Βολιβία: η ακροδεξιά εκμεταλλεύεται μια λαϊκή εξέγερση

του Raúl Zibechi1,2

το κείμενο σε pdf

Στο μεταφρασμένο άρθρο του Raúl Zibechi, βετεράνου μαχητή από την Ουρουγουάη και αναλυτή των κοινωνικών κινημάτων στη Λατινική Αμερική, που ακολουθεί, ο συγγραφέας υιοθετεί τη θέση ότι η παραίτηση του Έβο Μοράλες ήταν το αποτέλεσμα της περιθωριοποίησης και της καταστολής από την κυβέρνησή του αυτών των ίδιων κοινωνικών κινημάτων που είχαν σχηματίσει τη βάση του Κινήματος για τον Σοσιαλισμό (Movimiento al Socialismo, MAS) του Μοράλες από τη στιγμή που ανέβηκε στην εξουσία. Ενώ τα κινήματα αυτά συνεχίζουν να αντιτίθενται στο σε εξέλιξη πραξικόπημα από την πολιτική αστική τάξη και τις ένοπλες δυνάμεις, αποσύρουν επίσης την υποστήριξή τους από μια ανανεωμένη τέταρτη προεδρική θητεία για τον Μοράλες. Ο Zibechi αδράζει αυτή την ευκαιρία για να προκαλέσει τους αναγνώστες να “δουν πέρα από τους ηγέτες (caudillos)” και να απορρίψουν αποικιοκρατικές και πατριαρχικές μορφές πολιτικής στους αγώνες τους. το κείμενο στα ισπανικά.

 

Το πλαίσιο γι’ αυτά που συμβαίνουν στη Βολιβία δεν ξεκίνησε με την εκλογική απάτη, ξεκίνησε, μάλλον, με τις συστηματικές επιθέσεις από την κυβέρνηση του Έβο Μοράλες και του Álvaro García Linera3 εναντίον αυτών των ίδιων των λαϊκών κινημάτων που τον έφεραν στην εξουσία, σε τέτοιο βαθμό που, όταν χρειάστηκαν τα κινήματα αυτά για να τους υπερασπιστούν, αυτά απενεργοποιήθηκαν και έχασαν κάθε ηθικό.

Αυτό που προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης του Έβο Μοράλες στη Βολιβία είναι μια εξέγερση από τον λαό της Βολιβίας και των οργανώσεών του. Τα κινήματά του απαίτησαν την παραίτησή του πριν το κάνουν αυτό ο στρατός και η αστυνομία. Ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών στάθηκε στην κυβέρνηση μέχρι το πικρό τέλος.

Η κοινωνική κινητοποίηση και η άρνηση των κινημάτων να υπερασπιστούν αυτό που σε μια άλλη στιγμή θεωρούσαν να είναι η “δική τους” κυβέρνηση ήταν που επίσπευσε την παραίτηση του Μοράλες. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο από τις διακηρύξεις της Κεντρικής Εργατικής Ομπονδίας (COB), των δασκάλων και των αρχών του Δημόσιου Πανεπιστημίου του Ελ Άλτο (UPEA), και δεκάδες άλλων οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων των Mujeres Creando4, που ήταν ίσως η πιο καθαρή απ’ όλες. Η Λατινοαμερικάνικη αριστερά μοιάζει ανίκανη να δεχτεί ότι ένα σημαντικό κομμάτι των λαϊκών κινημάτων απαίτησαν την παραίτηση της κυβέρνησης επειδή δεν μπορεί να δει πέρα από τους ηγέτες (los caudillos).

Η διακήρυξη της Ενιαίας Ομοσπονδίας των Ανθρακωρύχων της Βολιβίας (FSTMB), μιας οργάνωσης που είναι κοντά στην κυβέρνηση, δίνει ένα καθαρό παράδειγμα του τι νιώθει πολύς κόσμος μέσα στις οργανώσεις: “Πρόεδρε Έβο, έχει ήδη κάνει πολλά για τη Βολιβία, βελτίωσες την εκπαίδευση, την υγεία και έφερες αξιοπρέπεια σε πολλούς φτωχούς ανθρώπους. Πρόεδρε, μην αφήσεις τη χώρα σου (τον λαό, el pueblo) να καεί και μην επιτρέψεις περισσότερους θανάτους, πρόεδρε. Ο λαός θα σε σεβαστεί για τη στάση που θα κρατήσεις, η παραίτησή σου είναι αναπόφευκτη, σύντροφε (compañero) πρόεδρε. Πρέπει να αφήσουμε την εθνική κυβέρνηση στα χέρια του λαού”.

Αυτό η θλιβερή έκβαση έχει προηγούμενα που πάνε πίσω, σε μια σύντομη εκδοχή, στην πορεία για την υπεράσπιση του Εθνικού Πάρκου και Περιοχής των Αυτοχθόνων Isiboro-Sécure5 (TIPNIS) το 2011. Μετά την τεράστια δράση, η κυβέρνηση άρχισε να διαιρεί τις οργανώσεις που συγκάλεσαν την πορεία.

Ο Μοράλες και ο García Linera διατήρησαν εξαιρετικές σχέσεις με την τάξη των επιχειρηματιών δημιουργώντας ένα πραξικόπημα εναντίον του Εθνικού Συμβουλίου των Ayllus και Markas του Qullasuyu6 (CONAMAQ) και της Συνομοσπονδίας των Αυτόχθονων Λαών της Βολιβίας (CIDOB), δυο ιστορικών οργανώσεων των αυτόχθονων. Έστειλαν την αστυνομία, έδιωξαν νόμιμους ηγέτες και στη συνέχεια τοποθέτησαν νέους που πρόσκεινταν στην κυβέρνηση, υπό την προστασία της αστυνομίας.

Τον Ιούνιο του 2012 η CIDOB κατήγγειλε “κυβερνητική ανάμειξη με σκοπό τη χειραγώγηση, τη διαίρεση και την επιρροή στις οργανικές και αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των Αυτόχθονων λαών της Βολιβίας”. Μια ομάδα διαφωνούντων, με την υποστήριξη της κυβέρνησης, αρνήθηκε να αναγνωρίσει τις αρχές και συγκάλεσε μια “διευρυμένη επιτροπή” για να εκλέξει νέες.

Τον Δεκέμβριο του 2013, μια ομάδα διαφωνούντων, με συνδέσεις με το Κίνημα για τον Σοσιαλισμό (MAS) εντός της CONAMAQ, κατέλαβε τα γραφεία της, χτύπησε και απομάκρυνε όσους ήταν εκεί, με τη βοήθεια της αστυνομίας. Παρέμειναν εκεί ώστε να παρεμποδίσουν την πρόσβαση στις νόμιμες αρχές που ήθελαν να ανακτήσουν τα κεντρικά γραφεία τους. Το δελτίο τύπου της CONAMAQ έλεγε ότι το πραξικόπημα εναντίον τους έγινε ώστε η οργάνωση να “αποδεχτεί όλες τις πολιτικές εναντίον του κινήματος των αυτόχθονων και του λαού της Βολιβίας χωρίς κανείς να πει τίποτα”.

Στις 21 Φεβρουαρίου, η ίδια η κυβέρνηση κάλεσε ένα δημοψήφισμα ώστε ο λαός να μπορεί να ψηφίσει για την δυνατότητα μιας τέταρτης επανεκλογής για τον Μοράλες. Άσχετα από το γεγονός ότι η πλειοψηφία ψήφισε ΟΧΙ, η κυβέρνηση προχώρησε ακάθεκτη με σχέδια για επανεκλογή.

Και οι δυο αυτές ενέργειες, της αγνόησης της λαϊκής θέληςη και της απομάκρυνσης των νόμιμων ηεγτών των οργανώσεων των κοινωνικών κινημάτων, ήταν πραξικοπήματα ενάντια στον λαό.

Αλλά τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα. Το πρωί της Τετάρτης, 17 Νοεμβρίου του 2017, μέρες πριν το δημοψήφισμα σχετικά με την επανεκλογή, μια διαδήλωση γονιών σπουδαστών έφταση μπροστά στο Δημαρχείο του Ελ Άλτο. Μια ομάδα 100 διαδηλωτών μπήκαν με τη βία στο κτίριο, προκαλώντας μια φωτιά που σκότωση έξι άτομα. Μέλη του MAS είχαν παρεισδύσει σ’ αυτή την κινητοποίηση, κρυβόμενοι πίσω από μια ομάδα γονιών.

Αυτό είναι το στυλ μιας κυβέρνησης που κλαίγεται για “πραξικόπημα”, αλλά επανειλημμένα έχει καταστείλει οργανωμένα κομμάτια του λαού που αντιστάθηκαν στις εξορυκτικές πολιτικές της.

Για την πλειοψηφία του λαού στη Βολιβία, οι εκλογές της 20ης Οκτωβρίου ήταν νοθευμένες. Οι πρώτες καταμετρήσεις έδειχνα ότι θα υπήρχε επαναληπτικές εκλογές. Η καταμέτρηση σταμάτησε, όμως, χωρίς καμμιά εξήγηση και τα αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν την επόμενη μέρα έδειξαν ότι ο Έβο είχε κερδίσει τον πρώτο γύρο, προηγούμενος με μια διαφορά μόλις 10% από τον επόμενο αντίπαλό του, χωρίς να έχει κερδίσει πάνω από το 50% των ψήφων.

Σε διάφορες περιοχές της χώρας υπήρχαν συγκρούσεις με την αστυνομία. Διαδηλωτές έκαψαν τρία περιφερειακά γραφεία του Εκλογικού Δικαστηρίου, στις περιοχές Potosí, Sucre και Cobija. Οργανώσεις πολιτών κάλεσαν για γενική απεργία διαρκείας. Στις 24 Οκτωβρίου, ο Μοράλες κατήγγειλε ότι ήταν σε εξέλιξη ένα “πραξικόπημα” από τη δεξιά της χώρας.

Την Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου, οι διαμαρτυρίες εντάθηκαν, στήθηκαν οδοφράγματα και διαδηλωτές συγκρούστηκαν με την αστυνομία, υπήρχαν επίσης μάχες ανάμεσα σε υποστηρικτές της κυβέρνησης και μέλη της αντιπολίτευσης. Όπως και σε άλλες στιγμές, ο Μοράλες και ο García κινητοποίησαν φιλικές κοινωνικές οργανώσεις για να αντιπαρατεθούν με άλλες καθώς και με εκείνους που αντιπολιτεύονταν την κυβέρνησή τους.

Στις 2 Νοεμβρίου υπήρξε μια σημαντική εξέλιξη. Ο Luis Fernando Camacho, πρόεδρος της Πολιτικής Επιτροπής της Σάντα Κρουζ, που ήταν σε συμμαχία με την κυβέρνηση του Μοράλες, κάλεσε την αστυνομία και τον στρατό να “σταθούν στο πλευρό του λαού” και να εξαναγκάσουν την παραίτηση του προέδρου, επικαλούμενος τον Θεό και τη Βίβλο. Την Παρασκευή, 8 Νοεμβρίου, στασίασαν οι τρεις πρώτες αστυνομικές δυνάμεις, στην Cochabamba, την Sucre και την Santa Cruz· στην Λα Πας ένστολοι αστυνομικοί ενώθηκαν και αναμείχθηκαν με τους διαδηλωτές. Δυο μέρες αργότερα, με τη χώρα κινητοποιημένη, ο Έβο παραιτήθηκε προφορικά (αν και όχι γραπτά).

Σ’ αυτό το εξαιρετικά πολωμένο σενάριο, πρέπει να επισημάνουμε τον αξιοσημείωτο ρόλο του φεμινιστικού κινήματος στη Βολιβία, ιδιαίτερα της συλλογικότητας Mujeres Creando, η οποία ηγήθηκε του συντονισμού των γυναικείων οργανώσεων στις μεγαλύτερες πόλεις της Βολιβίας.

Στις 6 Νοεμβρίου, εν μέσω της βίαιης πόλωσης, η María Galindo (των Mujeres Creando) έγραψε στην εφημερίδα Pagina 7: “Ο Fernando Camacho και ο Έβο Μοράλες συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο”. Και συνέχισε: “Και οι δυο αποκαλούν τον εαυτό τους ως μοναδικό αντιπρόσωπο του’λαού’. Και οι δυο σιχαίνονται τις ελευθερίες για τις γυναίκες και τα queer άτομα. Και οι δυο είναι ομοφοβικοί και ρατσιστές, και οι δυο χρησιμοποιούν αυτή τη σύγκρουση για να προσπαθήσουν να αποκτήσουν το πάνω χέρι”.

Η Galindo όχι μόνο απαίτησε την παραίτηση της κυβέρνησης και του Εκλογικού Δικαστηρίοθ (που ήταν συνεργό στην απάτη αυτή), αλλά απαίτησε οι νέες εκλογές να γίνουν υπό νέους κανόνες, με την συμμετοχή της κοινωνίας, ώστε “κανείς, ποτέ ξανά, να μην χρειάζεται ένα πολιτικό κόμμα για να ακουστεί και να εκπροσωπηθεί”.

Η τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν στη Βολιβία αρνήθηκε να μπει στο παιχνίδι πολέμου που ο Morales και ο Garcia Linera έστησαν όταν παραιτήθηκαν στέλνοντας μέλη του κόμματός τους να συμμετάσχουν σε καταστροφές και λεηλασίες (ιδιαίτερα στην Λα Πας και το Ελ Άλτο), πιθανόν για να αναγκάσουν την παρέμβαση του στρατού και να δικαιολογήσουν τους ισχυρισμούς τους για ένα “πραξικόπημα” που δεν υπήρξε ποτέ. Η πλειοψηφία των Βολιβιανών έχουν επίσης μείνει έξω από το παιχνίδι που παίζει η ακροδεξιά, η οποία ενεργεί με βίαιους και ρατσιστικούς τρόπους εναντίον τμημάτων του λαού.

Αν έχει μείνει οποιοδήποτε δείγμα ηθικής και αξιοπρέπειας στην Λατινοαμερικάνικη αριστερά, θα πρέπει να στοχαστούμε πάνω στην εξουσία και τις καταχρήσεις που διαπράτονται στην άσκησή της Όπως μας έχουν διδάξει οι φεμινίστριες και οι αυτόχθονες λαοί, η εξουσία είναι πάντα καταπιεστική, αποικιοκρατική και πατριαρχική. Αυτός είναι ο λόγος που απορρίπτουν τους ηγέτες (caudillos), και που οι κοινότητες εναλλάσσουν την ηγεσία τους ώστε να μην συσσωρεύουν εξουσία.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ένας σοβαρός κίνδυνος η ρατσιστική, αποικιοκρατική και πατριαρχική δεξιά να καταφέρει να εκμεταλλευτεί αυτή την κατάσταση για να επιβάλλει την εξουσία της και να προκαλέσει μια αιματοχυσία. Οι εκδικητικές κοινωνικές και πολιτικές επιθυμίες της άρχουσας τάξης είναι παρούσες όπως πάντα τα τελευταία 500 χρόνια, και πρέπει να σταματήσουν χωρίς κανέναν δισταγμό.

Δεν θα μπούμε σε ένα παιχνίδι πολέμου που και οι δυο πλευρές θέλουν να επιβάλλουν.

2 Ο Raúl Zibechi είναι δημοσιογράφος και λαϊκος δάσκαλος που συνοδεύει διάφορες διαδικασίες “από τα κάτω” στη Λατινική Αμερική. Ένα από τα πιο γνωστά του βιβλία είναι το: Territories in Resistance: A Cartography of Latin American Social Movements, (“Περιοχές σε Αντίσταση: Μια χαρτογράφηση των Λατινοαμερικάνικων κοινωνικών κινημάτων”). Tο παρόν άρθρο μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε στα Αγγλικά από το Toward Freedom με την άδεια του συγγραφέα. Το πρωτότυπο εμφανίστηκε στα Ισπανικά στο  Desinformemonos.

3 Στμ. Álvaro Marcelo García Linera: πολιτικός από τη Βολιβία, αντιπρόεδρος της χώρας από το 2006. Εξελέγη μαζί με τον πρόεδρο Έβο Μοράλες. Αμφότεροι ανήκουν στο κόμμα Κίνημα για το Σοσιαλισμό (MAS). Είναι ενδιαφέρον εδώ να πούμε, ως ένδειξη της τάσης στην αριστερά που αντιπροσωπεύει το MAS και των υποστηρικτών του, ότι δύο βιβλία του Linera με τους βαρύγδουπους τίτλους “Κράτος, επανάσταση και ηγεμονία” (sic) και “Κράτος, δημοκρατία και σοσιαλισμός. Μια ανάγνωση με αφετηρία τον Πουλαντζά”, έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις Α/Συνέχεια της ΚΟΕ, την εποχή που συνέβαλε ολόθερμα στο πρότζεκτ της κυβερνώσας αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ.

4 Στμ. Mujeres Creando, Γυναίκες που Δημιουργούν: αναρχοφεμινιστική συλλογικότητα στη Βολιβία που συμμετέχει σε ένα φάσμα δουλειάς ενάντια στη φτώχεια που περιλαμβάνει προπαγάνδα, θέατρο δρόμου και άμεσες δράσεις. Η συλλογικότητα δημιουργήθηκε από τις María Galindo, Mónica Mendoza και Julieta Paredes το 1992. Η συλλογικότητα τράβηξε τη διεθνή προσοχή εξαιτίας της ανάμειξη της το 2001 στην κατάληψη του Οργανισμού Εποπτείας Τραπεζών της Βολιβίας, από μέλη μιας οργάνωσης οφειλετών σε εταιρείες μικροδανεισμού, απαιτώντας την ολική διαγραφή των χρεών τους.

5 Στμ. Territorio Indígena y Parque Nacional Isiboro Sécure, TIPNIS, Επικράτεια των Αυτόχθονων και Εθνικό Πάρκο Isiboro Sécure, προστατευόμενη περιοχή και περιοχή της αυτόχθονης κοινότητας στη Βολιβία μεταξύ του βόρειου τμήματος του διαμερίσματος Cochabamba και του νότιου τμήματος του διαμερίσματος Beni. Προστατεύει τμήμα του οικοσυστήματος των Βολιβιανών Yungas. Οι αυτόχθονες που μένουν στο Πάρκο ανήκουν στις φυλές Tsimané, Yuracaré, και Mojeño-Trinitario. Οι αγώνες των αυτόχθονων που αναφέρονται στο κείμενο αφορούν στην άρνηση και την αντίστασή τους στην υλοποίηση του σχεδίου κατασκευής αυτοκινητόδρομων στη γη τους το 2011. Η κυβέρνηση Μοράλες προσπάθησε χωρίς επιτυχία να εμποδίσει τη διεξαγωγή της μεγάλης πορείας από το Beni στην Λα Πας που διοργάνωσαν οι μεγαλύτερες οργανώσεις των αυτοχθόνων τον Αύγουστο του 2011, χτυπώντας την στις 25 Σεπτεμβρίου με την αστυνομία και συλλαμβάνοντας εκατοντάδες διαδηλωτές. Η πορεία έφτασε τελικά στην Λα Πας στις 19 Οκτωβρίου, όπου έτυχε θερμής μαζικής υποδοχής. Έκτοτε, η κυβέρνηση Μοράλες προσπάθησε με κάθε τρόπο και με διαρκείς νομοθετικές παρεμβάσεις να κάμψει την αντίσταση των αυτοχθόνων στα “αναπτυξιακά” της σχέδια για το Πάρκο που, εκτός τον αυτοκινητόδρομο, περιλαμβάνουν και την εξόρυξη πετρελαίου σε συνεργασία με την κρατική εταιρεία πετρελαίου της Βενεζουέλας, τη βραζιλιάνικη PETROBRAS, τη γαλλική TOTAL και άλλες.

6 Στμ. Consejo Nacional de Ayllus y Markas del Qullasuyu, CONAMAQ, Εθνικό Δίκτυο των Ayllus και Markas του Qullasuyu, συνομοσπονδία παραδοσιακών κυβερνητικών σχημάτων των αυτόχθονων κοινοτήτων που μιλούν τις γλώσσες Quechua, Aymara και Uru και ζουν στα υψίπεδα των διαμερισμάτων των περιοχών Λα Πας, Oruro, Potosí, Cochabamba, Chuquisaca και Tarija, στη Βολιβία.

Βολιβία: σχόλια για το εν εξελίξει πραξικόπημα

της Romina Akemi1

το κείμενο σε pdf

Με τις εξελίξεις να τρέχουν στη Βολιβία, προσφέρουμε αυτό το σύντομο σχόλιο από μια συντρόφισα της αναρχικής ομοσπονδίας Black Rose/Rosa Negra στη Λατινική Αμερική σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση.

Δεν πρόκειται να προσφέρω ένα πιασάρικο2 σχόλιο για την κατάσταση στη Βολιβία. Αλλά μπορώ να προσφέρω μια γνώμη ως ιστορικός που έχει σπουδάσει τη βολιβιανή ιστορία και ως μια επαναστάτρια.

Πρώτον, θέλω να υπογραμμίσω ότι το πραξικόπημα στη Βολιβία είναι κάτι περισσότερο από την ανατροπή του Έβο Μοράλες, Όπως και το πραξικόπημα στη Χιλή το 1973 ήταν κάτι περισσότερο από την ανατροπή του Αλλιέντε. Υπάρχει ένας λόγος που χιλιάδες άνθρωποι βασανίστηκαν, εκτελέστηκαν και εξορίστηκαν: το στρατιωτικό πραξικόπημα είχε σαν στόχο να εξαφανίσει μια ολόκληρη γενιά σοσιαλιστών και κομμουνιστών. Το πραξικόπημα στη Βολιβία οργανώθηκε από την λευκή ελίτ της Σάντα Κρουζ, που είχε μισήσει τον Έβο Μοράλες από την πρώτη μέρα. Μόνιμα τον αποκαλούν “βρωμο-ινδιάνο” δημόσια και στις πολιτικές εκδηλώσεις. Το γεγονός της ύπαρξης αναφορών για το κάψιμο της σημαίας Wiphala3, κοινωνικών κέντρων ιθαγενών, και συλλήψεις αυτόχθονων που είναι είτε μέλη της Γερουσίας είτε της κυβέρνησης Μοράλες, καταδεικνύει με ποιο τρόπο αυτή η νέα κυβέρνηση στην εξουσία κινητοποιείται από τον ρατσισμό ενάντια στους αυτόχθονες Βολιβιανούς. Νομίζω ότι ο κόσμος θυμάται ότι ήταν οι οργανώσεις αυτόχθονων καλλιεργητών κόκας καθοδηγούμενες από γυναίκες που έφεραν τον Μοράλες στην εξουσία και που, επίσης, οργάνωναν μαζικές πορείες κριτικάροντας την κυβέρνησή του τα πρόσφατα χρόνια.

Δεύτερον, το γεγονός ότη η ακροδεξιά στη Βολιβία έχει μπορέσει να εκμεταλλευτεί τον λαϊκό θυμό της αριστεράς εναντίον της εξουσίας του Μοράλες είναι μια ιστορία που επαναλαμβάνεται σε άλλες χώρες στη Λατινική Αμερική που ήταν μέρος της “Ροζ Παλίροιας4. Το έχουμε δει αυτό στη Βραζιλία, τη Νικαράγουα, και τη Βενεζουέλα. Έλεγα σ’ έναν σύντροφο χτες ότι αν η Bachelet [πρώην πρόεδρος του κεντροαριστερού Σοσιαλιστικού Κόμματος, προκάτοχος του τωρινού προέδρου Sebastián Piñera] ήταν αυτή τη στιγμή πρόεδρος στη Χιλή, τότε ίσως να είχαμε μια πιο πολύπλοκή κατάσταση εκεί. Αλλά, καθώς η εξέγερση έγινε στη διάρκεια μιας δεξιάς κυβέρνησης που έχει αρνηθεί να συμβιβαστεί με τα λαϊκά αιτήματα, τα αιτήματα της άκρας αριστεράς διαδίδονται και “μολύνουν” ακόμα και μετριοπαθή κόσμο. Οι ισχυρισμοί εναντίον της κυβέρνησης Μοράλες σχετικά με εκλογικές απάτες είναι το πιο πιθανόν έγκυρες/βάσιμες και αντιπροσωπεύουν μια ανικανότητα από την πλευρά του και τους υποστηρικτές του να κερδίσουν έναν τομέα στης κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που απογοητεύτηκαν από την εξουσία του.

Τρίτον, ως ιστορικός, θέλω επίσης να αναγνωρίσω τη σπουδαιότητα της νίκης του Μοράλες για τους αυτόχθονες. Δεν έχει μοιάζει με την περίπτωση του Ομπάμα. Ο Μοράλες έκανε πραγματικά σημαντικές αλλαγές, ιδιαίτερα με το νέο Σύνταγμα του 2009 που ανακήρυξε τη Βολιβία ως μια Πολυεθνική [Plurinational] χώρα που αναγνώρισε για πρώτη φορά τους αυτόχθονες πληθυσμούς και τις θρησκείες τους. Η επανάσταση του 1953 στη Βολιβία ρίχνει ακόμα βαριά σκιά πάνω στον πληθυσμό ως η πρώτη εξέγερση στην οποία οι αυτόχθονες, σε ένα κατά πλεοψηφία έθνος αυτοχθόνων, απαίτησαν κοινωνικά δικαιώματα. Πριν από την επανάσταση του 1952, οι αυτόχθονες “μισθώνονταν” αποό τους λευκούς γαιοκτήμονες, κοιμόντουσαν έξω στις haciendas, έπαιρναν μισθούς πείνας, ή καθόλου μισθό, και δεν μπορούσαν να ψηφίσουν. Αφού ηττήθηκε η Επανάσταση του 1952 (αλλά χωρίς να ανατραπεί εντελώς) και την εξέγερση που έλαβε χώρα μετά τη δολοφονία του Τσε και των οπαδών του, η συνασπισμός του Μοράλες ήταν η πρώτη απόπειρα των αυτόχθονων, μετά από δεκαετίας, να ξαναδιεκδικήσουν την εξουσία.

Ναι, ήταν μέσα από εκλογές, και, ναι, δημιούργησε κοινωνικές ανισότητες, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης μιας αστικής τάξης αυτοχθόνων, αλά ήταν μια ιστορική και σημαντική κατάκτηση για τις κοινότητες των αυτόχθονων. Τους έδωσε μια αίσθηση περηφάνειας να είναι πολιτικά υποκείμενα, να φοράνε τις ενδυμασίες τους και να μιλούν τη γλώσσα τους. Όταν επισκεφτόμουνα την Αργεντινή πρόσφατα, είδα τουρίστες της φυλής Aymara από τη Βολιβία να τραβάνε φωτογραγίες και να φοράνε τις αυτόχθονες φορεσιές τους. Αυτή η σκηνή θα ήταν εξαιρετικά απίθανη πριν από τη νίκη του Μοράλες. Αν αυτά τα τμήματα της νεόπλουτης τάξης αυτόχθωνων υποστηρίζουν τον Μοράλες ή την νέα κυβέρνηση δεν είναι γνωστό.

Νομίζω ότι θα πρέπει να σταθούμε αντίθετοι στο πραξικόπημα και να υποστηρίξουμε τους αυτόχθονες της Βολιβίας. Αλλά ως επαναστάτες στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχουμε ένα ακόμα μεγαλύτερο καθήκον να αντιτεθούμε στον ρόλο των ΗΠΑ – πρωτίστως τη σύνδεσή τους με τον OAS5 – που έκανε εφικτό αυτό το φασιστικό πραξικόπημα.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://blackrosefed.org/bolivia-commentary-on-the-coup.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: hot take, ένα σχόλιο που τυπικά γράφεται στα γρήγορα, ως αντίδραση σε ένα πρόσφατο γεγονός, και με πρωταρχικό σκοπό να προσελκύσει την προσοχή.

3 Στμ. Η Wiphala είναι ένα τετράγωνο έμβλημα, που χρησιμοποιείται συνήθως ως σημαία, αντιπροσωπευτική μερικών ιθαγενών λαών των Άνδεων στη σημερινή Βολιβία, Περού, Εκουαδόρ και περιοχές της Αργεντινής, της Χιλής και της Κολομβίας. Το άρθρο 6, παράγραφος ΙΙ του βολιβιανού Συντάγματος του 2009 καθιερώνει την Wiphala ως διπλή σημαία της Βολιβίας, μαζί με την τρίχρωμη σημαία με κόκκινο-κίτρινο-πράσινο.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: Pink Tide.

5 Στμ. OAS (Organisation of American States), ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών, διεθνής οργανισμός (διακρατική συμμαχία) με μέλη του οργανισμού αυτού είναι όλες οι ανεξάρτητες χώρες της Αμερικανικής ηπείρου (πλην της Ονδούρας, η συμμετοχή της οποίας έχει ανασταλεί από το 2009 εξαιτίας του πραξικοπήματος που σημειώθηκε στη χώρα αυτή) και ο οποίος εδρεύει στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ, Ουάσιγκτον. Ιδρύθηκε το 1948 με σκοπούς την αλληλεγγύη και συνεργασία των μελών κρατών στο πλαίσιο του Δυτικού κόσμου. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αυτό σήμαινε κυρίως την αντίθεση στον αριστερισμό και στα διάφορα κινήματα που ξέσπασαν στη Λατινική Αμερική. Από τη δεκεατία του 1990 έχει επικεντρωθεί στον έλεγχο των εκλογικών διαδικασιών στα μέλη κράτη. Στην περίπτωση της τρέχουσας κρίσης στη Βολιβία, η έκθεση που συνέταξε για τις προεδρικές εκλογές της 20ης Οκτωβρίου, με κατηγορίες για διάφορες παρατυπίες στη διεξαγωγή της εκλογικής διαδικασίας, και η οποία δημοσιοποιήθηκε στις 10 Νοεμβρίου, συνέβαλε αποφασιστικά στο να υποχωρήσει ο Μοράλες στις πιέσεις να παραιτηθεί.

Επανάσταση: πρόγραμμα ή κομμουνιστικοποίηση;

από το Agitations1

το κείμενο σε pdf

Σύμφωνα με τη θεωρία της κομμουνιστικοποίησης, που γεννήθηκε τη δεκαετία του 1970, το εργατικό κίνημα αρχικά επιβεβαίωσε τον εαυτό του θετικά, στη συνέχεια αποσυντέθηκε, σταδιακά, μέχρι τη δεκαετία του 1960, και όλα αυτά συνιστούν έναν κύκλο αγώνων που αποκαλείται “προγραμματισμός”.

Από την ανάδυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μέχρι σήμερα οι εργατικοί αγώνες και το όραμα της ανατροπής του καπιταλισμού, που αναδύεται από αυτούς, βασίζονταν στην αυτονομία και τη θετικότητα που οι εργάτες μπορούσαν να διατηρήσουν εντός της καπιταλιστικής σχέσης. Οι επαναστάσεις αυτής της περιόδου θα μπορούσαν να περιγραφούν ως προσπάθειες κατάργησης της καπιταλιστικής σχέσης με την επιβεβαίωση ενός από τους πόλους που την συγκροτούν: είναι η επιβεβαίωση του προλεταριάτου που συγκροτείται σε τάξη (στο Κόμμα, στα Συμβούλια ή την Αυτονομία), η επιβεβαίωση της εργατικής τάξης απέναντι στο κεφάλαιο και απέναντι στην αστική τάξη.

Στον Μαρξ η ταξική πάλη θεμελιώνεται πάνω στην αντίθεση εργασία-κεφάλαιο, τους δυο πόλους που επιδιώκουν να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους: οι καπιταλιστές να βγάλουν περισσότερα κέρδη και, συνεπώς, να αποσπάσουν το μέγιστο της υπεραξίας από τη δουλειά των προλετάριων, ενώ οι προλετάριοι να επιβιώσουν πουλώντας την εργατική τους δύναμη και, κάποιες φορές, παίρνοντας τα όπλα ενάντια στην καπιταλιστική αδικία (που στην αστική κοινωνία λέγεται δικαιοσύνη).

Στην λεγόμενη “προγραμματική” περίοδο, η επανάσταση κατανοείται ως ένα πρόγραμμα που εφαρμόζεται από το προλεταριάτο, το οποίο θα πρέπει να ασκήσει τη δικτατορία του πάνω στις αστικές αντεπαναστατικές δυνάμεις. Δημιουργήθηκαν “εργατικά συμβούλια” (ρωσικά Σοβιέτ το 1917, ιταλικά το 1921, ουγγρικά το 1956). Το σύνθημα “απελευθέρωση από την εργασία” εμφανιζόταν συχνά (ο άνθρωπος έπρεπε να βάλει ένα τέρμα στην αλλοτρίωσή του ως εργάτη και να ανακτήσει την αληθινή ανθρωπιά του). Οι κομμουνιστές με λενινιστική πίστη οραματίζονται μια περίοδο επαναστατικής μετάβασης και, στη συνέχεια, τον εκφυλισμό της δικτατορίας του προλεταριάτου και του “σοσιαλιστικού” κράτους ενώ οι αναρχοκομμουνιστές, ή οι θιασώτες της Λούξεμπουργκ, οραματίζονται μια γενικευμένη αυτοδιαχείριση των μέσων παραγωγής, μια “κοινωνία συνεταιρισμένων παραγωγών” κλπ.

Έτσι, το προλεταριάτο επενδύεται με μια επαναστατική φύση που το καθιστά αντίθετο στο κεφάλαιο και η οποία αλλάζει σύμφωνα με λιγότερο ή περισσότερο ώριμες ιστορικές συνθήκες. Ο προγραμματισμός δεν είναι μόνο μια θεωρία, είναι, πάνω απ’ όλα, μέχρι τη δεκαετία του 19602, η πρακτική του προλεταριάτου με την οποία η άνοδος της τάξης στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι θετικά το βήμα για την επανάσταση και τον κομμουνισμό.

Η πάλη των προλετάριων ανήκει, αρχικά, σ’ αυτό που ο Μαρξ ονομάζει στο Κεφάλαιο (Τόμος 1, κεφάλαιο 6) “τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο”. Με άλλα λόγια όταν η κυριαρχία των καπιταλιστών πάνω στους εργάτες είναι μόνο τυπική, δεν έχει ακόμα επιτευχθεί πλήρως το ρίζωμά της στην κοινωνία. Οι εργάτες μπορούν, σε μια επαναστατική κατάσταση, να συγκροτήσουν μια τάξη “διεαυτήν”, ικανή να ανεξαρτητοποιηθεί από την τάξη των καπιταλιστών που βρίσκεται απέναντί τους. Μια τέτοια κατάσταση διατηρήθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1920. Στη συνέχεια (και μέχρι τη δεκαετία του 1960) αυτή η κυριαρχία έχει γίνει σταδιακά “πραγματική” και οξύνθηκε, το εργατικό κίνημα ενσωματώθηκε πλήρως στον καπιταλισμό.

Στην περίοδο του προγραμματισμού, ενώ οι καπιταλιστές στόχευαν στη γενίκευση της μισθωτής εργασίας, “το προλεταριάτο έκανε την επανάσταση – την κατάληψη της εξουσίας από το ίδιο – να εξαρτάται από μια ωρίμανση των αντικειμενικών (η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων) και των υποκειμενικών συνθηκών (τη βούλησή του και την ταξική του συνείδηση)”. Οι προλετάριοι που επεδίωκαν να κάνουν την επανάσταση είχαν ως φιλοδοξία και στόχο τον έλεγχο της κίνησης της καπιταλιστικής αξίας και σκέφτονταν την κατάργηση της μισθωτής εργασίας με τη χρήση κουπονιών εργασίας στη θέση του νομίσματος. Επιπλέον, η επαναστατική θεωρία του προγραμματισμού δεν πήρε ποτέ υπόψη της την αντίθεση ανδρών/γυναικών και, συνεπώς, δεν μπόρεσε ποτέ να επιτεθεί στον τρόπο αναπαραγωγής του κεφαλαίου μέσω της δραστηριότητας της “γυναίκας”, αυτού του φύλου το οποίο κατασκευάζεται κοινωνικά για να αναπαράγει τη “ράτσα των εργατών”.

Αυτό λοιπόν που αμφισβήτησε το εργατικό κίνημα δεν ήταν το κεφάλαιο ως τρόπος παραγωγής αλλά μόνο τη διαχείριση της παραγωγής από το κεφάλαιο. Εναπόκειτο στους εργάτες να αποκόψουν την παραγωγική μηχανή από αυτή την παρασιτική τάξη και να καταστρέψουν το κράτος της για να οικοδομήσουν ένα άλλο, καθοδηγούμενο από το Κόμμα ,που είναι ο φορέας της συνείδησης, ή να υπονομεύσουν την εξουσία του αστικού κράτους οργανώνοντας οι ίδιοι την παραγωγή στη βάση, με όργανα τα συνδικάτα ή τα συμβούλια. Αλλά δεν έθεσαν ποτέ ζήτημα ούτε μπήκαν στον πειρασμό να καταργήσουν τον νόμο της αξίας3.

Καμμιά επίθεση εναντίον της παραγωγής για την αγορά ή εναντίον του μηχανικού εξοπλισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι προλετάριοι ήταν “λάθος” ή “σωστοί” δρώντας μ’ αυτόν τον τρόπο: έδρασαν όπως αντιστοιχούσε στην εποχή τους. Αν η επανάσταση του προγραμματισμού δεν πέτυχε αυτό οφείλεται, εν συντομία, στο ότι δεν μπόρεσε να επιτεθεί στην αναπαραγωγή της ίδιας της εκμετάλλευσης. Όποτε ανοιγόταν ένας καινούριος κύκλος αγώνων σε κάθε περίοδο, νέες επαναστατικές μέθοδοι προσφέρονταν στους προλετάριους αλλά κάθε φορά κατανικούνταν, και από τις εξεγέρσεις του 18ου αιώνα μέχρι τον άγριο ιταλικό Μάη, “προσπέρασαν” τους εργάτες όλου του κόσμου4.

Κάθε ιστορικός κύκλος της ταξικής πάλης επαναδιαμορφώνει το περιεχόμενο του κομμουνισμού και την μορφη της θεμελίωσής του στη βάση της ήττας του προηγούμενου κύκλου και της αναδιάρθρωσης της ταξικής σχέσης που προκύπτει από την ήττα αυτή, η οποία, με τη σειρά της, δίνει άλλο σχήμα στην ταξική σύνθεση του προλεταριάτου, τις μορφές της εκμετάλλευσής του, τις πρακτικές του στους άμεσους αγώνες, τις μορφές διαχείρισης της ταξικής πάλης από την πλευρά του Κράτους, την παγκόσμια δομή της συσσώρευσης. Κάθε ιστορικός κύκλος και αναδιαμόρφωση του περιεχομένου του κομμουνισμού δικαιολογείται θεωρώντας τα κάθε φορά ως το τελικό, πιο ώριμο και καθοριστικό επεισόδιο της ταξικής πάλης, έστω κι αν η ιστορία διαψεύσει κάτι τέτοιο5.

Τι να κάνουμε σήμερα, αν επιβεβαιώνουμε τον θάνατο του προγραματισμού; Πρέπει να θέσουμε την κομμουνιστική επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση, ως “την άμεση παραγωγή του κομμουνισμού: την αυτοκατάργηση του προλεταριάτου μέσω της κατάργησης του κεφαλαίου και του Κράτους”6. Και η επαναστατική θεωρία, αν δεν είναι πλέον μια θεωρία που θεμελιώνει ένα πρόγραμμα, πρέπει αναγκαστικά να γίνει πιο αφηρημένη στο παρόν και χωρίς τη δυνατότητα να θεμελιώσει μια στρατηγική πάνω στη βάση της συγκεκριμένης ιστορίας των προηγούμενων επαναστατικών κινημάτων (εξ ου η εσωτερική δυσκολία διάχυσής της και η παρακμή των ορθόδοξων μαρξισμών ως ετερόδοξων, εξαιρετικά απομακρυσμένων από την πραγματικότητα που βιώνουν οι εργαζόμενες μάζες καθώς και από την κατανόησή τους για την ταξική πάλη).

