Επανάσταση: πρόγραμμα ή κομμουνιστικοποίηση;

από το Agitations1

το κείμενο σε pdf

Σύμφωνα με τη θεωρία της κομμουνιστικοποίησης, που γεννήθηκε τη δεκαετία του 1970, το εργατικό κίνημα αρχικά επιβεβαίωσε τον εαυτό του θετικά, στη συνέχεια αποσυντέθηκε, σταδιακά, μέχρι τη δεκαετία του 1960, και όλα αυτά συνιστούν έναν κύκλο αγώνων που αποκαλείται “προγραμματισμός”.

Από την ανάδυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μέχρι σήμερα οι εργατικοί αγώνες και το όραμα της ανατροπής του καπιταλισμού, που αναδύεται από αυτούς, βασίζονταν στην αυτονομία και τη θετικότητα που οι εργάτες μπορούσαν να διατηρήσουν εντός της καπιταλιστικής σχέσης. Οι επαναστάσεις αυτής της περιόδου θα μπορούσαν να περιγραφούν ως προσπάθειες κατάργησης της καπιταλιστικής σχέσης με την επιβεβαίωση ενός από τους πόλους που την συγκροτούν: είναι η επιβεβαίωση του προλεταριάτου που συγκροτείται σε τάξη (στο Κόμμα, στα Συμβούλια ή την Αυτονομία), η επιβεβαίωση της εργατικής τάξης απέναντι στο κεφάλαιο και απέναντι στην αστική τάξη.

Στον Μαρξ η ταξική πάλη θεμελιώνεται πάνω στην αντίθεση εργασία-κεφάλαιο, τους δυο πόλους που επιδιώκουν να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους: οι καπιταλιστές να βγάλουν περισσότερα κέρδη και, συνεπώς, να αποσπάσουν το μέγιστο της υπεραξίας από τη δουλειά των προλετάριων, ενώ οι προλετάριοι να επιβιώσουν πουλώντας την εργατική τους δύναμη και, κάποιες φορές, παίρνοντας τα όπλα ενάντια στην καπιταλιστική αδικία (που στην αστική κοινωνία λέγεται δικαιοσύνη).

Στην λεγόμενη “προγραμματική” περίοδο, η επανάσταση κατανοείται ως ένα πρόγραμμα που εφαρμόζεται από το προλεταριάτο, το οποίο θα πρέπει να ασκήσει τη δικτατορία του πάνω στις αστικές αντεπαναστατικές δυνάμεις. Δημιουργήθηκαν “εργατικά συμβούλια” (ρωσικά Σοβιέτ το 1917, ιταλικά το 1921, ουγγρικά το 1956). Το σύνθημα “απελευθέρωση από την εργασία” εμφανιζόταν συχνά (ο άνθρωπος έπρεπε να βάλει ένα τέρμα στην αλλοτρίωσή του ως εργάτη και να ανακτήσει την αληθινή ανθρωπιά του). Οι κομμουνιστές με λενινιστική πίστη οραματίζονται μια περίοδο επαναστατικής μετάβασης και, στη συνέχεια, τον εκφυλισμό της δικτατορίας του προλεταριάτου και του “σοσιαλιστικού” κράτους ενώ οι αναρχοκομμουνιστές, ή οι θιασώτες της Λούξεμπουργκ, οραματίζονται μια γενικευμένη αυτοδιαχείριση των μέσων παραγωγής, μια “κοινωνία συνεταιρισμένων παραγωγών” κλπ.

Έτσι, το προλεταριάτο επενδύεται με μια επαναστατική φύση που το καθιστά αντίθετο στο κεφάλαιο και η οποία αλλάζει σύμφωνα με λιγότερο ή περισσότερο ώριμες ιστορικές συνθήκες. Ο προγραμματισμός δεν είναι μόνο μια θεωρία, είναι, πάνω απ’ όλα, μέχρι τη δεκαετία του 19602, η πρακτική του προλεταριάτου με την οποία η άνοδος της τάξης στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι θετικά το βήμα για την επανάσταση και τον κομμουνισμό.

