και αφού έχει προασπίσει την αυτόνομη κοινωνική οργάνωση σαν μια βιώσιμη εναλλακτική για περισσότερο από μια δεκαετία, ο EZLN ενώνεται με τους συντρόφους-αντιπροσώπους από το Εθνικό Συνέδριο Αυτόχθονων Λαών (CNI) στη συνυπογραφή της πρότασης για ένα Συμβούλιο Διακυβέρνησης των Αυτόχθονων (CIG) και παρουσιάζοντας την παραδοσιακή θεραπεύτρια, από τη φυλή Nahua, María de Jesús “Marichuy” Patricio Martínez ως εκπρόσωπο αυτού του Συμβουλίου, σύμβουλο και υποψήφια για τις προεδρικές εκλογές του 201816. Tο CNI περιγράφει αυτή την κίνηση ως μια “συνέχιση της επίθεσης” και κατά παράδοξο τρόπο ισχυρίζεται ότι δεν θέλει να διαχειριστεί την εξουσία αλλά μάλλον να την διαλύσει/αποσυνθέσει. Από τη στιγμή της ανακοίνωσης, η Marichuy και άλλοι σύντροφοι έχουν τονίσει ότι η εστίαση δεν είναι στις κάλπες αλλά, αντίθετα, η προαγωγή της “οργάνωσης, της ζωής και της υπεράσπισης της επικράτειας”. Παρ’ όλα αυτά, το συμπέρασμα του πέμπτου Συνεδρίου των Αυτόχθονων στις αρχές του 2017 είναι ξεκάθαρο: το CIG έχει στόχο να “κυβερνήσει αυτή τη χώρα17. Παραμένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί αυτή η κίνηση και πώς θα επηρεάσει το κίνημα των Ζαπατίστας και τα αυτόνομα κινήματα των αυτόχθονων αλλού στο Μεξικό και τη Λατινική Αμερική. Φανταζόμαστε ότι αυτή η μετατόπιση προς τον εκλογικισμό συναντά μια κάποια αντίσταση μέσα στις τάξεις των Ζαπατίστας, ιδιαίτερα ανάμεσα στη νεολαία και σε αυτούς που ανατράφηκαν με την ιδέα των Συμβουλίων Καλής Διακυβέρνησης και την la Sexta.

 

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://blackrosefed.org/latin-american-anarchism-re-emergence-anarchism-viable-current.

2 Στμ. Οριζοντιότητα: Φωνές λαϊκής εξουσίας στην Αργεντινή, εκδόσεις Σ.ΚΥ.Α, 2011.

3 Υπάρχουν αρκετοί συγγραφείς και κάποιοι έχουν ήδη αναφερθεί σε προηγούμενες υποσημειώσεις: Víctor Muñoz Cortés, Sin Dios Ni Patrones: Historia, diversidad y conflictos del anarquismo en la región chilena, 1890-1990 (Valparaíso, Mar y Tierra Ediciones, 2013)· Sergio Grez Toso, Los anarquistas y el movimiento obrero: La alborada de “la Idea” en Chile, 1893-1915 (Santiago, LOM, 2007).

4 Στμ. Especifismo: συγκεκριμενισμός/εξειδικευσισμός (;): είναι μια από τις δύο κύριες μορφές αναρχικού ακτιβισμού που προασπίζεται η FARJ (Αναρχική Ομοσπονδία του Ρίο ντε Τζανέιρο) και άλλες αναρχικές οργανώσεις στην Νότια Αμερική, η άλλη είναι η κοινωνική “εισχώρηση”. Ο especifismo αναδύθηκε σαν αποτέλεσμα της αναρχικής εμπειρίας στη Νότια Αμερική στη διάρκεια του τελευταίου μισού του 20ου αιώνα ξεκινώντας με την Αναρχική Ομοσπονδία της Ουρουγουάης (FAU), που ιδρύθηκε το 1956 από αναρχικούς οι οποίοι είδαν την ανάγκη μιας οργάνωσης που να είναι συγκεκριμένα αναρχική.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο insertion.

6 “Platformism without illusions: Chile, Interview with José Antonio Gutiérrez Danton”, Common Struggle/Lucha Común, nefac.net, Published May 23, 2003, http://nefac.net/node/424.

7 Στμ. Στα ελληνικά: “Ο Αναρχικός” και “Άμεση Δράση”, αντίστοιχα.

8 “Η διαδικασία της Αρχικη Οικοδόμησης του FEL”, Struggle/Lucha Común, nefac.net, δημοσιευμένο στις 14 Ιανουαρίου 2012, http://nefac.net/node/2576.

9 José Antonio Gutiérrez D. και Rafael Agacino, “Μερικές σκέψεις για τους ελευθεριακούς στη Χιλή και τη συμμετοχή στις εκλογές” libcom.org, 4 Ιανουαρίου 2017: https://libcom.org/library/some-reflections-libertarians-chile-electoral-participation.

10 Στμ. Το Επαναστατικό Θεσμικό Κόμμα (Partido Revolucionario Institucional, PRI) είναι ένα μεξικάνικο πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε το 1929 και διατήρησε την εξουσία αδιάκοπα για 71 χρόνια από το 1929 μέχρι το 2000 (με διάφορες ονομασίες). Αν και είναι μέλος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς (όπως και το αντίπαλο, αριστερό PRD, γεγονός που καθιστά το Μεξικό ένα από τα λίγα έθνη με δύο μεγάλα, αντίπαλα κόμματα να είναι μέλη της ίδιας διεθνούς ομάδας) το PRI δεν θεωρείται σοσιαλδημοκρατικό κόμμα με την παραδοσιακή έννοια.

11 Η Πόλη του Μεξικού έγινε το 1968 η πρώτη πόλη στον ισπανόφωνο κόσμο που φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Οι φοιτητές του Αυτόνομου Πανεπιστημίου του Μεξικού (UNAM) θέλησαν να χρησιμοποιήσουν την εστίαση που υπήρχε στη χώρα λόγω των αγώνων για να διαμαρτυρηθούν για την έλλειψη δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης . Ο πρόεδρος Gustavo Díaz Ordaz διέταξε τον στρατό να καταλάβει το πανεπιστήμιο ώστε να καταστείλει την εξέγερση και να ελαχιστοποιήσει τη διατάραξη των αγώνων. Στις 2 Οκτωβρίου του 1968, ομάδες φοιτητών που απαιτούσαν την απόσυρση των δυνάμεων του στρατού (IPN) ξεκίνησαν διαμαρτυρία στην Plaza de las Tres Culturas. Η κυβέρνηση κατέφυγε ακόμα και στη συνδρομή της CIA μέσω ενός προγράμματος των μυστικών υπηερσιών (LITEMPO), και επιτέθηκε στη συγκέντρωση δολοφονώντας επίσημα 39, αλλά ανεπίσημα εκατοντάδες, φοιτητές, ενώ εκατοντάδες άλλοι συνελήφθησαν. Ο πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής δήλωσε στη συνέχεια ότι οι διαμαρτυρίες ήταν ενάντια στην μεξικάνικη κυβέρνηση και όχι τους Ολυμπιακούς αγώνες οι οποίοι και συνεχίστηκαν.

12 Elena Poniatowska, La noche de Tlatelolco: testimonios de historia oral (México, D.F.: Ediciones Era, 2012 [1971]).

13 Raúl Romero, “EZLN: 17 de noviembre de 1983,” Rebelión, 17 Νοέμβρη 2012.

14 Chris Kraul, “Οι μάχες ξεκίνησαν το 1964: Μια ματιά στον πόλεμο της Κολομβίας με τους αντάρτες του FARC”, Los Angeles Times, 30 Αυγούστου 2016.

15 Αυτές είναι: κατάλυμα (ή στέγη), γη, τροφή, υγεία, εκπαίδευση, πληροφόρηση, πολιτισμός, ανεξαρτησία, δημοκρατία, δικαιοσύνη, ελευθερία και ειρήνη. Comité Clandestino Revolucionario Indígena-Comandancia General del Ejército Zapatista de Liberación Nacional (CCRI-CG EZLN), “Sexta Declaración de la Selva Lacandona”, Ιούνιος 2005. Διαθέσιμο δικτυακά: http://enlacezapatista.ezln.org.mx/sdsl-es.

16 CNI y EZLN, “Llegó la hora,” Enlace Zapatista, 28 Μαΐου 2017. Διαθέσιμο δικτυακά: http://enlacezapatista.ezln.org.mx/2017/05/28/llego-la-hora-cni-ezln/.

17 Ibid, “Convocatoria a la Asamblea Constitutiva del Concejo Indígena de Gobierno,” Enlace Zapatista, 2 Απριλίου 2017. Διαθέσιμο δικτυακά: http://enlacezapatista.ezln.org.mx/2017/04/02/convocatoria-a-la-asamblea-constitutiva-del-concejo-indigena-de-gobierno-para-mexico.

Καπιταλιστική ανάπτυξη στη Νικαράγουα και η Χίμαιρα της Αριστεράς

του William I. Robinson, Truthout1

Σε συνέχεια της πρόσφατης κάλυψης των διαμαρτυριών στην Νικαράγουα, δημοσιεύουμε το παρόν κομμάτι κοιτάζοντας το ευρύτερο πλαίσιο των αριστερώς Σαντινίστας και του Ντανιέλ Ορτέγα στην κρατική εξουσία και το μοντέλο τους καπιταλιστικής ανάπτυξης. Συνιστούμε να δείτε και τις άλλες μας αναρτήσειςOne Million Hands Flourishingτης Tanya H.F. καιIt’s No Longer About Social Security: Inside the Nicaraguan Student ProtestsκαιA Door Has Been Opened: Nicaragua’s April 19 Uprisingαπό την Miranda de las Calles. #TheLeftInPower

Η εικόνα που προσεκτικά καλλιεργούνταν από τον Νικαραγουανό πρόεδρο Ντανιέλ Ορτέγκα και τους υποστηρικτές του ως σημαιοφόρου της λαϊκής επαναστατικής διαδικασίας που καθοδηγήθηκε από τους Σαντινίστας [Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο των Σαντινίστας, FSLN] τη δεκαετία του 1980, κατέρρευσε σχεδόν εντελώς στον απόηχο των μαζικών διαμαρτυριών που ξέσπασαν τον τελευταίο μήνα ενάντια στις μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό που άφησαν πίσω δεκάδες νεκρούς, και εκατοντάδες τραυματίες και φυλακισμένους. Για μερικούς, οι διαμαρτυρίες ήταν ένα σχέδιο οργανωμένο από τις ΗΠΑ για να αποσταθεροποιήσουν μια επαναστατική κυβέρνηση. Για άλλους, ήταν μια έκρηξη μαζικής δυσαρέσκειας ενάντια σε ένα διεφθαρμένο και αυταρχικό καθεστώς.

Οι ΗΠΑ και η παραδοσιακή ολιγαρχία της Νικαράγουα αν και θα ήθελαν σίγουρα να έχουν ένα πιο ενδοτικό καθεστώς στην εξουσία, έχουν βολευτεί με την κυβέρνηση του Ορτέγκα. Ο εσωτερικός κύκλος των Σαντινίστας έχει χακάρει τον δρόμο του στις τάξεις της ελίτ της χώρας σε μια διαδικασία που φτάνει πίσω στον απόηχο της επανάστασης της δεκαετίας του 1980, αποδεικνύοντας ότι είναι ικανοί να επιβλέψουν έναν καινούριο γύρο καπιταλιστικής ανάπτυξης με την επιστροφή τους στην εξουσία το 2007. Ο Ορτέγκα και το FSLN ντύσανε έναν αριστερίστικο λόγο την προσπάθειά τους να εγκαθιδρύσουν μια λαϊκίστικη διαταξική συμμαχία γύρω από το σχέδιο αυτό καπιταλιστικής ανάπτυξης κάτω από την στιβαρή ηγεμονία του κεφαλαίου και της της κρατικής ελίτ των Σαντινίστας.

Αν και το FSLN διατήρησε μια μαζική, αν και φθίνουσα, βάση ανάμεσα στην αγροτιά της χώρας και τη φτωχολογιά των πόλεων, η ηγεσία του συνήψε σύμφωνο με την παραδοσιακή ολιγαρχία· κατέστειλε τους αντιφρονούντες· πλούτισε με την λεηλασία κρατικών πόρων και μέσα από μια συμμαχία με το διεθνικό κεφάλαιο· και χρησιμοποίησε στρατιωτικές, αστυνομικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις για να καταστείλει βίαια τους αγρότες, τους εργάτες και τα κοινωνικά κινήματα που αντιτίθενται στις πολιτικές της.

Η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Νικαράγουα έχει μπει τώρα σε μια περίοδο κρίσης. Η ανακοίνωση της κυβέρνησης ότι θα περικόψει τις πληρωμές προς τους συνταξιούχους και θα αυξήσει το ποσοστό της απαιτούμενης συμμετοχής από τους εργάτες και τις επιχειρήσεις στις συντάξεις ήταν η σπίθα που πυροδότησε την εξέγερση του Απριλίου. Αλλά η πολιτική ένταση και η κοινωνική σύγκρουση χτίζονταν εδώ και χρόνια, και είναι αυτή η κρίση του καπιταλισμού που αποτελεί το μεγαλύτερο σκηνικό των πρόσφατων γεγονότων.

Η μπουρζουαζία των Σαντινίστας

Οι Σαντινίστας ανέβηκαν για πρώτη φορά στην εξουσία το 1979 στον απόηχο της μαζικής εξέγερσης που ανέτρεψε την δικτατορία του Αναστάζιο Σομόζα. Μια δεκαετία διαρκών παρεμβάσεων από τις ΗΠΑ – που συμπεριλάμβαναν μια αντεπαναστατική στρατιωτική εκστρατεία, έναν οικονομικό αποκλεισμό και παρέμβαση στην εσωτερική πολιτική (για να μην αναφέρουμε τα λάθη των ίδιων των Σαντινίστας) – οδήγησαν τελικά στην απομάκρυνση, μέσα από εκλογές, των Σαντινίστας από την κυβέρνηση το 1990.

Η εκλογική ήττα έριξε το κόμμα των Σαντινίστας σε μια οξεία εσωτερική κρίση γύρω από τα προγράμματα, τον ιδεολογικό προσανατολισμό και την στρατηγική. Ενώ η βάση των Σαντινίστας πήρε μέρος σε μια συστηματική αντίσταση στο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα των αρχών της δεκαετίας του 1990, μια καινούρια ελίτ των Σαντινίστας έκανε επίσης την εμφάνισή της μεταξύ αυτών που είχαν αποκτήσει σημαντικές ιδιοκτησίες στη διάρκεια της αλλαγής του καθεστώτος στη δεκαετία του 1990 ιδιωτικοποιώντας για λογαριασμό τους αυτά που ήταν κρατικά περιουσιακά στοιχεία και δημόσια ιδιοκτησία. Αυτή η λεηλασία και προσωπική ιδιοποίηση κρατικής περιουσίας από τους ηγέτες των Σαντινίστας και τους γραφειοκράτες ήταν γνωστή στη Νικαράγουα ωςpiñata”.

Καθώς προχωρούσε η δεκαετία του 1990, οι νέοι Σαντινίστας ιδιοκτήτες γης και επιχειρηματίες άρχισαν να αναπτύσσουν μια συνάφεια ταξικών συμφερόντων – και να συγχωνεύονται – με την αστική τάξη. Η καινούρια ελίτ των Σαντινίστας σταδιακά μετακινήθηκε από την καθοδήγηση των λαϊκών τάξεων στην αντίστασή τους στο αντεπαναστατικό πρόγραμμα της καπιταλιστικής ανοικοδόμησης στην χρησιμοποίηση της (φθίνουσας) εξουσίας του κόμματος ώστε να περιορίσει/συγκρατήσει τις τάξεις αυτές και να ελέγξει την κινητοποίησή τους. Παρ’ όλα αυτά η ηγεσία του FSLN συνέχισε να νομιμοποιεί τον εαυτό της με μια επαναστατική ρητορική που δεν αντιστοιχούσε πλέον σε οποιοδήποτε πολιτικό πρόγραμμα ή συμπεριφορά άλλη από το να επεκτείνει τα δικά της συμφέροντα ως ομάδα και να εξασφαλίσει μια θέση ανάμεσα στο κυρίαρχο μπλοκ της καινούριας νεοφιλελεύθερης τάξης.

Tο 1999 το FSLN έκλεισε μια συμφωνία μια πτέρυγα της παραδοσιακής ολογαρχίας γνωστής ως Φιλελεύθερη Συμμαχία (Liberal Alliance), με την οποία οι δυο πολιτικές δυνάμεις διαπραγματεύτηκαν έναν διακανονισμό μοιράσματος της εξουσίας. Εν τω μεταξύ, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η αστυνομία και ο στρατός απέβαλλαν τον επαναστατικό τους χαρακτήρα και άρχισαν όλο και περισσότερο να εκτοπίζουν βίαια αγρότες που είχαν αποκτήσει κομμάτια γης στην ύπαιθρο, αν χτυπάνε απεργούς εργάτες που καταλάμβαναν εργοστάσια ή κυβερνητικά γραφεία και να διαλύουν ειρηνικές, συχνά, διαδηλώσεις στους δρόμους.

Καθώς υπέβαλλε καινούρια κυβερνητική υποψηφιότητα για τις εκλογές του 2006, το FSLN διαβεβαίωσε τους Νικαραγουανούς και διεθνείς καπιταλιστές ότι θα υπερασπιζόταν τα συμφέροντά τους αλλά, σε αντάλλαγμα, θα έπρεπε να συμβιβαστούν με ένα μονοπώλιο των Σαντινίστας στην πολιτική εξουσία. Κερδίζοντας τις εκλογές, το FSLN κατέθεση το οικονομικό του πρόγραμμα σε ένα κείμενο πολιτικής, με τον τίτλοThe New Sandinista Project(“Το Νέο Σχέδιο των Σαντινίστας”). Σύμφωνα με το κείμενο, η οικονομική πολιτική των Σαντινίστας θα βασιζόταν στην σύνδεση των παραγωγών μικρής-κλίμακας με τον μεγάλο ιδιωτικό τομέα, στον “σεβασμό όλων των μορφών ιδιοκτησίας”, το ελεύθερο εμπόριο, την προσέλκυση επενδύσεων από τις μεγάλες πολυεθνικές και την επέκταση της αγροτοβιομηχανίας. Το πρόγραμμα αυτό εκπονήθηκε σε στενή συνεργασία με τον κύριο σύνδεσμο των μεγάλων επιχειρήσεων, το Superior Council on Private Enterprise, σε αυτό που η κυβέρνηση αποκαλεί “συνεργασία δημόσιου-ιδιωτικού τομέα”.

Το πρόγραμμα περιελάμβανε, ταυτόχρονα, την επαναεθνικοποίηση του εκπαιδευτικού συστήματος και του συστήματος υγείας, περισσότερες κοινωνικές δαπάνες και άλλα δημοφιλή μέτρα πρόνοιας, αν και αυτά θα διανέμονταν από τα δίκτυα πατροναρίσματος του FSLN. Ο Bayardo Arce, ένας πρώην ηγέτης της επανάστασης που έγινε ο κύριος οικονομικός σύμβουλος της κυβέρνησης Ορτέγκα και σύνδεσμός της με τον ιδιωτικό τομέα, περιέγραψε το πρόγραμμα των Σαντινίστας ως “μια οικονομία της αγοράς με μια προτίμηση για τους φτωχούς”. Ενώ επιδίωκε την αναδιανομή μέσω των κοινωνικών δαπανών, το FSLN ουσιαστικά διέλυσε τον “χώρο της κοινωνικής ιδιοκτησίας” που πρωτοδημιουργήθηκε με την επανάσταση στη δεκαετία του 1980, που συμπεριελάμβανε τον κρατικό και συνεταιριστικό τομέα, ώστε το 96 τοις εκατό της ιδιοκτησίας στη χώρα να είναι τώρα στα χέρια του ιδιωτικού τομέα.

Από τη στιγμή που επανέκτησε τη εξουσία η μπουρζουαζία των Σαντινίστας αύξησε εξαιρετικά τον πλούτο της. Ηγετικά στελέχη τους, συγκεντρωμένα γύρω από τον Ορτέγκα, έχουν επενδύσει πολλά σε έναν καινούρο κύκλο καπιταλιστικής ανάπτυξης που περιλαμβάνει τον τουρισμό, την αγροτοβιομηχανία, τον χρηματοπιστωτικό τομέα, τις εισαγωγές-εξαγωγές και τις υπεργολαβίες για τους maquiladoras2. Ο Arce, ένας από τους ιδιοκτήτες της αγροτοεμπορικής κοινοπραξίας AgriCorp και ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στη Νικαράγουα, είναι εμβληματική περίπτωση. Επιπλέον, ένα άλλο έναυσμα που πυροδότησε τις διαμαρτυρίες του Απριλίου λίγες μόλις μέρες πριν την αναγγελία του σχεδίου για το συνταξιοδοτικό ήταν μια δημόσια έκθεση για τον πλούτο που αποκτήθηκε παράνομα από τον επικεφαλής του ελεγχόμενου από τους Σαντινίστας Ανώτατου Εκλογικού Συμβουλίου, Roberto Rivas, που περιελάμβανε βίλες στην Κοσταρίκα, Ισπανία και Νικαράγουα· τρία ιδιωτικά τζετ· έναν στόλο πολυτελών αμαξιών που είχαν εισαχθεί στη χώρα ως λαθραία· και μια φυτεία καφέ.

Οι αντιφάσεις του καπιταλισμού στη Νικαράγουα

Τα τωρινά προβλήματα της Νικαράγουα είναι ριζωμένα στις αντιφάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης της χώρας – μέρος της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης που συμπεριλαμβάνει μια τεράστια επέκταση εξορυκτικών δραστηριοτήτων, αγροτοεπιχειρήσεων, τουρισμού, μεγα-σχέδια παραγωγής ενέργειας και υποδομών σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική για να τροφοδοτηθεί μια αδηφάγα παγκόσμια οικονομία και να φουσκώσουν τα ταμεία των πολυεθνικών. Στη Νικαράγουα, η κυβέρνηση Ορτέγα διηύθυνε αυτόν τον νέο γύρο καπιταλιστικής επέκτασης, συμπεριλαμβανομένων ενός κύματος επενδύσεων από πολυεθνικές και τοπικές εταιρείες σε ζώνες ελεύθερου εμπορίου, αγροτοβιομηχανία, εξορύξεις, ξυλεία και τουρισμό, με το κίνητρο των φορολογικών απαλλαγών από την κυβέρνηση, τις παραχωρήσεις γης και άλλες πολιτικές που εξύμνησαν οι νεοφιλελεύθεροι θεσμοί όπως το ΔΝΤ.

Υπό το καθεστώς Ορτέγα, η βιομηχανία εκμετάλλευσης των maquiladora επεκτάθηκε ραγδαία στις ζώνες ελεύθερου εμπορίου, στις οποίες περισσότερες από 100.000 νέες ως επί το πλείστον γυναίκες γαζώνουν ρούχα για Ασιατικές και Βορειοαμερικανικές εταιρείες και τους υπεργολάβους τους στη Νικαράγουα. Οι καπιταλιστές των πολυεθνικών προτιμούν τη Νικαράγουα από γειτονικές χώρες εξαιτίας των υπερβολικά χαμηλών μισθών, του αυστηρού ελέγχου των εργατών και της σχετικής πολιτικής σταθερότητας που έχει επιτευχθεί από την κυβέρνηση Ορτέγα. Οι εργάτες παίρνουν περίπου $157 τον μήνα, κατά μέσο όρο, τον χαμηλότερο μισθό για οποιουσδήποτε εργάτες maquiladora στην Κεντρική Αμερική και υπολογίζεται ότι καλύπτει μόλις ένα 33% των βασικών αναγκών ενός νοικοκυριού. Το 2016, τα ΜΑΤ κατέστειλαν βίαια μια απεργία για αύξηση μισθών, καλλίτερες εργασιακές συνθήκες και το δικαίωμα της οργάνωσης σε ανεξάρτητα συνδικάτα, οδηγώντας σε μια διεθνή εκστρατεία για την απελευθέρωση όσους είχαν φυλακιστεί στα γεγονότα.

Ακτιβιστές από περιβαλλοντικές και οργανώσεις κοινοτήτων που αγωνίζονται ενάντια στις παραχωρήσεις στης κυβέρνησης στις πολυεθνικές για σχέδια εξόρυξης χρυσού μεγάλης κλίμακας έχουν βρεθεί απέναντι στα ΜΑΤ. Οικολόγοι έχουν επίσης συνενωθεί με χιλιάδες αγρότες, Ιθαγενείς και κατοίκους Αφρικανικής καταγωγής στις διαμαρτυρίες ενάντια στην κατασκευή ενός διαωκεάνειου καναλιού σύνδεσης του Ατλαντικού με τον Ειρηνικό από μια κινεζική επιχείρηση, στην οποία η κυβέρνηση Ορτέγα παραχώρησε τα αποκλειστικά δικαιώματα το 2013. Η παραχώρηση δίνει επίσης το ΟΚ σε μια σειρά παράπλευρων σχεδίων όπως τουριστικά θέρετρα, μια ακόμα Ζώνη ελευθέρου εμπορίου, έναν πετρελαιοαγωγό και ένα διεθνές αεροδρόμιο.

Στην πραγματικότητα, πριν από τις διαμαρτυρίες του Απριλίου είχε προηγηθείο μια μαζική διαμαρτυρία εξαιτίας μιας φωτιάς που είχε ξεσπάσει έναν μήνα πριν κατακαίγοντας 12.000 εκτάρια του Φυσικού Καταφυγίου Indio Maiz στην οικολογικά εύθραυστη παράκτια περιοχή της Καραϊβικής, που περιγράφηκε ως “η πιο τραγική οικολογική καταστροφή που έχει ζήσει ποτέ η Νικαράγουα”. Σε κάτι που οι ειδικοί της πολιτικής οικονομίας αποκαλούμ διαδικασία ανοίγματος του “αγροτικού μετώπου”, άκληροι αγρότες εκτοπισμένοι από πιο τακτοποιημένες περιοχές, ενθαρρύνθηκαν από την κυβέρνηση των Σαντινίστας να προωθηθούν στο Καταφύγιο και άλλες οικολογικά εύθραυστες περιοχές.

