από το Surplus Club
Το παρόν άρθρο γράφτηκε στους πρώτους μήνες του 2015. Είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς συζητήσεων και διαβάσματος του Surplus Club στην Φρανκφούρτη πάνω στη θεματική της κρίσης συσσώρευσης του κεφαλαίου του 2007-2008 και της αύξησης του πλεονάζοντος πληθυσμού.
Η προοπτική στο δοκίμιο αυτό διαφέρει από άλλα άρθρα και αναλύσεις σχετικά με το ίδιο ζήτημα που δημοσιεύτηκαν τόσο στο Kosmoprolet όσο και στο Endnotes, ιδιαίτερα σχετικά με τον τρόπο που η τωρινή ποιότητα του πλεονάζοντος προλεταριάτου αναπτύσσεται παράλληλα με την ανάπτυξη της συσσώρευσης και τη συνακόλουθη υποτίμηση της συνολικής εργατικής δύναμης μέσω τόσο του άμεσου όσο και του έμμεσου μισθού. Συνολικά, ισχυριζόμαστε στο άρθρο ότι ο λεπτός χαρακτήρας του πλεονάζοντος προλεταριάτου μπορεί να συλληφθεί ενσωματώνοντας όχι μόνο μια ανάλυση της εργασίας αλλά επίσης τους παρόντες καθορισμούς του παγκόσμιου κεφαλαίου και του κράτους. Εξετάζουμε, περαιτέρω, το ερώτημα τι σημαίνει να συλλαμβάνει κανείς κατηγορίες της κοινωνικής κριτικής ως ταυτόχρονα αφηρημένες και συγκεκριμένες καθώς και τις ωδίνες που πολώνουν εξωτερικά αυτούς τους καθορισμούς, που συχνά καταλήγουν σε συζητήσεις κορεσμένες από έναν υπερβολικό εμπειρισμό ο οποίος έχει σαν αποτέλεσμα οι κατηγορίες της “διάκρισης”, του “αποκλεισμού” και της “αποβολής” να συσκοτίζουν αναγωγιστικά τις ανταγωνιστικές κοινωνικές διαδικασίες που συγκροτούν την σχέση κεφάλαιο-εργασία.
Το άρθρο δεν είναι με κανέναν τρόπο ένα “άρθρο θέσεων”, απλά αντανακλά και καταγράφει το επίπεδο και το εύρος της συζήτησης στο Surplus Club κατά τη στιγμή της συλλογικής συγγραφής του.
Εισαγωγή
Όταν εξετάζουμε την ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό ή την επισφάλεια είναι ανεπαρκές να καταφεύγουμε απλά στο εμπειρικό ερώτημα ποιες ομάδες ζουν κάτω από αυτές τις συνθήκες. Οι σύγχρονες κοινωνιολογικές ταυτότητες είναι οι ίδιες μορφές εμφάνισης, στιγμές της ολότητας της αναπαραγωγής της σχέσης κεφάλαιο-εργασία και εντός αυτής της σχέσης στιγμές της υποτίμησης του εμπορεύματος εργατική δύναμη, υποτίμηση που ξεδιπλώνεται μέσα από την κατηγορία του πλεονάζοντος προλεταριάτου.
Στο ξεκίνημα του 2015, σε όποιον ήλπιζε για μια ανάκαμψη των αγορών εργασίας, λέγεται να χαμηλώσει τις προσδοκίες του. Αληθοφανείς απολογητικές για την ανθεκτική ανάκαμψη των ποσοστών ανεργίας και της δημιουργίας θέσεων εργασίας σκοντάφτουν στις διαρκώς αναθεωρούμενες προβλέψεις που αντανακλούν την αδράνεια των οικονομιών τόσο των χωρών με υψηλό ΑΕΠ όσο και των αναδυόμενων αγορών. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η περίοδος από την κρίση του 2007-08 μαρτυρεί άτονη οικονομική δραστηριότητα παρά τα άνευ προηγουμένου νομισματικά ερεθίσματα και τις ενέσεις ρευστότητας. Οι επιχειρηματικές επενδύσεις παραμένουν κυρίως στάσιμες, με τους παραγωγούς ενέργειας να περικόπτουν, πιο πρόσφατα, δραματικά τις συνολικές κεφαλαιακές επενδύσεις τους. Ακόμα και η Κίνα “τραυλίζει” και μειώνει τις ορέξεις της για πρώτες ύλες, ενώ η διατεινόμενη γερμανική ιστορία επιτυχίας δεν μπορεί να διαβαστεί χωρίς την εκδιπλωνόμενη διαδικασία της επισφαλούς συσσώρευσης κεφαλαίου μιας ραγδαία επιδεινούμενης Ευρωζώνης, και πάντως όχι ως ένας δείκτης μόνιμης ανάπτυξης. Την ίδια στιγμή, η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να βρίσκει διέξοδο στην χωρίς περιορισμούς μόχλευση, επιδεινώνοντας περαιτέρω τα ποσοστά πίστωσης-προς-ΑΕΠ, με το συνολικό παγκόσμιο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος να φτάνει, σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Κέντρου Νομισματικών και Τραπεζικών Μελετών [International Centre for Monetary and Banking Studies], στο 272% του ΑΕΠ των αναπτυγμένων χωρών το 2013. Ο πρόσφατος συναγερμός αντιπληθωρισμού σημαίνει αύξηση στην πραγματική αξία του υπάρχοντος κρατικού, επιχειρηματικού και οικιακού χρέους. Σε αντιστοιχία προς την δημοσιονομική προσέγγιση των υψηλότερων ελλειμάτων υπάρχει, από το 2010, η άμεση αγορά των κρατικών, εταιρικών και κτηματομεσιτικών ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες και η πληρωμή τους με φρεσκοτυπωμένο χρήμα – δηλαδή η “ποσοτική χαλάρωση”. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει, πιο πρόσφατα, ακολουθήσει την Federal Reserve, την Τράπεζα της Αγγλίας και την Τράπεζα της Ιαπωνίας στην πολιτική αυτή, παρά το γεγονός ότι έχει ακόμα να αποδείξει ότι αποτελεί η ίδια μια αποτελεσματική απάντηση στις επιβραδυνόμενες οικονομίες. Αντ’ αυτού, το χρήμα που δημιουργείται μπαίνει στο τραπεζικό σύστημα, “στυλώνοντας” τους ισολογισμούς του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και υποδαυλίζοντας φούσκες μέσα στα διάφορα περιουσιακά στοιχεία που υπάρχουν.
