Ο Μαρξ και η κριτική της πολιτικής οικονομίας (επεισόδιο 3)

από το Agitations1

το κείμενο σε pdf

Τρίτο και τελευταίο επεισόδιο της σειράς άρθρων που είναι αφιερωμένη στην κριτική της πολιτικής οικονομίας από τον Μαρξ (επεισόδιο 1 και επεισόδιο 2). Μέχρι στιγμής, έχει συζητηθεί μόνο η ανάλυση της θεωρίας της αξίας και της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης στη διαδικασία της άμεσης παραγωγής. Τα συμπεράσματα των προηγουμένων επεισοδίων μπορούν να συνοψιστούν στα εξής δύο σημεία:

  • Η μορφή-εμπόρευμα είναι η ενότητα μιας αξίας χρήσης και μιας αξίας, αξίας που είναι έκφραση της αφηρημένης εργασίας.

  • Υπό τον καπιταλισμό, η υπερεργασία παίρνει τη μορφή υπεραξίας. Αυτή μπορεί να διακριθεί σε απόλυτη και σε σχετική υπεραξία.

Επιτρέψτε μας να προσθέσουμε ότι αυτή η δεύτερη πρόταση μάς υποδεικνύει ότι δεν μπορεί κανείς να καταλάβει πραγματικά την εκμετάλλευση υπό τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής χωρίς να εμπλέξει μια θεωρία της αξίας. Πραγματικά, η έννοια της υπεραξίας δεν δεικνύει τίποτα άλλο από την ιδιαίτερη φύση της αξίας που παράγεται από τους προλετάριους προς όφελος των καπιταλιστών. Αν, όμως, μείνουμε μόνο σε αυτές τις κατηγορίες, δεν μπορούμε να φτάσουμε σε μια πλήρη θεωρία της κοινωνικής ολότητας που συνιστά ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγς. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τις κατηγορίες με τις οποίες οι ίδιοι οι καπιταλιστές σκέφτονται τον κόσμο στον οποίο ζούν. Όπως έχουμε δει, οι διαδικασίες που περιγράφονται από την μαρξική θεωρία της αξίας λαμβάνουν χώρα “πίσω από την πλάτη των υποκειμένων” (δείτε Μέρος Ι). Για να ολοκληρωθεί η θεωρία σημαίνει, λοιπόν, να πάμε πίσω σ’ αυτό που συμβαίνει στη συνείδηση των πρωταγωνιστών, σημαίνει, για παράδειγμα, να κατανοήσουμε τις πραγματικότητες που συγκροτούν έννοιες που κινητοποιούνται από τους ίδιους τους καπιταλιστές, έννοιες όπως το “κόστος παραγωγής”, το “ποσοστό κέρδους” ή η “τιμή παραγωγής”. Τότε, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με καινούρια προβλήματα. Το πρώτο είναι ο λόγος ανάμεσα στο ποσοστό της υπεραξίας και το ποσοστό κέρδους. Το δεύτερο είναι αυτό του λόγου ανάμεσα στην αξία ανταλλαγής και την τιμή παραγωγής. Η επίλυση αυτών των δύο προβλημάτων θα μας οδηγήσει τελικά στην ανάλυση της τελευταίας κατηγορίας: αυτής του υπερκέρδους.

Ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός

Κόστος παραγωγής και ποσοστό κέρδους

Ο Μαρξ όρισε το κεφάλαιο ως μια διαδικασία αξιοποίησης της αξίας! Από μια δεδομένη ποσότητα χρήματος, ένα καπιταλιστής παίρνει μια μεγαλύτερη ποσότητα χρήματος. Αυτό είναι που υποδεικνύει το “κύκλωμα” Χ-Ε-Χ’ (χρήμα-εμπόρευμα-περισσότερο χρήμα). Όπως είδαμε προηγουμένως, αυτή την ποσότητα χρήματος, που είναι μεγαλύτερη από την ποσότητα χρήματος που καταβλήθηκε αρχικά, ο καπιταλιστής την αντλεί από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Τώρα, για να θέσει στην υπηρεσία του αυτή την εργατική δύναμη, με σκοπό την παραγωγή ενός συγκεκριμένου τύπου εμπορεύματος, ο καπιταλιστής δεν πρέπει μόνο να χρησιμοποιήσει ένα μέρος του κεφαλαίου του για την πληρωμή των μισθών, πρέπει να χρησιμοποιήσει και ένα άλλο μέρος για την πληρωμή των μέσων παραγωγής. Αυτά τα δύο μέρη (μισθοί και μέσα παραγωγής) αντιστοιχούν στην διαμέριση που είδαμε προηγουμένως ανάμεσα στο μεταβλητό και το σταθερό κεφάλαιο.

Για τον καπιταλιστή το ερώτημα αν είναι η εργατική δύναμη ή τα μέσα παραγωγής που είναι πηγή της υπεραξίας δεν έχει ενδιαφέρον. Γι’ αυτόν το μόνο ζήτημα είναι αν το κεφάλαιο που προκαταβάλει αρχικά θα του αποφέρει ένα σύνολο χρημάτων μεγαλύτερης αξίας. Αυτός είναι ο λόγος που ο Μαρξ λέει ότι η διαίρεση ανάμεσα σε σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο δεν χρειάζεται να υπάρχει για τον καπιταλιστή. Για να το πούμε με τεχνικούς όρους, ο καπιταλιστής δεν έχει καμμιά γνώση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου2, δηλαδή της διαφοράς ανάμεσα στο σταθερό κεφάλαιο, με άλλα λόγια τις μηχανές που φθείρονται σε έναν συγκεκριμένο αριθμό διαδικασιών στην παραγωγή και το κυκλοφορούν κεφάλαιο, με άλλα λόγια των μέσων παραγωγής που καταναλώνονται πλήρως σε μια και μόνη διαδικασία παραγωγής (πρώτες ύλες, καύσιμα κλπ.) και τους μισθούς.

Αν η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου δεν ενδιαφέρει τον καπιταλιστή, βλέπουμε τότε ότι δεν τον ενδιαφέρει ούτε η κατανομή της τιμής του εμπορεύματος σε c+v+s (σταθερό κεφάλαιο που μεταφέρεται στο εμπόρευμα + αξία που αντιστοιχεί στον μισθό + υπεραξία). Ο καπιταλιστής δεν διακρίνει στο πρϊόν το μέρος που αντιστοιχεί στο σταθερό κεφάλαιο c και αυτό που αντιστοιχεί στο μεταβλητό κεφάλαιο v, και τα δύο συντήκονται στην έννοια του κόστους παραγωγής.

Ποιο είναι λοιπόν το κόστος ενός εμπορεύματος; Δεν είναι άλλο από την αξία που ήταν απαραίτητη για να παραχθεί αυτό το εμπόρευμα. Αυτό το δεδομένο ενδιαφέρει τον καπιταλιστή για τον απλό λόγο ότι το κέρδος που αυτός αποκτά υποδεικνύεται από τη διαφορά ανάμεσα στο κόστος παραγωγής και την τιμή παραγωγής. Για τον καπιταλιστή, λοιπόν, η αξία του εμπορεύματος μοιράζεται σε κόστος παραγωγής + υπεραξία.

Στον βαθμό που ο καπιταλιστής δεν ενδιαφέρεται να ξέρει από πού προέρχεται πραγματικά η υπεραξία, θα συνδέσει αυτή την υπεραξία όχι μόνο με την αξία της εργατικής δύναμης αλλά με το σύνολο του προκαταβαλόμενου κεφαλαίου. Συνεπώς, η φόρμουλα που ενδιαφέρει τον καπιταλιστή δεν είναι αυτή που μετρά το ποσοστό της υπεραξίας (s/v), αλλά αυτή που συνδέει την υπεραξία με το συνολικό κεφάλαιο (s/C) και το οποίο ο Μαρξ ονομάζει ποσοστό κέρδους. Αν ανατμήσουμε τον τύπο του ποσοστού κέρδους, μπορούμε να δούμε ότι κρύβει μέσα του το ποσοστό υπεραξίας, αφού το συνολικό κεφάλαιο αντιστοιχεί στο άθροισμα του σταθερού (c) και του μεταβλητού (v) κεφαλαίου.

Ο τύπος του ποσοστού κέρδους (που εδώ ονομάζουμε p’) είναι λοιπόν:

p’=s/(c+v)

Ο Μαρξ λέει, λοιπόν, στη συνέχεια ότι το ποσοστό κέρδους είναι η “μυστικοποιημένη μορφή” του ποσοστού υπεραξίας, αφού κρύβει από τον καπιταλιστή το γεγονός ότι η υπεραξία προέρχεται μόνο από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, της οποίας η αξία αντιπροσωπεύεται από το v (το μεταβλητό κεφάλαιο).

Γενικό ποσοστό κέρδους και τιμή παραγωγής

Οδηγούμαστε τώρα να προσεγγίσουμε ένα από τα πιο ακανθώδη σημεία της μαρξικής θεωρίας της αξίας, αυτό του μετασχηματισμού των ανταλλακτικών αξιών σε τιμές παραγωγής. Στον πρώτο Τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ μας έχει ήδη προειδοποιήσει ότι στην πραγματικότητα τα εμπορεύματα δεν πουλιούνται ποτέ στην αυστηρή τιμή τους αλλά ότι, για τις ανάγκες της θεωρητικής έκθεσης, ήταν απαραίτητο να ληφθούν η αξία και η τιμή ως ταυτόσημες. Όμως, από τη δεύτερη ενότητα του τρίτου Τόμου, ο Μαρξ οδηγείται να άρει αυτή την ταυτότητα. Θα δούμε, λοιπόν, τώρα το γιατί.

Όπως έχουμε δει, το ποσοστό του κέρδους προκύπτει από τον τύπο s/(c+v). Ένας τέτοιος τύπος μας λέει από την αρχή ότι όσο περισσότερο αυξάνεται το c σε σχέση με το v, τόσο χαμηλότερο είναι το ποσοστό κέρδους3. Συνεπώς, για τρία κεφάλαια ίσης αξίας που απασχολούν εργασία με το ίδιο ποσοστό υπεραξίας, αλλά εμπλέκονται σε κλάδους της παραγωγής με διαφορετική οργανική σύνθεση, θα βρεθούμε απέναντι σε τρία διαφορετικά ποσοστά κέρδους.

Κεφάλαιο

ποσοστό υπεραξίας

παραγώμενη αξία

ποσοστό κέρδους

Α. 80c+20v

100%

120

20%

Β. 70c+30v

100%

130

30%

Γ. 85c+15v

100%

115

15%

Ξέρουμε ότι οι κλάδοι της παραγωγής στους οποίους μπορούν να εμπλέκονται οι καπιταλιστές έχουν πολύ διαφοροποιημένη σύνθεση, για τον απλό λόγο ότι η αξία των μέσων παραγωγής, που είναι αναγκαία για την παραγωγή συγκεκριμένων εμπορευμάτων, είναι μεγαλύτερη για κάποιους κλάδους σε σχέση με κάποιους άλλους. Στον πίνακά μας, βλέπουμε ότι ο καπιταλιστής Β χρειάζεται περισσότερους εργάτες για μικρότερο σταθερό κεφάλαιο σε σχέση με τον Α, ενώ ο καπιταλιστής Γ χρειάζεται ακόμα λιγότερους. Για να το θέσουμε με τεχνικούς όρους, βλέπουμε ότι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου Γ είναι μεγαλύτερη από αυτή των κεφαλαίων Α και Β.

Αυτό που επίσης δείχνει ο πίνακας είναι ότι οι καπιταλιστές που εμπλέκονται σε βιομηχανίες με υψηλή οργανική σύνθεση θα καταδικάζονταν σε χαμηλότερα ποσοστά κέρδους, αν τα παραγόμενα εμπορεύματα πουλιούνταν στην κανονική τους τιμή. Όμως, για τον Μαρξ, η ύπαρξη μιας τέτοιας ανισότητας, ανάμεσα στα ποσοστά κέρδους, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να θέσει υπό αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη του καπιταλιστικού συστήματος.

Εν ολίγοις, τα εμπορεύματα δεν μπορούν να πουλιούνται στην τιμή τους χωρίς αυτό να οδηγήσει σε πολύ μεγάλες ανισότητες στα ποσοστά κέρδους, ανισότητες από τις οποίες ο καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να επιβιώσει. Στην πραγματικότητα, οι καπιταλιστές προσελκύονται από τους κλάδους εκείνους της παραγωγής στους οποίους το ποσοστό κέρδους είναι το υψηλότερο δυνατό, και απωθούνται από εκείνους στους οποίους το ποσοστό κέρδους είναι χαμηλό. Αυτές οι διαρκείς μεταφορές κεφαλαίου οδηγούν σε μια τάση προς την εξίσωση των ποσοστών κέρδους. Επομένως, τα ποσοστά κέρδους κάθε κλάδου ανάγονται σε ένα γενικό ποσοστό κέρδους, που καθορίζεται από τον λόγο ανάμεσα στη συνολική υπεραξία που παράγεται από την εταιρεία και το σύνολο του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται για την παραγωγή αυτής της υπεραξίας. Πώς είναι αυτό δυνατόν;

Ένα εμπόρευμα αντιστοιχεί σε μια κοινωνική ανάγκη, απαντά σε μια έγκυρη απαίτηση4. Όσο πιο σημαντική η κοινωνική ανάγκη, τόσο πιο πιθανό είναι ότι τα εμπορεύματα αυτά θα πουληθούν σε μεγάλες ποσότητες. Η αυξανόμενη ζήτηση μπορεί, λοιπόν, να ενθαρρύνει τους καπιταλιστές να αυξήσουν τις τιμές. Αντίστροφα, όταν η ζήτηση είναι μειωμένη, οι καπιταλιστές αναγκάζονται να κατεβάσουν τις τιμές των εμπορευμάτων του ώστε να μπορούν να βρουν αγοραστή. Οι τιμές των εμπορευμάτων, λοιπόν, αλλάζουν σύμφωνα με την εναλλαγή προσφοράς και ζήτησης. Είναι μ’ αυτή την έννοια που μπορούμε εύλογα να μιλήσουμε, μαζί με τον Μαρξ, για έναν “μετασχηματισμό των ανταλλακτικών αξιών σε τιμές παραγωγής”.

Ισοδυναμεί, όμως, η επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος, με την άρνηση, στο σύνολό της, της θεωρίας της αξίας που έχει αναπτυχθεί; Για τον Μαρξ, ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Πράγματι, αν και ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης εξηγεί τις μεταβολές στις τιμές των εμπορευμάτων, δεν εξηγεί με κανέναν τρόπο τι είναι αυτό που καθορίζει αυτή την τιμή παραγωγής, από τη στιγμή που η προσφορά και η ζήτηση συμπίπτουν. Όταν η προσφορά και η ζήτηση αντισταθμίζουν η μια την άλλη, η τιμή παραγωγής των εμπορευμάτων συμπίπτει με την αξία τους, συνεπώς αντιστοιχεί στον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή τους.

Μέση τιμή και υπερκέρδος

Το να πούμε ότι η τιμή παραγωγής ενός εμπορεύματος διαφέρει περισσότερο ή λιγότερο από την αξία του, σημαίνει να ισχυριστούμε ότι η υπεραξία που αποσπάται από τον μεμονωμένο καπιταλιστή δεν αντιστοιχεί ακριβώς σ’ αυτήν που παράγεται από τους εργάτες τους οποίους απασχολεί άμεσα. Αν η τιμή παραγωγής ενός εμπορεύματος είναι μικρότερη από την αξία του, τότε ένα μέρος της υπεραξίας που παράγεται από τους εργάτες δεν συσσωρεύεται στον καπιταλιστή, που πουλά το εμπόρευμα, αλλά πέφτει στα χέρια ενός άλλου. Ανάλογα, ένας καπιταλιστής, που πουλά ένα εμπόρευμα με μια τιμή παραγωγής μεγαλύτερη από την αξία του, αποσπά την υπεραξία που έχει δημιουργηθεί από έναν άλλο καπιταλιστή. Πρέπει λοιπόν να ειπωθεί ότι υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο κέρδος και την υπεραξία. Το κέρδος που βγάζει ο καπιταλιστής δεν είναι ίσο με την υπεραξία που παράγεται από τους εργάτες που απασχολούνται άμεσα από αυτόν. Η τιμή παραγωγής δεν είναι το άθροισμα του κόστους παραγωγής και της υπεραξίας. Παραμένει λοιπόν να προσδιορίσουμε τους νόμους που ορίζουν την απόκτηση των ατομικών κερδών από τους καπιταλιστές. Ο Μαρξ επισημαίνει δύο: έναν νόμο που καθορίζει την απόκτηση ενός μέσου κέρδους και έναν άλλον, που καθορίζει την απόκτηση ενός υπερκέρδους.

Το μέσο κέρδος

Έχουμε δει ότι η μεταφορά κεφαλαίου ανάμεσα σε κλάδους της παραγωγής οδηγεί σε μια εξίσωση των ποσοστών κέρδους. Όλοι οι τομείς της καπιταλιστικής παραγωγής τείνουν σε ένα μοναδικό ποσοστό κέρδους: το γενικό ποσοστό κέρδους. Αυτό είναι δυνατόν στον βαθμό που τα εμπορεύματα δεν πουλιούνται στην αξία τους αλλά στην τιμή παραγωγής τους. Αν ένας εμπλέκεται σε μια βιομηχανία, έχει τότε κάθε λόγο να ελπίζει για ένα μέσο κέρδος, δηλαδή ένα κέρδος καθοριζόμενο από τον λόγο ανάμεσα στο κεφάλαιο που έχει επενδύσει και το γενικό ποσοστό κέρδους.

Ο τύπος που χρησιμοποιείται από τον Μαρξ για τον καθορισμό του μέσου κέρδους είναι ο ακόλουθος:

p = pr * p’

όπου p = μέσο ποσοστό κέρδους, pr = κόστος παραγωγής5, p’ = γενικό ποσοστό κέρδους.

Έτσι, αν ένας καπιταλιστής επενδύσει 100 ευρώ σε μια επιχείρηση και το ποσοστό κέρδους είναι 20%, το κέρδους που θα αποκτήσει θα είναι 100*(20/100) = 20 ευρώ.

Σ’ αυτή τη διαδικασία δεν λαμβάνουμε υπόψιν την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου μιας και, όπως έχουμε πει, με τον μετασχηματισμό των αξιών σε τιμές παραγωγής, τα κέρδη που αποσπώνται από τους μεμονωμένους καπιταλιστές δεν εξαρτώνται από την εργασία που θέτουν άμεσα υπό την απασχόλησή τους αλλά εξαρτώνται από το γενικό πσοσστό κέρδους.

Επομένως, το κεφάλαιο αυτό των 100 ευρώ μπορεί να διαιρεθεί ως 80c+20v, 70c+30v ή 85c+15v· αν το ποσοστό κέρδους είναι πάντα 20%, τότε το μέσο κέρδος θα είναι επίσης 20%.

Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει πώς ο μετασχηματισμός των αξιών σε τιμές επιτρέπει την εδραίωση ενός γενικού ποσοστού κέρδους κι ενός μέσου ποσοστού κέρδους:

Κεφάλαιο

Κόστος παραγωγής

ποσοστό υπεραξίας (100%)

Αξία

μέσο κέρδος

Τιμή

Α. 80c+20v

50

25

75

20%

75

Β. 70c+30v

70

20

90

20%

90

Γ. 85c+15v

45

15

60

20%

65

Στον πίνακα αυτό βλέπουμε ότι:


• Ο καπιταλιστής A πουλά τα εμπορεύματά του σε μια τιμή χαμηλότερη από την αξία τους (διαφορά -5)
• Ο καπιταλιστής B πουλά τα εμπορεύματά του στην τιμή της αξίας τους (η τιμή και η αξία είναι ίσες)
• Ο καπιταλιστής Γ πουλά τα εμπορεύματά του σε μια τιμή μεγαλύτερη από την αξία τους (διαφορά +5)

Συνεπώς, ο σχηματισμός του γενικού ποσοστού κέρδους υποδεικνύει ότι οι καπιταλιστές μπορούν να ελπίζουν ότι θα αποκτήσουν με το ίδιο κεφάλαιο το ίδιο ποσοστό κέρδους άσχετα από τον κλάδο στον οποίο επενδύουν. Εδώ, 100 ευρώ αρχικά καταβληθέντος κεφαλαίου μετασχηματίζονται σε 120 ευρώ.

Επιπλέον, βλέπουμε ότι ο καπιταλιστής Β πουλά τα εμπορεύματά τους στην ακριβή τιμή τους. Γιατί; Επειδή η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου του αντιστοιχεί στη μέση οργανική σύνθεση, αυτήν που καθορίζει το γενικό ποσοστό κέρδους. Τέλος, βλέπουμε ότι οι διαφορές μεταξύ αξίας και τιμής αντισταθμίζονται μεταξύ τους· για το ένα κεφάλαιο η διαφορά είναι -5, για το άλλο +5. Εδώ έχουμε λάβει υπόψιν μόνο τρεις κλάδους παραγωγής, αλλά για τον Μαρξ αυτή η αντιστάθμιση των διαφορών μεταξύ αξιών και τιμών επιτυγχάνεται πραγματικά μόνο μεταξύ όλων των κλάδων της καπιταλιστικής παραγωγής.

Αν, όμως, οι καπιταλιστές ικανοποιούνταν με την απόσπαση ενός μέσου κέρδους, δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε το φαινόμενο του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού. Αυτός μπορεί να κατανοηθεί μόνο με την ύπαρξη του υπερκέρδους.

Το υπερκέρδος

Ο στόχος όλων των καπιταλιστών είναι η απεριόριστη επιδίωξη κέρδους. Με κάθε μέσο, πρέπει από τα λεφτά να βγάλουν περισσότερα λεφτά. Θα μας εξέπλησσε, λοιπόν, πολύ αν οι καπιταλιστές ικανοποιούνταν μόνο με ένα μέσο κέρδος. Στην πραγματικότητα, κάθε ευκαιρία είναι καλή για την απόκτηση ενός κέρδους μεγαλύτερου από το μέσο κέρδος. Ο στόχος κάθε καπιταλιστή είναι να αποκτήσει το μεγαλύτερο μέρος της υπεραξίας που επιτυγχάνεται από ολόκληρη την εργατική τάξη. Ο Μαρξ ονομάζει υπερκέρδος αυτό το κέρδος που αποκτά ο καπιταλιστής νικώντας στον ανταγωνισμό με διάφορες τεχνικές παραγωγής ανώτερες από τον μέσο όρο. Πώς είναι αυτό δυνατόν;

Η εισαγωγή ενός καινούριου μηχανήματος θα αυξήσει την παραγωγικότητα, κάτι που θα έχει ως συνέπεια τη μείωση του αναγκαίου χρόνου για την παραγωγή εμπορευμάτων. Αλλά, όπως έχουμε δει, αυτό που καθορίζει την αξία των εμπορευμάτων είναι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας, που αντιστοιχεί στον μέσο βαθμό παραγωγικότητας. Έτσι, ένας καπιταλιστής που καταφέρνει και παράγει σε συνθήκες πάνω από τις μέσες συνθήκες, θα έχει τη δυνατότητα να επωφεληθεί περισσότερο από τους άλλους, κι αυτό γιατί μπορεί να πουλά τα εμπορεύματά του σε μια τιμή μεγαλύτερη από την ατομική τους αξία. Με όρους τιμών, αυτό ισοδυναμεί με το να πούμε ότι ο καπιταλιστής θα μετατρέψει ένα μέρος του κόστους παραγωγής του εμπορεύματος σε επιπλέον κέρδος ή υπερκέρδος.

