Κίτρινα Γιλέκα: ερωτήματα γι’ αυτούς που ψάχνουν συμμαχίες

Carbure1

Η επιτροπή Adama καλεί να ενωθούμε με το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων” το Σάββατο 1η Δεκεμβρίου, συμμετέχοντας στην πορεία των μηχανοδηγών στο Saint-Lazare πριν πάμε στο Ηλύσια Πεδία. Θα βρείτε εδώ μια συνέντευξη με τον Youcef Brakni, εκπρόσωπο τύπου της Επιτροπής, που εξηγεί αυτή την επιλογή.

Δεν υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα σε μια συμμαχία με ένα κίνημα και απλά να θεωρούμε αυτό – που δικαίως – είμαστε μέρος του; Μπορούμε να έχουμε συμμαχία με ένα άδειο κέλυφος; Μπορούμε να συμμαχήσουμε με κάτι που θα πρέπει να ορίσουμε οι ίδιοι, δηλαδή με κάτι που δεν ξέρουμε; Μπορούμε να συμμαχήσουμε χωρίς να έχουμε λάβει υπόψιν τι μας φέρνει σε αντίθεση με αυτούς που έχουμε συμμαχήσει; Μπορούμε να συμμαχήσουμε χωρίς να ξέρουμε ότι και ο άλλος θέλει να συμμαχήσουμε επίσης; Δεν λέει τίποτα το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων”, είτε με λόγια είτε με πράξεις; Είναι πράγματι ένα άδειο κέλυφος που περιμένει να γεμίσει; Γιατί έχουμε ένα αυτί ανοιχτό στο “κοινωνικό” ενώ το άλλο το έχουμε κλειστό στον ρατσισμό, λες και πρόκειται για διαφορετικά πράγματα, λες και αυτoοί οι λόγοι βγαίνουν από διαφορετικά στόματα; Είναι το “κοινωνικό” ένα πεδίο του πολιτικού λόγου ενώ ο ρατσισμός όχι; Δεν μπορεί η άκρα δεξιά να έχει έναν “κοινωνικό” λόγο που να συνεπάγεται ρατισμό; Είναι το “κοινωνικό” αποκλειστικά της αριστεράς; Είναι ο ρατσισμός απλά ένα αντανακλαστικό των μικρών ηλίθιων λευκών ή μπορεί να καθοδηγήσει πολιτικές; Όταν είμαστε μαύροι ή Άραβες στη Γαλλία, τα μόνα προβλήματα που έχουμε είναι ο ρατσισμός ή αυτό συνεπάγεται μια κοινωνική θέση; Έχουν οι λευκοί συμφέρον από τον ρατσισμό ή ο ρατσισμός υπάρχει άσχετα από αυτούς; Είναι αυτό το κίνημα ένα κίνημα προσωρινών εργαζόμενων, άνεργων και επιδοματούχων του RSA2 ή μικροαφεντικών, αυτοαπασχολούμενων επιχειρηματιών, εμπόρων και βιοτεχνών; Ή και των δύο; Και αν είναι έτσι, τι σύνδεση και τι συμμαχία υπάρχει ανάμεσά τους; Θα μπορούσε η λευκή Γαλλία να είναι παράνομη, αν αποτελούνταν μόνο από άνεργους, επιδοματούχους, επισφαλείς εργάτες κλπ.; Πρέπει να δουλεύουμε για να έχουμε το δικαίωμα να είμαστε Γάλλοι; Είναι το ίδιο να μην μπορείς να γεμίσεις το ψυγείο για να ταΐσεις τα παιδιά με το να κάνεις κριτική για την αύξηση στους φόρους και την εισφορά CSG3; Έχουμε πρόβλημα με την εισφορά CSG όταν δεν πρέπει να την καταβάλλουμε; Έχουν όλοι τα λεφτά για να αποκτήσουν ένα αυτοκίνητο ή μια μηχανή; Θα οδηγήσει αναπόφευκτα η μείωση των φόρων στην ιδιοκτησία σε χαμηλότερα ενοίκια; Μπορούμε να αυξήσουμε ταυτόχρονα το ελάχιστο ωρομίσθιο4 και τα κοινωνικά επιδόματα και να μειώσουμε τις εργοδοτικές εισφορές; Μπορεί η λευκή Γαλλία5 και τα προάστια να συμμαχήσουν χωρίς να βάλουν αυτά τα ζητήματα στο τραπέζι, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να μεθύσουν; Αισθάνονται οι λευκοί Γάλλοι από τη Γαλλία πιο κοντά στα μικροαφεντικά που παραπονιούνται για την τιμή του ντίζελ ή σ’ αυτούς που μένουν στα προάστια; Γιατί αυτό το κίνημα δεν αναπτύσσεται στα κέντρα των πόλεων, όπου μένουν οι πιο πλούσιοι, ή στα προάστια όπου ζουν οι φτωχότεροι; Δεν είναι τα κίτρινα γιλέκα ήδη μια συμμαχία ανάμεσα στους φτωχούς και τους λιγότερο φτωχούς; Ανάμεσα σ’ αυτούς που έχουν δυσκολία να γεμίσουν το ψυγείο τους και αυτούς που θα ήθελαν να πηγαίνουν πιο συχνά διακοπές; Ανάμεσα σ’ αυτούς που βγάζουν 2000 ευρώ τον μήνα και αυτούς που είναι στο κοινωνικό επίδομα ή και χαμηλότερα; Και ποιος θα βγει νικητής σ’ αυτή συμμαχία; Η ταξική πάλη είναι μόνο ανάμεσα στον “λαό” και την εξουσία; Δεν είναι η διαταξικότητα επίσης μια ταξική πάλη στις ίδιες τις συμμαχίες της; Είναι ο Μακρόν το πρόβλημα; Θα μπορούσαμε να “απαλλαγούμε” από τον Μακρόν και να ξανακάνουμε εκλογές; Και σ’ αυτή την περίπτωση ποιος θα εκλεγεί στη θέση του; Έχουν κάτι να κερδίσουν από αυτό τα προάστια; Έχει κάτι να κερδίσει η λευκή Γαλλία; Έχουν κάτι να κερδίσουν οι πιο φτωχοί; Γιατί όταν τα προάστια δείχνουν τον θυμό τους υπάρχει απαγόρευση κυκλοφορίας ενώ όταν το κάνει η λευκή Γαλλία γίνεται δεκτή στα υπουργεία; Ρωτήθηκαν ποτέ οι ταραξίες του 2005 να εκλέξουν αντιπροσώπους; Είναι μόνο μεταξύ των προαστίων και της λευκής Γαλλίας η έλλειψη κατανόησης και οι ασαφείς προκαταλήψεις που κληρονομήθηκαν από την αποικιοκρατία; Γιατί στέλνουμε στρατό στη Reunion6 και όχι στα φράγματα στο Corrèze; Γιατί ο Φιγιόν το 2016 ανακοίνωσε την απαγόρευση των διαδηλώσεων αλλά όχι τώρα; Δεν καταλαβαίνουμε όλοι ότι η λευκή Γαλλία έχει ένα νόμιμο δικαίωμα, ως ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ Γαλλικός λαός, να έχει καλλίτερη μεταχείριση από τα προάστια, από τους μετανάστες κλπ.; Όταν τα κίτρινα γιλέκα απείλησαν ένα αφεντικό επειδή προσλαμβάνει ξένους, αυτό δεν σημαίνει τίποτα πολιτικά; Είναι αυτός ρατσισμός ή προστατευτισμός; Μπορεί να είναι και τα δυο και, αν είναι έτσι, ποια είναι η σύνδεση; Δεν υπάρχει ένας λόγος που βάζει απένταντι αυτούς που δουλεύουν και αυτούς που κερδίζουν παίρνοντας τα επιδόματα; Δεν στοχεύει αυτός ο λογος ρητά τις προάστια και, γενικά, τους ανθρώπους που υφίστανται φυλετικές διακρίσεις; Είναι αυτός ο λόγος ακροδεξιός γι’ αυτούς που τον εκφέρουν; Και δεν υπάρχει και στην αριστερά αυτός ο λόγος, όλο και πιο συχνά; Μπορούμε αλήθεια να τα παραβλέψουμε όλα αυτά στο όνομα μιας “λαϊκής” συμμαχίας; Στον βαθμό που αυτός ο λόγος τέμνει εγκάρσια και τη δεξιά και την αριστερά δεν είναι από μόνος του μια συμμαχία”; Θα πρέπει να ανοίξουμε μια διαμάχη πάνω στον χαρακτηρισμό “λαϊκός” για να ξέρουμε ποιος τον δικαιούται και τι είναι ακριβώς; Είναι τα προάστια “λαϊκά”; Νομιμοποιούνται να αντιπροσωπεύουν τον “γαλλικό λαό”; Κι επιπλέον τι είναι ο “γαλλικός λαός”; Και ποιος αποφασίζει τι είναι “λαϊκό” και τι όχι; Ποιος αποφασίζει τι είναι νόμιμο και τι όχι; Μπορούν τα προάστια να αποκτήσουν πραγματικά αυτή τη νομιμοποίηση που τους αρνούνται όλοι και την οποία η κοινωνία συνολικά δίνει αμέσως στη λευκή Γαλλία; Ποιος είναι ο “λαός” αν τα προάστια δεν είναι μέρος του; Κτλ., κτλ.

Ραντεβού το Σάββατο 1 Δεκεμβρίου στον σταθμό Σαιν-Λαζάρ για να αρχίσουμε να θέτουμε αυτά τα ερωτήματα και, ίσως, για μια φευγαλέα ματιά σε μερικές απαντήσεις.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2018/11/27/gilets-jaunes-questions-pour-ceux-qui-cherchent-des-alliances.

2 Στμ. RSA (Revenu de solidarité active, Επίδομα Ενεργούς αλληλεγγύης) μορφή επιδόματος ανεργίας (ή κοινωνικής αλληλεγγύης) με στόχο τη “διευκόλυνση” της διαδικασίας επιστροφής στην εργασία, που υιοθετήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση τον Ιούνιο του 2009.

3 Στμ. CGS: (Contribution sociale généralisée, Γενική Κοινωνική Εισφορά) είναι κάτι αντίστοιχο λίγο-πολύ της “Εισφοράς Κοινωνικής Αλληλεγγύης”, φόρος που καταβάλλουν όλοι όσοι μένουν στη Γαλλία και ωφελούνται από τη υποχρεωτική ασφάλιση υγείας, τα έσοδα του οποίου χρηματοδοτούν κυρίως παροχές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης όπως το εθνικό οικογενειακό επίδομα κλπ.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο SMIC (Salaire Minimum Interprofessionnel de Croissance), πρώην ελάχιστος εγγυημένος μισθός, το ελάχιστο ωρομίσθιο που θα πρέπει να καταβάλλεται σε οποιονδήποτε εργαζόμενο άνω των 18 ετών, και το οποίο αναπροσαρμόζεται τουλάχιστον κάθε χρόνο την 1η Ιανουαρίου.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: la France blanche-d’en-bas.

6 Στμ. Ρεϋνιόν: Υπερπόντια περιοχή της Γαλλίας, ανατολικά της Μαδαγασκάρης, η πιο απομακρυσμένη περιοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αναφορά στο κείμενο έχει να κάνει ακριβώς με το γεγονός ότι το γαλλικό κράτος έστειλε στις 22 Νοεμβρίου στρατεύματα στο απομακρυσμένο νησί για να καταστείλουν τις ταραχές που ξέσπασαν κι εκεί με αφορμή την αύξηση των τιμών στα καύσιμα σε αντιδιαστολή με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τις ταραχές στην ίδια τη Γαλλία.

EleNão/ΌχιΑυτόν: Ανακοίνωση από τις Βραζιλιάνες στο Ηνωμένο Βασίλειο ενάντια στον Φασισμό1

Μετεκλογικό σημείωμα από τις Βραζιλιάνες στο Ηνωμένο Βασίλειο Ενάντια στον Φασισμό, σχετικά με τη νίκη του νεοφασίστα υποψήφιου της ακροδεξιάς Jair Bolsonaro. Αρχικά δημοσιευμένο στην σελίδα Brazilian Women Against Fascism UK στο Facebook.

Σημείωση: To Enough is Enough δεν οργανώνει οποιοδήποτε από αυτά τα γεγονότα, δημοσιεύουμε αυτό το κείμενο ώστε ο κόσμος στις ΗΠΑ και την Ευρώπη να μπορεί να βλέπει τι συμβαίνει καθώς και για λόγους τεκμηρίωσης και μόνο.

 

Οι προεδρικές εκλογές στη Βραζιλία τελείωσαν με τη νίκη του νεοφασίστα υποψήφιου της ακροδεξιάς Jair Bolsonaro, με κάτι παραπάνω από το 55% των έγκυρων ψήφων. Μετά από μια απαραίτητη περίοδο για να συνέλθουμε και να στοχαστούμε, εμείς ως η ομάδα στο Ηνωμένο Βασίλειο των Βραζιλιάνων Γυναικών Ενάντια στον Φασισμό, θα θέλαμε να σκιαγραφήσουμε ποια πιστεύουμε ότι είναι τα επόμενα βήματα αντίστασης και μορφές κινητοποίησης που θα χρειαστεί να σχεδιαστούν πριν ξεκινήσει η περίοδος διακυβέρνησης το 2019, το βάρος της οποίας, όμως, το νιώσαμε ήδη σ’ αυτή τη μεταβατική περίοδο.

Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε όλους/όλες που ενώθηκαν μαζί μας στις 28 Οκτωβρίου μπροστά από την πρεσβεία. Η διαδήλωσή μας ήταν πολύ συγκινητική και μας γέμισε με δύναμη και αγάπη. Η αλληλεγγύη όσων ήταν παρόντες/παρούσες, η δουλειά που έγινε συλλογικά, τα βραζιλιάνικα γλυκά, η μουσική, τα τύμπανα, οι χοροί, οι αγκαλιές, η βροχή από χαλάζι και η κατάληψη των δρόμων…Η τεράστια ευγνωμοσύνη μας σε όσους/όσες συμμετείχαν!

Η νίκη μας είναι ότι ξέρουμε πως παλεύουμε από τη σωστή πλευρά της ιστορίας. Παρά την εκλογική ήττα, η εκστρατεία ενάντια στον φασισμό απέκτησε μεγάλη ώθηση την τελευταία εβδομάδα, ιδιαίτερα ανάμεσα στις γυναίκες. Αν και ο εκλεγμένος υποψήφιος είχε την ευρεία υποστήριξη εταιρειών και των χρηματαγορών, καθώς και όλων των κυρίαρχων ΜΜΕ, ο αντίκτυπος της εκστρατείας #EleNão (#ΌχιΑυτόν) έδειξε ότι το μονοπάτι της αντίστασης είναι εφικτό, και θα γίνει πραγματικότητα.

Από τότε, έχουμε λάβει πολλά μηνύματα υποστήριξης και αλληλεγγύης από άλλα ακτιβιστικά κινήματα, συνδικάτα και ακαδημαϊκές ομάδες, που προσφέρουν υποστήριξη και αλληλεγγύη και μας προσκαλούν να συμμετάσχουμε σε δραστηριότητες και διαδηλώσεις για να αντιπαρατεθούμε και να διαμαρτυρηθούμε ενάντια στην προέλαση του φασισμού στη Βραζιλία και τον κόσμο.

Καταλαβαίνουμε την άνοδο της ακροδεξιάς ως ένα φαινόμενο των παγκόσμιων επιχειρήσεων, που βασίζεται στα προνόμια των λίγων και την καταπίεση των δικαιωμάτων των ανθρώπων. Εξαιτίας αυτού, πιστεύουμε στη σημασία της συγκρότησης μιας παγκόσμιας αντιπολίτευσης. Το κινημά μας είναι μέρος και βοηθά στην οικοδόμηση του ευρύτερου μετώπου αντίστασης όλων όσων αντιτίθενται στον Bolsonaro. Είμαστε μια μη-παρτιζάνικη ομάδα γυναικών με διαφορετικές ιδεολογικές κλίσεις αλλά έχουμε όλες κάτι κοινό: τη δύναμη και τη θέληση να πολεμήσουμε ενάντια στην άνοδο του φασισμού στη Βραζιλία. Δεν θα είμαστε υπόλογες στην πολιτική οποιοδήποτε κόμματος, προσωπικότητας ή ηγεσίας και θα επισημαίνουμε τα όρια και τις ευθύνες όλων αυτών. Ο βασικός μας στόχος είναι να προσθέσουμε και να συνεισφέρουμε στην αντίσταση, ιδιαίτερα των γυναικών στη Βραζιλία και διεθνώς.

Λυπούμαστε που οι περισσότεροι Βραζιλιάνοι που μένουν στο Λονδίνο επέλεξαν να εκλέξουν τον Bolsonaro. Θα είναι απαραίτητο να έλθουμε αντιμέτωπες μ’ αυτό, καθώς δεν μπορούμε να επιτρέψουμε ο λόγος μίσους του να γίνει κανονικότητα. Μετά τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, είδαμε ένα κύμα βίας και επιθέσεων σε γυναίκες, μαύρους, αυτόχθονες, την LGBTQ+ κοινότητα, δασκάλους και κόσμο γενικά που διαδήλωνε ενάντια στον εκλεγμένο υποψήφιο. Αυτό το κύμα δεν σταμάτησε ούτε έχει μειωθεί με την εκλογή του. Αντίθετα, έχει αυξηθεί. Καθηγητές και φοιτητές εκτέθηκαν και απειλήθηκαν σε διάφορα πανεπιστήμια στη Βραζιλία, κοινότητες Quilombola2 και κοινωνικά κινήματα δέχονται επιθέσεις, καθώς και ολόκληρη η LGBTQ+ κοινότητα, μεταξύ πολλών άλλων. Οι κίνδυνοι που πρεσβεύει ο Bolsonaro δεν περιορίζονται σε μειονότητες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένων του ζητήματος του περιβάλλοντος και των παλιών αποικιοκρατικών κοινωνικών δομών. Οι πολιτικές του προτάσεις στοχεύουν στο να κρατήσουν τις χαμηλές κοινωνικές τάξεις ακόμα χαμηλότερα, έτσι ώστε οι ανώτερες τάξεις να διατηρήσουν τα εξωφρενικά τους κέρδη και τα παράλογα προνόμιά τους, αυξάνοντας δραματικά την τεράστια κοινωνική άβυσο στην οποία βρίσκεται η Βραζιλία για τόσα χρόνια, με άμεσες επιθέσεις σε όσους αντιτίθενται και αποκηρύσσουν την κυβέρνηση.

Καταλαβαίνουμε ότι είναι καθήκον όλων των κοινωνικών κινημάτων στη Βραζιλία να σχηματίσουν ένα ενιαίο μέτωπο αντίστασης ενάντια στην κυβέρνηση Bolsonaro. Για να συμβεί αυτό, η σύνδεση με τον διεθνή τύπο και τα κοινωνικά κινήματα είναι κρίσιμης σημασίας, να καταγγελθεί η κυβέρνηση και να ασκηθεί πίεση ενάντια στον δρόμο του αυταρχισμού. Αυτός είναι ο ρόλος που η συλλογικότητα Βραζιλιάνες στο Ηνωμένο Βασίλειο ενάντια στον Φασισμό θα επιδώξει να παίξει. Έχουμε έναν μακρύ και κοπιαστικό δρόμο μπροστά μας και θα χρειαστούμε τη βοήθεια όλων όσων επιθυμούν και μπορούν να οικοδομήσουν ένα κίνημα βάσης για τη διάχυση της πληροφορίας και την υποστήριξη των συμπατριωτών μας.

Είμαστε πάντα ανοιχτές στον ερχομό καινούριων συντροφισών. Παρακαλούμε ελάτε σε επαφή μας αν θέλετε να εμπλακείτε περισσότερο και/ή έχετε κάποια ιδέα ή ταλέντο να προσφέρετε – χρειαζόμαστε ενισχύσεις! Σχεδιάζουμε να προγραμματίσουμε μια ανοιχτή συνάντηση στο δεύτερο μισό του Δεκεμβρίου. Υπολογίζουμε στην υποστήριξη και τη βοήθεια καθεμίας/καθενός από σας και μπορείτε κι εσείς να υπολογίζετε σε μας.

Κανείς δεν θα σταματήσει τη μάχη μας για ίσα δικαιώματα για όλους/όλες. Δεν θα μας σωπάσουν. Είμαστε η αντίσταση.

No passaran. EleNão!!!

Βραζιλιάνες στο ΗΒ ενάντια στον Φασισμό, 20 Νοεμβρίου 2018.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://enoughisenough14.org/2018/11/26/elenao-statement-by-brazilian-women-against-fascism-uk.

2 Στμ. Quilombolas: οι Αφρικανικής καταγωγής κάτοικοι των quilombο, οικισμών στη βραζιλιάνικη ενδοχώρα, που δημιουργήθηκαν αρχικά κυρίως από δραπέτες σκλάβους (από την λέξη kilombo στην αγκολέζικη γλώσσα Kimbundu που σημαίνει “κατασκήνωση, καλύβα σκλάβων”).

Κίτρινα γιλέκα γι’ αυτούς που τα βλέπουν κόκκινα1

Τις τελευταίες μέρες, η αριστερά πασχίζει να κατανοήσει το πολιτικό φαινόμενο των “κίτρινων γιλέκων”, μιας και αυτό δεν αναδύεται άμεσα από τις παραδοσιακές μορφές πολιτικής ζύμωσης. Ως εκ τούτου, κάθε απόπειρα κριτικής ανάλυσης αυτού του κινήματος θυσιάζεται στο βωμό μιας σιωπηρής υποστήριξης, χωρίς καμία διερώτηση πάνω στο ποιος είναι ο κόσμος που κινητοποιείται, γιατί και πώς ή, καλύτερα, εκφράζεται με συμπαράσταση στων αγώνα των “beaufs2, που δεν διαμαρτύρονται για τους “σωστούς σκοπούς”, λες και η ταξική συνείδηση κατέλαβε δια μαγείας τους προλετάριους. Εν τω μεταξύ, δεν μπορούμε να συνοψίσουμε τα γεγονότα ως κάποιον άγαρμπο χειρισμό της άκρας δεξιάς, εντελώς στον αέρα, και αποτέλεσμα μιας κοινωνικής αναταραχής κατασκευασμένης με βίντεο του Facebook.

Η οχλοβοή γύρω από τα “κίτιρνα γιλέκα” είναι ένα σύμπτωμα της πολιτικής συγκυρίας στην οποία βρισκόμαστε, μιας συγκυρίας που γεννιέται από την κρίση του καπιταλισμού και τη διάλυση κάθε αναγνωρίσιμης και κοινής εργατικής ταυτότητας. Αυτή η απώλεια των κοινών αναφορών έγινε βίαια και ορισμένες συζητήσεις εντός της ριζοσπαστικής αριστεράς (μερικές φορές περισσότερο προσκολλημένες σε ένα φανταστικό παρελθόν παρά στην κατανόηση της πολύπλοκης σύνθεσης των τάξεων στους σύγχρονους κοινωνικούς αγώνες) επικεντρώνονταν στο ερώτημα: τι ποσοστό από τους προλετάριους που χρησιμοποιούν αυτοκίνητο πλήττεται άμεσα από την αύξηση στις τιμές του ντήζελ; Επιστρέφουμε πολύ συχνά στο αντιδραστικό φαντασιακό της παλιάς καλής αγροτικής Γαλλίας της υπαίθρου, στην οποία ζούσε η πλειοψηφία των “φτωχών” (η έννοια του προλεταριάτου που έπεφτε γρήγορα στην “παγίδα”). Κατά τη γνώμη μας, είναι πιο σημαντικό να επικεντρωθούμε στο πολιτικό περιεχόμενο αυτού του κινήματος και σε τι μεταφράζεται πρακτικά.

Η πολυμορφία των κίτρινων γιλέκων, όπως φαίνεται από τα σημεία της κινητοποίησής τους, επέτρεψε σε όλους να τρέξουν να τους καπελώσουν με το ιδεολογικό σημαιάκι τους, προβάλλοντας το κίνημα από την οπτική που τους ταιριάζει. Έτσι, η lAction Française (Γαλλική Δράση), η Bastion Social (πρώην GUD), το Rassemblement National, οι Ρεπουμπλικάνοι αλλά και η France Insoumise (Ανυπότακτη Γαλλία) του Μελανσόν, διάφορες ομάδες τροτσκιστών από την NPA έως τη Lutte Ouvrière, ή ακόμα και αναρχικοί, που έσπευσαν να διαδώσουν τον καλό λόγο, όλοι προσπάθησαν να διεκδικήσουν τα πρωτεία της νίκης και υπερηφανεύτηκαν για τη σχετική επιτυχία αυτής της κινητοποίησης σε σύγκριση με αυτήν της 17ης Νοεμβρίου – θυμηθείτε ότι 250.000 διαδηλωτν σ’ όλη τη Γαλλία, θεωρείται ήττα αν πρόκειται για μια κινητοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, κι εδώ δεν πρόκειται καν για απεργία.

Το επεισόδιο Marcel Campion3 θα έπρεπε να χρησιμεύσει ως μάθημα σ’ εκείνους που, παρασυρμένοι από τη φλόγα της μαζικοποίησης, αποφεύγουν να σκεφτούν από πού οδηγείται ο θυμός εκείνων που κατεβαίνουν στο δρόμο πάνω σε διαταξικές βάσεις, ακολουθώντας τις φιλελεύθερες αξιώσεις των μικρο-αφεντικών. Γιατί ναι, όλες οι δημοσκοπήσεις εκφράζουν το γεγονός ότι “οι άνθρωποι είναι θυμωμένοι”. Αλλά πρέπει να αναρωτηθούμε τι καταλαβαίνουμε όταν μιλάμε για οργισμένους “ανθρώπους” και εναντίον τίνος στρέφεται αυτός ο θυμός;

Εάν τώρα οι μπάτσοι, οι φασίστες και μια μερίδα των αφεντικών κατάφεραν να συνδεθούν γύρω από τα αιτήματα που διατυπώνονται από τα “κίτρινα γιλέκα”, δεν πρόκειται για καθαρή σύμπτωση ή τυχαία ανάκαμψη μιας αντίθετης με τη διαίσθηση σύγκλισης: έγκειται στό ότι η δυναμική αυτού του κινήματος συμπίπτει με τα ταξικά τους συμφέροντα. Ή τουλάχιστον, στο ότι η σύγχυση που επικρατεί δεν τους απειλεί άμεσα, τουλάχιστον στο μητροπολιτικό έδαφος. Η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική, για παράδειγμα, στη Ρεϋνιόν (που επηρεάζεται λόγω του ποσοστού 22% της ανεργίας στον ενεργό πληθυσμό) όπου το κίνημα δεν λαμβάνει υπερταξικές διαστάσεις αλλά εκδηλώνεται στις φτωχότερες και πιο φυλετικοποιημένες γειτονιές (με φαινόμενα όπως ταραχές, λεηλασίες πολυκαταστημάτων, την αστυνομία να μοιράζει σήματα πολιτοφυλακής στους καταστηματάρχες για να συγκροτήσουν αντίστοιχες ομάδες, την απαγόρευση της κυκλοφορίας, κλπ.).

Άσχετα από το πώς κάποιοι μεμονωμένοι διαδηλωτές εκφράζουν την κόπωσή τους με άτακτο τρόπο μπροστά σε κάμερες που ψάχνουν “σοκαριστικές” δηλώσεις, το κίνημα χτίστηκε γύρω από έναν “πουτζαντιστικό”4 λόγο διαμαρτυρίας ενάντια στους “φόρους” και τους “δασμούς” που “στίβουν” τον κόσμο, κάτι που απέχει πολύ από το να είναι ταξική πάλη (και, αντίθετα από αυτό που διαδίδεται, σχεδόν το 70% της αύξησης στις τιμές των καυσίμων προέρχεται από διακυμάνσεις στην τιμή του πετρελαίου και όχι από μια εσκεμμένη πολιτική του κράτους).

Η απόφαση τους να “μπλοκάρουν τη χώρα” ένα Σάββατο, χωρίς να επιτεθούν στους χώρους παραγωγής, είναι κάθε άλλο παρά ανώδυνη, και είναι διασκεδαστικό να σημειώσουμε ότι ο Martinez, ο σοσιαλοδημορκάτης, διαθέτει καλύτερη ανάλυση της τάξης από ό,τι οι αριστεροί, επιβεβαιώνοντας ότι “η CGT δεν κατεβαίνει ούτε με την άκρα δεξιά ούτε με τα αφεντικά”. Μια άκρα δεξιά που γίνεται ολοένα και πιο άνετη (ναζιστικοί χαιρετισμοί, καταδόσεις μεταναστών στην αστυνομία, έκκληση σε αντισημίτες μιλιτάντηδες, ρατσιστικές και ομοφοβικές επιθέσεις κλπ.), ακριβώς επειδή η κινητοποίηση της 17ης Νοεμβρίου δεν έγινε σε ταξικές και προλεταριακές βάσεις αλλά σε εδαφικές και λαϊκιστικές.

Σε απόλυτη αντίθεση με τα καταφανή στοιχεία και στοχεύοντας να εφεύρουν νέους συμμάχους για να στελεχώσουν τις τάξεις των “επαναστατημένων”, οι αριστεριστές φαντάζονται ότι μοιράζονται τουλάχιστον έναν κοινό εχθρό με τα κίτρινα γιλέκα: τους καπιταλιστές ή, αν όχι, τους “πλούσιους”. Αλλά πώς μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι αυτό το κίνημα αντιτίθεται στην αστική τάξη όταν αποφεύγει να καταπιαστεί με τα νευραλγικά σημεία της οικονομίας, να διοργανώσει πορείες στις δημοτικές αίθουσες ή να αντιπαρατεθεί, έστω και συμβολικά, με τους τοπικά εκλεγμένους αντιπροσώπους;

Η μεταχείριση από τα ΜΜΕ και από την αστυνομία αυτής της κινητοποίησης φανερώνει επίσης πολλά για τον βαθμό απειλής που αντιπροσωπεύει για το κράτος και την οικονομία: τηλεοπτικά ρεπορτάζ που συμπάσχουν με όσα, σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο, θα περιγράφονταν ως ταραχές, καταστολή σχετικά σπάνια και καθόλου βίαιη απέναντι σε μη ανακοινωμένες και, επομένως, παράνομες συναθροίσεις, μια Le Monde που μιλά για “αντιφατική ισορροπία ασφαλείας” ενώ αναφέρει έναν θάνατο και εκατοντάδες τραυματίες επειδή δεν υπήρξαν υλικές ζημιές

Ωστόσο, η επόμενη της 17ης Νοεμβρίου, ανέδειξε τοπικές πρωτοβουλίες που πήγαιναν πέρα από μια μάχη για τους φόρους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η έλλειψη αυστηρού συντονισμού έχει οδηγήσει σε κάποιες “υπερβολές”, που έχουν ξεφύγει από το αρχικό πλαίσιο αιτημάτων, λαμβάνοντας έναν παρασυνδικαλιστικό προσανατολισμό, ιδίως μέσω των αποκλεισμών αποθηκών, που έχουν φοβίσει τα αφεντικά, ή οδηγώντας σε ρατσιστικές, σεξιστικές και ομοφοβικές επιθέσεις που προκύπτουν άμεσα από τον λαϊκιστικό χαρακτήρα αυτών των εκδηλώσεων. Πράγματι, “λαός” σημαίνει να ανήκει κανείς σε μια “εθνική κοινότητα” από την οποία αποκλείονται απαραιτήτως οι αλλοδαποί.

Μένει να μάθουμε αν οι σκόρπιες ομάδες των διαφωνούντων “κίτρινων γιλέκων” είναι σε θέση να επιβιώσουν ανεξάρτητα από μια εθνική δυναμική, όταν το κύμα κινηματικής σύγχυσης θα έχει ξεθωριάσει. Το κίνημα βασίστηκε σε ένα διάχυτο και πραγματικό θυμό μεταξύ διαφόρων πληθυσμών αλλά, ελλείψει σταθερού και καλώς ορισμένου περιεχομένου, είναι πιθανό να εκραγεί αφού αποτελείται από “αγανακτισμένους πολίτες” και δεν έχει φτιαχτεί πάνω σε μια κοινή πολιτική βάση, αν και όλοι προσπαθούν να το καπελώσουν. Αυτή είναι η έλλειψη μιας κοινής πολιτικής βάσης που οδήγησε στην αποτυχία του κινήματος των πηρουνιών (Fourches) το 2013 στην Ιταλία, ένα λαϊκιστικό κίνημα, εν μέρει αντιφορομπηχτικό και εξίσου “παγιδευμένο” με το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων”.

Από την πλευρά των αριστερών, οι φιλόσοφοι της ENS αρκούνται στο “να παρατηρούν” τη μικρή στιγμή τους με τον “λαό” (ε, συγγνώμη, τις “διάχυτες υποκειμενικότητες”), η συγκίνηση της εξέγερσης των πολιτών τούς διαπερνά κι αρχίζουν να ονειρεύονται ταραχές και οδοφράγματα στο όνομα ενός αγώνα ενάντια στην αυξανόμενη τιμή του ντήζελ. Αυτό γιατί το συγκεκριμένο αίτημα απευθύνεται στο κράτος, που αποτελεί τον νωτιαίο μυελό της κινητοποίησης, και όχι σε κάποιο αντικαπιταλιστικό ασυνείδητο, που θα είχε ανθίσει, φυσικά, στις πολιτικές ενέργειες των “αγανακτησμένων” (“indignés).

Η Ακυβέρνητη Γενιά (Génération Ingouvernable) καλεί “να τους μπερδέψουμε μέσα στη σύγχυσή τους”, μια έκκληση κατεξοχήν πολιτική. Αλλά γιατί κατηγορεί τους ρομαντικούς επαναστάτες, τους ίδιους που αποκαλούσε zbeul κατά τη διάρκεια του τελευταίου Παγκοσμίου Κυπέλλου; Και ιδού μερικοι ακόμα ποιητές που επανεμφανίζονται: Το Lundi Matin, ισχυριζόμενο πως το “κίτρινο γιλέκο” έχει “συμβολική χρήση” της στροφής της ασφάλειας ενάντια στην ασφάλεια και την τάξη:Αυτό που αρχικά επιβλήθηκε ως μέσο ασφάλειας αποκτά μια κοινωνική πτυχή(…) Έξω από τα αυτοκίνητά τους, τα “κίτρινα γιλέκα” αναγνωρίζονται αμοιβαία μέσα στο κατεπείγον που προκαλείται από την ξαφνική υποβάθμιση του τρόπου ζωής τους”.

Όλος αυτός ο αριστερός παροξυσμός είναι στο ίδιο λογικό συνεχές με τους αναρχικούς που θεώρησαν πως το κίνημα για την οικονομική ανεξαρτητοποίηση της Καταλονίας θα μπορούσε να οδηγήσει στην άμεση κατάργηση του καπιταλισμού ή ότι η παγιοποίηση του κουρδικού κράτους στη Ροτζάβα είχε την οποιαδήποτε σχέση με την κομμουνιστική επανάσταση. Ό,τι κινείται είναι κόκκινο, ό,τι είναι οργισμένο είναι επαναστατικό και μπορούμε να φτιάξουμε σοκολατίνες από τα υπολείμματα κολοκυθιών οκγρατέν.

