Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης Ι

Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης:

ψηλαφώντας μια ρωγμή ανάμεσα

στην ύφεση και την ενσωμάτωση

Ι: Στο ζενίθ των ψευδαισθήσεων

Το διάστημα λίγο πριν εκδηλωθούν οι ραγδαίες εξελίξεις των τελευταίων ημερών, με έναν κάπως παράδοξα «συγχρονικό» τρόπο, βρισκόταν σε εξέλιξη μια συζήτηση μεταξύ συντρόφων και συντροφισσών που συμμετείχαμε στο εγχείρημα της Λαμπηδόνας και αποχωρήσαμε από αυτό μετά την ρήξη του Οκτώβρη του 2014.

Η συζήτηση ξεκίνησε σαν μια αυτο-κριτική αποτίμηση της συμμετοχής μας στο συγκεκριμένο εγχείρημα, κινούμενη από την ανάγκη και την επιθυμία μας να αναδειχθούν βαθύτερα στοιχεία της αντιπαράθεσης και να εξαχθούν κάποια σημαντικά πολιτικά συμπεράσματα πέρα από τον ορίζοντα της προσωπικής εμπειρίας· όχι από αφηρημένη σκοπιά αλλά από τη σκοπιά μιας ενεργούς στάσης απέναντι στη συγκυρία, μιας ενσυνείδητης αναμέτρησης με το υπάρχον.

Έτσι η συζήτηση επεκτάθηκε γρήγορα σε έναν γενικότερο προβληματισμό σχετικά με τα χαρακτηριστικά και την εξέλιξη των εγχειρημάτων «από τα κάτω». Εγχειρήματα που αναδύθηκαν μέσα από την δυναμική του κύκλου αγώνων που ξεκινάει με τον Δεκέμβρη του 2008 αλλά διέρχεται την επίσης καθοριστική περίοδο των “κινημάτων των πλατειών” και των συγκρούσεων της περιόδου 2011-2012. Επιχείρησε μια αρκετά διεισδυτική ματιά στην δυναμική που οδήγησε στην εμφάνιση των αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων των τελευταίων χρόνων και πολύ πιο ουσιαστικά των ορίων τους, όρια που η σημερινή συγκυρία καθιστά εντελώς ορατά και χειροπιαστά (για όσους/ες φυσικά θέλουν να τα δουν).

Η διακριτότητα των δυο χρονικών οροσήμων (Δεκέμβρης του 2008 και αγώνες του 2011-12) αντανακλά πέρα από τις διαφορετικές αφετηρίες μας και τα διαφορετικά και, κάποιες φορές, αντιφατικά χαρακτηριστικά που τα εγχειρήματα αυτά ανέπτυξαν.

Εντελώς συνοπτικά, αν ο Δεκέμβρης του 2008 μπορεί να ειδωθεί ουσιαστικά σαν μια εξέγερση νεανικών, κυρίως, κομματιών του ντόπιου και ξένου προλεταριάτου, που η ριζοσπαστικότητά τους εκφράστηκε μέσα από μια κριτική στα πάντα και την απουσία συγκεκριμένων αιτημάτων, οι αγώνες της περιόδου 2011-12 αποτυπώνουν, αντίθετα, την βαθμιαία πορεία πολιτικοποίησης ενός κινήματος που, μέσα από διαταξικές εκφράσεις (όπως το \textit{κίνημα των πλατειών}), διεκδίκησε να διεμβολίσει το κυρίαρχο πολιτικό σκηνικό ακόμα και να καλύψει το «κενό» ενός πάσχοντος και σε βαθιά κρίση πολιτικού συστήματος εκπροσώπησης, βάζοντας κεντρικά πολιτικά ζητήματα στη βάση του «αντιμνημονιακού» αγώνα και του «εκδημοκρατισμού του κράτους».

Η αυξανόμενη πολιτικοποίηση αυτού του κινήματος εμπεριείχε, όμως, στον πυρήνα του αυτό που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε δυναμική της κρατικοποίησης των αντιστάσεων: ένα κίνημα που το σημείο αναφοράς του είναι τελικά το ίδιο το Κράτος και η διαχείρισή του. Οι πολιτικές εξελίξεις, ήδη από τις εκλογές του 2012 μέχρι και την ανάδειξη της «πρώτη φορά» αριστερής
κυβέρνησης, επιβεβαιώνουν με τον πιο καταφατικό τρόπο την εκτίμηση για την πορεία του μετασχηματισμού των αντιστάσεων και της ενσωμάτωσής τους, με άλλα λόγια της καθοριστικής τους ήττας.

Η διάχυση του κινήματος των πλατειών στην πληθώρα τοπικοποιημένων αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων πρέπει να εγγραφεί σε αυτή την ουσιαστική ήττα των κινημάτων του γενικότερου κύκλου αγώνων του 2011-12, παρά το γεγονός, φυσικά, ότι σε καμμιά περίπτωση η πρόθεση αυτών των εγχειρημάτων δεν ήταν η ήττα ή η ενσωμάτωση. Αντανακλά όμως ένα εγγενές όριό τους, στον βαθμό που σε μια «τακτικιστική», θα λέγαμε, προσπάθεια τοπικοποίησης και διάχυσης των αντιστάσεων τοπικοποιούν και διαχέουν ταυτόχρονα τον διάλογο/αντιπαράθεση με το Κράτος.

