Ένα γράμμα σε διανοούμενους που κρύβονται πίσω από τη λέξη “καθαρότητα”

του Patrick Berkman1,2

το κείμενο pdf

Ενα σχόλιο-απάντηση στο άρθρο A letter to intellectuals who deride revolutions in the name of purity3 που δημοσιεύθηκε στο Monthly Review Online σχετικά με το ζήτημα της επανάστασης και της κρατικής εξουσίας.

                                           “Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να χάσουμε όχι απλά υποστηρικτές αλλά και τη θέα των ίδιων μας των στόχων αν μας ρουφήξουν αυτές οι δοκιμασίες καθαρότητας”.
— Mayor Pete Buttigieg, 2019

 

Οι Roxanne Dunbar-Ortiz, Ana Maldonado, Pilar Troya Fernández, και Vijay Prashad έχουν ένα καινούριο δοκίμιο στο MR Online ασκώντας κριτική σε αυτό που βλέπουν ως “καθαρολογία” [εμμονή στην καθαρότητα] στην κριτική που ασκείται σε μερικά σοσιαλιστικά κράτη, κόμματα και ηγέτες, ιδιαίτερα στον Μοράλες, στη Βολιβία, και τον Τσάβες στη Βενεζουέλα.

Είναι αρκετά αυτά που με εξέπληξαν στο δικίμιο αυτό, για παράδειγμα ο ισχυρισμός ότι ο Λευκός Στρατός συνέχιζε τις επιθέσεις του στη Σοβιετική Ένωση για έξι ολόκληρα χρόνια, από το 1917 μέχρι το 1923. Ο μετα-επαναστατικός εμφύλιος πόλεμος στη Ρωσία ξεκίνησε στα σοβαρά στα μέσα του 1918, και η τελευταία σοβαρή απειλή, οι Λευκοφρουροί υπό τον Wrangel, ηττήθηκε τον Νοέμβριο του 1920. Πράγματι, ήδη στις αρχές του 1921 η μισή σχεδόν δύναμη του Κόκκινου Στρατού αποστρατεύτηκε.

Αλλά αυτό που με εξέπληξε περισσότερο απ’ όλα ήταν ότι για όλες αυτές τις “καθαρολογικές” κριτικές στη Βολιβία και τη Βενεζουέλα, οι οποίες υπονοούν ότι είναι πανταχού παρούσες – σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που να αισθανθούν υποχρεωμένοι να γράψουν συλλογικά αυτό το άρθρο – αυτοί οι διανοούμενοι δεν συγκεντρώνουν ούτε ένα μοναδικό παράδειγμα αυτής της καθαρολογίας, για να υποστηρίξει την υπόθεσή τους. Ούτε σύνδεσμοι, ούτε παραθέματα, ούτε αναφορές. Είναι ντροπή, γιατί μπορεί να υποτείνει σε κάποιους αναγνώστες ότι είτε η κριτική των συγγραφέων δεν μπορούσε επαρκώς να προσκομίσει ένα παράδειγμα γι’ αυτό το ίδιο το πράγμα απέναντι στο οποίο προειδοποιούν, είτε ότι απλά σκιαμαχούν.

Υπερασπίζοντας την υπερευαισθησία4 των Σοσιαλιστών στην κρατική εξουσία

Αυτό το εδάφιο προς το τέλος του κειμένου φανερώνει το σχέδιό τους5:

Καμμιά επανάσταση δεν είναι χωρίς τους δικούς της μηχανισμούς αυτοδιόρθωσης, τις δικές της φωνές διαφωνίας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η επαναστατική διαδικασία θα έπρεπε να κωφεύει στις κριτικές· θα έπρεπε να τις καλοδέχεται.

Δεν αναλύουν περαιτέρω αυτό το σημείο (ποιοι είναι αυτοί οι μηχανισμοίμ ποιος είναι ο ρόλος της διαφωνίας;) επειδη κάτι τέτοιο θα τους ανάγκαζε να επανεξετάσουν αυτό το ίδιο το δοκίμιο που γράφουν: ολόκληρο τον τελευταίο αιώνα, η νόρμα για τους σοσιαλιστές που βρίσκονται στην κρατική εξουσία είναι να μην ανέχονται καμμιά διαφωνία, να την απορρίπτουν ως απαράδεκτη συνειδητή/με επίγνωση ή όχι υποστήριξη στις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού και της αντίδρασης.

