Ένας κόσμος σε εξέγερση

Insurgent Notes1

το κείμενο σε pdf

Είμαστε στην ευχάριστη θέση να συμπεριλάβουμε στο παρόν τεύχος των Insurgent Notes μια σειρά πολύ λεπτομερών παρουσιάσεων και αναλύσεων του κινήματος των gilets jaunes στη Γαλλία, προετοιμασμένων από ακτιβιστές που συνδέονται με το Temps critiques. Τα κείμενα επηρεάζονται από μια διακριτή θεωρητική προοπτική (σχετικά με την καπιταλιστική αναπαραγωγή και την πιθανότητα της επανάστασης) και τη συνεχή συμμετοχή τους στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων από το ξεκίνημά του. Οι λεπτές διαφοροποιήσεις των αναφορών επιτρέπουν στους συγγραφείς να ισχυριστούν πειστικά ότι είναι πολύ ουσιώδες να είναι κανείς προσεκτικός σχετικά με το τι είναι νέο στο κίνημα και να ξεφύγει από το αδιέξοδο να απαριθούμε απλά τα ελαττώματα ενός κινήματος υπό το φως μιας παραδοσιακής κατανόησης για το πώς υποτίθεται πρέπει να μοιάζει ένα αντικαπιταλιστικό κίνημα.

Γράφουμε αυτό το άρθρο της σύνταξης καθώς οι μαζικές διαμαρτυρίες στο Χονγκ Κονγκ πλησιάζουν το ορόσημο των έξι μηνών διάρκειας με ελάχιστες ενδείξεις ότι “ξεμένουν” από δυναμική. Και μέσα στις τελευταίες εβδομάδες, μαζικές (και κάποιες φορές, εξεγερσιακές) διαμαρτυρίες έχουν εκραγεί στο Εκουαδόρ, στη Χιλή, στον Λίβανο, στο Ιράκ και την Αϊτή. Και ακόμα και στην εντελώς υπό καταστολή Αίγυπτο, γενναίες ψυχές τολμούν να βγουν στους δρόμους2.

Όπως και τα “κίτρινα γιλέκα” στη Γαλλία, οι διαδηλωτές κινητοποιούνται τυπικά από μια πολύ βαθιά αίσθηση οργής/θυμού για την κατά τα φαινόμενα ατέλειωτη και συχνά επιδεινούμενη μιζέρια της ύπαρξής τους και μια ισχυρή πεποίθηση ότι οι αντιπροσωπευτικές κυβερνήσεις δεν κάνουν τίποτα για να αντιμετωπίσουν τις λίγο-πολύ απελπιστικές συνθήκες, παρά μόνο τις κάνουν ακόμα χειρότερες. Απ’ όσο γνωρίζουμε, καμμιά από τις μαζικές διαμαρτυρίες δεν έχει βασιστεί σε αγώνες για τους μισθούς ή τις εργασιακές συνθήκες. Αντίθετα, σχεδόν όλες, διαμορφώνονται από αγώνες σχετικά με τις τιμές και τους φόρους.

Στη Χιλή, ως απάντηση σε μια αύξηση των εισιτηρίων του μετρό, μαθητές των γυμνασίων ξεκίνησαν μια καμπάνια εκτεταμένης αποφυγής πληρωμής των εισιτηρίων στο Σαντιάγο με μαζικές καταλήψεις σταθμών του υπογείου σχεδιασμένων έτσι ώστε να ενθαρρύνουν τους επιβάτες να μπαίνουν στα τραίνα χωρίς να πληρώνουν αντίτιμο. Σε μια αξιομνημόνευτη στιγμή, φαινόταν ότι μια ομάδα μαθητών θα διώχνονταν από έναν σταθμό του υπογείου με τη βία από την αστυνομία – για να διασωθούν από εκατοντάδες άλλους μαθητές που έφτασαν με το επόμενο τραίνο. Στη συνέχεια, διαδηλωτές επιτέθηκαν σε σχεδόν όλους τους 164 σταθμούς του συστήματος του μετρό· κατέστρεψαν 45 και έκαψαν 20. Αν και πρόκειται για μια πρόωρη εκτιμήση/κρίση, ίσως συμβαίνει η διατήρηση και η λειτουργία του συστήματος των ΜΜΜ σε περίοδο εξέγερσης ίσως είναι μια καλλίτερη τακτική κίνηση από την καταστροφή του.

Αυτό που είναι προφανές είναι οτι πολλά εκατομμύρια ανθρώπων σ’ ολόκληρο τον κόσμο είναι αρκετά αηδιασμένοι με την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων ώστε να είναι προετοιμασμένοι να καταφύγουν σε ακραία μέτρα (και μεγάλα ρίσκα) για να απαιτήσουν αλλαγές. Όπως σημείωσε ένας σχολιαστής για έναν διαδηλωτή στο Χονγκ Κονγκ, ο οποίος αναγνώρισε ότι ρισκάρει τη ζωή του, “θα μπορούσε να είναι σχεδόν παντού”. Την ίδια στιγμή, ξέρουμε λίγα σχετικά με τον βαθμό στον οποίο οι διαμαρτυρίες έχουν αλυσιδωτές αντιδράσεις. Μιλώντας σε μια συνέντευξη, ένας διαδηλωτής από τη Χιλή ισχυρίστηκε ότι οι περισσότεροι από τους διαδηλωτές ήξεραν λίγα πράγματα σχετικά με την πραγματικότητα και τις εξελίξεις σε άλλα μέρη. Από τη μια πλευρά, ένας βετεράνος Κινέζος διπλωμάτης προειδοποίησε σε μια επίσημε εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος: “Η καταστροφή του ‘χάους στο Χονγκ Κονγκ’ έχει ήδη χτυπήσει τον Δυτικό κόσμο. Πρέπει να περιμένουμε ότι κι άλλες χώρες και πόλεις μπορεί να χτυπηθούν από αυτόν τον κατακλυσμό”.

Η συγκυρία των μαζικών διαμαρτυριών σε πολλές χώρες καλεί για μια θεώρηση της έκτασης στην οποία προμηνύουν/προοιωνίζονται ένα νέο πεδίο δυνατοτήτων για επανασταστικά κινήματα. Το 1906, η Ρόζα Λούξεμπουργκ επέστρεψε από την επίσκεψη και συμμετοχή της στη Ρώσικη επανάσταση της προηγούμενης χρονιάς [1905] και έγραψε μια ιστορικής σημασίας καταγραφή και μια δυνατή ανάλυση της παγκόσμιας ανάδυσης της μαζικής απεργίας ως ενός καινούριου όπλου στα χέρια του επαναστατικού προλεταριάτου. Δείτε το Μαζική Απεργία, Κόμμα Συνδικάτα3. Μεταξύ άλλων, ισχυρίστηκε ότι κανένα κόμμα δεν θα μπορούσε να ενορχηστρώσει μια μαζική απεργία· ο αυθόρμητος χαρακτήρας της [μαζικής απεργίας] ήταν, όντως, ένα καθοριστικό γνώρισμα της επαναστατικού της δυναμικού.

Η Λούξεμπουργκ έγραψε σε μια εποχή που τα μαζικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αριθμούσαν συνδυαστικά τα μέλη τους σε εκατομμύρια. Οι ηγέτες αυτών των κομμάτων υπέθεσαν ότι είχαν το δικαίωμα και την υποχρέωση να καθοδηγήσουν την ταξική πάλη εντός των αντίστοιχων εθνών τους, ιδιαίτερα όταν ήλπιζαν να υπονομεύσουν και να εκτρέψουν τη μαζική εξέγερση, στο όνομα του τελικού θριάμβου της θεωρίας “αργά και σταθερά κερδίζεται ο αγώνας”, για τη σοσιαλιστική νίκη. Αναμενόμενα, σπάνια υπήρξαν υποστηρικτές μιας στρατηγικής της κατά Λούξεμπουργκ μαζικής απεργίας. Σήμερα, αυτά τα κόμματα έχουν εξαφανιστεί από προσώπου γης αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι κατά κάποιο τρόπο φανταστικές ιδέες για τις εργατικές πρωτοπορείες που καθοδηγούν τις επανασταστικές δυνάμεις έχουν πια εξατμιστεί – τουλάχιστον όχι στο μυαλό μιας χούφτας διαφόρων πραγματικών πιστών σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Για μια ακόμα φορά, όμως, τα γεγονότα μπορούν να μας δώσουν μαθήματα, αν είμαστε ανοιχτοί να τα μάθουμε. Οι μαζικές εξεγέρσεις του 2019 ήταν σχεδόν όλες απρόσμενες και παραμένουν “ακέφαλες” – κανείς δεν έχει τον έλεγχο. Πραγματικά, κάθε προσπάθεια παροχής καθοδήγησης από υπάρχουσες πολιτικές ομάδες έχει αντιμετωπιστεί με περιφρόνηση.

Αν, όμως, οι διαμαρτυρίες πρόκειται να αντέξουν και να είναι πετυχημένες, υπάρχουν ζητήματα που χρήζουν προσοχής. Πώς μπορούν τα κινήματα να εξασφαλίσουν με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο τη βιωσιμότητά τους; Πώς μπορούν να προετοιμαστούν για την αστυνομική και στρατιωτική καταστολή ή για τις προσπάθειες της κυβέρνησης να περιορίσει τις προμήθειες τροφίμων; Πώς μπορούν τέτοια κινήματα να προετοιμαστούν, στην πάροδο του χρόνου, για την ίδια τη βιωσιμότητά τους, αντιμετωπίζοντας ζητήματα όπως η προστασία αυτών που συλλαμβάνονται και τραυματίζονται;

Δεν έχουμε να προσφέρουμε κάποιες απαντήσεις. Αλλά πιστεύουμε όντως ότι οι εκτεταμένες διεθνείς ανταλλαγές ανάμεσα σε εξεγερμένες δυνάμεις μπορεί ίσως να αρχίσουν να δίνουν κάποιες. Πιστεύουμε ότι χρειαζόμαστε τώρα κάτι από την ίδια ευρύτητα στόχων και φιλοδοξία που επέδειξε η Λούξεμπουργκ το 1906. Οι Γάλλοι σύντροφοί μας μας έχουν δώσει μια καλή ιδέα για το πώς να αρχίσουμε.

Θα κλείσουμε, όμως, με μια ματιά πίσω στο κίνημα Occupy και τις πρώτες μέρες των αντιμπατσικών διαμαρτυριών στον απόηχο της δολοφονίας του Μάικλ Μπράουν στο Φέργκιουσον του Μιζούρι. Όταν συνέβησαν, δημοσιεύσαμε κάποιες, όπως εξακολουθούμε να πιστεύουμε, αξιόλογες αναλύσεις. Δεν πιστεύουμε, όμως, ότι ήταν αρκετά επαρκείς ώστε να μπορούν, όπως έχουν κάνει οι Γάλλοι ακτιβιστές, να δουν κάτι περισσότερο από το μέλλον στο παρόν.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://insurgentnotes.com/2019/11/a-world-in-revolt.

2 Στην Ισπανία, πρόσφατα, εκατοντάδες χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους της Βαρκελώνης διαμαρτυρόμενοι για τη φυλάκιση ηγετών του καταλανικού αυτονομιστικού κινήματος. Δεν θα θέλαμε να υποτιμήσουμε τη σημασία αυτής της εξέλιξης αλλά βλέπουμε να έχει έναν διαφορετικό χαρακτήρα από τα άλλα παραδείγματα που έχουμε αναφέρει.

3 Στμ. Ρόζα Λούξεμπουργκ: Μαζική Απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2014.

Μπλοκάρισμα

από το Carbure1

το κείμενο σε pdf

Μπορεί το μπλοκάρισμα να θεωρηθεί ως μια αποτελεσματική στρατηγική στον παρόντα συσχετισμό δύναμης; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο κίνημα που θα ξεκινήσει στις 5 Δεκεμβρίου2 και αυτών που ταρακουνούν τη Μέση Ανατολή και τη Λατινική Αμερική; Μια πολύ γενική προσπάθεια αξιολόγησης των μορφών που μπορεί να πάρει μια παγκόσμια κρίση του κεφαλαίου.

Αυτό που συμβαίνει σ’ αυτή την κατάσταση είναι ότι, με κάθε μείζον κίνημα, αυτοί που συγκρούονται [με το κράτος] έρχονται αντιμέτωποι με ένα τοίχο που στην ουσία ανάγει τη δράση τους σε ένα λογιστικό πρόβλημα3. Η ιδεολογική διαχείριση του ζητήματος από το Κράτος γίνεται, τότε, υπό την αποκλειστική προοπτική της επιστροφής στη ρέουσα κανονικότητα τάξης πραγμάτων της κυκλοφορίας: πολιτικός αποκλεισμός θέσεων, περιθωριοποίηση με τον χαρακτηρισμό του εξτρεμισμού, άμεση διάλυση οποιουδήποτε γεγονότος αντιμετωπίζεται ως μια διαταραχή στη δημόσια τάξη, άμεσι “ξεκλείδωμα”, κινητοποίηση των μη-απεργών για την αποκατάσταση της κανονικής λειτουργίας κλπ. Η κανονικότητα εμφανίζεται εδώ ως αυτό που είναι, μια μόνιμη βία, αλλά εμφανίζεται μόνο σ’ αυτούς που έχουν αγωνιστεί επειδή υφίστανται αυτή τη βία. Για τους άλλους, η κανονικότητα είναι κανονικότητα, τελεία. Το ερώτημα είναι, λοιπόν: για πόσο μπορεί το Κράτος, περιβαλλόμενο από αυτούς για του οποίους η κανονικότητα είναι ακόμα επιθυμητή, να συνεχίσει να αρνειίται την ύπαρξη εκείνων για τους οποίους αυτή η κανονικότητα γίνεται όλο και περισσότερο αφόρητη;

Με μια συγκεκριμένη έννοια, η Αόρατη Επιτροπή έχει δίκιο για ένα πράγμα: η εξουσία είναι λογιστική4, και είναι μια σκέτη ταυτολογία, αφού η εξουσία είναι η εξουσία να κάνεις πράγματα. Αλλά η ουσία του να επισημαίνεται αυτό είναι, πάνω απ’ όλα, ότι η “εξουσία” δεν διαπραγματεύεται πλέον, ότι σε καιρούς κρίσης απαρνιέται για τον ίδιο της τον εαυτό να εμφανίζεται ως η ουδέτερη σύνθεση διαφορετικών ταξικών συμφερόντων και εμφανίζεται ως αυτό που είναι: η κυριαρχία μιας τάξης. Ο μύθος του γενικού συμφέροντος – η δημοκρατία στις διάφορες μορφές της – εξαφανίζεται, τότε, μπροστά στην πραγματικότητα του υψηλότερου συμφέροντος της οικονομίας (η οποία θα αποτελούσε την πραγματική κοινωνική σύνθεση), αυτού του άλλου φετίχ της ταξικής κυριαρχίας. Η διαχείριση της απεργίας γίνεται ένα ζήτημα αστυνόμευσης και, πραγματικά, ένα ζήτημα λογιστικής. Συνεπώς, αυτοί που προκαλούν δεν είναι πλέον αντίπαλοι, με τους οποίους διαλεγόμαστε, αλλά παραβάτες: ριζοσπαστικοποιημένοι. Δεν πρέπει να διαπραγματευτούμε, πρέπει να τους “ξεμπλοκάρουμε”, με μια σωματική έννοια. Η καταστολή είναι το αναγκαστικό συμπέρασμα της απουσίας διαλόγου, δικαιολογεί αυτή την απουσία αποτελώντας, την ίδια στιγμή, την εκδήλωσή της.

Αλλά εκεί που η Αόρατη Επιτροπή είδε μια αδυναμία, μια απόδειξη ότι το κράτος δεν μπορούσε πλέον να παράγει μια συμβολική νομιμοποίηση αλλά “μόνο” να ελέγχει την επικράτεια, θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι, στην παρούσα ισορροπία δυνάμεων, η λογιστική δεν είναι μόνο το δυνατό σημείο του κράτους, αλλά επίσης το μέσο με το οποίο σχεδιάζει να διατηρηθεί για πάντα: χρειάστηκαν μόνο τρεις βδομάδες για να εκκενώσει τους κόμβους από τα κίτρινα γιλέκα και να σταματήσει τους αποκλεισμούς. Είναι ακριβώς επειδή το Κράτος έχει κερδίσει τη μάχη της υλικοτεχνικής υποδομής (με την έννοια των DDE5) που η αντιπαράθεση επέστρεψε στους δρόμους, όπου αντιμετωπίζεται, και πάλι, από τη αστυνομία “λογιστικά”. Και, παίρνοντας υπόψιν πώς εξελίσσονται όλα αυτά, πρέπει και πάλι να θέσουμε το ερώτημα: μπορούμε να αγωνιστούμε ενάντια στο Κράτος στο έδαφος της κυκλοφορίας; Μπορούμε πραγματικά, και όχι από μια τεχνική σκοπιά, αλλά λαμβάνοντας υπόψιν την κατάσταση των εμπλεκόμενων δυνάμεων, να “παραλύσουμε τη χώρα”; Και, τελικά, προς τι;

Είναι αυτή η δυναμική “τέλματος”6 που μας προσκαλεί να σκεφτούμε τον εμφύλιο πόλεμο που, όπως πάντα, περιέχεται στην παρούσα κατάσταση, παντού στον κόσμο, από τις χειρότερες δικτατορίες μέχρι τις πιο εδραιωμένες δημοκρατίες. Κι εδώ, τρέμουμε επίσης στην ιδέα της στασιμότητας σε έναν εμφύλιο πόλεμο στον οποίο το Κράτος διατηρεί όλα τα υλικοτεχνικά μέσα: η Συρία του Μπασάρ Άσαντ είναι εκεί για να μας θυμίζει τι είναι ικανό να κάνει ένα κράτος που φτάνει να συγκεντρώσει πίσω του ένα μέρος του πληθυσμού εναντίον ενός άλλου. Μπορεί να διαρκέσει, και η διάρκειά του εδώ είναι η προγραμματισμένη συντριβή.

Αυτός είναι ο λόγος που κάθε κίνημα, που αρχίζει να απλώνεται σε μια άγνωστη ζώνη, μάλλον τρομακτική και γεμάτη αβεβαιότητες, έχει ως μόνες προοπτικές ή την επιστροφή σε μια “κανονικότητα”, που γίνεται όλο και πιο αφόρητη, ή τη συντριβή ή το χάος του εμφυλίου πολέμου. Για το κεφάλαιο, το τέλος της πολιτικής δεν είναι τίποτα άλλο από τον πόλεμο. Βλέποντας αυτές τις συνθήκες να εκδηλώνονται στη Γαλλία, σε ένα κίνημα τόσο “κλασσικό” όσο ένας αγώνας ενάντια στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, βλέποντας αυτή την καταστροφική λογική να εφαρμόζει τους όρους της σ’ αυτό που, πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια, μεταφραζόταν σε ένα είδος τελετουργικού χορού ανάμεσα στους “κοινωνικούς εταίρους” και το κράτος, μας λέει αρκετά για το πόσο βαθιά είναι η κρίση στην οποία έχουμε μπει. Αυτό που προετοιμάζεται στη Γαλλία δεν έχει, προφανώς, κανένα κοινό μέτρο – ποσοτικά μιλώντας – μ’ αυτό που υπάρχει αυτή τη στιγμή στη Χιλή ή στο Ιράκ, και κάθε κατάσταση πρέπει να κατανοείται καθεαυτή, αλλά έχει όντως μια αναφορά σε μια γενική κατάσταση, που είναι όντως παγκόσμια.

Το κοινό σημείο ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο το γαλλικό Κράτος βλέπει το κίνημα ενάντια στην μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού και τα κινήματα που ξεδιπλώνονται στη Μέση Ανατολή και τη Λατινική Αμερική είναι αυτή η κατάσταση στην οποία το Κράτος δεν έχει πια τίποτα να δώσει (και στις προηγούμενες περιπτώσεις, η κρίση του Κράτους-εισοδηματία, που λυμαίνεται τους φυσικούς πόρους7 και αναδιανέμει, δεν καταδεικνύει παρά αυτή την κατάσταση αλλά ακόμα πιο βίαια) και στην οποία κανείς δεν περιμένει τίποτα από αυτό, ενώ παραμένει η μοναδική προοπτική των αγώνων: επιτέλους, “ο λαός θέλει την πτώση του καθεστώτος” παντού. Ίσως αυτό είναι το πραγματικό “μπλοκάρισμα” σ’ αυτή την ατέρμονη αντιπαράθεση με το Κράτος. Σήμερα, θα ήταν ανόητο να το θεωρήσουμε κάτι άλλο από την προοπτική μιας παγκόσμιας επαναστατικής κρίσης και θα ήταν μηδενιστικό να μην θεωρήσουμε, σ’ αυτό το πλαίσιο, την κομμουνιστική προοπτική.

Σ’ αυτή την προοπτική, οι αγώνες θα εξελιχθούν όπως μπορούν, δεν υπάρχει καμμιά πρωτοπορεία που είναι πιθανόν να τους δώσει μια κατεύθυνση. Η ριζοσπαστικότητα δεν υπάρχει ούτε στις ιδέες ούτε στους ανθρώπους, υπάρχει στις καταστάσεις. Όμως, θα ήταν εξίσου ανεύθυνο να μην τονίσουμε αυτό το απλό γεγονός: οι “αγώνες σε κυκλοφορία” και η στρατηγική του μπλοκαρίσματος, όπως ακριβώς και η προοπτική των καθαρών ταραχών, είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Η μόνη τους προοπτική είναι να αποσταθεροποιήσουν το Κράτος, να το εξαναγκάσουν να βελτιώσει τις συνθήκες ύπαρξης των μαζών των προλετάριων που ο καπιταλισμός αποκλείει ή τους απομακρύνει από την “κανονικότητά” του, αλλά μια [τέτοια] προοπτική ενσωμάτωσης δεν βρίσκεται πλεόν στην ημερήσια διάταξη. Στην περίπτωση αυτή, αυτό που απομένει για το κράτος είναι να οργανώσει το ξεμπλοκάρισμα και την επιστροφή στην τάξη, επιστροφή την οποία έχει τα μέσα να την κάνει. Αν και μερικοί ρομαντικοί το νομίζουν, δεν πρόκειται να είμαστε πιο αποτελεσματικοί από το κράτος στο πεδίο της “λογιστικής”, ούτε με το μπλοκάρισμα ούτε με τις ταραχές. Στην καλλίτερη περίπτωση, αν η κρίση γενικευτεί, μπορούμε να έχουμε μια αλλαγή στο πολιτικό προσωπικό, για να οργανώσει την επιστροφή στην κανονικότητα, στην χειρότερη θα έχουμε τη συντριβή. Αυτό είναι που δεν λέει ποτέ το σύνθημα “Να μπλοκάρουμε τα πάντα”! Για ποιον λόγο; Για ποια νίκηακριβώς; Και με τι πιθανότητες επιτυχίας; Αντιμέτωποι με αυτή την προοπτική προγραμματισμένης αποτυχίας, θα πρέπει, αντίθετα, να πούμε ότι το επαναστατικό κίνημα που θα άρχιζε να μπαίνει σε μια θέση επικράτησης δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να επιτεθεί στην παραγωγή, να καταλάβει παραγωγικά στοιχεία και να αρχίσει να ασκεί μια παραγωγή χωρίς ανταλλαγή, όχι να μπλοκάρει την κυκλοφορία αλλά να την ιδιοποιηθεί για να υποστηρίξει τον αγώνα του κλπ., με άλλα λόγια να εφαρμόσει άμεσα τον κομμουνισμό.

Είναι μόνο σ’ αυτό το πλαίσιο, που το κίνημα αρχίζει να καθιστά εφικτή τη ζωή εκτός κεφαλαίου, που ο αγώνας δεν περιορίζεται πια σε μια κατά πρόσωπο σφαγή με το Κράτος, που οι ταραχές και το μπλοκάρισμα μπορούν να παίξουν έναν θετικό ρόλο. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι είμαστε ακόμα μακριά από αυτό το σημείο.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://blogs.mediapart.fr/carbure/blog/011219/blocage-0.

2 Στμ. Αναφέρεται στο κίνημα ενάντια στις αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα που προωθεί η κυβέρνηση Μακρόν, θέτοντας ως “έναρκτήρια” ημερομηνία την 5η Δεκεμβρίου, ημέρα της πρώτης πανεθνικής απεργίας που έχουν προκηρύξει τα γαλλικά συνδικάτα.

3 Στμ. Λεπτό σημείο. Είναι απλά “λογιστικό” πρόβλημα ή κάτι που δοκιμάζει τις σχέσεις των αγωνιζόμενων;

4 Στμ. Στο πρωτότυπο logistique, δηλαδή logistics, επιμελητεία, υλικοτεχνική υποστήριξη.

5 Στμ. DDE (Directions Départementales de l’Équipement, Νομαρχιακές Διευθύνσεις Εξοπλισμού), πρώην αποκεντρωμένες υπηρεσίες υπό το Υπουργείο Εξοπλισμού ή του ισοδύναμού του σε διάφορες κυβερνήσεις, και τελευταία του Υπουργείου Οικολογικής Μετάβασης και Αλληλεγγύης (Ministère de la Transition écologique et solidaire, MTES).

6 Στμ. Στο πρωτότυπο: “décrochage”. Μοιάζει να έχει, με βάση και τα συμφραζόμενα στη συνέχεια, το νόημα του “holding pattern” των Endnotes.

7 Στμ. Στο πρωτότυπο: la crise de l’Etat rentier extractiviste et redistributeur. Extractivism στα γαλλικά είναι ο όρος που δηλώνει τη μαζική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και της βιοσφαίρας, και είναι εξ ορισμού πολύσημος, καθώς σηματοδοτεί όλες τις μορφές και όλα τα μέσα βιομηχανικής εκμετάλλευσης της φύσης.

Ένα γράμμα σε διανοούμενους που κρύβονται πίσω από τη λέξη “καθαρότητα”

του Patrick Berkman1,2

το κείμενο pdf

Ενα σχόλιο-απάντηση στο άρθρο A letter to intellectuals who deride revolutions in the name of purity3 που δημοσιεύθηκε στο Monthly Review Online σχετικά με το ζήτημα της επανάστασης και της κρατικής εξουσίας.

                                           “Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να χάσουμε όχι απλά υποστηρικτές αλλά και τη θέα των ίδιων μας των στόχων αν μας ρουφήξουν αυτές οι δοκιμασίες καθαρότητας”.
— Mayor Pete Buttigieg, 2019

 

Οι Roxanne Dunbar-Ortiz, Ana Maldonado, Pilar Troya Fernández, και Vijay Prashad έχουν ένα καινούριο δοκίμιο στο MR Online ασκώντας κριτική σε αυτό που βλέπουν ως “καθαρολογία” [εμμονή στην καθαρότητα] στην κριτική που ασκείται σε μερικά σοσιαλιστικά κράτη, κόμματα και ηγέτες, ιδιαίτερα στον Μοράλες, στη Βολιβία, και τον Τσάβες στη Βενεζουέλα.

Είναι αρκετά αυτά που με εξέπληξαν στο δικίμιο αυτό, για παράδειγμα ο ισχυρισμός ότι ο Λευκός Στρατός συνέχιζε τις επιθέσεις του στη Σοβιετική Ένωση για έξι ολόκληρα χρόνια, από το 1917 μέχρι το 1923. Ο μετα-επαναστατικός εμφύλιος πόλεμος στη Ρωσία ξεκίνησε στα σοβαρά στα μέσα του 1918, και η τελευταία σοβαρή απειλή, οι Λευκοφρουροί υπό τον Wrangel, ηττήθηκε τον Νοέμβριο του 1920. Πράγματι, ήδη στις αρχές του 1921 η μισή σχεδόν δύναμη του Κόκκινου Στρατού αποστρατεύτηκε.

Αλλά αυτό που με εξέπληξε περισσότερο απ’ όλα ήταν ότι για όλες αυτές τις “καθαρολογικές” κριτικές στη Βολιβία και τη Βενεζουέλα, οι οποίες υπονοούν ότι είναι πανταχού παρούσες – σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που να αισθανθούν υποχρεωμένοι να γράψουν συλλογικά αυτό το άρθρο – αυτοί οι διανοούμενοι δεν συγκεντρώνουν ούτε ένα μοναδικό παράδειγμα αυτής της καθαρολογίας, για να υποστηρίξει την υπόθεσή τους. Ούτε σύνδεσμοι, ούτε παραθέματα, ούτε αναφορές. Είναι ντροπή, γιατί μπορεί να υποτείνει σε κάποιους αναγνώστες ότι είτε η κριτική των συγγραφέων δεν μπορούσε επαρκώς να προσκομίσει ένα παράδειγμα γι’ αυτό το ίδιο το πράγμα απέναντι στο οποίο προειδοποιούν, είτε ότι απλά σκιαμαχούν.

Υπερασπίζοντας την υπερευαισθησία4 των Σοσιαλιστών στην κρατική εξουσία

Αυτό το εδάφιο προς το τέλος του κειμένου φανερώνει το σχέδιό τους5:

Καμμιά επανάσταση δεν είναι χωρίς τους δικούς της μηχανισμούς αυτοδιόρθωσης, τις δικές της φωνές διαφωνίας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η επαναστατική διαδικασία θα έπρεπε να κωφεύει στις κριτικές· θα έπρεπε να τις καλοδέχεται.

Δεν αναλύουν περαιτέρω αυτό το σημείο (ποιοι είναι αυτοί οι μηχανισμοίμ ποιος είναι ο ρόλος της διαφωνίας;) επειδη κάτι τέτοιο θα τους ανάγκαζε να επανεξετάσουν αυτό το ίδιο το δοκίμιο που γράφουν: ολόκληρο τον τελευταίο αιώνα, η νόρμα για τους σοσιαλιστές που βρίσκονται στην κρατική εξουσία είναι να μην ανέχονται καμμιά διαφωνία, να την απορρίπτουν ως απαράδεκτη συνειδητή/με επίγνωση ή όχι υποστήριξη στις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού και της αντίδρασης.

Έχουμε δει αυτή την αλλεργία προς την εσωτερική διαφωνία από τα αριστερά σε ευρέως ποικίλους βαθμούς και σε έθνη όπως η ΕΣΣΔ, η Κίνα, η Κούβα, η Βενεζουέλα, η Νικαράγουα, όπως και στη Βολιβία, αλλά είναι πάντα παρούσα. Άλλα αριστερίστικα κόμματα και οργανώσεις εξαναγκάζονται είτε να συγχωνευτούν είτε καταστέλλονται είτε τίθενται εκτός νόμου. Σοσιαλιστές που τολμούν να έρθουν σε ρήξη με τις επίσημες κομματικές γραμμές βρίσκονται αποκηρυγμένοι, άνεργοι, φυλακισμένοι ή και ακόμα χειρότερα. Η άρνηση των συγγραφέων να “παλέψουν” με αυτή την άβολη τάση, βρήκε μια βαθιά ανακούφιση όταν παραθέτουν επιδοκιμαστικά κάτι που ο Λέον Τρότσκυ έγραψε όντας σε εξορία (σίγουρα θυμούνται οι συγγραφείς τον λόγο για τον οποίο ο Τρότσκυ ζούσε, εκείνη την εποχή, στην Τουρκία και όχι, ας πούμε, στη Μόσχα;).

Συγχέοντας την πολιτική διαφωνία με την καθαρολογία

Οι συγγραφείς επιχειρούν να εξηγήσουν αυτό που βλέπουν ως απογοητευτική τάση καθαρολογίας μεταξύ των αριστετών διανοητών, επικαλούμενοι την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Στα μάτια τους, αυτοί οι μοδάτοι, τώρα, διανοούμενοι ισχυρίζονταν ότι “το Κράτος ήταν ξεπερασμένο ως ένα όχημα για τον κοινωνικό μετασχηματισμό και ότι η “Κοινωνία των Πολιτών” ήταν η σωτηρία. Ένας συνδυασμός μετα-μαρξισμούς και αναρχικής θεωρίας υιοθέτησε αυτή την επιχειρηματολογία για να λοιδορήσει οποιαδήποτε πειράματα για τον σοσιαλισμό μέσω της κρατικής εξουσίας”.

Και πάλι, κανένα σημαντικό και καθοριστικό βιβλίο, καμμιά πραγματεία ή στοχαστής δεν παρέχονται. Συνεχίζουν:

Το Κράτος θεωρούνταν απλά ως ένα όργανο του καπιταλισμού, μάλλον, παρά ως ένα εργαλείο για την ταξική πάλη. Αλλά αν οι άνθρωποι αποσυρθούν από τh διεκδίκηση του κράτους, τότε αυτό – χωρίς να δέχεται καμμιά αφισβήτηση – θα εξυπηρετεί την ολιγαρχία, βαθαίνοντας τις ανισότητες και τις διακρίσεις.

Αξίζει να τονίσουμε πόσο μακριά είναι η περιγραφή του κράτους από τους συγγραφείς ως “ένα εργαλείο για την ταξική πάλη” από την προειδοποίηση του Μαρξ ότι “η εργατική τάξη δεν μπορεί απλά να πάρει τον έλεγχο του έτοιμου κρατικού μηχανισμού και να τον χειριστεί για τους δικούς της σκοπούς”.

Για να μην αναφέρουμε ότι η ιστορία βρίθει με λαϊκά κινήματα τόσο εργατών όσο και αγροτών που κερδίζουν μεταρρυθμίσεις και κάνουν επαναστάσεις χωρίς να εμπλέκονται σε κανέναν “ανταγωνισμό για το κράτος”. Ήταν καλλίτεροι υλιστές απ’ όσο είναι πολλο μαρξιστές διανοούμενοι: ξέρουν πραγματικά πού έγκειται η πραγματική τους δύναμη και πώς να την χειριστούν και να την κρατήσουν. Απεικονίζοντας το αστικό κράτος με εργαλειακούς όρους, οι συγγραφείς αγνούν τον δυναμικό και πάντα ενδεχομενικό ρόλο που αυτό παίζει τόσο στην διατήρηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης όσο και στη διαμεσολάβηση της ταξικής σύγκρουσης, και τις μυριάδες τρόπους που οι εργατικές τάξεις μπορούν να κάμψουν τα κράτη στη θέλησή τους χωρίς να προσπαθήσουν να τα καταλάβουν.

Η απόδοση προνομιακής θέσης στα “κοινωνικά κινήματα” σε σχέση με τα πολιτικά, αντανακλά την απογοήτευση με την ηρωική εποχή της εθνικής απελευθέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των εθνοαπελευθερωτικών κινημάτων των αυτοχθόνων. Απορρίπτει, επίσης, την πραγματική ιστορία των λαϊκών οργανώσεων σε σχέση με τα πολιτικά κινήματα που έχουν κερδίσει την κρατική εξουσία.

Αντίθετα, είναι με την μη-απόρριψη αλλά αντιμετωπίζοντας με ειλικρίνεια “την πραγματική ιστορία των λαϊκών οργανώσεων σε σχέση με τα πολιτικά κινήματα που έχουν κερδίσει την κρατική εξουσία” που τόσος κόσμος καταλήγει σε αναρχικά συμπεράσματα. Εκτιμώ ότι οι συγγραφείς τουλάχιστον συμφωνούν για τα επιζήμια αποτελέσματα που η κρατική εξουσία έχει πάνω στα κινήματα, όταν εξηγούν ότι η είσοδος μελών των κοινωνικών κινημάτων στο κράτος “ικανοποιεί τα αιτήματα των ανθρώπων, αλλά την ίδια στιγμή έχει μια τάση να αποδυναμώνει ανεξάρτητες οργανώσεις διαφόρων ειδών”.

Όμως μια συγκατάνευση δεν είναι αρκετή. Όταν αριστερές δυνάμεις μπορούν να απομακρύνουν την αστική τάξη από το πολιτικό πεδίο αλλά όχι το οικονομικό, μπαίνουν στο όριο μιας περιοχής που δεν υποστηρίζεται από την τάξη και τα κοινωνικά κινήματα, εξ ονόματος των οποίων ισχυρίζονται ότι μιλάνε. Οι φιλοδοξίες και επιδιώξεις της εργατικής τάξης σταματάνε εξ ανάγκης από τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό που υποτίθεται ότι λειτουργεί για λογαριασμό της: άτομα που ήταν πριν επαναστάτες απαιτείται να γίνουν οι υπάλληλοι μιας πολιτικής οικονομίας ενάντια στην οποία πιθανόν να διαδήλωναν λίγες μόνο μέρες νωρίτερα. Και έτσι, αρκετά προβλέψιμα, οι επείγουσες απαιτήσεις και η εσωτερική λογική της προσκόλλησης στο κράτος απειλούν να αποπροσανατολίσουν και να εξαντλήσουν την ενέργεια των κοινωνικών κινημάτων: αυτοί που μένουν απέξω απ’ όλο αυτό πρέπει να διαλέξουν είτε να έρθουν σε ρήξη με το σχέδιο του κράτους είτε να δοθούν σ’ αυτό ολόψυχα, ό,τι κι αν γίνει· οι πρώτοι στοχοποιούμενοι, τελικά, από τους πάλαι ποτέ συμμάχους τους, και οι δεύτεροι χάνοντας κάθε σύνδεση με τη ζωή της εργατικής τάξης.

