Το κίνημα ως πεδίο μάχης: παλεύοντας για την ψυχή του κινήματος των “κίτρινων γιλέκων”

CrimethInc1

Ως αντίδραση στην πρόταση του Εμμανουέλ Μακρόν για αύξηση στον φόρο καυσίμων για “περιβαλλοντικούς” λόγους, η Γαλλία γνωρίζει αρκετές εβδομάδες αναταραχών σχετιζόμενων με το κίνημα των κίτρινων γιλέκων. Αυτή η “από τα κάτω” εξέγερση απεικονίζει πώς οι αντιφάσεις του σύγχρονου κεντρισμού – όπως η ψευδής διχοτόμηση ανάμεσα στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη θεώρηση των αναγκών των φτωχών – μπορεί να προσφέρει εύφορο έδαφος για τους λαϊκιστές και τους εθνικιστές. Την ίδια στιγμή, η αυξανόμενη εμπλοκή αναρχικών και άλλων αυτόνομων επαναστατών στην αναταραχή εγείρει σημαντικά ερωτήματα. Αν ακροδεξιές ομάδες μπορούν να σφετερίζονται κινήματα, όπως το έκαναν στην Ουκρανία και τη Bραζιλία, μπορούν οι αντικαπιταλιστές και οι αντιεξουσιαστές να τα επαναπροσανατολίσουν προς λύσεις που να στοχοποιούν περισσότερο το σύστημα;

Την Τρίτη, 4 Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση Μακρόν προσέφερε την πρώτη της παραχώρηση, καθυστερώντας την εφαρμογή του φόρου στα καύσιμα για έξι μήνες. Αλλά η ιστορία δεν έχει φτάσει ακόμα στο αποκορύφωμά της. Οι διαμαρτυρίες και η αστυνομική βία συνεχίζονται αμείωτες σε ολόκληρη τη Γαλλία· τώρα εμπλέκονται και νταλικέρηδες και οι μαθητές. Tο μοντέλο των κίτρινων γιλέκων έχει ήδη διαδοθεί στο Bέλγιο και υπάρχουν καλέσματα για διαμαρτυρίες στην Ισπανία και τη Γερμανία.

Αλλη μια μέρα δράσης έχει καλεστεί γι’ αυτό το Σάββατο· για πρώτη φορά από την έναρξη του κινήματος τα συνδικάτα ανακοίνωσαν επίσημα ότι θα συμμετάσχουν. Σιδηροδρομικοί, φοιτητές και αντιρατσιστές καλούν τον κόσμο να συγκεντρωθεί στις 10 το πρωί κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό του Σαιν Λαζάρ. Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι σχεδιάζεται ένα άλλο, αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό, μπλοκ για το Σάββατο. Σε απάντηση, η κυβέρνηση προετοιμάζεται να ενισχύσει την κρατική βία ακόμα μια φορά. Όλα τα μέλη της λένε ότι “φοβούνται πραγματικά για το Σάββατο”.

Και, όπως φαίνεται συνηθισμένο αυτές τις μέρες, κανείς από καμμιά πλευρά της σύγκρουσης δεν μοιάζει να έχει κάποια στρατηγική στο μυαλό πέρα από τη συνέχιση της κλιμάκωσης.

Ποιος θα ωφεληθεί, όμως, από αυτή την κλιμάκωση; Θα ριζοσπαστικοποιήσει τον απλό κόσμο στο να υπερασπίσει τη ζωή του απέναντι στα νεοφιλελεύθερα μέτρα λιτότητας με μέσο την άμεση δράση; Θα προσφέρει στο κράτος μια νέα δικαιολογία για περαιτέρω κατασταλτικούς νόμους και μέτρα; Θα φέρει μια ακροδεξιά εθνικιστική κυβέρνηση στην εξουσία στη θέση της κυβέρνησης Μακρόν;

Παρόμοια, αν αυτό το εσωτερικά αντιφατικό κίνημα εξαπλωθεί σε άλλα μέρη της Ευρώπης, ποιες πτυχές του θα εξαπλωθούν; Θα υποκαταστήσουν τον ξενοφοβικό λαϊκισμό με μια λαϊκή οργή σχετικά με την οικονομία, καθαρίζοντας τον δρόμο για ένα καινούριο κύμα αντικαπιταλισμού; Θα προσφέρουν ένα όχημα για την ακροδεξιά για να δημιουργήσει έναν “από τα κάτω” εθνικισμό, ανοίγοντας μια καινούρια εποχή φασιστικής βίας στον δρόμο; Θα εξακολουθήσει να είναι ένα πεδίο μάχης στο οποίο εθνικιστές, αναρχικοί και άλλοι θα ανταγωνίζονται να καθορίσουν ποια μορφή θα πάρει τα επόμενα χρόνια η αντιπολίτευση στους κεντρώους όπως ο Μακρόν;

Στηις Ηνωμένες Πολιτείες, σε λιγότερο αντιδραστικούς καιρούς, το κίνημα Occupy είδε να αναδύονται μερικές από τις ίδιες συγκρούσεις. Νομιμόφρονες φιλελεύθεροι, αριστεριστές πασιφιστές, εξεγερσιακοί αναρχικοί, ακροδεξιοί κρυφο-φασίστες και ανένταχτοι απλοί εξαγριωμένοι άνθρωποι όλοι συνέκλιναν στο κίνημα και πολέμησαν για να καθορίσουν τον χαρακτήρα του. Αρχικά δεν ήταν καθαρό κατά πόσον το Occupy θα ήταν πιο χρήσιμο για τους μεσοαστούς δημοκράτες, τους δεξιούς συνομωσιολόγους θεωρητικούς ή τους πραγματικά φτωχούς και απελπισμένους· στην πραγματικότητα, τον Σεπτέμβρη του 2011, ακούσαμε, σχετικά με το Occupy, κάτι από τον ίδιο πεσιμισμό που ακούσαμε από αναρχικούς σχετικά με το κίνημα των κίτρινων γιλέκων τον Νοέμβρη του 2018. Όμως, μετά από μερικές εβδομάδες, αναρχικοί και άλλοι μαχητικοί αντίπαλοι του καπιταλισμού και της λευκής υπεροχής πήραν την πρωτοβουλία, ειδικά στο Occupy Oakland, εστιάζοντας το κίνημα να σταθεί απέναντι στις ριζικές αιτίες της φτώχειας και εξασφαλίζοντας ότι αρκετός κόσμος, από αυτόν που ριζοσπαστικοποιήθηκε στη διάρκεια του Occupy, υιοθέτησε χειραφετητικές και όχι αντιδραστικές πολιτικές.

Είδαμε αυτή τη διαδικασία των αντιθέσεων να εμφανίζεται και στην Ουκρανία δύο χρόνια αργότερα2, όταν οι φασίστες απέκτησαν την πρωτοβουλία με την ίδια ακριβώς προσέγγιση που χρησιμοποίησαν οι αναρχικοί στο Occupy Oakland – μπαίνοντας στην πρώτη γραμμή στις συγκρούσεις με την αστυνομία και διώχνοντας τους πολιτικούς τους αντιπάλους από τους οργανωτικούς χώρους.

Σήμερα, η ακροδεξιά έχει σημειώσει αξιόλογα κέρδη σε σχέση με το 2014, και οι συγκρούσεις σε παγκόσμιο επίπεδο διεξάγονται σε έναν πολύ πιο άγριο βαθμο απ’ ό,τι στις μέρες του Occupy. Η Γαλλία έχει μακρά ιστορία στα κινήματα για την απελευθέρωση, περιλαμβάνονοντας πολλούς έντονους αγώνες την τελευταία μιάμιση δεκαετία. Ευτυχώς, οι αγώνες αυτοί έχουν δημιουργήσει ισχυρά δίκτυα που δεν θα αφήσουν τους εθνικιστές να πάρουν προβάδισμα στο να καθορίσουν πώς θα μοιάζουν τα κοινωνικά κινήματα στη Γαλλία.

Αλλά ακόμα κι αν καταλάβουμε το ίδιο το κίνημα σαν πεδίο μάχης, αυτό μόνο περισσότερα ερωτήματα βάζει. Ποιος είναι ο καλλίτερος τρόπος να επηρεάσουμε τον χαρακτήρα του κινήματος; Πώς εμπλεκόμαστε σ’ αυτόν τον αγώνα έτσι που το κίνημα να μην εξασθενίσει, προσφέροντας το πλεονέκτημα στην αστυνομία; Πώς παραμένουμε εστιασμένοι στο να συνδεθούμε με άλλους απλούς συμμετέχοντες στο κίνημα αντί να κολλήσουμε στη λάσπη μιας “ιδιωτικής” μάχης με τους φασίστες;

Για να διερευνήσουμε αυτά τα ερωτήματα πιο λεπτομερειακά, θα παρουσιάσουμε την ακόλουθη επικαιροποιημένη πληροφόρηση από τη Γαλλία. Αυτή η αναφορά συνεχίζει από κει που είχε σταματήσει η προηγούμενη ανάλυσή μας, στον απόηχο της διαδήλωσης των κίτρινων γιλέκων στις 24 Νοεμβρίου.

Ο απόηχος της 24ης Νοεμβρίου

Πριν από μια εβδομάδα, πλήρης σύγχυση βασίλευε σχετικά με το κίνημα των κίτρινων γιλέκων – και εντός του κινήματος. Το αυτοχαρακτηριζόμενο ως “χωρίς αρχηγούς”, “αυθόρμητο” και “απολίτικο” κίνημα ενάντια στην αύξηση των φόρων στα καύσιμα είχε φτάσει στο πρώτο αδιέξοδό του. Πώς θα μπορούσε το κίνημα να παραμείνει ενωμένο όταν συμμετείχε κόσμος από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα με εντελώς αντίθετες απόψεις σχετικά με την αντιμετώπιση της κυβέρνησης, τι είδους τακτικές να εφαρμοστούν και γύρω από ποια αφηγήματα να πορευτούν; Την ίδια στιγμή, πώς θα μπορούσε τα κίνημα να αντισταθεί στις προσπάθειες από πολιτικούς τυχοδιώκτες και κομματικούς ηγέτες να το αφομοιώσουν, συνεχίζοντας ταυτόχρονα να πιέζει; Το κίνημα των κίτρινων γιλέκων διασπαζόταν σχετικά με αυτά τα ζητήματα.

Την ημέρα μετά την διαδήλωση στο Παρίσι το Σάββατο στις 24 Νοεμβρίου, που είδε τη λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων να μεταμορφώνεται σε ένα πεδίο μάχης ανάμεσα στους διαδηλωτές και την αστυνομία, ένα κομμάτι του κινήματος εξέλεξε οχτώ επίσημους εκπροσώπους. Κάνοντας κάτι τέτοιο, ήλπιζαν να επαναεισάγουν μια καλή παλιομοδίτικη ιεραρχία και συγκεντρωτισμό στο κίνημα, ώστε να εδραιώσουν έναν διάλογο με την κυβέρνηση.

Για άλλη μια φορά, με αυτές τις εκλογές, δεν ήταν εύκολο να διατηρηθεί ο φαινομενικά “απολίτικος” χαρακτήρας του κινήματος των κίτρινων γιλέκων. Δυο από τους μόλις εκλεγμένους εκπροσώπους είχαν σχέσεις με την ακροδεξιά:

  • Ο Thomas Mirallès είχε κατέβει ως υποψήφιος με το Εθνικό Μέτωπο (τώρα Rassemblement National) στις δημοτικές εκλογές του 2014. Για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, περιγράφει αυτή την εμπειρία ως ένα “νεανικό λάθος” και δίνει έμφαση στο ότι έκτοτε “δεν έχει ξαναπάρει μέρος σε καμμιά εκστρατεία”.

  • Στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, ο Eric Drouet έχει μοιραστεί ένα βίντεο στο οποίο καταφέρεται εναντίον των μεταναστών και έχει εκφράσει επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται από την ξενοφοβική ακροδεξιά. Ξέροντας ότι αυτό θα μπορούσε να αμαυρώσει την τωρινή “αξιοσέβαστη” εικόνα του ως εκπροσώπου του κινήματος, διέγραψε όλες τις αναρτήσεις του στο πριν από τις 18 Νοεμβρίου.

Όμως, οι εκλογές αυτές απορρίφθηκαν από ένα άλλο κομμάτι του κινήματος, που αρνήθηκε να πέσει στις παγίδες της εκπροσώπησης και της διαπραγμάτευσης. Μερικά “κίτρινα γιλέκα” απέρριψαν ρητά την ιδέα της εκπροσώπησης: αντί της ύπαρξης ενός εκπροσώπου, η ιδέα είναι ότι καθένας/καθεμιά που συμμετέχει θα πρέπει να μιλάει για τον εαυτό του/της. Επιπλέον, μετά τις έντονες συγκρούσεις που έλαβαν χώρα στη διάρκεια της διαδήλωσης της 24ης Νοεμβρίου στο Παρίσι, αρκετοί τοπικοί διοργανωτές αποφάσισαν να αποστασιοποιηθούν από το κίνημα.

Η αντιπαράθεση εντός του κινήματος δεν σταμάτησε, όμως, κάποιους αποφασισμένους από τα κίτρινα γιλέκα να καλέσουν άλλη μια μέρα δράσης το Σάββατο 1η Δεκεμβρίου, με σκοπό να αυξήσουν την πίεση στην κυβέρνηση ώστε να ανακαλέσει τον φόρο – ή απλά να αποσταθεροποιήσουν την ίδια την κυβέρνηση. Ο τόνος είχε δωθεί!

Η κυβέρνηση δοκιμάζει τον διάλογο

Είναι φανερό, τώρα, ότι η γαλλική κυβέρνηση δεν περίμενε να κλιμακωθεί η οργή των διαδηλωτών, προκαλώντας ώρες ταραχών στο Παρίσι. Όταν εμφανίστηκε άλλο ένα κάλεσμα για διαδήλωση στο Παρίσι το επόμενο σαββατοκύριακο, η κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι χάνει τον έλεγχο της κατάστασης. Αυτός είναι ο λόγος που, μετά από εβδομάδες έκφρασης περιφρόνησης προς το κίνημα των κίτρινων γιλέκων, μέλη της κυβέρνησης άλλαξαν στρατηγική ελπίζοντας να κατευνάσουν την κατάσταση. Από αυτή την άποψη, η απόφαση εκλογής επίσημων εκπροσώπων για το κίνημα ήταν ένα στρατηγικό λάθος, καθώς διευκόλυνε τις προσπάθειες της κυβέρνησης να θεμελιώσει έναν “διάλογο”, στον οποίο οι πολιτικοί θα υπαγόρευαν τους όρους στους εκπροσώπους, οι οποίοι, με τη σειρά τους, θα τους υπαγόρευαν στους συμμετέχοντες.

Την Τρίτη 27 Νοεμβρίου, ο πρόεδρος Μακρόν έκανε μια δημόσια ομιλία με σκοπό να παρουσιάσει την δημιουργία του Ανώτατου Συμβουλίου για το Κλίμα, αποστολή του οποίου είναι να “προσφέρει μια ανεξάρτητη οπτική στην πολιτική της κυβέρνησης για το κλίμα”. Στη διάρκεια της ομιλίας, ο πρόεδρος Μακρόν άλλαξε τη στρατηγική του θέτοντας ευθέως μερικά από τα αιτήματα και τις ανησυχίες των κίτρινων γιλέκων, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως ένα παιδαγωγό πρόθυμο να ακούσει αυτά που έχει να πει ο κόσμος. Αυτή η πολιτική μασκατάτα απέτυχε· πολλά μέλη του κινήματος των κίτρινων γιλέκων απέρριψαν τη λεγόμενη “χείρα βοηθείας” που πρόσφερε ο πρόεδρος και επέκριναν της υποκρισία του, καθώς ο Μακρόν είχε, μόλις εκείνο το ίδιο πρωί, αρνηθεί κατηγορηματικά να συναντήσει κάποιους από τα κίτρινα γιλέκα.

Αργότερα μέσα στην ημέρα, μετά από αίτημα του προέδρου Μακρόν, ο υπουργός Οικολογικής Μετάβασης François de Rugy, δέχτηκε τις ηγετικές μορφές του κινήματος. Αυτή η συνάντηση υποτίθετο ότι θα εδραίωνε ένα είδος διαλόγου ανάμεσα στην κυβέρνηση και το κίνημα με σκοπό την εύρεση μιας διεξόδου από την κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, μετά από δύο ώρς, το αδιέξοδο παρέμενε. Χωρίς να έχουν πειστεί από την ανταλλαγή αυτή με τον υπουργό, δύο εκπρόσωποι των κίτρινων γιλέκων επαναεπιβεβαίωσαν την πρόθεση του κινήματος για την πραγματοποίηση της πορείας το Σάββατο 1η Δεκεμβρίου.

Καταλαβαίνοντας ότι η κατάσταση κλιμακωνόταν καθώς όλο και περισσότερα κγ απέρριπταν την ιδέα του διαλόγου και έμεναν πιστοί στο μάζεμα στους δρόμους, η κυβέρνηση προσπάθησε για μια ακόμα φορά να θεμελιώσει τον διάλογο. Στις 30 Νοεμβρίου ο πρωθυπουργός Edouard Philippe προσκάλεσε τους οκτώ εκπροσώπους του κινήματος σε μια συνάντηση. Και η συνάντηση αυτή ήταν επίσης μια αποτυχία: στο τέλος μόνο ένας από τους εκπροσώπους συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Ενεργειακής Μετάβασης. Ένας δεύτερος, ο Jason Herbert, έφυγε από την συνάντηση λίγο μετά το ξεκίνημά της.

Ένα εύφορο έδαφος για λαϊκιστές

Την ίδια εβδομάδα, το αυτοαποκαλούμενο “νομιμόφρον” και “επίσημο” κομμάτι του κινήματος, συμπεριλαμβανομένων των εκλεγμένων ηγετών και εκπροσώπων των κίτρινων γιλέκων, παρουσίασαν στα παραδοσιακά ΜΜΕ μια λίστα με 42 αιτήματα. Κοιτώντας τη λίστα, είναι εύκολο να δούμε τη σύγχυση μέσα στο κίνημα, αλλά και να ταυτοποιήσουμε μερικές από τις πολιτικές επιρροές που μοιράζονται οι πρωταγωνιστές του.

Η λίστα περιλαμβάνει αιτήματα από κάθε θέση του πολιτικού φάσματος. Υπάρχουν κοινωνικά αιτήματα, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, η καταπολέμηση της έλλειψης στέγης και η αύξηση της οικονομικής βοήθειας στα άτομα με ειδικές ανάγκες. Αλλά υπάρχουν και αντιδραστικά αιτήματα όπως η απέλαση των μεταναστών που δεν έχουν πάρει το δικαίωμα στο άσυλο, η παρεμπόδιση της μετανάστευσης, η ανάπτυξη μιας πολιτικής αφομοίωσης όσων [μεταναστών] θέλουν να ζήσουν στη Γαλλία, η αύξηση της προεδρικής θητείας από τα 5 στα 7 χρόνια και η αύξηση της χρηματοδότησης του υπουργείου Δικαιοσύνης, της αστυνομίας και του στρατού.

Μαζί με αυτά τα αιτήματα, βλέπουμε, επίσης, την “κλασσική” πλέον αντίθεση στην αύξηση των φόρων στο πετρέλαιο καθώς και μερικά οικολογικά, προστατευτικά και εθνικιστικά επιχειρήματα. Το “νομιμόφρον” και “επίσημο” κομμάτι του κινήματος έπαιζε ένα επικινδυνο παιχνίδι δίνοντας στους λαϊκιστές από την αριστερά και τη δεξιά λόγους να υποστηρίζουν το κίνημα, αν όχι ακόμα και τη δυνατότητα να το αφομοιώσουν εντελώς.

Ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν, ηγέτης του αριστερίστικου λαϊκιστικού κόμματος Ανυπότακτη Γαλλία (France Insoumise), αρνείται δημοσίως ότι το κόμμα του έχει εμπλακεί σε οποιεσδήποτε προσπάθειες αφομοίωσης του κινήματος· στην πραγματικότητα, ο λαϊκιστής ηγέτης, ο οποίος έχει εμμονή με τη ιδέα μιας επερχόμενης επανάστασης των “πολιτών”, ελπίζει ότι ο θυμός στους δρόμους θα εξασθενίσει την κυβέρνηση Μακρόν. Αυτό είναι καθαρά τυχοδιωκτικό, καθώς το αριστερό λαϊκιστικό κόμμα προσπαθεί να μεγαλώσει τις τάξεις του προσελκύοντας “θυμωμένους” ψηφοφόρους από τις επικείμενες ευρωεκλογές του 2019.

Στην άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος, ενδυναμωμένοι από το κύμα νικών της ακροδεξιάς στις ΗΠΑ, την Iταλία, και τη Bραζιλία, οι εθνικιστές ξέρουν ότι αυτό το κίνημα συλλογικού θυμού αντιπροσωπεύει μια μεγάλη ευκαιρία γι’ αυτούς να αποκτήσουν δύναμη και να επιβεβαιώσουν τη θέση τους ως μιας “πραγματικής πολιτικής εναλλακτικής” στην τωρινή κυβέρνηση. Ο Nicolas Dupont-Aignan, ηγέτης του κόμματος Debout La France3, έχει υποστηρίξει από την αρχή το κίνημα και μερικά μέλη των κίτρινων γιλέκων είναι μέλη του κόμματός του – για παράδειγμα ο Frank Buhler, του οποίου το βίντεο έγινε viral στο διαδίκτυο.

Η Μαρίν Λε Πέν, ηγέτιδα της Rassemblement National, πιστεύει ότι το κίνημα των κίτρινων γιλέκων αντιπροσωπεύει αυτό που η ίδια έχει περιγράψει εδώ και χρόνια ως “η Γαλλία των ανθρώπων που έμειναν πίσω”. Το εθνικιστικό κόμμα πιστεύει ότι “τα κίτρινα γιλέκα μοιάζουν με τους ψηφοφόρους μας. Δυστυχισμένοι και άτυχοι άνθρωποι, επειδή είναι συνήθως αόρατοι, και οι οποίοι τρέφουν μια ισχυρή περιφρόνηση για τους πολιτικούς”. Αυτό εξηγεί γιατί η Rassemblement National είναι εξαιρετικά προσεκτική με όρους στρατηγικής. Φοβούνται ότι αν προσπαθήσουν να αφομοιώσουν το κίνημα απροκάλυπτα, θα μπορούσαν να στρέψουν τους διαδηλωτές εναντίον τους. Αποφάσισαν, λοιπόν, να προσφέρουν αντ’ αυτού λεκτική υποστήριξη στις διαδηλώσεις, χωρίς η ηγεσία τους να πορεύεται δίπλα στους διαδηλωτές. Έχουν συγκεντρωθεί στην επικοινώνηση και την υπεράσπιση μερικών από τα “42 αιτήματα” σε σταθμούς των μεγάλων ιδιωτικών ΜΜΕ. Η Marion Maréchal Le Pen, ανηψιά της Μαρίν Λε Πεν, είπε ότι ήταν παρούσα στα Ηλύσια Πεδία στις 24 Νοεμβρίου και περιέγραψε τον εαυτό της ως “μια φλογερή υποστηρίκτρια στον πόνο των κίτρινων γιλέκων” ισχυριζόμενη ότι έχει “μεγάλη συμπάθεια γι’ αυτούς”.

Προετοιμαζόμενοι για το άγνωστο

Απογοητευμένη από την αποτυχία της να εξουδετερώσει το κίνημα μέσω του διαλόγου και φοβούμενη ότι, για δεύτερη συνεχόμενη βδομάδα θα κυριαρχούσαν στα “ερτζιανά” σκηνές χάους από τους δρόμους του Παρισιού, η κυβέρνηση αποφάσισε να πάρει κάθε δυνατό μέτρο για να διατηρήσει την πολύτιμη δημοκρατική της τάξη στη διάρκεια των διαδηλώσεων της 1ης Δεκεμβρίου.

Για να διασφαλίσει την πρωτεύουσα, να αποτρέψει ή να περιορίσει τις συγκρούσεις και να αντιμετωπίσει την διείσδυση ριζσοσπαστικών και “εξτρεμιστικών στοιχείων”, η κυβέρνηση φρόντισε για την ανάπτυξη 5000 αστυνομικών μέτρων καταστολής (Gendarmes και CRS, Στρατοχωροφυλακή και ΜΑΤ) για εκείνη την ημέρα. Η αποστολή τους ήταν να ελέγχουν όλες τις προσβάσεις στα Ηλύσια Πεδία, το σημείο συνάντησης της διαδήλωσης. Για να διασφαλίσουν ότι δεν θα πέρναγαν διάφορα επικίνδυνα αντικείμενα και αντικείμενα για ρίψη στη διαδήλωση, οι αρχές φίλτραραν τα σημεία πρόσβασης, ψάχνοντας κάθε άτομο που ήθελε να μπει στην περίμετρο. Αυτοί οι έλεγχοι θα τίθονταν σε εφαρμογή από τις 6 το πρωί του Σαββάτου 1 Δεκεμβρίου μέχρι τις 2 το πρωί της Κυριακής 2 Δεκεμβρίου.

Για να προστατέψουν τα πιο σημαντικά κτίρια, σύμβολα και όργανα της εξουσίας, οι αρχές προσδιόρισαν περιοχές στις οποίες η μετακίνηση θα ήταν περιορισμένη. Κάθε πρόσβαση στο Προεδρικό Μέγαρο στα Ηλύσια Πεδία, στην πλατεία Beauvau (όπου βρίσκεται το υπουργείο Εσωτερικών), το Hôtel Matignon (όπου το γραφείο του Πρωθυπουργού) ή την Εθνοσυνέλευση ήταν εντελώς απαγορευμένη για την ημέρα εκείνη.

Ένας άλλος λόγος που η κυβέρνηση πήρε όλα αυτά τα μέτρα ασφαλείας ήταν ότι τα κίτρινα γιλέκα δεν ήταν η μόνη ομάδα που διαδήλωνε εκείνη την ημέρα στο Παρίσι. Μετά τις 10 το πρωί, οι σιδηροδρομικοί υποτίθεται ότι θα συγκεντρώνονταν στον σταθμό Σαιν Λαζάρ για να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους· και σχεδίαζαν, μετά από αυτή τη δράση, να ενωθούν με τα κίτρινα γιλέκα. Στις 12 το μεσημέρι άλλα συνδικάτα συγκεντρώνονταν επίσης για μια παραδοσιακή ετήσια πορεία ενάντια στην ανεργία και την επισφάλεια. Στη 1 το μεσημέρι, αρκετές συλλογικότητες από τα παρισινά προάστεια και αντιφασίστες αποφάσισαν να συγκεντρωθούν επίσης στο Σαιν Λαζάρ για να ενωθούν με το κίνημα των κίτρινων γιλέκων.

Με λίγα λόγια, το απόγευμα της 1ης Δεκεμβρίου, της μέρας αυτής πανεθνικής δράσης, όλα τα στοιχεία συνδυάζονταν για να δημιουργήσουν ένα πραγματικά εκρηκτικό μίγμα στους δρόμους του Παρισιού.

Το φυτίλι άναψε…

Εξαιτίας της δραματικής διάστασης όσων συνέβησαν την 1η Δεκεμβρίου, δεν μπορούμε να δώσουμε εδώ μια εξαντλητική λίστα όλων των δράσεων και συγκρούσεων που έλαβαν χώρα εκείνη την ημέρα στους δρόμους του Παρισιού. Αυτό που ακολουθεί είναι μια ελλιπής επισκόπηση της πορείας των γεγονότων. Επίσης πρέπει να ειπωθεί, σχετικά με τις φωτογραφίες και τις ιστορίες που παρουσιάζονται, ότι μερικοί από τους πρωταγωνιστές ενδέχεται να ανήκουν στην ακροδεξιά.

Νωρίς το πρωί, οι πρώτοι διαδηλωτές άρχισαν να μαζεύονται στα Ηλύσια Πεδία. Η αστυνομία είχε αναπτυχθεί ήδη και ήταν σε κατάσταση συναγερμού: όλα τα κίτρινα γιλέκα ελέγχονταν πριν μπουν στην περίμετρο της διαδήλωσης. Η παγίδα που είχε στηθεί από τη κυβέρνηση είχε τεθεί σε λειτουργία. Στη διάρκεια των πρώτων πρωινών ωρών, η αστυνομία συνέλαβε αρκετά άτομα με την κατηγορία της κατοχής “όπλων” και “βολίδων”.

Παραδόξως, όμως, το σχέδιο ασφαλείας, που είχαν εκπονήσει οι αρχές, προστάτευε την λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων αλλά όχι την Place de l’Etoile – τον μεγάλο δακτύλιο κυκλοφορίας γύρω από την Αψίδα του Θριάμβου. Έχοντας προταθεί να αναγερθεί από τον Ναπολέοντα το 1806, η Αψίδα του Θριάμβου εγκαινιάστηκε το 1836 από τον Λουδοβίκο Φίλιππο, βασιλιά τότε της Γαλλίας, ο οποίος και αφιέρωσε το μνημείο στον στρατό της Επανάστασης και στην Αυτοκρατορία. Το 1921, η γαλλική κυβέρνηση έθαψε κάτω από το μνημείο τον άγνωστο στρατιώτη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η αναμνηστική φλόγα ανανεώνεται κάθε μέρα και μπροστά της γίνονται κάθε χρόνο επίσημες στρατιωτικές εορταστικές εκδηλώσεις. Το μνημείο είναι ένα σύμβολο της δόξας της Γαλλίας.

Ξέροντας ότι η Αψίδα του Θριάμβου δεν ήταν υπό αστυνομικό έλεγχο και ότι για να πάνε στη λεωφόρο των Ηλυσίων θα έπρεπε να υποβληθούν σε έρευνα και έλεγχο ταυτοτήτων, διαδηλωτές άρχισαν να μαζεύονται γύρω από το μνημείο, ακριβώς έξω από την περίμετρο της αστυνομίας. Στις 8 το πρωί σχεδόν εκατό κίτρινα γιλέκα βρίσκονταν ήδη στο σημείο ενώ η επίσημη έναρξη της διαμαρτυρίας ήταν για τις 2 το μεσημέρι. Λίγο μετά, γύρω στις 9 το πρωί, άρχισαν οι πρώτες συγκρούσεις όταν κάποιοι από τα κίτρινα γιλέκα προσπάθησαν να ανοίξουν δρόμο και να περάσουν με το “ζόρι” από ένα σημείο στα Ηλύσια Πεδία. Η αστυνομία απάντησε άμεσα με δακρυγόνα, κάτι που απλά κλιμάκωσε τις συγκρούσεις.

Από την πλεονεκτική θέση που είμαστε εμείς, δεν είναι εύκολο να επιβεβαιώσουμε με ακρίβεια ποιοι ξεκίνησαν τις πρώτες αντιπαραθέσεις ή ποιοι πήραν μέρος. Όπως και την προηγούμενη εβδομάδα, οι αντιπαραθέσεις συμπεριελάμβαναν τους πάντες, από νεοναζί και άλλους φασίστες μέχρι αναρχικούς, αντικαπιταλιστές και αντιφασίστες, για να μην ξεχάσουμε εξαγριωμένα μέλη των κίτρινων γιλέκων με πολλές άλλες, διαφορετικές προελεύσεις και πολιτικές τάσεις.

Όπως συνηθίζεται πια με το κίνημα των κίτρινων γιλέκων, η κατάσταση ήταν αρκετά συγκεχυμένη. Μερικοί διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν γύρω από την φλόγα του Άγνωστου Στρατιώτη σαν να απέδιδαν τιμές στον πόλεμο, τον εθνικισμό και τον ιμπεριαλισμό. Άλλοι άρχισαν να τραγουδούν τη Μασσαλιώτιδα – τον γαλλικό εθνικό ύμνο. Εν τω μεταξύ, οι πιο αποφασισμένοι πέταγαν πέτρες από τα πεζοδρόμια στις αστυνομικές δυνάμεις, σηκώνοντας οδοφράγματα στους γειτονικούς δρόμους και πυρπολώντας αμάξια.

Σύντομα, ολόκληρος ο δακτύλιος κυκλοφορίας είχε πνιγεί στα δακρυγόνα. Η κατάσταση συνέχισε να κλιμακώνεται. Κάθε φορά που η γραμμή των μπάτσων πλησίαζε πολύ, οι διαδηλωτές τους υποδέχονταν με μια βροχή από πέτρες και άλλα “βλήματα”. Στο μεταξύ, τα πρώτα συνθήματα εμφανίστηκαν στην Αψίδα του Θριάμβου· αυτό το ιμπεριαλιστικό σύμβολο επιτέλους βεβηλώθηκε! Δυστυχώς, όμως, αν και μερικά από τα συνθήματα ήταν καθαρό ότι είχαν γραφτεί από αναρχικούς και αντικρατιστές συντρόφους, κάποια άλλα είχαν γραφτεί από φασίστες.

Η παρουσία οργανωμένων φασιστικών ομάδων στις συγκρούσεις γύρω από την Place de l’Etoile το πρωί της 1ης Δεκεμβρίου είναι αδιαμφισβήτητη. Διάφορα κυρίαρχα ΜΜΕ κάλυψαν το κίνημα των κίτρινων γιλέκων αναφέροντας την παρουσία αυτών των ομάδων μέσα στο κίνημα. Σε ένα άρθρο, ο δημοσιογράφος λέει: Αρκετά αστυνομικά οχήματα αναγκάστηκαν να φύγουν από την the Place des Ternes βιαστικά αφού είχαν δεχτεί επίθεση από δεκάδες άτομα που φορούσαν ευκρινή ακροδεξιά σύμβολα”. Σε ένα άλλο άρθρο, ο συγγραφέας αναφέρει την παρουσία βασιλοφρόνων, ομάδων παραδοσιακών Καθολικών και εθνικιστικών και φασιστικών ομάδων όπως η GUD (Groupe Union Défense), μια ακροδεξιά φοιτητική οργάνωση – στηρίζοντας τους ισχυρισμούς αυτούς με φωτογραφίες.

Στην προσωπική τους αναφορά σχετικά με τη διαδήλωση των κίτρινων γιλέκων, αναρχικοί σύντροφοι αναφέρουν κι αυτοί την παρουσία της ακροδεξιάς κοντά στην Place de l’Etoile:

Όταν φτάσαμε στην Place de l’Etoile γύρω στις 12 το μεσημέρι, υπήρχε ήδη ένα τεράστιο χάος για σχεδόν τρεις ώρες. Σύμφωνα με κάποιους συντρόφους που συναντήσαμε εκεί, οι συγκρούσεις ήταν εξαιρετικά βίαιες κάτω από την Αψίδα στη διάρκεια του πρωινού. Φαινόταν ότι αρκετός κόσμος είχε τραυματιστεί. Ήταν επίσης σ’ αυτό το σημείο που ακροδεξιές ομάδες είχαν την κυριότερη παρουσία στη διάρκεια της μέρας. Η GUD ήταν εκεί. Είδαμε αρκετούς τοίχους να καλύπτονται με κέλτικους σταυρούς. Η ακροδεξιά στην “νομιμόφρονα” μορφή της έμοιαζε να αντιπροσωπεύεται επίσης αρκετά ανάμεσα στους διαδηλωτές. Μας φάνηκε, και υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες γι’ αυτό, ότι αυτές οι φασιστικές τάσεις παρέμειναν παρούσες ολόκληρη τη μέρα γύρω από την Place de l’Etoile. Παρ’ όλα αυτά, ήταν δύσκολο να τους μετρήσει κανείς”.

Η Αψίδα ήταν η κύρια εστία των συγκρούσεων ολόκληρο το πρωί. Η αστυνομία προσπάθησε επανειλημμένα να απωθήσει τους διαδηλωτές από το ιστορικό μνημείο, αλλά όχι χωρίς δυσκολίες, όπως μαρτυρείται από αυτή την σκηνή στην οποία μια ομάδα διαδηλωτών επιτίθεται σε μια αστυνομική μονάδα καταστολής που προσπαθούσε να προστατέψει το μνημείο. Στη διάρκεια της επίθεσης, ένας αστυνομικός απομονώθηκε από τη μονάδα του και χτυπήθηκε από τα κίτρινα γιλέκα.

Αυτό το συμβάν απεικονίζει ακόμα μια φορά τη σύγχυση και τη διαφωνία μέσα στο κίνημα. Ενώ μερικά κίτρινα γιλέκα επιτίθονταν στον αστυνομικό, άλλοι τον βοηθούσαν να ξεφύγει από τους διώκτες του για να επιστρέψει στη μονάδα του. Αργότερα, ένας άλλος από τα κίτρινα γιλέκα έφτασε ακόμα και να επιστρέψει μια ασπίδα, που είχε απαλλοτριωθεί από διαδηλωτές, στους μπάτσους.

Εν τω μεταξύ, από την άλλη πλευρά της γαλλικής πρωτεύουσας, άλλοι άνθρωποι με κίτρινα γιλέκα, συγκεντρώθηκαν στην περιοχή της Βαστίλλης και βάδισαν κατά μήκος της μακράς οδού Rivoli, περνώντας μπροστά από το κύριο κτίριο του Δημαρχείου του Παρισιού, με στόχο να μπουν στα Ηλύσια Πεδία από την αντίθετη πλευρά – μέσω της Place de la Concorde.

τώρα είναι η ώρα να εκραγεί

Η ενότητα που ακολουθεί αντλεί στοιχεία από αυτήν την αφήγηση που δημοσίευσαν αναρχικοί, συμπληρωμένα με πληροφορίες από ιδιωτικά ΜΜΕ και άλλες πηγές.

Γύρω στη 1 το μεσημέρι, κι ενώ η Αψίδα ήταν ακόμα τυλιγμένη σε σύννεφα δακρυγόνων, μια ομάδα συντρόφων αποφάσισε να αλλάξει τη στρατηγική της και να δημιουργήσει μια καινούρια δυναμική, ξεκινώντας μια ανεπίσημη διαδήλωση αφήνοντας πίσω τους τη “τελματωμένη” κατάσταση γύρω από τον κυκλοφοριακό δακτύλιο. Πολύ γρήγορα, μια πορεία 800 ατόμων άφησε την πλατεία και μπήκε στους δρόμους της εύπορης περιοχής του Παρισιού. Το πλήθος ήταν αρκετά ετερογενές αλλά η ατμόσφαιρα έμοιαζε φιλική.

Στην οδό Hoche, η πορεία συνάντησε μια μεγάλη διαδήλωση σιδηροδρομικών που πορεύονταν προς τον σταθμό Σαιν Λαζάρ για να ενωθούν με το απογευματινό κάλεσμα που έκαναν οι συλλογικότητες από τα προάστεια και αντιφασίστες. Χωρίς δεύτερη σκέψη, οι δυο πορείες ενώθηκαν και συνέχισαν βαδίζοντας προς το σημείο συνάντησης. Αυτή η εξέλιξη μετατόπισε τον ορίζοντα των δυνατοτήτων για την υπόλοιπη μέρα.

Όταν όλες οι επιμέρους πορείες έφτασαν στην πολυτελή συνοικία της Όπερας, χιλιάδες άτομα πορεύονταν στους δρόμους. Πριν από έναν αιώνα, στη διάρκεια της Μπελ Επόκ, αναρχικοί όπως ο Emile Henry επιδείκνυαν την ιδέα της προπαγάνδας της πράξης επιτιθέμενοι στους πλούσιους και τα σύμβολά τους μέσα στην ίδια την πολυτελή γειτονιά τους. Μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη πορεία υπήρχαν αναρχικοί, αντιφασίστες, ριζοσπαστικά queer άτομα, συλλογικότητες ενάντια στην αστυνομική βία, σιδηροδρομικοί, απλός κόσμος από τα κίτρινα γιλέκα, κάποιος κόσμος που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως ταραξίες χωρίς επίθετο και πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων και μερικά περίεργα άτομα. Για πρώτη φορά, φαινόταν πραγματικά ότι κάποιου είδους αντικαπιταλιστική και αντιφασιστική δύναμη θα μπορούσε να κερδίσει έδαφος στα ταραγμένα νερά του κινήματος των κίτρινων γιλέκων.

Προχωρώντας προς τα νότια, η μεγάλη πορεία έφτασε τελικά στην οδό de Rivoli – έναν μεγάλο δρόμο που συνδέει τη Βαστίλλη με την Place de la Concorde, την εξαιρετικά αποκλεισμένη περιοχή δίπλα στο Προεδρικό Μέγαρο. Σ’ αυτό το σημείο, περίπου 1500 άτομα, ήταν αποφασισμένα να πάνε ανάποδα στον δρόμο για να περάσουν με το ζόρι μέσα από τα σημεία ελέγχου της αστυνομίας κοντά στην Place de la Concorde.

