των Endnotes1
O Matthijs Krul έχει γράψει, στο North Star, μια ενδιαφέρουσα κριτική των Endnotes2. Συνήθως δεν ασχολούμαστε με εξατομικευμένες “απαντήσεις σε κριτικές”, αλλά στην περίπτωση αυτή η σύμπλεξη “ερεθιστικών” ερωτήσεων με μια σειρά λαθών απαιτούσε, τουλάχιστον, μια προσπάθεια ξεδιαλύματος αυτών των δύο σε μερικές σύντομες κριτικές σημειώσεις. Ο Krul έχει στην πραγματικότητα γράψει όχι μια κριτική των Endnotes, αλλά μάλλον, αυτού που εκλαμβάνει ότι είναι η λεγόμενη “θεωρία της κομμουνιστικοποίησης”. Στη βάση μιας μάλλον αδύναμης σύλληψης των ενδείξεων από τα κείμενα, οι Endnotes αντιμετωπίζονται σ’ αυτό το άρθρο ως ένα είδος ενός στέρεου πλαισίου για τις υποθέσεις του Krul σχετικά με αυτή την νοητική κατασκευή υποκατάστατο3,4.
Θα ξεκινήσουμε, λοιπόν, με μια προειδοποίηση σχετικά με τη “θεωρία της κομμουνιστικοποίησης”: αν και έχουμε μιλήσει, κατά καιρούς, για “κομμουνιστική θεωρία”, το Endnotes δεν προήγαγε ποτέ ούτε ισχυρίστηκε ότι αντιπροσωπεύει μια μοναδική “θεωρία της κομμουνιστικοποίησης”. Αυτός ο νεολογισμός άλλων είναι ίσως μια χρήσιμη συντομογραφία· έχει επίσης παίξει έναν ρόλο στο να ομαδοποιήσει μερικές ”χύμα” [sprawling] αντιπαραθέσεις σε ένα συμπαγές, ευκίνητο προϊόν που μπορεί να ανταλλαχθεί άμεσα στην αγορά των θεωρητικών “μοδών” (ένα είδος ανεξάρτητης εναλλακτικής στη μείζονα μάρκα των Badiou και των Zizek). Αλλά αν κανείς θέλει να κάνει μια πραγματικά σοβαρή κριτική της αποκαλούμενης θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης είναι, φυσικά, απαραίτητο να δώσει μεγαλύτερη προσοχή σε συγκεκριμένα κείμενα, στην εκδίπλωση συγκεκριμένων αντιπαραθέσεων, και στους τρόπους που αυτός ο όρος δεν μπορεί τελικά να σηματοδοτεί με κανέναν τρόπο μια μοναδική, ενιαιοποιημένη θέση. Όπως θα δούμε, ο Krul προφανώς δεν έχει δώσει τόσ η προσοχή στο αντικείμενό του, και έτσι οι πιο ενδιαφέρουσες σκέψεις που παρουσιάζονται στο κείμενό του υποφέρουν από το μπλέξιμό τους με θεμελιώδη λάθη ερμηνείας. Παρόλα αυτά, ιδιαίτερα εκεί που τα σηεμία του Krul επικαλύπτονται με αυτά άλλων κριτικών, δεν είναι εντελώς αναγώγιμα σε απλά υποκειμενικά λάθη – υπάρχουν αναμφισβήτητα κάποια σημεία που επισημαίνονται εδώ που απαιτούν παραπέρα θεώρηση. Σε αυτά τα σημεία, είμαστε ευγνώμονες στον Krul για την ανάδειξή τους στο πλαίσιο μιας επιχειρούμενης συπαμθητικής κριτικής.