Αυτή είναι μια σημαντική αναλυτική και στρατηγική διαφορά εντός της αριστεράς: η αγνόηση, από τους συγγραφείς του δοκιμίου, της μιας πλευράς αυτής της διαφωνίας ως “καθαρολογίας” ή, στη συνέχεια, ως “επαναστατικής απαισιοδοξίας”, απεικονίζει μια έλλειψη διάθεσης να εκτιμηθούν τα επιχειρήματα σ’ αυτή την αντιπαράθεση με βάση την ίδια την αξία τους, μια λυπηρή στάση για να την υιοθετεί ένας διανοούμενος οποιασδήποτε απόχρωσης.

Ο κοινωνικός μετασχηματισμός είναι πραγματικά σκληρός

Οι πιο σοβαροί από αυτούς που ασκούν κριτική στην αριστερά, που βρίσκεται στην εξουσία, αναγνωρίζουν όντως τις δεινές περιστάσεις που αντιμετωπίζουν οι αριστεριστές που κρατούν τα ηνία της κρατικής εξουσίας από τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού, από το εξωτερικό, και τις δυνάμεις της αντίδρασης στο εσωτερικό, και τα συχνά αξιοσημείωτα υλικά οφέλη για τους φτωχότερους που τα κράτη αυτά φτάνουν να προσφέρουν κάτω από αντίξοες συνθήκες.

Αλλά ο εύκολος δρόμος για τους αριστεριστές στην εξουσία είναι να καταπνίξουν και να καταστείλουν τη διαφορετικότητα των απόψεων, την αντιπαράθεση και τη διαφωνία μεταξύ των αριστεριστών συναγωνιστών τους. Με δεδομένο ότι το περισσότερο που οι συγγραφείς μπαίνουν στον κόπο να αναφέρουν, σχετικά με αριστερούς διαφωνούντες σ’ αυτές τις χώρες. είναι ότι “οι επικρίσεις τους αξιοποιούνται συχνά ως όπλα από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις”, φοβάμαι ότι αυτοί οι διανοούμενοι αισθάνονται πολύ άνετα ακολουθώντας αυτό το εύκολο μονοπάτι.

Ο ζωηρός και ενεργητικός διάλογος μεταξύ συντρόφων και συμμάχων, ένα σήμα κατατεθέν σχεδόν οποιουδήποτε ριζοσπαστικού κινήματος πριν αποκτήσει κρατική εξουσία, θεωρείται, από αυτούς που είναι στην κορυφή, ως μια πολυτέλεια που απλά δεν μπορούν να αντέξουν από τη στιγμή που καταλαμβάνουν το προεδρικό μέγαρο. Όπως το βλέπουμε ξανά και ξανά, μια τέτοια ζωντανή και υγιής εσωτερική δημοκρατία είναι ένα ουσιώδες συστατικό για κάθε πετυχημένο επαναστατικό σχέδιο: χωρίς αυτό, οι αριστεροί σχηματισμοί εντός του κράτους είτε καταρρέουν είτε γραφειοκρατικοποιούνται και προσκολλούνται σε ένα κομμάτι της πρώην μισητής άρχουσας τάξης (η Νικαράγουα του Ορτέγα είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα, μεταξύ πολλών άλλων).

Δεδομένης της ύστατης ώρας για την ίδια την ανθρώπινη ζωή σ’ αυτόν τον πλανήτη, είναι σημαντικό να κοιτάμε με καθαρή ματιά τις επιτυχίες και τις αποτυχίες – καθώς και το πλαίσιό τους – των επαναστατικών αγώνων σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Διαφορετικά, δεσμευόμαστε στα ίδια λάθη και καταχρήσεις που οδήγησαν στην καταστροφή μεγάλα τμήματα της αριστεράς στον 20ο αιώνα, καλύπτοντας πυρετωδώς τα λάθη που έγιναν έτσι ώστε κανείς, ούτε καν εμείς οι ίδιοι, να μην μπορούμε να τα δούμε, μήπως και “χρησιμοποιηθούν σαν όπλα από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις”.

2 Ο Patrick Berkman ασχολείται με το ψηφιακό σχέδιο και είναι μέλος της ομοσπονδίας Black Rose/Rosa Negra, εγκαρεστημένος στο Burlington του Vermont. Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά εδώ.

3 Στμ. A letter to intellectuals who deride revolutions in the name of purity”, “Ένα γράμμα προς διανοούμενους που λοιδορούν επαναστάσεις στο όνομα της καθαρότητας”.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: defending the thin skin, αγγλικός ιδιωματισμός.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: gave the game away.

Δεν είναι οπαδοί του Έβο! Είναι Alteños, διάολε!

της Colectivo Curva1

Ανακοίνωση από την συλλογικότητα Colectivo Curva σχετικά με την αντίσταση των ανθρώπων στο Ελ Άλτο, ως αντίδραση στην σε εξέλιξη προσπάθεια πραξικοπήματος στη Βολιβία. Όντας εγκατεστημένα τα ίδια στο Ελ Άλτο, τα μέλη της Colectivo Curva ισχυρίζονται ότι οι αυτόχθονες του Ελ Άλτο θυμούνται την ιστορία των αγώνων τους ενάντια στην κυβέρνηση Μοράλες: δεν αγωνίζονται γι’ αυτόν ή το κόμμα του αλλά ενάντια σε μια επίθεση στις κοινότητές τους από τους ακροδεξιούς πραξικοπηματίες.

Γράφω γι’ αυτούς που έχουν μείνει σιωπηλοί και για μας που είμαστε στους δρόμους, για την νεολαία των Ayamara2 έχουμε παρατηρήσει πολλές φορές και ακούσει χωρίς να λέμε κάτι ως απάντηση απρόθυμοι να κάνουμε κάτι εν όψει της πολιτικής κατάστασης, εν όψει της παλιάς διαμάχης ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά που εκπροσωπούνται από τα πολιτικά κόμματα MAS3 (Έβο) και CC4 (Mesa).

Οι ιθαγενείς λαοί ή, όπως αποκαλούμαστε, “αυτόχθονες λαοί”, έχουμε υποφέρει για πάνω από μια δεκαετία τη φθορά και την εργαλειοποίηση των πολιτισμικών μας στοιχείων από το MAS. Για μια στιγμή πιστέψαμε ότι είναι η κυβέρνησή μας, επειδή υπήρχε ένα μελαχρινό πρόσωπο στο τιμόνι της χώρας, ένα πρόσωπο όμοιο με μας. Αυτό τελείωσε! Τελείωσε όταν η ίδια κυβέρνηση άρχισε να σφαγιάζει τον λαό μας, ο οποίος είχε πολεμήσει γι’ αυτήν και την είχε υπερασπίσει.

Η πόλη του Ελ Άλτο έχει μια ιστορική μνήμη, τοποθετείται γεωγραφικά σε πεδία μάχης. Ακριβώς εκεί που είχαν στρατοπεδεύσει ο Tupak Katari και η Bartolina Sisa5. Εκεί ζουν οι ίδιοι απόγονοι εκείνης της γενναίας γενιάς που πέθανε στον σκοτωμό του 1781, και, ναι, το 2003 (οι πόλεμοι των αερίων) ήταν επίσης ένα πεδίο μάχης. Τότε, η μάχη μας ήταν νικηφόρα πετυχαίνοντας να διώξει τον ξένο που προσποιούνταν ότι είναι πολιτικός.

Χτες, μετά την παραίτηση του αυτόχθονα προέδρου (στον οποίο πολλο είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους) ή τη στιγμή που ακούσαμε για την παραίτησή του, οι μελαμψός και ταπεινός λαός μου είχε μια όψη ήττας, γεμάτη δάκρυα και αδυναμία.

11 Νοεμβρίου: Τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει, όχι πολύ. Οι Alteños6 φωνάζουν “El Alto de pie, nunca de rodillas” (“Το Ελ Άλτο κρατά, δεν γονατίζει ποτέ”). Μέχρι χτες, αναρωτιόμασταν για το τι έπρεπε να κάνουμε, εκείνο ή το άλλο. Δεν ξέραμε αν έπρεπε να υποστηρίξουμε τον Έβο Μοράλες και τι είχε κάνει η κυβέρνησή του ή τι αντιπροσώπευε. Δεν ξέραμε, επίσης, αν έπρεπε να υποστηρίξουμε τη μάχη της άλλης πλευράς, καθοδηγούμενης από ρατσιστές ηγέτες και εκτελεστές που ισχυρίζονται ότι είναι δημοκράτες και αντιρατσιστές αλλά που στις δράσεις τους καίνει το σύμβολο του αντιαποικιοκρατικού αγώνα:την Wiphala. Την πλευρά που κλωτσά αυτόχθονες γυναίκες, που φτύνει το μίσος της στους δρόμους. Είναι απλό, αυτό που βλέπεις αυτό είναι, δεν υπάρχει καμμιά θυματοποίηση.

Μέχρι χτες, το Ελ Άλτο ήταν “από δω γκρεμός και πίσω ρέμα”. Γιατί να υποστηρίξουμε έναν “δικτάτορα”; Γιατί να υποστηρίξουμε τους αντιπροσώπους των εμπρησμών, των κλωτσιών, αυτούς που φτύνουν μίσος; Γιατί να υποστηρίξουμε και να πάμε με οποιοδήποτε από αυτά τα κόμματα αν δεν αντιποσωπεύουν αυτό που πραγματικά αισθανόμαστε και σκεφτόμαστε ως alteños/as; Και όπως συμβαίνει πάντα στην ιστορία μας, είναι στις δύσκολες στιγμές που φαίνεται ποιος είναι ποιος και ποιοι είναι ομοαίματοι7.

Παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να είμαστε σίγουροι για κάτι: έχει ξεκινήσει μια σύγκρουση με τους κληρονόμους της δημοκρατικής κάστας που δεν αποδέχεται την πολιτισμική και κοινωνική διαφορετικότητα· η μάχη ξεκίνησε αιώνες πριν, και επέστρεψς και πάλι τις τελευταίες μέρες εναντίον των Aymara, των Quechuas και άλλων λαών. Αντιμετωπιζόμαστε σαν υποστηρικτές του Έβο, σαν βάνδαλοι, γκάνγκστερ, σαν παλιάνθρωποι που φέρνουν το χάος. Κατηγορούμαστε ότι είμαστε κομμάτι των ομάδων που λεηλατούν…σε ποια βάση; Ο μοναδικός σκοπός αυτών των ισχυρισμών είναι να μας απονομιμοποιήσουν με μια λέξη: masista! (οπαδός του Έβο), Και τι λένε για την απόρριψη από μας των πράξεων που διαπράττονται; Δεν λένε ΤΙΠΟΤΑ, ούτε λέξη.

Το κάψιμο του φλογερού μας συμβόλου και της λανθασμένης κατηγορίας της Wiphala ως ενός συμβόλου του MAS, έχει ξαναζωντανέψει το μαχητικό πνεύμα των ανθρώπων του Ελ Άλτο. Και όπως πάντα, είμαστε μόνοι. Όπως το 2003, με μια αστυνομία που έχει ξεπουληθεί και τώρα υπερασπίζεται μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, ρίχνοντας μας δακρυγόνα και πυροβολώντας τη νεολαία, αθώα κορίτσια, ΝΑΙ, αθώα κορίτσια που απλά κοιτούσαν ή συνόδευαν τις μητέρες τους. Ποιο έθνος υπερασπίζονται αυτοί οι αστυνονικοί;

Ακούστε. Αυτός που μπλοκάρει τους δρόμους δεν είναι οπαδός του Έβο, δεν είναι αυτός που είναι θυμωμένος με το κάψιμο του συμβόλου του, την αδιαφορία, τον αυταρχισμό, αυτοί δεν είναι οπαδοί του Έβο, όχι, όχι και χίλιες φορές όχι. Καταλάβετε ότι αυτοί που είναι στους δρόμους δεν είναι masistas (υποστηρικτές του Έβο), είναι μια κοινωνία, είναι μια πόλη μεταναστών μέσα στην ίδια την περιοχή τους ως aymara που κινητοποιούνται. Είναι η πόλη των aymara. Είναι οι βετεράνοι του 2003. Είναι τα ορφανά αυτών που έχασαν τους γονείς τους εξαιτίας μιας κυβέρνησης που τώρα διακηρύσσει τη δημοκρατία. Δεν είναι οπαδοί του Έβο. Είναι alteños και alteñas που μάχονται. Είναι Aymaras.

El Alto, Νοέμβριος 2019
Ivan Apaza Calle

2 Στμ Aymara ή Aimara: αυτόχθονας λαός των περιοχών των Άνδεων και Αλτιπλάνο της Νότιας Αμερικής. Περίπου 1 εκατομμύριο ζουν στη Βολιβία, το Περού και τη Χιλή. Οι πρόγονοί τους ζούσαν στην περιοχή για πολλούς αιώνες πριν υποδουλωθούν στους Ίνκα στα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα και στη συνέχεια στους Ισπανούς. Με τους Ισπανο-αμερικανικούς αγώνες για την Ανεξαρτησία (1810–1825), οι Aymaras έγιναν υπήκοοι των νέων εθνών της Βολιβίας και του Περού.

3 Στμ. Movimiento Al Socialismo, Κίνημα για τον Σοσιαλισμό, γνωστό και ως MAS, είναι ένα αριστερό, λαϊκιστικό και ιθαγενιστικό πολιτικό κόμμα στη Βολιβία με ηγέτη τον Έβο Μοράλες που ιδρύθηκε το 1998 και είχε τη διακυβέρνηση της χώρας από το 2006 – μετά την ευρεία νίκη στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 2005 – μέχρι την πρόσφατη παραίτηση του Μοράλες, τον Νοέμβριο του 2019. Είναι επίσης και η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στο αυτοδιοικητικό επίπεδο. Οι υποστηρικτές του είναι γνωστοί ως Masistas.

4 Στμ. Comunidad Ciudadana, Κοινότητα Πολιτών, γνωστή και ως CC, κεντρώος πολιτικός συνασπισμός στη Βολιβία, υπό την ηγεσία του πρώην προέδρου Κάρλος Μέσα, που ιδρύθηκε το 2018 για να διεκδικήσει τη νίκη στις γενικές εκλογές του 2019. Δημιουργήθηκε με την συμμαχία των Revolutionary Left Front (Επαναστατικό Αριστερό Μέτωπο, FRI), Sovereignty and Freedom (Εθνική Κυριαρχία και Ελευθερία, Sol.Bo), All Organization, και Kochala Force. Στις εκλογές εξέλεξε 50 βουλευτές και 14 γερουσιαστές στην Πολυεθνοτική Νομοθετική Συνέλευση (Plurinational Legislative Assembly).

5 Στμ. Túpac Katari ή Catari: αυτόχθονας της φυλής Aymara και ηγέτης, κατά τον 18ο αιώνα, μιας από τις πιο σημαντικές εξεγέρσεις στην περιοχή του Άνω Περού κατά την περίοδο της αποκιοκρατίας (τωρινή Βολιβία), κατά την οποία πολιόρκησε επί έξι μήνες τη Λα Πας. Στην εξέγερση ήταν στο πλευρό του και η γυναίκα του Bartolina Sisa και η αδελφή της Gregoria Apaza.

6 Στμ. Ελ Άλτο, Alteños: Το Ελ Άλτο είναι πόλη στη Βολιβία, τμήμα της μητροπολιτικής περιοχής της Λα Πας. Χτισμένο στα Αλτιπλάνος, σε υψόμετρο 4.150 μέτρων, είναι η μεγαλύτερη πόλη στον κόσμο στο μεγαλύτερο υψόμετρο· Alteños είναι το όνομα των κατοίκων του.

7 Στμ. Στο ισπανικό πρωτότυπο: los momentos más difíciles muestran quién es quién y que la sangre llama a la sangre.

Βολιβία: η ακροδεξιά εκμεταλλεύεται μια λαϊκή εξέγερση

του Raúl Zibechi1,2

το κείμενο σε pdf

Στο μεταφρασμένο άρθρο του Raúl Zibechi, βετεράνου μαχητή από την Ουρουγουάη και αναλυτή των κοινωνικών κινημάτων στη Λατινική Αμερική, που ακολουθεί, ο συγγραφέας υιοθετεί τη θέση ότι η παραίτηση του Έβο Μοράλες ήταν το αποτέλεσμα της περιθωριοποίησης και της καταστολής από την κυβέρνησή του αυτών των ίδιων κοινωνικών κινημάτων που είχαν σχηματίσει τη βάση του Κινήματος για τον Σοσιαλισμό (Movimiento al Socialismo, MAS) του Μοράλες από τη στιγμή που ανέβηκε στην εξουσία. Ενώ τα κινήματα αυτά συνεχίζουν να αντιτίθενται στο σε εξέλιξη πραξικόπημα από την πολιτική αστική τάξη και τις ένοπλες δυνάμεις, αποσύρουν επίσης την υποστήριξή τους από μια ανανεωμένη τέταρτη προεδρική θητεία για τον Μοράλες. Ο Zibechi αδράζει αυτή την ευκαιρία για να προκαλέσει τους αναγνώστες να “δουν πέρα από τους ηγέτες (caudillos)” και να απορρίψουν αποικιοκρατικές και πατριαρχικές μορφές πολιτικής στους αγώνες τους. το κείμενο στα ισπανικά.

 

Το πλαίσιο γι’ αυτά που συμβαίνουν στη Βολιβία δεν ξεκίνησε με την εκλογική απάτη, ξεκίνησε, μάλλον, με τις συστηματικές επιθέσεις από την κυβέρνηση του Έβο Μοράλες και του Álvaro García Linera3 εναντίον αυτών των ίδιων των λαϊκών κινημάτων που τον έφεραν στην εξουσία, σε τέτοιο βαθμό που, όταν χρειάστηκαν τα κινήματα αυτά για να τους υπερασπιστούν, αυτά απενεργοποιήθηκαν και έχασαν κάθε ηθικό.

Αυτό που προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης του Έβο Μοράλες στη Βολιβία είναι μια εξέγερση από τον λαό της Βολιβίας και των οργανώσεών του. Τα κινήματά του απαίτησαν την παραίτησή του πριν το κάνουν αυτό ο στρατός και η αστυνομία. Ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών στάθηκε στην κυβέρνηση μέχρι το πικρό τέλος.

Η κοινωνική κινητοποίηση και η άρνηση των κινημάτων να υπερασπιστούν αυτό που σε μια άλλη στιγμή θεωρούσαν να είναι η “δική τους” κυβέρνηση ήταν που επίσπευσε την παραίτηση του Μοράλες. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο από τις διακηρύξεις της Κεντρικής Εργατικής Ομπονδίας (COB), των δασκάλων και των αρχών του Δημόσιου Πανεπιστημίου του Ελ Άλτο (UPEA), και δεκάδες άλλων οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων των Mujeres Creando4, που ήταν ίσως η πιο καθαρή απ’ όλες. Η Λατινοαμερικάνικη αριστερά μοιάζει ανίκανη να δεχτεί ότι ένα σημαντικό κομμάτι των λαϊκών κινημάτων απαίτησαν την παραίτηση της κυβέρνησης επειδή δεν μπορεί να δει πέρα από τους ηγέτες (los caudillos).

Η διακήρυξη της Ενιαίας Ομοσπονδίας των Ανθρακωρύχων της Βολιβίας (FSTMB), μιας οργάνωσης που είναι κοντά στην κυβέρνηση, δίνει ένα καθαρό παράδειγμα του τι νιώθει πολύς κόσμος μέσα στις οργανώσεις: “Πρόεδρε Έβο, έχει ήδη κάνει πολλά για τη Βολιβία, βελτίωσες την εκπαίδευση, την υγεία και έφερες αξιοπρέπεια σε πολλούς φτωχούς ανθρώπους. Πρόεδρε, μην αφήσεις τη χώρα σου (τον λαό, el pueblo) να καεί και μην επιτρέψεις περισσότερους θανάτους, πρόεδρε. Ο λαός θα σε σεβαστεί για τη στάση που θα κρατήσεις, η παραίτησή σου είναι αναπόφευκτη, σύντροφε (compañero) πρόεδρε. Πρέπει να αφήσουμε την εθνική κυβέρνηση στα χέρια του λαού”.

Αυτό η θλιβερή έκβαση έχει προηγούμενα που πάνε πίσω, σε μια σύντομη εκδοχή, στην πορεία για την υπεράσπιση του Εθνικού Πάρκου και Περιοχής των Αυτοχθόνων Isiboro-Sécure5 (TIPNIS) το 2011. Μετά την τεράστια δράση, η κυβέρνηση άρχισε να διαιρεί τις οργανώσεις που συγκάλεσαν την πορεία.

Ο Μοράλες και ο García Linera διατήρησαν εξαιρετικές σχέσεις με την τάξη των επιχειρηματιών δημιουργώντας ένα πραξικόπημα εναντίον του Εθνικού Συμβουλίου των Ayllus και Markas του Qullasuyu6 (CONAMAQ) και της Συνομοσπονδίας των Αυτόχθονων Λαών της Βολιβίας (CIDOB), δυο ιστορικών οργανώσεων των αυτόχθονων. Έστειλαν την αστυνομία, έδιωξαν νόμιμους ηγέτες και στη συνέχεια τοποθέτησαν νέους που πρόσκεινταν στην κυβέρνηση, υπό την προστασία της αστυνομίας.

Τον Ιούνιο του 2012 η CIDOB κατήγγειλε “κυβερνητική ανάμειξη με σκοπό τη χειραγώγηση, τη διαίρεση και την επιρροή στις οργανικές και αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των Αυτόχθονων λαών της Βολιβίας”. Μια ομάδα διαφωνούντων, με την υποστήριξη της κυβέρνησης, αρνήθηκε να αναγνωρίσει τις αρχές και συγκάλεσε μια “διευρυμένη επιτροπή” για να εκλέξει νέες.

Τον Δεκέμβριο του 2013, μια ομάδα διαφωνούντων, με συνδέσεις με το Κίνημα για τον Σοσιαλισμό (MAS) εντός της CONAMAQ, κατέλαβε τα γραφεία της, χτύπησε και απομάκρυνε όσους ήταν εκεί, με τη βοήθεια της αστυνομίας. Παρέμειναν εκεί ώστε να παρεμποδίσουν την πρόσβαση στις νόμιμες αρχές που ήθελαν να ανακτήσουν τα κεντρικά γραφεία τους. Το δελτίο τύπου της CONAMAQ έλεγε ότι το πραξικόπημα εναντίον τους έγινε ώστε η οργάνωση να “αποδεχτεί όλες τις πολιτικές εναντίον του κινήματος των αυτόχθονων και του λαού της Βολιβίας χωρίς κανείς να πει τίποτα”.

Στις 21 Φεβρουαρίου, η ίδια η κυβέρνηση κάλεσε ένα δημοψήφισμα ώστε ο λαός να μπορεί να ψηφίσει για την δυνατότητα μιας τέταρτης επανεκλογής για τον Μοράλες. Άσχετα από το γεγονός ότι η πλειοψηφία ψήφισε ΟΧΙ, η κυβέρνηση προχώρησε ακάθεκτη με σχέδια για επανεκλογή.

Και οι δυο αυτές ενέργειες, της αγνόησης της λαϊκής θέληςη και της απομάκρυνσης των νόμιμων ηεγτών των οργανώσεων των κοινωνικών κινημάτων, ήταν πραξικοπήματα ενάντια στον λαό.

Αλλά τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα. Το πρωί της Τετάρτης, 17 Νοεμβρίου του 2017, μέρες πριν το δημοψήφισμα σχετικά με την επανεκλογή, μια διαδήλωση γονιών σπουδαστών έφταση μπροστά στο Δημαρχείο του Ελ Άλτο. Μια ομάδα 100 διαδηλωτών μπήκαν με τη βία στο κτίριο, προκαλώντας μια φωτιά που σκότωση έξι άτομα. Μέλη του MAS είχαν παρεισδύσει σ’ αυτή την κινητοποίηση, κρυβόμενοι πίσω από μια ομάδα γονιών.

Αυτό είναι το στυλ μιας κυβέρνησης που κλαίγεται για “πραξικόπημα”, αλλά επανειλημμένα έχει καταστείλει οργανωμένα κομμάτια του λαού που αντιστάθηκαν στις εξορυκτικές πολιτικές της.

Για την πλειοψηφία του λαού στη Βολιβία, οι εκλογές της 20ης Οκτωβρίου ήταν νοθευμένες. Οι πρώτες καταμετρήσεις έδειχνα ότι θα υπήρχε επαναληπτικές εκλογές. Η καταμέτρηση σταμάτησε, όμως, χωρίς καμμιά εξήγηση και τα αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν την επόμενη μέρα έδειξαν ότι ο Έβο είχε κερδίσει τον πρώτο γύρο, προηγούμενος με μια διαφορά μόλις 10% από τον επόμενο αντίπαλό του, χωρίς να έχει κερδίσει πάνω από το 50% των ψήφων.

Σε διάφορες περιοχές της χώρας υπήρχαν συγκρούσεις με την αστυνομία. Διαδηλωτές έκαψαν τρία περιφερειακά γραφεία του Εκλογικού Δικαστηρίου, στις περιοχές Potosí, Sucre και Cobija. Οργανώσεις πολιτών κάλεσαν για γενική απεργία διαρκείας. Στις 24 Οκτωβρίου, ο Μοράλες κατήγγειλε ότι ήταν σε εξέλιξη ένα “πραξικόπημα” από τη δεξιά της χώρας.

Την Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου, οι διαμαρτυρίες εντάθηκαν, στήθηκαν οδοφράγματα και διαδηλωτές συγκρούστηκαν με την αστυνομία, υπήρχαν επίσης μάχες ανάμεσα σε υποστηρικτές της κυβέρνησης και μέλη της αντιπολίτευσης. Όπως και σε άλλες στιγμές, ο Μοράλες και ο García κινητοποίησαν φιλικές κοινωνικές οργανώσεις για να αντιπαρατεθούν με άλλες καθώς και με εκείνους που αντιπολιτεύονταν την κυβέρνησή τους.

Στις 2 Νοεμβρίου υπήρξε μια σημαντική εξέλιξη. Ο Luis Fernando Camacho, πρόεδρος της Πολιτικής Επιτροπής της Σάντα Κρουζ, που ήταν σε συμμαχία με την κυβέρνηση του Μοράλες, κάλεσε την αστυνομία και τον στρατό να “σταθούν στο πλευρό του λαού” και να εξαναγκάσουν την παραίτηση του προέδρου, επικαλούμενος τον Θεό και τη Βίβλο. Την Παρασκευή, 8 Νοεμβρίου, στασίασαν οι τρεις πρώτες αστυνομικές δυνάμεις, στην Cochabamba, την Sucre και την Santa Cruz· στην Λα Πας ένστολοι αστυνομικοί ενώθηκαν και αναμείχθηκαν με τους διαδηλωτές. Δυο μέρες αργότερα, με τη χώρα κινητοποιημένη, ο Έβο παραιτήθηκε προφορικά (αν και όχι γραπτά).

Σ’ αυτό το εξαιρετικά πολωμένο σενάριο, πρέπει να επισημάνουμε τον αξιοσημείωτο ρόλο του φεμινιστικού κινήματος στη Βολιβία, ιδιαίτερα της συλλογικότητας Mujeres Creando, η οποία ηγήθηκε του συντονισμού των γυναικείων οργανώσεων στις μεγαλύτερες πόλεις της Βολιβίας.

Στις 6 Νοεμβρίου, εν μέσω της βίαιης πόλωσης, η María Galindo (των Mujeres Creando) έγραψε στην εφημερίδα Pagina 7: “Ο Fernando Camacho και ο Έβο Μοράλες συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο”. Και συνέχισε: “Και οι δυο αποκαλούν τον εαυτό τους ως μοναδικό αντιπρόσωπο του’λαού’. Και οι δυο σιχαίνονται τις ελευθερίες για τις γυναίκες και τα queer άτομα. Και οι δυο είναι ομοφοβικοί και ρατσιστές, και οι δυο χρησιμοποιούν αυτή τη σύγκρουση για να προσπαθήσουν να αποκτήσουν το πάνω χέρι”.

Η Galindo όχι μόνο απαίτησε την παραίτηση της κυβέρνησης και του Εκλογικού Δικαστηρίοθ (που ήταν συνεργό στην απάτη αυτή), αλλά απαίτησε οι νέες εκλογές να γίνουν υπό νέους κανόνες, με την συμμετοχή της κοινωνίας, ώστε “κανείς, ποτέ ξανά, να μην χρειάζεται ένα πολιτικό κόμμα για να ακουστεί και να εκπροσωπηθεί”.

Η τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν στη Βολιβία αρνήθηκε να μπει στο παιχνίδι πολέμου που ο Morales και ο Garcia Linera έστησαν όταν παραιτήθηκαν στέλνοντας μέλη του κόμματός τους να συμμετάσχουν σε καταστροφές και λεηλασίες (ιδιαίτερα στην Λα Πας και το Ελ Άλτο), πιθανόν για να αναγκάσουν την παρέμβαση του στρατού και να δικαιολογήσουν τους ισχυρισμούς τους για ένα “πραξικόπημα” που δεν υπήρξε ποτέ. Η πλειοψηφία των Βολιβιανών έχουν επίσης μείνει έξω από το παιχνίδι που παίζει η ακροδεξιά, η οποία ενεργεί με βίαιους και ρατσιστικούς τρόπους εναντίον τμημάτων του λαού.

Αν έχει μείνει οποιοδήποτε δείγμα ηθικής και αξιοπρέπειας στην Λατινοαμερικάνικη αριστερά, θα πρέπει να στοχαστούμε πάνω στην εξουσία και τις καταχρήσεις που διαπράτονται στην άσκησή της Όπως μας έχουν διδάξει οι φεμινίστριες και οι αυτόχθονες λαοί, η εξουσία είναι πάντα καταπιεστική, αποικιοκρατική και πατριαρχική. Αυτός είναι ο λόγος που απορρίπτουν τους ηγέτες (caudillos), και που οι κοινότητες εναλλάσσουν την ηγεσία τους ώστε να μην συσσωρεύουν εξουσία.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ένας σοβαρός κίνδυνος η ρατσιστική, αποικιοκρατική και πατριαρχική δεξιά να καταφέρει να εκμεταλλευτεί αυτή την κατάσταση για να επιβάλλει την εξουσία της και να προκαλέσει μια αιματοχυσία. Οι εκδικητικές κοινωνικές και πολιτικές επιθυμίες της άρχουσας τάξης είναι παρούσες όπως πάντα τα τελευταία 500 χρόνια, και πρέπει να σταματήσουν χωρίς κανέναν δισταγμό.

Δεν θα μπούμε σε ένα παιχνίδι πολέμου που και οι δυο πλευρές θέλουν να επιβάλλουν.

2 Ο Raúl Zibechi είναι δημοσιογράφος και λαϊκος δάσκαλος που συνοδεύει διάφορες διαδικασίες “από τα κάτω” στη Λατινική Αμερική. Ένα από τα πιο γνωστά του βιβλία είναι το: Territories in Resistance: A Cartography of Latin American Social Movements, (“Περιοχές σε Αντίσταση: Μια χαρτογράφηση των Λατινοαμερικάνικων κοινωνικών κινημάτων”). Tο παρόν άρθρο μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε στα Αγγλικά από το Toward Freedom με την άδεια του συγγραφέα. Το πρωτότυπο εμφανίστηκε στα Ισπανικά στο  Desinformemonos.

3 Στμ. Álvaro Marcelo García Linera: πολιτικός από τη Βολιβία, αντιπρόεδρος της χώρας από το 2006. Εξελέγη μαζί με τον πρόεδρο Έβο Μοράλες. Αμφότεροι ανήκουν στο κόμμα Κίνημα για το Σοσιαλισμό (MAS). Είναι ενδιαφέρον εδώ να πούμε, ως ένδειξη της τάσης στην αριστερά που αντιπροσωπεύει το MAS και των υποστηρικτών του, ότι δύο βιβλία του Linera με τους βαρύγδουπους τίτλους “Κράτος, επανάσταση και ηγεμονία” (sic) και “Κράτος, δημοκρατία και σοσιαλισμός. Μια ανάγνωση με αφετηρία τον Πουλαντζά”, έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις Α/Συνέχεια της ΚΟΕ, την εποχή που συνέβαλε ολόθερμα στο πρότζεκτ της κυβερνώσας αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ.

4 Στμ. Mujeres Creando, Γυναίκες που Δημιουργούν: αναρχοφεμινιστική συλλογικότητα στη Βολιβία που συμμετέχει σε ένα φάσμα δουλειάς ενάντια στη φτώχεια που περιλαμβάνει προπαγάνδα, θέατρο δρόμου και άμεσες δράσεις. Η συλλογικότητα δημιουργήθηκε από τις María Galindo, Mónica Mendoza και Julieta Paredes το 1992. Η συλλογικότητα τράβηξε τη διεθνή προσοχή εξαιτίας της ανάμειξη της το 2001 στην κατάληψη του Οργανισμού Εποπτείας Τραπεζών της Βολιβίας, από μέλη μιας οργάνωσης οφειλετών σε εταιρείες μικροδανεισμού, απαιτώντας την ολική διαγραφή των χρεών τους.

5 Στμ. Territorio Indígena y Parque Nacional Isiboro Sécure, TIPNIS, Επικράτεια των Αυτόχθονων και Εθνικό Πάρκο Isiboro Sécure, προστατευόμενη περιοχή και περιοχή της αυτόχθονης κοινότητας στη Βολιβία μεταξύ του βόρειου τμήματος του διαμερίσματος Cochabamba και του νότιου τμήματος του διαμερίσματος Beni. Προστατεύει τμήμα του οικοσυστήματος των Βολιβιανών Yungas. Οι αυτόχθονες που μένουν στο Πάρκο ανήκουν στις φυλές Tsimané, Yuracaré, και Mojeño-Trinitario. Οι αγώνες των αυτόχθονων που αναφέρονται στο κείμενο αφορούν στην άρνηση και την αντίστασή τους στην υλοποίηση του σχεδίου κατασκευής αυτοκινητόδρομων στη γη τους το 2011. Η κυβέρνηση Μοράλες προσπάθησε χωρίς επιτυχία να εμποδίσει τη διεξαγωγή της μεγάλης πορείας από το Beni στην Λα Πας που διοργάνωσαν οι μεγαλύτερες οργανώσεις των αυτοχθόνων τον Αύγουστο του 2011, χτυπώντας την στις 25 Σεπτεμβρίου με την αστυνομία και συλλαμβάνοντας εκατοντάδες διαδηλωτές. Η πορεία έφτασε τελικά στην Λα Πας στις 19 Οκτωβρίου, όπου έτυχε θερμής μαζικής υποδοχής. Έκτοτε, η κυβέρνηση Μοράλες προσπάθησε με κάθε τρόπο και με διαρκείς νομοθετικές παρεμβάσεις να κάμψει την αντίσταση των αυτοχθόνων στα “αναπτυξιακά” της σχέδια για το Πάρκο που, εκτός τον αυτοκινητόδρομο, περιλαμβάνουν και την εξόρυξη πετρελαίου σε συνεργασία με την κρατική εταιρεία πετρελαίου της Βενεζουέλας, τη βραζιλιάνικη PETROBRAS, τη γαλλική TOTAL και άλλες.

6 Στμ. Consejo Nacional de Ayllus y Markas del Qullasuyu, CONAMAQ, Εθνικό Δίκτυο των Ayllus και Markas του Qullasuyu, συνομοσπονδία παραδοσιακών κυβερνητικών σχημάτων των αυτόχθονων κοινοτήτων που μιλούν τις γλώσσες Quechua, Aymara και Uru και ζουν στα υψίπεδα των διαμερισμάτων των περιοχών Λα Πας, Oruro, Potosí, Cochabamba, Chuquisaca και Tarija, στη Βολιβία.

Βολιβία: σχόλια για το εν εξελίξει πραξικόπημα

της Romina Akemi1

το κείμενο σε pdf

Με τις εξελίξεις να τρέχουν στη Βολιβία, προσφέρουμε αυτό το σύντομο σχόλιο από μια συντρόφισα της αναρχικής ομοσπονδίας Black Rose/Rosa Negra στη Λατινική Αμερική σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση.

