το καταλανικό ζήτημα και το ελληνικό αντιμνημόνιο ως στιγμές του σύγχρονου εθνολαϊκισμού
Σημείωμα για τον λαϊκισμό, τις αντιφάσεις και τις οδύνες/ωδίνες του προλεταριάτου
Αλλά αν το πολιτισμικό στοιχείο παίζει κάποιο ρόλο στην Καταλωνία σήμερα, είναι μόνο ως ένα συνολικό πλαίσιο μιας οντότητας που λέγεται “Καταλωνία” η οποία εξακολουθεί να κατανοείται πρωτίστως οικονομικά…Το καταλανικό ζήτημα εγείρει, συνεπώς, το ερώτημα των σχέσεων ανάμεσα στο Κράτος και το κεφάλαιο. Σε αυτή τη σύγκρουση, η ιδεολογική διαμόρφωση των σχέσεων ανάμεσα στο κράτος, τον “λαό” και την οικονομία γίνεται ένα συγκεκριμένο ζήτημα εντός των πραγματικών ταξικών σχέσεων (“H Καταλωνία εντός της στιγμής του λαϊκισμού”, AC της ομάδας Carbure).
Την 1η Οκτωβρίου μεγάλα κομμάτια της ευρωπαϊκής και διεθνούς κοινής γνώμης εξέφραζαν σε κάθε τόνο, μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το σοκ και τον αποτροπιασμό τους για τη βιαιότητα με την οποία η ισπανική αστυνομία και πολιτοφυλακή κατέστελαν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία που είχε προκηρύξει η τοπική κυβέρνηση της Καταλωνίας, δημοψήφισμα που το ισπανικό κράτος, μέσω του Συνταγματικού Δικαστηρίου του, είχε κηρύξει παράνομο ως αντισυνταγματικό. Η βιαιότητα της καταστολής από το ισπανικό κράτος ξύπνησε, αντανακλαστικά σχεδόν, μνήμες, ιδιαίτερα για τον α/α χώρο, μιας άλλης εποχής, όταν η Καταλωνία ήταν πεδίο ενός εμφυλίου και μιας αναρχικής επανάστασης, από τις σημαντικότερες και πιο τραγικές στιγμές του 20ου αιώνα. Οι συνδηλώσεις μοιάζουν αναπόφευκτες.
Η αριστερά, εννοώντας με αυτό και κομμάτια του α/α χώρου, ωθούμενη, μάλλον αναμενόμενα, από έναν παρωχημένο αντιιμπεριαλισμό και έναν φετιχιστικό θαυμασμό για οτιδήποτε “διαλύει” την “ιμπεριαλιστική και αντιδραστική ΕΕ”, έσπευσε να δει αυτές τις εξελίξεις ως ένα καινούριο Brexit, τασσόμενη αναφανδόν υπέρ του “ιερού δικαιώματος στην αυτοδιάθεση” του καταλανικού λαού, τα “πιθανά ρήγματα”, και τις “δυνατότητες ριζοσπαστικοποίησης” κ.λπ. που μπορούν να φέρουν τον “λαό” στο προσκήνιο. Στην πιο νηφάλια εκδοχή, κάποιοι προέτασσαν το ζήτημα της αλληλεγγύης απέναντι στην καταστολή ή έθεταν κριτικές υποσημειώσεις για την προφανή ηγεμονία της αστικής ελίτ της Καταλωνίας στην όλη διαδικασία. Άλλα κομμάτια του α/α χώρου κράτησαν είτε αρνητική στάση σε μια διαδικασία που απλά “θέτει ένα κράτος απέναντι σε ένα άλλο”, είτε στάση κριτικής “ανοχής” ή κριτικής “σύμπραξης”.
Εδώ θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το καταλανικό ζήτημα από την σκοπιά των θεωρητικο-πρακτικών προκλήσεων που θέτουν στο αναρχικό κίνημα ζητήματα όπως το “δικαίωμα της αυτοδιάθεσης”, και δη της εθνικής, και η συμμετοχή ή όχι σε μια τέτοια διαδικασία, προσπαθώντας να κατανοήσουμε το πλαίσιο, με όρους του κοινωνικού-ταξικού ανταγωνισμού, στο οποίο εγγράφεται. προαπαιτούμενο αν θέλουμε να τοποθετηθούμε απέναντι στα ερωτήματα με έναν μη αντανακλαστικό και ιδεολογικοποιημένο τρόπο. Το πλαίσιο αυτό, για μας, είναι γενικά η κρίση Κράτους και κεφαλαίου και της μεταξύ τους σχέσης μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και τα εθνολαϊκιστικά κινήματα που αναπτύχθηκαν ως απάντηση στην κρίση αυτή.
