Οι ταραχές έξω απ’ τη Βουλη και η νηνεμία στους χώρους εργασίας

Οι ταραχές έξω απ’ τη Βουλή και η νηνεμία στους χώρους εργασίας

Από το 2010 μέχρι και λίγο πριν τις εκλογές του 2015 η κήρυξη μιας γενικής απεργίας έμοιαζε να αποτελεί ένα κρίσιμο συμβάν, ένα crash test για τις διαχειριστικές δεξιότητες των κυβερνώντων, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να εκφραστεί η δυσαρέσκεια των κυβερνώμενων. Επενδυόταν είτε με έντονες ανησυχίες για μια ενδεχόμενη διασάλευση της τάξης στο κέντρο της Αθήνας είτε με μεγάλες προσδοκίες για μια κάποιου είδους πολιτική ανατροπή ή έστω για την αποτροπή υπερψήφισης μιας ακόμα δέσμης μέτρων «εσωτερικής υποτίμησης».

Οι ανησυχίες εκφράζονταν στους τηλεοπτικούς δέκτες, στις επιφυλλίδες της Καθημερινής, στα πηγαδάκια στο περιστύλιο της Βουλής, στις προπαρασκευαστικές συσκέψεις στη ΓΑΔΑ. Στην απέναντι όχθη, οι προσδοκίες χρωμάτιζαν με έναν τόνο ενίοτε αποκαλυψιακό τα σχόλια των χρηστών των διαδικτυακών μέσων αντιπληροφόρησης, τις τοποθετήσεις των παρευρισκόμενων στις συνελεύσεις των πολιτικών συλλογικοτήτων που ετοιμάζονταν να παρέμβουν στη μεσημβρινή διαδήλωση της ημέρας της απεργίας, αλλά παρείχαν επίσης και τη συναισθηματική πρώτη ύλη στις γεμάτες μελοδραματικά κλισέ προκηρύξεις των αριστερών εμπόρων ελπίδας που έστηναν στον δρόμο τα «κινηματικά» θεμέλια για την επερχόμενη κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, με το πάθος ενός πρεζέμπορα που καταναλώνει κι ο ίδιος τη νοθευμένη πρέζα την οποία εμπορεύεται.

Και οι ανησυχίες των «από πάνω» και οι προσδοκίες των «από κάτω» είχαν ως κοινό παρονομαστή την πεποίθηση ότι μια γενική απεργία, υπό τις παρούσες συνθήκες, ήταν προπάντων ένα συμβάν πολιτικό: κάτι που θα εκδήλωνε τη δυναμική του μπροστά από το κοινοβούλιο και μπορούσε να καθορίσει τις αποφάσεις που θα λαμβάνονταν εκεί, ανάλογα βέβαια με την εκδηλωνόμενη απεργιακή δυναμική, δηλαδή, με τη μάζα και τη μαχητικότητα του συγκεντρωμένου πλήθους στην πλατεία Συντάγματος. Αυτή η πεποίθηση εξακολούθησε να χαίρει ευρύτατης απήχησης ακόμα και τις μέρες που ο Βαρουφάκης πάλευε με τα ανήμερα νεοφιλελεύθερα θεριά των Βρυξελλών για να περάσει το δικό του «μετριοπαθές» σχέδιο διάσωσης των ελληνικών αφεντικών, με τη διακριτική στήριξη τόσο του ΣΕΒ όσο και της ΓΣΕΕ, και την οργή κατά του δαίμονα Σόϊμπλε να ξεχειλίζει, μπροστά από το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, όπου οι κόκκινες και οι κοκκινόμαυρες σημαίες συνυπήρχαν, χωρίς να προκαλούνται έκδηλα αισθήματα δυσφορίας, με τις γαλανόλευκες.

Εκείνη την, ας την πούμε, «ηρωική» περίοδο της κυβερνώσας αριστερο-ακροδεξιάς, το πολιτικό νόημα της γενικής απεργίας είχε ήδη αρχίζει να μεταστρέφεται. Δεν επρόκειτο πια για μια δοκιμασία, αλλά για ένα ακόμα διαπραγματευτικό χαρτί στις διαβουλεύσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους του ελληνικού κράτους. Όταν τα κάστρα στην άμμο που είχε φτιάξει η Αριστερά (εντός κι εκτός ΣΥΡΙΖΑ) έπεσαν και αντί για το «τέλος της λιτότητας» ήλθε το τρίτο, αριστερο-ακροδεξιό αυτή τη φορά, Μνημόνιο, τότε κηρύχθηκε μεν η επαπειλούμενη γενική απεργία, οι συριζαίοι υπουργοί, όμως, τόνιζαν ότι ήταν ευπρόσδεκτη, περίπου ως ένα ακόμα επιχείρημα προς τους ξεροκέφαλους συνομιλητές τους στο εξωτερικό μπας και χαλαρώσουν τις ασφυκτικές πιέσεις τους ή κάνουν τα στραβά μάτια εκ των υστερών, κατά την εφαρμογή των μέτρων. Το ίδιο θα επαναλάμβαναν και φέτος, ενόψει της ψήφισης του νομοσχεδίου για το ασφαλιστικό.

Αυτό δε σήμαινε ότι οι δυνάμεις καταστολής θα απέφευγαν να ανοίγουν κεφάλια ή να κάνουν συλλήψεις στον σωρό, όποτε αυτό κρινόταν τακτικά απαραίτητο βάσει των μακρόπνοων κρατικών σχεδιασμών αντιμετώπισης του εσωτερικού εχθρού, που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνέχισε και εκλέπτυνε. Σήμαινε πάντως ότι η γενική απεργία, που είχε από καιρό αναχθεί σε μια απεργιακή συγκέντρωση μπροστά από το κοινοβούλιο, πλέον είχε γίνει ένα κάποιο συμπλήρωμα στις τεχνικές διακυβέρνησης. Κατά τα λοιπά, η μηχανή της εθνικής οικονομίας, ιδίως από το 2012 και μετά, παρά τις κηρυσσόμενες γενικές απεργίες λειτουργούσε κανονικά και αδιαλείπτως, με ορισμένες μονάχα πρόσκαιρες μικρές διαταραχές, ξαναμπαίνοντας μάλιστα σε τροχιά ανάκαμψης.

Η ιδέα ότι μια γενική απεργία, ήτοι, μια γενική άρνηση των εργατών/τριών να πάνε στη δουλειά τους και να κάνουν τη δουλειά τους (δεδομένου ότι σήμερα υπάρχουν πολλοί εργάτες/τριες που δε χρειάζεται να πάνε σε έναν καθορισμένο χώρο εργασίας για να δουλέψουν), πρέπει να εκληφθεί ως ένα συμβάν πολιτικό ή ότι έχει νόημα μονάχα αν μπορεί να προκαλέσει ανακατατάξεις στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, είναι μια ιδέα η οποία έχει περιβληθεί, εδώ και πολλές δεκαετίες, με την ισχύ του αυτονόητου χάρη στη ακατάπαυστη σχετική προπαγάνδα των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων. Τα τελευταία χρόνια, αυτό έγινε μια απτή πραγματικότητα. Οι γενικές απεργίες που κήρυσσαν οι ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ είχαν αδιαμφισβήτητα πολιτική βαρύτητα. Το πρόβλημα, όμως, έγκειται ακριβώς εκεί. Γιατί αυτό που υπόρρητα εννοείται ως «πολιτικό», και αυτό που όντως, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι το «πολιτικό» στην παρούσα μορφή κοινωνικής οργάνωσης, συνηχεί με, και επικαλύπτεται από, το «κρατικό».

«Πολιτικό», στην κυρίαρχη γλώσσα αλλά και στην αντικειμενική πραγματικότητα, είναι ό,τι μπορεί να εγγραφεί στο πεδίο του κράτους, μιας άρθρωσης μηχανισμών αυτονομημένης από την κοινωνία. Και «πολιτική» είναι, όπως εύστοχα είχε κάποτε πει ο Μπίσμαρκ, η τέχνη του εφικτού, με άλλα λόγια: ένα σύνολο από τεχνικές για την εξεύρεση και επιβολή λύσεων στις κοινές, δημόσιες υποθέσεις χωρίς να θίγονται οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις (σχέσεις ταξικής εκμετάλλευσης, έμφυλης και εθνικής-φυλετικής καταπίεσης) που κατανέμουν αφετηριακά διαφορετική ισχύ στα αφηρημένα υποκείμενα-«πολίτες», τα οποία καλούνται να αποφασίσουν, ή μάλλον, αφού άμεσα αποφασίζουν τυπικά μονάχα ορισμένοι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι, να συναινέσουν εκ των υστέρων σε αυτές τις λύσεις ή να τις απορρίψουν.

Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που τελικά δεν πρέπει να παραξενευόμαστε από το γεγονός ότι η πρόσφατη μετατροπή των γενικών απεργιών σε πολιτικά συμβάντα, έτσι όπως συντελέστηκε στην τωρινή ελληνική πραγματικότητα, με την κριτική, τόσο στις πράξεις όσο και στα λόγια, να στρέφεται μακριά από τις σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης που διαμορφώνουν το βασικό περίγραμμα αυτής της πραγματικότητας, συνεπαγόταν και την εξουδετέρωση του όπλου της απεργίας ως μέσου άμυνας για την εργατική τάξη και ως δυνητικής απειλής για την ευρυθμία της εθνικής οικονομίας. Η κήρυξη μιας γενικής απεργίας, κάμποσο καιρό τώρα, κατά τεκμήριο σημαίνει ένα μαζικό διάβημα διαμαρτυρίας προς το κράτος, μια άσκηση πίεσης προς τους φορείς της νομοθετικής εξουσίας, και όχι μια κήρυξη πολέμου στον πόλεμο των αφεντικών. Οι κίνδυνοι παράλυσης που σήμερα αντιμετωπίζει η οικονομία της Γαλλίας, λόγω των απεργιακών αποκλεισμών, στην Ελλάδα αποφεύχθηκαν από νωρίς. Αντίθετα, εδώ επικράτησε, σχεδόν παντού, η λογική ότι οι προλεταριακές αντιστάσεις δε βγάζουν τάχα πουθενά «από μόνες τους», και ότι είχε φθάσει η ώρα των «πολιτικών εναλλακτικών λύσεων» που θα μας οδηγούσαν ως δια μαγείας στον παράδεισο … μιας ζωής με αφεντικά, αλλά «χωρίς λιτότητα».

Κατά ειρωνικό τρόπο, μετά από 150 περίπου χρόνια, μοιάζουν να δικαιώνονται, ή τουλάχιστον να ξαναφαίνονται χρήσιμες, ορισμένες διαπιστώσεις του Μιχαήλ Μπακούνιν, εκείνου που πρώτος συνέδεσε την έννοια της γενικής απεργίας με την προοπτική της κοινωνικής επανάστασης. Χαράσσοντας, το 1869, έναν προσανατολισμό αντίθετο από εκείνον που θα προτείνουν, τρία χρόνια αργότερα1, οι αντίπαλοί του στην (Πρώτη) Διεθνή Ένωση Εργατών, οι οποίοι πίστευαν πως ο ασφαλέστερος δρόμος προς την κοινωνική επανάσταση είναι εκείνος της «οργάνωσης», εννοώντας με αυτό τη συγκρότηση μαζικών εργατικών κομμάτων ικανών να διεκδικήσουν μια θέση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, ο Μπακούνιν υποστήριξε τη θέση ότι η ίδια η εμπειρία της απεργίας, ως εμπειρία ταξικού αγώνα, δημιουργεί μια συλλογική δύναμη ικανή να αμφισβητήσει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Είναι οι αναγκαιότητες του αγώνα, τα πρακτικά προβλήματα με τα οποία αναμετρώνται όσες/οι αγωνίζονται, που καθιστούν δυνατή την ανάπτυξη δεσμών ανάμεσα σε εργάτες διαφορετικών κλάδων και διαφορετικών εθνικών ταυτοτήτων2. Οι πολιτικές μηχανορραφίες κάθε λογής, οι τακτικές για τη συσσώρευση πολιτικής ισχύος, όσο κι αν ντύνονται στα κόκκινα, είναι, δε θα κουραστεί να υπογραμμίζει στα γραπτά του των επόμενων χρόνων ο Μπακούνιν, πάντοτε, επί της ουσίας, αστικές τακτικές. Ακόμα και στην καλύτερη εκδοχή τους, προϋποθέτουν την αποσύνδεση της πολιτικής χειραφέτησης από την κοινωνική χειραφέτηση, την εξιδανίκευση της πρώτης ως πρωταρχικού καθήκοντος του παρόντος, γύρω απ’ το οποίο τα πάντα οφείλουν να περιστρέφονται, και τον εξοβελισμό της δεύτερης στον άξονα ενός απροσδιόριστου, μακρινού μέλλοντος. Έτσι, όμως, οι κοινωνικές σχέσεις εκμετάλλευσης και εξουσίας μένουν, σε πραγματικό χρόνο, ανέπαφες. Η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων αναπαράγεται, δεν ανατρέπεται, με πολιτικά μέσα.