Η “οικονομία της αγοράς με προτίμηση στους φτωχούς” έδειξε θετικά αποτελέσματα όσον αφορά τους κοινωνικούς δείκτες. Η άνοδος στις διεθνείς τιμές των εμπορευμάτων, ένα κύμα ξένων επενδύσεων και σημαντική βοήθεια από την επαναστατική Βενεζουέλα βοήθησαν στη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, μείωση της φτώχειας και επέκταση των κοινωνικών υπηρεσιών. Καθώς, όμως, η βοήθεια από τη Βενεζουέλα που χρηματοδοτούσε αυτά τα κοινωνικά προγράμματα περιορίστηκε εξαιτίας την οικονομικής κρίσης σ’ αυτή τη χώρα, και καθώς η κυβέρνηση είχε επεκτείνει καταστροφικές εξορυκτικές επιχειρήσεις σε νέες περιοχές, οι αντιφάσεις και τα όρια του μοντέλου των Σαντινίστας οδήγησαν σε αυξανόμενη δυσαρέσκεια. Καθώς οι οικονομικές δυσκολίες ορθώνονται, οι ρυθμοί ανάπτυξης έχουν μειωθεί και η κυβέρνηση Ορτέγα έφτασε σε μια συμφωνία με διεθνείς οικονομικούς θεσμούς για την εφαρμογή ενός όλο και πιο έντονα νεοφιλελεύθερου προγράμματος, συμπεριελαμβανομένων περικοπών στην επιδότηση του ηλεκτρικού, την ιδιωτικοποίηση των υποδομών και τη μείωση των συντάξεων.

Αλλά το αντιφατικό σχέδιο των Σαντινίστας της προώθησης αφενός των κοινωνικών επενδύσεων και της ανεμπόδιστης συσσώρευσης πολυεθνικού κεφαλαίου από την άλλη, μέσα από παροχές, φοροαπαλλαγές και καταστολής των διαμαρτυριών των αγροτών και των εργατών και των αντιφρονούντων βρίσκεται τώρα μπροστά στην κυβέρνηση Ορτέγα. Η μπουρζουαζία των Σαντινίστας αντιμετωπίζει ένα δίλημμα: τα ταξικά της συμφέροντα την αποτρέπουν από το να αμφισβητήσει/προκαλέσει τι διεθνικό κεφάλαιο ή να οργανώσει ένα σχέδιο μετασχηματισμού, αλλά, παρ’ όλα αυτά, η νομιμοποίησή της στη διατήρηση μιας επαναστατικής ρητορικής και ανάληψης αναδιανεμητικών μεταρρυθμίσεων.

Η κυβέρνηση των Σαντινίστας είναι τώρα το αλεξικέραυνο για τις καταστροφές που έχει επιφέρει ο παγκόσμιος καπιταλισμός στη χώρα με έναν τρόπο ανάλογο αυτού που συνέβη κάτω από τη δικτατορία του Σομόζα, ισχυρίζεται ο διαπρεπής Νικαραγουανός κοινωνικός επιστήμονας Jose Luis Rocha στον απόηχο των διαμαρτυριών του Απριλίου “Η δικτατορία του Σομόζα ήταν ένα σύστημα προσδεμένο στην υπερεθνική δυναμική του καπιταλισμού, τα συμφέροντα του οποίου εκπροσωπούσε αλλά δεν μπορούσε να ελέγξει”. Από αυτή την άποψη, ο Σομόζα “δεν μπορούσε να θεωρηθεί πλήρως υπεύθυνος για όλα τα προβλήματα που [η καπιταλιστική ανάπτυξη] έφερε στον απόηχό του. Αλλά καθώς η δικτατορία Σομόζα ήταν ένα σύστημα αλληλοπλεγμένο με αυτή τη δυναμική και ο δικτάτορας ήταν ο τοπικός αντιπρόσωπός της, η οργή του λαού βρήκε σ’ αυτήν τον συγκεκριμένο στόχο της” – με τον ίδιο τρόπο που η λαϊκή οργή στοχοποιεί τώρα την κυβέρνηση Ορτέγα.

Αυταπάτες της Αριστεράς

Αν από την μια τα προβλήματα τη Νικαράγουα δεν μπορούν να διαχωριστούν από τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, δεν μπορούν επίσης να διαχωριστούν από τη μακρά ιστορία παρεμβάσεων των ΗΠΑ. Από την απροκάλυπτη/πλήρη αντεπανάσταση στη δεκαετία του 1980, η Ουάσιγκτον μετακινήθηκε στην ενίσχυση της καπιταλιστικής ηγεμονίας στην κοινωνία των πολιτών της Νικαράγουα μέσα από νέες μορφές παρέμβασης στην εσωτερική πολιτική – έχω γράψει δύο βιβλία σχετικά με αυτό το ζήτημα τη δεκαετία του 1990. Αυτός ο τύπος πολιτικής παρέμβασης συνεχίζεται από τη δεκαετία του 1990 και στην πραγματικότητα εντάθηκε μετά την επιστροφή του Ορτέγα στην εξουσία. Περιλαβάνει τη χρηματοδότηση ομάδων υποστήριξης της κοινωνίας των πολιτών που αντιτίθενται στους Σαντινίστας. Μερικές από αυτές τις ομάδες συμμετείχαν στης διαδηλώσεις του Απριλίου. Έχω δείξει αλλού ότι αυτή η χρηματοδότηση απευθύνεται περισσότερο στην αντιμετώπιση οποιασδήποτε αντικαπιταλιστικής ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας των πολιτών παρά στην υπονόμευση της ηγεσίας του FSLN. Επιπλέον, η Ουάσιγκτον είναι ιδιαίτερα αναστατωμένη με την λεκτική αντίθεση του Ορτέγα στον παρεμβατισμό των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική, την υποστήριξή του στην υπό πολιορκία Βενεζουελάνικη επανάσταση και τη συμμετοχή της Νικαράγουα στην υπό την ηγεσία της Βενεζουέλας Μπολιβαριανή Εναλλακτική για την Αμερική (ALBA), την οποία οι ΗΠΑ έχουν προσπαθήσει συστηματικά να διαλύσουν.

Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι δεν πρέπει μέσα στη διεθνή αριστερά να αφεθεί η ψευδαίσθηση ότι κυβερνήσεις όπως αυτή του FSLN στη Νικαράγουα ή του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου (ANC) στην Νότια Αφρική εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν μια επαναστατική διαδικασία που προωθεί τα συμφέροντα των λαϊκών και εργατικών μαζών – όταν, μάλιστα, αυτές οι καινούριες άρχουσες κάστες στρέφονται στην κλιμακούμενη καταπίεση/καταστολή αυτών των μαζών, λεηλατούν το κράτος και επιβάλλουν τα συμφέροντα του πολυεθνικού κεφαλαίου. Στο The Wretched of the Earth, ο Frantz Fanon προειδοποίησε ότι οι νέες ελίτ που ανήλθαν στην εξουσία από εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα απαιτούν ο κόσμος “να κυλίσει στο παρελθόν και να μεθύσει από την ανάμνηση της εποχής” που οδήγησε στην εθνική απελευθέρωση, ακόμα κι όταν οι πρακτικές τους και η επιδίωξη των δικών τους ταξικών συμφερόντων προδίδει αυτούς τους ιστορικούς αγώνες.

Κάποιοι ανάμεσα σ’ αυτήν την αριστερά αρπάζονται από την ιστορία των παρεμβάσεων των ΗΠΑ για να στηρίξουν τον ισχυρισμό του Ορτέγα ότι οι διαμαρτυρίες του Απριλίου και η αυξανόμενη αναταραχή είναι το αποτέλεσμα μιας εκστρατείας αποσταθεροποίησης των ΗΠΑ ανάλογη με αυτήν που είχαν εξαπολύσει εναντίον της χώρας τη δεκαετία του 1980 ή αυτήν που τώρα έχουν εξαπολύσει ενάντια στη Βενεζουέλα. Σύμφωνα με αυτή την στρεψόδικη/μπερδεμένη λογική, αν οι ΗΠΑ προτιμούν να δουν τον Ορτέγα να εκτοπίζεται από έναν πιο παραδοσιακό αντιπρόσωπο της καπιταλιστικής ολογαρχίας, τότε, έπεται εκ τούτου ότι ο Orteguismo συνιστά μια επαναστατική διαδικασία και, συνεπώς, αυτοί που αντιτίθενται σ’ αυτόν είναι αντεπαναστατικά όργανα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.

Μια πιο εύλογη αποτίμηση ήρθε από το Λατινοαμερικάνικο Συμβούλιο Κοινωνικής Πολιτικής (Latin American Social Science Council). Στο δελτίο τύπου της 24ης Απριλίου, το Συμβούλιο καταδίκασε με έμφαση την κυβερνητική καταστολή απέναντι στους διαδηλωτές ενώ ταυτόχρονα απέρριψε την “κυνική χειραγώγηση” των διαμαρτυριών από την παραδοσιακή ολιγαρχία και τον διεθνή τύπο. “Προσπαθούν να κεφαλαιοποιήσουν την εσωτερική κρίση αν και δεν έχουν πει τίποτα για την καταστολή, τις δολοφονίες και τις παραβιάσεις της ελευθερίας του λόγου στην Ονδούρα” ή σχετικά “με την πολιτική καταπίεση που έχει κοστίσει τις ζωές εκατοντάδων από τα κοινωνικά κινήματα, αγροτών, ιθαγενών και οικολόγων ηγετών στην Κεντρική Αμερική, το Μεξικό και την Κολομβία”.

Η πραγματική τραγωδία των διαδηλώσεων του Απριλίου δεν είναι ότι απειλούν μια φανταστική επαναστατική διαδικασία αλλά ότι ο πληθυσμός είναι εγκλωβισμένος ανάμεσα στην διεφθαρμένη και καταπιεστική κυβέρνηση Ορτέγα και την παραδοσιακή ολιγαρχία, υποστηριζόμενης από την παγκόσμια δεξιά που ποτέ δεν αισθάνθηκε άνετα με το μονοπώλιο των Σαντινίστας στην πολιτική εξουσία και επιθυμεί να σφετεριστεί την εξέγερση για να ανακτήσει την εξουσία για τον εαυτό της. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι όταν ο Ορτέγα ανήγγειλε ότι ανακαλεί την μεταρρύθμιση στο συνταξιοδοτικό, δεν περιβαλλόταν από κανέναν αντιπρόσωπο των διαδηλωτών “από τα κάτω” αλλά από τους ιδιοκτήτες των εταιρειών από τις ζώνες ελεύθερου εμπορίου και την ηγεσία του Ανώτατου Συμβουλίου των Ιδιωτικών Επιχειρήσεων.

Σχόλιο του μεταφραστή: Προφανώς υπάρχει διάσταση εκτίμησης μας με τον συγγραφέα του άρθρου όσον αφορά αυτή την “δύο μέτρων και δύο σταθμών” ειδική μεταχείριση που επιφυλάσσει για το καθεστώς Μαδούρο – για την κατάσταση στη Βενεζουέλα έχουμε αφιερώσει αρκετό χώρο προσπαθώντας να αναδείξουμε ακριβώς τις ίδιες αυταπάτες της αριστεράς που ο συγγραφέας εδώ καταλογίζει μόνο στο καθεστώς Ορτέγα. Κι αυτό είναι ένα οξύμωρο που θα θέλαμε να αναδειχτεί σχετικά με τα όρια μιας ανάλυσης της πραγματικότητας αυτών των “εθνικοαπελευθερωτικών”, “αντιιμπεριαλιστικών” προπυργίων που η αριστερά φαντασιώνεται. Επιπλέον αποτελεί μια αρκετά αντικειμενική πηγή πληροφόρησης για το τι συμβαίνει στη Νικαράγουα, για την οποία η ενημέρωσή μας δεν είναι ιδιαίτερα επαρκής. Μια άλλη ειδησειογραφική πηγή είναι και αυτό το άρθρο από τον Guardian: https://www.theguardian.com/commentisfree/2018/jun/06/the-guardian-view-on-nicaraguaprotests-on-the-brink.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://blackrosefed.org/nicaragua-development-left-mirage.

2 Στμ. Στο Μεξικό και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, maquiladora ή maquila είναι μια βιοτεχνική δραστηριότητα στην οποία εργοστάσια εισάγουν συγεκριμένα υλικά και εξοπλισμό σε μια βάση απαλλαγής από δασμούς και φόρους για συναρμολόγηση, επεξεργασία ή κατασκευή και στη συνέχεια εξάγουν τα προϊόντα αυτά, μερικές φορές στις χώρες προέλευσης των πρώτων υλών. Είναι ένα είδος ειδικών οικονομικών ζωνών όπως τις βλέπουμε σε πολλές χώρες.

25 Ιουνίου: Κάλεσμα σε δράσεις αλληλεγγύης στους κατηγορούμενους της #J20

25 Ιουνίου: Κάλεσμα σε δράσεις αλληλεγγύης στους κατηγορούμενους της #J20

Η οργάνωση Industrial Workers of the World (IWW) καλεί σε μια διεθνή μέρα δράσης αλληλεγγύης στους κατηγορούμενους J20 τη Δευτέρα 25 Ιουνίου.

Δημοσιευμένο αρχικά στο Industrial Workers of the World (IWW)

25 Ιουνίου: Δράσεις αλληλεγγύης στους κατηγορούμενους της J20

Σύντροφοι/ισσες,

Για πάνω από έναν χρόνο, το κράτος των ΗΠΑ έχει ασκήσει κακουργηματικές κατηγορίες – περιλαμβανομένων της κατηγορίας για “ταραχές”,  “πρόκληση σε ταραχές” και “συνομωσία σε ταραχές” – ενάντια σε διαδηλωτές που συνελήφθησαν την ημέρα της ορκομωσίας του Ντόναλντ Τραμπ1. Μετά την αποκάλυψη ότι οι αρχές είχαν αποκρύψει στοιχεία μαρτυριών από την υπεράσπιση, οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς απέσυραν τις κατηγορίες εναντίον 10 κατηγορούμενων την προηγούμενη εβδομάδα, μεταξύ των οποίων και μέλη του συνδικάτου μας. Σήμερα, τελείωσε η δεύτερη δίκη για την υπόθεση J20 με μια κακοδικία για τρεις κατηγορούμενους και πλήρη αθώωση του τέταρτου.

Το κράτος κλονίστηκε από αυτή την ήττα και ορμά σαν πληγωμένο ζώο καθώς υποχωρεί. Άλλοι 44 κατηγορούμενοι περιμένουν να δικαστούν. Έχουμε ήδη αργήσει· η ώρα να δράσουμε για την υπεράσπισή τους είναι τώρα. Καλούμε σε μια διεθνή μέρα δράσης αλληλεγγύης στους κατηγορούμενους της J20 τη Δευτέρα, 25 Ιουνίου.

Από την αρχή, η υπόθεση J20 αντιπροσωπεύει μια κλιμάκωση στις προσπάθειες του κράτους να ποινικοποιήσει την επαναστατική πολιτική. Ο Νόμος για τις Ταραχές [Riot Act] είναι ένας απαρχαιωμένος νόμος, που κάποτε χρησιμοποιούνταν για την καταστολή και την επίθεση στο μαύρο κίνημα απελευθέρωσης στις ΗΠΑ, και που δεν είχε χρησιμοποιηθεί στην Ουάσιγκτον DC από την υπόθεση Matthews το 1968. Η εφαρμογή του σήμερα ενάντια σε διαδηλωτές σηματοδοτεί την αρχή ενός κύματος κρατικής καταστολής συγκρίσιμο με τα Red Scares των δεκαετιών του 1920 και του 1950. Αν και δεν ήταν καν παρών στην τελετή της Ορκομωσίας, ένα μέλος της IWW είδε την πόρτα του να γκρεμίζεται και την αστυνομία να κάνει επιδρομή στο σπίτι του, πριν του απαγγελθούν οι ίδιες κατηγορίες με τους άλλους διαδηλωτές. Είμαστε σε μια εποχή που οι φασίστες και οι λευκοί σουπρεματιστές μπορούν να μας επιτίθενται στους δρόμους χωρίς νομικές συνέπειες, αλλά οι αντιφασίστες αντιμετωπίζουν μέχρι και 60 χρόνια στη φυλακή για μια διαδήλωση.

Αν ζείτε στις ΗΠΑ, οργανώστε μια διαδήλωση έξω από το τοπικό κτίριο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Αν ζείτε σε μια άλλη χώρα, οργανώστε μια πικετοφορία στην πρεσβεία των ΗΠΑ. Καλέστε μια μονοήμερη απεργία στον εργασιακό σας χώρο. Κάντε ό,τι μπορείτε για να αναδείξετε την υπόθεση των θαρραλέων μας συντρόφων που βρίσκονται αντιμέτωποι με τις δυνάμεις της αντίδρασης. Όσο μεγαλύτερο το σκάνδαλο που θα προκαλέσει μια δράση, τόσο το καλλίτερο.

Μέχρι την απελευθέρωση όλων

Industrial Workers of the World, 7 Ιουνίου 2018.

1 Στμ. Η τελετή της ορκομωσίας του Τραμπ έγινε στις 20 Ιανουαρίου 2017, εξ ου και το hashtag J20, εν μέσω έντονων αντιδράσεων, διαδηλώσεων κλπ. σε πολλές πολιτείες τωην ΗΠΑ, ιδιαίτερα στην ίδια την πρωτεύουσα Ουάσιγκτον, που αντιμετωπίστηκαν με καταστολή από της αστυνομία και σε κάποιες περιπτώσεις οδήγησαν σε συγκρούσεις με φασίστες και οπαδούς της υπεροχής της λευκής φυλής (σουπρεματιστές).

Σημειώσεις για τις μεσαίες τάξεις και τη διαταξικότητα

του Alain από την Carbure

(το κείμενο σε pdf)

To παρόν κείμενο μαζί με τις απαντήσεις και τα σχόλια που έχουν γίνει, είναι διαθέσιμο στο περιοδικό Théorie Communiste (https://sites.google.com/site/theoriecommuniste/travail-en-cours-1)

Θέτοντας το ερώτημα για τις μεσαίες τάξεις από τη σκοπιά της κομμουνιστικοποίησης, θέτουμε απλά στους εαυτούς μας το ερώτημα της ύπαρξής τους, της ιστορικής τους καταγωγής ή ποιοί μπορούν να συμπεριλαμβάνοναι σ’ αυτές, με τον τρόπο του ιστορικού ή του κοινωνιολόγου. Το ζήτημα των μεσαίων τάξεων είναι για μας σήμερα αυτό της διαταξικότητας όπως αυτή προκύπτει στους αγώνες από το Κάιρο στην Αθήνα, από το Όκλαντ στη Βαρκελώνη.

Η παγίδα θα ήταν να θέσουμε τη διαταξικότητα ως κάτι που θα έπρεπε να οικτείρουμε ή να ενθαρρύνουμε, ή ως κάτι στο οποίο θα έπρεπε να επενδύσουμε ή να κινηθούμε προς (ακτιβισμός) και συνεπώς να θέσουμε τις μεσαίες τάξεις ως κάτι που πάντα είτε θα πλεόναζε στους αγώνες είτε θα απουσίαζε (πάρα πολλοί “ταραξίες” από μόνοι τους ή πολλοί “επίσημοι” κλπ.). Θα ήταν επίσης συμμετρικό να θέσουμε το προλεταριάτο στην ένωσή του ή όχι με τις μεσαίες τάξεις, αναζητώντας ένα καλό κοκτέιλ τάξεων ικανό να παραγάγει μια επαναστατική στιγμή.

Αλλά τι είναι οι μεσαίες τάξεις; Ένα εύπορο κομμάτι του συστήματος της μισθωτής εργασίας, ένας συγκεκριμένος ρόλος στη συνολική αναπαραγωγή του κεφαλαίου (για παράδειγμα, δραστηριότητες επιτήρησης) ή απλά όλοι οι μισθωτοί με ένα μέσο εισόδημα; Όποτε ανακύπτει αυτό το ερώτημα, οι μεσαίες τάξεις διαλύονται μέσα στο προλεταριάτο ή το αντίστροφο και δεν είναι πλέον καθαρό για ποια διαταξικότητα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς ή αν μπορούμε να δούμε τις μεσαίες τάξεις και το προλεταριάτο να στέκονται απέναντι, εκατέρωθεν ενός φανταστικού ταξικού συνόρου.

Δεν αρκεί να πούμε ότι οι μεσαίες τάξεις είναι απλά προλετάριοι που αγνοεί ο ένας τον άλλον, στη βάση ότι ουσιαστικά συγκροτούνται από μισθωτούς, κάτι που θα τις έκανε να είναι αριθμητικά “σχεδόν παντού” (τότε θα επιστρέφαμε στο “99%” που, από αυτή την άποψη, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα: όντως σύμφωνα με τα στοιχεία του Credoc1 φτάνουμε περίπου στο 80% των εργαζόμενων). Ούτε, όμως, θα ήταν πιο ικανοποιητικό, από την οπτική των αγώνων και της πραγματικότητας της διαταξικότητας, να προσπαθήσουμε να τις δούμε ως αυτό που θα ήταν “καθεαυτές”, ή μόνο σε μια σχέση εξωτερικότητας προς το προλεταριάτο, σαν αμφότερες αυτές οι τάξεις να είναι διαχωρισμένες οντότητες και όχι στοιχεία της ίδιας πραγματικότητας.

To να πούμε ότι οι τωρινοί αγώνες είναι διαταξικοί δεν σημαίνει μόνο να παρατηρήσουμε πως οι μεσαίες τάξεις είναι εκεί αναμεμιγμένες με προλετάριους, με άλλα λόγια με τους αντικειμενικά φτωχότερους (όλοι βγαίνουν στους δρόμους σε περιόδους κρίσης) αλλά να πούμε και να δείξουμε ότι η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο δεν είναι μόνο η δυναμική που παράγει όλες τις τάξεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (δηλαδή που παράγει το κεφάλαιο ως μια καπιταλιστική κοινωνία), αλλά ότι είναι κι αυτή που οδηγεί στη διάλυσή τους. Συνεπώς το να θεωρούμε τις μεσαίες τάξεις “καθεαυτές” δεν έχει νόημα. Οι μεσαίες τάξεις υπάρχουν μόνο κατά το ότι είναι συστατικές του τι είναι το προλεταριάτο στην αντίθεσή του με το κεφάλαιο. Δεν υπάρχει νόημα στο να θέλουμε τις περιγράψουμε ως κάτι άλλο από μια στιγμή των αγώνων, μια στιγμή στην ταξική πάλη του προλεταριάτου, μια στιγμή της αντίθεσης σε εξέλιξη. Το να ρωτούσαμε κάποιους τι είναι έξω από αυτή τη σχέση με το προλεταριάτο θα ήταν απλά μια άσκηση στην κοινωνιολογία, όπου οι τάξεις είναι παγωμένες σε στρώματα και επίπεδα από τα οποία θα ήταν δυνατό να πάει κανείς και να πάρει δείγματα, ώστε να ξέρει τη σύσταση, για να τα περιγράψει στη συνέχεια στην άπειρη πολυπλοκότητά τους.

Οι μεσαίες τάξεις ορίζονται επίσης συχνά ως εμπεριέχουσες όλες τις μη-παραγωγικές δραστηριότητες που επιτρέπουν στην υπεραξία να υπάρχει πραγματικά, δηλαδή κοινωνικά. Η συνολική αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων παράγεται τότε θεωρητικά ως ταυτόσημη με τη διαδικασία παραγωγής αξίας [αξιοποίηση]. Η παραγωγή υπεραξίας, στην περίπτωση αυτή, δεν ορίζει πλέον μια τάξη, το προλεταριάτο, αλλά το σύνολο της καπιταλιστικής κοινωνίας, ως έναν “ολοκληρωμένο” καπιταλιστικό κόσμο (με την έννοια που ο Ντεμπόρ μιλά για το “ενσωματωμένο/ολοκληρωμένο θεαματικό”).

Αυτός ο τρόπος να κοιτάμε τα πράγματα βασίζεται στο γεγονός ότι είναι στην πραγματικότητα πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, και σε κάθε περίπτωση κουραστικό, να προσδιορίσουμε από την ατομική δραστηριότητα ενός εργαζόμενου πότε παράγει ή όχι υπερσαξία. Αλλά το να ψάχνουμε στην δραστηριότητα των μεμονωμένων προλετάριων ποιες είναι οι στιγμές που παράγουν υπεραξία και ποιες αυτές που απλά αναπαράγουν τις συνθήκες για τη δυνατατότητα παραγωγής της δεν έχει ιδαίτερο ενδιαφέρον και δεν αλλάζει την θεμελιώδη κοινωνική σχέση εκμετάλλευσης: είναι η εκμετάλλευση μιας τάξης από μιαν άλλη που παράγει την υπεραξία και είναι επίσης η εκμετάλλευση που ορίζει την μια τάξη ως αυτή των εκμεταλλευτών και την άλλη ως αυτήν των εκμεταλλευόμενων.

Το να θέσουμε την παραγωγή αξίας ως ταυτόσημη με τη συνολική αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης κάνει την αντίθεση να εξαφανίζεται ως μια σχέση μεταξύ τάξεων και του τι τις συγκροτεί ως τάξεις. Η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους γίνεται ένα καθαρά οικονομικό ζήτημα, βρίσκουμε τους εαυτούς μας στο μέσο μιας “κριτικής της αξίας”. Όταν το κεφάλαιο καταλήγει να μην παράγει πλέον αρκετή αξία για την αναπαραγωγή της κοινωνίας συνολικά, είναι τότε, στην καλλίτερη των περιπτώσεων, που εξεγείρεται “ολόκληρη η κοινωνία”. Έχοντας στην πρώτη γραμμή τις “προλεταριοποιημένες” μεσαίες τάξεις, που τελικά επιστρέφουν έτσι στον πραγματικό εαυτό τους, στην προλεταριακή και, συνεπώς, άμεσα επαναστατική τους ουσία.

Αυτή η επέκταση του προλεταριάτου σε όλο το φάσμα των εργαζόμενων, αντανακλά το γεγονός ότι το παραγωγικό προλεταριάτο δεν γίνεται πλέον αντιληπτό ως ένα μη-υποκείμενο, απογυμνωμένο από την εργατική του ταυτότητα και απομονωμένο κοινωνικά στην παραγωγή. Βρίσκει ένα είδος αξιοπρέπειας ή επαναστατικού δυναμικού μόνο όταν είναι πλεονάζον και συνεπώς εκτός της σφαίρας της παραγωγής και άρα ενωνόμενο με την αληθινή του φύση ως επαναστατικό ή εξεγερσιακό (ο δυνάμει ταραξίας) ή, μη βρίσκοντας μια κοινωνική ύπαρξη, βγαίνει από την παραγωγική του απομόνωση μόνο με το να γίνεται “σχεδόν οποιοσδήποτε”, μια “προλεταριοποιημένη” μεσαία τάξη. Λες κι έξω από την προγραμματισμό και την ταξική του ταυτότητα επιβεβαιωμένη στο κεφάλαιο, με άλλα λόγια έξω από την πολιτική του ύπαρξη ως τάξη, το προλεταριάτο έχασε όλη του τη συγκεκριμένη ύπαρξη.

Η έννοια της μεσαίας τάξης ως μιας μάσκας του προλεταριάτου (οι μεσαίες τάξεις είναι προλετάριοι που αγνοούν ο ένας τον άλλο ή αλλιώς η έννοια της μεσαίας τάξης είναι μια ιδεολογική μάσκα της πραγματικότητας του προλεταριάτου) είναι τότε το γεγονός μιας θεωρητικοποίησης που παρέχει στον εαυτό της τα υποκείμενα που χρειάζεται για τους σκοπούς της. Αλλά αυτό που συγκαλύπτεται τότε είναι τα πραγματικά προβλήματα που τίθενται από τον κατακερματισμό της τάξης.

