Πράσινο είναι το χρώμα του δολλαρίου. Σχετικά με την Γκρέτα και την τεχνολογική μετάβαση

Από το blog Carbure1

το κείμενο σε pdf

Θα σώσει ο καπιταλισμός τον κόσμο;

Εδώ και τριάντα χρόνια, είμαστε μάρτυρες από τη μια πλευρά μιας αύξησης του πολιτικού και μηντιακού λόγου και αναλύσεων για τον επείγοντα χαρακτήρα των ζητημάτων της παγκόσμιας υπερθέρμανσης και της καταστροφής του φυσικού περοβάλλοντος και, από την άλλη, της αποτυχίας όλων των δράσεων που στόχευαν στην επιβολή περιορισμών στην οικονομική δραστηριότητα ώστε να περιοριστεί η ζημιά που προκαλείται. Ενώ όλοι συμφωνούν ότι πρέπει να γίνει κάτι, τίποτα σημαντικό δεν γίνεται, εκτός από τις ασταμάτητες εκστρατείες “ενδυνάμωσης” των ατόμων στις αναπτυγμένες χώρες, την αφαίρεση των πλαστικών ποτηριών από τις επιχειρήσεις και των πλαστικών τσαντών από τα ταμεία των σουπερμάρκετ, το επί πληρωμή παρκάρισμα στην πόλη και την φορολόγηση των καυσίμων. Όλα αυτά τα μέτρα υποτείνουν ότι το βάρος των διενεργούμενων δράσεων βασίζεται ποινικά μόνο στα μεμονωμένα άτομα. Επιπλέον, εμφανίζονται σαν εμπαιγμός μπροστά στην κλίμακα του προβλήματος, όταν δεν στοχεύουν απλά στο να γεμίσουν τα θησαυροφυλάκια του κράτους ή να παχύνουν τους καπιταλιστές κεντρίζοντας την οικονομική δραστηριότητα (ανανέωση του στόλου των αυτοκινήτων, τομέας ανακύκλωσης σκουπιδιών, περιβαλλοντικά πρότυπα για τα κτίρια κλπ.).

Όμως, τίποτα δεν φαίνεται να ενδιαφέρει περισσότερο την κοινή γνώμη από αυτά τα ερωτήματα: μπορεί ίσως να διακωμωδούμε την εξαφάνιση των ουραγκοτάγκων αλλά μια σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη θα επηρέαζε εξ ορισμού τους πάντες, και οι συνέπειες αρχίζουν να γίνονται αισθητές. Γιατί, λοιπόν, σ’ έναν κόσμο που οι οικονομικές κρίσεις είναι παγκόσμιες – σαν τους πολέμους, και η διαχείρισή τους παγκόσμια, σε έναν κόσμο με θεσμούς όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα ή ο ΟΗΕ δεν καταφέρνουμε να συμφωνήσουμε σε παγκόσμιο επίπεδο, μιας και είναι ξεκάθαρο ότι απειλούμαστε όλοι και η συναίνεση μοιάζει γενική;

Η απάντηση που δίνεται σ’ αυτά τα ερωτήματα είναι συνήθως η εξής: υπάρχουν πολύ ισχυρά οικονομικά συμφέροντα που αντιτίθενται στη γενική θέληση και που φέρνουν τους πολίτες και το κράτος στη θέση να μην μπορούν να κάνουν τίποτα. Αυτός ο τρόπος σκέψης βασίζεται στην πίστη στην αντίθεση ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία και στην ιδέα ότι αυτό που ανήκει στην κοινωνία και αυτό που ανήκει στην οικονομία θα έπρεπε να είναι σημείο ανταγωνισμού, ανταγωνισμού που αυτή τη στιγμή είναι προς όφελος των οικονομικών εξουσιών, οι οποίες πρέπει να μπουν στη σωστή τους θέση, με άλλα λόγια να υπαχθούν στην κοινωνία, ενσαρκωμένης στο Κράτος. Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι ένας πολιτικός αγώνας να μετασχηματιστούν τα κράτη, που αυτή τη στιγμή πάσχουν από τη γάγγραινα της οικονομικής εξουσίας, ώστε τελικά να ταιριάξουν στην αληθινά δημοκρατική τους φύση που θα αντιπροσώπευε αποτελεσματικά το γενικό συμφέρον.

Αυτή η αντίληψη πραγμάτων, που είναι το αφήγημα πάνω στο οποίο βασίζεται η τρέχουσα πολιτική πάλη σχετικά με το ζήτημα του κλίματος, είναι προφανώς ψευδής, γιατί κατασκευάζεται ιδεολογικά πάνω στην υπόθεση ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι για να λύνουν τα προβλήματα που θέτει ο καπιταλισμός. Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη, το κράτος δεν αναλύεται ώς ένας συγκεκριμένος καπιταλιστικός παράγοντας, τα συμφέροντα του οποίου ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με αυτά των μικρών ή μεγάλων επιχειρήσεων που υπάρχουν στο έδαφός του ή των οποίων τα κεφάλαια διέρχονται από τα εδάφη τους. Και δημοκρατία δεν είναι το σύστημα στο οποίο η υποτιθέμενη ισότητα μεταξύ των ατόμων υπάρχει για να εγγυάται την ελευθερία της επιχειρηματικότητας και να παρέχει ένα επαρκές πλαίσιο για τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Και η δικαιοσύνη δεν χρησιμοποιείται για την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας αλλά για να φέρει αρμονία και ειρήνη μεταξύ των πολιτών. Η ίδια η κοινωνία δεν θεωρείται στην υποδούλωσή της στον καπιταλισμό, ούτε οι κοινωνικές σχέσεις από την οικονομική τους σκοπιά. Εδώ, στον μαγικό κόσμο της ιδεολογίας, οι καθηγητές δεν παράγουν μια εργατική δύναμη σύμφωνα με τα συγκεκριμένα πρότυπα τη στιγμή της καπιταλιστικής παραγωγής, μεταδίδουν γνώσεις. Εδώ, όταν το κράτος επενδύει σε υποδομές, δεν στοχεύει στην εξομάλυνση της ροής του κεφαλαίου αλλά στον εκσυγχρονισμό της χώρας. Ακόμα κι αυτοί που κοροϊδεύουν τα μεγάλα αφηγήματα, που εξυπηρετούν στη δικαιολόγηση της αποικιοκρατίας και της “εκπολιτιστικής της αποστολής”, καταπίνουν σήμερα λόγους για πράσινη ανάπτυξη ή βιώσιμη ανάπτυξη, ανοησίες που δεν έχουν άλλο νόημα από το να συνοδεύουν την καταστροφή εξομαλύνοντάς την.

Πρέπει να ειπωθεί καθαρά: η τάξη των καπιταλιστών, που προσδιορίζεται από τους άμεσους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου, αυτοί που είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση του κεφαλαίου ή τα κράτη και οι κυβερνήσεις τους δεν μπορούν και δεν θα αναλάβουν την ευθύνη του μέλλοντος της ανθρωπότητας, δεν μπορούν να κάνουν το άθροισμα των ατομικών συμφερόντων ένα μεγάλο συλλογικό συμφέρον, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις ή οι ιδέες των ατόμων που την συγκροτούν. Το ίδιο το γεγονός να μιλά κανείς για πράσινο καπιταλισμό ή ένα Πράσινο New Deal είναι ευθύς εξ αρχής μια ιδεολογική αντιστροφή: σημαίνει να προσποιείται κανείς ότι ο καπιταλισμός θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε θετική επίδραση στο φυσικό περοβάλλον όταν το πραγματικό ζήτημα είναι να αποφύγουμε μια πλανητική καταστροφή, και είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που δεν προκειται να συμβεί τίποτα.

Σε πιο θεμελιακό επίπεδο, όσον αφορά τη δραστηριότητα της καπιταλιστικής τάξης, θα πρέπει να διακρίνουμε δύο έννοιες, αυτήν της αιτιότητας, από τη μια, και αυτήν της ευθύνης, από την άλλη. Υπάρχει, στην πραγματικότητα, μια αιτιακή σχέση ανάμεσα στην καπιταλιστική συσσώρευση, που είναι η δραστηριότητα αυτής της τάξης, και την διατάραξη του κλίματος. Μπορούμε συνεπώς να θεωρήσουμε ότι η αστική τάξη είναι η αιτία της διατάραξης και πρέπει προφανώς να επιμείνουμε σ’ αυτό. Όμως, εκεί που υπάρχει ένα κενό που δεν μπορούμε να υπερβούμε και το οποίο, παρ’ όλα αυτά, αποτελεί ζήτημα και συνθήκη για την ίδια τη δυνατότητα ύπαρξης οικολογικών πολιτικών, πρέπει να κάνουμε αυτή την αιτιότητα μια ευθύνη, είτε με την ηθική είτε με την νομική έννοια.

Είναι μια ιδεολογική πάλη, επειδή η μπουρζουαζία θα προσπαθήσει να κρυφτεί πίσω από μια αφηρημένη αιτιότητα, αυτήν της οικονομίας, με την φετιχοποιημένη έννοια του όρου. Οι συγκεκριμένες ενέργειες των πρωταγωνιστών υπάρχουν τότε μόνο σ’ αυτό το οικονομικό πλαίσιο, που υποτίθεται ότι αποτελεί την απόλυτη συνθήκη τους. Οι οικονομικοί νόμοι, η αγορά και ο ανταγωνισμός γίνονται φυσικές και αντικειμενικές δυνάμεις των οποίων η λειτουργία είναι να “βγάζουν λάδι” την καπιταλιστική δραστηριότητα συνολικά, συμπεριλαμβανομένης και της αιτίας. Το “αυτόματον υποκείμενο” έρχεται να διασώσει τα ίδια τα πραγματικά υποκείμενα-καπιταλιστές. Από την άλλη πλευρά του ιδεολογικού πρίσματος, το ζήτημα της υποτιθέμενης ευθύνης των καπιταλιστών γίνεται ένα ζήτημα που έχει συνέπειες όχι μόνο ιδεολογικές αλλά και νομικές, όπως στην περίπτωση της αρχής “ο ρυπαίνων πληρώνει”.

Αντιμέτωποι μ’ αυτά τα ζητήματα, είναι σημαντικό να επιβεβαιώνουμε την απουσία ευθύνης της αστικής τάξης γιατί το να της αποδώσουμε ευθύνες θα σήμαινε να της απαγγείλουμε νομικές κατηγορίες από τις οποίες θα μπορούσε να απαλλαχθεί με την επιβολή κάποιων καλών πρακτικών που θα σκεφτόταν ή θα ήθελε να εφαρμόσει. Η τάξη των καπιταλιστών είναι αιτία της διατάραξης του κλίματος από την ίδια τη δραστηριότητά της και είναι απόλυτα ανεύθυνη γι’ αυτό γιατί η δική της δραστηριότητα είναι, και δεν μπορεί παρά να είναι, η συσσώρευση. Είναι, λοιπόν, σημαντικό, τόσο από πολιτική όσο και από μεθοδολογική σκοπιά, να μείνουμε μακριά από οποιανδήποτε κριτική στοχεύει στην καταγγελλία της “ανευθυνότητας” των καπιταλιστών και να τονίζουμε τη λογική και συνεπή φύση της δραστηριότητάς τους. Μια μη-ιδεολογική κριτική, χωρίς ηθικές, νομικές ή νομοθετικές στοχεύσεις πρέπει, αντίθετα, να εστιάσει στο να αναδείξει το νόημα και τη δυναμική της καπιταλιστικής δραστηριότητας, πέρα από την φετιχοποίησή της υπό τον όρο οικονομία, ως συγκεκριμένης και προσδιορισμένης δραστηριότητας μιας τάξης.

Το πραγματικό πρόβλημα για τους καπιταλιστές δεν είναι τόσο η επιβίωση της ανθρωπότητας ή οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου όσο η σπανιότητα των αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων, ιδιαίτερα το στέρεμα των πιο προσβάσιμων πετρελαϊκών ζωνών. Στα επόμενα τριάντα χρόνια θα πρέπει να συμβούν μείζονες αλλαγές στην παραγωγή και κατανάλωση των ορυκτών καυσίμων ή, τουλάχιστον, να έχουν ξεκινήσει. Η γνώση για το ποιο θα είναι το ακριβές περιεχόμενο αυτών των μετασχηματισμών, ποια θα είναι η σημασία της εγκατάλειψης των ορυκτών καυσίμων (ας μην ξεχνάμε τον πόρο που αντιπροσωπεύει το σχιστολιθικό αέριο2, το οποίο αποτελεί αντικείμενο μαζικής εκμετάλλευσης για λιγότερο από είκοσι χρόνια), ποια θέση θα έχουν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (οι οποίες επίσης καταλώνουν ορυκτούς πόρους, σπάνιες γαίες κλπ.) δεν είναι προσδιορίσιμη σήμερα, ούτε καν από τους ίδιους τους βιομήχανους. Το σίγουρο είναι ότι αυτά δεν θα εξαρτηθούν από την “κατάσταση του πλανήτη” και άλλες παραμέτρους, αλλά, ως συνήθως, από τον ανταγωνισμό, τις ευκαιρίες των αγορών, την κεφαλαιοποίηση που μπορεί να επιτευχθεί κλπ. Μπορούμε επίσης να πούμε, ώστε να βάλουμε στην οπτική μας και το ζήτημα της μεσοπρόθεσμης εγκατάλειψης των ορυκτών καυσίμων, ότι δεν τίθεται στα σοβαρά ζήτημα να μπει ένα τέρμα στην εναέρια και θαλάσσια κυκλοφορία και, άρα, να δολοφονηθεί το παγκόσμιο εμπόριο.

Οι πρωταγωνιστές σ’ αυτή την “μετατροπή” είναι πιο πιθανό ότι θα είναι οι ίδιες οι κύριες πετρελαϊκές εταιρείες, που δεν θα καθίσουν αδρανείς να βλέπουν τα έσοδά τους να λιγοστεύουν μέχρι να αντληθεί η τελευταία σταγόνα πετρελαίου: η βραχυπρόθεσμη λογική των καπιταλιστών δεν είναι τόσο βραχυπρόθεσμη ώστε να είναι τυφλή, ο ανταγωνισμός είναι εκεί για να τους ωθεί να σκεφτούν το μέλλον – με τον δικό τους τρόπο. Προς το παρόν, αυτοί οι μεγάλοι παίχτες συνεχίζουν να βγάζουν τεράστια κέρδη και να επενδύουν σε άλλα πρότζεκτ μόνο περιθωριακά. Όμως, εταιρείες όπως η Total αρχίζουν να σκέφτονται την έξοδό τους από την αποκλειστική εξάρτηση από το πετρέλαιο, χωρίς να εγκαταλείπουν τη εξόρύξη ορυκτών καυσίμων: το αέριο παραμένει μια εναλλακτική, στην οποία θα μπορούσαν να προστεθούν οι άλλες μορφές της λεγόμενης “καθαρής” ενέργειας, μορφές ανάμεσα στις οποίες, ας μην ξεχνάμε, είναι απαραίτητο να συνυπολογίζεται και η πυρηνική. Όπως και να χει, αυτή η “μετατροπή” θα επιβαρύνει πρώτα απ’ όλα τους φτωχότερους: “κλιματικές εξεγέρσεις” είναι πολύ πιθανόν να είναι εξεγέρσεις που θα συνδέονται με το κόστος της ενέργειας ή την αρπαγή της γης των αγροτών για παραγωγή ενέργειας “καθαρής” ή εναλλακτικής (βιοκαύσιμα, σχιστολιθικό αέριο, φάρμες ανεμογεννητριών ή φωτοβολταϊκών κλπ.) που θα φέρνουν στην επιφάνεια αυστηρά μιλώντας το “οικολογικό” ζήτημα, κάτι που μπορούμε ήδη να δούμε.

‘Ενα πράγμα είναι σίγουρο: αυτή η μετατροπή θα είναι το έργο των ίδιων των καπιταλιστών και δεν έρθει σε καμμιά ρήξη με τις παραγωγιστικές λογικές, απλά και μόνο επειδή αυτό το σημείο καμπής μπορεί να χρηματοδοτηθεί και να εφαρμοστεί από αυτούς που έχουν ήδη τα οικονομικά και βιομηχανικά μέσα. Ότι οι παλιοί μεγάλοι παίχτες της πετρελαιοβιομηχανίας είναι στην καλλίτερη θέση για να κάνουν ομαλή αυτή τη μετάβασηη οποία θα ήταν ακριβέστερο να την ονομάσουμε “τεχνολογική” μάλλον παρά “οικολογική” – παραμένει η πιο προφανής λύση, αλλά δεν αποκλείεται οι GAFAΜ3 να συμμετέχουν σ’ αυτό το “κίνημα” χρηματοδοτώντας την έρευνα, αν κι αυτό το κάνουν ήδη και οι κύριοι πρωταγωνιστές. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε μόνο καπιταλιστές ως πρωταγωνιστές και κανένα “εναλλακτικό” σχέδιο δεν θα μπορέσει να συνεχιστεί αν δεν είναι κερδοφόρο. Το αν οι καπιταλιστές που τα πάνε καλά είναι αυτοί της Silicon Valley ή οι πλοιοκτήτες δεξαμενοπλοίων από το Τέξας δεν αλλάζει πολλά: είναι, σε κάθε περίπτωση, businees as usual. Ακόμα και η άμεση ή έμμεση χρηματοδότηση των πρότζεκτ από το Κράτος, με το Κεϋνσιανό στυλ, υπόκειται στην μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, την ανάπτυξη των οποίων μπορεί να προάγει. Να ισχυρίζεται κανείς, όπως ο κάνει ο J. Rifkin4, ότι τα συνταξιοδοτικά funds θα χρηματοδοτήσουν σχέδια που δεν θα ήταν άμεσα κερδοφόρα, σημαίνει να υποθέτει ότι οι αποταμιευτές θα ενδιαφέρονταν για κάτι άλλο από την κερδοφόρα απόδοση των αποταμιεύσεών τους και ότι θα ήταν πρόθυμοι να την αφιερώσουν στη γενική ευτυχία των ανθρώπων, μάλλον, παρά στην πληρωμή των συντάξεών τους. Δεν θα είναι αυτοί που δικαιούνται σύνταξη αυτοί που θα σώσουν τον πλανήτη.

Επιπλέον, ούτε οι μεμονωμένες, ατομικές πρακτικές πρόκειται να σώσουν τον πλανήτη, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι αυτές μπορούν να επεκταθούν σε όλα τα άτομα (κάτι που είναι ήδη ένα ριψοκίνδυνο στοίχημα), επειδή οι ατομικές στρατηγικές (που ποικίλουν από τη διαλογή των σκουπιδιών, μια ήδη διαδεδομένη πρακτική που έχει ενσωματωθεί στο παραγωγικό μηχανισμό, μέχρι τον βηγκανισμό) υποθέτουν, για να είναι αποτελεσματικές, την πλήρη άρνηση της καπιταλιστικής παραγωγής. Αλλά για να είναι συνεπής και να συνιστά μια ρήξη, μια τέτοια άρνηση πρέπει να επεκταθεί σε όλες τις πτυχές της ζωής: δεν είναι μόνο ζήτημα “καλής” κατανάλωσης αλλά, επίσης, να σταματήσουμε να δουλεύουμε, είτε στον παραγωγικό τομέα είτε όχι, καθώς κάθε κομμάτι συσσωρευμένου κεφαλαίου μετατρέπεται εκ νέου σε εργασία, με άλλα λόγια σε δαπάνη ενέργειας, κατανάλωση υλικών στην παραγωγή κλπ. Με την ίδια λογική, θα πρέπει επίσης να σταματήσουμε να πληρώνουμε οτιδήποτε, κάτι που, μέχρι νεωτέρας, αποδοκιμάζεται από τον νόμο. Ένα τέτοιο κίνημα σίγουρα θα επηρέαζε το σύνολο της ζωής όπως την ξέρουμε, γεγονός αναμφίβολα επιθυμητό, αλλά μια τέτοια ριζοσπαστικοποίηση μπορεί να γίνει μόνο από πολύ περιθωριακές ομάδες, με δράση καθοδηγούμενη από πολύ ισχυρές ιδεολογικές πεποιθήσεις. Δεν είναι εύλογο να περιμένουμε ότι μάζες ανθρώπων θα βυθίσουν εσκεμμένα τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους στη δυστυχία και την παρανομία, προκειμένου να τηρήσουν τα κατώτατα όρια άνθρακα. Μια τέτοια ρήξη μπορεί να προκληθεί μόνο από πολύ διαφορετικές πηγές και από μια κατεπείγουσα ανάγκη εντελώς διαφορετική από αυτήν της οικολογικής συνείδησης. Πρέπει να επαναληφθεί καθαρά, “στο μικροεπίπεδό μας” το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ζούμε όπως απαιτεί από μας η κοινωνία: ο δρόμος, το ψυχιατρείο, η φυλακή ή το περιθώριο υπάρχουν για όσους επιμένουν να το κάνουν αυτό διαφορετικά. Στην πραγματικότητα μπορούν να υπάρχουν μόνο τοπικές αρνήσεις οι οποίες, ακόμα κι αν γενικεύονταν, θα αμφισβητούσαν πολύ συγκεκριμένους τομείς της παραγωγής και θα λειτουργούσαν σαν μια πρόσκληση για προσαρμογή. Πριν από σαράντα χρόνια, τα οργανικά προϊόντα προορίζονταν για μια ελίτ: σήμερα γεμίζουν τα ράφια των σουπερμάρκετ. Η μοίρα της βιομηχανικής πτηνοτροφίας, όμως, δεν έχει αλλάξει και τα φυτοφάρμακα εξακολουθούν να μολύνουν τα χωράφια της Beauce5.

Η Γκρέτα και ο κόσμος των ενηλίκων

Κι όμως, από τα βάθη αυτής της δόλιας και τετριμμένης κατάστασης, στην οποία θα θέλαμε να σώσουμε τον κόσμο με την μόνη συνθήκη αυτός να παραμείνει κερδοφόρος, αναδύεται ένας κόσμος αθωότητας. Αυτός της Greta Thunberg. Δεν πρόκειται για το πρόσωπο Γκρέτα, αλλά για το μηντιακό της άβαταρ6 και το ιδεολογικό εργαλείο που αυτό το άβαταρ είναι. Από αυτή την άποψη η Γκρέτα είναι, και όχι τυχαία, “παιδί”. Το παιδί-Γκρέτα είναι μια μορφή του Καλού, όπως οι μορφές που το θέαμα συνηθίζει να προσφέρει όταν μια κατάσταση φαίνεται να είναι ξεκάθαρα αφόρητη και αδιέξοδη. Η αποικιοκρατία είχε παλιότερα τον Δρ. Σβάιτσερ, η άθλια στέγαση τον Αββά Pierre7, ο Τρίτος Κόσμος την Μητέρα Τερέζα, η μαζική ανεργία μας έδωσε τον Coluche8 κοκ. Θα παρατηρήσει κανείς, προφανώς, την αφθονία των θρησκευτικών μορφών. Αλλά από δω και στο εξής, είναι η εγκόσμια καθαρότητα που ενσαρκώνει τις ηθικές εξεγέρσεις, χωρίς η λειτουργία αυτής της προσωποποίησης να έχει αλλάξει θεμελιωδώς. Πραγματικά, αυτές οι μορφές παράγονται πάντα τόσο από την ανάγκη που έχουμε γι’ αυτές, για να καταπραΰνουν την οδύνη της δικής μας αδυναμίας, όσο και με έναν τεχνικό και ενορχηστρωμένο τρόπο από τους πάντα ενεργούς κατασκευαστές των μηντιακών και πολιτικών αφηγημάτων. Όσο πιο ειλικρινείς είναι αυτές οι φιγούρες τόσο πιο χρήσιμες είναι κοινωνικά και τόσο πιο αποτελεσματικά εκπληρώνουν τη λειτουργία τους.

Προφανώς καμμιά από αυτές τις φιγούρες δεν βοήθησε ποτέ να επιλυθεί οποιοδήποτε από αυτά τα άλυτα “προβλήματα” – που δεν αποτελούν παρά αντίστοιχες εγγενείς αντιφάσεις σ’ αυτόν τον τρόπο παραγωγής – αντιφάσεις που αποτελούν την ίδια τη συνθήκη εμφάνισής τους. Προκύπτουν μόνο όταν αυτά τα “προβλήματα” επιτέλους σκάνε δημόσια ως τέτοια, με άλλα λόγια όταν το σκάνδαλο γίνεται τόσο προφανές που πρέπει να εκτεθεί, γι’ αυτόν που λυπάται και για τον παρηγορητή του, για να το μετανιώσει ξανά και ξανά, αφού δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να μπορεί να κάνει. Είναι εκεί ακριβώς για να δώσουν μορφή στο σκάνδαλο και να διατηρήσουν το μονοπώλιο στην έκφρασή του. Στις μορφές αυτές, το σκάνδαλο εξαφανίζεται μέσα στην ίδια του την έκφραση.

Η Γκρέτα εκφράζει την προδομένη πίστη στην πρόοδο και τι πιο τραγικό από την προδοσία ενός παιδιού; Ίσως η προδομένη εμπιστοσύνη μιας τάξης, της μεσαίας τάξης, της οποίας το όνειρο για αέναη ευημερία, θεμελιωμένο πάνω στο μέλλον του καπιταλισμού, κινδυνεύει να μετατραπεί σε έναν εφιάλτη και η οποία όμως, όντας αυτή που είναι, δεν έχει να ελπίζει τίποτα περισσότερο από την αδύνατη επιστροφή στα όμορφα χρόνια.

Η Γκρέτα επαναλαμβάνει απλά αυτά που λένε οι ακαδημαϊκοί. Ενσαρκώνει την καθαρότητα, και οι ακαδημαϊκοί τη λογική. Το θεάμα αυτής της ιδανικής συνάντησης ανάμεσα στην ηθική καθαρότητα και τη λογική έχει κάτι να κινήσει. Αλλά αυτό είναι στημένες και όμορφες αναπαραστάσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν αναγκαστικά μια επιστροφή στη γη.

Σύμφωνα με την κοινή λογική, ένας λόγος καθαρότητας και λογικής δεν μπορεί παρά να είναι μια άυλη φωνή, έξω από τις πραγματικές σχέσεις της κοινωνίας των πολιτών η οποία είναι, όπως ξέρουν όλοι, ο τόπος της μη-καθαρότητας και των παθών, πρώτα απ’ όλα εξαιτίας της φυσικής ιδιοτέλειας των ανθρώπων, απέναντι στην οποία δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Είναι λοιπόν αρκετά φυσικό ότι αφού έχει σκουπιστεί ένα δάκρυ συναισθηματικής υγιεινής, θα είναι απαραίτητο να απευθυνθεί κανείς στην κοινή λογική, συγκεκριμένη και καθημερινή, για να μετριάσει όλη αυτή την παιδιάστικη καθαρότητα καθώς, ως γνωστόν, όλα τα πράγματα πρέπει να εξισσοροπούνται από το αντίθετό τους.

Όταν η Γκρέτα έχει τελειώσει το τραγούδι της με τους αγγέλους, είναι η φιγούρα του τίμιου εργαζόμενου, το ηθικό θεμέλιο της κοινωνίας των πολιτών, που η μπουρζουαζία δεν θα ξεχάσει να επιδείξει για να μετριάσει αυτά τα γενικά ξεσπάσματα συναισθημάτων, που πρέπει να αποκτήσουν μια πιο γήινη μορφή από τους ενήλικες ανθρώπους. Είναι επίσης οι ενήλικες στους οποίους απευθύνεται η Γκρέτα όταν εκφράζει ότι η εμπιστοσύνη της έχει προδωθεί, αφού είναι οι ενήλικες που κυβερνούν τον κόσμο, με τον ίδιο τρόπο που απευθύνεται και σ’ αυτούς που κυβερνούν, ζητώντας τους να τηρούν τις υποσχέσεις τους. Επειδή, όπως όλοι ξέρουμε, αυτός ο τρόπος παραγωγής είναι φτιαγμένος για να διατηρεί την ευτυχία και την ευημερία όλων, και ιδιαίτερα των μικρών παιδιών! Το παιδί-Γκρέτα, ως μια θεαματική μορφή, περιέχει την πατριαρχική μορφή του κυβερνήτη όχι μόνο ως συνομιλητή αλλά και ως του αρνητικού του – χωρίς το οποίο αυτή δεν είναι τίποτα. Αν ο ενήλικος Άνθρωπος είναι αυτάρκης, εμπεριέχοντας και συνοψίζοντας όλες τις πτυχές της ανθρωπότητας, το Παιδί μπορεί να είναι πλήρες και ώριμο μόνο διαμορφωνόμενο από μια ενήλικη αρχή: αυτός είναι ο λόγος που η Γκρέτα απευθύνεται στους ενήλικες, τους μεγάλους, αυτού του κόσμου.

Γιατί αυτός ο κόσμος δεν ανήκει στα παιδιά ή τους ακαδημαϊκούς αλλά σ’ αυτούς που δουλεύουν και σ’ αυτούς που διοικούν, μια τάξη της οποίας ο ενήλικας είναι ο εγγυητής. Γιατί, πέρα από την επί της αρχής ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, η πραγματική κοινωνία πρέπει να είναι αναγκαστικά διαιρεμένη, υπάρχει το Πνεύμα, που είναι ένα, αλλά υπάρχει και το Σώμα, και το Σώμα, για τη μπουρζουαζία, είναι το κεφάλι και τα χέρια, ο Εργάτης και το Αφεντικό.

Η Γκρέτα μπορεί να εκφωνεί όσους λόγους καθαρότητας θέλει, η τελευταία κοιυβέντα, όμως, θα έρθει πίσω στον Ενήλικο Άνθρωπο και τους τίμιους εργάτες, που ο Θεός και το Κεφάλαιο έχουν θέσει υπό την προστασία τους. Η επιστροφή στην συνηθισμένη τάξη πραγμάτων – όπως και να έχει αυτή – περιέχεται στην ίδια την καθαρότητα της Γκρέτα, που παντού παρουσιάζεται ως ένα εξαιρετικό πρόσωπο, με άλλα λόγια όχι ως ένα πρόσωπο του κόσμου αυτού, που είναι ο κόσμος των ενηλίκων.

Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει λόγος να αντικρούουμε την Γκρέτα. Από τη μια, δεν αντικρούουμε ένα παιδί, το ακούμε με ένα χαμόγελο, και, από την άλλη, η τάξη του λόγου στη θέση που βρίσκεται μπολιάζει τον αντίπαλό της μόνο και μόνο με τον αιθέριο χαρακτήρα της, η καλή της πίστη είναι μια πρόσκληση στην κοινή λογική, τη λογική που δεν έχει μεγάλα λόγια και βρίσκεται με σεμνότητα στον τετριμένο και μετριοπαθή συμβιβασμό.

Ο ενήλικος, στον οποίο απευθύνεται η Γκρέτα διδακτικά, χέρι-χέρι με τον τίμιο εργαζόμενο (στον οποίο, παρεμπιπτόντως, η Γκρέτα σπανίως απευθύνεται), θα έχει τον τελευταίο λόγο, μιας και εναπόκειται σ’ αυτόν, που αποτελεί την κοινωνική πραγματικότητα του Ανθρώπου, και όχι στην αναγκαία αλλά εξαιρετικά ασαφή αρχή της ανθρωπότητας, να βρει λύσεις, και η Γκρέτα δεν λέει τίποτα διαφορετικό.

Μέσω της Γκρέτα, είμαστε όλοι εμείς, παιδιά του ενήλικου Ανθρώπου, δηλαδή των θεσμών και των κρατικών ηγετών, που απευθύνουμε τις επικρίσεις της. Είμαστε όλοι εμείς που παρουσιαζόμαστε ως αδύναμα και ατελή πλάσματα, απαιτώντας ένα μέλλον το οποίο θα έπρεπε να μας χαριστεί από τα έξω, από αυτούς που είναι υπεύθυνοι για καταστροφές που πηγαίνουν πολύ πιο πέρα από το ζήτημα του κλίματος. Η Γκρέτα είναι η θεαματική φιγούρα της πραγματικής μας αδυναμίας, η οποία χάρις στην καθαρότητά της προάγεται σε αρετή, όπως συμβαίνει καταρχήν με κάθε αγιότητα.

Η Γκρέτα αποδοκιμάζει τους κυβερνώντες για την αδράνειά τους και έτσι αυτό, που εν παρόδω εξαφανίζεται, είναι η θετική τους δράση, που είναι αδιαμφισβήτητα η αιτία της παρούσας κατάστασης: η φιγούρα του παιδιού τους απαλλάσσει από τη φιγούρα του εχθρού.

***

Ένα πράγμα είναι σίγουρο: η θεαματική μαζική προώθηση είναι σημάδι ότι χρειάζεται να βρεθεί ένας συμβιβασμός. Μια από τις προφανείς εκδηλώσεις αυτής της διερεύνησης για συμβιβασμό είναι αυτό που αποκαλείται “πράσινος καπιταλισμός”. Αυτός ο όρος δεν μπορεί παρά να έχει το νόημα της προαγωγής ενός συγκεκριμένου παραγωγικού τομέα ο οποίος μπορεί καταρχάς να είναι αρκετά ελκυστικός για το κεφάλαιο στην αναζήτησή του για παραγωγή αξίας. Η παραγωγή “πράσινων” προϊόντων για την κατανάλωση των πλουσίων είναι μια πλευρά. Αυτή η δυναμική μπορεί επίσης να συμπίπτει με μια κοινωνική επιλογή στην καρδιά της μητρόπολης: η απαγόρευση των αυτοκινήτων και άλλων ρυπογόνων δραστηριοτήτων, η αύξηση των αντιρυπαντικών φόρων και οι οικολογικοί ρυθμιστικοί περιορισμοί αντιστοιχούν στη δυναμική του κοινωνικού εξαγνισμού, ήδη επί τω έργω σε μεγάλα αστικά κέντρα, μια πολιτική που απαιτείται και ήδη προωθείται ενεργά από μεγάλα τμήματα της ανώτερης μεσαίας τάξης.

Επιπλέον, οι οικολογικοί περιορισμοί που επιβάλλονται σε αναδυόμενες χώρες, όπως η Κίνα, είναι ένα όπλο στον οικονομικό πόλεμο των Δυτικών δυνάμεων και ένας παράγοντας εξίσωσης των παγκόσμιων ποσοστών κέρδους. Η Κίνα έχει πιθανόν τα μέσα να πληρώσει για τη μετάβασή της, αλλά γι’ αυτούς που δεν μπορούν να φτάσουν τα νέα πρότυπα, η απαίτηση της “καθαρότητας” θα δυναμώσει περαιτέρω έναν άνισο καταμερισμό εργασίας, υποβιβάζοντας τις ρυπογόνες βιομηχανίες (και τις λιγότερο κερδοφόρες) σε φτωχές χώρες ώστε να εκχωρηθούν σε άλλες χώρες οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Το μέλλον που αναδύεται εδώ είναι αυτό των “καθαρών” πόλεων, που θα κατοικούνται από τα “πράσινα κολλάρα”, και μολυσμένων περιφερειών, στις οποίες οι βρώμικες τάξεις θα κάνουν τις βρωμοδουλειές.

Το μέλλον που η Γκρέτα διεκδικεί για τα παιδιά είναι, λοιπόν, μάλλον η έρευνα ενός μέλλοντος για τον καπιταλισμό, μέσα από το aggiornamento9 του κοινωνικού συμβολαίου που υποτίθεται ότι το συνδέει με την ανώτερη μεσαία τάξη, η οποία ψάχνει να βρει εγγυήσεις για το μέλλον της, την επιβίωσή της μέσα από την τωρινή καταστροφή. Όμως, δεν υπάρχει κανένα κοινωνικό συμβόλαιο, καμμιά υπόσχεση δεν έχει δωθεί ούτε πρόκειται να τηρηθεί. Προφανώς δεν θα υπάρξει καμμιά συντονισμένη επίλυση του “κλιματικού προβλήματος” ή, γενικότερα, του οικολογικού προβλήματος από το κεφάλαιο. Για να γίνει κάτι τέτοιο απαιτείται η κατάργηση της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής, την οποία κανείς σ’ αυτή την κοινωνία δεν μπορεί ειλικρινά να επιθυμεί ούτε καν να φανταστεί, γιατί μια τέτοια υπέρβαση δεν μπορεί να βασιστεί σε καμμιά πτυχή της υπάρχουσας κοινωνικής ζωής. Ο “πράσινος καπιταλισμός” είναι μόνο ένα σλόγκαν που μπορεί να συνοδεύει τους τεράστιους μετασχηματισμούς που είναι σε εξέλιξη: ο καπιταλισμός δεν θα είναι ποτέ “πράσινος”, εκτός κι αν με το πράσινο εννοούμε το χρώμα του δολλαρίου – ή του γουάν, δεν έχει σημασία.

Αντιμέτωπες με την προφάνεια αυτών των αδιεξόδων, οι θεωρίες της κατάρρευσης και άλλες καταστροφολογίες παρουσιάζονται ως η ρεαλιστική, αν και κυνική, πλευρά αυτής της ίδιας αδυναμίας: είναι ζήτημα αποδοχής της καταστροφής, να αφεθεί κανείς στην όποια απειλή ή ακόμα και να βολευτεί σ’ αυτήν. Από την ακροδεξιά πτέρυγα των Αμερικάνων επιβιωτιστών μέχρι τους ακτιβιστές των ZAD10, κανείς έχει να αντιπαρατεθεί τόσο στον καταστροφισμό όσο και στην ανάπτυξη πρακτικών λύσεων προς εφαρμογή. Αλλά εδώ, ακόμα και οι αυτοί οι κυνικοί και αυτοί οι ρεαλιστές είναι αθεράπευτα αφελείς: οι θεωρίες της κατάρρευσης σχηματίζονται γύρω από την ιδέα της λιγότερο ή περισσότερο βάρβαρης εξαφάνισης των καπιταλιστικών σχέσεων πάνω σε ένα υπόβαθρο οικολογικής κρίσης, λες και ο “παλιός κόσμος” θα διαλυόταν για να δώσει τη θέση του στους πιο ευρηματικούς και οργανωμένους. Αλλά η οικολογική κρίση, όπως έχουμε δει, δεν σημαίνει το τέλος των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων ή τη χαλάρωση της κρατικής εξουσίας, το αντίθετο. Τα κύματα των ταραχών που ταρακουνούν τον κόσμο σήμερα δίνουν μια ιδέα του μέλλοντος: σκλήρυνση των πολιτικών καθεστώτων, άγρια καταστολή, “παρκάρισμα” όσων “περισσέυουν” και ενίσχυση των μέτρων λιτότητας είναι αυτά που μάλλον μας περιμένουν.

Ο καπιταλισμός δεν είναι μια τεχνολογική δομή που θα καταστεί τελικά παρωχημένη και θα σταματήσει εξαιτίας έλλειψης πρώτων υλών, είναι μια κοινωνική σχέση εκμετάλλευσης, δηλαδή μια σχέση ταξικής κυριαρχίας βασισμένη στην απόσπαση όλο και περισσότερης αξίας και η οποία θέλει να διατηρήσει τον εαυτό της, άσχετα από τις συνθήκες του καταστροφικού ή όχι υποβάθρου αυτής της κυριαρχίας. Η οικολογική καταστροφή και οι κοινωνικές διαταράξεις που κινδυνεύει να επιφέρει δεν συνιστούν μια αμφισβήτηση αυτής της σχέσης κυριαρχίας ως τέτοιας, εκτός κι αν θεωρήσουμε ότι η ουσία του κεφαλαίου συνίσταται σε μια καλή οργανωμένη ζωή: απλά έρχεται να προστεθεί στις συνθήκες της κρίσης. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, δεν είναι αδύνατο για κάποιους που κατέχουν γη να ασκούν την πρακτική της αειφόρου καλλιέργειας11 μεταξύ τους ή να αντλούν εισόδημα, στον βαθμό που μπορούν να πληρώνουν και το Κράτος δεν τους θεωρεί απειλή (κάτι που εγγράφει την απόλυτη περιθωριακότητά τους στη λίστα με τις αναγκαίες συνθήκες της ύπαρξής τους). Και εκτός από το ερώτημα της δυνατότητας αυτών των εμπειριών, κανείς μπορεί επίσης να αναρωτηθεί αν είναι και πολύ επιθυμητές: η σημασία της κληρονομικότητας της γης σ’ αυτό το είδος εναλλακτικών, καθώς μπορεί ήδη να υπάρχουν, και η εκμετάλλευση των πιο επισφαλών από τους μικροϊδιοκτήτες, μας δίνουν μια ιδέα της ταξικής δομής που αναδύεται σ’ αυτές. Η μεσαία τάξη δεν έχει ποτέ τίποτα άλλο από το να προσπαθεί να εξάγει, έστω και επισφαλώς, την κοινή συνθήκη: είτε ψηφίζει είτε φυτεύει λάχανα, δεν έχει αλλάξει ποτέ σε οποιαδήποτε καταστροφή. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι ούτε την ύστατη στιγμή, σε μια τελική Ρομπινσονιάδα, δεν μπορεί να φανταστεί τίποτα άλλο από αυτό που ξέρει, και προτιμά να θεωρεί ότι η καταστροφή είναι αναπόφευκτη, από το να σκεφτεί την ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων που την συγκροτούν ως τάξη.

Χρειάστηκε το “κατεπείγον του κλίματος” μετά από δυο αιώνες καπιταλισμού, που σημαδεύτηκαν από πολέμους, λιμούς, εκμετάλλευση, ενδημική φτώχεια και αιματηρή καταπίεση, για να ανακαλύψουμε “εμείς” ότι αυτός ο τρόπος παραγωγής δεν είναι τόσο φιλικός όσο αρχικά “εμείς” είχαμε φανταστεί. Είναι μόνο τώρα, που ο φόβος να επηρεαστούμε από τους “μπελάδες” της συσσώρευσης εμφανίζεται σ’ αυτούς που σκέφτονταν ότι είναι “ασφαλείς”, που “εμείς” σκεφτόμαστε ότι τα ωφέλη του καπιταλισμού μπορεί να συνεπάγονται κάποιες φορές ένα πολύ μεγάλο τίμημα. Όταν αυτές οι κακές πλευρές ήταν η μοίρα που επιφυλασσόταν μόνο για το προλεταριάτο, “συναινούσαμε” πρόθυμα σε κάποιες θυσίες, μιας και κινούμασταν προς τη σωστή κατεύθυνση. Τώρα, όμως, που “φοβόμαστε” ότι θα ζήσουμε εμείς οι ίδιοι τις αρνητικές συνέπειες της ανάπτυξης, θα “αντιδράσουμε” καλά. Γινόμαστε διαλεκτικοί και λέμε ότι η πρόοδος μπορεί να μην είναι τόσο θετική, ότι ίσως υπάρχει μια αντίθετη κίνηση. Αυτή η όψιμη ανακάλυψη υποδεικνύει αρκετά ποιοι είναι αυτό το “εμείς” και ποιες είναι οι προοπτικές τους. Ας τους αφήσουμε στον εσωτερικό τους μονόλογο, στο ενδότερο θέαμα από τη βάση του οποίου κουνάνε τη μαριονέτα για τον ίδιο τον εαυτό τους, μιμούνται τις ελπίδες και τους φόβους τους πριν κοιμηθούν και, πριν βρεθούμε παγιδευμένοι στα άσχημα όνειρα της ιδεολογίας, ας προσπαθήσουμε να δούμε την κατάσταση από μια ευρύτερη προοπτική.

***

Μέχρι τώρα, έχουμε συζητήσει τις επιβλαβείς πολιτικές συνέπειες της οικολογικής κριτικής όπως αυτή διαμορφώνεται σε μαζικό επίπεδο. Τώρα θα πρέπει να αναλάβουμε μια κριτική των θεωρητικών της προϋποθέσεων. Μια από τις προϋποθέσεις αυτές, για παράδειγμα, είναι η ιδέα ότι είναι αντιφατικό ένας τρόπος παραγωγής, που υποτίθεται ότι ικανοποιεί ανάγκες, να παράγει προϊόντα επιβλαβή για τους καταναλωτές. Ή, επίσης, η ιδέα ότι η ‘φύση” είναι ουσιώδης γι’ αυτόν τον τρόπο παραγωγής. Για να αποδομήσουμε αυτές τις προϋποθέσεις, θα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε την συγκεκριμένη μορφή του καπιταλιστικού πλούτου. Γιατί η δύναμη που εμπλέκεται στην αλλοίωση του γήινου περιβάλλοντος δεν είναι ούτε η απληστία συγκεκριμένων καπιταλιστών, ούτε ο βραχυπρόθεσμος τρόπος σκέψης, ούτε η ηθική ιδιοτέλεια στην οποία υποτίθεται απαντά ένας Hans Jonas, ούτε οι παραγωγικές διαδικασίες ή οι ιδιαίτερα επιβλαβείς ουσίες, οι οποίες θα μπορούσαν να αντικατασταθούν αλλά, πρώτα απ’ όλα, η ίδια η καπιταλιστική συσσώρευση και η λογική της. Αυτό είναι ένας άλλος τρόπος για να πούμε ότι μόνο η καταστροφή του καπιταλισμού μπορεί να σταματήσει την εξελισσόμενη καταστροφή.

Σημειώσεις για τον πλούτο και την κατάργησή του

Σε όλες τις κοινωνίες που προηγούνται του καπιταλισμού, και για τις οποίες η κατηγορία του πλούτου είναι σχετική, αυτός ήταν κάτι ξεχωριστό. Αυτό το πλεονάζον προϊόν, που το ιδιοποιείται μια τάξη και διαχωρίζεται από την υπόλοιπη κοινωνία, πάνω στην οποία αυτή η τάξη κυριαρχεί, που υπερβαίνει τις ανάγκες της συνηθισμένης κατανάλωσης ή το απόθεμα αγαθών για μετέπειτα χρήση, ήταν πάντα μια πηγή μυστηρίου και σεβασμού, φόβου και δυσπιστίας κι αυτό συμβαίνει ακόμα και σήμερα.

Παρ’ όλα αυτά, καμμιά κοινωνία δεν μπόρεσε να βάλει αυτό το μυστήριο στην ίδια την καρδιά της λειτουργίας της όπως ο καπιταλισμός, ούτε να επεκτείνει την δική της αρχή πλούτου σε όλες τις στιγμές της κοινωνικής ζωής, υποβάλλοντάς της τις ανάγκες της συνηθισμένης κατανάλωσης ως ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής, αναδιαμορφώνοντας τον κόσμο σύμφωνα με αυτή την συγκεκριμένη έννοια πλούτου, βυθίζοντάς την, ταυτόχρονα, σε μια δυστυχία χωρίς προηγούμενο.

Ο πλούτος, δηλαδή η άρχουσα τάξη, διαχωρισμένη από την υπόλοιπη κοινωνία με τους στρατούς και τα παλάτιά της, που κατέλαβε τα προϊόντα της εργασίας με τη λεηλασία και τον εκβιασμό και επιβλήθηκε στο εργατικό δυναμικό με τον καταναγκασμό, δεν είχε καταδικάσει σε εξαφάνιση οποιονδήποτε μπορούσε να ξεφύγει από αυτήν, όπως κάνει σήμερα η καπιταλιστική κοινωνία. Ο μισθός, το κέρδος και το νοίκι περικυκλώνουν τώρα τον κόσμο χωρίς να αφήνουν κανένα “παραθυράκι”.

Για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας των ταξικών κοινωνιών, η παραγωγή των αξιών χρήσης από τους άμεσους καταναλωτές ήταν ο κανόνας. Σύμφωνα με τον τρόπο παραγωγής και τη μορφή των κοινωνικών σχέσεων, μπορούσε να διαμορφωθεί ένα γενικό σύστημα αναγκών, από το οποίο η άρχουσα τάξη έπαιρνε το μερίδιό της, με λιγότερο ή περισσότερο βίαιο τρόπο. Μ’ αυτή την παραγωγή, οι υποτελείς τάξεις φρόντιζαν για τη διατροφή τους, ήταν υπεύθυνες της δικής τους αναπαραγωγής, στον βαθμό που συνέχιζαν να παράγουν προς όφελος των πλουσίων. Το πλεονάζον προϊόν αποκτιόταν μέσα από επιπρόσθετη εργασία, από άμεση κλοπή ενός μέρους της παραγωγής, από ένα συγκεκριμένο είδος παραγωγής που προοριζόταν αποκλειστικά για εμπόριο κοκ. Εναπόκειτο, τότε, στην άρχουσα τάξη να αποσπάσει από το σύστημα αναγκών ένα λιγότερο ή περισσότερο σημαντικό κλάσμα των αγαθών για δική της χρήση ή αποθησαύριση.