Όταν πλησίασαν στην πλατεία, πλήθος από οχήματα της αστυνομίας και μια “αύρα νερού” έκλεισαν τον δρόμο τους. Αδιάκοπες και έντονες συγκρούσεις ακολούθησαν ανάμεσα στους διαδηλωτές και τις αστυνομικές δυνάμεις. Οδοφράγματα εμφανίστηκαν σε διάφορα σημεία, αντικείμενα ρίχνονταν στους μπάτσους, ενώ μια βροχή από δακρυγόνα έπεφτε στους διαδηλωτές και το κανόνι νερού τους επιτίθετο με πλήρη ορμή. Τελικά, όμως, το κανόνι νερού φάνηκε ότι είχε κάποια τεχνικά προβλήματα. Μερικοί διαδηλωτές εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να βάλουν φωτιά σε ένα αμάξι για να το χρησιμοποιήσουν σαν επιπλέον οδόφραγμα.

Ακόμα πιο μακριά, κοντά στο Saint Augustin, γύρω στα 3000 άτομα είχαν συγκεντρωθεί σε μια μεγάλη διασταύρωση από τις 3 το μεσημέρι, φτιάχνοτας αρκετά οδοφράγματα στην περιοχή ώστε να μπλοκάρουν την κυκλοφορία. Ο κόσμος εξέφραζε με χαρούμενη διάθεση την επιθυμία του για την ανατροπη του προέδρου Μακρόν. Οι φράχτες μιας γειτονικής οικοδομής χρησιμοποιήθηκαν για να στηθούν καινούρια οδοφράγματα, ενώ άλλα οδοφράγματα καίγονταν. Λίγο πιο πέρα, αστυνομικές δυνάμεις έκλειναν ήδη τους δρόμους. Στο σημείο αυτό εμφανίστηκαν και έφιπποι μπάτσοι. Χωρίς να το πολυσκεφτούν, διαδηλωτές άρχισαν να ξηλώνουν το οδόστρωμα και να πετάνε πέτρες στους αστυνομικούς. Η σύγκρουση συνεχιζόταν σ’ αυτή τη διασταύρωση για περισσότερο από μια ώρα. Αυτό δείχνει πόσο αποφασισμένος ήταν ο κόσμος εκείνο το απόγευμα. Εν τω μεταξύ, μια γειτονική τράπεζα σπάστηκε εντελώς ενώ άλλοι διαδηλωτές αναποδογύρισαν ένα φορτηγό. Οι δυνάμεις επιβολής του νόμου άδειασαν τελικά την περιοχή από τους διαδηλωτές με μια μαζική επίθεση δακρυγόνων.

Αρκετά διαφορετικά σημεία του Παρισιού ήταν εντελώς χαοτικά. Τρία αυτοκίνητα καίγονταν στην χλιδάτη οδό Haussmann Boulevard, που φέρει το όνομα του αντιδραστικού πολεοδόμου ο οποίος προσπάθησε να κάνει το Παρίσι ανθεκτικό στις ταραχές και τις εξεγέρσεις μετά την επανάσταση του 1848. Αρκετούς δρόμους πιο πέρα, ένα άδειο αμάξι της αστυνομίας καταστρεφόταν, λεηλατούνταν και τελικά πήρε φωτιά. Ένα πλήθος από μαχητικά άτομα έφτασε στην Place Vendome, αρκετά γνωστή για τα πολυτελή κοσμηματοπωλεία της, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και την περιβοήτη στήλη που είχαν κάποτε καταστρέψει οι Κομμουνάροι. Πλαστικά χριστουγεννιάτικα δέντρα που βρέθηκαν σε γειτονικούς δρόμους στοιβάχτηκαν και κάηκαν.

Ενώ ένα πυκνό σύννεφο καπνού τύλιγε την περιοχή της Όπερας, οι αντικαπιταλιστές αποφάσισαν να προχωρήσουν προς το Bourse, το ιστορικό κτίριο του Χρηματιστηρίουάλλο ένα σύμβολο του καπιταλισμού και της κρατικής εξουσίας. Αν και πρέπει να παραδεχτούμε ότι από το 1998 δεν γίνονται πια χρηματιστηριακές συναλλαγές μέσα στο κτίριο αυτό, παρ’ όλα αυτά, αρκετά παράθυρα σπάστηκαν, άνοιξαν οι μπροστινές είσοδοι και πυροτεχνήματα βρήκαν τον δρόμο τους μέσα στην κύρια αίθουσα. Στη συνέχεια το πλήθος των διαδηλωτών άφησε την περιοχή, επιτιθέμενο, καθ’ οδόν, σε ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας σε έναν γειτονικό δρόμο. Χρησιμοποίησαν διάφορα αντικείμενα από το δρόμο (παγκάκια κλπ.) και οικοδομικά υλικά για να μπλοκάρουν την κυκλοφορία, κατέστρεψαν την πρόσοψη αρκετών τραπεζών και εξαφανίστηκαν νωρίς τη νύχτα.

Η ανάδυση ενός κάποιου είδους αντικαπιταλιστικού και αντφασιστικού μπλοκ ήταν μια σημαντική εξέλιξη μέσα στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων. Ανάλογα, αντλώντας από χρόνια εμπειρίας σε διαδηλώσεις όπως αυτές της Πρωτομαγιάς και τις διαμαρτυρίες ενάντια στον Εργασιακό Νόμο, το μπλακ-μπλοκ εκμεταλλεύτηκε τη γενική σύγχυση για να προβεί σε πολλαπλές ενέργειες σ’ ολόκληρο το Παρίσι με καθαρούς σκοπούς και προθέσεις.

Πέρα από τις συγκρούσεις με την αστυνομία, υπήρξαν επίσης και αρκετές αντιπαραθέσεις με φασίστες. Σε ένα οδόφραγμα θεάθηκαν μέλη της GUD με μια σημαία με Κέλτικο σταυρό. Σε μια άλλη περίσταση, διαδηλωτές αναγνώρισαν τον Yvan Bennedettiέναν αρκετά γνωστό ναζί και πρώην πρόεδρο της ακραία εθνικιστικής Oeuvre Française, η οποία διαλύθηκε μετά τη δολοφονία του αντιφασίστα Clément Méric το 2013. Πρακτικά απομακρύνθηκε δυναμικά από την περιοχή, και σχεδόν από το σύνολο των διαδηλωτών.

Το Σάββατο 1η Δεκεμβρίου, ένας άνεμος εξέγερσης έπνεε στους δρόμους του Παρισιού. Πολλές χιλιάδες κόσμου απελευθέρωσαν την οργή τους ενάντια στα σύμβολα της εξουσίας: η αστυνομία δεχόταν συνεχώς επιθέσεις· τράπεζες και ασφαλιστικά πρακτορεία καταστράφηκαν συστηματικά· πολλά καταστήματα λεηλατήθηκαν και μερικά ακόμα και κάηκαν· αυτοκίνητα και αντικείμενα από τους δρόμους της πόλης χρησιμοποιήθηκαν για να χτιστούν οδοφράγματα· αρκετά πολυτελή μέγαρα βανδαλίστηκαν και κάηκαν· ιστορικά μνημεία και σύμβολα της δημοκρατίας καταλήφθηκαν ή δέχτηκαν επίθεση, ανάμεσα τους το Χρηματιστήριο και η Αψίδα του Θριάμβου. Διαδηλωτές πέτυχαν να μπουν, να λεηλατήσουν και να καταστρέψουν το μουσείο που βρίσκεται κάτω από αυτό το ιστορικό μνημείο.

Μπροστά σε μια τέτοια αποφασιστικότητα, η κυβέρνηση και οι αστυνομικές δυνάμεις αιφνιδιάστηκαν εντελώς. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι γι’ αυτό. Ο πρώτος είναι το ευρύ φάσμα των ανθρώπων που πήραν μέρος στις ταραχές. Δεν ήταν απλά αναρχικοί και αντικαπιταλιστές μόνο που επιτίθεντο στις αστυνομικές δυνάμεις αλλά και ένας μεγάλος αριθμός άλλων εξαγριωμένων ανθρώπων με κίτρινα γιλέκα μεταξύ των οποίων και ακροδεξιοί και άλλοι “ταραξίες”. Δεύτερον, οι διαμαρτυρίες συνέχισαν να αλλάζουν και να αναπτύσσονται μέσα στη μέρα, παίρνοντας απρόβλεπτες μορφές. Τέλος, η μεγάλη κινητικότητα, η διάχυτη οργάνωση και η αποφασιστικότητα των διαδηλωτών τούς κατέστησαν ισάξιο αντίπαλο για τους αστυνομικούς, που καθηλώθηκαν από το ίδιο το καθήκον να υπερασπιστούν προκαθορισμένες περιοχές. Πραγματικά, καθώς η πλειοψηφία των αστυνομικών δυνάμεων ήταν σε συγκεκριμένες θέσεις γύρω από τις αποκλεισμένες περιοχές ή απασχολημένοι με τις συγκρούσεις κοντά στα Ηλύσια Πεδία, δεν μπορούσαν να απαντήσουν σε εξελίξεις που συνέβαιναν σε άλλες περιοχές του Παρισιού. Παρ’ όλα αυτά, σε αρκετές περιπτώσεις, μέλη της BAC (Anti-Criminality Brigade) θεάθηκαν σε δρόμους να πυροβολούν στην τύχη με πλαστικές σφαίρες όποιον διαδηλωτή ήταν μπροστά τους.

Πολλοί αξιωματούχοι και άνθρωποι των ΜΜΕ συμφωνούν ότι το Παρίσι δεν έχει βιώσει τέτοιες ταραχές από το 1968. Σ’ αυτή την εκτίμηση πρέπει να προσθέσουμε και τους ακόλουθους αριθμούς.

  • Συνολικά, προσήχθηκαν 412 άτομα και 378 από αυτά κρατήθηκαν.

  • Είναι δύσκολο να πούμε πόσα ακριβώς πυρομαχικά χρησιμοποίησε η αστυνομία· οι αριθμοί ποικίλουν αρκετά μεταξύ των διαφόρων πηγών. Φαίνεται, όμως, ότι στη διάρκεια των συγκρούσεων χρησιμοποίησαν γύρω στα 8000 φιαλίδια δακρυγόνων, 1000 βομβίδια διασποράς, 339 βομβίδια GLI-F4 κρότου-λάμψης, 1200 πλαστικές σφαίρες και 140.000 λίτρα νερού.

  • Τελικά, στη διάρκεια των διαδηλώσεων μόνο στο Παρίσι τραυματίστηκαν 133 άτομα, ενώ οι αρχές μέτρησαν 112 αυτοκίνητα, 130 αντικείμενα από τους δρόμους της πόλης διαφόρων ειδών και έξι κτίρια που κάηκαν ανάμεσα σε συνολικά 249 πυρκαγιές.

  • Το συνολικό ποσό των ζημιών σε περιουσία μπορεί να φτάνουν στο ποσό των 4 εκατομμυρίων ευρώ.

Η φωτιά απλώνεται με τον αέρα

Το Παρίσι δεν ήταν το μοναδικό μέρος στη Γαλλία που τα κίτρινα γιλέκα εξέφρασαν την οργή τους με δράσεις. Σε διάφορες πόλεις, διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν γι’ αυτή την τρίτη μέρα πανεθνικής δράσης· μερικοί ήταν το ίδιο αποφασισμένοι με αυτούς που βγήκαν στους δρόμους στο Παρίσι.

Στην Ναντ, οι πρώτες δράσεις έγιναν στο αεροδρόμιο, όπου διαδηλωτές κατάφεραν να μπουν στον αεροδιάδρομο. Το απόγευμα, σχεδόν χίλια κίτρινα γιλέκα συγκεντρώθηκαν στους δρόμους της Ναντ. Η διαδήλωση δεν κράτησε πολύ· με το που προσπάθησαν οι διαδηλωτές να μπουν στην εμπορική περιοχή, η αστυνομία έκανε μαζική χρήση δακρυγόνων για να διαλύσει την πορεία.

Στην Τουλούζη, λάβανε χώρα σφοδρές συγκρούσεις ανάμεσα στα κίτρινα γιλέκα και τις δυνάμεις της τάξης. Στην Narbonne, κίτρινα γιλέκα έβαλαν φωτιά σε έναν σταθμό διοδίων. Στο Μπορντώ, ξέσπασαν συγκρούσεις ανάμεσα στην αστυνομία και τοους διαδηλωτές όταν το πλήθος των κίτρινων γιλέκων έφτασε στο Δημαρχείο και προσπάθησε να μπει μέσα δυναμικά.

Στην Τουρ, μια διαδήλωση μάζεψε γύρω στα 1300 άτομα. Λίγο μετά το ξεκίνημα της πορείας, συμμετέχοντες άρχισαν να σπάνε βιτρίνες και οι συγκρούσεις με την αστυνομία κλιμακώθηκαν. Ένα άτομο από τα κίτρινα γιλέκα έχασε το χέρι του εξαιτίας ενός δακρυγόνου που πέταξαν οι μπάτσοι.

Στη Μασσαλία, οι συγκρούσεις ξεκίνησαν προς το τέλος της μέρας. Διαδηλωτές έκαψαν κάδους, σπάσανε αρκετές βιτρίνες, λεηλάτησαν μαγαζιά, άναψαν φωτιές μπροστά από τα Δημαρχεία του 1ου και του 7ου διαμερίσματος και τέλος έβαλαν φωτιά σε ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας μπροστά από τον αστυνομικό σταθμό της Canebière. Φαίνεται ότι 21 άτομα συνελήφθηκαν γι’ αυτές τις ενέργειες. Μια 80χρονη γυναίκα σκοτώθηκε όταν ένα δακρυγόνο την χτύπησε στο πρόσωπο ενώ έκλεινε τα παράθυρά της.

Τέλος, σχεδόν 3000 άτομα μαζεύτηκαν στο Puy-en-Velay. Κόσμος από τα κίτρινα γιλέκα μπήκε στο προαύλιο της τοπικής Νομαρχίας με λάστιχα και αρνούνταν να φύγει. Μερικοί έβαλαν φωτιά στα λάστιχα. Οι αστυνομικές δυνάμεις προσπάθησαν να τους διαλύσουν κάνοντας χρήση δακρυγόνων αλλά αυτό απλά εξαγρίωσε περισσότερο τους διαδηλωτές. Ακολούθησαν αρκετές συγκρούσεις. Ο ίδιος ο Νομάρχης προσπάθησε να συζητήσει με τους διαδηλωτές για να επαναφέρει την τάξη αλλά χωρίς επιτυχία. Στο τέλος, δυσαρεστημένοι με την κατάσταση, τα κίτρινα γιλέκα έκαψαν τη Νομαρχία.

Ο απόηχος

Την επομένη των διαδηλώσεων, η κυβέρνηση ήξερε ότι είχε φτάσει η ίδια σε ένα αδιέξοδο. Ο πρόεδρος Μακρόν ταξίδευε για τη σύνοδο των G20 στο Μπουένος Άιρες· με το που έμαθε για την κατάσταση στο Παρίσι, επέστρεψε αμέσως στη Γαλλία για να αντιμετωπίσει αυτή την μείζονα πολιτική κρίση.

Την Κυριακή, 2 Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος Μακρόν συνάντησε μερικούς από τους αστυνομικούς και πυροσβέστες που ήταν στους δρόμους την προηγούμενη μέρα. Έκανε επίσης μια μικρή περιοδεία στις ζημιές που προκλήθηκαν από τις ώρες των ταραχών και συγκρούσεων πριν γυρίσει στο μέγαρο των Ηλυσίων για ένα έκτακτο υπουργικό συμβούλιο. Ο Πρόεδρος ζήτησε από τους υπουργούς του να ακυρώσουν όλα τα επαγγελματικά τους ταξίδια για τις επόμενες δύο μέρες.

Ο πρόεδρος Μακρόν δεν έκανε καμμιά επίσημη δήλωση μετά από αυτή τη σύσκεψη. Ζήτησε, όμως, προσωπικά από τον πρωθυπουργό Edouard Philippe να συναντηθεί με τους πολιτικούς αρχηγούς όλων των κομμάτων την επόμενη μέρα καθώς και με τους εκπροσώπους του κινήματος των κίτρινων γιλέκων.

Στο μεταξύ, ο αριστερός λαϊκιστής Ζαν-Λυκ Μελανσόν ζήτησε όλες οι αντιπολιτευόμενες πολιτικές ομάδες στην Εθνοσυνέλευση να θέσουν ζήτημα ψήφου εμπιστοσύνης προς αποκήρυξη της “καταστροφικής διαχείρισης του ζητήματος με τα κίτρινα γιλέκα”. Την ίδια στιγμή, η ηγέτιδα της ακροδεξιάς Μαρίν Λε Πεν απαίτησε τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης. Για μια ακόμα φορά, δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ποιος θέλει να εκμεταλλευτεί την κατάσταση.

Το βράδυ του Σαββάτου, ο υπουργός Εσωτερικών είπε ότι προτίθεται να θεωρήσει όλες τις δυνατότητες για τη διασφάλιση της δημοκρατικής ειρήνης και τάξης στη Γαλλία, ακόμα και την επανεπιβολή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση του κινήματος των κίτρινων γιλέκων. Κάτι που είναι στην πραγματικότητα εντελώς περιττό και ανέξοδο: πολλά από τα στοιχεία, στον καινούριο αντιτρομοκρατικό νόμο που υιοθετήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 2017, που συνιστούν την εξαιρετικότητα της κατάστασης ανάγκης είναι πλέον πλήρως ενταγμένα στο “συνηθισμένο” γαλλικό κοινό δίκαιο – για παράδειγμα, η δημιουργία αποκλεισμένων ζωνών στη διάρκεια γεγονότων και εκδηλώσεων.

Παρ’ όλα αυτά, την Κυριακή, 2 Δεκεμβρίου, μέλη των κίτρινων γιλέκων αποφασισμένα να σπρώξουν ακόμα πιο περισσότερο το κίνημά τους, σχεδίαζαν ήδη έναν τέταρτο γύρο με την κυβέρνηση, καλώντας για μια ακόμα πανεθνική ημέρα δράσης το Σάββατο 8 Δεκεμβρίου. Την ίδια μέρα, τυχαίνει να γίνεται στο Παρίσι και η πορεία για το παγκόσμιο κλίμα. Για την περίσταση αυτή διάφορα ριζοσπαστικά στοιχεία έχουν κάνει κάλεσμα για ένα επιθετικό “ενδεχόμενο”. Θα δούμε κατά πόσο είναι εφικτό αυτά τα δύο κινήματα να μπορέσουν να συνδεθούν.

Την Τρίτη, 4 Δεκεμβρίου, ο πρωθυπουργός Edouard Philippe είπε ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να αναστείλλει την εφαρμογή των αυξήσεων στα καύσιμα για τους επόμενους έξι μήνες. Επιπλέον, αναστέλλει, για το ίδιο χρονικό διάστημα, τους καινούριους, αυστηρότερους κανονισμούς ελέγχου των αυτοκινήτων και δεσμεύεται να μην αυξήσει τις τιμές του ρεύματος μέχρι τον Μάιο του 2019. Επίσης, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την έναρξη μιας δημόσιας αντιπαράθεσης για τους φόρους και τις δημόσιες δαπάνες σε εθνικό επίπεδο που θα λάβει χώρα μεταξύ της 15ης Δεκεμβρίου 2018 και της 1ης Μαρτίου του 2019. Κάνοντας αυτές τις παραχωρήσεις, η κυβέρνηση στοχεύει στο να δείξει ότι είναι ανοιχτή για διάλογο με τα κίτρινα γιλέκα.

Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι ένα μέρος των κίτρινων γιλέκων δεν είναι διατεθιμένο να παρατήσει τη μάχη. Οι εκπρόσωποι των κίτρινων γιλέκων απέρριψαν την πρόσκληση από τον πρωθυπουργό για την εύρεση μιας διεξόδου από την τωρινή κατάσταση· αρκετές τοπικές ομάδες του κινήματος καλούν σε συνέχιση των δράσεών τους.

Μέχρι τώρα, οι αναγγελίες της κυβέρνησης δεν φαίνεται να έχουν ιδιαίτερο αποτέλεσμα πάνω στη “βάση” του κινήματος των κίτρινων γιλέκων. Από την αρχή του κινήματος στις 17 Νοεμβρίου, ο αριθμός των διαδηλωτών έχει μειωθεί καθώς έχει κλιμακωθεί η ένταση της αντιπαράθεσης. Παρ’ όλα αυτά, αν και κάποιος κόσμος από τα κίτρινα γιλέκα τα έχει παρατήσει εξαιτίας της αυξανόμενα συγκρουσιακής στρατηγικής, οι δράσεις της τελευταίας μέρας έδειξαν ότι αρκετοί διαδηλωτές είναι αποφασισμένοι να προχωρήσουν.

Έχουμε ακόμα μπροστά μας έναν άγνωστο ορίζοντα – και πολλά πρωινά να ξημερώσουν.

Μερικές σκέψεις

Όπως ελπίζαμε, μέσα στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων αναδύθηκε ένα αντικαπιταλιστικό και αντιφασιστικό μέτωπο. Στο Παρίσι, την 1η Δεκεμβρίου, αυτό δημιούργησε ένα σημείο σύγκλισης και έναν καταλύτη για ανθρώπους που δεν ταυτίζονται με τα εθνικιστικά αφηγήματα. Ελπίζουμε ότι αυτό θα βοηθήσει στη διάδοση ενός λόγου που ταυτοποιεί τις δομικές αιτίες των προγραμμάτων αντί να τις βάζει απλά στο κάδρο μιας “προδοσίας” απο έναν πολιτικό ο οποίος αρκεί απλά να αντικατασταθεί με έναν άλλο, πιο εθνολαϊκιστή.

Μέσα σε μόλις τρεις βδομάδες, το κίνημα των κίτρινων γιλέκων προχώρησε από το μπλοκάρισμα της κυκλοφορίας στο γκρέμισμα των πλούσιων συνοικιών του Παρισιού. Αυτό απεικονίζει την αποτελσματικότητα της άμεσης δράσης, της οριζοντιότητας και της άρνησης για διαπραγμάτευση και συναλλαγή. Στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, οποιοδήποτε κίνημα πρόκειται να βρεθεί αντιμέτωπο με τη νεοφιλελεύθερη επίθεση στο επίπεδο ζωής του απλού κόσμου, θα αναγκαστεί να κλιμακώσει [τη δράση του] μ’ αυτόν τον τρόπο και να αντισταθεί σε όλες τις προσπάθειες ελέγχου, εκπροσώπησης ή κατευνασμού του.

Όπως έχουν τονίσει πολλοί αναρχικοί από πριν, η αποτελεσματική αντίσταση στον καπιταλισμό απαιτεί την συμμετοχή ενός ευρέως φάσματος ανθρώπων, όχι απλά εκείνων που μοιράζονται ένα κοινό ιδεολογικό πλαίσιο. Αυτό σημαίνει ότι ένα κίνημα πρέπει να απλωθεί πέρα από τον έλεγχο οποιασδήποτε ομάδας ή θέσης. Πραγματικά, μπορούμε να καταλάβουμε το κίνημα των κίτρινων γιλέκων σαν μια διάχυτη λαϊκή οικειοποίηση των συγκρουσιακών τακτικών που αναρχικοί και άλλοι επαναστάτες εφαρμόζουν εδώ και χρόνια στη Γαλλία – για παράδειγμα, στις διαμαρτυρίες για τον Εργασιακό Νόμο και την Πρωτομαγιά.

Παρ’ όλα αυτά, η διαδεδομένη οικειοποίηση των ριζοσπαστικών τακτικών δεν είναι απαραίτητα ένα βήμα προς έναν καλλίτερο κόσμο εκτός κι αν ο κόσμος αφομοιώνει επίσης τις αξίες και τα οράματα που τις συνοδεύουν. Η άνοδος του Τραμπ και του εθνικισμού “από τα κάτω” στις ΗΠΑ έχει σημαδευτεί σε κάθε βήμα από μια ιδιοποίηση από τους ακροδεξιούς της αριστερής και αναρχικής ρητορικής και τακτικής, τις οποίες χρησιμοποιούν για να προωθήσουν τη δική τους ατζέντα.

Αυτό που συμβαίνει μέσα σε ένα κίνημα ενάντια στην κρατούσα κυβέρνηση είναι εξίσου σημαντικό με το τι συμβαίνει στις συγκρούσεις ανάμεσα στο κίνημα και την αστυνομία. Αυτός είναι ο λόγος που δίνουμε έμφαση στη σημασία της μάχης σε δύο μέτωπα – ενάντια στην αστυνομία του Μακρόν αλλά και ενάντια στους φασίστες και τους εθνικιστές.

Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο όπως ένα απολίτικο κίνημα

Από την αρχή, το κίνημα των κίτρινων γιλέκων ισχυριζόταν ότι ήταν ένας “απολίτικος” χώρος, ανοιχτός σε όλους. Αυτό προσέφερε εύφορο έδαφος σε λαϊκιστές και εθνικιστές να προωθήσουν τις ιδέες τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ήταν η πλειοψηφία αυτών που αναλάμβαναν δράση στους δρόμους αλλά, συχνά, έχουν καθορίσει τον λόγο στο διαδίκτυο. Επίσης, φασιστικές ομάδες απέκτησαν ορατότητα αν και ο αριθμός τους μοιάζει σχετικά περιορισμένος. Είναι καλλίτερα οργανωμένοι τώρα απ’ ό,τι στην αρχή του κινήματος. Δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τους δρόμους και το κίνημα στην ακροδεξιά.

Κανένα κοινωνικό κίνημα δεν είναι μονολιθικό· καθένα είναι ένας ετερογενής χώρος Είναι ανόητο να διακρίνουμε κινήματα σε αυτά “που αξίζουν” και άλλα “που δεν αξίζουν”, στεκόμενοι σε μια κρίση όπως ο Πάπας, εγκαταλείποντας στην επιρροή των αντιπάλων μας αυτά που δεν πληρούν τα πρότυπά μας. Αντίθετα, μπορούμε να βάλουμε σαν στόχο να συμμετέχουμε με τρόπους που θα δώσουν τη δυνατότητα στα χειραφετητικά ρεύματα εντός των κινημάτων να αποκτήσουν ορμή και να γίνουν διακριτά από τα αντιδραστικά ρεύματα. Η πρόκληση είναι να προσφέρουμε σ’ αυτούς, με τους οποίους συμμετέχουμε, χρήσιμα παραδείγματα για το πώς να λύνουν τα άμεσα προβλήματά τους και να συνδέουμε όσους έχουν ένα όραμα μακροπρόθεσμης αλλαγής – και όλα αυτά να τα κάνουμε χωρίς να δημιουργούμε εργαλεία ή ώθηση που οι φασίστες, οι εξουσιαστές αριστεριστές ή άλλοι τυχοδιώκτες να μπορούν να κεφαλαιοποιήσουν.

Ίσως πρέπει να σκεφτούμε περισσότερο πάνω στη σχέση ανάμεσα στις μάχες στον δρόμο και τη μάχη των ιδεών. Ιστορικά, οι αναρχικοί έχουν συχνά υποθέσει ότι αυτοί που είναι διατεθιμένοι να πάρουν το μεγαλύτερο ρίσκο θα είναι σε καλλίτερη θέση να καθορίσουν τον χαρακτήρα και τους στόχους του κινήματος. Στον δρόμο αυτό, συχνά, είναι αλήθεια – για παράδειγμα, όταν ένα κίνημα κλιμακώνει τη σύγκρουση με την αστυνομία μπορεί να αναγκάσει τους κεντρώους και τους νομιμόφρονες να αποσυρθούν. Θα πρέπει, όμως, να θυμόμαστε, επίσης, όλες εκείνες τις φορές που επαναστάτες από τις πιο καταπιεσμένες ομάδες ανέλαβαν τα μεγαλύτερα ρίσκα και υπέστησαν τη μεγαλύτερη καταστολή μόνο και μόνο για να δουν, τελικά, τους εξουσιαστές να εκμεταλλεύονται τις θυσίες τους για να παγιώσουν την εξουσία τους. Αυτή είναι μια πολύ παλιά ιστορία, από τις γαλλικές επαναστάσεις του 1830, 1848 και 1870, την ιταλική Risorgimento4 μέχρι τη Ρώσικη Επανάσταση του 1917 και την αιγυπτιακή επανάσταση του 2011.

Πρέπει να έχουμε στον νου μας όλα αυτά τα μαθήματα όταν ζυγίζουμε κατά πόσον ο καλλίτερος τρόπος για να αποκτήσουμε επιρροή μέσα σε ένα κίνημα είναι να παίρνουμε τα περισσότερα ρίσκα. Πώς μπορούμε να εξασφαλίσουμε ότι οι αντίπαλοί μας μέσα στο κίνημα δεν μπορούν να μας αναγκάσουν να αναλάβουμε την πλειοψηφία των απωλειών ενώ αυτοί, απλά – θα αναλάβουν την εξουσία;

Ανάλογα, αν η μοναδική μας ιδέα για το πώς μπορούμε να αποκτήσουμε επιρροή μέσα σε ένα κίνημα είναι να εμπλακούμε στην πιο επικίνδυνη ή διαλυτική δραστηριότητα, ακροδεξιές ομάδες, με μεγαλύτερα κοινωνικά προνόμια και μεγαλύτερη πρόσβαση σε πόρους, θα μπορούσαν πιθανόν να μας κερδίσουν σ’ αυτό το πεδίο, έχοντας ταυτόχρονα λιγότερες απώλειες.

Πριν από μια δεκαετία, σε λιγότερο πολύπλοκους καιρούς, μερικοί αναρχικοί και αυτόνομοι φαντάστηκαν ότι οι άνθρωποι που εξεγείρονται θα μπορούσαν, αντί να συνδέονται με ένα κοινό σύνολο αξιών και επιδιώξεων, να συνδεθούν απλά με το να φέρονται ως μη-κυβερνήσιμοι σε σχέση με τις κρατούσες αρχές. Είναι δυνατόν να βρούμε παραδείγματα αυτής της “αντι-ιδεολογικήςστάσης και σήμερα στη Γαλλία, παρά τις ενδείξεις ότι τουλάχιστον μερικοί, από αυτούς που φοράνε τα κίτρινα γιλέκα, απλά παλεύουν για να ενθρονίσουν άλλες αρχές, οι οποίες θα είναι εξίσου επικίνδυνες, όταν έρθουν στην εξουσία. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που η εξεγερτική βία στους δρόμους θα φέρει μια καινούρια καταπιεστική κυβέρνηση στην εξουσία.

Ναι, η τάξη που βασιλεύει θα πρέπει να υπονομευτεί με κάθε αναγκαίο μέσο. Το ίδιο ισχύει για τους υποστηρικτές των αντίπαλων κυρίαρχων τάξεων. Το να πεταχτεί από μια διαδήλωση ο Yvan Bennedetti είναι εξίσου σημαντικό όσο και η αντίσταση απέναντι στην αστυνομία.

Την ίδια στιγμή, θα πρέπει να είναι καθαρό σε όλους τους συμμετέχοντες, που κινητοποιούνται και πολιτικοποιούνται για πρώτη φορά στα κινήματα αυτά, ότι δεν είναι απλά ρομπότ που δρουν σύμφωνα με ένα από πριν προγραμματισμένο ιδεολογικό πλαίσιο, αλλά ότι ελπίζουμε, ειλικρινά, να συνδεθούμε μαζί τους, να ανταλλάξουμε ιδέες και αμοιβαίες επιρροές και να δουλέψουμε από κοινού για να δημιουργήσουμε λύσεις στα κοινά μας προβλήματα. Δεν προσπαθούμε να τους δελεάσουμε να έρθουν μαζί μας, αλλά ψάχνουμε να γίνουμε κάτι καινούριο μαζί. Η αντίθεσή μας στους εξουσιαστές δεν είναι ένα δόγμα ή μια θρησκεία, αλλά ένα σκληρό μάθημα για το τι απαιτεί η δημιουργία χώρων ελευθερίας και δυνατοτήτων.

Από αυτή την άποψη, οι στιγμές του διαλόγου ανάμεσα σε ξένους που συμβαίνουν στους δρόμους είναι το ίδιο σημαντικές με τις θαρραλέες δράσεις με τις οποίες κόσμος απωθεί την αστυνομία και διώχνει με το ζόρι τους φασίστες. Ναι, ας μην είμαστε αφελείς, ας μην απαρνηθούμε τις απόψεις μας ή να εγκαταλείψουμε τις πεποιθήσεις μας αλλά ας είμαστε ανοιχτοί στην δυνατότητα ότι θα γίνουμε πιο δυνατοί και πιο ζωντανοί δουλεύοντας με άλλους που δεν έχουμε γνωρίσει ακόμα, οι οποίοι μοιράζονται τα προβλήματά μας αλλά όχι τα σημεία αναφοράς μας.Το μακροπρόθεσμο παιχνίδι

Αργά ή γρήγορα, αυτό το σημείο κρίσης θα περάσει – είτε οι ηγέτες των κίτρινων γιλέκων θα κλείσουν μια συμφωνία με το κράτος και η αστυνομία θα πετύχει να απομονώσει αυτούς που αρνούνται να συνεργαστούν, ή η κυβέρνηση Μακρόν θα πέσει και θα αντικατασταθεί από μια άλλη που θα υπόσχεται να λύσει τα προβλήματα που έβγαλαν τον κόσμο στους δρόμους.

Και, τότε, τι θα γίνει μετά; Θα μπορέσει η ακροδεξιά να διεκδικήσει ότι ήταν αυτή που πέτυχε την νίκη ενάντια στον Μακρόν; Τα περισσότερα από τα 42 αιτήματα είναι συμβατά τόσο με τα αριστερίστικα όσο και τα ακροδεξιά λαϊκιστικά προγράμματα· δεν θα ήταν έκπληξη να δούμε το κίνημα να χωρίζεται στα δύο και να αφομοιώνεται από τα δύο λαϊκιστικά κόμματα. Μετά τις ταραχές του τελευταίου Σαββατοκύριακου και οι δύο λαϊκιστές ηγέτες έχουν “πορωθεί” από το αίτημα να διώξουν τον πρόεδρο Μακρόν και την κυβέρνησή του. Είναι πολύ πιθανό μια ακροδεξιά κυβέρνηση να έρθει στην εξουσία μετά τον Μακρόν.

Τι θα πρέπει να κάνουμε τώρα άμεσα ώστε να προετοιμαστούμε γι’ αυτή την κατάσταση, να διασφαλίσουμε ότι ο κόσμος θα εξακολουθήσει να βρίσκεται στους δρόμους ενάντια στην επόμενη κυβέρνηση;

Καθώς αγωνιζόμαστε – στη Γαλλία, το Βέλγιο και οπουδήποτε αλλού όπου οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις εφαρμόζουν με τη βία μέτρα λιτότητας πάνω μας – ας σκεφτόμαστε πώς θα βγούμε από κάθε μάχη πιο συνδεδεμένοι, πιο έμπειροι και με έναν πιο ακονισμένο τρόπο ταυτοποίησης των ζητημάτων που εγείρονται μπροστά μας.

Καλή τύχη σε όλους σας, αγαπημένοι φίλοι.

2 Στμ. Αναφέρεται στην περίοδο των ταραχών που ξέσπασαν στην Ουκρανία από τις 21 Νοεμβρίου 2013, όταν η κυβέρνηση Γιανουκόβιτς αποφάσισε να βάλει τέλος στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, και οι οποίες διήρκεσαν για μήνες, με αποκορύφωμα το διήμερο 18-20 Φεβρουαρίου με τις αιματηρές συγκρούσεις στο Κίεβο που οδήγησαν τελικά στην εκδίωξη της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς. Πολλοί ακροδεξιοί, οργανώνοντας ομάδες κρούσεις και λειτουργώντας ως ο στρατιωτικός βραχίονας κυρίως του κόμματος Svoboda, της επίσημης Ουκρανικής ακροδεξιάς, προσπάθησαν να καπηλευτούν τις ταραχές.

3 Στμ. To Debout la France (DLF), Γαλλία Σήκω”, είναι ένα γαλλικό πολιτικό κόμμα, στο φάσμα μεταξύ δεξιάς και ακροδεξιάς, που ιδρύθηκε το 1999 από τον Nicolas Dupont-Aignan, αρχικά με το όνομα Debout la République (DLR), ως το “γνήσιο” γκωλικό κομμάτι του τότε κόμματος Rally for the Republic (Rassemblement pour la République, RPR). Η επανεκκίνησή του έγινε το 2000 και το 2002 και το ιδρυτικό συνέδριο του ως αυτόνομο κόμμα το 2008. Άλλαξε ονομασία στο συνέδριο του 2014. Η επιρροή του είναι ως επί το πλείστον τοπική, στην εκλογική περιφέρεια του Dupont-Aignan, αλλά στις προεδρικές εκλογές του 2017 συγκέντρωσε στον 1ο γύρο ένα ποσοστό 4,73%.

4 Στμ. il Risorgimento, κυριολεκτικά “Η Αναβίωση” ή Ιταλική Ενοποίηση: το πολιτικό και κοινωνικό κίνημα κατά το οποίο διαφορετικά κράτη της ιταλικής χερσονήσου συσσωματώθηκαν στο ενιαίο κράτος της Ιταλίας κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, χονδρικά την περίοδο από το 1815, με το Συνέδριο της Βιέννης και το τέλος της εξουσίας του Ναπολέοντα, μέχρι το 1871 με8 τον Γαλλοπρωσσικό πόλεμο.

Το κίτρινο δεν είναι το χρώμα της άνοιξης

Αναδημοσίευση από το aruthlesscritiqueagainsteverythingexisting: το κίτρινο δεν είναι το χρώμα της άνοιξης

Όσο γράφονται αυτές οι γραμμές, οι δρόμοι του Παρισιού εξακολουθούν να είναι γεμάτοι από ένα ετερόκλητο πλήθος, πλήρες ονείρων για έναν καλύτερο κόσμο. Καμιά όμως πίστη και κανένα όνειρο ποτέ δεν έφερε τον παράδεισο στη Γη μονομιάς γιατί ένας καλύτερος κόσμος δεν προϋποθέτει απλά την ικανοποίηση ενός προϋπάρχοντος αιτήματος, αλλά την ριζική αλλαγή του πως οι άνθρωποι σχετίζονται μεταξύ τους. Επανάσταση σημαίνει μεταβολή των κοινωνικών σχέσεων ποιοτικά όχι ποσοτικά. Καμία επανάσταση δεν είναι πολιτική με την πεζή έννοια. Τι μπορεί να ειπωθεί συνεπώς για τα κίτρινα γιλέκα;

#1

Τα κίτρινα γιλέκα ως γνωστόν είναι ένα κίνημα που ξεκίνησε με αφορμή την αύξηση φόρου στα καύσιμα με άμεσες επιπτώσεις στις ζωές μεγάλου μέρους των κατοίκων της Γαλλίας. Η αύξηση της τιμής των καυσίμων είναι φαινόμενο που μετακυλά το κόστος αναπαραγωγής όλο και περισσότερο στον καταναλωτή του εμπορεύματος των καυσίμων. Από μια τέτοια αύξηση επηρεάζεται σαφώς μεγάλο-αν όχι όλο- το κομμάτι της εργατικής τάξης, καθώς αυτή η μετακύλιση ουσιαστικά σημαίνει έμμεση μείωση του πραγματικού μισθού. Το πρόβλημα όμως είναι ότι τα ακριβά καύσιμα αποτελούν μεν μείωση του μισθού, ειδικά για την εργατική τάξη, αλλά αποτελούν μείωση της καταναλωτικής δύναμης για όλους γενικά, πέραν της εργατική τάξης[1]. ΄΄Έτσι αποτελούν ζήτημα το οποίο προσφέρεται καλύτερα για μετωπικές, διαταξικές και αντικυβερνητικές συμμαχίες παρά για μια καθαρή ταξική σύγκρουση, Ειδικά αφού ο φόρος εκκινείται από την κυβέρνηση και τις ανάγκες της να καλύψει αστάθειες στον προϋπολογισμό οι συνθήκες δείχνουν ότι η σύγκρουση ήταν, και θα συνεχίσει να είναι διαταξική ενάντια σε μια κυβέρνηση που “δεν εκπροσωπεί τον λαό” δηλαδή δεν ακούσει τις ανάγκες του. Αυτό φάνηκε εξ αρχής, καθώς ο κόσμος δεν στράφηκε στις ήδη υπάρχουσες εργατικές οργανώσεις, καθώς δεν θεωρούσε ότι το όλο ζήτημα είναι ζήτημα κάποιας σύγκρουσης με κάποια εργοδοσία.