Το πιο αξιοσημείωτο λάθος του Krul εμφανίζεται στην εναρκτήρια παράγραφο, στην πρώτη του απόπειρα να περιγράψει τις βασικές “συνεισφορές” των Endnotes και της “θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης” ευρύτερα. Ο Krul ισχυρίζεται ότι αποδίδουμε την ιστορική ήττα του εργατικού κινήματος του 20ου αιώνα στην αποτυχία του να “κατανοήσει την κατάργηση των τάξεων που απαιτείται για την κατάργηση της αξιακής μορφής”. Εδώ ο Krul αποδίδει στους Endnotes κάτι για το οποίο έχουμε ασκήσει κριτική σε άλλους από την αρχή αυτού του σχεδίου: δηλαδή, ότι την υιοθέτηση ενός είδους “κριτικής οπτικής γωνίας” που είναι ιδιαίτερα εξέχον στο “νήμα” της κριτικής της αξίας που διατρει την γερμανική Νέα Αριστερά. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, το πρόβλημα των επαναστατικών κινημάτων του 20ου αιώνα ήταν – αλλίμονο – ότι δεν κατάλαβαν την θεωρία της αξίας. “Τόσο το χειρότερο για τη θεωρίας σας”, θα ήταν μια έυλογη απάντηση σε τέτοιους ισχυρισμούς. Παραπέμπουμε τον Krul στην εισαγωή του πρώτου μας τεύχους:
Όταν θέτουμε το ζήτημα των [αποτυχιών αυτών των επαναστάσεων] δεν μπορούμε να καταφύγουμε σε υποθέσεις του “τι θα συνέβαινε αν”5 — επιρρίπτοντας την ήττα των επαναστατικών κινημάτων σε οτιδήποτε (ηγέτες, μορφές οργάνωσης, λάθος ιδέες, ανώριμες συνθήκες) άλλο από τα ίδια τα κινήματα στο καθορισμένο τους περιεχόμενο.6
… και στο “Κομμουνιστικοποίηση και Θεωρία της Αξιακής-Μορφής”, από το Endnotes 2:
η “κομμουνιστικοποίηση” δεν είναι ό,τι ο κομμουνισμός και η επανάσταση “ήταν πάντα στην πραγματικότητα ή ό,τι θα έπρεπε να είναι” […] η ριζική “έξοδος” που υπονοείται από την θεωρία της αξιακής μορφής μπορεί να καθορίζεται από την ιστορική εξέλιξη της ίδιας της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας μάλλον, παρά να είναι το προϊόν μιας ανιστορικής ορθής συνείδησης, μιας ελεύθερα-πλέουσας επιστημονικής οπτικής ή προοπτικής κριτικής.7
Μακράν του να προσυπογράφει τον αναχρονισμό μιας τέτοιας “οπτικής γωνίας κριτικής”, η αντιπαράθεση στην οποία σφυρηλατήθηκαν οι Endnotes – και η οποία παρουσιάζεται στο Endnotes 1 – ήταν ειδικά σχετικά με την ιστορικότητα του ορίζοντα της επανάστασης. Είναι ο κομμουνισμός μια αναλλοίωτη αλήθεια της εργατικής τάξης, του καπιταλισμού ή της ανθρωπότητας; Ή είναι ο τρόπος με τον οποίον το ζήτημα της επαναστατικής υπέρβασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ) τίθετα συγκεκριμένα σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές; Τουλάχιστον στα ζητήματα αυτά, έχουμε έχουμε πάντα συνταχθεί με την Théorie Communiste ενάντια σε αυτό που ο Krul θα ονόμαζε “ρομαντισμό” της υπεραριστεράς: οι αποτυχίες των επαναστάσεων του 20ου αιώνα δεν μπορούν, τελικά, να αποδοθούν σε κακές ιδέες, προδοσίες, λανθασμένες στρατηγικές κ.λπ. Σε όλες αυτές τις αναταραχές, ήταν επί τω έργω έννοιες της επανάστασης, του κομμουνισμού κ.λπ. εντελώς αντίστοιχες της στιγμής, η οποία οριζόταν ειδικότερα από την άνοδο μια βιομηχανικής εργατικής τάξης που μπορούσε αρκετά εύλογα να προβάλλει τον εαυτό της ως το μέλλον του ανθρώπιμου είδους. Η σχολαστικότητα των κριτικών της αξίας και του είδους τους πολύ λίγο αντίκρισμα είχαν σε όλα αυτά. Η ίδια η ιδέα της “κομμουνιστικοποίησης” όπως την έχουμε χρησιμοποιήσει ήταν πάντα ένα είδος εννοιολογικού σημαδιού για νέους, ιστορικά συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε για την κομμουνιστική επανάσταση στη βάση των τωρινών συνθηκών, που μας απελευθερώνει από την ανάγκη να “κοσκινίζουμε” ασταμάτητα τα λάθη και τα σωστά του κομμουνισμού του 20ου αιώνα. Το να ασκεί κριτική κανείς στους Endnotes — ή στην πραγματικότητα σε οποιονδήποτε έστω και αμυδρά συμπαθούντα προς την Théorie Communiste — για αναχρονιστική ανάγνωση των επαναστάσεων του 20ου αιώνα, λες και απλά δεν είχαν τις ιδέες μας, είναι ανάλογο του να ασκείς κριτική στον Νίτσε για την χριστιανική του πίστη.
Αυτά σχετικά με την υποτιθέμενή μας “θεωρία του λάθους για την ιστορία”. Ο Krul νομίζει ότι έχει βρει άλλο ένα είδος λάθους στη δουλειά μας στο Endnotes: έναν ισχυρισμό ότι ο καπιταλισμός εμπλέκει ένα “κατηγορικό λάθος” εξαιτίας του ότι βασίζεται σε “οντολογικά χάσματα”. Φαίνεται ο Krul να πιστεύει ότι η οντολογία έχει να κάνει μόνο με ιδέες:
να βλέπει κανείς τον καπιταλισμό ως βασιζόμενο πρωτίστως σε οντολογικά χάσματα, και μόνο αναλυτικά στη συνέχεια να διαμεσολαβείται από την αξία και το κράτος και όλες τις “πραγματικές αφαιρέσεις”, είναι πραγματικά μια περίεργη προσέγγιση – μια προσέγγιση που πραγματικά υποδεικνύει τον καπιταλισμό ως ένα κατηγορικό λάθος που έχει (τυχαία;) αναδυθεί στην ιστορία.