Μπορεί πάντα κάποιος να θέσει μια a priori ενότητα των προλετάριων, παραγωγικών ή όχι, στη βάση του ότι όλοι πρέπει να υπόκεινται στη μισθωτή σχέση, δηλαδή την εκμετάλλευση· παραμένει, όμως, το γεγονός ότι αυτή η ενότητα δεν είναι καθόλου ενοποιητική, υπάρχει μόνο ως άμεσος διαχωρισμός όλων των προλετάριων μεταξύ τους, ως το γεγονός ότι ερχόμαστε διαρκώς αντιμέτωποι με τις συγκεκριμένες καταστάσεις κάθε κομματιού της τάξης. Η κοινή κατάσταση των εκμεταλλευόμενων δεν είναι τίποτα άλλο από τον διαχωρισμό τους. Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε στους εαυτούς μας δεν είναι αυτό μιας a priori ενότητας αλλά αυτό της ανανέωσης ή όχι αυτού του διαχωρισμού, γιατί αυτό είναι το ερώτημα που προκύπτει στους αγώνες όταν αυτοί τείνουν να γενικευτούν, όταν γίνονται διαταξικοί: είναι η ένταση που υπάρχει ακόμα και στην ενότητα που απορρέει απλά από το γεγονός ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα του διαχωρισμού. Η “κοινότητα της κατάστασης” δίνεται μόνο αφηρημένα ή γενικά σε αυτό που είναι ο καθένας στο κεφάλαιο, γίνεται μια πραγματική ένταση μόνο στους αγώνες.

Η ενότητα της τάξης δεν υλοποιείται άμεσα σαν μια σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους (δεν αρκεί να “μιλάνε μεταξύ τους οι άνθρωποι” για να προχωρήσουν πέρα από το ανήκειν στην τάξη: αυτός είναι μάλλον ο μύθος της “συνάρθροισης”), αλλά σε μια δραστηριότητα ενάντια στο κεφάλαιο, με άλλα λόγια ενάντια στην ίδια την ταξική τους ύπαρξη, μια δραστηριότητα στην οποία τα άτομα δεν βρίσκουν πλέον την δυνατότητα του προσδιορισμού τους στους καπιταλιστικούς κοινωνικούς ρόλους. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο σε πολύ έντονες συγκρούσεις, που τείνουν να γενικευτούν στο σύνολο της κοινωνίας και να σβήσουν από τη στιγμή που η ένταση της σύγκρουσης υποχωρεί. Η επιδίωξη και η επέκταση αυτής της δυναμικής είναι μια στιγμή κομμουνιστικοποίησης.

Συνεπώς δεν είναι ζήτημα του να πούμε “δεν υπάρχει άλλο προλεταριάτο από το παραγωγικό προλεταριάτο” ούτε “είμαστε όλοι εκμεταλλευόμενοι, είμαστε όλοι προλετάριοι”, αλλά να ταυτοποιήσουμε πώς υπάρχει αυτή η τάση για ενότητα και μέσα από ποιες συγκεκριμένες συγκρούσεις εντός της τάξης. Για να δώσουμε ένα γενικό παράδειγμα, στη διάρκεια της κατάληψης ή του μπλοκαρίσματος ενός εργασιακού χώρου βρίσκονται στον ίδιο χώρο τόσο κόσμος που δουλεύει εκεί όσο και άτομα που έχουν έρθει για να συμμετάσχουν στον αγώνα. Η κατάσταση που αναδύεται είναι διαφορετική κάθε φορά και εξαρτάται από το περιεχόμενο του αγώνα (διεκδικητικός ή όχι κλπ.) και τη δραστηριότητα των ατόμων που συμμετέχουν σ’ αυτόν. Το γεγονός ότι ο εργασιακός χώρος, ακόμα κι αν είναι υπό κατάληψη ή αποκλεισμό, διατηρεί τη λειτουργία του παραμένει φυσικά το πρώτο όριο αυτού του τύπου καταστάσεων. Όμως, η διάρρηξη της κοινωνικής συμπαγότητας ενός εργασιακού χώρου, το ότι οι εργαζόμενοι βρίκονται εκτός εργασιακού χώρου και αναμεμιγμένοι με άλλους για κάτι διαφορετικό από τη δουλειά, βάζει τους πάντες μπροστά στη μαρτυρία της αυθαιρεσίας ενός εργασιακού χώρου, του κοινωνικού τους ρόλου στον καπιταλιστικό κόσμο. Ο εργασιακός χώρος διαπερνιέται λοιπόν από κοινωνικές σχέσεις διαφορετικές από αυτές που του επιτρέπουν να υπάρχει ως εργασιακός χώρος. Αυτό που μπορεί να εμφανιστεί, στον βαθμό που η σύγκρουση τείνει να γενικευτεί, είναι ο διαχωρισμός τόσο του παραγωγικού εργαλείου όσο και του υπολοίπου της κοινωνίας, ο διαχωρισμός του ενός ατόμου από το άλλο (ο διαχωρισμός της κοινωνίας σε τάξεις) ως ο διαχωρισμός των ατόμων από την ίδια τη δραστηριότητά τους, δηλαδή αυτή η ίδια η συνθήκη των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Το σπάσιμο αυτού του διαχωρισμού και η επίτευξη της ενότητας στον αγώνα είναι ο μόνος τρόπος για να συνεχιστεί ο αγώνας, αλλά η αναπαραγωγή αυτού του διαχωρισμού είναι τελικά ο μόνος τρόπος για να είναι κάποιος αυτό που είναι κοινωνικά. Εδώ είναι που βρίσκουμε αυτό που μπορούμε να πούμε τάση προς την ενότητα, που πιο συχνά απλά σκιαγραφείται και μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο στη διαδικασία της κομμουνιστικοποίησης.

Η έρευνα για μια ενότητα της τάξης στη βάση του εισοδήματος, η αφομοίωση του προλετάριου στον απασχολούμενο μάς κάνει να χάνουμε από τη ματιά μας την ιδιαιτερότητα των αποκαλούμενων μεσαίων τάξεων στον ΚΤΠ, μια ιδιαιτερότητα που υπάρχει μόνο σε σχέση με την πραγματική παραγωγική εργασία, εξαιτίας της αντίφασης της πτώσης του ποσοστού κέρδους, σε αυτό που ωθεί το κεφάλαιο στην ιστορική του ανάπτυξη, χωρίς να αφήνει τίποτα απ’ έξω, να γίνει μια κοινωνία. Αυτό που διακυβεύεται είναι αυτό που διακυβεύεται στην ανάπτυξη της συνεργασίας, πρώτα μεταξύ των εργατών και στη συνέχεια ανάμεσα σε διαφορετικούς κλάδους της καπιταλιστικής παραγωγής και την κοινή αναγκαιότητα του διαχωρισμού των δραστηριοτήτων τους, της διαίρεσης της εργασίας, και συνεπώς της ανάπτυξης των σφαιρών της διοίκησης, της κυκλοφορίας κλπ., ένας κατακερματισμός που απαιτείται από την παραγωγική διαδικασία αξιοποίησης, στην πορεία της ανάπτυξής της.

Το κεφάλαιο διαχωρίζει τους εργάτες (με τον μισθό, με την απώλεια του ελέγχου πάνω στο τι παράγεται και πώς είναι κλπ.) καθώς τους φέρνει κοντά μαζικά στην παραγωγική διαδικασία και αυτός είναι ο τρόπος που κοινωνικοποιεί την εργασία· το αποτέλεσμα αυτής της ενότητας/διαίρεσης είναι η καπιταλιστική κοινωνία, κατά το ότι συγκροτείται στην πραγματικότητα, με έναν λειτουργικό τρόπο, από κομμάτια τάξεων: τις λεγόμενες μεσαίες τάξεις, που εμφανίζονται σ’ αυτή τη διαδικασία, που καταδεικνύουν ότι το κεφάλαιο είναι η καπιταλιστική κοινωνία, ότι ο τρόπος παραγωγής γίνεται κοινωνία. Η καπιταλιστική εργασία δεν μπορεί να γίνει συλλογική εργατική δύναμη (οι μισθοί είναι ατομικοί), μια κοινότητα εργατών (σοσιαλισμός) όχι περισσότερο από όσο μπορούν οι προλετάριοι να ενωθούν στη βάση αυτού που είναι ως τάξη.

Οι μεσαίες τάξεις δημιουργούνται από το κεφάλαιο καθώς αυξάνει η οργανική του σύνθεση, η πραγματική κυριαρχία του επί της εργασίας, και μέσα από αυτή τη διαδικασία συγκροτούν την κοινωνία που είναι πραγματικά το κεφάλαιο (αυτή η κοινωνία, που η αρχή και ο σκοπός της είναι η παραγωγή αξίας, γίνεται ιδεολογικά για τις μεσαίες τάξεις ο κανονικός σκοπός του κεφαλαίου: το κεφάλαιο που αναπαράγουν υπάρχει τελικά για να αναπαράγονται οι ίδιες). Από αυτή την άποψη, δεν συγκρίνονται με τα μεσαία στρώματα άλλων τρόπων παραγωγής ή τυπικής κυριαρχίας, η ύπαρξη των οποίων είχε να κάνει λιγότερο μ’ αυτό [την αναπαραγωγή τους] στους τρόπους παραγωγής εντός των οποίων υπήρχαν. Ό,τι άφησαν πίσω τους άλλοι τρόποι παραγωγής, σε όρους γνώσης καθώς και πρακτικών, εμπορίου ή τρόπων ανταλλαγής, δεν μπορεί πλέον να διατηρηθεί στην πραγματική κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας. Ολόκληρη η κοινωνία είναι μια κοινωνία του κεφαλαίου.

Η ύπαρξη των μεσαίων τάξεων δείχνει ότι το κεφάλαιο δεν ικανοποιείται μόνο με την αναπαραγωγή του προλεταριάτου στη σχέση εκμετάλλευσης, αλλά ότι στην πλήρη υπαγωγή είναι η κοινωνία συνολικά ως καπιταλιστική κοινωνία που είναι η αυτοπροϋπόθεσή του. Οι μεσαίες τάξεις φέρουν ιδεολογία και πολιτική νομιμοποίηση επειδή ζουν την καπιταλιστική σχέση στον φετιχισμό της διανομής, στην οποία η αξία της εργατικής δύναμης γίνεται (απλά) η τιμή της εργασίας. Η διανομή του εισοδήματος γίνεται γι’ αυτές διανομή του πλούτου: και είναι μ’ αυτόν τον τρόπο που μπορούν να γίνουν ένα αντεπαναστατικό εμπόδιο για το προλεταριάτο, ένα από τα όρια της δικής του ύπαρξης σαν τάξης, της οποίας [οι μεσαίες τάξεις] είναι συστατικό στοιχείο. Τότε, αυτό με το οποίο το προλεταριάτο έρχεται αντιμέτωπο στην διαταξικότητα, με άλλα λόγια στην συγκρουσιακή του σχέση με τις μεσαίες τάξεις, είναι μια από τις ιδεολογικές μορφές της ύπαρξής του στο κεφάλαιο: και για το προλεταριάτο, επίσης, ο μισθός είναι η τιμής της εργασίας. Η ιδεολογία της μεσαίας τάξης είναι αντικειμενικοποίηση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, είναι ο καπιταλισμός ειδωμένος σαν κοινωνικό συμβόλαιο και όχι σαν κοινωνική σχέση εκμετάλλευσης και αυτή η ιδεολογία δεν είναι κατά κανέναν τρόπο εξωτερική προς αυτό που είναι το προλεταριάτο, αντίθετα, είναι συστατικό της ταξικής σχέσης όπως αυτή υπάρχει πραγματικά. Στην παρούσα κρίση της μισθωτής σχέσης, είναι επίσης αυτή η ιδεολογία που μπαίνει σε κρίση, και είναι ένα από τα ζητήματα των διαταταξικών αγώνων σήμερα.

Αν είναι απαραίτητο στους αγώνες να ασκήσουμε κριτική στις ιδεολογικές θέσεις των μεσαίων τάξεων αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι αυτή η κριτική δεν μπορεί να γίνει στο όνομα ή με αναφορά σε ένα προλεταριακό υποκείμενο που δεν θα ήταν μιασμένο από την ιδεολογία, ένα καθαρό/αγνό ιστορικό υποκείμενο. Η διαταξικότητα δεν είναι η “πρώτη γραμμή”, και αυτό είναι το πρόβλημα.

Αλλά τελικά, η μισθωτή σχέση δεν μπορεί να έχει το ίδιο περιεχόμενο για έναν εργάτη και έναν δάσκαλο, επειδή η παραγωγή προϊόντων δεν είναι ταυτόσημη με την αναπαραγωγή μιας κοινωνικής σχέσης ή τις συνθήκες μιας κοινωνικής σχέσης (έστω κι αν το να παράγεις προΐόντα είναι κάτι τέτοιο). Όμως, ο εργάτης και ο δάσκαλος βρίσκουν τον εαυτό τους στους αγώνες με έναν αντιφατικό τρόπο, κάποιες φορές διεκδικώντας την ενότητα, κάποιες άλλες συγκρουόμενοι με τον διαχωρισμό τους. Και είναι επίσης σ’ αυτό που οι ταξικές διαιρέσεις είναι πραγματικές καθώς και κινούμενες, και που η διαταξικότητα αναπαράγει ταξικές διαιρέσεις τείνοντας ταυτόχρονα στην κατάργησή τους. Η διαταξικότητα είναι αυτή η σύγκρουση και αυτή η τάση, είναι μια στιγμή της επανάστασης ως διαταξικότητας.

Το ζήτημα της μεσαίας τάξης δεν είναι το αν αποτελεί τον “μέσο όρο” από άποψη εισοδήματος (το μέσο εισόδημα είναι μόνο τυχαίο και ειδικότερα σε σχέση με τον ορισμό του τι είναι οι μεσαίες τάξεις ιδεολογικά, ή για έναν κοινωνιολόγο της εργασίας), αλλά απορρέει επίσης και από το τι κάνουν πραγματικά (λειτουργικά) στον κόσμο του κεφαλαίου. Όμως αυτή η προσέγγιση είναι προβληματική. Οι μεσαίες τάξεις, στον λειτουργικό τους ρόλο στο κεφάλαιο, μπορεί επίσης να είναι ουσιαστικά και οι εργαζόμενοι στα τηλεφωνικά κέντρα που πληρώνονται με συμβόλαια SMIC2. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί οι εργαζόμενοι δεν είναι επίσης και προλετάριοι, με άλλα λόγια ότι δεν είναι παγιδευμένοι στην ταξική αντίθεση που πολώνει το σύνολο της κοινωνίας, αλλά ότι αυτό δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε ενότητα ή “κοινότητα κατάστασης” εξαιτίας των αντίξοων συνθηκών. Οι μεσαίες τάξεις είναι τόσο αντεπαναστατικές ή ρεφορμιστικές στη φύση τους όσο επαναστατικό είναι στη φύση του και το παραγωγικό προλεταριάτο. Αλλά ακόμα κι αν υποθέσει κανείς στιγμές κοινωνικής “ανυπακοής”, αυτή η ανυπακοή μπορεί να εκδηλωθεί μόνο μέσα από την άμεση (και αντιφατική) κατάσταση των τάξεων όπως είναι στο κεφάλαιο, από αυτό που ειδικά φτάνουν να υπερασπιστούν και/ή να του επιτεθούν κλπ. Και εδώ είναι που τα πράγματα περιπλέκονται.

Επειδή πιθανόν κάποιος δεν μπορεί να αποφύγει το καθήκον να πρέπει να περιγράψει ποιες είναι οι πραγματικές ταξικές διαιρέσεις, όπως αυτές εκδηλώνονται κάθε φορά στους αγώνες, δηλαδή να υποδείξει τις ιδιαιτερότητες σύμφωνα με τη σφαίρα στην οποία τοποθετείται: παραγωγή, αναπαραγωγή (δάσκαλοι, δημόσιοι υπάλληλοι, γενικότερα η ειδική λειτουργία του κράτους), κυκλοφορία, επιτήρηση. Καμμιά από αυτές τις διαιρέσεις δεν μπορεί να είναι αδιάφορες στους αγώνες, αλλά καμμιά δεν επαρκεί από μόνη της στο πλαίσιο ενός διαταξικού αγώνα. Γιατί διακινδυνεύουμε έτσι να μπούμε σε μια λογική ταξινόμησης χωρίς ενδιαφέρον από τη σκοπιά της κομμουνιστικοποίησης, αν χάσουμε από το βλέμμα μας το γεγονός ότι όλα αυτά τα στρώματα και τα κοινωνικά επίπεδα, που επίσης περιγράφουν τις μεσαίες τάξεις, δεν είναι κατά κανέναν τρόπο αμετακίνητα, αλλά ότι φτάνουν να διαλύονται στην αντίθεση που είναι η ίδια η δυναμική του κεφαλαίου, επειδή είναι μια αντίθεση ανάμεσα σε τάξεις στην οποία μια τάξη μπαίνει όντας διαρκώς σε αντίθεση με την ίδια την ταξική της ύπαρξη: το προλεταριάτο.

Έχοντας επιβεβαιώσει αυτό, παραμένει, παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι είναι μόνο μέσα στους αγώνες, που το προλεταριάτο οδηγεί με ό,τι είναι εντός και ενάντια στο κεφάλαιο, δηλαδή επίσης μαζί (και ενάντια) στις μεσαίες τάξεις, που η πιθανότητα της επαναστατικής υπέρβασης μπορεί να αναδυθεί. Και αυτό που οι αγώνες αυτοί παράγουν είναι επίσης ένα στιγμιαίο μπλοκάρισμα των ταξικών διαιρέσεων, που περιμένουν να παράγουν την κατάργησή τους.

1 Στμ. CRÉDOC: Centre de Recherche pour l’Étude et l’Observation des Conditions de Vie, δηλαδή Ερευνητικό Κέντρο για τη Μελέτη και την Παρακολούθηση του Βιωτικού Επιπέδου: γαλλικός οργανισμός έρευνας και καταγραφής που αφορά κάθε πτυχή κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος που ιδρύθηκε το 1953.

2 Στμ. SMIC: Salaire minimum interprofessionnel de croissance: το ελάχιστα εγγυημένο ωρομίσθιο στη Γαλλία, κάτω από το οποίο δεν μπορεί να πληρωθεί κανένας εργαζόμενος άνω των 18 ετών. Eπανακαθορίζεται κάθε 1η Ιανουαρίου.

Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με το προλεταριάτο, τις εναλλακτικές και την κομμουνιστικοποίηση “εδώ και τώρα”

aπό το blog της Carbure1

Το ακόλουθο κείμενο είναι απόσπασμα από μια ανταλλαγή ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με έναν αναγνώστη του blog.

TF: (…) Αν μοιραστώ τις παρατηρήσεις σας σχετικά με τα όρια των εναλλακτικών, τότε δεν καταλαβαίνω πραγματικά τι σημαίνει “είναι το προλεταριάτο που κάνει την επανάσταση που καταργεί τις τάξεις”. Ποιο είναι αυτό το προλεταριάτο;

Αν η παραπομπή2 σας σχετικά με τις σχέσεις παραγωγής σημαίνει ότι είναι επειδή δεν έχουμε καταλάβει τίποτα από τη δυναμική στην οποία είμαστε εγκλωβισμένοι που πιστεύουμε ότι μπορούμε να επιβάλλουμε με διατάγματα, σε έναν περιορισμένο χώρο, μια καινούρια κοινωνική “αναφορά” ή ακόμα και μια καινούρια οντολογία, τότε είμαστε σύμφωνοι. Δεν ισχυριζόμαστε κάτι τέτοιο. Αλλά αν οποιαδήποτε δράση που απορρέει από αυτόν τον κόσμο κληρονομεί αναπόφευκτα μέσω της καταγωγής της (το υποκείμενο, τις κοινωνικές σχέσεις κλπ.) τότε ποιες εξωτερικότητες θα μπορούσαν να φέρουν τόσο άμεσα, τόσο ευρέως, αυτή την κομμουνιστικοποίηση; Το ίδιο το προλεταριάτο και, εν πάσει περιπτώσει, αυτοί/ες που το συγκροτούν, είναι έξω από τον καπιταλισμό;

Δεν θα μπορούσε η κομμουνιστικοποίηση να είναι μία, η πρακτική που θα κατέστρεφε τον καπιταλισμό; (απομένει να ορίσουμε επακριβώς το περίγραμμα, επειδή τις περισσότερες φορές οποιαδήποτε μερική κομμουνιστικοποίηση δεν είναι πραγματικά κομμουνιστικοποίηση, από τη στιγμή που αφομοιώνεται).

Δεν θα μπορούσε αυτή η κομμουνιστικοποίηση να εμφανίζεται παντού με έναν διαφορετικό τρόπο (εξαιτίας της παρανόησης ή ακόμα και της άγνοιας) και να αυξάνει τη συνοχή της, την συνέπειά της, τη δύναμή της καθώς υποστηρίζεται δημόσια, διαμορφώνεται, αποκτά επίγνωση, αφού επιτρέπει στον λαό, αλλά και σε διαφορετικές κοινωνικές συμφωνίες, να εκδιπλώνονται, να εμβαθύνονται, να οικοδομούνται; Μέχρι το σημείο της μη-επιστροφής που, προφανώς, μπορεί να είναι ένα γενικευμένο κοινωνικό κίνημα;

Τι θα λέγατε σε ανθρώπους που υποφέρουν και θέλουν να οργανωθούν; Να μην βρουν μια εναλλακτική δουλειά στο ZAD αλλά μάλλον να αποκτήσουν, για παράδειγμα, την ισχύ της μη-κατανάλωσης ή να οικοδομήσουν οργανώσεις αντίστασης στην εργασία, στην ανάγκη για εργασία; Γιατί να μην “παίξουμε”, με έναν τρόπο, τη διαδικασία ανάδυσης του καπιταλισμού αλλά “από την ανάποδη”; (…)

AC: Βάζετε το δάχτυλο ακριβώς πάνω στο πρόβλημα: είναι πραγματικά δύσκολο σήμερα να συλλάβουμε από τη μια ότι το προλεταριάτο δεν συνιστά μια εξωτερικότητα στο κεφάλαιο και, από την άλλη, ότι είναι η τάξη η οποία, έτσι όπως είναι, κάνει την επανάσταση. Λέω “σήμερα” γιατί αυτό το αξίωμα έχει υπάρξει επί μακρόν το σημείο αφετηρίας αυτού που αποκαλείται “Μαρξισμός”, του οποίου το όραμα για το επαναστατικό κίνημα δεν είναι πλέον δικό μας, είτε όσον αφορά το ξεδίπλωμά του είτε όσον αφορά τους σκοπούς του. Κανένας μαρξιστής τη δεκαετία του 1930 δεν θα υπέθετε ότι το προλεταριάτο μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο από αυτό που πρόκειται να γίνει επαναστατικό: θα ήταν πειθαρχημένο, οργανωμένο ή συνειδητοποιημένο, αλλά προφανώς έπρεπε να παραμείνει η τάξη της εργασίας για να μπορεί να κάνει την επανάσταση. Δεν ήταν παρά μέχρι τη δεκαετία του 1970 που αυτό το είδος σχεδιασμού αμφισβητήθηκε. Σήμερα είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι είναι το προλεταριάτο όπως είναι που κάνει την επανάσταση. Παρ’ όλα αυτά είναι ένα από τα κεντρικά σημεία της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης. Η επιθεώρηση Théorie communiste (TC) φτάνει να στηρίζει την προσέγγισή της στο περίφημο ερώτημα: “Πώς μπορεί το προλεταριάτο, που δεν είναι παρά μια τάξη του κεφαλαίου, να καταργήσει όλες τις τάξεις και το κεφάλαιο;”. Και περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Ξέροντας ότι η TC δουλεύει πάνω σ’ αυτό για 35 χρόνια, προφανώς δεν θα απαντήσω αυτό το ερώτημα με τρεις κουβέντεες, αλλά μπορώ να σας δώσω κάποιες ιδέες για προβληματισμό:

Η σχέση προλεταριάτο/κεφάλαιο είναι μια σχέση εκμετάλλευσης και είναι συνεπώς στη δυναμική της εκμετάλλευσης στην οποία θα εξετάσουμε την αντίθεση αυτή στο σύνολό της. Αυτή, μέσω της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους θεωρούμενη ταυτόχρονα ως όριο και ώς δυναμική (αν και με προβληματικό τρόπο όπως υπογραμμίζω στο “Η αρχή της αβεβαιότητας3) συνοψίζει με τον καλλίτερο τρόπο τη δυναμική του κεφαλαίου, στην οποία όλοι συμμετέχουμε αλλά το προλεταριάτο παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο. Η κεντρική ταξική σχέση είναι η εκμετάλλευση και αυτή η σχέση είναι αντιφατική.

Προλεταριάτο και κεφάλαιο είναι σε μια σχέση αμοιβαίας σύμπλεξης: εξαρτώνται το ένα από το άλλο, υπάρχουν το ένα εξαιτίας του άλλου. Όμως, αυτή η σχέση είναι πολωμένη, δεν είναι ένας απλός φαύλος κύκλος. Σε κάθε “κύκλο” κυκλοφορίας του κεφαλαίου, το μέρος του κεφαλαίου που επιστρέφει ως επιπλέον κεφάλαιο κατευθύνεται λιγότερο προς το μεταβλητό κεφάλαιο και περισσότερο στο σταθερό. Μικρότεροι μισθοί σαν μερίδιο της παγκόσμιας αξίας, κάτι που παράγει μια κατάσταση στην οποία όλοι φαίνεται να χάνουν, το κεφάλαιο επειδή το κεφάλαιο πρέπει να ανταλλαχθεί με εργασία για να παραγάγει αξία, το προλεταριάτο επειδή αποστερείται τα μέσα διαβίωσής του. Παρ’ όλα αυτά, επειδή η ταξική σχέση είναι κάτω από την κυριαρχία του κεφαλαίου, το πρόβλημα βιώνεται πάντα (και κυρίως λειτουργεί) ως μια λύση για το κεφάλαιο (ανάπτυξη του χρηματιστικού πόλου, μεγιστοποίηση των κερδών μέσω της παραγωγικότητας κλπ., εδώ είναι που το όριο είναι επίσης και δυναμική), και πάντα ως κάτι ανεπίλυτο από το προλεταριάτο: το ένα [το κεφάλαιο] πάντα ανανεώνεται, και το άλλο [το προλεταριάτο] πάντα “παραείναι πολύ”.

