“Στην κόψη”: η πρωτοβουλία RIC, η αριστερά και τα κίτρινα γιλέκα

του AC της Carbure1

το κείμενο σε pdf

 

Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται σε μια ανάγνωση του κειμένου Sur le fil2(“Στην κόψη”), που δημοσιεύθηκε στο μπλογκ Ou la vie sauvage.

Το εν λόγω κείμενο, που έχει την σημαντική αρετή να θέτει τα ζητήματα καθαρά με όρους της κατάστασης, της στιγμής ενός αγώνα, ερμηνεύει το κίνημα των κγ ως τον τόπο μιας πάλης ανάμεσα σε δυο τάσεις: του κοινωνικού και του πολιτικού. Μεταξύ άλλων προβληματισμών, το παρόν παρουσιάζει η πρωτοβουλία RIC (Référendum d’initiative citoyenne, Δημοψήφισμα της Πρωτοβουλίας Πολιτών), που μοιάζει να έχει γίνει τώρα το κεντρικό αίτημα του κινήματος, ως τον καρπό μιας “έξυπνης” υπεξαίρεσης ζητημάτων “ξένων προς την ταξική πάλη”. Μ’ αυτό που δεν ασχολείται, όμως, να πει είναι τι ακριβώς είναι η “ταξική πάλη” αυτή τη στιγμή. Είναι αποκλειστικά μια έκφραση της αριστεράς; Ένα συγκεκριμένο κομμάτι αιτημάτων και όχι άλλων; Γιατί έτσι; Μπορούμε να επιλέξουμε τη μορφή και τις συνθήκες της ταξικής πάλης, ενδογενώς, ως μια έκφραση της καλής εργατικής τάξης που παγιδεύεται από τα κόμματα, τους διανοούμενους και τα συνδικάτα της; Αλλά τότε, πώς να ονομάσουμε την πάλη που καθοδηγείται από τους καπιταλιστές ενάντια στο προλεταριάτο; Και πώς αυτήν των μικροαστών του έθνους ενάντια στις πολυεθνικές; Και αυτήν υπό την ηγεσία του Κράτους για να διαμορφώσει, να ταξινομήσει, να διαχωρίσει, να “παρκάρει”, να πολιτικοποιήσει ή να απο-πολιτικοποιήσει υποκείμενα σύμφωνα με την κοινωνική τους χρησιμότητα, να ορίσει την κεντρικότητα ή την περιθωριακότητά τους, να συμπεριλάβει κάποια για να αποκλείσει άλλα πιο αποτελεσματικά, να παράγει συνολικά την εκμεταλλεύσιμη εργατική δύναμη; Δεν μιλάμε εδώ τόσο για την ταξική πάλη, ως μια πραγματική δυναμική που μορφοποιεί την κοινωνία αλλά, μάλλον, για πολιτικές αξίες και στρατόπεδα, με άλλα λόγια για συγκεκριμένα προϊόντα της ταξικής πάλης, τα ιδεολογικά προϊόντα της.

Η διαταξικότητα είναι μια πραγματικότητα αυτού του κινήματος, όπως είναι και ο λαϊκισμός. Τα κίτρινα γιλέκα δεν παρήγαγαν έναν αντικαπιταλιστικό λόγο που να τείνει να επιβεβαιώσει τη θέση της τάξης: επικρίνουν τις ελίτ, την αποκοπή του κράτους από τον λαό και δεν σταματάνε ποτέ να χτίζουν μια “λαϊκή” νομιμοποίηση· και ο λαός, πριν να είναι μια κοινωνική πραγματικότητα, είναι μια πολιτική πραγματικότητα. Αν αυτός είναι ο λόγος που έχει κυριαρχήσει στο κίνημα, αυτό οφείλεται σε δομικούς παράγοντες και δεν έχει καμμιά σχέση με τη δεξιά και την αριστερά ως πολιτικά στρατόπεδα, έστω κι αν είναι η δεξιά και η ακροδεξιά που ευνοούνται, όπως και στο ότι η τομή του κοινωνικού και του εθνικού είναι μοιραία στην λαϊκιστική πολιτική έκφραση, για χιλιάδες λόγους (τη θέση του Κράτους στην αναδιανομή και αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, παγκόσμια ανισομέρεια στην αξία της εργατικής δύναμης, την κυρίαρχη θέση των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, το ξεκίνημα της ανάκαμψης στην μετά το 2008 περίοδο και την βάναυση αναμόρφωση/αναδιάρθρωση ολόκληρων τομέων του εργατικού δυναμικού κλπ.). Εξηγήσαμε αυτούς τους λόγους πιο λεπτομερειακά στη διάρκεια του κινήματος που αναπτύχθηκε στη διάρκεια του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Καταλωνίας3.