Αυτό θα μας επιτρέψει να αναδείξουμε χρήσιμες αναλογίες ανάμεσα στο κίνημα της καταλανικής ανεξαρτησίας και το κίνημα ενάντια στα μνημόνια στην Ελλάδα, με τα χαρακτηριστικά “εθνικής” αποκατάστασης που πήρε, προσπαθώντας να συμβάλλουμε στην κατανόηση του εθνολαϊκισμού ως στρατηγικής του ελληνικού κράτους και των αφεντικών για τη συγκρότηση μιας νέας εθνικής ενότητας και της αντίστασής μας σ’ αυτήν.
Για τον λαό: η άνοδος του εθνολαϊκισμού μετά το 2008 και η καταλανική ιδιαιτερότητα
Τι είναι λοιπόν ο “λαός” και ο “λαϊκισμός”; Είναι ο λαϊκισμός αυτό που κυρίως σημαίνει στην φιλελεύθερη ρητορική, δηλαδή μια προσπάθεια “δημαγωγικής πολιτικής που στοχεύει στην εργαλειοποίηση των φτωχότερων και λιγότερο μορφωμένων τάξεων, ή ακόμα και στον εθνικισμό (αν και στοιχεία αυτών των δύο σημασιών μπορούν να βρεθούν σ’ αυτόν)”. Ή συνιστά μια πιο θεμελιώδη λειτουργία των καπιταλιστικών κρατών; Όπως αναφέρει ο AC της ομάδας Carbure στο κείμενο “Η Καταλωνία εντός της στιγμής του λαϊκισμού”, ο λαϊκισμός συνιστά “ένα διαταξικό κίνημα στο οποίο η εθνική ενότητα επιτυγχάνεται μάλλον με την οριζόντια αναγνώριση της ισότητας των υποκειμένων εντός ενός εθνικού όλου, και τον ιδεολογικό επανακαθορισμό των καπιταλιστικών σχέσεων στη βάση αυτής της ισότητας ως ουσιώδους”. Με άλλα λόγια ο “λαός” συνιστά αυτή τη φαντασιακή κοινότητα από την οποία εμφανίζεται να εκπορεύεται, ως “ένα “πράγμα του λαού”, το ίδιο το Κράτος, το οποίο καθίσταται έτσι υπεύθυνο για “την συγκεκριμένη ύπαρξη αυτής της υποτιθέμενης κοινότητας”.
Αναφερόμαστε σε εθνολαϊκισμό, γιατί θεωρούμε ότι εθνικισμός και λαϊκισμός είναι οργανικά συνδεδεμένοι και γιατί είναι κυρίως ο αριστερός λαϊκισμός, σπέρνοντας φενάκες για μια δυνάμει “προοδευτική” ή “ριζοσπαστική” κοινότητα ενός “λαού των εργαζόμενων”, των “συμμάχων της εργατικής τάξης” και άλλα ευφάνταστα, που προσπαθεί να αποκρύψει αυτή την οργανική σύνδεση. Όμως, η ίδια η ιστορία έχει αποδείξει ότι αυτός ο “περιούσιος λαός”του αριστερού λαϊκισμού δεν ήταν ποτέ τίποτα διαφορετικό από το έθνος/λαό του (ακρο)δεξιού λαϊκισμού, της ίδιας δηλαδή κοινότητας που υπέτασσε το ταξικό στο εθνικό, που αναπαρήγαγε το Κράτος και το κεφάλαιο ως εγγυητές της ύπαρξής της. Εν ολίγοις συγκαλυμμένος εθνικισμός. Γι’ αυτό και σήμερα μιλά την ίδια γλώσσα του (ακρο)δεξιού λαϊκισμού, προτείνοντας ως αντίδοτο στον δαίμονα του “νεοφιλελευθερισμού” και των “τοκογλύφων” την ανασυγκρότηση μιας εθνικής εργατικής τάξης υπό την ηγεσία των “παραγωγικών” και “πατριωτικών” τμημάτων του κεφαλαίου.
