Ποιος μιλά για ειρήνη; Σκέψεις πάνω στα πρόσφατα γεγονότα στο Εκουαδόρ1

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα άρθρο γνώμης από τον Joseph SP, κάτοικο του Εκουαδόρ, ο οποίος αναλογίζεται τα γεγονότα που συμβαίνουν στη χώρα του. Δημοσιεύθηκε αρχικά στις 8 Οκτωβρίου 2019 στην ιστοσελίδα Indymedia Ecuador. Το κείμενο που ακολουθεί είναι η δική μας μετάφραση. Παρατήρηση: σ’ ολόκληρο το κείμενο ο συγγραφέας κάνει χρήση του ουδέτερου γένους -x.

CW: υπάρχουν αναφορές ομοφοβίας και οικογενειακής βίας.

 

Δεν κάνω σχεδόν ποτέ αναρτήσεις σε κοινωνικά δίκτυα, αλλά σήμερα δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι τις ταραγμένες κοινωνικές συνθήκες στις οποίες ζούμε σήμερα [στο Εκουαδόρ] και τον τρόπο που επηρεάζουν τη ζωή μου. Κάποιοι στα κοινωνικά δίκτυα έχουν κάνει εκκλήσεις για ΕΙΡΗΝΗ και ψυχραιμία, ουρλιάζοντας για την παράλυση που έχουν προκαλέσει οι κινητοποιήσεις από τους πιο στερημένους της κοινωνίας: τους αυτόχθονες, τους αγρότες, τις γυναίκες και τους φοιτητές. Με ετικέτες στο τουίτερ όπως #EcuadorPaísDePaz [μετ. Εκουαδόρ χώρα της ειρήνης] θα έπρεπε να φτάσουμε να πιστέψουμε ότι η ΕΙΡΗΝΗ είναι κάτι που ήταν πάντα παρόν στη χώρα μας και ότι “κάποιοι” ήρθαν για να την διαρρήξουν και να την βανδαλίσουν. Παρ’ όλα αυτά, μου είναι αδύνατον να φανταστώ αν έχω γνωρίσει πραγματικά ποτέ την ΕΙΡΗΝΗ και αν άλλοι στο ίδιο καράβι με μένα την έχουν επίσης γνωρίσει ποτέ πριν από όλες αυτές τις διαμαρτυρίες. Γνωρίζω πραγματικά την ΕΙΡΗΝΗ; Ποιος γνωρίζει την ΕΙΡΗΝΗ; Τι είναι πραγματικά η ΕΙΡΗΝΗ;

Για πολλά χρόνια τώρα έχω ξοδέψει πολύ χρόνο σκεφτόμενος με μεγάλη θλίψη και αποκαρδίωση αν θα μπορούσα ποτέ να πετύχω τους στόχους μου στη ζωή σε ένα πλαίσιο όπου δεν υπάρχουν ευκαιρίες για νεαρά άτομα και άτομα που αφιερώνουν τον εαυτό τους στις κοινωνικές επιστήμες. Κάθε μέρα ξυπνώ με άγχος και σκέφτομαι τις δυνατότητες να αναπτύξω τις ζωντανές εμπειρίες μου σε μια κοινωνία που δαιτρέχεται από ανισότητα, διακρίσεις, διαφθορά και ομοφοβία. Έχω γνωρίσει ποτέ ΕΙΡΗΝΗ; Πριν από τρεις μήνες ένας φίλος μου, ο οποίος μου λείπει πάρα πολύ, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα εξαιτίας των άθλιων εργασιακών συνθηκών εδώ στο Εκουαδόρ και εξαιτίας της ανυπόφορης ομοφοβίας της οικογένειάς του. Αποφοίτησε από μια νοσηλευτική σχολή και έκτοτε (σχεδόν για έναν χρόνο) δεν έχει καταφέρει να βρει μια σταθερή δουλειά ούτε να επανασυμφιλιωθεί με τους αγαπημένους του. Τώρα βρίσκεται χωρίς χαρτιά στις Ηνωμένες Πολιτείες, προσπαθώντας να επιβιώσει σε ένα πλαίσιο στο οποίο οι μετανάστες και τα άτομα λατινοαμερικάνικης καταγωγής [Latinxs] διώκονται ποινικά και τα μεταχειρίζονται σαν τέρατα που αποτελούν βάρος προς εκμετάλλευση και βιασμό. Όταν μιλώ μαζί του γελάμε και δίνουμε κουράγιο ο ένας στον άλλον, αλλά συχνά αναρωτιόμαστε να ξαναειδωθούμε. Έχουμε γνωρίσει ποτέ την ΕΙΡΗΝΗ;

Δεν χρειάζεται βέβαια να πω ότι υπάρχουν άλλα σώματα για τα οποία η στέρηση εκφράζεται στις ίδιες τις βασικές ανάγκες και για τα οποία η άσκηση βίας μοιάζει να είναι μια πράξη της καθημερινής ζωής. Σκέφτομαι, για παράδειγμα, τις χιλιάδες περιπτώσεις γυναικοκτονιών για τις οποίες οι δολοφόνοι αθωόνονται στα δικαστήρια· τον τεράστιο αριθμό ανθρώπων στα δημόσια νοσοκομεία που δεν πρόκειται ποτέ να θεραπευτούν ακόμα κι αν βρίσκονται σε καταστροφικές συνθήκες· τα χιλιάδες παιδιά που δουλεύουν στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης· τις χιλιάδες άνεργους στις πόλεις που ψάχνουν απεγνωσμένα για μια μορφή επιβίωσης για τα ίδια και τις οικογένειές τους. Έχουν γνωρίσει αυτά τα άτομα και οι οικογένειές του ΕΙΡΗΝΗ;

Η ΕΙΡΗΝΗ, αγαπητοί μου φίλοι, έχει γίνει ένα εμπόρευμα προσβάσιμο μόνο μέσα από μια πολύπλοκη συνάρθρωση παραγόντων που συμπεριλαμβάνουν την τάξη, τη φυλή και το φύλο. Η ΕΙΡΗΝΗ στο δικό μας πλαίσιο ως μια (Λατινοαμερικάνικη) χώρα, αποκτιέται μόνο από αυτούς που έχουν ιδιωτική ασφάλιση, μια δουλειά, ένα σπίτι, έναν αξιοπρεπή μισθό, διακοπές κλπ. Πόσα άτομα σ’ αυτή τη χώρα έχουν μια αξιοπρεπή δουλειά; Πόσα άτομα πληρώνονται όσο τους αξίζει; Πόσοι φοιτητές έχουν ένα εξασφαλισμένο μέλλον; Πόσα νέα παιδιά θα έχουν ποτέ τη δυνατότητα να σπουδάσουν καν; Πόσοι αυτόχθονες και αγρότες έχουν πρόσβαση στις πιο βασικές υπηρεσίες όπως το νερό, η υγειονομική περίθαλψη, η στέγαση και όλα τα υπόλοιπα; Πόσες γυναίκες και LGBTQI άτομα έχουν ασφαλές σπίτι, χωρίς βία και διακρίσεις; Οι Nebot, Guillermo Lasso και ολόκληρη η ορδή σκατοτραπεζιτών και επιχειρηματιών που υποστηρίζουν τις καμπάνιες για “ΕΙΡΗΝΗ” στο Εκουαδόρ μπορούν να μιλάνε γι’ αυτήν γιατί η βρωμερή ύπαρξή τους είναι εξασφαλισμένη από τη δουλειά και τις στερήσεις των άλλων. Μιλάνε για ΕΙΡΗΝΗ επειδή δεν ξέρουν τι σημαίνει να δουλεύεις και παρ’ όλα αυτά να μην έχεις αρκετά για να ταϊσεις τον εαυτό σου ή την οικογένειά σου. Μιλάνε για ΕΙΡΗΝΗ επειδή δεν ξέρουν τι σημαίνει να δέχεσαι σταθερή κακοποίηση από έναν σύντροφο και να απειλείσαι με θάνατο κάθε μέρα. Μιλάνε για ΕΙΡΗΝΗ αλλά δεν ξέρουν τι σημαίνει να πηγαίνεις σε ένα νοσοκομείο και να μην έχει λεφτά για να σώσεις τη μητέρα σου, τον πατέρα σου, τον παππού σου, τον φίλο σου…

Οπότε ποιος μιλά για ΕΙΡΗΝΗ;

 

 

#Day6OfNationalStrikeEC

#Quito

#Ecuador

 

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://ediciones-ineditas.com/2019/10/08/who-speaks-of-peace-reflections-on-the-latest-events-in-ecuador/#more-4782.

Σύντομη ανάλυση του “πακετάζο”

 και των επερχόμενων διαμαρτυριών στο Εκουαδόρ από την πλευρά μιας ριζοσπαστικής κριτικής1

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μετάφραση ενός κειμένου από τους Proletarios Revolucionarios, μια ομάδα της υπεραριστεράς από το Κίτο του Εκουαδόρ. Αν και η ομάδα διαλύθηκε το 2016, μας πρόσφεραν αυτή την ανάλυση που δημοσιεύτηκε στις 2 Οκτωβρίου του 2019. Το πρωτότυπο κέιμενο στα ισπανικά μπορεί να βρεθεί εδώ.

 

Τα πρόσφατα οικονομικά μέτρα από την κυβέρνηση του Εκουαδόρ είναι μέτρα λιτότητας που χρησιμοποιούνται σε καιρούς καπιταλιστικής κρίσης, και τα οποία έχουν εφαρμοστεί από κυβερνήσεις δεξιές, “νεοφιλελεύθερες”, αριστερές και “σοσιαλιστών του 21ου αιώνα” σ’ ολόκληρο τον κόσμο, επειδή αυτές έχουν σαν όριο την ίδια λογική της καπιταλιστικής παραγωγής, παραγωγής που ζει από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Στην πραγματικότητα, σε περιόδους κρίσης το κεφάλαιο εφαρμόζει πάντα και παντού την ίδια οικονομική πολιτική ενάντια στην τάξη μας: καιρός να σφίξουν τα ζωνάρια διαφορετικά θα υπάρξει ακόμα μεγαλύτερη φτωχοποίηση ή αύξηση της εκμετάλλευσης.

Στην περίπτωση του τελευταίου paquetazo2 από [τον πρόεδρο του Εκουαδόρ] Lenín Moreno, αρχικά έχουμε μια αύξηση στο κόστος ζωής εξαιτίας της αύξησης στις τιμές των καυσίμων (καθώς εδώ στο Εκουαδόρ ξέρουμε ότι “όταν αυξάνονται οι τιμές των καυσίμων, όλα ακριβαίνουν”)· και, δεύτερον, υπάρχουν όλες οι μεταρρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις που επιβάλλονται για να φέρουν μεγαλύτερη ευελιξία και επισφαλιοποίηση (μείωση των μισθών, των συντάξεων, των διακοπών, ευέλικτες συμβάσεις εργασίας, τηλεεργασία κλπ.).

Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα δεν είναι μόνο το πακέτο μέτρων ούτε η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση του Μορένο ή το IMF3. Το θεμελιώδες πρόβλημα είναι με ποιο τρόπο το κεφάλαιο επιτίθεται άμεσα και με τεράστια ένταση στην εργατική τάξη στις περιόδους κρίσης και πώς απαντάμε εμείς. Ο δρόμος, φυσικά, είναι η πάλη. Πρέπει, όμως, και να αναλύσουμε αυτοκριτικά και να διαμορφώσουμε μια στρατηγική για τους αγώνες της τάξης μας.

Έτσι όταν η θέρμη της ίδιας της συγκεκριμένης πάλης του προλεταριάτου σπάζει και ξεπερνά τα όρια του δημοκρατικού και του επικεντρωμένου στην ιδιότητα του πολίτη έδαφος, που είναι το έδαφος της αστικής τάξης και του Κράτους, και όταν σπάζει και τους τυποποιημένους, προβλέψιμους ρόλους που θέτουν τα συνδικάτα και τα κόμματα της αριστεράς, που το μόνο που θέλουν είναι να οικειοποιηθούν και να καθοδηγήσουν την προλεταριακή πάλη ώστε να μπορέσουν να διαπραγματευτούν με την άρχουσα τάξη για τα δικά τους ιδιαίτερα συμφέροντα που θα βελτιώσουν τη θέση τους, από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, η πιο δυναμική και θεμιτή απάντηση της εργατικής τάξης σ’ αυτά τα μέτρα λιτότητας είναι και θα είναι η άμεση, αυτόνομη και ανταγωνιστική δράση για την υπεράσπιση και την επιβολή των δικών μας ζωτικών συγκεκριμένων αναγκών· ή, τουλάχιστον, πρέπει να παλέψουμε ώστε οι πλούσιοι και οι ισχυροί να μην επιδεινώσουν τις ήδη εξαιρετικά άθλιες συνθήκες ύπαρξής μας.

Για να γίνει αυτό, πρέπει τα αιτήματα και οι διαμαρτυρίες της εργατικής τάξης να γενικευτούν και να ριζοσπαστικοποιηθούν, σε τέτοιο βαθμό που ούτε η κυβέρνηση ούτε το σύστημα ολόκληρο να μην μπορούν να συμμορφωθούν με τέτοια “αδύνατα” κοινωνικά αιτήματα· μόνο η ανατροπή του κεφαλαίου και του Κράτους θα μπορούσαν να τα ικανοποιοήσουν και τότε θα παλεύαμε για μια επαναστατική έξοδο από την καπιταλιστιtκή κρίση. Απομένουν πολλά, όμως, που πρέπει να γίνουν εδώ και παντού, ιδιαίτερα σ’ αυτή τη χώρα, στην οποία το επίπεδο της συσσωρευμένης ιστορίας της ταξικής πάλης, παρά κάποια συγκεκριμένα επεισόδια που μπορούν να “διασωθούν”, είναι γενικά χαμηλή και ασταθής.

Προς το παρόν, αυτό που είναι απαραίτητο και καλό είναι να βγούμε έξω και να διαμαρτυρηθούμε με τα συνθήματα “κάτω το πακέτο”, “κάτω ο Μορένο”, “κάτω το ΔΝΤ”, “χτίστε σχέσεις στους δρόμους” και να το κάνουμε συλλογικά, λιγότερο ή περισσότερο οργανωμένα, λιγότερο ή περισσότερο αυτόνομα, λιγότερο ή περισσότερο μαχητικά…αλλά πρέπει να πάμε παραπέρα (όπως ειπώθηκε το βράδυ σε μια γενική συνελευση): “κάτω η κυβέρνηση”, “κάτω οι καπιταλιστές”, “que se vayan todos, que no quede ni uno solo4, “κάτω το κεφάλαιο, το Κράτος και όλες οι κυβερνήσεις και οι λακέδες τους!”.

Η μη εφαρμογή του paquetazo και η ανατροπή του [προέδρου] Μορένο (όπως συνέβη και με τους Bucaram, Mahuad και Gutierrez παλιότερα) θα ήταν πραγματικές “νίκες” για ένα εφικτό τώρα και νέο “κίνημα” κοινωνικής διαμαρτυρίας σ’ ολόκληρη τη χώρα. Αλλά, αντικειμενικά μιλώντας, στο εδώ και τώρα, λείπουν ακόμα οι απαραίτητες πραγματικές συνθήκες και κοινωνικές δυνάμεις, όπως το επίπεδο της ταξικής πάλης, αλλά κάτι γίνεται. Ίσως αυτή η κυβέρνηση επιχειρηματιών και τραπεζιτών μπορεί να πετύχει τον σκοπό της αλλά η προλεταριακή ταξική πάλη στους δρόμους θα προσπαθήσει να τους σταματήσεις και δεν θα είναι μάταιη. Η [ταξική] πάλη είναι ο τρόπος και είναι στην πάλη αυτή που μαθαίνουμε, ιδιαίτερα στη διάρκεια πραξικοπημέτων και αποτυχιών, ώστε να μπορέσουμε να τα μετασχηματίσουμε προς όφελός μας στις επόμενες μάχες.

Το γεγονός ότι αύριο θα υπάρχει μεγαλύτερη κοινωνική διαμαρτυρία σ’ αυτή τη χώρα, η οποία “κοιμάται” την τελευταία δεκαετία, δεν μικρό κατόρθωμα. Αντίθετα, παρακιμονούμενοι από τις δυνατές και παραδειγματικές διαδηλώσεις των τελευταίων εβδομάδων του Σεπτέμβρη στο Μπολιβάρ και το Carchi5, αύριο θα μπορούσε να είναι η αρχή των ημερών του Οκτώβρη6 του 2019 για το Εκουαδόρ. Οι διαμαρτυρίες θα αυξηθούν και ίσως υπάρξουν μερικά άλματα. Μερικές κοινωνικές οργανώσεις έχουν ανακηρύξει ήδη την 3η Οκτωβρίου ως την έναρξη μιας “πανεθνικής απεργίας”. Και έχουν υπάρξει ήδη μερικές διαδηλώσεις σ’ ολόκληρη τη χώρα. Ας περιμένουμε να δούμε τι θα συμβεί αύριο καθώς τα πράγματα στους δρόμους θα αρχίσουν να ζεσταίνονται και πάλι…

Ναι, πρέπει να βγούμε μπροστά και να διαμαρτυρηθούμε αλλά πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι αυτή είναι μόνο η αρχή και ότι πρέπει να τολμήσουμε να πάμε παραπέρα. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι, στην τελική, οι πλούσιοι και ισχυροί δεν θα πληρώσουν την κρίση· ότι αυτό δεν είναι ένα εθνικό ή “νεοφιλελεύθερο” πρόβλημα αλλά μάλλον ένα παγκόσμιο πρόβλημα του καπιταλισμού· ότι όλα αυτά δεν θα εξαλειφθούν με σιγουριά αν δεν εξαλείψουμε τον καπιταλισμό, ο οποίος θα συνεχίσει να μας επιτίθεται και να χειροτερεύει τις ζωές μας με περισσότερα μέτρα λιτότητας εξαιτίας της κρίσης· αλλά, την ίδια στιγμή, είναι τώρα που αρχίζει η πάλη μας για την υπεράσπιση των συμφερόντων μας ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και συσσώρευση. Ό,τι κι αν συμβεί, με όρους αγώνα, οργάνωσης και συνείδησης, οι επικείμενες διαμαρτυρίες θα αφήσουν πολλά μαθήματα και αναμμένες φωτιές για την εργατική τάξη σ’ αυτό “το ημισφαίριο του κόσμου”. Είναι η ώρα. Ας δούμε τι θα συμβεί στους δρόμους αύριο.

Ένας τσατισμένος προλετάριος από την περιοχή του Εκουαδόρ

 

 

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://ediciones-ineditas.com/2019/10/07/brief-analysis-on-the-paquetazo-and-the-coming-protests-in-ecuador-from-a-radical-critique.

2 Όρος που χρησιμοποιείται για το τελευταίο πακέτο μέτρων λιτότητας στο Εκουαδόρ [στμ. paquetazo στα ισπανικά σημαίνει πακέτο].

3 IMF: International Monetery Fund, [στμ. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ΔΝΤ].

4Να φύγουν όλοι, να μην μείνει ούτε ένας”.

5 Δύο επαρχίες του Εκουαδόρ.

6 Αναφορά στην Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία το 1917: jornadas octubrinas.

Κομμουνιστικοποίηση και απο-αποικιοποίηση

Ediciones ineditas1

Ερωτηθήκαμε πρόσφατα σχετικά με τις σκέψεις μας για την κομμουνιστικοποίηση και την απο-αποικιοποίηση και το παρόν δοκίμιο είναι η απάντησή μας.

Θα πρέπει αρχικά να σημειωθεί ότι το περιβάλλον της κομμουνιστικοποίησης έχει πραγματικά ευρωπαϊκή προέλευση και σε μεγάλο βαθμό δεν θέτει την πραγματικότητα της αποικιοκρατικής εγκατάστασης στη λεγόμενη Αμερική (και άλλες αποικισμένες χώρες).

Οπότε γιατί μιλάμε ακόμα για κομμουνιστικοποίηση;

Εμείς που δουλεύουμε σ’ αυτό το πρότζεκτ εξακολουθούμε να βρίσκουμε αξία στη θεωρία της κομμουνιστικοποίησης επειδή δείχνει έναν καθαρό τρόπο για να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για τον κομμουνισμό άμεσα.

Αλλά τι είναι κομμουνισμός; Για μας, και άλλους συνταξιδιώτες, ο κομμουνισμός δεν είναι ένας τρόπος παραγωγής. Δεν είναι απλά ένα οικονομικό σύστημα “δικαιότερης” κατανομής του πλούτου. Είναι ένα ευρύ φάσμα τρόπων ζωής που βασίζονται στις κοινωνικές σχέσεις κοινότητας, που περιλαμβάνουν (αλλά χωρίς να εξαντλούνται σε αυτά) την αλληλοβοήθεια, την αλληλεγγύη, την κατάρρευση του διπόλου παραγωγή/κατανάλωση (συνεπώς, την κατάργηση της εργασίας), την κατάργηση του Κράτους, την κατάργηση του χρήματος, την κατάργηση της αξίας, την κατάργηση της φυλής και του φύλου ως πεδίων καταπίεσης, την κατάργηση της cis-ετερο-πατριαρχίας (και όλων όσων αυτή συνεπάγεται, όπως την υποχρεωτική ετεροσεξουαλικότητα). Μερικοί το ονομάζουν αυτό αναρχία. Μια άρνηση όλων των στηριγμάτων του Δυτικού καπιταλιστικού πολιτισμού.

Δεν μας ενδιαφέρει κάποιο μεταβατικό στάδιο, όπως ζητούν οι “επαναστάτες σοσιαλιστές”, ή για έναν σταδιακό τρόπο, όπως αυτοί που καλούν για “δυαδική εξουσία” ή την “οικοδόμηση της κομμούνας”. Εμείς που δουλεύουμε σ’ αυτό το πρότζεκτ δεν είμαστε αυτόχθονες, αλλά καταγόμαστε από αυτόχθονες. Καθώς οι δεσμοί μας με τους πολύ πιο κοινοτιστικούς τρόπους ζωής των αντίστοιχων αυτόχθονων προγόνων μας έχουν αποκοπεί, δεν μας απομένει παρά να βρούμε άλλους δυνατούς δρόμους προς έναν ελεύθερο και κοινοτιστικό τρόπο ζωής χωρίς να σφετεριζόμαστε σύγχρονους ή παλιούς τρόπους ζωής των αυτόχθονων (αν και η κατανόηση αυτών των τρόπων ζωής θα είναι εξαιρετικής σημασίας για ένα πετυχημένο σχέδιο εξασφάλισης ενός ελεύθερου, κοινοτιστικού τρόπου ζωής που δεν θα οδηγεί στην καταστροφή όλων μας). Δεν ισχυριζόμαστε ότι η κομμουνιστικοποίηση θα αντικαταστήσει την αντίσταση των αυτόχθονων και την εξέγερση ενάντια στον αποικιοκρατικό καπιταλιστικό κόσμο, αντίθετα λέμε ότι πιστεύουμε πως χωρίς την αντίσταση και την εξέγερση αυτός ο αποικιοκρατικός καπιταλιστικός κόσμος θα παραμείνει.

Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι αν και θεωρητικοί της κομμουνιστικοποίησης χρησιμοποιούν μαρξικές2 κατηγορίες και έννοιες, δεν βλέπουν αυτές τις κατηγορίες και έννοοιες σαν αιώνιες. Τις αναγνωρίζουμε ως εργαλεία που ανέπτυξε ο Μαρξ για να κατανοήσει και να ασκήσει κριτική στον καπιταλισμό (της εποχής του) και όχι απαραίτητα ως αιώνιες κατηγορίες και έννοιες που θα υπάρχουν ή θα έπρεπε να υπάρχουν πάντα. Δεν θα μεταφέρουμε αυτές τις έννοιες σε έναν μετα-καπιταλιστικό, απο-αποικισμένο κόσμο. Αν μη τι άλλο, ο κομμουνισμός για τον οποίο γράφουμε θα είναι μια ξεκάθαρη ρήξη όχι μόνο με τον καπιταλισμό, το Κράτος, την πατριαρχία, τη λευκή κυριαρχία αλλά από τον ίδιο τον δυτικό πολιτισμό. Αυτός είναι ο λόγος που οι θεωρητικοί της κομμουνιστικοποίησης αποκαλούν συχνά τον εαυτό τους κομμουνιστές και όχι μαρξιστές.

Αυτό που σε μεγάλο βαθμό προσφέρει η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης δεν είναι ένα παγιωμένο πρόγραμμα αλλά μια κατανόηση του πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός (με τα εμπεδωμένα περιγράμματα της φυλής και του φύλου) και του τι θα σήμαινε η κατάργησή του. Αφήνει χώρο για αυτοσχεδιασμό και ευελιξία για τη στιγμή της πραγματικής διαδικασίας του πώς θα μπορούσε να μοιάζει ο κομμουνισμός (ή η αναρχία). Δεν υπάρχει εδώ μια σταθερή κομματική γραμμή.

Ο κομμουνισμός δεν είναι μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εδραιώσουμε (ή να επιβάλλουμε) αλλά μάλλον η πραγματική κίνηση/κίνημα που καταργεί την παρούσα κατάσταση πραγμάτων. Και αν μερικοί μαρξιστές κομμουνιστές, και μερικοί αναρχικοί, προσπαθούν να διατηρήσουν/εδραιώσουν την ίδια αποικιοκρατική-αποικιστική σχέση με τη γη, τότε δεν πρόκειται καθόλου για κομμουνισμό. Άποικοι που χτίζουν μια κοινότητα/κομμούνα σε μια κατειλημμένη γη εξακολουθούν να διατηρούν μια ταξική κοινωνία. Μια ταξική κοινωνία στην οποία οι άποικοι πραγματικά εξακολουθούν να αποτρέπουν/εμποδίζουν τους αυτόχθονες από το να αναπαράγουν τους τρόπους ζωής τους όπως αυτοί θεωρούν ότι τους ταιριάζει.

Τώρα, η απο-αποικιοκρατικοποίηση/απο-αποικισμός, όπως και ο κομμουνισμός, είναι ένα τεράστιο ζήτημα. Και όπως ο πλήρης κομμουνισμός, ο απο-αποικισμός (ή αντι-αποικιοκρατία) θα διαφέρει από μέρος σε μέρος, από βιότοπο3 σε βιότοπο κλπ. Δεν υπάρχει κάποιο πλάνο που να ταιριάζει σε όλα (και δεν θα έπρεπε να υπάρχει) και η δημιουργία ενός τέτοιου πλάνου πήγαινε εντελώς κόντρα στις ισχυρές αναρχικές μας τάσεις.

Μπορούμε να σκεφθούμε για την κομμουνιστικοποίηση και τον απο-αποικισμό ως δυο πτυχές του ίδιου καιρικού συστήματος. Η κομμουνιστικοποίηση θα μπορούσε να επιτεθεί στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις που υπάρχουν σε μια κατακτημένη γη, αλλά προφανώς δεν θα πήγαινε πολύ μακριά. Γράφουμε αυτές τις γραμμές από την κατεχόμενη περιοχή των Tongva4, γνωστής και με την αρχική της ονομασία Tovaangar, και δημιουργώντας απλά τον κομμουνισμό (αναρχία) χωρίς να κάνουμε καμμιά προσπάθεια να αποδοθούν οι περιοχές των αυτόχθονων στους αρχικούς κατοίκους τους δεν θα ήταν (για μια ακόμα φορά) κομμουνισμός. Ο απο-αποικισμός (αντι-αποικιοκρατία) μάς θυμίζει αυτό που πρέπει να γίνει.

Η σύζευξη της κομμουνιστικοποίησης και του απο-αποικισμού αναγνωρίζει, ιδιαίτερα με την διαρκώς εντεινόμενη κλιματική “αλλαγή”, ότι οι άποικοι δεν καταλαβαίνουν σε βάθος, ούτε καν επιφανειακά, την βαθιά φυσική ιστορία της γης στην οποία βρίσκονται. Εδώ, στην πόλη που αποκαλείται Λος Άντζελες, είμαστε διαρκώς αντιμέτωποι με τον αυξανόμενο κίνδυνο τεράστιων ανεξέλεγκτων δασικών πυρκαγιών. Αλλά οι ανεξέλεγκτες πυρκαγιές είναι ένα αρχαίο κομμάτι αυτού του τοπίου. Η οικολογία αυτού του τοπίου που έγινε διάσημη, μέσω της μαζικής συγκεκριμενοποίησής της [particularization], σ’ ολόκληρο τον κόσμο, εξαρτάται από τη φωτιά για την ανανέωσή του. Αυτό που έχει προκαλέσει μια αύξηση του κινδύνου για τους ανθρώπους δεν είναι μόνο η κλιματική αλλαγή που φέρνει λιγότερη βροχή και πιο ζεστό καιρό αλλά, επίσης, το γεγονός ότι η αμείωτη/αμετρίαστη καπιταλιστική ανάπτυξη έχει κάνει επικερδές την οικοδόμηση περιοχών σε σημεία που παλιά θα καίγονταν με ελάχιστη επίδραση στην ανθρώπινη ζωή: λόφοι, δάση στα βουνά κλπ.

Η κομμουνιστικοποίηση λειτουργεί διορθωτικά για τον μαρξισμό και τον αριστερό αναρχισμό που απλά καλούν για ένα διαφορετικό είδος διαχείρισης της παραγωγής (εργατική αυτοδιαχείριση, διαχείριση από το κράτος) αντί για ένα θεμελιακά διαφορετικό σύνολο κοινωνικών σχέσεων. Ακόμα και ο Μαρξ παρατηρεί ότι ο κομμουνισμός είναι μέρος της επιστροφής της ανθρώπινης κοινότητας σε μια επανασύνδεση με τη γη, αντί της προσπάθειας του καπιταλισμού να ελέγξει και να αποσπάσει από αυτήν όσο περισσότερη αξία γίνεται (αν και είμαστε κριτικο επίσης απένταντι στον ανθρωπισμό). Από την αρχή του αποικισμού, αυτόχθονες λαοί σε ολόκληρο τον κόσμο επαναλαμβάνουν ότι ο αποικιοκρατικός-καπιταλιστικός τρόπος ζωής δεν είναι απλά μια ανθρώπινη γενοκτονία αλλά και μια αμείωτη πράξη οικοκτονίας.

Έτσι καταλαβαίνουμε τα πράγματα. Είναι μια εργασία σε εξέλιξη, αλλά είναι η δική μας κατανόηση. Δεν μπορεί να υπάρξει “απο-αποικισμένο σοσιαλιστικό κράτος”, όπως ακριβώς δεν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο όπως ο “επιστημονικός σοσιαλισμός”. Ένας τρόπος ζωής δεν μπορεί να είναι επιστήμη. Αυτό που επιθυμούμε είναι να δούμε τη λέξη κομμουνισμό, ακόμα και τη λέξη αναρχία, να έχουν τελικά ξεχαστεί και αντί γι’ αυτό, να ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίον να μπορούμε να συνδεόμαστε άμεσα με τη γη και μεταξύ μας, καταλαβαίνοντας ότι αυτή η αποσύνδεση είναι μια αλλοτρίωση πολύ αρχαιότερη από την αλλοτρίωσή μας εξαιτίας της εργασίας στον καπιταλισμό.

𝔢𝔡𝔦𝔠𝔦𝔬𝔫𝔢𝔰 𝔦𝔫𝔢𝔡𝔦𝔱𝔞𝔰

ένα αντιπολιτικό πρότζεκτ

για την αναρχία και τον κομμουνισμό

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://ediciones-ineditas.com/2019/09/08/communization-decolonization.

2 Κάνουμε εδώ τη διάκριση μεταξύ μαρξιστικού και μαρξικού, όπως και άλλοι θεωρητικοί υποστηρικτές της κομμουνιστικοποίησης. Κι αυτό επειδή βλέπουμε τις περισσότερες μαρξιστικές εκδοχές ως διαστρεβλώσεις της κριτικής της καπιταλιστικής οικονομίας από τον Μαρξ. Οπότε με τον όρο μαρξικός επισημαίνουμε ότι αυτές οι κατηγορίες και έννοιες αναπτύχθηκαν από τον ίδιο τον Μαρξ.

3 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο: bio-region.

4 Στμ. Οι Tongva είναι ένας λαός της Βόρειας Αμερικής στην Νότια Καλιφόρνια. Κατοίκησαν ιστορικά την περιοχή της κοιλάδας του Λος Άντζελες και στα Southern Channel Islands, ένα σύνολο νησιών στα ανοιχτά της σημερινής πόλης του Λος Άντζελες. Είναι επίσης γνωστοί και ως Gabrieleño και Fernandeño, από τα αντίστοιχα ονόματα των ισπανικών αποστολών που χτίστηκαν στην περιοχή τους. Μαζί με του γειτονικούς Chumash, οι Tongva ήταν ο πιο ισχυρός ιθαγενής λαός που κατοίκησε στην Νότια Καλιφόρνια. Την εποχή της επαφής με τους Ευρωπαίους πρέπει να αριθμούσαν γύρω στις 5 με 10 χιλιάδες άτομα.

Παγιδευμένος σ’ ένα πάρτυ που κανείς δεν σε γουστάρει

από το Surplus Club1

Το παρόν άρθρο γράφτηκε στους πρώτους μήνες του 2015. Είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς συζητήσεων και διαβάσματος του Surplus Club στην Φρανκφούρτη πάνω στη θεματική της κρίσης συσσώρευσης του κεφαλαίου του 2007-2008 και της αύξησης του πλεονάζοντος πληθυσμού.

Η προοπτική στο δοκίμιο αυτό διαφέρει από άλλα άρθρα και αναλύσεις σχετικά με το ίδιο ζήτημα που δημοσιεύτηκαν τόσο στο Kosmoprolet όσο και στο Endnotes, ιδιαίτερα σχετικά με τον τρόπο που η τωρινή ποιότητα του πλεονάζοντος προλεταριάτου αναπτύσσεται παράλληλα με την ανάπτυξη της συσσώρευσης και τη συνακόλουθη υποτίμηση της συνολικής εργατικής δύναμης μέσω τόσο του άμεσου όσο και του έμμεσου μισθού. Συνολικά, ισχυριζόμαστε στο άρθρο ότι ο λεπτός χαρακτήρας του πλεονάζοντος προλεταριάτου μπορεί να συλληφθεί ενσωματώνοντας όχι μόνο μια ανάλυση της εργασίας αλλά επίσης τους παρόντες καθορισμούς του παγκόσμιου κεφαλαίου και του κράτους. Εξετάζουμε, περαιτέρω, το ερώτημα τι σημαίνει να συλλαμβάνει κανείς κατηγορίες της κοινωνικής κριτικής ως ταυτόχρονα αφηρημένες και συγκεκριμένες καθώς και τις ωδίνες που πολώνουν εξωτερικά αυτούς τους καθορισμούς, που συχνά καταλήγουν σε συζητήσεις κορεσμένες από έναν υπερβολικό εμπειρισμό ο οποίος έχει σαν αποτέλεσμα οι κατηγορίες της “διάκρισης”, του “αποκλεισμού” και της “αποβολής” να συσκοτίζουν αναγωγιστικά τις ανταγωνιστικές κοινωνικές διαδικασίες που συγκροτούν την σχέση κεφάλαιο-εργασία.

Το άρθρο δεν είναι με κανέναν τρόπο ένα “άρθρο θέσεων”, απλά αντανακλά και καταγράφει το επίπεδο και το εύρος της συζήτησης στο Surplus Club κατά τη στιγμή της συλλογικής συγγραφής του.

Εισαγωγή

Όταν εξετάζουμε την ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό ή την επισφάλεια είναι ανεπαρκές να καταφεύγουμε απλά στο εμπειρικό ερώτημα ποιες ομάδες ζουν κάτω από αυτές τις συνθήκες. Οι σύγχρονες κοινωνιολογικές ταυτότητες είναι οι ίδιες μορφές εμφάνισης, στιγμές της ολότητας της αναπαραγωγής της σχέσης κεφάλαιο-εργασία και εντός αυτής της σχέσης στιγμές της υποτίμησης του εμπορεύματος εργατική δύναμη, υποτίμηση που ξεδιπλώνεται μέσα από την κατηγορία του πλεονάζοντος προλεταριάτου.

Στο ξεκίνημα του 2015, σε όποιον ήλπιζε για μια ανάκαμψη των αγορών εργασίας, λέγεται να χαμηλώσει τις προσδοκίες του2. Αληθοφανείς απολογητικές για την ανθεκτική ανάκαμψη των ποσοστών ανεργίας και της δημιουργίας θέσεων εργασίας σκοντάφτουν στις διαρκώς αναθεωρούμενες προβλέψεις που αντανακλούν την αδράνεια των οικονομιών τόσο των χωρών με υψηλό ΑΕΠ όσο και των αναδυόμενων αγορών. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η περίοδος από την κρίση του 2007-08 μαρτυρεί άτονη οικονομική δραστηριότητα παρά τα άνευ προηγουμένου νομισματικά ερεθίσματα και τις ενέσεις ρευστότητας. Οι επιχειρηματικές επενδύσεις παραμένουν κυρίως στάσιμες, με τους παραγωγούς ενέργειας να περικόπτουν, πιο πρόσφατα, δραματικά τις συνολικές κεφαλαιακές επενδύσεις τους3. Ακόμα και η Κίνα “τραυλίζει” και μειώνει τις ορέξεις της για πρώτες ύλες4, ενώ η διατεινόμενη γερμανική ιστορία επιτυχίας δεν μπορεί να διαβαστεί χωρίς την εκδιπλωνόμενη διαδικασία της επισφαλούς συσσώρευσης κεφαλαίου μιας ραγδαία επιδεινούμενης Ευρωζώνης, και πάντως όχι ως ένας δείκτης μόνιμης ανάπτυξης5. Την ίδια στιγμή, η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να βρίσκει διέξοδο στην χωρίς περιορισμούς μόχλευση6, επιδεινώνοντας περαιτέρω τα ποσοστά πίστωσης-προς-ΑΕΠ, με το συνολικό παγκόσμιο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος να φτάνει, σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Κέντρου Νομισματικών και Τραπεζικών Μελετών [International Centre for Monetary and Banking Studies], στο 272% του ΑΕΠ των αναπτυγμένων χωρών το 20137. Ο πρόσφατος συναγερμός αντιπληθωρισμού σημαίνει αύξηση στην πραγματική αξία του υπάρχοντος κρατικού, επιχειρηματικού και οικιακού χρέους. Σε αντιστοιχία προς την δημοσιονομική προσέγγιση των υψηλότερων ελλειμάτων υπάρχει, από το 2010, η άμεση αγορά των κρατικών, εταιρικών και κτηματομεσιτικών ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες και η πληρωμή τους με φρεσκοτυπωμένο χρήμα – δηλαδή η “ποσοτική χαλάρωση”. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει, πιο πρόσφατα, ακολουθήσει την Federal Reserve, την Τράπεζα της Αγγλίας και την Τράπεζα της Ιαπωνίας στην πολιτική αυτή, παρά το γεγονός ότι έχει ακόμα να αποδείξει ότι αποτελεί η ίδια μια αποτελεσματική απάντηση στις επιβραδυνόμενες οικονομίες. Αντ’ αυτού, το χρήμα που δημιουργείται μπαίνει στο τραπεζικό σύστημα, “στυλώνοντας” τους ισολογισμούς του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και υποδαυλίζοντας φούσκες μέσα στα διάφορα περιουσιακά στοιχεία που υπάρχουν.

Από υλική άποψη, η κρίση του 2007-08 δεν έχει παρά

επιδεινώσει τις εργασιακές συνθήκες”

Αυτές οι συνθήκες διαγράφουν το πραγματικά πρωτοφανές περίγραμμα της παρούσας κρίσης συσσώρευσης κεφαλαίου που είναι, ταυτόχρονα, και μια κρίση της αναπαραγωγής της σχέσης κεφάλαιο-εργασία. Από την εποχή της οικονομικής αναδιάρθρωσης της δεκαετίας του 1970, η απορρύθμιση έχει επεκτείνει την ευελιξία των αγορών εργασίας και έχει επαναπροσανατολίσει θεμελιωδώς τις συνθήκες της ταξικής σχέσης. Ενώ η ανεργία παρέμεινε σε σχετική υποχώρηση κατά τη μεταπολεμική περίοδο – συνδυασμένη με τις διασφαλίσεις του κράτους πρόνοιας – οι εξελίξεις στη συσσώρευση του κεφαλαίου έκτοτε μαρτυρούν μια χωρίς προηγουμένο, σε όρους διάρκειας και συγκέντρωσης, αύξηση τόσο της ανεργίας όσο και της υποαπασχόλησης8. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και μετά, και μέσω του ξηλώματος της κεϋνσιανής συμφωνίας σύνδεσηςμισθού-παραγωγικότητας” της μεταπολεμικής περιόδου, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής πασχίζει να πολεμήσει το βάσανο των μειωνόμενων αποδόσεων. Η προσπάθεια διεξόδου της οικονομικής αναδιάρθρωσης συνίστατο στην επέκταση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και την αύξηση του ρυθμού εκμετάλλευσης9, σε μια προσπάθεια σταθεροποίησης και καθυστέρησης της ίδιας της εγγενούς τάσης υπονόμευσης της διαδικασίας αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου. Έτσι, ο 21ος αιώνας άνοιξε με την κυριαρχία της υποτίμησης της εργατικής δύναμης, κάτι που μόνο ενίσχυσε την απειλή της τάσης αυτής η οποία, σε συνδυασμό με τις δημοσιονομικές κρίσεις και την κρίση κρατικού χρέους που εκφράζονται με τη λιτότητα, συνεχίζει να οδηγεί σε μια ανελέητη απαθλίωση.

Από υλική άποψη, η κρίση του 2007-08 έχει μόνο επιδεινώσει τις εργασιακές συνθήκες, με το ποσοστό συμμετοχής της εργασίας, για παράδειγμα, να βρίσκεται τώρα στις ΗΠΑ σε χαμηλό 36-ετίας10, εξαλείφοντας οποιαδήποτε ειλικρινώς επαινούμενη δημιουργία χαμηλά αμοιβόμενων θέσεων εργασίας και τις καχεκτικές μέσες ωριαίες αποδοχές. Γι’ αυτό, το κομμάτι του προλεταριάτου που δεν χάνει τη δουλειά του ή δεν πετιέται εντελώς από την εργασιακή δύναμη – και για το οποίο οι στατιστικές ανεργίες έχουν πολύ λίγα να πουν – οι τύποι απασχόλησης που είναι ακόμα διαθέσιμοι είναι κυρίως προσωρινοί, μερικής απασχόλησης, αυτοαπασχόλησης, εποχικοί και, γενικά, επισφαλείς άτυπες μορφές χωρίς συμβατική εγγύηση αποζημίωσης. Έτσι, καθώς στην παρούσα στιγμή έχουμε μια υπερπαραγωγή κεφαλαίου, που αδυνατεί να βρει σταθερή επένδυση, η πραγματική ζήτηση εργασίας ακολουθεί αυτή την εξέλιξη και μειώνεται. Μέσω της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, αυτά τα φαινόμενα βρίσκουν τη συστηματική τους έκφραση σ’ αυτό στο οποίο ο Μαρξ αναφέρεται ως “γενικό νόμο της συσσώρευσης του κεφαλαίου”. Εδώ η αναλογική επέκταση του συνολικού κεφαλαίου, αποτέλεσμα η ίδια της παραγωγικότητας της εργασίας και της επακόλουθης παραγωγής υπεραξίας, παράγει μια μάζα εργατών σχετικά περιττή για τις ανάγκες της διαδικασίας παραγωγής αξίας. Αυτή η τάση προκύπτει απλά από την ίδια τη φύση του κεφαλαίου11. Καθώς το κεφάλαιο αναπτύσσει την εργασία ως “προσάρτημα” της ίδιας της παραγωγικής του ικανότητας, μειώνει την αναλογία της αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για την απόσπαση μιας δοσμένης ποσότητας υπεραξίας. Συνεπώς, ο λόγος της αναγκαίας εργασίας που χρειάζεται το κεφάλαιο μειώνεται διαρκώς. Αυτό συμβαίνει μέσω της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου για την οποία ο ανταγωνισμός μεταξύ κεφαλαίων επάγει την γενίκευση τεχνολογιών εξοικονόμησης εργασίας, όπως η αυτοματοποίηση, αυξάνοντας έτσι το σταθερό κεφάλαιο σε βάρος του μεταβλητού, με αποτέλεσμα μια σχετική μείωση στη ζήτηση της εργασίας12. Η παραγωγή αυτού του σχετικά πλεονάζοντος πληθυσμού είναι η υποτίμηση της συνολικής εργατικής δύναμης που παίρνει τη μορφή της απομάκρυνσης εργατών από την παραγωγική διαδικασία και της δυσκολίας απορρόφησης μέσω συνηθισμένων ή νομικά ρυθμισμένων καναλιών. Αν η εργατική δύναμη των εργατών δεν μπορεί να “πραγματωθεί”, δηλαδή αν δεν είναι αναγκαία για την “πραγμάτωση” του κεφαλαίου, τότε αυτή η εργατική δύναμη εμφανίζεται ως εξωτερική για τις συνθήκες της αναπαραγωγής της ίδιας της ύπαρξής της. Αυτό εξελίσσεται σε μια κρίση της αναπαραγωγής του προλεταριάτου, το οποίο περιτρυγίζεται από παντού από ανάγκες χωρίς να έχει τα μέσα για την επαρκή ικανοποίησή τους13.

Οπότε γιατί να δικαιολογήσει κανείς την έμφασή της στην παρούσα συγκυρία;”

Φίλοι έχουν επισημάνει ότι ο πλεονάζων πληθυσμός είναι ένα αναγκαίο προϊόν της συσσώρευσης του κεφαλαίου και, συνεπώς, μια δομική κατηγορία που απορρέει από την αναλογία αναγκαίας και πλεονάζουσας εργασίας. Είναι μια τάση που υπάρχει πάντα εκεί και είναι εγγενώς συστατική της σχέσης κεφάλαιο-εργασία, ανεξάρτητα από τις ιστορικές της διαμορφώσεις. Οπότε, γιατί να πρέπει κανείς να δικαιολογήσει την έμφασή της στην παρούσα συγκυρία; Άλλωστε, η έννοια του πλεονάζοντος πληθυσμού “εμπεριέχεται ήδη στην έννοια του ελεύθερου εργάτη που είναι πένητας: δυνητικά πένητας” (Grundrisse). Παραμένει, συνεπώς, το καθήκον να καταδείξουμε γιατί ο σχετικά πλεονάζων πληθυσμός είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της ταξικής σχέσης στην παρούσα στιγμή και ποιες είναι οι συνέπειες της σύγχρονης ταξικής πάλης.

Οι δυσκολίες μιας κατηγορίας

Μετά την αναδιάρθρωση της δεκαετίας του 1970, η συνεχιζόμενη θεαματική αναπαράσταση της επεκτεινόμενης ευμάρειας και πλήρους απασχόλησης που, φαινομενικά, θα οδηγούσαν σε μεγαλύτερη και σταθερότερη κοινωνική ολοκλήρωση σε σφαίρες της παραγωγής και της κατανάλωσης, αντιστράφηκε. Από τη στιγμή αυτής της “υποχώρησης”, η αμείωτη κεντρικότητα της παραγωγής έρχεται αντιμέτωπη με μια δομικά απομακρυνόμενη και εξασθενημένη θέση όσων απασχολούνται. Στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου της κριτικής των Καταστασιακών, η θεαματική εμφάνιση του προλεταριάτου έχει μετατοπιστεί από τον ρόλο του ως εργατών σε αυτόν των καταναλωτών. Σήμερα, αντίθετα, η θεαματική εικόνα της προλεταριακής συνθήκης εμφανίζεται ως ένας “αποκλεισμός”, αναφερόμενη σε τμήματα του πληθυσμού που είναι μάλλον απίθανο να υποστούν εκμετάλλευση σε συνθήκες που θα τους έκαναν αξιοσέβαστους καταναλωτές. Περιγράφοντας τον γενικό νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ο Μαρξ παρατηρεί, κατά την αποσαφήνιση της έννοιας του σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού, στάσιμες, “επιπλέουσες”14, λανθάνουσες και φτωχοποιητικές τάσεις. Συνεπώς, ξεκινώντας ήδη με τον Μαρξ, το φαινόμενο του πλεονάζοντος πληθυσμού αποκαλύπτει μια ετερογένεια των σύγχρονων εργασιακών συνθηκών σε μια λιγότερο ή περισσότερο δυναμική ταλάντωση μεταξύ των πόλων της απασχόλησης και της ανεργίας. Από την αλλοπρόσαλλη και ασταθή φύση της εποχικής, μερικής, άτυπης και αυτοαπασχολούμενης εργασίας15, στη δόλια άνοδο του “επιχειρηματισμού” υπό την “οικονομία διαμοιρασμού16,17 και των καθεστώτων της απλήρωτης μαθητείας· από τις εργατικές μεταναστεύσεις της υπαίθρου στους διαμένοντες στις παραγκουπόλεις των μητροπόλεων· από την με συμβόλαια επικυρωμένη παρωδία των φοιτητικών δανείων και το πολιτικό Ισλάμ18 μέχρι την καθολική αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουν οι νεότερες γενιές – συνολικά, το προλεταριάτο, σήμερα, χρωματίζεται από μια άνευ προηγουμένου αντικειμενική επιβολή σημαντικής υποτίμησης της εργατικής δύναμης, που θέτει τις συνθήκες αναπαραγωγής του υπό πλήρη αμφισβήτηση. Ως τέτοιο, το τράβηγμα μιας απόλυτης γραμμής ανάμεσα στην απασχόληση και την ανεργία, για τη σύλληψη της δυναμικής του πλεονάζοντος πληθυσμού, μοιάζει εξαιρετικά ανεπακής για την κατανόησή του ως απορρέοντος από την ιστορική ανάπτυξη της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αντίθετα, για να αντισταθούμε στον πειρασμό να εστιάσουμε απλά στην αμεσότητα του δεδομένου – και, εκτός από αυτόν, στη γοητεία που περιβάλλει το παρατσούκλι “συγκεκριμένο” – προσπαθούμε να διαφωτίσουμε την ουσία της έννοιας του σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού ως μιας κατηγορίας κοινωνικής διαμεσολάβησης που ξεδιπλώνει την αυτοαναπαραγώμενη ολότητα του κεφαλαίου.

Ο Αντόρνο παρατηρεί ότι[η] κοινωνία γίνεται άμεσα αντιληπτή εκεί που πονά”

Ο Αντόρνο παρατηρεί ότι “[η] κοινωνία γίνεται άμεσα αντιληπτή εκεί που πονά”. Στην πραγματικότητα δεν λείπουν οι συναισθηματικά και αισθηματικά προκαλούμενες εικόνες που παρουσιάζουν στο κοινό τους τις συνθήκες της δομικής ανεργίας. Περισσεύουν οι πειρασμοί για την προσκόλληση στην αμεσότητα των ηθικιστικών κατηγοριών της διάκρισης, του αποκλεισμού και της αποβολής που, στην καλλίτερη περίπτωση, δεν μπορούν να προάγουν παρά τη δίκαιη κατανομή της εκμετάλλευσης.

Φημισμένοι πολιτικοί φορείς όπως το “πλήθος”, το “πρεκαριάτο” και οι “αποκλεισμένοι” – που όλοι επιδιώκουν, ολόψυχα, να θριαμβεύσουν επί της ανισότητας κάτω από τη σημαία της πλήρους απασχόλησης με επίκεντρο την οριζοντιότητα – συσκοτίζουν την αλήθεια της ταξικής σχέσης, εξυμνώντας έναν στενό πρακτικισμό στην υπηρεσία αυτού ακριβώς που απλά συμβαίνει19. Αποτέλεσμα αυτών των επιφανειακών παρατηρήσεων είναι η παραίτηση από τον κομμουνισμό και η στροφή στον εξισωτισμό και τον κομμουναλισμό20, από την κριτική στην ηθική έγνοια. Διαιρέσεις σχετικά με τις ταυτότητες, κατά μήκος μιας ιεραρχίας προνομίων ή καταπίεσης, φέρουν μικρό εννοιολογικό βάρος πέρα από την δειγματική21 αποθέωση όσων είναι στο περιθώριο και την πραγμοποίηση της αποστέρησης. Παρ’ όλο που η ουσία μιας κατηγορίας δεν μπορεί παρά να συλληφθεί μέσω των μορφών της εμφάνισής της, ο κριτικός στοχασμός παρακινείται να προχωρήσει πέρα από αυτές τις αμεσότητες χωρίς να οδηγεί σε κενές αφαιρέσεις22.

Η αντίληψη του Μαρξ για τον σχετικό πλεονάζοντα πληθυσμό αναφέρεται σε δομικά φαινόμενα μιας αντιφατικής ολότητας και δεν αποτελεί μια συνηθισμένη23 κοινωνιολογική κατηγορία. Ως τέτοιες, οι εμπειρικά δοσμένες συνθήκες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι μόνο στιγμές που μεθοδολογικά αποκαλύπτουν αντικειμενικές νομοειδείς24 τάσεις για τις οποίες το κεφάλαιο θέτει τις ίδιες τις συνθήκες ύπαρξής του. Όπως έχει ειπωθεί νωρίτερα, “[το] συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο επειδή είναι η συμπύκνωση πολλών καθορισμών, συνεπώς ενότητα του διαφορετικού” (Grundrisse)25. Οι κατηγορίες της κριτικής της πολιτικής οικονομίας δεν μπορούν να αναχθούν απλά σε μια ολοφάνερα εμπειρικιστική προοπτική ευρισκόμενη υπό την ποσοτική βασιλεία των γεγονότων26. Απέναντι στον θετικισμό της υπόθεσης των κοινωνικών γεγονότων καθεαυτά, η αμεσότητα των συνθηκών των πλεοναζόντων πληθυσμών πρέπει να αποκαλύπτει βαθύτερες διαμεσολαβήσεις, οι οποίες μπορούν να βρεθούν στην έννοια της τάξης στον βαθμό που η τάξη δεν αναφέρεται σε ένα σύνολο ατόμων που μοιράζονται κοινά γνωρίσματα, όπως το εισόδημα, η συνείδηση, οι πολιτισμικές συνήθειες [ήθη και έθιμα] κλπ. αλλά είναι, αντίθετα, μια εγγενώς ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία που δομεί τις ζωές των ατόμων27,28. Αυστηρά μιλώντας, δεν μπορεί να υπάρχει κάτι τέτοιο όπως το ταξικόανήκειν29. Μια τέτοια κατανόηση δεν μπορεί να συμβάλλει παρά σε έναν “εργαλειακό χειρισμό” της προοπτικής της ολότητας, προοπτική χωρίς την οποία η τάξη καταρρέει απέναντι σε μια χωρική σχηματικότητα διακεκριμένων “σφαιρών”, “επιπέδων” ή “συγκεκριμενοποιήσεων”. Δεν υπάρχει μοναδικός αιτιακός καθορισμός αλλά διαφορετικές στιγμές μιας ολότητας της ταξικής σχέσης κεφάλαιο-εργασία από την οποία παράγεται το φαινόμενο του σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού.

Η έννοια του σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού δεν είναι μια εμπειρική κατηγορία και παρ’ όλα αυτά ενσωματώνει εντός της το ίδιο το συγκεκριμένο”

Αναλύοντας τον πλεονάζοντα πληθυσμό γίνεται φανερό ότι μια διατεταγμένη συνάθροιση της κοινωνικής τραγωδίας, ανυψωμένη μέσω μιας ποσοτικής γεγονικότητας [facticity], δεν μπορεί να γίνει υποκατάστατο εμμενούς κριτικής. Η έννοια του σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού δεν είναι μια εμπειρική κατηγορία και παρ’ όλα αυτά ενσωματώνει εντός της το ίδιο το συγκεκριμένο. Όντας ταυτόχρονα συγκεκριμένη και αφηρημένη έννοια, ο σχετικός πλεονάζων πληθυσμός είναι ταυτόχρονα τόσο ένα άμεσα παρατηρήσιμο όσο και μια καθολική συνιστώσα της διαδικασίας συσσώρευσης30. Το πλεονάζον προλεταριάτο είναι μια ποιοτική κατηγορία της παραγωγικότητας της εργασίας που έχει ποσοτικές διαστάσεις επειδή η παραγωγικότητα της εργασίας καθορίζεται από τον λόγο του σταθερού προς το μεταβλητό κεφάλαιο. Χωρίς αυτή την κατανόηση, κάποιος κινδυνεύει να περιπέσει στην υπόθεση ότι οι απασχολούμενοι και οι άνεργοι μάλλον συνιστούν δυο διαφορετικά τμήματα του πληθυσμού και όχι μια δυναμική της σχέσης κεφάλαιο-εργασία. Αυτή η δυναμική χαρακτηρίζεται από την ανασφάλεια στην πραγμάτωση της εργατικής δύναμης απέναντι στην άνεση του κεφαλαίου να αυξάνει την υπερεργασία και όχι από μια κοινωνιολογική ταξινομία του φαινομένου ως προς την οποία οργανώνονται τα άτομα. Έχει παρατηρηθεί ότι ο χρήσιμος χαρακτηρισμός του Mike Davis ως ενός “συνεχούς”, μάλλον, παρά ενός οξέος συνόρου μεταξύ των απασχολούμενων και των ανέργων, είναι μια πιο κατάλληλη περιγραφή31. Ορίζοντας κανείς το πλεονάζον προλεταριάτο ως ένα συνεχές έχει τη δυνατότητα να συλλάβει το φαινόμενο ως μια γενική δυναμική που υπάρχει στη σχέση κεφάλαιο-εργασία, μια δυναμική που σηματοδοτεί άτομα που κινούνται ξέφρενα στο φάσμα της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της απασχόλησης με έναν άνευ προηγουμένου ρυθμό επισφαλούς μετάβασης. Γι’ αυτό το πλεονάζον προλεταριάτο εκφράζει την αλήθεια της ταξικής κινητικότητας. Το ζήτημα είναι να διαρραγεί ένας πάγιος διαχωρισμός ανάμεσα στους απασχολούμενους και τους ανέργους, λες κι αυτοί αποτελούν στατικές θέσεις μέσα στην οικονομία. Το πρόβλημα του πλεονάζοντος προλεταριάτου δεν ανάγεται στο φαινομενικά απλό ζήτημα ποιος δουλεύει και ποιος όχι αλλά μια δυναμική που διατρέχει και συγκροτεί κάθε μια από αυτές τις θέσεις. Ο αποκλεισμός από την τυπική αγορά εργασίας προκύπτει από μια αντίθεση που είναι εμπεδωμένη μέσα στην ίδια τη μισθωτή σχέση. Όσοι είναι μακροχρόνια ανεργοι είναι τόσο μέρος της [διαδικασίας] παραγωγής όσο και προϊόν της. Η ανεργία πρέπει λοιπόν να συλληφθεί ως μια κατηγορία της εκμετάλλευσης και όχι ως κάτι εξωτερικό προς αυτήν. Επιπλέον, η διάχυτη υποαπασχόληση μεταφράζεται τόσο σε έναν μηχανισμό πειθάρχησης από το κεφάλαιο για όσους απασχολούνται σε φαινομενικά σταθερές θέσεις όσο και ως ένα μέσο για τη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης και την αύξηση του ρυθμού εκμετάλλευσης. Οι συμβασιούχοι εργάτες πρέπει να “ανακαλύψουν ότι ο βαθμός της έντασης του ανταγωνισμού μεταξύ τους εξαρτάται αποκλειστικά από τον σχετικό πλεονάζοντα πληθυσμό” (Μαρξ). Μ’ αυτή την έννοια, δεν υπάρχει τίποτα πλεονάζον στο πλεονάζον προλεταριάτο. Το πλεονάζον προλεταριάτο είναι στην πραγματικότητα μια δυναμική εντός του προλεταριάτου ως έννοιας. Εξαιτίας αυτού, μπορούμε να πούμε περαιτέρω ότι, όπως και ο αντικειμενικός ανταγωνισμός της ίδιας της ταξικής σχέσης, η δομή του πλεονάζοντος προλεταριάτου διαποτίζει τη ζωή κάθε ατόμου με διαφοροποιημένους τρόπους χωρίς, παρ’ όλα αυτά, να ανάγεται σε μια ταυτότητα. Η ολότητα του πλεονάζοντος προλεταριάτου, όπως παράγεται από τη σχέση κεφάλαιο-εργασία και την επιταγή της υποτίμησης της συνολικής αξίας της εργατικής δύναμης, είναι παρουσα σε όλα τα άτομα32.

Το πλεονάζον προλεταριάτο σήμερα

Η “καινοτομία” της παραγωγής του πλεονάζοντος προλεταριάτου στην παρούσα στιγμή μπορεί να προσεγγιστεί από τις τρείς προοπτικές – της εργασίας, του κεφαλαίου και του κράτους αντίστοιχα – κάθε μια από τις οποίες αποκαλύπτει αποχρώσεις σχετικά με το παρόν χάσμα ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση για εργασία. Η τωρινή πρόσβαση στις αγορές εργασίας με συμβάσεις διαμορφώνεται βίαια στις συνθήκες ενός ελαστικοποιημένου εργατικού δυναμικού και πρόχειρων συμβάσεων εργασίας σε τέτοιο βαθμό που να καθιστά τους περισσότερους απασχολούμενους ήδη μισο-άνεργους. Η δραστηριότητα του πλεονάζοντος προλεταριάτου προϋποθέτει τον αποκλεισμό του από την αγορά εργασίας ως μιας συνθήκης για την είσοδό του σ’ αυτήν. Οι καινούργιες τυμπανοκρουσίες του “επιχειρηματισμού”, σύμφωνα με τις οποίες οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει δάσκαλος, οδηγός ταξί ή διευθυντής ενός μοτέλ, δεν είναι παρά η γλώσσα ενός εργατικού δυναμικού που εντατικοποιεί τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό του. Η αυτοαπασχόληση, που κάποτε εμφανιζόταν ως ένα σημάδι επιτυχίας, τώρα σηματοδοτεί την παρέλαση της εξατομίκευσης που βαδίζει σταθερά προς τον απόλυτο κίνδυνο. Επιπλέον, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, όσοι ζούνε κοντά ή κάτω από το όριο της φτώχειας, ως αποτελέσματος μιας μέτριας αγοράς εργασίας, εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τον χαμηλότοκο καταναλωτικό δανεισμό για να μπορέσουν να ενισχύσουν κάπως τους αποδυναμωμένους μισθούς τους.

Επιπλέον, οι ανταγωνιστικές σχέσεις εντός του πλεονάζοντος προλεταριάτου τείνουν να εκφράζονται κατά μήκος διαφορών φύλου, φυλής και γενιάς”

Για όλους αυτούς τους λόγους, μπορεί να ειπωθεί ότι η αναδιάρθρωση έχει μετατοπίσει ποιοτικά το προλεταριάτο από την κατάσταση της δυνητικής πενίας σ’ αυτό που έχει περιγραφεί ως συγκεκριμένη λουμπενοποίηση33. Αν, κατά τη διάρκεια των μέσων του 19ου αιώνα, το πλεονάζον προλεταριάτο συνίστατο στην δυνητική φτωχοποίηση του ελεύθερου εργάτη, η αναδιάρθρωση των δεκαετιών του 1970 και 1980 έχει καθιερώσει την συγκεκριμένη “υλοποίηση” του δυνητικού πένητα ως μιας μόνιμης συνθήκης του προλεταριάτου στη σχέση του με το κεφάλαιο. Ως τέτοιο, το πλεονάζον προλεταριάτο αναφέρεται στην παρούσα θέση της εργατικής δύναμης στη δυσκολία της να επιβεβαιώσει και πραγματώσει την κοινωνική της θέση μέσω – και εξαιτίας – της μισθωτής σχέσης. Επιπλέον, οι ανταγωνιστικές σχέσεις εντός του πλεονάζοντος προλεταριάτου τείνουν να εκφράζονται κατά μήκος διαφορών φύλου, φυλής και γενιάς34.