Αυτό το κίνημα δεν πρόκειται να διαλέξει ανάμεσα στο καλό και το κακό, είναι οι τάσεις του, οι εσωτερικές αντιφάσεις και η όλη κατάσταση στην οποία υπάρχει που θα αποφασίσουν τον προσανατολισμό του. Προς το παρόν, τα τμήματα της κοινωνίας που θεωρούν ότι απειλούνται ή ότι πρέπει πραγματικά να υποφέρουν πραγματικά τις συνέπειες της κρίσης, δεν μπορούν να σκεφτούν τίποτα άλλο από τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας ως το προπύργιο ενάντια στον επελαύνοντα παγκόσμιο καπιταλισμό4.

Αυτή είναι η πολιτική σήμερα, ο Τραμπ και το τείχος του είναι η πιο αισχρή έκφρασή της. Αυτό το πρόγραμμά είναι σίγουρα αδύνατον να εφαρμοστεί (άλλωστε, πιο πρόγραμμα εφαρμόζεται ποτέ πραγματατικά;), μπορεί όμως να οδηγήσει σε συγκεκριμένες πολιτικές (η διανομή ως φιλανθρωπία5, ηθική οικονομία, η εθνική προτίμηση ως αποκλειστική μορφή αλληλεγγύης, τοπική δημοκρατία των “μικρών” ελίτ, ηθική και καλά ήθη αλλά, επίσης, και ρατιστική και ομοφοβική στράτευση, προσδιορισμός αποδιοπομπαίων τράγων κλπ.). Αυτό το λαϊκιστικό πρόγραμμα – που εφαρμόζεται τώρα σ’ ολόκληρο τον κόσμο – είναι το πρόγραμμα των τάξεων εκείνων που απειλούνται από το κεφάλαιο και το οποίο θεωρούν ικανό να οδηγήσει στην ταξική τους αυτοάμυνα ή ακόμα και στην υπεράσπιση συγκεκριμένων “κοινωνικών προνομίων” και την απόκτηση νέων δικαιωμάτων.

Χωρίς να έχει την ακαμψία ενός καθαρού σοσιαλισμού, θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα να βάλει ένα πλαίσιο στις καπιταλιστικές σχέσεις, οι οποίες είναι αντιληπτές ως ο φυσικός δεσμός ανάμεσα στις τάξεις και τα άτομα που τις συγκροτούν. Η πολιτική και η ηθική επεμβαίνουν τότε από κοινού σαν ένα φρένο στην αρπακτικότητα των εχόντων, η οποία κατανοείται ως η αιτία όλων των δεινών, ακόμα και του ίδιου του καπιταλισμού: η εκμετάλλευση γίνεται, τότε, απλά ένα προσωπικό ελάττωμα που οι θεσμοί μπορούν να διορθώσουν ή ακόμα και να καταστείλουν.

Αν ένα μεγάλο μέρος του κινήματος διάκειται ευνοϊκά προς την πρωτοβουλία RIC για τη διεκπεραίωση αυτού του προγράμματος, αυτό είναι αναμφίβολα ένα δόλωμα, αλλά δεν έχει τίποτα “ξένο” προς την ταξική πάλη και αυτό όχι μόνο με όρους των εσωτερικών αγώνων εντός του κινήματος. Δεν είναι, πρέπει να παραδεχτούμε, η ταξική πάλη όπως την βλέπει η Αριστερά, χαμένη στο παλιό εργατικό της όνειρο. Είναι ένας πολιτικός τρόπος αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων, όπως επισημαίνει ορθά το κείμενο. Μπορούμε προφανώς να μετανιώσουμε που το κίνημα δεν σταμάτησε στο αίτημα για μια πραγματική αύξηση στον κατώτατο μισθό (SMIC) και σε όλα τα άλλα κοινωνικά “μίνιμουμ”: εν ολίγοις, αυτό δεν ήταν αυτό που στη Γαλλία αποκαλείται “κοινωνικό μήνυμα”, θα λέγαμε ότι δεν είναι αυτό ακριβώς. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί αν υπήρχαν πολλά ακόμα που θα μπορούσαν να γίνουν, εν όψει της αυξανόμενης βίας της καταστολής, τόσο της αστυνομικής όσο και της δικαστικής, και της καθαρής απόρριψης των “παραχωρήσεων” της εκτελεστικής εξουσίας, από το να θεωρήσει ότι ήταν καλλίτερο να τοποθετηθεί στο πεδίο του πολιτικού. Και να τονίσουμε, επίσης, ότι η αριστερά των ίδιων των κοινωνικών κινημάτων, παρά τον παλιό επαναστατικό λόγο για “τον δρόμο” και τον τοίχο των Κομμουνάρων6, όταν είπε ότι “ο δρόμος” έχει δείξει τα όριά του, δεν έχει η ίδια προτείνει τίποτα άλλο από δημοκρατία στην υπηρεσία του κοινωνικού.