Η πάλη των προλετάριων ανήκει, αρχικά, σ’ αυτό που ο Μαρξ ονομάζει στο Κεφάλαιο (Τόμος 1, κεφάλαιο 6) “τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο”. Με άλλα λόγια όταν η κυριαρχία των καπιταλιστών πάνω στους εργάτες είναι μόνο τυπική, δεν έχει ακόμα επιτευχθεί πλήρως το ρίζωμά της στην κοινωνία. Οι εργάτες μπορούν, σε μια επαναστατική κατάσταση, να συγκροτήσουν μια τάξη “διεαυτήν”, ικανή να ανεξαρτητοποιηθεί από την τάξη των καπιταλιστών που βρίσκεται απέναντί τους. Μια τέτοια κατάσταση διατηρήθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1920. Στη συνέχεια (και μέχρι τη δεκαετία του 1960) αυτή η κυριαρχία έχει γίνει σταδιακά “πραγματική” και οξύνθηκε, το εργατικό κίνημα ενσωματώθηκε πλήρως στον καπιταλισμό.

Στην περίοδο του προγραμματισμού, ενώ οι καπιταλιστές στόχευαν στη γενίκευση της μισθωτής εργασίας, “το προλεταριάτο έκανε την επανάσταση – την κατάληψη της εξουσίας από το ίδιο – να εξαρτάται από μια ωρίμανση των αντικειμενικών (η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων) και των υποκειμενικών συνθηκών (τη βούλησή του και την ταξική του συνείδηση)”. Οι προλετάριοι που επεδίωκαν να κάνουν την επανάσταση είχαν ως φιλοδοξία και στόχο τον έλεγχο της κίνησης της καπιταλιστικής αξίας και σκέφτονταν την κατάργηση της μισθωτής εργασίας με τη χρήση κουπονιών εργασίας στη θέση του νομίσματος. Επιπλέον, η επαναστατική θεωρία του προγραμματισμού δεν πήρε ποτέ υπόψη της την αντίθεση ανδρών/γυναικών και, συνεπώς, δεν μπόρεσε ποτέ να επιτεθεί στον τρόπο αναπαραγωγής του κεφαλαίου μέσω της δραστηριότητας της “γυναίκας”, αυτού του φύλου το οποίο κατασκευάζεται κοινωνικά για να αναπαράγει τη “ράτσα των εργατών”.

Αυτό λοιπόν που αμφισβήτησε το εργατικό κίνημα δεν ήταν το κεφάλαιο ως τρόπος παραγωγής αλλά μόνο τη διαχείριση της παραγωγής από το κεφάλαιο. Εναπόκειτο στους εργάτες να αποκόψουν την παραγωγική μηχανή από αυτή την παρασιτική τάξη και να καταστρέψουν το κράτος της για να οικοδομήσουν ένα άλλο, καθοδηγούμενο από το Κόμμα ,που είναι ο φορέας της συνείδησης, ή να υπονομεύσουν την εξουσία του αστικού κράτους οργανώνοντας οι ίδιοι την παραγωγή στη βάση, με όργανα τα συνδικάτα ή τα συμβούλια. Αλλά δεν έθεσαν ποτέ ζήτημα ούτε μπήκαν στον πειρασμό να καταργήσουν τον νόμο της αξίας3.

Καμμιά επίθεση εναντίον της παραγωγής για την αγορά ή εναντίον του μηχανικού εξοπλισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι προλετάριοι ήταν “λάθος” ή “σωστοί” δρώντας μ’ αυτόν τον τρόπο: έδρασαν όπως αντιστοιχούσε στην εποχή τους. Αν η επανάσταση του προγραμματισμού δεν πέτυχε αυτό οφείλεται, εν συντομία, στο ότι δεν μπόρεσε να επιτεθεί στην αναπαραγωγή της ίδιας της εκμετάλλευσης. Όποτε ανοιγόταν ένας καινούριος κύκλος αγώνων σε κάθε περίοδο, νέες επαναστατικές μέθοδοι προσφέρονταν στους προλετάριους αλλά κάθε φορά κατανικούνταν, και από τις εξεγέρσεις του 18ου αιώνα μέχρι τον άγριο ιταλικό Μάη, “προσπέρασαν” τους εργάτες όλου του κόσμου4.