Η αλήθεια είναι πως κάτι ανάλογο είχε πει και ο σημαντικότερος από τους αντιπάλους του Μπακούνιν στην Πρώτη Διεθνή, ο Μαρξ, δυο δεκαετίες, όμως, πριν. Σε ένα κείμενο πολεμικής που δημοσίευσε το 1844, θα γράψει τα εξής:

Μια κοινωνική επανάσταση βρίσκεται στη σκοπιά του όλου ακριβώς επειδή –ακόμα κι αν λαμβάνει χώρα μόνο σε μία εργοστασιακή περιφέρεια– είναι μια διαμαρτυρία του ανθρώπου ενάντια στον απάνθρωπο βίο, διότι βαίνει από τη σκοπιά του μεμονωμένου πραγματικού ατόμου, διότι η κοινότητα, ενάντια στο χωρισμό της οποίας από αυτό το ίδιο αντιδρά το άτομο, είναι η αληθινή κοινότητα του ανθρώπου, η ανθρώπινη ουσία. Αντιθέτως, η πολιτική ψυχή μιας επανάστασης συνίσταται στην τάση των πολιτικά ανίσχυρων τάξεων να άρουν την απομόνωσή τους από την κρατική οργάνωση και από την κυριαρχία. Η σκοπιά τους είναι εκείνη του κράτους, ενός αφηρημένου όλου, το οποίο υπάρχει μόνο μέσω του χωρισμού του από τον πραγματικό βίο, το οποίο είναι αδιανόητο χωρίς την οργανωμένη αντίθεση μεταξύ της γενικής ιδέας και της ατομικής ύπαρξης του ανθρώπου, Συνεπώς μια επανάσταση με πολιτική ψυχή, σύμφωνα με την περιορισμένη και δισχιδή φύση αυτής της ψυχής, οργανώνει έναν κυρίαρχο κύκλο στην κοινωνία εις βάρος της κοινωνίας.3

Αφορμή για τις σκέψεις του Μπακούνιν περί της γενικής απεργίας ήταν το ξέσπασμα δύο μεμονωμένων απεργιών στη Γενεύη. Αφορμή για τo παραπάνω απόσπασμα του Μαρξ ήταν μια μεμονωμένη απεργία στη Σιλεσία. Και στις δύο περιπτώσεις, η έμφαση δίνεται στην εμπειρία του ταξικού αγώνα και τις πραγματικές δυνατότητες, τις οποίες αυτή η εμπειρία αναδεικνύει, για την άρση των διαχωρισμών που κάνουν τη ζωή κάθε ξεχωριστού ατόμου να είναι ένας ανελεύθερος, απάνθρωπος βίος. Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι, οπωσδήποτε, πολύ διαφορετικός από τον καπιταλισμό που γνώρισαν ο Μπακούνιν και ο Μαρξ. Έχοντας, όμως, πια την ευχέρεια να διακρίνουμε πόσο σημαντικότερες, από την άποψη μιας έμπρακτης κριτικής στην κοινωνική βαρβαρότητα, ήταν οι μεμονωμένες απεργίες των μεταναστών προλετάριων στη Σκάλα Λακωνίας ή τη Μανωλάδα από τις απεργιακές κινητοποιήσεις της ΑΔΕΔΥ στο Σύνταγμα, χρειάζεται να επιστρέψουμε στο ίδιο σημείο εκκίνησης.

Οι προλεταριακοί αγώνες δεν είναι τυφλές μορφές τις οποίες πρέπει να γεμίσουμε με «πολιτικά περιεχόμενα». Είναι προτιμότερο να γυρίσουμε αυτήν την εξίσωση ανάποδα: η μορφή και το περιεχόμενο της «πολιτικής», όπως και η μορφή και το περιεχόμενο της «κοινωνίας», πρέπει να αμφισβητηθούν ριζικά από τους προλεταριακούς αγώνες, γιατί όπως σωστά επισήμαινε και πάλι ο Μπακούνιν «η κοινωνική τάξη, η εξουσία, και το κράτος είναι τρεις όροι αδιάρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους, κάθε ένας εκ των οποίων προϋποθέτει τους δύο άλλους, και που λαμβανόμενοι από κοινού μπορούν να συμπυκνωθούν στις ακόλουθες λέξεις: η πολιτική καθυπόταξη και η οικονομική εκμετάλλευση των μαζών»4.

Lenorman

1 Στο Συνέδριο της Χάγης (1872) που σηματοδότησε την οριστική οργανωτική ρήξη ανάμεσα στη μαρξιστική και την αναρχική πτέρυγα της Διεθνούς Ένωσης Εργατών.

2 Βλ. M. Bakounine, “La double grève de Genève”, στο: M. Bakounine, Œuvres, τόμ. 5, Paris : P.-V. Stock, 1911, σελ. 37-52.

3 K. Marx, «Κριτικές σημειώσεις στο περιθώριο για το άρθρο ‘Ο βασιλιάς της Πρωσίας και η κοινωνική μεταρρύθμιση’. Από έναν Πρώσο (Εμπρός!, τευχ. 60)», στο: K. Marx, Κείμενα από τη δεκαετία του 1840: Μια ανθολογία, μετάφραση-επιμέλεια: Θανάσης Γκιούρας, Αθήνα: Εκδόσεις ΚΨΜ, 2014, σελ. 342-358 – το παράθεμα στις σελ. 357-358.

4M. Bakounine, “[Lettre au journal «La Liberté», de Bruxelles] A la rédaction de «La Liberté»” [5 octobre 1872], στο: Arthur Lehning (επιμ.), Archives Bakounine 2: Michel Bakounine et les conflits dans l’Internationale, 1872, Leiden: E. J. Brill, 1965, σελ. 145-168 – το παράθεμα στη σελ. 161.

Κοινωνικο-ταξικον δραμα εις πολλας πραξεις

Η Μεταπολίτευση Πέθανε! Ζήτω η Μεταπολίτευση!

[Κοινωνικο-ταξικόν Δράμα εις πολλάς Πράξεις]

ή αλλιώς: Η κατασκευή του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, η αναδιάρθρωση

κράτους και κεφαλαίου και το διαρκές reset της Ελληνικής Δημοκρατίας μετά το 1970

  • Μα τι είναι επιτέλους αυτή η καπιταλιστική αναδιάρθρωση; Η μεγάλη εικόνα, η παγκόσμια, και λίγη ιστορία των ταξικών αγώνων (ναι, επιμένουμε ότι η βάση της κοινωνικής δυναμικής είναι η ταξική πάλη στην ιστορικότητά της ως έκφραση των σχέσεων ταξικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης και όχι η αφηρημένη κίνηση οικονομικών μεγεθών): εργατικό κίνημα και η διάλυση της εργατικής ταυτότητας (συγγνώμη, της ποιας; )

  • Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας και ο πολιτικός μετασχηματισμός του ελληνικού κράτους. Το ελληνικό κράτος ως δυτική Δημοκρατία, οι βασικές μεταβλητές και σταθερές του: μια αστική τάξη διχασμένη μεταξύ κοσμοπολίτικου και εθνικού ρόλου, με πλήρη έλεγχο πάνω στο (βαθύ) κράτος, και ένας μετεμφυλιακός κοινωνικός σχηματισμός όπου αντηχούν ακόμα έντονα οι άγριοι ταξικοί αγώνες της προηγούμενης περιόδου και οι διαιρέσεις που παρήγαγαν.

Πρooοίμιον-Πράξις 1η

  • 1974-1981: Ο σφιχτός εναγκαλισμός του ελληνικού κράτους με το ελληνικό κεφάλαιο παράγει το ελληνικό παράδοξο Ι: η “σοσιαλμανία” του Εθνάρχη Καραμανλή και το φαινόμενο ΠΑ.ΣΟ.Κ. Παντού ιδιωτικοποιούν τα πάντα αλλά εδώ τα πάντα κρατικοποιούνται!

Πράξις 2η

  • 1981-1989: Μα πραγματικά, τι γίνεται σε αυτή την Ελλάδα; Δεν έχουν καπιταλισμό; Η ευημερία και οι μύθοι της Μεταπολιτευσης που αγαπήσαμε (δες ClassWarDogz). Το ελληνικό παράδοξο ΙΙ: αναδιάρθρωση με παροχές και κοινωνικό κράτος; Δεν πρόκειται περί παραδόξου όμως αλλά περί ευφυούς κοινωνικής μηχανικής: πριν υποτιμήσεις πρέπει φτιάξεις τον νέο, μεταπολιτευτικό πια, εθνικό κορμό. Και αν δεν λαδώσεις δεν φτιάχνεις καινούριες ταξικές συμμαχίες, δεν θάβεται το τσεκούρι του ταξικού πολέμου. Είπαμε τέρμα το μετεμφυλιακό κράτος, είμαστε Δημοκρατία τώρα. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολλοί πρόθυμοι σύμμαχοι: παλιοί αντάρτες του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, αγρότες και υπάλληλοι, οικοδόμοι, φοιτητές και ΔΕΠ, γιατροί και δικηγόροι, μάστορες και εργολάβοι, όλοι οι καλοί χωράνε σε αυτή την καινούρια “λαϊκή” συμμαχία για τον Σοσιαλισμό.

Intermezzo I

  • 1989: το όριο του πρώτου μεγάλου κύκλου της Μεταπολιτευσης και η διαδικασία “κάθαρσης”. Επιτέλους πότε θα έχουμε πραγματική υπαγωγή σε αυτό το κράτος; Και όπου γάμος και γιορτή η Βασίλω (συγγνώμη, η Αριστερά εννοούμε) πρώτη. ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ version 1 (ή αλλιώς αφήστε 100 ρεφορμιστικά λουλούδια να ανθίσουν, των γαρύφαλλων του ΚΚΕ συμπεριλαμβανομένων).

  • 1990-1993: Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Η ελληνική εκδοχή του Θατσερισμού ή αλλιώς κάποια πράγματα πρέπει να γίνονται στην ώρα τους…

  • 1993-1996: …και η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο! Η γλυκιά επιστροφή της Σοσιαλδημοκρατίας. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ είναι η ατμομηχανή της αναδιάρθρωσης (τα αφεντικά την λένε εκσυγχρονισμό, ντε) και οι μετανάστες οι θερμαστές. Ο εθνικός κορμός αρχίζει να αισθάνεται κάποια ρίγη αλλά δεν πολυδίνει σημασία. Ο Αντρέας φεύγει αλλά οι τεχνοκράτες έρχονται και φαίνονται αποφασισμένοι και ικανοί να σταθεροποιήσουν την κατάσταση.