Η σχέση-κεφάλαιο [η καπιταλιστική σχέση] δεν μπορεί να επιδεχτεί κάποια “οριζοντιότητα” στο επίπεδο των “λύσεων”: από τη στιγμή που μπαίνουν σ’ αυτήν, οι προλετάριοι δεν είναι ελεύθεροι να αποσυρθούν, η σχέση διατηρείται κοινωνικά, ακόμα κι όταν κάποιος μείνει χωρίς δουλειά. Η διατήρηση αυτή δεν γίνεται μόνο από τον άμεσο περιορισμό: από την σκοπιά ενός ατόμου, ο αποκαλούμενος “ελεύθερος” εργάτης δεν έχει επιλογή: είναι ελεύθερος μόνο για να πάει και να πουλήσει το τομάρι του στην αγορά, για να καεί από τον ήλιο, κατά την έκφραση του Μαρξ, ή να “εκραγεί” (προφανώς, στην πραγματικότητα, οι προλετάριοι δεν πεθαίνουν με το που αποβάλλονται από την παραγωγική σχέση: εδώ υπεισέρχεται κάθε είδους περιθώριο, που ποικίλλει από τις διάφορες εναλλακτικές μέχρι τη ληστεία, αλλά αυτό για το οποίο συζητάμε εδώ είναι, από πρώτη άποψη, η σχέση όπως πρέπει να κατανοηθεί θεωρητικά). Στο συλλογικό επίπεδο της σχέσης, οι “λύσεις” που το προλεταριάτο έχει μπορέσει να δώσει έχουν πάρει συχνά τη μορφή μιας προσπάθειας αναπαραγωγής της σχέσης ως πιο “ρευστής” (για παράδειγμα, ο συνδικαλισμός ως ένας προσαρμοστικός παράγοντας του κεφαλαίου) ή μιας ανανέωσης των κατηγοριών της αξίας κάτω από μια άλλη ταξική εξουσία (σοσιαλισμός). Αυτό ήταν εφικτό μόνο για μια συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας του κεφαλαίου (την περίοδο του προγραμματισμού), που τώρα έχει τελειώσει. Στην περίοδο αυτή, το προλεταριάτο παλεύει για την απελευθέρωσή του ως τάξη για να βρει μπροστά του και εντός του μόνο τις κατηγορίες του κεφαλαίου, που συνιστούν την ιδιαιτερότητά του ως τάξης. Παλεύει λοιπόν για την προσαρμογή του σε έναν τρόπο παραγωγής στον οποίο συγκεκριμένες κατηγορίες του κεφαλαίου (ατομική ιδιοκτησία, ελεύθερη αγορά κλπ.) αμφισβητούνται, αλλά όχι εκείνες στις οποίες βασίζεται η ίδια η ύπαρξη του προλεταριάτου (εργασία, παραγωγή, ανταλλαγή): πρόκειται απλά για το να πάει κανείς πέρα από τα “στενά όρια” στα οποία η αστική ιδιοκτησία διατηρεί τον τρόπο παραγωγής για να τον “κοινωνικοποιήσει”. Δεν προσποιούμαστε ότι οι αιματηροί αγώνες του παλιού εργατικού κινήματος ήταν μια απλή επιθυμία ενσωμάτωσης της τάξης στην πορεία του κεφαλαίου: δεν είναι τόσο απλό και η συντριβή αυτού του κινήματος είναι εκεί ως μαρτυρία. Αλλά αυτό υπογραμμίζει τη συνάφεια του να τίθεται το ζήτημα του ορίου που συνιστά για το προλεταριάτο την ίδια την ύπαρξή του ως μιας τάξης του κεφαλαίου. Βλέπουμε με ποιο τρόπο ο “εσωτερικός” χαρακτήρας του προλεταριάτου μοιάζει περισσότερο να εγγυάται την αέναη αναπαραγωγή της σχέσης ανάμεσα στις τάξεις παρά το τέλος της. Το προλεταριάτο, τάξη της εργασίας και της παραγωγής, δεν πετυχαίνει, ούτε στο κεφάλαιο ούτε στον σοσιαλισμό, να είναι οτιδήποτε άλλο από αυτό που είναι, η τάξη που παράγει αξία, σε όποια μορφή κι αν αυτή [η αξία] κατανέμεται.

Αυτό που κάνει το προλεταριάτο ξεχωριστό – που το κάνει αν θέλετε, αν και ο όρος δεν πρέπει να γίνει κατανοητός με έναν ουσιοκρατικό τρόπο – “επαναστατική τάξη”, δεν θα βρεθεί σε οποιαδήποτε άλλη ποιότητα που να απορρέει από οτιδήποτε άλλο από την καπιταλιστική ταξική σχέση. Αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψιν είναι πραγματικά η θέση του προλεταριάτου σ’ αυτή την ίδια τη σχέση, που είναι μια αντιφατική σχέση, τείνοντας να καταστραφεί στην ίδια της την ανάπτυξη. Αυτό είναι που λέει, βασικά, ο Μαρξ: αυτό που είναι η δυναμική του κεφαλαίου είναι επίσης κι αυτό που το καταστρέφει. Αυτή η αντίφαση λύνεται, ή μάλλον εκρήγνυται, στην επαναστατική στιγμή, που είναι επίσης μια στιγμή κρίσης του κεφαλαίου. Στην πορεία της αντίφασης, το κεφάλαιο δεν καταφέρνει πλέον να αναπαράγει το προλεταριάτο ως τάξη, δημιουργώντας μια κατάσταση μεγάλης αστάθειας, μια επαναστατική κατάσταση. Από τη στιγμή αυτή κι έπειτα, το προλεταριάτο μπορεί να οδηγηθεί να συμπεριφερθεί συλλογικά ως κάτι άλλο από μια τάξη αυτού του τρόπου παραγωγής, να αναιρέσει τις κατηγορίες που το συνιστούν, επειδή αυτές έχουν αναιρεθεί. Ωστόσο, δεν είναι παρά τη θέλησή του που το προλεταριάτο αρχίζει να διαλύεται σαν τάξη, είναι μια συνειδητή, και θα λέγαμε ενσυνείδητη, δραστηριότητα4· πρόκειται για το να κάνει την επανάσταση και να “γίνει” από αυτήν. Στην επαναστατική στιγμή, το προλεταριάτο δημιουργεί συνείδηση της κατάστασής του σαν θεωρία και πρακτική, και καθώς κατανικά αυτή την κατάσταση, καταργεί τον εαυτό του ως τάξη. Είναι αυτή η στιγμή (που προς το παρόν δεν έχει άλλη ύπαρξη από τη θεωρητική αλλά την οποία, παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να θέσουμε ως απαραίτητη, κάπως ανάλογα με τις μαύρες τρύπες στη φυσική5) που χαρακτηρίζουμε ως “κομμουνιστικοποίηση”, αυτομετασχηματισμό του προλεταριάτου6.

Η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο πρέπει να κατανοηθεί από μια ιστορική σκοπιά και όχι απλά λογική. Με άλλα λόγια, το επίπεδο στο οποίο αναπτύσσεται δεν είναι ο ουρανός των ιδεών, στο οποίο τα πράγματα υπάρχουν σύμφωνα με την καθαρή τους έννοια, αλλά ο πραγματικός κόσμος, στον οποίον πολλά φαινόμενα αλληλεπιδρούν με πολλούς τρόπους. Ο καπιταλισμός είναι μια ιστορία, η θεωρία δεν συνίσταται στο να ταιράζει τους ισχυρισμούς της με αυτή την ιστορική κίνηση, πρέπει να παράγεται από αυτή την κίνηση. Και αυτό είναι που και ο Μαρξ κάνει στο έργο του, που δεν είναι αυτό ενός φιλοσόφου, ή μάλλον είναι αυτό ενός φιλοσόφου που πάει πέρα από τη φιλοσοφία: κινείται από μια αφηρημένη κατανόηση της ιστορικής πορείας του κεφαλαίου και της αντιφατικότητάς της σε μια εμμενή [immanent] κατανόηση, ριζωμένη στην πραγματικότητα. Η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης, συγκεκριμένα, είναι ένα κούφιο δόγμα αν δεν συλλαμβάνεται μέσα από την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου στα μέσα της δεκαετίας του 1970, αν δεν πιστοποιούμε αυτή την αναδιάρθρωση ως έναν κύκλο του κεφαλαίου με ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο κλπ. Δεν είναι ζήτημα διατύπωσης μιας “καλλίτερης” θεωρίας, πιο χειραφετητικής, στα χαρτιά, αλλά επίγνωσης του πού είμαστε και πού πηγαίνουμε. Το ίδιο το πέρασμα από τη φιλοσοφία στη θεωρία συνεπάγεται επίσης το να δώσουμε ένα τέλος στην κομψότητα και στις διευκολύνσεις της ελεύθερης άσκησης της σκέψης: η θεωρία της επανάστασης δεν είναι ούτε όμορφη ούτε καλή, έχει απαραίτητα έναν ασταθή και ατελή χαρακτήρα.

Εκφρασμένη μ’ αυτόν τον (πολύ!) σχηματικό τρόπο, νομίζω ότι είναι πιο εύκολο να συλλάβουμε την διπλή κατάσταση του προλεταριάτου ως “επαναστατικής τάξης” και ως τάξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: αυτή η διπλή κατάσταση δεν κατανοείται πλέον ως ένα εμπόδιο, καθιστά εφικτό να συλλάβουμε ταυτόχρονα την επαναστατική δυναμική και τα όριά της. Δεν είναι πια κανείς υποχρεωμένος να βγάζει από το καπέλο τον “λαγό” ενός επαναστατικού υποκειμένου που δεν μπορεί να βρεθεί στην κοινωνία όπως αυτή υπάρχει, να αναβάλλει την επανάσταση για να σχηματίσει το οποιοδήποτε Κόμμα (φανταστικό ή όχι) οργανωμένο και συνειδητοποιημένο, με μια εκπαίδευση εφαρμοσμένη πάντα από κάποια πεφωτισμένη πρωτοπορία, πόσο μάλλον να απευθύνεται στην αφύπνιση της συνείδησης.

Παρ’ όλο που αυτή η θεωρία έχει μια συγκεκριμένη αποτελεσματικότητα, ταλανίζεται παρά ταύτα από σχεδόν άλυτα προβλήματα, ξεκινώντας με αυτό που περιέχεται στο αρχικό ερώτημα: “Πώς είναι δυνατόν το προλεταριάτο κλπ.”, που κάνει ολόκληρο το σύστημα να στηρίζεται σε ένα σημείο που δεν τίθεται υπό διερώτηση (γιατί θα έπρεπε το προλεταριάτο και όχι κάποια άλλη τάξη να κάνει την επανάσταση, προκύπτει όντως το ζήτημα της επανάστασης κλπ.), και που ξαναγυρνάει τελικά κάνοντας το ερώτημα μια κατάφαση (είναι το προλεταριάτο που κάνει την επανάσταση). Πραγματικά μπορεί να φαίνεται παράδοξο ότι αυτή η ίδια θεωρία, που ποτέ δεν σταματά να επαναλαμβάνει ότι δεν υπάρχει επαναστατική φύση του προλεταριάτου, αναρωτιέται πώς κάνει το προλεταριάτο την επανάσταση, προτού καν σκεφτεί γιατί θα έπρεπε να το κάνει αυτό, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι αυτό είναι δυνατόν. Μοιάζει να φαίνεται ότι αν δεν υπάρχει επαναστατική φύση, το γεγονός της πραγματοποίησης της επανάστασης είναι μέρος του ίδιου του ορισμού του προλεταριάτου7 – παρ’ όλο που κι αυτό είναι προβληματικό καθώς βάζουμε το ερώτημα του πώς, που δεν είναι καθόλου δεδομένο. Αυτό μπορεί να θυμίζει τη λεγόμενη οντολογική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, δηλαδή ότι ο Θεός υπάρχει επειδή είναι μέρος του ορισμού του. Αλλά μπορούμε να δούμε ότι ακόμα και η επιστήμη τελικά στηρίζεται σε ένα a priori που δεν αμφισβητείται, και η θεωρία δεν είναι επιστήμη. Εν πάσει περιπτώσει, είναι ένα δύσκολο ερώτημα και πρέπει ταπεινά να παραδεχτώ ότι δεν είμαι ικανός να το απαντήσω.

Παρ’ όλα αυτά, προφανώς δεν τίθεται ζήτημα μιας θεωρίας επαναστατικής γαλήνης, όπου τα πράγματα θα λύνονταν πριν καν τεθούν, επειδή την ίδια στιγμή, το γεγονός της μη απόδοσης οποιουδήποτε θετικού περιεχομένου στο είναι του προλεταριάτου οδηγεί σε μια συγκεκριμένη εστίαση στην άμεση δραστηριότητα της τάξης, η οποία δεν είναι και πολύ καθησυχαστική. Ο πιθανόν θεωρησιακός χαρακτήρας της προσέγγισης βασίζεται, τότε, σε μια εμμενή προσέγγιση στο ερώτημα που τέθηκε, όποια κι αν είναι η νομιμοποίησή του, και καθιστά πιο σκληρούς κατά κάποιους τρόπους τους όρους του ερωτήματος, που ισοδυναμεί με το ερώτημα πώς το προλεταριάτο μπορεί, όπως είναι, να κάνει την επανάσταση και συνεπώς με το να κοιτάξουμε την ταξική σχέση όπως αυτή εξελίσσεται στον καπιταλιστικό κόσμο, τοπικά και παγκόσμια.

***

Όσον αφορά το άλλο σας ερώτημα, προφανώς πιστεύω ότι οποιοδήποτε “κομμουνιστικό” σχέδιο θα ήθελε να αναπτυχθεί παράλληλα με τον καπιταλισμό για να “παίξει την ανάδυση του καπιταλισμού από την ανάποδη” θα ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία8 απλά επειδή το κεφάλαιο (δηλαδή με άλλα λόγια, εντελώς άμεσα το κράτος) δεν θα το άφηνε να το κάνει· και με έναν εντελώς εμμενή τρόπο επειδή το κεφάλαιο διαποτίζει το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας: όλα πουλιούνται και αγοράζονται, είτε μας αρέσει είτε όχι, κάθε δραστηριότητα πλαισιώνεται από νόμους που ανάγονται στη μισθωτή σχέση, προστατεύουν την ατομική ιδιοκτησία και γενικά καθιστούν τον μισθό και την ανταλλαγή τη μόνη δυνατότητα ύπαρξης. Πρέπει να είναι κανείς ασφαλής από αυτούς τους περιορισμούς για να φανταστεί ότι απαιτεί απλά θέληση για να απαλλαγεί από αυτούς. Οποιαδήποτε προσπάθεια να αποσπαστεί κανείς από αυτή τη σχέση θα στρεφόταν πολύ γρήγορα ενάντια στον αναπόφυκτο χαρακτήρα της: οι “ταξικές σχέσεις” δεν σημαίνουν συμβατικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά έναν τρόπο παραγωγής. Αν μπορούν εδώ κι εκεί να υπάρχουν πειράματα (τα οποία πολύ αμφιβάλλω πραγματικά ότι μπορούν αληθινά να περιγραφούν ως κομμουνιστικά), το γεγονός παραμένει ότι η μεγάλη πλειοψηφία της ανθρωπότητας υπόκειται σ’ αυτόν τον τρόπο παραγωγής, και αυτό δεν είναι ένα αποτέλεσμα της τύχης ή της παθητικότητας των μαζών. Αν προσέξει κανείς σήμερα τα μέρη στα οποία οι καπιταλιστικές σχέσεις διαταράσσονται άγρια και το κράτος κινδυνεύει, θα βρει μόνο εμπόλεμες ζώνες στις οποίες οι προλετάριοι είναι πιο παγιδευμένοι από οπουδήποτε αλλού στη διαδικασία της επικοινωνίας.9

Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης δίνει λίγες απαντήσεις σε αυτόν που θα ήθελε να ξέρει πώς να δράσει, εδώ και τώρα, για τον κομμουνισμό, αν με το “εδώ και τώρα” προσδιορίζουμε τη σχετική κοινωνική ηρεμία στην οποία, προς το παρόν, βρισκόμαστε εμείς. Μοιάζει παράδοξο να ζητάμε από αυτήν να απαντήσει τέτοια ερωτήματα, και απορεί κανείς τι προκαλεί αυτή την παρεξήγηση. Νομίζω πως το γεγονός ότι αυτή η θεωρία θέτει την κομμουνιστικοποίηση ως “άμεση”, χωρίς μια μεταβατική φάση, χωρίς ένα Κόμμα να πλαισιώνει τους αγώνες κλπ., την καθιστά ελκυστική σε κινήματα που είναι τα ίδια χωρίς δομή, διασπαρμένα και που η λειτουργία τους είναι αντιιεραρχική. Ανάλογα, το γεγονός ότι ο εν λόγω κομμουνισμός περιγράφεται επίσης ως μια κατάσταση σχέσεων ανάμεσα σε άτομα (“κοινωνική αμεσότητα”) “μιλά” σε περιβάλλοντα πο είναι αρκετά μικρά ώστε μια συγκεκριμένη οριζοντιότητα να είναι κατάλληλη (αν και τα περιβάλλοντα αυτά είναι εξαιρετικά κωδικοποιημένα στο επίπεδο των σχέσεων, κάτι που παίρνει τη θέση της ιεραρχίας, καθιερωμένης από τον μικρότερο ή μεγαλύτερο έλεγχο αυτών των κωδίκων). Η αμεσότητα (η απουσία διαμεσολαβήσεων) είναι εδώ παρεξηγημένη, λες και εννοεί “μπορούμε να την έχουμε εδώ και τώρα, μεταξύ μας και άμεσα”.

Κάνοντάς το αυτό, τα κινήματα αυτά τείνουν να καταλαβαίνουν τον εαυτό τους ως το επαναστατικό υποκείμενο, χωρίς να βλέπουν ότι όλη η αποτελεσματικότητα της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης στην κατανόηση των αγώνων στηρίζεται στο γεγονός ότι η υπέρβαση του καπιταλισμού έγκειται στην ίδια την θεμελιώδη του σχέση και όχι σε μια υποτιθέμενη εξωτερικότητα. Δεν μπορούμε να έχουμε κομμουνιστικοποίηση χωρίς καπιταλισμό, την κρίση του και το πέρασμά του σε κρίση, οι επαναστάτες δεν μπορούν να είναι μια αντι-κοινωνία μέσα στον καπιταλισμό, όπως ακριβώς δεν μπορούμε να επαναλάβουμε μια πρωταρχική κομμουνιστική συσσώρευση μέσα στην ίδια την καρδιά του κόσμου του κεφαλαίου (κάτι που στην πραγματικότητα απλά υιοθετεί την ιδέα της μεταβατικής περιόδου, που είναι τόσο αγαπητή στον προγραμματισμό). Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι αυτά τα κινήματα, στην άμεση αμεσότητά τους, δεν αυτοπροσδιορίζονται ποτέ κοινωνικά ως κοινωνικά τοποθετημένες δυνάμεις. Είναι κοινοτοπία να πούμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου στα ZAD είναι λευκοί νέοι από τη μεσαία τάξη. Μερικοί από αυτούς ίσως να είναι πολύ περιθωριοποιημένοι ή ακόμα και δυστυχισμένοι, κάτι που έχει επίσης τα προβλήματά του με την αριστοκρατία των νεο-ιδιοκτητών των αγροτικών περιοχών και των swinger· το γεγονός παραμένει, όμως, ότι οι προλετάριοι που περιθωριοποιούνται δεν στήνουν ZAD αλλά μάλλον παραγκουπόλεις, κι εκεί η ζωή δεν είναι καλή.

Δεν υπάρχει από τα πριν οργάνωση, δομές που πρέπει να φτιάξουμε για να προετοιμάσουμε το έδαφος για την επανάσταση. Δεν είναι μόνο άχρηστες αλλά και αδύνατες: καθώς το προλεταριάτο ως πραγματική τάξη δεν μπορεί να οργανωθεί και να οργανώσει μια μάχη πριν από την επανάσταση, οι προσπάθειες αυτές, αν υπάρχουν, μόνο απομονωμένες μπορούν να είναι, προερχόμενες από ένα μαζικό κίνημα όπως αυτά που ενεργοποιούνται στη διάρκεια μιας παγκόσμιας κρίσης του κεφαλαίου. Είναι λοιπόν καταδικασμένα να συντριβούν από τη στιγμή που εντοπιστούν να είναι σοβαρά επιθετικά (είναι αφελές να νομίζουμε ότι το κράτος θα άφηνε ήσυχα να “αναβαθμιστεί” οτιδήποτε θα είχε έστω και στα λόγια μονο την πρόθεση να το καταστρέψει, και ότι θα του άρεσε κιόλας να του δώσει και τα μέσα, δείτε το Tarnac), και το πιο πιθανό είναι να ενσωματωθούν στην εξέλιξη των παραγωγικών μορφών του κεφαλαίου που περιορίζονται στο πεδίο της ιδιωτικής εμπειρίας και του εναλλακτικισμού. Όπως είδαμε στην Notre-Dame-des-Landes, ο κόσμος του ZAD υπάρχει στην πραγματικότητα μόνο σαν ένα ριζοσπαστικό προσάρτημα προσκολλημένο σε ένα οικολογικό κίνημα πολιτών που επιδιώκει να εξασφαλίσει μια γωνιά για επιβίωση χωρίς να ρίχνει ούτε μια “φτυσιά” στην ομπρέλα του κράτους. Στο τέλος, για όλους όσους ζουν στο κεφάλαιο, υπάρχει το κράτος που διεκδικεί τον ρόλο ως ο μοναδικός εγγυητής του κοινωνικού χαρακτήρα κάθε δραστηριότητας, έστω και μέσα από την αντιπροσώπευση της κοινωνίας των πολιτών, ως της μόνης νοητής κοινότητας (δείτε, για παράδειγμα, την Καταλωνία και όλους τους λαϊκισμούς). Και πιο τετριμένα, όσον αφορά τους “νεο-επαρχιώτες”, στη Γαλλία σήμερα δεν μπορούμε να μιλήσουμε πραγματικά για “αγρότες” χωρίς να αναφέρουμε τις επιδοτήσεις. Εν συντομία. Ως περιθωριακές εμπειρίες και εναλλακτικές, η ίδια η λειτουργία αυτών των κινημάτων στις ριζοσπαστικές τους “γωνιές” βασίζεται ουσιαστικά, όταν δεν έχουν κάποια άμεσα υλικά συμφέρονταν να υπερασπιστούν, σε μια ιδεολογική παραγωγή που δικαιολογεί την δραστηριότητά τους και της προσδίνει ένα νόημα. Πρόκειται λοιπόν για επιβεβαίωση της ίδιας της ύπαρξής τους που τα κινήματα αυτά μιλάνε για επανάσταση ή ακόμα και κομμουνισμό. Είναι αναπόφευκτο να υπάρχει αυτός ο λόγος αλλά δεν νομίζω ότι εδώ μιλάμε όντως για το ίδιο πράγμα.

Παρ’ όλα αυτά, αυτή η μάλλον σκληρή κρίση πρέπει ίσως να εκλεπτυνθεί: η θεωρία και η ιδεολογική απέχουν συχνά μόλις μια τρίχα, και συγκροτούνται εγχεόμενες διαρκώς η μια στην άλλη, από την ίδια τους την ύπαρξη ακόμα και στο πεδίο της πρακτικής και των αγώνων, δηλαδή από την ίδια την κοινωνική τους ύπαρξη. Γιατί, φυσικά, ακόμα και ο πιο αδιάλλακτος θεωρητικός πρέπει να αναγνωρίσει ότι αν κάνει θεωρία για τον κομμουνισμό είναι επειδή θέλει τον κομμουνισμό και το τέλος του καπιταλισμού και όχι μόνο εξαιτίας μιας αφηρημένης αποκάλυψης στην ψυχή του για την τελική αναγκαιότητα της επανάστασης. Πέρα από το να ζούμε καθημερινά στον καπιταλισμό, έχουμε και την εμπειρία στιγμών με απεργίες, διαδηλώσεις, ταραχές, συλλογικές εμπειρίες ή απλά σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπους που μας έχουν κάνει παρούσα με φυσικό τρόπο τη δυνατότητα του κομμουνισμού, τον οποίο, βέβαια, κανείς μας δεν έχει βιώσει ποτέ άμεσα. Είναι στους κομμουνιστές που βάζουμε θεωρητικά ερωτήματα και ακόμα και στους αγώνες που έχουν μικρή επαναστατική δύναμη, επιμένουμε να θέτουμε τα πράγματα μ’ αυτόν τον τρόπο. Όπως και στις διαδηλώσεις του 2016, είμαστε ακόμα λίγο “υπερπλήρεις” και ίσως αυτό μας καθιστά ορατό αυτό που πραγματικά “ξεχειλίζει”. Αυτή η προσέγγιση, αυτό το μεταξύ εμπειρίας και του θεωρητικοποιημένου, είναι αναπόφευκτο για όλους, αλλά ίσως ο ρόλος που αρμόζει σε όσους κάνουν πρακτική τη θεωρία είναι να μην συγχέουν την επιθυμία για τον κομμουνισμό με την αποτελεσματικότητά του. Η παραδοχή της πραγματικότητας των επιθυμιών, της υλικότητάς τους, δεν είναι λόγος για να “παίρνουμε τις επιθυμίες κάποιου για πραγματικότητα”, όπως ισχυρίζονταν κάποιοι τον Μάη του 1968. Η θεωρία που παίζει “μόνη της”10 και πιστεύει για τον εαυτό της ότι είναι το αντικείμενο των αναφορών της, είναι μόνο ένα παιδικό όνειρο, το προϊόν μιας επιθυμίας για δύναμη που έχει ξεφύγει στην τρέλα.

Γενικά μιλώντας, ιδεολογίες που επικεντρώνονται στο υποκείμενο, τη ζωή και τη θέληση για μια καλλίτερη και διαφορετική ζωή, παλεύουν να ανταπεξέλθουν στην αρνητικότητα που περιέχεται σ’ αυτό το είδος μόνιμης απονέκρωσης που συνιστά τη δυναμική του κεφαλαίου. Καθώς η κοινωνική αμεσότητα μεταξύ των ατόμων δεν μπορεί να καθιερωθεί με διατάγματα, αυτό που υπάρχει στο μεταξύ, αυτό που συνδέεται είναι όλες οι κοινωνικές διαμεσολαβήσεις που κάνουν τον καπιταλισμό να υπάρχει στις πραγματικές κοινωνίες (μισθοί, οικογένεια, κράτος, φυλές κλπ.).

Αυτό έχει τη συνέπεια ότι η επαναστατική έκρηξη είναι πιθανόν (όπως είδαμε στις αραβικές εξεγέρσεις, για παράδειγμα) να περιέχει όλες τις κοινωνικές παθολογίες που το κεφάλαιο κουβαλά: ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός, ο ανταγωνισμός μεταξύ κομματιών της τάξης και η πάλη για την ιδιοποίηση της διοίκησης του κράτους, η στρατιωτικοποίηση και όλες οι μορφές εμφυλίου πολέμου δεν θα είναι απλά παγίδες στον δρόμο του κομμουνισμού αλλά τα ίδια τα υλικά του επαναστατικού κινήματος, με τα οποία θα είναι σε εσωτερική πάλη και με τα οποία θα πρέπει να λύσει τους λογαριασμούς του. Η κομμουνιστικοποίηση, αν υπάρχει, μπορεί μόνο να αναδυθεί από μια κρίση που, αυστηρά μιλώντας, είναι μια κρίση του κεφαλαίου, και όχι η ανάδυση ενός αυτόνομου και αυτοπροσδιοριζόμενου επαναστατικού, με άλλα λόγια φανταστικού, υποκειμένου.