Κάθε ιστορικός κύκλος της ταξικής πάλης επαναδιαμορφώνει το περιεχόμενο του κομμουνισμού και την μορφη της θεμελίωσής του στη βάση της ήττας του προηγούμενου κύκλου και της αναδιάρθρωσης της ταξικής σχέσης που προκύπτει από την ήττα αυτή, η οποία, με τη σειρά της, δίνει άλλο σχήμα στην ταξική σύνθεση του προλεταριάτου, τις μορφές της εκμετάλλευσής του, τις πρακτικές του στους άμεσους αγώνες, τις μορφές διαχείρισης της ταξικής πάλης από την πλευρά του Κράτους, την παγκόσμια δομή της συσσώρευσης. Κάθε ιστορικός κύκλος και αναδιαμόρφωση του περιεχομένου του κομμουνισμού δικαιολογείται θεωρώντας τα κάθε φορά ως το τελικό, πιο ώριμο και καθοριστικό επεισόδιο της ταξικής πάλης, έστω κι αν η ιστορία διαψεύσει κάτι τέτοιο5.

Τι να κάνουμε σήμερα, αν επιβεβαιώνουμε τον θάνατο του προγραματισμού; Πρέπει να θέσουμε την κομμουνιστική επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση, ως “την άμεση παραγωγή του κομμουνισμού: την αυτοκατάργηση του προλεταριάτου μέσω της κατάργησης του κεφαλαίου και του Κράτους”6. Και η επαναστατική θεωρία, αν δεν είναι πλέον μια θεωρία που θεμελιώνει ένα πρόγραμμα, πρέπει αναγκαστικά να γίνει πιο αφηρημένη στο παρόν και χωρίς τη δυνατότητα να θεμελιώσει μια στρατηγική πάνω στη βάση της συγκεκριμένης ιστορίας των προηγούμενων επαναστατικών κινημάτων (εξ ου η εσωτερική δυσκολία διάχυσής της και η παρακμή των ορθόδοξων μαρξισμών ως ετερόδοξων, εξαιρετικά απομακρυσμένων από την πραγματικότητα που βιώνουν οι εργαζόμενες μάζες καθώς και από την κατανόησή τους για την ταξική πάλη).

Η αποτυχία των μαρξιστικών “οικονομικών” θεωριών να κατανοήσουν την κοινωνική ακολουθία που είναι σε εξέλιξη από την αναδιάρθρωση του καπιταλισμού τη δεκαετία του 1970, έχει οδηγήσει σε ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον στην κριτική της οικονομίας ως τέτοιας. Δεν πρόκειται πλέον για την επιβεβαίωση της προλεταριακού υποκειμένου ως επαναστατικού υποκειμένου. Η επανάσταση δεν είναι πλέον η επειβεβαίωση αλλά η αυτοάρνηση του προλεταριάτου, το οποίο δυσκολεύεται να βρει ένα θετικό περιεχόμενο. Η εμπειρία μιας τέτοιας διαδικασίας απουσιάζει πικρά κι εμείς θα πρέπει αυτό να το αντιμετωπίσουμε.

Υπό τις παρούσες συνθήκες, οποιαδήποτε αναζήτηση για έναν ορισμό του κομμουνισμού θα πρέπει να έρθει αποφασιστικά σε ρήξη με όλες τις κατηγορίες που χρησιμοποιούνταν για την ανάλυση και την κριτική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτή η ρήξη, όμως, δεν είναι ένα αυθαίρετο άλμα σε μια ουτοπία που θρέφει τις μικρές δυσαρέσκειες με την τωρινή ατομική και συλλογική ζωή. Αντίθετα, βασίζεται στην πραγματικότητα της κρίσης των κατηγοριών του κεφαλαίου που εκδηλώνεται και θα εκδηλωθεί συγκεκριμένα στη βάση της “δραστηριότητας κρίσης” του προλεταριάτου. Είναι οι τρόποι της εξέγερσης του προλεταριάτου στη βάση του μπλοκαρίσματος της συσσώρευσης του κεφαλαίου που δίνει την κατεύθυνση του κομμουνιστικού ξεπεράσματος της καπιταλιστικής κρίσης7.

