Ξενοφοβία

Ταξική πάλη, ξενοφοβία και οι τοπικές ελίτ1

To παρόν άρθρο παρέχει ένα σύντομο παράδειγμα για μελέτη του πώς η αυτοοργάνωση «από-τα-κάτω» δίνει την δυνατότητα σε κοινότητες στην Ν. Αφρική να αντισταθούν στην ξενοφοβική βία.

Η ξενοφοβική βία και το πλιάτσικο που ακολούθησαν τη δήλωση του βασιλιά Zwelithini ότι οι ξένοι «μαζεύουν τα μπαγκάζια τους και φεύγουν» απλώθηκε σε μικρές και μεγάλες πόλεις σε ολόκληρη τη χώρα. Παρ’ όλα αυτά, οι πρόσφατες επιθέσεις δεν αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά· ούτε είναι ο Zwelithini ο αποκλειστικά υπεύθυνος για την υπόθαλψή τους. Τοπικές ελίτ – ιδιαίτερα εκείνες που σχετίζονται με το κυβερνών κόμμα – επίσης ενθάρρυναν αντιμεταναστευτικές στάσεις και δράσεις. Το παρόν άρθρο, βασιζόμενο σε συνομιλίες με ακτιβιστές του Abahlali baseFreedom Park, καταπιάνεται με το πώς οι τοπικές ελίτ διεγείρουν την «ξενοφοβία» ώστε να προστατεύσουν τα ταξικά τους συμφέροντα και πώς αντιδρούν σε αυτό προοδευτικοί ακτιβιστές της εργατικής τάξης.

Ξενοφοβία και τοπικές ελίτ

Το Freedom Park είναι ανάμεσα στις λίγες κοινότητες στις οποίες η ανάπτυξη είναι «καθοδόν». Xτίζονται σπίτια του προγράμματος «Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης» (Reconstruction and Development Programme, RDP) κ.λπ. Όμως οι κάτοικοι εκφράζουν παράπονα για την διαφθορά σχετικά με τις προσφορές των εταιρειών και τα συμβόλαια. Οι αναπτυξιακές εταιρείες έχουν κατηγορηθεί ότι στρέφουν τους ντόπιους εργάτες εναντίον των μεταναστών για να εξασφαλίσουν φτηνά μεροκάματα. Αυτές οι εταιρείες, που συνδέονται με τις τοπικές ελίτ του ANC (Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο), αισθάνθηκαν ότι οι Νοτιοαφρικανοί εργάτες δεν θα δέχονταν τους χαμηλούς μισθούς που πρόσφεραν και έτσι προσέγγισαν μετανάστες εργάτες, που συχνά είναι σε πιο απελπιστική θέση εξαιτίας της επισφαλούς τους κατάστασης, προσφέροντάς τους δουλειές με μισθούς χαμηλότερους από αυτούς που προσπαθούσαν να διαπραγματευτούν οι ντόπιοι. Αυτός είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους οι τοπικές ελίτ στρέφουν μετανάστες και ντόπιους εργάτες εναντίον αλλήλων, δημιουργώντας ένα εύφορο έδαφος για την διάδοση ξενοφοβικών αισθημάτων.

Οι ακτιβιστές έπεισαν όμως την κοινότητα να απαιτήσει όλοι οι εργάτες να πληρώνονται έναν επαρκή, για να ζήσουν, μισθό, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους, καθώς και έλεγχο πάνω στην ανάπτυξη του Freedom Park. Αυτό στρίμωξε στη γωνία τις εταιρείς και τις τοπικές ελίτ, απειλώντας να υπονομεύσει τα κέρδη και την πολιτική τους νομιμοποίηση. Έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να εκτρέψουν την προσοχή της κοινότητας και να ανακατευθύνουν την απογοήτευσή της.

Μια ευκαιρία παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 2014 όταν το Freedom Park έμεινε χωρίς ρεύμα για σχεδόν μια βδομάδα. Στις διαμαρτυρίες των κατοίκων, το κράτος απάντησε με βία. Οι κάτοικοι προσπάθησαν να διαφύγουν μέσα στην πόλη και μερικοί λεηλάτησαν μαγαζιά μεταναστών, θεωρώντας τους υπεύθυνους για την κρίση αυτή. Αυτό συνέβη γιατί οι τοπικές πολιτικές ελίτ έκαναν συστηματική

προπαγάνδα, επιρρίπτοντας την ευθύνη για την διακοπή του ρεύματος στους Σομαλούς μαγαζάτορες με τον ισχυρισμό ότι είναι αυτοί που καταναλώνουν το ρεύμα της κωμόπολης εξαιτίας της χρήσης βιομηχανικών ψυγείων μεγάλης ισχύος.

Οι ακτιβιστές ήξεραν ότι αυτό ήταν ψέμα γιατί τέτοιες διακοπές ρεύματος συνέβαιναν και πριν από τον ερχομό των μεταναστών στην κωμόπολη. Στην πραγματικότητα, ξέροντας ότι το Freedom Park ήταν μια ραγδαία αναπτυσσόμενη περιοχή είχαν προειδοποιήσει την κυβέρνηση, ήδη πριν από δέκα χρόνια, ότι η υποδομή δεν θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες του αναπτυσσόμενου πληθυσμού.

Μια δεύτερη ευκαιρία για να στραφεί αλλού η προσοχή της κοινότητας από τα πραγματικά προβλήματά της ήρθε τον Ιανουάριο του 2015, όταν στο γειτονικό Σοβέτο ξέσπασε ένα κύμα λεηλασιών σε μαγαζιά μεταναστών. Η τοπική πολιτική ελίτ, γύρω από το SANCO2 και το ANC, υποτίθεται ότι προειδοποίησε τους ξένους μαγαζάτορες να κλείσουν τα μαγαζιά τους γιατί τα προϊόντα τους δεν ήταν επιθυμητά και θα λεηλατούνταν. Προσπάθησαν επίσης να αποσπάσουν χρήματα από ξένους μαγαζάτορες σε αντάλλαγμα προστασίας. Όμως ο κόσμος λέει ότι ήταν αυτές οι ίδιες τοπικές ελίτ, που προσπάθησαν να αποσπάσουν χρήματα από τους μετανάστες μαγαζάτορες, που επίσης υπόσχονταν αλκοόλ και λεφτά στους εξαρτημένους από ναρκωτικά για να πλιατσικολογήσουν τα μαγαζιά των ξένων· κάτι που υποδηλώνει ότι η ξενοφοβία, τουλάχιστον σε μερικές μικρές πόλεις, υποθάλπτεται για να προστατευθούν τα πολιτικά και οικονομικά τους συμφέροντα και υιοθετείται από μια μικρή τυχοδιωκτική μειονότητα και όχι την ευρύτερη κοινότητα.

Πολεμώντας την ξενοφοβία

Οι Abahlali3 αποφάσισαν ότι θα έπρεπε να αντιδράσουν. Ξεκίνησαν κοινοτικές περιπολίες για να αποτρέψουν τους πλιατσικολόγους και ενθάρρυναν κάθε νοικοκυριό να έχει μια σφυρίχτρα την οποία και να χρησιμοποιεί οποτεδήποτε έβλεπε κάποιους να διαπράττουν λεηλασίες, ώστε όλοι οι γείτονες να προστρέξουν για να τους σταματήσουν. Κάλεσαν επίσης μια συνέλευση της κοινότητας για να εξηγήσουν στον κόσμο ότι η κρίση που είχε προκύψει στην πόλη δεν είχε προκληθεί από την παρουσία των μεταναστών εμπόρων αλλά από μια ανεπαρκή υποδομή και ένα σύστημα που έχει ως κίνητρο το κέρδος. Η συνέλευση δεν είχε επιτυχία γιατί αυτοί που βρίσκονταν πίσω από τις λεηλασίες – μια μικρή ομάδα που ενισχυόταν από τους τοπικούς συμβούλους και επιχειρηματίες – δεν αναγνώριζαν καμμιά συνέλευση και άσκησαν φυσική βία στους ακτιβιστές.

Μετά από αυτό, οι Abahlali άρχισαν να οργανώνονται σπίτι-σπίτι, καθώς σε κάθε τέτοιο συγκρότημα έμεναν τόσο μετανάστες όσο και ντόπιοι. Οργάνωσαν συνελεύσεις πολυκατοικιών για να συζητήσουν τα πραγματικά προβλήματα που επηρέαζαν τα μέλη της κοινότητας. Η κοινότητα ανταποκρίθηκε θετικά και οι άνθρωποι άρχισαν να λένε ότι η ευθύνη για την κρίση στο Freedom Park ανήκε στην πραγματικότητα στην κυβέρνηση.

Επιπρόσθετα από τον αγώνα τους για έλεγχο της κοινότητας πάνω στην ανάπτυξη και για έναν επαρκή για διαβίωση μισθό για όλους – συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών – οι Abahlali προσπαθούν επίσης να βοηθήσουν στην ενσωμάτωση των μεταναστών στην κοινότητα ενθαρρύνοντάς τους, για παράδειγμα, να γράφουν τα παιδιά τους στα τοπικά σχολεία, ώστε να μπορέσουν να μπουν σε μια διαδικασία ενσωμάτωσης, προσκαλώντας τους μετανάστες να υποστηρίξουν τις διαδηλώσεις τους, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες σε ζητήματα όπως η ξενοφοβία και υποστηρίζοντας την Λαϊκή Διαδήλωση Ενάντια στην Ξενοφοβία που διοργανώθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ στις 23 Απριλίου.

Η αυτοοργάνωση της τάξης είναι η λύση

Η περίπτωση του Freedom Park – που πιθανότατα δεν είναι μεμονωμένη – δείχνει ότι οι τοπικές ελίτ χρησιμοποιούν το φόβητρο της ξενοφοβίας για να στρέφουν σε λάθος κατεύθυνση την δικαιολογημένη απογοήτευση του τοπικού πληθυσμού, απογοήτευση που προκαλείται από την φτώχεια, την έλλειψη παροχής υπηρεσιών και ανάπτυξης και την απουσία μιας συμμετοχής σε όλα αυτά, για να προστατέψουν τα δικά τους πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα· και ότι η λύση στο πρόβλημα είναι η ανεξάρτητη ταξική αυτοοργάνωση και αλληλεγγύη ανάμεσα στις εθνότητες, όπως δείχνει το παράδειγμα των Abahlali baseFreedom Park.

1Μεταφρασμένο από την αναδημοσίευση στο libcom.org: http://libcom.org/news/class-struggle-%E2%80%98xenophobia%E2%80%99-local-elite-21052015.

2 Στμ. Αρχικά του South African National Civic Organisation.

3 Κίνημα των κατοίκων των παραγκουπόλεων που αγωνίζεται για την βελτίωση των συνθηκών ζωής των φτωχότερων στρωμάτων της νοτιοαφρικανικής κοινωνίας και τον εκδημοκρατισμό από-τα-κάτω προτάσσοντας μια λογική προάσπισης των «Κοινών» με την προσπάθεια δημιουργίας δικτύων κοινοτήτων/κομμούνων, σαμποτάροντας τις εκλογές και απέχοντας από κομματικές πρακτικές.

2 Χρόνια Κατάληψη Ανάληψης

2 Χρόνια Κατάληψη Ανάληψης

 

Η Κατάληψη Ανάληψης κλείνει στις 3 Οκτώβρη δύο χρόνια και προχωρά στη διοργάνωση εκδηλώσεων τις επόμενες τρεις βδομάδες.

Η αρχή γίνεται με τη συζήτηση με θέμα “Τοπικά κινήματα, αυτοοργανωμένοι χώροι και αγώνες“, την Παρασκευή 30 Σεπτέμβρη στις 7μμ.

Από το κείμενο της πρόσκλησης στη συζήτηση:

Είμαστε σε μια κρίσιμη συγκυρία για το ανταγωνιστικό κίνημα με την αριστερο-ακροδεξιά συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να προχωρά ακάθεκτη στην όξυνση της επίθεσης στα καταπιεζόμενα και εκμεταλλευόμενα κοινωνικά στρώματα, στην υποτίμηση των ζωών μας, ενώ οι αντιστάσεις που ορθώνονται δεν είναι σίγουρα αντίστοιχες της έντασης της επίθεσης. Επιπλέον ο διάχυτος κοινωνικός φασισμός που διατρέχει τη ραχοκοκαλιά της μικροαστικής ελληνικής κοινωνίας εμφανίζει επίσης σημάδια έξαρσης και παίρνει επιθετική μορφή με φασιστοεπιτροπές ανά την Ελλάδα που δρουν σαν το μακρύ χέρι της αντιμεταναστευτικής, ρατσιστικής πολιτικής του ελληνικού κράτους και της κυβέρνησής του.
Θεωρούμε ότι είναι επιτακτική ανάγκη να στοχαστούμε συλλογικά τις ιδιαιτερότητες της συγκυρίας αυτής, τη δυναμική και την κατάσταση των εγχειρημάτων μας και τις προκλήσεις που ανοίγονται μπροστά μας για να μπορέσουμε να γίνουμε η ρηξιακή και εξεγερσιακή δύναμη αντίστασης που θα κάνει τις γειτονιές και τις πόλεις μας κινούμενη άμμο για κράτος, αφεντικά και φασίστες.

 

Ολόκληρο το πρόγραμμα στην αφίσα της Συνέλευσης:

 

 

afisa1

 

 

η κομμουνιστικοποίηση και οι θεωρητικοί της

Φίλες και Φίλοι της Αταξικής Κοινωνίας:

Για την κομμουνιστικοποίηση και τους θεωρητικούς της

Αν ο όρος “κομμουνιστικοποίηση” απουσιάζει από το Endnotes 4 αυτό οφείλεται εν μέρει στα ζητήματα που καλύπτουμε και εν μέρει στη δική μας απογοήτευση για τον τρόπο με τον οποίο αυτή η λέξη έφτασε να σχετίζεται με μια καινούρια θεωρητική “μάρκα” και/ή μια ριζοσπαστική ταυτότητα. Θα επιστρέψουμε στο θέμα του κομμουνισμού στην τρέχουσα περίοδο στο τεύχος Endnotes 5 αλλά, ως μια προεπισκόπηση αυτού του τεύχους, δημοσιεύουμε εδώ μια κριτική ματιά στην “κομμουνιστικοποίηση” από μερικούς φίλους δικούς μας και της αταξικής κοινωνίας (Freundinnen und Freunden der klassenlosen Gesellschaft). Δεν συμφωνούμε σε όλα μαζί τους, και θα συμπεριλάβουμε μια απάντηση στο ερχόμενο τεύχος, αλλά στο μεταξύ ελπίζουμε να δώσουμε λίγη τροφή για σκέψη.

Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό των “Φίλων” Kosmoprolet ως μια απάντηση στην κριτική της Theorie Communiste (TC) στις “28 Θέσεις για την Ταξική κοινωνία” των “Φίλων”. Μια μετάφραση της αρχικής κριτικής της TC μπορεί να βρεθεί εδώ http://endnotes.org.uk/file_hosting/28-thesis-on-class-society-a-critical-commentary.pdf1

Την δεκαετία του 1970, κάποιος στη Γαλλία εφηύρε τη λέξη κομμουνιστικοποίηση για να εκφράσει μια σχετικά απλή, αλλά σημαντική, ιδέα: η προλεταριακή επανάσταση δεν είναι η αυτο-οργάνωση του προλεταριάτου αλλά η αυτο-κατάργησή του (ετμ.). Η ιδέα δεν είναι καινούρια, καθώς μπορεί να βρεθεί σε ένα “πολεμικό” κείμενο του 18452. Παρόλα αυτά, ποτέ δεν έπαιξε έναν ισχυρό ρόλο στο εργατικό κίνημα, σηματοδοτώντας, στην καλλίτερη περίπτωση, τον ορίζοντα ενός μακρινού μέλλοντος. Στην ατζέντα κυριάρχησε, μάλλον, η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο. Στη μεταβατική σοσιαλιστική κοινωνία, που θα ακολουθούσε, και η οποία θα κυριαρχούνταν ακόμα από την εμπορευματική παραγωγή και την αυστηρή μέτρηση του ατομικού μεριδίου του κοινωνικού πλούτου, το προλεταριάτο θα έβαζε τα θεμέλια του κομμουνισμού ως μιας αταξικής κοινωνίας στην οποία δεν θα υπήρχε μισθωτό σύστημα και, όντως, ούτε πια προλεταριάτο. Ο όρος κομμουνιστικοποίηση εκφράζει το παρωχημένο αυτής της έννοιας (ετμ.). Σύμφωνα με τους θιασώτες της κομμουνιστικοποίησης, ο κομμουνισμός δεν είναι ένας μακρινός στόχος αλλά η ίδια η κίνηση που εκμηδενίζει όλες τις σχέσεις ανταλλαγής καθώς και το κράτος. Όπως είναι εμφανές από το κείμενό μας “28 Θέσεις για την Ταξική Κοινωνία“, μοιραζόμαστε αυτή την προοπτική, αν και, σύμφωνα με έναν γαλλικό θεωρητικό κύκλο, αυτό το κάνουμε “με μισή καρδιά” κάπως και, τελικά, δεσμευμένοι στην “επιβεβαίωση του προλεταριάτου”3. Αυτό είναι που θέλουμε να εξετάσουμε στη συνέχεια.

Αυτό που είναι χαρακτηριστικό του περιοδικού Theorie Communiste (TC) — το οποίο προέκυψε την δεκαετία του 1970 από το περιβάλλον του συμβουλιακού κομμουνισμού και για αρκετό καιρό ήταν το αντικείμενο ένθερμων αντιπαραθέσεων σε κύκλους διασκορπισμένους σε ολόκληρο τον κόσμο – είναι ότι προσπαθεί να ιστορικοποιήσει την προοπτική της κομμουνιστικοποίησης (ετμ.). Για την TC, δεν είναι μόνο τα ηγεμονικά ρεύματα του παλιού εργατικού κινήματος – ο Δυτικός Ρεφορμισμός και ο Μπολσεβικισμός – αλλά επίσης και οι διαφωνούντες της ριζοσπαστικής αριστεράς, μέχρι την δεκαετία του 1970, που βασίζονταν στην έννοια μιας θετικής εργατικής ταυτότητας. Αυτό που ενώνει αυτά τα ρεύματα και την κατανόησή τους για τον κομμουνισμό, σύμφωνα με την TC, είναι ότι θέτουν την εργασία ως την καθορίζουσα αρχή της νέας κοινωνίας. Εξίσου σημαντικά, η TC συμπεριλαμβάνει σε αυτή την προοπτική και την αυτο-οργάνωση και την εργατική αυτονομία, όπως αυτές διαδόθηκαν από ριζοσπάστες στο παρελθόν, βάζοντας σε όλη αυτή την προοπτική την ταμπέλα “προγραμματισμός“. Είναι με αυτόν τον τρόπο που η Καταστασιακή Διεθνής (ΚΔ) φτάνει να θεωρείται ως ένα φαινόμενο ιστορικής μετάβασης: ενώ πηγαίνει πέρα από τους περιορισμούς του “προγραμματισμού”, προωθώντας την αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου, η ΚΔ ήταν, την ίδια στιγμή, δέσμια σε μια εποχή παρακμής, ψάχνοντας να πετύχει αυτή την αυτο-κατάργηση με τα μέσα των εργατικών συμβουλίων. Ήταν μόνο με την αναδιάρθρωση της δεκαετίας του 1970 – χονδρικά οτιδήποτε περιγράφεται σήμερα ως επισφάλεια, μετα-Φορντισμός, νεοφιλελευθερισμός, παγκοσμιοποίηση, και τα οποία η TC σηματοδοτεί ως “δεύτερη φάση της πραγματικής υπαγωγής” (ετμ.) – που αυτή η φάση της ταξικής αντίθεσης έφτασε σε ένα τέλος. Μόνο με την εξαφάνιση οποιασδήποτε θετικής εργατικής ταυτότητας γίνεται νοητή η πραγματική κατάργηση της σχέσης-κεφάλαιο. Η TC δεν ισχυρίζεται ότι οι προηγούμενοι επαναστάτες έκαναν “λάθη”· ισχυρίζεται, μάλλον, ότι οι προηγούμενες ιδέες για την επανάσταση και τον κομμουνισμό ήταν επαρκείς για το σχήμα της αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο εκείνη την εποχή αλλά δεν είναι πλέον σήμερα. Σήμερα, η συσσώρευση του κεφαλαίου και η αναπαραγωγή της εργατικής τάξης αναπτύσσονται αποκλίνοντας μεταξύ τους· η τάξη των προλεταρίων δεν βρίσκει πλέον επιβεβαίωση στην καπιταλιστική ανάπτυξη· από τους αγώνες της γίνεται φανερό ότι έξω από την σχέση-κεφάλαιο δεν είναι τίποτα· η ίδια της ύπαρξη δεν είναι πλέον τίποτα άλλο από έναν εξωτερικό περιορισμό. Για πρώτη φορά, αυτό ανοίγει την δυνατότητα της αυτο-κατάργησης του προλεταριάτου.