Ο καπιταλιστής μειώνει τον αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή των εμπορευμάτων του, και, μ’ αυτόν τον τρόπο, και το κόστος παραγωγής κάθε εμπορεύματος, αν το πάρουμε ως μεμονωμένο εμπόρευμα. Όμως, στον βαθμό που πουλά τα εμπορεύματά του στην ίδια τιμή όπως και πριν, μέρος της αξίας που πήγαινε στο κόστος παραγωγής θα επιστρέψει τώρα ως υπερκέρδος.

Ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός, που εκδηλώνεται στην κούρσα για υπερκέρδος, συνιστά, λοιπόν, τον κινητήρα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ο στόχος των μεμονωμένων καπιταλιστών είναι να παράγουν όσο το δυνατόν περισσότερα σε όσο το δυνατόν συντομότερο χρονικό διάστημα ώστε να παραμείνουν μπροστά από τον ανταγωνισμό και να βγάλουν το μεγαλύτερο δυνατόν κέρδος. Αυτή η γενική κίνηση έχει, με τη σειρά της, ως συνέπεια να μειώνει τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή των εμπορευμάτων και, συνεπώς, να μειώνει την τιμή τους6.

Συμπέρασμα

Μπορούμε να συνοψίσουμε όσα προηγήθηκαν αντλώντας τα εξής συμπεράσματα:

Παρά τη μετατροπή των αξιών σε τιμές, ο νόμος της αξίας παραμένει ο νόμος που τελικά καθορίζει τις τιμές παραγωγής. Η προσφορά και η ζήτηση εξηγούν τις μεταβολές των τιμών αλλά, μόλις αντισταθμιστούν η προσφορά και η ζήτηση, η τιμή ενός εμπορεύματος καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή του.

Η διαμόρφωση του γενικού ποσοστού κέρδους μας δείχνει ότι οι καπιταλιστές δεν ενδιαφέρονται μόνο για την εκμετάλλευση των προλετάριων που έχουν άμεσα στη δούλεψή τους αλλά στην εκμετάλλευση ολόκληρου του προλεταριάτου7. Η υπεραξία που αποσπάται από τους μεμονωμένους καπιταλιστές δεν συσχετίζεται άμεσα με αυτήν που παράγεται από τους εργάτες που έχουν άμεσα στη δούλεψή τους: μπορεί να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη, και είναι μ’ αυτή την έννοια που το κέρδος καιη η υπεραξία είναι δυο διαφορετικές κατηγορίες.

2 Στμ. Η οργανική σύνθεση ορίζεται βασικά ως ο λόγος σταθερό/μεταβλητό κεφάλαιο (c/v).

3 Κι αυτό είναι το πρόβλημα σήμερα για το κεφάλαιο: ότι για να αυξήσει το ποσοστό εκμετάλλευσης και το ποσοστό κέρδους θα πρέπει να αυξήσει την παραγωγικότητα μέσω της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, δηλαδή μέσω της αύξησης του c, μέσω της αύξησης βασικά του σταθερού κεφαλαίου – τεχνολογική καινοτομία, εξοπλισμός κλπ. – δηλαδή να μειώσει το ποσοστό κέρδους (ή με όρους της ανάλυσης του Surplus Club για να αυξήσει το ποσοστό εκμετάλλευσης θα πρέπει να αυξήσει το ποσοστό εκμετάλλευσης!). Βασικά είναι όντως έτσι: όσο μεγαλύτερη η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου τόσο μικρότερο το ποσοστό κέρδους.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: elle répond à une demande solvable.

5 Σημειώστε ότι το κόστος παραγωγής δεν είναι ίσο με το άθροισμα c+v, για τον απλό λόγο ότι η αξία του σταθερού κεφαλαίου δεν έχει μεταφερθεί πλήρως στα μηχανήματα. Σε βιομηχανίες στις οποίες η αξία του σταθερού κεφαλαίου είναι σημαντική, η πραγματική φυσιολογική φθορά των μηχανημάτων συμβαίνει μόνο μετά από ένα συγκεκριμένο αριθμό παραγωγικών κύκλων. Αυτός ο πίνακας λαμβάνει υπόψιν τους διαφορετικούς κύκλους κυκλοφορίας [rotation] του κεφαλαίου. Το ζήτημα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου δεν το έχουμε προσεγγίσει εδώ για να μη “βαρύνουμε” την παρουσίαση, ίσως αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης επεξεργασίας.

6 Και, αν συνδέσουμε αυτό το φαινόμενο με ό,τι έχουμε πει στα προηγούμενα επεισόδια, βλέπουμε τις συνέπειες που έχει κάτι τέτοιο για την παραγωγή της σχετικής υπεραξίας. Στον Τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου, ο Μαρξ θεωρεί ότι αυτή η γενική κίνηση οδηγεί επίσης σε μια πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Λόγω της έλλειψης χώρου δεν θα συζητήσουμε ούτε αυτό το ζήτημα εδώ.

7 Στμ. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό γιατί μας δείχνει ουσιαστικά ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστών είναι στην πραγματικότητα συνέπεια της τάσης του κεφαλαίου να μεγιστοποιήσει την εκμετάλλευση του προλεταριάτου ως ολότητας, ως τάξης συνολικά, επίσης ως τάξη και ολότητα το ίδιο! Πίσω από τον ανταγωνισμό των ατομικών κεφαλαίων δεν κρύβεται κάποιο “ένστικτο” αλληλοεξόντωσης ή “διαίρεσης” μεταξύ των καπιταλιστών – εν είδει “τυφλής δύναμης” που ενεργεί, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, στους παράγοντες της ταξικής πάλης – δεν κρβεται ο κατακερματισμός του κεφαλαίου και της τάξης των καπιταλιστών αλλά η ενότητά της! Στην πραγματικότητα πρέπει να δούμε αυτή την τάση ως απόδειξη της ολιστικής λειτουργίας του κεφαλαίου που μεγιστοποιώντας την εκμετάλλευση του προλεταριάτου συνολικά ενδυναμώνει εξίσου συνολικά την τάξη των καπιταλιστών.

Ο Μαρξ και η κριτική της πολιτικής οικονομίας (επεισόδιο 2)

από το Agitations1

το κείμενο σε pdf

Επεισόδιο 2 της σειράς που αφιερώνεται στην κριτική της πολιτικής οικονομίας από τον Μαρξ. Το Πρώτο επεισόδιο αφιερώθηκε στις βάσεις της μαρξικής θεωρίας της αξίας, εδώ θα συζητήσουμε την ανάλυση της διαδικασίας της άμεσης παραγωγής. Θα ξεκινήσουμε διακρίνοντας τις δύο όψεις της διαδικασίας της παραγωγής: είναι ταυτόχρονα παραγωγή αξίας (και υπεραξίας) και παραγωγή αξιών χρήσης. Θα μελετήσουμε, μετά, τους δυο τύπους υπεραξίας που αναλύονται από τον Μαρξ: απόλυτη υπεραξία και σχετική υπεραξία. Πριν ξεκινήσουμε, θα πρέπει να κάνουμε μια μικρή διευκρίνηση σχετικά με τον όρο “υπεραξία”: από την πρώτη μετάφραση του Κεφαλαίου στα Γαλλικά έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος “plus-value. Όμως, οι πιο πρόσφατες μεταφράσεις (πάνω στις οποίες βασιζόμαστε κι εμείς) χρησιμοποιούν τον όρο “survaleur”. Αντιπαραθέσεις σχετικά με τη μετάφραση του όρου “Mehrwert” έχουν ενδιαφέρον μόνο για εμμονικούς μαρξιστές· για άλλους, αρκεί να έχουν στο μυαλό τους ότι οι όροι plus-value και survaleur2 είναι δυο όροι που αναφέρονται στην ίδια και την αυτή έννοια στον Μαρξ.

Η διαδικασία της άμεσης παραγωγής

Η διαδικασία της εργασίας και η διαδικασία της παραγωγής αξίας

Δεν είναι παρά από τη ενότητα 2 του πρώτου Τόμου, με τίτλο “Μετασχηματισμός του Χρήματος σε Κεφάλαιο”, και μετά που αναλύεται η έννοια του κεφαλαίου. Αφού έχει μελετήσει τη μορφή που παίρνουν τα προϊόντα της εργασίας, ο Μαρξ οδηγείται στη μελέτη των σχέσεων εκμετάλλευσης που προσιδιάζουν στον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό.

Αν ο Μαρξ ορίζει την εκμετάλλευση γενικά ως έναν όρο της υπερεργασίας [surtravail], με άλλα λόγια ως μια συνθήκη που επιβάλλεται στους εργάτες για να παράγουν μια ποσότητα πλούτου μεγαλύτερη από αυτή που είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή τους, είναι αναγκαίο να διευκρινίσουμε ότι η μορφή που παίρνει αυτή η υπερεργασία ποικίλει ανάλογα με τον κοινωνικό σχηματισμό. Συνεπώς, η υπεραξία είναι η μορφή με την οποία εμφανίζεται η υπερεργασία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Για τον συγγραφέα του Κεφαλαίου, η υπεραξία ή, αλλιώς, ο πλούτος που καταλήγει στα χέρια των καπιταλιστών, δεν μπορεί να προέρχεται από την απλή σφαίρα της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, ούτε μπορεί να προέρχεται από μια υποτιθέμενη “παραγωγικότητα των μηχανών”: η μοναδική πηγή της υπεραξίας δεν είναι άλλη από την ανθρώπινη εργασία. Αυτή η υπεραξία συνιστά ένα κλάσμα της αξίας των παραγώμενων προϊόντων. Σ’ αυτό το στάδιο, ο Μαρξ κινητοποιεί εκ νέου τις κατηγορίες της αφηρημένης και συγκεκριμένης εργασίας. Αν η αφηρημένη εργασία, με άλλα λόγια η εργασία που γίνεται κατανοητή ως απλή δαπάνη ανθρώπινης ενέργειας, είναι αυτή που συνιστά την αξία των εμπορευμάτων, η συγκεκριμένη εργασία, στον βαθμό που χρησιμοποιεί τα μέσα παραγωγής για να παράγει αξίες χρήσης, επιτρέπει τη μεταφορά της αξίας από τα μέσα παραγωγής στα παραγώμενα εμπορεύματα. Συνεπώς, η αξία που περιέχεται σε κάθε εμπόρευμα μπορεί να διαιρεθεί σε τρία μέρη:

  1. Σταθερό κεφάλαιο: η αξία των μέσων παραγωγής που μεταφέρεται στα εμπορεύματα.

  2. Μεταβλητό κεφάλαιο: η αξία που παράγεται από τον εργάτη και αντιστοιχεί στον μισθό που κερδίζει.

  3. Υπεραξία: η αξία που παράγεται από τον εργάτη και επιστρέφει στον καπιταλιστή.

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα3:

Ένας καπιταλιστής που ειδικεύεται στην κατασκευή ενδυμάτων, επενδύει κεφάλαιο C ύψους 1000 ευρώ στην επιχείρησή του. Στη συνέχεια, από αυτά τα 1000 ευρώ, ένα μέρος χρησιμοποιείται για να πληρωθούν τα μέσα παραγωγής (ραπτομηχανές, υφάσματα, κλωστές κ.λπ.) και το άλλο για να πληρωθούν οι μισθοί. Έτσι έχουμε:

c=800 ευρώ

v=200 ευρώ

C=c+v=1000 ευρώ

όπου: c = σταθερό κεφάλαιο, v = μεταβλητό κεφάλαιο, C = συνολικό κεφάλαιο που προκαταβάλεται από τον καπιταλιστή.

Στο τέλος της εργασιακής διαδικασίας, η αξία που περιέχεται στο σύνολο των υφασμάτων που έχουν παραχθεί είναι 1200 ευρώ. Έτσι ο καπιταλιστής έχει βγάλει μια υπεραξία 200 ευρώ. Μπορούμε, λοιπόν, τότε να χωρίσουμε της αξία των 1200 ευρώ των υφασμάτων χρησιμοποιώντας την εξίσωση C’=c+v+s, όπου C’ είναι το κεφάλαιο που έχει προκύψει στο τέλος της εργασιακής διαδικασίας και s η υπεραξία που παράγεται από την εργατική δύναμη που εμπλέκεται στην διαδικασία της παραγωγής.

Έχουμε λοιπόν:

C’=800+200+200=1200 ευρώ

s=C’–C=200 ευρώ

Ακολουθώντας τη διάκριση ανάμεσα στην συγκεκριμένη και την αφηρημένη εργασία, μπορούμε να πούμε τα εξής δυο ακόλουθα πράγματα για την εργασία του εργάτη:

  • ως αφηρημένη εργασία, παρήγαγε αξία 400 ευρώ (γιατί v+s = 200+200).

  • και ως συγκεκριμένη, μετέφερε στα παραχθέντα υφάσματα τα 800 ευρώ του σταθερού κεφαλαίου που περιέχονταν στα μέσα παραγωγής. Αυτή η μεταφορά πραγματοποιείται μέσω της χρήσης των μηχανών και τον μετασχηματισμό των πρώτων υλών.

Το παράδειγμα που μόλις παρουσιάσαμε θα μας επιτρέψει τώρα να καταλάβουμε την ιδέα του ποσοστού υπεραξίας που αναπτύσσει ο Μαρξ μετά την ανάλυσή του για την εργασιακή διαδικασία και την παραγωγή αξίας. Κατανόηση του ποσοστού υπεραξίας ως ποσοστού εκμετάλλευσης· στην πραγματικότητα, αυτό το ποσοστό είναι ένας δείκτης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης στον βαθμό που συνίσταται στο να συνδέει την υπεραξία που παράγεται με την αξία της εργατικής δύναμης. Είναι λοιπόν το κλάσμα της υπεραξίας προς το μεταβλητό κεφάλαιο: t = s/v. Αν πάρουμε τις τιμές που δίνονται στο προηγούμενο παράδειγμα, έχουμε λοιπόν το ακόλουθο αποτέλεσμα: t = 200/200 = 1. Μπορούμε, συνεπώς, να πούμε ότι το ποσοστό της υπεραξίας σε σχέση με την αξία της εργατικής δύναμης είναι 100%. Όπως μπορούμε να δούμε, το ποσοστό υπεραξίας είναι για να δείχνει τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης σε μια δεδομένη περιοχή, σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Συνεπώς, αφού η ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης μεταβάλλεται ανάλογα με τη χώρα, το ποσοστό εκμετάλλευσης συνιστά ένα σημαντικό αναλυτικό εργαλείο για την κατανόηση της ροής του κεφαλαίου μεταξύ των διαφόρων περιοχών του πλανήτη4.

Οι δύο τρόποι απόσπασης υπεραξίας

Έχοντας αναλύσει την εργασιακή διαδικασία και τη διαδικασία αξιοποίησης [παραγωγής αξίας], ο Μαρξ αναλαμβάνει να μελετήσει τις διαφορετικές μεθόδους απόσπασης υπεραξίας, και ταυτοποιεί δύο: την απόσπαση υπεραξίας με έναν απόλυτο τρόπο και την απόσπασή της με έναν σχετικό τρόπο. Η μελέτη των δύο μορφών που παίρνει η υπεραξία (απόλυτη και σχετική) μας οδηγεί να εξηγήσουμε τις δύο έννοιες που μας επιτρέπουν να αναλύσουμε την χρονική διαίρεση της εργάσιμης ημέρας: την έννοια της αναγκαίας εργασίας και αυτή της υπερεργασίας.

Όπως έχουμε δει, η αξία που παράγεται από την εργατική δύναμη παίρνει δυο μορφές, από τη μια τη μορφή του μεταβλητού κεφαλαίου και, από την άλλη, τη μορφή της υπεραξίας. Θυμηθείτε ότι το μεταβλητό κεφάλαιο αντιστοιχεί στην αξία που προκαταβάλεται από τον καπιταλιστή για την αγορά της εργατικής δύναμης. Αγοράζοντας την εργατική δύναμη ενός ατόμου, ο καπιταλιστής είναι στη συνέχεια ελεύθερος να την χρησιμοποιήσει όπως αυτός θεωρεί καλλίτερο. Και μπορεί να κάνει την εργατική αυτή δύναμη να παράγει μια αξία μεγαλύτερη από αυτήν που προκατέβαλε για να τη θέσει στην υπηρεσία του. Είναι, λοιπόν, από αυτή τη διαφορά ανάμεσα στην αξία που προκατέβαλε ο καπιταλιστής σε μισθούς και την αξία που παράγεται από τον εργάτη, που προέρχεται η υπεραξία. Μπορούμε, συνεπώς, να πούμε ότι η εργάσιμη μέρα μοιράζεται σε δυο στιγμές: στην πρώτη, ο εργάτης παράγει μια αξία που αντιστοιχεί στο μεταβλητό κεφάλαιο, με άλλα λόγια στον μισθό του· στη δεύτερη, παράγει μια επιπρόσθετη αξία, την υπεραξία. Στην πρώτη στιγμή, η εργασία του εργάτη παράγει την αξία που είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης· αυτή είναι, λοιπόν, η αναγκαία εργασία. Στη δεύτερη στιγμή, ο εργάτης παράγει μια επιπρόσθετη αξία που δεν επιστρέφει σ’ αυτόν. Είναι υπερεργασία, δηλαδή εργασία που υπερβαίνει την εργασία την αναγκαία για τη διαβίωσή του.

Επομένως, η εργάσιμη ημέρα χωρίζεται σε δύο στιγμές: τη στιγμή της αναγκαίας εργασίας και τη στιγμή της υπερεργασίας. Αυτή η διαίρεση της ημέρας επιτρέπει, έτσι, στον Μαρξ να δείξει τους δύο τρόπους με τους οποίους οι καπιταλιστές μπορούν να αυξήσουν τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης.

Απόλυτη υπεραξία

Ο πρώτος τρόπος αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης συνίσταται στην επιμήκυνση της εργάσιμης μέρας. Μέσω αυτής της επιμήκυνσης, ο καπιταλιστής μπορεί να αυξήσει την ποσότητα της παραγώμενης υπεραξίας χωρίς να μεταβάλλει την τιμή της εργατικής δύναμης.

Ας πάρουμε το παράδειγμα της κλωστοϋφαντουργίας που δώσαμε παραπάνω. Ας πούμε ότι σ’ αυτή την εταιρεία η εργάσιμη μέρα είναι 8 ώρες. Αν πάρουμε τις τιμές που έχουμε δώσει, πρέπει τότε να πούμε ότι από αυτές τις 8 ώρες δουλειάς, οι πρώτες 4 αφιερώνονται στην παραγωγή του μεταβλητού κεφαλαίου και οι τελευταίες 4 στην παραγωγή υπεραξίας. Ο αναγκαίος χρόνος εργασίας είναι 4 ώρες και ο χρόνος υπερεργασίας είναι επίσης 4 ώρες.

αναγκαία εργασία = 4 ώρες

υπερεργασία = 4 ώρες

v= 200 ευρώ

s= 200 ευρώ

Ας φανταστούμε, τώρα, ότι ο καπιταλιστής θέλει να αυξήσει την παραγωγή υπεραξίας χωρίς να επηρεάσει τους μισθούς των εργατών του. Σ’ αυτή την περίπτωση, μια λύση μόνο υπάρχει: να επεκτείνει την εργάσιμη μέρα.

Αν αποφασίσει λοιπόν να περάσει από μια εργάσιμη μέρα των 8 ωρών σε μια εργάσιμη μέρα των 10 ωρών, η ποσότητα της απόλυτης υπεραξίας αυξάνεται, αυξάνοντας έτσι και την ίδια την αναλογία του ποσοστού εκμετάλλευσης.

Θα περάσουμε λοιπόν σε μια τέτοια διαμόρφωση:

αναγκαία εργασία = 4 ώρες

υπερεργασία = 6 ώρες

v= 200 ευρώ

s= 300 ευρώ

Επομένως, αν σε 4 ώρες η παραγόμενη αξία είναι 200 ευρώ, τότε σε 6 ώρες είναι 300 ευρώ. Η αύξηση της εργάσιμης μέρας κατά 2 ώρες αυξάνει συνεπώς την υπεραξία κατά 200 ευρώ. Ο Μαρξ περιγράφει αυτόν τον τρόπο αύξησης της υπεραξίας ως μια αύξηση με απόλυτο τρόπο. Η αύξηση στο απόλυτο ποσό της υπεραξίας έχει, λοιπόν, ως αποτέλεσμα μια αύξηση στον βαθμό εκμετάλλευσης: στην πρώτη διαμόρφωση ο βαθμός εκμετάλλευσης είναι 200/200=1, στην δεύτερη αντιστοιχεί σε 300/200 = 1,5.

Η πρακτική της “υπερωρίας” στην αυτοκινητοβιομηχανία είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, όπως δηλώνεται σαυτό το άρθρο της Liberation στις 13 Ιανουαρίου του 2017:

Υπερωρία, στα Γαλλικά: débordement. Η ιδέα είναι αρκετά απλή, είναι η επέκταση της εργάσιμης μέρας πέρα από την λήξη της. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η εταιρεία προσαρμόζει τον εργάσιμο χρόνο στις διακυμάνσεις της αγοράς και κρατά το στοκ της σε ένα ελάχιστο. Μια καινούρια λέξη για μια παλιά ιδέα, αυτήν της διαχείρισης της just-in-time εργασίας”.

Αυτό βλέπουμε ότι αυξάνει τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας ελαχιστοποιώντας, ταυτόχρονα, τους μισθούς. Ένας εργάτης που δουλεύει 10 ώρες σερί την ημέρα κοστίζει στο αφεντικό λιγότερο από 2 εργάτες που δουλεύουν 5 ώρες ο καθένας.

Ένα άλλο παράδειγμα αύξησης της απόλυτης υπεραξίας, από έναν άλλο παραγωγικό κλάδο, είναι το “Crunch” (ακόμα ένας αγγλισμός) στη βιομηχαναία των βιντεοπαιχνιδιών: αυτή η πρακτική συνίσταται στην επιβολή πάνω στους εργάτες και εργάτριες των βιντεοπαιχνιδιών επιπλέον ωρών εργασίας για την ολοκλήρωση ενός πρότζεκτ σε μια δεδομένη ημερομηνία. Αυτές οι επιπρόσθετες ώρες, που πολύ συχνά δεν πληρώνονται, οδηγούν τους εργαζόμενους σε μια επιχείρηση παραγωγής βιντεοπαιχνιδιών (προγραμματιστές, γραφίστες κλπ.) να δουλεύουν μέχρι 13 ώρες την ημέρα, 7 μέρες την εβδομάδα. Σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα θα πρέπει να δει κανείς την ταινία La fabrique du jeu-vidéo από την Game spectrum.

Συμπερασματικά, όταν μιλάμε για απόλυτη υπεραξία,σημαίνει να περιγράφουμε την αύξηση στον βαθμό εκμετάλλευσης που επιτυγχάνεται μέσω της επέκτασης της εργάσιμης μέρας. Η αύξηση, όμως, του βαθμού εκμετάλλευσης μπορεί να γίνει και με μια άλλη μέθοδο. Οι καπιταλιστές μπορούν όντως να τον αυξήσουν χωρίς να επηρεάσουν τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας. Ας δούμε από πιο κοντά πώς.