Η αριστερά έχει συμβάλλει ενεργά στη διαμόρφωση των διαταξικών συμμαχιών που, μετά την παγκόσμια κρίση του 2008, στρέφονται στο Κράτος ως “έσχατο εγγυητή ενάντια στην καπιταλιστική αναρχία και τα αχαλίνωτα ιδιωτικά συμφέροντα”, και το καθιστούν, μαζί με την “κοινωνία των πολιτών”, το προνομιακό πεδίο διαπάλης για την αναστροφή των επιπτώσεων της κρίσης, αναδιανομής και ενός “ριζικού” εκδημοκρατισμού. Ο λαός, είτε ως “αγανακτισμένοι” των “πλατειών” είτε ως το “99%” των κινημάτων Occupy, δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όρια του κράτους και του κεφαλαίου γιατί η κατηγορία στην οποία αντιτίθεται δεν είναι η αστική τάξη ως τέτοια (εκμεταλλευτής, κάτοχος των μέσων παραγωγής κ.λπ.). Ο λαός ως “κοινότητα δεν μπορεί παρά να συγκαλύπτει τις ίδιες τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις που τον συγκροτούν “ξαναχρωματίζοντάς τις στα υποτιθέμενα αδελφικά χρώματα της εθνικής σημαίας”. Εχθρός του “λαού” είναι οι “παγκοσμιοποιημένες ελίτ”, μια “περιφερόμενη τάξη”, χωρίς δεσμούς τόπου και κοινότητας, μια τάξη του “κοσμοπολιτισμού” ενάντια στο τοπικό, μια αφαίρεση των οικονομικών ροών ενάντια στο συγκεκριμένο της παραγωγής και των υπηρεσιών.
Στην περίπτωση της Καταλωνίας, η δυναμική κινήματος της ανεξαρτησίας ενισχύεται καθοριστικά την περίοδο μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 και την ανάπτυξη του εκεί κινήματος των “πλατειών”, όπως αποδεικνύεται από τις εκλογικές αναμετρήσεις και τις δημοσκοπήσεις, φτάνοντας, τελικά, για ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους (διάφορες πλευρές των οποίων εκτίθενται στο ενδιαφέρον άρθρο: “Καταλωνία: Παρελθόν και Μέλλον”, του Luke Stobart) σε ένα σημείο “έκρηξης” με τη διεκδίκηση της αυτοδιάθεσης. Θεωρούμε αυτό το σημείο ένα άνω όριο αυτών των κινημάτων, ως κινημάτων διεκδίκησης της ίδιας της κρατικής εξουσίας στο όνομα της “κοινωνίας των πολιτών”: την αμφισβήτηση μιας υφιστάμενης κρατικής οντότητας, του ισπανικού κράτους εν προκειμένω, και την προσπάθεια συγκρότησης μιας άλλης. Από αυτή την άποψη το “καταλανικό ζήτημα” συνιστά μια εξαιρετικά σημαντική στιγμή της κρίσης του σύγχρονου κράτους και των σχέσεων κράτους και κεφαλαίου, άλλες στιγμές της οποίας συνιστούν η Ουκρανία, η Συρία, το Κουρδιστάν κ.λπ. Αυτό θεωρούμε ότι είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί.
Η κρίση του Κράτους, στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, είναι άρρηκτα δεμένη με την παρούσα φάση αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου και συνεπώς με την ενίσχυση του εθνολαϊκισμού. Αυτό αντανακλάται πιστεύουμε σε μια διπλή, αντιφατική κίνηση των εθνολαϊκιστικών τάσεων που ταλανίζονται μεταξύ της παγκοσμιοποιημένης μορφής του κεφαλαίου και τις εθνικές του περιχαρακώσεις: αφενός έχουμε την απαίτηση των “πολιτών” από το Κράτος “τους” να γίνει ανάχωμα απέναντι στις “αδηφάγες χρηματοπιστωτικές ελίτ”, δηλαδή στις λειτουργίες της παγκοσμιοποιημένης παραγωγής και κυκλοφορίας, μια επιστροφή σε λογικές προστατευτισμού του παρελθόντος κ.λπ. Αφετέρου, ο τρόπος, για παράδειγμα, που αντιμετωπίστηκε η κρίση χρέους στην Ευρώπη, με την συνέργεια των υπερεθνικών οργανισμών (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ κ.λπ.) δείχνει σαν το εθνικό κράτος να προσπαθεί να περιορίσει την ίδια την κυριαρχία του υπέρ ενός ευρύτερου και γενικότερου συμφέροντος του κεφαλαίου. Αυτή η δεύτερη πτυχή σχετίζεται άμεσα με το περιεχόμενο του εθνολαϊκισμού στην Ελλάδα των μνημονίων. Από μια πιο θεωρητική σκοπιά, μπορούμε να πούμε ότι η κρίση της σχέσης κράτους-κεφαλαίου εκφράζεται ως κρίση της μορφής “έθνος-κράτος” και των τριβών του με τις διακρατικές, υπερεθνικές ολοκληρώσεις και σχηματισμούς.
