Τάξη/διαχωρισμός/φυλετικοποίηση. Σημειώσεις

Αναδημοσιεύουμε από το blog https://2008-2012.net.

https://2008-2012.net/2018/11/26/class-segmentation-racialisation-notes/

Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε απ’ τη Théo­rie Com­mu­niste το 2016. Θα θέλαμε ως εισαγωγή να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από ένα πιο πρόσφατο άρθρο τους, του δεύτερου μέρους του «Le kaléidoscope du prolétariat», που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2018.

 

Πάντα υπήρχαν διαχωρισμοί στο εσωτερικό της εργασιακής δύναμης. Πρέπει, οπότε, να θεωρήσουμε τον διαχωρισμό ως έναν αντικειμενικό καθορισμό της εργασιακής δύναμης υπό το κεφαλαίο, ο οποίος οδηγεί φυσικά σ’ έναν καταμερισμό της εργασίας. Δεν έχουμε εδώ τίποτα παραπάνω από μια διαίρεση ενός ομοιογενούς υλικού και μια απλή ποσοτική διαβάθμιση της αξίας της εργασιακής δύναμης. (Τόσο η απλή όση κι η σύνθετη εργασία υποβάλλεται σ’ ένα είδος όσμωσης εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, απ’ τον γενικευμένο περιορισμό της υπερεργασίας στην εξειδικευμένη εργασία υπό συνεργατική διαχείριση, κλπ.) Ωστόσο, αυτός ο διαχωρισμός δεν θα υπήρχε αν δεν ήταν ταυτόχρονα κι ένας ποιοτικός διαχωρισμός εντός ενός κατά τ’ άλλα ομοιογενούς υλικού. Εδώ εμπλέκονται δύο διαδικασίες, οι οποίες υφαίνουν από κοινού: Αφενός, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι παγκόσμιος, ικανός να ιδιοποιηθεί και να καταστρέψει όλους τους άλλους τρόπους παραγωγής, διατηρώντας για τον εαυτό του τα χαρακτηριστικά τους, τα οποία επαναπροσδιορίζει. Αφετέρου, η αξία της εργασιακής δύναμης αναπαριστά ένα ηθικό, πολιτιστικό κι ιστορικό συστατικό στοιχείο. Αφού η καπιταλιστική εκμετάλλευση είναι καθολική -δηλαδή, επειδή το κεφάλαιο μπορεί να καταλάβει άλλους τρόπους παραγωγής ή να τους κάνει να συνυπάρχουν μαζί του, εκμεταλλευόμενο την εργασιακή δύναμη μαζί μ’ αυτούς τους άλλους τρόπους παραγωγής, ή μπορεί να τους αποσυνδέσει απ’ τους πρότερους όρους ύπαρξής τους- ο καπιταλισμός αποτελεί συνεπώς μια ιστορική κατασκευή που επιφέρει τη συνύπαρξη όλων των διαφορετικών βαθμίδων της ιστορίας σε μια μοναδική στιγμή. Ο διαχωρισμός δεν είναι απλώς «χειραγώγηση». Ο διαχωρισμός υπάρχει ως εθελοντική δραστηριότητα της καπιταλιστικής τάξης και των επαγγελματιών ιδεολόγων της, ο οποίος διαχωρισμός διαμορφώνει και θέτει σε κίνηση μια αντικειμενική διαδικασία, έναν δομικό καθορισμό του τρόπου παραγωγής.

Αν η εργατική τάξη ήταν πάντα διαχωρισμένη, είναι αναγκαίο να συγκειμενοποιήσουμε αυτόν τον διαχωρισμό. Δηλαδή, πρέπει να τον τοποθετήσουμε στη γενική μορφή της αντίφασης μεταξύ του προλεταριάτου και του κεφαλαίου εντός ενός δοσμένου κύκλου αγώνων. Χωρίς αυτό, η αντιπαράθεση προς τις ταυτότητες -ταυτότητες που λαθεμένα συνδέονται με κοινότητες- θα ήταν αποκλειστικά κανονιστική. Ακόμη κι αν αποδίδαμε μεγάλη περιστασιακή σημασία σ’ αυτόν τον διαχωρισμό, το είναι του κείτεται αλλού, εντός μιας καθαρότητας που είτε είναι προσβάσιμη είτε δεν είναι. Δεν διαφεύγουμε απ’ την αλληλοαποκλειόμενη αντιπαράθεση με τις ταυτότητες απλώς αντιπαραβάλλοντας σ’ αυτό που υπάρχει το πως θα έπρεπε να είναι.

Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του διαχωρισμού και της φυλετικοποίησης, βρίσκουμε δύο αντιμέτωπες μονόπλευρες στάσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, ο υλισμός συμπυκνώνεται στην αναγωγή της ταυτότητας στα θεμέλιά της – χωρίς να συνοπολογίζεται η επιδραστικότητά της ή η λογική της. Η δεύτερη, εξίσου υλιστική, στάση βασίζεται σε μια άρνηση να λάβει υπόψη της τα γεγονότα. Ισχυρίζεται ότι αν η φυλετική ταυτότητα ανάγεται πλήρως στα θεμέλιά της, δεν πρόκειται παρά μόνο για μια αυθαίρετη κι επιβλαβή κατασκευή. Συνεπώς, όσοι την μετατρέπουν σ’ αντικείμενο απλώς διαιρούν τη τάξη και προωθούν τη βαρβαρότητα. (Δεν διαστρεβλώνω τη θέση τους.) Εκείνο που διαφεύγει και των δύο στάσεων είναι το ζήτημα της ιδεολογίας, η οποία δεν αποτελεί εναν αντικατοπτρισμό [της βάσης] μα ένα συνονθύλευμα πρακτικών και πιστευτών αποκρίσεων. Κάτω απ’ αυτές λειτουργούν ορισμένες πρακτικές. Η ταυτότητα δημιουργείται όπου υπάρχει ένα διαχωρισμός και μια αυτονόμηση μιας πραγματικής σφαίρας δραστηριοτήτων. Κάθε ταυτότητα ή ιδεολογία -με την έννοια του όρου που χρησιμοποιούμε εδώ- έχει τη δική της ιστορία και τρόπο λειτουργίας, ο οποίος μπορεί να επαληθευτεί αναφερόμενος στις πρακτικές που λειτουργούν κάτω απ’ την υπό εξέταση ιδεολογία. Η ταυτότητα αποτελεί συνεπώς μια ουσιαστικοποίηση η οποία ορίζει ένα άτομο ως υποκείμενο.

Μια κανονιστική άρνηση του φυλετικοποιημένου διαχωρισμού δεν αναζητεί τις αντιφάσεις στο εσωτερικό του υπάρχοντος. Αντ’ αυτού, αρκείται να έρθει σ’ αντίφαση με το υπάρχον: τάξη ενάντια στον διαχωρισμό της, χωρίς ν’ αναλογίζεται ότι η τάξη υπάρχει μόνο εντός αυτού του διαχωρισμού (δηλαδή, εντός της αντίφασης του προλεταριάτου και του κεφαλαίου που παρέχει την αναπαραγωγή της). Η κανονιστική αντιπαράθεση με τον πραγματικό διαχωρισμό του προλεταριάτου οδηγεί σε μια ιδεολογική έκλειψη της πραγματικότητας – κάτι που το Κόμμα των Ιθαγενών της Δημοκρατίας [PIR] κάνει απ’ την αντίστροφη, με τον δικό του τρόπο.

Ας το επαναλάβουμε: οι προλεταριακοί αγώνες πάντα αναπαράγονται κι αναπτύσσονται εντός των κατηγοριών της αναπαραγωγής και αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου. Οι αγώνες υπάρχουν μόνο ως «επικαθορισμένοι». Η επιθυμία για μια τάξη η οποία δραπετεύει απ’ την αμοιβαία της συνεπαγωγή εντός του κεφαλαίου για να επιβεβαιωθεί ως τέτοια, επιβεβαιώνοντας τον εαυτό της με καθαρό αυτοπροσδιορισμό, αποτελεί ένα προγραμματικό όνειρο. Επιπλέον, αυτό το «πλεόνασμα» ή «επικαθορισμός» δεν αποτελεί κάποια υπολειπόμενη έλλειψη ή μεταστροφή, μα αντ’ αυτού την ίδια την ύπαρξη και την πρακτική της τάξης όπως τη βρίσκουμε. Με άλλα λόγια, είναι η αμοιβαία αναπαραγωγή του προλεταριάτου και του κεφαλαίου – όπου το κεφάλαιο πάντα υπαγάγει το προλεταριάτο, το οποίο τότε πράττει σύμφωνα με κατηγορίες ορισμένες απ’ την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Τα κλάσματα του προλεταριάτου, στον διαχωρισμό του, εμφανίζονται στην αγορά εργασίας ως προϋποτιθούμενα, επειδή ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής κινείται εντός των συγκεκριμένων μορφών που δημιουργεί (ακόμη και πέρα απ’ την αγορά εργασίας). Ως αποτέλεσμα, οι μορφές αυτές έρχονται αντιμέτωπες με τη διαδικασία αναπαραγωγής ως προϋποθέσεις που καθορίζουν τη συμπεριφορά τόσο των καπιταλιστών όσο και των προλετάριων, προσφέροντάς τους τη συνείδησή τους και κίνητρα για να πράξουν.