Η αποτυχία των μαρξιστικών “οικονομικών” θεωριών να κατανοήσουν την κοινωνική ακολουθία που είναι σε εξέλιξη από την αναδιάρθρωση του καπιταλισμού τη δεκαετία του 1970, έχει οδηγήσει σε ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον στην κριτική της οικονομίας ως τέτοιας. Δεν πρόκειται πλέον για την επιβεβαίωση της προλεταριακού υποκειμένου ως επαναστατικού υποκειμένου. Η επανάσταση δεν είναι πλέον η επειβεβαίωση αλλά η αυτοάρνηση του προλεταριάτου, το οποίο δυσκολεύεται να βρει ένα θετικό περιεχόμενο. Η εμπειρία μιας τέτοιας διαδικασίας απουσιάζει πικρά κι εμείς θα πρέπει αυτό να το αντιμετωπίσουμε.

Υπό τις παρούσες συνθήκες, οποιαδήποτε αναζήτηση για έναν ορισμό του κομμουνισμού θα πρέπει να έρθει αποφασιστικά σε ρήξη με όλες τις κατηγορίες που χρησιμοποιούνταν για την ανάλυση και την κριτική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτή η ρήξη, όμως, δεν είναι ένα αυθαίρετο άλμα σε μια ουτοπία που θρέφει τις μικρές δυσαρέσκειες με την τωρινή ατομική και συλλογική ζωή. Αντίθετα, βασίζεται στην πραγματικότητα της κρίσης των κατηγοριών του κεφαλαίου που εκδηλώνεται και θα εκδηλωθεί συγκεκριμένα στη βάση της “δραστηριότητας κρίσης” του προλεταριάτου. Είναι οι τρόποι της εξέγερσης του προλεταριάτου στη βάση του μπλοκαρίσματος της συσσώρευσης του κεφαλαίου που δίνει την κατεύθυνση του κομμουνιστικού ξεπεράσματος της καπιταλιστικής κρίσης7.

Να σκεφτόμαστε τον κομμουνισμό σήμερα σημαίνει να προάγουμε τολμηρές συλλήψεις, που έχουν ισχύ μόνο ως υποθέσεις, μόνο ως τρέχουσα κατανόηση της προλεταριακής δημιουργικότητας. Υπάρχει ένα θεμελιώδες χάσμα χρονικότητας ανάμεσα στη θεωρία και την προλεταριακή πρακτική. Η θεωρητική δραστηριότητα έχει πάντα μια υστέρηση, δεν μπορεί να πιστέψει ότι είναι ικανή να υπαγορεύσει στο προλεταριάτο πώς να δράσει, να το διαμορφώσει ώστε να κάνει την επανάσταση. Στο τέλος, οι αγώνες σχηματίζουν τη δική τους θεωρία, και είναι η αβέβαια αντιπαράθεσή τους με τη θεωρητική δραστηριότητα που θα οδηγήσει στην ανάδυση των κομμουνιστικών μέτρων. “Η σχέση ανάμεσα στους καθημερινούς αγώνες και το επαναστατικό πέρασμα είναι μια αληθινή ρήξη και ως τέτοια δεν υπάγεται σε κάποια συσσώρευση εμπειριών ή σε οποιαδήποτε διαπαιδαγώγηση”8.

Οι κομμουνιστές έχουν προσφέρει από τη δεκαετία του 1970 και μετά πολλές υποθέσεις, και μπορούμε να προσπαθήσουμε να φανταστούμε ποιο θα είναι το περιεχόμενο της κομμουνιστικοποίησης. Θα είναι η επέκταση της χαριστικότητας, της παραγωγής χωρίς παραγωγικότητα, η παραγωγή του κομμουνισμού από τον κομμουνισμό στην διαδικασία της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό9. Μ’ αυτή την έννοια, η “κομμουνιστικοποίηση” αντιτίθεται στην “κοινωνικοποίηση”, μιας και το ζήτημα δεν είναι η συγκέντρωση αγαθών της αγοράς αλλά η εύρεση νέων τρόπων να απαλλαγούμε από αυτά, προκειμένου να δημιουργηθούν μη εμπορεύσιμα αγαθά. Η κομμουνιστικοποίηση είναι το κίνημα της καταστροφής της ανταλλακτικής αξίας, και έτσι αυτό το κίνημα θάβει την ουσία του κεφαλαίου: την εργασία. Η κομμουνιστικοποίηση είναι η ελεύθερη δραστηριότητα των ανθρώπων κατά την πάλη τους ενάντια σ’ αυτό που τους χωρίζει.

Η ιδέα της υποτιθέμενης αξίας10 κυριαρχεί σε οποιαδήποτε αυτοανακηρυσσόμενη “αληθινή” επαναστατική θεωρία, που πιστεύει ότι γνωρίζει, από τα στοιχεία και τις κατηγορίες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, πώς να κάνει την επανάσταση. Αλλά ακόμα κι αν δεν έχουμε ένα επαναστατικό “πρόγραμμα”, παρεμβαίνουμε κάθε μέρα στην ταξική πάλη, ως προλετάριοι τουλάχιστον, αν όχι ως ακτιβιστές, κάποιες φορές. Ήδη, στις Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, ο Μαρξ ισχυρίζεται: “Η συζήτηση για την πραγματικότητα ή τη μη-πραγματικότητα μιας σκέψης που απομονώνει τον εαυτό της από την πρακτική είναι εντελώς σχολαστική”. Επίσης, όλοι έχουμε απαραίτητα μια θεωρία, επειδή όλοι μιλάμε για το μέλλον του κόσμου σήμερα11, με ή χωρίς μαρξιστικό “λεξιλόγιο” (στη δουλειά, στον καφέ, στην οικογένεια, με φίλους κλπ.). Η θεωρία είναι εκεί είτε μας αρέσει είτε όχι, ακόμα κι αν δεν έχει μια προκαθορισμένη χρησιμότητα.

Η θεωρία δεν είναι χρήσιμη, είναι αναγκαία, επειδή δεν είναι η προϋπάρχουσα θεωρία ενός στόχου ή μιας πρακτικής. Αλλά αυτό σημαίνει ότι είναι σταθερά και βαθιά εμπεδωμένη, ακόμα κι αν είναι, εξίσου σταθερά, κριτική. Δεν βρίσκεται ποτέ σε μια απλοϊκή θετική σχέση με τους ταξικούς αγώνες, είναι σε μια αγαπητική σχέση, συγχωνευτική και ανήσυχη12,13.

Στην πραγματικότητα, η κομμουνιστική θεωρία μιλά για τη ματαιότητα του αγώνα διαμαρτυρίας από μια επαναστατική οπτική και μας επιτρέπει να σκεφτόμαστε κριτικά τη διαταξικότητα και την εμμονή με την ιδιότητα του πολίτη14, που κυριαρχούν στους τωρινούς αγώνες. Ο θάνατος του προγραμματισμού δεν έγινε διά μαγείας, δεν εμφανίστηκε στο μυαλό θεωρητικών αποσυνδεδεμένων από την ταξική πάλη. Είναι το προϊόν της αναδιάρθρωσης της ταξικής σχέσης που συνέβη τη δεκαετία του 1970 και σηματοδοτείται από την κατάρρευση του μοντέλου του πλήρως απασχολούμενου και έμμισθου άντρα εργάτη, από την αύξηση της εργασίας των γυναικών, είτε ως μερικώς απασχολούμενων είτε ως προσωρινών, την αύξηση της υπεργολαβίας και το σπάσιμο των “εργατικών προπυργίων”. Η διαδικασία της κυκλοφορίας γίνεται εικονική μέσω της χρηματιστικοποίησης και η διάλυση του κράτους-πρόνοιας διαταράσσει την αναπαραγωγή της ταξικής σχέσης. Το κεφάλαιο, με την παγκοσμιοποίηση, δεν συσσωρεύεται πλέον αυστηρά σε μια εθνική επικράτεια, και ολόκληρο το φορντιστικό μοντέλο, που κυριαρχούσε μέχρι τότε, γίνεται ξεπερασμένο15.

Δεν χρειαζόμαστε ένα πρόγραμμα, χρειαζόμαστε ένα συνδικάτο. Αλλά σε ποια βάση; “Το συνδικάτο δεν είναι ένα μέσο για να κάνει την πάλη για αιτήματα πιο αποτελεσματική, μπορεί να υπάρχει μόνο πηγαίνοντας πιο πέρα από αυτή την πάλη, το συνδικάτο έχει ως περιεχόμενό του το ότι οι προλετάριοι δεν θέλουν πια να είναι προλετάριοι, είναι η αμφισβήτηση από το προλεταριάτο της ίδιας της ύπαρξής του ως τάξης: η κομμουνιστικοποίηση των σχέσεων ανάμεσα στα άτομα”16. Η κομμουνιστική επανάσταση είνα αρχικά η αυτοοργάνωση των εργατών, της προλεταριακής τάξης, που αγωνίζεται για να χειραφετηθεί από την εργασία και, συνεπώς, από την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Αλλά μια τέτοια αυτοοργάνωση δεν είναι αρκετή, έχει όρια. Πράγματι, ακόμα κι αν το προλεταριάτο αγωνίζεται χωρίς συνδικάτα ή κόμματα, συνεπώς χωρίς να αναθέτει την εκπροσώπηση της επαναστατικής του δέσμευσης σε κάποιους αντιπροσώπους, ακόμα κι η επαναστατική διαδικασία είναι αρκετά προχωρημένη, θα τείνει, από τη στιγμή που έχει αρκετή ισχύ, να αναπαράγει την καπιταλιστική σχέση κυριαρχίας. Η κομμουνιστική επανάσταση δεν μπορεί να είναι αυτοοργανωμένη μέχρι το τέλος, γιατί διαφορετικά θα γινόταν. αναπόφευκτα, μια αυτοδιαχείριση της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.

Το προλεταριάτο θα αντιμετωπίσει τότε μια αντίφαση ανάμεσα στην υπεράσπιση των ταξικών του συμφερόντων εντός του καπιταλισμού, και την αδυνατότητα για τον καπιταλισμό σε κρίση να ικανοποιήσει τα αιτήματά του, ώστε να διαιωνίσει την ίδια την αναπαραγωγή του ως μιαςράτσας εργατών”. Αυτή η φαινομενικά άλυτη αντίθεση μπορεί να λυθεί μόνο αν το προλεταριάτο έρθει αντιμέτωπο με τον εαυτό του, ως τάξη, κάτι που θα οδηγήσει στην αυτοάρνησή του. “Η τωρινή γενιά είναι σαν τους Εβραίους που ο Μωυσής οδηγεί μέσα από την έρημο. Δεν έχει απλά έναν καινούριο κόσμο να κατακτήσει, θα πρέπει να εξαφανιστεί για να κάνει χώρο για τους ανθρώπους αυτούς που θα μπορούν να σταθούν στο ύψος του καινούριου κόσμου” (Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία)17.

Είναι καταστρέφοντας όλες τις καπιταλιστικές κατηγορίες που θα γίνουμε αληθινά όλοι αυτόνομα άτομα χωρίς να υποτασσόμαστε σε οποιαδήποτε κοινωνική εξουσία. Η κατάργηση των κοινωνικών κατηγοριών που διαμεσολαβούν τις σχέσεις ανάμεσα στα άτομα, που είναι οι τάξεις, τα φύλα και οι φυλές, θα προκαλέσει την απαρχαίωση κάθε μορφής “κοινωνικής” οργάνωσης η οποία προσποιείται να παρεμβαίνει μεταξύ ατόμων, που ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο σχετίζονται μεταξύ τους είναι μέσω αυτής της κοινωνίας. Ο κομμουνισμός είναι η αμεσότητα – με την ετυμολογική έννοια του όρου – των κοινωνικών σχέσεων, επειδή είναι η άρνηση των μορφών κυριαρχίας που οδηγούν στην ανάδυση των κοινωνικών ομάδων (τάξεων, φύλων και φυλών).

M’ αυτή την έννοια “αν η αυτοοργάνωση είναι η πρώτη πράξη της επανάστασης, η επόμενη πράξη είναι εναντίον της”, και αυτή η ακολουθία είναι με άμεσο τρόπο κομμουνιστικά μέτρα, μέτρα ενάντια στη διαχείριση, νέες πρακτικές αγώνα, αντιεμπορευματικές, συνεπώς ανθρώπινες, ακόμα κι όσον αφορά τη βία που ίσως προϋποθέτουν και απαιτούν. Άμεσα κομμουνιστικά μέτρα;

Η καταστροφή της ανταλλαγής είναι οι εργάτες που επιτίθενται στις τράπεζες, εκεί που βρίσκονται οι λογαριασμοί οι δικοί τους και των άλλων εργατών, αναγκάζοντας έτσι τους εαυτούς τους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, είναι οι εργάτες που επικοινωνούν μεταξύ τους και που επικοινωνούν τα “προϊόντα” τους στην κοινότητα άμεσα και χωρίς μια αγορά, καταργώντας συνεπώς τους εαυτούς τους ως εργάτες, είναι η υποχρέωση ολόκληρης της τάξης να οργανωθεί για να φέρει τρόφιμα στους τομείς που πρόκειται να κομμουνιστικοποιηθούν κλπ. Δεν υπάρχει κανένα μέτρο που από μόνο του να είναι ο “κομμουνισμός”. Αυτό που είναι κομμουνιστικό δεν είναι η “βία” καθαυτή ούτε η “διανομή” της σαπίλας, που αυτή η ταξική κοινωνία μας αφήνει, ούτε η “κολλεκτιβοποίηση” των μηχανών για να ρουφούν υπεραξία, είναι η φύση του κινήματος που συνδέει αυτές τις δράσεις, όντας το υπόβαθρό τους, στην πραγματικότητα είναι στιγμές μιας διαδικασίας που μπορεί μόνο να κομμουνιστικοποιεί περισσότερο ή να συντριβεί18.

Από τη στιγμή που οι προλετάριοι κατανικούν τους νόμους της αγοράς, δεν μπορούν να σταματήσουν (ειδικότερα αφού έτσι το κεφάλαιο αποστερείται βασικών αγαθών και [της δυνατότητας] αντεπίθεσης). Κάθε κοινωνικό βάθεμα, κάθε επέκταση, δίνει σάρκα και αίμα σε νέες σχέσεις, κάνει εφικτή την ενσωμάτωση όλο και περισσότερων μη-προλετάριων στην τάξη των κομμουνιστών, η οποία συγκροτείται και την ίδια στιγμή διαλύεται, για να αναδιοργανώσει τις παραγωγικές δυνάμεις, να καταργήσει ακόμα περισσότερο κάθε ανταγωνισμό και διαίρεση ανάμεσα στους προλετάριους, να αποκτήσει μια στρατιωτική θέση και να δημιουργήσει από αυτή το περιεχόμενο και την πορεία της ένοπλης σύγκρουσής της με αυτούς που η τάξη των καπιταλιστών μπορεί ακόμα να κινητοποιήσει, να ενσωματώσει και να αναπαράγει στις κοινωνικές της σχέσεις19.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://agitationautonome.com/2019/01/06/revolution-programme-ou-communisation.

2 Théorie Communiste αρ. 26

3 François Danel, Rupture dans la théorie de la révolution (Ρήξη στη θεωρία της επανάστασης).

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: “et ce des révoltes du 18ème siècle au Mai rampant italien, en passant par les Internationales ouvrières”.

5 Il Lato Cattivo, Photos à travers la vitre.

6 Endnotes 1, Postface.

7 Bruno Astarian, Le Communisme, tentative de définition, (Ο κομμουνισμός, απόπειρα ορισμού).

8 Il Lato Cattivo, Photos à travers la vitre, (Εικόνες μέσα από το παράθυρο).

9 Στμ. Ο κομμουνισμός ως αυτοπροϋπόθεση.

10 Στμ. Στο πρωτότυπο: La théorie à valeur hypothétique prévaut sur toute théorie révolutionnaire auto-proclaméevraie”.

11 Στμ. Η θεωρία ως προεικόνιση, φαντασία.

12 Στμ. Στο πρωτότυπο: c’est une relation amoureuse, fusionnelle et rétive.

13 Théorie Communiste αρ. 25, σελ. 28.

14 Στμ. Στο πρωτότυπο: citoyennisme.

15 Στμ. Εξαιρετική συνόψιση της ουσίας αυτού που λέμε αναδιάρθρωση του κεφαλαίου μετά τη δεκαετία του 1970.

16 Meeting 2, Unification du prolétariat et communisation (Ενοποίηση του προλεταριάτου και κομμουνιστικοποίηση).

17 Στμ. Καρλ Μαρξ: Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2012.

18 Meeting 3, L’auto-organisation est le premier acte de la révolution, la suite s’effectue contre elle (Η αυτοοργάνωση είναι η πρώτη πράξη της επανάστασης, ό,τι ακολουθεί είναι εναντίον της).

19Roland Simon, στον ιστότοπο Des Nouvelles Du Front, http://dndf.org.

Συχνές ερωτήσεις για την Υπερ-αριστερά

από το ediciones-ineditas1

το κείμενο σε pdf

 

Συχνά λαμβάνουμε παρόμοιες ερωτήσεις σχετικά με το ποιες είναι οι θέσεις μας όσον αφορά την οργάνωση, την εργασία, την κομμουνιστικοποίηση, την αυτοκατάργηση του προλεταριάτου και τις εμπειρίες μας από την ίδια τη δραστηριότητά μας μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον. Σ’ αυτές τις Συχνές Ερωτήσεις ελπίζουμε να δώσουμε μερικές γρήγορες απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα. Αυτή θα συνεχίσει να είναι μια δουλειά σε εξέλιξη.

Η κατάργηση της εργασίαςρνηση της εργασίας/Αντι-εργασία

Η άρνηση της εργασίας είναι το όνομα της διαδικασίας που καταργεί την εργασία. Η συζήτηση σχετικά με την κατάργηση της εργασίας μπορεί να γίνει συγκεχυμένη επειδή διαφορετικοί θεωρητικοί, που γράφουν σχετικά με το θέμα αυτό, χρησιμοποιούν μερικές φορές τους όρους labor και work ως ισοδύναμους, ενώ άλλοι έχουν ιδιαίτερους ορισμούς για τον κάθε όρο. Αν και αυτό είναι ένα πρόβλημα συγκεκριμένα για τα Αγγλικά, καθώς σε άλλες γλώσσες υπάρχει συχνά μια μοναδική λέξη για την εργασία, και όχι δύο (Ισπανικά: trabajo, Γαλλικά: travail).

Η υπεραριστερά βλέπει γενικά την κατάργηση της εργασίας ως 1) ένα αναγκαίο κομμάτι της διαδικασίας της αυτοκατάργησης του προλεταριάτου 2) μιας και για να απελευθερωθεί το προλεταριάτο από τον καπιταλισμό είναι αναγκαίο να αυτοκαταργηθεί μέσα από την επανάσταση2.

Παρεμπιπτόντως, το προλεταριάτο δεν είναι απλά οι “εργάτες” αλλά ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ χρειάζεται λεφτά, είτε νόμιμα είτε όχι, είτε άμεσα είτε μέσω κάποιου άλλου, για να ζήσει. Έτσι περιλαμβάνει όσους δεν μπορούν να δουλέψουν, τους άνεργους, αυτούς που φροντίζουν άλλους χωρίς να παίρνουν άμεσο μισθό, τους εργάτες/τις εργάτριες του σεξ κλπ.

3) αυτό το οποίο θεμελιωδώς επισημαίνει η κατάργηση της εργασίας είναι η πραγματικότητα ότι η εργασία, όπως την ξέρουμε, είναι ένα προϊόν της ιστορίας και δεν υπήρχε από πάντα. Με τον ίδιο τρόπο που ούτε η μισθωτή εργασία ούτε και ο καπιταλισμός υπήρχαν πάντα. Έτσι, για την υπεραριστερά, η κατάργηση της εργασίας είναι απαραίτητη για τη δημιουργία του κομμουνισμού αφού η εργασία, όπως την ξέρουμε, είναι κάτι που αναδύεται από τον ίδιο τον καπιταλισμό. Είναι μια κοινωνική κατηγορία συγκεκριμένη σ’ αυτόν.

4) Για την υπεραριστερά, ο κομμουνισμός δεν είναι απλά το να έχεις αυτό που θέλεις ή/και χρειάζεσαι αλλά επίσης η πλήρης απαλλαγή από τις συνθήκες μας ως προλετάριων. Συνεπώς, ο κομμουνισμός θα είναι η κατάργηση του δυϊσμού εργασία/μη-εργασία, αφού ακόμα και κάτω από τον καπιταλισμό ο μη-εργάσιμος χρόνος (σχόλη) θεωρείται ως ένα απαραίτητο μέρος της εργασίας, χρόνος στον οποίο αναρρώνουμε από την εργασία της μέρας, της εβδομάδας, του έτους (με μαρξικούς όρους: ανάκτηση της εργατικής μας δύναμης).

5) Οπότε, πώς καταργείται αυτός ο δυϊσμός; Με την κατάρρευση της ψευδούς διαίρεσης της δραστηριότητάς μας σε εργασία και μη-εργασία. Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι ο χρόνος μας γίνεται ΜΟΝΟ εργασία ή ΜΟΝΟ μη-εργασία, αλλά, μάλλον, ότι για τον τρόπο/τους τρόπους ζωής μας δεν θα είναι απαραίτητο να διαιρούμε τον χρόνο μας σε τέτοιες κατηγορίες.

Ένα παράδειγμα που χρησιμοποιείται μερικές φορές: μια αρκούδα διασχίζει το δάσος, ξύνεται σε δέντρα, σκοτώνει έντομα και μετά φτάνει σε ένα ρέμα με ψάρια. Είναι πεινασμένη και αποφασίζει ότι είναι ώρα να πιάσει κάνα ψάρι. Βουτά και, μετά από μερικές προσπάθειες, πιάνει ένα. Απολαμβάνει το γεύμα της καθώς ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει. Σε ποια στιγμή αποφασίζει η αρκούδα ότι δουλεύει; Είναι το πιάσιμο ενός ψαριού διασκέδαση; Ή είναι δουλειά; Ή μήπως ένας τέτοιος δυϊσμός δεν έχει καν νόημα3;

Αυτό μπορεί να μοιάζει ουτοπικό, καθώς οι ανθρώπινες κοινότητες είναι συχνά πολύ πιο πολύπλοκές από τη ζωή μιας αρκούδας, αλλά υπήρξε μια εποχή που η ανθρώπινη δραστηριότητα δεν καθοδηγούνταν τόσο μονοσήμαντα από την ψευδή καπιταλιστική σπάνη κάτω από την οποία ζούμε.

6) Αν η δραστηριότητα που χρειαζόμαστε ώστε να μπορούμε να ζούμε ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τις πραγματικές μας ανάγκες και επιθυμίες τότε παύει να είναι εργασία και μια ακόμα “κάρτα” που πρέπει να χτυπήσεις στη δουλειά, μια ακόμα επιβολή, αλλά είναι, μάλλον, το να κάνουμε απλά τα πράγματα που πρέπει να γίνουν ώστε να μπορούμε να ζούμε τις ζωές που επιθυμούμε. Αυτό είναι μέρος της διαδικασίας να σταματήσουμε να είμαστε εργάτες και να αρχίσουμε να επανασυγκροτούμε τις ανθρώπινες κοινότητες. Ακόμα και ο Καρλ Μαρξ, τον οποίο πολλοί μαρξιστές βλέπουν ως πρωταθλητή της εργασίας και όχι απαραίτητα της κατάργησής της, παρατηρεί στη Γερμανική Ιδεολογία ότι ένα από τα γνωρίσματα της κομμουνιστικής κοινωνίας θα είχε δραστικά διευρυμένη την σφαίρα της δραστηριότητάς μας ενώ δεν θα χρειαζόταν να διατηρούμε πλέον υπερεξειδικευμένους ρόλους, όπως κάνουμε υπό τον καπιταλισμό4,5.

Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι δουλειές του σπιτιού γίνονται μαγικά μη-δουλειές αλλά, μάλλον, ότι θα σταματούσαν να είναι κάτι που συμβαίνει στο σπίτι και εμπίπτει σε κάποιες γραμμές έμφυλων διακρίσεων. Θα απαιτούνταν μια υπολογίσιμη προσπάθεια προεικόνισης για να καταστραφεί η πατριαρχική (και συχνά φυλετική) διάκριση με βάση το φύλο της δραστηριότητας που είναι απαραίτητη στα σπίτια μας. Αλλά αυτή η δραστηριότητα θα γινόταν, από ανάγκη, κοινοτική και δεν θα εξαρτιόταν απλά από εξαιρετικά κοινωικά απομονωμένα άτομα ούτε θα περνούσε στα άτομα με κατώτερη κοινωνική κατάσταση (δηλαδή μετανάστες που υφίστανται φυλετικές διακρίσεις κλπ.).

7) Αυτό επισημαίνει ένα άλλο σημαντικό γνώρισμα του κομμουνισμού. Ο κομμουνισμός δεν είναι ένας τρόπος παραγωγής όπως είναι ο καπιταλισμός. Είναι, μάλλον, ένας τρόπος ή τρόποι ζωής που οδηγούν σε κατάρρευση τις κοινωνικές κατηγορίες της παραγωγής και της κατανάλωσης6. Συνεπώς, δεν είναι ένας άλλος τρόπος διαχείρισης του κόσμου της εργασίας, όπως το βλέπουν μερικοί κομμουνιστές και αναρχικοί. Αυτές οι κοινωνικές κατηγορίες, παραγωγή και κατανάλωση, υπάρχουν κάτω από τον καπιταλισμό αφού ΟΛΗ η παραγωγή και κατανάλωση επικεντρώνονται στην απόσπαση υπεραξίας από την εργασία του προλεταριάτου και όχι στις άμεσες ανάγκες και/ή επιθυμίες αυτών που αναγκάζονται να δουλεύουν. Αυτό εξηγεί τον κοινωνικό καταμερισμό εντός του καπιταλιστικού χρόνου και χώρου, σύμφωνα με τον οποίο πάμε στο κατάστημα για να καταναλώσουμε και στη δουλειά για να “παράγουμε”. Πολλές από τις καταστροφικές πτυχές της βιομηχανικής κοινωνίας είναι πολύ πιθανό ότι θα εξαφανίζονταν μιας και η εργασία, στο μεγαλύτερο ποσοστό, βασίζεται στην επιστροφή ενός κέρδους και όχι στην εκπλήρωση των ανθρώπινων αναγκών ή επιθυμιών. Και ποιος θέλει να κάθεται σ’ έναν χώρο δουλειάς και να φτιάχνει μπιχλιμπίδια, που κανείς πραγματικά δεν χρειάζεται, αν δεν πρέπει να πληρώνεται ώστε να μπορεί να τα βγάζει πέρα υπό τον καπιταλισμό;

8) Τι είναι, λοιπόν, η αντι-εργασία; Αυτός είναι ένας όρος που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τη θέση μας όσον αφορά την εργασία και τον καπιταλισμό. Ο Bruno Astarian έγραψε ένα εκτενές δοκίμιο για την ιστορία της αντι-εργασίας καθώς και της διαφοροποίησής της από την άρνηση της εργασίας. Μπορείτε να το βρείτε εδώ. Η Saidiya Hartman7 έχει επίσης γράψει ένα φανταστικό ιστορικό δοκίμιο σχετικά με μια νεαρή μαύρη γυναίκα, την Esther Brown, που ρίχνει φως στην άρνηση της εργασίας από την σκοπιά των φυλετικών και έμφυλων διακρίσεων – όπου η εργασία θεωρείται ως το αντίθετο της άμεσα βιωμένης, μη αλλοτριωμένης ζωής. Μπορείτε να το βρείτε εδώ (pdf).

9) Ο κομμουνισμός αφορά λοιπόν την επανένωση του ανθρώπινου με τον φυσικό κόσμο και όχι την κυριαρχία πάνω σ’ αυτόν. Μια κατάρρευση της αντίθεσης μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Και για να το πετύχουμε αυτό θα έπρεπε, αναγκαστικά, η εργασία να καταργηθεί έτσι ώστε οι κοινωνικές μας σχέσεις να αλλάξουν θεμελιακά και όχι απλά να τις διαχειριζόμαστε με έναν διαφορετικό τρόπο.

Φυσικά, ο ορίζοντας ενός κομμουνιστικού μέλλοντος μοιάζει απίστευτα μακρινός σήμερα αλλά ήταν μόλις πριν μερικές γενιές που οι άνθρωποι, σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ζούσαν σε κοινοτιστικές, μη-καπιταλιστικές κοινωνίες.

Αν έχετε περισσότερες ερωτήσεις ή σχόλια μπορείτε να μας στείλετε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα στη διεύθυνση ediciones-ineditas@pm.me. Έχουμε επίσης συνθέσει/προετοιμάσει μια βιβλιογραφία σχετικά με την αντι-εργασία που μπορείτε να βρείτε εδώ.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://ediciones-ineditas.com/ultra-left-faq.

2 Η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης προχωρά παραπέρα στο γιατί αυτή η κατάργηση δεν θα πραγματοποιηθεί μέσω του Κόμματος.

3Ένας αναγνώστης μάς υπενθύμισε ότι αυτό το παράδειγμα είναι παράφραση του Fredy Perlman (η πηγή του οποίου μας διαφεύγει). Το πρωτότυπο είναι από αυτό το βιβλίο, Against His-Story, Against Leviathan και έχει ως εξής: “Ένας μηχανικός χρόνου και κίνησης που παρακολουθεί μια αρκούδα κοντά σε ένα χωράφι με μούρα δεν θα ήξερε πότε να χτυπήσει το ρολόι του. Ξεκινά η αρκούδα να δουλεύει όταν περπατά στο χωράφι, όταν κόβει τα μούρα, όταν ανοίγει τα σαγόνια της; Αν ο μηχανικός έχει “μισό μυαλό” μπορεί ίσως να πει ότι η αρκούδα δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε δουλειά και παιχνίδι. Αν διαθέτει κάποια φαντασία μπορεί ίσως να πει ότι η αρκούδα βιώνει χαρά από τη στιγμή που τα μούρα αποκτούν βαθυκόκκινο χρώμα και ότι καμμιά από τις κινήσεις της δεν είναι δουλειά”.

4 “Και τελικά, ο καταμερισμός της εργασίας μας προσφέρει το πρώτο παράδειγμα για το πώς, όσο ο άνθρωπος παραμένει στη φυσική κοινωνία, με άλλα λόγια για όσο υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στο ιδιαίτερο και στο κοινό συμφέρον, για όσο, συνεπώς, μια δραστηριότητα δεν είναι οικειοθελώς αλλά φυσικά διαιρεμένη, οι ίδιες οι πράξεις του ανθρώπου γίνονται μια ξένη δύναμη που αντιτίθεται σ’ αυτόν, που τον υποδουλώνει αντί να την ελέγχει ο ίδιος. Γιατί από τη στιγμή που εμφανίζεται ο καταμερισμός της εργασίας, κάθε άνθρωπος έχει μια συγκεκριμένη, αποκλειστική σφαίρα δραστηριότητας, που επιβάλλεται σ’ αυτόν και από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Είναι κυνηγός, ψαράς, βοσκός ή κριτικός και πρέπει να παραμείνει τέτοιος αν δεν θέλει να χάσει τα μέσα προς το ζην· ενώ σε μια κομμουνιστική κοινωνία, όπου κανείς δεν έχει καμμιά αποκλειστική σφαίρα δραστηριότητας αλλά ο καθένας μπορεί να τελειοποιηθεί σε οποιονδήποτε κλάδο επιθυμεί, η κοινωνία ρυθμίζει τη γενική παραγωγή και έτσι κάνει εφικτό για μένα να κάνω σήμερα κάτι και αύριο κάτι άλλο, να κυνηγώ το πρωί, να ψαρεύω το απόγευμα, να προσέχω το κοπάδι προς το βραδάκι, να κάνω κριτική μετά το δείπνο, όπως ακριβώς μου έρχεται στο μυαλό, χωρίς ποτέ να γίνομαι κυνηγός, ψαράς, βοσκός ή κριτικός. Αυτή η παγιοποίηση της κοινωνικής δραστηριότητας, αυτή η συμπαγοποίηση αυτού που οι ίδιοι παράγουμε σε μια αντικειμενική δύναμη πάνω από μας, που μεγαλώνει έξω από τον έλεγχό μας, ματαιώνοντας τις προσδοκίες μας, αχρηστεύοντας τους υπολογισμούς μας, είναι ένας από τους κύριους παράγοντες στην ιστορική εξέλιξη μέχρι τώρα” – Μαρξ, Γερμανική Ιδεολογία.

5 Στμ. Εξαιρετικά λεπτό σημείο, σηκώνει πολύ συζήτηση. Νομίζουμε ότι οι απόψεις για την ριζική αλλαγή της “δραστηριότητας” στον κομμουνισμό ξεμπερδεύουν μάλλον εύκολα με την έννοια της πολυπλοκότητας της ζωής και των αναγκών, οι οποίες ακριβώς επειδή είναι ιστορικές, παράγονται κοινωνικά, δεν είναι ούτε αυθαίρετες ούτε επαναπροσδιορίζονται κατά βούληση. Καμμιά κοινων, άρα ούτε η κομμουνιστική/αναρχική, δεν συνιστά παρθενογένεση και, συνεπώς, δεν μπορεί να επανακαθορίσει αυθαίρετα και εν κενώ τις θεμελιώδεις κατηγορίες, θεσμούς της κλπ. Συνεπώς να λέμε ότι δεν χρειάζεται καμμιά εξειδικευμένη δραστηριότητα ή να μιλάμε απλά για “πραγματικές ανάγκες” (που είναι ποιες, εφόσον είναι επίσης ιστορικά-κοινωνικά προσδιορισμένες;) δεν μας πάει πολύ μακριά. Θεωρούμε πρέπει να θέσουμε το θεμελιώδες ζήτημα της πολυπλοκότητας της κοινωνικής ζωής σε σχέση με την επαναστατική ρήξη και την ιστορικότητα, καθώς και της σχέσης ασυνέχειας και συνέχειας μιας τέτοιας ρήξης και με την ιστορικότητα εν γένει, γιατί προφανώς άλλο η ρήξη και άλλο η ασυνέχεια. Θεωρούμε ότι Οοι κοινωνίες επειδή ακριβώς είναι ιστορικές έχουν συνέχεια και, όπως είπαμε, οι κοινωνικές ρήξεις δεν συνεπάγονται παρθενογένεση ούτε δημιουργία εκ του μηδενός. Οι ριζικοί κοινωνικοί μετασχηματισμοί πρέπει, μάλλον, να ειδωθούν μέσα από το διαλεκτικό, εγελιανό πρίσμα ως aufhebung, και όχι ως εκμηδενισμός του παλαιού. Μερικές θεωρήσεις του κομμουνισμού, ακόμα και στο πιο εκλεπτυσμένο ρεύμα της κομμουνιστικοποίησης, νομίζουμε ότι μάλλον φλερτάρουν με απλουστευτικά μοντέλα μιας ιστορικά αδύνατης επιστροφής σε έναν φαντασιακό πρωτόγονο κομμουνισμό.

6 Αν και με την αυξανόμενη κλιματική αλλαγή, η διανομή ίσως χρειαστεί να εξακολουθεί να υπάρχει σε έναν βαθμό.

7 Στμ. Saidiya Hartman: Αμερικανίδα συγγραφέας και ακαδημαϊκός, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, με ειδίκευση στην Αφροαμερικάνικη λογοτεχνία και ιστορία. Φέτος είναι ένα από τα 26 άτομα που έχουν επιλεγεί για μια υποτροφία του Ιδρύματος MacArthur.

Μετά τον Ντεμπόρ, το Θέαμα “παραδέρνει”

από το blog Agitations1

το κείμενο σε pdf

 

Οι φιλοκασταστασιακοί δεν είδαν στην Καταστασιακή Διεθνή2 μια συγκεκριμένη κριτικο-πρακτική δραστηριότητα, που εξηγεί ή προεικάζει τους κοινωνικούς αγώνες μιας εποχής, αλλά, απλά, εξτρεμιστικές ιδέες· και όχι τόσο εξτρεμιστικές ιδέες όσο την ιδέα του εξτρεμισμού· και σε τελική ανάλυση όχι τόσο την ιδέα του εξτρεμισμού όσο την εικόνα των εξτρεμιστών ηρώων συγκεντρωμένων σε μια θριαμβευτική κοινότητα.[] Η ποσότητά τους δεν πολλαπλασιάζει την κενότητά τους: όλοι δηλώνουν ότι αποδέχονται πλήρως την ΚΔ και δεν ξέρουν να κάνουν τίποτα άλλο. Με το να είναι πολυάριθμοι, παραμένουν ταυτόσημοι: όποιος έχει δει ή έχει διαβάσει κάποιον από αυτούς τους έχει δει και τους έχει διαβάσει όλους. Είναι ένα σημαντικό προϊόν της τωρινής ιστορίας που, αντίστροφα, δεν την παράγουν”.

Γκυ Ντεμπόρ, Το αληθινό σχίσμα στην Καταστασιακή Διεθνή3

Κοινωνία του θεάματος, τηλε-πραγματικότητα και άλλες κοινοτοπίες

Το παρόν άρθρο δεν έχει την πρόθεση να προσφέρει μια εξαντλητική ανάλυση των διαφορετικών δημιουργιών των καταστασιακών ή να συζητήσει την αντίληψή τους για την τέχνη – θέματα που θα ενδιέφεραν μόνο τους επιμελητές μουσείων· γι’ αυτό συνιστούμε να συμβουλευτείτε μια από τις αμέτρητες βιογραφίες που παρουσιάζουν τον Ντεμπόρ ως τον ηγέτη της ΚΔ και οι οποίες, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν όλες εξίσου μέτριες. Εδώ θα εστιάσουμε μόνο στην κριτική θεωρία που παρήγαγε ο Ντεμπόρ με τη συνειδητή πρόθεση να βλάψει την θεαματική κοινωνία4, αφήνοντας, σκόπιμα, κατά μέρος την καλλιτεχνική διάσταση της δουλειάς του.

Η έννοια της “κοινωνίας του θεάματος”, που θεωρητικοποιήθηκε αρχικά από τον Γκυ Ντεμπόρ στο ομώνυμο γνωστό βιβλίο που εκδόθηκε το 1967, εκπλήσσει εκ πρώτης όψεως από την ποικιλομορφία των προσωπικοτήτων που το επικαλούνται για λογαριασμό τους, από τους εξεγερσιακούς του Tiqqun5 μέχρι τον Bernard-Henry Lévy6, μέσω διαφόρων κινημάτων σύγχρονης τέχνης ή έναν υπουργό του UMP7, ακόμα και οι δημοσιογράφοι του Grazia8, που επικαλούνται με τόλμη τον Cyril Hanouna9 ως τον άξιο κληρονόμο της ΚΔ10. Με τον καιρό, όλη η θεωρητική δύναμη που περιεχόταν στο κύριο έργο του Ντεμπόρ αισθητικοποιήθηκε και ανατμήθηκε σε ακαδημαϊκά συμπόσια, εκτέθηκε σε μουσεία ή σε περιστάσεις σκονισμένων αναδρομικών αφιερωμάτων μέχρι να εξουδετερωθεί οριστικά και να ενσωματωθεί στην αστική φιλοσοφία, που οι καταστασιακοί είχαν σταθερά καταγγείλει, όταν, το 2009, τα αρχεία της ΚΔ ταξινομήθηκαν ως “εθνικός θησαυρός” από το Υπουργείο Πολιτισμού.

Το ρομαντικό “ζαχάρωμα” της κοινωνικής κριτικής του Ντεμπόρ δεν οφείλεται τόσο στην αστάθεια της έννοιας του θεάματος όσο σε μια παρανόηση των καταστασιακών κειμένων, που συχνά ανάγονται σε μια χονδροειδή κριτική του “καλτ της εμφάνισης”, η οποία θα προσιδίαζε μόνο στην εποχή των μαζικών μέσων ενημέρωσης. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα επρόκειτο παρά για ζήτημα εύρεσης μιας χαμένης Αλήθειας, χαμένης στο βασίλειο του τεχνητού, σε μια στιγμή που “ό,τι ζήσαμε άμεσα έχει χαθεί σε μια αναπαράσταση11. Και θα αρκούσε μια καταγγελία των ΜΜΕ, που επιτρέπουν την διάχυση των “εικόνων”, προκειμένου να βρεθεί η “αυθεντικότητα” του “πραγματικά βιωμένου”.