για να δούμε την “πραγματική κίνηση” ως μια κίνηση της ελεύθερης βούλησης ενάντια στον καθορισμό μέσω κατηγοριών σημαίνει να δούμε το πρόβλημα στο επίπεδο της οντολογίας, των “οντολογικών χασμάτων” που αναφέρθηκαν – με άλλα λόγια, στο επίπεδο των ιδεών.
Οι συγκροτητικοί διαχωρισμοί στην καρδιά του ΚΤΠ, στους οποίους συχνά αναφερόμαστε με τον όρο “οντολογικά χάσματα”, δεν είναι με καμμιά έννοια “λάθη”, ούτε είναι ζήτημα απλώς ιδεών. Αντίθετα, είναι οι αναγκαίες προϋποθέσεις και αποτελέσματα καθορισμένων, ιστορικά συγκεκριμένων κοινωνικών διαδικασιών. Ένα οντολογικό χάσμα που είναι θεμελιώδες για τον καπιταλισμό είναι ο χωρισμο των ανθρώπων από τη γη, και συνεπώς από για καιρό θεμελιωμένους τρόπους πρόσβασης στα μέσα παραγωγής και επιβίωσης. Αυτός ο διαχωρισμός ήταν κάποιες φορές μια κυριολεκτική απαλλοτρίωση της γης από τους τους μικροκαλλιεργητές της. Αλλά συχνά ήταν και μια αλλαγή στις κοινωνικές σχέσεις που δεν απαιτούσε φυσική έξωση· αντίθετα, καινούριες σχέσεςι γεννήθηκαν μέσω των μισθωμάτων γης. Αν και βασικοί κοινωνικοί μετασχηματισμοί, όπως ο παραπάνω, ίσως ενέχουν μια ιδεώδη πτυχή, προφανώς δεν είναι με καμμιά έννοια ζήτημα λαθώς, κατηγορικών σφαλμάτων ή απλώς ιδεών.
Είναι πιθανόν, ο Krul να εξάγει αυτή την παράξενη ανάγνωση από μια απρόσεκτη επιπόλαιη ανάγνωση της παρουσίασης εκ μέρους μας της εξέλιξης της έννοιας της “υπαγωγής”, στην οποία επισημαίνουμε την μετατόπιση της έννοιας αυτής από μια καθαρά λογική/φιλοσοφική κατηγορία (για την οποία επιστημολογικά ερωτήματα “λάθους” μπορεί να είναι συναφή) σε μια κοινωνική κατηγορία, κατά την μετάδοσή της από τον Καντ, στον Χέγκελ και από κει στον Μαρξ.8 Μια συγκεκριμένη έννοια διαστροφής σημαδεύει εδώ τη συνεισφορά του Μαρξ· υπάρχει κάτι διεστραμμένο σχετικά με τις αντικειμενικές ιδανικότητες [idealities] του ΚΤΠ – σχετικά με τον τρόπο που το κεφάλαιο μπορεί να εμφανίζει τον εαυτό του ως την “αλήθεια” της εργασιακής διαδικασίας, την ανταλλακτική αξία ως την αλήθεια της αξίας χρήσης κοκ. Αλλά αυτά δεν είναι απλώς επιστημολογικά ζητήματα που πιθανόν μπορούν να “διορθωθούν” με μεγαλύτερη γνώση· αντίθετα, αποκτούν τις πραγματικές, κοινωνικά-αντικειμενικές ποιότητες των ίδιων των κοινωνικών μορφών.
Ο Krul γλιστρά μπερδεμένος ανάμεσα στον ισχυρισμό του ότι βλέπουμε ένα συστατικό “λάθος” στην καρδιά του καπιταλισμού (που κάνει τα πάντα να έχουν να κάνουν μόνο με ιδέες), και τον ισχυρισμό που έχει προηγουμένως συζητήσει ότι διαβάζουμε τα επαναστατικά κινήματα του 20ου αιώνα με όρους τέτοιων λανθασμένων ιδεών. Η “θεωρία λάθους” του Krul τον οδηγεί να πετάξει τριγύρω μερικές σαφώς ακατάλληλες κριτικές κοινοτοπίες:
Το αν ο Στάλιν είχε λάθος σε σχέση με τη θεωρία της αξίας και το αν ο Τρότσκυ ήταν ένας “παραγωγιστής” και ένα μαστίγιο της εργατικής πειθαρχίας δεν είναι αλήθεια στο εδώ ή στο εκεί. Το “υπόδειγμα” του 20ου αιώνα, όσο και αν είναι μια “εποχή των άκρων”, παραείναι ομοιόμορφο και ανεξάρτητο από τη βούληση και τα κίνητρα των ατόμων που εμπλέκονται ώστε να εξαρτιέται από ένα λάθος κατηγοριών ή μια ανεπαρκή κατανόηση της πραγματικής υπαγωγής. Αν ο Στάλιν μπορούσε να είχε διαβάσει Ντωβέ, αυτό δεν θα είχε καμμιά σημασία.
(Θραύσματα γαλατόπιτας πετάνε δίπλα από το στόχο και χτυπάνε κάποιον άτυχο περαστικό…).