Πράξις 3η

  • 1996-2004: η χρυσή οκταετία του ελληνικού καπιταλισμού: ευρωπαϊκή ενσωμάτωση, νέες εθνικές ιδέες και οράματα, Βαλκανική “υπερδύναμη” και αναδιάταξη του εθνικού κορμού. Αρχίζει να γίνεται ορατή η διάλυση της εργατικής ταυτότητας και η συγκρότηση του εθνικιστικού και ρατσιστικού παροξυσμού που εγγράφεται στα σώματα των κοριτσιών από την Ανατολική Ευρώπη που ξεζουμίζονται στα σκυλάδικα και στα μπαρ της εθνικής εκτόνωσης, των οικοδόμων από την Αλβανία και την Πολωνία, των εργατών γης από την την Ασία και την Αφρική. Κάθε peak προμηνύει, όμως, μια κατρακύλα.

Πράξις 4η

  • 2004-2009: Εντάξει και η Δεξιά μπορεί να κυβερνήσει αυτή την χώρα, όταν η Σοσιαλδημοκρατία παρουσιάζει κόπωση. Η υποτίμηση αρχίζει και παίρνει σβάρνα και τους ντόπιους – εργάτριες στα supermarket, καθαρίστριες, εργαζόμενους στα stage και τα voucher, κάθε λογής επισφαλείς, αλλά πού να τα δει αυτά ο εθνικός κορμός (δημοσιο-υπαλληλία, αγρότες, επαγγελματίες, πανεπιστημιακοί, μικροαστοί εργάτες). Αυτοί έχουν κάνει καλό ντήαλ με το κράτος και το κεφάλαιο, προεδρεύουν στα συνδικάτα και θεωρούν την “γενιά των 750” ευρώ παρακατιανή. Τα σύννεφα, όμως, μαζεύονται στον ορίζοντα και ξεσπάνε βίαια τον Δεκέμβρη του 2008, ποτίζοντας με όξινη ταξική βροχή το πεδίο μιας πόλης που ξυπνά μητρόπολη.

Intermezzo II

  • 2009: Το κράτος στα πρόθυρα (τρόπος του λέγειν, γιατί έχει πέρασει ολόκληρη την πόρτα) της χρεοκοπίας και το καύσιμο της μεταπολιτευτικής αισιοδοξίας αρχίζει να τελειώνει – πριν τελειώσει, το εκλογικό σώμα παίρνει μια τελευταία δυνατή τζούρα και ετοιμάζεται να εφορμήσει για άλλη μια φορά στον σοσιαλιστικό ουρανό, νανουριζόμενο με το παραμύθι ενός ακόμα Παπανδρέου: “Λεφτά υπάρχουν”. Προφανώς η κρίση χρέους που ξέσπασε από το 2008 αφορά τους κουτόφραγκους.

Πράξις 5η

  • 2010: Είναι επίσημο πλέον. Η κρίση θέλει αναδιάρθρωση – και αφού τόσα χρόνια ακόμα και το κεφάλαιο στην Ελλάδα αρνιόταν να υπαχθεί πλήρως στον εαυτό του, κάποια πράγματα θα πρέπει να γίνουν γρήγορα και γίνονται. Βίαιη υποτίμηση λέγεται και προλεταριοποίηση αλλά το να είσαι προλετάριος ακούγεται σαν βρισιά στα αυτιά της ελληνικής εργατικής τάξης και των μικροαστών – πόσο μάλλον να είσαι μετανάστης προλετάριος. Τώρα που αρχίζει να ζορίζεται για τα καλά ο εθνικός κορμός, άντε να μαζέψεις το φασιστικό απόστημα.

  • 2010-2014: Το “έπος” του αντιμνημονιακού αγώνα και στο βάθος ΣΥΡΙΖΑ (Συνασπισμός version 2, με εξελιγμένη τεχνογνωσία). Το παραμύθι των κακών Ευρωπαίων δανειστών εναντίον της πτωχής πλην τίμιας Ελλάδας μαγνητίζει τα “λαϊκά” στρώματα και διαγράφει το όριο των διαταξικών αγώνων της περιόδου, δηλ. το ίδιο το κράτος, το οποίο κωφεύει στα αιτήματα για προστασία, αξιοκρατία, και ανακατανομή βαρών. Βαθιά ανησυχία καταλαμβάνει τον εθνικό κορμό για την τύχη του μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβολαίου, και έτσι ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ μπας και σώσει την παρτίδα.

Πράξις 6η

  • 2015-…: Η ήττα που βιώνεται σαν νίκη. Η πλατεία Συντάγματος περνά την Αμαλίας. Η πρώτη (και δεύτερη) φορά αριστερο-ακροδεξιά κυβέρνηση σηματοδοτεί το τέλος του δεύτερου μεγάλου κύκλου της Μεταπολίτευσης. Ο δράκος των Μνημονίων απέδρασε, όλοι αναρωτιούνται αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το νέο ΠΑΣΟΚ, η ανάγκη για μια αίσθηση μεταπολιτευτικής συνέχειας είναι ισχυρή. Τα νέα, όμως, δεν είναι καθόλου καλά για μας. Ασχέτως του αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι Σοσιαλδημοκρατία ή όχι, η υποτίμησή μας είναι πια εμπεδωμένη πραγματικότητα, οι προλετάριοι που περισσεύουν στην Μ.Ανατολή, την Ασία, την Αφρική γίνονται πεδίο ασκήσεων βαρβαρότητας των κρατών και του κεφαλαίου. Τα αφεντικά αισθάνονται ότι παίζουν χωρίς αντίπαλο. Αν και αναζητούν ακόμα την νέα εθνική αφήγηση και το ακροατήριό της, ονειρεύτονται το τέλος της κρίσης και ανεβάζουν στροφές. Ελληνικό κράτος και κεφάλαιο αισθάνονται τόσο σταθεροποιημένα ώστε δελεάζονται να μπουν σε έναν καινούριο κύκλο επέκτασης. Η κρίση τώρα μπορεί να λέγεται και πόλεμος.

Πράξις ;

(…πρέπει να την γράψουμε εμείς)

Κι εμείς; Ο μόνος τρόπος να σπάσει αυτή η λούπα της Μεταπολίτευσης, δηλ. ο φαύλος κύκλος της εκμετάλλευσης και της υποτίμησής μας, είναι η προλεταριακή μας αντεπίθεση μέσα από αυτόνομους και αδιαμεσολάβητους αγώνες, ντόπιων και μεταναστών, ενάντια σε εθνικές στρατηγικές και μέτωπα, χτυπώντας την καρδιά του κεφαλαίου και της κυριαρχίας: την ιδιοκτησία, το εμπόρευμα, το θέαμα, κάθε έμφυλη και φυλετική διάκριση. Ο ορίζοντας της κοινωνικής χειραφέτησης και της ελευθερίας διανοίγεται πάντα μπροστά μας.

                                         In.Medias.ReS

Φλεβάρης 2016

inmediaslogo6

ZERO_GRAVITY RIOTS vol1

ZERO_GRAVITY RIOTS vol. 1

Η Μεταπολίτευση Πέθανε! Ζήτω η Μεταπολίτευση!

Η πλήξη είναι πάντα αντεπαναστατική. Πάντα” Γκυ Ντεμπόρ

Την Τρίτη 23 Φλεβάρη μαζευτήκαμε στην κατάληψη της Ανάληψης, για να “συζητήσουμε να αποδομήσουμε και να γιορτάσουμε ειρωνικά το νέο τέλος και τη νέα αρχή της μεταπολίτευσης”. Ήταν η πρώτη έκδοση, μετά από “χίλια βάσανα”, του project Zero_Gravity Riots, της ρηξικέλευθης πρότασης των InMediasRes για τη μη βαρετή προσέγγιση στην κοινωνικοταξική πάλη. Επιλέξαμε ως θεματική τη “Μεταπολίτευση” μιας και, για αρκετό καιρό, απορροφηθήκαμε και συζητήσαμε αυτό το καταπληκτικό reset του ελληνικού κράτους από το 1974 και μετά, όπως γράψαμε και στο κείμενο της σχετικής αφίσας:

“Βαρεθήκατε να ακούτε για το τέλος της μεταπολίτευσης;

Άνεργοι, Απόκληροι, Προλετάριοι, Μετανάστριες. Σας έχουμε νέα! Η μεταπολίτευση ξανατελείωσε και άρχισε ξανά και θα ξαναρχίζει μέχρι να την τελειώσουμε εμείς…

Γιατί η Μεταπολίτευση είναι το διαρκές reset της Ελληνικής Δημοκρατίας, δηλαδή η επαναλαμβανόμενη πρσπάθεια εκσυγχρονισμού της, που είναι και προσπάθεια ανανέωσης της εκμετάλλευσής μας από τα αφεντικά, της καταπίεσης και της υποτίμησής μας, με σύγχρονα, δυτικά μέσα.

1974, 1981, 1989, 1996, 2004, 2010, 2015, σε όλους αυτούς τους χρονικούς σταθμούς ερχόταν η ελπίδα μόνο που, όπως συνέβη και με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α, η ελπίδα αφορούσε το κεφάλαιο και τις αναδιαρθρώσεις του, με όχημα τις κοινωνικές συμμαχίες που προσπαθούσε να συγκροτήσει υπό νέα συλλογικά ιδεώδη. Κάθε φορά, η ελπίδα πουλιόταν ως τρόπος ανανέωσης της εμπιστοσύνης στα αφεντικά και το κράτος τους. Κάθε φορά, οι δικοί μας αγώνες, το μόνο έδαφος όπου η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή μπορεί να δοκιμαστεί, ενσωματώνονταν σε νέες εθνικές αφηγήσεις.

Μόνο αν αναμετρηθούμε με τα όρια των δικών μας αγώνων, μπορούμε να σπάσουμε αυτόν τον φαύλο κύκλο…”

Μετά από μια σύντομη εισήγηση:

H Μεταπολίτευση με ορόσημο το 1974 και την αλλαγή του πολιτεύματος, σηματοδοτεί την πορεία της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού κράτους, τουλάχιστον όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα. Στα χρόνια που ακολουθούν χαρακτηριστική είναι η επέκταση της εξουσίας του κράτους και η διαμόρφωση μιας νέας κουλτούρας στη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων, πραγματικότητα που κατοχυρώνεται με την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981. Τα οικονομικά σκάνδαλα του 1989 με τον Κοσκωτά, οι ολυμπιακοί αγώνες του 2004 μας προσγειώνουν στην κρίση του 2010. Η μετέπειτα περίοδος χαρακτηρίζεται από τους αγώνες του κινήματος, εποχή που τελεώνει με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και τη “διάψευση της Ελπίδας”. Η Μεταπολίτευση, λοιπόν, για μια ακόμη φορά τελείωσε!

έγινε συζήτηση με αφορμή το κοινωνικο-ταξικόν δράμα εις πολλάς πράξεις: Η Μεταπολίτευση Πέθανε! Ζήτω η Μεταπολίτευση!”, το οποίο προς τέρψιν σας παρατίθεται σε διπλανή στήλη, για να ακολουθήσει ένα νοσταλγικό και ενθουσιώδες ταξίδι σε επικές και χαρακτηριστικές στιγμές που σημαδεύουν όλην αυτήν τη σαραντάχρονη περίοδο, στο οποίο αρκετές/οι επέδειξαν δεινές χορευτικές ικανότητες.

Εργαζόμαστε πυρετωδώς για την διοργάνωση του δεύτερου Zero_Gravity Riots, που θα είναι αφιερωμένο στους “αγώνες για τον μισθό”, για την ακρίβεια στην απουσία τους..

Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης ΙΙ

Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης: ψηλαφώντας μια ρωγμή ανάμεσα στην ύφεση και την ενσωμάτωση

ΙΙ: χρεοκοπία/δημοψήφισμα: το σημείο έκρηξης της οικονομίας (και της ιδεολογίας της)

 

Αυτή η μετατόπιση από το (σχετικά) ηπιότερο δίλημμα «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» στο «υπαρξιακό» πλέον: «Ευρώπη/αντιΕυρώπη», είναι ένδειξη μιας βαθιά ποιοτικής αλλαγής στην διαδικασία και στο επίπεδο του ταξικού ανταγωνισμού. Στο πολιτικό επίπεδο ακυρώνει και εξανεμίζει καθοριστικά το συγκριτικό πλεονέκτημα της Αριστεράς – τη δύναμη ενσωμάτωσης που εκφράστηκε με την κυβερνητική αλλαγή. Οι αντιφάσεις της αριστεράς – και όχι μόνο της κυβερνώσας – εκτίθενται ανεπανόρθωτα. Διαγράφεται εντελώς ξεκάθαρα η σύγκρουση των «ευρωπαϊστών», που προκρίνουν τον «ρεαλισμό» της συστράτευσης με τις επιλογές του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, με τις τάσεις εκείνεις που εξακολουθούν να φαντασιώνονται τον «σοσιαλισμό», δηλαδή ένα κρατικό καπιταλισμό με εθνικούς όρους.

 

 

Η ουσιαστική ήττα του προηγούμενου κύκλου αγώνων, μετουσιωμένη σε νικηφόρα «κυβερνώσα αριστερά», αποκάλυψε εξαιρετικά γρήγορα την ένταση που σοβεί στην θεμελιακή αντινομία της: δεν μπορεί τελικά να είναι νικηφόρα μια διαδικασία ήττας και ενσωμάτωσης, και αυτό αφορά όχι μόνο το ανταγωνιστικό κίνημα αλλά όλους τους δρώντες παράγοντες του κοινωνικού σχηματισμού. Η κυβερνώσα αριστερά όχι μόνο δεν μπορεί να εγγυηθεί τον απαραίτητο συμβιβασμό που θα εξασφαλίσει την απρόσκοπτη συνέχιση της αναπαραγωγής του ελληνικού κράτους αλλά, αντίθετα, έδρασε καταλυτικά στην επιτάχυνση της εκδήλωσης των εκρηκτικών προβλημάτων του. Μέσα σε μόλις πέντε μήνες βιώνουμε την αποδόμηση σχεδόν όλων των συναινέσεων που είχαν παραχθεί μέχρι τώρα: φατρίες και μερίδες του κεφαλαίου, αλληλοσυγκρουόμενα μικρο-μεσοαστικά στρώματα αφόπλισαν και ρίχνονται με ζέση στον εξοντωτικό χορό της επιβίωσης.

Όταν μιλά η δημοκρατία, και ειδικά μέσω δημοψηφισμάτων, είναι το κεφάλαιο, ως ο κρίσιμος διαχειριστής, που θέτει και εκβιάζει απαντήσεις από τους υπόλοιπους «εταίρους» της «κοινωνίας των πολιτών». Το δημοψήφισμα είναι η πολιτική εκδίπλωση του σημείου έκρηξης της οικονομίας, η ιδεολογικοποίηση των διλημματικών επιλογών που το κεφάλαιο, μπροστά στο φάσμα της χρεοκοπίας, θέτει στον εαυτό του και στις υπόλοιπες τάξεις.

Οι προσπάθειες αναδιάρθρωσης των προηγούμενων χρόνων δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα και αυτό φυσικά δεν οφείλεται σε «τυφλούς» μηχανισμούς της οικονομίας αλλά στη συνολική ένταση της ταξικής πάλης και των αντιθέσεων εντός του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού (και φυσικά του ευρύτερου διεθνούς περιβάλλοντος). Όσο και αν είναι αδιαμφισβήτητη η ήττα των αγώνων της προηγούμενης περιόδου, εξίσου αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι η εκδηλωμένη ή μη αντίσταση των πληττόμενων στρωμάτων επέτεινε αποφασιστικά την κρίση του κεφαλαίου στην Ελλάδα.

Δηλωτικό της επιδείνωσης της κρίσης είναι το γεγονός ότι το κυρίαρχο δίπολο της προηγούμενης περιόδου – Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο – αδυνατεί να εκφράσει τις μεταβληθείσες αντιθέσεις. Το φάσμα της χρεοκοπίας μετατοπίζει το κρίσιμο ερώτημα «με ποιον ρυθμό θα συνεχιστεί η αναδιάρθρωση και η υποτίμηση των πληβειακών στρωμάτων» σε ερωτήματα που βρίσκονται στον «σκληρό πυρήνα» της οικονομίας: με ποιο νόμισμα, με ποιο μοντέλο ανάπτυξης και εις βάρος ποιων ευρύτερων στρωμάτων θα προχωρήσει η καπιταλιστική αναδιάρθρωση για να ξεφύγει από τον ορατό κίνδυνο μιας πλήρους απορρύθμισης;

Αυτή η μετατόπιση από το (σχετικά) ηπιότερο δίλημμα «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» στο «υπαρξιακό» πλέον: «Ευρώπη/αντιΕυρώπη», είναι ένδειξη μιας βαθιά ποιοτικής αλλαγής στην διαδικασία και στο επίπεδο του ταξικού ανταγωνισμού. Στο πολιτικό επίπεδο ακυρώνει και εξανεμίζει καθοριστικά το συγκριτικό πλεονέκτημα της Αριστεράς – τη δύναμη ενσωμάτωσης που εκφράστηκε με την κυβερνητική αλλαγή. Οι αντιφάσεις της αριστεράς – και όχι μόνο της κυβερνώσας – εκτίθενται ανεπανόρθωτα. Διαγράφεται εντελώς ξεκάθαρα η σύγκρουση των «ευρωπαϊστών», που προκρίνουν τον «ρεαλισμό» της συστράτευσης με τις επιλογές του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, με τις τάσεις εκείνεις που εξακολουθούν να φαντασιώνονται τον «σοσιαλισμό», δηλαδή ένα κρατικό καπιταλισμό με εθνικούς όρους.

Αυτό σημαίνει, πιο θεμελιακά, ότι η διευρυμένη κοινωνική συμμαχία που είχε συγκροτηθεί πάνω στο αίτημα μιας «επιστροφής στην προ του μνημονίου» κατάσταση διαρρηγνύεται, δημιουργώντας τους όρους μιας εντελώς διχαστικής πόλωσης του «λαϊκού» παράγοντα που βιώνει την αδυσώπητη πραγματικότητα της κατάρρευσης της καπιταλιστικής κανονικότητας: οι ουρές των πιστών που συνωστιζόμαστε μπροστά στους βωμούς των ΑΤΜ δεν έχουμε κανένα σκήνωμα για να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας, τίποτα θαυματουργό δεν φαίνεται να μπορεί να αποτρέψει την καταστροφή των μικρών (ή μεγαλύτερων) κεφαλαίων των καταθετών, να αναστρέψει το σπιράλ της χρεοκοπίας, παρεκτός, ίσως, από τον «από μηχανής Θεό» που ακούει στο αρκτικόλεκτο «ESM».

Στην εξαιρετικά αυτή κρίσιμη συγκυρία ανοίγεται για το ανταγωνιστικό κίνημα μια δυνατότητα να σπάσει το δικό του σπιράλ ψευδαισθήσεων, να ανοίξει ένα ρήγμα μεταξύ ύφεσης και ενσωμάτωσης που μοιάζει να εμπεδώνει ο κύκλος του αριστερού κυβερνητισμού. Αυτό προϋποθέτει όμως ότι θα πρέπει να αναμετρηθεί γενναία με τις δικές του αντιφάσεις και αδιέξοδα, ότι πρέπει να πάρει το ρίσκο της αυτοκριτικής.

Στην προσπάθεια να τοποθετηθούν – διολισθαίνοντας ίσως στο πεδίο της καθεστωτικής/διαμεσολαβημένης πολιτικής – εγχειρήματα και συλλογικότητες πολώνονται – κάποιες φορές με όχι ιδιαίτερα συντροφικούς όρους – στις επιλογές του «όχι» και της «αποχής». Το ενδιαφέρον είναι βέβαια ότι επιλογές αυτές ξεδιπλώνονται στην αμοιβαία κριτική τους: το όχι ως κριτική της «φυγόμαχης», «ελιτίστικης», «απομονωτιστικής» επιλογής της αποχής, η αποχή ως κριτική της «ενσωματωμένης», «υποταγμένης», «ψευδεπίγραφης» επιλογής αντίστασης. Αυτό που θέλουμε να υποστηρίξουμε, όμως, είναι ότι η διαλεκτική των δύο αυτών θέσεων είναι πολύ πιο πλούσια από την αμοιβαία αναίρεσή τους, που αποτελεί μια πλευρά μόνο της πραγματικότητας. Γιατί σαφέσταστα στην επιλογή της αποχής δεν υπάρχει μόνον ελιτισμός, φυγομαχία κ.λπ. και φυσικά στο «όχι» δεν ενδιαιτεί μόνον η ενσωμάτωση και ο «κυβερνητισμός».

Η επιλογή μας είναι η «αποχή» και αυτό δεν συμβαίνει επειδή η «αποχή» απαιτεί έναν μικρότερο βαθμό φαντασιακής επένδυσης σε σχέση με το «όχι», ούτε επειδή είναι σχετικά πιο εύκολα υπερασπίσιμη (αν μη τι άλλο, στην βάση ότι η συσπείρωση γύρω από το «όχι» καλύπτει ένα φάσμα δυνάμεων από την ακροδεξιά μέχρι κομμάτια του α/α χώρου). Επιλέγουμε την «αποχή» κυρίως για τις δυνατότητες ριζικής κριτικής που διανοίγει, εφόσον οριοθετείται ξεκάθαρα στο πεδίο της αντιπαράθεσης με τον αριστερό και (ακρο)δεξιό εθνισμό που τροφοδοτεί τις μηχανές του «όχι», αντιπαράθεση που είναι απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση για την άρθρωση οποιασδήποτε προλεταριακής κριτικής.

Οι δυνατότητες αυτές δεν πραγματώνονται βέβαια αυτομάτως. Αν και τα όρια του «όχι» είναι πολύ ευδιάκριτα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπόκειται και η «αποχή» σε περιορισμούς. Μια πιο ενδελεχής ανάλυση μπορεί να καταδείξει ότι και η επιλογή της «αποχής» μπορεί να ενταχθεί σε μια δυναμική ύφεσης του ανταγωνιστικού κινήματος, όπως αναλύσαμε στο πρώτο μέρος αυτού του κειμένου, αν εξαντλείται στην απλή αναπαραγωγή στερεότυπων, μανιχαϊστικών δηλώσεων του τύπου: «Κάτω το Κράτος και το Κεφάλαιο», «αποχή από τα αστικά διλήμματα» κ.λπ.

Δεν μπορούμε να ικανοποιούμαστε πλέον από μια αταβιστική επίκληση των θεμελιωδών όρων της θεωρίας όταν αυτοί δεν γειώνονται με κάποιο τρόπο στην ρέουσα πραγματικότητα. Με άλλα λόγια όλο και λιγότεροι σύντροφοι και συντρόφισσες ικανοποιούνται από την αντιδιαλεκτική χρήση των όρων της ταξικής πάλης όταν αυτοί δεν τοποθετούνται στο πλαίσιο της ιστορικής τους συγκυρίας και εκδίπλωσης. Δεν αρκεί να προτάσσει κανείς την «συστημική» αποσταθεροποίηση, πρέπει να αποτυπώνει την πραγματική δυναμική και τους όρους της τώρα, έστω και περιγραφικά.

Η επιλογή της «αποχής» οριοθετεί μια ριζική αντίθεση και ασκεί μια ριζική κριτική στον βαθμό ακριβώς που αναζητά την πηγή των αρνήσεών της σε μια ανατομία των διαδικασιών πρωτίστως στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού ως οργανικής ολότητας (και φυσικά στην διαλεκτική της ένταξη στην ευρύτερη ολότητα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού) και όχι με όρους εξωτερικά σχετιζόμενων «μηχανισμών», που στο «όχι» παίρνει συνήθως την μορφή μιας σύγκρουσης Ελλάδας/Δανειστών (ακόμα και στις αναρχικής απόχρωσης αιτιολογήσεις, ο ρόλος του «ντόπιου κεφαλαίου» τείνει να υποβαθμίζεται μέσα στην γενικότερη άσκηση ισχύος των «ιμπεριαλιστικών μηχανισμών»). Αυτό είναι και ένα λεπτό και εντελώς κρίσιμο όριο διαχωρισμού από τις εθνικής έμπνευσης αφηγήσεις – κάθε αφήγηση με όρους σύγκρουσης του «μέσα» με το «έξω» είναι αντικειμενικά στο πλαίσιο μιας φανταστικής ενότητας του «μέσα».