Αλλά αυτές οι απλουστευτικές κριτικές της “κοινωνίας της κατανάλωσης” στοχεύουν μια επιφανειακή πτυχή μόνο του θεάματος. Να θεωρούμε μόνο την Nabilla12, τις σέλφι στο Instagram ή τα σόου μόδας ως τις ενσαρκώσεις της “κοινωνίας του θεάματος” σημαίνει να χάνουμε το θεμελιώδες πρόβλημα: τον τρόπο παραγωγής που γεννά αυτές τις κοινωνικές σχέσεις, του οποίου οι εικόνες είναι μόνο το εξωτερικό προϊόν. Ο καπιταλισμός δεν είναι μια καταναλωτική κοινωνία αλλά ένας τρόπος παραγωγής: ο πρωταρχικός και αυτοαναφορικός σκοπός είναι η αδιάλλειπτη συσσώρευση κέρδους μέσα από την [διαδικασία] αξιοποίηση του κεφαλαίου. Είναι επειδή τα προϊόντα που παράγονται πρέπει να “εκτεθούν” κατάλληλα ώστε να πραγματώσουν την υπεραξία τους13, που [ο καπιταλισμός] καταφεύγει στη διαφήμιση και την τηλεοπτική διασκέδαση, στοχεύοντας να προσελκύσει μια συγκεκριμένη πολιτισμική κοινότητα σε μια προσχεδιασμένη αδρανοποίηση κοκ. Αλλά αυτές δεν είναι παρά οι πιο φαινομενικές εκδηλώσεις του, και ο Ντεμπόρ τονίζει ευθύς εξαρχής ότι “το θέαμα δεν είναι ένα σύνολο εικόνων, αλλά μια κοινωνική σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους, που διαμεσολαβείται από εικόνες14.

Παίρνοντας τυφλά το ένα ή και τα δυο αυτά φαινόμενα απομονωμένα δεν είναι παρά μια “τρύπα στο νερό” που μας καταδικάζει να μένουμε τυφλοί μπροστά στους οικονομικούς μηχανισμούς που τα κάνουν να αναδυθούν και τα διατηρούν δομικά. Είναι μ’ αυτή την έννοια που ο Anselm Jappe έγραψε στο βιβλίο του Guy Debord15 ότι “το πρόβλημα δεν είναι οι αναπαραστάσεις αλλά η κοινωνία που έχει ανάγκη αυτές τις αναπαραστάσεις”.

Επιπλέον, η ναρκισσιστική καταγγελία που περιορίζεται στην κριτική συγκεκριμένων πολιτιστικών πτυχών του ύστερου καπιταλισμού για να προάγει άλλες (“εναλλακτική” κουλτούρα, “ηθική” κατανάλωση, κλπ.) ικανοποιεί ακριβώς τη λειτουργία του θεάματος: δηλαδή να προτείνει, ιδεολογικά, ψευδείς εναλλακτικές στη σύγχρονη υπαρξιακή μιζέρια, φαινομενικές επιλογές που, όσο κεφαλαιώδεις κι αν μοιάζουν (ο Ντεμπόρ φτάνει τόσο μακριά που να μιλήσει για ένα “θέαμα ανταγωνισμών”16 σε γεωπολιτικό επίπεδο), ποτέ δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τις θεμελιώδεις δομές του καπιταλισμού και πρώτα απ’ όλα την αντίθεση κεφάλαιο-εργασία.

Το θέαμα θολώνει την πραγματικότητα των ταξικών σχέσεων. Αποκρύπτει την κοινωνική σύγκρουση έτσι ώστε να μην συνειδητοποιούμε την σταθερή σύγκρουση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, πάνω στην οποία βασίζεται αυτός ο τρόπος παραγωγής17. Προσπαθεί, εν ολίγοις, να αρνηθεί την ταξική πάλη, να φυσικοποιήσει τις καπιταλιστικές κατηγορίες, να διακρίνει μόνο επφανειακές και μη συνεπείς αντιφάσεις. Οι λύσεις που προτείνει [το θέαμα] στην πραγματικότητα διατηρούν τον πυρήνα της κυριαρχίας: την εκμετάλλευση και την απόσπαση υπεραξίας. Συνεπώς, όλες οι κριτικές που απευθύνει παραμένουν μέσα στο πλαίσιο που το ίδιο έχει ορίσει: “Δεν παρουσιάζει άλλον ορίζοντα από τον εαυτό του, είναι η ίδια η αλήθεια του18.

Με αυτή την έννοια το θέαμα μπορεί να αφομοιώνει ώστε να εξουδετερώνει, είτε ιδεολογικά (όπως μαρτυρά η χρήση των συνθημάτων του Μάη του 1968 σε διαφημίσεις ή εγχειρίδια μάνατζμεντ ή “προσωπικής ανάπτυξης”), είτε υλικά. Είναι αυτή η ικανότητα που επιτρέπει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής να αναδιαρθρώνεται συνέχεια σύμφωνα με την ταξική πάλη και την οικονομική κατάσταση, χωρίς να υποχωρεί είτε σε εσωτερικές αντιθέσεις είτε στην εργατική πίεση. Αυτή η δυναμική του μόνιμου επανακαθορισμού των τροπικοτήτων των ταξικών σχέσεων είναι που εγγυάται την μακροβιότητά του, παρά τις κρίσεις που αντιμετώπισε (Κεϋνσιανός παραμβατισμός, για να τα βγάλει πέρα με το κραχ του 1929, φορντικός συμβιβασμός στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, παγκοσμιοποίηση και απελευθέρωση της αγοράς εργασίας μετά τη δεκαετία του 1970…).

Με τον τρόπο αυτό, ο πυρήνας παραμένει άθικτος και η κατά περίσταση αντικατάσταση κάποιων από τους εξωτερικούς τροχούς δεν απειλεί την ομαλή λειτουργία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτό το θεωρητικό αίτημα είναι η βάση της καταστασιακής σκέψης, με άλλα λόγια, η επίθεση στη ρίζα της κυριαρχίας, και η οποία δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με το “ξύσιμο” του ενός ή του άλλου παράγωγου φαινομένου: “η εναλλακτική είναι η άρνηση κάθε μιζέριας τους, ή τίποτα”19.

Έτσι, και σε αντίθεση με αυτό που κάποιοι λόγιοι σχολιαστές ισχυρίζονται, συνδέοντας τον Ντεμπόρ με την Νέα Αριστερά, που ήταν της μόδας τότε στην μετά τον Μάη περίοδο, τα θεωρητικά του γραπτά δεν έρχονται σε ρήξη με την κριτική που κάνει η μαρξική πολιτική οικονομία για να εστιάσουν σε μια μποέμικη καταγγελία της “μαζικής κουλτούρας”. Είναι σημαντικό να ασχοληθούμε περισσότερο με την πολιτική καριέρα του Ντεμπόρ και τη μαχητική του δέσμευση να μην έρθει σε μια άτσαλη αντίφαση με τον στόχο του γράφοντας την Κοινωνία του Θεάματος: έχοντας περάσει από τη συμβουλιακή οργάνωση Socialisme ou Barbarie (Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα) των Κλωντ Λεφόρ και Κορνήλιου Καστοριάδη, θα συνεργαστεί αρκετές φορές με ένα περιοδικό που προέκυψε από αυτή την οργάνωση, το Pouvoir Ouvrier [Εργατική Εξουσία]20. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι είναι φιλοσοφικός κληρονόμος αρκετών επαναστατών στοχαστών: του Μαρξ, φυσικά, αλλά επίσης του Λούκατς, του Κορς και του Λεφέβρ.

Διακηρύσσοντας “δεν είμαι ένας φιλόσοφος, είμαι ένας στρατηγός”21, ο Ντεμπόρ υπογραμμίζει ξεκάθαρα τη μαχητική διάσταση της θεωρητικής και καλλιτεχνικής προσέγγισής του, η οποία στοχεύει στο να προσφέρει τα κριτικά εργαλεία για να σκεφτούμε την κατάργηση του καπιταλισμού και να χειριστούμε τη δημιουργία καταστάσεων, δηλαδή “στιγμές πραγματικά βιωμένες”, “ενσυνείδητα κατασκευασμένες από τη συλλογική οργάνωση μιας ενοποιητικής ατμόσφαιρας και ενός παιχνιδιού γεγονότων”, απελευθερωμένες από τις ολοκληρωτικές απαιτήσεις του θεάματος και τις επιταγές της παραγωγής αξίας της αγοράς22.

Ντεμπόρ και Μαρξ: ο φετιχισμός του εμπορεύματος και η βασιλεία των αφαιρέσεων

Το ενδιαφέρον της έννοιας του θεάματος, πέρα από τις αυστηρά πολιτισμικές ερμηνείες, έγκειται στην κατανόηση που προσφέρει του καπιταλισμού ως μιας κοινωνικής ολότητας. Η κυριαρχία της οικονομίας έχει απλωθεί σε όλες τις πλευρές της ζωής και τίποτα δεν ξεφεύγει από το θέαμα. Μετά το ποιοτικό κατώφλι που μετασχημάτισε το χρήμα σε κεφάλαιο, και που αναλύθηκε από τον Μαρξ στην κριτική του στην πολιτική οικονομία, το κεφάλαιο έφτασε σε έναν τέτοιο βαθμό συσσώρευσης που έγινε, με τη σειρά του, εικόνα. Για να κατανοήσουμε συνεπώς την Κοινωνία του Θεάματος, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε σε βάθος τις έννοιες που προηγούνται από αυτήν και στις οποίες βασίζεται με θεμελιακό τρόπο: τον φετιχισμό του εμπορεύματος και την πραγμοποίηση. Θα προτείνουμε εδώ έναν σύντομο μόνο ορισμό θεωριών που έχουν αναπατυχθεί με μεγαλύτερη πληρότητα από τον Μαρξ στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου23 και τον Λούκατς στο “Ιστορία και Ταξική Συνείδηση:

  • Ο φετιχισμός είναι το κοινωνικό φαινόμενο με το οποίο τα εμπορεύματα, που παράγονται από την ανθρώπινη εργασία, “προικίζονται” με μια υπερ-αισθητή, μη προσβάσιμη στις αισθήσεις24 αξία, υποτιθέμενα φυσική (με άλλα λόγια, ανυπέρβλητη) και μοιάζουν να αποκτούν αυτονομία κατά την ανταλλαγή. Λόγω του αφηρημένου και ανώνυμου χαρακτήρα της ανταλλαγής εμπορευμάτων, η σχέση εκμετάλλευσης, που είναι εγγενής στην παραγωγή αυτών των προϊόντων, δεν είναι άμεσα εμφανής και ο εργάτης δεν τα αναγνωρίζει πλέον ως καρπούς της εργασίας του, τόσο υποκειμενικά (οι συνθήκες εργασίας τού επιβάλλονται ως μαρτύριο και ο καταμερισμός της εργασίας τον εμποδίζει να έχει τον παραμικρό έλεγχο πάνω στην παραγωγική διαδικασία) όσο και υλικά (εξαιτίας της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, πρέπει να ξοδεύει τον μισθό του για να αγοράσει τα αγαθά που ο ίδιος έχει παραγάγει). Το εμπόρευμα, του οποίου την κατοχή αποστερείται, “έρχεται αντιμέτωπο μ’ αυτόν σαν ένα ξένο ον, σαν μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό”25: αυτό είναι που ο Μαρξ ονομάζει αποξένωση, αλλοτρίωση.

  • Για τον Ούγγρο μαρξιστή Γκεόργκ Λούκατς, “αυτή η υπαγωγή αυξάνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι όσο αυξάνει η ορθολογικοποίηση της εργασιακής διαδικασίας, τόσο περισσότερο χάνει η δραστηριότητα του εργάτη τον χαρακτήρα της δραστηριότητας για να γίνει μια θεωρησιακή στάση”26. Ο Λούκατς εμβαθύνει περισσότερο στην αρχή του διαχωρισμού, που αναδεικνύεται από την έννοια της αποξένωσης, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στον καταμερισμό της εργασίας και τον τεχνικό εξορθολογισμό της, πιο αξιοσημείωτα με την εισαγωγή της “γραμμής παραγωγής” και τον Τεϋλορισμό. Ο εργάτης αποστερείται κάθε ανθρωπιά μπροστά στη διαδικασία παραγωγής ώστε φτάνει να ικανοποιείται με το να λειτουργεί μηχανικά: αυτη είναι η πραγμοποίηση27.

Το θέαμα είναι η αποκορύφωση, το τελικό, ολοκληρωμένο στάδιο του σύγχρονου καπιταλισμού. Για τον Ντεμπόρ, το κεφάλαιο έχει υπαγάγει πλήρως την καθημερινή ζωή και δεν μπορεί πλέον να αναχθεί αυστηρά στην παραγωγική σφαίρα. Εφαρμόζοντας την έννοια του φετιχισμού σε όλες τις πτυχές της ζωής, επιδιώκει να δείξει ότι ο εικοστός αιώνας ήταν αυτός της “προλεταριοποίησης του κόσμου”. Συνεπώς, οποιαδήποτε κριτική που πρόκειται να ακολουθήσει πρέπει να είναι αντικαπιταλιστική και, αντίστροφα, κάθε κριτική του καπιταλισμού πρέπει να έχει κοινωνική βάση. Ο Λούκατς είχε γράψει ήδη ότι “δεν είναι η πρωτοκαθεδρία των οικονομικών κινήτρων στην εξήγηση της ιστορίας που διακρίνει αποφασιστικά τον μαρξισμό από την αστική επιστήμη, είναι η οπτική της ολότητας”. Η διαβεβαίωση του Μαρξ (παρούσα στα πρώιμα γραπτά του) ότι ο καπιταλισμός ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο μόνο όταν εργάζεται είναι πια παρωχημένη: ο καπιταλισμός αναλαμβάνει τον έλεγχο της αναπαραγωγής της εργατικής του δύναμης καθώς και της κατανάλωσής του, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της αναψυχής του. Η μη-εργασία σήμερα είναι μια στιγμή της εργασίας.

Συνεπώς, όταν ο Ντεμπόρ γράψει “Ποτέ δουλειά” σε έναν τοίχο της οδού Seine, πρόκειται για ένα γκράφιτι κάθε άλλο παρά ακίνδυνο αφού, σύμφωνα με τον ίδιο, θα είναι “το πιο όμορφο από τα έργα της νιότης του”28, και καθώς σ’ αυτό δεν ισχυρίζεται αφελώς την επιθυμία του για μια αργόσχολη κοινωνία αλλά, αντίθετα, επιτίθεται στην εργασία ως καπιταλιστική χρήση του εμπορεύματος εργατική δύναμη προς παραγωγή αξίας για το κεφάλαιο. Ο αυστηρός διαχωρισμός της παραγωγικής σφαίρας από το υπόλοιπο της ύπαρξης είναι μια ιδιαιτερότητα του καπιταλισμού29, όπου η επανενωμένη ζωή δεν παρουσιάζει πια μια τέτοια οριοθέτηση ή την απόλυτη ανάγκη παραγωγής ενός πλεονάσματος με τη μορφή αξίας.

Η καταστασιακή κριτική στον Μαρξ ισχυρίζεται ότι η οικονομία και ο “θεμελιωδώς ταυτολογικός χαρακτήρας της” έχουν υπαγάγει τον άνθρωπό στους νόμους της: “η αξία ανταλλαγής κατευθύνει τη χρήση”30. Ένα προϊόν δεν παράγεται για να ικανοποιήσει μια συγκεκριμένη ανάγκη αλλά μόνο για να αυξήσει το αρχικό κεφάλαιο μέσω της ανταλλαγής. Ο Μαρξ διακρίνει λοιπόν τη διαδικασία κυκλοφορίας Ε-Χ-Ε’ (Χ: χρήμα, Ε: εμπόρευμα), στην οποία η πώληση του εμπορεύματος Ε δίνει τη δυνατότητα στον παραγωγό να αποκτήσει μια ποσότητα χρήματος Χ με την οποία, στη συνέχεια, μπορεί να αποκτήσει ένα άλλο εμπόρευμα Ε’, και τη διαδικασία καπιταλιστικής κυκλοφορίας Χ-Ε-Χ’, στην οποία το εμπόρευμα δεν είναι παρά ένας ενδιάμεσος που χρησιμοποιήθηκε για να αυξηθεί το κεφάλαιο.

Ο Ντεμπόρ μιλά για ένα “κόσμο πραγματικά αντεστραμμένο”, για να περιγράψει αυτή τη θεαματική αντιστροφή που κάνει το χρήμα έναν αυτοσκοπό αντί για έναν απλό ενδιάμεσο της ανταλλαγής31.

Αλλά με ποιο τρόπο πετυχαίνει το κεφάλαιο να γίνεται αυτοαξιοποιούμενο σ’ αυτή τη διαδικασία; Στην πραγματικότητα, είναι η εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας μόνο που ενέχει τη δυνατότητα δημιουργίας αξίας. Η παραγωγική δραστηριότητα έχει γίνει καθαρή δαπάνη αδιαφοροποίητης ενέργειας, αφηρημένης εργασίας, που ο μοναδικός σκοπός της είναι η ποσοτική συνεισφορά στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Η πραγματική χρήση των προϊόντων που παράγονται αναιρείται και εξυπηρετούν μόνο ως υλικό υποστήριγμα για την αξία ανταλλαγής. Στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ δείχνει ότι αυτή η διαδικασία αφαίρεσης είναι στην καρδιά της οικονομίας (η αξία είναι η αόρατη ουσία του εμπορεύματος, δεν τη διακρίνουμε αν και πρυτανεύει σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις) και αυτή δεν είναι απλά μια αρνητική πτυχή που θα μπορούσε να αφαιρεθεί κρατώντας όλα τα υπόλοιπα.

Αυτή η ποσοτική αφαίρεση έχει τώρα επιβληθεί σε τέτοιο βαθμό που χρησιμοποιείται ως η καθολική κοινωνική διαμεσολάβηση που συνδέει τα άτομα μεταξύ τους, μέσω της εργασίας: “από δω και στο εξής, τα άτομα κυριαρχούνται από αφαιρέσεις, ενώ προηγουμένως εξαρτιόταν το ένα από το άλλο”32. Πραγματικά, στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, η χρήση κατήυθυνε πάντα την παραγωγή επειδή η δεύτερη δεν βασιζόταν αποκλειστικά στο εμπόριο. Κάθε εργασία είχε το δικό της ποιοτικό περιεχόμενο και η κοινωνική σύνδεση παραγόταν σε συνδυασμό με την υλική παραγωγή.

Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, η παραγωγική δραστηριότητα γίνεται η πώληση της εργατικής δύναμης, αποκλείοντας κάθε συγκεκριμένο περιεχόμενο33. Έχουμε πρόσβαση στο συγκεκριμένο μόνο μέσω της αξίας ανταλλαγής και της πιο φανερής μορφής της: του χρήματος. Ο κοινωνικός δεσμός εδραιώνεται στη συνέχεια από την ανταλλαγή, μέσω της αφαίρεσης της αγοράς ως ενός ασυνείδητου μηχανισμού. Το θέαμα είναι “η πιο ακραία ανάπτυξη αυτής της τάσης προς την αφαίρεση”, όπου κάποιος δεν επιδιώκει καν να αποκτήσει πράγματα αλλά εικόνες: είναι “υλοποιημένη ιδεολογία34.

Οι ίδιες επιθυμίες και υποκειμενικότητες έχουν ενδώσει στην πραγμοποίηση και πλαισιώνονται ιδεολογικά από το θέαμα. Για τον Ντεμπόρ, η αύξηση στην παραγωγικότητα εξαιτίας της τεχνολογικής προόδου θα μπορούσε να απαλλάξει τους ανθρώπους από ένα μεγάλο φόρτο της “βασικής εργασίας”, αναγκαίας για την αναπαραγωγή της κοινωνίας, ώστε να αφιερώσουν τη ζωή τους σε άλλες δραστηριότητες (θα επανέλθουμε σ’ αυτό το σημείο αργότερα). Αλλά το θέαμα δημιοιυργεί τεχνητά νέες ανάγκες για να διατηρεί την ψευδαίσθηση μιας αέναης αναζήτησης για επιβίωση με τη βοήθεια νέων προϊόντων που είναι υποτίθεται εντελώς απαραίτητα, και εξελίσσεται με τέτοιο τρόπο ώστε αυτά να γίνονται όντως τέτοια: είναι η “επαυξημένη επιβίωση35.

Το να κατέχει κανείς περισσότερα ή πιο εξεζητημένα αντικείμενα απ’ ό,τι σε προηγούμενες εποχές δεν σημαίνει ότι ζει καλλίτερα. Ο εργάτης έχει ένα αυτοκίνητο που ο πατέρας του δεν είχε. Αλλά ο χώρος δουλειάς του και η εκδρομή του Σαββατοκύριακου έχουν μετακινηθεί χιλιόμετρα. Χάνεται σε μποτιλιαρίσματα στην κίνηση που έχει “κερδίσει” στον εργασιακό του χρόνο και στην καταπόνηση των νεύρων του η οποία έχει μειωθεί σε φυσική προσπάθεια36. Αυτό που η βιομηχανία δίνει με το ένα χέρι, οι συνθήκες της ανάπτυξής της το έχουν πάρει ήδη με το άλλο. Επαινεί την ποιότητα των θεραπειών της αλλά ξεχνά να πεί ότι εμβολιάζει την ασθένεια. Δεν είναι μια σύμπτωση. Η λογική της παραγωγής για την αγορά υποθέτει ότι οι συνθήκες της δυσαρέσκειας διατηρούνται37. Χωρίς τη διαφήμιση ή το μάρκερινγκ για την τόνωση της κατανάλωσης, ολόκληρη η καπιταλιστική οικονομία ”μπλοκάρει”.

Θέαμα της οικονομίας ή θεαματική οικονομία;

Θυμηθείτε, όμως, ότι ο φετιχισμός δεν ανάγεται σε ένα φαινόμενο “μυστηριακής συνείδησης”, όπως καταλαβαίνουν οι ιδεαλιστές. Είναι η πολύ συγκεκριμένη υλική υπαγωγή της ανθρώπινης δραστηριότητας στη λογική της αξιοποίησης του κεφαλαίου. Δεν είναι ένα καθαρά αφηγηματικό ψέμα, που θα μπορούσε κανείς να ξεπεράσει αντιπαραθέτοντας την Αλήθεια που αυτό προσπαθεί να καμουφλάρει: δομεί μονίμως τις κοινωνικές σχέσεις ως περιορισμός. Ο Ντεμπόρ παρατηρεί, λοιπόν, ότι προϋπόθεση και αναντικατάστατη συνθήκη για την υποταγή των εργατών στο κεφάλαιο είναι “η βίαιη απαλλοτρίωση του χρόνου τους38. Αποστερημένοι από τα μέσα επιβίωσής τους, δεν έχουν άλλη επιλογή από το προλεταριοποιηθούν και να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη στην τάξη των καπιταλιστών για να επιβιώσουν. Για παράδειγμα, στην Αγγλία, όπου γεννήθηκε ο βιομηχανικός καπιταλισμός, το κίνημα των “περιφράξεων” είχε σαν σκοπό την ιδιωτικοποίηση μεγάλου μέρους τη καλλιεργήσιμης γης προς όφελος μερικών ιδιοκτητών, θέτοντας ένα τέρμα στην κοινοτική γεωργία που είχε κυριαρχήσει μέχρι τότε. Η 4η ενότητα του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου είναι αφιερωμένη στην παρουσίαση αυτής της ιστορικής διαδικασίας, την απαλλοτρίωση των παραγωγών, κατά την οποία η ιδιοποίηση παραγωγικών τεχνικών από την αστική τάξη οδήγησε στην ενδυνάμωση του κεφαλαίου μέσα από την μηχανοποίηση και την επέκταση της νεκρής εργασίας (οι μηχανές).

Κείμενα όπως Η μιζέρια των φοιτητικών κύκλων39 ή Μιλιταντισμός, το ανώτερο στάδιο της αλλοτρίωσης40, αρνούνται οποιαδήποτε ανατρεπτική δυνατότητα στην πραγμοποιημένη ιδεολογία που πουλάνε οι αριστεριστές – στην προκειμένη περίπτωση φοιτητές και ακτιβιστές – που φιλοδοξούν να προκαταβάλουν το πραγματικό κίνημα41. Δεν είναι στην τελετουργικά τυποποιημένη μιλιτάντικη πρακτική τους που υπάρχει η δυνατότητα να πάμε πέρα από το υπάρχον, αλλά σε μια ποιοτική ρήξη στην πορεία της ταξικής πάλης με την οποία ολόκληρο το προλεταριάτο εισέρχεται σε μια δραστηριότητα κρίσης· τότε μόνο “το θέαμα κατακλύζεται από την αυτόνομη δραστηριότητα ενός προχωρημένου στρώματος που αρνείται τις αξίες του” (Le déclin et la chute de l’économie spectaculaire marchande, Η παρακμή και η πτώση της θεαματικής οικονομίας της αγοράς).

Αν το θέαμα είναι όντως μια “οικονομική ιδεολογία”, ο Ντεμπόρ προσθέτει ότι “τα γεγονότα της ιδεολογίας δεν είναι ποτέ απλές χίμαιρες”42 και ότι η σχέση εκμετάλλευσης συνιστά το πραγματικά νευραλγικό σημείο του, την υλική βάση του θεάματος από την οποία προκύπτουν οι άλλες μορφές αλλοτρίωσης: “ο διαχωρισμός ανάμεσα στην πραγματική δραστηριότητα της κοινωνίας και την αναπαράστασή της είναι μια συνέπεια διαχωρισμών μέσα στην ίδια την κοινωνία43. Είναι λοιπόν το προλεταριάτο, στον βαθμό που αντιμετωπίζει την ζωτική ανάγκη να δουλεύει για έναν μισθό, ώστε να εξασφαλίζει την επιβίωσή του, και που βρίσκεται στην καρδιά της παραγωγικής διαδικασίας από την οποία αναδύεται η αλλοτρίωση, το οποίο υφίσταται την κυριαρχία του θεάματος στην πλήρη της ένταση. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, το θέαμα είναι αναμφισβήτητα μια καθολική κοινωνική σχέση, αλλά η συγκεκριμένη εμπειρία της εκμετάλλευσης (η οποία μερικές φορές μπορεί να αφορά ακραίες πραγματικότητες, για παράδειγμα σε μετα-αποικιακές περιοχές όπως τα ορυχεία κολτάν44 στο Κονγκό ή οι κλωστοϋφαντουργίες στο Μπαγκλαντές) το ενισχύει ακόμα περισσότερο. Σε συνδυασμό με τα άμεσα συμφέροντά του μέσα στην κρίση, αυτή η κρίσιμη θέση εντός των σχέσεων παραγωγής, ως κινητήριας δύναμη της καπιταλιστικής αντίφασης, παρέχει από μόνη της στο προλεταριάτο τη δυνατότητα να βάλει ένα τέρμα στο θέαμα συνολικά. Συνεπώς, όλη η δουλειά των καταστασιακών συνίστατο στην επαναεπιβεβαίωση της κεντρικότητας του προλεταριάτου στην επαναστατική διαδικασία. Μακράν του να ισχυρίζεται τον σχηματισμό μιας πρωτοπορείας, που θα προεικόνιζε από μόνη της την “πραγμάτωση της φιλοσοφίας”, ένα εσωτερικό κείμενο της ΚΔ υπενθύμιζε ότι “είναι τα [εργατικά] Συμβούλια που πρέπει να είναι καταστασιακά”.

Ο Ντεμπόρ παρατηρεί ότι το θέαμα είναι ολοκληρωτικό και ότι το σφιχτό του κράτημα πάνω στα άτομα έχει φτάσει σε ένα καινούριο επίπεδο, υπονομεύοντας την ελπίδα μιας προλεταριακής χειραφέτησης χάρις στην ταξική συνείδηση, όπως ήθελε ο Λούκατς. Αλλά “το έργο της επαναστατικής κριτικής δεν είναι βέβαια να οδηγήσει τον κόσμο να πιστεύει ότι η επανάσταση θα είναι αδύνατη45. Αντίθετα, η επέκταση του θεάματος σε καινούριους τομείς οδηγεί να σκεφτούμε καινούριες περιοχές διαφορετικές από την αυστηρά παραγωγική σφαίρα, στρώνοντας τον δρόμο για νέες επαναστατικές προοπτικές. Επιπρόσθετα, στην ιδέα της καθημερινής ζωής, οι καταστασιακοί επέμεναν ιδιαίτερα στην αναγκαιότητα του “ξεπεράσματος της τέχνης”, την οποία έβλεπαν ως μια μορφή αλλοτρίωσης όντας μια διαχωρισμένη και εξειδικευμένη δραστηριότητα. Είναι απαραίτητο να σπάσουμε τους διαχωρισμούς, να γενικεύσουμε τη δημιουργική δραστηριότητα, επιδιώκοντας την καταστροφή των αισθητικών κωδίκων, οι οποίοι είχαν ήδη δεχτεί την επίθεση από τις προηγούμενες καλλιτεχνικές πρωτοπορείες (τους σουρρεαλιστές, τους ντανταϊστές, τους λεττριστές): “δεν υπάρχουν καλλιτέχνες, γιατί είμαστε όλοι καλλιτέχνες. Το έργο τέχνης που έρχεται είναι η κατασκευή μιας συναρπαστικής ζωής46.

Όρια της καταστασιακής θεωρίας

Παρά το ενδιαφέρον που προκάλεσε ο Ντεμπόρ, σε μια εποχή που ο μαρξισμός-λενινισμός ήταν ακόμα ηγεμονικός στους διανοητικούς κύκλους, η Κοινωνία του Θεάματος δεν μπορούσε να προβλέψει την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου που θα ερχόταν την επόμενη δεκαετία, ώστε να παραγάγει μια θεωρία του καπιταλισμού επαρκή για τον 21ο αιώνα.

Η 172η Θέση της Κοινωνίας του Θεάματος, αναφέρει την “εξατομίκευση των εργατών που οι συνθήκες παραγωγής στις πόλεις έχουν συγκεντρώσει σε επικίνδυνο βαθμό”, αλλά δεν καταφέρνει (και μπορούσε άραγε να το κάνει;) να αντλήσει συμπεράσματα σχετικά με την αναγκαιότητα να θέσει υπό διερώτηση το συμβουλιακό προγραμματικό παράδειγμα, που ο Ντεμπόρ δεν αμφισβήτησε ποτέ. Έχουμε δώσει ένα περίγραμμα των συνεπειών της αναδιάρθρωσης της δεκαετίας του 1970 αλλού (σ’ αυτό το άρθρο).

Ως εκ τούτου, η ΚΔ διακηρύσσει ότι ο ερχομός του κομμουνισμού θα σημαίνει το τέλος κάθε θεαματικής διαμεσολάβησης, την κατάργηση κάθε πολιτικής αντιπροσώπευσης επειδή “εκεί που υπάρχει επικοινωνία, δεν υπάρχει κράτος”, αλλά ισχυρίζεται, παραδοξολογικά, ότι τα εργατικά συμβούλια υποτίθεται ότι θα “συγκεντρώσουν στα χέρια τους όλες τις αποφασιστικές και εκτελεστικές λειτουργίες”. Στην πραγματικότητα, η θετική επιβεβαίωση του προλεταριάτου ως μιας τάξης στην πολιτική σφαίρα συνιστά ήδη έναν εγγενή διαχωρισμό47.

Ως ολέθρια παγίδα της θεωρητικής εστίασης στις αφαιρέσεις, ο Λούκατς επέδειξε μια κάποια νοσταλγία για τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, αποδοκιμάζοντας μερικές πτυχές του πρωτόγονου σοσιαλισμού· υποστήριξε έτσι μια επιστροφή στην “αυθεντικότητα” της αξίας χρήσης, που, κατά τον ίδιο, επιβίωνε ακόμα στη διάρκεια του Μεσαίωνα “πλήρης νοήματος”, επειδή ο ίδιος προτιμούσε την “οργανική ενότητα” σε αντίθεση με την σύγχρονη “υπολογιστικότητα”. Από την πλευρά του, ο Ντεμπόρ επικαλείται την “αστική παρακμή” στην Αναφορά για την κατασκευή καταστάσεων. Αυτή η αντιδραστική ρητορική είχε ήδη στηλιτευθεί δημόσια από τον Μαρξ και τον Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Αν οι κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στον δουλοπάροικο και τον αφέντη ήταν πιο άμεσες και προφανείς στη φεουδαρχία, δεν ήταν, παρ’ όλα αυτά, λιγότερο ακραία βίαιες. Ένα βήμα πίσω δεν είναι ούτε επιθυμητό ούτε καν ιστορικά δυνατό.

Την ίδια στιγμή, οι καταστασιακές θέσεις διατηρούν μια ντετερμινιστική έννοια της Ιστορίας που δικαιολογεί τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής ως αναγκαίους για την εδραίωση του κομμουνισμού. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, με μια έμφαση στην πλήρη αυτοματοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο στη δυνατότητα μιας “κοινωνίας σχόλης” στην οποία ο ελεύθερος χρόνος θα έχει βελτιστοποιηθεί (στο “Η αξία χρήσης της ζωής”, ΚΔ 1960).

  • Πρώτα απ’ όλα, αυτή η θέση, ότι οι συνθήκες του κομμουνισμού δημιουργούνται από την ανάπτυξη της αστικής τεχνολογίας, αγνοεί την εγγενώς καπιταλιστική φύση της τελευταίας, κάτι που την καθιστά μη-ανακτήσιμη48. Ολόκληρη η παραγωγική διαδικασία καθορίζεται από την λογική της αξιοποίησης, από τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται μέχρι το ποιοτικό περιεχόμενο των προϊόντων. Ακόμα και ένα “σοσιαλιστικό” εργοστάσιο, παραμένει ένα εργοστάσιο.

  • Επιπλέον, μια τέτοια αντίθεση, ανάμεσα στην εργασία και τον ελεύθερο χρόνο, τίθεται κοινωνικά και δεν θα είχε πλέον θέση σε μια κομμουνιστική κοινωνία. Ο αναρχικός Fredy Perlman αποτυπώνει το πρόβλημα με μια μεταφορά από τον κόσμο των ζώων: μια αρκούδα διασχίζει τον δρόμο της στο δάσος, ξύνεται σε δέντρα, σκοτώνει έντομα και πέφτει σε ένα ρέμα με ψάρια. Η αρκούδα είναι πεινασμένη και αποφασίζει ότι είναι ώρα να πιάσει κάνα ψάρι. Βουτά και, μετά από μερικές προσπάθειες, πιάνει ένα. Τρώει το γεύμα της όταν ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει. Σε ποιο στιγμή μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη μια ή την άλλη δραστηριότητα της αρκούδας εργασία; Είναι το πιάσιμο ενός ψαριού διασκέδαση; Ή είναι δουλειά49; Στον κομμουνισμό, η παραγωγή και η κατανάλωση είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένες σε μια δραστηριότητα που καθιστά οποιαδήποτε ευθυγράμμιση με λογιστικές ή προτυποποιημένες αναφορές άχρηστη, μιας και αντιστοιχεί ακριβώς σε συγκεκριμένες ανάγκες.

Η απομυθοποίηση του Σταλινισμού προκάλεσε ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον στον ετερόδοξο μαρξισμό στη δεκαετία του 1960 και οι καταστασιακές θεωρίες είναι το προϊόν του αναβρασμού των κοινωνικών αγώνων της περιόδου αυτής. Αν και μπόρεσαν να φωτίσουν ανεξερεύνητες μέχρι τότε περιοχές κοινωνικής κριτικής, παρέμειναν παγιδευμένες στην εποχή τους και βρίσκονται στην τομή δύο κύκλων αγώνων, διατρεχόμενες από πολλαπλές αντιφάσεις που δεν μπόρεσαν ποτέ να επιλύσουν. Η τελική παρακμή του προγραμματισμού θα καταλήξει στην αναγνώριση του απαρχαίωσής τους και οι θεωρητικές συνεισφορές τους θα συνεχιστούν, θα συζητηθούν, θα υποστούν κριτική και, αργότερα, θα ξεπεραστούν.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://agitationautonome.com/2019/11/11/apres-debord-le-spectacle-a-la-derive. Υλικό σχετικά με την Καταστασιακή Διεθνή, που περιέχει και μερικά ακόμα μεταφρασμένα κριτικά άρθρα, μπορείτε να βρείτε στο blog https://circle-situ.espivblogs.net, ενός κύκλου αυτομόρφωσης στην Κοινωνία του Θεάματος.

2 Αυτή η μικρή ομάδα Ευρωπαίων καλλιτεχνών και διανοουμένων σχηματίστηκε γύρω από τον Ντεμπόρ το 1957 και εξέδιδε την ομώνυμη επιθεώρηση στο Παρίσι μέχρι το 1969 πριν αυτοδιαλυθεί το 1972. Χρησιμοποιούμε την σύντμηση IS [στμ. Τα αρχικά της Internationale Situationniste, στα ελληνικά αντίστοιχα χρησιμοποιούμε τη σύντμηση ΚΔ] στη συνέχεια του άρθρου.

3 Στμ. Στα ελληνικά: Το αληθινό σχίσμα στην Διεθνή – Δημόσια εγκύκλιος της Internationale Situationniste, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 2010.

4 Προειδοποίηση στην τρίτη γαλλική έκδοση της Κοινωνίας του Θεάματος.

5 Στμ. Tiqqun: Tiqqun: γαλλικό φιλοσοφικό περιοδικό που ιδρύθηκε το 1999 με σκοπό την “επαναδημιουργία των συνθηκών μιας άλλης κοινότητας”. Δημιούργημα διαφόρων συγγραφέων πριν διαλυθεί στη Βενετία το 2001 στον απόηχο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Το περιοδικό έγινε αντικείμενο του ενδιαφέροντος των ΜΜΕ μετά την σύλληψη του Julien Coupat, ενός από τους ιδρυτές του.

6 Στμ. Bernard-Henri Lévy, πολύ γνωστός Γάλλος διανούμενος, ένας από τους ηγέτες του κινήματος των “Νέων Φιλοσόφων” το 1976. Οι απόψεις του, η πολιτική του δράση και οι δημοσιεύσεις του έχουν γίνει αντικείμενο αρκετών αντιπαραθέσεων όλα αυτά τα χρόνια.

8 Στμ. Grazia France: γαλλική έκδοση (από το 2009) του ομώνυμου γυναικείου περιοδικού που εκδόθηκε αρχικά στην Ιταλία το 1938. Στη Γαλλία είναι αρκετά δημοφιλές χάρις σε έναν συνδυασμό νέων των διασήμων, μόδας, ομορφιάς και κουλτούρας.

9 Στμ. Cyril Hanouna: Γάλλος τηλεοπτικός και ραδιοφωνικός οικοδεσπότης και παραγωγός καθώς και, σε μικρότερο βαθμό, χρονικογράφος, ηθοποιός, τραγουδιστής, σεναριογράφος και κωμικός που έχει δεχτεί έντονη κριτική για ομοφοβικές συμπεριφορές.

11 Πρώτη Θέση της Κοινωνίας του Θεάματος.

12 Στμ. Nabilla: (πλήρες όνομα Nabilla Benattia-Vergara), διάσημη Γαλλοελβετίδα, μοντέλο και μορφή των ΜΜΕ

13 Διαφορά μεταξύ των τιμών των παραγόμενων προϊόντων και της αξίας των μισθών, που επωφελεί τους καπιταλιστές.

14 Τέταρτη θέση της Κοινωνίας του Θεάματος.

15 Στμ. Στα ελληνικά: Anselm Jappe, Γκυ Ντεμπόρ, Ελεύθερος Τύπος, 1998.

16 Μια έννοια που εισήγαγε ο Ντεμπόρ για να χαρακτηρίσει τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στον γραφειοκρατικό Σοβιετικό καπιταλισμό (συγκεντροποιημένο θεαματικό) και τις φιλελεύθερες αστικές δημοκρατίες, συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών (διάχυτο θεαματικό). Πρόκειται για την ίδια κοινωνική θεαματική ουσία που κυβερνά αυτά τα δύο φαινομενικά ανταγωνιστικά καθεστώτα συσσώρευσης, αλλά σύμφωνα με διαφορετικές πολιτικές τροπικότητες [στμ. Οι έννοιες αυτές παρουσιάζονται στα περίφημα Σχόλια πάνω στην Κοινωνία του Θεάματος, του Γκυ Ντεμπόρ, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 1998].