Οι φίλοι της κομμουνιστικοποίησης αντιμάχονται σχετικά με αυτήν την ιστορικοποίηση για χρόνια. Η πιο εμφανής αντίθεση προέρχεται από τους Gilles Dauvé και Karl Nesic: “Φυσικά και η υλοποίηση του κομμουνισμού εξαρτάται από την ιστορική στιγμή, αλλά η βαθιά του ουσία παραμένει αναλλοίωτη το 1796 και το 2002. Αν η “φύση” του προλεταριάτου λαμβάνεται έτσι όπως την συνόψισε ο Μαρξ θεωρητικά, τότε η υπονομευτική στιγμή στην προλεταριακή ύπαρξη δεν εξαρτάται από τις διαδοχικές μορφές τις οποίες η πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης αποκτά”4. Οι Dauvé και Nesic κατηγορούν την TC για ντετερμινισμό· η TC κατηγορεί τους Dauvé και Nesic για έλλειψη ιστορικής προοπτικής5.

Και σε μας ασκείται κριτική για την απουσία τέτοιας προοπτικής. Είναι αλήθεια ότι σε μια παράγραφο των Θέσεων, μιλάμε για την επανάσταση και τις μίζερες συνθήκες που αντιμετώπισε στη Ρωσία το 1917, και είναι αλήθεια πως γράψαμε ότι “οι ταξικοί αγώνες θα μπορούσαν να έχουν διαφορετικές εκβάσεις”. Όμως, αντί να κάνουμε εικασίες σχετικά με αυτές τις εκβάσεις, συνεχίζουμε: “Αλλά η έποψη της ιστορίας καθορίζεται αναπόφευκτα από την περαιτέρω εξέλιξή της, στην οποία η διαλεκτική της καταπίεσης και της χειραφέτησης δεν έχει πάψει”. Ολόκληρο το κείμενο είναι μια έκκληση ενάντια στην νοσταλγία, η οποία θα έπρεπε να είναι ήδη προφανής από το γεγονός ότι χαρακτηρίζουμε το πιο προχωρημένο “δείγμα” της εποχής εκείνης, δηλαδή αυτό των συμβουλιακών κομμουνιστών, ως την “αυτοδιαχείριση της εμπορευματικής παραγωγής”· η κατάργηση της εμπορευματικής παραγωγής εμφανίστηκε μόλις γύρω στα 1968, απλά εξαιτίας του “υψηλότερου επιπέδου της καπιταλιστικής κοινωνικοποίησης, η οποία μπορεί άμεσα” – χωρίς μια μεταβατική σοσιαλιστική φάση αίματος, ιδρώτα και δακρύων – “να εξελιχθεί σε κομμουνισμό”. Στο ίδιο αδιαμφισβήτητο πνεύμα σχολιάζουμε το πρόγραμμα του Μαρξ για την κατάληψη της κρατικής εξουσίας: “Όλα αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν”. Όταν η TC διακωμωδεί την σύνδεση που κάνουμε με τον ίδιο τον Canne-Meijer, στα “κουπόνια εργασίας” του οποίου προβάλλουμε την ένστασή μας με την κομμουνιστικοποίηση, παραβλέπει το γεγονός ότι δίνουμε έμφαση μόνο σε μια αρκετά σύγχρονη σκέψη του Canne-Meijer, συγκεκριμένα ότι είναι στους ίδιους τους αγώνες – και όχι μετά από μια κατάκτηση της εξουσίας – που αναδύονται καινούριες κοινωνικές σχέσεις. Εν ολίγοις, αν η TC διαβάζει σε ένα κείμενο σχετικά με την ιστορική αλλαγή της ταξικής κοινωνίας και τις προσπάθειες υπέρβασής της, μια “συστηματική ουσία της επανάστασης”· αν ανακαλύπτει μια “εξιδανικευμένη” προσέγγιση6 της εργατικής αυτονομίας των δεκαετιών του 1960 και του 1970, παρά το γεγονός ότι την κατονομάζουμε ως την “πραγματική κίνηση των μισθωτών εργατών”, που ήθελαν “αν όχι τα πάντα, τότε τουλάχιστον μεγαλύτερους μισθούς και λιγότερη εργασία” και ότι η “αυτονομία τους…σήμαινε “άγριες”7 απεργίες – ή απεργίες με το συνδικάτο, αλλά χωρίς έγνοια για τη χασούρα”· αν αναπαριστούν το κύριο θέμα μας8 ως μια “αντίθεση ανάμεσα στην αυτο-οργάνωση και στον “υποκαταστασιασμό””9, παρόλο που εμείς οι ίδιοι κριτικάρουμε μια τέτοια αντίθεση ως μια “συγκεκριμένη μυθολογία της ριζοσπαστικής αριστεράς” — τότε της διαφεύγει εντελώς η ουσία αυτού που λέμε.

Οι πραγματικές διαφορές έγκεινται αλλού. Έχουν να κάνουν με την έννοια της παραγωγής, τον χαρακτήρα των σημερινών αγώνων και την σχέση ανάμεσα στην Θεωρία και τους αγώνες. Θα προσπαθήσουμε να διευκρινίσουμε τις σκέψεις μας σε αυτά τα ζητήμα και να δείξουμε γιατί, για μας. οι θέσεις της TC μοιάζουν να είναι χτισμένες έντονα στον σκοταδισμό.

Σχετικά με την Παραγωγή του Κομμουνισμού

Δύσκολα μπορεί να βρεθεί μια σκέψη στην θεωρία του Μαρξ που να θεωρείται πιο αμφισβητήσιμη από αυτήν για την εργασία ως μια “αιώνια φυσική αναγκαιότητα”. Απέναντι στο ιστορικό υπόβαθρο του κρατικού σοσιαλισμού και των κομμουνιστικών κομμάτων στη Δύση, πλαίσιο μέσα στο οποίο η εργατική τάξη οδηγήθηκε σε όλο και πιο σκληρή και επίμοχθη δουλειά, αυτή η ιδέα διαβάζεται σαν μια απολογία του status quo: δεν μπορεί κάποιος να τα βάλει με τη φυσική αναγκαιότητα. Συνεπώς, σε όλη τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών η “κριτική της εργασίας” στις διαφορετικές, και μερικές φορές αντιφατικές, μορφές της έχει κερδίσει σημαντικό έδαφος. Όμως, αυτή η κριτική, ως επί το πλείστον, “κάνει κύκλους”, οδηγώντας κάποιον να συμπεράνει ότι η κριτική της πολιτικής οικονομίας από τον Μαρξ περιέχει η ίδια την πιο εύλογη κριτική της εργασίας ή, με άλλα λόγια, ότι η υπάρχουσα μορφή της ίδιας της εργασίας είναι η πιο ριζική κριτική της. Η υποτιθέμενα αμφιλεγόμενη φόρμουλα του Μαρξ δεν είναι μια φυσικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων αλλά, αντίθετα, καθιστά πρώτα απόλα αυτές τις σχέσεις καταληπτές. Ο Μαρξ κριτικάρει την εργασία με την έννοια ότι καθιστά διακριτό τον δυικό χαρακτήρα της εργασίας προς εμπορευματική παραγωγή που (προϋπο)θέτει την αξία-χρήσης καθώς και την αξία-ανταλλαγής. Αυτό το εξέλαβε ως τον άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται10 η κριτική της πολιτικής οικονομίας επειδή από αυτήν εκπηγάζουν, σε εμβρυακή μορφή, όλες οι αντιθέσεις του υπάρχοντος τρόπου παραγωγής.

Το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα δεν έβαλε στο στόχαστρο τον διπλό χαρακτήρα της εργασίας, αλλά έκανε εκστρατεία ενάντια στην “αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και την ατομική ιδιοιποίηση”. Το σκάνδαλο από το οποίο προέκυπτε αυτή η αντίθεση ήταν η κατάφωρη αντίθεση ανάμεσα στους φτωχούς εργαζόμενους και τους πλούσιους μη-εργαζόμενους. Αν οι αστοί είχαν σκανδαλίσει τους φεουδάρχες ευγενείς απαιτώντας ότι ο πλούτος θα έπρεπε να είναι καρπός της εργασίας, ήταν τώρα το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα που κινητοποιούσε αυτό το ίδιο απόφθεγμα11, ενάντια στην ίδια την αστική κοινωνία. Η κριτική του απευθυνόταν ενάντια στους καπιταλιστές που ζούσαν από την δουλειά των άλλων και ο σοσιαλισμός του υποτίθεται ότι θα πραγμάτωνε την αστική αρχή της αξιοκρατίας: “Από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του – στον καθένα σύμφωνα με την απόδοσή του”. Παρά την μιζέρια που επέφερε στους εργάτες σύστημα του εργοστασίου, η βιομηχανία μεγάλης-κλίμακας φαινόταν να είναι μια τεράστια πρόοδος σε σχέση με τις προ-σύγχρονες μορφές παραγωγής. Βρισκόταν απλά σε λάθος χέρια και θα έπρεπε να αποσπαστεί από τους ιδιοτελείς12 καπιταλιστές ώστε να εφαρμοστεί για το κοινό καλό κάτω από την αιγίδα του κράτους. Ενώ το εργατικό κίνημα αντιτάχθηκε στο συγκεκριμένο σχήμα της εργασιακής διαδικασίας, δεν έβαλε ποτέ στο στόχαστρο την κοινωνική μορφή της εργασίας προς εμπορευματική παραγωγή· μάλλον θα έπρεπε να την διαχειριστεί συνειδητά το κράτος. Από αυτή την άποψη, ο κρατικός καπιταλισμός στην Ανατολή ήταν το νόμιμο παιδί του εργατικού κινήματος, και συνεπώς η κριτική του – όπως είναι ιδιαίτερα φανερό στον Τροτσκισμό – στόχευε σχεδόν αποκλειστικά στον πολιτικό δεσποτισμό και το έλλειμα σε σχέση με τις πολιτικές ελευθερίες αλλά σχεδόν ποτέ στη φύση της οικονομίας του.

Το εργατικό κίνημα δεν συνηγορούσε για έναν κόσμο εργασίας από ενθουσιασμό για την σκληρή δουλειά13 αλλά από σκέτη ανάγκη. Η τεχνική πρόοδος και η επέκταση της υποχρέωσης στην εργασία για όλα τα μέλη της κοινωνίας υποτίθεται ότι θα συντόμευαν την εργάσιμη μέρα. Οι αριστεροί ιστορικο-κοινωνιολόγοι έχουν σωστά επιμείνει ότι η ταξική πάλη και το εργατικό κίνημα – η συμπεριφορά των εργατών και τα επίσημα προγράμματα των οργανώσεών τους – ήταν δυο πολύ διαφορετικά πράγματα. Το χάσμα ανάμεσα στους ηγέτες των εργατών, που καλούσαν για αύξηση της παραγωγής, και τους εργάτες που ήθελαν να γλιτώσουν από τη δουλειά όποτε ήταν δυνατό, μπορεί να ειδωθεί από τον 19ο αιώνα, στον ισπανικό Εμφύλιο και μέχρι την, υπό τον Σαλβαδόρ Αλλιέντε, σοσιαλιστική Χιλή. Αλλά η κοινωνία ως ολότητα δεν μπορούσε να γλιτώσει από τη δουλειά, και αν οι εργάτες ήθελαν μια διαφορετική κοινωνία, η εργασία θα εξακολουθούσε αναγκαστικά να είναι ακόμα στον πυρήνα της.

Αυτό ήταν αλήθεια ακόμα και για τους διαφωνούντες. Το υπερ-αριστερό KAPD καλούσε στο πρόγραμμά του το 1920 για μια: “ανελέητη επιβολή της υποχρέωσης στη δουλειά”14 και ενώ ο κρατικός καπιταλισμός εξυμνούσε την δική του “ενσυνείδητη εφαρμογή του νόμου της αξίας”, οι συμβουλιακοί κομμουνιστές προσπαθούσαν να αποδείξουν σε εκτενείςγραπτές εκθέσεις ότι ο κοινωνικά-αναγκαίος χρόνος, στον οποίον βασίζεται ο νόμος της αξίας, θα μπορούσε επίσης να υπολογιστεί από τους ίδιους τους συνεταιρισμένους παραγωγούς για να ξεπεράσουν τις σχέσεις αγοράς. Στην ουσία της, λοιπόν, η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι τίποτα περισσότερο από την εισαγωγή της εργάσιμης ώρας ως της μονάδας μέτρησης που ρυθμίζει και ελέγχει το σύνολο της οικονομικής ζωής. Χρησιμεύει ως το μέτρο για την παραγωγή και, ταυτόχρονα, το δικαίωμα των παραγωγών στο μερίδιό τους από το κοινωνικό προϊόν μετράται μέσω της εργαλειακότητάς της”15. Αυτό το τελευταίο σημείο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για τους συγγραφείς. Ακόμα και μετά τον Μάη του 1968, οι Γάλλοι υπερ-αριστεριστές παρουσίαζαν τέτοιες τεχνικές μέτρησης ως μια αρχή του μέλλοντος16. Είναι σημαντικό ότι ο Πωλ Μάτικ, πρώην μέλος του KAPD, αναφέρθηκε σε αυτή την ιδέα ως “αδύναμη”, σαράντα χρόνια αργότερα σε μια εισαγωγή στην έκδοση του έργου αυτού. Οι συμβουλιακοί κομμουνιστές της δεκαετίας του 1930 περιέγραφαν “μια φάση της σοσιαλιστικής ανάπτυξης στην οποία εξακολουθεί να κυριαρχεί η αρχή της ανταλλαγής ισοδύναμων”. Ο Μάτικ αντικρούει αυτόν τον “ωμό” σοσιαλιστικό εξισωτισμό με μια παραπομπή από τον Μαρξ: “η κατάργηση της κυκλοφορίας που βασίζεται στον εργασιακό χρόνο για την διανομή”, έχει σαν αποτέλεσμα “την υλοποίηση της κομμουνιστικής αρχής: “από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του”. Στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες…οι κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις είναι επαρκώς αναπτυγμένες για να παράγουν μέσα κατανάλωσης σε υπεραφθονία. Περισσότερο από το μισό όλης της καπιταλιστικής παραγωγής καθώς και οι μη-παραγωγικές δραστηριότητες που σχετίζονται με αυτήν (και οι οποίες παραβλέπουν τις παραγωγικές δυνάμεις που μένουν ανεκμετάλλευτες) δεν έχουν να κάνουν απολύτως τίποτα με την πραγματική ανθρώπινη κατανάλωση, αλλά έχουν νόημα μόνο στο πλαίσιο της παράλογης οικονομίας της καπιταλιστικής κοινωνίας. Είναι, συνεπώς, φανερό ότι κάτω από τις συνθήκες μιας κομμουνιστικής οικονομίας θα παράγονται τόσα καταναλωτικά αγαθά ώστε οποιοσδήποτε υπολογισμός των ατομικών μεριδίων καθενός από τον μέσο κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας θα ήταν περιττός”17.

Όπως με κάθε προσπάθεια ιστορικής περιοδολόγησης και σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να δωθεί ακριβής ημερομηνία για το πότε φτάσαμε στο σημείο αυτό. Παρόλα αυτά, κοιτώντας πίσω σε πάνω από διακόσια χρόνια κομμουνιστικής θεωρίας, μπορεί να ειπωθεί ότι αυτό που ο Μαρξ, ξεκινώντας από τις ιστορικές τάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής “στον ιδανικό μέσο όρο του”, περιέγραψε ως ένα μακρινό μέλλον, φαινόταν να είναι μια χειροπιαστή δυνατότητα λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο: η κατάργηση της εμπορευματικής παραγωγής και ένας πλήρης μετασχηματισμός της υλικής διαδικασίας της ζωής της κοινωνίας. Ο Loren Goldner18 περιέγραψε αυτή την περίοδο ως την “Grundrisse φάση του καπιταλισμού”, στην οποία η επιστημονική δουλειά, που φέρνει μαζί της την αυτοματοποίηση, ανάμεσα σε άλλα, απαλλοτριώνεται άμεσα από το κεφάλαιο19. Απέναντι σε αυτό το υπόβαθρο, ο Χέρμπερτ Μαρκούζε προσπαθούσε, to 1967, να συλλογιστεί κατά πόσον η διάκριση του Μαρξ ανάμεσα στο βασίλειο της ελευθερίας και το βασίλειο της αναγκαιότητας ήταν αναχρονιστική, αν τελικά δεν δινόταν η ευκαιρία “να αφεθεί το βασίλειο της ελευθερίας να εμφανιστεί μέσα στο βασίλειο της αναγκαιότητας – στην εργασία και όχι μόνο πέρα από την αναγκαία εργασία”. Η τάση που προβλεπόταν στα “Grundrisse” για την μείωση της φυσικής εργασίας σε ένα ελάχιστο, έκανε εφικτή μια ελεύθερη κοινωνία στην οποία “το παιχνίδι, με τις δυνητικότητες της ανθρώπινης και μη-ανθρώπινης φύσης, θα γινόταν το περιεχόμενο της κοινωνικής εργασίας”. Στοχαζόμενος “την σύγκλιση της τεχνολογίας και της τέχνης και την σύγκλιση εργασίας και παιχνιδιού”, ο Μαρκούζε “έδειχνε” προς μια παράδοση της κριτικής της εργασίας που φτάνει πίσω στον Γερμανικό Ιδεαλισμό, τον Charles Fourier και τον Πωλ Λαφάργκ. Με δεδομένη, όμως, την κατάσταση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων εκείνη την εποχή, δεν προκαλεί έκπληξη ότι αυτή η κριτική δεν βρήκε ευήκοα ώτα στο εργατικό κίνημα και περιορίστηκε στον ρόλο της ουτοπικής, ιδεαλιστικής “συνοδευτικής” μουσικής σχεδόν μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα. Ως υλιστής, ο Μαρκούζε απέρριπτε “μια ρομαντική οπισθοδρόμηση από την τεχνολογία”. Ισχυρίζεται, μάλλον, ότι “τα δυνητικά απελευθερωτικά ευεργετήματα της τεχνολογίας και της εκβιομηχάνισης δεν θα αρχίσουν ποτέ να είναι καν αληθινά και ορατά μέχρι να ξεμπερδέψουμε με την καπιταλιστική εκβιομηχάνιση και την καπιταλιστική τεχνολογία”20.

Το όριο της ελευθερίας, του παιχνιδιού, οριοθετείται από την εξωτερική φύση, η οποία δεν μπορεί να μετασχηματιστεί κατά βούληση, επειδή η εμπρόθετη21ανθρώπινη δραστηριότητα πρέπει να προσαρμόζεται στην φύση ως ενός αντικειμενικού, εξωτερικού δεδομένου. Αποκαλώντας την εργασία “παραγωγική δραστηριότητα”, αλλάζει κανείς το όνομα αλλά δεν μεταβάλλει το ίδιο το πράγμα. Οι ιδέες του Μαρκούζε είναι υλιστικές στον βαθμό που η δυνατότητα επανασυμφιλίωσης ανάμεσα στη δουλειά και το παιχνίδι, ανάμεσα στην εμπρόθετη και την ελεύθερη δραστηριότητα δεν απορρέει από τίποτα άλλο παρά τα αποτελέσματα της κυριαρχίας επί της φύσης όπως διαμορφώθηκαν υπό το μαστίγιο του κεφαλαίου. Το κάνει αυτό με ιδιαίτερη προσοχή όταν λέει: “ότι η εργασία ως τέτοια δεν μπορεί να καταργηθεί”, αν και μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από τη σημερινή της μορφή, έτσι ώστε “η σύγκλιση εργασίας και παιχνιδιού δεν αποκαλύπτεται πολύ μακρινή από τις δυνατότητες”22. Όταν γράφουμε στις “Θέσεις” ότι η επανάσταση δεν θα μπορούσε να διαλύσει το βασίλειο της αναγκαιότητας “σε οτιδήποτε άλλο από παιχνίδι και ευχαρίστηση”, αυτό είναι μια υπενθύμιση των ορίων που η προσπάθεια μιας τέτοιας διάλυσης θα συναντήσει επανειλημμένα. Είναι μια αναγνώριση της φύσης και της αναγκαιότητας της διαμεσολάβησης με αυτήν. Συνεπώς επιβάλλεται επιφύλαξη σε σχέση με μια κριτική της εργασίας που “προκαλεί” την ιδέα ότι η εργασία δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μάλλον συνδέεται με έναν εξωτερικό σκοπό.

Σε αντίθεση με τις εικασίες σχετικά με την συμφιλίωση ή όχι ανάμεσα στην εργασία και το παιχνίδι στο μέλλον, η κριτική της κοινωνικής μορφής της εργασίας είναι ζήτημα του “εδώ και τώρα”. Η απόσταση από το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί με τέτοιο τρόπο που δεν είναι η “αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και την ατομική ιδιοποίηση” αλλά η αντίφαση της ίδιας της εργασίας για εμπορευματική παραγωγή – η αντίθεση ανάμεσα στην δημιουργία πλούτου και την αξιοποίηση, που πρέπει να επιλυθεί. Η TC φαίνεται να μην διαθέτει κάποια έννοια γι’ αυτή την αντίφαση, επειδή δεν κατανοεί την υπάρχουσα μορφή της εργασίας και συνεπώς ούτε την κατηγορία της αξίας. Ο χαρακτηρισμός μας για την μορφή αυτή ως κοινωνικά μη-κοινωνική κατανοείται λανθασμένα και απορρίπτεται ως μια επανάληψη του “θέματος” του “φιλοσοφικού κομμουνισμού της δεκαετίας του 1840”: “Κάποιος πρέπει να κάνει ξεκάθαρο ότι η εργασία ως παραγωγός αξίας, ακριβέστερα ως αξιοποίηση του κεφαλαίου, καθώς και ως διαίρεσης της εργασίας ως εμπορευματικής παραγωγής, είναι κοινωνική. Αυτή η κοινωνικοποίηση δεν χρειάζεται να αντιστοιχεί σε οποιαδήποτε “πραγματική κοινωνικότητα”23 για να εμφανίζεται ως αντίθεση, μάλλον η αντίθεση έγκειται ανάμεσα στις τάξεις”. Το να αντιπαραθέτει κανείς την αντίθεση ανάμεσα στις τάξεις σε αυτήν που είναι εγγενής στην εργασία-για-εμπορευματική-παραγωγή σημαίνει ότι χάνει το καίριο σημείο.