Η παρομοίωση με την ιταλική αυτονομία τη; δεκαετίας του 1970 ήταν από μόνη της αρκετά τραβηγμένη, απλώς και μόνο για να αποδοθεί ο όρος “αστική εξέγερση” σ’ έναν περίπατο πολιτών συνοδευόμενων από τα ΜΑΤ/CRS. Διαβάζουμε ακόμα κι έναν τροτσκιστή διανοούμενο να κάνει μια σύνδεση μεταξύ “κίτρινων γιλέκων” και των αγώνων ενάντια στη κυκλοφορία του κεφαλαίου (και να ισχυρίζεται ότι γι’ αυτό τα “κίτρινα γιλέκα” είναι εργάτες που παρατάνε το προαύλιο του εργοστασίου, ενώ έπρεπε να λιώνανε σαββατιάτικα μέσα σαυτό). Είναι απαραίτητο να ονειρεύεσαι όταν δεν συμβαίνει τίποτα, γεμίζει τις μέρες που μεσολαβούν δύο συναντήσεων κι αυτό επιτρέπει να ανασυρθούν οι παγωμένες ιδεολογικές συζητήσεις που έπρεπε να μπουν στο ντουλάπι μετά από το τελευταίο κοινωνικό κίνημα.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://agitationautonome.com/2018/11/22/des-gilets-jaunes-a-ceux-qui-voient-rouge.

2 Στμ. Στα γαλλικά το αντιδραστικό κομμάτι της λευκής εργατικής τάξης, το αντίστοιχο του αγγλικού rednecks.

3 Ο ιστότοπος Lundi Matin αποθέωνε την έκκληση του Marcel Campion, “βασιλιά των εκθεσιακών χώρων” και παρεμπιπτόντως άνθρωπο των πολυεκατομμυριούχων επιχειρηματιών, υποστηρικτών της Marine Le Pen, να διαμαρτυρηθεί στο πλευρό μας εναντίον της μεταρρύθμισης του εργατικού κώδικα το 2017.

4 Στμ. Poujadism: η πολιτική φιλοσοφία και μέθοδοι που υποστηρίχτηκαν στη Γαλλία τη δεκαετία του 1950 από τον Pierre Poujade, ο οποίος το 1954 ίδρυσε ένα δεξιό λαϊκιστικό κίνημα για την προστασία των βιοτεχνών και των μαγαζοτόρων.

Τι είναι ο μετα-φασισμός;

του Gáspar Miklós Tamás1

Το ιδανικό υποκείμενο της ολοκληρωτικής εξουσίας δεν είναι ο πεπεισμένος Ναζί ή ο πεπεισμένος Κομμουνιστής, αλλά άνθρωποι για τους οποίους η διαφορά ανάμεσα στο γεγονός και τη φαντασία (δηλαδή η πραγματικότητα της εμπειρίας) και η διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα (δηλαδή τα πρότυπα της σκέψης) δεν υπάρχουν πλέον. Χάνα Άρεντ, Οι Απαρχές του Ολοκληρωτισμού.

Εισήγαγα τον όρο μετα-φασισμός [post-fascism] για να περιγράψω μια συστάδα πολιτικών, πρακτικών, ρουτινών και ιδεολογιών που μπορούν να παρατηρηθούν οπουδήποτε στον σύγχρονο κόσμο. Χωρίς καν να προσφεύγουν σε ένα πραξικόπημα, αυτές οι πρακτικές απειλούν τις κοινότητές μας. Βρίσκουν εύκολα τον ρόλο τους στον σύγχρονο καπιταλισμό χωρίς να αναστατώνουν τις κυρίαρχες πολιτικές μορφές της εκλογικής δημοκρατίας και της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης. Εκτός από την Κεντρική Ευρώπη, δεν έχουν καμμιά σχέση με την κληρονομιά του Ναζισμού. Δεν είναι ολοκληρωτικές· δεν είναι καθόλου επαναστατικές· δεν βασίζονται σε βίαια μαζικά κινήματα ή σε ανορθολογικές, βολονταριστικές φιλοσοφίες. Και δεν παίζουν, ούτε για αστείο, με τον αντικαπιταλισμό.

Θα έπρεπε να ορίσω τι εννοώ με τον όρο “μετα-φασισμός”. Θεωρώ τον όρο “φασισμός” να αναφέρεται σε μια ρήξη με την παράδοση του Διαφωτισμού που θέτει την ιδιότητα του πολίτη2 ως ένα καθολικό δικαίωμα· με άλλα λόγια την αφομοίωση της κατάστασης του πολίτη στην ανθρώπινη κατάσταση.

Είναι αυτή η έννοια της καθολικής ιδιότητας του πολίτη που υπέτεινε την έννοια της προόδου που μοιράζονται οι φιλελεύθεροι, οι σοσιαλδημοκράτες και όλοι οι άλλοι διαφόρων ειδών προοδευτικοί κληρονόμοι του Διαφωτισμού. Από τη στιγμή που ο Διαφωτισμός εξίωσε την ιδιότητα του πολίτη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, μ’ αυτόν τον τρόπο, η επέκτασή της σε όλες τις τάξεις, επαγγέλματα, στα δύο φύλα και σε όλες τις φυλές, τα δόγματα και τους τόπους ήταν απλά θέμα χρόνου. Το καθολικό δικαίωμα ψήφου, η στρατιωτική κληρωτή θητεία και η κρατική εκπαίδευση για όλους έπρεπε να ακολουθήσουν. Επιπλέον, η εθνική αλληλεγγύη απαιτούσε την ανακούφιση της ανθρώπινης κατάστασης, μια αξιοπρεπή υλική ύπαρξη για όλους και το ξερίζωμα των υπολειμμάτων της προσωπικής δουλείας.

Το 1914, ο φασισμός ήταν ικανός να αναιρέσει αυτή την κομβική προϋπόθεση της σύγχρονης κοινωνίας παίζοντας με την εγγενή αντίφαση σ’ αυτή την έννοια – το γεγονός ότι η καθολική ιδιότητα του πολίτη είναι ταυτόχρονα “καθολική” και παρ’ όλα αυτά περιορισμένη στο έθνος-κράτος3. Μέχρι τότε, οι κυβερνήσεις υποτίθεται ότι αντιπροσώπευαν και προστάτευαν οποιονδήποτε εντός των συνόρων. Τα εθνικά και κρατικά σύνορα όριζαν τη διαφορά ανάμεσα στον φίλο και τον εχθρό: οι ξένοι μπορεί να ήταν εχθροί, οι συμπολίτες όχι.

Όμως, για τον Καρλ Σμιτ, τον νομικό θεωρητικό του φασισμού και πολιτικό θεολόγο του Τρίτου Ράιχ, αυτοί που είναι στην εξουσία πρέπει να κρίνουν ποιος ανήκει και ποιος δεν ανήκει σε μια δοσμένη πολιτική κοινότητα. Η ιδιότητα του πολίτη έγινε μια λειτουργία περιορισμένη στα αυστηρά διατάγματα των εξουσιαζόντων (ή της εξουσίας). Συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων, που αντιπροσωπεύουν καθοριστικούς τύπους για το πρόταγμα συμπερίληψης του Διαφωτισμού, έγιναν μη-πολίτες και, ως εκ τούτου, μη-άνθρωποι: οι κομμουνιστές σήμαιναν τους στασιαστές του “κατώτερου τύπου”, βγαλμένους από τις μάζες, χωρίς αρχηγούς και καθοδήγηση, με έναν χωρίς ρίζες οικουμενισμό που εξεγείρονται ενάντια στη φυσική ιεραρχία· οι Εβραίοι, μια κοινότητα που επιβίωσε τον Χριστιανικό Μεσαίωνα χωρίς να έχει η ίδια πολιτική εξουσία, οδηγούμενη από μια ουσιαστικά μη-καταναγκαστική αυθεντία, ο λαός της Βίβλου, ένας εξ ορισμού μη-πολεμικός λαός· οι ομοφυλόφιλοι, από την ανικανότητα ή την απροθυμία τους να αναπαραχθούν κληροδοτούν και συνεχίζουν μια ζωντανή διάψευση του υποτιθέμενου συνδέσμου ανάμεσα στην φύση και την ιστορία· οι ψυχικά ασθενείς, που ακούνε φωνές τις οποίες κανείς από μας τους υπόλοιπους δεν ακούει – με άλλα λόγια, άνθρωποι που η αναγνώρισή τους απαιτεί μια ηθική προσπάθεια και δεν δίνεται άμεσα (“φυσικά”), που δεν μπορούν να ταιριάξουν παρά μόνο αν θεσπιστεί μια ισότητα του άνισου. Θα απαντήσετε, αναμφίβολα, ότι το σχέδιο του Διαφωτισμού είναι ακόμα σε καλό δρόμο, ζωντανό και ακμαίο και έχει επεκταθεί με σημαντικούς τρόπους. Πολλές χώρες έχουν τώρα “επίτιμους πολίτες”, δηλαδή ανθρώπινα όντα που δεν είναι πλήρεις πολίτες αλλά έχουν δικαιώματα: παιδιά, ξένοι, ψυχασθενείς, φυλακισμένοι, για παράδειγμα. Το επιχείρημα προκύπτει ότι δεν θα πρέπει πλέον να στερούνται τα πολιτικά τους δικαιώματα.

Άνθρωποι χωρίς υπηκοότητα

Ισχυρίζομαι, παρ’ όλα αυτά, ότι πέρα, και ενάντια σ’ αυτό, αναδύεται ένα αντεπιχείρημα. Ένα εμφανές παράδειγμα είναι ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων που δεν κατέχουν καμμιά ουσιαστική πολιτική ιδιότητα. Οι άνθρωποι αυτοί ανήκουν, φυσικά, σε διάφορες ομαδοποιήσεις. Στις πολλές δεκάδες εκατομμύρια προσφύγων προστίθενται εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων που ζουν σε περιοχές στις οποίες δεν υπάρχει κράτος, νόμος και, συνεπώς, ούτε ελευθερία – άνθρωποι που ζουν τώρα σε πολλές περιοχές της Αφρικής, της πρώην σοβιετικής Κεντρικής Ασίας και παρόμοια μέρη όπως η Γιουγκοσλαβία. Είναι απροστάτευτοι από την ισχύ των ισχυρών, και τρομοκρατούνται από καταδρομείς και μυστικές αστυνομίες.

Παντού, από τη Λιθουθανία μέχρι την Καλιφόρνια, μεινότητες μεταναστών, ακόμα και αυτοχθόνων, έχουν γίνει ο εχθρός και είναι αναμενόμενο ότι έχουν να αντιμετωπίσουν τη μείωση και την αναστολή των πολιτικών και των ανθρώπινων δικαιωμάτων τους. Η αφαίρεση της νομιμοποίησης από κρατικο-σοσιαλιστικά και εθνικιστικά καθεστώτα του Τρίτου κόσμου, έχει αφήσει μόνο φυλετικές, εθνικές και θρησκευτικές βάσεις για τη διεκδίκηση ύπαρξης ενός “κρατικού σχηματισμού” (όπως στη Γιουγκοσλαβία, τη Τσεχο-σλοβακία, την πρώην Σοβιετική Ένωση, την Αιθιοπία-Ερυθραία, το Σουδάν κλπ.).

Η ροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εξασθενίσει το έθνος-κράτος και να ενισχύσει τις Περιφέρειες, εθνικοποιεί ανταγωνισμούς και εδαφικές ανισότητες (δείτε, για παράδειγμα, Βόρεια εναντίον Νότιας Ιταλίας, Καταλωνία εναντίον Ανδαλουσίας, Νοτιοανατολική Αγγλία εναντίον Σκωτίας, Φλάνδρα εναντίον Βαλωνίας στο Βέλγιο, Βρετάνη εναντίον Νορμανδίας στη Γαλλία). Και η ταξική σύγκρουση εθνικοποιείται και φυλετικοποιείται, επίσης, ανάμεσα στην εδραιωμένη και ασφαλή εργατική τάξη και την κατώτερη μεσαία τάξη των μητροπόλεων και τους νέους μετανάστες της περιφέρειας, κάτι που επίσης ερμηνεύεται ως ένα πρόβλημα ασφάλειας και εγκληματικότητας. Η αυξανόμενη αποπολιτικοποίηση της έννοιας του έθνους (η μετατόπιση σε έναν πολιτισμικό ορισμό) οδηγεί στην αποδοχή της διάκρισης ωςφυσικής”.

Αυτός είναι ο λόγος που η δεξιά αναδεικνύει αρκετά ανοιχτά στα κοινοβούλια και στους δρόμους στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, στην Ασία και, όλο και περισσότερο, και στη “Δύση”. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι επιθέσεις στα εξισωτικά συστήματα πρόνοιας και τις τεχνικές θετικής δράσης δεν έχουν μια σκοτεινή φυλετική απόχρωση, συνοδευόμενες από ρατσιστική αστυνομική βία και αυτοδικία σε πολλά μέρη. Ο σύνδεσμος, που κάποτε θεωρούνταν αναγκαίος και λογικός, ανάμεσα στην ιδιότητα του πολίτη, την ισότητα και την [κρατική] επικράτεια είναι υπό πολιορκία.

Αλλά η αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων πλήττει επίσης και πολλές άλλες κατηγορίες πολιτών, για παράδειγμα σε αναπτυγμένες χώρες, στις οποίες, επειδή δεν υπάρχουν πια διαθέσιμες πολιτικές εναλλακτικές, η ιδιότητα του πολίτη και η δημοκρατική συμμετοχή καθίστανται άνευ σημασία. Αυτό το τελευταίο φαίνεται σε διαρκώς αυξανόμενα νούμερα. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα δεδομένα της συμμετοχής στις εκλογές στη Μεγάλη Βρετανία…Υπάρχουν, λοιπόν, πολλές μορφές απώλειας της πολιτικής ιδιότητας, για την οποία οι άνθρωποι αγωνίζονται από το 1642.

Μια προσωπική θέση

Έχω να δηλώσω ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η κυβέρνηση της χώρας μου, δηλαδή της Ουγγαρίας, είναι – μαζί με την επαρχιακή κυβέρνηση της Βαυαρίας (επαρχιακή με περισσότερες από μια έννοιες) – ο ισχυρότερος ξένος υποστηρικτής του Jorg Haider στην Αυστρία. Το δεξιό υπουργικό συμβούλιο στη Βουδαπέστη προσπαθεί να περιορίσει την κοινοβουλευτική διακυβέρνηση, να ποινικοποιήσει τις τοπικές αρχές που ανήκουν σε διαφορετική πολιτική απόχρωση, δημιουργώντας και επιβάλλοντας εντατικά μια νέα κρατική ιδεολογία με τη βοήθεια ενός αριθμού λούμπεν διανοούμενων της ακροδεξιάς. Συνεργάζεται με ένα ανοιχτά και άγρια αντισημιτικό φασιστικό κόμμα το οποίο, δυστυχώς, αντιπροσωπεύεται στο κοινοβούλιο. Άτομα που δουλεύουν για το πρωθυπουργικό γραφείο εμπλέκονται με έναν λιγότερο ή περισσότερο προσεκτικό αναθεωρητισμό του Ολοκαυτώματος. Η ελεγχόμενη από τη κυβέρνηση κρατική τηλεόραση δίνει βήμα στον ωμό ρατσισμό ενάντια στους Ρομά. Οι φίλαθλοι της πιο δημοφιλούς ποδοσφαιρικής ομάδας της χώρας, της οποίας ο πρόεδρος είναι υπουργός και ηγέτης ενός κόμματος, τραγουδούν όλοι μαζί για το τραίνο που πρόκειται να φύγει από στιγμή σε στγμή για το Άουσβιτς…

Είμαι ο ίδιος κατά το ήμισι Ουγγροεβραίος, μεγαλωμένος στη Ρουμανία από μια οικογένεια γεμάτη κομμουνιστές. Οι γονείς μου ανήκαν σε ένα παράνομο κομμουνιστικό κόμμα και, εξαιτίας αυτού, πέρασαν πολύ καιρό στη φυλακή. Βασικά ήταν πολύ απογοητευμένοι άνθρωποι, που δεν συμπαθούσαν ιδιαίτερα το καθεστώς, από μια αριστερή σκοπιά. Συνεπώς, είχα αυτό που μπορώ να πω μια άψογη αντικομμουνιστική εκπαίδευση στα χέρια των κομμουνιστών γονιών μου.

Μεγάλωσα, έτσι, ως ένας διαφωνούντας κάτω από ένα κομμουνιστικό καθεστώς. Εκδιώχθηκα, τελικά, από τη δουλειά μου στο πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης το 1980 για “αντιπολιτευτική δραστηριότητα αντιφρονούντος” – έγραψα μια παράνομη μπροσούρα και την εξέδωσα με το δικό μου όνομα διαμαρτυρόμενος για το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Πολωνία – και οδηγήθηκα σε εσωτερική εξορία για τα επόμενα δέκα χρόνια. Μετά το 1986, μου επιτράπηκε να ταξιδεύω στο εξωτερικό για να διδάσκω, το οποίο και έκανα στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και αλλού. Στις 15 Μαρτίου 1988 όταν ξεκίνησε πραγματικά το κίνημα πολιτών, είχα τη μεγάλη τιμή να είμαι το πρώτο πρόσωπο στην Πλατεία Συντάγματος που έκανε το κάλεσμα για ελεύθερες εκλογές, ένα καινούριο σύνταγμα, πολυκομματικό σύστημα και την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων. Έκτοτε απορροφήθηκα στην πολιτική από τους ανθρώπους που σχημάτισαν τον πρώτο φιλελεύθερο κόμμα στην Ουγγαρία από το 1918.

Τη δεκαετία του 1980 είχα γίνει ένας “αναρχικός” Τόρυ (τότε ήταν που έκανα φιλίες με άτομα της ακόμα αρκετά ευφυούς Αμερικανοβρετανικής δεξιάς). Σε τέτοιο βαθμό που έγινα ένας από τους ηγέτες της δεξιάς πτέρυγας του κόμματός μου, κάτι που τώρα μοιάζει μάλλον περίεργο. Εκλέχθηκα, όπως αναμενόταν, στο κοινοβούλιο τη δεκαετία του 1990, όταν έλαβαν χώρα οι πρώτες ελεύθερες εκλογές και ήμουν πρόεδρος του κόμματος για 4 χρόνια. Επιπλέον, αποκαταστάθηκα επίσημα ως καθηγητής της Φιλοσοφίας – έλαβα ένα μάλλον αγενές τηλεφώνημα που μου ανακοίνωνε ότι περίμεναν από μένα να πάω και να αρχίσω να διδάσκω ξανά (η Ουγγαρία είναι μια χώρα χωρίς πολλές τυπικότητες).

Το 1994, αποφάσισα να μην ξαναβάλω υποψηφιότητα για το κοινοβούλιο για πολλούς προσωπικούς λόγους. Δεν νόμιζα ότι ήμουν κατάλληλος για να είμαι επαγγελματίας πολιτικός σ’ αυτό το σύστημα ή, εδώ που τα λέμε, σε οποιοδήποτε άλλο είδος συστήματος. Και ήθελα να επιστρέψω στην έρευνα και τη συγγραφή. Αλλά, φυσικά, παρέμεινα ένας πολιτικός ακτιβιστής. Τότε, βρήκα τον εαυτό μου να απομακρύνεται από το πρώην κόμμα μου καθώς οι απόψεις μου άλλαξαν, όπως, βέβαια, και οι δικές τους. Πέρσι, παραιτήθηκα από το κόμμα μου και βρέθηκα να επιστρέφω πολύ απότομα πίσω στην αριστερά.

Γιατί; Λοιπόν, είμαι ένας θεωρητικός. Αυτό που κάνω είναι να γράφω για την “πληροφορία”. Πείστηκα ότι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να κρίνουμε τα δημοκρατικά κράτη πρόνοιας, την κυριαρχία τους και τη δημοκρατική συμμετοχή συνδεόνται στενά με κάτι που δεν υπάρχει πλέον υπό τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Η παγκοσμιοποίηση έχει στερήσει όλο και περισσότερο από τους ανθρώπους τη δύναμη να αποφασίζουν για το ίδιο το κράτος τους. Αυτό, με τη σειρά του, με οδήγησε να επανεκτιμήσω αυτά που πίστευα για την έννοια του κράτους και τα ζητήματα της ισότητας.

Στο τέλος, ντράπηκα για κάποια από τα πράγματα που έκανα κάποτε και σκέφτηκα. Σε τέτοιο βαθμό, που αυτόν τον Φεβρουάριο, στην νέα μου μετενσάρκωση, όταν μου ζητήθηκε να μιλήσω σε μια διαδήλωση συνδικάτων στην Πλατεία Ηρώων ενάντια στην νέα, πολύ καταπιεστική εργατική νομοθεσία, πήρα την ευκαιρία μπροστά σε 50.000 κόσμο να απολογηθώ και να πω ότι ντρεπόμουνα που “μόλις τώρα ήρθα σε σας, όταν έπρεπε να είχα έρθει όλον αυτό τον προηγούμενο καιρό”.

Από κάποιες απόψεις, η ζωή μου δεν έχει αλλάξει πάρα πολύ. Έχω περισσότερα παντελόνια από πριν. Αλλά και πάλι λίγα. Και δεν είναι ότι είχα ξεχάσει ποτέ τις αξίες του Διαφωτισμού. Αλλά ήταν σχετικά εύκολο για μένα, προσπαθώντας να αποφύγω τους κινδύνους που είναι εγγενείς σε κάποια τόσο γνωστά σχέδια του Διαφωτισμού όπως η σοσιαλιστική επανάσταση, να σφάλλω στο πλευρό ενός καλτ αυθορμητισμού, που στη συνέχεια μετατράπηκε σε ένα καλτ παράδοσης, μη-σχεδιασμένης ανθρώπινης υποκειμενικότητας, της αγοράς κοκ. Εκείνες τις μέρες, αυτό που οδηγούσε το ασυνείδητο κάποιου ήταν να είναι όσο το δυνατόν πιο μακριά από τους Κομμουνιστές. Αλλά τώρα, όταν κάνω μια δημόσια ομιλία, μπορώ να κοιτάξω και να δω ανάμεσα στα πρόσωπα αυτών που με ακούνε, παλιούς Μπολσεβίκους να γνέφουν συφωνώντας…τι να πω!

Η Ευρώπη σήμερα

Από την αριστερή μου οπτική, κοιτάζοντας την Ευρώπη σήμερα, μπορώ να δω τα απομεινάρια μιας σοσιαλδημοκρατίας στη γαλλική πολιτική, και ανάμεσα στους Ιταλούς, αλλά πού αλλού; Έχει υπάρξει ένας μετασχηματισμός του πολιτικού κόσμου και ιδιαίτερα της κοινοβουλευτικής πολιτικής. Μια φορά κι έναν καιρό, οι άνθρωποι που ήθελαν να επαναστατήσουν μελετούσαν φιλοσοφία επειδή η φιλοσοφία ενσάρκωνε την βεβαιότητα ότι τα πράγματα δεν είναι αυτό που φαίνονται: ότι υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στην επιφάνεια και την ουσία, την γνώμη/δόξα και την αλήθεια ή την πνευματική πεποίθηση.

Ο πολιτικός λόγος αυτού του είδους στη σύγχρονη εποχή υποτεινόταν, για παράδειγμα, από την μαρξιστική πίστη στη θεωρία του φετιχισμού του εμπορεύματος, ότι το εμπόρευμα δεν είναι απλά ένα αντικείμενο, αλλά αποκρυσταλωμένη ανθρώπινη δραστηριότητα. Αν το αναλύσετε, θα δείτε ότι αυτά τα δυο πράγματα πάνε μαζί. Η δυνατότητα μιας πολιτικής εναλλακτικής συμβαδίζει μ’ αυτή την έννοια απόκλισης ανάμεσα στην επιφανειακή εμφάνιση και την πραγματικότητα.

Τώρα, έχουμε μια νέα κατάσταση. Έχουμε τον Γκυ Ντεμπόρ και την κοινωνία του θεάματος, που παρωδεί τον Χέγκελ, ισχυριζόμενος ότι αυτό που φαίνεται είναι ό,τι είναι αληθινό και ότι αυτό που είναι αληθινό είναι αυτό που φαίνεται. Και όλοι πιστεύουν ότι αυτό όντως συμβαίνει – ότι αυτά τα δυο πράγματα δεν διαφέρουν πλέον καθόλου. Το “σχέδιο του [Τόνυ] Μπλαιρ” είναι απλά η πιο ακραία εκδοχή του. Σοσιαλισμός σημαίνει καπιταλισμός. Η κοινωνική δικαιοσύνη σημαίνει ιδιωτικοποίηση και μια ύπαρξη τύπου “Μεγάλου Αδελφού”. Το κάθε τι σημαίνει το αντίθετό του, το οποίο είναι πράγματι πιθανό, αν κανείς κοιτάζει μόνο την επιφάνεια. Στο ένα άκρο αυτής της επίπεδης επιφάνειας έχει το PPP, και από την άλλη έχει την κόκκινη σημαία που ακόμα χρησιμοποιείται στα συνέδρια των Εργατικών. Και δεν υπάρχει αντίφαση, γιατί αντίφαση υπάρχει μόνο όταν υπάρχει η δυνατότητα πραγματικών εναλλακτικών. Οπότε δεν είναι περίεργο που ο κόσμος αυτός είναι σε αποσύνθεση.

Εδώ θα πρέπει, ίσως, να εξηγήσω μερικά πράγματα για το κομμουνιστικό σύστημα όπως το ήξερα. Υπήρχε η βεβαιότητα ότι η εργατική τάξη και ο “αληθινός σοσιαλισμός” ή όπως αλλιώς να τον πούμε, ήταν οι κληρονόμοι κάθετι σπουδαίου. Το να είναι κανείς σε επαφή με οτιδήποτε ήταν δημιουργικό, βαθύ και ενδιαφέρον ήταν διαρκής έγνοια της κομμουνιστικής ηγεσίας. Εξάλλου δεν υπήρχαν και περισπασμοί: ούτε σεξουαλική επανάσταση, ούτε διακοπές στο εξωτερικό, σίγουρα όχι νεανική λογοτεχνία! Τι διάβαζα λοιπόν όταν ήμουν δεκατριών; Διάβαζα Τολστόι. Στην Ανατολική Ευρώπη, αυτή η κατάσταση κράτησε μέχρι πολύ πρόσφατα. Η δικτατορία συντηρεί. Ήταν ένας πολύ συντηρητικός, πολύ Βικτωριανός κόσμος. Φυσικά υπήρχε λογοκρισία. Αλλά η λογοκρισία σήμαινε επίσημη κριτική – όχι ένα συνολικό “κλείσιμο” των πάντων. Όταν έγινα νεαρός φιλόσοφος, η αναλυτική φιλοσοφία ήταν πολύ της μόδας και γνώριζα καλά όλα τα παρακλάδιά της, σ’ αυτόν τον πολύ παλιομοδίτικο, πολύ Βικτωριανό κόσμο στον οποίο ζούσαμε.

Οπότε τώρα είστε σε πολύ καλλίτερη θέση για να καταλάβετε από πού προέρχομαι όταν λέω ότι στον σημερινό κόσμο αντιστοιχεί μια συνθήκη στην οποία έχω δώσει το όνομα μετα-φασισμός. Αυτό που θέλω να επικαλεστώ με τον όρο δεν είναι ένας ισχυρισμός ότι τα SS παρελαύνουν πάλι στην Ευρώπη. Αλλά ότι όλοι οι στόχοι της δεξιάς ολοκληρωτικής μηχανής της προπολεμικής περιόδου – ας την ονομάσουμε έτσι – των φασιστών – μπορούν σήμερα να επιτευχθούν, και επιτυγχάνονται, με κοινοβουλευτικές και δημοκρατικές διαδικασίες.

Μετα-φασιστική διακυβέρνηση

Στις λεγόμενες δημοκρατικές χώρες, οι κυβερνήσεις την βγάζουν πλέον καθαρή με πράγματα που ήταν αδύνατα μετά το 1945. Φυσικά ο κοινοβουλευτισμός είναι σε μεγάλο βαθμό μια απάτη. Ακόμα κι έτσι, στα συνταγματικά συστήματα, με όλες τους τις ατέλειες, η εξουσία εν τέλει ανήκει στον λαό. Οι αντιπροσωπευτικές κυβερνήσεις είναι ατελείς ενσαρκώσεις της λαϊκής θέλησης, αλλά είναι ενσάρκωση ενός κοινού σκοπού, που έχει συμφωνηθεί τουλάχιστον επί της αρχής, από την πλειοψηφία του λαού και το ίδιο το σύστημα. Συνεπώς η απογοήτευση, στο παρελθόν, του κόσμου με την ατελή αντιπροσώπευση ήταν δικαιολογημένη. Οι δημοκρατικοί και φιλελεύθεροι αγώνες είχαν απολύτως νόημα.

Τώρα, δεν μπορείς να εκλέξεις μια κυβέρνηση οποιουδήποτε είδους που να μπορεί πραγματικά να παίρνει αποφάσεις. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα του πώς δουλεύουν τα πράγματα στη δικιά μου χώρα. Το 63% των εξαγωγών της Ουγγαρίας κατεργάζονται από εξωχώριες εταιρείες (αυτό το ποσοστό στην Τσεχία είναι 15% και στην ΕΕ ο μέσος όρος είναι 2%). Οπότε αυτό το ποσοστό είναι αρκετά ακραίο. Παρ’ όλα αυτά, αυτό το μέγεθος των εξαγωγών που παράγονται χωρίς καμμιά φορολόγηση δεν αναφέρεται πουθενά από τα ουγγρικά ΜΜΕ. Το ανέφερα στην τηλεόραση και ο κόσμος νόμιζε απλά ότι ήμουν τρελός. Επειδή είναι άγνωστα δεδομένα. Αυτή η τόσο έντονα εθνικιστική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που καταδικάζει την παγκοσμιοποίηση και την Αμερικανοποίηση, τους φιλελεύθερους, τους Εβραίους και τους Ρομά, δεν θεωρεί πρέπον να αναδείξει στο ελάχιστο αυτό το ζήτημα.

Οπότε τώρα η μάχη εντός του πεδίου της εθνικής πολιτικής αφορά πλέον ένα γελοιωδώς μικρό ποσοστό του προϋπολογισμού. Και ακόμα κι αυτό το κομμάτι του προϋπολογισμού που απομένει ελέγχεται από οικονομικά συμφέροντα σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Παράλληλα με την απώλεια της δημοκρατικής εξουσίας από τα έθνη-κράτη και τις πολιτικές κοινότητες, η πολιτική ιδιότητα, ακόμα και σε αναπτυγμένες χώρες, γίνεται, λοιπόν, όλο και περισσότερο χωρίς ασήμαντη. Στις δε φτωχές χώρες με δυσκολία υπάρχει καν. Οπότε, έχουμε, από τη μια πλευρά, ολιγάριθμα άτομα με εξουσία και ομάδες και “κατοχές” που ποικίλουν από ακαδημαϊκούς μέχρι αστούς. Αυτά τα άτομα απέχουν από τις ανησυχίες, τις στερήσεις και τις έγνοιες της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων όπως απείχε, πάντα, και η αδύναμη αριστοκρατία πριν από τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις του 18ου και του 19ου αιώνα – με μια μεγάλη διαφορά. Δεν έχουν καμμία αίσθηση υποχρέωσης, έστω περιορισμένης, που εξακολουθούσαν να διαθέτουν οι αριστοκράτες.

Αυτό είναι επίσης το βασικό σημείο αντίθεσης ανάμεσα στην παγκοσμιοποίηση και τον ιμπεριαλισμό. Ο ιμπεριαλισμός, όσο απεχθής κι αν ήταν (και ρατσιστικός, με όλο τον λόγο του περί της Βαρύτητας του Λευκού Ανθρώπου) ήταν ένα σχέδιο καθοδηγούμενο από το κράτος και την κυβέρνηση. Όσο απεχθείς κι αν ήταν οι ιμπεριαλιστές, έπρεπε να χτίσουν κάτι και έχτιζαν δρόμους, κυβερνητικά κτίρια, σιδηροδρομικούς σταθμούς, φυλακές και νοσοκομεία. Όχι αρκετά, αλλά κάποια. Είχαν κάποια αίσθηση του καθήκοντος που θα βρεις σε οποιαδήποτε κυβέρνηση. Έστησαν μια δημόσια υπηρεσία και μια επαγγελματική εκπαίδευση κοκ.

Η παγκοσμιοποίηση δεν συνεπάγεται κανένα είδος υποχρέωσης. Το παγκόσμιο κεφάλαιο δεν χτίζει δρόμους. Οπότε τώρα η εκμετάλλευση των αδύναμων χτίζεται πάνω στην “προσωποποιημένη” βία. Είναι όλα από απόσταση. Οι κυβερνήσεις δεν εμπλέκονται.

Αν στις σημερινές πολιτικές κοινότητες, κάποιος μπορούσε να καταχωρίσει την πλήρη κλίμακα της ευθύνης γι’ αυτά που ο παγκόσμιος καπιταλισμός επιφέρει στις αδύναμες και φτωχές χώρες, ο κόσμος δεν θα το επέτρεπε. Αλλά δεν υπάρχει έλεγχος, ούτε πληροφόρηση γι’ αυτό. Γι’αυτό τον σκέφτομαι ως ένα ειρηνικό φασισμό. Πρέπει να πω ότι ο πρωτότυπος φασισμός και ο πρωτότυπος ιμπεριαλισμός ήταν πολύ “παιδαριώδη” πράγματα. Ξόδευαν πάρα πολλά, ιδιαίτερα στον στρατό. Αυτό που γίνεται τώρα γίνεται με πολύ μεγαλύτερη σχολαστικότητα και πολύ φθηνότερα για όσους είναι σχολαστικοί.

Παρ’ όλα αυτά, το νέο Δυτικό κράτος είναι ακμαίο: ένα Κανονιστικό Κράτος για τους πληθυσμούς στον πυρήνα του καπιταλιστικού κέντρου και ένα άλλο Κράτος, διαφόρων βαθμίδων, για τους υπόλοιπους μη-πολίτες. Σε αντίθεση με τον κλασσικό φασισμό, αυτό το δεύτερο Κράτος είναι μόνο αμυδρά ορατό από το πρώτο. Η ριζική κριτική που διαμαρτύρεται ότι η ελευθερία εντός του Κανονιστικού Κράτους είναι μια ψευδαίσθηση, αν και κατανοητή, είναι λανθασμένη. Η άρνηση της πολιτικής ιδιότητας που δεν βασίζεται στην εκμετάλλευση, την καταπίεση και την άμεση διάκριση αλλά τον απλό αποκλεισμό και την απόσταση είναι δύσκολο να συλληφθεί, επειδή εδώ δεν εφαρμοζόνται οι πνευματικές συνήθειες του απελευθερωτικού αγώνα για μια πιο δίκαιη κατανομή των αγαθών και της εξουσίας. Το πρόβλημα δεν είναι ότι το Κανονιστικό Κράτος γίνεται πιο αυταρχικό: είναι, μάλλον, ότι ανήκει μόνο σε λίγους.

Οπότε πια ελπίδα υπάρχει για το μέλλον;

Θα απόσχω από το να κάνω προβλέψεις. Το κίνημα του Σηάτλ και παρόμοια κινήματα αντίστασης είναι κάπως ενθαρρυντικά. Αν οι άνθρωποι είναι διατεθιμένοι να κάνουν θυσίες, θα πυροβοληθούν, φυσικά, για τις ιδέες τους, Αλλά αυτό μπορεί να προσφέρει περαιτέρω ενθάρρυνση. Θα πω, όμως, ένα πράγμα. Τον 19ο αιώνα, ο σοσιαλισμός και ο φεμινισμός και τα παρεμφερή ήταν ακόμα μέρος ενός χειραφετητικού σχεδίου, συνδεδεμένα με αυτό που οι άνθρωποι σκέφτονταν για τον κόσμο – με την επιστημονική πρόοδο, την τεχνολογική πρόοδο, την εκκοσμίκευση, την ατομική ελευθερία.