Παρ’ όλα αυτά, το ίδιο το σύστημα αναγκών διατηρούσε μια σχετική ανεξαρτησία από την παραγωγή πλούτου. Για αιώνες είχε διατηρηθεί ένα αγροτοκτηνοτροφικό παραγωγικό σύστημα που, παρά τις πολλές παραλλαγές και εξελίξεις, παρέμεινε ουσιαστικά το ίδιο μέχρι τη βιομηχανική επανάσταση. Αυτό το σύστημα παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένο από τα φυσικά στοιχεία, στη βάση πρωτίστως μιας σύνθεσης μέσω των εργαλείων, της διαχείρισης της γης, του ελέγχου της επιλογής των ζώων κλπ. Αυτό το σύστημα ήταν η βάση για την επιβίωση σχεδόν ολόκληρης της ανθρωπότητας. Είναι αυτή η εμφάνιση καθολικότητας που τείνει να δίνει την εντύπωση “φυσικών” σχέσεων εντός των συστημάτων που προηγούνται του καπιταλισμού και αποτελεί αντικείμενο διαφόρων αντιδραστικών ονειροπολήσεων, των οποίων η ιδεολογία των “κοινών” είναι μια από τις πιο πρόσφατες εκφράσεις. Ο ίδιος ο Μαρξ μιλά για μια “φυσική βάση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας” που θα βασιζόταν στα φυσικά προϊόντα (το άγριο ζώο θα αποκαλούσε φυσικά το κυνήγι τρόπο οργάνωσης, το φύτεμα, το μάζεμα των καρπών κλπ.) κάτι που δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε. Σε σχέση μ’ αυτό, και εξαιτίας της καθολικότητας σήμερα του βιομηχανικού παραγωγικού συστήματος ο νεο-σοσιαλιστής προοδευτικός ονειρεύεται, συμμετρικά, έναν “πολυτελή κομμουνισμό”, μια έκφραση που στοχεύει να περάσει ως εκλέπτυνση της διαλεκτικής σκέψης ένα οξύμωρο “πιάτο”.

Ούτε η αφθονία ούτε η ανάγκη είναι φυσικά στοιχεία, παράγονται και καθορίζονται πάντα κοινωνικά: κάθε κοινωνία εδραιώνει κοινωνικά τι είναι ο πλούτος και η φτώχεια και, ομοίως – παίρνοντας ως δεδομένο ένα επίπεδο απλής επιβίωσης, κάτω από το οποίο δεν υπάρχει καν κοινωνία – ποιες είναι οι ανάγκες. Είναι απαραίτητο να επιμείνουμε σ’ αυτή την ιδέα: ακόμα και οι πιο πρωτόγονες κοινωνικές μορφές παραμένουν, πάνω απ’ όλα, κοινωνικές. Δεν υπάρχει καμμιά στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας που να βρίσκεται σε μια κατάσταση υποτιθέμενης “φύσης” ούτε σε μια άμεση σχέση μ’ αυτήν. Οι πρακτικές σχέσεις του ανθρώπου με το περιβάλλον του διαμεσολαβούνται πάντα από την τεχνική και τη γλώσσα, οι οποίες υπάρχουν μόνο μέσα σε ένα σύνολο καθορισμένων κοινωνικών σχέσεων. Μπορούμε να μιλήσουμε με ζώα και να επικοινωνήσουμε μαζί τους, το κάνουμε πάντα όμως σε μια γλώσσα και ένα σύστημα ανθρώπινων αναπαραστάσεων, δηλαδή κοινωνικών. Η διαμεσολάβηση δεν είναι απαραίτητα ένα αξεπέραστο εμπόδιο, μπορεί να είναι και μια γέφυρα ανάμεσα σε στοιχεία που δίνονται ως διαχωρισμένα. Είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που έχουν υπάρξει διαφορετικοί τύποι σχέσεων με το φυσικό περιβάλλον, που αναπαράγουν τις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις: κοινωνίες που βασίζονται στην ιδιοποίηση και την εκμετάλλευση των ανθρώπων κάνουν το ίδιο με το έδαφος και με τα ζώα. Η απαλλοτρίωση της φύσης δεν είναι ποτέ “φυσική”. Ο τρόπος με τον οποίο τίθεται σήμερα το ζήτημα της “απελευθέρωσης των ζώων” υπάρχει ως τέτοιο επίσης εξαιτίας συγκεκριμένων προϋποθέσεων υπεράσπισης της ισότητας που προσιδιάζουν στην καπιταλιστική κοινωνία και βασίζεται στην υπόθεση ότι τα ζώα έχουν κι αυτά “δικαιώματα”, με άλλα λόγια θα έπρεπε να είναι αστικά υποκείμενα όπως όλοι.

Η απεικόνιση της πρωτόγονης ανθρωπότητας ως πεινασμένης και τρομοκρατημένης από τα στοιχεία της φύσης, που εργάζεται διαρκώς για να απελευθερωθεί από το φυσικό περιβάλλον, από τον έλεγχο της φωτιάς μέχρι την απόκτηση της ατμομηχανής, είναι μια καθαρή αστική φαντασία, σε μεγάλο βαθμό αποικιοκρατικής προέλευσης, που πέρασε και στον μαρξισμό, και την οποία πρέπει να αφήσουμε πίσω, όπως και όλους τους μύθους του προοδευτισμού. Ένα τέτοιο κράτος δεν υπήρξε ποτέ, πρώτον επειδή είναι δύσκολο να πεινάσει κανείς σε έναν κόσμο στον οποίο δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία όπως και για τον απλό λόγο ότι κάθε ανθρώπινη κοινωνία είναι εξ ορισμού βιώσιμη. Ακόμα και τα πιο εχθρικά περιβάλλοντα, όπως οι πόλοι, έχουν επιτρέψει την ανάπτυξη ολόκληρων πολιτισμών, που δεν είναι λιγότερο πυκνοί κοινωνικά από τους άλλους. Επιπλέον, η απλή χρονολογία της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών έρχεται σε αντίθεση με την ιδέα μιας διαρκούς αναζήτησης για πρόοδο: το 90% της ιστορίας της ανθρωπότητας απλώνεται στην Παλαιολιθική περίοδο. Η σταδιακή μόνιμη εγκατάσταση νομαδικών πληθυσμών, η κτηνοτροφία, η αστικοποίηση μπορούν να θεωρηθούν “ατυχήματα” – “ατυχήματα”, όμως, που δημιουργούν δυναμικές.

Αυτό που είναι “δεδομένο”, η “αρχή” του ανθρώπου, δεν είναι φύση αλλά μια καθορισμένη κοινωνική κατάσταση, η οποία είναι από την “αρχή” εγγενώς κοινωνική: δεν υπάρχει λευκή σελίδα στην αυγή της ανθρωπότητας.

Ο πολέμαρχος που λεηλατεί τα χωριά, ο φεουδάρχης που μαζεύει φόρους και απαιτεί αγγαρείες, ο pater familias της Ρωμαϊκής βίλας, όλοι αποσπούσαν από το κοινωνικό προϊόν και ιδιοποιούνταν εργατική δύναμη αλλά το έκαναν σαν να ιδιοποιούνται ένα εξωτερικό αντικείμενο. Κάθε ένας από αυτούς τους τρόπους κυριαρχίας μετασχημάτισε με τον δικό του τρόπο τις υπάρχουσες κοινωνικές πρακτικές που ιδιοποιούνταν, για να αποτελέσει αυτό που ο Μαρξ ονόμασε “τρόπο παραγωγής”. Όμως, ο καπιταλισμός μπορεί να θεωρηθεί κατά κάποιο τρόπο ως ο μόνος πραγματικός τρόπος παραγωγής.

Καθ’ όλη τη διάρκεια των ιστορικών εκδοχών της, η συντήρηση της εργατικής δύναμης κάτω από μια λιγότερο ή περισσότερο άμεση κυριαρχία, διατήρησε την αρχή του διαχωρισμού του πλούτου στην ίδια την καρδιά των τρόπων ιδιοποίησης της πλεονάζουσας εργασίας και του προϊόντος της. Όλες οι ταξικές κοινωνίες, μέχρι τον καπιταλισμό, βασίζονταν στην ιδιοποίηση ενός πλεονάζοντος προϊόντος ή πλεονάζουσας εργατικής δύναμης αλλά αυτή η ιδοποίηση γινόταν σε μια ξεχωριστή εργασιακή διαδικασία, έστω κι αν μπορούσε να καταλαμβάνει ολόκληρη τη ζωή του εργάτη, όπως στην περίπτωση της σκλαβιάς. Με τον καπιταλισμό η βίαιη απόσπαση της πλεονάζουσας εργασίας γίνεται στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, χωρίς να είναι δυνατόν να διαχωριστεί ως τέτοια. Το σύστημα αναγκών και η παραγωγή υπεραξίας τείνουν να συγχέονται, με το πρώτο να επανακαθορίζεται εντελώς από την δεύτερη.

Στον κόσμο του κεφαλαίου, η παραγωγή υπεραξίας τείνει να γίνει το αποκλειστικό αντικείμενο ολόκληρης της κοινωνικής δραστηριότητας και το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων τείνουν να επαναδιαμορφωθούν ως σχέσεις παραγωγής, για να καθορίσουν συγκεκριμένες θέσεις στην καπιταλιστική κοινωνία. Από κει κι ύστερα, είναι μία και μοναδική τάξη που κυριαρχεί στην παραγωγική διαδικασία και την κυκλοφορία των αγαθών, που παράγει την ιδεολογία και ορίζει τους πολιτικούς κανόνες. Οι παλιές αντιθέσεις ανάμεσα στην τάξη των ευγενών, του κλήρου, των εμπόρων και των συντεχνιών έχουν εξαφανιστεί: όλες οι εντάσεις ανάμεσα στα τμήματα της τάξης των καπιταλιστών ενοποιούνται κάτω από την μία και μοναδική απαίτηση της συσσώρευσης και της άπειρης παραγωγής αξίας. Αυτό δεν εκμηδενίζει τις συγκρούσεις στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης, αλλά περιορίζει την εμβέλειά τους στη διατήρηση του γενικού συστήματος παραγωγής αξίας.

Εδώ δεν πρόκειται πλέον για την κατοχή ενός προϊόντος αλλά για το να καταστεί οποιοδήποτε προϊόν φορέας της πραγμάτωσης επιπρόσθετης αξίας που θα επαναεπενδυθεί για την παραγωγή περισσότερης αξίας. Το σύστημα αναγκών για την παραγωγή αξιών-χρήσης, προορισμένων για κατανάλωση και την αναπαραγωγή του κοινωνικού συνόλου, έχει γίνει μια αποκλειστική παραγωγή εμπορευμάτων, απλών φορέων αξιών που περιμένουν να πραγματωθούν. Συνεπώς, το ζήτημα της χρησιμότητας των παραγόμενων αγαθών, όπως και αυτό της επιβλάβειάς τους ή του τρόπου παραγωγής τους, υπάγεται στην παραγωγή αξίας και γίνεται δευτερεύον (τα προϊόντα πρέπει να αγοραστούν) ή απουσιάζει (μερικές μορφές κατανάλωσης είναι απόλυτα επιβεβλημένες, όπως στην περίπτωση της κατανάλωσης ενέργειας, είτε “καθαρής” είτε όχι).

Αν και από ένα αφηρημένο σημείο κανείς δεν χρειάζεται όλα αυτά τα προϊόντα για να ζήσει, στην πραγματικότητα οι προλετάριοι χρειάζονται έναν μισθό, και συνεπώς αναγκάζονται να παράγουν αυτά τα προϊόντα – και να καταναλώνουν αυτά που έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν. Συνεπώς το προλεταριάτο είναι το πρώτο που δηλητηριάζει τον εαυτό του με υποκατάστατα και λαθραία προϊόντα και που απορροφά τα περισσότερα από τα δυσλειτουργικά αντικείμενα της βιομηχανικής παραγωγής. Αν η κατανάλωση των προλετάριων εξασφαλίζεται μέσα από τη μαζική παραγωγή, αυτό συμβαίνει γιατί πρώτον έχουν αποστερηθεί κάθε παραγωγική αυτονομία και, δεύτερον, αυτή η κατανάλωση φτηνών προϊόντων μειώνει την αξία της εργατικής τους δύναμης12. Αν η κατανάλωση των προλετάριων είναι η πιο ρυπογόνα, αυτό είναι εξαιτίας της άμεσης σύνδεσής της με την παραγωγή αξίας: την εκμετάλλευση. Η αρχή του πλούτου – η βίαιη απόσπαση της ανθρώπινης εργασίας – έχει αναδυθεί από τον διαχωρισμό ανάμεσα στην τρέχουσα παραγωγή αξιών χρήσης, που προορίζονται για την αναπαραγωγή της εκμεταλλευόμενης τάξης, και την ιδιοποίηση ενός πλεονάζοντος προϊόντος από την άρχουσα τάξη. Όλα συμβαίνουν σαν το προλεταριάτο να παράγει υπεραξία για τη δική του αναπαραγωγή, ώστε ο χαρακτήρας της υπερεργασίας να εξαφανίζεται στην διάρκεια αυτής της διαδικασίας και είναι μ’ αυτόν τον τρόπο που το προλεταριάτο αναπαράγει το σύστημα της υποταγής του.

Η ιδιοποίηση είναι εδώ στο υψηλότερο σημείο της, με τη διπλή έννοια της “κατάσχεσης” [seize] και της “απαλλαγής”13. “Απελευθερώνοντας” την εργατική δύναμη, ώστε να την ιδιοποιείται καλλίτερα, κάνοντας την εργατική δύναμη ένα εμπόρευμα, το οποίο κατέχει ο εργάτης χωρίς αλλά δεν έχει άλλη επιλογή από το να το πουλήσει στην τιμή που ορίζει ο αγοραστής, η αστική τάξη έκανε κάτι καλλίτερο από την ιδιοποίηση της εργατικής δύναμης ή των προϊόντων της σε σχέση με τα άλλα συστήματα κυριαρχίας: την περιέκλεισε στον ίδιο τον πυρήνα του δικού της συστήματος πλούτου. Αυτή η άρχουσα τάξη ξεφορτώθηκε την πασιφανή αρπακτική και παρασιτική φύση όλων των άλλων αρχουσών τάξεων πριν από αυτήν: είναι η ίδια η κυριαρχία που μοιάζει να παράγει τον πλούτο, σε τέτοιο βαθμό που να εξαφανίζεται ως ταξική κυριαρχία με την φετιχοποίησή της υπό τον όρο “οικονομία”, για να γίνει στο τέλος μια πολιτική οικονομία καθώς γίνεται κοινωνία. Από κι ύστερα, η εξουσία της άρχουσας τάξης δεν εμφανίζεται πλέον σαν μια εξωτερική δύναμη που βαραίνει πάνω στην κοινωνία και ακόμα και η αμφισβήτησή της γίνεται με τους ίδιους τους όρους πραγμάτωσης της παραγωγής αξίας: εργασία, μισθός, ανταλλαγή, ιδιοκτησία. Και όταν καταγγέλλονται ο παρασιτισμός ή το πλιάτσικο, πρόκειται πάντα για πράξεις μεμονωμένων ατόμων που σφετερίζονται καταχρηστικά έναν πλούτο ο οποίος θεωρείται ότι παράγεται αυθόρμητα από το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και θα έπρεπε να επιστρέψει στην κοινωνία ως σύνολο. Είναι η κοινωνία στο σύνολό της που φετιχοποιεί τον εαυτό της ως παραγωγό του πλούτου, όλες οι σχέσεις μεταξύ ατόμων είναι αδιαμφισβήτητα οικονομικές σχέσεις και η εκμετάλλευση θα ήταν πιο όμορφη αν δεν υπήρχαν οι (πολύ) πλούσιοι14.

Η δυναμική της απεριόριστης συσσώρευσης, που είναι λανθάνουσα σε κάθε παραγωγή πλούτου (και η οποία υποβαλλόταν πάντοτε σε κριτική, ύβρις του πλούτου στην αρχαιότητα, καταδίκη της ενασχόλησης με το χρήμα για τον χριστιανικό και τον μουσουλμανικό κόσμο) έχει τώρα καταλάβει το σύνολο της παραγωγής, τα πιο συνηθισμένα προϊόντα αποκτιούνται από την ίδια φρενίτιδα όπως οι θησαυροί του Κροίσου και του Μίδα της ιστορίας. Αυτή η δυναμική, παρούσα από τις αρχές της αγοράς στον καπιταλισμό, έχει συνεχίσει να επιβεβαιώνεται με την επέκταση αυτού του ηγεμονικού πλέον τρόπου παραγωγής, με την αξία να γίνει αυτόνομη και αδιαχώριστη από την παραγωγική διαδικασία και την κοινωνία, αλλά συμμορφωνόμενη στις δικές της απαιτήσεις, αυτές της ατέλειωτης αύξησης. Όπως ο Μίδας, που μετασχηματίζει ό,τι ακουμπά σε χρυσάφι και πεθαίνει από την πείνα μέσα στον πλούτο, το κεφάλαιο μετασχηματίζει ό,τι ακουμπά σε εμπόρευμα και τώρα πεθαίνει.

Αυτή η δυναμική συσσώρευσης έχει εκδηλωθεί συγκεκριμένα με αυτό που αποκαλείται “παραγωγισμός”, ένα συνδυαστικό αποτέλεσμα ανταγωνισμού και χαμηλών ποσοστών κέρδους. Ενώ ο καπιταλισμός στην πρώιμη μορφή της αγοράς μεγιστοποιούσε τα κέρδη του κερδοσκοπώντας και παίζοντας με τις τιμές στις αγορές, ο καπιταλισμός στη βιομηχανική του φάση αντλεί ένα άμεσο κέρδος από την παραγώμενη υπεραξία, το οποίο στη συνέχεια θα πραγματωθεί στην αγορά. Όσο μεγαλύτερη η συσσώρευση του κεφαλαίου τόσο περισσότερο πρέπει να αυξηθεί το σταθερό κεφάλαιο και να μειωθεί το μερίδιο της ζωντανής εργασίας15. Η συσσώρευση του κεφαλαίου εμφανίζεται λοιπόν όχι μόνο ως “μια τεράστια συσσώρευση αγαθών” αλλά και ως μια γιγαντιαία παραγωγική κατανάλωση πρώτων υλών, ενέργειας κλπ. και, συνεπώς, ως μια τεράστια συσσώρευση σκουπιδιών, ρύπανσης κοκ.

Το ιστορικό αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής αντανακλάται στην αδιάλλειπτη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, στην συνεχή τεχνολογική καινοτομία, στην παγκόσμια επέκταση του εμπορίου και των επικοινωνιών, στην κυκλοφορία των προϊόντων και των ανθρώπων, στην χωρίς προηγούμενο αύξηση του πληθυσμού και τη μαζική ροή του εργατικού δυναμικού προς τα αστικά παραγωγικά κέντρα, μια δυναμική που η καπιταλιστική τάξη ονομάζει πρόοδο και η οποία σήμερα μοιάζει να αγγίζει τα υλικά όρια της επέκτασής της. Ο πλανήτης δεν μοιάζει πια αρκετά εύφορος για να τροφοδοτήσει τη δυναμική για πλούτο του καπιταλισμού, η ενεργειακή δαπάνη που απαιτείται για την παραγωγή και την κυκλοφορία έχει μεταβάλει το ίδιο το κλίμα, η βιομηχανική γεωργία καταστρέφει τις ίδιες της συνθήκες της αναπαραγωγής της, τοξικά και ραδιενεργά απόβλητα συσσωρεύονται και απλώνονται χωρίς να ξέρουμε τι να τα κάνουμε, οι μολυσμένες πόλεις σκοτώνουν αργά τους ίδιους τους κατοίκους τους. Η πιθανότητα μιας χωρίς προηγούμενο πλανητικής καταστροφής δεν είναι πια εντελώς του τύπου ενός αποκαλυπτικού παραληρήματος: χωρίς να δίνουμε βάση στις θεωρίες καταστροφολογίας, μπορούμε τώρα να υποθέσουμε απολύτως την ιδέα ότι οι συγκεκριμένες συνθήκες εξαφάνισης, λιγότερο ή περισσότερο μακροπρόθεσμα, της ανθρωπότητας, μέσω ενός ποιοτικού και μη-αναστρέψιμου μετασχηματισμού του ανθρώπινου περιβάλλοντος είναι διανοητές. Φυσικά γεγονότα, όπως σεισμοί ή τυφώνες, δεν είναι πλέον απλά “φυσικές καταστροφές” αλλά πυροδοτούν εκρηκτικές αλυσιδωτές αντιδράσεις. Αυτό συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, εγκαθιστούμε στο περιβάλλον μας πυρηνικά εργοστάσια.

Παρ’ όλα αυτά, είναι λάθος να θεωρήσουμε ότι αυτή η κατάσταση, που μοιάζει τελικά να θέτει υπό αμφισβήτηση τις δυνατότητες επιβίωσης ολόκληρης της ανθρωπότητας, είναι πραγματικά ένα ζωτικό διακύβευμα για το κεφάλαιο. Από την μια πλευρά, τα τεράστια συμφέροντα που διακυβεύονται στη βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων και περιλαμβάνουν όχι μόνο εταιρείες αλλά και κράτη και έχουν γεωστρατηγικές συνέπειες για ολόκληρες περιοχές του πλανήτη, αντιπροσωπεύουν τα ίδια όχι μόνο μια τροχοπέδη για ριζικές αλλαγές αλλά εγγυώνται, επίσης, ότι οι αναγκαίες αλλαγές θα πάνε στη σωστή κατεύθυνση, αυτή του κεφαλαίου. Και από την άλλη, είναι πιθανόν αυτή η ίδια η καταστροφή, στις διάφορες πτυχές της, να θεωρηθεί ως μια ευκαιρία για παραγωγή νέας αξίας για τους καπιταλιστές.

Πρόκειται για το ότι η ίδια η “φύση”, που προσφέρει τους πόρους της δωρεάν σε όσους θέλουν να τους αποσπάσουν, είναι ένας εχθρός της λογικής της παραγωγής αξίας που έχει το κεφάλαιο. Το κεφάλαιο μπορούσε να βασίζεται στις φυσικές διαδικασίες αποσπώντας μια συγκεκριμένη απόδοση που αποτελούσε και εγγύηση για μια επόμενη· αλλά η αξία προέρχεται πάντα από τον μετασχηματισμό των πρώτων υλών, είναι μόνο με την προσθήκη της εργατικής δύναμης που παράγεται η αξία. Η εργατική δύναμη, όμως, δεν είναι τίποτα αν δεν ταιριάζει σε ένα σύστημα αγοραπωλησίας. Αυτό που απλά προσφέρεται δεν έχει καμμιά αξία και όταν ένας καπιταλιστής αναλαμβάνει να εκμεταλλευτεί έναν φυσικό πόρο, δεν συναντά στον δρόμο του έναν σαμάνο που κάνει τις τελετουργικές εκκλήσεις στον Pachamama αλλά τον γαιοκτήμονα που θα παρουσιαστεί ο ίδιος ως μέρος της υπεραξίας που παράγεται με την μορφή μιας ετήσιας γαιοπροσόδου. Συνεπώς, η διάβρωση του εδάφους είναι σίγουρα άσχημα νέα για τις μάζες των ανθρώπων που ζούσαν από τη γεωργία για αιώνες αλλά, από τη σκοπιά του κεφαλαίου, η δυνατότητα μιας εντελώς βιομηχανοποιημένης γεωργίας είναι μια πολλά υποσχόμενη, εφικτή προοπτική που απλά επιβεβαιώνει μια γενική τάση της καπιταλιστικής παραγωγής. Έτσι, κάθε στάδιο μιας διαδικασίας καλλιέργειας, που έχει δοθεί από το παρελθόν, προσθέτει αξία στο τελικό προϊόν: αυτό που οι μέλισσες έκαναν πριν δωρεάν, αντικαθίσταται ως πλεονέκτημα από μια νέα τεχνική διαδικασία. Η καταστροφή που έχει επιφέρει η πρόοδος είναι η ίδιας ένας παράγοντας προόδου.

Σίγουρα, σ’ αυτή τη διαδικασία πολλοί καπιταλιστές ίσως καταστραφούν και δυνητικές καταστάσεις κρίσης πιθανόν να μην είναι πολύ ευάγωγες για τις επιχειρήσεις ή την κοινωνική ειρήνη, για να πούμε το λιγότερο. Αλλά οι πιο ισχυροί καπιταλιστές, που είναι αυτοί ακριβώς που οι αποφάσεις τους μετράνε, μπορούν εύλογα – και κυνικά – να ελπίζουν ότι θα παίξουν τον ρόλο τους. Και όσον αφορά το επιχείρημα ότι μα “και οι καπιταλιστές έχουν παιδιά”, θα πούμε απλά ότι για όσο είναι δυνατή η ζωή στη Γη, η τάξη των καπιταλιστών θα προσπαθήσει να την κάνει πιο ευχάριστη και ασφαλή μάλλον για την ίδια και όχι για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.

Αν η διατάραξη του κλίματος, και οι άλλες καταστροφές σε εξέλιξη, θέτουν μια καινούρια κατάσταση για τον κόσμο των καπιταλιστών, δεν θα πρέπει να περιμένουμε ότι θα την αντιμετωπίσουν οι ίδιοι: η καταστροφή είναι ένα οικείο στοιχείο για το κεφάλαιο, και τις περισσότερες φορές είναι οι προλετάριοι που πληρώνουν το τίμημα. Η παλιά σοφία του Bordiga και του λαού έλεγε πάντα για τον πόλεμο: να γκρεμίσεις για να ξαναχτίσεις σημαίνει πάντα δουλειά. “Το κεφάλαιο δεν είναι πια προσαρμοσμένο στην κοινωνική λειτουργία του περάσματος της εργασίας της μιας γενιάς στις άλλες και στη χρήση των παλιότερων γενιών γι’ αυτό τον σκοπό. Δεν θέλει δημοπρατήσεις και συντήρηση αλλά γιγαντιαία κατασκευαστικά έργα: γι’ αυτό, οι φυσικοί κατακλυσμοί δεν είναι αρκετοί, το κεφάλαιο δημιουργεί, με μιαν αναπόφευκτη αναγκαιότητα, ανθρώπινους κατακλυσμούς και κάνει την μεταπολεμική ανοικοδόμηση ‘την υπόθεση του αιώνα’” (Bordiga, Human species and Earth’s crust, “Το ανθρώπινο είδος και ο φλοιός της Γης”).

Πρόκειται για μια “αναπόφευκτη αναγκαιότητα” επιμένει ο Bordiga: το αναπόφευκτο της καπιταλιστικής “προόδου” φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την ίδια την καταστροφή, απέναντι στην οποία “εμείς” μοιάζει να μην μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Η τεχνολογία και η αξία, πιασμένες χέρι-χέρι, φαίνονται να επιβεβαιώνουν την αυτόνομη δύναμή τους και να αναπτύσσονται πέρα από τον έλεγχο των κοινωνικών πρωταγωνιστών, σύμφωνα με μια δική τους εσωτερική λογική16. Αλλά καμμιά από τις τεχνολογίες που παράγονται από το κεφάλαιο δεν είναι αποτέλεσμα μιας τέτοιας αφηρημένης δυναμικής: αυτό που αποκαλείται “πρόοδος” είναι το προϊόν της ταξικής πάληςκαι συχνά των αγώνων που έχουν ηττηθεί. Η απορρόφηση και αποβολή ζωντανής εργασίας στην παραγωγική διαδικασία, η τοποθέτηση των εργατών σε αποσπασματικά καθήκοντα που δεν επιτρέπουν καμμιά απόφαση στην όλη διαδικασία (που τώρα συναντάμε από το εργοστάσιο μέχρι το γραφείο μέσω του αλγορίθμου που κατανέμει τις διαδρομές στους διανομείς17), η κυριαρχία του κεφαλαίου επί της άμεσης διαδικασίας της παραγωγής, η διάλυση των συνδικάτων, η εξαφάνιση διαφόρων επαγγελμάτων και η απειλητική μονοπώλησή τους – όλα αυτά ήταν το πρώτο “ελατήριο” της τεχνολογικής προόδου. Η πρόοδος είναι ένας ταξικός πόλεμος.

Κάθε “τεχνολογικό” προχώρημα, είτε με όρους παραγωγικών εργαλείων είτε της οργάνωσης της εργασίας, επιτυγχάνεται μέσα από τους ταξικούς αγώνες, στη διάρκεια των οποίων η μπουρζουαζία επιδιώκει συγκεκριμένες στοχεύσεις απέναντι στο προλεταριάτο: να πετύχει τη μέγιστη παραγωγικότητα της εργασίας, να περιορίσει τον χρόνο για τη μεταφορά των προϊόντων, πετυχαίνοντας παράλληλα τη μέγιστη αξία κλπ., όλα αυτά με τη μεγαλύτερη δυνατή πειθαρχία και την εξάλειψη οποιασδήποτε δυνατότητας ενεργού ή παθητικού φρεναρίσματος από την πλευρά των προλετάριων. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο της ανόδου της εργατικής τάξης, οι νικηφόροι αγώνες θα μπορούσαν να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα: η μείωση της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας ωθεί στην αύξηση της παραγωγικότητας, η εκπροσώπηση των εργαζομένων συμμετέχει στον εξορθολογισμό της εργασιακής διαδικασίας και προωθεί την πειθαρχία των εργατικών συνδικάτων, ο καθορισμός ελάχιστου μισθού τείνει να ρευστοποιεί τις επενδύσεις συμβάλλοντας στην εξίσωση των ποσοστών κέρδους κλπ. Κάθε μεμονωμένη “πρόοδος” τείνει να επεκταθεί σ’ ολόκληρο το σύστημα, και υπόκειται στη λογοκρισία του όρου της κερδοφορίας, μέσω του ανταγωνισμού. Αυτές οι στιγμές πάλης στιγματίζονται από περιοδικά ξεσπάσματα κρίσεων που αμφισβητούν τους τρόπους της απόσπασης υπεραξίας, ορίζοντας κύκλους αγώνων. Είναι επειδή η αντίφαση – η πτώση του ποσοστού κέρδους – είναι μόνιμη που η πρόοδος είναι ασταμάτητη. Κανένα αόρατο χέρι της προόδου, καμμιά πραγμάτωση οποιουδήποτε πνεύματος της ιστορίας επί τω έργω: η δυναμική του κεφαλαίου είναι η ταξική πάλη.

Πνιγόμαστε σήμερα κάτω από τη μάζα του παραγόμενου “πλούτου”, ενσαρκωμένου είτε στη μορφή του κεφαλαίου είτε των αγαθών. Κι όμως, ποτέ δεν ήταν η πραγματική μιζέρια – δηλαδή, η κοινωνικά παραγόμενη ανικανότητα να εξασφαλίσει κανείς άμεσα την συντήρησή του – τόσο μεγάλη. Ο επανα-ορισμός του γενικού συστήματος αναγκών από την παραγωγή αξίας, που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό, συνεπάγεται κάτι ιδιαίτερο: τίποτα απ’ ό,τι παράγεται δεν είναι περισσότερο “πλούτος” απ’ ό,τι για τους πλούσιους. Η αφθονία φτηνών εμπορευμάτων, που έχει μειώσει το κόστος της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, δηλητηριάζει επίσης σίγουρα τους εργάτες, των οποίων η εργασία δηλητηριάζει τους ίδιους και τον υπόλοιπο κόσμο, όπως ακριβώς η αυξανόμενη παραγωγικότητα τους αποστερεί τελικά την απασχόλησή τους18 και αυτά τα ίδια τα προϊόντα που παράγουν. Αυτό το φαινομενικά χωρίς τέλος σύστημα συσσώρευσης φέρει την ίδια του την αντίφαση, που είναι η ύπαρξη του προλεταριάτου, το οποίο αναπαράγοντας τις συνθήκες παραγωγής αξίας παράγει την αέναη αμφισβήτηση της ίδιας της ύπαρξής του ως τάξης. Το ζήτημα λοιπόν του ξεπεράσματος του καπιταλισμού δεν προέρχεται ούτε από την εξάντληση των φυσικών πόρων ούτε από την “κατάρρευση” της παραγωγής, που είναι το απαραίτητο “φόντο”, αλλά, σ’ αυτό το πλαίσιο, πρόκειται πραγματικά για το ίδιο το ζήτημα της επανάστασης, που εξακολουθεί να τίθεται.

“Δεν είναι σίγουρο ότι ο κομμουνισμός θα τα καταφέρει καλλίτερα”

Η κατάργηση των τάξεων είναι επίσης και κατάργηση του πλούτου, ο οποίος εκφράζεται τόσο από τη δύναμη της γοητείας που ασκούν επάνω μας τα υλικά αντικείμενα όσο και από τη συγκεκριμένη δύναμή τους, η οποία δεν είναι παρά η υλική δύναμη μιας τάξης. Στην παρούσα φάση της ταξικής πάλης, η επαναστατική κατάληψη των μέσων παραγωγής δεν μπορεί πλέον να γίνει ως κοινωνικοποίηση αυτών των μέσων, αλλά είναι μέρος μιας διαδικασίας κομμουνιστικοποίησης η οποία εμπλέκει όλες τις πτυχές της κοινωνικές ζωής, για να τις αλλάξει. Αυτή η κατάληψη δεν είναι προϊόν ενός προλεταριάτου που θα διατηρούσε τη θέση του σε μια αμετάβλητη παραγωγική διαδικασία, αλλά αυτό μιας τάξης στη διαδικασία της αυτοκατάργησής της καθώς κατανικά όλες τις τάξεις. Στη διάρκεια αυτής της επαναστατικής διαδικασίας αν δεν υπάρχει πλέον πλούτος να διανεμηθεί αυτό συμβαίνει γιατί, πρώτον, καθένας μπορεί να τον αδράξει και, δεύτερον, γιατί κανείς δεν έχει την εξουσία να τον διανείμει, αποφασίζοντας τι πρέπει να επιστραφεί στον καθένα.

Η καπιταλιστική υλική παραγωγή είναι κανονικά μη-αφομοιώσιμη ως τέτοια, τόσο ως συνολική διαδικασία όσο και σε σχέση με το αποτέλεσμά της. Κάθε πτυχή της παραγωγής προϋποθέτει καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, τον δικό τους καταμερισμό εργασίας: δεν υπάρχει κοινωνική ουδετερότητα της τεχνολογίας, και αυτό έχει υλικά αποτελέσματα. Αλυσίδες εφοδιασμού που εμπλέκουν την ανταλλαγή, τη δυσαναλογία μηχανών, που απαιτούν μια συνεχή παροχή ενέργειας, συντήρηση και επισκευή που περιλαμβάνει τη σύνδεση με τον αντίστοιχα παραγωγικό τομέα, η χωρική κατανομή στους εργασιακούς χώρους σε σταθμούς εργασίας που απαγορεύουν την επικοινωνία και την μετακίνηση, ο έμφυλος καταμερισμός στην εργασία, όλα αυτά θα είναι αδύνατον να διατηρηθούν στη διάρκεια της επαναστατικής κρίσης χωρίς να αποκατασταθούν οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Με άλλα λόγια, επανάσταση θα είναι εναντίον του ίδιου του μηχανισμού της καπιταλιστικής παραγωγής, η οποία προϋποθέτει το προλεταριάτο ως τέτοιο19.

Ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής δεν μπορεί πια να συλληφθεί από το προλεταριάτο ως αυτό που καθιστά δυνατή την απελευθέρωσή του αλλά εμφανίζεται άμεσα ως αυτό που το καταπιέζει: ως κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις20. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναγκαιότητα της πλεονάζουσας εργασίας και της υπεραξίας. Το αν αυτή η υπεραξία απορροφάται από μια τάξη ή από την “κοινότητα”, που συλλαμβάνεται ως μια εξωτερική οντότητα “υπεράνω” των άμεσων σχέσεων μεταξύ των ατόμων, δεν αλλάζει πολλά. Εν κατακλείδι, είναι στην επαναστατική στιγμή που πρέπει να καταργήσουμε την ανταλλαγή μέσα από την πρακτική του χαρίσματος, να κάνουμε την παραγωγή ένα στοιχείο υπαγόμενο στην επαναστατική πάλη, να ανοίξουμε τους χώρους παραγωγής για να καταργήσουμε τον διαχωρισμό μεταξύ των εργατών και των μη-εργατών κοκ.

Η επαναστατική πρακτική είναι άμεσα η δημιουργία νέων σχέσεων ανάμεσα στα άτομα, σχέσεις που το περιεχόμενό τους ποικίλει τόσο όσο και οι καταστάσεις στις οποίες αυτά εμπλέκονται. Αυτές οι σχέσεις αλλάζουν τον τρόπο παραγωγής όπως και αυτό που παράγεται: η παραγωγή και η κατανάλωση δεν συνδέονται πλέον μόνο με την άμεση δραστηριότητα των ατόμων που αγωνίζονται, δεν είναι κάτι περισσότερο από παράγοντες αυτοπροσδιορισμού των υποκειμένων, με άλλα λόγια [η παραγωγή και η κατανάλωση] καταργούνται ως οικονομικές κατηγορίες. Είναι αυτή η αφθονία, η αφθονία των σχέσεων μεταξύ των ατόμων, που προσιδιάζει στον κομμουνισμό, και όχι η ποσοτική αφθονία των παραγόμενων προϊόντων.

Όσον αφορά την “πολυτέλεια”, είναι προφανώς εξ ορισμού ασύμβατη με τον κομμουνισμό. Στο μέσο των μείζονων αναστατώσεων που θα φέρει η επαναστατική κρίση, και άσχετα από το αν κανείς έχει μια προτίμηση στον ασκητισμό, μάλλον, παρά στην κραιπάλη, είναι εξαιρετικά πιθανό ότι θα πρέπει να τα βγάλει πέρα με την σπάνη. Η έξοδος από αυτή τη σπάνη, που είναι μέρος του οπλοστασίου των εργαλείων καταστολής του Κράτους και του κεφαλαίου, θα είναι από μόνη της μια επαναστατική πρόκληση. Από την άλλη, μπορεί κανείς να σκεφτεί θετικά την πολυτιμότητα που αποκτούν τα υλικά αγαθά: είναι πολύτιμα επειδή είναι σπάνια. Αυτό δεν αποκλείει να τα ξοδεύουμε χωρίς να τα υπολογίζουμε, αρκεί να έχουμε συμφωνήσει ότι μπορεί να λείψουν και πάλι και ότι έχουμε αποκτήσει τα μέσα για να ανανεώσουμε αυτό το ξόδεμα, αν θέλετε. Κάποιος μπορεί ακόμα και να σκεφτεί τη γιορτή που μπορεί να αποτελέσει η ανεπανόρθωτη και οριστική εξαφάνιση αγαθών, η χωρίς επιστροφή κατανάλωσή τους. Και για να βάλουμε ένα τέρμα στις εικασίες, δεν απαγορεύεται ίσως να σκεφτούμε ότι μέχρι τώρα έχουμε εξαναγκαστεί να συσχετίζουμε την κοινή ευτυχία με την κατάσταση των παραγωγικών δυνάμεων, και ότι αυτό δεν έχει οδηγήσει παρά σε δεινά για όλους, στη δυστυχία της πλειοψηφίας των προλετάριων και σε μια χωρίς προηγούμενο συλλογική καταστροφή.

Όπως και να χει, εξαιτίας της ίδιας της φύσης του κινήματος αυτού, δεν χρειάζεται να αναρωτιόμαστε τι πρέπει να κάνουμε μετά την επανάσταση για τη ζημιά που προκάλεσε ο καπιταλισμός. Μια τέτοια στιγμή γενικής διαβούλευσης δεν θα υπάρξει: δεν θα υπάρξει κανένα Παγκόσμιο Συνέδριο των Σοβιέτ για να αποφασίσει κυρίαρχα τον δρόμο που θα ακολουθήσει ο πλανήτης και να τον επιβάλλει με πενταετή πλάνα και αριθμητικούς στόχους. Είναι αλήθεια ότι μέσα στην καπιταλιστική αναρχία η γραφειοκρατική φαντασίωση μοιάζει θελκτική, όμως δεν αποτελεί επιλογή.

“Τι θα κάνουμε με τα πυρηνικά εργοστάσια παραγωγής ενέργειας;”. Σήμερα δεν υπάρχει δημόσια συνάντηση στην οποία να τίθεται το επαναστατικό ζήτημα με έναν στοιχειωδώς συγκεκριμένο τρόπο και στην οποία να μην προκύπτει αυτό το ερώτημα. Το ίδιο το γεγονός ότι μοιάζει φυσικό και νόμιμο να προσπαθούμε να απαντήσουμε το ερώτημα αυτό λες κι “εμείς” (αλλά ποιοι είμαστε “εμείς”;) είμαστε επικεφαλής αυτού του κινήματος και της ομαλής λειτουργίας του, σαν να έπρεπε να δώσουμε εγγυήσεις στο προλεταριάτο πριν το ίδιο αναλάβει αποφασιστική δράση, στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου προφανές. Αυτός ακριβώς ο τρόπος να τίθενται ερωτήματα είναι τυπικός μιας ιστορικής στιγμής που ο κομμουνισμός θεωρούσε τον εαυτό του ως τον νόμιμο κληρονόμο του προηγούμενου τρόπου παραγωγής, ελέω της ιερής διαδοχής των τρόπων παραγωγής. Ο κομμουνισμός παρουσιαζόταν τότε ως η ολοκληρωμένη εκδοχή του ιστορικού κινήματος που ξεκίνησε από το κεφάλαιο: ο καπιταλισμός αλλά καλλίτερος, όπου όλα τα προβλήματα θα λύνονταν. Αλλά αν αφήσει κανείς στην άκρη κάθε τελεολογία, για να επικεντρωθεί στις εγγενείς αντιφάσεις του παρόντος και τη δυναμική που αυτές συνεπάγονται, αν κανείς τραβήξει στα όρια την έγνοια για μια μη-κανονιστική σκέψη, τότε δεν μπορεί να διατηρήσει τέτοιες αναπαραστάσεις.

Η επανάσταση δεν θα είναι η διάρρηξη από τη χρυσαλίδα του κεφαλαίου του κουκουλιού, ώστε να δώσει τη θέση της στην πολύχρωμη πεταλούδα του κομμουνισμού αλλά μια αιματηρή, χαοτική και, με πολλούς τρόπους, καταστροφική ρήξη με την παρούσα τάξη πραγμάτων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ύπαρξη των πυρηνικών ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών είναι ένα μείζον πρόβλημα, τόσο από οικολογική όσο και πολιτική σκοπιά, με όσα συνεπάγεται η κεντρικοποιημένη και κρατική διαχείριση, η εξειδικευμένη εργασία, και ο άλυτος χαρακτήρας του, ακόμα και υπό την παρούσα διαχείριση. Παρ’ όλα αυτά, από μια τεχνική άποψη21, δεν είναι βέβαιο ότι ο κομμουνισμός θα τα καταφέρει καλλίτερα. Στην πραγματικότητα, ο κομμουνισμός δεν σκοπεύει να λύσει κανένα πρόβλημα. Δεν είναι ζήτημα διόρθωσης των αδικιών του παρελθόντος ούτε εξασφάλισης των συνθηκών του μέλλοντος: το επαναστατικό κίνημα ξεδιπλώνεται εξ ολοκλήρου στο παρόν22.

Αυτό είναι ακριβώς που διακρίνει τη θεωρία της κομμουνιστικοποίησης, όπως είναι – ή θέλει να είναι – προϊόν των τωρινών συνθηκών της ταξικής πάλης, από θεωρίες που αντιστοιχούν σε συνθήκες που δεν υπάρχουν πια ή θεωρίες που θέτουν ουτοπικά τις ίδιες τις συνθήκες τους ως πλαίσιο της αφήγησής τους. Να σκεφτόμαστε τον κομμουνισμό σημαίνει να στοχαζόμαστε αυστηρά την ίδια την επαναστατική στιγμή και όχι να συλλαμβάνουμε την επαναστατική στιγμή σαν μια ιδιαίτερη στιγμή, διακριτή από την “κατασκευή των συνθηκών του κομμουνισμού”23, ή να κάνουμε την εξέγερση ένα πρόβλημα που λύνεται άμεσα από ένα υποκείμενο εμφανιζόμενο από το πουθενά. Ο κομμουνισμός δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που συμβαίνει όταν το κεφάλαιο εισέρχεται σε κρίση, και το κεφάλαιο τίθεται σε κρίση από τη δράση του προλεταριάτου και όλων όσων δεν “θέλουν να παραμείνουν αυτό που είναι”, γιατί δεν μπορούν πια. Πρακτικά αυτό σημαίνει την έκρηξη όλου αυτού του βόθρου που το κεφάλαιο κρατά υπό πίεση, κι αυτό δεν θα γίνει ήσυχα ή καθαρά. Για να το θέσουμε πιο κλασσικά, είναι αντιμετωπίζοντας όλα όσα έχουν ανατραπεί και τείνουν να αποκατασταθούν ξανά24, είναι σ’ αυτό ακριβώς το κίνημα, που ο κομμουνισμός μπορεί να υπάρξει, όχι σαν σχέδιο αλλά σαν δραστηριότητα.

Από αυτή την άποψη, να μιλάμε για το τι θα κάνει ή δεν θα κάνει ο κομμουνισμός στο μέλλον, χωρίς να καταδεικνύουμε τον αναγκαίο σύνδεσμο ανάμεσα στο επαναστατικό κίνημα και τον κομμουνισμό, χωρίς να παράγουμε θεωρητικά τον κομμουνισμό, είναι σαν να μιλάμε για το τίποτα, όπως είναι και το να μιλάμε μόνο για το επαναστατικό κίνημα χωρίς να το συνδέουμε με τις παρούσες συνθήκες, όπως αυτές είναι. Και καθώς το “τίποτα” δεν είναι δεσμευτικό, δεν προκαλεί έκπληξη ότι ένα τέτοιο είδος θεωρίας δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα που να μην λύνεται στη στιγμή.

Ο κομμουνισμός, όπως φέρεται από την παρούσα περίοδο, δεν μπορεί να περιέχει καμμιά διαχειριστική συνιστώσα: η κατάργηση της ανταλλαγής και της αξίας συνεπάγεται την απουσία μέτρησης του χρόνου εργασίας ως ενός σοσιαλιστικού προτύπου για την διανομή του πλούτου. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε παγκόσμια διαβούλευση πάνω στο τι συνιστά “παραγωγή” καθίσταται αδύνατη. Είναι η ίδια η ιδέα του πλούτου που καταργείται με τον κομμουνισμό, η ιδέα ενός πλεονάζοντος προϊόντος που μπορεί κανείς να το ιδιοποιηθεί ξέχωρα από το σύνολο των σχέσεων μεταξύ των ατόμων. Ένα τέτοιο πλεόνασμα δεν μπορεί παρά να είναι η ανανέωση των ταξικών σχέσεων25, και η συνειδητή αποτροπή της δημιουργίας του είναι μια από τις πτυχές της επαναστατικής πάλης που πρέπει να διεξαχθεί. Χωρίς αυτό, το αποτέλεσμα της επαναστατικής κρίσης δεν θα είναι τίποτα άλλο από ένα καινούριο, λιγότερο ή περισσότερο βάρβαρο, άβαταρ του καπιταλισμού, και η ανανέωση άλλων μορφών ταξικής πάλης.