Ο διαχωρισμός αυτός αναπτύσσει τη δική του ιδεολογική αποτελεσματικότητα, η οποία ύστερα διαιρεί τον πληθυσμό παγιώνοντας τις διαφορές. Κι εδώ είναι που το PIR εμφανίζεται ως εντερπρενέρ της φυλετικοποίησης, ακριβώς όπως υπάρχουν εντερπρενέρ του εθνικισμού, ελίτ οι οποίες συνιστούν μια κομπίνα η οποία μέχρι αρκετά πρόσφατα ευχαρίστως δεν είχε ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα. Η κριτική δεν πρέπει να κάνει συμβιβασμούς σ’ αυτές τις αιχμές: η τακτικιστική ομοφοβία, ο λανθάνων αντισημιτισμός, η «κατανόηση» των φιλοσανταμικών στοιχειών κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου, η εγκατάλειψη («για την ώρα») των γυναικείων αγώνων, κλπ – αυτά δεν είναι «παρεκκλίσεις», κάτι που θα υπονοούσε ότι εκκινούν από ένα σημείο που ήταν περισσότερο ή λιγότερο «υγιές». Ακριβώς το αντίθετο: οι θέσεις αυτές συγκροτούν τη δραστηριότητα των εντερπρενέρ της φυλετικοποίησης, τον λόγο ύπαρξης του PIR, το οποίο διαιρεί ακόμη κι ένα ορισμένο κομμάτι του «μεταναστευτικού» πληθυσμού με τον όρο «μεταποικιακό», αναζητώντας να ορίσει μια ουσιώδη ταυτότητα. Ακόμη κι αν το PIR παίζει έναν πολύ ασήμαντο ρόλο στα προάστια, το ιδεολογικό του έργο συμβαδίζει με την κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή: «Απ’ τα μέσα της δεκαετίας του 1970, έχουμε καταφέρει να διακρίνουμε 3 διαδοχικές διατάξεις, τρεις εποχές των προαστίων. Έναν αποδιοργανωμένο κόσμο, αν και κοντά μας, περιοχές που επανακατηγοριοποιήθηκαν απ’ το εμπόριο ναρκωτικών και την μητροπολιτική βία σ’ ένα σύμπαν σημαδεμένο απ’ τις περιφράξεις και την απόσχιση»[1].

Μπορούμε να μιλήσουμε για ένα αίσθημα αδυναμίας αναφορικά με τη σχέση μας με την κοινωνία, η οποία αντιμετωπίζει το άτομο ως πραγμοποιημένο συλλογικό περιορισμό. Έχουμε εδώ την μορφή και το περιεχόμενο μιας ατομικής συνείδησης του εαυτού της που είναι κατάλληλα θρησκευτική: η σκέψη της ατομικής αλλοτρίωσης σε σχέση με την κοινότητα (η οποία δεν είναι πλέον ένας τρόπος παραγωγής ή ένα σύνολο παραγωγικών σχέσεων) ως κατάσταση, η εγγενής αθλιότητα της ανθρώπινης φύσης. Στην καπιταλιστική συγκρότηση του αποκλεισμού, η αλλοτρίωση του προλεταριάτου απ’ το δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων δεν εμφανίζεται πια ως το προϊόν της δικής του δραστηριότητας. Ούτε η αντιφατική του σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία φαίνεται σαν αποτέλεσμα της δικής τους δραστηριότητας, μα αντ’ αυτού ως ένα εγγενές χαρακτηριστικό της ατομικότητάς του. Είναι απλά οι φτωχοί, η πληβείοι. Ο διαχωρισμός αυτός απ’ την κοινότητα και τις άλλες ατομικότητες, έχοντας μετατραπεί σ’ εγγενές χαρακτηριστικό της ατομικότητας, μπορεί να επιλυθεί μόνο μέσω μιας σχέσης η οποία υπερβαίνει όλες τις ατομικότητες ως κάτι ριζικά εξωτερικό. Πρόκειται πράγματι για τη δομή της θρησκείας και την παραγωγή της. Η θρησκεία μπορεί έτσι να επανενώσει όλους τους διάφορους καθορισμούς της ατομικότητας και να γίνει ένας πανίσχυρος μοχλός για τους εντερπρενέρ των ταυτοτήτων.

Κάθε ταυτότητα προσδίδει στον εαυτό της μια φαντασιακή γενεαλογία, η οποία είναι τόσο αποτελεσματική όσο και πραγματική χάρη της ανακατασκευής της. Ωστόσο, αυτό αποτελεί επίσης το όλο πρόβλημα της ταυτότητας, πέρα απ’ τον ασταθή, ευμετάβλητο κι εύθραστο χαρακτήρα της (παρά την εμφάνισή της). Η αντίφαση που συμβαίνει κατά τη φάση της πραγματικής υπαγωγής λαμβάνει επίσης χώρα στο επίπεδο της αναπαραγωγής. Ξανά, όμως, το μονοπάτι των πραγματικών αντιφάσεων -μεταξύ της κανονιστικής άρνησης και της επιχείρησης της φυλετικοποίησης– είναι πράγματι στενό. [Για όσα ακολουθούν, θα ήταν χρήσιμο και το σύντομο κείμενο «Μια απόπειρα να ορίσουμε τη τάξη» ως σημείο αναφοράς. Το παραθέτουμε στο τέλος.]