“Από υλική άποψη, η κρίση του 2007-08 δεν έχει παρά
επιδεινώσει τις εργασιακές συνθήκες”
Αυτές οι συνθήκες διαγράφουν το πραγματικά πρωτοφανές περίγραμμα της παρούσας κρίσης συσσώρευσης κεφαλαίου που είναι, ταυτόχρονα, και μια κρίση της αναπαραγωγής της σχέσης κεφάλαιο-εργασία. Από την εποχή της οικονομικής αναδιάρθρωσης της δεκαετίας του 1970, η απορρύθμιση έχει επεκτείνει την ευελιξία των αγορών εργασίας και έχει επαναπροσανατολίσει θεμελιωδώς τις συνθήκες της ταξικής σχέσης. Ενώ η ανεργία παρέμεινε σε σχετική υποχώρηση κατά τη μεταπολεμική περίοδο – συνδυασμένη με τις διασφαλίσεις του κράτους πρόνοιας – οι εξελίξεις στη συσσώρευση του κεφαλαίου έκτοτε μαρτυρούν μια χωρίς προηγουμένο, σε όρους διάρκειας και συγκέντρωσης, αύξηση τόσο της ανεργίας όσο και της υποαπασχόλησης. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και μετά, και μέσω του ξηλώματος της κεϋνσιανής συμφωνίας σύνδεσης “μισθού-παραγωγικότητας” της μεταπολεμικής περιόδου, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής πασχίζει να πολεμήσει το βάσανο των μειωνόμενων αποδόσεων. Η προσπάθεια διεξόδου της οικονομικής αναδιάρθρωσης συνίστατο στην επέκταση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και την αύξηση του ρυθμού εκμετάλλευσης, σε μια προσπάθεια σταθεροποίησης και καθυστέρησης της ίδιας της εγγενούς τάσης υπονόμευσης της διαδικασίας αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου. Έτσι, ο 21ος αιώνας άνοιξε με την κυριαρχία της υποτίμησης της εργατικής δύναμης, κάτι που μόνο ενίσχυσε την απειλή της τάσης αυτής η οποία, σε συνδυασμό με τις δημοσιονομικές κρίσεις και την κρίση κρατικού χρέους που εκφράζονται με τη λιτότητα, συνεχίζει να οδηγεί σε μια ανελέητη απαθλίωση.
Από υλική άποψη, η κρίση του 2007-08 έχει μόνο επιδεινώσει τις εργασιακές συνθήκες, με το ποσοστό συμμετοχής της εργασίας, για παράδειγμα, να βρίσκεται τώρα στις ΗΠΑ σε χαμηλό 36-ετίας, εξαλείφοντας οποιαδήποτε ειλικρινώς επαινούμενη δημιουργία χαμηλά αμοιβόμενων θέσεων εργασίας και τις καχεκτικές μέσες ωριαίες αποδοχές. Γι’ αυτό, το κομμάτι του προλεταριάτου που δεν χάνει τη δουλειά του ή δεν πετιέται εντελώς από την εργασιακή δύναμη – και για το οποίο οι στατιστικές ανεργίες έχουν πολύ λίγα να πουν – οι τύποι απασχόλησης που είναι ακόμα διαθέσιμοι είναι κυρίως προσωρινοί, μερικής απασχόλησης, αυτοαπασχόλησης, εποχικοί και, γενικά, επισφαλείς άτυπες μορφές χωρίς συμβατική εγγύηση αποζημίωσης. Έτσι, καθώς στην παρούσα στιγμή έχουμε μια υπερπαραγωγή κεφαλαίου, που αδυνατεί να βρει σταθερή επένδυση, η πραγματική ζήτηση εργασίας ακολουθεί αυτή την εξέλιξη και μειώνεται. Μέσω της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, αυτά τα φαινόμενα βρίσκουν τη συστηματική τους έκφραση σ’ αυτό στο οποίο ο Μαρξ αναφέρεται ως “γενικό νόμο της συσσώρευσης του κεφαλαίου”. Εδώ η αναλογική επέκταση του συνολικού κεφαλαίου, αποτέλεσμα η ίδια της παραγωγικότητας της εργασίας και της επακόλουθης παραγωγής υπεραξίας, παράγει μια μάζα εργατών σχετικά περιττή για τις ανάγκες της διαδικασίας παραγωγής αξίας. Αυτή η τάση προκύπτει απλά από την ίδια τη φύση του κεφαλαίου. Καθώς το κεφάλαιο αναπτύσσει την εργασία ως “προσάρτημα” της ίδιας της παραγωγικής του ικανότητας, μειώνει την αναλογία της αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για την απόσπαση μιας δοσμένης ποσότητας υπεραξίας. Συνεπώς, ο λόγος της αναγκαίας εργασίας που χρειάζεται το κεφάλαιο μειώνεται διαρκώς. Αυτό συμβαίνει μέσω της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου για την οποία ο ανταγωνισμός μεταξύ κεφαλαίων επάγει την γενίκευση τεχνολογιών εξοικονόμησης εργασίας, όπως η αυτοματοποίηση, αυξάνοντας έτσι το σταθερό κεφάλαιο σε βάρος του μεταβλητού, με αποτέλεσμα μια σχετική μείωση στη ζήτηση της εργασίας. Η παραγωγή αυτού του σχετικά πλεονάζοντος πληθυσμού είναι η υποτίμηση της συνολικής εργατικής δύναμης που παίρνει τη μορφή της απομάκρυνσης εργατών από την παραγωγική διαδικασία και της δυσκολίας απορρόφησης μέσω συνηθισμένων ή νομικά ρυθμισμένων καναλιών. Αν η εργατική δύναμη των εργατών δεν μπορεί να “πραγματωθεί”, δηλαδή αν δεν είναι αναγκαία για την “πραγμάτωση” του κεφαλαίου, τότε αυτή η εργατική δύναμη εμφανίζεται ως εξωτερική για τις συνθήκες της αναπαραγωγής της ίδιας της ύπαρξής της. Αυτό εξελίσσεται σε μια κρίση της αναπαραγωγής του προλεταριάτου, το οποίο περιτρυγίζεται από παντού από ανάγκες χωρίς να έχει τα μέσα για την επαρκή ικανοποίησή τους.
“Οπότε γιατί να δικαιολογήσει κανείς την έμφασή της στην παρούσα συγκυρία;”
Φίλοι έχουν επισημάνει ότι ο πλεονάζων πληθυσμός είναι ένα αναγκαίο προϊόν της συσσώρευσης του κεφαλαίου και, συνεπώς, μια δομική κατηγορία που απορρέει από την αναλογία αναγκαίας και πλεονάζουσας εργασίας. Είναι μια τάση που υπάρχει πάντα εκεί και είναι εγγενώς συστατική της σχέσης κεφάλαιο-εργασία, ανεξάρτητα από τις ιστορικές της διαμορφώσεις. Οπότε, γιατί να πρέπει κανείς να δικαιολογήσει την έμφασή της στην παρούσα συγκυρία; Άλλωστε, η έννοια του πλεονάζοντος πληθυσμού “εμπεριέχεται ήδη στην έννοια του ελεύθερου εργάτη που είναι πένητας: δυνητικά πένητας” (Grundrisse). Παραμένει, συνεπώς, το καθήκον να καταδείξουμε γιατί ο σχετικά πλεονάζων πληθυσμός είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της ταξικής σχέσης στην παρούσα στιγμή και ποιες είναι οι συνέπειες της σύγχρονης ταξικής πάλης.