#2

Οι αντικυβερνητικοί αγώνες είναι αγώνες εθνικοί. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εγκαλούν το κράτος ότι ματαίωσε την υπόσχεση του. Ειδικά στη Γαλλία αυτό γίνεται ρητό από το γεγονός ότι ενώ το κράτος χρόνια προμοτάρει τα diesel καύσιμα ξαφνικά-επί Μακρόν- αυξάνει την τιμή τους. Η αλλαγή κυβέρνησης είναι ο στόχος του κινήματος, παρά την ετερότητα του. Οι περισσότερες αφορμές αλλά και τα περισσότερα αιτήματα του κινήματος είναι οικονομικά και πάνε πολύ πιο πέρα από την αύξηση φόρου. Αφορούν χρόνια οικονομικά προβλήματα τα οποία βράζουν στην γαλλική κοινωνία και ταλαιπωρούν τους γάλλους πολίτες. Ως γάλλοι πολίτες θεωρούν ότι καμία κυβέρνηση δεν τους αναγνωρίζει υλικά, αυτό που τους έχει αναγνωριστεί τυπικά: ότι ως πολίτες σε αυτή τη χώρα έχουν μέλλον, έχουν μια ευκαιρία να ζήσουν. Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε- και να αφήσουμε πίσω μας το βάρος ενός παλαιωμένου και οικονομοκεντρικού μαρξισμού- είναι ότι οικονομικά αίτια και οικονομικά αιτήματα δεν συνεπάγονται απαραίτητα επαναστατική ταξική πάλη. Δεν συνεπάγονται καν τάξεις. Η ταξική πάλη μπορεί να διάγεται μεταξύ θραυσμάτων, και μπορεί να έχει βαθιά αντιδραστικό χαρακτήρα, ειδικά όταν περιορίζεται στην ικανοποίηση αναγκών από κάτι έξω από αυτήν. Γιατί τότε προκαθορίζει την στράτευση της με αυτόν που θα ικανοποιήσει το αίτημα. Σε μια εποχή που ολόκληρες κοινωνίες, πέρα από ταξικά όρια φαίνεται να πλήττονται από κρατικά ελλείμματα, νομισματικές υποτιμήσεις και χρέη, τα οικονομικά προβλήματα εμφανίζονται ως άμεσα συνδεδεμένα με το κράτος. Καθώς αυτό που διακυβεύεται είναι το γενικότερο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας, ο γενικότερος τρόπος λειτουργίας της, παρατηρείται μια αλλαγή σε σχέση με παλαιότερα. Η ταξική διαφορά μετατρέπεται σε εισοδηματικό ανταγωνισμό, σε αιτήματα περί του εισοδήματος, και αλλαγής της εισοδηματικής πολιτικής του κράτους. Αφού το κράτος είναι γενικός ρυθμιστής εισοδηματικών και οικονομικών πολιτικών, και ειδικά οι εκάστοτε κυβερνήσεις του, προσπαθούν έκαστη να “μπαλώσουν” προβλήματα που εμφανίζονται με έκτακτα μέτρα και νομοσχέδια (το φαινόμενο των διαταγμάτων ή των ειδικών νόμων έχει αυξηθεί σχεδόν σε όλη την Ευρώπη) [2]τότε ενισχύεται η αντίληψη ότι το πρόβλημα της υποτίμησης της αγοραστικής δύναμης εντοπίζεται στην έλλειψη δημοκρατίας, και στην κυβέρνηση. Το νέο “εισοδηματικό” discourse που αναδύεται συνενώνει όπως είναι λογικό άτομα από όλες τις τάξεις, που βλέπουν ακριβώς την πιθανότητα αναστολής των μέτρων στην διαταξική συμμαχία και στην αναδιανομή. Αυτές οι συμμαχίες είναι ήδη ένα εμπειρικά έτοιμο έδαφος για τον θρίαμβο της εθνικής ιδεολογίας.

#3

Η μετατροπή των αγώνων σε ζήτημα εισοδηματικών ανταγωνισμών μετακυλά το κέντρο βάρους και τη στόχευση των κινημάτων στις ακραίες εισοδηματικές διαφορές που θεωρείται ότι “πλήττουν” την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ή του κράτους: στόχος γίνονται οι “ελίτ”.[3] Με αυτό το σημαίνον συνήθως εννοείται ένα εύπορο κομμάτι της αστικής τάξης, το οποίο εξαγοράζει πολιτικούς, έχει αδικαιολόγητα μεγάλα κεφάλαια, μονοπωλεί τις αγορές, και χρησιμοποιεί “δόλια” σχέδια για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της. Επίσης αυτή η ελίτ είναι διεθνής, μια αστική τάξη χωρίς πατρίδα, απροσδιόριστη, που καταστρέφει όχι μόνο τη Γαλλία αλλά πολλές χώρες. Πάνω σε αυτή την υπόθεση, η οποία πηγάζει ακριβώς από την εισοδηματική φύση του ανταγωνισμού, συγχέονται με όρους εκλεκτικής συγγένειας πολλές διαφορετικές πολιτικές ατζέντες. Παραδοσιακοί λενινιστές συμφωνούν με κάθε λογής συνωμοσιολόγους και αντισημίτες καθώς οι θεωρίες τους συγκλείνουν πάνω στον “κρυφό χαρακτήρα της ελίτ που διαλύει τη πολιτική σκηνή και την αγορά”. Στην αφήγηση περί αδικαιολόγητου πλούτου της ελίτ και των μονοπωλίων συγκλείνουν οι αναρχικές υπεραπλουστεύσεις για την οικονομία με κάθε λογής κεϋνσιανούς που μιλούν για σωστή αναδιανομή, επιστροφή στο έθνος κράτος της εθνικής οικονομίας. Στον υπερεθνικό χαρακτήρα της ελίτ, οι κεϋνσιανοί, οι εθνικιστές, οι λενινιστές και η αναρχική θεωρία της “τοπικότητας” δημιουργούν μια πολύχρωμη πλατφόρμα εθνικών αφηγήσεων: η μέση δεσπόζουσα που βγαίνει από αυτό δεν είναι μια εναντίωση στον κεφάλαιο αλλά μια από κοινού επιθυμία για τοπικοποίηση. Αυτό είναι που επιτρέπει και την παραδοξότητα το κίνημα των κίτρινων γιλέκων να εξαπλωθεί σε πολλές χώρες, να πάρει δηλαδή “διεθνή” χαρακτήρα χωρίς να εκφράζει κάποιου είδους διεθνισμό[4]. Αποτελεί μάλλον την από κοινού τάση των εθνικοποιημένων εργατικών τάξεων σε συμμαχία με το μικρό κεφάλαιο, τους αυτοαπασχολούμενους και τους κρατικούς υπαλλήλους να εκφράζουν ένα αίτημα για εθνική οικονομία. Τα πολύ προχωρημένα οικονομικά αιτήματα των γάλλων διαδηλωτών ίσως και να μην είναι ένδειξη ανασύνθεσης μιας μαχητικής εργατικής τάξης αλλά της ριζοσπαστικοποίησης –ως προς τα μέσα διεκδίκησης– των διαταξικών μορφωμάτων και ενσωμάτωσης της ταξικής ατζέντας σε ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες.

#4

Αφού οι ανταγωνισμοί παίρνουν εισοδηματικό χαρακτήρα, όπως έχουν έναν εχθρό στο ¨ανώτερο εισόδημα” έτσι έχουν και στο κατώτατο. Καθώς το αίτημα είναι να αποτυπωθεί με υλικούς, μισθολογικούς όρους, η υπόσχεση της πολιτικής (civil) ταυτότητας, αυτός που δεν έχει δικαίωμα να ζει εδώ, δεν έχει και “μερίδιο στην πίτα”. Οι πορείες κατά κοινή ομολογία, πέρα από ελάχιστες και πολιτικοποιημένες εξαιρέσεις, είναι εχθρικές προς τους μετανάστες. Οι μετανάστες, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους θεωρούνται βάρος στο κράτος και στους φορολογούμενους. Οι μόνοι μετανάστες που χωράνε είναι όσοι «εκ-γαλλιστούν”, και αποκτήσουν το δικαίωμα να ζουν στην Γαλλία, ένα δικαίωμα σαφώς κρατικό. Αν και το κίνημα των κίτρινων γιλέκων δύσκολα μπορεί να κατηγορηθεί για εκτεταμένο φυλετικό ρατσισμό, βασίζεται σε κάτι εξίσου επικίνδυνο, τον κρατικό διαχωρισμό λαθραίων και μη, χρήσιμων και μη, υποτιμημένων και μη αναγκαίων. Αυτή η ρητορική είναι πέρα για πέρα αντιδραστική και είναι αυτή που τραβάει τις διαχωριστικές πολιτικές γραμμές μεταξύ “προοδευτικών και μη στοιχείων” σε όλη την Ευρώπη. Τα οικονομικά αιτήματα, ακριβώς επειδή είναι οικονομικά σε μια εποχή που το όραμα του κομμουνισμού έχει χαθεί από το συλλογικό ασυνείδητο, έχουν καθαρά αμυντικό χαρακτήρα, ορίζονται την οικονομική πολιτική του κράτους, που αν είναι να τα ικανοποιήσει, πρέπει πάνω απ΄ όλα να υπάρχει.[5]. Οι αγώνες του Κιέβου, των πλατειών και της Γαλλίας των γιλέκων, δείχνουν την αθλιότητα της  εθνικοποιημένης εργατικής τάξης, μέσα σε ένα κόσμο εξίσου άθλιων τάξεων. Όχι το μεγαλείο της. Οι εποχές που η εξέγερση ως πρακτική ήταν αποκλειστικό πεδίο της κομμουνιστικής πρακτικής έχουν παρέλθει.

#5

Οι βίαιες συγκρούσεις στον δρόμο δεν είναι απόδειξη ριζοσπαστικότητας. Επανάσταση ή εξέγερση σημαίνει μια ριζική μεταβολή των τρόπων κοινωνικού αλληλοσυσχετισμού. Όσο και αν μας θαμπώνουν οι καπνοί, και όσο και αν ταυτιζόμαστε με την εικόνα ενός διαδηλωτή σε μάσκα που χτυπιέται από τις ομάδες ασφαλείας και τάξης, οι ταυτίσεις είναι πάντα εικονικές και ψευδεπίγραφες. Εμείς προβάλλουμε αυτό που ξέρουμε στη δική μας κοινωνία ότι σημαίνουν τα σύμβολα “μάσκα, σπάσιμο, μπλοκάρισμα δρόμου” και όμως τα κίνητρα αλλά και τα αποτελέσματα αυτών των κινήτρων σε μια άλλη κοινωνία είναι πολύ διαφορετικά από την Ελλάδα. Πίσω από τη μάσκα μπορεί να κρύβεται ο χειρότερος φασίστας, που μισεί το “κράτος των προδοτών του έθνους”. Γνωρίζουμε ήδη από το θλιβερό παράδειγμα του Κιέβου ότι περισσότερο νόημα δεν έχουν οι συγκρούσεις, όσο η κοινή εμπειρία αυτών των συγκρούσεων μεταξύ των υποκειμένων. Σε ένα γεγονός που εθνικιστές, μικροαστοί, αυτεπάγγελτοι και αναρχικοί πολεμούν από κοινού την αστυνομία, αυτό που νικάει είναι η εθνική ιδεολογία, όχι αναγκαία ως ιδεολογική ηγεμονία αλά Gramsi αλλά με όρους λειτουργίας, με όρους εμπειρίας: εθνικισμός είναι η ενότητα, και η μνήμη αυτής της ενότητας, από ετερόκλητα αστικά υποκείμενα. Ο εθνικισμός βασίζεται την πάντα οριακή και εύθραυστη ανοχή μεταξύ συγκρουσιακών κατηγοριών. Και όσο αυτή η ενότητα κρατιέται λειτουργική, η εσωτερική της ένταση διοχετεύεται σε έναν έτερο Άλλο: τις Ελίτ και τους μετανάστες. Εθνικισμός ως λειτουργία είναι η συνύπαρξη μέσα σε μια πλατεία ή έναν δρόμο, όλων των αστικών ταυτοτήτων ως αυτό που είναι. Οι από κοινού επιθέσεις σε αστυνομικούς αναρχικών, εθνικιστών, μικροαστών και εργατών δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση.[6]

#6

Η επανάσταση ελοχεύει μέσα στην ήττα της εισοδηματικής εξέγερσης. Οι εκτεταμένες καταστροφές ως αξία, το μπλοκάρισμα των δρόμων δεν πρέπει να υποτιμούνται ότι ίσως πυροδοτήσουν εξελίξεις που δεν είναι ορατές. Επίσης η ευκαιρία για απαλλοτριώσεις, αν και έχει πολύ μικρό ορίζονται, σίγουρα είναι θετικό φαινόμενο. [7] Όμως με βάση όσα φαίνονται τώρα μπορούμε να πούμε τα εξής: Αν τα κίτρινα γιλέκα ηττηθούν, υπό την έννοια ότι κάποια αιτήματα ικανοποιηθούν ενώ άλλα μείνουν ανικανοποίητα, είναι πιο πιθανό να πάρουν οι πορείες έναν ταξικό επαναστατικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα τα αιτήματα για υψηλούς μισθούς είναι περισσότερο βερμπαλισμός πάνω στην ορμή των γεγονότων παρά κάτι που διεκδικείται ουσιαστικά. Παρ’ όλα αυτά, στην περίπτωση που όντως αυτό το αίτημα παραμείνει, σίγουρα θα αντιμετωπίσει εχθρότητα ακόμα και από το μικρό κεφάλαιο. Ακόμα και τότε όμως θα έχουν να αντιμετωπίσουν ένα μεγάλο πρόβλημα: αφενός την απομαζικοποίηση, καθώς μεγάλο κομμάτι του κόσμου θα φύγει από το μετωπικό σχήμα που υπάρχει τώρα και τους δίνει ορμή, αφετέρου την φοβερά δύσκολη συνάντηση με πραγματικά υλικούς όρους με τους μετανάστες, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση φαίνεται να περισσεύουν από τα διακυβεύματα.

#7

Το κράτος, η αντιεξέγερση και ο καπιταλισμός υπερτερούν σε σχέση με τις ταξικές και ριζοσπαστικές αναλύσεις σε ένα πράγμα και ο Μακρόν φαίνεται να το ξέρει: σε αντίθεση με τους ριζοσπάστες που προσπαθούν να βρουν την κίνηση της ιστορίας σε κάποιο καλά κρυμμένο αίτιο, το οποίο αποτελεί την βαθύτερη αλήθεια του κοινωνικού μηχανισμού, ο καπιταλισμός λαμβάνει υπ’ όψη του την κόπωση, την απογοήτευση, την ελπίδα, τον φόβο και την παροδικότητα της ζωής. Ξέρει ότι οι μερικές υποσχέσεις, οι μισές παραχωρήσεις, το πολύ ξύλο και τα για μέρες χαμένα μεροκάματα, βαραίνουν στη πλάτη ακόμα και της πιο ζωογόνας ελπίδας. Αυτό που βγάζει τους ανθρώπους στο δρόμο, ο πόνος και ο φόβος, αυτό μπορεί να τους ξαναγυρίσει μέσα, το επαναστατικό στοίχημα είναι ακριβώς τούτη η αβέβαιη παλίρροια. Το στοίχημα στην καρδιά του είναι ένα: ποιος πόνος είναι μεγαλύτερος του παρόντος ή του μέλλοντος;  Τις περισσότερες φορές καλύτερα να ζεις λίγο, από το μην ζ΄΄εις καθόλου. Αυτοί που ήδη δεν ζουν καθόλου, για τους οποίους δεν υπάρχει τίποτα να χαθεί παρά “οι αλυσίδες τους”, σε αυτή την εξέγερση δεν ακούστηκαν καθόλου. Μέχρι στιγμής.

Σημειώσεις.

[1]https://earther.gizmodo.com/frances-gas-tax-disaster-shows-we-cant-save-earth-by-sc-1830877858.

Το νομοσχέδιο προτάθηκε με βάση τη στροφή στην “πράσινη ενέργεια” αν και είχε προφανώς άλλα κίνητρα, και μάλλον κανένα περιβαλλόντικό όφελος. Αυτό όμως δεν είναι άμεσα κατανοητό στο κομμάτι εκείνο των εργαζομένων που εργάζονται με diesel και θέλουν να συνεχίσουν λόγω χαμηλού κόστους, οι οποίοι αντέδρασαν στην αύξηση υπερασπιζόμενοι τις ζωές τους χωρίς να πολυνοιάζονται όπως είναι λογικό για το περιβαλλοντικό ή όχι όφελος . Αναδύεται έτσι και ένα άλλο πρόβλημα: εντός του καπιταλισμού η μη υποτίμηση της εργατικής τάξης ίσως είναι ασύμβατη με περιβαλλοντικά ζητήματα. Αυτό αφενός καταδεικνύει ότι η λύση του περιβαλλοντικού είναι και η λύση του καπιταλισμού συνολικά, αλλά μέχρι να γίνει αυτό ίσως προκαλεί ζήτημα προτεραιοτήτων στους αγώνες, με την εργατική τάξη να εμφανίζεται εδώ περισσότερο συντηρητική παρά προοδευτική.

[2]https://iapp.org/news/a/2018-global-legislative-predictions/.

[3]https://voiceofeurope.com/2018/12/europe-is-on-the-brink-of-a-working-class-revolution-against-globalist-governments/

[4]https://voiceofeurope.com/2018/12/revolutionary-scenes-as-yellow-vests-movement-spreads-over-europe/

[5]https://www.doctv.gr/page.aspx?itemID=SPG12699. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί εδώ ότι δεν ξέρουμε πόσα και ποιοι ακριβώς διατυπώνουν αιτήματα στη παρούσα φάση. Παρ’ όλα αυτά η προσπάθεια στη λίστα να εκπροσωπηθούν όλοι, είναι ενδεικτική ενός σοβινιστικού κλίματος. Τόσο μερικά αιτήματα είναι καθαρά εθνικιστικά. Αφετέρου τα οικονομικά αιτήματα θα μπορούσαν να είναι άνετα μια λίστα μιας στρασσερικής ή λαϊκής δεξιάς.

[6]http://lahorde.samizdat.net/2018/11/24/gilets-jaunes-ni-macron-ni-fachos/ , http://autonomies.org/2018/12/the-uncertain-tides-of-insurrection-the-yellow-vest-protests-of-france/ και https://www.rt.com/news/445352-police-union-yellow-vests-france-macron/ . Για ένα παράδειγμα ανάλυσης που ψάχνει να στηριχθεί σε μια κλασσική ταξική-αιτηματική ανάλυση ενδεικτικά εδώ https://jacobinmag.com/2018/11/yellow-vests-fuel-prices-france-protests

[7] Για πολύ γενική εικόνα εδώ https://www.thelocal.fr/20181204/opinion-why-frances-yellow-vest-protesters-are-so-angry

1η Δεκεμβρίου 2018: ας πάμε το χάος παραπέρα

Carbure1

Σημείωμα της μετάφρασης: το παρόν κείμενο έχει μεταφραστεί και από το alerta communista (https://alertacomunista.wordpress.com/discussion-yellow-vests-1st-december-pushing-disorder-further). Το μεταφράζουμε, από το γαλλικό κείμενο, συμπεριλαμβάνοντας και το μικρό κείμενο κριτικής από την συντακτική ομάδα του ιστότοπου dndf.org (Des Nouvelles Du Front). Για την κριτική από το alerta communista στο κείμενο της Carbure και τον σχετικό διάλογο δείτε: https://alertacomunista.wordpress.com/discussion-yellow-vests-our-critique-carbure.

 

Το Σάββατο 1η Δεκεμβρίου, το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων” έπαψε να ανήκει, έπαψε να είναι το κίνημα των κατώτερων τάξεων της λευκής-Γαλλίας που ήταν στην αρχή. Αντιμέτωπο με την προβλέψιμη άρνηση του κράτους να ικανοποιήσει οποιοδήποτε αίτημα (όπως έγινε φανερό από την άρνηση ή την ανικανότητα των “εκπροσώπων” του κινήματος να συναντήσουν τον Πρωθυπουργό), αντιμέτωπο επίσης με τον εμπαιγμό που διακρίνει οποιοδήποτε αίτημα στο φως της ανυπόφορης ζωής μας και χάρις στην σύγκλιση στο αστικό περιβάλλον ΟΛΗΣ της οργής, το επαναστατικό περιεχόμενο της τρέχουσας περιόδου άρχισε να εμφανίζεται κάτω από την κρούστα των λόγων και των ιδεολογιών, και αυτό το περιεχόμενο είναι το χάος.

Το ερώτημα τώρα είναι πού θα σταματήσει αυτό που ξεκίνησε ή σε ποιο βαθμό μπορεί να φέρει αταξία. Ήδη, αυτοί που είναι από την αρχή του κινήματος υπηρετούν τώρα ως μια οπισθοφυλακή αυτού που ξεκίνησαν, κάνουν έκκληση στη λογική και ζητούν στις σελίδες της Le Journal du Dimanche την επιστροφή στη δημοκρατική τάξη. Είναι η ενσάρκωση του κινήματος στο ξεκίνημά του και η απροθυμία τους δείχνει αρκετά ότι αυτό το κίνημα έχει ήδη τελειώσει. Θα ήταν ευχαριστημένοι με ένα μορατόριουμ στην τιμή των καυσίμων, σε οποιαδήποτε αύξηση, ή με τη διοργάνωση ενός δημοψηφίσματος για την ενεργειακή μετάβαση, τη στιγμή που αναδύεται ένα κίνημα που θέλει να παρασύρει τα πάντα στον δρόμο του και δεν μπορεί πλέον να αποκρυσταλλωθεί σε οποιονδήποτε λόγο [discourse] ή οποιαδήποτε διεκδίκηση, εκτός αν πρόκειται για την “παραίτηση Μακρόν”, που επαναλαμβάνεται ως ένα μάντρα που καλεί για το τίποτα, την εξαφάνιση όλων όσων αντιπροσωπεύουν αυτόν τον κόσμο. Το “Μακρόν παραιτήσου” είναι ταυτόχρονα το πολιτικό όριο αυτού του κινήματος και η έκκληση για το τέλος κάθε πολιτικής.

Όντας αντιμέτωποι με αυτό που συνέβη το Σάββατο 1η Δεκεμβρίου, θα ήταν άτοπο να συνεχίσουμε να περιγράφουμε αυτό που συμβαίνει ως “κίνημα ενάντια στην ακριβή διαωβίωση”, η να μακιγιάρουμε ένα οικονομικό αίτημα που προφανώς έχει πάει πιο μακριά. Το Σάββατο, τα “σημειωματάρια με τα παράπονα” χρησιμοποιήθηκαν για προσάναμα. Το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων” είχε ήδη ξεπεράσει το στάδιο των οικονομικών αιτημάτων της πρώτης εβδομάδας, για να περάσει στην λαϊκιστική πολιτική του φάση, για να απαιτήσει ότι το Κράτος θα πρέπει να παραιτηθεί “μπροστά” στον λαό ή ότι ο λαός πρέπει να γίνει Κράτος. Ασκήσαμε κριτική σ’ αυτή τη φάση και προσδιορίσαμε το περιεχόμενο των αιτημάτων που διατύπωσαν οι κατώτερες τάξεις της λευκής-Γαλλίας στην ταξική τους διαμεσολάβηση, δείξαμε τα όρια αυτής της διαταξικότητας, επισημάναμε τον κίνδυνο της εθνικής λαϊκής ενότητας [του ενός] εναντίον των “άλλων”. Δεν είχαμε καν τελειώσει την κριτική μας σ’ αυτή την φάση και είχαμε φτάσει ήδη εκεί.

Αυτό το κίνημα στερούνταν μιας δόσης μηδενισμού για να δώσει νόημα στην “α-πολιτική” του: η συνάντηση με τα “προάστεια” του έδωσε αυτό που του έλειπε ώστε να αντιστοιχεί στην “πραγματική κίνηση”, που δεν είναι αυτό της κοινωνικής προόδου αλλά αυτό της καταστροφής της κοινωνίας, και να νιώσει χαρούμενα σαν στο “σπίτι” του. Η διαταξικότητα μετατράπηκε σε μια τάση για ενότητα ανάμεσα σε όλους όσους ξέρουν με έναν καθαρό ή συγκεχυμένο τρόπο ότι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από αυτή την κοινωνία, ότι υποτιμούνται στα προάστεια, τσακισμένοι από τον προαστειακό ή περιαστικό εφιάλτη, ή επιβιώνουν, ως επιδοματούχοι, μαζεύοντας κάστανα στην Ardèche.

Έπρεπε να δούμε τον στρατό των ζόμπι στην κεφαλή των συνδικάτων να περνάνε από την πλατεία της Βαστίλλης, κρυμμένα πίσω από τις σημαίες και τα συνθήματά τους, επιβεβαιώνοντας την ιδιαιτερότητα των εργαζόμενων και νιώθοντας την πλήρη αδιαφορία γι’ αυτούς που, με κίτρινα γιλέκα ή όχι, περπατούσαν χωρίς σκοπό αλλά μαζί στο Παρίσι, για να καταλάβουμε πόσο πολύ το παλιό εργατικό κίνημα, τα συνδικάτα του, οι εκπρόσωποί του και τα αιτήματά του είναι ένα πράγμα του παρελθόντος. Δεν θα υπάρξει “κοινωνική σύγκλιση”, αυτό το κίνημα δεν έχει επιστρέψει στη λογική της αριστεράς, δεν θα είναι ποτέ ένα κοινωνικό κίνημα. Αυτή η εποχή έχει περάσει. Δεν είναι πλέον ζήτημα αντιρατσισμού ή αντιφασισμού, δεξιάς ή αριστεράς, όταν δεν υπάρχει άλλο ζήτημα από το να καούν τα πάντα και το να ξέρει κανείς με ποιον μπορεί να το κάνει. Η τωρινή κατάσταση πραγμάτων έχει να κάνει τόσο με εμφύλιο πόλεμο όσο και την επαναστατική υπέρβαση: να κάνεις το βήμα που οδηγεί από τις ταραχές στην επανάσταση σημαίνει να περπατάς στην κόψη ενός σπαθιού.

Αυτή η συνάντηση έγινε, απομένει να μάθουμε αν μπορεί να επαναληφθεί και να επεκταθεί. Όλα όσα είναι αντίθετα σ’ αυτήν, είναι ήδη εδώ, παρόντα στην “κοινωνική” φύση του κινήματος καθώς και οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις, που οι ταραχές δεν μπορούν να καταργήσουν: το ενωτικό σύνθημα “Μακρόν παραιτήσου” περιέχει την πιθανότητα μια εθνολαϊκιστική συμμαχία να αναλάβει την κρατική εξουσία στο όνομα του λαού (η Λε Πέν και ο Μελανσόν φωνάζουν με μια φωνή για πρόωρες εκλογές) δίνοντας στο κράτος μια μορφή επαρκή για την κρίση: μια φιλεύσπλαχνη-αυταρχική μορφή, ικανή να στοιχίσει τους πάντες, αποδίδοντας σε κάποιους την “ετερότητα” και συμμετρικά σε άλλους την υπευθυνότητα και τον πατριωτισμό, να συντρίψει κάποιους στο όνομα άλλων και να κυριαρχήσει πάνω σε όλους. Το έχουμε δει δεκάδες φορές τα πρόσφατα χρόνια: “Que se vayan todos, “Να φύγουν όλοι”, είναι συχνά ένα κάλεσμα για ανανέωση, προς το χειρότερο, του πολιτικού προσωπικού. Αλλά για να πάμε εκεί, θα είναι απαραίτητο να αντιστοιχίσουμε την κατώτερη τάξη της λευκής-Γαλλίας στον εαυτό της, να την ξαναβάλουμε στη θέση της, κάτω από την καθοδήγηση της μεσαίας τάξης: μια τίμια δουλειά, που πληρώνεται δίκαια, και αρμονική εμπορευματική κυκλοφορία. Αυτή είναι η μοναδική διέξοδος από την κρίση που μπορούμε να συλλάβουμε αυτή τη στιγμή, εκτός κι αν η κυβέρνηση Μακρόν καταφέρει να διαχειριστεί η ίδια αυτή την αυταρχική στροφή.

Για να το αποφύγουμε αυτό είναι αναγκαίο να πάμε την αταξία παραπέρα. Η στιγμή των αστικών ταραχών είναι η ίδια ένα όριο σ’ αυτό που συμβαίνει τώρα: ιστορικά, αντιστοιχεί σε δυο τροπικότητες που είναι είτε η κατάληψη της κρατικής εξουσίας ή να τεθεί [η κρατική εξουσία] σε κρίση ώστε να πιεστεί για παραχωρήσεις. Αλλά δεν είμαστε στο 1917, καμμιά κατάληψη κρατικής εξουσίας για να υλοποιηθεί ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα δεν είναι νοητή, ούτε στο 1968, δεν πρόκειται να υπάρξουν συμφωνίες της Grenelle2.

Το να κολλήσουμε στις ταραχές στις πόλεις σημαίνει να παραμείνουμε εκεί που το κίνημα έχει ακόμα πολιτική. Αλλά αν αυτό που εκδηλώθηκε το Σάββατο στο Παρίσι, και σε ολόκληρη τη Γαλλία, επιστρέψει στα “μπλόκα”, δημιουργήσει καινούρια και αρχίσει πραγματικά να “μπλοκάρει τη χώρα”, με άλλα λόγια, να αρχίσει να την καταλαμβάνει, και αρχίσει να αποφασίζει το μέλλον του από κει και πέρα, μπορεί κανείς να φανταστεί το πέρασμα από τις ταραχές ή την εξέγερση στην επανάσταση. Αλλά κανείς δεν μπορεί, τρέχοντας πιο γρήγορα απ’ όλα, να πει ποια κατεύθυνση πρόκειται να ακολουθήσει αυτό που συμβαίνει τώρα: δεν υπάρχει καλλίτερο σημάδι του επαναστατικού περιεχομένου από αυτό.

Αυτό το κίνημα, επειδή είναι ταξική πάλη, κουβαλά όλα όσα μπορεί να είναι σήμερα μια κομμουνιστική επανάσταση, τα όρια, τους κινδύνους της, τον απρόβλεπτο χαρακτήρα της: αλλά για να φτάσει σ’ αυτό το σημείο, θα χρειαστεί πιθανότατα να κάψει πολλά από αυτά που στέκονται ανάμεσά μας, είτε αυτοκίνητα είτε κοινωνικές σχέσεις.

AC

ΥΓ: Σε απάντηση σε κάποιες κριτικές3 και ερωτήσεις σχετικά με το παρόν κείμενο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι πρέπει να γίνει κατανοητό ως ένα στιγμιότυπο των όσων συμβαίνουν τώρα. Αν κάποιοι εκπλήσσονται από τον τόνο “αισιοδοξίας” που έχει (κάτι που δεν συμβαίνει κάθε μέρα), θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι αυτή η αισιοδοξία μετριάζεται από την πιθανότητα μιας επιστροφής στην τάξη, που επίσης υποστηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από αυτό το κίνημα. Όλα τα ερωτήματα του προηγούμενου κειμένου4 παραμένουν έγκυρα. Αλλά αν είναι ουσιώδες να παραμείνουμε διαυγείς, είναι επίσης ουσιώδες να έχουμε επίγνωση ότι η ταξική πάλη δεν είναι ένας μεγάλος ήρεμος ποταμός, ούτε ένας καλά σημαδεμένος διάδρομος για τα βομβαρδιστικά της “βαριάς” θεωρίας. Αυτό που γίνεται και αναιρείται στην πορεία ενός αγώνα πάει γρηγορότερα απ’ ό,τι οι αναλυτικές μας ικανότητες και αν αυτό που συνέβη την 1η Δεκέμβρη “κλείνει”γρήγορα θα πρέπει να καταγραφεί όπως οτιδήποτε άλλο. Τίποτα δεν είναι “γραφτό”: υπάρχει η συγκυρία, υπάρχει η “δυνατότητα ακύρωσής της” όπως και κάθετι άλλο στους αγώνες. Ας πούμε ότι το παρόν κείμενο είναι κομμάτι τους, και ας αναλάβουμε την ευθύνη του5.

Το σχόλιο του ιστότοπου dndf.org στην ανάρτηση του παρόντος κειμένου της Carbure

Δεν θα μπορούσαμε να μην μεταφέρουμε ένα άρθρο τόσο “ζεστό” μέσα στα γεγονότα και προερχόμενο από συντρόφους με τους οποίους είμαστε τόσο κοντά.

Θα θέλαμε να επισημάναμε ότι έχουμε, αυτή τη στιγμή, μερικές επιφυλάξεις (η λέξη είναι πολύ ήπια) σχετικά με τον ενθουσιασμό και την έλλειψη απόστασης από το γεγονός, που είναι χαρακτηριστικό ενός κειμένου γραμμένου στην καρδιά του εν λόγω γεγονότος…

Το επίπεδο της βίας δεν ήταν ποτέ αρκετό για να χαρακτηρίσει το περιεχόμενο ενός κινήματος.

Περιμένουμε για τα σχόλια που θα κάνουν αναγνώστες στο παρόν κείμενο της Carbure αλλά ήδη έχουμε κάποιες “κακές” προτάσεις όπως οι ακόλουθες:

το επαναστατικό περιεχόμενο της παρούσας περιόδου αρχίζει να εμφανίζεται κάτω από την κρούστα των λόγων και των ιδεολογιών. Ποιο περιεχόμενο;

η συνάντηση με τα ‘προάστεια’ έφερε στο κίνημα αυτό εκείνο που χρειαζόταν για να ταιριάξει με την ‘πραγματική κίνηση’. Πού συναντήθηκαν;

Η τωρινή κατάσταση πραγμάτων έχει να κάνει τόσο με τον εμφύλιο πόλεμο όσο και με την επαναστατική υπέρβαση: να κάνεις το βήμα που οδηγεί από τις ταραχές στην επανάσταση σημαίνει να περπατάς στην κόψη ενός σπαθιού”.

Μπορούμε να φανταστούμε να πηγαίνουμε από τις ταραχές ή την εξέγερση στην επανάσταση”.

Αυτό το κίνημα κουβαλά όλα όσα μπορεί να είναι σήμερα μια κομμουνιστική επανάσταση: τα όριά της, τους κινδύνους της, τον απρόβλεπτο χαρακτήρα της”.

Μπορούμε να ακούσουμε τον ενθουσιασμό και το “πάρτυ”. Χρειαζόμαστε όμως ακόμα μεγαλύτερη απόσταση και ανάλυση της κίνησης σε εξέλιξη…Συνεχίζεται.

dndf

2 Στμ. Οι συμφωνίες της Grenelle (γαλλικά: Accords de Grenelle) αναφέρονται στις διαπραγματεύσεις μεταξύ της γαλλικής κυβέρνησης Πομπιντού, των συνδικάτων και των εργοδοτών (Organisation patronale) προς επίλυση της κρίσης του Μάη του 1968. Οι διαπραγματεύσεις που ολοκληρώθηκαν στις 27 Μαΐου 1968 – αλλά δεν υπογράφηκαν – οδήγησαν σε μια αύξηση 35% στον κατώτατο μισθό και 10% στους μέσους πραγματικούς μισθούς. Επίσης περιείχαν προβλέψεις για τη δημιουργία κλαδικών επιχειρησιακών συνδικάτων (Section syndicale d’entreprise). Έχοντας απορριφθεί από τη βάση, οι συμφωνίες δεν έδωσαν άμεση λύση στην κρίση και οι απεργίες συνεχίστηκαν. Τρεις μέρες αργότερα, όμως, στις 30 Μαΐου έχουμε την επιστροφή του Ντε Γκωλ στο Παρίσι και την τεράστια φιλογκωλική διαδήλωση στα Ηλύσια Πεδία που ώθησε τον Ντε Γκωλ στη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και την προκήρυξη εκλογών για τις 30 Ιουνίου. Ο θρίαμβος του γκωλικού κόμματος σ’ αυτές έθεσε και το οριστικό τέλος της κρίσης. Το όνομα Grenelle προέρχεται από την οδό στο Παρίσι στην οποία βρίσκεται το Υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων, όπου έλαβαν χώρα οι διαπραγματεύσεις.

3 Στμ. Αναφέρεται στο κριτικό σχόλιο από την ομάδα του ιστότοπου dndf.org στην ανάρτηση του παρόντος κειμένου (http://dndf.org/?p=17356).

4 Στμ. Αναφέρεται στο προηγούμενο κείμενο της Carbure: “Κίτρινα Γιλέκα: ερωτήματα γι’ αυτούς που ψάχνουν συμμαχίες”, μεταφρασμένο εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/carburegiletsjaunes.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: Rien n’est écrit : il y a de la conjoncture, de la « défaisance », et aussi du n’importe quoi dans les luttes. Mettons que ce texte en fait partie, et l’assume.

Τάξη/διαχωρισμός/φυλετικοποίηση. Σημειώσεις

Αναδημοσιεύουμε από το blog https://2008-2012.net.

https://2008-2012.net/2018/11/26/class-segmentation-racialisation-notes/

Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε απ’ τη Théo­rie Com­mu­niste το 2016. Θα θέλαμε ως εισαγωγή να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από ένα πιο πρόσφατο άρθρο τους, του δεύτερου μέρους του «Le kaléidoscope du prolétariat», που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2018.

 

Πάντα υπήρχαν διαχωρισμοί στο εσωτερικό της εργασιακής δύναμης. Πρέπει, οπότε, να θεωρήσουμε τον διαχωρισμό ως έναν αντικειμενικό καθορισμό της εργασιακής δύναμης υπό το κεφαλαίο, ο οποίος οδηγεί φυσικά σ’ έναν καταμερισμό της εργασίας. Δεν έχουμε εδώ τίποτα παραπάνω από μια διαίρεση ενός ομοιογενούς υλικού και μια απλή ποσοτική διαβάθμιση της αξίας της εργασιακής δύναμης. (Τόσο η απλή όση κι η σύνθετη εργασία υποβάλλεται σ’ ένα είδος όσμωσης εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, απ’ τον γενικευμένο περιορισμό της υπερεργασίας στην εξειδικευμένη εργασία υπό συνεργατική διαχείριση, κλπ.) Ωστόσο, αυτός ο διαχωρισμός δεν θα υπήρχε αν δεν ήταν ταυτόχρονα κι ένας ποιοτικός διαχωρισμός εντός ενός κατά τ’ άλλα ομοιογενούς υλικού. Εδώ εμπλέκονται δύο διαδικασίες, οι οποίες υφαίνουν από κοινού: Αφενός, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι παγκόσμιος, ικανός να ιδιοποιηθεί και να καταστρέψει όλους τους άλλους τρόπους παραγωγής, διατηρώντας για τον εαυτό του τα χαρακτηριστικά τους, τα οποία επαναπροσδιορίζει. Αφετέρου, η αξία της εργασιακής δύναμης αναπαριστά ένα ηθικό, πολιτιστικό κι ιστορικό συστατικό στοιχείο. Αφού η καπιταλιστική εκμετάλλευση είναι καθολική -δηλαδή, επειδή το κεφάλαιο μπορεί να καταλάβει άλλους τρόπους παραγωγής ή να τους κάνει να συνυπάρχουν μαζί του, εκμεταλλευόμενο την εργασιακή δύναμη μαζί μ’ αυτούς τους άλλους τρόπους παραγωγής, ή μπορεί να τους αποσυνδέσει απ’ τους πρότερους όρους ύπαρξής τους- ο καπιταλισμός αποτελεί συνεπώς μια ιστορική κατασκευή που επιφέρει τη συνύπαρξη όλων των διαφορετικών βαθμίδων της ιστορίας σε μια μοναδική στιγμή. Ο διαχωρισμός δεν είναι απλώς «χειραγώγηση». Ο διαχωρισμός υπάρχει ως εθελοντική δραστηριότητα της καπιταλιστικής τάξης και των επαγγελματιών ιδεολόγων της, ο οποίος διαχωρισμός διαμορφώνει και θέτει σε κίνηση μια αντικειμενική διαδικασία, έναν δομικό καθορισμό του τρόπου παραγωγής.

Αν η εργατική τάξη ήταν πάντα διαχωρισμένη, είναι αναγκαίο να συγκειμενοποιήσουμε αυτόν τον διαχωρισμό. Δηλαδή, πρέπει να τον τοποθετήσουμε στη γενική μορφή της αντίφασης μεταξύ του προλεταριάτου και του κεφαλαίου εντός ενός δοσμένου κύκλου αγώνων. Χωρίς αυτό, η αντιπαράθεση προς τις ταυτότητες -ταυτότητες που λαθεμένα συνδέονται με κοινότητες- θα ήταν αποκλειστικά κανονιστική. Ακόμη κι αν αποδίδαμε μεγάλη περιστασιακή σημασία σ’ αυτόν τον διαχωρισμό, το είναι του κείτεται αλλού, εντός μιας καθαρότητας που είτε είναι προσβάσιμη είτε δεν είναι. Δεν διαφεύγουμε απ’ την αλληλοαποκλειόμενη αντιπαράθεση με τις ταυτότητες απλώς αντιπαραβάλλοντας σ’ αυτό που υπάρχει το πως θα έπρεπε να είναι.

Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του διαχωρισμού και της φυλετικοποίησης, βρίσκουμε δύο αντιμέτωπες μονόπλευρες στάσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, ο υλισμός συμπυκνώνεται στην αναγωγή της ταυτότητας στα θεμέλιά της – χωρίς να συνοπολογίζεται η επιδραστικότητά της ή η λογική της. Η δεύτερη, εξίσου υλιστική, στάση βασίζεται σε μια άρνηση να λάβει υπόψη της τα γεγονότα. Ισχυρίζεται ότι αν η φυλετική ταυτότητα ανάγεται πλήρως στα θεμέλιά της, δεν πρόκειται παρά μόνο για μια αυθαίρετη κι επιβλαβή κατασκευή. Συνεπώς, όσοι την μετατρέπουν σ’ αντικείμενο απλώς διαιρούν τη τάξη και προωθούν τη βαρβαρότητα. (Δεν διαστρεβλώνω τη θέση τους.) Εκείνο που διαφεύγει και των δύο στάσεων είναι το ζήτημα της ιδεολογίας, η οποία δεν αποτελεί εναν αντικατοπτρισμό [της βάσης] μα ένα συνονθύλευμα πρακτικών και πιστευτών αποκρίσεων. Κάτω απ’ αυτές λειτουργούν ορισμένες πρακτικές. Η ταυτότητα δημιουργείται όπου υπάρχει ένα διαχωρισμός και μια αυτονόμηση μιας πραγματικής σφαίρας δραστηριοτήτων. Κάθε ταυτότητα ή ιδεολογία -με την έννοια του όρου που χρησιμοποιούμε εδώ- έχει τη δική της ιστορία και τρόπο λειτουργίας, ο οποίος μπορεί να επαληθευτεί αναφερόμενος στις πρακτικές που λειτουργούν κάτω απ’ την υπό εξέταση ιδεολογία. Η ταυτότητα αποτελεί συνεπώς μια ουσιαστικοποίηση η οποία ορίζει ένα άτομο ως υποκείμενο.

Μια κανονιστική άρνηση του φυλετικοποιημένου διαχωρισμού δεν αναζητεί τις αντιφάσεις στο εσωτερικό του υπάρχοντος. Αντ’ αυτού, αρκείται να έρθει σ’ αντίφαση με το υπάρχον: τάξη ενάντια στον διαχωρισμό της, χωρίς ν’ αναλογίζεται ότι η τάξη υπάρχει μόνο εντός αυτού του διαχωρισμού (δηλαδή, εντός της αντίφασης του προλεταριάτου και του κεφαλαίου που παρέχει την αναπαραγωγή της). Η κανονιστική αντιπαράθεση με τον πραγματικό διαχωρισμό του προλεταριάτου οδηγεί σε μια ιδεολογική έκλειψη της πραγματικότητας – κάτι που το Κόμμα των Ιθαγενών της Δημοκρατίας [PIR] κάνει απ’ την αντίστροφη, με τον δικό του τρόπο.

Ας το επαναλάβουμε: οι προλεταριακοί αγώνες πάντα αναπαράγονται κι αναπτύσσονται εντός των κατηγοριών της αναπαραγωγής και αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου. Οι αγώνες υπάρχουν μόνο ως «επικαθορισμένοι». Η επιθυμία για μια τάξη η οποία δραπετεύει απ’ την αμοιβαία της συνεπαγωγή εντός του κεφαλαίου για να επιβεβαιωθεί ως τέτοια, επιβεβαιώνοντας τον εαυτό της με καθαρό αυτοπροσδιορισμό, αποτελεί ένα προγραμματικό όνειρο. Επιπλέον, αυτό το «πλεόνασμα» ή «επικαθορισμός» δεν αποτελεί κάποια υπολειπόμενη έλλειψη ή μεταστροφή, μα αντ’ αυτού την ίδια την ύπαρξη και την πρακτική της τάξης όπως τη βρίσκουμε. Με άλλα λόγια, είναι η αμοιβαία αναπαραγωγή του προλεταριάτου και του κεφαλαίου – όπου το κεφάλαιο πάντα υπαγάγει το προλεταριάτο, το οποίο τότε πράττει σύμφωνα με κατηγορίες ορισμένες απ’ την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Τα κλάσματα του προλεταριάτου, στον διαχωρισμό του, εμφανίζονται στην αγορά εργασίας ως προϋποτιθούμενα, επειδή ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής κινείται εντός των συγκεκριμένων μορφών που δημιουργεί (ακόμη και πέρα απ’ την αγορά εργασίας). Ως αποτέλεσμα, οι μορφές αυτές έρχονται αντιμέτωπες με τη διαδικασία αναπαραγωγής ως προϋποθέσεις που καθορίζουν τη συμπεριφορά τόσο των καπιταλιστών όσο και των προλετάριων, προσφέροντάς τους τη συνείδησή τους και κίνητρα για να πράξουν.

Ο διαχωρισμός αυτός αναπτύσσει τη δική του ιδεολογική αποτελεσματικότητα, η οποία ύστερα διαιρεί τον πληθυσμό παγιώνοντας τις διαφορές. Κι εδώ είναι που το PIR εμφανίζεται ως εντερπρενέρ της φυλετικοποίησης, ακριβώς όπως υπάρχουν εντερπρενέρ του εθνικισμού, ελίτ οι οποίες συνιστούν μια κομπίνα η οποία μέχρι αρκετά πρόσφατα ευχαρίστως δεν είχε ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα. Η κριτική δεν πρέπει να κάνει συμβιβασμούς σ’ αυτές τις αιχμές: η τακτικιστική ομοφοβία, ο λανθάνων αντισημιτισμός, η «κατανόηση» των φιλοσανταμικών στοιχειών κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου, η εγκατάλειψη («για την ώρα») των γυναικείων αγώνων, κλπ – αυτά δεν είναι «παρεκκλίσεις», κάτι που θα υπονοούσε ότι εκκινούν από ένα σημείο που ήταν περισσότερο ή λιγότερο «υγιές». Ακριβώς το αντίθετο: οι θέσεις αυτές συγκροτούν τη δραστηριότητα των εντερπρενέρ της φυλετικοποίησης, τον λόγο ύπαρξης του PIR, το οποίο διαιρεί ακόμη κι ένα ορισμένο κομμάτι του «μεταναστευτικού» πληθυσμού με τον όρο «μεταποικιακό», αναζητώντας να ορίσει μια ουσιώδη ταυτότητα. Ακόμη κι αν το PIR παίζει έναν πολύ ασήμαντο ρόλο στα προάστια, το ιδεολογικό του έργο συμβαδίζει με την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή: «Απ’ τα μέσα της δεκαετίας του 1970, έχουμε καταφέρει να διακρίνουμε 3 διαδοχικές διατάξεις, τρεις εποχές των προαστίων. Έναν αποδιοργανωμένο κόσμο, αν και κοντά μας, περιοχές που επανακατηγοριοποιήθηκαν απ’ το εμπόριο ναρκωτικών και την μητροπολιτική βία σ’ ένα σύμπαν σημαδεμένο απ’ τις περιφράξεις και την απόσχιση»[1].

Μπορούμε να μιλήσουμε για ένα αίσθημα αδυναμίας αναφορικά με τη σχέση μας με την κοινωνία, η οποία αντιμετωπίζει το άτομο ως πραγμοποιημένο συλλογικό περιορισμό. Έχουμε εδώ την μορφή και το περιεχόμενο μιας ατομικής συνείδησης του εαυτού της που είναι κατάλληλα θρησκευτική: η σκέψη της ατομικής αλλοτρίωσης σε σχέση με την κοινότητα (η οποία δεν είναι πλέον ένας τρόπος παραγωγής ή ένα σύνολο παραγωγικών σχέσεων) ως κατάσταση, η εγγενής αθλιότητα της ανθρώπινης φύσης. Στην καπιταλιστική συγκρότηση του αποκλεισμού, η αλλοτρίωση του προλεταριάτου απ’ το δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων δεν εμφανίζεται πια ως το προϊόν της δικής του δραστηριότητας. Ούτε η αντιφατική του σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία φαίνεται σαν αποτέλεσμα της δικής τους δραστηριότητας, μα αντ’ αυτού ως ένα εγγενές χαρακτηριστικό της ατομικότητάς του. Είναι απλά οι φτωχοί, η πληβείοι. Ο διαχωρισμός αυτός απ’ την κοινότητα και τις άλλες ατομικότητες, έχοντας μετατραπεί σ’ εγγενές χαρακτηριστικό της ατομικότητας, μπορεί να επιλυθεί μόνο μέσω μιας σχέσης η οποία υπερβαίνει όλες τις ατομικότητες ως κάτι ριζικά εξωτερικό. Πρόκειται πράγματι για τη δομή της θρησκείας και την παραγωγή της. Η θρησκεία μπορεί έτσι να επανενώσει όλους τους διάφορους καθορισμούς της ατομικότητας και να γίνει ένας πανίσχυρος μοχλός για τους εντερπρενέρ των ταυτοτήτων.

Κάθε ταυτότητα προσδίδει στον εαυτό της μια φαντασιακή γενεαλογία, η οποία είναι τόσο αποτελεσματική όσο και πραγματική χάρη της ανακατασκευής της. Ωστόσο, αυτό αποτελεί επίσης το όλο πρόβλημα της ταυτότητας, πέρα απ’ τον ασταθή, ευμετάβλητο κι εύθραστο χαρακτήρα της (παρά την εμφάνισή της). Η αντίφαση που συμβαίνει κατά τη φάση της πραγματικής υπαγωγής λαμβάνει επίσης χώρα στο επίπεδο της αναπαραγωγής. Ξανά, όμως, το μονοπάτι των πραγματικών αντιφάσεων -μεταξύ της κανονιστικής άρνησης και της επιχείρησης της φυλετικοποίησης– είναι πράγματι στενό. [Για όσα ακολουθούν, θα ήταν χρήσιμο και το σύντομο κείμενο «Μια απόπειρα να ορίσουμε τη τάξη» ως σημείο αναφοράς. Το παραθέτουμε στο τέλος.]

Ο τόπος παραγωγής των ταυτοτήτων είναι συνεπώς η πολλαπλότητα των σχέσεων εντός της οποίας δημιουργείται και βιώνεται το ταξικό ανήκειν. Οι σχέσεις αυτές δεν είναι όλες τους αυστηρά οικονομικές. Στη διαδικασία παραγωγής χρειάζεται να προσθέσουμε τα εξής: ανισομερή επίπεδα ανάπτυξης και την mise en abyme τους υπό τον σύγχρονο καπιταλισμό, τον καταμερισμό της εργασίας, την ιστορική πτυχή της αξίας της εργασιακής δύναμης, την αλληλεπίδραση μεταξύ των σχέσεων παραγωγής και σχέσεων διανομής (καθώς και την πρωτοκαθεδρία που αποκτούν σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα) και την αποεθνικοποίηση του κράτους. Οι μηχανικές της παραγωγής που εφαρμόζοντα εδώ είναι διάφορες, εξαρτώνται από παράγοντες όπως το ταξικό ανήκειν, ο διαχωρισμός της εργασιακής δύναμης, η δημιουργία του ατόμου ως υποκειμένου, η καταπίεση (η «στιγμή καταναγκασμού», η οποία περιέχει μια ανανεωμένη αντιπαράθεση μεταξύ της εργασιακής δύναμης και του κεφαλαίου) κι οι σχέσεις διανομής. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το PIR μιλά μόνο για καταπίεση και καταπιεσμένους. Μεταξύ άλλων, αυτός είναι ο τρόπος τους να διαμορφώσουν και να παράξουν μια ταυτότητα. Δίνουν μορφή σε μια αληθινή λογική ταυτότητας απευθυνόμενη σε άτομα για τα οποία η καθοριστική πτυχή είναι ότι «πετάχτηκαν» απ’ την «αληθινή κοινωνία» και δεν τους δίδεται «κανένας σεβασμός». Βλέπουμε εδώ έναν διαρκή επικαθορισμό, μια διαρκή διαμόρφωση, της λογικής της τάξης απ’ τον εαυτό της: αυτό, οπότε, είναι το όλο πρόβλημα με την κανονιστική άρνηση και την αίρεση της «καθαρής» τάξης.

Οι μηχανισμοί αυτοί, εγγενείς στην αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου, δουλεύουν με σχέσεις που δεν είναι αυστηρώς οικονομικές, σχέσεις οι οποίες διαμορφώνουν το υλικό τους. Απ’ αυτό απορρέουν όλα τα είδη προϊόντων: θρησκευτικές κοινότητες, εθνότητες, φυλές, εδαφικό ανήκειν, κλπ· οι πιθανοί συνδυασμοί είναι οιονεί άπειροι. Όλες τους είναι μέρος της ταξικής πάλης, και δεν είναι πάντα ρόδινη. Πρέπει όμως να συμμετάσχουμε σ’ αυτή επειδή αυτός είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε. Δεν είναι ο κόσμος των Καθαρών Ιδεών, μα ο πάτος του Σπηλαίου.

Ένα συχνό λάθος είναι η επαναφορά μιας κατασκευασμένης ταυτότητας στη «βάση» της, δηλαδή στον διαχωρισμό, χωρίς να καταλάβουμε ότι αν ο διαχωρισμός είναι πράγματι η βάση της, τότε η κατασκευασμένη ταυτότητα θα «ακολουθήσει» τη λογική η οποία της ανήκει και θα πράξει αντιστοίχως. Η λογική αυτή οργανώνει μια ολόκληρη κοσμοαντίληψη, καθώς και μια προσέγγιση για τις παραγωγικές σχέσεις. Όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι συναφείς δρώντες για την εφεύρεση των διακρίσεων, την παραλλαγή τους ή την εξαφάνισή τους. Στη Μασσαλία, για παράδειγμα, ένας Ιταλός ή ένας Ισπανός είναι απλώς ένας ακόμη καλός φίλος για να παίζεις μπόουλινγκ. Η φυλετικοποίηση, ή η παραγωγή συγκεκριμένων ταυτοτήτων, δεν ανήκει στην έννοια του κεφαλαίου. (Σ’ αντίθεση με την έμφυλη διάκριση, η οποία είναι εγγενής στην εργασία ως παραγωγική δύναμη.) Έχοντας πει όμως αυτά, η φυλή είναι μολαταύτα μια αναγκαία μορφή εμφάνισης. Ο μετασχηματισμός μιας κοινωνικής σχέσης σε πράγμα -με άλλα λόγια, ένα «παράδοξο» υποκείμενο- είναι ταυτόχρονα κι ο μετασχηματισμός αυτού του πράγματος σε μια κοινωνική σχέση μεταξύ υποκειμένων. Κατά μία έννοια, το υποκείμενο είναι ο κληρονόμος της κίνησης που το δημιουργεί. Αυτή η αντιστροφή είναι ο τρόπος με την οποίο δρουν πραγματικά οι παραγωγικές σχέσεις, μεταμφιεσμένες ως αποφάσεις και βουλήσεις των υποκειμένων.

Όμως, η όλη κοινωνική κατασκευή απ’ την οποία εγείρεται αυτό, τώρα αυτοεξαλείφεται. Η φυλετική ή εθνοτική διάκριση παίζει τον δικό της ρόλο σύμφωμα με τους εγγεγραμμένους καθορισμούς για τον εαυτό της εντός της αυτονομίας του πεδίου δράσης στο οποίο δημιουργείται: ένας μαυρός μπορεί να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ, παραμένει όμως μαύρος. Ένας μαύρος προλετάριος δεν είναι ένας λευκός προλετάριος. Υπάρχοντας για τον εαυτό της, εντός του δικού της πεδίου δράσης, μια τέτοια διάκριση μπορεί επίσης να γίνει το αντικείμενο εργαλειακής πολιτικής δραστηριότητας. Στη Γαλλία το είδαμε αυτό κατά το μεγάλο κύμα απεργιών στις αυτοκινητοβιομηχανίες του 1983-1984, και το βλέπουμε ακόμη και σήμερα. Η διάκριση είναι μια ιδεολογία, κι ως τέτοια δουλεύει καλά στην ανάθεση και τη σχέση των ατόμων με τους όρους ύπαρξης κι αναπαραγωγής τους. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, με τη θέση τους εντός των παραγωγικών σχέσεων. Απ’ τη στιγμή που όλα αυτά είναι πραγματικά κι αντικειμενικά, δεν μπορούν να παραβλεφθούν με την μεγάλη, τελετουργική επίκληση στη τάξη. Όχι περισσότερο απ’ ότι θα μπορούσαμε απλώς ν’ απαιτήσουμε ν’ αποχωρήσουν οι προλετάριοι.

Έχουμε εδώ την αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου: την αναπαραγωγή της αντιπαράθεσης μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου. Εγεγραμμένη εντός των αντιφάσεων της αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου, εντός της διαδικασίας της αντιφατικής του ύπαρξης, και τέλος εντός της ταξικής πάλης, οι ταυτότητες αυτές είναι συνεπώς ευμετάβλητες (σύμφωνα με τις ανάγκες αυτής της διάκρισης, η οποία διαπερνά όλες τις στιγμές, όχι μόνο τις άμεσα οικονομικές) καθώς κι εύθραυστες (σύμφωνα με την ικανότητα αυτής της διάκρισης ν’ αυτοαναπαραχθεί).

Εδώ, οι ταυτότητες μπορούν να είναι μέχρι και αιχμές στήριξης των αγώνων (σ’ αντίθεση με τις κανονιστικές ευχές), δεν είναι όμως ποτέ παγιωμένες (σ’ αντίθεση μ’ αυτό που θα ήθελαν οι επιχειρηματικές πρακτικές). Ακόμη κι όταν είναι «προσαρτημένες» σε κοινότητες, αναπαράγουν τις ταξικές αντιφάσεις που βρίσκονται στον πυρήνα τους. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι όλες οι ταυτότητες είναι κατασκευασμένες, ιστορικές κι εύθραυστες. Η επανάσταση, καθώς κι οι τρέχοντες αγώνες όπως οι ταραχές στα προάστια, έρχονται αντιμέτωποι με τη σκλήρωση της τάξης ορισμένης ως μια κοινωνικοοικονομική κατηγορία. Όμως, έρχονται επίσης αντιμέτωποι μ’ όλες τις ταυτότητες που οικοδομήθηκαν πάνω στη τάξη ως επικαθορισμοί, στους όρους ύπαρξης της: υπονομεύοντας, διερευνώντας κι αμφισβητώντας την εθνοτική εθνικότητα, τη φυλετική εθνικότητα, κλπ. (Το 2005 δεν ήταν μια εθνοτική εξέγερση.) Δεν πρόκειται για ένα διανοητικό ζήτημα που μας φέρνει πίσω στο να θυμηθούμε ποιος είναι ποιος, καθώς αυτή η σκλήρωση κι η πάλη εναντίον της είναι έμπρακτη αντιπαράθεση που συνδέει την επανάσταση με την αντεπανάσταση. Η τάξη δεν εμφανίζεται πάντα ρητά. Οποιαδήποτε τέτοια σαφήνεια είναι σπάνια, καθώς δεν είναι στη φύση της επανάστασης ν’ ανακοινώσει τη τελική ώρα. Είναι μόνο εντός μιας πολλαπλότητας πρακτικών κι αντιφάσεων εσωτερικών του κεφαλαίου -σ’ αντιπαραθέσεις μεταξύ όλων των ειδών τις ταυτότητες, με πράξεις που πηγάζουν απ’ αυτές μα τις υπερβαίνουν- που η τάξη μπορεί ν’ αυτομετασχηματιστεί σε μια κομμουνιστικοποιό τάξη. Ή, με άλλα λόγια, σε μια τάξη που αυτοκαταργείται. Η επανάσταση δεν μπορεί πλέον να είναι η επιβεβαίωση ενός προλεταριάτου που αναγνωρίζει εαυτόν ως την επαναστατική δύναμη που αντιμετωπίζει το κεφάλαιο εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Όποτε ο αγώνας ως τάξη είναι το όριο της ταξικής πάλης, η επανάσταση γίνεται μια πάλη ενάντια σ’ αυτό που την παρήγαγε: ενάντια στον όλη αρχιτεκτονική του τρόπου παραγωγής, στη διανομή στιγμών κι επιπέδων του, οι οποίοι βρίσκουν τους εαυτούς τους να έλκονται σε μια διαδικασία ανατροπής της κανονικότητας, του αναπόφευκτου, της αναπαραγωγής του. Αυτό, με τη σειρά του, ορίζεται από μια καθοριστική ιεραρχία στιγμών στον τρόπο παραγωγής. (Το κάθε πράγμα απ’ την μεριά του δρα ως «αιτία» αυτού που ακολουθεί, στην αλληλουχία βάσεων, υποδομών, εποικοδομήματων, κλπ, μ’ όλα αυτά να είναι τοποθετημένα εντός της ιεραρχίας.) Επειδή η ίδια η επανάσταση δεν είναι παρά αυτή η αναταραχή. Μόνο αν πετύχει μπορεί να γίνει η στιγμή στην οποία οι προλετάριοι πετούν από πάνω τους τη σαπίλα του παλιού κόσμου, η οποία κολλά στο δέρμα τους και τους κρατά προλετάριους. Οι άντρες κι οι γυναίκες θα κάνουν το ίδιο μ’ αυτό που συνιστά την ατομικότητά τους. Δεν πρόκειται για ένα ζήτημα καθαρής αιτιότητας, μα αντ’ αυτού για τη συγκεκριμένη κίνηση της επανάστασης – στην οποία οι διάφορες στιγμές του τρόπου παραγωγής (ιδεολογία, δίκαιο, πολιτική, εθνικότητα, οικονομία, φύλο, κλπ), η μία μετά την άλλη γίνονται η κυρίαρχη εστίαση του συνόλου των αντιφάσεων. Αυτή η συγκυρία προσδιορίζει τον ίδιο τον μηχανισμό της κρίσης, ως μια κρίση της αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου: την ανατροπή της καθοριστικής ιεραρχίας των στιγμών στον τρόπο παραγωγής. Η επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση θα πρέπει να τραφεί απ’ αυτή την μη-καθαρότητα, αυτή την μη-απλότητα, της αντιφατικής διαδικασίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η αλλαγή των περιστάσεων κι η αλλαγή του εαυτού συμπίπτουν: αυτό είναι η επανάσταση, αυτό είναι μια συγκυρία. Οι ταυτότητες δεν είναι ουσίες, ακόμη κι αν αυτοπαρουσιάζονται και λειτουργούν ως τέτοιες. Σχέδον όλοι συμφωνούν επ’ αυτού. Αν σκεφτούμε τη θέση τους και τον μηχανισμό παραγωγής τους, το ζήτημα της υπέρβασής τους οδηγεί σε ζητήματα αναφορικά με την επανάσταση ως συγκυρία: ανατροπή της ιεραρχίας στιγμών και της κυκλοφορίας του κυρίαρχου.

Θα ήταν λάθος να δούμε κάτι καινοτόμο σ’ αυτό, κάτι που θα συμβεί μόνο εντός αυτής της «συγκυρίας». Ήδη θεωρούμε ότι οι ταυτότητες είναι εύθραυστες απ’ την ίδια την κατασκευή τους, είτε πρόκειται για φυλετικές ταυτότητες είτε για εθνοτικές, θρησκευτικές, κλπ. Συχνά οι ταυτότητες περιλαμβάνουν ένα μίγμα αυτών των παραγόντων, ένα μίγμα που κατάγεται απ’ τις αντιφάσεις της τάξης και τις διατρέχει.

Το αντικείμενο της θεωρητικής και, όποτε καθίσταται εφικτή, της έμπρακτης κομμουνιστικής κριτικής, δεν είναι η επιχείρηση της ταυτότητας. Ούτε είναι η κανονιστική αντιπαράθεση, η οποία θεωρεί όρους όπως τάξη και «ταυτότητες» ως αλληλοαποκλειόμενους. Πολλώ δε μάλλον η «αποστασιοποιημένη κατανόηση». Το αντικείμενο της κριτικής, ο στόχος της κριτικής, είναι αντ’ αυτού η ευμεταβλητότητα, η πλαστικότητα, η ευθραυστότητα της ταυτότητας: να την ιστορικοποιήσουμε, να την «αποδομήσουμε», να τη συγκειμενοποιήσουμε. Σε ορισμένες περιστάσεις, γιατί όχι, το αντικείμενο της κριτικής θα μπορούσε ακόμη και να είναι το γεγονός ότι αυτές οι ταυτότητες είναι δυναμικές διαδικασίες που συγκροτούν έναν συγκεκριμένο αγώνα. Και διαμέσου αυτού, αποφέρουν μια ορισμένη αναδιάταξη της γενικής σχέσης ισχύος μεταξύ των τάξεων. Γιατί όχι; Όμως, ακόμη κι αυτό είναι αρκετά σύνθετο. Η ευμεταβλητότητα της κατασκευής ταυτοτήτων ποικίλει σε μεγάλο βαθμό, ακολουθώντας τα κοινωνικά και πολιτιστικά επίπεδα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εξαφάνιση της φυλετικοποίησης δεν θα φέρει από μόνη της την εξαφάνιση των τάξεων· δεν αποτελεί προϋποθεσή της. Η φυλετικοποίηση είναι επίσης η φωνή του κεφαλαίου.

Μια επανάληψη των αγώνων στη Γαλλία σε μεγάλο βαθμό προς το παρόν αναστέλλεται, υπό μια ευνοϊκή ισορροπία δυνάμεων, στον αυτόνομο και ιδιαίτερο αγώνα των φυλετικοποιημένων προλετάριων ενάντια στη φυλετικοποίησή τους. Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει απλώς ανακηρύσσοντας τη φυλετικοποίηση άκυρη. Είναι απόλυτα ανώφελο να καλούμε τα άτομα να υπερασπιστούν εαυτούς «ως προλετάριοι», λες κι ο διαχωρισμός κι η φυλετικοποίηση δεν αποτελούσε μέρος της ύπαρξής τους ως προλετάριοι. Θέτοντας μια ταυτότητα στο προσκήνιο μπορεί να επιφέρει ταυτόχρονα την αναγνώρισή της και την αποουσιοποίηση της, ωστόσο, μ’ αυτό ν’ ακολουθείται από μια επίθεση σε ορισμένα ιστορικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά που έχουν μετατραπεί σε προσωπικούς προσδιορισμούς κάποιων ανθρώπων, σε λειτουργικούς δρώντες κοινωνικού κι οικονομικού χάσματος (επειδή επιλέχτηκαν κι οριοθετήθηκαν). Ή, με άλλα λόγια, επιφέρει έναν πόλεμο στην απόσταση που διαχωρίζει το τυπικό δίκαιο της ισότητας, της πολιτειότητας και τις λοιπές αφαιρέσεις με τις οποίες λειτουργεί το κεφάλαιο, με τους πραγματικούς κανόνες (οι οποίοι, όπως όλος ο κόσμος γνωρίζει, είναι οι αντίστροφοι απ’ το τυπικό δίκαιο) και τους πραγματικούς όρους της δουλειάς και της ζωής. Δεν πρόκειται απλώς για ένα ζήτημα αναγνώρισης της «διαφοράς», όσο για ένα ζήτημα της ταυτόχρονης εξάλειψής της. Η «διαφορά» δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα κατώτερο στάτους που εγγράφεται ανεξίτηλα σ’ ένα άτομο. Πρέπει ν’ αποδεχτούμε ότι η «ενσωμάτωση» είναι ένα τεστ που κανείς δεν μπορεί να περάσει, πολλώ δε μάλλον όταν συνδέεται με τον «πόλεμο ενάντια στη τρομοκρατία». Να παρεκβούμε απ’ τους κανόνες του παιχνιδιού, να υποδείξουμε ότι οι τυπικοί κανόνες δεν είναι οι πραγματικοί κανόνες, ότι η φυλετική διάκριση που εξάγεται απ’ τον διαχωρισμό της εργασιακής δύναμης λειτουργεί σύμφωνα με τις δικές της ανάγκες. Δεν υπάρχει κάνενα εκ των προτέρων «όλοι μαζί». Ακόμη κι αν αυτό μοιάζει «ρεφορμιστικό», ή ένας «ενδιάμεσος στόχος», είναι κάτι που ακόμη δεν έχει επιτευχθεί…

Απ’ τη στιγμή που κατέχει κανείς μια γενική κατανόηση της παραγωγής ταυτοτήτων, σ’ αντίθεση μ’ αυτή των εντερπρενέρ της ταυτότητας όπως το PIR ή της νόρμας όπως οι La Lutte de Classe, τα πάντα επιστρέφουν στην ιδιαίτερη ανάλυση μιας ιδιαίτερης κατάστασης.

Γιατί ένα τέτοιο υποκείμενο βγάζει νόημα σήμερα; Ας κοιτάξουμε απλώς σχεδόν όλα τα κοινωνικά ζητήματα. Οι περισσότεροι αγώνες δεν μπορούν παρά να εκφραστούν με τη γλώσσα της ταυτότητας, της εθνότητας, της θρησκείας και της φυλής, όλα εκ των οποίων θα ήταν επαρκείς αιτίες για μια απάντηση. Αυτό όμως δεν εξηγεί τη βία και την ένταση που προξενεί αυτό το υποκείμενο στον «πολιτικό μας χώρο». Η καθαρά κανονιστική αντιπαράθεση στον πραγματικό διαχωρισμό της τάξης προσπαθεί ν’ αποτρέψει αυτό που σίγουρα θ’ αποτελούσε την εξάλειψη της γενικής ταυτότητας του προλεταριάτου, την οποία οι μιλιτάντηδες θεωρούν δική τους και χωρίς την οποία καταρρέουν υπό το ίδιο τους το βάρος. Οι μιλιτάντηδες γνωρίζουν ότι αναφορικά μ’ αυτό το ζήτημα διακυβεύεται η ίδια τους η ύπαρξη. Τι τραύμα στον ναρκισσισμό τους θα ήταν να μην μπορούν να ταυτιστούν με τους «εγκληματίες των προαστίων»!

Μια απόπειρα να ορίσουμε τη τάξη

Ο ουσιώδες ορισμός του προλεταριάτου αποτελεί ένα πήγμα σκέψης που δεν αποκλείει καμία μοναδιαία εκδήλωση. Η ουσία είναι παρούσα σε κάθε εκδήλωσή της· οι εκδηλώσεις δεν μπορούν να υπάρχουν παρά στην ολότητα των μορφών και των χαρακτηριστικών τους. Τι είναι τότε μια τάξη; Επιτρέψτε μας ν’ αποπειραθούμε να προσφέρουμε έναν πιθανό ορισμό του προλεταριάτου ως τάξη. Οι ορισμοί αυτής της τάξης πάντα κινούνταν μεταξύ δύο πόλων: έναν κοινωνικοοικονομικό ορισμό και μια ιστορική κατηγορία ορισμένη απ’ την πρακτική (στις πρώιμες κριτικές του προγραμματισμού, αυτή η αμφισημία είχε ξεπεραστεί τεχνητά κάνοντας διάκριση μεταξύ εργατικής τάξης και προλεταριάτου).

Ας ξεκινήσουμε όμως από ένα ακόμη περισσότερο απλό σημείο: την προσταγή να πουλήσουμε την εργασιακή μας δύναμη. Μπορούμε να προσθέσουμε ότι αυτή η προσταγή δεν έχει κανένα νόημα εκτός της αξιοποίησης του κεφαλαίου, το οποίο μας οδηγεί να πούμε ότι αυτή η πώληση για αξιοποίηση αυτοπροσδιορίζεται τόσο ως μια αντίφαση για το κεφάλαιο όσο και για τον εαυτό της. Η πώληση της εργασιακής δύναμης δεν μας λέει τι είναι το προλεταριάτο, εκτός κι αν το συλλάβουμε στη σχέση του με την αξιοποίηση του κεφαλαίου, ως αντίφαση. Από μόνη της, η πώληση της εργασιακής δύναμης δεν εξηγεί τίποτα· δεν ορίζει τη τάξη, ακόμη κι αν τη συνδέσουμε με την αξιοποίηση του κεφαλαίου. Ένας ορισμός εμφανίζεται μόνο όταν είτε αυτή η κατάσταση (η πώληση της εργασιακής δύναμης) ή σχέση (αυτής της πώλησης με την αξιοποίηση) συλληφθεί ως μια αντίφαση μέσω της οποίας αποτελεί μια δυναμική ισχύ: την αντίφαση μεταξύ αναγκαίας εργασίας κι υπερεργασίας, την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, την αντίφαση που συγκροτείται απ’ το προλεταριάτο και το κεφάλαιο. Είναι επίσης το κεφάλαιο ως μια αντίφαση εν κινήσει. Έχουμε οπότε μια ενότητα του ορισμού της τάξης ως μια κατάσταση κι ως μια πρακτική (ή, αν προτιμάτε, μια ενότητα του ορισμού της τάξης ως «καθεαυτή» και «διεαυτή»).

Συνεχίζοντας, αν αληθεύει ότι οι τάξεις ορίζονται ως μια ορισμένη θέση εντός των παραγωγικών σχέσεων, τότε οι παραγωγικές σχέσεις είναι επίσης σχέσεις αναπαραγωγής [του συνόλου της κεφαλαιακής σχέσης]. Εδώ, ο ορισμός της τάξης περιπλέκεται. Βρίσκουμε ότι η κανονιστική άρνηση έρχεται αντιμέτωπη με μια «δυσαρμονία» μεταξύ αυτού που συμβαίνει ανά δεδομένη στιγμή και της διάσημης φράσης του Μαρξ για «αυτό που πρέπει να κάνει το προλεταριάτο σε συμφωνία με το είναι του». Αυτή η «δυσαρμονία» όχι μόνο συνδέεται με ορισμένες στιγμιαίες περιστάσεις, μα είναι εγγενής στο γεγονός ότι η τάξη είναι αντικειμενικά τοποθετημένη εντός μιας δομής η συγκρουσιακή αναπαραγωγή της οποίας κινητοποιεί το σύνολο του τρόπου παραγωγής. Αυτό συνεπάγεται μια πολλαπλότητα σχέσεων που δεν είναι αυστηρά οικονομικές, μέσα στις οποίες τα άτομα βιώνουν αυτή την αντικειμενική τους κατάσταση, την οποία επίσης αναλαμβάνουν καθώς αυτοσυγκροτούνται σε τάξη.

ΥΓ.
Είναι αναγκαίο να παράξουμε αυτόν τον διστακτικό ορισμό του προλεταριάτου από έναν συγκεκριμένο τόπο της ολότητας. Εδώ αναχωρούμε από έναν μοναδιαίο πόλο μα όχι απ’ την ολότητα. Δεν είναι και τόσο άσχημο, μα είναι κάπως άβολο.

Σημειώσεις:
1. Michel Koko­reff et Didier Lapey­ron­nie, Refaire la cité, l’avenir des ban­lieues, Ed. Le Seuil.

Κίτρινα Γιλέκα: ερωτήματα γι’ αυτούς που ψάχνουν συμμαχίες

Carbure1

Η επιτροπή Adama καλεί να ενωθούμε με το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων” το Σάββατο 1η Δεκεμβρίου, συμμετέχοντας στην πορεία των μηχανοδηγών στο Saint-Lazare πριν πάμε στο Ηλύσια Πεδία. Θα βρείτε εδώ μια συνέντευξη με τον Youcef Brakni, εκπρόσωπο τύπου της Επιτροπής, που εξηγεί αυτή την επιλογή.

Δεν υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα σε μια συμμαχία με ένα κίνημα και απλά να θεωρούμε αυτό – που δικαίως – είμαστε μέρος του; Μπορούμε να έχουμε συμμαχία με ένα άδειο κέλυφος; Μπορούμε να συμμαχήσουμε με κάτι που θα πρέπει να ορίσουμε οι ίδιοι, δηλαδή με κάτι που δεν ξέρουμε; Μπορούμε να συμμαχήσουμε χωρίς να έχουμε λάβει υπόψιν τι μας φέρνει σε αντίθεση με αυτούς που έχουμε συμμαχήσει; Μπορούμε να συμμαχήσουμε χωρίς να ξέρουμε ότι και ο άλλος θέλει να συμμαχήσουμε επίσης; Δεν λέει τίποτα το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων”, είτε με λόγια είτε με πράξεις; Είναι πράγματι ένα άδειο κέλυφος που περιμένει να γεμίσει; Γιατί έχουμε ένα αυτί ανοιχτό στο “κοινωνικό” ενώ το άλλο το έχουμε κλειστό στον ρατσισμό, λες και πρόκειται για διαφορετικά πράγματα, λες και αυτoοί οι λόγοι βγαίνουν από διαφορετικά στόματα; Είναι το “κοινωνικό” ένα πεδίο του πολιτικού λόγου ενώ ο ρατσισμός όχι; Δεν μπορεί η άκρα δεξιά να έχει έναν “κοινωνικό” λόγο που να συνεπάγεται ρατισμό; Είναι το “κοινωνικό” αποκλειστικά της αριστεράς; Είναι ο ρατσισμός απλά ένα αντανακλαστικό των μικρών ηλίθιων λευκών ή μπορεί να καθοδηγήσει πολιτικές; Όταν είμαστε μαύροι ή Άραβες στη Γαλλία, τα μόνα προβλήματα που έχουμε είναι ο ρατσισμός ή αυτό συνεπάγεται μια κοινωνική θέση; Έχουν οι λευκοί συμφέρον από τον ρατσισμό ή ο ρατσισμός υπάρχει άσχετα από αυτούς; Είναι αυτό το κίνημα ένα κίνημα προσωρινών εργαζόμενων, άνεργων και επιδοματούχων του RSA2 ή μικροαφεντικών, αυτοαπασχολούμενων επιχειρηματιών, εμπόρων και βιοτεχνών; Ή και των δύο; Και αν είναι έτσι, τι σύνδεση και τι συμμαχία υπάρχει ανάμεσά τους; Θα μπορούσε η λευκή Γαλλία να είναι παράνομη, αν αποτελούνταν μόνο από άνεργους, επιδοματούχους, επισφαλείς εργάτες κλπ.; Πρέπει να δουλεύουμε για να έχουμε το δικαίωμα να είμαστε Γάλλοι; Είναι το ίδιο να μην μπορείς να γεμίσεις το ψυγείο για να ταΐσεις τα παιδιά με το να κάνεις κριτική για την αύξηση στους φόρους και την εισφορά CSG3; Έχουμε πρόβλημα με την εισφορά CSG όταν δεν πρέπει να την καταβάλλουμε; Έχουν όλοι τα λεφτά για να αποκτήσουν ένα αυτοκίνητο ή μια μηχανή; Θα οδηγήσει αναπόφευκτα η μείωση των φόρων στην ιδιοκτησία σε χαμηλότερα ενοίκια; Μπορούμε να αυξήσουμε ταυτόχρονα το ελάχιστο ωρομίσθιο4 και τα κοινωνικά επιδόματα και να μειώσουμε τις εργοδοτικές εισφορές; Μπορεί η λευκή Γαλλία5 και τα προάστια να συμμαχήσουν χωρίς να βάλουν αυτά τα ζητήματα στο τραπέζι, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να μεθύσουν; Αισθάνονται οι λευκοί Γάλλοι από τη Γαλλία πιο κοντά στα μικροαφεντικά που παραπονιούνται για την τιμή του ντίζελ ή σ’ αυτούς που μένουν στα προάστια; Γιατί αυτό το κίνημα δεν αναπτύσσεται στα κέντρα των πόλεων, όπου μένουν οι πιο πλούσιοι, ή στα προάστια όπου ζουν οι φτωχότεροι; Δεν είναι τα κίτρινα γιλέκα ήδη μια συμμαχία ανάμεσα στους φτωχούς και τους λιγότερο φτωχούς; Ανάμεσα σ’ αυτούς που έχουν δυσκολία να γεμίσουν το ψυγείο τους και αυτούς που θα ήθελαν να πηγαίνουν πιο συχνά διακοπές; Ανάμεσα σ’ αυτούς που βγάζουν 2000 ευρώ τον μήνα και αυτούς που είναι στο κοινωνικό επίδομα ή και χαμηλότερα; Και ποιος θα βγει νικητής σ’ αυτή συμμαχία; Η ταξική πάλη είναι μόνο ανάμεσα στον “λαό” και την εξουσία; Δεν είναι η διαταξικότητα επίσης μια ταξική πάλη στις ίδιες τις συμμαχίες της; Είναι ο Μακρόν το πρόβλημα; Θα μπορούσαμε να “απαλλαγούμε” από τον Μακρόν και να ξανακάνουμε εκλογές; Και σ’ αυτή την περίπτωση ποιος θα εκλεγεί στη θέση του; Έχουν κάτι να κερδίσουν από αυτό τα προάστια; Έχει κάτι να κερδίσει η λευκή Γαλλία; Έχουν κάτι να κερδίσουν οι πιο φτωχοί; Γιατί όταν τα προάστια δείχνουν τον θυμό τους υπάρχει απαγόρευση κυκλοφορίας ενώ όταν το κάνει η λευκή Γαλλία γίνεται δεκτή στα υπουργεία; Ρωτήθηκαν ποτέ οι ταραξίες του 2005 να εκλέξουν αντιπροσώπους; Είναι μόνο μεταξύ των προαστίων και της λευκής Γαλλίας η έλλειψη κατανόησης και οι ασαφείς προκαταλήψεις που κληρονομήθηκαν από την αποικιοκρατία; Γιατί στέλνουμε στρατό στη Reunion6 και όχι στα φράγματα στο Corrèze; Γιατί ο Φιγιόν το 2016 ανακοίνωσε την απαγόρευση των διαδηλώσεων αλλά όχι τώρα; Δεν καταλαβαίνουμε όλοι ότι η λευκή Γαλλία έχει ένα νόμιμο δικαίωμα, ως ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ Γαλλικός λαός, να έχει καλλίτερη μεταχείριση από τα προάστια, από τους μετανάστες κλπ.; Όταν τα κίτρινα γιλέκα απείλησαν ένα αφεντικό επειδή προσλαμβάνει ξένους, αυτό δεν σημαίνει τίποτα πολιτικά; Είναι αυτός ρατσισμός ή προστατευτισμός; Μπορεί να είναι και τα δυο και, αν είναι έτσι, ποια είναι η σύνδεση; Δεν υπάρχει ένας λόγος που βάζει απένταντι αυτούς που δουλεύουν και αυτούς που κερδίζουν παίρνοντας τα επιδόματα; Δεν στοχεύει αυτός ο λογος ρητά τις προάστια και, γενικά, τους ανθρώπους που υφίστανται φυλετικές διακρίσεις; Είναι αυτός ο λόγος ακροδεξιός γι’ αυτούς που τον εκφέρουν; Και δεν υπάρχει και στην αριστερά αυτός ο λόγος, όλο και πιο συχνά; Μπορούμε αλήθεια να τα παραβλέψουμε όλα αυτά στο όνομα μιας “λαϊκής” συμμαχίας; Στον βαθμό που αυτός ο λόγος τέμνει εγκάρσια και τη δεξιά και την αριστερά δεν είναι από μόνος του μια συμμαχία”; Θα πρέπει να ανοίξουμε μια διαμάχη πάνω στον χαρακτηρισμό “λαϊκός” για να ξέρουμε ποιος τον δικαιούται και τι είναι ακριβώς; Είναι τα προάστια “λαϊκά”; Νομιμοποιούνται να αντιπροσωπεύουν τον “γαλλικό λαό”; Κι επιπλέον τι είναι ο “γαλλικός λαός”; Και ποιος αποφασίζει τι είναι “λαϊκό” και τι όχι; Ποιος αποφασίζει τι είναι νόμιμο και τι όχι; Μπορούν τα προάστια να αποκτήσουν πραγματικά αυτή τη νομιμοποίηση που τους αρνούνται όλοι και την οποία η κοινωνία συνολικά δίνει αμέσως στη λευκή Γαλλία; Ποιος είναι ο “λαός” αν τα προάστια δεν είναι μέρος του; Κτλ., κτλ.