Τώρα, η ενότητα του χειραφετητικού σχεδίου μας έχει “πετάξει”. Το κίνημα του Σηάτλ, με τον συνασπισμό “ουράνιου τόξου”, δείχνει πολύ καλά ότι οι άνθρωποι, που θα έπρεπε φυσικά να έχουν συμπάθεια με τα όντως χειραφετητικά σχέδια, είναι ακόμα κατακερματισμένοι. Μόνο τώρα μπορούμε να δούμε τη σημασία του εργατικού κινήματος για τον σύγχρονο κόσμο, για το οποίο ο σοσιαλισμός ή ο μαρξισμός ήταν το όχημα που βοήθησε στην ενοποίηση όλων των πτυχών του. Σκεφτείτε τη δίψα για γνώση και την διερεύνηση της κουλτούρας που ενέπνευσε τόσους ανθρώπους. Κοιτάξτε τις ριζοσπαστικές εφημερίδες της δεκαετίας του 1920 που διάβαζαν οι εργοστασιακοί εργάτες. Ήταν υψηλής ποιότητας, οι αφίσες της εποχής, και απαιτούσαν μεγάλη υπομονή και αφιέρωση για να τις παρακολουθήσει κανείς. Το είδος των φυλλαδίων που διακινούσαν τα συνδικάτα, το είδος των ομιλιών που έκαναν κάποιοι στον όχι καλά εκπαιδευμένο κόσμο, άνθρωποι με δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην καλλίτερη περίπτωση, είναι σε μεγάλη αντίστιξη με τις μορφές που η αντίσταση παίρνει σήμερα, αναγκαστικά πιο ενστικτώδης, πιο υποκειμενική, περισσότερο γύρω από μονοδιάστατα ζητήματα. Είναι αναπόφευκτο το ότι δεν υπάρχει μια ενοποιητική στιγμή. Δεν σημαίνει ότι αυτό πρέπει να ισχύει για πάντα. Αλλά αυτό είναι που βλέπω τώρα.

Το παγκόσμιο κεφάλαιο, από την άλλη, έχει ένα παγκόσμιο σχέδιο, που παρακινείται από μια θεμελιώδη πεποίθηση. Δεν είναι εντελώς κυνικό. Πρόκειται για τη βαθιά πεποίθηση στην δυνατότητα τα άτομα να κόβουν όλους τους δεσμούς με τους συνανθρώπους τους και να βάλουν τέρμα στους περιορισμούς που ηθικά και κοινωνικά εγχειρήματα, για την υπέρβαση του κακού και των δεινών, μάς θέτουν. Είναι μια πίστη στην ελευθερία χωρίς την παρεμβολή οποιωνδήποτε θεσμικών διαδικασιών, κάτι που είναι φυσικά τρελό. Παρ’ όλα αυτά, αυτό είναι που πιστεύουν οι άνθρωποι στο City [του Λονδίνου] και αυτό είναι που πιστεύουν οι νεαροί συντηρητικοί. Φυσικά, είναι ένα είδος ουτοπίας. Είναι μια ψευδαίσθηση, αλλά είναι μια πολύ δυνατή ψευδαίσθηση και γι’ αυτό τόσο πετυχημένη. Υπόσχεται κάτι. Δεν είναι αλήθεια ότι δεν προσφέρει τίποτα. Σε κάνει να αισθάνεσαι ενδυναμωμένο ως άτομο. Ικανοποιεί τις ορέξεις σου χωρίς να σε επιπλήττει. Υπάρχει κάτι αναρχικό σ’ αυτήν.

Η πολυπολιτισμικότητα δεν είναι απάντηση

Ο εγχώριος ρατσισμός βαθμιαία υποσκελίζεται από έναν παγκόσμιο φιλελευθερισμό, σε μια πολιτική εξουσία που επίσης φυλετικοποιείται ραγδαία. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, η πολυπολιτισμικότητα, άσχετα από τις καλές προθέσεις, δεν είναι απάντηση. Θα όριζα την πολυπολιτισμικότητα σαν μια τελευταία προσπάθεια αντικατάστασης της ισότητας από μια κοινωνική μηχανική, αφήνοντας τις ενδοκοινοτικές σχέσεις άθικτες, και μετασχηματίζοντας τα ζητήματα κοινωνικής και πολιτικής ισότητας σε προβλήματα πολιτικών σχέσεων και εκπαιδευτικών προϋπολογισμών4. Είναι ένα φτώχεμα του παλιού χειραφετητικού σχεδίου, συμπεριλαμβανομένου του παλιού αγώνα για φυλετική ισότητα. Προέρχομαι ο ίδιος από μια μειονότητα.

Οι πολυπολιτισμικές αντιδράσεις είναι απελπισμένες ομολογίες αδυναμίας: μια αποδοχή της εθνικοποίησης της πολιτικής σφαίρας, αλλά με μια δόση ανθρωπισμού και αγαθοέργειας. Αυτές οι ομολογίες είναι παραδοχές ήττας, προσπάθειες εξανθρωπισμού του απάνθρωπου. Το πεδίο έχει επιλεχθεί από τον μετα-φασισμό και οι φιλελεύθεροι προσπαθούν να τον πολεμήσουν στο ίδιο το αγαπημένο του έδαφος, την εθνικότητα.

Το πρόβλημα με την πολυπολιτισμικότητα ως ιδεολογίας και την πρακτικής των αδύναμων ομάδων είναι ότι γίνεται μια κοινωνία αλληλοβοήθειας στην οποία η κριτική και η πολιτική εντός της ομάδας είναι αδύνατη. Η κουλτούρα αντανακλά πάντα την πίστη των μεγαλύτερων σε μια δοσμένη κοινότητα. Οπότε, τι συμβαίνει όταν αισθάνεσαι την ανάγκη να επαναστατήσεις μέσα σ’ αυτή την κοινότητα; Αυτομάτως γίνεσαι ένας προδότης γι’ αυτήν. Είσαι “με τους λευκούς”. Αυτό δεν έχει καμμιά σχέση με χειραφέτηση. Πραγματικά, βάζει ένα φράγμα ανάμεσα στους ανθρώπους και την ίδια τη μάχη τους για χειραφέτηση.

Επιπλέον, είναι ενδογενώς στείρα. Επιτρέψτε μου να δώσω ένα παράδειγμα. Παρακολουθούσα, νωρίτερα φέτος, το καλοκαίρι, τις Ειδήσεις στη βρετανική τηλεόραση. Υπήρχε μια είδηση για φυλετικές ταραχές στο Bradford. Αφορούσε το πώς τα ισλαμικά σχολεία διατηρούν την κουλτούρα του εκεί πληθυσμού. Ποια είναι αυτή η κουλτούρα; Διδάσκουν Urdu και Bengali σ’ αυτά τα σχολεία; Όχι, διδάσκουν αραβικά. Είναι αυτή η παράδοσή τους; Φυσικά όχι. Είναι μια αφηρημένη, φονταμενταλιστική διδασκαλία πάνω στο πρότυπο των προτεσταντικών ιδιωτικών σχολείων στην Αμερική. Δεν έχει καμμιά σχέση με το Πακιστάν ή το Μπαγκλαντές. Καμμια απολύτως. Είναι μια απάτη.

Έζησα ως άτομο Ουγγρικής-τρανσυλβανικής καταγωγής υπό το καθεστώς Τσαουσέσκου, του οποίου το κύριο στήριγμα ήταν ο αντι-ουγγρικός εθνικισμός. Ξέρω τι σημαίνει η μάχη για τα δικαιώματα μιας μειονότητας. Και δεν είναι αυτό. Οι Ούγγροι έχουν ένα εθνοτικό ουγγρικό κόμμα στο κοινοβούλιο. Όλοι οι υπόλοιποι μπορούν να διαλέξουν ανάμεσα σε συντηρητικούς, σοσιαλιστές, κομμουνιστές. Στην καλλίτερη περίπτωση, αυτό σημαίνει ότι η εσωτερική πολιτική ζωή των Ούγγρων περιορίζεται σε 2 εκατομμύρια ανθρώπους και ανάγεται σε παράπονα, απαιτήσεις και, αν αυτές δεν ικανοποιούνται, σε “μούτρωμα”. Είναι παιδαριώδες. Δεν είναι αρκετό. Είναι μια εξαιρετικά μειονεκτική θέση για να μπει κανείς. Χωρίς νέους τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος του παγκόσμιου καπιταλισμού, η μάχη σίγουρα θα χαθεί.

Η περιφρόνηση του μετα-φασισμού για τους περιθωριοποιημένους

Εν τω μεταξύ, επιστρέφουμε σταδιακά σε μια περιφρόνηση γι’ αυτούς που δεν είναι ενσωματωμένοι, μια περιφρόνηση που δεν έχουμε ξαναδεί από τον 17ο αιώνα. Πρόκειται για μια τόσο απίθανη πολιτισμική αντιστροφή, η οποία εν μέρει είναι το αποτέλεσμα της διάχυσης της εμπορευματικής ποπ κουλτούρας. Τι κάνει η εμπορευματική κουλτούρα; Λοιπόν, βοηθά στην ενσωμάτωση. Δεν θα σε αποκλείσουμε, απλά θέλουμε να σε συμπεριλάβουμε. Τώρα, προλετάριοι και αστοί βλέπουν το ίδιο Top of the Pops και τον Big Brother και θα διασκεδάσουν με το ίδιο είδος κουλτούρας. Τα πολιτισμικά ιδεώδη οδηγούν την ποπ κουλτούρα σε μια ρηχή ηθικολογία. Αν δεν μπορείς να ενσωματωθείς σ’ αυτόν τον πολύ “απαλό” κόσμο, τότε πρέπει να είσαι πραγματικά κακός και, φυσικά, η δημιουργία αποδιοπομπαίων τράγων “χτίζει” πάνω σ’ αυτό – αλλά όχι όπως πριν. Ο Χίτλερ έκανε έναν πόλεμο ενάντια στους Εβραίους. Οι μετα-φασίστες σήμερα θα πουν: “δεν πολεμάμε ενάντια σε κανέναν. Αλλά τι θα κάνουμε με τους ισλαμιστές φονταμενταλιστές; Δεν θέλουν να είναι μέρος της κοινωνίας μας. Δεν είναι λυπηρό αυτό;”. Αυτοί οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να κάνουν έναν πόλεμο. Ο πόλεμος δίνεται γι’ αυτούς από την ίδια τη δημόσια κουλτούρα.

Συμπέρασμα

Το κύριο σημείο της ανάλυσής μου για τον μετα-φασισμό σήμερα είναι το εξής: για άλλη μια φορά, όπως στους προ-μοντέρνους καιρούς, η πολιτική ιδιότητα γίνεται ένα προνόμιο, μάλλον, παρά κομμάτι της ανθρώπινης κατάστασης. Φυσικά, πρέπει να διαφοροποιήσουμε ανάμεσα στον Ντ’ Αλέμα και τον Φίνι, το κόμμα των Τόρυδων και το Βρετανικό Εθνικό Κόμμα (British National Party). Όλοι έχουν τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά τους – οι προδότες της σοσιαλδημοκρατίας, οι αφοσιωμένοι Ναζί κοκ. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε το κοινό στοιχείο εδώ. Υπάρχει ένα κοινό σχέδιο: ο αποκλεισμός των μαζών από το ωφέλημα της ιδιότητας του πολίτη. Και όλοι αυτοί συνεργάζονται για να το φέρουν σε πέρας.

Το πραγματικό πισωγύρισμα, ιστορικό πισωγύρισμα, που συμβαίνει σήμερα ανάμεσά μας – είναι η αποδοχή του ότι η καθολική ιδιότητα του πολίτη δεν είνα πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του δημοκρατικού συστήματος ή των συστημάτων που αυτοαποκαλούνται δημοκρατικά. Αν και η οικονομική, κοινωνική και πολιτική διοικητική ισχύς των δυτικών δημοκρατιών είναι μεγαλύτερη από ποτέ άλλοτε, έχουν παρά ταύτα γυρίσει πίσω σε μια προ-μοντέρνα φάση. Και, ως αποτέλεσμα, όλα τα χειραφετητικά σχέδια έχουν υποστεί μια μεγάλη υποχώρηση.

Αν παραδίνομαι σ’ αυτές τις πολύ ζοφερές διατυπώσεις, είναι επειδή ελπίζω ότι αυτό μπορεί να εξοργίσει τους ανθρώπους. Μαζί, μπορούμε να πετύχουμε κάτι μέσα από την ηθική αποστροφή, που αρχίζει να γίνεται αρκετά διαδεδομένη. Ευτυχώς που είναι έτσι. Πιστεύω ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός μπορεί να αντιπαλευτεί με τον διεθνισμό. Αυτό που κατάλαβε πολύ καλά, ενστικτωδώς, ο κόσμος στο Σηάτλ. Το παγκόσμιο κίνημα αντίστασης πρέπει να έχει ένα ενιαίο πολιτικό σχέδιο βασισμένο στη γνώση, ακόμα και στις φυσικές επιστήμες – πώς αλλιώς μπορούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει, ας πούμε, με το περιβάλλον;

Το πάθος για συμπόνοια

Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα κοινωνικό ισοδύναμο αυτού που ήταν η σοσιαλδημοκρατία πριν τις 14 Αυγούστου του 1914, εκείνη την πρώτη Μεγάλη Προδοσία (άλλωστε, η προδοσία του Tony Blair είναι η 47η Μεγάλη Προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας. Η ιστορία κάθε σοσιαλδημοκρατίας είναι μια ιστορία προδοσίας, προδοσιών). Ποιος ήταν ο κοινωνικός ρόλος της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας και των συνδικαλισμού; Ήταν η οικοδόμηση μιας αντίπαλης εξουσίας και μιας αντίπαλης κοινωνίας. Τώρα τα γραφεία των συνδικάτων εξαφανίζονται σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Τα συνδικάτα έχουν αφοπλιστεί και διαλυθεί. Αλλά πρέπει να βρεθεί και να ξαναχτιστεί ένα κοινωνικό ισοδύναμο. Είμαι απόλυτα διατεθιμένος να συμμετέχω σε οποιαδήποτε, όσο ανιαρά και καθημερινά, ρεφορμιστικά κινήματα χρειαστεί για να επιτευχθεί αυτό.

Μια τελευταία, ενθαρρυντική σκέψη: ο Ρουσσώ είχε σίγουρα δίκιο όταν είπε ότι η ίδια η συμπόνοια είναι ένα πάθος. Δεν είναι μια λογική διαδικασία. Υπάρχει σε όλους μας. Παραιτούμενοι από αυτή την βαθιά ριζωμένη σύνδεση με τους άλλους, αρνούμαστε την ανθρώπινη φύση μας. Και όλες αυτές οι αυτο-αρνήσεις δεν θα κρατήσουν για πάντα. Δεν μπορεί να κρατήσουν.

1 Στμ. Μεταφασμένο από εδώ: http://autonomies.org/2018/11/gaspar-miklos-tamas-post-fascism.

2 Στμ. Ο όρος στο αγγλικό κείμενο είναι citizenship, που σημαίνει και υπηκοότητα. Χρησιμοποιούμε, όμως, γενικά – εκτός από κεί που η πιο “τεχνική” έννοια της υπηκοότητας είναι καταλληλότερη, την περιφραστική απόδοση “ιδιότητα του πολίτη” και “πολιτική ιδιότητα” για να τονίσουμε τη διάσταση του ανήκειν σε μια πολιτική κοινότητα, του να είναι κάποιος πολίτης, που είναι και η βαθύτερη σημασία του όρου.

3 Στμ. Πολύ ενδιαφέρον σημείο. Τα όρια του φιλελευθερισμού, τα όρια της πολιτικής – ιδιαίτερα σε συνδυασμό με την επόμενη παράγραφο τη σχετική με την άποψη του Σμιτ και τη δυνατότητα των εξουσιαζόντων να κρίνουν ποιος δικαιούται και ποιος όχι την “ιδιότητα του πολίτη”. Καταλαβαίνουμε ουσιαστικά αυτό που λέει εδώ ο Tamás, με την έννοια ότι εξαιτίας αυτής της εγγενούς αντίφασης η ιδιότητα του πολίτη είναι στην ουσία όριο της ελευθερίας, υποτείνει στην πραγματικότητα μια κατάσταση εξαίρεσης, εκμεταλλεύσιμη προφανώς από τις εξουσιαστικές και φασίζουζες δυναμικές· στην πραγματικότητα τα σύγχρονα κράτη την εφαρμόζουν όλο και πιο απενοχοποιημένα, ιδιαίτερα στις αντιμεταναστευτικές ρατσιστικές πολιτικές τους, και γι’ αυτό δεν μπορεί να αποτελεί στοιχείο ενός χειραφετητικού ελευθεριακού προτάγματος. Πρόκειται, θεωρούμε, για μια σοβαρή αιτιολόγηση της αντιπολιτικής στάσης του αναρχικού προτάγματος.

4 Στμ. Συναφές με τον μετασχηματισμό των πολιτικών ταυτότητας.

Τα σύνορα που μας διασχίζουν

Viewpoint Magazine1

Τελικά, χωρίς αμφιβολία, η αριστερά στις Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αναμετρηθεί με το γεγονός ότι δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει μια “Αμερικάνικη Επανάσταση” όπως κλασσικά φαντάστηκαν οι DeLeon, Debs ή ο Cannon. Αν πρόκειται να φτάσει μια μέρα ο σοσιαλισμός στη Βόρεια Αμερική, θα είναι χάρις σε μια συνδυαστική, σ’ ολόκληρο το ημισφαίριο, διαδικασία εξέγερσης που θα επικαλύπτει σύνορα και θα διαπλέκει κινήματα.

Mike Davis, Prisoners of the American Dream: Politics and Economy in the History of the US Working Class2

 

Μετά από δυο εβδομάδες κοπιαστικού ταξιδιού από την Ονδούρα, ταξιδεύοντας μέσα από τη Γουατεμάλα και το νότιο Μεξικό, ο κόσμος του καραβανιού των μεταναστών έλαβε μια προσφορά από την κυβέρνηση του Μεξικού: την επιλογή να μείνουν στην Τσιάπας ή τον Οαχάκα, τις δυο νοτιότερες πολιτείες του Μεξικού, όπου θα είχαν το δικαίωμα να μπουν σε ένα προσωρινό πρόγραμμα εργασίας, με μια ρύθμιση του στάτους τους ως μεταναστών που θα τους επέτρεπε πρόσβαση σε άλλα ευεργετήματα όπως υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση και το δικακωμα μετακίνησης μεταξύ αυτών των πολιτειών. Το σχέδιο, με το όνομα Estás en Tu Casa [Είστε στο σπίτι σας], ήταν μέρος ενός ευρύτερου καθεστώτος διαχείρισης της μετανάστευσης στη Κεντρική Αμερική που το Μεξικό έχει εφαρμόσει τα τελευταία χρόνια με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Το καραβάνι, που στο κορύφωμά του, αποτελούνταν από περισσότερους από 7000 ταξιδιώτες από την Ονδούρα, το Ελ Σαλβαδόρ, τη Γουατεμάλα και το ίδιο το νότιο Μεξικό, ήταν μόνο το πιο πρόσφατο και ορατό παράδειγμα μιας ευρύτερης διαδικασίας, που θα μπορούσαμε να την δούμε ως μια γεωγραφική μετατόπιση των συνόρων των ΗΠΑ προς τα νότια μέσω του μεξικανικού κράτους3.

Οι άνθρωποι που ταξιδεύουν, όμως, με το καραβάνι, απέρριψαν την προσφορά μετά από συλλογική ψηφοφορία. Η οργάνωση Λαός χωρίς Σύνορα (Pueblo Sin Fronteras), που παρέχει υποστήριξη στο καραβάνι, ανάρτησε μια ανακοίνωση στη σελίδα της στο Facebook: “Σήμερα, στις 6:35 μμ στις 26 Οκτωβρίου του 2018, μια συνέλευση της πλειοψηφίας των μελών του Καραβανιού Μεταναστών [Caminata Migrante] συγκεντρώθηκε στο κεντρικό πάρκο της Arraiga και απάντησε στο Σχέδιο ‘Estás en Tu Casa’ που ο Πρόεδρος [του Μεξικού] ανακοίνωσε σήμερα”. Αφού απαριθμεί τους λόγους της απόρριψης του σχεδίου, συμπεριλαμβανομένων των γεωγραφικών περιορισμών, του γεγονότος ότι δεν αντιμετωπίζει τις ριζικές αιτίες της Κεντροαμερικανικής Εξόδου και ένα μοτίβο παρενόχλησης και βίας από τις μεξικανικές αρχές μετανάστευσης, το κείμενο καταλήγει:

Κάνουμε έκκληση στο πνεύμα φιλοξενίας των κοινοτήτων από τις οποίες διερχόμαστε. Τα μέλη της Caminata Migrante βασίζονται στην υποστήριξη και την αλληλεγγύη του μεξικάνικου λαού, μιας και η ανταπόκριση της Κυβέρνησης είναι περισσότερο κατασταλτική παρά ανθρωπιστική. Κάνουμε επίσης έκκληση στην κοινωνία των πολιτών, στις οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και στον κόσμο γενικότερα να είναι σε εγρήγορση και να παρακολουθούν τη διαδρομή μας για να αποφύγουν, να εποπτεύσουν και να καταδικάσουν οποιαδήποτε παραβίαση ή παρενόχληση σε βάρος της εξόδου αυτής και αυτών που την συνοδεύουν.

Και ο κόσμος παρακολουθεί. Παρά το γεγονός ότι μετανάστες κάνουν το ίδιο αυτό ταξίδι για χρόνια, με 41.760 Ονδουριανούς μόνο από τον Ιανουάριο μέχρι τον Σεπτέμβριο αυτού του χρόνου, το καραβάνι μοιάζει να αποτυπώνει κάτι καινούριο. Από τη μια πλευρά, η ορατότητα του καραβανιού είναι εν μέρει προϊόν της κεντρικότητάς του στην καταληκτική στρατηγική του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στις ενδιάμεσες εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες: ο Ντόναλντ Τραμπ άρπαξε το θέμα του καραβανιού, μετά τα νέα για το πιεστικό του προχώρημα μέσα από τα σύνορα της Γουατεμάλας και του Μεξικού, ελπίζοντας, προφανώς, να μετατρέψει τους φόβους για τη μετανάστευση σε ψήφους σ’ ένα πλαίσιο στο οποίο η δεξιά βία κυριαρχεί στις ειδήσεις. Από την άλλη, όμως, αυτή η ορατότητα ήταν μέρος της στρατηγικής των ίδιων των μεταναστών για τη δημιουργία, καταρχάς, του ίδιου του καραβανιού, μια δράση που θεαματικοποίησε και συλλογικοποίησε αυτό που για πολλούς έχει υπάρξει ένα πολύ επικίνδυνο, δαπανηρό και, συχνά, μοναχικό χερσαίο ταξίδι μέσα από το Μεξικό, για να φτάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η στρατηγική, παρεμπιπτόντως, έχει ήδη πετύχει, καθώς στον απόηχο αυτού του καραβανιού έχουν δημιουργηθεί άλλα δύο, με σχεδόν 2000 ανθρώπους. Όπως καταλήγει η ανακοίνωσή τους, η στρατηγική του καραβανιού στηρίζεται στην ελπίδα ότι η προσοχή των άλλων – των λαών του κόσμου και όχι των κυβερνήσεων – θα προσφέρει τελικά ένα μέσο ασφάλειας.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οποιαδήποτε δημόσια αντίδραση θα πρέπει να αναμετρηθεί με τη ρητορική περί “εισβολής” του Τραμπ, τον πόλεμο και την στρατιωτικοποίηση των συνόρων. Όμως, εξίσου αξιοσημείωτη, είναι η έλλειψη οποιασδήποτε ουσιαστικής απόκρισης από το Δημοκρατικό κόμμα. Έχοντας επιλέξει να εστιάσουν στο ζήτημα της υγειονομικής περίθαλψης για τις ενδιάμεσες εκλογές, οι Δημοκρατικοί προφανώς δεν έχουν απαντήσει καν στις απειλές του Τραμπ για τη λήψη έκτακτων μέτρων για την αποτροπή των ταξιδιωτών του καραβανιού να μπουν στις ΗΠΑ. Αυτά περιλαμβάνουν μια απαγόρευση του τύπου του αποκλεισμού για τους Μουσουλμάνους, για κάθε είσοδο στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού· την ανάπτυξη ήδη περισσότερων από 5000 στρατιωτών στα σύνορα, με τον σχεδιασμό για άλλους 2000 περίπου μέσα στις επόμενες μέρες, και την πρόβλεψη για συνολικά 15000 στρατεύματα (περισσότερα από αυτά που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναπτύξει στο Ιράκ ή το Αφγανιστάν)· την πιθανή παραβίαση του νόμου Posse Comitatus Act του 1878 (που περιορίζει τη χρήση στρατιωτικών δυνάμεων για την επιβολή της εσωτερικής πολιτικής)· και ένα σύνολο εκπαιδευτικών ασκήσεων με όπλα σχεδιασμένων για να προσφέρουν θέαμα στα ΜΜΕ και κάτι για να ασχολούνται στα, άσκοπα τοποθετημένα, στρατεύματα. Παρ’ όλα αυτά, έστω κι αν όλες αυτές οι ενέργειες είναι περισσότερο από οτιδήποτε κάποια εργαλεία κινητοποίησης τύπου GoTV, η σιωπή των Δημοκρατικών είναι σύμπτωμα του γεγονότος ότι το κόμμα ελάχιστα ενδιαφέρεται για μια εναλλακτική θέση σχετικά με τη μετανάστευση, καθώς ζεί με τον φόβο της απώλειας της ψήφου των κεντρώων που, υποτίθεται, ότι έχουν εύλογες αντιρρήσεις στην ιδέα των ανοιχτών συνόρων. Έτσι, ακόμα κι αν ο υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας λέει: “Δεν θα μπείτε μέσα” – αγνοώντας το γεγονός ότι, αν μη τι άλλο, οι άνθρωποι στο καραβάνι διεκδικούν το καθεστώς πρόσφυγα, το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύονται από διεθνείς νόμους να εξετάζουν – οι Δημοκρατικοί μάλλον αποφεύγουν το θέμα.

Η απάντηση της δεξιάς στις ΗΠΑ είναι προβλέψιμη· νατιβισμός4, καθώς τόσο η δημόσια πολιτική όσο και η ιδιωτική βία, είναι κορυφαίο χαρακτηριστικό της σύγχρονης αντίδρασης. Η αντίδραση των Δημοκρατικών πολιτικών, για οποιονδήποτε έχει παρακολουθήσει τις θέσεις τους για τη μετανάστευση στη διάρκεια του τελευταίου μισού αιώνα, επίσης δεν μας εκπλήσσει. Αλλά το ότι αυτές οι πολιτικές είναι αναμενόμενες δεν θα πρέπει να αμβλύνει τον επείγοντα χαρακτήρα μιας ριζοσπαστικά διαφορετικής αντίδρασης στο καραβάνι· αυτό που τελικά είναι απαραίτητο είναι μια διεθνιστική θέση, κεντρικό γνώρισμα οποιασδήποτε στρατηγικής ελπίζει να κατατροπώσει την παγκόσμια προέλαση της βαρβαρότητας.

Αν μείνουμε έξω από τα αφηγήματα των ΜΜΕ, αν σκεφτούμε πέρα από τον άμεσο εκλογικό ορίζοντα και εξασκήσουμε το βλέμμα μας στην οργάνωση των μεταναστών και την αλληλεγγύη, η βάση μιας τέτοιας πολιτικής γίνεται αποδεδειγμένα καθαρότερη. Όπως ακριβώς η στρατηγική της δεξιάς της καπηλείας του φόβου των λευκών έχει αναδείξει καινούριες, πιο ορατές, τακτικές ανάμεσα στους μετανάστες με τη μορφή του καραβανιού, προτείνουμε να απαντήσουμε επικεντρώνοντας στους αγώνες των μεταναστών, ειδικότερα από την προοπτική της “αυτονομίας των μεταναστών” που καταδείχτηκε τόσο καλά με την δημοκρατική λήψη της απόφασης των μελών του καραβανιού σχετικά με τη συλλογική τους τύχη. Από αυτή την προοπτική, γίνεται φανερό ότι το να θεωρήσουε την ταξική πολιτική στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα σημαίνει να θεωρήσουμε μια εργατική τάξη που η σύνθεσή της διασχίζει γεωγραφικά σύνορα και συνδέει τους εκμεταλλευόμενους και τους αποστερημένους από μια πολύ ευρύτερη περιοχή.

Καταρχάς, η μετανάστευση απαιτεί από μας να προσαρμόσουμε και να μετατοπίσουμε το πεδίο της οπτικής μας για την πρόσφατη ιστορία της αριστεράς στις ΗΠΑ, ώστε να διαβάσουμε την πολιτική της συγκρότηση και τη δυναμική των κύκλων αγώνων της, ακολουθώντας ένα διαφορετικό νήμα, αναζητώντας ένα διαφορετικό σημείο εισόδου. Η “Νέα αμερικάνικη αριστερά” έχει δώσει, αλήθεια, πολλές αφετηρίες: το Σηάλτ το 1999, τους δρόμους της απογοήτευσης στην αρχή του πολέμου στο Ιράκ, την κρίση του 2008, τα φοιτητικά κινήματα στην επόμενη χρονιά ή το κίνημα Occupy το φθινόπωρο του 2011. Αυτή η λίστα θα ήταν, όμως, ελλιπής χωρίς έναν αριθμό έντονων “αγώνων για τα σύνορα” στην ίδια περίοδο.

Οι απεργίες τηςΜέρας χωρίς Μετανάστες5 [Day Without an Immigrant] ή el gran paro estadounidense [η μεγάλη αμερικάνικη απεργία], ήταν οι μεγαλύτερες στάσεις εργασίας στην ιστορία των ΗΠΑ και αποτέλεσαν την έναρξη νέων οργανωτικών μορφών και διαδικασιών που είναι ακόμα σε χρήση σε μέρη όπως το Σικάγο και το Λος Άντζελες. Όταν η κυβέρνηση Ομπάμα απάντησε σ’ αυτές τις δράσεις με το μεγαλύτερο κύμα απελάσεων στην ιστορία της χώρας, ο αγώνας των μεταναστών δεν υποχώρησε αλλά πήρε καινούριες μορφές: εμψύχωσε φοιτητικές διαμαρτυρίες, συμπεριλαμβανομένων αυτών που φαινομενικά αφορούσαν τη λιτότητα και τις ιδιωτικοποιήσεις· έγινε σημείο αναφοράς στην οργάνωση στους χώρους δουλειάς ανάμεσα στους μετανάστες σε διαφορετικούς τομείς· απεργίες πείνας, ταραχές και στάσεις εργασίας σε κέντρα κράτησης είναι ένα, ανεπαρκώς αναφερόμενο, αλλά κρίσιμο κομμάτι της κλιμακούμενης μάχης ενάντια στις συνθήκες κράτησης. Ακόμα και οι δύο πιο θεαματικές και αιχμηρές άμεσες δράσεις στη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ είναι αγώνες για τα σύνορα: οι διαμαρτυρίες στα αεροδρόμια (και η παράλληλη απεργία των ταξί) το 2016, και οι πιο πρόσφατοι αποκλεισμοί των εγκαταστάσεων της ICE6 και το αναδυόμενο κίνημα για τις “πόλεις ασύλου7. Επιπλέον, το πιο πετυχημένο από πολλά καλέσματα σε γενική απεργία, που προέκυψαν τους πρώτους λίγους μήνες της διακυβέρνησης Τραμπ, ήταν ακριβώς αυτό που είχε την μικρότερη κάλυψη ακόμα και από τα αριστερά ΜΜΕ: οι καθοδηγούμενες από μετανάστες δράσεις στα Μεσοδυτικά και τον Νότο, που αντανακλούσαν την μεταβαλλόμενη γεωγραφία της εργασίας των μεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Γιατί αυτές οι δράσεις έρχονται τόσο σπάνια στο προσκήνιο – ή, ειλικρινά, δεν αναφέρονται καν – όταν συζητάμε τις προοπτικές της αντικαπιταλιστικής πολιτικής; Τι θα σήμαινε να επαναχαρτογραφήσουμε τον πιο πρόσφατο πολιτικό κύκλο μας βάζοντας αυτούς τους αγώνες στην πρώτη θέση;

Η κομβική ενόραση στην θεωρητική οπτική της “αυτονομίας της μετανάστευσης”, που πρόεκυψε από την ακαδημαϊκή βιβλιογραφία μέσα από συζητήσεις και πολιτικές συνεργασίες μεταξύ Ευρωπαίων θεωρητικών, Αμερικανών κοινωνιολόγων και ακαδημαϊκών-ακτιβιστών από τον παγκόσμιο Νότο, είναι να δούμε τους μετανάστες ως ενεργά υποκείμενα των οποίων η κινητικότητα έχει καθορισμένες πολιτικές συνέπειες. Το ζήτημα είναι να μην ρομαντικοποιούμε τη μετανάστευση – η μετανάστευση, το ξέρουμε, είναι συχνά κάθε άλλο παρά όμορφη – ή να αποδίδουμε αμέσως επαναστατικά κίνητρα σε όσους κάνουν τέτοια ταξίδια. Αντίθετα, πρέπει να παίρνουμε μια κάποια απόσταση από μια αποσπασμένη κοινωνιολογία η οποία θα έκανε τους μετανάστες απλά αντικείμενα των δυνάμεων της αγοράς που “εξωθούνται” από μια χώρα, τη λεγόμενη “χώρα προέλευσης” και “έλκονται” από μια άλλη, τη λεγόμενη “χώρα υποδοχής”.

Διαφέρει επίσης από ένα είδος φιλελεύθερου ανθρωπισμού που μπορεί να βλέπει τους μετανάστες απλά ως σύμπτωμα των ηθικών αποτυχιών του καπιταλισμού. Παρ’ όλο που οικονομικοί και ηθικοί παράγοντες παίζουν ρόλο, η μετανάστευση ως σύγχρονο φαινόμενο είναι “παραδειγματικό” των σχέσεων εκμετάλλευσης του καπιταλισμού,και όχι μόνο στον βαθμό που απεικονίζει τη δύναμη των αγορών. Η μετανάστευση σήμερα καταδεικνύει τις πολλαπλές μορφές της εκμετάλλευσης και της αποστέρησης της σύγχρονης εργατικής τάξης: από την άρπαγμα της γης από τις μεγαλοεταιρείες, την κλιματική αλλαγή και την κρατική βία που καθιστούν την βιώσιμη γεωργία αδύνατη, μέχρι τους τρόπους με τους οποίους το εμπόριο ναρκωτικών, το χρηματιστικό κεφάλαιο και η “βιομηχανία μετανάστευσης” είναι ικανά να αποσπούν υπεραξία ανεξάρτητα από τον μισθό και, στην πορεία, να κάνουν τη ζωή αβίωτη. Απεικονίζει, όμως, επίσης την ενεργή ικανότητα της εργατικής τάξης να δείχνει νέες μορφές αντίστασης στην υποταγή της – ή τουλάχιστον στις συνθήκες της υποταγής της – εντός και σε σχέση με την εργατική διαδικασία8. Με άλλα λόγια, οι εργάτες ίσως πρέπει να μετακινηθούν για να αποφύγουν συγκεκριμένες εργασιακές συνθήκες ή να αποφύγουν να είναι κομμάτι σε έναν εφεδρικό εργοστασιακό στρατό που, κατά τα άλλα, θέτει τις συνθήκες εκμετάλλευσης σ’ έναν τόπο όπως η Ονδούρα. Με την έννοια αυτή, η μετανάστευση είναι αυτόνομη επειδή είναι κάτι εννοιολογικά και λογικά πρότερο της ανάδυσης των ακόμα πιο εκτεταμένων βιοπολιτικών και πειθαρχικών συνόρων και των τεχνικών διαχείρισης της εργασίας από το κράτος. Αυτές οι τεχνικές δεν επιδιώκουν απλά να σταματήσουν τις μεταναστευτικές “ροές” αλλά, στην πραγματικότητα, χρησιμοποιούν τιςμεταναστευτικές ροές” για να κατακερματίσουν και να δομήσουν περαιτέρω τις αγορές εργασίας κατά μήκος της διαδρομής των μεταναστών στις χώρες προέλευσης, υποδοχής και στις “ενδιάμεσες” εκείνες που διασχίζουν στη διαδρομή9.