Έχουμε δει αυτή την αλλεργία προς την εσωτερική διαφωνία από τα αριστερά σε ευρέως ποικίλους βαθμούς και σε έθνη όπως η ΕΣΣΔ, η Κίνα, η Κούβα, η Βενεζουέλα, η Νικαράγουα, όπως και στη Βολιβία, αλλά είναι πάντα παρούσα. Άλλα αριστερίστικα κόμματα και οργανώσεις εξαναγκάζονται είτε να συγχωνευτούν είτε καταστέλλονται είτε τίθενται εκτός νόμου. Σοσιαλιστές που τολμούν να έρθουν σε ρήξη με τις επίσημες κομματικές γραμμές βρίσκονται αποκηρυγμένοι, άνεργοι, φυλακισμένοι ή και ακόμα χειρότερα. Η άρνηση των συγγραφέων να “παλέψουν” με αυτή την άβολη τάση, βρήκε μια βαθιά ανακούφιση όταν παραθέτουν επιδοκιμαστικά κάτι που ο Λέον Τρότσκυ έγραψε όντας σε εξορία (σίγουρα θυμούνται οι συγγραφείς τον λόγο για τον οποίο ο Τρότσκυ ζούσε, εκείνη την εποχή, στην Τουρκία και όχι, ας πούμε, στη Μόσχα;).

Συγχέοντας την πολιτική διαφωνία με την καθαρολογία

Οι συγγραφείς επιχειρούν να εξηγήσουν αυτό που βλέπουν ως απογοητευτική τάση καθαρολογίας μεταξύ των αριστετών διανοητών, επικαλούμενοι την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Στα μάτια τους, αυτοί οι μοδάτοι, τώρα, διανοούμενοι ισχυρίζονταν ότι “το Κράτος ήταν ξεπερασμένο ως ένα όχημα για τον κοινωνικό μετασχηματισμό και ότι η “Κοινωνία των Πολιτών” ήταν η σωτηρία. Ένας συνδυασμός μετα-μαρξισμούς και αναρχικής θεωρίας υιοθέτησε αυτή την επιχειρηματολογία για να λοιδορήσει οποιαδήποτε πειράματα για τον σοσιαλισμό μέσω της κρατικής εξουσίας”.

Και πάλι, κανένα σημαντικό και καθοριστικό βιβλίο, καμμιά πραγματεία ή στοχαστής δεν παρέχονται. Συνεχίζουν:

Το Κράτος θεωρούνταν απλά ως ένα όργανο του καπιταλισμού, μάλλον, παρά ως ένα εργαλείο για την ταξική πάλη. Αλλά αν οι άνθρωποι αποσυρθούν από τh διεκδίκηση του κράτους, τότε αυτό – χωρίς να δέχεται καμμιά αφισβήτηση – θα εξυπηρετεί την ολιγαρχία, βαθαίνοντας τις ανισότητες και τις διακρίσεις.

Αξίζει να τονίσουμε πόσο μακριά είναι η περιγραφή του κράτους από τους συγγραφείς ως “ένα εργαλείο για την ταξική πάλη” από την προειδοποίηση του Μαρξ ότι “η εργατική τάξη δεν μπορεί απλά να πάρει τον έλεγχο του έτοιμου κρατικού μηχανισμού και να τον χειριστεί για τους δικούς της σκοπούς”.