Οι δυσκολίες μιας κατηγορίας
Μετά την αναδιάρθρωση της δεκαετίας του 1970, η συνεχιζόμενη θεαματική αναπαράσταση της επεκτεινόμενης ευμάρειας και πλήρους απασχόλησης που, φαινομενικά, θα οδηγούσαν σε μεγαλύτερη και σταθερότερη κοινωνική ολοκλήρωση σε σφαίρες της παραγωγής και της κατανάλωσης, αντιστράφηκε. Από τη στιγμή αυτής της “υποχώρησης”, η αμείωτη κεντρικότητα της παραγωγής έρχεται αντιμέτωπη με μια δομικά απομακρυνόμενη και εξασθενημένη θέση όσων απασχολούνται. Στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου της κριτικής των Καταστασιακών, η θεαματική εμφάνιση του προλεταριάτου έχει μετατοπιστεί από τον ρόλο του ως εργατών σε αυτόν των καταναλωτών. Σήμερα, αντίθετα, η θεαματική εικόνα της προλεταριακής συνθήκης εμφανίζεται ως ένας “αποκλεισμός”, αναφερόμενη σε τμήματα του πληθυσμού που είναι μάλλον απίθανο να υποστούν εκμετάλλευση σε συνθήκες που θα τους έκαναν αξιοσέβαστους καταναλωτές. Περιγράφοντας τον γενικό νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ο Μαρξ παρατηρεί, κατά την αποσαφήνιση της έννοιας του σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού, στάσιμες, “επιπλέουσες”, λανθάνουσες και φτωχοποιητικές τάσεις. Συνεπώς, ξεκινώντας ήδη με τον Μαρξ, το φαινόμενο του πλεονάζοντος πληθυσμού αποκαλύπτει μια ετερογένεια των σύγχρονων εργασιακών συνθηκών σε μια λιγότερο ή περισσότερο δυναμική ταλάντωση μεταξύ των πόλων της απασχόλησης και της ανεργίας. Από την αλλοπρόσαλλη και ασταθή φύση της εποχικής, μερικής, άτυπης και αυτοαπασχολούμενης εργασίας, στη δόλια άνοδο του “επιχειρηματισμού” υπό την “οικονομία διαμοιρασμού”, και των καθεστώτων της απλήρωτης μαθητείας· από τις εργατικές μεταναστεύσεις της υπαίθρου στους διαμένοντες στις παραγκουπόλεις των μητροπόλεων· από την με συμβόλαια επικυρωμένη παρωδία των φοιτητικών δανείων και το πολιτικό Ισλάμ μέχρι την καθολική αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουν οι νεότερες γενιές – συνολικά, το προλεταριάτο, σήμερα, χρωματίζεται από μια άνευ προηγουμένου αντικειμενική επιβολή σημαντικής υποτίμησης της εργατικής δύναμης, που θέτει τις συνθήκες αναπαραγωγής του υπό πλήρη αμφισβήτηση. Ως τέτοιο, το τράβηγμα μιας απόλυτης γραμμής ανάμεσα στην απασχόληση και την ανεργία, για τη σύλληψη της δυναμικής του πλεονάζοντος πληθυσμού, μοιάζει εξαιρετικά ανεπακής για την κατανόησή του ως απορρέοντος από την ιστορική ανάπτυξη της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αντίθετα, για να αντισταθούμε στον πειρασμό να εστιάσουμε απλά στην αμεσότητα του δεδομένου – και, εκτός από αυτόν, στη γοητεία που περιβάλλει το παρατσούκλι “συγκεκριμένο” – προσπαθούμε να διαφωτίσουμε την ουσία της έννοιας του σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού ως μιας κατηγορίας κοινωνικής διαμεσολάβησης που ξεδιπλώνει την αυτοαναπαραγώμενη ολότητα του κεφαλαίου.
Ο Αντόρνο παρατηρεί ότι “[η] κοινωνία γίνεται άμεσα αντιληπτή εκεί που πονά”
Ο Αντόρνο παρατηρεί ότι “[η] κοινωνία γίνεται άμεσα αντιληπτή εκεί που πονά”. Στην πραγματικότητα δεν λείπουν οι συναισθηματικά και αισθηματικά προκαλούμενες εικόνες που παρουσιάζουν στο κοινό τους τις συνθήκες της δομικής ανεργίας. Περισσεύουν οι πειρασμοί για την προσκόλληση στην αμεσότητα των ηθικιστικών κατηγοριών της διάκρισης, του αποκλεισμού και της αποβολής που, στην καλλίτερη περίπτωση, δεν μπορούν να προάγουν παρά τη δίκαιη κατανομή της εκμετάλλευσης.
Φημισμένοι πολιτικοί φορείς όπως το “πλήθος”, το “πρεκαριάτο” και οι “αποκλεισμένοι” – που όλοι επιδιώκουν, ολόψυχα, να θριαμβεύσουν επί της ανισότητας κάτω από τη σημαία της πλήρους απασχόλησης με επίκεντρο την οριζοντιότητα – συσκοτίζουν την αλήθεια της ταξικής σχέσης, εξυμνώντας έναν στενό πρακτικισμό στην υπηρεσία αυτού ακριβώς που απλά συμβαίνει. Αποτέλεσμα αυτών των επιφανειακών παρατηρήσεων είναι η παραίτηση από τον κομμουνισμό και η στροφή στον εξισωτισμό και τον κομμουναλισμό, από την κριτική στην ηθική έγνοια. Διαιρέσεις σχετικά με τις ταυτότητες, κατά μήκος μιας ιεραρχίας προνομίων ή καταπίεσης, φέρουν μικρό εννοιολογικό βάρος πέρα από την δειγματική αποθέωση όσων είναι στο περιθώριο και την πραγμοποίηση της αποστέρησης. Παρ’ όλο που η ουσία μιας κατηγορίας δεν μπορεί παρά να συλληφθεί μέσω των μορφών της εμφάνισής της, ο κριτικός στοχασμός παρακινείται να προχωρήσει πέρα από αυτές τις αμεσότητες χωρίς να οδηγεί σε κενές αφαιρέσεις.
Η αντίληψη του Μαρξ για τον σχετικό πλεονάζοντα πληθυσμό αναφέρεται σε δομικά φαινόμενα μιας αντιφατικής ολότητας και δεν αποτελεί μια συνηθισμένη κοινωνιολογική κατηγορία. Ως τέτοιες, οι εμπειρικά δοσμένες συνθήκες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι μόνο στιγμές που μεθοδολογικά αποκαλύπτουν αντικειμενικές νομοειδείς τάσεις για τις οποίες το κεφάλαιο θέτει τις ίδιες τις συνθήκες ύπαρξής του. Όπως έχει ειπωθεί νωρίτερα, “[το] συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο επειδή είναι η συμπύκνωση πολλών καθορισμών, συνεπώς ενότητα του διαφορετικού” (Grundrisse). Οι κατηγορίες της κριτικής της πολιτικής οικονομίας δεν μπορούν να αναχθούν απλά σε μια ολοφάνερα εμπειρικιστική προοπτική ευρισκόμενη υπό την ποσοτική βασιλεία των γεγονότων. Απέναντι στον θετικισμό της υπόθεσης των κοινωνικών γεγονότων καθεαυτά, η αμεσότητα των συνθηκών των πλεοναζόντων πληθυσμών πρέπει να αποκαλύπτει βαθύτερες διαμεσολαβήσεις, οι οποίες μπορούν να βρεθούν στην έννοια της τάξης στον βαθμό που η τάξη δεν αναφέρεται σε ένα σύνολο ατόμων που μοιράζονται κοινά γνωρίσματα, όπως το εισόδημα, η συνείδηση, οι πολιτισμικές συνήθειες [ήθη και έθιμα] κλπ. αλλά είναι, αντίθετα, μια εγγενώς ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία που δομεί τις ζωές των ατόμων,. Αυστηρά μιλώντας, δεν μπορεί να υπάρχει κάτι τέτοιο όπως το ταξικό “ανήκειν”. Μια τέτοια κατανόηση δεν μπορεί να συμβάλλει παρά σε έναν “εργαλειακό χειρισμό” της προοπτικής της ολότητας, προοπτική χωρίς την οποία η τάξη καταρρέει απέναντι σε μια χωρική σχηματικότητα διακεκριμένων “σφαιρών”, “επιπέδων” ή “συγκεκριμενοποιήσεων”. Δεν υπάρχει μοναδικός αιτιακός καθορισμός αλλά διαφορετικές στιγμές μιας ολότητας της ταξικής σχέσης κεφάλαιο-εργασία από την οποία παράγεται το φαινόμενο του σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού.