Κατά τα άλλα, αν κάτι πρέπει να γίνει, όπως ισχύει για καθετί, θα είναι το έργο ομάδων ατόμων που μπορούν εξίσου καλά να είναι πολύ εκτεταμένες, αποφασίζοντας ελεύθερα την κοινή τους δράση. Σ’ αυτή τη δράση, η “οικολογική συνείδηση” θα έχει μικρότερη θέση από το να υποφέρει άμεσα τις συνέπειες της καταστροφής που άφησε πίσω του το κεφάλαιο. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε να αποφασίσουμε εμείς γι’ αυτά τα άτομα, στο όνομα μιας κοινής ανθρωπότητας που θα μας έκανε εκ των προτέρων κύριους μιας δράσης που θα αναλάβουν άλλοι. Οι λόγοι δεν είναι καταρχάς ηθικοί, ακόμα κι αν η αρχή “δεν μπορούμε να αποφασίσουμε για τους άλλους” θα μπορούσε να είναι μέρος μιας κομμουνιστικής ηθικότητας – παρ’ όλο που, και γι’ αυτό ακόμα, το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να αποφασίσει για λογαριασμό όλων την κατάργηση των τάξεων, χωρίς την οποία το “δεν αποφασίζουμε για τους άλλους” δεν είναι παρά μια φιλελεύθερη αρχή για τη διατήρηση των νόμων της αγοράς. Στην πραγματικότητα, όμως, οι λόγοι είναι πρωτίστως υλικοί. Όπως δεν είναι ο “άνθρωπος” που περπάτησε στο φεγγάρι, αλλά η ΝΑΣΑ, που χρηματοδοτήθηκε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, ούτε είναι η “ανθρώπινη δραστηριότητα” η αιτία της παγκόσμιας υπερθέρμανσης αλλά το κεφάλαιο και η κανονική του δράση, έτσι δεν θα είναι η ενοποιημένη, τελικά, από τον κομμουνισμό “ανθρωπότητα” – καθοδηγούμενη από καλλίτερους ηγέτες – που θα διορθώσει τη ζημιά που προκάλεσε το κεφάλαιο. Κι αυτό απλά επειδή οι υλικοί παράγοντες που κάνουν εφικτό να σκεφτόμαστε την “ανθρωπότητα” ως ένα κοινό αντικείμενο και εργαλείο για ένα Σχέδιο, με άλλα λόγια, η αστική ιδεολογία που βασίζεται στην ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής και, συνεπώς, όλης της εργατικής δύναμης, θα έχει τότε εξαφανιστεί.

Θα παραμείνουν όλα αυτά τα σκατά που δημιουργήθηκαν από έναν τρόπο παραγωγής και την ιστορία του, που η κατάργηση των κοινωνικών σχέσεων σίγουρα δεν θα καταργήσει. Απογοητευτικό συμπέρασμα, αναμφίβολα, που μπορεί, ίσως, να φανεί και πρακτικά αντιφατικό. Αλλά δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουμε πέρα από αυτή την παρατήρηση χωρίς την ίδια στιγμή να εισάγουμε ένα σύνολο καταστροφικών προϋποθέσεων. Η ταυτοποίησή τους ήταν το αντικείμενο του παρόντος άρθρου. Η αδυναμία προβολής συγκεκριμένων λύσεων για τα οικολογικά προβλήματα στην ιδέα του κομμουνισμού δεν είναι αποτέλεσμα μιας αντιφατικής θεωρίας ή μιας μοιρολατρικής “οπτικής”, είναι μια πραγματική αδυνατότητα και ένα όριο πάνω στο οποίο οποιαδήποτε σοβαρή, σύγχρονη θεωρία του κομμουνισμού πρέπει να αναγνωρίσει ότι σκοντάφτει.

Και για το τέλος, o ελέφαντας στο δωμάτιο26: παραμένει η ανάγκη για τη διατήρηση και τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους μετά την κατάργηση της παραγωγής; Θα αρκεστούμε εδώ να πούμε: όχι απόλυτα.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2019/11/01/le-vert-est-la-couleur-du-dollar-a-propos-de-greta-et-de-la-transition-technologique.

2 Στμ. Στα αγγλικά shale gas: το φυσικό αέριο που εξάγεται από σχιστολιθικά πετρώματα, shale: σχιστόλιθος.

3 Στμ. GAFAM: αρκτικόλεξο των πέντε μεγάλων τεχνολογικών αμερικανικών εταιρειών που κυριαρχούν στον κυβερνοχώρο τη δεκαετία του 2010, Google, Amazon, Facebook, Apple και Microsoft. Οι τέσσερις εταιρείες χωρίς την Microsoft είναι γνωστές και ως The Big Four και με το ακρωνύμιο GAFA.

4 Στμ. Jeremy Rifkin: Αμερικάνος οικονομολόγος και κοινωνιολόγος, συγγραφέας, ομιλητής, πολιτικός σύμβουλος και ακτιβιστής. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του, στο οποίο αναφέρεται υπαινικτικά και το κείμενο λίγο πιο πάνω, είναι το Green New Deal (2019).

5 Στμ. Beauce, περιοχή στη Βόρεια Γαλλία, ανάμεσα στους ποταμούς Σηκουάνα και Loire και μια από τις πιο παραγωγικές αγροτικές περιοχές της Γαλλίας. Το ίδιο το όνομά της πιστεύεται ότι προέρχεται από μια αρχαία γαλατική λέξη που σημαίνει πράσινος κάμπος, καλλιεργημένη πεδιάδα.

6 Στμ. Άβαταρ: όρος της ινδουιστικής φιλοσοφίας, που σημαίνει κυριολεκτικά την “κάθοδο” κυρίως με την έννοια της υλικής εμφάνισης ή ενσάρκωσης μιας θεότητας στη Γη. Στην κοινή χρήση σημαίνει και “προσωποποίηση”, “μορφή εμφάνισης”.

7 Στμ. Αββάς Pierre: (στα γαλλικά Abbé Pierre, Γάλλος καθολικός μοναχός, μέλος της αντίστασης στη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και αντιπρόεδρος του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κινήματος (MRP, γαλλικό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα στη διάρκεια της Τέταρτης Δημοκρατίας). Το 1949, ίδρυσε το κίνημα Εμμαούς, με τον στόχο να βοηθήσει φτωχούς και άστεγους καθώς και πρόσφυγες αποκτώντας πολύ μεγάλη δημοφιλία (Αββάς είναι η γαλλική λέξη για τον ηγούμενο μιας μονής).

8 Στμ. Coluche: καλλιτεχνικό ψευδώνυνο του Michel Gérard Joseph Colucci, Γάλλου κωμικού και ηθοποιού, γνωστού για το αυθάδικο και ασεβές ύφος του χιούμορ του. Εκκεντρικός, ιδιόρρυθμος και ιδιαίτερα δημοφιλής, έφτασε να υποβάλλει υποψηφιότητα για τη γαλλική προεδρία στις εκλογές του 1980, υποψηφιότητα την οποία απέσυρε μετά από πιέσεις. Η αναφορά εδώ στο πρόσωπό του ως “άβαταρ” της ανεργίας έχει να κάνει με το ότι είναι ο ιδρυτής των “Εστιατορίων της καρδιάς” (Restaurants du cœur ή, συνήθως, Restos du cœur) φιλανθρωπικής οργάνωσηςμε 40.000 εθελοντές σε σχεδόν 2.500 εστιατόρια που σερβίρουν περίπου 600.000 μερίδες φαγητού την ημέρα.

9 Στμ. Aggiornamento: επικαιροποίηση, ανανέωση, ιταλικά στο πρωτότυπο.

10 Στμ. ZAD: zone à défendre: Ζώνη για Υπεράσπιση, γαλλικός νεολογισμός – μεταστροφή του “zone d’aménagement différé”, “περιοχή αναβαλλόμενης ανάπτυξης” – που αναφέρεται σε μια μαχητική κατάληψη ή σε μια αναρχική κομμούνα που έχει σαν στόχο να μπλοκάρει με υλικό τρόπο ένα αναπτυξιακό σχέδιο. Για μια κριτική του Carbure σχετικά με τις ZAD δείτε και το άρθρο “Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με το προλεταριάτο, τις εναλλακτικές και την κομμουνιστικοποίηση ‘εδώ και τώρα’”.

11 Στμ. Στο πρωτότυπο permaculture.

12 Στμ. Σύνδεση της “αγοραστικής” δύναμης με την τιμή της εργατικής δύναμης.

13 Στμ. Στο πρωτότυπο: “se rendre propre”.

14 Στμ. Η σοσιαλδημοκρατική, λαϊκιστική κριτική της κρίσης.

15 Στμ. Για τη σημασία της αναλογίας σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, δηλαδή πάγιου κεφαλαίου και ζωντανής εργασίας και τη σχέση της με την αύξηση του πλεονάζοντος πληθυσμού, δείτε και την ανάλυση στο άρθρο του Surplus Club: “Παγιδευμένος σ’ ένα πάρτυ που κανείς δεν σε γουστάρει”, μεταφρασμένο εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/trapped_in_a_party.

16 Στμ. Ο φενακισμός/φετιχισμός της καπιταλιστικής τεχνο-επιστήμης.

17 Στμ. Στο πρωτότυπο: “qui se retrouve désormais de l’usine au bureau en passant par l’algorithme distribuant leurs courses aux livreurs”.

18 Στμ. Εξαιρετικά σημαντικό σημείο για να εξηγούμε πολύ άμεσα και κατανοητά ότι η πηγή της ανεργίας που μαστίζει τις αναπτυγμένες χώρες δεν είναι φυσικά η φτηνή εργατική δύναμη (πχ. οι μετανάστες), αλλά η αύξηση της παραγωγικότητας από την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης που καθιστά πλεονάζουσα την εργατική δύναμη, είτε του ντόπιου είτε του “ξένου” προλεταριάτου. Αυτό απαντά βέβαια και στην λανθασμένη λογική του εργατισμού που θεωρεί ότι οι μετανάστες πχ. είναι μια ανεξάντλητη πηγή φτηνής εργατικής δύναμης. Η δυναμική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης δεν μειώνει απλά την τιμή της εργατικής δύναμης, την καθιστά όλο και περισσότερο περιττή. Έτσι μακροπρόθεσμα ακόμα και αυτή η “πηγή” φτηνής εργασίας πχ. οι μετανάστες, καθίσταται πλεονάζουσα. Ένα μικρό μόνο μέρος της είναι εκμεταλλεύσιμο. Αυτό σημαίνει να εξηγούμε και στους ντόπιους εργάτες ότι ακόμα και αν έφευγαν όλοι οι μετανάστες η κατάσταση της απασχολησιμότητάς τους δεν θα άλλαζε στην πραγματικότητα: η ένταση της εκμετάλλευσης και η αύξηση της παραγωγικότητας δεν θα έκαναν τίποτα άλλο από το να οξύνουν τον εσωτερικό ανταγωνισμό μεταξύ τους καθιστώντας και πάλι πλεονάζοντες τους περισσότερους. Ότι η πηγή της ανεργίας είναι η αύξηση της παραγωγικότητας και της έντασης της εκμετάλλευσης φαίνεται από την ποιότητα των θέσεων εργασίας που δημιουργιούνται όπου υπάρχει “ανάπτυξη”: επισφαλείς και χαμηλά αμοιβόμενες, εντατικοποιούν τους προλετάριους μέχρι εκεί που δεν πάει, έτσι που τελικά το ποσοστό των πλεοναζόντων να ξεπερνά κατά πολύ τις όποιες “νέες” θέσεις εργασίας.

19 Στμ. Με άλλα λόγια, η επανάσταση με την έννοια της κομμουνιστικοποίησης, και αντίθετα με ό,τι υπήρξε ως σχέδιο του επαναστατικού και εργατικού κινήματος τον 20ο αιώνα, δεν είναι η νικηφόρα επέλαση του προλεταριάτου και η αυτεπιβεβαίωσή του ως τάξης αλλά μια διαδικασία με την οποία το προλεταριάτο στρέφεται ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του ως τάξης του κεφαλαίου, μια διαδικασία στην οποία το προλεταριάτο πρέπει να ηττηθεί, να αυτοκαταργηθεί, καταργώντας ταυτόχρονα και όλες τις τάξεις. Δείτε και την υποσημείωση που ακολουθεί.

20 Στμ. Εξαιρετικά σημαντικό. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε αν δεν καταστήσουμε εντελώς ξεκάθαρη τη ριζική διαφοροποίηση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και πώς αυτές αλλάζουν ριζικά τη θέση του προλεταριάτου: αυτό που φαινόταν ως θετική συνθήκη της απελευθέρωσης του προλεταριάτου – οι κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις και η εργασία, το θετικό μέσα στην αρνητικότητα που συνιστά το προλεταριάτο – σήμερα δεν ορίζει παρά την πλήρη υπαγωγή του προλεταριάτου στο κεφάλαιο, το καθιστά μια τάξη του κεφαλαίου, είναι ο ορίζοντας της καταπίεσής του, κι αυτό σημαίνει ότι η μόνη προοπτική απελευθέρωσης για το προλεταριάτο είναι η πλήρης πραγμάτωση της αρνητικότητάς του: αυτοκατάργησή του ως τάξης μέσα από την κατάργηση όλων των τάξεων και του συνόλου των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.

21 Στμ. Εδώ εύλογα πρέπει να αναρωτηθούμε: ποια είναι αυτή η “τεχνική” σκοπιά και μπορεί να αγνοηθεί;

22 Στμ. Εξαιρετικά λεπτή θέση που σηκώνει πολύ ανάλυση καθώς ουσιαστικά θέτει το ζήτημα της σχέσης του χρόνου και της χρονικότητας με την επανάσταση/κομμουνιστικοποίηση ως κίνηση και διαδικασία.

23 Στμ. Ιδιαίτερα σημαντική θέση. Με άλλα λόγια ο κομμουνισμός, όπως ακριβώς και ο καπιταλισμός, είναι διαλεκτική αυτοπροϋπόθεση! Ο κομμουνισμός, δηλαδή η επαναστατική ρήξη, θα συμβεί όταν είναι ήδη ώριμες οι “συνθήκες”-προϋποθέσεις του – αυτές δεν υπάρχουν ως μια διαχωρισμένη διαδικασία. Όπως ακριβώς το κεφάλαιο δεν δημιούργησε “εκ των προτέρων” τις κατάλληλες συνθήκες ύπαρξής του, η δημιουργία των προϋποθέσεών του ήταν η ανάδυση του ίδιου του κεφαλαίου, το ίδιο ισχύει και για τον κομμουνισμό. Για παράδειγμα, η αυτοκατάργηση του προλεταριάτου και η κατάργηση των τάξεων δεν είναι προϋπόθεση του κομμουνισμού, είναι ο κομμουνισμός. Γι’ αυτό και δεν νοούνται “μεταβατικά στάδια” κλπ. Αυτή, μπορούμε να πούμε, ότι είναι, με όλες τις αβεβαιότητες και αδυναμίες της, η μείζονα συνεισφορά της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης.

24 Στμ. Στο πρωτότυπο: “c’est en se confrontant à tout ce qui se défait et tend aussi à se refaire”.

25 Στμ. Ακούγεται ως ιδιαίτερα ισχυρή θέση που χρήζει συζήτησης. Είναι το πλεόνασμα που δημιουργεί τις ταξικές σχέσεις ή οι ταξικές σχέσεις παράγουν πλεόνασμα με έναν συγκεκριμένο τρόπο ιδιοποίησης;

26 Στμ. Στα αγγλικά στο γαλλικό κείμενο, “the elephant in the room”: παροιμιώδης αγγλική φράση που δηλώνει ένα μείζον πρόβλημα ή ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα που είναι πασιφανές ότι υπάρχει αλλά αποφεύγεται ως αντικείμενο συζήτησης, ένα τεράστιο προφανές πρόβλημα που κάνουμε ότι δεν βλέπουμε, σαν να προσποιούμαστε ακριβώς ότι δεν βλέπουμε έναν ελέφαντα σε ένα δωμάτιο.

Στην πρώτη γραμμή στη Χιλή: Μέρος ΙΙΙ

έξι αναφορές από την εξέγερση1

το κείμενο σε pdf

 

IV. Μια μέρα στην εξέγερση

Καθώς είχα πρόσφατα φτάσει στη Χιλή, ήμουνα ήδη ερωτευμένος με το Σαντιάγο. Είχα βρει τόσα πολλά που με τραβούσαν. Υπήρχε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αναρχικών εκδηλώσεων και φυλλάδια για συγκεντρώσεις/πάρτι στους τοίχους και στοιβαγμένα στα γκισέ διαφόρων μαγαζιών υποκουλτούρας. Έφαγα την καλλίτερη φτηνή βήγκαν empanada2 που είχα φάει ποτέ, που τις έφτιαχνε και τις πουλούσε στον δρόμο ένας πανκ. Μπορείς βασικά να πάρεις οποιοδήποτε λεωφορείο τσάμπα αν απλά σκανάρεις την κάρτα σου και πάρεις μια πολύ διάφανη έκφρασξ ξαφνιάσματος ότι έχει αδειάσει από λεφτά. Απλά πες “με συγχωρείτε” πολύ ευγενικά στον οδηγί και πέρασε το χώρισμα…όπως κάνουν και όλα τα άλλα άτομα πίσω σου. Το γενικότερο πνεύμα εξέγερσης των κατοίκων του Σαντιάγο σε προσκαλούσε.

Άρχισα να ακούω από φίλους για τις ομάδες μαθητών που έμπαιναν χωρίς να πληρώνουν στο μετρό διαμαρτυρόμενοι για τις αυξήσεις στις τιμές των εισιτηρίων όπως και ιστορίες ότι αυτά γίνονται εδώ και μερικές μέρες στον έναν ή στον άλλο σταθμό. Εκείνο το απόγευμα, ήμουνα με έναν φίλο, τρέχοντας απλά για κάποια θελήματα, όταν ακούσαμε τον ήχο που δεν μπορείς να μπερδέψεις ενός μεγάλου πλήθους να φωνάζει και να ζητωκραυγάζει στον δρόμο. Τρέξαμε στο παράθυρο του κτιρίου στο οποίο βρισκόμαστε και κοιτάξαμε κάτω για να δούμε μόλις την ουρά μιας ομάδας από καμμιά κατοστή μαθητών που έτρεχαν προς έναν σταθμό του μετρό. Ο δρόμος ήταν βρεγμένος από αύρες που έριχναν νερό με διαλυμένα σ’ αυτό δακρυγόνα· ακόμα κι από μια τόσο μεγάλη απόσταση νιώσαμε το μικρό τσούξιμο στα πρόσωπά μας. Ήμουνα τόσο εντυπωσιασμένος με τους μαθητές εδώ, τη γενναιότητα, την αυτονομία τους.

Το επόμενο πρωί, σηκώθηκα και ξεκίνησα να ετοιμάζομαι για την ημέρα. Είχα σχέδια να δώσω μια εισαγωγική εξέταση για το σχολείο εκμάθησης Ισπανικών3 στο κέντρο της πόλης, σε μόλις δυο σταθμούς του μετρό. Στη διαδρομή, μετάνιωσα που δεν είχα πάρει τα ακουστικά μου και ονειροπολούσα για το πώς θα μπορούσε να είναι η ζωή μου εδώ, ενώ κάπως ανήσυχα τσέκαρα σε κάθε στάση να βεβαιωθώ ότι δεν θα έχανα την ανταπόκριση.

Εδώ είμαστε, Los Heroes, ωραία. Εντάξει…; Αλλάξτε για την κόκκινη γραμμή εδώ! Προς τα πού είναι η σωστή κατεύθυνση; Ώπα. Περίμενε…Σκατά!”.

Ανεβαίνοντας τις σκάλες, άκουσα τραγούδια των “Pacos culiados!” και δυνατούς θορύβους από σπασίματα και χτυπήματα. Ο υπεύθυνος του σταθμού προσπαθεί να κάνει μια αναγγελία από τα μεγάφωνα, αλλά δεν μπορώ να ακούσω τίποτα άλλο από εκατοντάδες ενθουσιώδεις φωνές.

Περπάτησα στο τέρμα του σταθμού, απέναντι από τη βασική γραμμή της αστυνομίας. Οι μπάτσοι έχουν πλήρη εξοπλισμό Ματατζήδων, κράνη, ασπίδες, γκλομπ. Μετανιώνω που δεν έχω φέρει έξτρα ρούχα, ούτε μάσκαμ ούτε πουκάμισο ή μπουφάν για να καλύψω το πρόσωπό μου. Υπάρχουν πάρα πολλές κάμερες. Πού να φανταστώ ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο; Χτυπιέμαι που δεν πήρα μαζί μου τουλάχιστον το φουλάρι μου· ο καιρός είναι έτσι κι αλλις λίγο άστατος. Οι μαθητές είναι φανταστικοί. ΟΙ περισσότερες είσοδοι και οι περιστρεφόμενες πόρτες έχουν καταστραφεί και τώρα χρησιμοποιούνται είτε για να καταστραφεί περισσότερο ο σταθμός είτε για να πεταχτούν στους μπάτσους. Οι λίγες είσοδοι που παραμένουν κρατιούνται ανοιχτές καθώς οι μαθητές/φοιτητές αφήνουν τον κόσμο που απλά τρέχει να προλάβει το τραίνο να περάσει ελεύθερα, ζητωκραυγάζοντας κάθε φορά που κάποιος περνάει χωρίς να πληρώσει. Υπάρχουν παντού σπασμένα τζάμια, αλλά οι διαδηλωτές εξακολουθούν να τα μαζεύουν σε σωρό στην μια πλευρά με τα πόδια τους ώστε να μην τραυματιστεί κανείς αν πέσει. Μερικά παιδά βάζουν μάσκες με κόκκινη και λευκή ταινία που πιθανόν ξέμειναν από τον σταθμό στην προσπάθεια να ανακτήσει κάποια αμυδρή ομοιότητα ελέγχου μετά από προηγούμενες διαμαρτυρίες. Προσπαθώ για λίγο να βρω καμμιά τέτοια στο δάπεδο αλλά δεν μπορώ. Υπάρχει η οικεία μυρωδιά των σπρέυ και κοιτάζω πιο πέρα για να δω κάποιους να γράφουν βιαστικά ““EVADΑ4 στον τοίχο.

Είμαι τόσο γοητευμένος από τη στιγμή που ξεχνώ πως υποτίθεται ότι πρέπει να πάω σύντομα στη σχολή μου. Χέστο, είναι ανοιχτά ολόκληρο το απόγευμα – πόσο συχνά πέφτεις τυχαία σε τέτοιες εμπνευσμένες πράξεις εξέγερσης; Θα μείνω λίγο παραπάνω.

Είμαι γεμάτος αδρεναλίνη. Αρπάζω το κινητό μου και αρχίζω να γράφω σε μερικούς φίλους ώστε να ξέρουν τι γίνεται σε περίπτωση που τα πράγματα χειροτερέψουν. Επίσης τους λέω αν μπορούν να έρθουν. Τα χέρια μου τρέμουν.

Γαμώ το.
Τα πράγματα είναι άγρια
αυτός ο σταθμός καταστρέφεται – κόσμος συγκρούεται με την αστυνομία
χαχαχαχαχα
Πάρε υπεύθυνα ένα βίντεο!!
Θα σας δείξω μόλις γυρίσω πίσω
Κάποιος συλλαμβάνεται και όλοι
επιτίθετονται και την πέφτουν στους μπάτσους

Ο σταθμός γίνεται όλο και πιο ακυβέρνητος και η αστυνομία το ξέρει. Πρέπει να έχουν καλέσει ενισχύσεις γιατί περίπου 15 μπάτσοι ακόμα καταφτάνουν στην μοναδική έξοδο που υπάρχει προς τα έξω. Αρχίζουν να επιτίθενται ορμώντας και οπισθοχωρώντας από τη μια είσοδο στην άλλη, σε σχηματισμό, αρπάζοντας κάποιους μαθητές περιστασιακά και τραβώντας τους πίσω από τη γραμμή τους. Αυτό δεν γίνεται χωρίς μάχη. Φοιτητές στροβιλίζουν αντικείμενα στο μέρος τους και προσπαθούν να αρπάξουν τους φίλους τους από τα χέρια της αστυνομίας· αλλά για μερικούς άτυχους, είναι πολύ αργά.

Μόλις τη στιγμή που πιστεύω ότι η αστυνομία πρόκειται να πάρει το πάνω χέρι, ακούμε όλοι ένα βαθύ βουητό από την πιο κάτω πλατφόρμα. Για μια στιγμή, τα πάντα σταματάνε και κοιτάμε όλοι προς τις ράγες από κάτω. Βλέπω ένα μεγάλο πλήθος από φοιτητές με υψωμένες γροθιές, λίγο σε βηματισμό πορείας, λίγο τρέχοντας προς τις σκάλες. Οι μπάτσοι ενισχύθηκαν με 15, οι φοιτητές με εκατοντάδες. Όλοι αρχίζουν να λένε το σύνθημα “El pueblo unido jamas sera vencido!” (“Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος!”) καθώς έσπευδαν να πάρουν κι αυτοί μέρος στη μάχη.

Οι αψιμαχίες συνεχίζονται. Υπάρχει άλλη μια ασθενική προσπάθεια να γίνει μια αναγγελία από τα μεγάφωνα του σταθμού που κανείς δεν ακούει. Οι μπάτσοι επιτίεθενται μπρος-πίσω μέσα στον σταθμό κυνηγώντας τον κόσμο πάνω-κάτω στις σκάλες. Καθώς τρέχω προς τα κάτω σε κάποιες απενεργοποιημένες κυλιόμενες σκάλες, σκέφτομαι πόσο επικίνδυνο είναι αυτό. Ανησυχώ για τον κόσμο που μπορεί να ποδοπατηθεί, να πέσει με τα μούτρα στις σκάλες. Αυτοί οι μπάτσοι δεν δίνουν πραγματικά δεκάρα γι’ αυτά τα παιδιά. Τουλάχιστον, σκέφτομαι, μπορούμε όλοι να πάρουμε το επόμενο τραίνο – αλλά δεν έρχεται κανένα επόμενο τραίνο. Το άλλο τραίνο που είναι ήδη στον σταθμό κάθεται ακινητοποιημένο ήδη εδώ και αρκετή ώρα.

Σκατά, έκλεισαν ολόκληρη αυτή τη γραμμή! Αυτό είναι πραγματικά κατόρθωμα. Τα παιδιά το ήξεραν ήδη αυτό. Χορεύουν και πηδάνε ενώ φωνάζουν “Όποιος δεν πηδά είναι μπάτσος!”. Πηδάω κι εγώ. Πανηγυρίζουμε όλοι, όλοι όσοι έχω οπτική επαφή μαζί τους γελάνε και τα αυτιά τους, κι έτσι είμαι κι εγώ.

Τελικά, πρέπει όντως να πάω στη σχολή μου. Βρίσκω ένα άνοιγμα στις γραμμές των μπάτσων και γλιστράω. Βλέπω μερικούς μαθητές να κάνουν το ίδιο. Φτάνω στην είσοδο του σταθμού που φρουρείται από δυο μπάτσους που κρατάνε την πύλη. Γαμώ το, την πατήσαμε…Αλλά αφήνουν τους δυο πρώτους να περάσουν. Βλέπω ένα πλήθος ανθρώπων από την άλλη πλευρά. Α, εμποδίζουν τον κόσμο να μπει στον σταθμό. Θέλουν να τους βγάλουν όλους έξω. Τώρα αισθάνομαι ένοχος που θέλω να φύγω, και ειδικά με την άδεια των μπάτσων! Αρχίζω να αναρωτιέμαι πώς θα πάει η υπόλοιπη διαδήλωση;

Μόλις έφυγα από τις εισαγωγικές μου εξετάσεις και την εγγραφή στη σχολή, πήρα μερικά μηνύματα από άλλους φίλους:

Έι, είμαι στον λόφο της Santa Lucia
Ο σταθμός του μετρό έκλεισε οπότε ο κόσμος βγήκε στους δρόμους
Και τώρα πέφτουν δακρυγόνα.
Αμάν, τα πράγματα είναι άγρια.
Ανυπομονώ να σου πω τι έγινε στο Los Heroes σήμερα

Προσπαθώ να γυρίσω πίσω στο διαμέρισμά μου αλλά οι περισσότερες από τις γραμμές του μετρό είναι κλειστές. Πρέπει να περπατήσω αρκετά για να φτάσω σε μια στάση λεωφορείου που θα με πάει εκεί που πρέπει, και τελικά ανεβαίνω σε ένα λεωφορείο. Έχει πραγματικά πολύ ζέστη εδώ μέσα. Όλοι κάνουν αέρα και προσπαθούν να ανοίουν τα παράθυρα. Κολλάμε στην κίνηση που δεν πάει πουθενά. Αυτοκίνητα κορνάρουν, τίποτα δεν κουνιέται. Σκατά και πάλι! Κατεβαίνω και αρχίζω να περπατάω. Δεν μπορεί να μαι τόσο μακριά.

Περνάω μπροστά από έναν καλλιτέχνη δρόμου με μια κιθάρα και χαμογελάω. Με κοιτάζει, χαμογελώντας, και λέει “ΧΑΟΣ”. Συνεχίζω να περπατάω. Βλέπω ανθρώπους ν’ αρχίζουν να τρέχουν. Αρχίζω να τρέχω κι εγώ. Μου ρχεται μυρωδιά καμμένου. Και πάλι, η αδρεναλίνη ανεβαίνει. Μαθητές έχουν καταλάβει μια διασταύρωση, σταματώντας την κυκλοφορία. Ένα οδόφραγμα καίγεται. Προσπαθούν να κρατήσουν τη θέση τους καθώς ένα guanaco (ένα θωρακισμένο όχημα της αστυνομίας με κανόνι νερού επάνω του, που έχει πάρει το όνομά του από ένα ζώο όπως το λάμα που φτύνει) αρχίζει να κυνηγά τον κόσμο πάνω κάτω στους δρόμους με τον ισχυρό πίδακά του. Οι μαθητές δεν πτοούνται ακόμα κι όταν οι μπάτσοι ρίχνουν δακρυγόνα στο πλήθος για να το διαλύσουν. Οπλισμένα με πέτρες και τούβλα, τα παιδιά αρχίζουν να απανούν, Είναι ένα ιδαίτερο συναίσθημα να βλέπεις τους μπάτσους να αναγκάζονται να υποχωρήσουν ή, ακόμα καλλίτερα, να χάνουν την ψυχραιμία τους και να σκορπάνε άτακτα. Για σήμερα, οι μαθητές είναι οι νικητές.

Τελικά, συναντώ έναν φίλο μου. Συμμετέχουμε σε μια ομιλία στις 8μμ σε ένα κοινωνικό κέντρο κάπου στην περιφέρεια της πόλης που δεν εξυπηρετείται ιδιαίτερα από το μετρό ούτε καν από λεωφορεία. Καθώς προσπαθούμε μανιωδώς να εκπληρώσουμε τις υποχρεώσεις προς τους φίλους μας, ακούμε κάποιες αναφορές ότι το μετρό θα κλείσει για ολόκληρο το Σαββατοκύριακο. Όλοι είναι στους δρόμους. Και εννοώ όλοι. Κανείς δεν μπορεί να πάρει το μετρό· με όλη αυτή την κίνηση ο κόσμος περπατάει. Υπάρχει μια αίσθηση καρναβαλιού στον αέρα, ένας ηλεκτρισμός. Καθώς ο ήλιος βασιλεύει, η πόλη αρχίζει να ξυπνά.

Φτάνουμε στο κοινωνικό κέντρο, αλλά καθώς πλησιάζει 8 η ώρα, γίνεται φανερό ότι κανείς θα τα καταφέρει να έρθει. Μερικά άτομα που συμμετέχουν στον χώρο είναι εκεί για να καλωσορίσουν τους συντρόφους από το εξωτερικό για μια ομιλία σχετικά με το Εκουαδόρ, αλλά είναι φανερό ότι κανένας άλλος δεν πρόκειται να έρθει.

Αν και η γειτονιά δεν εξυπηρετείται καλά από τις τις υποδομές της πόλης, έχει μια μακρά και περήφανη ιστορία αυτοοργάνωσης και αντίστασης· υπάρχει άλλος ένας αναρχικός χώρος μερικά τετράγωνα πιο πέρα. Αποφάσισαν να ακυρώσουν τη μουσική εκδήλωση που ήταν για σήμερα. Πώς μπορεί να είμαστε τόσο ανόητοι να πιστέψουμε ότι θα μπορούσε να ρθει κανείς στην ομιλία χωρίς λεωφορεία, τραίνα και με τόση έξαψη στην ατμόσφαιρα;! Πραγματικά δεν έχουμε καταλάβει πόσο σημαντική και μοναδική είναι αυτή η κατάσταση σε μια χώρα με τέτοια παράδοση και ιστορία εξεγέρσεων.

Ενώ συζητάμε το αν πρέπει να ακυρώσουμε και τη δική μας εκδήλωση, δυο νεαρά αδέλφια μπαίνουν μέσα – και τα δυο κάτω από 10 χρονών. Το πιο μικρό χτυπά ένα παιχνίδι κουζινικών cacerolazo, ενώ το μεγαλύτερο κουβαλά μια μικρή πολυθρόνα. Πες ότι δεν πρόκειται να την κάψει! Κοιτάμε έξω από την πόρτα. Όντως την καίει. Υπάρχει ένα φλεγόμενο οδόφραγμα και γείτονες μαζεύονται κάτω στον δρόμο. Αυτό λήγει το ζήτημα: η ομιλία ακυρώνεται.

Όλοι κατεβαίνουμε στον δρόμο για να μαζευτούμε γύρω από τις φλόγες, να κοπανήσουμε τσουκάλια και τηγάνια και να μοιραστούμε μπύρες και συνθήματα με τους γείτονες. Ολόκληρες οικογένειες έχουν κατέβει. Έρχονται ενισχύσεις από το πουθενά με πίνακες, έπιπλα, σκουπίδια, ντενεκέδες…υπάρχει ακόμα κι ένας τύπος με ένα ολόκληρο ημιφορτηγό γεμάτο με σοβάδες που τα αδειάζει. Ευχαριστούμε!

Η φωτιά φουντώνει καθώς ο κόσμος κουβαλά περισσότερα σκουπίδια από τα σπίτια, τους κήπους και άδεια οικόπεδα. Αρχίζουμε να δεχόμαστε μηνύματα· κόσμος μοιράζεται στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης μερικά πραγματικά τρελλά πράγματα που συμβαίνουν σε άλλες περιοχές της πόλης, οπότε αποφασίζουμε να ντυθούμε και να τριγυρίσουμε στην πόλη να δούμε τι άλλο συμβαίνει.

Μερικοί από την ομάδα μας περιμένουν ότι τα πράγματα θα είναι πιο ήρεμα βγαίνοντας από αυτή την φημισμένη για την εξεγερσιακότητά της γειτονιά. Κάνουν λάθος. Τα πράγματα είνα ακόμα πιο έντονα καθώς πλησιάζουμε την μεγάλη εμπορική λεωφόρο που διασχίζει την πόλη. Βλέπουμε καμμένα λεωφορεία, σημάδι πρόσφατων συγκρούσεων που περιλαμβάνουν καταιγισμό από πέτρες από τους διαδηλωτές και δακρυγόνων από τους μπάτσους. Η γειτονιά από την οποία περνάμε δεν είναι πολύ γνωστή για τη μαχητικότητά της, αλλά η νεολαία είναι εκεί έξω και έτοιμη να αντισταθεί στην αστυνομία.

Είναι πραγματικά αργά, περασμένα μεσάνυχτα. Έχω ήδη δει τρία διαφορετικά γεγονότα μαχών σήμερα. Έχω εξαντληθεί από τα χιλιόμετρα περπατήματος μέσα στην καιγόμενη πόλη μέσα σε μια σύγχυση. Τελικά ενδίδουμε και παίρνουμε ένα ταξί για να πάμε πίσω στο διαμέρισμα ενός φίλου· οι ταξιτζήδες πρέπει να έχουν την καλλίτερή τους σήμερα. Ο δικός μας είναι βιαστικός. Ξεγλιστά μέσα από οδοφράγματα που σιγοκαίγονται και άλλα υπολείμματα των ταραχών, μέχρι που δεν μπορούμε να προχωρήσουμε άλλο, μπλοκαρισμένοι σε μια σε εξέλιξη σύγκρουση μπάτσων και διαδηλωτών. Κλείσε το παράθυρο! Γρήγορα! Δακρυγόνο!

Εντάξει, άσε μας εδώ, υποθέτω”. Κατεβαίνουμε και το σκάμε μέσα από ένα στενό.

Ο φίλος που υποτίθεται θα συναντούσαμε αποκλείστηκε όλο το βράδυ στο διαμέρισμά του, ανυπομονώντας να βγει αλλά πολύ νευρικός για να πάει μόνος του – και καλά έκανε. Περπατάμε κι άλλο προς το κέντρο, στα παραδοσιακά σημεία συγκρουσης. Υπάρχουν θύλακες κόσμου που ρίχνει πέτρες και μπάτσων, παντού υπάρχου γκράφιτ· ο αέρας μυρίζει κάπνα και την πολύ οικεία αίσθηση τσουξίματος που προκαλείται από τα δακρυγόνα. Βλέπουμε το καμμένο κτίριο της εταιρείας ηλεκτρισμού. Είναι ένα εντυπωσιακό θέαμα, αλλά καθώς προχωρά η νύχτα εύχομαι να είχαμε μείνει στα περίχωρα. Αυτή η εξέγερση ξεπερνά τα παραδοσιακά μέρη και ο κόσμος πραγματικά αφυπνίζεται και αντιστέκεται στην αστυνομία σ’ ολόκληρη την πόλη, συμπεριλαμβανομένων των barrios που έχουν να δουν συγκρούσεις εδώ και πολύ καιρό. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς που να περίμενε κάτι τέτοιο.

Τελικά, ακούμε ότι ο πρόεδρος της Χιλής έχει κηρύξει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ότι θα φτάσει το πρωί ο στρατός. Κανείς δεν ξέρει τι να περιμένει – κανείς δεν περίμενε κάτι τέτοιο αρχικά! Μα ο στρατός;! Αυτό φρικάρει πραγματικά πολλούς Χιλιανούς, ιδιαίτερα αυτούς που έχουν ζήσει τη δικτατορία.

Έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου. Η ίδια η ζωή επιταχύνεται. Έχω την αίσθηση ότι αυτή η μέρα έχει κρατήσει βδομάδες. Θα έχω άραγε καν σχολή τη Δευτέρα; Και αν ναι, θα με νοιάζει;

Η υπόσχεση αυτής της εξέγερσης δεν είναι απλά τα συνθήματα, τα τραγούδια και τα γκράφιτ που βλέπουμε και ζητούν έναν καλλίτερο κόσμο – έναν κόσμο χωρίς καπιταλισμό, χωρίς εργασία, χωρίς κυβέρνηση, αστυνομία, εξουσία. Η υπόσχεση είναι κάτι που ζούμε – το γεγονός ότι οι ζωές μας μπορούν να είναι γεμάτες, μπορούν να είναι όμορφες, τόσο πληθωρικές να τις διαχειριστούμε εμείς οι ίδιοι. Παρασέρνομαι σαν ένας σπόρος στον άνεμο, έτοιμος να φυτέψω έναν καινούριο κόσμο στις στάχτες των παλιών Wal-Mart. Αυτή τη μέρα, η ζωή μου, οι ζωές όλων μας, αλλάζουν για πάντα. Μετά από αυτό το βράδυ, όλοι ξέρουμε ότι αυτή η κατάσταση δεν θα επιβραδυνθεί σύντομα – και ότι επίσης φρικτά πράγματα έρχονται. Οι εχθροί μας δεν θέλουν να έχουμε τις ζωές που μας αξίζουν.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://crimethinc.com/2019/10/24/on-the-front-lines-in-chile-accounts-from-the-uprising.

2 Στμ. Empanada: είδος πίτας.

3 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο Spanish Immersion School.

4 Στμ. “ΑΠΟΦΥΓΕΤΕ”, στα ισπανικά.

Στην πρώτη γραμμή στη Χιλή Μέρος ΙΙ

έξι αναφορές από την εξέγερση1

το κείμενο σε pdf

II. Μια ανώνυμη αναφορά από το Σαντιάγο, 21 Οκτωβρίου 2019

Κάνω αυτή την ανακοίνωση με την πρόθεση να διαδώσω τα νέα σχετικά μ’ αυτό που συμβαίνει στην περιοχή που ζω – την περιοχή που κυριαρχείται από το κράτος της Χιλής, και ιδιαίτερα την πρωτεύουσα. Τις πρόσφατες μέρες, το χιλιάνικο κράτος έχει δείξει το αληθινό του πρόσωπο – αυτό που πραγματικά είναι – βγάζοντας ολόκληρη την αστυνομία και τον στρατό στους δρόμους για να καταστείλει τις διαμαρτυρίες και τις κινητοποιήσεις που έχουν φθάσει ήδη σε πανεθνικό επίπεδο.

Άνθρωποι απαγάγονται και δολοφονούνται· γυναίκες βασανίζονται και βιάζονται. Μέχρι τώρα είμαστε αντιμέτωπο με έναν απροσδιόριστο αριθμό από απώλειες: επίσημα δώδεκα, αλλά ξέρουμε ότι ο αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος, καθώς αρκετός κόσμος έχει τραυματιστεί σοβαρά από πυροβολισμούς των μπάτσων και των στρατιωτών.

Για να θέσουμε κάπως το πλαίσιο: πριν από δύο εβδομάδες περίπου, ξεκίνησαν μαζικές διαμαρτυρίες ως αποτέλεσμα της σταγόνας που ξεχείλισε το ποτήρι, ένα ποτήρι γεμάτο με πολύχρονες απαιτήσεις στην προκειμένη περίπτωση. Αιτήματα σχετικά με την υγεία, την εκπαίδευση, το σύστημα συγκοινωνιών, και το σύστημα προμηθειών [supply system], που τυπικά έχει να κάνει με ένα βάναυσο νεοφιλελεύθερο σύστημα που εφαρμόστηκε με τη δικτατορία.

Η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει ήταν η αύξηση στο κόστος των εισιτηρίων και η αύξηση στο κόστος βασικών υπηρεσιών, συγκεκριμένα του ρεύματος. Ξεκίνησε με περιπλανώμενα πλήθη μαθητών σε σταθμούς του μετρό, κυρίως στο κέντρο της πόλης. Σιγά σιγά, τα πλήθη που διαμαρτύρονταν στις περιστεφόμενες εισόδους των σταθμών άρχισαν να έχουν ανθρώπους από κάθε κομμάτι του πληθυσμού, ανθρώπους κάθε ηλικίας να ανεβάζουν την ένταση και να παίρνουν υπό τον έλεγχό τους τους σταθμούς του μετρό του Σαντιάγο, επιτρέποντας σε όλους να παίρνουν τον υπόγειο χωρίς να πληρώνουν. Μέσα στις επόμενες μέρες, αυτό οδήγησε στην παρουσία ειδικών αστυνομικών δυνάμεων [carabineros] στους σταθμούς, για να τους φυλάσσουν και για να καταστείλουν αυτές τις διαδηλώσεις.

Οι αρχές απέτυχαν. Ο κόσμος εξακολουθούσε να πηδά πάνω από τις περιστρεφόμενες και να καταλαμβάνει τους σταθμούς του μετρό· τότε, την Παρασκευή, 18 Οκτωβρίου, η διαμαρτυρία πήρε πιο ριζοσπαστικό χαρακτήρα, αναμετρώμενη/ξεκαθαρίζοντας με τα αιώνια σύμβολα του κεφαλαίου: σουπερμάρκετ, τράπεζες, φαρμακεία, δημόσια μέσα μεταφοράς, σταθμούς του μετρό. Περίπου 45 σταθμοί του μετρό καταστράφηκαν, με 20 από αυτούς να έχουν καεί. Αυτό συνέβη κυρίως στα περίχωρα της πόλης, στις poblaciones [γειτονιές στην περιφέρεια της πόλης όπου μένει κόσμος που ζει στο περιθώριο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού].

Την Παρασκευή, κηρύχθηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης· ο στρατός περιπολούσε ήδη στους δρόμους, αλλά οι ενέργειες και οι δράσεις δεν σταμάτησαν. Άνθρωποι συνέχισαν να κατεβαίνουν στους δρόμους, στήνοντας οδοφράγματα σ’ αυτούς – οι δρόμοι παρέμειναν ανεξέλεγκτοι εκείνη την ημέρα. Το Σάββατο, 20 Οκτώβρη, διατάχθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας για τη διάρκεια της νύχτας, κατάσταση πολιορκίας. Αρχικά, εξαγγέλθηκε ότι θα κρατούσε από τις 10 το βράδυ μέχρι τις 7 το πρωί, στη συνέχεια επεκτάθηκε να αρχίσει από τις 7 το βράδυ. Παρ’ όλα αυτά, περισσότερες ενέργειες έγιναν από τον κόσμο στη διάρκεια της βραδιάς: κόσμος συνέχισε να κατεβαίνει στους δρόμους, ενώ ο στρατός άρχισε να μπαίνει στις και όχι μόνο στο Σαντιάγο, καθώς τώρα ήταν εφτά οι πόλεις που βρίσκονταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, τρεις από αυτές μάλιστα σε κατάσταση πολιορκίας, με την επιβολή απαγόρευσης κυκλοφορίας.

Η αστυνομία και ο στρατός ρίχνουν πραγματικά πυρά, χτυπώντας βίαια τον πληθυσμό, πυροβολώντας οποιονδήποτε βρίσκεται στο πέρασμά τους. Υπάρχουν πολλά βίντεο σε κοινωνικά δίκτυα για βασανιστήρια, κρατήσεις και απαγωγές· υπάρχουν αναφορές ακόμα και για βιασμούς. Πολύ έντονη καταστολή εφαρμόζεται ενάντια στις poblaciones που ιστορικά οργανώνονταν και αντιστέκονταν πριν τη δικτατορία· εκεί γίνονται έφοδοι της αστυνομίας, μια διαδικασία πολιτικής δίωξης που ξέρουμε ότι δεν θα περιοριστεί, την οποία προσπαθεί να διευθύνει η κυβέρνηση.

Ο φασίστας/δεξιός πρόεδρος Sebastián Piñera, διακήρυξε σε μια συνέντευξη τύπου ότι “είμαστε” σε πόλεμο, ότι υπάρχει ένας “εσωτερικός εχθρός” πίσω από όλες αυτές τις οργανώσεις. Υπάρχει προσπάθεια να καταδειχτούν συγκεκριμένες υπάρχουσες πολιτικές οργανώσεις, αλλά ξέρουμε ότι αυτό είναι ένα αισχρό ψέμα· ο κόσμος αυτοοργανώνεται χωρίς ηγέτες, οριζόντια και αλληλέγγυα.

Απειλούν να κόψουν το νερό και το ρεύμα, σπέρνουν τον φόβο, απειλούν τον κόσμο. Η παρουσία του στρατού στους δρόμους εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό, το άδειασμα των σταθμών του μετρό και των λεωφόρων στις οποίες μαζεύεται ο κόσμος για να διαμαρτυρηθεί.

Δεν ξέρουμε πώς θα πάει όλο αυτό, δεν ξέρουμε τι δολοφονίες και εξαφανίσεις θα ακολουθήσουν. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι καινούριο γι’ αυτή την περιοχή. Πριν από σαράντα χρόνια, το τοπίο δεν ήταν διαφορετικό. Ξεκινήσαμε διαφορετικά, αλλά δεν ξέρουμε πώς θα τελειώσουν τώρα τα πράγματα.

Υπάρχει ένα ανοιχτό κάλεσμα για το άπλωμα των ταραχών, αναζητώντας χειρονομίες και κινήσεις αλληλεγγύης από ολόκληρο τον κόσμο, ώστε η αλληλεγγύη να απλωθεί πέρα από τα γραπτά και τα λόγια.

Αυτή είναι η στιγμή της πάλης για αξιοπρέπεια: η δυσαρέσκεια αναπνέει, είναι ανεξέλεγκτη, εκδηλώσεις οργής έχουν καταλάβει τους δρόμους αυτής της πόλης και τη χώρα.

III. Καλώς ήρθατε στο Σαντιάγο

Ήμουνα στο Μπουένος Άιρες για να δώσω μια ομιλία σε ένα φεστιβάλ αναρχικού βιβλίου. Καθώς τα νέα από τη Χιλή κατακλύζανε το κινητό μου, άρχισε να ψάχνω για εισιτήρια.

Ωραία, σε δυο βδομάδες, ώστε να μην χάσω τις διαμαρτυρίες όταν ο Τραμπ έρθει για την συνάντηση του APEC2”, είπα στον εαυτό μου.

Σκατά, ΟΚ, υπάρχουν φτηνά εισιτήρια σε πέντε μέρες, αλλά είναι για το βράδυ. Σίγουρα, δεν θα εξακολουθεί να υπάρχει απαγόρευση κυκλοφορίας σε πέντε μέρες, έτσι δεν είναι;”.