Σ’ αυτή την κρίση, η κομμουνιστικοποίηση θα είναι μόνο ένα στοιχείο ανάμεσα σε άλλα σε ένα επαναστατικό χάος, ένα στοιχείο που πιθανόν να μην είναι εντελώς διακριτό (όπως είναι ένα κόμμα) από άλλα, και αρκετοί παράγοντες που δεν θα είναι πάντα στο χέρι μας θα συνεισφέρουν στην επιτυχία ή την αποτυχία της. Η “αμεσότητα” του κομμουνισμού ταιριάζει τότε στον χρόνο των γεγονότων, όπου συμβαίνει τα πράγματα να μην πηγαίνουν αρκετά γρήγορα, να παραδρομούν ή, όταν γίνονται, να είναι πια πολύ αργά. Ο αυτομετασχηματισμός των υποκειμένων, το “να γίνονται κομμουνιστές”, δεν λαμβάνει χώρα στην ιδιωτικότητα της συνείδησης, δεν είναι μια αλλαγή πίστης, αλλά ακολουθεί από μια πρακτική δραστηριότητα, που το αποτέλεσμά της είναι από κάθε άποψη αβέβαιο. Επιπλέον, στην επανάσταση είναι το ίδιο μας το είναι που διαμελίζεται και αποσυντίθεται και είναι επίσης εναντίον μας, ενάντια σε ό,τι μας συγκροτεί ως υποκείμενα του κεφαλαίου (όχι μόνο ως εργάτες αλλά επίσης ως άντρες, γυναίκες, φυλετικοποιημένα άτομα ή όχι κλπ.), που θα πρέπει να πολεμήσουμε. Όσοι θεωρούν με κάποιο τρόπο τους εαυτούς τους ότι είναι εν τω γίγνεσθαι άτομα του κομμουνισμού, ότι έχουν ήδη κομμουνιστική δραστηριότητα ή ότι αντιπροσωπεύουν ήδη έναν “άλλο κόσμο” με τη ζωή τους, και συνεπώς οραματίζονται τον αγώνα με την μορφή ενός “εμείς” εναντίον ενός “αυτοί”, υποτιμούν πάρα πολύ το μέγεθος της επαναστατικής αλλαγής, η οποία δεν θα αφήσει, καλώς ή κακώς, τίποτα άθικτο, ούτε “εμάς” ούτε “αυτούς”.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2018/03/17/questions-et-reponses-sur-le-proletariat-lalternative-et-la-communisation-ici-et-maintenant.

2 Η παραπομπή έχει ως εξής: “Το πρόβλημα είναι ότι μια “σχέση παραγωγής” δεν είναι μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα σε δύο ή εκατό ή ακόμα και χίλιους ανθρώπους. Είναι μια γενικευμένη κοινωνική σχέση που δεν μπορεί να καταργηθεί τοπικά επειδή ακόμα κι εκεί που οι άνθρωποι δεν βιώνουν ανάμεσά τους “παραγωγικές σχέσεις”, θα “πιάνονταν” παρ’ όλα αυτά μέσα τις “παραγωγικές σχέσεις” που δομούν ολόκληρη την καπιταλιστική κοινωνία. Η “σχέση παραγωγής” δεν είναι μια σχέση ανάμεσα σε άτομα ή τουλάχιστον δεν μπορεί να είναι κάτι τέτοιο: δυο άνθρωποι δεν διατηρούν, σαν να λέμε, μια σχέση ατομικής παραγωγής μεταξύ τους, την οποία θα μπορούσαν να αρνηθούν στη βάση και μόνο της κοινής τους θέλησης”. Απόσπασμα από το κείμενο Reflections on the Call, διαθέσιμο εδώ.

3 Στμ. “Αρχή της αβεβαιότητας, πάλη των τάξεων και θεωρία…”: https://inmediasres.espivblogs.net/incertitude.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: “c’est une activité consciente, et pour ainsi dire conscientisante.

5 Στμ. Εξαιρετικό! Εντελώς στο ίδιο μήκος κύματος με τον χαρακητηρισμό μας της επανάστασης ως “ιδιομορφίας” στο “Ιδιομορφία: τεχνητή νοημοσύνη, κεφάλαιο και νεοαντίδραση”.

6 Στμ. Από την σκοπιά της θεώρησης του Καστοριάδη, θα λέγαμε ότι αυτό συνιστά τον ριζικά επαναστατικό-δημιουργικοποιητικό χαρακτήρα του προλεταριάτου ως δυνάμει καθολική αταξική ανθρωπότητα, της οποίας ο αυτομετασχηματισμός είναι το θεμελιώδες ίδιον.

7 Στμ. Μια τέτοια οντολογική “απόδειξη” της ύπαρξης του προλεταριάτου είναι προφανώς, οπως υποννοεί και ο AC ταυτολογική. Mπορεί να εκλπεπτυνθεί, όμως, εισάγοντας τη δυνατότητα ενός ορισμού του προλεταριάτου ως συγκροτούμενου δια της συνθετικής και όχι της αναλυτικής μεθόδου: το προλεταριάτο δεν συγκροτείται ως σύνολο από καλώς ορισμένα, αμετάβλητα υποκείμενα αλλά από διαδικασίες υποκειμενοποίησης, δηλαδή συντίθεται από τις διαδικασίες εκείνες που καθιστούν κάποια υποκείμενα προλετάριους/ες, υποκείμενα εκμετάλλευσης στη διαλεκτική κεφαλαίου-εργασίας. Η υποκειμενοποίηση είναι λοιπόν μια διαδικασία και όχι κάτι που ενσαρκώνεται σε “υποκείμενα” και το προλεταριάτο το ίδιο συγκροτείται εν τέλει ως διαδικασία από την ίδια την αντίφαση που το ορίζει, ως ο ένας πόλος της αντίφασης, διαδικασία που ορίζει ταυτόχρονα τα “υποκείμενά του”. Με αυτόν τον τρόπο, εισάγοντας μια στην ουσία διαλεκτική και όχι φαύλη κυκλικότητα, μπορούμε να φτάσουμε σε έναν ενδιαφέροντα ορισμό ή παραγωγή τόσο του προλεταριάτου όσο και των προλετάριων. Δείτε σχετικά και παρατηρήσεις στο κείμενο “11 Θέσεις για τον δυνατό κομμουνισμό”, διαθέσιμο στο https://inmediasres.espivblogs.net/11theses.

8 Μιλάμε, φυσικά, εδώ για εναλλακτικά κινήματα από τα οποία τα ZAD είναι το πιο προχωρημένο μοντέλο προς το παρόν. Παρ’ όλα αυτά, για όσους θα έβλεπαν ομοιότητες ή γέφυρες ανάμεσα σε αυτά τα κινήματα και μετα-μαρξιστικά-λενινιστικά αντάρτικα όπως αυτά των Ζαπατίστας [EZLN] στο Μεξικό ή το κουρδικό PKK, που στην πραγματικότητα οργανώνουν τους προλετάριους με έναν στρατιωτικό και πολιτικό τρόπο, καλέστε τους απλά να αναρωτηθούν, μεταξύ άλλων, τη διαρκή σχέση ανάμεσα σε αυτά τα κινήματα και τα αντιδραστικά κράτη με τα οποία είναι συχνά αναγκασμένα να συνθέτουν, καθώς και το γεγονός ότι ότι αυτά τα κινήματα δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς μια κάστα επαγγελματιών επαναστατών, όλοι δυνάμει στελέχη μηχανισμού εξουσίας [στμ. στο πρωτότυπο απαράτσικοι, από τη γνωστή ρωσική λέξη], κάτι που λέει αρκετά για την αναπόφευκτη εξέλιξή τους σε κράτος.

9 Στμ. Στο πρωτότυπο: dans lesquelles les prolétaires sont plus pris au piège qu’en train de communiser quoi que ce soit.

10 Στμ. Στο πρωτότυπο: “La théorie qui se prend à son propre jeu…”.

11 Θέσεις για τον Πιθανό Κομμουνισμό

της ομάδας C1712

Τον Ιανουάριο του 2017, σύντροφοι από ολόκληρο τον κόσμο μαζύεηκαν στη Ρώμη για να εκτιμήσουν τις συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού και να σχεδιάσουν κομμουνιστικές στρατηγικές για το παρόν μας. Το Viewpoint, ως συγχορηγός του συνεδρίου, συμμετείχε σε τοπικές συζητήσεις και μετέφρασε συνεντεύξεις με κάποιους από τους βασικούς συμμετέχοντες. Σήμερα, έναν χρόνο αργότερα, παρουσιάζουμε τη δική μας μετάφραση των 11 Θέσεων για τον Πιθανό Κομμουνισμό”, ένα μανιφέστο γραμμένο από την Κολλεκτίβα C17 και βασισμένο στις συνεισφορές ενός μεγάλου εύρους ακτιβιστών και θεωρητικών που συγκεντρώθηκαν στη Ρώμη.

Εισαγωγή

Οι ακόλουθες “Θέσεις για τον Πιθανό Κομμουνισμό” είναι καρπός μιας κοινής εργασίας, που ξεκίνησε με το Συνέδριο της Ρώμης για τον Κομμουνισμό τον προηγούμενο Ιανουάριο, το οποίο έλαβε χώρα στο ESC Atelier και την Galleria Nazionale και, στη συνέχεια, αναπτύχθηκε γραπτά από την κολλεκτίβα C17. Οι Θέσεις δεν είναι μια ισορροπημένη σύνθεση του συνεδρίου. Οι Θέσεις προσπαθούν απλά να επαναλάβουν τη δύναμη εκείνων των εξαιρετικών ημερών, σε ποιότητα και συμμετοχή. Αλλά παίρνουν μια θέση. Μερική, αποφασιστική, όπως ακριβώς η βιαστική ακόμα ίσως και προσωρινή, παρούσα μορφή. Δεν είναι, όντως, ζήτημα κλεισίματος μιας αντιπαράθεσης, αλλά επανεκκίνησης αυτού που μόλις είχε – με το συνέδριο – ανοίξει. Έχοντας παρουσιάσει το θέμα, είναι, τότε, ένα ζήτημα επιμονής σε παραλλαγές και, όταν πάλι είναι πιθανό κατά πρόσωπιο, αδιάλειπτου αυτοσχεδιασμού. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα έχουν αυτές οι Θέσεις μια μη περιθωριακή λειτουργία. Αν οι Θέσεις αυτές είναι, και είναι αδιαμφισβήτητα, ο τρόπος που η κολλεκτίβα “C17” επέλεξε να γιορτάσει τον Οκτώβρη, τότε περισσότερο απ’ όλα – και ενόψει του καινούριου συνεδρίου για τον κομμουνισμό – καλούν σε απάντηση και διαφωνία: καλούν για το μέλλον.

1. Φάντασμα. Οπουδήποτε το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι το κράτος [al potere], ο κομμουνισμός έχει από καιρό χαθεί. Υπάρχει μια αγορά και υπάρχει εκμετάλλευση, αλλά χωρίς κοινοβούλια και ελευθερία λόγου. Ο κομμουνισμός είναι μια εκφυλισμένη, ηττημένη και εξαλειμμένη ιστορία· και στην Ευρώπη και στον κόσμο. Σπάνια συμβαίνει μια ήττα να είναι επίσης κι ένα φάντασμα, με την ικανότητα να τρομάζει και πάλι· αυτή είναι πράγματι η σπάνια περίπτωση του κομμουνισμού. Η λέξη δεν μπορεί να προφερθεί, το νόημά της ή το σχέδιό της είναι δύσκολο να διευκρινιστούν. Ο εχθρός, όμως, εξακολουθεί να έχει καθαρές ιδέες· σίγουρα δεν είναι τόσο τρομοκρατημένος όσο ήταν το 1848 και σίγουρα έχει μάθει να προοικονομεί. Ο σύγχρονος καπιταλισμός τρομάζει για να μην τρομάζει ο ίδιος. Ξέρουμε, από την εποχή του Χομπς κι έπειτα, ότι ο φόβος συνιστά την κυριαρχία/τον ηγεμόνα:σήμερα ο φόβος, ο μόνιμος εκβιασμός των επισφαλών ζωών, καθιστά εφικτή την εκμετάλλευση. Αλλά αν συμβαίνει αυτό, υπάρχει κάτι που δεν επιστρέφει: οι ζωές, αν και επισφαλείς και πάντα εν εργασία, είναι ένας κίνδυνος, πέρα από το να είναι σε κίνδυνο. Ο κομμουνισμός είναι το όνομα αυτού του πλεονάσματος που, παρά τα πάντα, εξακολουθεί να τρομάζει. Η νίκη του κεφαλαίου, ως μια νέμεσις, δεν παύει να παράγει αυτό το πλεόνασμα (σχέσεων, κινητικότητας, εφευρητικών ικανοτήτων, παραγωγικής συνεργασίας κλπ.). Η νίκη του κεφαλαίου, ως μια νέμεσις, δεν παύει να παράγει τις αντικειμενικές συνθήκες του κομμουνισμού: τη μείωση της “αναγκαίας εργασίας” στην κοινωνική αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης.

2. Νεοφιλελευθερισμός. “Κεφαλαιοποιήστε την επανάσταση”: από το 1968 κι έπειτα, αυτό είναι ένα σημάδι του μεγάλου μετασχηματισμού μέσα στον οποίο είμαστε εμβαπτισμένοι. Αν με τους αγώνες, η ζωή αφήνει τις γωνιές και το εργοστάσιο, είναι αναγκαίο να την ακολουθήσουμε παντού, να αξιοποιήσουμε τα μοναδικά και ανεπανάληπτα γνωρίσματά της, να δουλέψουμε με αισθητικά γούστα και τη συμπεριφορά κάθε ζωής, μετασχηματίζοντας τα μηχανήματα σε προσθετικά μέλη του “κοινωνικού μυαλού” (ψηφιακές και επικοινωνιακές τεχνολογίες: από το PC στο Διαδίκτυο, από τα smartphone στα κοινωνικά δίκτυα), και τη γενική διάνοια σε έναν αλγόριθμο. Αυτό έχει συμβεί ενώ η παγκοσμιοποίηση έτρεχε γοργά και μια βίαιη συσσώρρευση επιτεθόταν στον παγκόσμιο Νότο και Ανατολή. Το να σκέφτεται κανείς αυτές τις δυο διαδικασίες ξεχωριστά, ή σε αντίθεση, είναι ένα σφάλμα φορτωμένο με μοιραίες συνέπειες: η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι μια πλέξη πολλαπλών και ετερογενών χρονικοτήτων, ένας κοινός χώρος που είναι διαχωρισμένος. Καταλαβαίνουμε τη Silicon Valley με τις οικονομικές ζώνες της Κίνας ή της Πολωνίας, και αντίστροφα. Ο νεοφιλελευθερισμός, ακριβέστερα, είναι η αντεπανάσταση, η καπιταλιστική απάντηση στο 1968, ένα γεγονός αγώνων που ήταν – από τη Σορβώνη μέχρι το Βιετνάμ, από το Μπέρκλεϋ μέχρι την Πράγα, από τη Ρώμη μέχρι το Τόκυο – εντελώς παγκόσμιο. Το να σκεφτόμαστε την παγκοσμιοποίηση χωρίς να έχουμε κατανοήσει τις αντιαποικιοκρατικές εξεγέρσεις σημαίνει να μην την σκεφτόμαστε καθόλου. Να εστιάζουμε στην οικονομία της γνώσης χωρίς να αποδίδουμε προσοχή στα φοιτητικά κινήματα ή στην άρνηση των εργατών για (επαναλαμβανόμενη) εργασία σημαίνει να παραδίδουμε εντελώς την τεχνολογική καινοτομία στον καπιταλιστικό έλεγχο. Ο νεοφιλελευθερισμός επαναεισήγαγε – σε μια παγκόσμια κλίμακα, με διαφορετικές εντάσεις, καθιστώντας τα χρονίζοντα – φαινόμενα πρωταρχικής συσσώρρευσης: ο εκτοπισμός εκατομμυρίων ανθρώπων μέσω της αρπαγής της γης καθώς και η περιχαράκωση της γνώσης με τις πατέντες· η διάβρωση του έμμεσου μισθού μέσω της αναδρομικής φορολόγησης και των περικοπών επιδομάτων καθώς και συμπίεση του άμεσου μισθού μέσω της διαδικασίας της επισφαλοποίησης της εργασίας· ο μαζικός εγκλεισμός στις φυλακές των φτωχών καθώς και η χρήση της εργατικής δύναμης των μεταναστών για την αποσταθεροποίηση της σταθερότητας των μισθών· η σύνδεση, πάντα ηθικά καταδικαζόμενη, ανάμεσα στην παράνομη οικονομία και τις “καθαρές” δουλειές· η φτωχοποίηση αλλά και η γενικευμένη πρόσβαση στην κατανάλωση, στις τεχνολογίες· ανανεωμένη κινητικότητα και διάχυση των συνόρων· η εξύμνηση των διαφορών και η ριζοσπαστικοποίηση της εκμετάλλευσης: ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο συνδυασμός, πάντα επανα-ενεργοποιούμενος, αυτών των διαδικασιών.

3. Κρίση. Οι οικονομολόγοι λένε ότι η κρίση στην οποία εξακολουθούμε να βυθιζόμαστε τα τελευταία δέκα χρόνια είναι μια Μεγάλη Ύφεση, όπως αυτή τη δεκαετία του 1870 ή αυτή που εξεράγη το 1929 και υποχώρησε, μόνο μετά τον θάνατο δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, το 1945. Παίρνοντας το μάθημα από τη δεκαετία του 1930, αρκετοί οικονομολόγοι μιλούν για μια “κοσμική στασιμότητα”: δεκαετίες χαμηλής ανάπτυξης, χαμηλών μισθών, υψηλής ανεργίας, μεγάλης φτώχειας.Έχοντας πάντα κάτι να ελπίζεις…Με την έννοια αυτή, η κρίση δεν είναι πλέον απλά μια ασθένεια αλλά η “θεραπεία” που λαμβάνουμε κάθε μέρα επειδή η αρρώστια φουντώνει. Το ερώτημα που τίθεται από μόνο του είναι: αν ο καπιταλισμός έχει νικήσει παντού, γιατί υπάρχει ανάγκη μιας κρίσης για να κυβερνηθεί ο κόσμος; Μια πρώτη απάντηση είναι ότι ο κόσμος κάθε άλλο παρά κυβερνιέται: η αμερικάνικη ηγεμονία φθίνει· ένας νέος πολυπολισμός εμφανίζεται σαν απειλή· ο πόλεμος σκοτώνει στην περιφέρεια και το κέντρο και διεξάγεται με όπλα, επιθέσεις, χρήμα και εμπόριο. Μια δεύτερη απάντηση, αντίθετα, μας λέει ότι η κρίση είναι μια μορφή διακυβέρνησης της εργατικής δύναμης. Ακριβώς επειδή η νίκη του καπιταλισμού, παρά την ύπαρξή της, δεν σταματά να παράγει, τις αντικειμενικές συνθήκες του κομμουνισμού, ο έλεγχος του καπιταλισμού ανανεώνει αδυσώπητα την παραπάνω οικονομική βία που έχει χαρακτηρίσει τις απαρχές του ήδη από τον 16ο αιώνα. Όσο περισσότερα ρομπότ αντικαθιστούν την ανθρώπινη εργασία τόσο λιγότερο μπορεί ο καπιταλισμός να παράσχει κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία. Όσο περισσότερο οι υπήκοοι ενσωματώνουν παραγωγικό εξοπλισμό, τόσο περισσότερο θα είναι αναγκαίο να σπάει το ηθικό τους, να φτωχοποιούνται και να πειθαρχούνται. Η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης συνδέει τον έλεγχο της συμπεριφοράς με την ανανέωση της πειθαρχίας, είτε παίρνει τη μορφή της διαίρεσης της εργασίας, της αντρικής βίας εναντίον των γυναικών, την καταπίεση των φτωχών και των μεταναστών (από τη φυλάκιση μέχρι την απέλαση). Το πιο γνωστό πρόσωπο του καπιταλισμού-σε-κρίση είναι ο Ντόναλντ Τραμπ: ένας δισεκατομμυριούχος κοντά στην Goldman Sachs, και συνεπώς στην Wall Street, δεν περιφρονεί αλλά υπερασπίζεται και, όταν μπορεί, υποθάλπτει την εθνικιστική και ρατσιστική δεξιά. Ο νεοφιλελευθερισμός, που για χρόνια έκανε ομοιοκαταληξία με την παγκοσμιοποίηση, ενισχύει τον επιθετικό και αυταρχικό του πόλο3· ο χώρος της οικονομίας συνδυάζεται με αυτόν των συνόρων, των διακρίσεων και της μητέρας πατρίδας. Και ακόμα περισσότερο: στην κρίση, αναδύεται ξανά η αρχαϊκή μορφή της Κυριαρχίας, ο εμφύλιος πόλεμος που μαίνεται εναντίον των φτωχών. Σε αυτό το σενάριο, αν η νεοφιλελεύθερη αριστερά – αυτή που ήταν στη μόδα την εποχή του Κλίντον, του Μπλερ και του Σρέντερ – συρρικνώνεται σχεδόν παντού, η (νεοφιλελεύθερη) σωβινιστική δεξιά επανανακαλύπτεται, και αυτό δεν εξαιρεί τη φασιστική ρητορική.

4. Προλεταριάτο. Αν όσα έχουν γραφτεί μέχρι τώρα είναι αλήθεια, τότε δεν είναι πλέον πιθανόν να ορίσουμε το προλεταριάτο με έναν τρόπο που να μην συνυπολογίζει την υβριδοποίηση της παραγωγής και της αναπαραγωγής, την παγκοσμιοποίηση (και την κρίση της), την ετερογένεια των ιστορικών χρόνων του κεφαλαίου (“τη συγχρονικότητα της μη-συγχρονικότητας). Η εργασία, πραγματικά, πασχίζει να ξεχωρίσει τον εαυτό της από τη ζωή· όχι τόσο και όχι μόνο επειδή ο χρόνος εργασίας και ο χρόνος της ζωής τείνουν να συμπέσουν, αλλά και επειδή και πρωτίστως επειδή για να εργαστεί κανείς και να παράγει υπεραξία, είναι ουσιώδες να αντλήσει από εκείνους τους συναισθηματικούς, σχεσιακούς και συμβολικούς πόρους που συναρθρώνουν την ίδια τη ζωή και την αναπαραγωγή της. Με τον ίδιο τρόπο, είναι αδύνατον να περιγράψουμε τα παραγωγικά υποκείμενα χωρίς να θέσουμε την κινητικότητα στο επίκεντρο· ακόμα κι αν η κινητικότητα αποτρέπεται ή χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον για να ενθαρρύνει νέες διαδικασίες της ιεραρχικοποίησης της αγοράς εργασίας. Για ακόμα μια φορά: εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, caporalato4 και ημι-δουλεία στην αγροτική παραγωγή, κακοπληρωμένες υπηρεσίες φροντίδας και παράτυπη και μαύρη οικονομία, όλα μπορούν να συνυπάρχουν στην ίδια και αυτή περιοχή. Το προλεταριάτο πρέπει, συνεπώς, να εκφράζεται με τρεις έννοιες: έμφυλη διαφορά, τη διεθνική διάσταση (νέα μεταναστευτικά καθεστώτα· ιεραρχίες σύμφωνα με το χρώμα)· τον πολλαπλασιασμό της εργασίας (και μορφές εκμετάλλευσης). Η αρσενική, υπερβολικά αρσενική, λευκή εργατική τάξη δεν ήταν ποτέ ολόκληρο το προλεταριάτο. Η Ρώσικη Επανάσταση, για παράδειγμα, ξεκινά με την απεργία των γυναικών στις 8 Μάρτη του 1917 (22 Φεβρουαρίου με το παλιό, Ιουλιανό, ημερολόγιο). Το προλεταριάτο, που συμπεριλαμβάνει ξεκάθαρα την παγκόσμια εργατική τάξη (με ιδιαίτερη προσοχή στην Κίνα ή το Μπαγκλαντές, κλπ.) είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε γυναίκες, είναι μορφωμένη νεολαία, είναι μαύροι/ες, είναι μετανάστες/τριες. Στην τομή αυτών των στοιχείων, βρίσκουμε τα εκμεταλλευόμενα υποκείμενα με τη σύγχρονη έννοια. Ένα προλεταριάτο που είναι πλειοψηφία αλλά αποτελείται από μειοψηφίες, μια υβριδική ύφανση που διαφεύγει των ταυτοτήτων.

5. Ταξική Πάλη. Όταν η παραγωγή και η αναπαραγωγή αλληλοπλέκονται, δεν υπάρχει ταξική πάλη η οποία να μην είναι επίσης μια σύγκρουση για την επιβεβαίωση και την υπεράσπιση μορφών ζωής. Ο οικονομικός αγώνας, ιστορικά ανατεθιμένος στα συνδικάτα, χάνει τα όριά του, εισρρέοντας συνεχώς στο πεδίο της σεξουαλικότητας, της εκπαίδευσης, του δικαιώματος στην πόλη, του αντιρατσισμού και της επικοινωνίας5. Με την έννοια αυτή, η παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα στους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες έχει καταρρεύσει· αν μη τι άλλο, είμαστε μάρτυρες διαδικασιών πολιτικοποίησης που πιέζουν και μετατοπίζουν τόσο στην παραγωγή όσο και στην κοινωνική συνεργασία, τόσο στη συμπεριφορά όσο και στην υπεράσπιση των κοινών, τόσο στην οικειότητα όσο και στις σχέσεις. Ταξική πάλη είναι τόσο η Διεθνής Απεργία των Γυναικών όσο και το πάρκο Γκεζί, το κίνημα Black Lives Matter όσο και οι συγκρούσεις – σφοδρές και διαρκείς – για αυξήσεις μισθών στην Κίνα και την Ινδία, ή οι πρόσφατες απεργίες των εργαζόμενων στην Uber και τη Foodora6.Όπως, ειδικότερα, μας έδειξαν οι γυναίκες, η Απεργία δεν είναι πλέον ένα αποκλειστικό εργαλείο των συνδικάτων, αλλά μια πρακτική που διατρέχει αγώνες ενάντια στην πατριαρχική βία, ενάντια στην εκμετάλλευση και τη μισθολογική ανισότητα, τη δημοκρατική επανάκτηση του κράτους πρόνοιας, τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Η Απεργία, μετά τη Διεθνή 8η του Μάρτη7 είναι (επιτέλους) μια διαδικασία πολιτικοποίησης. Στα παραδείγματα που αναφέρθηκαν, οι στιγμές που εξακολουθούσαν να παρουσιάζονται διατεταγμένες σε μια ακολουθία στο Μανιφέστο των Μαρξ και Ένγκελς – η “σύγκρουση” ανάμεσα στο τοπικό προλεταριάτο και τον ατομικό καπιταλιστή, ο “συνασπισμός” των εργατών, η πολιτική πάλη – είναι άμεσα παρούσες και καταλαμβάνουν έδαφος που προηγουμένως θεωρούνταν ξένο/εξωτερικό προς την ταξική πάλη. Αλλά αυτή η συνύπαρξη ή συνάρθρωση διατηρεί ανέπαφα, και αν μη τι άλλο επανενισχύει και καθιστά πολύπλοκη, την ώθηση της συγκροτητικής διαδικασίας: από τα κάτω – η ζωή και η δύναμή της [potenza], οι κοινωνικές σχέσεις και η εκμετάλλευση, οι μοριακοί αγώνες, η γλώσσα και η μεταδοτικότητά της, κλπ. – μέχρι επάνω – προς την εδραιωμένη εξουσία [potere]. Η βία, που είναι επίσης μια αναπόσπαστη συνιστώσα της ταξικής πάλης και της εξουσίας [potere], επανανακαλύπτει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δικαιώματος στην αντίσταση [ius resistentiae]: δεν είναι τόσο πολιτική και στρατιωτική εχθρότητα που ορίζει τη φυσιογνωμία και τον ρυθμό της όσο η “άμυνα των έργων της φιλίας”, η κοινωνική συνεργασία, οι εναλλακτικές μορφές ζωής.