“Η έννοια του σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού δεν είναι μια εμπειρική κατηγορία και παρ’ όλα αυτά ενσωματώνει εντός της το ίδιο το συγκεκριμένο”
Αναλύοντας τον πλεονάζοντα πληθυσμό γίνεται φανερό ότι μια διατεταγμένη συνάθροιση της κοινωνικής τραγωδίας, ανυψωμένη μέσω μιας ποσοτικής γεγονικότητας [facticity], δεν μπορεί να γίνει υποκατάστατο εμμενούς κριτικής. Η έννοια του σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού δεν είναι μια εμπειρική κατηγορία και παρ’ όλα αυτά ενσωματώνει εντός της το ίδιο το συγκεκριμένο. Όντας ταυτόχρονα συγκεκριμένη και αφηρημένη έννοια, ο σχετικός πλεονάζων πληθυσμός είναι ταυτόχρονα τόσο ένα άμεσα παρατηρήσιμο όσο και μια καθολική συνιστώσα της διαδικασίας συσσώρευσης. Το πλεονάζον προλεταριάτο είναι μια ποιοτική κατηγορία της παραγωγικότητας της εργασίας που έχει ποσοτικές διαστάσεις επειδή η παραγωγικότητα της εργασίας καθορίζεται από τον λόγο του σταθερού προς το μεταβλητό κεφάλαιο. Χωρίς αυτή την κατανόηση, κάποιος κινδυνεύει να περιπέσει στην υπόθεση ότι οι απασχολούμενοι και οι άνεργοι μάλλον συνιστούν δυο διαφορετικά τμήματα του πληθυσμού και όχι μια δυναμική της σχέσης κεφάλαιο-εργασία. Αυτή η δυναμική χαρακτηρίζεται από την ανασφάλεια στην πραγμάτωση της εργατικής δύναμης απέναντι στην άνεση του κεφαλαίου να αυξάνει την υπερεργασία και όχι από μια κοινωνιολογική ταξινομία του φαινομένου ως προς την οποία οργανώνονται τα άτομα. Έχει παρατηρηθεί ότι ο χρήσιμος χαρακτηρισμός του Mike Davis ως ενός “συνεχούς”, μάλλον, παρά ενός οξέος συνόρου μεταξύ των απασχολούμενων και των ανέργων, είναι μια πιο κατάλληλη περιγραφή. Ορίζοντας κανείς το πλεονάζον προλεταριάτο ως ένα συνεχές έχει τη δυνατότητα να συλλάβει το φαινόμενο ως μια γενική δυναμική που υπάρχει στη σχέση κεφάλαιο-εργασία, μια δυναμική που σηματοδοτεί άτομα που κινούνται ξέφρενα στο φάσμα της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της απασχόλησης με έναν άνευ προηγουμένου ρυθμό επισφαλούς μετάβασης. Γι’ αυτό το πλεονάζον προλεταριάτο εκφράζει την αλήθεια της ταξικής κινητικότητας. Το ζήτημα είναι να διαρραγεί ένας πάγιος διαχωρισμός ανάμεσα στους απασχολούμενους και τους ανέργους, λες κι αυτοί αποτελούν στατικές θέσεις μέσα στην οικονομία. Το πρόβλημα του πλεονάζοντος προλεταριάτου δεν ανάγεται στο φαινομενικά απλό ζήτημα ποιος δουλεύει και ποιος όχι αλλά μια δυναμική που διατρέχει και συγκροτεί κάθε μια από αυτές τις θέσεις. Ο αποκλεισμός από την τυπική αγορά εργασίας προκύπτει από μια αντίθεση που είναι εμπεδωμένη μέσα στην ίδια τη μισθωτή σχέση. Όσοι είναι μακροχρόνια ανεργοι είναι τόσο μέρος της [διαδικασίας] παραγωγής όσο και προϊόν της. Η ανεργία πρέπει λοιπόν να συλληφθεί ως μια κατηγορία της εκμετάλλευσης και όχι ως κάτι εξωτερικό προς αυτήν. Επιπλέον, η διάχυτη υποαπασχόληση μεταφράζεται τόσο σε έναν μηχανισμό πειθάρχησης από το κεφάλαιο για όσους απασχολούνται σε φαινομενικά σταθερές θέσεις όσο και ως ένα μέσο για τη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης και την αύξηση του ρυθμού εκμετάλλευσης. Οι συμβασιούχοι εργάτες πρέπει να “ανακαλύψουν ότι ο βαθμός της έντασης του ανταγωνισμού μεταξύ τους εξαρτάται αποκλειστικά από τον σχετικό πλεονάζοντα πληθυσμό” (Μαρξ). Μ’ αυτή την έννοια, δεν υπάρχει τίποτα πλεονάζον στο πλεονάζον προλεταριάτο. Το πλεονάζον προλεταριάτο είναι στην πραγματικότητα μια δυναμική εντός του προλεταριάτου ως έννοιας. Εξαιτίας αυτού, μπορούμε να πούμε περαιτέρω ότι, όπως και ο αντικειμενικός ανταγωνισμός της ίδιας της ταξικής σχέσης, η δομή του πλεονάζοντος προλεταριάτου διαποτίζει τη ζωή κάθε ατόμου με διαφοροποιημένους τρόπους χωρίς, παρ’ όλα αυτά, να ανάγεται σε μια ταυτότητα. Η ολότητα του πλεονάζοντος προλεταριάτου, όπως παράγεται από τη σχέση κεφάλαιο-εργασία και την επιταγή της υποτίμησης της συνολικής αξίας της εργατικής δύναμης, είναι παρουσα σε όλα τα άτομα.
Το πλεονάζον προλεταριάτο σήμερα
Η “καινοτομία” της παραγωγής του πλεονάζοντος προλεταριάτου στην παρούσα στιγμή μπορεί να προσεγγιστεί από τις τρείς προοπτικές – της εργασίας, του κεφαλαίου και του κράτους αντίστοιχα – κάθε μια από τις οποίες αποκαλύπτει αποχρώσεις σχετικά με το παρόν χάσμα ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση για εργασία. Η τωρινή πρόσβαση στις αγορές εργασίας με συμβάσεις διαμορφώνεται βίαια στις συνθήκες ενός ελαστικοποιημένου εργατικού δυναμικού και πρόχειρων συμβάσεων εργασίας σε τέτοιο βαθμό που να καθιστά τους περισσότερους απασχολούμενους ήδη μισο-άνεργους. Η δραστηριότητα του πλεονάζοντος προλεταριάτου προϋποθέτει τον αποκλεισμό του από την αγορά εργασίας ως μιας συνθήκης για την είσοδό του σ’ αυτήν. Οι καινούργιες τυμπανοκρουσίες του “επιχειρηματισμού”, σύμφωνα με τις οποίες οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει δάσκαλος, οδηγός ταξί ή διευθυντής ενός μοτέλ, δεν είναι παρά η γλώσσα ενός εργατικού δυναμικού που εντατικοποιεί τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό του. Η αυτοαπασχόληση, που κάποτε εμφανιζόταν ως ένα σημάδι επιτυχίας, τώρα σηματοδοτεί την παρέλαση της εξατομίκευσης που βαδίζει σταθερά προς τον απόλυτο κίνδυνο. Επιπλέον, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, όσοι ζούνε κοντά ή κάτω από το όριο της φτώχειας, ως αποτελέσματος μιας μέτριας αγοράς εργασίας, εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τον χαμηλότοκο καταναλωτικό δανεισμό για να μπορέσουν να ενισχύσουν κάπως τους αποδυναμωμένους μισθούς τους.