Το κείμενο του Krul δομείται γύρω από αυτή την διπλή έννοια του “λάθους” η οποία, όπως έχουμε δει, είναι εύκολα διαψεύσιμη και με τις δυο έννοιες. Πάνω σε αυτή τη δομή που τρίζει, ο Krul “βιδώνει” και άλλα διάφορα τεχνήματα/αντικείμενα κριτικής απροσεξίας. Για παράδειγμα:
-
Ο Krul επικρίνει τους Endnotes ότι ισχυρίζονται πως “τα προηγούμενα κομμουνιστικά κινήματα, στον βαθμό που βασίζονταν στο εργατικό κίνημα, δεν είχαν καμμιά έννοια “ρήξης”, παρά το γεγονός ότι το ίδιο το κείμενο που σχολιάζει διατυπώντι την ίδια ακριβώς θέση ως κριιτκή εναντίον της Théorie Communiste, πριν προχωρήσει σε μια λεπτομερειακή αναφορά στην έννοια της ρήξης από τον Μπορντίγκα:
Σύμφωνα με την Théorie Communiste, οι επαναστάτες μιας προηγούμενης εποχής δεν είχαν κάποια έννοια ρήξης. Είδαν, υποτιθέμενα, την επανάσταση ως ένα ζήτημα “αναπτυσσόμενων” αγώνων, με άλλα λόγια, αγώνων που επεκτείνονται σε ολόκληρη την κοινωνία και αυξανόμενης έντασης προς ένα σημείο κορύφωσης οπότε και θα “υπερχείλιζαν” σε μια επανάσταση. Στην πορεία του 20ου αιώνα, πολλές θεωρίες αυτού του είδους προτάθηκαν (ο ίδιος ο όρος φαίνεται να προέρχεται από τον Τρότσκυ, αλλά η ιδέα αυτή είναι πιο κοινή μεταξύ των οπαδών της αυτονομίας). Παρ’ όλα αυτά, τέτοιες θεωρίες δεν ήταν πολύ διαδεδομένες. Οι περισσότεροι επαναστάτες, του Τρότσκυ συμπεριλαβανομένου, τράβηξαν τη δική τους διαχωριστική γραμμή μεταξύ εξέγερσης και ρήξης9.
-
Ο Krul ισχυρίζεται ότι, για τους Endnotes, η κομμουνιστικοποίηση “μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε και οπουδήποτε και δεν μπορεί ποτέ να προβλεφθεί”. Ποτέ δεν διατυπώσαμε, ούτε καν υπονοήσαμε, έναν τέτοιο ισχυρισμό. Πραγματικά, ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι ευθέως αντίθετος με την ίδια την αντίληψή μας10. Αντίθετα, η κομμουνιστικοποίηση είναι φυσικά εντελώς αδύνατη στις καθημερινές [quotidian] καπιταλιστικές συνθήκες· δεν θα μπορούσε καν να προσεγγιστεί παρά μόνο στο πλαίσιο μιας τεράστια γενικευμένης κοινωνικής αναταραχής, κάτω από πολύ συγκεκιμένες περιστάσεις.
-
Ο Krul ισχυρίζεται ότι διατυπώνουμε ένα κυκλικό, επιχείρημα, που προϋποθέτει την απάντησή του [question-begging] λέγοντας ότι “η επανάσταση θα πρέπει να καταργήσει τις διαμεσολαβήσεις του κεφαλαίου, και ότι ο μόνος τόπος που μπορεί να επιτευχθεί είναι εκεί που οι διαμεσολαβήσεις του κεφαλαίου έχουν καταργηθεί”. Η παρουσίαση της επανάστασης με αυτούς τους όρους δεν είναι ζήτημα επιχειρήματος, είναι ζήτημα ορισμού. Όλοι οι ορισμοί μοιάζουν κυκλικοί αν διαβαστούν ως επιχειρήματα: προσπαθήστε να διατυπώσετε ένα επιχείρημα για το ότι “εργένηδες είναι οι άντρες που δεν έχουν παντρευτεί”11.
-
Ο Krul ισχυρίζεται ότι οι Endnotes απορρίπτουν “την χρήση οποιωνδήποτε δομών διαμεσολάβησης, είτε φυσικών (όπως στην επιμελητεία) είτε νοητικών (όπως στις διαμεσολαβούσες κατηγορίες) που υπάρχουν υπό τον καπιταλισμό, για την κομμουνιστικοποίηση ή το σοσιαλιστικό μέλλον”. Αλλά αυτό που απορρίπτουμε, στην πραγματικότητα, εκ των προτέρων είναι οι συγκεκριμένες κοινωνικές μορφές που είναι άρρηκτα δεμένες από τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Το πώς αυτές οι συγκεκριμένες κοινωνικές μορφές μπορεί να συνδέονται με τις φυσικές υποδομές ή τις νοητικές κατηγορίες είναι ένα σημείο συζήτησης. Σε ένα από τα ίδια τα κείμενα που εξετάζει ο Krul λέμε ρητά ότι αρκετές διαμεσολαβήσεις θα επιβιώσουν του καπιταλισμού12.