Σ’ αυτό το πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε μια κρίσιμη ιδιαιτερότητα του αυτονομιστικού κινήματος στην Καταλωνία, δηλαδή τον φανατικό φιλοευρωπαϊσμό του, σε εμφανή και σημαίνουσα αντίθεση με τα εθνικιστικά ρεύματα σε Γαλλία, Βρετανία, Πολωνία, Ουγγαρία, Αυστρία κ.α. Ο καταλανικός εθνικισμός συγκροτείται ιστορικά, θα λέγαμε, περισσότερο στη βάση της “κοινωνίας των πολιτών” και λιγότερο σε μια αδρή εθνική ταυτότητα. Είναι ενδεικτικό ότι μετά τη δικτατορία Φράνκο, το 1981, η ταυτότητα του Καταλανού πολίτη προσδιορίζεται ως “κάποιου που ζει και εργάζεται στην Καταλωνία και θέλει να είναι Καταλανός” (γεγονός που αντανακλά φυσικά την προσπάθεια ενσωμάτωσης του διαχρονικού κύματος μεταναστών προς την Καταλωνία από άλλες περιοχές της Ισπανίας). Όπως λέει και ο AC: “η οντότητα ‘Καταλωνία’ πριν απ’ όλα παραμένει νοητή με οικονομικούς όρους”. Και είναι από αυτή την άποψη που το καταλανικό ζήτημα θέτει με έναν μη συμβατικό τρόπο “το ζήτημα των σχέσεων κράτους, “λαού” και οικονομίας εντός των πραγματικών ταξικών σχέσεων”. Από αυτή την άποψη, το καταλανικό κίνημα παρουσιάζει ιδιαίτερη αναλογία με το αποσχιστικό κίνημα στη Σκωτία. Και τα δυο αυτά πρέπει να τοποθετηθούν στην τάση που χαρακτηρίζεται ως ριτζιοναλισμός, δηλαδή το πολιτικό σχέδιο μιας ΕΕ στην οποία τα βασικά δομικά στοιχεία είναι Περιφέρειες και όχι έθνη-κράτη.
Το αντιμνημονιακό κίνημα στην Ελλάδα ως κίνημα “εθνικής χειραφέτησης”
Η χρεοκοπία του ελληνικού κράτους το 2009 παρήγαγε μια βαθιά κρίση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, όχι μόνο στο προφανές επίπεδο της πολιτικής εκπροσώπησης όσο, κυρίως, της δοκιμασίας των αντοχών του εθνικού κορμού. Η στρατηγική της αστικής τάξης στην Ελλάδα, με τη διπλή προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης μέσω της συγκρότησης μιας καινούριας εθνικής ενότητας είναι το αντιμνημόνιο.
Η πρόθεσή μας εδώ δεν είναι μια συνολική πολιτική αποτίμηση του αντιμνημονιακού κινήματος αλλά η ανάδειξη των στοιχείων που το καθιστούν κομβική στιγμή του εθνολαϊκισμού στην Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων. Σε σχέση με αυτό, η σύνθεση αυτού του κινήματος, όπως αναπτύχθηκε το διάστημα 2010-2012 ως “πλατείες”, “αγανακτισμένοι” κ.λπ. είναι πολύ συγκεκριμένη: ο ελληνικός λαός ως διαταξική συμμαχία των Ελλήνων υποτιμημένων μεσοαστών, μικροαστών και εργατών (η απουσία των μεταναστών και των άλλων πιο αόρατων κομματιών του προλεταριάτου ήταν εντελώς προφανής) που διεκδικούν τη διάσωσή τους ως ελληνικός λαός από το κράτος “τους”. Και ακόμα σημαντικότερα, αυτός ο “λαός” και το κράτος “του” εμφανίζονται, ταυτόχρονα, ως τα “θύματα” της κρίσης: μπορεί τώρα να ακούγονται μόνο από μια μειοψηφία πρώην Συριζαίων και λοιπών συνεπών αντιμνημονιακών δυνάμεων, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα “ντουζένια” του αντιμνημονίου, η ρητορική αυτού του μπλοκ εθνικής σωτηρίας, με μπροστάρη τον ΣΥΡΙΖΑ, ήταν αυτή του “λαού-θύματος” των “ξένων τοκογλύφων”, των “δανειστών”, της “ιμπεριαλιστικής γερμανοκρατούμενης ΕΕ”, και μιας χώρας “υπό κατοχή” που έχει μετατραπεί, παραδομένη από τις “υποτελείς” κυβερνήσεις του δικομματισμού, σε “προτεκτοράτο” του “Δ’ Ράιχ”.