6. Κομμουνιστές. Ποιοι είναι οι κομμουνιστές σήμερα; Ή, καλλίτερα, τι κάνουν; Μπορούμε να ξεκινήσουμε, σχηματικά, από μερικές ενδείξεις στο Μανιφέστο των Μαρξ και Ένγκελς: οι κομμουνιστές “φέρνουν στο προσκήνιο κοινά συμφέροντα”, πέρα από την τοπική/εθνική περίμετρο της πάλης· αφιερώνουν τον εαυτό τους παθιασμένα και με αποφασιστικότητα στη “διαμόρφωση του προλεταριάτου σε μια τάξη”· παλεύουν για να πάρουν την πολιτική εξουσία· εκφράζουν με έναν γενικό τρόπο τις “πραγματικές σχέσεις που ξεπηδούν από μια υπαρκτή ταξική πάλη” (“από μια ιστορική κίνηση που ξετυλίγεται μπροστά στα ίδιά μας τα μάτια”). Συνεπώς, οι κομμουνιστές, καταρχήν, κατακτούν ή κατασκευάζουν το κοινό στους αγώνες8. Μια διαδικασία που ακόμα πιο αναγκαία αν ασχολείται σοβαρά με τη μη αναγώγιμη πολλαπλότητα και τον παγκόσμιο ορίζοντα αυτών των αγώνων, την ανομοιότητα των ιστορικών ρυθμών, την προτερότητα των διαφορών επί των ταυτίσεων. Η διαμόρφωση του προλεταριάτου σε μια τάξη, όταν το πρώτο διαφεύγει μιας ομοιογενούς κωδικοποίησης, σημαίνει τη μετατόπιση της προσοχής από το υποκείμενο στις διαδικασίες υποκειμενοποίησης9. Η επερχόμενη τάξη δεν μπορεί παρά να είναι ένα “άπειρος καμβάς από μπαλώματα” ή ένα “παλτό αρλεκίνου”· η μέθοδος των κομμουνιστών, σύνθεση10. Ας βασιστούμε και πάλι στις μεταφορές των φιλοσόφων: να συνθέσουμε το προλεταριάτο σε τάξη σημαίνει τη δημιουργία ενός αρχιπελάγους, την σκιαγράφηση αστερισμών. Μόνο εν μέσω αυτής της διαδικασίας, η οποία είναι επίσης πάντα ένα εργαστήριο αυτομόρφωσης, είναι δυνατόν να γενικεύσουμε αγώνες, αν συλλάβουμε εγκάρσιες/διατέμνουσες πτυχές. Οι κομμουνιστές, στη μάχη, εκφράζουν αυτές τις πτυχές με την ίδια τη ζωή τους, δεν τις αναπαριστούν με λόγια.

7. Κομμουνισμός. Ο κομμουνισμός συγχέεται, συχνά, με το μοίρασμα των αγαθών, είτε φυσικών είτε τεχνητών. Αντίθετα, αξίζει να είμαστε κυριολεκτικοί: ο κομμουνισμός είναι “η κατάργηση της αστικής ατομικής ιδιοκτησίας”. Με την επίγνωση ότι αυτό σημαίνει μια κοινωνική σχέση εκμετάλλευσης, ισοδύναμης με την κλοπή της εργασίς των άλλων. Ακόμα καλλίτερα: αυτό που κλέβεται από τους άλλους είναι αυτό το πλεόνασμα, ή αυτό που δεν είναι αναγκαίο για την παραγωγή της ζωής αυτών που δουλεύουν. Αν δεν συλλαμβάνουμε αυτόν τον σκληρό πυρήνα, ο κομμουνισμός συγχέεται με το απλό πρόβλημα της δίκαιης κατανομής/διανομής του πλούτου. Είναι αλήθεια, όμως, ότι δεν υπάρχει εκμετάλλευση χωρίς την απόσπαση κατοχής/αποστέρηση (γης, μέσων παραγωγής, γενικά των αντικειμενικών συνθηκών της αναπαραγωγής): αυτό που πουλέται στην αγορά είναι η εργατική δύναμη, από τους φτωχούς, που δεν έχουν διαθέτουν τίποτα άλλο. Αλλά σήμερα, διαφορετικά από τον 16ο αιώνα, οι φτωχοί “ρίχνονται” άμεσα σε ένα δίκτυο επικοινωνίας και κινητικότητας που ο νέος τρόπος παραγωγής και η παγκοσμιοποίηση, σε αντίθεση με κάθετι και σύμφωνα με διαφορετικά καθεστώτα συμπερίληψης, έχουν καταστήσει δυνατό. Σε ένα σημαντικό κομμάτι του πλανήτη παραγωγικά εργαλεία, μεταξύ άλλων, έχουν κοινωνικοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό (πληροφορική, ψηφιακή εργασία κα.), και η αναπαραγωγή της ζωής έχει σε μεγάλο βαθμό χρηματιστικοποιηθεί (χρέος). Το κεφάλαιο, με αυτή την έννοια, προκρίνεται ως ένα εξαιρετικά διαρθρωμένο σύνολο “εξορυκτικών εργασιών”. Η “εξόρυξη” αξίας λαμβάνει χώρα από κάτω προς τα πάνω από την παραγωγική διαδικασία (γη, φυσικοί πόροι, ενοίκιο στις αστικές περιοχές, κα.) μέσω μηχανισμών αποστέρησης και περίκλεισης [enclosure]· λαμβάνει επίσης χώρα, όλο και περισσότερο, από πάνω προς τα κάτω [downstream], στη σύλληψη και τον έλεγχο, μέσω αλγορίθμων και της οικονομίας, της συνεργασίας και της κοινωνικής δημιουργικότητας. “Απαλλοτριώστε τους απαλλοτριωτές” (ή η ταξική πάλη) σημαίνει, τότε, την κατάργηση αυτής της ατομικής ιδιοκτησίας: το κοινό στον κομμουνισμό αφορά τόσο τα αγαθά και την πρόνοια – την κοινή τους χρήση, τη δημοκρατική διαχείρισή τους – και την απόρριψη της εργασίας κάτω από ένα αφεντικό, την εφεύρεση νέων νομισματικών μέτρων όσο και την αυτονομία της συλλογικής ευφυίας και της δημιουργικότητάς της (επιστημονικής, πολιτικής, οικονομικής, καλλιτεχνικής).

8. Μορφές ζωής. Η κομμουνιστική ιδιοποίηση/απαλλοτρίωση – ή η απόρριψη της μισθωτής εργασίς, η δημοκρατικοποίηση της πρόνοιας, κλπ. – είναι επίσης η κατάργηση/απαλλαγή [absolution] του “προσώπου”. Στην αστική κοινωνία, τονίζουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, μόνο το κεφάλαιο είναι “ανεξάρτητο και προσωπικό”, ενώ η ζωντανή εργασία είναι “απρόσωπη”. Εκεί που τελειώνει το κεφάλαιο εκεί τελειώνει και η ατομική φαντασίωση, με τις περιμέτρους της. Η φιλελεύθερη πολιτική παράδοση και, σήμερα, πολύ πιο ισχυρά, η νεοφιλελεύθερη κυβερνησιμότητα, επιμένουν στην αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία του ατόμου μπροστά στην κοινωνία. Στην αρχή της αντεπανάστασης, ενώ συνέτριβε τους ανθρακωρύχους και γενικότερα τα συνδικάτα, η Μάργκαρετ Θάτσερ επαναλάμβανε το μάντρα: “δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως η κοινωνία· υπάρχουν μόνο άτομα”. Είναι ένα σλόγκαν που έχει ενσωματωθεί στην υπέρμετρη επέκταση της μορφής της επιχείρησης (ο ατομικός επιχειρηματίας), στον εγκωμιασμό του ανθρώπινου κεφαλαίου και στον πολλαπλασιαμό της αυτοαπασχόλησης. Για να τελειώνουμε με την εκμετάλλευση – τώρα που παίρνει τη μορφή της απόσπασης αξίας πέρα από τα τείχη του εργοστασίου, στην υπαγωγή της κοινωνικής συνεργατικότητας, την σύμπτωση ανάμεσα στον χρόνο για ζωή και στον χρόνο για εργασία – σημαίνει να απαλλαγούμε από τον ανταγωνιστικό ατομικισμό. Ο κομμουνισμός είναι η αυτονομία της εργασίας, η προτεραιότητα του παρόντος επί του παρελθόντος (κεφάλαιο, συσσωρρευμένη εργασία), και, συνεπώς, η επιβεβαίωση του μη αναγώγιμου κοινωνικού χαρακτήρα του ατόμου. Ακόμα περισσότερο: δεν υπάρχει κατάργηση της προσωπικότητας του κεφαλαίου χωρίς την κατεδάφιση της οικογένειας και της πατριαρχίας, χωρίς την εφεύρεση καινούριων αγαπητικών/ερωτικών θεσμών. Κι αυτό δεν είναι όλο. Ακριβώς επειδή σήμερα η δημιουργικότητα και η αισθητική διάσταση συνδυάζονται με την τεχνολογική και παραγωγική καινοτομία με έναν χωρίς προηγούμενο τρόπο, επαναλβάνουμε το γνωμικό του νεαρού Μαρξ: “η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας είναι λοιπόν η πλήρης χειραφέτηση όλων των αισθήσεων”. Πέρα από τον Μαρξ, λέμε ότι η κατάκτηση νέων τρόπων αισθάνεσθαι δεν είναι μόνο ένα σημείο αφετητίας, αλλά αυτό που συνοδεύει κάθε διαδικασία απελευθέρωσης.

9. Πρόγραμμα. Όπως και η τάξη, το πρόγραμμα συντίθεται. Από αυτή την άποψη, δεν είναι τόσο “κοινωνικά ζητήματα” που είναι κρίσιμα αλλά οι αγώνες και οι διαδικασίες υποκειμενοποίησης. Αυτό είναι κάτι στο οποίο αξίζει να επιμείνουμε ώστε να διακρίνουμε κομμουνιστικές από λαϊκιστικές πολιτικές. Η μη αναγώγιμη πολλαπλότητα των ζητημάτων καθιστά τον λαό έναν “κενό σημαίνον”, που θα πληρωθεί μέσα από ένα σύνολο παρεκβατικών [discursive] και ηγεμονικών κινήσεων. Αντίθετα, η μη αναγώγιμη πολλαπλότητα των αγώνων και τα φαινόμενα πολιτικοποίησης που συνδέονται με αυτούς, ενσαρκώνουν τις διεκδικήσεις και τις παριστάνουν/εκτελούν άμεσα σε ένα πολεμικό και δημιουργικό επίπεδο· η ηγεμονία δεν αφορά πλέον μόνο τον λόγο [discourse], αλλά αντίθετα επιμένει σε μορφές ζωής. Η διαμόρφωση του προλεταριάτου σε μια τάξη σημαίνει “κατάκτηση της δημοκρατίας” εδώ και τώρα. Και η κατάκτηση της δημοκρατίας, εδώ και τώρα, σημαίνει απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών, να κάνεις το κοινό ενάντια στο κεφάλαιο και τις “εξαγωγικές” του λειτουργίες/επιχειρήσεις. Παρουσιάζουμε, λοιπόν, χωρίς καμμιά ιεραρχία, ένα πρόγραμμα ήδη αρκετά ισχυρό εντός των πολλών συγκρούσεων που έχουμε αναφέρει μέχρι τώρα· καθολικό βασικό εισόδημα, αποσυζευγμένο από την εργασιακή απόδοση και παρεχόμενο από τη γενική φορολόγηση· καθολικός ελάχιστος μισθός· μείωση του εργάσιμου χρόνου· ελευθερία μετακίνησης των ανθρώπων· φορολόγηση των assets, των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, των ρομπότ· απαλειφή των φορολογικών παραδείσων· ανάπτυξη της παραγωγής των κοινών και για τα κοινά (υγεία, περίθαλψη, καινοτομία κλπ.)· αδιάλειπτη υποστήριξη για τη δημόσια εκπαίδευση· αδυσώπητος αγώνας, ξεκινώντας από το νηπιαγωγείο, ενάντια στην πατριαρχία· εφαρμογή της ομορφιάς (στην πόλη, στην ύπαιθρο, στον πολιτισμό) κλπ.

10. Σοβιέτ. Τον Απρίλιο του 1917, ο Λένιν έγραψε: “το θεμελιώδες πρόβλημα όλων των επαναστάσεων είναι η κρατική εξουσία”. Ξεκινάμε λοιπόν από το ακόλουθο ερώτημα: ποια είναι η κρατική εξουσία σήμερα; Είναι ακόμα το κράτος, όπως εμφανιζόταν στον Λένιν και, μαζί μ’ αυτόν, στους κομμουνιστές του 19ου αιώνα, ο τόπος της μέγιστης συγκέντρωσης της πολιτικής εξουσίας; Συμφωνούμε μ’ αυτούς που, περιγράφοντας τη νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα, έχουν αμφισβητήσει τη ρητορική στα πρόσφατων χρόνια που επιμένει για την “εξάτμιση” του κράτους ή πανηγυρίζει το “ελάχιστο κράτος”. Όμως, το ευρωπαϊκό φιλελεύθερο μοντέλο τάξης [ordoliberal], από τη μια πλευρά, αλλά επίσης γενικότερα το μεγαλύτερο φορτίο των κρατών σε διαδικασία νεοφιλελευθεροποίησης που έχουν σαρώσει την παγκόσμια Ανατολή (ιδιαίτερα την Κίνα και τη Ρωσία), δείχνουν ένα εντελώς διαφορετικό σενάριο. Ξέρουμε εξίσου, όμως, πόσο η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει αλλάξει άρδην χώρους και εξουσίες [poteri]. Τα εθνικά οικονομικά σύνορα έχουν αντικατασταθεί από ειδικές οικονομικές ζώνες, διαδρόμους, ροές, διεθνικές συμφωνίες κλπ. Σε τέτοιο βαθμό που δεν είναι πια δυνατόν να γίνει να συμπίπτει η πολιτική εξουσία, η αποτελεσματικότητά της, με την εξουσία του κράτους. Η δεύτερη είναι, αν μη τι άλλο, ένας σημαντικός παράγοντας εντός των διαδικασιών της νεοφιλελευθεροποίησης (“διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις”), χωρίς να είναι ποτέ καν ο μόνος ή προνομιακός ενορχηστρωτής τους. Η εξάντληση της αμερικάνικης ηγεμονίας, ο ορισμός ενός κανονικά πολυπολικού κόσμου, δεν εκμηδενίζει/ακυρώνει την παγκοσμιοποίηση· την εκλεπτύνουν/αρθρώνουν σύμφωνα με χωρίς προηγούμενο τροχιές, καθώς και από τη σκοπιά των πολεμικών κρίσεων. Το σύντομο κείμενο από τον Λένιν, που ανακαλέσαμε προηγουμένως, που αμφισβητεί την κρατική εξουσία μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου, επιτρέπει ένα αποφασιστικό πολιτικό φαινόμενο: τη “δυαδική εξουσία”. Από τη μια πλευρά, η εξουσία των αστών, από την άλλη, αν και εμβρυακή, η εξουσία των Σοβιέτ των εργατών, αγροτών και στρατιωτών. Η τελευταία είναι μια εξουσία [potere] – με τα λόγια του Λένιν – “του ίδιου είδους με αυτήν της Παρισινής Κομμούνας το 1871”: στη θέση των νόμων και του κοινοβουλίου, η άμεση πρωτοβουλία από τη βάση· στη θέση του στρατού και της αστυνομίας ο ένοπλος λαός· στη θέση της γραφειοκρατίας, η επιτακτική εντολή. Χωρίς τη δυαδική εξουσία, χωρίς την παραδειγματοποίηση και την εμβάθυνση μιας άλλης μορφής εξουσίας, η ανατροπή της αστικής εξουσίας, η επανάσταση, είναι αδύνατη. Ασκώντας κριτική στα συνδικάτα, ο Αντόνιο Γκράμσι παρουσίασε το εργοστασιακό συμβούλιο – στο οποίο ο μεμονωμένος μισθωτός εργάτης αντικαθίσταται από τον “παραγωγό”, ένα υποκείμενοο που αποφασίζει σχετικά με τη κοινωνική συνεργασία – ως “το μοντέλο του προλεταριακού κράτους”. Ακριβώς τώρα, που το κράτος δεν συγκεντρώνει πλέον την ολότητα της πολιτικής εξουσίας, τώρα που καινούριες ομαδώσεις διαρθρώνουν την παγκόσμια διακυβέρνηση, σήμερα που η ζωντανή εργασία έχει κατακτήσει σχεσιακή, γλωσσική, συναισθηματική πυκνότητα, η δυαδική εξουσία χάνει τον προσωρινό της χαρακτήρα για να γίνει το προνομιακό και μόνιμο πεδίο της κομμουνιστικής πρωτοβουλιακότητας. Αυτό δεν μας εμποδίζει, το αντίθετο μάλιστα, από το να αδράξουμε τις ευκαιρίες και να αναλάβουμε να κυβερνήσουμε, όταν το επιτρέπουν ευνοϊκές συγκυρίες. Ούτε διαγράφει την επίγνωση ότι το νεοφιλελεύθερο καθεστώς συχνά κινητοποιεί και αιχμαλωτίζει τις διαδικασίες αυτοοργάνωσης, καθιστώντας τις ένα διεκδικούμενο έδαφος. Αυτό σημαίνει, όμως, ότι χωρίς ένα (ισχυρό) διεθνικό, πυκνό δίκτυο αντιεξουσίας, Σοβιέτ, ακόμα και η κατάληψη του κράτους δεν κάνει καμμιά διαφορά, είναι καταδικασμένη να μην αφήσει κάποια σημάδια με διάρκεια. Η Κομμούνα πρέπει, συνεπώς, να συνδυαστεί με τα φαινόμενα του επαναστατικού συνδικαλισμού, γνήσιους θεσμούς της ζωντανής εργασίας στους οποίους ταξική πάλη και διαδικασίες πολιτικοποίησης, σύγκρουση και αυτο-κυβέρνηση πάνε χέρι-χέρι.

11. Μέλλον. Αν και στο πραγματικό κίνημα της ζωντανής εργασίας, στους αγώνες που τα άμεσα συμφέροντα φέρνουν στο φως, οι κομμουνιστές δείχνουν το ίδιο το “μέλλον του κινήματος”: με αυτή τη φράση κλείνει το Μανιφέστο του 1848. Καταδεικνύοντας το μέλλον, κάνοντάς το να ζει σε μοναδικούς αγώνες, σημαίνει – το ακούσαμε μόλις πριν με τον Γκράμσι – την παγίωση των “θεσμικών εμπειριών των καταπιεσμένων τάξεων”. Σημαίνει, επίσης, την επανακατάκτηση του μέλλοντος, την προεικόνιση, μετά από τόσα χρόνια υπό την επήρεια της δυστοπίας, με ένα παρόν που κρατά σφιχτά και χωρίς ανάσα, σαν να είναι σε ένα κλουβί· [σημαίνει] χρόνια νεοφιλελεύθερης υποτίμησης της λεπτής προλεταριακής τέχνης της οργάνωσης και του σχεδίου. Το να κάνουμε σχέδια, προφανώς, δεν έχει καμμιά σχέση με την βίαιη κολλεκτιβοποίηση με τη χρήση της κρατικής βίας. Σημαίνει, όμως, στην οριζοντιότητα των αγώνων, τη διεύρυνση του δυνατού πλεονάσματος· την παραμονή στο κίνημα με την επεξεργασία – θεσμικά – των δυνητοτήτων του· την σκιαγράφηση παραδειγμάτων και εργαλείων για μια κυβερνησιμότητα των κοινών. Ένα κομμουνιστικό σχέδιο, λοιπόν, είναι μια καινούρια κατασκευαστικότητα, στην οποία η παραγωγή, η αναπαραγωγή, η πολιτική απόφαση και οι μορφές ζωής γίνονται αδιαχώριστες.

1 Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2018/01/31/11-theses-possible-communism.

2 Η C17 είναι ένας σύνδεσμος/ένωση και ένα δίκτυο ανεξάρτητων ή με πανεπιστημιακή βάση Ιταλών ερευνητών, πολιτικών ακτιβιστών, συγγραφέων, εκδοτών και δημοσιογράφων.

3 Στμ. Εδώ είναι που σηκώνει μεγάλη κουβέντα για τον νεοφιλελευθερισμό και τα όρια της ανάλυσης με βάση αυτή την έννοια. Γιατί πραγματικά δεν μπορεί να εξηγηθεί έτσι εύκολα ως “εσωτερική αντίφαση” η αντίθεση των παγκοσμιοποιητικών και των εθνικοκεντρικών τάσεων της σημερινής συγκυρίας της δυναμικής του κεφαλαίου.

4 Το caporalato, με την αρχική έννοια του όρου, είναι ένα ανεπίσημο σύστημα οργάνωσης εποχικών γεωργικών εργασιών που εκτελούνται από εργάτες που εισάγονται σε ομάδες εργασίας από μερικά άτομα σε αρκετές εκατοντάδες. Οι εργάτες αυτοί υπενοικιάζονται ουσιαστικά από έναν μεσάζοντα ο οποίος παρακρατά ένα ποσοστό από το μεροκάματο (πχ. https://it.wikipedia.org/wiki/Caporalato).

5 Στμ. Διαθεματικότητα και διαταξικότητα από μια εναλλακτική οπτική;

6 Στμ. Foodora: εταιρία διανομής μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας, αντίστοιχη της Deliveroo, με βάση το Βερολίνο.

7 Στμ. Η Διεθνής μέρα Απεργίας των γυναικών στις 8 Μάρτη του 2017. Δες και φέτος στην Ισπανία.

8 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο αυτό είναι ένα σχετικό λογοπαίγνιο καθώς η ρίζα του “κομμουνισμού-communism” είναι το “κοινό-common”.

9 Στμ. Καταπληκτικό σημείο, ίσως το σημαντικότερο των Θέσεων. Σχεδόν “κατηγορική διαλεκτική”, με τη μετατόπιση από το “αντικείμενα” (τα υποκείμενα, εν προκειμένω) στις διαδικασίες συγκρότησής τους. Το βασικό δεν είναι στατικά, συγκροτημένα, αμετάβλητα υποκείμενα αλλά διαδικασίες συγκρότησης υποκειμενικότητας. Η υποκειμενοποίηση αναδεικνύεται έτσι ως διαδικασία και όχι ως κάτι που ενσαρκώνεται σε “υποκείμενα”. Σημαντική συνεισφορά στο “πρόβλημα της σύνθεσης”, επίσης, και ένα προχώρημα στη διαχείριση του ερωτήματος ότι σαφώς το προλεταριάτο υπάρχει αλλά δεν ξέρουμε ακριβώς “ποιο” είναι!

10 Στμ. Το patchwork! Και η συνθετική μέθοδος εναντίον της αναλυτικής. Το προλεταριάτο συντίθεται δια της συνθετικής μεθόδου και όχι της αναλυτικής, Με άλλα λόγια δεν συγκροτείται ως σύνολο από “συστατικά υποκείμενα” αλλά, μάλλον, συντίθεται από τις διαδικασίες εκείνες που καθιστούν κάποια υποκείμενα προλετάριους/ες, δηλαδή υποκείμενα εκμετάλλευσης στη διαλεκτική κεφαλαίου-εργασίας. Με άλλα λόγια το προλεταριάτο συγκροτείται ως διαδικασία εν τέλει από την ίδια την αντίφαση που το ορίζει (διαλεκτικός-κατηγορικός ορισμός) ως ο ένας πόλος της αντίφασης.

Όλοι οι αγώνες μας, ταυτόχρονα1

Αυτό είναι, οι απεργίες εκρήγνυνται στο φως της ημέρας! Σε πρώτο βαθμό φυσικά, αυτή των σιδηροδρομικών2. Αλλά πρέπει επίσης να συνυπολογίσουμε τους εργαζόμενους της Carrefour, της Air-France, των συλλεκτών σκουπιδιών, των ηλεκτρολόγων, των φοιτητών, των δημοσίων υπαλλήλων…όλοι ανοίγουν μια πρωτοφανή κοινωνική ακολουθία. Αλλά είναι δυνατή η “σύγκλιση των αγώνων”;

Υποτιμούμε τα πράγματα λέγοντας ότι η απεργία των σιδηροδρομικών ξεκίνησε σαν μια καταιγίδα και μοιάζει ιστορική. Ακόμα και αν οι τρόποι της απεργίας αυτής είναι αμφισβητήσιμοι (strike calendar or renewal?), ανήκουν τελικά στις απεργίες. Της έναρξης της απεργίας στους σιδηρόδρομους στις 3 Απρίλη είχε προηγηθεί μια άλλη όχι λογότερο ιστορική απεργία στις 31 Μαρτίου στα Carrefour, που επηρέασε τουλάχιστον 300 καταστήματα, συμπεριλαμβανομένων αρκετών που αποκλείστηκαν ολοκληρωτικά.