Αυτές οι εξελίξεις μέσα στις αγορές εργασίας σηματοδοτούν μια κρίση αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Πράγματι, για τον Μαρξ, όπως γράφει στα Grundrisse, είναι τα μέσα απασχόλησης που χαρακτηρίζουν το πλεονάζον προλεταριάτο: “αυτό θα πρέπει να κατανοηθεί γενικότερα, και σχετίζεται με την κοινωνική διαμεσολάβηση ως τέτοια, μέσω της οποίας το άτομο αποκτά πρόσβαση στα μέσα της αναπαραγωγής του και τα δημιουργεί”. Προσπάθειες να ορίσουμε το πλεονάζον προλεταριάτο απλά ως μια συγκεκριμένη θέση μέσα στην παραγωγική διαδικασία αποτυγχάνουν να συλλάβουν τη δυναμική του σύμφωνα με μια μορφή κοινωνικής διαμεσολάβησης και σε σχέση με τη σφαίρα της αναπαραγωγής. Αν την παρούσα στιγμή το κεφάλαιο δεν εγγυάται πλέον την κανονικότητα και την επάρκεια της μισθωτής σχέσης στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, το προλεταριάτο εισέρχεται σε μια κρίση στο επίπεδο της ίδιας της αναπαραγωγής του. Το πλεονάζον προλεταριάτο είναι συνεπώς η έκφραση της επίθεσης του κεφαλαίου στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, μια θέση σε οξεία αντίθεση με την μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατία, για την οποία οι ισχυρότεροι μισθοί και οι μεγαλύτερες δαπάνες για το κοινωνικό κράτος χαρακτήριζαν τις συνθήκες εκμετάλλευσης. Στη διάρκεια [της αναδιάρθρωσης], το κεφάλαιο αρνήθηκε την συμφωνία του με την εργασία, συμφωνία που είχε ως στόχο μια ενσωμάτωση της εργασίας στη διαδικασία της συσσώρευσης. Μπορεί επίσης να ειπωθεί ότι αυτή η ρηγμάτωση στη διαδικασία της αναπαραγωγής των ταξικών σχέσεων ήταν μια αντίδραση του κεφαλαίου στον κύκλο ταξικών αγώνων στις δεκεαετίες του 1960 και 1970, δεκαετίες στις οποίες το προλεταριάτο άσκησε πίεση στην προηγούμενη συμφωνία μισθού-παραγωγικότητας πετυχαίνοντας να αποσπάσει μαζικές αυξήσεις, αυξάνοντας έτσι το κόστος αναπαραγωγής του εργατικού δυναμικού35. Σε αντίθεση μ’ αυτή την κατάσταση, η σημερινή έκφραση του πλεονάζοντος προλεταριάτου είναι η μόνιμη απαξίωση της εργατικής δύναμης, αξεδιάλυτα συνδεδεμένης με την απαξίωση κεφαλαίου που αυτή τη στιγμή επιταχύνεται μέσα στην κρίση. Το προλεταριάτο των παγκόσμιων παραγκουπόλεων και γκέτο είναι μόνο η συμπυκνωμένη μορφή αυτής της συνολικής κρίσης αναπαραγωγής. Αυτή η διαδικασία, στην οποία ο Robert Kurz έχει αναφερθεί ως ένα “σπιράλ απαξίωσης”36, διαγράφει το περίγραμμα μιας εποχής βραδείας ανάπτυξης δίπλα-δίπλα με τον πολλαπλασιασμό του πλεονάζοντος προλεταριάτου και την κρίση αναπαραγωγής του37. Η ασφαλέστερη πρόβλεψη είναι αυτή της σταδιακής επιδείνωσης που θα διαρκέσει για δεκαετίες.

Η άλλη πλευρά αυτού του νομίσματος είναι ότι αυτή η ανάπτυξη υπονομεύει επίσης την ίδια την αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου για την παραγωγή αξίας:

την ανθρώπινη εργατική δύναμη”

Ως μια δυναμική της σχέσης κεφάλαιο-εργασία, ο σχετικός πλεονάζων πληθυσμός αναδύεται από την παρούσα κρίση. Η απλή επίκληση του “εφεδρικού βιομηχανικού στρατού’ – για τον οποίο ο όρος “εφεδρικός” με τη συσχέτισή του με μια δυναμική τροχιά “χρησιμοποίησης” δεν συλλαμβάνει πλέον τις συνθήκες του πλεονάζοντος προλεταριάτου – δεν αποκαλύπτει πολλά για την παρούσα συγκυρία – με άλλα λόγια, ότι η αύξηση του πλεονάζοντος προλεταριάτου δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια αποκλειστική κρίση της εργασίας αλλά είναι ενδεικτική των τωρινών περιορισμών στη συσσώρευση του κεφαλαίου38. Αυτή η κρίση αναγκάζει το κεφάλαιο να επιταχύνει τη διαδικασία αύξησης της παραγωγικότητας του προλεταριάτου για να μειώσει την αναλογία της αναγκαίας εργασίας, δηλαδή – σε μαρξικούς όρους – να αυξήσει την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Η άλλη πλευρά αυτού του νομίσματος είναι ότι αυτή η ανάπτυξη υπονομεύει επίσης την ίδια την αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου για την παραγωγή αξίας: την ανθρώπινη εργατική δύναμη.

Επιπλέον, η όποια βιομηχανοποίηση έλαβε χώρα τις τελευταίες δεκαετίες – ωθούμενη, ως επί το πλείστον, από την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου – δύσκολα μπορεί να ειπωθεί ότι χαρακτηρίζεται από ένταση-εργασίας, και απασχολεί έναν αναλογικά μικρότερο αριθμό προλεταρίων σε σχέση με προγενέστερες περιόδους και τομείς της βιομηχανίας του 20ου αιώνα. Για παράδειγμα, θεωρώντας την οικονομική ανάπτυξη των αγορών των BRICS (δηλαδή Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας, Κίνας και Νότιας Αφρικής) φυσικά και μπορεί να παρατηρηθεί ότι στις περιοχές αυτές η συσσώρευση του κεφαλαίου έχει εξελιχθεί, πρόσφατα, με ταχύτερους ρυθμούς από τις οικονομίες που αναπτύχθηκαν σε μια προγενέστερη περίοδο. Πραγματικά οι χώρες αυτές, και πιο αξιοσημείωτα η Κίνα και η Ινδία, έχουν δει επιταχυνόμενους ρυθμούς ανάπτυξης συνοδευόμενους από σημαντικές γεωγραφικές μετατοπίσεις στην παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή και απασχόληση. Όμως, μέσα σ’ αυτές τις αγορές, και ήδη από τη δεκεαετία του 1989, υπάρχει μια μικρή μόνο αύξηση της απασχόλησης στη βιομηχανία ως ποσοστού της συνολικής απασχόλησης39, με την απασχόληση στους μη γεωργικούς τομείς να κινείται πρωτίστως προς τον τομέα των υπηρεσιών, ιδιαίτερα στη Βραζιλία. Ως ποσοστό, για παράδειγμα, του συνολικού εργατικού δυναμικού στην Κίνα και την Ινδία, η αναλογία της απασχόλησης στη βιομηχανία μόλις που αγγίζει το 15%. Επιπρόσθετα, στην Κίνα, από τη δεκαετία του 1990, υπάρχει μια σταδιακή μείωση στον αριθμό των προλεταρίων που είναι ενεργοί μέσα στην παραγωγική διαδικασία σχετικά με τον συνολικό πληθυσμό40. Εδώ, παρά το γεγονός ότι έχει υπάρξει επέκταση των βιομηχανικών εργασιών κατά την ίδια περίοδο, αυτό δεν είχε σαν αποτέλεσμα μια αυτόματη αύξηση στο μέγεθος του εργατικού δυναμικού αλλά μάλλον τη μείωσή του. Καθώς η Κίνα χάνει θέσεις εργασίας στη βιομηχανία στις παλιές βιομηχανίες της, οι οποίες μεταφέρονται σε περιοχές της Νοτιοανατολικής Ασίας με ακόμα μεγαλύτερη υποτίμηση της εργατικής δύναμης (για παράδειγμα, Καμπότζη, Βιετνάμ, Μπαγκλαντές), οι νεο-αναδυόμενες βιομηχανίες “έχουν την τάση να απορροφούν λιγότερη εργασία σχετικά με τον ρυθμό ανάπτυξης”41. Εδώ η περιγραφή του Μαρξ για τον λανθάνοντα πλεονάζοντα πληθυσμό φέρει μια αξιοσημείωτη ομοιότητα με την αστικοποιημένη και μεταναστεύουσα εργατική δύναμη του κινέζικου πλεονάζοντος προλεταριάτου42, του οποίου οι αναγκαστικές “αποστολές”, τόσο στην ίδια την ενδοχώρα όσο και στις διάφορες ηπείρους – αποτέλεσμα της καπιταλιστικοποίησης της γεωργίας – μαστίζονται από αβεβαιότητα43.

Η παγκόσμια καθήλωση του αριθμού των βιομηχανικών εργατών ως ποσοστού του συνολικού εργατικού δυναμικού συσχετίζεται με έναν επεκτεινόμενο τομέα υπηρεσιών, με χαμηλές αμοιβές, που χαρακτηρίζεται από εργασιακή ευελιξία για το πλεονάζον προλεταριάτο. Ως τέτοια, παρ’ όλο που η καπιταλιστικοποίηση των αναδυόμενων αγορών ίσως μειώνει τον απόλυτο αριθμό των φτωχών σ’ αυτές τις χώρες, αυτή η διαδικασία συνεπάγεται πρωτίστως την αύξηση της χαμηλόμισθης εργασίας. Οι επικοινωνίες και η διάδοση των υπολογιστών στην Ινδία μπορεί να αποφέρουν υψηλότερους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, αλλά η αυξανόμενη ανεργία παραμένει ο κανόνας. Επιπλέον, στο παρελθόν, οι κρατικές δαπάνες στις χώρες των BRICS συγκάλυπταν την πραγματικότητα μια εκβιομηχάνισης που δεν απορροφούσε εργατικό δυναμικό σε έναν ρυθμό αντίστοιχο με την αύξηση του ρυθμού συσσώρευσης. Αυτά τα δίχτυα ασφαλείας, που συχνά έπαιρναν τη μορφή επιδοτήσεων για τη αγορά ειδών πρώτης ανάγκης, τώρα καταστρέφονται, ως επί το πλείστον, μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις και τη λιτότητα.

Η παρούσα κρίση παίρνει τη μορφή μιας γενικευμένης υποτίμησης”

Το κύριο πρόβλημα για το κεφάλαιο στην παρούσα κρίση θα μπορούσε να εκφραστεί με την ακόλουθη ταυτολογία: το κεφάλαιο αναγκάζεται να καταστήσει την εργασία πιο παραγωγική και για να το κάνει αυτό χρειάζεται περισσότερο κεφάλαιο. Όμως, απέναντι στο ιστορικό υπόβαθρο μιας ήδη πολύ υψηλής οργανικής σύνθεσης, το ελάχιστο κεφάλαιο που θα πρέπει να επενδυθεί ώστε να υπάρξει μια συγκεκριμένη επιστροφή κέρδους είναι πάρα πολύ υψηλό. Οπότε, για να αποκτήσει περισσότερο από το αναγκαίο προς επένδυση κεφάλαιο, το κεφάλαιο πρέπει να κάνει την εργασία πιο παραγωγική44. Εξαιτίας αυτής της ταυτολογίας ή απορίας45, το κεφάλαιο όλο και περισσότερο “δραπετεύει” από τη σφαίρα της παραγωγής και βρίσκει καταφύγιο επενδύοντας στις χρηματαγορές, στις οποίες μοιάζει να είναι ευκολότερο να βγάλει κέρδη από την κερδοσκοπία με την αγορά συναλλάγματος, τα κρατικά ταμεία ή την αγορά ακινήτων κ.λπ. Αυτή η τάση μπορεί να περιγραφεί επίσης σαν μια απόδραση από υπαγωγή στην αυστηρή εφαρμογή του νόμου της αξίας – μια απόδραση που, εν τέλει, δεν μπορεί ποτέ να είναι επιτυχής.

Η παρούσα κρίση παίρνει τη μορφή μιας γενικευμένης απαξίωσης η οποία, εκτός από το ότι συνεπάγεται αναδιαμορφωμένους όρους εκμετάλλευσης, προκαλεί και δημοσιονομικά αδιέξοδα ως αποτέλεσμα των εξωφρενικών δαπανών για τα δημοσιονομικά ελλείματα. Το κράτος είναι ταυτόχρονα η προϋπόθεση και το αποτέλεσμα συνθηκών συσσώρευσης του κεφαλαίου. Η παρούσα κρίση του κεφαλαίου εκφράζεται η ίδια και ως μια κρίση του κράτους, η οποία, στη συνέχεια εμφανίζεται ως νομισματική ενίσχυση, ενέσεις ρευστότητας, λιτότητα και, στο τέλος, καταστολή. Η αστυνομία είναι συγκεντρωμένη σε περιοχές άδειες από κεφάλαιο. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η κρατική διαχείριση του πλεονάζοντος προλεταριάτου αντιστοιχεί σε μια παγκοσμιοποιημένη γεωγραφική ζωνοποίηση του εργατικού δυναμικού που αναμένεται να αποκτήσει αυξανόμενη σπουδαιότητα σύμφωνα, για παράδειγμα, με τις μαζικές μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές καθώς και μια αστική και προαστιακή κοινωνική διαίρεση της εργασίας.

Από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο κι ύστερα, η ανακούφιση της φτώχειας εφαρμοζόταν με τη μορφή μιας μαζικής καταστροφής και υποτίμησης κεφαλαίου. Τότε, το κράτος προσανατολίστηκε κυρίως στην σταθεροποίηση της κρίσης, αυξάνοντας διαρκώς τις δαπάνες που μεγάλωναν το έλλειμμα, διαδικασία που, με τη σειρά της, εξασφάλισε την κεϋνσιανή συμφωνία ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία46. Ενώ αυτή η συμφωνία έφτασε τελικά σε ένα τέρμα με την κρίση της δεκαετίας του 1970, η περίοδος 2007-08 επιβεβαίωσε την σαθρότητα μιας τέτοιας προσέγγισης στην επίτευξη πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης. Αυτή τη στιγμή, ο ρόλος του κράτους, άσχετα από τις σοσιαλδημοκρατικές του επιφάσεις47, είναι η συνεχιζόμενη λιτότητα, μέσα από την οποία το κράτος μειώνει το μερίδιό του στο κόστος της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης – μια πολιτική που έχει αναπόφευκτα ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη εγκληματ(ικ)οποίηση και καταστολή48. Το κράτος, ως μια διαμεσολαβητική στιγμή της συνολικής υποτίμησης της εργατικής δύναμης, μπορεί να ειδωθεί πιο έντονα αυτή τη στιγμή στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, στις κυβερνήσεις των οποίων οι δανειστές επιβάλλουν, για παράδειγμα, να μειώσουν τον αριθμό των δημοσίων αργιών, το κόστος των υπερωριών και των πακέτων αποζημιώσεων απόλυσης, να διαλύσουν τις διαπραγματεύσεις για συλλογικές συμβάσεις και γενικά να καταργήσουν τις δημόσιες δαπάνες για το κράτος πρόνοιας, δηλαδή τον έμμεσο μισθό. Εδώ το κράτος χάνει την ενοποιητική ισχύ του και η δυνατότητα πολιτικής διαμεσολάβησης τείνει να εξαφανιστεί. Δεν είναι λοιπόν συμπτωματικό ότι οι κοινωνικοί αγώνες τα τελευταία χρόνια εκεί συνίστανται όλο και περισσότερο σε μια ευθεία αναμέτρηση με το κράτος49. Στο παρελθόν, το κράτος ήταν ο σταθεροποιητής της κρίσης.

Όμως, η κεϋνσιανή λύση δεν αποτελεί πλέον μια επιλογή εξαιτίας της χρεοκοπίας του κράτους, μετά την χρηματοδότηση της ιδιωτικής σφαίρας και του υψηλού δανεισμού καθ’ όλη την μεταπολεμική περίοδο. Στο παρελθόν, η αναπαραγωγή του πλεονάζοντος προλεταριάτου μπορούσε να διαμεσολαβηθεί από τα έσοδα προϋπάρχουσας υπεραξίας που διανέμονταν μέσω των κρατικών δαπανών και των κοινωνικών επιδομάτων. Σ’ αυτό το σενάριο, πιο εύλογο πριν την οικονομική αναδιάρθρωση της δεκαετίας του 1970, ο έμμεσος μισθός του πλεονάζοντος προλεταριάτου φιλτραριζόταν μέσα από την φορολόγηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Τώρα, όμως, το ίδιο το κράτος είναι σε κρίση και αδυνατεί πλέον να εγγυηθεί την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Αυτή η ανικανότητα είναι μια έκφραση της παγκόσμιας υποτίμησης της εργατικής δύναμης, που οδηγεί σε μια χωρίς σύγκριση έκρηξη μιας γενιάς πλεοναζόντων προλεταρίων με ζοφερό μέλλον.

Οι αγώνες του πλεονάζοντος προλεταριάτου

Απέναντι στον επιπόλαιο χαρακτήρα ανάμεικτων σημαδιών, μπορούμε να προειδοποιήσουμε τώρα τους αναγνώστες ώστε να συγκρατήσουν δύο έγνοιες που ίσως ανακύψουν – πιθανά αδιέξοδα που, ουσιαστικά, εκφράζουν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος: την εξιδανίκευση της εργασίας είτε στην παλιά της δόξα είτε στην παρούσα μεταβλητότητά της. Πρώτον, η σε εξέλιξη κουβέντα για τα φαινόμενα σχετικά με το πλεονάζον προλεταριάτο στην παρούσα στιγμή δεν θα πρέπει να γίνει κατανοητή ως ένας θρήνος για την περιθωριοποίηση αυτού που συνήθως φανταζόμαστε ως έναν κλασσικό παραγωγικό εργάτη με το χέρι “βαρύ” στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, που χαρακτήριζε, ίσως, παλιότερες περιόδους. Αν μη τι άλλο, η παρούσα συγκυρία σηματοδοτεί την ένδεια της εργατίστικης προοπτικής. Το ζήτημα είναι να μην προσπαθήσουμε για μια αποκατάσταση προηγούμενων συνθηκών εκμετάλλευσης αλλά να αναμετρηθούμε με τα ιστορικά όρια της αναπαραγωγής της ταξικής σχέσης σήμερα. Η παραγωγή του κομμουνισμού δεν είναι η εξύμνηση της εργασίας αλλά η κατάργησή της. Η εσωτερική αντίθεση του χωρίς κανένα προσανατολισμό θρήνου είναι η ανύψωση των συνθηκών του πλεονάζοντος προλεταριάτου σε ένα μοναδικό επαναστατικό υποκείμενο ικανό για κατορθώματα τα οποία για άλλους, που είναι αρκετά τυχεροί ώστε να διατηρήσουν τις προγενέστερες συνθήκες εκμετάλλευσης, είναι δομικά απαγορευμένα. Ο πολλαπλασιασμός των ταραχών στην τωρινή συγκυρία, ως συμπληρώματος στην ανάπτυξη του πλεονάζοντος προλεταριάτου, δεν κάνει απαραίτητα αναγκαία μια ρομαντική προβολή που διακρίνει έναν ταυτοτιστικό [identitarian] φορέα πιο κοντινό στον κομμουνισμό από άλλους που είναι πιο τυχεροί50.Ακόμα και οι πιο χορτασμένοι μπορούν να θυμηθούν τα χειρότερα51.

Ως εκ τούτου, η σύγχρονη ταξική πάλη συγκροτείται συχνά από συμμετέχοντες με προέλευση από ποικίλα υπόβαθρα και εμπειρίες, συχνά αντικρουόμενες”

Η δυναμική του πλεονάζοντος προλεταριάτου είναι μια δυναμική του κατακερματισμού του προλεταριάτου – με άλλα λόγια, μια διαδικασία που επαναδιαμορφώνει το συνολικό εργατικό δυναμικό σύμφωνα με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες του κεφαλαίου και την υποτίμηση από αυτό της εργατικής δύναμης, που έχει ως αποτέλεσμα εσωτερικούς μετασχηματισμούς του προλεταριάτου ως ολότητας και και των διαφοροποιημένων σχέσεών του με την παραγωγική διαδικασία52. Ως εκ τούτου, η σύγχρονη ταξική πάλη συγκροτείται συχνά από συμμετέχοντες με προέλευση από ποικίλα υπόβαθρα και εμπειρίες, συχνά αντικρουόμενες. Αυτή η διαταξικότητα είναι πιο ορατή στις συγκρούσεις που περιβάλλουν αυτά που, περιστασιακά, ονομάζονται “μεσαία στρώματα” και στον φόβο τους για το “βύθισμά” τους σε λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες εκμετάλλευσης. Η κρίση τους, που περιλαμβάνει την έκκληση για δικαιότερη οικονομική διανομή, είναι η ίδια μια στιγμή της ολότητας του πλεονάζοντος προλεταριάτου, δηλαδή εντός και μέσω του εσωτερικού κατακερματισμού του προλεταριάτου. Το παρόν πρόβλημα του πλεονάζοντος προλεταριάτου, συνεπώς, φέρνει στην επιφάνεια το πρόβλημα της διαταξικότητας ως μιας δυναμικής εντός των σύγχρονων αγώνων του προλεταριάτου, του οποίου η κατακερματισμένη φύση συχνά εμφανίζεται ως το ίδιο το όριό του.

Αυτό το πρόβλημα έχει συχνά περιγραφεί και ως ένα πρόβλημα σύνθεσης, με άλλα λόγια ως το ζήτημα της πολυπλοκότητας της ενοποίησης των διαφόρων φραξιών του προλεταριάτου κατά την εξέλιξη των αγώνων. Πραγματικά, το περιεχόμενο της επανάστασης δεν εμφανίζεται πλέον ως ο θρίαμβος μιας υπερχειλίζουσας ταξικής ισχύος του προλεταριάτου όπως φαινόταν, ίσως, στη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα53. Αγώνες που ο τόπος σύγκρουσης είναι λιγότερο το βασίλειο της παραγωγής και, όλο και περισσότερο, η σφαίρα της αναπαραγωγής, εκφράζουν αυτή την εξέλιξη. Η Αραβική Άνοιξη, οι Αγανακτισμένοι, το κίνημα Occupy, το κίνημα στις πλατείες Taksim και Maidan και οι ανομοιογενείς ταραχές στο εξωτερικό, για παράδειγμα, δεν ”βλέπουν” την επιβεβαίωση της ταυτότητας στη σύγκρουσή τους με το κεφάλαιο αλλά, μάλλον, ότι μια τέτοια ενοποιητική ταυτότητα δεν είναι διαθέσιμη στη δυναμική αυτών των κινημάτων. Ο πρόσφατος φυλετικός ξεσηκωμός εναντίον της αστυνομίας στις ΗΠΑ, και πιο αξιοσημείωτα στο Φέργκιουσον και τη Βαλτιμόρη, ελάχιστα κοινά έχει με τις προσδοκίες σχετικά με τις συνθήκες απασχόλησης της τελευταίας χρονιάς. Αυτό επιβεβαιώνεται περαιτέρω από την επέκταση του πλεονάζοντος προλεταριάτου, παράλλημα με την αύξηση του πλεονάζοντος κεφαλαίου και μια ικανότητας υπερπαραγωγής που δεν μπορεί να βρει σταθερή και με διάρκεια επένδυση. Το εργατικό κίνημα δεν προσφέρει πλέον σταθερότητα στην ταξική πάλη. Ως τέτοιος, ο κατακερματισμός αναδύεται ως μια νέα συνθήκη συγκρότησης της τάξης. Οι σύγχρονοι αγώνες εκφράζονται οι ίδιοι λιγότερο ως μια ενότητα και περισσότερο ως ένα άθροισμα κατά τομείς συμφερόντων που μοιράζονται κάποιες συνάφειες μέσω της υλικής αναπαραγωγής (εξώσεις, τιμές των τροφίμων, κόστος μετακίνησης), αφηρημένων αιτημάτων (“διαφθορά”, “ανισότητα”, “αδικία”), μέσα από αυτοθυσιαστικές ταυτίσεις με ψευδή κομμάτια που προσωποποιούν το κοινωνικό σύνολο (είτε με εθνικές είτε με θρησκευτικές σέκτες). Ως αποτέλεσμα, αυτό που στο παρελθόν αποτελούσε το κεντρικό ζήτημα των μισθολογικών αιτημάτων, και τα οποία χαρακτήριζαν τους αγώνες της προηγούμενης περιόδου, έχει γίνει τώρα παρεμπίπτον5455. Το πλεονάζον προλεταριάτο, ως μια δυναμική της ταξικής πάλης στην παρούσα στιγμή, δεν μπορεί να γίνει “απάγκιο” για τα όνειρα ενός κεϋνσιανού ταξικού συμβιβασμού. Η επιβεβαίωση του προλεταριάτου ως τάξης είναι αενάως αμυντική.

Όταν θεωρούμε την έννοια του πλεονάζοντος προλεταριάτου στο πλαίσιο της ταξικής πάλης, η προηγούμενη συζήτηση θα πρέπει να έχει καταστήσει καθαρό ότι δεν πρόκειται απλά για ένα εμπειρικό ερώτημα ποιες είναι αυτές οι ομάδες, όσον αφορά τη σύνθεσή τους. Οι σύγχρονες κοινωνιολογικές ταυτότητες είναι οι ίδιες μορφές φαίνεσθαι, στιγμές της ολότητας της αναπαραγωγής της σχέσης κεφάλαιο-εργασία και εντός αυτής στιγμές της υποτίμησης του εμπορεύματος εργατική δύναμη που ξεδιπλώνεται σήμερα μέσα από το πλεονάζον προλεταριάτο. Το πιο σημαντικό ερώτημα για την κομμουνιστική θεωρία είναι τι κάνουν οι προσωποποιήσεις της κατηγορίας του πλεονάζοντος προλεταριάτου ενάντια σ’ αυτό που οι ίδιες είναι – δηλαδή τι κάνουν ως μια εμμενής αρνητική δύναμη της ίδιας της προλεταριακής συνθήκης τους ως μιας τάξης αντίθετης στον εαυτό της εντός της κρίση αναπαραγωγής της. Η συζήτηση παραμένει ανοιχτή σχετικά με το πώς η συγκεκριμένη ανάπτυξη του πλεονάζοντος προλεταριάτου, που είναι ταυτόχρονα η εν εξελίξει κρίση του κεφαλαίου, εντατικοποιεί τη διαίρεση και τον κατακερματισμό του προλεταριάτου, και σε ποιες γραμμές το κάνει αυτό μέσα στους σύγχρονους αγώνες (πχ. ανταγωνισμός μεταξύ γεωγραφικών τόπων, μεταξύ ειδικευμένης και ανειδίκευτης εργασίας, μέσω στιγματισμών ηλικίας, φυλής και φύλου κλπ.). Συνεπώς, η έννοια του πλεονάζοντος προλεταριάτου εξάγει το πιο σημαντικό ερώτημα του πώς, μέσα στην παρούσα στιγμή, η απαλλοτριωμένη και εκμεταλλευόμενη τάξη – παρά τις εντεινόμενες διαιρέσεις – μπορεί να ενεργήσει καθαυτή και ενάντια στον εαυτό της ως μιας τάξης του κεφαλαίου. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το πλεονάζον προλεταριάτο είναι απλά η πιο σύγχρονη εμφάνιση του ίδιου του προλεταριάτου – μια μορφή που η ουσία της παραμένει αυτή της ενοποίησής της μέσα στον διαχωρισμό της από τα μέσα της ίδιας της αναπαραγωγής της.

SurPlus-Club, Frankfurt am Main, Άνοιξη 2015

1 Μεταφρασμένο από εδώ: https://kosmoprolet.org/en/trapped-party-where-no-one-likes-you.

2 Πιο αξιοσημείωτα, “[το] Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει μειώσει τις προβλέψεις του για ανάπτυξη για την παγκόσμια οικονομία στη σκιά μιας επιβράδυνσης στην Κίνα, μια ελλοχεύουσας ύφεσης στη Ρωσία και της συνεχιζόμενης αναιμικότητας στην Ευρωζώνη”, http://www.theguardian.com/business/2015/jan/20/imf-cuts-global-economic-growth-forecast. Επιπρόσθετα, ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας [International Labor Organization, ILO] “προβλέπει μια δυσάρεστη εικόνα της απασχόλησης για την παγκόσμια οικονομία συνολικά για τα επόμενα χρόνια”, http://blogs.wsj.com/economics/2015/01/21/world-economy-needs-280-million-jobs-in-next-five-years-ilo-says. Οι προσδοκίες για τη Λατινική Αμερική δεν είναι καλλίτερες καθώς το ΔΝΤ “είπε ότι αναμένει οικονομική συρρίκνωση στη Βενεζουέλα και την Αργεντινή και ανάπτυξη μόνο 0.3% στη Βραζιλία για το 2015, και μείωσε επίσης την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη στη Λατινική Αμερική για το 2016 στο 2.3%, από το αρχικό 2.8”, http://laht.com/article.asp?ArticleId=2370538&CategoryId=12394. Η οικονομία της Βραζιλίας, ειδικότερα, πλησιάζει σε σημείο ένρηξης καθώς “οικονομολόγοι ανέβασαν για τέταρτη συνεχόμενη εβδομάδα τις προβλέψεις τους για τον πληθωρισμό και μείωσαν την εκτίμησή τους για τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας”, http://www.bloomberg.com/news/articles/2015-01-26/brazil-economists-raise-2015-cpi-cut-gdp-for-fourth-week-in-row. Ούτε η Βόρεια Ευρώπη έχει ανοσία στην επιβράδυνση καθώς “η σουηδική κυβέρνηση χαμηλώνει τις προβλέψεις της για την οικονομική ανάπτυξη και προέβλεψε ότι θα αποτύχει να έχει δημοσιονομικό πλεόνασμα για τα επόμενα τέσσερα χρόνια”, http://www.bloomberg.com/news/articles/2015-01-20/sweden-cuts-gdp-forecast-as-deficit-seen-stretching-past-2018.

3 “Η Chevron σφίγγει το ζωνάρι καθώς μια αναδιάρθρωση 40 δις δολαρίων σαρώνει τον πετρελαϊκό τομέα”, http://www.bloomberg.com/news/articles/2015-01-30/chevron-profits-fall-to-lowest-since-2009-as-oil-prices-collapse.

4 “Διασχίσαμε την Κίνα και γυρίσαμε τρομοκρατημένοι για την οικονομία”. http://www.bloomberg.com/news/articles/2015-04-09/we-travelled-across-china-and-returned-terrified-for-the-economy.

5 Η υποτιθέμενη “σταθερή” οικονομική άνθιση στη Γερμανία βασίζεται στην αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας της τελευταίας δεκαετίας που είχε ως αποτέλεσμα μια σημαντική μείωση στο κόστος της αναπαραγωγής του κοινωνικού εργατικού δυναμικού, http://foreignpolicy.com/2015/05/05/rich-germany-has-a-poverty-problem-inequality-europe. Επιπλέον, όντας μια οικονομία κατεξοχήν βασισμένη στις εξαγωγές σε άλλες χώρες, η δήθεν ανθεκτικότητά της μπορεί να τελειώσει πολύ γρήγορα με την επόμενη αναποδιά της παγκόσμιας οικονομίας εξαιτίας της εξάρτησής της από τις εξαγωγές και τους χαμηλούς μισθούς, http://blogs.lse.ac.uk/eurocrisispress/2015/03/12/germany-the-giant-with-the-feet-of-clay.

6 “Τα βουνά χρέους ανάβουν φόβους και για άλλη κρίση”, http://www.ft.com/intl/cms/s/0/2554931c-ac85-11e4-9d32-00144feab7de.html#axzz3QuNTKwet.

7 “Απομόχλευση, ποια απομόχλευση; Η 16η Έκθεση της Γενεύης για την Παγκόσμια Οικονομία”, http://www.voxeu.org/article/geneva-report-global-deleveraging. Οι χώρες της νότιας Ευρώπης, ιδιαίτερα, έχουν δει το κλάσμα Χρέους/ΑΕΠ να σκαρφαλώνει κατά 15% τα τελευταία τρία χρόνια. “Η Γερμανία είναι αντιμέτωπη με μια μη-επιλογή καθώς η εξέγερση της ελληνικής λιτότητας απλώνεται”, http://www.telegraph.co.uk/finance/economics/11407256/Germany-faces-impossible-choice-as-Greek-austerity-revolt-spreads.html. Πιο αξιοσημείωτο, πρόσφατα, είναι το χρέος της Κίνας το οποίο τώρα αναλογεί στο 282% του ΑΕΠ, έχει τετραπλασιαστεί από το 2007, αύξηση που αποδίδεται, μαζί με τη λανθάνουσα υπερικανότητα παραγωγής, πρωτίστως σε μια υπεθερμασμένη αγορά ακινήτων. “Χρέος και (όχι και τόση) απομόχλευση”, http://www.mckinsey.com/insights/economic_studies/debt_and_not_much_deleveraging και: “Πώς ο εθισμός του χρέους έφτασε ακόμα και στην Κίνα”, http://www.ft.com/intl/cms/s/0/585ae328-bc0d-11e4-b6ec-00144feab7de.html#axzz3SjqvVqAV.

8 “Οι περισσότεροι εργάτες του κόσμου δεν έχουν εξασφαλισμένες δουλειές, αποκαλύπτει η έκθεση του ILO”, http://www.theguardian.com/business/2015/may/19/most-of-the-worlds-workers-have-insecure-jobs-ilo-report-reveals .

9 Στμ. Δηλαδή του ρυθμού απόσπασης υπεραξίας.

10 “Η έκθεση για τις θέσεις εργασίας τον Δεκέμβριο σε 10 γραφήματα”, http://blogs.wsj.com/economics/2015/01/09/the-december-jobs-report-in-10-charts.

11 Όπως γράφει ο Μαρξ: “Die Vermehrung der Produktivkraft der Arbeit und die größte Negation der notwendigen Arbeit ist die notwendige Tendenz des Kapitals” (Grundrisse) [στμ.: “Η αύξηση της παραγωγικής ισχύος της εργασίας και η αυξανόμενη άρνηση της αναγκαίας εργασίας είναι η αναγκαστική τάση του κεφαλαίου”].

12 Εδώ αξίζει να τονίσουμε τη σχετικότητα αυτής της πτώσης – με άλλα λόγια, ακόμα κι αν το κεφάλαιο αυξάνει ποσοτικά τον αριθμό όσων απασχολούνται, ο γενικός νόμος της συσσώρευσης του κεφαλαίου θέτει ότι αυτό θα το κάνει με αναλογικά πιο αργό ρυθμό από τον συνολικό ρυθμό συσσώρευσης. Αυτό σημαίνει ότι “ο εργαζόμενος πληθυσμός αυξάνει πάντα πιο ραγδαία από τις ανάγκες παραγωγής αξίας του κεφαλαίου” και ότι “αναλογικά, καθώς το κεφάλαιο συσσωρεύεται, η θέση του εργάτη, άσχετα από το αν ο μισθός του είναι υψηλός ή χαμηλός, πρέπει να χειροτερέψει”, (Το Κεφάλαιο, Τόμος Ι).

13 Όπως γράφει ο Μαρξ: “Η εργατική δύναμη μπορεί να επιτελέσει την αναγκαία γι’ αυτήν ργασία μόνο αν η υπερεργασία της έχει αξία για το κεφάλαιο, εφόσον του είναι χρήσιμη. Αν αυτή η χρησιμότητα, συνεπώς, παρεμποδίζεται, από το ένα ή το άλλο εμπόδιο, τότε η ίδια η εργατική δύναμη 1. εμφανίζεται πέραν των συνθηκών αναπαραγωγής της ύπαρξής της· υπάρχει χωρίς τις συνθήκες ύπαρξής της και είναι, συνεπώς, απλά εμπόδιο· 2. η αναγκαία εργασία εμφανίζεται πλεονάζουσα επειδή το πλεονάζον δεν είναι αναγκαίο. Είναι αναγκαίο μόνο αν αποτελεί συνθήκη της πραγμάτωσης του κεφαλαίου”. Και πρέπει να τονίσουμε, επιπλέον, ότι αυτός ο ισχυρός καταναγκασμός του κορεσμού των αναγκών είναι αποτέλεσμα της σχέσης ανταλλαγής: “Ότι είναι τα μέσα απασχόλησης και όχι συντήρησης που τον θέτουν στην κατηγορία του πλεονάζοντος πληθυσμού ή όχι. Αλλά αυτό είναι πιο γενικό και αναφέρεται γενικά στην κοινωνική διαμεσολάβηση μέσω της οποίας το άτομο αναφέρεται και δημιουργεί τα μέσα της αναπαραγωγής του· με άλλα λόγια, τις συνθήκες παραγωγής και τη σχέση του μ’ αυτές”, (Grundrisse).

14 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο: floating.

15 “Ένας στους τρεις εργάτες στις ΗΠΑ είναι αυτοαπασχολούμενος (ελεύθερος επαγγελματίας)” http://blogs.wsj.com/atwork/2014/09/04/one-in-three-u-s-workers-is-a-freelancer.

16 “Ενάντια στον Διαμοιρασμό”, https://www.jacobinmag.com/2014/09/against-sharing.

17 Στμ. Αποδίδουμε έτσι τους αγγλικούς όρους entrepreneurialism και sharing economy.

18 “Ο ISIS αποπληρώνει φοιτητικά δάνεια για να δελεάσει και να στρατολογήσει Αμερικανούς”. http://dailycurrant.com/2015/01/20/isis-paying-off-student-debt-to-lure-american-recruits.

19 Όπως γράφει ο Αντόρνο: “Ο νομιναλισμός συνδέεται, ίσως, πιο βαθιά με την ιδεολογία από την άποψη ότι λαμβάνει το συγκεκριμένο [concretion] ως ένα δεδομένο που είναι αδιαμφισβήτητα διαθέσιμο· μ’ αυτόν τον τρόπο εξαπατά τον εαυτό του και την ανθρωπότητα υπονοώντας ότι η πορεία του κόσμου συμβάλλει με την ειρηνική καθοριστότητα [determinacy] του υπάρχοντος που απλά usurped από την έννοια του δεδομένου και smitten με αφαίρεση with abstractness”, (Αισθητική Θεωρία).

20 Στμ. Απόδοση του αγγλικού όρου communitarianism.

21 Στμ. Απόδοση του αγγλικού όρου tokenized.

22 Όπως γράφει ο Zamora: “οι κατηγορίες του ‘ανέργου’, ‘του φτωχού’, ή του ‘επισφαλούς’ αποσυνδέονται γρήγορα από το να γίνονται κατανοητοί με όρους εκμετάλλευσης στην καρδιά των καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων και βρίσκονται, οι ίδιες και η κατάστασή τους, να συλλαμβάνονται με όρους μιας σχετικής αποστέρησης (νομισματικής, κοινωνικής ή ψυχολογικής), αρχειοθετούμενες κάτω από τη γενική ταμπέλα του ‘αποκλεισμού’, της ‘διάκρισης’ ή μορφών ‘κυριαρχίας’”, Zamora, Daniel. “When Exclusion Replaces Exploitation”, http://nonsite.org/feature/when-exclusion-replaces-exploitation.

23 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο run-of-the-mill.

24 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο lawlike, δηλαδή που έχουν τη μορφή νόμου.

25 Στμ. Όχι τυχαία αυτή η φράση σχολιάζεται εκτενώς από τον Κώστα Παπαϊωάννου σε σχέση με την κατανόηση της εγελιανής διαλεκτικής από τον Μαρξ! Παραπομπές.

26 Στμ. Αποδοση του αγγλικού όρου facticity. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Γερμανό φιλόσοφο Φίχτε (1762-1814) και έχει μια ποικιλία σημασιών. Μπορεί να αναφέρεται σε γεγονότα και στην ιδιότητα να είναι κάτι γεγονός [factuality, πραγματικότητα], όπως στον θετικισμό του 19ου αιώνα, αλλά φτάνει να σημαίνει και αυτό που αντιστέκεται στην εξήγηση και την ερμηνεία στον Wilhelm Dilthey και τον νεοκαντιανισμό.

27 Πβλ. Gunn, Richard. “Σημειώσεις για την ‘Τάξη’”,http://www.richard-gunn.com/pdf/4_notes_on_class.pdf.

28 Στμ. Πολύ ενδιαφέρουσα διατύπωση για την τάξη ως σχέση.

29 Στμ. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θέση. Πρόκειται, θα λέγαμε, χωρίς να επεκταθούμε εδώ, για μια άμεσα υποτεινόμενη κατηγοροθεωρητική σύλληψη της τάξης ως σχέσης, ως κατηγορίας και όχι ως συνόλου με “μέλη”. Τάξη “χωρίς άτομα” (κατά το “τόπος χωρίς σημεία” της Θεωρίας τόπων, για παράδειγμα).

30 Είναι γι’ αυτό τον λόγο – δηλαδή το ταυτόχρονο του αφηρημένου και του συγκεκριμένου – που, εφεξής, θα αναφερόμαστε στην κατηγορία του “πλεονάζοντος πληθυσμού” ως την κατηγορία του “πλεονάζοντος προλεταριάτου”. Όπως σημειώνει ο Μαρξ στην εισαγωγή των Grundrisse, η κατηγορία του “πληθυσμού” – που προϋποθέτει ότι η κοινωνία είναι μια ποσοτική συλλογή μεμονωμένων ατόμων – είναι η ίδια μια “χαοτική” αφαίρεση της ταξικής σχέσης. Ο “πληθυσμός” είναι, συνεπώς, μια περίπλοκη υποκειμενικοποίηση μιας έννοιας στην οποία το παρόν κείμενο προσπαθεί να δώσει έμφαση όχι ως μια ταυτότητα αλλά ως μια δυναμική κοινωνική σχέση. Όσον αφορά τη χρήση του όρου “πλεονάζων πληθυσμός” από τον ίδιο τον Μαρξ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η επίκληση από αυτόν της κατηγορίας αυτής έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την αντιπαράθεσή του με τον Μάλθους και μια επιχειρηματολογία εναντίον του υπερπληθυσμού ως βιολογικής αναγκαιότητας. Ως τέτοια, ο Μαρξ θεμελιώνει την κατηγορία ώστε να τραβήξει την προσοχή πίσω στους ιστορικούς και κοινωνικούς καθορισμούς των φαινομένων του υπερπληθυσμού. Κατά κάποιο τρόπο, μπορεί να ειπωθεί ότι η κατηγορική χρήση από τον Μαρξ του “πλεονάζοντος πληθυσμού” είναι ένα είδος σφετερισμού του Μάλθους, δηλαδή μια πολεμική ιδιοποίηση των Μαλθουσιανών κατηγοριών της κλασσικής πολιτικής οικονομίας μέσω του αναποδογυρίσματός τους. Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που ο Μαρξ αναφέρεται στον σχετικό πλεονάζοντα πληθυσμό, μάλλον, παρά στον απόλυτο. Παραμένει ανοιχτό ερώτημα το πόσο σοβαρά θα έπρεπε κανείς να αντιπαρατεθεί με την ιδεολογική δύναμη των Μαλθουσιανών θεωριών υπερπληθυσμού αυτή τη στιγμή. Πρόκειται για μια θεμιτή διερεύνηση στον βαθμό που παραμένουν, υπόδηλα, μαλθουσιανές προϋποθέσεις για τα δημογραφικά ζητήματα εντός του κοινωνιολογικού λόγου που ουσιαστικά μυστικοποιούν τον ιστορικά συγκεκριμένο χαρακτήρα της παραγωγικότητας της εργασίας στην παραγωγή του πλεονάζοντος πληθυσμού. Ένα πιο τοπικό παράδειγμα θα ήταν ο λαϊκισμός που περιβάλλει την καταστροφή του περιβάλλοντος και την προσκόλλησή του σε ζητήματα κατανάλωσης και δημογραφικών μοτίβων, παρά στην πραγματική υπαγωγή της φύσης από τους προσδιορισμούς της αξιακής μορφής.

31 Davis, Mike. Planet of Slums. 2006.

32 Ανάλογα με την έκταση στην οποία η σχέση κεφάλαιο-εργασία, εκφραζόμενη η ίδια μέσα από το πλεονάζον προλεταριάτο, διαποτίζει τόσο τις σχέσεις μεταξύ των ατόμων όσο και τα άτομα τα ίδια, τα ακόλουθα άρθρα περιγράφει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τους ζοφερούς ορίζοντες της πάλης με το βάσανο της μερικής μόνο αναγνώρισης από το κεφάλαιο: “Οι νέοι άνθρωποι ‘αισθάνονται ότι δεν έχουν τίποτα για το οποίο να αξίζει να ζήσουν’” http://www.bbc.com/news/education-25559089 “Οι αυτοκτονίες στην Ισπανία καταγράφουν μέγιστο οκταετίας” http://www.zerohedge.com/news/2014-02-03/spanish-suicides-rise-eight-year-high, “Μήπως η δουλειά σε σκοτώνει; Στην Κίνα, οι εργάτες πεθαίνουν πάνω στα γραφεία τους”, http://investmentwatchblog.com/is-work-killing-you-in-china-workers-die-at-their-desks, “Η ελληνική κρίση στην ψυχική υγεία: καθώς η οικονομία καταρρέει, η κατάθλιψη και οι αυτοκτονίες εκτοξεύονται”, http://content.time.com/time/world/article/0,8599,2079813,00.html “Τα ποσοστά αυτοκτονιών αυξάνονται με την παγκόσμια οικονομική κρίση” http://www.medicalnewstoday.com/articles/266181.php, “Τα ποσοστά αυτοκτονιών αυξάνονται κατακόρυφα μεταξύ των μεσηλίκων” http://bigstory.ap.org/article/us-suicide-rate-rose-sharply-among-middle-aged, “Οι αυτοκτονίες τραπεζιών επιστρέφουν, http://www.zerohedge.com/news/2014-10-24/banker-suicides-return-dsks-hedge-fund-partner-jumps-23rd-floor-apartment.

33 Όπως γράφει ο Rocamadur από το Blaumachen, “[οι] επικίνδυνες τάξεςι του 21ου αιώνα δεν είναι το παραδοσιακά ορισμένο λούμπεν προλεταριάτο που, ως ένα μόνιμο περιθώριο του εφεδρικού στρατού εργασιάς, συνήθιζε να ζει στον κόσμο του, και συνεπώς αντιπροσώπευε ευθύς εξ αρχής κάτι “έξω” από την κεντρική καπιταλιστική σχέση. Το νέο ‘λούμπεν προλεταριάτο’ relation (οι νέες επικίνδυνες τάξεις) παρεισδύει/εισβάλλει από την κανονικότητα της μισθωτής σχέσης, ακριβώς επειδή το ‘κανονικό’ προλεταριάτο λουμπενοποιείται. Η κρίση από τη μια δημιουργεί μια απότομη/βίαιη φτωχοποίηση πολλών εργατών (όπως στην περίπτωση ολόκληρου του δυτικού κόσμου), υπό το βάρος της αυξανόμενης ανεργίας/περιστασιακής απασχόλησης και των χρεών (δάνεια τα οποία δεν μπορούν τώρα να αποπληρώσουν, κάτι που επιβαρύνεται από το γεγονός ότι αυτοί που έχουν στεγαστικά δάνεια δεν μπορούν πάντα να διεκδικήσουν επιδόματα ώστε να καλύψουν το κόστος της στέγασής τους) ή από περιορισμούς πρόσβασης στην πίστωση. Ακόμα περισσότερο, όμως, παράγει την αυξανόμενη λουμπενοποίηση του ίδιου του προλεταριάτου – μια λουμπενοποίηση που δεν εμφανίζεται ως εξωτερική προς τη μισθωτή εργασία αλλά ως το καθοριστικό της στοιχείο”. “Η Άγρια κατώτερη τάξη βγαίνει στους δρόμους”, (The Feral Underclass Hits the Streets), Sic Volume 2 (2014).

34 Η υπόθεση/πρόταση ότι η δυναμική του πλεονάζοντος προλεταριάτου εκφράζεται η ίδια μέσα από έμφυλες, φυλετικές και γενεαλογικές σχέσεις παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα προς διερεύνηση σε περαιτέρω συζητήσεις. Παρ’ όλα αυτά, κάποιες προκαταρκτικές παρατηρήσεις μπορούν να προσφερθούν ώστε να τροφοδοτήσουν/ωθήσουν τη θεωρητικοποίηση της έννοιας του πλεονάζοντος προλεταριάτου πάνω σε ήδη διατυπωμένες γραμμές: (1) όσον αφορά το φύλο, μπορεί να τεθεί ότι το πλεονάζον προλεταριάτο, ουσιαστικά στην ολότητά του, είναι φεμινιστικό, στον βαθμό που “η γενική τάση προς την ‘φεμινιστικοποίηση’ δεν είναι η εμφυλοποίηση της τυφλής ως προς το φύλο αγοράς, αλλά μάλλον η κίνηση του κεφαλαίου προς την χρησιμοποίηση φτηνής ευέλικτης εργατικής δύναμης υπό τις μεταφορντικές , παγκοσμιοποιημένες συνθήκες συσσώρευσης, όλο και περισσότερο ανειδίκευτης και “just-in-time”, “Η Λογική του Φύλου”, Endnotes τόμος 3 (2013) [στμ. Στα ελληνικά: ]. Εδώ μπορεί να ειπωθεί ότι η παραγωγή του πλεονάζοντος προλεταριάτου είναι ο “εκφεμινισμός” του ίδιου του προλεταριάτου. Μια τέτοια γραμμή σκέψης πρέπει επίσης να εξετάσει την επανα-ιδιωτικοποίηση της αναπαραγωγής και την ενεργοποίηση παραδοσιακών οικογενειακών ρόλων που συνεπάγονται από τις παρούσες εξελίξεις μετά την κρίση. (2) Ανάλογα, διαδικασίες φυλετικοποίησης μπορούν να κατανοηθούν από τις ανταγωνιστικές σχέσεις [εντός] του πλεονάζοντος προλεταριάτου. Μέσα από τη συνθήκη του πλεονάζοντος προλεταριάτου, η εργατική δύναμη χλευάζεται [taunted] από τα όρια της ίδιας της ανταλλαξιμότητάς της και αφήνεται με μια μη-πραγματωμένη αξία-χρήσης για το κεφάλαιο, μια κούφια υλικότητα που προσπαθά πενιχρά να συλλάβει την κοινωνική εγκυρότητα της ανταλλακτικής σχέσης για να βρεί, αντ’ αυτού, καταφύγιο στη φυσικοποίηση των φαινοτυπικών διαφορών. Περαιτέρω, μπορούμε να πούμε ότι οι μετανάστες και η εργασία τους είναι συστατικές των ίδιων των αγορών της παράτυπης/μαύρης εργασίας και συνεπώς δομικά απαραίτητες προσωποποιήσεις της συνολικής υποτίμησης της εργατικής δύναμης [στμ. Πολύ σημαντική θέση. Επιρρώνει την ιδέα ότι οι μεταναστευτικές “ροές” είναι πράγματι τροχιές μιας δυναμικής που ωθεί την εργατική δύναμη προς τις “πηγές” αξιοποίησης από το κεφάλαιο, είτε με “οικονομικά” είτε με βίαια-πολεμικά μέσα. Η δυναμική είναι από τις ζώνες συσσώρευσης με τον μικρότερο βαθμό-ένταση αξιοποίησης, άρα και τον μεγαλύτερο βαθμό υποτίμησης, στις ζώνες υψηλότερης αξιοποίησης. Το κεφάλαιο κάνει έτσι τους προλετάριους πραγματικά απρόσωπες μονάδες της δυναμικής της αναζήτησης της μεγαλύτερης εκμετάλλευσής τους]. Ως τέτοιο, το φυλετικοποιημένο εργατικό δυναμικό δεν αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο κατακερματισμό του προλεταριάτου αλλά είναι η παραγόμενη κοινωνική συγκεκριμενοποίηση/instantiation της δυναμικής του πλεονάζοντος προλεταριάτου εκφρασμένης μέσα από εθνοτικά, εθνικά και φαινοτυπικά χαρακτηριστικά. Πρβλ. R.L. “Inextinguishable Fire: Ferguson and Beyond” και “Burning and/or Demanding. On the Riots in Sweden”. Sic τόμες 3(αναμένεται). (3) Σε συμφωνία με τους τρόπους με τους οποίους εμφανίζεται η ουσία του πλεονάζοντος προλεταριάτου μέσα από γενεαλογικές ανισότητες, δείτε R.L. “Inextinguishable Fire: Ferguson and Beyond”, Sic τόμος 3 (αναμένεται) και “’Old People are Not Revolutionaries!’ Labor Struggles Between Precarity and Istiqrar in a Factory Occupation in Egypt”, http://www.focaalblog.com/2014/11/14/dina-makram-ebeid-labor-struggles-and-the-politics-of-value-and-stability-in-a-factory-occupation-in-egypt. Η περιγραφή του Μαρξ για τον επιπλέοντα πλεονάζοντα πληθυσμό στρέφεται συγκεκριμένα γύρω από την διαδικασία γήρανσης του εργατικού δυναμικού. Στην εποχή του, όταν οι εργάτες έφταναν σε μια ορισμένη ηλικία, δεν ήταν πια αρκετά ζωτικοί για να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της παραγωγικής διαδικασίας. Σήμερα, η κατάσταση έχει αλλάξει σημαντικά στον βαθμό που το κεφάλαιο έχει τώρα την ικανότητα να βολεύει τους ηλικιωμένους μέσα σε έναν τεράστιο τομέα υπηρεσιών για χαμηλά αμοιβόμενες και μερικής απασχόλησης δουλειές χωρίς κοινωνικά επιδόματα ή σύνταξη, ιδιαίτερα στις βιομηχανίες ταχυφαγείων. Πβλ. “Low-Wage Workers Are Older Than You Think”, http://www.epi.org/publication/wage-workers-older-88-percent-workers-benefit, “In Tough Economy, Fast Food Workers Grow Old”, http://www.nbcnews.com/feature/in-plain-sight/tough-economy-fast-food-workers-grow-old-v17719586.

35 Το αυξανόμενο κόστος των κρατικών δαπανών για την πρόνοια και η χρήση του από τους προλετάριους, που στόχευε στην αποσύνδεση του εισοδήματος από τους μισθούς, ήταν άλλη μια εκδήλωση/έκφραση της προλεταριακής αντίστασης/αψήφισης εκείνης της περιόδου.

36 Robert Kurz. “Double Devalorization”, https://libcom.org/library/double-devalorization-robert-kurz.

37 Για τη σύνδεση ανάμεσα στα υποτιμώμενα νομίσματα και τα μοτίβα μετανάστευσης από το πρώην Ανατολικό Μπλοκ, δείτε “Russian Rouble Crisis Poses Threat to Nine Countries Relying on Remittances”, http://www.theguardian.com/world/2015/jan/18/russia-rouble-threat-nine-countries-remittances.

38 Ένα πιο εντυπωσιακό παράδειγμα αφορά εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες οι εργοδότες διαδίδουν πολιτικές σύνδεσης του ύψους των μισθών με τα κέρδη κάτω από την αστεία ταμπέλα/ρουμπρίκα της καταπολέμησης της ανισότητας. Πρβλ. “Fiat Chrysler CEO Takes Aim at Two-Tier Wages for UAW Workers”, http://www.wsj.com/articles/fiat-chrysler-ceo-takes-aim-at-two-tier-wages-for-uaw-workers-1421080693, “Fiat Chrysler Sets Bonus Scheme for Italian Workers”, http://www.thelocal.it/20150417/fiat-chrysler-sets-bonus-scheme-for-italian-workers.

39 Για μια συζήτηση αυτού του ζητήματος σε σχέση με την ιστορική απαρχαίωση της μορφής-κόμμα της οργάνωσης των εργατών δείτε Benanav, Aaron and Clover, Joshua. “Can Dialectics Break BRICS?”, South Atlantic Quarterly (2014).

40 Παγκόσμια Τράπεζα: “Ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, σύνολο (επί τοις εκατό % του συνολικού πληθυσμού, για ηλικίες άνω των 15) (εκτίμηση μοντέλου του ΔΟΕ, Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας)”, http://data.worldbank.org/indicator/SL.TLF.CACT.ZS/countries/CN?display=default.

41Μιζέρια και Χρέος”. Endnotes τόμος 2: Μιζέρια και η Αξιακή Μορφή (2010), στμ. Στα ελληνικά από τους φίλους του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015.

42 Για μια καλή σύνοψη για την αφετηρία του σύγχρονου λανθάνοντος πλεονάζοντος προλεταριάτου στην Κίνα, δείτε “Land Grabs in Contemporary China”, http://libcom.org/blog/china-land-grabs.

43 Είναι επίσης σημαντικό να θυμόμαστε ότι ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας ή κατάτμηση της συσσώρευσης του κεφαλαίου, μεταμορφώνει προφανώς επίσης την εσωτερική δυναμική δυναμική κεφαλαίου-εργασίας στις μεμονωμένες χώρες. Για πολύ καιρό, η Κίνα έπαιζε τον ρόλο μιας χώρας με χαμηλή οργανική σύνθεση με μεγάλες βιομηχανίες έντασης-εργασίας. Ενώ αυτό αλλάζει τώρα, η εκβιομηχάνιση της Κίνας τις τελευταίες δεκεαετίες εκφράζει επίσης την παραγωγή πλεονάζοντος προλεταριάτου στον υπόλοιπο κόσμο. Δημοφιλείς αφηγήσεις για την παγκόσμια οικονομία στη δεκεαετία του 2000 σταθερά θρηνούσαν για την φυγή κεφαλαίων δουλειών στον πυρήνα της εγχώριας βιομηχανίας προς τα ανατολικά, προς περιοχές μεγαλύτερης υποτίμησης της εργασίας [στμ. Θα λέγαμε ότι οι τροχιές της ροής του κεφαλαίου είναι αντίθετες από αυτές της ροής της εργατικής δύναμης – διαλεκτικά γαρ!]. Το αποτέλεσμα που παράχθηκε ήταν μια υποτίμηση της εργατικής δύναμης μέσα στις κατασκευαστικές βιομηχανίες της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ. Ως τέτοια, η προλεταριοποίηση του κινέζικου πληθυσμού – που είναι ταυτόχρονα και παραγωγή του δικού της πλεονάζοντος προλεταριάτου – είναι η έκφραση της παραγωγής πλεονάζοντος προλεταριάτου σε άλλα μέρη του πλανήτη.

44 Στμ. Και για να κάνει την εργασία πιο παραγωγική χρειάζεται περισσότερο κεφάλαιο, εξ ου και η ταυτολογία ή αντίφαση ή φαύλος κύκλος.

45 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο aporia, μια αξεδιάλυτη εσωτερική αντίφαση ή λογική διάζευξη, από την αρχαιοελληνική απορίααδιέξοδο (πόρος: διέξοδος) και δη το φιλοσοφικό αδιέξοδο, η κατάσταση κατά την οποία ο φιλόσοφος δεν μπορεί να δώσει απάντηση σε κάποιο φιλοσοφικό ερώτημα, επειδή έχει φτάσει σε μια αντίδαση ή επειδή δύο αντίθετες προτάσεις φαίνονται εξίσου πειστικές.

46 Αυτή η ιστορική στιγμή παρήγαγε – σε αντάλλαγμα της τεράστιας αύξησης της παραγωγικότητας και της μείωσης των τιμών των εμπορευμάτων, που προέκυψε ως αποτέλεσμα της μαζικής απαξίωσης του κεφαλαίου στην περίοδο του πολέμου – αυξημένη αγοραστική δύναμη και μεγαλύτερη ενσωμάτωση για το προλεταριάτο στις σφαίρες της κατανάλωσης. Αν και αυτό αντανακλάστηκε ως μια σχετική μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης στην συνολική παραγώμενη κοινωνική αξία, προξένηση περιστασιακά μια απόλυτη αύξηση της πραγματικής αξίας των μισθών. Αυτή η τάση συνοδεύτηκε, επιπρόσθετα, από άμεσες επιδοτήσεις στην σφαίρα της παραγωγής καθώς και ως μια αύξηση στον έμμεσο μισθό του προλεταριάτου, το οποίο απέκτησε έτσι τις πολυτέλειες μιας ελαφράς αύξησης στην τιμή της εργασίας του πάνω από το ελάχιστο αναγκαίο για την αναπαραγωγή αυτής της εργασίας, καθώς και διάφορα συμπληρώματα όπως δάνεια, πίστωση και επιδόματα πρόνοιας και σύνταξης.

47 Για κάποιες χρήσιμες σκέψεις σχετικά με τις προοπτικές του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, δείτε Cognord: “Είναι εφικτό να κερδίσεις τον πόλεμο αφού έχεις χάσει όλες τις μάχες;”, http://www.brooklynrail.org/2015/02/field-notes/is-it-possible-to-win-the-war-after-losing-all-the-battles.

48 Για ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα στην Ισπανία, δείτε “Η ισπανική κυβέρνηση προετοιμάζει καιν ούριο νόμο εθνικής ασφάλειας”, https://www.wsws.org/en/articles/2015/02/11/spai-f11.html.

49 Το μόνιμο συναίσθημα της αγνόησης δυνητικά από τη διαδικασία εκμετάλλευσης εκφράζει τα δεινά προλετάριων που καταλαβαίνουν τον εαυτό τους ως μεσαία τάξη. Αυτό εκφράζεται ως πολιτικό πρόβλημα και συχνά ερμηνεύεται κάτω από την ταμπέλα της ιδιότητας του παγκόσμιου πολίτη [citizenry]. Τέτοια ήταν μια κεντρική δυναμική του κινήματος καταλήψεων των πλατειών το 2011, που είχαν οι ίδιες ως ερέθισμα ζητήματα αστικοποίησης, κρατικών υποδομών και καταστολής. Από την μια πλευρά, το κράτος χάνει τη δύναμη ενσωμάτωσης, και, από την άλλη, στα πολιτικά κινήματα διαμορφώνεται μια νέα μορφή πολιτικής διαμεσολάβησης. Γενικότερα, μπορούμε να πούμε ότι το κύμα αγώνων στο διάστημα 2008-2012 χαρακτηριζόταν συγκεκριμένα από μια αναμέτρηση με το κράτος ως του βασικού ανταγωνιστή τους.

50 Είναι γι’ αυτό τον λόγο, μεταξύ άλλων, που η περιστασιακή αντίληψη του Μαρξ για τον αντιδραστικό χαρακτήρα αυτού στο οποίο αναφέρεται ως λούμπεν προλεταριάτο εγγυάται μια επανεξέτασή της κάτω από τις παρούσες συνθήκες.

51 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο: Even those most satiated can be recalled at their worst.

52 Φυσικά, μπορεί να ειπωθεί ότι υπάρχει μια κανονιστική κατανόηση του προλεταριάτου ως πάντοτε ήδη κατακερματισμένου από την ίδια τη φύση του. Αυτό αναφέρεται σε μια γενική συνθήκη διαχωρισμού από τα μέσα παραγωγής και αναπαραγωγής καθώς και στις διάφορες διαμεσολαβήσεις της αξίας που καθιστούν τη δραστηριότητα του προλεταριάτου μια δύναμη αποξένωσης “πέρα και ενάντια στον εαυτό του”. Παρ’ όλα αυτά, όσο θεμελιώδεις κι αν είναι αυτές οι συνθήκες ως προαπαιτούμενα της σχέσης ανταλλαγής, αυτοί οι διαχωρισμοί δεν μας λένε τίποτα για την ιστορική ανάπτυξη του κατακερματισμού του προλεταριάτου μέσα στον καπιταλισμό την παρούσα στιγμή.

53 Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι αγώνες μέσα στη σφαίρα της παραγωγής δεν είναι πια σημαντικοί, αλλά μόνο ότι αποκτούν ένα καινούριο μέσα σε ένα αλλαγμένο πλαίσιο ταξικής σύνθεσης. Δεν μπορούν, συνεπώς, να κατανοηθούν ως μια επιστροφή στο παλιό εργατικό κίνημα. Το πιο σημαντικό ερώτημα στη θεώρηση τέτοιων αγώνες είναι κατά πόσον συνεπάγονται μια στιγμή άρνησης της ύπαξης της ταξικής σχέσης και των διαμεσολαβήσεών της ή όχι.

54 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο tangential.

55 Στμ. Όπως πολύ διορατικά είχαμε θέσει ως InMediasRes στην κουβέντα με θέμα: “Πού πήγαν οι αγώνες για το μεροκάματο;” πριν από τρία χρόνια! Στο ίδιο πνεύμα, οι αγώνες πχ. σχετικά με την κατοικία δεν είναι για τη μείωση των ενοικίων αλλά για την υπεράσπιση της μικροϊδιοκτησίας, γεγονός ανεξήγητο για τους εργατιστές autonome, που το ανακαλύπτουν τώρα στη σχετική αφίσα. Γενικά η ένδεια του εργατισμού συνίσταται ακριβώς στο να περιορίεται σε πικρές διαπιστώσεις για τις συνθήκες της αναδιάρθρωσης των οποίων την παραγωγή και γενεσιουργές αιτίες δεν μπορεί (ή δεν θέλει) να κατανοήσει, μένοντας να αναπολεί τις ένδοξες ημέρες ενός κινήματος και μιας τάξης που εξακολουθεί να αγιογραφεί και να εξυμνεί ως αφηρημένη ταυτότητα. Το “κανένα νοίκι στα χέρια ιδιοκτήτη” αποκτά ένα νόημα όχι τυχαία στο πλαίσιο της κρίσης στέγης που τροφοδοτεί το Airbnb, δηλαδή μια προχωρημένη συνθήκη της κρίσης αναπαραγωγής του προλεταριάτου, αλλά και πάλι κομματιών που δεν είναι ούτε ομοιογενή. Το όριο που ένας τέτοιος αγώνας μπορεί να αποκτήσει χαρακτηριστικά αμφισβήτησης της ιδιοκτησίας και άρα να διαχωριστεί από “διαταξικα” πλαίσιοα είναι ενδιαφέρον να δούμε πού μπορεί να προκύψει.