Οι τάξεις, η πλεονάζουσα εργασία και η εκμετάλλευση είναι “αρχαίες”. Αυτό που δίνει στην σύγχρονη ταξική σχέση την δυναμική και εκρηκτική της δύναμη είναι το γεγονός ότι οι προλετάριοι παράγουν πλούτο σε μια μορφή που είναι αντιφατική και επιρρεπής σε κρίσεις και έτσι φέρουν την δυνατότητα να υπερβούν τις σύγχρονες κοινωνικές σχέσεις: η αύξηση του υλικού πλούτου δεν είναι το ίδιο με την αύξηση της αξίας24. Αυτό που διαφοροποιεί τον σύγχρονο μισθωτό εργάτη από τον σκλάβο και τον δουλοπάροικο είναι ότι διακινδυνεύει συστηματικά να καταστήσει τον εαυτό του πλεονάζοντα μέσα από την εργασία του (ετμ.). Οι αντιφάσεις αυτές είναι εμφανείς μέσα στο εμπόρευμα σε μια εμβρυακή μορφή και έτσι η εργασία-για-εμπορευματική-παραγωγή είναι κοινωνική μόνο με μια τετριμμένη έννοια, σύμφωνα με την οποία κάθε δουλειά, εκτός από αυτή των Ροβινσόνων των πολιτικών οικονομολόγων, είναι κοινωνική. Ιδιαίτερο σχετικό με αυτό είναι το εξής: “Χρηστικά αντικείμενα γίνονται εμπορεύματα, μόνο επειδή είναι προϊόντα εργασίας μεμονωμένων ιδιωτών ή ομάδων ιδιωτών25 που εκτελούν τη δουλειά τους ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον. Το συνολικό άθροισμα της εργασίας αυτών των ατόμων σχηματίζει την αθροιστική εργασία της κοινωνίας…ο συγκεκριμένος κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας κάθε παραγωγού δεν φανερώνεται ο ίδιος εκτός από την πράξη της ανταλλαγής. Με άλλα λόγια, η εργασία του ατόμου επιβεβαιώνεται ως ένα μέρος της εργασίας της κοινωνίας μόνο μέσα από σχέσεις τις οποίες η πράξη της ανταλλαγής θεμελιώνει άμεσα ανάμεσα στα προϊόντα και έμμεσα, μέσω των προϊόντων, ανάμεσα στους παραγωγούς. Για τους τελευταίους, λοιπόν, οι σχέσεις που συνδέουν την εργασία ενός ατόμου με τα υπόλοιπα άτομα εμφανίζονται όχι ως άμεσες κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα σε άτομα που δουλεύουν αλλά ως αυτό που πραγματικά είναι, υλικές σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα και κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα”26. Η TC γυρνάει το ζήτημα ανάποδα όταν απορρίπτει την κοινωνικοποίηση της εργασίας και των μέσων παραγωγής ως το “Άλφα και το Ωμέγα της επιβεβαίωσης του προλεταριάτου”. Αν το προλεταριάτο είναι η τάξη που διαχωρίζεται από τα μέσα παραγωγής, και ανάγεται στην γυμνή υποκειμενικότητα μιας δεξαμενής εργασίας, ικανό μόνο να επιβιώσει πουλώντας τον χρόνο ζωής του στο κεφάλαιο, τότε η αυτο-κατάργησή του δεν συνίσταται σε τίποτα άλλο από το να αποκτήσει την κατοχή αυτών των μέσων παραγωγής.

Μας φαίνεται ότι η TC έχει εγκαταλείψει κάθε υλιστική σύλληψη της παραγωγής, μια κίνηση που έχει ως αποτέλεσμα μια παράξενη αντιπαράθεση μηδενισμού και ρομαντισμού: μηδενισμού όσον αφορά τον σημερινό κόσμο και ρομαντισμού όσον αφορά τον κομμουνισμό. Ο κομμουνισμός δεν είναι πλέον η καθορισμένη άρνηση της κοινωνίας, αλλά ένα απόλυτο θαύμα. Η TC παραφράζει την θέση μας ότι “η ‘αναγκαιότητα’ παράγει την ταξική κοινωνία και όχι το αντίστροφο”, αλλά την βρίσκει ακατανόητη, λες και είναι κάποια αποκλίνουσα27 ιδέα ότι η ιστορική αφετηρία της ταξικής διαίρεσης ήταν η παρόρμηση να μετατοπιστεί η φυσική αναγκαιότητα της εργασίας στους άλλους. Αυτό συμβαίνει γιατί η φύση δεν έχει θέση στην σκέψη της TC (ετμ.). Η εργασία δεν λαμβάνεται ως ένας ενδιάμεσος ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, που παίρνει πάντα μια συγκεκριμένη κοινωνική μορφή, αλλά μόνο ως μια κοινωνική σχέση:

Η παραγωγή παρουσιάζεται [στις “28 Θέσεις“] σαν μια ενοχλητική αναγκαιότητα, παραμένοντας παρόλα ουδέτερη και αντικειμενική, που εκτελείται από μιαν εξίσου ουδέτερη και αντικειμενική δραστηριότητα – την εργασία. Το μόνο που χρειάζεται είναι να ελαττώσουμε αυτή την κατάρα. Παρόλα αυτά, όμως, η εργασία παρουσιάζει μια κοινωνική σχέση, αρκετά ανάλογα με τις παραγωγικές δυνάμεις. Ο σκοπός δεν είναι η μείωσή της αλλά η κατάργησή της“.

Το ότι αυτή η κατάργηση, που ισοδυναμεί με μια μετονομασία της εργασίας σε “παραγωγική δραστηριότητα” και στο “ότι γίνεται παθιασμένη”, δεν είναι ίσως άμεσα εφικτή, αναγνωρίζεται σε μια σύντομη στιγμή νηφαλιότητας για να αποσυρθεί αμέσως στη συνέχεια:

Ίσως οι παραγωγικές δραστηριότητες δεν θα γίνουν στο σύνολό τους “παθιασμένες” σε μια”βραδιά”, αλλά σίγουρα ο κομμουνισμός δεν είναι νοητός ως μια αντιπαράθεση δυο διαφορετικών σφαιρών. Είναι αδύνατο στον κομμουνισμό κάποιες δραστηριότητες να συνεχίζουν να είναι “χωρίς πάθος” ενώ κάποιες άλλες θα έχουν αποβάλλει αυτόν τον χαρακτήρα“.

Αυτές οι δυο προτάσεις αντιφάσκουν μεταξύ τους με τόσο κραυγαλέο τρόπο που καταλήγουν σε έναν τετραγωνισμό του κύκλου. Το αποτέλεσμα είναι ευσεβείς πόθοι και αυθαίρετα διατάγματα. H ειρωνεία – ο κύκλος που αναφέραμε παραπάνω και στον οποίο κινείται η σημερινή “κριτική της εργασίας” – είναι ότι το να πούμε πως “γίνονται παθιασμένες” όλες οι “παραγωγικές δραστηριότητες” δεν περιγράφει τίποτα άλλο από μια συνθήκη στην οποία “η εργασία έχει γίνει όχι μόνο ένα μέσο για τη ζωή αλλά η πρωταρχική επιθυμία της”28, μια φράση που τρομοκρατεί τους φίλους της κομμουνιστικοποίησης. Γλωσσικά παιχνίδια αυτού του τύπου, ο πυρήνας της σημερινής “κριτικής της εργασίας”, οδηγούν ευθέως σε μια απελπιστική σύγχυση ορολογίας.

Όσο δε αφορά τις σφαίρες, το τέλος του διαχωρισμού τους απορρέει από το τέλος της μισθωτής εργασίας. Το όριο ανάμεσα στην οικονομία, μια σφαίρα που υπόκειται σε τυφλούς νόμους, και όλες τις άλλες σφαίρες της ζωής συμπίπτει με το όριο ανάμεσα στην μισθωτή εργασία και την “σχόλη”. Αν οι προλετάριοι καταργούσαν την μισθωτή εργασία και συνεπώς και τον εαυτό τους ως τάξη, παίρνοντας την κατοχή των μέσων παραγωγής των ζωών τους, η οικονομία, ως μια διακριτή σφαίρα, θα εξαφανιζόταν· παρόμοια με την επαναπορρόφηση του κράτους από την κοινωνία, για την οποία ο Μαρξ μιλάει σε κάποιο σημείο, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για την επαναπορρόφηση της οικονομίας από την κοινωνία29. Αυτό είναι που εννοούσαμε με την φράση ότι το βασίλειο της αναγκαιότητας “δεν θα επέμενε στη σημερινή αφηρημένη του αντίθεση με ένα βασίλειο της ελευθερίας που θα ήταν άδειο από οποιαδήποτε δυνατότητα διαμόρφωσης του κόσμου”. Αν ο Μαρξ σε ένα κλασσικό απόσπασμα οραματίζεται “μια μείωση της εργάσιμης μέρας”, αυτό είναι παραπλανητικό, στον βαθμό που υπονοεί την διατήρηση δυο ξεκάθαρα διακριτών περιοχών, δίνοντας, έτσι, σχεδόν την εντύπωση ότι στον κομμουνισμό θα εξακολουθεί να υπάρχει “χτύπημα της κάρτας”30. Μας φαίνεται ότι η αδυναμία της TC, και αρκετών άλλων, είναι ότι μπορούν να θεωρήσουν την αντίθετη άποψη (την κατάργηση του χτυπήματος της κάρτας) μόνο βασισμένοι στην ψευδή πρόταση ότι όλες οι παραγωγικές δραστηριότητες “γίνονται με πάθος” και, συνεπώς, ζωγραφίζουν τον κομμουνισμό με έναν μάλλον αφελή ή παιδαριώδη τρόπο ως καθαρή ευχαρίστηση και παιχνίδι, κάτι που σίγουρα δεν θα είναι. Αυτή η θέση είναι απλά η κατοπτρική εικόνα της διαβοήτης αστικής ιδεολογίας η οποία, από τις αναπόφευκτες δυσκολίες της ζωής, εξάγει το αναπόφευκτο της κυριαρχίας και του εξαναγκασμού. Τα ελεύθερα συνεταιρισμένα άτομα θα έχουν να ασχοληθούν με ενοχλητικές αναγκαιότητες· το πώς θα το κάνουν δεν το ξέρουμε, αλλά έχουμε εμπιστοσύνη ότι η κομμούνα δεν θα αποτύχει εξαιτίας του προβλήματος του ποιος θα καθαρίσει την τουαλέτα αύριο. Και όσο θα υπάρχουν ενοχλητικές αναγκαιότητες που πρέπει να αντιμετωπιστούν, η “οικονομία του χρόνου” (Μαρξ) θα παραμένει φυσικά σχετική· είναι δύσκολο να δούμε, για παράδειγμα, γιατί θα πρέπει να έχει “πάθος” η παραγωγή των ποτηριών για τον καφέ, αντί να ολοκληρώνεται με μια ελάχιστη δαπάνη χρόνου. Το ζητούμενο θα ήταν να υπάρχει η ελευθερία να οργανωθούν όλα αυτά τα πράγματα σύμφωνα με τη σύνεση και αντίστοιχα με τις ανάγκες και τις ικανότητες όλων, αν και το μέγεθος του καθήκοντος δεν θα έπρεπε να υποτιμηθεί και, σίγουρα, απαιτεί σχεδιασμό (μια λέξη που εγείρει υποψίες Σταλινισμού ανάμεσα στους περισσότερους οπαδούς της κομμουνιστικοποίησης, αν και, φυσικά, δεν μπορούν να προσδιορίσουν με ποιό τρόπο αρκετά δισεκατομμύρια αλληλεξαρτώμενων ατόμων θα μπορούσαν να οργανώσουν τις ζωές τους χωρίς σχεδιασμό).

Από την άλλη πλευρά, η TC απαγορεύει από την θεωρία αυτό που δεν είναι ευχολόγιο αλλά μια πραγματική αντίθεση του παρόντος – την αντίθεση ανάμεσα στην δημιουργία του πλούτου και την δημιουργία αξίας. Η αδυναμία της να συλλάβει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής σαν μια συγκεκριμένη κοινωνική μορφή ιδιοποίησης της φύσης οδηγεί στην φαντασίωση ενός κομμουνισμού χωρίς τα “βάσανα” της υλικότητας: “”Αν υπάρχει μια ανανεωμένη ελπίδα στην αναγνώριση της “σχόλης”31, τότε αυτή βασίζεται στην ανάπτυξη της “παραγωγικότητας” (Θέση 21). Σημαίνει αυτό ότι θα πρέπει να διατηρηθεί η δεύτερη για να μπορέσει να επιτραπεί η πρώτη”; Ναι, θα πρέπει. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Το μυστήριο του πώς είναι δυνατή η σχόλη χωρίς την παραγωγικότητα επιλύεται με την έννοια ότι το χαμερπές “έχειν” στον κομμουνισμό δεν είναι εδώ πρόβλημα, επειδή έχει να κάνει με κάτι ανώτερο: “Είναι σημαντικό να δώσουμε ξεκάθαρη έμφαση ότι η δυνατότητα πλεονάσματος δεν καθιστά εφικτό τον κομμουνισμό, αλλά ότι η παραγωγή του κομμουνισμού καθορίζει το πλεόνασμα – όχι ποσοτικά, αλλά κοινωνικά, με την έννοια ότι μετασχηματίζει την παραγωγή των σχέσεων ανάμεσα στα άτομα ως άτομα σε κέντρο και σκοπό όλων των δραστηριοτήτων. Υπερβαίνοντας την κατηγορία του έχειν, ο κομμουνισμός παρέχει πλούτο, που δεν μπορεί πλέον να μετρηθεί, ένα εντελώς διαφορετικό νόημα”. “Το πλεόνασμα που δημιουργείται μέσω της κομμουνιστικής επανάστασης δεν είναι της τάξης του έχειν αλλά του “είναι μαζί“, της κοινότητας”. Για να είναι μαζί, όμως, οι άνθρωποι σε “γυμνές” κοινότητες δεν είναι απαραίτητο να υποθέτει κανείς το στοίχημα της κομμουνιστικής επανάστασης· αυτή η τύχη υπάρχει ήδη σήμερα.

Αναφερόμαστε σε αυτά τα αποσπάσματα με τέτοια λεπτομέρεια επειδή δεν αφορούν κάποια δευτερεύουσα πλευρά αλλά, μάλλον, το κεντρικό ερώτημα της σχέσης ανάμεσα στην ελεύθερη κοινωνία και αυτήν που υπάρχει σήμερα. Αν είναι κάτι σημαντικό στην αντιπαράθεση σχετικά με την “κομμουνιστικοποίηση”, τότε αυτό έχει να κάνει με την επανατοποθέτηση του ερωτήματος των πιθανών εκβάσεων των ταξικών αγώνων, αντί της απλής περιγραφής τους σε άνευ διακρίσεων αναφορές για απεργίες. Και αν υπάρχει κάτι ορθό σε αυτήν [την κομμουνιστικοποίηση] είναι η επιμονή στο ότι αυτή η έκβαση μπορεί να είναι μόνο το τέλος του προλεταριάτου, όχι ο θρίαμβός του. Τα αποσπάσματα που παραθέσαμε, όμως, αποκαλύπτουν μια αποτυχία που χαρακτηρίζει κάποιους ριζοσπάστες σήμερα πολύ πιο πέρα από την TC. Αν ο σοσιαλισμός του εργατικού κινήματος ήταν κάτι λίγο περισσότερο από την διαιώνιση της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης κάτω από τον έλεγχο του κράτους, τότε ο σημερινός ριζοσπαστισμός είναι συχνά απλός ψευδο-ριζοσπαστισμός, επειδή δεν μπορεί πλέον να αποκρυπτογραφήσει τις δυνατότητες για μια άλλη κοινωνία μέσα στην υπάρχουσα32,33 (ετμ.). Το αποτέλεσμα είναι ένα είδος αντεστραμμένου φετιχισμού: αυτό που πολιτικοί οικονομολόγοι κάνουν σαν εσκεμμένη απολογία διατυπώνεται εδώ ως φαινομενική αποκήρυξη. Όπως ακριβώς από την στενόμυαλη προοπτική της πολιτικής οικονομίας οποιαδήποτε μέσα παραγωγής είναι από την φύση τους κεφάλαιο και η εργασία μπορεί να πάρει μόνο τη μορφή της μισθωτής εργασίας, έτσι και οι περισσότεροι υποστηρικτές της κομμουνιστικοποίησης ταυτίζουν την συγκεκριμένη κοινωνική μορφή της παραγωγικής διαδικασίας με το υλικό της σχήμα. Έτσι, το κάψιμο των εργοστασίων και άλλων κτιρίων θεωρείται η πιο υψηλή έκφραση της επαναστατικής υποκειμενικότητας, όπως έδειξαν με τον πιο όμορφο τρόπο οι Έλληνες ακόλουθοι της TC, που διακήρυξαν τις πρόσφατες ταραχές στο Λονδίνο ως “ένα ιστορικό ορόσημο” και παρουσίασαν το κάψιμο των εργοστασίων από τους απεργούς εργάτες στο Μπαγκλαντές ως έναν τρόπο “επίθεσης στην ίδια τους την ύπαρξη ως προλετάριων”34. Ακόμα και μια απλή καταμέτρηση των πραγμάτων που οι προλετάριοι λεηλατούν και διανέμουν ελεύθερα στην πορεία μιας τέτοιας εξέγερσης θεωρείται από τους οπαδούς της κομμουνιστικοποίησης ως μια πρωτότυπη αμαρτία καθώς το ζήτημα είναι να συνειδητοποιήσουμε “τον απόλυτο αντι-σχεδιασμό”35. Ενώ η TC επιμένει ότι η επαναστατική ρήξη μπορεί μόνο να αναδυθεί από την ταξική πάλη, το περιεχόμενο αυτής της ρήξης παραμένει μυστικιστικό:

“Η κατάργηση των τάξεων σημαίνει επίσης την κατάργηση της δραστηριότητας ως υποκειμενικότητας καθώς και του προϊόντος της ως αντικειμενικότητας που στέκεται απέναντί της[…]. Η απο-αντικειμενικοποίηση του κόσμου ξεδιπλώνεται στην κίνηση της ίδιας της επανάστασης”.

Αντί να κριτικάρονται οι κοινωνικές μορφές της δραστηριότητας και του προϊόντος (μισθωτή εργασία και το εμπόρευμα), καταδικάζονται η δραστηριότητα και το προϊόν ως τέτοια· αντί να καταδικάζεται η γυμνή υποκειμενικότητα του μισθωτού εργάτη και η αντικειμενικότητα του κεφαλαίου που στέκεται απέναντί του ως μια ξένη δύναμη, κηρύσσεται ο πόλεμος στην υποκειμενικότητα και την αντικειμενικότητα ως τέτοιες, λες και η ιστορία του ανθρώπινου είδους που “βγαίνει” έξω από τη φύση θα μπορούσε να ανακληθεί λίγο πριν από την ίδια την εξόντωση της ανθρωπότητας36. Το κριτικό περιεχόμενο συνταγών όπως η “απο-αντικειμενικοποίηση του κόσμου” και η “κατάργηση της δραστηριότητας ως υποκειμενικότητας” ισοδυναμεί με το τίποτα· επικαλούνται, απλά, ένα αδιαίρετο όλον, μια καθαρή αμεσότητα, που είναι και ο λόγος για τον οποίο διακηρύσσεται τίποτα λιγότερο από την “κατάργηση της κοινωνίας” και το “τέλος όλων των διαμεσολαβήσεων”37. Έτσι το ταξίδι οδηγεί από την κριτική της ψευδούς διαμεσολάβησης σε καθαρή αμεσότητα, από την κοινωνία στην κοινότητα, από το έχειν στο είναι, από τον Μαρξ στον Βούδα.