Έτσι μαζί με την οριζοντιότητα και της αυτοοργάνωση, τα περισσότερα από αυτά τα εγχειρήματα μετέφεραν σε τοπική κλίμακα και την διαταξικότητα και την «διαπολιτικότητα» του κινήματος των πλατειών, διατηρώντας επίσης την ατζέντα των κεντρικών πολιτικών διακυβευμάτων. Ένας πολυσυλλεκτικός κόσμος δώθηκε με πραγματικό ενθουσιασμό και ένταση στη διεκδίκηση δημόσιων τοπικών χώρων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εστίες αντίστασης στην επέλαση της αναδιάρθρωσης και διεκδίκησης καλλίτερων όρων διαχείρισής της από την μεριά των «από τα κάτω».

Αυτός ο πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας συνιστά όμως, από την πρώτη στιγμή, και ένα όριο, αφού διατηρεί το πολιτικό στην μορφή μιας πολιτικοποίησης ενταγμένης σε ήδη στερεοποιημένες κομματικές ή μη ταυτότητες, που ισορροπεί σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή διαμεσολαβημένου πολιτικού λόγου ο οποίος πασχίζει να ακουστεί στην κεντρική πολιτική σκηνή. Το κανάλι του «αντιμνημονιακού» λόγου, είναι το πιο εύχερο κανάλι έκφρασης αυτής της πολιτικοποίησης καθώς συμπύκνωνε προνομιακά τα διαταξικά αιτήματα της αναστροφής και αποκατάστασης των «αδικιών»  που έχουν υποστεί τα πληβειακά και άλλα πληττόμενα κοινωνικά στρώματα χωρίς να ασκεί καμμιά ριζική κριτική στην ίδια την κρίση και την αναδιάρθρωση που προκαλεί τα πλήγματα αυτά.

Και όταν ακόμα, κάτω από την πίεση της ίδιας της υποβάθμισης των ζωών μας, τα εγχειρήματα αυτά ανέλαβαν έναν ρόλο απάντησης σε αυτή την υποβάθμιση, μέσα από λειτουργίες «απάλυνσης» των συνεπειών της κρίσης (συλλογικές κουζίνες, μέσα πολιτισμικής έκφρασης, διαχείριση της καθημερινότητας κ.λπ.), αυτό αποτέλεσε μια έσχατη πηγή αντίφασης για τα ίδια, για τον εξής πολύ ουσιαστικό λόγο: η απάντηση στην κρίση αναπαραγωγής μας δεν μπορεί να δωθεί πραγματικά χωρίς μια ριζική κριτική στο υπάρχον, δηλ. στο κράτος και τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις, δηλ. στο κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, χωρίς τον πειραματισμό με νέες μορφές σχέσεων και δυναμικών μεταξύ μας.

Η απουσία μιας τέτοιας ριζικής κριτικής δεν είναι αφηρημένη: είναι η βιωμένη έκφραση ελλειμάτων και αδυναμιών. Είναι τα σοβαρά προβλήματα συνοχής και συντροφικότητας που συμπυκνώνονται σε πρακτικές που δοκιμάζουν την ενότητα των εγχειρημάτων ως συλλογικών διαδικασιών, φτάνοντας, κάποτε, μέχρι την πλήρη διάρρηξη τους.

Είναι μια απουσία που δεν περιορίζεται ούτε αναιρείται από έναν τυπικά «καθαρότερο» ιδεολογικοπολιτικό χαρακτήρα και τείνει να ενσωματώνει την κρατικοποίηση ως μια κρίσης ταυτότητας και προσανατολισμού των εγχειρημάτων. Αν, για κάποια εγχειρήματα, το σημείο ρωγμής είναι η αδυναμία παραγωγής πλέον ενός συνθετικού πολιτικού λόγου, αδυναμία που ενισχύεται από την πολυσυλλεκτικότητα και το εύθραυστο των συναινέσεων που απορρέει από αυτήν (και σε συνδυασμό, φυσικά, με εντελώς ειδικά, «τοπικά», χαρακτηριστικά) η διαδικασία κρατικοποίησης και της συνακόλουθης κρίσης ταυτότητας εκδηλώνεται και σε κομμάτια του α/α χώρου μέσα, κυρίως, από την ενδυνάμωση και κυριάρχηση του «αντιμνημονιακού-αντιΕΕ» λόγου. Αν για κάποια εγχειρήματα η κρίση ταυτότητας εκδηλώνεται στην «πρώτη», θα λέγαμε, φάση της εισβολής της αριστεράς στο τοπικό κρατικό πεδίο των δήμων, ήταν μάλλον ζήτημα χρόνου και εισβολής της αριστεράς και στο εθνικό επίπεδο του κράτους, για να εκδηλωθούν και σε κομμάτια του α/α χώρου τα διλήμματα, οι εντάσεις και οι αποκλίσεις της τοποθέτησής τους ως προς την «κυβερνώσα Αριστερά» και την αριστερή διαχείριση του Κράτους.