17 Στμ. Εδώ ανακύπτει το ερώτημα: αυτή η απόκρυψη της ταξικής πάλης, δεν παράγεται από την ίδια τη μετατροπή της εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα, τον φετιχισμό του εμπορεύματος και τη λειτουργία της ιδεολογία, του έθνους, διαφόρων θεσμών κλπ.; Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά του θεάματος;

18 Temps Libre, Thèses sur la société marchande (Θέσεις για την εμπορευματική κοινωνία).

19 122η Θέση της Κοινωνίας του Θεάματος.

20 Αυτό το περιοδικό, που εκδιδόταν από το 1963 μέχρι το 1969, αντιτίθεται στους νέους προσανατολισμούς του Καστοριάδη, ο οποίος έρχεται σε ρήξη με τον Μαρξ, αντιτίθεται στην έννοια της “καταστροφής του κεφαλαίου” και υποστηρίζει “τον εργατικό και δημοκρατικό έλεγχο” της οικονομίας.

21 Παρατίθεται από τον Giorgio Agamben στο Le Cinéma de Guy Debord (Το Σινεμά του Γκυ Ντεμπόρ).

22 Πρώτο Τεύχος της επιθεώρησης Καταστασιακή Διεθνής, Ορισμοί.

23 Παραπέμπουμε στο σχετικά άρθρο μας για περισσότερες λεπτομέρειες, ιδιαίτερα όσον αφορά την έννοια της αξίας. Θα υπενθυμίσουμε απλά εδώ ότι μπορεί να οριστεί ως ο μέσος κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας απαραίτητος για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος [στμ. Πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ ότι από μόνος του ο προσδιορισμός κοινωνικά κάνει όλη τη διαφορά και αποκλείει οποιονδήποτε “επιστημονικά αντικειμενικό” τεχνοκρατικό ορισμό της αξίας].

24 Στμ. Στο πρωτότυπο: supra-sensible.

25 Κάρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844.

26 Στμ. Στο πρωτότυπο: attitude contemplative.

27 Στην λαϊκή κουλτούρα, το φιλμ του Τσάρλι Τσάπλιν Μοντέρνοι Καιροί είναι σίγουρα το πιο “χτυπητό” παράδειγμα.

28 Από ένα γράμμα στον Marc Dachy, γραμμένο τη χρονιά του θανάτου του Ντεμπόρ, το 1994.

29 Στμ. Βέβαια εδώ θα πρέπει να πούμε ότι η υπαγωγή του συνόλου της κοινωνικής ζωής τελικά στο κεφάλαιο (ως φετιχισμός και πραγμοποίηση) είναι τελικά ο τρόπος που το κεφάλαιο προσπαθεί να ενοποιήσει τη ζωή μέσα από τον ριζικό διαχωρισμό – όπως ακριβώς ο Ντεμπόρ διατύπωσε αρχικά.

30 Εδώ ο Ντεμπόρ υιοθετεί τις θέσεις του Αντόρνο, κύριου θεωρητικού της Σχολής της Φρανκφούρτης και πολύ δημοφιλούς την περίοδο εκείνη στους κύκλους του ετερόδοξου μαρξισμού, αν και ποτέ δεν αναφέρεται σ’ αυτόν ρητά. Ο Pierre-André Taguieff αποδίδει την αποτυχία της υποψηφιότητάς του για την ΚΔ στις παραπομπές που χρησιμοποίησε στον Αντόρνο και τον Günther Anders, καταγγέλοντας έναν σχεδόν ανταγωνιστικό “σεχταρισμό”.

31 Δεν ισχυριζόμαστε εδώ ότι υπάρχει κάποια “ουδέτερη” μορφή χρήματος, που θα αποτελούσε απλά βολικό εργαλείο και για την οποία το ζήτημα θα ήταν μόνο να την βρούμε.

32 Καρλ Μαρξ, Grundrisse.

33 Στμ. Στο πρωτότυπο: hors de tout contenu concret.

34 Τίτλος του ένατου, και τελευταίου, κεφαλαίου της Κοινωνίας του Θεάματος.

35 40Η Θέση της Κοινωνίας του Θεάματος.

36 Στμ. Στο πρωτότυπο: et en fatigue nerveuse ce qui a diminué en effort physique.

37 Un monde sans argent, le communisme (Ένας κόσμος χωρίς χρήμα, ο κομμουνισμός).

38 159η Θέση της Κοινωνίας του Θεάματος.

39 Στμ. Στα ελληνικά: Πεζοδρόμιο Ι: Η μιζέρια των φοιτητικών κύκλων, εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1990.

40 Στμ. Έκδοση της Οργάνωσης Νέων Επαναστατών Εργατών το 1972 (https://infokiosques.net/IMG/pdf/militantisme.pdf). Μια μετάφραση στα ελληνικά εδώ μπορεί να βρεθεί εδώ: https://athens.indymedia.org/post/1563816.

41 Το πραγματικό κίνημα/κίνηση αναφέρεται στον κομμουνισμό, σύμφωνα με τη διατύπωση του Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία: “ο κομμουνισμός είναι η πραγματική κίνηση/κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων”. Συνεπώς, δεν είναι ούτε ένα κανονιστικό ιδεώδες ούτε ένα μοντέλο κοινωνίας που πρέπει να υλοποιηθεί, αλλά μια ιστορική διαδικασία της ταξικής πάλης, με την οποία το προλεταριάτο κατατείνει να καταργήσει την εκμετάλλευση που υφίσταται. Σχετικά με αυτό το θέμα διαβάστε το άρθρο μας: Ταράξτε τα πάντα ώστε να μην κουνηθεί τίποτα: μια κριτική του μιλιταντισμού.

42 212η Θέση της Κοινωνίας του Θεάματος.

43 Anselm Jappe, Guy Debord.

44 Στμ. Κολτάν: το όνομα με το οποία συνήθως αναφέρεται ο συνδυασμός των ορυκτών κολουμβίτη (τώρα γνωστό ως νιόβιο) και τανταλίτη, που εξορύσσεται κυρίως για την απόσπαση του τανταλίτη. Το κολτάν είναι ένα μετάλλευμα στρατηγικής σημασίας, ίσης εμπορικής αξίας με τον χρυσό, αφού χρησιμοποιείται κυρίως στην κινητή τηλεφωνία, τους φορητούς υπολογιστές και άλλες ηλεκτρινικές συσκευές για την βελτίωση της διάρκειας των μπαταριών. Το Κονγκό αποτελεί μια από τις βασικές χώρες εξόρυξής του.

45 Από μια επιστολή προς τον Jean-François Martos (1987).

46 Ραούλ Βανεγκέμ, Traité de savoir-vivre à l’usage des jeunes générations (στμ. Στα ελληνικά: Η επανάσταση της καθημερινής ζωής – πραγματεία σαβουάρ-βιβρ προορισμένη για τις νέες γενιές, εκδόσεις Άκμων, 2002.

47 Στμ. Ουσιαστικά θα λέγαμε ότι η Καταστασιακή Διεθνής δεν ξεπερνά ποτέ το όριο της θετικότητας του προλεταριάτου ούτε τον ορίζοντα της χειραφέτησής του ως αυτεπιβεβαίωσής του ως τάξης, και άρα να φτάσει στην αντίληψη της αυτοκατάργησής του.

48 Στμ. Στο πρωτότυπο: irrécupérable. Δηλαδή μη χρησιμοποιήσιμη, μη αφομοιώσιμη στον κομμουνισμό. Δείτε σχετικά και το κείμενο του Carbure για την “τεχνολογική μετάβαση”: “Πράσινο είναι το χρώμα του δολλαρίου. Σχετικά με την Γκρέτα και την τεχνολογική μετάβαση”, https://inmediasres.espivblogs.net/vert_capital.

49 Μετάφραση του κειμένου https://ediciones-ineditas.com/ultra-left-faq (στμ. Συχνές ερωτήσεις για την Υπερ-αριστερά, Ediciones-Ineditas, υπό μετάφραση).

Πράσινο είναι το χρώμα του δολλαρίου. Σχετικά με την Γκρέτα και την τεχνολογική μετάβαση

Από το blog Carbure1

το κείμενο σε pdf

Θα σώσει ο καπιταλισμός τον κόσμο;

Εδώ και τριάντα χρόνια, είμαστε μάρτυρες από τη μια πλευρά μιας αύξησης του πολιτικού και μηντιακού λόγου και αναλύσεων για τον επείγοντα χαρακτήρα των ζητημάτων της παγκόσμιας υπερθέρμανσης και της καταστροφής του φυσικού περοβάλλοντος και, από την άλλη, της αποτυχίας όλων των δράσεων που στόχευαν στην επιβολή περιορισμών στην οικονομική δραστηριότητα ώστε να περιοριστεί η ζημιά που προκαλείται. Ενώ όλοι συμφωνούν ότι πρέπει να γίνει κάτι, τίποτα σημαντικό δεν γίνεται, εκτός από τις ασταμάτητες εκστρατείες “ενδυνάμωσης” των ατόμων στις αναπτυγμένες χώρες, την αφαίρεση των πλαστικών ποτηριών από τις επιχειρήσεις και των πλαστικών τσαντών από τα ταμεία των σουπερμάρκετ, το επί πληρωμή παρκάρισμα στην πόλη και την φορολόγηση των καυσίμων. Όλα αυτά τα μέτρα υποτείνουν ότι το βάρος των διενεργούμενων δράσεων βασίζεται ποινικά μόνο στα μεμονωμένα άτομα. Επιπλέον, εμφανίζονται σαν εμπαιγμός μπροστά στην κλίμακα του προβλήματος, όταν δεν στοχεύουν απλά στο να γεμίσουν τα θησαυροφυλάκια του κράτους ή να παχύνουν τους καπιταλιστές κεντρίζοντας την οικονομική δραστηριότητα (ανανέωση του στόλου των αυτοκινήτων, τομέας ανακύκλωσης σκουπιδιών, περιβαλλοντικά πρότυπα για τα κτίρια κλπ.).

Όμως, τίποτα δεν φαίνεται να ενδιαφέρει περισσότερο την κοινή γνώμη από αυτά τα ερωτήματα: μπορεί ίσως να διακωμωδούμε την εξαφάνιση των ουραγκοτάγκων αλλά μια σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη θα επηρέαζε εξ ορισμού τους πάντες, και οι συνέπειες αρχίζουν να γίνονται αισθητές. Γιατί, λοιπόν, σ’ έναν κόσμο που οι οικονομικές κρίσεις είναι παγκόσμιες – σαν τους πολέμους, και η διαχείρισή τους παγκόσμια, σε έναν κόσμο με θεσμούς όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα ή ο ΟΗΕ δεν καταφέρνουμε να συμφωνήσουμε σε παγκόσμιο επίπεδο, μιας και είναι ξεκάθαρο ότι απειλούμαστε όλοι και η συναίνεση μοιάζει γενική;

Η απάντηση που δίνεται σ’ αυτά τα ερωτήματα είναι συνήθως η εξής: υπάρχουν πολύ ισχυρά οικονομικά συμφέροντα που αντιτίθενται στη γενική θέληση και που φέρνουν τους πολίτες και το κράτος στη θέση να μην μπορούν να κάνουν τίποτα. Αυτός ο τρόπος σκέψης βασίζεται στην πίστη στην αντίθεση ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία και στην ιδέα ότι αυτό που ανήκει στην κοινωνία και αυτό που ανήκει στην οικονομία θα έπρεπε να είναι σημείο ανταγωνισμού, ανταγωνισμού που αυτή τη στιγμή είναι προς όφελος των οικονομικών εξουσιών, οι οποίες πρέπει να μπουν στη σωστή τους θέση, με άλλα λόγια να υπαχθούν στην κοινωνία, ενσαρκωμένης στο Κράτος. Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι ένας πολιτικός αγώνας να μετασχηματιστούν τα κράτη, που αυτή τη στιγμή πάσχουν από τη γάγγραινα της οικονομικής εξουσίας, ώστε τελικά να ταιριάξουν στην αληθινά δημοκρατική τους φύση που θα αντιπροσώπευε αποτελεσματικά το γενικό συμφέρον.

Αυτή η αντίληψη πραγμάτων, που είναι το αφήγημα πάνω στο οποίο βασίζεται η τρέχουσα πολιτική πάλη σχετικά με το ζήτημα του κλίματος, είναι προφανώς ψευδής, γιατί κατασκευάζεται ιδεολογικά πάνω στην υπόθεση ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι για να λύνουν τα προβλήματα που θέτει ο καπιταλισμός. Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη, το κράτος δεν αναλύεται ώς ένας συγκεκριμένος καπιταλιστικός παράγοντας, τα συμφέροντα του οποίου ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με αυτά των μικρών ή μεγάλων επιχειρήσεων που υπάρχουν στο έδαφός του ή των οποίων τα κεφάλαια διέρχονται από τα εδάφη τους. Και δημοκρατία δεν είναι το σύστημα στο οποίο η υποτιθέμενη ισότητα μεταξύ των ατόμων υπάρχει για να εγγυάται την ελευθερία της επιχειρηματικότητας και να παρέχει ένα επαρκές πλαίσιο για τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Και η δικαιοσύνη δεν χρησιμοποιείται για την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας αλλά για να φέρει αρμονία και ειρήνη μεταξύ των πολιτών. Η ίδια η κοινωνία δεν θεωρείται στην υποδούλωσή της στον καπιταλισμό, ούτε οι κοινωνικές σχέσεις από την οικονομική τους σκοπιά. Εδώ, στον μαγικό κόσμο της ιδεολογίας, οι καθηγητές δεν παράγουν μια εργατική δύναμη σύμφωνα με τα συγκεκριμένα πρότυπα τη στιγμή της καπιταλιστικής παραγωγής, μεταδίδουν γνώσεις. Εδώ, όταν το κράτος επενδύει σε υποδομές, δεν στοχεύει στην εξομάλυνση της ροής του κεφαλαίου αλλά στον εκσυγχρονισμό της χώρας. Ακόμα κι αυτοί που κοροϊδεύουν τα μεγάλα αφηγήματα, που εξυπηρετούν στη δικαιολόγηση της αποικιοκρατίας και της “εκπολιτιστικής της αποστολής”, καταπίνουν σήμερα λόγους για πράσινη ανάπτυξη ή βιώσιμη ανάπτυξη, ανοησίες που δεν έχουν άλλο νόημα από το να συνοδεύουν την καταστροφή εξομαλύνοντάς την.

Πρέπει να ειπωθεί καθαρά: η τάξη των καπιταλιστών, που προσδιορίζεται από τους άμεσους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου, αυτοί που είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση του κεφαλαίου ή τα κράτη και οι κυβερνήσεις τους δεν μπορούν και δεν θα αναλάβουν την ευθύνη του μέλλοντος της ανθρωπότητας, δεν μπορούν να κάνουν το άθροισμα των ατομικών συμφερόντων ένα μεγάλο συλλογικό συμφέρον, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις ή οι ιδέες των ατόμων που την συγκροτούν. Το ίδιο το γεγονός να μιλά κανείς για πράσινο καπιταλισμό ή ένα Πράσινο New Deal είναι ευθύς εξ αρχής μια ιδεολογική αντιστροφή: σημαίνει να προσποιείται κανείς ότι ο καπιταλισμός θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε θετική επίδραση στο φυσικό περοβάλλον όταν το πραγματικό ζήτημα είναι να αποφύγουμε μια πλανητική καταστροφή, και είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που δεν προκειται να συμβεί τίποτα.

Σε πιο θεμελιακό επίπεδο, όσον αφορά τη δραστηριότητα της καπιταλιστικής τάξης, θα πρέπει να διακρίνουμε δύο έννοιες, αυτήν της αιτιότητας, από τη μια, και αυτήν της ευθύνης, από την άλλη. Υπάρχει, στην πραγματικότητα, μια αιτιακή σχέση ανάμεσα στην καπιταλιστική συσσώρευση, που είναι η δραστηριότητα αυτής της τάξης, και την διατάραξη του κλίματος. Μπορούμε συνεπώς να θεωρήσουμε ότι η αστική τάξη είναι η αιτία της διατάραξης και πρέπει προφανώς να επιμείνουμε σ’ αυτό. Όμως, εκεί που υπάρχει ένα κενό που δεν μπορούμε να υπερβούμε και το οποίο, παρ’ όλα αυτά, αποτελεί ζήτημα και συνθήκη για την ίδια τη δυνατότητα ύπαρξης οικολογικών πολιτικών, πρέπει να κάνουμε αυτή την αιτιότητα μια ευθύνη, είτε με την ηθική είτε με την νομική έννοια.

Είναι μια ιδεολογική πάλη, επειδή η μπουρζουαζία θα προσπαθήσει να κρυφτεί πίσω από μια αφηρημένη αιτιότητα, αυτήν της οικονομίας, με την φετιχοποιημένη έννοια του όρου. Οι συγκεκριμένες ενέργειες των πρωταγωνιστών υπάρχουν τότε μόνο σ’ αυτό το οικονομικό πλαίσιο, που υποτίθεται ότι αποτελεί την απόλυτη συνθήκη τους. Οι οικονομικοί νόμοι, η αγορά και ο ανταγωνισμός γίνονται φυσικές και αντικειμενικές δυνάμεις των οποίων η λειτουργία είναι να “βγάζουν λάδι” την καπιταλιστική δραστηριότητα συνολικά, συμπεριλαμβανομένης και της αιτίας. Το “αυτόματον υποκείμενο” έρχεται να διασώσει τα ίδια τα πραγματικά υποκείμενα-καπιταλιστές. Από την άλλη πλευρά του ιδεολογικού πρίσματος, το ζήτημα της υποτιθέμενης ευθύνης των καπιταλιστών γίνεται ένα ζήτημα που έχει συνέπειες όχι μόνο ιδεολογικές αλλά και νομικές, όπως στην περίπτωση της αρχής “ο ρυπαίνων πληρώνει”.

Αντιμέτωποι μ’ αυτά τα ζητήματα, είναι σημαντικό να επιβεβαιώνουμε την απουσία ευθύνης της αστικής τάξης γιατί το να της αποδώσουμε ευθύνες θα σήμαινε να της απαγγείλουμε νομικές κατηγορίες από τις οποίες θα μπορούσε να απαλλαχθεί με την επιβολή κάποιων καλών πρακτικών που θα σκεφτόταν ή θα ήθελε να εφαρμόσει. Η τάξη των καπιταλιστών είναι αιτία της διατάραξης του κλίματος από την ίδια τη δραστηριότητά της και είναι απόλυτα ανεύθυνη γι’ αυτό γιατί η δική της δραστηριότητα είναι, και δεν μπορεί παρά να είναι, η συσσώρευση. Είναι, λοιπόν, σημαντικό, τόσο από πολιτική όσο και από μεθοδολογική σκοπιά, να μείνουμε μακριά από οποιανδήποτε κριτική στοχεύει στην καταγγελλία της “ανευθυνότητας” των καπιταλιστών και να τονίζουμε τη λογική και συνεπή φύση της δραστηριότητάς τους. Μια μη-ιδεολογική κριτική, χωρίς ηθικές, νομικές ή νομοθετικές στοχεύσεις πρέπει, αντίθετα, να εστιάσει στο να αναδείξει το νόημα και τη δυναμική της καπιταλιστικής δραστηριότητας, πέρα από την φετιχοποίησή της υπό τον όρο οικονομία, ως συγκεκριμένης και προσδιορισμένης δραστηριότητας μιας τάξης.

Το πραγματικό πρόβλημα για τους καπιταλιστές δεν είναι τόσο η επιβίωση της ανθρωπότητας ή οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου όσο η σπανιότητα των αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων, ιδιαίτερα το στέρεμα των πιο προσβάσιμων πετρελαϊκών ζωνών. Στα επόμενα τριάντα χρόνια θα πρέπει να συμβούν μείζονες αλλαγές στην παραγωγή και κατανάλωση των ορυκτών καυσίμων ή, τουλάχιστον, να έχουν ξεκινήσει. Η γνώση για το ποιο θα είναι το ακριβές περιεχόμενο αυτών των μετασχηματισμών, ποια θα είναι η σημασία της εγκατάλειψης των ορυκτών καυσίμων (ας μην ξεχνάμε τον πόρο που αντιπροσωπεύει το σχιστολιθικό αέριο2, το οποίο αποτελεί αντικείμενο μαζικής εκμετάλλευσης για λιγότερο από είκοσι χρόνια), ποια θέση θα έχουν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (οι οποίες επίσης καταλώνουν ορυκτούς πόρους, σπάνιες γαίες κλπ.) δεν είναι προσδιορίσιμη σήμερα, ούτε καν από τους ίδιους τους βιομήχανους. Το σίγουρο είναι ότι αυτά δεν θα εξαρτηθούν από την “κατάσταση του πλανήτη” και άλλες παραμέτρους, αλλά, ως συνήθως, από τον ανταγωνισμό, τις ευκαιρίες των αγορών, την κεφαλαιοποίηση που μπορεί να επιτευχθεί κλπ. Μπορούμε επίσης να πούμε, ώστε να βάλουμε στην οπτική μας και το ζήτημα της μεσοπρόθεσμης εγκατάλειψης των ορυκτών καυσίμων, ότι δεν τίθεται στα σοβαρά ζήτημα να μπει ένα τέρμα στην εναέρια και θαλάσσια κυκλοφορία και, άρα, να δολοφονηθεί το παγκόσμιο εμπόριο.

Οι πρωταγωνιστές σ’ αυτή την “μετατροπή” είναι πιο πιθανό ότι θα είναι οι ίδιες οι κύριες πετρελαϊκές εταιρείες, που δεν θα καθίσουν αδρανείς να βλέπουν τα έσοδά τους να λιγοστεύουν μέχρι να αντληθεί η τελευταία σταγόνα πετρελαίου: η βραχυπρόθεσμη λογική των καπιταλιστών δεν είναι τόσο βραχυπρόθεσμη ώστε να είναι τυφλή, ο ανταγωνισμός είναι εκεί για να τους ωθεί να σκεφτούν το μέλλον – με τον δικό τους τρόπο. Προς το παρόν, αυτοί οι μεγάλοι παίχτες συνεχίζουν να βγάζουν τεράστια κέρδη και να επενδύουν σε άλλα πρότζεκτ μόνο περιθωριακά. Όμως, εταιρείες όπως η Total αρχίζουν να σκέφτονται την έξοδό τους από την αποκλειστική εξάρτηση από το πετρέλαιο, χωρίς να εγκαταλείπουν τη εξόρύξη ορυκτών καυσίμων: το αέριο παραμένει μια εναλλακτική, στην οποία θα μπορούσαν να προστεθούν οι άλλες μορφές της λεγόμενης “καθαρής” ενέργειας, μορφές ανάμεσα στις οποίες, ας μην ξεχνάμε, είναι απαραίτητο να συνυπολογίζεται και η πυρηνική. Όπως και να χει, αυτή η “μετατροπή” θα επιβαρύνει πρώτα απ’ όλα τους φτωχότερους: “κλιματικές εξεγέρσεις” είναι πολύ πιθανόν να είναι εξεγέρσεις που θα συνδέονται με το κόστος της ενέργειας ή την αρπαγή της γης των αγροτών για παραγωγή ενέργειας “καθαρής” ή εναλλακτικής (βιοκαύσιμα, σχιστολιθικό αέριο, φάρμες ανεμογεννητριών ή φωτοβολταϊκών κλπ.) που θα φέρνουν στην επιφάνεια αυστηρά μιλώντας το “οικολογικό” ζήτημα, κάτι που μπορούμε ήδη να δούμε.

‘Ενα πράγμα είναι σίγουρο: αυτή η μετατροπή θα είναι το έργο των ίδιων των καπιταλιστών και δεν έρθει σε καμμιά ρήξη με τις παραγωγιστικές λογικές, απλά και μόνο επειδή αυτό το σημείο καμπής μπορεί να χρηματοδοτηθεί και να εφαρμοστεί από αυτούς που έχουν ήδη τα οικονομικά και βιομηχανικά μέσα. Ότι οι παλιοί μεγάλοι παίχτες της πετρελαιοβιομηχανίας είναι στην καλλίτερη θέση για να κάνουν ομαλή αυτή τη μετάβασηη οποία θα ήταν ακριβέστερο να την ονομάσουμε “τεχνολογική” μάλλον παρά “οικολογική” – παραμένει η πιο προφανής λύση, αλλά δεν αποκλείεται οι GAFAΜ3 να συμμετέχουν σ’ αυτό το “κίνημα” χρηματοδοτώντας την έρευνα, αν κι αυτό το κάνουν ήδη και οι κύριοι πρωταγωνιστές. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε μόνο καπιταλιστές ως πρωταγωνιστές και κανένα “εναλλακτικό” σχέδιο δεν θα μπορέσει να συνεχιστεί αν δεν είναι κερδοφόρο. Το αν οι καπιταλιστές που τα πάνε καλά είναι αυτοί της Silicon Valley ή οι πλοιοκτήτες δεξαμενοπλοίων από το Τέξας δεν αλλάζει πολλά: είναι, σε κάθε περίπτωση, businees as usual. Ακόμα και η άμεση ή έμμεση χρηματοδότηση των πρότζεκτ από το Κράτος, με το Κεϋνσιανό στυλ, υπόκειται στην μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, την ανάπτυξη των οποίων μπορεί να προάγει. Να ισχυρίζεται κανείς, όπως ο κάνει ο J. Rifkin4, ότι τα συνταξιοδοτικά funds θα χρηματοδοτήσουν σχέδια που δεν θα ήταν άμεσα κερδοφόρα, σημαίνει να υποθέτει ότι οι αποταμιευτές θα ενδιαφέρονταν για κάτι άλλο από την κερδοφόρα απόδοση των αποταμιεύσεών τους και ότι θα ήταν πρόθυμοι να την αφιερώσουν στη γενική ευτυχία των ανθρώπων, μάλλον, παρά στην πληρωμή των συντάξεών τους. Δεν θα είναι αυτοί που δικαιούνται σύνταξη αυτοί που θα σώσουν τον πλανήτη.

Επιπλέον, ούτε οι μεμονωμένες, ατομικές πρακτικές πρόκειται να σώσουν τον πλανήτη, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι αυτές μπορούν να επεκταθούν σε όλα τα άτομα (κάτι που είναι ήδη ένα ριψοκίνδυνο στοίχημα), επειδή οι ατομικές στρατηγικές (που ποικίλουν από τη διαλογή των σκουπιδιών, μια ήδη διαδεδομένη πρακτική που έχει ενσωματωθεί στο παραγωγικό μηχανισμό, μέχρι τον βηγκανισμό) υποθέτουν, για να είναι αποτελεσματικές, την πλήρη άρνηση της καπιταλιστικής παραγωγής. Αλλά για να είναι συνεπής και να συνιστά μια ρήξη, μια τέτοια άρνηση πρέπει να επεκταθεί σε όλες τις πτυχές της ζωής: δεν είναι μόνο ζήτημα “καλής” κατανάλωσης αλλά, επίσης, να σταματήσουμε να δουλεύουμε, είτε στον παραγωγικό τομέα είτε όχι, καθώς κάθε κομμάτι συσσωρευμένου κεφαλαίου μετατρέπεται εκ νέου σε εργασία, με άλλα λόγια σε δαπάνη ενέργειας, κατανάλωση υλικών στην παραγωγή κλπ. Με την ίδια λογική, θα πρέπει επίσης να σταματήσουμε να πληρώνουμε οτιδήποτε, κάτι που, μέχρι νεωτέρας, αποδοκιμάζεται από τον νόμο. Ένα τέτοιο κίνημα σίγουρα θα επηρέαζε το σύνολο της ζωής όπως την ξέρουμε, γεγονός αναμφίβολα επιθυμητό, αλλά μια τέτοια ριζοσπαστικοποίηση μπορεί να γίνει μόνο από πολύ περιθωριακές ομάδες, με δράση καθοδηγούμενη από πολύ ισχυρές ιδεολογικές πεποιθήσεις. Δεν είναι εύλογο να περιμένουμε ότι μάζες ανθρώπων θα βυθίσουν εσκεμμένα τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους στη δυστυχία και την παρανομία, προκειμένου να τηρήσουν τα κατώτατα όρια άνθρακα. Μια τέτοια ρήξη μπορεί να προκληθεί μόνο από πολύ διαφορετικές πηγές και από μια κατεπείγουσα ανάγκη εντελώς διαφορετική από αυτήν της οικολογικής συνείδησης. Πρέπει να επαναληφθεί καθαρά, “στο μικροεπίπεδό μας” το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ζούμε όπως απαιτεί από μας η κοινωνία: ο δρόμος, το ψυχιατρείο, η φυλακή ή το περιθώριο υπάρχουν για όσους επιμένουν να το κάνουν αυτό διαφορετικά. Στην πραγματικότητα μπορούν να υπάρχουν μόνο τοπικές αρνήσεις οι οποίες, ακόμα κι αν γενικεύονταν, θα αμφισβητούσαν πολύ συγκεκριμένους τομείς της παραγωγής και θα λειτουργούσαν σαν μια πρόσκληση για προσαρμογή. Πριν από σαράντα χρόνια, τα οργανικά προϊόντα προορίζονταν για μια ελίτ: σήμερα γεμίζουν τα ράφια των σουπερμάρκετ. Η μοίρα της βιομηχανικής πτηνοτροφίας, όμως, δεν έχει αλλάξει και τα φυτοφάρμακα εξακολουθούν να μολύνουν τα χωράφια της Beauce5.

Η Γκρέτα και ο κόσμος των ενηλίκων

Κι όμως, από τα βάθη αυτής της δόλιας και τετριμμένης κατάστασης, στην οποία θα θέλαμε να σώσουμε τον κόσμο με την μόνη συνθήκη αυτός να παραμείνει κερδοφόρος, αναδύεται ένας κόσμος αθωότητας. Αυτός της Greta Thunberg. Δεν πρόκειται για το πρόσωπο Γκρέτα, αλλά για το μηντιακό της άβαταρ6 και το ιδεολογικό εργαλείο που αυτό το άβαταρ είναι. Από αυτή την άποψη η Γκρέτα είναι, και όχι τυχαία, “παιδί”. Το παιδί-Γκρέτα είναι μια μορφή του Καλού, όπως οι μορφές που το θέαμα συνηθίζει να προσφέρει όταν μια κατάσταση φαίνεται να είναι ξεκάθαρα αφόρητη και αδιέξοδη. Η αποικιοκρατία είχε παλιότερα τον Δρ. Σβάιτσερ, η άθλια στέγαση τον Αββά Pierre7, ο Τρίτος Κόσμος την Μητέρα Τερέζα, η μαζική ανεργία μας έδωσε τον Coluche8 κοκ. Θα παρατηρήσει κανείς, προφανώς, την αφθονία των θρησκευτικών μορφών. Αλλά από δω και στο εξής, είναι η εγκόσμια καθαρότητα που ενσαρκώνει τις ηθικές εξεγέρσεις, χωρίς η λειτουργία αυτής της προσωποποίησης να έχει αλλάξει θεμελιωδώς. Πραγματικά, αυτές οι μορφές παράγονται πάντα τόσο από την ανάγκη που έχουμε γι’ αυτές, για να καταπραΰνουν την οδύνη της δικής μας αδυναμίας, όσο και με έναν τεχνικό και ενορχηστρωμένο τρόπο από τους πάντα ενεργούς κατασκευαστές των μηντιακών και πολιτικών αφηγημάτων. Όσο πιο ειλικρινείς είναι αυτές οι φιγούρες τόσο πιο χρήσιμες είναι κοινωνικά και τόσο πιο αποτελεσματικά εκπληρώνουν τη λειτουργία τους.

Προφανώς καμμιά από αυτές τις φιγούρες δεν βοήθησε ποτέ να επιλυθεί οποιοδήποτε από αυτά τα άλυτα “προβλήματα” – που δεν αποτελούν παρά αντίστοιχες εγγενείς αντιφάσεις σ’ αυτόν τον τρόπο παραγωγής – αντιφάσεις που αποτελούν την ίδια τη συνθήκη εμφάνισής τους. Προκύπτουν μόνο όταν αυτά τα “προβλήματα” επιτέλους σκάνε δημόσια ως τέτοια, με άλλα λόγια όταν το σκάνδαλο γίνεται τόσο προφανές που πρέπει να εκτεθεί, γι’ αυτόν που λυπάται και για τον παρηγορητή του, για να το μετανιώσει ξανά και ξανά, αφού δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να μπορεί να κάνει. Είναι εκεί ακριβώς για να δώσουν μορφή στο σκάνδαλο και να διατηρήσουν το μονοπώλιο στην έκφρασή του. Στις μορφές αυτές, το σκάνδαλο εξαφανίζεται μέσα στην ίδια του την έκφραση.

Η Γκρέτα εκφράζει την προδομένη πίστη στην πρόοδο και τι πιο τραγικό από την προδοσία ενός παιδιού; Ίσως η προδομένη εμπιστοσύνη μιας τάξης, της μεσαίας τάξης, της οποίας το όνειρο για αέναη ευημερία, θεμελιωμένο πάνω στο μέλλον του καπιταλισμού, κινδυνεύει να μετατραπεί σε έναν εφιάλτη και η οποία όμως, όντας αυτή που είναι, δεν έχει να ελπίζει τίποτα περισσότερο από την αδύνατη επιστροφή στα όμορφα χρόνια.

Η Γκρέτα επαναλαμβάνει απλά αυτά που λένε οι ακαδημαϊκοί. Ενσαρκώνει την καθαρότητα, και οι ακαδημαϊκοί τη λογική. Το θεάμα αυτής της ιδανικής συνάντησης ανάμεσα στην ηθική καθαρότητα και τη λογική έχει κάτι να κινήσει. Αλλά αυτό είναι στημένες και όμορφες αναπαραστάσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν αναγκαστικά μια επιστροφή στη γη.

Σύμφωνα με την κοινή λογική, ένας λόγος καθαρότητας και λογικής δεν μπορεί παρά να είναι μια άυλη φωνή, έξω από τις πραγματικές σχέσεις της κοινωνίας των πολιτών η οποία είναι, όπως ξέρουν όλοι, ο τόπος της μη-καθαρότητας και των παθών, πρώτα απ’ όλα εξαιτίας της φυσικής ιδιοτέλειας των ανθρώπων, απέναντι στην οποία δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Είναι λοιπόν αρκετά φυσικό ότι αφού έχει σκουπιστεί ένα δάκρυ συναισθηματικής υγιεινής, θα είναι απαραίτητο να απευθυνθεί κανείς στην κοινή λογική, συγκεκριμένη και καθημερινή, για να μετριάσει όλη αυτή την παιδιάστικη καθαρότητα καθώς, ως γνωστόν, όλα τα πράγματα πρέπει να εξισσοροπούνται από το αντίθετό τους.

Όταν η Γκρέτα έχει τελειώσει το τραγούδι της με τους αγγέλους, είναι η φιγούρα του τίμιου εργαζόμενου, το ηθικό θεμέλιο της κοινωνίας των πολιτών, που η μπουρζουαζία δεν θα ξεχάσει να επιδείξει για να μετριάσει αυτά τα γενικά ξεσπάσματα συναισθημάτων, που πρέπει να αποκτήσουν μια πιο γήινη μορφή από τους ενήλικες ανθρώπους. Είναι επίσης οι ενήλικες στους οποίους απευθύνεται η Γκρέτα όταν εκφράζει ότι η εμπιστοσύνη της έχει προδωθεί, αφού είναι οι ενήλικες που κυβερνούν τον κόσμο, με τον ίδιο τρόπο που απευθύνεται και σ’ αυτούς που κυβερνούν, ζητώντας τους να τηρούν τις υποσχέσεις τους. Επειδή, όπως όλοι ξέρουμε, αυτός ο τρόπος παραγωγής είναι φτιαγμένος για να διατηρεί την ευτυχία και την ευημερία όλων, και ιδιαίτερα των μικρών παιδιών! Το παιδί-Γκρέτα, ως μια θεαματική μορφή, περιέχει την πατριαρχική μορφή του κυβερνήτη όχι μόνο ως συνομιλητή αλλά και ως του αρνητικού του – χωρίς το οποίο αυτή δεν είναι τίποτα. Αν ο ενήλικος Άνθρωπος είναι αυτάρκης, εμπεριέχοντας και συνοψίζοντας όλες τις πτυχές της ανθρωπότητας, το Παιδί μπορεί να είναι πλήρες και ώριμο μόνο διαμορφωνόμενο από μια ενήλικη αρχή: αυτός είναι ο λόγος που η Γκρέτα απευθύνεται στους ενήλικες, τους μεγάλους, αυτού του κόσμου.

Γιατί αυτός ο κόσμος δεν ανήκει στα παιδιά ή τους ακαδημαϊκούς αλλά σ’ αυτούς που δουλεύουν και σ’ αυτούς που διοικούν, μια τάξη της οποίας ο ενήλικας είναι ο εγγυητής. Γιατί, πέρα από την επί της αρχής ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, η πραγματική κοινωνία πρέπει να είναι αναγκαστικά διαιρεμένη, υπάρχει το Πνεύμα, που είναι ένα, αλλά υπάρχει και το Σώμα, και το Σώμα, για τη μπουρζουαζία, είναι το κεφάλι και τα χέρια, ο Εργάτης και το Αφεντικό.

Η Γκρέτα μπορεί να εκφωνεί όσους λόγους καθαρότητας θέλει, η τελευταία κοιυβέντα, όμως, θα έρθει πίσω στον Ενήλικο Άνθρωπο και τους τίμιους εργάτες, που ο Θεός και το Κεφάλαιο έχουν θέσει υπό την προστασία τους. Η επιστροφή στην συνηθισμένη τάξη πραγμάτων – όπως και να έχει αυτή – περιέχεται στην ίδια την καθαρότητα της Γκρέτα, που παντού παρουσιάζεται ως ένα εξαιρετικό πρόσωπο, με άλλα λόγια όχι ως ένα πρόσωπο του κόσμου αυτού, που είναι ο κόσμος των ενηλίκων.

Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει λόγος να αντικρούουμε την Γκρέτα. Από τη μια, δεν αντικρούουμε ένα παιδί, το ακούμε με ένα χαμόγελο, και, από την άλλη, η τάξη του λόγου στη θέση που βρίσκεται μπολιάζει τον αντίπαλό της μόνο και μόνο με τον αιθέριο χαρακτήρα της, η καλή της πίστη είναι μια πρόσκληση στην κοινή λογική, τη λογική που δεν έχει μεγάλα λόγια και βρίσκεται με σεμνότητα στον τετριμένο και μετριοπαθή συμβιβασμό.

Ο ενήλικος, στον οποίο απευθύνεται η Γκρέτα διδακτικά, χέρι-χέρι με τον τίμιο εργαζόμενο (στον οποίο, παρεμπιπτόντως, η Γκρέτα σπανίως απευθύνεται), θα έχει τον τελευταίο λόγο, μιας και εναπόκειται σ’ αυτόν, που αποτελεί την κοινωνική πραγματικότητα του Ανθρώπου, και όχι στην αναγκαία αλλά εξαιρετικά ασαφή αρχή της ανθρωπότητας, να βρει λύσεις, και η Γκρέτα δεν λέει τίποτα διαφορετικό.

Μέσω της Γκρέτα, είμαστε όλοι εμείς, παιδιά του ενήλικου Ανθρώπου, δηλαδή των θεσμών και των κρατικών ηγετών, που απευθύνουμε τις επικρίσεις της. Είμαστε όλοι εμείς που παρουσιαζόμαστε ως αδύναμα και ατελή πλάσματα, απαιτώντας ένα μέλλον το οποίο θα έπρεπε να μας χαριστεί από τα έξω, από αυτούς που είναι υπεύθυνοι για καταστροφές που πηγαίνουν πολύ πιο πέρα από το ζήτημα του κλίματος. Η Γκρέτα είναι η θεαματική φιγούρα της πραγματικής μας αδυναμίας, η οποία χάρις στην καθαρότητά της προάγεται σε αρετή, όπως συμβαίνει καταρχήν με κάθε αγιότητα.

Η Γκρέτα αποδοκιμάζει τους κυβερνώντες για την αδράνειά τους και έτσι αυτό, που εν παρόδω εξαφανίζεται, είναι η θετική τους δράση, που είναι αδιαμφισβήτητα η αιτία της παρούσας κατάστασης: η φιγούρα του παιδιού τους απαλλάσσει από τη φιγούρα του εχθρού.