Ο “Νέος Κύκλος Αγώνων”

Αυτό για το οποίο αναγνωρίζεται, συνήθως, η TC στη διεθνή συζήτηση είναι η προσπάθεια να επεξεργαστεί το καινούριο στην παρούσα κατάσταση και να θεωρήσει την προηγούμενη ιστορία της ταξικής πάλης ως ένα ανεπίστρεπτα κλειστό κεφάλαιο. Σχεδόν όλοι οι ριζοσπάστες έχουν τα δικά τους ιστορικά μέτρα σύγκρισης38 όπου οι εργάτες έκαναν αυτό που θα έπρεπε να κάνουν και τώρα – αν και πάντα κάτι πήγε στραβά, που είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να μαθαίνονται “μαθήματα από την ιστορία” ώστε, την επόμενη φορά, τα πράγματα να πάνε καλλίτερα: για τους αριστερούς κομμουνιστές, αυτή είναι η περίοδος μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην οποία υπήρχε μια (όχι πάντα ευχάριστη) συνεργασία εργατικών συμβουλίων και κομμουνιστικών οργανώσεων από τη Δυτική Ευρώπη μέχρι τη Ρωσία· για τους αναρχοσυνδικαλιστές, αυτή η περίοδος ήταν ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος· για τους οπαδούς της Καταστασιακής Διεθνούς ήταν ο Μάης του 1968· για τους εργατιστές ήταν η περίοδος των αγώνων του εργάτη-μάζα στα εργοστάσια τις δεκαετίες του 1960 και 197039· για τους διανοητικά πιο ευέλικτους, αυτή η περίοδος ήταν λίγο απ’ όλα. Η TC επιμένει ότι όλα αυτά είναι εξίσου ιστορία, τόσο η εργατική αυτονομία της δεκαετίας του 1970 όσο και οι αριστεροί κομμουνιστές και τα συνδικάτα της δεκαετίας του 1920, καθώς η αναδιάρθρωση των πρόσφατων δεκαετιών έχει βάλει τέλος στην εργατική εξουσία και την εργατική ταυτότητα. Αυτή η αναδιάρθρωση δεν περιορίζεται στην παραγωγική διαδικασία αλλά επηρεάζει την ταξική σχέση ως σύνολο:

“Η αναπαραγωγή του κεφαλαίου, που ήταν καθηλωμένη σε μια λίγο-πολύ περιορισμένη εθνική ή περιφερειακή περιοχή, χάνει το πλαίσιο της συνοχής και αναφορών. Το κράτος προστάτευε την συνοχή αυτής της αναπαραγωγής, κατά το ότι αυτή απορρέει από τον κυρίαρχο πόλο (αυτόν που υπαγάγει τον άλλο) στην αλληλοπλοκή του προλεταριάτου και του κεφαλαίου. Ήταν ο εγγυητής αυτής της αλληλοπλοκής, αυτό που συνηθιζόταν να λέει ότι διατηρεί τον “κοινωνικό συμβιβασμό”. Η αρχή της απώλειας αυτής της συνοχής βασίζεται στην διαίρεση ανάμεσα στη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Η αξιοποίηση του κεφαλαίου δραπετεύει “προς τα πάνω” σε κομμάτια ή τμήματα του παγκόσμιου κύκλου του κεφαλαίου, στο επίπεδο της επένδυσης, της εξίσωσης του κέρδους και στο πλαίσιο του ανταγωνισμού.

Η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης δραπετεύει “προς τα κάτω”. Στο “καλλίτερο” σενάριο προκύπτει μια αποσύζευξη του μισθού και της παραγωγικότητας. Το κράτος πρόνοιας μετασχηματίζεται σε μια απόλυτη, ολική, τυποποιημένη προκαταβολική αγορά της εργατικής δύναμης στο ελάχιστο επίπεδο, που μειώνει την αξία της τη στιγμή της εξατομικευμένης της πώλησης. Στο χειρότερο σενάριο: αυτοσυντήρηση, τοπική αλληλεγγύη και παράλληλες οικονομίες (…). Εκεί που τα συμφέροντα της βιομηχανίας, του χρηματοπιστωτισμού και της εργατικής δύναμης συνδέονταν χωρικά, μπορεί να θεμελιωθεί ένας διαχωρισμός ανάμεσα στην αξιοποίηση του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Ο χώρος του αναδιαρθρωμένου καπιταλιστικού κόσμου υποδιαιρείται στις “φράκταλ”40 ζώνες του: η υδρόγειος, οι ήπειροι, οι χώρες, οι περιφέρειες, οι πόλεις και οι γειτονιές. Σε κάθε επίπεδο, ένας αστερισμός από διαφορετικές ζώνες αρθρώνεται: ένας “υπερανεπτυγμένος” πυρήνας· ζώνες που ομαδοποιούνται γύρω από περισσότερο ή λιγότερο πυκνούς καπιταλιστικούς πυρήνες· ζώνες που ταλανίζονται από την κρίση και χαρακτηρίζονται από την άμεση βία ενάντια στα “κοινωνικά σκουπίδια”, περιθώρια, γκέτο και μια υπόγεια οικονομία που ελέγχεται από διάφορες μαφιόζικες ομάδες”41.

H TC συνοψίζει αυτή την κατάσταση ως διπλή αποσύμπλεξη42 ανάμεσα στην αξιοποίηση και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης: ως μια γεωγραφική απόκλιση και ως μια αποσύζευξη του εισοδήματος του εργάτη από τον μισθό μέσω μιας επέκτασης της καταναλωτικής πίστωσης. Το αποτέλεσμα είναι μια κρίσης στην μισθωτή σχέση, που αντανακλάται σε ένα καινούριο αθέμιτο των μισθολογικών αιτημάτων43 (ετμ.). Η ύπαρξη του εργάτη έχασε το λούστρο της και δεν βρίσκει πια επιβεβαίωση στην κίνηση του κεφαλαίου· δεν είναι πια τίποτα άλλο από έναν εξωτερικό περιορισμό. Απέναντι σε αυτό το σκηνικό, η TC βλέπει έναν “νέο κύκλο αγώνων”, στον οποίο – σύμφωνα με την ατέλειωτα επαναλαμβανόμενη συνταγή – το να δρα ως τάξη είναι το ίδιο το όριο της ταξικής πάλης. Γίνονται αναφορές σε αγώνες χωρίς αιτήματα όπως στα γαλλικά προάστια44 το 2005 και στην Ελλάδα το 2008· σε εργάτες που κλείνουν εργοστάσια, που δεν διεκδικούν να κρατήσουν τη δουλειά τους αλλά, μάλλον, αποζημιώσεις· σε καταλήψεις εργασιακών χώρων, στις οποίες δεν υπάρχει αυτοδιαχειριζόμενη επανεκκίνηση της παραγωγής αλλά, μάλλον, καταστροφή των προϊόντων και των μηχανών· σε εμπειρίες όπως στην Αργεντινή, όπου η αυτοοργάνωση των εργατών ως εργατών απλά παρέτεινε τους διαχωρισμούς ανάμεσα σε διαφορετικούς τομείς· στο κίνημα στη Γαλλία το 2006 που καλούσε για την απόσυρση του νόμου CPE45 χωρίς να ελπίζει σε πολλά από αυτό το αίτημα, πόσο μάλλον να πιστεύει ότι το αίτημα για σταθερές δουλειές θα μπορούσε να δημιουργήσει μαι σύνδεση με τη νεολαία των προαστίων46.

Όπως διαγράφεται στις “28 Θέσεις“, κι εμείς βλέπουμε τα καθοριστικά χαρακτηριστικά των τελευταίων δεκαετιών με τέτοιους όρους: με τα μεγάλα προπύργια των εργατών στα παλιά κέντρα να είναι υπό κατάρρευση, μετεγκαταστάσεις της παραγωγής, προσωρινότητα που επεκτείνεται για τα καλά στις “κανονικές” εργασιακές σχέσεις, αυξημένο παγκόσμιο ανταγωνισμό ανάμεσα στους μισθωτούς και την έκπτωση της σοσιαλδημοκρατικής υπόσχεσης για ανοδική κοινωνική κινητικότητα47,48. Και, σε αντίθεση με τον ισχυρισμό στην απάντηση της TC, για μας δεν πρόκειται ούτε για μια διάσωση της εργατικής αυτονομίας των δεκαετιών του 1960 και του 1970 (τον αφανισμό της οποίας στην πορεία της αναδιάρθρωσης διατυπώνουμε ρητά), ούτε περιμένουμε “σε σχέση με τους επισφαλείς και τους “πλεονάζοντες” (…) την αναγέννηση ενός ουσιαστικά παρόμοιου παράγοντα”, ιδιαίτερα από τη στιγμή που δεν ξέρουμε πώς να φανταστούμε κάτι τέτοιο: πώς θα μπορούσαν οι επισφαλείς και οι πλεονάζοντες να επιφέρουν την αναγέννηση ενός κινήματος που η βάση του ήταν η βιομηχανία μεγάλης-κλίμακας (ετμ.); Ο ισχυρισμός μας ότι το “μέλλον της τάξης ως ολότητας εξαρτάται αποφασιστικά από την ικανότητα των πλεοναζόντων να κάνουν την κατάστασή τους το σημείο αφετηρίας για ένα γενικευμένο κοινωνικό κίνημα” είναι ακριβώς που δεν στοχεύει στην “αναγέννηση” ενός φθίνοντος κινήματος αλλά στην ιστορικά καινοφανή μας κατάσταση. Αυτό που ξεχωρίζει τον παγκόσμιο αστερισμό σήμερα από την περίοδο γύρω στο 1917 αλλά, επίσης, και γύρω στο 1968, δεν είναι λιγότερο, μεταξύ άλλων, ο “γιγάντιος πλεονάζων πληθυσμός”, που αναφέρεται στις “28 Θέσεις” και που είναι αποτέλεσμα δραματικών κυμάτων εξορθολογισμού στη βιομηχανία καθώς και της “πράσινης επανάστασης” στον Νότο, δηλαδή της συνεχιζόμενης προλεταριοποίησης του αγροτικού πληθυσμού (και, συνεπώς, και στις δυο περιπτώσεις, από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων). Αυτό το “άτυπο προλεταριάτο” (Mike Davis) κάνει την “κεντρικότητα του εργοστασίου”, που επικαλούνται οι εργατιστές, να μοιάζει αρκετά απαρχαιωμένη, χωρίς να είναι το ίδιο το καινούριο “κεντρικό υποκείμενο”. Δεν θέλουμε να συμμετέχουμε σε τέτοια παιχνίδια των θεωρητικών της επανάστασης – η μια φράξια θεωρεί την παραγωγική εργατική τάξη ως ήδη ενσωματωμένη και προσβλέπει εναγώνια στους αποκλεισμένους και τις εξεγέρσεις τους για το ψωμί, η άλλη θεωρεί τις εξεγέρσεις αυτές ως αδύναμες και στηρίζεται στην παραγωγική εργατική τάξη και τα δυνατά της χέρια – και η υπερβολική ανάδειξη των ταραχών στα προάστια ως μιας εξέγερσης ενάντια σε “οτιδήποτε παράγει και καθορίζει [τους εξεγερμένους]”49 δεν είναι δική μας, αλλά της TC.

Αν και σε μεγάλο βαθμό σωστή, η εικόνα της TC για την σημερινή εποχή “στραβώνει” όταν εξυπηρετεί στην επίκληση μιας κατάστασης στην οποία σχεδόν τίποτα δεν αφήνεται στους εργάτες πέρα από το να επαναστατήσουν εναντίον της ίδιας τους της ύπαρξης ως τάξης. Αυτό που καταθλίβει τους άλλους και προκαλεί τη νοσταλγία τους – η ατέλειωτη αλυσίδα ηττών στους πρόσφατους εργατικούς αγώνες – προσφέρει έναν καλό λόγο για αισιοδοξία σε αυτή την προοπτική. Και αν δεν κάνουμε λάθος, είναι ιδιαιτέρως αυτά τα καλά νέα, ότι η αυτο-κατάργηση της τάξης είναι ήδη στην ατζέντα σε αυτόν τον νέο κύκλο αγώνων, που εξηγεί την γοητεία της TC.

Η εικόνα της προηγούμενης περιόδου, που σε μεγάλο βαθμό προσομοιάζει τον “Φορντισμό” των θεωρητικών της Ρύθμισης, ήδη είναι έντονα σχηματοποιημένη, οπότε το παρόν προβάλλει σε ακόμα μεγαλύτερη αντίθεση. Ο “Φορντισμός” δεν ήταν ένας συνεκτικός εθνικός σχηματισμός: οι βιομηχανίες που τον υποστήριζαν – κατασκευαστές καταναλωτικών αγαθών διαρκείας – παρήγαγαν για την παγκόσμια αγορά και ήδη γι’ αυτόν τον λόγο δεν θεωρούσαν την τοπική εργατική τάξη ως καταναλωτές, αλλά, όπως πάντα συνέβαινε, ως έναν παράγοντα κόστους. Οι αυξανόμενοι πραγματικοί μισθοί των χρυσών δεκαετιών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ήταν “ιδανικοί”50 για την αξιοποίηση (αυτή η υπόθεση είναι ένας αριστερός Κεϋνσιανός μύθος), αλλά οι εργάτες έπρεπε να δώσουν μάχη γι’ αυτούς και μπορούσαν να κερδηθούν επειδή η συσσώρευση δούλευε σαν “ρολόι” και διασφάλιζε, για αρκετό καιρό, πλήρη απασχόληση.

Αυτά είναι εδώ και καιρό παρωχημένα. Με την υφέρπουσα κρίση υπερσυσσώρευσης, τις τελευταίες δεκαετίες, τις επαναστάσεις στις επικοινωνίες και τις μεταφορές που επιτρέπουν έναν καινούριο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, τις τεράστιες αυξήσεις παραγωγικότητας των ψηφιακών τεχνολογιών και την προλεταριοποίηση του νότιου ημισφαιρίου, αυτός ο αστερισμός κατέρρευσε. Σαν αποτέλεσμα, η θέση των μισθωτών στα παλιά κέντρα έγινε πιο επισφαλής, αν και με σημαντικές διαφορές από χώρα σε χώρα – η Γερμανία, για παράδειγμα, είναι πολύ λιγότερο “μετα-Φορντική” από την Βρετανία ή τις ΗΠΑ, με τον πυρήνα της εργασιακής δύναμης του ισχυρού εξαγωγικού τομέα να έχει την ικανότητα, σε μεγάλο βαθμό, να υπερασπιστεί την θέση του. Αλλά η εικόνα μιας παγκόσμιας καθοδικής τροχιάς των μισθών και των εργασιακών συνθηκών είναι λάθος (ετμ.). Στον ίδιο βαθμό που οι εργάτες αισθάνονται την καινούρια παγκόσμια πίεση πάνω στους μισθούς, αυτοί στις νέες ζώνες άνθησης είναι περιστασιακά σε θέση να αποσπάσουν κάτι από τον ταξικό εχθρό. Μοιάζει πολύ τολμηρό να υποθέσουμε έναν γενικευμένο “αθέμιτο χαρακτήρα των μισθολογικών αιτημάτων” όταν ακόμα και ο Economist εύχεται ό,τι καλλίτερο στην κινέζικη εργατική τάξη, για τους μισθολογικούς της αγώνες, ώστε να εξισορροπήσει τις ανισότητες στην παγκόσμια οικονομία και όταν, ακόμα πιο πρόσφατα, η απαίτηση για ελεύθερα συνδικάτα κυκλοφορούσε μέσα στους αγώνες εκεί51. Αληθεύει, φυσικά, ότι οι μεγάλες συγκεντρώσεις εργατών στην Ινδία ή την Κίνα δεν “παρουσιάζουν μια επιστροφή σε αυτό που εξαφανίστηκε στη ‘Δύση’ – ένα κοινωνικό σύστημα που…καθόρισε την εργατική ταυτότητα και εξέφρασε τον εαυτό του στο εργατικό κίνημα”, αν μη τι άλλο επειδή οι ιστορικοί σχηματισμοί δεν παίρνουν ποτέ “άδεια” να φύγουν από ένα μέρος για να αναδυθούν ξανά, ως πιστά αντίγραφα, σε κάποιο άλλο. Αλλά μια απλή καταστροφολογία, που αντικρούεται ήδη από τις μισθολογικές βελτιώσεις στις περιοχές που προσπαθούν ακόμα να “καλύψουν τη διαφορά” (από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές περιοχές, στμ.), δύσκολα βοηθάει στην κατανόηση της σημερινής ταξικής πραγματικότητας. Για πολλούς προλετάριους στην Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία, για παράδειγμα, ο καπιταλισμός κουβαλάει ακόμα, ή για πρώτη φορά, την υπόσχεση μιας καλλίτερης ζωής, ή τουλάχιστον μια ζωής που δεν είναι τόσο ζοφερή και μονότονη όπως αυτή στην ύπαιθρο από την οποία, και δεν είναι αυτό έκπληξη, αποχωρούν για να πάνε στις καινούριες μητροπολιτικές περιοχές52. Αυτοί οι άνθρωποι μοιάζουν να προτιμούν τον πλούτο του “έχειν”, μάλλον, από το να είναι μαζί σε μια αγροτική κοινότητα.

Η προσπάθεια της TC να φέρει τους διάφορους αγώνες ανά τον κόσμο στον (κοινό) παρονομαστή του “νέου κύκλου” που προαναγγέλλει το μήνυμα της αυτο-κατάργησης της τάξης χαρακτηρίζεται από ευσεβείς πόθους και έχει σαν αποτέλεσμα μια επιβεβλημένη κατασκευή, ένα παγιωμένο σύστημα μέσα στο οποίο επιχειρείται να συμπιεστεί η πραγματικότητα· ό,τι δεν χωράει στην εικόνα αγνοείται. Απλά δεν είναι αλήθεια, για παράδειγμα, ότι οι αγώνες για τους μισθούς δεν είναι πουθενά επιτυχημένοι ή ότι το αίτημα για αποζημιώσεις έχει γενικά αντικατασταθεί από το αίτημα για την διάσωση θέσεων εργασίας. Αντί να αποδίδεται μια κοινή ιστορική τάση σε ετερόκλητους αγώνες, θα έπρεπε να τους κατανοήσουμε ακριβώς στην διαφορετικότητά τους, ως μια έκφραση μιας συγκεκριμένης στιγμής.

Η θέση ότι βρίσκουμε τους εαυτούς μας σήμερα σε μια κρίση της μισθωτής σχέσης και ότι η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο βρίσκεται τώρα στο επίπεδο της αναπαραγωγής των ίδιων των τάξεων είναι μια υπερεκτίμηση της κατάστασης. Μέσα από την συνηθισμένη πορεία των επιχειρήσεων, την καθημερινή απόδοση της μισθωτής εργασίας, η ταξική σχέση αναπαράγεται σταθερά. Αναπαράγοντας τις ζωές τους, οι προλετάριοι αναπαράγουν το κεφάλαιο και την εξάρτησή τους από αυτό. Αν η ζωή των εργατών γίνεται πιο επισφαλής και ο πλεονάζων πληθυσμός αυξάνεται, αυτό είναι κακό για τους ανθρώπους αλλά αδιάφορο για το κεφάλαιο, του οποίου η συνεχιζόμενη ύπαρξη δεν εξαρτάται από τη γενική ανθρώπινη ευτυχία. Μια κρίση της μισθωτής σχέσης, κατανοούμενη όχι ως μια μόνιμη κρίση της προλεταριακής ύπαρξης αλλά ως ένα ιστορικό σταυροδρόμι, θα ήταν δεδομένη μόνο αν οι προλεταριοποιημένοι προσπαθούσαν να ξεπεράσουν αυτή τη σχέση (ετμ.). Αυστηρά μιλώντας, η μαγική φόρμουλα ότι “το να δρα ως τάξη είναι το όριο της ταξικής πάλης” ή ότι η ύπαρξη της τάξης σήμερα είναι μόνο ένας εξωτερικός καταναγκασμός, δεν διατυπώνει τίποτα περισσότερο από το ότι οι εργάτες δεν αισθάνονται άνετα στο ίδιο τους το πετσί και είναι όλο και λιγότερο σε θέση να υπερασπίζονται το status quo.

Η διαφορά από προγενέστερες εποχές, όταν υπήρχε ένα περιβάλλον εργατών με αυτοπεποίθηση, περηφάνεια και ένα σοσιαλιστικό όραμα ενός μελλοντικού εργατικού πολιτισμού, απελευθερωμένου από τους αργόσχολους και τα αφεντικά, δεν πρέπει να υπιτιμάται. Όμως, η εξαφάνιση όλων σημαίνει αυτή καθαυτή τίποτα περισσότερο από το ότι ο μόνος ορίζοντας που παραμένει είναι ο παλιός κόσμος, όσο σάπιος και παραπαίων να είναι. Σε σύγκριση με τις σημερινές εκκλήσεις για “πραγματική δημοκρατία”, για ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, την ανακατανομή κοκ., με τις οποίες οι μισθωτοί στα παλιά κέντρα διαμαρτύρονται ενάντια στην εξελισσόμενη επισφαλειοποίησή τους, ακόμα και ο ξεθωριασμένος σοσιαλισμός των παλιών ημερών μπορεί να μοιάζει σχεδόν ανατρεπτικός.