Βραζιλία: λαϊκή εξέγερση και τα όριά της

των Caio Martins and Leonardo Cordeiro1

Ο Ιούνιος του 2018 σηματοδοτεί τα πέντε χρόνια από το κύμα διαμαρτυριών ενάντια στην αύξηση στις τιμές των εισιτηρίων στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, που συντάραξε τους δρόμους εκατοντάδων πόλεων στη Βραζιλία το 2013. Στην καρδιά αυτών των ταραχών ήταν το Κίνημα Ελεύθερης Μετακίνησης (MPL), ένα αυτόνομο και οριζόντιο κοινωνικό κίνημα που δημιουργήθηκε το 2005 για την υπεράσπιση της δωρεάν μετακίνησης. Γραμμένο το 2014 από δυο αγωνιστές, που έφυγαν από την οργάνωση, το παρόν άρθρο αντανακλά τα όρια εκείνου του κύκλου διαμαρτυριών.

Ένας απολογισμός του κύκλου αγώνων για τη μετακίνηση με τα ΜΜΜ στο διάστημα 2003-2013, από τους Caio Martins και Leonardo Cordeiro2.

 

Αν αυξηθεί το εισιτήριο, η πόλη θα σταματήσει” προειδοποιούσαν οι αφίσες που είχαν κολληθεί εδώ κι εκεί πριν από έναν μήνα και καλούσαν σε κινητοποίηση στις αρχές του Ιούνη. Η πρώτη διαδήλωση έγινε την Πέμπτη και ήταν μια έφοδος στη ρουτίνα της πόλης με το μπλοκάρισμα μιας λεωφόρου στο κέντρο με φλεγόμενα λάστιχα. Αιφνιδιασμένη και αποπροσανατολισμένη, η στρατιωτική αστυνομία3 δεν μπορεί να την καταστείλει αποτελεσματικά και, καθώς οι διαδηλωτές σκορπίζονται και ανασυντάσσονται, η σύγκρουση απλώνεται σε μια αυξανόμενη ακτίνα, παρατείνοντας τη μάχη μέχρι μέσα στη νύχτα. Τα νέα της καταστολής και της σύγκρουσης διαδίδονται και το κίνημα καλεί σε μια καινούρια διαδήλωση για την επόμενη μέρα, στην οποία 5 χιλιάδες άτομα πορεύονται σε έναν από τους μεγαλύτερους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας αυτής της μητρόπολής χωρίς να συγκρουστούν με την αστυνομία.

Αυτή θα μπορούσε να είναι η περιγραφή των πρώτων στιγμών του αγώνα ενάντια στην αύξηση των εισιτηρίων των ΜΜΜ στο Σάο Πάολο το 2013, αλλά είναι επίσης η ίδια ακριβώς αφήγηση για τον αγώνα ενάντια στην αύξηση στη Vitória, στην πολιτεία του Espírito Santo, το 2011. Η αναλογία στο σενάριο δεν είναι μια σύμπτωση. Αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας κοινής στρατηγικής που οιοκδομήθηκε από αυτά τα κινήματα στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, στρατηγική που έχει στον πυρήνα της τις λαϊκές εξεγέρσεις ενάντια στην αύξηση των εισιτηρίων.

Κάθε χρόνο, οι κινητοποιήσεις ενάντια στις αυξήσεις των τιμών των εισιτηρίων αποδείχτηκαν να είναι όλο και πιο κεντρικές στους αγώνες στην πόλη. Από πόλεις μεσαίου μεγέθους μέχρι μεγάλες μητροπόλεις σ’ ολόκληρη τη χώρα, έχει οικοδομηθεί μια κουλτούρα αγώνα, σύμφωνα με την οποία κάθε προσπάθεια αύξησης των εισιτηρίων απαντιέται με διαμαρτυρίες. Αυτές μπορεί, για καιρό, να ήταν οι λίγες διαδηλώσεις οργανωμένες από την αριστερά των οποίων, όμως, η απήχηση και η λαϊκή υποστήριξη αύξαναν διαρκώς ώστε να καταλήγουν πάντα πολύ μεγαλύτερες απ’ ό,τι άρχισαν – αν και, φυσικά, συχνά δέχονταν την καταστολή.

Ενώ η άνοδος άλλων κινημάτων στις πόλεις – για παράδειγμα, για τη στέγαση – δύσκολα ξεπερνούσαν ποτέ τα όρια μιας καθορισμένης επικράτειας ή υπερέβαιναν τις τάξεις των εμπλεκόμενων οργανώσεων, στους αγώνες ενάντια στην αύξηση των εισιτηρίων οι κινητοποιήσεις τείνουν να απλώνονται σ’ ολόκληρη την πόλη, να γενικεύονται σαν μια εξέγερση. Αυτό συμβαίνει, ίσως, επειδή η μετακίνηση δεν είναι ένα πρόβλημα που περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή κατηγορία, αλλά είναι ένα ζήτημα που διαπερνά τη ζωή ολόκληρης της πόλης. Η εμπειρία του βασάνου που συγκεντρώνεται σ’ αυτό το πρόβλημα είναι κάτι που αντιμετωπίζεται από κοινού από τους εργάτες, μια κοινή ρουτίνα εκμετάλλευσης στην οποία είναι πιθανόν να αναγνωρίσει κανείς τον εαυτό του (ως τάξη;). Ξεκινώντας από ένα κοινό συναίσθημα, η εξέγερση έρχεται από τις δημόσιες μετακινήσεις: εκρήγνυται, σαν μια κοινή δράση, σε λεωφορεία που καίγονται, σε σπασμένες περιστρεφόμενες εισόδους ή σε κατειλημμένες ράγες.

Εξέγερση” ήταν ακριβώς το όνομα που δόθηκε στα γεγονότα στο Σαλβαδόρ το 2003 και στην Florianópolis το 2004 και το 2005. Αποκαλύπτοντας τη δύναμη του μονοπατιού που άνοιγαν, η Revolta do Buzú (“Εξέγερση των Λεωφορείων”) και οι δύο Revoltas da Catraca (Εξεγέρσεις των περιστρεφόμενων εισόδων”) θέτουν το παράδειγμα για τους αγώνες ενάντια στις αυξήσεις των εισιτηρίων την τελευταία δεκαετία· μπαίνουν στο μαχητικό φαντασιακό ως ο ορίζοντας των κινητοποιήσεων για τις μετακινήσεις. Δηλώνοντας ρητά ότι ήταν αναγκαίο να “επαναληφθεί [αυτό που συνέβη] η Florianópolis εδώ” ή απλά αντανακλώντας τον εαυτό της σ’ αυτή τη μορφή πάλης σαν σημείο αναφοράς για διάχυση, κινήματα από διάφορες πόλεις της χώρας αντιλαμβάνονται σ’ αυτές τις εμπειρίες την αποκορυφωτική έκβαση που θα πρέπει να επιτευχθεί. Άρα, ανιχνεύουν σιωπηρά τα ίχνη της ίδιας στρατηγικής πάλης, έστω κι αν αυτό δεν διατυπώνεται πάντα.

Το εμβληματικό “δρομολόγιο” που συγκροτείται από μόνο του στο Σαλβαδόρ και την Florianópolis κουβαλά κάποια στοιχεία τα οποία θα επαναλαμβάνονταν τα επόμενα χρόνια, με ή χωρίς επιτυχία. Ο αστερισμός αυτών των στοιχείων συνθέτει την τακτική που εδώ αποκαλούμε “λαϊκή εξέγερση”: μια σύντομη αλλά εκρηκτική, έντονη, ριζοσπαστική και αποκεντρωμένη διαδικασία. Οι πρώτες διαδηλώσεις λειτουργούν σαν ένα έναυσμα κινητοποιήσεων που παρεκτείνουν τον έλεγχο όσων την ξεκίνησαν – και οι οποίοι χάνουν κάθε ικανότητα να την ανακόψουν. Υπάρχει μια κλιμάκωση άμεσων δράσεων: μαζικές καταλήψεις και μπλοκάρισμα σημαντικών αρτηριών της πόλης, συγκρούσεις με την αστυνομία, επιθέσεις σε ατομικές και δημόσιες ιδιοκτησίες, λεηλασίεςσ. Πλήττοντας την κυκλοφορία της αξίας και λανσάροντας μια απειλή χάους – διάχυτη ανυπακοή – οι διαμαρτυρίες, που δεν αντιστοιχούν σε κάποιον αντιπρόσωπο με τον οποίον να είναι δυνατή μια διαπραγμάτευση, αναγκάζουν την κυβέρνηση να υποχωρήσει ώστε να μπορέσει να επανεδραιώσει την “τάξη”.

Το Σαλβαδόρ και η Florianópolis επαναλήφθηκαν με επιτυχία στις Vitória, Teresina, Porto Velho, Aracajú, Natal, Porto Alegre και Goiânia στα επόμενα χρόνια, μέχρι που οι [αυξήσεις στις] τιμές των εισιτηρίων ανατράπηκαν στο Σάο Πάολο, το Ρίο ντε Τζανέιρο και περισσότερες από 100 ακόμα πόλεις τον Ιούνιο του 2013. Μέσα από την οπτική όσων ήταν μάρτυρες αυτής της τελευταίας στιγμής, ιδιαίτερα στο Σάο Πάολο, αυτό το άρθρο στοχεύει να συλλάβει ολόκληρη τη διαδικασία.

Η κατεύθυνση της εξέγερσης

Αν, από τη μια πλευρά, οι κατευθυντήριες γραμμές της “λαϊκής εξέγερσης” επενδύουν στην απώλεια του ελέγχου και την εκρηκτικότητα, από την άλλη, εξαρτώνται, σχεδόν πάντα, από έναν πόλο του αγώνα εξαιρετικά οργανωμένο – μια οργάνωση που επεξεργάζεται και τυποποιεί το νόημα του αγώνα και εγγυάται κάποια συνοχή, επιτρέποντας στις κινητοποιήσεις να προχωρούν αυτόνομα ακολουθώντας την πρωταρχική κατεύθυνση: το αίτημα της ανάκλησης της αύξησης των τιμών των εισιτηρίων. Σύμφωνα με το αφήγημα που υιοθετήθηκε από το Movimento Passe Livre (MPL)4, ήταν ακριβώς επειδή δεν διέθετε έναν τέτοιο αρθρωμένο πόλο που η Revolta do Buzú δεν ήταν νικηφόρα: ο κενός χώρος καταλήφθηκε από ηγέτες γραφειοκρατικοποιημένων φοιτητικών οντοτήτων και πολιτικών κομμάτων. Στην Florianopolis, μια ανεξάρτητη οργάνωση νεολαίας, που σχηματίστηκε από ένα σχίσμα μια τροτσκιστικής ομάδας του Εργατικού Κόμματος (PT) και συγχωνεύθηκε με αναρχικούς αγωνιστές του Indymedia, θα αναλάμβανε αυτόν τον ρόλο, εκπονώντας μια στρατηγική για την επίτευξη της νίκης. Ήταν η Passe Livre Campaign (Καμπάνια για την Ελεύθερη Μετακίνηση) – που αργότερα ονομάστηκε MPL – που στην εξέγερση του 2005 θα εκπλήρωνε, με όρους εκείνων των μαχητικών χρόνων, τον ρόλο μιας “καλής ηγεσίας”, που ήξερε πώς να “παίξει, να συνθέσει και να δημιουργήσει με τις πρακτικές που παράγονται με έναν αυτόνομο τρόπο από μια κοινωνική κινητοποίηση”:

Παραθέτουμε:

Όταν λέω για κατεύθυνση, δεν μιλάω για διαταγές ή υπακοή, ούτε για χειραγώγηση των μαζών. Μιλάω για μια ομάδα που σκέφτεται, σχεδιάζει, συζητά και μελετά τα κοινωνικά ζητήματα σχετικά με τον λαϊκό ξεσηκωμό καθώς και τα καθημερινά ζητήματα αυτής της εξέγερσης, ώστε να πετύχει τις απαιτήσεις του κινήματος. Παρ’ όλα αυτά, ένας τέτοιος ηγετικός ρόλος γίνεται αναγκαίος αν υποθέσουμε ότι, αν αφεθεί στην ίδια τη δυναμική της, η λαϊκή εξέγερση πιθανόν να μην είναι αποτελεσματική στην κατάκτηση των επιθυμητών επιτευγμάτων. Αυτή η κατεύθυνση, αυτή η αρθρωμένη, προωθητική και σκεπτόμενη ομάδα θα στόχευε, λοιπόν, στην αύξηση της πιθανότητας η λαϊκή εξέγερση να αντανακλάται στην εκπλήρωση της κατάκτησης των στόχων της (…) με μια συγκεκριμένη κοινωνική σύνθεση, η μόνη αποτελεσματική, εφικτή και επιθυμητή κατεύθυνση δεν είναι αυτή που προσπαθεί να πειθαρχήσει, να δώσει σχήμα ή να ελέγξει την κοινωνική συμπεριφορά προς ένα ιδεώδες αλλά αυτή που μπορεί να βρει και να θέσει σε μια “ενάρετη” ακολουθία τις διαφοροποιημένες – φαινομενικά ανταγωνιστικές και αυθόρμητες – πρακτικές που αναδύονται από το κοινωνικό κίνημα5.

Αυτή “η ομάδα που σκέφτεται, σχεδιάζει, συζητά και μελετά” τα κοινωνικά ζητήματα σχετικά με τις μετακινήσεις και τους αγώνες ενάντια στις αυξήσεις των εισιτηρίων θα σχεδιάσει, στη διάρκεια των κινητοποιήσεων τα βήματά της στους δρόμους “ώστε να ικανοποιηθούν τα αιτήματα” και, κατά καιρούς, αναλαμβάνει τον ρόλο της “παραγωγής” της εξέγερσης, με άλλα λόγια της δημιουργίας των συνθηκών μέσα από κινητοποιήσεις, αναταραχή και δουλειά προπαγάνδας και της παρακίνησης στις πρώτες διαδηλώσεις. Στη διάρκεια των διαμαρτυριών, η οργανωτική μορφή, που έχει οικοδομηθεί από τον οργανωμένο πόλο, εξασφαλίζει τη συνοχή ανάμεσα σε διαφοροποιημένες ακόμα και αντικρουόμενες πρακτικές (από βανδαλισμούς μέχρι “coxinhas6), κατευθύνοντάς τες προς έναν κοινό στόχο. Αυτή η στιγμή ελέγχου είναι ουσιαστική για την αντίθετή της, αυτήν της απώλειας ελέγχου.

Καθώς οι αγώνες ενάντια στην αύξηση των εισιτηρίων ξεσπούν σε ολόκληρη τη Βραζιλία, σχηματίστηκαν αρκετές ομάδες θέλοντας να αναλάβουν αυτόν τον κατευθυντικό ρόλο. Μια τέτοια θέση θα καταλαμβανόταν, πιο συγκεκριμένα, από τις διάφορες “επιτροπές αγώνα για ελεύθερες μετακινήσεις”, οι οποίες από το 2005 θα συναρθρώνονταν σε εθνικό επίπεδο, σχηματίζοντας το MPL. Το Κίνημα Ελεύθερης Μετακίνησης αναδύεται, λοιπόν, ως η κύρια οργανωμένη μορφή ενός ευρέως κοινωνικού κινήματος που προηγείται αυτού και το ξεπερνά, μορφοποιούμενο γύρω από μια κοινή εικόνα για τους αγώνες για τις μετακινήσεις (αρχές, προτάσεις, τακτικές, ιστορία, αισθητική) την οποία μοιράζονται και αρκετές άλλες οργανώσεις και κινήματα7. Γεννημένο από τον ενθουσιασμό της εξέγερσης, σαν μια προσπάθεια επεξεργασίας του νοήματος αυτών των εμπειριών, το MPL δείχνει, ταυτόχρονα, και πέρα από αυτές, αμφισβητώντας τον ίδιο τον ναύλο και το τωρινό μοντέλο μετακινήσεων. Επιπλέον, δεν αποτυγχάνει να εστιάσει κυρίως στους αγώνες ενάντια στις αυξήσεις των εισιτηρίων, σε μια μόνιμη ένταση ανάμεσα αντιδραστική διάσταση αυτών των διαδρομών και την κατασκευή ενός άλλου μεταφορικού συστήματος. Με αυτά τα μέσα, η συνάρθρωση σε εθνικό επίπεδο του αγώνα για δωρεάν μετακινήσεις παίρνει, με τον χρόνο, το σχήμα μιας συνάρθρωσης μεταξύ των επικεφαλής ομάδων στους αγώνες ενάντια στις αυξήσεις.

Ο ηγετικός ρόλος που αναλαμβάνεται στην εξέγερση έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της οριζοντιότητας και της αυτονομίας, τόσο αγαπητές στο MPL. Στην πάλη, λοιπόν, ενάντια στις αυξήσεις των εισιτηρίων, η μορφή της δεν μπορεί παρά να είναι αυτή μιας κατεύθυνσης που αρνείται τον εαυτό της, που δεν επιβεβαιώνει τον εαυτό της ως τέτοια, και μερικές φορές δεν βλέπει καν τον εαυτό της ως τέτοια· που δεν σκοπεύει στον πλήρη έλεγχο και, ακόμα περισσότερο, στοχεύει να χάσει εντελώς τον έλεγχο.

Έλεγχος και απώλεια ελέγχου

Ο Ιούνιος του 2013 στο Σάο Πάολο φαίνεται να είναι μια στιγμή κατά την οποία το κίνημα πιστεύει ότι έχει μια διαύγεια σε σχέση με το τι να κάνει κατά την εξέλιξη της εξέγερσης και, συνεπώς, αναλαμβάνει τον ηγετικό ρόλο με τον πιο συνειδητό και ορατό τρόπο. Η συλλογικότητα του MPL στο Σάο Πάολο (MPL-SP) θέτει στον εαυτό της το καθήκον να επεξεργαστεί μόνη της έναν λεπτομερή σχεδιασμό του αγώνα, βασισμένη στη δυναμική που θα μπορούσε να συλληφθεί από τις προηγούμενες συγκεκριμένες εμπειρίες: για να είναι πετυχημένος ο αγώνας θα έπρεπε να είναι ριζοσπαστικός, έντονος και αποκεντρωμένος. Δεν υπήρχαν ανοιχτές συνελεύσεις ή ένα πλατύ μέτωπο· οι “ομάδες” ήταν εξαιρετικά επιλεκτικές για να αποφευχθούν οι τριβές που αντιμετωπίστηκαν σε προηγούμενες διαδρομές. Οτιδήποτε έμοιαζε μη απαραίτητο στις κατευθυντήριες γραμμές που είχαν τεθεί έμεινε απ’ έξω ή αγνοήθηκε. Το δρομολόγιο κάθε διαδήλωσης, που είχε αποφασιστεί από την περιορισμένη ομάδα των μαχητών του MPL-SP, ήταν για τακτικούς λόγους μυστικό: ανακοινωνόταν σε κάποιες κοντινές οργανώσεις αλλά ποτέ δεν αποκαλυπτόταν στην τεράστια πλειοψηφία των διαδηλωτών. Και, παρ’ όλο που οι όροι “λαϊκή εξέγερση” και “απώλεια ελέγχου” εμφανίστηκαν στον δημόσιο λόγο του κινήματος ήδη από πρώτη μέρα, αυτή η μικρή ομάδα διατήρησε, παρά τη ρητορική, έναν σημαντικό έλεγχο πάνω στις διαδηλώσεις μέχρι και το απόγευμα της ανάκλησης του διατάγματος για τις αυξήσεις. Ακόμα και στην τεράστια πορεία της Δευτέρας 17 Ιουνίου – στην οποία συμμετείχαν περισσότερα από 1 εκατομμύριο άτομα, χωρίς υπερβολές – η ομάδα μπόρεσε να ακολουθήσει τη διαδρομή που είχε καθορίσει, χωρίζοντας τη δράση σε δυο μέτωπα που ξανασυναντήθηκαν στην Estaiada Bridge, παρά κάποιες άλλες διαιρέσεις. Στην πορεία τριών εβδομάδων πάλης, η πρώτη φορά που το MPL-SP απέτυχε να πραγματοποιήσει μια πορεία σύμφωνα με την προαποφασισμένη διαδρομή ήταν την επόμενη Τρίτη.

Στις 18 και 19 Ιουνίου, οι πορείες, στην πραγματικότητα, αποκεντρώθηκαν. Ταραχές και λεηλασίες σκεδάστηκαν σ’ ολόκληρη την πόλη. Το Κίνημα δεν κατάφερε καν να μπει επικεφαλής στην αρχή της διαδήλωσης και ήταν αδύνατον να ξέρει το καθετί που γινόταν. Ενώ εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέλαβαν την Λεωφόρο Paulista και την Consolação Street, το κέντρο του Σάο Πάολο έγινε ένα είδος απελευθερωμένης ζώνης: πολυάριθμα πλιάτσικα σε αλυσίδες καταστημάτων, ένα αυτοκίνητο του Record Television Network πυρπολήθηκε, βιτρίνες καταστημάτων και τραπεζών καταστράφηκαν. Αφού είχαν ρίξει την πύλη του Μεγάρου της πολιτειακής κυβέρνησης την προηγούμενη μέρα, οι διαδηλωτές προσπάθησαν να εισβάλουν στο Δημαρχείο, κατέστρεψαν τα παράθυρά του και έκαναν γκράφιτι στους τοίχους του· “αξιωματούχοι και σύμβουλοι του Δημάρχου πήραν οι ίδιοι όπλα και έστησαν οδοφράγματα”8.

Ταυτόχρονα, αλλά “εκτός κάμερας”, αυτόνομες διαδηλώσεις έλαβαν χώρα σε διάφορα σημεία στα προάστια της πόλης. Σιτς γραμμές Esmeralda και Rubi της CPTM (São Paulo Metropolitan Trains Company), εν μέσω διαφόρων διακοπών, οι επιβάτες κατέλαβαν τις γραμμές, έσπασαν τα τραίνα και σαμποτάρισαν τις γραμμές. Στην Cotia, σχεδόν πέντε χιλιάδες άτομα απέκλεισαν και τις δυο κατευθύνσεις της εθνικής Raposo Tavares. Διαδηλώσεις μπλοκάρισαν την Socorro Bridge και την οδό M’Boi Mirim Road. Στο Grajaú, ταυτόχρονα με ένα κύμα λεηλασιών, περισσότερα από 80 λεωφορεία καταστράφηκαν. Στην ανατολική ζώνη, οι συνέπειες ήταν τόσο μεγάλες που η εταιρεία East Autobus Consortium 4 έθεσε σε κυκλοφορία, την επόμενη μέρα, τον μισό στόλο των λεωφορείων. Στο Guarulhos, διαδηλωτές μπλοκάρισαν για ώρες την πρόσβαση στο Διεθνές αεροδρόμιο, ενώ στο Parelheiros ο κόσμος εισέβαλε και απέκλεισε την περιφερειακή οδό.

Βίαιη και διάχυτη, η κατάρρευση της τάξης που συμβαίνει με το ξέσπασμα της εξέγερσης, κουβαλά μαζί της μια πανίσχυρη “κλεφτή ματιά” στην πιθανότητα του κοινωνικού μετασχηματισμού. Περιγράφοντας αυτή τη στιγμή στην Florianópolis, το 2004, ένας αγωνιστής επιβεβαιώνει ότι “το τελεσίγραφο που δόθηκε από το κίνημα, η σύγκληση των τεράστιων διαδηλώσεων και η διάχυτη πολιτική ανυπακοή άφησαν την πόλη σε ένα πραγματικά προ-εξεγερσιακό κλίμα”. Τα λόγια του θα μπορούσαν εξίσου καλά να αναφέρονται στις τελευταίες μέρες του αγώνα στο Σάο Πάολο, σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα: “Ήταν δύσκολο να προβλέψει κανείς τι θα συνέβαινε (…) αν η άρχουσα τάξη δεν ανακαλούσε την αύξηση των εισιτηρίων”· “Η κατάσταση θα μπορούσε να ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο των συγκροτημένων (και αναξιοπαθούντων!) αρχών”9.

Γενική απεργία, καταλήψεις δημοσίων κτιρίων, η κατάληψη της πόλης με οδοφράγματα σε κάθε γειτονιά, απαλλοτρίωση του στόλου [των λεωφορείων]…αυτά είναι μερικά από τα αποτελέσματα που η λαϊκή ανάταση άνοιξε στην φαντασία εκείνο το απόγευμα της αναγγελίας της ανάκλησης των αυξήσεων. Είναι ακριβώς η απειλή ενός τεράστιου οργανωτικού άλματος από τους εργάτες που βάζει σε συναγερμό την άρχουσα τάξη – το “κοινωνικό χάος” χτυπά την πόρτα και πρέπει να περιοριστεί από την κυβέρνηση, εξ ου και η υποχωρητικότητα10. Η ιστορική τακτική των αγώνων ενάντια στις αυξήσεις των εισιτηρίων (τους οποίους αποκαλούμε “λαϊκή εξέγερση”) στοιχηματίζει πάνω σε μια τέτοια απειλή για την επιτυχία της αλλά, την ίδια στιγμή, εξαρτάται και από το να μην συμβεί. Για να πετύχει το κεντρικό της αίτημα, η εξέγερση πυροδοτεί μια εκρηκτική διαδικασία που απαραίτητα “φρενάρει” την στιγμή της κατάκτησης.

Αν η τακτική είναι αποτελεσματική, το οργανωτικό άλμα έχει ήδη γεννηθεί ευνουχισμένο και θα υπάρξει μόνο ως μια “ματιά”. Η σύντομη απώλεια εξουσίας στους δρόμους μας επιτρέπει να προειδούμε μιαν άλλη εξουσία, μια λαϊκή εξουσία, τόσο χειροπιαστή όσο ήταν ανεπίτευκτη εκείνες τις μέρες. Υπάρχοντας ακριβώς στην ένταση μεταξύ μιας υψηλής οργάνωσης μειοψηφίας και μιας ανοργάνωτης πλειοψηφίας, η λαϊκή εξέγερση περιορίζει τον εαυτό της. Την ίδια στιγμή που στην πάλη ενάντια στις αυξήσεις των εισιτηρίων στο Σάο Πάολο ο πληθυσμός ανέλαβε άμεση δράση πάνω στη ζωή του, δεν είναι λιγότερο αλήθεια ότι υπήρξε μια εντολή που αποφάσισε το τι να κάνει. Αν, μετά τον Ιούνιο, ένα μέρος της αριστεράς έκρινε ότι το πρόβλημα στη διαδικασία ήταν η έλλειψη μιας “επαναστατικής κατεύθυνσης”, σε μας το πρόβλημα φαίνεται να είναι το αντίθετο: στις εξεγέρσεις εναντίον των αυξήσεων των κομίστρων, αυτό που λείπει – και αυτό είναι που χαρακτηρίζει τις εξεγέρσεις – είναι η οριζοντιότητα, με άλλα λόγια, η άμεση εξουσία αυτών που ήταν στους δρόμους πάνω σ’ αυτό που έκαναν, κάτι που εξαρτάται από τις δομές που είναι ριζωμένες στην καθημερινή ζωή των εργατών.

Μεταξύ κυβέρνησης και κακής διακυβέρνησης

Με τα λόγια ενός αγωνιστή του MPL-SP:

Παραθέτουμε:

Σίγουρα, ο Ιούνιος δεν θα είχε συμβεί όπως συνέβη αν δεν υπήρχε αυτή η ομάδα ανθρώπων που ανέλυαν, σχεδίαζαν και γαμήθηκαν για να πετύχουν αυτοί οι σχεδιασμοί. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό σήμερα, αλλά αυτό ήταν κάτι που περιόριζε τα πράγματα να συμβούν με τον τρόπο που συνέβηκαν σε κείνο το πλαίσιο. Ήταν ένας περιορισμός ότι δεν υπήρχαν γειτονιές ή οργανώσεις από τους εργασιακούς χώρους που θα μπορούσαν να παρέμβουν σ’ αυτό που συνέβαινε σ’ ολόκληρη την πόλη (…) Ένας από τους αντικειμενικούς στόχους του MPL είναι η λαϊκή διαχείριση των μετακινήσεων, κάτι που προφανώς αυτή η ομάδα δεν θα μπορούσε να πετύχει, ακριβώς επειδή αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν υπήρχαν οργανώσεις σε κάθε γειτονιά που θα οργάνωναν οι ίδιες τις μετακινήσεις, οι οποίες δεν θα οργανώνονταν από άλλους11.

Ένας τέτοιος περιορισμός που υπόκειται των αγώνων είναι ο ίδιος ο περιορισμός του ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο η εξέγερση αναδύεται. Η “από τα κάτω” οργάνωση εξαφανίστηκε από την πολιτική πρακτική της βραζιλιάνικης αριστεράς χρόνια πριν. Η λαϊκή οργάνωση, που ήταν η βασική της γραμμή, ήταν ακριβώς το κόστος του κυβερνητικού σχεδίου που η αριστερά συνέλαβε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ήταν ένα κόστος που έπρεπε να πληρωθεί καθώς αυτό το σχέδιο εκτελούνταν: ανεβαίνοντας προς την κυβέρνηση, το PT κουβαλά μαζί του λαϊκά κινήματα και τα εισαγάγει όλο και περισσότερο στους μηχανισμούς διαχείρισης των κοινωνικών συγκρούσεων (από κυβερνητικά κανάλια “συμμετοχής” στον επεκτεινόμενο “Τριτογενή τομέα”). Δεν μας εκπλήσσει λοιπόν που η λέξη κλειδί είναι η συμπερίληψη/ένταξη. Σημαδεμένη από μια αυξανόμενη εγκατάλειψη της άμεσης δράσης και περιχαραγμένη από δημόσιες πολιτικές – συχνά αναπτυσσόμενες από την γνώση που έχει συσσωρευθεί από τους ίδιους τους αγωνιστές τους – λαϊκές οργανώσεις υποφέρουν από ένα “άδειασμα” που τις προσδένει με μια τεράστια κυβερνητική μηχανή12. Στο επίπεδο των απλών μελών θα συντηρούνταν μόνο “αντικειμενικοποιημένα” τμήματα εργατών, τυπικά εγγεγραμμένων και αντιπροσωπευόμενων – μεταχειριζόμενων σαν νόμισμα σε ένα ανταλλακτήριο γραφειοκρατιών.

Το γενικευμένο αίσθημα ανισχυρότητας, ριζωμένο στην ίδια την αριστερά, διαχέεται ανάμεσα στους εργάτες και βρίσκει απήχηση σε ριζοσπάστες και εκτός της κυβέρνησης. Υποστηριζόμενο από κλισέ ενός ντετερμινιστικού μαρξισμού (είτε πρόκειται για μια “ρεαλιστική” ανάλυση της κυβέρνησης είτε μια αριστερίστικη αμυντική αντιπολίτευση), η αδρανοποιητική συναίνεση του “συσχετισμού δυνάμεων” φυσικοποιεί την αδικία και τα δεινά: να μετράμε τις δυνάμεις μας απέναντι στο κεφάλαιο είναι χάσιμο χρόνου. Επιτελέστηκε μια πραγματική εξημέρωση: η “κριτική”, με τα λόγια του Paulo Arantes (στον οποίον βασιζόμαστε, κατά κάποιο τρόπο, για την παρούσα ανάλυση), επιτρέπεται “μόνο αν είναι εποικοδομητική και έχει την ένδειξη της χρηματοδοτικής πηγής της”13.

Σ’ αυτό το καταπληκτικό εργοστάσιο συναινέσεων και συγκαταβάσεων που έχει γίνει η χώρα”, τα γρανάζια της ένταξης συνδέονται τελικά με ένα σχέδιο “ένοπλου κατευνασμού”14. Τα θεσμικά κομμάτια δεν δουλεύουν χωρίς τους μηχανισμούς εξαίρεσης: αυτά τα δύο αλληλοσυμπληρώνονται στην προσπάθεια να κερδηθούν και να γίνει η διαχείριση των ατόμων, διαιρεμένων σε επικράτειες. Με τον χωρίς προηγούμενο πολλαπλασιασμό των τεχνολογιών κοινωνικού ελέγχου που βιώνει η χώρα, υπάρχουν “αστυνομικοί που διεκπεραιώνουν δραστηριότητες εκπαιδευτικών ή κοινωνικών λιετουργών, (…) διευθυντές τραπεζών που λειτουργούν σαν επιχειρηματικοί σύμβουλοι, έμποροι που γίνονται ταμίες τραπεζών, ηγέτες κοινοτήτων που τρέχουν κυβερνητικά προγράμματα, διευθυντές δημοσίων φορέων που διεκπεραιώνουν δραστηριότητες ιδιωτικών επιχειρήσεων”15.

Ήταν αναμενομενο ότι η απάντηση θα ερχόταν ως μια απώλεια ελέγχου. Για τις μικρές ομάδες που παρέμειναν στο αριστερό περιθώριο της κυβέρνησης, η πυροδότηση της ακυβερνησίας της εξέγερσης ήταν η δυνατότητα σύγκρουσης με την γιγαντιαία δομή διαχείρισης της ταξικής πάλης. Η βίαιη πολιτική έκρηξη στους δρόμους αρνείται τους μηχανισμούς συμμετοχής και αντιδρά στην ένοπλη καταστολή. Στο Σάο Πάολο, οι τακτικές του κινήματος υποτίθεται ότι εξελίσσονται ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν την στρατηγική διαλόγου που αναμένεται από έναν διαχειριστή της πόλης που ανήκει στο PT16.

Αν και χρειζόμαστε ακόμα να αναλύσουμε τη θέση των μετακινήσεων στη δομή διαχείρισης της πόλης και την άρνησή της, είναι φανερό ότι η εξέγερση εμφανίζεται ακριβώς ως μια καταστροφική κριτική, μια άρνηση της αδρανοποιητικής συναίνεσης. Μια εκρηκτική και βραχύχρονη αντίδραση, απαντά στο σχέδιο της αριστερής κυβέρνησης που είναι εντός της λογικής που εντυπώνεται στην κοινωνική πάλη: το θεαματικό, ο χρόνος των ΜΜΕ, η πτώση της δημοτικότητας. Η εξέγερση είναι, ίσως, το ανάποδο αυτής της αδρανοποίησης, η πολιτική μετάφραση αυτού του αισθήματος αβοηθησίας – τελικά, μια παραφωνία αντηχεί στην μονότονη παράλυση που τραγουδιέται από τους πιο διαφορετικούς μεταξύ τους πολιτικούς τομείς. Όμως, ως μια απλή ηχώ της ξεχασμένης δύναμης της εργατικής τάξης, μια φευγαλέα ματιά ενός πραγματικού ανταγωνισμού, η εξέγερση είναι περιορισμένη. Με το ένα (ή και τα δύο;) πόδια μέσα στην πολιτική του θεάματος, δεν μπορεί να πάει πέρα από την ανικανότητα.

Το νόημα της εξέγερσης

Η φαινομενική αμεσότητα της εξέγερσης, ένας χρόνος άμεσων γεγονότων, είναι επίσης ένας βαθιά διαμεσολαβημένος χρόνος – διαμεσολαβημένος από ένα θέατρο που διαδραματίζεται ξεχωριστά από την καθημερινή ζωή. Καθώς η εξεγερτική τακτική αρχίζει να κατευθύνει ολόκληρη την στρατηγική κατασκευή του MPL, αυτός ο επιταχυνόμενος ρυθμός μεταφέρεται στη ρουτίνα του κινήματος. Οι προσπάθειές τους συνοψίζονται, συνεπώς, επαναλαμβανόμενα στην προετοιμασία της κινητοποίησης, σε μια λογική “αγκιτάτσιας και προπαγάνδας”. Αν και αυτό εκμεταλλεύεται καλά την παιγνιώδη και αρτίστικη διάσταση, συχνά δεν πηγαίνει πιο πέρα από οξείες, ασυνεχείς, εκριζωμένες και διάσπαρτες παρεμβάσεις, χαρακτηριστικές μιας συγκεκριμένης ακτιβιστικής παράδοσης17. Χωρίς υποδομές από τα κάτω, ο σύνδεσμος ανάμεσα στους διαδηλωτές και την οργάνωση διαμεσολαβείται, στην πάλη ενάντια στις αυξήσεις των εισιτηρίων, σχεδόν αποκλειστικά από το διαδίκτυο, την τηλεόραση και τις έντυπες εφημερίδες. Η κεντρικότητα των ΜΜΕ στον τρόπο δράσης του MPL εμφανίζεται από την αρχή-αρχή του κινήματος, κληρονόμος του δικτύου του Indymedia (IMC), το οποίο ήταν για χρόνια τα κύριο μέσο εποικοινωνίας του, για να αντικατασταθεί αργότερα από το Facebook. Το 2013 αυτά τα ΜΜΕ – ελεγχόμενα κυρίως από την άρχουσα τάξη – ήταν το βασικό μέσο που χρησιμοποιήθηκε από το κίνημα για το κάλεσμα των διαδηλώσεων και την διάχυση των αιτημάτων και των θέσεών του.

Η ασθενικόττηα του δεσμού ανάμεσα στους δύο πόλους απειλεί μόνιμα την κατεύθυνση της εξέγερσης: το περιεχόμενό της μπορεί να γίνει αντικείμενο ιδιοποίησης – και τα ΜΜΕ είναι σε μια προνομιούχο θέση για κάτι τέτοιο. Έτσι συνέβη το 2013, όταν ο αστικός τύπος, αντιμέτωπος με την μαζικοποίηση των κινητοποιήσεων, δούλεψε για να αποδυναμώσει το αίτημα των “20 σεντς” εν μέσω της διάχυτης επίκλησης της διαφθοράς.

Αυτή η απώλεια νοήματος στοιχειώνει την απώλεια ελέγχου. Αν η κινητοποίηση ξεπερνά τον έλεγχο του MPL, πρέπει αναγκαστικά να ξεπερνά και την καθοδηγητική γραμμή που οικοδομήθηκε από την αρχή του κινήματος. Συνεπώς, κάθε φορά που το MPL επανεπιβεβαίωνε το μοναδικό νόημα των διαμαρτυριών, επανεπιβεβαίωνε τον εαυτό του ως την κατέυθυνση της διαδικασίας. Παρ’ όλα αυτά, η φευγαλέα ματιά της μετασχηματιστικής δύναμης, που η εξέγερση μάς επιτρέπει να έχουμε, πρέπει να πάει πιο πέρα από τα 20 σεντς – είναι μια δύναμη συνολικής αλλαγής. Συνεπώς, η έκρηξη της εξέγερσης είναι, επίσης, και μια έκρηξη νοήματος. Και, στον βαθμό που η εξέγερση πρέπει να “συγκρατηθεί”, η διατήρηση της κατευθυντήριας γραμμής (στην οποία είναι δεσμευμένο το MPL) θα παίξει επίσης έναν θεμελιώδη περιοριστικό λόγο. Μετά την μείωση των τιμών των εισιτηρίων, παραμένει μια κινητοποίηση χωρίς κατεύθυνση, της οποίας το νόημα θα αμφισβητηθεί εύκολα από τους παλιούς μεσάζοντες. Όμως, το αίτημα που πάει πιο πέρα από τα 20 σεντς, και το οποίο υπήρχε μόνο στην πάλη για τα 20 σεντς, είναι τώρα ένα τίποτα.

Τον Ιούνιο του 2013, η διαδικασία βρήκε το όριό της πολύ έντονα στο Σάο Πάολο – ακριβώς εκεί που τα “20 σεντς” καθόρισαν ξεκάθαρα την κατεύθυνση της εξέγερσης. Σε πολύ σύντομο διάστημα, η άμπωτη των κινητοποιήσεων του Σάο Πάολο χτυπά τις πόλεις στις οποίες οι διαδηλώσεις ξέσπασαν εξαιτίας των συνεπειών γεγονότων που διαδόθηκαν από τα ΜΜΕ. Παρ’ όλα αυτά, σε μέρη που ο στόχος των διαμαρτυριών ήταν πιο διάχυτος και μερικός, όπως το Ρίο ντε Τζανέιρο, το τέλος της διαδικασίας διυλήθηκε επίσης μέσα από μια μακρά εξισορρόπηση που κράτησε τους επόμενους μήνες. Καθώς οι δρόμοι του Ρίο ντε Τζανέιρο δεν έχουν κάποιο κυρίαρχο μήνυμα – η εξέγερση δεν ήταν μια τακτική σχεδιασμένη από μια ηγετική ομάδα με ένα ξεκάθαρο στόχο – δεν έχασαν και εντελώς το όποιο νόημα μετά την μείωση των εισιτηρίων.

Ο Ιούνιος πέρασε

Η τακτική επεξεργασία της λαϊκής εξέγερσης, που έχει αναπτυχθεί από το 2003, έφτασε στις έσχατες συνέπειές της. Το νέο μονοπάτι στης πάλης στις πόλεις που ξεδιπλώθηκε σε διαφορετικές εξεγέρσεις ενάντια στην αύξηση των εισιτηρίων φτάνει στο αποκορύφωμά του τον Ιούνιο. Φτάνοντας σε μια χωρίς προηγούμενο διάσταση, η οριστική επιτυχία της εξέγερσης ως μια τακτική το 2013 ήταν επίσης η ταυτόχρονα το “άδειασμα” αυτής της ίδιας τακτικής.

Στους αγώνες στους δρόμους, δεν μοιάζει δυνατόν να “τριπλάρουμε” τις κατασταλτικές δυνάμεις με τους ίδιους ελιγμούς των προηγούμενων χρόνων. Επιμονή σ’ αυτούς διαγράφει ένα σενάριο διαχείρισης των ταραχών, που είναι ήδη διάσπαρτο σ’ ολόκληρο τον κόσμο: ακόμα και οι πιο βίαιες διαμαρτυρίες, συνήθως περιχαρακωνόμενες πλέον και χειρουργικά περιοριζόμενες από την αστυνομία, δεν είναι πια τόσο ικανές να ταρακουνήσουν/διασαλεύσουν την τάξη. Από τις υπηρεσίες πληροφοριών μέχρι τη δικαιοσύνη, η κρατική καταστολή βελτιώνει το προϊόν της18. Οι διαμαρτυρίες μπαίνουν στους υπολογισμούς των πολιτικών, του τύπου και των ασφαλιστών. Οι συγκρούσεις με την αστυνομία, συνοψιζόμενες ως αβλαβής κόπωση, είναι τόσο άδειες όσο και το μοντέλο των “τεράστιων διαδηλώσεων” – που οργανώνονται από συνασπισμούς που δεν κουράζονται να αναζητούν τη σημαία κάτω από την οποία θα σφυρηλατηθεί ακόμα μια φορά “η ενότητα της αριστεράς”. Φαίνεται ότι μια εμμονή με το παρελθόν έχει απλωθεί, που εμποδίζει να προβάλλουμε στον ορίζοντα κάτι πιο πέρα από την απλή επανάληψη αυτού που έχει ήδη συμβεί: “Ο Ιούνης δεν τελείωσε”, “ταξίδια του Αυγούστου (sic)”, “Είμαι και πάλι στους δρόμους”, “θα ‘ρθουν κι άλλοι Ιούνηδες”…κοκ. Ο δρόμος ως αυτοσκοπός είναι ένα αδιέξοδο. Μια αρένα στην οποία η συμβολική διάσταση έχει πάθει υπερτροφία, στην οποία γινόμαστε μάρτυρες του στείρου θεάματος η-διαμαρτυρία-για-τη-διαμαρτυρία, όχι τόσο μακριά από το η-βία-για-τη-βία: αυτό που έχει σημασία είναι να “αμφισβητήσουμε το φαντασιακό”19.

Και δεν είναι μόνο στον ένα από τους πόλους της που η εξεγερσιακή τακτική “κάηκε”· το ίδιο συμβαίνει και με τον άλλο πόλο (την οργανωμένη συλλογικότητα): αποσπασμένη από τη διαδικασία της κινητοποίησης, η ομάδα που πήρε τον ηγετικό ρόλο, χάνει την αίσθηση της ύπαρξής της. Όταν οι τιμές των εισιτηρίων μειώνονται στο Σάο Πάολο και εκατοντάδες άλλες πόλεις, η οργανωτική μορφή της κατεύθυνσης της εξέγερσης ενάντια στις αυξήσεις των τιμών ολοκληρώνει την προσπάθειά της, η οποία σχεδιαζόταν κάθε χρονιά: να ανοίξει ένα ρήγμα στη συναίνεση. Προσανατολισμένη από και προς τις εξεγέρσεις, η φόρμα που υιοθετήθηκε από το MPL χάνει τη θέση της. Εξαιτίας αυτού, ίσως, πολλές από τις ομάδες που οδήγησαν μεγάλες διαδρομές αγώνων και πέτυχαν νίκες, επεδίωξαν στη συνέχεια να αναθεωρήσουν τη μορφή της λειτουργίας τους. Παρ’ όλα αυτά, είναι δυνατόν αν δει κανείς πρακτικές ενδεικτικές μιας ισχυρής τάσης επιμονής στον παλιό κατευθυντήριο ρόλο.

Από τη μια πλευρά, εκείνη η ομάδα που συνδεόταν με κάτι πολύ μεγαλύτερο από τον εαυτό της στρέφεται στη διατήρηση της ταυτότητας και της δομής της: για να συνεχίσει να υπάρχει, απομονώνει τον εαυτό της ακόμα περισσότερο από τους κοινωνικούς αγώνες και τους μαχόμενους, κλεινόμενη έτσι στον εαυτό της20. Από την άλλη πλευρά, επιταχυνόμενη από τον ρυθμό των γεγονότων στην εξέγερση, σπαταλά τυφλά τη δύναμή της στην ανυπομονησία να ανταποκριθεί στο αυξανόμενο φορτίο ενός πολιτικού παιχνιδιού στο οποίο μόλις πρόσφατα θεωρούνταν ένας πρωταγωνιστής – συμπεριλαμβανομένων αιτημάτων για συνεντεύξεις και τοποθετήσεις, ποικίλες προσυπογραφές εμφανίσεων και δράσεων, ακαδημαϊκής έρευνας, προσκλήσεων σε πάνελ και διαλέξεις, δημόσια και ιδιωτικά διαχειριστικά ενδιαφέροντα21. Η αναγνώριση από άλλους “πολιτικούς παράγοντες” μεταδίδει στην οργάνωση τη δυναμική αυτού του θεάτρου. Αν δεν μπορέσει να ανοίξει έναν καινούριο ορίζοντα για την ίδια, η οργάνωση θα προσκολληθεί αναπόφευκτα στο παρελθόν και θα επανεπιβεβαιώνει την νεκρή μορφή – μόνο ένα σύμβολο απομένει, ένα σημάδι που χρήζει διαχείρισης22.

Λέγοντας ότι η ιστορική τακτική της “λαϊκής εξέγερσης” ξεθωριάζει δεν σημαίνει με κανέναν τρόπο ότι ανακηρύσσουμε το τέλος της εξέγερσης – αυτή η άποψη που πάλλεται επί αιώνες μεταξύ των καταπιεσμένων. Το ακριβώς αντίθετο, [η εξέγερση] ποτέ δεν ήταν τόσο παρούσα: από τον Ιούνιο, η διάθεση σύγκρουσης έχει μόνο αυξηθεί. Αλλά τι οικοδομούμε πέρα από αυτή τη διάθεση; Εκατομμύρια κατέβηκαν στους δρόμους αλλά όταν πήγαν πίσω στα σπίτια τους, τις γειτονιές και τους χώρους δουλειάς τους, επέστρεψαν στη ρουτίνα των βασάνων και του εξευτελισμού (ίσως λίγο περισσότερο εξοργισμένοι;). Αν και έχει παραγάγει αντηχήσεις, η στιγμή της κινητοποίησης δεν μπορούσε να πάει πιο πέρα από τον εαυτό της, δεν βρήκε κάποια συνέχει σε μια στιγμή οργάνωσης.

Αν δεν αφήσαμε το 2013 με έναν εμπλουτισμό της μορφής οργάνωσης των “από τα κάτω”, ίσως η γη γι’ αυτή την οργάνωση να είναι τώρα πιο εύφορη, δείχνοντας προς κάτι ζωντανό, πέρα από τις νεκρές μέρα-με-τη-μέρα συναινέσεις και συμφωνίες, ο Ιούνιος έσπασε “τα μάγια”. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούσε να είναι μια ανίκανη άρνηση: με δυσκολία προβλέπουμε τη δυνατότητα ενός άλλου κόσμου. Πώς μπορούμε να κάνουμε αυτό που είδαμε ως έκλαμψη να περάσει από το δυνατό στο πραγματικό; Είναι τουλάχιστον εντελώς επιτακτικό να ξεπεράσουμε την κεντρικότητα της τακτικής της εξέγερσης και να διαμορφώσουμε μια ευρύτερη στρατηγική προοπτική, την προοπτική μιας πιο ικανής απόρριψης, ριζωμένης στην καθημερινή ζωή. Είναι αναγκαίο να οικοδομήσουμε αυτό που έγινε δυνατόν να φανταστούμε.

1 Μεταφρασμένο από εδώ: https://libcom.org/library/brazil-popular-revolt-its-limits.

2 Δημοσιευμένο αρχικά στο Passa Palavra (Revolta popular: o limite da tática). Η παρούσα είναι μια αναθεωρημένη έκδοση του ίδιου κειμένου που δημοσιεύτηκε στο “Junho: Potência das ruas e das redes” (São Paulo, Fundação Friedrich Ebert, 2014). Μεταφράστηκε στα Αγγλικά από τον Nilen Vergara και αναθεωρήθηκε από την Clara Spalic.

3 Σημείωσης της αγγλικής μετάφρασης: Στη Βραζιλία η αστυνομία είναι στρατιωτικοποιημένη. Σύμφωνα με την Wikipedia, “Η Στρατιωτική Αστυνομία (…) είναι ένας τύπος προληπτικής κρατικής αστυνομίας σε κάθε μια από τις πολιτείες της Βραζιλίας. Οι μονάδες της Στρατιωτικής Αστυνομίας, οι οποίες έχουν δικούς τους σχηματισμούς και κανόνες και στολές ανάλογα με την πολιτεία, είναι υπεύθυνες για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης σ’ ολόκληρη τη χώρας συμπεριλαμβανομένης της Ομοσπονδιακής Περιφέρειας και της πρωτεύουσάς της, της Μπραζίλια. Αναπτυσσόμενη αποκλειστικά να δρα αποτρεπτικά ενάντια στη διάπραξη εγκλημάτων, οι μονάδες της δεν διεξάγουν αστυνομικές έρευνες. Οι αστυνομικές και εγκληματολογικές έρευνες καθώς και η άσκηση διώξεων αναλαμβάνονται από την Πολιτική Αστυνομία [Civil Police]”.

4 Αυτό είναι το αφήγημα που εμφανίζεται, για παράδειγμα, στο άρθρο που υπογράφεται από το MPL του Σάο Πάολο στο βιβλίο Cidades Rebeldes [Εξεγερμέενς Πόλεις] (São Paulo, Boitempo, 2013). Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: αυτό το βιβλίο εκδόθηκε στη Γαλλία με τον τίτλο Villes rebelles (Paris, Éditions du Sextant, 2014) και το άρθρο του MPL μπορεί να διαβαστεί στα Γαλλικά στο: http://www.lcr-lagauche.org/a-lire-un-extrait-de-villes-rebelles.

5 Leo Vinicius. Guerra da Tarifa 2005, São Paulo, Faísca, 2005, σελ. 60-61.

6 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Υποτιμητικός όρος που χρησιμοποιήθηκε το 2013 αναφερόμενος στους πασιφιστές διαδηλωτές που κράταγαν στις διαδηλώσεις την εθνική σημαία της Βραζιλίας. Πριν από αυτό, ο όρος χρησιμοποιούνταν ευρέως ανααφερόμενος στους ασφαλίτες της Στρατιωτικής Αστυνομίας. Μετά τις διαδηλώσεις εναντίον της προέδρου Ντίλμα το 2015, χρησιμοοποιείται υποτιμητικά ως παρατσούκλι των δεξιών διαδηλωτών.

7 Για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα: το Movimento Não Pago (Κίνημα Δεν Πληρώνω) στο Aracajú· το Public Transportation Struggle Bloc στο Porto Alegre· την Καμπάνια Zero στο Μπέλο Οριζόντε· το Movimento Porrada no Busão (Κίνημα Χτύπα το Λεωφορείο) στο Porto Velho· τα κινήματα Pula Catraca (Πήδα τη Μπάρα), Contra Catraca (Ενάντια στη Μπάρα), Transporte Justo (Δίκαιη Μετακίνηση) και Contra a Passagem (Ενάντια στο Κόμιστρο) στην επαρχία του Σάο Πάολο· ανάμεσα σε αναρίθμητες άλλες επιτροπές, φόρουμ και μέτωπα αγώνα σκορπισμένα σ’ ολόκληρη τη χώρα.

8 Elena Judensnaider and others, Vinte centavos: a luta contra o aumento, São Paulo, Veneta, 2013.

9 Leo Vinicius, A Guerra da Tarifa, São Paulo, Faísca, 2005, σελ. 60-61.

10 Στην πρώτη “Εξέγερση ενάντια στις Μπάρες”, η απειλή ήταν ρητή: “Σχεδόν δυο εβδομάδες μετά την εξέγερση, φοιτητές έδωσαν ένα τηλεσίγραφο και κάλεσαν σε μια τεράστια διαμαρτυρία η οποία θα συγκέντρωνε περισσότερα από είκοσι χιλιάδες άτομα. Το κίνημα διέρρευσε προς τις αρχές ότι αν δεν υπήρχε ανάκληση της αύξησης των εισιτηρίων θα προσπαθούσαν να καταλάβουν το Δημαρχείο και το Επαρχείο, ανακηρύσσοντας μια δημοτική κυβέρνηση μέσα από λαϊκά συμβούλια. Μείγμα τσαμπουκά, στρατηγικής και ευφυΐας, η απειλή ήταν αποτελεσματική. Αντιμέτωπος με μια επικείμενη πορεία τεραστίων διαστάσεων και απρόβλεπτων συνεπειών, ένας ομοσπονδιακός δικαστής στην πόλη απλά ανακάλεσε την αύξηση, στιγμές μόλις πριν την διαδήλωση, ισχυριζόμενος ότι φοβόταν το “κοινωνικό χάος” που θα δημιουργούνταν από τις “μάχες στους δρόμους της Florianópolis” στη μάχη ενάντια στις ‘υπερβολικές τιμές που αποδίδονται στα ομαδικά εισιτήρια μετακίνησης’” (Pablo Ortellado, Um movimento heterodoxo, CMI Brasil, 2004, http://www.midiaindependente.org/en/red/2004/12/296635.shtml). Τον Ιούνιο του 2013, ακριβώς πριν την ανακοίνωση της ανάκλησης των αυξήσεων των εισιτηρίων στο Σάο Πάολο, η πρόταση για κάλεσμα σε μια γενική απεργία για την επόμενη εβδομάδα αντήχησε μεταξύ των πιο διαφορετικών αριστερίστικων οργανώσεων (η πρόταση είχε στην πραγματικότητα συνέπειες: μια τέτοια απεργία συνέβη, όντως, αλλά σαν μια φάρσα, αποσπασμένη από την εξέγερση).

11 Το σχόλιο είναι από τον σύντροφο Arabel, δημοσιευμένο σε μια ομάδα συζήτησης σε ένα κοινωνικό δίκτυο.

12 Το άρθρο “Estado e movimentos sociais” (“Κράτος και κοινωνικά κινήματα”) αντανακά πολύ βαθύτερα τη σχέση ανάμεσα στις αριστερές κυβερνήσεις και τα κοινωνικά κινήματα. Στο: http://passapalavra.info/2012/02/52448.

13 Paulo Eduardo Arantes. “Fim de um ciclo mental” [“Τέλος ενός πνευματικού κύκλου”] στο Extinção (São Paulo, Boitempo, 2007), σελ. 250, μεταξύ άλλων άρθρων και συνεντεύξεων συγκεντρωμένων στον ίδιο τόμο, ιδιαίτερα στα μέρη 3, 4 και 5. Δείτε επίσης “O ‘pensamento único’ e o marxista distraído”, από τον ίδιο συγγραφέα (Zero à esquerda, São Paulo, Conrad, 2004). Σε μια συνάντηση με το κίνημα τον Ιούνιο, όταν ο δήμαρχος του Σάο Πάολο “ζητά τον καθορισμό μιας πηγής για το προϋπολογισμό της επιδότησης που απαιτούν (…) το MPL λέει ότι δεν είναι δουλειά του κινήματος να βρει τεχνικές λύσεις σε ένα κοινωνικό αίτημα” (Judensnaider, 2013). Για μια πιθανή αφετηρία της “κριτικής των προτάσεων” στη βραζιλιάνικη Αριστερά, δείτε τη σημείωση στο Passa Palavra http://passapalavra.info/2012/05/5/58422.

14 Συνεχίζουμε στο ίχνος του Paulo Arantes, τώρα με το δοκίμιο “Depois de junho a paz será total” [“Μετά τον Ιούνιο, η ειρήνη θα είναι πλήρης”,] στο τελευαταίο του βιβλίο O novo tempo do mundo [“Η νέα εποχή του κόσμου”] (São Paulo, Boitempo, 2014).

15 Livia de Tommasi and Dafne Velazco. “The Production of a New Discursive Regime About Slums in Rio de Janeiro and the Many Faces of Community-based Entrepreneurship”. Κείμενο που παρουσιάστηκε στην 35η συνάντηση Anpocs (Caxambu, 2011) και παρατίθεται από τονPaulo Arantes στο “Depois de junho será a paz total”.

16 Τον Απρίλιο του 2013, στη διάρκεια διαδηλώσεων του κινήματος για τη στέγαση, ο Fernando Haddad κατέβηκε από υπουργικό συμβούλιο και απευθύνθηκε στους διαδηλωτές, μετατρέποντας την ενέργεια αυτή σε μια πορεία. Στην πρώτη κύρια δράση του Ιούνη, η Δημοτική Αρχή περίμενε να λάβει μια “προμήθεια” για το κίνημα, για να το βάλει, προφανώς, “σε ένα αποπροσανατολιστικό τραπέζι διαπραγματεύσεων” (Judensnaider, 2013).

17 Το κίνημα ιδιοποιήθηκε και ανέπτυξε δαιφορετικούς τρόπους για να ταράζει την πόλη και να προπαγανδίζει τον αγώνα: δραστηριότητες στα σχολεία, φυλλάδια και μπροσούρες, επιθέσεις στις αρχές, αφίσες, συνθήματα στους τοίχους, catracaços (πήδημα πάνω από τις μπάρες), αποκαλύψεις στα κοινωνικά δίκτυα, δράσεις στα ΜΜΕ, μικρές πορείες, άρθρα και ανακοινώσεις τύπου, μεταξύ άλλων. Για μια πιο βαθιά κριτική στην ακτιβιστική κουλτούρα που κληροδοτήθηκε από το MPL, δείτε Felipe Corrêa, “Balanço crítico acerca da Ação Global dos Povos no Brasil” (δημοσιευμένο σε έξι μέρη στο Passa Palavra: http://passapalavra.info/2011/07/42773).

18 Για περισσότερα σχετικά μ’ αυτό το σενάριο, δείτε: “Chaos Theory“, αρχικά δημοσιευμένο στην Αστυνομική Επιθεώρηση και μεταφρασμένο από τον ιστότοπο Passa Palavra στα Πορτογαλικά (http://passapalavra.info/2014/03/92961) και: “A mais-valia relativa da polícia: sobre repressão e controlo social” στον ίδιο ιστότοπο (http://passapalavra.info/2014/04/93676). Περιττό να πούμε ότι η τακτική περικύκλωσης της αστυνομίας (Hamburger Kessel), μια καινοτομία της Στρατιωτικής Αστυνομίας του Σάο Πάολο το 2014, χρησιμοποιείται από το 2006 στην Σάντα Καταρίνα – όχι τυχαία, την πολιτεία στην οποία βρίσκεται η Florianópolis.

19 Οι διαμαρτυρίες και τα σπασίματα φαίνεται ότι έχουν συλληφθεί από την τακτική τους διάσταση και περιοριστεί σε μια καθαρά αισθητική διάσταση. Κάποια άρθρα αναφέρουν τα εξής: “Será que formulamos mal a pergunta?” της Silvia Viana (Cidades rebeldes, 2013), και “Agora só faltam 3 reais… e um imenso desafio” (http://passapalavra.info/2014/06/97065).

20 Και αυτό άσχετα από το μέγεθος της ομάδας, από το αν αποτελείται από τέσσερα άτομα ή σαράντα, από τη στιγμή που υπάρχει αυτό που ο Felipe Corrêa αποκαλεί “σπατάλη κοινωνικών δυνάμεων”: “υπάρχει ένας πλεονασμός διαδικασιών και δομών, κόσμος που κάνει μη απαραίτητα πράγματα, λίγα άτομα που ασχολούνται με σημαντικές δραστηριότητες (για παράδειγμα, δουλειά βάσης) κλπ.” (“Movimentos sociais, burocratização e poder popular. Da teoria à prática. 3) Mecanismos e processos de burocratização” at http://passapalavra.info/2010/11/31590).

21 Αυτή η διεστραμμένη στιγμή στην οποία “η κοινωνική βάση του αγώνα δεν ενδιαφέρεται πλέον για το κίνημα, αλλά ενδιαφέρονται οι δημόσιοι διαχειριστές”, είναι συχνά μια στιγμή “εσωτερικής κρίσης”: οι αγωνιστές “στρέφονται προς τα μέσα, προσπαθούν να συζητήσουν τις ελλείψεις και αδυναμίες που οδήγησαν σ’ αυτήν ή τουλάχιστον να διασφαλίσουν ό,τι απέμεινε. Ανταλλάσσονται κατηγορίες, ανακύπτουν τριβές και διαμάχες για την εξουσία. Αυτές οι συζητήσεις έχουν συνήθως ελάχιστο ενδιαφέρον για σε νέο κόσμο, κάτι που ενδυναμώνει το σενάριο απομόνωσης και χαμηλής συμμετοχής”. Δείτε το άρθρο “Buro-ácrata”, των Grouxo και Legume (http://passapalavra.info/2014/04/94231).

22 Όπως μπορεί να ειδωθεί, για παράδειγμα, σε ένα σημείωμα που δημοσιεύθηκε από την εθνική ομοσπονδία του MPLOn the Abbreviation Abduction”: http://saopaulo.mpl.org.br/2014/05/13/nota-da-federacao-nacional-do-mpl-sobre-o-sequestro-de-sigla.

Βραζιλία: Πώς έχουν αλλάξει (και δεν έχουν αλλάξει) τα πράγματα

αναδημοσίευση στο libcom.org1

το κείμενο σε pdf

Από τη διαχείριση της εξέγερσης του Ιουνίου του 2013 στην συντεταγμένη ανταρσία του Bolsonaro

Ανάλυση της τρέχουσας κατάστασης στη Βραζιλία, γραμμένη από “μια ομάδα μαχητών” και πρωτοδημοσιευμένη στα Πορτογαλικά με το όνομα “Olha como a coisa virou[“Κοιτάξτε πώς άλλαξαν τα πράγματα”] στον ιστότοπο Passa Palavra.

Μπορείς ακόμα, ίσως, και να ηρεμήσεις τα πράγματα, αλλά η επιστροφή θα είναι πάντα ζοφερή”, MC Vitinho2

Κοίτα πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα”, είπε ένας σύντροφος μια από κείνες τις μέρες· “πριν από λίγα χρόνια, αν ήσουνα σ’ έναν φούρνο, σε μια στάση λεωφορείου, και άκουγες κάποιον να παραπονιέται για την κυβέρνηση, θα ενθουσιαζόσουνα. Θα βλέπαμε ένα άνοιγμα για μια πολιτική κουβέντα, μια έκλαμψε ταξικής συνείδησης. Όχι πολύ καιρό πριν, όλα άρχισαν να αλλάζουν. Σήμερα, αν ακούσω κάποιον να παραπονιέται, μπαίνω σε εγρήγορση: ‘πιθανόν αυτός ο τύπος να υποστηρίζει τον Bolsonaro…’”.

1.

Κατά την άποψη του Λούλα, “αυτή η χώρα είναι ακατανόητη από τότε που συνέβησαν αυτά που συνέβησαν τον Ιούνιο του 2013”3. Μερικούς μήνες πριν συλληφθεί, διακήρυξε ότι: “ήταν πρόωρο να υποθέσουμε ότι αυτά που συνέβησαν το 2013 ήταν δημοκρατικά”. Φυσικά, οι μαχητές που ενεπλάκησαν σε κείνο το κύμα διαμαρτυρίας δεν πήραν με καλό μάτι αυτή τη δήλωση: “να’ μαστε πάλι, το Εργατικό Κόμμα (PT) επιτίθεται στον Ιούνη του 2013!”.