Τότε, ένα μήνυμα από έναν γείτονα στο Σαντιάγο με έπεισε: “Εννοώ, μπορείς να έρθεις σήμερα; Υπάρχει γενική αύριο για αύριο”.

Δεν ξέρω αν ήταν εξαιτίας της κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή επειδή ήθελα να πετάξω πολύ άμεσα, αλλά οι ιστότοποι των αεροπορικών εταιρειών δεν με άφηναν να αγοράσω κανένα εισιτήριο για πτήση για εκείνη τη μέρα. Γαμώ το, θα πάω απλά στο αεροδρόμιο και θα δω τι μπορούν να κάνουν για μένα.

Αγόρασα όχι ένα, αλλά δύο εισιτήρια. Το πρώτο ήταν απευθείας για το Σαντιάγο, αλλά έφτανε με την απαγόρευση κυκλοφορίας. Τέλος πάντων, θα μπορούσα να πάρω απλά ένα ταξί από το αεροδρόμιο το πρωί. Η γυναίκαι στο γκισέ με διαβεβαίωσε ότι οι πτήσεις για το Σαντιάγο δεν θα ακυρώνονταν. Αλλά, τότε, αγόρασε άλλο ένα εισιτήριο, προς μια συνοριακή πόλη – ίσως να μπορούσα απλά να πάρω ένα λεωφορείο ή κάποιος sketchy οδηγός θα μπορούσε να με πάει μέχρι το Σαντιάγο στη διάρκεια της νύχτας. Έπρεπε να αποφασίσω. Η πτήση για τη συνοριακή πόλη έφευγε πρώτη. Την πήρα – αν το αεροδρόμιο ήταν ακόμα ανοιχτό θα μπορούσα να καταφέρω να πάρω μια πτήση αργά από αυτό το αεροδρόμιο για το Σαντιάγο. Προσγειώθηκα, και τα πάντα είχαν ακυρωθεί, μαζί και η πτήση για την οποία με είχαν διαβεβαιώσει ότι θα έφτανε στο Σαντιάγο. Το συνοριακό πέρασμα ήταν επίσης κοντά. Όλες οι γραμμές λεωφορείων με διαβεβαίωναν η μια μετά την άλλη ότι θα άνοιγε το πρωί. Σίγουρα, φίλε, τα ‘χω ξανακούσει αυτά. Όμως δεν είχα και καμμιά άλλη επιλογή.

Το πρωί μπήκα σε ένα μικρό βανάκι του αεροδρομίου (μεγέθους Sprinter) μαζί με άλλα οχτώ άτομα για το Σαντιάγο. Ήταν πραγματικά πολύ πρωί, και η διαδρομή ήσυχη. Τα περισσότερα άτομα κοιμήθηκαν – αλλά παρά το ότι είχα κοιμηθεί μόνο δυο ώρες μιας και μετέφραζα διάφορα δελτία τύπου και έβλεπα ένα σισύφειο αριθμό από βίντεο από τη Χιλή, τα νεύρα μου με κράτησαν ξύπνιο. Είχα αποφασίσει να μην ξεφορτωθώ τις αναρχικές κονκάρδες, αυτοκόλλητα και αφίσες που είχα κουβαλήσει για να πουλήσω στο φεστιβάλ αναρχικού βιβλίου στο Μπουένος Άιρες. Καθώς φτάσαμε στον συνοριακό σταθμό, ένα μεγάλο οδικό σήμα μας υποδεχόταν στη Χιλή. Η επιβάτης που καθόταν πίσω μου άρπαξε τον ώμο μου και μου είπε: “Τα καταφέραμε! Είμαστε στη Χιλή!”.

Γύρισα προς το μέρος της και της είπα, “Χα, όχι ακόμα”. Το μετάνιωσα αμέσως – μήπως είπα πολλά; Η εσωτερική της σκέψη γραφόταν καθαρά στο πρόσωπό της: Και γιατί θα πρεπε να ανησυχώ ότι δεν θα περάσω στη Χιλή; Βγαίνοντας από το λεωφορειάκι, άρχισα να αισθάνομαι από νευρικός και τολμηρός πραγματικά ηλίθιος. Γιατί στο διάολο το κανα αυτό;

ε, μπορώ να πάρω το σακκίδιό μου”;

Όχι, μεγάλα σακκίδια δεν επιτρέπονται στον έλεγχο του αεροδρομίου. Οι τελωνειακοί θα τα αδειάσουν και μετά θα περάσουν μέσα από τις ακτίνες Χ”.

Α…ΟΚ”.

Έχω ταξιδέψει αρκετά με σακκίδιο στη Νότια Αμερική. Έχω μάθει πώς να μειώνω τα απόλυτα αναγκαία πράγματα ώστε να χωράνε σε ένα αρκετά ελαφρύ σακκίδιο. Το χειρότερο συναίσθημα για μένα είναι να αποχωρίζομαι το σακκίδιό μου. Είναι όπως αυτό που νιώθει η πρωταγωνίστρια της ταινίας Το Αστέρι του Βορρά3 όταν την χωρίζουν από τον δαίμονά της.

Με κουρελιασμένα νεύρα, ακολούθησα τους άλλους επιβάτες στον έλεγχο του αεροδρομίου. Ρε γαμώτο, άλλοι τέσσερις αναρχικοί από το φεστιβάλ βιβλίου είναι επίσης εκεί. Φαντάζομαι δεν είμαι ο μόνος που σκέφτηκε ότι ήταν η στιγμή να επιστρέψει στη Χιλή. Γιατί με κοιτάνε; Σταματήστε να με κοιτάτε. ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ. Γιατί η τηλεπάθειά μου και το ολοφάνερο βλέμμα αδιαφορίας στο πρόσωπό μου δεν τους κάνει να υποψιαστούν ότι ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΧΑΙΡΕΤΑΩ ΑΛΛΟΥΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥΣ ΕΝΩ ΠΕΡΝΑΩ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ;

Τους αφήνουν να περάσουν. Ουφ. Είμαστε μετα από αυτούς, αλλά κάποιος στην ομάδα μας μας πάει σε μια άλλη γραμμή παρατείνοντας την αναμονή. Αχ, ας τελειώσει όλο αυτό. Τελικά, περνάμε. Ει, σφραγίζουν το διαβατήριό μου. ΣΚΟΡΑΡΑ! Τώρα απομένει μόνο το τελωνείο – πόσο άσχημα θα μπορούσε να είναι αυτό;

Σήκωσα το σακκίδιό μου από τον διάδρομο αποσκευών. Καλό σημάδι, σωστά; Αν τα πράγματα είναι ήδη εκεί, πρέπει να τα έχουν ήδη ελέγξει και δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο. Το σπρώχνω απλά στο μηχάνημα των ακτίνων-Χ και συνεχίζω.

Ακουμπώ το σακκίδιό μου στον ιμάντα του μηχανήματος των ακτίνων-Χ. Βγαίνει από την άλλη άκρη. Ένας αδιάφορος συνοριοφύλακας το δείχνει. Ένας φιλικός αγροτικός υπεύθυνος με παίρνει στο πλάι: “Υπάρχουν καθόλου φυτά ή ζώα στο σακκίδιό σας;” Χα! Το ξέρω αυτό! “Μόνο ένα κομμάτι σοκολάτα”. Σκάνε ένα γελάκι και με αφήνουν να πάω στην ουρά. Μόνο που ο χειριστής του μηχανήματος ακτίνων-Χ ξεπροβάλει και λέει: “Όχι, όχιμ δεν θέλουν να κάνουν έλεγχο για αγροτικά προϊόντα σ’ αυτή τη τσάντα. Οι τελωνειακοί ήθελαν να ρίξουν μια ματιά”.

ΟΚ…Ένας πολύ πιο βλοσυρός τελωνειακός βγαίνει μπροστά. “Φαίνεται σα να υπάρχει ένα μηχάνημα ή κάτι τέτοιο στη τσάντα; Ίσως ένας υπολογιστής;”

Ουφ. “Α ναι, εδώ, αυτό είναι το λάπτοπ μου”.

Α, σπουδαία. Μπορείτε να με αφήσετε να βγάλω όλα τα πράγματα από μέσα;”

Α…βέβαια…”

Σκατά. Σκατά, σκατά, σκατά. Αφήνει τις κονκάρδες, αυτό είναι καλό. Ανοίγει τη σακούλα με όλα τα στίκερ και τα αυτοκόλλητα και απλά τα σπρώχνει πίσω στη τσάντα. Αυτό είναι υπέροχο! “Τι είναι αυτό;”. ΣΚΑΤΑ. Κουβαλούσα μια δεσμίδα από αφίσες για το έμφυλο και για την αστυνομία της CrimethInc. στα Ισπανικά. “Α, απλά μερικά δώρα. Είναι σαν ένα κόμικ, μ’ αρέσει να τ’ αφήνω σε ανθρώπους που συναντώ στα ταξίδια μου”. Βγάζει μια από τις αφίσες για το έμφυλο και προχωρά να τη διαβάσει αργά, ολόκληρη. Για πολύ ώρα.

Είχα ταχτοποιήσει τις αφίσες έτσι ώστε όλες οι αφίσες για το έμφυλο να είναι πάνω-πάνω ενώ αυτές για την αστυνομία από κάτω και κοιτάζοντας προς τα κάτω, σε περίπτωση που κάποιος τελωνειακός θα ήθελε να τις κοιτάξει – ελπίζοντας ότι θα έμοιαζε σαν να κουβαλάω μόνο αφίσες για το έμφυλο. Τουλάχιστον οι αφίσες για το έμφυλο δεν λένε τίποτα κακό για τους μπάτσους, ή κάτι άλλο ειδικά για τη Χιλή – σε αντίθεση με τις αφίσες για την αστυνομία. Καθώς τελειώνει το διάβασμα της αφίσας, κουνά το κεφάλι της στο πλάι και κοιτάζει μακριά με ένα ξαφνιασμένο, γουρλωμένο βλέμμα. Δεν μπορεί να αποφασίσει αν η αφίσα είναι ανατρεπτική ή όχι.

Και όλες αυτές οι αφίσες είναι ίδιες;”. Ξεφυλλίζει τη δεσμίδα.

Σκατά, αν δεν είχα ταχτοποιήσει τις αφίσες με τον σωστό τρόπο, σίγουρα θα έβλεπε ότι δεν είναι όλες οι ίδιες. Στο τσακ τη γλίτωσα.

Ναι…όλες είναι ίδιες…”.

Καλά, μπορείς να μαζέψεις τα πράγματά σου και να φύγεις”. Α, να σαι σίγουρη, γαμώ το κέρατό μου.

Με το που γυρίζω πίσω στο βανάκι, ο οδηγός βάζει μπροστά [peels off] και μας παίρνει από κει. Η γυναίκα πίσω μου ρωτά, “Πήγαν όλα καλά με σένα;”

Πώς ξέρει; Τότε συνειδητοποιώ ότι ολόκληρο το βανάκι κουβεντιάζει δυνατά:

Καλά κατάφερες και πέρασες ΟΛΟΝ αυτό τον καπνό; Αυτό είναι απίστευτο μεγάλε!”.

Ναι, τα παίξανε σήμερα. Νομίζω ότι υπήρχαν και κάποιο εθελοντές εκεί γιατί it’s an all hands on deck situation.”

Πφ, δεν ήξεραν καν τι έκαναν. Δεν έπρεπε σε καμμιά περίπτωση να ξεμείνω πίσω αφού είχα συλληφθεί στην Αργεντινή την προηγούμενη βδομάδα”.

Α. Μάλιστα. Το λεωφορείο. Αυτοί είναι δικοί μου. Όλοι εδώ είναι sketchy. Μ’ αρέσει.

Μπαίνω στην κουβέντα τώρα, αφού έχω συνειδητοποιήσει ότι είμαι ανάμεσα σε άλλα ψιλορεμάλια που έχουν όλοι πράγματα να κρύψουν από τις αρχές, όπως εγώ. Όμως, σε αντίθεση με όλους τους άλλους δεν λέω τι είναι αυτό που κρύβω.

Η γυναίκα που κάθεται πίσω μου είναι γλυκιά. Είναι σχεδόν στην ηλικία της μάνας μου και μιλάμε για οικογένεια, εκπαιδευτικές φιλοδοξίες και, ξέρετε, μαμαδίστικα πράγματα.

Καθώς κατεβαίνουμε στο Σαντιάγο και βλέπουμε όλη την καταστροφή, με προειδοποιεί να προσέχω τον εαυτό μου στους δρόμους, μήπως και με περάσει κανείς κατά λάθος.πορούμε κυριολεκτικά να μυρίσουμε το κάρβουνο από τις λεηλασίες και τα καψίματα της προηγούμενης νύχτας. Περνάμε μπροστά από ένα Wal-Mart που είχε καεί ολοσχερώς. Παντού υπήρχαν γκράφιτι με τη λέξη “Evade”. Οι στάχτες από τα καιόμενα οδοφράγματα γέμιζαν το μέσο κάθε διασταύρωσης.

Ο οδηγός βάζει τις ειδήσεις στην τηλεόραση μέσα στο βαν. Η κυβέρνηση ζητά από τον κόσμου να υπακούσει στην απαγόρευση κυκλοφορίας το βράδυ, να επιστρέψει στην κανονική ζωή μετά τη σημερινή γενική απεργία. Οπλισμένοι στρατιώτες υπάρχουν σε γωνιές των δρόμων σε ολόκληρη την πόλη. Μεγάλα φορτηγά και ολόκληρες ομάδες από αυτά μας προσπερνούν γρήγορα στην εθνική.

Α, μάλιστα, χτες το βράδυ πυροβολούσαν και χτύπαγαν τον κόσμο και σήμερα το ζητάνε ευγενικά; Όχι, δεν θα πάνε έτσι τα πράγματα”, σχολιάζει ένας από τους sketchy συνεπιβάτες μου.

Όλοι αρχίζουν να μιλάνε για τις διαδηλώχεις, την ανισότητα στη Χιλή, την αυταρχική καταστολή από την κυβέρνηση. Τώρα που το χω feigned άσχετος και αθώος για τόση ώρα – “Είμαι απλά ένας ανοιχτόμυαλος ταξιδιώτης από το εξωτερικό!” — μπορώ πραγματικά να μπω στην κοιβέντα.

Παρά τις ψεύτικες προειδοποιήσεις στην Μεντόζα ότι διαδηλωτές μπορεί να μπουκάρουν το λεωφορείο μας και να προσπαθήσουν να το κάψουν, φτάσαμε ασφαλείς στον σταθμό των λεωφορείων. Αντάλλαξα τηλέφωνα με τη γλυκιά γυναίκα που καθόταν πίσω μου. Ο άντρας της έρχεται προς το μέρος μας ενώ γινόταν αυτό. “Α, επίτρεψέ μου να σου συστήσω τον άντρα μου!”.

Αποφάσισες να έρθεις στη Χιλή για ταξιδάκι…σήμερα;”. Με κοίταξε με δυσπιστία.

Ναι. Έτσι είναι!”.

Ξέρεις, οι τελευταίες λίγες μέρες ήταν άγριες. Δεν ξέρω αν έχεις δει τις ειδήσεις”.

Α, ναι, άκουσα κάτι σχετικά. Είμαι σίγουρος ότι θα μάθω πολλά όσο είμαι εδώ”.

Με κοιτάζει έντονα, βαθιά στα μάτια, και σηκώνει τη γροθιά του. “Ζήτω το προλεταριάτο!”.

Τι είναι αυτό, αστείο; Προσπαθεί να μου δώσεις, ας πούμε, την αυθεντική νοτιοαμερικάνικη αριστερίστικη εμπειρία ή κάτι τέτοιο; Εννοώ, “Ζήτω το προλεταριάτο”, παραείναι ευθύ, έτσι δεν είναι;

Όχι. Γελάω κάπως, αλλά δεν παίρνει τα μάτια του από πάνω μου μέχρι να σηκώσω κι εγώ τη γροθιά μου και να επαναλάβω, “Ζήτω το προλεταριάτο”. Η γυναίκα γελάει ζεστά, περήφανη για μένα, και με αγκαλιάζει σφιχτά σαν να είμασταν οικογένεια. “Να περνάς καλά και να προσέχεις!”.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://crimethinc.com/2019/10/24/on-the-front-lines-in-chile-accounts-from-the-uprising.

2 Στμ. APEC: Οικονομική Συνεργασία Ασίας-Ειρηνικού (Asia-Pacific Economic Cooperation) είναι ένα διακυβερνητικό φόρουμ από 21 παράκτιες χώρες του Ειρηνικού που προάγει το ελεύθερο εμπόριο στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού [στμ. Στις 30 Οκτωβρίου ανακοινώθηκε ότι η συγκεκριμένη σύνοδος κορυφής ακυρώθηκε εξαιτίας της εξέγερσης].

3 Στμ. Ο ελληνικός τίτλος της ταινίας The Golden Compass. (2007).

Στην πρώτη γραμμή στη Χιλή: Μέρος Ι

έξι αναφορές από την εξέγερση1

το κείμενο σε pdf

Από τις 18 Οκτώβρη, μια μεγάλη εξέγερση έχει ξεδιπλωθεί στη Χιλή καθώς κόσμος από κάθε βιωτικό επίπεδο συσπειρώνεται για να διαμαρτυρηθεί ενάντια στα μέτρα λιτότητας, να πολεμήσει την αστυνομική καταστολή, να καταστρέψει τα σύμβολα του καπιταλισμού και να αψηφίσει μια στρατιωτική κατοχή που θυμίζει τα χρόνια της δικτατορίας. Η συνέντευξη που ακολουθεί και οι από πρώτο χέρι αναφορές διερευνούν τον χαρακτήρα της εξέγερσης και τις εμπειρίες αυτών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή.

Αυτή η εξέγερση είναι μέρος ενός παγκόσμιου κύματος εξεγέρσεων που ξεδιπλώνονται στην Αϊτή, τον Λίβανο, το Σουδάν, το Ιράκ, το Hong Kong, την Ονδούρα, την Καταλωνία, και αλλού. Η εξέγερση στη Χιλή πυροδοτήθηκε εν μέρει από ένα κοινωνικό κίνημα στο Εκουαδόρ που κατέλαβε το κοινοβούλιο και ανάγκασε την κυβέρνηση να αποσύρει τα σχεδιαζόμενα μέτρα λιτότητας. Υπάρχουν σημάδια αυτής της ορμής να απλώνεται και αλλού στη Νότια Αμερική: συγκρούσεις στα προξενεία της Χιλής στην Μεντόζα και το Μπουένος Άιρες, διαδηλώσεις στη Βολιβία, αναταραχή στην Ουρουγουάη. Όλες αυτές οι εξεγέρσεις οδηγούνται από τις ίδιες θεμελιώδεις συνθήκες – τις ίδιες ανισότητες πλούτου και εξουσίας που προκαλούνται από τον καπιταλισμό και την ίδια απώλεια πίστης στους θεσμούς του κράτους.

Σε έναν παγκόσμια διασυνδεδεμένο κόσμο στον οποίο όλες οι κυβερνήσεις – από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι την Τουρκία, τη Ρωσία και την Κίνα – δουλεύουν από κοινού για να συντονίσουν την καταστολή όσων παλεύουν για ελευθερία και αξιοπρέπεια, είναι πολύ ουσιώδες να καταλαβαίνουμε τους αγώνες μας ως αλληλένδετους και αλληλεξαρτώμενους. Πρέπει να υπερασπιστούμε ο ένας τον άλλο διαφορετικά θα μας συντρίψουν όλους, έναν-έναν. Όπως το έθεσε ένας σύντροφος,

Η αλληλεγγύη είναι σημαντική. Ακόμα κι αν κρατάς απλά ένα πανό με μερικούς φίλους για να ποστάρεις μια φωτογραφία που εκφράζει αλληλεγγύη, ακόμα κι αν απλά κρεμάς αυτό το πανό πάνω από μια αερογέφυρα σε μια λεωφόρο, οι μικρότερες εκδηλώσεις αλληλεγγύης μπορεί να σημαίνουν πολλά γι’ αυτούς που αγωνίζονται κάπου αλλού, μπορεί να τους κάνουν να αισθανθούν λιγότερο μόνοι. Ακόμα κι αν κλείσεις τις πύλες ασφαλείας για να δείξεις τους συνεργαζόμενους με τις Τουρκικές Αερογραμμές. Ακόμα κι αν καταλάβεις το προξενείο της Χιλής. Ακόμα κι αν απλά μπλοκάρεις έναν αυτοκινητόδρομο”.

Ι. Ερωτήσεις και απαντήσεις για το κίνημα άρνησης κομίστρου

Αυτό που ακολουθεί είναι η συνέχεια της συνέντευξής μας με έναν για χρόνια Χιλιανό αναρχικό που συμμετέχει στην εξέγερση.

Η Βραζιλία βίωσε μια εξέγερση όπως αυτή εδώ το 2013· αποτελεί αυτό ένα σημείο αναφοράς για κάποιους από τους συμμετέχοντες σήμερα; Και ποια είναι η σύνδεση ανάμεσα στην εξέγερση στο Εκουαδόρ και την εξέγερση που λαμβάνει χώρα τώρα ακριβώς στη Χιλή;

Σ’ αυτή τη χώρα, ο κόσμος δεν ενημερώνεται για το τι συμβαίνει διεθώς· έχουν πολύ “κοντή” μνήμη, η οποία υπαγορεύεται κυρίως από αυτό που εμφανίζεται στην τηλεόραση. Η εξέγερση στη Βραζιλία δεν συζητήθηκε σ’ αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο, αλλά η εξέγερση στο Εκουαδόρ συζητήθηκε. Η κατάσταση εκεί έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στη νομιμοποίηση του γεγονότος ότι η αλλαγή μπορεί να γίνει απλά και με fucking shit up, κάτι που ο κόσμος αρνιόταν αλλά, παρ’ όλα αυτά, το ήξερε κάπου μέσα του ότι είναι αλήθεια. Πιστεύω ότι είναι ακόμα δυνατόν να υπάρχει ένας βαθμός επίγνωσης εδώ ότι αυτό που συμβαίνει στο Εκουαδόρ έχει συνεισφέρει στην αναζωπύρωση του μαχητικού πνεύματος ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού της Λατινικής Αμερικής, κάτι που φαινόταν αδύνατο στο πλαίσιο της Χιλής.

Ποια τμήματα του πληθυσμού ενεπλάκησαν στο κίνημα #EvasionMasiva αρχικά; Γιατί επεκτάθηκε τόσο ραγδαία και προσέλκυσε τόσο κόσμο; Συμμετέχουν σ’ αυτόν τον ξεσηκωμό τώρα δημογραφικός ομάδες που συνήθως δεν εμπλέκονται σε εκδηλώσεις συγκρουσιακής αντίστασης;

Οι πρώτοι που συμμετείχαν ήταν φοιτητές από γνωστές και περίοπτες σχολές στις οποίες, εκτός από τον αγώνα ενάντια στην αύξηση του κομίστρου, είχαν οργανώσει και μια καμπάνια ενάντια στους νόμους για “ασφαλή” τάξη που ποινικοποιούν και διώκουν φοιτητές που συμμετέχουν σε αγώνες. Ξεκινώντας από την Τετάρτη, εμφανίστηκαν και εργάτες για να συμμετάσχουν στην άρνηση πληρωμής εισιτηρίου και ακόμα και οι τριτοετείς φοιτητές και οι πιο άτολμοι έπιασαν το πνεύμα της νεανικής εξέγερσης, υπερασπιζόμενοι τους εξεγερμένους ή παίρνοντας το μετρό χωρίς να πληρώσουν. Την Παρασκευή, σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός εμφανίστηκε χτυπώντας κατσαρόλες και τηγάνια και νεαρός κόσμος συγκρούστηκε με την αστυνομία. Από το 2011 είχαμε να δούμε ένα κίνημα τόσο ποικιλόμορφο και διαθεματικό, για το οποίο η λαϊκή υποστήριξη είχε αναπτυχθεί σε τέτοιο σημείο που οι διαμαρτυρίες και οι λεηλασίες να εμπλέκουν κόσμο από κάθε κοινωνικό υπόβαθρο.

Χρησιμοποιεί ο κόσμος καινούριες τακτικές;

Οι εκμεταλλευόμενοι χρησιμοποιούν όλα τα εργαλεία που έχουν πάντα στη διάθεσή τους: πέτρες, βενζίνη, οδοφράγματα, αντικείμενα που έχουν αποδειχτεί πραγματικά πολύ αποτελεσματικά απέναντο στην αστυνομία σε πολλές εστίες σύγκρουσης. Αυτή η αντάρτικη τακτική υιοθετήθηκε ασυνείδητα από τον κόσμο ώστε να εξασφαλιστεί ότι ούτε η αστυνομία ούτε ο στρατός θα μπορούσαν να απαντήσουν αποτελεσματικά στα οδοφράγματα και τις λεηλασίες. Σε πολλές περιπτώσεις, οι όσοι έκαναν τα πλιάτσικα χρησιμοποίησαν τα εμπορεύματα που πήραν για να στήσουν οδοφράγματα, όπως και για να τα μοιραστούν με περαστικούς, που τα δέχονταν με ευχαρίστηση.

Η τακτική αποφυγής της πληρωμής εισιτηρίου δεν είναι καινούρια· πολύς κόσμος το έκανε ήδη ανεξάρτητα μετά την εισαγωγή του καινούριου συστήματος μετακινήσεων. Η διαφορά είναι ότι τώρα γίνεται σε μαζική κλίμακα.

Εκτός απ’ όλα αυτά, έχουν κυκλοφορήσει χιλιάδες βίντεο αστυνομικής και στρατιωτικής βίας που περιλαμβάνουν φρικτές σκηνές βασανισμού και κατάχρησης αλλά και έξυπνα μιμίδια που εξευτελίζουν την αστυνομία. Κοινωνικά μέσα δικτύωσης έχουν χρησιμοποιηθεί για να διαδώσουν αυτές τις εικόνες ως ένα μέτρο παράκαμψης της λογοκρισίας των καθεστωτικών μέσων.

Σε συγκεκριμένες γειτονιές, οι κάτοικοι έχουν οργανώσει συνελεύσεις για να αποφασίσουν συλλογικά και να υπερασπιστούν τα σπίτια τους, τόσο εξαιτίας των φημών για πλιάτσικα που διαδίδονται από τα τηλεοπτικά κανάλια όπως, επίσης, και ως ενός τρόπου να ξεκαθαρίσουν πώς θα μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση που βιώνουμε όλοι τώρα.

Εδώ, βλέπουμε επίσης μικρές ομάδες να οργανώνουν την αυτοάμυνα μιας περιοχής, που είναι λίγο πιο προετοιμασμένοι από τους περισσότερους διαδηλωτές, χρησιμοποιώντας κοκτέιλ Μολότωφ, νερό με μαγειρική σόδα (για την ανακούφιση από τα δακρυγόνα), παλούκια, μπαλόνια με χρώματα κοκ. Έχουν υπάρξει επίσης και εργατικές δράσεις από την πλευρά των υγειονομικών και των δικηγόρων για την υπεράσπιση συντρόφων που συλλαμβάνονται, βασανίζονται, τραυματίζονται κοκ.

Ποιοι στόχοι ή πολιτικός ορίζοντας μπορεί να ταυτοποιηθεί μεταξύ των διαδηλωτών; Υπάρχει κίνδυνος το κίνημα να γίνει αντικείμενο σφετερισμού από κόμματα ή ομάδες που έχουν διαφορετικούς στόχους, με τον τρόπο που οι δεξιοί λαϊκιστές χρησιμοποίησαν το κίνημα στη Βραζιλία το 2013 για να ξεκινήσουν τη δική τους οργάνωση;

Η εξέγερση είναι πραγματικά “ακέφαλη” και δεν υπάρχουν οποιοιδήποτε νόμιμοι εκπρόσωποι. Κανείς δεν έχει τον έλεγχο της κατάστασης και κανείς, μέχρι τώρα, δεν έχει μπορέσει να θέσει τον εαυτό του ως επικεφαλής όσων διαμαρτύρονται. Οι δεξιές ομάδες δεν έχουν καμμιά λαϊκή υποστήριξη και έτσι δεν έχουν καταφέρει να χειραγωγήσουν την κατάσταση προς ώφελός τους. Υπάρχουν συγκεκριμένες γειτονιές που ο κόσμος υπερσπίζεται τα μαγαζιά και τα σπίτια του και υπάρχουν περιπτώσεις που φασίστες προσπαθούν να συγκεντρώσουν κόσμο εναντίον των διαδηλωτών αλλά χωρίς να έχουν κάποια ιδιαίτερη επιρροή.

Ούτε ο λόγος των αναρχικών ούτε των (με μικρό κ, μη κομματικών) κομμουνιστών ούτε κανενός άλλου αριστερού περιβάλλοντος έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τον λόγο όσων είναι στον δρόμο. Η πλειοψηφία των εξεγερμένων βλέπουν τον εαυτό τους απλά ως εξαγριωμένων πολιτών που έχουν κουραστεί να υφίστανται τις καταχρήσεις αυτών αυτούς που είναι στην εξουσία. Αρχικά, η πλειοψηφία των διαδηλωτών ήταν φοιτητές, αλλά όταν άρχισαν να εκρηγνύονται τα πάντα, το κίνημα ξεπέρασε τις προηγούμενες μορφές οργάνωσης και ταυτότητας.

Αυτή τη στιγμή, οι επίσημες οργανώσεις της αριστεράς προσπαθούν να ανέβουν στο τραίνο της νίκης αν και ποτέ όχι μόνο δεν υποστήριξαν τους φοιτητές αλλά, ακόμα χειρότερα, προσπάθησαν ακόμα και να μειώσουν τον ρόλο τους στον αγώνα, μιας και ποτέ δεν είχαν κανέναν έλεγχο στους φοιτητές. Τώρα, μετά από πέντε μέρες εξέγερσης, έχουν καλέσει σε μια γενική απεργία – λέξεις που δεν ακούς πολύ συχνά σ’ αυτή τη χώρα – και προσπαθούν να πάρουν την ηγεσία του κινήματος. Είναι δύσκολο να πει κανείς αν θα το καταφέρουν επειδή, ως επί το πλείστον, οι ομάδες της επίσημης αριστεράς αντιμετωπίζονται από τον εξαγριωμένο, κουρασμένο κόσμο σαν προδότες και πουλημένοι που κάθονταν ήσυχα και δεν κάλεσαν τον κόσμο να αγωνιστεί.

Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η κατάσταση θα εξελιχθεί έτσι. Ίσως η σοσιαλδημοκρατία να μπορέσει να περιορίσει/ενσωματώσει τη δυσαρέσκεια και να γυρίσει την πόλη στην κανονικότητά της, χωρίς να κερδίσει τίποτα παραπάνω από μερικά ψίχουλα – αυτό είναι το ρίσκο που έχει η εμπλοκή με τις αριστερές οργανώσεις. Αλλά ποιος ξέρει. Το ενδιαφέρον είναι ότι το κίνημα στην πραγματικότητα ακύρωσε την αύξηση στα εισιτήρια και ο πρόεδρος έχει αναγγείλλει ένα (αστείο) πακέτο μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης για το οποίο κανείς δεν νοιάζεται γιατί πρόκειται απλά για τα ίδια σκατά. Παρά την ακύρωση των αυξήσεων και παρά το πακέτο μεταρρυθμίσεων, ο κόσμος εξακολουθεί να εξεγείρεται.

Θα ήταν δυνατόν να συντριβεί η κοινωνική αναταραχή στη Χιλή σήμερα με τα μέσα μιας στρατιωτικής δικτατορίας όπως το 1973;

Δεν νομίζω ότι η δικτατορία θα επιστρέψει, τουλάχιστον όχι στο στυλ της δεκαετίας του 1970. Σήμερα, είναι προτιμότερο να συνεχίσει κανείς με τον μύθο της δημοκρατίας εξακολουθώντας, όμως, να χρησιμοποιεί την κατάσταση εξαίρεσης για καταστάσεις όπως αυτή εδώ, δημιουργώντας μια ντε φάκτο δικτατορία, μια δικτατορία όμως ου δεν θα διαρκέσει για μεγάλο διάστημα. Αυτό θα επιστρέψει τα πράγματα στην “κανονικότητα” αλλά θα αφήσει σε όσους συμμετείχαν στο κίνημα πολύτιμα μαθήματα. Όλοι εδώ έχουν την αίσθηση ότι τίποτα δεν θα μείνει το ίδιο πια – ότι αυτή η εξέγερση έχει σημαδέψει ένα θεμελιώδες κατώφλι, ένα πριν και ένα μετά.

Πιστεύω ότι στη σύγχρονη δημοκρατία η ανάληψη του ελέγχου από τον στρατό και η κατάσταση εξαίρεσης θα είναι τα όπλα που θα χρησιμοποιούνται από τους ισχυρούς για να συγκαλύψουν μια δικτατορία. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η δικτατορία και η δημοκρατία δεν είναι αντίθετα μάλλον είναι εργαλεία των εξουσιαστών για διαφορετικές περιόδους και διαφορετικούς τρόπους για να μας κρατάνε υποταγμένους. Αλλά δεν θα υπάρξει ένα στρατιωτικό πραξικόπημα όπως το 1973, επειδή δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα, ούτε και θα υπάρξει στο κοιντικό μέλλον, μια τμήμα της κοινωνίας ή μια κοινωνική ομάδα που θα μπορούσε να αφαιρέσει την εξουσία από αυτούς που έχουν τα οικονομικά και ταξικά προνόμια της άρχουσας τάξης.

Το ενδιαφέρον κομμάτι αυτής της κατάστασης είναι ότι θα ανοίξει ένα ρήγμα μέσα από το οποίο μπορούμε να διαδώσουμε τις δικές μας προτάσεις ως αναρχικοί και αυτές θα έχουν μεγαλύτερο εκτόπισμα επειδή πολλά από τα πράγματα που συμβαίνουν τώρα αυθόρμητα είναι αυτά που οι αναρχικοί προτείνουν εδώ και πολύ καιρό. Αυτό που συμβαίνει τώρα οφείλεται στη δουλειά χρόνων και την προπαγάνδα μέσα από την οποία διάφοροι σύντροφοι έχουν επηρεάσει τους χώρους σπουδών, δουλειάς και τις γειτονιές τους.

Ποια νομίζεις ότι θα είναι τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αυτού του κινήματος;

Είναι λίγο νωρίς για ν’ απαντήσουμε αυτό το ερώτημα. Ο λαός εδώ ή, μάλλον, οι διάφοροι λαοί που συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτό που ονομάζουμε “Χιλή” έχουν τραυματικές εμπειρίες από βασανιστήρια και φόνους. Οι γονείς μας και οι παπούδες και οι γιαγιάδες μας τρέμουν στην ιδέα των διαδηλώσεων, ενώ η νεολαία μεγάλωσε κάτω από έναν νεοφιλελευθερισμό που εξατομίκευσε τον καθένα και την κάθε μία και ξερίζωσε μια οργανωτική παράδοση από αυτή την περιοχή. Αλλά τώρα που δυο γενιές έχουν μεγαλώσει χωρίς δικτατορία, αρκετοό νεότεροι δεν φοβούνται τόσο πολύ. Αυτό οφείλεται, επίσης, σ’ έναν βαθμό στα διάφορα ρεύματα – συμπεριλαμβανομένων των αναρχικών – που έχουν διαμορφώσει το πώς μοιάζει η κοινωνική πάλη σήμερα. Αυτό που είναι πιο πιθανό να συμβεί είναι αυτό το κίνημα να ξεθυμάνει/να ηρεμήσει και τότε θα εμφανιστούν οι σοσιαλδημοκράτες να σταθούν ως οι εκπρόσωποι του κινήματος ώστε να αποκτήσουν την εξουσία για τους συνασπισμούς τους των αριστερών πολιτικών κομμάτων όπως το Frente Amplio2 ή το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Αυτό που έχει σίγουρα συμβεί είναι ότι η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει μια ποικιλία μέτρων ως απάντηση στη λεγόμενη “κρίση”, μέτρα που είναι όλα μια προσβολή για τους εκμεταλλευόμενους αυτής της χώρας επειδή δεν είναι τίποτα άλλο παρά ψίχουλα από το τραπέζι. Ο κόσμος υποδέχθηκε τα νέα με αγανάκτηση. Η αλήθεια είναι ότι στην περιφέρεια της πόλης στα poblaciones3, τα γκέτο, η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική από αυτήν στις πιο εύπορες γειτονιές. Αν και εξακολουθούν να πυροβολούν κόσμο στο κέντρο – και μερικές φορές με πραγματικά πυρά – η πλειοψηφία των σφαιρών είναι πλαστικές σφαίρες, ενώ στις poblacines, οι στρατιώτες και οι μπάτσοι χρησιμοποιούν αληθινές σφαίρες εναντίον του κόσμου. Βασανίζουν, σκοτώνουν και εξαφανίζουν κόσμο. Δεν νομίζω ότι ο κόσμος που διαδηλώνει στο κέντρο το καταλαβαίνει πραγματικά αυτό

Ένας άλλος παράγοντας είναι η καταστολή που θα ακολουθήσει όλο αυτό. Η κυβέρνηση έχει ήδη μιλήσει για “οργανωμένες ομάδες” που έκαψαν σταθμούς του μετρό και κάποιες αρχές δείχνουν προς τους αναρχικούς, αλλά να είστε σίγουροι ότι θα υπάρξει ένα κύμα καταστολής μετά από όλα αυτά στο οποίο για μια ακόμα φορά θα κυνηγηθούμε.

Άσχετα απ’ όλα αυτά, αυτή η εξέγερση θα είναι ένα μάθημα και μια εμπειρία για τους αγώνες που θα έρθουν. Οι εκμεταλλευόμενοι ξέρουμε, συνειδητά ή ασυνείδητα, ότι για να έχουμε νίκες πρέπει να fuck shit up. Τίποτα δεν θα είναι το ίδιο μετά απ’ όλα αυτά, κι αυτό γιατί πολύς κόσμος μπήκε στον αγώνα και είδε την κατασταλτική βαρβαρότητα αυτών που έχουν την εξουσία. Αυτό δεν θα ξεχαστεί.

Ένα άλλο σημείο ανάλυσης που είναι απαραίτητο για όσους αισθάνονται συγγένεια/κοντά στις αναρχικές ιδέες είναι ότι αυτή η κατάσταση πρέπει να λειτουργήσει σαν μια αφύπνιση: επειδή έχουμε εξατομικευτεί σε τέτοιο βαθμό, χάσαμε μια μοναδική ευκαιρία να διαμορφώσουμε το περιεχόμενο και τον συντονισμό της εξέγερσης. Χάσαμε την ευκαιρία να την κάνουμε να απλωθεί, να σχηματίσουμε δεσμούς συνάφειας με τον κόσμο μέσα από αντιεξουσιαστικές ιδέες και πρακτικές. Μας έχει κοστίσει πάρα πολύ ότι είμαστε τόσο διαιρεμένοι και ανοργάνωτοι. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει κερδηθεί τίποτα – πιστεύω ότι οι περισσότεροι αναρχικοί βγήκαν στον δρόμο για να αγωνιστούν και να πάρουν μέρος σε άλλα σημαντικά καθήκοντα – αλλά θα μπορούσαμε να είμαστε μια μεγαλύτερη δύναμη αν είμασταν πιο συντονισμένοι.

Ας μην ξεχάσουμε ποτέ όσους δολοφονήθηκαν σ’ αυτή την εξέγερση ούτε οόσυς βασανίστηκαν ή φυλακίστηκαν.

 

 

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://crimethinc.com/2019/10/24/on-the-front-lines-in-chile-accounts-from-the-uprising.

2 Στμ. Το Frente Amplio, Πλατύ Μέτωπο, είναι ένας πολιτικός συνασπισμός στη Χιλή που ιδρύθηκε στις αρχές του 2017, απαρτιζόμενος από αριστερά και μερικά κεντροαριστερά και ακροαριστερά κόμματα και κινήματα. Η πρώτη εκλογική αναμέτρηση που έλαβε μέρος ήταν οι γενικές εκλογές του 2017, και στις οποίες η προεδρική υπψήφιός του ήρθε τρίτη με ποσοστό 20% στον πρώτο γύρο (αποτυγχάνοντας να περάσει στον δεύτερο για ποσοστό 3%). Το Πλατύ Μέτωπο διεύρυνε επίσης την εκλογική του αντιπροσώπευση στη Βουλή και στα περιφερειακά συμβούλια, εδραιωνόμενο ως η “τρίτη πολιτική δύναμη” στη Χιλή.

3 Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1950, άστεγοι κάτοικοι του Σαντιάγο άρχισαν να καταλαμβάνουν μεγάλα κόμμάτια γης και να χτίζουν παράγκες σ’ αυτά. Αυτές οι γειτονιές έγιναν γνωστές ως poblaciones. Είτε από ανάγκη είτε από πολιτική πεποίθηση, είναι γνωστές για την αυτοοργανωτικές και αριστερίστικες πολιτικές τους. Στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας, πολλές από τις poblaciones ήταν focos (εστίες) αντίστασης, που σημαίνει δηλαδή περιοχές στις οποίες αναπτύσσονταν αντάρτικες ενέργειες καθώς και άλλες υπονομευτικές δραστηριότητες και οι οποίες στάθηκαν αντιμέτωπες με τη δικτατορία. Οι poblaciones στη Χιλή είναι αντίστοιχες με τις villas στην Αργεντινή και τις φαβέλες στη Βραζιλία.

ΧΙΛΗ: “Το Σαντιάγο καίγεται”

Η κοινωνική αναταραχή έπαψε γρήγορα να αφορά μόνο την πιο πρόσφατη αύξηση των εισιτηρίων στις δημόσιες συγκοινωνίες. Ή την κοροΐδία από τον υπουργό Οικονομικών Juan Andrés Fontaine, ο οποίος μετά την αναγγελία των αυξήσεων, κάλεσε τον κόσμο να σηκώνεται νωρίτερα για να εκμεταλλευτεί το μειωμένο κόμιστρο”.

 

Χιλή: κατάσταση έκτακτης ανάγκης μετά τις βίαιες διαδηλώσεις εξαιτίας της αύξησης στις τιμές των εισιτηρίων στο μετρό

Το Σαντιάγο της Χιλής ήταν σκηνή σφοδρών συγκρούσεων για πολλές ώρες της ημέρας, μεταξύ διαδηλωτών και της αστυνομίας, την Παρασκευή 18 Οκτωβρίου, γεγονός που οδήγησε τον Χιλιανό πρόεδρο να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην πρωτεύουσα. Οι ταραχές αυτές, που προήλθαν από διαμαρτυρίες εναντίον των αυξήσεων στο κόστος των δημόσιων συγκοινωνιών, ανάγκασαν τις αρχές να κλείσουν όλους τους σταθμούς του μετρό.

Πριν κλείσουν οι σταθμοί, κυκλοφορούσαν καλέσματα να μπει ο κόσμος στους συρμούς χωρίς εισιτήριο, ως διαμαρτυρία ενάντια στην αύξηση της τιμής των εισιτηρίων από 800 σε 830 πέσος (1,04 ευρώ) της ώρες αιχμής, ήδη μετά από μια αύξηση 20 πέσος τον τελευταίο Ιανουάριο.

Σε διάφορα σημεία της πόλης, διαδηλωτές έστησαν οδοφράγματα και συγκρούστηκαν με την αστυνομία, που χρησιμοποίησε κανόνια νερού και δακρυγόνα, σε σκηνές μάχης που η πρωτεύουσα της Χιλής είχε να δει για καιρό.

https://www.lemonde.fr/international/article/2019/10/19/chili-etat-d-urgence-apres-de-violentes-manifestations-dues-a-la-hausse-du-prix-du-metro_6016140_3210.html

Το Σαντιάγο καίγεται. Το κτίριο της εταιρείας Enel στις φλόγες όπως και 7 σταθμοί του μετρό. Πολλές λεηλασίες σε σουπερμάρκετ και μαγαζιά. Το μνημείο για τους pacos κάηκε. Εκατοντάδες οδοφράγματα παντού. Το προλεταριάτο σε δράση ξεχειλίζει με όλο τον εξοπλισμό του και αυτοοργανώνεται. Όλα αυτά χάρις στο κουράγιο της άγριας προλεταριακής νεολαίας που μας έμαθε τόσα πολλά αυτή τη χρονιά. Μας απειλούν με κατάσταση έκτακτης ανάγκης και μας στέλνουν τη στρατοχωροφυλακή στους δρόμους. Δεν είμαστα πια φοβισμένοι, είμαστε οργανωμένοι και επιβεβαιώνουμε την άρνηση αυτού του κόσμου που, πρακτικά, μας ανάγει σε ένα εμπόρευμα. Με οργή και λύσσα στους δρόμους. Συγχαρητήρια σε όλους όσους κατέβηκαν στους δρόμους. Η αστική τάξη δεν θα κοιμηθεί ήσυχη σήμερα”.

“’Η πιο μεγάλη διαδήλωση στη Χιλή’. Έτσι θα καταγραφεί η διαδήλωση στο Σαντιάγο της Παρασκευής 25 Οκτωβρίου, όπου περισσότερα από 1,2 εκατομμύρια άτομα έχουν κερδίσει την Πλάζα Ιτάλια και την Αλαμέδα, τη λεωφόρο που οδηγεί στο προεδρικό μέγαρο.

Αυτή είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε κάτι τέτοιο από τη διαδήλωση για το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του Πινοσέτ το 1988”, είπε ο Julio Pinto, ιστορικός στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο της Χιλής. Τότε, περισσότερα από 1 εκατομμύριο άτομα κατέβηκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας για να απαιτήσουν το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας (1973-1990), την παραμονή του δημοψηφίσματος με το οποίο θα αποφσιζόταν αν θα διατηρούσε τις εξουσίες του ο στρατηγός Αουγκούστο Πινοσέτ. Αυτή την Παρασκευή, κι ενώ το κοινωνικό κίνημα συνεχίζεται για μια βδομάδα, το Σαντιάγο γνώρισε την πιο έντονη μέρα κοινωνικής κινητοποίησης. “Αυτό δείχνει την έκταση της δυσαρέσκειας, η οποία δεν εξασθενίζει”, λέει ο Pinto.

Πολλές επείγουσες ανάγκες”

Για την Marta Lagos, πολιτική αναλύτρια και ιδρύτρια του ινστιτούτου δημοσκοπήσεων Latinobarometro, “έχει ανοίξει μια πόρτα, και δεν πρόκειται να κλείσει σύντομα. Η χιλιάνικη κοινωνία έχει συσσωρεύσει πολλές επείγουσες ανάγκες”. Σε μια χώρα στην οποία το 1% του πληθυσμού, μια χούφτα εκατομμυριούχων – μεταξύ των οποίων και ο δεξιός πρόεδρος Sebastian Piñera -, συγκεντρώνει το ένα τρίτο σχεδόν του πλούτου, “η αγανάκτηση και η δυσφορία έχουν βαθύνει”, είπε ο Marco Kremerman, οικονομολόγος του Ιδρύματος Sol.

Πολύς κόσμος έχει τραυματιστεί στο κεφάλι”

Η έλλειψη βασικής ιατρικής φροντίδας για τα θύματα από τους πυροβολισμούς, που ως επί το πλείστον προέρχονται από την εργατική τάξη, ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στην Posta, όπου το ιατρικό προσωπικό περιέγραψε ελλείψεις προμηθειών στις δημόσιες ιατρικές εγκαταστάσεις και υπογράμμισε το χάσμα ανάμεσα στις υπηρεσίες αυτών των εγκαταλελειμμένων δομών και των φανταχτερών λαμπερών ιδιωτικών κλινικών μόλις 10 χιλιόμετρα μακρύτερα.

.

Αν και ο επίσημος αριθμός μιλά για 470 σοβαρά τραυματίες, αυτό το νούμερο δεν λέει πολλά που να τονίζουν τη δριμύτητα των μεμονωμένων τραυματισμών. Στο γεμάτο κόσμο δωμάτιο αναμονής στην Posta ομάδες από ανήσυχους διαδηλωτές πρόσεχαν τους τραυματισμένους φίλους τους. Θύματα πυροβολισμών με ματωμένα μπλουζάκια, μεγάλους λευκούς επιδέσμους στο κεφάλι, περίμεναν να τους αφαιρέσουν τις σφαίρες. Άλλοι είχαν βαθιά κοψίματα από χτυπήματα φιαλιδίων δακρυγόνων που οι Ματατζήδες πέταγαν στο πλήθος”.