Ο τόπος παραγωγής των ταυτοτήτων είναι συνεπώς η πολλαπλότητα των σχέσεων εντός της οποίας δημιουργείται και βιώνεται το ταξικό ανήκειν. Οι σχέσεις αυτές δεν είναι όλες τους αυστηρά οικονομικές. Στη διαδικασία παραγωγής χρειάζεται να προσθέσουμε τα εξής: ανισομερή επίπεδα ανάπτυξης και την mise en abyme τους υπό τον σύγχρονο καπιταλισμό, τον καταμερισμό της εργασίας, την ιστορική πτυχή της αξίας της εργασιακής δύναμης, την αλληλεπίδραση μεταξύ των σχέσεων παραγωγής και σχέσεων διανομής (καθώς και την πρωτοκαθεδρία που αποκτούν σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα) και την αποεθνικοποίηση του κράτους. Οι μηχανικές της παραγωγής που εφαρμόζοντα εδώ είναι διάφορες, εξαρτώνται από παράγοντες όπως το ταξικό ανήκειν, ο διαχωρισμός της εργασιακής δύναμης, η δημιουργία του ατόμου ως υποκειμένου, η καταπίεση (η «στιγμή καταναγκασμού», η οποία περιέχει μια ανανεωμένη αντιπαράθεση μεταξύ της εργασιακής δύναμης και του κεφαλαίου) κι οι σχέσεις διανομής. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το PIR μιλά μόνο για καταπίεση και καταπιεσμένους. Μεταξύ άλλων, αυτός είναι ο τρόπος τους να διαμορφώσουν και να παράξουν μια ταυτότητα. Δίνουν μορφή σε μια αληθινή λογική ταυτότητας απευθυνόμενη σε άτομα για τα οποία η καθοριστική πτυχή είναι ότι «πετάχτηκαν» απ’ την «αληθινή κοινωνία» και δεν τους δίδεται «κανένας σεβασμός». Βλέπουμε εδώ έναν διαρκή επικαθορισμό, μια διαρκή διαμόρφωση, της λογικής της τάξης απ’ τον εαυτό της: αυτό, οπότε, είναι το όλο πρόβλημα με την κανονιστική άρνηση και την αίρεση της «καθαρής» τάξης.

Οι μηχανισμοί αυτοί, εγγενείς στην αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου, δουλεύουν με σχέσεις που δεν είναι αυστηρώς οικονομικές, σχέσεις οι οποίες διαμορφώνουν το υλικό τους. Απ’ αυτό απορρέουν όλα τα είδη προϊόντων: θρησκευτικές κοινότητες, εθνότητες, φυλές, εδαφικό ανήκειν, κλπ· οι πιθανοί συνδυασμοί είναι οιονεί άπειροι. Όλες τους είναι μέρος της ταξικής πάλης, και δεν είναι πάντα ρόδινη. Πρέπει όμως να συμμετάσχουμε σ’ αυτή επειδή αυτός είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε. Δεν είναι ο κόσμος των Καθαρών Ιδεών, μα ο πάτος του Σπηλαίου.

Ένα συχνό λάθος είναι η επαναφορά μιας κατασκευασμένης ταυτότητας στη «βάση» της, δηλαδή στον διαχωρισμό, χωρίς να καταλάβουμε ότι αν ο διαχωρισμός είναι πράγματι η βάση της, τότε η κατασκευασμένη ταυτότητα θα «ακολουθήσει» τη λογική η οποία της ανήκει και θα πράξει αντιστοίχως. Η λογική αυτή οργανώνει μια ολόκληρη κοσμοαντίληψη, καθώς και μια προσέγγιση για τις παραγωγικές σχέσεις. Όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι συναφείς δρώντες για την εφεύρεση των διακρίσεων, την παραλλαγή τους ή την εξαφάνισή τους. Στη Μασσαλία, για παράδειγμα, ένας Ιταλός ή ένας Ισπανός είναι απλώς ένας ακόμη καλός φίλος για να παίζεις μπόουλινγκ. Η φυλετικοποίηση, ή η παραγωγή συγκεκριμένων ταυτοτήτων, δεν ανήκει στην έννοια του κεφαλαίου. (Σ’ αντίθεση με την έμφυλη διάκριση, η οποία είναι εγγενής στην εργασία ως παραγωγική δύναμη.) Έχοντας πει όμως αυτά, η φυλή είναι μολαταύτα μια αναγκαία μορφή εμφάνισης. Ο μετασχηματισμός μιας κοινωνικής σχέσης σε πράγμα -με άλλα λόγια, ένα «παράδοξο» υποκείμενο- είναι ταυτόχρονα κι ο μετασχηματισμός αυτού του πράγματος σε μια κοινωνική σχέση μεταξύ υποκειμένων. Κατά μία έννοια, το υποκείμενο είναι ο κληρονόμος της κίνησης που το δημιουργεί. Αυτή η αντιστροφή είναι ο τρόπος με την οποίο δρουν πραγματικά οι παραγωγικές σχέσεις, μεταμφιεσμένες ως αποφάσεις και βουλήσεις των υποκειμένων.