Είχε άδικο ο Λούλα; Ήταν ο Ιούνης του 2013 πραγματικά “κάτι δημοκρατικό”; Εκείνον τον καθοριστικό μήνα, χιλιάδες – και, στη συνέχεια, εκατομμύρια – κόσμος απέκλεισαν δρόμους και εθνικές οδούς σ’ ολόληρη τη χώρα, συγκρούστηκαν με την αστυνομία, έβαλαν φωτιά σε λεωφορεία, επιτέθηκαν σε δημόσια κτίρια και λεηλάτησαν μαγαζιά. Η μείωση των εισιτηρίων στις συγκοινωνίες δεν ήταν ανοιχτή σε συζήτηση και διαπραγμάτευση, ήταν μια απαίτηση που επιβλήθηκε με το ζόρι: “Ή μειώνονται τα εισιτήρια ή η πόλη σταματά!”. Αυτό δεν ακούγεται και πολύ “δημοκρατικό”…Ήταν ένα κίνημα ρήξης, μια εξέγερση4 που συγκρούστηκε με την κατεστημένη τάξη5 – τη διευθέτηση που σφυρηλατήθηκε στην περίοδο του επανεκδημοκρατισμού και παγιώθηκε στο “Σύνταγμα των Πολιτών” του 1988, διευθέτηση που για δύο δεκαετίες εγγυήθηκε κοινωνικά αποδεκτά πρότυπα σταθερότητας και προβλεψιμότητας στα πολιτικά πράγματα της Βραζιλίας.

[Η εξέγερση] ήταν τρομακτική. Στο μέσο της μεγαλύτερης λαϊκής κινητοποίησης στην ιστορία αυτής της χώρας, πιάσαμε τους εαυτούς μας μπερδεμένους: αν καταλύσουμε τη δημοκρατική τάξη, τι μπορεί να συμβεί; Η επανάσταση δεν ήταν στον ορίζοντα. Εκείμη τη στιγμή, η Αριστερά βρήκε τον εαυτό της βαθιά δεμένο με το καθεστώς. Όχι μόνο επειδή είχε την ευθύνη του κράτους αλλά κι επειδή, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, “η οικοδόμηση της δημοκρατίας” είχε γίνει ο τελικός της στόχος.

Από το 2013 και μετά, η Αριστερά εγκατέλειψε την εξέγερση και το έκανε αυτό ανεμίζοντας τη σημαία της δημοκρατίας. Από την μια πλευρά, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι οι διαμαρτυρίες ήταν επικίνδυνες για τη δημοκρατική τάξη δικαιολογώντας έτσι την πολιτική καταστολή6· την ίδια στιγμή, θα μπορούσε να εξυμνεί τις διαμαρτυρίες και να τις εγκλωβίσει στο πλαίσιο αυτής της ίδιας τάξης – σκεπτόμενη τον Ιούνη σαν ένα κίνημα που απαιτεί “περισσότερα δικαιώματα” και “περισσότερη δημοκρατία” συγκάλυψε το συγκεκριμένο και συγκρουσιακό περιεχόμενο εκείνων των διαμαρτυριών. Η μάχη ενάντια στην αύξηση των “20 σεντς” όχι μόνο άγγιξε μια κρίσιμη πτυχή των υλικών συνθηκών της ζωής στην πόλη αλλά και εξέθεσε τα όρια των καναλιών συμμετοχής που αναπύσσονταν και εκλεπτύνονταν από τις λίγες μέχρι τότε πρόσφατες κυβερνήσεις. Η βία που ξέσπασε στους δρόμους “έβγαλε εκτός” τον δημοκρατικό λόγο.

Αυτό γίνεται ορατό αν παρατηρήσουμε ότι, από τότε, το μόνο δικαίωμα που μας έφερε αυτή η επιμονή στην υπεράσπιση του δημοκρατικού έννομου κράτους ήταν η απώλεια δικαιωμάτων. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος ώστε η “Επιχείρηση Εγγύηση Νόμου και Τάξης7 να γυρίσει μπούμεραγκ στην ίδια την κυβέρνηση που ψήφισε τον Αντιτρομοκρατικό Νόμο8.

Από τη στιγμή που η Αριστερά ταυτίστηκε με την τάξη, η αμφισβήτηση πέρασε στο απέναντι στρατόπεδο. Ήταν η Δεξιά που κατέβασε τις μάζες στον δρόμο για να ρίξουν την κυβέρνηση (αντιστρέφοντας σύμβολα και πρακτικές εκτενώς χρησιμοποιημένες τον Ιούνιο του 2013), μεταλλάσσοντας για παράδειγμα, το MPL (Κίνημα για Ελεύθερη Μετακίνηση) σε MBL (Κίνημα Ελεύθερη Βραζιλία)9). [Η Δεξιά] δεν έχασε χρόνο ανησυχώντας για την “υπεράσπιση της δημοκρατίας”: για να πετύχει τους πολιτικούς της στόχους, ήξερε πώς να χρησιμοποιήσει τους θεσμούς και πώς να διαχειριστεί τακτικά τα όριά τους10. Συντονίζοντας διάφορους ελιγμούς εντός του Κράτους – μέσα στο κοινοβούλιο, το δικαστικό σώμα ακόμα και τον στρατό – αλλά και έξω από αυτό, με κινητοποιήσεις στους δρόμους, αναρριχήθηκε στην εξουσία περικυκλώνοντάς την και από κάτω και από πάνω, θυμίζοντας την “κίνηση της τσιμπίδας”11 που ήταν, κάποτε, στόχος της Αριστεράς. Όπως το θέτει ο Paulo Arantes, αυτή η δεξιά έχει αναβιώσειτην πολιτική ως πάλη και όχι ως διαχείριση12.

Στις προεδρικές εκλογές του 2018, ο Bolsonaro είχε αντίπαλο τον Haddad, τον ίδιο δήμαρχο που αντιμετωπίσαμε στο Σάο Πάολο τον Ιούνιο του 2013. Επίσης ο εκλεγμένος πρόεδρος επιτίθεται συχνά στα μυστικά της δημοκρατίας. Είναι πολιτικά μη-ορθός, δηλαδή δεν θα συμμορφωθεί με την ευπρέπεια που καλλιεργείται από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές του πολιτικού παιχνιδιού. Έκανε δηλώσεις προσβάλλοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα και αμφισβητώντας τις ηλεκτρονικές κάλπες και το Σύνταγμα από μια δικτυακή κάμερα στο διαμέρισμά του. Λέγοντας αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί, περιγελά τη συναίνεση που έχει συγκροτηθεί μετά τον επανεκδημοκρατισμό, εκθέτοντας την ψεύτικη βάση της και κινητοποιώντας, ακριβώς, την ανταρσία εναντίον της. Για τους υπερασπιστές αυτής της διευθέτησης, που δέχτηκε την επίθεση του Bolsonaro, ίσως είναι καθησυχαστικό ότι ο νέος πρόεδρος έχει εκλεγεί στη βάση ψεμμάτων και υποκρισιών (χειραγωγώντας χρήστες του WhatsApp με μια βιομηχανία ψευδών ειδήσεων)· όμως, φαίνεται σωστό να δούμε και την αντίθετη όψη, ότι ήταν υιοθετώντας ανοιχτά συγκαλυμμένες, μέχρι τώρα, αλήθειες, που ο “Λοχαγός”13 συγκέντρωσε μια τόσο μεγάλη λαϊκή υποστήριξη. Όμως, εδώ, η αμφισβήτηση της κοινωνικής βίας δεν δείχνει προς έναν ορίζοντα μετασχηματισμού – αντίθετα, μειώνει μονομιάς όλες τις προσδοκίες. Η υποκρισία άνοιξε τον δρόμο στον κυνισμό: ο κόσμος είναι άδικος, θα συνεχίσει να είναι άδικος και για όποιον παραπονιέται τα πράγματα θα γίνουν μόνο χειρότερα14.

Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, η Αριστερά μίλησε εναντίον της δικτατορίας. Το πρόβλημα είναι ότι στην πράξη θα μιλούσε “εναντίον της δικτατορίας [μόνο και μόνο] για να υπερασπιστεί την σημερινή τάξη. Λοιπόν, αυτός είναι ένας καλός τρόπος να κάνεις τον κόσμο να σκεφτεί τη δικτατορία σαν μια πιθανότητα15. Όταν οι δυνάμεις, που κάποτε ασκούσαν κριτική στην κοινωνική αδικία, γίνονται οι ίδιες διαχειριστές αυτής της αδικίας, τότε έχουμε ένα βραχυκύκλωμα: η δύναμη της αμφισβήτησης της υπάρχουσας τάξης μεταφέρεται σ’ αυτούς που τώρα εκθέτουν βία και βάσανα με κυνισμό – όχι για να τα αμφισβητήσουν, αλλά για να τα επικυρώσουν. Αυτός είναι ο τρόπος που μια καθημερινή ζωή-μαρτύριο μπορεί να μετατραπεί σε δικαιολόγηση του μαρτυρίου: “ο κόσμος αφήνεται αβοήθητος στις ουρές των νοσοκομείων, αυτό είναι μαρτύριο! Δεκατέσσερα εκατομμύρια είναι άνεργοι, αυτό είναι μαρτύριο!”, φώναζε έντονα ένας ψηφοφόρος του Bolsonaro από τα νότια του Σάο Πάολο, λίγο μετά την ψηφοφορία16.

Η εξεγερσιακότητα που διοχετεύθηκε μέσα από τη Δεξιά είναι παραδοξολογική: αμφισβητεί την υπάρχουσα τάξη ενώ την χρησιμοποιεί και υπόσχεται να την κάνει ακόμα σκληρότερη – κάτι που μας θυμίζει πώς ορίζει ο João Bernardo17 τον φασισμό: μια ανταρσία εντός της τάξης. Αν θα μπορούσαμε σήμερα να μιλάμε για ένα φασιστικό κίνημα, αυτό δεν θα οφειλόταν στα αυταρχικά χαρακτηριστικά του Bolsonaro ή στη ρητορική μίσους αλλά, μάλλον, στο έδαφος αναπαραγωγής των εξεγερμένων ανθρώπων που τροφοδοτούν αυτή τη ρητορική18.

2.

Συγκρινόμενη με τον κλασσικό φασισμό, η σε εξέλιξη συντηρητική ανταρσία μοιάζει ακόμα κάπως διασπασμένη. Όμως, το να λέμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα φασιστικό κίνημα δεν σημαίνει ότι το σενάριο είναι πιο καθησυχαστικό. Άλλωστε, ο “τρόπος διακυβέρνησης” του Εργατικού Κόμματος (PT) απείχε επίσης αρκετά από τις σοσιαλδημοκρατικές εμπειρίες από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Η σοσιαλδημοκρατία – η οποία πρότεινε19, σε αντάλλαγμα μιας συμμαχίας με το κεφάλαιο, ένα πρόγραμμα δομικών μεταρρυθμίσεων και την επέκταση των καθολικών δικαιωμάτων – δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με τους διαχειριστές του PT, που περιορίστηκαν στον συνδυασμό της επέκτασης της αγοράς με δημόσιες πολιτικές εστιασμένες σε συγκεκριμένα κοινωνικά τμήματα. Παρ’ όλα αυτά, [οι πολιτικές αυτές] συνέστησαν μια αποτελεσματική μηχανική διαχείρισης των κοινωνικών συγκρούσεων, ενσωματώνοντας τις εργατικές οργανώσεις στα κυβερνητικά μέσα. Η στρατηγική της “συσσώρευσης δυνάμεων”, που υιοθετήθηκε από τη βραζιλιάνικη Αριστερά, σήμαινε, στην πράξη, τη μετατροπή των κινημάτων “από τα κάτω”, τα οποία εμφανίστηκαν στο τέλος της δικτατορίας, σε παραγωγικές δυνάμεις της νέας κοινωνικής διευθέτησης20.

Το σχέδιο κατευνασμού, που βελτιωνόταν συνεχώς στη διάρκεια των κυβερνήσεων του PT, αντιπροσώπευε, στην πραγματικότητα, έναν διαρκή πόλεμο21 – ορατό όχι μόνο στον αυξανόμενο ρυθμό των εξώσεων, των φυλακίσεων, των βασανιστηρίων και των δολοφονιών από την αστυνομία αλλά, επίσης, και στην εργασία. Μαζί με τα κατασταλτικά εργαλείας της εξαίρεσης, ο κινητήρας της “αναδυόμενης οικονομίας” μας ήταν μια αληθινή “κατάσταση οικονομικής έκτακτης ανάγκης”22, στην οποία η κοινωνική συμφορά θα δικαιολογούσε τις πολιτικές που υπαγόρευε η “κατεπείγουσα ανάγκη”. Κάτω από τον λόγο περί “διεύρυνσης των δικαιωμάτων”, διαδόθηκαν πολλαπλές μορφές υποαπασχόλησης, με κουραστικές ρουτίνες και αβέβαια εισοδήματα, που στην καθομιλουμένη λέγονται “σκατοδουλειές” ή “γαμημένες θέσεις εργασίας”23.

Το μέλλον που υπόσχονταν διάφορα προγράμματα, τα οποία θα έδιναν πρόσβαση στον μικροδανεισμό, την ιδιοκτησία ενός σπιτιού ή την ανώτερη εκπαίδευση, και η αύξηση στα ποσοστά απασχόλησης (κανονικής ή άτυπης) διαλύθηκε σε ένα αέναο παρόν διπλοβαρδιών, χρέους, ανταγωνισμού, ανασφάλειας, κούρασης στις ουρές, εξευτελισμού στα ασφυκτικά γεμάτα λεωφορεία, κατάθλιψης και πνευματικής εξάντλησης. Το τίμημα για την ευφορία των κυβερνήσεων Λούλα και Ντίλμα ήταν, συνολικά, μια πλήρης κινητοποίηση για επιβίωση που μεταφράζεται σε όλο μεγαλύτερα και πυκνότερα κομμάτια της ζωής ξοδεμένα στη δουλειά.

Με κάθε λογής μέσα, αυτό το καθεστώς διαχείρισης έκανε το πλέγμα του καπιταλισμού στη Βραζιλία πυκνότερο και βάθυνε τη διαδικασία προλεταριοποίησης σε πολλά στρώματα πληθυσμού και σε πολλές γωνιές της χώρας. Οι λεγόμενες “πολιτικές ένταξης”, καθώς και η ιλλιγιώδης διαδικασία “ψηφιακής συμπερίληψης” που έφτασαν στις, μέχρι πρότινος, μη δικτυωμένες μάζες, ή ακόμα και τα πρότζεκτ υποδομών, που άνοιξαν νέους δρόμους στην κυκλοφορία του κεφαλαίου, εντάξανε πληθυσμούς και περιοχές σε κυκλώματα όλο και πιο εντατικοποιημένης εκμετάλλευσης και πρόσφεραν, μ’ αυτό τον τρόπο, περισσότερο καύσιμο στους φούρνους της ευέλικτης συσσώρευσης. Κι όλα αυτά με πολύ υψηλά ποσοστά αποδοχής!

Τα γεγονότα του 2013 έσπασαν το ειρηνικό περιβάλλον που παρήγαγε όλη αυτή η ευφορία. Το κύμα των διαμαρτυριών, που σάρωσε τις βραζιλιάνικες πόλεις, έφερε τον πόλεμο στην επιφάνεια, σηματοδοτώντας την κρίση αυτού του κάποτε πετυχημένου μοντέλου διαχείρισης της κοινωνικής σύγκρουσης. Η απόσυρση της αύξησης των 20 σεντς στο κόμιστρο των λεωφορείων δεν ήταν αρκετή για να διορθώσει το πρόβλημα: δεν ήταν πια εφικτή η διάχυση αυτής της λαϊκής εχθρότητας και η επανεγκαθίδρυση της μαγικής συνταγής της συναίνεσης. Οι προσπάθειες επαναφοράς της αρμονίας – οι “πέντε συμφωνίες για το καλό της Βραζιλίας”, για παράδειγμα, που εξήγγειλε η Ντίλμα στην τηλεόραση με το τέλος της περιόδου των διαμαρτυριών – όλες πήγαν χαμένες. Η συνέχιση της ένοπλης ειρήνευσης θα εξαρτιώταν, συνεπώς, από μια καινούρια διευθέτηση.

Από τη στιγμή που κλήθηκαν να “εξουδετερώσουν τις αντιτιθέμενες δυνάμεις” που εμφανίστηκαν το 2013, οι φορείς της τάξης, που ήταν για χρόνια στην Αϊτή [επικεφαλής της Minustah, της “Ειρηνευτικής Επιχείρησης” των Ηνωμένων Εθνών] και στις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο, συσσωρεύοντας τεχνογνωσία, δεν έμοιαζαν να εγκαταλείπουν τη σκηνή. Είναι ξεκάθαρο σήμερα ότι αυτά τα εργαλεία καταστολής δεν ήταν ειδικά για κείνα τα γεγονότα. Στην καινούρια στρατηγική διαχείρισης που αναδύεται εν όψει της απειλής του κοινωνικού χάους που φάνηκε το 2013, οι τακτικές πολέμου – μαζί με τους διοικητές τους – παίζουν ανοιχτά έναν κεντρικό ρόλο.

Σε αυτή την επαναδιευθέτηση, ο “Jair Bolsonaro είναι ένα ανακριβές”, αλλά παρ’ όλα αυτά, “ικανό όνομα” [για έναν καινούριο ορθολογισμό που είναι υπό διαμόρφωση] ακριβώς επειδή ήταν ικανός να συνδυάσει την κλιμάκωση της καταστολής με την κοινωνική εξεγερσιακότητα που τέθηκε σε κίνηση το 2013. Δύο διαδρομές συγκλίνουν σ’ αυτόν:

Παραθέτουμε:

Ο πρώτος [μηχανισμός], η διατήρηση του νόμου και της τάξης και η υπόσχεση της ασφάλειας της αυτοκρατορίας, ότι κάθε χτύπος καρδιάς που αντιτίθεται θα κατασταλεί βίαια. Ο δεύτερος μηχανισμός λειτουργεί πάνω στην ψευδαίσθηση της ρήξης και της έκστασης της εξέγερσης: “όλα θα είναι διαφορετικά, όπως τις παλιές μέρες” ή “αυτό πρέπει να αλλάξει”24.

Αν οι διαμαρτυρίες εξαπλώνουν μια εξέγερση ενάντια στην κατεστημένη τάξη, η αποκατάστασή της θα εξαρτιώταν από την κινητοποίηση ακριβώς αυτού του συναισθήματος. Σ’ αυτή τη διαδικασία ανάκτησης της τάξης δεν τέθηκαν σε κίνηση μόνο οι δυνάμεις καταστολής: η ενέργεια αμφισβήτησης των ίδιων των εργατών στράφηκε εναντίον τους. Οι προοπτικές αποκατάστασης της ειρήνης, ήδη πολιτικά παρακινδυνευμένες, αντιμετωπίζουν τώρα, και οικονομικά εμπόδια – με την κρίση, η αποτελεσματικότητα των μηχανισμών λαϊκής συμμετοχής και κοινωνικών προγραμμάτων αποδυναμώνεται. Εδώ είναι η στιγμή που η κοινωνική αμοιβαία εχθρότητα αρχίζει να μοιάζει ότι λειτουργεί: μιας και δεν υπάρχουν πλέον χρήματα, ο καθένας μπορεί να σκοτώσει τον άλλον παλεύοντας για μερικά ψίχουλα. Η σύγκρουση και η εξέγερση παύουν να είναι μια απειλή για την κατεστημένη τάξη και γίνονται ένα καινούριο είδος πειθαρχίας.

Όταν το 2015, και το 2016, η νέα Δεξιά παρέλαυνε στην Avenida Paulista, η κοινωνιολόγος Silvia Viana25 παρατήρησε ότι οι διαστάσεις εκείνης της αγανάκτησης θα μπορούσαν να συνδεθούν με την σε εξέλιξη εμπειρία στην αγορά εργασίας. Τι κοινό θα έβλεπε το “πράσινο-και-κίτρινο” μίσος, θα ρωτούσε, μεταξύ τόσο διαφορετικών στόχων όπως οι διεφθαρμένοι πολιτικοί, οι ωφελούμενοι από την φυλετική ποσόστωση, το κίνημα στέγασης, ο κλέφτης, ο ζητιάνος και ο κάτοχος μιας υποτροφίας; Όλοι αυτοί “πηδάνε” την ουρά26. Εκμεταλλεύονται τις “παρακάμψεις” και τις προστασίες στον αγώνα για την επιβίωση, επικαλούνται πλεονεκτήματα που οδηγούν σε αθέμιτο ανταγωνισμό, στην αρένα στην οποία ο καθένας θα έπρεπε να παλεύει μόνος.27

Στο πλαίσιο της οικονομικής εξάντλησης, η νέα Δεξιά έδωσε μια πολιτική μορφή στον αυξανόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών28. Υιοθετώντας χωρίς κανένα ενδοιασμό τον “νόμο της ζούγκλας”, μηχανεύτηκε ένα σχέδιο δράσης επαρκές για το επίπεδο αγριότητας που βασιλεύει στον κόσμο της εργασίας και κυοφορούνταν τις αμέσως προηγούμενες δεκαετίες. Η επιβίωση στηρίζεται στο ατομικό σθένος και τη δύναμη θέλησης και οποιοδήποτε είδος βοήθειας θα εκλαμβανόταν ως “θυματοποίηση”. Δεν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει η απήχηση που είχαν στον κόσμο οι νόμοι για την απελευθέρωση της κατοχής όπλου: θα ήταν η ευκαιρία σου να πυροβολήσεις τον ανταγωνιστή σου – τον τύπο που σου έκλεισε το δρόμο στην κυκλοφορία, που σε γάμησε στην εταιρεία σου, που σου έκλεψε τη θέση στο πανεπιστήμιο. Υπάρχει, τότε άραγε, πιο κατάλληλος υποψήφιος για αυτόν τον πόλεμο όλων εναντίον όλων από τον “Λοχαγό”;

Αλλά το Jair Bolsonaro είναι “ανακριβές όνομα” ακριβώς επειδή αυτό το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικό στη Δεξιά: η αύξηση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους εργάτες διαπερνά ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, παίρνοντας διάφορα χρώματα, ακόμα και, φαινομενικά, αντίθετα μεταξύ τους. Για παράδειγμα, και τα δύο εικονικά λιντσαρίσματα που προωθήθηκαν από συντηρητικές ομάδες εναντίον υποτιθέμενα “κομμουνιστών” δασκάλων και το escrache29, που απέκτησε δύναμη ως μια φεμινιστική πρακτική τα τελευταία χρόνια, λειτουργούν με έναν αρκετά παρόμοιο τρόπο. Εκτός από τη δυσφήμιση του ατόμου που καταγγέλεται, και οι δυο πρακτικές στοχεύουν συχνά – και σε πολλές περιπτώσεις το πετυχαίνουν – να κάνουν αυτό το άτομο να χάσει τη δουλειά του. Σ’ αυτό το γεμάτο ανταγωνισμό κοινωνικό περιβάλλον, οι ταυτότητες εμφανίζονται ως χαρακώματαγια τη μάχη. Βλέποντάς το από αυτή την σκοπιά, καταλαβαίνει κανείς τόσο την παρουσία στρατηγικών αγοράς όπως η “αφρο-επιχειρηματικότητα”, όσο και την πρόσφατη αύξηση ενός τμήματος του μαύρου κινήματος που εγκαταλείπει την αρχή του φυλετικού αυτοπροσδιορισμού και απαιτεί τη δημιουργία “επιτροπών εκτίμησης της φυλετικής αλήθειας” και “φαινοτυπικών κριτηρίων” για να διώξει νομικά και να αποβάλλει συναδέλφους που ωφελήθηκαν από την φυλετική ποσόστωση σε δημόσιους διαγωνισμούς ή εξετάσεις εισαγωγής στα πανεπιστήμια30.

Τα σημερινά κινήματα πολιτικής ταυτοτήτων προωθήθηκαν κυρίως από στοχευμένες κοινωνικές πολιτικές (κάθε είδους ποσοστώσεις, νόμους πολιτισμικών κινήτρων, ειδικές γραμματείες για μειονότητες κλπ.), δεν απορρέουν, όμως, από αυτές τις πολιτικές αυτόματα, συνιστούν ένα καινούριο φαινόμενο. Τα τιμωρητικά, αυταρχικά ίχνη και τα στοιχεία αποκλεισμού αυτών των κινημάτων αποκαλύπτουν μια πολεμοχαρή τάση, που αποβάλλει την ανεκτική συνύπαρξη και τις προσδοκίες συμπερίληψης που καλλιεργούνται από τις πολιτικές συναίνεσης. Επιταχύνοντας την κοινωνική διάσπαση, το βάθεμα της κρίσης περιόρισε της δυνατότητες διαχείρισης συγκρούσεων. Την ίδια στιγμή, τόνισε ακόμα περισσότερο τον περιορισμό της πολιτικής στις διαστάσεις του κατεπείγοντος και του άμεσου. Είτε στην Αριστερά είτε στη Δεξιά, αυτοί οι νέοι κοινωνικοί πρωταγωνιστές μοιράζονται τη θέληση για μια στείρα αντιπαράθεση η οποία στερείται τον ορίζοντα της αλλαγής της κοινωνικής πραγματικότητας.

Καθώς η πολιτική και ο ανοιχτός πόλεμος μοιάζουν όλο και περισσότερο, οι τεχνολογίες της κοινωνικής διαμεσολάβησης, που αναπτύχθηκαν στην πορεία των τελευταίων χρόνων, μοιάζουν να καθίστανται παρωχημένες. Παρά τις προσπάθειές τους να αποδείξουν ότι είναι ικανοί να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις μια περιόδου ύφεσης, εφαρμόζοντας μέτρα λιτότητας, οι διαχειριστές του PT κατέληξαν να γίνουν οι ίδιοι στόχοι της καταστροφικής κίνησης της κρίσης. Το κύμα της καταστροφής, που έπεσε όχι μόνο πάνω στους βασικούς χειριστές της πολιτικής διευθέτησης, που συγκροτήθηκε από την περίοδο του επανεκδημοκρατισμού και μετά και τον κυβερνητικό μηχανισμό τους, αλλά και πάνω σε μερικές από τις μεγαλύτερες βραζιλιάνικες επιχειρήσεις, θα πρέπει να κατανοηθεί μέσα στο πλαίσιο μιας “αναγκαστικής εξαΰλωσης μιας μάζας παραγωγικών δυνάμεων”31, τυπικής κίνησης των καπιταλιστικών κρίσεων, που πάντα συνοδεύεται από μια αύξηση της εκμετάλλευσης. Η καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, συχνά με τα μέσα του πολέμου, ήταν πάντα μια αποτελεσματική έξοδος κινδύνου για το κεφάλαιο.

3.

Σ’ αυτή την πλευρά της ταξικής πάλης, τα γνωστά μονοπάτια μας έχουν βγάλει μόνο σε αδιέξοδα.

Στα πετυχημένα χρόνια της αριστερής διαχείρισης, η οικονομική ανάπτυξη συνδυάστηκε με την ενσωμάτωση λαϊκών κινημάτων στο καπιταλιστικό καθεστώς, σε μια πολύπλοκη μηχανική πολιτικής συμμετοχής και κοινωνικού κατευνασμού, που θα έβαζε ουσιαστικά όρια σε κάθε ορίζοντα πραγματικής αμφισβήτησης. Στο πλαίσιο αυτό, η εμφάνιση της εξέγερσης νεαρών εργατών που θα παρέλυαν πόλεις, θα συγκρούονταν με την αστυνομία και θα ανάγκαζαν [τοπικές] κυβερνήσεις, ελεγχόμενες από διαφορετικά πολιτικά κόμματα, να μειώσουν τα εισιτήρια στις μέσα μαζικής μεταφοράς, ήταν κάτι κάπως ασυνήθιστο. Ξεπροβάλλοντας σ’ ολόκληρη τη χώρα από την “Revolta do Buzú” [κάτι όπως η “εξέγερση των λεωφορείων”] – που ταρακούνησε το Salvador ήδη από το 2003, την πρώτη χρονιά της προεδρίας Λούλα – αυτές οι εξεγέρσεις καταδείκνυαν ρωγμές στην “μονότονη παράλυση” εκείνης της περιόδου:

Παραθέτουμε:

Για τις μικρές ομάδες στα αριστερά και στο περιθώριο της κυβέρνησης, η πυροκρότηση της αταξίας της εξέγερσης σήμαινε τη δυνατότητα της κατά πρόσωπο αντιμετώπισης της γιγαντιαίας δομής της διαχείρισης της ταξικής πάλης. Η βίαιη πολιτική έκρηξη στους δρόμους απορρίπτει τους μηχανισμούς συμμετοχής και αντιδρά στην ένοπλη καταστολή (…) η εξέγερση εμφανίζεται ως καταστροφική κριτική, ως η άρνηση μιας συναίνεσης που αδρανοποιεί32.

Μόνο διαρρηγνύοντας τη συναίνεση θα μπορούσε η κοινωνική σύγκρουση να ξεπεράσει τα στενά όρια της δεδομένης ρουτίνας και να ξεσπάσει ανοιχτά ως ταξική πάλη. Από αυτή την άποψη, η δυνατότητα της αμφισβήτησης ήταν ζωντανή στα κινήματα με έναν τέτοιο χαρακτήρα ρήξης και τα οποία, κάνοντας τον πόλεμο ορατό, ασκούσαν πρακτική κριτική στην ένοπλη επιβολή της ειρήνης. Εκτός από τις εξεγέρσεις σχετικά με τις δημόσιες μεταφορές, αυτό φανερωνόταν και στις “άγριες” απεργίες στις μεγα-κατασκευές του PAC (“Πρόγραμμα Επιτάχυνσης της Ανάπτυξης”) – την προμετωπίδα της εθνικής καπιταλιστικής επέκτασης (“όχι απεργία, αλλά τρομοκρατία”, εξήγησε ένας εργάτης από το Jirau)33· στους ανυπάκουους ακτήμονες εργάτες οι οποίοι, παρά την αντίθεση του MST (Movimento dos Trabalhadores Sem Terra, Κίνημα των Ακτημόνων Εργατών), κατέλαβαν τα κεντρικά γραφεία του Ινστιτούτου Λούλα34· στο κύμα αυθόρμητων καταλήψεων γης στις πόλεις που διαδόθηκαν σε όλα τα προάστια του Σάο Πάολο, επί δημαρχίας Haddad35· στην ιλλιγιώδη αύξηση του αριθμού των απεργιών μετά το 2012 – φτάνοντας, μεταξύ του 2013 και του 2016, το μέγιστο που έχει ποτέ καταγραφεί [περισσότερες από 2000 απεργίες κάθε χρόνο] – και στην αυξανόμενη στασιαστικότητα αυτών των απεργών απέναντι στα συνδικάτα τους36· και, τέλος, στη συλλογική απόρριψη των μέτρων λιτότητας από τους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι, απωθώντας οποιαδήποτε διαμεσολάβηση προερχόμενη από τις μαθητικές ενώσεις, κατέλαβαν απευθείας οι ίδιοι τα σχολεία τους αναγκάζοντας την κυβέρνηση να υποχωρήσει από την προσπάθειά της να τα κλείσει.

Παρ’ όλα αυτά, καθώς οι μικρές ρωγμές στη συναίνεση γίνονται βαθιά ρήγματα, το νόημα και η κατεύθυνση αυτών των αγώνων μετατοπίζεται, κι αυτοί χάνουν την δύναμη της αμφισβήτησης. Οι συγκρούσεις γίνονται κομμάτι της καθημερινής ατζέντας και η εξέγερση συμμορφώνεται η ίδια σε ένα απλό εργαλείο της καινούριας πολιτικής διευθέτησης. Το στοίχημά μας στη ρήξη της συναίνεσης εξαντλήθηκε μαζί της, αποπροσανατολίζοντας εντελώς τις μορφοποιήσεις που κάποτε είχαν προέλθει από τη ρήξη αυτή. Έκτοτε, η κοινωνική βία που εξερράγη μοιάζει, τώρα, να δείχνει προς το χάος και μια παρόρμηση για ανταγωνισμό, παρά σε οτιδήποτε άλλο. Άλλωστε, αυτό ήταν στο υπόβαθρο των δομών του κατευνασμού: διάλυση του κοινωνικού ιστού χωρίς την ύπαρξη οποιουδήποτε ορίζοντα για συλλογική δράση.

Αναρίθμητες φωνές υψώθηκαν σε απάντηση στο ίχνος της καταστροφής του 2013, υποστηρίζοντας αμέσως την αναγκαιότητα να αναληφθεί εκ νέου η δουλειά στη “βάση”. Τα όρια των εξεγερσιακών τακτικών θα εξηγούνταν από την έλλειψη μαζικών οργανώσεων, δομημένων στους εργασιακούς χώρους, τις γειτονιές και στους τόπους σπουδών. Ε λοιπόν, αυτές οι οργανώσεις υπήρχαν ήδη! Στην πραγματικότητα, ήταν μέρος του κυβερνητικού μηχανισμού ενάντια στο οποίον είχαν εξεγερθεί οι διαδηλωτές: το αριστερό κόμμα, που είχε τον έλεγχο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ήταν παρόν σε διαμερίσματα σε όλες τις 5570 πόλεις της Βραζιλίας· οι δύο πιο σημαντικές εθνικές εργατικές ομοσπονδίες υποστήριζαν την κυβέρνηση· το μεγαλύτερο στον κόσμο κίνημα ακτημόνων εργατών στην ύπαιθρο, και ένας αριθμός κινημάτων στέγασης, έγιναν οι εφαρμογείς των κοινωνικών προγραμμάτων και φορείς επιχειρηματικότητας· μια αμφιλεγόμενη μάζα από λαϊκούς συνεταιρισμούς, ΜΚΟ, πολιτιστικούς συλλόγους και περιφερειακές ομάδες συνάρτησαν την αναπαραγωγή τους με τα συστήματα χρηματοδότησης που βασίζονταν σε “ανοιχτές προσκλήσεις” διαφόρων τύπων και τα οποία τους χορηγούσαν διάφορα χρηματικά ποσά37. Όλα αυτά τροφοδοτούνταν από αναρίθμητες εγγραφές, βάσεις δεδομένων και αντιστοιχήσεις από κάθε είδους ιδιωτικά και κρατικά όργανα, συμπεριλαμβανομένων, φυσικά, και των θεσμών της αστυνομίας38.

Όλα αυτά δεν είναι μια παρέκκλιση: “στο επίπεδο των απλών μελών θα μπορούσε να διατηρούνται μόνο αντικειμενικοποιημένα τμήματα εργατών, με την τυπικά ορθή εγγραφή και αντιπροσώπευση, αντιμετωπιζόμενων ως νόμισμα στο ανταλλακτήριο των γραφειοκρατιών”39. Συνειδητοποιώντας αυτή τη δυναμική στη δεκαετία του 1990, ένας ηγέτης από το κίνημα των ακτημόνων συνόψισε: “κόσμος διαμαρτυρόμενος, λεφτά με τόκο”. Το να έχουμε μια “οργανωμένη κοινωνική βάση” [ή οργανωμένα απλά μέλη] σημαίνει, ουσιαστικά, να διαχειριζόμαστε πληθυσμούς. Η “οργάνωση ‘από τα κάτω’” που έγινε από αυτά τα κινήματα δεν εγκαταλείφθηκε αλλά τραβήχτηκε στις ακραίες συνέπειές της, εμπεδώνοντας τον εαυτό της ως μια τεχνική διαχείρισης40.

Παραθέτουμε:

Χωρίς αυτό, η διαχείριση θα είχε γίνει ακατόρθρωτη (…) Γι’ αυτό τον λόγο υλικές παραχωρήσεις, εν είδει οικονομικής υποστήριξης, εγγυώνται τη λειτουργία και την αποστέωση των κοινωνικών κινημάτων, την μετατροπή τους σε βραχίονες του Κράτους, υπεύθυνα για την καταγραφή της κοινωνικής τους βάσης και τη διαχείριση των ισχνών πόρων των δημοσίων πολιτικών του Κράτους, γινόμενα έτσι όργανα που διεκπεραιώνουν καθηκόντα ουσιαστικά για την μόνιμη αντεπανάσταση στο λαϊκο-δημοκρατικό μοντέλο41.

Από αυτή την άποψη, η διεκδίκηση της Αριστεράς να “οργανώσει πολιτικά τις quebradas [φτωχογειτονιές στα περίχωρα των πόλεων]” μετά τον Ιούνιο του 2013 έμοιαζε με μια προσπάθεια-φάρσα να “ξαναπαίξει” την ιστορία, λες και ήταν δυνατόν να ανακτήσει την υποτιθέμενη, από καιρό χαμένη, καθαρότητα της αριστερής εκκλησιαστικής κοινότητας που οργανωνόταν στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Από την άλλη, ήταν ένας τρόπος αποφυγής του προβλήματος που τέθηκε από τις ταραχές στους δρόμους το 2013: ανώνυμη και εκρηκτική, αυτή η εξέγερση ήταν η έκφραση ενός αστικού προλεταριάτου που η εργατική του δύναμη αναπτυσσόταν μέσα από μια ποικιλία δημόσιων πολιτικών, συνδεδεμένη με τις τεχνολογίες της πληροφορίας, σε επισφαλείς και ιδιαίτερα ασταθείς και κινητικές συνθήκες (με την έννοια αυτή, η κεντρικότητα της μετακίνησης στις απαιτήσεις του δεν ήταν ευκαιριακή).

Σήμερα, όμως, η εξέγερση μοιάζει να έχει συντηχθεί με την κατεστημένη τάξη. Όταν στα μέσα του 2018, ένα αποκεντρωμένο κίνημα οδηγών φορτηγών σταμάτησε τη βραζιλιάνικη οικονομία μπλοκάροντας τις εθνικές οδούς σ’ ολόκληρη τη χώρα, τα συμφέροντα και οι οργανώσεις των εργατών φάνηκαν να αναμειγνύονται με αυτά των επιχειρήσεων. Η ίδια η εξέγερση, που κατάφερε να φέρει τη χώρα στο χείλος της κατάρρευσης, είχε ως ορίζοντά της ακριβώς την επανενδυνάμωση της τάξης, κραυγάζοντας για “στρατιωτική παρέμβαση”. Η απεργία των φορτηγατζήδων κέρδισε μεγάλη λαϊκή υποστήριξη, επηρεάζοντας μερικούς τομείς των εργατών στις πόλεις (από δικυκλιστές διανομείς μέχρι δασκάλους)42 και έβαλε την ταφόπετρα στη “μεγάλη εθνική συμφωνία”43 που επιχείρησε η κυβέρνηση Temer – μια, ήδη χαμηλών προσδοκιών, προσπάθεια εγγύησης της επιβίωσης της παλιάς πολιτικής διευθέτησης γύρω από ένα πρόγραμμα λιτότητας.

Τέλος, η νίκη του Bolsonaro δένει τη γραμμή συνέχειας ανάμεσα στο 2013 και το 2018: την συμμόρφωση της εξέγερσης στην τάξη. Και αντιμέτωποι μ’ αυτό:

Παραθέτουμε:

Με δεδομένη την εικόνα της απομόνωσης και της ανικανότητας, αυτό που κάνει η πλειοψηφία της Αριστεράς είναι να δημιουργήσει αντιφασιστικά και ευρέα δημοκρατικά μέτωπα σε διάφορα σημεία, με διαφορετικές μορφές, ώστε να επιβεβαιώσει αριστερίστικες αξίες εναντίον της ανάπτυξης των ακροδεξιών αξιών – το μαυροκόκκινο ή το πολύχρωμο εναντίον του πράσινου και κίτρινου της εθνικής σημαίας της Βραζιλίας, οι αξίες της Δημοκρατίας εναντίον των αξιών της Δικτατορίας. (…) Αυτές οι θέσεις παραμένουν επίσης σε ένα αφηρημένο επίπεδο συζήτησης: τι σημαίνει σήμερα να πολεμάς τον φασισμό με τα όπλα; Ποιοι είναι οι φασίστες, οι συνάδελφοί μας που ψήφισαν τον Bolsonaro;44

Το νέο σενάριο παραμερίζει τις δυνατότητες διαμόρφωσης μιας κριτικής οπτικής. Από τη μια πλευρά, η επιδίωξη αποκατάστασης της ήδη τραυματισμένης δημοκρατικής διευθέτησης κατευνασμού, οι δυνάμεις της οποίας γίνονται κάθε φορά λιγότερο παραγωγικές – και, συνεπώς, ανίσχυρες, συχνά περιοριζόμενες οι ίδιες στην υπεράσπιση των συμβόλων. Από την άλλη, η απλή εμμονή στην εξέγερση χάνει, τελικά, τη δύναμη αμφισβήτησης, είναι το ίδιο το καθεστώς τώρα που κάνει την κοινωνική βία κομμάτι του45. Περικλεισμένος από αυτές τις δύο μορφές υπεράσπισης της τάξης, κάποιος μπορεί να αναρωτιέται: πού περιπλανιέται η ταξική πάλη.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://libcom.org/news/brazil-how-things-have-havent-changed-08052019.

2 MC Vitinho, Crime é o Crime/Dilma Sapatão/Instalar a UPP Αυτό το τραγούδι είναι “proibidão” [στμ. απαγορευμένο] (ένα υποείδος της μουσικής καριόκα-φανκ που συνδέεται με εγκληματικές συμμορίες από τις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο) και ηχογραφήθηκε μετά την εισβολή του στρατού και τη δημιουργία των Ειρηνευτικών Δυνάμεων της Αστυνομίας (UPP) υπό την ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος.

3 Ομιλία του πρώην προέδρου Λούλα στο φόρουμ “Δράση για την ανοικοδόμηση του δημοκρατικού κράτους” που δόθηκε στην αίθουσα της Νομικής Σχολής του UFRJ [Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο] (11 Αυγούστου 2017, διαθέσιμη στο: https://www1.folha.uol.com.br/poder/2017/08/1909354-lula-diz-que-foi-precipitado-considerar-atos-de-2013-democraticos.shtml.

4 Μιλάμε εδώ για “εξέγερση” επειδή ήταν ένας όρος που χρησιμοποιούσαν τα πιο μαχητικά στοιχεία στον ξεσηκωμό στις πόλεις εναντίον της αύξησης του κομίστρου στα λεωφορεία που ξέσπασε στη Βραζιλία μεταξύ του 2003 και του 2013. Από την άλλη, λαμβάνουμε υπόψιν την αντίληψη του João Bernardo για τον όρο, για τον οποίο “εξέγερση είναι η αναταραχή κάτω από τη σημαία ενός κοινού τόπου, συνεπώς το ακριβώς αντίθετο της επανάστασης, που είναι η ρευστοποίηση του κοινού τόπου” (Revolta/revolução, Passa Palavra, Ιούλιος 2013, διαθέσιμο στο http://passapalavra.info/2013/07/81647διάκριση που, στην πραγματικότητα, συνεισφέρει στην ανάλυση των ορίων που αντιμετωπίζουν αυτοί οι αγώνες.

5 “Το μόνο ‘αίτημα του κινήματος’ – η απόσυρση του Εργασιακού Νόμου – δεν ήταν στην πραγματικότητα ένα, καθώς δεν άφηνε χώρο για οποιαδήποτε προσαρμογή, οποιονδήποτε ‘διάλογο’. Με τον ολοκληρωτικά αρνητικό χαρακτήρα του, σηματοδοτούσε μόνο την άρνηση να συνεχίσει να κυβερνιέται μ’ αυτόν τον τρόπο (…)”. (Η Αόρατη Επιτροπή, Τώρα, Ill Will Editions, 2017). Αυτή η περιγραφή των διαμαρτυριών ενάντια στον νέο γαλλικό εργασιακό νόμο (Loi travail), που έγινε το 2016 από την “Αόρατη Επιτροπή” ακούγεται πολύ οικεία.

6 Αξίζει να θυμηθούμε, για παράδειγμα, το επεισόδιο όταν η διανοούμενη και υποστηρήκτρια του Εργατικού Κόμματος Marilena Chauí διακήρυξε, σε μια ομιλία στην Στρατιωτική Αστυνομία του Ρίο ντε Τζανέιρο, ότι τα μπλακ-μπλοκ είναι φασιστικής έμπνευσης. Δείτε “‘Black blocs’ agem com inspiração fascista, diz filósofa a PMs do Rio” (Folha de São Paulo, Αύγουστος 2013, διαθέσιμο εδώ: https://www1.folha.uol.com.br/fsp/poder/126068-black-blocs-agem-com-inspiracao-fascista-diz-filosofa-a-pms-do-rio.shtml).

7 Σημείωσης της αγγλικής μετάφρασης: Στη Βραζιλία, οι “Επιχειρήσεις Εγγύησης του Νόμου και της Τάξης” (Επιχειρήσεις GLO, Operações Garantia da Lei e da Ordem) είναι ένα νομικό εργαλείο με το οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξουσιοδοτεί μια προσωρινή στρατιωτική επέμβαση σε μια περιοχή της εθνικής επικράτειας “για την ειρήνευση αντιτιθέμενων ομάδων” (με άλλα λόγια, για την καταστολή εμφύλιων συγκρούσεων). Οι επιχειρήσεις GLO χρησιμοποιήθηκαν στη διάρκεια μεγάλων γεγονότων όπως το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου της FIFA το 2014 και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2016 στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Δείτε εδώ: https://www.defesa.gov.br/arquivos/2014/mes02/md33_m_10_glo_2ed_2014.pdf.

8 Ακολουθώντας τα ίχνη της κλιμάκωσης της καταστολής στον μακρύ απόηχο της μετά τον Ιούνιο περιόδου στο Ρίο ντε Τζανέιρο, μεταξύ 2013 και 2014, το φιλμ Operações de Garantia da Lei e da Ordem (κάτι σαν “Επιχειρήσεις Νόμος και Τάξη”, Julia Murat, 2017) διαγράφει την γραμμή της συνέχειας ανάμεσα στον λόγο της Ντίλμα, όταν αντιμετωπίζει τις διαμαρτυρίες, και στον λόγο της ορκωμοσίας του Temer: η υπεράσπιση της τάξης. Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: ο Αντιτρομοκρατικός νόμος εγκρίθηκε από την κυβέρνηση της Ντίλμα μόλις λίγο πριν τη διαδικασία απαγγελίας κατηγοριών εναντίον της.

9 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: αντίστοιχα, “Κίνημα Ελεύθερης Μετακίνησης” και “Κίνημα Ελεύθερης Βραζιλίας”. Το MPL είναι ένα ριζοσπαστικό κοινωνικό κίνημα που δημιουργήθηκε το 2005 για την επαναδιεκδίκηση της ελεύθερης μετακίνησης με τα ΜΜΜ και ήταν στην καρδιά της εξέγερσης του Ιουνίου του 2013 (διαβάστε: https://en.wikipedia.org/wiki/Movimento_Passe_Livre). Το MBL είναι μια δεξιά οργάνωση που ιδρύθηκε το 2014 και είναι επικεφαλής των διαμαρτυριών για την απαγγελία κατηγοριών στην Dilma Rousseff (διαβάστε: https://en.wikipedia.org/wiki/Free_Brazil_Movement).

10 Από την μια πλευρά, παρακολουθήσαμε τη σκηνή στην οποία ο Λούλα, αν και ήξερε ότι η καταδίκη του ήταν ένας πολιτικός ελιγμός, παραδόθηκε για να κλειστεί στη φυλακή. επανεπβεβαιώνοντας την εμπιστοσύνη του στους δημοκρατικούς κανόνες: “αν δεν πίστευα στη Δικαιοσύνη, δεν θα είχα οικοδομήσει ένα πολιτικό κόμμα, θα είχα προτείνει μια επανάσταση σ’ αυτή τη χώρα”. Από την άλλη, βλέπουμε ότι, στο αποκορύφωμα της προεκλογικής εκστρατείας του, ο Bolsonaro, αν και ήξερε ότι οι εκλογές είχαν ήδη κερδηθεί, δεν σταμάτησε να αμφισβητεί την νομιμοποίηση των καλπών και να λέει ότι ο αντίπαλός του δεν θα μπορούσε να νικήσει παρά μόνο με νοθεία. Ο Eduardo Bolsonaro, γιος του εκλεγμένου Προέδρου, έφτασε ακόμα και να εμπαίξει το Ανώτατο Δικαστήριο, δηλώνοντας ότι αρκούν μόνο “ένας στρατιώτης και ένας δεκανέας” για να το “κλείσουν”.

11 Κοινή έκφραση σε στρατιωτικά περιβάλλοντα που σηματοδοτεί την στρατηγική σχεδιασμένη από τον αποκαλούμενο “λαϊκο-δημοκρατικό” χώρο από τη δεκαετία του 1980. Όπως και με ένα τσιμπιδάκι, η κατάληψη της εξουσίας θα απαιτούσε μια διπλή κίνηση: από τα πάνω, μια βαθμιαία κατάκτηση των θεσμικών χώρων· από τα κάτω, μαζική κινητοποιήηση καθοδηγούμενη από λαϊκές οργανώσεις, κοινωνικά κινήματα και συνδικάτα.

12 “Για πρώτη φορά, αυτό που εκφράζεται στις εκλογές”, είπε ο Paulo Arantes σε μια πρόσφατη συνέντευξη, “δεν αφορούσε μόνο την παραγωγή ή τη διαχείριση κλασσικών δημόσιων πολιτικών, αλλά ήταν η κατάληψη της εξουσίας μέσω της πολιτικής αντιπαράθεσης”. (Abriu-se a porteira da absoluta ingovernabilidade no Brasil, diz Paulo Arantes, Brasil de Fato, Nov 2018, διαθέσιμο εδώ: https://www.brasildefato.com.br/2018/11/13/abriu-se-a-porteira-da-absoluta-ingovernabilidade-no-brasil-diz-paulo-arantes). Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Ο Paulo Arantes είναι Βραζιλιάνος μαρξιστής συγγραφέας.

13 Στμ. “Λοχαγός” (“Captain”), παρωνύμιο του Bolsonaro λόγω του βαθμού με τον οποίο αποστρατεύτηκε πριν ασχοληθεί με την πολιτική.

14 Αναλύοντας τον πρόσφατα προτεινόμενο για το Υπουργείο Εξωτερικών Σχέσεων στην κυβέρνηση Bolsonaro, ο Jan Cenek (στο Trump, o Ocidente, o chanceler, o ex-prefeito, o romance e a crise, Δεκέμβριος 2018, διαθέσιμο στο: http://antiode.blogspot.com/2013/03/albert-camus-por-jean-paul-sartre-camus.html) φτάνει σε ανάλογα συμπεράσματα: “το ακροδεξιό πρόγραμμα είναι πέρα από τον κωφάλαλο ρεφορμισμό, επειδή προϋποθέτει και υπερασπίζεται ανοιχτά αυτό που η άλλη πλευρά έλεγε ότι δεν θα υπερασπιζόταν αλλά έχει υπερασπιστεί, και συνεχίζει να υπερασπίζεται. Αφού ο καπιταλισμός δεν έχει καταργηθεί, η καταστολή είναι αναπόφευκτη, με τη διαφορά να είναι αυτή ανάμεσα στην ανοιχτή υπεράσπιση της στρατιωτικοποίησης και της βίας, από την ακροδεξιά, απέναντι στην θεωρητική καταδίκη αυτών των δύο από τον κωφάλαλο ρεφορμισμό, ο οποίος αυτοαναγορεύεται σε δημοκρατικό (όμως, όσοι ήταν στους δρόμους τον Ιούνιο του 2013, ξέρουν πολύ καλά τι έκανε [ο ρεφορμισμός] εκείνο το φθινόπωρο)”.

15 Emiliano Augusto, A paixão é um excelente tempero para ação, mas uma péssima lente para a análise (σημαίνει περίπου “Το πάθος είναι ένα εξαιρετικό καρύκευμα για δράση, αλλά πολύ κακός φακός για ανάλυση”. Facebook, Οκτ. 2018, https://www.facebook.com/emiliano.augusto/posts/10211083131468227).

16 Carolina Catini e Renan Oliveira, Depois do fim (Passa Palavra, Νοέμβριος 2018, διαθέσιμο στο: http://passapalavra.info/2018/11/123386).

17 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Ο João Bernardo είναι ένας μαρξιστής αγωνιστής της αυτονομίας γεννημένος στην Πορτογαλία. Στη διάρκεια της Πορτογαλικής Επανάστασης του 1974 (στμ. της περίφημης “Επανάστασης των Γαρυφάλλων”), ήταν μέλος της εργατικής εφημερίδας “Combate”. Δείτε τη βιογραφία του εδώ: https://pt.wikipedia.org/wiki/João_Bernardo.

18 Ο φασισμός κατανοείται ως ένα ιστορικό φαινόμενο που δεν είναι απλά συνώνυμο ενός παροξυμένου αυταρχισμού, όπως έχει χρησιμοποιηθεί από την αριστερά. Αξίζει να σημειωθεί, για παράδειγμα, ότι η δικτατορία στη Βραζιλία, από τη δεκαετία του 1960 μέχρι κι αυτήν του 1980, αν και αυταρχική και εθνικιστική, δεν ήταν ένας κανονικά φασιστική. Για μια εκτενή συζήτηση αυτού του ζητήματος, δείτε João Bernardo, Labirintos do Fascismo (3ª versão, revista e aumentada, [“Λαβύρινθοι του Φασισμού”, 3η έκδοση, διορθωμένη και επαυξημένη] 2018, διαθέσιμο στο: https://ia902807.us.archive.org/19/items/jb-ldf-nedoedr/BERNARDO%2C%20João.%20Labirintos%20do%20fascismo.%203ª%20edição.pdf).

19 Στμ. Το πρότεινε γιατί υπήρχε ένα οργανωμένο εργατικό κίνημα, στην ακμή του προγραμματισμού, με τη δύναμη να το επιβάλλει. Δηλαδή δεν είναι τόσο ότι οι διαχειριστές του PT ή του ΣΥΡΙΖΑ – οι αναλογίες είναι σημαντικές και αξίζουν ανάλυσης – δεν θα ήθελαν, ίσως, κάτι ανάλογο, όσο ότι η σημερινή συγκυρία αναδιάρθρωσης δεν έχει καμμιά σχέση με την περίοδο της ακμής της σοσιαλδημοκρατίας: είναι μια συγκυρία κυριαρχίας του κεφαλαίου – παρά τη βαθιά κρίση του – και διάλυσης ουσιαστικά αυτού που γνωρίζαμε ως εργατικό κίνημα. Ακόμα και η εναπομείνασα εργατική γραφειοκρατία αποκλείεται ή έχει απωλέσει σχεδόν οποιονδήποτε συνδιαχειριστικό ρόλο.

20 Στμ. Όπως είπαμε και παραπάνω, πιστεύουμε ότι υπάρχουν ενδιαφέρουσες αναλογίες με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ (η ενσωμάτωση των εργατικών οργανώσεων είχε προηγηθεί στην Ελλάδα ήδη με το ΠΑΣΟΚ). Και δεν μιλάμε τόσο για αναλογίες πολιτικές ή οργανωτικές των αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων αλλά για αναλογίες της δομικής αναδιάρθρωσης των δύο κοινωνικών σχηματισμών: δικτατορίες, εκδημοκρατισμός και νέο “κοινωνικό συμβόλαιο”, κρίση, ανάδυση “ριζοσπαστικής αριστεράς”, πολιτικές διαχείρισης της κρίσης κλπ.

21 Για μια ανάλυση αυτού του αντιεξεγετικού σχεδίου, δείτε “Depois de junho a paz será total” (στο Paulo Arantes, O novo tempo do mundo, São Paulo, Boitempo, 2013).

22 Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται από την Leda Paulani στο “Capitalismo financeiro, estado de emergência econômico e hegemonia às avessas” (στο Francisco de Oliveira, Ruy Braga e Cibele Rizek [orgs.], Hegemonia às avessas, São Paulo, Boitempo, 2010).

23 Αυτός ο όρος έγινε δημοφιλής από μια σελίδα στο Facebook, https://www.facebook.com/vagasVTNC.

24 O Aluminista, Sequestro da revolta! (2018, O Aluminista: http://passapalavra.info/2018/11/123623).

25 Ομιλία της Silvia Viana στο σεμινάριο “Alarme de Incêndio: cultura e política na época das expectativas decrescentes” (5 Μαρτίου 2016, στο: https://www.youtube.com/watch?v=IbOAN3lABHE).

26 Στμ. Πολύ ενδιαφέρον σημείο. Μπορούμε να το δούμε και σε σχέση με τη σειριοποίηση που αναφέρει ο Dylan Riley στην ανάλυση για τις συνέπειες του χρέους: “Το χρέος τείνει, συνεπώς, σε μια εξατομίκευση ή σειριοποίηση της πολιτικής δραστηριότητας. Αντί να συλλογικοποιεί τους μισθωτούς, εξατομικεύει τον πληθυσμό σ’ αυτό που ο Μαρξ περίφημα έχει περιγράψει σαν ‘ένα σακί πατάτες’”, “Τι είναι ο Τραμπ;” στο https://inmediasres.espivblogs.net/what-is-tramp.

27 Στμ. Εξαιρετική διόραση σε ένα ζήτημα που πάσχουμε ιδιαίτερα, την ανάλυση της δυναμικής αυτού που με ευκολία ονομάζουμε “κανιβαλισμό” για να συγκαλύψουμε στην πραγματικότητα την αναδιάρθρωση και τον μετασχηματισμό των ταξικών σχέσεων με την ανάπτυξη των διαιρέσεων και των ανταγωνισμών εντός του ίδιου του προλεταριάτου, που δεν αντανακλούν παρά την κατίσχυση της εξατομίκευσης ως λογικής του κεφαλαίου. Γιατί πραγματικά, αν ο καθένας είναι μόνος στον αγώνα της επιβίωσης – αγώνας που προφανώς παροξύνεται σε άλλα όρια σε συνθήκες κρίσης και υποτίμησης – τότε, η λογική της ισότητας έναντι του κεφαλαίου επιτάσσει ότι όλοι πρέπει να έχουν το ίδιο σημείο “εκκίνησης” και όχι ειδικά προνόμια. Οι μηχανισμοί διαχείρισης και συμβιβασμού της σοσιαλδημοκρατίας, όπως συμπυκνώνονται στο “κράτος πρόνοιας”, ένας μηχανισμός άρσης ανισοτήτων, θεωρείται τώρα από το ίδιο το προλεταριάτο, κι αυτή είναι η ουσία, αλλοίωση των όρων του παιχνιδιού και μηχανισμός παραγωγής ανισοτήτων! Έτσι το επίδομα ανεργίας γίνεται αθέμιτος ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας, και ο Πολάκης κάνει τις δηλώσεις που κάνει για τον Κυμπουρόπουλο (ουσιαστικά καταγγέλοντάς τον για χρήση “αθέμιτων” μέσων σε έναν ανταγωνισμό στον όλοι θα έπρεπε να είναι “ίσοι”). Είναι μια θεμελιώδης μάχη πάνω στην ουσία της ισότητας και των ανισοτήτων, του εξισωτισμού και της κοινωνικής διαχείρισής του, της κοινωνικής συνοχής, της συγκρότησης του ίδιου του προλεταριάτου.

28 Στμ. Εξαιρετικός και ιδιαίτερα διεισδυτικός χαρακτηρισμός για τη νέα Δεξιά.

29 Αν και ο όρος “escrache” έχει αρχικά προέλθει από την Αριστερά, αναφερόμενος στους αγώνες σχετικά με την εξαφάνιση πολιτικών προσώπων στην Αργεντινή, ήταν κυρίως στο πλαίσιο της πολιτικής ταυτοτήτων που απέκτησε, τα λίγα τελευταία χρόνια, την πιο πλήρη μορφή του. Για μια πιο δυναμική αφήγηση αυτών των δράσεων, δείτε: Dokonal, Sobre escrachos, extrema-esquerda e suas próprias novelas: o conto que pensei em escrever (Passa Palavra, Ιούλιος 2014, διαθέσιμο εδώ: http://passapalavra.info/2014/07/98096). Στμ. Escrache, ίσως “διαπόμπευση”, τύπος άμεσης δράσης με μορφή διαδήλωσης που περιλαμβάνει την παρενόχληση δημοσίων προσώπων, συνήθως με συγκέντρωση γύρω από το σπίτι τους, το φώναγμα συνθημάτων με σκοπό τη δημόσια διαπόμπευσή τους. Στην Αργεντινή ο όρος επινοήθηκε το 1995 από την ομάδα για τα ανθρώπινα δικαιώματα HIJOS, για να καταδικάσει τις γενοκτονίες που διέπραξαν τα μέλη της PROCESO και τα οποία αμνηστεύθηκαν από τον πρόεδρο Κάρλος Μένεμ.

30 Σχετικά μ’ αυτό, δείτε: A caça aos ‘falsos cotistas’: austeridade, identidade e concorrência (Passa Palavra, Αύγουστος 2017, διαθέσιμο εδώ: http://passapalavra.info/2017/08/114875).

31 “Οι συνθήκες της αστικής κοινωνίας είναι πολύ περιοριστικές για να περιλάβουν τον πλούτο που δημιουργείται από αυτούς. Και πώς ξεπερνά η αστική τάξη αυτές τις κρίσεις; Από τη μια πλευρά με την καταναγκαστική καταστροφή μιας μάζας παραγωγικών δυνάμεων· από την άλλη, με την κατάκτηση νέων αγορών και την πιο ενδελεχή εκμετάλλευση των παλιών”, Μαρξ και Ένγκελς: Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, 1848, (Στμ. Στα ελληνικά: εκδόσεις Θεμέλιο, 2004).

32 Caio Martins and Leonardo Cordeiro, Revolta popular: o limite da tática (Passa Palavra, Μάιος 2014, στο: http://passapalavra.info/2014/05/95701). Αγγλική έκδοση: Brazil: Popular revolt and its limits (Δημοσιευμένη στο Libcom.org, διαθέσιμη στο https://libcom.org/library/brazil-popular-revolt-its-limits) (στμ. Υπό μετάφραση).

33 Το σχόλιο είναι από έναν απλό εργάτη [“μπλε-κολλάρο”] ο οποίος έπαιρνε με το κινητό του φωτογραφίες της φωτιάς στα καταλύματα των εργατών. Οι συνέπειες της κατασκευής της Jirau, η εξέγερση των εργατών και η συνεργασία μεταξύ των κέντρων των εθνικών συνδικάτων και της κυβέρνησης για την καταστολή του κινήματος απεικονίζεται στο Jaci: sete pecados de uma obra amazônica (Caio Cavechini, 2015), που κυκλοφόρησε στα Αγγλικά με τον τίτλο Jaci: Seven Sins Of An Amazonian Work. Αξίζει επίσης να κοιτάξει κανείς στις αναφορές για τις διακοπές, τις δολοφονίες, τους βασανισμούς και τις φυλακίσεις στα εργοτάξια που έγιναν εκείνα τα χρόνια από τη Liga Operária, μια συνδικαλιστική ομάδα με μαοϊκές επιρροές που δρα στην περιοχή. Διαθέσιμο στο: http://www.ligaoperaria.org.br/1/?p=2867).

34 Η διαδρομή της αντίστασης των κατοίκων του αγροτικού καταυλισμού Milton Santos, ο οποίος στη διάρκεια της διακυβέρνησης Ντίλμα κινδύνευσε να υποστεί μια “αντίστρογη αγροτική μεταρρύθμιση”, έχει παρουσιαστεί εκτενώς στο Passa Palavra (tη πλήρης κάλυψη είναι προσβάσιμη εδώ: http://passapalavra.info/2013/01/70939). Στα Αγγλικά δείτε: https://libcom.org/news/milton-santos-settlement-threatened-eviction-18012013.

35 Στις αρχές του Αυγούστου του 2013, το Passa Palavra ανέφερε μια “φιμωμένη άνοιξη”: μόνο στην περιοχή του Grajaú, “περίπου 20 εκτάσεις καταλήφθηκαν ταυτόχρονα από οικογένειες που δεν είχαν πλέον τις συνθήκες για να πληρώνουν ενοίκιο (…). Είναι τουλάχιστον περίεργο να παρατηρήσει κανείς ότι, σε συνέχεια της πολιτικής αναταραχής που αποκαλούμε “γεγονότα του Ιούνη”, μια διαδικασία άμεσων αγώνων αναπτύχθηκε από τον πιο φτωχό κόσμο στις παρυφές των πόλεων και ότι τα αριστερά όργανα επικοινωνίας δεν της έδωσαν την προσοχή που άξιζε (Ocupações do Grajaú protestam por moradia no centro de São Paulo, Passa Palavra, Αύγουστος 2013, διαθέσιμο εδώ: http://passapalavra.info/2013/08/82681).