Η κρίση των εγχειρημάτων δεν έχει να κάνει, λοιπόν, απλά με το γεγονός ότι, ακόμα και στην εποχή των αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων, ειδικά των πολυσυλλεκτικών, συγκεντρωτικές πρακτικές αναμετρώνται και διασταυρώνονται με αντίρροπες οριζόντιες διαδικασίες, πρακτικές που κάποιες φορές αποκτούν και ξεκάθαρες μορφές «κάθετης» χειραγώγησης και ελέγχου. Ούτε στην επιδερμικότητα ή μη των συναινέσεων που παράγονται, δοκιμάζοντας διαρκώς την συνοχή των εγχειρημάτων. Το πιο κρίσιμο όριο που, όπως είπαμε ήδη, εκδηλώνεται ως κρίση και όριο φυσιογνωμίας και ύπαρξης, είναι ακριβώς η διαλεκτική της κρατικοποίησης/ήττας/κρίσης των κινημάτων, η διαλεκτική της αναγνώρισης του κράτους ως προνομιακού πεδίου αντιπαράθεσης και διαλόγου και της πολιτικής-ως-διαμεσολάβησης. Όλα μοιάζουν να περιστρέφονται γύρω από το Κράτος, χωρίς όμως να το βάζουν στο επίκεντρο μιας ριζικής κριτικής.

Η διαλεκτική αυτή καταλύθηκε/επιταχύνθηκε από την πρόσφατη κυβερνητική αλλαγή. Αλλαγή που αποτελεί το σημείο «υπερσυσσώρευσης» αυτής της διαλεκτικής, το σημείο έκρηξης των ψευδαισθήσεων ενός κύκλου αγώνων – και πολλών εκ των υποκειμένων του – που πιστεύουν ότι έχουν νικήσει μέσα από την ήττα.

Είναι αυτή η διαλεκτική επί τω έργω που καθιστά την τοποθέτηση απέναντι στην αριστερή διαχείριση εντελώς κεντρική και καθοριστική, για ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, από την παραδοσιακή άκρα αριστερά μέχρι την μαχητική αναρχία, καταδεικνύοντας ότι η προσπάθεια διεμβόλισης του κεντρικού πολιτικού σκηνικού και απεύθυνσης σε ένα κεντρικό πολιτικό υποκείμενο – που ακόμα και για τον α/α χώρο παίρνει τα χαρακτηριστικά ενός «λαϊκού παράγοντα», έχει όντως διαβρωτικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μια δυναμική πραγματικά θεμελιώδη και με εγκάρσιο χαρακτήρα· μια δυναμική που (ανα)παράγει την ήττα, δρώντας διαλυτικά και απονευρώνοντας τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα πολλών εγχειρημάτων.

Καθώς μπαίνουμε σε μια περίοδο ιδιαίτερης όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και αυταρχικοποίησης του κράτους, και μάλιστα σε συνθήκες αριστερής διαχείρισής του, αυτές οι πιέσεις (και οι εσωτερικές αντιθέσεις) θα ενταθούν για πάρα πολλά εγχειρήματα και θα πάρουν ακόμα πιο δραματικό χαρακτήρα γύρω από το εντελώς κρίσιμο δίλημμα: με το κράτος ή με τα κινήματα}; Μπροστά σε αυτό το δίλημμα θα εκδηλώνονται πρακτικές που θα πρέπει να τις δούμε ως αυτό που πραγματικά είναι: βραχίονας και φωνή του κράτους μέσα στο κίνημα. Τα εντελώς φαινομενικά παράδοξα παραδείγματα εγχειρημάτων του α/α χώρου που συστρατεύονται στις στρατηγικές μιας «εθνικά περήφανης» απάντησης στις προκλήσεις των μηχανισμών των «δανειστών» θα πληθαίνουν.

Είμαστε σε ένα σημείο που τα εγχειρήματα μοιάζουν να εγκλωβίζονται μεταξύ ενσωμάτωσης (μετατροπής τους, ουσιαστικά, σε εξαρτήματα του – τοπικού ή κεντρικού – Κράτους) και μιας αυτοαναφορικής υποχώρησης. Όσα ζήσαμε στην Λαμπηδόνα τον περασμένο Οκτώβρη ήταν όντως μια εικόνα από το σήμερα και το εγγύς μέλλον, καθώς θα εντείνεται η κρίση φυσιογνωμίας για πολλά κομμάτια του κινήματος. Μέσα σε αυτή την συγκυρία θα απαιτεί όλο και πιο εξαιρετική διαύγεια και κριτική δύναμη για να μην περιδινηθούμε σε αυτό το ρεύμα και να διατηρήσουμε το δικαίωμα στην ανίχνευση ριζοσπαστικών αντιστάσεων απέναντι στο Κράτος και την κυριαρχία.

q.