Για να μην αναφέρουμε ότι η ιστορία βρίθει με λαϊκά κινήματα τόσο εργατών όσο και αγροτών που κερδίζουν μεταρρυθμίσεις και κάνουν επαναστάσεις χωρίς να εμπλέκονται σε κανέναν “ανταγωνισμό για το κράτος”. Ήταν καλλίτεροι υλιστές απ’ όσο είναι πολλο μαρξιστές διανοούμενοι: ξέρουν πραγματικά πού έγκειται η πραγματική τους δύναμη και πώς να την χειριστούν και να την κρατήσουν. Απεικονίζοντας το αστικό κράτος με εργαλειακούς όρους, οι συγγραφείς αγνούν τον δυναμικό και πάντα ενδεχομενικό ρόλο που αυτό παίζει τόσο στην διατήρηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης όσο και στη διαμεσολάβηση της ταξικής σύγκρουσης, και τις μυριάδες τρόπους που οι εργατικές τάξεις μπορούν να κάμψουν τα κράτη στη θέλησή τους χωρίς να προσπαθήσουν να τα καταλάβουν.

Η απόδοση προνομιακής θέσης στα “κοινωνικά κινήματα” σε σχέση με τα πολιτικά, αντανακλά την απογοήτευση με την ηρωική εποχή της εθνικής απελευθέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των εθνοαπελευθερωτικών κινημάτων των αυτοχθόνων. Απορρίπτει, επίσης, την πραγματική ιστορία των λαϊκών οργανώσεων σε σχέση με τα πολιτικά κινήματα που έχουν κερδίσει την κρατική εξουσία.

Αντίθετα, είναι με την μη-απόρριψη αλλά αντιμετωπίζοντας με ειλικρίνεια “την πραγματική ιστορία των λαϊκών οργανώσεων σε σχέση με τα πολιτικά κινήματα που έχουν κερδίσει την κρατική εξουσία” που τόσος κόσμος καταλήγει σε αναρχικά συμπεράσματα. Εκτιμώ ότι οι συγγραφείς τουλάχιστον συμφωνούν για τα επιζήμια αποτελέσματα που η κρατική εξουσία έχει πάνω στα κινήματα, όταν εξηγούν ότι η είσοδος μελών των κοινωνικών κινημάτων στο κράτος “ικανοποιεί τα αιτήματα των ανθρώπων, αλλά την ίδια στιγμή έχει μια τάση να αποδυναμώνει ανεξάρτητες οργανώσεις διαφόρων ειδών”.

Όμως μια συγκατάνευση δεν είναι αρκετή. Όταν αριστερές δυνάμεις μπορούν να απομακρύνουν την αστική τάξη από το πολιτικό πεδίο αλλά όχι το οικονομικό, μπαίνουν στο όριο μιας περιοχής που δεν υποστηρίζεται από την τάξη και τα κοινωνικά κινήματα, εξ ονόματος των οποίων ισχυρίζονται ότι μιλάνε. Οι φιλοδοξίες και επιδιώξεις της εργατικής τάξης σταματάνε εξ ανάγκης από τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό που υποτίθεται ότι λειτουργεί για λογαριασμό της: άτομα που ήταν πριν επαναστάτες απαιτείται να γίνουν οι υπάλληλοι μιας πολιτικής οικονομίας ενάντια στην οποία πιθανόν να διαδήλωναν λίγες μόνο μέρες νωρίτερα. Και έτσι, αρκετά προβλέψιμα, οι επείγουσες απαιτήσεις και η εσωτερική λογική της προσκόλλησης στο κράτος απειλούν να αποπροσανατολίσουν και να εξαντλήσουν την ενέργεια των κοινωνικών κινημάτων: αυτοί που μένουν απέξω απ’ όλο αυτό πρέπει να διαλέξουν είτε να έρθουν σε ρήξη με το σχέδιο του κράτους είτε να δοθούν σ’ αυτό ολόψυχα, ό,τι κι αν γίνει· οι πρώτοι στοχοποιούμενοι, τελικά, από τους πάλαι ποτέ συμμάχους τους, και οι δεύτεροι χάνοντας κάθε σύνδεση με τη ζωή της εργατικής τάξης.

Αυτή είναι μια σημαντική αναλυτική και στρατηγική διαφορά εντός της αριστεράς: η αγνόηση, από τους συγγραφείς του δοκιμίου, της μιας πλευράς αυτής της διαφωνίας ως “καθαρολογίας” ή, στη συνέχεια, ως “επαναστατικής απαισιοδοξίας”, απεικονίζει μια έλλειψη διάθεσης να εκτιμηθούν τα επιχειρήματα σ’ αυτή την αντιπαράθεση με βάση την ίδια την αξία τους, μια λυπηρή στάση για να την υιοθετεί ένας διανοούμενος οποιασδήποτε απόχρωσης.