36 Οι ετήσιες αναφορές στο Strike Balance, δημοσιευμένο από την Dieese (διαθέσιμες στο: https://www.dieese.org.br/sitio/buscaDirigida?tipoBusca=tipo&valorBusca=balan%E7o+das+greves), ανεβάζουν σε ένα σύνολο 2.050 τις καταγεγραμμένες απεργίες στη Βραζιλία για το έτος 2013, αριθμός που φτάνει τις 2.093 το 2015 (μέχρι αυτή τη στιγμή, δεν είχαν δημοσιευτεί αναφορές για τις απεργίες το 2014 και το 2015). Αλλά, όπως επισημαίνει ο Leo Vinicius, η ανάλυση της περιόδου θα έπρεπε να λάβει υπόψιν της και τις “απεργίες και δράσεις στους εργασιακούς χώρους που έγιναν εκτός συνδικαλιστικών δομών, και οι οποίες δεν συνυπολογίζονται σ’ αυτές τις στατιστικές. Είναι πιθανόν ότι πολλές αυτόνομες δράσεις απο οργανωμένους εργάτες έγιναν χωρίς να το μάθουμε εμείς καθόλου (Bem além do mito “Junho de 2013”, Passa Palavra, Ιούλιος 2018, διαθέσιμο στο: http://passapalavra.info/2018/07/121756).

37 Για ένα πορτραίτο αυτού του σεναρίου, δείτε Estado e movimentos sociais (Passa Palavra, Φεβρουάριος 2012, διαθέσιμο στο: http://passapalavra.info/2012/02/52448).

38 Η περίπτωση της GEO-PR (σημαίνει περίπου “Σύστημα Γεωαναφοράς για την Παρακολούθηση και την Υποστήριξη της απόφασης του Προέδρου”) είναι εμβληματική. Δημιουργήθηκε από την κυβέρνηση Λούλα το 2005 με το πρόσχημα της προστασίας των κοινοτήτων των quilombola, γαιών των αυτόχθονων και αγροτικών καταυλισμών. “Τροφοδοτούμένη με δεδομένα για κοινωνικά κινήματα, όπως: ‘διαδηλώσεις’, ‘απεργίες’, ‘κινητοποιήσεις’, ‘ζητήματα των αυτόχθονων’, ‘δράσεις των ΜΚΟ’ και ‘quilombolas’”, για περισσότερο από δέκα χρόνια, έδωση ύπαρξη σε “ένα πανίσχυρο εργαλείο επιτήρησης των κοινωνικών κινημάτων, το μεγαλύτερο που ξέρουμε μέχρι σήμερα” (Lucas Figueiredo, O grande irmão: Abin tem megabanco de dados sobre movimentos sociais, The Intercept, Δεκέμβριος 2016: https://theintercept.com/2016/12/05/abin-tem-megabanco-de-dados-sobre-movimentos-sociais). [στμ. Quilombolas: Αφρικανικής καταγωγής κάτοικοι των quilombο, οικισμών στη βραζιλιάνικη ενδοχώρα που δημιουργήθηκαν αρχικά κυρίως από δραπέτες σκλάβους – από την λέξη kilombo που στην αγκολέζικη γλώσσα Kimbundu σημαίνει “κατασκήνωση σκλάβων”].

39 Μέρος του άρθρου “Revolta popular: o limite da tática” (ό.π.)

40 Στμ. Πραγματικά εξαιρετική ανάλυση, αυτοκριτική.

41 Pablo Polese, [i] A esquerda mal educada, Ιούλιος 2016, http://passapalavra.info/2016/07/108872).

42 Σχετικά με τις συνέπειες των διακοπών και στάσεων που προκάλεσαν οι φορτηγατζήδες για τους εργάτες σε ψηφιακές πλατφόρμες, διανομείς, οδηγούς σχολικών και άλλες κατηγορίες εργαζόμενων στις πόλεις, δείτε Gabriel Silva, A greve dos caminhoneiros e a constante pasmaceira da extrema esquerda (Passa Palavra, Μάιος 2018, διαθέσιμο στο: http://passapalavra.info/2018/05/119926).

43 “Ο Michel [Temer] σχηματίζει μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, προωθεί μια μεγάλη συμφωνία, προστατεύει τον Λούλα, προστατεύει τους πάντες. Αυτή η χώρα επιστρέφει στην ηρεμία, κανείς δεν μπορεί πια να της το στερήσει αυτό”, είπε ο Sérgio Machado, πρώην πρόεδρος της Transpetro, στην περίφημη συνομιλία του με τον Υπουργό Σχεδιασμού από την κυβέρνηση της Ντίλμα, Romero Jucá, λίγο πριν λάβει χώρα η ψηφοφορία σχετικά με την απαγγελία κατηγοριών στην Ντίλμα (καταγράφηκε και διέρρευσε στον τύπο τον Μάιο του 2016, το κείμενο διατίθεται εδώ: https://www1.folha.uol.com.br/poder/2016/05/1774018-em-dialogos-gravados-juca-fala-em-pacto-para-deter-avanco-da-lava-jato.shtml).

44 Um outro João (“Another João”), Breve comentário sobre as frentes democráticas e antifascistas contra Bolsonaro (Passa Palavra, Δεκέμβριος 2018, http://passapalavra.info/2018/12/123955).

45 Στμ. Πολύ ενδιαφέρον σημείο. Μιλάμε ουσιαστικά για μια διαδικασία που μεταστρέφει την εξεγερσιακότητα και την κοινωνική βία εξαιτίας του ίδιου του κατακερματισμού του προλεταριάτου (του κακόφημου “κανιβαλισμού”) σε δύναμη ενάντια στον εαυτό του, σε δύναμη ενσωμάτωσης, συμμόρφωσης με μια καινούρια τάξη, σε δύναμη τελικά του καθεστώτος. Η κοινωνική βία μετασχηματίζεται σε μια αυτοκατασταλτική δύναμη για το προλεταριάτο. Αυτό χρήζει μεγάλης ανάλυσης γιατί φαίνεται να είναι ακριβώς η δυναμική που ενδυναμώνει την νεοδεξιά αντεπανάσταση σήμερα, τη στοίχιση κομματιών του προλεταριάτου στη “συστημική αντισυστημικότητα” της νεοδεξιάς/νέας ακροδεξιάς.

1η Μάη, Ενάντια στην Εργασία

από το Comunidad de Lucha1

το κείμενο σε pdf

 

Δημοσιευμένο, αρχικά, την 1 Μάη του 2019 από Χιλιανούς συντρόφους στο Comunidad de Lucha. Αυτό που ακολουθεί είναι η μετάφρασή μας.

Άλλη μια Πρωτομαγιά έφτασε και όσοι από μας είμαστε από την πλευρά του αντικαπιταλισμού, βρίσκουμε τον εαυτό μας να στέκεται απέναντι στην προπαγάνδα του Κράτους και του κεφαλαίου, προπαγάνδα που θα ήθελε να κάνει αυτή την ημέρα μια μέρα που θα γιορτάζαμε την υποδούλωσή μας.

Αν και δεν θα έπρεπε να περιμένουμε κάτι διαφορετικό από τους υπερασπιστές της κυριαρχίας, αυτό που μας ανησυχεί και μας προβληματίζει, ως αντικαπιταλιστές, είναι να συναντάμε, κάθε χρόνο, μια παρόμοια απαίτηση για δουλειά από την πλευρά της άκρας αριστεράς και των “αντικαπιταλιστών” γενικότερα. Γι’ αυτούς, το πρόβλημα της εργασίας πάντα προκύπτει από την ιδιοποίηση από την αστική τάξη των καρπών της δραστηριότητας και η “επαναστατική λύση” τους συνίσταται στο να αρπάξουν από την αστική τάξη της αποκλειστικότητα της εξουσίας πάνω σ’ αυτόν τον “καρπό” ή τα εργαλεία της εργασίας. Αν και στην πράξη, τα κινήματα αυτά αφιερώνονται απλά να διαπληκτίζονται με το Κράτος, τους εργοδότες και τα συνδικάτα σχετικά με τις βελτιώσεις του συστήματος της μισθωτής εκμετάλλευσης, βελτιώσεις τις οποίες, παρεμπιπτόντως, το κεφάλαιο χρειάζεται για να εξασφαλίσει την εξέλιξη και την επιβίωσή του με στον χρόνο.

Στην πραγματικότητα, όμως, η δουλειά, όπως συνήθως αναφερόμαστε σ’ αυτήν αυτές τις μέρες, αναφέρεται σε μια ακριβή δραστηριότητα, η οποία προσιδιάζει σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό στάδιο: αυτό του καπιταλιστικού πολιτισμού.

Ο θρίαμβος της αστικής επανάστασης εντατικοποίησε και επεξέτεινε τη μισθωτή εργασία και την εμπορευματική παραγωγή σε κάθε γωνιά του πλανήτη, εκτοπίζοντας άτομα και κοινότητες στη Γη, στέλνοντάς τους στα εργοστάσια. Αποστερημένοι από τα πάντα και εξαναγκασμένοι να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους μέσω της κατανάλωσης εμπορευμάτων, αυτά τα άτομα είναι υποχρεωμένα, τότε, να πουλάνε την ίδια τη δραστηριότητά τους ως εργατική δύναμη σ’ αυτούς που κυριαρχούν επάνω μας, μετατρεπόμενοι, έτσι, σε προλεταριάτο· την τάξη που η ζωή της καταντά να είναι ένα εμπόρευμα μαζί με οτιδήποτε άλλο υπό την δικτατορία της οικονομίας.

Αφού το χρήμα είναι ο απόλυτος κοινωνικός διαμεσολαβητής, η απουσία του οποίου ισοδυναμεί, στην καπιταλιστική κοινωνία, με θάνατο, εμείς οι προλετάριοι ριχνόμαστε καθημερινά μανιασμένα στα καθήκοντα που είναι απαραίτητα για να το αποκτήσουμε. Έτσι, είτε δουλεύουμε για έναν μισθό είτε εκμεταλλευόμαστε τον ίδιο τον εαυτό μας στην άτυπη αγορά ή ακόμα και στις οικιακές δουλειές (εργασία που είναι απλήρωτη και ιστορικά αποδίδεται στις γυναίκες, και χωρίς την οποία άλλες μορφές εκμετάλλευσης δεν θα μπορούσαν να διατηρηθούν) αυτή η υποχρέωση μας σηκώνει κάθε μέρα από το κρεβάτι για να τρέξουμε να στριμωχτούμε στα μέσα μαζικής μεταφοράς, συμμορφωνόμενοι έτσι στα ασφυκτικά ωράρια και προγράμματα μιας δραστηριότητας που πολλές φορές είναι αλλοτριωτική και επίπονη και η οποία ενοποιείται μόνο από την ανάγκη της αμοιβής για να μπορέσουμε να ικανοποιήσουμε τις εμπορευματοποιημένες μας ανάγκες. Αυτά καθιστούν το στρες, την κακομεταχείριση, τον εξευτελισμό, την ασθένεια, την απομόνωση και την τρέλα τον συνηθισμένο τόνο της παραγωγικής δραστηριότητας και, συνεπώς, της προλεταριοποιημένης ανθρωπότητας. Μ’ αυτόν τον τρόπο κερδίζουμε τα προς το ζην στη δουλειά, καθώς η ζωή μάς διαφεύγει.

Σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, οι μηδενικές εγγυήσεις ασφάλειας [κράτος πρόνοιας], που εξακολουθούν να προσποιούνται ότι δικαιολογούν αυτή τη μίζερη κατάσταση πραγμάτων, διαλύονται από την ίδια την εξέλιξή τους: η εργασία κάθε ανθρώπινης ύπαρξης (με άλλα λόγια, ο χρόνος τους) αξίζει διαρκώς όλο και λιγότερο επειδή οι καπιταλιστές αναγκάζονται όλο και περισσότερο να επεξεργάζονται τρόπους μείωσης του κόστους παραγωγής ώστε να αποκτούν κέρδη και να μένουν ενεργοί στον ανταγωνισμό, κάτι που προάγει τη συνεχή επισφαλειοποίηση της εργασίας. Στην επικράτεια που εξουσιάζεται από το χιλιανό κράτος, η εικόνα μιας οικονομικής δύναμης, που προχωρά από τον συντομότερο δρόμο προς την αφθονία, συνυπάρχει σχιζοφρενικά με την πραγματικότητα μιας κοινωνίας που διαλύεται εξαιτίας της έλλειψης εργασίας και της περίσσειάς της: όποιος δεν είναι άνεργος και προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει έναν τρόπο για να τα βγάλει πέρα, τρέχει σαν τρελός μεταξύ δουλειάς, σπιτιού και κατανάλωσης· ξοδεύοντας τη ζωή τους σε μια δίνη αυξανόμενης αλλοτρίωσης.

Το πρόβλημα είναι ότι τόσο για τους υπερασπιστές της τάξης όσο και γι’ αυτούς που υποκρίνονται ότι αντιτίθενται σ’ αυτήν, η εργασία αποκτά μια φυσικότητα ώστε να φαίνεται ότι οι διαφορές που κάποιες φορές θέτουν κάποιες ομάδες σε αντικρουόμενα στρατόπεδα, είναι στην πραγματικότητα απλά διαφορές στον τρόπο διαχείρισης του συστήματος της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας και του κεφαλαίου που την αναπαράγει.

Μια ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική προοπτική, αντίθετα, υποθέτει ότι απαλασσόμαστε από όλους του πυλώνες που σχηματίζουν τη βάση του κεφαλαίου, περιλαμβανομένης της δραστηριότητας που δίνει ζωή στο κεφάλαιο τη στιγμή που αφαιρεί τη δική μας. Είμαστε εμείς, οι προλετάριοι/ες, που θέτουμε την καπιταλιστική μηχανή σε λειτουργία με την αλλοτριωμένη δραστηριότητά μας. Είμαστε εμείς, επίσης, που μπορούμε να βάλουμε ένα τέρμα σ’ αυτήν: αν το προλεταριάτο είναι η τάξη της οποίας η δραστηριότητα βάζει σε κίνηση το κεφάλαιο, τότε η επαναστατική κατάργηση του κεφαλαίου συνεπάγεται αναγκαστικά την αυτοκατάργηση της τάξης μας, μαζί με όλες τις τάξεις, το Κράτος και το χρήμα.

ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ, ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ!
ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΑΣ ΑΥΤΟΚΑΤΑΡΓΗΘΟΥΜΕ!

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://ediciones-ineditas.com/2019/05/03/first-of-may-against-work.

Σχόλια πάνω στο “Πού πάει η Αμερική;” του Floris D’Aalst

του Matthew Lyons1

το κείμενο σε pdf

Το δοκίμιο του Floris D’Aalst “Πού πάει η Αμερική; Τάξη και Πολιτική στην Εποχή της αμερικάνικης παρακμής2, καλύπτει μεγάλο έδαφος. Εκτιμώ το ότι η επισκόπησή του για την εκτυλισσόμενη κρίση του αμερικάνικου καπιταλισμού τονίζει τον ρόλο των δεξιών πολιτικών και πολιτισμικών δυνάμεων και ότι διερευνά όχι μόνο πώς αναπτύχθηκαν αυτές οι δυνάμεις αλλά, επίσης, και πώς αυτή η ανάπτυξη συνδέεται με δομικές αλλαγές του καπιταλισμού των ΗΠΑ. Δεν πρόκειται να προσφέρω μια περιεκτική απάντηση στο άρθρο του συνολικά, αλλά θα επικεντρώσω τα σχόλιά μου σε συγκεκριμένα ζητήματα που σχετίζονται με την πολιτική δεξιά στις ΗΠΑ.

Ο D’Aalst ιχνηλατεί την ανάπτυξη “μιας νεοδεξιάς, νεοφασιστικής, αντιπολιτευτικής κουλτούρας” στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχει οπωσδήποτε δίκιο ότι δεξιές πολιτικές δυνάμεις έχουν αυξηθεί πάρα πολύ σε μέγεθος και επιρροή από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Υπερβάλλει, όμως, δραστικά για την ενότητα αυτών των δυνάμεων, λιαίνοντας μείζονες διαφορές και συγκρούσεις μεταξύ τους, διαστρεβλώνοντας, συνεπώς, και υπεραπλουστεύοντας την πολιτική κστάσταση. Επιδεινώνει το πρόβλημα αυτό με μια πεπλανημένη συζήτηση για τη φυλή που αγνοεί τη συστημική φύση της φυλετικής καταπίεσης και μια σοβαρά ανησυχητική “βουτιά” στην συνωμοσιολογία για την 11η Σεπτεμβρίου.

Στην ανάλυσή του, αυτό που D’Aalst αποκαλεί νεοδεξιά συμπεριλαμβάνει “μια ιεραρχία θεσμών” που ποικίλλει από εταιρικούς δωρητές, εύπορα άτομα και ιδιωτικά ιδρύματα στην κορυφή, δεξαμενές σκέψης, ευαγγελικές εκκλησίες και “’αξιοσέβαστες’ ομάδες που επιχειρούν στο έδαφος της τυπικής αστικής πολιτικής”, μέχρι “νατιβιστές, φασίστες και νεοναζί στον δρόμο”. Με την εξαίρεση των ευαγγελιστών ιερέων (για τους οποίους αναγνωρίζει ότι “λειτουργούν αρκετά αυτόνομα”), ο D’Aalst ισχυρίζεται ότι όλες αυτές οι ομάδες λειτουργούν ενορχηστρωμένα: “Οργανώσεις και γενιές ηγεσιών αλληλοσυνδέονται· στρατηγικές σχεδιάζονται, γενικά, από κοινού· και το ίδιο πολιτικά αυταρχικό, στρατοκρατικό και εθνικιστικό, πατριαρχικό και αχαλίνωτο καπιταλιστικό όραμα ζωογονεί τις απόψεις τους για την αμερικάνικη κοινωνία”. Ο D’Aalst περιγράφει εναλλακτικά το μπλοκ της νεοδεξιάς είτε ως απλά νεο-φασιστικό είτε ωσάν να τείνει όλο και περισσότερο στον νεο-φασισμό.

Πιστεύω ότι είναι λάθος, τόσο αναλυτικά όσο και στρατηγικά, να αντιμετωπίζει κανείς τον φασισμό απλά ως μια πτέρυγα ή ένα σταδιακό καταληκτικό σημείο ενός ευρέος δεξιού συνασπισμού, και ότι είναι καλλίτερο να κρατά τον όρο φασισμό για πολιτικές δυνάμεις που προωθούν και προάγουν μια ριζική ρήξη με το υπάρχον πολιτικό σύστημα3. Αλλά, ακόμα και βάζοντας αυτό στην άκρη, δεν υπάρχει κάποια ένδειξη στην ανάλυση του D’Aalst για τις άγριες διαφωνίες που έχουν διαιρέσει βίαια τη δεξιά στις ΗΠΑ για δεκαετίες, σχετικά με μείζονα ζητήματα όπως η πολιτική για τη φυλή, τον πόλεμο, το εμπόριο, τη μετανάστευση και τον ρόλο του κράτους. Ο συνασπισμός της Νέας Δεξιάς που εξέλεξε τον Ρόναλντ Ρήγκαν πρόεδρο το 1980 δεν περιελάμβανε ποτέ ένα νεοναζιστικό κίνημα (μεγάλο μέρος του οποίου η κυβέρνηση Ρήγκαν κατέστειλε ενεργά) και ο ίδιος αυτός ο συνασπισμός σε μεγάλο βαθμό κατέρρευσε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και της ενότητας που ο αντικομμουνισμός είχε προσφέρει. Τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και αυτή του 1990, για παράδειγμα, είδαν οξείες συγκρούσεις ανάμεσα σε νεοσυντηρητικούς και σε αυτοαποκαλούμενους παλαιοσυντηρητικούς, οι οποίοι αντιτίθονταν στη μαζική μετανάστευση, το ελεύθερο εμπόριο και στην αύξηση του στρατιωτικού επεμβατισμού των ΗΠΑ στο εξωτερικό. Οι προεκλογικές προεδρικές εκστρατείες του παλαιοσυντηρητικού Pat Buchanan το 1992 και το 1996 προσήλκυσαν αξιόλογη υποστήριξη και οι επιθέσεις του στον “παγκοσμιοποιητισμό” συνηχούν με την πρώτη ανταρσία του κινήματος Patriot4 κατά την ίδια περίοδο5. Πολλά θέματα των παλαιοσυντηρητικών έχουν επανεμφανιστεί με την πολιτική “Πρώτα η Αμερική” του Ντόναλντ Τραμπ, του οποίου η προεκλογική εκστρατεία το 2016 προσήλκυσε ενθουσιώδη υποστήριξη από τους ακροδεξιούς λευκούς εθνικιστές της εναλλακτικής δεξιάς όχι μόνο εξαιτίας του ρατσισμού και του νατιβισμού του Τραμπ αλλά, επίσης, και επειδή γελοιοποίησε και δυσφήμισε συντηρητικούς του κατεστημένου.6

Έχω επιχειρηματολογήσει αλλού ότι από τη δεκαετία του 1990, η ακροδεξιά στις ΗΠΑ υποστήριξε κάποια στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού αλλά έχει επίσης αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό αντιδρώντας σ’ αυτόν: για παράδειγμα, οι χριστιανοί ανοικοδομιστές έχουν γενικά εξάρει την ιδιωτικοποίηση του δημόσιου τομέα, ενώ οι ακτιβιστές του κινήματος Patriot καλούν για την αναίρεση των ρυθμίσεων για το περιβάλλον και έχουν ασπαστεί το ήθος των δικαιωμάτων της ατομικής ιδιοκτησίας ως τον ακρογωνιαίο λίθο της ελευθερίας, ακριβώς όπως οι νεοναζί και άλλοι ρατσιστές προσυπογράφουν την αναίρεση των κοινωνικών προγραμμάτων που ταυτίζονται με τα άτομα μη λευκού χρώματος. Από την άλλη πλευρά, η μετανάστευση μη-ευρωπαϊκών πληθυσμών και οι διεθνείς συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου είναι θεμέλια του νεοφιλελεύθερου συστήματος και πρωταρχικοί στόχοι της οργής της ακροδεξιάς.

Οι ακροδεξιοί έχουν επίσης καταγγείλει την τάση της αμερικάνικης οικονομίας προς την αχαλίνωτη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία (μια οργανική συνέπεια των πολιτικών απορρύθμισης των τελευταίων τριών δεκαετιών), τον συστηματικό στρατιωτικό επεμβατισμό στο εξωτερικό των ΗΠΑ, και ακόμα-ακόμα – όταν στοχοποιεί τους λευκούς – την στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας. Η αμφιθυμία σχετικά με τον νεοφιλελευθερισμό, όπως και οτιδήποτε άλλο, εκφράζει την αντιφατική σχέση της ακροδεξιάς με τα κατεστημένα συστήματα εξουσίας7.

Ανάλογα, ισχυριζόμενος ότι ο Ντόναλντ Τραμπ “παρέχει ηγεσία” στη νεοδεξιά, ο D’Aalst συσκοτίζει την αντιφατική σχέση του ίδιου του Τραμπ με τον νεοφιλελευθερισμό. Όπως η κυβέρνηση Νίξον στις αρχές της δεκαετίας του 1970 περιελάμβανε τόσο υπερασπιστές όσο και εχθρούς της εξασθένισης του συστήματος του New Deal, έτσι και ο Τραμπ σχημάτισε μια κυβέρνηση “στριμώχνοντας” μαζί νεοφιλελεύθερους και οπαδούς του “Πρώτα η Αμερική”. Η ομάδα του προχώρησε τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα πιέζοντας το ξεχαρβάλωμα των ρυθμίσεων για τη βιομηχανία και το περιβάλλον, ανοίγοντας δημόσιες γαίες σε μεγαλύτερη εκμετάλλευση και κάνοντας το φορολογικό σύστημα ακόμα πιο άνισο απ’ ό,τι πριν. Αλλά στη μετανάστευση, το εμπόριο, την εξωτερική και στρατιωτική πολιτική, ο Τραμπ έχει επανειλημμένα, αν και κάπως απρόβλεπτα, προκαλέσει και υπονομεύσει τις νεοφιλελεύθερες θέσεις.8 Παρ’ όλα αυτά, ο D’Aalst λιαίνει την σύγκρουση αυτή μεταξύ νεοφιλελεύθερων και οπαδών του “Πρώτα η Αμερική”, ισχυριζόμενος, για παράδειγμα, ότι οι αδελφοί Koch υποστηρίζουν τις προστατευτικές και αντιμεταναστευτικές πολιτικές του Τραμπ όταν αληθεύει το ακριβώς αντίθετο9.

Το άρθρο του D’Aalst’s περιλαμβάνει επίσης μια πολύ προβληματική συζήτηση του ζητήματος της φυλής. Αν και αυτό είναι ξεχωριστό από την ενότητα για τη νεοδεξιά, θέλω να το θέσω εδώ επειδή η φυλή είναι κεντρική στις δεξιές πολιτικές στις ΗΠΑ. Ο D’Aalst περιγράφει τη φυλή ως μια “φαντασιακή κοινωνική σχέση” που διαμορφώνεται από “θεσμούς” αλλά είναι ουσιαστικά μια μορφή ψευδούς συνείδησης χωρίς υλικά θεμέλια. Ισχυρίζεται ότι από τη δεκαετία του 1970, οι διαμορφωτές πολιτικής έχουν χρησιμοποιήσει με επιτυχία τα δημόσια σχολεία και τη ποπ κουλτούρα για να ενσταλλάξουν “απο-φυλετικοποιημένες ευαισθησίες” σε πολλά μέλη της “γενιάς της χιλιετίας”. Ισχυρίζεται ότι, γι’ αυτό το κομμάτι της νεολαίας, “τα ζητήματα της ‘λευκότητας’, της ‘φυλής’ και του ‘χρώματος’ απλά δεν έχουν μεγάλη βαρύτητα”. Αυτό που υποδηλώνεται, αν και δεν διατυπώνεται καθαρά, φαίνεται να είναι ότι τα άτομα με “απο-φυλετικοποιημένες ευαισθησίες” μπορούν να λειτουργήσουν εντελώς εκτός των ρατσιστικών κατηγοριών.

Το στοιχείο σε όλα αυτά, με το οποίο συμφωνώ, είναι ότι στη διάρκεια του τελευταίου μισού αιώνα η “αχρωματοψία” έχει σε μεγάλο βαθμό αντικαταστήσει την εκφρασμένη ρατσιστική μισαλλοδοξία στη συνείδηση πολλών λευκών Αμερικανών. Αλλά, όπως σχολιάζει η Lorraine Hansberry στο αντιαποικιοκρατικό έργο της Les Blancs, “δεν έχει νόημα να προσποιούμαστε ότι [η φυλή] δεν υπάρχει – απλά επειδή είναι ένα ψέμα10. Ο D’Aalst δεν αναγνωρίζει σε κανένα σημείο ότι η ρατσιστική καταπίεση είναι μια συστημική πραγματικότητα στην αμερικανική κοινωνία, βαθιά ριζωμένη σε ένα ολόκληρο δίκτυο θεσμών, πρακτικών και κοινωνικών σχέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η “αχρωματοψίαλειτουργεί ως μια ιδεολογία που αποκρύπτει και, συνεπώς, προστατεύει τη συνεχιζόμενη πραγματικότητα της ρατσιστικής καταπίεσης. Και αυτή η αχρωματοψία δεν περιορίζεται στη “γενιά της χιλιετίας” ή τους ανθρώπους με αριστερές τάσεις. Πολλά τμήματα της αμερικάνικης ακροδεξιάς την έχουν επίσης ασπαστεί, περιλαμβανομένων ομάδων του Πατριωτικού κινήματος όπως οι Oath Keepers, τους περισσότερους χριστιανούς δεξιούς ακόμα και το φασιστικό καλτ δίκτυο του Lyndon LaRouche11. Αυτό είναι κρίσιμο στο να κατανοήσουμε πώς συνεχίζει να εξελίσσεται και να προσαρμόζεται η δεξιά πολιτική.

Ο ίδιος ο D’Aalst μοιάζει να υποχωρεί από το ίδιο το συμπέρασμά του για την “απο-φυλετικοποίηση”, όπως δείχνει το ακόλουθο, εξαιρετικά αμφιλεγόμενο, εδάφιο:

Η “λευκότητα” δεν μπορεί, ούτε και θα εγκαταλειφθεί, απ’ όσους είναι φορείς της. Η επίδρασή της, όμως, θα μειωθεί (όχι κοινωνικά, αλλά ως μια εσωτερική σχέση της εργατικής με τον εαυτό της) με τον χρόνο, όχι τόσο δραματικά όσο θα θέλαμε, παρ’ όλα αυτά θα ελαττωθεί· αυτό θα γίνεται καθώς μεγάλος αριθμός συνειδητά “λευκών” εργατών θα “μεγαλώσουν ηλικιακά” και δεν θα επηρεάζουν πλέον σημαντικά την ταξική σχέση. Ίσως να μην πρόκειται παρά για μια κατεξοχήν ισχυρή αμυντική θέση και μια εύλογη ελπίδα.

Το τελευταίο ζήτημα που θέλω να θέσω είναι η συζήτηση που κάνει ο D’Aalst για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Ο D’Aalst ισχυρίζεται, χωρίς να παρέχει οποιαδήποτε τεκμηρίωση ή μαρτυρία, ότι οι αεροπειρατές της Αλ Κάιντα δεν θα μπορούσαν να έχουν πραγματοποιήσει τις επιθέσεις στο World Trade Center, το Πεντάγωνο ή ακόμα και αυτήν με το αεροπλάνο που συνετρίβη κοντά στο Shanksville της Πενσυλβάνια· και ότι αυτές οι επιθέσεις όχι μόνο ενδέχεται αλλά πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί από ένα “αδίστακτο δίκτυο πρακτόρων μέσα από τις υπηρεσίες ασφαλείας, την στρατιωτική επιτελική δομή και τις, βασισμένες στην εκτελεστική εξουσία, μόνιμες γραφειοκρατίες”. Και διακηρύσσει επιπλέον ότι “πίστη στην επίσημη εκδοχή των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001…είναι ο μύθος της εποχής μας, που δένει την εργατική τάξη με το ‘έθνος’ ‘της’ [και] κανένας επαναστατικός μετασχηματισμός δεν είναι δυνατός αν δεν σπάσουμε τη βάση (μεταξύ άλλων) αυτού του μύθου”.

Διαφωνώ πολύ έντονα με όλους αυτούς τους ισχυρισμούς. Δεν θα αναμασήσω εδώ τα πολλά επιχειρήματα που έχουν προβληθεί για να διαψεύσουν τη θεωρία της “από τα μέσα δουλειάς” για την 11η Σεπτεμβρίου, εκτός από ένα: την απλή αδυνατότητα όλοι αυτοί οι υποτιθέμενοι συνωμότες – όχι μόνο οι κατάσκοποι και γραφειοκράτες, που υποτίθεται σχεδίασαν τις επιθέσεις, αλλά οποιοσδήποτε ενεπλάκη σε όλες τις επίσημες έρευνες – να έχουν μείνει εντελώς σιωπηλοί σχετικά με τον ρόλο τους για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια.12 Ο ίδιος ο D’Aalst αναγνωρίζει ότι οι επαναστάτες κομμουνιστές έχουν “σοβαρούς λόγους” να μην εμπλακούν με το λεγόμενο κίνημα για “την αλήθεια της 11ης Σεπτεμβρίου”: δηλαδή, την πιθανότητα να έρθουν αντιμέτωποι με “επιχειρήματα για το κατά πόσον η βασίλισσα της Αγγλίας και/ή το Βατικανό, στην επιδίωξη σατανικών τελετουργικών, ελέγχουν τον κόσμο του μεγάλου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου”. Ένας άλλος παράγοντας, που ο D’Aalst δεν αναφέρει, είναι ότι η “αλήθεια” της 11ης Σεπτεμβρίου έχει γίνει ένα μείζον εργαλείο για δεξιούς αντισημίτες όπως οι Kevin Barrett και Christopher Bollyn για την επανασυσκευασία της ιδεολογίας τους σε αριστερών τάσεων ακροατήρια13. Σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι στον D’Aalst που πέφτει το βάρος της απόδειξης να εξηγήσει γιατί η δική του εκδοχή των θεωριών συνωμοσίας για την 11η Σεπτεμβρίου διαφέρει ή είναι καλλίτερη από οποιανδήποτε άλλη. Αλλά δεν στηρίζει τα επιχειρήματά του με οποιονδήποτε τρόπο. Αυτό όχι μόνο υπονομεύει το επιχείρημά του στο συγκεκριμένο σημείο αλλά θέτει σε αμφισβήτηση την συνολική κρίση και αξιοποστία του.

Εκτεταμένο σχόλιο του μεταφραστή. Η ανάδειξη των διαφορών “νεοφιλελεύθερων” και “ακροδεξιών” κομματιών της άρχουσας τάξης και των πολιτικών τους εκφράσεων είναι πολύ ενδιαφέρουσα και υπαρκτή. Νομίζουμε όμως ότι και ο Lyons χάνει κάτι ουσιαστικό με την απολυτοποίησή τους. Πιστεύουμε ότι υπάρχει ένα επίπεδο από το οποίο μπορούμε να δούμε αυτη τη σύγκρουση ως κομμάτι μιας βαθύτερης κίνησης. Είναι κάπως το ίδιο επίπεδο που μας επιτρέπει να δούμε την ενιαία κίνηση του κεφαλαίου πίσω από την υποτιθέμενη σύγκρουση “φιλελευθερισμού” και “νεοφιλελευθερισμού”. Να δούμε πίσω από τις αντιφάσεις αυτές του μίγματος ‘νεοφιλελεύθερων” και “εθνικιστικών οικονομικών και ρατσιστικών” πολιτικών, το όριο του ίδιου του όρου νεοφιλελευθερισμού ως “ειδικής” περιόδου και σταδίου της ανάπτυξης του καπιταλισμού, ως ακραίου “φιλελευθερισμού”, γεγονός που είναι ήδη αντιφατικό καθώς τα χαρακτηριστικά του νεοφιλευθερισμού δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα “ακραίες” εκδοχές και αντίθετα με τις πολιτικές του “φιλελευθερισμού”. Συμφωνούμε γενικά με την κριτική που γίνεται σ’ αυτή την εννοιολόγηση του “νεοφιλελευθερισμού” πχ. από το ρεύμα της κομμουνιστικοποίησης, και άλλων, δηλαδή ότι η ουσία βρίσκεται στην κατανόηση των δομικών αλλαγών που διέρχεται ο καπιταλισμός (και η ταξική σχέση) από τη δεκαετία του 1970 και μετά, οριζόμενη γενικά ως αναδιάρθρωση. Αυτό που αποκαλείται “νεοφιλελευθερισμός” δεν είναι παρά η προσπάθεια του κεφαλαίου να επανακαθορίσει την ταξική σχέση εκμετάλλευσης μετά την έξαρση των ταξικών αγώνων στη δεκαετία του 1960 και τις αλλαγές που οδήγησαν στη συρρίκνωση της κερδοφορίας του. Συνεπώς, η θεώρηση του “νεοφιλελευθερισμού” ως μιας “ιδιαίτερης” φάσης της εξέλιξης του καπιταλισμού, και ιδιαίτερα με την επικέντρωση στον ρόλο του “κερδοσκοπικού” και “μη-παραγωγικού”, δήθεν, χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου συγκαλύπτει την πραγματική δυναμική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και γι’ αυτό, όχι τυχαία, τροφοδοτεί διάφορες – δεξιές και αριστερές – εθνολαϊκιστικές τάσεις.

Στο πλαίσιο αυτής της αναδιάρθρωσης βλέπουμε σταδιακά, και ιδιαίτερα με το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, να αναδύονται επίσης πτυχές της εντεινόμενης στρατιωτικοποίησης της διαχείρισης των πλεοναζόντων πληθυσμών (στους οποίους πρέπει να δούμε ότι εντάσσονται οι ίδιοι οι μετανάστες αλλά και ντόπια πληβειακά στρώματα) και συνεπώς των “ακροδεξιών” ρατσιστικών τάσεων στις κρατικές πολιτικές που, φαινομενικά αντιφάσκουν με τις “νεοφιλελεύθερες”, αλλά στην πραγματικότητα είναι κομμάτι της ίδιας συνολικής προσπάθειας υπέρβασης της κρίσης από το κεφάλαιο. Εν ολίγοις τα γνωρίσματα του “κράτους εξαίρεσης” είναι οργανική έκφραση του ίδιου του φιλελεύθερου κράτους στην αντιφατική προσπάθεια του κεφαλαίου να ξεπεράσει την κρίση. Δεν πιστεύουμε ότι εκφράζει κάποια ριζική σύγκρουση κομματικών της άρχουσας τάξης, γι’ αυτό και οι αντικρουόμενες αυτές απόψεις συνυπάρχουν στο πλαίσιο της ίδιας κυβέρνησης.

Αυτό που είναι αντιφατικό είναι η αντιφατική κίνηση του ίδιου του κεφαλαίου, που διαπερνά και τις φράξιες του, δηλαδή η αντίφαση μεταξύ της “φυσικής” ροπής για επέκταση, πλήρη απελευθέρωση των ροών εργασίας και κεφαλαίου, και της τάσης επιστροφής σε μια προ κρίσης, περισσότερο “εθνοκεντρική”, κατάσταση πραγμάτων. Οι ακροδεξιές τάσεις, στον βαθμό που δεν θέτουν το ζήτημα της ριζικής αμφισβήτησης του υπάρχοντος συστήματος κατανομής εξουσίας, τέμνονται φυσικά με την “οπισθοδρομική” και “αντιπαγκοσμιοποιητική” φράξια. Κι αυτό συνιστά, αν χρησιμοποιήσουμε και την ανάλυση στο “Τι είναι ο Τραμπ;”, μια ριζική διαφορά με τον φασισμό του μεσοπολέμου: ο φασισμός αυτός ήταν “αναθεωρητικός”, ήθελε μια ριζική αναδιάρθρωση του συστήματος εξουσίας και φυσικά την τελική κυριαρχία. Οι ακροδεξιές τάσεις σήμερα αυτό που θέλουν, προς το παρόν αν μη τι άλλο, είναι μάλλον η διατήρηση του status quo – επιχειρούν κι αυτές να δώσουν μια απάντηση στην κρίση του κεφαλαίου. Σαν μια πρώτη προσέγγιση θα λέγαμε ότι, στην πραγματικότητα, είναι ο ίδιος ο βαθμός ανάπτυξης του κεφαλαίου σ’ αυτό το εξαιρετικά αλληλοδιαπλεκόμενο και παγκόσμιο σύστημα ολοκλήρωσης που παροξύνει τις αντιφάσεις μιας αναδιάταξης του συστήματος ισχύος.

Καθώς το κεφάλαιο “αποεθνικοποιείται” πιέζει το ίδιο το έθνος-κράτος και αφαιρεί το έδαφος κάτω από τα πόδια των επίδοξων εθνικών παγκόσμιων επικυρίαρχων. Θεωρούμε ότι οι εντάσεις του μέλλοντος δεν θα είναι γεωπολιτικές (με την έννοια της αναδιανομής ισχύος μεταξύ εθνών-κρατών) αλλά θα αναδείξουν τον πραγματικό πόλεμο στο υπόβαθρο, τον ταξικό: το πολυεθνικό κεφάλαιο εναντίον του πολυεθνικού προλεταριάτου. Σε μια τέτοια εξέλιξη, πιθανόν να δούμε έναν ριζικό μετασχηματισμό του κεφαλαίου σε μια Δυστοπία, με την ανάδυση ενός ολοκληρωτισμού που θα προσπαθήσει να λύσει το ζήτημα της κυριαρχίας μέσα από μια καινούρια μορφή Τελικής Λύσης, πέρα από τον ίδιο τον ορίζοντα του έθνους-κράτους. Η πρόκληση του μεταφασισμού στον 21ο αιώνα αναδεικνύεται έτσι σε θεμελιώδες ζήτημα για το προλεταριάτο.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://insurgentnotes.com/2019/02/comments-on-whither-america-by-floris-daalst.

2 Στμ. Floris D’Aalst: Πού πάει η Αμερική; Τάξη και Πολιτική στην Εποχή της αμερικάνικης παρακμής”, https://inmediasres.espivblogs.net/whither_america.

3 Matthew N. Lyons, “Two Ways of Looking at Fascism”, Socialism and Democracy 47 (vol. 22, no. 2; Ιούλιος 2008): 121–156; Don Hamerquist, “New Stuff From an Old Guy—Part 2”, Three Way Fight (blog), 28 Οκτωβρίου 2018.

4 Στμ. Το Πατριωτικό κίνημα είναι ένα σύνολο ανεξάρτητων, επαρχιακών ως επί το πλείστον εθνικιστικών κινημάτων που υποστηρίζουν το όσο δυνατόν μικρότερο μέγεθος της κυβέρνησης και της παρέμβασής της στα πράγματα. Οι αρχές του ανάγονται για κάποιους πίσω στη δεκαετία του 1950 με θέσεις αντικομμουνιστικές, ενάντια στα Ηνωμένα Έθνη και στο κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων. Μια πτέρυγά του προωθούσε ήδη από τότε τα ζητήμα της “λευκής υπεροχής” και του αντισημιτισμού. Το κίνημα γνώρισε μια μεγάλη άνθηση τη δεκαετία του 1990, αναπτύσσοντας και παραστρατιωτικές ομάδες/πολιτοφυλακές, ενώ δύο μέλη του είναι οι δράστες της βομβιστικής επίθεσης στην Οκλαχόμα το 1995. Στο απώγειό του, το 1996, περιελάμβανε 800 περίπου ξεχωριστές ομάδες. Στα τέλη της δεκαετίας πέρασε σε παρακμή αλλά άρχισε να γνωρίζει και πάλι ανάπτυξη μετά την εκλογή του Ομπάμα το 2008.

5Ι Για την καταστολή των νεοναζί από την κυβέρνηση Ρήγκαν δείτε Leonard Zeskind, Blood and Politics: The History of the White Nationalist Movement from the Margins to the Mainstream (New York: Farrar Straus Giroux, 2009), σελ. 145–147· για τη διάλυση του συνασπισμού της Νέας Δεξιάς, δείτε Matthew N. Lyons, “Business Conflict and Right-Wing movements,” in Unraveling the Right: The New Conservatism in American Thought and Politics, εκδότρια Amy E. Ansell (Boulder, CO: Westview Press, 1998), σελ. 93–97.

6 Matthew N. Lyons, “Ctrl-Alt-Delete: The Origins and Ideology of the Alternative Right”, Political Research Associates, 20 Ιανουαρίου 2017. Στα ελληνικά: “CTRL-ALT-DELETE: Οι απαρχές και η ιδεολογία της “Εναλλακτικής δεξιάς”, https://inmediasres.espivblogs.net/ctrl-alt-delete.

7 Matthew N. Lyons, Insurgent Supremacists: The us Far Right’s Challenge to State and Empire (Oakland, CA: PM Press and Montreal: Kersplebedeb Publishing, 2018), xv.

8 Lyons, Insurgent Supremacists, σελ. 200–205· δείτε επίσης Thomas Ferguson, Paul Jorgensen, και Jie Chen, “Industrial Structure and Party Competition in an Age of Hunger Games: Donald Trump and the 2016 Presidential Election”, Working Paper No. 66, Ιανουάριος 2018, Institute for New Economic Thinking. Ο Ferguson και άλλοι ισχυρίζονται (σελ. 48) ότι ο συνασπισμός επιχειρηματικών συμφερόντων που υποστηρίζουν την κυβέρνηση Τραμπ είναι “εξαιρετικά ασταθής” και “αποτελείται από αρκετά στρώματα επενδυτικών μπλοκ με ελάχιστα κοινά σημεία εκτός από την έντονη απαρέσκειά τους για τις υπάρχουσες μορφές αμερικανικής διακυβέρνησης”.

9 John Verhovek, “Koch network takes aim at ‘protectionism,’ slams Trump administration as ‘divisive’”, ABC News, 29 Ιουλίου 2018· Maggie Severns, “Koch network raps Trump, won’t support House immigration bills”, Politico, 19 Ιουνίου 2018.

10 Lorraine Hansberry, Les Blancs: The Collected Last Plays (New York: Vintage Books, 1994), σελ. 92.

11 Matthew N. Lyons, “Ammon Bundy, the refugee caravan, and Patriot movement race politics”, Three Way Fight, 20 Δεκεμβρίου 2018· Lyons, Insurgent Supremacists, σελ. 87.

12 On the “9/11 Truth movement,” δείτε Dave Thomas, “The 9/11 Truth Movement: The Top Conspiracy Theory, a Decade Later”, Skeptical Inquirer, Ιούλιος/Αύγουστος 2011· Jeremy Stahl, “The Theory vs. the Facts: 9/11 conspiracy theorists responded to refutations by alleging more cover-ups”, Slate, 7 Σεπτεμβρίου 2011.

13 Cloee Cooper, “Kevin Barrett: Repackaging Antisemitism”, Political Research Associates, 23 Οκτωβρίου 2017· Jacob Siegel, “Jew-Hater Christopher Bollyn Brings 9/11 False Flag Act to the Brooklyn Commons”, The Daily Beast, 10 Σεπτεμβρίου 2016.

Η απάντησή μας στο “Πού πάει η Αμερική;” του Floris D’Aalst

Η συντακτική ομάδα του Insurgent Notes1

το κείμενο σε pdf

Ο Floris D’Aalst έχει, αν μη τι άλλο, γράψει ένα προβοκατόρικο δοκίμιο. Μας προκαλεί να κάνουμε συνδέσεις που πιθανόν δεν θα είχαμε σκεφθεί και να σκεφθούμε διαφορετικά σχετικά με μερικά σημαντικά ζητήματα. Η ανάλυσή του παρέχει μερικά πολύ σημαντικά σημεία εκκίνησης για συζήτηση, αντιπαράθεση και περαιτέρω διερεύνηση. Επιπλέον, είναι ξεκάθαρο ότι ο θεμελιώδης στόχος του είναι να περιγράψει ένα σενάριο που προσπαθεί να δει σε ποιο σημείο η αδυσώπητη μιζέρια των ζωών της μεγάλης πλειοψηφίας του κόσμου και η βαθιά αντιπαραγωγική αναταραχή της τρέχουσας πολιτικής σύγχυσης, τόσο στην κυρίαρχη πολιτική όσο και στην, ομολογουμένως, περιθωριοποιημένη επαναστατική αριστερά, μπορεί ίσως να επιλυθεί. Η λύση που φαντάζεται είναι μια λύση υψηλού κινδύνου αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα έπρεπε να ασχοληθούμε μ’ αυτήν άμεσα.

Ας ξεκινήσουμε με μια αναφορά των πιο πολύτιμων αναλύσεων που ο D’Aalst ενσωματώνει στο δοκίμιό του:

  • μια συνοπτική, αλλά με αντίληψη, ανάλυση της μορφής και του περιεχομένου της “αποβιομηχάνισης”,

  • μια ενδιαφέρουσα ανάλυση της διαμόρφωσης αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε “ευαισθησία της ‘γενιάς της χιλιετίας’” μεταξύ μιας όχι ασήμαντης ομάδας νέων ανθρώπων του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών,

  • η σημασία της απρόσμενης επέκτασης των μεσαίων στρωμάτων στον χώρο ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους εργάτες (όπως οι ανεξάρτητοι υπεργολάβοι στις κατασκευές ή την τεχνολογία) για την εδραίωση μιας κοινωνικής βάσης μιας επαναναδυόμενης δεξιάς πολιτικής – αυτά τα άτομα, χωρίς να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο2, είναι πιθανόν πιστοί ακροατές στις απογευματινές ραδιοφωνικές εκπομπές,

  • τους τρόπους και τα μέσα με τα οποία ένα δυνατό δεξιό μπλοκ αναπτύχθηκε μεθοδικά κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια – ένα μπλοκ συγκροτούμενο από ιδρύματα, δεξαμενές σκέψης, κινητοποιήσεις ψηφοφόρων, οργανώσεις κινητοποιούμενες για συγκεκριμένα ζητήματα (όπως αυτές υπέρ των γεννήσεων). Συνελεύσεις επιλογής υποψηφίων των Ρεπουμπλικάνων και εκκλησίες ευαγγελιστών,

  • μια ανατομία των οικονομικών πολιτικών του Τραμπ ως ενός τρόπου να σκεφθούμε τη μέθοδο που υπάρχει στην τρέλα του· ο στόχος είναι η απόκτηση πλεονεκτήματος – το “Πρώτα η Αμερική” είναι πραγματικά “Η Αμερική Πάνω από Όλα”.

Την ίδια στιγμή, όμως, ο D’Aalst προάγει κάποιες άλλες αναλύσεις που πιστεύουμε ότι είναι λίγο-πολύ ελλατωματικές. Ας απαριθμήσουμε αυτά που θεωρούμε ότι είναι αδυναμίες στο επιχείρημά του:

  1. μια έλλειψη διαύγειας και ακρίβειας στις έννοιες όρων που φαίνονται να είναι αρκετά κεντρικές στην σκέψη του,

  2. μια έλλειψη πειστικών ενδείξεων που να υποστηρίζουν ισχυρισμούς που αφορούν ζητήματα όπως η κοινωνική σύνθεση των διαφόρων δεξιών ρευμάτων,

  3. μια συγκεχυμένη αποτύπωση των σχέσεων ανάμεσα στις διάφορες πτέρυγες των δεξιών κινημάτων,

  4. μια βαθιά ιδεαλιστική εξήγηση της ταξικής συνείδησης,

  5. μια συγκεχυμένη ανάλυση της διαμόρφωσης της φυλετικής συνείδησης,

  6. μια επιμονή ότι οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν μέρος μιας συνωμοσίας ενός “βαθέως κράτους” για τον εκφοβισμό και την πλύση εγκεφάλου του αμερικανικού λαού,

  7. μια εντελώς καταστροφολογική3 ανάλυση της κλιματικής αλλαγής που δεν μπορεί να καταλήξει παρά στην πίστη ότι είναι πάρα πολύ αργά και ότι ούτε καν μια επανάσταση δεν μπορεί να αποτρέψει να συμβούν τα χειρότερα σενάρια [θέλουμε να αναγνωρίσουμε ότι όντως η γνώση του D’Aalst σχετικά με τα ζητήματα αυτά ξεπερνά κατά πολύ τη δική μας – αυτός είναι ένας λόγος γι’ αυτόν να περιγράψει τουλάχιστον μια προγραμματική εναλλακτική],

  8. μια υπερβολικά κριτική αποτίμηση της μαρξιστικής αφοσίωσης στην εξάντληση της φύσης,

  9. ένα σχεδόν φαντασιακό πορτραίτο της ανάδυσης ενός νέου αστερισμού επαναστατικών δυνάμεων.

Άλλοι που συνέβαλαν σ’ αυτή τη συζήτηση έχουν γράψει για τις περισσότερες από αυτές τις κριτικές και δεν θα προσπαθήσουμε να επαναλάβουμε εδώ αυτά που έχουν ειπωθεί. Θα εστιάσουμε σε λίγα ζητήματα: τη σύγχυση σχετικά με τη φυλή· τον ιδεαλισμό όσον αφορά τη συνείδηση· την υπερτονισμένη κριτική των μαρξιστικών θέσεων απέναντι στη φύση· τον βαθύ μη-ρεαλισμό της προσδοκίας επαναστατικών δυνάμεων έτοιμων για μάχη.

Φυλή

Ο D’Aalst ισχυρίζεται ότι η φυλή είναι μια “φαντασιακή κοινωνική σχέση” και μια “μια κοινωνικά κατασκευασμένη ψυχική τοπογραφία απόκρυφων φόβων, ανασφαλειών, φαντασιώσεων και πλαστών γεγονότων και διαισθήσεων”. Ομολογούμε ότι δεν είμαστε σίγουροι τι εννοεί.

Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι το μοναδικό κοινωνικό γεγονός που υποστηρίζει αυτή την φαντασιακή κοινωνική σχέση ήταν ένα “βασισμένο στην εμπειρία μοντέλο της κοινωνίας με τρεις τάξεις” (οι πλούσιοι από πάνω, εμείς στην μέση και “αυτοί” μονίμως από κάτω). Την περιγράφει ως “μια βάρβαρη μορφή κοινής λογικής” που καταστράφηκε από την αποβιομηχάνιση. Για τον D’Aalst, το ζήτημα δεν είναι υλικά προνόμια αλλά “θεσμοί που δημιουργούν μια διεστραμμένη, παραμορφωμένη ταυτότητα στα θεμέλια μιας κοινωνικά κατασκευασμένης ψυχο-τοπογραφίας”. Μεγάλη κουβέντα! Δεν λέει τίποτα για το ποιους θεσμούς έχει κατά νου, πώς κατασκευάζονται ή πώς διατηρούνται. Δεν θεωρεί ότι οι θεσμοί έχουν υλικές βάσεις.

Θα γίνουμε συγκεκριμένοι σχετικά με τους θεσμούς που διατηρούν τη φυλετική τάξη, αν και πρόκειται για μια τάξη που δεν είναι πια τόσο μονολιθική όπως στην εποχή του φυλετικού διαχωρισμού πριν τον νόμο των Πολιτικών Δικαιωμάτων ή την εποχή της δουλείας. Η αστυνομία, τα δικαστήρια, τα σχολεία και τα κολλέγια, οι αρχές της δημόσιας στέγασης, οι κτηματαγορές μέσα στις πόλεις και τις μητροπολιτικές περιοχές και η άτυπη αγορά εργασίας, όλα αυτά διαπλέκονται για να παράγουν συστημικά μειονεκτήματα για τους μαύρους και πλεονεκτήματα για τους “λευκούς”. Ως αποτέλεσμα, παρέχουν μια ουσιαστική υλική βάση για την υιοθέτηση και συντήρηση μιας λευκής ταυτότητας. Ομολογουμένως, οι λόγοι δεν είναι τόσο απόλυτοι όσο ήταν κάποτε, αλλά υπάρχουν αρκετοί ακόμα σε πολλές περιπτώσεις – δείτε, για παράδειγμα, το “No More Missouri Compromises” του John Garvey, ένα άρθρο για την δολοφονία του Michael Brown στο Ferguson του Missouri στο Insurgent Notes #11. Το έργο αυτών των θεσμών εξακολουθεί επίσης να φροντίζει για την ενσωμάτωση όσων θεωρούνταν κάποτε “μη-λευκοί” στην κοινωνική ομάδα των μη-μαύρων ή “λευκών”, αυτή τη στιγμή ιδιαίτερα ατόμων με Ασιατική προέλευση.

Είναι αλήθεια ότι οι τυπικές εργασιακές κατηγορίες και οι μισθολογικές διαφορές δεν είναι πια κεντρικές στην διατήρηση του προνομίου. Όμως, η εξαθλίωση των λευκών εργατών δεν επηρεάζει απαραίτητα ή αυτόματα τις άλλες διαστάσεις της βιωμένης εμπερίας. Η πρόκληση παραμένει – πώς μπορούν να καταστραφούν οι θεσμοί.

Ταξική Συνείδηση

Παραδόξως, ο D’Aalst προβάλλει μια μη-μαρξιστική θεωρία της συνείδησης. Γράφει όσο το δυνατόν πιο ευθέως ότι: “η συνείδηση είναι συγκροτητική της τάξης”. Υποψιαζόμαστε ότι, κατά βάθος, ο D’Aalst είναι περισσότερο Εγελιανός παρά Μαρξιστής. Παραδόξως, αυτός ο ιδεαλιστικός προσανατολισμός τον οδηγεί σε μια άκριτη μηχανική κατανόηση των αποτελεσμάτων της εξαθλίωσης στη συνείδηση. Πιστεύει ότι, όπως συνηθιζόταν να λέγεται, όσο χειρότερα γίνονται τα πράγματα τόσο το καλλίτερο. Από αυτή την άποψη, επιδεικνύει έλλειψη επίγνωσης του αυτόνομου χαρακτήρα των φασιστικών κινημάτων – ότι κι αυτά τα κινήματα μπορούν επίσης να αναδυθούν ως απάντηση στην εξαθλίωση και ότι μπορούν επίσης να προετοιμαστούν να προκαλέσουν το κράτος και το κεφάλαιο.

Μαρξισμός και Φύση

Οι μαρξιστές έχουν συνεχίσει να πανηγυρίζουν την κυριαρχία επί της φύσης πολύ αργότερα από το σημείο που αυτή έγινε καταλήστευση των φυσικών πόρων και οικολογική καταστροφή, επιβεβαιώνοντας ότι ο κομμουνισμός ως μια ελεύθερη ανθρώπινη κοινότητα βασιζόταν στέρεα στα θεμέλια των υλικών επιτευγμάτων του καπιταλισμού”.

Τα γραπτά του Μαρξ περιέχουν πολυάριθμες αναλύσεις της σχέσης ανθρώπων-φύσης που αντανακλούν μια βαθιά εκτίμηση της σημασίας της. Στα “Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα4, ο Μαρξ γράφει:

Ο άνθρωπος ζει από τη φύση, δηλαδή η φύση είναι το σώμα του, και θα πρέπει να διατηρήσει έναν συνεχή διάλογο μαζί της αν δεν θέλει να πεθάνει. Να πούμε ότι η φυσική και πνευματική ζωή του ανθρώπου συνδέεται με τη φύση σημαίνει απλά ότι η φύση συνδέεται με τον εαυτό της, γιατί ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης.

Αλλά ο Μαρξ είχε μια πολύπλοκή κατανόηση της φύσης:

Με την εξαίρεση των βιομηχανιών απόσπασης5, όπως οι εξορύξεις, το κυνήγι, το ψάρεμα (και η γεωργία, αλλά μόνο στον βαθμό που ξεκινά με τη διάλυση παρθένου χώματος), στις οποίες το υλικό της εργασίας παρέχεται απευθείας από τη φύση, όλοι οι κλάδοι της βιομηχανίας έχουν να κάνουν με πρώτες ύλες, δηλαδή με ένα αντικείμενο εργασίας που έχει ήδη φιλτραριστεί μέσω της εργασίας, που είναι ήδη το ίδιο ένα προϊόν εργασίας. Ένα παράδειγμα είναι ο σπόρος στη γεωργία. Ζώα και φυτά που συνηθίζεται να θεωρούνται ως προϊόντα της φύσης, ίσως είναι, στην τωρινή τους μορφή, όχι μόνο προϊόντα, ας πούμε, δουλειάς της τελευταίας χρονιάς αλλά το αποτέλεσμα ενός βαθμιαίου μετασχηματισμού που συνεχίζεται μέσα από πολλές γενιές κάτω από τον ανθρώπινο έλεγχο και μέσω της μεσολάβησης της ανθρώπινης εργασίας (Τόμος I, σελ. 287–288).

Συνεπώς, αν και η κοινωνία είναι στη φύση, η φύση είναι επίσης στην κοινωνία.

Τέλος, ο Μαρξ απέδιδε, μεταξύ άλλων, πραγματική προσοχή στην ανάγκη της διατήρησης αυτών που έχουν φτάσει μέχρι εμάς:

Από τη σκοπιά ενός ανώτερου κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού, η ατομική ιδιοκτησία συγκεκριμένων ατόμων θα εμφανίζεται τόσο παράλογη όσο και η ατομική ιδιοκτησία ενός ανθρώπου επί άλλων ανθρώπων. Ακόμα και μια ολόκληρη κοινωνία, ένα έθνος ή όλες οι ταυτόχρονα υπάρχουσες κοινωνίες από κοινού δεν είναι ιδιοκτήτες της Γης. Είναι απλά κάτοχοί της, ωφελούμενοί της, και θα πρέπει να την παραδώσουν σε μια καλλίτερη κατάσταση στις επόμενες γενιές ως boni patres familias [καλοί πατέρες της οικογένειας] (Τόμος III, σελ. 911).

Έχουμε πολύ καλή επίγνωση του γεγονότος ότι αυτές οι πτυχές των απόψεων του Μαρξ δεν υιοθετούνταν ευρέως από αυτό που μπορεί να θεωρηθεί ως παραδοσιακός μαρξισμός. Είναι γεγονός, όμως, ότι οι περισσότερες από τις απόψεις του Μαρξ δεν κρατήθηκαν από τον παραδοσιακό Μαρξισμό. Δεν υπάρχει λόγος να “πετάξουμε το μωρό μαζί με τα νερά”.6

Φαντασία σχετικά με μια επαναστατική συνένωση

Ο D’Aalst προσφέρει ένα σχεδόν μαγικό ξόρκι ενός χειραφετητικού επαναστατικού μπλοκ σε τρεις παραγράφους του 30 σελίδων δοκιμίου του. Έχει, και πάλι, μια υπερβολική εμπιστοσύνη στις δυνατότητες της υλικής εξαθλίωσης να δημιουργήσει το έδαφος για μια καινούρια υπέρβαση. Έχει μια υπερβάλουσα αίσθηση για το πώς η γενιά της “χιλιετίας” [millenial] θα αναπτύξει σταδιακά επαρκή κατανόηση της μετανάστευσης, των δολοφονιών και της αστυνόμευσης:

Η άποψη που διατυπώνεται εδώ είναι ότι προλετάριοι που παλεύουν με το ζήτημα της εξουσίας, μια επίγνωση που δεν είναι φυλετικοποιημένη και των οποίων οι ευαισθησίες αγκαλιάζουν την ανεκτικότητα και την ισότητα, θα είναι πολύ πιο δεκτικοί σε μια δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση των μεταναστών και θα μπορούν, επιπρόσθετα, να αντιμετωπίσουν τα πραγματικά ακανθώδη αλυτρωτικά και ρεβανσιστικά ζητήματα που, χρονολογούμενα από το 1846, ίσως παραμένουν ακόμα στην λαϊκή συνείδηση· τέτοιοι προλετάριοι θα είναι πιθανόν επίσης πολύ πιο ευαίσθητοι οικολογικά· και, πριν ακόμα και από την κατάληψη της εξουσίας, στις συγκρούσεις που θα έρθουν, μπουχτισμένοι από την αστυνομική βαρβαρότητα, με μια τέτοια επίγνωση, άσχετα από τις αστικοδημοκρατικές και εκλογικές αυταπάτες, θα φτάσουν να αναγνωρίσουν (έστω και διαισθητικά) τον ρόλο και τη λειτουργία, στην πραγματικότητα, των μπάτσων ως της πρώτης γραμμής της εξουσίας της άρχουσας τάξης”.

Όπως γράψαμε παραπάνω, πιστεύουμε ότι ο D’Aalst είναι κοντά σε κάτι σημαντικό σχετικά με τη “γενιά της χιλιετίας” – η γενιά αυτή μοιράζεται μια πεποίθηση ότι οι ρατσιστικές διακρίσεις είναι λάθος, ότι ο σεβασμός στους άλλους είναι ουσιαστικός, ότι οι άνθρωποι δεν θα έπρεπε υπόκεινται σε κακουχίες χωρίς λόγο και ότι η κοινωνική πρόνοια θα πρέπει να καταστεί καθολική (για παράδειγμα, Medicare for All). Ως αποτέλεσμα, απαρτίζει ένα ισχυρό εκλογικό σώμα για τη “σοσιαλδημοκρατία” – όπως μαρτυρούν, ίσως, η εκτεταμένη υποστήριξη στην εκστρατεία του Sanders το 2016, η εκρηκτική ανάπτυξη των Δημοκρατών Σοσιαλιστών της Αμερικής (DSA) και η τρέχουσα αξιοσημείωτη δημοτικότητα της Alexandia Ocasio-Cortez. Αλλά, πώς μπορούμε να μετατρέψουμε αυτή τη σοσιαλδημοκρατική ευαισθησία σε κάτι διαφορετικό; Κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί από μόνο του. Θα απαιτήσει συστηματική ενασχόληση με ιδέες δημοφιλείς σ’ αυτούς τους κύκλους – όχι για να τις πετάξουμε στα σκουπίδια, αλλά να τις προκαλέσουμε με σεβασμό. Δείτε, για παράδειγμα, το What is Socialismτου John Garvey στο Insurgent Notes #18.

Ο D’Aalst δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα της αυτοσυνειδησίας των άλλων συνιστωσών του φανταστικού επαναστατικού μπλοκ του· υποθέτει ότι θα είναι εκεί – έτοιμοι για εμφύλιο πόλεμο: “Τα ίδια γεγονότα, όπως θα ξεδιπλώνονται, θα ωθήσουν στην κατεύθυνση της συμπαγοποίησης ένα αντίθετο ταξικό μπλοκ, νεολαία με τον προλεταριοποιημένο, επισφαλή πυρήνα της, μεγάλα στρώματα ισπανόφωνων εργατών, λεπτά στρώματα εργατών άλλων εθνικοτήτων-εθνοτήτων και ένα πλατύ πολυταξικό στρώμα μαύρων”. Πιστεύουμε ότι αυτή είναι μια προβληματική υπόθεση βασισμένη σε ελάχιστες έως μηδενικές ενδείξεις. Τα άτομα σ’ αυτές τις ομάδες σκέφτονται αυτόνομα και δρουν αυτόνομα και δεν θα πρέπει να υποθέτουμε πολλά για το τι πρόκειται ίσως να κάνουν. Μπορεί να δράσουν καλά ή και άσχημα. Αν υποθέσουμε μόνο το πρώτο, χωρίς να προβλέψουμε και για την πιθανότητα να συμβεί το δεύτερο, θα υποφέρουμε τραγικά.