Ιούλιος 2015

Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης ΙΙΙ

Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης: ψηλαφώντας μια ρωγμή ανάμεσα στην ύφεση και την ενσωμάτωση

ΙΙΙ: τέλος ψευδαισθήσεων, ανάπαυλα τέλος!

«Οι πρίγκηπες και οι κυβερνήσεις είναι, μακράν, τα πιο επικίνδυνα στοιχεία σε μια κοινωνία»,

Μακιαβέλλι, «O Ηγεμόνας».

Όλα αυτά σημαίνουν ένα μόνο πράγμα για το ανταγωνιστικό κίνημα: ανάπαυλα τέλος. Σημαίνουν την ρήξη με τις δυναμικές της ύφεσης και της ενσωμάτωσης. Απόλυτο όριο και προϋπόθεση γι’ αυτή την ρήξη είναι η κάθετη αντιπαράθεση και πολεμική με οποιαδήποτε εθνικοπατριωτικά αφηγήματα και διλήμματα. Στο εξής κάθε άποψη και πρακτική, κάθε παρέμβαση στο δημόσιο χώρο και λόγο δεν θα κινείται στο πεδίο της ασάφειας και της δυνατότητας αλλά στο έδαφος της αμείλικτης κριτικής των θεωρητικών σχημάτων μας στην πράξη της ριζικής άρνησης της αθλιότητας.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι ενδεικτικό των ριζικών ανακατατάξεων που συντελούνται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και των πολιτικών τους αντανακλάσεων. Υπάρχει μια γενικευμένη ρευστότητα που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για απόλυτες εκτιμήσεις – πχ. σχετικά με τον ηγεμονικό ρόλο του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, την ικανότητά του να εκφράσει τις ανακατατάξεις αυτές κ.λπ. Οι σταθερές που μπορούμε να διακρίνουμε είναι μάλλον ότι οι μεταλλάξεις αφορούν όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς σχηματισμούς και ότι επιβεβαιώνουν τον θεμελιακό προσανατολισμό των δυνάμεων της κυριαρχίας: την συγκρότηση ενός αποτελεσματικού και συμπαγούς εθνικού μετώπου που να μπορεί να μετουσιώσει αυτές τις δυναμικές διεργασίες σε μια στρατηγική διεξόδου του ελληνικού κράτους από την κρίση. Οι εκατοντάδες κυματίζουσες γαλανόλευκες των πανηγυρισμών στο Σύνταγμα δεν αφήνουν καμμιά αμφιβολία για το ποιος είναι ο πραγματικός νικητής του δημοψηφίσματος: ο εθνικοπατριωτισμός και μάλιστα με έντονο ταξικό πρόσημο (και δεν αφήνουν ταυτόχρονα και πολλά περιθώρια δικαίωσης και «ερμηνειών» στα κομμάτια εκείνα του ανταγωνιστικού κινήματος που επέλεξαν κριτικά το «όχι»).

Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α δεν μπορεί να συγκροτήσει ένα πλειοψηφικό εθνικό μέτωπο από μόνος του – και αυτό είναι ενδεικτικό των ορίων της αριστερής διαχείρισης. Οι περισσότεροι – και πρωτίστως οι φενακισμένοι αριστεροπατριώτες αναλυτές – θέλουν ή προσποιούνται να ξεχνούν πως στο ποσοστό του 61,3% συγκαταλέγεται αυτοδίκαια το διόλου ευκαταφρόνητο 7% της ΧΑ (και αν συνυπολογίσουμε και το 4-5% των ΑΝΕΛ η κατάσταση είναι ακόμα πιο ενδεικτική) ούτε φυσικά αναγνωρίζουν ότι το περιβόητο ταξικό πρόσημο που επικαλούνται έχει και ένα επιπλέον μελανό πρόσημο. Αντίστοιχα αγνοούν αυτοί οι «αναλυτές» ότι το εντυπωσιακό ποσοστό του «όχι» δεν έχει κανένα αυτονόητο «αντι-ΕΕ» πρόσημο, καθώς στο ποσοστό αυτό συναθροίζονται και στρώματα που δεν επιθυμούν – αυτή τη στιγμή τουλάχιστον – την ρήξη με την ΕΕ αλλά ένα βιώσιμο μνημόνιο.

Ακόμα και η αποτύπωση της ταξικής διάρθρωσης της ψήφου είναι ενδεικτική του ότι, πέραν των στρωμάτων που έχουν ήδη προλεταριοποιηθεί (άνεργοι, επισφαλείς, χαμηλοσυνταξιούχοι κ.λπ.), τα μικρο-μεσοαστικά στρώματα είναι πραγματικά διχασμένα σχετικά με τον τρόπο και το εύρος της περαιτέρω υποτίμησής τους. Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που υπονομεύει την δυνατότητα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α να εκφράσει συνθετικά τα διαταξικά συμφέροντα που συσπειρώνονται γύρω από το «όχι» (και την αυτόματη πολιτική του κεφαλαιοποίηση), συνεπώς τον ρόλο του ως «εγγυητή της εθνικής συνοχής».