Όμως, η όλη κοινωνική κατασκευή απ’ την οποία εγείρεται αυτό, τώρα αυτοεξαλείφεται. Η φυλετική ή εθνοτική διάκριση παίζει τον δικό της ρόλο σύμφωμα με τους εγγεγραμμένους καθορισμούς για τον εαυτό της εντός της αυτονομίας του πεδίου δράσης στο οποίο δημιουργείται: ένας μαυρός μπορεί να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ, παραμένει όμως μαύρος. Ένας μαύρος προλετάριος δεν είναι ένας λευκός προλετάριος. Υπάρχοντας για τον εαυτό της, εντός του δικού της πεδίου δράσης, μια τέτοια διάκριση μπορεί επίσης να γίνει το αντικείμενο εργαλειακής πολιτικής δραστηριότητας. Στη Γαλλία το είδαμε αυτό κατά το μεγάλο κύμα απεργιών στις αυτοκινητοβιομηχανίες του 1983-1984, και το βλέπουμε ακόμη και σήμερα. Η διάκριση είναι μια ιδεολογία, κι ως τέτοια δουλεύει καλά στην ανάθεση και τη σχέση των ατόμων με τους όρους ύπαρξης κι αναπαραγωγής τους. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, με τη θέση τους εντός των παραγωγικών σχέσεων. Απ’ τη στιγμή που όλα αυτά είναι πραγματικά κι αντικειμενικά, δεν μπορούν να παραβλεφθούν με την μεγάλη, τελετουργική επίκληση στη τάξη. Όχι περισσότερο απ’ ότι θα μπορούσαμε απλώς ν’ απαιτήσουμε ν’ αποχωρήσουν οι προλετάριοι.

Έχουμε εδώ την αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου: την αναπαραγωγή της αντιπαράθεσης μεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου. Εγεγραμμένη εντός των αντιφάσεων της αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου, εντός της διαδικασίας της αντιφατικής του ύπαρξης, και τέλος εντός της ταξικής πάλης, οι ταυτότητες αυτές είναι συνεπώς ευμετάβλητες (σύμφωνα με τις ανάγκες αυτής της διάκρισης, η οποία διαπερνά όλες τις στιγμές, όχι μόνο τις άμεσα οικονομικές) καθώς κι εύθραυστες (σύμφωνα με την ικανότητα αυτής της διάκρισης ν’ αυτοαναπαραχθεί).

Εδώ, οι ταυτότητες μπορούν να είναι μέχρι και αιχμές στήριξης των αγώνων (σ’ αντίθεση με τις κανονιστικές ευχές), δεν είναι όμως ποτέ παγιωμένες (σ’ αντίθεση μ’ αυτό που θα ήθελαν οι επιχειρηματικές πρακτικές). Ακόμη κι όταν είναι «προσαρτημένες» σε κοινότητες, αναπαράγουν τις ταξικές αντιφάσεις που βρίσκονται στον πυρήνα τους. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι όλες οι ταυτότητες είναι κατασκευασμένες, ιστορικές κι εύθραυστες. Η επανάσταση, καθώς κι οι τρέχοντες αγώνες όπως οι ταραχές στα προάστια, έρχονται αντιμέτωποι με τη σκλήρωση της τάξης ορισμένης ως μια κοινωνικοοικονομική κατηγορία. Όμως, έρχονται επίσης αντιμέτωποι μ’ όλες τις ταυτότητες που οικοδομήθηκαν πάνω στη τάξη ως επικαθορισμοί, στους όρους ύπαρξης της: υπονομεύοντας, διερευνώντας κι αμφισβητώντας την εθνοτική εθνικότητα, τη φυλετική εθνικότητα, κλπ. (Το 2005 δεν ήταν μια εθνοτική εξέγερση.) Δεν πρόκειται για ένα διανοητικό ζήτημα που μας φέρνει πίσω στο να θυμηθούμε ποιος είναι ποιος, καθώς αυτή η σκλήρωση κι η πάλη εναντίον της είναι έμπρακτη αντιπαράθεση που συνδέει την επανάσταση με την αντεπανάσταση. Η τάξη δεν εμφανίζεται πάντα ρητά. Οποιαδήποτε τέτοια σαφήνεια είναι σπάνια, καθώς δεν είναι στη φύση της επανάστασης ν’ ανακοινώσει τη τελική ώρα. Είναι μόνο εντός μιας πολλαπλότητας πρακτικών κι αντιφάσεων εσωτερικών του κεφαλαίου -σ’ αντιπαραθέσεις μεταξύ όλων των ειδών τις ταυτότητες, με πράξεις που πηγάζουν απ’ αυτές μα τις υπερβαίνουν- που η τάξη μπορεί ν’ αυτομετασχηματιστεί σε μια κομμουνιστικοποιό τάξη. Ή, με άλλα λόγια, σε μια τάξη που αυτοκαταργείται. Η επανάσταση δεν μπορεί πλέον να είναι η επιβεβαίωση ενός προλεταριάτου που αναγνωρίζει εαυτόν ως την επαναστατική δύναμη που αντιμετωπίζει το κεφάλαιο εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Όποτε ο αγώνας ως τάξη είναι το όριο της ταξικής πάλης, η επανάσταση γίνεται μια πάλη ενάντια σ’ αυτό που την παρήγαγε: ενάντια στον όλη αρχιτεκτονική του τρόπου παραγωγής, στη διανομή στιγμών κι επιπέδων του, οι οποίοι βρίσκουν τους εαυτούς τους να έλκονται σε μια διαδικασία ανατροπής της κανονικότητας, του αναπόφευκτου, της αναπαραγωγής του. Αυτό, με τη σειρά του, ορίζεται από μια καθοριστική ιεραρχία στιγμών στον τρόπο παραγωγής. (Το κάθε πράγμα απ’ την μεριά του δρα ως «αιτία» αυτού που ακολουθεί, στην αλληλουχία βάσεων, υποδομών, εποικοδομήματων, κλπ, μ’ όλα αυτά να είναι τοποθετημένα εντός της ιεραρχίας.) Επειδή η ίδια η επανάσταση δεν είναι παρά αυτή η αναταραχή. Μόνο αν πετύχει μπορεί να γίνει η στιγμή στην οποία οι προλετάριοι πετούν από πάνω τους τη σαπίλα του παλιού κόσμου, η οποία κολλά στο δέρμα τους και τους κρατά προλετάριους. Οι άντρες κι οι γυναίκες θα κάνουν το ίδιο μ’ αυτό που συνιστά την ατομικότητά τους. Δεν πρόκειται για ένα ζήτημα καθαρής αιτιότητας, μα αντ’ αυτού για τη συγκεκριμένη κίνηση της επανάστασης – στην οποία οι διάφορες στιγμές του τρόπου παραγωγής (ιδεολογία, δίκαιο, πολιτική, εθνικότητα, οικονομία, φύλο, κλπ), η μία μετά την άλλη γίνονται η κυρίαρχη εστίαση του συνόλου των αντιφάσεων. Αυτή η συγκυρία προσδιορίζει τον ίδιο τον μηχανισμό της κρίσης, ως μια κρίση της αυτοπροϋπόθεσης του κεφαλαίου: την ανατροπή της καθοριστικής ιεραρχίας των στιγμών στον τρόπο παραγωγής. Η επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση θα πρέπει να τραφεί απ’ αυτή την μη-καθαρότητα, αυτή την μη-απλότητα, της αντιφατικής διαδικασίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η αλλαγή των περιστάσεων κι η αλλαγή του εαυτού συμπίπτουν: αυτό είναι η επανάσταση, αυτό είναι μια συγκυρία. Οι ταυτότητες δεν είναι ουσίες, ακόμη κι αν αυτοπαρουσιάζονται και λειτουργούν ως τέτοιες. Σχέδον όλοι συμφωνούν επ’ αυτού. Αν σκεφτούμε τη θέση τους και τον μηχανισμό παραγωγής τους, το ζήτημα της υπέρβασής τους οδηγεί σε ζητήματα αναφορικά με την επανάσταση ως συγκυρία: ανατροπή της ιεραρχίας στιγμών και της κυκλοφορίας του κυρίαρχου.