“Επιπλέον, οι ανταγωνιστικές σχέσεις εντός του πλεονάζοντος προλεταριάτου τείνουν να εκφράζονται κατά μήκος διαφορών φύλου, φυλής και γενιάς”
Για όλους αυτούς τους λόγους, μπορεί να ειπωθεί ότι η αναδιάρθρωση έχει μετατοπίσει ποιοτικά το προλεταριάτο από την κατάσταση της δυνητικής πενίας σ’ αυτό που έχει περιγραφεί ως συγκεκριμένη λουμπενοποίηση. Αν, κατά τη διάρκεια των μέσων του 19ου αιώνα, το πλεονάζον προλεταριάτο συνίστατο στην δυνητική φτωχοποίηση του ελεύθερου εργάτη, η αναδιάρθρωση των δεκαετιών του 1970 και 1980 έχει καθιερώσει την συγκεκριμένη “υλοποίηση” του δυνητικού πένητα ως μιας μόνιμης συνθήκης του προλεταριάτου στη σχέση του με το κεφάλαιο. Ως τέτοιο, το πλεονάζον προλεταριάτο αναφέρεται στην παρούσα θέση της εργατικής δύναμης στη δυσκολία της να επιβεβαιώσει και πραγματώσει την κοινωνική της θέση μέσω – και εξαιτίας – της μισθωτής σχέσης. Επιπλέον, οι ανταγωνιστικές σχέσεις εντός του πλεονάζοντος προλεταριάτου τείνουν να εκφράζονται κατά μήκος διαφορών φύλου, φυλής και γενιάς.
Αυτές οι εξελίξεις μέσα στις αγορές εργασίας σηματοδοτούν μια κρίση αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Πράγματι, για τον Μαρξ, όπως γράφει στα Grundrisse, είναι τα μέσα απασχόλησης που χαρακτηρίζουν το πλεονάζον προλεταριάτο: “αυτό θα πρέπει να κατανοηθεί γενικότερα, και σχετίζεται με την κοινωνική διαμεσολάβηση ως τέτοια, μέσω της οποίας το άτομο αποκτά πρόσβαση στα μέσα της αναπαραγωγής του και τα δημιουργεί”. Προσπάθειες να ορίσουμε το πλεονάζον προλεταριάτο απλά ως μια συγκεκριμένη θέση μέσα στην παραγωγική διαδικασία αποτυγχάνουν να συλλάβουν τη δυναμική του σύμφωνα με μια μορφή κοινωνικής διαμεσολάβησης και σε σχέση με τη σφαίρα της αναπαραγωγής. Αν την παρούσα στιγμή το κεφάλαιο δεν εγγυάται πλέον την κανονικότητα και την επάρκεια της μισθωτής σχέσης στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, το προλεταριάτο εισέρχεται σε μια κρίση στο επίπεδο της ίδιας της αναπαραγωγής του. Το πλεονάζον προλεταριάτο είναι συνεπώς η έκφραση της επίθεσης του κεφαλαίου στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, μια θέση σε οξεία αντίθεση με την μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατία, για την οποία οι ισχυρότεροι μισθοί και οι μεγαλύτερες δαπάνες για το κοινωνικό κράτος χαρακτήριζαν τις συνθήκες εκμετάλλευσης. Στη διάρκεια [της αναδιάρθρωσης], το κεφάλαιο αρνήθηκε την συμφωνία του με την εργασία, συμφωνία που είχε ως στόχο μια ενσωμάτωση της εργασίας στη διαδικασία της συσσώρευσης. Μπορεί επίσης να ειπωθεί ότι αυτή η ρηγμάτωση στη διαδικασία της αναπαραγωγής των ταξικών σχέσεων ήταν μια αντίδραση του κεφαλαίου στον κύκλο ταξικών αγώνων στις δεκεαετίες του 1960 και 1970, δεκαετίες στις οποίες το προλεταριάτο άσκησε πίεση στην προηγούμενη συμφωνία μισθού-παραγωγικότητας πετυχαίνοντας να αποσπάσει μαζικές αυξήσεις, αυξάνοντας έτσι το κόστος αναπαραγωγής του εργατικού δυναμικού. Σε αντίθεση μ’ αυτή την κατάσταση, η σημερινή έκφραση του πλεονάζοντος προλεταριάτου είναι η μόνιμη απαξίωση της εργατικής δύναμης, αξεδιάλυτα συνδεδεμένης με την απαξίωση κεφαλαίου που αυτή τη στιγμή επιταχύνεται μέσα στην κρίση. Το προλεταριάτο των παγκόσμιων παραγκουπόλεων και γκέτο είναι μόνο η συμπυκνωμένη μορφή αυτής της συνολικής κρίσης αναπαραγωγής. Αυτή η διαδικασία, στην οποία ο Robert Kurz έχει αναφερθεί ως ένα “σπιράλ απαξίωσης”, διαγράφει το περίγραμμα μιας εποχής βραδείας ανάπτυξης δίπλα-δίπλα με τον πολλαπλασιασμό του πλεονάζοντος προλεταριάτου και την κρίση αναπαραγωγής του. Η ασφαλέστερη πρόβλεψη είναι αυτή της σταδιακής επιδείνωσης που θα διαρκέσει για δεκαετίες.
“Η άλλη πλευρά αυτού του νομίσματος είναι ότι αυτή η ανάπτυξη υπονομεύει επίσης την ίδια την αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου για την παραγωγή αξίας:
την ανθρώπινη εργατική δύναμη”
Ως μια δυναμική της σχέσης κεφάλαιο-εργασία, ο σχετικός πλεονάζων πληθυσμός αναδύεται από την παρούσα κρίση. Η απλή επίκληση του “εφεδρικού βιομηχανικού στρατού’ – για τον οποίο ο όρος “εφεδρικός” με τη συσχέτισή του με μια δυναμική τροχιά “χρησιμοποίησης” δεν συλλαμβάνει πλέον τις συνθήκες του πλεονάζοντος προλεταριάτου – δεν αποκαλύπτει πολλά για την παρούσα συγκυρία – με άλλα λόγια, ότι η αύξηση του πλεονάζοντος προλεταριάτου δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια αποκλειστική κρίση της εργασίας αλλά είναι ενδεικτική των τωρινών περιορισμών στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Αυτή η κρίση αναγκάζει το κεφάλαιο να επιταχύνει τη διαδικασία αύξησης της παραγωγικότητας του προλεταριάτου για να μειώσει την αναλογία της αναγκαίας εργασίας, δηλαδή – σε μαρξικούς όρους – να αυξήσει την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Η άλλη πλευρά αυτού του νομίσματος είναι ότι αυτή η ανάπτυξη υπονομεύει επίσης την ίδια την αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου για την παραγωγή αξίας: την ανθρώπινη εργατική δύναμη.