Φυσικά οι τακτικισμοί του ΣΥΡΙΖΑ στην διαχείριση του αδιεξόδου, με την επιλογή του δημοψηφίσματος, του παρέχουν, εκ του αποτελέσματος, τον πρώτο λόγο σχετικά με την επίτευξη αυτής της πολυπόθητης εθνικής συσπείρωσης, αναγκάζοντας και τις άλλες δυνάμεις, εντός ή εκτός δημοκρατικού τόξου, να ακολουθήσουν, με περισσότερη ή λιγότερη προθυμία – τουλάχιστον στον βαθμό που δεν αρθρώνεται μια πειστική εναλλακτική διαφορετική από αυτήν του «εθνικά περήφανου συμβιβασμού». Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι απόλυτα κυρίαρχος του παιχνιδιού. Όλοι οι πρωταγωνιστές κάνουν τους υπολογισμούς τους, είναι πάνω απ’ όλα προσεκτικοί και υπερθεματίζουν σε εκδηλώσεις εθνικής ομοψυχίας και υπευθυνότητας.

Στο ζενίθ των ψευδαισθήσεων (και της θεαματικής διαχείρισης της κρίσης, με τα όρια να μετατοπίζονται από το επίπεδο της οικονομίας – και την κυρίαρχη μορφή του σταρ-οικονομολόγου που μοιάζει τώρα παραφωνία στην κρισιμότητα των περιστάσεων – σε αυτό της σκληρής πολιτικής διαχείρισης όπου ανατέλλει πλέον ηγεμονικά ο σταρ-πολιτικός Τσίπρας) η συντριπτική νίκη του «Όχι» είναι άλλη μια στιγμή επιβεβαίωσης της διαλεκτικής της ήττας που βιώνεται ως νίκη: την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος, πολύς κόσμος που είχε ψηφίσει «Όχι» αναρωτιόταν αν τελικά είχε νικήσει το «Ναι»! Εδώ θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στον ΣΥΡΙΖΑ την δεινή, οργουελική σχεδόν, ικανότητα χρήσης αυτής της διαλεκτικής στη διαχείριση της κρίσης: εν μέσω μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης, εξαιτίας ενός ετοιμόρροπου τραπεζικού συστήματος, και «αδίστακτων τελεσιγράφων των δανειστών», καταφέρνει να αποσπάσει από τον αντιμνημονιακό «λαϊκό» παράγοντα την κρίσιμη συναίνεση σε ένα καινούριο, «αντιμνημονιακό» Μνημόνιο με την ταυτόχρονη εμπέδωση μιας αίσθησης «νίκης». Ο τόπος που λαμβάνει χώρα αυτή η μαγική μετουσίωση δεν είναι παρά ο κοινός τόπος της «εθνικής αξιοπρέπειας», όπου τελικά εξαϋλώνονται – ως ύλη και αντιύλη – το ναι και το όχι, η νίκη και η ήττα, το ευρώ και η δραχμή, και συγχωνεύονται σε μια υπερβατική νίκη του εθνικού «ρεαλισμού».

Όμως η αριστερή ταχυδακτυλουργία φτάνει στο όριό της καθώς η χεγκελιανή, σχεδόν, ευφορία της υπερβατικής εθνικής ενότητας προσκρούει ξανά στον πεισματάρικο κόσμο των ταξικών αντιθέσεων, όπου τα «ναι» και «όχι» επανανοηματοδούνται ως αμοιβαία αποκλειόμενες και άκρως διλημματικές, πραγματικά υπαρξιακές, επιλογές για το κεφάλαιο και τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό συνολικά: με ποιες εσωτερικές και εξωτερικές συμμαχίες, με ποιο μοντέλο αναδιάρθρωσης και ανάπτυξης μπορεί να διασωθεί το χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος;

Το εύρος της νίκης του «όχι» δεν πρέπει να συγκαλύπτει τα κυρίαρχα στοιχεία της τωρινής συγκυρίας, δηλ. την διάχυτη ρευστότητα και την έντονη πόλωση που επικρατεί σε όλα τα επίπεδα: στις διαταξικές μετατοπίσεις και συσπειρώσεις, στις πολιτικές διαμεσολαβήσεις, στις ιδεολογικές ανακατασκευές. Η όξυνση των διλημμάτων και η παράταση μιας καπιταλιστικής μη-κανονικότητας μπορεί να οδηγήσει σε ριζικές ανατροπές.

Ο θρίαμβος απέχει από την πανωλεθρία όσο (η πιθανότητα για) ένα «κούρεμα» καταθέσεων και η προθυμία υποβολής διαπιστευτηρίων στον εκκολαπτόμενο Ηγεμόνα ίσως αποδειχτεί πρόωρη.