Ραντεβού το Σάββατο 1 Δεκεμβρίου στον σταθμό Σαιν-Λαζάρ για να αρχίσουμε να θέτουμε αυτά τα ερωτήματα και, ίσως, για μια φευγαλέα ματιά σε μερικές απαντήσεις.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2018/11/27/gilets-jaunes-questions-pour-ceux-qui-cherchent-des-alliances.

2 Στμ. RSA (Revenu de solidarité active, Επίδομα Ενεργούς αλληλεγγύης) μορφή επιδόματος ανεργίας (ή κοινωνικής αλληλεγγύης) με στόχο τη “διευκόλυνση” της διαδικασίας επιστροφής στην εργασία, που υιοθετήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση τον Ιούνιο του 2009.

3 Στμ. CGS: (Contribution sociale généralisée, Γενική Κοινωνική Εισφορά) είναι κάτι αντίστοιχο λίγο-πολύ της “Εισφοράς Κοινωνικής Αλληλεγγύης”, φόρος που καταβάλλουν όλοι όσοι μένουν στη Γαλλία και ωφελούνται από τη υποχρεωτική ασφάλιση υγείας, τα έσοδα του οποίου χρηματοδοτούν κυρίως παροχές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης όπως το εθνικό οικογενειακό επίδομα κλπ.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο SMIC (Salaire Minimum Interprofessionnel de Croissance), πρώην ελάχιστος εγγυημένος μισθός, το ελάχιστο ωρομίσθιο που θα πρέπει να καταβάλλεται σε οποιονδήποτε εργαζόμενο άνω των 18 ετών, και το οποίο αναπροσαρμόζεται τουλάχιστον κάθε χρόνο την 1η Ιανουαρίου.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: la France blanche-d’en-bas.

6 Στμ. Ρεϋνιόν: Υπερπόντια περιοχή της Γαλλίας, ανατολικά της Μαδαγασκάρης, η πιο απομακρυσμένη περιοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αναφορά στο κείμενο έχει να κάνει ακριβώς με το γεγονός ότι το γαλλικό κράτος έστειλε στις 22 Νοεμβρίου στρατεύματα στο απομακρυσμένο νησί για να καταστείλουν τις ταραχές που ξέσπασαν κι εκεί με αφορμή την αύξηση των τιμών στα καύσιμα σε αντιδιαστολή με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τις ταραχές στην ίδια τη Γαλλία.

EleNão/ΌχιΑυτόν: Ανακοίνωση από τις Βραζιλιάνες στο Ηνωμένο Βασίλειο ενάντια στον Φασισμό1

Μετεκλογικό σημείωμα από τις Βραζιλιάνες στο Ηνωμένο Βασίλειο Ενάντια στον Φασισμό, σχετικά με τη νίκη του νεοφασίστα υποψήφιου της ακροδεξιάς Jair Bolsonaro. Αρχικά δημοσιευμένο στην σελίδα Brazilian Women Against Fascism UK στο Facebook.

Σημείωση: To Enough is Enough δεν οργανώνει οποιοδήποτε από αυτά τα γεγονότα, δημοσιεύουμε αυτό το κείμενο ώστε ο κόσμος στις ΗΠΑ και την Ευρώπη να μπορεί να βλέπει τι συμβαίνει καθώς και για λόγους τεκμηρίωσης και μόνο.

 

Οι προεδρικές εκλογές στη Βραζιλία τελείωσαν με τη νίκη του νεοφασίστα υποψήφιου της ακροδεξιάς Jair Bolsonaro, με κάτι παραπάνω από το 55% των έγκυρων ψήφων. Μετά από μια απαραίτητη περίοδο για να συνέλθουμε και να στοχαστούμε, εμείς ως η ομάδα στο Ηνωμένο Βασίλειο των Βραζιλιάνων Γυναικών Ενάντια στον Φασισμό, θα θέλαμε να σκιαγραφήσουμε ποια πιστεύουμε ότι είναι τα επόμενα βήματα αντίστασης και μορφές κινητοποίησης που θα χρειαστεί να σχεδιαστούν πριν ξεκινήσει η περίοδος διακυβέρνησης το 2019, το βάρος της οποίας, όμως, το νιώσαμε ήδη σ’ αυτή τη μεταβατική περίοδο.

Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε όλους/όλες που ενώθηκαν μαζί μας στις 28 Οκτωβρίου μπροστά από την πρεσβεία. Η διαδήλωσή μας ήταν πολύ συγκινητική και μας γέμισε με δύναμη και αγάπη. Η αλληλεγγύη όσων ήταν παρόντες/παρούσες, η δουλειά που έγινε συλλογικά, τα βραζιλιάνικα γλυκά, η μουσική, τα τύμπανα, οι χοροί, οι αγκαλιές, η βροχή από χαλάζι και η κατάληψη των δρόμων…Η τεράστια ευγνωμοσύνη μας σε όσους/όσες συμμετείχαν!

Η νίκη μας είναι ότι ξέρουμε πως παλεύουμε από τη σωστή πλευρά της ιστορίας. Παρά την εκλογική ήττα, η εκστρατεία ενάντια στον φασισμό απέκτησε μεγάλη ώθηση την τελευταία εβδομάδα, ιδιαίτερα ανάμεσα στις γυναίκες. Αν και ο εκλεγμένος υποψήφιος είχε την ευρεία υποστήριξη εταιρειών και των χρηματαγορών, καθώς και όλων των κυρίαρχων ΜΜΕ, ο αντίκτυπος της εκστρατείας #EleNão (#ΌχιΑυτόν) έδειξε ότι το μονοπάτι της αντίστασης είναι εφικτό, και θα γίνει πραγματικότητα.

Από τότε, έχουμε λάβει πολλά μηνύματα υποστήριξης και αλληλεγγύης από άλλα ακτιβιστικά κινήματα, συνδικάτα και ακαδημαϊκές ομάδες, που προσφέρουν υποστήριξη και αλληλεγγύη και μας προσκαλούν να συμμετάσχουμε σε δραστηριότητες και διαδηλώσεις για να αντιπαρατεθούμε και να διαμαρτυρηθούμε ενάντια στην προέλαση του φασισμού στη Βραζιλία και τον κόσμο.

Καταλαβαίνουμε την άνοδο της ακροδεξιάς ως ένα φαινόμενο των παγκόσμιων επιχειρήσεων, που βασίζεται στα προνόμια των λίγων και την καταπίεση των δικαιωμάτων των ανθρώπων. Εξαιτίας αυτού, πιστεύουμε στη σημασία της συγκρότησης μιας παγκόσμιας αντιπολίτευσης. Το κινημά μας είναι μέρος και βοηθά στην οικοδόμηση του ευρύτερου μετώπου αντίστασης όλων όσων αντιτίθενται στον Bolsonaro. Είμαστε μια μη-παρτιζάνικη ομάδα γυναικών με διαφορετικές ιδεολογικές κλίσεις αλλά έχουμε όλες κάτι κοινό: τη δύναμη και τη θέληση να πολεμήσουμε ενάντια στην άνοδο του φασισμού στη Βραζιλία. Δεν θα είμαστε υπόλογες στην πολιτική οποιοδήποτε κόμματος, προσωπικότητας ή ηγεσίας και θα επισημαίνουμε τα όρια και τις ευθύνες όλων αυτών. Ο βασικός μας στόχος είναι να προσθέσουμε και να συνεισφέρουμε στην αντίσταση, ιδιαίτερα των γυναικών στη Βραζιλία και διεθνώς.

Λυπούμαστε που οι περισσότεροι Βραζιλιάνοι που μένουν στο Λονδίνο επέλεξαν να εκλέξουν τον Bolsonaro. Θα είναι απαραίτητο να έλθουμε αντιμέτωπες μ’ αυτό, καθώς δεν μπορούμε να επιτρέψουμε ο λόγος μίσους του να γίνει κανονικότητα. Μετά τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, είδαμε ένα κύμα βίας και επιθέσεων σε γυναίκες, μαύρους, αυτόχθονες, την LGBTQ+ κοινότητα, δασκάλους και κόσμο γενικά που διαδήλωνε ενάντια στον εκλεγμένο υποψήφιο. Αυτό το κύμα δεν σταμάτησε ούτε έχει μειωθεί με την εκλογή του. Αντίθετα, έχει αυξηθεί. Καθηγητές και φοιτητές εκτέθηκαν και απειλήθηκαν σε διάφορα πανεπιστήμια στη Βραζιλία, κοινότητες Quilombola2 και κοινωνικά κινήματα δέχονται επιθέσεις, καθώς και ολόκληρη η LGBTQ+ κοινότητα, μεταξύ πολλών άλλων. Οι κίνδυνοι που πρεσβεύει ο Bolsonaro δεν περιορίζονται σε μειονότητες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένων του ζητήματος του περιβάλλοντος και των παλιών αποικιοκρατικών κοινωνικών δομών. Οι πολιτικές του προτάσεις στοχεύουν στο να κρατήσουν τις χαμηλές κοινωνικές τάξεις ακόμα χαμηλότερα, έτσι ώστε οι ανώτερες τάξεις να διατηρήσουν τα εξωφρενικά τους κέρδη και τα παράλογα προνόμιά τους, αυξάνοντας δραματικά την τεράστια κοινωνική άβυσο στην οποία βρίσκεται η Βραζιλία για τόσα χρόνια, με άμεσες επιθέσεις σε όσους αντιτίθενται και αποκηρύσσουν την κυβέρνηση.

Καταλαβαίνουμε ότι είναι καθήκον όλων των κοινωνικών κινημάτων στη Βραζιλία να σχηματίσουν ένα ενιαίο μέτωπο αντίστασης ενάντια στην κυβέρνηση Bolsonaro. Για να συμβεί αυτό, η σύνδεση με τον διεθνή τύπο και τα κοινωνικά κινήματα είναι κρίσιμης σημασίας, να καταγγελθεί η κυβέρνηση και να ασκηθεί πίεση ενάντια στον δρόμο του αυταρχισμού. Αυτός είναι ο ρόλος που η συλλογικότητα Βραζιλιάνες στο Ηνωμένο Βασίλειο ενάντια στον Φασισμό θα επιδώξει να παίξει. Έχουμε έναν μακρύ και κοπιαστικό δρόμο μπροστά μας και θα χρειαστούμε τη βοήθεια όλων όσων επιθυμούν και μπορούν να οικοδομήσουν ένα κίνημα βάσης για τη διάχυση της πληροφορίας και την υποστήριξη των συμπατριωτών μας.

Είμαστε πάντα ανοιχτές στον ερχομό καινούριων συντροφισών. Παρακαλούμε ελάτε σε επαφή μας αν θέλετε να εμπλακείτε περισσότερο και/ή έχετε κάποια ιδέα ή ταλέντο να προσφέρετε – χρειαζόμαστε ενισχύσεις! Σχεδιάζουμε να προγραμματίσουμε μια ανοιχτή συνάντηση στο δεύτερο μισό του Δεκεμβρίου. Υπολογίζουμε στην υποστήριξη και τη βοήθεια καθεμίας/καθενός από σας και μπορείτε κι εσείς να υπολογίζετε σε μας.

Κανείς δεν θα σταματήσει τη μάχη μας για ίσα δικαιώματα για όλους/όλες. Δεν θα μας σωπάσουν. Είμαστε η αντίσταση.

No passaran. EleNão!!!

Βραζιλιάνες στο ΗΒ ενάντια στον Φασισμό, 20 Νοεμβρίου 2018.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://enoughisenough14.org/2018/11/26/elenao-statement-by-brazilian-women-against-fascism-uk.

2 Στμ. Quilombolas: οι Αφρικανικής καταγωγής κάτοικοι των quilombο, οικισμών στη βραζιλιάνικη ενδοχώρα, που δημιουργήθηκαν αρχικά κυρίως από δραπέτες σκλάβους (από την λέξη kilombo στην αγκολέζικη γλώσσα Kimbundu που σημαίνει “κατασκήνωση, καλύβα σκλάβων”).

Κίτρινα γιλέκα γι’ αυτούς που τα βλέπουν κόκκινα1

Τις τελευταίες μέρες, η αριστερά πασχίζει να κατανοήσει το πολιτικό φαινόμενο των “κίτρινων γιλέκων”, μιας και αυτό δεν αναδύεται άμεσα από τις παραδοσιακές μορφές πολιτικής ζύμωσης. Ως εκ τούτου, κάθε απόπειρα κριτικής ανάλυσης αυτού του κινήματος θυσιάζεται στο βωμό μιας σιωπηρής υποστήριξης, χωρίς καμία διερώτηση πάνω στο ποιος είναι ο κόσμος που κινητοποιείται, γιατί και πώς ή, καλύτερα, εκφράζεται με συμπαράσταση στων αγώνα των “beaufs2, που δεν διαμαρτύρονται για τους “σωστούς σκοπούς”, λες και η ταξική συνείδηση κατέλαβε δια μαγείας τους προλετάριους. Εν τω μεταξύ, δεν μπορούμε να συνοψίσουμε τα γεγονότα ως κάποιον άγαρμπο χειρισμό της άκρας δεξιάς, εντελώς στον αέρα, και αποτέλεσμα μιας κοινωνικής αναταραχής κατασκευασμένης με βίντεο του Facebook.

Η οχλοβοή γύρω από τα “κίτιρνα γιλέκα” είναι ένα σύμπτωμα της πολιτικής συγκυρίας στην οποία βρισκόμαστε, μιας συγκυρίας που γεννιέται από την κρίση του καπιταλισμού και τη διάλυση κάθε αναγνωρίσιμης και κοινής εργατικής ταυτότητας. Αυτή η απώλεια των κοινών αναφορών έγινε βίαια και ορισμένες συζητήσεις εντός της ριζοσπαστικής αριστεράς (μερικές φορές περισσότερο προσκολλημένες σε ένα φανταστικό παρελθόν παρά στην κατανόηση της πολύπλοκης σύνθεσης των τάξεων στους σύγχρονους κοινωνικούς αγώνες) επικεντρώνονταν στο ερώτημα: τι ποσοστό από τους προλετάριους που χρησιμοποιούν αυτοκίνητο πλήττεται άμεσα από την αύξηση στις τιμές του ντήζελ; Επιστρέφουμε πολύ συχνά στο αντιδραστικό φαντασιακό της παλιάς καλής αγροτικής Γαλλίας της υπαίθρου, στην οποία ζούσε η πλειοψηφία των “φτωχών” (η έννοια του προλεταριάτου που έπεφτε γρήγορα στην “παγίδα”). Κατά τη γνώμη μας, είναι πιο σημαντικό να επικεντρωθούμε στο πολιτικό περιεχόμενο αυτού του κινήματος και σε τι μεταφράζεται πρακτικά.

Η πολυμορφία των κίτρινων γιλέκων, όπως φαίνεται από τα σημεία της κινητοποίησής τους, επέτρεψε σε όλους να τρέξουν να τους καπελώσουν με το ιδεολογικό σημαιάκι τους, προβάλλοντας το κίνημα από την οπτική που τους ταιριάζει. Έτσι, η lAction Française (Γαλλική Δράση), η Bastion Social (πρώην GUD), το Rassemblement National, οι Ρεπουμπλικάνοι αλλά και η France Insoumise (Ανυπότακτη Γαλλία) του Μελανσόν, διάφορες ομάδες τροτσκιστών από την NPA έως τη Lutte Ouvrière, ή ακόμα και αναρχικοί, που έσπευσαν να διαδώσουν τον καλό λόγο, όλοι προσπάθησαν να διεκδικήσουν τα πρωτεία της νίκης και υπερηφανεύτηκαν για τη σχετική επιτυχία αυτής της κινητοποίησης σε σύγκριση με αυτήν της 17ης Νοεμβρίου – θυμηθείτε ότι 250.000 διαδηλωτν σ’ όλη τη Γαλλία, θεωρείται ήττα αν πρόκειται για μια κινητοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, κι εδώ δεν πρόκειται καν για απεργία.

Το επεισόδιο Marcel Campion3 θα έπρεπε να χρησιμεύσει ως μάθημα σ’ εκείνους που, παρασυρμένοι από τη φλόγα της μαζικοποίησης, αποφεύγουν να σκεφτούν από πού οδηγείται ο θυμός εκείνων που κατεβαίνουν στο δρόμο πάνω σε διαταξικές βάσεις, ακολουθώντας τις φιλελεύθερες αξιώσεις των μικρο-αφεντικών. Γιατί ναι, όλες οι δημοσκοπήσεις εκφράζουν το γεγονός ότι “οι άνθρωποι είναι θυμωμένοι”. Αλλά πρέπει να αναρωτηθούμε τι καταλαβαίνουμε όταν μιλάμε για οργισμένους “ανθρώπους” και εναντίον τίνος στρέφεται αυτός ο θυμός;

Εάν τώρα οι μπάτσοι, οι φασίστες και μια μερίδα των αφεντικών κατάφεραν να συνδεθούν γύρω από τα αιτήματα που διατυπώνονται από τα “κίτρινα γιλέκα”, δεν πρόκειται για καθαρή σύμπτωση ή τυχαία ανάκαμψη μιας αντίθετης με τη διαίσθηση σύγκλισης: έγκειται στό ότι η δυναμική αυτού του κινήματος συμπίπτει με τα ταξικά τους συμφέροντα. Ή τουλάχιστον, στο ότι η σύγχυση που επικρατεί δεν τους απειλεί άμεσα, τουλάχιστον στο μητροπολιτικό έδαφος. Η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική, για παράδειγμα, στη Ρεϋνιόν (που επηρεάζεται λόγω του ποσοστού 22% της ανεργίας στον ενεργό πληθυσμό) όπου το κίνημα δεν λαμβάνει υπερταξικές διαστάσεις αλλά εκδηλώνεται στις φτωχότερες και πιο φυλετικοποιημένες γειτονιές (με φαινόμενα όπως ταραχές, λεηλασίες πολυκαταστημάτων, την αστυνομία να μοιράζει σήματα πολιτοφυλακής στους καταστηματάρχες για να συγκροτήσουν αντίστοιχες ομάδες, την απαγόρευση της κυκλοφορίας, κλπ.).

Άσχετα από το πώς κάποιοι μεμονωμένοι διαδηλωτές εκφράζουν την κόπωσή τους με άτακτο τρόπο μπροστά σε κάμερες που ψάχνουν “σοκαριστικές” δηλώσεις, το κίνημα χτίστηκε γύρω από έναν “πουτζαντιστικό”4 λόγο διαμαρτυρίας ενάντια στους “φόρους” και τους “δασμούς” που “στίβουν” τον κόσμο, κάτι που απέχει πολύ από το να είναι ταξική πάλη (και, αντίθετα από αυτό που διαδίδεται, σχεδόν το 70% της αύξησης στις τιμές των καυσίμων προέρχεται από διακυμάνσεις στην τιμή του πετρελαίου και όχι από μια εσκεμμένη πολιτική του κράτους).

Η απόφαση τους να “μπλοκάρουν τη χώρα” ένα Σάββατο, χωρίς να επιτεθούν στους χώρους παραγωγής, είναι κάθε άλλο παρά ανώδυνη, και είναι διασκεδαστικό να σημειώσουμε ότι ο Martinez, ο σοσιαλοδημορκάτης, διαθέτει καλύτερη ανάλυση της τάξης από ό,τι οι αριστεροί, επιβεβαιώνοντας ότι “η CGT δεν κατεβαίνει ούτε με την άκρα δεξιά ούτε με τα αφεντικά”. Μια άκρα δεξιά που γίνεται ολοένα και πιο άνετη (ναζιστικοί χαιρετισμοί, καταδόσεις μεταναστών στην αστυνομία, έκκληση σε αντισημίτες μιλιτάντηδες, ρατσιστικές και ομοφοβικές επιθέσεις κλπ.), ακριβώς επειδή η κινητοποίηση της 17ης Νοεμβρίου δεν έγινε σε ταξικές και προλεταριακές βάσεις αλλά σε εδαφικές και λαϊκιστικές.

Σε απόλυτη αντίθεση με τα καταφανή στοιχεία και στοχεύοντας να εφεύρουν νέους συμμάχους για να στελεχώσουν τις τάξεις των “επαναστατημένων”, οι αριστεριστές φαντάζονται ότι μοιράζονται τουλάχιστον έναν κοινό εχθρό με τα κίτρινα γιλέκα: τους καπιταλιστές ή, αν όχι, τους “πλούσιους”. Αλλά πώς μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι αυτό το κίνημα αντιτίθεται στην αστική τάξη όταν αποφεύγει να καταπιαστεί με τα νευραλγικά σημεία της οικονομίας, να διοργανώσει πορείες στις δημοτικές αίθουσες ή να αντιπαρατεθεί, έστω και συμβολικά, με τους τοπικά εκλεγμένους αντιπροσώπους;

Η μεταχείριση από τα ΜΜΕ και από την αστυνομία αυτής της κινητοποίησης φανερώνει επίσης πολλά για τον βαθμό απειλής που αντιπροσωπεύει για το κράτος και την οικονομία: τηλεοπτικά ρεπορτάζ που συμπάσχουν με όσα, σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο, θα περιγράφονταν ως ταραχές, καταστολή σχετικά σπάνια και καθόλου βίαιη απέναντι σε μη ανακοινωμένες και, επομένως, παράνομες συναθροίσεις, μια Le Monde που μιλά για “αντιφατική ισορροπία ασφαλείας” ενώ αναφέρει έναν θάνατο και εκατοντάδες τραυματίες επειδή δεν υπήρξαν υλικές ζημιές

Ωστόσο, η επόμενη της 17ης Νοεμβρίου, ανέδειξε τοπικές πρωτοβουλίες που πήγαιναν πέρα από μια μάχη για τους φόρους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η έλλειψη αυστηρού συντονισμού έχει οδηγήσει σε κάποιες “υπερβολές”, που έχουν ξεφύγει από το αρχικό πλαίσιο αιτημάτων, λαμβάνοντας έναν παρασυνδικαλιστικό προσανατολισμό, ιδίως μέσω των αποκλεισμών αποθηκών, που έχουν φοβίσει τα αφεντικά, ή οδηγώντας σε ρατσιστικές, σεξιστικές και ομοφοβικές επιθέσεις που προκύπτουν άμεσα από τον λαϊκιστικό χαρακτήρα αυτών των εκδηλώσεων. Πράγματι, “λαός” σημαίνει να ανήκει κανείς σε μια “εθνική κοινότητα” από την οποία αποκλείονται απαραιτήτως οι αλλοδαποί.

Μένει να μάθουμε αν οι σκόρπιες ομάδες των διαφωνούντων “κίτρινων γιλέκων” είναι σε θέση να επιβιώσουν ανεξάρτητα από μια εθνική δυναμική, όταν το κύμα κινηματικής σύγχυσης θα έχει ξεθωριάσει. Το κίνημα βασίστηκε σε ένα διάχυτο και πραγματικό θυμό μεταξύ διαφόρων πληθυσμών αλλά, ελλείψει σταθερού και καλώς ορισμένου περιεχομένου, είναι πιθανό να εκραγεί αφού αποτελείται από “αγανακτισμένους πολίτες” και δεν έχει φτιαχτεί πάνω σε μια κοινή πολιτική βάση, αν και όλοι προσπαθούν να το καπελώσουν. Αυτή είναι η έλλειψη μιας κοινής πολιτικής βάσης που οδήγησε στην αποτυχία του κινήματος των πηρουνιών (Fourches) το 2013 στην Ιταλία, ένα λαϊκιστικό κίνημα, εν μέρει αντιφορομπηχτικό και εξίσου “παγιδευμένο” με το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων”.

Από την πλευρά των αριστερών, οι φιλόσοφοι της ENS αρκούνται στο “να παρατηρούν” τη μικρή στιγμή τους με τον “λαό” (ε, συγγνώμη, τις “διάχυτες υποκειμενικότητες”), η συγκίνηση της εξέγερσης των πολιτών τούς διαπερνά κι αρχίζουν να ονειρεύονται ταραχές και οδοφράγματα στο όνομα ενός αγώνα ενάντια στην αυξανόμενη τιμή του ντήζελ. Αυτό γιατί το συγκεκριμένο αίτημα απευθύνεται στο κράτος, που αποτελεί τον νωτιαίο μυελό της κινητοποίησης, και όχι σε κάποιο αντικαπιταλιστικό ασυνείδητο, που θα είχε ανθίσει, φυσικά, στις πολιτικές ενέργειες των “αγανακτησμένων” (“indignés).

Η Ακυβέρνητη Γενιά (Génération Ingouvernable) καλεί “να τους μπερδέψουμε μέσα στη σύγχυσή τους”, μια έκκληση κατεξοχήν πολιτική. Αλλά γιατί κατηγορεί τους ρομαντικούς επαναστάτες, τους ίδιους που αποκαλούσε zbeul κατά τη διάρκεια του τελευταίου Παγκοσμίου Κυπέλλου; Και ιδού μερικοι ακόμα ποιητές που επανεμφανίζονται: Το Lundi Matin, ισχυριζόμενο πως το “κίτρινο γιλέκο” έχει “συμβολική χρήση” της στροφής της ασφάλειας ενάντια στην ασφάλεια και την τάξη:Αυτό που αρχικά επιβλήθηκε ως μέσο ασφάλειας αποκτά μια κοινωνική πτυχή(…) Έξω από τα αυτοκίνητά τους, τα “κίτρινα γιλέκα” αναγνωρίζονται αμοιβαία μέσα στο κατεπείγον που προκαλείται από την ξαφνική υποβάθμιση του τρόπου ζωής τους”.

Όλος αυτός ο αριστερός παροξυσμός είναι στο ίδιο λογικό συνεχές με τους αναρχικούς που θεώρησαν πως το κίνημα για την οικονομική ανεξαρτητοποίηση της Καταλονίας θα μπορούσε να οδηγήσει στην άμεση κατάργηση του καπιταλισμού ή ότι η παγιοποίηση του κουρδικού κράτους στη Ροτζάβα είχε την οποιαδήποτε σχέση με την κομμουνιστική επανάσταση. Ό,τι κινείται είναι κόκκινο, ό,τι είναι οργισμένο είναι επαναστατικό και μπορούμε να φτιάξουμε σοκολατίνες από τα υπολείμματα κολοκυθιών οκγρατέν.

Η παρομοίωση με την ιταλική αυτονομία τη; δεκαετίας του 1970 ήταν από μόνη της αρκετά τραβηγμένη, απλώς και μόνο για να αποδοθεί ο όρος “αστική εξέγερση” σ’ έναν περίπατο πολιτών συνοδευόμενων από τα ΜΑΤ/CRS. Διαβάζουμε ακόμα κι έναν τροτσκιστή διανοούμενο να κάνει μια σύνδεση μεταξύ “κίτρινων γιλέκων” και των αγώνων ενάντια στη κυκλοφορία του κεφαλαίου (και να ισχυρίζεται ότι γι’ αυτό τα “κίτρινα γιλέκα” είναι εργάτες που παρατάνε το προαύλιο του εργοστασίου, ενώ έπρεπε να λιώνανε σαββατιάτικα μέσα σαυτό). Είναι απαραίτητο να ονειρεύεσαι όταν δεν συμβαίνει τίποτα, γεμίζει τις μέρες που μεσολαβούν δύο συναντήσεων κι αυτό επιτρέπει να ανασυρθούν οι παγωμένες ιδεολογικές συζητήσεις που έπρεπε να μπουν στο ντουλάπι μετά από το τελευταίο κοινωνικό κίνημα.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://agitationautonome.com/2018/11/22/des-gilets-jaunes-a-ceux-qui-voient-rouge.

2 Στμ. Στα γαλλικά το αντιδραστικό κομμάτι της λευκής εργατικής τάξης, το αντίστοιχο του αγγλικού rednecks.

3 Ο ιστότοπος Lundi Matin αποθέωνε την έκκληση του Marcel Campion, “βασιλιά των εκθεσιακών χώρων” και παρεμπιπτόντως άνθρωπο των πολυεκατομμυριούχων επιχειρηματιών, υποστηρικτών της Marine Le Pen, να διαμαρτυρηθεί στο πλευρό μας εναντίον της μεταρρύθμισης του εργατικού κώδικα το 2017.

4 Στμ. Poujadism: η πολιτική φιλοσοφία και μέθοδοι που υποστηρίχτηκαν στη Γαλλία τη δεκαετία του 1950 από τον Pierre Poujade, ο οποίος το 1954 ίδρυσε ένα δεξιό λαϊκιστικό κίνημα για την προστασία των βιοτεχνών και των μαγαζοτόρων.

Τι είναι ο μετα-φασισμός;

του Gáspar Miklós Tamás1

Το ιδανικό υποκείμενο της ολοκληρωτικής εξουσίας δεν είναι ο πεπεισμένος Ναζί ή ο πεπεισμένος Κομμουνιστής, αλλά άνθρωποι για τους οποίους η διαφορά ανάμεσα στο γεγονός και τη φαντασία (δηλαδή η πραγματικότητα της εμπειρίας) και η διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα (δηλαδή τα πρότυπα της σκέψης) δεν υπάρχουν πλέον. Χάνα Άρεντ, Οι Απαρχές του Ολοκληρωτισμού.

Εισήγαγα τον όρο μετα-φασισμός [post-fascism] για να περιγράψω μια συστάδα πολιτικών, πρακτικών, ρουτινών και ιδεολογιών που μπορούν να παρατηρηθούν οπουδήποτε στον σύγχρονο κόσμο. Χωρίς καν να προσφεύγουν σε ένα πραξικόπημα, αυτές οι πρακτικές απειλούν τις κοινότητές μας. Βρίσκουν εύκολα τον ρόλο τους στον σύγχρονο καπιταλισμό χωρίς να αναστατώνουν τις κυρίαρχες πολιτικές μορφές της εκλογικής δημοκρατίας και της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης. Εκτός από την Κεντρική Ευρώπη, δεν έχουν καμμιά σχέση με την κληρονομιά του Ναζισμού. Δεν είναι ολοκληρωτικές· δεν είναι καθόλου επαναστατικές· δεν βασίζονται σε βίαια μαζικά κινήματα ή σε ανορθολογικές, βολονταριστικές φιλοσοφίες. Και δεν παίζουν, ούτε για αστείο, με τον αντικαπιταλισμό.

Θα έπρεπε να ορίσω τι εννοώ με τον όρο “μετα-φασισμός”. Θεωρώ τον όρο “φασισμός” να αναφέρεται σε μια ρήξη με την παράδοση του Διαφωτισμού που θέτει την ιδιότητα του πολίτη2 ως ένα καθολικό δικαίωμα· με άλλα λόγια την αφομοίωση της κατάστασης του πολίτη στην ανθρώπινη κατάσταση.

Είναι αυτή η έννοια της καθολικής ιδιότητας του πολίτη που υπέτεινε την έννοια της προόδου που μοιράζονται οι φιλελεύθεροι, οι σοσιαλδημοκράτες και όλοι οι άλλοι διαφόρων ειδών προοδευτικοί κληρονόμοι του Διαφωτισμού. Από τη στιγμή που ο Διαφωτισμός εξίωσε την ιδιότητα του πολίτη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, μ’ αυτόν τον τρόπο, η επέκτασή της σε όλες τις τάξεις, επαγγέλματα, στα δύο φύλα και σε όλες τις φυλές, τα δόγματα και τους τόπους ήταν απλά θέμα χρόνου. Το καθολικό δικαίωμα ψήφου, η στρατιωτική κληρωτή θητεία και η κρατική εκπαίδευση για όλους έπρεπε να ακολουθήσουν. Επιπλέον, η εθνική αλληλεγγύη απαιτούσε την ανακούφιση της ανθρώπινης κατάστασης, μια αξιοπρεπή υλική ύπαρξη για όλους και το ξερίζωμα των υπολειμμάτων της προσωπικής δουλείας.

Το 1914, ο φασισμός ήταν ικανός να αναιρέσει αυτή την κομβική προϋπόθεση της σύγχρονης κοινωνίας παίζοντας με την εγγενή αντίφαση σ’ αυτή την έννοια – το γεγονός ότι η καθολική ιδιότητα του πολίτη είναι ταυτόχρονα “καθολική” και παρ’ όλα αυτά περιορισμένη στο έθνος-κράτος3. Μέχρι τότε, οι κυβερνήσεις υποτίθεται ότι αντιπροσώπευαν και προστάτευαν οποιονδήποτε εντός των συνόρων. Τα εθνικά και κρατικά σύνορα όριζαν τη διαφορά ανάμεσα στον φίλο και τον εχθρό: οι ξένοι μπορεί να ήταν εχθροί, οι συμπολίτες όχι.

Όμως, για τον Καρλ Σμιτ, τον νομικό θεωρητικό του φασισμού και πολιτικό θεολόγο του Τρίτου Ράιχ, αυτοί που είναι στην εξουσία πρέπει να κρίνουν ποιος ανήκει και ποιος δεν ανήκει σε μια δοσμένη πολιτική κοινότητα. Η ιδιότητα του πολίτη έγινε μια λειτουργία περιορισμένη στα αυστηρά διατάγματα των εξουσιαζόντων (ή της εξουσίας). Συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων, που αντιπροσωπεύουν καθοριστικούς τύπους για το πρόταγμα συμπερίληψης του Διαφωτισμού, έγιναν μη-πολίτες και, ως εκ τούτου, μη-άνθρωποι: οι κομμουνιστές σήμαιναν τους στασιαστές του “κατώτερου τύπου”, βγαλμένους από τις μάζες, χωρίς αρχηγούς και καθοδήγηση, με έναν χωρίς ρίζες οικουμενισμό που εξεγείρονται ενάντια στη φυσική ιεραρχία· οι Εβραίοι, μια κοινότητα που επιβίωσε τον Χριστιανικό Μεσαίωνα χωρίς να έχει η ίδια πολιτική εξουσία, οδηγούμενη από μια ουσιαστικά μη-καταναγκαστική αυθεντία, ο λαός της Βίβλου, ένας εξ ορισμού μη-πολεμικός λαός· οι ομοφυλόφιλοι, από την ανικανότητα ή την απροθυμία τους να αναπαραχθούν κληροδοτούν και συνεχίζουν μια ζωντανή διάψευση του υποτιθέμενου συνδέσμου ανάμεσα στην φύση και την ιστορία· οι ψυχικά ασθενείς, που ακούνε φωνές τις οποίες κανείς από μας τους υπόλοιπους δεν ακούει – με άλλα λόγια, άνθρωποι που η αναγνώρισή τους απαιτεί μια ηθική προσπάθεια και δεν δίνεται άμεσα (“φυσικά”), που δεν μπορούν να ταιριάξουν παρά μόνο αν θεσπιστεί μια ισότητα του άνισου. Θα απαντήσετε, αναμφίβολα, ότι το σχέδιο του Διαφωτισμού είναι ακόμα σε καλό δρόμο, ζωντανό και ακμαίο και έχει επεκταθεί με σημαντικούς τρόπους. Πολλές χώρες έχουν τώρα “επίτιμους πολίτες”, δηλαδή ανθρώπινα όντα που δεν είναι πλήρεις πολίτες αλλά έχουν δικαιώματα: παιδιά, ξένοι, ψυχασθενείς, φυλακισμένοι, για παράδειγμα. Το επιχείρημα προκύπτει ότι δεν θα πρέπει πλέον να στερούνται τα πολιτικά τους δικαιώματα.

Άνθρωποι χωρίς υπηκοότητα

Ισχυρίζομαι, παρ’ όλα αυτά, ότι πέρα, και ενάντια σ’ αυτό, αναδύεται ένα αντεπιχείρημα. Ένα εμφανές παράδειγμα είναι ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων που δεν κατέχουν καμμιά ουσιαστική πολιτική ιδιότητα. Οι άνθρωποι αυτοί ανήκουν, φυσικά, σε διάφορες ομαδοποιήσεις. Στις πολλές δεκάδες εκατομμύρια προσφύγων προστίθενται εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων που ζουν σε περιοχές στις οποίες δεν υπάρχει κράτος, νόμος και, συνεπώς, ούτε ελευθερία – άνθρωποι που ζουν τώρα σε πολλές περιοχές της Αφρικής, της πρώην σοβιετικής Κεντρικής Ασίας και παρόμοια μέρη όπως η Γιουγκοσλαβία. Είναι απροστάτευτοι από την ισχύ των ισχυρών, και τρομοκρατούνται από καταδρομείς και μυστικές αστυνομίες.

Παντού, από τη Λιθουθανία μέχρι την Καλιφόρνια, μεινότητες μεταναστών, ακόμα και αυτοχθόνων, έχουν γίνει ο εχθρός και είναι αναμενόμενο ότι έχουν να αντιμετωπίσουν τη μείωση και την αναστολή των πολιτικών και των ανθρώπινων δικαιωμάτων τους. Η αφαίρεση της νομιμοποίησης από κρατικο-σοσιαλιστικά και εθνικιστικά καθεστώτα του Τρίτου κόσμου, έχει αφήσει μόνο φυλετικές, εθνικές και θρησκευτικές βάσεις για τη διεκδίκηση ύπαρξης ενός “κρατικού σχηματισμού” (όπως στη Γιουγκοσλαβία, τη Τσεχο-σλοβακία, την πρώην Σοβιετική Ένωση, την Αιθιοπία-Ερυθραία, το Σουδάν κλπ.).

Η ροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εξασθενίσει το έθνος-κράτος και να ενισχύσει τις Περιφέρειες, εθνικοποιεί ανταγωνισμούς και εδαφικές ανισότητες (δείτε, για παράδειγμα, Βόρεια εναντίον Νότιας Ιταλίας, Καταλωνία εναντίον Ανδαλουσίας, Νοτιοανατολική Αγγλία εναντίον Σκωτίας, Φλάνδρα εναντίον Βαλωνίας στο Βέλγιο, Βρετάνη εναντίον Νορμανδίας στη Γαλλία). Και η ταξική σύγκρουση εθνικοποιείται και φυλετικοποιείται, επίσης, ανάμεσα στην εδραιωμένη και ασφαλή εργατική τάξη και την κατώτερη μεσαία τάξη των μητροπόλεων και τους νέους μετανάστες της περιφέρειας, κάτι που επίσης ερμηνεύεται ως ένα πρόβλημα ασφάλειας και εγκληματικότητας. Η αυξανόμενη αποπολιτικοποίηση της έννοιας του έθνους (η μετατόπιση σε έναν πολιτισμικό ορισμό) οδηγεί στην αποδοχή της διάκρισης ωςφυσικής”.