Επιπλέον, η όποια βιομηχανοποίηση έλαβε χώρα τις τελευταίες δεκαετίες – ωθούμενη, ως επί το πλείστον, από την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου – δύσκολα μπορεί να ειπωθεί ότι χαρακτηρίζεται από ένταση-εργασίας, και απασχολεί έναν αναλογικά μικρότερο αριθμό προλεταρίων σε σχέση με προγενέστερες περιόδους και τομείς της βιομηχανίας του 20ου αιώνα. Για παράδειγμα, θεωρώντας την οικονομική ανάπτυξη των αγορών των BRICS (δηλαδή Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας, Κίνας και Νότιας Αφρικής) φυσικά και μπορεί να παρατηρηθεί ότι στις περιοχές αυτές η συσσώρευση του κεφαλαίου έχει εξελιχθεί, πρόσφατα, με ταχύτερους ρυθμούς από τις οικονομίες που αναπτύχθηκαν σε μια προγενέστερη περίοδο. Πραγματικά οι χώρες αυτές, και πιο αξιοσημείωτα η Κίνα και η Ινδία, έχουν δει επιταχυνόμενους ρυθμούς ανάπτυξης συνοδευόμενους από σημαντικές γεωγραφικές μετατοπίσεις στην παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή και απασχόληση. Όμως, μέσα σ’ αυτές τις αγορές, και ήδη από τη δεκεαετία του 1989, υπάρχει μια μικρή μόνο αύξηση της απασχόλησης στη βιομηχανία ως ποσοστού της συνολικής απασχόλησης, με την απασχόληση στους μη γεωργικούς τομείς να κινείται πρωτίστως προς τον τομέα των υπηρεσιών, ιδιαίτερα στη Βραζιλία. Ως ποσοστό, για παράδειγμα, του συνολικού εργατικού δυναμικού στην Κίνα και την Ινδία, η αναλογία της απασχόλησης στη βιομηχανία μόλις που αγγίζει το 15%. Επιπρόσθετα, στην Κίνα, από τη δεκαετία του 1990, υπάρχει μια σταδιακή μείωση στον αριθμό των προλεταρίων που είναι ενεργοί μέσα στην παραγωγική διαδικασία σχετικά με τον συνολικό πληθυσμό. Εδώ, παρά το γεγονός ότι έχει υπάρξει επέκταση των βιομηχανικών εργασιών κατά την ίδια περίοδο, αυτό δεν είχε σαν αποτέλεσμα μια αυτόματη αύξηση στο μέγεθος του εργατικού δυναμικού αλλά μάλλον τη μείωσή του. Καθώς η Κίνα χάνει θέσεις εργασίας στη βιομηχανία στις παλιές βιομηχανίες της, οι οποίες μεταφέρονται σε περιοχές της Νοτιοανατολικής Ασίας με ακόμα μεγαλύτερη υποτίμηση της εργατικής δύναμης (για παράδειγμα, Καμπότζη, Βιετνάμ, Μπαγκλαντές), οι νεο-αναδυόμενες βιομηχανίες “έχουν την τάση να απορροφούν λιγότερη εργασία σχετικά με τον ρυθμό ανάπτυξης”. Εδώ η περιγραφή του Μαρξ για τον λανθάνοντα πλεονάζοντα πληθυσμό φέρει μια αξιοσημείωτη ομοιότητα με την αστικοποιημένη και μεταναστεύουσα εργατική δύναμη του κινέζικου πλεονάζοντος προλεταριάτου, του οποίου οι αναγκαστικές “αποστολές”, τόσο στην ίδια την ενδοχώρα όσο και στις διάφορες ηπείρους – αποτέλεσμα της καπιταλιστικοποίησης της γεωργίας – μαστίζονται από αβεβαιότητα.
Η παγκόσμια καθήλωση του αριθμού των βιομηχανικών εργατών ως ποσοστού του συνολικού εργατικού δυναμικού συσχετίζεται με έναν επεκτεινόμενο τομέα υπηρεσιών, με χαμηλές αμοιβές, που χαρακτηρίζεται από εργασιακή ευελιξία για το πλεονάζον προλεταριάτο. Ως τέτοια, παρ’ όλο που η καπιταλιστικοποίηση των αναδυόμενων αγορών ίσως μειώνει τον απόλυτο αριθμό των φτωχών σ’ αυτές τις χώρες, αυτή η διαδικασία συνεπάγεται πρωτίστως την αύξηση της χαμηλόμισθης εργασίας. Οι επικοινωνίες και η διάδοση των υπολογιστών στην Ινδία μπορεί να αποφέρουν υψηλότερους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, αλλά η αυξανόμενη ανεργία παραμένει ο κανόνας. Επιπλέον, στο παρελθόν, οι κρατικές δαπάνες στις χώρες των BRICS συγκάλυπταν την πραγματικότητα μια εκβιομηχάνισης που δεν απορροφούσε εργατικό δυναμικό σε έναν ρυθμό αντίστοιχο με την αύξηση του ρυθμού συσσώρευσης. Αυτά τα δίχτυα ασφαλείας, που συχνά έπαιρναν τη μορφή επιδοτήσεων για τη αγορά ειδών πρώτης ανάγκης, τώρα καταστρέφονται, ως επί το πλείστον, μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις και τη λιτότητα.
“Η παρούσα κρίση παίρνει τη μορφή μιας γενικευμένης υποτίμησης”
Το κύριο πρόβλημα για το κεφάλαιο στην παρούσα κρίση θα μπορούσε να εκφραστεί με την ακόλουθη ταυτολογία: το κεφάλαιο αναγκάζεται να καταστήσει την εργασία πιο παραγωγική και για να το κάνει αυτό χρειάζεται περισσότερο κεφάλαιο. Όμως, απέναντι στο ιστορικό υπόβαθρο μιας ήδη πολύ υψηλής οργανικής σύνθεσης, το ελάχιστο κεφάλαιο που θα πρέπει να επενδυθεί ώστε να υπάρξει μια συγκεκριμένη επιστροφή κέρδους είναι πάρα πολύ υψηλό. Οπότε, για να αποκτήσει περισσότερο από το αναγκαίο προς επένδυση κεφάλαιο, το κεφάλαιο πρέπει να κάνει την εργασία πιο παραγωγική. Εξαιτίας αυτής της ταυτολογίας ή απορίας, το κεφάλαιο όλο και περισσότερο “δραπετεύει” από τη σφαίρα της παραγωγής και βρίσκει καταφύγιο επενδύοντας στις χρηματαγορές, στις οποίες μοιάζει να είναι ευκολότερο να βγάλει κέρδη από την κερδοσκοπία με την αγορά συναλλάγματος, τα κρατικά ταμεία ή την αγορά ακινήτων κ.λπ. Αυτή η τάση μπορεί να περιγραφεί επίσης σαν μια απόδραση από υπαγωγή στην αυστηρή εφαρμογή του νόμου της αξίας – μια απόδραση που, εν τέλει, δεν μπορεί ποτέ να είναι επιτυχής.
Η παρούσα κρίση παίρνει τη μορφή μιας γενικευμένης απαξίωσης η οποία, εκτός από το ότι συνεπάγεται αναδιαμορφωμένους όρους εκμετάλλευσης, προκαλεί και δημοσιονομικά αδιέξοδα ως αποτέλεσμα των εξωφρενικών δαπανών για τα δημοσιονομικά ελλείματα. Το κράτος είναι ταυτόχρονα η προϋπόθεση και το αποτέλεσμα συνθηκών συσσώρευσης του κεφαλαίου. Η παρούσα κρίση του κεφαλαίου εκφράζεται η ίδια και ως μια κρίση του κράτους, η οποία, στη συνέχεια εμφανίζεται ως νομισματική ενίσχυση, ενέσεις ρευστότητας, λιτότητα και, στο τέλος, καταστολή. Η αστυνομία είναι συγκεντρωμένη σε περιοχές άδειες από κεφάλαιο. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η κρατική διαχείριση του πλεονάζοντος προλεταριάτου αντιστοιχεί σε μια παγκοσμιοποιημένη γεωγραφική ζωνοποίηση του εργατικού δυναμικού που αναμένεται να αποκτήσει αυξανόμενη σπουδαιότητα σύμφωνα, για παράδειγμα, με τις μαζικές μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές καθώς και μια αστική και προαστιακή κοινωνική διαίρεση της εργασίας.