Το καθεστώς της παρανομοποίησης των μεταναστών, για παράδειγμα, κατακερματίζει την εσωτερική αγορά εργασίας στις ΗΠΑ και, κατ’ επέκταση, το εργασιακό δυναμικό της. Κάποιοι εργάτες υπόκεινται από σχεδιασμό σε χειρότερα συμβόλαια εργασίας που επιβάλλονται, τουλάχιστον εν μέρει, μέσω μιας ελλοχεύουσας απειλής απέλασης που απορρέει από τη νομική επισφάλεια. Αλλά, τελικά, η ιστορική δόμηση αυτής της κατηγορίας είναι η ίδια μια στρατηγική απάντηση στο γεγονός μιας άρνησης10 από τους εργάτες σ’ ένα πλαίσιο (τον τόπο μετανάστευσης) να αποδεχτούν τη μοίρα τους ως αυτό που ο Michael Denning έχει αποκαλέσειτα απόβλητα της παγκοσμιοποίησης”11. Πρόκειται, άλλωστε σύμφωνα με τον Μαρξ, για την διπλή ελευθερία εξάρτησης της αποστέρησης-ως-μισθού που είναι το καθοριστικό γνώρισμα της εργατικής τάξης, και, με την έννοια αυτή, τα άτομα που συμμετέχουν στο “ετήσιο προλεταριακό ταξίδι ανά τον κόσμο των εποχιακών εργατών με ατμόπλοια, σιδηρόδρομους και αυτοκίνητα” ή με “τον ριζικό διαχωρισμό της εναέριας μετανάστευσης, που συνδέεται με χρόνια εμβασμάτων και τηλεφωνημάτων”, θα έπρεπε να κρατάνε περήφανα τη θέση των κυριολεκτικά πεζοπόρων στρατιωτών της εργατικής τάξης12.

Στην περίπτωση της Ονδούρας όπως και, σε μεγάλο βαθμό, στην ιστορία της σύγχρονης Λατινικής Αμερικής, οι συνθήκες εκμετάλλευσης και οι ταξικές σχέσεις δεν μπορούν να διαχωριστούν από την περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη του αμερικανικού κεφαλαίου και κράτους. Με με μια έννοια, λοιπόν, το κύκλωμα των δύσκολων εργασιακών συνθηκών στο εξωτερικό και της “παρανομίας” στο εσωτερικό των ΗΠΑ μπορεί να ειδωθεί ως ένα σύνολο διασυνδεδεμένων εργαλείων για τη διαχείριση της ίδιας της κινητικότητας, ένα μόνιμο γνώρισμα της αυτονομίας της εργασίας, την οποία οι εκμεταλλευόμενοι έχουν χρησιμοποιήσει ως μια μορφή αντίστασης ακόμα και στα πιο καταπιεστικά εργασιακά καθεστώτα όπως η δουλεία στις φυτείες13. Αυτό το διεθνικό κύκλωμα φτάνει το αποκορύφωμά του με την αμοιβαία αναδιάρθρωση των αγορών εργασίας της Κεντρικής Αμερικής μέσω της δημιουργίας απασχόλησης, για παράδειγμα, σε τηλεφωνικά κέντρα ειδικά για απελαθέντες και επιστραφέντες μετανάστες που έχουν ζήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το συνοριακό και μεταναστευτικό καθεστώς του καπιταλιστικού κράτους δεν δουλεύει απλά για την απώθηση μεταναστών ή την ευκαμψία της εθνικής κυριαρχίας αλλά για να βρει καινούριες ευκαιρίες για φτηνή εργασία, είτε έρχονται οι μετανάστες είτε φεύγουν. Το ζήτημα είναι οι μετανάστες να πηγαινοέρχονται· ο ρόλος τους [agency] είναι η βάση των διαρκώς πολλαπλασιαζόμενων καθεστώτων αιχμαλωσίας του κεφαλαίου, και η μετακίνησή τους είναι συνεπώς κομμάτι της ταξικής πάλης.

Αλλά αν και η συγκυριακή ιδιαιτερότητα της εξυψωμένης επίγνωσης του caravana de migrantes είναι μια προφανής ώθηση για μας να συλλάβουμε την αυτονομία της μετανάστευσης τώρα, πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε ότι το θέαμα, στα σύνορα, χιλιάδων ανθρώπων να διασχίζουν με το σώμα τους τον χώρο των συνόρων, κάνει τη μισή δουλειά για την εξήγηση της αυτονομίας της μετανάστευσης. Πρέπει επίσης παλέψουμε με τους τρόπους που αναδεικνύουν τις μεταλλάξεις στην πρακτική της επιβολής των συνόρων. Όλο και περισσότερο, η αστυνόμευση των εθνικών συνόρων δύσκολα περιορίζεται εντός των φυσικών ορίων μιας χώρας · εγγράφεται, μάλλον, στο εσωτερικό της αλλά και προβάλλεται πέρα από αυτήν, σε περιοχές που, φαινομενικά, κυβερνιούνται από άλλα κράτη. Η “παρανομία” έχει γίνει μια από τις αγαπημένες τεχνολογίες του παγκόσμιου κεφαλαίου για την επέκταση των συνόρων πέρα από τους γεωγραφικούς περιορισμούς τους. Επισημαίνει έναν πολλαπλασιασμό των διαπραγματεύσεων επαναοριοθέτησης στον φυσικό χώρο των συνόρων όπως και στα διαφοροποιημένα συμβόλαια εργασίας που έχουν φτάσει να καθορίζουν τον κατακερματισμό της αμερικάνικης εργασίας, όπως καταδεικνύεται στα γκετοποιημένα barrios, στα κέντρα κράτησης μεταναστών και πολιτικές όπως η Πρόταση 187 της πολιτείας της Καλιφόρνια ή οι Προτάσεις SB 1070 ή HR4437 της πολιτείας της Αριζόνα. Ειδωμένη μ’ αυτό τον τρόπο, η αυτονομία των μεταναστών είναι μια έννοια που συνδέει το “θέαμα των συνόρων” με τους ισχυρούς “αγώνες ενάντια τα σύνορα” στο εσωτερικό, μέσα από την ανάδειξη ενός ρεπερτορίου τακτικών που περιλαμβάνουν, επίσης, την αφομοίωση σε παραδοσιακούς τρόπους οργάνωσης της εργασίας όπως η AFL-CIO, SEIU, και η AFSCME, τα αποκαλούμενα νέα κέντρα μεταναστών εργατών και άλλες μορφές εξέγερσης και δολιοφθοράς της εργατικής τάξης14.

Η οπτική της “αυτονομίας των μεταναστών”, συνεπώς, θέτει μια πολιτική που στέκεται σε απόσταση από “τον λαό” ως ενός υποκειμένου της εκλογικής δημοκρατίας, επειδή η ίδια η μετανάστευση είναι μια πολιτική πρόκληση για την κρατική κυριαρχία, τόσο όσον αφορά τη διάσχιση των συνόρων αλλά και όσον αφορά την παρουσία αυτών τους οποίους το κράτος δεν αναγνωρίζει ή περιλαμβάνει με έναν διαφορετικό τρόπο. Η “παρτιζάνικη” οπτική στην αμερικάνικη πολιτική φαίνεται να μπορεί να καταγράφει το φαινόμενο της μετανάστευσης μόνο σαν ένα “θέαμα στα σύνορα” μ’ έναν εργαλειακό τρόπο. Αυτό ισχύει και για τα δύο κόμματα, στον βαθμό που οι Δημοκρατικοί αρέσκονται να αντιδρούν μόνο όταν οι πολιτικοί τους αντιπάλοι εφαρμόζουν τις ορατά πιο κατασταλτικές μεθόδους ελέγχου στα σύνορα, όπως ο χωρισμός των παιδιών από τους γονείς ή οι ταξιδιωτικές απαγορεύσεις15. Αυτές οι θεαματικές στιγμές της ψεύτικης συμπόνοιας είναι σε αντίθεση με το γεγονός, που τώρα λέγεται εντός της σοσιαλιστικής αριστεράς, ότι, μεταξύ των Αμερικανών προέδρων, ο Ομπάμα εξακολουθεί να κατέχει το ρεκόρ στις απελάσεις.

Από την άλλη πλευρά, η μετανάστευση ως ένα αυτόνομο κοινωνικό κίνημα ή ένα κίνημα που θέτει ένα υποκείμενο που η εστίασή του δεν είναι – και δεν μπορεί να είναι – η εκλογική αρένα, υπονοεί έναν συνολικά διαφορετικό πολιτικό ορίζοντα, στον οποίο η μετακίνηση είναι μια μορφή αντίστασης και η βάση για νέες θέσεις υποκειμένων μέσα στον καπιταλισμό, θεωρούμενου στην παγκόσμια διάστασή του16. Συνεπώς, αυτό που ο Yann Moulier Boutang ονομάζει, σε μια ρηξικέλευθη δουλειά, ως “ανώνυμη, συλλογική, συνεχή και ανεξέλεγκτη δύναμη αυτομόλησης”, δεν αντιπαρατίθεται στην ταξική πάλη αλλά είναι ένα συστατικό στοιχείο της, με ισχυρά αποτελέσματα στη δόμηση των ταξικών σχηματισμών17.

Η σημασία αυτού του σημείου είναι να πούμε ότι, σήμερα, μ’ έναν ανάλογο τρόπο, δεν μπορούμε να δούμε τους πρόσφυγες, και άλλους μετανάστες, μόνο μέσα από έναν απολίτικο φακό, καθώς η δραστηριότητά τους θέτει προκλήσεις για οποιονδήποτε ενδιαφέρεται για την πολιτική της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ. Ποιον ορίζοντα ανοίγει αυτή η οπτική της αυτονομίας της μετανάστευσης; Ποιες γραμμές εξέγερσης στο ημισφαίριο της Αμερικανικής ηπείρου μπορούν να ιχνηλατηθούν μέσα από αυτήν; Πώς θα μπορούσε να μεταβάλλει την κατανόησή μας για την τεταμένη σχέση ανάμεσα στον σοσιαλισμό και τον εκλογικισμό;

Θα προτείναμε ότι συγκεκριμένες συντεταγμένες σοσιαλιστικής πολιτικής μπορούν, και θα έπρεπε, να “ρυθμιστούν” ξανά, παίρνοντας σοβαρά ένα γεγονός που έγινε καθαρό από το καραβάνι: ότι, από κοινωνιολογική άποψη, η αμερικάνικη εργατική τάξη δεν περιορίζεται στην υπηκοότητα ή τον γεωγραφικό χώρο των ΗΠΑ και ότι η πολιτική τού χωρίς περιορισμούς προλεταριάτου υπερβαίνει αναγκαστικά και αυτούς τους χώρους18. Με άλλα λόγια, η ταξική σύγκρουση, ως ένα πολιτικό φαινόμενο, έχει σθένος που ξεπερνά κατά πολύ το μοντέλο του πολίτη “με χαρτιά”, την εκλογική αρένα και τις αντιλήψεις της για το ίδιο “το πολιτικό”. Για να στρέψουμε την αναγκαία προσοχή στην πρόκληση που το καραβάνι θέτει σ’ αυτές τις μορφές, απαιτεί να σκεφτόμαστε τη συλλογική προλεταριακή κινητικότητα, την αλληλοβοήθεια και αυτό που θα μπορούσε, ίσως, να ονομαστεί ένα είδος κινητής κοινωνικής αναπαραγωγής, καθώς οι ίδιες αυτές οι μορφές αναπτύσσουν μια πολιτική που όχι μόνο παραβιάζει τα σύνορα αλλά υπερβαίνει τη λογική τους19.

Για να επιστρέψουμε στην διαμεσολαβημένη υποδοχή του θεάματος των συνόρων και της ορατότητας των μεταναστών στις ΗΠΑ, βλέπουμε δυο προεξάρχουσες αποκρίσεις που προκαλούν την έκλειψη της αυτόνομης δράσης των μεταναστών καθώς και τις πρόσφατες ριζοσπαστικές προτάσεις όπως το κάλεσμα για την κατάργηση της ICE:

  1. Ο Τραμπ, και άλλοι πρωτοκλασάτοι Ρεπουμπλικάνοι, απορρίπτουν τον ρόλο των μεταναστών ευθύς εξαρχής ισχυριζόμενοι, συνμωσιολογικά, ότι ήταν οι Δημοκρατικοί, η Βενεζουέλα ή οποιοσδήποτε άλλος από τους συνήθεις υπόπτους (όπως ο Σόρος) που πληρώνουν κρυφά τους μετανάστες για να έρθουν στις ΗΠΑ. Υποτείνουν δε, περαιτέρω, ότι μακράν του να είναι τμήμα ενός κοινωνικο-οικονομικού δικτύου με πολλά μέλη στις ΗΠΑ, το καραβάνι των μεταναστών αποτελείται από αποκαλούμενους “περιθωριακούς”, που η ύπαρξή του είναι ένα είδος πράξης πολέμου (πραγματικά, αν κάποιος χρειάζεται μια περαιτέρω άτοπη απόδειξη αυτού του πράγματος, πέραν της επίμονης επανάληψης ότι το καραβάνι περιλαμβάνει “ανθρώπους από τη Μέση Ανατολή”, θεωρείστε το γεγονός ότι οι συντηρητικοί σχολιαστές έφτασαν τόσο μακριά ώστε να ισχυρίζονται ότι το καραβάνι θα έφερνε μια επιδημία ευλογιάς – μια ασθένεια που έχει εξαλειφθεί παγκοσμίως από τη δεκαετία του 1980. Στο φαντασιακό που εντείνει και αναπτύσσει, το καραβάνι κωδικοποιείται ταυτόχρονα ως μια ορδή εισβολέων και ένας βακτηριολογικός Δούρειος Ίππος, που οι φιλελεύθεροι είναι πολύ αφελείς για να δουν τι εξυπηρετεί).

  2. Η φιλελεύθερη-Δημοκρατική επιλογή ήταν, αντίστροφα, ένα είδος ηθικιστικής αντίδρασης, που παρουσιάζει τους μετανάστες ως θύματα των περιστάσεων και ανθρώπους χωρίς επιλογές, που ελπίζουν να βελτιώσουν τις συνθήκες που τους έχουν υποχρεώσει να μεταναστεύσουν: η πολιτική διαφθορά στην Κεντρική Αμερική, η έλλειψη ευκαιριών, η πολύ πραγματική βία των συμμοριών κλπ. Η φιλελεύθερη-δημοκρατική επιλογή δεν θέτει σε αμφισβήτηση την διάκριση εσωτερικού/εξωτερικού που υποστηρίζει το πλαίσιο πολέμου, το οποίο οδηγεί στη θέση των Ρεπουμπλικάνων· και θρηνολογεί που η ανισότητα έχει τις (προβλέψιμες) συνέπειές της στον εξαναγκασμό των μεταναστών να έρθουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, η τελευταία άποψη υποθέτει ότι οι μετανάστες κάνουν αυτό που η Anne McNevin περιγράφει ως “μια έκκληση για συμπερίληψη, μια μεγαλόθυμη και ενδεικτική χειρονομία, με την οποία το κράτος επανεγγράφει τις νομιμοποιημένες εξουσίες διακρίσεων”20. Σχετικά με την κίνηση των χωρίς-χαρτιά (sans-papiers) μεταναστών στη Γαλλία, επισημαίνει μια εναλλακτική πολιτική απαίτηση: “μια απαίτηση ότι τα δικαιώματα πρέπει να αναγνωρίζονται. Οι “χωρίς-χαρτιά” ισχυρίζονται ένα δικαίωμα ανήκειν που προϋπάρχει της τυπικής απόδοσης της υπηκοότητας, στη βάση του οποίου επιμένουν τώρα για νομική αναγνώριση”21.

Η περίπτωση των “χωρίς-χαρτιά[στη Γαλλία] είναι στην πραγματικότητα διδακτική για μερικούς λόγους. Πρώτον, οι αρχικές εκρηκτικές δημόσιες διαμαρτυρίες τους το 1996 ήταν στενά συνδεδεμένες με διαρκείς προσπάθειες οργάνωσης των μεταναστών χωρίς-χαρτιά σ’ ολόκληρο το κοινωνικό πεδίο: σε ξενώνες εργατών, εκκλησίες, γειτονιές, εργασιακούς χώρους. Δεύτερον, αυτοί που συμμετείχαν, και χαιρετίστηκαν από πολλές χώρες της Δυτικής Αφρικής, το Μαγκρέμπ καθώς και την Καραϊβική, διαμόρφωσαν την απόφασή τους να πάνε στη γαλλική μητρόπολη σε σχέση με την γαλλική αποικιακή ιστορία22. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η οικονομική και πολιτική κατάσταση στην Ονδούρα είναι στην πραγματικότητα άμεση συνέπεια της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και της επιχείρησης του παγκόσμιου κεφαλαίου για εξαθλίωση (δείτε, για παράδειγμα, τις καταστροφικές συνέπειες της περιβαλλοντικής απορρύθμισης στην εξορυκτική βιομηχανία στην Ονδούρα, συν την οξεία άνοδο της ανισότητας στον πλούτο και τις περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες μετά το πραξικόπημα του 2009). Αυτή είναι μια δυνάμει βάση για τη διεκδίκηση του δικαιώματος του ανήκειν ως μέρους μιας μη-εδαφικοποιημένης συλλογικότητας, στην οποία τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και άλλα μέρη στον κόσμο, θα έπρεπε να συμπεριληφθούν. Αυτό που “αναστατώνει” η αυτονομία των μεταναστών είναι η υπόθεση ότι η διαμεσολάβηση της πολιτικής είναι αναγνωρίσιμη μόνο στον βαθμό που τεκμηριώνεται ή καθιερώνεται εδαφικά, οπότε και μπορεί να “μεταφραστεί” μέσω αντιπροσωπευτικών μορφών. Εν ολίγοις, το καραβάνι μας αναγκάζει να είμαστε ικανοποιημένοι με την πολιτική αποτελεσματικότητα των μορφών της αυτοδραστηριότητας που είναι αδιάφορες ή αντιτίθενται στην εκλογικίστικη αμφισβήτηση· με το ότι μετράει την επιτυχία τους από τον βαθμό που καλλιεργούν την πολιτική αυτενέργεια [agency] και κατασκευάζουν οργανωτικές μορφές που δείχνουν πέρα από τη μορφή-κράτος, το έθνος, την νόμιμη υπηκοότητα και τις κοινωνικές διαμερίσεις.

Σε ένα πλαίσιο στο οποίο μια ανθρωπιστική αντίδραση έχει υπάρξει η μόνη προφανής εναλλακτική στον νατιβισμό και τη στρατιωτικοποίηση, η πρώτη είναι προφανώς προτιμότερη. Τα, εμπνευσμένα από την πίστη, κινήματα υπεράσπισης των περιοχών ασύλου23 για τους μετανάστες, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα πολύτιμης, αν και ανεπαρκούς, δουλειάς που λαμβάνει χώρα σ’ αυτό το πλαίσιο. Παρ’ όλα αυτά, ένα γνώρισμα των πρόσφατων αγώνων, με βασισμένες στην πίστη πρωτοβουλίες, γύρω από τα “Άσυλα”, σε σύγκριση με τα κινήματα της δεκαετίας του 1980, που έχουν να παρουσιάσουν συνασπισμούς ομάδων με αντιιμπεριαλιστική εστίαση, όπως το CISPES24 και το Δίκτυο Αλληλεγγύης στη Νικαράγουα (Nicaragua Solidarity Network), είναι η έλλειψη οποιασδήποτε καθαρής σύνδεσης με μια πολιτική εναλλακτική που θα πήγαινε πέρα από την άμυνα και θα προσέφερε έναν σύνδεσμο ανάμεσα στο ζήτημα της μετανάστευσης και έναν πιο επεκτάσιμο ριζοσπαστικό ορίζοντα. Το αντίπαλο πολιτικό σημείο αναγκαίο για να έρθει σε ρήξη, τόσο με την βία των Ρεπουμπλικάνων όσο και την αδράνεια των Δημοκρατικών, δεν μπορεί να στηρίζεται στην έννοια ότι “εμείς”, οι Αμερικανοί, καλοδεχόμαστε “αυτούς”, τους ξένους μετανάστες· θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε ότι ανήκουμε από κοινού σε κάτι που υπάρχει ήδη, οικονομικά και ιστορικά.

Αυτό που είναι απαραίτητο είναι μια πολιτική αντίδραση, που να βασίζεται όχι μόνο σε ηθική δέσμευση, αλλά σε μια κατανόηση του πώς η ίδια η μετανάστευση, ειδικότερα στην αξιοσημείωτη συλλογική και δημοκρατική μορφή της περίπτωσης του καραβανιού, είναι μια πολιτική πρόκληση στο καπιταλιστικό κράτος και μια άρνηση αποδοχής των συνθηκών εκμετάλλευσης που προσφέρει το καπιταλιστικό σύστημα. Ήδη, επιλέγοντας να μεταναστεύσουν συλλογικά, καθορίζοντας τη διαδρομή τους, οι μετανάστες στο καραβάνι αποφεύγουν και αψηφούν τη βιομηχανία της μετανάστευσης τους διακινητές25, την αστυνομία, τους αρχηγούς των συμμοριών κλπ., που κερδίζουν άμεσα από αυτή την κινητικότητακαι, αντίθετα, βασίζονται στην αυτο-οργανωμένη υποστήριξη των κοινοτήτων που συναντούν στον δρόμο. Η ίδια η μορφή του καραβανιού, μετατρέποντας ένα πολύ σύνηθες και καθημερινό συμβάν μετανάστευσης σε θέαμα, στοιχηματίζει άμεσα μια πολιτική διεκδίκηση, κάνοντας το αόρατο, ή αγνοούμενο, ορατό. Μια πολιτική απάντηση θα έπρεπε, συνεπώς, να αναγνωρίζει το καραβάνι τόσο ως μια συγκεκιμένη πράξη άρνησης όσο και ως ένα κίνημα πολιτικοποίησης. Και μια τέτοια αντίδραση θα απαιτούσε να κοιτάξουμε πιο προσεκτικά τις πολιτικές έννοιες που μοιραζόμαστε κατά μήκος εικονικών [nominal] διαιρέσεων. Γιατί, ενώ οι κινδυνολογικές εμμονές του Τραμπ και των, όλο και πιο σκληρωτικών, φραξιών της ακροδεξιάς του GOP26 είναι και φρικτές και προβλέψιμες, η έντονη εμμονή με τις φασιστικές τους υπερβολές μπορεί να καλύψει κάτι άλλο: το γεγονός ότι οι βασικές τους αντιθέσεις του μέσα/έξω και της συμπερίληψης/αποκλεισμού, που υπόκεινται της υπηκοότητας και νομιμοποιούν την εδαφική κυριαρχία, είναι αντιθέσεις με πολύ βαθύτερες και πολύ πιο απλωμένες ρίζες από την ιστορία του αμερικάνικου συντηρητισμού.

Η αυτονομία των μεταναστών δεν σημαίνει, όμως, ότι οι μετανάστες πρέπει να πορεύονται μόνοι. Αντίθετα, το καραβάνι, ως έκθεση και υπενθύμιση της μετανάστευσης ως ενός σταθερού γνωρίσματος του παγκόσμιου καπιταλισμού, είναι μια ευκαιρία να αναπτύξουμε νέες πρακτικές πολιτικής μετάφρασης. Όσοι είναι εντός των γεωγραφικά καθορισμένων συνόρων του αμερικάνικου κράτους, θα πρέπει να επιδιώξουν να ενισχύσουν το σημείο που ήδη υποτείνεται από την ίδια την ύπαρξη και την ορατότητα του καραβανιού: ότι οι άνθρωποι που μεταναστεύουν διεκδικούν δικαιοσύνη, διεκδικούν αλληλεγγύη και ότι είναι ήδη τμήμα μιας ευρύτερης Αμερικάνικης κοινότητας στον βαθμό που η πολιτική και οικονομική ύπαρξή τους είναι αδιαχώριστη από τις πολιτικές και οικονομικές ενέργειες του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ. Όπως γράφει ο Mike Davis: “είναι απαραίτητο να αρχίσουμε να φανταζόμαστε πιο τολμηρά σχέδια συντονισμού ανάμεσα στη λαϊκή αριστερά σε όλες τις χώρες της Αμερικάνικης ηπείρου. Εν τέλει, όλοι είμαστε φυλακισμένοι του ίδιου κακού ‘αμερικάνικου ονείρου’”27.

Άλλωστε, η γενεαλογία της κομμουνιστικής ή της επαναστατικής σοσιαλιστικής πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίζει μια υβριδική, διάσπαρτη ιστορία μεταναστευτικού ριζοσπαστισμού. Αρκεί κανείς να στοχαστεί, εδώ, την διαρκή επίδραση των βετεράνων 48ers28, τις εφημερίδες των μεταναστών, τις παραδόσεις των συνδικάτων και τα σοσιαλιστικά δίκτυα που δημιουργήθηκαν μεταξύ των αστικών γειτονιών και των βιομηχανκών κέντρων. Η διεθνική διάχυση του επαναστατικού συνδικαλισμού στις δεκεατίες του 1900 και του 1910, που οδήγησε σε ομάδες όπως οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (Industrial Workers of the World, IWW) στις ΗΠΑ, συγκεράστηκε η ίδια μέσα από τη διεθνή μετανάστευση της εργατικής τάξης, τη διεθνοποίηση της εργασιακής διαδικασίας και τις δραστηριότητες διάσχισης των συνόρων των μαχητικών εργατών29. Η μεξικάνικη εργατική τάξη και οι Chicanos30 εργάτες στις ΗΠΑ, οργανικός παράγοντας στην ιστορία των Wobblies, μετέφεραν και επαναενεργοποίησαν ποικίλες μεθόδους και εμπειρίες πάλης31. Και υπάρχουν επίσης τα κύματα εσωτερικής μετανάστευσης από τους Αφροαμερικανούς που έφυγαν από τον Νότο των ΗΠΑ τα οποία βλάστησαν από τα ίδια δίκτυα συνάφειας και αναδύθηκαν από τις ίδιες οργανώσεις που είχαν πειραματιστεί με τη δύναμη ενός ιδιαίτερου “φαντασιακού” και ιδιαίτερων πρακτικών αυτοδιεύθυνσης32. Οι μεταναστεύσεις τους γίνονταν συχνά αντιληπτές ως μια πολιτική ενέργεια – μια γραμμή “πτήσης”, μια έρευνα για πιο ευνοϊκές συνθήκες, όχι απλά το αμείλικτο αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι πολιτικοί σχηματισμοί του τέλους της δεκαετίας του 1960 – πιο αξιοσημείωτα οι Μαύροι Πάνθηρες και διάφορες τοπικές συμμαχίες τους – προέκυψαν από, και ξανασχεδίασαν, αυτές τις διαδρομές διασποράς και τα κινήματα άλλων πληθυσμών33. Καθώς επανεξετάζουμε τα περιγράμματα και τις προκλήσεις ενός ουσιαστικά προλεταριακού διεθνισμού34 σήμερα, οι τρόποι με τους οποίους περασμένοι αγώνες έχουν κατασκευάσει αντιπαραθέσεις κατά μήκος των συνόρων, μέσα από απρόσμενους αλλά ανοιχτούς συνδυασμούς και συσχετίσεις, θα διαμορφώσουν, αναμφισβήτητα, τις στρατηγικές μας, την κομμουνιστική μας πρακτική. Το καραβάνι των μεταναστών θέτει ένα καινούριο σημεία αφετηρίας.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2018/11/07/from-what-shore-does-socialism-arrive. Είναι ενδιαφέρον ότι ο σύνδεσμος αυτός έχει σαν τίτλο “από ποια όχθη έρχεται ο σοσιαλισμός”!

2 Mike Davis, Prisoners of the American Dream (Brooklyn: Verso Books, 1999), σελ. 314.

3 Στμ. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και εύστοχη παρατήρηση! Το ίδιο δεν επιχειρεί άλλωστε – και πάλι σε σχέση με την μετανάστευση η Ευρωπαϊκή Ένωση προς την Αφρική και την Μέση Ανατολή με τις συμφωνίες και τα προγράμματα “υποστήριξης” με σκοπό τον εγκλωβισμό των μεταναστών εκεί ή την επαναπροώθησή τους; Ένα σημείο αφετηρίας για την εμβάθυνση της κατανόησης της σχέσης μετανάστευσης-συνόρων.

4 Στμ. Νατιβισμός: μεταγραφή του αγγλικού όρου nativism, η ιδεολογία και πολιτική που αποδίδει προτεραιότητα στα συμφέροντα, και την υπεράσπισή τους, αυτών που έχουν γεννηθεί σε μια χώρα (των γηγενών) ή των εδραιωμένων κατοίκων της, απέναντι στους μετανάστες.

5 Στμ. Η Μέρα χωρίς Μετανάστες, ήταν μια διαμαρτυρία και μποϋκοτάζ που έλαβε χώρα στις 16 Φεβρουαρίου του 2017 για να καταδείξει τη σημασία της μετανάστευσης και να διαμαρτυρηθεί για τα σχέδια του Ντόναλντ Τραμπ να χτίσει ένα τείχος στα σύνορα [με το Μεξικό] και να απελάσει, δυνητικά, εκατομμύρια “παράνομων” μεταναστών. Η απεργία καλούσε τους μετανάστες να μην πάνε στη δουλειά, να αποφύγουν την κατανάλωση, και να κρατήσουν τα παιδιά στο σπίτι. Η απεργία οργανώθηκε από τα κοινωνικά δίκτυα. Ο κόσμος άρχισε να μιλά για μια τέτοια απεργία μετά την πορεία των Γυναικών. Μια ανάλογη Μέρα Χωρίς Εμάς (1 Day Without Us) οργανώθηκε φέτος στις 17 Φεβρουαρίου στο Ηνωμένο Βασίλειο (http://www.1daywithoutus.org).

6 Στμ. Η διαβόητη Υπηρεσία Ελέγχου Μετανάστευσης και Τελωνείων (Immigration and Customs Enforcement, ICE). Για τους αγώνες ενάντια στα κέντρα κράτησης και τις εγκαταστάσεις της ICE δείτε τα σχετικά άρθρα: Η εποχή του ‘Παγετώνων’ τελείωσε: σκέψεις πάνω στους αποκλεισμούς της ICE” στο https://inmediasres.espivblogs.net/againstice.

7 Στμ. Στο πρωτότυπo: sanctuaries, περιοχές δικαιοδοσίας δήμων, τυπικά στη Βόρεια Αμερική αλλά και την Ευρώπημ που περιορίζουν τη συνεργασία με τις προσπάθειες των εθνικών κυβερνήσεων να εφαρμόσουν την (αντι)μεταναστευτική νομοθεσία. Στις ΗΠΑ, τέτοιες πολιτικές περιλαμβάνουν την απαγόρευση στους αστυνομικούς ή τους δημοτικούς υπαλλήλους να κάνουν ερωτήσεις για το μεταναστευτικό στάτους των ανθρώπων, την άρνηση στις εθνικές αρχές μετανάστευσης να κρατούν ανθρώπους πέρα από την ημερομηνία απελευθέρωσής τους, εφόσον είχαν συλληφθεί για παραβιάσεις του τοπικού νόμου κλπ. Η διοίκηση του Τραμπ έχει εντάξει στην ατζέντα της και τον περιορισμό της δικαιοδοσίας αυτών των “ασύλων” μαζί με τη διακοπή οποιασδήποτε χρηματοδότησής τους από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

8 Δείτε, για παράδειγμα, Sandro Mezzadra: “The Gaze of Autonomy: Capitalism, Migration, and Social Struggle” μετάφραση Rodrigo Nunes, στο “The Contested Politics of Mobility: Borderzones and Irregularity”, εκδ. Vicki Squire (London: Routledge, 2010), σελ. 121-42· Nicholas De Genova: “The Incorrigible Subject: The Autonomy of Migration and the US Immigration Stalemate” στο “Subjectivation in Political Theory and Contemporary Practices”, εκδ. Andreas Oberprantacher and Andrei Siclodi (London: Palgrave, 2016), σελ. 267-85.

9 Στμ. Εξαιρετικό σημείο. Αναδεικνύει ουσιαστικά τη μετανάστευση ως καθοριστικής διαδικασίας διάχυσης του ταξικού πολέμου και πτυχής της ταξικής πάλης στην αντιφατική κίνηση του κεφαλαίου να εξισώσει τις συνθήκες υποτίμησης του προλεταριάτου (όπως έχει περιγραφεί κι εδώ). Αλλά υποτίμηση του προλεταριάτου σ’ αυτή τη φάση αναδιάθρωσης και κρίσης δεν σημαίνει, όπως πολύ σωστά παρατηρούν και οι συντάκτες του Viewpoint Magazine, επίθεση απλά στο επίπεδο του μισθού και της απόσπασης υπεραξίας – εδώ είναι το όριο μιας ταξικής ανάλυσης που βλέπει τους μετανάστες de facto ως δυνάμει εργάτες στις χώρες “υποδοχής” με στόχο τη μείωση των μισθών κλπ. Η υποτίμηση του προλεταριάτου παίρνει και τη μορφή δημιουργίας πλεοναζόντων πληθυσμών που δεν έχουν καν απαραίτητα μια θέση στην παραγωγή. Είναι η επίθεση στο επίπεδο της “αβίωτης ζωής”, της επίθεσης του κράτους και του κεφαλαίου μέσα από τη γενίκευση της στρατιωτικοποίησης, του ελέγχου και της “ζωνοποίησης” των πληθυσμών, της όξυνσης του εθνικισμού, του φασισμού και της μισαλλοδοξίας, συνεπώς της όξυνσης των διαιρέσεων εντός του προλεταριάτου, η εν γένει συνηρητικοποίηση και πειθάρχηση των κοινωνιών κατεξοχήν του “Πρώτου κόσμου”. Ταυτόχρονα, όμως, και πάλι όπως πολύ σωστά παρατηρούν οι συντάκτες του Viewpoint, οι μετανάστες παράγουν και διαχέουν, με την κίνησή τους, και νέες μορφές αντίστασης, που είναι η όψη του ταξικής πάλης που εκφράζει την ενεργή προλεταριακή δράση.