Η μετάλλαξη του διλήμματος «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» σε αυτό για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού θα είναι μια βασανιστική διεργασία, στην οποία οι θέσεις και εντάσεις μεταξύ των διαφόρων παραγόντων δεν είναι εντελώς (προ)καθορισμένες. Όλοι μοιάζουν να προσπαθούν να «αγοράσουν χρόνο», αναμένοντας την διαμόρφωση κάποιων νέων σημείων ευστάθειας του συστήματος. Έχουμε όμως σοβαρές επιφυλάξεις κατά πόσον οι υποκείμενες αντιθέσεις και η οξύτητα της απορρύθμισης της καπιταλιστικής «μηχανής» μπορούν να επιλυθούν στο επίπεδο των πολιτικών διαμεσολαβήσεων. Αντίθετα όλα θα κριθούν στο σκληρό πεδίο των εκρηκτικών αντιθέσεων της ελληνικής κοινωνίας, στην ανάδρασή της με το σημείο θραύσης της οικονομίας. Από τη δυνατότητα απόσπασης ή όχι συναίνεσης ενός αντιμνημονιακού «λαϊκού» παράγοντα σε μνημονιακά προγράμματα και την ικανότητα του ελληνικού κράτους να ισορροπεί στο σημείο μηδέν μιας πλήρους χρεοκοπίας. Από την πιθανότητα οι αγώνες που θα ξεσπάσουν στο έδαφος των οξυμμένων αυτών αντιθέσεων, να υπερβούν ή όχι τα όρια των εθνικών διλημμάτων (μνημόνιο/αντιμνημόνιο, φιλο-ΕΕ/αντι-ΕΕ) – κάτι που εξαρτάται οργανικά από την ένταση και το περιεχόμενο της παρέμβασης των προλεταριακών/πληβειακών στρωμάτων σε αυτόν τον νέο κύκλο αγώνων.

Η επικράτηση μιας αντι-ΕΕ γραμμής θα είναι σαφώς πιο επιθετική από την πλευρά του κράτους και της κυριαρχίας. Αφενός γιατί αντιπροσωπεύει έναν συνολικό στρατηγικό επαναπροσανατολισμό σε «αχαρτογρά- φητες» περιοχές, έξω και πέρα από το πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αφετέρου γιατί ο φορέας της είναι ένα αριστερο-ακροδεξιό εθνικό μέτωπο το οποίο μπορεί να αποκτήσει ιδιαίτερα επικίνδυνα χαρακτη- ριστικά. Η ένταση και η ποιότητά τους δεν μπορεί να εκτιμηθεί αυτή τη στιγμή καθώς συναρτώνται από την δυνατότητα αυτού του εθνικού μετώπου να αποκτήσει και κινηματικό χαρακτήρα με την ταυτόχρονη ανά- δειξη και επιβολή ενός Ηγεμόνα (Τσίπρας;) ως ελληνικής εκδοχής του τσαβισμού. Οι συνθήκες σαφέσταταυπάρχουν καθώς η αντι-ΕΕ γραμμή εμφανίζεται ως η λογική σχεδόν συνέπεια και «αναβάθμιση» του «αντιμνημονιακού αγώνα».

Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή: η προϊούσα αστάθεια, η ρευστότητα και η πόλωση που επάγεται η ύπαρξη δύο ισχυρών εθνικών γραμμών, συνιστούν εξαιρετικά σοβαρό συστημικό κίνδυνο: είναι απολύτως ζωτικό να κατισχύσει μια ενιαία εθνική αφήγηση, η διαλεκτική της εθνικής ενότητας να ανοίξει μια οδό διαφυγής από τα σημερινά αδιέξοδα. Το κράτος (και όχι μόνο το ελληνικό) θα προσπαθήσει να παίξει καταλυτικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία «λύσης του δράματος», φυσικά με τα γνωστά μέσα που διαθέτει για αυτές τις περιστάσεις: την βίαιη καταστολή σε όλα τα επίπεδα. Τα προλεταριοποιημένα και αντιστεκόμενα τμήματα της κοινωνίας βρίσκονται αντιμέτωπα όχι απλά με την εξαθλίωση, εξαιτίας της ακόμα οξύτερης υποτίμησής τους, αλλά με την ίδια την επιβίωση. Όλα αυτά σημαίνουν ένα μόνο πράγμα για το ανταγωνιστικό κίνημα: ανάπαυλα τέλος. Σημαίνουν την ρήξη με τις δυναμικές της ύφεσης και της ενσωμάτωσης. Απόλυτο όριο και προϋπόθεση γι’ αυτή την ρήξη είναι η κάθετη αντιπαράθεση και πολεμική με οποιαδήποτε εθνικοπατριωτικά αφηγήματα και διλήμματα. Στο εξής κάθε άποψη και πρακτική, κάθε παρέμβαση στο δημόσιο χώρο και λόγο δεν θα κινείται στο πεδίο της ασάφειας και της δυνατότητας αλλά στο έδαφος της αμείλικτης κριτικής των θεωρητικών σχημάτων μας στην πράξη της ριζικής άρνησης της αθλιότητας.

q.

Ιούλιος 2015

Η Μεταπολίτευση Πέθανε! Ζήτω η Μεταπολίτευση!

O πρώτος τόμος των zero_gravity_riots.