Προκύπτει ότι σήμερα είναι η RN7, οι οπαδοί του Chouard8 και η συνομωσιολογία (για να μην αναφέρουμε την Ανυπότακτη Γαλλία) που αναλαμβάνουν αυτόν τον ρόλο των ριζοσπαστών δημοκρατών: εδώ ενοχλούμαστε πολύ. Ότι η πολιτική, παρούσα σ’ ολόκληρο αυτό το κίνημα, αναλαμβάνει στην φάση της άμπωτις του, είναι προφανές. Ότι παίρνει αυτή τη μορφή, ήταν δεδομένο από την αρχή, στην ίδια την συγκρότηση του κινήματος. Ήταν απαραίτητο οι πολλαπλές υπερβολές των αρχών του Δεκεμβρίου να εξαπλωθούν και να διαφοροποιηθούν για να αμφισβητήσουν τα πάντα, περιλαμβανομένων των πολιτικών στρατοπέδων που τέμνονταν εντός τους και των ισχυρισμών για το αν είναι κοινωνικό ή όχι ή καταπνίγηκαν από την καταστολή και βρίσκουν μια πολιτική έκφραση: είμαστε εκεί και είναι φυσικά ο εχθρός, η επιστροφή στην τάξη. Και όταν η τάξη επιστρέφει, μπορούμε να διακρίνουμε το πάνω από το κάτω, και το δεξί από το αριστερό: όλα είναι στη θέση τους [chacun chez soi].

Για όλους αυτούς τους λόγους, δεν ήταν δυνατόν να ηττηθεί το κοινωνικό και αντιφασιστικό στρατόπεδο, αυτό της αριστεράς, στο κίνημα των κγ. Δεν υπάρχει “ανάκαμψη”, υπάρχει μόνο η πολιτική δραστηριότητα αυτών των δύο, της αριστεράς και τη δεξιάς: αν είναι η ακροδεξιά που επικρατεί αυτό συμβαίνει επειδή είναι σε θέση να το κάνει. Το κοινωνικό στρατόπεδο δεν ήταν με κανέναν τρόπο διαχωρίσιμο από τον λαϊκισμό αυτού του κινήματος, η σύγχυση ανάμεσα στο κοινωνικό και το πολιτικό είναι στην καρδιά του λαϊκισμού, αλλά προς το παρόν δεν υπάρχει αριστερός λαϊκισμός στη Γαλλία ικανός να νικήσει το στοίχημα. Αυτό ίσως αλλάξει, χωρίς να αποτελεί απαραίτητα καλή είδηση: είτε αριστερός είτε δεξιός, ο λαϊκισμός είναι μόνο μια πολιτική της κρίσης του κεφαλαίου. Και αυτό είναι που θα πρέπει να κάνουμε τώρα, και όλο και λιγότερο για τα παλιά καλά “κοινωνικά κινήματα[Et c’est à cela que nous aurons désormais à faire, et de moins en moins aux bons vieux “mouvements sociaux”].

Ανάμσα σε άλλα πράγματα, η πολιτική, αριστερή και δεξιά, δεν σημαίνει τίποτα άλλο από την διαχείριση του κεφαλαίου σε κρίση, το οποίο πρέπει να καταστραφεί για να αποφευχθεί ο “φασισμός” – και όλα τα συναφή, και αυτό είναι επίσης το αντικείμενο της ταξικής πάλης του προλεταριάτου κατά την (αυτο)κατάργησή του. Αλλά πριν καταστρέψει την πολιτική και αυτοκαργηθεί ως τάξη, το προλεταριάτο, που είναι διαρκώς και δομικά αποκλεισμένο, μπορεί επίσης να θέλει να συμμετέχει, να υπερασπιστεί τον εαυτό του και το ότι θέλει – ως τάξη – να υπάρχει μόνο στο κεφάλαιο, είναι επίσης μια πτυχή της πάλης του.