Θα ήταν λάθος να δούμε κάτι καινοτόμο σ’ αυτό, κάτι που θα συμβεί μόνο εντός αυτής της «συγκυρίας». Ήδη θεωρούμε ότι οι ταυτότητες είναι εύθραυστες απ’ την ίδια την κατασκευή τους, είτε πρόκειται για φυλετικές ταυτότητες είτε για εθνοτικές, θρησκευτικές, κλπ. Συχνά οι ταυτότητες περιλαμβάνουν ένα μίγμα αυτών των παραγόντων, ένα μίγμα που κατάγεται απ’ τις αντιφάσεις της τάξης και τις διατρέχει.

Το αντικείμενο της θεωρητικής και, όποτε καθίσταται εφικτή, της έμπρακτης κομμουνιστικής κριτικής, δεν είναι η επιχείρηση της ταυτότητας. Ούτε είναι η κανονιστική αντιπαράθεση, η οποία θεωρεί όρους όπως τάξη και «ταυτότητες» ως αλληλοαποκλειόμενους. Πολλώ δε μάλλον η «αποστασιοποιημένη κατανόηση». Το αντικείμενο της κριτικής, ο στόχος της κριτικής, είναι αντ’ αυτού η ευμεταβλητότητα, η πλαστικότητα, η ευθραυστότητα της ταυτότητας: να την ιστορικοποιήσουμε, να την «αποδομήσουμε», να τη συγκειμενοποιήσουμε. Σε ορισμένες περιστάσεις, γιατί όχι, το αντικείμενο της κριτικής θα μπορούσε ακόμη και να είναι το γεγονός ότι αυτές οι ταυτότητες είναι δυναμικές διαδικασίες που συγκροτούν έναν συγκεκριμένο αγώνα. Και διαμέσου αυτού, αποφέρουν μια ορισμένη αναδιάταξη της γενικής σχέσης ισχύος μεταξύ των τάξεων. Γιατί όχι; Όμως, ακόμη κι αυτό είναι αρκετά σύνθετο. Η ευμεταβλητότητα της κατασκευής ταυτοτήτων ποικίλει σε μεγάλο βαθμό, ακολουθώντας τα κοινωνικά και πολιτιστικά επίπεδα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εξαφάνιση της φυλετικοποίησης δεν θα φέρει από μόνη της την εξαφάνιση των τάξεων· δεν αποτελεί προϋποθεσή της. Η φυλετικοποίηση είναι επίσης η φωνή του κεφαλαίου.