 

ΥΓ. Το σύνθημα στη φωτογραφία γράφει: “Είμαστε προλετάριοι, όχι πολίτες“.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://dndf.org/?p=18093#more-18093.

 

Ποιος μιλά για ειρήνη; Σκέψεις πάνω στα πρόσφατα γεγονότα στο Εκουαδόρ1

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα άρθρο γνώμης από τον Joseph SP, κάτοικο του Εκουαδόρ, ο οποίος αναλογίζεται τα γεγονότα που συμβαίνουν στη χώρα του. Δημοσιεύθηκε αρχικά στις 8 Οκτωβρίου 2019 στην ιστοσελίδα Indymedia Ecuador. Το κείμενο που ακολουθεί είναι η δική μας μετάφραση. Παρατήρηση: σ’ ολόκληρο το κείμενο ο συγγραφέας κάνει χρήση του ουδέτερου γένους -x.

CW: υπάρχουν αναφορές ομοφοβίας και οικογενειακής βίας.

 

Δεν κάνω σχεδόν ποτέ αναρτήσεις σε κοινωνικά δίκτυα, αλλά σήμερα δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι τις ταραγμένες κοινωνικές συνθήκες στις οποίες ζούμε σήμερα [στο Εκουαδόρ] και τον τρόπο που επηρεάζουν τη ζωή μου. Κάποιοι στα κοινωνικά δίκτυα έχουν κάνει εκκλήσεις για ΕΙΡΗΝΗ και ψυχραιμία, ουρλιάζοντας για την παράλυση που έχουν προκαλέσει οι κινητοποιήσεις από τους πιο στερημένους της κοινωνίας: τους αυτόχθονες, τους αγρότες, τις γυναίκες και τους φοιτητές. Με ετικέτες στο τουίτερ όπως #EcuadorPaísDePaz [μετ. Εκουαδόρ χώρα της ειρήνης] θα έπρεπε να φτάσουμε να πιστέψουμε ότι η ΕΙΡΗΝΗ είναι κάτι που ήταν πάντα παρόν στη χώρα μας και ότι “κάποιοι” ήρθαν για να την διαρρήξουν και να την βανδαλίσουν. Παρ’ όλα αυτά, μου είναι αδύνατον να φανταστώ αν έχω γνωρίσει πραγματικά ποτέ την ΕΙΡΗΝΗ και αν άλλοι στο ίδιο καράβι με μένα την έχουν επίσης γνωρίσει ποτέ πριν από όλες αυτές τις διαμαρτυρίες. Γνωρίζω πραγματικά την ΕΙΡΗΝΗ; Ποιος γνωρίζει την ΕΙΡΗΝΗ; Τι είναι πραγματικά η ΕΙΡΗΝΗ;

Για πολλά χρόνια τώρα έχω ξοδέψει πολύ χρόνο σκεφτόμενος με μεγάλη θλίψη και αποκαρδίωση αν θα μπορούσα ποτέ να πετύχω τους στόχους μου στη ζωή σε ένα πλαίσιο όπου δεν υπάρχουν ευκαιρίες για νεαρά άτομα και άτομα που αφιερώνουν τον εαυτό τους στις κοινωνικές επιστήμες. Κάθε μέρα ξυπνώ με άγχος και σκέφτομαι τις δυνατότητες να αναπτύξω τις ζωντανές εμπειρίες μου σε μια κοινωνία που δαιτρέχεται από ανισότητα, διακρίσεις, διαφθορά και ομοφοβία. Έχω γνωρίσει ποτέ ΕΙΡΗΝΗ; Πριν από τρεις μήνες ένας φίλος μου, ο οποίος μου λείπει πάρα πολύ, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα εξαιτίας των άθλιων εργασιακών συνθηκών εδώ στο Εκουαδόρ και εξαιτίας της ανυπόφορης ομοφοβίας της οικογένειάς του. Αποφοίτησε από μια νοσηλευτική σχολή και έκτοτε (σχεδόν για έναν χρόνο) δεν έχει καταφέρει να βρει μια σταθερή δουλειά ούτε να επανασυμφιλιωθεί με τους αγαπημένους του. Τώρα βρίσκεται χωρίς χαρτιά στις Ηνωμένες Πολιτείες, προσπαθώντας να επιβιώσει σε ένα πλαίσιο στο οποίο οι μετανάστες και τα άτομα λατινοαμερικάνικης καταγωγής [Latinxs] διώκονται ποινικά και τα μεταχειρίζονται σαν τέρατα που αποτελούν βάρος προς εκμετάλλευση και βιασμό. Όταν μιλώ μαζί του γελάμε και δίνουμε κουράγιο ο ένας στον άλλον, αλλά συχνά αναρωτιόμαστε να ξαναειδωθούμε. Έχουμε γνωρίσει ποτέ την ΕΙΡΗΝΗ;

Δεν χρειάζεται βέβαια να πω ότι υπάρχουν άλλα σώματα για τα οποία η στέρηση εκφράζεται στις ίδιες τις βασικές ανάγκες και για τα οποία η άσκηση βίας μοιάζει να είναι μια πράξη της καθημερινής ζωής. Σκέφτομαι, για παράδειγμα, τις χιλιάδες περιπτώσεις γυναικοκτονιών για τις οποίες οι δολοφόνοι αθωόνονται στα δικαστήρια· τον τεράστιο αριθμό ανθρώπων στα δημόσια νοσοκομεία που δεν πρόκειται ποτέ να θεραπευτούν ακόμα κι αν βρίσκονται σε καταστροφικές συνθήκες· τα χιλιάδες παιδιά που δουλεύουν στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης· τις χιλιάδες άνεργους στις πόλεις που ψάχνουν απεγνωσμένα για μια μορφή επιβίωσης για τα ίδια και τις οικογένειές τους. Έχουν γνωρίσει αυτά τα άτομα και οι οικογένειές του ΕΙΡΗΝΗ;

Η ΕΙΡΗΝΗ, αγαπητοί μου φίλοι, έχει γίνει ένα εμπόρευμα προσβάσιμο μόνο μέσα από μια πολύπλοκη συνάρθρωση παραγόντων που συμπεριλαμβάνουν την τάξη, τη φυλή και το φύλο. Η ΕΙΡΗΝΗ στο δικό μας πλαίσιο ως μια (Λατινοαμερικάνικη) χώρα, αποκτιέται μόνο από αυτούς που έχουν ιδιωτική ασφάλιση, μια δουλειά, ένα σπίτι, έναν αξιοπρεπή μισθό, διακοπές κλπ. Πόσα άτομα σ’ αυτή τη χώρα έχουν μια αξιοπρεπή δουλειά; Πόσα άτομα πληρώνονται όσο τους αξίζει; Πόσοι φοιτητές έχουν ένα εξασφαλισμένο μέλλον; Πόσα νέα παιδιά θα έχουν ποτέ τη δυνατότητα να σπουδάσουν καν; Πόσοι αυτόχθονες και αγρότες έχουν πρόσβαση στις πιο βασικές υπηρεσίες όπως το νερό, η υγειονομική περίθαλψη, η στέγαση και όλα τα υπόλοιπα; Πόσες γυναίκες και LGBTQI άτομα έχουν ασφαλές σπίτι, χωρίς βία και διακρίσεις; Οι Nebot, Guillermo Lasso και ολόκληρη η ορδή σκατοτραπεζιτών και επιχειρηματιών που υποστηρίζουν τις καμπάνιες για “ΕΙΡΗΝΗ” στο Εκουαδόρ μπορούν να μιλάνε γι’ αυτήν γιατί η βρωμερή ύπαρξή τους είναι εξασφαλισμένη από τη δουλειά και τις στερήσεις των άλλων. Μιλάνε για ΕΙΡΗΝΗ επειδή δεν ξέρουν τι σημαίνει να δουλεύεις και παρ’ όλα αυτά να μην έχεις αρκετά για να ταϊσεις τον εαυτό σου ή την οικογένειά σου. Μιλάνε για ΕΙΡΗΝΗ επειδή δεν ξέρουν τι σημαίνει να δέχεσαι σταθερή κακοποίηση από έναν σύντροφο και να απειλείσαι με θάνατο κάθε μέρα. Μιλάνε για ΕΙΡΗΝΗ αλλά δεν ξέρουν τι σημαίνει να πηγαίνεις σε ένα νοσοκομείο και να μην έχει λεφτά για να σώσεις τη μητέρα σου, τον πατέρα σου, τον παππού σου, τον φίλο σου…

Οπότε ποιος μιλά για ΕΙΡΗΝΗ;

 

 

#Day6OfNationalStrikeEC

#Quito

#Ecuador

 

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://ediciones-ineditas.com/2019/10/08/who-speaks-of-peace-reflections-on-the-latest-events-in-ecuador/#more-4782.

Σύντομη ανάλυση του “πακετάζο”

 και των επερχόμενων διαμαρτυριών στο Εκουαδόρ από την πλευρά μιας ριζοσπαστικής κριτικής1

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μετάφραση ενός κειμένου από τους Proletarios Revolucionarios, μια ομάδα της υπεραριστεράς από το Κίτο του Εκουαδόρ. Αν και η ομάδα διαλύθηκε το 2016, μας πρόσφεραν αυτή την ανάλυση που δημοσιεύτηκε στις 2 Οκτωβρίου του 2019. Το πρωτότυπο κέιμενο στα ισπανικά μπορεί να βρεθεί εδώ.

 

Τα πρόσφατα οικονομικά μέτρα από την κυβέρνηση του Εκουαδόρ είναι μέτρα λιτότητας που χρησιμοποιούνται σε καιρούς καπιταλιστικής κρίσης, και τα οποία έχουν εφαρμοστεί από κυβερνήσεις δεξιές, “νεοφιλελεύθερες”, αριστερές και “σοσιαλιστών του 21ου αιώνα” σ’ ολόκληρο τον κόσμο, επειδή αυτές έχουν σαν όριο την ίδια λογική της καπιταλιστικής παραγωγής, παραγωγής που ζει από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Στην πραγματικότητα, σε περιόδους κρίσης το κεφάλαιο εφαρμόζει πάντα και παντού την ίδια οικονομική πολιτική ενάντια στην τάξη μας: καιρός να σφίξουν τα ζωνάρια διαφορετικά θα υπάρξει ακόμα μεγαλύτερη φτωχοποίηση ή αύξηση της εκμετάλλευσης.

Στην περίπτωση του τελευταίου paquetazo2 από [τον πρόεδρο του Εκουαδόρ] Lenín Moreno, αρχικά έχουμε μια αύξηση στο κόστος ζωής εξαιτίας της αύξησης στις τιμές των καυσίμων (καθώς εδώ στο Εκουαδόρ ξέρουμε ότι “όταν αυξάνονται οι τιμές των καυσίμων, όλα ακριβαίνουν”)· και, δεύτερον, υπάρχουν όλες οι μεταρρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις που επιβάλλονται για να φέρουν μεγαλύτερη ευελιξία και επισφαλιοποίηση (μείωση των μισθών, των συντάξεων, των διακοπών, ευέλικτες συμβάσεις εργασίας, τηλεεργασία κλπ.).

Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα δεν είναι μόνο το πακέτο μέτρων ούτε η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση του Μορένο ή το IMF3. Το θεμελιώδες πρόβλημα είναι με ποιο τρόπο το κεφάλαιο επιτίθεται άμεσα και με τεράστια ένταση στην εργατική τάξη στις περιόδους κρίσης και πώς απαντάμε εμείς. Ο δρόμος, φυσικά, είναι η πάλη. Πρέπει, όμως, και να αναλύσουμε αυτοκριτικά και να διαμορφώσουμε μια στρατηγική για τους αγώνες της τάξης μας.

Έτσι όταν η θέρμη της ίδιας της συγκεκριμένης πάλης του προλεταριάτου σπάζει και ξεπερνά τα όρια του δημοκρατικού και του επικεντρωμένου στην ιδιότητα του πολίτη έδαφος, που είναι το έδαφος της αστικής τάξης και του Κράτους, και όταν σπάζει και τους τυποποιημένους, προβλέψιμους ρόλους που θέτουν τα συνδικάτα και τα κόμματα της αριστεράς, που το μόνο που θέλουν είναι να οικειοποιηθούν και να καθοδηγήσουν την προλεταριακή πάλη ώστε να μπορέσουν να διαπραγματευτούν με την άρχουσα τάξη για τα δικά τους ιδιαίτερα συμφέροντα που θα βελτιώσουν τη θέση τους, από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, η πιο δυναμική και θεμιτή απάντηση της εργατικής τάξης σ’ αυτά τα μέτρα λιτότητας είναι και θα είναι η άμεση, αυτόνομη και ανταγωνιστική δράση για την υπεράσπιση και την επιβολή των δικών μας ζωτικών συγκεκριμένων αναγκών· ή, τουλάχιστον, πρέπει να παλέψουμε ώστε οι πλούσιοι και οι ισχυροί να μην επιδεινώσουν τις ήδη εξαιρετικά άθλιες συνθήκες ύπαρξής μας.

Για να γίνει αυτό, πρέπει τα αιτήματα και οι διαμαρτυρίες της εργατικής τάξης να γενικευτούν και να ριζοσπαστικοποιηθούν, σε τέτοιο βαθμό που ούτε η κυβέρνηση ούτε το σύστημα ολόκληρο να μην μπορούν να συμμορφωθούν με τέτοια “αδύνατα” κοινωνικά αιτήματα· μόνο η ανατροπή του κεφαλαίου και του Κράτους θα μπορούσαν να τα ικανοποιοήσουν και τότε θα παλεύαμε για μια επαναστατική έξοδο από την καπιταλιστιtκή κρίση. Απομένουν πολλά, όμως, που πρέπει να γίνουν εδώ και παντού, ιδιαίτερα σ’ αυτή τη χώρα, στην οποία το επίπεδο της συσσωρευμένης ιστορίας της ταξικής πάλης, παρά κάποια συγκεκριμένα επεισόδια που μπορούν να “διασωθούν”, είναι γενικά χαμηλή και ασταθής.

Προς το παρόν, αυτό που είναι απαραίτητο και καλό είναι να βγούμε έξω και να διαμαρτυρηθούμε με τα συνθήματα “κάτω το πακέτο”, “κάτω ο Μορένο”, “κάτω το ΔΝΤ”, “χτίστε σχέσεις στους δρόμους” και να το κάνουμε συλλογικά, λιγότερο ή περισσότερο οργανωμένα, λιγότερο ή περισσότερο αυτόνομα, λιγότερο ή περισσότερο μαχητικά…αλλά πρέπει να πάμε παραπέρα (όπως ειπώθηκε το βράδυ σε μια γενική συνελευση): “κάτω η κυβέρνηση”, “κάτω οι καπιταλιστές”, “que se vayan todos, que no quede ni uno solo4, “κάτω το κεφάλαιο, το Κράτος και όλες οι κυβερνήσεις και οι λακέδες τους!”.

Η μη εφαρμογή του paquetazo και η ανατροπή του [προέδρου] Μορένο (όπως συνέβη και με τους Bucaram, Mahuad και Gutierrez παλιότερα) θα ήταν πραγματικές “νίκες” για ένα εφικτό τώρα και νέο “κίνημα” κοινωνικής διαμαρτυρίας σ’ ολόκληρη τη χώρα. Αλλά, αντικειμενικά μιλώντας, στο εδώ και τώρα, λείπουν ακόμα οι απαραίτητες πραγματικές συνθήκες και κοινωνικές δυνάμεις, όπως το επίπεδο της ταξικής πάλης, αλλά κάτι γίνεται. Ίσως αυτή η κυβέρνηση επιχειρηματιών και τραπεζιτών μπορεί να πετύχει τον σκοπό της αλλά η προλεταριακή ταξική πάλη στους δρόμους θα προσπαθήσει να τους σταματήσεις και δεν θα είναι μάταιη. Η [ταξική] πάλη είναι ο τρόπος και είναι στην πάλη αυτή που μαθαίνουμε, ιδιαίτερα στη διάρκεια πραξικοπημέτων και αποτυχιών, ώστε να μπορέσουμε να τα μετασχηματίσουμε προς όφελός μας στις επόμενες μάχες.

Το γεγονός ότι αύριο θα υπάρχει μεγαλύτερη κοινωνική διαμαρτυρία σ’ αυτή τη χώρα, η οποία “κοιμάται” την τελευταία δεκαετία, δεν μικρό κατόρθωμα. Αντίθετα, παρακιμονούμενοι από τις δυνατές και παραδειγματικές διαδηλώσεις των τελευταίων εβδομάδων του Σεπτέμβρη στο Μπολιβάρ και το Carchi5, αύριο θα μπορούσε να είναι η αρχή των ημερών του Οκτώβρη6 του 2019 για το Εκουαδόρ. Οι διαμαρτυρίες θα αυξηθούν και ίσως υπάρξουν μερικά άλματα. Μερικές κοινωνικές οργανώσεις έχουν ανακηρύξει ήδη την 3η Οκτωβρίου ως την έναρξη μιας “πανεθνικής απεργίας”. Και έχουν υπάρξει ήδη μερικές διαδηλώσεις σ’ ολόκληρη τη χώρα. Ας περιμένουμε να δούμε τι θα συμβεί αύριο καθώς τα πράγματα στους δρόμους θα αρχίσουν να ζεσταίνονται και πάλι…

Ναι, πρέπει να βγούμε μπροστά και να διαμαρτυρηθούμε αλλά πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι αυτή είναι μόνο η αρχή και ότι πρέπει να τολμήσουμε να πάμε παραπέρα. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι, στην τελική, οι πλούσιοι και ισχυροί δεν θα πληρώσουν την κρίση· ότι αυτό δεν είναι ένα εθνικό ή “νεοφιλελεύθερο” πρόβλημα αλλά μάλλον ένα παγκόσμιο πρόβλημα του καπιταλισμού· ότι όλα αυτά δεν θα εξαλειφθούν με σιγουριά αν δεν εξαλείψουμε τον καπιταλισμό, ο οποίος θα συνεχίσει να μας επιτίθεται και να χειροτερεύει τις ζωές μας με περισσότερα μέτρα λιτότητας εξαιτίας της κρίσης· αλλά, την ίδια στιγμή, είναι τώρα που αρχίζει η πάλη μας για την υπεράσπιση των συμφερόντων μας ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και συσσώρευση. Ό,τι κι αν συμβεί, με όρους αγώνα, οργάνωσης και συνείδησης, οι επικείμενες διαμαρτυρίες θα αφήσουν πολλά μαθήματα και αναμμένες φωτιές για την εργατική τάξη σ’ αυτό “το ημισφαίριο του κόσμου”. Είναι η ώρα. Ας δούμε τι θα συμβεί στους δρόμους αύριο.

Ένας τσατισμένος προλετάριος από την περιοχή του Εκουαδόρ

 

 

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://ediciones-ineditas.com/2019/10/07/brief-analysis-on-the-paquetazo-and-the-coming-protests-in-ecuador-from-a-radical-critique.

2 Όρος που χρησιμοποιείται για το τελευταίο πακέτο μέτρων λιτότητας στο Εκουαδόρ [στμ. paquetazo στα ισπανικά σημαίνει πακέτο].

3 IMF: International Monetery Fund, [στμ. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ΔΝΤ].

4Να φύγουν όλοι, να μην μείνει ούτε ένας”.

5 Δύο επαρχίες του Εκουαδόρ.

6 Αναφορά στην Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία το 1917: jornadas octubrinas.

Κομμουνιστικοποίηση και απο-αποικιοποίηση

Ediciones ineditas1

Ερωτηθήκαμε πρόσφατα σχετικά με τις σκέψεις μας για την κομμουνιστικοποίηση και την απο-αποικιοποίηση και το παρόν δοκίμιο είναι η απάντησή μας.

Θα πρέπει αρχικά να σημειωθεί ότι το περιβάλλον της κομμουνιστικοποίησης έχει πραγματικά ευρωπαϊκή προέλευση και σε μεγάλο βαθμό δεν θέτει την πραγματικότητα της αποικιοκρατικής εγκατάστασης στη λεγόμενη Αμερική (και άλλες αποικισμένες χώρες).

Οπότε γιατί μιλάμε ακόμα για κομμουνιστικοποίηση;

Εμείς που δουλεύουμε σ’ αυτό το πρότζεκτ εξακολουθούμε να βρίσκουμε αξία στη θεωρία της κομμουνιστικοποίησης επειδή δείχνει έναν καθαρό τρόπο για να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για τον κομμουνισμό άμεσα.

Αλλά τι είναι κομμουνισμός; Για μας, και άλλους συνταξιδιώτες, ο κομμουνισμός δεν είναι ένας τρόπος παραγωγής. Δεν είναι απλά ένα οικονομικό σύστημα “δικαιότερης” κατανομής του πλούτου. Είναι ένα ευρύ φάσμα τρόπων ζωής που βασίζονται στις κοινωνικές σχέσεις κοινότητας, που περιλαμβάνουν (αλλά χωρίς να εξαντλούνται σε αυτά) την αλληλοβοήθεια, την αλληλεγγύη, την κατάρρευση του διπόλου παραγωγή/κατανάλωση (συνεπώς, την κατάργηση της εργασίας), την κατάργηση του Κράτους, την κατάργηση του χρήματος, την κατάργηση της αξίας, την κατάργηση της φυλής και του φύλου ως πεδίων καταπίεσης, την κατάργηση της cis-ετερο-πατριαρχίας (και όλων όσων αυτή συνεπάγεται, όπως την υποχρεωτική ετεροσεξουαλικότητα). Μερικοί το ονομάζουν αυτό αναρχία. Μια άρνηση όλων των στηριγμάτων του Δυτικού καπιταλιστικού πολιτισμού.

Δεν μας ενδιαφέρει κάποιο μεταβατικό στάδιο, όπως ζητούν οι “επαναστάτες σοσιαλιστές”, ή για έναν σταδιακό τρόπο, όπως αυτοί που καλούν για “δυαδική εξουσία” ή την “οικοδόμηση της κομμούνας”. Εμείς που δουλεύουμε σ’ αυτό το πρότζεκτ δεν είμαστε αυτόχθονες, αλλά καταγόμαστε από αυτόχθονες. Καθώς οι δεσμοί μας με τους πολύ πιο κοινοτιστικούς τρόπους ζωής των αντίστοιχων αυτόχθονων προγόνων μας έχουν αποκοπεί, δεν μας απομένει παρά να βρούμε άλλους δυνατούς δρόμους προς έναν ελεύθερο και κοινοτιστικό τρόπο ζωής χωρίς να σφετεριζόμαστε σύγχρονους ή παλιούς τρόπους ζωής των αυτόχθονων (αν και η κατανόηση αυτών των τρόπων ζωής θα είναι εξαιρετικής σημασίας για ένα πετυχημένο σχέδιο εξασφάλισης ενός ελεύθερου, κοινοτιστικού τρόπου ζωής που δεν θα οδηγεί στην καταστροφή όλων μας). Δεν ισχυριζόμαστε ότι η κομμουνιστικοποίηση θα αντικαταστήσει την αντίσταση των αυτόχθονων και την εξέγερση ενάντια στον αποικιοκρατικό καπιταλιστικό κόσμο, αντίθετα λέμε ότι πιστεύουμε πως χωρίς την αντίσταση και την εξέγερση αυτός ο αποικιοκρατικός καπιταλιστικός κόσμος θα παραμείνει.

Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι αν και θεωρητικοί της κομμουνιστικοποίησης χρησιμοποιούν μαρξικές2 κατηγορίες και έννοιες, δεν βλέπουν αυτές τις κατηγορίες και έννοοιες σαν αιώνιες. Τις αναγνωρίζουμε ως εργαλεία που ανέπτυξε ο Μαρξ για να κατανοήσει και να ασκήσει κριτική στον καπιταλισμό (της εποχής του) και όχι απαραίτητα ως αιώνιες κατηγορίες και έννοιες που θα υπάρχουν ή θα έπρεπε να υπάρχουν πάντα. Δεν θα μεταφέρουμε αυτές τις έννοιες σε έναν μετα-καπιταλιστικό, απο-αποικισμένο κόσμο. Αν μη τι άλλο, ο κομμουνισμός για τον οποίο γράφουμε θα είναι μια ξεκάθαρη ρήξη όχι μόνο με τον καπιταλισμό, το Κράτος, την πατριαρχία, τη λευκή κυριαρχία αλλά από τον ίδιο τον δυτικό πολιτισμό. Αυτός είναι ο λόγος που οι θεωρητικοί της κομμουνιστικοποίησης αποκαλούν συχνά τον εαυτό τους κομμουνιστές και όχι μαρξιστές.

Αυτό που σε μεγάλο βαθμό προσφέρει η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης δεν είναι ένα παγιωμένο πρόγραμμα αλλά μια κατανόηση του πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός (με τα εμπεδωμένα περιγράμματα της φυλής και του φύλου) και του τι θα σήμαινε η κατάργησή του. Αφήνει χώρο για αυτοσχεδιασμό και ευελιξία για τη στιγμή της πραγματικής διαδικασίας του πώς θα μπορούσε να μοιάζει ο κομμουνισμός (ή η αναρχία). Δεν υπάρχει εδώ μια σταθερή κομματική γραμμή.

Ο κομμουνισμός δεν είναι μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εδραιώσουμε (ή να επιβάλλουμε) αλλά μάλλον η πραγματική κίνηση/κίνημα που καταργεί την παρούσα κατάσταση πραγμάτων. Και αν μερικοί μαρξιστές κομμουνιστές, και μερικοί αναρχικοί, προσπαθούν να διατηρήσουν/εδραιώσουν την ίδια αποικιοκρατική-αποικιστική σχέση με τη γη, τότε δεν πρόκειται καθόλου για κομμουνισμό. Άποικοι που χτίζουν μια κοινότητα/κομμούνα σε μια κατειλημμένη γη εξακολουθούν να διατηρούν μια ταξική κοινωνία. Μια ταξική κοινωνία στην οποία οι άποικοι πραγματικά εξακολουθούν να αποτρέπουν/εμποδίζουν τους αυτόχθονες από το να αναπαράγουν τους τρόπους ζωής τους όπως αυτοί θεωρούν ότι τους ταιριάζει.

Τώρα, η απο-αποικιοκρατικοποίηση/απο-αποικισμός, όπως και ο κομμουνισμός, είναι ένα τεράστιο ζήτημα. Και όπως ο πλήρης κομμουνισμός, ο απο-αποικισμός (ή αντι-αποικιοκρατία) θα διαφέρει από μέρος σε μέρος, από βιότοπο3 σε βιότοπο κλπ. Δεν υπάρχει κάποιο πλάνο που να ταιριάζει σε όλα (και δεν θα έπρεπε να υπάρχει) και η δημιουργία ενός τέτοιου πλάνου πήγαινε εντελώς κόντρα στις ισχυρές αναρχικές μας τάσεις.

Μπορούμε να σκεφθούμε για την κομμουνιστικοποίηση και τον απο-αποικισμό ως δυο πτυχές του ίδιου καιρικού συστήματος. Η κομμουνιστικοποίηση θα μπορούσε να επιτεθεί στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις που υπάρχουν σε μια κατακτημένη γη, αλλά προφανώς δεν θα πήγαινε πολύ μακριά. Γράφουμε αυτές τις γραμμές από την κατεχόμενη περιοχή των Tongva4, γνωστής και με την αρχική της ονομασία Tovaangar, και δημιουργώντας απλά τον κομμουνισμό (αναρχία) χωρίς να κάνουμε καμμιά προσπάθεια να αποδοθούν οι περιοχές των αυτόχθονων στους αρχικούς κατοίκους τους δεν θα ήταν (για μια ακόμα φορά) κομμουνισμός. Ο απο-αποικισμός (αντι-αποικιοκρατία) μάς θυμίζει αυτό που πρέπει να γίνει.

Η σύζευξη της κομμουνιστικοποίησης και του απο-αποικισμού αναγνωρίζει, ιδιαίτερα με την διαρκώς εντεινόμενη κλιματική “αλλαγή”, ότι οι άποικοι δεν καταλαβαίνουν σε βάθος, ούτε καν επιφανειακά, την βαθιά φυσική ιστορία της γης στην οποία βρίσκονται. Εδώ, στην πόλη που αποκαλείται Λος Άντζελες, είμαστε διαρκώς αντιμέτωποι με τον αυξανόμενο κίνδυνο τεράστιων ανεξέλεγκτων δασικών πυρκαγιών. Αλλά οι ανεξέλεγκτες πυρκαγιές είναι ένα αρχαίο κομμάτι αυτού του τοπίου. Η οικολογία αυτού του τοπίου που έγινε διάσημη, μέσω της μαζικής συγκεκριμενοποίησής της [particularization], σ’ ολόκληρο τον κόσμο, εξαρτάται από τη φωτιά για την ανανέωσή του. Αυτό που έχει προκαλέσει μια αύξηση του κινδύνου για τους ανθρώπους δεν είναι μόνο η κλιματική αλλαγή που φέρνει λιγότερη βροχή και πιο ζεστό καιρό αλλά, επίσης, το γεγονός ότι η αμείωτη/αμετρίαστη καπιταλιστική ανάπτυξη έχει κάνει επικερδές την οικοδόμηση περιοχών σε σημεία που παλιά θα καίγονταν με ελάχιστη επίδραση στην ανθρώπινη ζωή: λόφοι, δάση στα βουνά κλπ.

Η κομμουνιστικοποίηση λειτουργεί διορθωτικά για τον μαρξισμό και τον αριστερό αναρχισμό που απλά καλούν για ένα διαφορετικό είδος διαχείρισης της παραγωγής (εργατική αυτοδιαχείριση, διαχείριση από το κράτος) αντί για ένα θεμελιακά διαφορετικό σύνολο κοινωνικών σχέσεων. Ακόμα και ο Μαρξ παρατηρεί ότι ο κομμουνισμός είναι μέρος της επιστροφής της ανθρώπινης κοινότητας σε μια επανασύνδεση με τη γη, αντί της προσπάθειας του καπιταλισμού να ελέγξει και να αποσπάσει από αυτήν όσο περισσότερη αξία γίνεται (αν και είμαστε κριτικο επίσης απένταντι στον ανθρωπισμό). Από την αρχή του αποικισμού, αυτόχθονες λαοί σε ολόκληρο τον κόσμο επαναλαμβάνουν ότι ο αποικιοκρατικός-καπιταλιστικός τρόπος ζωής δεν είναι απλά μια ανθρώπινη γενοκτονία αλλά και μια αμείωτη πράξη οικοκτονίας.

Έτσι καταλαβαίνουμε τα πράγματα. Είναι μια εργασία σε εξέλιξη, αλλά είναι η δική μας κατανόηση. Δεν μπορεί να υπάρξει “απο-αποικισμένο σοσιαλιστικό κράτος”, όπως ακριβώς δεν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο όπως ο “επιστημονικός σοσιαλισμός”. Ένας τρόπος ζωής δεν μπορεί να είναι επιστήμη. Αυτό που επιθυμούμε είναι να δούμε τη λέξη κομμουνισμό, ακόμα και τη λέξη αναρχία, να έχουν τελικά ξεχαστεί και αντί γι’ αυτό, να ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίον να μπορούμε να συνδεόμαστε άμεσα με τη γη και μεταξύ μας, καταλαβαίνοντας ότι αυτή η αποσύνδεση είναι μια αλλοτρίωση πολύ αρχαιότερη από την αλλοτρίωσή μας εξαιτίας της εργασίας στον καπιταλισμό.

𝔢𝔡𝔦𝔠𝔦𝔬𝔫𝔢𝔰 𝔦𝔫𝔢𝔡𝔦𝔱𝔞𝔰

ένα αντιπολιτικό πρότζεκτ

για την αναρχία και τον κομμουνισμό

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://ediciones-ineditas.com/2019/09/08/communization-decolonization.

2 Κάνουμε εδώ τη διάκριση μεταξύ μαρξιστικού και μαρξικού, όπως και άλλοι θεωρητικοί υποστηρικτές της κομμουνιστικοποίησης. Κι αυτό επειδή βλέπουμε τις περισσότερες μαρξιστικές εκδοχές ως διαστρεβλώσεις της κριτικής της καπιταλιστικής οικονομίας από τον Μαρξ. Οπότε με τον όρο μαρξικός επισημαίνουμε ότι αυτές οι κατηγορίες και έννοιες αναπτύχθηκαν από τον ίδιο τον Μαρξ.

3 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο: bio-region.

4 Στμ. Οι Tongva είναι ένας λαός της Βόρειας Αμερικής στην Νότια Καλιφόρνια. Κατοίκησαν ιστορικά την περιοχή της κοιλάδας του Λος Άντζελες και στα Southern Channel Islands, ένα σύνολο νησιών στα ανοιχτά της σημερινής πόλης του Λος Άντζελες. Είναι επίσης γνωστοί και ως Gabrieleño και Fernandeño, από τα αντίστοιχα ονόματα των ισπανικών αποστολών που χτίστηκαν στην περιοχή τους. Μαζί με του γειτονικούς Chumash, οι Tongva ήταν ο πιο ισχυρός ιθαγενής λαός που κατοίκησε στην Νότια Καλιφόρνια. Την εποχή της επαφής με τους Ευρωπαίους πρέπει να αριθμούσαν γύρω στις 5 με 10 χιλιάδες άτομα.

Παγιδευμένος σ’ ένα πάρτυ που κανείς δεν σε γουστάρει

από το Surplus Club1

Το παρόν άρθρο γράφτηκε στους πρώτους μήνες του 2015. Είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς συζητήσεων και διαβάσματος του Surplus Club στην Φρανκφούρτη πάνω στη θεματική της κρίσης συσσώρευσης του κεφαλαίου του 2007-2008 και της αύξησης του πλεονάζοντος πληθυσμού.

Η προοπτική στο δοκίμιο αυτό διαφέρει από άλλα άρθρα και αναλύσεις σχετικά με το ίδιο ζήτημα που δημοσιεύτηκαν τόσο στο Kosmoprolet όσο και στο Endnotes, ιδιαίτερα σχετικά με τον τρόπο που η τωρινή ποιότητα του πλεονάζοντος προλεταριάτου αναπτύσσεται παράλληλα με την ανάπτυξη της συσσώρευσης και τη συνακόλουθη υποτίμηση της συνολικής εργατικής δύναμης μέσω τόσο του άμεσου όσο και του έμμεσου μισθού. Συνολικά, ισχυριζόμαστε στο άρθρο ότι ο λεπτός χαρακτήρας του πλεονάζοντος προλεταριάτου μπορεί να συλληφθεί ενσωματώνοντας όχι μόνο μια ανάλυση της εργασίας αλλά επίσης τους παρόντες καθορισμούς του παγκόσμιου κεφαλαίου και του κράτους. Εξετάζουμε, περαιτέρω, το ερώτημα τι σημαίνει να συλλαμβάνει κανείς κατηγορίες της κοινωνικής κριτικής ως ταυτόχρονα αφηρημένες και συγκεκριμένες καθώς και τις ωδίνες που πολώνουν εξωτερικά αυτούς τους καθορισμούς, που συχνά καταλήγουν σε συζητήσεις κορεσμένες από έναν υπερβολικό εμπειρισμό ο οποίος έχει σαν αποτέλεσμα οι κατηγορίες της “διάκρισης”, του “αποκλεισμού” και της “αποβολής” να συσκοτίζουν αναγωγιστικά τις ανταγωνιστικές κοινωνικές διαδικασίες που συγκροτούν την σχέση κεφάλαιο-εργασία.

Το άρθρο δεν είναι με κανέναν τρόπο ένα “άρθρο θέσεων”, απλά αντανακλά και καταγράφει το επίπεδο και το εύρος της συζήτησης στο Surplus Club κατά τη στιγμή της συλλογικής συγγραφής του.

Εισαγωγή

Όταν εξετάζουμε την ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό ή την επισφάλεια είναι ανεπαρκές να καταφεύγουμε απλά στο εμπειρικό ερώτημα ποιες ομάδες ζουν κάτω από αυτές τις συνθήκες. Οι σύγχρονες κοινωνιολογικές ταυτότητες είναι οι ίδιες μορφές εμφάνισης, στιγμές της ολότητας της αναπαραγωγής της σχέσης κεφάλαιο-εργασία και εντός αυτής της σχέσης στιγμές της υποτίμησης του εμπορεύματος εργατική δύναμη, υποτίμηση που ξεδιπλώνεται μέσα από την κατηγορία του πλεονάζοντος προλεταριάτου.

Στο ξεκίνημα του 2015, σε όποιον ήλπιζε για μια ανάκαμψη των αγορών εργασίας, λέγεται να χαμηλώσει τις προσδοκίες του2. Αληθοφανείς απολογητικές για την ανθεκτική ανάκαμψη των ποσοστών ανεργίας και της δημιουργίας θέσεων εργασίας σκοντάφτουν στις διαρκώς αναθεωρούμενες προβλέψεις που αντανακλούν την αδράνεια των οικονομιών τόσο των χωρών με υψηλό ΑΕΠ όσο και των αναδυόμενων αγορών. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η περίοδος από την κρίση του 2007-08 μαρτυρεί άτονη οικονομική δραστηριότητα παρά τα άνευ προηγουμένου νομισματικά ερεθίσματα και τις ενέσεις ρευστότητας. Οι επιχειρηματικές επενδύσεις παραμένουν κυρίως στάσιμες, με τους παραγωγούς ενέργειας να περικόπτουν, πιο πρόσφατα, δραματικά τις συνολικές κεφαλαιακές επενδύσεις τους3. Ακόμα και η Κίνα “τραυλίζει” και μειώνει τις ορέξεις της για πρώτες ύλες4, ενώ η διατεινόμενη γερμανική ιστορία επιτυχίας δεν μπορεί να διαβαστεί χωρίς την εκδιπλωνόμενη διαδικασία της επισφαλούς συσσώρευσης κεφαλαίου μιας ραγδαία επιδεινούμενης Ευρωζώνης, και πάντως όχι ως ένας δείκτης μόνιμης ανάπτυξης5. Την ίδια στιγμή, η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να βρίσκει διέξοδο στην χωρίς περιορισμούς μόχλευση6, επιδεινώνοντας περαιτέρω τα ποσοστά πίστωσης-προς-ΑΕΠ, με το συνολικό παγκόσμιο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος να φτάνει, σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Κέντρου Νομισματικών και Τραπεζικών Μελετών [International Centre for Monetary and Banking Studies], στο 272% του ΑΕΠ των αναπτυγμένων χωρών το 20137. Ο πρόσφατος συναγερμός αντιπληθωρισμού σημαίνει αύξηση στην πραγματική αξία του υπάρχοντος κρατικού, επιχειρηματικού και οικιακού χρέους. Σε αντιστοιχία προς την δημοσιονομική προσέγγιση των υψηλότερων ελλειμάτων υπάρχει, από το 2010, η άμεση αγορά των κρατικών, εταιρικών και κτηματομεσιτικών ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες και η πληρωμή τους με φρεσκοτυπωμένο χρήμα – δηλαδή η “ποσοτική χαλάρωση”. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει, πιο πρόσφατα, ακολουθήσει την Federal Reserve, την Τράπεζα της Αγγλίας και την Τράπεζα της Ιαπωνίας στην πολιτική αυτή, παρά το γεγονός ότι έχει ακόμα να αποδείξει ότι αποτελεί η ίδια μια αποτελεσματική απάντηση στις επιβραδυνόμενες οικονομίες. Αντ’ αυτού, το χρήμα που δημιουργείται μπαίνει στο τραπεζικό σύστημα, “στυλώνοντας” τους ισολογισμούς του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και υποδαυλίζοντας φούσκες μέσα στα διάφορα περιουσιακά στοιχεία που υπάρχουν.

Από υλική άποψη, η κρίση του 2007-08 δεν έχει παρά

επιδεινώσει τις εργασιακές συνθήκες”

Αυτές οι συνθήκες διαγράφουν το πραγματικά πρωτοφανές περίγραμμα της παρούσας κρίσης συσσώρευσης κεφαλαίου που είναι, ταυτόχρονα, και μια κρίση της αναπαραγωγής της σχέσης κεφάλαιο-εργασία. Από την εποχή της οικονομικής αναδιάρθρωσης της δεκαετίας του 1970, η απορρύθμιση έχει επεκτείνει την ευελιξία των αγορών εργασίας και έχει επαναπροσανατολίσει θεμελιωδώς τις συνθήκες της ταξικής σχέσης. Ενώ η ανεργία παρέμεινε σε σχετική υποχώρηση κατά τη μεταπολεμική περίοδο – συνδυασμένη με τις διασφαλίσεις του κράτους πρόνοιας – οι εξελίξεις στη συσσώρευση του κεφαλαίου έκτοτε μαρτυρούν μια χωρίς προηγουμένο, σε όρους διάρκειας και συγκέντρωσης, αύξηση τόσο της ανεργίας όσο και της υποαπασχόλησης8. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και μετά, και μέσω του ξηλώματος της κεϋνσιανής συμφωνίας σύνδεσηςμισθού-παραγωγικότητας” της μεταπολεμικής περιόδου, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής πασχίζει να πολεμήσει το βάσανο των μειωνόμενων αποδόσεων. Η προσπάθεια διεξόδου της οικονομικής αναδιάρθρωσης συνίστατο στην επέκταση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και την αύξηση του ρυθμού εκμετάλλευσης9, σε μια προσπάθεια σταθεροποίησης και καθυστέρησης της ίδιας της εγγενούς τάσης υπονόμευσης της διαδικασίας αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου. Έτσι, ο 21ος αιώνας άνοιξε με την κυριαρχία της υποτίμησης της εργατικής δύναμης, κάτι που μόνο ενίσχυσε την απειλή της τάσης αυτής η οποία, σε συνδυασμό με τις δημοσιονομικές κρίσεις και την κρίση κρατικού χρέους που εκφράζονται με τη λιτότητα, συνεχίζει να οδηγεί σε μια ανελέητη απαθλίωση.

Από υλική άποψη, η κρίση του 2007-08 έχει μόνο επιδεινώσει τις εργασιακές συνθήκες, με το ποσοστό συμμετοχής της εργασίας, για παράδειγμα, να βρίσκεται τώρα στις ΗΠΑ σε χαμηλό 36-ετίας10, εξαλείφοντας οποιαδήποτε ειλικρινώς επαινούμενη δημιουργία χαμηλά αμοιβόμενων θέσεων εργασίας και τις καχεκτικές μέσες ωριαίες αποδοχές. Γι’ αυτό, το κομμάτι του προλεταριάτου που δεν χάνει τη δουλειά του ή δεν πετιέται εντελώς από την εργασιακή δύναμη – και για το οποίο οι στατιστικές ανεργίες έχουν πολύ λίγα να πουν – οι τύποι απασχόλησης που είναι ακόμα διαθέσιμοι είναι κυρίως προσωρινοί, μερικής απασχόλησης, αυτοαπασχόλησης, εποχικοί και, γενικά, επισφαλείς άτυπες μορφές χωρίς συμβατική εγγύηση αποζημίωσης. Έτσι, καθώς στην παρούσα στιγμή έχουμε μια υπερπαραγωγή κεφαλαίου, που αδυνατεί να βρει σταθερή επένδυση, η πραγματική ζήτηση εργασίας ακολουθεί αυτή την εξέλιξη και μειώνεται. Μέσω της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, αυτά τα φαινόμενα βρίσκουν τη συστηματική τους έκφραση σ’ αυτό στο οποίο ο Μαρξ αναφέρεται ως “γενικό νόμο της συσσώρευσης του κεφαλαίου”. Εδώ η αναλογική επέκταση του συνολικού κεφαλαίου, αποτέλεσμα η ίδια της παραγωγικότητας της εργασίας και της επακόλουθης παραγωγής υπεραξίας, παράγει μια μάζα εργατών σχετικά περιττή για τις ανάγκες της διαδικασίας παραγωγής αξίας. Αυτή η τάση προκύπτει απλά από την ίδια τη φύση του κεφαλαίου11. Καθώς το κεφάλαιο αναπτύσσει την εργασία ως “προσάρτημα” της ίδιας της παραγωγικής του ικανότητας, μειώνει την αναλογία της αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για την απόσπαση μιας δοσμένης ποσότητας υπεραξίας. Συνεπώς, ο λόγος της αναγκαίας εργασίας που χρειάζεται το κεφάλαιο μειώνεται διαρκώς. Αυτό συμβαίνει μέσω της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου για την οποία ο ανταγωνισμός μεταξύ κεφαλαίων επάγει την γενίκευση τεχνολογιών εξοικονόμησης εργασίας, όπως η αυτοματοποίηση, αυξάνοντας έτσι το σταθερό κεφάλαιο σε βάρος του μεταβλητού, με αποτέλεσμα μια σχετική μείωση στη ζήτηση της εργασίας12. Η παραγωγή αυτού του σχετικά πλεονάζοντος πληθυσμού είναι η υποτίμηση της συνολικής εργατικής δύναμης που παίρνει τη μορφή της απομάκρυνσης εργατών από την παραγωγική διαδικασία και της δυσκολίας απορρόφησης μέσω συνηθισμένων ή νομικά ρυθμισμένων καναλιών. Αν η εργατική δύναμη των εργατών δεν μπορεί να “πραγματωθεί”, δηλαδή αν δεν είναι αναγκαία για την “πραγμάτωση” του κεφαλαίου, τότε αυτή η εργατική δύναμη εμφανίζεται ως εξωτερική για τις συνθήκες της αναπαραγωγής της ίδιας της ύπαρξής της. Αυτό εξελίσσεται σε μια κρίση της αναπαραγωγής του προλεταριάτου, το οποίο περιτρυγίζεται από παντού από ανάγκες χωρίς να έχει τα μέσα για την επαρκή ικανοποίησή τους13.

Οπότε γιατί να δικαιολογήσει κανείς την έμφασή της στην παρούσα συγκυρία;”

Φίλοι έχουν επισημάνει ότι ο πλεονάζων πληθυσμός είναι ένα αναγκαίο προϊόν της συσσώρευσης του κεφαλαίου και, συνεπώς, μια δομική κατηγορία που απορρέει από την αναλογία αναγκαίας και πλεονάζουσας εργασίας. Είναι μια τάση που υπάρχει πάντα εκεί και είναι εγγενώς συστατική της σχέσης κεφάλαιο-εργασία, ανεξάρτητα από τις ιστορικές της διαμορφώσεις. Οπότε, γιατί να πρέπει κανείς να δικαιολογήσει την έμφασή της στην παρούσα συγκυρία; Άλλωστε, η έννοια του πλεονάζοντος πληθυσμού “εμπεριέχεται ήδη στην έννοια του ελεύθερου εργάτη που είναι πένητας: δυνητικά πένητας” (Grundrisse). Παραμένει, συνεπώς, το καθήκον να καταδείξουμε γιατί ο σχετικά πλεονάζων πληθυσμός είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της ταξικής σχέσης στην παρούσα στιγμή και ποιες είναι οι συνέπειες της σύγχρονης ταξικής πάλης.