Αυτός είναι ο λόγος που η δεξιά αναδεικνύει αρκετά ανοιχτά στα κοινοβούλια και στους δρόμους στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, στην Ασία και, όλο και περισσότερο, και στη “Δύση”. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι επιθέσεις στα εξισωτικά συστήματα πρόνοιας και τις τεχνικές θετικής δράσης δεν έχουν μια σκοτεινή φυλετική απόχρωση, συνοδευόμενες από ρατσιστική αστυνομική βία και αυτοδικία σε πολλά μέρη. Ο σύνδεσμος, που κάποτε θεωρούνταν αναγκαίος και λογικός, ανάμεσα στην ιδιότητα του πολίτη, την ισότητα και την [κρατική] επικράτεια είναι υπό πολιορκία.

Αλλά η αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων πλήττει επίσης και πολλές άλλες κατηγορίες πολιτών, για παράδειγμα σε αναπτυγμένες χώρες, στις οποίες, επειδή δεν υπάρχουν πια διαθέσιμες πολιτικές εναλλακτικές, η ιδιότητα του πολίτη και η δημοκρατική συμμετοχή καθίστανται άνευ σημασία. Αυτό το τελευταίο φαίνεται σε διαρκώς αυξανόμενα νούμερα. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα δεδομένα της συμμετοχής στις εκλογές στη Μεγάλη Βρετανία…Υπάρχουν, λοιπόν, πολλές μορφές απώλειας της πολιτικής ιδιότητας, για την οποία οι άνθρωποι αγωνίζονται από το 1642.

Μια προσωπική θέση

Έχω να δηλώσω ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η κυβέρνηση της χώρας μου, δηλαδή της Ουγγαρίας, είναι – μαζί με την επαρχιακή κυβέρνηση της Βαυαρίας (επαρχιακή με περισσότερες από μια έννοιες) – ο ισχυρότερος ξένος υποστηρικτής του Jorg Haider στην Αυστρία. Το δεξιό υπουργικό συμβούλιο στη Βουδαπέστη προσπαθεί να περιορίσει την κοινοβουλευτική διακυβέρνηση, να ποινικοποιήσει τις τοπικές αρχές που ανήκουν σε διαφορετική πολιτική απόχρωση, δημιουργώντας και επιβάλλοντας εντατικά μια νέα κρατική ιδεολογία με τη βοήθεια ενός αριθμού λούμπεν διανοούμενων της ακροδεξιάς. Συνεργάζεται με ένα ανοιχτά και άγρια αντισημιτικό φασιστικό κόμμα το οποίο, δυστυχώς, αντιπροσωπεύεται στο κοινοβούλιο. Άτομα που δουλεύουν για το πρωθυπουργικό γραφείο εμπλέκονται με έναν λιγότερο ή περισσότερο προσεκτικό αναθεωρητισμό του Ολοκαυτώματος. Η ελεγχόμενη από τη κυβέρνηση κρατική τηλεόραση δίνει βήμα στον ωμό ρατσισμό ενάντια στους Ρομά. Οι φίλαθλοι της πιο δημοφιλούς ποδοσφαιρικής ομάδας της χώρας, της οποίας ο πρόεδρος είναι υπουργός και ηγέτης ενός κόμματος, τραγουδούν όλοι μαζί για το τραίνο που πρόκειται να φύγει από στιγμή σε στγμή για το Άουσβιτς…

Είμαι ο ίδιος κατά το ήμισι Ουγγροεβραίος, μεγαλωμένος στη Ρουμανία από μια οικογένεια γεμάτη κομμουνιστές. Οι γονείς μου ανήκαν σε ένα παράνομο κομμουνιστικό κόμμα και, εξαιτίας αυτού, πέρασαν πολύ καιρό στη φυλακή. Βασικά ήταν πολύ απογοητευμένοι άνθρωποι, που δεν συμπαθούσαν ιδιαίτερα το καθεστώς, από μια αριστερή σκοπιά. Συνεπώς, είχα αυτό που μπορώ να πω μια άψογη αντικομμουνιστική εκπαίδευση στα χέρια των κομμουνιστών γονιών μου.

Μεγάλωσα, έτσι, ως ένας διαφωνούντας κάτω από ένα κομμουνιστικό καθεστώς. Εκδιώχθηκα, τελικά, από τη δουλειά μου στο πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης το 1980 για “αντιπολιτευτική δραστηριότητα αντιφρονούντος” – έγραψα μια παράνομη μπροσούρα και την εξέδωσα με το δικό μου όνομα διαμαρτυρόμενος για το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Πολωνία – και οδηγήθηκα σε εσωτερική εξορία για τα επόμενα δέκα χρόνια. Μετά το 1986, μου επιτράπηκε να ταξιδεύω στο εξωτερικό για να διδάσκω, το οποίο και έκανα στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και αλλού. Στις 15 Μαρτίου 1988 όταν ξεκίνησε πραγματικά το κίνημα πολιτών, είχα τη μεγάλη τιμή να είμαι το πρώτο πρόσωπο στην Πλατεία Συντάγματος που έκανε το κάλεσμα για ελεύθερες εκλογές, ένα καινούριο σύνταγμα, πολυκομματικό σύστημα και την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων. Έκτοτε απορροφήθηκα στην πολιτική από τους ανθρώπους που σχημάτισαν τον πρώτο φιλελεύθερο κόμμα στην Ουγγαρία από το 1918.

Τη δεκαετία του 1980 είχα γίνει ένας “αναρχικός” Τόρυ (τότε ήταν που έκανα φιλίες με άτομα της ακόμα αρκετά ευφυούς Αμερικανοβρετανικής δεξιάς). Σε τέτοιο βαθμό που έγινα ένας από τους ηγέτες της δεξιάς πτέρυγας του κόμματός μου, κάτι που τώρα μοιάζει μάλλον περίεργο. Εκλέχθηκα, όπως αναμενόταν, στο κοινοβούλιο τη δεκαετία του 1990, όταν έλαβαν χώρα οι πρώτες ελεύθερες εκλογές και ήμουν πρόεδρος του κόμματος για 4 χρόνια. Επιπλέον, αποκαταστάθηκα επίσημα ως καθηγητής της Φιλοσοφίας – έλαβα ένα μάλλον αγενές τηλεφώνημα που μου ανακοίνωνε ότι περίμεναν από μένα να πάω και να αρχίσω να διδάσκω ξανά (η Ουγγαρία είναι μια χώρα χωρίς πολλές τυπικότητες).

Το 1994, αποφάσισα να μην ξαναβάλω υποψηφιότητα για το κοινοβούλιο για πολλούς προσωπικούς λόγους. Δεν νόμιζα ότι ήμουν κατάλληλος για να είμαι επαγγελματίας πολιτικός σ’ αυτό το σύστημα ή, εδώ που τα λέμε, σε οποιοδήποτε άλλο είδος συστήματος. Και ήθελα να επιστρέψω στην έρευνα και τη συγγραφή. Αλλά, φυσικά, παρέμεινα ένας πολιτικός ακτιβιστής. Τότε, βρήκα τον εαυτό μου να απομακρύνεται από το πρώην κόμμα μου καθώς οι απόψεις μου άλλαξαν, όπως, βέβαια, και οι δικές τους. Πέρσι, παραιτήθηκα από το κόμμα μου και βρέθηκα να επιστρέφω πολύ απότομα πίσω στην αριστερά.

Γιατί; Λοιπόν, είμαι ένας θεωρητικός. Αυτό που κάνω είναι να γράφω για την “πληροφορία”. Πείστηκα ότι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να κρίνουμε τα δημοκρατικά κράτη πρόνοιας, την κυριαρχία τους και τη δημοκρατική συμμετοχή συνδεόνται στενά με κάτι που δεν υπάρχει πλέον υπό τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Η παγκοσμιοποίηση έχει στερήσει όλο και περισσότερο από τους ανθρώπους τη δύναμη να αποφασίζουν για το ίδιο το κράτος τους. Αυτό, με τη σειρά του, με οδήγησε να επανεκτιμήσω αυτά που πίστευα για την έννοια του κράτους και τα ζητήματα της ισότητας.

Στο τέλος, ντράπηκα για κάποια από τα πράγματα που έκανα κάποτε και σκέφτηκα. Σε τέτοιο βαθμό, που αυτόν τον Φεβρουάριο, στην νέα μου μετενσάρκωση, όταν μου ζητήθηκε να μιλήσω σε μια διαδήλωση συνδικάτων στην Πλατεία Ηρώων ενάντια στην νέα, πολύ καταπιεστική εργατική νομοθεσία, πήρα την ευκαιρία μπροστά σε 50.000 κόσμο να απολογηθώ και να πω ότι ντρεπόμουνα που “μόλις τώρα ήρθα σε σας, όταν έπρεπε να είχα έρθει όλον αυτό τον προηγούμενο καιρό”.

Από κάποιες απόψεις, η ζωή μου δεν έχει αλλάξει πάρα πολύ. Έχω περισσότερα παντελόνια από πριν. Αλλά και πάλι λίγα. Και δεν είναι ότι είχα ξεχάσει ποτέ τις αξίες του Διαφωτισμού. Αλλά ήταν σχετικά εύκολο για μένα, προσπαθώντας να αποφύγω τους κινδύνους που είναι εγγενείς σε κάποια τόσο γνωστά σχέδια του Διαφωτισμού όπως η σοσιαλιστική επανάσταση, να σφάλλω στο πλευρό ενός καλτ αυθορμητισμού, που στη συνέχεια μετατράπηκε σε ένα καλτ παράδοσης, μη-σχεδιασμένης ανθρώπινης υποκειμενικότητας, της αγοράς κοκ. Εκείνες τις μέρες, αυτό που οδηγούσε το ασυνείδητο κάποιου ήταν να είναι όσο το δυνατόν πιο μακριά από τους Κομμουνιστές. Αλλά τώρα, όταν κάνω μια δημόσια ομιλία, μπορώ να κοιτάξω και να δω ανάμεσα στα πρόσωπα αυτών που με ακούνε, παλιούς Μπολσεβίκους να γνέφουν συφωνώντας…τι να πω!

Η Ευρώπη σήμερα

Από την αριστερή μου οπτική, κοιτάζοντας την Ευρώπη σήμερα, μπορώ να δω τα απομεινάρια μιας σοσιαλδημοκρατίας στη γαλλική πολιτική, και ανάμεσα στους Ιταλούς, αλλά πού αλλού; Έχει υπάρξει ένας μετασχηματισμός του πολιτικού κόσμου και ιδιαίτερα της κοινοβουλευτικής πολιτικής. Μια φορά κι έναν καιρό, οι άνθρωποι που ήθελαν να επαναστατήσουν μελετούσαν φιλοσοφία επειδή η φιλοσοφία ενσάρκωνε την βεβαιότητα ότι τα πράγματα δεν είναι αυτό που φαίνονται: ότι υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στην επιφάνεια και την ουσία, την γνώμη/δόξα και την αλήθεια ή την πνευματική πεποίθηση.

Ο πολιτικός λόγος αυτού του είδους στη σύγχρονη εποχή υποτεινόταν, για παράδειγμα, από την μαρξιστική πίστη στη θεωρία του φετιχισμού του εμπορεύματος, ότι το εμπόρευμα δεν είναι απλά ένα αντικείμενο, αλλά αποκρυσταλωμένη ανθρώπινη δραστηριότητα. Αν το αναλύσετε, θα δείτε ότι αυτά τα δυο πράγματα πάνε μαζί. Η δυνατότητα μιας πολιτικής εναλλακτικής συμβαδίζει μ’ αυτή την έννοια απόκλισης ανάμεσα στην επιφανειακή εμφάνιση και την πραγματικότητα.

Τώρα, έχουμε μια νέα κατάσταση. Έχουμε τον Γκυ Ντεμπόρ και την κοινωνία του θεάματος, που παρωδεί τον Χέγκελ, ισχυριζόμενος ότι αυτό που φαίνεται είναι ό,τι είναι αληθινό και ότι αυτό που είναι αληθινό είναι αυτό που φαίνεται. Και όλοι πιστεύουν ότι αυτό όντως συμβαίνει – ότι αυτά τα δυο πράγματα δεν διαφέρουν πλέον καθόλου. Το “σχέδιο του [Τόνυ] Μπλαιρ” είναι απλά η πιο ακραία εκδοχή του. Σοσιαλισμός σημαίνει καπιταλισμός. Η κοινωνική δικαιοσύνη σημαίνει ιδιωτικοποίηση και μια ύπαρξη τύπου “Μεγάλου Αδελφού”. Το κάθε τι σημαίνει το αντίθετό του, το οποίο είναι πράγματι πιθανό, αν κανείς κοιτάζει μόνο την επιφάνεια. Στο ένα άκρο αυτής της επίπεδης επιφάνειας έχει το PPP, και από την άλλη έχει την κόκκινη σημαία που ακόμα χρησιμοποιείται στα συνέδρια των Εργατικών. Και δεν υπάρχει αντίφαση, γιατί αντίφαση υπάρχει μόνο όταν υπάρχει η δυνατότητα πραγματικών εναλλακτικών. Οπότε δεν είναι περίεργο που ο κόσμος αυτός είναι σε αποσύνθεση.

Εδώ θα πρέπει, ίσως, να εξηγήσω μερικά πράγματα για το κομμουνιστικό σύστημα όπως το ήξερα. Υπήρχε η βεβαιότητα ότι η εργατική τάξη και ο “αληθινός σοσιαλισμός” ή όπως αλλιώς να τον πούμε, ήταν οι κληρονόμοι κάθετι σπουδαίου. Το να είναι κανείς σε επαφή με οτιδήποτε ήταν δημιουργικό, βαθύ και ενδιαφέρον ήταν διαρκής έγνοια της κομμουνιστικής ηγεσίας. Εξάλλου δεν υπήρχαν και περισπασμοί: ούτε σεξουαλική επανάσταση, ούτε διακοπές στο εξωτερικό, σίγουρα όχι νεανική λογοτεχνία! Τι διάβαζα λοιπόν όταν ήμουν δεκατριών; Διάβαζα Τολστόι. Στην Ανατολική Ευρώπη, αυτή η κατάσταση κράτησε μέχρι πολύ πρόσφατα. Η δικτατορία συντηρεί. Ήταν ένας πολύ συντηρητικός, πολύ Βικτωριανός κόσμος. Φυσικά υπήρχε λογοκρισία. Αλλά η λογοκρισία σήμαινε επίσημη κριτική – όχι ένα συνολικό “κλείσιμο” των πάντων. Όταν έγινα νεαρός φιλόσοφος, η αναλυτική φιλοσοφία ήταν πολύ της μόδας και γνώριζα καλά όλα τα παρακλάδιά της, σ’ αυτόν τον πολύ παλιομοδίτικο, πολύ Βικτωριανό κόσμο στον οποίο ζούσαμε.

Οπότε τώρα είστε σε πολύ καλλίτερη θέση για να καταλάβετε από πού προέρχομαι όταν λέω ότι στον σημερινό κόσμο αντιστοιχεί μια συνθήκη στην οποία έχω δώσει το όνομα μετα-φασισμός. Αυτό που θέλω να επικαλεστώ με τον όρο δεν είναι ένας ισχυρισμός ότι τα SS παρελαύνουν πάλι στην Ευρώπη. Αλλά ότι όλοι οι στόχοι της δεξιάς ολοκληρωτικής μηχανής της προπολεμικής περιόδου – ας την ονομάσουμε έτσι – των φασιστών – μπορούν σήμερα να επιτευχθούν, και επιτυγχάνονται, με κοινοβουλευτικές και δημοκρατικές διαδικασίες.

Μετα-φασιστική διακυβέρνηση

Στις λεγόμενες δημοκρατικές χώρες, οι κυβερνήσεις την βγάζουν πλέον καθαρή με πράγματα που ήταν αδύνατα μετά το 1945. Φυσικά ο κοινοβουλευτισμός είναι σε μεγάλο βαθμό μια απάτη. Ακόμα κι έτσι, στα συνταγματικά συστήματα, με όλες τους τις ατέλειες, η εξουσία εν τέλει ανήκει στον λαό. Οι αντιπροσωπευτικές κυβερνήσεις είναι ατελείς ενσαρκώσεις της λαϊκής θέλησης, αλλά είναι ενσάρκωση ενός κοινού σκοπού, που έχει συμφωνηθεί τουλάχιστον επί της αρχής, από την πλειοψηφία του λαού και το ίδιο το σύστημα. Συνεπώς η απογοήτευση, στο παρελθόν, του κόσμου με την ατελή αντιπροσώπευση ήταν δικαιολογημένη. Οι δημοκρατικοί και φιλελεύθεροι αγώνες είχαν απολύτως νόημα.

Τώρα, δεν μπορείς να εκλέξεις μια κυβέρνηση οποιουδήποτε είδους που να μπορεί πραγματικά να παίρνει αποφάσεις. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα του πώς δουλεύουν τα πράγματα στη δικιά μου χώρα. Το 63% των εξαγωγών της Ουγγαρίας κατεργάζονται από εξωχώριες εταιρείες (αυτό το ποσοστό στην Τσεχία είναι 15% και στην ΕΕ ο μέσος όρος είναι 2%). Οπότε αυτό το ποσοστό είναι αρκετά ακραίο. Παρ’ όλα αυτά, αυτό το μέγεθος των εξαγωγών που παράγονται χωρίς καμμιά φορολόγηση δεν αναφέρεται πουθενά από τα ουγγρικά ΜΜΕ. Το ανέφερα στην τηλεόραση και ο κόσμος νόμιζε απλά ότι ήμουν τρελός. Επειδή είναι άγνωστα δεδομένα. Αυτή η τόσο έντονα εθνικιστική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που καταδικάζει την παγκοσμιοποίηση και την Αμερικανοποίηση, τους φιλελεύθερους, τους Εβραίους και τους Ρομά, δεν θεωρεί πρέπον να αναδείξει στο ελάχιστο αυτό το ζήτημα.

Οπότε τώρα η μάχη εντός του πεδίου της εθνικής πολιτικής αφορά πλέον ένα γελοιωδώς μικρό ποσοστό του προϋπολογισμού. Και ακόμα κι αυτό το κομμάτι του προϋπολογισμού που απομένει ελέγχεται από οικονομικά συμφέροντα σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Παράλληλα με την απώλεια της δημοκρατικής εξουσίας από τα έθνη-κράτη και τις πολιτικές κοινότητες, η πολιτική ιδιότητα, ακόμα και σε αναπτυγμένες χώρες, γίνεται, λοιπόν, όλο και περισσότερο χωρίς ασήμαντη. Στις δε φτωχές χώρες με δυσκολία υπάρχει καν. Οπότε, έχουμε, από τη μια πλευρά, ολιγάριθμα άτομα με εξουσία και ομάδες και “κατοχές” που ποικίλουν από ακαδημαϊκούς μέχρι αστούς. Αυτά τα άτομα απέχουν από τις ανησυχίες, τις στερήσεις και τις έγνοιες της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων όπως απείχε, πάντα, και η αδύναμη αριστοκρατία πριν από τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις του 18ου και του 19ου αιώνα – με μια μεγάλη διαφορά. Δεν έχουν καμμία αίσθηση υποχρέωσης, έστω περιορισμένης, που εξακολουθούσαν να διαθέτουν οι αριστοκράτες.

Αυτό είναι επίσης το βασικό σημείο αντίθεσης ανάμεσα στην παγκοσμιοποίηση και τον ιμπεριαλισμό. Ο ιμπεριαλισμός, όσο απεχθής κι αν ήταν (και ρατσιστικός, με όλο τον λόγο του περί της Βαρύτητας του Λευκού Ανθρώπου) ήταν ένα σχέδιο καθοδηγούμενο από το κράτος και την κυβέρνηση. Όσο απεχθείς κι αν ήταν οι ιμπεριαλιστές, έπρεπε να χτίσουν κάτι και έχτιζαν δρόμους, κυβερνητικά κτίρια, σιδηροδρομικούς σταθμούς, φυλακές και νοσοκομεία. Όχι αρκετά, αλλά κάποια. Είχαν κάποια αίσθηση του καθήκοντος που θα βρεις σε οποιαδήποτε κυβέρνηση. Έστησαν μια δημόσια υπηρεσία και μια επαγγελματική εκπαίδευση κοκ.

Η παγκοσμιοποίηση δεν συνεπάγεται κανένα είδος υποχρέωσης. Το παγκόσμιο κεφάλαιο δεν χτίζει δρόμους. Οπότε τώρα η εκμετάλλευση των αδύναμων χτίζεται πάνω στην “προσωποποιημένη” βία. Είναι όλα από απόσταση. Οι κυβερνήσεις δεν εμπλέκονται.

Αν στις σημερινές πολιτικές κοινότητες, κάποιος μπορούσε να καταχωρίσει την πλήρη κλίμακα της ευθύνης γι’ αυτά που ο παγκόσμιος καπιταλισμός επιφέρει στις αδύναμες και φτωχές χώρες, ο κόσμος δεν θα το επέτρεπε. Αλλά δεν υπάρχει έλεγχος, ούτε πληροφόρηση γι’ αυτό. Γι’αυτό τον σκέφτομαι ως ένα ειρηνικό φασισμό. Πρέπει να πω ότι ο πρωτότυπος φασισμός και ο πρωτότυπος ιμπεριαλισμός ήταν πολύ “παιδαριώδη” πράγματα. Ξόδευαν πάρα πολλά, ιδιαίτερα στον στρατό. Αυτό που γίνεται τώρα γίνεται με πολύ μεγαλύτερη σχολαστικότητα και πολύ φθηνότερα για όσους είναι σχολαστικοί.

Παρ’ όλα αυτά, το νέο Δυτικό κράτος είναι ακμαίο: ένα Κανονιστικό Κράτος για τους πληθυσμούς στον πυρήνα του καπιταλιστικού κέντρου και ένα άλλο Κράτος, διαφόρων βαθμίδων, για τους υπόλοιπους μη-πολίτες. Σε αντίθεση με τον κλασσικό φασισμό, αυτό το δεύτερο Κράτος είναι μόνο αμυδρά ορατό από το πρώτο. Η ριζική κριτική που διαμαρτύρεται ότι η ελευθερία εντός του Κανονιστικού Κράτους είναι μια ψευδαίσθηση, αν και κατανοητή, είναι λανθασμένη. Η άρνηση της πολιτικής ιδιότητας που δεν βασίζεται στην εκμετάλλευση, την καταπίεση και την άμεση διάκριση αλλά τον απλό αποκλεισμό και την απόσταση είναι δύσκολο να συλληφθεί, επειδή εδώ δεν εφαρμοζόνται οι πνευματικές συνήθειες του απελευθερωτικού αγώνα για μια πιο δίκαιη κατανομή των αγαθών και της εξουσίας. Το πρόβλημα δεν είναι ότι το Κανονιστικό Κράτος γίνεται πιο αυταρχικό: είναι, μάλλον, ότι ανήκει μόνο σε λίγους.

Οπότε πια ελπίδα υπάρχει για το μέλλον;

Θα απόσχω από το να κάνω προβλέψεις. Το κίνημα του Σηάτλ και παρόμοια κινήματα αντίστασης είναι κάπως ενθαρρυντικά. Αν οι άνθρωποι είναι διατεθιμένοι να κάνουν θυσίες, θα πυροβοληθούν, φυσικά, για τις ιδέες τους, Αλλά αυτό μπορεί να προσφέρει περαιτέρω ενθάρρυνση. Θα πω, όμως, ένα πράγμα. Τον 19ο αιώνα, ο σοσιαλισμός και ο φεμινισμός και τα παρεμφερή ήταν ακόμα μέρος ενός χειραφετητικού σχεδίου, συνδεδεμένα με αυτό που οι άνθρωποι σκέφτονταν για τον κόσμο – με την επιστημονική πρόοδο, την τεχνολογική πρόοδο, την εκκοσμίκευση, την ατομική ελευθερία.

Τώρα, η ενότητα του χειραφετητικού σχεδίου μας έχει “πετάξει”. Το κίνημα του Σηάτλ, με τον συνασπισμό “ουράνιου τόξου”, δείχνει πολύ καλά ότι οι άνθρωποι, που θα έπρεπε φυσικά να έχουν συμπάθεια με τα όντως χειραφετητικά σχέδια, είναι ακόμα κατακερματισμένοι. Μόνο τώρα μπορούμε να δούμε τη σημασία του εργατικού κινήματος για τον σύγχρονο κόσμο, για το οποίο ο σοσιαλισμός ή ο μαρξισμός ήταν το όχημα που βοήθησε στην ενοποίηση όλων των πτυχών του. Σκεφτείτε τη δίψα για γνώση και την διερεύνηση της κουλτούρας που ενέπνευσε τόσους ανθρώπους. Κοιτάξτε τις ριζοσπαστικές εφημερίδες της δεκαετίας του 1920 που διάβαζαν οι εργοστασιακοί εργάτες. Ήταν υψηλής ποιότητας, οι αφίσες της εποχής, και απαιτούσαν μεγάλη υπομονή και αφιέρωση για να τις παρακολουθήσει κανείς. Το είδος των φυλλαδίων που διακινούσαν τα συνδικάτα, το είδος των ομιλιών που έκαναν κάποιοι στον όχι καλά εκπαιδευμένο κόσμο, άνθρωποι με δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην καλλίτερη περίπτωση, είναι σε μεγάλη αντίστιξη με τις μορφές που η αντίσταση παίρνει σήμερα, αναγκαστικά πιο ενστικτώδης, πιο υποκειμενική, περισσότερο γύρω από μονοδιάστατα ζητήματα. Είναι αναπόφευκτο το ότι δεν υπάρχει μια ενοποιητική στιγμή. Δεν σημαίνει ότι αυτό πρέπει να ισχύει για πάντα. Αλλά αυτό είναι που βλέπω τώρα.

Το παγκόσμιο κεφάλαιο, από την άλλη, έχει ένα παγκόσμιο σχέδιο, που παρακινείται από μια θεμελιώδη πεποίθηση. Δεν είναι εντελώς κυνικό. Πρόκειται για τη βαθιά πεποίθηση στην δυνατότητα τα άτομα να κόβουν όλους τους δεσμούς με τους συνανθρώπους τους και να βάλουν τέρμα στους περιορισμούς που ηθικά και κοινωνικά εγχειρήματα, για την υπέρβαση του κακού και των δεινών, μάς θέτουν. Είναι μια πίστη στην ελευθερία χωρίς την παρεμβολή οποιωνδήποτε θεσμικών διαδικασιών, κάτι που είναι φυσικά τρελό. Παρ’ όλα αυτά, αυτό είναι που πιστεύουν οι άνθρωποι στο City [του Λονδίνου] και αυτό είναι που πιστεύουν οι νεαροί συντηρητικοί. Φυσικά, είναι ένα είδος ουτοπίας. Είναι μια ψευδαίσθηση, αλλά είναι μια πολύ δυνατή ψευδαίσθηση και γι’ αυτό τόσο πετυχημένη. Υπόσχεται κάτι. Δεν είναι αλήθεια ότι δεν προσφέρει τίποτα. Σε κάνει να αισθάνεσαι ενδυναμωμένο ως άτομο. Ικανοποιεί τις ορέξεις σου χωρίς να σε επιπλήττει. Υπάρχει κάτι αναρχικό σ’ αυτήν.

Η πολυπολιτισμικότητα δεν είναι απάντηση

Ο εγχώριος ρατσισμός βαθμιαία υποσκελίζεται από έναν παγκόσμιο φιλελευθερισμό, σε μια πολιτική εξουσία που επίσης φυλετικοποιείται ραγδαία. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, η πολυπολιτισμικότητα, άσχετα από τις καλές προθέσεις, δεν είναι απάντηση. Θα όριζα την πολυπολιτισμικότητα σαν μια τελευταία προσπάθεια αντικατάστασης της ισότητας από μια κοινωνική μηχανική, αφήνοντας τις ενδοκοινοτικές σχέσεις άθικτες, και μετασχηματίζοντας τα ζητήματα κοινωνικής και πολιτικής ισότητας σε προβλήματα πολιτικών σχέσεων και εκπαιδευτικών προϋπολογισμών4. Είναι ένα φτώχεμα του παλιού χειραφετητικού σχεδίου, συμπεριλαμβανομένου του παλιού αγώνα για φυλετική ισότητα. Προέρχομαι ο ίδιος από μια μειονότητα.

Οι πολυπολιτισμικές αντιδράσεις είναι απελπισμένες ομολογίες αδυναμίας: μια αποδοχή της εθνικοποίησης της πολιτικής σφαίρας, αλλά με μια δόση ανθρωπισμού και αγαθοέργειας. Αυτές οι ομολογίες είναι παραδοχές ήττας, προσπάθειες εξανθρωπισμού του απάνθρωπου. Το πεδίο έχει επιλεχθεί από τον μετα-φασισμό και οι φιλελεύθεροι προσπαθούν να τον πολεμήσουν στο ίδιο το αγαπημένο του έδαφος, την εθνικότητα.

Το πρόβλημα με την πολυπολιτισμικότητα ως ιδεολογίας και την πρακτικής των αδύναμων ομάδων είναι ότι γίνεται μια κοινωνία αλληλοβοήθειας στην οποία η κριτική και η πολιτική εντός της ομάδας είναι αδύνατη. Η κουλτούρα αντανακλά πάντα την πίστη των μεγαλύτερων σε μια δοσμένη κοινότητα. Οπότε, τι συμβαίνει όταν αισθάνεσαι την ανάγκη να επαναστατήσεις μέσα σ’ αυτή την κοινότητα; Αυτομάτως γίνεσαι ένας προδότης γι’ αυτήν. Είσαι “με τους λευκούς”. Αυτό δεν έχει καμμιά σχέση με χειραφέτηση. Πραγματικά, βάζει ένα φράγμα ανάμεσα στους ανθρώπους και την ίδια τη μάχη τους για χειραφέτηση.

Επιπλέον, είναι ενδογενώς στείρα. Επιτρέψτε μου να δώσω ένα παράδειγμα. Παρακολουθούσα, νωρίτερα φέτος, το καλοκαίρι, τις Ειδήσεις στη βρετανική τηλεόραση. Υπήρχε μια είδηση για φυλετικές ταραχές στο Bradford. Αφορούσε το πώς τα ισλαμικά σχολεία διατηρούν την κουλτούρα του εκεί πληθυσμού. Ποια είναι αυτή η κουλτούρα; Διδάσκουν Urdu και Bengali σ’ αυτά τα σχολεία; Όχι, διδάσκουν αραβικά. Είναι αυτή η παράδοσή τους; Φυσικά όχι. Είναι μια αφηρημένη, φονταμενταλιστική διδασκαλία πάνω στο πρότυπο των προτεσταντικών ιδιωτικών σχολείων στην Αμερική. Δεν έχει καμμιά σχέση με το Πακιστάν ή το Μπαγκλαντές. Καμμια απολύτως. Είναι μια απάτη.

Έζησα ως άτομο Ουγγρικής-τρανσυλβανικής καταγωγής υπό το καθεστώς Τσαουσέσκου, του οποίου το κύριο στήριγμα ήταν ο αντι-ουγγρικός εθνικισμός. Ξέρω τι σημαίνει η μάχη για τα δικαιώματα μιας μειονότητας. Και δεν είναι αυτό. Οι Ούγγροι έχουν ένα εθνοτικό ουγγρικό κόμμα στο κοινοβούλιο. Όλοι οι υπόλοιποι μπορούν να διαλέξουν ανάμεσα σε συντηρητικούς, σοσιαλιστές, κομμουνιστές. Στην καλλίτερη περίπτωση, αυτό σημαίνει ότι η εσωτερική πολιτική ζωή των Ούγγρων περιορίζεται σε 2 εκατομμύρια ανθρώπους και ανάγεται σε παράπονα, απαιτήσεις και, αν αυτές δεν ικανοποιούνται, σε “μούτρωμα”. Είναι παιδαριώδες. Δεν είναι αρκετό. Είναι μια εξαιρετικά μειονεκτική θέση για να μπει κανείς. Χωρίς νέους τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος του παγκόσμιου καπιταλισμού, η μάχη σίγουρα θα χαθεί.

Η περιφρόνηση του μετα-φασισμού για τους περιθωριοποιημένους

Εν τω μεταξύ, επιστρέφουμε σταδιακά σε μια περιφρόνηση γι’ αυτούς που δεν είναι ενσωματωμένοι, μια περιφρόνηση που δεν έχουμε ξαναδεί από τον 17ο αιώνα. Πρόκειται για μια τόσο απίθανη πολιτισμική αντιστροφή, η οποία εν μέρει είναι το αποτέλεσμα της διάχυσης της εμπορευματικής ποπ κουλτούρας. Τι κάνει η εμπορευματική κουλτούρα; Λοιπόν, βοηθά στην ενσωμάτωση. Δεν θα σε αποκλείσουμε, απλά θέλουμε να σε συμπεριλάβουμε. Τώρα, προλετάριοι και αστοί βλέπουν το ίδιο Top of the Pops και τον Big Brother και θα διασκεδάσουν με το ίδιο είδος κουλτούρας. Τα πολιτισμικά ιδεώδη οδηγούν την ποπ κουλτούρα σε μια ρηχή ηθικολογία. Αν δεν μπορείς να ενσωματωθείς σ’ αυτόν τον πολύ “απαλό” κόσμο, τότε πρέπει να είσαι πραγματικά κακός και, φυσικά, η δημιουργία αποδιοπομπαίων τράγων “χτίζει” πάνω σ’ αυτό – αλλά όχι όπως πριν. Ο Χίτλερ έκανε έναν πόλεμο ενάντια στους Εβραίους. Οι μετα-φασίστες σήμερα θα πουν: “δεν πολεμάμε ενάντια σε κανέναν. Αλλά τι θα κάνουμε με τους ισλαμιστές φονταμενταλιστές; Δεν θέλουν να είναι μέρος της κοινωνίας μας. Δεν είναι λυπηρό αυτό;”. Αυτοί οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να κάνουν έναν πόλεμο. Ο πόλεμος δίνεται γι’ αυτούς από την ίδια τη δημόσια κουλτούρα.

Συμπέρασμα

Το κύριο σημείο της ανάλυσής μου για τον μετα-φασισμό σήμερα είναι το εξής: για άλλη μια φορά, όπως στους προ-μοντέρνους καιρούς, η πολιτική ιδιότητα γίνεται ένα προνόμιο, μάλλον, παρά κομμάτι της ανθρώπινης κατάστασης. Φυσικά, πρέπει να διαφοροποιήσουμε ανάμεσα στον Ντ’ Αλέμα και τον Φίνι, το κόμμα των Τόρυδων και το Βρετανικό Εθνικό Κόμμα (British National Party). Όλοι έχουν τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά τους – οι προδότες της σοσιαλδημοκρατίας, οι αφοσιωμένοι Ναζί κοκ. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε το κοινό στοιχείο εδώ. Υπάρχει ένα κοινό σχέδιο: ο αποκλεισμός των μαζών από το ωφέλημα της ιδιότητας του πολίτη. Και όλοι αυτοί συνεργάζονται για να το φέρουν σε πέρας.

Το πραγματικό πισωγύρισμα, ιστορικό πισωγύρισμα, που συμβαίνει σήμερα ανάμεσά μας – είναι η αποδοχή του ότι η καθολική ιδιότητα του πολίτη δεν είνα πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του δημοκρατικού συστήματος ή των συστημάτων που αυτοαποκαλούνται δημοκρατικά. Αν και η οικονομική, κοινωνική και πολιτική διοικητική ισχύς των δυτικών δημοκρατιών είναι μεγαλύτερη από ποτέ άλλοτε, έχουν παρά ταύτα γυρίσει πίσω σε μια προ-μοντέρνα φάση. Και, ως αποτέλεσμα, όλα τα χειραφετητικά σχέδια έχουν υποστεί μια μεγάλη υποχώρηση.

Αν παραδίνομαι σ’ αυτές τις πολύ ζοφερές διατυπώσεις, είναι επειδή ελπίζω ότι αυτό μπορεί να εξοργίσει τους ανθρώπους. Μαζί, μπορούμε να πετύχουμε κάτι μέσα από την ηθική αποστροφή, που αρχίζει να γίνεται αρκετά διαδεδομένη. Ευτυχώς που είναι έτσι. Πιστεύω ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός μπορεί να αντιπαλευτεί με τον διεθνισμό. Αυτό που κατάλαβε πολύ καλά, ενστικτωδώς, ο κόσμος στο Σηάτλ. Το παγκόσμιο κίνημα αντίστασης πρέπει να έχει ένα ενιαίο πολιτικό σχέδιο βασισμένο στη γνώση, ακόμα και στις φυσικές επιστήμες – πώς αλλιώς μπορούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει, ας πούμε, με το περιβάλλον;

Το πάθος για συμπόνοια

Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα κοινωνικό ισοδύναμο αυτού που ήταν η σοσιαλδημοκρατία πριν τις 14 Αυγούστου του 1914, εκείνη την πρώτη Μεγάλη Προδοσία (άλλωστε, η προδοσία του Tony Blair είναι η 47η Μεγάλη Προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας. Η ιστορία κάθε σοσιαλδημοκρατίας είναι μια ιστορία προδοσίας, προδοσιών). Ποιος ήταν ο κοινωνικός ρόλος της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας και των συνδικαλισμού; Ήταν η οικοδόμηση μιας αντίπαλης εξουσίας και μιας αντίπαλης κοινωνίας. Τώρα τα γραφεία των συνδικάτων εξαφανίζονται σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Τα συνδικάτα έχουν αφοπλιστεί και διαλυθεί. Αλλά πρέπει να βρεθεί και να ξαναχτιστεί ένα κοινωνικό ισοδύναμο. Είμαι απόλυτα διατεθιμένος να συμμετέχω σε οποιαδήποτε, όσο ανιαρά και καθημερινά, ρεφορμιστικά κινήματα χρειαστεί για να επιτευχθεί αυτό.

Μια τελευταία, ενθαρρυντική σκέψη: ο Ρουσσώ είχε σίγουρα δίκιο όταν είπε ότι η ίδια η συμπόνοια είναι ένα πάθος. Δεν είναι μια λογική διαδικασία. Υπάρχει σε όλους μας. Παραιτούμενοι από αυτή την βαθιά ριζωμένη σύνδεση με τους άλλους, αρνούμαστε την ανθρώπινη φύση μας. Και όλες αυτές οι αυτο-αρνήσεις δεν θα κρατήσουν για πάντα. Δεν μπορεί να κρατήσουν.

1 Στμ. Μεταφασμένο από εδώ: http://autonomies.org/2018/11/gaspar-miklos-tamas-post-fascism.

2 Στμ. Ο όρος στο αγγλικό κείμενο είναι citizenship, που σημαίνει και υπηκοότητα. Χρησιμοποιούμε, όμως, γενικά – εκτός από κεί που η πιο “τεχνική” έννοια της υπηκοότητας είναι καταλληλότερη, την περιφραστική απόδοση “ιδιότητα του πολίτη” και “πολιτική ιδιότητα” για να τονίσουμε τη διάσταση του ανήκειν σε μια πολιτική κοινότητα, του να είναι κάποιος πολίτης, που είναι και η βαθύτερη σημασία του όρου.

3 Στμ. Πολύ ενδιαφέρον σημείο. Τα όρια του φιλελευθερισμού, τα όρια της πολιτικής – ιδιαίτερα σε συνδυασμό με την επόμενη παράγραφο τη σχετική με την άποψη του Σμιτ και τη δυνατότητα των εξουσιαζόντων να κρίνουν ποιος δικαιούται και ποιος όχι την “ιδιότητα του πολίτη”. Καταλαβαίνουμε ουσιαστικά αυτό που λέει εδώ ο Tamás, με την έννοια ότι εξαιτίας αυτής της εγγενούς αντίφασης η ιδιότητα του πολίτη είναι στην ουσία όριο της ελευθερίας, υποτείνει στην πραγματικότητα μια κατάσταση εξαίρεσης, εκμεταλλεύσιμη προφανώς από τις εξουσιαστικές και φασίζουζες δυναμικές· στην πραγματικότητα τα σύγχρονα κράτη την εφαρμόζουν όλο και πιο απενοχοποιημένα, ιδιαίτερα στις αντιμεταναστευτικές ρατσιστικές πολιτικές τους, και γι’ αυτό δεν μπορεί να αποτελεί στοιχείο ενός χειραφετητικού ελευθεριακού προτάγματος. Πρόκειται, θεωρούμε, για μια σοβαρή αιτιολόγηση της αντιπολιτικής στάσης του αναρχικού προτάγματος.