Δεν πρόκειται να προσφέρω ένα πιασάρικο2 σχόλιο για την κατάσταση στη Βολιβία. Αλλά μπορώ να προσφέρω μια γνώμη ως ιστορικός που έχει σπουδάσει τη βολιβιανή ιστορία και ως μια επαναστάτρια.

Πρώτον, θέλω να υπογραμμίσω ότι το πραξικόπημα στη Βολιβία είναι κάτι περισσότερο από την ανατροπή του Έβο Μοράλες, Όπως και το πραξικόπημα στη Χιλή το 1973 ήταν κάτι περισσότερο από την ανατροπή του Αλλιέντε. Υπάρχει ένας λόγος που χιλιάδες άνθρωποι βασανίστηκαν, εκτελέστηκαν και εξορίστηκαν: το στρατιωτικό πραξικόπημα είχε σαν στόχο να εξαφανίσει μια ολόκληρη γενιά σοσιαλιστών και κομμουνιστών. Το πραξικόπημα στη Βολιβία οργανώθηκε από την λευκή ελίτ της Σάντα Κρουζ, που είχε μισήσει τον Έβο Μοράλες από την πρώτη μέρα. Μόνιμα τον αποκαλούν “βρωμο-ινδιάνο” δημόσια και στις πολιτικές εκδηλώσεις. Το γεγονός της ύπαρξης αναφορών για το κάψιμο της σημαίας Wiphala3, κοινωνικών κέντρων ιθαγενών, και συλλήψεις αυτόχθονων που είναι είτε μέλη της Γερουσίας είτε της κυβέρνησης Μοράλες, καταδεικνύει με ποιο τρόπο αυτή η νέα κυβέρνηση στην εξουσία κινητοποιείται από τον ρατσισμό ενάντια στους αυτόχθονες Βολιβιανούς. Νομίζω ότι ο κόσμος θυμάται ότι ήταν οι οργανώσεις αυτόχθονων καλλιεργητών κόκας καθοδηγούμενες από γυναίκες που έφεραν τον Μοράλες στην εξουσία και που, επίσης, οργάνωναν μαζικές πορείες κριτικάροντας την κυβέρνησή του τα πρόσφατα χρόνια.

Δεύτερον, το γεγονός ότη η ακροδεξιά στη Βολιβία έχει μπορέσει να εκμεταλλευτεί τον λαϊκό θυμό της αριστεράς εναντίον της εξουσίας του Μοράλες είναι μια ιστορία που επαναλαμβάνεται σε άλλες χώρες στη Λατινική Αμερική που ήταν μέρος της “Ροζ Παλίροιας4. Το έχουμε δει αυτό στη Βραζιλία, τη Νικαράγουα, και τη Βενεζουέλα. Έλεγα σ’ έναν σύντροφο χτες ότι αν η Bachelet [πρώην πρόεδρος του κεντροαριστερού Σοσιαλιστικού Κόμματος, προκάτοχος του τωρινού προέδρου Sebastián Piñera] ήταν αυτή τη στιγμή πρόεδρος στη Χιλή, τότε ίσως να είχαμε μια πιο πολύπλοκή κατάσταση εκεί. Αλλά, καθώς η εξέγερση έγινε στη διάρκεια μιας δεξιάς κυβέρνησης που έχει αρνηθεί να συμβιβαστεί με τα λαϊκά αιτήματα, τα αιτήματα της άκρας αριστεράς διαδίδονται και “μολύνουν” ακόμα και μετριοπαθή κόσμο. Οι ισχυρισμοί εναντίον της κυβέρνησης Μοράλες σχετικά με εκλογικές απάτες είναι το πιο πιθανόν έγκυρες/βάσιμες και αντιπροσωπεύουν μια ανικανότητα από την πλευρά του και τους υποστηρικτές του να κερδίσουν έναν τομέα στης κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που απογοητεύτηκαν από την εξουσία του.

Τρίτον, ως ιστορικός, θέλω επίσης να αναγνωρίσω τη σπουδαιότητα της νίκης του Μοράλες για τους αυτόχθονες. Δεν έχει μοιάζει με την περίπτωση του Ομπάμα. Ο Μοράλες έκανε πραγματικά σημαντικές αλλαγές, ιδιαίτερα με το νέο Σύνταγμα του 2009 που ανακήρυξε τη Βολιβία ως μια Πολυεθνική [Plurinational] χώρα που αναγνώρισε για πρώτη φορά τους αυτόχθονες πληθυσμούς και τις θρησκείες τους. Η επανάσταση του 1953 στη Βολιβία ρίχνει ακόμα βαριά σκιά πάνω στον πληθυσμό ως η πρώτη εξέγερση στην οποία οι αυτόχθονες, σε ένα κατά πλεοψηφία έθνος αυτοχθόνων, απαίτησαν κοινωνικά δικαιώματα. Πριν από την επανάσταση του 1952, οι αυτόχθονες “μισθώνονταν” αποό τους λευκούς γαιοκτήμονες, κοιμόντουσαν έξω στις haciendas, έπαιρναν μισθούς πείνας, ή καθόλου μισθό, και δεν μπορούσαν να ψηφίσουν. Αφού ηττήθηκε η Επανάσταση του 1952 (αλλά χωρίς να ανατραπεί εντελώς) και την εξέγερση που έλαβε χώρα μετά τη δολοφονία του Τσε και των οπαδών του, η συνασπισμός του Μοράλες ήταν η πρώτη απόπειρα των αυτόχθονων, μετά από δεκαετίας, να ξαναδιεκδικήσουν την εξουσία.

Ναι, ήταν μέσα από εκλογές, και, ναι, δημιούργησε κοινωνικές ανισότητες, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης μιας αστικής τάξης αυτοχθόνων, αλά ήταν μια ιστορική και σημαντική κατάκτηση για τις κοινότητες των αυτόχθονων. Τους έδωσε μια αίσθηση περηφάνειας να είναι πολιτικά υποκείμενα, να φοράνε τις ενδυμασίες τους και να μιλούν τη γλώσσα τους. Όταν επισκεφτόμουνα την Αργεντινή πρόσφατα, είδα τουρίστες της φυλής Aymara από τη Βολιβία να τραβάνε φωτογραγίες και να φοράνε τις αυτόχθονες φορεσιές τους. Αυτή η σκηνή θα ήταν εξαιρετικά απίθανη πριν από τη νίκη του Μοράλες. Αν αυτά τα τμήματα της νεόπλουτης τάξης αυτόχθωνων υποστηρίζουν τον Μοράλες ή την νέα κυβέρνηση δεν είναι γνωστό.

Νομίζω ότι θα πρέπει να σταθούμε αντίθετοι στο πραξικόπημα και να υποστηρίξουμε τους αυτόχθονες της Βολιβίας. Αλλά ως επαναστάτες στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχουμε ένα ακόμα μεγαλύτερο καθήκον να αντιτεθούμε στον ρόλο των ΗΠΑ – πρωτίστως τη σύνδεσή τους με τον OAS5 – που έκανε εφικτό αυτό το φασιστικό πραξικόπημα.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://blackrosefed.org/bolivia-commentary-on-the-coup.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: hot take, ένα σχόλιο που τυπικά γράφεται στα γρήγορα, ως αντίδραση σε ένα πρόσφατο γεγονός, και με πρωταρχικό σκοπό να προσελκύσει την προσοχή.

3 Στμ. Η Wiphala είναι ένα τετράγωνο έμβλημα, που χρησιμοποιείται συνήθως ως σημαία, αντιπροσωπευτική μερικών ιθαγενών λαών των Άνδεων στη σημερινή Βολιβία, Περού, Εκουαδόρ και περιοχές της Αργεντινής, της Χιλής και της Κολομβίας. Το άρθρο 6, παράγραφος ΙΙ του βολιβιανού Συντάγματος του 2009 καθιερώνει την Wiphala ως διπλή σημαία της Βολιβίας, μαζί με την τρίχρωμη σημαία με κόκκινο-κίτρινο-πράσινο.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: Pink Tide.

5 Στμ. OAS (Organisation of American States), ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών, διεθνής οργανισμός (διακρατική συμμαχία) με μέλη του οργανισμού αυτού είναι όλες οι ανεξάρτητες χώρες της Αμερικανικής ηπείρου (πλην της Ονδούρας, η συμμετοχή της οποίας έχει ανασταλεί από το 2009 εξαιτίας του πραξικοπήματος που σημειώθηκε στη χώρα αυτή) και ο οποίος εδρεύει στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ, Ουάσιγκτον. Ιδρύθηκε το 1948 με σκοπούς την αλληλεγγύη και συνεργασία των μελών κρατών στο πλαίσιο του Δυτικού κόσμου. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αυτό σήμαινε κυρίως την αντίθεση στον αριστερισμό και στα διάφορα κινήματα που ξέσπασαν στη Λατινική Αμερική. Από τη δεκεατία του 1990 έχει επικεντρωθεί στον έλεγχο των εκλογικών διαδικασιών στα μέλη κράτη. Στην περίπτωση της τρέχουσας κρίσης στη Βολιβία, η έκθεση που συνέταξε για τις προεδρικές εκλογές της 20ης Οκτωβρίου, με κατηγορίες για διάφορες παρατυπίες στη διεξαγωγή της εκλογικής διαδικασίας, και η οποία δημοσιοποιήθηκε στις 10 Νοεμβρίου, συνέβαλε αποφασιστικά στο να υποχωρήσει ο Μοράλες στις πιέσεις να παραιτηθεί.

Επανάσταση: πρόγραμμα ή κομμουνιστικοποίηση;

από το Agitations1

το κείμενο σε pdf

Σύμφωνα με τη θεωρία της κομμουνιστικοποίησης, που γεννήθηκε τη δεκαετία του 1970, το εργατικό κίνημα αρχικά επιβεβαίωσε τον εαυτό του θετικά, στη συνέχεια αποσυντέθηκε, σταδιακά, μέχρι τη δεκαετία του 1960, και όλα αυτά συνιστούν έναν κύκλο αγώνων που αποκαλείται “προγραμματισμός”.

Από την ανάδυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μέχρι σήμερα οι εργατικοί αγώνες και το όραμα της ανατροπής του καπιταλισμού, που αναδύεται από αυτούς, βασίζονταν στην αυτονομία και τη θετικότητα που οι εργάτες μπορούσαν να διατηρήσουν εντός της καπιταλιστικής σχέσης. Οι επαναστάσεις αυτής της περιόδου θα μπορούσαν να περιγραφούν ως προσπάθειες κατάργησης της καπιταλιστικής σχέσης με την επιβεβαίωση ενός από τους πόλους που την συγκροτούν: είναι η επιβεβαίωση του προλεταριάτου που συγκροτείται σε τάξη (στο Κόμμα, στα Συμβούλια ή την Αυτονομία), η επιβεβαίωση της εργατικής τάξης απέναντι στο κεφάλαιο και απέναντι στην αστική τάξη.

Στον Μαρξ η ταξική πάλη θεμελιώνεται πάνω στην αντίθεση εργασία-κεφάλαιο, τους δυο πόλους που επιδιώκουν να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους: οι καπιταλιστές να βγάλουν περισσότερα κέρδη και, συνεπώς, να αποσπάσουν το μέγιστο της υπεραξίας από τη δουλειά των προλετάριων, ενώ οι προλετάριοι να επιβιώσουν πουλώντας την εργατική τους δύναμη και, κάποιες φορές, παίρνοντας τα όπλα ενάντια στην καπιταλιστική αδικία (που στην αστική κοινωνία λέγεται δικαιοσύνη).

Στην λεγόμενη “προγραμματική” περίοδο, η επανάσταση κατανοείται ως ένα πρόγραμμα που εφαρμόζεται από το προλεταριάτο, το οποίο θα πρέπει να ασκήσει τη δικτατορία του πάνω στις αστικές αντεπαναστατικές δυνάμεις. Δημιουργήθηκαν “εργατικά συμβούλια” (ρωσικά Σοβιέτ το 1917, ιταλικά το 1921, ουγγρικά το 1956). Το σύνθημα “απελευθέρωση από την εργασία” εμφανιζόταν συχνά (ο άνθρωπος έπρεπε να βάλει ένα τέρμα στην αλλοτρίωσή του ως εργάτη και να ανακτήσει την αληθινή ανθρωπιά του). Οι κομμουνιστές με λενινιστική πίστη οραματίζονται μια περίοδο επαναστατικής μετάβασης και, στη συνέχεια, τον εκφυλισμό της δικτατορίας του προλεταριάτου και του “σοσιαλιστικού” κράτους ενώ οι αναρχοκομμουνιστές, ή οι θιασώτες της Λούξεμπουργκ, οραματίζονται μια γενικευμένη αυτοδιαχείριση των μέσων παραγωγής, μια “κοινωνία συνεταιρισμένων παραγωγών” κλπ.

Έτσι, το προλεταριάτο επενδύεται με μια επαναστατική φύση που το καθιστά αντίθετο στο κεφάλαιο και η οποία αλλάζει σύμφωνα με λιγότερο ή περισσότερο ώριμες ιστορικές συνθήκες. Ο προγραμματισμός δεν είναι μόνο μια θεωρία, είναι, πάνω απ’ όλα, μέχρι τη δεκαετία του 19602, η πρακτική του προλεταριάτου με την οποία η άνοδος της τάξης στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι θετικά το βήμα για την επανάσταση και τον κομμουνισμό.

Η πάλη των προλετάριων ανήκει, αρχικά, σ’ αυτό που ο Μαρξ ονομάζει στο Κεφάλαιο (Τόμος 1, κεφάλαιο 6) “τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο”. Με άλλα λόγια όταν η κυριαρχία των καπιταλιστών πάνω στους εργάτες είναι μόνο τυπική, δεν έχει ακόμα επιτευχθεί πλήρως το ρίζωμά της στην κοινωνία. Οι εργάτες μπορούν, σε μια επαναστατική κατάσταση, να συγκροτήσουν μια τάξη “διεαυτήν”, ικανή να ανεξαρτητοποιηθεί από την τάξη των καπιταλιστών που βρίσκεται απέναντί τους. Μια τέτοια κατάσταση διατηρήθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1920. Στη συνέχεια (και μέχρι τη δεκαετία του 1960) αυτή η κυριαρχία έχει γίνει σταδιακά “πραγματική” και οξύνθηκε, το εργατικό κίνημα ενσωματώθηκε πλήρως στον καπιταλισμό.

Στην περίοδο του προγραμματισμού, ενώ οι καπιταλιστές στόχευαν στη γενίκευση της μισθωτής εργασίας, “το προλεταριάτο έκανε την επανάσταση – την κατάληψη της εξουσίας από το ίδιο – να εξαρτάται από μια ωρίμανση των αντικειμενικών (η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων) και των υποκειμενικών συνθηκών (τη βούλησή του και την ταξική του συνείδηση)”. Οι προλετάριοι που επεδίωκαν να κάνουν την επανάσταση είχαν ως φιλοδοξία και στόχο τον έλεγχο της κίνησης της καπιταλιστικής αξίας και σκέφτονταν την κατάργηση της μισθωτής εργασίας με τη χρήση κουπονιών εργασίας στη θέση του νομίσματος. Επιπλέον, η επαναστατική θεωρία του προγραμματισμού δεν πήρε ποτέ υπόψη της την αντίθεση ανδρών/γυναικών και, συνεπώς, δεν μπόρεσε ποτέ να επιτεθεί στον τρόπο αναπαραγωγής του κεφαλαίου μέσω της δραστηριότητας της “γυναίκας”, αυτού του φύλου το οποίο κατασκευάζεται κοινωνικά για να αναπαράγει τη “ράτσα των εργατών”.

Αυτό λοιπόν που αμφισβήτησε το εργατικό κίνημα δεν ήταν το κεφάλαιο ως τρόπος παραγωγής αλλά μόνο τη διαχείριση της παραγωγής από το κεφάλαιο. Εναπόκειτο στους εργάτες να αποκόψουν την παραγωγική μηχανή από αυτή την παρασιτική τάξη και να καταστρέψουν το κράτος της για να οικοδομήσουν ένα άλλο, καθοδηγούμενο από το Κόμμα ,που είναι ο φορέας της συνείδησης, ή να υπονομεύσουν την εξουσία του αστικού κράτους οργανώνοντας οι ίδιοι την παραγωγή στη βάση, με όργανα τα συνδικάτα ή τα συμβούλια. Αλλά δεν έθεσαν ποτέ ζήτημα ούτε μπήκαν στον πειρασμό να καταργήσουν τον νόμο της αξίας3.

Καμμιά επίθεση εναντίον της παραγωγής για την αγορά ή εναντίον του μηχανικού εξοπλισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι προλετάριοι ήταν “λάθος” ή “σωστοί” δρώντας μ’ αυτόν τον τρόπο: έδρασαν όπως αντιστοιχούσε στην εποχή τους. Αν η επανάσταση του προγραμματισμού δεν πέτυχε αυτό οφείλεται, εν συντομία, στο ότι δεν μπόρεσε να επιτεθεί στην αναπαραγωγή της ίδιας της εκμετάλλευσης. Όποτε ανοιγόταν ένας καινούριος κύκλος αγώνων σε κάθε περίοδο, νέες επαναστατικές μέθοδοι προσφέρονταν στους προλετάριους αλλά κάθε φορά κατανικούνταν, και από τις εξεγέρσεις του 18ου αιώνα μέχρι τον άγριο ιταλικό Μάη, “προσπέρασαν” τους εργάτες όλου του κόσμου4.

Κάθε ιστορικός κύκλος της ταξικής πάλης επαναδιαμορφώνει το περιεχόμενο του κομμουνισμού και την μορφη της θεμελίωσής του στη βάση της ήττας του προηγούμενου κύκλου και της αναδιάρθρωσης της ταξικής σχέσης που προκύπτει από την ήττα αυτή, η οποία, με τη σειρά της, δίνει άλλο σχήμα στην ταξική σύνθεση του προλεταριάτου, τις μορφές της εκμετάλλευσής του, τις πρακτικές του στους άμεσους αγώνες, τις μορφές διαχείρισης της ταξικής πάλης από την πλευρά του Κράτους, την παγκόσμια δομή της συσσώρευσης. Κάθε ιστορικός κύκλος και αναδιαμόρφωση του περιεχομένου του κομμουνισμού δικαιολογείται θεωρώντας τα κάθε φορά ως το τελικό, πιο ώριμο και καθοριστικό επεισόδιο της ταξικής πάλης, έστω κι αν η ιστορία διαψεύσει κάτι τέτοιο5.

Τι να κάνουμε σήμερα, αν επιβεβαιώνουμε τον θάνατο του προγραματισμού; Πρέπει να θέσουμε την κομμουνιστική επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση, ως “την άμεση παραγωγή του κομμουνισμού: την αυτοκατάργηση του προλεταριάτου μέσω της κατάργησης του κεφαλαίου και του Κράτους”6. Και η επαναστατική θεωρία, αν δεν είναι πλέον μια θεωρία που θεμελιώνει ένα πρόγραμμα, πρέπει αναγκαστικά να γίνει πιο αφηρημένη στο παρόν και χωρίς τη δυνατότητα να θεμελιώσει μια στρατηγική πάνω στη βάση της συγκεκριμένης ιστορίας των προηγούμενων επαναστατικών κινημάτων (εξ ου η εσωτερική δυσκολία διάχυσής της και η παρακμή των ορθόδοξων μαρξισμών ως ετερόδοξων, εξαιρετικά απομακρυσμένων από την πραγματικότητα που βιώνουν οι εργαζόμενες μάζες καθώς και από την κατανόησή τους για την ταξική πάλη).

Η αποτυχία των μαρξιστικών “οικονομικών” θεωριών να κατανοήσουν την κοινωνική ακολουθία που είναι σε εξέλιξη από την αναδιάρθρωση του καπιταλισμού τη δεκαετία του 1970, έχει οδηγήσει σε ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον στην κριτική της οικονομίας ως τέτοιας. Δεν πρόκειται πλέον για την επιβεβαίωση της προλεταριακού υποκειμένου ως επαναστατικού υποκειμένου. Η επανάσταση δεν είναι πλέον η επειβεβαίωση αλλά η αυτοάρνηση του προλεταριάτου, το οποίο δυσκολεύεται να βρει ένα θετικό περιεχόμενο. Η εμπειρία μιας τέτοιας διαδικασίας απουσιάζει πικρά κι εμείς θα πρέπει αυτό να το αντιμετωπίσουμε.

Υπό τις παρούσες συνθήκες, οποιαδήποτε αναζήτηση για έναν ορισμό του κομμουνισμού θα πρέπει να έρθει αποφασιστικά σε ρήξη με όλες τις κατηγορίες που χρησιμοποιούνταν για την ανάλυση και την κριτική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτή η ρήξη, όμως, δεν είναι ένα αυθαίρετο άλμα σε μια ουτοπία που θρέφει τις μικρές δυσαρέσκειες με την τωρινή ατομική και συλλογική ζωή. Αντίθετα, βασίζεται στην πραγματικότητα της κρίσης των κατηγοριών του κεφαλαίου που εκδηλώνεται και θα εκδηλωθεί συγκεκριμένα στη βάση της “δραστηριότητας κρίσης” του προλεταριάτου. Είναι οι τρόποι της εξέγερσης του προλεταριάτου στη βάση του μπλοκαρίσματος της συσσώρευσης του κεφαλαίου που δίνει την κατεύθυνση του κομμουνιστικού ξεπεράσματος της καπιταλιστικής κρίσης7.

Να σκεφτόμαστε τον κομμουνισμό σήμερα σημαίνει να προάγουμε τολμηρές συλλήψεις, που έχουν ισχύ μόνο ως υποθέσεις, μόνο ως τρέχουσα κατανόηση της προλεταριακής δημιουργικότητας. Υπάρχει ένα θεμελιώδες χάσμα χρονικότητας ανάμεσα στη θεωρία και την προλεταριακή πρακτική. Η θεωρητική δραστηριότητα έχει πάντα μια υστέρηση, δεν μπορεί να πιστέψει ότι είναι ικανή να υπαγορεύσει στο προλεταριάτο πώς να δράσει, να το διαμορφώσει ώστε να κάνει την επανάσταση. Στο τέλος, οι αγώνες σχηματίζουν τη δική τους θεωρία, και είναι η αβέβαια αντιπαράθεσή τους με τη θεωρητική δραστηριότητα που θα οδηγήσει στην ανάδυση των κομμουνιστικών μέτρων. “Η σχέση ανάμεσα στους καθημερινούς αγώνες και το επαναστατικό πέρασμα είναι μια αληθινή ρήξη και ως τέτοια δεν υπάγεται σε κάποια συσσώρευση εμπειριών ή σε οποιαδήποτε διαπαιδαγώγηση”8.

Οι κομμουνιστές έχουν προσφέρει από τη δεκαετία του 1970 και μετά πολλές υποθέσεις, και μπορούμε να προσπαθήσουμε να φανταστούμε ποιο θα είναι το περιεχόμενο της κομμουνιστικοποίησης. Θα είναι η επέκταση της χαριστικότητας, της παραγωγής χωρίς παραγωγικότητα, η παραγωγή του κομμουνισμού από τον κομμουνισμό στην διαδικασία της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό9. Μ’ αυτή την έννοια, η “κομμουνιστικοποίηση” αντιτίθεται στην “κοινωνικοποίηση”, μιας και το ζήτημα δεν είναι η συγκέντρωση αγαθών της αγοράς αλλά η εύρεση νέων τρόπων να απαλλαγούμε από αυτά, προκειμένου να δημιουργηθούν μη εμπορεύσιμα αγαθά. Η κομμουνιστικοποίηση είναι το κίνημα της καταστροφής της ανταλλακτικής αξίας, και έτσι αυτό το κίνημα θάβει την ουσία του κεφαλαίου: την εργασία. Η κομμουνιστικοποίηση είναι η ελεύθερη δραστηριότητα των ανθρώπων κατά την πάλη τους ενάντια σ’ αυτό που τους χωρίζει.

Η ιδέα της υποτιθέμενης αξίας10 κυριαρχεί σε οποιαδήποτε αυτοανακηρυσσόμενη “αληθινή” επαναστατική θεωρία, που πιστεύει ότι γνωρίζει, από τα στοιχεία και τις κατηγορίες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, πώς να κάνει την επανάσταση. Αλλά ακόμα κι αν δεν έχουμε ένα επαναστατικό “πρόγραμμα”, παρεμβαίνουμε κάθε μέρα στην ταξική πάλη, ως προλετάριοι τουλάχιστον, αν όχι ως ακτιβιστές, κάποιες φορές. Ήδη, στις Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, ο Μαρξ ισχυρίζεται: “Η συζήτηση για την πραγματικότητα ή τη μη-πραγματικότητα μιας σκέψης που απομονώνει τον εαυτό της από την πρακτική είναι εντελώς σχολαστική”. Επίσης, όλοι έχουμε απαραίτητα μια θεωρία, επειδή όλοι μιλάμε για το μέλλον του κόσμου σήμερα11, με ή χωρίς μαρξιστικό “λεξιλόγιο” (στη δουλειά, στον καφέ, στην οικογένεια, με φίλους κλπ.). Η θεωρία είναι εκεί είτε μας αρέσει είτε όχι, ακόμα κι αν δεν έχει μια προκαθορισμένη χρησιμότητα.

Η θεωρία δεν είναι χρήσιμη, είναι αναγκαία, επειδή δεν είναι η προϋπάρχουσα θεωρία ενός στόχου ή μιας πρακτικής. Αλλά αυτό σημαίνει ότι είναι σταθερά και βαθιά εμπεδωμένη, ακόμα κι αν είναι, εξίσου σταθερά, κριτική. Δεν βρίσκεται ποτέ σε μια απλοϊκή θετική σχέση με τους ταξικούς αγώνες, είναι σε μια αγαπητική σχέση, συγχωνευτική και ανήσυχη12,13.

Στην πραγματικότητα, η κομμουνιστική θεωρία μιλά για τη ματαιότητα του αγώνα διαμαρτυρίας από μια επαναστατική οπτική και μας επιτρέπει να σκεφτόμαστε κριτικά τη διαταξικότητα και την εμμονή με την ιδιότητα του πολίτη14, που κυριαρχούν στους τωρινούς αγώνες. Ο θάνατος του προγραμματισμού δεν έγινε διά μαγείας, δεν εμφανίστηκε στο μυαλό θεωρητικών αποσυνδεδεμένων από την ταξική πάλη. Είναι το προϊόν της αναδιάρθρωσης της ταξικής σχέσης που συνέβη τη δεκαετία του 1970 και σηματοδοτείται από την κατάρρευση του μοντέλου του πλήρως απασχολούμενου και έμμισθου άντρα εργάτη, από την αύξηση της εργασίας των γυναικών, είτε ως μερικώς απασχολούμενων είτε ως προσωρινών, την αύξηση της υπεργολαβίας και το σπάσιμο των “εργατικών προπυργίων”. Η διαδικασία της κυκλοφορίας γίνεται εικονική μέσω της χρηματιστικοποίησης και η διάλυση του κράτους-πρόνοιας διαταράσσει την αναπαραγωγή της ταξικής σχέσης. Το κεφάλαιο, με την παγκοσμιοποίηση, δεν συσσωρεύεται πλέον αυστηρά σε μια εθνική επικράτεια, και ολόκληρο το φορντιστικό μοντέλο, που κυριαρχούσε μέχρι τότε, γίνεται ξεπερασμένο15.

Δεν χρειαζόμαστε ένα πρόγραμμα, χρειαζόμαστε ένα συνδικάτο. Αλλά σε ποια βάση; “Το συνδικάτο δεν είναι ένα μέσο για να κάνει την πάλη για αιτήματα πιο αποτελεσματική, μπορεί να υπάρχει μόνο πηγαίνοντας πιο πέρα από αυτή την πάλη, το συνδικάτο έχει ως περιεχόμενό του το ότι οι προλετάριοι δεν θέλουν πια να είναι προλετάριοι, είναι η αμφισβήτηση από το προλεταριάτο της ίδιας της ύπαρξής του ως τάξης: η κομμουνιστικοποίηση των σχέσεων ανάμεσα στα άτομα”16. Η κομμουνιστική επανάσταση είνα αρχικά η αυτοοργάνωση των εργατών, της προλεταριακής τάξης, που αγωνίζεται για να χειραφετηθεί από την εργασία και, συνεπώς, από την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Αλλά μια τέτοια αυτοοργάνωση δεν είναι αρκετή, έχει όρια. Πράγματι, ακόμα κι αν το προλεταριάτο αγωνίζεται χωρίς συνδικάτα ή κόμματα, συνεπώς χωρίς να αναθέτει την εκπροσώπηση της επαναστατικής του δέσμευσης σε κάποιους αντιπροσώπους, ακόμα κι η επαναστατική διαδικασία είναι αρκετά προχωρημένη, θα τείνει, από τη στιγμή που έχει αρκετή ισχύ, να αναπαράγει την καπιταλιστική σχέση κυριαρχίας. Η κομμουνιστική επανάσταση δεν μπορεί να είναι αυτοοργανωμένη μέχρι το τέλος, γιατί διαφορετικά θα γινόταν. αναπόφευκτα, μια αυτοδιαχείριση της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.

Το προλεταριάτο θα αντιμετωπίσει τότε μια αντίφαση ανάμεσα στην υπεράσπιση των ταξικών του συμφερόντων εντός του καπιταλισμού, και την αδυνατότητα για τον καπιταλισμό σε κρίση να ικανοποιήσει τα αιτήματά του, ώστε να διαιωνίσει την ίδια την αναπαραγωγή του ως μιαςράτσας εργατών”. Αυτή η φαινομενικά άλυτη αντίθεση μπορεί να λυθεί μόνο αν το προλεταριάτο έρθει αντιμέτωπο με τον εαυτό του, ως τάξη, κάτι που θα οδηγήσει στην αυτοάρνησή του. “Η τωρινή γενιά είναι σαν τους Εβραίους που ο Μωυσής οδηγεί μέσα από την έρημο. Δεν έχει απλά έναν καινούριο κόσμο να κατακτήσει, θα πρέπει να εξαφανιστεί για να κάνει χώρο για τους ανθρώπους αυτούς που θα μπορούν να σταθούν στο ύψος του καινούριου κόσμου” (Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία)17.

Είναι καταστρέφοντας όλες τις καπιταλιστικές κατηγορίες που θα γίνουμε αληθινά όλοι αυτόνομα άτομα χωρίς να υποτασσόμαστε σε οποιαδήποτε κοινωνική εξουσία. Η κατάργηση των κοινωνικών κατηγοριών που διαμεσολαβούν τις σχέσεις ανάμεσα στα άτομα, που είναι οι τάξεις, τα φύλα και οι φυλές, θα προκαλέσει την απαρχαίωση κάθε μορφής “κοινωνικής” οργάνωσης η οποία προσποιείται να παρεμβαίνει μεταξύ ατόμων, που ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο σχετίζονται μεταξύ τους είναι μέσω αυτής της κοινωνίας. Ο κομμουνισμός είναι η αμεσότητα – με την ετυμολογική έννοια του όρου – των κοινωνικών σχέσεων, επειδή είναι η άρνηση των μορφών κυριαρχίας που οδηγούν στην ανάδυση των κοινωνικών ομάδων (τάξεων, φύλων και φυλών).

M’ αυτή την έννοια “αν η αυτοοργάνωση είναι η πρώτη πράξη της επανάστασης, η επόμενη πράξη είναι εναντίον της”, και αυτή η ακολουθία είναι με άμεσο τρόπο κομμουνιστικά μέτρα, μέτρα ενάντια στη διαχείριση, νέες πρακτικές αγώνα, αντιεμπορευματικές, συνεπώς ανθρώπινες, ακόμα κι όσον αφορά τη βία που ίσως προϋποθέτουν και απαιτούν. Άμεσα κομμουνιστικά μέτρα;

Η καταστροφή της ανταλλαγής είναι οι εργάτες που επιτίθενται στις τράπεζες, εκεί που βρίσκονται οι λογαριασμοί οι δικοί τους και των άλλων εργατών, αναγκάζοντας έτσι τους εαυτούς τους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, είναι οι εργάτες που επικοινωνούν μεταξύ τους και που επικοινωνούν τα “προϊόντα” τους στην κοινότητα άμεσα και χωρίς μια αγορά, καταργώντας συνεπώς τους εαυτούς τους ως εργάτες, είναι η υποχρέωση ολόκληρης της τάξης να οργανωθεί για να φέρει τρόφιμα στους τομείς που πρόκειται να κομμουνιστικοποιηθούν κλπ. Δεν υπάρχει κανένα μέτρο που από μόνο του να είναι ο “κομμουνισμός”. Αυτό που είναι κομμουνιστικό δεν είναι η “βία” καθαυτή ούτε η “διανομή” της σαπίλας, που αυτή η ταξική κοινωνία μας αφήνει, ούτε η “κολλεκτιβοποίηση” των μηχανών για να ρουφούν υπεραξία, είναι η φύση του κινήματος που συνδέει αυτές τις δράσεις, όντας το υπόβαθρό τους, στην πραγματικότητα είναι στιγμές μιας διαδικασίας που μπορεί μόνο να κομμουνιστικοποιεί περισσότερο ή να συντριβεί18.

Από τη στιγμή που οι προλετάριοι κατανικούν τους νόμους της αγοράς, δεν μπορούν να σταματήσουν (ειδικότερα αφού έτσι το κεφάλαιο αποστερείται βασικών αγαθών και [της δυνατότητας] αντεπίθεσης). Κάθε κοινωνικό βάθεμα, κάθε επέκταση, δίνει σάρκα και αίμα σε νέες σχέσεις, κάνει εφικτή την ενσωμάτωση όλο και περισσότερων μη-προλετάριων στην τάξη των κομμουνιστών, η οποία συγκροτείται και την ίδια στιγμή διαλύεται, για να αναδιοργανώσει τις παραγωγικές δυνάμεις, να καταργήσει ακόμα περισσότερο κάθε ανταγωνισμό και διαίρεση ανάμεσα στους προλετάριους, να αποκτήσει μια στρατιωτική θέση και να δημιουργήσει από αυτή το περιεχόμενο και την πορεία της ένοπλης σύγκρουσής της με αυτούς που η τάξη των καπιταλιστών μπορεί ακόμα να κινητοποιήσει, να ενσωματώσει και να αναπαράγει στις κοινωνικές της σχέσεις19.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://agitationautonome.com/2019/01/06/revolution-programme-ou-communisation.

2 Théorie Communiste αρ. 26

3 François Danel, Rupture dans la théorie de la révolution (Ρήξη στη θεωρία της επανάστασης).

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: “et ce des révoltes du 18ème siècle au Mai rampant italien, en passant par les Internationales ouvrières”.

5 Il Lato Cattivo, Photos à travers la vitre.

6 Endnotes 1, Postface.

7 Bruno Astarian, Le Communisme, tentative de définition, (Ο κομμουνισμός, απόπειρα ορισμού).

8 Il Lato Cattivo, Photos à travers la vitre, (Εικόνες μέσα από το παράθυρο).

9 Στμ. Ο κομμουνισμός ως αυτοπροϋπόθεση.

10 Στμ. Στο πρωτότυπο: La théorie à valeur hypothétique prévaut sur toute théorie révolutionnaire auto-proclaméevraie”.

11 Στμ. Η θεωρία ως προεικόνιση, φαντασία.

12 Στμ. Στο πρωτότυπο: c’est une relation amoureuse, fusionnelle et rétive.

13 Théorie Communiste αρ. 25, σελ. 28.

14 Στμ. Στο πρωτότυπο: citoyennisme.

15 Στμ. Εξαιρετική συνόψιση της ουσίας αυτού που λέμε αναδιάρθρωση του κεφαλαίου μετά τη δεκαετία του 1970.

16 Meeting 2, Unification du prolétariat et communisation (Ενοποίηση του προλεταριάτου και κομμουνιστικοποίηση).

17 Στμ. Καρλ Μαρξ: Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2012.

18 Meeting 3, L’auto-organisation est le premier acte de la révolution, la suite s’effectue contre elle (Η αυτοοργάνωση είναι η πρώτη πράξη της επανάστασης, ό,τι ακολουθεί είναι εναντίον της).

19Roland Simon, στον ιστότοπο Des Nouvelles Du Front, http://dndf.org.

Συχνές ερωτήσεις για την Υπερ-αριστερά

από το ediciones-ineditas1

το κείμενο σε pdf

 

Συχνά λαμβάνουμε παρόμοιες ερωτήσεις σχετικά με το ποιες είναι οι θέσεις μας όσον αφορά την οργάνωση, την εργασία, την κομμουνιστικοποίηση, την αυτοκατάργηση του προλεταριάτου και τις εμπειρίες μας από την ίδια τη δραστηριότητά μας μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον. Σ’ αυτές τις Συχνές Ερωτήσεις ελπίζουμε να δώσουμε μερικές γρήγορες απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα. Αυτή θα συνεχίσει να είναι μια δουλειά σε εξέλιξη.