Σχετική υπεραξία

Γενική περιγραφή

Όπως έχουμε δει, η εργάσιμη μέρα χωρίζεται σε δυο στιγμές: από τη μια αυτήν της αναγκαίας εργασίας (ο χρόνος που αφιερώνεται στην παραγωγή αξίας η οποία αντιστοιχεί στο μεταβλητό κεφάλαιο) και από την άλλη αυτήν της υπερεργασίας (χρόνος που αφιερώνεται στην παραγωγή υπεραξίας). Λαμβάνοντας υπόψιν αυτή τη διαμέριση, μπορούμε ήδη να παρατηρήσουμε ότι πέρα από τη δυνατότητα επέκτασης της εργάσιμης μέρας, και συνεπώς απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, ο καπιταλιστής μπορεί να μειώσει τον αναγκαίο χρόνο εργασίας, μετατρέποντας, μ’ αυτόν τον τρόπο, μέρος του αναγκαίου χρόνου εργασίας σε χρόνο υπερεργασίας.

Ενας καπιταλιστής που έχει στην δούλεψή του τους εργάτες για μια εργάσιμη μέρα των 8 ωρών και μειώνει στο μισό την αξία της εργατικής δύναμης, πηγαίνει από αυτή τη διαμόρφωση:

αναγκαία εργασία = 4 ώρες

υπερεργασία = 4 ώρες

V=200 ευρώ

S=200 ευρώ

σ’ αυτήν εδώ:

αναγκαία εργασία = 2 ώρες

υπερεργασία = 6 ώρες

V=100 ευρώ

S=300 ευρώ

Επομένως, ο καπιταλιστής κατάφερε, εδώ, να αυξήσει την υπεραξία κατά 100 ευρώ και, την ίδια στιγμή, να πάει από ένα ποσοστό εκμετάλλευσης 200/200=1 σε ένα ποσοστό 300/100=35. Αυτόν τον τρόπο απόσπασης με τη μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας ο Μαρξ τον ονομάζει αύξηση της υπεραξίας με έναν σχετικό τρόπο6. Όταν μιλάμε για σχετική υπεραξία σημαίνει να προσδιορίζουμε αυτή την αύξηση υπεραξίας από τη μείωση του χρόνου που είναι αναγκαίος για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, χρόνος εργασίας που αντιπροσωπεύεται από το μεταβλητό κεφάλαιο.

Μένει να τεθεί όμως ένα πρόβλημα: πώς είναι δυνατή μια τέτοια αύξηση της υπεραξίας με τη μείωση της τιμής του μεταβλητού κεφαλαίου; Πράγματι, κάποιος θα μπορούσε, καταρχάς, να θεωρήσει ότι αυτή η μείωση στη μεταβλητό κεφάλαιο, δηλαδή στους μισθούς, δεν μπορεί παρά να έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση της εξαθλίωσης των προλετάριων. Μ’ αυτή την έννοια, αυτή η μείωση δεν θα μπορούσε παρά να έχει, μεταξύ άλλων, σαν συνέπεια την υποκίνηση του προλεταριάτου σε ταραχές και λεηλασίες ώστε να αποκτήσει τα αγαθά που είναι απαραίτητα για την ύπαρξή του. Όμως, τέτοιες ταραχές, αν συμβούν, δεν θέτουν σε αμφισβήτηση τη δυνατότητα του καπιταλιστή για απόσπαση σχετικής υπεραξίας. Γιατί;

Εξήγηση του φαινομένου

Στο πρώτο μέρος αυτής της σειράς, είδαμε ότι η τιμή ενός εμπορεύματος καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο για την παραγωγή του. Συνεπώς, η αύξηση στην παραγωγικότητα, που συνδέεται με την εισαγωγή καινούριων μηχανών και νέων παραγωγικών μεθόδων, έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση αυτού του χρόνου και, συνεπώς, ταυτόχρονα, της μοναδιαίας τιμής των εμπορευμάτων που παράγονται. Αν, λοιπόν, η τιμή της εργατικής δύναμης αντιστοιχεί στην τιμή των καταναλωτικών αγαθών που είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή της, βλέπουμε αμέσως ότι η αύξηση στην παραγωγικότητα, στον βαθμό που μειώνει τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή αυτών των καταναλωτικών αγαθών, μπορεί να μειώσει, κατά την ίδια αναλογία, την τιμή της εργατικής δύναμης χωρίς να επηρεάσει τις βιωτικές συνθήκες των προλετάριων. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα.

Από τα 1200 ευρώ του μισθού ενός προλετάριου, ας δεχτούμε ότι το πρώτο μισό πηγαίνει στο ενοίκιο και το υπόλοιπο μισό στην αγορά καθημερινών καταναλωτικών αγαθών. Ας θεωρήσουμε, στη συνέχεια, ότι αυτά τα 600 ευρώ που πάνε σε διάφορα καθημερινά καταναλωτικά αγαθά κατανέμονται ως εξής:

  • 300 ευρώ για φαγητό

  • 200 ευρώ για ρουχισμό

  • 100 ευρώ για διάφορα προϊόντα

Και ας δεχτούμε, τώρα, ότι η κλωστοϋφαντουργία γενικεύει τη χρήση μιας καινούριας μηχανής που επιτρέπει την αύξηση στο διπλάσιο της παραγωγής υφασμάτων. Αυτή η αύξηση έχει, τότε, ως αποτέλεσμα τη μείωση στο μισό του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου για την παραγωγή κάθε ρούχου. Συνεπώς, αν απαιτούνταν 2 ώρες για την παραγωγή ενός πουκάμισου, τώρα χρειάζεται μόνο μία. Αυτή η αλλαγή έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση στο μισό της αξίας του πουκάμισου.

Με αυτή την αύξηση στην παραγωγικότητα, τα 200 ευρώ αυτού του προλετάριου μπορούν τώρα να πληρώσουν διπλάσιο ποσό για ενδυμασία σε σχέση με πριν. Αυτό θα ήταν, αν μη τι άλλο, το αποτέλεσμα αν, την ίδια στιγμή, ο καπιταλιστής που τον προσέλαβε δεν άρπαζε την ευκαιρία να μειώσει τον μισθό του ώστε η μείωση της τιμής ενός πουκάμισου να μην έχει αποτέλεσμα στην αγοραστική του δύναμη. Ακολουθώντας την αύξηση της παραγωγικότητας στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας, ο μηνιαίος μισθός αυτού του προλετάριου πηγαίνει, λοιπόν, από τα 1200 ευρώ στα 1100 χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης. Τα 100 ευρώ διαφορά, που ο προλετάριος εξακολουθεί να παράγει, συνιστούν τώρα μια σχετική υπεραξία7.

Όπως μπορούμε να δούμε, η αύξηση στην υπεραξία με έναν σχετικό τρόπο είναι δυνατή μόνο εξαιτίας της αύξησης στην παραγωγικότητα και συνεπώς της εξέλιξης του εξοπλισμού. Η σχετική υπεραξία αποσπάται στην πραγματικότητα από τη μείωση του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου για την παραγωγή των εμπορευμάτων που μπαίνουν στο καλάθι των καταναλωτικών αγαθών που επιτρέπουν την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (στο παράδειγμά μας: ρουχισμός, φαγητό κλπ.). Η απόσπαση σχετικής υπεραξίας είναι λοιπόν δυνατή από ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης του κεφαλαίου8 και πάνω. Αντιστοιχεί στη στιγμή που το κεφάλαιο παίρνει τον έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας ενσωματωνόμενο σε όλο και πιο πολύπλοκες μηχανές. Για να περιγράψει αυτό το φαινόμενο, ο Μαρξ μιλά σε κάποια κείμενα για την πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο9.

Η εισαγωγή της πληροφορικής στην πλειοψηφία των τομέων της παραγωγής συνιστά ένα μείζον παράδειγμα της ανάπτυξης του εξοπλισμού που είχε σαν αποτέλεσμα μια αύξηση της σχετικής υπεραξίας. Αυξάνοντας την αυτοματοποίηση, διευκολύνοντας τη διαχείριση όλο και μεγαλύτερων ποσοτήτων εμπορευμάτων και διευκολύνοντας τις επικοινωνίες, αυτή η εισαγωγή επέτρεψε μια σημαντική μείωση στον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο παραγωγής μιας πολύ μεγάλης ποσότητας εμπορευμάτων, καθιστώντας δυνατή και μια μείωση του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης.

2 Στμ. Στα ελληνικά θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ως “πρόσθετη αξία” (ή προστιθέμενη αξία, που είναι και πιο κοντά στον γερμανικό όρο Mehrwert) και “υπεραξία” αντίστοιχα.

3 Σημειώστε ότι το παράδειγμα που θεωρούμε εδώ και οι τιμές που υποδεικνύουμε δεν αντιστοιχούν σε κάποια συγκεκριμένη πραγματικότητα και χρησιμεύουν μόνο για να προσφέρουν στοιχεία για την κατανόηση της κατανομής της αξίας που περιέχεται στα εμπορεύματα.

4 Κινήσεις που προσπαθείται να εξηγθούν ήδη στο άρθροΠαγκοσμιοποίηση και προλεταριάτο: https://agitationautonome.com/2018/06/21/la-mondialisation-et-le-proletariat-partie-1-restructuration-du-capitalisme [στμ. “Παγκοσμιοποίηση και προλεταριάτο (Μέρος 1): η αναδιάρθρωση του καπιταλισμού”, διαθέσιμο εδώ: ].

5 Θυμηθείτε ότι οι αριθμοί αυτοί δίνονται εδώ μόνον ενδεικτικά. Στην πραγματικότητα, ένας τριπλασιασμός του ποσοστού υπεραξίας μοιάζει δύσκολο να επιτευχθεί βραχυπρόθεσμα.

6 Στμ. Σχετικός γιατί ακριβώς έχει να κάνει με την μεταβολή του σχετικού κλάσματος, της αναλογίας αναγκαίας εργασίας και υπερεργασίας: αναγκαίος χρόνος/χρόνος υπερεργασίας (O/Ν) εντός μιας σταθερής διάρκειας συνολικής εργάσιμης μέρας. Φυσικά, και στην περίπτωση της απόλυτης υπεραξίας η αύξηση της αποσπώμενης υπεραξίας πάλι μπορεί να αναχθεί στην αύξηση του ίδιου λόγου Ο/Ν αλλά σε μια μεγαλύτερη συνολικά εργάσιμη μέρα. Οπότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο λόγος αυτός Ο/Ν=ρ είναι καθοριστικός για τον βαθμό εκμετάλλευσης (ή ισοδύναμος του λόγου S/V). Μπορεί να αναλυθεί περαιτέρω και φορμαλιστικά.

7 Σ’ αυτό το παράδειγμα απλά εξηγούμε τη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης από τη μείωση της τιμής ενός εμπορεύματος που συμπεριλαμβάνεται στα απαραίτητα αγαθά για την αναπαραγωγή της. Στην πραγματικότητα, η μείωση της αξίας του μεταβλητού κεφαλαίου και η αύξηση της σχετικής υπεραξίας συνδέονται πάντα με μια ανάπτυξη του εξοπλισμού στην πλειοψηφία των κλάδων της παραγωγής.

8 Στμ. Από αυτή την άποψη θα λέγαμε ότι χαρακτηρίζει τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού – το κέντρο, ενώ στις χώρες της περιφέρειας κυριαρχεί η υπεραξία στην απόλυτη μορφή της με τα εξοντωτικά ωράρια και την εργασία από παιδιά, γυναίκες κλπ. Η περίπτωση της Κίνας δείχνει, ίσως, τον “βέλτιστο” συνδυασμό μεγιστοποίησης της απόσπασης και απόλυτης και σχετικής υπεραξίας (σταδιακά με την εισαγωγή και ανάπτυξη της τεχνολογικής καινοτομίας στο ιδιότυπο αυτό κρατικοκαπιταλιστικό μοντέλο). Στην αναπτυγμένη Δύση η δυσκολία απόσπασης μεγαλύτερης υπεραξίας από την εντατικοποίηση της καινοτομίας και την αύξηση της “παραγωγικότητας” φάνηκε, νομίζουμε, στην παρούσα κρίση οπότε και το κεφάλαιο επέλεξε την άμεση επίθεση στους μισθούς και το κόστος της αναπαραγωγής της ίδιας της εργατικής δύναμης, εξερευνώντας παράλληλα και νέες δυνατότητες απόσπασης απόλυτης υπεραξίας μέσα από την αύξηση του εργάσιμου χρόνου (πχ. αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα). Όλα αυτά βέβαια θέλουν ενδελεχή και επισταμένη διερεύνηση, εδώ εκφράζουμε ένα απλό περίγραμμα κάποιων ιδεών.

9 Είναι ιδιαίτερα στο λεγόμενο “ανέκδοτο” κεφάλαιο του Κεφαλαίου, που ο Μαρξ αναπτύσσει τις ιδέες της “τυπικής” και της “πραγματικής” υπαγωγής.

td p { text-align: center; background: transparent }
td p.western { font-family: “Fira Sans”, sans-serif; font-size: 11pt }
h3 { margin-top: 0.1in; margin-bottom: 0.08in; background: transparent; page-break-after: avoid }
h3.western { font-family: “Fira Sans”, sans-serif; font-size: 13pt; font-style: normal; font-weight: bold }
h3.cjk { font-family: “DejaVu Sans”; font-size: 14pt; font-weight: bold }
h3.ctl { font-family: “FreeSans”; font-size: 14pt; font-weight: demi-bold }
h2 { margin-top: 0.14in; margin-bottom: 0.08in; background: transparent; page-break-after: avoid }
h2.western { font-family: “Fira Sans”, sans-serif; font-size: 13pt; font-style: normal; font-weight: bold }
h2.cjk { font-family: “DejaVu Sans”; font-size: 18pt; font-weight: bold }
h2.ctl { font-family: “FreeSans”; font-size: 18pt; font-weight: demi-bold }
p.sdfootnote-western { margin-left: 0.24in; text-indent: -0.24in; margin-bottom: 0in; direction: inherit; font-family: “Fira Sans”, sans-serif; font-size: 10pt; line-height: 100%; text-align: justify; background: transparent; page-break-before: auto }
p.sdfootnote-cjk { margin-left: 0.24in; text-indent: -0.24in; margin-bottom: 0in; direction: inherit; font-size: 10pt; line-height: 100%; text-align: justify; background: transparent; page-break-before: auto }
p.sdfootnote-ctl { margin-left: 0.24in; text-indent: -0.24in; margin-bottom: 0in; direction: inherit; font-size: 10pt; line-height: 100%; text-align: justify; background: transparent; page-break-before: auto }
blockquote { margin-left: 0.39in; margin-right: 0.39in; direction: inherit; text-align: justify; background: transparent; page-break-before: auto }
blockquote.western { font-family: “Fira Sans”, sans-serif; font-size: 11pt }
blockquote.cjk { font-size: 10pt }
h1 { margin-bottom: 0.08in; background: transparent; page-break-after: avoid }
h1.western { font-family: “Liberation Serif”, serif; font-size: 24pt; font-weight: bold }
h1.cjk { font-family: “DejaVu Sans”; font-size: 24pt; font-weight: bold }
h1.ctl { font-family: “Noto Sans Devanagari”; font-size: 24pt; font-weight: bold }
p { margin-bottom: 0.1in; direction: inherit; line-height: 105%; text-align: justify; background: transparent; page-break-before: auto }
p.western { font-family: “Fira Sans”, sans-serif; font-size: 11pt }
p.cjk { font-size: 10pt }
strong { font-weight: bold }
a:link { color: #000080; so-language: zxx; text-decoration: underline }
em { font-style: italic }
a.sdfootnoteanc { font-size: 57% }

Ο Μαρξ και η κριτική της πολιτικής οικονομίας (επεισόδιο 1)

από το Agitations1

το κείμενο σε pdf

Αυτό που ακολουθεί είναι μια προσπάθεια να συγκεντρώσουμε σε μια σειρά τριών άρθρων όλα τα βασικά σημεία της μαρξικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Για να το κάνουμε αυτό, θα ακολουθήσουμε τη σειρά έκθεσης που επέλεξε ο Μαρξ στους τρεις τόμους του Κεφαλαίου. Στο έργο αυτό [το Κεφάλαιο], η έκθεση των εννοιών βασίζεται σε μια μέθοδο που συνίσταται στο πέρασμα από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Η ιδέα είναι όντως, για τον συγγραφέα του Κεφαλαίου, να ξεκινήσει από τον υψηλότερο βαθμό θεωρητικής αφαίρεσης προκειμένου να φτάσει ένα συγκεκριμένο επίπεδο σκέψης που να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στο πραγματικό συγκεκριμένο. Το ζήτημα θα είναι, λοιπόν, όπως θα δούμε, να ξεκινήσουμε από τις “κυτταρικές”2 οικονομικές μορφές του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και να φτάσουμε, τελικά, σε μια κατανόηση του κεφαλαίου ως κοινωνικής πραγματικότητας, κατακερματισμένης σε διάφορους κλάδους παραγωγής και ωθούμενης ταυτόχρονα από τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους καπιταλιστές και την πάλη που μαίνεται ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους προλετάριους.

Προτείνουμε εδώ να διακρίνουμε τρία επίπεδα ανάλυσης της έννοιας του κεφαλαίου. Καθένα από αυτά τα επίπεδα αναφέρεται σε διαφορετικούς βαθμούς αφαίρεσης:

  • Η ανάλυση της μορφής-εμπόρευμα, της αξίας και του χρήματος

  • Η ανάλυση του κεφαλαίου γενικά

  • Η ανάλυση του κεφαλαίου που είναι κατακερματισμένο σε διάφορους παραγωγικούς κλάδους, εντός των οποίων οι μεμονωμένοι καπιταλιστές ανταγωνίζονται μεταξύ τους

Αυτά τα τρία επίπεδα ανάλυσης αντιστοιχούν στα τρία μέρη αυτής της σειράς.

Eπεισόδιο 1 : το εμπόρευμα

Ο πλούτος των κοινωνιών, στις οποίες βασιλεύει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, εμφανίζεται ως μια ‘γιγαντιαία συλλογή εμπορευμάτων’, της οποίας το μεμονωμένο εμπόρευμα είναι η στοιχειώδης μορφή”3.

Πρέπει, καταρχάς, να τονίσουμε τη σημασία αυτής της πρότασης που αποτελεί την εισαγωγή στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου. Εδώ, ο Μαρξ μας πληροφορεί όντως για το αντικείμενο που θα πραγματευτεί στο σύνολο της έκθεσής του, δηλαδή τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Όλη η δυσκολία, στη συνέχεια, έγκειται στο γεγονός ότι η ενότητα 1 δεν πραγματεύεται ακόμα συγκεκριμένα την έννοια του κεφαλαίου. Αυτό που βρίσκουμε στην ενότητα είναι, όμως, μια ανάλυση της μορφής-εμπόρευμα και των εννοιών που σχετίζονται μ’ αυτήν: αφηρημένη εργασία/συγκεκριμένη εργασία, αξία χρήσης/αξία ανταλλαγής, αξιακή μορφή, η πόλωση εμπορεύματος-χρήματος, ο φετιχισμός του εμπορεύματος κλπ. Μια πρώτη ανάγνωση αυτού του κειμένου ίσως υπονοεί ότι πρόκειται απλά για ένα ζήτημα κοινωνικών μορφών που προηγούνται ιστορικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επιπλέον, το γεγονός ότι το χρήμα και το εμπόρευμα υπήρχαν πολύ πριν αναπτυχθεί ο καπιταλισμός θα μπορούσε να υποστηρίξει μια τέτοια θέση. Αν και αυτή η θέση είναι ελκυστική πρέπει, ωστόσο, να θυμόμαστε ότι ο Μαρξ αναλύει τη μορφή-εμπόρευμα με σκοπό όχι να μελετήσει τις προ-καπιταλιστικές κοινωνίες αλλά να αναλύσει τα θεμελιώδη στοιχεία χωρίς τα οποία μια κατανόηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι αδύνατη. Συνεπώς, η πρώτη-πρώτη πρόταση του κεφαλαίου 1 είναι εκεί για να μας θυμίζει ότ,ι αν και η έννοια του κεφαλαίου δεν αναπτύσσεται ακόμα στην ενότητα 1, είναι αυτή που ήδη εμπλέκεται στην ανάλυση των εννοιών που συγκροτούν την μαρξική θεωρία της αξίας.

Από αυτή την σκοπιά, η ανάγνωσή μας του Κεφαλαίου αντιτίθεται σε όλες εκείνες που τείνουν να διαχωρίζουν τη θεωρία της αξίας που είναι παρούσα στην ενότητα 1 και τη θεωρία της υπεραξίας (συνεπώς και της εκμετάλλευσης) που παρουσιάζεται από την ενότητα 2 και μετά. Αντιτίθεται, εξίσου, και σε όλες τις προσπάθειες διαχωρισμού της θεωρίας της αξίας και της θεωρίας των τιμών της παραγωγής4.

Έχοντας κάνει αυτές τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις, μπορούμε να περάσουμε στην ανάλυση των βασικών κατηγοριών του κεφαλαίου που μελετά ο Μαρξ στο κεφάλαιο 1.

Αξία χρήσης και αξία

Όπως υποδεικνύει και ο τίτλος του, το πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου αφιερώνεται στην ανάλυση του εμπορεύματος. Αρχικά, ο Μαρξ οδηγείται όντως να εξετάσει τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα προϊόντα της εργασίας από τη στιγμή που παίρνουν αυτή τη συγκεκριμένη μορφή [του εμπορεύματος].

Πρώτα απ’ όλα, βλέπουμε ότι ένα εμπόρευμα είναι ένα προϊόν που έχει μια συγκεκριμένη χρησιμότητα, η χρήση του οποίου, όμως, εξαρτάται από μια πράξη ανταλλαγής. Για να έχει κανείς πρόσβαση σε ένα εμπόρευμα πρέπει να ξοδέψει ένα συγκεκριμένο ποσό χρημάτων. Η χρησιμότητα, λοιπόν, του εμπορεύματος αναφέρεται στην αξία χρήσης του ενώ ο χαρακτήρας του ως προϊόντος, προορισμένου για ανταλλαγή, αναφέρεται στην ανταλλακτική του αξία. Τώρα, αφού έχουμε κάνει αυτή την παρατήρηση, απομένει να δούμε τίνος πράγματος έκφραση είναι η αξία ανταλλαγής. Από πού προέρχεται η αξία ανταλλαγής; Προέρχεται από μια απλή κοινωνική σύμβαση; Ή θα πρέπει να την αναζητήσουμε κάπου αλλού; Για να απαντήσει αυτό το ερώτημα, ο Μαρξ θα ξεκινήσει με την ακόλουθη ερώτηση: ποιο είναι το κοινό στοιχείο σε όλα τα εμπρορεύματα; Στην οποία απαντά λέγοντας ότι αυτό που έχουν ως κοινό όλα τα εμπορεύματα είναι ότι είναι καρπός της εργασίας και ότι είναι φορείς αξίας. Τα εμπορεύματα διακρίνονται από την πρακτική τους χρησιμότητα αλλά, από τη στιγμή που το παραβλέψουμε αυτό, αυτό που βλέπουμε είναι μόνο μια συλλογή αντικειμένων στα οποία έχει αντικειμενικοποιηθεί ένα συγκεκριμένο ποσό ανθρώπινης εργασίας. Αυτό το συμπέρασμα οδηγεί και σε ένα δεύτερο. Πραγματικά, αν αγνοήσουμε τη χρησιμότητα των εμπορευμάτων και πάρουμε υπόψιν μόνο αυτά που έχουν κοινά, τότε αγνοούμε επίσης και τη συγκεκριμένη φύση της εργασίας που περιέχεται σ’ αυτά, με άλλα λόγια οδηγούμαστε να αγνοήσουμε ότι αυτή η εργασία παράγει αξία χρήσης και να την θεωρήσουμε μόνο ως μια αδιαφοροποίητη δαπάνη ανθρώπινης ενέργειας. Μπορούμε, τότε, να μιλήσουμε εύλογα για μια αφηρημένη εργασία, της οποίας έκφραση είναι η αξία. Για τα εμπορεύματα μπορούμε, λοιπόν, να πούμε δυο πράγματα:

  1. Είναι φορείς μιας αξίας χρήσης και μιας αξίας.