Οι δυσκολίες μιας κατηγορίας

Μετά την αναδιάρθρωση της δεκαετίας του 1970, η συνεχιζόμενη θεαματική αναπαράσταση της επεκτεινόμενης ευμάρειας και πλήρους απασχόλησης που, φαινομενικά, θα οδηγούσαν σε μεγαλύτερη και σταθερότερη κοινωνική ολοκλήρωση σε σφαίρες της παραγωγής και της κατανάλωσης, αντιστράφηκε. Από τη στιγμή αυτής της “υποχώρησης”, η αμείωτη κεντρικότητα της παραγωγής έρχεται αντιμέτωπη με μια δομικά απομακρυνόμενη και εξασθενημένη θέση όσων απασχολούνται. Στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου της κριτικής των Καταστασιακών, η θεαματική εμφάνιση του προλεταριάτου έχει μετατοπιστεί από τον ρόλο του ως εργατών σε αυτόν των καταναλωτών. Σήμερα, αντίθετα, η θεαματική εικόνα της προλεταριακής συνθήκης εμφανίζεται ως ένας “αποκλεισμός”, αναφερόμενη σε τμήματα του πληθυσμού που είναι μάλλον απίθανο να υποστούν εκμετάλλευση σε συνθήκες που θα τους έκαναν αξιοσέβαστους καταναλωτές. Περιγράφοντας τον γενικό νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ο Μαρξ παρατηρεί, κατά την αποσαφήνιση της έννοιας του σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού, στάσιμες, “επιπλέουσες”14, λανθάνουσες και φτωχοποιητικές τάσεις. Συνεπώς, ξεκινώντας ήδη με τον Μαρξ, το φαινόμενο του πλεονάζοντος πληθυσμού αποκαλύπτει μια ετερογένεια των σύγχρονων εργασιακών συνθηκών σε μια λιγότερο ή περισσότερο δυναμική ταλάντωση μεταξύ των πόλων της απασχόλησης και της ανεργίας. Από την αλλοπρόσαλλη και ασταθή φύση της εποχικής, μερικής, άτυπης και αυτοαπασχολούμενης εργασίας15, στη δόλια άνοδο του “επιχειρηματισμού” υπό την “οικονομία διαμοιρασμού16,17 και των καθεστώτων της απλήρωτης μαθητείας· από τις εργατικές μεταναστεύσεις της υπαίθρου στους διαμένοντες στις παραγκουπόλεις των μητροπόλεων· από την με συμβόλαια επικυρωμένη παρωδία των φοιτητικών δανείων και το πολιτικό Ισλάμ18 μέχρι την καθολική αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουν οι νεότερες γενιές – συνολικά, το προλεταριάτο, σήμερα, χρωματίζεται από μια άνευ προηγουμένου αντικειμενική επιβολή σημαντικής υποτίμησης της εργατικής δύναμης, που θέτει τις συνθήκες αναπαραγωγής του υπό πλήρη αμφισβήτηση. Ως τέτοιο, το τράβηγμα μιας απόλυτης γραμμής ανάμεσα στην απασχόληση και την ανεργία, για τη σύλληψη της δυναμικής του πλεονάζοντος πληθυσμού, μοιάζει εξαιρετικά ανεπακής για την κατανόησή του ως απορρέοντος από την ιστορική ανάπτυξη της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αντίθετα, για να αντισταθούμε στον πειρασμό να εστιάσουμε απλά στην αμεσότητα του δεδομένου – και, εκτός από αυτόν, στη γοητεία που περιβάλλει το παρατσούκλι “συγκεκριμένο” – προσπαθούμε να διαφωτίσουμε την ουσία της έννοιας του σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού ως μιας κατηγορίας κοινωνικής διαμεσολάβησης που ξεδιπλώνει την αυτοαναπαραγώμενη ολότητα του κεφαλαίου.

Ο Αντόρνο παρατηρεί ότι[η] κοινωνία γίνεται άμεσα αντιληπτή εκεί που πονά”

Ο Αντόρνο παρατηρεί ότι “[η] κοινωνία γίνεται άμεσα αντιληπτή εκεί που πονά”. Στην πραγματικότητα δεν λείπουν οι συναισθηματικά και αισθηματικά προκαλούμενες εικόνες που παρουσιάζουν στο κοινό τους τις συνθήκες της δομικής ανεργίας. Περισσεύουν οι πειρασμοί για την προσκόλληση στην αμεσότητα των ηθικιστικών κατηγοριών της διάκρισης, του αποκλεισμού και της αποβολής που, στην καλλίτερη περίπτωση, δεν μπορούν να προάγουν παρά τη δίκαιη κατανομή της εκμετάλλευσης.

Φημισμένοι πολιτικοί φορείς όπως το “πλήθος”, το “πρεκαριάτο” και οι “αποκλεισμένοι” – που όλοι επιδιώκουν, ολόψυχα, να θριαμβεύσουν επί της ανισότητας κάτω από τη σημαία της πλήρους απασχόλησης με επίκεντρο την οριζοντιότητα – συσκοτίζουν την αλήθεια της ταξικής σχέσης, εξυμνώντας έναν στενό πρακτικισμό στην υπηρεσία αυτού ακριβώς που απλά συμβαίνει19. Αποτέλεσμα αυτών των επιφανειακών παρατηρήσεων είναι η παραίτηση από τον κομμουνισμό και η στροφή στον εξισωτισμό και τον κομμουναλισμό20, από την κριτική στην ηθική έγνοια. Διαιρέσεις σχετικά με τις ταυτότητες, κατά μήκος μιας ιεραρχίας προνομίων ή καταπίεσης, φέρουν μικρό εννοιολογικό βάρος πέρα από την δειγματική21 αποθέωση όσων είναι στο περιθώριο και την πραγμοποίηση της αποστέρησης. Παρ’ όλο που η ουσία μιας κατηγορίας δεν μπορεί παρά να συλληφθεί μέσω των μορφών της εμφάνισής της, ο κριτικός στοχασμός παρακινείται να προχωρήσει πέρα από αυτές τις αμεσότητες χωρίς να οδηγεί σε κενές αφαιρέσεις22.

Η αντίληψη του Μαρξ για τον σχετικό πλεονάζοντα πληθυσμό αναφέρεται σε δομικά φαινόμενα μιας αντιφατικής ολότητας και δεν αποτελεί μια συνηθισμένη23 κοινωνιολογική κατηγορία. Ως τέτοιες, οι εμπειρικά δοσμένες συνθήκες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι μόνο στιγμές που μεθοδολογικά αποκαλύπτουν αντικειμενικές νομοειδείς24 τάσεις για τις οποίες το κεφάλαιο θέτει τις ίδιες τις συνθήκες ύπαρξής του. Όπως έχει ειπωθεί νωρίτερα, “[το] συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο επειδή είναι η συμπύκνωση πολλών καθορισμών, συνεπώς ενότητα του διαφορετικού” (Grundrisse)25. Οι κατηγορίες της κριτικής της πολιτικής οικονομίας δεν μπορούν να αναχθούν απλά σε μια ολοφάνερα εμπειρικιστική προοπτική ευρισκόμενη υπό την ποσοτική βασιλεία των γεγονότων26. Απέναντι στον θετικισμό της υπόθεσης των κοινωνικών γεγονότων καθεαυτά, η αμεσότητα των συνθηκών των πλεοναζόντων πληθυσμών πρέπει να αποκαλύπτει βαθύτερες διαμεσολαβήσεις, οι οποίες μπορούν να βρεθούν στην έννοια της τάξης στον βαθμό που η τάξη δεν αναφέρεται σε ένα σύνολο ατόμων που μοιράζονται κοινά γνωρίσματα, όπως το εισόδημα, η συνείδηση, οι πολιτισμικές συνήθειες [ήθη και έθιμα] κλπ. αλλά είναι, αντίθετα, μια εγγενώς ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία που δομεί τις ζωές των ατόμων27,28. Αυστηρά μιλώντας, δεν μπορεί να υπάρχει κάτι τέτοιο όπως το ταξικόανήκειν29. Μια τέτοια κατανόηση δεν μπορεί να συμβάλλει παρά σε έναν “εργαλειακό χειρισμό” της προοπτικής της ολότητας, προοπτική χωρίς την οποία η τάξη καταρρέει απέναντι σε μια χωρική σχηματικότητα διακεκριμένων “σφαιρών”, “επιπέδων” ή “συγκεκριμενοποιήσεων”. Δεν υπάρχει μοναδικός αιτιακός καθορισμός αλλά διαφορετικές στιγμές μιας ολότητας της ταξικής σχέσης κεφάλαιο-εργασία από την οποία παράγεται το φαινόμενο του σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού.

Η έννοια του σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού δεν είναι μια εμπειρική κατηγορία και παρ’ όλα αυτά ενσωματώνει εντός της το ίδιο το συγκεκριμένο”

Αναλύοντας τον πλεονάζοντα πληθυσμό γίνεται φανερό ότι μια διατεταγμένη συνάθροιση της κοινωνικής τραγωδίας, ανυψωμένη μέσω μιας ποσοτικής γεγονικότητας [facticity], δεν μπορεί να γίνει υποκατάστατο εμμενούς κριτικής. Η έννοια του σχετικού πλεονάζοντος πληθυσμού δεν είναι μια εμπειρική κατηγορία και παρ’ όλα αυτά ενσωματώνει εντός της το ίδιο το συγκεκριμένο. Όντας ταυτόχρονα συγκεκριμένη και αφηρημένη έννοια, ο σχετικός πλεονάζων πληθυσμός είναι ταυτόχρονα τόσο ένα άμεσα παρατηρήσιμο όσο και μια καθολική συνιστώσα της διαδικασίας συσσώρευσης30. Το πλεονάζον προλεταριάτο είναι μια ποιοτική κατηγορία της παραγωγικότητας της εργασίας που έχει ποσοτικές διαστάσεις επειδή η παραγωγικότητα της εργασίας καθορίζεται από τον λόγο του σταθερού προς το μεταβλητό κεφάλαιο. Χωρίς αυτή την κατανόηση, κάποιος κινδυνεύει να περιπέσει στην υπόθεση ότι οι απασχολούμενοι και οι άνεργοι μάλλον συνιστούν δυο διαφορετικά τμήματα του πληθυσμού και όχι μια δυναμική της σχέσης κεφάλαιο-εργασία. Αυτή η δυναμική χαρακτηρίζεται από την ανασφάλεια στην πραγμάτωση της εργατικής δύναμης απέναντι στην άνεση του κεφαλαίου να αυξάνει την υπερεργασία και όχι από μια κοινωνιολογική ταξινομία του φαινομένου ως προς την οποία οργανώνονται τα άτομα. Έχει παρατηρηθεί ότι ο χρήσιμος χαρακτηρισμός του Mike Davis ως ενός “συνεχούς”, μάλλον, παρά ενός οξέος συνόρου μεταξύ των απασχολούμενων και των ανέργων, είναι μια πιο κατάλληλη περιγραφή31. Ορίζοντας κανείς το πλεονάζον προλεταριάτο ως ένα συνεχές έχει τη δυνατότητα να συλλάβει το φαινόμενο ως μια γενική δυναμική που υπάρχει στη σχέση κεφάλαιο-εργασία, μια δυναμική που σηματοδοτεί άτομα που κινούνται ξέφρενα στο φάσμα της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της απασχόλησης με έναν άνευ προηγουμένου ρυθμό επισφαλούς μετάβασης. Γι’ αυτό το πλεονάζον προλεταριάτο εκφράζει την αλήθεια της ταξικής κινητικότητας. Το ζήτημα είναι να διαρραγεί ένας πάγιος διαχωρισμός ανάμεσα στους απασχολούμενους και τους ανέργους, λες κι αυτοί αποτελούν στατικές θέσεις μέσα στην οικονομία. Το πρόβλημα του πλεονάζοντος προλεταριάτου δεν ανάγεται στο φαινομενικά απλό ζήτημα ποιος δουλεύει και ποιος όχι αλλά μια δυναμική που διατρέχει και συγκροτεί κάθε μια από αυτές τις θέσεις. Ο αποκλεισμός από την τυπική αγορά εργασίας προκύπτει από μια αντίθεση που είναι εμπεδωμένη μέσα στην ίδια τη μισθωτή σχέση. Όσοι είναι μακροχρόνια ανεργοι είναι τόσο μέρος της [διαδικασίας] παραγωγής όσο και προϊόν της. Η ανεργία πρέπει λοιπόν να συλληφθεί ως μια κατηγορία της εκμετάλλευσης και όχι ως κάτι εξωτερικό προς αυτήν. Επιπλέον, η διάχυτη υποαπασχόληση μεταφράζεται τόσο σε έναν μηχανισμό πειθάρχησης από το κεφάλαιο για όσους απασχολούνται σε φαινομενικά σταθερές θέσεις όσο και ως ένα μέσο για τη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης και την αύξηση του ρυθμού εκμετάλλευσης. Οι συμβασιούχοι εργάτες πρέπει να “ανακαλύψουν ότι ο βαθμός της έντασης του ανταγωνισμού μεταξύ τους εξαρτάται αποκλειστικά από τον σχετικό πλεονάζοντα πληθυσμό” (Μαρξ). Μ’ αυτή την έννοια, δεν υπάρχει τίποτα πλεονάζον στο πλεονάζον προλεταριάτο. Το πλεονάζον προλεταριάτο είναι στην πραγματικότητα μια δυναμική εντός του προλεταριάτου ως έννοιας. Εξαιτίας αυτού, μπορούμε να πούμε περαιτέρω ότι, όπως και ο αντικειμενικός ανταγωνισμός της ίδιας της ταξικής σχέσης, η δομή του πλεονάζοντος προλεταριάτου διαποτίζει τη ζωή κάθε ατόμου με διαφοροποιημένους τρόπους χωρίς, παρ’ όλα αυτά, να ανάγεται σε μια ταυτότητα. Η ολότητα του πλεονάζοντος προλεταριάτου, όπως παράγεται από τη σχέση κεφάλαιο-εργασία και την επιταγή της υποτίμησης της συνολικής αξίας της εργατικής δύναμης, είναι παρουσα σε όλα τα άτομα32.

Το πλεονάζον προλεταριάτο σήμερα

Η “καινοτομία” της παραγωγής του πλεονάζοντος προλεταριάτου στην παρούσα στιγμή μπορεί να προσεγγιστεί από τις τρείς προοπτικές – της εργασίας, του κεφαλαίου και του κράτους αντίστοιχα – κάθε μια από τις οποίες αποκαλύπτει αποχρώσεις σχετικά με το παρόν χάσμα ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση για εργασία. Η τωρινή πρόσβαση στις αγορές εργασίας με συμβάσεις διαμορφώνεται βίαια στις συνθήκες ενός ελαστικοποιημένου εργατικού δυναμικού και πρόχειρων συμβάσεων εργασίας σε τέτοιο βαθμό που να καθιστά τους περισσότερους απασχολούμενους ήδη μισο-άνεργους. Η δραστηριότητα του πλεονάζοντος προλεταριάτου προϋποθέτει τον αποκλεισμό του από την αγορά εργασίας ως μιας συνθήκης για την είσοδό του σ’ αυτήν. Οι καινούργιες τυμπανοκρουσίες του “επιχειρηματισμού”, σύμφωνα με τις οποίες οποιοσδήποτε μπορεί να γίνει δάσκαλος, οδηγός ταξί ή διευθυντής ενός μοτέλ, δεν είναι παρά η γλώσσα ενός εργατικού δυναμικού που εντατικοποιεί τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό του. Η αυτοαπασχόληση, που κάποτε εμφανιζόταν ως ένα σημάδι επιτυχίας, τώρα σηματοδοτεί την παρέλαση της εξατομίκευσης που βαδίζει σταθερά προς τον απόλυτο κίνδυνο. Επιπλέον, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, όσοι ζούνε κοντά ή κάτω από το όριο της φτώχειας, ως αποτελέσματος μιας μέτριας αγοράς εργασίας, εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τον χαμηλότοκο καταναλωτικό δανεισμό για να μπορέσουν να ενισχύσουν κάπως τους αποδυναμωμένους μισθούς τους.

Επιπλέον, οι ανταγωνιστικές σχέσεις εντός του πλεονάζοντος προλεταριάτου τείνουν να εκφράζονται κατά μήκος διαφορών φύλου, φυλής και γενιάς”

Για όλους αυτούς τους λόγους, μπορεί να ειπωθεί ότι η αναδιάρθρωση έχει μετατοπίσει ποιοτικά το προλεταριάτο από την κατάσταση της δυνητικής πενίας σ’ αυτό που έχει περιγραφεί ως συγκεκριμένη λουμπενοποίηση33. Αν, κατά τη διάρκεια των μέσων του 19ου αιώνα, το πλεονάζον προλεταριάτο συνίστατο στην δυνητική φτωχοποίηση του ελεύθερου εργάτη, η αναδιάρθρωση των δεκαετιών του 1970 και 1980 έχει καθιερώσει την συγκεκριμένη “υλοποίηση” του δυνητικού πένητα ως μιας μόνιμης συνθήκης του προλεταριάτου στη σχέση του με το κεφάλαιο. Ως τέτοιο, το πλεονάζον προλεταριάτο αναφέρεται στην παρούσα θέση της εργατικής δύναμης στη δυσκολία της να επιβεβαιώσει και πραγματώσει την κοινωνική της θέση μέσω – και εξαιτίας – της μισθωτής σχέσης. Επιπλέον, οι ανταγωνιστικές σχέσεις εντός του πλεονάζοντος προλεταριάτου τείνουν να εκφράζονται κατά μήκος διαφορών φύλου, φυλής και γενιάς34.

Αυτές οι εξελίξεις μέσα στις αγορές εργασίας σηματοδοτούν μια κρίση αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Πράγματι, για τον Μαρξ, όπως γράφει στα Grundrisse, είναι τα μέσα απασχόλησης που χαρακτηρίζουν το πλεονάζον προλεταριάτο: “αυτό θα πρέπει να κατανοηθεί γενικότερα, και σχετίζεται με την κοινωνική διαμεσολάβηση ως τέτοια, μέσω της οποίας το άτομο αποκτά πρόσβαση στα μέσα της αναπαραγωγής του και τα δημιουργεί”. Προσπάθειες να ορίσουμε το πλεονάζον προλεταριάτο απλά ως μια συγκεκριμένη θέση μέσα στην παραγωγική διαδικασία αποτυγχάνουν να συλλάβουν τη δυναμική του σύμφωνα με μια μορφή κοινωνικής διαμεσολάβησης και σε σχέση με τη σφαίρα της αναπαραγωγής. Αν την παρούσα στιγμή το κεφάλαιο δεν εγγυάται πλέον την κανονικότητα και την επάρκεια της μισθωτής σχέσης στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, το προλεταριάτο εισέρχεται σε μια κρίση στο επίπεδο της ίδιας της αναπαραγωγής του. Το πλεονάζον προλεταριάτο είναι συνεπώς η έκφραση της επίθεσης του κεφαλαίου στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, μια θέση σε οξεία αντίθεση με την μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατία, για την οποία οι ισχυρότεροι μισθοί και οι μεγαλύτερες δαπάνες για το κοινωνικό κράτος χαρακτήριζαν τις συνθήκες εκμετάλλευσης. Στη διάρκεια [της αναδιάρθρωσης], το κεφάλαιο αρνήθηκε την συμφωνία του με την εργασία, συμφωνία που είχε ως στόχο μια ενσωμάτωση της εργασίας στη διαδικασία της συσσώρευσης. Μπορεί επίσης να ειπωθεί ότι αυτή η ρηγμάτωση στη διαδικασία της αναπαραγωγής των ταξικών σχέσεων ήταν μια αντίδραση του κεφαλαίου στον κύκλο ταξικών αγώνων στις δεκεαετίες του 1960 και 1970, δεκαετίες στις οποίες το προλεταριάτο άσκησε πίεση στην προηγούμενη συμφωνία μισθού-παραγωγικότητας πετυχαίνοντας να αποσπάσει μαζικές αυξήσεις, αυξάνοντας έτσι το κόστος αναπαραγωγής του εργατικού δυναμικού35. Σε αντίθεση μ’ αυτή την κατάσταση, η σημερινή έκφραση του πλεονάζοντος προλεταριάτου είναι η μόνιμη απαξίωση της εργατικής δύναμης, αξεδιάλυτα συνδεδεμένης με την απαξίωση κεφαλαίου που αυτή τη στιγμή επιταχύνεται μέσα στην κρίση. Το προλεταριάτο των παγκόσμιων παραγκουπόλεων και γκέτο είναι μόνο η συμπυκνωμένη μορφή αυτής της συνολικής κρίσης αναπαραγωγής. Αυτή η διαδικασία, στην οποία ο Robert Kurz έχει αναφερθεί ως ένα “σπιράλ απαξίωσης”36, διαγράφει το περίγραμμα μιας εποχής βραδείας ανάπτυξης δίπλα-δίπλα με τον πολλαπλασιασμό του πλεονάζοντος προλεταριάτου και την κρίση αναπαραγωγής του37. Η ασφαλέστερη πρόβλεψη είναι αυτή της σταδιακής επιδείνωσης που θα διαρκέσει για δεκαετίες.

Η άλλη πλευρά αυτού του νομίσματος είναι ότι αυτή η ανάπτυξη υπονομεύει επίσης την ίδια την αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου για την παραγωγή αξίας:

την ανθρώπινη εργατική δύναμη”

Ως μια δυναμική της σχέσης κεφάλαιο-εργασία, ο σχετικός πλεονάζων πληθυσμός αναδύεται από την παρούσα κρίση. Η απλή επίκληση του “εφεδρικού βιομηχανικού στρατού’ – για τον οποίο ο όρος “εφεδρικός” με τη συσχέτισή του με μια δυναμική τροχιά “χρησιμοποίησης” δεν συλλαμβάνει πλέον τις συνθήκες του πλεονάζοντος προλεταριάτου – δεν αποκαλύπτει πολλά για την παρούσα συγκυρία – με άλλα λόγια, ότι η αύξηση του πλεονάζοντος προλεταριάτου δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια αποκλειστική κρίση της εργασίας αλλά είναι ενδεικτική των τωρινών περιορισμών στη συσσώρευση του κεφαλαίου38. Αυτή η κρίση αναγκάζει το κεφάλαιο να επιταχύνει τη διαδικασία αύξησης της παραγωγικότητας του προλεταριάτου για να μειώσει την αναλογία της αναγκαίας εργασίας, δηλαδή – σε μαρξικούς όρους – να αυξήσει την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Η άλλη πλευρά αυτού του νομίσματος είναι ότι αυτή η ανάπτυξη υπονομεύει επίσης την ίδια την αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου για την παραγωγή αξίας: την ανθρώπινη εργατική δύναμη.

Επιπλέον, η όποια βιομηχανοποίηση έλαβε χώρα τις τελευταίες δεκαετίες – ωθούμενη, ως επί το πλείστον, από την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου – δύσκολα μπορεί να ειπωθεί ότι χαρακτηρίζεται από ένταση-εργασίας, και απασχολεί έναν αναλογικά μικρότερο αριθμό προλεταρίων σε σχέση με προγενέστερες περιόδους και τομείς της βιομηχανίας του 20ου αιώνα. Για παράδειγμα, θεωρώντας την οικονομική ανάπτυξη των αγορών των BRICS (δηλαδή Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας, Κίνας και Νότιας Αφρικής) φυσικά και μπορεί να παρατηρηθεί ότι στις περιοχές αυτές η συσσώρευση του κεφαλαίου έχει εξελιχθεί, πρόσφατα, με ταχύτερους ρυθμούς από τις οικονομίες που αναπτύχθηκαν σε μια προγενέστερη περίοδο. Πραγματικά οι χώρες αυτές, και πιο αξιοσημείωτα η Κίνα και η Ινδία, έχουν δει επιταχυνόμενους ρυθμούς ανάπτυξης συνοδευόμενους από σημαντικές γεωγραφικές μετατοπίσεις στην παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή και απασχόληση. Όμως, μέσα σ’ αυτές τις αγορές, και ήδη από τη δεκεαετία του 1989, υπάρχει μια μικρή μόνο αύξηση της απασχόλησης στη βιομηχανία ως ποσοστού της συνολικής απασχόλησης39, με την απασχόληση στους μη γεωργικούς τομείς να κινείται πρωτίστως προς τον τομέα των υπηρεσιών, ιδιαίτερα στη Βραζιλία. Ως ποσοστό, για παράδειγμα, του συνολικού εργατικού δυναμικού στην Κίνα και την Ινδία, η αναλογία της απασχόλησης στη βιομηχανία μόλις που αγγίζει το 15%. Επιπρόσθετα, στην Κίνα, από τη δεκαετία του 1990, υπάρχει μια σταδιακή μείωση στον αριθμό των προλεταρίων που είναι ενεργοί μέσα στην παραγωγική διαδικασία σχετικά με τον συνολικό πληθυσμό40. Εδώ, παρά το γεγονός ότι έχει υπάρξει επέκταση των βιομηχανικών εργασιών κατά την ίδια περίοδο, αυτό δεν είχε σαν αποτέλεσμα μια αυτόματη αύξηση στο μέγεθος του εργατικού δυναμικού αλλά μάλλον τη μείωσή του. Καθώς η Κίνα χάνει θέσεις εργασίας στη βιομηχανία στις παλιές βιομηχανίες της, οι οποίες μεταφέρονται σε περιοχές της Νοτιοανατολικής Ασίας με ακόμα μεγαλύτερη υποτίμηση της εργατικής δύναμης (για παράδειγμα, Καμπότζη, Βιετνάμ, Μπαγκλαντές), οι νεο-αναδυόμενες βιομηχανίες “έχουν την τάση να απορροφούν λιγότερη εργασία σχετικά με τον ρυθμό ανάπτυξης”41. Εδώ η περιγραφή του Μαρξ για τον λανθάνοντα πλεονάζοντα πληθυσμό φέρει μια αξιοσημείωτη ομοιότητα με την αστικοποιημένη και μεταναστεύουσα εργατική δύναμη του κινέζικου πλεονάζοντος προλεταριάτου42, του οποίου οι αναγκαστικές “αποστολές”, τόσο στην ίδια την ενδοχώρα όσο και στις διάφορες ηπείρους – αποτέλεσμα της καπιταλιστικοποίησης της γεωργίας – μαστίζονται από αβεβαιότητα43.

Η παγκόσμια καθήλωση του αριθμού των βιομηχανικών εργατών ως ποσοστού του συνολικού εργατικού δυναμικού συσχετίζεται με έναν επεκτεινόμενο τομέα υπηρεσιών, με χαμηλές αμοιβές, που χαρακτηρίζεται από εργασιακή ευελιξία για το πλεονάζον προλεταριάτο. Ως τέτοια, παρ’ όλο που η καπιταλιστικοποίηση των αναδυόμενων αγορών ίσως μειώνει τον απόλυτο αριθμό των φτωχών σ’ αυτές τις χώρες, αυτή η διαδικασία συνεπάγεται πρωτίστως την αύξηση της χαμηλόμισθης εργασίας. Οι επικοινωνίες και η διάδοση των υπολογιστών στην Ινδία μπορεί να αποφέρουν υψηλότερους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, αλλά η αυξανόμενη ανεργία παραμένει ο κανόνας. Επιπλέον, στο παρελθόν, οι κρατικές δαπάνες στις χώρες των BRICS συγκάλυπταν την πραγματικότητα μια εκβιομηχάνισης που δεν απορροφούσε εργατικό δυναμικό σε έναν ρυθμό αντίστοιχο με την αύξηση του ρυθμού συσσώρευσης. Αυτά τα δίχτυα ασφαλείας, που συχνά έπαιρναν τη μορφή επιδοτήσεων για τη αγορά ειδών πρώτης ανάγκης, τώρα καταστρέφονται, ως επί το πλείστον, μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις και τη λιτότητα.

Η παρούσα κρίση παίρνει τη μορφή μιας γενικευμένης υποτίμησης”

Το κύριο πρόβλημα για το κεφάλαιο στην παρούσα κρίση θα μπορούσε να εκφραστεί με την ακόλουθη ταυτολογία: το κεφάλαιο αναγκάζεται να καταστήσει την εργασία πιο παραγωγική και για να το κάνει αυτό χρειάζεται περισσότερο κεφάλαιο. Όμως, απέναντι στο ιστορικό υπόβαθρο μιας ήδη πολύ υψηλής οργανικής σύνθεσης, το ελάχιστο κεφάλαιο που θα πρέπει να επενδυθεί ώστε να υπάρξει μια συγκεκριμένη επιστροφή κέρδους είναι πάρα πολύ υψηλό. Οπότε, για να αποκτήσει περισσότερο από το αναγκαίο προς επένδυση κεφάλαιο, το κεφάλαιο πρέπει να κάνει την εργασία πιο παραγωγική44. Εξαιτίας αυτής της ταυτολογίας ή απορίας45, το κεφάλαιο όλο και περισσότερο “δραπετεύει” από τη σφαίρα της παραγωγής και βρίσκει καταφύγιο επενδύοντας στις χρηματαγορές, στις οποίες μοιάζει να είναι ευκολότερο να βγάλει κέρδη από την κερδοσκοπία με την αγορά συναλλάγματος, τα κρατικά ταμεία ή την αγορά ακινήτων κ.λπ. Αυτή η τάση μπορεί να περιγραφεί επίσης σαν μια απόδραση από υπαγωγή στην αυστηρή εφαρμογή του νόμου της αξίας – μια απόδραση που, εν τέλει, δεν μπορεί ποτέ να είναι επιτυχής.

Η παρούσα κρίση παίρνει τη μορφή μιας γενικευμένης απαξίωσης η οποία, εκτός από το ότι συνεπάγεται αναδιαμορφωμένους όρους εκμετάλλευσης, προκαλεί και δημοσιονομικά αδιέξοδα ως αποτέλεσμα των εξωφρενικών δαπανών για τα δημοσιονομικά ελλείματα. Το κράτος είναι ταυτόχρονα η προϋπόθεση και το αποτέλεσμα συνθηκών συσσώρευσης του κεφαλαίου. Η παρούσα κρίση του κεφαλαίου εκφράζεται η ίδια και ως μια κρίση του κράτους, η οποία, στη συνέχεια εμφανίζεται ως νομισματική ενίσχυση, ενέσεις ρευστότητας, λιτότητα και, στο τέλος, καταστολή. Η αστυνομία είναι συγκεντρωμένη σε περιοχές άδειες από κεφάλαιο. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η κρατική διαχείριση του πλεονάζοντος προλεταριάτου αντιστοιχεί σε μια παγκοσμιοποιημένη γεωγραφική ζωνοποίηση του εργατικού δυναμικού που αναμένεται να αποκτήσει αυξανόμενη σπουδαιότητα σύμφωνα, για παράδειγμα, με τις μαζικές μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές καθώς και μια αστική και προαστιακή κοινωνική διαίρεση της εργασίας.

Από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο κι ύστερα, η ανακούφιση της φτώχειας εφαρμοζόταν με τη μορφή μιας μαζικής καταστροφής και υποτίμησης κεφαλαίου. Τότε, το κράτος προσανατολίστηκε κυρίως στην σταθεροποίηση της κρίσης, αυξάνοντας διαρκώς τις δαπάνες που μεγάλωναν το έλλειμμα, διαδικασία που, με τη σειρά της, εξασφάλισε την κεϋνσιανή συμφωνία ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία46. Ενώ αυτή η συμφωνία έφτασε τελικά σε ένα τέρμα με την κρίση της δεκαετίας του 1970, η περίοδος 2007-08 επιβεβαίωσε την σαθρότητα μιας τέτοιας προσέγγισης στην επίτευξη πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης. Αυτή τη στιγμή, ο ρόλος του κράτους, άσχετα από τις σοσιαλδημοκρατικές του επιφάσεις47, είναι η συνεχιζόμενη λιτότητα, μέσα από την οποία το κράτος μειώνει το μερίδιό του στο κόστος της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης – μια πολιτική που έχει αναπόφευκτα ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη εγκληματ(ικ)οποίηση και καταστολή48. Το κράτος, ως μια διαμεσολαβητική στιγμή της συνολικής υποτίμησης της εργατικής δύναμης, μπορεί να ειδωθεί πιο έντονα αυτή τη στιγμή στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, στις κυβερνήσεις των οποίων οι δανειστές επιβάλλουν, για παράδειγμα, να μειώσουν τον αριθμό των δημοσίων αργιών, το κόστος των υπερωριών και των πακέτων αποζημιώσεων απόλυσης, να διαλύσουν τις διαπραγματεύσεις για συλλογικές συμβάσεις και γενικά να καταργήσουν τις δημόσιες δαπάνες για το κράτος πρόνοιας, δηλαδή τον έμμεσο μισθό. Εδώ το κράτος χάνει την ενοποιητική ισχύ του και η δυνατότητα πολιτικής διαμεσολάβησης τείνει να εξαφανιστεί. Δεν είναι λοιπόν συμπτωματικό ότι οι κοινωνικοί αγώνες τα τελευταία χρόνια εκεί συνίστανται όλο και περισσότερο σε μια ευθεία αναμέτρηση με το κράτος49. Στο παρελθόν, το κράτος ήταν ο σταθεροποιητής της κρίσης.

Όμως, η κεϋνσιανή λύση δεν αποτελεί πλέον μια επιλογή εξαιτίας της χρεοκοπίας του κράτους, μετά την χρηματοδότηση της ιδιωτικής σφαίρας και του υψηλού δανεισμού καθ’ όλη την μεταπολεμική περίοδο. Στο παρελθόν, η αναπαραγωγή του πλεονάζοντος προλεταριάτου μπορούσε να διαμεσολαβηθεί από τα έσοδα προϋπάρχουσας υπεραξίας που διανέμονταν μέσω των κρατικών δαπανών και των κοινωνικών επιδομάτων. Σ’ αυτό το σενάριο, πιο εύλογο πριν την οικονομική αναδιάρθρωση της δεκαετίας του 1970, ο έμμεσος μισθός του πλεονάζοντος προλεταριάτου φιλτραριζόταν μέσα από την φορολόγηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Τώρα, όμως, το ίδιο το κράτος είναι σε κρίση και αδυνατεί πλέον να εγγυηθεί την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Αυτή η ανικανότητα είναι μια έκφραση της παγκόσμιας υποτίμησης της εργατικής δύναμης, που οδηγεί σε μια χωρίς σύγκριση έκρηξη μιας γενιάς πλεοναζόντων προλεταρίων με ζοφερό μέλλον.

Οι αγώνες του πλεονάζοντος προλεταριάτου

Απέναντι στον επιπόλαιο χαρακτήρα ανάμεικτων σημαδιών, μπορούμε να προειδοποιήσουμε τώρα τους αναγνώστες ώστε να συγκρατήσουν δύο έγνοιες που ίσως ανακύψουν – πιθανά αδιέξοδα που, ουσιαστικά, εκφράζουν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος: την εξιδανίκευση της εργασίας είτε στην παλιά της δόξα είτε στην παρούσα μεταβλητότητά της. Πρώτον, η σε εξέλιξη κουβέντα για τα φαινόμενα σχετικά με το πλεονάζον προλεταριάτο στην παρούσα στιγμή δεν θα πρέπει να γίνει κατανοητή ως ένας θρήνος για την περιθωριοποίηση αυτού που συνήθως φανταζόμαστε ως έναν κλασσικό παραγωγικό εργάτη με το χέρι “βαρύ” στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, που χαρακτήριζε, ίσως, παλιότερες περιόδους. Αν μη τι άλλο, η παρούσα συγκυρία σηματοδοτεί την ένδεια της εργατίστικης προοπτικής. Το ζήτημα είναι να μην προσπαθήσουμε για μια αποκατάσταση προηγούμενων συνθηκών εκμετάλλευσης αλλά να αναμετρηθούμε με τα ιστορικά όρια της αναπαραγωγής της ταξικής σχέσης σήμερα. Η παραγωγή του κομμουνισμού δεν είναι η εξύμνηση της εργασίας αλλά η κατάργησή της. Η εσωτερική αντίθεση του χωρίς κανένα προσανατολισμό θρήνου είναι η ανύψωση των συνθηκών του πλεονάζοντος προλεταριάτου σε ένα μοναδικό επαναστατικό υποκείμενο ικανό για κατορθώματα τα οποία για άλλους, που είναι αρκετά τυχεροί ώστε να διατηρήσουν τις προγενέστερες συνθήκες εκμετάλλευσης, είναι δομικά απαγορευμένα. Ο πολλαπλασιασμός των ταραχών στην τωρινή συγκυρία, ως συμπληρώματος στην ανάπτυξη του πλεονάζοντος προλεταριάτου, δεν κάνει απαραίτητα αναγκαία μια ρομαντική προβολή που διακρίνει έναν ταυτοτιστικό [identitarian] φορέα πιο κοντινό στον κομμουνισμό από άλλους που είναι πιο τυχεροί50.Ακόμα και οι πιο χορτασμένοι μπορούν να θυμηθούν τα χειρότερα51.

Ως εκ τούτου, η σύγχρονη ταξική πάλη συγκροτείται συχνά από συμμετέχοντες με προέλευση από ποικίλα υπόβαθρα και εμπειρίες, συχνά αντικρουόμενες”

Η δυναμική του πλεονάζοντος προλεταριάτου είναι μια δυναμική του κατακερματισμού του προλεταριάτου – με άλλα λόγια, μια διαδικασία που επαναδιαμορφώνει το συνολικό εργατικό δυναμικό σύμφωνα με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες του κεφαλαίου και την υποτίμηση από αυτό της εργατικής δύναμης, που έχει ως αποτέλεσμα εσωτερικούς μετασχηματισμούς του προλεταριάτου ως ολότητας και και των διαφοροποιημένων σχέσεών του με την παραγωγική διαδικασία52. Ως εκ τούτου, η σύγχρονη ταξική πάλη συγκροτείται συχνά από συμμετέχοντες με προέλευση από ποικίλα υπόβαθρα και εμπειρίες, συχνά αντικρουόμενες. Αυτή η διαταξικότητα είναι πιο ορατή στις συγκρούσεις που περιβάλλουν αυτά που, περιστασιακά, ονομάζονται “μεσαία στρώματα” και στον φόβο τους για το “βύθισμά” τους σε λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες εκμετάλλευσης. Η κρίση τους, που περιλαμβάνει την έκκληση για δικαιότερη οικονομική διανομή, είναι η ίδια μια στιγμή της ολότητας του πλεονάζοντος προλεταριάτου, δηλαδή εντός και μέσω του εσωτερικού κατακερματισμού του προλεταριάτου. Το παρόν πρόβλημα του πλεονάζοντος προλεταριάτου, συνεπώς, φέρνει στην επιφάνεια το πρόβλημα της διαταξικότητας ως μιας δυναμικής εντός των σύγχρονων αγώνων του προλεταριάτου, του οποίου η κατακερματισμένη φύση συχνά εμφανίζεται ως το ίδιο το όριό του.

Αυτό το πρόβλημα έχει συχνά περιγραφεί και ως ένα πρόβλημα σύνθεσης, με άλλα λόγια ως το ζήτημα της πολυπλοκότητας της ενοποίησης των διαφόρων φραξιών του προλεταριάτου κατά την εξέλιξη των αγώνων. Πραγματικά, το περιεχόμενο της επανάστασης δεν εμφανίζεται πλέον ως ο θρίαμβος μιας υπερχειλίζουσας ταξικής ισχύος του προλεταριάτου όπως φαινόταν, ίσως, στη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα53. Αγώνες που ο τόπος σύγκρουσης είναι λιγότερο το βασίλειο της παραγωγής και, όλο και περισσότερο, η σφαίρα της αναπαραγωγής, εκφράζουν αυτή την εξέλιξη. Η Αραβική Άνοιξη, οι Αγανακτισμένοι, το κίνημα Occupy, το κίνημα στις πλατείες Taksim και Maidan και οι ανομοιογενείς ταραχές στο εξωτερικό, για παράδειγμα, δεν ”βλέπουν” την επιβεβαίωση της ταυτότητας στη σύγκρουσή τους με το κεφάλαιο αλλά, μάλλον, ότι μια τέτοια ενοποιητική ταυτότητα δεν είναι διαθέσιμη στη δυναμική αυτών των κινημάτων. Ο πρόσφατος φυλετικός ξεσηκωμός εναντίον της αστυνομίας στις ΗΠΑ, και πιο αξιοσημείωτα στο Φέργκιουσον και τη Βαλτιμόρη, ελάχιστα κοινά έχει με τις προσδοκίες σχετικά με τις συνθήκες απασχόλησης της τελευταίας χρονιάς. Αυτό επιβεβαιώνεται περαιτέρω από την επέκταση του πλεονάζοντος προλεταριάτου, παράλλημα με την αύξηση του πλεονάζοντος κεφαλαίου και μια ικανότητας υπερπαραγωγής που δεν μπορεί να βρει σταθερή και με διάρκεια επένδυση. Το εργατικό κίνημα δεν προσφέρει πλέον σταθερότητα στην ταξική πάλη. Ως τέτοιος, ο κατακερματισμός αναδύεται ως μια νέα συνθήκη συγκρότησης της τάξης. Οι σύγχρονοι αγώνες εκφράζονται οι ίδιοι λιγότερο ως μια ενότητα και περισσότερο ως ένα άθροισμα κατά τομείς συμφερόντων που μοιράζονται κάποιες συνάφειες μέσω της υλικής αναπαραγωγής (εξώσεις, τιμές των τροφίμων, κόστος μετακίνησης), αφηρημένων αιτημάτων (“διαφθορά”, “ανισότητα”, “αδικία”), μέσα από αυτοθυσιαστικές ταυτίσεις με ψευδή κομμάτια που προσωποποιούν το κοινωνικό σύνολο (είτε με εθνικές είτε με θρησκευτικές σέκτες). Ως αποτέλεσμα, αυτό που στο παρελθόν αποτελούσε το κεντρικό ζήτημα των μισθολογικών αιτημάτων, και τα οποία χαρακτήριζαν τους αγώνες της προηγούμενης περιόδου, έχει γίνει τώρα παρεμπίπτον5455. Το πλεονάζον προλεταριάτο, ως μια δυναμική της ταξικής πάλης στην παρούσα στιγμή, δεν μπορεί να γίνει “απάγκιο” για τα όνειρα ενός κεϋνσιανού ταξικού συμβιβασμού. Η επιβεβαίωση του προλεταριάτου ως τάξης είναι αενάως αμυντική.

Όταν θεωρούμε την έννοια του πλεονάζοντος προλεταριάτου στο πλαίσιο της ταξικής πάλης, η προηγούμενη συζήτηση θα πρέπει να έχει καταστήσει καθαρό ότι δεν πρόκειται απλά για ένα εμπειρικό ερώτημα ποιες είναι αυτές οι ομάδες, όσον αφορά τη σύνθεσή τους. Οι σύγχρονες κοινωνιολογικές ταυτότητες είναι οι ίδιες μορφές φαίνεσθαι, στιγμές της ολότητας της αναπαραγωγής της σχέσης κεφάλαιο-εργασία και εντός αυτής στιγμές της υποτίμησης του εμπορεύματος εργατική δύναμη που ξεδιπλώνεται σήμερα μέσα από το πλεονάζον προλεταριάτο. Το πιο σημαντικό ερώτημα για την κομμουνιστική θεωρία είναι τι κάνουν οι προσωποποιήσεις της κατηγορίας του πλεονάζοντος προλεταριάτου ενάντια σ’ αυτό που οι ίδιες είναι – δηλαδή τι κάνουν ως μια εμμενής αρνητική δύναμη της ίδιας της προλεταριακής συνθήκης τους ως μιας τάξης αντίθετης στον εαυτό της εντός της κρίση αναπαραγωγής της. Η συζήτηση παραμένει ανοιχτή σχετικά με το πώς η συγκεκριμένη ανάπτυξη του πλεονάζοντος προλεταριάτου, που είναι ταυτόχρονα η εν εξελίξει κρίση του κεφαλαίου, εντατικοποιεί τη διαίρεση και τον κατακερματισμό του προλεταριάτου, και σε ποιες γραμμές το κάνει αυτό μέσα στους σύγχρονους αγώνες (πχ. ανταγωνισμός μεταξύ γεωγραφικών τόπων, μεταξύ ειδικευμένης και ανειδίκευτης εργασίας, μέσω στιγματισμών ηλικίας, φυλής και φύλου κλπ.). Συνεπώς, η έννοια του πλεονάζοντος προλεταριάτου εξάγει το πιο σημαντικό ερώτημα του πώς, μέσα στην παρούσα στιγμή, η απαλλοτριωμένη και εκμεταλλευόμενη τάξη – παρά τις εντεινόμενες διαιρέσεις – μπορεί να ενεργήσει καθαυτή και ενάντια στον εαυτό της ως μιας τάξης του κεφαλαίου. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το πλεονάζον προλεταριάτο είναι απλά η πιο σύγχρονη εμφάνιση του ίδιου του προλεταριάτου – μια μορφή που η ουσία της παραμένει αυτή της ενοποίησής της μέσα στον διαχωρισμό της από τα μέσα της ίδιας της αναπαραγωγής της.

SurPlus-Club, Frankfurt am Main, Άνοιξη 2015

1 Μεταφρασμένο από εδώ: https://kosmoprolet.org/en/trapped-party-where-no-one-likes-you.

2 Πιο αξιοσημείωτα, “[το] Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει μειώσει τις προβλέψεις του για ανάπτυξη για την παγκόσμια οικονομία στη σκιά μιας επιβράδυνσης στην Κίνα, μια ελλοχεύουσας ύφεσης στη Ρωσία και της συνεχιζόμενης αναιμικότητας στην Ευρωζώνη”, http://www.theguardian.com/business/2015/jan/20/imf-cuts-global-economic-growth-forecast. Επιπρόσθετα, ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας [International Labor Organization, ILO] “προβλέπει μια δυσάρεστη εικόνα της απασχόλησης για την παγκόσμια οικονομία συνολικά για τα επόμενα χρόνια”, http://blogs.wsj.com/economics/2015/01/21/world-economy-needs-280-million-jobs-in-next-five-years-ilo-says. Οι προσδοκίες για τη Λατινική Αμερική δεν είναι καλλίτερες καθώς το ΔΝΤ “είπε ότι αναμένει οικονομική συρρίκνωση στη Βενεζουέλα και την Αργεντινή και ανάπτυξη μόνο 0.3% στη Βραζιλία για το 2015, και μείωσε επίσης την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη στη Λατινική Αμερική για το 2016 στο 2.3%, από το αρχικό 2.8”, http://laht.com/article.asp?ArticleId=2370538&CategoryId=12394. Η οικονομία της Βραζιλίας, ειδικότερα, πλησιάζει σε σημείο ένρηξης καθώς “οικονομολόγοι ανέβασαν για τέταρτη συνεχόμενη εβδομάδα τις προβλέψεις τους για τον πληθωρισμό και μείωσαν την εκτίμησή τους για τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας”, http://www.bloomberg.com/news/articles/2015-01-26/brazil-economists-raise-2015-cpi-cut-gdp-for-fourth-week-in-row. Ούτε η Βόρεια Ευρώπη έχει ανοσία στην επιβράδυνση καθώς “η σουηδική κυβέρνηση χαμηλώνει τις προβλέψεις της για την οικονομική ανάπτυξη και προέβλεψε ότι θα αποτύχει να έχει δημοσιονομικό πλεόνασμα για τα επόμενα τέσσερα χρόνια”, http://www.bloomberg.com/news/articles/2015-01-20/sweden-cuts-gdp-forecast-as-deficit-seen-stretching-past-2018.

3 “Η Chevron σφίγγει το ζωνάρι καθώς μια αναδιάρθρωση 40 δις δολαρίων σαρώνει τον πετρελαϊκό τομέα”, http://www.bloomberg.com/news/articles/2015-01-30/chevron-profits-fall-to-lowest-since-2009-as-oil-prices-collapse.

4 “Διασχίσαμε την Κίνα και γυρίσαμε τρομοκρατημένοι για την οικονομία”. http://www.bloomberg.com/news/articles/2015-04-09/we-travelled-across-china-and-returned-terrified-for-the-economy.

5 Η υποτιθέμενη “σταθερή” οικονομική άνθιση στη Γερμανία βασίζεται στην αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας της τελευταίας δεκαετίας που είχε ως αποτέλεσμα μια σημαντική μείωση στο κόστος της αναπαραγωγής του κοινωνικού εργατικού δυναμικού, http://foreignpolicy.com/2015/05/05/rich-germany-has-a-poverty-problem-inequality-europe. Επιπλέον, όντας μια οικονομία κατεξοχήν βασισμένη στις εξαγωγές σε άλλες χώρες, η δήθεν ανθεκτικότητά της μπορεί να τελειώσει πολύ γρήγορα με την επόμενη αναποδιά της παγκόσμιας οικονομίας εξαιτίας της εξάρτησής της από τις εξαγωγές και τους χαμηλούς μισθούς, http://blogs.lse.ac.uk/eurocrisispress/2015/03/12/germany-the-giant-with-the-feet-of-clay.

6 “Τα βουνά χρέους ανάβουν φόβους και για άλλη κρίση”, http://www.ft.com/intl/cms/s/0/2554931c-ac85-11e4-9d32-00144feab7de.html#axzz3QuNTKwet.