***

Ένα πράγμα είναι σίγουρο: η θεαματική μαζική προώθηση είναι σημάδι ότι χρειάζεται να βρεθεί ένας συμβιβασμός. Μια από τις προφανείς εκδηλώσεις αυτής της διερεύνησης για συμβιβασμό είναι αυτό που αποκαλείται “πράσινος καπιταλισμός”. Αυτός ο όρος δεν μπορεί παρά να έχει το νόημα της προαγωγής ενός συγκεκριμένου παραγωγικού τομέα ο οποίος μπορεί καταρχάς να είναι αρκετά ελκυστικός για το κεφάλαιο στην αναζήτησή του για παραγωγή αξίας. Η παραγωγή “πράσινων” προϊόντων για την κατανάλωση των πλουσίων είναι μια πλευρά. Αυτή η δυναμική μπορεί επίσης να συμπίπτει με μια κοινωνική επιλογή στην καρδιά της μητρόπολης: η απαγόρευση των αυτοκινήτων και άλλων ρυπογόνων δραστηριοτήτων, η αύξηση των αντιρυπαντικών φόρων και οι οικολογικοί ρυθμιστικοί περιορισμοί αντιστοιχούν στη δυναμική του κοινωνικού εξαγνισμού, ήδη επί τω έργω σε μεγάλα αστικά κέντρα, μια πολιτική που απαιτείται και ήδη προωθείται ενεργά από μεγάλα τμήματα της ανώτερης μεσαίας τάξης.

Επιπλέον, οι οικολογικοί περιορισμοί που επιβάλλονται σε αναδυόμενες χώρες, όπως η Κίνα, είναι ένα όπλο στον οικονομικό πόλεμο των Δυτικών δυνάμεων και ένας παράγοντας εξίσωσης των παγκόσμιων ποσοστών κέρδους. Η Κίνα έχει πιθανόν τα μέσα να πληρώσει για τη μετάβασή της, αλλά γι’ αυτούς που δεν μπορούν να φτάσουν τα νέα πρότυπα, η απαίτηση της “καθαρότητας” θα δυναμώσει περαιτέρω έναν άνισο καταμερισμό εργασίας, υποβιβάζοντας τις ρυπογόνες βιομηχανίες (και τις λιγότερο κερδοφόρες) σε φτωχές χώρες ώστε να εκχωρηθούν σε άλλες χώρες οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Το μέλλον που αναδύεται εδώ είναι αυτό των “καθαρών” πόλεων, που θα κατοικούνται από τα “πράσινα κολλάρα”, και μολυσμένων περιφερειών, στις οποίες οι βρώμικες τάξεις θα κάνουν τις βρωμοδουλειές.

Το μέλλον που η Γκρέτα διεκδικεί για τα παιδιά είναι, λοιπόν, μάλλον η έρευνα ενός μέλλοντος για τον καπιταλισμό, μέσα από το aggiornamento9 του κοινωνικού συμβολαίου που υποτίθεται ότι το συνδέει με την ανώτερη μεσαία τάξη, η οποία ψάχνει να βρει εγγυήσεις για το μέλλον της, την επιβίωσή της μέσα από την τωρινή καταστροφή. Όμως, δεν υπάρχει κανένα κοινωνικό συμβόλαιο, καμμιά υπόσχεση δεν έχει δωθεί ούτε πρόκειται να τηρηθεί. Προφανώς δεν θα υπάρξει καμμιά συντονισμένη επίλυση του “κλιματικού προβλήματος” ή, γενικότερα, του οικολογικού προβλήματος από το κεφάλαιο. Για να γίνει κάτι τέτοιο απαιτείται η κατάργηση της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής, την οποία κανείς σ’ αυτή την κοινωνία δεν μπορεί ειλικρινά να επιθυμεί ούτε καν να φανταστεί, γιατί μια τέτοια υπέρβαση δεν μπορεί να βασιστεί σε καμμιά πτυχή της υπάρχουσας κοινωνικής ζωής. Ο “πράσινος καπιταλισμός” είναι μόνο ένα σλόγκαν που μπορεί να συνοδεύει τους τεράστιους μετασχηματισμούς που είναι σε εξέλιξη: ο καπιταλισμός δεν θα είναι ποτέ “πράσινος”, εκτός κι αν με το πράσινο εννοούμε το χρώμα του δολλαρίου – ή του γουάν, δεν έχει σημασία.

Αντιμέτωπες με την προφάνεια αυτών των αδιεξόδων, οι θεωρίες της κατάρρευσης και άλλες καταστροφολογίες παρουσιάζονται ως η ρεαλιστική, αν και κυνική, πλευρά αυτής της ίδιας αδυναμίας: είναι ζήτημα αποδοχής της καταστροφής, να αφεθεί κανείς στην όποια απειλή ή ακόμα και να βολευτεί σ’ αυτήν. Από την ακροδεξιά πτέρυγα των Αμερικάνων επιβιωτιστών μέχρι τους ακτιβιστές των ZAD10, κανείς έχει να αντιπαρατεθεί τόσο στον καταστροφισμό όσο και στην ανάπτυξη πρακτικών λύσεων προς εφαρμογή. Αλλά εδώ, ακόμα και οι αυτοί οι κυνικοί και αυτοί οι ρεαλιστές είναι αθεράπευτα αφελείς: οι θεωρίες της κατάρρευσης σχηματίζονται γύρω από την ιδέα της λιγότερο ή περισσότερο βάρβαρης εξαφάνισης των καπιταλιστικών σχέσεων πάνω σε ένα υπόβαθρο οικολογικής κρίσης, λες και ο “παλιός κόσμος” θα διαλυόταν για να δώσει τη θέση του στους πιο ευρηματικούς και οργανωμένους. Αλλά η οικολογική κρίση, όπως έχουμε δει, δεν σημαίνει το τέλος των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων ή τη χαλάρωση της κρατικής εξουσίας, το αντίθετο. Τα κύματα των ταραχών που ταρακουνούν τον κόσμο σήμερα δίνουν μια ιδέα του μέλλοντος: σκλήρυνση των πολιτικών καθεστώτων, άγρια καταστολή, “παρκάρισμα” όσων “περισσέυουν” και ενίσχυση των μέτρων λιτότητας είναι αυτά που μάλλον μας περιμένουν.

Ο καπιταλισμός δεν είναι μια τεχνολογική δομή που θα καταστεί τελικά παρωχημένη και θα σταματήσει εξαιτίας έλλειψης πρώτων υλών, είναι μια κοινωνική σχέση εκμετάλλευσης, δηλαδή μια σχέση ταξικής κυριαρχίας βασισμένη στην απόσπαση όλο και περισσότερης αξίας και η οποία θέλει να διατηρήσει τον εαυτό της, άσχετα από τις συνθήκες του καταστροφικού ή όχι υποβάθρου αυτής της κυριαρχίας. Η οικολογική καταστροφή και οι κοινωνικές διαταράξεις που κινδυνεύει να επιφέρει δεν συνιστούν μια αμφισβήτηση αυτής της σχέσης κυριαρχίας ως τέτοιας, εκτός κι αν θεωρήσουμε ότι η ουσία του κεφαλαίου συνίσταται σε μια καλή οργανωμένη ζωή: απλά έρχεται να προστεθεί στις συνθήκες της κρίσης. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, δεν είναι αδύνατο για κάποιους που κατέχουν γη να ασκούν την πρακτική της αειφόρου καλλιέργειας11 μεταξύ τους ή να αντλούν εισόδημα, στον βαθμό που μπορούν να πληρώνουν και το Κράτος δεν τους θεωρεί απειλή (κάτι που εγγράφει την απόλυτη περιθωριακότητά τους στη λίστα με τις αναγκαίες συνθήκες της ύπαρξής τους). Και εκτός από το ερώτημα της δυνατότητας αυτών των εμπειριών, κανείς μπορεί επίσης να αναρωτηθεί αν είναι και πολύ επιθυμητές: η σημασία της κληρονομικότητας της γης σ’ αυτό το είδος εναλλακτικών, καθώς μπορεί ήδη να υπάρχουν, και η εκμετάλλευση των πιο επισφαλών από τους μικροϊδιοκτήτες, μας δίνουν μια ιδέα της ταξικής δομής που αναδύεται σ’ αυτές. Η μεσαία τάξη δεν έχει ποτέ τίποτα άλλο από το να προσπαθεί να εξάγει, έστω και επισφαλώς, την κοινή συνθήκη: είτε ψηφίζει είτε φυτεύει λάχανα, δεν έχει αλλάξει ποτέ σε οποιαδήποτε καταστροφή. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι ούτε την ύστατη στιγμή, σε μια τελική Ρομπινσονιάδα, δεν μπορεί να φανταστεί τίποτα άλλο από αυτό που ξέρει, και προτιμά να θεωρεί ότι η καταστροφή είναι αναπόφευκτη, από το να σκεφτεί την ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων που την συγκροτούν ως τάξη.

Χρειάστηκε το “κατεπείγον του κλίματος” μετά από δυο αιώνες καπιταλισμού, που σημαδεύτηκαν από πολέμους, λιμούς, εκμετάλλευση, ενδημική φτώχεια και αιματηρή καταπίεση, για να ανακαλύψουμε “εμείς” ότι αυτός ο τρόπος παραγωγής δεν είναι τόσο φιλικός όσο αρχικά “εμείς” είχαμε φανταστεί. Είναι μόνο τώρα, που ο φόβος να επηρεαστούμε από τους “μπελάδες” της συσσώρευσης εμφανίζεται σ’ αυτούς που σκέφτονταν ότι είναι “ασφαλείς”, που “εμείς” σκεφτόμαστε ότι τα ωφέλη του καπιταλισμού μπορεί να συνεπάγονται κάποιες φορές ένα πολύ μεγάλο τίμημα. Όταν αυτές οι κακές πλευρές ήταν η μοίρα που επιφυλασσόταν μόνο για το προλεταριάτο, “συναινούσαμε” πρόθυμα σε κάποιες θυσίες, μιας και κινούμασταν προς τη σωστή κατεύθυνση. Τώρα, όμως, που “φοβόμαστε” ότι θα ζήσουμε εμείς οι ίδιοι τις αρνητικές συνέπειες της ανάπτυξης, θα “αντιδράσουμε” καλά. Γινόμαστε διαλεκτικοί και λέμε ότι η πρόοδος μπορεί να μην είναι τόσο θετική, ότι ίσως υπάρχει μια αντίθετη κίνηση. Αυτή η όψιμη ανακάλυψη υποδεικνύει αρκετά ποιοι είναι αυτό το “εμείς” και ποιες είναι οι προοπτικές τους. Ας τους αφήσουμε στον εσωτερικό τους μονόλογο, στο ενδότερο θέαμα από τη βάση του οποίου κουνάνε τη μαριονέτα για τον ίδιο τον εαυτό τους, μιμούνται τις ελπίδες και τους φόβους τους πριν κοιμηθούν και, πριν βρεθούμε παγιδευμένοι στα άσχημα όνειρα της ιδεολογίας, ας προσπαθήσουμε να δούμε την κατάσταση από μια ευρύτερη προοπτική.

***

Μέχρι τώρα, έχουμε συζητήσει τις επιβλαβείς πολιτικές συνέπειες της οικολογικής κριτικής όπως αυτή διαμορφώνεται σε μαζικό επίπεδο. Τώρα θα πρέπει να αναλάβουμε μια κριτική των θεωρητικών της προϋποθέσεων. Μια από τις προϋποθέσεις αυτές, για παράδειγμα, είναι η ιδέα ότι είναι αντιφατικό ένας τρόπος παραγωγής, που υποτίθεται ότι ικανοποιεί ανάγκες, να παράγει προϊόντα επιβλαβή για τους καταναλωτές. Ή, επίσης, η ιδέα ότι η ‘φύση” είναι ουσιώδης γι’ αυτόν τον τρόπο παραγωγής. Για να αποδομήσουμε αυτές τις προϋποθέσεις, θα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε την συγκεκριμένη μορφή του καπιταλιστικού πλούτου. Γιατί η δύναμη που εμπλέκεται στην αλλοίωση του γήινου περιβάλλοντος δεν είναι ούτε η απληστία συγκεκριμένων καπιταλιστών, ούτε ο βραχυπρόθεσμος τρόπος σκέψης, ούτε η ηθική ιδιοτέλεια στην οποία υποτίθεται απαντά ένας Hans Jonas, ούτε οι παραγωγικές διαδικασίες ή οι ιδιαίτερα επιβλαβείς ουσίες, οι οποίες θα μπορούσαν να αντικατασταθούν αλλά, πρώτα απ’ όλα, η ίδια η καπιταλιστική συσσώρευση και η λογική της. Αυτό είναι ένας άλλος τρόπος για να πούμε ότι μόνο η καταστροφή του καπιταλισμού μπορεί να σταματήσει την εξελισσόμενη καταστροφή.

Σημειώσεις για τον πλούτο και την κατάργησή του

Σε όλες τις κοινωνίες που προηγούνται του καπιταλισμού, και για τις οποίες η κατηγορία του πλούτου είναι σχετική, αυτός ήταν κάτι ξεχωριστό. Αυτό το πλεονάζον προϊόν, που το ιδιοποιείται μια τάξη και διαχωρίζεται από την υπόλοιπη κοινωνία, πάνω στην οποία αυτή η τάξη κυριαρχεί, που υπερβαίνει τις ανάγκες της συνηθισμένης κατανάλωσης ή το απόθεμα αγαθών για μετέπειτα χρήση, ήταν πάντα μια πηγή μυστηρίου και σεβασμού, φόβου και δυσπιστίας κι αυτό συμβαίνει ακόμα και σήμερα.

Παρ’ όλα αυτά, καμμιά κοινωνία δεν μπόρεσε να βάλει αυτό το μυστήριο στην ίδια την καρδιά της λειτουργίας της όπως ο καπιταλισμός, ούτε να επεκτείνει την δική της αρχή πλούτου σε όλες τις στιγμές της κοινωνικής ζωής, υποβάλλοντάς της τις ανάγκες της συνηθισμένης κατανάλωσης ως ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής, αναδιαμορφώνοντας τον κόσμο σύμφωνα με αυτή την συγκεκριμένη έννοια πλούτου, βυθίζοντάς την, ταυτόχρονα, σε μια δυστυχία χωρίς προηγούμενο.

Ο πλούτος, δηλαδή η άρχουσα τάξη, διαχωρισμένη από την υπόλοιπη κοινωνία με τους στρατούς και τα παλάτιά της, που κατέλαβε τα προϊόντα της εργασίας με τη λεηλασία και τον εκβιασμό και επιβλήθηκε στο εργατικό δυναμικό με τον καταναγκασμό, δεν είχε καταδικάσει σε εξαφάνιση οποιονδήποτε μπορούσε να ξεφύγει από αυτήν, όπως κάνει σήμερα η καπιταλιστική κοινωνία. Ο μισθός, το κέρδος και το νοίκι περικυκλώνουν τώρα τον κόσμο χωρίς να αφήνουν κανένα “παραθυράκι”.

Για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας των ταξικών κοινωνιών, η παραγωγή των αξιών χρήσης από τους άμεσους καταναλωτές ήταν ο κανόνας. Σύμφωνα με τον τρόπο παραγωγής και τη μορφή των κοινωνικών σχέσεων, μπορούσε να διαμορφωθεί ένα γενικό σύστημα αναγκών, από το οποίο η άρχουσα τάξη έπαιρνε το μερίδιό της, με λιγότερο ή περισσότερο βίαιο τρόπο. Μ’ αυτή την παραγωγή, οι υποτελείς τάξεις φρόντιζαν για τη διατροφή τους, ήταν υπεύθυνες της δικής τους αναπαραγωγής, στον βαθμό που συνέχιζαν να παράγουν προς όφελος των πλουσίων. Το πλεονάζον προϊόν αποκτιόταν μέσα από επιπρόσθετη εργασία, από άμεση κλοπή ενός μέρους της παραγωγής, από ένα συγκεκριμένο είδος παραγωγής που προοριζόταν αποκλειστικά για εμπόριο κοκ. Εναπόκειτο, τότε, στην άρχουσα τάξη να αποσπάσει από το σύστημα αναγκών ένα λιγότερο ή περισσότερο σημαντικό κλάσμα των αγαθών για δική της χρήση ή αποθησαύριση.

Παρ’ όλα αυτά, το ίδιο το σύστημα αναγκών διατηρούσε μια σχετική ανεξαρτησία από την παραγωγή πλούτου. Για αιώνες είχε διατηρηθεί ένα αγροτοκτηνοτροφικό παραγωγικό σύστημα που, παρά τις πολλές παραλλαγές και εξελίξεις, παρέμεινε ουσιαστικά το ίδιο μέχρι τη βιομηχανική επανάσταση. Αυτό το σύστημα παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένο από τα φυσικά στοιχεία, στη βάση πρωτίστως μιας σύνθεσης μέσω των εργαλείων, της διαχείρισης της γης, του ελέγχου της επιλογής των ζώων κλπ. Αυτό το σύστημα ήταν η βάση για την επιβίωση σχεδόν ολόκληρης της ανθρωπότητας. Είναι αυτή η εμφάνιση καθολικότητας που τείνει να δίνει την εντύπωση “φυσικών” σχέσεων εντός των συστημάτων που προηγούνται του καπιταλισμού και αποτελεί αντικείμενο διαφόρων αντιδραστικών ονειροπολήσεων, των οποίων η ιδεολογία των “κοινών” είναι μια από τις πιο πρόσφατες εκφράσεις. Ο ίδιος ο Μαρξ μιλά για μια “φυσική βάση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας” που θα βασιζόταν στα φυσικά προϊόντα (το άγριο ζώο θα αποκαλούσε φυσικά το κυνήγι τρόπο οργάνωσης, το φύτεμα, το μάζεμα των καρπών κλπ.) κάτι που δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε. Σε σχέση μ’ αυτό, και εξαιτίας της καθολικότητας σήμερα του βιομηχανικού παραγωγικού συστήματος ο νεο-σοσιαλιστής προοδευτικός ονειρεύεται, συμμετρικά, έναν “πολυτελή κομμουνισμό”, μια έκφραση που στοχεύει να περάσει ως εκλέπτυνση της διαλεκτικής σκέψης ένα οξύμωρο “πιάτο”.

Ούτε η αφθονία ούτε η ανάγκη είναι φυσικά στοιχεία, παράγονται και καθορίζονται πάντα κοινωνικά: κάθε κοινωνία εδραιώνει κοινωνικά τι είναι ο πλούτος και η φτώχεια και, ομοίως – παίρνοντας ως δεδομένο ένα επίπεδο απλής επιβίωσης, κάτω από το οποίο δεν υπάρχει καν κοινωνία – ποιες είναι οι ανάγκες. Είναι απαραίτητο να επιμείνουμε σ’ αυτή την ιδέα: ακόμα και οι πιο πρωτόγονες κοινωνικές μορφές παραμένουν, πάνω απ’ όλα, κοινωνικές. Δεν υπάρχει καμμιά στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας που να βρίσκεται σε μια κατάσταση υποτιθέμενης “φύσης” ούτε σε μια άμεση σχέση μ’ αυτήν. Οι πρακτικές σχέσεις του ανθρώπου με το περιβάλλον του διαμεσολαβούνται πάντα από την τεχνική και τη γλώσσα, οι οποίες υπάρχουν μόνο μέσα σε ένα σύνολο καθορισμένων κοινωνικών σχέσεων. Μπορούμε να μιλήσουμε με ζώα και να επικοινωνήσουμε μαζί τους, το κάνουμε πάντα όμως σε μια γλώσσα και ένα σύστημα ανθρώπινων αναπαραστάσεων, δηλαδή κοινωνικών. Η διαμεσολάβηση δεν είναι απαραίτητα ένα αξεπέραστο εμπόδιο, μπορεί να είναι και μια γέφυρα ανάμεσα σε στοιχεία που δίνονται ως διαχωρισμένα. Είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που έχουν υπάρξει διαφορετικοί τύποι σχέσεων με το φυσικό περιβάλλον, που αναπαράγουν τις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις: κοινωνίες που βασίζονται στην ιδιοποίηση και την εκμετάλλευση των ανθρώπων κάνουν το ίδιο με το έδαφος και με τα ζώα. Η απαλλοτρίωση της φύσης δεν είναι ποτέ “φυσική”. Ο τρόπος με τον οποίο τίθεται σήμερα το ζήτημα της “απελευθέρωσης των ζώων” υπάρχει ως τέτοιο επίσης εξαιτίας συγκεκριμένων προϋποθέσεων υπεράσπισης της ισότητας που προσιδιάζουν στην καπιταλιστική κοινωνία και βασίζεται στην υπόθεση ότι τα ζώα έχουν κι αυτά “δικαιώματα”, με άλλα λόγια θα έπρεπε να είναι αστικά υποκείμενα όπως όλοι.

Η απεικόνιση της πρωτόγονης ανθρωπότητας ως πεινασμένης και τρομοκρατημένης από τα στοιχεία της φύσης, που εργάζεται διαρκώς για να απελευθερωθεί από το φυσικό περιβάλλον, από τον έλεγχο της φωτιάς μέχρι την απόκτηση της ατμομηχανής, είναι μια καθαρή αστική φαντασία, σε μεγάλο βαθμό αποικιοκρατικής προέλευσης, που πέρασε και στον μαρξισμό, και την οποία πρέπει να αφήσουμε πίσω, όπως και όλους τους μύθους του προοδευτισμού. Ένα τέτοιο κράτος δεν υπήρξε ποτέ, πρώτον επειδή είναι δύσκολο να πεινάσει κανείς σε έναν κόσμο στον οποίο δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία όπως και για τον απλό λόγο ότι κάθε ανθρώπινη κοινωνία είναι εξ ορισμού βιώσιμη. Ακόμα και τα πιο εχθρικά περιβάλλοντα, όπως οι πόλοι, έχουν επιτρέψει την ανάπτυξη ολόκληρων πολιτισμών, που δεν είναι λιγότερο πυκνοί κοινωνικά από τους άλλους. Επιπλέον, η απλή χρονολογία της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών έρχεται σε αντίθεση με την ιδέα μιας διαρκούς αναζήτησης για πρόοδο: το 90% της ιστορίας της ανθρωπότητας απλώνεται στην Παλαιολιθική περίοδο. Η σταδιακή μόνιμη εγκατάσταση νομαδικών πληθυσμών, η κτηνοτροφία, η αστικοποίηση μπορούν να θεωρηθούν “ατυχήματα” – “ατυχήματα”, όμως, που δημιουργούν δυναμικές.

Αυτό που είναι “δεδομένο”, η “αρχή” του ανθρώπου, δεν είναι φύση αλλά μια καθορισμένη κοινωνική κατάσταση, η οποία είναι από την “αρχή” εγγενώς κοινωνική: δεν υπάρχει λευκή σελίδα στην αυγή της ανθρωπότητας.

Ο πολέμαρχος που λεηλατεί τα χωριά, ο φεουδάρχης που μαζεύει φόρους και απαιτεί αγγαρείες, ο pater familias της Ρωμαϊκής βίλας, όλοι αποσπούσαν από το κοινωνικό προϊόν και ιδιοποιούνταν εργατική δύναμη αλλά το έκαναν σαν να ιδιοποιούνται ένα εξωτερικό αντικείμενο. Κάθε ένας από αυτούς τους τρόπους κυριαρχίας μετασχημάτισε με τον δικό του τρόπο τις υπάρχουσες κοινωνικές πρακτικές που ιδιοποιούνταν, για να αποτελέσει αυτό που ο Μαρξ ονόμασε “τρόπο παραγωγής”. Όμως, ο καπιταλισμός μπορεί να θεωρηθεί κατά κάποιο τρόπο ως ο μόνος πραγματικός τρόπος παραγωγής.

Καθ’ όλη τη διάρκεια των ιστορικών εκδοχών της, η συντήρηση της εργατικής δύναμης κάτω από μια λιγότερο ή περισσότερο άμεση κυριαρχία, διατήρησε την αρχή του διαχωρισμού του πλούτου στην ίδια την καρδιά των τρόπων ιδιοποίησης της πλεονάζουσας εργασίας και του προϊόντος της. Όλες οι ταξικές κοινωνίες, μέχρι τον καπιταλισμό, βασίζονταν στην ιδιοποίηση ενός πλεονάζοντος προϊόντος ή πλεονάζουσας εργατικής δύναμης αλλά αυτή η ιδοποίηση γινόταν σε μια ξεχωριστή εργασιακή διαδικασία, έστω κι αν μπορούσε να καταλαμβάνει ολόκληρη τη ζωή του εργάτη, όπως στην περίπτωση της σκλαβιάς. Με τον καπιταλισμό η βίαιη απόσπαση της πλεονάζουσας εργασίας γίνεται στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, χωρίς να είναι δυνατόν να διαχωριστεί ως τέτοια. Το σύστημα αναγκών και η παραγωγή υπεραξίας τείνουν να συγχέονται, με το πρώτο να επανακαθορίζεται εντελώς από την δεύτερη.

Στον κόσμο του κεφαλαίου, η παραγωγή υπεραξίας τείνει να γίνει το αποκλειστικό αντικείμενο ολόκληρης της κοινωνικής δραστηριότητας και το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων τείνουν να επαναδιαμορφωθούν ως σχέσεις παραγωγής, για να καθορίσουν συγκεκριμένες θέσεις στην καπιταλιστική κοινωνία. Από κει κι ύστερα, είναι μία και μοναδική τάξη που κυριαρχεί στην παραγωγική διαδικασία και την κυκλοφορία των αγαθών, που παράγει την ιδεολογία και ορίζει τους πολιτικούς κανόνες. Οι παλιές αντιθέσεις ανάμεσα στην τάξη των ευγενών, του κλήρου, των εμπόρων και των συντεχνιών έχουν εξαφανιστεί: όλες οι εντάσεις ανάμεσα στα τμήματα της τάξης των καπιταλιστών ενοποιούνται κάτω από την μία και μοναδική απαίτηση της συσσώρευσης και της άπειρης παραγωγής αξίας. Αυτό δεν εκμηδενίζει τις συγκρούσεις στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης, αλλά περιορίζει την εμβέλειά τους στη διατήρηση του γενικού συστήματος παραγωγής αξίας.

Εδώ δεν πρόκειται πλέον για την κατοχή ενός προϊόντος αλλά για το να καταστεί οποιοδήποτε προϊόν φορέας της πραγμάτωσης επιπρόσθετης αξίας που θα επαναεπενδυθεί για την παραγωγή περισσότερης αξίας. Το σύστημα αναγκών για την παραγωγή αξιών-χρήσης, προορισμένων για κατανάλωση και την αναπαραγωγή του κοινωνικού συνόλου, έχει γίνει μια αποκλειστική παραγωγή εμπορευμάτων, απλών φορέων αξιών που περιμένουν να πραγματωθούν. Συνεπώς, το ζήτημα της χρησιμότητας των παραγόμενων αγαθών, όπως και αυτό της επιβλάβειάς τους ή του τρόπου παραγωγής τους, υπάγεται στην παραγωγή αξίας και γίνεται δευτερεύον (τα προϊόντα πρέπει να αγοραστούν) ή απουσιάζει (μερικές μορφές κατανάλωσης είναι απόλυτα επιβεβλημένες, όπως στην περίπτωση της κατανάλωσης ενέργειας, είτε “καθαρής” είτε όχι).

Αν και από ένα αφηρημένο σημείο κανείς δεν χρειάζεται όλα αυτά τα προϊόντα για να ζήσει, στην πραγματικότητα οι προλετάριοι χρειάζονται έναν μισθό, και συνεπώς αναγκάζονται να παράγουν αυτά τα προϊόντα – και να καταναλώνουν αυτά που έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν. Συνεπώς το προλεταριάτο είναι το πρώτο που δηλητηριάζει τον εαυτό του με υποκατάστατα και λαθραία προϊόντα και που απορροφά τα περισσότερα από τα δυσλειτουργικά αντικείμενα της βιομηχανικής παραγωγής. Αν η κατανάλωση των προλετάριων εξασφαλίζεται μέσα από τη μαζική παραγωγή, αυτό συμβαίνει γιατί πρώτον έχουν αποστερηθεί κάθε παραγωγική αυτονομία και, δεύτερον, αυτή η κατανάλωση φτηνών προϊόντων μειώνει την αξία της εργατικής τους δύναμης12. Αν η κατανάλωση των προλετάριων είναι η πιο ρυπογόνα, αυτό είναι εξαιτίας της άμεσης σύνδεσής της με την παραγωγή αξίας: την εκμετάλλευση. Η αρχή του πλούτου – η βίαιη απόσπαση της ανθρώπινης εργασίας – έχει αναδυθεί από τον διαχωρισμό ανάμεσα στην τρέχουσα παραγωγή αξιών χρήσης, που προορίζονται για την αναπαραγωγή της εκμεταλλευόμενης τάξης, και την ιδιοποίηση ενός πλεονάζοντος προϊόντος από την άρχουσα τάξη. Όλα συμβαίνουν σαν το προλεταριάτο να παράγει υπεραξία για τη δική του αναπαραγωγή, ώστε ο χαρακτήρας της υπερεργασίας να εξαφανίζεται στην διάρκεια αυτής της διαδικασίας και είναι μ’ αυτόν τον τρόπο που το προλεταριάτο αναπαράγει το σύστημα της υποταγής του.

Η ιδιοποίηση είναι εδώ στο υψηλότερο σημείο της, με τη διπλή έννοια της “κατάσχεσης” [seize] και της “απαλλαγής”13. “Απελευθερώνοντας” την εργατική δύναμη, ώστε να την ιδιοποιείται καλλίτερα, κάνοντας την εργατική δύναμη ένα εμπόρευμα, το οποίο κατέχει ο εργάτης χωρίς αλλά δεν έχει άλλη επιλογή από το να το πουλήσει στην τιμή που ορίζει ο αγοραστής, η αστική τάξη έκανε κάτι καλλίτερο από την ιδιοποίηση της εργατικής δύναμης ή των προϊόντων της σε σχέση με τα άλλα συστήματα κυριαρχίας: την περιέκλεισε στον ίδιο τον πυρήνα του δικού της συστήματος πλούτου. Αυτή η άρχουσα τάξη ξεφορτώθηκε την πασιφανή αρπακτική και παρασιτική φύση όλων των άλλων αρχουσών τάξεων πριν από αυτήν: είναι η ίδια η κυριαρχία που μοιάζει να παράγει τον πλούτο, σε τέτοιο βαθμό που να εξαφανίζεται ως ταξική κυριαρχία με την φετιχοποίησή της υπό τον όρο “οικονομία”, για να γίνει στο τέλος μια πολιτική οικονομία καθώς γίνεται κοινωνία. Από κι ύστερα, η εξουσία της άρχουσας τάξης δεν εμφανίζεται πλέον σαν μια εξωτερική δύναμη που βαραίνει πάνω στην κοινωνία και ακόμα και η αμφισβήτησή της γίνεται με τους ίδιους τους όρους πραγμάτωσης της παραγωγής αξίας: εργασία, μισθός, ανταλλαγή, ιδιοκτησία. Και όταν καταγγέλλονται ο παρασιτισμός ή το πλιάτσικο, πρόκειται πάντα για πράξεις μεμονωμένων ατόμων που σφετερίζονται καταχρηστικά έναν πλούτο ο οποίος θεωρείται ότι παράγεται αυθόρμητα από το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και θα έπρεπε να επιστρέψει στην κοινωνία ως σύνολο. Είναι η κοινωνία στο σύνολό της που φετιχοποιεί τον εαυτό της ως παραγωγό του πλούτου, όλες οι σχέσεις μεταξύ ατόμων είναι αδιαμφισβήτητα οικονομικές σχέσεις και η εκμετάλλευση θα ήταν πιο όμορφη αν δεν υπήρχαν οι (πολύ) πλούσιοι14.

Η δυναμική της απεριόριστης συσσώρευσης, που είναι λανθάνουσα σε κάθε παραγωγή πλούτου (και η οποία υποβαλλόταν πάντοτε σε κριτική, ύβρις του πλούτου στην αρχαιότητα, καταδίκη της ενασχόλησης με το χρήμα για τον χριστιανικό και τον μουσουλμανικό κόσμο) έχει τώρα καταλάβει το σύνολο της παραγωγής, τα πιο συνηθισμένα προϊόντα αποκτιούνται από την ίδια φρενίτιδα όπως οι θησαυροί του Κροίσου και του Μίδα της ιστορίας. Αυτή η δυναμική, παρούσα από τις αρχές της αγοράς στον καπιταλισμό, έχει συνεχίσει να επιβεβαιώνεται με την επέκταση αυτού του ηγεμονικού πλέον τρόπου παραγωγής, με την αξία να γίνει αυτόνομη και αδιαχώριστη από την παραγωγική διαδικασία και την κοινωνία, αλλά συμμορφωνόμενη στις δικές της απαιτήσεις, αυτές της ατέλειωτης αύξησης. Όπως ο Μίδας, που μετασχηματίζει ό,τι ακουμπά σε χρυσάφι και πεθαίνει από την πείνα μέσα στον πλούτο, το κεφάλαιο μετασχηματίζει ό,τι ακουμπά σε εμπόρευμα και τώρα πεθαίνει.

Αυτή η δυναμική συσσώρευσης έχει εκδηλωθεί συγκεκριμένα με αυτό που αποκαλείται “παραγωγισμός”, ένα συνδυαστικό αποτέλεσμα ανταγωνισμού και χαμηλών ποσοστών κέρδους. Ενώ ο καπιταλισμός στην πρώιμη μορφή της αγοράς μεγιστοποιούσε τα κέρδη του κερδοσκοπώντας και παίζοντας με τις τιμές στις αγορές, ο καπιταλισμός στη βιομηχανική του φάση αντλεί ένα άμεσο κέρδος από την παραγώμενη υπεραξία, το οποίο στη συνέχεια θα πραγματωθεί στην αγορά. Όσο μεγαλύτερη η συσσώρευση του κεφαλαίου τόσο περισσότερο πρέπει να αυξηθεί το σταθερό κεφάλαιο και να μειωθεί το μερίδιο της ζωντανής εργασίας15. Η συσσώρευση του κεφαλαίου εμφανίζεται λοιπόν όχι μόνο ως “μια τεράστια συσσώρευση αγαθών” αλλά και ως μια γιγαντιαία παραγωγική κατανάλωση πρώτων υλών, ενέργειας κλπ. και, συνεπώς, ως μια τεράστια συσσώρευση σκουπιδιών, ρύπανσης κοκ.

Το ιστορικό αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής αντανακλάται στην αδιάλλειπτη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, στην συνεχή τεχνολογική καινοτομία, στην παγκόσμια επέκταση του εμπορίου και των επικοινωνιών, στην κυκλοφορία των προϊόντων και των ανθρώπων, στην χωρίς προηγούμενο αύξηση του πληθυσμού και τη μαζική ροή του εργατικού δυναμικού προς τα αστικά παραγωγικά κέντρα, μια δυναμική που η καπιταλιστική τάξη ονομάζει πρόοδο και η οποία σήμερα μοιάζει να αγγίζει τα υλικά όρια της επέκτασής της. Ο πλανήτης δεν μοιάζει πια αρκετά εύφορος για να τροφοδοτήσει τη δυναμική για πλούτο του καπιταλισμού, η ενεργειακή δαπάνη που απαιτείται για την παραγωγή και την κυκλοφορία έχει μεταβάλει το ίδιο το κλίμα, η βιομηχανική γεωργία καταστρέφει τις ίδιες της συνθήκες της αναπαραγωγής της, τοξικά και ραδιενεργά απόβλητα συσσωρεύονται και απλώνονται χωρίς να ξέρουμε τι να τα κάνουμε, οι μολυσμένες πόλεις σκοτώνουν αργά τους ίδιους τους κατοίκους τους. Η πιθανότητα μιας χωρίς προηγούμενο πλανητικής καταστροφής δεν είναι πια εντελώς του τύπου ενός αποκαλυπτικού παραληρήματος: χωρίς να δίνουμε βάση στις θεωρίες καταστροφολογίας, μπορούμε τώρα να υποθέσουμε απολύτως την ιδέα ότι οι συγκεκριμένες συνθήκες εξαφάνισης, λιγότερο ή περισσότερο μακροπρόθεσμα, της ανθρωπότητας, μέσω ενός ποιοτικού και μη-αναστρέψιμου μετασχηματισμού του ανθρώπινου περιβάλλοντος είναι διανοητές. Φυσικά γεγονότα, όπως σεισμοί ή τυφώνες, δεν είναι πλέον απλά “φυσικές καταστροφές” αλλά πυροδοτούν εκρηκτικές αλυσιδωτές αντιδράσεις. Αυτό συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, εγκαθιστούμε στο περιβάλλον μας πυρηνικά εργοστάσια.

Παρ’ όλα αυτά, είναι λάθος να θεωρήσουμε ότι αυτή η κατάσταση, που μοιάζει τελικά να θέτει υπό αμφισβήτηση τις δυνατότητες επιβίωσης ολόκληρης της ανθρωπότητας, είναι πραγματικά ένα ζωτικό διακύβευμα για το κεφάλαιο. Από την μια πλευρά, τα τεράστια συμφέροντα που διακυβεύονται στη βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων και περιλαμβάνουν όχι μόνο εταιρείες αλλά και κράτη και έχουν γεωστρατηγικές συνέπειες για ολόκληρες περιοχές του πλανήτη, αντιπροσωπεύουν τα ίδια όχι μόνο μια τροχοπέδη για ριζικές αλλαγές αλλά εγγυώνται, επίσης, ότι οι αναγκαίες αλλαγές θα πάνε στη σωστή κατεύθυνση, αυτή του κεφαλαίου. Και από την άλλη, είναι πιθανόν αυτή η ίδια η καταστροφή, στις διάφορες πτυχές της, να θεωρηθεί ως μια ευκαιρία για παραγωγή νέας αξίας για τους καπιταλιστές.

Πρόκειται για το ότι η ίδια η “φύση”, που προσφέρει τους πόρους της δωρεάν σε όσους θέλουν να τους αποσπάσουν, είναι ένας εχθρός της λογικής της παραγωγής αξίας που έχει το κεφάλαιο. Το κεφάλαιο μπορούσε να βασίζεται στις φυσικές διαδικασίες αποσπώντας μια συγκεκριμένη απόδοση που αποτελούσε και εγγύηση για μια επόμενη· αλλά η αξία προέρχεται πάντα από τον μετασχηματισμό των πρώτων υλών, είναι μόνο με την προσθήκη της εργατικής δύναμης που παράγεται η αξία. Η εργατική δύναμη, όμως, δεν είναι τίποτα αν δεν ταιριάζει σε ένα σύστημα αγοραπωλησίας. Αυτό που απλά προσφέρεται δεν έχει καμμιά αξία και όταν ένας καπιταλιστής αναλαμβάνει να εκμεταλλευτεί έναν φυσικό πόρο, δεν συναντά στον δρόμο του έναν σαμάνο που κάνει τις τελετουργικές εκκλήσεις στον Pachamama αλλά τον γαιοκτήμονα που θα παρουσιαστεί ο ίδιος ως μέρος της υπεραξίας που παράγεται με την μορφή μιας ετήσιας γαιοπροσόδου. Συνεπώς, η διάβρωση του εδάφους είναι σίγουρα άσχημα νέα για τις μάζες των ανθρώπων που ζούσαν από τη γεωργία για αιώνες αλλά, από τη σκοπιά του κεφαλαίου, η δυνατότητα μιας εντελώς βιομηχανοποιημένης γεωργίας είναι μια πολλά υποσχόμενη, εφικτή προοπτική που απλά επιβεβαιώνει μια γενική τάση της καπιταλιστικής παραγωγής. Έτσι, κάθε στάδιο μιας διαδικασίας καλλιέργειας, που έχει δοθεί από το παρελθόν, προσθέτει αξία στο τελικό προϊόν: αυτό που οι μέλισσες έκαναν πριν δωρεάν, αντικαθίσταται ως πλεονέκτημα από μια νέα τεχνική διαδικασία. Η καταστροφή που έχει επιφέρει η πρόοδος είναι η ίδιας ένας παράγοντας προόδου.