Το αντιμνημόνιο είναι, λοιπόν, ο ιδεολογικός μηχανισμός που επιτελεί την καθοριστική λειτουργία του λαϊκισμού (αυτό που στην Καταλωνία επιτελεί το αίτημα της ανεξαρτησίας): αποκρύπτει την ουσία των μνημονίων ως της βίαιης αναδιάρθρωσης που τα ελληνικά αφεντικά και το κράτος προωθούν για το ξεπέρασμα της κρίσης μέσα από την άγρια υποτίμηση των προλετάριων, για να τα εμφανίσει, αντίθετα, ως μια επίθεση στον “λαό” και το κράτος “του”, προσδίδοντας, χωρίς υπερβολή, στον “αγώνα ενάντια στα μνημόνια” χαρακτήρα “εθνικοαπελευθερωτικού” αγώνα αφού δεν αφορά πλέον μόνο την αποκατάσταση της οικονομικής αλλά της ίδιας της εθνικής-κρατικής κυριαρχίας.
Σε μια επίσης ενδιαφέρουσα αναλογία με τον καταλανικό εθνικισμό, τα χαρακτηριστικά αυτά παρωξύνονται σε μια άλλη κομβική στιγμή του εθνολαϊκισμού στην Ελλάδα, το περιβόητο Δημοψήφισμα για τη συμφωνία με τους “δανειστές”, της 5ης Ιούλη του 2015.
Το νήμα που συνδέει τις “πλατείες” και το κίνημα του 2010-2012 με τη το Δημοψήφισμα εμφανίζει κάποια παράδοξα. Ενώ το αντιμνημονιακό κίνημα ηττάται στον δρόμο το 2012, το πολιτικό του σχέδιο εμφανίζεται, μετά από την κοινωνική νηνεμία της περιόδου 2012-2014, νικηφόρο με την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το παράδοξο της “νίκης μέσα από την ήττα” ή “της ήττας μέσα από τη νίκη”, είναι μόνο φαινομενικό. Όπως διαπιστώνει και ο AC:
“Ο λαϊκισμός – ακόμα και όταν είναι αριστερός ή “κοινωνικός” – είναι επίσης το από κοινού προϊόν της αποτυχίας αυτών των κινημάτων, της επιδείνωσης των μέτρων λιτότητας και της καταστολής από το Κράτος κινημάτων καθαρά διαμαρτυρίας” (“Η Καταλωνία εντός…”).
η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αναδεικνύει και σημειολογικά, θα λέγαμε, ότι το πολιτικό παράγωγο του αντιμνημονιακού κινήματος είναι όντως η ενίσχυση του εθνολαϊκισμού στην πιο αυθεντική του μορφή, ως ενός τόξου που διατρέχει ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, από τα ακροδεξιά μέχρι τα ακροαριστερά. Αυτό σχετίζεται και με την εξής θεμελιώδη πτυχή του εθνολαϊκισμού:
“ο λαϊκισμός αντιπροσωπεύει…την διπλή πτυχή ενός “λαϊκού” κινήματος και ενός κινήματος του κράτους, με άλλο λόγια, της άρχουσας τάξης, που μπορεί να δημιουργήσει μια ρευστή κατάσταση, με τις διαχωριστικές γραμμές να επαναπροσδιορίζονται μόνιμα” (AC, στο ίδιο).
Είναι αυτή η διπλή αυτή λειτουργία που αποτυπώνεται ξεκάθαρα στις πρώτες φιλοκυβερνητικές διαδηλώσεις της “περήφανης διαπραγμάτευσης” τον Φλεβάρη του 2015 (όταν, για να μην ξεχνάμε, στον εξώστη της Βουλής συνυπήρχαν στο ίδιο πλάνο οι σημαίες των ΑΝΕΛ, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και απογειώνεται με το Δημοψήφισμα τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς. Στο Δημοψήφισμα ο αριστερός, ιδιαίτερα, λαϊκισμός ανακάλυπτε και πάλι έναν “περήφανο” ελληνικό λαό ο οποίος, κόντρα στην “τρομοκρατία” των δανειστών και των ντόπιων συμμάχων τους, των “φιλελέ” αφεντικών (τα άλλα αφεντικά προφανώς ήταν μαζί “μας”) έφτανε, μέσω μιας δυνάμει καταλυτικής “ταξικής” ψήφου, στην κορύφωση μιας σχεδόν “επαναστατικής” στιγμής – αλήθεια από πού; Γιατί το μόνο που υπήρχε ήταν ο ελληνικός λαός που διεκδικούσε από την κυβέρνησή του μια “αξιοπρεπή” διαπραγμάτευση. Συντασσόταν, δηλαδή, για μια ακόμα φορά με το κράτος “του” στην προσπάθειά να ενισχύσει τη διαπραγματευτική του θέση, να εξασφαλίσει, δηλαδή, τους καλλίτερους δυνατούς όρους για την νέα φάση της επίθεσης των αφεντικών εναντίον των πιο υποτιμημένων στρωμάτων του προλεταριάτου.