Οι δυνατότητες ριζικής κριτικής που ενυπάρχουν στην «αποχή» μπορούν να απελευθερωθούν στον βαθμό που προσπαθούμε να στοχαστούμε και να αναμετρηθούμε με μερικά εντελώς κρίσιμα και κομβικά ερωτήματα: γιατί αυτή η κρίση είναι πραγματική; Γιατί έχει φτάσει σε αυτό το σημείο έκρηξης της οικονομίας; Ποιες είναι οι τεκτονικές μετατοπίσεις στα κοινωνικά στρώματα, πώς αναδιατάσσονται αυτά και γύρω από ποιες πολιτικές δυνάμεις, στο πλαίσιο αυτής της οριακής κατάστασης; Και κυρίως: ποιες δυνατότητες δημιουργούνται από την αντικειμενική όξυνση της ταξικής πάλης για το πέρασμα σε έναν νέο κύκλο αγώνων των προλεταριακών και πληβειακών στρωμάτων;

Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να έχουμε καθαρό ότι τα διλήμματα που τίθενται μέσω του δημοψηφίσματος ούτε πλασματικά είναι ούτε αφορούν μόνο το κεφάλαιο: μια, στοιχειώδης έστω, αντίληψη της διαλεκτικής του κεφαλαίου, καθιστά φανερό ότι αυτά είναι διλήμματα που τίθενται εντελώς πραγματικά και στα ίδια τα προλεταριακά και πληβειακά στρώματα.

Η κρίση αντανακλά το πραγματικά οριακό σημείο στο οποίο έχει φτάσει η αναπαραγωγή του καπιταλιστικού σχηματισμού στην Ελλάδα συνολικά. Πρόκεται για την αδιαμφισβήτητη χρεοκοπία ενός κράτους που δεν μπορεί πλέον να εξασφαλίσει στοχειωδώς τις βασικές του ανάγκες και λειτουργίες μετά από πέντε χρόνια τεχνητής «μηχανικής υποστήριξης» από τους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς της ΕΕ και του ΔΝΤ.

Η απόσπαση της υπεραξίας καθίσταται όλο και πιο δυσχερής μετά από την διαρκή αφαίμαξη και υποτίμηση των εργατικών στρωμάτων και την φυσική τάση φυγής κεφαλαίων από το εγχώριο σύστημα μπροστά στην αβεβαιότητα μιας αναιμικής προοπτικής ανάπτυξης. Αυτό αναγκάζει το κεφάλαιο να αναζητήσει και να στραφεί σε νέες πηγές υποτίμησης, προς τα μικρο-μεσοαστικά εκείνα στρώματα (δημοσιοϋπαλληλία, ελεύθεροι επαγγελματίες, μεταπράτες, πάροχοι υπηρεσιών κ.λπ.) που είχαν καταφέρει να επιβιώσουν (ή ακόμα και να αναπτυχθούν) στον προηγούμενο κύκλο της αναδιάρθρωσης/επίθεσης.

Αυτή η δυναμική, όμως, συνιστά πηγή αναβάθμισης του αδιεξόδου. Γιατί είναι ακριβώς αυτά τα στρώματα που στοιχίστηκαν και συσπειρώθηκαν γύρω από τις δυνατότητες που φαινόταν να διαγράφει η «κυβερνώσα αριστερά». Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να λειτουργήσει ηγεμονικά γιατί φάνηκε να εξασφαλίζει μια ευρεία συναίνεση όχι μόνο των πληβειακών στρωμάτων αλλά και των στρωμάτων που προαναφέραμε. Όλοι είχαν να περιμένουν κάτι από την αριστερή διαχείριση. Αυτή η συμμαχία κλυδωνίζεται πλέον: για τα πληβειακά στρώματα (αλλά και συγκεκριμένες μερίδες του κεφαλαίου) είναι σχετικά αδιάφορο ποιο θα είναι το νόμισμα της επόμενης μέρας. Ακόμα και η προοπτική εκτός ΕΕ φαντάζει λιγότερο εφιαλτική. Όμως για τα μικρο-μεσοαστικά στρώματα που την «έβγαλαν» σχετικά καθαρή μέχρι τώρα (και τις πιο σημαντικές μερίδες του κεφαλαίου) αυτά δεν είναι καθόλου αυτονόητα, αποτελούν σχεδόν «κόκκινες γραμμές».

Ο πραγματικός κίνδυνος που κυοφορεί αυτή η μετατόπιση είναι η υπονεύμεση της απολύτως ζωτικής, για την ευστάθεια του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, εθνικής συσπείρωσης, που φαινόταν να επιτυγχάνεται στην βάση της «περήφανης διαπραγμάτευσης». Ένας νεός διχασμός αναδύεται απειλητικά μέσα από την «σχιζοφρενική» εικόνα δύο στρατοπέδων που συσπειρώνονται υπό την γαλανόλευκη.

Δεν είναι ότι έχουμε φτάσει σε ένα σημείο αμφισβήτησης του έθνους ως του καθοριστικού πόλου συσπείρωσης και ενοποίησης. Μόνο που αυτός ο πόλος μοιάζει να κινδυνεύει να υποστεί μια σχάση, σχάση που αναγκαστικά θα εκφραστεί και στο επίπεδο της πολιτικής εκπροσώπησης. Η εθνική συναίνεση δεν φαίνεται να μπορεί να εξασφαλιστεί από έναν κυρίαρχο/ηγεμονικό πολιτικό διαμεσολαβητή, τον ΣΥΡΙΖΑ εν προκειμένω, και συνεπώς ανοίγει ένας νέος κύκλος πολιτικής αποσταθεροποίησης και αμφισβήτησης, ειδικά όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε τον προνομιακό διαχειριστή για την συνέχιση του σχεδίου αναδιάρθρωσης με την συναίνεση των πληττόμενων στρωμάτων.

Πρέπει να επεξεργαστούμε και να στοχαστούμε πάνω στις προϋποθέσεις εισόδου του προλεταριακού παράγοντα στο προσκήνιο δημιουργούν αυτές οι δομικές μετατοπίσεις. Γιατί όντως διανοίγονται τέτοιες δυνατότητες (και η επιλογή της «αποχής» τις κρατά ανοιχτές) αλλά αυτό δεν συμβαίνει de facto ούτε αυτοματικά. Οι μηχανές της ταξικής πάλης δεν παράγουν αυτομάτως κανένα δημιουργικό χάος, όπως θέλουν να φαντασιώνονται  κάποιοι που συντάσσονται, και αυτό είναι επίσης ενδιαφέρον, είτε με την «αποχή» είτε με το «όχι». Το χάος μιας συστημικής αποσταθεροποίησης είναι δημιουργικό μόνον εφόσον παράγεται ως αποτέλεσμα μιας συνειδητής παρέμβασης του προλεταριακού παράγοντα, που υπερβαίνει τα όρια τόσο μιας «αντανακλαστικής» αντίδρασης στις πρ τοβουλίες του κεφαλαίου όσο και μιας κλασσικής, εργατίστικης, «αυτόνομης» δράσης της τάξης-διεαυτήν.

Μπροστά μας απλώνεται η δυνατότητα της ριζικής αναμέτρησής μας με το υπάρχον, δηλαδή της δοκιμής, στο πεδίο της πρακτικότητας, των ίδιων των θεωρητικών σχημάτων της κομμουνιστικοποίησης.

 

q.

Ιούλιος 2015

Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης Ι

Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης:

ψηλαφώντας μια ρωγμή ανάμεσα

στην ύφεση και την ενσωμάτωση

Ι: Στο ζενίθ των ψευδαισθήσεων

Το διάστημα λίγο πριν εκδηλωθούν οι ραγδαίες εξελίξεις των τελευταίων ημερών, με έναν κάπως παράδοξα «συγχρονικό» τρόπο, βρισκόταν σε εξέλιξη μια συζήτηση μεταξύ συντρόφων και συντροφισσών που συμμετείχαμε στο εγχείρημα της Λαμπηδόνας και αποχωρήσαμε από αυτό μετά την ρήξη του Οκτώβρη του 2014.

Η συζήτηση ξεκίνησε σαν μια αυτο-κριτική αποτίμηση της συμμετοχής μας στο συγκεκριμένο εγχείρημα, κινούμενη από την ανάγκη και την επιθυμία μας να αναδειχθούν βαθύτερα στοιχεία της αντιπαράθεσης και να εξαχθούν κάποια σημαντικά πολιτικά συμπεράσματα πέρα από τον ορίζοντα της προσωπικής εμπειρίας· όχι από αφηρημένη σκοπιά αλλά από τη σκοπιά μιας ενεργούς στάσης απέναντι στη συγκυρία, μιας ενσυνείδητης αναμέτρησης με το υπάρχον.

Έτσι η συζήτηση επεκτάθηκε γρήγορα σε έναν γενικότερο προβληματισμό σχετικά με τα χαρακτηριστικά και την εξέλιξη των εγχειρημάτων «από τα κάτω». Εγχειρήματα που αναδύθηκαν μέσα από την δυναμική του κύκλου αγώνων που ξεκινάει με τον Δεκέμβρη του 2008 αλλά διέρχεται την επίσης καθοριστική περίοδο των “κινημάτων των πλατειών” και των συγκρούσεων της περιόδου 2011-2012. Επιχείρησε μια αρκετά διεισδυτική ματιά στην δυναμική που οδήγησε στην εμφάνιση των αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων των τελευταίων χρόνων και πολύ πιο ουσιαστικά των ορίων τους, όρια που η σημερινή συγκυρία καθιστά εντελώς ορατά και χειροπιαστά (για όσους/ες φυσικά θέλουν να τα δουν).

Η διακριτότητα των δυο χρονικών οροσήμων (Δεκέμβρης του 2008 και αγώνες του 2011-12) αντανακλά πέρα από τις διαφορετικές αφετηρίες μας και τα διαφορετικά και, κάποιες φορές, αντιφατικά χαρακτηριστικά που τα εγχειρήματα αυτά ανέπτυξαν.

Εντελώς συνοπτικά, αν ο Δεκέμβρης του 2008 μπορεί να ειδωθεί ουσιαστικά σαν μια εξέγερση νεανικών, κυρίως, κομματιών του ντόπιου και ξένου προλεταριάτου, που η ριζοσπαστικότητά τους εκφράστηκε μέσα από μια κριτική στα πάντα και την απουσία συγκεκριμένων αιτημάτων, οι αγώνες της περιόδου 2011-12 αποτυπώνουν, αντίθετα, την βαθμιαία πορεία πολιτικοποίησης ενός κινήματος που, μέσα από διαταξικές εκφράσεις (όπως το \textit{κίνημα των πλατειών}), διεκδίκησε να διεμβολίσει το κυρίαρχο πολιτικό σκηνικό ακόμα και να καλύψει το «κενό» ενός πάσχοντος και σε βαθιά κρίση πολιτικού συστήματος εκπροσώπησης, βάζοντας κεντρικά πολιτικά ζητήματα στη βάση του «αντιμνημονιακού» αγώνα και του «εκδημοκρατισμού του κράτους».

Η αυξανόμενη πολιτικοποίηση αυτού του κινήματος εμπεριείχε, όμως, στον πυρήνα του αυτό που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε δυναμική της κρατικοποίησης των αντιστάσεων: ένα κίνημα που το σημείο αναφοράς του είναι τελικά το ίδιο το Κράτος και η διαχείρισή του. Οι πολιτικές εξελίξεις, ήδη από τις εκλογές του 2012 μέχρι και την ανάδειξη της «πρώτη φορά» αριστερής
κυβέρνησης, επιβεβαιώνουν με τον πιο καταφατικό τρόπο την εκτίμηση για την πορεία του μετασχηματισμού των αντιστάσεων και της ενσωμάτωσής τους, με άλλα λόγια της καθοριστικής τους ήττας.