Θεωρία και Πρόβλεψη

Η TC αποφεύγει αυτή την ζοφερή πραγματικότητα με μια επιχείρηση που απορρέει από το πυροβολικό ακριβώς του παλιού υπερ-αριστερισμού, στην καταστολή του οποίου έχει η ίδια δεσμευετεί: οι θεωρητικοί προβάλλουν την επιθυμία τους για την επανάσταση στους σύγχρονους αγώνες. Όπως, ακριβώς, κάποιοι συμβουλιακοί κομμουνιστές έβλεπαν την ανάδυση της επανάστασης των συμβουλίων όποτε οι δράσεις των εργατών ξέφευγαν από τον έλεγχο των συνδικάτων, οι αγώνες του σήμερα θεωρούνται από την TC σε ένα επίσης θριαμβολογικό φως: “Ο κομμουνισμός ανήκει στο παρόν επειδή είναι το περιεχόμενο των σημερινών πρακτικών της ταξικής πάλης”. Υποβιβασμένη στο βασίλειο των μύθων ως μια ιστορική σταθερά, η επαναστατική φύση του προλεταριάτου ξαφνικά αναδύεται στο παρόν: “Το προλεταριάτο ως μια τάξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και η επαναστατική τάξη είναι ταυτόσημα”. Ήδη η έννοια ενός σκοπού και η νηφάλια παρατήρηση ότι αυτός ο σκοπός έχει προς το παρόν λίγους φίλους θεωρείται αξιόμεπτη. Και οι ίδιοι θεωρητικοί του κομμουνισμού, που δεν έδειξαν κανέναν ενδοιασμό ορίζοντας με μεγάλη λεπτομερειακότητα τi είναι και τι δεν είναι ο κομμουνισμός, ξαφνικά επιδεικνύουν μεγάλη ταπεινοφροσύνη και ισχυρίζονται ότι δεν είναι τίποτα άλλο από αυτούς που κρατούν σημειώσεις από το παγκόσμιο προλεταριακό πνεύμα, του οποίου η δραστηριότητα λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια τους: “Δεν είναι το (να θέσει κανείς) το ζήτημα του τελικού σημείου της ταξικής πάλης στο μέλλον, αλλά ο ίδιος ο ορισμός της αντίθεσης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο, που αναπαριστά τώρα την ταξική πάλη”. Μια τέτοια ταπεινοφροσύνη ισοδυναμεί με μια αξιοσημείωτη ύβρη, στον βαθμό που ο κομμουνισμός των θεωρητικών δεν είναι πλέον απλά μια ιδέα των θεωρητικών – και από αυτή την άποψη μια ίσως αρκετά εκκεντρική ιδέα – αλλά της αποδίδεται η υψηλότερη καθαγίαση του να εκφράζει την ίδια την ιστορική κίνηση. Οι δικοί μας στοχασμοί σχετικά με την θεωρία και την πρακτική ίσως να είναι μη ικανοποιητικοί. Αλλά είναι ακόμα λιγότερο ικανοποιητικό να επιλύει κανείς το πρόβλημα αρνούμενος εκ των προτέρων τη διαφορά και διακηρύσσοντας τη θεωρία του ως τίποτα λιγότερο από την συμπυκνωμένη και γενικευμένη έκφραση των ίδιων των αγώνων.

Αυτός ο διακηρυγμένος αυτοπεριορισμός της θεωρίας δεν μπορεί να στηριχθεί από τους υπέρμαχους της κομμουνιστικοποίησης. Το να πάρει κανείς στα σοβαρά αυτόν τον αυτοπεριορισμό θα σήμαινε να απαλείψει ακριβώς αυτό που είναι σχετικό στην αντιπαράθεση γύρω από την κομμουνιστικοποίηση, δηλαδή την προσπάθεια να προκαθορίσει κανείς την επανάσταση μετά το τέλος του σοσιαλισμού σε όλες τις διαφορετικές της εκφάνσεις. Παίζοντας με την ιδέα του τι μπορεί να σημαίνει η επανάσταση σε ένα ιστορικό σημείο, στο οποίο η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας καθώς και η εργατική αυτοδιαχείριση έχουν εξαντληθεί ως μια προοπτική, στην οποία δεν μπορεί να υπάρχει άλλη ενότητα της τάξης πριν από την αυτο-κατάργησή της και όπου η τάξη πιθανόν δεν χρειάζεται καν να αναγνωρίσει τον εαυτό της ως τέτοια για να δράσει, τονίζοντας, για παράδειγμα, ότι σε μια κατάσταση επαναστατικής κρίσης η κατάληψη και η ελεύθερη διανομή των αγαθών θα είναι το ισχυρότερο όπλο του προλεταριάτου στη διαδικασία αυτο-κατάργησής του, τέτοιες συνεισφορές στην αντιπαράθεση δεν είναι τίποτα λιγότερο από κομμουνιστική κοινωνική μυθοπλασία, μια ενσυνείδητη προβολή, και αυτό είναι που την κάνει ενδιαφέρουσα53,54.

Αυτό που καθιστά αυτές τις συνεισφορές ελλατωματικές είναι μια σταθερή μετατόπιση προς τον μυστικισμό που, σε τελική ανάλυση, οδηγείται από τον φόβο της έννοιας της παραγωγής, αν και η εικόνα δεν είναι πάντα ξεκάθαρη από αυτή την άποψη. Σε αυτό ακριβώς το αποφασιστικό σημείο, οι θεωρητικοί της κομμουνιστικοποίησης μπλέκονται σε τίποτα άλλο από αντιφάσεις και καταλήγουν σε πλήρη σύγχυση. Έχοντας πει ότι “ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μας επιτρέπει ήδη να δούμε – αν και αντιφατικά και όχι πάντα ως μια “καλή πλευρά” – την ανθρώπινη δραστηριότητα ως μια συνεχή παγκόσμια κοινωνική ροή, και την “γενική διάνοια” ή τον “συλλογικό εργάτη” ως την κυρίαρχη δύναμη της παραγωγής”, ισχυρίζονται, στην αμέσως επόμενη πρόταση, ότι “ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής δεν προεικονίζει55 τίποτα”56· το προϊόν, που καταργείται ως τέτοιο πριν από μια στιγμή, επανα-αναδύεται σε ντροπιαστικά εισαγωγικά στο σενάριο της επανάστασης, όπου διανέμεται ελεύθερα· η κοινωνικοποίηση της εργασίας και των μέσων παραγωγής κρίνονται, κάποιες φορές, ως το “Άλφα και το Ωμέγα της επιβεβαίωσης του προλεταριάτου” και κάποιες άλλες ως η μόνη επαναστατική διέξοδος. Κάποιες στιγμές φαίνεται ότι οι θεωρητικοί της κομμουνιστικοποίησης δεν καταλαβαίνουν τον ίδιο τον εαυτό τους. Πρέπει να τους αναγνωριστεί ότι αμείλικτα παρατηρούν το τέλος μιας εποχής, δείχνοντας αυτό που, από την προοπτική του σήμερα, είναι ανεπαρκές σχετικά με τις προγενέστερες προσπάθειες για την επανάσταση, και τουλάχιστον θέτουν το ζήτημα του πώς η κλιμάκωση των ταξικών αγώνων σε κομμουνισμό θα μπορούσε να συμβεί σήμερα.

Σημειώσεις

1 Στμ. και στα ελληνικά εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/μεταφράσεις.

2 “Το προλεταριάτο εκτίει την ποινή που η ατομική ιδιοκτησία επιβάλλει στον εαυτό της παράγοντας το προλεταριάτο, όπως ακριβώς εκτελεί την ποινή που η μισθωτή εργασία επιβάλλει στον εαυτό της παράγοντας τον πλούτο για τους άλλους και την φτώχεια για την ίδια. Όταν το προλεταριάτο γίνει νικηφόρο, με κανέναν τρόπο δεν γίνεται η κυρίαρχη πλευρά της κοινωνίας, γιατί είναι νικηφόρο μόνο καταργώντας τον εαυτό του και το αντίθετό του. Τότε εξαφανίζεται το προλεταριάτο όπως και τον αντίθετό του που το καθορίζει, η ατομική ιδιοκτησία”. Φρ.Ένγκελς-Καρλ Μαρξ: “Η Αγία Οικογένεια ή η Κριτική της Κριτικής , MECW 4, σελ. 36. Ελλ. έκδοση: εκδόσεις Αναγνωστίδη.

3 Freundinnen und Freunde der klassenlosen Gesellschaft: “28 Thesen zur Klassengesellschaft“, Kosmoprolet 1, 2007 [αγγλική μετάφραση]. H κριτική στην οποία απαντάμε εδώ δημοσιεύτηκε ως: Theorie Communiste: “Zwischen Arbeiterautonomie und Kommunisierung. Eine Kritik an den “28 Thesen zur Klassengesellschaft“, Kosmoprolet 3, 2011 [αγγλική μετάφραση]. Το πολύ μακροσκελέστερο γαλλικό κείμενο μπορεί να βρεθεί εδώ: http://dndf.org/?p=8215.

4Gilles Dauvé, Karl Nesic, “Love of Labour? Love of Labour Lost}”, 2002. Παραθέτουμε εδώ από το ελαφρά διαφορετικό κείμενο της γερμανικής έκδοσης που δημοσιεύτηκε ως: “Lieben die ArbeiterInnen die Arbeit?” (Συμπλήρωμα στο Wildcat-Zirkular 65″, 2003).Στμ. Στα ελληνικά ως: “Προλεταριάτο και εργασία – Μια ιστορία αγάπης;”, Τα Παιδιά της Γαλαρίας, τεύχος 11.

5Το Βρετανικό-αμερικανικό περιοδικό Endnotes έχει καταγράψει και σχολιάσει μέρη αυτής της συνεχιζόμενης ανταλλαγής.

6 Στμ. στο πρωτότυπο romanticisation.

7 Στμ. στο πρωτότυπο wildcat.

8 Στμ. στο πρωτότυπο leitmotif, αλλιώς και μοτίβο.

9 Στμ. στο πρωτότυπο substitutionism.

10 K. Μαρξ, “To Κεφάλαιο“, τομ. 1 (MECW 35), σελ. 51.

11 Στμ. στο πρωτότυπο maxim, αλλιώς και γνωμικό.

12Στμ. στο πρωτότυπο self-serving.

13Στμ. στο πρωτότυπο drudgery.

14Πρόγραμμα του KAPD (Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα Εργατών) (1920). Το KAPD ιδρύθηκε την άνοιξη του 1920 ως μια υπερ-αριστερή διάσπαση από το KPD (Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα), το οποίο κατηγορούσαν για μια αυταρχική “πολιτική ηγεσίας” και απομάκρυνση από τον αντικοινοβουλευτισμό και την απόρριψη των συνδικάτων. Αν και αρχικά επεδίωξε να γίνει μέλος στην Μπολσεβίκικη Τρίτη Διεθνή και έφτασε ακόμα και να δικαιολογήσει την κατάπνιξη της εξέγερσης της Κροστάνδης το 1921, σύντομα στράφηκε σε μια δριμεία κριτική του Ρωσικού “κρατικού καπιταλισμού”. Με την υποχώρηση του επαναστατικού κύματος μετά τον (Πρώτο Παγκόσμιο) Πόλεμο, το κόμμα, που αριθμούσε, κατά τα φαινόμενα, μέχρι και 80.000 μέλη, περιέπεσε σύντομα σε εσωτερικές συγκρούσεις και τελικά σε απόλυτη ανυποληψία.

15Group of International Communists, Oλλανδία: “Fundamental Principles of Communist Production and Distribution” [1930]. Στμ. Group of International Communists, GIK: Oμάδα αριστερών κομμουνιστών στην Ολλανδία, που ιδρύθηκε το 1926 και της οποίας οι ιδέες διαμορφώθηκαν από τις εμπειρίες της Ρωσικής και την Γερμανικής επανάστασης του 1917 και 1918.

16Πβλ. Informations et correspondences ouvrières (ICO), “La Grève généralisée en France, mai-juin 1968“, Paris 2007.

17Πωλ Μάτικ: “Introduction’ to The Fundamental Principles of Communist Production and Distribution“, 1970.

18Στμ. Loren Goldner, εκδότης του περιοδικού Insurgent Notes, συγγραφέας και ακτιβιστής που ζει στην Νέα Υόρκη. Πολλά από

τα γραπτά του βρίσκονται στον ιστότοπο Break Their Haughty Power, http://breaktheirhaughtypower.org.

19Loren Goldner, “Facing Reality 45 Years Later: Critical Dialogue with James/Lee/Chaulieu“.

20Herbert Marcuse: “Das Ende der Utopie. Vorträge und Diskussionen in Berlin 1967“, (Frankfurt/M. 1980), σελ. 10, 14. Στμ. στα ελληνικά: Χ. Μαρκούζε: “Το τέλος της Ουτοπίας“, εκδόσεις Ύψιλον, 1985.

21Στμ. στο πρωτότυπο purposeful.

22ό.π., σελ. 34-35.

23Στμ. στο πρωτότυπο sociality.

24Μια προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσουμε την παρούσα κρίση της αξιακής μορφής επιχειρείται από τον Sander: “Eine Krise des Werts“, Kosmoprolet 2 (2009) [αγγλική μετάφραση].

25Στμ. στο πρωτότυπο private individuals.

26 Mαρξ: “Tο Κεφάλαιο” τομ. 1, σελ. 87.

27 Στμ. στο πρωτότυπο aberrant, θα λέγαμε και αφύσικη.

28 Mαρξ: “Κριτική του Προγράμματος της Γκότα“.

29Στμ. Σημαντικό σημείο κριτικής. Μπορεί να (επαν)απορροφηθεί η οικονομία από την κοινωνία; Τι σημαίνει κάτι τέτοιο;

30Στμ. στο πρωτότυπο punch clock, το ρολόι στο οποίο κάποιος/α “χτυπάει κάρτα”.

31Στμ. στο πρωτότυπο idleness, μπορεί να αποδοθεί και ως τεμπελιά.

32Αυτή η ιδέα αναπτύσσεται λεπτομερειακά από τον Raasan Samuel Loewe στο “Produktivkraftkritik und proletarische Bewegung“, Kosmoprolet 3, 2011.

33Στμ. Θα λέγαμε, σχετικά με το σημείο αυτό, ότι σε αυτή τη βάση θα μπορούσε να διερευνηθεί μια έννοια “θετικότητας” του κομμουνιστικού προτάγματος, πέρα από τη “θετικότητα” ενός ρεφορμιστικού πραγματισμού ή μιας εναλλακτικότητας.

34Blaumachen: “Η εποχή των ταραχών” (επικαιροποιημένο), στο libcom.org. Όπως εξηγεί το ίδιο το Blaumachen, τα εργοστάσια κάηκαν επειδή τα αφεντικά δεν είχαν πληρώσει μισθούς για πολλούς μήνες – ένα καθαρά θεμιτό και, ελπίζουμε, αποτελεσματικό μέσο στον αγώνα για τους μισθούς, ένα μέσο που χωρίς αμφιβολία οδηγούνταν επίσης από το μίσος για την άθλια δουλειά στο εργοστάσιο, αλλά τίποτα που να δείχνει σε οτιδήποτε πέρα από την προλεταριακή ύπαρξη. Για κάποιες, σε μεγάλο βαθμό κατάλληλες,αντιρρήσεις σε τέτοιες τάσεις μεταξύ των ακολούθων της κομμουνιστικοποίησης δείτε Sander και Mac Intosh: “Is the Working Class Liquidated ?“, Internationalist Perspective 55 (2011).

35Bruno Astarian: “Δραστηριότητα Κρίσης και Κομμουνιστικοποίηση}” (2010). Σε αυτό το κείμενο, ο Astarian συμφωνεί με την TC, αλλά κάποιες φορές ο μυστικισμός του της αμεσότητας προχωρά ακόμα πιο πέρα: γι’ αυτόν, ακόμα και “ο διαχωρισμός ανάμεσα στην ανάγκη και τα μέσα της ικανοποίησής της”, που υποτίθεται ότι θα φανεί αρκετά αδύνατο να ξεπεραστεί, είναι επίσης ένα πρόβλημα. Στμ. στα ελληνικά εδώ: http://www.blaumachen.gr/2011/02/δραστηριότητα-κρίσης-και-κομμουνιστ/.

36Στμ. στο πρωτότυπο: “as if the history of humanity stepping out of nature could be revoked short of the extinction of humankind itself“.

37 Theorie Communiste: “Το μετέωρο βήμα της κομμουνιστικοποίησης: κομμουνιστικοποίηση εναντίον κοινωνικοποίησης

(“The suspended step of communisation: communisation vs. socialization“, 2009. Στμ. Διαθέσιμο στο https://libcom.org/library/communisation-vs-socialisation-suspended-step-communisation-theorie-communiste).

38Στμ. στο πρωτότυπο benchmarks.

39Καθώς οι εργατιστές πασχίζουν να ανακαλύψουν την πραγματική συμπεριφορά της τάξης, μια τέτοια ιστορική παγίωση (Στμ. στο πρωτότυπο fixation) θα έπρεπε να είναι μακριά από τη σκέψη τους. Όμως, όπως κάθε εμπειρική μελέτη, έτσι και οι έρευνες των εργατιστών βασίζονται σε συγκεκριμένες υποθέσεις που αποφασίζουν, καταρχάς, τι ψάχνει κανείς. Στην δική τους περίπτωση αυτό είναι η πεποίθηση πως αυτό που έχει σημασία είναι η “εργατική εξουσία” στο σημείο της παραγωγής. Για τον λόγο αυτό, ψάχνουν επίσης σήμερα για τους πρωτοποριακούς αγώνες “ανάμεσα στην παγκοσμιοποιημένη παραγωγική συνεργατικότητα” – “με μετριοπαθή επιτυχία”, όπως παραδέχονται οι ίδιοι (Πρόλογος στο Συμπλήρωμα: “Der historische Moment/ArbeiterInnen verlassen die Fabrik“, Wildcat 88 (2011)). Σχετικά με τις προκύπτουσες ιδεολογικές στρεβλώσεις, πβλ. I.M. Zimmerwald: “Die Abenteuer der Autonomie}”, Kosmoprolet 1 (2007).

40 Στμ. Ενδιαφέρουσα μαθηματική αναλογία από την TC!

41 R.S.: “Ballade en novembre“, 2005.

42Στμ. στο πρωτότυπο decoupling, μπορεί να αποδοθεί και ως αποσύμπλεξη.

43Στμ. στο πλαίσιο του ερωτήματος που θέσαμε ως InMediasRes για το “πού πήγαν οι αγώνες για το μεροκάματο“, κάπου εδώ θα έπρεπε να αρχίζει στα σοβαρά η διερεύνησή μας.

44Στμ. Τα διαβόητα, όπως και στο πρωτότυπο, banlieues.

45Στμ. CPE: Contrat Première Embauche, (Σύμβαση Πρώτης Απασχόλησης): ήταν ένας νέος τύπος σύμβασης απασχόλησης που επιχειρήθηκε να περάσει την άνοιξη του 2006 στη Γαλλία από την κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Βελπέν. Αυτή η σύμβαση που θα εφαρμοζόταν αποκλειστικά μόνο σε εργαζόμενους κάτω των 26 ετών, θα έκανε ευκολότερο για τους εργοδότες να απολύουν τους απασχολούμενους χωρίς την ανάγκη να δικαιολογούν την απόλυση για μια αρχική “δοκιμαστική περίοδο” δύο ετών, σε αντάλλαγμα για κάποιες οικονομικές εγγυήσεις για τους εργαζόμενους. Όμως, η θεσμοθέτηση της νομοθεσίας αυτής ως τροπολογίας/προσθήκης στην αποκαλούμενη “Πράξη της Ισότητας Ευκαιριών” (“Loi sur l’égalité des chances“) που θέσπιζε αυτή την σύμβαση ήταν τόσο αντιδημοφιλής ώστε πολύ σύντομα ξέσπασαν μαζικές διαμαρτυρίες, κυρίως από νέους σπουδαστές, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να ανακαλέσει την τροπολογία. Το υπόλοιπο, όμως, της “Πράξης ισότητας των ευκαιριών”, της οποίας οι διατάξεις είχαν, επίσης, γίνει αντικείμενο του κινητοποιήσεων των σπουδαστών, διατηρήθηκε.

46 R.S.: “The present moment”, 2009. Στμ. “H παρούσα στιτγμή”, διαθέσιμο στο: http://libcom.org/library/present-moment-theorie-communiste.

47Όλα αυτά δεν είναι με καμμιά έννοια πρωτότυπα, καθώς αυτές οι εξελίξεις συζητιούνται επίσης από την ακαδημαϊκή και ρεφορμιστική αριστερά. Σε αντίθεση με αυτούς, όμως, δεν παίρνουμε αυτές τις εξελίξεις σαν ένα αποτέλεσμα μιας τελικά αυθαίρετης και, συνεπώς, αναστρέψιμης “νεοφιλελεύθερης” πολιτικής μετατόπισης (ετμ.).

48Στμ. Πολύ σημαντική και ενδιαφέρουσα σύνδεση εδώ του “αυθαίρετου” με το “αναστρέψιμο”, θερμοδυναμικά, σχεδόν, θα λέγαμε!

49R.Simon: “The present moment“.

50 ό.π.

51The rising power of China’s workers. Why it’s good for the world“, The Economist, 31.7.2010.

52 Στμ. Αρκετές φορές, βέβαια, απομακρύνονται από την ύπαιθρο με το ζόρι.

53Δείτε, για παράδειγμα, Theorie Communiste: “Self-organisation is the first act of the revolution; it then becomes an obstacle which the revolution has to overcome“, 2005· “The suspended step of communisation”, 2009.

54Στμ. Το πρώτο κείμενο στα ελληνικά: Theorie Communiste: “H αυτοοργάνωση είναι το πρώτο βήμα της επανάστασης· στη συνέχεια γίνεται ένα εμπόδιο που η επανάσταση πρέπει να ξεπεράσει“, διαθέσιμο στο: https://inmediasres.espivblogs.net/files/2016/06/tc_autonomy.pdf.

55Στμ. Στο πρωτότυπο prefigures.

56Théorie Communiste: “Self-organisation is the first act…“.