  2. Η εργασία που περιέχεται σ’ αυτά παρουσιάζεται με δύο όψεις: είναι ταυτόχρονα μια συγκεκριμένη εργασία και μια αφηρημένη εργασία.

Αυτό το διάγραμμα μας επιτρέπει να δείξουμε ότι ο διπλός χαρακτήρας της εργασίας (συγκεκριμένη και αφηρημένη) αντιπροσωπεύεται στο εμπόρευμα από τις δύο πτυχές της αξίας χρήσης και της αξίας. Το εμπόρευμα μπορεί να κατανοηθεί, συνεπώς, ως η ενότητα δύο αντιτιθέμενων στοιχείων.

Μέγεθος της αξίας

Αν η αξία είναι το κοινό στοιχείο σε όλα τα εμπορεύματα, αυτή μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες αναλογίες. Τα εμπορεύματα δεν περιέχουν όλα την ίδια ποσότητα εργασίας, οπότε δεν έχουν και το ίδιο μέγεθος αξίας. Όλο το πρόβλημα είναι, συνεπώς, να ξέρουμε πώς μετριέται αυτό το μέγεθος. Όπως έχουμε δει, η αξία είναι η έκφραση της αφηρημένης εργασίας, κάτι που ισοδυναμεί με το να πούμε ότι η αφηρημένη εργασία είναι η ουσία της αξίας. Απομένει όμως να καθορίσουμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της αφηρημένης εργασίας. Πράγματι, αν πούμε ότι το μέγεθος της αξίας ενός εμπορεύματος καθορίζεται από την ποσότητα της εργασίας που αντικειμενικοποιείται σ’ αυτό, όλο το ζήτημα είναι το πώς μετράμε αυτή την ποσότητα [της αντικειμενικοποιημένης εργασίας]. Πρέπει, επομένως, να ξεκαθαριστούν δύο πράγματα: 1) η ποσότητα της εργασίας που περιέχεται σε ένα εμπόρευμα πρέπει να μετρηθεί με τον χρόνο, 2) ότι η εργασία που συνιστά το μέγεθος της αξίας των εμπορευμάτων πρέπει πάντα να είναι εργασία ίσης ποιότητας. Όντως, αν πούμε ότι το μέγεθος της αξίας ενός εμπορεύματος καθορίζεται από τον χρόνο εργασίας για την υλοποίησή του, χωρίς να προσδιορίζουμε ότι αυτή εργασία πρέπει να είναι, για κάθε εμπόρευμα, ίσης ποιότητας, τότε ίσως συμπεράνουμε ότι η αργή και αδέξια εργασία παράγει, στον ίδιο χρόνο, τόση αξία όση και η επιδέξια και εξειδικευμένη εργασία. Ο Μαρξ, λοιπόν, ξεκαθαρίζει ότι η εν λόγω εργασία για τη μέτρηση της αξίας πρέπει να είναι μια απλή εργασία. Με άλλα λόγια, μια δουλειά που αντιστοιχεί στον μέσο βαθμό δεξιότητας που αναμένεται από κάθε εργάτη σε μια δεδομένη στιγμή. Αν, λοιπόν, ένα εμπόρευμα φτιάχνεται από έναν επιδέξιο εργάτη, αυτό πρέπει να αντιστοιχεί σε έναν μεγαλύτερο αριθμό ωρών απλής εργασίας. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η “απλή εργασία” δεν αναφέρεται σε μια ανθρωπολογική αναλλοίωτη αλλά σε κάτι που αλλάζει ανάλογα με την χρονική περίοδο και την περιοχή. Για παράδειγμα. Αν στην εποχή του Μαρξ η πλειοψηφία των Ευρωπαίων προλεταρίων ήταν αναλφάβητοι, αυτό δεν συμβαίνει σήμερα. Έτσι, να ξέρει κανείς να διαβάζει σήμερα είναι, στα περισσότερα κέντρα συσσώρευσης του κεφαλαίου, ένα στοιχείο ενσωματωμένο στην κατηγορία της απλής εργασίας, ενώ παλιότερα ήταν ένα στοιχείο ειδικευμένης εργασίας.

Η μορφή-αξία5 και το αίνιγμα του χρήματος

Η ιδιαιτερότητα της ανάλυσης του εμπορεύματος που γίνεται στο κεφάλαιο 1 του Κεφαλαίου έγκειται σε μια διάκριση ανάμεσα στο περιεχόμενο και τη μορφή των κατηγοριών. Ο Μαρξ επέμενε όντως στη αναγκαιότητα του διαχωρισμού της ανάλυσης για την ουσία της αξίας από την ανάλυση για τη μορφή της. Μετά τη μελέτη, λοιπόν, των κατηγοριών της αφηρημένης εργασίας και του μεγέθους της αξίας, υπάρχει μια μακροσκελής έκθεση στην οποία ο Μαρξ επιδιώκει να δείξει γιατί η αξία του εμπορεύματος παίρνει πάντα αυτή την κονωνική μορφή που είναι το χρήμα. Η πρόκληση για τον Μαρξ είναι, λοιπόν, να λύσει αυτό που αποκαλεί “το αίνιγμα του χρήματος”. Προς τούτο, θα προχωρήσει σε μια εκτενή επίδειξη παρόμοια με έναν παραγωγικό [deductive] συλλογισμό που προχωρά σε τέσσερα στάδια, τα οποία αντιστοιχούν στις τέσσερις μορφές της αξίας:

  1. Απλή μορφή της αξίας (Μορφή I)

  2. Αναπτυγμένη μορφή της αξίας (Μορφή II)

  3. Γενική μορφή της αξίας (Μορφή III)

  4. Μορφή-χρήμα (Μορφή IV)

Απλή αξιακή μορφή (Μορφή I)

Αρχικά, ο Μαρξ ξεκινά με μια απλή σχέση αξίας ανάμεσα σε δύο εμπορεύματα:

20 πήχεις καραβόπανο = 1 πανωφόρι

Μ’ αυτή την εξίσωση, ο Μαρξ ξεκαθαρίζει ότι πρέπει να γίνει κατανοητό πως η ανταλλακτική αξία των 20 πήχεων καραβόπανου εκφράζεται στον ρουχισμό. Πράγματι, ένα εμπόρευμα δεν μπορεί ποτέ να εκφράσει το ίδιο την ανταλλακτική του αξία, πρέπει πάντα να αναφέρεται, να σχετίζεται με κάτι άλλο6. Εδώ, ο ρουχισμός παίζει τον ρόλο της έκφρασης της αξίας των είκοσι πήχεων του καραβόπανου. Μ’ αυτή την έννοια, το πανωφόρι συνιστά την “ισοδύναμη αξιακή μορφή” και οι 20 πήχεις καραβόπανου τον ρόλο της “σχετικής αξιακής μορφής” (αυτοί οι κάπως πολύπλοκοι τύποι σημαίνουν απλά ότι η ανταλλακτική αξία των 20 πήχεων καραβόπανου είναι ισοδύναμη με ένα πανωφόρι ή, πάλι, ότι το πανωφόρι είναι η έκφραση της αξίας 20 πήχεων καραβόπανου).

Αυτή η πρώτη μορφή αξίας είναι ακόμα προβληματική γιατί παίρνει υπόψιν μόνο δυο εμπορεύματα ενώ η γενίκευση των ανταλλαγών στην αγορά είναι δυνατή μόνο αν όλα τα εμπορεύματα σχετίζονται μεταξύ τους. Η αξία πρέπει λοιπόν να πάρει μια πιο αναπτυγμένη μορφή.

Αναπτυγμένη αξιακή μορφή (Μορφή II)

Με την αναπτυγμένη αξιακή μορφή, οι 20 πήχεις καραβόπανου δεν εκφράζουν πλέον την αξία τους σε σχέση με ένα μοναδικό εμπόρευμα αλλά ως προς την ολότητα των εμπορευμάτων που παράγει η κοινωνία. Βρισκόμαστε, έτσι, μπροστά σε μια πληθώρα εκφράσεων της αξίας:

20 πήχεις = 1 πανωφόρι ή = 10 λίβρες τσάι ή = 40 λίβρες καφέ ή 500 κιλά σιδήρου ή…, κλπ.

Εδώ, η ολότητα των εμπορευμάτων που παράγονται από την κοινωνία χρησιμεύουν ως μια έκφραση της ανταλλακτικής αξίας 20 πήχεων καραβόπανου. Το πρόβλημα είναι η απουσία ενιαιότητας στην έκφραση αυτή. Αυτό που λείπει είναι, στην πραγματικότητα, μια ενιαία μορφή, μια μοναδική “εξαιρετική” μορφή, ως προς την οποία να εκφράζουν την αξίας τους όλα τα εμπορεύματα.

Γενική αξιακή μορφή (Μορφή III)

Η ενότητα της μορφής-ισοδύναμο είναι λοιπόν δυνατή αν σχετίσουμε όλα τα εμπορεύματα με ένα. Στην προηγούμενη μορφή (Μορφή ΙΙ) η ανταλλακτική αξία των 20 πήχεων υφάσματος εκφράστηκε ως προς όλα τα άλλα εμπορεύματα. Εδώ έχουμε το αντίστροφο. Με την γενική αξιακή μορφή (Μορφή ΙΙΙ), όλα τα εμπορεύματα εκφράζουν την αξία τους ως προς ένα. Η Μορφή ΙΙΙ είναι, λοιπόν, η αντιστροφή της μορφής ΙΙ. Οι 20 πήχεις του καραβόπανου γίνονται το γενικό ισοδύναμο.Μέχρι τότε, ο Μαρξ επέλεγε εντελώς τυχαία εμπορεύματα για να απεικονίσει τη συλλογιστική του. Ότι 20 πήχεις καραβόπανου θα χρησιμεύσουν ως ένα γενικό ισοδύναμο, με άλλα λόγια ως ένα καθολικό μέσο ανταλλαγής, αυτό είναι πράγματι απίθανο. Από δω και πέρα, το πρόβλημα που τίθεται είναι να γνωρίζουμε ποιο εμπόρευμα είναι το πιο κατάλληλο να λειτουργήσει ως ένα γενικό ισοδύναμο. Το ερώτημα δεν είναι άλλο από αυτό του εμπορεύματος που είναι πιθανότερο να παίξει τον ρόλο του χρήματος.

Μορφή-χρήμα (Μορφή IV)

Για να κάνουμε ένα εμπόρευμα να παίξει τον ρόλο του χρήματος σημαίνει να το αποκλείσουμε από τον κόσμο των εμπορευμάτων. Πραγματικά, δεν πρόκειται πλέον να το χρησιμοποιήσουμε για τη συνηθισμένη του χρήση αλλά να του αποδώσουμε μια εντελώς καινούρια κοινωνική χρηστικότητα. Η επιλογή αυτού του εμπορεύματος καθορίζεται, επομένως, από διάφορα κριτήρια, μεταξύ άλλων η αφθονία του και η δυνατότητα διαίρεσης και μεταφοράς του. Ιστορικά, τα εμπορεύματα που έχουν παίξει αυτόν τον ρόλο ισοδύναμου είναι πρωτίστως πολύτιμα μέταλλα, όπως ο χρυσός και το ασήμι. Με την μετάβαση στη μορφή-χρήμα, βρισκόμαστε με τις ακόλουθες εκφράσεις της αξίας:

Αυτό που αλλάζει, λοιπόν, σε σύγκριση με τη Μορφή ΙΙΙ είναι μόνο το γεγονός ότι η μορφή-ισοδύναμο είναι το αντικείμενο μιας συνειδητής επιλογής από την κοινωνία. Αυτή η επιλογή ρυθμίζεται σύμφωνα με πρακτικά κριτήρια και αποφασίζεται από ένα σώμα εξουσίας: ένα Κράτος.

Αυτό που συμβαίνει με την μορφή-χρήμα μπορεί να συνοψιστεί με το ακόλουθο σχήμα:

Οι αναλύσεις του Μαρξ που αναπαράγουμε εδώ, φέρνουν τους σύγχρονους αναγνώστες αντιμέτωπους με ένα μείζον πρόβλημα, αυτό της ισχύος αυτών των συμπερασμάτων μετά το τέλος της εποχής του “κανόνα του χρυσού”. Στην πραγματικότητα, η αντίληψη του Μαρξ υποθέτει ότι το χρήμα είναι ένα εμπόρευμα που έχει ανυψωθεί στη θέση του γενικού ισοδύναμου. Μόνο που, μετά το τέλος της δεκαετίας του 1970, ο χρυσός δεν εξυπηρετεί πλεόν ως ένα γενικό ισοδύναμο, αφού κανένα νόμισμα δεν δεικτοδοτείται σε σχέση μ’ αυτόν ούτε οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα. Αν μια τέτοια κατάσταση αμφισβητεί την κατηγορία του χρήματος ως εμπορεύματος, δεν ακυρώνει, παρ’ όλα αυτά, συνολικά τις προθέσεις του Μαρξ. Πραγματικά, είτε το χρήμα είναι ένα εμπόρευμα είτε όχι, λειτουργεί πάντα με τον ίδιο τρόπο7.

Ο φετιχισμός του εμπορεύματος

Κατά την άποψή μας, το πλεονέκτημα της μαρξικής θεωρίας της αξίας τόσο σε σύγκριση με τις κλασσικές θεωρίες της αξίας της εργασίας όσο και με τις νεοκλασσικές θεωρίες, είναι ότι βασίζεται στην ιδέα ότι οι κοινωνικοί “φορείς” ωθούνται από διαδικασίες που εκτυλίσσονται πίσω από την πλάτη τους. Στην εμπορευματική ανταλλαγή, η ισοδυναμία της εργασίας είναι κάτι που διαφεύγει της συνείδησης των υποκειμένων. Έτσι το γεγονός ότι η αξία είναι η έκφραση της αφηρημένης εργασίας δεν είναι μια αλήθεια αποδεκτή από τους κοινωνικούς παράγοντες, είναι, αντίθετα, μια θεωρητική ανακάλυψη. Για τον Μαρξ, η αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης δεν περιορίζεται από την επίγνωση που έχουν γι’ αυτήν οι κοινωνικοί πρωταγωνιστές. Πράγματι, το κεφάλαιο, ως μια εμπορευματική σχέση, χαρακτηρίζεται από την απομόνωση των ατομικών παραγωγών. Η εργασία δεν είναι ποτέ άμεσα κοινωνική, είναι ιδιωτική εργασία που γίνεται κοινωνική μόνο από τη στιγμή που πουλιέται. Μ’ αυτή την έννοια, η αγορά είναι ο θεσμός που επικυρώνει ή όχι τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας. Κανένας παραγωγός δεν ξέρει εκ των προτέρων αν αυτό που πρόκειται να παράγει θα καλύψει μια κοινωνική ανάγκη. Σ’ αυτό το στάδιο ανάλυσης, η έλλειψη συνείδησης προσφέρει στον Μαρξ μια εξήγηση για την μεταφορά κεφαλαίου από τον ένα παραγωγικό κλάδο στον άλλο8. Αν τα εμπορεύματα που παράγονται από έναν καπιταλιστή δεν καλύπτουν μια κοινωνική ανάγκη, τότε η αξία τους δεν μπορεί να πραγματωθεί, συνεπώς ο καπιταλιστικής οδηγείται να την επαναμετατρέψει [την αξία] μεταφέροντας το κεφάλαιό του σε άλλους κλάδους της παραγωγής με την ελπίδα ότι τα καινούρια εμπορεύματα που θα βάλει σε πώληση θα καλύψουν μια κοινωνική ανάγκη.

Μέχρι τώρα, μπορούμε να δούμε ότι οι κινήσεις του κεφαλαίου ωθούνται από δυνάμεις ξένες προς τη βούληση των υποκειμένων. Οι κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων εμφανίζονται τότε ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων9. Μ’ αυτή την έννοια, είναι εύλογο να μιλήσουμε για μια πραγμοποίηση των παραγωγικών σχέσεων. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι για τον Μαρξ αυτή η “εμφάνιση” δεν συνιστά μια υποκειμενική ψευδαίσθηση που μια ορθή θεωρία θα πρέπει να επιδιώξει να αποκαλύψει. Πράγματι, μιας και έχει πραγματικά αποτελέσματα πάνω στη δραστηριότητα των υποκειμένων, αυτή η ψευδαίσθηση είναι αντικειμενική. Τα προϊόντα της εργασίας, παίρνοντας τη μορφή των εμπορευμάτων, ασκούν κοινωνική εξουσία πάνω στους ανθρώπους. Για να περιγράψει αυτή την εξουσία, ο Μαρξ μιλά για τον φετιχιστικό χαρακτήρα του εμπορεύματος. Τα εμπορεύματα διατηρούν σχέσεις που είναι πέρα από τον έλεγχο των ανθρώπων. Μ’ αυτή την έννοια, πρέπει να ειπωθεί ότι η μαρξική θεωρία του φετιχισμού του εμπορεύματος περιγράφει πολλά περισσότερα από την παρουσία ενός μυστηριώδους πέπλου, αποκαλύπτει, όντως, μια πραγματική δύναμη υποδούλωσης, από τη στιγμή που τα προϊόντα της εργασίας παίρνουν την μορφή εμπορευμάτων.

Αυτό το διάγραμμα δείχνει ότι στον καπιταλισμό, τα προϊόντα της εργασίας παράγονται από τους απομονωμένους παραγωγούς. Η ατομική εργασία γίνεται κοινωνική μόνο όταν πουλιέται στην αγορά ως εμπόρευμα. Αν τα εμπορεύματα δεν πουληθούν, τότε καμμιά αξία δεν πραγματώνεται, υπάρχει καταστροφή κεφαλαίου και οι καπιταλιστές θα πρέπει να στραφούν σε άλλους κλάδους της παραγωγής ώστε να μην καταστραφούν. Στον καπιταλισμό, η συμπεριφορά των ατόμων (τόσο των καπιταλιστών όσο και των προλετάριων) καθοδηγείται από αντικειμενικές δυνάμεις που κυριαρχούν πάνω τους, και αυτός είναι ο λόγος που μιλάμε για πραγμοποίηση των κοινωνικών σχέσεων.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: cellulaires.

3 Καρλ Μαρξ, Le Capital, livre I, Paris, PUF, 1993, σελ. 39 [στμ. Στα ελληνικά: Το Κεφάλαιο, Τόμος 1, εκδόσεις ΚΨΜ.]

4 Αυτοί είναι, μεταξύ άλλων, εκείνοι που θεωρούν ότι η θεωρία της αξίας αντιστοιχεί σε μια ανάλυση προκαπιταλιστικών κοινωνιών αγοράς, ενώ μόνο η θεωρία των τιμών παραγωγής, που αναπτύσσεται στον τρίτο Τόμο, αντιστοιχεί στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Πρέπει να σημειωθεί ότι μια τέτοια ερμηνεία της θεωρίας της αξίας βρίσκεται μερικές φορές σε συγκεκριμένα κείμενα του Ένγκελς.

5 Στμ. Χρησιμοποιούμε ισοδύναμα, όπως μάλλον έχει επικρατήσει στα ελληνικά ως απόδοση του όρου forme-valeur (στα Αγγλικά value-form), και την έκφραση αξιακή μορφή.

6 Στμ. Εδώ ο πυρήνας της κατηγορικότητας της έννοιας της αξίας, με την έννοια της Θεωρίας Κατηγοριών, ιδέα η οποία είναι υπό επεξεργασία.

7 Στμ. Το χρήμα πέρα από τον χρυσό. Χρήμα-νόμισμα, το χρήμα ως το γενικευμένο ισοδύναμο μεταξύ των νομισμάτων (δηλαδή γενικευμένο ισοδύναμο γενικευμένων ισοδυνάμων) ή αλλιώς ως μετα-ισοδύναμο. Το ότι “λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο” είναι αποτέλεσμα ακριβώς της κατηγορικότητάς του ως αφαίρεσης της έννοιας της ισοδυναμίας της αξίας.

8 Παρ’ όλα αυτά, για να συλλάβουμε πλήρως το φαινόμενο, πρέπει να περιμένουμε την ανάπτυξη της ανάλυσης στο επίπεδο του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού, την αναζήτηση υπερκέρδους και την τάση εξίσωσης των ποσοστών κέρδους.

9 “Αυτός είναι ο λόγος που οι κοινωνικές σχέσεις που διατηρούν οι ατομικές τους εργασίες εμφανίζονται στους παραγωγούς ως αυτό που είναι, δηλαδή όχι ως άμεσς κοινωνικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων στην ίδια τη δουλειά τους αλλά, αντίθετα, ως απρόσωπες σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ απρόσωπων πραγμάτων”, Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Puf, σελ. 83-84.

Απολογισμός και προοπτικές των τωρινών προλεταριακών αγώνων σ’ ολόκληρο τον κόσμο

Ομάδα Barbaria1,2

το κείμενο σε pdf

Τη χρονιά που φεύγει βλέπουμε εξεγέρσεις, τη μια μετά την άλλη, σ’ ολόκληρο τον κόσμο: εξεγέρσεις που αναγκάζουν τον Μακρόν να επισκεφθεί τα καταφύγια στα Ηλύσια Πεδία, που κάνουν τον Lenin Moreno να μετακινεί την έδρα της κυβέρνησης [του Εκουαδόρ] στο Guayaquil, που επιτίθενται στους στρατώνες και τα αρχηγεία των αστικών κομμάτων στο Ιράκ, ενώ ξαναζωντανεύουν τις μνήμες της εξέγερσης του 1991, που ανέτρεψαν τον έναν μετά τον άλλο τους πρωθυπουργούς στην Αϊτή ή “φύτεψαν” μια μαύρη σημαία στο κοινοβούλιο του Χονγκ Κονγκ. Η παγκόσμια αστική τάξη αρχίζει να φοβάται.

Όπως είπε η Cecilia Morel, η “Πρώτη Κυρία” του χιλιάνικου Κράτους, πριν από λίγες μέρες μιλώντας για την συνεχιζόμενη κοινωνική εξέγερση: “είμαστε απολύτως συγκλονισμένοι, είναι σαν μια ξένη εισβολή, σαν εξωγήινοι, δεν ξέρω πώς να το πω και δεν έχουμε τα εργαλεία να τους πολεμήσουμε […]. Αυτό που έρχεται είναι πολύ, πάρα πολύ σοβαρό”.