Από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο κι ύστερα, η ανακούφιση της φτώχειας εφαρμοζόταν με τη μορφή μιας μαζικής καταστροφής και υποτίμησης κεφαλαίου. Τότε, το κράτος προσανατολίστηκε κυρίως στην σταθεροποίηση της κρίσης, αυξάνοντας διαρκώς τις δαπάνες που μεγάλωναν το έλλειμμα, διαδικασία που, με τη σειρά της, εξασφάλισε την κεϋνσιανή συμφωνία ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Ενώ αυτή η συμφωνία έφτασε τελικά σε ένα τέρμα με την κρίση της δεκαετίας του 1970, η περίοδος 2007-08 επιβεβαίωσε την σαθρότητα μιας τέτοιας προσέγγισης στην επίτευξη πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης. Αυτή τη στιγμή, ο ρόλος του κράτους, άσχετα από τις σοσιαλδημοκρατικές του επιφάσεις, είναι η συνεχιζόμενη λιτότητα, μέσα από την οποία το κράτος μειώνει το μερίδιό του στο κόστος της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης – μια πολιτική που έχει αναπόφευκτα ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη εγκληματ(ικ)οποίηση και καταστολή. Το κράτος, ως μια διαμεσολαβητική στιγμή της συνολικής υποτίμησης της εργατικής δύναμης, μπορεί να ειδωθεί πιο έντονα αυτή τη στιγμή στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, στις κυβερνήσεις των οποίων οι δανειστές επιβάλλουν, για παράδειγμα, να μειώσουν τον αριθμό των δημοσίων αργιών, το κόστος των υπερωριών και των πακέτων αποζημιώσεων απόλυσης, να διαλύσουν τις διαπραγματεύσεις για συλλογικές συμβάσεις και γενικά να καταργήσουν τις δημόσιες δαπάνες για το κράτος πρόνοιας, δηλαδή τον έμμεσο μισθό. Εδώ το κράτος χάνει την ενοποιητική ισχύ του και η δυνατότητα πολιτικής διαμεσολάβησης τείνει να εξαφανιστεί. Δεν είναι λοιπόν συμπτωματικό ότι οι κοινωνικοί αγώνες τα τελευταία χρόνια εκεί συνίστανται όλο και περισσότερο σε μια ευθεία αναμέτρηση με το κράτος. Στο παρελθόν, το κράτος ήταν ο σταθεροποιητής της κρίσης.
Όμως, η κεϋνσιανή λύση δεν αποτελεί πλέον μια επιλογή εξαιτίας της χρεοκοπίας του κράτους, μετά την χρηματοδότηση της ιδιωτικής σφαίρας και του υψηλού δανεισμού καθ’ όλη την μεταπολεμική περίοδο. Στο παρελθόν, η αναπαραγωγή του πλεονάζοντος προλεταριάτου μπορούσε να διαμεσολαβηθεί από τα έσοδα προϋπάρχουσας υπεραξίας που διανέμονταν μέσω των κρατικών δαπανών και των κοινωνικών επιδομάτων. Σ’ αυτό το σενάριο, πιο εύλογο πριν την οικονομική αναδιάρθρωση της δεκαετίας του 1970, ο έμμεσος μισθός του πλεονάζοντος προλεταριάτου φιλτραριζόταν μέσα από την φορολόγηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Τώρα, όμως, το ίδιο το κράτος είναι σε κρίση και αδυνατεί πλέον να εγγυηθεί την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Αυτή η ανικανότητα είναι μια έκφραση της παγκόσμιας υποτίμησης της εργατικής δύναμης, που οδηγεί σε μια χωρίς σύγκριση έκρηξη μιας γενιάς πλεοναζόντων προλεταρίων με ζοφερό μέλλον.
Οι αγώνες του πλεονάζοντος προλεταριάτου
Απέναντι στον επιπόλαιο χαρακτήρα ανάμεικτων σημαδιών, μπορούμε να προειδοποιήσουμε τώρα τους αναγνώστες ώστε να συγκρατήσουν δύο έγνοιες που ίσως ανακύψουν – πιθανά αδιέξοδα που, ουσιαστικά, εκφράζουν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος: την εξιδανίκευση της εργασίας είτε στην παλιά της δόξα είτε στην παρούσα μεταβλητότητά της. Πρώτον, η σε εξέλιξη κουβέντα για τα φαινόμενα σχετικά με το πλεονάζον προλεταριάτο στην παρούσα στιγμή δεν θα πρέπει να γίνει κατανοητή ως ένας θρήνος για την περιθωριοποίηση αυτού που συνήθως φανταζόμαστε ως έναν κλασσικό παραγωγικό εργάτη με το χέρι “βαρύ” στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, που χαρακτήριζε, ίσως, παλιότερες περιόδους. Αν μη τι άλλο, η παρούσα συγκυρία σηματοδοτεί την ένδεια της εργατίστικης προοπτικής. Το ζήτημα είναι να μην προσπαθήσουμε για μια αποκατάσταση προηγούμενων συνθηκών εκμετάλλευσης αλλά να αναμετρηθούμε με τα ιστορικά όρια της αναπαραγωγής της ταξικής σχέσης σήμερα. Η παραγωγή του κομμουνισμού δεν είναι η εξύμνηση της εργασίας αλλά η κατάργησή της. Η εσωτερική αντίθεση του χωρίς κανένα προσανατολισμό θρήνου είναι η ανύψωση των συνθηκών του πλεονάζοντος προλεταριάτου σε ένα μοναδικό επαναστατικό υποκείμενο ικανό για κατορθώματα τα οποία για άλλους, που είναι αρκετά τυχεροί ώστε να διατηρήσουν τις προγενέστερες συνθήκες εκμετάλλευσης, είναι δομικά απαγορευμένα. Ο πολλαπλασιασμός των ταραχών στην τωρινή συγκυρία, ως συμπληρώματος στην ανάπτυξη του πλεονάζοντος προλεταριάτου, δεν κάνει απαραίτητα αναγκαία μια ρομαντική προβολή που διακρίνει έναν ταυτοτιστικό [identitarian] φορέα πιο κοντινό στον κομμουνισμό από άλλους που είναι πιο τυχεροί.Ακόμα και οι πιο χορτασμένοι μπορούν να θυμηθούν τα χειρότερα.