10 Στμ. Η προσπάθεια αποφυγής της υποτίμησης του προλεταριάτου στη χώρα προέλευσης οδηγεί στη διάχυση της υποτίμησης στη χώρα “υποδοχής”, διαδικασία στην οποία η παρανομοποίηση είναι κομβικής σημασίας. Εδώ να υπενθυμίσουμε την σχετική και πολύ εύστοχη θέση των CrimethInc. Ότι, στην πραγματικότητα, ο στόχος των “μεταναστευτικών πολιτικών” δεν είναι η απαγόρευση/αποτροπή της μετανάστευσης αλλά η ρύθμισή της έτσι ώστε να υποτιμάται η εργασία στο εσωτερικό της χώρας “υποδοχής” (και γενικότερα).

11 Michael Denning: “Wageless Life”, New Left Review II/66 (November-December 2010), σελ. 96.

12 Denning: “Wageless Life”, σελ. 81.

13 De Genova: “The Incorrigible Subject”, σελ. 269.

14 Δείτε Mae Ngai: “Impossible Subjects: Illegal Aliens and the Making of Modern America” (Princeton: Princeton University Press, 1999), 129-35· δείτε επίσης Devra Weber: “Historical Perspectives on Transnational Mexican Workers in California”, στο Border Crossings: Mexican and Mexican-Workers, εκδ. John Mason Hart (Wilmington, DE: SR Books, 1998) σελ. 209-243.

15 Στμ. Στο πρωτότυπο: blanket travel-bans.

16 Δείτε την συνοπτική περίληψη που βρίσκεται στη μελέτη του Ranabir Samaddar του 1999 για τη μετανάστευση από το Μπαγκλαντές μέχρι τη Δυτική Βεγγάλη: “η απόφαση των μεταναστών να αποδράσουν από τις δαγκάνες των κοινωνικών σχέσεων και των εδραιωμένων ιεραρχιών εξουσίας στο χωριό τους, την πόλη ή τη χώρα…είναι η αντίστασή τους” [Στμ. Σημαντικό στοιχείο για την “αποθυματοποίηση” των μεταναστών ως “κατατρεγμένων” και “αδύναμων” που αναγκάζονται να φύγουν αναζητώντας τον “παράδεισο” της αναπτυγμένης Δύσης], Ranabir Samaddar: The Marginal Nation: Transborder Migration from Bangladesh to West Bengal (New Delhi – London: Sage Publications, 1999), 150, παρατόθεται στο Mezzadra: “The Gaze of Autonomy”.

17 Δείτε Yann Moulier Boutang: De l’esclavage au salariat: Économie historique du salariat bridé (Paris: PUF, 1998), σελ. 22. Ο Moulier Boutang δίνει, επίσης, στο σύνολο των μορφών, που αυτή η κινητικότητα αποκτά, “γνέφοντας” λίγο στον Αλτουσέρ, τον τίτλο “η ήπειρος του δικαιώματος να αποδράσεις”. Αυτό το σημείο είναι κρίσιμο στην επανα-αναθεώρηση των ιδιαιτεροτήτων της συγκρότησης της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ και τους πολλαπλούς μηχανισμούς καταναγκαστικής εργασίας που σημάδεψαν την ιστορία της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη Βόρεια Αμερική. Αμφισβητεί μερικές προηγούμενες προσπάθειες στη μαρξιστική παράδοση να σκεφτεί κανείς την απουσία μιας “μόνιμης προλεταριακής τάξης” στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, δηλαδή τη θεωρία της “βαλβίδας ασφαλείας” του Ένγκελς, την οποία διατύπωσε στο Προσάρτημα του 1886 στην αμερικανική έκδοση του βιβλίου “Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία”. Ελπίζουμε να επιστρέψουμε σ’ αυτά τα θέματα για τη μετανάστευση, τον εποικιστικό αποικισμό και την ιστορία των ΗΠΑ σε ένα άλλο δοκίμιο.

18 Στμ. Πιστεύουμε ότι η μετανάστευση και η γενικότερη προλεταριακή συνθήκη σήμερα καταδεικνύουν την ανάγκη μετατόπισης από την έννοια του προλεταριακού διεθνισμού στην αντίληψη του πολυεθνικού προλεταριάτου. Και θα εξηγήσουμε, εν συντομία, γιατί. Θεωρούμε ότι στην πραγματικότητα η έννοια του διεθνισμού αντιστοιχεί την μορφή του έθνους-κράτους και την διαλεκτική της αντανάκλαση στη συγκρότηση των εθνικών εργατικών τάξεων, που εκφράζουν την κατάσταση του προλεταριάτου ως τάξης του κράτους (και όχι τάξης ενός “εθνικού” κεφαλαίου). Η κρίση της μορφής του έθνους-κράτους και του κεφαλαίου και η δυναμική της αναδιάρθρωσής τους εκφράζονται και ως κρίση των εθνικά προσδιορισμένων τμημάτων του παγκόσμιου προλεταριάτου. Από προλεταριακή σκοπιά αυτό σημαίνει, αφενός, ότι το προλεταριάτο συγκροτείται όλο και περισσότερο ως πολυεθνικό (υπερβαίνοντας τους προσδιορισμούς του έθνους-κράτους και αντακλώντας την παγκοσμιοποιημένη κίνηση και ροή του κεφαλαίου ως αντίφασης κεφάλαιο-εργασία και ως κοινωνικής σχέσης), αντανακλώντας άμεσα τον παγκόσμιο χαρακτήρα και την καθολικότητά του (η μετανάστευση, ως προλεταριακή μετακίνηση όχι “απελπισμένων” πληθυσμών αλλά ως έκφραση προλεταριακής αντίστασης στη γενικότερη υποτίμηση και εξαθλίωση, είναι εντελώς καθοριστική στη διαδικασία αυτή). Και, αφετέρου, ότι σημαντικά τμήματα του προλεταριάτου θέλουν και προσπαθούν να συνεχίσουν να αναπαράγονται ως εθνικά. Αυτή είναι η ατζέντα της ακροδεξιάς – αλλά και των αριστερών εθνολαϊκιστικών δυνάμεων: προσπάθεια ανασύστασης της εθνικής εργατικής τάξης με την επιστροφή, με χρονομηχανή λες, στις “χρυσές” εποχές της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Και όντως, το εθνικό προλεταριάτο ως τάξη του κράτους είναι εγγυητής της αναπαραγωγής του κράτους, που στην παρούσα ιστορική συγκυρία πιστεύουμε ότι θα τείνει να πάρει τη μορφή ενός νέου ολοκληρωτισμού, μετατρέποντας τις σημερινές διακρατικές συγκρούσεις και τον χαμηλής έντασης εμφύλιο σε κάθε έθνος-κράτος – που είναι οι δυο πτυχές του ταξικού πολέμου – σε έναν γενικευμένο παγκόσμιο πόλεμο ενάντια στο προλεταριάτο. Είναι το πολυεθνικό προλεταριάτο μόνο που μπορεί να αποτρέψει αυτή την ολοκληρωτική απειλή, μετατρέποντας τον “Τρίτο” Παγκόσμιο Πόλεμο σε έναν οικουμενικό εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στις τάξεις και καταφέρνοντας ένα αποφασιστικό πλήγμα ταυτόχρονα στο έθνος-κράτος, το κεφάλαιο και τον ίδιο τον εαυτό του ως τάξης του κράτους και του κεφαλαίου.

19 Δείτε τον ρόλο των διαφόρων κοινοτήτων στη Γουατεμάλα και το Μεξικό, εκκλησιών και οργανώσεων βοήθειας στην παροχή βοήθειας στη μετακίνηση των μεταναστών.

20 Anne McNevin, “Political Belonging in a Neoliberal Era: The Struggle of the Sans-Papiers”, Citizenship Studies 10, no. 2 (2006), σελ. 135-51.

21 McNevin, “Political Belonging in a Neoliberal Era”, σελ. 144.

22 Δείτε Madjiguène Cissé: “The Sans-Papiers: A Woman Draws the First Lessons”, μετάφραση Selma James, Nina Lopez-Jones, Helen West, δημοσιευμένο αρχικά στο: Politique 2 (octobre-novembre-décembre 1996)· δείτε επίσης Thomas Nail: The Figure of the Migrant (Stanford: Stanford University Press, 2015) και το άρθρο του “Alain Badiou and the Sans-Papiers”, Angelaki: Journal of the Theoretical Humanities 20, no. 4 (2015): σελ. 109-30.

23 Στμ. Στο πρωτότυπο: sanctuaries, δείτε και σημείωση 7.

24 Στμ. Η Επιτροπή Αλληλεγγύης στον Λαό του Ελ Σαλβαδόρ (Committee in Solidarity with the People of El Salvador, CISPES), με έδρα την Ουάσιγκτον D.C., είναι μια ακτιβιστική οργάνωση με τμήματα σε διάφορες πόλεις των ΗΠΑ. Η CISPES υποστηρίζει το Farabundo Martí National Liberation Front (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Farabundo Martí) και το προοδευτικό κοινωνικό κίνημα στο Ελ Σαλβαδόρ. Η CISPES ιδρύθηκε το 1980 σε αντίθεση με την βοήθεια των ΗΠΑ (οικονομική και πολιτική) προς την κυβέρνηση και τον στρατό του Ελ Σαλβαδόρ στη διάρκεια του εκεί εμφυλίου πολέμου και αντιτέθηκε επίσης στην πολιτική και τις ενέργειες της δεξιάς Εθνικής Ρεπουμπλικανικής Συμμαχίας (ARENA). Υπεύθυνη για τη διανομή και διάδοση ενός Σοβιετικής κατασκευής άρθρου με τίτλο “Dissent Paper on El Salvador and Central America” η CISPES βρέθηκε δυο φορές στο στόχαστρο ερευνών από το FBI στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980.

25 Στμ. Στο πρωτότυπο: coyotes (κογιότ), ιδιωματισμός.

26 Στμ. GOP (Grand Old Party), το Μεγάλο Παλιό Κόμμα, παρωνύμιο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

27 Davis: Prisoners of the American Dream, σελ. 314.

28 Στμ. 48ers: οι Ευρωπαίοι – σε μεγάλο ποσοστό από τα τότε γερμανικά κράτη – που συμμετείχαν στο επαναστατικό κύμα που σάρωσε την Ευρώπη το 1848 και, απογοητευμένοι από την ήττα των επαναστάσεων, μετανάστευσαν κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία.

29 Δείτε Marcel van der Linden: “Second Thoughts on Revolutionary Syndicalism”, στο Transnational Labour History: Explorations (Aldershot: Ashgate, 2003), σελ. 74-75.

30 Στμ. Chicanos/Chicanx (ως ουδέτερη φύλου έκφραση) αναφέρεται σε μια ταυτότητα που επιλέγουν κάποοι από τους Μεξικανοαμερικάνους στις ΗΠΑ. Ο όρος Chicano χρησιμοποιείται κάποιες φορές ως ισοδύναμος/ανταλλάξιμος με τον όρο Μεξικανοαμερικάνος. Ο όρος απέκτησε ευρύτερη χρήση στη διάρκεια του κινήματος Chicano από τους Μεξικανοαμερικάνους για να εκφράσει την περηφάνεια μιας κοινής πολιτισμικής, εθνοτικής και κοινοτικής ταυτότητας.

31 Justin Akers Chacón: Radicals in the Barrio: Magonistas, Socialists, Wobblies, and Communists in the Mexican-American Working Class (Chicago: Haymarket, 2018)· δείτε επίσης Christina Heatherton, “University of Radicalism: Ricardo Flores Magón and Leavenworth Penitentiary”, American Quarterly 66, no. 3 (Σεπτέμβριος 2014), σελ. 557-81.

32 Steven Hahn: A Nation Under Our Feet: Black Political Struggles in the Rural South from Slavery to the Great Migration (Cambridge: Belknap Press, 2005).

33 Δείτε: Donna Murch, Living for the City: Migration, Education, and the Rise of the Black Panther Party in Oakland, California (Berkeley: University of California Press, 2010).

34 Στμ. Με βάση τις παρατηρήσεις μας στην υποσημείωση 18, θα πούμε ότι το ζητούμενο σήμερα δεν είναι ο προλεταριακός διεθνισμός – όρος που θεωρούμε ότι αντανακλά και αναπαράγει τις εθνικές διαιρέσεις του προλεταριάτου – αλλά η ανάδειξη της πραγματικότητας του πολυεθνικού προλεταριάτου που είναι πολυεθνικό με μια διπλή, θα λέγαμε, έννοια: “εσωτερική” και “εξωτερική”: τόσο εντός κάθε έθνους-κράτους όσο και εκτός των εθνικών ζωνών συσσώρευσης. Συγκροτείται ως πολυεθνικό διαχεόμενο, απλωνόμενο, επεκτεινόμενο σ’ ολόκληρο τον κόσμο μέσα από τις παγκόσμιες διαδρομές της κίνησής του, σε μια διαδικασία όσμωσης και διάσχισης που αμφισβητεί τα ίδια τα σύνορα και την ίδια την “εθνική” του υπόσταση (φυσικά, σήμερα το προλεταριάτο γίνεται πολυεθνικό και οικουμενικό ακόμα και χωρίς να μετακινείται χωρικά, μέσα από τη δυναμική της παγκοσμιοποιημένης ροής και κυκλοφορίας της ίδιας της αντίθεσης κεφάλαιο-εργασία και τον αποικισμό της ζωής από το κεφάλαιο ως κοινωνικής σχέσης. Και μάλλον πρέπει να δούμε ότι είναι αυτή η ροή που, εν τέλει, παράγει και τη χωρική μετακίνηση του προλεταριάτου). Τα αφεντικά και τα κράτη έχουν πολύ καλή επίγνωση των συνεπειών και δυνατοτήτων αυτής της διαδικασίας να παραγάγει καινούριες μορφές προλεταριακής ενότητας και αντίστασης, μορφές που υπερβαίνουν την απλή εκδοχή του “οικονομικού μετανάστη” ή των προλετάριων που είναι αξιοποιήσιμοι στην “παραγωγική” μηχανή, γι’ αυτό και διαρκώς εντείνουν την καταστολή και τη στρατιωτικοποίηση της διαχείρισης των προλεταρίων που είτε μεταναστεύουν είτε ζουν στις μητροπόλεις. Η απάντηση σ’ αυτό είναι, θεωρούμε, όχι η σύνδεση ανάμεσα στα εθνικά τμήματα του προλεταριάτου αλλά μεταξύ των φραξιών του πολυεθνικού προλεταριάτου (στο οποίο οι διαχωρισμοί προφανώς δεν είναι μόνο εθνικοί) εντός και εκτός κάθε εθνικής ζώνης συσσώρευσης, και η έκφραση της δυναμικής αυτής της σύνδεσης στην όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού.

Ο φασισμός στην εποχή μας

του Julius Gavroche1

Οι άνθρωποι, στον βαθμό που είναι κάτι παραπάνω από ζωώδεις αντιδράσεις και ικανοποίηση λειτουργιών, είναι εντελώς περιττοί για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ο ολοκληρωτισμός δεν πασχίζει για μια δεσποτική εξουσία πάνω στους ανθρώπους αλλά για ένα σύστημα στο οποίοι οι άνθρωποι θα είναι περιττοί. Η ολοκληρωτική εξουσία μπορεί να επιτευχθεί και να διασφαλιστεί μόνο σε ένα κόσμο εξαρτημένων αντανακλαστικών, μαριονεττών χωρίς το παραμικρό ίχνος αυθορμησίας. Ακριβώς επειδή τα προσόντα του ανθρώπου είναι τόσο σπουδαία γι’ αυτό μπορεί να κυριαρχηθεί πλήρως μόνο όταν γίνει ένα δείγμα του είδους ζωώδης άνθρώπος”2. Χάνα Άρεντ, Οι Απαρχές του Ολοκληρωτισμού.

Ο φασισμός ξεπεράστηκε από τη στιγμή που στηρίχτηκε στον Θεό, την οικογένεια, την πατρίδα και τον στρατό, που είναι τώρα λέξεις χωρίς νόημα. Δεν υπάρχουν πια Ιταλοί που συγκινούνται μπροστά στη σημαία…Θεωρώ τον καταναλωτισμό έναν χειρότερο φασισμό από τον κλασσικό φασισμό, γιατί ο κληρικαλικός φασισμός δεν μεταμόρφωσε τους Ιταλούς. Ήταν ολοκληρωτικός αλλά όχι ολοκληρώνων. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: ο φασισμός προσπάθησε επί είκοσι χρόνια να απαλείψει διαλέκτους και δεν τα κατάφερε. Ο καταναλωτισμός, ο οποίος, αντίθετα, παριστάνει ότι διατηρεί τις διαλέκτους, τις καταστρέφει. Πιέρ Πάολο Παζολίνι, L’Espresso.

Εισήγαγα τον όρο μετα-φασισμός3 για να περιγράψω μια συστάδα πολιτικών, πρακτικών, ρουτινών και ιδεολογιών που μπορούν να παρατηρηθούν οπουδήποτε στον σύγχρονο κόσμο. Χωρίς καν να προσφεύγουν σε ένα πραξικόπημα, αυτές οι πρακτικές απειλούν τις κοινότητές μας. Βρίσκουν εύκολα τη θέση τους στον σύγχρονο καπιταλισμό χωρίς να αναστατώνουν τις κυρίαρχες πολιτικές μορφές της εκλογικής δημοκρατίας και της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης. Εκτός από την Κεντρική Ευρώπη, δεν έχουν καμμιά σχέση με την κληρονομιά του Ναζισμού. Δεν είναι ολοκληρωτικές· δεν είναι καθόλου επαναστατικές· δεν βασίζονται σε βίαια μαζικά κινήματα ή σε ανορθολογικές, βολονταριστικές φιλοσοφίες. Και δεν παίζουν, ούτε για αστείο, με τον αντικαπιταλισμό. Gáspar Miklós Tamás, What is Post-fascism?

Η εξάπλωση ανοιχτά ρατσιστικών, αυταρχικών κυβερνήσεων ξυπνά το φάντασμα του φασισμού της δεκαετίας του 1930. Κι ενώ μπορούν αναμφισβήτητα να βρεθούν συνέχειες (και όχι απαραίτητα στα φαινομενικά προφανή επίπεδα του λόγου, της τακτικής ή των συμπαρομαρτούντων), οι διαφορές είναι επίσης σημαντικές και το να τις αγνοήσουμε θα έχει μεγάλο κόστος για οποιαδήποτε αντικαπιταλιστική πολιτική.

Στην πιο ριζοσπαστική του έκφραση, ο φασισμός του παρελθόντος ήταν ένα ανοιχτά επαναστατικό σχέδιο, φιλοδοξώντας να δημιουργήσει ένα ολοκληρωτικό κράτος, απαλλαγμένο από οποιαδήποτε εξω-πολιτική θεμελίωση ή δικαιολόγηση, βυθίζοντας ταυτόχρονα την πολιτική σε ένα κίνημα (του έθνους, της φυλής). Η φιλοδοξία του ήταν η ρητή δημιουργία μιας διαρκούς κατάστασης εξαίρεσης, συντηρούμενης μόνο από την επιθυμία για και την πραγματικότητα της εξουσίας όσων μοιράζονται μια κοινή γέννηση και ζωή: το έθνος4.

Ο φασισμός γεννήθηκε από την μήτρα των αποτυχιών του καπιταλιστικού μοντερνισμού. Η επανάσταση του καπιταλισμού γκρέμισε τα φράγματα της “παράδοσης” (της ετερονομίας), σε όλες τις πολλαπλές μορφές της, αλλά μόνο για να ανυψώσει πάνω από την ανθρώπινη ελευθερία τη μορφή-εμπόρευμα και την καθολική αξία του χρήματος. Η αυτονομία θυσιάστηκε στη γενικευμένη αλλοτρίωση: το εμπόρευμα, γινόμενο το παγκόσμιο φετίχ, κατακερματίζει όλες τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες και εκφράσεις σε διαχωρισμένες εμπορευματοποιημένες σφαίρες (σήμερα, τα ξεχωριστά θεάματα-ταμπέλες αυτού που μπορεί να καταναλωθεί). Η απάντηση του φασισμού στις οικονομικές κρίσεις που προξενεί ο καπιταλισμός και, πιο θεμελιωδώς, στα μη-πλήρη (και αδύνατα) χειραφετητικά του αποτελέσματα, ήταν να “βιολογικοποιήσει” και να “ιθαγενοποιήσει”5 κάθε πολιτική. Οι φασίστες επεδίωξαν να κινητοποιήσουν τις “μάζες” που παρήγαγε το κεφάλαιο σε ένα ζωτικό κίνημα αναγέννησης. Το αν αυτά τα κινήματα ήταν από πολιτική άποψη“εθνικιστικά”, αυτό ήταν ένα εργαλείο βιοπολιτικής ανανέωσης (που θα μπορούσε τότε να προβάλει τον εαυτό της παγκόσμια στη μαζική υποδούλωση και/ή τον θάνατο των άλλων). Η αντίδραση του κλασσικού φασισμού στον καπιταλισμό ήταν να τον ξεπεράσει μέσω αυτού που είχε συλληφθεί ως ένα πιο ριζοσπαστικό σχέδιο συλλογικής ελευθερίας. Αυτή η ελευθερία, όμως, δεν ήταν ποτέ κάτι περισσότερο από μια ψευδαίσθηση, γιατί ο φασισμός δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τις διαιρέσεις των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα στο Κράτος και την “κοινωνία των πολιτών” (ο ρόλος της δεύτερης δεν ήταν παρά να υποταχθεί στο Κράτος, το Κόμμα και τελικά τον Ηγέτη), το κεφάλαιο και την εργασία (η δεύτερη ανάχθηκε σε σκλαβιά σε μια όλο και περισσότερο επεκτεινόμενη κρατικο-καπιταλιστική πολεμική μηχανή). Και, στον βαθμό που επιχείρησε να ενοποιήσει εθνικούς πληθυσμούς σε ένα αέναο κίνημα, μπορούσε να το κάνει μόνο μέσα από ακραία, αυτοκατατροφική βία.

Αντίθετα, ο σύγχρονος φασισμόςείναι αντιδραστικός (μετα-φασιστικός). Η στάση του είναι καθαρά αμυντική, επιδιώκοντας να υπερασπίσει τις εθνικές ολογαρχίες, τα κέρδη των εθνικών κρατών πρόνοιας (στην Ευρώπη, τουλάχιστον), την κοινωνική τάξη, όλα κάτω από τον μανδύα συντηρητικών, ξενοφοβικών ιδεολογιών και ιδεολογιών ασφαλείας (οι τελευταίες ποικίλουν ανάλογα με το πλαίσιο: τα δικαιώματα που πρέπει να διατηρηθούν, οι απειλητικοί και απεχθείς “άλλοι”, ο εξωτερικός και εσωτερικός κίνδυνος, όλα αυτά αντανακλούν εθνικές ιστορικές μυθοπλασίες). Η επανάσταση είναι νεκρή, τα “φασιστικά” κινήματα και κόμματα εγκαταλείπονται χάριν μιας κοινοβουλευτικής πολιτικής και ο “Φύρερ” ή ο “Ντούτσε” των καιρών μας δεν είναι παρά ο άνοστος κλόουν της τελευταίας χρονιάς.

Αυτό δεν σημαίνει την υποτίμηση ή την αγνόηση των απειλών και της βίας του νέου αυταρχισμού (ή την υπεράσπιση της παράδοσης των δρόμων απλά στους πιο φανατικούς μιλιτάντηδες) αλλά προτείνει πως οποιοδήποτε απλό αμάλγαμα του σύγρονου “δεξιού λαϊκισμού” με τον παλιότερο φασισμό ίσως συσκοτίζει στον ίδιο βαθμό που διαφωτίζει. Και πολιτικά, τουλάχιστον όσον αφορά την αντικαπιταλιστική πολιτική, ίσως να είναι και αυτοκατατροφική.

Οι νέοι εξουσιαστές προσφέρουν σ’ αυτούς που αφανίζονται από τον παγκόσμιο και χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό μια μισοαντίδραση. Όσο ψευδής κι αν είναι, αυτός ο λόγος συγκινεί εκείνους που είναι καταδικασμένοι να περισσεύουν από τα μετατοπιζόμενα κέντρα και μοντέλα εμπορευματικής παραγωγής. Και αν ολοκληροι πληθυσμοί βλέπουν στον έλεγχο της κρατικής εξουσίας ένα μέσο για να αντιμετωπίσουν τις αβεβαιότητες και τους φόβους τους, αυτό συμβαίνει επειδή το Κράτος παραμένει ένας πρωταρχικός παράγοντας στην κατασκευή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, άσχετα από το πόσο ο τελευταίος το δυσφημεί ιδεολογικά. Ότι ένας Ορμπάν, ένας Ερντογάν, ένας Τραμπ, ένας Μπολσονάρου μπορούν να ανέλθουν στην εξουσία αυτό συμβαίνει, εν μέρει, εξαιτίας της τεράστιας αποτυχίας των αντικαπιταλιστικών κινημάτων να ανταποκριθούν διαφορετικά και ριζοσπαστικά στις ίδιες αυτές ανησυχίες. Και, πιο θεμελιωδώς, εξαιτίας της αποτυχίας αυτών των ίδιων κινημάτων να δουν ότι οι κοινωνικές σχέσεις που γεννιούνται από τον σύγχρονο καπιταλισμό είναι οι ίδιες φασιστικές, με άλλα λόγια, όλο και μεγαλύτερα τμήματα του ανθρώπινου πληθυσμού υποβιβάζονται σε απλή επισφαλή επιβίωση (ακόμα κι αν εργάζονται) ή καθίστανται άχρηστα και πλεονάζοντα (και δεν μπορούν να κάνουν κάτι καλλίτερο από το να πεθάνουν). Ο φασισμός της εποχής μας είναι μια βιοπολιτική εντατικής αφαίμαξης της ενέργειας της ζωής παντρεμένη με μια νεκροπολιτική έκθεσης στον θάνατο6. Ο αντιφασισμός δεν μπορεί, συνεπώς, παρά να είναι αντικαπιταλισμός. Να τον περιορίζουμε σε αντιδιαδηλώσεις ενάντια στην παρουσία των σημερινών “καφεχιτόνων” και μελών της Κου-Κλουξ-Κλαν σημαίνει να συνεισφέρουμε στον πολλαπλασιασμό των φασιστικών μορφών ελέγχου.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://autonomies.org/2018/11/fascism-in-our-times.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: animal-species man.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: post-fascism.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: nationem, αιτιατική του λατινικού nātiō, που σημαίνει εκτός από “λαός”, “έθνος” και γέννηση (οπότε είναι ευκρινής η ρατσιστική συνδήλωση του έθνους ως κοινή γέννηση κλπ.).

5 Στμ. Στο πρωτότυπο nativise.

6 Στμ. Εξαιρετικά ενδιαφέρον σημείο. Mπορούμε να δούμε εδώ μια γείωση της βιοπολιτικής στην ίδια τη δυναμική του κεφαλαίου και του κράτους, καθώς η συνθήκη της “παραγωγής” πλεοναζόντων πληθυσμών (έτσι όπως έχει παρουσιαστεί, για παράδειγμα, στη δουλειά των Endnotes, στις συνθήκες του αναδιαρθρωμένου και σε κρίση κεφαλαίου και κράτους) είναι στην πραγματικότητα μια συνθήκη εγγενούς μόνιμης κατάστασης εξαίρεσης και συνεπώς πτυχή μιας εκφασίζουσας και εκφασιζόμενης βιοπολιτικής, όπως σημειώνει και ο Gavroche. Δείτε: “Αθλιότητα και χρέος: Για τη λογική και την ιστορία των πλεοναζόντων πληθυσμών και του πλεονάζοντος κεφαλαίου”, https://2008-2012.net/misery-and-debt. Και “Ένα ταυτόσημο αποκείμενο-υποκείμενο;”, https://inmediasres.espivblogs.net/endnotes_abject_subject.

Συνέντευξη της κολλεκτίβας CrimethInc. (CWC) στη σουηδική αναρχική εφημερίδα Brand1

Αυτή είναι η αγγλική εκδοχή μιας συνέντευξης που εμφανίζεται στο νέο τεύχος της Brand, μιας τριμηνιαίας σουηδικής αναρχικής εφημερίδας που ιδρύθηκε το 1898. Διερευνά την συνθετότητα της αμφισβήτησης του καπιταλισμού έξω από την οικονομία, ξεκαθαρίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη σύγχυση σχετικά με την διαβόητη αντι-εργασιακή στάση που αποδίδεται στην CrimethInc. Για να παραγγείλετε ένα αντίτυπο της Brand, επικοινωνήστε στη διεύθυνση: distro@anarkistisktidning.org.

 

Η θεματική του παρόντος τεύχους της Brand είναι η εργασία. Η CrimethInc. αποκαλεί τον εαυτό της “Κολλεκτίβα πρώην-εργατών” (“Ex-Workers’ Collective”). Τι σημαίνει “εργασία” για σας και γιατί την αφήσατε πίσω σας;

Δεν πρόκειται για το ότι όλοι όσοι εμπλέκονται με την CrimethInc. έχουν αφήσει μόνιμα πίσω την εργασία αλλά ότι εστιάζουμε στο τι μπορούμε να κάνουμε έξω από τον ρόλο μας ως εργατών στην καπιταλιστική οικονομία. Ταυτοποιούμενοι ως πρώην-εργάτες είναι ένας τρόπος να τονίσουμε ότι θέλουμε τις ζωές μας να περιστρέφονται γύρω από αυτό που κάνουμε ελεύθερα έξω από τη μισθωτή εργασία και τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό.

Αισθανόμαστε ότι ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός ανταμοίβει τους πιο αδίστακτους και ιδιοτελείς ανθρώπους με την μεγαλύτερη εξουσία, και ότι η συμμετοχή σε μια τέτοια οικονομία μας στραγγίζει κάθε δυναμικό ως ανθρώπινων όντων, μετατρέποντας τη δημιουργικότητα και την εργατική μας δύναμη σε τέρατα (όπως η υπερθέρμανση του πλανήτη και η πατριαρχική προπαγάνδα) που μας καταστρέφουν και μας υποδουλώνουν. Όσο λιγότερο συνεισφέρει κανείς σ’αυτό, τόσο το καλλίτερο – και όσο περισσότερο πραγματώνουμε το δυναμικό μας έξω από την οικονομία, τόσο καλλίτερα μπορούμε να την πολεμήσουμε.

Στο βασίλειο της καπιταλιστικής ιδεολογίας, υπάρχουν κάποιοι που ταυτίζονται με τον ρόλο τους ως εργατών – μετράνε την αξία τους σύμφωνα μ’ αυτό που παράγουν και τα λεφτά που βγάζουν, το ίδιο ακριβώς που συμβαίνει με την οικονομία. Σήμερα υπάρχουν πιθανόν περισσότεροι εργάτες που δεν ταυτίζονται καθόλου με τον ρόλο τους ως εργατών – γι’ αυτούς, είναι φανερό ότι δουλεύουν μόνο επειδή αναγκάζονται να βγάζουν λεφτά για να πληρώνουν λογαριασμούς. Οι “πραγματικές ζωές” τους είναι αλλού – για παράδειγμα, στην κατανάλωση του ελεύθερου χρόνου. Συνεπώς, η ταύτιση με τις μη-εργασιακές πτυχές της ζωής δεν κάνει απαραίτητα έναν εργάτη επαναστάτη. Παρ’ όλα αυτά, νιώθουμε ότι οι εντάσεις σ’αυτή την πτυχή της σύγχρονης κοινωνίας μπορούν εύκολα να γεννήσουν επαναστατικές επιθυμίες, αν απαιτούμε πράγματα που η καπιταλιστική οικονομία δεν μπορεί να ικανοποιήσει. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η απαίτηση να είμαστε ελεύθεροι να ζούμε με πληρότητα κάθε στιγμή· προφανώς, όσο υπάρχει καπιταλισμός, αυτό θα είναι αδύνατο για τους περισσότερους από μας, οπότε αυτή η επιθυμία μπορεί να εμπνεύσει τους ανθρώπους να επαναστατήσουν και να αντισταθούν.

Στο βασίλειο της αντικαπιταλιστικής ιδεολογίας, υπάρχουν επίσης κάποιοι που ταυτίζονται με τον ρόλο τους ως εργατών. Γι’ αυτούς, ο πρωταρχικός τρόπος που βλέπουν για την αμφισβήτηση του καπιταλισμού είναι η οργάνωση μαζί με άλλους εργάτες για τη διεκδίκηση μεγαλύτερων μισθών κοκ. Στην καλλίτερη περίπτωση, οι επίδοξοι επαναστάτες εργάτες μπορούν να ελπίζουν να καταλάβουν τους χώρους δουλειάς και να τους χρησιμοποιήσουν για να παράγουν προϊόντα που θα μοιραστούν σε όλους, όπως έχουν περιγράψει ο Μαρξ και διάφοροι αναρχοσυνδικαλιστές. Όμως, από το 1848 έχουν αλλάξει πολλά. Στην εποχή της κλιματικής αλλαγής και των αποξενωτικών τεχνολογιών, γίνεται πολύ δύσκολο να πιστέψουμε ότι μπορεί να παραχθεί οτιδήποτε αξιόλογο σ’ αυτούς τους εργασιακούς χώρους. Εξαιτίας αυτού, αισθανόμαστε ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τους επίδοξους επαναστάτες να πειραματιστούν και έξω από τους χώρους δουλειάς, όπου οι δραστηριότητές μας και η αίσθηση του εαυτού μας δεν υπαγορεύονται από τις ανάγκες της παραγωγής και του ανταγωνισμού. Οργανώνοντας ένα κατειλημμένο κοινωνικό κέντρο ή μια “Πραγματικά Πραγματικά Ελεύθερη Αγορά (Really Really Free Market”2), ανακαλύπτουμε περισσότερες ενδείξεις του κόσμου στον οποίο θέλουμε να ζήσουμε απ’ ό,τι θα μπορούσαμε ποτέ να ανακαλύψουμε κάτω από το μαστίγιο των αφεντικών. Ο Μαρξ και ο Λένιν μπορεί να αποκαλούν κάτι τέτοιο αστικό· θα μπορούσαμε να αντιτείνουμε ότι θέλουμε την επανάσταση τόσο όσο την ήθελαν κι αυτοί αλλά, σε αντίθεση μ’ αυτούς, μπορούμε να φανταστούμε μια κοινωνία χωρίς εξουσιαστικές δομές ή καταστροφική μαζική παραγωγή.

Οπότε, το να αποκαλούμε τους εαυτούς μας πρώην-εργάτες είναι και μια πρόκληση σ’ εμάς τους ίδιους να αξιοποιήσουμε με τον καλλίτερο τρόπο το δυναμικό μας έξω από την ανταλλακτική οικονομία εδώ και τώρα, ώστε να παλέψουμε ενάντια σ’ αυτή την οικονομία. Φυσικά, διαφορετικά άτομα, τάξεις, φύλα και εθνικότητες σχετίζονται διαφορετικά μ’ αυτό το δυναμικό, ανάλογα με το πόσα έχουν αποστερηθεί από τις ιεραρχικές κοινωνικές δομές και την καταπίεση. Μερικοί εργάτες έξω από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ – ας πούμε, δεν έχουν σχεδόν καθόλου ελεύθερο χρόνο και πόρους έξω από τον εργασιακό χώρο· το βασικό τους όπλο ενάντια στον καπιταλισμό είναι η δυνατότητά τους να αρνηθούν να δουλεύουν. Σε άλλα μέρη στον κόσμο – ας πούμε, στην Ινδία και την Αφρική – υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που είναι ήδη άνεργοι. Μερικοί δογματικοί μαρξιστές λένε ότι δεν μπορούν να είναι μέρος του “επαναστατικού υποκειμένου” γιατί δεν είναι σε θέση να καταλάβουν τα μέσα παραγωγής· θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε σ’ αυτό ότι κι αυτοί μπορούν να συμμετάσχουν στην επαναστατική πάλη διακόπτοντας τα κανάλια διανομής και ελέγχου (σκεφτείτε τους πικετέρος στην Αργεντινή ή τα φτωχόπαιδα που την “έπεσαν” στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ στην Αφρική).

Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς, νεαροί Σουηδοί εργάτες: στη Σουηδία και τις ΗΠΑ, πολλοί από μας έχουμε πολύ αχρησιμοποίητο δυναμικό για να δράσουμε έξω από την ανταλλακτική οικονομία και να πολεμήσουμε τον καπιταλισμό. Στις χώρες μας υπάρχει ένας κάποιος βαθμός κοινωνικής κινητικότητας και κοινωνικής ασφάλειας και αρκετές πολυτέλειες είναι διαθέσιμες με πίστωση· αυτά μπορούν να θέλξουν τους εργάτες ώστε να ταυτίσουν τα συμφέροντά τους με αυτά των μεσαίων τάξεων, μάλλον, παρά να επιθυμούν την ελευθερία μέσα από την κατάργηση του καπιταλισμού. Οπότε, μια από τις βασικές προκλήσεις στο πλαίσιό μας είναι η διάδοση ανάμεσα στους εργάτες ενός συστήματος αξιών που να αντιπαρατίθεται με το σύστημα αξιών της μεσαίας τάξης. Οι αξίες της μεσαίας τάξης σημαίνουν ότι, αφού ένας εργάτης μπορεί κάποια μέρα να έχει την οικονομική ευχέρεια να είναι ιδιοκτήτης του σπιτιού του, ταυτίζεται με τους νόμους των πλουσίων που προστατεύουν αυτούς με τα “μέγαρα” – έστω κι αν οι νόμοι αυτού χρησιμοποιούνται εναντίον φτωχών ανθρώπων όπως οι ίδιοι. Ένα παράδειγμα αντίθετων αξιών θα ήταν το να δίνουμε μεγαλύτερη αξία στη συλλογικότητα, στο είναι-μαζί, και όχι στην ιδιοκτησία, οπότε εργάτες (ή πρώην-εργάτες) θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν ζώντας φτηνά σε συλλογικούς χώρους χωρίς τον έντονο καταναλωτισμό που εξαρτάται από το στάτους του καθενός. Όσο λιγότερο χρειαζόμαστε να αγοράζουμε για να αισθανόμαστε καλά με τον εαυτό μας, τόσο λιγότερο είμαστε στο έλεος των εχθρών μας. Αυτό ισχύει επίσης και την οργάνωση στον εργασιακό χώρο – όσο λιγότερο αισθάνονται οι εργάτες ότι χρειάζονται τις πολυτέλειες που παράγονται από τον καπιταλισμό και όσο περισσότερο οι ανάγκες τους προέρχονται έξω από την καπιταλιστική οικονομία, τόσο περισσότερο χρόνο και τόσο πιο σθεναρά μπορούν να απεργήσουν.

Παρεμπιπτόντως, πραγματικά θαυμάσια πράγματα συμβαίνουν όταν απεργούν εργάτες: γράφουν έργα για τις συνθήκες στον εργασιακό χώρο τους, γνωρίζονται μεταξύ τους έξω από τους περιορισμούς του του χώρου δουλειάς, βοηθούν ο ένας τον άλλο, στέκονται στον ήλιο και υψώνουν τις φωνές τους – μερικές φορές αξιοποιούν ακόμα και τον εξοπλισμό της εταιρείας για να φτιάξουν πράγματα σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες. Θα μπορούσατε να πείτε ίσως ότι οι “πρώην-εργάτες” προσπαθούν να στήσουν μια διαρκή απεργία, να καταλάβουν τα μέσα παραγωγής με τη μορφή του δικού μας χρόνου και ενέργειας, σαν ένα βήμα προς την πρόκληση μιας γενικής απεργίας.

Η CrimethInc. Διοργανώνει έναν εντυπωσιακό αριθμό από πρότζεκτ και εκδίδει έναν εντυπωσιακό αριθμό από βιβλία και περιοδικά. Δεν είναι αυτό δουλειά;

Ας μην σπαταλήσουμε πολύ χρόνο με τη σημειολογία – ας πούμε απλά ότι θεωρούμε πως υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στην εθελοντική εργασία και τη μισθωτή δουλειά. Προφανώς, δεν είμαστε εναντίον της εργασίας – βάζουμε απίστευτη προσπάθεια στα πρότζεκτ μας. Ένα μέρος της δεν είναι καθόλου “ευχάριστο” – για παράδειγμα, η υποστήριξη των φίλων μας στη διάρκεια δικών και μακρόχρονων ποινών φυλάκισης ή το πλύσιμο όλων των πιάτων μετά το γεύμα τριακοσίων ανθρώπων σε μια “Πραγματικά Πραγματικά Ελεύθερη Αγορά”. Αλλά το σημαντικό είναι ότι όλη αυτή είναι δραστηριότητα που την έχουμε επιλέξει για μας, και όχι δραστηριότητα στην οποία μας καταναγκάζει η οικονομία.

Ωραία, τι λέτε λοιπόν για την πράξη: Πώς μπορούμε να φανταστούμε την προσπάθεια της κολλεκτίβας CrimethInc., ας πούμε για την έκδοση ενός βιβλίου ή την διοργάνωση μιας συνάντησης; Υπάρχουν κείμενα της CrimethInc. που απορρίπτουν τις υποχρεωτικές συναντήσεις, την ομόφωνη λήψη αποφάσεων, ακόμα και την ατομική δέσμευση στις συλλογικές διαδικασίες. Οπότε, τι γίνεται όταν μαζευτείτε για να σχεδιάσετε ένα πρότζεκτ;

Ξέρετε, δεν υπάρχει “κομματική γραμμή CrimethInc.” για τίποτα, οπότε μπορεί να βρείτε κείμενα της CrimethInc. που να απορρίπτουν πράγματα που άλλα κείμενα (ή φορείς!) της CrimethInc. ενστερνίζονται. Διαφορετικές δομές είναι κατάλληλες για διαφορετικές καταστάσεις. Σε μερικές περιπτώσεις, χρειάζεσαι μια δομή που να δουλεύει για πολύ κόσμο που δεν γνωρίζεται μεταξύ του, που εγγυάται ότι καθένας από αυτούς θα έχει μια ίση φωνή. Αλλά οι πραγματικά αυστηρά φορμαλισμένες διαδικασίες τείνουν να πιο εξαντλητικές, οπότε μερικές φορές καταρρέουν με τον χρόνο. Χρησιμοποιούμε τέτοιε φόρμες όταν είναι απαραίτητο, αλλά προσπαθούμε επίσης να στήσουμε έναν μακροχρόνιο αγώνα που αν χρειαστεί μπορεί να είναι για όλη μας τη ζωή, οπότε προσπαθούμε να μην τις χρησιμοποιούμε όταν δεν είναι αναγκαίο. Επειδή δεν προσπαθούμε να πάρουμε αποφάσεις για ολόκληρες γειτονιές, αλλά να συνεργαζόμαστε μόνο σε συγκεκριμένα δημιουργικά πρότζεκτ, έχουμε την άνεση να είμαστε πιο ευέλικτοι.Τα περισσότερα πρότζεκτ μας λειτουργούν στη βάση μιας άτυπης ή ημι-άτυπης συναίνεσης ανάμεσα σε ομάδες συντρόφων που έχουν οικειότητα και συνάφεια και δουλεύουν μαζί αρκετό καιρό. Φαίνεται ότι αυτή η δομής έχει αποδειχτεί η πιο αποτελεσματική και με τη μεγαλύτερη διάρκεια για μας. Σημαίνει ότι ο κόσμος που συνεργάζετια σε ένα σχέδιο μοιράζεται μια μακροχρόνια “επένδυση” σ’ αυτό και ξέρουν τι να περιμένουν ο ένας από τον άλλο, οπότε δεν χρειάζεται να ξεκινάμε από την αρχή ξανά και ξανά.

– Αν ακολουθήσυμε αυτά που έχετε πει μέχρι τώρα, ακούγεται ότι η αντίληψή σας για τη δουλειά είναι στενά συνδεδεμένη με το σύστημα της μισθωτής εργασίας. Προφανώς, πολύς κόσμος εξαρτώνται από αυτό το σύστημα, διαφορετικά δεν μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους, να ταΐσουν τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους κτλ. Πώς νομίζετε ότι θα πρέπει ο κόσμος αυτός να αντιμετωπίσει την κατάστασή του;

Ελπίζω να είναι καθαρό από την απάντηση προηγουμένως ότι βλέπουμε την άρνηση της εργασίας ως μια στρατηγική προσέγγιση γι’ αυτούς που μπορούν να την χρησιμοποιήσουν, όχι ως ένα “τεστ οξύτητας”3 για να δούμε ποιος είναι πραγματικά ριζοσπάστης. Το θέμα είναι απλά ότι στον βαθμό που ο κόσμος μπορεί να πραγματώσει το δυναμικό του έξω από την ανταλλακτική οικονομία, αυτό μπορεί να είναι ένα σημείο αφετηρίας αντικαπιταλιστικής αντίστασης. Δεν είναι το μοναδικό σημείο αφετηρίας, και δεν είναι διαθέσιμο σε όλους ή στον ίδιο βαθμό.

Είστε εξοικειωμένοι με την κριτική ότι η στάση της πρώην-εργασίας ή της μη-εργασίας της CrimethInc. ίσως δουλεύει για νεαρά, εύπορα άτομα με ελάχιστες υποχρεώσεις, ίσως ιδιαίτερα για λευκά παιδιά της μεσοαστικής τάξης που διαθέτουν το χρώμα και τα ταξικά τους προνόμια ως ασφάλεια/καβάτζα αν βρεθούν σε μια δύσκολη κατάσταση. Τι λέτε γι’ αυτό;

Η άρνηση της εργασίας είναι μια στρατηγική που παίρνει διαφορετικές τακτικές μορφές σε διαφορετικές καταστάσεις· προφανώς, συγκεκριμένες τακτικές ταιριάζουν περισσότερο σε κάποιο κόσμο σε μερικές καταστάσεις απ’ ό,τι σε άλλους. Δεν λέμε ότι εργαζόμενες μητέρες που είναι μόνες τους, και δουλεύουν σαν σκλάβες όλη τη μέρα καθαρίζοντας πατώματα για να ταΐσουν τα παιδιά τους θα πρεπε να παραιτηθούν από τις δουλειές τους και να ζουν στον δρόμο· αλλά λέμε ότι αναρχικο που έχουν κάποιο άνετο εισόδημα από τη μισθωτή εργασία θα έπρεπε να σκεφτούν να περικόψουν το δικό τους ωράριο και να ξεκινήσουν ελεύθερα προγράμματα παιδικής μέριμνας. Δεν λέμε ότι οι Αφροαμερικανοί άντρες στις ΗΠΑ, που είναι συνέχεια υπό παρακολούθηση από ρατσιστές σεκιουριτάδες, θα έπρεπε να κλέβουν (αν και αρκετοί από αυτούς έχουν αναγκαστεί ήδη να το κάνουν)· λέμε ότι λευκοί ριζοσπάστες που μπορούν να κλέψουν πιο εύκολα θα έπρεπε να κλέβουν πόρους για συλλογικά πρότζεκτ που βοηθούν οποιονδήποτε χρειάζεται τροφή. Δεν λέμε ότι “ελευθερία” σημαίνει πανκ παιδιά της μεσαίας τάξης να εγκαταλείπουν το σχολείο γυρνώντας τον κόσμο με ωτοστόπ για κάνα δυο χρόνια πριν πάρουν υψηλά αμοιβόμενες δουλειές σε ΜΚΟ· λέμε ότι κανείς δεν είναι πραγματικά ελεύθερος μέχρι όλοι μας να μπορούμε να κάνουμε επιλογές που να βασίζονται μάλλον στην επιθυμία και όχι στην οικονομική ανάγκη, και το πρώτο βήμα προς την πραγματική ελευθερία είναι εμείς να αφιερωθούμε στην εφ’ όρου ζωής αντίσταση…είτε συνοδεύεται από έναν μισθό είτε όχι.

Αναρχικοί από την εργατική τη μεσαία τάξη στις ΗΠΑ και τη Σουηδία θα έπρεπε να είναι ειλικρινείς όσον αφορά την αναγνώριση των δικών μας προνομίων: έχουμε πρόσβαση σε πόρους και ευκαιρίες τις οποίες δεν έχουν άλλοι στον πλανήτη, και οφείλουμε σ’ αυτούς και στους εαυτούς μας να τις χρησιμοποιούμε προς όφελος όλων. Αυτό σημαίνει να ξοδεύουμε λιγότερο χρόνο δουλεύοντας για να βγάζουμε λεφτά για την προσωπική μας ανέλιξη στην καπιταλιστική κοινωνία και περισσότερο χρόνο πολεμώντας τον καπιταλισμό με νύχια και με δόντια. Ο περισσότερος κόσμος που συμμετέχει στα πρότζεκτ της CrimethInc. και άλλες σχετικές αντικαπιταλιστικές δραστηριότητες δεν έχουν τραπεζικούς λογαριασμούς, ασφάλιση, συνταξιοδοτικά πλάνα, φανταχτερές γκαρνταρόμπες και συχνά πρέπει να κλέβουν και να κάνουν απατεωνιές για το επόμενο γεύμα τους· μερικοί από τους πιο σκληρούς επικριτές μας είναι πιθανό σε πολύ καλλίτερη κατάσταση, από οικονομική άποψη.

Τι λέτε για την ηθική της πρώη-εργασίας στο πλαίσιο κοινοτήτων στις οποίες η ανεργία οργιάζει: πολλές κοινότητες έγχρωμων στις ΗΠΑ, ολόκληρες περιοχές στην Ανατολική Ευρώπη, αχανείς περιοχές στον λεγόμενο “Τρίτο Κόσμο”; Συχνά, η έλλειψη διαθέσιμης (μισθωτής) δουλειάς θεωρείται ένα σοβαρό πρόβλημα σ’ αυτές τις κοινότητες. Μερικοί πολιτικοί ακτιβιστές έχουν κατηγορήσει την CrimethInc. για “κυνισμό” σε σχέση μ’ αυτή την κατάσταση, επίσης και σχετικά με το περιεχόμενο της περιβόητης περίληψης στο οπισθόφυλλο του Evasion.

Οι διανοούμενοι της ελεύθερης αγοράς υποστηρίζουν πάντα την εκμετάλλευση των εθνών του “τρίτου κόσμου” από τις μεγαλοεταιρείες (συμπεριλαμβανομένων των γκέτο στις ΗΠΑ) λέγοντας ότι οι εκμεταλλευτές “δημιουργούν δουλειές” που είναι τόσο απελπισμένα αναγκαίες.Φυσικά, μια φορά κι έναν καιρό, πολύ πριν τον ευρωπαϊκό αποικοσμό, οι πρόγονοι αυτών των δυνάμει εργαζόμενων είχαν πρόσβαση στις πλουτοπαραγωγικές πηγές τριγύρω τους χωρίς να χρειάζεται να εμπορεύονται τις ζωές τους γι’ αυτές ως μισθωτοί σκλάβοι. Οι άνθρωποι στις αγροτικές περιοχές στο Μεξικό και τη Βραζιλία δεν χρειάζονται τόσο την εκμετάλλευση των εταιρειών όσο την αναδιανομή/μεταρρύθμιση στη γη. Η έλλειψη της μισθωτής εργασίας είναι πρόβλημα μόνο όταν συνδυάζεται με την καπιταλιστική κυριαρχία· το να κάνουμε εκστρατείες για δουλειές για όλους, αντί για την κατάργηση του καπιταλισμού είναι, αν είναι κάτι, κυνικό.

Αλλά η όλη ερώτηση χάνει κάπου το σημείο. Επειδή κάποιος χρειάζεται μια δουλειά για να βγάζει ένα εισόδημα στο Βελιγράδι δεν σημαίνει ότι ένας ριζοσπάστης στο Μάλμο τους κάνει καλό δουλεύοντας υπερβολικά αντί να αναπτύσσει αναρχικά πρότζεκτ και προσπάθειες διεθνούς αλληλεγγύης. Ανάλογα, υπάρχουν άνθρωποι σ’ ολόκληρο τον κόσμο που συνειδητά αρνούνται και αποφεύγουν τη δουλειά, ακόμα και στις πιο φτωχές περιοχές. Σε μερικές περιπτώσεις, αυτοί είναι άνθρωποι που οι μη-καπιταλιστικές παραδόσεις τους είναι ακόμα ζωντανές, που αντιστέκονται στην αφομοίωση στην κουλτούρα της παραγωγής, του ανταγωνισμού και της βίας.

Το βιβλίο Evasion πρέπει ειδικότερα να ειδωθεί στο πλαίσιο των προσπαθειών μας να προάγουμε “αντι-αξίες” στις ΗΠΑ, όπου οι αξίες της μεσαίας τάξης έχουν μολύνει σε μεγάλο βαθμό την εργατική τάξη. Παρουσιάζοντας μια περιπέτεια στην οποία ο πρωταγωνιστή τα βγάζει πέρα κυρίως χωρίς οικονομικά μέσα ή σταθερότητα, απαντούσαμε στο διάχυτο μήνυμα στα καπιταλιστικά ΜΜΕ ότι δεν υπάρχι απόλαυση ή ελευθερία χωρίς χρήμα. Πολλοί νεαροί που ξεκινούν με έναν μη κριτικό ενθουσιασμό/γοήτευση από το Evasion στη συνέχεια κινούνται σε πιο σοβαρές αντικαπιταλιστικές ιδέες και προσπάθειες. Το βιβλίο σίγουρα δεν είναι αντιπροσωπευτικό των περισσότερων πραγμάτων από αυτά που κάνουμε, αλλά ήταν απρόσμενα αποτελεσματικό στο να πετύχει τον συγκεκριμένο σκοπό του. Θα είχε μεγαλύτερο νόημα για πολιτικούς ακτιβιστές που αισθάνονται ότι μάλλον δεν αντιστοιχεί στη ζωή τους απλά να το αγνοήσουν, παρά να πάθουν εμμονή μ’ αυτό.

Παρεμπιπτόντως, όλη η κριτική που έχω ακούσει για το Evasion προέρχεται από μεσοαστούς ή φτωχούς εργάτες. Όταν το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε, οι μεσήλικες Αφροαμερικάνοι και λευκοί άστεγοι, με τους οποίους μοιράστηκα κάποια καθήκοντα στο Food Not Bombs είπαν ότι το βρήκαν σωστό, συμπεριλαμβανομένου της παράθεσης στο οπισθόφυλλο. Παρ’ όλα αυτά, η παράθεση αφαιρέθηκε μετά την πρώτη εκτύπωση, σε ένδειξη σεβασμού προς την απελπισία που κάποιοι εξέφρασαν γι’ αυτήν.

Μπορεί να υπάρχει οποιαδήποτε θέση για τα συνδικάτα; Τι λέτε για τον συνδικαλισμό; Την ταξική ανάλυση; Είναι όλα αυτά ξεπερασμένα αριστερίστικα μπαγάζια ή μπορεί να εξακολουθεί να είναι μια επιδίωξη που αξίζει τον κόπο, τουλάχιστον κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις;

Ω, ο συνδικαλισμός είναι ακόμα σημαντικός, οπωσδήποτε! Πιστεύω ότι ο περισσότερος κόσμος που συμμετέχει στα πρότζεκτ της CrimethInc. τον βλέπει ως μια συμπληρωματική στρατηγική, όχι μια ανταγωνιστική ιδεολογία. Κάποιοι συμμετέχουν ταυτόχρονα στην συνδικαλιστική οργάνωση και στην οργάνωση ενάντια στην εργασία· άλλοι προσπαθούν συνδέσεις μεταξύ των δύο, όπως το να προμηθεύουν κλεμμένο ή παρατημένο φαγητό σε μεροκαματιάρηδες και εργάτες σε απεργιακές περιφρουρήσεις. Όσον αφορά την ταξικά ανάλυση, ότι δεν είναι αρκετά ριζοσπαστική για να αποτελέσει το πλαίσιο των συμφερόντων μας ως εργατών σ’ αυτή την κοινωνία – πρέπει να αρχίσουμε να αναπτύσσουμε νέες αντιλήψεις για το ποια μπορεί να είναι τα συμφέροντά μας έξω από τις καπιταλιστικές δομές, αλλιώς οι λύσεις μας θα βασίζονται πάντα σε καπιταλιστικές προϋποθέσεις.

Στο φως αυτού που λέτε, ποιες είναι οι προσδοκίες σας για το κίνημα των πρώην-εργατών;

Καθώς η οικονομία βασίζεται όλο και περισσότερο στην “επισφαλή” εργασία, θα είναι πιο σημαντικό από ποτέ να πειραματιστούμε με μορφές αντίστασης που η βάση τους είναι έξω από τον εργασιακό χώρο. Ανάλογα, στις ΗΠΑ, όπου τα περισσότερα συνδικάτα έχουν εντελώς απορροφηθεί στον μηχανισμό που διαιωνίζει την καπιταλιστική κυριαρχία, χρειαζόμαστε απεγνωσμένα διαφορετικά σημεία αφετηρίας για τον ταξικό πόλεμο. Ουσιαστικά οι αγώνες ενάντια στην εργασία μπορούν μόνο να συμπληρώνουν την οργάνωση στον χώρο δουλειάς – όσο, φυσικά, δεν τις παρανούμε ως δύο συγκρουόμενες προσεγγίσεις.

Θα μπορούσατε να κλείσετε με κάποια παραδείγματα από το τι κάνουν οι “πρώην-εργάτες” εκτός από το να εκδίδουν βιβλία, να οργανώνουν διαμαρτυρίες και συνδιασκέψεις;

Στην κοινότητα που ζω, μια πόλη με λιγότερους από 15000 κατοίκους, συντηρούμε έναν αριθμό από προγράμματα επικεντρωμένα στην κοινότητα, που δεν θα μπορούσαμε ποτέ να συντηρήσουμε αν κάναμε μια δουλειά πλήρους απασχόλησης. Λειτουργούμε μια ελεύθερη διανομή λαχανικών στις δυο γειτονιές χαμηλού εισοδήματος και μερικές φορές έχουμε κι ένα πρόγραμμα ελεύθερου πρωϊνού για μετανάστες εργάτες. Το φαγητό γι’ αυτά προέρχεται από τα πεταγμένα αλλά και από εργαζόμενους που το παίρνουν στα κρυφά – άλλος ένας άλλος λόγος για να καλλιεργούμε δεσμούς ανάμεσα στους εργάτες και τους πρώην-εργάτες και για να κάνουμε δημοφιλή την κλοπή ενάντια στις εταιρείες. Κάθε μήνα, βοηθούμε με μια Really Really Free Market, στην οποία συναντιούνται εκατοντάδες ντόπιοι από όλα τα κοινωνικά στρώματα για να δώσουν και να πάρουν πράγματα χωρίς καμμιά καπιταλιστική ανταλλαγή. Έχουμε ένα πρόγραμμα αποστολής δωρεάν βιβλίων σε φυλακισμένους, μιας και οι συνθήκες στις φυλακές των ΗΠΑ είναι άθλιες και οι φυλακισμένοι δεν έχουν άλλη πρόσβαση σε υλικό για διάβασμα. Έχουμε ένα πρόγραμμα ελεύθερης διανομής περιοδικών, περίπου 6000 αντιτύπων, τα οποία τυπώνουμε με κλοπές και απατεωνιές, και διαθέτουμε σε τραπεζάκια σε δημόσιες εκδηλώσεις. Υπάρχουν “υπόγεια” δίκτυα που παρέχουν φροντίδα υγείας σε ανθρώπους που δεν μπορούν να την πληρώσουν, ιδιαίτερα γυναίκες. Και, φυσικά, έχουμε κήπους, μουσικές μπάντες, ομάδες ανάγνωσης, αφίσας και γκράφιττι, και μεγάλα πάρτυ.

Αυτά είναι μερικά μόνο παραδείγματα από αυτά στα οποία εστιάζουμε στον ελεύθερο χρόνο που αποκτούμε μένοντας έξω από την οικονομία. Στις ΗΠΑ, σε αντίθεση με τη Σουηδία, δεν υπάρχει καμμιά κρατική χρηματοδότηση για οποιαδήποτε κοινωνικά προγράμματα ή πολιτιστικά πρότζεκτ, οπότε πρέπει να κάνουμε αυτά τα πράγματα οι ίδιοι. Ίσως αυτό να είναι υγιές, γιατί σημαίνει ότι δεν θελγόμαστε ποτέ να κάνουμε πράγματα επειδή πληρώνουν περισσότερο. Μερικές φορές κάποιοι από μας συλλαμβάνονται για κλοπή από μαγαζιά, αλλά υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλο και μέχρι τώρα αυτό δεν έχει αποτελέσει ένα σοβαρό πρόβλημα – τουλάχιστον όχι σε σύγκριση με τις μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης που μερικοί σύντροφοι εκτίουν για οικολογικές άμεσες δράσεις,

Ευχαριστώ πολύ γι’ αυτήν την ευκαιρία να μιλήσουμε γι’ αυτό το αντικείμενο. Αν οποιοσδήποτε έχει περισσότερες ερωτήσεις, μπορεί να επικοινωνήσει μαζί μας στη διεύθυνση hello@CrimethInc.com. Καλή τύχη σε ό,τι κάνετε!

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://CrimethInc.com/2008/09/12/cwc-interview-in-swedish-syndicalist-paper.

2 Στμ. Really Really Free Market (RRFM): αυτό που εμείς λέμε “χαριστικό” ή “ανταλλακτικό παζάρι”, που στις ΗΠΑ και αλλού έχει όμως χαρακτήρα ενός πραγματικού κινήματος. Το κίνημα RRFM είναι μια οριζόντια οργανωμένη κολλεκτίβα ατόμων που δημιουργούν μια προσωρινή αγορά βασισμένη σε μια εναλλακτική “οικονομία δώρου”. Το κίνημα στοχεύει στην αντιπαράθεση με τον καπιταλισμό μέσα από την ενεργή/προληπτική δράση, δημιουργώντας ένα θετικό παράδειγμα αμφισβήτησης των μύθων της σπάνης και του ανταγωνισμού. Το ίδιο το όνομα είναι ένα λογοπαίγνιο, μια επανερμηνεία και επανα-οραματισμός του όρου “ελεύθερη αγορά” που αναφέρεται γενικά σε μια οικονομία καταναλωτισμού που κυβερνάται από την προσφορά και τη ζήτηση. Το RRFM έχει ως κύριο στόχο την οικοδόμηση μιας κοινότητας βασισμένης στο μοίρασμα των πόρων, την αλληλοφροντίδα και τη βελτίωση της συλλογικής ζωής όλων.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: litmus test: ένα τεστ για τη μέτρηση της οξύτητας ή της αλκαλικότητας ενός διαλύματος με τη χρήση litmus, δηλαδή βάμματος ηλιοτροπίου, ενός σκούρου ιώδους-μαύρου υδατικού διαλύματος που περιέχει ηλιοτρόπιο.

Αρνούμενες να περιμένουμε: Αναρχισμός και Διαθεματικότητα

των Deric Shannon και J. Rogue1

Αυτό το δοκίμιο επιχειρηματολογεί ότι οι αναρχικοί/ες μπορούν να μάθουν από τη θεωρία της “διαθεματικότητας”, η οποία προέκυψε από το φεμινιστικό κίνημα των μαύρων. Πραγματικά, οι αναρχικές έννοιες της ταξικής πάλης έχουν διευρυνθεί ως αποτέλεσμα της ανόδου των φεμινιστικού κινήματος, του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα καθώς και τα κινήματα απελευθέρωσης των γκέι, λεσβιών, queer και τρανς. Τι μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτά και πώς βλέπουμε τη σύνδεσή τους με την ταξική πάλη; Τα απορρίπτουμε ως “απλώς πολιτική ταυτοτήτων” ή υπάρχουν πολύτιμες επικαλύψεις και επιρροές που θα μπορούσαν να ενσωματωθούν; – Μια εκδοχή μπροσούρας αυτού του άρθρου σε pdf μπορεί να βρεθεί εδώ. Αρχικά δημοσιεύτηκε το 2009.

Ο αναρχισμός μπορεί να μάθει πολλά από το φεμινιστικό κίνημα. Και από κάποιες απόψεις έχει μάθει ήδη. Οι αναρχοφεμινίστριες/στες έχουν αναπτύξει αναλύσεις για την πατριαρχία που την συνδέουν με την μορφή-κράτος. Έχουμε μάθει από το σύνθημα ότι το “προσωπικό είναι πολιτικό” (πχ. οι άντρες που ασπάζονται την ισότητα ανάμεσα σε όλα τα φύλα θα πρέπει να μεταχειρίζονται τις γυναίκες στις δικές τους ζωές με αξιοπρέπεια και σεβασμό). Έχουμε μάθει ότι κανένα επαναστατικό σχέδιο δεν θα είναι πλήρες όσο οι άντρες συστηματικά κυριαρχούν και εκμεταλλεύονται γυναίκες· ότι ο σοσιαλισμός είναι ένας μάλλον κενός στόχος – έστω και αν είναι “χωρίς κράτος” – αν η αντρική κυριαρχία πάνω στις γυναίκες παραμένει ανέπαφη.

Αυτό το δοκίμιο ισχυρίζεται ότι οι αναρχικοί μπορούν ανάλογα να μάθουν από τη θεωρία της “διαθεματικότητας” που προέκυψε από το φεμινιστικό κίνημα. Πραγματικά, οι αναρχικές ιδέες για την ταξική πάλη έχουν διευρυνθεί ως αποτέλεσμα της ανόδου του φεμινιστικού κινήματος, του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα, των κινημάτων για την απελευθέρωση των ομοφυλόφιλων (και, ίσως, πιο πρόσφατα, των queer κινημάτων), των κινημάτων για τα δικαιώματα των αναπήρων κλπ. Πώς τοποθετούμαστε, όμως, σε σχέση μ’ αυτούς του αγώνες; Ποια είναι η σχέση των αγώνων αυτών με την ταξική πάλη που υποστηρίζει την πάλη για τον σοσιαλισμό; Τους απορρίπτουμε ως μια “απλή πολιτική ταυτοτήτων” που αποκρύπτουν, μάλλον, παρά ξεκαθαρίζουν το ιστορικό καθήκον της εργατικής τάξης; Αν όχι, πώς μπορούν οι αναρχικοί να συμπεριλάβουν τους προβληματισμούς αυτών των κινημάτων στην πολιτική τους θεωρία και δουλειά;

Γιατί η διαθεματικότητα; Πώς φτάσαμε εδώ;

Πολύς κόσμος τοποθετεί την αρχή του φεμινιστικού κινήματος στις ΗΠΑ στην πάλη των γυναικών για την απόκτηση του δικαιώματος της ψήφου. Αυτή η εστίαση στον “εκλογικισμό” δέχτηκε κριτική, για την στενότητά της, από πολλές ριζοσπάστριες κοντά στην αλλαγή του προηγούμενου αιώνα. Άλλωστε, τι προσέφερε το δικαίωμα της ψήφου στις γυναίκες της εργατικής τάξης; Πώς θα μπορούσε η ψήφος για ένα καινούριο σύνολο εξουσιαστών να ταΐσει τις ίδιες και τις οικογένειές τους; Στην πραγματικότητα, πολλές ριζοσπάστριες της εποχής εκείνης αρνούνταν να ταυτοποιηθούν ως “φεμινίστριες”, καθώς έβλεπαν τον φεμινισμό ως ένα κίνημα αστών γυναικών που δεν ενδιαφερόταν για την ταξική πάλη (για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση αυτού του ζητήματος, στο πλαίσιο του ισπανικού αναρχοσυνδικαλισμού στις αρχές του 1900, δείτε το: Ackelsberg 2005: σελ. 118-119 και 123-124). Πραγματικά, αρκετές γυναίκες εργάτριες είδαν τις “φεμινίστριες” σύγχρονές τους ως συμμάχους με “όλες τις δυνάμεις που ήταν οι πιο αποφασισμένοι εχθροί των εργατών, των φτωχών και των απόκληρων”- με άλλα λόγια, είδαν το πρώιμο φεμινιστικό κίνημα ως ένα κίνημα καθαρά των αστών γυαικών, που δεν είχε λύσεις για την διάχυτη φτώχεια και την εκμετάλλευση που ήταν εγγενείς στην εμπειρία της εργατικής τάξης σε μια ταξική κοινωνία (Parker 2001: 125).

Οι αναρχικοί εκείνης της περιόδου, από την άλλη, προείδαν μερικές φορές κάποια από τα επιχειρήματα που προήλθαν από το φεμινιστικό κίνημα σχετικά με τη διαθεματικότητα. Επιχειρηματολόγησαν ενάντια στον ταξικό αναγωγισμό που συχνά εμφανιζόταν μέσα στο ευρύτερο σοσιαλιστικό περιβάλλον. Αναρχικοί της πρώιμης εκείνης εποχής έγραφαν για ζητήματα όπως η πορνεία και η σωματεμπορία (Goldman, 2001), οι βίαιες, καταναγκαστικές στειρώσεις (Kropotkin 2001), και ο γάμος (de Cleyre 2004 και 2001), για να διευρύνουν την αναρχική κριτική στην ιεραρχία και να αναπτύξουν ένα κριτικό ενδιαφέρον για τα γυναικεία ζητήματα αυτά καθαυτά, αρθρώνοντας, παράλληλα, ένα σοσιαλιστικό όραμα για μια μελλοντική συνεργατική και αταξική κοινωνία. Μεγάλο τμήμα αυτής της πρώιμης δουλειάς ανέδειξε συνδέσεις ανάμεσα στην καταπίεση των γυναικών και την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Ανάλογα, η άρνηση αρκετών εργατριών να συστρατευτούν με τις “φεμινίστριες” σύγχρονές τους, καταδείκνυε μερικά από τα προβλήματα ενός φεμινισμού βασισμένου σε μια καθολική ταυτότητα που έβλεπε τη γυναικεία καταπίεση ως μια ιεραρχία την οποία μπορούσε κανείς να αντιπαλέψει χωρίς ταυτόχρονα να αγωνιστεί ενάντια στον καπιταλισμό.

Αυτό δεν υπονοεί ότι οι αναρχικοί δεν ήταν κατά καιρούς αναγωγιστές. Δυστυχώς, πολλοί άντρες αναρχικοί απέρριπταν τις ανησυχίες των γυναικών. Ένας από τους λόγους που οι Mujeres Libres είδαν την ανάγκη για μια ξεχωριστή γυναικεία οργάνωση την περίοδο του ισπανικού Εμφυλίου ήταν το γεγονός ότι “πολλοί αναρχικοί αντιμετώπιζαν το ζήτημα της γυναικείας υποταγής ως, στην καλλίτερη περίπτωση, δευτερεύον σε σχέση με τη χειραφέτηση των εργατών, ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να λυθεί ‘την επομένη της επανάστασης’” (Ackelsberg 2005: 38). Και δυστυχώς, σε κάποια πλαίσια, αυτή η στάση δεν είναι ένα απλό ιστορικό παράδοξο, αν και θα έπρεπε. Και ήταν αυτά τα είδη προϋποθέσεων που έγιναν σημαντικό θεωρητικό φόντο για το “Δεύτερο Κύμα” του φεμινισμού.