Η διάχυση του κινήματος των πλατειών στην πληθώρα τοπικοποιημένων αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων πρέπει να εγγραφεί σε αυτή την ουσιαστική ήττα των κινημάτων του γενικότερου κύκλου αγώνων του 2011-12, παρά το γεγονός, φυσικά, ότι σε καμμιά περίπτωση η πρόθεση αυτών των εγχειρημάτων δεν ήταν η ήττα ή η ενσωμάτωση. Αντανακλά όμως ένα εγγενές όριό τους, στον βαθμό που σε μια «τακτικιστική», θα λέγαμε, προσπάθεια τοπικοποίησης και διάχυσης των αντιστάσεων τοπικοποιούν και διαχέουν ταυτόχρονα τον διάλογο/αντιπαράθεση με το Κράτος.

Έτσι μαζί με την οριζοντιότητα και της αυτοοργάνωση, τα περισσότερα από αυτά τα εγχειρήματα μετέφεραν σε τοπική κλίμακα και την διαταξικότητα και την «διαπολιτικότητα» του κινήματος των πλατειών, διατηρώντας επίσης την ατζέντα των κεντρικών πολιτικών διακυβευμάτων. Ένας πολυσυλλεκτικός κόσμος δώθηκε με πραγματικό ενθουσιασμό και ένταση στη διεκδίκηση δημόσιων τοπικών χώρων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εστίες αντίστασης στην επέλαση της αναδιάρθρωσης και διεκδίκησης καλλίτερων όρων διαχείρισής της από την μεριά των «από τα κάτω».

Αυτός ο πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας συνιστά όμως, από την πρώτη στιγμή, και ένα όριο, αφού διατηρεί το πολιτικό στην μορφή μιας πολιτικοποίησης ενταγμένης σε ήδη στερεοποιημένες κομματικές ή μη ταυτότητες, που ισορροπεί σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή διαμεσολαβημένου πολιτικού λόγου ο οποίος πασχίζει να ακουστεί στην κεντρική πολιτική σκηνή. Το κανάλι του «αντιμνημονιακού» λόγου, είναι το πιο εύχερο κανάλι έκφρασης αυτής της πολιτικοποίησης καθώς συμπύκνωνε προνομιακά τα διαταξικά αιτήματα της αναστροφής και αποκατάστασης των «αδικιών»  που έχουν υποστεί τα πληβειακά και άλλα πληττόμενα κοινωνικά στρώματα χωρίς να ασκεί καμμιά ριζική κριτική στην ίδια την κρίση και την αναδιάρθρωση που προκαλεί τα πλήγματα αυτά.

Και όταν ακόμα, κάτω από την πίεση της ίδιας της υποβάθμισης των ζωών μας, τα εγχειρήματα αυτά ανέλαβαν έναν ρόλο απάντησης σε αυτή την υποβάθμιση, μέσα από λειτουργίες «απάλυνσης» των συνεπειών της κρίσης (συλλογικές κουζίνες, μέσα πολιτισμικής έκφρασης, διαχείριση της καθημερινότητας κ.λπ.), αυτό αποτέλεσε μια έσχατη πηγή αντίφασης για τα ίδια, για τον εξής πολύ ουσιαστικό λόγο: η απάντηση στην κρίση αναπαραγωγής μας δεν μπορεί να δωθεί πραγματικά χωρίς μια ριζική κριτική στο υπάρχον, δηλ. στο κράτος και τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις, δηλ. στο κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, χωρίς τον πειραματισμό με νέες μορφές σχέσεων και δυναμικών μεταξύ μας.

Η απουσία μιας τέτοιας ριζικής κριτικής δεν είναι αφηρημένη: είναι η βιωμένη έκφραση ελλειμάτων και αδυναμιών. Είναι τα σοβαρά προβλήματα συνοχής και συντροφικότητας που συμπυκνώνονται σε πρακτικές που δοκιμάζουν την ενότητα των εγχειρημάτων ως συλλογικών διαδικασιών, φτάνοντας, κάποτε, μέχρι την πλήρη διάρρηξη τους.

Είναι μια απουσία που δεν περιορίζεται ούτε αναιρείται από έναν τυπικά «καθαρότερο» ιδεολογικοπολιτικό χαρακτήρα και τείνει να ενσωματώνει την κρατικοποίηση ως μια κρίσης ταυτότητας και προσανατολισμού των εγχειρημάτων. Αν, για κάποια εγχειρήματα, το σημείο ρωγμής είναι η αδυναμία παραγωγής πλέον ενός συνθετικού πολιτικού λόγου, αδυναμία που ενισχύεται από την πολυσυλλεκτικότητα και το εύθραυστο των συναινέσεων που απορρέει από αυτήν (και σε συνδυασμό, φυσικά, με εντελώς ειδικά, «τοπικά», χαρακτηριστικά) η διαδικασία κρατικοποίησης και της συνακόλουθης κρίσης ταυτότητας εκδηλώνεται και σε κομμάτια του α/α χώρου μέσα, κυρίως, από την ενδυνάμωση και κυριάρχηση του «αντιμνημονιακού-αντιΕΕ» λόγου. Αν για κάποια εγχειρήματα η κρίση ταυτότητας εκδηλώνεται στην «πρώτη», θα λέγαμε, φάση της εισβολής της αριστεράς στο τοπικό κρατικό πεδίο των δήμων, ήταν μάλλον ζήτημα χρόνου και εισβολής της αριστεράς και στο εθνικό επίπεδο του κράτους, για να εκδηλωθούν και σε κομμάτια του α/α χώρου τα διλήμματα, οι εντάσεις και οι αποκλίσεις της τοποθέτησής τους ως προς την «κυβερνώσα Αριστερά» και την αριστερή διαχείριση του Κράτους.

Η κρίση των εγχειρημάτων δεν έχει να κάνει, λοιπόν, απλά με το γεγονός ότι, ακόμα και στην εποχή των αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων, ειδικά των πολυσυλλεκτικών, συγκεντρωτικές πρακτικές αναμετρώνται και διασταυρώνονται με αντίρροπες οριζόντιες διαδικασίες, πρακτικές που κάποιες φορές αποκτούν και ξεκάθαρες μορφές «κάθετης» χειραγώγησης και ελέγχου. Ούτε στην επιδερμικότητα ή μη των συναινέσεων που παράγονται, δοκιμάζοντας διαρκώς την συνοχή των εγχειρημάτων. Το πιο κρίσιμο όριο που, όπως είπαμε ήδη, εκδηλώνεται ως κρίση και όριο φυσιογνωμίας και ύπαρξης, είναι ακριβώς η διαλεκτική της κρατικοποίησης/ήττας/κρίσης των κινημάτων, η διαλεκτική της αναγνώρισης του κράτους ως προνομιακού πεδίου αντιπαράθεσης και διαλόγου και της πολιτικής-ως-διαμεσολάβησης. Όλα μοιάζουν να περιστρέφονται γύρω από το Κράτος, χωρίς όμως να το βάζουν στο επίκεντρο μιας ριζικής κριτικής.

Η διαλεκτική αυτή καταλύθηκε/επιταχύνθηκε από την πρόσφατη κυβερνητική αλλαγή. Αλλαγή που αποτελεί το σημείο «υπερσυσσώρευσης» αυτής της διαλεκτικής, το σημείο έκρηξης των ψευδαισθήσεων ενός κύκλου αγώνων – και πολλών εκ των υποκειμένων του – που πιστεύουν ότι έχουν νικήσει μέσα από την ήττα.

Είναι αυτή η διαλεκτική επί τω έργω που καθιστά την τοποθέτηση απέναντι στην αριστερή διαχείριση εντελώς κεντρική και καθοριστική, για ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, από την παραδοσιακή άκρα αριστερά μέχρι την μαχητική αναρχία, καταδεικνύοντας ότι η προσπάθεια διεμβόλισης του κεντρικού πολιτικού σκηνικού και απεύθυνσης σε ένα κεντρικό πολιτικό υποκείμενο – που ακόμα και για τον α/α χώρο παίρνει τα χαρακτηριστικά ενός «λαϊκού παράγοντα», έχει όντως διαβρωτικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μια δυναμική πραγματικά θεμελιώδη και με εγκάρσιο χαρακτήρα· μια δυναμική που (ανα)παράγει την ήττα, δρώντας διαλυτικά και απονευρώνοντας τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα πολλών εγχειρημάτων.

Καθώς μπαίνουμε σε μια περίοδο ιδιαίτερης όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και αυταρχικοποίησης του κράτους, και μάλιστα σε συνθήκες αριστερής διαχείρισής του, αυτές οι πιέσεις (και οι εσωτερικές αντιθέσεις) θα ενταθούν για πάρα πολλά εγχειρήματα και θα πάρουν ακόμα πιο δραματικό χαρακτήρα γύρω από το εντελώς κρίσιμο δίλημμα: με το κράτος ή με τα κινήματα}; Μπροστά σε αυτό το δίλημμα θα εκδηλώνονται πρακτικές που θα πρέπει να τις δούμε ως αυτό που πραγματικά είναι: βραχίονας και φωνή του κράτους μέσα στο κίνημα. Τα εντελώς φαινομενικά παράδοξα παραδείγματα εγχειρημάτων του α/α χώρου που συστρατεύονται στις στρατηγικές μιας «εθνικά περήφανης» απάντησης στις προκλήσεις των μηχανισμών των «δανειστών» θα πληθαίνουν.

Είμαστε σε ένα σημείο που τα εγχειρήματα μοιάζουν να εγκλωβίζονται μεταξύ ενσωμάτωσης (μετατροπής τους, ουσιαστικά, σε εξαρτήματα του – τοπικού ή κεντρικού – Κράτους) και μιας αυτοαναφορικής υποχώρησης. Όσα ζήσαμε στην Λαμπηδόνα τον περασμένο Οκτώβρη ήταν όντως μια εικόνα από το σήμερα και το εγγύς μέλλον, καθώς θα εντείνεται η κρίση φυσιογνωμίας για πολλά κομμάτια του κινήματος. Μέσα σε αυτή την συγκυρία θα απαιτεί όλο και πιο εξαιρετική διαύγεια και κριτική δύναμη για να μην περιδινηθούμε σε αυτό το ρεύμα και να διατηρήσουμε το δικαίωμα στην ανίχνευση ριζοσπαστικών αντιστάσεων απέναντι στο Κράτος και την κυριαρχία.

q.

Ιούλιος 2015

Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης ΙΙΙ

Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης: ψηλαφώντας μια ρωγμή ανάμεσα στην ύφεση και την ενσωμάτωση

ΙΙΙ: τέλος ψευδαισθήσεων, ανάπαυλα τέλος!

«Οι πρίγκηπες και οι κυβερνήσεις είναι, μακράν, τα πιο επικίνδυνα στοιχεία σε μια κοινωνία»,

Μακιαβέλλι, «O Ηγεμόνας».