“Ως εκ τούτου, η σύγχρονη ταξική πάλη συγκροτείται συχνά από συμμετέχοντες με προέλευση από ποικίλα υπόβαθρα και εμπειρίες, συχνά αντικρουόμενες”
Η δυναμική του πλεονάζοντος προλεταριάτου είναι μια δυναμική του κατακερματισμού του προλεταριάτου – με άλλα λόγια, μια διαδικασία που επαναδιαμορφώνει το συνολικό εργατικό δυναμικό σύμφωνα με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες του κεφαλαίου και την υποτίμηση από αυτό της εργατικής δύναμης, που έχει ως αποτέλεσμα εσωτερικούς μετασχηματισμούς του προλεταριάτου ως ολότητας και και των διαφοροποιημένων σχέσεών του με την παραγωγική διαδικασία. Ως εκ τούτου, η σύγχρονη ταξική πάλη συγκροτείται συχνά από συμμετέχοντες με προέλευση από ποικίλα υπόβαθρα και εμπειρίες, συχνά αντικρουόμενες. Αυτή η διαταξικότητα είναι πιο ορατή στις συγκρούσεις που περιβάλλουν αυτά που, περιστασιακά, ονομάζονται “μεσαία στρώματα” και στον φόβο τους για το “βύθισμά” τους σε λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες εκμετάλλευσης. Η κρίση τους, που περιλαμβάνει την έκκληση για δικαιότερη οικονομική διανομή, είναι η ίδια μια στιγμή της ολότητας του πλεονάζοντος προλεταριάτου, δηλαδή εντός και μέσω του εσωτερικού κατακερματισμού του προλεταριάτου. Το παρόν πρόβλημα του πλεονάζοντος προλεταριάτου, συνεπώς, φέρνει στην επιφάνεια το πρόβλημα της διαταξικότητας ως μιας δυναμικής εντός των σύγχρονων αγώνων του προλεταριάτου, του οποίου η κατακερματισμένη φύση συχνά εμφανίζεται ως το ίδιο το όριό του.
Αυτό το πρόβλημα έχει συχνά περιγραφεί και ως ένα πρόβλημα σύνθεσης, με άλλα λόγια ως το ζήτημα της πολυπλοκότητας της ενοποίησης των διαφόρων φραξιών του προλεταριάτου κατά την εξέλιξη των αγώνων. Πραγματικά, το περιεχόμενο της επανάστασης δεν εμφανίζεται πλέον ως ο θρίαμβος μιας υπερχειλίζουσας ταξικής ισχύος του προλεταριάτου όπως φαινόταν, ίσως, στη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Αγώνες που ο τόπος σύγκρουσης είναι λιγότερο το βασίλειο της παραγωγής και, όλο και περισσότερο, η σφαίρα της αναπαραγωγής, εκφράζουν αυτή την εξέλιξη. Η Αραβική Άνοιξη, οι Αγανακτισμένοι, το κίνημα Occupy, το κίνημα στις πλατείες Taksim και Maidan και οι ανομοιογενείς ταραχές στο εξωτερικό, για παράδειγμα, δεν ”βλέπουν” την επιβεβαίωση της ταυτότητας στη σύγκρουσή τους με το κεφάλαιο αλλά, μάλλον, ότι μια τέτοια ενοποιητική ταυτότητα δεν είναι διαθέσιμη στη δυναμική αυτών των κινημάτων. Ο πρόσφατος φυλετικός ξεσηκωμός εναντίον της αστυνομίας στις ΗΠΑ, και πιο αξιοσημείωτα στο Φέργκιουσον και τη Βαλτιμόρη, ελάχιστα κοινά έχει με τις προσδοκίες σχετικά με τις συνθήκες απασχόλησης της τελευταίας χρονιάς. Αυτό επιβεβαιώνεται περαιτέρω από την επέκταση του πλεονάζοντος προλεταριάτου, παράλλημα με την αύξηση του πλεονάζοντος κεφαλαίου και μια ικανότητας υπερπαραγωγής που δεν μπορεί να βρει σταθερή και με διάρκεια επένδυση. Το εργατικό κίνημα δεν προσφέρει πλέον σταθερότητα στην ταξική πάλη. Ως τέτοιος, ο κατακερματισμός αναδύεται ως μια νέα συνθήκη συγκρότησης της τάξης. Οι σύγχρονοι αγώνες εκφράζονται οι ίδιοι λιγότερο ως μια ενότητα και περισσότερο ως ένα άθροισμα κατά τομείς συμφερόντων που μοιράζονται κάποιες συνάφειες μέσω της υλικής αναπαραγωγής (εξώσεις, τιμές των τροφίμων, κόστος μετακίνησης), αφηρημένων αιτημάτων (“διαφθορά”, “ανισότητα”, “αδικία”), μέσα από αυτοθυσιαστικές ταυτίσεις με ψευδή κομμάτια που προσωποποιούν το κοινωνικό σύνολο (είτε με εθνικές είτε με θρησκευτικές σέκτες). Ως αποτέλεσμα, αυτό που στο παρελθόν αποτελούσε το κεντρικό ζήτημα των μισθολογικών αιτημάτων, και τα οποία χαρακτήριζαν τους αγώνες της προηγούμενης περιόδου, έχει γίνει τώρα παρεμπίπτον. Το πλεονάζον προλεταριάτο, ως μια δυναμική της ταξικής πάλης στην παρούσα στιγμή, δεν μπορεί να γίνει “απάγκιο” για τα όνειρα ενός κεϋνσιανού ταξικού συμβιβασμού. Η επιβεβαίωση του προλεταριάτου ως τάξης είναι αενάως αμυντική.
Όταν θεωρούμε την έννοια του πλεονάζοντος προλεταριάτου στο πλαίσιο της ταξικής πάλης, η προηγούμενη συζήτηση θα πρέπει να έχει καταστήσει καθαρό ότι δεν πρόκειται απλά για ένα εμπειρικό ερώτημα ποιες είναι αυτές οι ομάδες, όσον αφορά τη σύνθεσή τους. Οι σύγχρονες κοινωνιολογικές ταυτότητες είναι οι ίδιες μορφές φαίνεσθαι, στιγμές της ολότητας της αναπαραγωγής της σχέσης κεφάλαιο-εργασία και εντός αυτής στιγμές της υποτίμησης του εμπορεύματος εργατική δύναμη που ξεδιπλώνεται σήμερα μέσα από το πλεονάζον προλεταριάτο. Το πιο σημαντικό ερώτημα για την κομμουνιστική θεωρία είναι τι κάνουν οι προσωποποιήσεις της κατηγορίας του πλεονάζοντος προλεταριάτου ενάντια σ’ αυτό που οι ίδιες είναι – δηλαδή τι κάνουν ως μια εμμενής αρνητική δύναμη της ίδιας της προλεταριακής συνθήκης τους ως μιας τάξης αντίθετης στον εαυτό της εντός της κρίση αναπαραγωγής της. Η συζήτηση παραμένει ανοιχτή σχετικά με το πώς η συγκεκριμένη ανάπτυξη του πλεονάζοντος προλεταριάτου, που είναι ταυτόχρονα η εν εξελίξει κρίση του κεφαλαίου, εντατικοποιεί τη διαίρεση και τον κατακερματισμό του προλεταριάτου, και σε ποιες γραμμές το κάνει αυτό μέσα στους σύγχρονους αγώνες (πχ. ανταγωνισμός μεταξύ γεωγραφικών τόπων, μεταξύ ειδικευμένης και ανειδίκευτης εργασίας, μέσω στιγματισμών ηλικίας, φυλής και φύλου κλπ.). Συνεπώς, η έννοια του πλεονάζοντος προλεταριάτου εξάγει το πιο σημαντικό ερώτημα του πώς, μέσα στην παρούσα στιγμή, η απαλλοτριωμένη και εκμεταλλευόμενη τάξη – παρά τις εντεινόμενες διαιρέσεις – μπορεί να ενεργήσει καθαυτή και ενάντια στον εαυτό της ως μιας τάξης του κεφαλαίου. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το πλεονάζον προλεταριάτο είναι απλά η πιο σύγχρονη εμφάνιση του ίδιου του προλεταριάτου – μια μορφή που η ουσία της παραμένει αυτή της ενοποίησής της μέσα στον διαχωρισμό της από τα μέσα της ίδιας της αναπαραγωγής της.
SurPlus-Club, Frankfurt am Main, Άνοιξη 2015