Στην Air France, ένα ευρύ διακλαδικό συνδικάτο ανανέωσε το κάλεσμά του σε απεργία με τέσσερις επιπλέον μέρες από αυτές της 10ης και 11ης Απριλίου. Στη βιομηχανία αποκομιδής σκουπιδιών και στην αποχέτευση, καθώς και μεταξύ των ηλεκτρολόγων, καλέστηκε επίσης απεργία. Όσον αφορά τα πανεπιστήμια, οι κινητοποιήσεις είναι σε ένα σημείο καμπής και η κατάσταση πρέπει να εξεταστεί σοβαρά. Απομένουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι, μετά τη δυνατή απεργία της 22ας Μαρτίου, περιμένουν για ένα καινούριο κάλεσμα από το διακλαδικό των δημοσίων λειτουργών…αν το τελευταίο δεν χάσει τόσο χρόνο για να αποφασίσει.

Έστω και αν οι κινητοποιήσεις δεν είναι παντού οι ίδιες, και τομείς δεν επηρεάζονται, όλα αρχίζουν να “δένουν”. Οι εκκλήσεις για τη “σύγκλιση των αγώνων” αρχίζουν να πολλαπλασιάζοναι. Οι αναφορές στον Νοέμβρη/Δεκέμβρη του 1995, στον Μάη του 1968 ακόμα και στην πεντηκοστή επέτειό του, ανθίζουν.

Η μέρα της διεπαγγελματικής απεργίας στις 19 Απρίλη, που αρχικά προκηρύχθηκε μόνο από την CGT, αλλά στηρίχθηκε στη συνέχεια από τις διατμηματικές οργανώσεις, συνδικάτα και τις συνομοσπονδίες της FSU και των Solidaires, αποκτά σίγουρα σ’ αυτό το σενάριο ένα συγκεκριμένο νόημα. Θα γίνουμε μάρτυρες της απογείωσης ενός ευρέος κινήματος, “όλων και όλων μαζί”;

Ο θυμός είναι εδώ και εκφράζεται ξανά από υπηρεσία σε υπηρεσία, από εργαστήριο σε εργαστήριο, αυτί είναι βέβαιο. Αλλά θα πρέπει να αμφισβητηθούν συγκεκριμένα μοντέλα. Έχει πραγματικά κάποια σχέση το να θέλουμε να ξαναζήσουμε εμπειρίες παλιών κινημάτων, χτισμένων πάνω σε άλλες πραγματικότητες από αυτές που ζούμε;

Από το 2003, κάθε “μεγάλο” κοινωνικό κίνημα επιδιώκει να “ξαναπαίξει” το 1995. Και από το 2003, εκτός του κινήματος του 2006 ενάντια στον νόμο CPE (κίνημα που οφείλει, για τα υπόλοιπα, πολλά στη νεολαία), αυτά τα μεγάλα κινήματα δεν οδήγησαν πραγματικά σε νίκες.

Για να αναπτυχθεί πλήρως η κοινωνική ακολουθία που ζούμε αυτή τη στιγμή, ίσως πρέπει να επιστρέψουμε σ’ αυτήν με διαύγεια, χωρίς, ταυτόχρονα, να μειώνουμε τις ελπίδες μας.

Μερικοί από αυτούς που συνδέονται με το κοινωνικό κίνημα έχουν αναπτύξει πρόσφατα μια κριτική ή είναι σκεπτικιστές σε σχέση με την ιδέα της “σύγκλισης των αγώνων”. Για παράδειγμα, ένα πρόσφατο τεύχος του Politis, ο κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Geoffroy de Lagasnerie βλέπει μια “φιλοδοξία [η οποία] χάνει ενέργεια στα κινήματα ενθαρρύνοντάς τα να προσπαθήσουν να μετασχηματίσουν τον εαυτό τους για να φτάσουν το αδύνατο…” αντί να είναι απλά αυτό που είναι. Σε μια συνεισφορά του στον ιστότοπο AOC, ο Stéphane Sirot, ιστορικός του συνδικαλισμού, πιστεύει ότι όσον αφορά τον συνδικαλισμό, κάτι τέτοιο είναι απίθανο, ιδιαίτερα εξαιτίας του γεγονότος ότι ο συνδικαλισμός είναι εξαιρετικά φυλακισμένος μέσα στη θεσμοποίησή του.

Κάθε αγώνας έχει αξία καθαυτόν

Αυτές οι σκέψεις δεν γίνονται χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν τους προβληματισμούς πολλών συνδικαλιστών. Λένε κάτι για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε συγκεκριμένα στην οικοδόμηση της συλλογικής δράσης. Ο κίνδυνος να βάλουμε σε μια προοπτική την “σύγκλιση” με ένα κάπως “ξορκιστικό”3 τρόπο είναι πραγματικός. Για δυο λόγους, κυρίως.

Ο πρώτος είναι ότι είναι, ξεκάθαρα, πολλά που πρέπει να γίνουν για να εξασφαλιστεί μια μαχητικότητα στον δρόμο. Οι ελευθεριακοί συνδικαλιστές το εξέφρασαν αυτό πρόσφατα αρκετά ωμά σε σχέση με τα κινήματα του 2016 και 2017: “είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι εργαζόμενοι οι οποίοι δεν απεργούν όταν οι υποχρεωτικές ετήσιες διαπραγματεύσεις (NAO: Négociations annuelles obligatoires), καταλήγουν σε πλήρη αποτυχία, θα κατέβουν σε απεργία για να αρνηθούν τη μείωση στον αριθμό των γυναικών που εκλέγονται και την αντιστροφή στην ιεραρχία4”. Αυτό εγείρει το ζήτημα της τροχοπέδης που μπορεί να αντιπροσωπεύει ο πολύ πιεστικός χαρακτήρας ενός αιτήματος που θέλει να είναι “ενοποιητικό” και/ή αρκετά ξεκομμένο από το επίπεδο του μαχητικού πνεύματος.

Ο δεύτερος είναι η δυσκολία που μπορεί να υπάρχει στο να βρούμε…αυτό που θα μπορούσε να ενοποιήσει τους αγώνες! Είναι, επί παραδείγματι, γύρω από την απεργία των σιδηροδρομικών, τις κινητοποιήσεις στην Ehpad, μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων, είναι σε μια έκκληση για ένα γενικό κίνημα κάτω από το ενοποιητικό αίτημα της “υπεράσπισης του δημόσιου τομέα”; Αλλά, τότε, πώς θα συνδέσουμε/συσχετίσουμε τις απαιτήσεις των απεργών στα Carrefour;

Αναπόφευκτα, αυτό θέτει άμεσες στρατηγικές προκλήσεις στις συνδικαλιστικές ομάδες, ιδιαίτερα τοπικές διεπαγγελματικές ομάδες. Δεν θα έπρεπε τελικά να υποκινήσουμε στο άναμα όλων των ξύλων “την ίδια στιγμή”; Που σημαίνει, να στηριχτούμε στους αγώνες εκεί που υπάρχουν για να ενισχύσουμε άλλους, εκμεταλλευόμενοι το πλεονέκτημα ενός “φαινομένου αναρρόφησης”, με την αθλητική έννοια του όρου.

Συντονιζόμενοι με τις απεργίες, δεχόμενοι όλη την ποικιλομορφία τους και σεβόμενοι τον ρυθμό τους, για να σπρώξουμε τα πράγματα όσο πιο μπροστά γίνεται.

Διαλέξτε την αντιπαράθεση

Παρ’ όλα αυτά, δεν μπαίνει ζήτημα να εξαλείψουμε οποιαδήποτε αναφορά στη “σύγκλιση των αγώνων”. Για πολλές συνδικαλιστικές ομάδες, ακόμα και για αρκετούς εργαζόμενους, αυτά τα λόγια μας καλούν να κοιτάξουμε για μια ενότητα. Επιπλέον, μέσα από αυτό, τίθεται και το ζήτημα της γενίκευσης των απεργιών. Συνεπώς, δεν πρόκειται για ένα ζήτημα αδειάσματος αυτής της σύγκλισης των αγώνων, αλλά μάλλον ανάκτησής της από το “πεδίο” της και όχι την “ιδέα” της.

Για παράδειγμα, πιθανόν να μην είναι πραγματικά χρήσιμο να επιδιώξουμε, με κάθε κόστος και ακριβώς τώρα, να αναβάλλουμε την ημέρα, την έναρξη της γενικής απεργίας (αν αυτό είναι δυνατόν). Περισσότερο από το αν αντιταχθούμε σ’ αυτήν, είναι αναμφίβολα πολύ πιο αναγκαίο να αναπτύξουμε τις τροπικότητες της απεργιακής δράσης.

Συνεπώς, το να υπάρχουν μεγάλες περιοχ που η απεργία να ξεπερνά το στενό πλαίσιο των ημερών δράσης είναι ένα πολύ καλό πράγμα. Γιατί, ναι, η αυτοοργανωμένη απεργία, ανανεωνόμενη μέσα από γενικές συνελεύσεις, είναι η καλλίτερη εγγύηση για μας: από την μια πλευρά για να εξασφαλίζουμε την πιο στενή αγκύρωσή της στους εργαζόμενους, και από την άλλη για να ανεβάζουμε την ισορροπία δύναμης εκεί που πρέπει.

Όμως, αλλού, μια [γενική] μέρα δράσης μπορεί να φέρει μαζί και να δώσει έναν τόνο αντίστασης σε εταιρείες και υπηρεσίες που δεν έχουν περάσει το κατώφλι των αρκετών συνεχόμενων ημερών απεργίας. Το ουσιαστικό είναι το κοινωνικό κλίμα που εμπεδώνεται με αυτή την επιστροφή των απεργιών. Και το τι επιτρέπει.

Καταρχάς, οι σιδηροδρομικοί μπορούν να νικήσουν και όλοι χρειαζόμαστε νίκες που θα αποκαταστήσουν παντού την αυτοπεποίθηση. Οι σιδηροδρομικοί ανέβασαν από την αρχή την απεργία τους σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο. Η αλληλεγγύη είναι ισχυρή. Το πλήθος εκδηλώσεων υποστήριξης που συγκροτήθηκαν για τους απεργούς (ιδιαίτερα αυτή που ξεκίνησε από μια κολλεκτίβα διανοουμένων) είναι μια πραγματικά επιτυχία. Μερικές πρωτοβουλίες κινούνται τοπικά, καθοδηγούμενες απευθείας από τα συνδικάτα των σιδηροδρομικών, τα οποία μπορούν να τις κάνουν εργαλεία για ανταλλαγές στους χώρους δουλειάς ή στις αγορές (σχετικά με αυτό το ζήτημα: Απεργιακές Τράπεζες: για ποιο σκοπό;”).

Αυτό που επίσης κάνει εφικτή τη στιγμή που ζούμε είναι να αναλάβουμε την αντιπαράθεση, να βάλουμε τέλος στον “κοινωνικό διάλογο”. Όπως ακριβώς δεν μπορεί να υπάρξει “ισότητα” ανάμεσα σε έναν εργαζόμενο και τον εργοδότη του, έτσι είναι επίσης απατηλό να πιστεύει κανείς σε έναν διάλογο μεταξύ ισότιμων. Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα κάτι περισσότερο από τον Laurent Berger της CFDT, του οποίου η στρατηγική ουσιαστικά χάνει σε μεγάλο βαθμό αλλού, είναι να επιδιώξουμε να “αποφύγουμε την έκρηξη”.

Αντίστροφα, είναι η ισορροπία δύναμης που είναι υπό δημόσια κρίση [c’est le rapport de force qui est plébiscité]. Και είναι στο έδαφος αυτού του μπλοκαρίσματος της οικονομίας και της οικονομικής δραστηριότητας που εκφράζεται. Αυτό που λένε οι απεργίες είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα να περιμένουμε, και τα πάντα για να τα διαρρήξουμε. Όλες οι επικοινωνιακές στρατηγικές, της κυβέρνησης και των αφεντικών, όλοι οι σχολιαστές της Αγοράς δεν θα είναι αρκετά για να κρύψουν αυτό που είναι σήμερα σε πλήρες φως: ότι η ταξική πάλη υπάρχει και, ναι, είναι μια πάλη.

Αυτό το σημείωμα εστιάζει στις κινητοποιήσεις των συνδικάτων. Είναι αυτονόητο ότι παράλληλα, η τρέχουσα εκκένωση της ZAD στην Notre-Dame-Des-Landes δεν θα είναι χωρίς αντίκτυπο στο κοινωνικό κλίμα.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://blogs.mediapart.fr/theo-roumier/blog/080418/toutes-nos-luttes-en-meme-temps.

2 Στμ. https://www.revolutionpermanente.fr/Cheminot-e-s.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: incantatoire.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: l’inversion de la hiérarchie des normes.

Aυτοματοποίησέ το! “Διανέμοντας” αντίσταση στην εποχή της οικονομίας πλατφόρμας

του Jamie Woodcock1,2

 

* Το κείμενο σε pdf

 

Στο καινούριο μου βιβλίοWorking the Phones3, δούλεψα σε ένα τηλεφωνικό κέντρο προσπαθώντας να καταλάβω την εργασιακή διαδικασία, διευθυντικές τεχνικές και νέες μορφές αντίστασης και οργάνωσης. Το παρόν άρθρο συνδέει την ανάπτυξη νέων διευθυντικών μεθόδων επίβλεψης και ελέγχου, συχνά συνδεδεμένων με την αυτοματοποίηση, από το τηλεφωνικό κέντρο μέχρι τη νέα “οικονομία πλατφόρμας[gig economy]. Η πρόσφατη άνοδος της Uber, και νέων τύπου “Uber για τον X” εταιριών, όπως η Deliveroo, αντιπροσωεύει μια καινούρια μετατόπιση στις εργασιακές σχέσεις, γέρνοντας την ισορροπία ισχύος έντονα σε όφελος του κεφαλαίου. Αυτό εξαρτάται από την συμβατικά εξωτερική ανάθεση της εργασίας, ένα νομικίστικο κόλπο, υποστηριζόμενο με τις νέες τεχνολογικές μεθόδους επιτήρησης και ελέγχου. Τα τηλεφωνικά κέντρα πρόσφεραν έναν σημαντικό τόπο για την κατανόηση αυτών των αλλαγών καθώς βρίσκονται στην αιχμή τόσο της εξωτερικής ανάθεσης εργασίας [outsourcing] όσο και της ανάπτυξης αυτών των τεχνολογιών. Αυτό που ακολουθεί είναι ένα επιχείρημα που συνδέει το τηλεφωνικό κέντρο με την νέα “οικονομία πλατφόρμας”, μέσω μιας κατανόησης της αυτοματοποίησης και της τεχνολογίας, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα μερικά αρχικά ευρήματα από ένα νέο πρότζεκτ με τους εργάτες της Deliveroo.

Αυτοματοποίηση

Η αυτοματοποίηση έχει γίνει ιδιαίτερα ένα αντικείμενο της μόδας για συζήτηση, τόσο στην αριστερά όσο και ευρύτερα. Η αυτοματοποίηση έχει το δυναμικό να μετασχηματίσει την εργασία σε μια κλίμακα που δεν έχουμε ξαναδεί από τη βιομηχανική επανάσταση, δημιουργώντας τεράστιες ζώνες ανεργίας, όπως μπορεί να δει κανείς στον ισχυρισμό ότι σχεδόν οι μισές θέσεις εργασίας κινδυνεύουν να αυτοματοποιηθούν4. Ο Nick Srnicek και ο Alex Williams έχουν αναδείξει τη σπουδαιότητα του να αμοφισβητηθεί ο τρόπος που η αυτοματοποίηση συμβαίνει, επιχειρηματολογώντας για ένα καθολικό βασικό εισόδημα ως μια απάντηση5. Το κλειδί για την κατανόηση της αυτοματοποίησης είναι ότι δεν πρόκειται για μια ουδέτερη διαδικασία: μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των ισχυρών ή να δώσει τη δυνατότητα στους ελεύθερους εργάτες να ξοδεύουν τον χρόνο τους με άλλα πράγματα. Ανάλογα, σε μεγάλο βαθμό, με την εφαρμογή της τεχνολογίας γενικότερα είναι μια διαμφισβητούμενη διαδικασία. Για παράδειγμα, η αυτοματοποίηση περιελάμβανε αρχικά την ενίσχυση της εργασίας με δάφορους τρόπους. Έχει μεταβάλει καθήκοντα που διεκπεραίωνε η εργασία για πάρα πολύ καιρό, αλλά τις περισσότερες φορές υστερεί πολύ από το μέλλον της επιστημονικής φαντασίας με ενσυναίσθητα ρομπότ και τις χωρίς τριβές αλληλεπιδράσεις που υπόσχεται.

Τα τηλεφωνικά κέντρα έχουν εξελιχθεί με τον χρόνο με την αυξανόμενη εφαρμογή της τεχνολογίας στην εργασιακή διαδικασία. Αρχικά, οι εργάτες καλούσαν χειροκίνητα τους τηλεφωνικούς αριθμούς από χαρτιά, αλλά με τον καιρό αυτά τα περιβάλλοντα μετασχηματίστηκαν σε εργασιακούς χώρους βαθιά διαμορφωμένους απο την ενσωμάτωση υπολογιστών και τηλεφώνων. Οι αυτόματες κλήσεις είχαν σαν αποτέλεσμα να κάνουν οι εργάτες πολύ περισσότερα τηλεφωνήματα, μειώνοντας σε ένα ελάχιστο τον χρόνο μεταξύ των κλήσεων. Η σεναριοποίηση των τηλεφωνικών συνομιλιών αφαίρεσε κάποια από την πνευματική εργασία που συμπεριελάμβανε η τηλεφωνική συνομιλία, ορθολογικοποιώντας και κανονικοποιώντας την. Αυτά έδωσαν τεράστια ώθηση στην παραγωγικότητα των εργατών των τηλεφωνικών κέντρων, ενισχυμένη από την τεχνολογική επιτάχυνση. Αυτό ήταν επιτυχημένο στα τηλεφωνικά κέντρα γιατί η ολοκλήρωση τηλεφώνων και υπολογιστών κάνει αυτή την εργασία ιδαίτερα δεκτική σ’ αυτό6. Επιπλέον, τα τηλεφωνικά κέντρα αναδύθηκαν σε μια εποχή απορρύθμισης, συχνής στον οικονομικό τομέα στο ΗΒ, οδηγώντας σε μια ραγδαία αύξηση των πωλήσεων7.

Το επόμενο βήμα αυτοματοποίησης έφερε τη δυνατότητα όχι απλά ενίσχυσης του πώς διεκπεραιώνεται η δουλειά, αλλά την πλήρη εκτόπιση ανθρώπων από τη διαδικασία, σε κάποιους τομείς. Ως αποτέλεσμα, αυτό εγείρει τη δυνατότητα μαζικής ανεργίας. Αλλά η ιστορία της τεχνολογίας στους εργασιακούς χώρους, είναι μια ιστορία που σημαδεύεται από την αμφισβητούμενη εισαγωγή νέων μεθόδων επιτήρησης και ελέγχου από τη διοίκηση, περιλαμβάνοντας μια μάχη σχετικά με το πώς διεκπεραιώνεται η εργασία και κάτω από ποιες συνθήκες. Η επόμενη μετατόπιση περιλαμβάνει αυξημένες τεχνολογικές δυνατότητες αυτοματοποίησης. Ο Μαρξ κάνει μια σημαντική διάκριση ανάμεσα στο “εργαλείο” και τη “μηχανή”, που είναι χρήσιμο να τη λάβουμε υπόψιν μας εδώ. Η μηχανή ήταν “ένας μηχανισμός που, αφού τεθεί σε κίνηση, πραγματοποιεί με τα εργαλεία της την ίδια διαδικασία/λειτουργία που έκανε προηγουμένων ο εργάτης με αντίστοιχα εργαλεία”8. Αυτή η αντιγραφή της εργασίας συχνά γίνεται με λάθη και σφάλματα, ιδιαίτερα καθώς ο πραγματικός κόσμος είναι πολύ πιο αντιφατικός και μπερδεμένος από όσο επιτρέπει ο σχεδιασμός. Για παράδειγμα, οι γραμμές συναρμολόγησης με ρομπότ έχουν την τάση να χρειάζονται εργάτες σε ετοιμότητα για να διορθώνουν λάθη στην ευθυγράμμιση και πράγματα που φεύγουν από τη θέση τους. Αυτό το επόμενο κύμα αυτοματοποίησης θα καθοδηγείται από ένα καινούριο είδος αυτοματοποίηση: αντί της απλής αυτοματοποίησης καθηκόντων στη βάση της αναπαραγωγής των προηγούμενων δράσεων του εργάτη, πρόκειται για αυτοματοποίηση υποβοηθούμενη από την τεχνητή νοημοσύνη που μπορεί να αυτοδιορθώνεται και να μαθαίνει με διάφορους τρόπους.

Ο κίνδυνος είναι να θεωρήσουμε την αυτοματοποίηση σε πολύ γενικούς όρους, να την σκεφτόμαστε ως ένα σημείο ρήξης που θα πυροδοτήσει μια μετατόπιση εποχής στην ανθρώπινη ύπαρξη, ένα σκαλοπάτι στην “ιδιομορφία” του Ray Kurzweil9. Όμως, όπως έχει επιχειρηματολογήσει ο Michael Burawoy: “στην πραγματικότητα, οι μηχανές εγκολπώνουν έναν αριθμό δυνατοτήτων, αρκετές από τις οποίες συστηματικά μάλλον ματαιώνονται, αντί να αναπτύσσονται, από το κεφάλαιο10. Η τεχνολογική πρόοδος δεν είναι γραμμική, αλλά οι δυνατότητές της διαμορφώνονται βαθιά από το κεφάλαιο. Ειδικότερα στον εργασιακό χώρο, ο Harry Braverman ισχυρίζεται ότι η τεχνολογία ήταν προσδεμένη τόσο με την αποδοτικότητα όσο και τον έλεγχο, καθώς “ο μηχανικός εξοπλισμός προσφέρει στη διοίκηση την ευκαιρία να κάνει με εντελώς μηχανικά μέσα αυτό που προηγουμένως προσπαθούσε να κάνει με οργανωτικά και πειθαρχικά μέσα”11. Αυτή η μέθοδος ελέγχου είναι που είχε τεράστια επιτυχία στα τηλεφωνικά κέντρα, δημιουργώντας συνθήκες μετα-βιομηχανικής εργασίας που έχουν “γίνει όχι το όνειρο του Daniel Bell, αλλά ο εφιάλτης του Harry Braverman”12.

Καπιταλισμός πλατφόρμας και oικονομία πλατφόρμας

Το τηλεφωνικό κέντρο μπορεί να κατανοηθεί ως μια αρχετυπική μορφή σύγχρονης εργασίας, που έρχεται να συμβολίσει τις μετατοπίσεις από την βιομηχανική εργασία στην εργασία στις υπηρεσίες. Οι εργάτες βρίσκονται συχνά από εξωτερικές αναθέσεις, και γενικά απασχολούνται σε συνθήκες επισφάλειας, με δουλειά που είναι αγχωτική, δύσκολη και σε ξεζουμίζει συναισθηματικά. Στην απουσία ισχυρού συνδικαλισμού ή οραγανώσεων στους χώρους εργασίας, οι διοικήσεις έχουν σχετικά ελεύθερο πεδίο να σχεδιάζουν και να υλοποιούν δεσποτικές μεθόδους δημιουργίας, ουσιαστικά, ενός “ηλεκτρονικού Πανοπτικού”13. Τα υψηλά επίπεδα επιτήρησης έχουν γίνει συνώνυμα με αυτό το είδος εργασίας, μαζί με την διαδεδομένη/διάχυτη χρήση δεικτών [metrics] και διεστραμμένων προσπαθειών τυποποίησης [gamification]. Το τηλεφωνικό κέντρο παρέχει ένα πανίσχυρο μοντέλο για τους μάνατζερ να μειώνουν τα κόστη και να υπερεκμεταλλεύονται τους εργάτες, μοντέλο που η έμπνευσή του παρουσιάζεται όλο και περισσότερο και σε άλλα είδη εργασίας. Η ανάπτυξη αυτών των τεχνολογικών μεθόδων επιτήρησης και ελέγχου έχει προσφέρει πολύτιμες ενοράσεις σχετικά με τη διαχείριση του μετασχηματισμού της εργασίας μετά την οικονομική κρίση του 2008, σε αυτό που ο Paul Mason έχει περιγράψει ως “ανάκαμψη χωρίς δουλειές”14. Η ανάπτυξη της “οικονομίας πλατφόρμας” έχει οδηγηθεί από την “οικονομία της ισχνής πλατφόρμας”, αναπτυσσόμενη μέσα σε ένα πλαίσιο που “τελικά εμφανίζεται ως μια διέξοδος [outlet] για το πλεονάζον κεφάλαιο σε μια εποχή υπερβολικά χαμηλών επιτοκίων και δεινών ευκαριών επένδυσης παρά ως η πρωτοπορία που προορίζεται να αναζωογονήσει τον καπιταλισμό”15.

Αυτές οι πλατφόρμες ισχυρίζονται ότι φέρνουν κοντά ανθρώπους που χρειάζονται μια υπηρεσία με αυτούς που είναι έτοιμοι να την προσφέρου: διαδρομές με ταξί στην περίπτωση της Uber, ενώ για την Deliveroo είναι η διανομή φαγητού. Οι εργαζόμενοι στην Deliveroo και την Uber ταξινομούνται λανθασμένα ως αυτο-απασχολούμενοι ανεξάρτητοι εργολάβοι, παρά το ότι πρέπει να πληρώσουν μια προκαταβολή για μια στολή που πρέπει να φοράνε και το ότι οι εργασιακές τους σχέσεις είναι πολύ κοντά σ’ αυτές ενός εργάτη, αλλέ με “κουρεμένες” τις περισσότερες υποχρεώσεις για τον εργοδότη. Συνεπώς αποτελεί μια συνειδητή επιλογή ότι στο παρόν άρθρο να χρησιμοποιήσουμε τον όρο “εργάτης” σε αντίθεση με το μακροσκελές νομικό κατασκεύασμα που αυτή τη στιγμή υποστηρίζει το επιχειρηματικό μοντέλο αυτών των πλατφορμών16. Αυτή η διαδικασία της “συμβατικής” εξωτερικής ανάθεσης εργατών έχει περιγραφεί ως “μαύρη ψηφιακή εργασία” [digital black box labor]17. Ο όρος προσπαθεί να συλλάβει πώς διάφοροι οργανισμοί προσπαθούν να συσκοτίσουν την εργασία που είναι κομβική στα επιχειρηματικά τους μοντέλα, μειώνοντας τις υποχρεώσες/ευθύνες της εταιρίας και κάνοντάς τες να μοιάζουν σαν μια πιο ελκυστική επενδυτική ευκαιρία. Συνεπώς, είναι ένα πολύ σημαντικό καθήκον να αποκαλύψουμε τις συνθήκες αυτού του είδους εργασίας και να αμφισβητήσουμε την ψευδή κατηγοριοποίησή της.