Ο κοινωνικός μετασχηματισμός είναι πραγματικά σκληρός

Οι πιο σοβαροί από αυτούς που ασκούν κριτική στην αριστερά, που βρίσκεται στην εξουσία, αναγνωρίζουν όντως τις δεινές περιστάσεις που αντιμετωπίζουν οι αριστεριστές που κρατούν τα ηνία της κρατικής εξουσίας από τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού, από το εξωτερικό, και τις δυνάμεις της αντίδρασης στο εσωτερικό, και τα συχνά αξιοσημείωτα υλικά οφέλη για τους φτωχότερους που τα κράτη αυτά φτάνουν να προσφέρουν κάτω από αντίξοες συνθήκες.

Αλλά ο εύκολος δρόμος για τους αριστεριστές στην εξουσία είναι να καταπνίξουν και να καταστείλουν τη διαφορετικότητα των απόψεων, την αντιπαράθεση και τη διαφωνία μεταξύ των αριστεριστών συναγωνιστών τους. Με δεδομένο ότι το περισσότερο που οι συγγραφείς μπαίνουν στον κόπο να αναφέρουν, σχετικά με αριστερούς διαφωνούντες σ’ αυτές τις χώρες. είναι ότι “οι επικρίσεις τους αξιοποιούνται συχνά ως όπλα από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις”, φοβάμαι ότι αυτοί οι διανοούμενοι αισθάνονται πολύ άνετα ακολουθώντας αυτό το εύκολο μονοπάτι.

Ο ζωηρός και ενεργητικός διάλογος μεταξύ συντρόφων και συμμάχων, ένα σήμα κατατεθέν σχεδόν οποιουδήποτε ριζοσπαστικού κινήματος πριν αποκτήσει κρατική εξουσία, θεωρείται, από αυτούς που είναι στην κορυφή, ως μια πολυτέλεια που απλά δεν μπορούν να αντέξουν από τη στιγμή που καταλαμβάνουν το προεδρικό μέγαρο. Όπως το βλέπουμε ξανά και ξανά, μια τέτοια ζωντανή και υγιής εσωτερική δημοκρατία είναι ένα ουσιώδες συστατικό για κάθε πετυχημένο επαναστατικό σχέδιο: χωρίς αυτό, οι αριστεροί σχηματισμοί εντός του κράτους είτε καταρρέουν είτε γραφειοκρατικοποιούνται και προσκολλούνται σε ένα κομμάτι της πρώην μισητής άρχουσας τάξης (η Νικαράγουα του Ορτέγα είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα, μεταξύ πολλών άλλων).

Δεδομένης της ύστατης ώρας για την ίδια την ανθρώπινη ζωή σ’ αυτόν τον πλανήτη, είναι σημαντικό να κοιτάμε με καθαρή ματιά τις επιτυχίες και τις αποτυχίες – καθώς και το πλαίσιό τους – των επαναστατικών αγώνων σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Διαφορετικά, δεσμευόμαστε στα ίδια λάθη και καταχρήσεις που οδήγησαν στην καταστροφή μεγάλα τμήματα της αριστεράς στον 20ο αιώνα, καλύπτοντας πυρετωδώς τα λάθη που έγιναν έτσι ώστε κανείς, ούτε καν εμείς οι ίδιοι, να μην μπορούμε να τα δούμε, μήπως και “χρησιμοποιηθούν σαν όπλα από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις”.

2 Ο Patrick Berkman ασχολείται με το ψηφιακό σχέδιο και είναι μέλος της ομοσπονδίας Black Rose/Rosa Negra, εγκαρεστημένος στο Burlington του Vermont. Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά εδώ.

3 Στμ. A letter to intellectuals who deride revolutions in the name of purity”, “Ένα γράμμα προς διανοούμενους που λοιδορούν επαναστάσεις στο όνομα της καθαρότητας”.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: defending the thin skin, αγγλικός ιδιωματισμός.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: gave the game away.