7 “Απομόχλευση, ποια απομόχλευση; Η 16η Έκθεση της Γενεύης για την Παγκόσμια Οικονομία”, http://www.voxeu.org/article/geneva-report-global-deleveraging. Οι χώρες της νότιας Ευρώπης, ιδιαίτερα, έχουν δει το κλάσμα Χρέους/ΑΕΠ να σκαρφαλώνει κατά 15% τα τελευταία τρία χρόνια. “Η Γερμανία είναι αντιμέτωπη με μια μη-επιλογή καθώς η εξέγερση της ελληνικής λιτότητας απλώνεται”, http://www.telegraph.co.uk/finance/economics/11407256/Germany-faces-impossible-choice-as-Greek-austerity-revolt-spreads.html. Πιο αξιοσημείωτο, πρόσφατα, είναι το χρέος της Κίνας το οποίο τώρα αναλογεί στο 282% του ΑΕΠ, έχει τετραπλασιαστεί από το 2007, αύξηση που αποδίδεται, μαζί με τη λανθάνουσα υπερικανότητα παραγωγής, πρωτίστως σε μια υπεθερμασμένη αγορά ακινήτων. “Χρέος και (όχι και τόση) απομόχλευση”, http://www.mckinsey.com/insights/economic_studies/debt_and_not_much_deleveraging και: “Πώς ο εθισμός του χρέους έφτασε ακόμα και στην Κίνα”, http://www.ft.com/intl/cms/s/0/585ae328-bc0d-11e4-b6ec-00144feab7de.html#axzz3SjqvVqAV.

8 “Οι περισσότεροι εργάτες του κόσμου δεν έχουν εξασφαλισμένες δουλειές, αποκαλύπτει η έκθεση του ILO”, http://www.theguardian.com/business/2015/may/19/most-of-the-worlds-workers-have-insecure-jobs-ilo-report-reveals .

9 Στμ. Δηλαδή του ρυθμού απόσπασης υπεραξίας.

10 “Η έκθεση για τις θέσεις εργασίας τον Δεκέμβριο σε 10 γραφήματα”, http://blogs.wsj.com/economics/2015/01/09/the-december-jobs-report-in-10-charts.

11 Όπως γράφει ο Μαρξ: “Die Vermehrung der Produktivkraft der Arbeit und die größte Negation der notwendigen Arbeit ist die notwendige Tendenz des Kapitals” (Grundrisse) [στμ.: “Η αύξηση της παραγωγικής ισχύος της εργασίας και η αυξανόμενη άρνηση της αναγκαίας εργασίας είναι η αναγκαστική τάση του κεφαλαίου”].

12 Εδώ αξίζει να τονίσουμε τη σχετικότητα αυτής της πτώσης – με άλλα λόγια, ακόμα κι αν το κεφάλαιο αυξάνει ποσοτικά τον αριθμό όσων απασχολούνται, ο γενικός νόμος της συσσώρευσης του κεφαλαίου θέτει ότι αυτό θα το κάνει με αναλογικά πιο αργό ρυθμό από τον συνολικό ρυθμό συσσώρευσης. Αυτό σημαίνει ότι “ο εργαζόμενος πληθυσμός αυξάνει πάντα πιο ραγδαία από τις ανάγκες παραγωγής αξίας του κεφαλαίου” και ότι “αναλογικά, καθώς το κεφάλαιο συσσωρεύεται, η θέση του εργάτη, άσχετα από το αν ο μισθός του είναι υψηλός ή χαμηλός, πρέπει να χειροτερέψει”, (Το Κεφάλαιο, Τόμος Ι).

13 Όπως γράφει ο Μαρξ: “Η εργατική δύναμη μπορεί να επιτελέσει την αναγκαία γι’ αυτήν ργασία μόνο αν η υπερεργασία της έχει αξία για το κεφάλαιο, εφόσον του είναι χρήσιμη. Αν αυτή η χρησιμότητα, συνεπώς, παρεμποδίζεται, από το ένα ή το άλλο εμπόδιο, τότε η ίδια η εργατική δύναμη 1. εμφανίζεται πέραν των συνθηκών αναπαραγωγής της ύπαρξής της· υπάρχει χωρίς τις συνθήκες ύπαρξής της και είναι, συνεπώς, απλά εμπόδιο· 2. η αναγκαία εργασία εμφανίζεται πλεονάζουσα επειδή το πλεονάζον δεν είναι αναγκαίο. Είναι αναγκαίο μόνο αν αποτελεί συνθήκη της πραγμάτωσης του κεφαλαίου”. Και πρέπει να τονίσουμε, επιπλέον, ότι αυτός ο ισχυρός καταναγκασμός του κορεσμού των αναγκών είναι αποτέλεσμα της σχέσης ανταλλαγής: “Ότι είναι τα μέσα απασχόλησης και όχι συντήρησης που τον θέτουν στην κατηγορία του πλεονάζοντος πληθυσμού ή όχι. Αλλά αυτό είναι πιο γενικό και αναφέρεται γενικά στην κοινωνική διαμεσολάβηση μέσω της οποίας το άτομο αναφέρεται και δημιουργεί τα μέσα της αναπαραγωγής του· με άλλα λόγια, τις συνθήκες παραγωγής και τη σχέση του μ’ αυτές”, (Grundrisse).

14 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο: floating.

15 “Ένας στους τρεις εργάτες στις ΗΠΑ είναι αυτοαπασχολούμενος (ελεύθερος επαγγελματίας)” http://blogs.wsj.com/atwork/2014/09/04/one-in-three-u-s-workers-is-a-freelancer.

16 “Ενάντια στον Διαμοιρασμό”, https://www.jacobinmag.com/2014/09/against-sharing.

17 Στμ. Αποδίδουμε έτσι τους αγγλικούς όρους entrepreneurialism και sharing economy.

18 “Ο ISIS αποπληρώνει φοιτητικά δάνεια για να δελεάσει και να στρατολογήσει Αμερικανούς”. http://dailycurrant.com/2015/01/20/isis-paying-off-student-debt-to-lure-american-recruits.

19 Όπως γράφει ο Αντόρνο: “Ο νομιναλισμός συνδέεται, ίσως, πιο βαθιά με την ιδεολογία από την άποψη ότι λαμβάνει το συγκεκριμένο [concretion] ως ένα δεδομένο που είναι αδιαμφισβήτητα διαθέσιμο· μ’ αυτόν τον τρόπο εξαπατά τον εαυτό του και την ανθρωπότητα υπονοώντας ότι η πορεία του κόσμου συμβάλλει με την ειρηνική καθοριστότητα [determinacy] του υπάρχοντος που απλά usurped από την έννοια του δεδομένου και smitten με αφαίρεση with abstractness”, (Αισθητική Θεωρία).

20 Στμ. Απόδοση του αγγλικού όρου communitarianism.

21 Στμ. Απόδοση του αγγλικού όρου tokenized.

22 Όπως γράφει ο Zamora: “οι κατηγορίες του ‘ανέργου’, ‘του φτωχού’, ή του ‘επισφαλούς’ αποσυνδέονται γρήγορα από το να γίνονται κατανοητοί με όρους εκμετάλλευσης στην καρδιά των καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων και βρίσκονται, οι ίδιες και η κατάστασή τους, να συλλαμβάνονται με όρους μιας σχετικής αποστέρησης (νομισματικής, κοινωνικής ή ψυχολογικής), αρχειοθετούμενες κάτω από τη γενική ταμπέλα του ‘αποκλεισμού’, της ‘διάκρισης’ ή μορφών ‘κυριαρχίας’”, Zamora, Daniel. “When Exclusion Replaces Exploitation”, http://nonsite.org/feature/when-exclusion-replaces-exploitation.

23 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο run-of-the-mill.

24 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο lawlike, δηλαδή που έχουν τη μορφή νόμου.

25 Στμ. Όχι τυχαία αυτή η φράση σχολιάζεται εκτενώς από τον Κώστα Παπαϊωάννου σε σχέση με την κατανόηση της εγελιανής διαλεκτικής από τον Μαρξ! Παραπομπές.

26 Στμ. Αποδοση του αγγλικού όρου facticity. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Γερμανό φιλόσοφο Φίχτε (1762-1814) και έχει μια ποικιλία σημασιών. Μπορεί να αναφέρεται σε γεγονότα και στην ιδιότητα να είναι κάτι γεγονός [factuality, πραγματικότητα], όπως στον θετικισμό του 19ου αιώνα, αλλά φτάνει να σημαίνει και αυτό που αντιστέκεται στην εξήγηση και την ερμηνεία στον Wilhelm Dilthey και τον νεοκαντιανισμό.

27 Πβλ. Gunn, Richard. “Σημειώσεις για την ‘Τάξη’”,http://www.richard-gunn.com/pdf/4_notes_on_class.pdf.

28 Στμ. Πολύ ενδιαφέρουσα διατύπωση για την τάξη ως σχέση.

29 Στμ. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θέση. Πρόκειται, θα λέγαμε, χωρίς να επεκταθούμε εδώ, για μια άμεσα υποτεινόμενη κατηγοροθεωρητική σύλληψη της τάξης ως σχέσης, ως κατηγορίας και όχι ως συνόλου με “μέλη”. Τάξη “χωρίς άτομα” (κατά το “τόπος χωρίς σημεία” της Θεωρίας τόπων, για παράδειγμα).

30 Είναι γι’ αυτό τον λόγο – δηλαδή το ταυτόχρονο του αφηρημένου και του συγκεκριμένου – που, εφεξής, θα αναφερόμαστε στην κατηγορία του “πλεονάζοντος πληθυσμού” ως την κατηγορία του “πλεονάζοντος προλεταριάτου”. Όπως σημειώνει ο Μαρξ στην εισαγωγή των Grundrisse, η κατηγορία του “πληθυσμού” – που προϋποθέτει ότι η κοινωνία είναι μια ποσοτική συλλογή μεμονωμένων ατόμων – είναι η ίδια μια “χαοτική” αφαίρεση της ταξικής σχέσης. Ο “πληθυσμός” είναι, συνεπώς, μια περίπλοκη υποκειμενικοποίηση μιας έννοιας στην οποία το παρόν κείμενο προσπαθεί να δώσει έμφαση όχι ως μια ταυτότητα αλλά ως μια δυναμική κοινωνική σχέση. Όσον αφορά τη χρήση του όρου “πλεονάζων πληθυσμός” από τον ίδιο τον Μαρξ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η επίκληση από αυτόν της κατηγορίας αυτής έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την αντιπαράθεσή του με τον Μάλθους και μια επιχειρηματολογία εναντίον του υπερπληθυσμού ως βιολογικής αναγκαιότητας. Ως τέτοια, ο Μαρξ θεμελιώνει την κατηγορία ώστε να τραβήξει την προσοχή πίσω στους ιστορικούς και κοινωνικούς καθορισμούς των φαινομένων του υπερπληθυσμού. Κατά κάποιο τρόπο, μπορεί να ειπωθεί ότι η κατηγορική χρήση από τον Μαρξ του “πλεονάζοντος πληθυσμού” είναι ένα είδος σφετερισμού του Μάλθους, δηλαδή μια πολεμική ιδιοποίηση των Μαλθουσιανών κατηγοριών της κλασσικής πολιτικής οικονομίας μέσω του αναποδογυρίσματός τους. Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που ο Μαρξ αναφέρεται στον σχετικό πλεονάζοντα πληθυσμό, μάλλον, παρά στον απόλυτο. Παραμένει ανοιχτό ερώτημα το πόσο σοβαρά θα έπρεπε κανείς να αντιπαρατεθεί με την ιδεολογική δύναμη των Μαλθουσιανών θεωριών υπερπληθυσμού αυτή τη στιγμή. Πρόκειται για μια θεμιτή διερεύνηση στον βαθμό που παραμένουν, υπόδηλα, μαλθουσιανές προϋποθέσεις για τα δημογραφικά ζητήματα εντός του κοινωνιολογικού λόγου που ουσιαστικά μυστικοποιούν τον ιστορικά συγκεκριμένο χαρακτήρα της παραγωγικότητας της εργασίας στην παραγωγή του πλεονάζοντος πληθυσμού. Ένα πιο τοπικό παράδειγμα θα ήταν ο λαϊκισμός που περιβάλλει την καταστροφή του περιβάλλοντος και την προσκόλλησή του σε ζητήματα κατανάλωσης και δημογραφικών μοτίβων, παρά στην πραγματική υπαγωγή της φύσης από τους προσδιορισμούς της αξιακής μορφής.

31 Davis, Mike. Planet of Slums. 2006.

32 Ανάλογα με την έκταση στην οποία η σχέση κεφάλαιο-εργασία, εκφραζόμενη η ίδια μέσα από το πλεονάζον προλεταριάτο, διαποτίζει τόσο τις σχέσεις μεταξύ των ατόμων όσο και τα άτομα τα ίδια, τα ακόλουθα άρθρα περιγράφει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τους ζοφερούς ορίζοντες της πάλης με το βάσανο της μερικής μόνο αναγνώρισης από το κεφάλαιο: “Οι νέοι άνθρωποι ‘αισθάνονται ότι δεν έχουν τίποτα για το οποίο να αξίζει να ζήσουν’” http://www.bbc.com/news/education-25559089 “Οι αυτοκτονίες στην Ισπανία καταγράφουν μέγιστο οκταετίας” http://www.zerohedge.com/news/2014-02-03/spanish-suicides-rise-eight-year-high, “Μήπως η δουλειά σε σκοτώνει; Στην Κίνα, οι εργάτες πεθαίνουν πάνω στα γραφεία τους”, http://investmentwatchblog.com/is-work-killing-you-in-china-workers-die-at-their-desks, “Η ελληνική κρίση στην ψυχική υγεία: καθώς η οικονομία καταρρέει, η κατάθλιψη και οι αυτοκτονίες εκτοξεύονται”, http://content.time.com/time/world/article/0,8599,2079813,00.html “Τα ποσοστά αυτοκτονιών αυξάνονται με την παγκόσμια οικονομική κρίση” http://www.medicalnewstoday.com/articles/266181.php, “Τα ποσοστά αυτοκτονιών αυξάνονται κατακόρυφα μεταξύ των μεσηλίκων” http://bigstory.ap.org/article/us-suicide-rate-rose-sharply-among-middle-aged, “Οι αυτοκτονίες τραπεζιών επιστρέφουν, http://www.zerohedge.com/news/2014-10-24/banker-suicides-return-dsks-hedge-fund-partner-jumps-23rd-floor-apartment.

33 Όπως γράφει ο Rocamadur από το Blaumachen, “[οι] επικίνδυνες τάξεςι του 21ου αιώνα δεν είναι το παραδοσιακά ορισμένο λούμπεν προλεταριάτο που, ως ένα μόνιμο περιθώριο του εφεδρικού στρατού εργασιάς, συνήθιζε να ζει στον κόσμο του, και συνεπώς αντιπροσώπευε ευθύς εξ αρχής κάτι “έξω” από την κεντρική καπιταλιστική σχέση. Το νέο ‘λούμπεν προλεταριάτο’ relation (οι νέες επικίνδυνες τάξεις) παρεισδύει/εισβάλλει από την κανονικότητα της μισθωτής σχέσης, ακριβώς επειδή το ‘κανονικό’ προλεταριάτο λουμπενοποιείται. Η κρίση από τη μια δημιουργεί μια απότομη/βίαιη φτωχοποίηση πολλών εργατών (όπως στην περίπτωση ολόκληρου του δυτικού κόσμου), υπό το βάρος της αυξανόμενης ανεργίας/περιστασιακής απασχόλησης και των χρεών (δάνεια τα οποία δεν μπορούν τώρα να αποπληρώσουν, κάτι που επιβαρύνεται από το γεγονός ότι αυτοί που έχουν στεγαστικά δάνεια δεν μπορούν πάντα να διεκδικήσουν επιδόματα ώστε να καλύψουν το κόστος της στέγασής τους) ή από περιορισμούς πρόσβασης στην πίστωση. Ακόμα περισσότερο, όμως, παράγει την αυξανόμενη λουμπενοποίηση του ίδιου του προλεταριάτου – μια λουμπενοποίηση που δεν εμφανίζεται ως εξωτερική προς τη μισθωτή εργασία αλλά ως το καθοριστικό της στοιχείο”. “Η Άγρια κατώτερη τάξη βγαίνει στους δρόμους”, (The Feral Underclass Hits the Streets), Sic Volume 2 (2014).

34 Η υπόθεση/πρόταση ότι η δυναμική του πλεονάζοντος προλεταριάτου εκφράζεται η ίδια μέσα από έμφυλες, φυλετικές και γενεαλογικές σχέσεις παραμένει ένα ανοιχτό ερώτημα προς διερεύνηση σε περαιτέρω συζητήσεις. Παρ’ όλα αυτά, κάποιες προκαταρκτικές παρατηρήσεις μπορούν να προσφερθούν ώστε να τροφοδοτήσουν/ωθήσουν τη θεωρητικοποίηση της έννοιας του πλεονάζοντος προλεταριάτου πάνω σε ήδη διατυπωμένες γραμμές: (1) όσον αφορά το φύλο, μπορεί να τεθεί ότι το πλεονάζον προλεταριάτο, ουσιαστικά στην ολότητά του, είναι φεμινιστικό, στον βαθμό που “η γενική τάση προς την ‘φεμινιστικοποίηση’ δεν είναι η εμφυλοποίηση της τυφλής ως προς το φύλο αγοράς, αλλά μάλλον η κίνηση του κεφαλαίου προς την χρησιμοποίηση φτηνής ευέλικτης εργατικής δύναμης υπό τις μεταφορντικές , παγκοσμιοποιημένες συνθήκες συσσώρευσης, όλο και περισσότερο ανειδίκευτης και “just-in-time”, “Η Λογική του Φύλου”, Endnotes τόμος 3 (2013) [στμ. Στα ελληνικά: ]. Εδώ μπορεί να ειπωθεί ότι η παραγωγή του πλεονάζοντος προλεταριάτου είναι ο “εκφεμινισμός” του ίδιου του προλεταριάτου. Μια τέτοια γραμμή σκέψης πρέπει επίσης να εξετάσει την επανα-ιδιωτικοποίηση της αναπαραγωγής και την ενεργοποίηση παραδοσιακών οικογενειακών ρόλων που συνεπάγονται από τις παρούσες εξελίξεις μετά την κρίση. (2) Ανάλογα, διαδικασίες φυλετικοποίησης μπορούν να κατανοηθούν από τις ανταγωνιστικές σχέσεις [εντός] του πλεονάζοντος προλεταριάτου. Μέσα από τη συνθήκη του πλεονάζοντος προλεταριάτου, η εργατική δύναμη χλευάζεται [taunted] από τα όρια της ίδιας της ανταλλαξιμότητάς της και αφήνεται με μια μη-πραγματωμένη αξία-χρήσης για το κεφάλαιο, μια κούφια υλικότητα που προσπαθά πενιχρά να συλλάβει την κοινωνική εγκυρότητα της ανταλλακτικής σχέσης για να βρεί, αντ’ αυτού, καταφύγιο στη φυσικοποίηση των φαινοτυπικών διαφορών. Περαιτέρω, μπορούμε να πούμε ότι οι μετανάστες και η εργασία τους είναι συστατικές των ίδιων των αγορών της παράτυπης/μαύρης εργασίας και συνεπώς δομικά απαραίτητες προσωποποιήσεις της συνολικής υποτίμησης της εργατικής δύναμης [στμ. Πολύ σημαντική θέση. Επιρρώνει την ιδέα ότι οι μεταναστευτικές “ροές” είναι πράγματι τροχιές μιας δυναμικής που ωθεί την εργατική δύναμη προς τις “πηγές” αξιοποίησης από το κεφάλαιο, είτε με “οικονομικά” είτε με βίαια-πολεμικά μέσα. Η δυναμική είναι από τις ζώνες συσσώρευσης με τον μικρότερο βαθμό-ένταση αξιοποίησης, άρα και τον μεγαλύτερο βαθμό υποτίμησης, στις ζώνες υψηλότερης αξιοποίησης. Το κεφάλαιο κάνει έτσι τους προλετάριους πραγματικά απρόσωπες μονάδες της δυναμικής της αναζήτησης της μεγαλύτερης εκμετάλλευσής τους]. Ως τέτοιο, το φυλετικοποιημένο εργατικό δυναμικό δεν αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο κατακερματισμό του προλεταριάτου αλλά είναι η παραγόμενη κοινωνική συγκεκριμενοποίηση/instantiation της δυναμικής του πλεονάζοντος προλεταριάτου εκφρασμένης μέσα από εθνοτικά, εθνικά και φαινοτυπικά χαρακτηριστικά. Πρβλ. R.L. “Inextinguishable Fire: Ferguson and Beyond” και “Burning and/or Demanding. On the Riots in Sweden”. Sic τόμες 3(αναμένεται). (3) Σε συμφωνία με τους τρόπους με τους οποίους εμφανίζεται η ουσία του πλεονάζοντος προλεταριάτου μέσα από γενεαλογικές ανισότητες, δείτε R.L. “Inextinguishable Fire: Ferguson and Beyond”, Sic τόμος 3 (αναμένεται) και “’Old People are Not Revolutionaries!’ Labor Struggles Between Precarity and Istiqrar in a Factory Occupation in Egypt”, http://www.focaalblog.com/2014/11/14/dina-makram-ebeid-labor-struggles-and-the-politics-of-value-and-stability-in-a-factory-occupation-in-egypt. Η περιγραφή του Μαρξ για τον επιπλέοντα πλεονάζοντα πληθυσμό στρέφεται συγκεκριμένα γύρω από την διαδικασία γήρανσης του εργατικού δυναμικού. Στην εποχή του, όταν οι εργάτες έφταναν σε μια ορισμένη ηλικία, δεν ήταν πια αρκετά ζωτικοί για να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της παραγωγικής διαδικασίας. Σήμερα, η κατάσταση έχει αλλάξει σημαντικά στον βαθμό που το κεφάλαιο έχει τώρα την ικανότητα να βολεύει τους ηλικιωμένους μέσα σε έναν τεράστιο τομέα υπηρεσιών για χαμηλά αμοιβόμενες και μερικής απασχόλησης δουλειές χωρίς κοινωνικά επιδόματα ή σύνταξη, ιδιαίτερα στις βιομηχανίες ταχυφαγείων. Πβλ. “Low-Wage Workers Are Older Than You Think”, http://www.epi.org/publication/wage-workers-older-88-percent-workers-benefit, “In Tough Economy, Fast Food Workers Grow Old”, http://www.nbcnews.com/feature/in-plain-sight/tough-economy-fast-food-workers-grow-old-v17719586.

35 Το αυξανόμενο κόστος των κρατικών δαπανών για την πρόνοια και η χρήση του από τους προλετάριους, που στόχευε στην αποσύνδεση του εισοδήματος από τους μισθούς, ήταν άλλη μια εκδήλωση/έκφραση της προλεταριακής αντίστασης/αψήφισης εκείνης της περιόδου.

36 Robert Kurz. “Double Devalorization”, https://libcom.org/library/double-devalorization-robert-kurz.

37 Για τη σύνδεση ανάμεσα στα υποτιμώμενα νομίσματα και τα μοτίβα μετανάστευσης από το πρώην Ανατολικό Μπλοκ, δείτε “Russian Rouble Crisis Poses Threat to Nine Countries Relying on Remittances”, http://www.theguardian.com/world/2015/jan/18/russia-rouble-threat-nine-countries-remittances.

38 Ένα πιο εντυπωσιακό παράδειγμα αφορά εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες οι εργοδότες διαδίδουν πολιτικές σύνδεσης του ύψους των μισθών με τα κέρδη κάτω από την αστεία ταμπέλα/ρουμπρίκα της καταπολέμησης της ανισότητας. Πρβλ. “Fiat Chrysler CEO Takes Aim at Two-Tier Wages for UAW Workers”, http://www.wsj.com/articles/fiat-chrysler-ceo-takes-aim-at-two-tier-wages-for-uaw-workers-1421080693, “Fiat Chrysler Sets Bonus Scheme for Italian Workers”, http://www.thelocal.it/20150417/fiat-chrysler-sets-bonus-scheme-for-italian-workers.

39 Για μια συζήτηση αυτού του ζητήματος σε σχέση με την ιστορική απαρχαίωση της μορφής-κόμμα της οργάνωσης των εργατών δείτε Benanav, Aaron and Clover, Joshua. “Can Dialectics Break BRICS?”, South Atlantic Quarterly (2014).

40 Παγκόσμια Τράπεζα: “Ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, σύνολο (επί τοις εκατό % του συνολικού πληθυσμού, για ηλικίες άνω των 15) (εκτίμηση μοντέλου του ΔΟΕ, Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας)”, http://data.worldbank.org/indicator/SL.TLF.CACT.ZS/countries/CN?display=default.

41Μιζέρια και Χρέος”. Endnotes τόμος 2: Μιζέρια και η Αξιακή Μορφή (2010), στμ. Στα ελληνικά από τους φίλους του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015.

42 Για μια καλή σύνοψη για την αφετηρία του σύγχρονου λανθάνοντος πλεονάζοντος προλεταριάτου στην Κίνα, δείτε “Land Grabs in Contemporary China”, http://libcom.org/blog/china-land-grabs.

43 Είναι επίσης σημαντικό να θυμόμαστε ότι ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας ή κατάτμηση της συσσώρευσης του κεφαλαίου, μεταμορφώνει προφανώς επίσης την εσωτερική δυναμική δυναμική κεφαλαίου-εργασίας στις μεμονωμένες χώρες. Για πολύ καιρό, η Κίνα έπαιζε τον ρόλο μιας χώρας με χαμηλή οργανική σύνθεση με μεγάλες βιομηχανίες έντασης-εργασίας. Ενώ αυτό αλλάζει τώρα, η εκβιομηχάνιση της Κίνας τις τελευταίες δεκεαετίες εκφράζει επίσης την παραγωγή πλεονάζοντος προλεταριάτου στον υπόλοιπο κόσμο. Δημοφιλείς αφηγήσεις για την παγκόσμια οικονομία στη δεκεαετία του 2000 σταθερά θρηνούσαν για την φυγή κεφαλαίων δουλειών στον πυρήνα της εγχώριας βιομηχανίας προς τα ανατολικά, προς περιοχές μεγαλύτερης υποτίμησης της εργασίας [στμ. Θα λέγαμε ότι οι τροχιές της ροής του κεφαλαίου είναι αντίθετες από αυτές της ροής της εργατικής δύναμης – διαλεκτικά γαρ!]. Το αποτέλεσμα που παράχθηκε ήταν μια υποτίμηση της εργατικής δύναμης μέσα στις κατασκευαστικές βιομηχανίες της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ. Ως τέτοια, η προλεταριοποίηση του κινέζικου πληθυσμού – που είναι ταυτόχρονα και παραγωγή του δικού της πλεονάζοντος προλεταριάτου – είναι η έκφραση της παραγωγής πλεονάζοντος προλεταριάτου σε άλλα μέρη του πλανήτη.

44 Στμ. Και για να κάνει την εργασία πιο παραγωγική χρειάζεται περισσότερο κεφάλαιο, εξ ου και η ταυτολογία ή αντίφαση ή φαύλος κύκλος.

45 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο aporia, μια αξεδιάλυτη εσωτερική αντίφαση ή λογική διάζευξη, από την αρχαιοελληνική απορίααδιέξοδο (πόρος: διέξοδος) και δη το φιλοσοφικό αδιέξοδο, η κατάσταση κατά την οποία ο φιλόσοφος δεν μπορεί να δώσει απάντηση σε κάποιο φιλοσοφικό ερώτημα, επειδή έχει φτάσει σε μια αντίδαση ή επειδή δύο αντίθετες προτάσεις φαίνονται εξίσου πειστικές.

46 Αυτή η ιστορική στιγμή παρήγαγε – σε αντάλλαγμα της τεράστιας αύξησης της παραγωγικότητας και της μείωσης των τιμών των εμπορευμάτων, που προέκυψε ως αποτέλεσμα της μαζικής απαξίωσης του κεφαλαίου στην περίοδο του πολέμου – αυξημένη αγοραστική δύναμη και μεγαλύτερη ενσωμάτωση για το προλεταριάτο στις σφαίρες της κατανάλωσης. Αν και αυτό αντανακλάστηκε ως μια σχετική μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης στην συνολική παραγώμενη κοινωνική αξία, προξένηση περιστασιακά μια απόλυτη αύξηση της πραγματικής αξίας των μισθών. Αυτή η τάση συνοδεύτηκε, επιπρόσθετα, από άμεσες επιδοτήσεις στην σφαίρα της παραγωγής καθώς και ως μια αύξηση στον έμμεσο μισθό του προλεταριάτου, το οποίο απέκτησε έτσι τις πολυτέλειες μιας ελαφράς αύξησης στην τιμή της εργασίας του πάνω από το ελάχιστο αναγκαίο για την αναπαραγωγή αυτής της εργασίας, καθώς και διάφορα συμπληρώματα όπως δάνεια, πίστωση και επιδόματα πρόνοιας και σύνταξης.

47 Για κάποιες χρήσιμες σκέψεις σχετικά με τις προοπτικές του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, δείτε Cognord: “Είναι εφικτό να κερδίσεις τον πόλεμο αφού έχεις χάσει όλες τις μάχες;”, http://www.brooklynrail.org/2015/02/field-notes/is-it-possible-to-win-the-war-after-losing-all-the-battles.

48 Για ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα στην Ισπανία, δείτε “Η ισπανική κυβέρνηση προετοιμάζει καιν ούριο νόμο εθνικής ασφάλειας”, https://www.wsws.org/en/articles/2015/02/11/spai-f11.html.

49 Το μόνιμο συναίσθημα της αγνόησης δυνητικά από τη διαδικασία εκμετάλλευσης εκφράζει τα δεινά προλετάριων που καταλαβαίνουν τον εαυτό τους ως μεσαία τάξη. Αυτό εκφράζεται ως πολιτικό πρόβλημα και συχνά ερμηνεύεται κάτω από την ταμπέλα της ιδιότητας του παγκόσμιου πολίτη [citizenry]. Τέτοια ήταν μια κεντρική δυναμική του κινήματος καταλήψεων των πλατειών το 2011, που είχαν οι ίδιες ως ερέθισμα ζητήματα αστικοποίησης, κρατικών υποδομών και καταστολής. Από την μια πλευρά, το κράτος χάνει τη δύναμη ενσωμάτωσης, και, από την άλλη, στα πολιτικά κινήματα διαμορφώνεται μια νέα μορφή πολιτικής διαμεσολάβησης. Γενικότερα, μπορούμε να πούμε ότι το κύμα αγώνων στο διάστημα 2008-2012 χαρακτηριζόταν συγκεκριμένα από μια αναμέτρηση με το κράτος ως του βασικού ανταγωνιστή τους.

50 Είναι γι’ αυτό τον λόγο, μεταξύ άλλων, που η περιστασιακή αντίληψη του Μαρξ για τον αντιδραστικό χαρακτήρα αυτού στο οποίο αναφέρεται ως λούμπεν προλεταριάτο εγγυάται μια επανεξέτασή της κάτω από τις παρούσες συνθήκες.

51 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο: Even those most satiated can be recalled at their worst.

52 Φυσικά, μπορεί να ειπωθεί ότι υπάρχει μια κανονιστική κατανόηση του προλεταριάτου ως πάντοτε ήδη κατακερματισμένου από την ίδια τη φύση του. Αυτό αναφέρεται σε μια γενική συνθήκη διαχωρισμού από τα μέσα παραγωγής και αναπαραγωγής καθώς και στις διάφορες διαμεσολαβήσεις της αξίας που καθιστούν τη δραστηριότητα του προλεταριάτου μια δύναμη αποξένωσης “πέρα και ενάντια στον εαυτό του”. Παρ’ όλα αυτά, όσο θεμελιώδεις κι αν είναι αυτές οι συνθήκες ως προαπαιτούμενα της σχέσης ανταλλαγής, αυτοί οι διαχωρισμοί δεν μας λένε τίποτα για την ιστορική ανάπτυξη του κατακερματισμού του προλεταριάτου μέσα στον καπιταλισμό την παρούσα στιγμή.

53 Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι αγώνες μέσα στη σφαίρα της παραγωγής δεν είναι πια σημαντικοί, αλλά μόνο ότι αποκτούν ένα καινούριο μέσα σε ένα αλλαγμένο πλαίσιο ταξικής σύνθεσης. Δεν μπορούν, συνεπώς, να κατανοηθούν ως μια επιστροφή στο παλιό εργατικό κίνημα. Το πιο σημαντικό ερώτημα στη θεώρηση τέτοιων αγώνες είναι κατά πόσον συνεπάγονται μια στιγμή άρνησης της ύπαξης της ταξικής σχέσης και των διαμεσολαβήσεών της ή όχι.

54 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο tangential.

55 Στμ. Όπως πολύ διορατικά είχαμε θέσει ως InMediasRes στην κουβέντα με θέμα: “Πού πήγαν οι αγώνες για το μεροκάματο;” πριν από τρία χρόνια! Στο ίδιο πνεύμα, οι αγώνες πχ. σχετικά με την κατοικία δεν είναι για τη μείωση των ενοικίων αλλά για την υπεράσπιση της μικροϊδιοκτησίας, γεγονός ανεξήγητο για τους εργατιστές autonome, που το ανακαλύπτουν τώρα στη σχετική αφίσα. Γενικά η ένδεια του εργατισμού συνίσταται ακριβώς στο να περιορίεται σε πικρές διαπιστώσεις για τις συνθήκες της αναδιάρθρωσης των οποίων την παραγωγή και γενεσιουργές αιτίες δεν μπορεί (ή δεν θέλει) να κατανοήσει, μένοντας να αναπολεί τις ένδοξες ημέρες ενός κινήματος και μιας τάξης που εξακολουθεί να αγιογραφεί και να εξυμνεί ως αφηρημένη ταυτότητα. Το “κανένα νοίκι στα χέρια ιδιοκτήτη” αποκτά ένα νόημα όχι τυχαία στο πλαίσιο της κρίσης στέγης που τροφοδοτεί το Airbnb, δηλαδή μια προχωρημένη συνθήκη της κρίσης αναπαραγωγής του προλεταριάτου, αλλά και πάλι κομματιών που δεν είναι ούτε ομοιογενή. Το όριο που ένας τέτοιος αγώνας μπορεί να αποκτήσει χαρακτηριστικά αμφισβήτησης της ιδιοκτησίας και άρα να διαχωριστεί από “διαταξικα” πλαίσιοα είναι ενδιαφέρον να δούμε πού μπορεί να προκύψει.

Βραζιλία: λαϊκή εξέγερση και τα όριά της

των Caio Martins and Leonardo Cordeiro1

Ο Ιούνιος του 2018 σηματοδοτεί τα πέντε χρόνια από το κύμα διαμαρτυριών ενάντια στην αύξηση στις τιμές των εισιτηρίων στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, που συντάραξε τους δρόμους εκατοντάδων πόλεων στη Βραζιλία το 2013. Στην καρδιά αυτών των ταραχών ήταν το Κίνημα Ελεύθερης Μετακίνησης (MPL), ένα αυτόνομο και οριζόντιο κοινωνικό κίνημα που δημιουργήθηκε το 2005 για την υπεράσπιση της δωρεάν μετακίνησης. Γραμμένο το 2014 από δυο αγωνιστές, που έφυγαν από την οργάνωση, το παρόν άρθρο αντανακλά τα όρια εκείνου του κύκλου διαμαρτυριών.

Ένας απολογισμός του κύκλου αγώνων για τη μετακίνηση με τα ΜΜΜ στο διάστημα 2003-2013, από τους Caio Martins και Leonardo Cordeiro2.

 

Αν αυξηθεί το εισιτήριο, η πόλη θα σταματήσει” προειδοποιούσαν οι αφίσες που είχαν κολληθεί εδώ κι εκεί πριν από έναν μήνα και καλούσαν σε κινητοποίηση στις αρχές του Ιούνη. Η πρώτη διαδήλωση έγινε την Πέμπτη και ήταν μια έφοδος στη ρουτίνα της πόλης με το μπλοκάρισμα μιας λεωφόρου στο κέντρο με φλεγόμενα λάστιχα. Αιφνιδιασμένη και αποπροσανατολισμένη, η στρατιωτική αστυνομία3 δεν μπορεί να την καταστείλει αποτελεσματικά και, καθώς οι διαδηλωτές σκορπίζονται και ανασυντάσσονται, η σύγκρουση απλώνεται σε μια αυξανόμενη ακτίνα, παρατείνοντας τη μάχη μέχρι μέσα στη νύχτα. Τα νέα της καταστολής και της σύγκρουσης διαδίδονται και το κίνημα καλεί σε μια καινούρια διαδήλωση για την επόμενη μέρα, στην οποία 5 χιλιάδες άτομα πορεύονται σε έναν από τους μεγαλύτερους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας αυτής της μητρόπολής χωρίς να συγκρουστούν με την αστυνομία.

Αυτή θα μπορούσε να είναι η περιγραφή των πρώτων στιγμών του αγώνα ενάντια στην αύξηση των εισιτηρίων των ΜΜΜ στο Σάο Πάολο το 2013, αλλά είναι επίσης η ίδια ακριβώς αφήγηση για τον αγώνα ενάντια στην αύξηση στη Vitória, στην πολιτεία του Espírito Santo, το 2011. Η αναλογία στο σενάριο δεν είναι μια σύμπτωση. Αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας κοινής στρατηγικής που οιοκδομήθηκε από αυτά τα κινήματα στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, στρατηγική που έχει στον πυρήνα της τις λαϊκές εξεγέρσεις ενάντια στην αύξηση των εισιτηρίων.

Κάθε χρόνο, οι κινητοποιήσεις ενάντια στις αυξήσεις των τιμών των εισιτηρίων αποδείχτηκαν να είναι όλο και πιο κεντρικές στους αγώνες στην πόλη. Από πόλεις μεσαίου μεγέθους μέχρι μεγάλες μητροπόλεις σ’ ολόκληρη τη χώρα, έχει οικοδομηθεί μια κουλτούρα αγώνα, σύμφωνα με την οποία κάθε προσπάθεια αύξησης των εισιτηρίων απαντιέται με διαμαρτυρίες. Αυτές μπορεί, για καιρό, να ήταν οι λίγες διαδηλώσεις οργανωμένες από την αριστερά των οποίων, όμως, η απήχηση και η λαϊκή υποστήριξη αύξαναν διαρκώς ώστε να καταλήγουν πάντα πολύ μεγαλύτερες απ’ ό,τι άρχισαν – αν και, φυσικά, συχνά δέχονταν την καταστολή.

Ενώ η άνοδος άλλων κινημάτων στις πόλεις – για παράδειγμα, για τη στέγαση – δύσκολα ξεπερνούσαν ποτέ τα όρια μιας καθορισμένης επικράτειας ή υπερέβαιναν τις τάξεις των εμπλεκόμενων οργανώσεων, στους αγώνες ενάντια στην αύξηση των εισιτηρίων οι κινητοποιήσεις τείνουν να απλώνονται σ’ ολόκληρη την πόλη, να γενικεύονται σαν μια εξέγερση. Αυτό συμβαίνει, ίσως, επειδή η μετακίνηση δεν είναι ένα πρόβλημα που περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή κατηγορία, αλλά είναι ένα ζήτημα που διαπερνά τη ζωή ολόκληρης της πόλης. Η εμπειρία του βασάνου που συγκεντρώνεται σ’ αυτό το πρόβλημα είναι κάτι που αντιμετωπίζεται από κοινού από τους εργάτες, μια κοινή ρουτίνα εκμετάλλευσης στην οποία είναι πιθανόν να αναγνωρίσει κανείς τον εαυτό του (ως τάξη;). Ξεκινώντας από ένα κοινό συναίσθημα, η εξέγερση έρχεται από τις δημόσιες μετακινήσεις: εκρήγνυται, σαν μια κοινή δράση, σε λεωφορεία που καίγονται, σε σπασμένες περιστρεφόμενες εισόδους ή σε κατειλημμένες ράγες.

Εξέγερση” ήταν ακριβώς το όνομα που δόθηκε στα γεγονότα στο Σαλβαδόρ το 2003 και στην Florianópolis το 2004 και το 2005. Αποκαλύπτοντας τη δύναμη του μονοπατιού που άνοιγαν, η Revolta do Buzú (“Εξέγερση των Λεωφορείων”) και οι δύο Revoltas da Catraca (Εξεγέρσεις των περιστρεφόμενων εισόδων”) θέτουν το παράδειγμα για τους αγώνες ενάντια στις αυξήσεις των εισιτηρίων την τελευταία δεκαετία· μπαίνουν στο μαχητικό φαντασιακό ως ο ορίζοντας των κινητοποιήσεων για τις μετακινήσεις. Δηλώνοντας ρητά ότι ήταν αναγκαίο να “επαναληφθεί [αυτό που συνέβη] η Florianópolis εδώ” ή απλά αντανακλώντας τον εαυτό της σ’ αυτή τη μορφή πάλης σαν σημείο αναφοράς για διάχυση, κινήματα από διάφορες πόλεις της χώρας αντιλαμβάνονται σ’ αυτές τις εμπειρίες την αποκορυφωτική έκβαση που θα πρέπει να επιτευχθεί. Άρα, ανιχνεύουν σιωπηρά τα ίχνη της ίδιας στρατηγικής πάλης, έστω κι αν αυτό δεν διατυπώνεται πάντα.

Το εμβληματικό “δρομολόγιο” που συγκροτείται από μόνο του στο Σαλβαδόρ και την Florianópolis κουβαλά κάποια στοιχεία τα οποία θα επαναλαμβάνονταν τα επόμενα χρόνια, με ή χωρίς επιτυχία. Ο αστερισμός αυτών των στοιχείων συνθέτει την τακτική που εδώ αποκαλούμε “λαϊκή εξέγερση”: μια σύντομη αλλά εκρηκτική, έντονη, ριζοσπαστική και αποκεντρωμένη διαδικασία. Οι πρώτες διαδηλώσεις λειτουργούν σαν ένα έναυσμα κινητοποιήσεων που παρεκτείνουν τον έλεγχο όσων την ξεκίνησαν – και οι οποίοι χάνουν κάθε ικανότητα να την ανακόψουν. Υπάρχει μια κλιμάκωση άμεσων δράσεων: μαζικές καταλήψεις και μπλοκάρισμα σημαντικών αρτηριών της πόλης, συγκρούσεις με την αστυνομία, επιθέσεις σε ατομικές και δημόσιες ιδιοκτησίες, λεηλασίεςσ. Πλήττοντας την κυκλοφορία της αξίας και λανσάροντας μια απειλή χάους – διάχυτη ανυπακοή – οι διαμαρτυρίες, που δεν αντιστοιχούν σε κάποιον αντιπρόσωπο με τον οποίον να είναι δυνατή μια διαπραγμάτευση, αναγκάζουν την κυβέρνηση να υποχωρήσει ώστε να μπορέσει να επανεδραιώσει την “τάξη”.

Το Σαλβαδόρ και η Florianópolis επαναλήφθηκαν με επιτυχία στις Vitória, Teresina, Porto Velho, Aracajú, Natal, Porto Alegre και Goiânia στα επόμενα χρόνια, μέχρι που οι [αυξήσεις στις] τιμές των εισιτηρίων ανατράπηκαν στο Σάο Πάολο, το Ρίο ντε Τζανέιρο και περισσότερες από 100 ακόμα πόλεις τον Ιούνιο του 2013. Μέσα από την οπτική όσων ήταν μάρτυρες αυτής της τελευταίας στιγμής, ιδιαίτερα στο Σάο Πάολο, αυτό το άρθρο στοχεύει να συλλάβει ολόκληρη τη διαδικασία.

Η κατεύθυνση της εξέγερσης

Αν, από τη μια πλευρά, οι κατευθυντήριες γραμμές της “λαϊκής εξέγερσης” επενδύουν στην απώλεια του ελέγχου και την εκρηκτικότητα, από την άλλη, εξαρτώνται, σχεδόν πάντα, από έναν πόλο του αγώνα εξαιρετικά οργανωμένο – μια οργάνωση που επεξεργάζεται και τυποποιεί το νόημα του αγώνα και εγγυάται κάποια συνοχή, επιτρέποντας στις κινητοποιήσεις να προχωρούν αυτόνομα ακολουθώντας την πρωταρχική κατεύθυνση: το αίτημα της ανάκλησης της αύξησης των τιμών των εισιτηρίων. Σύμφωνα με το αφήγημα που υιοθετήθηκε από το Movimento Passe Livre (MPL)4, ήταν ακριβώς επειδή δεν διέθετε έναν τέτοιο αρθρωμένο πόλο που η Revolta do Buzú δεν ήταν νικηφόρα: ο κενός χώρος καταλήφθηκε από ηγέτες γραφειοκρατικοποιημένων φοιτητικών οντοτήτων και πολιτικών κομμάτων. Στην Florianopolis, μια ανεξάρτητη οργάνωση νεολαίας, που σχηματίστηκε από ένα σχίσμα μια τροτσκιστικής ομάδας του Εργατικού Κόμματος (PT) και συγχωνεύθηκε με αναρχικούς αγωνιστές του Indymedia, θα αναλάμβανε αυτόν τον ρόλο, εκπονώντας μια στρατηγική για την επίτευξη της νίκης. Ήταν η Passe Livre Campaign (Καμπάνια για την Ελεύθερη Μετακίνηση) – που αργότερα ονομάστηκε MPL – που στην εξέγερση του 2005 θα εκπλήρωνε, με όρους εκείνων των μαχητικών χρόνων, τον ρόλο μιας “καλής ηγεσίας”, που ήξερε πώς να “παίξει, να συνθέσει και να δημιουργήσει με τις πρακτικές που παράγονται με έναν αυτόνομο τρόπο από μια κοινωνική κινητοποίηση”:

Παραθέτουμε:

Όταν λέω για κατεύθυνση, δεν μιλάω για διαταγές ή υπακοή, ούτε για χειραγώγηση των μαζών. Μιλάω για μια ομάδα που σκέφτεται, σχεδιάζει, συζητά και μελετά τα κοινωνικά ζητήματα σχετικά με τον λαϊκό ξεσηκωμό καθώς και τα καθημερινά ζητήματα αυτής της εξέγερσης, ώστε να πετύχει τις απαιτήσεις του κινήματος. Παρ’ όλα αυτά, ένας τέτοιος ηγετικός ρόλος γίνεται αναγκαίος αν υποθέσουμε ότι, αν αφεθεί στην ίδια τη δυναμική της, η λαϊκή εξέγερση πιθανόν να μην είναι αποτελεσματική στην κατάκτηση των επιθυμητών επιτευγμάτων. Αυτή η κατεύθυνση, αυτή η αρθρωμένη, προωθητική και σκεπτόμενη ομάδα θα στόχευε, λοιπόν, στην αύξηση της πιθανότητας η λαϊκή εξέγερση να αντανακλάται στην εκπλήρωση της κατάκτησης των στόχων της (…) με μια συγκεκριμένη κοινωνική σύνθεση, η μόνη αποτελεσματική, εφικτή και επιθυμητή κατεύθυνση δεν είναι αυτή που προσπαθεί να πειθαρχήσει, να δώσει σχήμα ή να ελέγξει την κοινωνική συμπεριφορά προς ένα ιδεώδες αλλά αυτή που μπορεί να βρει και να θέσει σε μια “ενάρετη” ακολουθία τις διαφοροποιημένες – φαινομενικά ανταγωνιστικές και αυθόρμητες – πρακτικές που αναδύονται από το κοινωνικό κίνημα5.

Αυτή “η ομάδα που σκέφτεται, σχεδιάζει, συζητά και μελετά” τα κοινωνικά ζητήματα σχετικά με τις μετακινήσεις και τους αγώνες ενάντια στις αυξήσεις των εισιτηρίων θα σχεδιάσει, στη διάρκεια των κινητοποιήσεων τα βήματά της στους δρόμους “ώστε να ικανοποιηθούν τα αιτήματα” και, κατά καιρούς, αναλαμβάνει τον ρόλο της “παραγωγής” της εξέγερσης, με άλλα λόγια της δημιουργίας των συνθηκών μέσα από κινητοποιήσεις, αναταραχή και δουλειά προπαγάνδας και της παρακίνησης στις πρώτες διαδηλώσεις. Στη διάρκεια των διαμαρτυριών, η οργανωτική μορφή, που έχει οικοδομηθεί από τον οργανωμένο πόλο, εξασφαλίζει τη συνοχή ανάμεσα σε διαφοροποιημένες ακόμα και αντικρουόμενες πρακτικές (από βανδαλισμούς μέχρι “coxinhas6), κατευθύνοντάς τες προς έναν κοινό στόχο. Αυτή η στιγμή ελέγχου είναι ουσιαστική για την αντίθετή της, αυτήν της απώλειας ελέγχου.