Το κειμενο σε pdf: H κομμουνιστικοποίηση και οι θεωρητικοί της

Theorie Communiste: κριτικό σχόλιο στις “28 Θέσεις για την αταξική κοινωνία”

Théorie Communiste:

Ένα κριτικό σχόλιο στις “28 Θέσεις για την Ταξική Κοινωνία1

Οι “28 Θέσεις” του Kosmoprolet απορρέουν από μια προβληματική που παγιδεύεται ανάμεσα στις θεωρίες της εργατικής αυτονομίας, που εξακολουθούν να συνδέονται με τον εργατισμό, και την θεωρία της επανάστασης ως “αυτο-κατάργησης του προλεταριάτου”, ή αυτό που μπορεί να αποκληθεί θεωρία της κομμουνιστικοποίησης. Με τον τρόπο αυτό η κομμουνιστικοποίηση ορίζεται ταυτόχρονα πολύ αφηρημένα ως “αυτο-κατάργηση”, και πολύ συγκεκριμένα ως αυτο-οργάνωση”, ως επανασύσταση των “προλεταριοποιημένων” ως ενός ιστορικού υποκειμένου, ενός συλλογικού παράγοντα που υπάρχει διευατό, ένα υποκείμενο ανάλογο με αυτό των δοξασμένων ριζοσπαστικών ημερών της ταξικής πάλης μέχρι το 1970. Ο πρώτος ορισμός λειτουργεί ως ένας ιδεολογικός εξωραϊσμός για να καλύψει τον τετριμμένο χαρακτήρα του δεύτερου. Η ίδια η χρήση του όρου “αυτο-κατάργηση” συνδέει αυτές τις Θέσεις με τη δεκαετία του 1970, όταν αυτή η έννοια αντιπροσώπευε το ακραίο σημείο στο οποίο οι θεωρίες της αυτοοργάνωσης και του συμβουλιασμού πίστευαν ότι έχουν βρει την λύση στο αδιέξοδό τους.

Στις “28 Θέσεις”, ο “επαναστατικός κομμουνιστικός ριζοσπαστισμός” (αν και μειοψηφικός) μπορεί να βρεθεί σε ολόκληρη την ιστορία, αλλά, στην πραγματικότητα, το περιεχόμενό του δεν περιγράφεται ποτέ σε προηγούμενες περιόδους. “Το προλεταριάτο δεν έχει επαναστατική ουσία” (Θέση 9), όμως, παρόλα αυτά, λέγεται ότι υπάρχει μια ουσιαστική κομμουνιστική επαναστατική πρακτική. Εδώ έγκειται η ασυνέπεια του κειμένου. Αυτό που κανονικά ανήκει στην επανάσταση, κατανοούμενης ως της προαγωγής του προλεταριάτου σε άρχουσα τάξη – το προλεταριάτο ως μια τάξη που υπάρχει ως τέτοια για τον εαυτό της ενάντια στο κεφάλαιο – συλλαμβάνεται σάν να ανήκει σε οποιαδήποτε επανάσταση. Ταυτόχρονα (και αντιφατικά), το τρέχον περιεχόμενο της επανάστασης και του κομμουνισμού τίθεται σαν να υπάρχει από πάντα, ακόμα και αν προωθείται από μερικές μειοψηφίες. Η αναιρούμενη επαναστατική ουσία (της οποίας η άρνηση όπως θα δούμε γίνεται μόνο με έναν ταυτολογικό τρόπο) επιστρέφει διαρκώς ως μια ιστορική σταθερά αυτού που η επανάσταση ή ο κομμουνισμός είναι ή θα έπρεπε να είναι. Αλλά τότε η αυτοκατάργηση δεν είναι τίποτα παραπάνω από την αυτόνομη αυτεπιβεβαίωση της τάξης.

Ουσία

Στις “28 Θέσεις” η ταξική πάλη εμφανίζεται να έχει δυο πλευρές. Μια επαναστατική, που είναι σταθερή, αυτό που πρέπει να είναι η επανάσταση στις “εκλάμψεις των πιο προωθημένων στιγμών της” (Θέση 2), με άλλα λόγια η αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου”. Και μια δεύτερη, που υπόκειται στις ιδιοτροπίες και τα απρόοπτα της συγκυρίας και την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που παίρνει κυρίως την μορφή του “κρατικιστικού ρεύματος” και του “ρεφορμισμού”. Ανάμεσα στις δυο αυτές πλευρές δεν παράγεται καμμιά αναγκαία σχέση, άλλη από το βάρος των περιστάσεων και την εγκατάλειψη των “επαναστατικών αρχών”. Αυτό οδηγεί θεωρητικά σε μια επαναστατική φύση και, ιστορικά, δίνει σε αυτές τις έντονες στιγμές της ταξικής πάλης ένα περιεχόμενο και σκοπό που δεν ήταν δικά τους. Εν τέλει, αυτό μετασχηματίζει την παρούσα στιγμή σε ένα αδύνατον να αποκρυπτογραφηθεί ιερογλυφικό. Ούτε οι εξεγερμένοι του 1848, ούτε οι Κομμουνάροι του 1871, ούτε οι Γερμανοί εργάτες το 1919 ούτε οι Ρώσοι εργάτες το 1917 είχαν σαν στόχο τους την “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου”, αλλά μάλλον την αυτόνομη επιβεβαίωση του προλεταριάτου ενάντια στο κεφάλαιο. Αν αυτές οι Θέσεις τελικά ταυτίζουν αυτή την επιβεβαίωση με την “αυτο-κατάργηση”, καθιστώντας την μια σταθερά της επανάστασης, δεν μπορούν να αναγνωρίσουν ότι ένας τέτοιος στόχος, ένα τέτοιο περιεχόμενο υπήρχε μόνο ως η άλλη πλευρά της ανόδου της τάξης μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, εκφραζόμενη σε ρεύματα ταυτοποιημένα ως κρατικιστικά. Αυτή ήταν μια συγκρουσιακή, βίαιη, εσωτερική σχέση που κατέστησε αυτό το κρατικιστικό ρεύμα την αντεπανάσταση σε μια εσωτερική σχέση με την επανάσταση.

Ήταν η τραγωδία του 20ου αιώνα ότι η επανάσταση ξέσπασε σε κείνα τα μέρη ατα οποία οι συνθήκες για τον κομμουνισμό ήταν οι χειρότερες που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί” (Θέση 14). ‘Ο,τι λέγεται σ’ αυτή τη Θέση υποθέτει μια επαναστατική φύση” ταυτόσημη με τον εαυτό της στη διάρκεια της ταξικής πάλης, που έχει να αναμετρηθεί με συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματώνεται. Καμμιά εξήγηση δεν δίνεται για τους λόγους πίσω από τέτοιες απόπειρες για μια δικτατορία του προλεταριάτου” άλλη από το ότι “οι συνθήκες ήταν οι χειρότερες”. Έτσι, εξ’ ορισμού, η επανάσταση ήταν στην πραγματικότητα η αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου” αλλά σε τέτοιες συνθήκες στις οποίες ήταν στην πράξη “μεταβατική περίοδος” και “δικτατορία του προλεταριάτου”. Από τη στιγμή που η αυτόνομη επιβεβαίωση της τάξης έγινε το σταθερό ουσιώδες περιεχόμενο της επανάστασης, η προβληματική αποκρύπτει το γεγονός ότι η επανάσταση ως επιβεβαίωση της τάξης έχει, σ’ αυτή τη βάση, μια αναγκαστική σχέση με την αντ-επανάστασή της.

Όταν η Θέση προσφέρει, εν μέρει, το περιεχόμενο του τι ήταν η επανάσταση – η ανερχόμενη ισχύς του προλεταριάτου ως της κυρίαρχης τάξης και η απελευθέρωση της εργασίας – τότε ορίζει και περιγράφει αυτό το περιεχόμενο ως μια τραγωδία”, δηλαδή μια αντίφαση σε σχέση με αυτό που η επανάσταση είναι, μια αδυνατότητα να είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι.

Η Θέση 6, αφιερωμένη στη Ρωσική Επανάσταση του 1917, μιλάει επίσης για ένα κομμουνιστικό ρεύμα”. Το κομμουνιστικό ρεύμα “στράφηκε προς την απόκτηση του ελέγχου της παραγωγής και της διανομής, και επεδίωξε τον συντονισμό μεταξύ διαφορετικών εργασιακών χώρων”. Αλλά κανένα από “αυτά τα δύο κινήματα [την εργατική τάξη και την επαναστατημένη αγροτιά – σημείωση της TC], δεν ήταν σε θέση να εγγυηθεί την συνολική κοινωνική αναπαραγωγή. Το καθήκον της οργάνωσης της οικονομικής επιβίωσης έπεσε στο Μπολσεβίκικο Κόμμα, με μια δεσποτική μορφή κατευθυνόμενη ενάντια και στους εργάτες και στους αγρότες” (Θέση 6). Δεν μαθαίνουμε τίποτα περισσότερο σχετικά με το “κομμουνιστικό ρεύμα” ή την σχέση του με την Μπολσεβίκικη επανάσταση. Η ιδιοποίηση της παραγωγής και της διανομής καθώς και ο συντονισμός διαφορετικών εργασιακών χώρων συνιστούν την αυτο-κατάργηση” του προλεταριάτου; Δύο παραπομπές που εισάγονται στις Θέσεις και κάποια ιστορικά σχόλια οδηγούν τον αναγνώστη να πιστέψει κάτι τέτοιο.

Η πρώτη παραπομπή προέρχεται από τον Henk Canne-Meijer στη Θέση 15, την οποία το Kosmoprolet παρουσιάζει ως μια περιγραφή του “κινήματος της κομμουνιστικοποίησης” (η έμφαση προστέθηκε από τους ίδιους τους συγγραφείς), και συνεπώς την αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου:

Για όσο καιρό τα μαζικά κινήματα είναι ακόμα μικρά και παραμένουν μια επιφανειακή υπόθεση, η τάση προς την κυριάρχηση όλων των κοινωνικών δυνάμεων δεν έρχεται στο φώς τόσο ξεκάθαρα. Αν, όμως, τα κινήματα αυτά μεγαλώσουν, τότε όλο και περισσότερες λειτουργίες υπεισέρχονται στην δικαιοδοσία των αγωνιζόμενων μαζών, – η σφαίρα της δράσης τους επεκτείνεται. Και σε αυτή την αγωνιζόμενη μάζα ανακύπτει τότε μια εντελώς καινούρια ομαδοποίηση των σχέσεων ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα και την παραγωγική διαδικασία. Μια καινούρια “τάξη” αναπτύσσεται. Αυτά είναι τα ουσιώδη διακριτικά σημάδια των ανεξάρτητων κινημάτων της τάξης, που αποτελούν συνακόλουθα τον τρόμο των αστών”.

Αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι, σε αντίθεση με ό,τι λέγεται στη συγκεκριμένη Θέση, αυτό κανένα τρόπο δεν αντιστοιχεί στο “σενάριο του Παρισινού Μάη του 1968” (πβλ. Bruno Astarian: “Strikes in France in May-June 1968”, Echanges), το περιεχόμενο της αναφοράς από τον Canne-Meijer πολύ δύσκολα πηγαίνει πιο πέρα από οποιαδήποτε παλιά προφητικά κείμενα του είδους που ήταν αρεστά στον επαναστατικό συνδικαλισμό. Ο Canne-Meijer βοηθούσε, την ίδια στιγμή, στο γράψιμο του προσχεδίου των “Fundamental Principles of Communist Production and Distribution” του GIK2, που το Kosmoprolet ορίζει ως “μια κομμουνιστική κοινωνία που βασίζεται στην αξία”. Πρόκεται λοιπόν για μια κατανόηση της αναφοράς από τον Canne-Meijer που μας εκπλήσσει, καθώς εκφράζει απλά την άποψη ότι το κίνημα της επανάστασης είναι μια επιβεβαίωση της τάξης. Με τον τρόπο αυτό, μας λένε ότι ο Canne-Meijer είναι ήδη ένας θεωρητικός της κομμουνιστικοποίησης…ενώ ταυτόχρονα υπολογίζει εργάσιμες ώρες για να τυπώσει τα μικρά του κουπόνια (εγρασίας). Εδώ όχι μόνο η “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου” τίθεται ως αυτό που η επανάσταση θα έπρεπε να είναι πάντα καθαυτή, ταυτόχρονα δεν είναι και τίποτα περισσότερο από την αυτεπιβεβαίωση του προλεταριάτου που διατηρεί την αυτονομία του.

Η δεύτερη παραπομπή είναι στον Werner Imhof:

Οι μισθωτοί εργάτες αν μπορούν καθόλου να ενωθούν, είναι ως μια τάξη “για τον εαυτό της”, με σκοπό να καταργήσουν τον εαυτό τους ως τάξη, μέσω της πλήρους άρνησης της κατακερματισμένης ατομικής ιδιοκτησίας, μέσω του ενδιαφέροντος όχι απλά της ιδιοποίησης των λειτουργικών μέσων της παραγωγής, αλλά επίσης της ιδιοποίησης της κοινωνικής διαδικασίας της αναπαραγωγής στην ολότητά της (και αυτό σημαίνει απαραίτητα: σε μια παγκόσμια κλίμακα)” (Θέση 13).

Εδώ το “να καταργήσουν τον εαυτό τους ως τάξη” δεν είναι τίποτα περισσότερο από την κοινωνικοποίηση της εργασίας και των μέσων παραγωγής, καθώς και την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας: με άλλα λόγια, την αλφαβήτα της επιβεβαίωσης του προλεταριάτου και της ενοποίησής του. Κι εδώ της παραπομπής

προηγείται ένα σχόλιο που την εμφανίζει ως “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου”. Τίποτα σε αυτή την παραπομπή, όπως και στην προηγούμενη, δεν πηγαίνει πιο πέρα από τις διαφορετικές μορφές της οργάνωσης της παραγωγής, και ζητήματα διαχείρισης και ιδιοκτησίας.

To 1968, οι “επαναστατικές μειοψηφίες” συνέλαβαν την αυτο-κατάργηση “με μεγαλύτερη ακρίβεια από τους προηγούμενούς τους” στην διάρκεια του επαναστατικού κύκλου γύρω στο 1917 (Θέση 16). Μας λένε, λοιπόν, ότι εκείνη την εποχή, το 1917, η επανάσταση ήταν ήδη η “αυτο-κατάργηση”, κάτι που θα έπρεπε να

καταδειχτεί. Όμως, σε αυτή την περίπτωση, αν ήταν ήδη αυτο-κατάργηση, πώς συμβαίνει και “οι αγώνες της δεν την έχουν οδηγήσει μέχρι σήμερα πέρα από την ταξική κοινωνία αλλά βαθύτερα σε αυτήν” (Θέση 9); Παρά την γενική διακήρυξη της Θέσης 9 (“δεν υπάρχει επαναστατική ουσία”, “το προλεταριάτο είναι οι αγώνες του”), σε κάθε περίπτωση η πάλη είναι “αυτο-κατάργηση”, και η επανάσταση πάντα ουσιαστικά ταυτόσημη με τον εαυτό της. Έπεται ότι το προλεταριάτο είναι πάντα ουσιαστικά επαναστατικό, αλλά για διάφορους λόγους τα πράγματα ποτέ δεν πάνε καλά.

Γιατί η Ρωσική επανάσταση ήταν μια “αποτυχία”; Το Kosmoprolet συλλαμβάνει την πτυχή της διαχείρισης και της απόκτησης του ελέγχου των εργοστασίων στη Ρωσική Επανάσταση κατά την ανοδική της φάση στο διάστημα από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 1917. Δεν αρνείται τα γεγονότα, αλλά τα βαφτίζει ως ένα κομμουνιστικό ρεύμα” και δίνει ως περιεχόμενο σε αυτό το ρεύμα την αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου”. Από το σημείο αυτό κι ύστερα τίποτα δεν βγάζει νόημα. Θα πρέπει να ξεπεράσουμε αυτήν την ουσιοκρατία της Επανάστασης και του Κομμουνισμού για να μπορέσουμε να δούμε τον ουσιώδη σύνδεσμο ανάμεσα στην επανάσταση και την Μπολσεβίκικη αντεπανάσταση.

Η Μπολσεβίκικη αντεπανάσταση εκπηγάζει και ρέει φυσικά αφεαυτού της (κάτι που δεν σημαίνει χωρίς συγκρούσεις) στην πορεία της επανάστασης των εργατών. Είναι, όπως είπε ο Τρότσκυ, “η κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο στο σύνολό του” και, μαζί με αυτό, “ο εργατικός έλεγχος θεμελιωμένος προς το συμφέρον μιας σχεδιασμένης ρύθμισης της εθνικής οικονομίας” (“Ψήφισμα για τον Εργατικό Έλεγχο της 14/27 Νοεμβρίου 1917”, στο: Carr, “The Bolshevik Revolution, vol. 2, The Economic Order”, σελ. 77). Αν η επανάσταση είναι ο έλεγχος και η διαχείριση των εργοστασίων, η οργάνωση των σχέσεών τους, η κυκλοφορία και η ανταλλαγή προϊόντων της εργασίας, τότε δεν έχει τίποτα άλλο να αντιπαραθέσει στο κράτος, την αξία, τον σχεδιασμό και την ανανεωμένη καπιταλιστική κεντρική διαχείριση από την “από-τα-κάτω” Σοβετική δημοκρατία. Meaning, nothing, a pure form and resistance to work that has once again been imposed.

Η Μπολσεβίκικη αντεπανάσταση γίνεται το αποτέλεσμα τύχης, γιατί η επανάσταση δεν συλλαμβάνεται στην ιστορικότητά της, ούτε στην ουσία της σαν επανάσταση-ως-επιβεβαίωση-της-εργατικής-τάξης: “Οι Μπολσεβίκοι ίσως είχαν παραμείνει στο επαναστατικό στρατόπεδο…” αν είχε γίνει επανάσταση στην Ευρώπη. Όχι, ξεκινώντας από το Μπρεστ-Λιτόβσκ3, οι Μπολσεβίκοι κάνουν τα πάντα ώστε να μην υπάρξει επανάσταση στην Ευρώπη, όπως μας λέει οποιοδήποτε “κοινά γνωστό” κείμενο4 της υπεραριστεράς. Ό,τι ξέρουμε είναι ότι “η δικτατορία του κόμματος εκτέλεσε μια από τις εναλλακτικές που επέτρεπαν οι εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες το 1917” (Θέση 6)5. Αλλά γιατί, ποιά ήταν η σχέση ανάμεσα στους Μπολσεβίκους και το “κομμουνιστικό ρεύμα” της Ρωσικής Επανάστασης; Εδώ, όχι μόνο η απουσία της επανάστασης στη Δύση παρέχει μια διαφυγή από μια ανάλυση της Ρωσικής Επανάστασης και της σχέσης της με την Μπολσεβίκικη αντεπανάσταση, αλλά και εξακολουθεί να θέτει το ζήτημα της σχέσης των Μπολσεβίκων με την επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη.

Πώς θα μπορούσαν οι Μπολσεβίκοι με την ιδιότητά τους ως “κρατιστές” (όπως τους αποκαλούν οι συγκεκριμένες Θέσεις) να “είχαν μείνει στο επαναστατικό στρατόπεδο”; Ποιο “επαναστατικό στρατόπεδο” είναι αυτό, αυτό με την εξουσία των εργατικών Συμβουλίων; Στην πραγματικότητα ήταν το “επαναστατικό στρατόπεδο” της περιόδου εκείνης, αρκεί να μην σκέφτεται κανείς ότι η πραγματική επανάσταση, όπως και η “πραγματικά κοινωνική”, ήταν πάντα η “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου”. Αλλά στις Θέσεις αυτές, ανάμεσα στην “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου” και την επιβεβαίωσή του δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από τη διαφορά ανάμεσα στην αυτονομία και την αντιπροσώπευση. Αν οι προλετάριοι δρουν αφεαυτού τους πρόκειται για αυτο-κατάργηση” (ή σχεδόν, ανάλογα με τις συνθήκες)· αν βασίζονται σε αντιπροσωπεύσεις, τότε μιλάμε για επιβεβαίωση. Συνεπώς, η επανάσταση έχει μια αμετάβλητη φύση και είναι η προβληματική των συνθηκών που διαμορφώνει τις μορφές υπό τις οποίες η φύση αυτή εμφανίζεται. Βρίσκουμε αυτή την προβληματική στην μορφή της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της αντίθεσής τους με τις σχέσεις παραγωγής.

Η Θέση 17 μας λέει ότι “το να πάρουμε την αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις ως σημείο αφετηρίας έχει πέσει σε ανυποληψία και αυτό όχι χωρίς λόγο”. Όμως, μετά από αυτή την δικαιολογημένη κριτική της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων ως του βασιλικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό, η Θέση θεωρεί ότι αυτή η ίδια ανάπτυξη “μπορεί να εξυπηρετήσει τους παραγωγούς κάτω από άλλες κοινωνικές σχέσεις”. Το ουσιώδες πράγμα είναι να θεωρούμε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αυτή την ανάπτυξη ως μια συσσώρευση χρησιμοποιήσιμων συνθηκών και όχι ως ένα είδος αντίθεσης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο. Ακόμα περισσότερα, όταν οποιαδήποτε θεώρηση δεν έχει ασκήσει κριτική στην ίδια την έννοια των παραγωγικών δυνάμεων, οδηγεί στην αναφορά με την οποία κλείνη αυτή η Θέση:

Έτσι, το 1969 το Comitato Operaio di Porto Marghera6 παρατηρούσε ότι “η ποσότητα της συσσωρευμένης επιστήμης είναι τόσο μεγάλη ώστε η εργασία θα μπορούσε άμεσα να μειωθεί σε ένα παρεμπίπτον γεγονός της ανθρώπινης ύπαρξης, παρά να διακηρύσσεται ως το “θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης””.