Η κατάργηση της εργασίαςρνηση της εργασίας/Αντι-εργασία

Η άρνηση της εργασίας είναι το όνομα της διαδικασίας που καταργεί την εργασία. Η συζήτηση σχετικά με την κατάργηση της εργασίας μπορεί να γίνει συγκεχυμένη επειδή διαφορετικοί θεωρητικοί, που γράφουν σχετικά με το θέμα αυτό, χρησιμοποιούν μερικές φορές τους όρους labor και work ως ισοδύναμους, ενώ άλλοι έχουν ιδιαίτερους ορισμούς για τον κάθε όρο. Αν και αυτό είναι ένα πρόβλημα συγκεκριμένα για τα Αγγλικά, καθώς σε άλλες γλώσσες υπάρχει συχνά μια μοναδική λέξη για την εργασία, και όχι δύο (Ισπανικά: trabajo, Γαλλικά: travail).

Η υπεραριστερά βλέπει γενικά την κατάργηση της εργασίας ως 1) ένα αναγκαίο κομμάτι της διαδικασίας της αυτοκατάργησης του προλεταριάτου 2) μιας και για να απελευθερωθεί το προλεταριάτο από τον καπιταλισμό είναι αναγκαίο να αυτοκαταργηθεί μέσα από την επανάσταση2.

Παρεμπιπτόντως, το προλεταριάτο δεν είναι απλά οι “εργάτες” αλλά ΟΠΟΙΟΣΔΗΠΟΤΕ χρειάζεται λεφτά, είτε νόμιμα είτε όχι, είτε άμεσα είτε μέσω κάποιου άλλου, για να ζήσει. Έτσι περιλαμβάνει όσους δεν μπορούν να δουλέψουν, τους άνεργους, αυτούς που φροντίζουν άλλους χωρίς να παίρνουν άμεσο μισθό, τους εργάτες/τις εργάτριες του σεξ κλπ.

3) αυτό το οποίο θεμελιωδώς επισημαίνει η κατάργηση της εργασίας είναι η πραγματικότητα ότι η εργασία, όπως την ξέρουμε, είναι ένα προϊόν της ιστορίας και δεν υπήρχε από πάντα. Με τον ίδιο τρόπο που ούτε η μισθωτή εργασία ούτε και ο καπιταλισμός υπήρχαν πάντα. Έτσι, για την υπεραριστερά, η κατάργηση της εργασίας είναι απαραίτητη για τη δημιουργία του κομμουνισμού αφού η εργασία, όπως την ξέρουμε, είναι κάτι που αναδύεται από τον ίδιο τον καπιταλισμό. Είναι μια κοινωνική κατηγορία συγκεκριμένη σ’ αυτόν.

4) Για την υπεραριστερά, ο κομμουνισμός δεν είναι απλά το να έχεις αυτό που θέλεις ή/και χρειάζεσαι αλλά επίσης η πλήρης απαλλαγή από τις συνθήκες μας ως προλετάριων. Συνεπώς, ο κομμουνισμός θα είναι η κατάργηση του δυϊσμού εργασία/μη-εργασία, αφού ακόμα και κάτω από τον καπιταλισμό ο μη-εργάσιμος χρόνος (σχόλη) θεωρείται ως ένα απαραίτητο μέρος της εργασίας, χρόνος στον οποίο αναρρώνουμε από την εργασία της μέρας, της εβδομάδας, του έτους (με μαρξικούς όρους: ανάκτηση της εργατικής μας δύναμης).

5) Οπότε, πώς καταργείται αυτός ο δυϊσμός; Με την κατάρρευση της ψευδούς διαίρεσης της δραστηριότητάς μας σε εργασία και μη-εργασία. Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι ο χρόνος μας γίνεται ΜΟΝΟ εργασία ή ΜΟΝΟ μη-εργασία, αλλά, μάλλον, ότι για τον τρόπο/τους τρόπους ζωής μας δεν θα είναι απαραίτητο να διαιρούμε τον χρόνο μας σε τέτοιες κατηγορίες.

Ένα παράδειγμα που χρησιμοποιείται μερικές φορές: μια αρκούδα διασχίζει το δάσος, ξύνεται σε δέντρα, σκοτώνει έντομα και μετά φτάνει σε ένα ρέμα με ψάρια. Είναι πεινασμένη και αποφασίζει ότι είναι ώρα να πιάσει κάνα ψάρι. Βουτά και, μετά από μερικές προσπάθειες, πιάνει ένα. Απολαμβάνει το γεύμα της καθώς ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει. Σε ποια στιγμή αποφασίζει η αρκούδα ότι δουλεύει; Είναι το πιάσιμο ενός ψαριού διασκέδαση; Ή είναι δουλειά; Ή μήπως ένας τέτοιος δυϊσμός δεν έχει καν νόημα3;

Αυτό μπορεί να μοιάζει ουτοπικό, καθώς οι ανθρώπινες κοινότητες είναι συχνά πολύ πιο πολύπλοκές από τη ζωή μιας αρκούδας, αλλά υπήρξε μια εποχή που η ανθρώπινη δραστηριότητα δεν καθοδηγούνταν τόσο μονοσήμαντα από την ψευδή καπιταλιστική σπάνη κάτω από την οποία ζούμε.

6) Αν η δραστηριότητα που χρειαζόμαστε ώστε να μπορούμε να ζούμε ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τις πραγματικές μας ανάγκες και επιθυμίες τότε παύει να είναι εργασία και μια ακόμα “κάρτα” που πρέπει να χτυπήσεις στη δουλειά, μια ακόμα επιβολή, αλλά είναι, μάλλον, το να κάνουμε απλά τα πράγματα που πρέπει να γίνουν ώστε να μπορούμε να ζούμε τις ζωές που επιθυμούμε. Αυτό είναι μέρος της διαδικασίας να σταματήσουμε να είμαστε εργάτες και να αρχίσουμε να επανασυγκροτούμε τις ανθρώπινες κοινότητες. Ακόμα και ο Καρλ Μαρξ, τον οποίο πολλοί μαρξιστές βλέπουν ως πρωταθλητή της εργασίας και όχι απαραίτητα της κατάργησής της, παρατηρεί στη Γερμανική Ιδεολογία ότι ένα από τα γνωρίσματα της κομμουνιστικής κοινωνίας θα είχε δραστικά διευρυμένη την σφαίρα της δραστηριότητάς μας ενώ δεν θα χρειαζόταν να διατηρούμε πλέον υπερεξειδικευμένους ρόλους, όπως κάνουμε υπό τον καπιταλισμό4,5.

Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι δουλειές του σπιτιού γίνονται μαγικά μη-δουλειές αλλά, μάλλον, ότι θα σταματούσαν να είναι κάτι που συμβαίνει στο σπίτι και εμπίπτει σε κάποιες γραμμές έμφυλων διακρίσεων. Θα απαιτούνταν μια υπολογίσιμη προσπάθεια προεικόνισης για να καταστραφεί η πατριαρχική (και συχνά φυλετική) διάκριση με βάση το φύλο της δραστηριότητας που είναι απαραίτητη στα σπίτια μας. Αλλά αυτή η δραστηριότητα θα γινόταν, από ανάγκη, κοινοτική και δεν θα εξαρτιόταν απλά από εξαιρετικά κοινωικά απομονωμένα άτομα ούτε θα περνούσε στα άτομα με κατώτερη κοινωνική κατάσταση (δηλαδή μετανάστες που υφίστανται φυλετικές διακρίσεις κλπ.).

7) Αυτό επισημαίνει ένα άλλο σημαντικό γνώρισμα του κομμουνισμού. Ο κομμουνισμός δεν είναι ένας τρόπος παραγωγής όπως είναι ο καπιταλισμός. Είναι, μάλλον, ένας τρόπος ή τρόποι ζωής που οδηγούν σε κατάρρευση τις κοινωνικές κατηγορίες της παραγωγής και της κατανάλωσης6. Συνεπώς, δεν είναι ένας άλλος τρόπος διαχείρισης του κόσμου της εργασίας, όπως το βλέπουν μερικοί κομμουνιστές και αναρχικοί. Αυτές οι κοινωνικές κατηγορίες, παραγωγή και κατανάλωση, υπάρχουν κάτω από τον καπιταλισμό αφού ΟΛΗ η παραγωγή και κατανάλωση επικεντρώνονται στην απόσπαση υπεραξίας από την εργασία του προλεταριάτου και όχι στις άμεσες ανάγκες και/ή επιθυμίες αυτών που αναγκάζονται να δουλεύουν. Αυτό εξηγεί τον κοινωνικό καταμερισμό εντός του καπιταλιστικού χρόνου και χώρου, σύμφωνα με τον οποίο πάμε στο κατάστημα για να καταναλώσουμε και στη δουλειά για να “παράγουμε”. Πολλές από τις καταστροφικές πτυχές της βιομηχανικής κοινωνίας είναι πολύ πιθανό ότι θα εξαφανίζονταν μιας και η εργασία, στο μεγαλύτερο ποσοστό, βασίζεται στην επιστροφή ενός κέρδους και όχι στην εκπλήρωση των ανθρώπινων αναγκών ή επιθυμιών. Και ποιος θέλει να κάθεται σ’ έναν χώρο δουλειάς και να φτιάχνει μπιχλιμπίδια, που κανείς πραγματικά δεν χρειάζεται, αν δεν πρέπει να πληρώνεται ώστε να μπορεί να τα βγάζει πέρα υπό τον καπιταλισμό;

8) Τι είναι, λοιπόν, η αντι-εργασία; Αυτός είναι ένας όρος που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τη θέση μας όσον αφορά την εργασία και τον καπιταλισμό. Ο Bruno Astarian έγραψε ένα εκτενές δοκίμιο για την ιστορία της αντι-εργασίας καθώς και της διαφοροποίησής της από την άρνηση της εργασίας. Μπορείτε να το βρείτε εδώ. Η Saidiya Hartman7 έχει επίσης γράψει ένα φανταστικό ιστορικό δοκίμιο σχετικά με μια νεαρή μαύρη γυναίκα, την Esther Brown, που ρίχνει φως στην άρνηση της εργασίας από την σκοπιά των φυλετικών και έμφυλων διακρίσεων – όπου η εργασία θεωρείται ως το αντίθετο της άμεσα βιωμένης, μη αλλοτριωμένης ζωής. Μπορείτε να το βρείτε εδώ (pdf).

9) Ο κομμουνισμός αφορά λοιπόν την επανένωση του ανθρώπινου με τον φυσικό κόσμο και όχι την κυριαρχία πάνω σ’ αυτόν. Μια κατάρρευση της αντίθεσης μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Και για να το πετύχουμε αυτό θα έπρεπε, αναγκαστικά, η εργασία να καταργηθεί έτσι ώστε οι κοινωνικές μας σχέσεις να αλλάξουν θεμελιακά και όχι απλά να τις διαχειριζόμαστε με έναν διαφορετικό τρόπο.

Φυσικά, ο ορίζοντας ενός κομμουνιστικού μέλλοντος μοιάζει απίστευτα μακρινός σήμερα αλλά ήταν μόλις πριν μερικές γενιές που οι άνθρωποι, σ’ ολόκληρο τον κόσμο, ζούσαν σε κοινοτιστικές, μη-καπιταλιστικές κοινωνίες.

Αν έχετε περισσότερες ερωτήσεις ή σχόλια μπορείτε να μας στείλετε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα στη διεύθυνση ediciones-ineditas@pm.me. Έχουμε επίσης συνθέσει/προετοιμάσει μια βιβλιογραφία σχετικά με την αντι-εργασία που μπορείτε να βρείτε εδώ.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://ediciones-ineditas.com/ultra-left-faq.

2 Η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης προχωρά παραπέρα στο γιατί αυτή η κατάργηση δεν θα πραγματοποιηθεί μέσω του Κόμματος.

3Ένας αναγνώστης μάς υπενθύμισε ότι αυτό το παράδειγμα είναι παράφραση του Fredy Perlman (η πηγή του οποίου μας διαφεύγει). Το πρωτότυπο είναι από αυτό το βιβλίο, Against His-Story, Against Leviathan και έχει ως εξής: “Ένας μηχανικός χρόνου και κίνησης που παρακολουθεί μια αρκούδα κοντά σε ένα χωράφι με μούρα δεν θα ήξερε πότε να χτυπήσει το ρολόι του. Ξεκινά η αρκούδα να δουλεύει όταν περπατά στο χωράφι, όταν κόβει τα μούρα, όταν ανοίγει τα σαγόνια της; Αν ο μηχανικός έχει “μισό μυαλό” μπορεί ίσως να πει ότι η αρκούδα δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε δουλειά και παιχνίδι. Αν διαθέτει κάποια φαντασία μπορεί ίσως να πει ότι η αρκούδα βιώνει χαρά από τη στιγμή που τα μούρα αποκτούν βαθυκόκκινο χρώμα και ότι καμμιά από τις κινήσεις της δεν είναι δουλειά”.

4 “Και τελικά, ο καταμερισμός της εργασίας μας προσφέρει το πρώτο παράδειγμα για το πώς, όσο ο άνθρωπος παραμένει στη φυσική κοινωνία, με άλλα λόγια για όσο υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στο ιδιαίτερο και στο κοινό συμφέρον, για όσο, συνεπώς, μια δραστηριότητα δεν είναι οικειοθελώς αλλά φυσικά διαιρεμένη, οι ίδιες οι πράξεις του ανθρώπου γίνονται μια ξένη δύναμη που αντιτίθεται σ’ αυτόν, που τον υποδουλώνει αντί να την ελέγχει ο ίδιος. Γιατί από τη στιγμή που εμφανίζεται ο καταμερισμός της εργασίας, κάθε άνθρωπος έχει μια συγκεκριμένη, αποκλειστική σφαίρα δραστηριότητας, που επιβάλλεται σ’ αυτόν και από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Είναι κυνηγός, ψαράς, βοσκός ή κριτικός και πρέπει να παραμείνει τέτοιος αν δεν θέλει να χάσει τα μέσα προς το ζην· ενώ σε μια κομμουνιστική κοινωνία, όπου κανείς δεν έχει καμμιά αποκλειστική σφαίρα δραστηριότητας αλλά ο καθένας μπορεί να τελειοποιηθεί σε οποιονδήποτε κλάδο επιθυμεί, η κοινωνία ρυθμίζει τη γενική παραγωγή και έτσι κάνει εφικτό για μένα να κάνω σήμερα κάτι και αύριο κάτι άλλο, να κυνηγώ το πρωί, να ψαρεύω το απόγευμα, να προσέχω το κοπάδι προς το βραδάκι, να κάνω κριτική μετά το δείπνο, όπως ακριβώς μου έρχεται στο μυαλό, χωρίς ποτέ να γίνομαι κυνηγός, ψαράς, βοσκός ή κριτικός. Αυτή η παγιοποίηση της κοινωνικής δραστηριότητας, αυτή η συμπαγοποίηση αυτού που οι ίδιοι παράγουμε σε μια αντικειμενική δύναμη πάνω από μας, που μεγαλώνει έξω από τον έλεγχό μας, ματαιώνοντας τις προσδοκίες μας, αχρηστεύοντας τους υπολογισμούς μας, είναι ένας από τους κύριους παράγοντες στην ιστορική εξέλιξη μέχρι τώρα” – Μαρξ, Γερμανική Ιδεολογία.

5 Στμ. Εξαιρετικά λεπτό σημείο, σηκώνει πολύ συζήτηση. Νομίζουμε ότι οι απόψεις για την ριζική αλλαγή της “δραστηριότητας” στον κομμουνισμό ξεμπερδεύουν μάλλον εύκολα με την έννοια της πολυπλοκότητας της ζωής και των αναγκών, οι οποίες ακριβώς επειδή είναι ιστορικές, παράγονται κοινωνικά, δεν είναι ούτε αυθαίρετες ούτε επαναπροσδιορίζονται κατά βούληση. Καμμιά κοινων, άρα ούτε η κομμουνιστική/αναρχική, δεν συνιστά παρθενογένεση και, συνεπώς, δεν μπορεί να επανακαθορίσει αυθαίρετα και εν κενώ τις θεμελιώδεις κατηγορίες, θεσμούς της κλπ. Συνεπώς να λέμε ότι δεν χρειάζεται καμμιά εξειδικευμένη δραστηριότητα ή να μιλάμε απλά για “πραγματικές ανάγκες” (που είναι ποιες, εφόσον είναι επίσης ιστορικά-κοινωνικά προσδιορισμένες;) δεν μας πάει πολύ μακριά. Θεωρούμε πρέπει να θέσουμε το θεμελιώδες ζήτημα της πολυπλοκότητας της κοινωνικής ζωής σε σχέση με την επαναστατική ρήξη και την ιστορικότητα, καθώς και της σχέσης ασυνέχειας και συνέχειας μιας τέτοιας ρήξης και με την ιστορικότητα εν γένει, γιατί προφανώς άλλο η ρήξη και άλλο η ασυνέχεια. Θεωρούμε ότι Οοι κοινωνίες επειδή ακριβώς είναι ιστορικές έχουν συνέχεια και, όπως είπαμε, οι κοινωνικές ρήξεις δεν συνεπάγονται παρθενογένεση ούτε δημιουργία εκ του μηδενός. Οι ριζικοί κοινωνικοί μετασχηματισμοί πρέπει, μάλλον, να ειδωθούν μέσα από το διαλεκτικό, εγελιανό πρίσμα ως aufhebung, και όχι ως εκμηδενισμός του παλαιού. Μερικές θεωρήσεις του κομμουνισμού, ακόμα και στο πιο εκλεπτυσμένο ρεύμα της κομμουνιστικοποίησης, νομίζουμε ότι μάλλον φλερτάρουν με απλουστευτικά μοντέλα μιας ιστορικά αδύνατης επιστροφής σε έναν φαντασιακό πρωτόγονο κομμουνισμό.

6 Αν και με την αυξανόμενη κλιματική αλλαγή, η διανομή ίσως χρειαστεί να εξακολουθεί να υπάρχει σε έναν βαθμό.

7 Στμ. Saidiya Hartman: Αμερικανίδα συγγραφέας και ακαδημαϊκός, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, με ειδίκευση στην Αφροαμερικάνικη λογοτεχνία και ιστορία. Φέτος είναι ένα από τα 26 άτομα που έχουν επιλεγεί για μια υποτροφία του Ιδρύματος MacArthur.

Μετά τον Ντεμπόρ, το Θέαμα “παραδέρνει”

από το blog Agitations1

το κείμενο σε pdf

 

Οι φιλοκασταστασιακοί δεν είδαν στην Καταστασιακή Διεθνή2 μια συγκεκριμένη κριτικο-πρακτική δραστηριότητα, που εξηγεί ή προεικάζει τους κοινωνικούς αγώνες μιας εποχής, αλλά, απλά, εξτρεμιστικές ιδέες· και όχι τόσο εξτρεμιστικές ιδέες όσο την ιδέα του εξτρεμισμού· και σε τελική ανάλυση όχι τόσο την ιδέα του εξτρεμισμού όσο την εικόνα των εξτρεμιστών ηρώων συγκεντρωμένων σε μια θριαμβευτική κοινότητα.[] Η ποσότητά τους δεν πολλαπλασιάζει την κενότητά τους: όλοι δηλώνουν ότι αποδέχονται πλήρως την ΚΔ και δεν ξέρουν να κάνουν τίποτα άλλο. Με το να είναι πολυάριθμοι, παραμένουν ταυτόσημοι: όποιος έχει δει ή έχει διαβάσει κάποιον από αυτούς τους έχει δει και τους έχει διαβάσει όλους. Είναι ένα σημαντικό προϊόν της τωρινής ιστορίας που, αντίστροφα, δεν την παράγουν”.

Γκυ Ντεμπόρ, Το αληθινό σχίσμα στην Καταστασιακή Διεθνή3

Κοινωνία του θεάματος, τηλε-πραγματικότητα και άλλες κοινοτοπίες

Το παρόν άρθρο δεν έχει την πρόθεση να προσφέρει μια εξαντλητική ανάλυση των διαφορετικών δημιουργιών των καταστασιακών ή να συζητήσει την αντίληψή τους για την τέχνη – θέματα που θα ενδιέφεραν μόνο τους επιμελητές μουσείων· γι’ αυτό συνιστούμε να συμβουλευτείτε μια από τις αμέτρητες βιογραφίες που παρουσιάζουν τον Ντεμπόρ ως τον ηγέτη της ΚΔ και οι οποίες, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν όλες εξίσου μέτριες. Εδώ θα εστιάσουμε μόνο στην κριτική θεωρία που παρήγαγε ο Ντεμπόρ με τη συνειδητή πρόθεση να βλάψει την θεαματική κοινωνία4, αφήνοντας, σκόπιμα, κατά μέρος την καλλιτεχνική διάσταση της δουλειάς του.

Η έννοια της “κοινωνίας του θεάματος”, που θεωρητικοποιήθηκε αρχικά από τον Γκυ Ντεμπόρ στο ομώνυμο γνωστό βιβλίο που εκδόθηκε το 1967, εκπλήσσει εκ πρώτης όψεως από την ποικιλομορφία των προσωπικοτήτων που το επικαλούνται για λογαριασμό τους, από τους εξεγερσιακούς του Tiqqun5 μέχρι τον Bernard-Henry Lévy6, μέσω διαφόρων κινημάτων σύγχρονης τέχνης ή έναν υπουργό του UMP7, ακόμα και οι δημοσιογράφοι του Grazia8, που επικαλούνται με τόλμη τον Cyril Hanouna9 ως τον άξιο κληρονόμο της ΚΔ10. Με τον καιρό, όλη η θεωρητική δύναμη που περιεχόταν στο κύριο έργο του Ντεμπόρ αισθητικοποιήθηκε και ανατμήθηκε σε ακαδημαϊκά συμπόσια, εκτέθηκε σε μουσεία ή σε περιστάσεις σκονισμένων αναδρομικών αφιερωμάτων μέχρι να εξουδετερωθεί οριστικά και να ενσωματωθεί στην αστική φιλοσοφία, που οι καταστασιακοί είχαν σταθερά καταγγείλει, όταν, το 2009, τα αρχεία της ΚΔ ταξινομήθηκαν ως “εθνικός θησαυρός” από το Υπουργείο Πολιτισμού.

Το ρομαντικό “ζαχάρωμα” της κοινωνικής κριτικής του Ντεμπόρ δεν οφείλεται τόσο στην αστάθεια της έννοιας του θεάματος όσο σε μια παρανόηση των καταστασιακών κειμένων, που συχνά ανάγονται σε μια χονδροειδή κριτική του “καλτ της εμφάνισης”, η οποία θα προσιδίαζε μόνο στην εποχή των μαζικών μέσων ενημέρωσης. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα επρόκειτο παρά για ζήτημα εύρεσης μιας χαμένης Αλήθειας, χαμένης στο βασίλειο του τεχνητού, σε μια στιγμή που “ό,τι ζήσαμε άμεσα έχει χαθεί σε μια αναπαράσταση11. Και θα αρκούσε μια καταγγελία των ΜΜΕ, που επιτρέπουν την διάχυση των “εικόνων”, προκειμένου να βρεθεί η “αυθεντικότητα” του “πραγματικά βιωμένου”.

Αλλά αυτές οι απλουστευτικές κριτικές της “κοινωνίας της κατανάλωσης” στοχεύουν μια επιφανειακή πτυχή μόνο του θεάματος. Να θεωρούμε μόνο την Nabilla12, τις σέλφι στο Instagram ή τα σόου μόδας ως τις ενσαρκώσεις της “κοινωνίας του θεάματος” σημαίνει να χάνουμε το θεμελιώδες πρόβλημα: τον τρόπο παραγωγής που γεννά αυτές τις κοινωνικές σχέσεις, του οποίου οι εικόνες είναι μόνο το εξωτερικό προϊόν. Ο καπιταλισμός δεν είναι μια καταναλωτική κοινωνία αλλά ένας τρόπος παραγωγής: ο πρωταρχικός και αυτοαναφορικός σκοπός είναι η αδιάλλειπτη συσσώρευση κέρδους μέσα από την [διαδικασία] αξιοποίηση του κεφαλαίου. Είναι επειδή τα προϊόντα που παράγονται πρέπει να “εκτεθούν” κατάλληλα ώστε να πραγματώσουν την υπεραξία τους13, που [ο καπιταλισμός] καταφεύγει στη διαφήμιση και την τηλεοπτική διασκέδαση, στοχεύοντας να προσελκύσει μια συγκεκριμένη πολιτισμική κοινότητα σε μια προσχεδιασμένη αδρανοποίηση κοκ. Αλλά αυτές δεν είναι παρά οι πιο φαινομενικές εκδηλώσεις του, και ο Ντεμπόρ τονίζει ευθύς εξαρχής ότι “το θέαμα δεν είναι ένα σύνολο εικόνων, αλλά μια κοινωνική σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους, που διαμεσολαβείται από εικόνες14.

Παίρνοντας τυφλά το ένα ή και τα δυο αυτά φαινόμενα απομονωμένα δεν είναι παρά μια “τρύπα στο νερό” που μας καταδικάζει να μένουμε τυφλοί μπροστά στους οικονομικούς μηχανισμούς που τα κάνουν να αναδυθούν και τα διατηρούν δομικά. Είναι μ’ αυτή την έννοια που ο Anselm Jappe έγραψε στο βιβλίο του Guy Debord15 ότι “το πρόβλημα δεν είναι οι αναπαραστάσεις αλλά η κοινωνία που έχει ανάγκη αυτές τις αναπαραστάσεις”.

Επιπλέον, η ναρκισσιστική καταγγελία που περιορίζεται στην κριτική συγκεκριμένων πολιτιστικών πτυχών του ύστερου καπιταλισμού για να προάγει άλλες (“εναλλακτική” κουλτούρα, “ηθική” κατανάλωση, κλπ.) ικανοποιεί ακριβώς τη λειτουργία του θεάματος: δηλαδή να προτείνει, ιδεολογικά, ψευδείς εναλλακτικές στη σύγχρονη υπαρξιακή μιζέρια, φαινομενικές επιλογές που, όσο κεφαλαιώδεις κι αν μοιάζουν (ο Ντεμπόρ φτάνει τόσο μακριά που να μιλήσει για ένα “θέαμα ανταγωνισμών”16 σε γεωπολιτικό επίπεδο), ποτέ δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τις θεμελιώδεις δομές του καπιταλισμού και πρώτα απ’ όλα την αντίθεση κεφάλαιο-εργασία.

Το θέαμα θολώνει την πραγματικότητα των ταξικών σχέσεων. Αποκρύπτει την κοινωνική σύγκρουση έτσι ώστε να μην συνειδητοποιούμε την σταθερή σύγκρουση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, πάνω στην οποία βασίζεται αυτός ο τρόπος παραγωγής17. Προσπαθεί, εν ολίγοις, να αρνηθεί την ταξική πάλη, να φυσικοποιήσει τις καπιταλιστικές κατηγορίες, να διακρίνει μόνο επφανειακές και μη συνεπείς αντιφάσεις. Οι λύσεις που προτείνει [το θέαμα] στην πραγματικότητα διατηρούν τον πυρήνα της κυριαρχίας: την εκμετάλλευση και την απόσπαση υπεραξίας. Συνεπώς, όλες οι κριτικές που απευθύνει παραμένουν μέσα στο πλαίσιο που το ίδιο έχει ορίσει: “Δεν παρουσιάζει άλλον ορίζοντα από τον εαυτό του, είναι η ίδια η αλήθεια του18.

Με αυτή την έννοια το θέαμα μπορεί να αφομοιώνει ώστε να εξουδετερώνει, είτε ιδεολογικά (όπως μαρτυρά η χρήση των συνθημάτων του Μάη του 1968 σε διαφημίσεις ή εγχειρίδια μάνατζμεντ ή “προσωπικής ανάπτυξης”), είτε υλικά. Είναι αυτή η ικανότητα που επιτρέπει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής να αναδιαρθρώνεται συνέχεια σύμφωνα με την ταξική πάλη και την οικονομική κατάσταση, χωρίς να υποχωρεί είτε σε εσωτερικές αντιθέσεις είτε στην εργατική πίεση. Αυτή η δυναμική του μόνιμου επανακαθορισμού των τροπικοτήτων των ταξικών σχέσεων είναι που εγγυάται την μακροβιότητά του, παρά τις κρίσεις που αντιμετώπισε (Κεϋνσιανός παραμβατισμός, για να τα βγάλει πέρα με το κραχ του 1929, φορντικός συμβιβασμός στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, παγκοσμιοποίηση και απελευθέρωση της αγοράς εργασίας μετά τη δεκαετία του 1970…).

Με τον τρόπο αυτό, ο πυρήνας παραμένει άθικτος και η κατά περίσταση αντικατάσταση κάποιων από τους εξωτερικούς τροχούς δεν απειλεί την ομαλή λειτουργία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτό το θεωρητικό αίτημα είναι η βάση της καταστασιακής σκέψης, με άλλα λόγια, η επίθεση στη ρίζα της κυριαρχίας, και η οποία δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με το “ξύσιμο” του ενός ή του άλλου παράγωγου φαινομένου: “η εναλλακτική είναι η άρνηση κάθε μιζέριας τους, ή τίποτα”19.

Έτσι, και σε αντίθεση με αυτό που κάποιοι λόγιοι σχολιαστές ισχυρίζονται, συνδέοντας τον Ντεμπόρ με την Νέα Αριστερά, που ήταν της μόδας τότε στην μετά τον Μάη περίοδο, τα θεωρητικά του γραπτά δεν έρχονται σε ρήξη με την κριτική που κάνει η μαρξική πολιτική οικονομία για να εστιάσουν σε μια μποέμικη καταγγελία της “μαζικής κουλτούρας”. Είναι σημαντικό να ασχοληθούμε περισσότερο με την πολιτική καριέρα του Ντεμπόρ και τη μαχητική του δέσμευση να μην έρθει σε μια άτσαλη αντίφαση με τον στόχο του γράφοντας την Κοινωνία του Θεάματος: έχοντας περάσει από τη συμβουλιακή οργάνωση Socialisme ou Barbarie (Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα) των Κλωντ Λεφόρ και Κορνήλιου Καστοριάδη, θα συνεργαστεί αρκετές φορές με ένα περιοδικό που προέκυψε από αυτή την οργάνωση, το Pouvoir Ouvrier [Εργατική Εξουσία]20. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι είναι φιλοσοφικός κληρονόμος αρκετών επαναστατών στοχαστών: του Μαρξ, φυσικά, αλλά επίσης του Λούκατς, του Κορς και του Λεφέβρ.

Διακηρύσσοντας “δεν είμαι ένας φιλόσοφος, είμαι ένας στρατηγός”21, ο Ντεμπόρ υπογραμμίζει ξεκάθαρα τη μαχητική διάσταση της θεωρητικής και καλλιτεχνικής προσέγγισής του, η οποία στοχεύει στο να προσφέρει τα κριτικά εργαλεία για να σκεφτούμε την κατάργηση του καπιταλισμού και να χειριστούμε τη δημιουργία καταστάσεων, δηλαδή “στιγμές πραγματικά βιωμένες”, “ενσυνείδητα κατασκευασμένες από τη συλλογική οργάνωση μιας ενοποιητικής ατμόσφαιρας και ενός παιχνιδιού γεγονότων”, απελευθερωμένες από τις ολοκληρωτικές απαιτήσεις του θεάματος και τις επιταγές της παραγωγής αξίας της αγοράς22.

Ντεμπόρ και Μαρξ: ο φετιχισμός του εμπορεύματος και η βασιλεία των αφαιρέσεων

Το ενδιαφέρον της έννοιας του θεάματος, πέρα από τις αυστηρά πολιτισμικές ερμηνείες, έγκειται στην κατανόηση που προσφέρει του καπιταλισμού ως μιας κοινωνικής ολότητας. Η κυριαρχία της οικονομίας έχει απλωθεί σε όλες τις πλευρές της ζωής και τίποτα δεν ξεφεύγει από το θέαμα. Μετά το ποιοτικό κατώφλι που μετασχημάτισε το χρήμα σε κεφάλαιο, και που αναλύθηκε από τον Μαρξ στην κριτική του στην πολιτική οικονομία, το κεφάλαιο έφτασε σε έναν τέτοιο βαθμό συσσώρευσης που έγινε, με τη σειρά του, εικόνα. Για να κατανοήσουμε συνεπώς την Κοινωνία του Θεάματος, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε σε βάθος τις έννοιες που προηγούνται από αυτήν και στις οποίες βασίζεται με θεμελιακό τρόπο: τον φετιχισμό του εμπορεύματος και την πραγμοποίηση. Θα προτείνουμε εδώ έναν σύντομο μόνο ορισμό θεωριών που έχουν αναπατυχθεί με μεγαλύτερη πληρότητα από τον Μαρξ στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου23 και τον Λούκατς στο “Ιστορία και Ταξική Συνείδηση:

  • Ο φετιχισμός είναι το κοινωνικό φαινόμενο με το οποίο τα εμπορεύματα, που παράγονται από την ανθρώπινη εργασία, “προικίζονται” με μια υπερ-αισθητή, μη προσβάσιμη στις αισθήσεις24 αξία, υποτιθέμενα φυσική (με άλλα λόγια, ανυπέρβλητη) και μοιάζουν να αποκτούν αυτονομία κατά την ανταλλαγή. Λόγω του αφηρημένου και ανώνυμου χαρακτήρα της ανταλλαγής εμπορευμάτων, η σχέση εκμετάλλευσης, που είναι εγγενής στην παραγωγή αυτών των προϊόντων, δεν είναι άμεσα εμφανής και ο εργάτης δεν τα αναγνωρίζει πλέον ως καρπούς της εργασίας του, τόσο υποκειμενικά (οι συνθήκες εργασίας τού επιβάλλονται ως μαρτύριο και ο καταμερισμός της εργασίας τον εμποδίζει να έχει τον παραμικρό έλεγχο πάνω στην παραγωγική διαδικασία) όσο και υλικά (εξαιτίας της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, πρέπει να ξοδεύει τον μισθό του για να αγοράσει τα αγαθά που ο ίδιος έχει παραγάγει). Το εμπόρευμα, του οποίου την κατοχή αποστερείται, “έρχεται αντιμέτωπο μ’ αυτόν σαν ένα ξένο ον, σαν μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό”25: αυτό είναι που ο Μαρξ ονομάζει αποξένωση, αλλοτρίωση.

  • Για τον Ούγγρο μαρξιστή Γκεόργκ Λούκατς, “αυτή η υπαγωγή αυξάνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι όσο αυξάνει η ορθολογικοποίηση της εργασιακής διαδικασίας, τόσο περισσότερο χάνει η δραστηριότητα του εργάτη τον χαρακτήρα της δραστηριότητας για να γίνει μια θεωρησιακή στάση”26. Ο Λούκατς εμβαθύνει περισσότερο στην αρχή του διαχωρισμού, που αναδεικνύεται από την έννοια της αποξένωσης, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στον καταμερισμό της εργασίας και τον τεχνικό εξορθολογισμό της, πιο αξιοσημείωτα με την εισαγωγή της “γραμμής παραγωγής” και τον Τεϋλορισμό. Ο εργάτης αποστερείται κάθε ανθρωπιά μπροστά στη διαδικασία παραγωγής ώστε φτάνει να ικανοποιείται με το να λειτουργεί μηχανικά: αυτη είναι η πραγμοποίηση27.

Το θέαμα είναι η αποκορύφωση, το τελικό, ολοκληρωμένο στάδιο του σύγχρονου καπιταλισμού. Για τον Ντεμπόρ, το κεφάλαιο έχει υπαγάγει πλήρως την καθημερινή ζωή και δεν μπορεί πλέον να αναχθεί αυστηρά στην παραγωγική σφαίρα. Εφαρμόζοντας την έννοια του φετιχισμού σε όλες τις πτυχές της ζωής, επιδιώκει να δείξει ότι ο εικοστός αιώνας ήταν αυτός της “προλεταριοποίησης του κόσμου”. Συνεπώς, οποιαδήποτε κριτική που πρόκειται να ακολουθήσει πρέπει να είναι αντικαπιταλιστική και, αντίστροφα, κάθε κριτική του καπιταλισμού πρέπει να έχει κοινωνική βάση. Ο Λούκατς είχε γράψει ήδη ότι “δεν είναι η πρωτοκαθεδρία των οικονομικών κινήτρων στην εξήγηση της ιστορίας που διακρίνει αποφασιστικά τον μαρξισμό από την αστική επιστήμη, είναι η οπτική της ολότητας”. Η διαβεβαίωση του Μαρξ (παρούσα στα πρώιμα γραπτά του) ότι ο καπιταλισμός ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο μόνο όταν εργάζεται είναι πια παρωχημένη: ο καπιταλισμός αναλαμβάνει τον έλεγχο της αναπαραγωγής της εργατικής του δύναμης καθώς και της κατανάλωσής του, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της αναψυχής του. Η μη-εργασία σήμερα είναι μια στιγμή της εργασίας.