Θα ήταν ανέξοδο να προσθέσουμε σ’ αυτή την ήδη μεγάλη λίστα και τα διάφορα άλλα σφάλματα στο κείμενο του Krul. Οπότε θα την “χαρίσουμε” στον συμπαθή μας κριτικό, και θα στραφούμε σε μερικές άλλες πιο ενδιαφέρουσες πλευρές του κειμένου του, οι οποίες, τουλάχιστον, παρέχουν καλοδεχούμενες “προκλήσεις” για περαιτέρω σκέψη.
Ας ξεκινήσουμε πρώτα απ’ όλα από αυτό το τελευταίο σφάλμα, που θα μας προσφέρει ένα χρήσιμο φόντο για να σχεδιάσουμε μερικές σκέψεις ενός πιο διαδεδομένου σημείου παρανόησης και σχετικά με μερικούς από τους πιο αναρχο-πρωτογονιστικούς οραματισμούς για την κομμουνιστικοποίηση. Ο Krul προσφεύγει στην άποψη του Μαρξ ότι “οι ίδιες οι τεχνολογικές και οργανωτικές δυνατότητες του καπιταλισμού θα κάνουν εφικτό τον σοσιαλισμό” σε αντίστιξη με τη δική μας “ρομαντική” απόρριψη όλων των διαμεσολαβητικών δομών – φυσικών, νοητικών, τεχνικών κ.λπ. Δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει ιδιαίτερα ότι, διατυπωμένη ως μια γενική άποψη, δεν έχουμε αντίρρηση στον ισχυρισμό ότι οι τεχνικές δυνατότητες που αναπτύσσονται υπό τον καπιταλισμό θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε έναν μετα-καπιταλιστικό κόσμο. Σχετικά μ’ αυτό, θα συντασσόμασταν με τον Krul ενάντια στους πρωτογονιστές. Αλλά θα είμασταν και τελείως ξεκάθαροί ότι, αν η καπιταλιστική τεχνολογία δεν συλλαμβανόταν ως αδιάφορα κακή, οι εναλλακτικές σ’ αυτή την απολυτοποιητική ετυμηγορία δεν περιορίζονται σε άλλες εξίσου απολυτοποιητικές θέσεις: αν η τεχνολογία δεν είναι γενικά κάκη, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι γενικά ουδέτερη – και σίγουρα δεν είναι γενικά καλή (διατυπωμένες με τόσο άσχημο τρόπο, τέτοιες θέσεις ακούγονται τόσο άτοπες όσο είναι).
Αν ο πρωτογονιστικός πόλος σ’ αυτή τη ρητορική κατασκευή που εξετάζουμε εδώ – και τον οποίο ο Krul ταυτίζει με τους Endnotes — μπορεί να συνδεθεί με την άποψη της “απόλυτα κακής τεχνολογίας”, η μαρξιστική παράδοση έχει συχνά φιλοξενήσει ένα συμμετρικό, προοδευτικίστικο πόλο ο οποίος διαβάζει την καπιταλιστική τεχνολογία ως ένα θεμελιωδώς χωρίς όρους αγαθό/καλό· η οποία θέλει να δει σε κάθε αύξηση της παραγωγικότητας μια περαιτέρω απελευθέρωση από το “βασίλειο της ανάγκης”, ή να διαβάζει την τεχνολογία ως ένα κοινωνικά ουδέτερο υπόστρωμα που θα μπορούσε απλά να απαλλαγεί από τις καπιταλιστικές του χρήσεις. Φυσικά, απορρίπτουμε έναν τέτοιο προοδευτισμό όπως ακριβώς απορρίπτουμε τον πρωτογονισμό. Aλλά ο προφανής τρόπος απόδρασης από αυτές τις επίπονες δυικότητες, που περιστρέφονται γύρω από κάθε δεύτερη συζήτηση για την τεχνολογία, είναι απλά να αποφεύγουμε να θέτουμε το πρόβλημα σε απόλυτους όρους. Στην πορεία των αγώνων όπως και σε κάθε μετα-καπιταλιστικό κόσμο, θα έχουμε αναπόφευκτα να κρίνουμε κάθε συγκεκιμένη τεχνολογία από το τι καθιστά “εφικτό”: θα βοηθήσει ή όχι; Τι ακούσιες παρενέργειες πιθανόν να έχουν; Πώς θα συνεισφέρουν στο σχήμα των δράσεών μας; Θα είναι βλαπτικές ή όχι; Με ποιο τρόπο θα αλλάξει το πώς δουλεύουν άλλα πράγαματα; Έχουν κάποια σημασία στην απουσία των συγκεκριμένα καπιταλιστικών κοινωνικών μορφών; Είναι μια απευθείας παρεμπόδιση; Όπως γράφει ο Jasper Bernes στο Endnotes 3:
Δεν μπορούμε απλά να αντιστρέψουμε την ορθόδοξη, προοδευτικίστικη άποψη για τις μηχανές που υποθέτει ότι κάθε προχώρημα των παραγωγικών δυνάμεων συνιστά μια διεύρυνση των δυνατοτήτων για τον κομμουνισμό και να διακηρύξουμε, αντίθετα, ότι ολόκληρη η τεχνολογία είναι πολιτικά αρνητική ή εγγενώς καπιταλιστική. Πρέπει, μάλλον να εξετάσουμε τεχνολογίες από μια τεχνική σκοπιά, από την κομμουνιστική προοπτική και να θεωρήσουμε τις δυνατότητες [affordances] που πραγματικά επιτρέπουν, δεδομένων των τραγικών περιστάσεων της γέννησής τους13.