Καθώς οι αγώνες ενάντια στην αύξηση των εισιτηρίων ξεσπούν σε ολόκληρη τη Βραζιλία, σχηματίστηκαν αρκετές ομάδες θέλοντας να αναλάβουν αυτόν τον κατευθυντικό ρόλο. Μια τέτοια θέση θα καταλαμβανόταν, πιο συγκεκριμένα, από τις διάφορες “επιτροπές αγώνα για ελεύθερες μετακινήσεις”, οι οποίες από το 2005 θα συναρθρώνονταν σε εθνικό επίπεδο, σχηματίζοντας το MPL. Το Κίνημα Ελεύθερης Μετακίνησης αναδύεται, λοιπόν, ως η κύρια οργανωμένη μορφή ενός ευρέως κοινωνικού κινήματος που προηγείται αυτού και το ξεπερνά, μορφοποιούμενο γύρω από μια κοινή εικόνα για τους αγώνες για τις μετακινήσεις (αρχές, προτάσεις, τακτικές, ιστορία, αισθητική) την οποία μοιράζονται και αρκετές άλλες οργανώσεις και κινήματα7. Γεννημένο από τον ενθουσιασμό της εξέγερσης, σαν μια προσπάθεια επεξεργασίας του νοήματος αυτών των εμπειριών, το MPL δείχνει, ταυτόχρονα, και πέρα από αυτές, αμφισβητώντας τον ίδιο τον ναύλο και το τωρινό μοντέλο μετακινήσεων. Επιπλέον, δεν αποτυγχάνει να εστιάσει κυρίως στους αγώνες ενάντια στις αυξήσεις των εισιτηρίων, σε μια μόνιμη ένταση ανάμεσα αντιδραστική διάσταση αυτών των διαδρομών και την κατασκευή ενός άλλου μεταφορικού συστήματος. Με αυτά τα μέσα, η συνάρθρωση σε εθνικό επίπεδο του αγώνα για δωρεάν μετακινήσεις παίρνει, με τον χρόνο, το σχήμα μιας συνάρθρωσης μεταξύ των επικεφαλής ομάδων στους αγώνες ενάντια στις αυξήσεις.

Ο ηγετικός ρόλος που αναλαμβάνεται στην εξέγερση έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της οριζοντιότητας και της αυτονομίας, τόσο αγαπητές στο MPL. Στην πάλη, λοιπόν, ενάντια στις αυξήσεις των εισιτηρίων, η μορφή της δεν μπορεί παρά να είναι αυτή μιας κατεύθυνσης που αρνείται τον εαυτό της, που δεν επιβεβαιώνει τον εαυτό της ως τέτοια, και μερικές φορές δεν βλέπει καν τον εαυτό της ως τέτοια· που δεν σκοπεύει στον πλήρη έλεγχο και, ακόμα περισσότερο, στοχεύει να χάσει εντελώς τον έλεγχο.

Έλεγχος και απώλεια ελέγχου

Ο Ιούνιος του 2013 στο Σάο Πάολο φαίνεται να είναι μια στιγμή κατά την οποία το κίνημα πιστεύει ότι έχει μια διαύγεια σε σχέση με το τι να κάνει κατά την εξέλιξη της εξέγερσης και, συνεπώς, αναλαμβάνει τον ηγετικό ρόλο με τον πιο συνειδητό και ορατό τρόπο. Η συλλογικότητα του MPL στο Σάο Πάολο (MPL-SP) θέτει στον εαυτό της το καθήκον να επεξεργαστεί μόνη της έναν λεπτομερή σχεδιασμό του αγώνα, βασισμένη στη δυναμική που θα μπορούσε να συλληφθεί από τις προηγούμενες συγκεκριμένες εμπειρίες: για να είναι πετυχημένος ο αγώνας θα έπρεπε να είναι ριζοσπαστικός, έντονος και αποκεντρωμένος. Δεν υπήρχαν ανοιχτές συνελεύσεις ή ένα πλατύ μέτωπο· οι “ομάδες” ήταν εξαιρετικά επιλεκτικές για να αποφευχθούν οι τριβές που αντιμετωπίστηκαν σε προηγούμενες διαδρομές. Οτιδήποτε έμοιαζε μη απαραίτητο στις κατευθυντήριες γραμμές που είχαν τεθεί έμεινε απ’ έξω ή αγνοήθηκε. Το δρομολόγιο κάθε διαδήλωσης, που είχε αποφασιστεί από την περιορισμένη ομάδα των μαχητών του MPL-SP, ήταν για τακτικούς λόγους μυστικό: ανακοινωνόταν σε κάποιες κοντινές οργανώσεις αλλά ποτέ δεν αποκαλυπτόταν στην τεράστια πλειοψηφία των διαδηλωτών. Και, παρ’ όλο που οι όροι “λαϊκή εξέγερση” και “απώλεια ελέγχου” εμφανίστηκαν στον δημόσιο λόγο του κινήματος ήδη από πρώτη μέρα, αυτή η μικρή ομάδα διατήρησε, παρά τη ρητορική, έναν σημαντικό έλεγχο πάνω στις διαδηλώσεις μέχρι και το απόγευμα της ανάκλησης του διατάγματος για τις αυξήσεις. Ακόμα και στην τεράστια πορεία της Δευτέρας 17 Ιουνίου – στην οποία συμμετείχαν περισσότερα από 1 εκατομμύριο άτομα, χωρίς υπερβολές – η ομάδα μπόρεσε να ακολουθήσει τη διαδρομή που είχε καθορίσει, χωρίζοντας τη δράση σε δυο μέτωπα που ξανασυναντήθηκαν στην Estaiada Bridge, παρά κάποιες άλλες διαιρέσεις. Στην πορεία τριών εβδομάδων πάλης, η πρώτη φορά που το MPL-SP απέτυχε να πραγματοποιήσει μια πορεία σύμφωνα με την προαποφασισμένη διαδρομή ήταν την επόμενη Τρίτη.

Στις 18 και 19 Ιουνίου, οι πορείες, στην πραγματικότητα, αποκεντρώθηκαν. Ταραχές και λεηλασίες σκεδάστηκαν σ’ ολόκληρη την πόλη. Το Κίνημα δεν κατάφερε καν να μπει επικεφαλής στην αρχή της διαδήλωσης και ήταν αδύνατον να ξέρει το καθετί που γινόταν. Ενώ εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέλαβαν την Λεωφόρο Paulista και την Consolação Street, το κέντρο του Σάο Πάολο έγινε ένα είδος απελευθερωμένης ζώνης: πολυάριθμα πλιάτσικα σε αλυσίδες καταστημάτων, ένα αυτοκίνητο του Record Television Network πυρπολήθηκε, βιτρίνες καταστημάτων και τραπεζών καταστράφηκαν. Αφού είχαν ρίξει την πύλη του Μεγάρου της πολιτειακής κυβέρνησης την προηγούμενη μέρα, οι διαδηλωτές προσπάθησαν να εισβάλουν στο Δημαρχείο, κατέστρεψαν τα παράθυρά του και έκαναν γκράφιτι στους τοίχους του· “αξιωματούχοι και σύμβουλοι του Δημάρχου πήραν οι ίδιοι όπλα και έστησαν οδοφράγματα”8.

Ταυτόχρονα, αλλά “εκτός κάμερας”, αυτόνομες διαδηλώσεις έλαβαν χώρα σε διάφορα σημεία στα προάστια της πόλης. Σιτς γραμμές Esmeralda και Rubi της CPTM (São Paulo Metropolitan Trains Company), εν μέσω διαφόρων διακοπών, οι επιβάτες κατέλαβαν τις γραμμές, έσπασαν τα τραίνα και σαμποτάρισαν τις γραμμές. Στην Cotia, σχεδόν πέντε χιλιάδες άτομα απέκλεισαν και τις δυο κατευθύνσεις της εθνικής Raposo Tavares. Διαδηλώσεις μπλοκάρισαν την Socorro Bridge και την οδό M’Boi Mirim Road. Στο Grajaú, ταυτόχρονα με ένα κύμα λεηλασιών, περισσότερα από 80 λεωφορεία καταστράφηκαν. Στην ανατολική ζώνη, οι συνέπειες ήταν τόσο μεγάλες που η εταιρεία East Autobus Consortium 4 έθεσε σε κυκλοφορία, την επόμενη μέρα, τον μισό στόλο των λεωφορείων. Στο Guarulhos, διαδηλωτές μπλοκάρισαν για ώρες την πρόσβαση στο Διεθνές αεροδρόμιο, ενώ στο Parelheiros ο κόσμος εισέβαλε και απέκλεισε την περιφερειακή οδό.

Βίαιη και διάχυτη, η κατάρρευση της τάξης που συμβαίνει με το ξέσπασμα της εξέγερσης, κουβαλά μαζί της μια πανίσχυρη “κλεφτή ματιά” στην πιθανότητα του κοινωνικού μετασχηματισμού. Περιγράφοντας αυτή τη στιγμή στην Florianópolis, το 2004, ένας αγωνιστής επιβεβαιώνει ότι “το τελεσίγραφο που δόθηκε από το κίνημα, η σύγκληση των τεράστιων διαδηλώσεων και η διάχυτη πολιτική ανυπακοή άφησαν την πόλη σε ένα πραγματικά προ-εξεγερσιακό κλίμα”. Τα λόγια του θα μπορούσαν εξίσου καλά να αναφέρονται στις τελευταίες μέρες του αγώνα στο Σάο Πάολο, σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα: “Ήταν δύσκολο να προβλέψει κανείς τι θα συνέβαινε (…) αν η άρχουσα τάξη δεν ανακαλούσε την αύξηση των εισιτηρίων”· “Η κατάσταση θα μπορούσε να ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο των συγκροτημένων (και αναξιοπαθούντων!) αρχών”9.

Γενική απεργία, καταλήψεις δημοσίων κτιρίων, η κατάληψη της πόλης με οδοφράγματα σε κάθε γειτονιά, απαλλοτρίωση του στόλου [των λεωφορείων]…αυτά είναι μερικά από τα αποτελέσματα που η λαϊκή ανάταση άνοιξε στην φαντασία εκείνο το απόγευμα της αναγγελίας της ανάκλησης των αυξήσεων. Είναι ακριβώς η απειλή ενός τεράστιου οργανωτικού άλματος από τους εργάτες που βάζει σε συναγερμό την άρχουσα τάξη – το “κοινωνικό χάος” χτυπά την πόρτα και πρέπει να περιοριστεί από την κυβέρνηση, εξ ου και η υποχωρητικότητα10. Η ιστορική τακτική των αγώνων ενάντια στις αυξήσεις των εισιτηρίων (τους οποίους αποκαλούμε “λαϊκή εξέγερση”) στοιχηματίζει πάνω σε μια τέτοια απειλή για την επιτυχία της αλλά, την ίδια στιγμή, εξαρτάται και από το να μην συμβεί. Για να πετύχει το κεντρικό της αίτημα, η εξέγερση πυροδοτεί μια εκρηκτική διαδικασία που απαραίτητα “φρενάρει” την στιγμή της κατάκτησης.

Αν η τακτική είναι αποτελεσματική, το οργανωτικό άλμα έχει ήδη γεννηθεί ευνουχισμένο και θα υπάρξει μόνο ως μια “ματιά”. Η σύντομη απώλεια εξουσίας στους δρόμους μας επιτρέπει να προειδούμε μιαν άλλη εξουσία, μια λαϊκή εξουσία, τόσο χειροπιαστή όσο ήταν ανεπίτευκτη εκείνες τις μέρες. Υπάρχοντας ακριβώς στην ένταση μεταξύ μιας υψηλής οργάνωσης μειοψηφίας και μιας ανοργάνωτης πλειοψηφίας, η λαϊκή εξέγερση περιορίζει τον εαυτό της. Την ίδια στιγμή που στην πάλη ενάντια στις αυξήσεις των εισιτηρίων στο Σάο Πάολο ο πληθυσμός ανέλαβε άμεση δράση πάνω στη ζωή του, δεν είναι λιγότερο αλήθεια ότι υπήρξε μια εντολή που αποφάσισε το τι να κάνει. Αν, μετά τον Ιούνιο, ένα μέρος της αριστεράς έκρινε ότι το πρόβλημα στη διαδικασία ήταν η έλλειψη μιας “επαναστατικής κατεύθυνσης”, σε μας το πρόβλημα φαίνεται να είναι το αντίθετο: στις εξεγέρσεις εναντίον των αυξήσεων των κομίστρων, αυτό που λείπει – και αυτό είναι που χαρακτηρίζει τις εξεγέρσεις – είναι η οριζοντιότητα, με άλλα λόγια, η άμεση εξουσία αυτών που ήταν στους δρόμους πάνω σ’ αυτό που έκαναν, κάτι που εξαρτάται από τις δομές που είναι ριζωμένες στην καθημερινή ζωή των εργατών.

Μεταξύ κυβέρνησης και κακής διακυβέρνησης

Με τα λόγια ενός αγωνιστή του MPL-SP:

Παραθέτουμε:

Σίγουρα, ο Ιούνιος δεν θα είχε συμβεί όπως συνέβη αν δεν υπήρχε αυτή η ομάδα ανθρώπων που ανέλυαν, σχεδίαζαν και γαμήθηκαν για να πετύχουν αυτοί οι σχεδιασμοί. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό σήμερα, αλλά αυτό ήταν κάτι που περιόριζε τα πράγματα να συμβούν με τον τρόπο που συνέβηκαν σε κείνο το πλαίσιο. Ήταν ένας περιορισμός ότι δεν υπήρχαν γειτονιές ή οργανώσεις από τους εργασιακούς χώρους που θα μπορούσαν να παρέμβουν σ’ αυτό που συνέβαινε σ’ ολόκληρη την πόλη (…) Ένας από τους αντικειμενικούς στόχους του MPL είναι η λαϊκή διαχείριση των μετακινήσεων, κάτι που προφανώς αυτή η ομάδα δεν θα μπορούσε να πετύχει, ακριβώς επειδή αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν υπήρχαν οργανώσεις σε κάθε γειτονιά που θα οργάνωναν οι ίδιες τις μετακινήσεις, οι οποίες δεν θα οργανώνονταν από άλλους11.

Ένας τέτοιος περιορισμός που υπόκειται των αγώνων είναι ο ίδιος ο περιορισμός του ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο η εξέγερση αναδύεται. Η “από τα κάτω” οργάνωση εξαφανίστηκε από την πολιτική πρακτική της βραζιλιάνικης αριστεράς χρόνια πριν. Η λαϊκή οργάνωση, που ήταν η βασική της γραμμή, ήταν ακριβώς το κόστος του κυβερνητικού σχεδίου που η αριστερά συνέλαβε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ήταν ένα κόστος που έπρεπε να πληρωθεί καθώς αυτό το σχέδιο εκτελούνταν: ανεβαίνοντας προς την κυβέρνηση, το PT κουβαλά μαζί του λαϊκά κινήματα και τα εισαγάγει όλο και περισσότερο στους μηχανισμούς διαχείρισης των κοινωνικών συγκρούσεων (από κυβερνητικά κανάλια “συμμετοχής” στον επεκτεινόμενο “Τριτογενή τομέα”). Δεν μας εκπλήσσει λοιπόν που η λέξη κλειδί είναι η συμπερίληψη/ένταξη. Σημαδεμένη από μια αυξανόμενη εγκατάλειψη της άμεσης δράσης και περιχαραγμένη από δημόσιες πολιτικές – συχνά αναπτυσσόμενες από την γνώση που έχει συσσωρευθεί από τους ίδιους τους αγωνιστές τους – λαϊκές οργανώσεις υποφέρουν από ένα “άδειασμα” που τις προσδένει με μια τεράστια κυβερνητική μηχανή12. Στο επίπεδο των απλών μελών θα συντηρούνταν μόνο “αντικειμενικοποιημένα” τμήματα εργατών, τυπικά εγγεγραμμένων και αντιπροσωπευόμενων – μεταχειριζόμενων σαν νόμισμα σε ένα ανταλλακτήριο γραφειοκρατιών.

Το γενικευμένο αίσθημα ανισχυρότητας, ριζωμένο στην ίδια την αριστερά, διαχέεται ανάμεσα στους εργάτες και βρίσκει απήχηση σε ριζοσπάστες και εκτός της κυβέρνησης. Υποστηριζόμενο από κλισέ ενός ντετερμινιστικού μαρξισμού (είτε πρόκειται για μια “ρεαλιστική” ανάλυση της κυβέρνησης είτε μια αριστερίστικη αμυντική αντιπολίτευση), η αδρανοποιητική συναίνεση του “συσχετισμού δυνάμεων” φυσικοποιεί την αδικία και τα δεινά: να μετράμε τις δυνάμεις μας απέναντι στο κεφάλαιο είναι χάσιμο χρόνου. Επιτελέστηκε μια πραγματική εξημέρωση: η “κριτική”, με τα λόγια του Paulo Arantes (στον οποίον βασιζόμαστε, κατά κάποιο τρόπο, για την παρούσα ανάλυση), επιτρέπεται “μόνο αν είναι εποικοδομητική και έχει την ένδειξη της χρηματοδοτικής πηγής της”13.

Σ’ αυτό το καταπληκτικό εργοστάσιο συναινέσεων και συγκαταβάσεων που έχει γίνει η χώρα”, τα γρανάζια της ένταξης συνδέονται τελικά με ένα σχέδιο “ένοπλου κατευνασμού”14. Τα θεσμικά κομμάτια δεν δουλεύουν χωρίς τους μηχανισμούς εξαίρεσης: αυτά τα δύο αλληλοσυμπληρώνονται στην προσπάθεια να κερδηθούν και να γίνει η διαχείριση των ατόμων, διαιρεμένων σε επικράτειες. Με τον χωρίς προηγούμενο πολλαπλασιασμό των τεχνολογιών κοινωνικού ελέγχου που βιώνει η χώρα, υπάρχουν “αστυνομικοί που διεκπεραιώνουν δραστηριότητες εκπαιδευτικών ή κοινωνικών λιετουργών, (…) διευθυντές τραπεζών που λειτουργούν σαν επιχειρηματικοί σύμβουλοι, έμποροι που γίνονται ταμίες τραπεζών, ηγέτες κοινοτήτων που τρέχουν κυβερνητικά προγράμματα, διευθυντές δημοσίων φορέων που διεκπεραιώνουν δραστηριότητες ιδιωτικών επιχειρήσεων”15.

Ήταν αναμενομενο ότι η απάντηση θα ερχόταν ως μια απώλεια ελέγχου. Για τις μικρές ομάδες που παρέμειναν στο αριστερό περιθώριο της κυβέρνησης, η πυροδότηση της ακυβερνησίας της εξέγερσης ήταν η δυνατότητα σύγκρουσης με την γιγαντιαία δομή διαχείρισης της ταξικής πάλης. Η βίαιη πολιτική έκρηξη στους δρόμους αρνείται τους μηχανισμούς συμμετοχής και αντιδρά στην ένοπλη καταστολή. Στο Σάο Πάολο, οι τακτικές του κινήματος υποτίθεται ότι εξελίσσονται ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν την στρατηγική διαλόγου που αναμένεται από έναν διαχειριστή της πόλης που ανήκει στο PT16.

Αν και χρειζόμαστε ακόμα να αναλύσουμε τη θέση των μετακινήσεων στη δομή διαχείρισης της πόλης και την άρνησή της, είναι φανερό ότι η εξέγερση εμφανίζεται ακριβώς ως μια καταστροφική κριτική, μια άρνηση της αδρανοποιητικής συναίνεσης. Μια εκρηκτική και βραχύχρονη αντίδραση, απαντά στο σχέδιο της αριστερής κυβέρνησης που είναι εντός της λογικής που εντυπώνεται στην κοινωνική πάλη: το θεαματικό, ο χρόνος των ΜΜΕ, η πτώση της δημοτικότητας. Η εξέγερση είναι, ίσως, το ανάποδο αυτής της αδρανοποίησης, η πολιτική μετάφραση αυτού του αισθήματος αβοηθησίας – τελικά, μια παραφωνία αντηχεί στην μονότονη παράλυση που τραγουδιέται από τους πιο διαφορετικούς μεταξύ τους πολιτικούς τομείς. Όμως, ως μια απλή ηχώ της ξεχασμένης δύναμης της εργατικής τάξης, μια φευγαλέα ματιά ενός πραγματικού ανταγωνισμού, η εξέγερση είναι περιορισμένη. Με το ένα (ή και τα δύο;) πόδια μέσα στην πολιτική του θεάματος, δεν μπορεί να πάει πέρα από την ανικανότητα.

Το νόημα της εξέγερσης

Η φαινομενική αμεσότητα της εξέγερσης, ένας χρόνος άμεσων γεγονότων, είναι επίσης ένας βαθιά διαμεσολαβημένος χρόνος – διαμεσολαβημένος από ένα θέατρο που διαδραματίζεται ξεχωριστά από την καθημερινή ζωή. Καθώς η εξεγερτική τακτική αρχίζει να κατευθύνει ολόκληρη την στρατηγική κατασκευή του MPL, αυτός ο επιταχυνόμενος ρυθμός μεταφέρεται στη ρουτίνα του κινήματος. Οι προσπάθειές τους συνοψίζονται, συνεπώς, επαναλαμβανόμενα στην προετοιμασία της κινητοποίησης, σε μια λογική “αγκιτάτσιας και προπαγάνδας”. Αν και αυτό εκμεταλλεύεται καλά την παιγνιώδη και αρτίστικη διάσταση, συχνά δεν πηγαίνει πιο πέρα από οξείες, ασυνεχείς, εκριζωμένες και διάσπαρτες παρεμβάσεις, χαρακτηριστικές μιας συγκεκριμένης ακτιβιστικής παράδοσης17. Χωρίς υποδομές από τα κάτω, ο σύνδεσμος ανάμεσα στους διαδηλωτές και την οργάνωση διαμεσολαβείται, στην πάλη ενάντια στις αυξήσεις των εισιτηρίων, σχεδόν αποκλειστικά από το διαδίκτυο, την τηλεόραση και τις έντυπες εφημερίδες. Η κεντρικότητα των ΜΜΕ στον τρόπο δράσης του MPL εμφανίζεται από την αρχή-αρχή του κινήματος, κληρονόμος του δικτύου του Indymedia (IMC), το οποίο ήταν για χρόνια τα κύριο μέσο εποικοινωνίας του, για να αντικατασταθεί αργότερα από το Facebook. Το 2013 αυτά τα ΜΜΕ – ελεγχόμενα κυρίως από την άρχουσα τάξη – ήταν το βασικό μέσο που χρησιμοποιήθηκε από το κίνημα για το κάλεσμα των διαδηλώσεων και την διάχυση των αιτημάτων και των θέσεών του.

Η ασθενικόττηα του δεσμού ανάμεσα στους δύο πόλους απειλεί μόνιμα την κατεύθυνση της εξέγερσης: το περιεχόμενό της μπορεί να γίνει αντικείμενο ιδιοποίησης – και τα ΜΜΕ είναι σε μια προνομιούχο θέση για κάτι τέτοιο. Έτσι συνέβη το 2013, όταν ο αστικός τύπος, αντιμέτωπος με την μαζικοποίηση των κινητοποιήσεων, δούλεψε για να αποδυναμώσει το αίτημα των “20 σεντς” εν μέσω της διάχυτης επίκλησης της διαφθοράς.

Αυτή η απώλεια νοήματος στοιχειώνει την απώλεια ελέγχου. Αν η κινητοποίηση ξεπερνά τον έλεγχο του MPL, πρέπει αναγκαστικά να ξεπερνά και την καθοδηγητική γραμμή που οικοδομήθηκε από την αρχή του κινήματος. Συνεπώς, κάθε φορά που το MPL επανεπιβεβαίωνε το μοναδικό νόημα των διαμαρτυριών, επανεπιβεβαίωνε τον εαυτό του ως την κατέυθυνση της διαδικασίας. Παρ’ όλα αυτά, η φευγαλέα ματιά της μετασχηματιστικής δύναμης, που η εξέγερση μάς επιτρέπει να έχουμε, πρέπει να πάει πιο πέρα από τα 20 σεντς – είναι μια δύναμη συνολικής αλλαγής. Συνεπώς, η έκρηξη της εξέγερσης είναι, επίσης, και μια έκρηξη νοήματος. Και, στον βαθμό που η εξέγερση πρέπει να “συγκρατηθεί”, η διατήρηση της κατευθυντήριας γραμμής (στην οποία είναι δεσμευμένο το MPL) θα παίξει επίσης έναν θεμελιώδη περιοριστικό λόγο. Μετά την μείωση των τιμών των εισιτηρίων, παραμένει μια κινητοποίηση χωρίς κατεύθυνση, της οποίας το νόημα θα αμφισβητηθεί εύκολα από τους παλιούς μεσάζοντες. Όμως, το αίτημα που πάει πιο πέρα από τα 20 σεντς, και το οποίο υπήρχε μόνο στην πάλη για τα 20 σεντς, είναι τώρα ένα τίποτα.

Τον Ιούνιο του 2013, η διαδικασία βρήκε το όριό της πολύ έντονα στο Σάο Πάολο – ακριβώς εκεί που τα “20 σεντς” καθόρισαν ξεκάθαρα την κατεύθυνση της εξέγερσης. Σε πολύ σύντομο διάστημα, η άμπωτη των κινητοποιήσεων του Σάο Πάολο χτυπά τις πόλεις στις οποίες οι διαδηλώσεις ξέσπασαν εξαιτίας των συνεπειών γεγονότων που διαδόθηκαν από τα ΜΜΕ. Παρ’ όλα αυτά, σε μέρη που ο στόχος των διαμαρτυριών ήταν πιο διάχυτος και μερικός, όπως το Ρίο ντε Τζανέιρο, το τέλος της διαδικασίας διυλήθηκε επίσης μέσα από μια μακρά εξισορρόπηση που κράτησε τους επόμενους μήνες. Καθώς οι δρόμοι του Ρίο ντε Τζανέιρο δεν έχουν κάποιο κυρίαρχο μήνυμα – η εξέγερση δεν ήταν μια τακτική σχεδιασμένη από μια ηγετική ομάδα με ένα ξεκάθαρο στόχο – δεν έχασαν και εντελώς το όποιο νόημα μετά την μείωση των εισιτηρίων.

Ο Ιούνιος πέρασε

Η τακτική επεξεργασία της λαϊκής εξέγερσης, που έχει αναπτυχθεί από το 2003, έφτασε στις έσχατες συνέπειές της. Το νέο μονοπάτι στης πάλης στις πόλεις που ξεδιπλώθηκε σε διαφορετικές εξεγέρσεις ενάντια στην αύξηση των εισιτηρίων φτάνει στο αποκορύφωμά του τον Ιούνιο. Φτάνοντας σε μια χωρίς προηγούμενο διάσταση, η οριστική επιτυχία της εξέγερσης ως μια τακτική το 2013 ήταν επίσης η ταυτόχρονα το “άδειασμα” αυτής της ίδιας τακτικής.

Στους αγώνες στους δρόμους, δεν μοιάζει δυνατόν να “τριπλάρουμε” τις κατασταλτικές δυνάμεις με τους ίδιους ελιγμούς των προηγούμενων χρόνων. Επιμονή σ’ αυτούς διαγράφει ένα σενάριο διαχείρισης των ταραχών, που είναι ήδη διάσπαρτο σ’ ολόκληρο τον κόσμο: ακόμα και οι πιο βίαιες διαμαρτυρίες, συνήθως περιχαρακωνόμενες πλέον και χειρουργικά περιοριζόμενες από την αστυνομία, δεν είναι πια τόσο ικανές να ταρακουνήσουν/διασαλεύσουν την τάξη. Από τις υπηρεσίες πληροφοριών μέχρι τη δικαιοσύνη, η κρατική καταστολή βελτιώνει το προϊόν της18. Οι διαμαρτυρίες μπαίνουν στους υπολογισμούς των πολιτικών, του τύπου και των ασφαλιστών. Οι συγκρούσεις με την αστυνομία, συνοψιζόμενες ως αβλαβής κόπωση, είναι τόσο άδειες όσο και το μοντέλο των “τεράστιων διαδηλώσεων” – που οργανώνονται από συνασπισμούς που δεν κουράζονται να αναζητούν τη σημαία κάτω από την οποία θα σφυρηλατηθεί ακόμα μια φορά “η ενότητα της αριστεράς”. Φαίνεται ότι μια εμμονή με το παρελθόν έχει απλωθεί, που εμποδίζει να προβάλλουμε στον ορίζοντα κάτι πιο πέρα από την απλή επανάληψη αυτού που έχει ήδη συμβεί: “Ο Ιούνης δεν τελείωσε”, “ταξίδια του Αυγούστου (sic)”, “Είμαι και πάλι στους δρόμους”, “θα ‘ρθουν κι άλλοι Ιούνηδες”…κοκ. Ο δρόμος ως αυτοσκοπός είναι ένα αδιέξοδο. Μια αρένα στην οποία η συμβολική διάσταση έχει πάθει υπερτροφία, στην οποία γινόμαστε μάρτυρες του στείρου θεάματος η-διαμαρτυρία-για-τη-διαμαρτυρία, όχι τόσο μακριά από το η-βία-για-τη-βία: αυτό που έχει σημασία είναι να “αμφισβητήσουμε το φαντασιακό”19.

Και δεν είναι μόνο στον ένα από τους πόλους της που η εξεγερσιακή τακτική “κάηκε”· το ίδιο συμβαίνει και με τον άλλο πόλο (την οργανωμένη συλλογικότητα): αποσπασμένη από τη διαδικασία της κινητοποίησης, η ομάδα που πήρε τον ηγετικό ρόλο, χάνει την αίσθηση της ύπαρξής της. Όταν οι τιμές των εισιτηρίων μειώνονται στο Σάο Πάολο και εκατοντάδες άλλες πόλεις, η οργανωτική μορφή της κατεύθυνσης της εξέγερσης ενάντια στις αυξήσεις των τιμών ολοκληρώνει την προσπάθειά της, η οποία σχεδιαζόταν κάθε χρονιά: να ανοίξει ένα ρήγμα στη συναίνεση. Προσανατολισμένη από και προς τις εξεγέρσεις, η φόρμα που υιοθετήθηκε από το MPL χάνει τη θέση της. Εξαιτίας αυτού, ίσως, πολλές από τις ομάδες που οδήγησαν μεγάλες διαδρομές αγώνων και πέτυχαν νίκες, επεδίωξαν στη συνέχεια να αναθεωρήσουν τη μορφή της λειτουργίας τους. Παρ’ όλα αυτά, είναι δυνατόν αν δει κανείς πρακτικές ενδεικτικές μιας ισχυρής τάσης επιμονής στον παλιό κατευθυντήριο ρόλο.

Από τη μια πλευρά, εκείνη η ομάδα που συνδεόταν με κάτι πολύ μεγαλύτερο από τον εαυτό της στρέφεται στη διατήρηση της ταυτότητας και της δομής της: για να συνεχίσει να υπάρχει, απομονώνει τον εαυτό της ακόμα περισσότερο από τους κοινωνικούς αγώνες και τους μαχόμενους, κλεινόμενη έτσι στον εαυτό της20. Από την άλλη πλευρά, επιταχυνόμενη από τον ρυθμό των γεγονότων στην εξέγερση, σπαταλά τυφλά τη δύναμή της στην ανυπομονησία να ανταποκριθεί στο αυξανόμενο φορτίο ενός πολιτικού παιχνιδιού στο οποίο μόλις πρόσφατα θεωρούνταν ένας πρωταγωνιστής – συμπεριλαμβανομένων αιτημάτων για συνεντεύξεις και τοποθετήσεις, ποικίλες προσυπογραφές εμφανίσεων και δράσεων, ακαδημαϊκής έρευνας, προσκλήσεων σε πάνελ και διαλέξεις, δημόσια και ιδιωτικά διαχειριστικά ενδιαφέροντα21. Η αναγνώριση από άλλους “πολιτικούς παράγοντες” μεταδίδει στην οργάνωση τη δυναμική αυτού του θεάτρου. Αν δεν μπορέσει να ανοίξει έναν καινούριο ορίζοντα για την ίδια, η οργάνωση θα προσκολληθεί αναπόφευκτα στο παρελθόν και θα επανεπιβεβαιώνει την νεκρή μορφή – μόνο ένα σύμβολο απομένει, ένα σημάδι που χρήζει διαχείρισης22.

Λέγοντας ότι η ιστορική τακτική της “λαϊκής εξέγερσης” ξεθωριάζει δεν σημαίνει με κανέναν τρόπο ότι ανακηρύσσουμε το τέλος της εξέγερσης – αυτή η άποψη που πάλλεται επί αιώνες μεταξύ των καταπιεσμένων. Το ακριβώς αντίθετο, [η εξέγερση] ποτέ δεν ήταν τόσο παρούσα: από τον Ιούνιο, η διάθεση σύγκρουσης έχει μόνο αυξηθεί. Αλλά τι οικοδομούμε πέρα από αυτή τη διάθεση; Εκατομμύρια κατέβηκαν στους δρόμους αλλά όταν πήγαν πίσω στα σπίτια τους, τις γειτονιές και τους χώρους δουλειάς τους, επέστρεψαν στη ρουτίνα των βασάνων και του εξευτελισμού (ίσως λίγο περισσότερο εξοργισμένοι;). Αν και έχει παραγάγει αντηχήσεις, η στιγμή της κινητοποίησης δεν μπορούσε να πάει πιο πέρα από τον εαυτό της, δεν βρήκε κάποια συνέχει σε μια στιγμή οργάνωσης.

Αν δεν αφήσαμε το 2013 με έναν εμπλουτισμό της μορφής οργάνωσης των “από τα κάτω”, ίσως η γη γι’ αυτή την οργάνωση να είναι τώρα πιο εύφορη, δείχνοντας προς κάτι ζωντανό, πέρα από τις νεκρές μέρα-με-τη-μέρα συναινέσεις και συμφωνίες, ο Ιούνιος έσπασε “τα μάγια”. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούσε να είναι μια ανίκανη άρνηση: με δυσκολία προβλέπουμε τη δυνατότητα ενός άλλου κόσμου. Πώς μπορούμε να κάνουμε αυτό που είδαμε ως έκλαμψη να περάσει από το δυνατό στο πραγματικό; Είναι τουλάχιστον εντελώς επιτακτικό να ξεπεράσουμε την κεντρικότητα της τακτικής της εξέγερσης και να διαμορφώσουμε μια ευρύτερη στρατηγική προοπτική, την προοπτική μιας πιο ικανής απόρριψης, ριζωμένης στην καθημερινή ζωή. Είναι αναγκαίο να οικοδομήσουμε αυτό που έγινε δυνατόν να φανταστούμε.

1 Μεταφρασμένο από εδώ: https://libcom.org/library/brazil-popular-revolt-its-limits.

2 Δημοσιευμένο αρχικά στο Passa Palavra (Revolta popular: o limite da tática). Η παρούσα είναι μια αναθεωρημένη έκδοση του ίδιου κειμένου που δημοσιεύτηκε στο “Junho: Potência das ruas e das redes” (São Paulo, Fundação Friedrich Ebert, 2014). Μεταφράστηκε στα Αγγλικά από τον Nilen Vergara και αναθεωρήθηκε από την Clara Spalic.

3 Σημείωσης της αγγλικής μετάφρασης: Στη Βραζιλία η αστυνομία είναι στρατιωτικοποιημένη. Σύμφωνα με την Wikipedia, “Η Στρατιωτική Αστυνομία (…) είναι ένας τύπος προληπτικής κρατικής αστυνομίας σε κάθε μια από τις πολιτείες της Βραζιλίας. Οι μονάδες της Στρατιωτικής Αστυνομίας, οι οποίες έχουν δικούς τους σχηματισμούς και κανόνες και στολές ανάλογα με την πολιτεία, είναι υπεύθυνες για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης σ’ ολόκληρη τη χώρας συμπεριλαμβανομένης της Ομοσπονδιακής Περιφέρειας και της πρωτεύουσάς της, της Μπραζίλια. Αναπτυσσόμενη αποκλειστικά να δρα αποτρεπτικά ενάντια στη διάπραξη εγκλημάτων, οι μονάδες της δεν διεξάγουν αστυνομικές έρευνες. Οι αστυνομικές και εγκληματολογικές έρευνες καθώς και η άσκηση διώξεων αναλαμβάνονται από την Πολιτική Αστυνομία [Civil Police]”.

4 Αυτό είναι το αφήγημα που εμφανίζεται, για παράδειγμα, στο άρθρο που υπογράφεται από το MPL του Σάο Πάολο στο βιβλίο Cidades Rebeldes [Εξεγερμέενς Πόλεις] (São Paulo, Boitempo, 2013). Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: αυτό το βιβλίο εκδόθηκε στη Γαλλία με τον τίτλο Villes rebelles (Paris, Éditions du Sextant, 2014) και το άρθρο του MPL μπορεί να διαβαστεί στα Γαλλικά στο: http://www.lcr-lagauche.org/a-lire-un-extrait-de-villes-rebelles.

5 Leo Vinicius. Guerra da Tarifa 2005, São Paulo, Faísca, 2005, σελ. 60-61.

6 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης: Υποτιμητικός όρος που χρησιμοποιήθηκε το 2013 αναφερόμενος στους πασιφιστές διαδηλωτές που κράταγαν στις διαδηλώσεις την εθνική σημαία της Βραζιλίας. Πριν από αυτό, ο όρος χρησιμοποιούνταν ευρέως ανααφερόμενος στους ασφαλίτες της Στρατιωτικής Αστυνομίας. Μετά τις διαδηλώσεις εναντίον της προέδρου Ντίλμα το 2015, χρησιμοοποιείται υποτιμητικά ως παρατσούκλι των δεξιών διαδηλωτών.

7 Για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα: το Movimento Não Pago (Κίνημα Δεν Πληρώνω) στο Aracajú· το Public Transportation Struggle Bloc στο Porto Alegre· την Καμπάνια Zero στο Μπέλο Οριζόντε· το Movimento Porrada no Busão (Κίνημα Χτύπα το Λεωφορείο) στο Porto Velho· τα κινήματα Pula Catraca (Πήδα τη Μπάρα), Contra Catraca (Ενάντια στη Μπάρα), Transporte Justo (Δίκαιη Μετακίνηση) και Contra a Passagem (Ενάντια στο Κόμιστρο) στην επαρχία του Σάο Πάολο· ανάμεσα σε αναρίθμητες άλλες επιτροπές, φόρουμ και μέτωπα αγώνα σκορπισμένα σ’ ολόκληρη τη χώρα.

8 Elena Judensnaider and others, Vinte centavos: a luta contra o aumento, São Paulo, Veneta, 2013.

9 Leo Vinicius, A Guerra da Tarifa, São Paulo, Faísca, 2005, σελ. 60-61.

10 Στην πρώτη “Εξέγερση ενάντια στις Μπάρες”, η απειλή ήταν ρητή: “Σχεδόν δυο εβδομάδες μετά την εξέγερση, φοιτητές έδωσαν ένα τηλεσίγραφο και κάλεσαν σε μια τεράστια διαμαρτυρία η οποία θα συγκέντρωνε περισσότερα από είκοσι χιλιάδες άτομα. Το κίνημα διέρρευσε προς τις αρχές ότι αν δεν υπήρχε ανάκληση της αύξησης των εισιτηρίων θα προσπαθούσαν να καταλάβουν το Δημαρχείο και το Επαρχείο, ανακηρύσσοντας μια δημοτική κυβέρνηση μέσα από λαϊκά συμβούλια. Μείγμα τσαμπουκά, στρατηγικής και ευφυΐας, η απειλή ήταν αποτελεσματική. Αντιμέτωπος με μια επικείμενη πορεία τεραστίων διαστάσεων και απρόβλεπτων συνεπειών, ένας ομοσπονδιακός δικαστής στην πόλη απλά ανακάλεσε την αύξηση, στιγμές μόλις πριν την διαδήλωση, ισχυριζόμενος ότι φοβόταν το “κοινωνικό χάος” που θα δημιουργούνταν από τις “μάχες στους δρόμους της Florianópolis” στη μάχη ενάντια στις ‘υπερβολικές τιμές που αποδίδονται στα ομαδικά εισιτήρια μετακίνησης’” (Pablo Ortellado, Um movimento heterodoxo, CMI Brasil, 2004, http://www.midiaindependente.org/en/red/2004/12/296635.shtml). Τον Ιούνιο του 2013, ακριβώς πριν την ανακοίνωση της ανάκλησης των αυξήσεων των εισιτηρίων στο Σάο Πάολο, η πρόταση για κάλεσμα σε μια γενική απεργία για την επόμενη εβδομάδα αντήχησε μεταξύ των πιο διαφορετικών αριστερίστικων οργανώσεων (η πρόταση είχε στην πραγματικότητα συνέπειες: μια τέτοια απεργία συνέβη, όντως, αλλά σαν μια φάρσα, αποσπασμένη από την εξέγερση).

11 Το σχόλιο είναι από τον σύντροφο Arabel, δημοσιευμένο σε μια ομάδα συζήτησης σε ένα κοινωνικό δίκτυο.

12 Το άρθρο “Estado e movimentos sociais” (“Κράτος και κοινωνικά κινήματα”) αντανακά πολύ βαθύτερα τη σχέση ανάμεσα στις αριστερές κυβερνήσεις και τα κοινωνικά κινήματα. Στο: http://passapalavra.info/2012/02/52448.

13 Paulo Eduardo Arantes. “Fim de um ciclo mental” [“Τέλος ενός πνευματικού κύκλου”] στο Extinção (São Paulo, Boitempo, 2007), σελ. 250, μεταξύ άλλων άρθρων και συνεντεύξεων συγκεντρωμένων στον ίδιο τόμο, ιδιαίτερα στα μέρη 3, 4 και 5. Δείτε επίσης “O ‘pensamento único’ e o marxista distraído”, από τον ίδιο συγγραφέα (Zero à esquerda, São Paulo, Conrad, 2004). Σε μια συνάντηση με το κίνημα τον Ιούνιο, όταν ο δήμαρχος του Σάο Πάολο “ζητά τον καθορισμό μιας πηγής για το προϋπολογισμό της επιδότησης που απαιτούν (…) το MPL λέει ότι δεν είναι δουλειά του κινήματος να βρει τεχνικές λύσεις σε ένα κοινωνικό αίτημα” (Judensnaider, 2013). Για μια πιθανή αφετηρία της “κριτικής των προτάσεων” στη βραζιλιάνικη Αριστερά, δείτε τη σημείωση στο Passa Palavra http://passapalavra.info/2012/05/5/58422.

14 Συνεχίζουμε στο ίχνος του Paulo Arantes, τώρα με το δοκίμιο “Depois de junho a paz será total” [“Μετά τον Ιούνιο, η ειρήνη θα είναι πλήρης”,] στο τελευαταίο του βιβλίο O novo tempo do mundo [“Η νέα εποχή του κόσμου”] (São Paulo, Boitempo, 2014).

15 Livia de Tommasi and Dafne Velazco. “The Production of a New Discursive Regime About Slums in Rio de Janeiro and the Many Faces of Community-based Entrepreneurship”. Κείμενο που παρουσιάστηκε στην 35η συνάντηση Anpocs (Caxambu, 2011) και παρατίθεται από τονPaulo Arantes στο “Depois de junho será a paz total”.

16 Τον Απρίλιο του 2013, στη διάρκεια διαδηλώσεων του κινήματος για τη στέγαση, ο Fernando Haddad κατέβηκε από υπουργικό συμβούλιο και απευθύνθηκε στους διαδηλωτές, μετατρέποντας την ενέργεια αυτή σε μια πορεία. Στην πρώτη κύρια δράση του Ιούνη, η Δημοτική Αρχή περίμενε να λάβει μια “προμήθεια” για το κίνημα, για να το βάλει, προφανώς, “σε ένα αποπροσανατολιστικό τραπέζι διαπραγματεύσεων” (Judensnaider, 2013).

17 Το κίνημα ιδιοποιήθηκε και ανέπτυξε δαιφορετικούς τρόπους για να ταράζει την πόλη και να προπαγανδίζει τον αγώνα: δραστηριότητες στα σχολεία, φυλλάδια και μπροσούρες, επιθέσεις στις αρχές, αφίσες, συνθήματα στους τοίχους, catracaços (πήδημα πάνω από τις μπάρες), αποκαλύψεις στα κοινωνικά δίκτυα, δράσεις στα ΜΜΕ, μικρές πορείες, άρθρα και ανακοινώσεις τύπου, μεταξύ άλλων. Για μια πιο βαθιά κριτική στην ακτιβιστική κουλτούρα που κληροδοτήθηκε από το MPL, δείτε Felipe Corrêa, “Balanço crítico acerca da Ação Global dos Povos no Brasil” (δημοσιευμένο σε έξι μέρη στο Passa Palavra: http://passapalavra.info/2011/07/42773).

18 Για περισσότερα σχετικά μ’ αυτό το σενάριο, δείτε: “Chaos Theory“, αρχικά δημοσιευμένο στην Αστυνομική Επιθεώρηση και μεταφρασμένο από τον ιστότοπο Passa Palavra στα Πορτογαλικά (http://passapalavra.info/2014/03/92961) και: “A mais-valia relativa da polícia: sobre repressão e controlo social” στον ίδιο ιστότοπο (http://passapalavra.info/2014/04/93676). Περιττό να πούμε ότι η τακτική περικύκλωσης της αστυνομίας (Hamburger Kessel), μια καινοτομία της Στρατιωτικής Αστυνομίας του Σάο Πάολο το 2014, χρησιμοποιείται από το 2006 στην Σάντα Καταρίνα – όχι τυχαία, την πολιτεία στην οποία βρίσκεται η Florianópolis.

19 Οι διαμαρτυρίες και τα σπασίματα φαίνεται ότι έχουν συλληφθεί από την τακτική τους διάσταση και περιοριστεί σε μια καθαρά αισθητική διάσταση. Κάποια άρθρα αναφέρουν τα εξής: “Será que formulamos mal a pergunta?” της Silvia Viana (Cidades rebeldes, 2013), και “Agora só faltam 3 reais… e um imenso desafio” (http://passapalavra.info/2014/06/97065).

20 Και αυτό άσχετα από το μέγεθος της ομάδας, από το αν αποτελείται από τέσσερα άτομα ή σαράντα, από τη στιγμή που υπάρχει αυτό που ο Felipe Corrêa αποκαλεί “σπατάλη κοινωνικών δυνάμεων”: “υπάρχει ένας πλεονασμός διαδικασιών και δομών, κόσμος που κάνει μη απαραίτητα πράγματα, λίγα άτομα που ασχολούνται με σημαντικές δραστηριότητες (για παράδειγμα, δουλειά βάσης) κλπ.” (“Movimentos sociais, burocratização e poder popular. Da teoria à prática. 3) Mecanismos e processos de burocratização” at http://passapalavra.info/2010/11/31590).

21 Αυτή η διεστραμμένη στιγμή στην οποία “η κοινωνική βάση του αγώνα δεν ενδιαφέρεται πλέον για το κίνημα, αλλά ενδιαφέρονται οι δημόσιοι διαχειριστές”, είναι συχνά μια στιγμή “εσωτερικής κρίσης”: οι αγωνιστές “στρέφονται προς τα μέσα, προσπαθούν να συζητήσουν τις ελλείψεις και αδυναμίες που οδήγησαν σ’ αυτήν ή τουλάχιστον να διασφαλίσουν ό,τι απέμεινε. Ανταλλάσσονται κατηγορίες, ανακύπτουν τριβές και διαμάχες για την εξουσία. Αυτές οι συζητήσεις έχουν συνήθως ελάχιστο ενδιαφέρον για σε νέο κόσμο, κάτι που ενδυναμώνει το σενάριο απομόνωσης και χαμηλής συμμετοχής”. Δείτε το άρθρο “Buro-ácrata”, των Grouxo και Legume (http://passapalavra.info/2014/04/94231).

22 Όπως μπορεί να ειδωθεί, για παράδειγμα, σε ένα σημείωμα που δημοσιεύθηκε από την εθνική ομοσπονδία του MPLOn the Abbreviation Abduction”: http://saopaulo.mpl.org.br/2014/05/13/nota-da-federacao-nacional-do-mpl-sobre-o-sequestro-de-sigla.