Στη Deliveroo, το ηλεκτρονικό πανοπτικόν του τηλεφωνικού κέντρου προσαρμόζεται σε ένα γεωγραφικά διεσπαρμένο πλαίσιο που διαμεσολαβείται διαδικτυακά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι εργάτες να αποκτούν και να εσωτερικοποιούν την πίεση της διαχείρισης, κάτι που συχνά υποστηρίζεται από την άμεση τιμωρία ή την επισφάλεια των αβέβαιων συμβάσεων και μια σχεδόν καθολικά καθυβριζόμενη εργασιακή εμπειρία – τόσο από τους εργάτες όσο και από τον κόσμο που καλεί. Για τους εργάτες στην οικονομία πλατφόρμας, είτε οδηγούν ταξί Uber ή παραδίδουν takeaway για τη Deliveroo, αυτή η πίεση φανερώνεται μέσω μιας διαδικτυακής εφαρμογής. Οι εργάτες παρακολουθούνται/επιτηρούνται ενδελεχώς/πολύ λεπτομερειακά, σημειώνοντας τους ακριβείς χρόνους και τις διαδρομές που ακολουθούνται, ενώ οι πελάτες παρέχουν τις δικές τους βαθμο/αξιολογήσεις. Αλλά, σε αντίθεση με το τηλεφωνικό κέντρο, η αλληλεπίδραση ανάμεσα σε έναν εργάτη της Deliveroo και τη διεύθυνση είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Η συμβατική εξωτερική ανάθεση όχι μόνο εδραιώνει επισφαλείς συνθήκες απασχόλησης αλλά, επίσης, λειτουργεί σε ένα πλαίσιο στο οποίο οι εργάτες μπορούν να έχουν φυσική επαφή με την εταιρία μόνο όταν υπογράφουν – και αυτή η επαφή είναι επίσης με άλλους επισφαλείς εργάτες που έχουν διοριστεί στα κέντρα προσλήψεων – ή με εργάτες τηλεφωνικών κέντρων αν κάτι πάει στραβά. Αντί της φυσικής επιτήρησης και διεύθυνσης που βρίσκεται στο βασίλειο του εργοστασίου, ή την επαυξημένη επιτήρηση του τηλεφωνικού κέντρου, υπάρχει διεύθυνση/διοίκηση με το αλγοριθμικό Πανοπτικόν. Στις συνεντεύξεις που έχω κάνει μέχρι τώρα, οι εργάτες της Deliveroo έχουν περιγράψει με λεπτομέρεια με ποιο τρόπο “δεν υπάρχει ένα πρόσωπο που σου λέει τι να κάνεις, είναι ο αλγόριθμος” και ότι “ο αλγόριθμος είναι το αφεντικό18. Αυτοί δουλεύουν στον αλγόριθμος, εμείς δουλεύουμε στον αλγόριθμο, αυτοί απλά ερμηνεύουν τους αριθμούς που παράγουμε εμείς”19. Η λειτουργία της διεύθυνσης επιτελείται κυρίως στη μορφή email που αξιολογούν/βαθμολογούν την απόδοση. Αν και δεν λένε στους εργάτες τους πραγματικούς στόχους αλλά μόνο αν τους έχουν “πιάσει” ή όχι. Αυτό εισάγει την απαίτηση της αυτορύθμισης που υπάρχει στο Πανοπτικόν, που ενσταλάζει/εγχαράζει το συναίσθημα ότι διαρκώς ακολουθείσαι και παρακολουθείσαι, παρά την απουδία ενός φυσικού αντικειμένου ή επιστάτη/επιβλέποντα.

Αντί να απαλείφει τη δυνατότητα της αντίστασης, αυτή η καινούρια ενσάρκωση του Πανοπτικού μάλλον δημιουργεί μια διπλή επισφάλεια για την πλατφόρμα της Deliveroo. Η έλλειψη εργασιακών δικαιωμάτων και η επικίνδυνη φύση της εργασίας σημαίνει ότι οι εργάτες απομένουν με ελάχιστη προστασία. Όπως εξηγεί ένας συνεντευξιαζόμενος:

Είμαι νέος, δεν έχω κάποια οικογένεια να φροντίσω, δεν είναι και τόσο άσχημα για μένα βραχυπρόθεσμα. Αλλά μακροπρόθεσμα φοβάσαι, πραγματικά φοβάσαι. Αν θέλω να πάω διακοπές, πρέπει να μαζέψω λεφτά, αν τρακάρω ή σπάσω το πόδι μου δεν μπορώ να δουλέψω. Αν δεν μπορώ να δουλέψω δεν μπορώ να πληρώση το νοίκι, δεν μπορώ να πάω διακοπές οπότε είναι μια διαδικασία αρκετά σκληρή20.

Αυτές οι συνθήκες δημιουργούν προφανείς δομικές δυσκολίες για οργάνωση, αλλά επίσης συγκαλύπτουν μια επισφάλεια για την ίδια την πλατφόρμα. Η διευθυντική λειτουργία που συναντάμε σε άλλους εργασιακούς χώρους ανατίθεται επίσης εξωτερικά ως επί το πλείστον, σε αυτό το μοντέλο της “ισχνής πλατφόρμας”, που σημαίνει ότι ο οργανισμός έχει λίγα εργαλεία στη διάθεσή του για να αντιμετωπίσει μια οργανωμένη αντίσταση21.

Πώς αντιστέκονται οι εργάτες στην οικονομία πλατφόρμας

Το ενδιαφέρον μου στην “οικονομία πλατφόρμας” ξεκίνησε από ένα παρόμοιο σημείο με το σχέδιο για τα τηλεφωνικά κέντρα: εδώ βρισκόταν μια καινούρια και ραγδαία αναπτυσσόμενη μορφή εργασίας, η οποία δημιουργεί πολλά παράπονα και αδικίες αλλά δεν έχει σημάδια παραδοσιακής οργάνωσης εργασιακού χώρου. Όπως ακριβώς και στην περίπτωση των τηλεφωνικών κέντρων, η δυνατότητα οργάνωσης των εργατών στην “οικομνομάία πλατφόρμας” έχει ξεγραφτεί πολύ γρήγορα. Η επωδός για τους οδηγούς στην Uber ήταν ότι δεν υπάρχει φυσικός εργασιακός χώρος ούτε τρόπος συνάντησης, οπότε δεν μπορούν να σχηματιστούν τα δίκτυα που χρειάζονται για οργάνωση. Είναι, ίσως, ακριβέστερο ότι αυτές οι αμφιβολίες προέρχονταν κυρίως από ανθρώπους που πίστευαν ότι δεν θα μπορούσαν να προσεγγίσουν τους οδηγούς της Uber για να τους οργανώσουν, μια άμυνα από την πλευρά των υπαρχόντων συνδικάτων σχετικά με το γιατί δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν πόρους για μια καμπάνια. Αντίθετα, αυτό που δείχνει η περίπτωση της Deliveroo είναι ότι συχνά αυτές οι πλατφόρμες απαιτούν το μάζεμα των εργατών σε διάφορα σημεία – σημεία συνάντησης – ώστε οι εργάτες να είναι στην καλλίτερη δυνατή θέση για να ξεκινήσουν μια παράδοση. Ακόμα και χωρίς αυτό, οι οδηγοί της Deliveroo συναντιούνται σε διάφορα σημεία μέσα στην πόλη, από δημοφιλή εστιατόρια μέχρι πολυσύχναστες διασταυρώσεις, ένα θέαμα που είναι πλέον πανταχού παρόν σ’ ολόκληρο το Λονδίνο. Η Uber κατάλαβε ότι ήταν εύκολο να βρει οδηγούς της Deliveroo, με πολλαπλές αναφορές για παραγγελίες της Deliveroo στα κεντρικά της Uber, όπου οι μάνατζερ προσπαθούσαν να στρατολογήσουν οδηγούς στην ανταγωνιστική υπηρεσία. Αυτοί οι οδηγοί δεν είναι εντελώς κατακερματισμένοι ανάμεσα σε ψηφιακές πλατφόρμες, αλλά παραμένουν “προσδεμένοι” στους μεγάλους και μικρούς δρόμους, πολύ πραγματικά μέρη της πόλης. Πρέπει επίσης να παρατηρήσουμε ότι οι οδηγοί της Uber πρέπει να εμφανίζουν έγγραφα, και τα γραφεία που συμβαίνει αυτό παρέχουν ένα σημαντικό σημείο δυνητικής επαφής, παρά το γεγονός ότι ο οδηγός της Uber στο Λονδίνο είναι πάντα μόνο μια σύντομη διαδρομή και ένα αίτημα στη δικτυακή εφαρμογή, μακριά.

Σε αντίθεση με το τηλεφωνικό κέντρο, όπου εργάστηκα κρυφά για έξι μηνες, έχω εμπλακεί, από την προηγούμενη χρονιά, σε μια ενεργητική εθνογράφηση/εθνογραφία με τους εργάτες της Deliveroo. Αυτό σήμαινε να παίρνω μέρος σε μερικές δράσεις πριν από την απεργία, και ακόμα μεγαλύτερη δραστηριότητα μετά από την μη-προκηρυγμένη απεργιακή δράση.

Όπως έχω αναφέρει λεπτομερειακά22 αλλού, η αυτοοργάνωση των εργατών της Deliveroo, μαζί με την υποστήριξη του κλάδου των ταχυμεταφορέων της IWGB, είναι εξαιρετική πηγή έμπνευσης. Η εξαήμερη απεργία ήταν μια αυθόρμητη αντίδραση στη μονομερή προσπάθεια της Deliveroo να καταργήσει την πληρωμή με την ώρα και να την αντικαταστήσει με μια πληρωμή “με-την-παράδοση” μόνο. Η δράση οργανώθηκε πρωτίστως στην εφαρμογή WhatsApp, οικοδομώντας πάνω σε προϋπάρχοντα δίκτυα, μερικά από τα οποία είχαν δημιουργηθεί στα σημεία συνάντησης που είχαν προσδιοριστεί σε κάθε περιοχή από τη Deliveroo. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια πολύ ζωντανή καμπάνια που κυκλοφόρησε ευρύτατα στα κοινωνικά δίκτυα.

Στην απεργία στην UberEATS23, που ακολούθησε λίγο μετά την απεργία στη Deliveroo την προηγούμενη χρονιά, επιχειρήθηκε μια αντίστοιχη προσέγγιση. Υπήρξε από την Uber μια ειδική προσφορά που σήμαινε μια έκπτωση 5 λιρών για την πρώτη παραγγελία. Οι απεργοί, μαζί με μερικούς ακόμα από τη Deliveroo, συνειδητοποίησαν ότι θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν αυτή την προσφορά. Ξεκίνησαν να κάνουν παραγγελίες αξίας μικρότερης από 5 λίρες, παίρνοντας έτσι και ένα ελεύθερο γεύμα και έναν άλλον οδηγό ο οποίος θα μπορούσε να πειστεί να συμμετάσχει στην “ανεπίσημη” απεργία. Όσοι απεργούσαν μαζεύονταν γύρω από τον οδηγό ζητωκραυγάζοντας και φωνάζοντας “log out24 – το ισοδύναμο στην οικονομία πλατφόρμας του “κατεβάσματος” των εργαλείων – σε μια αυθόρμητη πορεία. Η Uber, που είχε απόλυτη επίγνωση της δράσης που εξελισσόταν, βρήκε έναν τρόπο να σταματήσει τις παραγγελίες προς τη διαδήλωση, αποτρέποντας περισσότερους οδηγούς να συμμετάσχουν σ’αυτήν εκείνη την ημέρα. Όπως εξήγησε ένας από τους οδηγούς από τους οποίους πήρα συνεντεύξεις, όπως και η διασκέδαση που οι απεργοί πήραν από τη δράση, έδειξαν επίσης ότι μπορούσαν να “καταλάβουν το σύστημα κατά κάποιο τρόπο…αν είναι μια ανεπίσημη απεργία…είναι σαν καθιστική διαμαρτυρία25”. Αυτό ακολουθήθηκε από κουβέντες σχετικά με το πώς οι πλατφόρμες οι ίδιες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ενάντια στον εαυτό τους, παρόμοια με τη χρήση “επιθέσεων κλήσεων” σε inbound τηλεφωνικά κέντρα στην Τουρκία, στα οποία ακτιβιστές οργάνωσαν μαζικά τηλεφωνήματα στα κέντρα ώστε να διαδώσουν πληροφορίες και να προσπαθήσουν να οργανωθούν26.

Η καμπάνια στην Deliveroo εξακολουθεί να χτίζεται, με την IWGB να μάχεται αυτή τη στιγμή για την αναγνώριση ενός συνδικάτου. Αυτό θα σήμαινε, αν πετύχει, τεράστιες αλλαγές στις συνθήκες για τους εργάτες στην Deliveroo καθώς αν ανατραπεί το κίβδηλο καθεστώς απασχόλησης, οι εργάτες θα δικαιούνταν, μεταξύ άλλων δικαιωμάτων, αποδοχές στις διακοπές και στην περίπτωση ασθένειας. Η καμπάνια [στο Λονδίνο] ακολουθήθηκε από καμπάνιες στο Leeds, στο Μπρίστολ, στο Μπράιτον και σε έναν αυξανόμενο αριθμό σημείων που η Deliveroo αρχίζει να στήνεται. Υπήρξε επίσης μια πρόσφατη απεργία Ιταλών εργατών στην Foodora, μια παρόμοια εταιρία διανομής φαγητού27. Αυτά τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι είναι δυνατόν για τους εργάτες να οργανωθούν στην “οικονομία πλατφόρμας”, πειραματιζόμενοι με καινούριους τρόπους οργάνωσης ενώ παράλληλα προσαρμόζουν παλιότερες τεχνικές.

Αυτοματοποίηση στις δουλειές μεταφοράς και διανομής

Η ταξική πάλη στα τηλεφωνικά κέντρα αποκτά ένα ιδιαίτερο χρώμα και μορφή εξαιτίας της διάχυτης άρνησης εργασίας και της (ίσως αναγκαστικής) έλλειψης ενός πιο θετικού οράματος σχετικά με το πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ένα τηλεφωνικό κέντρο πωλήσεων. Υπάρχει μια διαφορετική διάσταση με την εργασία στις μεταφορές και στη διανομή/παράδοση, με δεδομένο ότι υπάρχει ένας εναλλακτικός τρόπος εκτέλεσής τους που επιχειρείται τώρα να επιβληθεί στον κοντινό ορίζοντα. Η Uber έχει κάνει ξεκάθαρο ότι ο στόχος της είναι να αυτοματοποιήσει τις υπηρεσίες της με οχήματα χωρίς οδηγί, δοκιμάζοντας ήδη υπηρεσίες με την Toyota, την Volvo, και τώρα την Mercedes Benz, που θα κάνει την εταιρία να “λειτουργεί ένα δίκτυο αυτοκινήτων χωρίς οδηγό που θα μπορούν να “κρατηθούν” μέσα από την εφαρμογή της Uber28”. Για την Deliveroo αυτό παραμένει μια δυνατότητα, αν και η αντίπαλη εταιρία Just Eat έχει ήδη ξεκινήσει να δοκιμάζει ένα ρομποτικό όχημα διανομής στο Λονδίνο. Όπως παρατήρησε ένας αναλυτής της TCC Global: “Είναι μια αξιέπαινη και τολμηρή ιδέα, αλλά αναρωτιέμαι επίσης πώς αυτό θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε μεγάλη κλιμακα όταν υπάρχει ήδη μια ανθρώπινη εναλλακτική με πολύ χαμηλό κόσοτος29”. Παρ’ όλα αυτά, οι τιμές των αυτόνομων οχημάτων και των drones μειώνονται και είναι πολύ πιο συνεργάσιμα από τους εργάτες, κάτι που σημαίνει ότι η αυτοματοποίηση αυτών των τομέων γίνεται ραγδαία μια πιθανότητα. Από μια καθαρά ακαδημαϊκή οπτική αυτό μπορεί να δημιουργεί μια αίσθηση αναπόφευκτου και ήττας – αυτοί οι τομείς πρόκειται να αυτοματοποιηθούν έτσι κι αλλιώς, οπότε γιατί να ασχολούμαστε με την ανάδυση των αγώνων εκεί;

Η αυτοματοποίηση, όπως και η τεχνολογία που την διευκολύνει και την αναπτύσσει, δεν είναι ουδέτερη. Μάλλον αναδύεται από συγκεκριμένα σύνολα κοινωνικών σχέσεων, αντανακλώντας το πλαίσιο από το οποίο αναδύεται, και στη συνέχεια χρησιμοποιείται ως μέρος μιαςς παρέμβασης σ’ αυτές τις κοινωνικές σχέσεις. Η διαμάχη γύρω από την αυτοματοποίηση θα πρέπει να ειδωθεί από την οπτική των εργατών που κάνουν αυτές τις δουλειές τώρα, αντιστεκόμενοι στην αναδιοργάνωσή τους, και σκεπτόμενοι πώς θα έμοιαζαν άλλες εναλλακτικές. Όπως έχει παρατηρήσει ο Μαρξ:

Η ειδική δεξιότητα κάθε μεμονωμένου χειριστή μηχανής, δεξιότητα που έχει τώρα χάσει κάθε σημασία, εξαφανίζεται ως μια απειροελάχιστη ποσότητα μπροστά στα μάτια της επιστήμης, τις γιγάντιες φυσικές δυνάμεις και τη μάζα της κοινωνικής εργασίας που ενσαρκώνεται στο σύστημα αυτού του εξοπλισμού, ο οποίος μαζί με αυτές τις τρεις δυνάμεις, συνιστά την εξουσία του “αφέντη”.30

Ο “αφέντης” ενισχύεται τώρα σε πολύ μεγάλο βαθμό από νέες τεχνολογίες, επικρέμοντας την απειλή της αυτοματοποίησης πάνω από όλο και ευρύτερες ομάδες εργατών31. Αυτή η απειλή καθιστά ακόμα πιο σημαντικό να βρούμε τρόπους να κάνουμε τις “μηχανές” να μην υπηρετούν πλέον τον “αφέντη”, βλέποντας αυτές τις προσπάθειες όχι ως ήττες σε μάχη αλλά μέρος μιας εναλλακτικής. Αντί να αποδεχόμαστε ή να απορρίπτουμε άκριτα νέες τεχνολογίες πρέπει, μάλλον, να ξεκινήσουμε τη δική μας ανάλυση από αυτά τα ερωτήματα. Αυτό σημαίνει να σκεφτούμε ποιος σχεδιάζει αυτές τις τεχνολογίες και κάτω από ποιές πιέσεις, ποιες νέες μορφές οργάνωσης και εκμετάλλευσης αναδύονται από τη χρήση τους και πώς η τεχνολογία μετασχηματίζει την εργασία και τις καθημερινές ζωές γενικότερα. Από τα τηλεφωνικά κέντρα μέχρι την “οικονομία πλατφόρμας”, η τεχνολογία έχει χρησιμοποιηθεί για την κυριαρχία πάνω στους εργάτες και την εκμετάλλευση τους. Αξίζει, παρ’ όλα αυτά, να θυμόμαστε ότι οι υπολογιστές και η αυτοματοποίηση υπόσχονταν κάποτε συναρπαστικές δυνατότητες, αλλά αυτή η δημιουργικότητα και οι δυνατότητες διαστράφηκαν και αναδιαμορφώθηκαν στον καπιταλισμό πλατφόρμας του παρόντος. Μέσα από δουλειά μπορούμε να καταλάβουμε ότι παρά τις δυστοπικές ενδείξεις, αυτό το παρόν παραμένει διεκδικούμενο και αμφισβητούμενο, και ότι ένα καινούριο είδος πολιτικής μπορεί, για μια ακόμα φορά, να φέρει το απελευθερωτικό δυναμικό της τεχνολογίας και πάλι πίσω στον πολιτικό ορίζοντα.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://www.metamute.org/editorial/articles/automate-delivering-resistance-gig-economy. Η λέξη “παραδίνοντας” είναι μετάφραση του “Delivering” στο αγγλικό πρωτότυπο, που αποτελεί προφανώς λογοπαίγνιο με την υπηρεσία delivering, κάτι που μάλλον “χάνεται” στην ελληνική απόδοση.

2 Ο Jamie Woodcock είναι υπότροφος στο LSE και συγγραφέας του Working The Phones, ένα βιβλίο σχετικά με τον έλεγχο και τις αντιστάσεις στα τηλεφωνικά κέντρα. Το πιο πρόσφατο πρότζεκτ του είναι σχετικά με την Deliveroo και την “οικονομία πλατφόρμας”. Κάνει ταυτόχρονα και έρευνα για την ψηφιακή εργασία, την τεχνολογία, τη διοίκηση επιχειρήσεων και τα βιντεοπαιχνίδια.

3 Περισσότερες πληροφορίες εδώ: http://www.plutobooks.com/display.asp?K=9780745399…

4 Carl Benedikt Frey & Michael A. Osborne, “The Future of Employment: How Susceptible are Jobs to Computerisation”, 2013, διαθέσιμο εδώ: http://www.oxfordmartin.ox.ac.uk/downloads/academi…

5 Nick Srnicek και Alex Williams, Inventing the Future: Postcapitalism and a World Without Work, London: Verso, 2015.

6 Phil Taylor and Peter Bain, ‘“An Assembly Line in the Head”: Work and Employee Relations in the Call Centre’, Industrial Relations Journal, Vol.30 No.2, 1999, pp.101–17.

7 Peter Bain και Phil Taylor, ‘Ringing the Changes? Union Recognition and Organisation in Call Centres in the UK Finance Sector’, Industrial Relations Journal, Vol.33 No.3, 2002, σελ. 246–261.

8 Kαρλ Μαρξ, Κεφάλαιο, Τόμος 1: Μια Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Λονδίνο: Penguin, 1990, σελ. 457.

9Ray Kurzweil, ‘The Law of Accelerating Returns’, 2001, διαθέσιμο στο: http://www.kurzweilai.net/articles/art0134.html.

10 Michael Burawoy, The Politics of Production, London: Verso, 1985, σελ. 53.

11 Harry Braverman, Labor and Monopoly Capitalism: The Degradation of Work in the Twentieth Century, London: Monthly Review, 1999, σελ. 134.

12 Enda Brophy, “The Subterranean Stream: Communicative Capitalism and Call Centre Labour”, Ephemera, Vol. 10 Issue 3/4, 2010, σελ. 474.

13 Sue Fernie and David Metcalf, (Not) Hanging on the Telephone: Payments Systems in the New Sweatshops, Centre for Economic Performance, London School of Economics, 1998.

14 Paul Mason, PostCapitalism: A Guide to our Future, London: Penguin, 2016.

15 Nick Srnicek, Platform Capitalism, Cambridge: Polity, 2017, σελ. 91.

16 Brishen Rogers ‘Employment Rights in the Platform Economy: Getting Back to Basics’, Harvard Law and Policy Review, Vol.10, 2016.

17 Trebor Scholz, ‘Think Outside the Boss’, Public Seminar, 2015, διαθέσιμο διαδικτυακά εδώ: http://www.publicseminar.org/2015/04/think-outside…

18 Στμ. Τεράστιο ζήτημα. Νομίζουμε ότι είναι λίγο πιο περίπλοκο από αυτό. Στην πραγματικότητα δεν είναι ο αλγόριθμος το αφεντικό. Ο αλγόριθμος είναι μια αφηρημένη μορφή διαμεσολάβησης ανάμεσα στο “πραγματικό” αφεντικό – η εταιρία, οι μέτοχοι – κλπ. Μια αφηρημένη έκφραση της σχέσης κεφάλαιο που όμως δεν αποτελεί παρά μια μορφή φετιχισμού του, δηλαδή απόκρυψης της πραγματικής σχέσης εκμετάλλευσης, όπως ακριβώς η μηχανή. Αν και επίσης το “πραγματικό” αφεντικό δεν πρέπει να θεωρείται απλουστευτικά, απέχουμε πολύ ακόμα από ένα επίπεδο αφαίρεσης της σχέσης κεφάλαιο που να μην εμπλέκει φυσικά αφεντικά και ζωντανή εργατική δύναμη. Ο αλγόριθμος οργανώνει τη σχέση κεφάλαιο-εργασία στη συγκεκριμένη περίπτωση με έναν πιο “αντικειμενικό” και “αποφυσικοποιημένο” τρόπο αλλά δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο αλγόριθμος: 1) είναι δημιουργία κάποιων μηχανικών Η/Υ ως μέσο παραγωγής και 2) τα κριτήρια και οι νόρμες που ελέγχει τίθενται όχι από τον ίδιο αλλά από αυτούς που τα μεταφράζουν σε πραγματική υπεραξία, από τα πραγματικά αφεντικά. Ο αλγόριθμος, με άλλα λόγια, ούτε υπεραξία αποσπά ούτε μέσα παραγωγής κατέχει. Είναι ουσιαστικά ένα μέσο παραγωγής που ενσωματώνει, όμως, και διευθυντικές λειτουργίες. Σε κάθε περίπτωση, φυσικά, πρέπει να συζητήσουμε σε βάθος τη βιωμένη εμπειρία των εργατών πχ. στη Deliveroo να βλέπουν ως αφεντικό τον αλγόριθμο!

19 Αυτές οι συνεντεύξεις έχουν διενεργηθεί ως μέρος ενός σε εξέλιξη συνεργατικού ερευνητικού σχεδίου με εργάτες της Deliveroo και του συνδικάτου IWGB.

20 Συνέντευξη [από εργάτη] στο Deliveroo.

21 Srnicek, 2017.

23 Στμ. UberEATS: Αμερικάνικη υπηρεσία δικτυακών παραγγελιών φαγητού και πλατφόρμα διανομής (όπως η Deliveroo) που εγκαινιάστηκε από την Uber το 2014 με βάση στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια.

24 Στμ. Με άλλα λόγια “βγες, βγες” [από την εφαρμογή].

25 Συνεντεύξεις στη Deliveroo.

26 Şafak Tartanoğlu, ‘The Conditions and Consequences of Informal Organisation in Turkish Call Centres’, ILPC 13-15 Απρίλιος 2014, Λονδίνο, 2014.

27 Arianna Tassinari και Vincenzo Maccarrone, ‘Striking the Startups’, Jacobin, 2017, διαθέσιμο δικτυακά: https://www.jacobinmag.com/2017/01/foodora-strike-…

28 Pete Campbell και Leslie Hook, ‘Mercedes and Uber plan network of self-driving cars’, Financial Times, 31 Ιανουαρίου 2017, διαθέσιμο δικτυακά στο : https://www.ft.com/content/49866534-e7cb-11e6-967b…

29 Παρατίθεται στο BBC: ‘Takeaway app Just Eat to test delivery robots’, BBC News, 6 Ιουλίου 2016, διαθέσιμο δικτυακά: http://www.bbc.com/news/technology-36723089

30Κεφάλαιο, ό.π., 1990, σελ. 549.

31 Στμ. Ένα άλλο εξαιρετικά κομβικό σημείο: είναι απειλή ή δυνατότητα; Αγώνας για τη διατήρηση των δουλειών αυτών ή η απώλειά τους μπορεί να συμβάλλει στην αποφετιχοποίηση της εργασίας και να ανοίξει προοπτικές αγώνα για την κατάργηση της ως μισθωτής σκλαβιάς;