Θα ήταν ξεκάθαρα άδικο να διαβάσουμε το άρθρο του Jasper, όπως κάνει ο Krul, θεωρώντας ότι εμπεριέχει έναν ισχυρισμό για την απόλυτη μη-διασωσιμότητα [unsalvageability] ολόκληρου του τεχνικού κόσμου. Η θέση του Jasper αντιτίθεται – αρκετά εύλογα – στις έννοιες της ουδετερότητας της τεχνολογίας και σε οποιονδήποτε απλοϊκό προοδευτισμό· δεν απαιτεί, όμως, τον ισχυρισμό ότι ολόκληρη η τεχνολογία είναι έτσι κι αλλιώς κακή, έτσι κι αλλιώς καταδικασμένη στην καπιταλιστική της μοίρα. Μάλλον, ασχολείται με τα συγκεκριμένα προβλήματα, ερωτήματα και περιορισμούς με τους οποίους τα συστήματα επιμελητείας, ιδιαίτερα, έρχονται αντιμέτωπα με τους σύγχρονους αγώνες.
Μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της κριτικής στην “θεωρία της κομμουνιστικοποίησης” περιστρέφονται γύρω από μια αρκετά δικαιολογημένη ταύτιση της αφαιρετικότητας μιας τέτοιας θεωρίας, όσο έχει αναπτυχθεί μέχρι τώρα στο Endnotes, και μια διερεύνηση του ερωτήματος κατά πόσο μια τόσο αφηρημένη θεωρία μπορεί πιθανόν να γειωθεί στην “πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων”. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το γεγονός ότι η αντίληψή μας για την επανάσταση ως “κομμουνιστικοποίηση” είναι σαφώς αφηρημένη. Είναι επίσης αληθές ότι δεν παρέχει μια ιδέα του πώς να πάμε “από το Α στο Β”. Αυτό το είδος κριτικής επανέρχεται διαρκώς, έχοντας διατυπωθεί, για παράδειγμα, επίσης από τον Alberto Toscano, σε μια ελαφρώς διαφορετική μορφή14. Ως τέτοια, μοιάζει να ταυτοποιεί ως προβληματικό κάτι δομικό σχετικά με την κομμουνιστικοποίηση, κάτι που αναμφίβολα θα είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε περαιτέρω.
Θα μπορούσαμε εδώ να δηλώσουμε, εν είδει μιας προκαταρκτικής απάντησης, ότι δεν ενδιαφερόμαστε να δίνουμε αξία στην αρνητικότητα χάριν της αρνητικότητας ή σε μια κανονιστική αντίθεση σε οποιαδήποτε θετική σκέψη σχετικά με το πώς μπορούν να αναπτυχθούν και να επεκταθούν με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο. Ένας τέτοιος τρόπος σκέψης είναι μια αναγκαί, εμμενής πτυχή κάθε αγώνα, και ένας αγώνας που θα έχει περάσει σε μια δυναμική κομμουνιστικοποίησης φυσικά δεν θα το έκανε αυτό τυχαία. Όμως, στρατηγική σκέψη που προκύπτει στην απουσία ή έξω από έναν ανοιχτό αγώνα τείνει η ίδια αναπόφευκτα στην αφαίρεση. Αυτός είναι ο λόγος που, παρ’ όλη την φαινομενική συγκεκριμένεια και κοινή-λογική τους, οι ύστεροι Λενινιστές που προσφεύγουν στην σημασία της στρατηγικής, ενάντια στον εκλαμβανόμενο αυθορμητισμό και “ακολουθητισμό”15, είναι συνήθως ανήμποροι να προσφέρουν κάτι παραπάνω από κάποιον παλιομοδίτικο οργανωσιακό φορμαλισμό για να αντιπαρατεθούν σε αντίπαλους φορμαλισμούς των αναρχικών και των οπαδών της οριζοντιότητας. Που είναι σαν να λέμε ότι επικαλούμενοι τη στρατηγική γενικά, την οργάνωση γενικά, οι επίδοξοι στρατηγιστές δεν είναι λιγότερο αφηρημένοι από τους θεωρητικούς της “κομμουνιστικοποίησης”. Η αφαίρεση, και στις δυο περιπτώσεις, πιθανόν να είναι αναπόφευκτη· απορρέει από μια αντικειμενική κατάσταση στην οποία, αν είμαστε ειλικρινείς, κανείς δεν μπορεί πραγματικά να πει πώς ακριβώς θα εξελιχθούν απαραίτητα τα πράγματα. Στερούμενες ενός συνεκτικού, συγκροτημένου, επαναστατικού ταξικού-υποκειμένου για να τις υλοποιήσουν, ή μη-εμπεδωμένες σε οποιαδήποτε πραγματική επαναστατική πάλη, οι προσπάθειες για μια επαναστατική στρατηγική τείνουν να ανάγονται σε δραστηριότητα όπως του Dungeon Master, που παρακολουθεί την πρόοδο της μικρής αμήχανης ομάδας του ξωτικών και νάνων μέσα από κρυψώνες καλλικάντζαρων και φανταστικά κάστρα. Προσέξτε την τρύπα με τα θανάσιμα καρφιά!