Την Τρίτη 23 Φλεβάρη μαζευτήκαμε στην κατάληψη της Ανάληψης, για να “συζητήσουμε να
αποδομήσουμε και να γιορτάσουμε ειρωνικά το νέο τέλος και τη νέα αρχή της μεταπολίτευσης”. Ήταν
η πρώτη έκδοση, μετά από “χίλια βάσανα”, του project Zero_Gravity Riots, της ρηξικέλευθης
πρότασης της In.Medias.Res για τη μη βαρετή προσέγγιση στην κοινωνικοταξική πάλη. Επιλέξαμε ως
θεματική τη “Μεταπολίτευση” μιας και, για αρκετό καιρό, απορροφηθήκαμε και συζητήσαμε αυτό το
καταπληκτικό reset του ελληνικού κράτους από το 1974 και μετά.

H αφίσα του event:

zero_gravity_vol1

https://www.kinimatorama.net/event/63265

Εισήγηση

H Μεταπολίτευση με ορόσημο το 1974 και την αλλαγή του πολιτεύματος, σηματοδοτεί την πορεία της
ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού κράτους, τουλάχιστον όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα. Στα χρόνια
που ακολουθούν χαρακτηριστική είναι η επέκταση της εξουσίας του κράτους και η διαμόρφωση μιας νέας
κουλτούρας στη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων, πραγματικότητα που κατοχυρώνεται με την είσοδο
της Ελλάδας στην ΕΟΚ και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981. Τα οικονομικά σκάνδαλα του
1989 με τον Κοσκωτά, οι ολυμπιακοί αγώνες του 2004 μας προσγειώνουν στην κρίση του 2010. Η
μετέπειτα περίοδος χαρακτηρίζεται από τους αγώνες του κινήματος, εποχή που τελεώνει με την άνοδο
του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και τη “διάψευση της Ελπίδας”. Η Μεταπολίτευση, λοιπόν, για μια ακόμη
φορά τελείωσε!

Η Μεταπολίτευση Πέθανε! Ζήτω η Μεταπολίτευση!

[κοινωνικο-ταξικόν δράμα εις πολλάς πράξεις]

Μπροστά στην κρίση του κράτους και την αριστερή διαχείρισή της: τέλος ψευδαισθήσεων, ανάπαυλα τέλος!

Κείμενο παρέμβασής μας σε εκδήλωση για το Δημοψήφισμα (Λαμπηδόνα, 15/7/2015)


Μπροστά στην κρίση του κράτους και την αριστερή διαχείρισή της:

τέλος ψευδαισθήσεων, ανάπαυλα τέλος!

“Οι πρίγκηπες και οι κυβερνήσεις είναι, μακράν, τα πιο επικίνδυνα στοιχεία σε μια κοινωνία”,  Μακιαβέλλι, “O Ηγεμόνας


Η στρατηγική επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου παραμένει η συνέχιση της επίθεσης στα προλεταριακά και μικροαστικά στρώματα – και μάλιστα τώρα με ακόμα πιο αναβαθμισμένους όρους. Το 3ο μνημόνιο είναι θα λέγαμε το πιο ταξικό απ’ όλα, με την έννοια ότι καθίσταται πλέον όρος επιβίωσης για το κεφάλαιο η συγκεντροποίηση με κάθε τρόπο – ακόμα και μέσα από την επίθεση σε στρώματα που αποτελούν τη βάση της πολιτικής του εκπροσώπησης (επαγγελματίες, αγρότες, δημοσιο-υπαλληλία). Καμμιά πλέον ανοχή σε μικρο-επιχειρήσεις, μικρομάγαζα, μικρά αφεντικά. Αυτός είναι ο παράγοντας που αντικειμενικά οξύνει τον ταξικό ανταγωνισμό καθώς και τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του ελληνικού κράτους.

περί ΣΥΡΙΖΑ: δεν είχαμε ποτέ καμμιά αυταπάτη, καμμιά ψευδαίσθηση, καμμιά προσδοκία από τον ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τα προλεταριακά συμφέροντα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια έκφραση της “αριστεράς του Κράτους”, η άνοδος του στην εξουσία, η νίκη της κυβερνώσας αριστεράς είναι η ήττα των αγώνων της προηγούμενης περιόδου, η ήττα που παράχθηκε από την αδυναμία τους να ξεπεράσουν το όρια του αντιμνημονιακού λόγου – αιτήματα που απευθύνονταν στο Κράτος και προσπαθούσαν να απαντήσουν στα αδιέξοδα του Κράτους – επιστροφή στην προ Μνημονίων κατάσταση, “δικαιότερο Κράτος”, να ακουστεί η “κοινωνία των πολιτών”. Τα προλεταριακά και πληβειακά στρώματα της κοινωνίας όχι μόνο δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά αντίθετα η ύπαρξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αναπόφευκτη απουσία οποιασδήποτε αυτόνομης κριτικής και αντίστασης στην επέλεση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης από την πλευρά τους. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει καμμιά αμφιβολία για την πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ να υπογράψει ένα καινούριο Μνημόνιο. Οι ελιγμοί του δημοψηφίσματος και του show των διαπραγματεύσεων δεν είχαν καμμιά άλλη έννοια από την προσπάθεια αντιμετώπισης των εσωτερικών συσχετισμών στον ΣΥΡΙΖΑ, την εκτόνωση και ενσωμάτωση του όποιου αντιμνημονιακού μένους και της στοίχισης των πολιτικών δυνάμεων στην διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής. Ταυτόχρονα αναδεικνύουν και τα όρια του κοινοβουλευτισμού: οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι μεταβάλλουν “μαγικά” το Όχι του “άμεσοδημοκρατικού” δημοψηφίσματος σε “Ναι”.