Όντως, αυτό που έρχεται είναι ένας νέος κύκλος ταξικής πάλης που λυσσομανά μπροστά στα μάτια μας. Από το Ιράκ στον Λίβανο, από το Ιράν στην Αλγερία, από το Σουδάν στη Γαλλία, από την Αϊτή στο Εκουαδόρ, από το Χονγκ Κονγκ στη Χιλή. Αγώνες που πηγάζουν από τις άμεσες, ανθρώπινες ανάγκες της τάξης μας, και οι οποίες από αυτό το σημείο διανοίγουν την ιστορική προοπτική, μακρινή ακόμα, της σοσιαλιστικής επανάστασης, του κομμουνισμού. Στη Χιλή είναι εξαιτίας της αύξησης στα εισιτήρια του μετρό, στην Αλγερία εξαιτίας της πολιτικής διαφθοράς, στην Αϊτή εξαιτίας του σκανδάλου Petrocaribe και της αύξησης στις τιμές των καυσίμων, όπως συμβαίνει και στη Γαλλία και το Εκουαδόρ. Στο Χονγκ Κονγκ ξεκίνησε ενάντια στην καταστολή, στο Ιράκ εξαιτίας των συνθηκών ζωής και του νερού, στον Λίβανο εξαιτίας της αύξησης της φορολογίας για το Διαδίκτυο. Αλλά αυτές οι άμεσες ανάγκες τείνουν να γενικεύονται και πάνε πιο πέρα από την αιτία που προκάλεσε τη σπίθα. Όπως μπορούμε να δούμε, χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε την Καταλωνία, όπου πρόκειται για μια διαδικασία εντελώς τοποθετημένη στο έδαφος της εθνικής απελευθέρωσης, και απορρέει από την υπεράσπιση μερικών αστών πολιτικών που έχουν φυλακιστεί, και επιδιώκει τη δημιουργία ενός ανεξάρητου καταλανικού Κράτους. Η βούληση αυτών που μάχονται στις εξεγέρσεις αυτές (ή αυτό που πιστεύουν ότι υπερασπίζονται) μικρό αντίκρυσμα έχει σε σχέση με αυτό που κάθε εθνική απαίτηση προετοιμάζει: ιμπεριαλιστικούς πολέμους και συγκρούσεις. Το κριτήριο για τον καθορισμό της φύσης ενός κινήματος δεν είναι ο βίαιος ή μη χαρακτήρας του, που δεν σημαίνει τίποτα, αλλά τι αρνείται και τι αμφισβητεί: δεν αρνούμαστε ένα έθνος Κράτος οικοδομώντας ένα άλλο. Το Κουρδιστάν είναι επίσης ένα καλό παράδεγμα αυτής της θέσης.

Μπορούμε να αντλήσουμε κάποια πρώτα διδάγματα από την συνεχιζόμενη κοινωνική πόλωση από το “Δέκα σημειώσεις για την επαναστατική κατάσταση” που είχαμε γράψει πριν μερικούς μήνες.

1) Το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου είναι πολωμένο. Μπαίνουμε στην αρχή μιας αλλαγής εποχής που χαρακτηρίζεται από τη σύγκρουση ανάμεσα στις τάξεις, που βάζει ένα τέλος στην μακρά υποχώρηση της δεκαετίας του 1990. Στην πραγματικότητα, βιώνουμε την αυξανόμενα έντονη και ισχυρή ανάπτυξη των διαδικασιών της κοινωνικής ανόδου της τάξης μας, από το 2001 στην Αργεντινή στο 2006 στην Οαχάκα (μέσω, προηγουμένως, του Εκουαδόρ ή της Βολιβίας), από τις ταραχές της πείνας το 2008 σ’ ολόκληρο τον κόσμο στο 2011, τη χρονιά που η τάξη μας γενίκευσε τους αγώνες της από τον Αραβικό κόσμο στην Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες ή ακόμα και την Ελλάδα.

2) Ο καπιταλισμός έχει φτάσει σε ένα αδιέξοδο. Μπαίνουμε σε μια εποχή κοινωνικής επανάστασης επειδή ο καπιταλισμός έχει εξαντληθεί ως κοινωνική σχέση: παράγει όλο και περισσότερο μια πλεονάζουσα ανθρωπότητα, αποβάλλει ζωντανή εργασία από την κοινωνική παραγωγή και καταναλώνει ενέργεια και πρώτες ύλες με αυξανόμενη αδηφαγία προσπαθώντας να αντιμετωπίσει με περισσότερα εμπορεύματα αυτό που χάνει με την αποβολή της ανθρώπινης εργασίας. Οι κρίσεις του είναι και θα γίνονται όλο και πιο καταστροφικές.

3) Τα κύματα αγώνων που αναδύονται σε παγκόσμιο επίπεδο (2001, 2008, 2011, και 2019) δεν μπορούν να κατανοηθούν ως ξεχωριστά γεγονότα, ως στιγμιότυπα απομονωμένα το ένα από το άλλο. Είναι το ίδιο φιλμ – στον χρόνο και τον χώρο – που έχει έναν κοινό πρωταγωνιστή: τον παλιό τυφλοπόντικα της επανάστασης που διεκδικεί με δύναμη τις ανάγκες και τα συμφέροντά του.

4) Οι εξεγέρσεις και οι επαναστάσεις έχουν έναν φυσικό, υλικό χαρακτήρα: κάποιος παλεύει γοα τις άμεσες ανάγκες του. Το σημαντικό είναι να αναλύσουμε τα υλικά γεγονότα που βάζουν σε κίνηση τις διάφορες πρακτικές. Αυτό που λέει το κίνημα είναι σημαντικό, αλλά αυτό που κάνει είναι πιο σημαντικό τώρα. Όσο ο αγώνας αναδύεται από τις άμεσες ανάγκες της τάξης μας: κάτι πολύ διαφορετικό από τους εθνικιστικούς ή εκλογικούς πολιτικούς αγώνες που κινούνται εντελώς στο έδαφος της αστικής πολιτικής. Η επανάσταση ξεκινά από μια διαδικασία ιονισμού στην οποία τα κοινωνικά “μόρια” τείνουν να είναι έτοιμα να πολεμήσουν, να πολωθούν, άσχετα από την συνείδηση που είχαν αρχικά για τους στόχους του αγώνα. Αυτό είναι που βλέπουμε τους τελευταίους μήνες στις διάφορες σε εξέλιξη εξεγέρσεις. Καμμιά σχέση με την μπουρζουάδικη απεικόνιση.

5) Αυτή η κοινωνική καταβύθιση3, αυτή η σύγκρουση τεκτονικών πλακών έχει μια κοινή ρίζα και, συνεπώς, τείνει να αποκτά όλο και περισσότερο έναν συγχρονισμένο χαρακτήρα. Οι εξεγέρσεις διαδίδονται η μια στην άλλη, από το Εκουαδόρ στη Χιλή, από το Σουδάν στην Αλγερία, από το Ιράν στο Ιράκ ή τον Λίβανο. Η κοινή ρίζα είναι οι ανθρώπινες ανάγκες στις οποίες το κεφάλαιο επιτίθεται για τις ανάγκες της αναπαραγωγής του.

6) Και όμως, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το άνοιγμα μιας νέας εποχής που χαρακτηρίζεται από τη σύγκρουση ανάμεσα στις τάξεις δεν σημαίνει το άνοιγμα μιας εξεγερτικής περιόδου. Απέχουμε ακόμα πολύ από αυτό, καθώς μια εξεγερσιακή περίοδος θα απαιτούσε μια συνειδητή αποφασιστικότητα, ένα πρόγραμμα, μια θέληση που να αναγνωρίζεται από την τάξη μας: με λίγα λόγια, μια αντιστροφή της πράξης που χρειάζεται ένα ανώτερο επίπεδο οργάνωσης και ένα κόμμα, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω. Ακόμα κι έτσι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σύγκρουση των τεκτονικών πλακών της οποίας είμαστε μάρτυρες θα είναι όλο και πιο έντονη και σταθερή, εκτεταμένη και πυκνή, παρά τα σκαμπανεβάσματα που θα γνωρίσει τα ερχόμενα χρόνια.

7) Τι καθήκοντα μπορούμε να αναλάβουμε ως επαναστάτες; Είμαστε στην αρχή μιας καινούριας ιστορικής περιόδου στην οποία είναι πολύ σημαντικό οι διαδικασίες να μαθαίνουν από τον ίδιο τον εαυτό τους. Το κόμμα μας, ως μια κοινωνική δύναμη που μάχεται για τον κομμουνισμό, ζει και είναι ήδη σχηματισμένο στο έδαφος αυτών των εξεγέρσεων. Ως επαναστατικές μειοψηφίες είμαστε κομμάτι του προλεταριάτου και αυτών των αγώνων, δεν είμαστε ένα κόμμα ξεκομμένο [διαχωρισμένο και διακριτό], αλλά είμαστε αυτοί που, όπως είπε ο Μαρξ, προσπαθούμε να προάγουμε και να βαθύνουμε την αποφασιστικότητα του κινήματος και, την ίδια στιγμή, προσπαθούμε να ξεκαθαρίσουμε θεωρητικά την πρακτική μας σχετικά με τους γενικούς στόχους της τάξης. Όπως έχουμε πει, η αρχή μιας καινούριας φάσης της ταξικής πάλης, μια μακρά περίοδος κοινωνικής επανάστασης σημαδεμένης από μια τελική κρίση του καπιταλισμού, δεν σημαίνει ότι ο κομμουνισμός μας περιμένει στη γωνία. Απέχουμε ακόμα πάρα πολύ από μια επαναστατική κατάσταση: η ικανότητα του προλεταριάτου να συγκροτηθεί ως τάξη, ως ένα κόμμα, είναι θεμελιώδης γι’ αυτό· η σύγκλιση ανάμεσα στις υλικές διαδικασίες της ταξικής πάλης και το κομμουνιστικό ιστορικό πρόγραμμα που προέρχεται από αυτή την ίδια πάλη είναι ουσιώδης. Αυτός είναι ο λόγος που τα ζητήματα του θεωρητικού και προγραμματικού ξεκαθαρίσματος είναι τόσο σημαντικά σήμερα. Η πάλη μας δεν στέκεται μόνη της στα οδοφράγματα του παρόντοτς, αλλά επίσης και στα μαθήματα που μπορούν να αντληθούν από τα οδοφράγματα του παρελθόντος.

Ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς, παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να υπάρχει σημείο επιστροφή.ς Πρέπει να ζήσουμε το πάθος του αγώνα αλλά και τον αγώνα για θεωρητική και προγραμματική σαφήνεια.

Πολλές φορές, όταν αντιπαρατιθόμαστε σε “ριζοσπαστικούς” χώρους και αναφερόμαστε στην ανάγκη για την επανάσταση, αισθανόμαστε σαν εξωγήινοι που θα μπορούσαν να χουν προσγειωθεί από τον Άρη. Τι! Επανάσταση; Παγκόσμια; Ηπάγετε πίσω: αυτό είναι ολοκληρωτικό, αντιδραστικό. Τι θέλετε; Γιατί δεν είναι ούτε ευσεβής πόθος ούτε ζήτημα βούλησης. Εξεγέρσεις και επαναστάσεις θα είναι ένα τωρινό δεδομένο της ιστορικής μας εποχής, όλο και πιο συγχρονισμένα. Δεν είναι ζήτημα του να θέλουμε να συμβούν, αφού συμβαίνουν αυθόρμητα: είναι ζήτημα του να τις κατευθύνουμε [να τις προσανατολίσουμε] στην προοπτική της κατάργησης των τάξεων, του Κράτους και του εμπορεύματος.

Αυτός είναι ο λόγος που αφιερώνουμε αυτές τις σημειώσεις σε όλους αυτούς που είχαν πετάξει την επανάσταση στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας, σε όλους αυτούς που είχαν αναγάγει το προλεταριάτο σε μια χειραγωγημένη και χειραγωγήσιμη μάζα κατά βούληση, που υπέβαλαν τις άμεσες ανάγκες του προλεταριάτου, της ανθρωπότητας, στα παιχνίδια της κίνησης του κεφαλαίου. Ας μην ξεχνάμε ποτέ τη δύναμη και την ισχύ της τάξης μας.

Ομάδα Barbaria – Οκτώβρης 2019

Πηγές:

https://panfletossubversivos.blogspot.com/2019/10/este-ultimo-ano-vemos-sucederse.html
https://materialesxlaemancipacion.espivblogs.net/2019/10/23/texto-sobre-la-actualidad-de-nuestra-lucha/
https://proletariosrevolucionarios.blogspot.com/2019/10/balance-y-perspectiva-de-las-luchas.html
https://valladolorinternacionalista.blogspot.com/2019/11/grupo-barbaria-sobre-la-actualidad-de.html

2 Μετάφραση στα Αγγλικά: Los Amigos de la Guerra de Clases.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: slump.

Ένας κόσμος σε εξέγερση

Insurgent Notes1

το κείμενο σε pdf

Είμαστε στην ευχάριστη θέση να συμπεριλάβουμε στο παρόν τεύχος των Insurgent Notes μια σειρά πολύ λεπτομερών παρουσιάσεων και αναλύσεων του κινήματος των gilets jaunes στη Γαλλία, προετοιμασμένων από ακτιβιστές που συνδέονται με το Temps critiques. Τα κείμενα επηρεάζονται από μια διακριτή θεωρητική προοπτική (σχετικά με την καπιταλιστική αναπαραγωγή και την πιθανότητα της επανάστασης) και τη συνεχή συμμετοχή τους στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων από το ξεκίνημά του. Οι λεπτές διαφοροποιήσεις των αναφορών επιτρέπουν στους συγγραφείς να ισχυριστούν πειστικά ότι είναι πολύ ουσιώδες να είναι κανείς προσεκτικός σχετικά με το τι είναι νέο στο κίνημα και να ξεφύγει από το αδιέξοδο να απαριθούμε απλά τα ελαττώματα ενός κινήματος υπό το φως μιας παραδοσιακής κατανόησης για το πώς υποτίθεται πρέπει να μοιάζει ένα αντικαπιταλιστικό κίνημα.

Γράφουμε αυτό το άρθρο της σύνταξης καθώς οι μαζικές διαμαρτυρίες στο Χονγκ Κονγκ πλησιάζουν το ορόσημο των έξι μηνών διάρκειας με ελάχιστες ενδείξεις ότι “ξεμένουν” από δυναμική. Και μέσα στις τελευταίες εβδομάδες, μαζικές (και κάποιες φορές, εξεγερσιακές) διαμαρτυρίες έχουν εκραγεί στο Εκουαδόρ, στη Χιλή, στον Λίβανο, στο Ιράκ και την Αϊτή. Και ακόμα και στην εντελώς υπό καταστολή Αίγυπτο, γενναίες ψυχές τολμούν να βγουν στους δρόμους2.

Όπως και τα “κίτρινα γιλέκα” στη Γαλλία, οι διαδηλωτές κινητοποιούνται τυπικά από μια πολύ βαθιά αίσθηση οργής/θυμού για την κατά τα φαινόμενα ατέλειωτη και συχνά επιδεινούμενη μιζέρια της ύπαρξής τους και μια ισχυρή πεποίθηση ότι οι αντιπροσωπευτικές κυβερνήσεις δεν κάνουν τίποτα για να αντιμετωπίσουν τις λίγο-πολύ απελπιστικές συνθήκες, παρά μόνο τις κάνουν ακόμα χειρότερες. Απ’ όσο γνωρίζουμε, καμμιά από τις μαζικές διαμαρτυρίες δεν έχει βασιστεί σε αγώνες για τους μισθούς ή τις εργασιακές συνθήκες. Αντίθετα, σχεδόν όλες, διαμορφώνονται από αγώνες σχετικά με τις τιμές και τους φόρους.

Στη Χιλή, ως απάντηση σε μια αύξηση των εισιτηρίων του μετρό, μαθητές των γυμνασίων ξεκίνησαν μια καμπάνια εκτεταμένης αποφυγής πληρωμής των εισιτηρίων στο Σαντιάγο με μαζικές καταλήψεις σταθμών του υπογείου σχεδιασμένων έτσι ώστε να ενθαρρύνουν τους επιβάτες να μπαίνουν στα τραίνα χωρίς να πληρώνουν αντίτιμο. Σε μια αξιομνημόνευτη στιγμή, φαινόταν ότι μια ομάδα μαθητών θα διώχνονταν από έναν σταθμό του υπογείου με τη βία από την αστυνομία – για να διασωθούν από εκατοντάδες άλλους μαθητές που έφτασαν με το επόμενο τραίνο. Στη συνέχεια, διαδηλωτές επιτέθηκαν σε σχεδόν όλους τους 164 σταθμούς του συστήματος του μετρό· κατέστρεψαν 45 και έκαψαν 20. Αν και πρόκειται για μια πρόωρη εκτιμήση/κρίση, ίσως συμβαίνει η διατήρηση και η λειτουργία του συστήματος των ΜΜΜ σε περίοδο εξέγερσης ίσως είναι μια καλλίτερη τακτική κίνηση από την καταστροφή του.

Αυτό που είναι προφανές είναι οτι πολλά εκατομμύρια ανθρώπων σ’ ολόκληρο τον κόσμο είναι αρκετά αηδιασμένοι με την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων ώστε να είναι προετοιμασμένοι να καταφύγουν σε ακραία μέτρα (και μεγάλα ρίσκα) για να απαιτήσουν αλλαγές. Όπως σημείωσε ένας σχολιαστής για έναν διαδηλωτή στο Χονγκ Κονγκ, ο οποίος αναγνώρισε ότι ρισκάρει τη ζωή του, “θα μπορούσε να είναι σχεδόν παντού”. Την ίδια στιγμή, ξέρουμε λίγα σχετικά με τον βαθμό στον οποίο οι διαμαρτυρίες έχουν αλυσιδωτές αντιδράσεις. Μιλώντας σε μια συνέντευξη, ένας διαδηλωτής από τη Χιλή ισχυρίστηκε ότι οι περισσότεροι από τους διαδηλωτές ήξεραν λίγα πράγματα σχετικά με την πραγματικότητα και τις εξελίξεις σε άλλα μέρη. Από τη μια πλευρά, ένας βετεράνος Κινέζος διπλωμάτης προειδοποίησε σε μια επίσημε εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος: “Η καταστροφή του ‘χάους στο Χονγκ Κονγκ’ έχει ήδη χτυπήσει τον Δυτικό κόσμο. Πρέπει να περιμένουμε ότι κι άλλες χώρες και πόλεις μπορεί να χτυπηθούν από αυτόν τον κατακλυσμό”.

Η συγκυρία των μαζικών διαμαρτυριών σε πολλές χώρες καλεί για μια θεώρηση της έκτασης στην οποία προμηνύουν/προοιωνίζονται ένα νέο πεδίο δυνατοτήτων για επανασταστικά κινήματα. Το 1906, η Ρόζα Λούξεμπουργκ επέστρεψε από την επίσκεψη και συμμετοχή της στη Ρώσικη επανάσταση της προηγούμενης χρονιάς [1905] και έγραψε μια ιστορικής σημασίας καταγραφή και μια δυνατή ανάλυση της παγκόσμιας ανάδυσης της μαζικής απεργίας ως ενός καινούριου όπλου στα χέρια του επαναστατικού προλεταριάτου. Δείτε το Μαζική Απεργία, Κόμμα Συνδικάτα3. Μεταξύ άλλων, ισχυρίστηκε ότι κανένα κόμμα δεν θα μπορούσε να ενορχηστρώσει μια μαζική απεργία· ο αυθόρμητος χαρακτήρας της [μαζικής απεργίας] ήταν, όντως, ένα καθοριστικό γνώρισμα της επαναστατικού της δυναμικού.

Η Λούξεμπουργκ έγραψε σε μια εποχή που τα μαζικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αριθμούσαν συνδυαστικά τα μέλη τους σε εκατομμύρια. Οι ηγέτες αυτών των κομμάτων υπέθεσαν ότι είχαν το δικαίωμα και την υποχρέωση να καθοδηγήσουν την ταξική πάλη εντός των αντίστοιχων εθνών τους, ιδιαίτερα όταν ήλπιζαν να υπονομεύσουν και να εκτρέψουν τη μαζική εξέγερση, στο όνομα του τελικού θριάμβου της θεωρίας “αργά και σταθερά κερδίζεται ο αγώνας”, για τη σοσιαλιστική νίκη. Αναμενόμενα, σπάνια υπήρξαν υποστηρικτές μιας στρατηγικής της κατά Λούξεμπουργκ μαζικής απεργίας. Σήμερα, αυτά τα κόμματα έχουν εξαφανιστεί από προσώπου γης αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι κατά κάποιο τρόπο φανταστικές ιδέες για τις εργατικές πρωτοπορείες που καθοδηγούν τις επανασταστικές δυνάμεις έχουν πια εξατμιστεί – τουλάχιστον όχι στο μυαλό μιας χούφτας διαφόρων πραγματικών πιστών σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Για μια ακόμα φορά, όμως, τα γεγονότα μπορούν να μας δώσουν μαθήματα, αν είμαστε ανοιχτοί να τα μάθουμε. Οι μαζικές εξεγέρσεις του 2019 ήταν σχεδόν όλες απρόσμενες και παραμένουν “ακέφαλες” – κανείς δεν έχει τον έλεγχο. Πραγματικά, κάθε προσπάθεια παροχής καθοδήγησης από υπάρχουσες πολιτικές ομάδες έχει αντιμετωπιστεί με περιφρόνηση.

Αν, όμως, οι διαμαρτυρίες πρόκειται να αντέξουν και να είναι πετυχημένες, υπάρχουν ζητήματα που χρήζουν προσοχής. Πώς μπορούν τα κινήματα να εξασφαλίσουν με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο τη βιωσιμότητά τους; Πώς μπορούν να προετοιμαστούν για την αστυνομική και στρατιωτική καταστολή ή για τις προσπάθειες της κυβέρνησης να περιορίσει τις προμήθειες τροφίμων; Πώς μπορούν τέτοια κινήματα να προετοιμαστούν, στην πάροδο του χρόνου, για την ίδια τη βιωσιμότητά τους, αντιμετωπίζοντας ζητήματα όπως η προστασία αυτών που συλλαμβάνονται και τραυματίζονται;

Δεν έχουμε να προσφέρουμε κάποιες απαντήσεις. Αλλά πιστεύουμε όντως ότι οι εκτεταμένες διεθνείς ανταλλαγές ανάμεσα σε εξεγερμένες δυνάμεις μπορεί ίσως να αρχίσουν να δίνουν κάποιες. Πιστεύουμε ότι χρειαζόμαστε τώρα κάτι από την ίδια ευρύτητα στόχων και φιλοδοξία που επέδειξε η Λούξεμπουργκ το 1906. Οι Γάλλοι σύντροφοί μας μας έχουν δώσει μια καλή ιδέα για το πώς να αρχίσουμε.

Θα κλείσουμε, όμως, με μια ματιά πίσω στο κίνημα Occupy και τις πρώτες μέρες των αντιμπατσικών διαμαρτυριών στον απόηχο της δολοφονίας του Μάικλ Μπράουν στο Φέργκιουσον του Μιζούρι. Όταν συνέβησαν, δημοσιεύσαμε κάποιες, όπως εξακολουθούμε να πιστεύουμε, αξιόλογες αναλύσεις. Δεν πιστεύουμε, όμως, ότι ήταν αρκετά επαρκείς ώστε να μπορούν, όπως έχουν κάνει οι Γάλλοι ακτιβιστές, να δουν κάτι περισσότερο από το μέλλον στο παρόν.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://insurgentnotes.com/2019/11/a-world-in-revolt.

2 Στην Ισπανία, πρόσφατα, εκατοντάδες χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους της Βαρκελώνης διαμαρτυρόμενοι για τη φυλάκιση ηγετών του καταλανικού αυτονομιστικού κινήματος. Δεν θα θέλαμε να υποτιμήσουμε τη σημασία αυτής της εξέλιξης αλλά βλέπουμε να έχει έναν διαφορετικό χαρακτήρα από τα άλλα παραδείγματα που έχουμε αναφέρει.

3 Στμ. Ρόζα Λούξεμπουργκ: Μαζική Απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2014.

Μπλοκάρισμα

από το Carbure1

το κείμενο σε pdf

Μπορεί το μπλοκάρισμα να θεωρηθεί ως μια αποτελεσματική στρατηγική στον παρόντα συσχετισμό δύναμης; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο κίνημα που θα ξεκινήσει στις 5 Δεκεμβρίου2 και αυτών που ταρακουνούν τη Μέση Ανατολή και τη Λατινική Αμερική; Μια πολύ γενική προσπάθεια αξιολόγησης των μορφών που μπορεί να πάρει μια παγκόσμια κρίση του κεφαλαίου.