Για τον D’Aalst, το μόνο που χρειάζεται είναι μια “επιτιμητική κριτική της κερδοφορίας”. Η λέξη “κερδοφορία” αποτελεί μια περίεργη επιλογή. Είναι η λέξη στην οποία οι σοσιαλδημοκράτες, που δικαιολογημένα επικρίνει ο D’Alast, δεν θα είχαν αντιρρήσεις. Γιατί όχι μια επιτιμητική κριτική τους “συστήματος κερδοφορίας” ή της “μισθωτής εργασίας” ή της “υπεραξίας” ή της υπαγωγής του ζωντανού ανθρώπινου χρόνου στην “νεκρή εργασία”; Ή οποιασδήποτε άλλης από τις πολλές κλασσικές διατυπώσεις της βαθιάς πάλης ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, ανάμεσα σε αυτούς που δουλεύουν και το κεφάλαιο;

Αυτό που θα είχε ίσως βοηθήσει την επιχειρηματολογία του D’Aalst θα μπορούσε να ήταν μια έκφραση “προκαταρκτικότητας” σχετικά με τη βεβαιότητα με την οποία το αναπτύσσει. Για να είμαστε δίκαιοι, ήταν ο D’Aalst αυτός που πρότεινε να φιλοξενήσει το Insurgent Notes μια συζήτηση και ίσως η ίδια η συζήτηση αποκαλύψει ότι είναι ανοιχτός σε μια επαναθεώρηση και επαναδιατύπωση των ιδεών του. Θα δούμε.

Κλείοντας, προσφέραμε εδώ απλά μερικές σκέψεις σχετικά με την οικοδόμηση ενός επαναστατικού μπλοκ. Συμφωνούμε με αυτό που πιστεύουμε ότι είναι και η υπόθεση του D’Aalst – ότι η τωρινή στιγμή δεν είναι πολλά υποσχόμενη. Έχουμε τις παραδοσιακές σέκτες· μερικές νέες σέκτες· μερικά νέα περιοδικά με περισότερο ή λιγότερο διακριτές οπτικές – συμπεριλαμβανομένης της έμφασης του ίδιου του Insurgent Notes στο πρόγραμμα. Έχουμε επίσης την επανανάδυση του DSA (Democratic Socialists of America, Δημοκράτες Σοσιαλιστές της Αμερικής). Συνολικά, όχι και πολλά πάνω στα οποία να χτίσουμε!

Παρ’ όλα αυτά, θα ισχυριζόμασταν ότι είναι απαραίτητο να προσπαθήσουμε. Αναμενόμενα, θα προωθούσαμε μια καινούρια ιδιοποίηση του επαναστατικού μαρξισμού. Έχουμε μερικές λυδίες λίθους για το πώς μπορεί να γίνει μια τέτοια ιδιοποίηση – τα γραπτά του ίδιου του Μαρξ (μη παραμορφωμένα από τις λενινιστικές-σταλινικές-μεταμοντέρνες στρεβλώσεις)· την οργάνωση και τις δραστηριότητες της Πρώτης Διεθνούς και την υιοθέτηση από την Ρόζα Λούξεμπουργκ της μαζικής απεργίας ως αποφασιστικής προλεταριακής επαναστατικής δράσης. Θα κοιτάζαμε επίσης την ιστορία της κατάργησης της δουλείας, του Εμφυλίου Πολέμου και της Ανοικοδόμησης.

Τα μαθήματα αυτά περιλαμβάνουν: το πανίσχυρο μοντέλο της επίμονης πολιτικής των αγωνιστών της κατάργησης της δουλείας· την ηρωική αψήφιση από τον John Brown7 στο Kansas και στο Harpers Ferry· την παραδειγματική αλληλεγγύη των Άγγλων εργατών της κλωστοϋφαντουργίας, που αρνήθηκαν να δουλέψουν με βαμβάκι από τις πολιτείες του Νότου των ΗΠΑ· τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε η Διεθνής Ένωση των Εργατών στην κινητοποίηση της υποστήριξης για τον στόχο της απελευθέρωσης των σκλάβων· τη γενική απεργία των σκλάβων που μετέτρεψε τον Εμφύλιο Πόλεμο σε επαναστατικό πόλεμο και οδήγησε στην νίκη των Βορείων· και την εδραίωση των κυβερνήσεων της Ανοικοδόμησης στην επικράτεια της ηττημένης Συνομοσπονδίας – κυβερνήσεις που διέφεραν τόσο πολύ από άλλες κυβερνήσεις ώστε ο W.E.B. DuBois θεώρησε την ανοικοδομητική κυβέρνηση της Νότιας Καρολίνας ως ένα παράδειγμα “δικτατορίας του προλεταριάτου”

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://insurgentnotes.com/2019/02/our-response-to-whither-america.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: neither fish nor fowl, ιδιωματισμός, κυριολεκτικά: “ούτε ψάρι ούτε πουλί”.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: all-but-doomsday.

4 Στμ. Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2012.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: extractive, προτιμούμε εδώ το “απόσπαση” για διαφοροποίηση από την εξόρυξη (mining) που ακολουθεί αμέσως μετά.

6 Στμ. Στο πρωτότυπο: “throw the baby out with the bath water’, ιδιωματική έκφραση που σημαίνει να μην χάσουμε τα καλά στοιχεία προσπαθώντας να απαλλαγούμε από τα κακά, αντίστοιχο της έκφρασης στα ελληνικά “μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά”.

7 Στμ. John Brown: Αμερικάνος αγωνιστής της κατάργησης της δουλείας, ο οποίος υποστήριζε τη χρήση μιας ένοπλης εξέγερσης για την ανατροπή της. Κέρδισε την προσοχή πρώτη φορά όταν οδήγησε μικρές ομάδες εθελοντών στην διάρκεια της κρίσης του Bleeding Kansas το 1856. Με αυτές τις ομάδες έδωσε μια σειρά μάχες με πιο εντυπωσιακή την επιδρομή στο ομοσπονδιακό οπλοστάσιο στο Harpers Ferry (στην τότε Βιρτζίνια, σημερινή Δυτική Βιρτζίνια), με σκοπό να ξεκινήσει ένα ένοπλο απελευθερωτικό κίνημα των σκλάβων που θα εξαπλωνόταν στον Νότο μέσω των ορεινών περιοχών της Βιρτζίνια και της Βόρειας Καρολίνας.

Πού πάει η Αμερική; Τάξεις και πολιτική στην εποχή της Αμερικανικής Παρακμής

του Floris D’Aalst1,2

το κείμενο σε pdf

Εισαγωγή – Οικονομική κατάρρευση και πόλεμος

Η παγκόσμια επικυριαρχία του αμερικανικού δολλαρίου υποχωρεί καθώς το παγκόσμιο εμπόριο υφίσταται μια “απο-δολλαριοποίηση”· το ταξικό μπλοκ που υποστηρίζει την προεδρία Τραμπ του επιτρέπει να ενασχολείται πλήρως με τη μοναδική περιοχή διαμόρφωσης πολιτικής στην οποία οι περιορισμοί στην προεδρική συμπεριφορά είναι φοβερά χαλαροί, με άλλα λόγια του απελευθερώνει τα χέρια στην επιδίωξη της επιβολής μιας σειράς δασμών που συνιστούν, ουσιαστικά, έναν εμπορικό πόλεμο· χωρίς να αποτελεί σε καμμιά περίπτωση μια ανεξερεύνητη διαδρομή – οι εμπορικοί πόλεμοι οδηγούν σε ένοπλους πολέμους – η “απο-δολλαριοποίηση” προμηνύει ανάλογα, καθώς αλλάζει η ταξική διάρθρωση στις ΗΠΑ, μια μείζονα ταξική αντιπαράθεση που θα κρίνει κατά πόσον ένας ένοπλος πόλεμος, εφόσον αυτή η πιθανή εξέλιξη εκδιπλωθεί, θα διολισθήσει σε έναν καινούριο ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο πόλεμο.

Μέρος I

Δεν είναι απαραίτητο να επαναλάβουμε μια λιτανεία για τις βιομηχανίες που έχουν εξαφανιστεί και την αντίστοιχη απώλεια καλοπληρωμένων, προνομιούχων θέσεων εργασίας που έχουν, αντίστοιχα, εξαφανιστεί ως συνέπεια της βιομηχανικής παρακμής των ΗΠΑ. Για τους σκοπούς της παρούσας αναφοράς θα ξεκινήσουμε in medias res3 με μια συζήτηση για τις αιτίες αυτής της παρακμής.

Βιομηχανική παρακμή και οι αιτίες της

Ξέρουμε τώρα ότι ο Φορντισμός αποτελεί πια μια εποχή στην ιστορία του καπιταλισμού που έχει παρέλθει για τα καλά: οι βιομηχανίες μαζικής παραγωγής στις παλιότερες περιοχές καπιταλιστικής ανάπτυξης και, μαζί τους, τα τοπία των μεγάλων εργοστασίων έχουν παρέλθει.

Τρεις εξηγήσεις μπορούν να εξαχθούν, όλες αιτιακές στιγμές της βιομηχανικής παρακμής και κατάρρευσης στα παλιότερα κέντρα του καπιταλισμού (αυτά που χρονολογούνται πίσω στον μακρύ 19ο αιώνα). Θα εξετάσουμε και τις τρεις διαδοχικά.

Πρώτον, ξεκινώντας στα τέλη της δεκαετίας του 1940, και φτάνοντας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, τα μεγαλύτερα αμερικανικά κεφάλαια διαφοροποίησαν γεωγραφικά τις επιχειρήσεις τους. Επέκτειναν και ταυτόχρονα μετακίνησαν τα εργοστάσιά τους από τα κέντρα δύναμης των συνδικάτων στις Βορειοανατολικές και Μεσοδυτικές πολιτείες προς τις περιοχές χωρίς συνδικαλιστική οργάνωση4 στις παλιές Νότιες και Νοτιοδυτικές πολιτείες. Αυτό έγινε όχι μόνο με σκοπό την αναζήτηση φθηνότερης, ανοργάνωτης συνδικαλιστικά εργασίας, αλλά και με την πρόθεση της μετατόπισης της ισορροπίας δύναμης στο σημείο της παραγωγής στην καθημερινή εργασία και σε αγώνες που ξεσπούσαν μακριά από τους εργάτες και τις οργανώσεις τους (τις κύριες ομοσπονδίες όπως οι UAW, UMW, USW, Teamsters, UEW κλπ). Αυτό το περιφερειακό κίνημα αναπτύχθηκε γρήγορα με αποτέλεσμα να εμφανιστεί μια καινοφανής κίνηση του κεφαλαίου στο εξωτερικό (αν και όχι συστηματικά) ως απάντηση στο ξέσπασμα απεργιών μη οργανωμένων από τα συνδικάτα, στη διάρκεια αυτού του τελευταίου διεθνούς κύκλου της ταξικής πάλης (1964–1978) στα παλιά κέντρα του καπιταλισμού5.

Δεύτερον, η βιομηχανική παρακμή στις Ηνωμένες Πολιτείες σχετίζεται απευθείας με την πραγματική κυριαρχία του κεφαλαίου, όχι τόσο με το πώς την ορίζουμε (η εποχική στιγμή στην ιστορία του καπιταλισμού στην οποία η παραγωγή αρχίζει να υφίσταται συνεχείς μετασχηματισμούς μέσω της εισαγωγής των μηχανών και/ή την αναδιοργάνωση της εργασιακής διαδικασίας) αλλά με αυτό που την συντηρεί. Το κρίσιμο γνώρισμα που επιτρέπει στην πραγματική υπαγωγή να κυριαρχεί στην παγκόσμια παραγωγή (και ως εποχή στην ιστορία του καπιταλισμού) είναι η συστηματική, συνεχής επιστημονική και τεχνολογική τροφοδότηση αυτής της παραγωγής. Ωθούμενη η ίδια από τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα κεφάλαια, η τεχνολογική καινοτομία δημιουργεί πιο εξελιγμένες (αποτελεσματικές, παραγωγικές) εργασιακές διαδικασίες. Ο ανταγωνισμός μπορεί να προέρχεται από το εσωτερικό ή από το εξωτερικό (ή και τα δύο), αυτό δεν έχει διαφορά (αν και στην περίπτωση των ΗΠΑ οι καπιταλιστές από το εξωτερικό έπαιξαν τον πιο σημαντικό ρόλο σε κομβικούς τομείς). Η τεχνολογική καινοτομία στην βάση των σύγχρονων φυσικών επιστημών και των “σύμμαχων” τεχνολογιών τους αυξάνει αξιοσημείωτα την παραγωγικότητα ανά εργάτη οδηγώντας σε μια αντίστοιχη μείωση στον αριθμό των εργατών που τα ατομικά κεφάλαια απαιτούν για να δημιουργήσουν τα επίπεδα εκείνα υπεραξίας που είναι απαραίτητα για την αυτοαξοποίησή τους ως πολύ μεγαλύτερων ατομικών κεφαλαίων. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την περίπτωση της παραγωγής χάλυβα, μιας και απεικονίζει με τον πιο έντονο τρόπο ένα παράδειγα της σημασίας της τεχνολογικής καινοτομίας στην απασχόληση της εργασίας. Το 1900, η παραγωγή ενός τόνου γαλβανισμένου ατσαλιού απαιτούσε περίπου κάτι παραπάνω από μια εργάσιμη μέρα (14 ανθρωποώρες). Η παραγωγή γινόταν με τη χρήση της παλιότερης, αλλά για τότε νέας, μορφής του φούρνου “ανοιχτής εστίας”6. Μέχρι το 1950, βελτιώσεις σ’ αυτόν τον τύπο φούρνου είχαν μειώσει τον χρόνο παραγωγής του ίδιου τόνου σε 8 ανθρωποώρες και το 1965, ο πιο αποδοτικός φούρνος ανοιχτής εστίας επέτρεψε στους εργάτες να παράγουν την ίδια ποσότητα ατσαλιού σε 6 ανθρωποώρες εργασίας. Με το τέλος του πολέμου στην Ινδοκίνα (1975), Γιαπωνέζοι και Κορεάτες εργάτες χρησιμοποιώντας φούρνους καύσης οξυγόνου [oxygen-burning furnaces] μπορούσαν να παράγουν την ίδια ποσότητα γαλβανισμένου ατσαλιού σε 4,5 ανθρωποώρες7. Στα επόμενα είκοσι χρόνια, οι χρόνοι παραγωγής, εφαρμόζοντας τον πιο σύγχρονο, πιο αποτελεσματικό, τύπο φούρνου καύσης οξυγόνου είχαν μειωθεί στις 2 ανθρωποώρες εργασίας. Το 1988, μια μορφή παραγωγής ατσαλιού βασισμένη σε έναν ηλεκτρικό φούρνο, ονομαζόμενη μίνι-χαλυβουργείο [mini-mill] εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Βόρεια Καρολίνα. Έλιωνε υπάρχον σκραπ παρμένο, για παράδειγμα, από τις τοπικές μάντρες με παλιοσίδερα αυτοκινήτων (με άλλα λόγια δεν εξαρτιώταν από ακατέργαστο μέταλλο, και συνεπώς δεν απαιτούσε μια τοποθεσία δίπλα σε έναν κύριο υδάτινο δρόμο για την μεταφορά μεταλλεύματος που έχει εξορυχθεί αλλού). Σε σχέση με τα εργοστάσια που χρησιμοποιούν, ας πούμε, φούρνους οξυγόνου, είναι εξαιρετικά φθηνότερο να κατασκευάσει κανείς ένα μίνι-χαλυβουργείο και η αφηρημένη εργασία που χρησιμοποιεί αυτό το τεχνολογικό επίτευγμα μπορεί να παράγει έναν τόνο γαλβανισμένου ατσαλιού σε 3/4 της ανθρωπο-ώρας(!). Και ιδού το αποτέλεσμα: τη δεκαετία του 1970, οι βιομηχανίες χάλυβα στις Ηνωμένες Πολιτείες απασχολούσαν γύρω στους 600.000 εργάτες, σήμερα απασχολούν 75 με 80 χιλιάδες.

Τρίτον, υπάρχει μια πιο “μακρινή”, εξαιρετικής σημασίας θεωρητικά, έμμεση αιτία για την βιομηχανική παρακμή: το φθίνον μέσο ποσοστό κέρδους. Διαμορφωνόμενο από την ταξική πάλη στους χώρους παραγωγής, και με επιταχυνόμενο ρυθμό από το 1965 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, το ποσοστό κέρδους μεταξύ των μεγάλων καπιταλιστών έπεφτε. Με την αυστηρά θεωρητική έννοια, εκφρασμένο πολύ χονδροειδώς, αυτό μπορεί να αποδοθεί στην αύξηση του πάγιου [fixed] κεφαλαίου (ως μιας συνιστώσας του σταθερού κεφαλαίου) σε σχέση με τη μείωση της εργασίας που χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή [παραγωγική εργασία]8, στη μείωση της ποσότητας του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή των προϊόντων καθώς θεωρούνται στις “μέσες τιμές” τους μεταξύ ολόκληρων βιομηχανιών, και, συνεπώς, στην τεχνολογική καινοτομία. Σημαίνει ότι η τεχνολογική καινοτομία που παράγεται από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό έχει την τάση να καθιστά πλεονάζουσες μεγάλες ποσότητες εργασιακής δύναμης, κάνοντας αδύνατο για τους καπιταλιστές να αξιοποιήσουν (δηλαδή να αποσπάσουν υπεραξία από) επαρκή ποσά αφηρημένης εργασίας ώστε να συντηρήσουν την παραγωγή στα υπάρχοντα επίπεδα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

Η αστική τάξη αναγνώρισε, φυσικά, αυτή την πτώση της κερδοφορίας. Είναι από αυτή τη στιγμή, και από αυτή την αναγνώριση, που μπορούμε να χρονολογήσουμε μια μετατόπιση από τις επενδύσεις στη “βασική” παραγωγή (παραγωγή των μέσων παραγωγής, παραγωγής της “πρώτης” ύλης που τροφοδοτεί αυτά τα μέσα παραγωγής, παραγωγή καταναλωτικών αγαθών μεγάλης διάρκειας) προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα και τους τομείς της ψυχαγωγίας και των ακινήτων, οι οποίοι, φαινομενικά τουλάχιστον, φαίνονταν εξαιρετικά πιο κερδοφόροι9. Μπορούμε να πούμε ότι ο επαναπροσανατολισμός των επενδύσεων ήταν με την αντικειμενική, ιστορική έννοια, απάντηση του κεφαλαίου στις “άγριες απεργίες” και στον κύκλο αγώνων που σε μεγάλο βαθμό το ίδιο καθόρισε: εγκαινίασε ολόκληρη την ιστορική διαδικασία της αποσύνθεσης των επικεντρωμένων στο εσωτερικό βιομηχανιών μαζικής παραγωγής, ξεκινώντας με πρόχειρες λύσεις όπως η δημιουργία θυγατρικών χωρίς συνδικάτα και προχωρώντας μέσα από την χρησιμοποίηση υπεργολάβων και “προσωρινών” εργατών. Ήδη το 1984, τα διεθνή κεφάλαια μαζικής παραγωγής στην αυτοκινητοβιομηχανία και σε άλλες συναφείς βιομηχανίες, ενώνοντας δυνάμεις με τις εταιρείες της “Ζώνης του Ήλιου10 (στην αεροναυπηγική, στην αγροτική βιομηχανία και το πετρέλαιο, κύρια στοιχεία της δύναμης της νεοδεξιάς) είχαν απλά εγκαταλείψει τον “φιλελευθερισμό” τους. Με άλλα λόγια, αυτά τα μεγαλοκαπιταλιστικά συμφέροντα δεν δέχονταν πλέον τον κοινωνικό μισθό και την υποστήριξη του κοινωνικού κράτους πρόνοιας. Αντίθετα, έτσι για “αρχή”, υποστήριξαν χαμηλά αμοιβόμενες ή με τη συμμετοχή των εργατών σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας, με κρατικές επιδοτήσεις και υποστήριξη από ένα προστατευτικό κράτος, κατά το ιαπωνικό μοντέλο. Εκείνη την περίοδο, η παλιά φιλελεύθερη πτέρυγα της άρχουσας τάξης σχεδόν εξαφανίστηκε με την πολιτική έννοια καθώς έπαιρνε την αρχική του μορφή το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα. Και είναι από αυτή την κατάσταση που αναδύθηκε η προτεραιότητα της κερδοσκοπικής χρηματοπιστωτικής επένδυσης στην αμερικανική οικονομία, με την επακόλουθη εισοδηματοποίηση [rentierization].

Έτσι, σ’ αυτή τη στιγμή της ιστορίας του καπιταλισμού (1984), ήταν η τεχνολογική καινοτομία (η οποία επεκτείνεται σε όλες τις σφαίρες της δραστηριότητας συμπεριλαμβάνοντας, σήμερα, όλο και περισσότερο και τον λεγόμενο “τομέα των υπηρεσιών”, ο οποίος έχει χτιστεί ευθύς εξαρχής γύρω από τους φτηνούς μισθούς και την επισφαλή εργασία) που ώθησε παραπέρα την αποβιομηχάνιση: διαμεσολαβούμενη από τον τεχνολογικό εξοπλισμό που θέτει σε κίνηση, είναι η γιγαντιαία αύξηση στην παραγωγικότητα της αφηρημένης εργασίας που έκανε πραγματικότητα την αποβιομηχάνιση, που κάνει αδύνατη μια επιστροφή στον φορντισμό και δημιουργεί για το κεφάλαιο την εξαιρετικά προβληματική, εξαιρετικά υπερβολική παραγωγικότητα, που είναι αλάνθαστα εμφανής και ταυτοποιήσιμη παγκόσμια στην αδιάλλειπτη παραγωγή μπιχλιμπιδιών και σκουπιδιών, για να διακωμωδήσουμε κάπως αυτή την υπερβολική παραγωγική ικανότητα. Η έκβαση, όμως, μπορεί να μην είναι ξεκάθαρη: παγκόσμια, τόσο σχετικά με τον παγκόσμιο πληθυσμό σήμερα, όσο και απόλυτα, σε σχέση με τον συνολικό αριθμό των εργατών στην παραγωγή, το βιομηχανικό προλεταριάτο είναι μικρότερο σήμερα απ’ όσο ήταν το 1965. Θα συνεχίσει να μειώνεται αριθμητικά τόσο σχετικά όσο και απόλυτα11.

Μέρος II – Σύγχρονες σημαντικές τάξεις

Αν και διατηρεί την αναλυτική της εστίαση, η συζήτηση που ακολουθεί, ιδιαίτερα η δεύτερη ενότητά της, θα είναι φανερά πιο πολεμικού χαρακτήρα. Δεν απολογούμαστε γι’ αυτό.

Σχηματισμός και δομή μιας νεο-δεξιάς, νεο-φασιστικής αντιπολιτευτικής κουλτούρας και οι απαρχές της (1976–1984)

Το 1974, ο Χένρι ΚίσΣιγκερ σχεδίασε και υλοποίησε αυτήν που θα γινόταν γνωστή ως “συμφωνία των πετροδολλαρίων” με τους Σαουδάραβες (παροχή στρατιωτικής προστασίας για να γίνεται η τιμολόγηση του πετρελαίου σε δολλάρια και με μερικά αντισταθμιστικά για τους Σαουδάραβες για αγορές εξοπλισμού από αμερικάνικες βιομηχανίες όπλων). Η τεράστια αύξηση στις τιμές του πετρελαίου που ακολούθησε όχι μόνο όξυνε περισσότερο την πτώση των ποσοστών κέρδους μεταξύ των σημαντικών διεθνών κεφαλαίων (εκτός από τις ίδιες τις εταιρείες πετρελαίου), αλλά η οικονομική συρρίκνωση που ακολούθησε στένεψε ακόμα περισσότερο τις ευκαιρίες για τη μισθωτή εργασία, έβαλε ένα μόνιμο στοπ ανάμεσα στους οργανωμένους εργάτες για την εύκολη διαπραγμάτευση μισθολογικών αυξήσεων και επέβαλλε νέους προβληματισμούς σε όλους όσους συμμετείχαν σε κοινωνικά κινήματα της αριστεράς και μπορούσαν να διατηρούν τη ριζοσπαστικότητά τους: με ευρείς όρους, το σοκ του πετρελαίου έφερε τους πάντες “στα σύγκαλά τους” και την αναγνώριση από εξαιρετικά πολύ κόσμο ότι όλες οι στρατηγικές έπρεπε να ευθυγραμμιστούν με τον πραγματικά υπαρκτό καπιταλισμό.

Εκείνη τη στιγμή, τα ρητά προσανατολισμένα στην Wall Street πολιτικά στελέχη που αποτελούσαν το δυναμικό στοιχείο στο μπλοκ των τάξεων υπό την ηγεμονία της μεγαλοαστικής τάξης, εγκαινίασαν μια καινούρια σειρά πρωτοβουλιών που συμπεριελάμβαναν μια “επανάσταση” στον φόρο ιδιοκτησίας στην Καλιφόρνια, καθοδηγούμενη από τον Howard Jarvis12, κινητοποιήσεις για το μπλοκάρισμα της ψήφισης των Τροπολογιών για τα Ίσα Δικαιώματα [Equal Rights Amendments] στη νομοθεσία διαφόρων πολιτειών και την πρώτη εμφάνιση φανατικών πολέμιων των εκτρώσεων και φασιστών στους δρόμους. Στοχεύοντας να αποκτήσουν ευρεία απήχηση, αυτές οι πρωτοβουλίες προσπάθησαν να απευθυνθούν σε κείνες τις ομάδες της μεσαίας τάξης που, μόνιμα σφυροκοπούμενες από την κυκλική ανάπτυξη του καπιταλισμού, είχαν αναζητήσει καταφύγιο σε μια φονταμενταλιστική θρησκεία, που εξαπλωνόταν και βάθαινε τις ρίζες της στις κοινωνίες του Νότου και στους ιδιοκτήτες, μέσω της μαχητικότητας γύρω από “μονοθεματικούς”, δεξιών τάσεων, αγώνες για “κοινωνικά ζητήματα”. Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ο πυρήνας του νεοφιλελεύθερου προγράμματος είχε αρχίσει ήδη να εμφανίζεται. Συνίστατο στην ανάκληση (με στόχο τελικά την κατάργηση) των μεταρρυθμίσεων του New Deal (ελάχιστος μισθός, αποζημίωση των εργατών και ασφάλεια στην ανεργία, επιδοτήσεις των τιμών των αγροτικών προϊόντων· διαχωρισμός των επενδύσεων από τις τραπεζικές καταθέσεις· μεταγενέστερες προσθήκες στην κοινωνική ασφάλιση που συνιστούσαν μια διάσταση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας, όπως επιδοτήσεις φαγητού και βοήθεια για τα εξαρτώμενα παιδιά· ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα περίθαλψης), και (μια άλλη μεταγενέστερη εξέλιξη) τη διάλυση των συνδικάτων του δημόσιου τομέα καθώς και τη διάλυση των νομοθετημένων και σωρρευμένων ρυθμίσεων για τις επιχειρήσεις και το περιβάλλον, εξάλειψη των κλιμακωτών φορολογικών συντελεστών υπέρ ενός ενιαίου συντελεστή, απαλλαγή από την χρηματοδοτούμενη από το δημόσιο εκπαίδευση και απομάκρυνση του τείχους που διαχώριζε την εκκλησία και το κράτος, μέσα από τη χρηματοδότηση ιδιωτικών σχολείων και θρησκευτικών ιδρυμάτων. Αυτό ήταν το πρόγραμμα της νεοδεξιάς στις απαρχές της, γύρω στο 1976.

Κομβική στη δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης στα τελευταία διακόσια χρόνια ήταν η αυξανόμενη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και η συγκεντροποίηση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Οικονομικά στρώματα, που ήταν προηγουμένως ανεξάρτητα, εξαφανίστηκαν σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας αυτής της ανάπτυξης. Υποστηριζόμενες από τις αυξανόμενες κερδοσκοπικές χρηματοπιστωτικές επενδύσεις και την “εισοδηματοποίηση”, οι δυο περίοδοι επέκτασης (1983–1987, 1993–1997) που ακολούθησαν το τέλος του τελευταίου κύκλου εργατικών αγώνων είδαν, αντίθετα, την διόγκωση στρωμάτων της μεσαίας τάξης, καθώς η βασισμένη στις ΗΠΑ, και υποστηριζόμενη από τον δανεισμό, μαζική κατανάλωση, που τροφοδοτούσε την παγκόσμια επέκταση, είχε σχηματίσει την άλλη όψη της εγκατάλειψης της ντόπιας βιομηχανίας (και, μαζί της, της εσωτερικής βιομηχανικής απασχόλησης) για μέρη στο εξωτερικό (πρωτίστως στην Άπω Ανατολή), μια ανάπτυξη που χαρακτηρίζει επίσης και την βιομηχανική Ευρώπη, ενώ, διαλεκτικά, η συνολική παγκόσμια απασχόληση στη βιομηχανία έχει συρρικνωθεί, καθώς η παραγωγικότητα έχει αυξηθεί εξαιρετικά. Σ’ αυτή τη διαδικασία, και μέσω αυτής, η οικονομία των ΗΠΑ έχει υποστεί έναν μετασχηματισμό από βιομηχανικό “δυναμό” του κόσμου σε έναν σχηματισμό εισοδημάτων (βασισμένων, κυρίως, στις οικονομικές υπηρεσίες, στις ασφάλειες, τα ακίνητα και τη διασκέδαση) για τα οποία η κατανάλωση των μεσαίων στρωμάτων ήταν, τουλάχιστον μέχρι την οικονομική κρίση (2008–2009), αποφασιστική.

Στη δίνη αυτών των αλλαγών, βλάστησε και αναπτύχθηκε μια νεοδεξιά αντιπολιτευτική κουλτούρα. Ας κοιτάξουμε τη δομή και τις αφετηρίες της, μεγάλο μέρος των οποίων (αν και έχουν επεκταθεί πάρα πολύ) επιβιώνουν μέχρι σήμερα: στις αρχές της, και καθώς σχηματοποιούνταν, ήταν ένα πολυκεντρικό, αποκεντρωμένο μαζικό πολιτικό κόμμα της δεξιάς/νεοδεξιάς, επειδή είχε εγκαταλείψει το παλαιοδεξιό, απομονωτιστικό, βασισμένο στις Μεσοδυτικές μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις, φιλογερμανικό και μη-μιλιταριστικό Ρεπουμπλικανικό κόμμα, το οποίο είχε αντιτεθεί στην είσοδο στον τελευταίο ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο πόλεμο. Χαρακτηριζόταν από επικαλυπτόμενες, μερικώς ενοποιημένες οργανώσεις, κάθε μια στον πυρήνα ενός από αυτά τα πολλαπλά κέντρα. Κάθε ένα από αυτά τα κέντρα κυνηγά μια ξεχωριστή ατζέντα, με τις οργανώσεις και τις ατζέντες να επικαλύπτονται σε συγκεκριμένους τομείς δραστηριότητας, παράγοντας αντικειμενικά, ως αποτέλεσμα, έναν καταμερισμό εργασίας. Αν η παρουσία του Τραμπ σήμερα παρέχει μια ηγεσία, στις απαρχές τους οι θεσμοί αυτής της νεοδεξιάς αντιπολιτευτικής κουλτούρας στερούνταν μιας κυρίαρχης κατεύθυνσης και τυπικών συνδέσεων.

Σαράντα, σχεδόν, χρόνια αργότερα, όλοι αυτοί οι πρώιμοι θεσμοί επιβιώνουν. Στην πραγματικότητα υπάρχει μια ιεραρχία θεσμών, στην κορυφή της οποίας είναι οι δωρητές από τις μεγαλοεταιρείες, εξαιρετικά πλούσιοι ατομικοί χορηγοί και ιδιωτικά ιδρύματα. Όλοι λειτουργούν ως επί το πλείστον μέσα από βασισμένες στην Ουάσιγκτον “δεξαμενές σκέψης” και ερευνητικά ινστιτούτα (μεταξύ των οποίων τα American Enterprise Institute, Heritage Foundation και Cato Institute είναι από τα παλιότερα), που στελεχώνονται από μια καλοπληρωμένη δεσμευμένη ιντελιγκέντσια οπαδών της ελεύθερης αγοράς και δεξιών φιλελεύθερων, που στοχεύουν να διαμορφώσουν τις πολιτικές της ομοσπονδιακής εκτελεστικής εξουσίας, του Κογκρέσου, των εθνικής εμβέλειας ειδησειογραφικών σταθμών, των μεγάλων μητροπολιτικών εφημερίδων και, με αυξανόμενο ρυθμό, του Διαδικτύου. Συνεπώς, οι “δεξαμενές σκέψης” και τα ερευνητικά ινστιτούτα αποτελούν ένα δευτερεύον ιδεολογικό εργαλείο που εκδίδει ολόκληρη τη σειρά από υλικά, περιοδικά, εφημερίδες, δελτία ειδήσεων, άρθρα εργασίας και μελέτες συγκεκριμένων προβλημάτων που επανειλημμένα πικάρουν τη μπουρζουαζία. Αυτό το σύνολο υλικών περιλαμβάνει, επιπλέον, μια σεβαστή ροή δελτίων τύπου και αποκαλούμενων “ειδήσεων” (εκ των οποίων οι περισσότερες που μπορούμε να φανταστούμε καταλήγουν να τυπώνονται κι όλας αυτολεξεί), καθώς και άρθρων γνώμης που διαχέονται, όλα, καθημερινά στα μείζονα τηλεοπτικά κανάλια, ραδιοφωνικούς σταθμούς και εφημερίδες των ΗΠΑ καθώς και, σήμερα, διαδικτυακά. Ο σκοπός σε όλα αυτά, που είναι διπλός, είναι φανερός αλλά απαιτεί και αξίζει να διατυπωθεί ρητά. Πρώτον, ολόκληρο αυτό το ιδεολογικό εργαλείο είναι προσανατολισμένο στο να προκαταλαμβάνει και να δομεί τους όρους και τα περιεχόμενα του δημοσίου λόγου πάνω σε ευρέα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά ζητήματα καθώς και σε συγκεκριμένα γεγονότα. Αυτή η επιδίωξη επιτυγχάνεται πρωτίστως χάρις στις πρόνοιες από τα μείζονα ΜΜΕ (και μέσω δημοσίων επαφών όπως οργανωμένα, ακαδημαϊκά και δημόσια συνέδρια καθώς και μέσα από το κύκλωμα διαλέξεων σε πανεπιστημιουπόλεις, μαζί με επιχειρηματικές ομάδες ή ομάδες των τοπικών κοινοτήτων). Δεύτερον, υπάρχει μια ρητή πρόθεση εκτελεστικής και νομοθετικής (σήμερα η μεγαλύτερη έμφαση δίνεται στο πρώτο) διαμόρφωσης, εξασφάλισης και διατήρησης των νομικών και οργανωτικών αρχών του καπιταλιστικού συστήματος, με την επιστροφή του στα μυθικά θεμέλια της “ελεύθερη αγοράς”. Αυτό συνεπάγεται μια ώθηση προς την απορρύθμιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και των περιβαλλοντικών ασφαλιστικών δικλείδων, ιδιωτικοποίηση των κρατικών υπηρεσιών μέχρι και το επίπεδο του δήμου, το ξεχαρβάλωμα όποιων δράσεων επιβεβαιώνουν τη δημόσια εκπαίδευση και την εισαγωγή των αρχών της αγοράς σε όλα τα επίπεδά της. Να σημειώσουμε ότι όλα αυτά είναι κατευθύνσεις πολιτικών που τα τελευταία 30 χρόνια έχουν εφαρμοστεί σχεδόν με απόλυτη επιτυχία. Είναι ο πανταχού παρών χαρακτήρας της πρώτης δραστηριότητας που επιτρέπει στους όρους, πάνω στους οποίους ακουμπάει η δεύτερη, να εμφανίζονται εύλογοι, συνεκτικοί και πρακτικά βιώσιμοι.

Αυτοί οι θεσμοί, οι δεξαμενές σκέψης, υποστηρίζονται οικονομικά από ιδρύματα της νεοδεξιάς καθώς και από μεγάλες εταιρικές χορηγίες (ήδη από το 1988, η επιχειρηματική κοινότητα προσέφερε το 45% τη συνολικής χρηματοδότησής τους). Τα σημαντικότερα από αυτά τα ιδρύματα περιλαμβάνουν τα Adolph Coors Foundation, Fred C. Koch Foundation (ενέργεια, ακίνητα), Samuel Nobel Foundation (πετρέλαιο και εξορύξεις), John M. Olin Foundation (αγροχημικά), και το Sarah Mellon Scaife Foundation (Gulf Oil). Η αναφορά σ’ αυτά κάνει ξεκάθαρο τι είναι: τα ιδρύματα της νεοδεξιάς στηρίζονται σε εύπορους καπιταλιστές από τη “Ζώνη του Ήλιου”. Υπό αυτό το πρίσμα, οι δεξαμενές σκέψης εμφανίζονται ως ιδιωτικά χρηματοδοτούμενες “ερευνητικές” κοινότητες που προωθούν μια αντιδραστική κοινωνική και οικονομική ατζέντα με την υποστήριξη μεμονωμένων μελών μιας αυταρχικής, εξαρτώμενης από τις πολεμικές δαπάνες, άρχουσας τάξης.

Ένα τρίτο σημείο ισχύος μεταξύ των θεσμών που σχηματίζουν την νεοδεξιά αντιπολιτευτική κουλτούρα είναι “ομάδες πολιτικής δράσης”. Η μεγαλύτερη, και πιο ορατή τέτοια ομάδα, είναι, φυσικά, τα μέλη του θεσμικού Ρεπουμπλικανικού κόμματος, ιδιαίτερα στo Κογκρέσο. Σε αντίθεση με άλλες αντίστοιχες νεοδεξιές ομάδες, όμως, αυτό το μπλοκ βασανίζεται από τους τυπικούς συμβιβασμούς διαφόρων κοινωνικών ομάδων με ταξικά συμφέροντα, που χαρακτηρίζει την πολιτική της αντιπροσώπευσης.

Μέσα κι έξω από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα υπάρχουν πολιτικές ομάδες που ρητά ποικίλουν από αντιδραστικές ομάδες δρόμου σ’ εκείνες τις “αξιοσέβαστες” ομάδες που επιχειρούν στο έδαφος της τυπικής αστικής πολιτικής (όπως η NCPAC, National Conservative Political Action Committee, Εθνική Συντηρητική Επιτροπή Πολιτικής Δράσης) και μικρές νομοθετικές ομάδες (όπως η “Freedom” Caucus στο Κογκρέσο, της οποίας ο σεβασμός προς το Σύνταγμα είναι αντεπαναστατικός13 και αποτελεί τη νομική βάση για τον ρατσισμό της, και της οποίας το ιστορικό ανάλογο είναι οι υπερ-εθνικιστές στρατοκράτες, οι μοναρχικοί και οι φασίστες που δρούσαν έξω από τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια στην περίοδο αμέσως μετά τον πόλεμο). Έχουμε, λοιπόν, νεοδεξιούς νατιβιστές14 στην κορυφή, που θέλουν να επανέλθουν στην εξουσία, φασίστες και νεοναζί στο έδαφος.

Σήμερα, μέσα σ’ αυτό το αντιδραστικό πλαίσιο που χρηματοδοτεί τη νεοδεξιά ισχύ, ομάδες που απαρτίζονται όλο και περισσότερο από αυτούς τους νατιβιστές, φασίστες και νεοναζί μαχητές, επιχειρούν στους δρόμους. Με μεγάλη διαφορά η μεγαλύτερη συνιστώσα τους είναι μεσαία στρώματα, δηλαδή οικονομικά επισφαλή, συμπεριφορικά ασταθή στοιχεία. Είναι ως επί το πλείστον λευκοί άντρες. Η επισφάλεια και η αστάθεια έχουν δημιουργηθεί από την απουσία σταθερής, καλοπληρωμένης και με ωφελήματα δουλειάς, συνεπώς από την απώλεια ενός βασισμένου στη δουλειά ρόλου, που θα επέτρεπε μια “αντρική” ταυτότητα, απώλεια που είναι η άλλη όψη της μαζικής εισόδου των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και τους κάνει να απεχθάνονται και να φοβούνται τις αυτόνομες, εργαζόμενες γυναίκες. Τα ίδια συναισθήματα, που προσδιορίζουν τον χαρακτήρα, απλώνονται και στη συνείδηση των γυναικών που, ως μη εργαζόμενες νοικοκυρές, απειλούνται προσωπικά από τον φεμινισμό. Ο συνεκτικός ιστός μεταξύ αυτής της αντιδραστικής μειοψηφίας που επιχειρεί στους δρόμους και των πιο ευσταθών αστικών ομάδων (πχ. διανοούμενοι των μεσαίων στωμάτων) είναι προφανώς ιδεολογική. Φυσικά, οι αντίστοιχες συμπεριφορές τους διαφέρουν: η δράση στον δρόμο προϋποθέτει απροκάλυπτο φασιστικό-τρομοκρατικό εκφοβισμό και επιθετικό κυνήγι, με αναφορές σ’ αυτό που ο Martin Broszat αποκάλεσεπροκλητικές βαρβαρότητες15 του, βασισμένου στο Μόναχο, NSDAP, με σκοπό, για παράδειγμα, το κλείσιμο κλινικών εκτρώσεων· για τον εκφοβισμό, την τρομοκράτηση και το σπάσιμο, σήμερα, του ηθικού των πιο ήπιων τμημάτων της αριστεράς, όπως το Black Lives Matter· με σκοπό πάντα την χρησιμοποίηση του θεάματος των ΜΜΕ για να χτίσουν τις δικές τους βάσεις μέσα από συλλαλητήρια (γιορτάζοντας διάφορα μεταπολεμικά μνημεία και την σημαία της Συνομοσπονδίας, τη διεκδίκηση “ελευθερίας του λόγου” για κακοποιούς και δολοφόνους)· και, σε κάποιες περιστάσεις, ακόμα και μιας δολοφονίας (Dr. Peter Gunn, Heather Heyer), αν και οι τελευταίες σε καμμιά περίπτωση δεν μπορούν να συγκριθούν με τους εν ψυχρώ φόνους που γίνονται κάθε χρόνο από τους μπάτσους.

Οι ευαγγελικές χριστιανικές εκκλησίες, οι συναφείς τηλεοπτικές λειτουργίες και οι οργανώσεις που έχουν εξελιχθεί από αυτές (όπως η, ανενεργή τώρα, Moral Majority – “Ηθική Πλειψηφία”) αποτελούν το τελευταίο κέντρο της νεοδεξιάς, αυξανόμενης νεοφασιστικής δύναμης. Υπάρχουν κυριολεκτικά χιλιάδες μικρές ενορίες (ιδιαίτερα στον Νότο) που λειτουργούν σε παλιά σπίτια, εγκαταλελειμμένα κτίρια, παλιά κτίρια εκκλησιών, ακόμα και στις αποθήκες μικρών εμπορικών κέντρων, και οι οποίες συνδέονται με την ευρύτερη αντιπολιτευτική κουλτούρα μόνο στη βάση ιδεολογικής προτίμησης· οι μεγαλύτερες φονταμενταλιστικές εκκλησίες, όμως, έχουν υψηλό βαθμό οργάνωσης και προσδένονται, μέσω του προσωπικού τους και των δραστηριοτήτων τους με τα άλλα κέντρα εξουσίας. Ο σκοπός εδώ είναι διαφορετικός (από αυτόν των αποβρασμάτων του δρόμου). Είναι τριπλός. Χωρίς ιεράρχηση προτεραιοτήτων, παρέχουν: πρώτον, μια κατασκευή, σε βιβλικό υπόβαθρο, για όλα τα σύγχρονα γεγονότα, σχέσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων και κρατών. Αυτή η κατασκευή εδραιώνει ένα λειτουργικό εννοιολογικό πλαίσιο μέσα από το οποίο μπορεί να γίνει κατανοητό το νόημα και η σημασία των εθνικών και διεθνών εξελείξεων. Δεύτερον, αυτό το πλαίσιο διασφαλίζει επίσης εμπιστοσύνη και ενισχύει τις ευαγγελικές ανησυχίες, μια σύγχρονη εκδοχή της πατριαρχίας στην οικογενειακή ζωή μαζί με μια φρικτή αντίθεση στον φεμινισμό, και έναν ατομικισμό (που ερμηνεύει την κοινωνικά διαμεσολαβούμενη ή ντετερμινιστική “αποτυχία” με όρους προσωπικών ελλειμάτων και δικαιολογεί μια προσήλωση στον καπιταλισμό της αυτοδημιουργίας16). Τρίτον, γίνονται προσπάθειες διαμόρφωσης των τοπικών ζητημάτων (κι εδώ, μαζί με τις μικρές ενορίες γίνεται μια επιπλέον σύνδεση με άλλα κέντρα εξουσίας, καθώς αξιοποιούνται συχνά οι οδηγίες και η “γραμμή” που εκπονείται από τα κέντρα αυτά) με προβολή αιτημάτων στις σχολικές αρχές και τα πολιτειακά νομοθετικά σώματα για να επιτρέψουν τη σχολική προσευχή, τη νομοθέτηση της απαγόρευσης των εκτρώσεων, την απο-εκκοσμίκευση των σχολικών βιβλίων και τη διδασκαλία του δημιουργισμού. Συνολικά, οι ευαγγελικές χριστιανικές εκκλησίες δίνουν την κατεύθυνση κατεξοχήν σε μεσαία στρώματα, κυρώς τα πιο λούμπεν κομμάτια τους, διαμεσολαβώντας τις φιλοδοξίες τους, τις πολιτικές και υπαρξιακές ανησυχίες, δραστηριότητα πλήρως σύμφωνη με και προάγουσα τις πολλαπλές ατζέντες των θεσμών της νεοδεξιάς, νεοφασιστικής κουλτούρας.

Σε αντίθεση με τις εκκλησίες των παραδοσιακών χριστιανικών δογμάτων στις ΗΠΑ, οι ευαγγελιστές κληρικοί αποσπούν πολύ μεγαλύτερη θρησκευτική αφοσίωση. Από αυτούς προέρχεται όντως, συχνά, ο σκληρός πυρήνας μεταξύ των “μονοθεματικών” φασιστών που εμπλέκονται στα είδη δράσεων που περιγράφτηκαν παραπάνω. Οι σχέσεις τους με τις άλλες οργανώσεις και κέντρα ισχύος μέσα στο νεοδεξιό περιβάλλον είναι πολύ πιο απόμακρες καθώς λειτουργούν αρκετά αυτόνομα σε σχέση μ’ αυτά. Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τις σχέσεις μεταξύ άλλων οργανώσεων και κέντρων εξουσίας: οργανώσεις και γενιές ηγεσιών αλληλοσυνδέονται· στρατηγικές σχεδιάζονται, γενικά, από κοινού· και το ίδιο πολιτικά αυταρχικό, στρατοκρατικό και εθνικιστικό, πατριαρχικό και αχαλίνωτο καπιταλιστικό όραμα ζωογονεί τις απόψεις τους για την αμερικάνικη κοινωνία.

Ολόκληρη η κατεύθυνση της ανάπτυξης των ΗΠΑ με την αποβιομηχάνιση και, μετά από αυτό, η οικονομική κρίση και ο υφεσιακός απόηχός της, δεν έχουν μόνο δημιουργήσει μια τεράστια επισφαλή προλεταριακή μάζα αλλά, ταυτόχρονα, και ένα πυκνό λουμπενοποιημένο μεσαίο στρώμα που περιλαμβάνει, πρώτα απ’ όλα, μικροϊδιοκτήτες (κυρίως με βάση το Διαδίκτυο) και “ανεξάρτητους εργολάβους”, ιδιαίτερα ορατούς στις κατασκευές κατοικιών (στις οποίες ήταν, μια φορά κι έναν καιρό, “πολυτεχνίτες”), στις μεταφορές και στις διανομές (πχ., οδηγοί της FedEx, που αναγκάζονται να αγοράσουν τα “δικά τους” φορτηγά, οδηγοί της Uber, κλπ.), στις τηλεπικοινωνίες, μεταξύ των μη συνδικαλισμένων εργαζόμενων, και αλλού.

Τα πυρηνικά στοιχεία της νεοδεξιάς αντιπολιτευτικής κουλτούρας που είναι παρόντα στις εξεγέρσεις των μεσοαστών φορολογούμενων και ιδιοκτητών σπιτιών του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1970, καθώς και στους φόβους στρωμάτων της “λευκής” εργατικής τάξης σχετικά με τον αναδυόμενο φεμινισμό και την είσοδο μαύρων στις καλοπληρωμένες μισθωτές θέσεις εργασίας, αξιοποιήθηκαν από τον Ρόναλντ Ρήγκαν στην προεδρική προεκλογική εκστρατεία του 1980. Αυτές οι δραστηριοτήτες και αυτά τα αισθήματα ήταν κρίσιμα στον σχηματισμό μιας ταξικής συμμαχίας που δημιούργησε τις συνθήκες για μια δραματική μετατόπιση προς τα δεξιά της πολιτικής κουλτούρας της αμερικανικής κοινωνίας στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, στροφή η οποία, με τον εκλογικό θρίαμβο του Τραμπ, συνεχίζει να βαθαίνει μέχρι και σήμερα. Η πολιτική κουλτούρα που αναδύθηκε τη δεκαετία του 1980 είναι αυτό που εδώ χαρακτηρίζουμε ως “νεοδεξιά”, στη γέννησή της νεοφιλελεύθερη και σήμερα, λίγο-πολύ, ανοιχτά νεοφασιστική. Αντιτιθέμενες στις ρεφορμιστικές, βασισμένες στο κράτος πρόνοιας, προοπτικές, που χαρακτήριζαν τον υψηλό καπιταλισμό στην φορντιστική του φάση και ενσαρκώνονταν στην ιστορικά φιλελεύθερη πτέρυγα του Δημοκρατικού κόμματος, οι νεοδεξιές πρακτικές της εποχής των Ρήγκαν-Μπους συνιστούσαν αντικειμενικά την ανικανότητα των σε παρακμή βιομηχανιών μαζικής παραγωγής να αποτελέσουν το θεμέλιο μιας ανανεωμένης συσσώρευσης κεφαλαίου στις ΗΠΑ, της πτώσης των νορμών της μαζικής κατανάλωσης μεταξύ της συντριπτικά μεγάλης πλειοψηφίας του μισθωτού πληθυσμού (και, τώρα, των αυξανόμενα πολυάριθμων στρωμάτων της μισθωτής μεσαίας τάξης καθώς, το ένα μετά το άλλο, είτε προλεταριοποιούνται είτε λουμπενοποιούνται) και της κεντρικότητας της πολιτικής διαμεσολάβησης της μεταβαλλόμενης αμερικάνικης τάξης και των ταξικών σχέσεων, αυτό που, με άλλα λόγια, αποκαλούμε ως αυξανόμενα απολυταρχική, αστυνομικά δεσποτική γυμνή δικτατορία του κεφαλαίου πάνω στην κοινωνία.

Ταξική πάλη και πολιτική στην εποχή της επιταχυνόμενης, απότομης κλιματικής αλλαγής

Η “φυλή” αναδύθηκε ως ένα ιστορικά σχηματισμένο, μεταβαλλόμενο και ποικίλο σύνολο (δηλαδή ως ένα λογικό, διατεταγμένο “σύμπλοκο”) πολιτισμικά συγκεκριμένων σημασιών που συγκροτούν μια φαντασιακή κοινωνική σχέση. Τα περιεχόμενα αυτών των σημασιών (αυτής της φαντασιακής κοινωνικής σχέσης) σχηματίζουν μια κοινωνικά κατασκευασμένη ψυχική τοπογραφία απόκρυφων φόβων, ανασφαλειών, φαντασιώσεων και πλαστών γεγονότων και διαισθήσεων που προβάλλονται στο ασελγές17 σώμα και, την κατά τα άλλα, ανεξιχνίαστη ψυχή ενός υποβαθμισμένου Άλλου. Αυτές οι σημασίες είναι, αυτή η φαντασιακή κοινωνική σχέση δημιουργείται από και υπηρετεί την Ισχύ. Είναι ταυτόχρονα δομικό Αντικειμενικό Πνεύμα (πχ. νόμος) και ενσαρκώνονται ως ο σιωπηλός σκοπός οποιοδήποτε αριθμού θεσμών. Συνεπώς, υλοποιούνται και, σ’ αυτόν τον βαθμό, είναι “πραγματικές”. Ως αποτέλεσμα, αυτή η φαντασιακή κοινωνική σχέση, μια προβολή που “κατακάθεται” στην δομή της προσωπικής ταυτότητας, αποδίδει μικρά προνόμια σ’ αυτούς που η καθημερινή κοινωνική πρακτική τους αναπαράγει αυτούς τους θεσμούς ως πάγιες κοινωνικές σχέσεις κυριαρχίας (και τους αναπαράγει σε αντίθεση προς όσους αγωνίζονται ενάντια στην υποταγή και την περιθωριοποίηση)18.

Αυτό που ουσιαστικά απαιτείται είναι αναγκαίες δομές ατόμων, ομάδων και ταξικών στρωμάτων που θα μπορούσαν να είναι φορείς ελεύθερων κοινοτήτων που υπάρχουν ήδη υπόδηλα στην παλιά κοινωνία, έτσι που η κοινότητα αυτή είναι ήδη υπόρρητα και προεικονισμένα συγκροτημένη ως μια πραγματικά πιθανή εναλλακτική στις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις. Η πλήρης ανάδυση αυτών των ανθρώπινων όντων παραμένει στον ορίζοντα του μέλλοντος19.

Υπάρχει μια καταιγίδα στον ορίζοντα. Ο χαρακτήρας της είναι κοινωνικός, πολιτικός και παραγωγικός. Προαναγγέλει την ίδια την πιθανότητα μιας μεγάλης κλίμακας, μείζωνος σύγκρουσης. Με την εγελιανή έννοια είναι ενεργή (δηλαδή, εμμενής στην υπάρχουσα διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων), που προεικονίζει τεράστιας έντασης ταξική πάλη.

Καθώς οι τάξεις υπάρχουν μόνο στη μεταξύ τους σχέση, μέχρι αυτή τη στιγμή, η συζήτηση είναι για αναλυτικούς λόγους αφηρημένη: έχουμε ταυτοποιήσει μόνο τη μια πλευρά σ’ αυτή την αντιπαράθεση, τις τάξεις και τα στρώματα (μικροϊδιοκτήτες, ανεξάρτητους εργολάβους, τα λούμπεν μεσαία στρώματα και μεγαλύτερους, επισφαλείς και ενσυνείδητα “λευκούς” εργάτες) που συγκροτούν ένα νεοφασιστικό αντιπολιτευτικό μπλοκ20.

Ποιος αποτελεί, λοιπόν, την άλλη πλευρά αυτής της αντιθετικής κοινωνικής σχέσης που εγκολπώνει το σύνολο της κοινωνίας; Κι’ αυτή [η άλλη πλευρά] συγκροτεί ένα μπλοκ τάξεων και στρωμάτων, αλλά η κοινωνική της πραγματικότητα είναι μόνο δυνητική (είναι κοινωνικά, όχι λογικά, δυνατή). Συνίσταται στα μεγάλα στρώματα των ισπανόφωνων και μαύρων εργατών και άλλα πολύ μικρότερα εθνοτικά-εθνικά στρώματα επίσης, ένα στρώμα λευκών εργατών και έναν τεράστιο αριθμό νέων, σημαντικός αριθμός των οποίων προλεταριοποιείται ή θα προλεταριοποιηθεί, και εμπλέκεται σε επισφαλείς δουλειές. Μεγάλης σημασίας είναι ότι δεν έχει υπάρξει ένας προλεταριακός πυρήνας μεταξύ των εργαζόμενων τάξεων στις παλιές καπιταλιστικές ζώνες για περισσότερο από 1/4 του αιώνα, καθώς τέσσερις δεκαετίες outsourcing, αναδιαρθρώσεων και συρρίκνωσης κατέστρεψαν τα παραδοσιακά βιομηχανικά κέντρα· και με την εμφάνιση αυτών των στρωμάτων νεολαίας, ιδιαίτερα νέων προλετάριων, αυτός ο πυρήνας επανασχηματίζεται21.

Πώς μπορούμε να ταυτοποιήσουμε αυτόν τον πυρήνα; Ας αφήσουμε να μιλήσει γι’ αυτό το ζήτημα η άλλη πλευρά. Ο Steve Bannon λέει ότι ο πυρήνας αυτός συνίσταται σεmillennials”, γιατί είναι “σοσιαλιστές”, επικρίνοντας επίσης την αυξανόμενη εκκοσμίκευση μεταξύ αυτής της δημογραφικής ομάδας, λέγοντας: “η κυριαρχούσα ώθηση της ποπ κουλτούρας είναι να εκκοσμικεύσει εντελώς αυτή την ανερχόμενη γενιά22. Υπάρχουν αρκετά σημεία που πρέπει να θίξουμε εδώ. Πρώτον, ο Bannon είναι νατιβιστής, “λευκός” και ένας οικονομικο-εθνικιστής, ένας ιδεολόγος που πρεσβεύει μια νεοφασιστική αντιπολιτευτική κουλτούρα σε ένα αντιδραστικό ταξικό μπλοκ· στην πραγματικότητα, μιας και είναι αυτό το μπλοκ που υποστηρίζει (καθιστά εφικτή πολιτικά και συντηρεί) την δεξιά εξουσία στο κράτος, πρωτίστως την προεδρία Τραμπ, και μιας και ο Τραμπ είναι πασιφανώς ο ηγέτης, ένας ηλίθιος εκπρόσωπος τύπου αυτού του μπλοκ, έχει επίσης σημασία ότι, με τον ίδιο τρόπο που ο Τρότσκυ ήταν ο θεωρητικός του Στάλιν, ο Bannon είναι ο θεωρητικός του Τραμπ23. Δεύτερον, ταυτοποιώντας τα “παιδιά της χιλιετίας” ως τον ταξικό εχθρό, πολύ πιο ωμά από τον Τραμπ, ο Bannon, όπως μερικοί ακόμα αξιωματούχοι του Τραμπ, όπως ο David Malpass, καταλαβαίνει τη φύση της πάλης και την πιθανή κλιμάκωσή της σε έναν εμφύλιο πόλεμο και το έχει πει ήδη24. Τρίτον, με τον όρο millennial”, ο Bannon δεν σηματοδοτεί μόνο μια χρονολογικά καθορισμένη ηλικιακή “κλίκα”25. Και λέγοντας “σοσιαλιστές” σίγουρα δεν εννοεί “επαναστάτες”. Αντίθετα, εννοεί και στοχεύει το αίτημα για την παραγραφή των φοιτητικών δανείων, την υποστήριξη στην καθολική, ελεύθερη υγειονομική περίθαλψη, χρηματοδοτούμενη από τα γενικά έσοδα, καθώς και στη δημιουργία θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα, την νομοθεσία και τις δράσεις με στόχο την απάλυνση της κλιματικής αλλαγής, και την περαιτέρω απαίτηση για πολύ πιο αυστηρό πανεθνικό έλεγχο της οπλοφορίας, με άλλα λόγια εννοεί όλους αυτούς τους νέους και τις νέες που υποστηρίζουν (και απαιτούν υπαρξιακά) μια τεράστια επέκταση των ομοσπονδιακών δαπανών κυρίως προς το υπάρχον κουρελιασμένο, συρρικνωμένο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας. Εννοεί όλους εκείνους που με την πλήρη (κατά τη Γερμανία της Βαϊμάρης) έννοια του όρου μπορον να αποκληθούν “σοσιαλδημοκράτες”. Ο καθορισμός από τον Bannon, λοιπόν, ποιος συνιστά τον εχθρό στην εξελισσόμενη και επικείμενη πάλη, μάς παραπέμπει στην αυστηρή έννοια του περιεχομένου της συνείδησης.

Κάποιος μπορεί να χλευάσει. Αν είναι έτσι, τότε η προβληματική φύση της “συνείδησης” σημαίνει ότι δεν αίρεται στο επίπεδο της εκπεφρασμένης επίγνωσης. Αντίθετα, μπλοκάρεται από την εσφαλμένη πεποίθηση ότι στη βάση του ρατσισμού της λευκής εργατικής τάξης βρίσκεται η “υλική βάση της λευκότητας”, η οποία έχει ως επί το πλείστον εξαφανιστεί26. Αυτή η προβληματική μπορεί να ξεπεραστεί μόνο αν αναγνωριστεί ότι ο σχηματισμός ενός κοινωνικού υποκειμένου δεν είναι απλά “υλικός” αλλά, πολύ σπουδαιότερα, θεσμικός και διαμορφώνεται προ-γνωσιακά, προ-συνειδησιακά.

Ας το προσεγγίσουμε αυτό κάπως πλάγια, έμμεσα.

Ας θεωρήσουμε μια γυναίκα που πρόσφατα (Ιούλιος 2018) έχει κακοποιηθεί (κι αυτό έχει γίνει viral στο Διαδίκτυο) από κάποιον συνειδητά λευκό άντρα που εξακολουθούσε να την ενοχλεί, ισχυριζόμενος ότι αυτή δεν έχει το καθεστώς πολίτη, κι αυτά την ίδια στιγμή που ένας άλλος (επίσης συνειδητά) λευκός μπάτσος καθόταν αγνοώντας τις εκκλήσεις της για βοήθεια (η γυναίκα είναι κάτοικος του Πουέρτο Ρίκο που, ό,τι κι αν σκέφτεστε, είναι μια εδαφική επικράτεια των Ηνωμένων Πολιτειών, με άλλα λόγια έχει και εθνικότητα και υπηκοότητα). Δεν μπορείς να εξηγήσεις αυτή τη συμπεριφορά αναφερόμενος απλά στη “λευκότητα”, αν μ’ αυτό το μόνο που εννοείς είναι μικρά (“υλικά”) προνόμια. Το ζήτημα εδώ είναι, μάλλον, αυτή η “φαντασιακή κοινωνική σχέση”, αυτή η “κοινωνικά κατασκευασμένη τοπογραφία απόκρυφων φόβων, ανασφαλειών, φαντασιώσεων και πλαστών γεγονότων και διαισθήσεων” και το εμπεδωμένο σε αυτά μοναδικό κοινωνικό γεγονός του ποια “υλικά” προνόμια (από εκπτώσεις και απαλλαγές φόρων, ενοριακές εισφορές κλπ. για κάποιους – την ίδια στιγμή που συμμετέχουν σε ένα κυνήγι σκλάβων, πίσω στον ιστορικό χρόνο – μέχρι τους υψηλότερους μισθούς μαζί με την εξαίρεση από πραγματικά δύσκολες και επίπονες δουλειές) έχουν σχεδιαστεί για να επιβεβαιώνουν και τα οποία η αποβιομηχάνιση σε μεγάλο βαθμό έχει καταστρέψει, με άλλα λόγια ένα βασισμένο στην εμπειρία μοντέλο της κοινωνίας με τρεις τάξεις (οι πλούσιοι πάνω από “εμάς”, “εμείς” στη μέση και “αυτοί” μόνιμα κάτω από μας, μια βαρβαρίζουσα, στη βάση της κοινής λογικής, επεξεργασία της άμεσης εμπειρίας), που παρέχει σ’ “εμάς” ηθική αξία και ανθρώπινη αξιοπρέπεια αποδεικνύοντας ότι “εμείς”, οι “λευκοί” είμαστε καλλίτεροι από “αυτούς”, τους “μαύρους” ή γενικότερα τους ανθρώπους χρώματος.

Συνεπώς αυτό που είναι ζήτημα δεν είναι αποκαλούμενα προνόμια, αλλά θεσμοί που δημιουργούν μια διεστραμμένη, παραμορφωμένη ταυτότητα στα θεμέλια μιας κοινωνικά κατασκευασμένης ψυχο-τοπογραφίας της οποίας ο θρησκευτικός φανατισμός, ο ρατσισμός και η φυλετικοποιημένη επίγνωση επιβεβαιώνουν την ηθική αξία και ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Αυτό μας φέρνει πίσω στους “σοσιαλιστές” “millennials” του Bannon.