Σίγουρα, σ’ αυτή τη διαδικασία πολλοί καπιταλιστές ίσως καταστραφούν και δυνητικές καταστάσεις κρίσης πιθανόν να μην είναι πολύ ευάγωγες για τις επιχειρήσεις ή την κοινωνική ειρήνη, για να πούμε το λιγότερο. Αλλά οι πιο ισχυροί καπιταλιστές, που είναι αυτοί ακριβώς που οι αποφάσεις τους μετράνε, μπορούν εύλογα – και κυνικά – να ελπίζουν ότι θα παίξουν τον ρόλο τους. Και όσον αφορά το επιχείρημα ότι μα “και οι καπιταλιστές έχουν παιδιά”, θα πούμε απλά ότι για όσο είναι δυνατή η ζωή στη Γη, η τάξη των καπιταλιστών θα προσπαθήσει να την κάνει πιο ευχάριστη και ασφαλή μάλλον για την ίδια και όχι για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.

Αν η διατάραξη του κλίματος, και οι άλλες καταστροφές σε εξέλιξη, θέτουν μια καινούρια κατάσταση για τον κόσμο των καπιταλιστών, δεν θα πρέπει να περιμένουμε ότι θα την αντιμετωπίσουν οι ίδιοι: η καταστροφή είναι ένα οικείο στοιχείο για το κεφάλαιο, και τις περισσότερες φορές είναι οι προλετάριοι που πληρώνουν το τίμημα. Η παλιά σοφία του Bordiga και του λαού έλεγε πάντα για τον πόλεμο: να γκρεμίσεις για να ξαναχτίσεις σημαίνει πάντα δουλειά. “Το κεφάλαιο δεν είναι πια προσαρμοσμένο στην κοινωνική λειτουργία του περάσματος της εργασίας της μιας γενιάς στις άλλες και στη χρήση των παλιότερων γενιών γι’ αυτό τον σκοπό. Δεν θέλει δημοπρατήσεις και συντήρηση αλλά γιγαντιαία κατασκευαστικά έργα: γι’ αυτό, οι φυσικοί κατακλυσμοί δεν είναι αρκετοί, το κεφάλαιο δημιουργεί, με μιαν αναπόφευκτη αναγκαιότητα, ανθρώπινους κατακλυσμούς και κάνει την μεταπολεμική ανοικοδόμηση ‘την υπόθεση του αιώνα’” (Bordiga, Human species and Earth’s crust, “Το ανθρώπινο είδος και ο φλοιός της Γης”).

Πρόκειται για μια “αναπόφευκτη αναγκαιότητα” επιμένει ο Bordiga: το αναπόφευκτο της καπιταλιστικής “προόδου” φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την ίδια την καταστροφή, απέναντι στην οποία “εμείς” μοιάζει να μην μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Η τεχνολογία και η αξία, πιασμένες χέρι-χέρι, φαίνονται να επιβεβαιώνουν την αυτόνομη δύναμή τους και να αναπτύσσονται πέρα από τον έλεγχο των κοινωνικών πρωταγωνιστών, σύμφωνα με μια δική τους εσωτερική λογική16. Αλλά καμμιά από τις τεχνολογίες που παράγονται από το κεφάλαιο δεν είναι αποτέλεσμα μιας τέτοιας αφηρημένης δυναμικής: αυτό που αποκαλείται “πρόοδος” είναι το προϊόν της ταξικής πάληςκαι συχνά των αγώνων που έχουν ηττηθεί. Η απορρόφηση και αποβολή ζωντανής εργασίας στην παραγωγική διαδικασία, η τοποθέτηση των εργατών σε αποσπασματικά καθήκοντα που δεν επιτρέπουν καμμιά απόφαση στην όλη διαδικασία (που τώρα συναντάμε από το εργοστάσιο μέχρι το γραφείο μέσω του αλγορίθμου που κατανέμει τις διαδρομές στους διανομείς17), η κυριαρχία του κεφαλαίου επί της άμεσης διαδικασίας της παραγωγής, η διάλυση των συνδικάτων, η εξαφάνιση διαφόρων επαγγελμάτων και η απειλητική μονοπώλησή τους – όλα αυτά ήταν το πρώτο “ελατήριο” της τεχνολογικής προόδου. Η πρόοδος είναι ένας ταξικός πόλεμος.

Κάθε “τεχνολογικό” προχώρημα, είτε με όρους παραγωγικών εργαλείων είτε της οργάνωσης της εργασίας, επιτυγχάνεται μέσα από τους ταξικούς αγώνες, στη διάρκεια των οποίων η μπουρζουαζία επιδιώκει συγκεκριμένες στοχεύσεις απέναντι στο προλεταριάτο: να πετύχει τη μέγιστη παραγωγικότητα της εργασίας, να περιορίσει τον χρόνο για τη μεταφορά των προϊόντων, πετυχαίνοντας παράλληλα τη μέγιστη αξία κλπ., όλα αυτά με τη μεγαλύτερη δυνατή πειθαρχία και την εξάλειψη οποιασδήποτε δυνατότητας ενεργού ή παθητικού φρεναρίσματος από την πλευρά των προλετάριων. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο της ανόδου της εργατικής τάξης, οι νικηφόροι αγώνες θα μπορούσαν να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα: η μείωση της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας ωθεί στην αύξηση της παραγωγικότητας, η εκπροσώπηση των εργαζομένων συμμετέχει στον εξορθολογισμό της εργασιακής διαδικασίας και προωθεί την πειθαρχία των εργατικών συνδικάτων, ο καθορισμός ελάχιστου μισθού τείνει να ρευστοποιεί τις επενδύσεις συμβάλλοντας στην εξίσωση των ποσοστών κέρδους κλπ. Κάθε μεμονωμένη “πρόοδος” τείνει να επεκταθεί σ’ ολόκληρο το σύστημα, και υπόκειται στη λογοκρισία του όρου της κερδοφορίας, μέσω του ανταγωνισμού. Αυτές οι στιγμές πάλης στιγματίζονται από περιοδικά ξεσπάσματα κρίσεων που αμφισβητούν τους τρόπους της απόσπασης υπεραξίας, ορίζοντας κύκλους αγώνων. Είναι επειδή η αντίφαση – η πτώση του ποσοστού κέρδους – είναι μόνιμη που η πρόοδος είναι ασταμάτητη. Κανένα αόρατο χέρι της προόδου, καμμιά πραγμάτωση οποιουδήποτε πνεύματος της ιστορίας επί τω έργω: η δυναμική του κεφαλαίου είναι η ταξική πάλη.

Πνιγόμαστε σήμερα κάτω από τη μάζα του παραγόμενου “πλούτου”, ενσαρκωμένου είτε στη μορφή του κεφαλαίου είτε των αγαθών. Κι όμως, ποτέ δεν ήταν η πραγματική μιζέρια – δηλαδή, η κοινωνικά παραγόμενη ανικανότητα να εξασφαλίσει κανείς άμεσα την συντήρησή του – τόσο μεγάλη. Ο επανα-ορισμός του γενικού συστήματος αναγκών από την παραγωγή αξίας, που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό, συνεπάγεται κάτι ιδιαίτερο: τίποτα απ’ ό,τι παράγεται δεν είναι περισσότερο “πλούτος” απ’ ό,τι για τους πλούσιους. Η αφθονία φτηνών εμπορευμάτων, που έχει μειώσει το κόστος της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, δηλητηριάζει επίσης σίγουρα τους εργάτες, των οποίων η εργασία δηλητηριάζει τους ίδιους και τον υπόλοιπο κόσμο, όπως ακριβώς η αυξανόμενη παραγωγικότητα τους αποστερεί τελικά την απασχόλησή τους18 και αυτά τα ίδια τα προϊόντα που παράγουν. Αυτό το φαινομενικά χωρίς τέλος σύστημα συσσώρευσης φέρει την ίδια του την αντίφαση, που είναι η ύπαρξη του προλεταριάτου, το οποίο αναπαράγοντας τις συνθήκες παραγωγής αξίας παράγει την αέναη αμφισβήτηση της ίδιας της ύπαρξής του ως τάξης. Το ζήτημα λοιπόν του ξεπεράσματος του καπιταλισμού δεν προέρχεται ούτε από την εξάντληση των φυσικών πόρων ούτε από την “κατάρρευση” της παραγωγής, που είναι το απαραίτητο “φόντο”, αλλά, σ’ αυτό το πλαίσιο, πρόκειται πραγματικά για το ίδιο το ζήτημα της επανάστασης, που εξακολουθεί να τίθεται.

“Δεν είναι σίγουρο ότι ο κομμουνισμός θα τα καταφέρει καλλίτερα”

Η κατάργηση των τάξεων είναι επίσης και κατάργηση του πλούτου, ο οποίος εκφράζεται τόσο από τη δύναμη της γοητείας που ασκούν επάνω μας τα υλικά αντικείμενα όσο και από τη συγκεκριμένη δύναμή τους, η οποία δεν είναι παρά η υλική δύναμη μιας τάξης. Στην παρούσα φάση της ταξικής πάλης, η επαναστατική κατάληψη των μέσων παραγωγής δεν μπορεί πλέον να γίνει ως κοινωνικοποίηση αυτών των μέσων, αλλά είναι μέρος μιας διαδικασίας κομμουνιστικοποίησης η οποία εμπλέκει όλες τις πτυχές της κοινωνικές ζωής, για να τις αλλάξει. Αυτή η κατάληψη δεν είναι προϊόν ενός προλεταριάτου που θα διατηρούσε τη θέση του σε μια αμετάβλητη παραγωγική διαδικασία, αλλά αυτό μιας τάξης στη διαδικασία της αυτοκατάργησής της καθώς κατανικά όλες τις τάξεις. Στη διάρκεια αυτής της επαναστατικής διαδικασίας αν δεν υπάρχει πλέον πλούτος να διανεμηθεί αυτό συμβαίνει γιατί, πρώτον, καθένας μπορεί να τον αδράξει και, δεύτερον, γιατί κανείς δεν έχει την εξουσία να τον διανείμει, αποφασίζοντας τι πρέπει να επιστραφεί στον καθένα.

Η καπιταλιστική υλική παραγωγή είναι κανονικά μη-αφομοιώσιμη ως τέτοια, τόσο ως συνολική διαδικασία όσο και σε σχέση με το αποτέλεσμά της. Κάθε πτυχή της παραγωγής προϋποθέτει καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, τον δικό τους καταμερισμό εργασίας: δεν υπάρχει κοινωνική ουδετερότητα της τεχνολογίας, και αυτό έχει υλικά αποτελέσματα. Αλυσίδες εφοδιασμού που εμπλέκουν την ανταλλαγή, τη δυσαναλογία μηχανών, που απαιτούν μια συνεχή παροχή ενέργειας, συντήρηση και επισκευή που περιλαμβάνει τη σύνδεση με τον αντίστοιχα παραγωγικό τομέα, η χωρική κατανομή στους εργασιακούς χώρους σε σταθμούς εργασίας που απαγορεύουν την επικοινωνία και την μετακίνηση, ο έμφυλος καταμερισμός στην εργασία, όλα αυτά θα είναι αδύνατον να διατηρηθούν στη διάρκεια της επαναστατικής κρίσης χωρίς να αποκατασταθούν οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Με άλλα λόγια, επανάσταση θα είναι εναντίον του ίδιου του μηχανισμού της καπιταλιστικής παραγωγής, η οποία προϋποθέτει το προλεταριάτο ως τέτοιο19.

Ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής δεν μπορεί πια να συλληφθεί από το προλεταριάτο ως αυτό που καθιστά δυνατή την απελευθέρωσή του αλλά εμφανίζεται άμεσα ως αυτό που το καταπιέζει: ως κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις20. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναγκαιότητα της πλεονάζουσας εργασίας και της υπεραξίας. Το αν αυτή η υπεραξία απορροφάται από μια τάξη ή από την “κοινότητα”, που συλλαμβάνεται ως μια εξωτερική οντότητα “υπεράνω” των άμεσων σχέσεων μεταξύ των ατόμων, δεν αλλάζει πολλά. Εν κατακλείδι, είναι στην επαναστατική στιγμή που πρέπει να καταργήσουμε την ανταλλαγή μέσα από την πρακτική του χαρίσματος, να κάνουμε την παραγωγή ένα στοιχείο υπαγόμενο στην επαναστατική πάλη, να ανοίξουμε τους χώρους παραγωγής για να καταργήσουμε τον διαχωρισμό μεταξύ των εργατών και των μη-εργατών κοκ.

Η επαναστατική πρακτική είναι άμεσα η δημιουργία νέων σχέσεων ανάμεσα στα άτομα, σχέσεις που το περιεχόμενό τους ποικίλει τόσο όσο και οι καταστάσεις στις οποίες αυτά εμπλέκονται. Αυτές οι σχέσεις αλλάζουν τον τρόπο παραγωγής όπως και αυτό που παράγεται: η παραγωγή και η κατανάλωση δεν συνδέονται πλέον μόνο με την άμεση δραστηριότητα των ατόμων που αγωνίζονται, δεν είναι κάτι περισσότερο από παράγοντες αυτοπροσδιορισμού των υποκειμένων, με άλλα λόγια [η παραγωγή και η κατανάλωση] καταργούνται ως οικονομικές κατηγορίες. Είναι αυτή η αφθονία, η αφθονία των σχέσεων μεταξύ των ατόμων, που προσιδιάζει στον κομμουνισμό, και όχι η ποσοτική αφθονία των παραγόμενων προϊόντων.

Όσον αφορά την “πολυτέλεια”, είναι προφανώς εξ ορισμού ασύμβατη με τον κομμουνισμό. Στο μέσο των μείζονων αναστατώσεων που θα φέρει η επαναστατική κρίση, και άσχετα από το αν κανείς έχει μια προτίμηση στον ασκητισμό, μάλλον, παρά στην κραιπάλη, είναι εξαιρετικά πιθανό ότι θα πρέπει να τα βγάλει πέρα με την σπάνη. Η έξοδος από αυτή τη σπάνη, που είναι μέρος του οπλοστασίου των εργαλείων καταστολής του Κράτους και του κεφαλαίου, θα είναι από μόνη της μια επαναστατική πρόκληση. Από την άλλη, μπορεί κανείς να σκεφτεί θετικά την πολυτιμότητα που αποκτούν τα υλικά αγαθά: είναι πολύτιμα επειδή είναι σπάνια. Αυτό δεν αποκλείει να τα ξοδεύουμε χωρίς να τα υπολογίζουμε, αρκεί να έχουμε συμφωνήσει ότι μπορεί να λείψουν και πάλι και ότι έχουμε αποκτήσει τα μέσα για να ανανεώσουμε αυτό το ξόδεμα, αν θέλετε. Κάποιος μπορεί ακόμα και να σκεφτεί τη γιορτή που μπορεί να αποτελέσει η ανεπανόρθωτη και οριστική εξαφάνιση αγαθών, η χωρίς επιστροφή κατανάλωσή τους. Και για να βάλουμε ένα τέρμα στις εικασίες, δεν απαγορεύεται ίσως να σκεφτούμε ότι μέχρι τώρα έχουμε εξαναγκαστεί να συσχετίζουμε την κοινή ευτυχία με την κατάσταση των παραγωγικών δυνάμεων, και ότι αυτό δεν έχει οδηγήσει παρά σε δεινά για όλους, στη δυστυχία της πλειοψηφίας των προλετάριων και σε μια χωρίς προηγούμενο συλλογική καταστροφή.

Όπως και να χει, εξαιτίας της ίδιας της φύσης του κινήματος αυτού, δεν χρειάζεται να αναρωτιόμαστε τι πρέπει να κάνουμε μετά την επανάσταση για τη ζημιά που προκάλεσε ο καπιταλισμός. Μια τέτοια στιγμή γενικής διαβούλευσης δεν θα υπάρξει: δεν θα υπάρξει κανένα Παγκόσμιο Συνέδριο των Σοβιέτ για να αποφασίσει κυρίαρχα τον δρόμο που θα ακολουθήσει ο πλανήτης και να τον επιβάλλει με πενταετή πλάνα και αριθμητικούς στόχους. Είναι αλήθεια ότι μέσα στην καπιταλιστική αναρχία η γραφειοκρατική φαντασίωση μοιάζει θελκτική, όμως δεν αποτελεί επιλογή.

“Τι θα κάνουμε με τα πυρηνικά εργοστάσια παραγωγής ενέργειας;”. Σήμερα δεν υπάρχει δημόσια συνάντηση στην οποία να τίθεται το επαναστατικό ζήτημα με έναν στοιχειωδώς συγκεκριμένο τρόπο και στην οποία να μην προκύπτει αυτό το ερώτημα. Το ίδιο το γεγονός ότι μοιάζει φυσικό και νόμιμο να προσπαθούμε να απαντήσουμε το ερώτημα αυτό λες κι “εμείς” (αλλά ποιοι είμαστε “εμείς”;) είμαστε επικεφαλής αυτού του κινήματος και της ομαλής λειτουργίας του, σαν να έπρεπε να δώσουμε εγγυήσεις στο προλεταριάτο πριν το ίδιο αναλάβει αποφασιστική δράση, στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου προφανές. Αυτός ακριβώς ο τρόπος να τίθενται ερωτήματα είναι τυπικός μιας ιστορικής στιγμής που ο κομμουνισμός θεωρούσε τον εαυτό του ως τον νόμιμο κληρονόμο του προηγούμενου τρόπου παραγωγής, ελέω της ιερής διαδοχής των τρόπων παραγωγής. Ο κομμουνισμός παρουσιαζόταν τότε ως η ολοκληρωμένη εκδοχή του ιστορικού κινήματος που ξεκίνησε από το κεφάλαιο: ο καπιταλισμός αλλά καλλίτερος, όπου όλα τα προβλήματα θα λύνονταν. Αλλά αν αφήσει κανείς στην άκρη κάθε τελεολογία, για να επικεντρωθεί στις εγγενείς αντιφάσεις του παρόντος και τη δυναμική που αυτές συνεπάγονται, αν κανείς τραβήξει στα όρια την έγνοια για μια μη-κανονιστική σκέψη, τότε δεν μπορεί να διατηρήσει τέτοιες αναπαραστάσεις.

Η επανάσταση δεν θα είναι η διάρρηξη από τη χρυσαλίδα του κεφαλαίου του κουκουλιού, ώστε να δώσει τη θέση της στην πολύχρωμη πεταλούδα του κομμουνισμού αλλά μια αιματηρή, χαοτική και, με πολλούς τρόπους, καταστροφική ρήξη με την παρούσα τάξη πραγμάτων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ύπαρξη των πυρηνικών ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών είναι ένα μείζον πρόβλημα, τόσο από οικολογική όσο και πολιτική σκοπιά, με όσα συνεπάγεται η κεντρικοποιημένη και κρατική διαχείριση, η εξειδικευμένη εργασία, και ο άλυτος χαρακτήρας του, ακόμα και υπό την παρούσα διαχείριση. Παρ’ όλα αυτά, από μια τεχνική άποψη21, δεν είναι βέβαιο ότι ο κομμουνισμός θα τα καταφέρει καλλίτερα. Στην πραγματικότητα, ο κομμουνισμός δεν σκοπεύει να λύσει κανένα πρόβλημα. Δεν είναι ζήτημα διόρθωσης των αδικιών του παρελθόντος ούτε εξασφάλισης των συνθηκών του μέλλοντος: το επαναστατικό κίνημα ξεδιπλώνεται εξ ολοκλήρου στο παρόν22.

Αυτό είναι ακριβώς που διακρίνει τη θεωρία της κομμουνιστικοποίησης, όπως είναι – ή θέλει να είναι – προϊόν των τωρινών συνθηκών της ταξικής πάλης, από θεωρίες που αντιστοιχούν σε συνθήκες που δεν υπάρχουν πια ή θεωρίες που θέτουν ουτοπικά τις ίδιες τις συνθήκες τους ως πλαίσιο της αφήγησής τους. Να σκεφτόμαστε τον κομμουνισμό σημαίνει να στοχαζόμαστε αυστηρά την ίδια την επαναστατική στιγμή και όχι να συλλαμβάνουμε την επαναστατική στιγμή σαν μια ιδιαίτερη στιγμή, διακριτή από την “κατασκευή των συνθηκών του κομμουνισμού”23, ή να κάνουμε την εξέγερση ένα πρόβλημα που λύνεται άμεσα από ένα υποκείμενο εμφανιζόμενο από το πουθενά. Ο κομμουνισμός δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που συμβαίνει όταν το κεφάλαιο εισέρχεται σε κρίση, και το κεφάλαιο τίθεται σε κρίση από τη δράση του προλεταριάτου και όλων όσων δεν “θέλουν να παραμείνουν αυτό που είναι”, γιατί δεν μπορούν πια. Πρακτικά αυτό σημαίνει την έκρηξη όλου αυτού του βόθρου που το κεφάλαιο κρατά υπό πίεση, κι αυτό δεν θα γίνει ήσυχα ή καθαρά. Για να το θέσουμε πιο κλασσικά, είναι αντιμετωπίζοντας όλα όσα έχουν ανατραπεί και τείνουν να αποκατασταθούν ξανά24, είναι σ’ αυτό ακριβώς το κίνημα, που ο κομμουνισμός μπορεί να υπάρξει, όχι σαν σχέδιο αλλά σαν δραστηριότητα.

Από αυτή την άποψη, να μιλάμε για το τι θα κάνει ή δεν θα κάνει ο κομμουνισμός στο μέλλον, χωρίς να καταδεικνύουμε τον αναγκαίο σύνδεσμο ανάμεσα στο επαναστατικό κίνημα και τον κομμουνισμό, χωρίς να παράγουμε θεωρητικά τον κομμουνισμό, είναι σαν να μιλάμε για το τίποτα, όπως είναι και το να μιλάμε μόνο για το επαναστατικό κίνημα χωρίς να το συνδέουμε με τις παρούσες συνθήκες, όπως αυτές είναι. Και καθώς το “τίποτα” δεν είναι δεσμευτικό, δεν προκαλεί έκπληξη ότι ένα τέτοιο είδος θεωρίας δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα που να μην λύνεται στη στιγμή.

Ο κομμουνισμός, όπως φέρεται από την παρούσα περίοδο, δεν μπορεί να περιέχει καμμιά διαχειριστική συνιστώσα: η κατάργηση της ανταλλαγής και της αξίας συνεπάγεται την απουσία μέτρησης του χρόνου εργασίας ως ενός σοσιαλιστικού προτύπου για την διανομή του πλούτου. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε παγκόσμια διαβούλευση πάνω στο τι συνιστά “παραγωγή” καθίσταται αδύνατη. Είναι η ίδια η ιδέα του πλούτου που καταργείται με τον κομμουνισμό, η ιδέα ενός πλεονάζοντος προϊόντος που μπορεί κανείς να το ιδιοποιηθεί ξέχωρα από το σύνολο των σχέσεων μεταξύ των ατόμων. Ένα τέτοιο πλεόνασμα δεν μπορεί παρά να είναι η ανανέωση των ταξικών σχέσεων25, και η συνειδητή αποτροπή της δημιουργίας του είναι μια από τις πτυχές της επαναστατικής πάλης που πρέπει να διεξαχθεί. Χωρίς αυτό, το αποτέλεσμα της επαναστατικής κρίσης δεν θα είναι τίποτα άλλο από ένα καινούριο, λιγότερο ή περισσότερο βάρβαρο, άβαταρ του καπιταλισμού, και η ανανέωση άλλων μορφών ταξικής πάλης.

Κατά τα άλλα, αν κάτι πρέπει να γίνει, όπως ισχύει για καθετί, θα είναι το έργο ομάδων ατόμων που μπορούν εξίσου καλά να είναι πολύ εκτεταμένες, αποφασίζοντας ελεύθερα την κοινή τους δράση. Σ’ αυτή τη δράση, η “οικολογική συνείδηση” θα έχει μικρότερη θέση από το να υποφέρει άμεσα τις συνέπειες της καταστροφής που άφησε πίσω του το κεφάλαιο. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε να αποφασίσουμε εμείς γι’ αυτά τα άτομα, στο όνομα μιας κοινής ανθρωπότητας που θα μας έκανε εκ των προτέρων κύριους μιας δράσης που θα αναλάβουν άλλοι. Οι λόγοι δεν είναι καταρχάς ηθικοί, ακόμα κι αν η αρχή “δεν μπορούμε να αποφασίσουμε για τους άλλους” θα μπορούσε να είναι μέρος μιας κομμουνιστικής ηθικότητας – παρ’ όλο που, και γι’ αυτό ακόμα, το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να αποφασίσει για λογαριασμό όλων την κατάργηση των τάξεων, χωρίς την οποία το “δεν αποφασίζουμε για τους άλλους” δεν είναι παρά μια φιλελεύθερη αρχή για τη διατήρηση των νόμων της αγοράς. Στην πραγματικότητα, όμως, οι λόγοι είναι πρωτίστως υλικοί. Όπως δεν είναι ο “άνθρωπος” που περπάτησε στο φεγγάρι, αλλά η ΝΑΣΑ, που χρηματοδοτήθηκε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, ούτε είναι η “ανθρώπινη δραστηριότητα” η αιτία της παγκόσμιας υπερθέρμανσης αλλά το κεφάλαιο και η κανονική του δράση, έτσι δεν θα είναι η ενοποιημένη, τελικά, από τον κομμουνισμό “ανθρωπότητα” – καθοδηγούμενη από καλλίτερους ηγέτες – που θα διορθώσει τη ζημιά που προκάλεσε το κεφάλαιο. Κι αυτό απλά επειδή οι υλικοί παράγοντες που κάνουν εφικτό να σκεφτόμαστε την “ανθρωπότητα” ως ένα κοινό αντικείμενο και εργαλείο για ένα Σχέδιο, με άλλα λόγια, η αστική ιδεολογία που βασίζεται στην ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής και, συνεπώς, όλης της εργατικής δύναμης, θα έχει τότε εξαφανιστεί.

Θα παραμείνουν όλα αυτά τα σκατά που δημιουργήθηκαν από έναν τρόπο παραγωγής και την ιστορία του, που η κατάργηση των κοινωνικών σχέσεων σίγουρα δεν θα καταργήσει. Απογοητευτικό συμπέρασμα, αναμφίβολα, που μπορεί, ίσως, να φανεί και πρακτικά αντιφατικό. Αλλά δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουμε πέρα από αυτή την παρατήρηση χωρίς την ίδια στιγμή να εισάγουμε ένα σύνολο καταστροφικών προϋποθέσεων. Η ταυτοποίησή τους ήταν το αντικείμενο του παρόντος άρθρου. Η αδυναμία προβολής συγκεκριμένων λύσεων για τα οικολογικά προβλήματα στην ιδέα του κομμουνισμού δεν είναι αποτέλεσμα μιας αντιφατικής θεωρίας ή μιας μοιρολατρικής “οπτικής”, είναι μια πραγματική αδυνατότητα και ένα όριο πάνω στο οποίο οποιαδήποτε σοβαρή, σύγχρονη θεωρία του κομμουνισμού πρέπει να αναγνωρίσει ότι σκοντάφτει.

Και για το τέλος, o ελέφαντας στο δωμάτιο26: παραμένει η ανάγκη για τη διατήρηση και τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους μετά την κατάργηση της παραγωγής; Θα αρκεστούμε εδώ να πούμε: όχι απόλυτα.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2019/11/01/le-vert-est-la-couleur-du-dollar-a-propos-de-greta-et-de-la-transition-technologique.

2 Στμ. Στα αγγλικά shale gas: το φυσικό αέριο που εξάγεται από σχιστολιθικά πετρώματα, shale: σχιστόλιθος.

3 Στμ. GAFAM: αρκτικόλεξο των πέντε μεγάλων τεχνολογικών αμερικανικών εταιρειών που κυριαρχούν στον κυβερνοχώρο τη δεκαετία του 2010, Google, Amazon, Facebook, Apple και Microsoft. Οι τέσσερις εταιρείες χωρίς την Microsoft είναι γνωστές και ως The Big Four και με το ακρωνύμιο GAFA.

4 Στμ. Jeremy Rifkin: Αμερικάνος οικονομολόγος και κοινωνιολόγος, συγγραφέας, ομιλητής, πολιτικός σύμβουλος και ακτιβιστής. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του, στο οποίο αναφέρεται υπαινικτικά και το κείμενο λίγο πιο πάνω, είναι το Green New Deal (2019).

5 Στμ. Beauce, περιοχή στη Βόρεια Γαλλία, ανάμεσα στους ποταμούς Σηκουάνα και Loire και μια από τις πιο παραγωγικές αγροτικές περιοχές της Γαλλίας. Το ίδιο το όνομά της πιστεύεται ότι προέρχεται από μια αρχαία γαλατική λέξη που σημαίνει πράσινος κάμπος, καλλιεργημένη πεδιάδα.

6 Στμ. Άβαταρ: όρος της ινδουιστικής φιλοσοφίας, που σημαίνει κυριολεκτικά την “κάθοδο” κυρίως με την έννοια της υλικής εμφάνισης ή ενσάρκωσης μιας θεότητας στη Γη. Στην κοινή χρήση σημαίνει και “προσωποποίηση”, “μορφή εμφάνισης”.

7 Στμ. Αββάς Pierre: (στα γαλλικά Abbé Pierre, Γάλλος καθολικός μοναχός, μέλος της αντίστασης στη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και αντιπρόεδρος του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κινήματος (MRP, γαλλικό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα στη διάρκεια της Τέταρτης Δημοκρατίας). Το 1949, ίδρυσε το κίνημα Εμμαούς, με τον στόχο να βοηθήσει φτωχούς και άστεγους καθώς και πρόσφυγες αποκτώντας πολύ μεγάλη δημοφιλία (Αββάς είναι η γαλλική λέξη για τον ηγούμενο μιας μονής).

8 Στμ. Coluche: καλλιτεχνικό ψευδώνυνο του Michel Gérard Joseph Colucci, Γάλλου κωμικού και ηθοποιού, γνωστού για το αυθάδικο και ασεβές ύφος του χιούμορ του. Εκκεντρικός, ιδιόρρυθμος και ιδιαίτερα δημοφιλής, έφτασε να υποβάλλει υποψηφιότητα για τη γαλλική προεδρία στις εκλογές του 1980, υποψηφιότητα την οποία απέσυρε μετά από πιέσεις. Η αναφορά εδώ στο πρόσωπό του ως “άβαταρ” της ανεργίας έχει να κάνει με το ότι είναι ο ιδρυτής των “Εστιατορίων της καρδιάς” (Restaurants du cœur ή, συνήθως, Restos du cœur) φιλανθρωπικής οργάνωσηςμε 40.000 εθελοντές σε σχεδόν 2.500 εστιατόρια που σερβίρουν περίπου 600.000 μερίδες φαγητού την ημέρα.

9 Στμ. Aggiornamento: επικαιροποίηση, ανανέωση, ιταλικά στο πρωτότυπο.

10 Στμ. ZAD: zone à défendre: Ζώνη για Υπεράσπιση, γαλλικός νεολογισμός – μεταστροφή του “zone d’aménagement différé”, “περιοχή αναβαλλόμενης ανάπτυξης” – που αναφέρεται σε μια μαχητική κατάληψη ή σε μια αναρχική κομμούνα που έχει σαν στόχο να μπλοκάρει με υλικό τρόπο ένα αναπτυξιακό σχέδιο. Για μια κριτική του Carbure σχετικά με τις ZAD δείτε και το άρθρο “Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με το προλεταριάτο, τις εναλλακτικές και την κομμουνιστικοποίηση ‘εδώ και τώρα’”.

11 Στμ. Στο πρωτότυπο permaculture.

12 Στμ. Σύνδεση της “αγοραστικής” δύναμης με την τιμή της εργατικής δύναμης.

13 Στμ. Στο πρωτότυπο: “se rendre propre”.

14 Στμ. Η σοσιαλδημοκρατική, λαϊκιστική κριτική της κρίσης.

15 Στμ. Για τη σημασία της αναλογίας σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, δηλαδή πάγιου κεφαλαίου και ζωντανής εργασίας και τη σχέση της με την αύξηση του πλεονάζοντος πληθυσμού, δείτε και την ανάλυση στο άρθρο του Surplus Club: “Παγιδευμένος σ’ ένα πάρτυ που κανείς δεν σε γουστάρει”, μεταφρασμένο εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/trapped_in_a_party.

16 Στμ. Ο φενακισμός/φετιχισμός της καπιταλιστικής τεχνο-επιστήμης.

17 Στμ. Στο πρωτότυπο: “qui se retrouve désormais de l’usine au bureau en passant par l’algorithme distribuant leurs courses aux livreurs”.

18 Στμ. Εξαιρετικά σημαντικό σημείο για να εξηγούμε πολύ άμεσα και κατανοητά ότι η πηγή της ανεργίας που μαστίζει τις αναπτυγμένες χώρες δεν είναι φυσικά η φτηνή εργατική δύναμη (πχ. οι μετανάστες), αλλά η αύξηση της παραγωγικότητας από την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης που καθιστά πλεονάζουσα την εργατική δύναμη, είτε του ντόπιου είτε του “ξένου” προλεταριάτου. Αυτό απαντά βέβαια και στην λανθασμένη λογική του εργατισμού που θεωρεί ότι οι μετανάστες πχ. είναι μια ανεξάντλητη πηγή φτηνής εργατικής δύναμης. Η δυναμική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης δεν μειώνει απλά την τιμή της εργατικής δύναμης, την καθιστά όλο και περισσότερο περιττή. Έτσι μακροπρόθεσμα ακόμα και αυτή η “πηγή” φτηνής εργασίας πχ. οι μετανάστες, καθίσταται πλεονάζουσα. Ένα μικρό μόνο μέρος της είναι εκμεταλλεύσιμο. Αυτό σημαίνει να εξηγούμε και στους ντόπιους εργάτες ότι ακόμα και αν έφευγαν όλοι οι μετανάστες η κατάσταση της απασχολησιμότητάς τους δεν θα άλλαζε στην πραγματικότητα: η ένταση της εκμετάλλευσης και η αύξηση της παραγωγικότητας δεν θα έκαναν τίποτα άλλο από το να οξύνουν τον εσωτερικό ανταγωνισμό μεταξύ τους καθιστώντας και πάλι πλεονάζοντες τους περισσότερους. Ότι η πηγή της ανεργίας είναι η αύξηση της παραγωγικότητας και της έντασης της εκμετάλλευσης φαίνεται από την ποιότητα των θέσεων εργασίας που δημιουργιούνται όπου υπάρχει “ανάπτυξη”: επισφαλείς και χαμηλά αμοιβόμενες, εντατικοποιούν τους προλετάριους μέχρι εκεί που δεν πάει, έτσι που τελικά το ποσοστό των πλεοναζόντων να ξεπερνά κατά πολύ τις όποιες “νέες” θέσεις εργασίας.

19 Στμ. Με άλλα λόγια, η επανάσταση με την έννοια της κομμουνιστικοποίησης, και αντίθετα με ό,τι υπήρξε ως σχέδιο του επαναστατικού και εργατικού κινήματος τον 20ο αιώνα, δεν είναι η νικηφόρα επέλαση του προλεταριάτου και η αυτεπιβεβαίωσή του ως τάξης αλλά μια διαδικασία με την οποία το προλεταριάτο στρέφεται ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του ως τάξης του κεφαλαίου, μια διαδικασία στην οποία το προλεταριάτο πρέπει να ηττηθεί, να αυτοκαταργηθεί, καταργώντας ταυτόχρονα και όλες τις τάξεις. Δείτε και την υποσημείωση που ακολουθεί.

20 Στμ. Εξαιρετικά σημαντικό. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε αν δεν καταστήσουμε εντελώς ξεκάθαρη τη ριζική διαφοροποίηση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και πώς αυτές αλλάζουν ριζικά τη θέση του προλεταριάτου: αυτό που φαινόταν ως θετική συνθήκη της απελευθέρωσης του προλεταριάτου – οι κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις και η εργασία, το θετικό μέσα στην αρνητικότητα που συνιστά το προλεταριάτο – σήμερα δεν ορίζει παρά την πλήρη υπαγωγή του προλεταριάτου στο κεφάλαιο, το καθιστά μια τάξη του κεφαλαίου, είναι ο ορίζοντας της καταπίεσής του, κι αυτό σημαίνει ότι η μόνη προοπτική απελευθέρωσης για το προλεταριάτο είναι η πλήρης πραγμάτωση της αρνητικότητάς του: αυτοκατάργησή του ως τάξης μέσα από την κατάργηση όλων των τάξεων και του συνόλου των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.

21 Στμ. Εδώ εύλογα πρέπει να αναρωτηθούμε: ποια είναι αυτή η “τεχνική” σκοπιά και μπορεί να αγνοηθεί;

22 Στμ. Εξαιρετικά λεπτή θέση που σηκώνει πολύ ανάλυση καθώς ουσιαστικά θέτει το ζήτημα της σχέσης του χρόνου και της χρονικότητας με την επανάσταση/κομμουνιστικοποίηση ως κίνηση και διαδικασία.

23 Στμ. Ιδιαίτερα σημαντική θέση. Με άλλα λόγια ο κομμουνισμός, όπως ακριβώς και ο καπιταλισμός, είναι διαλεκτική αυτοπροϋπόθεση! Ο κομμουνισμός, δηλαδή η επαναστατική ρήξη, θα συμβεί όταν είναι ήδη ώριμες οι “συνθήκες”-προϋποθέσεις του – αυτές δεν υπάρχουν ως μια διαχωρισμένη διαδικασία. Όπως ακριβώς το κεφάλαιο δεν δημιούργησε “εκ των προτέρων” τις κατάλληλες συνθήκες ύπαρξής του, η δημιουργία των προϋποθέσεών του ήταν η ανάδυση του ίδιου του κεφαλαίου, το ίδιο ισχύει και για τον κομμουνισμό. Για παράδειγμα, η αυτοκατάργηση του προλεταριάτου και η κατάργηση των τάξεων δεν είναι προϋπόθεση του κομμουνισμού, είναι ο κομμουνισμός. Γι’ αυτό και δεν νοούνται “μεταβατικά στάδια” κλπ. Αυτή, μπορούμε να πούμε, ότι είναι, με όλες τις αβεβαιότητες και αδυναμίες της, η μείζονα συνεισφορά της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης.

24 Στμ. Στο πρωτότυπο: “c’est en se confrontant à tout ce qui se défait et tend aussi à se refaire”.

25 Στμ. Ακούγεται ως ιδιαίτερα ισχυρή θέση που χρήζει συζήτησης. Είναι το πλεόνασμα που δημιουργεί τις ταξικές σχέσεις ή οι ταξικές σχέσεις παράγουν πλεόνασμα με έναν συγκεκριμένο τρόπο ιδιοποίησης;

26 Στμ. Στα αγγλικά στο γαλλικό κείμενο, “the elephant in the room”: παροιμιώδης αγγλική φράση που δηλώνει ένα μείζον πρόβλημα ή ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα που είναι πασιφανές ότι υπάρχει αλλά αποφεύγεται ως αντικείμενο συζήτησης, ένα τεράστιο προφανές πρόβλημα που κάνουμε ότι δεν βλέπουμε, σαν να προσποιούμαστε ακριβώς ότι δεν βλέπουμε έναν ελέφαντα σε ένα δωμάτιο.

Στην πρώτη γραμμή στη Χιλή: Μέρος ΙΙΙ

έξι αναφορές από την εξέγερση1

το κείμενο σε pdf

 

IV. Μια μέρα στην εξέγερση

Καθώς είχα πρόσφατα φτάσει στη Χιλή, ήμουνα ήδη ερωτευμένος με το Σαντιάγο. Είχα βρει τόσα πολλά που με τραβούσαν. Υπήρχε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αναρχικών εκδηλώσεων και φυλλάδια για συγκεντρώσεις/πάρτι στους τοίχους και στοιβαγμένα στα γκισέ διαφόρων μαγαζιών υποκουλτούρας. Έφαγα την καλλίτερη φτηνή βήγκαν empanada2 που είχα φάει ποτέ, που τις έφτιαχνε και τις πουλούσε στον δρόμο ένας πανκ. Μπορείς βασικά να πάρεις οποιοδήποτε λεωφορείο τσάμπα αν απλά σκανάρεις την κάρτα σου και πάρεις μια πολύ διάφανη έκφρασξ ξαφνιάσματος ότι έχει αδειάσει από λεφτά. Απλά πες “με συγχωρείτε” πολύ ευγενικά στον οδηγί και πέρασε το χώρισμα…όπως κάνουν και όλα τα άλλα άτομα πίσω σου. Το γενικότερο πνεύμα εξέγερσης των κατοίκων του Σαντιάγο σε προσκαλούσε.