Να σκεφτόμαστε τον κομμουνισμό σήμερα σημαίνει να προάγουμε τολμηρές συλλήψεις, που έχουν ισχύ μόνο ως υποθέσεις, μόνο ως τρέχουσα κατανόηση της προλεταριακής δημιουργικότητας. Υπάρχει ένα θεμελιώδες χάσμα χρονικότητας ανάμεσα στη θεωρία και την προλεταριακή πρακτική. Η θεωρητική δραστηριότητα έχει πάντα μια υστέρηση, δεν μπορεί να πιστέψει ότι είναι ικανή να υπαγορεύσει στο προλεταριάτο πώς να δράσει, να το διαμορφώσει ώστε να κάνει την επανάσταση. Στο τέλος, οι αγώνες σχηματίζουν τη δική τους θεωρία, και είναι η αβέβαια αντιπαράθεσή τους με τη θεωρητική δραστηριότητα που θα οδηγήσει στην ανάδυση των κομμουνιστικών μέτρων. “Η σχέση ανάμεσα στους καθημερινούς αγώνες και το επαναστατικό πέρασμα είναι μια αληθινή ρήξη και ως τέτοια δεν υπάγεται σε κάποια συσσώρευση εμπειριών ή σε οποιαδήποτε διαπαιδαγώγηση”8.

Οι κομμουνιστές έχουν προσφέρει από τη δεκαετία του 1970 και μετά πολλές υποθέσεις, και μπορούμε να προσπαθήσουμε να φανταστούμε ποιο θα είναι το περιεχόμενο της κομμουνιστικοποίησης. Θα είναι η επέκταση της χαριστικότητας, της παραγωγής χωρίς παραγωγικότητα, η παραγωγή του κομμουνισμού από τον κομμουνισμό στην διαδικασία της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό9. Μ’ αυτή την έννοια, η “κομμουνιστικοποίηση” αντιτίθεται στην “κοινωνικοποίηση”, μιας και το ζήτημα δεν είναι η συγκέντρωση αγαθών της αγοράς αλλά η εύρεση νέων τρόπων να απαλλαγούμε από αυτά, προκειμένου να δημιουργηθούν μη εμπορεύσιμα αγαθά. Η κομμουνιστικοποίηση είναι το κίνημα της καταστροφής της ανταλλακτικής αξίας, και έτσι αυτό το κίνημα θάβει την ουσία του κεφαλαίου: την εργασία. Η κομμουνιστικοποίηση είναι η ελεύθερη δραστηριότητα των ανθρώπων κατά την πάλη τους ενάντια σ’ αυτό που τους χωρίζει.

Η ιδέα της υποτιθέμενης αξίας10 κυριαρχεί σε οποιαδήποτε αυτοανακηρυσσόμενη “αληθινή” επαναστατική θεωρία, που πιστεύει ότι γνωρίζει, από τα στοιχεία και τις κατηγορίες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, πώς να κάνει την επανάσταση. Αλλά ακόμα κι αν δεν έχουμε ένα επαναστατικό “πρόγραμμα”, παρεμβαίνουμε κάθε μέρα στην ταξική πάλη, ως προλετάριοι τουλάχιστον, αν όχι ως ακτιβιστές, κάποιες φορές. Ήδη, στις Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, ο Μαρξ ισχυρίζεται: “Η συζήτηση για την πραγματικότητα ή τη μη-πραγματικότητα μιας σκέψης που απομονώνει τον εαυτό της από την πρακτική είναι εντελώς σχολαστική”. Επίσης, όλοι έχουμε απαραίτητα μια θεωρία, επειδή όλοι μιλάμε για το μέλλον του κόσμου σήμερα11, με ή χωρίς μαρξιστικό “λεξιλόγιο” (στη δουλειά, στον καφέ, στην οικογένεια, με φίλους κλπ.). Η θεωρία είναι εκεί είτε μας αρέσει είτε όχι, ακόμα κι αν δεν έχει μια προκαθορισμένη χρησιμότητα.