Συνεπώς, όταν ο Ντεμπόρ γράψει “Ποτέ δουλειά” σε έναν τοίχο της οδού Seine, πρόκειται για ένα γκράφιτι κάθε άλλο παρά ακίνδυνο αφού, σύμφωνα με τον ίδιο, θα είναι “το πιο όμορφο από τα έργα της νιότης του”28, και καθώς σ’ αυτό δεν ισχυρίζεται αφελώς την επιθυμία του για μια αργόσχολη κοινωνία αλλά, αντίθετα, επιτίθεται στην εργασία ως καπιταλιστική χρήση του εμπορεύματος εργατική δύναμη προς παραγωγή αξίας για το κεφάλαιο. Ο αυστηρός διαχωρισμός της παραγωγικής σφαίρας από το υπόλοιπο της ύπαρξης είναι μια ιδιαιτερότητα του καπιταλισμού29, όπου η επανενωμένη ζωή δεν παρουσιάζει πια μια τέτοια οριοθέτηση ή την απόλυτη ανάγκη παραγωγής ενός πλεονάσματος με τη μορφή αξίας.

Η καταστασιακή κριτική στον Μαρξ ισχυρίζεται ότι η οικονομία και ο “θεμελιωδώς ταυτολογικός χαρακτήρας της” έχουν υπαγάγει τον άνθρωπό στους νόμους της: “η αξία ανταλλαγής κατευθύνει τη χρήση”30. Ένα προϊόν δεν παράγεται για να ικανοποιήσει μια συγκεκριμένη ανάγκη αλλά μόνο για να αυξήσει το αρχικό κεφάλαιο μέσω της ανταλλαγής. Ο Μαρξ διακρίνει λοιπόν τη διαδικασία κυκλοφορίας Ε-Χ-Ε’ (Χ: χρήμα, Ε: εμπόρευμα), στην οποία η πώληση του εμπορεύματος Ε δίνει τη δυνατότητα στον παραγωγό να αποκτήσει μια ποσότητα χρήματος Χ με την οποία, στη συνέχεια, μπορεί να αποκτήσει ένα άλλο εμπόρευμα Ε’, και τη διαδικασία καπιταλιστικής κυκλοφορίας Χ-Ε-Χ’, στην οποία το εμπόρευμα δεν είναι παρά ένας ενδιάμεσος που χρησιμοποιήθηκε για να αυξηθεί το κεφάλαιο.

Ο Ντεμπόρ μιλά για ένα “κόσμο πραγματικά αντεστραμμένο”, για να περιγράψει αυτή τη θεαματική αντιστροφή που κάνει το χρήμα έναν αυτοσκοπό αντί για έναν απλό ενδιάμεσο της ανταλλαγής31.

Αλλά με ποιο τρόπο πετυχαίνει το κεφάλαιο να γίνεται αυτοαξιοποιούμενο σ’ αυτή τη διαδικασία; Στην πραγματικότητα, είναι η εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας μόνο που ενέχει τη δυνατότητα δημιουργίας αξίας. Η παραγωγική δραστηριότητα έχει γίνει καθαρή δαπάνη αδιαφοροποίητης ενέργειας, αφηρημένης εργασίας, που ο μοναδικός σκοπός της είναι η ποσοτική συνεισφορά στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Η πραγματική χρήση των προϊόντων που παράγονται αναιρείται και εξυπηρετούν μόνο ως υλικό υποστήριγμα για την αξία ανταλλαγής. Στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ δείχνει ότι αυτή η διαδικασία αφαίρεσης είναι στην καρδιά της οικονομίας (η αξία είναι η αόρατη ουσία του εμπορεύματος, δεν τη διακρίνουμε αν και πρυτανεύει σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις) και αυτή δεν είναι απλά μια αρνητική πτυχή που θα μπορούσε να αφαιρεθεί κρατώντας όλα τα υπόλοιπα.

Αυτή η ποσοτική αφαίρεση έχει τώρα επιβληθεί σε τέτοιο βαθμό που χρησιμοποιείται ως η καθολική κοινωνική διαμεσολάβηση που συνδέει τα άτομα μεταξύ τους, μέσω της εργασίας: “από δω και στο εξής, τα άτομα κυριαρχούνται από αφαιρέσεις, ενώ προηγουμένως εξαρτιόταν το ένα από το άλλο”32. Πραγματικά, στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, η χρήση κατήυθυνε πάντα την παραγωγή επειδή η δεύτερη δεν βασιζόταν αποκλειστικά στο εμπόριο. Κάθε εργασία είχε το δικό της ποιοτικό περιεχόμενο και η κοινωνική σύνδεση παραγόταν σε συνδυασμό με την υλική παραγωγή.

Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, η παραγωγική δραστηριότητα γίνεται η πώληση της εργατικής δύναμης, αποκλείοντας κάθε συγκεκριμένο περιεχόμενο33. Έχουμε πρόσβαση στο συγκεκριμένο μόνο μέσω της αξίας ανταλλαγής και της πιο φανερής μορφής της: του χρήματος. Ο κοινωνικός δεσμός εδραιώνεται στη συνέχεια από την ανταλλαγή, μέσω της αφαίρεσης της αγοράς ως ενός ασυνείδητου μηχανισμού. Το θέαμα είναι “η πιο ακραία ανάπτυξη αυτής της τάσης προς την αφαίρεση”, όπου κάποιος δεν επιδιώκει καν να αποκτήσει πράγματα αλλά εικόνες: είναι “υλοποιημένη ιδεολογία34.

Οι ίδιες επιθυμίες και υποκειμενικότητες έχουν ενδώσει στην πραγμοποίηση και πλαισιώνονται ιδεολογικά από το θέαμα. Για τον Ντεμπόρ, η αύξηση στην παραγωγικότητα εξαιτίας της τεχνολογικής προόδου θα μπορούσε να απαλλάξει τους ανθρώπους από ένα μεγάλο φόρτο της “βασικής εργασίας”, αναγκαίας για την αναπαραγωγή της κοινωνίας, ώστε να αφιερώσουν τη ζωή τους σε άλλες δραστηριότητες (θα επανέλθουμε σ’ αυτό το σημείο αργότερα). Αλλά το θέαμα δημιοιυργεί τεχνητά νέες ανάγκες για να διατηρεί την ψευδαίσθηση μιας αέναης αναζήτησης για επιβίωση με τη βοήθεια νέων προϊόντων που είναι υποτίθεται εντελώς απαραίτητα, και εξελίσσεται με τέτοιο τρόπο ώστε αυτά να γίνονται όντως τέτοια: είναι η “επαυξημένη επιβίωση35.

Το να κατέχει κανείς περισσότερα ή πιο εξεζητημένα αντικείμενα απ’ ό,τι σε προηγούμενες εποχές δεν σημαίνει ότι ζει καλλίτερα. Ο εργάτης έχει ένα αυτοκίνητο που ο πατέρας του δεν είχε. Αλλά ο χώρος δουλειάς του και η εκδρομή του Σαββατοκύριακου έχουν μετακινηθεί χιλιόμετρα. Χάνεται σε μποτιλιαρίσματα στην κίνηση που έχει “κερδίσει” στον εργασιακό του χρόνο και στην καταπόνηση των νεύρων του η οποία έχει μειωθεί σε φυσική προσπάθεια36. Αυτό που η βιομηχανία δίνει με το ένα χέρι, οι συνθήκες της ανάπτυξής της το έχουν πάρει ήδη με το άλλο. Επαινεί την ποιότητα των θεραπειών της αλλά ξεχνά να πεί ότι εμβολιάζει την ασθένεια. Δεν είναι μια σύμπτωση. Η λογική της παραγωγής για την αγορά υποθέτει ότι οι συνθήκες της δυσαρέσκειας διατηρούνται37. Χωρίς τη διαφήμιση ή το μάρκερινγκ για την τόνωση της κατανάλωσης, ολόκληρη η καπιταλιστική οικονομία ”μπλοκάρει”.

Θέαμα της οικονομίας ή θεαματική οικονομία;

Θυμηθείτε, όμως, ότι ο φετιχισμός δεν ανάγεται σε ένα φαινόμενο “μυστηριακής συνείδησης”, όπως καταλαβαίνουν οι ιδεαλιστές. Είναι η πολύ συγκεκριμένη υλική υπαγωγή της ανθρώπινης δραστηριότητας στη λογική της αξιοποίησης του κεφαλαίου. Δεν είναι ένα καθαρά αφηγηματικό ψέμα, που θα μπορούσε κανείς να ξεπεράσει αντιπαραθέτοντας την Αλήθεια που αυτό προσπαθεί να καμουφλάρει: δομεί μονίμως τις κοινωνικές σχέσεις ως περιορισμός. Ο Ντεμπόρ παρατηρεί, λοιπόν, ότι προϋπόθεση και αναντικατάστατη συνθήκη για την υποταγή των εργατών στο κεφάλαιο είναι “η βίαιη απαλλοτρίωση του χρόνου τους38. Αποστερημένοι από τα μέσα επιβίωσής τους, δεν έχουν άλλη επιλογή από το προλεταριοποιηθούν και να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη στην τάξη των καπιταλιστών για να επιβιώσουν. Για παράδειγμα, στην Αγγλία, όπου γεννήθηκε ο βιομηχανικός καπιταλισμός, το κίνημα των “περιφράξεων” είχε σαν σκοπό την ιδιωτικοποίηση μεγάλου μέρους τη καλλιεργήσιμης γης προς όφελος μερικών ιδιοκτητών, θέτοντας ένα τέρμα στην κοινοτική γεωργία που είχε κυριαρχήσει μέχρι τότε. Η 4η ενότητα του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου είναι αφιερωμένη στην παρουσίαση αυτής της ιστορικής διαδικασίας, την απαλλοτρίωση των παραγωγών, κατά την οποία η ιδιοποίηση παραγωγικών τεχνικών από την αστική τάξη οδήγησε στην ενδυνάμωση του κεφαλαίου μέσα από την μηχανοποίηση και την επέκταση της νεκρής εργασίας (οι μηχανές).

Κείμενα όπως Η μιζέρια των φοιτητικών κύκλων39 ή Μιλιταντισμός, το ανώτερο στάδιο της αλλοτρίωσης40, αρνούνται οποιαδήποτε ανατρεπτική δυνατότητα στην πραγμοποιημένη ιδεολογία που πουλάνε οι αριστεριστές – στην προκειμένη περίπτωση φοιτητές και ακτιβιστές – που φιλοδοξούν να προκαταβάλουν το πραγματικό κίνημα41. Δεν είναι στην τελετουργικά τυποποιημένη μιλιτάντικη πρακτική τους που υπάρχει η δυνατότητα να πάμε πέρα από το υπάρχον, αλλά σε μια ποιοτική ρήξη στην πορεία της ταξικής πάλης με την οποία ολόκληρο το προλεταριάτο εισέρχεται σε μια δραστηριότητα κρίσης· τότε μόνο “το θέαμα κατακλύζεται από την αυτόνομη δραστηριότητα ενός προχωρημένου στρώματος που αρνείται τις αξίες του” (Le déclin et la chute de l’économie spectaculaire marchande, Η παρακμή και η πτώση της θεαματικής οικονομίας της αγοράς).

Αν το θέαμα είναι όντως μια “οικονομική ιδεολογία”, ο Ντεμπόρ προσθέτει ότι “τα γεγονότα της ιδεολογίας δεν είναι ποτέ απλές χίμαιρες”42 και ότι η σχέση εκμετάλλευσης συνιστά το πραγματικά νευραλγικό σημείο του, την υλική βάση του θεάματος από την οποία προκύπτουν οι άλλες μορφές αλλοτρίωσης: “ο διαχωρισμός ανάμεσα στην πραγματική δραστηριότητα της κοινωνίας και την αναπαράστασή της είναι μια συνέπεια διαχωρισμών μέσα στην ίδια την κοινωνία43. Είναι λοιπόν το προλεταριάτο, στον βαθμό που αντιμετωπίζει την ζωτική ανάγκη να δουλεύει για έναν μισθό, ώστε να εξασφαλίζει την επιβίωσή του, και που βρίσκεται στην καρδιά της παραγωγικής διαδικασίας από την οποία αναδύεται η αλλοτρίωση, το οποίο υφίσταται την κυριαρχία του θεάματος στην πλήρη της ένταση. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, το θέαμα είναι αναμφισβήτητα μια καθολική κοινωνική σχέση, αλλά η συγκεκριμένη εμπειρία της εκμετάλλευσης (η οποία μερικές φορές μπορεί να αφορά ακραίες πραγματικότητες, για παράδειγμα σε μετα-αποικιακές περιοχές όπως τα ορυχεία κολτάν44 στο Κονγκό ή οι κλωστοϋφαντουργίες στο Μπαγκλαντές) το ενισχύει ακόμα περισσότερο. Σε συνδυασμό με τα άμεσα συμφέροντά του μέσα στην κρίση, αυτή η κρίσιμη θέση εντός των σχέσεων παραγωγής, ως κινητήριας δύναμη της καπιταλιστικής αντίφασης, παρέχει από μόνη της στο προλεταριάτο τη δυνατότητα να βάλει ένα τέρμα στο θέαμα συνολικά. Συνεπώς, όλη η δουλειά των καταστασιακών συνίστατο στην επαναεπιβεβαίωση της κεντρικότητας του προλεταριάτου στην επαναστατική διαδικασία. Μακράν του να ισχυρίζεται τον σχηματισμό μιας πρωτοπορείας, που θα προεικόνιζε από μόνη της την “πραγμάτωση της φιλοσοφίας”, ένα εσωτερικό κείμενο της ΚΔ υπενθύμιζε ότι “είναι τα [εργατικά] Συμβούλια που πρέπει να είναι καταστασιακά”.

Ο Ντεμπόρ παρατηρεί ότι το θέαμα είναι ολοκληρωτικό και ότι το σφιχτό του κράτημα πάνω στα άτομα έχει φτάσει σε ένα καινούριο επίπεδο, υπονομεύοντας την ελπίδα μιας προλεταριακής χειραφέτησης χάρις στην ταξική συνείδηση, όπως ήθελε ο Λούκατς. Αλλά “το έργο της επαναστατικής κριτικής δεν είναι βέβαια να οδηγήσει τον κόσμο να πιστεύει ότι η επανάσταση θα είναι αδύνατη45. Αντίθετα, η επέκταση του θεάματος σε καινούριους τομείς οδηγεί να σκεφτούμε καινούριες περιοχές διαφορετικές από την αυστηρά παραγωγική σφαίρα, στρώνοντας τον δρόμο για νέες επαναστατικές προοπτικές. Επιπρόσθετα, στην ιδέα της καθημερινής ζωής, οι καταστασιακοί επέμεναν ιδιαίτερα στην αναγκαιότητα του “ξεπεράσματος της τέχνης”, την οποία έβλεπαν ως μια μορφή αλλοτρίωσης όντας μια διαχωρισμένη και εξειδικευμένη δραστηριότητα. Είναι απαραίτητο να σπάσουμε τους διαχωρισμούς, να γενικεύσουμε τη δημιουργική δραστηριότητα, επιδιώκοντας την καταστροφή των αισθητικών κωδίκων, οι οποίοι είχαν ήδη δεχτεί την επίθεση από τις προηγούμενες καλλιτεχνικές πρωτοπορείες (τους σουρρεαλιστές, τους ντανταϊστές, τους λεττριστές): “δεν υπάρχουν καλλιτέχνες, γιατί είμαστε όλοι καλλιτέχνες. Το έργο τέχνης που έρχεται είναι η κατασκευή μιας συναρπαστικής ζωής46.

Όρια της καταστασιακής θεωρίας

Παρά το ενδιαφέρον που προκάλεσε ο Ντεμπόρ, σε μια εποχή που ο μαρξισμός-λενινισμός ήταν ακόμα ηγεμονικός στους διανοητικούς κύκλους, η Κοινωνία του Θεάματος δεν μπορούσε να προβλέψει την αναδιάρθρωση του κεφαλαίου που θα ερχόταν την επόμενη δεκαετία, ώστε να παραγάγει μια θεωρία του καπιταλισμού επαρκή για τον 21ο αιώνα.

Η 172η Θέση της Κοινωνίας του Θεάματος, αναφέρει την “εξατομίκευση των εργατών που οι συνθήκες παραγωγής στις πόλεις έχουν συγκεντρώσει σε επικίνδυνο βαθμό”, αλλά δεν καταφέρνει (και μπορούσε άραγε να το κάνει;) να αντλήσει συμπεράσματα σχετικά με την αναγκαιότητα να θέσει υπό διερώτηση το συμβουλιακό προγραμματικό παράδειγμα, που ο Ντεμπόρ δεν αμφισβήτησε ποτέ. Έχουμε δώσει ένα περίγραμμα των συνεπειών της αναδιάρθρωσης της δεκαετίας του 1970 αλλού (σ’ αυτό το άρθρο).

Ως εκ τούτου, η ΚΔ διακηρύσσει ότι ο ερχομός του κομμουνισμού θα σημαίνει το τέλος κάθε θεαματικής διαμεσολάβησης, την κατάργηση κάθε πολιτικής αντιπροσώπευσης επειδή “εκεί που υπάρχει επικοινωνία, δεν υπάρχει κράτος”, αλλά ισχυρίζεται, παραδοξολογικά, ότι τα εργατικά συμβούλια υποτίθεται ότι θα “συγκεντρώσουν στα χέρια τους όλες τις αποφασιστικές και εκτελεστικές λειτουργίες”. Στην πραγματικότητα, η θετική επιβεβαίωση του προλεταριάτου ως μιας τάξης στην πολιτική σφαίρα συνιστά ήδη έναν εγγενή διαχωρισμό47.

Ως ολέθρια παγίδα της θεωρητικής εστίασης στις αφαιρέσεις, ο Λούκατς επέδειξε μια κάποια νοσταλγία για τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, αποδοκιμάζοντας μερικές πτυχές του πρωτόγονου σοσιαλισμού· υποστήριξε έτσι μια επιστροφή στην “αυθεντικότητα” της αξίας χρήσης, που, κατά τον ίδιο, επιβίωνε ακόμα στη διάρκεια του Μεσαίωνα “πλήρης νοήματος”, επειδή ο ίδιος προτιμούσε την “οργανική ενότητα” σε αντίθεση με την σύγχρονη “υπολογιστικότητα”. Από την πλευρά του, ο Ντεμπόρ επικαλείται την “αστική παρακμή” στην Αναφορά για την κατασκευή καταστάσεων. Αυτή η αντιδραστική ρητορική είχε ήδη στηλιτευθεί δημόσια από τον Μαρξ και τον Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Αν οι κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στον δουλοπάροικο και τον αφέντη ήταν πιο άμεσες και προφανείς στη φεουδαρχία, δεν ήταν, παρ’ όλα αυτά, λιγότερο ακραία βίαιες. Ένα βήμα πίσω δεν είναι ούτε επιθυμητό ούτε καν ιστορικά δυνατό.

Την ίδια στιγμή, οι καταστασιακές θέσεις διατηρούν μια ντετερμινιστική έννοια της Ιστορίας που δικαιολογεί τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής ως αναγκαίους για την εδραίωση του κομμουνισμού. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, με μια έμφαση στην πλήρη αυτοματοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο στη δυνατότητα μιας “κοινωνίας σχόλης” στην οποία ο ελεύθερος χρόνος θα έχει βελτιστοποιηθεί (στο “Η αξία χρήσης της ζωής”, ΚΔ 1960).

  • Πρώτα απ’ όλα, αυτή η θέση, ότι οι συνθήκες του κομμουνισμού δημιουργούνται από την ανάπτυξη της αστικής τεχνολογίας, αγνοεί την εγγενώς καπιταλιστική φύση της τελευταίας, κάτι που την καθιστά μη-ανακτήσιμη48. Ολόκληρη η παραγωγική διαδικασία καθορίζεται από την λογική της αξιοποίησης, από τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται μέχρι το ποιοτικό περιεχόμενο των προϊόντων. Ακόμα και ένα “σοσιαλιστικό” εργοστάσιο, παραμένει ένα εργοστάσιο.

  • Επιπλέον, μια τέτοια αντίθεση, ανάμεσα στην εργασία και τον ελεύθερο χρόνο, τίθεται κοινωνικά και δεν θα είχε πλέον θέση σε μια κομμουνιστική κοινωνία. Ο αναρχικός Fredy Perlman αποτυπώνει το πρόβλημα με μια μεταφορά από τον κόσμο των ζώων: μια αρκούδα διασχίζει τον δρόμο της στο δάσος, ξύνεται σε δέντρα, σκοτώνει έντομα και πέφτει σε ένα ρέμα με ψάρια. Η αρκούδα είναι πεινασμένη και αποφασίζει ότι είναι ώρα να πιάσει κάνα ψάρι. Βουτά και, μετά από μερικές προσπάθειες, πιάνει ένα. Τρώει το γεύμα της όταν ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει. Σε ποιο στιγμή μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη μια ή την άλλη δραστηριότητα της αρκούδας εργασία; Είναι το πιάσιμο ενός ψαριού διασκέδαση; Ή είναι δουλειά49; Στον κομμουνισμό, η παραγωγή και η κατανάλωση είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένες σε μια δραστηριότητα που καθιστά οποιαδήποτε ευθυγράμμιση με λογιστικές ή προτυποποιημένες αναφορές άχρηστη, μιας και αντιστοιχεί ακριβώς σε συγκεκριμένες ανάγκες.

Η απομυθοποίηση του Σταλινισμού προκάλεσε ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον στον ετερόδοξο μαρξισμό στη δεκαετία του 1960 και οι καταστασιακές θεωρίες είναι το προϊόν του αναβρασμού των κοινωνικών αγώνων της περιόδου αυτής. Αν και μπόρεσαν να φωτίσουν ανεξερεύνητες μέχρι τότε περιοχές κοινωνικής κριτικής, παρέμειναν παγιδευμένες στην εποχή τους και βρίσκονται στην τομή δύο κύκλων αγώνων, διατρεχόμενες από πολλαπλές αντιφάσεις που δεν μπόρεσαν ποτέ να επιλύσουν. Η τελική παρακμή του προγραμματισμού θα καταλήξει στην αναγνώριση του απαρχαίωσής τους και οι θεωρητικές συνεισφορές τους θα συνεχιστούν, θα συζητηθούν, θα υποστούν κριτική και, αργότερα, θα ξεπεραστούν.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://agitationautonome.com/2019/11/11/apres-debord-le-spectacle-a-la-derive. Υλικό σχετικά με την Καταστασιακή Διεθνή, που περιέχει και μερικά ακόμα μεταφρασμένα κριτικά άρθρα, μπορείτε να βρείτε στο blog https://circle-situ.espivblogs.net, ενός κύκλου αυτομόρφωσης στην Κοινωνία του Θεάματος.

2 Αυτή η μικρή ομάδα Ευρωπαίων καλλιτεχνών και διανοουμένων σχηματίστηκε γύρω από τον Ντεμπόρ το 1957 και εξέδιδε την ομώνυμη επιθεώρηση στο Παρίσι μέχρι το 1969 πριν αυτοδιαλυθεί το 1972. Χρησιμοποιούμε την σύντμηση IS [στμ. Τα αρχικά της Internationale Situationniste, στα ελληνικά αντίστοιχα χρησιμοποιούμε τη σύντμηση ΚΔ] στη συνέχεια του άρθρου.

3 Στμ. Στα ελληνικά: Το αληθινό σχίσμα στην Διεθνή – Δημόσια εγκύκλιος της Internationale Situationniste, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 2010.

4 Προειδοποίηση στην τρίτη γαλλική έκδοση της Κοινωνίας του Θεάματος.

5 Στμ. Tiqqun: Tiqqun: γαλλικό φιλοσοφικό περιοδικό που ιδρύθηκε το 1999 με σκοπό την “επαναδημιουργία των συνθηκών μιας άλλης κοινότητας”. Δημιούργημα διαφόρων συγγραφέων πριν διαλυθεί στη Βενετία το 2001 στον απόηχο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Το περιοδικό έγινε αντικείμενο του ενδιαφέροντος των ΜΜΕ μετά την σύλληψη του Julien Coupat, ενός από τους ιδρυτές του.

6 Στμ. Bernard-Henri Lévy, πολύ γνωστός Γάλλος διανούμενος, ένας από τους ηγέτες του κινήματος των “Νέων Φιλοσόφων” το 1976. Οι απόψεις του, η πολιτική του δράση και οι δημοσιεύσεις του έχουν γίνει αντικείμενο αρκετών αντιπαραθέσεων όλα αυτά τα χρόνια.

8 Στμ. Grazia France: γαλλική έκδοση (από το 2009) του ομώνυμου γυναικείου περιοδικού που εκδόθηκε αρχικά στην Ιταλία το 1938. Στη Γαλλία είναι αρκετά δημοφιλές χάρις σε έναν συνδυασμό νέων των διασήμων, μόδας, ομορφιάς και κουλτούρας.

9 Στμ. Cyril Hanouna: Γάλλος τηλεοπτικός και ραδιοφωνικός οικοδεσπότης και παραγωγός καθώς και, σε μικρότερο βαθμό, χρονικογράφος, ηθοποιός, τραγουδιστής, σεναριογράφος και κωμικός που έχει δεχτεί έντονη κριτική για ομοφοβικές συμπεριφορές.

11 Πρώτη Θέση της Κοινωνίας του Θεάματος.

12 Στμ. Nabilla: (πλήρες όνομα Nabilla Benattia-Vergara), διάσημη Γαλλοελβετίδα, μοντέλο και μορφή των ΜΜΕ

13 Διαφορά μεταξύ των τιμών των παραγόμενων προϊόντων και της αξίας των μισθών, που επωφελεί τους καπιταλιστές.

14 Τέταρτη θέση της Κοινωνίας του Θεάματος.

15 Στμ. Στα ελληνικά: Anselm Jappe, Γκυ Ντεμπόρ, Ελεύθερος Τύπος, 1998.

16 Μια έννοια που εισήγαγε ο Ντεμπόρ για να χαρακτηρίσει τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στον γραφειοκρατικό Σοβιετικό καπιταλισμό (συγκεντροποιημένο θεαματικό) και τις φιλελεύθερες αστικές δημοκρατίες, συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών (διάχυτο θεαματικό). Πρόκειται για την ίδια κοινωνική θεαματική ουσία που κυβερνά αυτά τα δύο φαινομενικά ανταγωνιστικά καθεστώτα συσσώρευσης, αλλά σύμφωνα με διαφορετικές πολιτικές τροπικότητες [στμ. Οι έννοιες αυτές παρουσιάζονται στα περίφημα Σχόλια πάνω στην Κοινωνία του Θεάματος, του Γκυ Ντεμπόρ, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 1998].

17 Στμ. Εδώ ανακύπτει το ερώτημα: αυτή η απόκρυψη της ταξικής πάλης, δεν παράγεται από την ίδια τη μετατροπή της εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα, τον φετιχισμό του εμπορεύματος και τη λειτουργία της ιδεολογία, του έθνους, διαφόρων θεσμών κλπ.; Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά του θεάματος;

18 Temps Libre, Thèses sur la société marchande (Θέσεις για την εμπορευματική κοινωνία).

19 122η Θέση της Κοινωνίας του Θεάματος.

20 Αυτό το περιοδικό, που εκδιδόταν από το 1963 μέχρι το 1969, αντιτίθεται στους νέους προσανατολισμούς του Καστοριάδη, ο οποίος έρχεται σε ρήξη με τον Μαρξ, αντιτίθεται στην έννοια της “καταστροφής του κεφαλαίου” και υποστηρίζει “τον εργατικό και δημοκρατικό έλεγχο” της οικονομίας.

21 Παρατίθεται από τον Giorgio Agamben στο Le Cinéma de Guy Debord (Το Σινεμά του Γκυ Ντεμπόρ).

22 Πρώτο Τεύχος της επιθεώρησης Καταστασιακή Διεθνής, Ορισμοί.

23 Παραπέμπουμε στο σχετικά άρθρο μας για περισσότερες λεπτομέρειες, ιδιαίτερα όσον αφορά την έννοια της αξίας. Θα υπενθυμίσουμε απλά εδώ ότι μπορεί να οριστεί ως ο μέσος κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας απαραίτητος για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος [στμ. Πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ ότι από μόνος του ο προσδιορισμός κοινωνικά κάνει όλη τη διαφορά και αποκλείει οποιονδήποτε “επιστημονικά αντικειμενικό” τεχνοκρατικό ορισμό της αξίας].

24 Στμ. Στο πρωτότυπο: supra-sensible.

25 Κάρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844.

26 Στμ. Στο πρωτότυπο: attitude contemplative.

27 Στην λαϊκή κουλτούρα, το φιλμ του Τσάρλι Τσάπλιν Μοντέρνοι Καιροί είναι σίγουρα το πιο “χτυπητό” παράδειγμα.

28 Από ένα γράμμα στον Marc Dachy, γραμμένο τη χρονιά του θανάτου του Ντεμπόρ, το 1994.

29 Στμ. Βέβαια εδώ θα πρέπει να πούμε ότι η υπαγωγή του συνόλου της κοινωνικής ζωής τελικά στο κεφάλαιο (ως φετιχισμός και πραγμοποίηση) είναι τελικά ο τρόπος που το κεφάλαιο προσπαθεί να ενοποιήσει τη ζωή μέσα από τον ριζικό διαχωρισμό – όπως ακριβώς ο Ντεμπόρ διατύπωσε αρχικά.

30 Εδώ ο Ντεμπόρ υιοθετεί τις θέσεις του Αντόρνο, κύριου θεωρητικού της Σχολής της Φρανκφούρτης και πολύ δημοφιλούς την περίοδο εκείνη στους κύκλους του ετερόδοξου μαρξισμού, αν και ποτέ δεν αναφέρεται σ’ αυτόν ρητά. Ο Pierre-André Taguieff αποδίδει την αποτυχία της υποψηφιότητάς του για την ΚΔ στις παραπομπές που χρησιμοποίησε στον Αντόρνο και τον Günther Anders, καταγγέλοντας έναν σχεδόν ανταγωνιστικό “σεχταρισμό”.

31 Δεν ισχυριζόμαστε εδώ ότι υπάρχει κάποια “ουδέτερη” μορφή χρήματος, που θα αποτελούσε απλά βολικό εργαλείο και για την οποία το ζήτημα θα ήταν μόνο να την βρούμε.

32 Καρλ Μαρξ, Grundrisse.

33 Στμ. Στο πρωτότυπο: hors de tout contenu concret.

34 Τίτλος του ένατου, και τελευταίου, κεφαλαίου της Κοινωνίας του Θεάματος.

35 40Η Θέση της Κοινωνίας του Θεάματος.

36 Στμ. Στο πρωτότυπο: et en fatigue nerveuse ce qui a diminué en effort physique.

37 Un monde sans argent, le communisme (Ένας κόσμος χωρίς χρήμα, ο κομμουνισμός).

38 159η Θέση της Κοινωνίας του Θεάματος.

39 Στμ. Στα ελληνικά: Πεζοδρόμιο Ι: Η μιζέρια των φοιτητικών κύκλων, εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1990.

40 Στμ. Έκδοση της Οργάνωσης Νέων Επαναστατών Εργατών το 1972 (https://infokiosques.net/IMG/pdf/militantisme.pdf). Μια μετάφραση στα ελληνικά εδώ μπορεί να βρεθεί εδώ: https://athens.indymedia.org/post/1563816.

41 Το πραγματικό κίνημα/κίνηση αναφέρεται στον κομμουνισμό, σύμφωνα με τη διατύπωση του Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία: “ο κομμουνισμός είναι η πραγματική κίνηση/κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων”. Συνεπώς, δεν είναι ούτε ένα κανονιστικό ιδεώδες ούτε ένα μοντέλο κοινωνίας που πρέπει να υλοποιηθεί, αλλά μια ιστορική διαδικασία της ταξικής πάλης, με την οποία το προλεταριάτο κατατείνει να καταργήσει την εκμετάλλευση που υφίσταται. Σχετικά με αυτό το θέμα διαβάστε το άρθρο μας: Ταράξτε τα πάντα ώστε να μην κουνηθεί τίποτα: μια κριτική του μιλιταντισμού.

42 212η Θέση της Κοινωνίας του Θεάματος.

43 Anselm Jappe, Guy Debord.

44 Στμ. Κολτάν: το όνομα με το οποία συνήθως αναφέρεται ο συνδυασμός των ορυκτών κολουμβίτη (τώρα γνωστό ως νιόβιο) και τανταλίτη, που εξορύσσεται κυρίως για την απόσπαση του τανταλίτη. Το κολτάν είναι ένα μετάλλευμα στρατηγικής σημασίας, ίσης εμπορικής αξίας με τον χρυσό, αφού χρησιμοποιείται κυρίως στην κινητή τηλεφωνία, τους φορητούς υπολογιστές και άλλες ηλεκτρινικές συσκευές για την βελτίωση της διάρκειας των μπαταριών. Το Κονγκό αποτελεί μια από τις βασικές χώρες εξόρυξής του.

45 Από μια επιστολή προς τον Jean-François Martos (1987).

46 Ραούλ Βανεγκέμ, Traité de savoir-vivre à l’usage des jeunes générations (στμ. Στα ελληνικά: Η επανάσταση της καθημερινής ζωής – πραγματεία σαβουάρ-βιβρ προορισμένη για τις νέες γενιές, εκδόσεις Άκμων, 2002.

47 Στμ. Ουσιαστικά θα λέγαμε ότι η Καταστασιακή Διεθνής δεν ξεπερνά ποτέ το όριο της θετικότητας του προλεταριάτου ούτε τον ορίζοντα της χειραφέτησής του ως αυτεπιβεβαίωσής του ως τάξης, και άρα να φτάσει στην αντίληψη της αυτοκατάργησής του.

48 Στμ. Στο πρωτότυπο: irrécupérable. Δηλαδή μη χρησιμοποιήσιμη, μη αφομοιώσιμη στον κομμουνισμό. Δείτε σχετικά και το κείμενο του Carbure για την “τεχνολογική μετάβαση”: “Πράσινο είναι το χρώμα του δολλαρίου. Σχετικά με την Γκρέτα και την τεχνολογική μετάβαση”, https://inmediasres.espivblogs.net/vert_capital.

49 Μετάφραση του κειμένου https://ediciones-ineditas.com/ultra-left-faq (στμ. Συχνές ερωτήσεις για την Υπερ-αριστερά, Ediciones-Ineditas, υπό μετάφραση).

Πράσινο είναι το χρώμα του δολλαρίου. Σχετικά με την Γκρέτα και την τεχνολογική μετάβαση

Από το blog Carbure1

το κείμενο σε pdf

Θα σώσει ο καπιταλισμός τον κόσμο;

Εδώ και τριάντα χρόνια, είμαστε μάρτυρες από τη μια πλευρά μιας αύξησης του πολιτικού και μηντιακού λόγου και αναλύσεων για τον επείγοντα χαρακτήρα των ζητημάτων της παγκόσμιας υπερθέρμανσης και της καταστροφής του φυσικού περοβάλλοντος και, από την άλλη, της αποτυχίας όλων των δράσεων που στόχευαν στην επιβολή περιορισμών στην οικονομική δραστηριότητα ώστε να περιοριστεί η ζημιά που προκαλείται. Ενώ όλοι συμφωνούν ότι πρέπει να γίνει κάτι, τίποτα σημαντικό δεν γίνεται, εκτός από τις ασταμάτητες εκστρατείες “ενδυνάμωσης” των ατόμων στις αναπτυγμένες χώρες, την αφαίρεση των πλαστικών ποτηριών από τις επιχειρήσεις και των πλαστικών τσαντών από τα ταμεία των σουπερμάρκετ, το επί πληρωμή παρκάρισμα στην πόλη και την φορολόγηση των καυσίμων. Όλα αυτά τα μέτρα υποτείνουν ότι το βάρος των διενεργούμενων δράσεων βασίζεται ποινικά μόνο στα μεμονωμένα άτομα. Επιπλέον, εμφανίζονται σαν εμπαιγμός μπροστά στην κλίμακα του προβλήματος, όταν δεν στοχεύουν απλά στο να γεμίσουν τα θησαυροφυλάκια του κράτους ή να παχύνουν τους καπιταλιστές κεντρίζοντας την οικονομική δραστηριότητα (ανανέωση του στόλου των αυτοκινήτων, τομέας ανακύκλωσης σκουπιδιών, περιβαλλοντικά πρότυπα για τα κτίρια κλπ.).