4 Στμ. Συναφές με τον μετασχηματισμό των πολιτικών ταυτότητας.

Τα σύνορα που μας διασχίζουν

Viewpoint Magazine1

Τελικά, χωρίς αμφιβολία, η αριστερά στις Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αναμετρηθεί με το γεγονός ότι δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει μια “Αμερικάνικη Επανάσταση” όπως κλασσικά φαντάστηκαν οι DeLeon, Debs ή ο Cannon. Αν πρόκειται να φτάσει μια μέρα ο σοσιαλισμός στη Βόρεια Αμερική, θα είναι χάρις σε μια συνδυαστική, σ’ ολόκληρο το ημισφαίριο, διαδικασία εξέγερσης που θα επικαλύπτει σύνορα και θα διαπλέκει κινήματα.

Mike Davis, Prisoners of the American Dream: Politics and Economy in the History of the US Working Class2

 

Μετά από δυο εβδομάδες κοπιαστικού ταξιδιού από την Ονδούρα, ταξιδεύοντας μέσα από τη Γουατεμάλα και το νότιο Μεξικό, ο κόσμος του καραβανιού των μεταναστών έλαβε μια προσφορά από την κυβέρνηση του Μεξικού: την επιλογή να μείνουν στην Τσιάπας ή τον Οαχάκα, τις δυο νοτιότερες πολιτείες του Μεξικού, όπου θα είχαν το δικαίωμα να μπουν σε ένα προσωρινό πρόγραμμα εργασίας, με μια ρύθμιση του στάτους τους ως μεταναστών που θα τους επέτρεπε πρόσβαση σε άλλα ευεργετήματα όπως υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση και το δικακωμα μετακίνησης μεταξύ αυτών των πολιτειών. Το σχέδιο, με το όνομα Estás en Tu Casa [Είστε στο σπίτι σας], ήταν μέρος ενός ευρύτερου καθεστώτος διαχείρισης της μετανάστευσης στη Κεντρική Αμερική που το Μεξικό έχει εφαρμόσει τα τελευταία χρόνια με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Το καραβάνι, που στο κορύφωμά του, αποτελούνταν από περισσότερους από 7000 ταξιδιώτες από την Ονδούρα, το Ελ Σαλβαδόρ, τη Γουατεμάλα και το ίδιο το νότιο Μεξικό, ήταν μόνο το πιο πρόσφατο και ορατό παράδειγμα μιας ευρύτερης διαδικασίας, που θα μπορούσαμε να την δούμε ως μια γεωγραφική μετατόπιση των συνόρων των ΗΠΑ προς τα νότια μέσω του μεξικανικού κράτους3.

Οι άνθρωποι που ταξιδεύουν, όμως, με το καραβάνι, απέρριψαν την προσφορά μετά από συλλογική ψηφοφορία. Η οργάνωση Λαός χωρίς Σύνορα (Pueblo Sin Fronteras), που παρέχει υποστήριξη στο καραβάνι, ανάρτησε μια ανακοίνωση στη σελίδα της στο Facebook: “Σήμερα, στις 6:35 μμ στις 26 Οκτωβρίου του 2018, μια συνέλευση της πλειοψηφίας των μελών του Καραβανιού Μεταναστών [Caminata Migrante] συγκεντρώθηκε στο κεντρικό πάρκο της Arraiga και απάντησε στο Σχέδιο ‘Estás en Tu Casa’ που ο Πρόεδρος [του Μεξικού] ανακοίνωσε σήμερα”. Αφού απαριθμεί τους λόγους της απόρριψης του σχεδίου, συμπεριλαμβανομένων των γεωγραφικών περιορισμών, του γεγονότος ότι δεν αντιμετωπίζει τις ριζικές αιτίες της Κεντροαμερικανικής Εξόδου και ένα μοτίβο παρενόχλησης και βίας από τις μεξικανικές αρχές μετανάστευσης, το κείμενο καταλήγει:

Κάνουμε έκκληση στο πνεύμα φιλοξενίας των κοινοτήτων από τις οποίες διερχόμαστε. Τα μέλη της Caminata Migrante βασίζονται στην υποστήριξη και την αλληλεγγύη του μεξικάνικου λαού, μιας και η ανταπόκριση της Κυβέρνησης είναι περισσότερο κατασταλτική παρά ανθρωπιστική. Κάνουμε επίσης έκκληση στην κοινωνία των πολιτών, στις οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και στον κόσμο γενικότερα να είναι σε εγρήγορση και να παρακολουθούν τη διαδρομή μας για να αποφύγουν, να εποπτεύσουν και να καταδικάσουν οποιαδήποτε παραβίαση ή παρενόχληση σε βάρος της εξόδου αυτής και αυτών που την συνοδεύουν.

Και ο κόσμος παρακολουθεί. Παρά το γεγονός ότι μετανάστες κάνουν το ίδιο αυτό ταξίδι για χρόνια, με 41.760 Ονδουριανούς μόνο από τον Ιανουάριο μέχρι τον Σεπτέμβριο αυτού του χρόνου, το καραβάνι μοιάζει να αποτυπώνει κάτι καινούριο. Από τη μια πλευρά, η ορατότητα του καραβανιού είναι εν μέρει προϊόν της κεντρικότητάς του στην καταληκτική στρατηγική του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στις ενδιάμεσες εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες: ο Ντόναλντ Τραμπ άρπαξε το θέμα του καραβανιού, μετά τα νέα για το πιεστικό του προχώρημα μέσα από τα σύνορα της Γουατεμάλας και του Μεξικού, ελπίζοντας, προφανώς, να μετατρέψει τους φόβους για τη μετανάστευση σε ψήφους σ’ ένα πλαίσιο στο οποίο η δεξιά βία κυριαρχεί στις ειδήσεις. Από την άλλη, όμως, αυτή η ορατότητα ήταν μέρος της στρατηγικής των ίδιων των μεταναστών για τη δημιουργία, καταρχάς, του ίδιου του καραβανιού, μια δράση που θεαματικοποίησε και συλλογικοποίησε αυτό που για πολλούς έχει υπάρξει ένα πολύ επικίνδυνο, δαπανηρό και, συχνά, μοναχικό χερσαίο ταξίδι μέσα από το Μεξικό, για να φτάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η στρατηγική, παρεμπιπτόντως, έχει ήδη πετύχει, καθώς στον απόηχο αυτού του καραβανιού έχουν δημιουργηθεί άλλα δύο, με σχεδόν 2000 ανθρώπους. Όπως καταλήγει η ανακοίνωσή τους, η στρατηγική του καραβανιού στηρίζεται στην ελπίδα ότι η προσοχή των άλλων – των λαών του κόσμου και όχι των κυβερνήσεων – θα προσφέρει τελικά ένα μέσο ασφάλειας.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οποιαδήποτε δημόσια αντίδραση θα πρέπει να αναμετρηθεί με τη ρητορική περί “εισβολής” του Τραμπ, τον πόλεμο και την στρατιωτικοποίηση των συνόρων. Όμως, εξίσου αξιοσημείωτη, είναι η έλλειψη οποιασδήποτε ουσιαστικής απόκρισης από το Δημοκρατικό κόμμα. Έχοντας επιλέξει να εστιάσουν στο ζήτημα της υγειονομικής περίθαλψης για τις ενδιάμεσες εκλογές, οι Δημοκρατικοί προφανώς δεν έχουν απαντήσει καν στις απειλές του Τραμπ για τη λήψη έκτακτων μέτρων για την αποτροπή των ταξιδιωτών του καραβανιού να μπουν στις ΗΠΑ. Αυτά περιλαμβάνουν μια απαγόρευση του τύπου του αποκλεισμού για τους Μουσουλμάνους, για κάθε είσοδο στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού· την ανάπτυξη ήδη περισσότερων από 5000 στρατιωτών στα σύνορα, με τον σχεδιασμό για άλλους 2000 περίπου μέσα στις επόμενες μέρες, και την πρόβλεψη για συνολικά 15000 στρατεύματα (περισσότερα από αυτά που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναπτύξει στο Ιράκ ή το Αφγανιστάν)· την πιθανή παραβίαση του νόμου Posse Comitatus Act του 1878 (που περιορίζει τη χρήση στρατιωτικών δυνάμεων για την επιβολή της εσωτερικής πολιτικής)· και ένα σύνολο εκπαιδευτικών ασκήσεων με όπλα σχεδιασμένων για να προσφέρουν θέαμα στα ΜΜΕ και κάτι για να ασχολούνται στα, άσκοπα τοποθετημένα, στρατεύματα. Παρ’ όλα αυτά, έστω κι αν όλες αυτές οι ενέργειες είναι περισσότερο από οτιδήποτε κάποια εργαλεία κινητοποίησης τύπου GoTV, η σιωπή των Δημοκρατικών είναι σύμπτωμα του γεγονότος ότι το κόμμα ελάχιστα ενδιαφέρεται για μια εναλλακτική θέση σχετικά με τη μετανάστευση, καθώς ζεί με τον φόβο της απώλειας της ψήφου των κεντρώων που, υποτίθεται, ότι έχουν εύλογες αντιρρήσεις στην ιδέα των ανοιχτών συνόρων. Έτσι, ακόμα κι αν ο υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας λέει: “Δεν θα μπείτε μέσα” – αγνοώντας το γεγονός ότι, αν μη τι άλλο, οι άνθρωποι στο καραβάνι διεκδικούν το καθεστώς πρόσφυγα, το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύονται από διεθνείς νόμους να εξετάζουν – οι Δημοκρατικοί μάλλον αποφεύγουν το θέμα.

Η απάντηση της δεξιάς στις ΗΠΑ είναι προβλέψιμη· νατιβισμός4, καθώς τόσο η δημόσια πολιτική όσο και η ιδιωτική βία, είναι κορυφαίο χαρακτηριστικό της σύγχρονης αντίδρασης. Η αντίδραση των Δημοκρατικών πολιτικών, για οποιονδήποτε έχει παρακολουθήσει τις θέσεις τους για τη μετανάστευση στη διάρκεια του τελευταίου μισού αιώνα, επίσης δεν μας εκπλήσσει. Αλλά το ότι αυτές οι πολιτικές είναι αναμενόμενες δεν θα πρέπει να αμβλύνει τον επείγοντα χαρακτήρα μιας ριζοσπαστικά διαφορετικής αντίδρασης στο καραβάνι· αυτό που τελικά είναι απαραίτητο είναι μια διεθνιστική θέση, κεντρικό γνώρισμα οποιασδήποτε στρατηγικής ελπίζει να κατατροπώσει την παγκόσμια προέλαση της βαρβαρότητας.

Αν μείνουμε έξω από τα αφηγήματα των ΜΜΕ, αν σκεφτούμε πέρα από τον άμεσο εκλογικό ορίζοντα και εξασκήσουμε το βλέμμα μας στην οργάνωση των μεταναστών και την αλληλεγγύη, η βάση μιας τέτοιας πολιτικής γίνεται αποδεδειγμένα καθαρότερη. Όπως ακριβώς η στρατηγική της δεξιάς της καπηλείας του φόβου των λευκών έχει αναδείξει καινούριες, πιο ορατές, τακτικές ανάμεσα στους μετανάστες με τη μορφή του καραβανιού, προτείνουμε να απαντήσουμε επικεντρώνοντας στους αγώνες των μεταναστών, ειδικότερα από την προοπτική της “αυτονομίας των μεταναστών” που καταδείχτηκε τόσο καλά με την δημοκρατική λήψη της απόφασης των μελών του καραβανιού σχετικά με τη συλλογική τους τύχη. Από αυτή την προοπτική, γίνεται φανερό ότι το να θεωρήσουε την ταξική πολιτική στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα σημαίνει να θεωρήσουμε μια εργατική τάξη που η σύνθεσή της διασχίζει γεωγραφικά σύνορα και συνδέει τους εκμεταλλευόμενους και τους αποστερημένους από μια πολύ ευρύτερη περιοχή.

Καταρχάς, η μετανάστευση απαιτεί από μας να προσαρμόσουμε και να μετατοπίσουμε το πεδίο της οπτικής μας για την πρόσφατη ιστορία της αριστεράς στις ΗΠΑ, ώστε να διαβάσουμε την πολιτική της συγκρότηση και τη δυναμική των κύκλων αγώνων της, ακολουθώντας ένα διαφορετικό νήμα, αναζητώντας ένα διαφορετικό σημείο εισόδου. Η “Νέα αμερικάνικη αριστερά” έχει δώσει, αλήθεια, πολλές αφετηρίες: το Σηάλτ το 1999, τους δρόμους της απογοήτευσης στην αρχή του πολέμου στο Ιράκ, την κρίση του 2008, τα φοιτητικά κινήματα στην επόμενη χρονιά ή το κίνημα Occupy το φθινόπωρο του 2011. Αυτή η λίστα θα ήταν, όμως, ελλιπής χωρίς έναν αριθμό έντονων “αγώνων για τα σύνορα” στην ίδια περίοδο.

Οι απεργίες τηςΜέρας χωρίς Μετανάστες5 [Day Without an Immigrant] ή el gran paro estadounidense [η μεγάλη αμερικάνικη απεργία], ήταν οι μεγαλύτερες στάσεις εργασίας στην ιστορία των ΗΠΑ και αποτέλεσαν την έναρξη νέων οργανωτικών μορφών και διαδικασιών που είναι ακόμα σε χρήση σε μέρη όπως το Σικάγο και το Λος Άντζελες. Όταν η κυβέρνηση Ομπάμα απάντησε σ’ αυτές τις δράσεις με το μεγαλύτερο κύμα απελάσεων στην ιστορία της χώρας, ο αγώνας των μεταναστών δεν υποχώρησε αλλά πήρε καινούριες μορφές: εμψύχωσε φοιτητικές διαμαρτυρίες, συμπεριλαμβανομένων αυτών που φαινομενικά αφορούσαν τη λιτότητα και τις ιδιωτικοποιήσεις· έγινε σημείο αναφοράς στην οργάνωση στους χώρους δουλειάς ανάμεσα στους μετανάστες σε διαφορετικούς τομείς· απεργίες πείνας, ταραχές και στάσεις εργασίας σε κέντρα κράτησης είναι ένα, ανεπαρκώς αναφερόμενο, αλλά κρίσιμο κομμάτι της κλιμακούμενης μάχης ενάντια στις συνθήκες κράτησης. Ακόμα και οι δύο πιο θεαματικές και αιχμηρές άμεσες δράσεις στη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ είναι αγώνες για τα σύνορα: οι διαμαρτυρίες στα αεροδρόμια (και η παράλληλη απεργία των ταξί) το 2016, και οι πιο πρόσφατοι αποκλεισμοί των εγκαταστάσεων της ICE6 και το αναδυόμενο κίνημα για τις “πόλεις ασύλου7. Επιπλέον, το πιο πετυχημένο από πολλά καλέσματα σε γενική απεργία, που προέκυψαν τους πρώτους λίγους μήνες της διακυβέρνησης Τραμπ, ήταν ακριβώς αυτό που είχε την μικρότερη κάλυψη ακόμα και από τα αριστερά ΜΜΕ: οι καθοδηγούμενες από μετανάστες δράσεις στα Μεσοδυτικά και τον Νότο, που αντανακλούσαν την μεταβαλλόμενη γεωγραφία της εργασίας των μεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Γιατί αυτές οι δράσεις έρχονται τόσο σπάνια στο προσκήνιο – ή, ειλικρινά, δεν αναφέρονται καν – όταν συζητάμε τις προοπτικές της αντικαπιταλιστικής πολιτικής; Τι θα σήμαινε να επαναχαρτογραφήσουμε τον πιο πρόσφατο πολιτικό κύκλο μας βάζοντας αυτούς τους αγώνες στην πρώτη θέση;

Η κομβική ενόραση στην θεωρητική οπτική της “αυτονομίας της μετανάστευσης”, που πρόεκυψε από την ακαδημαϊκή βιβλιογραφία μέσα από συζητήσεις και πολιτικές συνεργασίες μεταξύ Ευρωπαίων θεωρητικών, Αμερικανών κοινωνιολόγων και ακαδημαϊκών-ακτιβιστών από τον παγκόσμιο Νότο, είναι να δούμε τους μετανάστες ως ενεργά υποκείμενα των οποίων η κινητικότητα έχει καθορισμένες πολιτικές συνέπειες. Το ζήτημα είναι να μην ρομαντικοποιούμε τη μετανάστευση – η μετανάστευση, το ξέρουμε, είναι συχνά κάθε άλλο παρά όμορφη – ή να αποδίδουμε αμέσως επαναστατικά κίνητρα σε όσους κάνουν τέτοια ταξίδια. Αντίθετα, πρέπει να παίρνουμε μια κάποια απόσταση από μια αποσπασμένη κοινωνιολογία η οποία θα έκανε τους μετανάστες απλά αντικείμενα των δυνάμεων της αγοράς που “εξωθούνται” από μια χώρα, τη λεγόμενη “χώρα προέλευσης” και “έλκονται” από μια άλλη, τη λεγόμενη “χώρα υποδοχής”.

Διαφέρει επίσης από ένα είδος φιλελεύθερου ανθρωπισμού που μπορεί να βλέπει τους μετανάστες απλά ως σύμπτωμα των ηθικών αποτυχιών του καπιταλισμού. Παρ’ όλο που οικονομικοί και ηθικοί παράγοντες παίζουν ρόλο, η μετανάστευση ως σύγχρονο φαινόμενο είναι “παραδειγματικό” των σχέσεων εκμετάλλευσης του καπιταλισμού,και όχι μόνο στον βαθμό που απεικονίζει τη δύναμη των αγορών. Η μετανάστευση σήμερα καταδεικνύει τις πολλαπλές μορφές της εκμετάλλευσης και της αποστέρησης της σύγχρονης εργατικής τάξης: από την άρπαγμα της γης από τις μεγαλοεταιρείες, την κλιματική αλλαγή και την κρατική βία που καθιστούν την βιώσιμη γεωργία αδύνατη, μέχρι τους τρόπους με τους οποίους το εμπόριο ναρκωτικών, το χρηματιστικό κεφάλαιο και η “βιομηχανία μετανάστευσης” είναι ικανά να αποσπούν υπεραξία ανεξάρτητα από τον μισθό και, στην πορεία, να κάνουν τη ζωή αβίωτη. Απεικονίζει, όμως, επίσης την ενεργή ικανότητα της εργατικής τάξης να δείχνει νέες μορφές αντίστασης στην υποταγή της – ή τουλάχιστον στις συνθήκες της υποταγής της – εντός και σε σχέση με την εργατική διαδικασία8. Με άλλα λόγια, οι εργάτες ίσως πρέπει να μετακινηθούν για να αποφύγουν συγκεκριμένες εργασιακές συνθήκες ή να αποφύγουν να είναι κομμάτι σε έναν εφεδρικό εργοστασιακό στρατό που, κατά τα άλλα, θέτει τις συνθήκες εκμετάλλευσης σ’ έναν τόπο όπως η Ονδούρα. Με την έννοια αυτή, η μετανάστευση είναι αυτόνομη επειδή είναι κάτι εννοιολογικά και λογικά πρότερο της ανάδυσης των ακόμα πιο εκτεταμένων βιοπολιτικών και πειθαρχικών συνόρων και των τεχνικών διαχείρισης της εργασίας από το κράτος. Αυτές οι τεχνικές δεν επιδιώκουν απλά να σταματήσουν τις μεταναστευτικές “ροές” αλλά, στην πραγματικότητα, χρησιμοποιούν τιςμεταναστευτικές ροές” για να κατακερματίσουν και να δομήσουν περαιτέρω τις αγορές εργασίας κατά μήκος της διαδρομής των μεταναστών στις χώρες προέλευσης, υποδοχής και στις “ενδιάμεσες” εκείνες που διασχίζουν στη διαδρομή9.

Το καθεστώς της παρανομοποίησης των μεταναστών, για παράδειγμα, κατακερματίζει την εσωτερική αγορά εργασίας στις ΗΠΑ και, κατ’ επέκταση, το εργασιακό δυναμικό της. Κάποιοι εργάτες υπόκεινται από σχεδιασμό σε χειρότερα συμβόλαια εργασίας που επιβάλλονται, τουλάχιστον εν μέρει, μέσω μιας ελλοχεύουσας απειλής απέλασης που απορρέει από τη νομική επισφάλεια. Αλλά, τελικά, η ιστορική δόμηση αυτής της κατηγορίας είναι η ίδια μια στρατηγική απάντηση στο γεγονός μιας άρνησης10 από τους εργάτες σ’ ένα πλαίσιο (τον τόπο μετανάστευσης) να αποδεχτούν τη μοίρα τους ως αυτό που ο Michael Denning έχει αποκαλέσειτα απόβλητα της παγκοσμιοποίησης”11. Πρόκειται, άλλωστε σύμφωνα με τον Μαρξ, για την διπλή ελευθερία εξάρτησης της αποστέρησης-ως-μισθού που είναι το καθοριστικό γνώρισμα της εργατικής τάξης, και, με την έννοια αυτή, τα άτομα που συμμετέχουν στο “ετήσιο προλεταριακό ταξίδι ανά τον κόσμο των εποχιακών εργατών με ατμόπλοια, σιδηρόδρομους και αυτοκίνητα” ή με “τον ριζικό διαχωρισμό της εναέριας μετανάστευσης, που συνδέεται με χρόνια εμβασμάτων και τηλεφωνημάτων”, θα έπρεπε να κρατάνε περήφανα τη θέση των κυριολεκτικά πεζοπόρων στρατιωτών της εργατικής τάξης12.

Στην περίπτωση της Ονδούρας όπως και, σε μεγάλο βαθμό, στην ιστορία της σύγχρονης Λατινικής Αμερικής, οι συνθήκες εκμετάλλευσης και οι ταξικές σχέσεις δεν μπορούν να διαχωριστούν από την περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη του αμερικανικού κεφαλαίου και κράτους. Με με μια έννοια, λοιπόν, το κύκλωμα των δύσκολων εργασιακών συνθηκών στο εξωτερικό και της “παρανομίας” στο εσωτερικό των ΗΠΑ μπορεί να ειδωθεί ως ένα σύνολο διασυνδεδεμένων εργαλείων για τη διαχείριση της ίδιας της κινητικότητας, ένα μόνιμο γνώρισμα της αυτονομίας της εργασίας, την οποία οι εκμεταλλευόμενοι έχουν χρησιμοποιήσει ως μια μορφή αντίστασης ακόμα και στα πιο καταπιεστικά εργασιακά καθεστώτα όπως η δουλεία στις φυτείες13. Αυτό το διεθνικό κύκλωμα φτάνει το αποκορύφωμά του με την αμοιβαία αναδιάρθρωση των αγορών εργασίας της Κεντρικής Αμερικής μέσω της δημιουργίας απασχόλησης, για παράδειγμα, σε τηλεφωνικά κέντρα ειδικά για απελαθέντες και επιστραφέντες μετανάστες που έχουν ζήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το συνοριακό και μεταναστευτικό καθεστώς του καπιταλιστικού κράτους δεν δουλεύει απλά για την απώθηση μεταναστών ή την ευκαμψία της εθνικής κυριαρχίας αλλά για να βρει καινούριες ευκαιρίες για φτηνή εργασία, είτε έρχονται οι μετανάστες είτε φεύγουν. Το ζήτημα είναι οι μετανάστες να πηγαινοέρχονται· ο ρόλος τους [agency] είναι η βάση των διαρκώς πολλαπλασιαζόμενων καθεστώτων αιχμαλωσίας του κεφαλαίου, και η μετακίνησή τους είναι συνεπώς κομμάτι της ταξικής πάλης.

Αλλά αν και η συγκυριακή ιδιαιτερότητα της εξυψωμένης επίγνωσης του caravana de migrantes είναι μια προφανής ώθηση για μας να συλλάβουμε την αυτονομία της μετανάστευσης τώρα, πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε ότι το θέαμα, στα σύνορα, χιλιάδων ανθρώπων να διασχίζουν με το σώμα τους τον χώρο των συνόρων, κάνει τη μισή δουλειά για την εξήγηση της αυτονομίας της μετανάστευσης. Πρέπει επίσης παλέψουμε με τους τρόπους που αναδεικνύουν τις μεταλλάξεις στην πρακτική της επιβολής των συνόρων. Όλο και περισσότερο, η αστυνόμευση των εθνικών συνόρων δύσκολα περιορίζεται εντός των φυσικών ορίων μιας χώρας · εγγράφεται, μάλλον, στο εσωτερικό της αλλά και προβάλλεται πέρα από αυτήν, σε περιοχές που, φαινομενικά, κυβερνιούνται από άλλα κράτη. Η “παρανομία” έχει γίνει μια από τις αγαπημένες τεχνολογίες του παγκόσμιου κεφαλαίου για την επέκταση των συνόρων πέρα από τους γεωγραφικούς περιορισμούς τους. Επισημαίνει έναν πολλαπλασιασμό των διαπραγματεύσεων επαναοριοθέτησης στον φυσικό χώρο των συνόρων όπως και στα διαφοροποιημένα συμβόλαια εργασίας που έχουν φτάσει να καθορίζουν τον κατακερματισμό της αμερικάνικης εργασίας, όπως καταδεικνύεται στα γκετοποιημένα barrios, στα κέντρα κράτησης μεταναστών και πολιτικές όπως η Πρόταση 187 της πολιτείας της Καλιφόρνια ή οι Προτάσεις SB 1070 ή HR4437 της πολιτείας της Αριζόνα. Ειδωμένη μ’ αυτό τον τρόπο, η αυτονομία των μεταναστών είναι μια έννοια που συνδέει το “θέαμα των συνόρων” με τους ισχυρούς “αγώνες ενάντια τα σύνορα” στο εσωτερικό, μέσα από την ανάδειξη ενός ρεπερτορίου τακτικών που περιλαμβάνουν, επίσης, την αφομοίωση σε παραδοσιακούς τρόπους οργάνωσης της εργασίας όπως η AFL-CIO, SEIU, και η AFSCME, τα αποκαλούμενα νέα κέντρα μεταναστών εργατών και άλλες μορφές εξέγερσης και δολιοφθοράς της εργατικής τάξης14.

Η οπτική της “αυτονομίας των μεταναστών”, συνεπώς, θέτει μια πολιτική που στέκεται σε απόσταση από “τον λαό” ως ενός υποκειμένου της εκλογικής δημοκρατίας, επειδή η ίδια η μετανάστευση είναι μια πολιτική πρόκληση για την κρατική κυριαρχία, τόσο όσον αφορά τη διάσχιση των συνόρων αλλά και όσον αφορά την παρουσία αυτών τους οποίους το κράτος δεν αναγνωρίζει ή περιλαμβάνει με έναν διαφορετικό τρόπο. Η “παρτιζάνικη” οπτική στην αμερικάνικη πολιτική φαίνεται να μπορεί να καταγράφει το φαινόμενο της μετανάστευσης μόνο σαν ένα “θέαμα στα σύνορα” μ’ έναν εργαλειακό τρόπο. Αυτό ισχύει και για τα δύο κόμματα, στον βαθμό που οι Δημοκρατικοί αρέσκονται να αντιδρούν μόνο όταν οι πολιτικοί τους αντιπάλοι εφαρμόζουν τις ορατά πιο κατασταλτικές μεθόδους ελέγχου στα σύνορα, όπως ο χωρισμός των παιδιών από τους γονείς ή οι ταξιδιωτικές απαγορεύσεις15. Αυτές οι θεαματικές στιγμές της ψεύτικης συμπόνοιας είναι σε αντίθεση με το γεγονός, που τώρα λέγεται εντός της σοσιαλιστικής αριστεράς, ότι, μεταξύ των Αμερικανών προέδρων, ο Ομπάμα εξακολουθεί να κατέχει το ρεκόρ στις απελάσεις.

Από την άλλη πλευρά, η μετανάστευση ως ένα αυτόνομο κοινωνικό κίνημα ή ένα κίνημα που θέτει ένα υποκείμενο που η εστίασή του δεν είναι – και δεν μπορεί να είναι – η εκλογική αρένα, υπονοεί έναν συνολικά διαφορετικό πολιτικό ορίζοντα, στον οποίο η μετακίνηση είναι μια μορφή αντίστασης και η βάση για νέες θέσεις υποκειμένων μέσα στον καπιταλισμό, θεωρούμενου στην παγκόσμια διάστασή του16. Συνεπώς, αυτό που ο Yann Moulier Boutang ονομάζει, σε μια ρηξικέλευθη δουλειά, ως “ανώνυμη, συλλογική, συνεχή και ανεξέλεγκτη δύναμη αυτομόλησης”, δεν αντιπαρατίθεται στην ταξική πάλη αλλά είναι ένα συστατικό στοιχείο της, με ισχυρά αποτελέσματα στη δόμηση των ταξικών σχηματισμών17.

Η σημασία αυτού του σημείου είναι να πούμε ότι, σήμερα, μ’ έναν ανάλογο τρόπο, δεν μπορούμε να δούμε τους πρόσφυγες, και άλλους μετανάστες, μόνο μέσα από έναν απολίτικο φακό, καθώς η δραστηριότητά τους θέτει προκλήσεις για οποιονδήποτε ενδιαφέρεται για την πολιτική της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ. Ποιον ορίζοντα ανοίγει αυτή η οπτική της αυτονομίας της μετανάστευσης; Ποιες γραμμές εξέγερσης στο ημισφαίριο της Αμερικανικής ηπείρου μπορούν να ιχνηλατηθούν μέσα από αυτήν; Πώς θα μπορούσε να μεταβάλλει την κατανόησή μας για την τεταμένη σχέση ανάμεσα στον σοσιαλισμό και τον εκλογικισμό;

Θα προτείναμε ότι συγκεκριμένες συντεταγμένες σοσιαλιστικής πολιτικής μπορούν, και θα έπρεπε, να “ρυθμιστούν” ξανά, παίρνοντας σοβαρά ένα γεγονός που έγινε καθαρό από το καραβάνι: ότι, από κοινωνιολογική άποψη, η αμερικάνικη εργατική τάξη δεν περιορίζεται στην υπηκοότητα ή τον γεωγραφικό χώρο των ΗΠΑ και ότι η πολιτική τού χωρίς περιορισμούς προλεταριάτου υπερβαίνει αναγκαστικά και αυτούς τους χώρους18. Με άλλα λόγια, η ταξική σύγκρουση, ως ένα πολιτικό φαινόμενο, έχει σθένος που ξεπερνά κατά πολύ το μοντέλο του πολίτη “με χαρτιά”, την εκλογική αρένα και τις αντιλήψεις της για το ίδιο “το πολιτικό”. Για να στρέψουμε την αναγκαία προσοχή στην πρόκληση που το καραβάνι θέτει σ’ αυτές τις μορφές, απαιτεί να σκεφτόμαστε τη συλλογική προλεταριακή κινητικότητα, την αλληλοβοήθεια και αυτό που θα μπορούσε, ίσως, να ονομαστεί ένα είδος κινητής κοινωνικής αναπαραγωγής, καθώς οι ίδιες αυτές οι μορφές αναπτύσσουν μια πολιτική που όχι μόνο παραβιάζει τα σύνορα αλλά υπερβαίνει τη λογική τους19.

Για να επιστρέψουμε στην διαμεσολαβημένη υποδοχή του θεάματος των συνόρων και της ορατότητας των μεταναστών στις ΗΠΑ, βλέπουμε δυο προεξάρχουσες αποκρίσεις που προκαλούν την έκλειψη της αυτόνομης δράσης των μεταναστών καθώς και τις πρόσφατες ριζοσπαστικές προτάσεις όπως το κάλεσμα για την κατάργηση της ICE:

  1. Ο Τραμπ, και άλλοι πρωτοκλασάτοι Ρεπουμπλικάνοι, απορρίπτουν τον ρόλο των μεταναστών ευθύς εξαρχής ισχυριζόμενοι, συνμωσιολογικά, ότι ήταν οι Δημοκρατικοί, η Βενεζουέλα ή οποιοσδήποτε άλλος από τους συνήθεις υπόπτους (όπως ο Σόρος) που πληρώνουν κρυφά τους μετανάστες για να έρθουν στις ΗΠΑ. Υποτείνουν δε, περαιτέρω, ότι μακράν του να είναι τμήμα ενός κοινωνικο-οικονομικού δικτύου με πολλά μέλη στις ΗΠΑ, το καραβάνι των μεταναστών αποτελείται από αποκαλούμενους “περιθωριακούς”, που η ύπαρξή του είναι ένα είδος πράξης πολέμου (πραγματικά, αν κάποιος χρειάζεται μια περαιτέρω άτοπη απόδειξη αυτού του πράγματος, πέραν της επίμονης επανάληψης ότι το καραβάνι περιλαμβάνει “ανθρώπους από τη Μέση Ανατολή”, θεωρείστε το γεγονός ότι οι συντηρητικοί σχολιαστές έφτασαν τόσο μακριά ώστε να ισχυρίζονται ότι το καραβάνι θα έφερνε μια επιδημία ευλογιάς – μια ασθένεια που έχει εξαλειφθεί παγκοσμίως από τη δεκαετία του 1980. Στο φαντασιακό που εντείνει και αναπτύσσει, το καραβάνι κωδικοποιείται ταυτόχρονα ως μια ορδή εισβολέων και ένας βακτηριολογικός Δούρειος Ίππος, που οι φιλελεύθεροι είναι πολύ αφελείς για να δουν τι εξυπηρετεί).

  2. Η φιλελεύθερη-Δημοκρατική επιλογή ήταν, αντίστροφα, ένα είδος ηθικιστικής αντίδρασης, που παρουσιάζει τους μετανάστες ως θύματα των περιστάσεων και ανθρώπους χωρίς επιλογές, που ελπίζουν να βελτιώσουν τις συνθήκες που τους έχουν υποχρεώσει να μεταναστεύσουν: η πολιτική διαφθορά στην Κεντρική Αμερική, η έλλειψη ευκαιριών, η πολύ πραγματική βία των συμμοριών κλπ. Η φιλελεύθερη-δημοκρατική επιλογή δεν θέτει σε αμφισβήτηση την διάκριση εσωτερικού/εξωτερικού που υποστηρίζει το πλαίσιο πολέμου, το οποίο οδηγεί στη θέση των Ρεπουμπλικάνων· και θρηνολογεί που η ανισότητα έχει τις (προβλέψιμες) συνέπειές της στον εξαναγκασμό των μεταναστών να έρθουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, η τελευταία άποψη υποθέτει ότι οι μετανάστες κάνουν αυτό που η Anne McNevin περιγράφει ως “μια έκκληση για συμπερίληψη, μια μεγαλόθυμη και ενδεικτική χειρονομία, με την οποία το κράτος επανεγγράφει τις νομιμοποιημένες εξουσίες διακρίσεων”20. Σχετικά με την κίνηση των χωρίς-χαρτιά (sans-papiers) μεταναστών στη Γαλλία, επισημαίνει μια εναλλακτική πολιτική απαίτηση: “μια απαίτηση ότι τα δικαιώματα πρέπει να αναγνωρίζονται. Οι “χωρίς-χαρτιά” ισχυρίζονται ένα δικαίωμα ανήκειν που προϋπάρχει της τυπικής απόδοσης της υπηκοότητας, στη βάση του οποίου επιμένουν τώρα για νομική αναγνώριση”21.

Η περίπτωση των “χωρίς-χαρτιά[στη Γαλλία] είναι στην πραγματικότητα διδακτική για μερικούς λόγους. Πρώτον, οι αρχικές εκρηκτικές δημόσιες διαμαρτυρίες τους το 1996 ήταν στενά συνδεδεμένες με διαρκείς προσπάθειες οργάνωσης των μεταναστών χωρίς-χαρτιά σ’ ολόκληρο το κοινωνικό πεδίο: σε ξενώνες εργατών, εκκλησίες, γειτονιές, εργασιακούς χώρους. Δεύτερον, αυτοί που συμμετείχαν, και χαιρετίστηκαν από πολλές χώρες της Δυτικής Αφρικής, το Μαγκρέμπ καθώς και την Καραϊβική, διαμόρφωσαν την απόφασή τους να πάνε στη γαλλική μητρόπολη σε σχέση με την γαλλική αποικιακή ιστορία22. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η οικονομική και πολιτική κατάσταση στην Ονδούρα είναι στην πραγματικότητα άμεση συνέπεια της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και της επιχείρησης του παγκόσμιου κεφαλαίου για εξαθλίωση (δείτε, για παράδειγμα, τις καταστροφικές συνέπειες της περιβαλλοντικής απορρύθμισης στην εξορυκτική βιομηχανία στην Ονδούρα, συν την οξεία άνοδο της ανισότητας στον πλούτο και τις περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες μετά το πραξικόπημα του 2009). Αυτή είναι μια δυνάμει βάση για τη διεκδίκηση του δικαιώματος του ανήκειν ως μέρους μιας μη-εδαφικοποιημένης συλλογικότητας, στην οποία τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και άλλα μέρη στον κόσμο, θα έπρεπε να συμπεριληφθούν. Αυτό που “αναστατώνει” η αυτονομία των μεταναστών είναι η υπόθεση ότι η διαμεσολάβηση της πολιτικής είναι αναγνωρίσιμη μόνο στον βαθμό που τεκμηριώνεται ή καθιερώνεται εδαφικά, οπότε και μπορεί να “μεταφραστεί” μέσω αντιπροσωπευτικών μορφών. Εν ολίγοις, το καραβάνι μας αναγκάζει να είμαστε ικανοποιημένοι με την πολιτική αποτελεσματικότητα των μορφών της αυτοδραστηριότητας που είναι αδιάφορες ή αντιτίθενται στην εκλογικίστικη αμφισβήτηση· με το ότι μετράει την επιτυχία τους από τον βαθμό που καλλιεργούν την πολιτική αυτενέργεια [agency] και κατασκευάζουν οργανωτικές μορφές που δείχνουν πέρα από τη μορφή-κράτος, το έθνος, την νόμιμη υπηκοότητα και τις κοινωνικές διαμερίσεις.

Σε ένα πλαίσιο στο οποίο μια ανθρωπιστική αντίδραση έχει υπάρξει η μόνη προφανής εναλλακτική στον νατιβισμό και τη στρατιωτικοποίηση, η πρώτη είναι προφανώς προτιμότερη. Τα, εμπνευσμένα από την πίστη, κινήματα υπεράσπισης των περιοχών ασύλου23 για τους μετανάστες, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα πολύτιμης, αν και ανεπαρκούς, δουλειάς που λαμβάνει χώρα σ’ αυτό το πλαίσιο. Παρ’ όλα αυτά, ένα γνώρισμα των πρόσφατων αγώνων, με βασισμένες στην πίστη πρωτοβουλίες, γύρω από τα “Άσυλα”, σε σύγκριση με τα κινήματα της δεκαετίας του 1980, που έχουν να παρουσιάσουν συνασπισμούς ομάδων με αντιιμπεριαλιστική εστίαση, όπως το CISPES24 και το Δίκτυο Αλληλεγγύης στη Νικαράγουα (Nicaragua Solidarity Network), είναι η έλλειψη οποιασδήποτε καθαρής σύνδεσης με μια πολιτική εναλλακτική που θα πήγαινε πέρα από την άμυνα και θα προσέφερε έναν σύνδεσμο ανάμεσα στο ζήτημα της μετανάστευσης και έναν πιο επεκτάσιμο ριζοσπαστικό ορίζοντα. Το αντίπαλο πολιτικό σημείο αναγκαίο για να έρθει σε ρήξη, τόσο με την βία των Ρεπουμπλικάνων όσο και την αδράνεια των Δημοκρατικών, δεν μπορεί να στηρίζεται στην έννοια ότι “εμείς”, οι Αμερικανοί, καλοδεχόμαστε “αυτούς”, τους ξένους μετανάστες· θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε ότι ανήκουμε από κοινού σε κάτι που υπάρχει ήδη, οικονομικά και ιστορικά.