Αυτό που συμβαίνει σ’ αυτή την κατάσταση είναι ότι, με κάθε μείζον κίνημα, αυτοί που συγκρούονται [με το κράτος] έρχονται αντιμέτωποι με ένα τοίχο που στην ουσία ανάγει τη δράση τους σε ένα λογιστικό πρόβλημα3. Η ιδεολογική διαχείριση του ζητήματος από το Κράτος γίνεται, τότε, υπό την αποκλειστική προοπτική της επιστροφής στη ρέουσα κανονικότητα τάξης πραγμάτων της κυκλοφορίας: πολιτικός αποκλεισμός θέσεων, περιθωριοποίηση με τον χαρακτηρισμό του εξτρεμισμού, άμεση διάλυση οποιουδήποτε γεγονότος αντιμετωπίζεται ως μια διαταραχή στη δημόσια τάξη, άμεσι “ξεκλείδωμα”, κινητοποίηση των μη-απεργών για την αποκατάσταση της κανονικής λειτουργίας κλπ. Η κανονικότητα εμφανίζεται εδώ ως αυτό που είναι, μια μόνιμη βία, αλλά εμφανίζεται μόνο σ’ αυτούς που έχουν αγωνιστεί επειδή υφίστανται αυτή τη βία. Για τους άλλους, η κανονικότητα είναι κανονικότητα, τελεία. Το ερώτημα είναι, λοιπόν: για πόσο μπορεί το Κράτος, περιβαλλόμενο από αυτούς για του οποίους η κανονικότητα είναι ακόμα επιθυμητή, να συνεχίσει να αρνειίται την ύπαρξη εκείνων για τους οποίους αυτή η κανονικότητα γίνεται όλο και περισσότερο αφόρητη;

Με μια συγκεκριμένη έννοια, η Αόρατη Επιτροπή έχει δίκιο για ένα πράγμα: η εξουσία είναι λογιστική4, και είναι μια σκέτη ταυτολογία, αφού η εξουσία είναι η εξουσία να κάνεις πράγματα. Αλλά η ουσία του να επισημαίνεται αυτό είναι, πάνω απ’ όλα, ότι η “εξουσία” δεν διαπραγματεύεται πλέον, ότι σε καιρούς κρίσης απαρνιέται για τον ίδιο της τον εαυτό να εμφανίζεται ως η ουδέτερη σύνθεση διαφορετικών ταξικών συμφερόντων και εμφανίζεται ως αυτό που είναι: η κυριαρχία μιας τάξης. Ο μύθος του γενικού συμφέροντος – η δημοκρατία στις διάφορες μορφές της – εξαφανίζεται, τότε, μπροστά στην πραγματικότητα του υψηλότερου συμφέροντος της οικονομίας (η οποία θα αποτελούσε την πραγματική κοινωνική σύνθεση), αυτού του άλλου φετίχ της ταξικής κυριαρχίας. Η διαχείριση της απεργίας γίνεται ένα ζήτημα αστυνόμευσης και, πραγματικά, ένα ζήτημα λογιστικής. Συνεπώς, αυτοί που προκαλούν δεν είναι πλέον αντίπαλοι, με τους οποίους διαλεγόμαστε, αλλά παραβάτες: ριζοσπαστικοποιημένοι. Δεν πρέπει να διαπραγματευτούμε, πρέπει να τους “ξεμπλοκάρουμε”, με μια σωματική έννοια. Η καταστολή είναι το αναγκαστικό συμπέρασμα της απουσίας διαλόγου, δικαιολογεί αυτή την απουσία αποτελώντας, την ίδια στιγμή, την εκδήλωσή της.

Αλλά εκεί που η Αόρατη Επιτροπή είδε μια αδυναμία, μια απόδειξη ότι το κράτος δεν μπορούσε πλέον να παράγει μια συμβολική νομιμοποίηση αλλά “μόνο” να ελέγχει την επικράτεια, θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι, στην παρούσα ισορροπία δυνάμεων, η λογιστική δεν είναι μόνο το δυνατό σημείο του κράτους, αλλά επίσης το μέσο με το οποίο σχεδιάζει να διατηρηθεί για πάντα: χρειάστηκαν μόνο τρεις βδομάδες για να εκκενώσει τους κόμβους από τα κίτρινα γιλέκα και να σταματήσει τους αποκλεισμούς. Είναι ακριβώς επειδή το Κράτος έχει κερδίσει τη μάχη της υλικοτεχνικής υποδομής (με την έννοια των DDE5) που η αντιπαράθεση επέστρεψε στους δρόμους, όπου αντιμετωπίζεται, και πάλι, από τη αστυνομία “λογιστικά”. Και, παίρνοντας υπόψιν πώς εξελίσσονται όλα αυτά, πρέπει και πάλι να θέσουμε το ερώτημα: μπορούμε να αγωνιστούμε ενάντια στο Κράτος στο έδαφος της κυκλοφορίας; Μπορούμε πραγματικά, και όχι από μια τεχνική σκοπιά, αλλά λαμβάνοντας υπόψιν την κατάσταση των εμπλεκόμενων δυνάμεων, να “παραλύσουμε τη χώρα”; Και, τελικά, προς τι;

Είναι αυτή η δυναμική “τέλματος”6 που μας προσκαλεί να σκεφτούμε τον εμφύλιο πόλεμο που, όπως πάντα, περιέχεται στην παρούσα κατάσταση, παντού στον κόσμο, από τις χειρότερες δικτατορίες μέχρι τις πιο εδραιωμένες δημοκρατίες. Κι εδώ, τρέμουμε επίσης στην ιδέα της στασιμότητας σε έναν εμφύλιο πόλεμο στον οποίο το Κράτος διατηρεί όλα τα υλικοτεχνικά μέσα: η Συρία του Μπασάρ Άσαντ είναι εκεί για να μας θυμίζει τι είναι ικανό να κάνει ένα κράτος που φτάνει να συγκεντρώσει πίσω του ένα μέρος του πληθυσμού εναντίον ενός άλλου. Μπορεί να διαρκέσει, και η διάρκειά του εδώ είναι η προγραμματισμένη συντριβή.

Αυτός είναι ο λόγος που κάθε κίνημα, που αρχίζει να απλώνεται σε μια άγνωστη ζώνη, μάλλον τρομακτική και γεμάτη αβεβαιότητες, έχει ως μόνες προοπτικές ή την επιστροφή σε μια “κανονικότητα”, που γίνεται όλο και πιο αφόρητη, ή τη συντριβή ή το χάος του εμφυλίου πολέμου. Για το κεφάλαιο, το τέλος της πολιτικής δεν είναι τίποτα άλλο από τον πόλεμο. Βλέποντας αυτές τις συνθήκες να εκδηλώνονται στη Γαλλία, σε ένα κίνημα τόσο “κλασσικό” όσο ένας αγώνας ενάντια στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, βλέποντας αυτή την καταστροφική λογική να εφαρμόζει τους όρους της σ’ αυτό που, πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια, μεταφραζόταν σε ένα είδος τελετουργικού χορού ανάμεσα στους “κοινωνικούς εταίρους” και το κράτος, μας λέει αρκετά για το πόσο βαθιά είναι η κρίση στην οποία έχουμε μπει. Αυτό που προετοιμάζεται στη Γαλλία δεν έχει, προφανώς, κανένα κοινό μέτρο – ποσοτικά μιλώντας – μ’ αυτό που υπάρχει αυτή τη στιγμή στη Χιλή ή στο Ιράκ, και κάθε κατάσταση πρέπει να κατανοείται καθεαυτή, αλλά έχει όντως μια αναφορά σε μια γενική κατάσταση, που είναι όντως παγκόσμια.

Το κοινό σημείο ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο το γαλλικό Κράτος βλέπει το κίνημα ενάντια στην μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού και τα κινήματα που ξεδιπλώνονται στη Μέση Ανατολή και τη Λατινική Αμερική είναι αυτή η κατάσταση στην οποία το Κράτος δεν έχει πια τίποτα να δώσει (και στις προηγούμενες περιπτώσεις, η κρίση του Κράτους-εισοδηματία, που λυμαίνεται τους φυσικούς πόρους7 και αναδιανέμει, δεν καταδεικνύει παρά αυτή την κατάσταση αλλά ακόμα πιο βίαια) και στην οποία κανείς δεν περιμένει τίποτα από αυτό, ενώ παραμένει η μοναδική προοπτική των αγώνων: επιτέλους, “ο λαός θέλει την πτώση του καθεστώτος” παντού. Ίσως αυτό είναι το πραγματικό “μπλοκάρισμα” σ’ αυτή την ατέρμονη αντιπαράθεση με το Κράτος. Σήμερα, θα ήταν ανόητο να το θεωρήσουμε κάτι άλλο από την προοπτική μιας παγκόσμιας επαναστατικής κρίσης και θα ήταν μηδενιστικό να μην θεωρήσουμε, σ’ αυτό το πλαίσιο, την κομμουνιστική προοπτική.

Σ’ αυτή την προοπτική, οι αγώνες θα εξελιχθούν όπως μπορούν, δεν υπάρχει καμμιά πρωτοπορεία που είναι πιθανόν να τους δώσει μια κατεύθυνση. Η ριζοσπαστικότητα δεν υπάρχει ούτε στις ιδέες ούτε στους ανθρώπους, υπάρχει στις καταστάσεις. Όμως, θα ήταν εξίσου ανεύθυνο να μην τονίσουμε αυτό το απλό γεγονός: οι “αγώνες σε κυκλοφορία” και η στρατηγική του μπλοκαρίσματος, όπως ακριβώς και η προοπτική των καθαρών ταραχών, είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Η μόνη τους προοπτική είναι να αποσταθεροποιήσουν το Κράτος, να το εξαναγκάσουν να βελτιώσει τις συνθήκες ύπαρξης των μαζών των προλετάριων που ο καπιταλισμός αποκλείει ή τους απομακρύνει από την “κανονικότητά” του, αλλά μια [τέτοια] προοπτική ενσωμάτωσης δεν βρίσκεται πλεόν στην ημερήσια διάταξη. Στην περίπτωση αυτή, αυτό που απομένει για το κράτος είναι να οργανώσει το ξεμπλοκάρισμα και την επιστροφή στην τάξη, επιστροφή την οποία έχει τα μέσα να την κάνει. Αν και μερικοί ρομαντικοί το νομίζουν, δεν πρόκειται να είμαστε πιο αποτελεσματικοί από το κράτος στο πεδίο της “λογιστικής”, ούτε με το μπλοκάρισμα ούτε με τις ταραχές. Στην καλλίτερη περίπτωση, αν η κρίση γενικευτεί, μπορούμε να έχουμε μια αλλαγή στο πολιτικό προσωπικό, για να οργανώσει την επιστροφή στην κανονικότητα, στην χειρότερη θα έχουμε τη συντριβή. Αυτό είναι που δεν λέει ποτέ το σύνθημα “Να μπλοκάρουμε τα πάντα”! Για ποιον λόγο; Για ποια νίκηακριβώς; Και με τι πιθανότητες επιτυχίας; Αντιμέτωποι με αυτή την προοπτική προγραμματισμένης αποτυχίας, θα πρέπει, αντίθετα, να πούμε ότι το επαναστατικό κίνημα που θα άρχιζε να μπαίνει σε μια θέση επικράτησης δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να επιτεθεί στην παραγωγή, να καταλάβει παραγωγικά στοιχεία και να αρχίσει να ασκεί μια παραγωγή χωρίς ανταλλαγή, όχι να μπλοκάρει την κυκλοφορία αλλά να την ιδιοποιηθεί για να υποστηρίξει τον αγώνα του κλπ., με άλλα λόγια να εφαρμόσει άμεσα τον κομμουνισμό.

Είναι μόνο σ’ αυτό το πλαίσιο, που το κίνημα αρχίζει να καθιστά εφικτή τη ζωή εκτός κεφαλαίου, που ο αγώνας δεν περιορίζεται πια σε μια κατά πρόσωπο σφαγή με το Κράτος, που οι ταραχές και το μπλοκάρισμα μπορούν να παίξουν έναν θετικό ρόλο. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι είμαστε ακόμα μακριά από αυτό το σημείο.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://blogs.mediapart.fr/carbure/blog/011219/blocage-0.

2 Στμ. Αναφέρεται στο κίνημα ενάντια στις αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα που προωθεί η κυβέρνηση Μακρόν, θέτοντας ως “έναρκτήρια” ημερομηνία την 5η Δεκεμβρίου, ημέρα της πρώτης πανεθνικής απεργίας που έχουν προκηρύξει τα γαλλικά συνδικάτα.

3 Στμ. Λεπτό σημείο. Είναι απλά “λογιστικό” πρόβλημα ή κάτι που δοκιμάζει τις σχέσεις των αγωνιζόμενων;

4 Στμ. Στο πρωτότυπο logistique, δηλαδή logistics, επιμελητεία, υλικοτεχνική υποστήριξη.

5 Στμ. DDE (Directions Départementales de l’Équipement, Νομαρχιακές Διευθύνσεις Εξοπλισμού), πρώην αποκεντρωμένες υπηρεσίες υπό το Υπουργείο Εξοπλισμού ή του ισοδύναμού του σε διάφορες κυβερνήσεις, και τελευταία του Υπουργείου Οικολογικής Μετάβασης και Αλληλεγγύης (Ministère de la Transition écologique et solidaire, MTES).

6 Στμ. Στο πρωτότυπο: “décrochage”. Μοιάζει να έχει, με βάση και τα συμφραζόμενα στη συνέχεια, το νόημα του “holding pattern” των Endnotes.

7 Στμ. Στο πρωτότυπο: la crise de l’Etat rentier extractiviste et redistributeur. Extractivism στα γαλλικά είναι ο όρος που δηλώνει τη μαζική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και της βιοσφαίρας, και είναι εξ ορισμού πολύσημος, καθώς σηματοδοτεί όλες τις μορφές και όλα τα μέσα βιομηχανικής εκμετάλλευσης της φύσης.

Ένα γράμμα σε διανοούμενους που κρύβονται πίσω από τη λέξη “καθαρότητα”

του Patrick Berkman1,2

το κείμενο pdf

Ενα σχόλιο-απάντηση στο άρθρο A letter to intellectuals who deride revolutions in the name of purity3 που δημοσιεύθηκε στο Monthly Review Online σχετικά με το ζήτημα της επανάστασης και της κρατικής εξουσίας.

                                           “Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να χάσουμε όχι απλά υποστηρικτές αλλά και τη θέα των ίδιων μας των στόχων αν μας ρουφήξουν αυτές οι δοκιμασίες καθαρότητας”.
— Mayor Pete Buttigieg, 2019

 

Οι Roxanne Dunbar-Ortiz, Ana Maldonado, Pilar Troya Fernández, και Vijay Prashad έχουν ένα καινούριο δοκίμιο στο MR Online ασκώντας κριτική σε αυτό που βλέπουν ως “καθαρολογία” [εμμονή στην καθαρότητα] στην κριτική που ασκείται σε μερικά σοσιαλιστικά κράτη, κόμματα και ηγέτες, ιδιαίτερα στον Μοράλες, στη Βολιβία, και τον Τσάβες στη Βενεζουέλα.

Είναι αρκετά αυτά που με εξέπληξαν στο δικίμιο αυτό, για παράδειγμα ο ισχυρισμός ότι ο Λευκός Στρατός συνέχιζε τις επιθέσεις του στη Σοβιετική Ένωση για έξι ολόκληρα χρόνια, από το 1917 μέχρι το 1923. Ο μετα-επαναστατικός εμφύλιος πόλεμος στη Ρωσία ξεκίνησε στα σοβαρά στα μέσα του 1918, και η τελευταία σοβαρή απειλή, οι Λευκοφρουροί υπό τον Wrangel, ηττήθηκε τον Νοέμβριο του 1920. Πράγματι, ήδη στις αρχές του 1921 η μισή σχεδόν δύναμη του Κόκκινου Στρατού αποστρατεύτηκε.

Αλλά αυτό που με εξέπληξε περισσότερο απ’ όλα ήταν ότι για όλες αυτές τις “καθαρολογικές” κριτικές στη Βολιβία και τη Βενεζουέλα, οι οποίες υπονοούν ότι είναι πανταχού παρούσες – σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που να αισθανθούν υποχρεωμένοι να γράψουν συλλογικά αυτό το άρθρο – αυτοί οι διανοούμενοι δεν συγκεντρώνουν ούτε ένα μοναδικό παράδειγμα αυτής της καθαρολογίας, για να υποστηρίξει την υπόθεσή τους. Ούτε σύνδεσμοι, ούτε παραθέματα, ούτε αναφορές. Είναι ντροπή, γιατί μπορεί να υποτείνει σε κάποιους αναγνώστες ότι είτε η κριτική των συγγραφέων δεν μπορούσε επαρκώς να προσκομίσει ένα παράδειγμα γι’ αυτό το ίδιο το πράγμα απέναντι στο οποίο προειδοποιούν, είτε ότι απλά σκιαμαχούν.

Υπερασπίζοντας την υπερευαισθησία4 των Σοσιαλιστών στην κρατική εξουσία

Αυτό το εδάφιο προς το τέλος του κειμένου φανερώνει το σχέδιό τους5:

Καμμιά επανάσταση δεν είναι χωρίς τους δικούς της μηχανισμούς αυτοδιόρθωσης, τις δικές της φωνές διαφωνίας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η επαναστατική διαδικασία θα έπρεπε να κωφεύει στις κριτικές· θα έπρεπε να τις καλοδέχεται.

Δεν αναλύουν περαιτέρω αυτό το σημείο (ποιοι είναι αυτοί οι μηχανισμοίμ ποιος είναι ο ρόλος της διαφωνίας;) επειδη κάτι τέτοιο θα τους ανάγκαζε να επανεξετάσουν αυτό το ίδιο το δοκίμιο που γράφουν: ολόκληρο τον τελευταίο αιώνα, η νόρμα για τους σοσιαλιστές που βρίσκονται στην κρατική εξουσία είναι να μην ανέχονται καμμιά διαφωνία, να την απορρίπτουν ως απαράδεκτη συνειδητή/με επίγνωση ή όχι υποστήριξη στις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού και της αντίδρασης.

Έχουμε δει αυτή την αλλεργία προς την εσωτερική διαφωνία από τα αριστερά σε ευρέως ποικίλους βαθμούς και σε έθνη όπως η ΕΣΣΔ, η Κίνα, η Κούβα, η Βενεζουέλα, η Νικαράγουα, όπως και στη Βολιβία, αλλά είναι πάντα παρούσα. Άλλα αριστερίστικα κόμματα και οργανώσεις εξαναγκάζονται είτε να συγχωνευτούν είτε καταστέλλονται είτε τίθενται εκτός νόμου. Σοσιαλιστές που τολμούν να έρθουν σε ρήξη με τις επίσημες κομματικές γραμμές βρίσκονται αποκηρυγμένοι, άνεργοι, φυλακισμένοι ή και ακόμα χειρότερα. Η άρνηση των συγγραφέων να “παλέψουν” με αυτή την άβολη τάση, βρήκε μια βαθιά ανακούφιση όταν παραθέτουν επιδοκιμαστικά κάτι που ο Λέον Τρότσκυ έγραψε όντας σε εξορία (σίγουρα θυμούνται οι συγγραφείς τον λόγο για τον οποίο ο Τρότσκυ ζούσε, εκείνη την εποχή, στην Τουρκία και όχι, ας πούμε, στη Μόσχα;).

Συγχέοντας την πολιτική διαφωνία με την καθαρολογία

Οι συγγραφείς επιχειρούν να εξηγήσουν αυτό που βλέπουν ως απογοητευτική τάση καθαρολογίας μεταξύ των αριστετών διανοητών, επικαλούμενοι την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Στα μάτια τους, αυτοί οι μοδάτοι, τώρα, διανοούμενοι ισχυρίζονταν ότι “το Κράτος ήταν ξεπερασμένο ως ένα όχημα για τον κοινωνικό μετασχηματισμό και ότι η “Κοινωνία των Πολιτών” ήταν η σωτηρία. Ένας συνδυασμός μετα-μαρξισμούς και αναρχικής θεωρίας υιοθέτησε αυτή την επιχειρηματολογία για να λοιδορήσει οποιαδήποτε πειράματα για τον σοσιαλισμό μέσω της κρατικής εξουσίας”.

Και πάλι, κανένα σημαντικό και καθοριστικό βιβλίο, καμμιά πραγματεία ή στοχαστής δεν παρέχονται. Συνεχίζουν:

Το Κράτος θεωρούνταν απλά ως ένα όργανο του καπιταλισμού, μάλλον, παρά ως ένα εργαλείο για την ταξική πάλη. Αλλά αν οι άνθρωποι αποσυρθούν από τh διεκδίκηση του κράτους, τότε αυτό – χωρίς να δέχεται καμμιά αφισβήτηση – θα εξυπηρετεί την ολιγαρχία, βαθαίνοντας τις ανισότητες και τις διακρίσεις.

Αξίζει να τονίσουμε πόσο μακριά είναι η περιγραφή του κράτους από τους συγγραφείς ως “ένα εργαλείο για την ταξική πάλη” από την προειδοποίηση του Μαρξ ότι “η εργατική τάξη δεν μπορεί απλά να πάρει τον έλεγχο του έτοιμου κρατικού μηχανισμού και να τον χειριστεί για τους δικούς της σκοπούς”.

Για να μην αναφέρουμε ότι η ιστορία βρίθει με λαϊκά κινήματα τόσο εργατών όσο και αγροτών που κερδίζουν μεταρρυθμίσεις και κάνουν επαναστάσεις χωρίς να εμπλέκονται σε κανέναν “ανταγωνισμό για το κράτος”. Ήταν καλλίτεροι υλιστές απ’ όσο είναι πολλο μαρξιστές διανοούμενοι: ξέρουν πραγματικά πού έγκειται η πραγματική τους δύναμη και πώς να την χειριστούν και να την κρατήσουν. Απεικονίζοντας το αστικό κράτος με εργαλειακούς όρους, οι συγγραφείς αγνούν τον δυναμικό και πάντα ενδεχομενικό ρόλο που αυτό παίζει τόσο στην διατήρηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης όσο και στη διαμεσολάβηση της ταξικής σύγκρουσης, και τις μυριάδες τρόπους που οι εργατικές τάξεις μπορούν να κάμψουν τα κράτη στη θέλησή τους χωρίς να προσπαθήσουν να τα καταλάβουν.

Η απόδοση προνομιακής θέσης στα “κοινωνικά κινήματα” σε σχέση με τα πολιτικά, αντανακλά την απογοήτευση με την ηρωική εποχή της εθνικής απελευθέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των εθνοαπελευθερωτικών κινημάτων των αυτοχθόνων. Απορρίπτει, επίσης, την πραγματική ιστορία των λαϊκών οργανώσεων σε σχέση με τα πολιτικά κινήματα που έχουν κερδίσει την κρατική εξουσία.

Αντίθετα, είναι με την μη-απόρριψη αλλά αντιμετωπίζοντας με ειλικρίνεια “την πραγματική ιστορία των λαϊκών οργανώσεων σε σχέση με τα πολιτικά κινήματα που έχουν κερδίσει την κρατική εξουσία” που τόσος κόσμος καταλήγει σε αναρχικά συμπεράσματα. Εκτιμώ ότι οι συγγραφείς τουλάχιστον συμφωνούν για τα επιζήμια αποτελέσματα που η κρατική εξουσία έχει πάνω στα κινήματα, όταν εξηγούν ότι η είσοδος μελών των κοινωνικών κινημάτων στο κράτος “ικανοποιεί τα αιτήματα των ανθρώπων, αλλά την ίδια στιγμή έχει μια τάση να αποδυναμώνει ανεξάρτητες οργανώσεις διαφόρων ειδών”.