Άρχισα να ακούω από φίλους για τις ομάδες μαθητών που έμπαιναν χωρίς να πληρώνουν στο μετρό διαμαρτυρόμενοι για τις αυξήσεις στις τιμές των εισιτηρίων όπως και ιστορίες ότι αυτά γίνονται εδώ και μερικές μέρες στον έναν ή στον άλλο σταθμό. Εκείνο το απόγευμα, ήμουνα με έναν φίλο, τρέχοντας απλά για κάποια θελήματα, όταν ακούσαμε τον ήχο που δεν μπορείς να μπερδέψεις ενός μεγάλου πλήθους να φωνάζει και να ζητωκραυγάζει στον δρόμο. Τρέξαμε στο παράθυρο του κτιρίου στο οποίο βρισκόμαστε και κοιτάξαμε κάτω για να δούμε μόλις την ουρά μιας ομάδας από καμμιά κατοστή μαθητών που έτρεχαν προς έναν σταθμό του μετρό. Ο δρόμος ήταν βρεγμένος από αύρες που έριχναν νερό με διαλυμένα σ’ αυτό δακρυγόνα· ακόμα κι από μια τόσο μεγάλη απόσταση νιώσαμε το μικρό τσούξιμο στα πρόσωπά μας. Ήμουνα τόσο εντυπωσιασμένος με τους μαθητές εδώ, τη γενναιότητα, την αυτονομία τους.

Το επόμενο πρωί, σηκώθηκα και ξεκίνησα να ετοιμάζομαι για την ημέρα. Είχα σχέδια να δώσω μια εισαγωγική εξέταση για το σχολείο εκμάθησης Ισπανικών3 στο κέντρο της πόλης, σε μόλις δυο σταθμούς του μετρό. Στη διαδρομή, μετάνιωσα που δεν είχα πάρει τα ακουστικά μου και ονειροπολούσα για το πώς θα μπορούσε να είναι η ζωή μου εδώ, ενώ κάπως ανήσυχα τσέκαρα σε κάθε στάση να βεβαιωθώ ότι δεν θα έχανα την ανταπόκριση.

Εδώ είμαστε, Los Heroes, ωραία. Εντάξει…; Αλλάξτε για την κόκκινη γραμμή εδώ! Προς τα πού είναι η σωστή κατεύθυνση; Ώπα. Περίμενε…Σκατά!”.

Ανεβαίνοντας τις σκάλες, άκουσα τραγούδια των “Pacos culiados!” και δυνατούς θορύβους από σπασίματα και χτυπήματα. Ο υπεύθυνος του σταθμού προσπαθεί να κάνει μια αναγγελία από τα μεγάφωνα, αλλά δεν μπορώ να ακούσω τίποτα άλλο από εκατοντάδες ενθουσιώδεις φωνές.

Περπάτησα στο τέρμα του σταθμού, απέναντι από τη βασική γραμμή της αστυνομίας. Οι μπάτσοι έχουν πλήρη εξοπλισμό Ματατζήδων, κράνη, ασπίδες, γκλομπ. Μετανιώνω που δεν έχω φέρει έξτρα ρούχα, ούτε μάσκαμ ούτε πουκάμισο ή μπουφάν για να καλύψω το πρόσωπό μου. Υπάρχουν πάρα πολλές κάμερες. Πού να φανταστώ ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο; Χτυπιέμαι που δεν πήρα μαζί μου τουλάχιστον το φουλάρι μου· ο καιρός είναι έτσι κι αλλις λίγο άστατος. Οι μαθητές είναι φανταστικοί. ΟΙ περισσότερες είσοδοι και οι περιστρεφόμενες πόρτες έχουν καταστραφεί και τώρα χρησιμοποιούνται είτε για να καταστραφεί περισσότερο ο σταθμός είτε για να πεταχτούν στους μπάτσους. Οι λίγες είσοδοι που παραμένουν κρατιούνται ανοιχτές καθώς οι μαθητές/φοιτητές αφήνουν τον κόσμο που απλά τρέχει να προλάβει το τραίνο να περάσει ελεύθερα, ζητωκραυγάζοντας κάθε φορά που κάποιος περνάει χωρίς να πληρώσει. Υπάρχουν παντού σπασμένα τζάμια, αλλά οι διαδηλωτές εξακολουθούν να τα μαζεύουν σε σωρό στην μια πλευρά με τα πόδια τους ώστε να μην τραυματιστεί κανείς αν πέσει. Μερικά παιδά βάζουν μάσκες με κόκκινη και λευκή ταινία που πιθανόν ξέμειναν από τον σταθμό στην προσπάθεια να ανακτήσει κάποια αμυδρή ομοιότητα ελέγχου μετά από προηγούμενες διαμαρτυρίες. Προσπαθώ για λίγο να βρω καμμιά τέτοια στο δάπεδο αλλά δεν μπορώ. Υπάρχει η οικεία μυρωδιά των σπρέυ και κοιτάζω πιο πέρα για να δω κάποιους να γράφουν βιαστικά ““EVADΑ4 στον τοίχο.

Είμαι τόσο γοητευμένος από τη στιγμή που ξεχνώ πως υποτίθεται ότι πρέπει να πάω σύντομα στη σχολή μου. Χέστο, είναι ανοιχτά ολόκληρο το απόγευμα – πόσο συχνά πέφτεις τυχαία σε τέτοιες εμπνευσμένες πράξεις εξέγερσης; Θα μείνω λίγο παραπάνω.

Είμαι γεμάτος αδρεναλίνη. Αρπάζω το κινητό μου και αρχίζω να γράφω σε μερικούς φίλους ώστε να ξέρουν τι γίνεται σε περίπτωση που τα πράγματα χειροτερέψουν. Επίσης τους λέω αν μπορούν να έρθουν. Τα χέρια μου τρέμουν.

Γαμώ το.
Τα πράγματα είναι άγρια
αυτός ο σταθμός καταστρέφεται – κόσμος συγκρούεται με την αστυνομία
χαχαχαχαχα
Πάρε υπεύθυνα ένα βίντεο!!
Θα σας δείξω μόλις γυρίσω πίσω
Κάποιος συλλαμβάνεται και όλοι
επιτίθετονται και την πέφτουν στους μπάτσους

Ο σταθμός γίνεται όλο και πιο ακυβέρνητος και η αστυνομία το ξέρει. Πρέπει να έχουν καλέσει ενισχύσεις γιατί περίπου 15 μπάτσοι ακόμα καταφτάνουν στην μοναδική έξοδο που υπάρχει προς τα έξω. Αρχίζουν να επιτίθενται ορμώντας και οπισθοχωρώντας από τη μια είσοδο στην άλλη, σε σχηματισμό, αρπάζοντας κάποιους μαθητές περιστασιακά και τραβώντας τους πίσω από τη γραμμή τους. Αυτό δεν γίνεται χωρίς μάχη. Φοιτητές στροβιλίζουν αντικείμενα στο μέρος τους και προσπαθούν να αρπάξουν τους φίλους τους από τα χέρια της αστυνομίας· αλλά για μερικούς άτυχους, είναι πολύ αργά.

Μόλις τη στιγμή που πιστεύω ότι η αστυνομία πρόκειται να πάρει το πάνω χέρι, ακούμε όλοι ένα βαθύ βουητό από την πιο κάτω πλατφόρμα. Για μια στιγμή, τα πάντα σταματάνε και κοιτάμε όλοι προς τις ράγες από κάτω. Βλέπω ένα μεγάλο πλήθος από φοιτητές με υψωμένες γροθιές, λίγο σε βηματισμό πορείας, λίγο τρέχοντας προς τις σκάλες. Οι μπάτσοι ενισχύθηκαν με 15, οι φοιτητές με εκατοντάδες. Όλοι αρχίζουν να λένε το σύνθημα “El pueblo unido jamas sera vencido!” (“Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος!”) καθώς έσπευδαν να πάρουν κι αυτοί μέρος στη μάχη.

Οι αψιμαχίες συνεχίζονται. Υπάρχει άλλη μια ασθενική προσπάθεια να γίνει μια αναγγελία από τα μεγάφωνα του σταθμού που κανείς δεν ακούει. Οι μπάτσοι επιτίεθενται μπρος-πίσω μέσα στον σταθμό κυνηγώντας τον κόσμο πάνω-κάτω στις σκάλες. Καθώς τρέχω προς τα κάτω σε κάποιες απενεργοποιημένες κυλιόμενες σκάλες, σκέφτομαι πόσο επικίνδυνο είναι αυτό. Ανησυχώ για τον κόσμο που μπορεί να ποδοπατηθεί, να πέσει με τα μούτρα στις σκάλες. Αυτοί οι μπάτσοι δεν δίνουν πραγματικά δεκάρα γι’ αυτά τα παιδιά. Τουλάχιστον, σκέφτομαι, μπορούμε όλοι να πάρουμε το επόμενο τραίνο – αλλά δεν έρχεται κανένα επόμενο τραίνο. Το άλλο τραίνο που είναι ήδη στον σταθμό κάθεται ακινητοποιημένο ήδη εδώ και αρκετή ώρα.

Σκατά, έκλεισαν ολόκληρη αυτή τη γραμμή! Αυτό είναι πραγματικά κατόρθωμα. Τα παιδιά το ήξεραν ήδη αυτό. Χορεύουν και πηδάνε ενώ φωνάζουν “Όποιος δεν πηδά είναι μπάτσος!”. Πηδάω κι εγώ. Πανηγυρίζουμε όλοι, όλοι όσοι έχω οπτική επαφή μαζί τους γελάνε και τα αυτιά τους, κι έτσι είμαι κι εγώ.

Τελικά, πρέπει όντως να πάω στη σχολή μου. Βρίσκω ένα άνοιγμα στις γραμμές των μπάτσων και γλιστράω. Βλέπω μερικούς μαθητές να κάνουν το ίδιο. Φτάνω στην είσοδο του σταθμού που φρουρείται από δυο μπάτσους που κρατάνε την πύλη. Γαμώ το, την πατήσαμε…Αλλά αφήνουν τους δυο πρώτους να περάσουν. Βλέπω ένα πλήθος ανθρώπων από την άλλη πλευρά. Α, εμποδίζουν τον κόσμο να μπει στον σταθμό. Θέλουν να τους βγάλουν όλους έξω. Τώρα αισθάνομαι ένοχος που θέλω να φύγω, και ειδικά με την άδεια των μπάτσων! Αρχίζω να αναρωτιέμαι πώς θα πάει η υπόλοιπη διαδήλωση;

Μόλις έφυγα από τις εισαγωγικές μου εξετάσεις και την εγγραφή στη σχολή, πήρα μερικά μηνύματα από άλλους φίλους:

Έι, είμαι στον λόφο της Santa Lucia
Ο σταθμός του μετρό έκλεισε οπότε ο κόσμος βγήκε στους δρόμους
Και τώρα πέφτουν δακρυγόνα.
Αμάν, τα πράγματα είναι άγρια.
Ανυπομονώ να σου πω τι έγινε στο Los Heroes σήμερα

Προσπαθώ να γυρίσω πίσω στο διαμέρισμά μου αλλά οι περισσότερες από τις γραμμές του μετρό είναι κλειστές. Πρέπει να περπατήσω αρκετά για να φτάσω σε μια στάση λεωφορείου που θα με πάει εκεί που πρέπει, και τελικά ανεβαίνω σε ένα λεωφορείο. Έχει πραγματικά πολύ ζέστη εδώ μέσα. Όλοι κάνουν αέρα και προσπαθούν να ανοίουν τα παράθυρα. Κολλάμε στην κίνηση που δεν πάει πουθενά. Αυτοκίνητα κορνάρουν, τίποτα δεν κουνιέται. Σκατά και πάλι! Κατεβαίνω και αρχίζω να περπατάω. Δεν μπορεί να μαι τόσο μακριά.

Περνάω μπροστά από έναν καλλιτέχνη δρόμου με μια κιθάρα και χαμογελάω. Με κοιτάζει, χαμογελώντας, και λέει “ΧΑΟΣ”. Συνεχίζω να περπατάω. Βλέπω ανθρώπους ν’ αρχίζουν να τρέχουν. Αρχίζω να τρέχω κι εγώ. Μου ρχεται μυρωδιά καμμένου. Και πάλι, η αδρεναλίνη ανεβαίνει. Μαθητές έχουν καταλάβει μια διασταύρωση, σταματώντας την κυκλοφορία. Ένα οδόφραγμα καίγεται. Προσπαθούν να κρατήσουν τη θέση τους καθώς ένα guanaco (ένα θωρακισμένο όχημα της αστυνομίας με κανόνι νερού επάνω του, που έχει πάρει το όνομά του από ένα ζώο όπως το λάμα που φτύνει) αρχίζει να κυνηγά τον κόσμο πάνω κάτω στους δρόμους με τον ισχυρό πίδακά του. Οι μαθητές δεν πτοούνται ακόμα κι όταν οι μπάτσοι ρίχνουν δακρυγόνα στο πλήθος για να το διαλύσουν. Οπλισμένα με πέτρες και τούβλα, τα παιδιά αρχίζουν να απανούν, Είναι ένα ιδαίτερο συναίσθημα να βλέπεις τους μπάτσους να αναγκάζονται να υποχωρήσουν ή, ακόμα καλλίτερα, να χάνουν την ψυχραιμία τους και να σκορπάνε άτακτα. Για σήμερα, οι μαθητές είναι οι νικητές.

Τελικά, συναντώ έναν φίλο μου. Συμμετέχουμε σε μια ομιλία στις 8μμ σε ένα κοινωνικό κέντρο κάπου στην περιφέρεια της πόλης που δεν εξυπηρετείται ιδιαίτερα από το μετρό ούτε καν από λεωφορεία. Καθώς προσπαθούμε μανιωδώς να εκπληρώσουμε τις υποχρεώσεις προς τους φίλους μας, ακούμε κάποιες αναφορές ότι το μετρό θα κλείσει για ολόκληρο το Σαββατοκύριακο. Όλοι είναι στους δρόμους. Και εννοώ όλοι. Κανείς δεν μπορεί να πάρει το μετρό· με όλη αυτή την κίνηση ο κόσμος περπατάει. Υπάρχει μια αίσθηση καρναβαλιού στον αέρα, ένας ηλεκτρισμός. Καθώς ο ήλιος βασιλεύει, η πόλη αρχίζει να ξυπνά.

Φτάνουμε στο κοινωνικό κέντρο, αλλά καθώς πλησιάζει 8 η ώρα, γίνεται φανερό ότι κανείς θα τα καταφέρει να έρθει. Μερικά άτομα που συμμετέχουν στον χώρο είναι εκεί για να καλωσορίσουν τους συντρόφους από το εξωτερικό για μια ομιλία σχετικά με το Εκουαδόρ, αλλά είναι φανερό ότι κανένας άλλος δεν πρόκειται να έρθει.

Αν και η γειτονιά δεν εξυπηρετείται καλά από τις τις υποδομές της πόλης, έχει μια μακρά και περήφανη ιστορία αυτοοργάνωσης και αντίστασης· υπάρχει άλλος ένας αναρχικός χώρος μερικά τετράγωνα πιο πέρα. Αποφάσισαν να ακυρώσουν τη μουσική εκδήλωση που ήταν για σήμερα. Πώς μπορεί να είμαστε τόσο ανόητοι να πιστέψουμε ότι θα μπορούσε να ρθει κανείς στην ομιλία χωρίς λεωφορεία, τραίνα και με τόση έξαψη στην ατμόσφαιρα;! Πραγματικά δεν έχουμε καταλάβει πόσο σημαντική και μοναδική είναι αυτή η κατάσταση σε μια χώρα με τέτοια παράδοση και ιστορία εξεγέρσεων.

Ενώ συζητάμε το αν πρέπει να ακυρώσουμε και τη δική μας εκδήλωση, δυο νεαρά αδέλφια μπαίνουν μέσα – και τα δυο κάτω από 10 χρονών. Το πιο μικρό χτυπά ένα παιχνίδι κουζινικών cacerolazo, ενώ το μεγαλύτερο κουβαλά μια μικρή πολυθρόνα. Πες ότι δεν πρόκειται να την κάψει! Κοιτάμε έξω από την πόρτα. Όντως την καίει. Υπάρχει ένα φλεγόμενο οδόφραγμα και γείτονες μαζεύονται κάτω στον δρόμο. Αυτό λήγει το ζήτημα: η ομιλία ακυρώνεται.

Όλοι κατεβαίνουμε στον δρόμο για να μαζευτούμε γύρω από τις φλόγες, να κοπανήσουμε τσουκάλια και τηγάνια και να μοιραστούμε μπύρες και συνθήματα με τους γείτονες. Ολόκληρες οικογένειες έχουν κατέβει. Έρχονται ενισχύσεις από το πουθενά με πίνακες, έπιπλα, σκουπίδια, ντενεκέδες…υπάρχει ακόμα κι ένας τύπος με ένα ολόκληρο ημιφορτηγό γεμάτο με σοβάδες που τα αδειάζει. Ευχαριστούμε!

Η φωτιά φουντώνει καθώς ο κόσμος κουβαλά περισσότερα σκουπίδια από τα σπίτια, τους κήπους και άδεια οικόπεδα. Αρχίζουμε να δεχόμαστε μηνύματα· κόσμος μοιράζεται στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης μερικά πραγματικά τρελλά πράγματα που συμβαίνουν σε άλλες περιοχές της πόλης, οπότε αποφασίζουμε να ντυθούμε και να τριγυρίσουμε στην πόλη να δούμε τι άλλο συμβαίνει.

Μερικοί από την ομάδα μας περιμένουν ότι τα πράγματα θα είναι πιο ήρεμα βγαίνοντας από αυτή την φημισμένη για την εξεγερσιακότητά της γειτονιά. Κάνουν λάθος. Τα πράγματα είνα ακόμα πιο έντονα καθώς πλησιάζουμε την μεγάλη εμπορική λεωφόρο που διασχίζει την πόλη. Βλέπουμε καμμένα λεωφορεία, σημάδι πρόσφατων συγκρούσεων που περιλαμβάνουν καταιγισμό από πέτρες από τους διαδηλωτές και δακρυγόνων από τους μπάτσους. Η γειτονιά από την οποία περνάμε δεν είναι πολύ γνωστή για τη μαχητικότητά της, αλλά η νεολαία είναι εκεί έξω και έτοιμη να αντισταθεί στην αστυνομία.

Είναι πραγματικά αργά, περασμένα μεσάνυχτα. Έχω ήδη δει τρία διαφορετικά γεγονότα μαχών σήμερα. Έχω εξαντληθεί από τα χιλιόμετρα περπατήματος μέσα στην καιγόμενη πόλη μέσα σε μια σύγχυση. Τελικά ενδίδουμε και παίρνουμε ένα ταξί για να πάμε πίσω στο διαμέρισμα ενός φίλου· οι ταξιτζήδες πρέπει να έχουν την καλλίτερή τους σήμερα. Ο δικός μας είναι βιαστικός. Ξεγλιστά μέσα από οδοφράγματα που σιγοκαίγονται και άλλα υπολείμματα των ταραχών, μέχρι που δεν μπορούμε να προχωρήσουμε άλλο, μπλοκαρισμένοι σε μια σε εξέλιξη σύγκρουση μπάτσων και διαδηλωτών. Κλείσε το παράθυρο! Γρήγορα! Δακρυγόνο!

Εντάξει, άσε μας εδώ, υποθέτω”. Κατεβαίνουμε και το σκάμε μέσα από ένα στενό.

Ο φίλος που υποτίθεται θα συναντούσαμε αποκλείστηκε όλο το βράδυ στο διαμέρισμά του, ανυπομονώντας να βγει αλλά πολύ νευρικός για να πάει μόνος του – και καλά έκανε. Περπατάμε κι άλλο προς το κέντρο, στα παραδοσιακά σημεία συγκρουσης. Υπάρχουν θύλακες κόσμου που ρίχνει πέτρες και μπάτσων, παντού υπάρχου γκράφιτ· ο αέρας μυρίζει κάπνα και την πολύ οικεία αίσθηση τσουξίματος που προκαλείται από τα δακρυγόνα. Βλέπουμε το καμμένο κτίριο της εταιρείας ηλεκτρισμού. Είναι ένα εντυπωσιακό θέαμα, αλλά καθώς προχωρά η νύχτα εύχομαι να είχαμε μείνει στα περίχωρα. Αυτή η εξέγερση ξεπερνά τα παραδοσιακά μέρη και ο κόσμος πραγματικά αφυπνίζεται και αντιστέκεται στην αστυνομία σ’ ολόκληρη την πόλη, συμπεριλαμβανομένων των barrios που έχουν να δουν συγκρούσεις εδώ και πολύ καιρό. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς που να περίμενε κάτι τέτοιο.

Τελικά, ακούμε ότι ο πρόεδρος της Χιλής έχει κηρύξει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ότι θα φτάσει το πρωί ο στρατός. Κανείς δεν ξέρει τι να περιμένει – κανείς δεν περίμενε κάτι τέτοιο αρχικά! Μα ο στρατός;! Αυτό φρικάρει πραγματικά πολλούς Χιλιανούς, ιδιαίτερα αυτούς που έχουν ζήσει τη δικτατορία.

Έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου. Η ίδια η ζωή επιταχύνεται. Έχω την αίσθηση ότι αυτή η μέρα έχει κρατήσει βδομάδες. Θα έχω άραγε καν σχολή τη Δευτέρα; Και αν ναι, θα με νοιάζει;

Η υπόσχεση αυτής της εξέγερσης δεν είναι απλά τα συνθήματα, τα τραγούδια και τα γκράφιτ που βλέπουμε και ζητούν έναν καλλίτερο κόσμο – έναν κόσμο χωρίς καπιταλισμό, χωρίς εργασία, χωρίς κυβέρνηση, αστυνομία, εξουσία. Η υπόσχεση είναι κάτι που ζούμε – το γεγονός ότι οι ζωές μας μπορούν να είναι γεμάτες, μπορούν να είναι όμορφες, τόσο πληθωρικές να τις διαχειριστούμε εμείς οι ίδιοι. Παρασέρνομαι σαν ένας σπόρος στον άνεμο, έτοιμος να φυτέψω έναν καινούριο κόσμο στις στάχτες των παλιών Wal-Mart. Αυτή τη μέρα, η ζωή μου, οι ζωές όλων μας, αλλάζουν για πάντα. Μετά από αυτό το βράδυ, όλοι ξέρουμε ότι αυτή η κατάσταση δεν θα επιβραδυνθεί σύντομα – και ότι επίσης φρικτά πράγματα έρχονται. Οι εχθροί μας δεν θέλουν να έχουμε τις ζωές που μας αξίζουν.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://crimethinc.com/2019/10/24/on-the-front-lines-in-chile-accounts-from-the-uprising.

2 Στμ. Empanada: είδος πίτας.

3 Στμ. Στο αγγλικό κείμενο Spanish Immersion School.

4 Στμ. “ΑΠΟΦΥΓΕΤΕ”, στα ισπανικά.

Στην πρώτη γραμμή στη Χιλή Μέρος ΙΙ

έξι αναφορές από την εξέγερση1

το κείμενο σε pdf

II. Μια ανώνυμη αναφορά από το Σαντιάγο, 21 Οκτωβρίου 2019

Κάνω αυτή την ανακοίνωση με την πρόθεση να διαδώσω τα νέα σχετικά μ’ αυτό που συμβαίνει στην περιοχή που ζω – την περιοχή που κυριαρχείται από το κράτος της Χιλής, και ιδιαίτερα την πρωτεύουσα. Τις πρόσφατες μέρες, το χιλιάνικο κράτος έχει δείξει το αληθινό του πρόσωπο – αυτό που πραγματικά είναι – βγάζοντας ολόκληρη την αστυνομία και τον στρατό στους δρόμους για να καταστείλει τις διαμαρτυρίες και τις κινητοποιήσεις που έχουν φθάσει ήδη σε πανεθνικό επίπεδο.

Άνθρωποι απαγάγονται και δολοφονούνται· γυναίκες βασανίζονται και βιάζονται. Μέχρι τώρα είμαστε αντιμέτωπο με έναν απροσδιόριστο αριθμό από απώλειες: επίσημα δώδεκα, αλλά ξέρουμε ότι ο αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος, καθώς αρκετός κόσμος έχει τραυματιστεί σοβαρά από πυροβολισμούς των μπάτσων και των στρατιωτών.

Για να θέσουμε κάπως το πλαίσιο: πριν από δύο εβδομάδες περίπου, ξεκίνησαν μαζικές διαμαρτυρίες ως αποτέλεσμα της σταγόνας που ξεχείλισε το ποτήρι, ένα ποτήρι γεμάτο με πολύχρονες απαιτήσεις στην προκειμένη περίπτωση. Αιτήματα σχετικά με την υγεία, την εκπαίδευση, το σύστημα συγκοινωνιών, και το σύστημα προμηθειών [supply system], που τυπικά έχει να κάνει με ένα βάναυσο νεοφιλελεύθερο σύστημα που εφαρμόστηκε με τη δικτατορία.

Η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει ήταν η αύξηση στο κόστος των εισιτηρίων και η αύξηση στο κόστος βασικών υπηρεσιών, συγκεκριμένα του ρεύματος. Ξεκίνησε με περιπλανώμενα πλήθη μαθητών σε σταθμούς του μετρό, κυρίως στο κέντρο της πόλης. Σιγά σιγά, τα πλήθη που διαμαρτύρονταν στις περιστεφόμενες εισόδους των σταθμών άρχισαν να έχουν ανθρώπους από κάθε κομμάτι του πληθυσμού, ανθρώπους κάθε ηλικίας να ανεβάζουν την ένταση και να παίρνουν υπό τον έλεγχό τους τους σταθμούς του μετρό του Σαντιάγο, επιτρέποντας σε όλους να παίρνουν τον υπόγειο χωρίς να πληρώνουν. Μέσα στις επόμενες μέρες, αυτό οδήγησε στην παρουσία ειδικών αστυνομικών δυνάμεων [carabineros] στους σταθμούς, για να τους φυλάσσουν και για να καταστείλουν αυτές τις διαδηλώσεις.

Οι αρχές απέτυχαν. Ο κόσμος εξακολουθούσε να πηδά πάνω από τις περιστρεφόμενες και να καταλαμβάνει τους σταθμούς του μετρό· τότε, την Παρασκευή, 18 Οκτωβρίου, η διαμαρτυρία πήρε πιο ριζοσπαστικό χαρακτήρα, αναμετρώμενη/ξεκαθαρίζοντας με τα αιώνια σύμβολα του κεφαλαίου: σουπερμάρκετ, τράπεζες, φαρμακεία, δημόσια μέσα μεταφοράς, σταθμούς του μετρό. Περίπου 45 σταθμοί του μετρό καταστράφηκαν, με 20 από αυτούς να έχουν καεί. Αυτό συνέβη κυρίως στα περίχωρα της πόλης, στις poblaciones [γειτονιές στην περιφέρεια της πόλης όπου μένει κόσμος που ζει στο περιθώριο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού].

Την Παρασκευή, κηρύχθηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης· ο στρατός περιπολούσε ήδη στους δρόμους, αλλά οι ενέργειες και οι δράσεις δεν σταμάτησαν. Άνθρωποι συνέχισαν να κατεβαίνουν στους δρόμους, στήνοντας οδοφράγματα σ’ αυτούς – οι δρόμοι παρέμειναν ανεξέλεγκτοι εκείνη την ημέρα. Το Σάββατο, 20 Οκτώβρη, διατάχθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας για τη διάρκεια της νύχτας, κατάσταση πολιορκίας. Αρχικά, εξαγγέλθηκε ότι θα κρατούσε από τις 10 το βράδυ μέχρι τις 7 το πρωί, στη συνέχεια επεκτάθηκε να αρχίσει από τις 7 το βράδυ. Παρ’ όλα αυτά, περισσότερες ενέργειες έγιναν από τον κόσμο στη διάρκεια της βραδιάς: κόσμος συνέχισε να κατεβαίνει στους δρόμους, ενώ ο στρατός άρχισε να μπαίνει στις και όχι μόνο στο Σαντιάγο, καθώς τώρα ήταν εφτά οι πόλεις που βρίσκονταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, τρεις από αυτές μάλιστα σε κατάσταση πολιορκίας, με την επιβολή απαγόρευσης κυκλοφορίας.

Η αστυνομία και ο στρατός ρίχνουν πραγματικά πυρά, χτυπώντας βίαια τον πληθυσμό, πυροβολώντας οποιονδήποτε βρίσκεται στο πέρασμά τους. Υπάρχουν πολλά βίντεο σε κοινωνικά δίκτυα για βασανιστήρια, κρατήσεις και απαγωγές· υπάρχουν αναφορές ακόμα και για βιασμούς. Πολύ έντονη καταστολή εφαρμόζεται ενάντια στις poblaciones που ιστορικά οργανώνονταν και αντιστέκονταν πριν τη δικτατορία· εκεί γίνονται έφοδοι της αστυνομίας, μια διαδικασία πολιτικής δίωξης που ξέρουμε ότι δεν θα περιοριστεί, την οποία προσπαθεί να διευθύνει η κυβέρνηση.

Ο φασίστας/δεξιός πρόεδρος Sebastián Piñera, διακήρυξε σε μια συνέντευξη τύπου ότι “είμαστε” σε πόλεμο, ότι υπάρχει ένας “εσωτερικός εχθρός” πίσω από όλες αυτές τις οργανώσεις. Υπάρχει προσπάθεια να καταδειχτούν συγκεκριμένες υπάρχουσες πολιτικές οργανώσεις, αλλά ξέρουμε ότι αυτό είναι ένα αισχρό ψέμα· ο κόσμος αυτοοργανώνεται χωρίς ηγέτες, οριζόντια και αλληλέγγυα.

Απειλούν να κόψουν το νερό και το ρεύμα, σπέρνουν τον φόβο, απειλούν τον κόσμο. Η παρουσία του στρατού στους δρόμους εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό, το άδειασμα των σταθμών του μετρό και των λεωφόρων στις οποίες μαζεύεται ο κόσμος για να διαμαρτυρηθεί.

Δεν ξέρουμε πώς θα πάει όλο αυτό, δεν ξέρουμε τι δολοφονίες και εξαφανίσεις θα ακολουθήσουν. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι καινούριο γι’ αυτή την περιοχή. Πριν από σαράντα χρόνια, το τοπίο δεν ήταν διαφορετικό. Ξεκινήσαμε διαφορετικά, αλλά δεν ξέρουμε πώς θα τελειώσουν τώρα τα πράγματα.

Υπάρχει ένα ανοιχτό κάλεσμα για το άπλωμα των ταραχών, αναζητώντας χειρονομίες και κινήσεις αλληλεγγύης από ολόκληρο τον κόσμο, ώστε η αλληλεγγύη να απλωθεί πέρα από τα γραπτά και τα λόγια.

Αυτή είναι η στιγμή της πάλης για αξιοπρέπεια: η δυσαρέσκεια αναπνέει, είναι ανεξέλεγκτη, εκδηλώσεις οργής έχουν καταλάβει τους δρόμους αυτής της πόλης και τη χώρα.

III. Καλώς ήρθατε στο Σαντιάγο

Ήμουνα στο Μπουένος Άιρες για να δώσω μια ομιλία σε ένα φεστιβάλ αναρχικού βιβλίου. Καθώς τα νέα από τη Χιλή κατακλύζανε το κινητό μου, άρχισε να ψάχνω για εισιτήρια.

Ωραία, σε δυο βδομάδες, ώστε να μην χάσω τις διαμαρτυρίες όταν ο Τραμπ έρθει για την συνάντηση του APEC2”, είπα στον εαυτό μου.

Σκατά, ΟΚ, υπάρχουν φτηνά εισιτήρια σε πέντε μέρες, αλλά είναι για το βράδυ. Σίγουρα, δεν θα εξακολουθεί να υπάρχει απαγόρευση κυκλοφορίας σε πέντε μέρες, έτσι δεν είναι;”.

Τότε, ένα μήνυμα από έναν γείτονα στο Σαντιάγο με έπεισε: “Εννοώ, μπορείς να έρθεις σήμερα; Υπάρχει γενική αύριο για αύριο”.

Δεν ξέρω αν ήταν εξαιτίας της κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή επειδή ήθελα να πετάξω πολύ άμεσα, αλλά οι ιστότοποι των αεροπορικών εταιρειών δεν με άφηναν να αγοράσω κανένα εισιτήριο για πτήση για εκείνη τη μέρα. Γαμώ το, θα πάω απλά στο αεροδρόμιο και θα δω τι μπορούν να κάνουν για μένα.

Αγόρασα όχι ένα, αλλά δύο εισιτήρια. Το πρώτο ήταν απευθείας για το Σαντιάγο, αλλά έφτανε με την απαγόρευση κυκλοφορίας. Τέλος πάντων, θα μπορούσα να πάρω απλά ένα ταξί από το αεροδρόμιο το πρωί. Η γυναίκαι στο γκισέ με διαβεβαίωσε ότι οι πτήσεις για το Σαντιάγο δεν θα ακυρώνονταν. Αλλά, τότε, αγόρασε άλλο ένα εισιτήριο, προς μια συνοριακή πόλη – ίσως να μπορούσα απλά να πάρω ένα λεωφορείο ή κάποιος sketchy οδηγός θα μπορούσε να με πάει μέχρι το Σαντιάγο στη διάρκεια της νύχτας. Έπρεπε να αποφασίσω. Η πτήση για τη συνοριακή πόλη έφευγε πρώτη. Την πήρα – αν το αεροδρόμιο ήταν ακόμα ανοιχτό θα μπορούσα να καταφέρω να πάρω μια πτήση αργά από αυτό το αεροδρόμιο για το Σαντιάγο. Προσγειώθηκα, και τα πάντα είχαν ακυρωθεί, μαζί και η πτήση για την οποία με είχαν διαβεβαιώσει ότι θα έφτανε στο Σαντιάγο. Το συνοριακό πέρασμα ήταν επίσης κοντά. Όλες οι γραμμές λεωφορείων με διαβεβαίωναν η μια μετά την άλλη ότι θα άνοιγε το πρωί. Σίγουρα, φίλε, τα ‘χω ξανακούσει αυτά. Όμως δεν είχα και καμμιά άλλη επιλογή.

Το πρωί μπήκα σε ένα μικρό βανάκι του αεροδρομίου (μεγέθους Sprinter) μαζί με άλλα οχτώ άτομα για το Σαντιάγο. Ήταν πραγματικά πολύ πρωί, και η διαδρομή ήσυχη. Τα περισσότερα άτομα κοιμήθηκαν – αλλά παρά το ότι είχα κοιμηθεί μόνο δυο ώρες μιας και μετέφραζα διάφορα δελτία τύπου και έβλεπα ένα σισύφειο αριθμό από βίντεο από τη Χιλή, τα νεύρα μου με κράτησαν ξύπνιο. Είχα αποφασίσει να μην ξεφορτωθώ τις αναρχικές κονκάρδες, αυτοκόλλητα και αφίσες που είχα κουβαλήσει για να πουλήσω στο φεστιβάλ αναρχικού βιβλίου στο Μπουένος Άιρες. Καθώς φτάσαμε στον συνοριακό σταθμό, ένα μεγάλο οδικό σήμα μας υποδεχόταν στη Χιλή. Η επιβάτης που καθόταν πίσω μου άρπαξε τον ώμο μου και μου είπε: “Τα καταφέραμε! Είμαστε στη Χιλή!”.

Γύρισα προς το μέρος της και της είπα, “Χα, όχι ακόμα”. Το μετάνιωσα αμέσως – μήπως είπα πολλά; Η εσωτερική της σκέψη γραφόταν καθαρά στο πρόσωπό της: Και γιατί θα πρεπε να ανησυχώ ότι δεν θα περάσω στη Χιλή; Βγαίνοντας από το λεωφορειάκι, άρχισα να αισθάνομαι από νευρικός και τολμηρός πραγματικά ηλίθιος. Γιατί στο διάολο το κανα αυτό;

ε, μπορώ να πάρω το σακκίδιό μου”;

Όχι, μεγάλα σακκίδια δεν επιτρέπονται στον έλεγχο του αεροδρομίου. Οι τελωνειακοί θα τα αδειάσουν και μετά θα περάσουν μέσα από τις ακτίνες Χ”.

Α…ΟΚ”.

Έχω ταξιδέψει αρκετά με σακκίδιο στη Νότια Αμερική. Έχω μάθει πώς να μειώνω τα απόλυτα αναγκαία πράγματα ώστε να χωράνε σε ένα αρκετά ελαφρύ σακκίδιο. Το χειρότερο συναίσθημα για μένα είναι να αποχωρίζομαι το σακκίδιό μου. Είναι όπως αυτό που νιώθει η πρωταγωνίστρια της ταινίας Το Αστέρι του Βορρά3 όταν την χωρίζουν από τον δαίμονά της.

Με κουρελιασμένα νεύρα, ακολούθησα τους άλλους επιβάτες στον έλεγχο του αεροδρομίου. Ρε γαμώτο, άλλοι τέσσερις αναρχικοί από το φεστιβάλ βιβλίου είναι επίσης εκεί. Φαντάζομαι δεν είμαι ο μόνος που σκέφτηκε ότι ήταν η στιγμή να επιστρέψει στη Χιλή. Γιατί με κοιτάνε; Σταματήστε να με κοιτάτε. ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ. Γιατί η τηλεπάθειά μου και το ολοφάνερο βλέμμα αδιαφορίας στο πρόσωπό μου δεν τους κάνει να υποψιαστούν ότι ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΧΑΙΡΕΤΑΩ ΑΛΛΟΥΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥΣ ΕΝΩ ΠΕΡΝΑΩ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ;

Τους αφήνουν να περάσουν. Ουφ. Είμαστε μετα από αυτούς, αλλά κάποιος στην ομάδα μας μας πάει σε μια άλλη γραμμή παρατείνοντας την αναμονή. Αχ, ας τελειώσει όλο αυτό. Τελικά, περνάμε. Ει, σφραγίζουν το διαβατήριό μου. ΣΚΟΡΑΡΑ! Τώρα απομένει μόνο το τελωνείο – πόσο άσχημα θα μπορούσε να είναι αυτό;

Σήκωσα το σακκίδιό μου από τον διάδρομο αποσκευών. Καλό σημάδι, σωστά; Αν τα πράγματα είναι ήδη εκεί, πρέπει να τα έχουν ήδη ελέγξει και δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο. Το σπρώχνω απλά στο μηχάνημα των ακτίνων-Χ και συνεχίζω.

Ακουμπώ το σακκίδιό μου στον ιμάντα του μηχανήματος των ακτίνων-Χ. Βγαίνει από την άλλη άκρη. Ένας αδιάφορος συνοριοφύλακας το δείχνει. Ένας φιλικός αγροτικός υπεύθυνος με παίρνει στο πλάι: “Υπάρχουν καθόλου φυτά ή ζώα στο σακκίδιό σας;” Χα! Το ξέρω αυτό! “Μόνο ένα κομμάτι σοκολάτα”. Σκάνε ένα γελάκι και με αφήνουν να πάω στην ουρά. Μόνο που ο χειριστής του μηχανήματος ακτίνων-Χ ξεπροβάλει και λέει: “Όχι, όχιμ δεν θέλουν να κάνουν έλεγχο για αγροτικά προϊόντα σ’ αυτή τη τσάντα. Οι τελωνειακοί ήθελαν να ρίξουν μια ματιά”.

ΟΚ…Ένας πολύ πιο βλοσυρός τελωνειακός βγαίνει μπροστά. “Φαίνεται σα να υπάρχει ένα μηχάνημα ή κάτι τέτοιο στη τσάντα; Ίσως ένας υπολογιστής;”

Ουφ. “Α ναι, εδώ, αυτό είναι το λάπτοπ μου”.

Α, σπουδαία. Μπορείτε να με αφήσετε να βγάλω όλα τα πράγματα από μέσα;”

Α…βέβαια…”

Σκατά. Σκατά, σκατά, σκατά. Αφήνει τις κονκάρδες, αυτό είναι καλό. Ανοίγει τη σακούλα με όλα τα στίκερ και τα αυτοκόλλητα και απλά τα σπρώχνει πίσω στη τσάντα. Αυτό είναι υπέροχο! “Τι είναι αυτό;”. ΣΚΑΤΑ. Κουβαλούσα μια δεσμίδα από αφίσες για το έμφυλο και για την αστυνομία της CrimethInc. στα Ισπανικά. “Α, απλά μερικά δώρα. Είναι σαν ένα κόμικ, μ’ αρέσει να τ’ αφήνω σε ανθρώπους που συναντώ στα ταξίδια μου”. Βγάζει μια από τις αφίσες για το έμφυλο και προχωρά να τη διαβάσει αργά, ολόκληρη. Για πολύ ώρα.