Μια επανάληψη των αγώνων στη Γαλλία σε μεγάλο βαθμό προς το παρόν αναστέλλεται, υπό μια ευνοϊκή ισορροπία δυνάμεων, στον αυτόνομο και ιδιαίτερο αγώνα των φυλετικοποιημένων προλετάριων ενάντια στη φυλετικοποίησή τους. Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει απλώς ανακηρύσσοντας τη φυλετικοποίηση άκυρη. Είναι απόλυτα ανώφελο να καλούμε τα άτομα να υπερασπιστούν εαυτούς «ως προλετάριοι», λες κι ο διαχωρισμός κι η φυλετικοποίηση δεν αποτελούσε μέρος της ύπαρξής τους ως προλετάριοι. Θέτοντας μια ταυτότητα στο προσκήνιο μπορεί να επιφέρει ταυτόχρονα την αναγνώρισή της και την αποουσιοποίηση της, ωστόσο, μ’ αυτό ν’ ακολουθείται από μια επίθεση σε ορισμένα ιστορικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά που έχουν μετατραπεί σε προσωπικούς προσδιορισμούς κάποιων ανθρώπων, σε λειτουργικούς δρώντες κοινωνικού κι οικονομικού χάσματος (επειδή επιλέχτηκαν κι οριοθετήθηκαν). Ή, με άλλα λόγια, επιφέρει έναν πόλεμο στην απόσταση που διαχωρίζει το τυπικό δίκαιο της ισότητας, της πολιτειότητας και τις λοιπές αφαιρέσεις με τις οποίες λειτουργεί το κεφάλαιο, με τους πραγματικούς κανόνες (οι οποίοι, όπως όλος ο κόσμος γνωρίζει, είναι οι αντίστροφοι απ’ το τυπικό δίκαιο) και τους πραγματικούς όρους της δουλειάς και της ζωής. Δεν πρόκειται απλώς για ένα ζήτημα αναγνώρισης της «διαφοράς», όσο για ένα ζήτημα της ταυτόχρονης εξάλειψής της. Η «διαφορά» δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα κατώτερο στάτους που εγγράφεται ανεξίτηλα σ’ ένα άτομο. Πρέπει ν’ αποδεχτούμε ότι η «ενσωμάτωση» είναι ένα τεστ που κανείς δεν μπορεί να περάσει, πολλώ δε μάλλον όταν συνδέεται με τον «πόλεμο ενάντια στη τρομοκρατία». Να παρεκβούμε απ’ τους κανόνες του παιχνιδιού, να υποδείξουμε ότι οι τυπικοί κανόνες δεν είναι οι πραγματικοί κανόνες, ότι η φυλετική διάκριση που εξάγεται απ’ τον διαχωρισμό της εργασιακής δύναμης λειτουργεί σύμφωνα με τις δικές της ανάγκες. Δεν υπάρχει κάνενα εκ των προτέρων «όλοι μαζί». Ακόμη κι αν αυτό μοιάζει «ρεφορμιστικό», ή ένας «ενδιάμεσος στόχος», είναι κάτι που ακόμη δεν έχει επιτευχθεί…

Απ’ τη στιγμή που κατέχει κανείς μια γενική κατανόηση της παραγωγής ταυτοτήτων, σ’ αντίθεση μ’ αυτή των εντερπρενέρ της ταυτότητας όπως το PIR ή της νόρμας όπως οι La Lutte de Classe, τα πάντα επιστρέφουν στην ιδιαίτερη ανάλυση μιας ιδιαίτερης κατάστασης.

Γιατί ένα τέτοιο υποκείμενο βγάζει νόημα σήμερα; Ας κοιτάξουμε απλώς σχεδόν όλα τα κοινωνικά ζητήματα. Οι περισσότεροι αγώνες δεν μπορούν παρά να εκφραστούν με τη γλώσσα της ταυτότητας, της εθνότητας, της θρησκείας και της φυλής, όλα εκ των οποίων θα ήταν επαρκείς αιτίες για μια απάντηση. Αυτό όμως δεν εξηγεί τη βία και την ένταση που προξενεί αυτό το υποκείμενο στον «πολιτικό μας χώρο». Η καθαρά κανονιστική αντιπαράθεση στον πραγματικό διαχωρισμό της τάξης προσπαθεί ν’ αποτρέψει αυτό που σίγουρα θ’ αποτελούσε την εξάλειψη της γενικής ταυτότητας του προλεταριάτου, την οποία οι μιλιτάντηδες θεωρούν δική τους και χωρίς την οποία καταρρέουν υπό το ίδιο τους το βάρος. Οι μιλιτάντηδες γνωρίζουν ότι αναφορικά μ’ αυτό το ζήτημα διακυβεύεται η ίδια τους η ύπαρξη. Τι τραύμα στον ναρκισσισμό τους θα ήταν να μην μπορούν να ταυτιστούν με τους «εγκληματίες των προαστίων»!