Ό,τι κι αν σκεφτόμαστε για τους θεσμούς που διαμορφώνουν τις ευαισθησίες των “millennial” του Bannon, αυτές οι ευαισθησίες δεν είναι φυλετικοποιημένες. Πρώτον, ας κατανοήσουμε τα ιστορικά θεμέλια που κυβερνούν θεσμούς που μεταφέρουν μια μη-φυλετικοποιημένη, ενορατική [precognitive] συναισθηματική/συγκινησιακή [affective] ύπαρξη. Αυτά είναι αρκετά, αλλά και τα ακόλουθα στοιχεία είναι κρίσιμα27: ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, μια κοινωνικά γενικευμένη αντίθεση στον πόλεμο στην Ινδοκίνα (θυμηθείτε ότι ακόμα κι αυτοί που ψήφισαν τον Ρίτσαρντ Νίξον είχαν λάβει την υπόσχεση από τον εν ενεργεία πρόεδρο ότι είχε ένα μυστικό σχέδιο για την αποχώρηση από το Βιετνάμ) και, σε συνδυασμό μ’ αυτό, μια αντιπολίτευση τόσο λαϊκή όσο και από τα ίδια τα κράτη, μεταξύ των αστικών δημοκρατιών της Δύσης, υποχρέωνε την άρχουσα τάξη των ΗΠΑ να αναλάβει σοβαρές προσπάθειες για να ανακτήσει την εξουσία της (άλλωστε, βίωνε μια κρίση νομιμοποίησης): η απαίτηση ήταν η επανασύνδεση του καπιταλισμού, του αμερικάνικου καπιταλισμού, με τη δημοκρατία. Πρέπει επίσης να κρατήσουμε στο μυαλό μας ότι, στο υπόβαθρο, αν θέλετε, της όλης κοινωνικής κρίσης ήταν το πάντα παρόν ζήτημα της εξωστρεφούς προβληματικής, υπερβολικής παραγωγικής ικανότητας, της υπερπαραγωγής, και ενός κορεσμού εμπορευμάτων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η δημόσια, θεαματική αγιοποίηση του δολοφονημένου Μάρτιν Κινγκ ήταν πιεστική: η αχίλλειος πτέρνα της αμερικάνικης αστικής δημοκρατία ως τυπικής δημοκρατίας ήταν ανέκαθεν το θεσμικά ρατσιστικό βάρος πάνω στους μαύρους. Για παράδειγμα, ήταν η μοναδική κριτική που μπορούσε να ασκήσει το κρατικο-καπιταλιστικό μπλοκ, οι κοινωνίες σοβιετικού τύπου, και στην οποία όσοι εμπλέκονταν με την ιδεολογική υπεράσπιση της πολιτικής μορφής του αμερικάνικου καπιταλισμού δεν μπορούσαν να απαντήσουν πειστικά. Από τα μέσα της δεκεατίας του 1970 και μετά, ήταν επιτακτικό να αναπτυχθεί, και στη συνέχεια να εφαρμοστεί, ένα πρόγραμμα το οποίο, ενώ συνειδητά θα αποτύγχανε να θίξει κομβικούς θεσμούς κοινωνικής αναπαραγωγής (οικογένεια, εργασιακός χώρος), θα μπορούσε να προσφέρει μια αυτο-εικόνα των Αμερικανών και μια εικόνα προς τον αστικό κόσμο της Αμερικής ως μιας κοινωνίας με “αχρωματωψία”. Ένας ασφαλής χώρος για να θεσμοποιηθεί αυτό το πρόβλημα θεωρήθηκε ότι ήταν το σχολικό σύστημα. Το βασικό σχολικό πρόγραμμα μετασχηματίστηκε, τα σχολικά βιβλία ξαναγράφτηκαν, νέα πρόσωπα, σκουρόχρωμοι Αμερικάνοι που μιλούσαν, έπαιζαν και δούλευαν με φυσικούς “λευκούς” Αμερικανούς, εμφανίστηκαν στα βιβλία εργασιών των δημοτικών σχολείων, η λογοτεχνία ήταν προσεκτικά επιλεγμένη (και σε έργα στα οποία η θρησκοληψία ήταν παρούσα και η διδασκαλία των οποίων δεν μπορούσε να αποφευχθεί, οι εκπαιδευτές κατέβαλαν τεράστια προσπάθεια για να επισημάνουν το τεράστιο χάσμα που χώριζε το – τότε – παρόν από τον Jim Crow28, τους Redeemed29 και την Antebellum America30).

Οι διαμορφωτές πολιτικής σε όλα τα επίπεδα του κράτους, μέχρι και το πιο χαμηλό, τις σχολικές περιφέρειες, τους δήμους και τις κοινότητες, μπορεί να προσποιούνταν αλλά οι εκπαιδευτικοί, οι ίδιοι οι δάσκαλοι, στην πλειοψηφία τους το πήραν πολύ σοβαρά. Κεφάλαια που επένδυαν στον κινηματογράφο συνεργάστηκαν. Περισσότεροι μαύροι ηθοποιοί εμφανίστηκαν, και μάλιστα στους ρόλους των “καλών” αντρών και γυναικών· και, φυσικά, ήταν, με τον δικό του κρίσιμο τρόπο, το Sesame Street. Η αποβιομηχάνιση με τους μειωνόμενους μισθούς και την καταρρέουσα δομή επιδομάτων ανάγκαζε τις γυναίκες να μπαίνουν μαζικά στην εργασία, περιορίζοντας έτσι δραστικά τον ρόλο της οικογένειας στην κοινωνικοποίηση των παιδιών. Την ίδια στιγμή, αναδύθηκε το καπιταλιστικό κέντρο φροντίδας ως ένα κοινωνικό φαινόμενο, ως ένας εναλλακτικός τόπος κοινωνικοποίησης, εμφορούμενος όμως από τις ίδιες αρχές που λειτουργούσαν όλο και περισσότερο στους εκπαιδευτικούς θεσμούς. Σχετικά με τους τελευταίους, τι ήταν αυτό που διδασκόταν; Ισότητα, ανεκτικότητα και ευαισθησία στο αίσθημα και στο συναίσθημα. Η ανεκτικότητα στη διαφορά, η εθνοτική, εθνική, φυλετική και έμφυλη συμπερίληψη δεν διδάσκονταν απλά αλλά καλλιεργούνταν, όχι ως ένα διανοουμενίστικο περιεχόμενο (αν και αυτό το στοιχείο ήταν υπαρκτό) αλλά ως μια στάση που προηγείται της σκέψης, ως πρακτική και συμπεριφορά. Κατά ειρωνικό τρόπο, η εφαρμογή ολόκληρου του σχεδίου κοινωνικοποίησης ξεκίνησε καθώς ο Ρόναλντ Ρήγκαν ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ. Και, όντως, σε μεγάλο βαθμό υλοποιήθηκε με επιτυχία, πρωτίστως επειδή από την εποχή του Ρήγκαν η λειτουργία του σχολείου είχε αλλάξει δραματικά. Η ενστάλλαξη πειθαρχίας σε αντιστοιχία με την δουλειά στο εργοστάσιο, ήταν ο υποκείμενος προ-γνωστικός στόχος της εκπαίδευσης μέχρι τη στιγμή που αυτός μετασχηματίστηκε στην καλλιέργεια μιας υποκειμενικότητας που πραγματώνει τον εαυτό της στην, και μέσω της, κατανάλωση εμπορευμάτων, σε αντιστοιχία με την χωρίς προηγούμενο προβληματική υπερπαραγωγή και περίσσεια εμπορευμάτων.

Είναι βέβαιο ότι δεν ανέπτυξαν όλοι οι νέοι ευαισθησίες απο-φυλετικοποίησης. Αλλά, από την άλλη, δεν ήταν όλες οι σχολικές περιφέρειες που επιδίωξαν αυτό το σχέδιο με συστηματικότητα: στις προηγούμενες τέσσερις δεκαετίες, ήταν στις μεγάλες μητροπολιτικές σχολικές περιφέρειες, που διέθεταν έστω κάποιους ελάχιστους οικονομικούς πόρους και έναν ελάχιστο βαθμό φυλετικής ενσωμάτωσης, στις οποίες το σχέδιο είχε επιτυχία. Εξ ου το Marjory Stoneman Douglas High School (που στεγάζει 8.000 μαθητές) στο Parkland της Φλόριδα. Ακόμα κι αν αναλήφθηκε, το σχέδιο σίγουρα δεν καρποφόρησε σε μικρές, επαρχιακές και, ως επί το πλείστον, λευκές σχολικές περιφέρειες.

Στοιχεία για όλα αυτά; Δείτε παρέες νεαρών που μαζεύονται σε δημοφιλείς τόπους μαζικής κατανάλωσης, παρατηρήστε τη δι-εθνοτική, διαφυλετική σύστασή τους. Κάντε μια λίστα (θα ήταν εξαιρετικά μεγάλη) των εκτελέσεων από μπάτσους μαύρων ανδρών στα πολύ τελευταία χρόνια και εξετάστε τις αναφορές των ΜΜΕ (οπτικά κομμάτια στα δικτυκά μέσα ενημέρωσης, φωτογραφίες εφημερίδων, βίντεο στο διαδίκτυο, ιδιαίτερα στο YouTube) των διαμαρτυριών, αυθόρμητων ή όχι, ως αντίδραση στις δολοφονίες αυτές. Η νεολαία που αντιπροσωπεύεται με τον καλλίτερο τρόπο είναι η διεθνοτικά, διαφυλετικά συγκροτημένη, Στην πραγματικότητα, θα βρείτε πολλά “λευκά” πρόσωπα. Τι εξήγηση δίνετε εσείς γι’ αυτό;

Μπορεί να ανταπαντήσει κανείς ότι αυτό δεν είναι ταξική ανάλυση, που σημαίνει: η “νεολαία” είναι μια άμορφη, μη ταξική κατηγορία, ενώ η πλειοψηφία των “millennials” του Bannon είναι με διαφορά “λευκοί”, τα συμφέροντά τους και οι ανησυχίες τους δεν θέτουν τα πιεστικά ζητήματα της μετανάστευσης και της αστυνομικής βαρβαρότητας και δολοφονικότητας.

Σκεφτείτε, όμως, ότι προωθούμενη από τον ανταγωνισμό μεταξύ κεφαλαίων, η δυναμική της τεχνολογικής καινοτομίας στην απονεκρωμένη, μηχανική καρδιά του καπιταλισμού θα εξασφαλίσει ότι τεράστιοι αριθμοί αυτών των “millennials”, άσχετα από την εκπαίδευση και τις προσδοκίες τους, θα είναι προλεταριοποιημένοι και επισφαλείς, και βαθιά, πολύ βαθιά χρεωμένοι (όλη αυτή η κατάσταση έχει γίνει και θα γίνει η ίδια όλο και περισσότερο μια φόρμουλα εξαθλίωσης που θα ζει και θα βιώνει κανείς). Η περιστασιακότητα είναι σήμερα ένα καθολικό, πανταχού παρόν δεδομένο της προλεταριακής ζωής εδώ στις ΗΠΑ σήμερα και σ’ ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο (δηλαδή σ’ ολόκληρο τον κόσμο) και θα είναι περισσότερο έτσι στο προβλέψιμο μέλλον. Η συνείδηση, τόσο στις προγνωσιακές όσο και στις εκπερφασμένες πτυχές της, είναι, εν πάσει περιπτώσει, συστατικό στοιχείο της τάξης.

Η άποψη που διατυπώνεται εδώ είναι ότι προλετάριοι που παλεύουν με το ζήτημα της εξουσίας, μια επίγνωση που δεν είναι φυλετικοποιημένη και των οποίων οι ευαισθησίες αγκαλιάζουν την ανεκτικότητα και την ισότητα, θα είναι πολύ πιο δεκτικοί σε μια δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση των μεταναστών και θα μπορούν, επιπρόσθετα, να αντιμετωπίσουν τα πραγματικά ακανθώδη αλυτρωτικά και ρεβανσιστικά ζητήματα που, χρονολογούμενα από το 1846, ίσως παραμένουν ακόμα στην λαϊκή συνείδηση· τέτοιοι προλετάριοι θα είναι πιθανόν επίσης πολύ πιο ευαίσθητοι οικολογικά· και, πριν ακόμα και από την κατάληψη της εξουσίας, στις συγκρούσεις που θα έρθουν, μπουχτισμένοι από την αστυνομική βαρβαρότητα, με μια τέτοια επίγνωση, άσχετα από τις αστικοδημοκρατικές και εκλογικές αυταπάτες, θα φτάσουν να αναγνωρίσουν (έστω και διαισθητικά) τον ρόλο και τη λειτουργία, στην πραγματικότητα, των μπάτσων ως της πρώτης γραμμής της εξουσίας της άρχουσας τάξης. Από τις αποχές των μαθητών λυκείων (22–25 Φεβρουαρίου 2011) στο ανατολικό Wisconsin, που έγινε αφετηρία μιας μαζικής απεργίας με αποκορύφωμα την πορεία πάνω από 100.000 ατόμων την Κυριακή (27 Φεβρουαρίου 2011) στο Μάντισον, μέχρι τις διαδηλώσεις και πορείες με πρώτο το σχολείο Marjory Stoneman Douglas των μαθητών της Φλόριδα, που ανάγκασαν ένα δεξιό νομοθετικό σώμα και έναν συκοφάντη, αταβιστή οπαδό της NRA κυβερνήτη να υπογράψει μια νομοθεσία που περιορίζει την οπλοφορία, αυτό το νεανικό προλεταριάτο εν τω γενάσθαι επιδεικνύει μια ικανότητα να δρα συντονισμένα (κατά δεκάδες χιλιάδες) με έναν τρόπο που οι εργάτες στις ΗΠΑ δεν το έχουν κάνει από τη δεκεατία του 1970. Αυτό είναι κάτι αξιοσημείωτο. Για την ακρίβεια είναι εξαιρετικής σημασίας.

Υπάρχει ένα τελευταίο υπόγειο ζήτημα εδώ, ένα ζήτημα κατά πόσον ο αναδυόμενος πυρήνας αυτού του προλεταριάτου είναι υπερβολικά “λευκός”. Τα “παιδιά της χιλιετίας”, αριθμώντας 75,4 εκατομμύρια, αποτελούν από μόνα τους τη μεγαλύτερη δημογραφική ομάδα στην ιστορία των ΗΠΑ. Μπορεί να πιστεύει κανείς ότι είναι ως επί το πλείστον “λευκοί” (φράση στην οποία ο όρος δεν χρησιμοποιείται με τη “φυσική” σημασία, αλλά αναφέρεται στην προς τα έξω εμφάνιση, στον φαινότυπο με τη γενετική έννοια λαμβανόμενος ως άμεσα δοσμένος, δηλαδή προσβάσιμος στην παρατήρηση αλλά, παρ’ όλα αυτά, διαμορφωμένος, σε μια μακρά ιστορική διαδικασία, από τις δομές και λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού), αλλά, στην πραγματικότητα, ένα ολόκληρο 42% το 2012 και ένα 46% το 2018 των “millennials” είναι μη-λευκά άτομα31. Αλλά, κι αυτό είναι σημαντικότερο, ίσως, για μια μη-φυλετικοποιημένη συνείδηση τα ζητήματα “λευκός”, “φυλή” και “χρώμα” δεν βαραίνουν ιδιαίτερα.

Όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε στα συμπεράσματά μας, ολόκληρη η τροχιά της σύγχρονης ανάπτυξης τείνει προς μια γενική κρίση του καπιταλισμού: όταν ειδωθεί στο ευρύτερο πλαίσιο που περιγράφεται παρακάτω, αυτή η κρίση, καθορισμένη εντός του πλαισίου του πλανητικού οικολογικού και κλιματικού μετασχηματισμού, προμηνύει μια γιγαντιαία ταξική σύγκρουση η οποία, αν και όχι μοιραία προδιαγεγραμμένη, είναι πολύ πιθανόν να συμβεί. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, υπάρχει η ευκαιρία, φευγαλέα αδιαμφισβήτητα, για τους επαναστάτες να επιδείξουν πολιτικό βάρος άσχετα από το ολιγάριθμό τους.

Οπότε, ποιες είναι οι απαιτήσεις εδώ; Η “λευκότητα” δεν μπορεί, ούτε και θα εγκαταλειφθεί, απ’ όσους είναι φορείς της. Η επίδρασή της, όμως, θα μειωθεί (όχι κοινωνικά, αλλά ως μια εσωτερική σχέση της εργατικής με τον εαυτό της) με τον χρόνο, όχι τόσο δραματικά όσο θα θέλαμε, παρ’ όλα αυτά θα ελαττωθεί· αυτό θα γίνεται καθώς μεγάλος αριθμός συνειδητά “λευκών” εργατών θα “μεγαλώσουν ηλικιακά” και δεν θα επηρεάζουν πλέον σημαντικά την ταξική σχέση. Ίσως να μην πρόκειται παρά για μια κατεξοχήν αμυντική ισχυρή θέση και μια εύλογη ελπίδα32. Αυτό που απαιτείται εδώ είναι μια πλήρης κατανόηση της κατάστασης και της δυναμικής της.

Μέρος IIΙ – Προβλήματα για τους επαναστάτες κομμουνιστές

Υπάρχουν δυο πολύ εκτεταμένα “τυφλά” σημεία στον τρόπο σκέψης των επαναστατών κομμουνιστών. Μεταβιβάζονται στην κοινωνική κρίση που τοποθετείται πάνω στην τοπική φύση που η ίδια υφίσταται ραγδαία επιδείνωση και κατάρρευση. Οι συνέπειες της αποτυχίας να αντιμετωπίσουμε αυτή την τυφλότητα είναι μεγάλης κλίμακας ίσως και ακυρωτικές (για μας).

Πλανητική κλιματική αλλαγή

Θα παρακάμψουμε εδώ τη συζήτηση για τη συνεχιζόμενη οικολογική κατάρρευση και τη μαζική εξόντωση ολόκληρων ειδών και θα περάσουμε, αντίθετα, αποκλειστικά στους πλανητικούς μετασχηματισμούς του κλίματος33.

Θα εξετάσουμε τρεις έκδηλες μορφές κλιματικής αλλαγής που βιώνουμε, τις καταρρακτώδεις βροχές και πλημμύρες, τα κύματα καύσωνα και τις ανεξέλεγκτες πυρκαγιές. Όλα αυτά είναι πολύ πρόσφατα γεγονότα, ένα στιγμιότυπο αλλαγών που είναι σε εξέλιξη, που συμβαίνουν με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα και ένταση.

Την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου [στμ. του 2018], συνέβη στο North Yorkshire μια μεγάλη πλημμύρα εξαιτίας της έντονης βροχόπτωσης και η οποία προκάλεσε καταστροφή στις καλλιέργειες στα πλημμυρισμένα χωράφια και τον θάνατο ζώων (10% των προβάτων) λόγω πνιγμού· την ίδια στιγμή, υπήρχε μια πλημμύρα στο Kauai, στην Χαβάη, όπου, αφού έπεσαν 24 ίντσες νερού μετά από 24 ώρες βροχόπτωσης, χρειάστηκε να γίνουν μαζικές εκκενώσεις από τον αέρα· στα μέσα Απριλίου, στις επαρχίες Jammu και Κασμίρ, βαριές χιονοπτώσεις και βροχοπτώσεις έκλεισαν αυτοκινητόδρομους και προκάλεσαν χιονοστιβάδες και κατολισθήσεις· και, πάλι στα μέσα Απριλίου, κατά μήκος των ακτών της Αραβικής χερσονήσου στην Ερυθρά θάλασσα (νότια της Μέκκας) καταιγίδες προκάλεσαν τέτοια χαλαζόπτωση που μετά από το φαινόμενο παρέμειναν σχεδόν 30 εκατοστά παγετού. Όλα αυτά τα γεγονότα ήταν χωρίς προηγούμενο, “παράδοξα” με βάση τα ιστορικά στάνταρ.

Στις 5 Ιουλίου, την ίδια μέρα που στο Ντένβερ η θερμοκρασία έφτανε τους 40.5 °C και στο κεντρικό Πακιστάν τους 50.2 °C, αμφότερες ρεκόρ καταγεγραμμένων υψηλών θερμοκρασιών όλων των εποχών, οι ακόλουθες πόλεις στο βόρειο ημισφαίριο “χτύπησαν” όλες ημερήσια μέγιστα: στο Μόντρεαλ 36.6 °C, στο Castlederg (Ιρλανδία) 30 °C και στο Μπέλφαστ 29.5 °C, στη Γλασκώβη 32 °C και 33 °C στο Motherwell (επίσης στη Σκωτία), στο Γιερεβάν (Αρμενία) 42 °C και στην Quriya (Ομάν) 42.6 °C.

Καθώς γράφουμε αυτές τις γραμμές, στις 18 Ιουλίου, κι ενώ 60 μεγάλες ανεξέλεγκτες πυρκαγιές κατακαίνε στις δυτικές ΗΠΑ, 11 μεγάλες πυρκαγιές μαίνονται εντός του Αρκτικού κύκλου στην Γροινλανδία, τη Σιβηρία, την Αλάσκα και τον Καναδά, με την χειρότερη στη Σουηδία. Αυτές στον Καναδά, που καίνε ακόμα, έφτασαν μέχρι το νοτιότερο σημείο της Βρετανικής Κολούμπια, δημιουργώντας έτσι μια γραμμή πυρκαγιών ορατή από το διάστημα κατά μήκος των ακτών του Ειρηνικού στη Βόρεια Αμερική. Στην Ευρώπη είναι η Ουκρανία που έχει χτυπηθεί ιδιαίτερα σκληρά από ανάλογες πυρκαγιές.

Όλα αυτά αντιπροσωπεύουν την παρομοιώδη “κορυφή” του μεταφορικού παγόβουνου.

Οι καταρρακτώδεις βροχές και πλημμύρες συνδέονται τοπικά-περιφερειακά, όχι παγκόσμια· αλλά οι ανεξέλεγκτες πυρκαγιές και οι καύσωνες (και η ξηρασία) που τις καθοδηγούν συγχρονίζονται σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή είναι μια ένδειξη της τροχιάς της πλανητικής αλλαγής. Δημιουργούμενες, επιδεινούμενες και επιταχυνόμενες από την καπιταλιστική ανάπτυξη, αυτές οι αλλαγές αποκρίνονται τώρα στην ίδια τη δυναμική τους: κλείστε όλα τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας και όλες τις βιομηχανικές εκπομπές, εκμηδενίστε τις εκπομπές ρύπων από τα οχήματα κάθε είδους, σταματήστε όλες τις αεροπορικές πτήσεις, και, πάνω απ’ όλα, σταματήστε τις εκπομπές από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις (ίσως τον μεγαλύτερο παραγωγό διοξειδίου στη Γη), βάλτε ένα τέλος σε όλα αυτά αύριο και τα επίπεδα ατμοσφαιρικού CO2 θα συνεχίσουν να αυξάνονται για το επόμενο 1/4 του αιώνα και η ζέστη, η ξηρασία, οι πυρκαγιές και οι καταιγίδες και οι πλημμύρες θα συνεχίσουν να πληθαίνουν, άρρηκτα συνδεδεμένες και εμφανιζόμενες με ποιοτικά καινούριους τρόπους. Υπάρχουν τα τεχνολογικά μέσα για να αλλάξει αυτή η κατάσταση; Όχι. Μπορούν να δημιουργηθούν; Ίσως, αλλά είναι πολύ πιθανότερο αυτή η νέα Γη, της οποίας τον σχηματισμό έχει προκαλέσει η κίνηση του κεφαλαίου, να διατηρηθεί για αρκετά εκατομμύρια χρόνια, μια πραγματικότητα που από πρακτική σκοπιά υπερβαίνει την ανθρώπινη κατανόηση.

Ακόμα και χωρίς μια ανεξέλεγκτη υπερθέρμανση, το τερματικό σημείο αυτού του εξελισσόμενου μετασχηματισμού – το τέλος της περιόδου μεταξύ των παγετώνων και, μαζί μ’ αυτήν, η αρχή ενός αφόρητα ζεστού κλίματος, η μείωση των χτισμένων περιβαλλόντων σε ένα επίπεδο αρκετά κάτω από αυτό που υπήρχε πριν από 8-9 χιλιάδες χρόνια, και, πάνω απ’ όλα, ένας λιμός πόρων στη φύση – κάνουν κάποιους γνήσια κομμουνιστικούς σχεδιασμούς που δίνουν έμφαση στην ελάττωση της εργασίας, την αντίθεση σε μια “μετάβαση” και την προσπάθεια να τεθεί η αφθονία σε μια μη-εμπορευματική βάση πέρα από τις τεχνολογίες του κεφαλαίου, να μην έχουν πλέον σχέση ή νόημα.

Οι μαρξιστές έχουν συνεχίσει να πανηγυρίζουν την κυριαρχία επί της φύσης πολύ αργότερα από το σημείο που αυτή έγινε καταλήστευση των φυσικών πόρων και οικολογική καταστροφή, επιβεβαιώνοντας ότι ο κομμουνισμός ως μια ελεύθερη ανθρώπινη κοινότητα βασιζόταν στέρεα στα θεμέλια των υλικών επιτευγμάτων του καπιταλισμού. Από το 1998 περίπου και ύστερα, και ιδιαίτερα μετά την οικονομική κρίση, επαναστάτες κομμουνιστές απέτυχαν οικτρά να συνδέσουν την κλιματική αλλαγή, τη μαζική εξόντωση ειδών και την εξελισσόμενη οικολογική κατάρρευση με την δυναμική του καπιταλισμού, ενώ ολόκληρη η νεοδεξιά, νεοφασιστική κουλτούρα έχουν προσδέσει την υπεράσπιση του καπιταλισμού με την άρνηση της κλιματικής αλλαγής. Και τώρα βρισκόμαστε εδώ, χωρίς κανένα στοιχείο (πολύ λιγότερο, δε, προγραμματική κατεύθυνση) για το πώς να αντιμετωπίσουμε αυτούς τους μετασχηματισμούς.

Ρωτήστε τον εαυτό σας ως έναν επαναστάτη “βολεμένο” σε μια καινούρια μορφή προλεταριακής οργάνωσης που έχει εξουσία, είτε ένα συμβούλιο είτε ένα σχεδόν-κράτος, δύο δεκαετίες από τώρα, τι θα κάνετε εσείς και οι σύντροφοί σας, εδώ ή στο εξωτερικό, όταν τα αποθέματα από το λιώσιμο των παγετώνων εξαντλούνται και οι χιονοπτώσεις τον χειμώνα θα είναι τόσο σπάνιες ώστε οι ροές πολλών από τους κύριους ποταμούς που υδροδοτούν μεγάλες πόλεις του κόσμου γίνονται ρυάκια ή να ξεραίνονται εντελώς; Όταν η ύπαιθρος που περιβάλλει αυτές τις πόλεις υφίσταται τόσο έντονη ζέστη και αδιάκοπη ξηρασία και οι πόλεις να πεθαίνουν από την έλλειψη νερού και φαγητού; Όταν τα Βραχώδη Όρη και η Σιέρρα Νεβάδα περάσουν σ’ αυτήν την κατάσταση και η δίψα του Λος Άντζελες, του Βέγκας και του Φοίνιξ δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, ή όταν η ζέστη είναι τόσο έντονη που αυτές οι ίδιες πόλεις, το Βέγκας, το Φοίνιξ, το Τουσκόν και το Ελ Πάσο, και άλλες πόλεις όπως αυτές, απλά εγκαταλείπονται; Καθώς τα πρώτα 150-180 εκατοστά στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας παράγει τόση αλάτωση που σκοτώνει όλες τις παραθαλάσσιες σοδειές παγκόσμια, και το 1/8 του παγκόσμιου πληθυσμού (σχεδόν 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι) ξεκινά μια καταναγκαστική μετανάστευση στο εσωτερικό των ηπείρων, η οποία δεν θα τελειώσει μέχρι αυτή η άνοδος να ξεπεράσει σχεδόν τα 80 μέτρα και περίπου ο μισός πληθυσμός της Γης έχει μεταναστεύσει (η αλάτωση έχει κάνει αδύνατη την καλλιέργεια του ρυζιού σε βάθος σχεδόν 60 χιλιομέτρων από τον κόλπο της Βεγγάλης· και έχει αναγκάσει ένα εκατομμύριο αγρότες να εγκαταλείψουν την καλλιέργεια ρυζιού και να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους στο δέλτα του Μεκόνγκ); Πώς προβλέπετε να αντιμετωπίσετε με τον ίδιο τρόπο αυτές τις μαζικές μεταναστεύσεις προς την ενδοχώρα από τις ανατολικές παράκτιες περιοχές των ΗΠΑ και την περιοχή του κόλπου (του Μεξικού); Πώς θα αντιμετωπίσετε την κατάρρευση των υποδομών, των λιμανιών και των αποβάθρων που θα βυθιστούν κάτω από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, όταν οι υπόνομοι ομβρίων υδάτων ξεχειλίζουν σε ρυάκια, λίμνες και ποτάμια, εθνικές οδούς, σιδηροδρομικές γραμμές και αεροδιαδρόμους που κάμπτονται από την υπερβολική θερμότητα, γέφυρες και δρόμους που σφυροκοπούνται και καταστρέφονται από ανελέητες καταιγίδες, την υπερφόρτωση και τις διακοπές των σταθμών ηλεκτρικής ενέργειας εξαιτίας της υπερβολικής – λόγω ζέστης – ζήτησης, και, συνεπώς, με την κατάρρευση των τοπικών, περιφερειακών και παγκόσμιων συστημάτων διανομής; Πώς θα αντιμετωπίσετε θερμοκρασίες 35 °C και άνω “υπό σκιά”34, καθώς δεκάδες, για να μην πούμε εκατοντάδες χιλιάδες, άνθρωποι υφίστανται αδιάκοπα εξάντληση από τη ζέστη, οργανική κατάρρευση και θα πεθαίνουν35;

Κρίση της νομιμοποίησης του κράτους και επαναστάτες κομμουνιστές

Ο μακρύς απόηχος της οικονομικής κρίσης (2008–2009) περιλαμβάνει το κίνημα Occupy, τη μαζική απεργία τον Φεβουάριο του 2011 και τη μετέπειτα κατάληψη του κρατικού κτιρίου στην Madison, την αντίσταση στον αγωγό Keystone, και, καθώς τα γεγονότα μετατοπίζονταν προς τα δεξιά, την εκλογή του Τραμπ το 2016. Παίρνοντάς τα από κοινού, όλα αυτά τα γεγονότα, αποκαλύπτουν μια συγκεκριμένη απώλεια της αφελούς πίστης στο κράτος. Όντας όχι απλοί αντιπερισπασμοί, οι συγκρούσεις του Τραμπ και η λαϊκή υποστήριξη που στράτευσε εναντίον του FBI, του νεο-συντηρητικού Κογκρέσου, των ειδησειογραφικών πρακτορείων και των κύριων εθνικής εμβέλειας σοβαρών εφημερίδων επιδεικνύουν βαθύ κυνισμό, αν και στην πλειοψηφία του προερχόμενο από την δεξιά, προς την κυρίαρχη φράξια της άρχουσα τάξης. Αυτό εκφράζει μια αυξανόμενη απογοήτευση. Όμως, συγκεκριμένες πεποιθήσεις, αντιλήψεις και ψευδαισθήσεις βάζουν ένα φρένο στο πόσο βαθιά μπορεί να φτάσει αυτή η απογοήτευση.

Το ζήτημα είναι τα γεγονότα στο εσωτερικό των ΗΠΑ στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001.

Στην Νέα Υόρκη, αεροπειρατές χωρίς εμπειρία πτήσης εμπορικών αεροπλάνων εκτελούν ελιγμούς που έμπειροι πιλότοι θα είχαν τεράστια δυσκολία να πετύχουν· συντριβές αεροσκαφών λέγεται ότι προκάλεσαν ανάφλεξη και έλιωσαν ένα σύμπλεγμα ατσάλινων δοκών με τέτοια μέγιστη ένταση θερμότητας που θα καθιστούσε αυτό το λιώσιμο αδύνατο· η κατάρρευση και ελεύθερη πτώση του Βόρειου και του Νότιου Πύργου ήταν συνεπής με μια ελεγχόμενη κατεδάφιση· στην Ουάσιγκτον, η έκταση της ζημιάς που προκλήθηκε στο Πεντάγωνο και η απουσία συντριμμιών από αεροπλάνο ήταν όλα συνεπή με ένα χτύπημα από κατευθυνόμενο πύραυλο· στην Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον, η αποτυχία ολόκληρου του βασισμένου στο NORAD δικτύου αεράμυνας ήταν ανεξήγητα άνευ προηγουμένου· κοντά στο Shanksville, το “σχέδιο” των συντριμμιών του αεροπλάνου που καταρρίφθηκε ήταν επίσης συνεπές, και μόνο συνεπές, με καταστροφή από έναν πύραυλο (για να μην αναφέρουμε το αδύνατο τηλεφωνικών κλήσεων μακράς διαρκείας, και με συνοχή, από το ύψος των 8000 ποδών το 2001). Και τα λοιπά, και τα λοιπά.

Η επίσημη έκθεση της Επιτροπής για την 11η Σεπτεμβρίου είναι μια απάτη με μηδενική εξηγηματική αξία. Είναι μια πασιφανής άτοπη θεωρητικοποίηση συνωμοσίας. Και όμως λειτουργεί ως σύνοψη μιας ευρέως διαδομένης, λογικά απαράδεκτης πεποίθησης.

Βέβαια, υπάρχει σοβαρός λόγος που ιστότοποι επαναστατών κομμουνιστών και φόρουμ συζήτησης δεν ασχολήθηκαν μ’ αυτά τα γεγονότα (αλλά δεν υπάρχει σοβαρός λόγος που οι ίδιοι ιστότοποι παπαγαλίζουν συχνά την επίσημη γραμμή): ανοίξτε έναν ιστότοπο ή φόρουμ συζήτησης τέτοιων γεγονότων και θα δείτε επιχειρήματα για το κατά πόσον η βασίλισσα της Αγγλίας και/ή το Βατικανό, στην επιδίωξη σατανικών τελετουργικών, ελέγχουν τον κόσμο του μεγάλου χρηματοπιστωτικο κεφαλαίου.

Αλλά υπάρχουν δυο πολύ πιο σημαντικές πτυχές στην όποια αξία έχουν συζητήσεις αυτής ειδικά της “συνομωσίας”.

Πρώτον, ανάμεσα στους εργάτες που δεν ορίζουν οι ίδιοι τον εαυτό τους με όρους της “λευκότητάς” τους, και που επιπρόσθετα ίσως παρέχουν μικρή ή καθόλου υποστήριξη στον Τραμπ, και ανάμεσα στον αναδυόμενο μη φυλετικοποιημένο, νεανικό προλεταριακό πυρήνα, υπάρχει μια εκλογική νομιμοφροσύνη αν όχι στο Δημοκρατικό κόμμα, τότε στο κράτος και ιδιαίτερα στη χώρα και το “έθνος”. Πίστη στην επίσημη εκδοχή των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 όχι μόνο επιδεικνύει παραδειγματικά έναν από καρδιάς σωβινισμό, είναι ο μύθος της εποχής μας, που δένει την εργατική τάξη με το “έθνος” “της” (δηλαδή, με την άρχουσα τάξη της, τα σχέδιά της και τον καπιταλισμό). Κανένας επαναστατικός μετασχηματοσμός δεν είναι δυνατός αν δεν σπάσουμε τη βάση (μεταξύ άλλων) αυτού του μύθου.

Δεύτερον, ακόμα και μια βιαστική θεώρηση των γεγονότων εκείνης της ημέρας υποτείνει (ενώ η σοβαρή εξέταση των στοιχείων υποχρεώνει) το συμπέρασμα ότι ένα αδίστακτο36 δίκτυο πρακτόρων μέσα από τις υπηρεσίες ασφαλείας, την στρατιωτική επιτελική δομή και τις, βασισμένες στην εκτελεστική εξουσία, μόνιμες γραφειοκρατίες, υλοποίησαν σκόπιμα αυτές τις ενέργειες. Η σημασία αυτού του γεγονότος είναι ότι είναι πολού πιθανό κάτι όπως ένα “βαθύ κράτος” να υπάρχει και να λειτουργεί μέσα στην αστική πολιτεία. Παρ’ όλα αυτά, με εξαίρεση το Wildcat, κανένα άλλο φόρουμ επαναστατών κομμουνιστών δεν δίνει σημασία στην πραγματικότητα και την σοβαρότητα του “βεθέως κράτους”. Η σημασία του είναι η εξής: στην πάλη που έρχεται, άσχετα από το πόσο διάχυτη είναι η υποστήριξη για την επαναστατική αλλαγή στην άψη της ταξικής σύγκρουσης, η παρουσία πρακτόρων του “βαθέως κράτους” στην υποστήριξη ενός φασιστικού αντιπολιτευτικού μπλοκ εγγυάται έναν εμφύλιο πόλεμο και μάλιστα έναν εμφύλιο πόλεμο που είναι μακρύς, αιματηρός και, όπως κάθε εμφύλιος πόλεμος, φαύλος.

Συμπέρασμα – Δασμοί, εμπορικοί πόλεμοι και ένοπλοι πόλεμοι

Η τάση προς τον ανανεωμένο ιμπεριαλιστικό κόσμο γίνεται η κατεύθυνση στην οποία τείνει η καπιταλιστική ανάπτυξη

Υπάρχουν αυτή τη στιγμή δύο δρόμοι προς τον ανανεωμένο ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο πόλεμο, η αποδολλαριοποίηση και οι πόλεμοι των δασμών. Θα εξετάσουμε τον καθένα διαδοχικά.

Η αποδολλαριοποίηση είναι ο μακρύτερος, πιο αργός, αλλά, ίσως, και ο πιο σίγουρος δρόμος. Από τη στιγμή που ο ΚίσΣιγκερ έστησε αυτή τη συμφωνία με τους Σαουδάραβες, ως την μεγαλύτερη, τότε, πετρελαιοπαραγωγό χώρα και αδιαμφισβήτητη ηγέτιδα δύναμη του ΟΠΕΚ, το πετροδολλάριο είναι το υπόβαθρο του παγκόσμιου συστήματος εμπορίου.

Για 44 χρόνια, κάθε κεντρική τράπεζα στον κόσμο έπρεπε να έχει στην κατοχή της μεγάλα αποθέματα σε δολλάρια (με την μορφή αμερικανικών κρατικών ομολόγων) ή να στερηθεί το δικαίωμα της αγορά αυτού του βασικού εμπορεύματος που “λιπαίνει” την παγκόσμια οικονομία, του πετρελαίου. Επιπρόσθετα, το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, και συνεπώς και το βασισμένο στο χρέος επίπεδο ζωής στις ΗΠΑ (άσχετα από κοινωνικό στρώμα ή τάξη, είτε πρόκειται για διάφορα στρώματα ιδιοκτητών των επιχειρηματικών τάξεων είτε για καλοβαλμένα στρώματα κοντά στο κεφάλαιο και επαγγελματίες κάθε είδους, είτε διάφορα στρώματα μέσα στο προλεταριάτο) χρηματοδοτείται από το πετροδολλάριο: προερχόμενες στο μεγαλύτερο ποσοστό τους από το εξωτερικό, και κυρίως από την Άπω Ανατολή, οι τεράστιες αγορές των διαφόρων μικρών και μεγάλων εμπόρων πληρώνονται με την επίδειξη αμερικανικών ομολόγων έναντι των εισαγόμενων αγαθών που φτάνουν με τα πλοία-κοντέινερ. Το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ τυπώνει δολλάρια ώστε να καλύπτει τόσο το εμπορικό έλλειμμα (που για το οικονομικό έτος 2018 θα ξεπεράσει τα 600 δις δολλάρια) καθώς και τους τόκους των δανείων (που είναι αυτή τη στιγμή οι αποδείξεις από τις πωλήσεις των ομολόγων) που χρηματοδοτούν το ομοσπονδιακό έλλειμμα. Αυτό το τύπωμα γίνεται χωρίς καμμιά αναφορά στην παραγωγικότητα της αμερικάνικης οικονομίας, με πλήρη γνώση ότι τα θησαυροφυλάκια είναι αυτά που διασφαλίζουν το παγκόσμιο εμπόριο (δηλαδή, ομόλογα κάθονται στα θησαυροφυλάκια των κεντρικών τραπεζών σ’ ολόκληρο τον κόσμο για να ικανοποιήσουν την ανάγκη της αγοράς δολλαρίων και, ακόμα σημαντικότερα, πετρελαίου, με τα εθνικά τους κεφάλαια): αυτό το τύπωμα είναι πληθωριστικό, υπερβολικά μάλιστα, και ο πληθωρισμός εξάγεται μέσω των αγορών αμερικανικών ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες. Όλα αυτά μαζί, αποτελούν το βασικό νόημα της επικυριαρχίας του δολλαρίου.

Όμως, η ηγεμονία του δολλαρίου αντιμετωπίζει προβλήματα. Η απο-δολλαριοποίηση προχωρά αν θέλετε σε δύο “μέτωπα”.

Πρώτον, ένα ικανό ποσοστό (ίσως ακόμα και 40%) του παγκοσμίου εμπορίου γίνεται τώρα, και σύντομα το μεγαλύτερο ποσοστό (ίσως και 60%) θα λαμβάνει χώρα, έξω από την ζώνη του δολλαρίου. Εδώ χρειάζεται ίσως μια απλή απαρίθμηση.

Το εμβληματικό έργο του κινέζου προέδρου Ζι, η αναβίωση του Δρόμου του Μεταξιού (η Πρωτοβουλία Belt and Road, που είναι κάτι πολύ περισσότερο από έναν αυτοκινητόδρομο μέσα από την κεντρική και δυτική Ασία), έχει τη φήμη ότι αποτελεί το ισοδύναμο 6 τρισεκατομμυρίων δολλαρίων σε αναμενόμενα συμβόλαια, σχεδόν όλα για την ανάπτυξη υποδομών.

Από το 2005, εξελίσσονται σχεδιασμένες προσπάθειες σε πολλές περιοχές ανάπτυξης υποδομών που είναι το υπόβαθρο και επιταχύνουν το εμπόριο στην ανατολική, νοτιοανατολική Ασία και την Άπω Ανατολή. Το κινέζικο κράτος και ένας αριθμός οικονομικών θεσμών (Asian Infrastructure Investment Bank, BRICS Development Bank, και το Chinese InterBank Payment System) έχουν και εξακολουθούν να χρηματοδοτούν αυτά τα αναπτυξιακά σχέδια. Στην Ευρασία, οι Ρώσοι είναι εξίσου δραστήριοι.

Τα σχέδια αυτά περιλαμβάνουν σιδηρόδρομους, αυτοκινητόδρομους, αγωγούς φυσικού αερίου και πετρελαίου και λιμάνια.

Οι Σιδηρόδρομοι Kunming–Σιγκαπούρης αναφέρονται σε ένα δίκτυο σιδηροδρόμων, υπό σχεδιασμό και κατασκευή, που θα συνδέσουν την Κίνα, την Σιγκαπούρη και όλα τα κράτη της ηπειρωτικής νοτιοανατολικής Ασίας37. Τον Ιανουάριο του 2015, η κυβέρνηση της πόλης του Πεκίνου ανακοίνωσε ότι η Ρωσία και η Κίνα θα χτίσουν μια υψηλής ταχύτητας σιδηροδρομική σύνδεση μήκους 7.000 χιλιομέτρων από το Πεκίνο στη Μόσχα, μια δεκαετή κοινοπραξία με κόστος 1,5 τρισεκατομμύρια γουάν (242 δις δολλάρια). Η σιδηροδρομική σύνδεση θα μειώσει τον χρόνο ταξιδιού από το Πεκίνο στη Μόσχα από τις 5 μέρες στις 30 ώρες.

Σε προχωρημένο στάδιο είναι και η αναβίωση του παλιού δρόμου του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου Stilwell Road, ενός αυτοκινητόδρομου που συνδέει την Κίνα με την Ινδία (στην επαρχία Άσαμ). Το 2005, ερευνητικές ομάδες από την Ινδία και την Κίνα άρχισαν να χαράσσουν σχέδια για την ανακατασκευή του δρόμου. Μέχρι στιγμής, η Κίνα έχει ολοκληρώσει όλο το έργο της ανακατασκευής, στρώνοντας δεκάδες μίλια κάθε φορά με γρανιτένιες πέτρες συσκευασμένες μαζί με ακαθαρσίες. Όταν τελειώνουν οι μουσώνες, και η επιφάνεια έχει ξεπλυθεί και ψηθεί στον ήλιο, έχει γίνει τόσο επίπεδη όσο σχεδόν η άσφαλτος.

Πίσω στο 2007 πάρθηκε επίσης η απόφαση κατασκευής ενός διηπειρωτικού αυτοκινητόδρομου και υπογράφτηκε ένα μνημόνιο συνεργασίας ανάμεσα στη Ρωσική Ομοσπονδία και το Καζακστάν. Ο στόχος του έργου είναι η κατασκευή ενός αυτοκινητόδρομου με μήκος έως 8500 χιλιόμετρα από την Αγία Πετρούπολη μέχρι την Δυτική Κίνα μέσω του Καζακστάν, όπου και θα συνδεόταν με το κινεζικό οδικό δίκτυο. Στο πολύ εγγύς μέλλον θα έχει ολοκληρωθεί το κομμάτι του έργου στην Κίνα και το Καζακστάν ενώ το ρωσικό τμήμα θα τελειώσει το 2020.

Αγωγοί φυσικού αερίου και πετρελαίου είναι υπό κατασκευή στην Κεντρική Ασία και την Κίνα, ως μέρος ενός ενιαίου σχεδίου. Τμήμα-τμήμα το σχέδιο των αγωγών έχει συγκεντρώσει όλες τις διαθέσιμες πηγές φυσικού αερίου στην Κεντρική Ασία. Τώρα κατασκευάζεται ένας τέταρτος κλάδος, με το όνομα Strength of Siberia (Δύναμη της Σιβηρίας) που συνίσταται σε δυο γραμμές συνδυασμένες σε μία που θα παρέχει αέριο από την Ανατολική Σιβηρία και την Άπω Ανατολή στην Κίνα: ο αγωγός πετρελαίου από Ανατολή προς Δύση μεταφέρει πετρέλαιο από τα κοιτάσματα στο Καζακστάν στην Κίνα. Οι αγωγοί Ανατολική Σιβηρία-Ειρηνικός και Δυτική Σιβηρία-Ειρηνικός προμηθεύουν πετρέλαιο στην Κίνα και ακόμα πιο πέρα στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, με πετρέλαιο από τα κοιτάσματα στη ρωσική Σιβηρία και κοιτάσματα στην Άπω Ανατολή.

Η Κίνα εξετάζει επίσης την κατασκευή μιας σιδηροδρομικής γραμμής παράλληλα σ’ έναν αγωγό 1100 χιλιομέτρων που θα συνδέει το Kunming με το υπό κατασκευή λιμάνι μεγάλου βάθους στο Kyaukpyu της δυτικής Βιρμανίας.

Διμερείς εμπορικές συμφωνίες (από το 2014) ανάμεσα στην Κίνα και τη Ρωσία στον τομέα των επενδύσεων και των χρηματοδοτήσεων διακανονίζονται τυπικά σε τοπικό νόμισμα και με τους Κινέζους να επενδύουν στην ανάπτυξη στους τομείς της κατοικίας, των υποδομών και των φυσικών πόρων όπως ο άνθρακας, το σιδηρομετάλλευμα και ο χαλκός. Η συμφωνία περιλαμβάνει έναν διακανονισμό για την αγορά ρωσικού φυσικού αερίου σε κινέζικους τίτλους38. Τον Οκτώβριο του 2014, Κίνα και Ρωσία υπέγραψαν μια συμφωνία ανταλλαγής συναλλάγματος ύψους 150 δις γουάν. Αυτό στηρίζει συμφωνίες στην ενέργεια, τον τραπεζικό τομέα και την τεχνολογία που περιλαμβάνουν τη διαδρομή του αγωγού αερίου στα ανατολικά, μια συνθήκη διπλής φορολόγησης [double-tax], συστήματα δορυφορικής πλοήγησης, τρένα υψηλής ταχύτητας και μια κοινοπραξία των κρατικών εταιρειών Rosneft και CNPX, με την Κίνα να δηλώνει έτοιμη να εξάγει αγροτικά προϊόντα και εξοπλισμό πετρελαίου και φυσικού αερίου στη Ρωσία.

Όλα αυτά τα σχέδια υποδομών και οι εμπορικές συμφωνίες γίνονται σε τοπικό νόμισμα, επιταχύνοντας έτσι την αποδολλαριοποίηση των εμπορικών σχέσεων39.

Το δεύτερο “μέτωπο” αντιστοιχεί σε μια άμεση επίθεση στο πετροδολλάριο. Περιλαμβάνει συμφωνίες σχετικά με αγορές πετρελαίου που δεν είναι σε δολλάρια. Το Κατάρ δέχεται κινέζικους τίτλους για την αγορά πετρελαίου, όπως κάνουν οι Ιρανοί και οι Ρώσοι. Η Νιγηρία, η Βενεζουέλα και, ναι, η Σαουδική Αραβία πουλάνε πιο παχύρευστο αγρό (ακατέργαστο) πετρέλαιο στη Ρωσία, η οποία το διυλίζει και το πουλά στην αγορά, και με αυτόν τον τρόπο οι πωλητές αποφεύγουν τις κυρώσεις των ΗΠΑ. Αυτές οι συμφωνίες είναι αρκετά πρόσφατης “εσοδείας”, καμμιά από αυτές δεν υπήρχε πριν το 2017.

Για να διευκολύνει τις εξελίξεις και στα δύο αυτά μέτωπα, το κινεζικό κράτος, σε σύνδεση με το κινεζικό σύστημα Διατραπεζικών Πληρωμών στις αρχές του Ιουνίου (2018), άρχισε την έκδοση ενός τραπεζογραμματίου ανταλλαγών σε χρυσό [gold trade note], ενός πιστοποιητικού που επιτρέπει στους εξαγωγείς που λαμβάνουν πληρωμές σε renminbi για αγαθά που πουλιούνται προς την Κίνα ή στην ίδια την Κίνα, να ανταλλάσσουν τα renminbi με αυτό το τραπεζογραμμάτιο. Το τραπεζογραμμάτιο μπορεί να κρατηθεί από τις κεντρικές τράπεζες ή να εξαργυρωθεί σε ράβδους χρυσού οποιαδήποτε στιγμή.

Όλες αυτές οι εξελίξεις, από κοινού και αναπτυσσόμενες, υπονομεύουν την παγκόσμια επικυριαρχία του δολλαρίου. Αν δεν συμβούν τα πιο απίθανα γεγονότα, πχ. μια τεράστια μείωση στο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, αργά ή γρήγορα, και μάλλον πιο αργά (σε έναν ορίζοντα πέντε ετών ως μια χονδρική εκτίμηση), η άρνηση αποδοχής αμερικανικών ομολόγων, ιδιαίτερα για φορτία που έρχονται από την Άπω Ανατολή, σε αντάλλαγμα για το φορτίο των κοντέινερ στα αμερικανικά λιμάνια θα αυξηθεί ποιοτικά, σε βαθμό χιονοστιβάδας, επιφέροντας μαζικές ελλείψεις και ανεξέλεγκτο πληθωρισμό στο εσωτερικό των ΗΠΑ.

Ένας πόλεμος δασμών δημιουργεί έναν δεύτερο δρόμο προς έναν καινούριο ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο πόλεμο, αν και ο δρόμος αυτός είναι περισσότερο αβέβαιος, γεμάτος με σημεία εξόδου που απέχουν από το σημείο που νομίζουμε ότι είναι στο τέλος το σημείο στο οποίο κατατείνουν οι διάφορες δυναμικές που ενεργούν στον καπιταλισμό.

Δεν υπάρχει τρόπος να αποφευχθεί αυτό: ξεκινά με τον Τραμπ.

Όπως εμφανίστηκε στις συγκεντρώσεις της εκστρατείας του το 2016, ο Τραμπ είναι ένας κακοποιός στο μοντέλο του Μουσολίνι. Οι πλουτοκρατικές του ορέξεις τον καθιστούν πολιτικό ηγέτη στο μοντέλο του Περόν. Αν και το ήδη μειωμένο, και διαρκώς μειωνόμενο, λεξιλόγιό του υποδεικνύει μια πρώιμη μορφή άνοιας, αν και, ως επί το πλείστον, στερείται οποιασδήποτε σαφήνειας και παρ’ όλο που αντιφάσκει με τον εαυτό του με μια κανονικότητα που είναι καταπληκτική, είναι εμφανής, παρ’ όλα αυτά, μια ιδιάζουσα συνέπεια στη συμπεριφορά. Συμπεριφορά που είναι νατιβιστική, ξενοφοβική και ρατσιστική. Στο επίπεδο της πολιτικής, αυτές οι συμπεριφορές μεταφράζονται σε ένα εθνικιστικό οικονομικό μοτίβο που καθορίζει τη διαμόρφωσή της. Η σύντμηση αυτής της πολιτικής είναι η φράση “America First” (“Πρώτα η Αμερική”), εκφρασμένη ιδεολογικά στο διαδεδομένο σλόγκαν “Make America Great Again” (“Να κάνουμε την Αμερική Σπουδαία και Πάλι”). Ο Τραμπ χρειάστηκε έναν ολόκληρο απογοητευτικό χρόνο στη εξουσία για να μάθει ότι αυτές οι βασιλικές προσδοκίες και προτιμήσεις δεν μπορούσαν να υλοποιηθούν στην εσωτερική πολιτική. Η εξωτερική πολιτική προσφέρει πιο ελεύθερα χέρια, και, αυτή τη στιγμή, οι δασμοί μπορούν να θεσπιστούν με τη δική του εξουδιοδότηση και μόνο.

Οι δασμοί είναι σημαντικοί.

Πρώτον, επιδιωκόμενοι επιθετικά από ένα αρκετά ισχυρό καπιταλιστικό κράτος για μια αρκετά μεγάλη χρονική περίοδο, μπορούν να αναδιαμορφώσουν την υπάρχουσα δομή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων σε παγκόσμια κλίμακα.

Δεύτερον, μπορούν να επιταχύνουν μια τροχιά ανάπτυξης που είναι εμμενής σ’ αυτές τις κοινωνικές σχέσεις καθώς αυτές διαμορφώνουν ολόκληρο το παγκόσμιο σύστημα.

Οι υποστηρικτές του Τραμπ ανάμεσα στους εργάτες (όπως οι εργάτες της Harley-Davidson), μια υποστήριξη που έχει αυξηθεί δραματικά από τις εκλογές του 2016, και ανάμεσα στις επιχειρηματικές τάξεις (όπως οι καλλιεργητές σόγιας) πιστεύουν, δηλαδή ελπίζουν ένθερμα, ότι οι δασμοί που επιβάλλονται στις ευρωπαϊκές και κινεζικές πρώτες ύλες και τα έτοιμα προϊόντα αποτελούν μια διαπραγματευτική τακτική και ότι είναι προσωρινοί. Επιπλέον, υπάρχει η άποψη ότι μέσα σε έξι μήνες (στις αρχές του επόμενου έτους, του 2019), οι δασμοί αυτοί θα έχουν πετύχει τον στόχο τους, να ισορροπήσουν το “γήπεδο” (δηλαδή, να αναδομήσουν τα πλεονεκτήματα στις ανταλλαγές που οι ΗΠΑ απολάμβαναν με τη συμφωνία του Bretton Woods, στον μακρύ απόηχο του τελευταίου ιμπεριαλιστικού παγκοσμίου πολέμου) και, ως συνέπεια, θα αποσυρθούν. Όμως, υπάρχουν ενδείξεις για το αντίθετο. Και, το πιο σημαντικό, οι δασμοί αυτοί προβληματίζουν την Κίνα με την οποία υπάρχει πολύ μικρότερη πιθανότητα (σε σχέση με την ΕΕ) για κάποιο είδος διευθέτησης.

Ο Robert Lighthizer, ένας δικηγόρος του εμπορίου για μεγάλα κεφάλαια στην χαλυβουργία, είναι ο εμπορικός αντιπρόσωπος των ΗΠΑ, ο άνθρωπος (στην πραγματικότητα έχει μια ομάδα υφισταμένων) που διαμορφώνει (διαμορφώνουν) τη λίστα των αγαθών και των υλικών για τα οποία θα επιβληθούν τα επόμενα 200 δις δολλάρια δασμών απέναντι στην Κίνα. Η Wall Street Journal (στις 5/7/2018) αναφέρθηκε στη δήλωσή του ότι δεν πιστεύει πως οι δασμοί θα αναγκάσουν τους κόκκινους καπιταλιστές της Κίνας να συμμορφωθούν, κάτι που σημαίνει ότι ολόκληρο το συναλλαγματικό εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας σε δολλάρια, σε σχέση με τις ΗΠΑ (375 δις δολλάρια), στην πραγματικότητα το νούμερο που κυκλοφορεί από τον ίδιο τον Τραμπ και την κυβέρνησή του είναι 505 δις δολλάρια, θα υπόκειται σε δασμούς. Όπως και οι Ευρωπαίοι (ΕΕ), έτσι και οι Κινέζοι θα συνεχίσουν τα αντίποινα, αν και αυτά θα πάρουν διαφορετική μορφή μετά τα επόμενα 100 δις δολλάρια σε αντίστροφους δασμούς, καθώς οι κινεζικές αγορές από τις ΗΠΑ δεν υπερβαίνουν τα 130 δις δολλάρια. Μια μορφή που μπορούν να πάρουν αυτά τα αντίποινα είναι η “παρενόχληση” των αμερικανικών κεφαλαίων που επιχειρούν στην Κίνα (επιβράδυνση των αιτημάτων στις ρυθμίσεις των εσωτερικών συναλλαγών, στους περιβαλλοντικούς περιορισμούς κλπ.), μια άλλη είναι, και θα συνεχίσει να είναι, η αργή, σταθερή υποτίμηση του reminibi, ενώ οι Κινέζοι διαθέτουν ακόμα αυτό το πραγματικά μεγάλο “ατού”, το ρίξιμο εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολλαρίων σε αμερικανικά ομόλογα στις παγκόσμιες αγορές, για την αγορά χρυσού ή οποιουδήποτε άλλου νομίσματος προτιμούν σε αντάλλαγμα. Οι δασμοί, λοιπόν, προκαλούν αντίποινα τα οποία, με τη σειρά τους, προκαλούν περισσότερα αντίποινα και αλλαγές στην μορφή που τα περαιτέρω αντίποινα παίρνουν. Μπορούν να οδηγήσουν σε μια τεράστια συρρίκνωση του παγκόσμιου εμπορίου. Μετά τον νόμο Smoot-Hawley40 (Ιούνιος 1930), τα αντίποινα προέρχονταν από τον Καναδά, το Μεξικό, την Αργεντινή, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και την Ινδία και όλα τα αναπτυγμένα ευρωπαϊκά έθνη41. Προκαλώντας έναν εμπορικό πόλεμο, τα αντίποινα δασμών ήταν ανεπαρκή· ακολουθήθηκαν από ακόμα υψηλότερους τελωνειακούς δασμούς σε συγκεκριμένα προϊόντα ή κατηγορίες προϊόντων, διατιμήσεις, περιορισμούς συναλλάγματος και προνομιακή μεταχείριση των ντόπιων προϊόντων. Αυτό οδήγησε σε έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων, μπλοκάρισμα λογαριασμών και νομισματικές υποτιμήσεις. Οι διμερείς συμφωνίες έγιναν σύντομα το αναγκαίο μέτρο, αλλά κι αυτές ήταν ανεπαρκείς και σύντομα (ήδη το 1932) ξεπεράστηκαν από εμπορικά μπλοκ (η “προνομιακή μεταχείριση” εντός της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, μια τελωνειακή ένωση μεταξύ Βελγίου, Λουξεμβούργου και Ολλανδίας)42. Μεταξύ των πιο επιθετικών ιμπεριαλιστικών μεγάλων δυνάμεων, Γερμανία και Ιαπωνία, οι διμερείς συμφωνίες και τα εμπορικά μπλοκ ήταν ανίκανα από πολλές βασικές απόψεις να υποστηρίξουν την απόκτηση αναγκαίων πρώτων υλών με ευνοϊκούς όρους Οι εμπορικοί πόλεμοι οδήγησαν σε ένοπλους πολέμους, αρχίζοντας με εδαφικές επεκτάσεις. Το γερμανικό σχέδιο Drang nach Osten(“Επέκταση στα Ανατολικά”), ξεκίνησε με την προσάρτηση της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας και, μέσω της απορρόφησης και της Ουγγαρίας, στόχευε στην Grosswirtschaftsraum (Μείζονα Γερμανική Οικονομία) που περιελάμβανε τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα (και ανήγαγε τα δύο πρώτα έθνη, πιο συγκεκριμένα, σε μια αγροτική ενδοχώρα, με τους Ναζί να υπαγορεύουν ποιες σοδειές θα καλλιεργούνταν, τις τιμές τους και ποιες αγορές θα μπορούσαν να πραγματοποιούνται)43. Οι Ιάπωνες ξεκίνησαν με την στρατιωτική κατοχή της Μαντσουρίας τον Σεπτέμβριο του 1931, η οποία εκβιομηχανίστηκε με την εκμετάλλευση των σκλαβωμένων Κινέζων εργατών, και αποκορυφώθηκε στην Μείζονα Σφαίρα Συνευημερίας της Ανατολικής Ασίας (Greater East Asia Co-Prosperity Sphere) (που ανακηρύχθηκε τον Σεπτέμβριο του 1940), ένας ευφημισμός για τις στρατιωτικές κατακτήσεις της Ιαπωνίας (Κίνα, Σιγκαπούρη, Μαλαισία, Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, Ινδοκίνα και Βιρμανία) και την οργανωμένη λεηλασία και καταλήστευσή τους44. Οι στρατιωτικές κατακτήσεις και οι πόλεμοι με όπλα οδήγησαν σε παγκόσμιο πόλεμο.

Αυτό είναι λοιπόν το “πρότυπο”, το μοτίβο, κι ενώ η ιστορία δεν ξαναγράφει τον εαυτό της επαναλαμβανόμενη γεγονός προς γεγονός, το ιστορικό παρελθόν και η σύγχρονη κατάσταση, σ’ αυτό το πρώιμο στάδιο, είναι δομικά παρόμοιες: δασμοί, αντίποινα δασμών, υψηλότερη φορολόγηση συγκεκριμένων προϊόντων και κατηγοριών προϊόντων, προνομιακή μεταχείριση (περιλαμβανομένων των επιδοτήσεων) για τα ντόπια προϊόντα, υποτιμήσεις νομισμάτων και έλεγχοι κεφαλαίων έχουν όλα εμφανιστεί, άσχετα από το αν η κυβέρνηση Τραμπ αρέσκεται να λέει ότι ο στόχος της είναι το διμερές εμπόριο. Αλλά, θα επιστρέψουμε σ’ αυτό.

Ο Lighthizer έχει να πει περισσότερα για το ζήτημα των δασμών. Αναφέρθηκε επίσης να λέει, αλίμονο δύστυχοι υποστηρικτές του Τραμπ, ότι οι δασμοί θα μπορούσαν να κρατήσουν για “αρκετά χρόνια” (ο Wilbur Ross, υπουργός Εμπορίου, μεγιστάνας της χαλυβουργίας και ωφελούμενος από τους δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο που επιβλήθηκαν στην ΕΕ, στους Κινέζους, τους Νοτιοκορεάτες, τους Μεξικανούς και τους Καναδούς, έχει καταγραφεί να λέει ότι οι δασμοί θα μπορούσαν να διατηρηθούν απεριόριστα). Στην πραγματικότητα, οι Lighthizer και Ross, όπως και οι αδελφοί Koch, μαζί με τον Τραμπ ενσαρκώνουν τα εθνικιστικά και προστατευτικά και εισοδηματικά συμφέροντα (για το ντόπιο ατσάλι και πετρέλαιο) φραξιών εντός της αμερικανικής άρχουσας τάξης που είχαν μικρότερη επιτυχία στην αξιοποίηση των κεφαλαίων τους κατά την περίοδο της αποβιομηχάνισης των ΗΠΑ. Είναι αυτά τα κεφάλαια που έχουν “χάσει τη μάχη για τον εκσυγχρονισμό” μπροστά στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, ιδιαίτερα καθώς οι συνθήκες της αναπαραγωγής τους ως κεφαλαίων έχουν επιδεινωθεί μετά την οικονομική κρίση45. Παρ’ όλα αυτά, από μόνα τους αποτελούν μια μειοψηφική ομάδα μέσα στην αστική τάξη: όποιες κι αν είναι οι πολιτικές συγκρούσεις ή το τσίρκο, όπως μπορεί να συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, και η οργή στο μηντιακό θέαμα, ο Τραμπ μπορεί να επιδιώκει να ακολουθήσει την πολιτική του για τους δασμούς μόνο επειδή έχει κερδίσει, διατηρεί και απολαμβάνει πολύ πιο σημαντικής υποστήριξης από τους κατασκευαστές όπλων, τους μεγαλοτραπεζίτες και μεγάλα πετρελαϊκά κεφάλαια. Παίρνοντας υπόψιν τον πληθωρισμό, οι εξοπλιστικές δαπάνες σήμερα ανταγωνίζονται αυτές επί Ρήγκαν 35 χρόνια πριν, ο νόμος Dodd-Frank46 έχει νομοθετικά ανακληθεί και η τιμή του πετρελαίου έχει διπλασιαστεί από τότε που ο Τραμπ μπήκε στον Λευκό Οίκο. Έτσι, προσωρινά απολαμβάνει επίσης της υποστήριξης των Exxon-Mobil, BP και Shell, των Rosneft και Aramco, δηλαδή διεθνών πετρελαϊκών κεφαλαίων, των Ρώσων και των Σαουδαράβων (αν και οι συγκυριακές θεωρήσεις σπάνια διαμορφώνουν την μακροπρόθεσμη γεωπολιτική στρατηγική και τους σχεδιασμούς).