Με αυτή την έννοια, η αφαιρετικότητα της θεωρίας μπορεί να συλληφθεί ως απορρέουσα τουλάχιστον εν μέρει από την κατάσταση της “πραγματικής κίνησης”16, μάλλον, παρά ως ενδεικτική μια απλής αποτυχίας στο απαραίτητο σκάψιμο που “θα βγάλει τον γέρο τυφλοπόντικα ξανά στην επιφάνεια”. Η προκαθορισμένη κατάσταση της υποτιθέμενης υπέρβασης της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης – όπως δίνεται από τις ίδιες τις εμμενείς τάσεις αυτής της σχέσης – είναι αναγκασικά μια αφηρημένη κατάσταση17. Αν η θεωρία παραμένει αφηρημένη μέχρι τώρα αυτό συμβαίνει επειδή δεν μπορούμε ειλικρινά να πούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια πώς θα λάβει χώρα αυτή η υπέρβαση. Ούτε – στο βαθμό που μπορούμε να πούμε – μπορεί κανείς άλλος: το πρόβλημα εδώ έγκειται στην πραγματικότητα, όχι στη θεωρία. Αν τα όρια της αντικειμενικής κατάστασης δίνουν έναν υψηλό βαθμό αφαίρεσης, είναι τουλάχιστον πιο ειλικρινές να αναγνωρίσουμε αυτό το πρόβλημα και να προσπαθήσουμε να κάνουμε θεωρία σε αυτή τη βάση, μάλλον, παρά να το συσκοτίζουμε. Μια αφηρημένη έννοια της επανάστασης είναι εκεί απ’ όπου ξεκινάμε αναγκαστικά, αλλά είναι εξίσου σημαντικό να αποφύγουμε να φετιχοποιούμε το πρόβλημα και να αποκλείουμε έτσι κι αλλιώς κάθε προσπάθεια να σκεφτούμε σοβαρά σχετικά με το προχώρημα των κινημάτων καθώς προσπαθούν να κινηθούν “από το Α στο Β”.
Αν η θεωρία, όπως δίνεται στις σύγχρονες συνθήκες, είναι αναγκαστικά αφηρημένη και αρνητική, πρέπει παρ’ όλα αυτά κανείς να πασχίσει να την διαγράψει με μεγαλύτερη συγκεκριμένεια μέσω της απόδοσης προσοχής στη δυναμική των σύγχρονων αγώνων και των πραγματικών διαμεσολαβήσεων του καπιταλιστικού κόσμου. Με αυτή την έννοια, το “μήνυμα ελπίδας” που ο Κrul βλέπει στην “θεωρία της κομμουνιστικοποίησης” απαιτεί ακριβώς ενεργοποίηση. Το δύσκολο πρόγραμμα μιας τέτοιας ενεργοποίησης είναι η προβληματική με την οποία αναγκαστικά ερχόμαστε αντιμέτωποι αν πρόκειται να προσπαθήσουμε να παράγουμε κομμουνιστική θεωρία στο παρόν· φυσικά, δεν υπάρχει βασιλική οδός για την επιστήμη – κι εδώ λιγότερο από οπουδήποτε. Συνεπώς, στο επίπεδο αυτό μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Krul: ναι, είναι απαραίτητο να προχωρήσουμε πέρα από κάποιο αφηρημένο, απλά αρνητικό, Μπλοχιανό “μήνυμα ελπίδας”. Αυτό είναι ακριβώς το πρόβλημα. Ελπίζουμε ότι, παρά την κριτική μας στα σφάλματα του Krul, αυτός θα συνεχίσει να ακολουθεί τις πιο αξιόλογες από τις διαισθήσεις/ενοράσεις επί τω έργω εδώ, στην θεωρία και στους αγώνες. Αυτό είναι, άλλωστε, το κοπιαστικό μονοπάτι πάνω στο οποίο η κομμουνιστική θεωρία είναι αναγκασμένη να προχωρά.
1 Στμ. Το πρωτότυπο εδώ: https://endnotes.org.uk/other_texts/en/endnotes-romantic-fiction.
2 Matthijs Krul: “Endnotes: Μια ρομαντική κριτική;” https://inmediasres.espivblogs.net/krul_romantic_critique (το πρωτότυπο: Endnotes: A Romantic Critique?, The North Star, 28 Ιανουαρίου 2014).