Όμως, τίποτα δεν φαίνεται να ενδιαφέρει περισσότερο την κοινή γνώμη από αυτά τα ερωτήματα: μπορεί ίσως να διακωμωδούμε την εξαφάνιση των ουραγκοτάγκων αλλά μια σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη θα επηρέαζε εξ ορισμού τους πάντες, και οι συνέπειες αρχίζουν να γίνονται αισθητές. Γιατί, λοιπόν, σ’ έναν κόσμο που οι οικονομικές κρίσεις είναι παγκόσμιες – σαν τους πολέμους, και η διαχείρισή τους παγκόσμια, σε έναν κόσμο με θεσμούς όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα ή ο ΟΗΕ δεν καταφέρνουμε να συμφωνήσουμε σε παγκόσμιο επίπεδο, μιας και είναι ξεκάθαρο ότι απειλούμαστε όλοι και η συναίνεση μοιάζει γενική;

Η απάντηση που δίνεται σ’ αυτά τα ερωτήματα είναι συνήθως η εξής: υπάρχουν πολύ ισχυρά οικονομικά συμφέροντα που αντιτίθενται στη γενική θέληση και που φέρνουν τους πολίτες και το κράτος στη θέση να μην μπορούν να κάνουν τίποτα. Αυτός ο τρόπος σκέψης βασίζεται στην πίστη στην αντίθεση ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία και στην ιδέα ότι αυτό που ανήκει στην κοινωνία και αυτό που ανήκει στην οικονομία θα έπρεπε να είναι σημείο ανταγωνισμού, ανταγωνισμού που αυτή τη στιγμή είναι προς όφελος των οικονομικών εξουσιών, οι οποίες πρέπει να μπουν στη σωστή τους θέση, με άλλα λόγια να υπαχθούν στην κοινωνία, ενσαρκωμένης στο Κράτος. Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι ένας πολιτικός αγώνας να μετασχηματιστούν τα κράτη, που αυτή τη στιγμή πάσχουν από τη γάγγραινα της οικονομικής εξουσίας, ώστε τελικά να ταιριάξουν στην αληθινά δημοκρατική τους φύση που θα αντιπροσώπευε αποτελεσματικά το γενικό συμφέρον.

Αυτή η αντίληψη πραγμάτων, που είναι το αφήγημα πάνω στο οποίο βασίζεται η τρέχουσα πολιτική πάλη σχετικά με το ζήτημα του κλίματος, είναι προφανώς ψευδής, γιατί κατασκευάζεται ιδεολογικά πάνω στην υπόθεση ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι για να λύνουν τα προβλήματα που θέτει ο καπιταλισμός. Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη, το κράτος δεν αναλύεται ώς ένας συγκεκριμένος καπιταλιστικός παράγοντας, τα συμφέροντα του οποίου ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με αυτά των μικρών ή μεγάλων επιχειρήσεων που υπάρχουν στο έδαφός του ή των οποίων τα κεφάλαια διέρχονται από τα εδάφη τους. Και δημοκρατία δεν είναι το σύστημα στο οποίο η υποτιθέμενη ισότητα μεταξύ των ατόμων υπάρχει για να εγγυάται την ελευθερία της επιχειρηματικότητας και να παρέχει ένα επαρκές πλαίσιο για τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Και η δικαιοσύνη δεν χρησιμοποιείται για την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας αλλά για να φέρει αρμονία και ειρήνη μεταξύ των πολιτών. Η ίδια η κοινωνία δεν θεωρείται στην υποδούλωσή της στον καπιταλισμό, ούτε οι κοινωνικές σχέσεις από την οικονομική τους σκοπιά. Εδώ, στον μαγικό κόσμο της ιδεολογίας, οι καθηγητές δεν παράγουν μια εργατική δύναμη σύμφωνα με τα συγκεκριμένα πρότυπα τη στιγμή της καπιταλιστικής παραγωγής, μεταδίδουν γνώσεις. Εδώ, όταν το κράτος επενδύει σε υποδομές, δεν στοχεύει στην εξομάλυνση της ροής του κεφαλαίου αλλά στον εκσυγχρονισμό της χώρας. Ακόμα κι αυτοί που κοροϊδεύουν τα μεγάλα αφηγήματα, που εξυπηρετούν στη δικαιολόγηση της αποικιοκρατίας και της “εκπολιτιστικής της αποστολής”, καταπίνουν σήμερα λόγους για πράσινη ανάπτυξη ή βιώσιμη ανάπτυξη, ανοησίες που δεν έχουν άλλο νόημα από το να συνοδεύουν την καταστροφή εξομαλύνοντάς την.

Πρέπει να ειπωθεί καθαρά: η τάξη των καπιταλιστών, που προσδιορίζεται από τους άμεσους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου, αυτοί που είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση του κεφαλαίου ή τα κράτη και οι κυβερνήσεις τους δεν μπορούν και δεν θα αναλάβουν την ευθύνη του μέλλοντος της ανθρωπότητας, δεν μπορούν να κάνουν το άθροισμα των ατομικών συμφερόντων ένα μεγάλο συλλογικό συμφέρον, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις ή οι ιδέες των ατόμων που την συγκροτούν. Το ίδιο το γεγονός να μιλά κανείς για πράσινο καπιταλισμό ή ένα Πράσινο New Deal είναι ευθύς εξ αρχής μια ιδεολογική αντιστροφή: σημαίνει να προσποιείται κανείς ότι ο καπιταλισμός θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε θετική επίδραση στο φυσικό περοβάλλον όταν το πραγματικό ζήτημα είναι να αποφύγουμε μια πλανητική καταστροφή, και είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που δεν προκειται να συμβεί τίποτα.

Σε πιο θεμελιακό επίπεδο, όσον αφορά τη δραστηριότητα της καπιταλιστικής τάξης, θα πρέπει να διακρίνουμε δύο έννοιες, αυτήν της αιτιότητας, από τη μια, και αυτήν της ευθύνης, από την άλλη. Υπάρχει, στην πραγματικότητα, μια αιτιακή σχέση ανάμεσα στην καπιταλιστική συσσώρευση, που είναι η δραστηριότητα αυτής της τάξης, και την διατάραξη του κλίματος. Μπορούμε συνεπώς να θεωρήσουμε ότι η αστική τάξη είναι η αιτία της διατάραξης και πρέπει προφανώς να επιμείνουμε σ’ αυτό. Όμως, εκεί που υπάρχει ένα κενό που δεν μπορούμε να υπερβούμε και το οποίο, παρ’ όλα αυτά, αποτελεί ζήτημα και συνθήκη για την ίδια τη δυνατότητα ύπαρξης οικολογικών πολιτικών, πρέπει να κάνουμε αυτή την αιτιότητα μια ευθύνη, είτε με την ηθική είτε με την νομική έννοια.

Είναι μια ιδεολογική πάλη, επειδή η μπουρζουαζία θα προσπαθήσει να κρυφτεί πίσω από μια αφηρημένη αιτιότητα, αυτήν της οικονομίας, με την φετιχοποιημένη έννοια του όρου. Οι συγκεκριμένες ενέργειες των πρωταγωνιστών υπάρχουν τότε μόνο σ’ αυτό το οικονομικό πλαίσιο, που υποτίθεται ότι αποτελεί την απόλυτη συνθήκη τους. Οι οικονομικοί νόμοι, η αγορά και ο ανταγωνισμός γίνονται φυσικές και αντικειμενικές δυνάμεις των οποίων η λειτουργία είναι να “βγάζουν λάδι” την καπιταλιστική δραστηριότητα συνολικά, συμπεριλαμβανομένης και της αιτίας. Το “αυτόματον υποκείμενο” έρχεται να διασώσει τα ίδια τα πραγματικά υποκείμενα-καπιταλιστές. Από την άλλη πλευρά του ιδεολογικού πρίσματος, το ζήτημα της υποτιθέμενης ευθύνης των καπιταλιστών γίνεται ένα ζήτημα που έχει συνέπειες όχι μόνο ιδεολογικές αλλά και νομικές, όπως στην περίπτωση της αρχής “ο ρυπαίνων πληρώνει”.

Αντιμέτωποι μ’ αυτά τα ζητήματα, είναι σημαντικό να επιβεβαιώνουμε την απουσία ευθύνης της αστικής τάξης γιατί το να της αποδώσουμε ευθύνες θα σήμαινε να της απαγγείλουμε νομικές κατηγορίες από τις οποίες θα μπορούσε να απαλλαχθεί με την επιβολή κάποιων καλών πρακτικών που θα σκεφτόταν ή θα ήθελε να εφαρμόσει. Η τάξη των καπιταλιστών είναι αιτία της διατάραξης του κλίματος από την ίδια τη δραστηριότητά της και είναι απόλυτα ανεύθυνη γι’ αυτό γιατί η δική της δραστηριότητα είναι, και δεν μπορεί παρά να είναι, η συσσώρευση. Είναι, λοιπόν, σημαντικό, τόσο από πολιτική όσο και από μεθοδολογική σκοπιά, να μείνουμε μακριά από οποιανδήποτε κριτική στοχεύει στην καταγγελλία της “ανευθυνότητας” των καπιταλιστών και να τονίζουμε τη λογική και συνεπή φύση της δραστηριότητάς τους. Μια μη-ιδεολογική κριτική, χωρίς ηθικές, νομικές ή νομοθετικές στοχεύσεις πρέπει, αντίθετα, να εστιάσει στο να αναδείξει το νόημα και τη δυναμική της καπιταλιστικής δραστηριότητας, πέρα από την φετιχοποίησή της υπό τον όρο οικονομία, ως συγκεκριμένης και προσδιορισμένης δραστηριότητας μιας τάξης.

Το πραγματικό πρόβλημα για τους καπιταλιστές δεν είναι τόσο η επιβίωση της ανθρωπότητας ή οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου όσο η σπανιότητα των αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων, ιδιαίτερα το στέρεμα των πιο προσβάσιμων πετρελαϊκών ζωνών. Στα επόμενα τριάντα χρόνια θα πρέπει να συμβούν μείζονες αλλαγές στην παραγωγή και κατανάλωση των ορυκτών καυσίμων ή, τουλάχιστον, να έχουν ξεκινήσει. Η γνώση για το ποιο θα είναι το ακριβές περιεχόμενο αυτών των μετασχηματισμών, ποια θα είναι η σημασία της εγκατάλειψης των ορυκτών καυσίμων (ας μην ξεχνάμε τον πόρο που αντιπροσωπεύει το σχιστολιθικό αέριο2, το οποίο αποτελεί αντικείμενο μαζικής εκμετάλλευσης για λιγότερο από είκοσι χρόνια), ποια θέση θα έχουν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (οι οποίες επίσης καταλώνουν ορυκτούς πόρους, σπάνιες γαίες κλπ.) δεν είναι προσδιορίσιμη σήμερα, ούτε καν από τους ίδιους τους βιομήχανους. Το σίγουρο είναι ότι αυτά δεν θα εξαρτηθούν από την “κατάσταση του πλανήτη” και άλλες παραμέτρους, αλλά, ως συνήθως, από τον ανταγωνισμό, τις ευκαιρίες των αγορών, την κεφαλαιοποίηση που μπορεί να επιτευχθεί κλπ. Μπορούμε επίσης να πούμε, ώστε να βάλουμε στην οπτική μας και το ζήτημα της μεσοπρόθεσμης εγκατάλειψης των ορυκτών καυσίμων, ότι δεν τίθεται στα σοβαρά ζήτημα να μπει ένα τέρμα στην εναέρια και θαλάσσια κυκλοφορία και, άρα, να δολοφονηθεί το παγκόσμιο εμπόριο.

Οι πρωταγωνιστές σ’ αυτή την “μετατροπή” είναι πιο πιθανό ότι θα είναι οι ίδιες οι κύριες πετρελαϊκές εταιρείες, που δεν θα καθίσουν αδρανείς να βλέπουν τα έσοδά τους να λιγοστεύουν μέχρι να αντληθεί η τελευταία σταγόνα πετρελαίου: η βραχυπρόθεσμη λογική των καπιταλιστών δεν είναι τόσο βραχυπρόθεσμη ώστε να είναι τυφλή, ο ανταγωνισμός είναι εκεί για να τους ωθεί να σκεφτούν το μέλλον – με τον δικό τους τρόπο. Προς το παρόν, αυτοί οι μεγάλοι παίχτες συνεχίζουν να βγάζουν τεράστια κέρδη και να επενδύουν σε άλλα πρότζεκτ μόνο περιθωριακά. Όμως, εταιρείες όπως η Total αρχίζουν να σκέφτονται την έξοδό τους από την αποκλειστική εξάρτηση από το πετρέλαιο, χωρίς να εγκαταλείπουν τη εξόρύξη ορυκτών καυσίμων: το αέριο παραμένει μια εναλλακτική, στην οποία θα μπορούσαν να προστεθούν οι άλλες μορφές της λεγόμενης “καθαρής” ενέργειας, μορφές ανάμεσα στις οποίες, ας μην ξεχνάμε, είναι απαραίτητο να συνυπολογίζεται και η πυρηνική. Όπως και να χει, αυτή η “μετατροπή” θα επιβαρύνει πρώτα απ’ όλα τους φτωχότερους: “κλιματικές εξεγέρσεις” είναι πολύ πιθανόν να είναι εξεγέρσεις που θα συνδέονται με το κόστος της ενέργειας ή την αρπαγή της γης των αγροτών για παραγωγή ενέργειας “καθαρής” ή εναλλακτικής (βιοκαύσιμα, σχιστολιθικό αέριο, φάρμες ανεμογεννητριών ή φωτοβολταϊκών κλπ.) που θα φέρνουν στην επιφάνεια αυστηρά μιλώντας το “οικολογικό” ζήτημα, κάτι που μπορούμε ήδη να δούμε.

‘Ενα πράγμα είναι σίγουρο: αυτή η μετατροπή θα είναι το έργο των ίδιων των καπιταλιστών και δεν έρθει σε καμμιά ρήξη με τις παραγωγιστικές λογικές, απλά και μόνο επειδή αυτό το σημείο καμπής μπορεί να χρηματοδοτηθεί και να εφαρμοστεί από αυτούς που έχουν ήδη τα οικονομικά και βιομηχανικά μέσα. Ότι οι παλιοί μεγάλοι παίχτες της πετρελαιοβιομηχανίας είναι στην καλλίτερη θέση για να κάνουν ομαλή αυτή τη μετάβασηη οποία θα ήταν ακριβέστερο να την ονομάσουμε “τεχνολογική” μάλλον παρά “οικολογική” – παραμένει η πιο προφανής λύση, αλλά δεν αποκλείεται οι GAFAΜ3 να συμμετέχουν σ’ αυτό το “κίνημα” χρηματοδοτώντας την έρευνα, αν κι αυτό το κάνουν ήδη και οι κύριοι πρωταγωνιστές. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε μόνο καπιταλιστές ως πρωταγωνιστές και κανένα “εναλλακτικό” σχέδιο δεν θα μπορέσει να συνεχιστεί αν δεν είναι κερδοφόρο. Το αν οι καπιταλιστές που τα πάνε καλά είναι αυτοί της Silicon Valley ή οι πλοιοκτήτες δεξαμενοπλοίων από το Τέξας δεν αλλάζει πολλά: είναι, σε κάθε περίπτωση, businees as usual. Ακόμα και η άμεση ή έμμεση χρηματοδότηση των πρότζεκτ από το Κράτος, με το Κεϋνσιανό στυλ, υπόκειται στην μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, την ανάπτυξη των οποίων μπορεί να προάγει. Να ισχυρίζεται κανείς, όπως ο κάνει ο J. Rifkin4, ότι τα συνταξιοδοτικά funds θα χρηματοδοτήσουν σχέδια που δεν θα ήταν άμεσα κερδοφόρα, σημαίνει να υποθέτει ότι οι αποταμιευτές θα ενδιαφέρονταν για κάτι άλλο από την κερδοφόρα απόδοση των αποταμιεύσεών τους και ότι θα ήταν πρόθυμοι να την αφιερώσουν στη γενική ευτυχία των ανθρώπων, μάλλον, παρά στην πληρωμή των συντάξεών τους. Δεν θα είναι αυτοί που δικαιούνται σύνταξη αυτοί που θα σώσουν τον πλανήτη.

Επιπλέον, ούτε οι μεμονωμένες, ατομικές πρακτικές πρόκειται να σώσουν τον πλανήτη, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι αυτές μπορούν να επεκταθούν σε όλα τα άτομα (κάτι που είναι ήδη ένα ριψοκίνδυνο στοίχημα), επειδή οι ατομικές στρατηγικές (που ποικίλουν από τη διαλογή των σκουπιδιών, μια ήδη διαδεδομένη πρακτική που έχει ενσωματωθεί στο παραγωγικό μηχανισμό, μέχρι τον βηγκανισμό) υποθέτουν, για να είναι αποτελεσματικές, την πλήρη άρνηση της καπιταλιστικής παραγωγής. Αλλά για να είναι συνεπής και να συνιστά μια ρήξη, μια τέτοια άρνηση πρέπει να επεκταθεί σε όλες τις πτυχές της ζωής: δεν είναι μόνο ζήτημα “καλής” κατανάλωσης αλλά, επίσης, να σταματήσουμε να δουλεύουμε, είτε στον παραγωγικό τομέα είτε όχι, καθώς κάθε κομμάτι συσσωρευμένου κεφαλαίου μετατρέπεται εκ νέου σε εργασία, με άλλα λόγια σε δαπάνη ενέργειας, κατανάλωση υλικών στην παραγωγή κλπ. Με την ίδια λογική, θα πρέπει επίσης να σταματήσουμε να πληρώνουμε οτιδήποτε, κάτι που, μέχρι νεωτέρας, αποδοκιμάζεται από τον νόμο. Ένα τέτοιο κίνημα σίγουρα θα επηρέαζε το σύνολο της ζωής όπως την ξέρουμε, γεγονός αναμφίβολα επιθυμητό, αλλά μια τέτοια ριζοσπαστικοποίηση μπορεί να γίνει μόνο από πολύ περιθωριακές ομάδες, με δράση καθοδηγούμενη από πολύ ισχυρές ιδεολογικές πεποιθήσεις. Δεν είναι εύλογο να περιμένουμε ότι μάζες ανθρώπων θα βυθίσουν εσκεμμένα τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους στη δυστυχία και την παρανομία, προκειμένου να τηρήσουν τα κατώτατα όρια άνθρακα. Μια τέτοια ρήξη μπορεί να προκληθεί μόνο από πολύ διαφορετικές πηγές και από μια κατεπείγουσα ανάγκη εντελώς διαφορετική από αυτήν της οικολογικής συνείδησης. Πρέπει να επαναληφθεί καθαρά, “στο μικροεπίπεδό μας” το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ζούμε όπως απαιτεί από μας η κοινωνία: ο δρόμος, το ψυχιατρείο, η φυλακή ή το περιθώριο υπάρχουν για όσους επιμένουν να το κάνουν αυτό διαφορετικά. Στην πραγματικότητα μπορούν να υπάρχουν μόνο τοπικές αρνήσεις οι οποίες, ακόμα κι αν γενικεύονταν, θα αμφισβητούσαν πολύ συγκεκριμένους τομείς της παραγωγής και θα λειτουργούσαν σαν μια πρόσκληση για προσαρμογή. Πριν από σαράντα χρόνια, τα οργανικά προϊόντα προορίζονταν για μια ελίτ: σήμερα γεμίζουν τα ράφια των σουπερμάρκετ. Η μοίρα της βιομηχανικής πτηνοτροφίας, όμως, δεν έχει αλλάξει και τα φυτοφάρμακα εξακολουθούν να μολύνουν τα χωράφια της Beauce5.

Η Γκρέτα και ο κόσμος των ενηλίκων

Κι όμως, από τα βάθη αυτής της δόλιας και τετριμμένης κατάστασης, στην οποία θα θέλαμε να σώσουμε τον κόσμο με την μόνη συνθήκη αυτός να παραμείνει κερδοφόρος, αναδύεται ένας κόσμος αθωότητας. Αυτός της Greta Thunberg. Δεν πρόκειται για το πρόσωπο Γκρέτα, αλλά για το μηντιακό της άβαταρ6 και το ιδεολογικό εργαλείο που αυτό το άβαταρ είναι. Από αυτή την άποψη η Γκρέτα είναι, και όχι τυχαία, “παιδί”. Το παιδί-Γκρέτα είναι μια μορφή του Καλού, όπως οι μορφές που το θέαμα συνηθίζει να προσφέρει όταν μια κατάσταση φαίνεται να είναι ξεκάθαρα αφόρητη και αδιέξοδη. Η αποικιοκρατία είχε παλιότερα τον Δρ. Σβάιτσερ, η άθλια στέγαση τον Αββά Pierre7, ο Τρίτος Κόσμος την Μητέρα Τερέζα, η μαζική ανεργία μας έδωσε τον Coluche8 κοκ. Θα παρατηρήσει κανείς, προφανώς, την αφθονία των θρησκευτικών μορφών. Αλλά από δω και στο εξής, είναι η εγκόσμια καθαρότητα που ενσαρκώνει τις ηθικές εξεγέρσεις, χωρίς η λειτουργία αυτής της προσωποποίησης να έχει αλλάξει θεμελιωδώς. Πραγματικά, αυτές οι μορφές παράγονται πάντα τόσο από την ανάγκη που έχουμε γι’ αυτές, για να καταπραΰνουν την οδύνη της δικής μας αδυναμίας, όσο και με έναν τεχνικό και ενορχηστρωμένο τρόπο από τους πάντα ενεργούς κατασκευαστές των μηντιακών και πολιτικών αφηγημάτων. Όσο πιο ειλικρινείς είναι αυτές οι φιγούρες τόσο πιο χρήσιμες είναι κοινωνικά και τόσο πιο αποτελεσματικά εκπληρώνουν τη λειτουργία τους.

Προφανώς καμμιά από αυτές τις φιγούρες δεν βοήθησε ποτέ να επιλυθεί οποιοδήποτε από αυτά τα άλυτα “προβλήματα” – που δεν αποτελούν παρά αντίστοιχες εγγενείς αντιφάσεις σ’ αυτόν τον τρόπο παραγωγής – αντιφάσεις που αποτελούν την ίδια τη συνθήκη εμφάνισής τους. Προκύπτουν μόνο όταν αυτά τα “προβλήματα” επιτέλους σκάνε δημόσια ως τέτοια, με άλλα λόγια όταν το σκάνδαλο γίνεται τόσο προφανές που πρέπει να εκτεθεί, γι’ αυτόν που λυπάται και για τον παρηγορητή του, για να το μετανιώσει ξανά και ξανά, αφού δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να μπορεί να κάνει. Είναι εκεί ακριβώς για να δώσουν μορφή στο σκάνδαλο και να διατηρήσουν το μονοπώλιο στην έκφρασή του. Στις μορφές αυτές, το σκάνδαλο εξαφανίζεται μέσα στην ίδια του την έκφραση.

Η Γκρέτα εκφράζει την προδομένη πίστη στην πρόοδο και τι πιο τραγικό από την προδοσία ενός παιδιού; Ίσως η προδομένη εμπιστοσύνη μιας τάξης, της μεσαίας τάξης, της οποίας το όνειρο για αέναη ευημερία, θεμελιωμένο πάνω στο μέλλον του καπιταλισμού, κινδυνεύει να μετατραπεί σε έναν εφιάλτη και η οποία όμως, όντας αυτή που είναι, δεν έχει να ελπίζει τίποτα περισσότερο από την αδύνατη επιστροφή στα όμορφα χρόνια.

Η Γκρέτα επαναλαμβάνει απλά αυτά που λένε οι ακαδημαϊκοί. Ενσαρκώνει την καθαρότητα, και οι ακαδημαϊκοί τη λογική. Το θεάμα αυτής της ιδανικής συνάντησης ανάμεσα στην ηθική καθαρότητα και τη λογική έχει κάτι να κινήσει. Αλλά αυτό είναι στημένες και όμορφες αναπαραστάσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν αναγκαστικά μια επιστροφή στη γη.

Σύμφωνα με την κοινή λογική, ένας λόγος καθαρότητας και λογικής δεν μπορεί παρά να είναι μια άυλη φωνή, έξω από τις πραγματικές σχέσεις της κοινωνίας των πολιτών η οποία είναι, όπως ξέρουν όλοι, ο τόπος της μη-καθαρότητας και των παθών, πρώτα απ’ όλα εξαιτίας της φυσικής ιδιοτέλειας των ανθρώπων, απέναντι στην οποία δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Είναι λοιπόν αρκετά φυσικό ότι αφού έχει σκουπιστεί ένα δάκρυ συναισθηματικής υγιεινής, θα είναι απαραίτητο να απευθυνθεί κανείς στην κοινή λογική, συγκεκριμένη και καθημερινή, για να μετριάσει όλη αυτή την παιδιάστικη καθαρότητα καθώς, ως γνωστόν, όλα τα πράγματα πρέπει να εξισσοροπούνται από το αντίθετό τους.

Όταν η Γκρέτα έχει τελειώσει το τραγούδι της με τους αγγέλους, είναι η φιγούρα του τίμιου εργαζόμενου, το ηθικό θεμέλιο της κοινωνίας των πολιτών, που η μπουρζουαζία δεν θα ξεχάσει να επιδείξει για να μετριάσει αυτά τα γενικά ξεσπάσματα συναισθημάτων, που πρέπει να αποκτήσουν μια πιο γήινη μορφή από τους ενήλικες ανθρώπους. Είναι επίσης οι ενήλικες στους οποίους απευθύνεται η Γκρέτα όταν εκφράζει ότι η εμπιστοσύνη της έχει προδωθεί, αφού είναι οι ενήλικες που κυβερνούν τον κόσμο, με τον ίδιο τρόπο που απευθύνεται και σ’ αυτούς που κυβερνούν, ζητώντας τους να τηρούν τις υποσχέσεις τους. Επειδή, όπως όλοι ξέρουμε, αυτός ο τρόπος παραγωγής είναι φτιαγμένος για να διατηρεί την ευτυχία και την ευημερία όλων, και ιδιαίτερα των μικρών παιδιών! Το παιδί-Γκρέτα, ως μια θεαματική μορφή, περιέχει την πατριαρχική μορφή του κυβερνήτη όχι μόνο ως συνομιλητή αλλά και ως του αρνητικού του – χωρίς το οποίο αυτή δεν είναι τίποτα. Αν ο ενήλικος Άνθρωπος είναι αυτάρκης, εμπεριέχοντας και συνοψίζοντας όλες τις πτυχές της ανθρωπότητας, το Παιδί μπορεί να είναι πλήρες και ώριμο μόνο διαμορφωνόμενο από μια ενήλικη αρχή: αυτός είναι ο λόγος που η Γκρέτα απευθύνεται στους ενήλικες, τους μεγάλους, αυτού του κόσμου.

Γιατί αυτός ο κόσμος δεν ανήκει στα παιδιά ή τους ακαδημαϊκούς αλλά σ’ αυτούς που δουλεύουν και σ’ αυτούς που διοικούν, μια τάξη της οποίας ο ενήλικας είναι ο εγγυητής. Γιατί, πέρα από την επί της αρχής ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, η πραγματική κοινωνία πρέπει να είναι αναγκαστικά διαιρεμένη, υπάρχει το Πνεύμα, που είναι ένα, αλλά υπάρχει και το Σώμα, και το Σώμα, για τη μπουρζουαζία, είναι το κεφάλι και τα χέρια, ο Εργάτης και το Αφεντικό.

Η Γκρέτα μπορεί να εκφωνεί όσους λόγους καθαρότητας θέλει, η τελευταία κοιυβέντα, όμως, θα έρθει πίσω στον Ενήλικο Άνθρωπο και τους τίμιους εργάτες, που ο Θεός και το Κεφάλαιο έχουν θέσει υπό την προστασία τους. Η επιστροφή στην συνηθισμένη τάξη πραγμάτων – όπως και να έχει αυτή – περιέχεται στην ίδια την καθαρότητα της Γκρέτα, που παντού παρουσιάζεται ως ένα εξαιρετικό πρόσωπο, με άλλα λόγια όχι ως ένα πρόσωπο του κόσμου αυτού, που είναι ο κόσμος των ενηλίκων.

Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει λόγος να αντικρούουμε την Γκρέτα. Από τη μια, δεν αντικρούουμε ένα παιδί, το ακούμε με ένα χαμόγελο, και, από την άλλη, η τάξη του λόγου στη θέση που βρίσκεται μπολιάζει τον αντίπαλό της μόνο και μόνο με τον αιθέριο χαρακτήρα της, η καλή της πίστη είναι μια πρόσκληση στην κοινή λογική, τη λογική που δεν έχει μεγάλα λόγια και βρίσκεται με σεμνότητα στον τετριμένο και μετριοπαθή συμβιβασμό.

Ο ενήλικος, στον οποίο απευθύνεται η Γκρέτα διδακτικά, χέρι-χέρι με τον τίμιο εργαζόμενο (στον οποίο, παρεμπιπτόντως, η Γκρέτα σπανίως απευθύνεται), θα έχει τον τελευταίο λόγο, μιας και εναπόκειται σ’ αυτόν, που αποτελεί την κοινωνική πραγματικότητα του Ανθρώπου, και όχι στην αναγκαία αλλά εξαιρετικά ασαφή αρχή της ανθρωπότητας, να βρει λύσεις, και η Γκρέτα δεν λέει τίποτα διαφορετικό.

Μέσω της Γκρέτα, είμαστε όλοι εμείς, παιδιά του ενήλικου Ανθρώπου, δηλαδή των θεσμών και των κρατικών ηγετών, που απευθύνουμε τις επικρίσεις της. Είμαστε όλοι εμείς που παρουσιαζόμαστε ως αδύναμα και ατελή πλάσματα, απαιτώντας ένα μέλλον το οποίο θα έπρεπε να μας χαριστεί από τα έξω, από αυτούς που είναι υπεύθυνοι για καταστροφές που πηγαίνουν πολύ πιο πέρα από το ζήτημα του κλίματος. Η Γκρέτα είναι η θεαματική φιγούρα της πραγματικής μας αδυναμίας, η οποία χάρις στην καθαρότητά της προάγεται σε αρετή, όπως συμβαίνει καταρχήν με κάθε αγιότητα.

Η Γκρέτα αποδοκιμάζει τους κυβερνώντες για την αδράνειά τους και έτσι αυτό, που εν παρόδω εξαφανίζεται, είναι η θετική τους δράση, που είναι αδιαμφισβήτητα η αιτία της παρούσας κατάστασης: η φιγούρα του παιδιού τους απαλλάσσει από τη φιγούρα του εχθρού.

***

Ένα πράγμα είναι σίγουρο: η θεαματική μαζική προώθηση είναι σημάδι ότι χρειάζεται να βρεθεί ένας συμβιβασμός. Μια από τις προφανείς εκδηλώσεις αυτής της διερεύνησης για συμβιβασμό είναι αυτό που αποκαλείται “πράσινος καπιταλισμός”. Αυτός ο όρος δεν μπορεί παρά να έχει το νόημα της προαγωγής ενός συγκεκριμένου παραγωγικού τομέα ο οποίος μπορεί καταρχάς να είναι αρκετά ελκυστικός για το κεφάλαιο στην αναζήτησή του για παραγωγή αξίας. Η παραγωγή “πράσινων” προϊόντων για την κατανάλωση των πλουσίων είναι μια πλευρά. Αυτή η δυναμική μπορεί επίσης να συμπίπτει με μια κοινωνική επιλογή στην καρδιά της μητρόπολης: η απαγόρευση των αυτοκινήτων και άλλων ρυπογόνων δραστηριοτήτων, η αύξηση των αντιρυπαντικών φόρων και οι οικολογικοί ρυθμιστικοί περιορισμοί αντιστοιχούν στη δυναμική του κοινωνικού εξαγνισμού, ήδη επί τω έργω σε μεγάλα αστικά κέντρα, μια πολιτική που απαιτείται και ήδη προωθείται ενεργά από μεγάλα τμήματα της ανώτερης μεσαίας τάξης.

Επιπλέον, οι οικολογικοί περιορισμοί που επιβάλλονται σε αναδυόμενες χώρες, όπως η Κίνα, είναι ένα όπλο στον οικονομικό πόλεμο των Δυτικών δυνάμεων και ένας παράγοντας εξίσωσης των παγκόσμιων ποσοστών κέρδους. Η Κίνα έχει πιθανόν τα μέσα να πληρώσει για τη μετάβασή της, αλλά γι’ αυτούς που δεν μπορούν να φτάσουν τα νέα πρότυπα, η απαίτηση της “καθαρότητας” θα δυναμώσει περαιτέρω έναν άνισο καταμερισμό εργασίας, υποβιβάζοντας τις ρυπογόνες βιομηχανίες (και τις λιγότερο κερδοφόρες) σε φτωχές χώρες ώστε να εκχωρηθούν σε άλλες χώρες οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Το μέλλον που αναδύεται εδώ είναι αυτό των “καθαρών” πόλεων, που θα κατοικούνται από τα “πράσινα κολλάρα”, και μολυσμένων περιφερειών, στις οποίες οι βρώμικες τάξεις θα κάνουν τις βρωμοδουλειές.

Το μέλλον που η Γκρέτα διεκδικεί για τα παιδιά είναι, λοιπόν, μάλλον η έρευνα ενός μέλλοντος για τον καπιταλισμό, μέσα από το aggiornamento9 του κοινωνικού συμβολαίου που υποτίθεται ότι το συνδέει με την ανώτερη μεσαία τάξη, η οποία ψάχνει να βρει εγγυήσεις για το μέλλον της, την επιβίωσή της μέσα από την τωρινή καταστροφή. Όμως, δεν υπάρχει κανένα κοινωνικό συμβόλαιο, καμμιά υπόσχεση δεν έχει δωθεί ούτε πρόκειται να τηρηθεί. Προφανώς δεν θα υπάρξει καμμιά συντονισμένη επίλυση του “κλιματικού προβλήματος” ή, γενικότερα, του οικολογικού προβλήματος από το κεφάλαιο. Για να γίνει κάτι τέτοιο απαιτείται η κατάργηση της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής, την οποία κανείς σ’ αυτή την κοινωνία δεν μπορεί ειλικρινά να επιθυμεί ούτε καν να φανταστεί, γιατί μια τέτοια υπέρβαση δεν μπορεί να βασιστεί σε καμμιά πτυχή της υπάρχουσας κοινωνικής ζωής. Ο “πράσινος καπιταλισμός” είναι μόνο ένα σλόγκαν που μπορεί να συνοδεύει τους τεράστιους μετασχηματισμούς που είναι σε εξέλιξη: ο καπιταλισμός δεν θα είναι ποτέ “πράσινος”, εκτός κι αν με το πράσινο εννοούμε το χρώμα του δολλαρίου – ή του γουάν, δεν έχει σημασία.

Αντιμέτωπες με την προφάνεια αυτών των αδιεξόδων, οι θεωρίες της κατάρρευσης και άλλες καταστροφολογίες παρουσιάζονται ως η ρεαλιστική, αν και κυνική, πλευρά αυτής της ίδιας αδυναμίας: είναι ζήτημα αποδοχής της καταστροφής, να αφεθεί κανείς στην όποια απειλή ή ακόμα και να βολευτεί σ’ αυτήν. Από την ακροδεξιά πτέρυγα των Αμερικάνων επιβιωτιστών μέχρι τους ακτιβιστές των ZAD10, κανείς έχει να αντιπαρατεθεί τόσο στον καταστροφισμό όσο και στην ανάπτυξη πρακτικών λύσεων προς εφαρμογή. Αλλά εδώ, ακόμα και οι αυτοί οι κυνικοί και αυτοί οι ρεαλιστές είναι αθεράπευτα αφελείς: οι θεωρίες της κατάρρευσης σχηματίζονται γύρω από την ιδέα της λιγότερο ή περισσότερο βάρβαρης εξαφάνισης των καπιταλιστικών σχέσεων πάνω σε ένα υπόβαθρο οικολογικής κρίσης, λες και ο “παλιός κόσμος” θα διαλυόταν για να δώσει τη θέση του στους πιο ευρηματικούς και οργανωμένους. Αλλά η οικολογική κρίση, όπως έχουμε δει, δεν σημαίνει το τέλος των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων ή τη χαλάρωση της κρατικής εξουσίας, το αντίθετο. Τα κύματα των ταραχών που ταρακουνούν τον κόσμο σήμερα δίνουν μια ιδέα του μέλλοντος: σκλήρυνση των πολιτικών καθεστώτων, άγρια καταστολή, “παρκάρισμα” όσων “περισσέυουν” και ενίσχυση των μέτρων λιτότητας είναι αυτά που μάλλον μας περιμένουν.