Αυτό που είναι απαραίτητο είναι μια πολιτική αντίδραση, που να βασίζεται όχι μόνο σε ηθική δέσμευση, αλλά σε μια κατανόηση του πώς η ίδια η μετανάστευση, ειδικότερα στην αξιοσημείωτη συλλογική και δημοκρατική μορφή της περίπτωσης του καραβανιού, είναι μια πολιτική πρόκληση στο καπιταλιστικό κράτος και μια άρνηση αποδοχής των συνθηκών εκμετάλλευσης που προσφέρει το καπιταλιστικό σύστημα. Ήδη, επιλέγοντας να μεταναστεύσουν συλλογικά, καθορίζοντας τη διαδρομή τους, οι μετανάστες στο καραβάνι αποφεύγουν και αψηφούν τη βιομηχανία της μετανάστευσης τους διακινητές25, την αστυνομία, τους αρχηγούς των συμμοριών κλπ., που κερδίζουν άμεσα από αυτή την κινητικότητακαι, αντίθετα, βασίζονται στην αυτο-οργανωμένη υποστήριξη των κοινοτήτων που συναντούν στον δρόμο. Η ίδια η μορφή του καραβανιού, μετατρέποντας ένα πολύ σύνηθες και καθημερινό συμβάν μετανάστευσης σε θέαμα, στοιχηματίζει άμεσα μια πολιτική διεκδίκηση, κάνοντας το αόρατο, ή αγνοούμενο, ορατό. Μια πολιτική απάντηση θα έπρεπε, συνεπώς, να αναγνωρίζει το καραβάνι τόσο ως μια συγκεκιμένη πράξη άρνησης όσο και ως ένα κίνημα πολιτικοποίησης. Και μια τέτοια αντίδραση θα απαιτούσε να κοιτάξουμε πιο προσεκτικά τις πολιτικές έννοιες που μοιραζόμαστε κατά μήκος εικονικών [nominal] διαιρέσεων. Γιατί, ενώ οι κινδυνολογικές εμμονές του Τραμπ και των, όλο και πιο σκληρωτικών, φραξιών της ακροδεξιάς του GOP26 είναι και φρικτές και προβλέψιμες, η έντονη εμμονή με τις φασιστικές τους υπερβολές μπορεί να καλύψει κάτι άλλο: το γεγονός ότι οι βασικές τους αντιθέσεις του μέσα/έξω και της συμπερίληψης/αποκλεισμού, που υπόκεινται της υπηκοότητας και νομιμοποιούν την εδαφική κυριαρχία, είναι αντιθέσεις με πολύ βαθύτερες και πολύ πιο απλωμένες ρίζες από την ιστορία του αμερικάνικου συντηρητισμού.

Η αυτονομία των μεταναστών δεν σημαίνει, όμως, ότι οι μετανάστες πρέπει να πορεύονται μόνοι. Αντίθετα, το καραβάνι, ως έκθεση και υπενθύμιση της μετανάστευσης ως ενός σταθερού γνωρίσματος του παγκόσμιου καπιταλισμού, είναι μια ευκαιρία να αναπτύξουμε νέες πρακτικές πολιτικής μετάφρασης. Όσοι είναι εντός των γεωγραφικά καθορισμένων συνόρων του αμερικάνικου κράτους, θα πρέπει να επιδιώξουν να ενισχύσουν το σημείο που ήδη υποτείνεται από την ίδια την ύπαρξη και την ορατότητα του καραβανιού: ότι οι άνθρωποι που μεταναστεύουν διεκδικούν δικαιοσύνη, διεκδικούν αλληλεγγύη και ότι είναι ήδη τμήμα μιας ευρύτερης Αμερικάνικης κοινότητας στον βαθμό που η πολιτική και οικονομική ύπαρξή τους είναι αδιαχώριστη από τις πολιτικές και οικονομικές ενέργειες του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ. Όπως γράφει ο Mike Davis: “είναι απαραίτητο να αρχίσουμε να φανταζόμαστε πιο τολμηρά σχέδια συντονισμού ανάμεσα στη λαϊκή αριστερά σε όλες τις χώρες της Αμερικάνικης ηπείρου. Εν τέλει, όλοι είμαστε φυλακισμένοι του ίδιου κακού ‘αμερικάνικου ονείρου’”27.

Άλλωστε, η γενεαλογία της κομμουνιστικής ή της επαναστατικής σοσιαλιστικής πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίζει μια υβριδική, διάσπαρτη ιστορία μεταναστευτικού ριζοσπαστισμού. Αρκεί κανείς να στοχαστεί, εδώ, την διαρκή επίδραση των βετεράνων 48ers28, τις εφημερίδες των μεταναστών, τις παραδόσεις των συνδικάτων και τα σοσιαλιστικά δίκτυα που δημιουργήθηκαν μεταξύ των αστικών γειτονιών και των βιομηχανκών κέντρων. Η διεθνική διάχυση του επαναστατικού συνδικαλισμού στις δεκεατίες του 1900 και του 1910, που οδήγησε σε ομάδες όπως οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (Industrial Workers of the World, IWW) στις ΗΠΑ, συγκεράστηκε η ίδια μέσα από τη διεθνή μετανάστευση της εργατικής τάξης, τη διεθνοποίηση της εργασιακής διαδικασίας και τις δραστηριότητες διάσχισης των συνόρων των μαχητικών εργατών29. Η μεξικάνικη εργατική τάξη και οι Chicanos30 εργάτες στις ΗΠΑ, οργανικός παράγοντας στην ιστορία των Wobblies, μετέφεραν και επαναενεργοποίησαν ποικίλες μεθόδους και εμπειρίες πάλης31. Και υπάρχουν επίσης τα κύματα εσωτερικής μετανάστευσης από τους Αφροαμερικανούς που έφυγαν από τον Νότο των ΗΠΑ τα οποία βλάστησαν από τα ίδια δίκτυα συνάφειας και αναδύθηκαν από τις ίδιες οργανώσεις που είχαν πειραματιστεί με τη δύναμη ενός ιδιαίτερου “φαντασιακού” και ιδιαίτερων πρακτικών αυτοδιεύθυνσης32. Οι μεταναστεύσεις τους γίνονταν συχνά αντιληπτές ως μια πολιτική ενέργεια – μια γραμμή “πτήσης”, μια έρευνα για πιο ευνοϊκές συνθήκες, όχι απλά το αμείλικτο αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι πολιτικοί σχηματισμοί του τέλους της δεκαετίας του 1960 – πιο αξιοσημείωτα οι Μαύροι Πάνθηρες και διάφορες τοπικές συμμαχίες τους – προέκυψαν από, και ξανασχεδίασαν, αυτές τις διαδρομές διασποράς και τα κινήματα άλλων πληθυσμών33. Καθώς επανεξετάζουμε τα περιγράμματα και τις προκλήσεις ενός ουσιαστικά προλεταριακού διεθνισμού34 σήμερα, οι τρόποι με τους οποίους περασμένοι αγώνες έχουν κατασκευάσει αντιπαραθέσεις κατά μήκος των συνόρων, μέσα από απρόσμενους αλλά ανοιχτούς συνδυασμούς και συσχετίσεις, θα διαμορφώσουν, αναμφισβήτητα, τις στρατηγικές μας, την κομμουνιστική μας πρακτική. Το καραβάνι των μεταναστών θέτει ένα καινούριο σημεία αφετηρίας.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.viewpointmag.com/2018/11/07/from-what-shore-does-socialism-arrive. Είναι ενδιαφέρον ότι ο σύνδεσμος αυτός έχει σαν τίτλο “από ποια όχθη έρχεται ο σοσιαλισμός”!

2 Mike Davis, Prisoners of the American Dream (Brooklyn: Verso Books, 1999), σελ. 314.

3 Στμ. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και εύστοχη παρατήρηση! Το ίδιο δεν επιχειρεί άλλωστε – και πάλι σε σχέση με την μετανάστευση η Ευρωπαϊκή Ένωση προς την Αφρική και την Μέση Ανατολή με τις συμφωνίες και τα προγράμματα “υποστήριξης” με σκοπό τον εγκλωβισμό των μεταναστών εκεί ή την επαναπροώθησή τους; Ένα σημείο αφετηρίας για την εμβάθυνση της κατανόησης της σχέσης μετανάστευσης-συνόρων.

4 Στμ. Νατιβισμός: μεταγραφή του αγγλικού όρου nativism, η ιδεολογία και πολιτική που αποδίδει προτεραιότητα στα συμφέροντα, και την υπεράσπισή τους, αυτών που έχουν γεννηθεί σε μια χώρα (των γηγενών) ή των εδραιωμένων κατοίκων της, απέναντι στους μετανάστες.

5 Στμ. Η Μέρα χωρίς Μετανάστες, ήταν μια διαμαρτυρία και μποϋκοτάζ που έλαβε χώρα στις 16 Φεβρουαρίου του 2017 για να καταδείξει τη σημασία της μετανάστευσης και να διαμαρτυρηθεί για τα σχέδια του Ντόναλντ Τραμπ να χτίσει ένα τείχος στα σύνορα [με το Μεξικό] και να απελάσει, δυνητικά, εκατομμύρια “παράνομων” μεταναστών. Η απεργία καλούσε τους μετανάστες να μην πάνε στη δουλειά, να αποφύγουν την κατανάλωση, και να κρατήσουν τα παιδιά στο σπίτι. Η απεργία οργανώθηκε από τα κοινωνικά δίκτυα. Ο κόσμος άρχισε να μιλά για μια τέτοια απεργία μετά την πορεία των Γυναικών. Μια ανάλογη Μέρα Χωρίς Εμάς (1 Day Without Us) οργανώθηκε φέτος στις 17 Φεβρουαρίου στο Ηνωμένο Βασίλειο (http://www.1daywithoutus.org).

6 Στμ. Η διαβόητη Υπηρεσία Ελέγχου Μετανάστευσης και Τελωνείων (Immigration and Customs Enforcement, ICE). Για τους αγώνες ενάντια στα κέντρα κράτησης και τις εγκαταστάσεις της ICE δείτε τα σχετικά άρθρα: Η εποχή του ‘Παγετώνων’ τελείωσε: σκέψεις πάνω στους αποκλεισμούς της ICE” στο https://inmediasres.espivblogs.net/againstice.

7 Στμ. Στο πρωτότυπo: sanctuaries, περιοχές δικαιοδοσίας δήμων, τυπικά στη Βόρεια Αμερική αλλά και την Ευρώπημ που περιορίζουν τη συνεργασία με τις προσπάθειες των εθνικών κυβερνήσεων να εφαρμόσουν την (αντι)μεταναστευτική νομοθεσία. Στις ΗΠΑ, τέτοιες πολιτικές περιλαμβάνουν την απαγόρευση στους αστυνομικούς ή τους δημοτικούς υπαλλήλους να κάνουν ερωτήσεις για το μεταναστευτικό στάτους των ανθρώπων, την άρνηση στις εθνικές αρχές μετανάστευσης να κρατούν ανθρώπους πέρα από την ημερομηνία απελευθέρωσής τους, εφόσον είχαν συλληφθεί για παραβιάσεις του τοπικού νόμου κλπ. Η διοίκηση του Τραμπ έχει εντάξει στην ατζέντα της και τον περιορισμό της δικαιοδοσίας αυτών των “ασύλων” μαζί με τη διακοπή οποιασδήποτε χρηματοδότησής τους από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

8 Δείτε, για παράδειγμα, Sandro Mezzadra: “The Gaze of Autonomy: Capitalism, Migration, and Social Struggle” μετάφραση Rodrigo Nunes, στο “The Contested Politics of Mobility: Borderzones and Irregularity”, εκδ. Vicki Squire (London: Routledge, 2010), σελ. 121-42· Nicholas De Genova: “The Incorrigible Subject: The Autonomy of Migration and the US Immigration Stalemate” στο “Subjectivation in Political Theory and Contemporary Practices”, εκδ. Andreas Oberprantacher and Andrei Siclodi (London: Palgrave, 2016), σελ. 267-85.

9 Στμ. Εξαιρετικό σημείο. Αναδεικνύει ουσιαστικά τη μετανάστευση ως καθοριστικής διαδικασίας διάχυσης του ταξικού πολέμου και πτυχής της ταξικής πάλης στην αντιφατική κίνηση του κεφαλαίου να εξισώσει τις συνθήκες υποτίμησης του προλεταριάτου (όπως έχει περιγραφεί κι εδώ). Αλλά υποτίμηση του προλεταριάτου σ’ αυτή τη φάση αναδιάθρωσης και κρίσης δεν σημαίνει, όπως πολύ σωστά παρατηρούν και οι συντάκτες του Viewpoint Magazine, επίθεση απλά στο επίπεδο του μισθού και της απόσπασης υπεραξίας – εδώ είναι το όριο μιας ταξικής ανάλυσης που βλέπει τους μετανάστες de facto ως δυνάμει εργάτες στις χώρες “υποδοχής” με στόχο τη μείωση των μισθών κλπ. Η υποτίμηση του προλεταριάτου παίρνει και τη μορφή δημιουργίας πλεοναζόντων πληθυσμών που δεν έχουν καν απαραίτητα μια θέση στην παραγωγή. Είναι η επίθεση στο επίπεδο της “αβίωτης ζωής”, της επίθεσης του κράτους και του κεφαλαίου μέσα από τη γενίκευση της στρατιωτικοποίησης, του ελέγχου και της “ζωνοποίησης” των πληθυσμών, της όξυνσης του εθνικισμού, του φασισμού και της μισαλλοδοξίας, συνεπώς της όξυνσης των διαιρέσεων εντός του προλεταριάτου, η εν γένει συνηρητικοποίηση και πειθάρχηση των κοινωνιών κατεξοχήν του “Πρώτου κόσμου”. Ταυτόχρονα, όμως, και πάλι όπως πολύ σωστά παρατηρούν οι συντάκτες του Viewpoint, οι μετανάστες παράγουν και διαχέουν, με την κίνησή τους, και νέες μορφές αντίστασης, που είναι η όψη του ταξικής πάλης που εκφράζει την ενεργή προλεταριακή δράση.

10 Στμ. Η προσπάθεια αποφυγής της υποτίμησης του προλεταριάτου στη χώρα προέλευσης οδηγεί στη διάχυση της υποτίμησης στη χώρα “υποδοχής”, διαδικασία στην οποία η παρανομοποίηση είναι κομβικής σημασίας. Εδώ να υπενθυμίσουμε την σχετική και πολύ εύστοχη θέση των CrimethInc. Ότι, στην πραγματικότητα, ο στόχος των “μεταναστευτικών πολιτικών” δεν είναι η απαγόρευση/αποτροπή της μετανάστευσης αλλά η ρύθμισή της έτσι ώστε να υποτιμάται η εργασία στο εσωτερικό της χώρας “υποδοχής” (και γενικότερα).

11 Michael Denning: “Wageless Life”, New Left Review II/66 (November-December 2010), σελ. 96.

12 Denning: “Wageless Life”, σελ. 81.

13 De Genova: “The Incorrigible Subject”, σελ. 269.

14 Δείτε Mae Ngai: “Impossible Subjects: Illegal Aliens and the Making of Modern America” (Princeton: Princeton University Press, 1999), 129-35· δείτε επίσης Devra Weber: “Historical Perspectives on Transnational Mexican Workers in California”, στο Border Crossings: Mexican and Mexican-Workers, εκδ. John Mason Hart (Wilmington, DE: SR Books, 1998) σελ. 209-243.

15 Στμ. Στο πρωτότυπο: blanket travel-bans.

16 Δείτε την συνοπτική περίληψη που βρίσκεται στη μελέτη του Ranabir Samaddar του 1999 για τη μετανάστευση από το Μπαγκλαντές μέχρι τη Δυτική Βεγγάλη: “η απόφαση των μεταναστών να αποδράσουν από τις δαγκάνες των κοινωνικών σχέσεων και των εδραιωμένων ιεραρχιών εξουσίας στο χωριό τους, την πόλη ή τη χώρα…είναι η αντίστασή τους” [Στμ. Σημαντικό στοιχείο για την “αποθυματοποίηση” των μεταναστών ως “κατατρεγμένων” και “αδύναμων” που αναγκάζονται να φύγουν αναζητώντας τον “παράδεισο” της αναπτυγμένης Δύσης], Ranabir Samaddar: The Marginal Nation: Transborder Migration from Bangladesh to West Bengal (New Delhi – London: Sage Publications, 1999), 150, παρατόθεται στο Mezzadra: “The Gaze of Autonomy”.

17 Δείτε Yann Moulier Boutang: De l’esclavage au salariat: Économie historique du salariat bridé (Paris: PUF, 1998), σελ. 22. Ο Moulier Boutang δίνει, επίσης, στο σύνολο των μορφών, που αυτή η κινητικότητα αποκτά, “γνέφοντας” λίγο στον Αλτουσέρ, τον τίτλο “η ήπειρος του δικαιώματος να αποδράσεις”. Αυτό το σημείο είναι κρίσιμο στην επανα-αναθεώρηση των ιδιαιτεροτήτων της συγκρότησης της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ και τους πολλαπλούς μηχανισμούς καταναγκαστικής εργασίας που σημάδεψαν την ιστορία της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη Βόρεια Αμερική. Αμφισβητεί μερικές προηγούμενες προσπάθειες στη μαρξιστική παράδοση να σκεφτεί κανείς την απουσία μιας “μόνιμης προλεταριακής τάξης” στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, δηλαδή τη θεωρία της “βαλβίδας ασφαλείας” του Ένγκελς, την οποία διατύπωσε στο Προσάρτημα του 1886 στην αμερικανική έκδοση του βιβλίου “Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία”. Ελπίζουμε να επιστρέψουμε σ’ αυτά τα θέματα για τη μετανάστευση, τον εποικιστικό αποικισμό και την ιστορία των ΗΠΑ σε ένα άλλο δοκίμιο.

18 Στμ. Πιστεύουμε ότι η μετανάστευση και η γενικότερη προλεταριακή συνθήκη σήμερα καταδεικνύουν την ανάγκη μετατόπισης από την έννοια του προλεταριακού διεθνισμού στην αντίληψη του πολυεθνικού προλεταριάτου. Και θα εξηγήσουμε, εν συντομία, γιατί. Θεωρούμε ότι στην πραγματικότητα η έννοια του διεθνισμού αντιστοιχεί την μορφή του έθνους-κράτους και την διαλεκτική της αντανάκλαση στη συγκρότηση των εθνικών εργατικών τάξεων, που εκφράζουν την κατάσταση του προλεταριάτου ως τάξης του κράτους (και όχι τάξης ενός “εθνικού” κεφαλαίου). Η κρίση της μορφής του έθνους-κράτους και του κεφαλαίου και η δυναμική της αναδιάρθρωσής τους εκφράζονται και ως κρίση των εθνικά προσδιορισμένων τμημάτων του παγκόσμιου προλεταριάτου. Από προλεταριακή σκοπιά αυτό σημαίνει, αφενός, ότι το προλεταριάτο συγκροτείται όλο και περισσότερο ως πολυεθνικό (υπερβαίνοντας τους προσδιορισμούς του έθνους-κράτους και αντακλώντας την παγκοσμιοποιημένη κίνηση και ροή του κεφαλαίου ως αντίφασης κεφάλαιο-εργασία και ως κοινωνικής σχέσης), αντανακλώντας άμεσα τον παγκόσμιο χαρακτήρα και την καθολικότητά του (η μετανάστευση, ως προλεταριακή μετακίνηση όχι “απελπισμένων” πληθυσμών αλλά ως έκφραση προλεταριακής αντίστασης στη γενικότερη υποτίμηση και εξαθλίωση, είναι εντελώς καθοριστική στη διαδικασία αυτή). Και, αφετέρου, ότι σημαντικά τμήματα του προλεταριάτου θέλουν και προσπαθούν να συνεχίσουν να αναπαράγονται ως εθνικά. Αυτή είναι η ατζέντα της ακροδεξιάς – αλλά και των αριστερών εθνολαϊκιστικών δυνάμεων: προσπάθεια ανασύστασης της εθνικής εργατικής τάξης με την επιστροφή, με χρονομηχανή λες, στις “χρυσές” εποχές της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Και όντως, το εθνικό προλεταριάτο ως τάξη του κράτους είναι εγγυητής της αναπαραγωγής του κράτους, που στην παρούσα ιστορική συγκυρία πιστεύουμε ότι θα τείνει να πάρει τη μορφή ενός νέου ολοκληρωτισμού, μετατρέποντας τις σημερινές διακρατικές συγκρούσεις και τον χαμηλής έντασης εμφύλιο σε κάθε έθνος-κράτος – που είναι οι δυο πτυχές του ταξικού πολέμου – σε έναν γενικευμένο παγκόσμιο πόλεμο ενάντια στο προλεταριάτο. Είναι το πολυεθνικό προλεταριάτο μόνο που μπορεί να αποτρέψει αυτή την ολοκληρωτική απειλή, μετατρέποντας τον “Τρίτο” Παγκόσμιο Πόλεμο σε έναν οικουμενικό εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στις τάξεις και καταφέρνοντας ένα αποφασιστικό πλήγμα ταυτόχρονα στο έθνος-κράτος, το κεφάλαιο και τον ίδιο τον εαυτό του ως τάξης του κράτους και του κεφαλαίου.

19 Δείτε τον ρόλο των διαφόρων κοινοτήτων στη Γουατεμάλα και το Μεξικό, εκκλησιών και οργανώσεων βοήθειας στην παροχή βοήθειας στη μετακίνηση των μεταναστών.

20 Anne McNevin, “Political Belonging in a Neoliberal Era: The Struggle of the Sans-Papiers”, Citizenship Studies 10, no. 2 (2006), σελ. 135-51.

21 McNevin, “Political Belonging in a Neoliberal Era”, σελ. 144.

22 Δείτε Madjiguène Cissé: “The Sans-Papiers: A Woman Draws the First Lessons”, μετάφραση Selma James, Nina Lopez-Jones, Helen West, δημοσιευμένο αρχικά στο: Politique 2 (octobre-novembre-décembre 1996)· δείτε επίσης Thomas Nail: The Figure of the Migrant (Stanford: Stanford University Press, 2015) και το άρθρο του “Alain Badiou and the Sans-Papiers”, Angelaki: Journal of the Theoretical Humanities 20, no. 4 (2015): σελ. 109-30.

23 Στμ. Στο πρωτότυπο: sanctuaries, δείτε και σημείωση 7.

24 Στμ. Η Επιτροπή Αλληλεγγύης στον Λαό του Ελ Σαλβαδόρ (Committee in Solidarity with the People of El Salvador, CISPES), με έδρα την Ουάσιγκτον D.C., είναι μια ακτιβιστική οργάνωση με τμήματα σε διάφορες πόλεις των ΗΠΑ. Η CISPES υποστηρίζει το Farabundo Martí National Liberation Front (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Farabundo Martí) και το προοδευτικό κοινωνικό κίνημα στο Ελ Σαλβαδόρ. Η CISPES ιδρύθηκε το 1980 σε αντίθεση με την βοήθεια των ΗΠΑ (οικονομική και πολιτική) προς την κυβέρνηση και τον στρατό του Ελ Σαλβαδόρ στη διάρκεια του εκεί εμφυλίου πολέμου και αντιτέθηκε επίσης στην πολιτική και τις ενέργειες της δεξιάς Εθνικής Ρεπουμπλικανικής Συμμαχίας (ARENA). Υπεύθυνη για τη διανομή και διάδοση ενός Σοβιετικής κατασκευής άρθρου με τίτλο “Dissent Paper on El Salvador and Central America” η CISPES βρέθηκε δυο φορές στο στόχαστρο ερευνών από το FBI στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980.

25 Στμ. Στο πρωτότυπο: coyotes (κογιότ), ιδιωματισμός.

26 Στμ. GOP (Grand Old Party), το Μεγάλο Παλιό Κόμμα, παρωνύμιο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

27 Davis: Prisoners of the American Dream, σελ. 314.

28 Στμ. 48ers: οι Ευρωπαίοι – σε μεγάλο ποσοστό από τα τότε γερμανικά κράτη – που συμμετείχαν στο επαναστατικό κύμα που σάρωσε την Ευρώπη το 1848 και, απογοητευμένοι από την ήττα των επαναστάσεων, μετανάστευσαν κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία.

29 Δείτε Marcel van der Linden: “Second Thoughts on Revolutionary Syndicalism”, στο Transnational Labour History: Explorations (Aldershot: Ashgate, 2003), σελ. 74-75.

30 Στμ. Chicanos/Chicanx (ως ουδέτερη φύλου έκφραση) αναφέρεται σε μια ταυτότητα που επιλέγουν κάποοι από τους Μεξικανοαμερικάνους στις ΗΠΑ. Ο όρος Chicano χρησιμοποιείται κάποιες φορές ως ισοδύναμος/ανταλλάξιμος με τον όρο Μεξικανοαμερικάνος. Ο όρος απέκτησε ευρύτερη χρήση στη διάρκεια του κινήματος Chicano από τους Μεξικανοαμερικάνους για να εκφράσει την περηφάνεια μιας κοινής πολιτισμικής, εθνοτικής και κοινοτικής ταυτότητας.

31 Justin Akers Chacón: Radicals in the Barrio: Magonistas, Socialists, Wobblies, and Communists in the Mexican-American Working Class (Chicago: Haymarket, 2018)· δείτε επίσης Christina Heatherton, “University of Radicalism: Ricardo Flores Magón and Leavenworth Penitentiary”, American Quarterly 66, no. 3 (Σεπτέμβριος 2014), σελ. 557-81.

32 Steven Hahn: A Nation Under Our Feet: Black Political Struggles in the Rural South from Slavery to the Great Migration (Cambridge: Belknap Press, 2005).

33 Δείτε: Donna Murch, Living for the City: Migration, Education, and the Rise of the Black Panther Party in Oakland, California (Berkeley: University of California Press, 2010).

34 Στμ. Με βάση τις παρατηρήσεις μας στην υποσημείωση 18, θα πούμε ότι το ζητούμενο σήμερα δεν είναι ο προλεταριακός διεθνισμός – όρος που θεωρούμε ότι αντανακλά και αναπαράγει τις εθνικές διαιρέσεις του προλεταριάτου – αλλά η ανάδειξη της πραγματικότητας του πολυεθνικού προλεταριάτου που είναι πολυεθνικό με μια διπλή, θα λέγαμε, έννοια: “εσωτερική” και “εξωτερική”: τόσο εντός κάθε έθνους-κράτους όσο και εκτός των εθνικών ζωνών συσσώρευσης. Συγκροτείται ως πολυεθνικό διαχεόμενο, απλωνόμενο, επεκτεινόμενο σ’ ολόκληρο τον κόσμο μέσα από τις παγκόσμιες διαδρομές της κίνησής του, σε μια διαδικασία όσμωσης και διάσχισης που αμφισβητεί τα ίδια τα σύνορα και την ίδια την “εθνική” του υπόσταση (φυσικά, σήμερα το προλεταριάτο γίνεται πολυεθνικό και οικουμενικό ακόμα και χωρίς να μετακινείται χωρικά, μέσα από τη δυναμική της παγκοσμιοποιημένης ροής και κυκλοφορίας της ίδιας της αντίθεσης κεφάλαιο-εργασία και τον αποικισμό της ζωής από το κεφάλαιο ως κοινωνικής σχέσης. Και μάλλον πρέπει να δούμε ότι είναι αυτή η ροή που, εν τέλει, παράγει και τη χωρική μετακίνηση του προλεταριάτου). Τα αφεντικά και τα κράτη έχουν πολύ καλή επίγνωση των συνεπειών και δυνατοτήτων αυτής της διαδικασίας να παραγάγει καινούριες μορφές προλεταριακής ενότητας και αντίστασης, μορφές που υπερβαίνουν την απλή εκδοχή του “οικονομικού μετανάστη” ή των προλετάριων που είναι αξιοποιήσιμοι στην “παραγωγική” μηχανή, γι’ αυτό και διαρκώς εντείνουν την καταστολή και τη στρατιωτικοποίηση της διαχείρισης των προλεταρίων που είτε μεταναστεύουν είτε ζουν στις μητροπόλεις. Η απάντηση σ’ αυτό είναι, θεωρούμε, όχι η σύνδεση ανάμεσα στα εθνικά τμήματα του προλεταριάτου αλλά μεταξύ των φραξιών του πολυεθνικού προλεταριάτου (στο οποίο οι διαχωρισμοί προφανώς δεν είναι μόνο εθνικοί) εντός και εκτός κάθε εθνικής ζώνης συσσώρευσης, και η έκφραση της δυναμικής αυτής της σύνδεσης στην όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού.

Ο φασισμός στην εποχή μας

του Julius Gavroche1

Οι άνθρωποι, στον βαθμό που είναι κάτι παραπάνω από ζωώδεις αντιδράσεις και ικανοποίηση λειτουργιών, είναι εντελώς περιττοί για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ο ολοκληρωτισμός δεν πασχίζει για μια δεσποτική εξουσία πάνω στους ανθρώπους αλλά για ένα σύστημα στο οποίοι οι άνθρωποι θα είναι περιττοί. Η ολοκληρωτική εξουσία μπορεί να επιτευχθεί και να διασφαλιστεί μόνο σε ένα κόσμο εξαρτημένων αντανακλαστικών, μαριονεττών χωρίς το παραμικρό ίχνος αυθορμησίας. Ακριβώς επειδή τα προσόντα του ανθρώπου είναι τόσο σπουδαία γι’ αυτό μπορεί να κυριαρχηθεί πλήρως μόνο όταν γίνει ένα δείγμα του είδους ζωώδης άνθρώπος”2. Χάνα Άρεντ, Οι Απαρχές του Ολοκληρωτισμού.

Ο φασισμός ξεπεράστηκε από τη στιγμή που στηρίχτηκε στον Θεό, την οικογένεια, την πατρίδα και τον στρατό, που είναι τώρα λέξεις χωρίς νόημα. Δεν υπάρχουν πια Ιταλοί που συγκινούνται μπροστά στη σημαία…Θεωρώ τον καταναλωτισμό έναν χειρότερο φασισμό από τον κλασσικό φασισμό, γιατί ο κληρικαλικός φασισμός δεν μεταμόρφωσε τους Ιταλούς. Ήταν ολοκληρωτικός αλλά όχι ολοκληρώνων. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: ο φασισμός προσπάθησε επί είκοσι χρόνια να απαλείψει διαλέκτους και δεν τα κατάφερε. Ο καταναλωτισμός, ο οποίος, αντίθετα, παριστάνει ότι διατηρεί τις διαλέκτους, τις καταστρέφει. Πιέρ Πάολο Παζολίνι, L’Espresso.

Εισήγαγα τον όρο μετα-φασισμός3 για να περιγράψω μια συστάδα πολιτικών, πρακτικών, ρουτινών και ιδεολογιών που μπορούν να παρατηρηθούν οπουδήποτε στον σύγχρονο κόσμο. Χωρίς καν να προσφεύγουν σε ένα πραξικόπημα, αυτές οι πρακτικές απειλούν τις κοινότητές μας. Βρίσκουν εύκολα τη θέση τους στον σύγχρονο καπιταλισμό χωρίς να αναστατώνουν τις κυρίαρχες πολιτικές μορφές της εκλογικής δημοκρατίας και της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης. Εκτός από την Κεντρική Ευρώπη, δεν έχουν καμμιά σχέση με την κληρονομιά του Ναζισμού. Δεν είναι ολοκληρωτικές· δεν είναι καθόλου επαναστατικές· δεν βασίζονται σε βίαια μαζικά κινήματα ή σε ανορθολογικές, βολονταριστικές φιλοσοφίες. Και δεν παίζουν, ούτε για αστείο, με τον αντικαπιταλισμό. Gáspar Miklós Tamás, What is Post-fascism?

Η εξάπλωση ανοιχτά ρατσιστικών, αυταρχικών κυβερνήσεων ξυπνά το φάντασμα του φασισμού της δεκαετίας του 1930. Κι ενώ μπορούν αναμφισβήτητα να βρεθούν συνέχειες (και όχι απαραίτητα στα φαινομενικά προφανή επίπεδα του λόγου, της τακτικής ή των συμπαρομαρτούντων), οι διαφορές είναι επίσης σημαντικές και το να τις αγνοήσουμε θα έχει μεγάλο κόστος για οποιαδήποτε αντικαπιταλιστική πολιτική.

Στην πιο ριζοσπαστική του έκφραση, ο φασισμός του παρελθόντος ήταν ένα ανοιχτά επαναστατικό σχέδιο, φιλοδοξώντας να δημιουργήσει ένα ολοκληρωτικό κράτος, απαλλαγμένο από οποιαδήποτε εξω-πολιτική θεμελίωση ή δικαιολόγηση, βυθίζοντας ταυτόχρονα την πολιτική σε ένα κίνημα (του έθνους, της φυλής). Η φιλοδοξία του ήταν η ρητή δημιουργία μιας διαρκούς κατάστασης εξαίρεσης, συντηρούμενης μόνο από την επιθυμία για και την πραγματικότητα της εξουσίας όσων μοιράζονται μια κοινή γέννηση και ζωή: το έθνος4.

Ο φασισμός γεννήθηκε από την μήτρα των αποτυχιών του καπιταλιστικού μοντερνισμού. Η επανάσταση του καπιταλισμού γκρέμισε τα φράγματα της “παράδοσης” (της ετερονομίας), σε όλες τις πολλαπλές μορφές της, αλλά μόνο για να ανυψώσει πάνω από την ανθρώπινη ελευθερία τη μορφή-εμπόρευμα και την καθολική αξία του χρήματος. Η αυτονομία θυσιάστηκε στη γενικευμένη αλλοτρίωση: το εμπόρευμα, γινόμενο το παγκόσμιο φετίχ, κατακερματίζει όλες τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες και εκφράσεις σε διαχωρισμένες εμπορευματοποιημένες σφαίρες (σήμερα, τα ξεχωριστά θεάματα-ταμπέλες αυτού που μπορεί να καταναλωθεί). Η απάντηση του φασισμού στις οικονομικές κρίσεις που προξενεί ο καπιταλισμός και, πιο θεμελιωδώς, στα μη-πλήρη (και αδύνατα) χειραφετητικά του αποτελέσματα, ήταν να “βιολογικοποιήσει” και να “ιθαγενοποιήσει”5 κάθε πολιτική. Οι φασίστες επεδίωξαν να κινητοποιήσουν τις “μάζες” που παρήγαγε το κεφάλαιο σε ένα ζωτικό κίνημα αναγέννησης. Το αν αυτά τα κινήματα ήταν από πολιτική άποψη“εθνικιστικά”, αυτό ήταν ένα εργαλείο βιοπολιτικής ανανέωσης (που θα μπορούσε τότε να προβάλει τον εαυτό της παγκόσμια στη μαζική υποδούλωση και/ή τον θάνατο των άλλων). Η αντίδραση του κλασσικού φασισμού στον καπιταλισμό ήταν να τον ξεπεράσει μέσω αυτού που είχε συλληφθεί ως ένα πιο ριζοσπαστικό σχέδιο συλλογικής ελευθερίας. Αυτή η ελευθερία, όμως, δεν ήταν ποτέ κάτι περισσότερο από μια ψευδαίσθηση, γιατί ο φασισμός δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τις διαιρέσεις των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα στο Κράτος και την “κοινωνία των πολιτών” (ο ρόλος της δεύτερης δεν ήταν παρά να υποταχθεί στο Κράτος, το Κόμμα και τελικά τον Ηγέτη), το κεφάλαιο και την εργασία (η δεύτερη ανάχθηκε σε σκλαβιά σε μια όλο και περισσότερο επεκτεινόμενη κρατικο-καπιταλιστική πολεμική μηχανή). Και, στον βαθμό που επιχείρησε να ενοποιήσει εθνικούς πληθυσμούς σε ένα αέναο κίνημα, μπορούσε να το κάνει μόνο μέσα από ακραία, αυτοκατατροφική βία.

Αντίθετα, ο σύγχρονος φασισμόςείναι αντιδραστικός (μετα-φασιστικός). Η στάση του είναι καθαρά αμυντική, επιδιώκοντας να υπερασπίσει τις εθνικές ολογαρχίες, τα κέρδη των εθνικών κρατών πρόνοιας (στην Ευρώπη, τουλάχιστον), την κοινωνική τάξη, όλα κάτω από τον μανδύα συντηρητικών, ξενοφοβικών ιδεολογιών και ιδεολογιών ασφαλείας (οι τελευταίες ποικίλουν ανάλογα με το πλαίσιο: τα δικαιώματα που πρέπει να διατηρηθούν, οι απειλητικοί και απεχθείς “άλλοι”, ο εξωτερικός και εσωτερικός κίνδυνος, όλα αυτά αντανακλούν εθνικές ιστορικές μυθοπλασίες). Η επανάσταση είναι νεκρή, τα “φασιστικά” κινήματα και κόμματα εγκαταλείπονται χάριν μιας κοινοβουλευτικής πολιτικής και ο “Φύρερ” ή ο “Ντούτσε” των καιρών μας δεν είναι παρά ο άνοστος κλόουν της τελευταίας χρονιάς.

Αυτό δεν σημαίνει την υποτίμηση ή την αγνόηση των απειλών και της βίας του νέου αυταρχισμού (ή την υπεράσπιση της παράδοσης των δρόμων απλά στους πιο φανατικούς μιλιτάντηδες) αλλά προτείνει πως οποιοδήποτε απλό αμάλγαμα του σύγρονου “δεξιού λαϊκισμού” με τον παλιότερο φασισμό ίσως συσκοτίζει στον ίδιο βαθμό που διαφωτίζει. Και πολιτικά, τουλάχιστον όσον αφορά την αντικαπιταλιστική πολιτική, ίσως να είναι και αυτοκατατροφική.

Οι νέοι εξουσιαστές προσφέρουν σ’ αυτούς που αφανίζονται από τον παγκόσμιο και χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό μια μισοαντίδραση. Όσο ψευδής κι αν είναι, αυτός ο λόγος συγκινεί εκείνους που είναι καταδικασμένοι να περισσεύουν από τα μετατοπιζόμενα κέντρα και μοντέλα εμπορευματικής παραγωγής. Και αν ολοκληροι πληθυσμοί βλέπουν στον έλεγχο της κρατικής εξουσίας ένα μέσο για να αντιμετωπίσουν τις αβεβαιότητες και τους φόβους τους, αυτό συμβαίνει επειδή το Κράτος παραμένει ένας πρωταρχικός παράγοντας στην κατασκευή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, άσχετα από το πόσο ο τελευταίος το δυσφημεί ιδεολογικά. Ότι ένας Ορμπάν, ένας Ερντογάν, ένας Τραμπ, ένας Μπολσονάρου μπορούν να ανέλθουν στην εξουσία αυτό συμβαίνει, εν μέρει, εξαιτίας της τεράστιας αποτυχίας των αντικαπιταλιστικών κινημάτων να ανταποκριθούν διαφορετικά και ριζοσπαστικά στις ίδιες αυτές ανησυχίες. Και, πιο θεμελιωδώς, εξαιτίας της αποτυχίας αυτών των ίδιων κινημάτων να δουν ότι οι κοινωνικές σχέσεις που γεννιούνται από τον σύγχρονο καπιταλισμό είναι οι ίδιες φασιστικές, με άλλα λόγια, όλο και μεγαλύτερα τμήματα του ανθρώπινου πληθυσμού υποβιβάζονται σε απλή επισφαλή επιβίωση (ακόμα κι αν εργάζονται) ή καθίστανται άχρηστα και πλεονάζοντα (και δεν μπορούν να κάνουν κάτι καλλίτερο από το να πεθάνουν). Ο φασισμός της εποχής μας είναι μια βιοπολιτική εντατικής αφαίμαξης της ενέργειας της ζωής παντρεμένη με μια νεκροπολιτική έκθεσης στον θάνατο6. Ο αντιφασισμός δεν μπορεί, συνεπώς, παρά να είναι αντικαπιταλισμός. Να τον περιορίζουμε σε αντιδιαδηλώσεις ενάντια στην παρουσία των σημερινών “καφεχιτόνων” και μελών της Κου-Κλουξ-Κλαν σημαίνει να συνεισφέρουμε στον πολλαπλασιασμό των φασιστικών μορφών ελέγχου.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://autonomies.org/2018/11/fascism-in-our-times.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: animal-species man.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: post-fascism.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: nationem, αιτιατική του λατινικού nātiō, που σημαίνει εκτός από “λαός”, “έθνος” και γέννηση (οπότε είναι ευκρινής η ρατσιστική συνδήλωση του έθνους ως κοινή γέννηση κλπ.).

5 Στμ. Στο πρωτότυπο nativise.

6 Στμ. Εξαιρετικά ενδιαφέρον σημείο. Mπορούμε να δούμε εδώ μια γείωση της βιοπολιτικής στην ίδια τη δυναμική του κεφαλαίου και του κράτους, καθώς η συνθήκη της “παραγωγής” πλεοναζόντων πληθυσμών (έτσι όπως έχει παρουσιαστεί, για παράδειγμα, στη δουλειά των Endnotes, στις συνθήκες του αναδιαρθρωμένου και σε κρίση κεφαλαίου και κράτους) είναι στην πραγματικότητα μια συνθήκη εγγενούς μόνιμης κατάστασης εξαίρεσης και συνεπώς πτυχή μιας εκφασίζουσας και εκφασιζόμενης βιοπολιτικής, όπως σημειώνει και ο Gavroche. Δείτε: “Αθλιότητα και χρέος: Για τη λογική και την ιστορία των πλεοναζόντων πληθυσμών και του πλεονάζοντος κεφαλαίου”, https://2008-2012.net/misery-and-debt. Και “Ένα ταυτόσημο αποκείμενο-υποκείμενο;”, https://inmediasres.espivblogs.net/endnotes_abject_subject.