Όλα αυτά σημαίνουν ένα μόνο πράγμα για το ανταγωνιστικό κίνημα: ανάπαυλα τέλος. Σημαίνουν την ρήξη με τις δυναμικές της ύφεσης και της ενσωμάτωσης. Απόλυτο όριο και προϋπόθεση γι’ αυτή την ρήξη είναι η κάθετη αντιπαράθεση και πολεμική με οποιαδήποτε εθνικοπατριωτικά αφηγήματα και διλήμματα. Στο εξής κάθε άποψη και πρακτική, κάθε παρέμβαση στο δημόσιο χώρο και λόγο δεν θα κινείται στο πεδίο της ασάφειας και της δυνατότητας αλλά στο έδαφος της αμείλικτης κριτικής των θεωρητικών σχημάτων μας στην πράξη της ριζικής άρνησης της αθλιότητας.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι ενδεικτικό των ριζικών ανακατατάξεων που συντελούνται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και των πολιτικών τους αντανακλάσεων. Υπάρχει μια γενικευμένη ρευστότητα που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για απόλυτες εκτιμήσεις – πχ. σχετικά με τον ηγεμονικό ρόλο του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, την ικανότητά του να εκφράσει τις ανακατατάξεις αυτές κ.λπ. Οι σταθερές που μπορούμε να διακρίνουμε είναι μάλλον ότι οι μεταλλάξεις αφορούν όλους τους κοινωνικούς και πολιτικούς σχηματισμούς και ότι επιβεβαιώνουν τον θεμελιακό προσανατολισμό των δυνάμεων της κυριαρχίας: την συγκρότηση ενός αποτελεσματικού και συμπαγούς εθνικού μετώπου που να μπορεί να μετουσιώσει αυτές τις δυναμικές διεργασίες σε μια στρατηγική διεξόδου του ελληνικού κράτους από την κρίση. Οι εκατοντάδες κυματίζουσες γαλανόλευκες των πανηγυρισμών στο Σύνταγμα δεν αφήνουν καμμιά αμφιβολία για το ποιος είναι ο πραγματικός νικητής του δημοψηφίσματος: ο εθνικοπατριωτισμός και μάλιστα με έντονο ταξικό πρόσημο (και δεν αφήνουν ταυτόχρονα και πολλά περιθώρια δικαίωσης και «ερμηνειών» στα κομμάτια εκείνα του ανταγωνιστικού κινήματος που επέλεξαν κριτικά το «όχι»).

Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α δεν μπορεί να συγκροτήσει ένα πλειοψηφικό εθνικό μέτωπο από μόνος του – και αυτό είναι ενδεικτικό των ορίων της αριστερής διαχείρισης. Οι περισσότεροι – και πρωτίστως οι φενακισμένοι αριστεροπατριώτες αναλυτές – θέλουν ή προσποιούνται να ξεχνούν πως στο ποσοστό του 61,3% συγκαταλέγεται αυτοδίκαια το διόλου ευκαταφρόνητο 7% της ΧΑ (και αν συνυπολογίσουμε και το 4-5% των ΑΝΕΛ η κατάσταση είναι ακόμα πιο ενδεικτική) ούτε φυσικά αναγνωρίζουν ότι το περιβόητο ταξικό πρόσημο που επικαλούνται έχει και ένα επιπλέον μελανό πρόσημο. Αντίστοιχα αγνοούν αυτοί οι «αναλυτές» ότι το εντυπωσιακό ποσοστό του «όχι» δεν έχει κανένα αυτονόητο «αντι-ΕΕ» πρόσημο, καθώς στο ποσοστό αυτό συναθροίζονται και στρώματα που δεν επιθυμούν – αυτή τη στιγμή τουλάχιστον – την ρήξη με την ΕΕ αλλά ένα βιώσιμο μνημόνιο.

Ακόμα και η αποτύπωση της ταξικής διάρθρωσης της ψήφου είναι ενδεικτική του ότι, πέραν των στρωμάτων που έχουν ήδη προλεταριοποιηθεί (άνεργοι, επισφαλείς, χαμηλοσυνταξιούχοι κ.λπ.), τα μικρο-μεσοαστικά στρώματα είναι πραγματικά διχασμένα σχετικά με τον τρόπο και το εύρος της περαιτέρω υποτίμησής τους. Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που υπονομεύει την δυνατότητα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α να εκφράσει συνθετικά τα διαταξικά συμφέροντα που συσπειρώνονται γύρω από το «όχι» (και την αυτόματη πολιτική του κεφαλαιοποίηση), συνεπώς τον ρόλο του ως «εγγυητή της εθνικής συνοχής».

Φυσικά οι τακτικισμοί του ΣΥΡΙΖΑ στην διαχείριση του αδιεξόδου, με την επιλογή του δημοψηφίσματος, του παρέχουν, εκ του αποτελέσματος, τον πρώτο λόγο σχετικά με την επίτευξη αυτής της πολυπόθητης εθνικής συσπείρωσης, αναγκάζοντας και τις άλλες δυνάμεις, εντός ή εκτός δημοκρατικού τόξου, να ακολουθήσουν, με περισσότερη ή λιγότερη προθυμία – τουλάχιστον στον βαθμό που δεν αρθρώνεται μια πειστική εναλλακτική διαφορετική από αυτήν του «εθνικά περήφανου συμβιβασμού». Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι απόλυτα κυρίαρχος του παιχνιδιού. Όλοι οι πρωταγωνιστές κάνουν τους υπολογισμούς τους, είναι πάνω απ’ όλα προσεκτικοί και υπερθεματίζουν σε εκδηλώσεις εθνικής ομοψυχίας και υπευθυνότητας.

Στο ζενίθ των ψευδαισθήσεων (και της θεαματικής διαχείρισης της κρίσης, με τα όρια να μετατοπίζονται από το επίπεδο της οικονομίας – και την κυρίαρχη μορφή του σταρ-οικονομολόγου που μοιάζει τώρα παραφωνία στην κρισιμότητα των περιστάσεων – σε αυτό της σκληρής πολιτικής διαχείρισης όπου ανατέλλει πλέον ηγεμονικά ο σταρ-πολιτικός Τσίπρας) η συντριπτική νίκη του «Όχι» είναι άλλη μια στιγμή επιβεβαίωσης της διαλεκτικής της ήττας που βιώνεται ως νίκη: την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος, πολύς κόσμος που είχε ψηφίσει «Όχι» αναρωτιόταν αν τελικά είχε νικήσει το «Ναι»! Εδώ θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στον ΣΥΡΙΖΑ την δεινή, οργουελική σχεδόν, ικανότητα χρήσης αυτής της διαλεκτικής στη διαχείριση της κρίσης: εν μέσω μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης, εξαιτίας ενός ετοιμόρροπου τραπεζικού συστήματος, και «αδίστακτων τελεσιγράφων των δανειστών», καταφέρνει να αποσπάσει από τον αντιμνημονιακό «λαϊκό» παράγοντα την κρίσιμη συναίνεση σε ένα καινούριο, «αντιμνημονιακό» Μνημόνιο με την ταυτόχρονη εμπέδωση μιας αίσθησης «νίκης». Ο τόπος που λαμβάνει χώρα αυτή η μαγική μετουσίωση δεν είναι παρά ο κοινός τόπος της «εθνικής αξιοπρέπειας», όπου τελικά εξαϋλώνονται – ως ύλη και αντιύλη – το ναι και το όχι, η νίκη και η ήττα, το ευρώ και η δραχμή, και συγχωνεύονται σε μια υπερβατική νίκη του εθνικού «ρεαλισμού».

Όμως η αριστερή ταχυδακτυλουργία φτάνει στο όριό της καθώς η χεγκελιανή, σχεδόν, ευφορία της υπερβατικής εθνικής ενότητας προσκρούει ξανά στον πεισματάρικο κόσμο των ταξικών αντιθέσεων, όπου τα «ναι» και «όχι» επανανοηματοδούνται ως αμοιβαία αποκλειόμενες και άκρως διλημματικές, πραγματικά υπαρξιακές, επιλογές για το κεφάλαιο και τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό συνολικά: με ποιες εσωτερικές και εξωτερικές συμμαχίες, με ποιο μοντέλο αναδιάρθρωσης και ανάπτυξης μπορεί να διασωθεί το χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος;

Το εύρος της νίκης του «όχι» δεν πρέπει να συγκαλύπτει τα κυρίαρχα στοιχεία της τωρινής συγκυρίας, δηλ. την διάχυτη ρευστότητα και την έντονη πόλωση που επικρατεί σε όλα τα επίπεδα: στις διαταξικές μετατοπίσεις και συσπειρώσεις, στις πολιτικές διαμεσολαβήσεις, στις ιδεολογικές ανακατασκευές. Η όξυνση των διλημμάτων και η παράταση μιας καπιταλιστικής μη-κανονικότητας μπορεί να οδηγήσει σε ριζικές ανατροπές.

Ο θρίαμβος απέχει από την πανωλεθρία όσο (η πιθανότητα για) ένα «κούρεμα» καταθέσεων και η προθυμία υποβολής διαπιστευτηρίων στον εκκολαπτόμενο Ηγεμόνα ίσως αποδειχτεί πρόωρη.

Η μετάλλαξη του διλήμματος «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» σε αυτό για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού θα είναι μια βασανιστική διεργασία, στην οποία οι θέσεις και εντάσεις μεταξύ των διαφόρων παραγόντων δεν είναι εντελώς (προ)καθορισμένες. Όλοι μοιάζουν να προσπαθούν να «αγοράσουν χρόνο», αναμένοντας την διαμόρφωση κάποιων νέων σημείων ευστάθειας του συστήματος. Έχουμε όμως σοβαρές επιφυλάξεις κατά πόσον οι υποκείμενες αντιθέσεις και η οξύτητα της απορρύθμισης της καπιταλιστικής «μηχανής» μπορούν να επιλυθούν στο επίπεδο των πολιτικών διαμεσολαβήσεων. Αντίθετα όλα θα κριθούν στο σκληρό πεδίο των εκρηκτικών αντιθέσεων της ελληνικής κοινωνίας, στην ανάδρασή της με το σημείο θραύσης της οικονομίας. Από τη δυνατότητα απόσπασης ή όχι συναίνεσης ενός αντιμνημονιακού «λαϊκού» παράγοντα σε μνημονιακά προγράμματα και την ικανότητα του ελληνικού κράτους να ισορροπεί στο σημείο μηδέν μιας πλήρους χρεοκοπίας. Από την πιθανότητα οι αγώνες που θα ξεσπάσουν στο έδαφος των οξυμμένων αυτών αντιθέσεων, να υπερβούν ή όχι τα όρια των εθνικών διλημμάτων (μνημόνιο/αντιμνημόνιο, φιλο-ΕΕ/αντι-ΕΕ) – κάτι που εξαρτάται οργανικά από την ένταση και το περιεχόμενο της παρέμβασης των προλεταριακών/πληβειακών στρωμάτων σε αυτόν τον νέο κύκλο αγώνων.

Η επικράτηση μιας αντι-ΕΕ γραμμής θα είναι σαφώς πιο επιθετική από την πλευρά του κράτους και της κυριαρχίας. Αφενός γιατί αντιπροσωπεύει έναν συνολικό στρατηγικό επαναπροσανατολισμό σε «αχαρτογρά- φητες» περιοχές, έξω και πέρα από το πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αφετέρου γιατί ο φορέας της είναι ένα αριστερο-ακροδεξιό εθνικό μέτωπο το οποίο μπορεί να αποκτήσει ιδιαίτερα επικίνδυνα χαρακτη- ριστικά. Η ένταση και η ποιότητά τους δεν μπορεί να εκτιμηθεί αυτή τη στιγμή καθώς συναρτώνται από την δυνατότητα αυτού του εθνικού μετώπου να αποκτήσει και κινηματικό χαρακτήρα με την ταυτόχρονη ανά- δειξη και επιβολή ενός Ηγεμόνα (Τσίπρας;) ως ελληνικής εκδοχής του τσαβισμού. Οι συνθήκες σαφέσταταυπάρχουν καθώς η αντι-ΕΕ γραμμή εμφανίζεται ως η λογική σχεδόν συνέπεια και «αναβάθμιση» του «αντιμνημονιακού αγώνα».

Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή: η προϊούσα αστάθεια, η ρευστότητα και η πόλωση που επάγεται η ύπαρξη δύο ισχυρών εθνικών γραμμών, συνιστούν εξαιρετικά σοβαρό συστημικό κίνδυνο: είναι απολύτως ζωτικό να κατισχύσει μια ενιαία εθνική αφήγηση, η διαλεκτική της εθνικής ενότητας να ανοίξει μια οδό διαφυγής από τα σημερινά αδιέξοδα. Το κράτος (και όχι μόνο το ελληνικό) θα προσπαθήσει να παίξει καταλυτικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία «λύσης του δράματος», φυσικά με τα γνωστά μέσα που διαθέτει για αυτές τις περιστάσεις: την βίαιη καταστολή σε όλα τα επίπεδα. Τα προλεταριοποιημένα και αντιστεκόμενα τμήματα της κοινωνίας βρίσκονται αντιμέτωπα όχι απλά με την εξαθλίωση, εξαιτίας της ακόμα οξύτερης υποτίμησής τους, αλλά με την ίδια την επιβίωση. Όλα αυτά σημαίνουν ένα μόνο πράγμα για το ανταγωνιστικό κίνημα: ανάπαυλα τέλος. Σημαίνουν την ρήξη με τις δυναμικές της ύφεσης και της ενσωμάτωσης. Απόλυτο όριο και προϋπόθεση γι’ αυτή την ρήξη είναι η κάθετη αντιπαράθεση και πολεμική με οποιαδήποτε εθνικοπατριωτικά αφηγήματα και διλήμματα. Στο εξής κάθε άποψη και πρακτική, κάθε παρέμβαση στο δημόσιο χώρο και λόγο δεν θα κινείται στο πεδίο της ασάφειας και της δυνατότητας αλλά στο έδαφος της αμείλικτης κριτικής των θεωρητικών σχημάτων μας στην πράξη της ριζικής άρνησης της αθλιότητας.

q.

Ιούλιος 2015

Η Μεταπολίτευση Πέθανε! Ζήτω η Μεταπολίτευση!

O πρώτος τόμος των zero_gravity_riots.

Την Τρίτη 23 Φλεβάρη μαζευτήκαμε στην κατάληψη της Ανάληψης, για να “συζητήσουμε να
αποδομήσουμε και να γιορτάσουμε ειρωνικά το νέο τέλος και τη νέα αρχή της μεταπολίτευσης”. Ήταν
η πρώτη έκδοση, μετά από “χίλια βάσανα”, του project Zero_Gravity Riots, της ρηξικέλευθης
πρότασης της In.Medias.Res για τη μη βαρετή προσέγγιση στην κοινωνικοταξική πάλη. Επιλέξαμε ως
θεματική τη “Μεταπολίτευση” μιας και, για αρκετό καιρό, απορροφηθήκαμε και συζητήσαμε αυτό το
καταπληκτικό reset του ελληνικού κράτους από το 1974 και μετά.

H αφίσα του event:

zero_gravity_vol1

https://www.kinimatorama.net/event/63265

Εισήγηση

H Μεταπολίτευση με ορόσημο το 1974 και την αλλαγή του πολιτεύματος, σηματοδοτεί την πορεία της
ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού κράτους, τουλάχιστον όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα. Στα χρόνια
που ακολουθούν χαρακτηριστική είναι η επέκταση της εξουσίας του κράτους και η διαμόρφωση μιας νέας
κουλτούρας στη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων, πραγματικότητα που κατοχυρώνεται με την είσοδο
της Ελλάδας στην ΕΟΚ και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981. Τα οικονομικά σκάνδαλα του
1989 με τον Κοσκωτά, οι ολυμπιακοί αγώνες του 2004 μας προσγειώνουν στην κρίση του 2010. Η
μετέπειτα περίοδος χαρακτηρίζεται από τους αγώνες του κινήματος, εποχή που τελεώνει με την άνοδο
του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και τη “διάψευση της Ελπίδας”. Η Μεταπολίτευση, λοιπόν, για μια ακόμη
φορά τελείωσε!

Η Μεταπολίτευση Πέθανε! Ζήτω η Μεταπολίτευση!

[κοινωνικο-ταξικόν δράμα εις πολλάς πράξεις]

Μπροστά στην κρίση του κράτους και την αριστερή διαχείρισή της: τέλος ψευδαισθήσεων, ανάπαυλα τέλος!

Κείμενο παρέμβασής μας σε εκδήλωση για το Δημοψήφισμα (Λαμπηδόνα, 15/7/2015)


Μπροστά στην κρίση του κράτους και την αριστερή διαχείρισή της:

τέλος ψευδαισθήσεων, ανάπαυλα τέλος!

“Οι πρίγκηπες και οι κυβερνήσεις είναι, μακράν, τα πιο επικίνδυνα στοιχεία σε μια κοινωνία”,  Μακιαβέλλι, “O Ηγεμόνας


Η στρατηγική επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου παραμένει η συνέχιση της επίθεσης στα προλεταριακά και μικροαστικά στρώματα – και μάλιστα τώρα με ακόμα πιο αναβαθμισμένους όρους. Το 3ο μνημόνιο είναι θα λέγαμε το πιο ταξικό απ’ όλα, με την έννοια ότι καθίσταται πλέον όρος επιβίωσης για το κεφάλαιο η συγκεντροποίηση με κάθε τρόπο – ακόμα και μέσα από την επίθεση σε στρώματα που αποτελούν τη βάση της πολιτικής του εκπροσώπησης (επαγγελματίες, αγρότες, δημοσιο-υπαλληλία). Καμμιά πλέον ανοχή σε μικρο-επιχειρήσεις, μικρομάγαζα, μικρά αφεντικά. Αυτός είναι ο παράγοντας που αντικειμενικά οξύνει τον ταξικό ανταγωνισμό καθώς και τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του ελληνικού κράτους.

περί ΣΥΡΙΖΑ: δεν είχαμε ποτέ καμμιά αυταπάτη, καμμιά ψευδαίσθηση, καμμιά προσδοκία από τον ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τα προλεταριακά συμφέροντα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια έκφραση της “αριστεράς του Κράτους”, η άνοδος του στην εξουσία, η νίκη της κυβερνώσας αριστεράς είναι η ήττα των αγώνων της προηγούμενης περιόδου, η ήττα που παράχθηκε από την αδυναμία τους να ξεπεράσουν το όρια του αντιμνημονιακού λόγου – αιτήματα που απευθύνονταν στο Κράτος και προσπαθούσαν να απαντήσουν στα αδιέξοδα του Κράτους – επιστροφή στην προ Μνημονίων κατάσταση, “δικαιότερο Κράτος”, να ακουστεί η “κοινωνία των πολιτών”. Τα προλεταριακά και πληβειακά στρώματα της κοινωνίας όχι μόνο δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά αντίθετα η ύπαρξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αναπόφευκτη απουσία οποιασδήποτε αυτόνομης κριτικής και αντίστασης στην επέλεση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης από την πλευρά τους. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει καμμιά αμφιβολία για την πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ να υπογράψει ένα καινούριο Μνημόνιο. Οι ελιγμοί του δημοψηφίσματος και του show των διαπραγματεύσεων δεν είχαν καμμιά άλλη έννοια από την προσπάθεια αντιμετώπισης των εσωτερικών συσχετισμών στον ΣΥΡΙΖΑ, την εκτόνωση και ενσωμάτωση του όποιου αντιμνημονιακού μένους και της στοίχισης των πολιτικών δυνάμεων στην διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής. Ταυτόχρονα αναδεικνύουν και τα όρια του κοινοβουλευτισμού: οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι μεταβάλλουν “μαγικά” το Όχι του “άμεσοδημοκρατικού” δημοψηφίσματος σε “Ναι”.

Για την πέρα του ΣΥΡΙΖΑ αριστερά, τα πράγματα είναι απλά τραγικά: όχι μόνο σύρθηκε από τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, εγκλωβισμένη από πλήθος αυταπάτες αλλά και τώρα, μακριά από οποιαδήποτε διάθεση αυτοκριτικής, αναβαθμίζει την ενσωμάτωσή της στον κυρίαρχο εθνικοπατριωτικό λόγο που βλέπει “εκβιαστές δανειστές” και “προδότες” κυβερνητικούς και “πραξικοπήματα” που υφαρπάζουν το όχι του λαού ή την συναίνεση της κυβέρνησης κ.λπ. Τα προλεταριακά στρώματα δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από αυτή την αριστερά, μια πραγματική σκιά των υπολειμμάτων ενός εργατικού κινήματος που δεν υπάρχει πια και δεν υπάρχει γιατί το πρόγραμμά του δεν πήγαινε πέρα από την κατάληψη του κράτους και τον ορίζοντα ενός κρατικού καπιταλισμού· γιατί σαρώθηκε από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση – αυτή που διέλυσε και τα κακόφημα καθεστώτα του υπαρκτού. Μιλάει στο όνομα ενός φαντάσματος που ονειρεύεται ότι θα “μπουκάρει” στο προσκήνιο της ιστορίας ανά πάσα στιγμή! Είναι επιπλέον επικίνδυνη γιατί δεν έχει κανένα πρόβλημα να συμβαδίζει στον δρόμο των αντιΕΕ επιλογών του κεφαλαίου και των μικροαστικών στρωμάτων με όλον τον ακροδεξιό εσμό που επίσης περήφανα ψήφισε “Όχι”.

Από τις πιο αντιπρολεταριακές θέσεις της αριστεράς είναι αυτό το παραμύθι περί κακών Ευρωπαίων και δανειστών εναντίον της πτωχής πλην τίμιας Ελλάδας. Η σύγκρουση είναι ανάμεσα στο κεφάλαιο σε όλες του τις εκδοχές και στα φτωχοποιημένα και άλλα στρώματα που θα πρέπει να υποτιμηθούν για να ξεπεράσει το κεφάλαιο την κρίση του. Στην ελληνική περίπτωση οι ιδιαιτερότητες συγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας έχουν οδηγήσει το ελληνικό κράτος σε πραγματικό αδιέξοδο, σε χρεοκοπία, παρά την ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου ως αποτελέσματος της εφαρμογής των Μνημονίων. Το ελληνικό κράτος συντηρείται στην “ζωή” ακριβώς με την τεχνητή υποστήριξη των “κακών” Ευρωπαίων. Αντιθέσεις μεταξύ διαφόρων μερίδων του κεφαλαίου εντός και εκτός Ελλάδας δεν αντανακλούν παρά δευτερεύουσες επιλογές σε σχέση με τον ρυθμό, την ένταση και τον τρόπο υλοποίησης της κοινής και κεντρικής επιλογής που είναι το χτύπημα των προλεταριακών στρωμάτων, η παραπέρα εξαθλίωση και περιθωριοποίηση. Για να το πούμε απλά: είναι όλοι κακοί· κακοί Ευρωπαίοι διαγκωνίζονται με τους κακούς Έλληνες για το ποιοί θα μας εξαθλιώσουν περισσότερο.

φιλοΕΕ και αντιΕΕ γραμμές δεν είναι παρά δυο εκδοχές της εθνικής αφήγησης που προσπαθεί να συγκροτήσει το ελληνικό κεφάλαιo και κράτος για να απαντήσει τα αδιέξοδά του. Όποια και να επικρατήσει αυτό θα γίνει μόνο με ένταση της καταστολής εναντίον των αντιστεκόμενων σε όλα τα επίπεδα. Ευρώ/δραχμή, μνημόνιο/αντιμνημόνιο είναι διλήμματα στα οποία δεν μας ενδιαφέρει να απαντήσουμε. Για τους προλετάριους/ες, ντόπιους και μετανάστες η μόνη προοπτική είναι αυτή της αυτόνομης προλεταριακής αντίστασης/αντεπίθεσης ενάντια σε εθνικές στρατηγικές και μέτωπα. Δεν ξέρουμε από πριν τον δρόμο· ξέρουμε σίγουρα, όμως, πού δεν θα τον ψαξουμε.

In Medias Res

inmediaslogo6

To blog της InMediasRes είναι εδώ!

Καλώς ήρθατε στο blog της ομάδας In.Medias.Res. Δεν φετιχοποιούμε τη χρήση

των δικτυακών μέσων· προσπαθούμε να τα αξιοποιήσουμε για να επικοινωνήσουμε

ιδέες και πρακτικές.