Ο καπιταλισμός δεν είναι μια τεχνολογική δομή που θα καταστεί τελικά παρωχημένη και θα σταματήσει εξαιτίας έλλειψης πρώτων υλών, είναι μια κοινωνική σχέση εκμετάλλευσης, δηλαδή μια σχέση ταξικής κυριαρχίας βασισμένη στην απόσπαση όλο και περισσότερης αξίας και η οποία θέλει να διατηρήσει τον εαυτό της, άσχετα από τις συνθήκες του καταστροφικού ή όχι υποβάθρου αυτής της κυριαρχίας. Η οικολογική καταστροφή και οι κοινωνικές διαταράξεις που κινδυνεύει να επιφέρει δεν συνιστούν μια αμφισβήτηση αυτής της σχέσης κυριαρχίας ως τέτοιας, εκτός κι αν θεωρήσουμε ότι η ουσία του κεφαλαίου συνίσταται σε μια καλή οργανωμένη ζωή: απλά έρχεται να προστεθεί στις συνθήκες της κρίσης. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, δεν είναι αδύνατο για κάποιους που κατέχουν γη να ασκούν την πρακτική της αειφόρου καλλιέργειας11 μεταξύ τους ή να αντλούν εισόδημα, στον βαθμό που μπορούν να πληρώνουν και το Κράτος δεν τους θεωρεί απειλή (κάτι που εγγράφει την απόλυτη περιθωριακότητά τους στη λίστα με τις αναγκαίες συνθήκες της ύπαρξής τους). Και εκτός από το ερώτημα της δυνατότητας αυτών των εμπειριών, κανείς μπορεί επίσης να αναρωτηθεί αν είναι και πολύ επιθυμητές: η σημασία της κληρονομικότητας της γης σ’ αυτό το είδος εναλλακτικών, καθώς μπορεί ήδη να υπάρχουν, και η εκμετάλλευση των πιο επισφαλών από τους μικροϊδιοκτήτες, μας δίνουν μια ιδέα της ταξικής δομής που αναδύεται σ’ αυτές. Η μεσαία τάξη δεν έχει ποτέ τίποτα άλλο από το να προσπαθεί να εξάγει, έστω και επισφαλώς, την κοινή συνθήκη: είτε ψηφίζει είτε φυτεύει λάχανα, δεν έχει αλλάξει ποτέ σε οποιαδήποτε καταστροφή. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι ούτε την ύστατη στιγμή, σε μια τελική Ρομπινσονιάδα, δεν μπορεί να φανταστεί τίποτα άλλο από αυτό που ξέρει, και προτιμά να θεωρεί ότι η καταστροφή είναι αναπόφευκτη, από το να σκεφτεί την ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων που την συγκροτούν ως τάξη.

Χρειάστηκε το “κατεπείγον του κλίματος” μετά από δυο αιώνες καπιταλισμού, που σημαδεύτηκαν από πολέμους, λιμούς, εκμετάλλευση, ενδημική φτώχεια και αιματηρή καταπίεση, για να ανακαλύψουμε “εμείς” ότι αυτός ο τρόπος παραγωγής δεν είναι τόσο φιλικός όσο αρχικά “εμείς” είχαμε φανταστεί. Είναι μόνο τώρα, που ο φόβος να επηρεαστούμε από τους “μπελάδες” της συσσώρευσης εμφανίζεται σ’ αυτούς που σκέφτονταν ότι είναι “ασφαλείς”, που “εμείς” σκεφτόμαστε ότι τα ωφέλη του καπιταλισμού μπορεί να συνεπάγονται κάποιες φορές ένα πολύ μεγάλο τίμημα. Όταν αυτές οι κακές πλευρές ήταν η μοίρα που επιφυλασσόταν μόνο για το προλεταριάτο, “συναινούσαμε” πρόθυμα σε κάποιες θυσίες, μιας και κινούμασταν προς τη σωστή κατεύθυνση. Τώρα, όμως, που “φοβόμαστε” ότι θα ζήσουμε εμείς οι ίδιοι τις αρνητικές συνέπειες της ανάπτυξης, θα “αντιδράσουμε” καλά. Γινόμαστε διαλεκτικοί και λέμε ότι η πρόοδος μπορεί να μην είναι τόσο θετική, ότι ίσως υπάρχει μια αντίθετη κίνηση. Αυτή η όψιμη ανακάλυψη υποδεικνύει αρκετά ποιοι είναι αυτό το “εμείς” και ποιες είναι οι προοπτικές τους. Ας τους αφήσουμε στον εσωτερικό τους μονόλογο, στο ενδότερο θέαμα από τη βάση του οποίου κουνάνε τη μαριονέτα για τον ίδιο τον εαυτό τους, μιμούνται τις ελπίδες και τους φόβους τους πριν κοιμηθούν και, πριν βρεθούμε παγιδευμένοι στα άσχημα όνειρα της ιδεολογίας, ας προσπαθήσουμε να δούμε την κατάσταση από μια ευρύτερη προοπτική.

***

Μέχρι τώρα, έχουμε συζητήσει τις επιβλαβείς πολιτικές συνέπειες της οικολογικής κριτικής όπως αυτή διαμορφώνεται σε μαζικό επίπεδο. Τώρα θα πρέπει να αναλάβουμε μια κριτική των θεωρητικών της προϋποθέσεων. Μια από τις προϋποθέσεις αυτές, για παράδειγμα, είναι η ιδέα ότι είναι αντιφατικό ένας τρόπος παραγωγής, που υποτίθεται ότι ικανοποιεί ανάγκες, να παράγει προϊόντα επιβλαβή για τους καταναλωτές. Ή, επίσης, η ιδέα ότι η ‘φύση” είναι ουσιώδης γι’ αυτόν τον τρόπο παραγωγής. Για να αποδομήσουμε αυτές τις προϋποθέσεις, θα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε την συγκεκριμένη μορφή του καπιταλιστικού πλούτου. Γιατί η δύναμη που εμπλέκεται στην αλλοίωση του γήινου περιβάλλοντος δεν είναι ούτε η απληστία συγκεκριμένων καπιταλιστών, ούτε ο βραχυπρόθεσμος τρόπος σκέψης, ούτε η ηθική ιδιοτέλεια στην οποία υποτίθεται απαντά ένας Hans Jonas, ούτε οι παραγωγικές διαδικασίες ή οι ιδιαίτερα επιβλαβείς ουσίες, οι οποίες θα μπορούσαν να αντικατασταθούν αλλά, πρώτα απ’ όλα, η ίδια η καπιταλιστική συσσώρευση και η λογική της. Αυτό είναι ένας άλλος τρόπος για να πούμε ότι μόνο η καταστροφή του καπιταλισμού μπορεί να σταματήσει την εξελισσόμενη καταστροφή.

Σημειώσεις για τον πλούτο και την κατάργησή του

Σε όλες τις κοινωνίες που προηγούνται του καπιταλισμού, και για τις οποίες η κατηγορία του πλούτου είναι σχετική, αυτός ήταν κάτι ξεχωριστό. Αυτό το πλεονάζον προϊόν, που το ιδιοποιείται μια τάξη και διαχωρίζεται από την υπόλοιπη κοινωνία, πάνω στην οποία αυτή η τάξη κυριαρχεί, που υπερβαίνει τις ανάγκες της συνηθισμένης κατανάλωσης ή το απόθεμα αγαθών για μετέπειτα χρήση, ήταν πάντα μια πηγή μυστηρίου και σεβασμού, φόβου και δυσπιστίας κι αυτό συμβαίνει ακόμα και σήμερα.

Παρ’ όλα αυτά, καμμιά κοινωνία δεν μπόρεσε να βάλει αυτό το μυστήριο στην ίδια την καρδιά της λειτουργίας της όπως ο καπιταλισμός, ούτε να επεκτείνει την δική της αρχή πλούτου σε όλες τις στιγμές της κοινωνικής ζωής, υποβάλλοντάς της τις ανάγκες της συνηθισμένης κατανάλωσης ως ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής, αναδιαμορφώνοντας τον κόσμο σύμφωνα με αυτή την συγκεκριμένη έννοια πλούτου, βυθίζοντάς την, ταυτόχρονα, σε μια δυστυχία χωρίς προηγούμενο.

Ο πλούτος, δηλαδή η άρχουσα τάξη, διαχωρισμένη από την υπόλοιπη κοινωνία με τους στρατούς και τα παλάτιά της, που κατέλαβε τα προϊόντα της εργασίας με τη λεηλασία και τον εκβιασμό και επιβλήθηκε στο εργατικό δυναμικό με τον καταναγκασμό, δεν είχε καταδικάσει σε εξαφάνιση οποιονδήποτε μπορούσε να ξεφύγει από αυτήν, όπως κάνει σήμερα η καπιταλιστική κοινωνία. Ο μισθός, το κέρδος και το νοίκι περικυκλώνουν τώρα τον κόσμο χωρίς να αφήνουν κανένα “παραθυράκι”.

Για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας των ταξικών κοινωνιών, η παραγωγή των αξιών χρήσης από τους άμεσους καταναλωτές ήταν ο κανόνας. Σύμφωνα με τον τρόπο παραγωγής και τη μορφή των κοινωνικών σχέσεων, μπορούσε να διαμορφωθεί ένα γενικό σύστημα αναγκών, από το οποίο η άρχουσα τάξη έπαιρνε το μερίδιό της, με λιγότερο ή περισσότερο βίαιο τρόπο. Μ’ αυτή την παραγωγή, οι υποτελείς τάξεις φρόντιζαν για τη διατροφή τους, ήταν υπεύθυνες της δικής τους αναπαραγωγής, στον βαθμό που συνέχιζαν να παράγουν προς όφελος των πλουσίων. Το πλεονάζον προϊόν αποκτιόταν μέσα από επιπρόσθετη εργασία, από άμεση κλοπή ενός μέρους της παραγωγής, από ένα συγκεκριμένο είδος παραγωγής που προοριζόταν αποκλειστικά για εμπόριο κοκ. Εναπόκειτο, τότε, στην άρχουσα τάξη να αποσπάσει από το σύστημα αναγκών ένα λιγότερο ή περισσότερο σημαντικό κλάσμα των αγαθών για δική της χρήση ή αποθησαύριση.

Παρ’ όλα αυτά, το ίδιο το σύστημα αναγκών διατηρούσε μια σχετική ανεξαρτησία από την παραγωγή πλούτου. Για αιώνες είχε διατηρηθεί ένα αγροτοκτηνοτροφικό παραγωγικό σύστημα που, παρά τις πολλές παραλλαγές και εξελίξεις, παρέμεινε ουσιαστικά το ίδιο μέχρι τη βιομηχανική επανάσταση. Αυτό το σύστημα παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένο από τα φυσικά στοιχεία, στη βάση πρωτίστως μιας σύνθεσης μέσω των εργαλείων, της διαχείρισης της γης, του ελέγχου της επιλογής των ζώων κλπ. Αυτό το σύστημα ήταν η βάση για την επιβίωση σχεδόν ολόκληρης της ανθρωπότητας. Είναι αυτή η εμφάνιση καθολικότητας που τείνει να δίνει την εντύπωση “φυσικών” σχέσεων εντός των συστημάτων που προηγούνται του καπιταλισμού και αποτελεί αντικείμενο διαφόρων αντιδραστικών ονειροπολήσεων, των οποίων η ιδεολογία των “κοινών” είναι μια από τις πιο πρόσφατες εκφράσεις. Ο ίδιος ο Μαρξ μιλά για μια “φυσική βάση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας” που θα βασιζόταν στα φυσικά προϊόντα (το άγριο ζώο θα αποκαλούσε φυσικά το κυνήγι τρόπο οργάνωσης, το φύτεμα, το μάζεμα των καρπών κλπ.) κάτι που δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε. Σε σχέση μ’ αυτό, και εξαιτίας της καθολικότητας σήμερα του βιομηχανικού παραγωγικού συστήματος ο νεο-σοσιαλιστής προοδευτικός ονειρεύεται, συμμετρικά, έναν “πολυτελή κομμουνισμό”, μια έκφραση που στοχεύει να περάσει ως εκλέπτυνση της διαλεκτικής σκέψης ένα οξύμωρο “πιάτο”.

Ούτε η αφθονία ούτε η ανάγκη είναι φυσικά στοιχεία, παράγονται και καθορίζονται πάντα κοινωνικά: κάθε κοινωνία εδραιώνει κοινωνικά τι είναι ο πλούτος και η φτώχεια και, ομοίως – παίρνοντας ως δεδομένο ένα επίπεδο απλής επιβίωσης, κάτω από το οποίο δεν υπάρχει καν κοινωνία – ποιες είναι οι ανάγκες. Είναι απαραίτητο να επιμείνουμε σ’ αυτή την ιδέα: ακόμα και οι πιο πρωτόγονες κοινωνικές μορφές παραμένουν, πάνω απ’ όλα, κοινωνικές. Δεν υπάρχει καμμιά στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας που να βρίσκεται σε μια κατάσταση υποτιθέμενης “φύσης” ούτε σε μια άμεση σχέση μ’ αυτήν. Οι πρακτικές σχέσεις του ανθρώπου με το περιβάλλον του διαμεσολαβούνται πάντα από την τεχνική και τη γλώσσα, οι οποίες υπάρχουν μόνο μέσα σε ένα σύνολο καθορισμένων κοινωνικών σχέσεων. Μπορούμε να μιλήσουμε με ζώα και να επικοινωνήσουμε μαζί τους, το κάνουμε πάντα όμως σε μια γλώσσα και ένα σύστημα ανθρώπινων αναπαραστάσεων, δηλαδή κοινωνικών. Η διαμεσολάβηση δεν είναι απαραίτητα ένα αξεπέραστο εμπόδιο, μπορεί να είναι και μια γέφυρα ανάμεσα σε στοιχεία που δίνονται ως διαχωρισμένα. Είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που έχουν υπάρξει διαφορετικοί τύποι σχέσεων με το φυσικό περιβάλλον, που αναπαράγουν τις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις: κοινωνίες που βασίζονται στην ιδιοποίηση και την εκμετάλλευση των ανθρώπων κάνουν το ίδιο με το έδαφος και με τα ζώα. Η απαλλοτρίωση της φύσης δεν είναι ποτέ “φυσική”. Ο τρόπος με τον οποίο τίθεται σήμερα το ζήτημα της “απελευθέρωσης των ζώων” υπάρχει ως τέτοιο επίσης εξαιτίας συγκεκριμένων προϋποθέσεων υπεράσπισης της ισότητας που προσιδιάζουν στην καπιταλιστική κοινωνία και βασίζεται στην υπόθεση ότι τα ζώα έχουν κι αυτά “δικαιώματα”, με άλλα λόγια θα έπρεπε να είναι αστικά υποκείμενα όπως όλοι.

Η απεικόνιση της πρωτόγονης ανθρωπότητας ως πεινασμένης και τρομοκρατημένης από τα στοιχεία της φύσης, που εργάζεται διαρκώς για να απελευθερωθεί από το φυσικό περιβάλλον, από τον έλεγχο της φωτιάς μέχρι την απόκτηση της ατμομηχανής, είναι μια καθαρή αστική φαντασία, σε μεγάλο βαθμό αποικιοκρατικής προέλευσης, που πέρασε και στον μαρξισμό, και την οποία πρέπει να αφήσουμε πίσω, όπως και όλους τους μύθους του προοδευτισμού. Ένα τέτοιο κράτος δεν υπήρξε ποτέ, πρώτον επειδή είναι δύσκολο να πεινάσει κανείς σε έναν κόσμο στον οποίο δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία όπως και για τον απλό λόγο ότι κάθε ανθρώπινη κοινωνία είναι εξ ορισμού βιώσιμη. Ακόμα και τα πιο εχθρικά περιβάλλοντα, όπως οι πόλοι, έχουν επιτρέψει την ανάπτυξη ολόκληρων πολιτισμών, που δεν είναι λιγότερο πυκνοί κοινωνικά από τους άλλους. Επιπλέον, η απλή χρονολογία της εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών έρχεται σε αντίθεση με την ιδέα μιας διαρκούς αναζήτησης για πρόοδο: το 90% της ιστορίας της ανθρωπότητας απλώνεται στην Παλαιολιθική περίοδο. Η σταδιακή μόνιμη εγκατάσταση νομαδικών πληθυσμών, η κτηνοτροφία, η αστικοποίηση μπορούν να θεωρηθούν “ατυχήματα” – “ατυχήματα”, όμως, που δημιουργούν δυναμικές.

Αυτό που είναι “δεδομένο”, η “αρχή” του ανθρώπου, δεν είναι φύση αλλά μια καθορισμένη κοινωνική κατάσταση, η οποία είναι από την “αρχή” εγγενώς κοινωνική: δεν υπάρχει λευκή σελίδα στην αυγή της ανθρωπότητας.

Ο πολέμαρχος που λεηλατεί τα χωριά, ο φεουδάρχης που μαζεύει φόρους και απαιτεί αγγαρείες, ο pater familias της Ρωμαϊκής βίλας, όλοι αποσπούσαν από το κοινωνικό προϊόν και ιδιοποιούνταν εργατική δύναμη αλλά το έκαναν σαν να ιδιοποιούνται ένα εξωτερικό αντικείμενο. Κάθε ένας από αυτούς τους τρόπους κυριαρχίας μετασχημάτισε με τον δικό του τρόπο τις υπάρχουσες κοινωνικές πρακτικές που ιδιοποιούνταν, για να αποτελέσει αυτό που ο Μαρξ ονόμασε “τρόπο παραγωγής”. Όμως, ο καπιταλισμός μπορεί να θεωρηθεί κατά κάποιο τρόπο ως ο μόνος πραγματικός τρόπος παραγωγής.

Καθ’ όλη τη διάρκεια των ιστορικών εκδοχών της, η συντήρηση της εργατικής δύναμης κάτω από μια λιγότερο ή περισσότερο άμεση κυριαρχία, διατήρησε την αρχή του διαχωρισμού του πλούτου στην ίδια την καρδιά των τρόπων ιδιοποίησης της πλεονάζουσας εργασίας και του προϊόντος της. Όλες οι ταξικές κοινωνίες, μέχρι τον καπιταλισμό, βασίζονταν στην ιδιοποίηση ενός πλεονάζοντος προϊόντος ή πλεονάζουσας εργατικής δύναμης αλλά αυτή η ιδοποίηση γινόταν σε μια ξεχωριστή εργασιακή διαδικασία, έστω κι αν μπορούσε να καταλαμβάνει ολόκληρη τη ζωή του εργάτη, όπως στην περίπτωση της σκλαβιάς. Με τον καπιταλισμό η βίαιη απόσπαση της πλεονάζουσας εργασίας γίνεται στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, χωρίς να είναι δυνατόν να διαχωριστεί ως τέτοια. Το σύστημα αναγκών και η παραγωγή υπεραξίας τείνουν να συγχέονται, με το πρώτο να επανακαθορίζεται εντελώς από την δεύτερη.

Στον κόσμο του κεφαλαίου, η παραγωγή υπεραξίας τείνει να γίνει το αποκλειστικό αντικείμενο ολόκληρης της κοινωνικής δραστηριότητας και το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων τείνουν να επαναδιαμορφωθούν ως σχέσεις παραγωγής, για να καθορίσουν συγκεκριμένες θέσεις στην καπιταλιστική κοινωνία. Από κει κι ύστερα, είναι μία και μοναδική τάξη που κυριαρχεί στην παραγωγική διαδικασία και την κυκλοφορία των αγαθών, που παράγει την ιδεολογία και ορίζει τους πολιτικούς κανόνες. Οι παλιές αντιθέσεις ανάμεσα στην τάξη των ευγενών, του κλήρου, των εμπόρων και των συντεχνιών έχουν εξαφανιστεί: όλες οι εντάσεις ανάμεσα στα τμήματα της τάξης των καπιταλιστών ενοποιούνται κάτω από την μία και μοναδική απαίτηση της συσσώρευσης και της άπειρης παραγωγής αξίας. Αυτό δεν εκμηδενίζει τις συγκρούσεις στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης, αλλά περιορίζει την εμβέλειά τους στη διατήρηση του γενικού συστήματος παραγωγής αξίας.

Εδώ δεν πρόκειται πλέον για την κατοχή ενός προϊόντος αλλά για το να καταστεί οποιοδήποτε προϊόν φορέας της πραγμάτωσης επιπρόσθετης αξίας που θα επαναεπενδυθεί για την παραγωγή περισσότερης αξίας. Το σύστημα αναγκών για την παραγωγή αξιών-χρήσης, προορισμένων για κατανάλωση και την αναπαραγωγή του κοινωνικού συνόλου, έχει γίνει μια αποκλειστική παραγωγή εμπορευμάτων, απλών φορέων αξιών που περιμένουν να πραγματωθούν. Συνεπώς, το ζήτημα της χρησιμότητας των παραγόμενων αγαθών, όπως και αυτό της επιβλάβειάς τους ή του τρόπου παραγωγής τους, υπάγεται στην παραγωγή αξίας και γίνεται δευτερεύον (τα προϊόντα πρέπει να αγοραστούν) ή απουσιάζει (μερικές μορφές κατανάλωσης είναι απόλυτα επιβεβλημένες, όπως στην περίπτωση της κατανάλωσης ενέργειας, είτε “καθαρής” είτε όχι).

Αν και από ένα αφηρημένο σημείο κανείς δεν χρειάζεται όλα αυτά τα προϊόντα για να ζήσει, στην πραγματικότητα οι προλετάριοι χρειάζονται έναν μισθό, και συνεπώς αναγκάζονται να παράγουν αυτά τα προϊόντα – και να καταναλώνουν αυτά που έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν. Συνεπώς το προλεταριάτο είναι το πρώτο που δηλητηριάζει τον εαυτό του με υποκατάστατα και λαθραία προϊόντα και που απορροφά τα περισσότερα από τα δυσλειτουργικά αντικείμενα της βιομηχανικής παραγωγής. Αν η κατανάλωση των προλετάριων εξασφαλίζεται μέσα από τη μαζική παραγωγή, αυτό συμβαίνει γιατί πρώτον έχουν αποστερηθεί κάθε παραγωγική αυτονομία και, δεύτερον, αυτή η κατανάλωση φτηνών προϊόντων μειώνει την αξία της εργατικής τους δύναμης12. Αν η κατανάλωση των προλετάριων είναι η πιο ρυπογόνα, αυτό είναι εξαιτίας της άμεσης σύνδεσής της με την παραγωγή αξίας: την εκμετάλλευση. Η αρχή του πλούτου – η βίαιη απόσπαση της ανθρώπινης εργασίας – έχει αναδυθεί από τον διαχωρισμό ανάμεσα στην τρέχουσα παραγωγή αξιών χρήσης, που προορίζονται για την αναπαραγωγή της εκμεταλλευόμενης τάξης, και την ιδιοποίηση ενός πλεονάζοντος προϊόντος από την άρχουσα τάξη. Όλα συμβαίνουν σαν το προλεταριάτο να παράγει υπεραξία για τη δική του αναπαραγωγή, ώστε ο χαρακτήρας της υπερεργασίας να εξαφανίζεται στην διάρκεια αυτής της διαδικασίας και είναι μ’ αυτόν τον τρόπο που το προλεταριάτο αναπαράγει το σύστημα της υποταγής του.

Η ιδιοποίηση είναι εδώ στο υψηλότερο σημείο της, με τη διπλή έννοια της “κατάσχεσης” [seize] και της “απαλλαγής”13. “Απελευθερώνοντας” την εργατική δύναμη, ώστε να την ιδιοποιείται καλλίτερα, κάνοντας την εργατική δύναμη ένα εμπόρευμα, το οποίο κατέχει ο εργάτης χωρίς αλλά δεν έχει άλλη επιλογή από το να το πουλήσει στην τιμή που ορίζει ο αγοραστής, η αστική τάξη έκανε κάτι καλλίτερο από την ιδιοποίηση της εργατικής δύναμης ή των προϊόντων της σε σχέση με τα άλλα συστήματα κυριαρχίας: την περιέκλεισε στον ίδιο τον πυρήνα του δικού της συστήματος πλούτου. Αυτή η άρχουσα τάξη ξεφορτώθηκε την πασιφανή αρπακτική και παρασιτική φύση όλων των άλλων αρχουσών τάξεων πριν από αυτήν: είναι η ίδια η κυριαρχία που μοιάζει να παράγει τον πλούτο, σε τέτοιο βαθμό που να εξαφανίζεται ως ταξική κυριαρχία με την φετιχοποίησή της υπό τον όρο “οικονομία”, για να γίνει στο τέλος μια πολιτική οικονομία καθώς γίνεται κοινωνία. Από κι ύστερα, η εξουσία της άρχουσας τάξης δεν εμφανίζεται πλέον σαν μια εξωτερική δύναμη που βαραίνει πάνω στην κοινωνία και ακόμα και η αμφισβήτησή της γίνεται με τους ίδιους τους όρους πραγμάτωσης της παραγωγής αξίας: εργασία, μισθός, ανταλλαγή, ιδιοκτησία. Και όταν καταγγέλλονται ο παρασιτισμός ή το πλιάτσικο, πρόκειται πάντα για πράξεις μεμονωμένων ατόμων που σφετερίζονται καταχρηστικά έναν πλούτο ο οποίος θεωρείται ότι παράγεται αυθόρμητα από το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και θα έπρεπε να επιστρέψει στην κοινωνία ως σύνολο. Είναι η κοινωνία στο σύνολό της που φετιχοποιεί τον εαυτό της ως παραγωγό του πλούτου, όλες οι σχέσεις μεταξύ ατόμων είναι αδιαμφισβήτητα οικονομικές σχέσεις και η εκμετάλλευση θα ήταν πιο όμορφη αν δεν υπήρχαν οι (πολύ) πλούσιοι14.

Η δυναμική της απεριόριστης συσσώρευσης, που είναι λανθάνουσα σε κάθε παραγωγή πλούτου (και η οποία υποβαλλόταν πάντοτε σε κριτική, ύβρις του πλούτου στην αρχαιότητα, καταδίκη της ενασχόλησης με το χρήμα για τον χριστιανικό και τον μουσουλμανικό κόσμο) έχει τώρα καταλάβει το σύνολο της παραγωγής, τα πιο συνηθισμένα προϊόντα αποκτιούνται από την ίδια φρενίτιδα όπως οι θησαυροί του Κροίσου και του Μίδα της ιστορίας. Αυτή η δυναμική, παρούσα από τις αρχές της αγοράς στον καπιταλισμό, έχει συνεχίσει να επιβεβαιώνεται με την επέκταση αυτού του ηγεμονικού πλέον τρόπου παραγωγής, με την αξία να γίνει αυτόνομη και αδιαχώριστη από την παραγωγική διαδικασία και την κοινωνία, αλλά συμμορφωνόμενη στις δικές της απαιτήσεις, αυτές της ατέλειωτης αύξησης. Όπως ο Μίδας, που μετασχηματίζει ό,τι ακουμπά σε χρυσάφι και πεθαίνει από την πείνα μέσα στον πλούτο, το κεφάλαιο μετασχηματίζει ό,τι ακουμπά σε εμπόρευμα και τώρα πεθαίνει.

Αυτή η δυναμική συσσώρευσης έχει εκδηλωθεί συγκεκριμένα με αυτό που αποκαλείται “παραγωγισμός”, ένα συνδυαστικό αποτέλεσμα ανταγωνισμού και χαμηλών ποσοστών κέρδους. Ενώ ο καπιταλισμός στην πρώιμη μορφή της αγοράς μεγιστοποιούσε τα κέρδη του κερδοσκοπώντας και παίζοντας με τις τιμές στις αγορές, ο καπιταλισμός στη βιομηχανική του φάση αντλεί ένα άμεσο κέρδος από την παραγώμενη υπεραξία, το οποίο στη συνέχεια θα πραγματωθεί στην αγορά. Όσο μεγαλύτερη η συσσώρευση του κεφαλαίου τόσο περισσότερο πρέπει να αυξηθεί το σταθερό κεφάλαιο και να μειωθεί το μερίδιο της ζωντανής εργασίας15. Η συσσώρευση του κεφαλαίου εμφανίζεται λοιπόν όχι μόνο ως “μια τεράστια συσσώρευση αγαθών” αλλά και ως μια γιγαντιαία παραγωγική κατανάλωση πρώτων υλών, ενέργειας κλπ. και, συνεπώς, ως μια τεράστια συσσώρευση σκουπιδιών, ρύπανσης κοκ.

Το ιστορικό αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής αντανακλάται στην αδιάλλειπτη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, στην συνεχή τεχνολογική καινοτομία, στην παγκόσμια επέκταση του εμπορίου και των επικοινωνιών, στην κυκλοφορία των προϊόντων και των ανθρώπων, στην χωρίς προηγούμενο αύξηση του πληθυσμού και τη μαζική ροή του εργατικού δυναμικού προς τα αστικά παραγωγικά κέντρα, μια δυναμική που η καπιταλιστική τάξη ονομάζει πρόοδο και η οποία σήμερα μοιάζει να αγγίζει τα υλικά όρια της επέκτασής της. Ο πλανήτης δεν μοιάζει πια αρκετά εύφορος για να τροφοδοτήσει τη δυναμική για πλούτο του καπιταλισμού, η ενεργειακή δαπάνη που απαιτείται για την παραγωγή και την κυκλοφορία έχει μεταβάλει το ίδιο το κλίμα, η βιομηχανική γεωργία καταστρέφει τις ίδιες της συνθήκες της αναπαραγωγής της, τοξικά και ραδιενεργά απόβλητα συσσωρεύονται και απλώνονται χωρίς να ξέρουμε τι να τα κάνουμε, οι μολυσμένες πόλεις σκοτώνουν αργά τους ίδιους τους κατοίκους τους. Η πιθανότητα μιας χωρίς προηγούμενο πλανητικής καταστροφής δεν είναι πια εντελώς του τύπου ενός αποκαλυπτικού παραληρήματος: χωρίς να δίνουμε βάση στις θεωρίες καταστροφολογίας, μπορούμε τώρα να υποθέσουμε απολύτως την ιδέα ότι οι συγκεκριμένες συνθήκες εξαφάνισης, λιγότερο ή περισσότερο μακροπρόθεσμα, της ανθρωπότητας, μέσω ενός ποιοτικού και μη-αναστρέψιμου μετασχηματισμού του ανθρώπινου περιβάλλοντος είναι διανοητές. Φυσικά γεγονότα, όπως σεισμοί ή τυφώνες, δεν είναι πλέον απλά “φυσικές καταστροφές” αλλά πυροδοτούν εκρηκτικές αλυσιδωτές αντιδράσεις. Αυτό συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, εγκαθιστούμε στο περιβάλλον μας πυρηνικά εργοστάσια.

Παρ’ όλα αυτά, είναι λάθος να θεωρήσουμε ότι αυτή η κατάσταση, που μοιάζει τελικά να θέτει υπό αμφισβήτηση τις δυνατότητες επιβίωσης ολόκληρης της ανθρωπότητας, είναι πραγματικά ένα ζωτικό διακύβευμα για το κεφάλαιο. Από την μια πλευρά, τα τεράστια συμφέροντα που διακυβεύονται στη βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων και περιλαμβάνουν όχι μόνο εταιρείες αλλά και κράτη και έχουν γεωστρατηγικές συνέπειες για ολόκληρες περιοχές του πλανήτη, αντιπροσωπεύουν τα ίδια όχι μόνο μια τροχοπέδη για ριζικές αλλαγές αλλά εγγυώνται, επίσης, ότι οι αναγκαίες αλλαγές θα πάνε στη σωστή κατεύθυνση, αυτή του κεφαλαίου. Και από την άλλη, είναι πιθανόν αυτή η ίδια η καταστροφή, στις διάφορες πτυχές της, να θεωρηθεί ως μια ευκαιρία για παραγωγή νέας αξίας για τους καπιταλιστές.

Πρόκειται για το ότι η ίδια η “φύση”, που προσφέρει τους πόρους της δωρεάν σε όσους θέλουν να τους αποσπάσουν, είναι ένας εχθρός της λογικής της παραγωγής αξίας που έχει το κεφάλαιο. Το κεφάλαιο μπορούσε να βασίζεται στις φυσικές διαδικασίες αποσπώντας μια συγκεκριμένη απόδοση που αποτελούσε και εγγύηση για μια επόμενη· αλλά η αξία προέρχεται πάντα από τον μετασχηματισμό των πρώτων υλών, είναι μόνο με την προσθήκη της εργατικής δύναμης που παράγεται η αξία. Η εργατική δύναμη, όμως, δεν είναι τίποτα αν δεν ταιριάζει σε ένα σύστημα αγοραπωλησίας. Αυτό που απλά προσφέρεται δεν έχει καμμιά αξία και όταν ένας καπιταλιστής αναλαμβάνει να εκμεταλλευτεί έναν φυσικό πόρο, δεν συναντά στον δρόμο του έναν σαμάνο που κάνει τις τελετουργικές εκκλήσεις στον Pachamama αλλά τον γαιοκτήμονα που θα παρουσιαστεί ο ίδιος ως μέρος της υπεραξίας που παράγεται με την μορφή μιας ετήσιας γαιοπροσόδου. Συνεπώς, η διάβρωση του εδάφους είναι σίγουρα άσχημα νέα για τις μάζες των ανθρώπων που ζούσαν από τη γεωργία για αιώνες αλλά, από τη σκοπιά του κεφαλαίου, η δυνατότητα μιας εντελώς βιομηχανοποιημένης γεωργίας είναι μια πολλά υποσχόμενη, εφικτή προοπτική που απλά επιβεβαιώνει μια γενική τάση της καπιταλιστικής παραγωγής. Έτσι, κάθε στάδιο μιας διαδικασίας καλλιέργειας, που έχει δοθεί από το παρελθόν, προσθέτει αξία στο τελικό προϊόν: αυτό που οι μέλισσες έκαναν πριν δωρεάν, αντικαθίσταται ως πλεονέκτημα από μια νέα τεχνική διαδικασία. Η καταστροφή που έχει επιφέρει η πρόοδος είναι η ίδιας ένας παράγοντας προόδου.

Σίγουρα, σ’ αυτή τη διαδικασία πολλοί καπιταλιστές ίσως καταστραφούν και δυνητικές καταστάσεις κρίσης πιθανόν να μην είναι πολύ ευάγωγες για τις επιχειρήσεις ή την κοινωνική ειρήνη, για να πούμε το λιγότερο. Αλλά οι πιο ισχυροί καπιταλιστές, που είναι αυτοί ακριβώς που οι αποφάσεις τους μετράνε, μπορούν εύλογα – και κυνικά – να ελπίζουν ότι θα παίξουν τον ρόλο τους. Και όσον αφορά το επιχείρημα ότι μα “και οι καπιταλιστές έχουν παιδιά”, θα πούμε απλά ότι για όσο είναι δυνατή η ζωή στη Γη, η τάξη των καπιταλιστών θα προσπαθήσει να την κάνει πιο ευχάριστη και ασφαλή μάλλον για την ίδια και όχι για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.

Αν η διατάραξη του κλίματος, και οι άλλες καταστροφές σε εξέλιξη, θέτουν μια καινούρια κατάσταση για τον κόσμο των καπιταλιστών, δεν θα πρέπει να περιμένουμε ότι θα την αντιμετωπίσουν οι ίδιοι: η καταστροφή είναι ένα οικείο στοιχείο για το κεφάλαιο, και τις περισσότερες φορές είναι οι προλετάριοι που πληρώνουν το τίμημα. Η παλιά σοφία του Bordiga και του λαού έλεγε πάντα για τον πόλεμο: να γκρεμίσεις για να ξαναχτίσεις σημαίνει πάντα δουλειά. “Το κεφάλαιο δεν είναι πια προσαρμοσμένο στην κοινωνική λειτουργία του περάσματος της εργασίας της μιας γενιάς στις άλλες και στη χρήση των παλιότερων γενιών γι’ αυτό τον σκοπό. Δεν θέλει δημοπρατήσεις και συντήρηση αλλά γιγαντιαία κατασκευαστικά έργα: γι’ αυτό, οι φυσικοί κατακλυσμοί δεν είναι αρκετοί, το κεφάλαιο δημιουργεί, με μιαν αναπόφευκτη αναγκαιότητα, ανθρώπινους κατακλυσμούς και κάνει την μεταπολεμική ανοικοδόμηση ‘την υπόθεση του αιώνα’” (Bordiga, Human species and Earth’s crust, “Το ανθρώπινο είδος και ο φλοιός της Γης”).