Όμως μια συγκατάνευση δεν είναι αρκετή. Όταν αριστερές δυνάμεις μπορούν να απομακρύνουν την αστική τάξη από το πολιτικό πεδίο αλλά όχι το οικονομικό, μπαίνουν στο όριο μιας περιοχής που δεν υποστηρίζεται από την τάξη και τα κοινωνικά κινήματα, εξ ονόματος των οποίων ισχυρίζονται ότι μιλάνε. Οι φιλοδοξίες και επιδιώξεις της εργατικής τάξης σταματάνε εξ ανάγκης από τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό που υποτίθεται ότι λειτουργεί για λογαριασμό της: άτομα που ήταν πριν επαναστάτες απαιτείται να γίνουν οι υπάλληλοι μιας πολιτικής οικονομίας ενάντια στην οποία πιθανόν να διαδήλωναν λίγες μόνο μέρες νωρίτερα. Και έτσι, αρκετά προβλέψιμα, οι επείγουσες απαιτήσεις και η εσωτερική λογική της προσκόλλησης στο κράτος απειλούν να αποπροσανατολίσουν και να εξαντλήσουν την ενέργεια των κοινωνικών κινημάτων: αυτοί που μένουν απέξω απ’ όλο αυτό πρέπει να διαλέξουν είτε να έρθουν σε ρήξη με το σχέδιο του κράτους είτε να δοθούν σ’ αυτό ολόψυχα, ό,τι κι αν γίνει· οι πρώτοι στοχοποιούμενοι, τελικά, από τους πάλαι ποτέ συμμάχους τους, και οι δεύτεροι χάνοντας κάθε σύνδεση με τη ζωή της εργατικής τάξης.

Αυτή είναι μια σημαντική αναλυτική και στρατηγική διαφορά εντός της αριστεράς: η αγνόηση, από τους συγγραφείς του δοκιμίου, της μιας πλευράς αυτής της διαφωνίας ως “καθαρολογίας” ή, στη συνέχεια, ως “επαναστατικής απαισιοδοξίας”, απεικονίζει μια έλλειψη διάθεσης να εκτιμηθούν τα επιχειρήματα σ’ αυτή την αντιπαράθεση με βάση την ίδια την αξία τους, μια λυπηρή στάση για να την υιοθετεί ένας διανοούμενος οποιασδήποτε απόχρωσης.

Ο κοινωνικός μετασχηματισμός είναι πραγματικά σκληρός

Οι πιο σοβαροί από αυτούς που ασκούν κριτική στην αριστερά, που βρίσκεται στην εξουσία, αναγνωρίζουν όντως τις δεινές περιστάσεις που αντιμετωπίζουν οι αριστεριστές που κρατούν τα ηνία της κρατικής εξουσίας από τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού, από το εξωτερικό, και τις δυνάμεις της αντίδρασης στο εσωτερικό, και τα συχνά αξιοσημείωτα υλικά οφέλη για τους φτωχότερους που τα κράτη αυτά φτάνουν να προσφέρουν κάτω από αντίξοες συνθήκες.

Αλλά ο εύκολος δρόμος για τους αριστεριστές στην εξουσία είναι να καταπνίξουν και να καταστείλουν τη διαφορετικότητα των απόψεων, την αντιπαράθεση και τη διαφωνία μεταξύ των αριστεριστών συναγωνιστών τους. Με δεδομένο ότι το περισσότερο που οι συγγραφείς μπαίνουν στον κόπο να αναφέρουν, σχετικά με αριστερούς διαφωνούντες σ’ αυτές τις χώρες. είναι ότι “οι επικρίσεις τους αξιοποιούνται συχνά ως όπλα από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις”, φοβάμαι ότι αυτοί οι διανοούμενοι αισθάνονται πολύ άνετα ακολουθώντας αυτό το εύκολο μονοπάτι.

Ο ζωηρός και ενεργητικός διάλογος μεταξύ συντρόφων και συμμάχων, ένα σήμα κατατεθέν σχεδόν οποιουδήποτε ριζοσπαστικού κινήματος πριν αποκτήσει κρατική εξουσία, θεωρείται, από αυτούς που είναι στην κορυφή, ως μια πολυτέλεια που απλά δεν μπορούν να αντέξουν από τη στιγμή που καταλαμβάνουν το προεδρικό μέγαρο. Όπως το βλέπουμε ξανά και ξανά, μια τέτοια ζωντανή και υγιής εσωτερική δημοκρατία είναι ένα ουσιώδες συστατικό για κάθε πετυχημένο επαναστατικό σχέδιο: χωρίς αυτό, οι αριστεροί σχηματισμοί εντός του κράτους είτε καταρρέουν είτε γραφειοκρατικοποιούνται και προσκολλούνται σε ένα κομμάτι της πρώην μισητής άρχουσας τάξης (η Νικαράγουα του Ορτέγα είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα, μεταξύ πολλών άλλων).

Δεδομένης της ύστατης ώρας για την ίδια την ανθρώπινη ζωή σ’ αυτόν τον πλανήτη, είναι σημαντικό να κοιτάμε με καθαρή ματιά τις επιτυχίες και τις αποτυχίες – καθώς και το πλαίσιό τους – των επαναστατικών αγώνων σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Διαφορετικά, δεσμευόμαστε στα ίδια λάθη και καταχρήσεις που οδήγησαν στην καταστροφή μεγάλα τμήματα της αριστεράς στον 20ο αιώνα, καλύπτοντας πυρετωδώς τα λάθη που έγιναν έτσι ώστε κανείς, ούτε καν εμείς οι ίδιοι, να μην μπορούμε να τα δούμε, μήπως και “χρησιμοποιηθούν σαν όπλα από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις”.

2 Ο Patrick Berkman ασχολείται με το ψηφιακό σχέδιο και είναι μέλος της ομοσπονδίας Black Rose/Rosa Negra, εγκαρεστημένος στο Burlington του Vermont. Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά εδώ.

3 Στμ. A letter to intellectuals who deride revolutions in the name of purity”, “Ένα γράμμα προς διανοούμενους που λοιδορούν επαναστάσεις στο όνομα της καθαρότητας”.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: defending the thin skin, αγγλικός ιδιωματισμός.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: gave the game away.

Δεν είναι οπαδοί του Έβο! Είναι Alteños, διάολε!

της Colectivo Curva1

Ανακοίνωση από την συλλογικότητα Colectivo Curva σχετικά με την αντίσταση των ανθρώπων στο Ελ Άλτο, ως αντίδραση στην σε εξέλιξη προσπάθεια πραξικοπήματος στη Βολιβία. Όντας εγκατεστημένα τα ίδια στο Ελ Άλτο, τα μέλη της Colectivo Curva ισχυρίζονται ότι οι αυτόχθονες του Ελ Άλτο θυμούνται την ιστορία των αγώνων τους ενάντια στην κυβέρνηση Μοράλες: δεν αγωνίζονται γι’ αυτόν ή το κόμμα του αλλά ενάντια σε μια επίθεση στις κοινότητές τους από τους ακροδεξιούς πραξικοπηματίες.

Γράφω γι’ αυτούς που έχουν μείνει σιωπηλοί και για μας που είμαστε στους δρόμους, για την νεολαία των Ayamara2 έχουμε παρατηρήσει πολλές φορές και ακούσει χωρίς να λέμε κάτι ως απάντηση απρόθυμοι να κάνουμε κάτι εν όψει της πολιτικής κατάστασης, εν όψει της παλιάς διαμάχης ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά που εκπροσωπούνται από τα πολιτικά κόμματα MAS3 (Έβο) και CC4 (Mesa).

Οι ιθαγενείς λαοί ή, όπως αποκαλούμαστε, “αυτόχθονες λαοί”, έχουμε υποφέρει για πάνω από μια δεκαετία τη φθορά και την εργαλειοποίηση των πολιτισμικών μας στοιχείων από το MAS. Για μια στιγμή πιστέψαμε ότι είναι η κυβέρνησή μας, επειδή υπήρχε ένα μελαχρινό πρόσωπο στο τιμόνι της χώρας, ένα πρόσωπο όμοιο με μας. Αυτό τελείωσε! Τελείωσε όταν η ίδια κυβέρνηση άρχισε να σφαγιάζει τον λαό μας, ο οποίος είχε πολεμήσει γι’ αυτήν και την είχε υπερασπίσει.

Η πόλη του Ελ Άλτο έχει μια ιστορική μνήμη, τοποθετείται γεωγραφικά σε πεδία μάχης. Ακριβώς εκεί που είχαν στρατοπεδεύσει ο Tupak Katari και η Bartolina Sisa5. Εκεί ζουν οι ίδιοι απόγονοι εκείνης της γενναίας γενιάς που πέθανε στον σκοτωμό του 1781, και, ναι, το 2003 (οι πόλεμοι των αερίων) ήταν επίσης ένα πεδίο μάχης. Τότε, η μάχη μας ήταν νικηφόρα πετυχαίνοντας να διώξει τον ξένο που προσποιούνταν ότι είναι πολιτικός.

Χτες, μετά την παραίτηση του αυτόχθονα προέδρου (στον οποίο πολλο είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους) ή τη στιγμή που ακούσαμε για την παραίτησή του, οι μελαμψός και ταπεινός λαός μου είχε μια όψη ήττας, γεμάτη δάκρυα και αδυναμία.

11 Νοεμβρίου: Τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει, όχι πολύ. Οι Alteños6 φωνάζουν “El Alto de pie, nunca de rodillas” (“Το Ελ Άλτο κρατά, δεν γονατίζει ποτέ”). Μέχρι χτες, αναρωτιόμασταν για το τι έπρεπε να κάνουμε, εκείνο ή το άλλο. Δεν ξέραμε αν έπρεπε να υποστηρίξουμε τον Έβο Μοράλες και τι είχε κάνει η κυβέρνησή του ή τι αντιπροσώπευε. Δεν ξέραμε, επίσης, αν έπρεπε να υποστηρίξουμε τη μάχη της άλλης πλευράς, καθοδηγούμενης από ρατσιστές ηγέτες και εκτελεστές που ισχυρίζονται ότι είναι δημοκράτες και αντιρατσιστές αλλά που στις δράσεις τους καίνει το σύμβολο του αντιαποικιοκρατικού αγώνα:την Wiphala. Την πλευρά που κλωτσά αυτόχθονες γυναίκες, που φτύνει το μίσος της στους δρόμους. Είναι απλό, αυτό που βλέπεις αυτό είναι, δεν υπάρχει καμμιά θυματοποίηση.

Μέχρι χτες, το Ελ Άλτο ήταν “από δω γκρεμός και πίσω ρέμα”. Γιατί να υποστηρίξουμε έναν “δικτάτορα”; Γιατί να υποστηρίξουμε τους αντιπροσώπους των εμπρησμών, των κλωτσιών, αυτούς που φτύνουν μίσος; Γιατί να υποστηρίξουμε και να πάμε με οποιοδήποτε από αυτά τα κόμματα αν δεν αντιποσωπεύουν αυτό που πραγματικά αισθανόμαστε και σκεφτόμαστε ως alteños/as; Και όπως συμβαίνει πάντα στην ιστορία μας, είναι στις δύσκολες στιγμές που φαίνεται ποιος είναι ποιος και ποιοι είναι ομοαίματοι7.

Παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να είμαστε σίγουροι για κάτι: έχει ξεκινήσει μια σύγκρουση με τους κληρονόμους της δημοκρατικής κάστας που δεν αποδέχεται την πολιτισμική και κοινωνική διαφορετικότητα· η μάχη ξεκίνησε αιώνες πριν, και επέστρεψς και πάλι τις τελευταίες μέρες εναντίον των Aymara, των Quechuas και άλλων λαών. Αντιμετωπιζόμαστε σαν υποστηρικτές του Έβο, σαν βάνδαλοι, γκάνγκστερ, σαν παλιάνθρωποι που φέρνουν το χάος. Κατηγορούμαστε ότι είμαστε κομμάτι των ομάδων που λεηλατούν…σε ποια βάση; Ο μοναδικός σκοπός αυτών των ισχυρισμών είναι να μας απονομιμοποιήσουν με μια λέξη: masista! (οπαδός του Έβο), Και τι λένε για την απόρριψη από μας των πράξεων που διαπράττονται; Δεν λένε ΤΙΠΟΤΑ, ούτε λέξη.

Το κάψιμο του φλογερού μας συμβόλου και της λανθασμένης κατηγορίας της Wiphala ως ενός συμβόλου του MAS, έχει ξαναζωντανέψει το μαχητικό πνεύμα των ανθρώπων του Ελ Άλτο. Και όπως πάντα, είμαστε μόνοι. Όπως το 2003, με μια αστυνομία που έχει ξεπουληθεί και τώρα υπερασπίζεται μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, ρίχνοντας μας δακρυγόνα και πυροβολώντας τη νεολαία, αθώα κορίτσια, ΝΑΙ, αθώα κορίτσια που απλά κοιτούσαν ή συνόδευαν τις μητέρες τους. Ποιο έθνος υπερασπίζονται αυτοί οι αστυνονικοί;

Ακούστε. Αυτός που μπλοκάρει τους δρόμους δεν είναι οπαδός του Έβο, δεν είναι αυτός που είναι θυμωμένος με το κάψιμο του συμβόλου του, την αδιαφορία, τον αυταρχισμό, αυτοί δεν είναι οπαδοί του Έβο, όχι, όχι και χίλιες φορές όχι. Καταλάβετε ότι αυτοί που είναι στους δρόμους δεν είναι masistas (υποστηρικτές του Έβο), είναι μια κοινωνία, είναι μια πόλη μεταναστών μέσα στην ίδια την περιοχή τους ως aymara που κινητοποιούνται. Είναι η πόλη των aymara. Είναι οι βετεράνοι του 2003. Είναι τα ορφανά αυτών που έχασαν τους γονείς τους εξαιτίας μιας κυβέρνησης που τώρα διακηρύσσει τη δημοκρατία. Δεν είναι οπαδοί του Έβο. Είναι alteños και alteñas που μάχονται. Είναι Aymaras.

El Alto, Νοέμβριος 2019
Ivan Apaza Calle

2 Στμ Aymara ή Aimara: αυτόχθονας λαός των περιοχών των Άνδεων και Αλτιπλάνο της Νότιας Αμερικής. Περίπου 1 εκατομμύριο ζουν στη Βολιβία, το Περού και τη Χιλή. Οι πρόγονοί τους ζούσαν στην περιοχή για πολλούς αιώνες πριν υποδουλωθούν στους Ίνκα στα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα και στη συνέχεια στους Ισπανούς. Με τους Ισπανο-αμερικανικούς αγώνες για την Ανεξαρτησία (1810–1825), οι Aymaras έγιναν υπήκοοι των νέων εθνών της Βολιβίας και του Περού.

3 Στμ. Movimiento Al Socialismo, Κίνημα για τον Σοσιαλισμό, γνωστό και ως MAS, είναι ένα αριστερό, λαϊκιστικό και ιθαγενιστικό πολιτικό κόμμα στη Βολιβία με ηγέτη τον Έβο Μοράλες που ιδρύθηκε το 1998 και είχε τη διακυβέρνηση της χώρας από το 2006 – μετά την ευρεία νίκη στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 2005 – μέχρι την πρόσφατη παραίτηση του Μοράλες, τον Νοέμβριο του 2019. Είναι επίσης και η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στο αυτοδιοικητικό επίπεδο. Οι υποστηρικτές του είναι γνωστοί ως Masistas.

4 Στμ. Comunidad Ciudadana, Κοινότητα Πολιτών, γνωστή και ως CC, κεντρώος πολιτικός συνασπισμός στη Βολιβία, υπό την ηγεσία του πρώην προέδρου Κάρλος Μέσα, που ιδρύθηκε το 2018 για να διεκδικήσει τη νίκη στις γενικές εκλογές του 2019. Δημιουργήθηκε με την συμμαχία των Revolutionary Left Front (Επαναστατικό Αριστερό Μέτωπο, FRI), Sovereignty and Freedom (Εθνική Κυριαρχία και Ελευθερία, Sol.Bo), All Organization, και Kochala Force. Στις εκλογές εξέλεξε 50 βουλευτές και 14 γερουσιαστές στην Πολυεθνοτική Νομοθετική Συνέλευση (Plurinational Legislative Assembly).

5 Στμ. Túpac Katari ή Catari: αυτόχθονας της φυλής Aymara και ηγέτης, κατά τον 18ο αιώνα, μιας από τις πιο σημαντικές εξεγέρσεις στην περιοχή του Άνω Περού κατά την περίοδο της αποκιοκρατίας (τωρινή Βολιβία), κατά την οποία πολιόρκησε επί έξι μήνες τη Λα Πας. Στην εξέγερση ήταν στο πλευρό του και η γυναίκα του Bartolina Sisa και η αδελφή της Gregoria Apaza.

6 Στμ. Ελ Άλτο, Alteños: Το Ελ Άλτο είναι πόλη στη Βολιβία, τμήμα της μητροπολιτικής περιοχής της Λα Πας. Χτισμένο στα Αλτιπλάνος, σε υψόμετρο 4.150 μέτρων, είναι η μεγαλύτερη πόλη στον κόσμο στο μεγαλύτερο υψόμετρο· Alteños είναι το όνομα των κατοίκων του.

7 Στμ. Στο ισπανικό πρωτότυπο: los momentos más difíciles muestran quién es quién y que la sangre llama a la sangre.

Βολιβία: η ακροδεξιά εκμεταλλεύεται μια λαϊκή εξέγερση

του Raúl Zibechi1,2

το κείμενο σε pdf

Στο μεταφρασμένο άρθρο του Raúl Zibechi, βετεράνου μαχητή από την Ουρουγουάη και αναλυτή των κοινωνικών κινημάτων στη Λατινική Αμερική, που ακολουθεί, ο συγγραφέας υιοθετεί τη θέση ότι η παραίτηση του Έβο Μοράλες ήταν το αποτέλεσμα της περιθωριοποίησης και της καταστολής από την κυβέρνησή του αυτών των ίδιων κοινωνικών κινημάτων που είχαν σχηματίσει τη βάση του Κινήματος για τον Σοσιαλισμό (Movimiento al Socialismo, MAS) του Μοράλες από τη στιγμή που ανέβηκε στην εξουσία. Ενώ τα κινήματα αυτά συνεχίζουν να αντιτίθενται στο σε εξέλιξη πραξικόπημα από την πολιτική αστική τάξη και τις ένοπλες δυνάμεις, αποσύρουν επίσης την υποστήριξή τους από μια ανανεωμένη τέταρτη προεδρική θητεία για τον Μοράλες. Ο Zibechi αδράζει αυτή την ευκαιρία για να προκαλέσει τους αναγνώστες να “δουν πέρα από τους ηγέτες (caudillos)” και να απορρίψουν αποικιοκρατικές και πατριαρχικές μορφές πολιτικής στους αγώνες τους. το κείμενο στα ισπανικά.

 

Το πλαίσιο γι’ αυτά που συμβαίνουν στη Βολιβία δεν ξεκίνησε με την εκλογική απάτη, ξεκίνησε, μάλλον, με τις συστηματικές επιθέσεις από την κυβέρνηση του Έβο Μοράλες και του Álvaro García Linera3 εναντίον αυτών των ίδιων των λαϊκών κινημάτων που τον έφεραν στην εξουσία, σε τέτοιο βαθμό που, όταν χρειάστηκαν τα κινήματα αυτά για να τους υπερασπιστούν, αυτά απενεργοποιήθηκαν και έχασαν κάθε ηθικό.

Αυτό που προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης του Έβο Μοράλες στη Βολιβία είναι μια εξέγερση από τον λαό της Βολιβίας και των οργανώσεών του. Τα κινήματά του απαίτησαν την παραίτησή του πριν το κάνουν αυτό ο στρατός και η αστυνομία. Ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών στάθηκε στην κυβέρνηση μέχρι το πικρό τέλος.

Η κοινωνική κινητοποίηση και η άρνηση των κινημάτων να υπερασπιστούν αυτό που σε μια άλλη στιγμή θεωρούσαν να είναι η “δική τους” κυβέρνηση ήταν που επίσπευσε την παραίτηση του Μοράλες. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο από τις διακηρύξεις της Κεντρικής Εργατικής Ομπονδίας (COB), των δασκάλων και των αρχών του Δημόσιου Πανεπιστημίου του Ελ Άλτο (UPEA), και δεκάδες άλλων οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων των Mujeres Creando4, που ήταν ίσως η πιο καθαρή απ’ όλες. Η Λατινοαμερικάνικη αριστερά μοιάζει ανίκανη να δεχτεί ότι ένα σημαντικό κομμάτι των λαϊκών κινημάτων απαίτησαν την παραίτηση της κυβέρνησης επειδή δεν μπορεί να δει πέρα από τους ηγέτες (los caudillos).

Η διακήρυξη της Ενιαίας Ομοσπονδίας των Ανθρακωρύχων της Βολιβίας (FSTMB), μιας οργάνωσης που είναι κοντά στην κυβέρνηση, δίνει ένα καθαρό παράδειγμα του τι νιώθει πολύς κόσμος μέσα στις οργανώσεις: “Πρόεδρε Έβο, έχει ήδη κάνει πολλά για τη Βολιβία, βελτίωσες την εκπαίδευση, την υγεία και έφερες αξιοπρέπεια σε πολλούς φτωχούς ανθρώπους. Πρόεδρε, μην αφήσεις τη χώρα σου (τον λαό, el pueblo) να καεί και μην επιτρέψεις περισσότερους θανάτους, πρόεδρε. Ο λαός θα σε σεβαστεί για τη στάση που θα κρατήσεις, η παραίτησή σου είναι αναπόφευκτη, σύντροφε (compañero) πρόεδρε. Πρέπει να αφήσουμε την εθνική κυβέρνηση στα χέρια του λαού”.

Αυτό η θλιβερή έκβαση έχει προηγούμενα που πάνε πίσω, σε μια σύντομη εκδοχή, στην πορεία για την υπεράσπιση του Εθνικού Πάρκου και Περιοχής των Αυτοχθόνων Isiboro-Sécure5 (TIPNIS) το 2011. Μετά την τεράστια δράση, η κυβέρνηση άρχισε να διαιρεί τις οργανώσεις που συγκάλεσαν την πορεία.

Ο Μοράλες και ο García Linera διατήρησαν εξαιρετικές σχέσεις με την τάξη των επιχειρηματιών δημιουργώντας ένα πραξικόπημα εναντίον του Εθνικού Συμβουλίου των Ayllus και Markas του Qullasuyu6 (CONAMAQ) και της Συνομοσπονδίας των Αυτόχθονων Λαών της Βολιβίας (CIDOB), δυο ιστορικών οργανώσεων των αυτόχθονων. Έστειλαν την αστυνομία, έδιωξαν νόμιμους ηγέτες και στη συνέχεια τοποθέτησαν νέους που πρόσκεινταν στην κυβέρνηση, υπό την προστασία της αστυνομίας.

Τον Ιούνιο του 2012 η CIDOB κατήγγειλε “κυβερνητική ανάμειξη με σκοπό τη χειραγώγηση, τη διαίρεση και την επιρροή στις οργανικές και αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των Αυτόχθονων λαών της Βολιβίας”. Μια ομάδα διαφωνούντων, με την υποστήριξη της κυβέρνησης, αρνήθηκε να αναγνωρίσει τις αρχές και συγκάλεσε μια “διευρυμένη επιτροπή” για να εκλέξει νέες.