Η παραγωγή τίθεται ως μια, κατά κοινή παραδοχή, βαριά και όχι ευχάριστη αναγκαιότητα, ουδέτερη, όμως, και αντικειμενική, που ασκείται από μια εξίσου ουδέτερη και αντικειμενική δραστηριότητα, την εργασία. Όλο το ζήτημα είναι να περιοριστεί αυτή η “κατάρα”. Αλλά όπως και οι παραγωγικές δυνάμεις, η εργασίαείναι μια κοινωνική σχέση. Το ζήτημα δεν είναι να μειωθεί αλλά να καταργηθεί. Αν υπάρχει μια ελπίδα αναγνώρισης της πιθανότητας της “σχόλης”7, αυτή θα βασιζόταν σε μια ανάπτυξη της “παραγωγικότητας” (Θέση 21). Πρέπει να πιστέψουμε, άραγε, ότι αν θέλουμε να εξασφαλίσουμε το ένα (τη σχόλη) είναι αναγκαίο να διατηρήσουμε το άλλο: την παραγωγικότητα;

Ακόμα κι αν αυτό επιτευχθεί μέσω μιας διαδικασίας διαλογής και μια χρήση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων “προς όφελός μας”, παραμένει το γεγονός ότι το προλεταριάτο υιοθετεί/αναλαμβάνει τον “όχι τιμητικό ρόλο ενός προσαρτήματος8 της καπιταλιστικής ανάπτυξης” που έχει αποκηρυχθεί στην Θέση 16 ως ένα χαρακτηριστικό του “παλιού εργατικού κινήματος”. Όμως η ίδια θέση επιβεβαιώνει ότι η “καπιταλιστική κοινωνικοποίηση” είναι τέτοια που “μπορεί να οδηγήσει άμεσα στον κομμουνισμό” (δική μας έμφαση – TC). O Μαρξ, στην παραπομπή που ακολουθεί αυτή την παράξενη διατύπωση, θέτει “γυμνή” μια κινούμενη αντίφαση και όχι μια πρόοδο που κατατείνει προς έναν άμεσο μετασχηματισμό (ετμ.).

To προλεταριάτο είναι ακόμα σε τέτοιο βαθμό αυτός ο “ανέντιμος κολαούζος” που οι επιλογές του για δράση και οι πιθανότητες μιας επαρκούς φανέρωσης της σταθερής φύσης της επανάστασης εξαρτώνται από αυτή την ανάπτυξη, όπως φαίνεται στην περίπτωση της Ρωσικής Επανάστασης και στις “χείριστες συνθήκες” της ή πιο γενικά στην “περίοδο του εργατικού κινήματος”, όταν δεν υπήρχε το “χωρίς να είναι ποτέ πραγματικά ικανό να την υπερβεί” (Θέση 3, δική μας έμφαση – TC). Εδώ η επανάσταση, ως διιστορική σταθερά, και η προβληματική των συνθηκών, που διευκολύνουν ή αποτελούν τροχοπέδη στην εκδήλωση αυτής της σταθεράς, συνδυάζονται.

Αυτή η αντίθεση, ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής, που έχει περιέλθει σε ανυποληψία”, σύμφωνα με την Θέση 17, “επιτείνεται” στη Θέση 18. Μια επίταση που κάνει “τον αναχρονισμό του κεφαλαίου να γίνεται αισθητός”. Ακολουθώντας τον Ντεμπόρ, η εργασία κρίνεται σύμφωνα με την παραγωγή της σε μια ιστορική “γενεαλογική γραμμή”9 που οδηγεί από την χρησιμότητα στην επιβλάβεια αυτού που παράγει. Αυτή η (ηθική) θεώρηση είναι καθαρά αντικειμενιστική και δεν λαμβάνει υπόψη της την εργασία ως μια δραστηριότητα σε μια συγκεκριμένη κοινωνική σχέση.

Δεν είναι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων εγγύτερα, αλλά η ιστορία της αντίθεσης που παράγει αυτή την κίνηση, που φέρνει τον καιρό της επανάστασης.

Στα “Grundrisse”, ο Μαρξ μας δίνει την ουσία της κριτικής της αντικειμενιστικής αντίληψης αυτής της αντίθεσης:

Το κεφάλαιο το ίδιο είναι η κινούμενη αντίφαση, [κατά] το ότι πιέζει για την μείωση του εργάσιμου χρόνου σε ένα ελάχιστο, ενώ, από την άλλη, θέτει τον εργάσιμο χρόνο ως το μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου. Συνεπώς εκμηδενίζει τον εργάσιμο χρόνο στην αναγκαία για να την αυξήσει στην πλεονάζουσα μορφή του”.

Οι σχέσεις παραγωγής είναι οι ίδιες ο περιορισμός στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή η αντίθεση επιλύεται σε μια αντίθεση εσωτερική στις ίδιες τις σχέσεις παραγωγής, μια αντίθεση που το περιεχόμενο, η μορφή και η διαδικασία της είναι η εκμετάλλευση (και σε ένα άμεσο επίπεδο, η πάλη ανάμεσα στις τάξεις δεν είναι συνέπεια ούτε διαμορφώνεται από αυτή την “αντίθεση”).

Η αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής είναι μόνο η μορφή με την οποία εμφανίζεται η εσωτερική αντίθεση της αξιοποίησης του κεφαλαίου (μια κινούμενη αντίφαση), και είναι παρούσα τόσο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων όσο και στις σχέσεις παραγωγής. Οι παραγωγικές δυνάμεις είναι η υλική μορφή των σχέσεων παραγωγής, είναι ως κοινωνική εργασία διαχωρισμένη από την ατομική εργασία που έχουν αυτή την αντιφατική δύναμη που μπορεί να επιφέρει την κατάλυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Τελικά αυτή η περίφημη αντίθεση ανάγεται στην αντίθεση ανάμεσα στην ικανότητα της εργασίας να παράγει αξία για το κεφάλαιο και την αμφισβήτηση αυτής της ικανότητας, που εμπεριέχει η ίδια η δράση της (ετμ.).

Η αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις δρα στις Θέσεις αυτές όχι μόνο ως μια συνθήκη που διαμορφώνει την σταθερή φύση της επανάστασης και του κομμουνισμού, αλλά επίσης ορίζει (ετμ.) την επανάσταση και τον κομμουνισμό.

Όμως δεν πρέπει να φορτώσουμε στην επανάσταση τη ψευδή υπόσχεση ότι θα μετατρέψει το βασίλειο της αναγκαιότητας σε παιχνίδι και ευχαρίστηση· έστω και ελάχιστα, αυτό το βασίλειο της αναγκαιότητας θα συνεχίσει να υφίσταται στη σημερινή του αφηρημένη αντίθεση με το βασίλειο της ελευθερίας, εκκενωμένο από οποιαδήποτε δυνατότητα διαμόρφωσης του κόσμου” (Θέση 13) (στμ. Μεταφραστική διαφορά από την μετάφραση των “28 Θέσεων” από τον coghnorti).

Εξαιρετικά ισορροπημένη πράξη, αλλά οι δυο προτάσεις παραμένουν ξεχωριστές προτάσεις που απλά αποκαλύπτουν μια μεγάλη σύγχυση.

Αν συνδέσουμε την παραπομπή της Θέσης 13 με αυτήν για τους εργάτες του Porto Marghera (δες παραπάνω), πρέπει να συμπεράνουμε ότι είναι η “αναγκαιότητα” που κάνει την ταξική κοινωνία και όχι η ταξική κοινωνία που κάνει την αναγκαιότητα”. Πρέπει να επιβεβαίωσουμε εμφατικά ότι δεν είναι η δυνατότητα της αφθονίας που επιτρέπει τον κομμουνισμό, αλλά ότι είναι η παραγωγή του κομμουνισμού που ορίζει, όχι ποσοτικά αλλά κοινωνικά, την αφθονία, καθιστώντας την παραγωγή των σχέσεων ανάμεσα στα άτομα ως άτομα το μέσο και τον σκοπό κάθε δραστηριότητας (ετμ.). Ξεπερνώντας τις κατηγορίες του έχειν, ο κομμουνισμός δίνει ένα άλλο περιεχόμενο στην πλούτο που δεν μπορεί να μετρηθεί. Είναι η διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις που δημιουργεί τις ιστορικές (και όχι φυσικές) έννοιες της ανάγκης, της έλλειψης ακόμα και της αφθονίας, σε σχέση με μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και όχι σε σχέση με τις ανθρώπινες ανάγκες που ως τέτοιες είναι μη-ορίσιμες (ετμ.) (όπως και η ικανοποίησή τους).

Η δραστηριότητα του ανθρώπου, ως αντικειμενικού όντος, είναι εργασία μόνο στον βαθμό που η κοινωνική δραστηριότητα και η ατομική δραστηριότητα δεν συμπίπτουν στις σχέσεις που τα άτομα διατηρούν μεταξύ τους. Αυτή η δραστηριότητα γίνεται η διαμεσολάβηση που τα συνδέει και ορίζει, μέσω των συνθηκών με τις οποίες συντελείται, την ατομική δραστηριότητα ως κοινωνική δραστηριότητα. Η κατάργηση της εργασίας είναι η κατάργηση μιας κοινωνικής σχέσης. Το να πούμε ότι οι άνθρωποι σε μια “κομμουνιστική κοινωνία” συνεχίζουν να διατηρούν οργανικές ανταλλαγές με την φύση και συνεπώς ότι υπάρχει (ακόμα) εργασία σημαίνει να καθιστούμε την έννοια της εργασίας κάτι τόσο άχρηστο όσο και αληθινό (κάτι τετριμένα αληθινό): το ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να αναπνέουν δεν μας λέει τίποτα σχετικά είτε με τον κομμουνισμό είτε με τον καπιταλισμό. Όχι μόνο είναι άχρηστη η έννοια της εργασίας που χρησιμοποιείται κατ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά επίσης αντιφάσκει με τον εαυτό της, καθώς συμπεριλαμβάνει κάθε δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των δραστηριοτήτων που θεωρούνται “ανώτερες” και προκύπτουν από τον ελεύθερο χρόνο κάποιου/ας , μια έννοια εργασίας που ο Μαρξ θεωρεί ως “μη-εργασία”. Αληθεύει ότι η κατάργηση της εργασίας δεν είναι στον πυρήνα της επαναστατικής δράσης (γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε με την τυποποίηση αντιθετικών κοινωνικών σχέσεων σε συγκεκριμένους τύπους δραστηριοτήτων, με συνέπεια την φυσικοποίησή τους και την αναγωγή τους σε ένα πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα σε άτομα, φύση και κοινωνία), παρόλα αυτά αληθεύει εξίσου ότι η κατάργηση του κεφαλαίου και η παραγωγή του κομμουνισμού είναι η κατάργηση της εργασίας, ακόμα και αν αυτό δεν προκύπτει από μια προβληματική και μια δυναμική εσωτερική στην “εργασιακή δραστηριότητα”.

Πιθανόν η παραγωγική δραστηριότητα δεν θα γίνει παθιασμένη “εν μια νυκτί” αλλά αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ο κομμουνισμός δεν μπορεί να επιτρέψει την συνύπαρξη δυο διαφορετικών σφαιρών. Δεν μπορεί να υπάρχουν συγκεκριμένες δραστηριότητες που θα παραμένουν “μη-παθιασμένες” και άλλες που θα έχουν γίνει.

Το να πούμε ότι υπάρχουν προβλήματα που δεν θα λυθούν “σε μια νύχτα” είναι αληθές. Τα προβλήματα αυτά είναι πραγματικά και δεν θα λυθούν με το κούνημα ενός μαγικού ραβδιού. Το γεγονός ότι ο κομμουνισμός θα πρέπει να επιλύσει σε ένα πρώτο βήμα προβλήματα που κληρονομούνται από τον καπιταλισμό (άνιση ανάπτυξη, ο ποιοτικός μετασχηματισμός των μέσων/εργαλείων παραγωγής, η απάλειψη των επικίνδυνων φυτών, η ελάττωση της (υπερ)συγκέντρωσης του πληθυσμού, o περιορισμός των υλικών μορφών, εγγεγραμμένων στον χώρο, της αντίθεσης πόλης-υπαίθρου, η “αποκατάσταση” των προηγούμενων αγροτικών ή “φυσικών” χώρων) δεν δημιουργεί μια περίοδο δραστηριότητας κατά την οποία δεν θα “λειτουργεί” σύμφωνα με αυτό που είναι, σε συμφωνία με την ίδια του την φύση, και δεν θα το κάνει αυτό μέχρι να επιτευχθεί ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης, ένα επίπεδο που είναι τελικά εντελώς αδύνατο να προσδιοριστεί.

Στο κεφάλαιο, η κοινωνία, ως το πρωταρχικό αποτέλεσμα της παραγωγής, υπάγεται κάτω από τον πόλο του κεφαλαίου το οποίο, ως μια κοινωνική σχέση, είναι απαραίτητο ένα αντικείμενο. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, η αντικειμενικότητα είναι η συνεχώς αναπαραγώμενη μορφή που το κεφάλαιο ως θεμελιώδης κοινωνική σχέση παίρνει, σε αντίθεση με την υποκειμενικότητα της δραστηριότητας που υπόκειται σε αυτό και που ως τέτοια αποτελεί τον άλλο πόλο του τρόπου παραγωγής ή της παραγωγικής διαδικασίας. Η κατάργηση των τάξεων σηματοδοτεί τόσο την κατάργηση της δραστηριότητας ως υποκειμενικότητας όσο και την κατάργηση του προϊόντος της ως αντικειμενικότητας σε αντίθεση με αυτήν (την δραστηριότητα ως υποκειμενικότητα). Η αφθονία που δημιουργείται από την κομμουνιστική επανάσταση δεν είναι ζήτημα του έχειν αλλά του είναι μαζί, της κοινότητας. Αυτό που συμβαίνει τη στιγμή της ίδιας της επανάστασης είναι η απο-αντικειμενικοποίηση του κόσμου. Η πηγή του αμφιλεγόμενου της προσέγγισης στον κομμουνισμό σε αυτές τις Θέσεις έγκειται στην ίδια την σύλληψη της προοδευτικής” ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Είναι πάνω από όλα αυτή η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (λαμβανόμενη) από μόνη της που θα μπορούσε να επιτρέψει τον κομμουνισμό. Η επανάσταση δεν είναι στην πραγματικότητα μια ρήξη με αυτή την ανάπτυξη κατανοούμενη ως ένα καθορισμός της ταξικής πάλης, ως μια σχέση μεταξύ των τάξεων, αλλά απλά ως μια δαφορετική χρησιμοποίηση αυτών των δυνάμεων.

Από την σταθερή φύση της επανάστασης, προτυποποιημένης πάνω στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, φτάνουμε στην ουσία του επαναστατικού προλεταριάτου. Η Θέση 9 μας λέει ότι “το προλεταριάτο δεν έχει επαναστατική ουσία”, αλλά λειτουργεί περισσότερο ως μια άρνηση που επιδιώκει να καταπνίξει αυτό που είναι εμφανές σε όλο το κείμενο παρά ως μια πρόταση από την οποία μπορούν να προκύψουν όλες οι συνέπειες.

  • Το προλεταριάτο δεν έχει επαναστατική ουσία”

  • Το προλεταριάτο είναι η πάλη του”

  • Οι αγώνες του δεν το έχουν οδηγήσει μέχρι σήμερα πέρα από την ταξική κοινωνία αλλά βαθύτερα σε αυτήν”

  • Εξίσου ελάχιστα ισχύει ότι με την ενσωμάτωση του προλεταριάτου η δυνατότητα της επανάστασης έχει εκμηδενιστεί”

  • H υλιστική σύλληψη της ιστορίας υποθέτει ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, ότι οι ταξικοί αγώνες θα μπορούσαν να είχαν διαφορετικές εκβάσεις”

  • Το προλεταριάτο είναι αυτό που κάνει”, αλλά θα μπορούσε να έχει κάνει κάτι άλλο.

  • Συμπέρασμα 1: το προλεταριάτο θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι επειδή αν οι αγώνες του ήταν κάποιου άλλου είδους η πρόταση “το προλεταριάτο είναι η πάλη του” μας οδηγεί στο ότι: το προλεταριάτο θα μπορούσε να έχει έναν διαφορετικό ορισμό.

  • Συμπέρασμα 2: συνεπώς το προλεταριάτο δεν είναι αυτό που κάνει επειδή θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που κάνει.

  • Συμπέρασμα 3: το προλεταριάτο θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Αλλά αν το προλεταριάτο ήταν διαφορετικό, θα ήταν πρώτον αδύνατον για μας να πούμε κάτι τέτοιο, και δεύτερον αδύνατον για μας να το αποκαλέσουμε προλεταριάτο.

Η ανάπτυξη του κεφαλαίου δεν είναι τίποτα περισσότερο από την αντίφαση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο, δεν υπάρχει κάποιος “σύνδεσμος” ανάμεσά τους, ούτε στέρεος ούτε ρευστός ούτε από τον ένα όρο στον άλλον. Δεν υπάρχει τίποτα να κατασκευαστεί ανάμεσα στον ντετερμινισμό και την ελευθερία, την αναγκαιότητα και την δυνατότητα, το αναλλοίωτο και το ενδεχομενικό, ανάμεσα στην λίγο καθορισμένη ελευθερία και τον ντετερμινισμό που να είναι λίγο ελεύθερος, ανάμεσα στις συνθήκες και την δραστηριότητα.

Το να ισχυρίζεται κανείς ότι “η ταξική πάλη θα μπορούσε να ήταν αλλιώς” σημαίνει να αναγνωρίζει την ανάπτυξη του κεφαλαίου ως ένα πλαίσιο στο οποίο αποδίδουμε λιγότερη ή περισσότερη αποτελεσματικότητα, αλλά πάντοτε ως ένα άθροισμα συνθηκών. Το να υπερβούμε όλες τις εκφάνσεις του ντετερμινισμού σημαίνει να θεωρούμε την επανάσταση και τον κομμουνισμό ως πραγματικές ιστορικές παραγωγές την μοναδικής ιστορίας που υπάρχει, αυτής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Όταν ορίζουμε την εκμετάλλευση ως την αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο, ορίζουμε την αντίθεση ως μια ιστορία. Το στάδιο της συσσώρευσης δεν είναι μια εξωτερική συνθήκη νικών και ηττών, δεν είναι μια συγκυρία. Η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν είναι η πραγματοποίηση ή η συνθήκη της αντίθεσης των τάξεων που αντιπαραθέτει το προλεταριάτο στην τάξη των καπιταλιστών, είναι η πραγματική της ιστορία. Αυτή η αντίθεση δεν υιοθετεί διαφορετικές μορφές· δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτές τις μορφές που είναι η δυναμική του ίδιου του μετασχηματισμού τους. Ο κομμουνισμός είναι ιστορικός και είναι σε σχέση με την άμεση διαδρομή κάθε κύκλου αγώνων. Όταν λέμε ότι η επανάσταση μπορεί να είναι μόνο άμεση κομμουνιστικοποίηση, αυτό δεν σημαίνει ότι ο κομμουνισμός θα εμφανιστεί τώρα, επιτέλους, όπως θα μπορούσε να είναι στην πραγματικότητα ή όπως θα έπρεπε πάντα να είναι.

Θα μπορούσε να έχει συμβεί κάτι διαφορετικό; Δεν ξέρουμε και δεν δίνουμε δεκάρα. Το ερώτημα δεν έχει νόημα. Αυτό που δεν συνέβη κάνει κάποιον να αφήνει το βασίλειο της σκέψης για να εισέλθει σ’ αυτό της δοξασίας και της πίστης. Η ιδεολογία του δυνατού μπορεί να κοιτάξει προς το παρελθόν και να πει: “αυτό θα μπορούσε να έχει γίνει ή να μην έχει γίνει”· συνίσταται πάντα, από την σκοπιά της περιόδου που ακολουθεί, στο να θεωρεί κανείς ως ενδεχομενικό αυτό που ήταν ουσιώδες στην προηγούμενη περίοδο (ετμ.). Από αυτή την αντικατάσταση πηγάζει η πίστη στο αναλλοίωτο ως τον ουσιώδη πυρήνα που θα προκύψει από αυτή την κίνηση.

Είναι θεωρητικά αδύνατον να υποστηρίξει κανείς ταυτόχρονα ότι δεν υπάρχει κάποια επαναστατική ουσία και ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά.

Οι αγώνες οδηγούσαν πάντα το προλεταριάτο “ακόμα πιο βαθιά στην ταξική κοινωνία” και όμως “η δυνατότητα της επανάστασης δεν είχε εκμηδενιστεί”. Αν “η δυνατότητα της επανάστασης δεν είχε εκμηδενιστεί” αυτό συμβαίνει επειδή υπήρξε. Συνεπώς οι αγώνες δεν “οδηγούσαν το προλεταριάτο ακόμα βαθύτερα στην ταξική κοινωνία”, ή αλλιώς η “επανάσταση” υπήρχε μόνο ως μια “δυνατότητα”. Αλλά τότε ποιά είναι η βάση αυτής της δυνατότητας αν “το προλεταριάτο είναι οι αγώνες του” και “οι αγώνες του…κ.λπ.”;

Αυτό που φέρνει το Kosmoprolet σε όλα αυτά τα λογικά αδιέξοδα είναι η υπόθεση μιας ουσιολογικής σύλληψης της επανάστασης και του κομμουνισμού. Η επανάσταση είναι, εξ ορισμού, για το Kosmoprolet πάντα η “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου” και η “κομμουνιστικοποίηση” (ακόμα και αν η “αυτο-κατάργηση” αυτή συγχέεται με την αυτόνομη επιβεβαίωση). Παρόλα αυτά δεν συνέβη και είναι δύσκολο ακόμα και να ταυτοποιήσει κανείς ιστορικά τα πρώτα βήματά της (οι “εκλάμψεις των στιγμών προχωρήματος” και οι “μικρές ριζοσπαστικές μειονότητες” δεν ορίζονται ποτέ σε σχέση με το περιεχόμενό τους). Το Kosmoprolet μας λέει ότι αυτό δεν συνέβη επειδή το προλεταριάτο δεν το έκανε. Το προλεταριάτο δεν έχει επαναστατική ουσία αλλά η επανάσταση είναι ουσιώδης10. Αλλά αν η επανάσταση είναι ουσιώδης, αυτό που κάνει το προλεταριάτο μετράται ως προς αυτό το πρότυπο (θα μπορούσε να έχει κάνει κάτι άλλο) επειδή η αληθινή επαναστατική έκβαση υπάρχει δυνητικά πάντα, έχει “εκμηδενιστεί”. Σε όλη τη διάρκεια του “εργατικού κινήματος” η ταξική πάλη είχε την “λανθασμένη αντίληψη” (Θέση 8) ότι θα “ξεπερνούσε το κεφάλαιο”.