Για την πέρα του ΣΥΡΙΖΑ αριστερά, τα πράγματα είναι απλά τραγικά: όχι μόνο σύρθηκε από τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, εγκλωβισμένη από πλήθος αυταπάτες αλλά και τώρα, μακριά από οποιαδήποτε διάθεση αυτοκριτικής, αναβαθμίζει την ενσωμάτωσή της στον κυρίαρχο εθνικοπατριωτικό λόγο που βλέπει “εκβιαστές δανειστές” και “προδότες” κυβερνητικούς και “πραξικοπήματα” που υφαρπάζουν το όχι του λαού ή την συναίνεση της κυβέρνησης κ.λπ. Τα προλεταριακά στρώματα δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από αυτή την αριστερά, μια πραγματική σκιά των υπολειμμάτων ενός εργατικού κινήματος που δεν υπάρχει πια και δεν υπάρχει γιατί το πρόγραμμά του δεν πήγαινε πέρα από την κατάληψη του κράτους και τον ορίζοντα ενός κρατικού καπιταλισμού· γιατί σαρώθηκε από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση – αυτή που διέλυσε και τα κακόφημα καθεστώτα του υπαρκτού. Μιλάει στο όνομα ενός φαντάσματος που ονειρεύεται ότι θα “μπουκάρει” στο προσκήνιο της ιστορίας ανά πάσα στιγμή! Είναι επιπλέον επικίνδυνη γιατί δεν έχει κανένα πρόβλημα να συμβαδίζει στον δρόμο των αντιΕΕ επιλογών του κεφαλαίου και των μικροαστικών στρωμάτων με όλον τον ακροδεξιό εσμό που επίσης περήφανα ψήφισε “Όχι”.

Από τις πιο αντιπρολεταριακές θέσεις της αριστεράς είναι αυτό το παραμύθι περί κακών Ευρωπαίων και δανειστών εναντίον της πτωχής πλην τίμιας Ελλάδας. Η σύγκρουση είναι ανάμεσα στο κεφάλαιο σε όλες του τις εκδοχές και στα φτωχοποιημένα και άλλα στρώματα που θα πρέπει να υποτιμηθούν για να ξεπεράσει το κεφάλαιο την κρίση του. Στην ελληνική περίπτωση οι ιδιαιτερότητες συγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας έχουν οδηγήσει το ελληνικό κράτος σε πραγματικό αδιέξοδο, σε χρεοκοπία, παρά την ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου ως αποτελέσματος της εφαρμογής των Μνημονίων. Το ελληνικό κράτος συντηρείται στην “ζωή” ακριβώς με την τεχνητή υποστήριξη των “κακών” Ευρωπαίων. Αντιθέσεις μεταξύ διαφόρων μερίδων του κεφαλαίου εντός και εκτός Ελλάδας δεν αντανακλούν παρά δευτερεύουσες επιλογές σε σχέση με τον ρυθμό, την ένταση και τον τρόπο υλοποίησης της κοινής και κεντρικής επιλογής που είναι το χτύπημα των προλεταριακών στρωμάτων, η παραπέρα εξαθλίωση και περιθωριοποίηση. Για να το πούμε απλά: είναι όλοι κακοί· κακοί Ευρωπαίοι διαγκωνίζονται με τους κακούς Έλληνες για το ποιοί θα μας εξαθλιώσουν περισσότερο.

φιλοΕΕ και αντιΕΕ γραμμές δεν είναι παρά δυο εκδοχές της εθνικής αφήγησης που προσπαθεί να συγκροτήσει το ελληνικό κεφάλαιo και κράτος για να απαντήσει τα αδιέξοδά του. Όποια και να επικρατήσει αυτό θα γίνει μόνο με ένταση της καταστολής εναντίον των αντιστεκόμενων σε όλα τα επίπεδα. Ευρώ/δραχμή, μνημόνιο/αντιμνημόνιο είναι διλήμματα στα οποία δεν μας ενδιαφέρει να απαντήσουμε. Για τους προλετάριους/ες, ντόπιους και μετανάστες η μόνη προοπτική είναι αυτή της αυτόνομης προλεταριακής αντίστασης/αντεπίθεσης ενάντια σε εθνικές στρατηγικές και μέτωπα. Δεν ξέρουμε από πριν τον δρόμο· ξέρουμε σίγουρα, όμως, πού δεν θα τον ψαξουμε.

In Medias Res

inmediaslogo6

To blog της InMediasRes είναι εδώ!

Καλώς ήρθατε στο blog της ομάδας In.Medias.Res. Δεν φετιχοποιούμε τη χρήση

των δικτυακών μέσων· προσπαθούμε να τα αξιοποιήσουμε για να επικοινωνήσουμε

ιδέες και πρακτικές.