Ανταγωνιστικά οράματα στο “Δεύτερο Κύμα”

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, άρχισαν να αναδύονται νέες μορφές φεμινισμού. Πολλές φεμινίστριες φαίνονταν να ελκύονται προς τέσσερις ανταγωνιστικές θεωρίες με πολύ διαφορετικές εξηγήσεις για την καταπίεση των γυναικών.

Όπως και οι αστές προγενέστερές τους, οι φιλελεύθερες φεμινίστριες δεν είδαν κάποια ανάγκη για μια επαναστατική ρήξη με την υπάρχουσα κοινωνία. Η εστίασή τους ήταν, μάλλον, η θραύση της “γυάλινης οροφής”, δηλαδή η άνοδος περισσότερων γυναικών σε θέσεις πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Οι φιλελεύθερες φεμινίστριες υπέθεταν ότι οι υπάρχουσες θεσμικές διευθετήσεις ήταν, όσον αφορά τα θεμέλιά τους, μη προβληματικές. Το καθήκον τους ήταν να δουν την ισότητα των γυναικών να υπάρχει υπό τον καπιταλισμό.

Μια άλλη θεωρία, μερικές φορές αναφερόμενη ως ριζοσπαστικός φεμινισμός, επιχειρηματολογούσε ότι θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί η “αρσενική Αριστερά”, καθώς ήταν αθεράπευτα αναγωγιστική. Πράγματι, πολλές γυναίκες, που προέρχονταν από το αντιπολεμικό κίνημα και το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων, παραπονιούνταν για τον διάχυτο σεξισμό μέσα στα κινήματα, ότι ήταν υποβιβασμένες σε γραμματειακά καθήκοντα και στο να ερωτοτροπούν με τους άντρες ηγέτες, καθώς και για μια γενική αποξένωση από την πολιτική της Αριστεράς. Σύμφωνα με αρκετές ριζοσπάστριες φεμινίστριες της περιόδου εκείνης, αυτό οφειλόταν στα πρωτεία του συστήματος της πατριαρχίας – ή στην συστηματική και θεσμοποιημένη αντρική κυριαρχία πάνω στις γυναίκες. Για τις φεμινίστριες αυτές, η μάχη ενάντια στην πατριαρχία ήταν ο πρωταρχικός αγώνας για τη δημιουργία μιας ελεύθερης κοινωνίας, καθώς το φύλο ήταν η πιο εδραιωμένη καοι η αρχαιότερη ιεραρχία (δείτε ιδιαίτερα Firestone 1970).

Από την άλλη πλευρά, οι μαρξίστριες φεμινίστριες, έτειναν να εντοπίζουν τη γυναικεία καταπίεση εντός της οικονομικής σφαίρας. Η πάλη ενάντια στον καπιταλισμό θεωρούνταν η “πρωταρχική” πάλη καθώς “η ιστορία όλων των κοινωνιών μέχρι τώρα είναι η ιστορία ταξικών αγώνων” – με άλλα λόγια, η ανθρώπινη ιστορία θα μπορούσε να αναχθεί στις τάξεις (Marx and Engels 1967). Περαιτέρω, οι μαρξίστριες φεμινίστριες έτειναν να πιστεύουν ότι η οικονομική “βάση” της κοινωνίας είχε μια καθοριστική επίδραση στις πολιτισμικές της “υπερδομές”. Συνεπώς, ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί η ισότητα μεταξύ γυναικών και αντρών θα έπρεπε να είναι να συντρίψουμε τον καπιταλισμό – καθώς νέες, εξισωτικές οικονομικές ρυθμίσεις θα δημιουργούσαν νέες, εξισωτικές υπερδομές. Τέτοια ήταν η καθοριστική φύση της οικονομικής βάσης.

Από τη συζήτηση ανάμεσα στον μαρξιστικό και τον ριζοσπαστικό φεμινισμό προέκυψε μια άλλη προσέγγιση που ονομάστηκε “θεωρία των διπλών συστημάτων” [“dual systems theory”] (δείτε πχ. Hartmann 1981· Young 1981). Προϊόν αυτού που έφτασε να ονομαστεί σοσιαλιστικός φεμινισμός, η θεωρία των δυικών συστημάτων ισχυριζόταν ότι οι φεμινίστριες θα έπρεπε να αναπτύξουν “μια θεωρητική εξήγηση που να δίνει τόση βαρύτητα στο σύστημα της πατριαρχίας όση και στο σύστημα του καπιταλισμού” (Young 1981: 44). Ενώ αυτή η προσέγγιση συνεισέφερε πολλά στην επίλυση μερικών από τις διαφωνίες σχετικά με το ποιος αγώνας θα έπρεπε να θεωρηθεί “πρωταρχικός” (δηλαδή, ο αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό ή ο αγώνας ενάντια στην πατριαρχία), δεν ήταν εντελώς ικανοποιητική. Για παράδειγμα, οι μαύρες φεμινίστριες ισχυρίζονταν ότι αυτή η οπτική άφηνε απ’ έξω μια δομική ανάλυση της φυλής (Joseph 1981). Επιπλέον, πού βρισκόταν, σ’ αυτή την ανάλυση, η βασισμένη στην σεξουαλικότητα, την ικανότητα, την ηλικία κλπ. καταπίεση; Ήταν όλες αυτές οι μορφές καταπίεσης αναγώγιμες στην καπιταλιστική πατριαρχία;

Ήταν μέσα σ’ αυτό το θεωρητικό φόντο που αναδύθηκε η διαθεματικότητα. Αλλά δεν ήταν μόνο η αφαίρεση και η θεωρία που οδήγησαν σ’ αυτές τις ενοράσεις. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, μια από τις αιτίες που οι φεμινίστριες είδαν την ανάγκη για μια ξεχωριστή ανάλυση της πατριαρχίας ως συστημικής μορφής καταπίεσης οφειλόταν στις εμπειρίες τους μέσα στην ευρύτερη Αριστερά. Χωρίς μια ανάλυση της πατριαρχίας που να την έθετε σε ίση βάση με τον καπιταλισμό ως ένα σύστημα οργάνωσης των ζωών μας, δεν υπήρχε επαρκής απάντηση στους άντρες ηγέτες που δήλωναν ότι θα ασχοληθούμε με την καταπίεση των γυναικών αφότου έχουμε ασχοληθεί με την πιο “πρωταρχική” ή “σημαντικότερη” ταξική πάλη.

Αλλά οι εντάσεις αυτές δεν περιορίζονταν μόνο στην Αριστερά, υπήρχαν και μέσα στο φεμινιστικό κίνημα. Ίσως ένα από τα καλλίτερα παραδείγματα στην πράξη ήταν το κίνημα “υπέρ-της-επιλογής” [pro-choice] στις ΗΠΑ. Πριν από την υπόθεση Roe vs. Wade2 το 1973, ο νόμος για τις εκτρώσεις θεωρούνταν ένα ζήτημα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί από κάθε πολιτεία ξεχωριστά. Οι φεμινίστριες κινητοποιήθηκαν γύρω από την υπόθεση Roe vs. Wade για να εξασφαλίσουν ότι η νόμιμη έκτρωση θα ήταν εγγυημένη σε ολόκληρη τη χώρα. Η απόφαση [του Ανώτατου Δικαστηρίου] έδωσε τελικά νομικές εγγυήσεις για έκτρωση μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο της κύησης, αλλά η ρητορική της “επιλογής” και της “νομιμοποίησης” άφησαν χωρίς αντιμετώπιση αρκετά ζητήματα για πολλές φεμινίστριες.

Και αυτή η εμπειρία έθεσε τη σκηνή για να ξανασκεφτούμε την ιδέα μιας καθολικοποιημένης, μονολοθικής εμπειρίας της “γυναικείας φύσης” [“womanhood”] όπως συνήθως εκφράζεται στο πλαίσιο της παραδοσιακής πολιτικής ταυτοτήτων. Μαύρες φεμινίστριες και “γυναικιστές”3, για παράδειγμα, ισχυρίζονταν ότι εστιάζοντας αποκλειστικά στην νομιμοποιημένη έκτρωση συσκότιζε τους τρόπους με τους οποίους οι μαύρες γυναίκες στις ΗΠΑ υπόκεινταν σε αναγκαστικές εκτρώσεις και τους αρνούνταν συχνά το δικαίωμα να έχουν παιδιά (δείτε Roberts 1997). Επιπλέον, οι γυναίκες της εργατικής τάξης ισχυρίζονταν ότι η νομιμοποιημένη “επιλογή” δεν έχει ιδιαίτερο νόημα χωρίς τον σοσιαλισμό, καθώς έχοντας την έκτρωση νόμιμη αλλά απλησίαστη οικονομικά δεν αποτελεί ακριβώς “επιλογή”. Η αληθινή αναπαραγωγική ελευθερία σημαίνει κάτι περισσότερο από την απλά νόμιμη έκτρωση για τις γυναίκες της εργατικής τάξης. Πολλές ήθελαν να αποκτήσουν παιδιά αλλά απλά δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά την ανατροφή τους· κάποιες ήθελαν μια αλλαγή στις πολιτισμικές νόρμες και ήθη μιας κοινωνίας που έκρινε τις αποφάσεις που έπαιρναν οι γυναίκες για τα σώματά τους· άλλες ήθελαν άμεση πρόσβαση στις κλινικές αναπαραγωγικής υγείας – εν ολίγοις ένα πλαίσιο “αναπαραγωγικής ελευθερίας” θα έπρεπε να λάβει υπόψιν τα συμφέροντα όλων των γυναικών και να μην είναι απλά δομημένη γύρω από τα συμφέροντα των λευκών, ετεροσεξουαλικών, μεσοαστών γυναικών (η φαινομενικά εξ ορισμού θέση του κινήματος “υπέρ-της-επιλογής”).

Τομές

Οι εμπειρίες αυτές μέσα στο φεμινιστικό κίνημα και την ευρύτερη Αριστερά ήγειραν πολλά ερωτήματα για τις φεμινίστριες. Πώς δημιουργούμε ένα κίνημα που δεν εστιάζει γύρω από τα συμφέροντα των πιο προνομιούχων μελών του4; Πώς διατηρούμε την αφοσίωσή μας στον σοσιαλισμό χωρίς να πέφτουμε σε μια πολιτική που βλέπει τα γυναικεία ζητήματα ως “δευτερεύοντα”; Πώς μοιάζει η πολιτική οργάνωση που βασίζεται σε μια κοινή προσήλωση στον τερματισμό της κυριαρχίας, μάλλον, παρά σε μια υποτιθέμενα κοινή εμπειρία βασισμένη σε μια μοναδική ταυτότητα; Αυτά τα ερωτήματα άρχισαν να απαντιούνται κυρίως από έγχρωμες φεμινίστριες, queers και ριζοσπάστριες του σεξ με τη θεωρία της διαθεματικότητας – μια θεωρία που ασκούσε κριτική στις παραδοσιακές πολιτικές της τάξης και της ταυτότητας (δείτε ιδιαίτερα πχ. Hooks 2000· Collins 2000).

Η διαθεματικότητα υποθέτει ότι οι κοινωνικές μας θέσεις σε όρους της φυλής, της τάξης, του φύλου, της σεξουαλικότητας, της εθνικής προέλευσης, της ικανότητας, της ηλικίας κλπ. δεν μπορούν εύκολα να αναλυθούν και να διαχωριστούν μεταξύ τους. Για να μιλήσουμε για μια καθολική εμπειρία ως “γυναίκα”, για παράδειγμα, είναι προβληματικό επειδή η “γυναικειότητα” βιώνεται αρκετά διαφορετικά με βάση τη φυλή, την τάξη, την σεξουαλικότητα – έναν αριθμό παραγόντων. Ως τέτοιο, ένα μη-αναστοχαστικό φεμινιστικό κίνημα, επικεντρωμένο πεισματικά στις ανησυχίες των “γυναικών”, έτεινε να αντανακλά τα συμφέροντα των πιο προνομιούχων μελών αυτής της κοινωνικής κατηγορίας.

Επίσης, οι διάφορες κοινωνικές μας θέσεις και οι ιεραρχίες που αυτές διαμορφώνουν τέμνονται με πολύπλοκους τρόπους και δεν είναι εύκολα διαχωρίσιμες. Οι άνθρωποι δεν υπάρχουν ως “γυναίκες”, “άντρες”, “λευκοί”, “εργατική τάξη” κλπ. σε ένα κενό άδειο από άλλες τυποποιημένες κοινωνικές σχέσεις. Επιπλέον, αυτά τα συστήματα εκμετάλλευσης και καταπίεσης λειτουργούν με μοναδικούς τρόπους. Για να αναφέρουμε δύο επιπλέον προφανή παραδείγματα, η τάξη είνα μια κοινωνική σχέση που βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας κάποιου. Ως σοσιαλιστές επιδιώκουμε την κατάργηση των τάξεων όχι το τέλος του ταξικού ελιτισμού υπό τον καπιταλισμό. Αυτό καθιστά την τάξη μοναδική. Ανάλογα, η ιδέα του “σεξουαλικού προσανατολισμού” αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1800 με την εφεύρεση του “ομοφυλόφιλου” ως ενός είδους προσώπου. Αυτό ουσιαστικά δημιούργησε μια ταυτότητα από την προτιμητέα επιλογή φύλου των σεξουαλικών συντρόφων, αγνοώντας λίγο-πολύ μια μυριάδα άλλων τρόπων με τους οποίους οι άνθρωποι οργανώνουν την σεξουαλικότητά τους (πχ. αριθμό σεξουαλικών συντρόφων, προτιμητέες σεξουαλικές πράξεις κλπ.). Περιόρισε επίσης ουσιαστικά την περιορισμένη σεξουαλική ταυτότητα σε τρεις κατηγορίες: ετερφυλόφιλοι, ομοφυλόφιλοι, και αμφιφυλόφιλοι – λες και δεν μπορούσε να υπάρξει ένα μεγάλο φάσμα έλξης και ποικιλίας στην ανθρωπότητα. Μέρος της απελευθέρωσης με βάση τη σεξουαλικότητα είναι η αποσταθεροποίηση αυτών των κατηγοριών ώστε να προσφερθεί μια βιώσιμη σεξουαλική/κοινωνική ύπαρξη για όλους. Αυτό κάνει και την σεξουαλικότητα επίσης μοναδική.

Αυτές οι δομημένες ανισότητες και ιεραρχίες μορφοποιούν και υποστηρίζουν η μια την άλλη. Για παράδειγμα, η εργασία των γυναικών που κυοφορούν και ανατρέφουν παιδιά προσφέρει νέα σώματα για το μεγαλύτερο κοινωνικό εργοστάσιο για να επιτρέψουν στον καπιταλισμό να συνεχίσει να υπάρχει. Η λευκή υπεροχή και ο ρατσισμός επιτρέπει στους καπιταλιστές να ελέγχουν ένα κομμάτι της αγοράς εργασίας που μπορεί να χρησιμεύσει σαν “στοκ” φτηνής εργασίας. Η αναγκαστική ετεροσεξουαλικότητα επιτρέπει την αστυνόμευση της μορφής της πατριαρχικής οικογένειας, ενισχύοντας την πατριαρχία και την αντρική κυριαρχία. Και όλες οι δομημένες μορφές ανισότητας προσθέτουν στην μηδενιστική περποίθηση ότι η θεσμοποιημένη ιεραρχία είναι αναπόφευκτη και ότι τα απελευθερωτικά/χειραφετητικά κινήματα βαζίζονται σε ουτοπικά όνειρα.

Οι υποστηρικτές της διαθεματικότητας, λοιπόν, ισχυρίζονται ότι όλοι οι αγώνες ενάντια στην κυριαρχία είναι απαραίτητες συνιστώσες για τη δημιουργία μιας απελευθερωτικής κοινωνίας. Δεν είναι απαραίτητο να δημιουργήσουμε ένα τοτέμ αξίας από τους κοινωνικούς αγώνες και να πούμε ότι κάποιοι είναι “πρωταρχικοί” ενώ άλλοι “δευτερεύοντες” ή “περιφερειακοί” επειδή τέμνονται και αλληλοδιαμορφώνονται πλήρως. Επιπλέον, η ιστορία μάς έχει δείξει ότι αυτή η μέθοδος “κατάταξης” των καταπιέσεων είναι διχαστική και μη αναγκαία – και, ακόμα χειρότερα, υπονομεύει την αλληλεγγύη. Ενώ, επίσης, μπορούμε, κατά την οργάνωση και την ανάπτυξη της πολιτικής πρακτικής, να μετακινούμε αυτο-αναστοχαστικά το περιθώριο προς το κέντρο των αναλύσεών μας ώστε να αποφύγουμε τη μεροληπτικότητα των προνομίων που έχει ιστορικά οδηγήσει σε τόσες διαιρέσεις τον φεμινισμό και την Αριστερά.

Ένα καλό σύγχρονο παράδειγμα διαθεματικότητας στο πλαίσιο της πρακτικής του κοινωνικού κινήματος είναι το Incite! Women of Color Against Violence5. To Incite!είναι μια ακτιβιστική οργάνωση σε εθνικό επίπεδο έγχρωμων ριζοσπαστριών φεμινιστριών που προωθεί ένα κίνημα που θα βάλει τέλος στη βία σε βάρος των έγχρωμων γυναικών και των κοινοτήτων μας μέσα από την άμεση δράση, τον κριτικό διάλογο και την οργάνωση από τα κάτω” (Incite! 2009). Ένας λόγος που το Incite! Ξεχωρίζει από άλλες μη βίαιες οργανώσεις είναι η συστημική τους ανάλυση. Βλέπουν τις έγχρωμες γυναίκες που έχουν βιώσει βία να ζουν στις “επικίνδυνες τομές/σταυροδρόμια” της λευκής υπεροχής της πατριαρχίας, του καπιταλισμού και άλλων καταπιεστικών δομών και θεσμών. Αντί να ανάγουν απλά τις εμπειρίες στο άτομο, αναγνωρίζουν τα συστήματα που καταπιέζουν και εκμεταλλεύονται τους ανθρώπους και έχουν δομήσει την προσέγγισή τους με τέτοιο τρόπο ώστε να καλεί στο να “επανεπικέντρωση” στα περιθωριοποιημένα άτομα, σε αντίθεση με μια μέθοδο “εμπεριεκτικότητας” που βασίζεται σε μια μοναδική ταυτότητα ή κοινωνική θέση. Το Incite! ισχυρίζεται ότι η “εμπεριεκτικότητα” απλά προσθέτει μια πολυπολιτισμική συνιστώσα στην ατομικιστική κυριαρχούμενη από λευκούς/λευκές οργάνωση, τόσο συνηθισμένη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντίθετα, καλούν στην επανα-επικέντρωση του πλαισίου γύρω από τα περισσότερο περιθωριοποιημένα άτομα. Αυτή η παρότρυνση είναι για να εξασφαλιστεί ότι η οργάνωσή τους θέτει προς αντιμετώπιση τις ανάγκες όσων ιστορικά έχει παραβλέψει ο φεμινισμός, κατανοώντας ότι όλοι ωφελούνται από την απελευθέρωση των πιο περιθωριοποιημένων ομότιμών τουςενώ η εστίαση στα πιο προνομιούχα άτομα, μέσα σε μια δεδομένη κοινωνική κατηγορία, αφήνει τους υπόλοιπους πίσω (όπως στα παραδείγματα που δώσαμε σχετικά με τον αγώνα για το δικαίωμα της ψήφου και την νομιμοποίηση των εκτρώσεων). Το Incite! τονίζει την εστίαση στις ανάγκες της εργατικής τάξης που γενικά έχουν παραβλεφθεί (πχ. εργάτριες του σεξ, φυλακισμένους, τρανς άτομα και τοξικοεξαρτημένους). Βοηθώντας αυτά τα άτομα να οργανωθούν, εστιάζουν στον κόσμο που βρίσκεται σε πιο επικίνδυνα σταυροδρόμια της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, καταπιανόμενοι έτσι με το σύνολο του συστήματος και όχι απλά τις πιο ορατές η πλεονεκτικές πτυχές τους. Επιπρόσθετα, το Incite! βλέπει το κράτος ως έναν κύριο αυτουργό της βίας ενάντια στις έγχρωμες γυναίκες και επιδιώκει την οικοδόμηση οργανώσεων από τα κάτω, ανεξάρτητων από το κράτος και ενάντια σ’ αυτό. Οι αναρχικοί μπορούν να μάθουν πολλά από το Incite! σχετικά με τη σημασία της αντιμετώπισης των αναγκών όλων των τμημάτων της εργατικής τάξης και την προσπάθειά τους να ελέγξουν την τάση της Αριστεράς να αγνοεί ή να απορρίπτει τις ανησυχίες, τις ανάγκες, τις ιδέες και την ηγεσία των ανθρώπων που ζουν στις επικίνδυνες τομές του καπιταλισμού, της λευκής υπεροχής, της πατριαρχίας κλπ.

Και τι μπορεί να προσφέρει ο αναρχισμός στη θεωρία της διαθεματικότητας;

Πιστεύουμε σταθερά ότι αυτή η διαδικασία μάθησης είναι ένας δρόμος διπλής κατεύθυνσης. Με άλλα λόγια, όταν συνθέτουμε τις πρακτικές μας για να συμπεριλάβουμε τις ανησυχίες που εγείρονται από τις φεμινίστριες, ο φεμινισμός μπορεί να επωφεληθεί μαθαίνοντας από τον αναρχισμό επίσης. Βλέπουμε τη συνεισφορά των αναρχικών στην διαθεματικότητα σε δύο βασικές περιοχές. Πρώτον, ο αναρχισμός παρέχει μια ριζοσπαστική βάση, από την οποία να ασκηθεί κριτική στις φιλελεύθερες ερμηνείες της διαθεματικότητας. Δεύτερον, οι αναρχικοί μπορούν να προσφέρουν μια κριτική ανάλυση του κράτους.

Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τη ανάλυση της διαθεματικότητας αγνοούν, συχνά, τη μοναδικότητα των διαφόρων συστημάτων κυριαρχίας. Ένας τρόπος με τον οποίο γίνεται αυτό είναι αρθρώνοντας μια γενική αντίθεση στον ταξισμό. Ενώ πιστεύουμε ότι υπάρχει ο ταξικός ελιτισμός, συχνά αυτή η αντίθεση στον “ταξισμό” δεν αναγνωρίζει τις μοναδικές ποιότητες του καπιταλισμού και μπορεί να οδηγήσει σε μια θέση που ουσιαστικά επιχειρηματολογεί για το τέλος του ταξικού ελιτισμού υπό τον καπιταλισμό. Ως αναρχικοί, δεν είμαστε απλά αντίθετοι στον ταξικό ελιτισμό, είμαστε αντίθετοι στην ίδια την ταξική κοινωνία. Δεν θέλουμε η άρχουσα τάξη να μας μεταχειρίζεται με έναν καλλίτερο τρόπο κάτω από ένα σύστημα βασισμένο στην ανισότητα και την εκμετάλλευση (δηλαδή τον καπιταλισμό). Θέλουμε να κάνουμε κομμάτια τον καπιταλισμό και να χτίσουμε μια καινούρια κοινωνία στην οποία δεν θα υπάρχουν πια τάξεςι – με άλλα λόγια, παλεύουμε για τον σοσιαλισμό. Οι αναρχικοί, σαν κομμάτι του σοσιαλιστικού κινήματος, έχουμε μια προνομιούχα θέση κριτικής σ’ αυτή την φιλελεύθερη ερμηνεία της διαθεματικότητας (δείτε ιδιαίτερα Schmidt και van der Walt 2009).

Ανάλογα, ως αναρχικοί είμαστε σε θέση να προβάλλουμε την κριτική μας στο κράτος. Το κράτος, πέρα από το να είναι ένα σύνολο συγκεκριμένων θεσμών (όπως τα δικαστήρια, η αστυνία, πολιτικά σώματα όπως γερουσίες, πρόεδροι κλπ.), είναι μια κοινωνική σχέση. Και το κράτος έχει μια επιρροή πάνω στις ζωές μας με μυριάδες τρόπους. Για παράδειγμα, πρώην φυλακισμένοι είναι συχνά άνεργοι, ιδιαίτερα αν έχουν καταδικαστεί για κακουργήματα. Αρκεί να ρίξει κανείς μια γρήγορη ματιά στην φυλετική και ταξική σύνθεση των φυλακών των ΗΠΑ για να δει πώς μπορεί η διαθεματικότητα να βρει χρήση σ’ αυτήν την περίπτωση. Πρώην φυλακισμένοι, εργάτες που στοχοποιούνται επειδή απεργούν ή εμπλέκονται σε άμεσες δράσεις και/ή πολιτική ανυπακοή κλπ. έχουν όλοι ιδιαίτερες ανάγκες ως υποκείμενα σε μια κοινωνία που υποθέτει πολιτικούς κυρίαρχους και παθητικούς, υποταγμένους υπηκόους. Και το κράτος τείνει να στοχοποιεί συγκεκριμένες ομάδες εργατών με βάση την ύπαρξή τους μέσα στις επικίνδυνες τομές που αναφέραμε προηγουμένως. Οι αναρχικοί μπορούν να προσφέρουν στην θεωρία της διαθεματικότητας μια ανάλυση των τρόπων με τους οποίους το κράτος έχει φτάσει να κυριαρχεί στις ζωές μας όπως οποιοσδήποτε άλλο θεσμοποιημένο σύστημα κυριαρχίας. Και, φυσικά, μπορούμε να επιχειρηματολογήσουμε για την συντριβή μιας τέτοιας κοινωνικής “συμφωνίας” και την αντικατατάστασή της από μη-ιεραρχικές κοινωνικές μορφές.

Αρνούμενοι/ες να περιμένουμε

Με αρκετούς τρόπους, οι αναρχικοί έχουν ιστορικά προκαταβάλει μερικές από τις ιδέες της διαθεματικότητας. Περαιτέρω, ο αναρχισμός ως πολιτική φιλοσοφία – και ως κίνημα ενάντια σε όλες τις μορφές δομημένης κυριαρχίας, εξαναγκασμού και ελέγχου – μοιάζει να ταιριάζει στην πρακτική της διαθεματικότητας. Δυστυχώς, έχουμε ακόμα πολύ ασθενικά επιχειρήματα σχετικά με το ποια ιεραρχία είναι “πρωταρχική” και θα έπρεπε να έχει προτεραιότητα απέναντι στις άλλες. Όπως και στο παρελθόν, αυτό οδηγεί εύκολα σε διαιρέσεις και έλλειψη αλληλεγγύης (φανταστείτε να σας λένε ότι πρέπει να εγκαταλείψετε έναν αγώνα που σας εμπλέκει άμεσα για τον “σωστό” ή “πρωταρχικό” αγώνα!). Περαιτέρω, η συντριβή οποιασδήποτε δομημένης ιεραρχίας μπορεί να έχει ένα αποσταθεροποιητικό αποτέλεσμα στις άλλες ιεραρχίες, καθώς και η απλή ύπαρξη οποιασδήποτε από αυτές τις κοινωνικές διαιρέσεις εξυπηρετεί στην φυσικοποίηση της ύπαρξης όλων των άλλων ιεραρχιών.

Έχουμε προσπαθήσει εδώ να εξηγήσουμε την άνοδο της θεωρίας της διαθεματικότητας εντός του φεμινισμού και να περιγράψουμε το περίγραμμά της. Ακόμα σημαντικότερα, ίσως, έχουμε προσπαθήσει να την σχετίσουμε στο παρόν άρθρο, με την πολιτική πρακτική και αγώνες των κοινωνικών κινημάτων ώστε να αποφύγουμε την πλήρη αφαιρετικοποίηση και την θεωρητικοποίηση μακριά από την πρακτική. Ελπίζουμε ότι περισσότεροι αναρχικοί θα εξοικειωθούν με την διαθεματικότητα και θα την χρησιμοποιήσουν θετικά στην πολιτική μας δουλειά. Τέλος, ελπίζουμε ότι περισσότεροι άνθρωποι από τις περιθωριοποιημένες ομάδες θα αρνηθούν να περιμένουν, ότι θα αναγνωρίσουμε την αξία όλων των αγώνων ενάντια στην αδικία και την ιεραρχία εδώ και τώρα – και ότι θα οικοδομήσουμε μια αναστοχαστική πρακτική βασισμένη στην αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια αντί των διχαστικών συνταγών για το ποιοι αγώνες είναι “πρωταρχικοί” και ποιοι άλλοι, κατ’ επέκταση, είναι “δευτερεύοντες” ή “περιφερειακοί”. Αντίθετα, όλοι οι αγώνες συνδέονται και έχουμε κάθε λόγο να αρνηθούμε να περιμένουμε μετά την “επανάσταση” για να αντιμετωπίσουμε τα ζητήματα αυτά!

Βιβλιογραφία

Ackelsberg, Martha A. 2005. The Free Women of Spain: Anarchism and the Struggle for the Emancipation of Women. Oakland: AK Press.

Collins, Patricia Hill. 2000. Black Feminist Thought: Knowledge, Consciousness, and the Politics of Empowerment. New York: Routledge.

de Cleyre, Voltairine. 2001. “They Who Marry do Ill”. σελ 103-113 in Anarchy!: An Anthology of Emma Goldman’s Mother Earth, edited by Peter Glassgold. Washington, D.C.: Counterpoint.

_____. 2004. “Sex Slavery”. Pp. 93-103 in The Voltairine de Cleyre Reader, edited by A.J. Brigati. Oakland: AK Press.

Firestone, Shulamith. 1970. The Dialectic of Sex: The Case for Feminist Revolution. New York: Morrow.

Goldman, Emma. 2001. “The White Slave Traffic”. σελ. 113-120 in Anarchy!: An Anthology of Emma Goldman’s Mother Earth, edited by Peter Glassgold. Washington, D.C.: Counterpoint.

Hartmann, Heidi. 1981. “The Unhappy Marriage of Marxism and Feminism: Towards a More Progressive Union.” in Women and Revolution, by Lydia Sargent (ed.). Boston, MA: South End Press.

hooks, bell. 2000. Feminism is for Everybody: Passionate Politics. Cambridge, MA: South End Press.

Incite!. https://incite-national.org.

Joseph, Gloria. 1981. “The Incompatible Menage à Trois: Marxism, Feminism, and Racism.” in Women and Revolution, by Lydia Sargent (ed.). Boston, MA: South End Press.

Kropotkin, Peter. 2001. “The Sterilization of the Unfit”. Pp. 120-123 in Anarchy!: An Anthology of Emma Goldman’s Mother Earth, edited by Peter Glassgold. Washington, D.C.: Counterpoint.

Marx, Karl and Friedrich Engels. 1967. The Communist Manifesto. Harmondsworth: Penguin.

Parker, Robert Allerton. 2001. “Feminism in America”. σελ. 124-126 in Anarchy!: An Anthology of Emma Goldman’s Mother Earth, edited by Peter Glassgold. Washington, D.C.: Counterpoint.

Roberts, Dorothy. 1997. Killing the Black Body: Race, Reproduction, and the Meaning of Liberty. New York: Vintage.

Schmidt, M. & van der Walt, L. 2009. Black Flame: The revolutionary class politics of anarchism and syndicalism. Oakland: AK Press.

Young, Iris. 1981. “Beyond the Unhappy Marriage: A Critique of the Dual Systems Theory.” in Women and Revolution, by Lydia Sargent (ed.). Boston, MA: South End Press.

1 Το παρόν άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον anarkismo.net το 2009. Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://blackrosefed.org/refusing-to-wait-anarchism-intersectionality.

2 Στμ. Για την υπόθεση αυτή δείτε τη σχετική υποσημείωση (16) στο άρθρο “Εξεγέρσεις και Τομές: φεμινισμός, διαθεματικότητα και αναρχισμός” στο https://inmediasres.espivblogs.net/intersections.

3 Στμ. Αποδίδουμε έτσι τον αγγλικό όρο womanist. Προσδιορισμένος από την φεμινίστρια συγγραφέα Άλις Γουόκερ (Alice Walker), ο γυναικισμός είναι ένας κοινά χρησιμοποιούμενος όρος που επινοήθηκε για να περιγράψει συγκεκριμένα τον Αφρο-Αμερικάνικο φεμινισμό, αλλά αναπτύχθηκε ώστε να περικλείει μια ευρύτερη εκδοχή φεμινισμού που διασχίζει τα όρια της τάξης και της φυλής.

4 Στμ. Πολύ σημαντικό ζήτημα καθώς αυτό δεν ισχύει μόνο στα πλαίσια του φεμινιστικού κινήματος αλλά ισχύει εξίσου πχ. για το εργατικό (στην πραγματικότητα αυτό ορίζει τον συνδικαλισμό).

5 Στμ. Incite!: Women, Gender Non-Conforming, and Trans people of Color Against Violence, προηγουμένως γνωστή ως INCITE! Women of Color Against Violence, είναι οργανωμένη ως μια εθνικής εμβέλειας κολλεκτίβα έγχρωμων γυναικών με ενεργά παραρτήματα και συναφείς οργανώσεις στο Σαν Φρανσίσκο, την Ουάσιγκτον, το Ντένβερ, το Ώστιν, τη Βοστώνη, τη Νέα Υόρκη, τη Φιλαδέλφεια, το Σικάγο κλπ. καθώς και στο Τορόντο του Καναδά. Ιδρύθηκε το 2000.

Ο Καπιταλισμός είναι μια πυραμίδα

των CrimethInc1

Πρόκειται για μια ολόχρωμη αφίσα βασισμένη στην κλασσική απεικόνιση της πυραμίδας του καπιταλιστικού συστήματος που δημοσιεύτηκε στον Industrial Worker το 1911. Με τη βοήθεια του Packard Jennings, δημιουργήσαμε μια καινούρια εκδοχή, πολύ πιο λεπτομερή από την αρχική και επικαιροποιημένη ώστε να αποδίδει όλους τους μετασχηματισμούς των τελευταίων εκατό χρόνων. Μια αφίσα που “στέκεται” μόνη της αλλά και συνοδευτική του νέου μας βιβλίου Work, η πίσω όψη περιέχει ένα σύντομο δοκίμιο που ανατέμνει τον καπιταλισμό έτσι όπως τον ζούμε.

 

Η εργασία αυτών που είναι χαμηλότερα στην πυραμίδα πλουτίζει αυτούς που είναι προς την κορυφή. Για να διατηρηθει σταθερή, η οικονομία πρέπει να αντλεί όλο και περισσότερους πόρους – αποικίζοντας καινούριες ηπείρους, εργατικό δυναμικό και πτυχές της καθημερινής ζωής. Οι ανισότητες που προκύπτουν μπορούν να διατηρηθούν μόνο μέσω μιας διαρκώς κλιμακούμενης βίας: στρατοί καταλαμβάνουν χώρες, η αστυνομία περιπολεί σε γειτονιές, κάμερες ασφαλείας είναι στραμμένες προς κάθε ΑΤΜ.

Ενθαρρυνόμαστε να ανταγωνιζόμαστε μεταξύ μας για να βελτιώσουμε τις θέσεις μας σε ατομική βάση. Αλλά δεν υπάρχει αρκετός χώρος στην κορυφή για όλους μας, όσο σκληρά κι αν δουλεύουμε – και καμμιά πυραμίδα δεν μπορεί να επεκτείνεται για πάντα. Αργά ή γρήγορα είναι αναπόφευκτο να καταρρεύσει: η υπερθέρμανση του πλανήτη και η ύφεση είναι απλά τα προειδοποιητικά σημάδια. Αντί να βυθιστούμε με τους Φαραώ, ας ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να θεμελιώσουμε έναν διαφορετικό τρόπο ζωής.