Η θεωρία δεν είναι χρήσιμη, είναι αναγκαία, επειδή δεν είναι η προϋπάρχουσα θεωρία ενός στόχου ή μιας πρακτικής. Αλλά αυτό σημαίνει ότι είναι σταθερά και βαθιά εμπεδωμένη, ακόμα κι αν είναι, εξίσου σταθερά, κριτική. Δεν βρίσκεται ποτέ σε μια απλοϊκή θετική σχέση με τους ταξικούς αγώνες, είναι σε μια αγαπητική σχέση, συγχωνευτική και ανήσυχη12,13.

Στην πραγματικότητα, η κομμουνιστική θεωρία μιλά για τη ματαιότητα του αγώνα διαμαρτυρίας από μια επαναστατική οπτική και μας επιτρέπει να σκεφτόμαστε κριτικά τη διαταξικότητα και την εμμονή με την ιδιότητα του πολίτη14, που κυριαρχούν στους τωρινούς αγώνες. Ο θάνατος του προγραμματισμού δεν έγινε διά μαγείας, δεν εμφανίστηκε στο μυαλό θεωρητικών αποσυνδεδεμένων από την ταξική πάλη. Είναι το προϊόν της αναδιάρθρωσης της ταξικής σχέσης που συνέβη τη δεκαετία του 1970 και σηματοδοτείται από την κατάρρευση του μοντέλου του πλήρως απασχολούμενου και έμμισθου άντρα εργάτη, από την αύξηση της εργασίας των γυναικών, είτε ως μερικώς απασχολούμενων είτε ως προσωρινών, την αύξηση της υπεργολαβίας και το σπάσιμο των “εργατικών προπυργίων”. Η διαδικασία της κυκλοφορίας γίνεται εικονική μέσω της χρηματιστικοποίησης και η διάλυση του κράτους-πρόνοιας διαταράσσει την αναπαραγωγή της ταξικής σχέσης. Το κεφάλαιο, με την παγκοσμιοποίηση, δεν συσσωρεύεται πλέον αυστηρά σε μια εθνική επικράτεια, και ολόκληρο το φορντιστικό μοντέλο, που κυριαρχούσε μέχρι τότε, γίνεται ξεπερασμένο15.

Δεν χρειαζόμαστε ένα πρόγραμμα, χρειαζόμαστε ένα συνδικάτο. Αλλά σε ποια βάση; “Το συνδικάτο δεν είναι ένα μέσο για να κάνει την πάλη για αιτήματα πιο αποτελεσματική, μπορεί να υπάρχει μόνο πηγαίνοντας πιο πέρα από αυτή την πάλη, το συνδικάτο έχει ως περιεχόμενό του το ότι οι προλετάριοι δεν θέλουν πια να είναι προλετάριοι, είναι η αμφισβήτηση από το προλεταριάτο της ίδιας της ύπαρξής του ως τάξης: η κομμουνιστικοποίηση των σχέσεων ανάμεσα στα άτομα”16. Η κομμουνιστική επανάσταση είνα αρχικά η αυτοοργάνωση των εργατών, της προλεταριακής τάξης, που αγωνίζεται για να χειραφετηθεί από την εργασία και, συνεπώς, από την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Αλλά μια τέτοια αυτοοργάνωση δεν είναι αρκετή, έχει όρια. Πράγματι, ακόμα κι αν το προλεταριάτο αγωνίζεται χωρίς συνδικάτα ή κόμματα, συνεπώς χωρίς να αναθέτει την εκπροσώπηση της επαναστατικής του δέσμευσης σε κάποιους αντιπροσώπους, ακόμα κι η επαναστατική διαδικασία είναι αρκετά προχωρημένη, θα τείνει, από τη στιγμή που έχει αρκετή ισχύ, να αναπαράγει την καπιταλιστική σχέση κυριαρχίας. Η κομμουνιστική επανάσταση δεν μπορεί να είναι αυτοοργανωμένη μέχρι το τέλος, γιατί διαφορετικά θα γινόταν. αναπόφευκτα, μια αυτοδιαχείριση της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.