3 Η προχειρότητα της ανάγωσης του Krul στέκεται σε χτυπητή αντίθεση με την προσοχή και την διορατικότητα με την ο Ray Brassier ανέλαβε επίσης πρόσφατα μια κριτική ενασχόληση με τη δουλειά μας. Δείτε: “Wandering Abstraction”, Mute Magazine, 13 Φεβρουαρίου 2014 (στμ. Στα ελληνικά μεταφρασμένο εδώ: Ray Brassier: “Περιφερόμενη Αφαίρεση”, https://inmediasres.espivblogs.net/wanderingabstraction).
4 Στμ. Στο πρωτότυπο ersatz.
5 Στμ. Στο πρωτότυπο: “what if” counterfactuals.
6 Δείτε “Φέρτε τους νεκρούς σας” στο Endnotes 1 (Προκαταρκτικό υλικό για έναν απολογισμό του 20ου αιώνα) σελ. 4, εκδ. φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού. Εκεί ουσιαστικά υποστηρίζαμε ισχυρισμούς που αναπτύχθηκαν σε μεγαλύτερη έκταση στις συνεισφορές της Théorie Communiste στο Endnotes 1, όπως στο “Πολύ κακό για το Τίποτα”, σελ. 156–157:
“Η επανάσταση ως επιβεβαίωση της τάξης έρχεται αντιμέτωπη με την ίδια την αποτυχία της, επειδή η αντεπανάσταση είναι ενδογενώς συνδεδεμένη με αυτή την επιβεβαίωση όσον αφορά τα ίδια της τα κίνητρα (και όχι επειδή υπήρχε οποιοδήποτε “λάθος”, ή επειδή ήταν αδύνατη με όρους κάποιου ανιστορικού ορισμού της επανάστασης”.
7 Δείτε: “Κομμουνιστικοποίηση και θεωρία της αξιακής μορφής”, Endnotes 2 (Αθλιότητα και η αξιακή μορφή), σελ. 101, 105, εκδ. φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015.
8 Δείτε: “Η ιστορία της Υπαγωγής”, Endnotes 2, σελ. 130–152
9 Δείτε: “Αυθορμησία, Διαμεσολάβηση, Ρήξη”, Endnotes 3 (Φύλο, Φυλή, Τάξη και άλλες κακοτυχίες), σελ. 241–242, εκδ. φίλοι του κεραυνοβόλου κομμουνισμού, 2015.
10 Δείτε, για παράδειγμα: “Τι πρέπει να κάνουμε”, στο Ben Noys (εκδ.), “Communization and its Discontents”, Minor Compositions, 2011, σελ. 28 (στμ. Στα ελληνικά μεταφρασμένο εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/whatrwe2do):
“Η κομμουνιστικοποίηση προκύπτει μόνο στο όριο ενός αγώνα, στο ρήγμα που ανοίγεται καθώς αυτός ο αγώνας συναντά το όριό του και ωθείται πέρα από αυτό”.
11 Στμ. Εξαιρετικό σημείο για την βαθύτητα της διαλεκτικής ως τρόπου κατανόησης της διαφοράς ορισμού-επιχειρήματος, της θεμελιώδους άρσης του “φαύλου κύκλου” των “τυπικών” αντιφάσεων και την κυκλικότητας των ορισμών. Απόλυτα σχετιζόμενο με την “ταυτιστική λογική” του Κορνήλιου, που τελικά πρέπει να ειδωθεί ως αδυναμία απορρέουσα από την στάση του απέναντι στη διαλεκτική.
12 Δείτε: “Αυθορμησία, Διαμεσολάβηση, Ρήξη” στο Endnotes 3, σελ. 238.
13 Δείτε: Jasper Bernes, “Logistics, αντι-Logistics και η Κομμουνιστική Προοπτική”, στο Endnotes 3, σελ. 196, σημ. 25.
14 Δείτε: “Now and never”, στο Communization and its Discontents, σελ. 85–101.
15 Στμ. Στο πρωτότυπο: tailisms. Θα μπορούσαμε να πούμε και “πολιτική ουράς”. “Ο όρος (στα ρωσικά: khvostism) επινοήθηκε από τον Λένιν για να περιγράψει τους “Οικονομιστές”, όσους ισχυρίζονταν ότι το κομμουνιστικό κόμμα δεν θα έπρεπε να ηγείται σε μια επαναστατική κατάσταση αλλά θα έπρεπε να αφήσει τα οικονομικά γεγονότα – κρίσεις, απεργίες, αναταραχές – να ξεδιπλώνονται από μόνα τους. Το κόμμα θα αναλάμβανε τότε στην “ουρά” των γεγονότων αυτών. Ο Λένιν, φυσικά, υποστήριζε ότι το κόμμα πρέπει να είναι η πρωτοπορία, να εκπαιδεύει, να ανιχνεύει τις ευκαιρίες” (από το blog: https://stalinsmoustache.org/2011/02/17/tailism-a-resurrected-word-for-our-time).
16 Στμ. Θα λέγαμε ως μια εγγενής και θεμελιώδης “απροσδιοριστία” από την χαοτικότητα (κβαντικότητα😉 της “πραγματικής κίνησης”.
17 Δείτε: “Τι πρέπει να κάνουμε;” (το πρωτότυπο στο Communization and its Discontents, σελ. 34).