Μια απόπειρα να ορίσουμε τη τάξη

Ο ουσιώδες ορισμός του προλεταριάτου αποτελεί ένα πήγμα σκέψης που δεν αποκλείει καμία μοναδιαία εκδήλωση. Η ουσία είναι παρούσα σε κάθε εκδήλωσή της· οι εκδηλώσεις δεν μπορούν να υπάρχουν παρά στην ολότητα των μορφών και των χαρακτηριστικών τους. Τι είναι τότε μια τάξη; Επιτρέψτε μας ν’ αποπειραθούμε να προσφέρουμε έναν πιθανό ορισμό του προλεταριάτου ως τάξη. Οι ορισμοί αυτής της τάξης πάντα κινούνταν μεταξύ δύο πόλων: έναν κοινωνικοοικονομικό ορισμό και μια ιστορική κατηγορία ορισμένη απ’ την πρακτική (στις πρώιμες κριτικές του προγραμματισμού, αυτή η αμφισημία είχε ξεπεραστεί τεχνητά κάνοντας διάκριση μεταξύ εργατικής τάξης και προλεταριάτου).

Ας ξεκινήσουμε όμως από ένα ακόμη περισσότερο απλό σημείο: την προσταγή να πουλήσουμε την εργασιακή μας δύναμη. Μπορούμε να προσθέσουμε ότι αυτή η προσταγή δεν έχει κανένα νόημα εκτός της αξιοποίησης του κεφαλαίου, το οποίο μας οδηγεί να πούμε ότι αυτή η πώληση για αξιοποίηση αυτοπροσδιορίζεται τόσο ως μια αντίφαση για το κεφάλαιο όσο και για τον εαυτό της. Η πώληση της εργασιακής δύναμης δεν μας λέει τι είναι το προλεταριάτο, εκτός κι αν το συλλάβουμε στη σχέση του με την αξιοποίηση του κεφαλαίου, ως αντίφαση. Από μόνη της, η πώληση της εργασιακής δύναμης δεν εξηγεί τίποτα· δεν ορίζει τη τάξη, ακόμη κι αν τη συνδέσουμε με την αξιοποίηση του κεφαλαίου. Ένας ορισμός εμφανίζεται μόνο όταν είτε αυτή η κατάσταση (η πώληση της εργασιακής δύναμης) ή σχέση (αυτής της πώλησης με την αξιοποίηση) συλληφθεί ως μια αντίφαση μέσω της οποίας αποτελεί μια δυναμική ισχύ: την αντίφαση μεταξύ αναγκαίας εργασίας κι υπερεργασίας, την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, την αντίφαση που συγκροτείται απ’ το προλεταριάτο και το κεφάλαιο. Είναι επίσης το κεφάλαιο ως μια αντίφαση εν κινήσει. Έχουμε οπότε μια ενότητα του ορισμού της τάξης ως μια κατάσταση κι ως μια πρακτική (ή, αν προτιμάτε, μια ενότητα του ορισμού της τάξης ως «καθεαυτή» και «διεαυτή»).

Συνεχίζοντας, αν αληθεύει ότι οι τάξεις ορίζονται ως μια ορισμένη θέση εντός των παραγωγικών σχέσεων, τότε οι παραγωγικές σχέσεις είναι επίσης σχέσεις αναπαραγωγής [του συνόλου της κεφαλαιακής σχέσης]. Εδώ, ο ορισμός της τάξης περιπλέκεται. Βρίσκουμε ότι η κανονιστική άρνηση έρχεται αντιμέτωπη με μια «δυσαρμονία» μεταξύ αυτού που συμβαίνει ανά δεδομένη στιγμή και της διάσημης φράσης του Μαρξ για «αυτό που πρέπει να κάνει το προλεταριάτο σε συμφωνία με το είναι του». Αυτή η «δυσαρμονία» όχι μόνο συνδέεται με ορισμένες στιγμιαίες περιστάσεις, μα είναι εγγενής στο γεγονός ότι η τάξη είναι αντικειμενικά τοποθετημένη εντός μιας δομής η συγκρουσιακή αναπαραγωγή της οποίας κινητοποιεί το σύνολο του τρόπου παραγωγής. Αυτό συνεπάγεται μια πολλαπλότητα σχέσεων που δεν είναι αυστηρά οικονομικές, μέσα στις οποίες τα άτομα βιώνουν αυτή την αντικειμενική τους κατάσταση, την οποία επίσης αναλαμβάνουν καθώς αυτοσυγκροτούνται σε τάξη.

ΥΓ.
Είναι αναγκαίο να παράξουμε αυτόν τον διστακτικό ορισμό του προλεταριάτου από έναν συγκεκριμένο τόπο της ολότητας. Εδώ αναχωρούμε από έναν μοναδιαίο πόλο μα όχι απ’ την ολότητα. Δεν είναι και τόσο άσχημο, μα είναι κάπως άβολο.

Σημειώσεις:
1. Michel Koko­reff et Didier Lapey­ron­nie, Refaire la cité, l’avenir des ban­lieues, Ed. Le Seuil.

Leave a Reply

Your email address will not be published.