Πρόκειται για μια “αναπόφευκτη αναγκαιότητα” επιμένει ο Bordiga: το αναπόφευκτο της καπιταλιστικής “προόδου” φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την ίδια την καταστροφή, απέναντι στην οποία “εμείς” μοιάζει να μην μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Η τεχνολογία και η αξία, πιασμένες χέρι-χέρι, φαίνονται να επιβεβαιώνουν την αυτόνομη δύναμή τους και να αναπτύσσονται πέρα από τον έλεγχο των κοινωνικών πρωταγωνιστών, σύμφωνα με μια δική τους εσωτερική λογική16. Αλλά καμμιά από τις τεχνολογίες που παράγονται από το κεφάλαιο δεν είναι αποτέλεσμα μιας τέτοιας αφηρημένης δυναμικής: αυτό που αποκαλείται “πρόοδος” είναι το προϊόν της ταξικής πάληςκαι συχνά των αγώνων που έχουν ηττηθεί. Η απορρόφηση και αποβολή ζωντανής εργασίας στην παραγωγική διαδικασία, η τοποθέτηση των εργατών σε αποσπασματικά καθήκοντα που δεν επιτρέπουν καμμιά απόφαση στην όλη διαδικασία (που τώρα συναντάμε από το εργοστάσιο μέχρι το γραφείο μέσω του αλγορίθμου που κατανέμει τις διαδρομές στους διανομείς17), η κυριαρχία του κεφαλαίου επί της άμεσης διαδικασίας της παραγωγής, η διάλυση των συνδικάτων, η εξαφάνιση διαφόρων επαγγελμάτων και η απειλητική μονοπώλησή τους – όλα αυτά ήταν το πρώτο “ελατήριο” της τεχνολογικής προόδου. Η πρόοδος είναι ένας ταξικός πόλεμος.

Κάθε “τεχνολογικό” προχώρημα, είτε με όρους παραγωγικών εργαλείων είτε της οργάνωσης της εργασίας, επιτυγχάνεται μέσα από τους ταξικούς αγώνες, στη διάρκεια των οποίων η μπουρζουαζία επιδιώκει συγκεκριμένες στοχεύσεις απέναντι στο προλεταριάτο: να πετύχει τη μέγιστη παραγωγικότητα της εργασίας, να περιορίσει τον χρόνο για τη μεταφορά των προϊόντων, πετυχαίνοντας παράλληλα τη μέγιστη αξία κλπ., όλα αυτά με τη μεγαλύτερη δυνατή πειθαρχία και την εξάλειψη οποιασδήποτε δυνατότητας ενεργού ή παθητικού φρεναρίσματος από την πλευρά των προλετάριων. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο της ανόδου της εργατικής τάξης, οι νικηφόροι αγώνες θα μπορούσαν να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα: η μείωση της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας ωθεί στην αύξηση της παραγωγικότητας, η εκπροσώπηση των εργαζομένων συμμετέχει στον εξορθολογισμό της εργασιακής διαδικασίας και προωθεί την πειθαρχία των εργατικών συνδικάτων, ο καθορισμός ελάχιστου μισθού τείνει να ρευστοποιεί τις επενδύσεις συμβάλλοντας στην εξίσωση των ποσοστών κέρδους κλπ. Κάθε μεμονωμένη “πρόοδος” τείνει να επεκταθεί σ’ ολόκληρο το σύστημα, και υπόκειται στη λογοκρισία του όρου της κερδοφορίας, μέσω του ανταγωνισμού. Αυτές οι στιγμές πάλης στιγματίζονται από περιοδικά ξεσπάσματα κρίσεων που αμφισβητούν τους τρόπους της απόσπασης υπεραξίας, ορίζοντας κύκλους αγώνων. Είναι επειδή η αντίφαση – η πτώση του ποσοστού κέρδους – είναι μόνιμη που η πρόοδος είναι ασταμάτητη. Κανένα αόρατο χέρι της προόδου, καμμιά πραγμάτωση οποιουδήποτε πνεύματος της ιστορίας επί τω έργω: η δυναμική του κεφαλαίου είναι η ταξική πάλη.

Πνιγόμαστε σήμερα κάτω από τη μάζα του παραγόμενου “πλούτου”, ενσαρκωμένου είτε στη μορφή του κεφαλαίου είτε των αγαθών. Κι όμως, ποτέ δεν ήταν η πραγματική μιζέρια – δηλαδή, η κοινωνικά παραγόμενη ανικανότητα να εξασφαλίσει κανείς άμεσα την συντήρησή του – τόσο μεγάλη. Ο επανα-ορισμός του γενικού συστήματος αναγκών από την παραγωγή αξίας, που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό, συνεπάγεται κάτι ιδιαίτερο: τίποτα απ’ ό,τι παράγεται δεν είναι περισσότερο “πλούτος” απ’ ό,τι για τους πλούσιους. Η αφθονία φτηνών εμπορευμάτων, που έχει μειώσει το κόστος της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, δηλητηριάζει επίσης σίγουρα τους εργάτες, των οποίων η εργασία δηλητηριάζει τους ίδιους και τον υπόλοιπο κόσμο, όπως ακριβώς η αυξανόμενη παραγωγικότητα τους αποστερεί τελικά την απασχόλησή τους18 και αυτά τα ίδια τα προϊόντα που παράγουν. Αυτό το φαινομενικά χωρίς τέλος σύστημα συσσώρευσης φέρει την ίδια του την αντίφαση, που είναι η ύπαρξη του προλεταριάτου, το οποίο αναπαράγοντας τις συνθήκες παραγωγής αξίας παράγει την αέναη αμφισβήτηση της ίδιας της ύπαρξής του ως τάξης. Το ζήτημα λοιπόν του ξεπεράσματος του καπιταλισμού δεν προέρχεται ούτε από την εξάντληση των φυσικών πόρων ούτε από την “κατάρρευση” της παραγωγής, που είναι το απαραίτητο “φόντο”, αλλά, σ’ αυτό το πλαίσιο, πρόκειται πραγματικά για το ίδιο το ζήτημα της επανάστασης, που εξακολουθεί να τίθεται.

“Δεν είναι σίγουρο ότι ο κομμουνισμός θα τα καταφέρει καλλίτερα”

Η κατάργηση των τάξεων είναι επίσης και κατάργηση του πλούτου, ο οποίος εκφράζεται τόσο από τη δύναμη της γοητείας που ασκούν επάνω μας τα υλικά αντικείμενα όσο και από τη συγκεκριμένη δύναμή τους, η οποία δεν είναι παρά η υλική δύναμη μιας τάξης. Στην παρούσα φάση της ταξικής πάλης, η επαναστατική κατάληψη των μέσων παραγωγής δεν μπορεί πλέον να γίνει ως κοινωνικοποίηση αυτών των μέσων, αλλά είναι μέρος μιας διαδικασίας κομμουνιστικοποίησης η οποία εμπλέκει όλες τις πτυχές της κοινωνικές ζωής, για να τις αλλάξει. Αυτή η κατάληψη δεν είναι προϊόν ενός προλεταριάτου που θα διατηρούσε τη θέση του σε μια αμετάβλητη παραγωγική διαδικασία, αλλά αυτό μιας τάξης στη διαδικασία της αυτοκατάργησής της καθώς κατανικά όλες τις τάξεις. Στη διάρκεια αυτής της επαναστατικής διαδικασίας αν δεν υπάρχει πλέον πλούτος να διανεμηθεί αυτό συμβαίνει γιατί, πρώτον, καθένας μπορεί να τον αδράξει και, δεύτερον, γιατί κανείς δεν έχει την εξουσία να τον διανείμει, αποφασίζοντας τι πρέπει να επιστραφεί στον καθένα.

Η καπιταλιστική υλική παραγωγή είναι κανονικά μη-αφομοιώσιμη ως τέτοια, τόσο ως συνολική διαδικασία όσο και σε σχέση με το αποτέλεσμά της. Κάθε πτυχή της παραγωγής προϋποθέτει καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, τον δικό τους καταμερισμό εργασίας: δεν υπάρχει κοινωνική ουδετερότητα της τεχνολογίας, και αυτό έχει υλικά αποτελέσματα. Αλυσίδες εφοδιασμού που εμπλέκουν την ανταλλαγή, τη δυσαναλογία μηχανών, που απαιτούν μια συνεχή παροχή ενέργειας, συντήρηση και επισκευή που περιλαμβάνει τη σύνδεση με τον αντίστοιχα παραγωγικό τομέα, η χωρική κατανομή στους εργασιακούς χώρους σε σταθμούς εργασίας που απαγορεύουν την επικοινωνία και την μετακίνηση, ο έμφυλος καταμερισμός στην εργασία, όλα αυτά θα είναι αδύνατον να διατηρηθούν στη διάρκεια της επαναστατικής κρίσης χωρίς να αποκατασταθούν οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Με άλλα λόγια, επανάσταση θα είναι εναντίον του ίδιου του μηχανισμού της καπιταλιστικής παραγωγής, η οποία προϋποθέτει το προλεταριάτο ως τέτοιο19.

Ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής δεν μπορεί πια να συλληφθεί από το προλεταριάτο ως αυτό που καθιστά δυνατή την απελευθέρωσή του αλλά εμφανίζεται άμεσα ως αυτό που το καταπιέζει: ως κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις20. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναγκαιότητα της πλεονάζουσας εργασίας και της υπεραξίας. Το αν αυτή η υπεραξία απορροφάται από μια τάξη ή από την “κοινότητα”, που συλλαμβάνεται ως μια εξωτερική οντότητα “υπεράνω” των άμεσων σχέσεων μεταξύ των ατόμων, δεν αλλάζει πολλά. Εν κατακλείδι, είναι στην επαναστατική στιγμή που πρέπει να καταργήσουμε την ανταλλαγή μέσα από την πρακτική του χαρίσματος, να κάνουμε την παραγωγή ένα στοιχείο υπαγόμενο στην επαναστατική πάλη, να ανοίξουμε τους χώρους παραγωγής για να καταργήσουμε τον διαχωρισμό μεταξύ των εργατών και των μη-εργατών κοκ.

Η επαναστατική πρακτική είναι άμεσα η δημιουργία νέων σχέσεων ανάμεσα στα άτομα, σχέσεις που το περιεχόμενό τους ποικίλει τόσο όσο και οι καταστάσεις στις οποίες αυτά εμπλέκονται. Αυτές οι σχέσεις αλλάζουν τον τρόπο παραγωγής όπως και αυτό που παράγεται: η παραγωγή και η κατανάλωση δεν συνδέονται πλέον μόνο με την άμεση δραστηριότητα των ατόμων που αγωνίζονται, δεν είναι κάτι περισσότερο από παράγοντες αυτοπροσδιορισμού των υποκειμένων, με άλλα λόγια [η παραγωγή και η κατανάλωση] καταργούνται ως οικονομικές κατηγορίες. Είναι αυτή η αφθονία, η αφθονία των σχέσεων μεταξύ των ατόμων, που προσιδιάζει στον κομμουνισμό, και όχι η ποσοτική αφθονία των παραγόμενων προϊόντων.

Όσον αφορά την “πολυτέλεια”, είναι προφανώς εξ ορισμού ασύμβατη με τον κομμουνισμό. Στο μέσο των μείζονων αναστατώσεων που θα φέρει η επαναστατική κρίση, και άσχετα από το αν κανείς έχει μια προτίμηση στον ασκητισμό, μάλλον, παρά στην κραιπάλη, είναι εξαιρετικά πιθανό ότι θα πρέπει να τα βγάλει πέρα με την σπάνη. Η έξοδος από αυτή τη σπάνη, που είναι μέρος του οπλοστασίου των εργαλείων καταστολής του Κράτους και του κεφαλαίου, θα είναι από μόνη της μια επαναστατική πρόκληση. Από την άλλη, μπορεί κανείς να σκεφτεί θετικά την πολυτιμότητα που αποκτούν τα υλικά αγαθά: είναι πολύτιμα επειδή είναι σπάνια. Αυτό δεν αποκλείει να τα ξοδεύουμε χωρίς να τα υπολογίζουμε, αρκεί να έχουμε συμφωνήσει ότι μπορεί να λείψουν και πάλι και ότι έχουμε αποκτήσει τα μέσα για να ανανεώσουμε αυτό το ξόδεμα, αν θέλετε. Κάποιος μπορεί ακόμα και να σκεφτεί τη γιορτή που μπορεί να αποτελέσει η ανεπανόρθωτη και οριστική εξαφάνιση αγαθών, η χωρίς επιστροφή κατανάλωσή τους. Και για να βάλουμε ένα τέρμα στις εικασίες, δεν απαγορεύεται ίσως να σκεφτούμε ότι μέχρι τώρα έχουμε εξαναγκαστεί να συσχετίζουμε την κοινή ευτυχία με την κατάσταση των παραγωγικών δυνάμεων, και ότι αυτό δεν έχει οδηγήσει παρά σε δεινά για όλους, στη δυστυχία της πλειοψηφίας των προλετάριων και σε μια χωρίς προηγούμενο συλλογική καταστροφή.

Όπως και να χει, εξαιτίας της ίδιας της φύσης του κινήματος αυτού, δεν χρειάζεται να αναρωτιόμαστε τι πρέπει να κάνουμε μετά την επανάσταση για τη ζημιά που προκάλεσε ο καπιταλισμός. Μια τέτοια στιγμή γενικής διαβούλευσης δεν θα υπάρξει: δεν θα υπάρξει κανένα Παγκόσμιο Συνέδριο των Σοβιέτ για να αποφασίσει κυρίαρχα τον δρόμο που θα ακολουθήσει ο πλανήτης και να τον επιβάλλει με πενταετή πλάνα και αριθμητικούς στόχους. Είναι αλήθεια ότι μέσα στην καπιταλιστική αναρχία η γραφειοκρατική φαντασίωση μοιάζει θελκτική, όμως δεν αποτελεί επιλογή.

“Τι θα κάνουμε με τα πυρηνικά εργοστάσια παραγωγής ενέργειας;”. Σήμερα δεν υπάρχει δημόσια συνάντηση στην οποία να τίθεται το επαναστατικό ζήτημα με έναν στοιχειωδώς συγκεκριμένο τρόπο και στην οποία να μην προκύπτει αυτό το ερώτημα. Το ίδιο το γεγονός ότι μοιάζει φυσικό και νόμιμο να προσπαθούμε να απαντήσουμε το ερώτημα αυτό λες κι “εμείς” (αλλά ποιοι είμαστε “εμείς”;) είμαστε επικεφαλής αυτού του κινήματος και της ομαλής λειτουργίας του, σαν να έπρεπε να δώσουμε εγγυήσεις στο προλεταριάτο πριν το ίδιο αναλάβει αποφασιστική δράση, στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου προφανές. Αυτός ακριβώς ο τρόπος να τίθενται ερωτήματα είναι τυπικός μιας ιστορικής στιγμής που ο κομμουνισμός θεωρούσε τον εαυτό του ως τον νόμιμο κληρονόμο του προηγούμενου τρόπου παραγωγής, ελέω της ιερής διαδοχής των τρόπων παραγωγής. Ο κομμουνισμός παρουσιαζόταν τότε ως η ολοκληρωμένη εκδοχή του ιστορικού κινήματος που ξεκίνησε από το κεφάλαιο: ο καπιταλισμός αλλά καλλίτερος, όπου όλα τα προβλήματα θα λύνονταν. Αλλά αν αφήσει κανείς στην άκρη κάθε τελεολογία, για να επικεντρωθεί στις εγγενείς αντιφάσεις του παρόντος και τη δυναμική που αυτές συνεπάγονται, αν κανείς τραβήξει στα όρια την έγνοια για μια μη-κανονιστική σκέψη, τότε δεν μπορεί να διατηρήσει τέτοιες αναπαραστάσεις.

Η επανάσταση δεν θα είναι η διάρρηξη από τη χρυσαλίδα του κεφαλαίου του κουκουλιού, ώστε να δώσει τη θέση της στην πολύχρωμη πεταλούδα του κομμουνισμού αλλά μια αιματηρή, χαοτική και, με πολλούς τρόπους, καταστροφική ρήξη με την παρούσα τάξη πραγμάτων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ύπαρξη των πυρηνικών ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών είναι ένα μείζον πρόβλημα, τόσο από οικολογική όσο και πολιτική σκοπιά, με όσα συνεπάγεται η κεντρικοποιημένη και κρατική διαχείριση, η εξειδικευμένη εργασία, και ο άλυτος χαρακτήρας του, ακόμα και υπό την παρούσα διαχείριση. Παρ’ όλα αυτά, από μια τεχνική άποψη21, δεν είναι βέβαιο ότι ο κομμουνισμός θα τα καταφέρει καλλίτερα. Στην πραγματικότητα, ο κομμουνισμός δεν σκοπεύει να λύσει κανένα πρόβλημα. Δεν είναι ζήτημα διόρθωσης των αδικιών του παρελθόντος ούτε εξασφάλισης των συνθηκών του μέλλοντος: το επαναστατικό κίνημα ξεδιπλώνεται εξ ολοκλήρου στο παρόν22.

Αυτό είναι ακριβώς που διακρίνει τη θεωρία της κομμουνιστικοποίησης, όπως είναι – ή θέλει να είναι – προϊόν των τωρινών συνθηκών της ταξικής πάλης, από θεωρίες που αντιστοιχούν σε συνθήκες που δεν υπάρχουν πια ή θεωρίες που θέτουν ουτοπικά τις ίδιες τις συνθήκες τους ως πλαίσιο της αφήγησής τους. Να σκεφτόμαστε τον κομμουνισμό σημαίνει να στοχαζόμαστε αυστηρά την ίδια την επαναστατική στιγμή και όχι να συλλαμβάνουμε την επαναστατική στιγμή σαν μια ιδιαίτερη στιγμή, διακριτή από την “κατασκευή των συνθηκών του κομμουνισμού”23, ή να κάνουμε την εξέγερση ένα πρόβλημα που λύνεται άμεσα από ένα υποκείμενο εμφανιζόμενο από το πουθενά. Ο κομμουνισμός δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που συμβαίνει όταν το κεφάλαιο εισέρχεται σε κρίση, και το κεφάλαιο τίθεται σε κρίση από τη δράση του προλεταριάτου και όλων όσων δεν “θέλουν να παραμείνουν αυτό που είναι”, γιατί δεν μπορούν πια. Πρακτικά αυτό σημαίνει την έκρηξη όλου αυτού του βόθρου που το κεφάλαιο κρατά υπό πίεση, κι αυτό δεν θα γίνει ήσυχα ή καθαρά. Για να το θέσουμε πιο κλασσικά, είναι αντιμετωπίζοντας όλα όσα έχουν ανατραπεί και τείνουν να αποκατασταθούν ξανά24, είναι σ’ αυτό ακριβώς το κίνημα, που ο κομμουνισμός μπορεί να υπάρξει, όχι σαν σχέδιο αλλά σαν δραστηριότητα.

Από αυτή την άποψη, να μιλάμε για το τι θα κάνει ή δεν θα κάνει ο κομμουνισμός στο μέλλον, χωρίς να καταδεικνύουμε τον αναγκαίο σύνδεσμο ανάμεσα στο επαναστατικό κίνημα και τον κομμουνισμό, χωρίς να παράγουμε θεωρητικά τον κομμουνισμό, είναι σαν να μιλάμε για το τίποτα, όπως είναι και το να μιλάμε μόνο για το επαναστατικό κίνημα χωρίς να το συνδέουμε με τις παρούσες συνθήκες, όπως αυτές είναι. Και καθώς το “τίποτα” δεν είναι δεσμευτικό, δεν προκαλεί έκπληξη ότι ένα τέτοιο είδος θεωρίας δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα που να μην λύνεται στη στιγμή.

Ο κομμουνισμός, όπως φέρεται από την παρούσα περίοδο, δεν μπορεί να περιέχει καμμιά διαχειριστική συνιστώσα: η κατάργηση της ανταλλαγής και της αξίας συνεπάγεται την απουσία μέτρησης του χρόνου εργασίας ως ενός σοσιαλιστικού προτύπου για την διανομή του πλούτου. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε παγκόσμια διαβούλευση πάνω στο τι συνιστά “παραγωγή” καθίσταται αδύνατη. Είναι η ίδια η ιδέα του πλούτου που καταργείται με τον κομμουνισμό, η ιδέα ενός πλεονάζοντος προϊόντος που μπορεί κανείς να το ιδιοποιηθεί ξέχωρα από το σύνολο των σχέσεων μεταξύ των ατόμων. Ένα τέτοιο πλεόνασμα δεν μπορεί παρά να είναι η ανανέωση των ταξικών σχέσεων25, και η συνειδητή αποτροπή της δημιουργίας του είναι μια από τις πτυχές της επαναστατικής πάλης που πρέπει να διεξαχθεί. Χωρίς αυτό, το αποτέλεσμα της επαναστατικής κρίσης δεν θα είναι τίποτα άλλο από ένα καινούριο, λιγότερο ή περισσότερο βάρβαρο, άβαταρ του καπιταλισμού, και η ανανέωση άλλων μορφών ταξικής πάλης.

Κατά τα άλλα, αν κάτι πρέπει να γίνει, όπως ισχύει για καθετί, θα είναι το έργο ομάδων ατόμων που μπορούν εξίσου καλά να είναι πολύ εκτεταμένες, αποφασίζοντας ελεύθερα την κοινή τους δράση. Σ’ αυτή τη δράση, η “οικολογική συνείδηση” θα έχει μικρότερη θέση από το να υποφέρει άμεσα τις συνέπειες της καταστροφής που άφησε πίσω του το κεφάλαιο. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε να αποφασίσουμε εμείς γι’ αυτά τα άτομα, στο όνομα μιας κοινής ανθρωπότητας που θα μας έκανε εκ των προτέρων κύριους μιας δράσης που θα αναλάβουν άλλοι. Οι λόγοι δεν είναι καταρχάς ηθικοί, ακόμα κι αν η αρχή “δεν μπορούμε να αποφασίσουμε για τους άλλους” θα μπορούσε να είναι μέρος μιας κομμουνιστικής ηθικότητας – παρ’ όλο που, και γι’ αυτό ακόμα, το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να αποφασίσει για λογαριασμό όλων την κατάργηση των τάξεων, χωρίς την οποία το “δεν αποφασίζουμε για τους άλλους” δεν είναι παρά μια φιλελεύθερη αρχή για τη διατήρηση των νόμων της αγοράς. Στην πραγματικότητα, όμως, οι λόγοι είναι πρωτίστως υλικοί. Όπως δεν είναι ο “άνθρωπος” που περπάτησε στο φεγγάρι, αλλά η ΝΑΣΑ, που χρηματοδοτήθηκε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, ούτε είναι η “ανθρώπινη δραστηριότητα” η αιτία της παγκόσμιας υπερθέρμανσης αλλά το κεφάλαιο και η κανονική του δράση, έτσι δεν θα είναι η ενοποιημένη, τελικά, από τον κομμουνισμό “ανθρωπότητα” – καθοδηγούμενη από καλλίτερους ηγέτες – που θα διορθώσει τη ζημιά που προκάλεσε το κεφάλαιο. Κι αυτό απλά επειδή οι υλικοί παράγοντες που κάνουν εφικτό να σκεφτόμαστε την “ανθρωπότητα” ως ένα κοινό αντικείμενο και εργαλείο για ένα Σχέδιο, με άλλα λόγια, η αστική ιδεολογία που βασίζεται στην ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής και, συνεπώς, όλης της εργατικής δύναμης, θα έχει τότε εξαφανιστεί.

Θα παραμείνουν όλα αυτά τα σκατά που δημιουργήθηκαν από έναν τρόπο παραγωγής και την ιστορία του, που η κατάργηση των κοινωνικών σχέσεων σίγουρα δεν θα καταργήσει. Απογοητευτικό συμπέρασμα, αναμφίβολα, που μπορεί, ίσως, να φανεί και πρακτικά αντιφατικό. Αλλά δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουμε πέρα από αυτή την παρατήρηση χωρίς την ίδια στιγμή να εισάγουμε ένα σύνολο καταστροφικών προϋποθέσεων. Η ταυτοποίησή τους ήταν το αντικείμενο του παρόντος άρθρου. Η αδυναμία προβολής συγκεκριμένων λύσεων για τα οικολογικά προβλήματα στην ιδέα του κομμουνισμού δεν είναι αποτέλεσμα μιας αντιφατικής θεωρίας ή μιας μοιρολατρικής “οπτικής”, είναι μια πραγματική αδυνατότητα και ένα όριο πάνω στο οποίο οποιαδήποτε σοβαρή, σύγχρονη θεωρία του κομμουνισμού πρέπει να αναγνωρίσει ότι σκοντάφτει.

Και για το τέλος, o ελέφαντας στο δωμάτιο26: παραμένει η ανάγκη για τη διατήρηση και τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους μετά την κατάργηση της παραγωγής; Θα αρκεστούμε εδώ να πούμε: όχι απόλυτα.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2019/11/01/le-vert-est-la-couleur-du-dollar-a-propos-de-greta-et-de-la-transition-technologique.

2 Στμ. Στα αγγλικά shale gas: το φυσικό αέριο που εξάγεται από σχιστολιθικά πετρώματα, shale: σχιστόλιθος.

3 Στμ. GAFAM: αρκτικόλεξο των πέντε μεγάλων τεχνολογικών αμερικανικών εταιρειών που κυριαρχούν στον κυβερνοχώρο τη δεκαετία του 2010, Google, Amazon, Facebook, Apple και Microsoft. Οι τέσσερις εταιρείες χωρίς την Microsoft είναι γνωστές και ως The Big Four και με το ακρωνύμιο GAFA.

4 Στμ. Jeremy Rifkin: Αμερικάνος οικονομολόγος και κοινωνιολόγος, συγγραφέας, ομιλητής, πολιτικός σύμβουλος και ακτιβιστής. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του, στο οποίο αναφέρεται υπαινικτικά και το κείμενο λίγο πιο πάνω, είναι το Green New Deal (2019).

5 Στμ. Beauce, περιοχή στη Βόρεια Γαλλία, ανάμεσα στους ποταμούς Σηκουάνα και Loire και μια από τις πιο παραγωγικές αγροτικές περιοχές της Γαλλίας. Το ίδιο το όνομά της πιστεύεται ότι προέρχεται από μια αρχαία γαλατική λέξη που σημαίνει πράσινος κάμπος, καλλιεργημένη πεδιάδα.

6 Στμ. Άβαταρ: όρος της ινδουιστικής φιλοσοφίας, που σημαίνει κυριολεκτικά την “κάθοδο” κυρίως με την έννοια της υλικής εμφάνισης ή ενσάρκωσης μιας θεότητας στη Γη. Στην κοινή χρήση σημαίνει και “προσωποποίηση”, “μορφή εμφάνισης”.

7 Στμ. Αββάς Pierre: (στα γαλλικά Abbé Pierre, Γάλλος καθολικός μοναχός, μέλος της αντίστασης στη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και αντιπρόεδρος του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κινήματος (MRP, γαλλικό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα στη διάρκεια της Τέταρτης Δημοκρατίας). Το 1949, ίδρυσε το κίνημα Εμμαούς, με τον στόχο να βοηθήσει φτωχούς και άστεγους καθώς και πρόσφυγες αποκτώντας πολύ μεγάλη δημοφιλία (Αββάς είναι η γαλλική λέξη για τον ηγούμενο μιας μονής).

8 Στμ. Coluche: καλλιτεχνικό ψευδώνυνο του Michel Gérard Joseph Colucci, Γάλλου κωμικού και ηθοποιού, γνωστού για το αυθάδικο και ασεβές ύφος του χιούμορ του. Εκκεντρικός, ιδιόρρυθμος και ιδιαίτερα δημοφιλής, έφτασε να υποβάλλει υποψηφιότητα για τη γαλλική προεδρία στις εκλογές του 1980, υποψηφιότητα την οποία απέσυρε μετά από πιέσεις. Η αναφορά εδώ στο πρόσωπό του ως “άβαταρ” της ανεργίας έχει να κάνει με το ότι είναι ο ιδρυτής των “Εστιατορίων της καρδιάς” (Restaurants du cœur ή, συνήθως, Restos du cœur) φιλανθρωπικής οργάνωσηςμε 40.000 εθελοντές σε σχεδόν 2.500 εστιατόρια που σερβίρουν περίπου 600.000 μερίδες φαγητού την ημέρα.

9 Στμ. Aggiornamento: επικαιροποίηση, ανανέωση, ιταλικά στο πρωτότυπο.

10 Στμ. ZAD: zone à défendre: Ζώνη για Υπεράσπιση, γαλλικός νεολογισμός – μεταστροφή του “zone d’aménagement différé”, “περιοχή αναβαλλόμενης ανάπτυξης” – που αναφέρεται σε μια μαχητική κατάληψη ή σε μια αναρχική κομμούνα που έχει σαν στόχο να μπλοκάρει με υλικό τρόπο ένα αναπτυξιακό σχέδιο. Για μια κριτική του Carbure σχετικά με τις ZAD δείτε και το άρθρο “Ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με το προλεταριάτο, τις εναλλακτικές και την κομμουνιστικοποίηση ‘εδώ και τώρα’”.

11 Στμ. Στο πρωτότυπο permaculture.

12 Στμ. Σύνδεση της “αγοραστικής” δύναμης με την τιμή της εργατικής δύναμης.

13 Στμ. Στο πρωτότυπο: “se rendre propre”.

14 Στμ. Η σοσιαλδημοκρατική, λαϊκιστική κριτική της κρίσης.

15 Στμ. Για τη σημασία της αναλογίας σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, δηλαδή πάγιου κεφαλαίου και ζωντανής εργασίας και τη σχέση της με την αύξηση του πλεονάζοντος πληθυσμού, δείτε και την ανάλυση στο άρθρο του Surplus Club: “Παγιδευμένος σ’ ένα πάρτυ που κανείς δεν σε γουστάρει”, μεταφρασμένο εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/trapped_in_a_party.

16 Στμ. Ο φενακισμός/φετιχισμός της καπιταλιστικής τεχνο-επιστήμης.

17 Στμ. Στο πρωτότυπο: “qui se retrouve désormais de l’usine au bureau en passant par l’algorithme distribuant leurs courses aux livreurs”.

18 Στμ. Εξαιρετικά σημαντικό σημείο για να εξηγούμε πολύ άμεσα και κατανοητά ότι η πηγή της ανεργίας που μαστίζει τις αναπτυγμένες χώρες δεν είναι φυσικά η φτηνή εργατική δύναμη (πχ. οι μετανάστες), αλλά η αύξηση της παραγωγικότητας από την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης που καθιστά πλεονάζουσα την εργατική δύναμη, είτε του ντόπιου είτε του “ξένου” προλεταριάτου. Αυτό απαντά βέβαια και στην λανθασμένη λογική του εργατισμού που θεωρεί ότι οι μετανάστες πχ. είναι μια ανεξάντλητη πηγή φτηνής εργατικής δύναμης. Η δυναμική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης δεν μειώνει απλά την τιμή της εργατικής δύναμης, την καθιστά όλο και περισσότερο περιττή. Έτσι μακροπρόθεσμα ακόμα και αυτή η “πηγή” φτηνής εργασίας πχ. οι μετανάστες, καθίσταται πλεονάζουσα. Ένα μικρό μόνο μέρος της είναι εκμεταλλεύσιμο. Αυτό σημαίνει να εξηγούμε και στους ντόπιους εργάτες ότι ακόμα και αν έφευγαν όλοι οι μετανάστες η κατάσταση της απασχολησιμότητάς τους δεν θα άλλαζε στην πραγματικότητα: η ένταση της εκμετάλλευσης και η αύξηση της παραγωγικότητας δεν θα έκαναν τίποτα άλλο από το να οξύνουν τον εσωτερικό ανταγωνισμό μεταξύ τους καθιστώντας και πάλι πλεονάζοντες τους περισσότερους. Ότι η πηγή της ανεργίας είναι η αύξηση της παραγωγικότητας και της έντασης της εκμετάλλευσης φαίνεται από την ποιότητα των θέσεων εργασίας που δημιουργιούνται όπου υπάρχει “ανάπτυξη”: επισφαλείς και χαμηλά αμοιβόμενες, εντατικοποιούν τους προλετάριους μέχρι εκεί που δεν πάει, έτσι που τελικά το ποσοστό των πλεοναζόντων να ξεπερνά κατά πολύ τις όποιες “νέες” θέσεις εργασίας.

19 Στμ. Με άλλα λόγια, η επανάσταση με την έννοια της κομμουνιστικοποίησης, και αντίθετα με ό,τι υπήρξε ως σχέδιο του επαναστατικού και εργατικού κινήματος τον 20ο αιώνα, δεν είναι η νικηφόρα επέλαση του προλεταριάτου και η αυτεπιβεβαίωσή του ως τάξης αλλά μια διαδικασία με την οποία το προλεταριάτο στρέφεται ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του ως τάξης του κεφαλαίου, μια διαδικασία στην οποία το προλεταριάτο πρέπει να ηττηθεί, να αυτοκαταργηθεί, καταργώντας ταυτόχρονα και όλες τις τάξεις. Δείτε και την υποσημείωση που ακολουθεί.

20 Στμ. Εξαιρετικά σημαντικό. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε αν δεν καταστήσουμε εντελώς ξεκάθαρη τη ριζική διαφοροποίηση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και πώς αυτές αλλάζουν ριζικά τη θέση του προλεταριάτου: αυτό που φαινόταν ως θετική συνθήκη της απελευθέρωσης του προλεταριάτου – οι κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις και η εργασία, το θετικό μέσα στην αρνητικότητα που συνιστά το προλεταριάτο – σήμερα δεν ορίζει παρά την πλήρη υπαγωγή του προλεταριάτου στο κεφάλαιο, το καθιστά μια τάξη του κεφαλαίου, είναι ο ορίζοντας της καταπίεσής του, κι αυτό σημαίνει ότι η μόνη προοπτική απελευθέρωσης για το προλεταριάτο είναι η πλήρης πραγμάτωση της αρνητικότητάς του: αυτοκατάργησή του ως τάξης μέσα από την κατάργηση όλων των τάξεων και του συνόλου των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.

21 Στμ. Εδώ εύλογα πρέπει να αναρωτηθούμε: ποια είναι αυτή η “τεχνική” σκοπιά και μπορεί να αγνοηθεί;

22 Στμ. Εξαιρετικά λεπτή θέση που σηκώνει πολύ ανάλυση καθώς ουσιαστικά θέτει το ζήτημα της σχέσης του χρόνου και της χρονικότητας με την επανάσταση/κομμουνιστικοποίηση ως κίνηση και διαδικασία.

23 Στμ. Ιδιαίτερα σημαντική θέση. Με άλλα λόγια ο κομμουνισμός, όπως ακριβώς και ο καπιταλισμός, είναι διαλεκτική αυτοπροϋπόθεση! Ο κομμουνισμός, δηλαδή η επαναστατική ρήξη, θα συμβεί όταν είναι ήδη ώριμες οι “συνθήκες”-προϋποθέσεις του – αυτές δεν υπάρχουν ως μια διαχωρισμένη διαδικασία. Όπως ακριβώς το κεφάλαιο δεν δημιούργησε “εκ των προτέρων” τις κατάλληλες συνθήκες ύπαρξής του, η δημιουργία των προϋποθέσεών του ήταν η ανάδυση του ίδιου του κεφαλαίου, το ίδιο ισχύει και για τον κομμουνισμό. Για παράδειγμα, η αυτοκατάργηση του προλεταριάτου και η κατάργηση των τάξεων δεν είναι προϋπόθεση του κομμουνισμού, είναι ο κομμουνισμός. Γι’ αυτό και δεν νοούνται “μεταβατικά στάδια” κλπ. Αυτή, μπορούμε να πούμε, ότι είναι, με όλες τις αβεβαιότητες και αδυναμίες της, η μείζονα συνεισφορά της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης.

24 Στμ. Στο πρωτότυπο: “c’est en se confrontant à tout ce qui se défait et tend aussi à se refaire”.

25 Στμ. Ακούγεται ως ιδιαίτερα ισχυρή θέση που χρήζει συζήτησης. Είναι το πλεόνασμα που δημιουργεί τις ταξικές σχέσεις ή οι ταξικές σχέσεις παράγουν πλεόνασμα με έναν συγκεκριμένο τρόπο ιδιοποίησης;

26 Στμ. Στα αγγλικά στο γαλλικό κείμενο, “the elephant in the room”: παροιμιώδης αγγλική φράση που δηλώνει ένα μείζον πρόβλημα ή ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα που είναι πασιφανές ότι υπάρχει αλλά αποφεύγεται ως αντικείμενο συζήτησης, ένα τεράστιο προφανές πρόβλημα που κάνουμε ότι δεν βλέπουμε, σαν να προσποιούμαστε ακριβώς ότι δεν βλέπουμε έναν ελέφαντα σε ένα δωμάτιο.