Ανάλογα, στην Καταλωνία, είναι το αποσχιστικό και αντικαπιταλιστικό CUP που στήριξε καθοριστικά την κυβέρνηση Πουτζεμόν στη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος της ανεξαρτησίας, έχοντας υπαγάγει κάθε ταξική καχυποψία στην προσμονή μιας “ριζοσπαστικοποίησης” που αίφνης, κυρίως λόγω της καταστολής, θα εμπλουτίσει με κοινωνικά περιεχόμενα την εθνικιή ατζέντα.
Χωρίς να θέλουμε να επιδείξουμε οποιεσδήποτε “μαντικές ικανότητες”, αλλά μόνο στη βάση της κατανόησης που προσπαθούμε να έχουμε για τις αλλαγές στον κοινωνικό-ταξικό ανταγωνισμό, δεν θεωρούμε ότι πρόκειται να προκύψει, στο άμεσο μέλλον, τουλάχιστον, κάποια “ριζοσπαστικοποίηση” στην Καταλωνία, για τον ίδιο λόγο που κανένα προλεταριάτο δεν βγήκε να υπερασπιστεί το “περήφανο ταξικό ΟΧΙ” μετά την “προδοσία” του Τσίπρα.
Διαταξικότητα: η μεσαία τάξη, το προλεταριάτο και τα όρια της πολιτικής
Έχουμε ήδη υποδείξει ότι το όριο των διαταξικών, λαϊκών κινημάτων, είναι η ίδια η διαταξικότητά τους (ως πηγή του φετιχισμού των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων που τα καθηλώνει εντός του ορίζοντα του κεφαλαίου και του κράτους). Από την πλευρά του προλεταριάτου, η διαταξικότητα έχει, ως όριο, μια επιπλέον καθοριστική πτυχή που σχετίζεται με την μη-διακριτότητα των “ιδιαίτερων” συμφερόντων του προλεταριάτου. Πραγματικά, τα τμήματα του προλεταριάτου “που συγκλίνουν στους διαταξικούς αγώνες “είναι πάντα τμήματα που τα συμφέροντά τους επικαλύπτονται με αυτά των μεσαίων τάξεων, είναι αυτή η τομή που συγκροτεί την “κοινωνία των πολιτών” ως αντικείμενο διεκδίκησης, και από τη στιγμή που η κοινωνία των πολιτών είναι το πρόβλημα, οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις καθίστανται αδιαμφισβήτητες, γιατί αυτές προϋποτίθενται” (“Η Καταλωνία εντός…”).
Παράγεται έτσι ένα όριο που δεν έχει να κάνει με κάποια “χειραγώγηση” αυτών των τμημάτων από την αστική τάξη (ή την αριστερά), αλλά με το θεμελιώδες γεγονός ότι η διαταξικότητα και ο λαϊκισμός (πέρα από τον ιδεολογικό του χαρακτήρα) συγκροτούνται σε μια αντιφατική αλλά πραγματική βάση όπου τα συμφέροντα των τάξεων δεν είναι πλέον διακριτά. Και ο λόγος που τα “πραγματικά” συμφέροντα της εργατικής τάξης δεν είναι διακριτά είναι επειδή δεν υπάρχει πλέον “Η” εργατική τάξη ως δεδομένη ενότητα συμφερόντων. Ή με μια διαφορετική διατύπωση: τόσο ο λαϊκισμός, ως ιδεολογία, όσο και το προλεταριάτο ως τάξη του κεφαλαίου, ως διαχωριζόμενο και ενοποιούμενο μόνο μέσω του κεφαλαίου, επιβεβαιώνουν, όπως λέει ο AC, “στη γλώσσα της ιδεολογίας αυτή τη θεωρητική αλήθεια: το κεφάλαιο είναι η ίδια η κοινωνία”.