Το προλεταριάτο θα αντιμετωπίσει τότε μια αντίφαση ανάμεσα στην υπεράσπιση των ταξικών του συμφερόντων εντός του καπιταλισμού, και την αδυνατότητα για τον καπιταλισμό σε κρίση να ικανοποιήσει τα αιτήματά του, ώστε να διαιωνίσει την ίδια την αναπαραγωγή του ως μιαςράτσας εργατών”. Αυτή η φαινομενικά άλυτη αντίθεση μπορεί να λυθεί μόνο αν το προλεταριάτο έρθει αντιμέτωπο με τον εαυτό του, ως τάξη, κάτι που θα οδηγήσει στην αυτοάρνησή του. “Η τωρινή γενιά είναι σαν τους Εβραίους που ο Μωυσής οδηγεί μέσα από την έρημο. Δεν έχει απλά έναν καινούριο κόσμο να κατακτήσει, θα πρέπει να εξαφανιστεί για να κάνει χώρο για τους ανθρώπους αυτούς που θα μπορούν να σταθούν στο ύψος του καινούριου κόσμου” (Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία)17.

Είναι καταστρέφοντας όλες τις καπιταλιστικές κατηγορίες που θα γίνουμε αληθινά όλοι αυτόνομα άτομα χωρίς να υποτασσόμαστε σε οποιαδήποτε κοινωνική εξουσία. Η κατάργηση των κοινωνικών κατηγοριών που διαμεσολαβούν τις σχέσεις ανάμεσα στα άτομα, που είναι οι τάξεις, τα φύλα και οι φυλές, θα προκαλέσει την απαρχαίωση κάθε μορφής “κοινωνικής” οργάνωσης η οποία προσποιείται να παρεμβαίνει μεταξύ ατόμων, που ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο σχετίζονται μεταξύ τους είναι μέσω αυτής της κοινωνίας. Ο κομμουνισμός είναι η αμεσότητα – με την ετυμολογική έννοια του όρου – των κοινωνικών σχέσεων, επειδή είναι η άρνηση των μορφών κυριαρχίας που οδηγούν στην ανάδυση των κοινωνικών ομάδων (τάξεων, φύλων και φυλών).

M’ αυτή την έννοια “αν η αυτοοργάνωση είναι η πρώτη πράξη της επανάστασης, η επόμενη πράξη είναι εναντίον της”, και αυτή η ακολουθία είναι με άμεσο τρόπο κομμουνιστικά μέτρα, μέτρα ενάντια στη διαχείριση, νέες πρακτικές αγώνα, αντιεμπορευματικές, συνεπώς ανθρώπινες, ακόμα κι όσον αφορά τη βία που ίσως προϋποθέτουν και απαιτούν. Άμεσα κομμουνιστικά μέτρα;