Οι καπιταλιστές βγάζουν χρήμα όχι μόνο με αυτό που κάνουν αλλά και από αυτά που κατέχουν. Χρειάζεται χρήμα για να βγάλεις χρήμα, όπως λένε. Οι επιχειρηματίες, οι ιδιοκτήτες γης και οι μεγαλομέτοχοι είναι καπιταλιστές· το ίδιο είναι και τα διευθυντικά στελέχη που παίρνουν παχυλούς μισθούς με λεφτά που παράγονται από τις προσπάθειες άλλων.

Οι καπιταλιστές εξαργυρώνουν τη δραστηριότητα των εκμεταλλευόμενων. Οι εκμεταλλευόμενοι μπορούν να βγάλουν λεφτά μόνο από τη δική τους δουλειά, οπότε είναι εύκολο για τους εργοδότες να τους πληρώνουν λιγότερα από την αξία που παράγουν. Όταν οι τράπεζες και οι εταιρείες των πιστωτικών καρτών δημιουργούν οφειλέτες, τους εκμεταλλεύονται, με τον ίδιο τρόπο που μια επιχείρηση πληρώνει έναν εργαζόμενο ένα δολάριο για να φτιάξει ένα ζευγάρι παπουτσιών 200 δολαρίων.

Άλλοι είναι στο έλεος της οικονομίας αλλά αποκλείονται από το να συμμετέχουν σ’ αυτήν. Οι άνεργοι και οι άστεγοι αποκλείονται, μαζί με τους περισσότερους από τους κατοίκους των παραγκουπόλεων σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Οι φυλακισμένοι είναι ταυτόχρονα και αποκλεισμένοι και εκμεταλλευόμενοι, καθώς αναγκάζονται να δουλεύουν με μια εξευτελιστική αμοιβή που αντιστοιχεί σε δουλειά σκλάβου. Το να είναι κανείς αποκλεισμένος δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να είναι εκτός αγοράς – αυτοί που δεν κατέχουν τίποτα είναι φτωχοί ακριβώς επειδή ζουν μέσα στον καπιταλισμό.

Η οικονομία επαναδιαμορφώνει το φυσικό και κοινωνικό πεδίο κατά την εικόνα της: silicon valleys, αυτοκινητουπόλεις2, δημοκρατίες-μπανανίες. Σβήνει τη διαφορά ανάμεσα στο φυσικό και το συνθετικό: μια καλλιέργεια καλαμποκιού στην Αϊόβα δεν είναι πιο φυσική από μια τσιμεντένια έρημο του Νιούαρκ, στο New Jersey. Η οικονομία μετασχηματίζει τους ανθρώπους σε εργάτες με τον ίδιο τρόπο που καταντά τα δάση σε χαρτί τουαλέτας και τα γουρούνια σε παϊδάκια.

Ο καπιταλισμός ενοποιεί τον κόσμο σε μια μοναδική Μητρόπολη. Τριαντάφυλλα, που έχουν συλλεχθεί σε φυτείες στην αγροτική ύπαιθρο του Ισημερινού, πωλούνται την ίδια μέρα στους επιχειρηματίες του Μανχάταν· η εμφάνιση ενός DJ σ’ ένα νυχτερινό κλαμπ στη Βαρκελώνη μεταδίδεται ταυτόχρονα στο Γιοχάνεσμπουργκ. Ειδήσεις, μόδες και ιδέες μεταδίδονται στιγμιαία σ’ ολόκληρο τον κόσμο· κάθε πόλη γεμίζει από τουρίστες και πρόσφυγες από κάθε άλλη πόλη. Οι άνθρωποι ξοδεύουν περισσότερο χρόνο να επικοινωνούν εκατοντάδες μίλια μακριά τους από το να μιλάνε στους γείτονές τους. Η φυσική απόσταση ανάμεσα σε ανθρώπους σε διαφορετικές πόλεις δίνει τη θέση της σε κοινωνική απόσταση μεταξύ ανθρώπων στην ίδια πόλη.

Τα εθνικά σύνορα γίνονται όλο και περισσότερο απαρχαιωμένα ως πλαίσιο για την κατανόηση της οικονομίας. Δεν μπορεί πια κανείς να διακρίνει την εγχώρια οικονομία από την παγκόσμια, αν ήταν ποτέ δυνατό κάτι τέτοιο. Η πλειοψηφία του πλούτου πολλών μεγάλων επιχειρήσεων των ΗΠΑ αποτελείται από τα περιουσιακά τους στοιχεία στο εξωτερικό· το ίδιο έργο μπορεί να ανατεθεί εξωτερικά από την Νέα Υόρκη στο Μουμπάι· μια ιδέα από την Αργεντινή παράγει κέρδη στη Φινλανδία. Ο κόσμος δεν είναι φτιαγμένος από διακριτές φυσικές περιοχές ή πολιτικά σώματα· είναι μια θάλασσα από αλληλοπλεγμένες σχέσεις που, όπως ο αέρας, το νερό και τα θερμά ρεύματα, δεν συμμορφώνονται σε φανταστικά σύνορα-όρια.

Σήμερα τα σύνορα που έχουν σημασία δεν είναι τα οριζόντια, ανάμεσα σε περιοχές, αλλά τα κάθετα, εκείνα που διαιρούν κοινωνικά στρώματα, που επιβάλλονται με τη μία παντού και όχι σε μεμονωμένα σημεία ελέγχου. Αυτά [τα σύνορα] χωρίζουν τη Μητρόπολη σε διαφορετικές ζώνες προνομίων, καθορίζοντας την πρόσβαση στους πόρους και την εξουσία. Τέτοιες ζώνες μπορούμε να συναντήσουμε παντού – ένας μετανάστης “χωρίς χαρτιά” καθαρίζει το σπίτι ενός μέλους του Κογκρέσου για έναν παράνομα χαμηλό μισθό, φρουροί προτείνουν και κραδαίνουν τα όπλα τους στην πύλη ενός ακριβού ξενοδοχείου που στεγάζει Ευρωπαίους επιχειρηματίες, ακριβώς δίπλα σε μια παραγκούπολη στο Νέο Δελχί.

Ποιος κατέχει την απόλυτη εξουσία σ’ αυτό το σύστημα;

Είναι οι ηγέτες του κράτους; Αυτοί μοιάζει να δίνουν λόγο απευθείας στους πλούσιους, προστατεύοντας τα συμφέροντά τους με κάθε κόστος. Είναι οι πλουσιότεροι, οι μεγιστάνες ιδιοκτήτες των μεγάλων επιχειρήσεων, κερδίζοντας από αναρίθμητες έξυπνες επενδύσεις; Κι αυτοί πρέπει να παλεύουν για να διατηρούν τις θέσεις τους καθώς χιλιάδες ανταγωνιστές παλεύουν να τους αντικαταστήσουν. Τι θα λέγαμε για την Κεντρική Τράπεζα, τους τραπεζίτες που διοικούν αυτό το σύστημα; Όταν κάτι πάει στραβά, μοιάζουν τι ίδιο ανίσχυροι και απεγνωσμένοι όπως οποιοσδήποτε άλλος. Είναι μια μυστική συνομωσία των πλουσίων ή των Μασόνων; Αυτό μοιάζει με την επίμονη αντισημιτική ρητορική, που υπονοεί ότι το πρόβλημα είναι η εξουσία μιας ιδιαίτερης ομάδας παρά η δυναμική του ίδιου του συστήματος.

Η μήπως κανείς δεν έχει τον έλεγχο; Οι άνθρωποι μιλούν για την οικονομία όπως μιλάνε για τον Θεό ή τη Φύση, ακόμα κι αν αυτή συνίσταται από τις δικές τους δραστηριότητες και τις δραστηριότητες άλλων, όπως οι ίδιοι. Είναι ένα είδος πίνακα Ouija3 στο οποίο οι ιδιοτελείς ενέργειες των αντίπαλων αθροίζονται σε μια συλλογική αποδυνάμωση. Έχει υπάρξει ποτέ ένας δικτάτορας τόσο τυραννικός όσο και καταστροφικός όπως η αγορά;

Το κεφάλαιο μοιάζει να είναι αυτόνομο. Τη μια ρέει εδώ, την άλλη εκεί· συγκεντρώνεται σε ένα έθνος και στη συνέχεια εξαφανίζεται αφύσικα στο εξωτερικό. Από την οπτική ενός οικονομολόγου, είναι το υποκείμενο της ιστορίας που δρα επάνω μας. Οι κινήσεις του μοιάζουν ασταμάτητες, αναπόφευκτες. Κι όμως, το κεφάλαιο, όπως το ξέρουμε, είναι απλά μια συλλογική παραίσθηση που έχει επιβληθεί στον κόσμο· η ιδιοκτησία είναι “πραγματική” μόνο επειδή εμείς την κάνουμε τέτοια.

Η αγορά ανταμοίβει την δεξιότητα, την ευφυΐα και την τόλμη – αλλά μόνο στον βαθμό που παράγουν κέρδος. Η ουσιώδης ποιότητα που επιλέγεται, φυσικά, γι’ αυτούς στην κορυφή της πυραμίδας, είναι ότι παίρνουν αποφάσεις με βάση τι συγκεντρώνει περισσότερη εξουσία στα χέρια τους. Φορτώνουν στους “πιο κάτω” όλα τα κόστη αυτής της συσσώρευσης εξουσίας που μπορούν – όχι μόνο στους εργάτες και καταναλωτές, και θύματα της μόλυνσης, αλλά επίσης στις συζύγους τους, τις γραμματείς και τις υπηρέτριές τους – αλλά δεν μπορούν να αποφύγουν το γεγονός ότι πρέπει να πάρουν αποφάσεις με βάση οικονομικούς περιορισμούς, διαφορετικά θα χάσουν τις θέσεις τους.

Θα μπορούσε, λοιπόν, να πει κανείς ότι ο καπιταλισμός δίνει εξουσία στα χειρότερα χέρια, αλλά αυτό χάνει την ουσία. Δεν είναι ότι αυτοί που ανταμοίβονται από την οικονομία τείνουν να είναι τα χειρότερα άτομα, αλλά ότι – άσχετα από το πόσο ιδιοτελή ή γενναιόδωρα είναι – οι θέσεις τους εξαρτώνται από συγκεκριμένα είδη συμπεριφορών. Τη στιγμή που ένα διευθυντικό στέλεχος δεν δίνει προτεραιότητα στην κερδοφορία αυτός, ή η εταιρεία του, αντικαθίστανται από έναν πιο αδίστακτο ανταγωνιστή. Για παράδειγμα, σ’ έναν κόσμο στον οποίο οι αποφάσεις των μεγάλων επιχειρήσεων καθορίζονται από την αναγκαιότητα της παραγωγής καλών τριμηνιαίων αποτελεσμάτων, οι διευθύνοντες σύμβουλοι απλά δεν μπορούν να πάρουν αποφάσεις που να βάζουν την οικολογία πάνω από τα κέρδη. Ίσως να προωθούν οικολογικά προϊόντα ή πηγές ανανεώσιμης ενέργειας, αλλά μόνο ως μια εκστρατεία μάρκετινγκ ή κίνηση δημοσίων σχέσεων. Λήψη αποφάσεων με πραγματικό επίκεντρο την οικολογία μπορεί να συμβεί μόνο εκτός αγοράς.

Συνεπώς δεν έχουμε να πιστέψουμε ότι όλα τα διευθυντικά στελέχη είναι κακοί άνθρωποι για να συμπεράνουμε ότι ό ίδιος ο καπιταλισμός είναι ένα πρόβλημα. Αντίθετα, είναι οι υπερασπιστές της ελεύθερης αγοράς που πρέπει να βρουν επιχειρήματα με βάση την ανθρώπινη φύση. Για να δικαιολογήσουν την καταστροφικότητα της οικονομίας, πρέπει να ισχυριστούν ότι κανένα άλλο κοινωνικό σύστημα δεν μπορεί να δώσει κίνητρα στους ανθρώπους και να καλύψει τις ανάγκες τους. Οι ανθρωπολόγοι ξέρουν ήδη ότι αυτό δεν είναι αλήθεια.

Πριν από δυο αιώνες η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων απασχολούνταν στην εξόρυξη πρώτων υλών απευθείας από τη γη: γεωργία, ψάρεμα και εξόρυξη μετάλλων. Η βιομηχανική επανάσταση έσπρωξε μεγάλο μέρος αυτής της εργασιακής δύναμης στη βιομηχανία. Σήμερα, βγαίνουν περισσότερα χρήματα από την βιομηχανία από ποτέ άλλοτε, όμως, λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης, χρειάζονται όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι για να επιτευχθεί η ίδια παραγωγή.

Σε ένα λογικό σύστημα, αυτό θα σήμαινε περισσότερο ελεύθερο χρόνο για όλους μας, αλλά στον καπιταλισμό αυτό απλά εξοικονομεί χρήμα για τους εργοδότες και κάνει δυσκολότερο για τους υπόλοιπους από μας να βρούμε μια δουλειά. Στις φτωχότερες χώρες, παραγκουπόλεις και φτωχογειτονιές λειτουργούν σαν δεξαμενές συγκράτησης για τους άνεργους, κρατώντας τους αρκετά κοντά στα εργοστάσια-κάτεργα, ώστε οι μισθοί να κρατιούνται χαμηλά. Σε πιο εύπορες ζώνες, όλη αυτή η φτηνή εργασία καταλήγει στη βιομηχανία των υπηρεσιών, βοηθώντας τους καπιταλιστές να προωθούν τα προϊόντα τους. Η εξυπηρέτηση πελατών γίνεται όλο και πιο κεντρική στην οικονομία σε σχέση με το εμπόριο· οι μεγαλοεπιχειρήσεις δεν πουλάνε απλά πράγματα, αλλά επίσης προσοχή, φιλοξενία, ενσυναίσθηση, βοήθεια, διάδραση – οτιδήποτε συνηθιζόταν να είναι ελεύθερο τμήμα της κοινωνικής ζωής. Η βιομηχανία υπηρεσιών είναι το λεπτό στρώμα της ζωντανής σάρκας που τεντώνεται πάνω στον σιδερένιο μηχανικό εξοπλισμό της οικονομίας, τροφοδοτώντας τις μηχανές επιθυμίας που την κινούν.

Εν τω μεταξύ, σε μια “παγκοσμιοποιημένη” οικονομία, οι καπιταλιστές μπορούν να μεταφέρουν θέσεις εργασίας σ’ ολόκληρο τον πλανήτη κατά βούληση, παρακάμπτοντας το εργατικό δυναμικό που είναι συνδικαλισμένο ή εξεγερσιακό, εκμεταλλευόμενοι έτσι όσους είναι περισσότερο απελπισμένοι. Όλα αυτά δημιουργούν συνδυαστικά μια κατάσταση στην οποία η απασχόληση είναι όλο και περισσότερο προσωρινή και επισφαλής. Η δημιουργία ενός καλού βιογραφικού γίνεται τόσο σημαντική όσο και η αποταμίευση· ακόμα και οι καφετζήδες κι αυτοί που πλένουν πιάτα φτάνουν να βλέπουν τον εαυτό τους ως επιχειρηματίες που πουλούν όχι μόνο την εργασία τους αλλά και τον εαυτό τους. Κατά παράδοξο τρόπο, και καθώς η επιβίωση γίνεται δυσκολότερη, περισσότεροι άνθρωποι φτάνουν να ταυτίζονται με τον ρόλο τους μέσα στον καπιταλισμό.

Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, ο καπιταλισμός μπαίνει σε μια νέα εποχή κρίσης και αβεβαιότητας. Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, το εργατικό κίνημα είχε, τουλάχιστον, αναγκάσει τους καπιταλιστές να πληρώνουν τους εργάτες αρκετά ώστε να αγοράζουν τα προϊόντα της εργασίας τους. Σήμερα, το παλιό εργατικό κίνημα έχει ξεπεραστεί και όλες οι συνθήκες ειρήνης στον ταξικό πόλεμο έχουν λήξει· αυτό έχει επιτρέψει σε μια χούφτα μεγιστάνων να συσσωρεύσουν τις μεγαλύτερες περιουσίες σ’ ολόκληρη την ιστορία, αλλά διαβρώνει, καταρχάς, την καταναλωτική βάση που υποστηρίζει την συνολική λειτουργία. Δίνει, επίσης, σ’ όλους εμάς τους υπόλοιπους, όλο και λιγότερους λόγους να συμμετέχουμε στο παιχνίδι. Μπορούμε να περιμένουμε ένα καινούριο κύμα συγκρούσεων στις οποίες θα ξαναμπεί σε αμφισβήτηση το ίδιο το μέλλον του καπιταλισμού.

Προσάρτημα

Εργασία: καπιταλισμός, οικονομία, αντίσταση4

Μετά από τόση τεχνολογική πρόοδο, γιατί πρέπει να δουλεύουμε περισσότερο από ποτέ; Πώς γίνεται και, όσο πιο σκληρά δουλεύουμε, τόσο πιο φτωχοί γινόμαστε σε σχέση με τα αφεντικά μας; Όταν η οικονομία καταρρέει γιατί οι άνθρωποι εστιάζουν στο να προστατέψουν τη δουλειά τους ενώ, καταρχήν, σε κανέναν δεν αρέσει να δουλεύει; Μπορεί ο καπιταλισμός να επιβιώσει έναν ακόμα αιώνα κρίσεων;

Το πιο πρόσφατο βιβλίο μας, με τίτλο Work, θέτει αυτά τα ερωτήματα και πολλά άλλα ακόμα. Για να τα απαντήσουμε, πρέπει να επιστρέψουμε στην προηγούμενη ανάλυσή μας για την απασχόληση και να αναπτύξουμε μια πιο εκλεπτυσμένη κατανόηση της οικονομίας. Ξοδέψαμε μήνες μελετώντας μια σκοτεινή ιστορία και συγκρίνοντας σημειώσεις σχετικά με το πώς βιώνουμε την εκμετάλλευση στην καθημερινή ζωή μας, σμιλεύοντας σιγά-σιγά μια μεγάλη ενοποιημένη θεωρία για τον σύγχρονο καπιταλισμό.

Επιπρόσθετα, από το να βγάλουμε το απόσταγμα των ευρημάτων μας σ’ αυτό το βιβλίο, ετοιμάσαμε επίσης και μια αφίσα για να απεικονίσουμε το σύστημα που περιγράφει. Η αφίσα βασίζεται σε μια κλασσική εικονογράφηση της πυραμίδας του καπιταλιστικού συστήματος που εκδόθηκε στον Industrial Worker το 1911. Με τη βοήθεια του Packard Jennings, έχουμε δημιουργήσει μια καινούρια εκδοχή, πολύ πιο λεπτομερή από την αρχική και επικαιροποιημένη, ώστε να αποδίδει όλους τους μετασχηματισμούς των τελευταίων εκατό χρόνων.

Από κοινού, το βιβλίο και η αφίσα, εξερευνούν τις θέσεις που καταλαμβάνουμε μέσα σ’ αυτή την πυραμίδα και την “μηχανική” που την συντηρεί. Από τη βιομηχανική επανάσταση μέχρι το Διαδίκτυο, από τον αποικισμό της Αμερικής μέχρι την έκρηξη του τομέα των υπηρεσιών και το χρηματιστήριο, από την οικονομική κρίση του 2008 μέχρι τις εξεγέρσεις που λαμβάνουν χώρα ακριβώς τώρα σ’ ολόκληρο τον κόσμο, το Work προσφέρει μια επισκόπηση του πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός τον 21ο αιώνα και τι μπορούμε να κάνουμε για να πάμε πέρα απ’ αυτόν.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://crimethinc.com/posters/capitalism-is-a-pyramid-scheme. Εκεί θα βρείτε και την ίδια την αφίσα.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: motor cities.

3 Στμ. Ο πίνακας Ouija, γνωστός, επίσης, ως πίνακας των πνευμάτων, είναι ένας επίπεδος πίνακας με τα γράμματα της αλφαβήτου, τους αριθμούς 0-9, τις λέξεις ναι, όχι, γεια και αντίο που συνοδεύονται από άλλες διάφορες λέξεις και σχήματα.

4 Στμ. Για λόγους πληρότητας παραθέτουμε εδώ και το μικρό κείμενο παρουσίασης του βιβλίου Work: https://crimethinc.com/books/work.

Βραζιλία: η εναλλακτική στον Φασισμό δεν είναι η Δημοκρατία

των CrimethInc1

 

Στη Βραζιλία, ο Jair Bolsonaro (Ζαΐχ Μπολσονάρου), φασίστας υποστηρικτής της δικτατορίας και των μαζικών δολοφονιών, κέρδισε τις εκλογές. Ποιος χρειάζεται ένα στρατιωτικό πραξικόπημα όταν χρησιμοποιείς την ψήφο για να πετύχεις το ίδιο ακριβώς πράγμα; Έχουμε ήδη εξερευνήσει λεπτομερώς πώς η αριστερά και τα κόμματα του κέντρου έστρωσαν τον δρόμο γι’ αυτό. Από τη Βραζιλία μέχρι τη Γαλλία, κόμματα σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, έχουν αφήσει κάθε πρόσχημα προσφοράς κάποιας λύσης στα κοινωνικά προβλήματα, άλλη από την κλιμάκωση της κρατικής βίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν αποτελεί έκπληξη ότι πολιτικοί που αντιπροσωπεύουν ρητά την αστυνομία και τον στρατό έρχονται στην εξουσία, καθώς έχουν γίνει οι κινητήριοι μοχλοί του ίδιου του κράτους.

Η καρδιά μας είναι με τους συντρόφους μας στη Βραζιλία, που έχουν ήδη βιώσει τεράστιας έντασης κρατική καταστολή και καπιταλιστική βία – και τώρα θα αντιμετωπίσουν πολύ χειρότερη. Ίσως η άμεση αντίσταση που υποδέχτηκε την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να χρησιμεύσει σαν ένα χρήσιμο σημείο αναφοράς. Όμως, εξαιτίας των ιδιαίτερων τρόπων με τους οποίους η Βραζιλία βρίσκεται στο άκρο εκείνο που δέχεται την αποικιακή βία, το κύμα εθνικισμού, που έχει ήδη κορυφωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, θα περιλαμβάνει πολύ σκληρότερη βία εκεί. Απευθύνουμε παγκόσμια έκκληση, να είμαστε προετοιμασμένοι να κινητοποιηθούμε δείχνοντας την αλληλεγγύη μας με όσους στοχοποιούνται στις επιθέσεις που ο Bolsonaro έχει υποσχεθεί ότι θα εξαπολύσει.

Ως αναρχικοί, δεν πιστεύουμε ότι οι εκλογές νομιμοποιούν οποιοδήποτε κυβερνητικό κόμμα. Καμμιά εκλογική διαδικασία δεν θα μπορούσε να νομιμοποιήσει την αστυνομική βία, την ομοφοβία, τον ρατσισμό ή τον μισογυνισμό στα μάτια μας, ούτε τις φυλακές, τα σύνορα ή την καταστροφή του φυσικού κόσμου απ’ τον οποίο εξαρτάται η επιβίωση όλων. Καμμιά ψήφος δεν θα μπορούσε να δώσει πληρεξούσιο σε οποιονδήποτε θέλει να κυριαρχεί πάνω στους άλλους. Ο κανόνας της πλειοψηφίας είναι τόσο απεχθής σε μας όσο και η δικτατορία: αμφότερα κάνουν τον καταναγκασμό την θεμελιώδη βάση της πολιτικής.

Το σημαντικό ζήτημα δεν είναι πώς θα βελτιώσουμε τη δημοκρατία· θεμελιωδώς, η δημοκρατία είναι ένα μέσο νομιμοποίησης των κυβερνήσεων ώστε οι άνθρωποι να δέχονται οτιδήποτε αυτές τους επιβάλλουν, άσχετα από το πόσο τυραννικές και καταπιεστικές είναι. Το σημαντικό ζήτημα είναι πώς θα υπερασπίσουμε ο ένας την άλλη από τη βία του κράτους· πώς θα βρούμε τρόπους να καλύπτουμε τις ανάγκες μας που να μην εξαρτώνται από την ομοφωνία ή τον καταναγκασμό· πώς να συνεργαζόμαστε και να συνυπάρχουμε, μάλλον, παρά να ανταγωνιζόμαστε για την εξουσία. Καθώς όλο και περισσότερα καταπιεστικά καθεστώτα παίρνουν την εξουσία στον κόσμο, θα πρέπει να τελειώνουμε επιτέλους με τις αυταπάτες μας σχετικά με την “καλή” δημοκρατική διακυβέρνηση, και να οργανωθούμε για να αλληλοπροστατευτούμε με οποιοδήποτε μέσο είναι αναγκαίο.

Το αντίθετο στον φασισμό δεν είναι η δημοκρατία. Το αντίθετο στον φασισμό είναι η ελευθερία· είναι η αλληλεγγύη· είναι η άμεση δράση· είναι η αντίσταση. Αλλά δεν είναι η δημοκρατία. Η δημοκρατία, για μια ακόμα φορά, είναι ο μηχανισμός που έφερε τους φασίστες στην εξουσία.

Τους πρόσφατους μήνες, οι σύντροφοί μας στη Βραζιλία, την Ελλάδα και τη Γερμανία εξέδωσαν μεταφράσεις του βιβλίου Από τη Δημοκρατία στην Ελευθερία2, την ανάλυσή μας για τα νήματα που συνδέουν τη δημοκρατία με τον φασισμό. Προσφέρουμε αυτές τις μεταφράσεις εδώ – σε περίπτωση που ο ιστότοπος της ομάδας από τη Βραζιλία δεν είναι διαθέσιμος – μαζί με μια αγγλική μετάφραση του επιλόγου από τη γερμανική μετάφραση. Οι σύντροφοί μας στη Γερμανία οργανώνουν επίσης δημόσιες παρουσιάσεις για το βιβλίο3.

Περισσότερα σχετικά με το γιατί τα δημοκρατικά κινήματα της περιόδου 2010-2014 έφτασαν σε ένα αδιέξοδο, δίνοντας τη δυνατότητα σε ακροδεξιές ομάδες να ιδιοποιηθούν τη ρητορική τους και να πάρουν την πρωτοβουλία, διαβάστε αυτή την ανάλυση που δημοσιεύσαμε πριν από τις εκλογικές στη Σουηδία τον προηγούμενο μήνα.

Επίλογος από τους Γερμανούς εκδότες

Πριν εκδοθεί το παρόν βιβλίο, παρουσιάσαμε συζητήσεις σχετικά με τη δημοκρατία μαζί με συντρόφους από τις ΗΠΑ και τη Σλοβενία σε αυτόνομα κέντρα σε διάφορα μέρη στη Γερμανία. Αν και κανένα από τα κείμενα στο Από τη Δημοκρατία στην Ελευθερία δεν ασχολείται ρητά με την κατάσταση στη Γερμανία, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε αρκετά παρόμοιες εμπειρίες – το αντίθετο.

Το Κράτος

Λίγες βδομάδες πριν από τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2017, ένα προπαγανδιστικό βαν κυκλοφορούσε εκ μέρους της Bundestag, του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου της Γερμανίας. Μοίραζαν καπέλα μπέηζμπολ και γλυκά που είχαν σχεδιασμένο το Bundesadler, το εθνόσημο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (που έχει επανέλθει σε χρήση από τη σημερινή γερμανική κυβέρνηση), καθώς και προπαγανδιστικά φιλμ για φοιτητές σχετικά με την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οι διοργανωτές έδωσαν έμφαση στο πόσο δημοκρατική είναι η Γερμανία. Αυτό το είδος επιθετικής διαφήμισης ήταν προφανώς για ένα σύστημα που έχει κάθε λόγο να φοβάται για την ίδια τη νομιμοποίησή του.

Τα Κόμματα

Όλα τα κόμματα που αντιπροσωπεύονται στην Bundestag ισχυρίζονται ότι η δημοκρατία είναι ένα από τα κεντρικά τους ζητήματα. Το SPD θέλει να ρισκάρει “βάζοντας” περισσότερη δημοκρατία, όπως είπε ο Βίλλυ Μπραντ· οι Πράσινοι θέλουν να διευρύνουν τη δημοκρατία· η Αριστερά απλά θέλει περισσότερη δημοκρατία· οι φιλελεύθεροι θέλουν να ξαναζωντανέψουν την δημοκρατία· και η ρατσιστική, νεοφασιστική AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) παρουσιάζεται η ίδια ως ένα κόμμα της άμεσης δημοκρατίας. Η είσοδος της AfD στο Κοινοβούλιο επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά ότι η συνηγορία υπέρ της άμεσης δημοκρατίας πολύ δύσκολα αποτελεί μια εγγύηση μιας χειραφετητικής πολιτικής.

Οτιδήποτε κάνουμε, οτιδήποτε απαιτούμε, πρέπει να εξασφαλίζουμε πως τονίζουμε γιατί παλεύουμε, ώστε να προστατεύουμε τις ιδέες μας και τη ρητορικη μας από την οικειοποίησή τους από συντηρητικές ή φασιστικές ομάδες που μάχονται για το ακριβώς αντίθετο από αυτό που αγωνιζόμαστε εμείς.

Κοινωνία των Πολιτών”

Αυτοί που προωθούν πρωτοβουλίες για “περισσότερη” ή “άμεση” δημοκρατία αρέσκονται να παρουσιάζουν τους εαυτούς σαν θαρραλέους ή ακόμα και επαναστάτες μαχητές ενάντια στην κρατούσα πολιτική τάξη – όταν στην πραγματικότητα το μόνο που θέλουν είναι ένα άλλο είδος αντιπροσώπευσης. Συνέδρια με ονόματα όπως “Η Δημοκρατία χρειάζεται Κίνημα” είναι ένα παράδειγμα αυτής της εξέλιξης. Ως άτομα που εκφραζόμαστε ασυμβίβαστα ενάντια σε οποιαδήποτε μορφή δημοκρατίας, μιλήσαμε, παρ’ όλα αυτά, εκεί· ο κόσμος “στράβωσε”4 γιατί οι θέσεις και οι στόχοι μας δεν μπορούν να εφαρμοστούν στο πλαίσιο μιας καλλίτερης δημοκρατίας.

Για πολλούς είναι αδύνατον να φανταστούν ότι μπορεί να υπάρξει κάτι άλλο. Αυτό είναι ένα από τα προβλήματα με τη δημοκρατία: περιορίζει αυτό που μπορούμε να φανταστούμε.

Το Κίνημα

Στους αντικαπιταλιστικούς αγώνες στο Βερολίνο, συναντήσαμε κόσμο που φαινόταν να πιστεύει ότι κάνοντας σήματα με τα χέρια του στη διάρκεια συναντήσεων αντιπροσώπευε την επιτομή της επαναστατικής συμπεριφοράς. Μερικοί άνθρωποι μας είπαν ότι οι μέθοδοι της επικοινωνίας και της λήψης αποφάσεων θα έπρεπε να έχουν προτεραιότητα σε σχέση με τα αποτελέσματα. Μερικοί δεν το έβλεπαν σαν πρόβλημα ότι η μορφή λήψης αποφάσεων που είχαν επιλέξει είχε σαν αποτέλεσμα την μόνιμη παρεμπόδιση οποιασδήποτε σημαντικής μορφής δράσης.

Όλα αυτά γιατί, για πρώτη φορά στη ζωή τους, καταλάβαιναν τον εαυτό τους ως ένα σημαντικό κομμάτι ενός εργαλείου. Δεν ήταν αναμενόμενο από μας να καταστρέψουμε αυτό το συναίσθημα ότι τελικά θα το πετυχαίνανε. Αλλά το κάναμε έτσι κι αλλιώς.

Προσπαθήσαμε να προσαρμοστούμε στους προτεινόμενους κανόνες των “μη-βίαιων ακτιβιστών” ώστε να μπορέσουμε να συνεργαστούμε μαζί τους. Στη διαδικασία της λήψης αποφάσεων μαζί τους, χρησιμοποιήσαμε το δικαίωμα του βέτο για να μπλοκάρουμε μια απόφαση που μάς φαινόταν απαράδεκτη. Ανακαλύψαμε ότι το δικό μας βέτο ήταν λιγότερο σημαντικό από το βέτο άλλων. Στο τέλος, έπρεπε να κουβεντιάσουμε αν θα έπρεπε να υπάρχει βέτο στο δικό μας βέτο.

Για μια φορά ακόμα, είδαμε ότι οι επίσημες μέθοδοι λήψης αποφάσεων διαρκούν μόνο όσο εξυπηρετούν τα συμφέροντα αυτών που τις εισαγάγουν.

Όταν συμμετείχαμε στις συζητήσεις για την προετοιμασία των δράσεων αποκλεισμού της Συνόδου G20, αποφασίσαμε να κινηθούμε στρατηγικά: καθίσαμε σε διαφορετικές θέσεις στις συναντήσεις, χωριστήκαμε σε διαφορετικές ομάδες εργασίας. Το κάναμε αυτό για να εμποδίσουμε ακόμα χειρότερες προσπάθειες χειραγώγησης, να μπλοκάρουμε εξουσιαστικές προσπάθειες ελέγχου της διαδικασίας από την αρχή, να επηρεάσουμε τον διάλογο. Κάνοντάς το αυτό, μάθαμε κάτι για το ίδιο το δικό μας δυναμικό – και αυτό μας τρόμαξε. Είδαμε ότι μπορούσαμε να παίξουμε κι εμείς αυτό το παιχνίδι: ξέραμε τους μηχανισμούς και μπορούσαμε να κάνουμε τα ίδια “κόλπα”. Γνωρίζαμε πώς και πότε να διατυπώσουμε μια ερώτηση αν θέλαμε να είμαστε εμείς αυτοί που θα καθορίζαμε προς τα πού θα πήγαινε η κουβέντα – πώς να φιξάρουμε τη σειρά των σημείων στην ατζέντα – πότε να ορίσουμε τον χρόνο έναρξης σε μια συνάντηση. Μερικές φορές δεν φοβόμασταν απλά τους εαυτούς μας, αλλά και αηδιάζαμε – γιατί προσπαθώντας να ανατρέψουμε κάθε αυθεντία/ιεραρχία, μπήκαμε στον πειρασμό να επιδιώξουμε να πάρουμε το δικό μας μερίδιο από την πίτα.

Αυτή η εμπειρία μας έδωσε ακόμα περισσότερους λόγους να είμαστε κριτικού απέναντι στο δημοκρατικό πλαίσιο.

Αλλά δεν συναντήσαμε την αντιπαράθεση σχετικά με τη δημοκρατία μόνο σε πρακτικούς αγώνες στον δρόμο. Μπορούμε να την βρούμε και σε λίγα θεωρητικά κείμενα από γερμανόφωνες χώρες. Μπορούμε να συστήσουμε αυτές τις δύο εκδόσεις:

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://crimethinc.com/2018/10/29/brazil-the-alternative-to-fascism-is-not-democracy-from-democracy-to-freedom-in-portuguese-greek-and-german.

2 Στμ. Το αγγλικό πρωτότυπο είναι διαθέσιμο εδώ: https://crimethinc.com/books/from-democracy-to-freedom.

3 Στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλληλεγγύη (https://athens.indymedia.org/post/1591484) και είναι διαθέσιμο εδώ: https://cloudfront.crimethinc.com/assets/articles/2018/10/29/%20Apo-ti-dimokratia-stin-eleftheria.pdf. Επίσης παρουσιάστηκε σε μια σειρά έκδηλώσεων, πχ. από το Κενό Δίκτυο, τον Σεπτέμβρη του 2018 (http://voidnetwork.gr/2018/09/12/from-freedom-to-democracy-tour-greece).

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: “rose their eyebrows”, ιδιωματισμός που σημαίνει έκπληξη, ξάφνιασμα, συνήθως δυσάρεστο.