Η ανανέωση των υποδομών έχει εγκαταλειφθεί ως μια πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ, και τα απροσδόκητα έσοδα που “θερίστηκαν” από τη μαζική περικοπή φόρων έχουν “σπαρθεί” και πάλι πίσω στην επαναγορά μετοχών, και όχι σε επενδύσεις κεφαλαίων σε εργοστασιακούς εξοπλισμούς, οπότε η πολιτική επαναβιομηχάνισης έχει επίσης αποτύχει. Επιταχύνοντας, στην πραγματικότητα, τη συνεχιζόμενη οικονομική πτώση, αυτές οι αποτυχίες αφήνουν την εμπορική πολιτική (μαζί με τη ρατσιστική και ξενοφοβική δημαγωγία) ως το μόνο, προς το παρόν μέσο, για την διατήρηση της παραπαίουσας ηγεμονίας των ΗΠΑ στον παγκόσμιο καπιταλισμό47. Αλλά οι στόχοι του Τραμπ και της κυβέρνησής του πάνε πολύ πιο μακριά από το διμερές εμπόριο, και θα επιδιωχθούν ακόμα κι αν οι δασμοί ακολουθηθούν από διαπραγματεύσεις και συμφωνίες που ωφελούν τις ΗΠΑ: ο Τραμπ και οι, εγκλωβισμένες από διαπραγματευμένους κανόνες και ρυθμίσεις, ντόπιες φράξιες της άρχουσας τάξης, τα συμφέροντα των οποίων προωθεί η προεδρία του, σκοπεύουν να ξεχαρβαλώσουν παγκόσμιες συμφωνίες και τους συγκεντροποιημένους θεσμούς της καπιταλιστικής εξουσίας που λειτουργούν σε παγκόσμιο επίπεδο, άσχετα από το αν πρόκειται για οικονομικούς θεσμούς (Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ, κεντρικές τράπεζες συμπεριλαβανομένης της Federal Reserve48), θεσμούς σχετικά με τις εμπορικές ανταλλαγές (GATT, ΠΟΕ, TPP, EE, NAFTA) ή πολιτικούς θεσμούς (Ηνωμένα Έθνη, Συμφωνία για την Κλιματική Αλλαγή)49. Ας μην απατούμαστε, ο σκοπός δεν είναι δίκαιες και έντιμες εμπορικές σχέσεις ή ένα “ισορροπημένο γήπεδο” (οτιδήποτε κι αν σημαίνουν αυτά τα δύο), αλλά, ξεκάθαρα, όροι και συνθήκες εξαιρετικά σε βάρος των εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ: ο Τραμπ επιδιώκει διμερείς, ένας-προς-έναν συμφωνίες, επειδή η χρηματοπιστωτική, οικονομική και στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ ορθώνονται πολύ μεγαλύτερες σε τέτοιες διαπραγματεύσεις. Καθώς βαθαίνει μια μακροπρόθεσμη παρακμή των ΗΠΑ, όπως επιδεικνύει η περίπτωση του Καναδά, ο στόχος (των ΗΠΑ) είναι να “παραμείνουν από πάνω”, χρησιμοποιώντας αυτή τη δύναμη για να σπρώξουν όλους τους άλλους προς τα κάτω (όπως κάποιος που πνίγεται και εξακολουθεί να επιπλέει χτυπώντας χέρια και πόδια μανιασμένα, βουλιάζοντας, πιθανόν, αυτόν που κολυμπάει μαζί του), χρησιμοποιώντας αυτή τη δύναμη για να αποσπάσουν τους πιο ευνοϊκούς όρους, κι αυτό χωρίς να συνεκτιμούν την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ίδιου του σχεδίου ή των συνεπειών50. Κάποια στιγμή, στο κοντινό μέλλον, θα πρόκειται γα μια σίγουρη συνταγή μετατροπής ενός εμπορικού πολέμου σε έναν πόλεμο με όπλα.

Αλλά, άσχετα από το αν οι “εμπορικοί πόλεμοι είναι καλοί” ή κακοί (μια εκτίμηση που γίνεται έτσι κι αλλιώς εντός του καπιταλισμού, και σίγουρα χωρίς καμμιά σκέψη για την υπέρβασή του) δεν είναι “εύκολο να τους κερδίσει” κανείς. Κανένας άλλος εκτός από τον Τραμπ, και κάνα-δυο οικονομολόγους κάτοικους του Λευκού Οίκου, δεν πιστεύει κάτι διαφορετικό. Δεν θα αυξήσουν το παγκόσμιο εμπόριο και δεν θα συμβάλλουν να ξεπεραστούν οι δομικά γειωμένες οικονομικές αδυναμίες των Ηνωμένων Πολιτειών, σημαντικότερη από τις οποίες είναι η απουσία μιας βιομηχανικής βάσης (πέρα από την στενή ικανότητα κατασκευής όπλων κάθε είδους), ενός εκρηκτικού εμπορικού ελλείματος και μιας επικυριαρχίας του δολλαρίου η οποία εξαφανίζεται αναπόφευκτα και όχι τόσο αργά. Αντίθετα, ακόμα κι αν δεν φτάσει σ’ έναν ένοπλο πόλεμο, ένας παγκόσμιος εμπορικός πόλεμος θα οδηγήσει, αναπόφευκτα, σε μια δραματική μείωση αυτού του εμπορίου, σε μαζικές εκτοπίσεις, οικονομική κατάρρευση σε μεγάλα τμήματα του κόσμου, μια παγκόσμια ύφεση βραχυπρόθεσμα (μέσα σε δεκαπέντε μήνες) και, αν επιδιωχθεί για αρκετό χρόνο (δύο ή τρία χρόνια) θα καταλήξει σε μια καινούρια οικονομική κρίση και, επίσης πιθανόν, παγκόσμια ύφεση.

Με τις ρίζες της στην αποβιομηχάνιση, η αμερικανική παγκόσμια πολιτική και χρηματοπιστωτική ηγεμονία είναι σε παρακμή. Ο Τραμπ το αναγνωρίζει αυτό. Προκαλώντας αποπληξία σ’ αυτούς τους νεοσυντηρητικούς πολιτικούς εμπειρογνώμονες, στα ΜΜΕ και τους πολιτικούς, η προπάθειά του να επιδιώξει την βελτίωση των σχέσεων με τον Πούτιν και τους Ρώσους είναι σχεδιασμένη να απομακρύνει την μεγαλύτερη στρατιωτική απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς ο αγώνας για την παγκόσμια ηγεμονία εντείνεται, την ίδια στιγμή που “ανεβάζει στροφές” στην ένταση με τους Ευρωπαίους σχετικά με τις δεσμεύσεις τους στην Ένωση, στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και το πολυμερές εμπόριο.

Κατανοούμενη ακριβώς έτσι, ως μια μάχη για την παγκόσμια οικονομική και πολιτική κυριαρχία, αυτή η πάλη, όπως έχει επισημάνει ο Bannon αρκετές φορές και πιο πρόσφατα σε μια συνέντευξη στο BBC, είναι μια μάχη εναντίον της Κίνας, μιας “μερκαντιλιστικής δύναμης” στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι υποτελές κράτος”51. Όμως είναι η Κίνα που, όπως υπονοήσαμε, βρίσκεται στην πραγματικότητα σε θέση να κερδίσει έναν εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, επιταχύνοντας την δική της παγκόσμια υπεροχή52.

Παρ’ όλα αυτά, ο Τραμπ πιστεύει ότι αυτός ο πόλεμος μπορεί να κερδηθεί επειδή πιστεύει ότι μια επιστροφή στον μεταπολεμικό κόσμο, της παραγωγικής κυριαρχίας των ΗΠΑ, ουσιαστικά μια επιστροφή σε ένα φορντιστικό καθεστώς συσσώρευσης υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, είναι ακόμα δυνατή· ότι ενάντια στην τεχνολογικά καινοτομική δυναμική που κυβερνά την καπιταλιστική ανάπτυξη, είναι εφικτή η δημιουργία 25 εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας (από την άλλη, αυτά μπορεί να είναι απλά λόγια εκ μέρους του). Παρόμοια, οι υποστηρικτές του στα ανθρακωρυχεία της Δυτικής Βιρτζίνια πιστεύουν ότι η απασχόληση μπορεί να επιστρέψει σε μισθούς των 63 δολλαρίων την ώρα. Ο Τραμπ τα πιστεύει όλα αυτά επειδή πιστεύει ότι η οικονομία των ΗΠΑ έχει κρυφές δυνατότητες αυτάρκειας που θα της επιτρέψουν να ξεπεράσει την καταιγίδα ενός εμπορικού πολέμου και των συνεπειών του. Οι πεποιθήσεις αυτές είναι εντελώς σύμφωνες με την επίθεση στην περιβαλλοντική νομοθεσία και τις ρυθμίσεις για την κλιματική αλλαγή, και την προσπάθεια επιδότησης της ενέργειας από άνθρακα και την πυρηνική ενέργεια στο όνομα της “εθνικής ασφάλειας” (αλλά, εντούτοις, και μέσω ενός γενικού, εθνικού φόρου στη λαϊκή κατανάλωση).

Όντας, ειρωνικά, από τους περισσότερο ωφελούμενους αυτών των εξελίξεων, ο Τραμπ δεν καταλαβαίνει τίποτα από την χρηματιστικοποίηση και την εισοδηματοποίηση της αμερικάνικης οικονομίας, δεν καταλαβαίνει τίποτα από την πλασματική συσσώρευση πολυπληθών και μη ικανοποιήσιμων paper claims από τον πραγματικό πλούτο, και δεν καταλαβαίνει τίποτα από τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες οι οποίες αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, τα δίκτυα των οποίων επεκτάθηκαν αστρονομικά μετά το 2000, δηλαδή μετά τη στιγμή της εισόδου της Κίνας στον ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου). Αυτό είναι ένα κρίσιμο στοιχείο. Δεν μπορεί να συλλάβει τις αντίστροφες αρνητικές συνέπειες των δασμών: οποιοσδήποτε αριθμός αυτοκινήτων σεντάν της Ford είναι εφοδιασμένος με μια μηχανή γερμανικής κατασκευής, εσωτερικά συστατικά (πχ. αερόσακκους) φτιαγμένους στην Ιαπωνία, ηλεκτρονικά εξαρτήματα κατασκευασμένα και στην Ιαπωνία και στην Κίνα, και ατσάλι από τον Καναδά και το Μεξικό, ενώ η συναρμολόγησή τους έχει διεκπεραιωθεί στην Πόλη του Μεξικού. Ένα απλό ηλεκτρονικό εξάρτημα μπορεί να περιέχει ένα σπάνιο μέταλλο που έχει εξορυχθεί στην Κίνα για να μεταφερθεί στη Μαλαισία, όπου γίνεται συστατικό σε έναν ημιαγωγό που μεταφέρεται πίσω στην Κίνα για την τελική κατασκευή του εξαρτήματος, για να καταλήξει στη συνέχεια σε μια κατασκευασμένη στη Γερμανία μηχανή ενός αμερικάνικου σεντάν.

Το δυναμικό για έναν παρατεταμένο εμπορικό πόλεμο είναι πραγματικό. Επιδιωκόμενος με το ζόρι, θα αποκαλύψει τα υπάρχοντα επίπεδα καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Θα καταστρέψει κρίσιμες παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες. Θα προκαλέσει εκτοπίσεις, διακοπές, ελλείψεις προμηθειών και (κάτι που ήδη συμβαίνει) θα επιταχύνει τον εσωτερικό πληθωρισμό. Αν συμβούν όλα αυτά, τότε οι δύο δρόμοι προς τον νέο ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο πόλεμο θα συναντηθούν: η επισφάλεια της επικυριαρχίας του αμερικάνικου δολλαρίου θα γίνει εμφανής. Οι εξαγωγείς θα αρνηθούν να δεχτούν ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου ως πληρωμές από την Walmart και την Target καθώς τα πλοία-κοντέινερ θα συνωστίζονται στα λιμάνια-εισόδους των ΗΠΑ. Και σ’ αυτό το σημείο, ο εσωτερικός πληθωρισμός θα εκτοξευθεί στα ύψη. Ταυτόχρονα, προσπαθώντας να μειώσει τις παγκόσμιες εντάσεις, στην χερσόνησο της Κορέας, στην προσπάθεια να τα βρει με τους Ρώσους (κι ενώ παράλληλα τους ανταλλάσει με άλλους, πάνω απ’ όλα με τους Κινέζους), ο Τραμπ φέρνει την ταξική πάλη πίσω στην πατρίδα. Και παρ’ όλο που η ταξική πάλη στις ΗΠΑ έχει μια μακρά ιστορία μετατροπής της σε φυλετική σύγκρουση, και παρ’ όλο που μια τέτοια μετατροπή θα επιδεινωθεί, η μυστικοποίηση, οι αυταπάτες και ο περισπασμός θα φτάσουν σε ένα τέλος. Αντιμέτωπος με κάτι τέτοιο, θα είναι δύσκολο για τον Τραμπ, ή οποιονδήποτε άλλο βρεθεί στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας στις ΗΠΑ εκείνη τη στιγμή, να μην επιδιώξει κι άλλο τον πόλεμο, τόσο για να καναλιζάρει την αυξανόμενη εσωτερική σύγκρουση όσο και για να αρπάξει πρώτες ύλες, πόρους και αγαθά που δεν θα είναι πλέον διαθέσιμα στις αγορές των ΗΠΑ. Η έκβαση της γιγαντιαίας ταξικής πάλης (δείτε παρακάτω) θα αποφασίσει κατά πόσον η στρατιωτική αντιπαράθεση αυτού του είδους μπορεί να διολισθήσει σε έναν νέο ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο πόλεμο.

Αν φτάσουμε τόσο μακριά, αυτή θα είναι η στιγμή που το έργο του Steve Bannon ή θα καρποφορήσει ή θα κλονιστεί: συναρπαστική ρατσιστική μισαλλοδοξία, ξενοφοβία και υπερεθνικισμός θα εντείνονται καθώς νατιβιστές, φασίστες και νεοναζί θα κραυγάζουν για αίμα ενόψει των εκτοπίσεων, της αποδιοργάνωσης και των ελλείψεων που θα προμηνύουν εσωτερική κατάρρευση, με τον φασισμό μια πολύ πιθανή έκβαση53. Μπροστά στην τεράστια κοινωνική κρίση, μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού στις ΗΠΑ (η μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρηματικών τάξεων, τμήματα της μεσαίας τάξης δίπλα στο κεφάλαιο, συγκαλυμμένα προλεταριακά στρώματα, ιδιαίτερα οι αποκαλούμενοι ανεξάρτητοι υπεργολάβοι, καθώς και άλλα μικρότερα στρώματα), αντιπρολεταριακά κομμάτια, εθνικιστικά, ρατσιστικά και φιλελεύθερα (με άλλα λόγια φορείς της νεοδεξιάς, νεοφασιστικής αντιπολιτευτικής κουλτούρας), θα δεχτούν την “ηγεσία” αυτών των πιο φανατισμένων στοιχείων. Η πάλη για το σύνολο της κοινωνίας θα οξυνθεί τότε: κοινωνικές ομάδες της άρχουσας τάξης σιωπηλά, αλλά και κάποιες φορές ανοιχτά, θα υποστηρίξουν αυτό το αντεπαναστατικό μπλοκ, οι υπόλοιπες επιχειρηματικές τάξεις θα ευθυγραμμιστούν (και αυτές στα μεσαία στρώματα, με πολιτικά φιλελεύθερη συνείδηση και αρκετά χρήματα, θα εγκαταλείψουν τη χώρα), το κράτος θα επιδείξει τον ουσιαστικό ιστορικό του χαρακτήρα ως ένοπλης δύναμης, καθώς μπάτσοι σε ολόκληρη τη χώρα θα κινητοποιηθούν για να προστατέψουν τους φασίστες και τους νατιβιστές στους δρόμους, ενώ η Εθνοφρουρά θα κληθεί και ο στρατός θα επαναπατριστεί για να επιβάλλει de facto τον στρατιωτικό νόμο εκεί που οι μπάτσοι θα είναι αναποτελεσματικοί. Τα ίδια γεγονότα, όπως θα ξεδιπλώνονται, θα ωθήσουν στην κατεύθυνση της συμπαγοποίησης ένα αντίθετο ταξικό μπλοκ, νεολαία με τον προλεταριοποιημένο, επισφαλή πυρήνα της, μεγάλα στρώματα ισπανόφωνων εργατών, λεπτά στρώματα εργατών άλλων εθνικοτήτων-εθνοτήτων και ένα πλατύ πολυταξικό στρώμα μαύρων. Στο σημείο εκείνο θα είναι, ως ζήτημα ζωής και θανάτου, αναγκαίο να αποσπαστεί η Εθνοφρουρά και οι καταταγμένοι στρατιώτες από τη στρατιωτική ηγεσία, όπως και όσοι ανάμεσά τους ανήκουν στις ειδικές δυνάμεις, ενώ θα γίνεται πραγματικότητα η συμπαγοποίηση των δικών μας δυνάμεων.

Είναι εκείνη τη στιγμή, και σ’ αυτές που οδηγούν σ’ αυτήν, που μια επιτιμητική κριτική στην προτερότητα της κερδοφορίας πάνω από την ανάγκη, των επιταγών της άρχουσας τάξης και των γραφειοκρατών διαχειριστών πάνω από την ανάπτυξη των διαμεσολαβημένων από την κοινότητα ατομικών δεξιοτήτων, της άμεσης δημοκρατίας πάνω από όλες τις μορφές αντιπροσώπευσης και, πάνω απ’ όλα, της δεσποτικής δικτατορίας της αστυνομίας του κεφαλαίου και του ανόητου και επιβλαβούς χαρακτήρα του μηντιακού θεάματος των κεφαλαίου, θα αρχίσει να ακούγεται όλο και περισσότερο. Φτάνοντας πίσω μέχρι την αφηρημένη εργασία και την αξιακή μορφή, μια τέτοια κριτική θα αρχίσει όλο και περισσότερο να αποκτά νόημα, να γίνεται συγκεκριμένη και πραγματική. Σ’ αυτή τη βάση, θα είναι εκείνη τη στιγμή, και σ’ αυτές που οδηγούν σ’ αυτήν, που, έστω κι αν παραμένουν όλα τα αποκαρδιωτικά δύσκολο να ελεγχθούν προβλήματα ενός επιταχυνόμενου κλιματικού μετασχηματισμού, μάζες αντρών και γυναικών μπορούν, και ίσως και να θέλουν, με όσο ακατάστατο και χαοτικό τρόπο, να βρουν μια πρακτική εναλλακτική στον καπιταλισμό. Αν από την σκοπιά της ίδιας της ιστορίας, αυτή η στιγμή, και όσες οδηγούν σ’ αυτήν, είναι φευγαλέες, θα είναι, παρ’ όλα αυτά, η ευκαιρία μας.

15 Σεπτεμβρίου 2018

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://insurgentnotes.com/2019/02/whither-america-class-and-politics-in-the-era-of-american-decline.

2 Μια εκδοχή αυτού του άρθρου θα εμφανιστεί σύντομα ως επίλογος στη συλλογή Climate Change, Social Revolution and their Imaginary Representations in Late Capitalist Popular Culture. (Κλιματική αλλαγή, κοινωνική επανάσταση και οι φαντασιακές αναπαραστάσεις τους στην ύστερη καπιταλιστική ποπ κουλτούρα).

3 Στμ. In medias res: λατινική φράση που σημαίνει “από τη μέση των πραγμάτων”.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο open shops. Το σύστημα που επιτρέπει σε επιχειρήσεις να απασχολούν εργάτες χωρίς να απαιτείται να ανήκουν σε ένα οργανωμένο συνδικάτο.

5 Ο κρίσιμος τομέας στον οποίον ξέσπασαν αυτές οι ανεξέλεγκτες απεργίες ήταν η αυτοκινητοβιομηχανία, τον πυρήνα του καπιταλισμού στην περίοδο του φορντισμού. Ας πάρουμε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο Ντητρόιτ άγριες απεργίες ξέσπασαν στην Dodge Main (1968), στην Chrysler Sterling (1969) και στην Dodge’s Eldon (1969–1970), στην GM στο Lordstown (1972), στο Ντητρόιτ στο Jefferson Assembly, στην Chrysler Forge και στο Mack stamping (1973). Η άλλη κύρια άγρια απεργία ήταν η πανεθνική απεργία των ταχυδρόμων (1970). Η φυγή των κεφαλαίων σε εξωχώριους προορισμούς δεν περιορίζεται στις ΗΠΑ. Πριν καν η Κίνα μπει στο παιχνίδι, οι εξωχώριες [offshore] εταιρείες είχαν γίνει ένα παγκόσμιο φαινόμενο, εμφανιζόμενες ίσως σε μια λίγο πιο ύστερη στιγμή αλλά, παρ’ όλα, αυτά εμφανίστηκαν: από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η κατασκευή των γερμανικών αυτοκινήτων γίνεται τόσο στην Ανατολική Γερμανία και στην Τσεχία όσο και στη Βαυαρία, ενώ τα ιαπωνικά ηλεκτρονικά εξαρτήματα παράγονται στη Μαλαισία και στην Ταϋλάνδη στην ίδια ποσότητα που παράγονται στο Χονσού της Ιαπωνίας.

6 Στμ. Οι φούρνοιανοιχτής εστίας” [open hearth furnaces] είναι ένα από τα είδη φούρνου στους οποίους πλεονάζων άνθρακας και άλλες ακαθαρσίες καίγονται και αποβάλλονται από τον ακατέργαστο σίδηρο [pig iron] για να παραχθεί ατσάλι.

7 Ο πόλεμος στην Ινδοκίνα είχε άμεση σχέση, αν και όχι με προφανή τρόπο, με την χαλυβουργία. Βασισμένα στους απαρχαιωμένους φούρνους ανοιχτής εστίας, τα αμερικανικά κεφάλαια στη χαλυβουργία δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις ανάγκες σε ατσάλι της αμερικανικής πολεμικής μηχανής για το είδος εκείνο ατσαλιού που απαιτούσε η κατασκευή όπλων (πολεμοφόδια, ιδιαίτερα σε αυτόματα όπλα και τα πυρομαχικά τους, όλμους, βόμβες κάθε είδους· ελικόπτερα, μαχητικά αεροσκάφη και στρατηγικά βομβαρδιστικά· οχήματα προσωπικού και φορτηγά εφοδιοπομπών, μικρότερα σκάφη όπως αποβατικά [PT boats]). Ως αποτέλεσμα, το Πεντάγωνο προχώρησε σε αγορές ατσαλιού σε φύλλα και ράβδους από τα εργοστάσια της Ιαπωνίας και της Κορέας (που λειτουργούσαν με σύγχρονους, ολοκληρωμένους φούρνους οξυγόνου). Ήδη το 1969, το ατσάλι που προερχόταν από την Ανατολική Ασία αντιστοιχούσε στο 10% της αμερικανικής αγοράς. Αυτό ήταν το σημείο εισόδου ιαπωνικών αγαθών, που ακολουθήθηκαν από ένα ολόκληρο σύνολο εμπορικών (μη στρατιωτικών) προϊόντων (πιο αξιοσημείωτα τα αυτοκίνητα) στην αγορά των ΗΠΑ, και μάλιστα μια είσοδος που σύντομα έγινε πλημμύρα, μια κίνηση στην οποία, όπως λέμε κι εδώ, η τεχνική καινοτομία εντός του παγκόσμιου καπιταλισμού ουσιαστικά κατέστρεψε την αμερικανική βιομηχανία χάλυβα στη διάρκεια της δεκεατίας του 1970.

8 Στμ. Μπορούμε να το καταλάβουμε και κάπως έτσι: οι καπιταλιστές επένδυαν πολλά στην ανανέωση του εξοπλισμού αλλά εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν ακόμα εργάτες ή οι εργάτες δούλευαν λιγότερο, δηλαδή χωρίς την αντίστοιχη μείωση που θα έπρεπε να υπάρχει στο “μεταβλητό” κεφάλαιο [εργασία] ή/και την αντίστοιχη αύξηση στην παραγωγικότητα. Οι τεχνολογικές καινοτομίες στην παραγωγή δεν είχαν μεταφραστεί ακόμα σε αύξηση της παραγωγικότητας και/ή μείωση της χρησιμοποιούμενης εργατικής δύναμης – λόγω της “αδράνειας”, θα λέγαμε, που παρήγαγαν ακόμα οι ταξικοί αγώνες ως εμπόδιο στη γενικότερη αναδιάρθρωση της σχέσης κεφάλαιο-εργασία.

9 Το Business Week (17 Οκτωβρίου 1977) σημείωνε ότι μεταξύ 1966 και 1976 μια “φοβερή πτώση” συνέβη καθώς η “απόδοση της επένδυσης” (ROI, return on investment) για τη βιομηχανία στις ΗΠΑ…συρρικνώθηκε στο 9.2% από το 13.4%” (αναφορά από τον Milton Fisk, “The Roots of the Stagnant Economy”, Cleveland, 1978: σελ. 17). Ο Fisk παραθέτει δυο πίνακες, ό.π. σελ. 34–35, ο πρώτος έχει λεπτομερώς μια ετήσια σύνοψη (1964–1976) του μειωμένου ποσοστού κέρδους της βιομηχανίας στις ΗΠΑ συνολικά, ενώ ο δεύτερος για την ίδια περίοδο παραθέτει ποσοτικά τον αυξανόμενο λόγο σταθερού κεφαλαίου (και του εξοπλισμού) προς ένα φθίνον ποσοστό εκμετάλλευσης των εργατών και μια αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου για την βιομηχανία των ΗΠΑ στο σύνολό της. Στις αίθουσες των συμβουλίων τα ανώτερα στρώματα των διοικούντων τις μεγάλες βιομηχανίες είχαν πολύ καλή επίγνωση της φθίνουσας κερδοφορίας. Η μετατόπιση από τη βιομηχανία στον χρηματοπιστωτικό τομέα, τα ακίνητα και τη διασκέδαση άρχισε στα σοβαρά γύρω στο 1980 και απογειώθηκε πραγματικά το 1983. Δείτε: Steve Massey, “Who Killed Westinghouse” (1998), κεφάλαια 2 και 3. Αυτό το κείμενο μπορεί να βρεθεί και στο Διαδίκτυο αν το αναζητήσετε με τον τίτλο του.

10 Στμ. Sun Belt (“Ζώνη του Ήλιου”), η περιοχή των Ηνωμένων Πολιτιειών που γενικά θεωρείται ότι εκτείνεται από Νοτιοανατολικά μέχρι Νοτιοδυτικά. Ένας άλλος χονδρικός ορισμός είναι ως η περιοχή που βρίσκεται νότια του 36ου παραλλήλου. Η Ζώνη του Ήλιου γνώρισε αξιοσημείωτη αύξηση του πληθυσμού μετά τη δεκαετία του 1960 από μια εισροή κόσμου που έψαχνε ένα θερμό και ηλιόλουστο κλίμα, μια μεγάλη αύξηση στα άτομα που έχουν γεννηθεί στα χρόνια μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλέμο [η λεγόμενη γενιά των baby boomers] και που βγαίνουν στην σύνταξη, και αυξανόμενες οικονομικές ευκαιρίες. Ο ερχομός των κλιματιστικών δημιούργησε πιο άνετες συνθήκες για το καλοκαίρι, επιτρέποντας σε περισσότερους κατασκευαστές και βιομηχανίες να εγκατασταθούν στην περιοχή. Το στυλ των κατοικιών είναι πιο μοντέρνο και ανοιχτό. Επίσης πολλές από τις πόλεις στη ζώνη, από το Μαϊάμι και τη Νέα Ορλεάνη, το Χιούστον και το Λας Βέγκας μέχρι το Σαν Ντιέγκο και το Λος Άντζελες, προσφέρουν ευκαιρίας ψυχαγωγίας και μάλιστα καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.

11 Υπάρχει στην πραγματικότητα ένα επιπλέον νήμα που διαπλέκεται με αυτή την εξήγηση της αποβιομηχάνισης. Είναι σημαντικό, αναμφισβήτητα, αλλά εδώ θα κάνουμε μια απλή αναφορά. Έχει να κάνει με την σε παγκόσμιο επίπεδο μετατοπιζόμενη ταξική δομή του καπιταλισμού, όπως γίνεται φανερή στην εδραίωση της βιιομηχανικής εργασίας στην Ανατολική Ασία. Σε σχέση με την παγκόσμια καπιταλιστική ανάπτυξη σήμερα είναι στην Ανατολική (και Νότια) Ασία που το βιομηχανικό προλεταριάτο στεγάζεται και συγκεντρώνεται. Αυτό δεν περιλαμβάνει μόνο την Κίνα αλλά και την Νότια Κορέα, την Ταϊβάν, το Βιετνάμ (Σαϊγκόν), τη Μαλαισία και την Ταϋλάνδη (Μπανγκόκ). Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα (World Development Report 1995: Workers in an Integrating World. New York, 1995: σελ. 170), το 80% των εργατών στη βιομηχανία το 1995 βρίσκονταν στην Ανατολική Ασία. Αυτή η συγκέντρωση είναι, ίσως, πολύ μεγαλύτερη σήμερα.

12 Στμ. Howard Jarvis: επιχειρηματίας και πολιτικός, στον οποίο οφείλεται η ψήφιση της “Πρότασης 13” ως νόμου της πολιτείας της Καλιφόρνια – που ενσωματώθηκε τελικά ως τροπολογία στο σύνταγμα της πολιτείας – που επέβαλλε ένα μέγιστο ταβάνι (στο 1% του ποσού της αξίας σε μετρητά) στη φορολογία των ακινήτων.

13 Με άλλα λόγια, αναγνωρίζουν μόνο τον Νόμο των Δικαιωμάτων (Bill of Rights), τις πρώτες Δέκα τροπολογίες στο Σύνταγμα, θεωρώντας την 13η, 14η και 15η (και ακόμα περισσότερο την 19η) τροπολογίες ως “σφετερισμό”, “παραβίαση”. Η 13η, η 14η και η 15η τροπολογίες ενσαρκώνουν νομικά, κωδικοποιούν στον θεμελιώδη νόμο, την μοναδική επανάσταση στην Αμερικάνικη ιστορία, την ανατροπή της ιδιοκτησίας των σκλάβων των φυτειών.

14 Στμ. Nativism, nativist: νατιβισμός, νατιβιστές: Ελλείψει κάποιας πιο δόκιμης μετάφρασης, μεταγράφουμε έτσι τον πρωτότυπο όρο που αναφέρεται στους φορείς εκείνης της ιδεολογίας και πολιτικής που αποδίδει προτεραιότητα στα συμφέροντα, και την υπεράσπισή τους, όσων έχουν γεννηθεί σε μια χώρα (των γηγενών) ή των εδραιωμένων κατοίκων της, απέναντι στους μετανάστες.

15 Hitler and the Collapse of Weimar Germany. New York, 1987 (Munich, 1984): σελ. 4.

16 Στμ. Στο πρωτότυπο bootstrap capitalism. Ο όρος bootstraping αναφέρεται γενικά σε μια αυτο-εκκινούμενη διαδικασία η οποία υποτίθεται ότι εξελίσσεται χωρίς κάποια εξωτερική “είσοδο” [input]. Bootstrap καπιταλισμός είναι ο καπιταλισμός με βάση “αυτοδημιούργητους” επιχειρηματίες οι οποίοι ξεκινούν μια επιχειρηματική δραστηριότητα από το “μηδέν” και με ελάχιστους πόρους και εξωτερική χρηματοδότηση (αυτό που στο πλαίσιο του εθνικιστικού οικονομισμού ονομάζεται “αμερικανικό”, “ελληνικό” κλπ. δαιμόνιο, στο ελληνικό καλτ το “αρχέτυπο” του Ωνάση).

17 Στμ. Στο πρωτότυπο: libidinous, ασελγές, λάγνο.

18 Will Barnes, Civil War and Revolution in America. St. Paul, 1999: Preface, Part IV, “The Meaning of ‘Race’ and its Relation to Class”.

19 Will Barnes, Community and Capital. St. Paul, 2001: §240.

20 Σχηματίζοντας το μεγαλύτερο τμήμα ενός πλεονάζοντος πληθυσμού που αποβάλλεται από την κίνηση του κεφαλαίου, υπάρχουν παρ’ όλα αυτά και άλλα κοινωνικά στρώματα τα οποία, καθώς βαθαίνει η παρακμή, λιγότερο ή περισσότερο τείνουν να σαρώνονται σ’ αυτό το μπλοκ: συνίστανται από καθαρά λουμπενοποιημένα στοιχεία που ζουν από τις κλοπές, τις κομπίνες, τις απατεωνιές κλπ. (σε πολύ μικρότερο βαθμό)· συνταξιούχους που εξατρώνται απόλυτα από έναν συρρικνούμενο κοινωνικό μισθό που έχει θεσμοποιηθεί από την κοινωνική ασφάλιση (σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό)· μακροχρόνια άνεργους που ζουν από την οικογένεια και τους συγγενείς (σε μεγάλο βαθμό)· ένα ακόμα λεπτό, αλλά αυξανόμενο, στρώμα εξαρτημένων (κυρίως από οπιούχες ουσίες) ατόμων σε συγκεκριμένους θύλακες (πχ., επαρχιακή Δυτική Βιρτζίνια) των οποίων οι μορφές και μέσα κοινωνικής αναπαραγωγής ποικίλουν και επικαλύπτονται σε κάποιον βαθμό με τα λουμπενοποιημένα άτομα και τους μακροχρόνια άνεργους (σε πολύ μικρότερο βαθμό)· και έναν τεράστιο πληθυσμό φυλακισμένων (πολύ μικρότερο ποσοστό, πολλοί από τους οποίους ίσως συνταχθούν με τη μεριά μας).

21 Το ισπανόφωνο προλεταριάτο επικεντρώνεται καθαρά σε Κεντροαμερικάνους και Μεξικάνους αλλά περιλαμβάνει, επίσης, με ευκρίνεια, κόσμο από τη Γουατεμάλα, Νικαράγουα, Σαν Σαλβαδόρ (που αυτή την περίοδο απελαύνονται με φανφάρες από την κυβερνηση του Τραμπ). Έπειτα, όπως υποδεικνύεται, υπάρχουν κατά τόπους και άλλες εθνοτικές-εθνικές ομάδες. Για παράδειγμα, στις παραλιακές πόλεις δυτικά (Λος Άντζελες, Σαν Φρανσίσκο, Σηάτλ) αυτό το προλεταριάτο περιλαμβάνει Φιλιππινέζους και Βιετναμέζους εργάτες. Και στην Μιννεάπολη-St. Paul (στην πραγματικότητα στα όρια της Shakopee της Μινεσότα – μια μικρή πόλη, όχι προάστιο, ακριβώς νοτιοδυτικά της Μιννεάπολης) όπου η Amazon χτίζει τις Δίδυμες Πόλεις της μητροπολιτικής περιοχής του κέντρου διανομής της, το 20% των εργαζόμενων, πάνω από 1000 εργάτες, είναι Σομαλοί. Σύμφωνα με τον διαδικτυκό ερευνητή-δημοσιογράφο J.P. Sottile, μεταξύ άλλων λόγων (μια, σε μεγάλο βαθμό πετυχημένα εφαρμοσμένη, ατζέντα για το ξεχαρβάλωμα των περιβαλλοντικών περιορισμών και των περιορισμών όσον αφορά τους εργασιακούς χώρους, για το κεφάλαιο), οι μεγάλοι οικονομικοί υποστηρικτές, ο Robert Mercer (δείτε την υποσημείωση 24 παρακάτω) και οι αδελφοί Koch (άσχετα από τις περί του αντιθέτου διαμαρτυρίες), βλέπουν στον Τραμπ ένα φράγμα που υψώνεται ενάντια σ’ ένα “καφέ αίμα” που προκαλεί υστερική φοβία πως θα “ρεύσει” δήθεν στις επόμενες δεκαετίες από τους τροπικούς προς τον βορρά, σαν πρόσφυγες της κλιματικής αλλαγής. Δείτε τη συζήτηση στις 22 Αυγούστου 2018 για το “The Ochelli Effect” (ακουστικό).

22 Παρατηρήσεις που έγιναν ενώπιον του Διεθνούς Συνεδρίου για την Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια το 2014, που οργανώθηκε από το δεξιό Catholic Dignitatis Humanae Institute (βίντεο).

23 Ο Τρότσκυ ήταν ο θεωρητικός του Στάλιν. Αυτό κράτησε όσο ο Στάλιν δεν είχε ακόμα έρθει αντιμέτωπος με την επιδεινούμενη κατάσταση στην ύπαιθρο και μέχρι τη στιγμή που είχε αφομοιώσει εντελώς το πρόγραμμα της Αριστεράς, και στη βάση της εμπειρίας του 1928, επεξεργάστηκε μια πορεία δράσης που θα έδειχνε τον δρόμο προς τα μπροστά, δηλαδή τον τρόπο υπέρβασης της κρίσης. Ένα απλό παράδειγμα είναι αρκετό. Ο Lewin ανακαλεί ότι το καλοκαίρι του 1928 ο Τρότσκυ, σε εσωτερική εξορία στην Άλμα Άτα, έγραψε μια ανάλυση για την κατάσταση στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης για το 6ο Συνέδριο της Κομιντέρν, που θα γινόταν στην Μόσχα τον Ιούλιο. Με τίτλο “Και τώρα τι;”, το κομμάτι αυτό καταπνίχθηκε, φυσικά, αλλά “ο Σταλιν, βέβαια, διάβασε κάθε λέξη…Συμφωνούσε με την ανάγνωση της κατάστασης από τον Τρότσκυ” [Moshe Lewin, Russian Peasants and Soviet ower. Aylesburg (Eng), 1968: σελ. 254, 255]. Αυτή η εκτίμηση είναι με την αυστηρή έννοια αντικειμενική, δηλαδή μπορεί να επαναληφθεί επανειλημμένα από οποιονδήποτε συγκρίνει την ανάλυση του Τρότσκυ με τη γραμμή δράσης του Στάλιν, ως αρχηγού του κόμματος”, Will Barnes, Bolshevism and Stalinism (Ur-Geschichte). St. Paul, 2014 (posthumous): Part II, “Primitive accumulation”. Άσχετα από την αφετηρία του, το Breitbart υπηρετεί μια μορφή πολιτικών σκουπιδιών που είναι πολύ αγαπητό στον Bannon: αρκεί κανείς και μόνο να εξετάσει βιαστικά τον χυλό που τυπώνεται εκεί για να αποκτήσει μια συγκεκριμένη αίσθηση ότι αυτά γράφονται σε ένα επίπεδο που ακόμα και ο Τραμπ να μπορεί να καταλαβαίνει πλήρως (έστω κι αν τα περιεχόμενά του απλά παρουσιάζονται περιληπτικά γι’ αυτόν). Μεταξύ Fox News και Breitbart, ο Τραμπ παίρνει τη ιδεολογικο-πολιτική καθοδήγηση που χρειάζεται.

24 Παρόμοια και οι πραγματικά φανατικοί μεγα-χορηγοί του Τραμπ, οι θρησκόληπτοι Mercer, πατέρας και κόρη, Robert (δισεκατομμυριούχος κεφαλαιούχος διαφόρων hedge fund – αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου) και Rebakah (της οποίας κανείς τα αποτυπώματα βρίσκει παντού στο Breitbart). Για την, ανάλογη αυτής του Bannon, επίγνωση του Malpass δείτε το άρθρο του “Upheaval to Reinvent us Politics”, Forbes, 10 Μαΐου 2016.

25 Αυτοί, δηλαδή, που έχουν γεννηθεί ανάμεσα στο 1980 και το 2004. Gordon Long, Macro Analytics, “Millennials: A Menacing Metamorphosis”, 2017.04.17 (βίντεο). Σ’ ένα τέτοιο σχήμα, όσοι γεννήθηκαν από το 2005 μέχρι σήμερα, και οι οποίοι ονομάζονται γενιάHomeland” (“ό.π.”), στον βαθμό που μπαίνουν τώρα μόλις στο γυμνάσιο-λύκειο και έχουν εκπαιδευτεί σε δημόσια σχολεία μέχρι τα οχτώ χρόνια τους, θα τείνουν επίσης να συμπεριληφθούν στον χαρακτηρισμό του Bannon. Δείτε τη συζήτηση που ακολουθεί στο παρόν κείμενο για έναν πιο ακριβή προσδιορισμό.

26 Του Noel Ignatiev, σε κείμενό του στην ενότητα των σχολίων του Insurgent Notes, 03.08.2017. Ο Ignatiev απαντά σε παρατηρήσεις του Amiri Barksdale.

27 Εδώ στηριζόμαστε στο Race, History, Production, “A Sea Change May Be Occurring, But If It Is, It’s Passing Us By” (2008) του Will Barnes. Δεν δεχόμαστε, όμως, την, έστω σιωπηρή, εκτίμησή του γι’ αυτά τα άτομα που η επίγνωση και η συμπεριφορά τους έχουν διαμορφωθεί από αυτό, την δική τους ιστορική διαμόρφωση: δεν είναι απλά παθητικά αντικείμενα, καταναλωτές εμπορευμάτων.

28 Στμ. Jim Crow, θεατρικός χαρακτήρας που δημιουργήθηκε από τον Thomas Rice στις αρχές του 19ου αιώνα και αποτέλεσε εθνοτική αποτύπωση, σύμφωνα με τις τότε ιδέες των λευκών, των Αφροαμερικανών και της κουλτούρας τους. Το όνομα προέρχεται από την ομώνυμη λαϊκή φιγούραενός κατεργάρη που ήταν δημοφιλής μεταξύ των μαύρων σκλάβων. Το όνομα τελικά έγινε δηλωτικό μιας γενικευμένης αρνητικής και στερεοτυπικής εικόνας των μαύρων. Οι κανόνες, νόμοι και συνήθειες που επέβαλαν τον φυλετικό διαχωρισμό, που άρχισαν να εμφανίζονται στις ΗΠΑ μετά το τέλος της περιόδου της Ανοικοδόμησης στο τέλος της δεκαετίας του 1870, όπως και ολόκληρη η περίοδος διατήρησής τους (μέχρι τα τέλη της δεκεατίας του 1960), πήρε επίσης το όνομα αυτό.

29 Στμ. Οι Redeemers, “Λυτρωτές”, ήταν πολιτικός σχηματισμός στις πολιτείες του Νότου των ΗΠΑ στη διάρκεια της περιόδου της Ανοικοδόμησης που ακολούθησε τον αμερικάνικο Εμφύλιο. Αποτελούσαν την πτέρυγα στον Νότο των Βουρβώνων Δημοκρατών, της συντηρητικής, φιλοεπιχειρηματικής πτέρυγας του Δημοκρατικού κόμματος. Επιδίωκαν να ανακτήσουν την πολιτική εξουσία και να επιβάλλουν την λευκή ανωτερότητα, εκδιώκοντας τους ριζοσπάστες Δημοκράτες, καθοδηγούμενοι, γενικά, από πλούσιους πρώην ιδιοκτήτες φυτειών, επιχειρηματίες και επαγγελματίες, κυριαρχώντας πολιτικά στις περισσότερες περιοχές του Νότου από το 1870 μέχρι τη δεκεατία του 1910.

30 Στμ. Antebellum America, δηλαδή Προπολεμική Αμερική: θεωρείται γενικά η περίοδος από την υιοθέτηση του Συντάγματος το 1789 μέχρι τον αμερικανικό Εμφύλιο που χαρακτηρίζεται από την βαθμιαία πόλωση ανάμεσα στους υποστηρικτές της δουλείας και τους υποστηρικτές της κατάργησής της. Την ίδια περίοδο η οικονομία της χώρας αρχίζει να μετατοπιζεται στον Βορρά προς τη βιομηχανία, με την έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης, ενώ στον Νότο επικεντρώνεται στις βαμβακοφυτείες. Επίσης η προσάρτηση νέων εδαφών και η επέκταση προς τη Δύση είδε την ενίσχυση του αμερικανικού ατομικισμού και του Manifest Destiny, της ιδέας ότι οι Αμερικανοί και οι θεσμοί των ΗΠΑ είναι ηθικά ανώτεροι και ότι οι Αμερικανοί είναι ηθικά υποχρεωμένοι να τους διαδώσουν.

31 Long, ό.π, “The Ochelli Effect”, ό.π. (συζήτηση με τον Michael Swanson, ιστορικό και αναλυτή αγορών, στη διάρκεια του πρώτου μισού του προγράμματος). Σύμφωνα με τον Long, το 2012 αυτό το 42% αναλυόταν σε 21% ισπανόφωνους (“Hispanics”), 14% μαύρους, 6% Ασιάτες και από τα νησιά του Ειρηνικού και 1% “άλλους”.

32 Αυτό είναι ένα δύσκολο έδαφος. Ως κανόνας, δεν θα έπρεπε να συζητιέται ποσοτικά. Για να το θέσουμε διαφορετικά, οι αριθμοί είναι απλά ένα σημείο αφετηρίας, οπότε αυτοί είναι οι αριθμοί που υποστηρίζουν την εκτίμησή μας στο κείμενο. Όπως υποδείξαμε, η γενιά των λεγόμενων millennial αποτελεί την μεγαλύτερη δημογραφική ομάδα στις ΗΠΑ. Όσοι γεννήθηκαν μετά το τέλος του μεγάλου ιμπεριαλιστικού παγκοσμίου πολέμου μέχρι την αυγή του τελευταίου διεθνούς κύκλου ταξικών αγώνων (1946–1964) αριθμούσαν 74,9 εκατομμύρια το 2015· όσοι γεννήθηκαν τη στιγμή που οι φορείς του νεοφιλελευθερισμού απέκτησαν για πρώτη φορά κρατική εξουσία μέχρι τη στιγμή που η μακρά περίοδος των παγκόσμιων εργατικών ηττών, που διολίσθησαν σε αδράνεια, έφτασε σ’ ένα τέλος (1980–2004) αριθμούν 75,4 εκατομμύρια το ίδιο έτος (2015) [η περίοδος έκλεισε με μια έκρηξη απεργιακής δραστηριότητας κατά μήκος του “Ασιατικού βιομηχανικού τόξου” η οποία τελείωσε την άνοιξη του 2005 με τεράστια απεργιακά κινήματα στην Ινδία, το Βιετνάμ και την επόμενη χρονιά, στο Μπαγκλαντές]. Σε αντιδιαστολή, η δημογραφική ομάδα με χρονολογία γέννησης μεταξύ αυτών των δύο περιόδων αριθμεί 59 εκατομμύρια (Gordon Long, ό.π.). Εμπειρικά, ο Long συμφωνεί επίσης με τον ιδεολογικό χαρακτηρισμό των millennial ως “σοσιαλιστών” από τον Bannon. Το σημαντικότερο, ο Long (ό.π.) υποδεικνύει επίσης ότι αυτή η δημογραφική ομάδα, που σήμερα αποτελεί το 36% του εργατικού δυναμικού (αμοιβόμενων και μισθωτών), το 2026 θα αποτελέσει το 75% όσων εργάζονται. Τέλος, σχετικά με τους αριθμούς, βασιζόμενος σε μια έρευνα που διεξάχθηκε τον Ιανουάριο του 2018, ο Anthony DiMaggio (“Fascist Nation: The ‘Alt-Right’ Menace Persists, Despite Setbacks”), δηλώνει ότι είναι η “ομάδα όσων έχουν ηλικίες μεταξύ 30–45 [που ομολογουμένως περιλαμβάνει και τους millennial στο κάτω όριο του ηλικιακού φάσματος], και όχι η ομάδα με ηλικίες 18–29”, που ταυτοποιούμε ως γενεαλογικά προσδιορισμένη δημογραφική ομάδα στο ενδιάμεσο, “που είναι δυσανάλογα πιο πιθανό να υποστηρίξουν το κίνημα της εναλλακτικής ακροδεξιάς (alt-right)”.

33 Όπως και σε πολλά άλλα μέρη στον κόσμο, δεν υπάρχουν ρυάκια, ποτάμια, μικρές ή μεγάλες λίμνες στις ΗΠΑ που να περιέχουν νερό που να είναι πόσιμο χωρίς διεξοδική επεξεργασία. Οι ρύποι περιλαμβάνουν παρασιτοκτόνα, ζιζανιοκτόνα και εντομοκτόντα απορροής· υγροποιημένο αέριο και πετρέλαιο που έχει διαρρεύσει από πλοία καθώς και διαρροές από βάρκες και άλλα μηχανοκίνητα θαλάσια σκάφη· τοξικά χημικά που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία αλλά και σε άλλες χρήσεις· διαφυγούσες ποσότητες αζώτου και φωσφόρου που χρησιμοποιούνται στη γεωργία και λιπάσματα κήπων· περισσεύματα αντιβιοτικών που φεύγουν από το αίμα των ανθρώπων και των κοπαδιών με τη μορφή ούρων και ξεπλένονται· και μη καταγεγραμμένες καθημερινές ποσότητες ραδιενεργών εκπομπών από τα πυρηνικά εργοστάσια και ραδιενεργά σωματίδια με μεγάλους χρόνους ημιζωής που απελευθερώνονται με υπέργειες δοκιμές όπλων. Μερικά χημικά συστατικά παρασιτοκτόνων, μερικά χημικά (πχ., MTBE), αντιβιοτικά και ραδιενεργά στοιχεία δεν φιλτράτονται από τα εργοστάσια επεξεργασίας/καθαρισμού.

34 Στμ. Στο πρωτότυπο: wet bulb temperatures, θερμόμετρο υγρού βοβλού, θερμόμετρο του οποίου ο βολβός (το κάτω σφαιρικό μέρος) είναι τυλιγμένο με ένα υγρό κομμάτι ύφασμα.

35 Η εσωτερική θερμότητα είναι ένα παράπλευρο προϊόν του ανθρώπινου μεταβολισμού, σχεδόν 100 watt για ένα ανθρώπινο σώμα σε ηρεμία σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή. Για να διατηρεί μια εσωτερική ισορροπία ως προς τις διακυμάνσεις της εξωτερικής θερμοκρασίας, η βασική θερμοκρασία στους ανθρώπους έχει μια μέση τιμή 37 °C, συν ή πλην μερικά δέκατα του βαθμού. Έτσι ώστε η εσωτερική θερμότητα που παράγεται από τον μεταβολισμό, για να μην αναφέρουμε αυτήν που παράγεται από τη δραματική θέρμανση της ατμόσφαιρας, θα πρέπει να απαχθεί με θερμική επαγωγή και ψύξη μέσω της εξάτμισης (εφίδρωση). Όταν η θερμοκρασία φτάνει τους 35 °C και υγρασία 100% και περισσότερο, η εσωτερική θερμότητα δεν μπορεί να απαχθεί (δεν μπορεί κάποιος να ιδρώσει), γιατί με την εξωτερική θερμότητα να υπερβαίνει την εσωτερική αυτή η εσωτερική θερμότητα δεν μπορεί να πάει πουθενά. Χωρίς ψύχρανση εκπομπής (για παράδειγμα ψύχρανση του εξωτερικού αέρα με μια συσκευή όπως το κλιματιστικό) ή την καταφυγή σε συνθήκες ζωής σε υπόγεια σημεία ή σπήλαια, σε ακινησία κάτω από μια σκιά ένα, κατά τα άλλα, υγιές άτομο (δεν μιλάμε για τα πολύ νεαρά άτομα, τους μεγαλύτερους ή τους ασθενείς που είναι πολύ πιο ευάλλωτα) πεθαίνει από θερμική εξάντληση σε περίπου 6 ώρες.

36 Στμ. Στο πρωτότυπο: rogue.

37 Το προτεινόμενο δίκτυο, τμήματα του οποίου είναι ήδη υπό κατασκευή, συνίσταται από τρεις κύριες διαδρομές από την πόλη Kunming, στην Κίνα, στην Μπανγκόκ της Ταϋλάνδης: την ανατολική διαδρομή, μέσω του Βιετνάμ και της Καμπότζης, την κεντρική μέσω του Λάος και τη δυτική μέσω της Myanmar (Βιρμανία). Το νότιο μισό του δικτύου, από την Μπανγκόκ στην Σιγκαπούρη, είναι σε λειτουργία ήδη εδώ και αρκετό καιρό, αν και έχει προταθεί και μια γραμμή υψηλής ταχύτητας.

38 Στμ. Στο πρωτότυπο: renminbi, το νομισματικό σύστημα που εισήχθη στην Κίνα μετά το 1948 (και τη δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας).

39 Υπό κατασκευή, αυτή τη στιγμή, ο NordStream2 είναι ένας υποθαλάσσιος αγωγός που διασχίζει τη Βαλτική θάλασσα συνδεόντας τα ρωσικά κοιτάσματα φυσικού αερίου με τη Γερμανία κοντά στο Ροστόκ. Η ολοκλήρωση και αυτού του έργου θα δει τη Γερμανία να μην πληρώνει το ρωσικό αέριο σε δολλάρια. Επιπλέον, θα υπάρχουν αυξανόμενες εσωτερικές πιέσεις στις βασικές ανταλλαγές ως αποτέλεσμα της εμπορικής συμφωνίας μεταξύ των πολιτικών ηγετών της Ιαπωνίας και της ΕΕ στις 17 Ιουλίου του 2018, η οποία είναι επίσης σε γιεν και ευρώ, όχι δολλάρια.

40 Στμ. Νόμος Σμουτ-Χόλεϋ, γνωστός και ως Νόμος Σμουτ-Χόλεϋ περί Δασμών, ήταν ένα νομοσχέδιο που υποστηρίχθηκε από τον Γερουσιαστή Σμουτ (Reed Smoot) και τον βουλευτή Χόλεϋ (Willis C. Hawley), το οποίο ψηφίστηκε και έγινε νόμος στις 17 Ιουνίου 1930, και αύξανε τους δασμούς σε πάνω από 20.000 εισαγώμενα είδη στις Ηνωμένες Πολιτείες σε ύψος-ρεκόρ. Οι οικονομολόγοι εξακολουθούν να συμφωνούν ότι ο Νόμος Σμουτ-Χόλεϋ και οι επακόλουθοι πολέμοι δασμών ήταν άκρως αντιπαραγωγικοί και συνέβαλαν στο βάθος και το μήκος της παγκόσμιας ύφεσης. Ωστόσο η γενική άποψη είναι ότι, ενώ είχε αρνητικά αποτελέσματα, ο Νόμος Σμουτ-Χόλεϋ δεν ήταν μία από τις κύριες αιτίες της Μεγάλης Ύφεσης, διότι το εξωτερικό εμπόριο ήταν μόνο ένας μικρός τομέας της οικονομίας των ΗΠΑ.

41 Δύο σημαντικά έργα εδώ, το δεύτερο με ιδαίτερη σημασία για τη Γερμανία, είναι του Joseph M. Jones, Jr., Tariff Retaliation. Repercussions of the Hawley-Smoot Tariff, Philadelphia, 1934, και του Antonin Basch, The Danube Basin and the German Economic Sphere. London, 1944.

42 John A. Garraty, The Great Depression. San Diego, 1986: σελ. 15, 24; Charles Kindleberger, The World in Depression, 1929–1939. Berkeley, 1986: σελ. 123–124.

43 Basch, ό.π., 165–184.

44 Saburo Ienaga, The Pacific War, 1931–1945. New York, 1978 (Tokyo, 1968): σελ. 57–75, 130–131, 153–180· δείτε επίσης: Sterling and Peggy Seagrave, Gold Warriors: America’s Secret Recovery of Yamashito’s Gold. London, 2002.

45 Όπως αναφέρει μια ανταποκρίτρια, αυτό μπορεί να το δει κανείς σε μια σειρά εγκαταστάσεων των αδερφών Koch. Επισημαίνει, για παράδειγμα, το μεγάλο σύμπλεγμα στο Rosemount της Μινεσότα, που δυιλίζει πετρέλαιο για ολόκληρη την αγορά καυσίμων των Άνω Μεσοδυτικών πολιτειών. Αν και έχει επεκτείνει τη δραστηριότητά του για να μπορεί να επεξεργαστεί σχιστόλιθο (Βόρεια Ντακότα) και πίσσα (Αλμπέρτα), επεξεργασία που έχει κυρίως επιτευχθεί με τη χρήση νέων χημικών παραγόντων, το μεγαλύτερο τμήμα του δεν έχει ουσιαστικά εκσυγχρονιστεί εδώ και 22 χρόνια. Μπορούμε επίσης να το κατανοήσουμε ποσοτικά με μια κριτική εξέταση των πληροφοριών που δίνονται από την Υπηρεσία Στατιστικών της Εργασίας: από το 1995 μέχρι το 2003, χρόνια της κοινωνικής γενίκευσης της “επανάστασης” της Πληροφορικής, η αύξηση της παραγωγικότητας ήταν κατά μέσο όρο 3,2% τον χρόνο· ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι και σήμερα (το 2017), η ετήσια αύξηση ήταν οριακά μεγαλύτερη από το 1,4%. Δείτε τους διάφορους εναλλακτικούς δείκτες στον ιστότοπο του John Williams, Shadow Statistics.

46 Ο νόμος Dodd–Frank Wall Street Reform and Consumer Protection Act (συνήθως αναφερόμενος ως νόμος Dodd–Frank) είναι ένας ομοσπονδιακός νόμος των Ηνωμένων Πολιτειών που τέθηκε σε ισχύ στις 21 Ιουλίου του 2010. Ο νόμος αναθεώρησε τις ρυθμίσεις για το χρηματοπιστωτικό σύστημα στον απόηχο της οικονομικής κρίσης του 2007-2008 και επέφερε αλλαγές που επηρέασαν όλες τις ομοσπονδιακές χρηματοοικονομικές ρυθμιστικές αρχές και σχεδόν κάθε τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών της χώρας.

47 Στμ. Εξαιρετικά σημαντική παρατήρηση. Οι εμπορικοί πόλεμοι ως αποτέλεσμα στην πραγματικότητα της βαθαίνουσας κρίσης του κεφαλαίου όπως αυτή διαμορφώνεται από την εντεινόμενη αποβιομηχάνιση.

48 Στμ. Η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ.

49 Με τα μέλη του σταθερά εδραιωμένα στο Υπουργείο Εξωτερικών επί δεκαετίες, το ηγετικό σώμα της παλιάς, διεθνιστικής πτέρυγας της αμερικανικής άρχουσας τάξης, το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων φοβάται και είναι πεπεισμένο ότι αυτό είναι ακριβώς στο οποίο στοχεύει ο Τραμπ. Δείτε το εκ των ένδον άρθρο του Adam Posen “Post-American World Economy; Globalization in the Trump Era”, Foreign Affairs, Μάρτιος-Απρίλιος 2018.

50 “Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ανέβηκε στο αξίωμα απαιτώντας μια επαναδιαπραγμάτευση” της NAFTA, “αλλά αντί διαπραγματεύσεων, εξαπολύει απειλές. Ο Καναδάς υποτίθεται ότι θα πρέπει “να λυγίσει σε μια σειρά σκληροπυρηνικών απαιτήσεων των ΗΠΑ” ή να χτυπηθεί με μια αύξηση 25% στους δασμούς των αυτοκινήτων “που θα έριχναν μεγάλο μέρος της χώρας σε ύφεση…”. Οι διαπραγματεύεις είναι φανερά σε κλίμα κακής πίστης. Σε ένα ανεπίσημο σχόλιο σε ρεπόρτερ, που διέρρευσε την προηγούμενη βδομάδα, ο Τραμπ παραδέχτηκε ότι δεν είχε την πρόθεση να συμβιβαστεί σε οτιδήποτε με την Οττάβα αλλά δεν μπορούσε να πει όχι [στις διαπραγματεύσεις] επειδή, σύμφωνα με τα λόγια του “θα είναι τόσο προσβλητικό να μην μπορούν να κλείσουν μια συμφωνία”. Περίληψη (με εσωτερικές αναφορές) του Barrie McKenna, σε άρθρο στο Globe and Mail του Τορόντο, που παρατίθεται στο The Week, 14 Σεπτεμβρίου 2018: 15.

51 “Ξέρετε, τους στέλνουμε φυσικό αέριο και σπόρους σόγιας και βοδινό κρέας…Δεν στέλνουμε σχεδόν καμμιά υψηλής τεχνολογίας κατασκευαστική μέθοδο με κάποια προστιθέμενη αξία. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί” (από μια συνέντευξη στο BBC News που έχει αναπαραχθεί στο YouTube). Με άλλα λόγια έχει αντιστραφεί ο ιστορικός ρόλος της μητρόπολης προς την περιφέρεια. Η συνέντευξη είναι πρόσφατη, πιθανόν βιντεοσκοπημένη τον Μάιο του τρέχοντος έτους. Προσβάσιμη διαδικτυακά μέσω μιας αναζήτησης με τη φράση “Steve Bannon interviews”.

52 Αυτή η μάχη δεν δίνεται μόνο στο πεδίο του πολέμου δασμών αλλά συνδέεται και με την πάλη για παγκόσμια ηγεμονία στις γεωπολιτικές συγκρούσεις σχετικά με τον ρόλο στρατιωτικά, περιφερειακά και δημογραφικά σημαντικών τρίτων χωρών όπως για παράδειγμα το Πακιστάν. Σχετικά με το Πακιστάν, ένα ζήτημα είναι σε ποιον βαθμό οι στρατιωτικές υπηρεσίες και οι υπηρεσίες πληροφοριών αυτής της νοτιοδυτικής ασιατικής χώρας χρηματοδοτούνται από τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα όσον αφορά τον αντιφατικό ρόλο τους σε σχέση με τις αμερικανικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν. Ξεκινώντας με την κυβέρνηση Ομπάμα, η στρατιωτική χρηματοδότηση έχει κοπεί. Υπό τον Τραμπ, η χρηματοδότηση έχει επανέλθει δραματικά αυξημένη. Το θέμα εδώ δεν είναι απλά, ούτε κυρίως, η συγκαλυμμένη υποστήριξη του Πακιστάν στους Ταλιμπάν αλλά η κινέζικη “εισβολή” στη Δυτική Ασία με τη μορφή του Κινεζο-πακιστανικού οικονομικού διαδρόμου, μιας μεγάλης συνιστώσας της πρωτοβουλίας Belt and Road του Κινέζου προέδρου Ζι. Δείτε το διεισδυτικό άρθρο: “The us-China Cold War is Now Playing Out in Pakistan”, 3 Σεπτεμβρίου 2018.

53 Εδώ, ο φασισμός συλλαμβάνεται, με τον καλλίτερο τρόπο, στην ενεργητική του πτυχή, ως ένα κοινωνικό κίνημα, κίνημα που στοχεύει στην εξαφάνιση της συγκεντρωμένης δύναμης των εργατών, που εμφανίζεται ιστορικά στο πλαίσιο μιας εκδιπλωνόμενης, τεράστιας κοινωνικής κρίσης στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται ένα αδιέξοδο στην καπιταλιστική συσσώρευση (φαινομενικά, επιδείνωση της κερδοφορίας που προμηνεύει καταστροφή) και μια προγραμματική παράλυση στι επίπεδο του εθνικού κράτους. Η επίθεση αντικειμενικά συνίσταται σε μια προσπάθεια ξεμπλοκαρίσματος του αδιεξόδου και επίλυσης της κρίσης, καταστρέφοντας αυτή τη συγκέντρωση δύναμης των εργατών (είπαμε συγκεντρωμένη, όχι οργανωμένη ή συνδικαλισμένη, δύναμη), εξατομικεύοντας τους εργάτες, μειώνοντας σε τεράστιο βαθμό το επίπεδο ζωής που έχει επιτευχθεί ιστορικά και καταλαμβάνοντας τον πλήρη έλεγχο του κρατικού μηχανισμού για τον σκοπό μιας μαζικής εκστρατείας δολοφονίας της μαχητικής προλεταριακής μειοψηφίας, ενώ επιδώκεται μια πολιτική “εκκαθάρισης” πολιτικών, εθνοτικών ή/και εθνικών ομάδων ως αντικειμένων της φασιστικής μισαλλοδοξίας.