Τον Δεκέμβριο του 2013, μια ομάδα διαφωνούντων, με συνδέσεις με το Κίνημα για τον Σοσιαλισμό (MAS) εντός της CONAMAQ, κατέλαβε τα γραφεία της, χτύπησε και απομάκρυνε όσους ήταν εκεί, με τη βοήθεια της αστυνομίας. Παρέμειναν εκεί ώστε να παρεμποδίσουν την πρόσβαση στις νόμιμες αρχές που ήθελαν να ανακτήσουν τα κεντρικά γραφεία τους. Το δελτίο τύπου της CONAMAQ έλεγε ότι το πραξικόπημα εναντίον τους έγινε ώστε η οργάνωση να “αποδεχτεί όλες τις πολιτικές εναντίον του κινήματος των αυτόχθονων και του λαού της Βολιβίας χωρίς κανείς να πει τίποτα”.

Στις 21 Φεβρουαρίου, η ίδια η κυβέρνηση κάλεσε ένα δημοψήφισμα ώστε ο λαός να μπορεί να ψηφίσει για την δυνατότητα μιας τέταρτης επανεκλογής για τον Μοράλες. Άσχετα από το γεγονός ότι η πλειοψηφία ψήφισε ΟΧΙ, η κυβέρνηση προχώρησε ακάθεκτη με σχέδια για επανεκλογή.

Και οι δυο αυτές ενέργειες, της αγνόησης της λαϊκής θέληςη και της απομάκρυνσης των νόμιμων ηεγτών των οργανώσεων των κοινωνικών κινημάτων, ήταν πραξικοπήματα ενάντια στον λαό.

Αλλά τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα. Το πρωί της Τετάρτης, 17 Νοεμβρίου του 2017, μέρες πριν το δημοψήφισμα σχετικά με την επανεκλογή, μια διαδήλωση γονιών σπουδαστών έφταση μπροστά στο Δημαρχείο του Ελ Άλτο. Μια ομάδα 100 διαδηλωτών μπήκαν με τη βία στο κτίριο, προκαλώντας μια φωτιά που σκότωση έξι άτομα. Μέλη του MAS είχαν παρεισδύσει σ’ αυτή την κινητοποίηση, κρυβόμενοι πίσω από μια ομάδα γονιών.

Αυτό είναι το στυλ μιας κυβέρνησης που κλαίγεται για “πραξικόπημα”, αλλά επανειλημμένα έχει καταστείλει οργανωμένα κομμάτια του λαού που αντιστάθηκαν στις εξορυκτικές πολιτικές της.

Για την πλειοψηφία του λαού στη Βολιβία, οι εκλογές της 20ης Οκτωβρίου ήταν νοθευμένες. Οι πρώτες καταμετρήσεις έδειχνα ότι θα υπήρχε επαναληπτικές εκλογές. Η καταμέτρηση σταμάτησε, όμως, χωρίς καμμιά εξήγηση και τα αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν την επόμενη μέρα έδειξαν ότι ο Έβο είχε κερδίσει τον πρώτο γύρο, προηγούμενος με μια διαφορά μόλις 10% από τον επόμενο αντίπαλό του, χωρίς να έχει κερδίσει πάνω από το 50% των ψήφων.

Σε διάφορες περιοχές της χώρας υπήρχαν συγκρούσεις με την αστυνομία. Διαδηλωτές έκαψαν τρία περιφερειακά γραφεία του Εκλογικού Δικαστηρίου, στις περιοχές Potosí, Sucre και Cobija. Οργανώσεις πολιτών κάλεσαν για γενική απεργία διαρκείας. Στις 24 Οκτωβρίου, ο Μοράλες κατήγγειλε ότι ήταν σε εξέλιξη ένα “πραξικόπημα” από τη δεξιά της χώρας.

Την Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου, οι διαμαρτυρίες εντάθηκαν, στήθηκαν οδοφράγματα και διαδηλωτές συγκρούστηκαν με την αστυνομία, υπήρχαν επίσης μάχες ανάμεσα σε υποστηρικτές της κυβέρνησης και μέλη της αντιπολίτευσης. Όπως και σε άλλες στιγμές, ο Μοράλες και ο García κινητοποίησαν φιλικές κοινωνικές οργανώσεις για να αντιπαρατεθούν με άλλες καθώς και με εκείνους που αντιπολιτεύονταν την κυβέρνησή τους.

Στις 2 Νοεμβρίου υπήρξε μια σημαντική εξέλιξη. Ο Luis Fernando Camacho, πρόεδρος της Πολιτικής Επιτροπής της Σάντα Κρουζ, που ήταν σε συμμαχία με την κυβέρνηση του Μοράλες, κάλεσε την αστυνομία και τον στρατό να “σταθούν στο πλευρό του λαού” και να εξαναγκάσουν την παραίτηση του προέδρου, επικαλούμενος τον Θεό και τη Βίβλο. Την Παρασκευή, 8 Νοεμβρίου, στασίασαν οι τρεις πρώτες αστυνομικές δυνάμεις, στην Cochabamba, την Sucre και την Santa Cruz· στην Λα Πας ένστολοι αστυνομικοί ενώθηκαν και αναμείχθηκαν με τους διαδηλωτές. Δυο μέρες αργότερα, με τη χώρα κινητοποιημένη, ο Έβο παραιτήθηκε προφορικά (αν και όχι γραπτά).

Σ’ αυτό το εξαιρετικά πολωμένο σενάριο, πρέπει να επισημάνουμε τον αξιοσημείωτο ρόλο του φεμινιστικού κινήματος στη Βολιβία, ιδιαίτερα της συλλογικότητας Mujeres Creando, η οποία ηγήθηκε του συντονισμού των γυναικείων οργανώσεων στις μεγαλύτερες πόλεις της Βολιβίας.

Στις 6 Νοεμβρίου, εν μέσω της βίαιης πόλωσης, η María Galindo (των Mujeres Creando) έγραψε στην εφημερίδα Pagina 7: “Ο Fernando Camacho και ο Έβο Μοράλες συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο”. Και συνέχισε: “Και οι δυο αποκαλούν τον εαυτό τους ως μοναδικό αντιπρόσωπο του’λαού’. Και οι δυο σιχαίνονται τις ελευθερίες για τις γυναίκες και τα queer άτομα. Και οι δυο είναι ομοφοβικοί και ρατσιστές, και οι δυο χρησιμοποιούν αυτή τη σύγκρουση για να προσπαθήσουν να αποκτήσουν το πάνω χέρι”.

Η Galindo όχι μόνο απαίτησε την παραίτηση της κυβέρνησης και του Εκλογικού Δικαστηρίοθ (που ήταν συνεργό στην απάτη αυτή), αλλά απαίτησε οι νέες εκλογές να γίνουν υπό νέους κανόνες, με την συμμετοχή της κοινωνίας, ώστε “κανείς, ποτέ ξανά, να μην χρειάζεται ένα πολιτικό κόμμα για να ακουστεί και να εκπροσωπηθεί”.

Η τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν στη Βολιβία αρνήθηκε να μπει στο παιχνίδι πολέμου που ο Morales και ο Garcia Linera έστησαν όταν παραιτήθηκαν στέλνοντας μέλη του κόμματός τους να συμμετάσχουν σε καταστροφές και λεηλασίες (ιδιαίτερα στην Λα Πας και το Ελ Άλτο), πιθανόν για να αναγκάσουν την παρέμβαση του στρατού και να δικαιολογήσουν τους ισχυρισμούς τους για ένα “πραξικόπημα” που δεν υπήρξε ποτέ. Η πλειοψηφία των Βολιβιανών έχουν επίσης μείνει έξω από το παιχνίδι που παίζει η ακροδεξιά, η οποία ενεργεί με βίαιους και ρατσιστικούς τρόπους εναντίον τμημάτων του λαού.

Αν έχει μείνει οποιοδήποτε δείγμα ηθικής και αξιοπρέπειας στην Λατινοαμερικάνικη αριστερά, θα πρέπει να στοχαστούμε πάνω στην εξουσία και τις καταχρήσεις που διαπράτονται στην άσκησή της Όπως μας έχουν διδάξει οι φεμινίστριες και οι αυτόχθονες λαοί, η εξουσία είναι πάντα καταπιεστική, αποικιοκρατική και πατριαρχική. Αυτός είναι ο λόγος που απορρίπτουν τους ηγέτες (caudillos), και που οι κοινότητες εναλλάσσουν την ηγεσία τους ώστε να μην συσσωρεύουν εξουσία.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ένας σοβαρός κίνδυνος η ρατσιστική, αποικιοκρατική και πατριαρχική δεξιά να καταφέρει να εκμεταλλευτεί αυτή την κατάσταση για να επιβάλλει την εξουσία της και να προκαλέσει μια αιματοχυσία. Οι εκδικητικές κοινωνικές και πολιτικές επιθυμίες της άρχουσας τάξης είναι παρούσες όπως πάντα τα τελευταία 500 χρόνια, και πρέπει να σταματήσουν χωρίς κανέναν δισταγμό.

Δεν θα μπούμε σε ένα παιχνίδι πολέμου που και οι δυο πλευρές θέλουν να επιβάλλουν.

2 Ο Raúl Zibechi είναι δημοσιογράφος και λαϊκος δάσκαλος που συνοδεύει διάφορες διαδικασίες “από τα κάτω” στη Λατινική Αμερική. Ένα από τα πιο γνωστά του βιβλία είναι το: Territories in Resistance: A Cartography of Latin American Social Movements, (“Περιοχές σε Αντίσταση: Μια χαρτογράφηση των Λατινοαμερικάνικων κοινωνικών κινημάτων”). Tο παρόν άρθρο μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε στα Αγγλικά από το Toward Freedom με την άδεια του συγγραφέα. Το πρωτότυπο εμφανίστηκε στα Ισπανικά στο  Desinformemonos.

3 Στμ. Álvaro Marcelo García Linera: πολιτικός από τη Βολιβία, αντιπρόεδρος της χώρας από το 2006. Εξελέγη μαζί με τον πρόεδρο Έβο Μοράλες. Αμφότεροι ανήκουν στο κόμμα Κίνημα για το Σοσιαλισμό (MAS). Είναι ενδιαφέρον εδώ να πούμε, ως ένδειξη της τάσης στην αριστερά που αντιπροσωπεύει το MAS και των υποστηρικτών του, ότι δύο βιβλία του Linera με τους βαρύγδουπους τίτλους “Κράτος, επανάσταση και ηγεμονία” (sic) και “Κράτος, δημοκρατία και σοσιαλισμός. Μια ανάγνωση με αφετηρία τον Πουλαντζά”, έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις Α/Συνέχεια της ΚΟΕ, την εποχή που συνέβαλε ολόθερμα στο πρότζεκτ της κυβερνώσας αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ.

4 Στμ. Mujeres Creando, Γυναίκες που Δημιουργούν: αναρχοφεμινιστική συλλογικότητα στη Βολιβία που συμμετέχει σε ένα φάσμα δουλειάς ενάντια στη φτώχεια που περιλαμβάνει προπαγάνδα, θέατρο δρόμου και άμεσες δράσεις. Η συλλογικότητα δημιουργήθηκε από τις María Galindo, Mónica Mendoza και Julieta Paredes το 1992. Η συλλογικότητα τράβηξε τη διεθνή προσοχή εξαιτίας της ανάμειξη της το 2001 στην κατάληψη του Οργανισμού Εποπτείας Τραπεζών της Βολιβίας, από μέλη μιας οργάνωσης οφειλετών σε εταιρείες μικροδανεισμού, απαιτώντας την ολική διαγραφή των χρεών τους.

5 Στμ. Territorio Indígena y Parque Nacional Isiboro Sécure, TIPNIS, Επικράτεια των Αυτόχθονων και Εθνικό Πάρκο Isiboro Sécure, προστατευόμενη περιοχή και περιοχή της αυτόχθονης κοινότητας στη Βολιβία μεταξύ του βόρειου τμήματος του διαμερίσματος Cochabamba και του νότιου τμήματος του διαμερίσματος Beni. Προστατεύει τμήμα του οικοσυστήματος των Βολιβιανών Yungas. Οι αυτόχθονες που μένουν στο Πάρκο ανήκουν στις φυλές Tsimané, Yuracaré, και Mojeño-Trinitario. Οι αγώνες των αυτόχθονων που αναφέρονται στο κείμενο αφορούν στην άρνηση και την αντίστασή τους στην υλοποίηση του σχεδίου κατασκευής αυτοκινητόδρομων στη γη τους το 2011. Η κυβέρνηση Μοράλες προσπάθησε χωρίς επιτυχία να εμποδίσει τη διεξαγωγή της μεγάλης πορείας από το Beni στην Λα Πας που διοργάνωσαν οι μεγαλύτερες οργανώσεις των αυτοχθόνων τον Αύγουστο του 2011, χτυπώντας την στις 25 Σεπτεμβρίου με την αστυνομία και συλλαμβάνοντας εκατοντάδες διαδηλωτές. Η πορεία έφτασε τελικά στην Λα Πας στις 19 Οκτωβρίου, όπου έτυχε θερμής μαζικής υποδοχής. Έκτοτε, η κυβέρνηση Μοράλες προσπάθησε με κάθε τρόπο και με διαρκείς νομοθετικές παρεμβάσεις να κάμψει την αντίσταση των αυτοχθόνων στα “αναπτυξιακά” της σχέδια για το Πάρκο που, εκτός τον αυτοκινητόδρομο, περιλαμβάνουν και την εξόρυξη πετρελαίου σε συνεργασία με την κρατική εταιρεία πετρελαίου της Βενεζουέλας, τη βραζιλιάνικη PETROBRAS, τη γαλλική TOTAL και άλλες.

6 Στμ. Consejo Nacional de Ayllus y Markas del Qullasuyu, CONAMAQ, Εθνικό Δίκτυο των Ayllus και Markas του Qullasuyu, συνομοσπονδία παραδοσιακών κυβερνητικών σχημάτων των αυτόχθονων κοινοτήτων που μιλούν τις γλώσσες Quechua, Aymara και Uru και ζουν στα υψίπεδα των διαμερισμάτων των περιοχών Λα Πας, Oruro, Potosí, Cochabamba, Chuquisaca και Tarija, στη Βολιβία.

Βολιβία: σχόλια για το εν εξελίξει πραξικόπημα

της Romina Akemi1

το κείμενο σε pdf

Με τις εξελίξεις να τρέχουν στη Βολιβία, προσφέρουμε αυτό το σύντομο σχόλιο από μια συντρόφισα της αναρχικής ομοσπονδίας Black Rose/Rosa Negra στη Λατινική Αμερική σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση.

Δεν πρόκειται να προσφέρω ένα πιασάρικο2 σχόλιο για την κατάσταση στη Βολιβία. Αλλά μπορώ να προσφέρω μια γνώμη ως ιστορικός που έχει σπουδάσει τη βολιβιανή ιστορία και ως μια επαναστάτρια.

Πρώτον, θέλω να υπογραμμίσω ότι το πραξικόπημα στη Βολιβία είναι κάτι περισσότερο από την ανατροπή του Έβο Μοράλες, Όπως και το πραξικόπημα στη Χιλή το 1973 ήταν κάτι περισσότερο από την ανατροπή του Αλλιέντε. Υπάρχει ένας λόγος που χιλιάδες άνθρωποι βασανίστηκαν, εκτελέστηκαν και εξορίστηκαν: το στρατιωτικό πραξικόπημα είχε σαν στόχο να εξαφανίσει μια ολόκληρη γενιά σοσιαλιστών και κομμουνιστών. Το πραξικόπημα στη Βολιβία οργανώθηκε από την λευκή ελίτ της Σάντα Κρουζ, που είχε μισήσει τον Έβο Μοράλες από την πρώτη μέρα. Μόνιμα τον αποκαλούν “βρωμο-ινδιάνο” δημόσια και στις πολιτικές εκδηλώσεις. Το γεγονός της ύπαρξης αναφορών για το κάψιμο της σημαίας Wiphala3, κοινωνικών κέντρων ιθαγενών, και συλλήψεις αυτόχθονων που είναι είτε μέλη της Γερουσίας είτε της κυβέρνησης Μοράλες, καταδεικνύει με ποιο τρόπο αυτή η νέα κυβέρνηση στην εξουσία κινητοποιείται από τον ρατσισμό ενάντια στους αυτόχθονες Βολιβιανούς. Νομίζω ότι ο κόσμος θυμάται ότι ήταν οι οργανώσεις αυτόχθονων καλλιεργητών κόκας καθοδηγούμενες από γυναίκες που έφεραν τον Μοράλες στην εξουσία και που, επίσης, οργάνωναν μαζικές πορείες κριτικάροντας την κυβέρνησή του τα πρόσφατα χρόνια.

Δεύτερον, το γεγονός ότη η ακροδεξιά στη Βολιβία έχει μπορέσει να εκμεταλλευτεί τον λαϊκό θυμό της αριστεράς εναντίον της εξουσίας του Μοράλες είναι μια ιστορία που επαναλαμβάνεται σε άλλες χώρες στη Λατινική Αμερική που ήταν μέρος της “Ροζ Παλίροιας4. Το έχουμε δει αυτό στη Βραζιλία, τη Νικαράγουα, και τη Βενεζουέλα. Έλεγα σ’ έναν σύντροφο χτες ότι αν η Bachelet [πρώην πρόεδρος του κεντροαριστερού Σοσιαλιστικού Κόμματος, προκάτοχος του τωρινού προέδρου Sebastián Piñera] ήταν αυτή τη στιγμή πρόεδρος στη Χιλή, τότε ίσως να είχαμε μια πιο πολύπλοκή κατάσταση εκεί. Αλλά, καθώς η εξέγερση έγινε στη διάρκεια μιας δεξιάς κυβέρνησης που έχει αρνηθεί να συμβιβαστεί με τα λαϊκά αιτήματα, τα αιτήματα της άκρας αριστεράς διαδίδονται και “μολύνουν” ακόμα και μετριοπαθή κόσμο. Οι ισχυρισμοί εναντίον της κυβέρνησης Μοράλες σχετικά με εκλογικές απάτες είναι το πιο πιθανόν έγκυρες/βάσιμες και αντιπροσωπεύουν μια ανικανότητα από την πλευρά του και τους υποστηρικτές του να κερδίσουν έναν τομέα στης κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που απογοητεύτηκαν από την εξουσία του.

Τρίτον, ως ιστορικός, θέλω επίσης να αναγνωρίσω τη σπουδαιότητα της νίκης του Μοράλες για τους αυτόχθονες. Δεν έχει μοιάζει με την περίπτωση του Ομπάμα. Ο Μοράλες έκανε πραγματικά σημαντικές αλλαγές, ιδιαίτερα με το νέο Σύνταγμα του 2009 που ανακήρυξε τη Βολιβία ως μια Πολυεθνική [Plurinational] χώρα που αναγνώρισε για πρώτη φορά τους αυτόχθονες πληθυσμούς και τις θρησκείες τους. Η επανάσταση του 1953 στη Βολιβία ρίχνει ακόμα βαριά σκιά πάνω στον πληθυσμό ως η πρώτη εξέγερση στην οποία οι αυτόχθονες, σε ένα κατά πλεοψηφία έθνος αυτοχθόνων, απαίτησαν κοινωνικά δικαιώματα. Πριν από την επανάσταση του 1952, οι αυτόχθονες “μισθώνονταν” αποό τους λευκούς γαιοκτήμονες, κοιμόντουσαν έξω στις haciendas, έπαιρναν μισθούς πείνας, ή καθόλου μισθό, και δεν μπορούσαν να ψηφίσουν. Αφού ηττήθηκε η Επανάσταση του 1952 (αλλά χωρίς να ανατραπεί εντελώς) και την εξέγερση που έλαβε χώρα μετά τη δολοφονία του Τσε και των οπαδών του, η συνασπισμός του Μοράλες ήταν η πρώτη απόπειρα των αυτόχθονων, μετά από δεκαετίας, να ξαναδιεκδικήσουν την εξουσία.

Ναι, ήταν μέσα από εκλογές, και, ναι, δημιούργησε κοινωνικές ανισότητες, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης μιας αστικής τάξης αυτοχθόνων, αλά ήταν μια ιστορική και σημαντική κατάκτηση για τις κοινότητες των αυτόχθονων. Τους έδωσε μια αίσθηση περηφάνειας να είναι πολιτικά υποκείμενα, να φοράνε τις ενδυμασίες τους και να μιλούν τη γλώσσα τους. Όταν επισκεφτόμουνα την Αργεντινή πρόσφατα, είδα τουρίστες της φυλής Aymara από τη Βολιβία να τραβάνε φωτογραγίες και να φοράνε τις αυτόχθονες φορεσιές τους. Αυτή η σκηνή θα ήταν εξαιρετικά απίθανη πριν από τη νίκη του Μοράλες. Αν αυτά τα τμήματα της νεόπλουτης τάξης αυτόχθωνων υποστηρίζουν τον Μοράλες ή την νέα κυβέρνηση δεν είναι γνωστό.

Νομίζω ότι θα πρέπει να σταθούμε αντίθετοι στο πραξικόπημα και να υποστηρίξουμε τους αυτόχθονες της Βολιβίας. Αλλά ως επαναστάτες στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχουμε ένα ακόμα μεγαλύτερο καθήκον να αντιτεθούμε στον ρόλο των ΗΠΑ – πρωτίστως τη σύνδεσή τους με τον OAS5 – που έκανε εφικτό αυτό το φασιστικό πραξικόπημα.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://blackrosefed.org/bolivia-commentary-on-the-coup.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: hot take, ένα σχόλιο που τυπικά γράφεται στα γρήγορα, ως αντίδραση σε ένα πρόσφατο γεγονός, και με πρωταρχικό σκοπό να προσελκύσει την προσοχή.

3 Στμ. Η Wiphala είναι ένα τετράγωνο έμβλημα, που χρησιμοποιείται συνήθως ως σημαία, αντιπροσωπευτική μερικών ιθαγενών λαών των Άνδεων στη σημερινή Βολιβία, Περού, Εκουαδόρ και περιοχές της Αργεντινής, της Χιλής και της Κολομβίας. Το άρθρο 6, παράγραφος ΙΙ του βολιβιανού Συντάγματος του 2009 καθιερώνει την Wiphala ως διπλή σημαία της Βολιβίας, μαζί με την τρίχρωμη σημαία με κόκκινο-κίτρινο-πράσινο.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: Pink Tide.

5 Στμ. OAS (Organisation of American States), ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών, διεθνής οργανισμός (διακρατική συμμαχία) με μέλη του οργανισμού αυτού είναι όλες οι ανεξάρτητες χώρες της Αμερικανικής ηπείρου (πλην της Ονδούρας, η συμμετοχή της οποίας έχει ανασταλεί από το 2009 εξαιτίας του πραξικοπήματος που σημειώθηκε στη χώρα αυτή) και ο οποίος εδρεύει στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ, Ουάσιγκτον. Ιδρύθηκε το 1948 με σκοπούς την αλληλεγγύη και συνεργασία των μελών κρατών στο πλαίσιο του Δυτικού κόσμου. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αυτό σήμαινε κυρίως την αντίθεση στον αριστερισμό και στα διάφορα κινήματα που ξέσπασαν στη Λατινική Αμερική. Από τη δεκεατία του 1990 έχει επικεντρωθεί στον έλεγχο των εκλογικών διαδικασιών στα μέλη κράτη. Στην περίπτωση της τρέχουσας κρίσης στη Βολιβία, η έκθεση που συνέταξε για τις προεδρικές εκλογές της 20ης Οκτωβρίου, με κατηγορίες για διάφορες παρατυπίες στη διεξαγωγή της εκλογικής διαδικασίας, και η οποία δημοσιοποιήθηκε στις 10 Νοεμβρίου, συνέβαλε αποφασιστικά στο να υποχωρήσει ο Μοράλες στις πιέσεις να παραιτηθεί.