Η αριστερά αγνοώντας αυτή την θεωρητική αλήθεια, μιλώντας για “χειραγωγήσεις” ή “δυνατότητες ριζοσπαστικοποίησης” μιας κατά φαντασίαν “ενιαίας” εργατικής τάξης, αποκρύπτει το θεμελιώδες ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση της υπάρχουσας κατάστασης δεν μπορεί να είναι η ριζική αμφισβήτηση του κεφαλαίου και του κράτους.
Δημοκρατία, αυτοδιάθεση και προκλήσεις για το αναρχικό κίνημα
Στη σύγκρουση της καταλανικής ελίτ με το ισπανικό κράτος αμφότερα εμφανίζονται να υπερασπίζονται τη Δημοκρατία και τη “νομιμότητα”, γεγονός το οποίο οδηγεί σε μερικά κρίσιμα ερωτήματα στην “καρδιά” της Δημοκρατίας, που αναδεικνύονται εύστοχα στο κείμενο των συντρόφων της αναρχικής κολλεκτίβας CrimethInc: “Δημοκρατία, βουτηγμένη στο αίμα. Για το καταλανικό δημοψήφισμα: το παλιό κράτος, ένα καινούριο κράτος ή καθόλου κράτος”; Πέρα από την προφανή αντίφαση ένα σχεδόν-κράτος, η Καταλανική Αυτόνομη Διοίκηση, να καταδικάζει το ισπανικό κράτος για άσκηση βίας, το ουσιαστικό είναι η προσπάθεια να εμφανιστεί “ότι ο εθνικισμός και η δημοκρατία προσφέρουν μια λύση [στο πρόβλημα] της κρατικής καταστολής και της αστυνομικής βίας”.
Είναι σαφές, όμως, ότι σε κάθε περίπτωση Δημοκρατία σημαίνει εκλογές, νόμοι και μηχανισμοί επιβολής τους, συνεπώς το αληθινό ερώτημα δεν είναι “ποια πλευρά είναι δημοκρατική”, γιατί, όπως λένε και οι σύντροφοι, “είναι και οι δύο”, αλλά “ποια νομιμότητα θα κυριαρχήσει”; Γενικότερα, με δεδομένη τη διαίρεση του κόσμου σε ζώνες κρατικής κυριαρχίας, πώς επιλύονται ή ξεπερνιούνται οι συγκρούσεις μεταξύ αυτών των “επικρατειών”, των μπλοκ, δηλαδή, που “οι άνθρωποι συγκροτούν…στη βάση επιφανειακών ομοιοτήτων όπως η εθνικότητα, η γλώσσα, η θρησκεία και η υπηκοότητα”, όπως λένε οι σύντροφοι του CrimethInc, αφού ουσιαστικά το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας κατανοείται ως ζήτημα επιβολής. “Τα μπλοκ αυτά ανταγωνίζονται για τον έλεγχο εντός κάθε κράτους και σε συγκρούσεις μεταξύ κρατών. Αυτή η πάλη λαμβάνει χώρα με μη-βίαιο τρόπο ως δημοκρατία και με βίαιο τρόπο ως πόλεμος – όπου βρίσκει κανείς τη δημοκρατία, ο πόλεμος δεν είναι ποτέ μακριά”.
Για το αναρχικό κίνημα, συνεπώς, ο εθνικισμός δεν μπορεί να αποτελεί μέσο για την επίτευξη της αυτοδιάθεσης των ανθρώπων όχι μόνο επειδή είναι ένας θεμελιώδης μηχανισμός απόκρυψης των σχέσεων κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, αλλά και λόγω της εγγενούς του βίας ως παράγωγο της Δημοκρατίας και της πυρηνικής, σε αυτήν, αρχή της πλειοψηφίας. Η αυτοδιάθεση, από τη σκοπιά της ελευθερίας, δεν μπορει να συνίσταται στη δημιουργία μιας κλειστότητας με βάση μια επιβεβλημένη ταυτότητα· αντίθετα, “ο αληθινός αυτοκαθορισμός απαιτεί συμβιωτικές σχέσεις που υπερβαίνουν την ταυτότητα” (στο ίδιο).