Η διαταξικότητα δεν είναι παρά η απελπισμένη προσπάθεια του προλεταριάτου να υπάρξει πολιτικά. Η ταξική πάλη είναι πολύ σύνθετη. Αλλά κανένα στάνταρ/πρότυπο, είτε επαναστατικό είτε ρεφορμιστικό, δεν θα μας βοηθήσει αν διακρίνουμε τι συμβαίνει ή τη διαδρομή που θα μπορεί να ακολουθήσει το προλεταριάτο μέσα σ’ αυτό το χάος – ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, σ’ αυτή την κατάσταση – καθώς σαλπάρει με όλες τις άλλες τάξεις στην ομίχλη της ταξικής πάλης, μια πάλη στην οποία, για να μιλάμε σωστά, κανένας δεν είναι ήρωας.

AC

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2018/12/23/sur-le-fil-le-ric-la-gauche-et-les-gilets-jaunes.

2 Στμ. Sur le fil: “στην κόψη” (του ξυραφιού), σε “τεντωμένο σκοινί”.

3 Στμ. “Η Καταλωνία εντός της στιγμής του λαϊκισμού”, https://2008-2012.net/2017/10/24/la-catalogne-dans-le-moment-populiste.

4 Στμ. Αυτό είναι κομβικό. Η κρίση που ξεδιπλώνεται, κρίση “ταυτότητας” του έθνους-κράτους, μεταβατικές μορφές διακρατικών οργανισμών, ενδοκαπιταλιστικοί ανταγωνισμοί μέσω προστατευτισμών, πρέπει να ειδωθεί, νομίζουμε, ως μια κρίση στην ίδια τη διαλεκτική κράτους-κεφαλαίου, την οποία τείνουμε να ξεχνάμε ταυτίζοντας αυτά τα δύο. Στην πραγματικότητα η αντίθεση είναι εντελώς συστατική πτυχή της διαλεκτικής σχέσης κράτους και κεφαλαίου, αντίθεση που σήμερα παίρνει τη μορφή της αντίθεσης έθνους-κράτους και παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου. Είναι αυτή η δυναμική που πιστεύουμε ότι οδηγεί το “έθνος-λαό” στην αγκαλιά του έθνους-κράτους του ως αναχώματος, όπως παρατηρεί και το κείμενο, στο “μαινόμενο” παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, χρωματίζοντας ως “αντικαπιταλιστικά” και “αντισυστημικά” τα εθνολαϊκιστικά κινήματα.

5 Στμ. Όντως, δείτε την “αναδιανεμητική” πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στα καθ’ ημάς.

6 Στμ. Ο τοίχος των Κομμουνάρων (στα γαλλικά: Mur des fédérés): το σημείο στο κοιμητήριο Père Lachaise όπου στις 28 Μαΐου του 1871, 147 fédérés, μαχητές της Παρισινής Κομμούνας, τουφεκίστηκαν και πετάχτηκαν σε μια ανοιχτή τάφρο στη βάση του τοίχου. Για τη γαλλική αριστερά, ιδιαίτερα τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές, ο τοίχος έγινε το σύμβολο των αγώνων του λαού για την ελευθερία και τα ιδανικά του.

7 Στμ. RN: Rassemblement Νational, Εθνικό Συλαλλητήριο: η μετονομασία, από τον Ιούνιο του 2018, του Εθνικού Μετώπου, του ακροδεξιού κόμματος της Μαρίν Λε Πεν.

8 Στμ. Étienne Chouard: Καθηγητής της τεχνικής εκπαίδευση, έγινε γνωστός το 2005 χάρις σε μια ανάρτηση στο blog του που υποστήριζε το «Όχι» στο δημοψήφισμα για την έγκριση ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος, θέση που τον έκανε αρκετά δημοφιλή στο Διαδίκτυο και της ριζοσπαστική αριστερά. Έκτοτε είναι υποστηρικτής μιας συνταγματικής αναθεώρησης και της εδραίωσης μιας άμεσης δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένης, για παράδειγμα, της δημιουργίας μιας Συντακτικής Συνέλευσης με κλήρωση και της δημιουργίας της Πρωτοβουλίας Πολιτών Δημοψήφισμα (RIC). Ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του ως υπεραριστερό αναρχικό και έχει γίνει επίκεντρο διαμάχης για την υπεράσπιση των θέσεων και της προσωπικότητας ατόμων που σχετίζονται με την ακροδεξιά ή σενάρια συνομωσιολογίας, όπως ο Alain Soral. Από τον Δεκέμβριο του 2018, ακολουθείται ιδιαίτερα από τα κίτρινα γιλέκα, λόγω της θέσης του για την πρωτοβουλία RIC, που έχει γίνει ένα από τα βασικά αιτήματα του κινήματος, και γνωρίζει μεγάλη προβολή και πάλι από τα ΜΜΕ.

Leave a Reply

Your email address will not be published.