Είχα ταχτοποιήσει τις αφίσες έτσι ώστε όλες οι αφίσες για το έμφυλο να είναι πάνω-πάνω ενώ αυτές για την αστυνομία από κάτω και κοιτάζοντας προς τα κάτω, σε περίπτωση που κάποιος τελωνειακός θα ήθελε να τις κοιτάξει – ελπίζοντας ότι θα έμοιαζε σαν να κουβαλάω μόνο αφίσες για το έμφυλο. Τουλάχιστον οι αφίσες για το έμφυλο δεν λένε τίποτα κακό για τους μπάτσους, ή κάτι άλλο ειδικά για τη Χιλή – σε αντίθεση με τις αφίσες για την αστυνομία. Καθώς τελειώνει το διάβασμα της αφίσας, κουνά το κεφάλι της στο πλάι και κοιτάζει μακριά με ένα ξαφνιασμένο, γουρλωμένο βλέμμα. Δεν μπορεί να αποφασίσει αν η αφίσα είναι ανατρεπτική ή όχι.

Και όλες αυτές οι αφίσες είναι ίδιες;”. Ξεφυλλίζει τη δεσμίδα.

Σκατά, αν δεν είχα ταχτοποιήσει τις αφίσες με τον σωστό τρόπο, σίγουρα θα έβλεπε ότι δεν είναι όλες οι ίδιες. Στο τσακ τη γλίτωσα.

Ναι…όλες είναι ίδιες…”.

Καλά, μπορείς να μαζέψεις τα πράγματά σου και να φύγεις”. Α, να σαι σίγουρη, γαμώ το κέρατό μου.

Με το που γυρίζω πίσω στο βανάκι, ο οδηγός βάζει μπροστά [peels off] και μας παίρνει από κει. Η γυναίκα πίσω μου ρωτά, “Πήγαν όλα καλά με σένα;”

Πώς ξέρει; Τότε συνειδητοποιώ ότι ολόκληρο το βανάκι κουβεντιάζει δυνατά:

Καλά κατάφερες και πέρασες ΟΛΟΝ αυτό τον καπνό; Αυτό είναι απίστευτο μεγάλε!”.

Ναι, τα παίξανε σήμερα. Νομίζω ότι υπήρχαν και κάποιο εθελοντές εκεί γιατί it’s an all hands on deck situation.”

Πφ, δεν ήξεραν καν τι έκαναν. Δεν έπρεπε σε καμμιά περίπτωση να ξεμείνω πίσω αφού είχα συλληφθεί στην Αργεντινή την προηγούμενη βδομάδα”.

Α. Μάλιστα. Το λεωφορείο. Αυτοί είναι δικοί μου. Όλοι εδώ είναι sketchy. Μ’ αρέσει.

Μπαίνω στην κουβέντα τώρα, αφού έχω συνειδητοποιήσει ότι είμαι ανάμεσα σε άλλα ψιλορεμάλια που έχουν όλοι πράγματα να κρύψουν από τις αρχές, όπως εγώ. Όμως, σε αντίθεση με όλους τους άλλους δεν λέω τι είναι αυτό που κρύβω.

Η γυναίκα που κάθεται πίσω μου είναι γλυκιά. Είναι σχεδόν στην ηλικία της μάνας μου και μιλάμε για οικογένεια, εκπαιδευτικές φιλοδοξίες και, ξέρετε, μαμαδίστικα πράγματα.

Καθώς κατεβαίνουμε στο Σαντιάγο και βλέπουμε όλη την καταστροφή, με προειδοποιεί να προσέχω τον εαυτό μου στους δρόμους, μήπως και με περάσει κανείς κατά λάθος.πορούμε κυριολεκτικά να μυρίσουμε το κάρβουνο από τις λεηλασίες και τα καψίματα της προηγούμενης νύχτας. Περνάμε μπροστά από ένα Wal-Mart που είχε καεί ολοσχερώς. Παντού υπήρχαν γκράφιτι με τη λέξη “Evade”. Οι στάχτες από τα καιόμενα οδοφράγματα γέμιζαν το μέσο κάθε διασταύρωσης.

Ο οδηγός βάζει τις ειδήσεις στην τηλεόραση μέσα στο βαν. Η κυβέρνηση ζητά από τον κόσμου να υπακούσει στην απαγόρευση κυκλοφορίας το βράδυ, να επιστρέψει στην κανονική ζωή μετά τη σημερινή γενική απεργία. Οπλισμένοι στρατιώτες υπάρχουν σε γωνιές των δρόμων σε ολόκληρη την πόλη. Μεγάλα φορτηγά και ολόκληρες ομάδες από αυτά μας προσπερνούν γρήγορα στην εθνική.

Α, μάλιστα, χτες το βράδυ πυροβολούσαν και χτύπαγαν τον κόσμο και σήμερα το ζητάνε ευγενικά; Όχι, δεν θα πάνε έτσι τα πράγματα”, σχολιάζει ένας από τους sketchy συνεπιβάτες μου.

Όλοι αρχίζουν να μιλάνε για τις διαδηλώχεις, την ανισότητα στη Χιλή, την αυταρχική καταστολή από την κυβέρνηση. Τώρα που το χω feigned άσχετος και αθώος για τόση ώρα – “Είμαι απλά ένας ανοιχτόμυαλος ταξιδιώτης από το εξωτερικό!” — μπορώ πραγματικά να μπω στην κοιβέντα.

Παρά τις ψεύτικες προειδοποιήσεις στην Μεντόζα ότι διαδηλωτές μπορεί να μπουκάρουν το λεωφορείο μας και να προσπαθήσουν να το κάψουν, φτάσαμε ασφαλείς στον σταθμό των λεωφορείων. Αντάλλαξα τηλέφωνα με τη γλυκιά γυναίκα που καθόταν πίσω μου. Ο άντρας της έρχεται προς το μέρος μας ενώ γινόταν αυτό. “Α, επίτρεψέ μου να σου συστήσω τον άντρα μου!”.

Αποφάσισες να έρθεις στη Χιλή για ταξιδάκι…σήμερα;”. Με κοίταξε με δυσπιστία.

Ναι. Έτσι είναι!”.

Ξέρεις, οι τελευταίες λίγες μέρες ήταν άγριες. Δεν ξέρω αν έχεις δει τις ειδήσεις”.

Α, ναι, άκουσα κάτι σχετικά. Είμαι σίγουρος ότι θα μάθω πολλά όσο είμαι εδώ”.

Με κοιτάζει έντονα, βαθιά στα μάτια, και σηκώνει τη γροθιά του. “Ζήτω το προλεταριάτο!”.

Τι είναι αυτό, αστείο; Προσπαθεί να μου δώσεις, ας πούμε, την αυθεντική νοτιοαμερικάνικη αριστερίστικη εμπειρία ή κάτι τέτοιο; Εννοώ, “Ζήτω το προλεταριάτο”, παραείναι ευθύ, έτσι δεν είναι;

Όχι. Γελάω κάπως, αλλά δεν παίρνει τα μάτια του από πάνω μου μέχρι να σηκώσω κι εγώ τη γροθιά μου και να επαναλάβω, “Ζήτω το προλεταριάτο”. Η γυναίκα γελάει ζεστά, περήφανη για μένα, και με αγκαλιάζει σφιχτά σαν να είμασταν οικογένεια. “Να περνάς καλά και να προσέχεις!”.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://crimethinc.com/2019/10/24/on-the-front-lines-in-chile-accounts-from-the-uprising.

2 Στμ. APEC: Οικονομική Συνεργασία Ασίας-Ειρηνικού (Asia-Pacific Economic Cooperation) είναι ένα διακυβερνητικό φόρουμ από 21 παράκτιες χώρες του Ειρηνικού που προάγει το ελεύθερο εμπόριο στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού [στμ. Στις 30 Οκτωβρίου ανακοινώθηκε ότι η συγκεκριμένη σύνοδος κορυφής ακυρώθηκε εξαιτίας της εξέγερσης].

3 Στμ. Ο ελληνικός τίτλος της ταινίας The Golden Compass. (2007).

Στην πρώτη γραμμή στη Χιλή: Μέρος Ι

έξι αναφορές από την εξέγερση1

το κείμενο σε pdf

Από τις 18 Οκτώβρη, μια μεγάλη εξέγερση έχει ξεδιπλωθεί στη Χιλή καθώς κόσμος από κάθε βιωτικό επίπεδο συσπειρώνεται για να διαμαρτυρηθεί ενάντια στα μέτρα λιτότητας, να πολεμήσει την αστυνομική καταστολή, να καταστρέψει τα σύμβολα του καπιταλισμού και να αψηφίσει μια στρατιωτική κατοχή που θυμίζει τα χρόνια της δικτατορίας. Η συνέντευξη που ακολουθεί και οι από πρώτο χέρι αναφορές διερευνούν τον χαρακτήρα της εξέγερσης και τις εμπειρίες αυτών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή.

Αυτή η εξέγερση είναι μέρος ενός παγκόσμιου κύματος εξεγέρσεων που ξεδιπλώνονται στην Αϊτή, τον Λίβανο, το Σουδάν, το Ιράκ, το Hong Kong, την Ονδούρα, την Καταλωνία, και αλλού. Η εξέγερση στη Χιλή πυροδοτήθηκε εν μέρει από ένα κοινωνικό κίνημα στο Εκουαδόρ που κατέλαβε το κοινοβούλιο και ανάγκασε την κυβέρνηση να αποσύρει τα σχεδιαζόμενα μέτρα λιτότητας. Υπάρχουν σημάδια αυτής της ορμής να απλώνεται και αλλού στη Νότια Αμερική: συγκρούσεις στα προξενεία της Χιλής στην Μεντόζα και το Μπουένος Άιρες, διαδηλώσεις στη Βολιβία, αναταραχή στην Ουρουγουάη. Όλες αυτές οι εξεγέρσεις οδηγούνται από τις ίδιες θεμελιώδεις συνθήκες – τις ίδιες ανισότητες πλούτου και εξουσίας που προκαλούνται από τον καπιταλισμό και την ίδια απώλεια πίστης στους θεσμούς του κράτους.

Σε έναν παγκόσμια διασυνδεδεμένο κόσμο στον οποίο όλες οι κυβερνήσεις – από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι την Τουρκία, τη Ρωσία και την Κίνα – δουλεύουν από κοινού για να συντονίσουν την καταστολή όσων παλεύουν για ελευθερία και αξιοπρέπεια, είναι πολύ ουσιώδες να καταλαβαίνουμε τους αγώνες μας ως αλληλένδετους και αλληλεξαρτώμενους. Πρέπει να υπερασπιστούμε ο ένας τον άλλο διαφορετικά θα μας συντρίψουν όλους, έναν-έναν. Όπως το έθεσε ένας σύντροφος,

Η αλληλεγγύη είναι σημαντική. Ακόμα κι αν κρατάς απλά ένα πανό με μερικούς φίλους για να ποστάρεις μια φωτογραφία που εκφράζει αλληλεγγύη, ακόμα κι αν απλά κρεμάς αυτό το πανό πάνω από μια αερογέφυρα σε μια λεωφόρο, οι μικρότερες εκδηλώσεις αλληλεγγύης μπορεί να σημαίνουν πολλά γι’ αυτούς που αγωνίζονται κάπου αλλού, μπορεί να τους κάνουν να αισθανθούν λιγότερο μόνοι. Ακόμα κι αν κλείσεις τις πύλες ασφαλείας για να δείξεις τους συνεργαζόμενους με τις Τουρκικές Αερογραμμές. Ακόμα κι αν καταλάβεις το προξενείο της Χιλής. Ακόμα κι αν απλά μπλοκάρεις έναν αυτοκινητόδρομο”.

Ι. Ερωτήσεις και απαντήσεις για το κίνημα άρνησης κομίστρου

Αυτό που ακολουθεί είναι η συνέχεια της συνέντευξής μας με έναν για χρόνια Χιλιανό αναρχικό που συμμετέχει στην εξέγερση.

Η Βραζιλία βίωσε μια εξέγερση όπως αυτή εδώ το 2013· αποτελεί αυτό ένα σημείο αναφοράς για κάποιους από τους συμμετέχοντες σήμερα; Και ποια είναι η σύνδεση ανάμεσα στην εξέγερση στο Εκουαδόρ και την εξέγερση που λαμβάνει χώρα τώρα ακριβώς στη Χιλή;

Σ’ αυτή τη χώρα, ο κόσμος δεν ενημερώνεται για το τι συμβαίνει διεθώς· έχουν πολύ “κοντή” μνήμη, η οποία υπαγορεύεται κυρίως από αυτό που εμφανίζεται στην τηλεόραση. Η εξέγερση στη Βραζιλία δεν συζητήθηκε σ’ αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο, αλλά η εξέγερση στο Εκουαδόρ συζητήθηκε. Η κατάσταση εκεί έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στη νομιμοποίηση του γεγονότος ότι η αλλαγή μπορεί να γίνει απλά και με fucking shit up, κάτι που ο κόσμος αρνιόταν αλλά, παρ’ όλα αυτά, το ήξερε κάπου μέσα του ότι είναι αλήθεια. Πιστεύω ότι είναι ακόμα δυνατόν να υπάρχει ένας βαθμός επίγνωσης εδώ ότι αυτό που συμβαίνει στο Εκουαδόρ έχει συνεισφέρει στην αναζωπύρωση του μαχητικού πνεύματος ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού της Λατινικής Αμερικής, κάτι που φαινόταν αδύνατο στο πλαίσιο της Χιλής.

Ποια τμήματα του πληθυσμού ενεπλάκησαν στο κίνημα #EvasionMasiva αρχικά; Γιατί επεκτάθηκε τόσο ραγδαία και προσέλκυσε τόσο κόσμο; Συμμετέχουν σ’ αυτόν τον ξεσηκωμό τώρα δημογραφικός ομάδες που συνήθως δεν εμπλέκονται σε εκδηλώσεις συγκρουσιακής αντίστασης;

Οι πρώτοι που συμμετείχαν ήταν φοιτητές από γνωστές και περίοπτες σχολές στις οποίες, εκτός από τον αγώνα ενάντια στην αύξηση του κομίστρου, είχαν οργανώσει και μια καμπάνια ενάντια στους νόμους για “ασφαλή” τάξη που ποινικοποιούν και διώκουν φοιτητές που συμμετέχουν σε αγώνες. Ξεκινώντας από την Τετάρτη, εμφανίστηκαν και εργάτες για να συμμετάσχουν στην άρνηση πληρωμής εισιτηρίου και ακόμα και οι τριτοετείς φοιτητές και οι πιο άτολμοι έπιασαν το πνεύμα της νεανικής εξέγερσης, υπερασπιζόμενοι τους εξεγερμένους ή παίρνοντας το μετρό χωρίς να πληρώσουν. Την Παρασκευή, σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός εμφανίστηκε χτυπώντας κατσαρόλες και τηγάνια και νεαρός κόσμος συγκρούστηκε με την αστυνομία. Από το 2011 είχαμε να δούμε ένα κίνημα τόσο ποικιλόμορφο και διαθεματικό, για το οποίο η λαϊκή υποστήριξη είχε αναπτυχθεί σε τέτοιο σημείο που οι διαμαρτυρίες και οι λεηλασίες να εμπλέκουν κόσμο από κάθε κοινωνικό υπόβαθρο.

Χρησιμοποιεί ο κόσμος καινούριες τακτικές;

Οι εκμεταλλευόμενοι χρησιμοποιούν όλα τα εργαλεία που έχουν πάντα στη διάθεσή τους: πέτρες, βενζίνη, οδοφράγματα, αντικείμενα που έχουν αποδειχτεί πραγματικά πολύ αποτελεσματικά απέναντο στην αστυνομία σε πολλές εστίες σύγκρουσης. Αυτή η αντάρτικη τακτική υιοθετήθηκε ασυνείδητα από τον κόσμο ώστε να εξασφαλιστεί ότι ούτε η αστυνομία ούτε ο στρατός θα μπορούσαν να απαντήσουν αποτελεσματικά στα οδοφράγματα και τις λεηλασίες. Σε πολλές περιπτώσεις, οι όσοι έκαναν τα πλιάτσικα χρησιμοποίησαν τα εμπορεύματα που πήραν για να στήσουν οδοφράγματα, όπως και για να τα μοιραστούν με περαστικούς, που τα δέχονταν με ευχαρίστηση.

Η τακτική αποφυγής της πληρωμής εισιτηρίου δεν είναι καινούρια· πολύς κόσμος το έκανε ήδη ανεξάρτητα μετά την εισαγωγή του καινούριου συστήματος μετακινήσεων. Η διαφορά είναι ότι τώρα γίνεται σε μαζική κλίμακα.

Εκτός απ’ όλα αυτά, έχουν κυκλοφορήσει χιλιάδες βίντεο αστυνομικής και στρατιωτικής βίας που περιλαμβάνουν φρικτές σκηνές βασανισμού και κατάχρησης αλλά και έξυπνα μιμίδια που εξευτελίζουν την αστυνομία. Κοινωνικά μέσα δικτύωσης έχουν χρησιμοποιηθεί για να διαδώσουν αυτές τις εικόνες ως ένα μέτρο παράκαμψης της λογοκρισίας των καθεστωτικών μέσων.

Σε συγκεκριμένες γειτονιές, οι κάτοικοι έχουν οργανώσει συνελεύσεις για να αποφασίσουν συλλογικά και να υπερασπιστούν τα σπίτια τους, τόσο εξαιτίας των φημών για πλιάτσικα που διαδίδονται από τα τηλεοπτικά κανάλια όπως, επίσης, και ως ενός τρόπου να ξεκαθαρίσουν πώς θα μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση που βιώνουμε όλοι τώρα.

Εδώ, βλέπουμε επίσης μικρές ομάδες να οργανώνουν την αυτοάμυνα μιας περιοχής, που είναι λίγο πιο προετοιμασμένοι από τους περισσότερους διαδηλωτές, χρησιμοποιώντας κοκτέιλ Μολότωφ, νερό με μαγειρική σόδα (για την ανακούφιση από τα δακρυγόνα), παλούκια, μπαλόνια με χρώματα κοκ. Έχουν υπάρξει επίσης και εργατικές δράσεις από την πλευρά των υγειονομικών και των δικηγόρων για την υπεράσπιση συντρόφων που συλλαμβάνονται, βασανίζονται, τραυματίζονται κοκ.

Ποιοι στόχοι ή πολιτικός ορίζοντας μπορεί να ταυτοποιηθεί μεταξύ των διαδηλωτών; Υπάρχει κίνδυνος το κίνημα να γίνει αντικείμενο σφετερισμού από κόμματα ή ομάδες που έχουν διαφορετικούς στόχους, με τον τρόπο που οι δεξιοί λαϊκιστές χρησιμοποίησαν το κίνημα στη Βραζιλία το 2013 για να ξεκινήσουν τη δική τους οργάνωση;

Η εξέγερση είναι πραγματικά “ακέφαλη” και δεν υπάρχουν οποιοιδήποτε νόμιμοι εκπρόσωποι. Κανείς δεν έχει τον έλεγχο της κατάστασης και κανείς, μέχρι τώρα, δεν έχει μπορέσει να θέσει τον εαυτό του ως επικεφαλής όσων διαμαρτύρονται. Οι δεξιές ομάδες δεν έχουν καμμιά λαϊκή υποστήριξη και έτσι δεν έχουν καταφέρει να χειραγωγήσουν την κατάσταση προς ώφελός τους. Υπάρχουν συγκεκριμένες γειτονιές που ο κόσμος υπερσπίζεται τα μαγαζιά και τα σπίτια του και υπάρχουν περιπτώσεις που φασίστες προσπαθούν να συγκεντρώσουν κόσμο εναντίον των διαδηλωτών αλλά χωρίς να έχουν κάποια ιδιαίτερη επιρροή.

Ούτε ο λόγος των αναρχικών ούτε των (με μικρό κ, μη κομματικών) κομμουνιστών ούτε κανενός άλλου αριστερού περιβάλλοντος έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τον λόγο όσων είναι στον δρόμο. Η πλειοψηφία των εξεγερμένων βλέπουν τον εαυτό τους απλά ως εξαγριωμένων πολιτών που έχουν κουραστεί να υφίστανται τις καταχρήσεις αυτών αυτούς που είναι στην εξουσία. Αρχικά, η πλειοψηφία των διαδηλωτών ήταν φοιτητές, αλλά όταν άρχισαν να εκρηγνύονται τα πάντα, το κίνημα ξεπέρασε τις προηγούμενες μορφές οργάνωσης και ταυτότητας.

Αυτή τη στιγμή, οι επίσημες οργανώσεις της αριστεράς προσπαθούν να ανέβουν στο τραίνο της νίκης αν και ποτέ όχι μόνο δεν υποστήριξαν τους φοιτητές αλλά, ακόμα χειρότερα, προσπάθησαν ακόμα και να μειώσουν τον ρόλο τους στον αγώνα, μιας και ποτέ δεν είχαν κανέναν έλεγχο στους φοιτητές. Τώρα, μετά από πέντε μέρες εξέγερσης, έχουν καλέσει σε μια γενική απεργία – λέξεις που δεν ακούς πολύ συχνά σ’ αυτή τη χώρα – και προσπαθούν να πάρουν την ηγεσία του κινήματος. Είναι δύσκολο να πει κανείς αν θα το καταφέρουν επειδή, ως επί το πλείστον, οι ομάδες της επίσημης αριστεράς αντιμετωπίζονται από τον εξαγριωμένο, κουρασμένο κόσμο σαν προδότες και πουλημένοι που κάθονταν ήσυχα και δεν κάλεσαν τον κόσμο να αγωνιστεί.

Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η κατάσταση θα εξελιχθεί έτσι. Ίσως η σοσιαλδημοκρατία να μπορέσει να περιορίσει/ενσωματώσει τη δυσαρέσκεια και να γυρίσει την πόλη στην κανονικότητά της, χωρίς να κερδίσει τίποτα παραπάνω από μερικά ψίχουλα – αυτό είναι το ρίσκο που έχει η εμπλοκή με τις αριστερές οργανώσεις. Αλλά ποιος ξέρει. Το ενδιαφέρον είναι ότι το κίνημα στην πραγματικότητα ακύρωσε την αύξηση στα εισιτήρια και ο πρόεδρος έχει αναγγείλλει ένα (αστείο) πακέτο μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης για το οποίο κανείς δεν νοιάζεται γιατί πρόκειται απλά για τα ίδια σκατά. Παρά την ακύρωση των αυξήσεων και παρά το πακέτο μεταρρυθμίσεων, ο κόσμος εξακολουθεί να εξεγείρεται.

Θα ήταν δυνατόν να συντριβεί η κοινωνική αναταραχή στη Χιλή σήμερα με τα μέσα μιας στρατιωτικής δικτατορίας όπως το 1973;

Δεν νομίζω ότι η δικτατορία θα επιστρέψει, τουλάχιστον όχι στο στυλ της δεκαετίας του 1970. Σήμερα, είναι προτιμότερο να συνεχίσει κανείς με τον μύθο της δημοκρατίας εξακολουθώντας, όμως, να χρησιμοποιεί την κατάσταση εξαίρεσης για καταστάσεις όπως αυτή εδώ, δημιουργώντας μια ντε φάκτο δικτατορία, μια δικτατορία όμως ου δεν θα διαρκέσει για μεγάλο διάστημα. Αυτό θα επιστρέψει τα πράγματα στην “κανονικότητα” αλλά θα αφήσει σε όσους συμμετείχαν στο κίνημα πολύτιμα μαθήματα. Όλοι εδώ έχουν την αίσθηση ότι τίποτα δεν θα μείνει το ίδιο πια – ότι αυτή η εξέγερση έχει σημαδέψει ένα θεμελιώδες κατώφλι, ένα πριν και ένα μετά.

Πιστεύω ότι στη σύγχρονη δημοκρατία η ανάληψη του ελέγχου από τον στρατό και η κατάσταση εξαίρεσης θα είναι τα όπλα που θα χρησιμοποιούνται από τους ισχυρούς για να συγκαλύψουν μια δικτατορία. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η δικτατορία και η δημοκρατία δεν είναι αντίθετα μάλλον είναι εργαλεία των εξουσιαστών για διαφορετικές περιόδους και διαφορετικούς τρόπους για να μας κρατάνε υποταγμένους. Αλλά δεν θα υπάρξει ένα στρατιωτικό πραξικόπημα όπως το 1973, επειδή δεν έχει υπάρξει μέχρι τώρα, ούτε και θα υπάρξει στο κοιντικό μέλλον, μια τμήμα της κοινωνίας ή μια κοινωνική ομάδα που θα μπορούσε να αφαιρέσει την εξουσία από αυτούς που έχουν τα οικονομικά και ταξικά προνόμια της άρχουσας τάξης.

Το ενδιαφέρον κομμάτι αυτής της κατάστασης είναι ότι θα ανοίξει ένα ρήγμα μέσα από το οποίο μπορούμε να διαδώσουμε τις δικές μας προτάσεις ως αναρχικοί και αυτές θα έχουν μεγαλύτερο εκτόπισμα επειδή πολλά από τα πράγματα που συμβαίνουν τώρα αυθόρμητα είναι αυτά που οι αναρχικοί προτείνουν εδώ και πολύ καιρό. Αυτό που συμβαίνει τώρα οφείλεται στη δουλειά χρόνων και την προπαγάνδα μέσα από την οποία διάφοροι σύντροφοι έχουν επηρεάσει τους χώρους σπουδών, δουλειάς και τις γειτονιές τους.

Ποια νομίζεις ότι θα είναι τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αυτού του κινήματος;

Είναι λίγο νωρίς για ν’ απαντήσουμε αυτό το ερώτημα. Ο λαός εδώ ή, μάλλον, οι διάφοροι λαοί που συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτό που ονομάζουμε “Χιλή” έχουν τραυματικές εμπειρίες από βασανιστήρια και φόνους. Οι γονείς μας και οι παπούδες και οι γιαγιάδες μας τρέμουν στην ιδέα των διαδηλώσεων, ενώ η νεολαία μεγάλωσε κάτω από έναν νεοφιλελευθερισμό που εξατομίκευσε τον καθένα και την κάθε μία και ξερίζωσε μια οργανωτική παράδοση από αυτή την περιοχή. Αλλά τώρα που δυο γενιές έχουν μεγαλώσει χωρίς δικτατορία, αρκετοό νεότεροι δεν φοβούνται τόσο πολύ. Αυτό οφείλεται, επίσης, σ’ έναν βαθμό στα διάφορα ρεύματα – συμπεριλαμβανομένων των αναρχικών – που έχουν διαμορφώσει το πώς μοιάζει η κοινωνική πάλη σήμερα. Αυτό που είναι πιο πιθανό να συμβεί είναι αυτό το κίνημα να ξεθυμάνει/να ηρεμήσει και τότε θα εμφανιστούν οι σοσιαλδημοκράτες να σταθούν ως οι εκπρόσωποι του κινήματος ώστε να αποκτήσουν την εξουσία για τους συνασπισμούς τους των αριστερών πολιτικών κομμάτων όπως το Frente Amplio2 ή το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Αυτό που έχει σίγουρα συμβεί είναι ότι η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει μια ποικιλία μέτρων ως απάντηση στη λεγόμενη “κρίση”, μέτρα που είναι όλα μια προσβολή για τους εκμεταλλευόμενους αυτής της χώρας επειδή δεν είναι τίποτα άλλο παρά ψίχουλα από το τραπέζι. Ο κόσμος υποδέχθηκε τα νέα με αγανάκτηση. Η αλήθεια είναι ότι στην περιφέρεια της πόλης στα poblaciones3, τα γκέτο, η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική από αυτήν στις πιο εύπορες γειτονιές. Αν και εξακολουθούν να πυροβολούν κόσμο στο κέντρο – και μερικές φορές με πραγματικά πυρά – η πλειοψηφία των σφαιρών είναι πλαστικές σφαίρες, ενώ στις poblacines, οι στρατιώτες και οι μπάτσοι χρησιμοποιούν αληθινές σφαίρες εναντίον του κόσμου. Βασανίζουν, σκοτώνουν και εξαφανίζουν κόσμο. Δεν νομίζω ότι ο κόσμος που διαδηλώνει στο κέντρο το καταλαβαίνει πραγματικά αυτό

Ένας άλλος παράγοντας είναι η καταστολή που θα ακολουθήσει όλο αυτό. Η κυβέρνηση έχει ήδη μιλήσει για “οργανωμένες ομάδες” που έκαψαν σταθμούς του μετρό και κάποιες αρχές δείχνουν προς τους αναρχικούς, αλλά να είστε σίγουροι ότι θα υπάρξει ένα κύμα καταστολής μετά από όλα αυτά στο οποίο για μια ακόμα φορά θα κυνηγηθούμε.

Άσχετα απ’ όλα αυτά, αυτή η εξέγερση θα είναι ένα μάθημα και μια εμπειρία για τους αγώνες που θα έρθουν. Οι εκμεταλλευόμενοι ξέρουμε, συνειδητά ή ασυνείδητα, ότι για να έχουμε νίκες πρέπει να fuck shit up. Τίποτα δεν θα είναι το ίδιο μετά απ’ όλα αυτά, κι αυτό γιατί πολύς κόσμος μπήκε στον αγώνα και είδε την κατασταλτική βαρβαρότητα αυτών που έχουν την εξουσία. Αυτό δεν θα ξεχαστεί.

Ένα άλλο σημείο ανάλυσης που είναι απαραίτητο για όσους αισθάνονται συγγένεια/κοντά στις αναρχικές ιδέες είναι ότι αυτή η κατάσταση πρέπει να λειτουργήσει σαν μια αφύπνιση: επειδή έχουμε εξατομικευτεί σε τέτοιο βαθμό, χάσαμε μια μοναδική ευκαιρία να διαμορφώσουμε το περιεχόμενο και τον συντονισμό της εξέγερσης. Χάσαμε την ευκαιρία να την κάνουμε να απλωθεί, να σχηματίσουμε δεσμούς συνάφειας με τον κόσμο μέσα από αντιεξουσιαστικές ιδέες και πρακτικές. Μας έχει κοστίσει πάρα πολύ ότι είμαστε τόσο διαιρεμένοι και ανοργάνωτοι. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει κερδηθεί τίποτα – πιστεύω ότι οι περισσότεροι αναρχικοί βγήκαν στον δρόμο για να αγωνιστούν και να πάρουν μέρος σε άλλα σημαντικά καθήκοντα – αλλά θα μπορούσαμε να είμαστε μια μεγαλύτερη δύναμη αν είμασταν πιο συντονισμένοι.

Ας μην ξεχάσουμε ποτέ όσους δολοφονήθηκαν σ’ αυτή την εξέγερση ούτε οόσυς βασανίστηκαν ή φυλακίστηκαν.

 

 

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://crimethinc.com/2019/10/24/on-the-front-lines-in-chile-accounts-from-the-uprising.

2 Στμ. Το Frente Amplio, Πλατύ Μέτωπο, είναι ένας πολιτικός συνασπισμός στη Χιλή που ιδρύθηκε στις αρχές του 2017, απαρτιζόμενος από αριστερά και μερικά κεντροαριστερά και ακροαριστερά κόμματα και κινήματα. Η πρώτη εκλογική αναμέτρηση που έλαβε μέρος ήταν οι γενικές εκλογές του 2017, και στις οποίες η προεδρική υπψήφιός του ήρθε τρίτη με ποσοστό 20% στον πρώτο γύρο (αποτυγχάνοντας να περάσει στον δεύτερο για ποσοστό 3%). Το Πλατύ Μέτωπο διεύρυνε επίσης την εκλογική του αντιπροσώπευση στη Βουλή και στα περιφερειακά συμβούλια, εδραιωνόμενο ως η “τρίτη πολιτική δύναμη” στη Χιλή.

3 Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1950, άστεγοι κάτοικοι του Σαντιάγο άρχισαν να καταλαμβάνουν μεγάλα κόμμάτια γης και να χτίζουν παράγκες σ’ αυτά. Αυτές οι γειτονιές έγιναν γνωστές ως poblaciones. Είτε από ανάγκη είτε από πολιτική πεποίθηση, είναι γνωστές για την αυτοοργανωτικές και αριστερίστικες πολιτικές τους. Στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας, πολλές από τις poblaciones ήταν focos (εστίες) αντίστασης, που σημαίνει δηλαδή περιοχές στις οποίες αναπτύσσονταν αντάρτικες ενέργειες καθώς και άλλες υπονομευτικές δραστηριότητες και οι οποίες στάθηκαν αντιμέτωπες με τη δικτατορία. Οι poblaciones στη Χιλή είναι αντίστοιχες με τις villas στην Αργεντινή και τις φαβέλες στη Βραζιλία.

ΧΙΛΗ: “Το Σαντιάγο καίγεται”

Η κοινωνική αναταραχή έπαψε γρήγορα να αφορά μόνο την πιο πρόσφατη αύξηση των εισιτηρίων στις δημόσιες συγκοινωνίες. Ή την κοροΐδία από τον υπουργό Οικονομικών Juan Andrés Fontaine, ο οποίος μετά την αναγγελία των αυξήσεων, κάλεσε τον κόσμο να σηκώνεται νωρίτερα για να εκμεταλλευτεί το μειωμένο κόμιστρο”.

 

Χιλή: κατάσταση έκτακτης ανάγκης μετά τις βίαιες διαδηλώσεις εξαιτίας της αύξησης στις τιμές των εισιτηρίων στο μετρό

Το Σαντιάγο της Χιλής ήταν σκηνή σφοδρών συγκρούσεων για πολλές ώρες της ημέρας, μεταξύ διαδηλωτών και της αστυνομίας, την Παρασκευή 18 Οκτωβρίου, γεγονός που οδήγησε τον Χιλιανό πρόεδρο να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην πρωτεύουσα. Οι ταραχές αυτές, που προήλθαν από διαμαρτυρίες εναντίον των αυξήσεων στο κόστος των δημόσιων συγκοινωνιών, ανάγκασαν τις αρχές να κλείσουν όλους τους σταθμούς του μετρό.

Πριν κλείσουν οι σταθμοί, κυκλοφορούσαν καλέσματα να μπει ο κόσμος στους συρμούς χωρίς εισιτήριο, ως διαμαρτυρία ενάντια στην αύξηση της τιμής των εισιτηρίων από 800 σε 830 πέσος (1,04 ευρώ) της ώρες αιχμής, ήδη μετά από μια αύξηση 20 πέσος τον τελευταίο Ιανουάριο.

Σε διάφορα σημεία της πόλης, διαδηλωτές έστησαν οδοφράγματα και συγκρούστηκαν με την αστυνομία, που χρησιμοποίησε κανόνια νερού και δακρυγόνα, σε σκηνές μάχης που η πρωτεύουσα της Χιλής είχε να δει για καιρό.

https://www.lemonde.fr/international/article/2019/10/19/chili-etat-d-urgence-apres-de-violentes-manifestations-dues-a-la-hausse-du-prix-du-metro_6016140_3210.html

Το Σαντιάγο καίγεται. Το κτίριο της εταιρείας Enel στις φλόγες όπως και 7 σταθμοί του μετρό. Πολλές λεηλασίες σε σουπερμάρκετ και μαγαζιά. Το μνημείο για τους pacos κάηκε. Εκατοντάδες οδοφράγματα παντού. Το προλεταριάτο σε δράση ξεχειλίζει με όλο τον εξοπλισμό του και αυτοοργανώνεται. Όλα αυτά χάρις στο κουράγιο της άγριας προλεταριακής νεολαίας που μας έμαθε τόσα πολλά αυτή τη χρονιά. Μας απειλούν με κατάσταση έκτακτης ανάγκης και μας στέλνουν τη στρατοχωροφυλακή στους δρόμους. Δεν είμαστα πια φοβισμένοι, είμαστε οργανωμένοι και επιβεβαιώνουμε την άρνηση αυτού του κόσμου που, πρακτικά, μας ανάγει σε ένα εμπόρευμα. Με οργή και λύσσα στους δρόμους. Συγχαρητήρια σε όλους όσους κατέβηκαν στους δρόμους. Η αστική τάξη δεν θα κοιμηθεί ήσυχη σήμερα”.

“’Η πιο μεγάλη διαδήλωση στη Χιλή’. Έτσι θα καταγραφεί η διαδήλωση στο Σαντιάγο της Παρασκευής 25 Οκτωβρίου, όπου περισσότερα από 1,2 εκατομμύρια άτομα έχουν κερδίσει την Πλάζα Ιτάλια και την Αλαμέδα, τη λεωφόρο που οδηγεί στο προεδρικό μέγαρο.

Αυτή είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε κάτι τέτοιο από τη διαδήλωση για το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του Πινοσέτ το 1988”, είπε ο Julio Pinto, ιστορικός στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο της Χιλής. Τότε, περισσότερα από 1 εκατομμύριο άτομα κατέβηκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας για να απαιτήσουν το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας (1973-1990), την παραμονή του δημοψηφίσματος με το οποίο θα αποφσιζόταν αν θα διατηρούσε τις εξουσίες του ο στρατηγός Αουγκούστο Πινοσέτ. Αυτή την Παρασκευή, κι ενώ το κοινωνικό κίνημα συνεχίζεται για μια βδομάδα, το Σαντιάγο γνώρισε την πιο έντονη μέρα κοινωνικής κινητοποίησης. “Αυτό δείχνει την έκταση της δυσαρέσκειας, η οποία δεν εξασθενίζει”, λέει ο Pinto.

Πολλές επείγουσες ανάγκες”

Για την Marta Lagos, πολιτική αναλύτρια και ιδρύτρια του ινστιτούτου δημοσκοπήσεων Latinobarometro, “έχει ανοίξει μια πόρτα, και δεν πρόκειται να κλείσει σύντομα. Η χιλιάνικη κοινωνία έχει συσσωρεύσει πολλές επείγουσες ανάγκες”. Σε μια χώρα στην οποία το 1% του πληθυσμού, μια χούφτα εκατομμυριούχων – μεταξύ των οποίων και ο δεξιός πρόεδρος Sebastian Piñera -, συγκεντρώνει το ένα τρίτο σχεδόν του πλούτου, “η αγανάκτηση και η δυσφορία έχουν βαθύνει”, είπε ο Marco Kremerman, οικονομολόγος του Ιδρύματος Sol.

Πολύς κόσμος έχει τραυματιστεί στο κεφάλι”

Η έλλειψη βασικής ιατρικής φροντίδας για τα θύματα από τους πυροβολισμούς, που ως επί το πλείστον προέρχονται από την εργατική τάξη, ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στην Posta, όπου το ιατρικό προσωπικό περιέγραψε ελλείψεις προμηθειών στις δημόσιες ιατρικές εγκαταστάσεις και υπογράμμισε το χάσμα ανάμεσα στις υπηρεσίες αυτών των εγκαταλελειμμένων δομών και των φανταχτερών λαμπερών ιδιωτικών κλινικών μόλις 10 χιλιόμετρα μακρύτερα.

.

Αν και ο επίσημος αριθμός μιλά για 470 σοβαρά τραυματίες, αυτό το νούμερο δεν λέει πολλά που να τονίζουν τη δριμύτητα των μεμονωμένων τραυματισμών. Στο γεμάτο κόσμο δωμάτιο αναμονής στην Posta ομάδες από ανήσυχους διαδηλωτές πρόσεχαν τους τραυματισμένους φίλους τους. Θύματα πυροβολισμών με ματωμένα μπλουζάκια, μεγάλους λευκούς επιδέσμους στο κεφάλι, περίμεναν να τους αφαιρέσουν τις σφαίρες. Άλλοι είχαν βαθιά κοψίματα από χτυπήματα φιαλιδίων δακρυγόνων που οι Ματατζήδες πέταγαν στο πλήθος”.

 

ΥΓ. Το σύνθημα στη φωτογραφία γράφει: “Είμαστε προλετάριοι, όχι πολίτες“.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://dndf.org/?p=18093#more-18093.