Η καταστροφή της ανταλλαγής είναι οι εργάτες που επιτίθενται στις τράπεζες, εκεί που βρίσκονται οι λογαριασμοί οι δικοί τους και των άλλων εργατών, αναγκάζοντας έτσι τους εαυτούς τους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, είναι οι εργάτες που επικοινωνούν μεταξύ τους και που επικοινωνούν τα “προϊόντα” τους στην κοινότητα άμεσα και χωρίς μια αγορά, καταργώντας συνεπώς τους εαυτούς τους ως εργάτες, είναι η υποχρέωση ολόκληρης της τάξης να οργανωθεί για να φέρει τρόφιμα στους τομείς που πρόκειται να κομμουνιστικοποιηθούν κλπ. Δεν υπάρχει κανένα μέτρο που από μόνο του να είναι ο “κομμουνισμός”. Αυτό που είναι κομμουνιστικό δεν είναι η “βία” καθαυτή ούτε η “διανομή” της σαπίλας, που αυτή η ταξική κοινωνία μας αφήνει, ούτε η “κολλεκτιβοποίηση” των μηχανών για να ρουφούν υπεραξία, είναι η φύση του κινήματος που συνδέει αυτές τις δράσεις, όντας το υπόβαθρό τους, στην πραγματικότητα είναι στιγμές μιας διαδικασίας που μπορεί μόνο να κομμουνιστικοποιεί περισσότερο ή να συντριβεί18.

Από τη στιγμή που οι προλετάριοι κατανικούν τους νόμους της αγοράς, δεν μπορούν να σταματήσουν (ειδικότερα αφού έτσι το κεφάλαιο αποστερείται βασικών αγαθών και [της δυνατότητας] αντεπίθεσης). Κάθε κοινωνικό βάθεμα, κάθε επέκταση, δίνει σάρκα και αίμα σε νέες σχέσεις, κάνει εφικτή την ενσωμάτωση όλο και περισσότερων μη-προλετάριων στην τάξη των κομμουνιστών, η οποία συγκροτείται και την ίδια στιγμή διαλύεται, για να αναδιοργανώσει τις παραγωγικές δυνάμεις, να καταργήσει ακόμα περισσότερο κάθε ανταγωνισμό και διαίρεση ανάμεσα στους προλετάριους, να αποκτήσει μια στρατιωτική θέση και να δημιουργήσει από αυτή το περιεχόμενο και την πορεία της ένοπλης σύγκρουσής της με αυτούς που η τάξη των καπιταλιστών μπορεί ακόμα να κινητοποιήσει, να ενσωματώσει και να αναπαράγει στις κοινωνικές της σχέσεις19.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://agitationautonome.com/2019/01/06/revolution-programme-ou-communisation.

2 Théorie Communiste αρ. 26

3 François Danel, Rupture dans la théorie de la révolution (Ρήξη στη θεωρία της επανάστασης).

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: “et ce des révoltes du 18ème siècle au Mai rampant italien, en passant par les Internationales ouvrières”.

5 Il Lato Cattivo, Photos à travers la vitre.

6 Endnotes 1, Postface.

7 Bruno Astarian, Le Communisme, tentative de définition, (Ο κομμουνισμός, απόπειρα ορισμού).

8 Il Lato Cattivo, Photos à travers la vitre, (Εικόνες μέσα από το παράθυρο).

9 Στμ. Ο κομμουνισμός ως αυτοπροϋπόθεση.

10 Στμ. Στο πρωτότυπο: La théorie à valeur hypothétique prévaut sur toute théorie révolutionnaire auto-proclaméevraie”.

11 Στμ. Η θεωρία ως προεικόνιση, φαντασία.

12 Στμ. Στο πρωτότυπο: c’est une relation amoureuse, fusionnelle et rétive.

13 Théorie Communiste αρ. 25, σελ. 28.

14 Στμ. Στο πρωτότυπο: citoyennisme.

15 Στμ. Εξαιρετική συνόψιση της ουσίας αυτού που λέμε αναδιάρθρωση του κεφαλαίου μετά τη δεκαετία του 1970.

16 Meeting 2, Unification du prolétariat et communisation (Ενοποίηση του προλεταριάτου και κομμουνιστικοποίηση).

17 Στμ. Καρλ Μαρξ: Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2012.

18 Meeting 3, L’auto-organisation est le premier acte de la révolution, la suite s’effectue contre elle (Η αυτοοργάνωση είναι η πρώτη πράξη της επανάστασης, ό,τι ακολουθεί είναι εναντίον της).

19Roland Simon, στον ιστότοπο Des Nouvelles Du Front, http://dndf.org.