Έτσι στα διλήμματα επιλογής “εθνικότητας” ή “υπηκοότητας” που θέτουν, για παράδειγμα, ο ισπανικός και ο καταλανικός εθνικισμός, η απάντησή μας δεν μπορεί να είναι η “αρχή της πλειοψηφίας” και τα δημοψηφίσματα. Οι σύντροφοι του CrimethInc προτείνουν “…εθελούσιες συσχετίσεις που δεν διεκδικούν αποκλειστικό έλεγχο των πληθυσμών και των περιοχών. Στη θέση του εθνικισμού, προτείνουμε αμοιβαία βοήθεια κατά μήκος όλων των ταυτοτήτων. Στη θέση του κράτους, προτείνουμε πραγματική αυτοδιάθεση σε μια αποκεντρωμένη βάση. Στη θέση της δημοκρατίας, της αρχής της πλειοψηφίας, προτείνουμε τις αρχές της οριζοντιότητας και της αυτονομίας. Στη θέση των πολέμων που ο εθνικισμός και η δημοκρατία πάντα υποδαυλίζουν, προτείνουμε την αλληλεγγύη και την δικαιοσύνη που μετασχηματίζει”.
Τα ζητήματα της αυτοδιάθεσης, της “εθνικότητας”, θέτουν σημαντικές προκλήσεις για το αναρχικό κίνημα. Για τους συντρόφους στην Καταλωνία, ιδιαίτερα, το ζήτημα της στάσης τους απέναντι στη λεγόμενη διαδικασία της ανεξαρτησίας είναι ζωτικής σημασίας. Στην πραγματικότητα, τέτοια ζητήματα θα προκύπτουν για το αναρχικό κίνημα από κινήματα που διεκδικούν στο πλαίσιο της “κοινωνίας των πολιτών”. Οι απόψεις δεν να μπορούν ταυτίζονται, ούτε υπάρχει πάντα μια “ασφαλής” θέση. Ένα κριτήριο πρέπει να είναι, πιστεύουμε, το “ποιος κερδίζει” τελικά από τους αγώνες με όρους κοινωνικού-ταξικού ανταγωνισμού και αν υπάρχουν πραγματικές δυνατότητες ριζοσπαστικοποίησης τους, γιατί γενικά δεν υπάρχει μια “απειρία” δυνατοτήτων (κι εδώ είναι που αναδεικνύεται ο κρίσιμος ρόλος της θεωρίας). Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να έχουμε επίγνωση των συνεπειών και του πιθανού ρίσκου κάθε στάσης και να καθιστούμε ξεκάθαρη την πλευρά από και για την οποία μιλάμε.
Ιδιαίτερα, σε μια περίοδο ενίσχυσης των εθνολαϊκιστικών τάσεων, εντατικοποίησης της επίθεσης του Κράτους και του κεφαλαίου εναντίον μας, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, είναι εντελώς επιτακτική ανάγκη να διαχωρίζουμε απόλυτα και συνειδητά την αντίληψή μας για την υποτίμησή μας και τη μορφή και το περιεχόμενο των αγώνων μας από τις δυνάμεις του εθνολαϊκισμού. Διαφορετικά κινδυνεύουμε οι αγώνες αυτοί να αφομοιώνονται από την κυριαρχία.
Επειδή δεν υπάρχει καμμιά αντικαπιταλιστική, αντιιμπεριαλιστική ή αντικρατική “ρήξη” στα Brexit, στα δημοψηφίσματα στη Σκωτία ή την Καταλωνία και στα “αντιμνημόνια”, ο ρεαλισμός για τους καταπιεσμένους και τους εξαθλιωμένους δεν είναι άλλος από την επανάσταση ως ριζική αμφισβήτηση του υπάρχοντος, ως ρεαλιστική ουτοπία που μας επιτρέπει να φανταστούμε τι μπορούμε να πετύχουμε πέρα από και ενάντια σε καινούριες κρατικές δομές, ως το όραμα, το ήδη ενεργό στα πολυάριθμα δίκτυα αλληλεγγύης και αντίστασης που δημιουργούμε, της κοινωνίας που θέλουμε εδώ και τώρα.
Για έναν κόσμο χωρίς σύνορα και κράτη!
Έναν κόσμο της ελευθερίας και της χειραφέτησης!
fabric
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
[1] “Η Καταλωνία εντός της στιγμής του λαϊκισμού”, AC της Carbure: https://2008-2012.net/2017/10/24/la-catalogne-dans-le-moment-populiste.
[2] “Καταλωνία: Παρελθόν και Μέλλον”, Luke Stobart: https://inmediasres.espivblogs.net/jacobin_catalunya
[3] “Δημοκρατία, βουτηγμένη στο αίμα. Για το καταλανικό δημοψήφισμα: το παλιό κράτος, ένα καινούριο κράτος ή καθόλου κράτος;”, CrimethInc, https://inmediasres.espivblogs.net/crimethinc_catalonia
Και γενικότερα στην ενότητα: https://inmediasres.espivblogs.net/category/international/catalunya του blog της InMediasRes.