Ας το πούμε απλούστερα: το προλεταριάτο σε αυτές τις Θέσεις έχει μια επαναστατική ουσία, αλλά αληθεύει επίσης ότι “είναι οι αγώνες του”, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η ουσία υπόκειται σε συνθήκες (ετμ.).

Αυτή η ουσία είναι μια αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής της οποίας το προλεταριάτο είναι μια προσωποποίηση. Το “κοινωνικό” υποστασιοποιείται εδώ σε σχέση με την άμεση (“μη-κοινωνική”) ύπαρξη. Δεν μπορούμε να κάνουμε το κοινωνικό” έναν καθορισμό σε αντίθεση με μια “μη-κοινωνική” ύπαρξη στον καπιταλισμό. Αυτό που χαρακτηρίζεται ως “μη-κοινωνικό” σε αυτές τις Θέσεις είναι στην πραγματικότητα το μόνο υπάρχον κοινωνικό, και ειναι εντελώςκοινωνικό. Υποστασιοποιώντας το, το Kosmoprolet μπορεί να έχει μια σταθερά στον ορισμό του προλεταριάτου που το ορίζει ως επαναστατικό, αλλά ενάντια στην ύπαρξή του όπως αυτή έχει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αυτή είναι μια εσωτερική αντίθεση που συνδέει δυο όρους που δεν έχουν τίποτα κοινό, εκτός από το να είναι (αν δεν είναι) το ένα το ακριβώς αντίθετο του άλλου. Είναι αντίθετα που δεν περνάνε το ένα στο άλλο, όπως ακριβώς συνέβαινε στην περίπτωση του φιλοσοφικού κομμουνισμού των αρχών της δεκαετίας του 1840, με τις διαχωρισμένες εξατομικευμένη ύπαρξη των ατόμων και την κοινοτι(στι)κή11 ύπαρξη”.

Η επανάσταση είναι τότε η “ευθυγράμμιση” του κοινωνικού με τον εαυτό του. Εδώ επανανακαλύπτουμε τον κανονικισμό12 και την επαναστατική ουσία της τάξης εντός ενός δυισμού που ποτέ δεν κατασκευάζεται τυπικά και εκπεφρασμένα σε αυτές τις Θέσεις. Αυτό που λείπει είναι η μετάβαση από τον έναν στον άλλο όρο της δυικότητας: η απουσία μιας ανάπτυξης13 ανάμεσα στους οικονομικούς αγώνες και την επανάσταση (Θέση 13) γίνεται ένα ρήγμα που η διάσχισή του είναι μια απόλυτη αντιστροφή εξαρτώμενη από όλα αυτά που αναπτύσσονται από την “κομμουνιστική προοπτική” και “συνείδηση” στις προηγούμενες τέσσερις Θέσεις.

Η παραγωγή αυτής της παραγράφου (Θέση 13) μοιάζει να είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η “κοινωνικοποίηση μέσω του κεφαλαίου παραμένει αντιφατική”. Όταν οι Θέσεις διακρίνουν και αντιθέτουν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής “την παραγωγή για τους άλλους” και την παραγωγή που αποκτά μόνο μια “κοινωνική εγκυρότητα με την δράση της ανταλλαγής” (Θέση 13), αγνοούν το γεγονός ότι είναι αυτή η “εγκυρότητα” που είναι “παραγωγή για τους άλλους”, είναι η ίδια η ύπαρξή της. Οι Θέσεις προϋποθέτουν εκπεφρασμένα μια “πραγματικά κοινωνική” και μια “ψευδή κοινότητα” (Θέση 13), κάτι που οδηγεί, για παράδειγμα, στο γεγονός ότι αν οι προλετάριοι “αποκτήσουν τον έλεγχο των αντίστοιχων εργασιακών χώρων” αυτό δεν θα ήταν κάτι πραγματικά κοινωνικό. Η εργατική επανάσταση, που είχε σαν περιεχόμενο την επιβεβαίωση του προλεταριάτου, παρουσιάζεται και κριτικάρεται ως προς αυτό το πρότυπο: δεν ήταν πραγματικά κοινωνική”.

Αυτή η κοινωνικοποίηση εμπεριέχει μιαν αντίφαση, αλλά η ίδια η κοινωνικοποίηση δεν είναι αντιφατική σε σχέση με τον εαυτό της, σε σχέση με αυτό που είναι “πραγματικά κοινωνικό14. Δεν υπάρχει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής αντίφαση σχετικά με την “κοινωνικοποίηση” αυτή καθεαυτή. Στις Θέσεις η αντίθεση των τάξεων ενδιπλώνεται πίσω σε μια αντίθεση της έννοιας της κοινωνικοποίησης, από την οποία είναι δυνατό κάθε είδος “ολισθήματος” σε σχέση με τα προλεταριοποιημένα άτομα”.

Στην Θέση 15, οι “εξατομικευμένοι μισθωτοί εργάτες μετασχηματίζουν τους εαυτούς τους σε κοινωνικά άτομα”. Αυτή είναι η “κίνηση της κομμουνιστικοποίησης”.

Λες και οι εργάτες δεν είναι κοινωνικά άτομα. Στο θεμέλιο αυτής της θέσης υπάρχει μια ολόκληρη διαλεκτική του “κοινωνικού”, μιας “κοινωνικής αντίθεσης” (Θέση 13). Η εργασία δεν είναι την ίδια στιγμή “κοινωνική” και “μη-κοινωνική” (Θέση 13). Λες και το “κοινωνικό” έφτασε τελικά με τον κομμουνισμό στην επαρκή του μορφή του “πραγματικά κοινωνικού”.

Αυτό το “κοινωνικό” είναι στις Θέσεις η “επαναστατική φύση”, που κατασκευάζεται πάντα ως το αρνητικό αυτού που είναι το προλεταριάτο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (“μη-κοινωνικό”). Μπορεί συνεπώς να είναι επαναστατικό μόνο στην “αυτο-κατάργησή” του. Αλλά αυτή η “αυτο-κατάργηση” είναι η υπέρβαση της αντίφασης του “κοινωνικού”.

Θα έπρεπε να ειπωθεί ξεκάθαρα ότι η εργασία είναι κοινωνική ως παραγωγός της αξίας και ακριβέστερα ως αξιοποίηση του κεφαλαίου, ως διαίρεση της εργασίας και ως παραγωγή εμπορευμάτων. Αυτή η κοινωνικοποίηση δεν χρειάζεται οποιαδήποτε αναφορά σε κάτι “πραγματικά κοινωνικό” για να είναι μια αντίθεση· αλλά αυτή η αντίθεση δεν αντιθέτει το “μη-κοινωνικό” στο “πραγματικά κοινωνικό”. Είναι μια αντίθεση ανάμεσα σε τάξεις. Αν δεν το λέμε αυτό τότε κάτω από τις παρούσες κοινωνικές” μορφές προϋποθέτουμε ένα πραγματικά κοινωνικό.

Στη Θέση 16, το κοινωνικό ως περιεχόμενο της αυτο-κατάργησης του προλεταριάτoυ εμφανίζεται (σε αντίθεση με τον φιλοσοφικό κομμουνισμό) ως το αποτέλεσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

Το κοινωνικό είναι η “ορθολογική καθολικότητα”, κάτι στο οποίο βρίσκουμε μια μορφή παραγωγής που τον σκοπό της μπορούμε να τον αναγνωρίσουμε” ως την δική μας “ικανότητα να αναγνωρίσουμε τον σκοπό της παραγωγής ως δικό μας” (Θέση 13). Εδώ δεν έχουμε τίποτα άλλο παρά την “κοινωνία των συνεταιρισμένων παραγωγών”, την κατάργηση της αγοράς ως μιας ορθολογικής οργάνωσης της παραγωγής, έτσι ώστε η “ατομική ιδιοκτησία έχει οδηγήσει στη συλλογική οργάνωση της ζωής”15. Το Kosmoprolet έχει μια σταθερή ουσία της επανάστασης και του κομμουνισμού που δεν μπορούν παρά να γίνουν μια επαναστατική ουσία του προλεταριάτου, αλλά ταυτόχρονα δεν θέτει πλέον το προλεταριάτο ως τον φορέα του κομμουνιστικού σχεδίου, ως αυτό που ενσωματώνει αυτή την επαναστατική ουσία. Το Kosmoprolet θέλει ταυτόχρονα την επανάσταση ως αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου και ένα προλεταριάτο ως έναν συλλογικό παράγοντα”, παρόμοιο με το “προλεταριακό περιβάλλον”16. Φυσικά δεν θα είναι το ίδιο, αλλά [όπως και] το πρώτο θα εμφανιστεί ως μια τάξη “διεαυτή” ενάντια στο κεφάλαιο, μια τάξη που έχει επανασυσταθεί και ενοποιηθεί ως ένας “καλά ορισμένος συλλογικός παράγοντας.

Τάξη

Μέχρι την αναδιάρθρωση της αντιφατικής σχέσης ανάμεσα στις τάξεις τις δεκαετίες του 1970 και 1980, η ταξική πάλη όπως και το εργατικό κίνημα βασίζονταν στην αντίθεση ανάμεσα, από την μια πλευρά, της δημιουργίας και της ανάπτυξης της εργατικής δύναμης που έμπαινε σε εργασία από το κεφάλαιο με έναν αυξανόμενα συλλογικό και κοινωνικό τρόπο και, από την άλλη, στις μορφές της ιδιοποίησης αυτής της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο στην άμεση διαδικασία της παραγωγής και στην διαδικασία της αναπαραγωγής. Αυτή είναι η αντιφατική κατάσταση που αναπτύχθηκε σε αυτόν τον κύκλο αγώνων ως εργατική ταυτότητα – μια ταυτότητα που βρήκε τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της και τις άμεσες τροπικότητές της αναγνώρισης στο “μεγάλο εργοστάσιο”, στη διχοτόμηση ανάμεσα στην απασχόληση και την ανεργία, την εργασία και την εκπαίδευση, την υπαγωγή της εργασιακής διαδικασίας στην συλλογικότητα των εργατών, στην σύνδεση ανάμεσα στους μισθούς, την ανάπτυξη και την παραγωγικότητα εντός μιας εθνικής περιοχής, στις θεσμικές αντιπροσωπεύσεις που όλα αυτά συνεπάγονται, τόσο στο επίπεδο του εργοστασίου όσο και στο επίπεδο του Κράτους. Υπήρχε πραγματικά μια αυτο-προϋπόθεση του κεφαλαίου, σε συμμόρφωση προς την έννοια του κεφαλαίου, αλλά η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο εντοπιζόταν σε αυτό το επίπεδο από την ίδια την παραγωγή και την επιβεβαίωση, εντός της ίδιας αυτο-προϋπόθεσης, μιας εργατικής ταυτότητας μέσω της οποίας η ταξική πάλη, ως εργατικό κίνημα, ήταν δομημένη. Αυτή η ταυτότητα ήταν η “ψυχή και το σώμα”17 όλων των πρακτικών, και συνείχε τους πάντες, από συγκεκριμένες φράξιες της σοσιαλδημοκρατίας μέχρι την εργατική αυτονομία.

Η Θέση 1 αναγνωρίζει την εξαφάνιση κάποιου πράγματος, αλλά το κάνει με έναν ανεπαρκή τρόπο:

Η προσωρινή έκβαση της ιστορίας του κεφαλαίου στις αναπτυγμένες ζώνες του παρουσιάζεται η ίδια ως μια αταξική ταξική κοινωνία, στην οποία το παλιό εργατικό περιβάλλον έχει διαλυθεί σε μια γενικευμένη εξάρτηση-από-τον-μισθό: παντού προλεταριοποιημένα άτομα, πουθενά το προλεταριάτο, όχι ως μια αναγνωρίσιμη ομάδα ανθρώπων και σίγουρα όχι ως ένας συλλογικός παράγοντας ως η αρνητική, διαρρηκτική πλευρά της κοινωνίας”.

Το αντικείμενο για το οποίο το Kosmoprolet θα ήθελε να μας μιλήσει είναι η παρούσα σχέση ανάμεσα στις τάξεις· αυτό για το οποίο πραγματικά μας μιλάει είναι απλά το αρνητικό της προηγούμενης περιόδου. Κάτι που καταλήγει σε ένα οξύμωρο: “την αταξική ταξική κοινωνία”. Το Kosmoprolet δεν προσπαθεί να εξηγήσει το περιεχόμενο και την μορφή της ταξικής πάλης – που δεν μπορεί να είναι πλέον το ίδιο με αυτό της προηγούμενης περιόδου – μέσω της παρούσας ταξικής σχέσης. Μας λέει απλά ότι αυτό που υπήρχε δεν υπάρχει πια, και ότι αυτή η απουσία ορίζει την παρούσα περίοδο. Αλλά κάτι που υπάρχει δεν μπορεί να εξηγηθεί από κάτι που δεν υπήρξε ή που δεν υπάρχει πια.

Εκτός και αν είναι κανείς ικανοποιημένος με το ότι το κεφάλαιο δεν αυτο-αξιοποιείται πλέον μέσα από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, τότε οι τάξεις εξακολουθούν να υπάρχουν και η Θέση 12 ορίζει την σχέση των τάξεων με έναν αδιαμφισβήτητο τρόπο: “η ταξική σχέση είναι μια σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και τους προλετάριους, ανάμεσα στην αυτο-αξιοποιούμενη αξία και την εργατική δύναμη”. Θα υπήρχαν “προλεταριοποιημένα άτομα” αλλά “πουθενά το προλεταριάτο, ούτε ως μια αναγνωρίσιμη ομάδα ανθρώπων και σίγουρα όχι ως ένας συλλογικός φορέας” (Θέση 1). Η εξήγηση αυτού του γεγονότος θα ήταν ότι “η προλεταριακή ύπαρξη εμφανίζεται να μην είναι πουθενά ορατή ακριβώς επειδή βρίσκεται σχεδόν παντού” (Θέση 12). Ποιός θα μπορούσε να είναι αυτός ο “συλλογικός παράγοντας”; Θα ήταν οποιοσδήποτε θα μπορούσε να οδηγήσει τους αγώνες στους οποίους “το μέλλον της κοινωνίας διακυβεύεται”, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είναι “η αρνητική, διαρρηκτική πλευρά της κοινωνίας” (Θέση 1). Οι Θέσεις αυτές δίνουν σε κάποιον την εντύπωση ότι κοιτάμε την παρούσα ταξική πάλη σαν από έναν καθρέφτη αυτοκινήτου. Το “προλεταριακό περιβάλλον” (Θέση 2), που είναι το απόλυτο σημείο αναφοράς γι’ αυτόν τον “συλλογικό φορέα” ως της “αρνητικής, διαρρηκτικής πλευράς της κοινωνίας”, έχει εδώ και πολύ καιρό οριστικά πεθάνει και θαφτεί, και το Kosmoprolet το ξέρει. Αλλά αυτό το οποίο προσμονεί, κοιτώντας προς τους επισφαλείς και τους “αποκλεισμένους”, είναι η αναγέννηση ενός ταυτόσημου φορέα, και μέχρι αυτό το σημείο δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν τάξεις σε αυτή την ταξική κοινωνία. Αλλά δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει ξανά ένας ταυτόσημος συλλογικός φορέας· και, πάνω απόλα, δεν είναι οι άνεργοι, οι επισφαλείς και οι “αποκλεισμένοι”, έτσι όπως τους συλλαμβάνουν αυτές οι Θέσεις, που μπορούν να είναι ο καταλύτης για αυτή την “επανασύσταση”, εκτός και αν φαντάζεται κανείς έναν κόσμο ανθρώπων που ζουν παράλληλα στην καπιταλιστική κοινωνία, που σίγουρα δεν ήταν η περίπτωση με τους προλετάριους του προλεταριακού περιβάλλοντος”. Παρά το όσα λέει η Θέση 1, αυτό το “προλεταριακό περιβάλλον” δεν συνιστούσε μια “ανεξάρτητη κοινωνία μέσα στην αστική κοινωνία” (Θέση 2) αφού, αν “η καρδιά του ήταν το εργοστάσιο”, αυτό συνέβαινε επειδή αυτοί οι προλετάριοι πήγαιναν κάθε μέρα εκεί για να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη.

Δεν πρόκειται να υπάρξει κάτι τέτοιο ποτέ ξανά, και τόσο το καλλίτερο.

Προς το παρόν, η επανάσταση εξαρτάται από μια αντίθεση που είναι συστατική της ταξικής πάλης: το να είναι μια τάξη είναι, για το προλεταριάτο, ένα εμπόδιο που η πάλη του ως μια τάξη θα έπρεπε να ξεπεράσει/καταργήσει.

Αυτός ο κύκλος αγώνων είναι η δράση μιας ανασυσταθείσας εργατικής τάξης. Είναι ζήτημα, στις κεντρικές περιοχές συσσώρευσης, της εξαφάνισης των μεγάλων εργατικών προπυργίων και της προλεταριοποίησης των απασχολούμενων, της τριτογενοποίησης18 της εργασίας (ειδικοί συντήρησης, χειριστές μηχανών, οδηγοί φορτηγών, ντελιβεράδες, εργάτες αποθηκών, κ.λπ. – αυτοί είναι οι τύποι δουλειάς που εκτελούνται τώρα από την πλειοψηφία των εργατών), εργασία σε εταιρείες ή μικρότερες τοποθεσίες, ένας καινούριος καταμερισμός εργασίας και η εργατική τάξη με τις υπεργολαβίες χαμηλά αμοιβόμενων δραστηριοτήτων (νεαροί εργάτες που πληρώνονται με τον ελάχιστο μισθό, συχνά προσωρινοί, χωρίς επαγγελματικές προοπτικές), η γενίκευση της “ακριβώς-στην-ώρα”19 παραγωγής, η παρουσία νεαρών εργατών για τους οποίους η τυπική εκπαίδευση έχει διαρρήξει το νήμα των γενεών και οι οποίοι απιρρίπτουν μαζικά την δουλειά στο εργοστάσιο και την συνθήκη του εργάτη εν γένει.

Η μεγάλη συγκέντρωση των εργατών στην Ινδία ή την Κίνα απαρτίζει ένα τμήμα αυτού του παγκόσμιου κατακερματισμού της εργατικής δύναμης. Τόσο με όρους του παγκόσμιου χαρακτήρα τους όσο και με όρους του δικού τους εθνικού ανήκειν, αυτές οι συγκεντρώσεις (εργατικής δύναμης) δεν μπορούν να θεωρηθούν μια αναγέννηση, σε έναν άλλο τόπο, αυτού που έχει εξαφανιστεί στη “Δύση”. Η εργατική ταυτότητα καθοριζόταν από ένα κοινωνικό σύστημα ύπαρξης και αναπαραγωγής και εκφραζόταν στο εργατικό κίνημα. Δεν οριζόταν απλά από την ύπαρξη κάποιων ποσοτικών υλικών χαρακτηριστικών.

Το παράδοξο αυτής της νέας ταξικής σύνθεσης είναι ότι κάνει την αναγνώριση της ύπαρξης της εργατικής τάξης να εξαφανίζεται την ίδια στιγμή που η συνθήκη της έχει επεκταθεί και αυτή η “εξαφάνιση” είναι η ίδια μόνο το αποτέλεσμα αυτής της καινούριας σύνθεσης και της κατάτμησής της. Η εργατική τάξη δεν θα μπορούσε να είναι πιο παρούσα και η ταξική πάλη είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ιστορία. Αλλά από την μια πλευρά η τάξη δεν επιβεβαιώνεται πλέον στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και, από την άλλη, για το προλεταριάτο η αντίθεσή του με το κεφάλαιο εμπεριέχει το να αμφισβητεί τον ίδιο του τον εαυτό. Η ενότητα της τάξης δεν μπορεί πλέον να συγκροτηθεί στη βάση του μισθού και των αιτηματικών αγώνων20, ως ενός προκαταρκτικού σταδίου της επαναστατικής του δραστηριότητας. Η ενότητα του προλεταριάτου μπορεί να είναι μόνο η δραστηριότητα που καταργεί τον εαυτό του, καταργώντας οτιδήποτε το διαιρεί (ετμ.). Ένα κομμάτι του προλεταριάτου, ξεπερνώντας τον αιτηματικό χαρακτήρα της πάλης του, θα λάβει μέτρα κομμουνιστικοποίησης και θα αναδείξει το ζήτημα21 της ενοποίησης του προλεταριάτου, που με τη σειρά της δεν θα είναι τίποτα άλλο από την ενοποίηση της ανθρωπότητας, με άλλα λόγια, τη δημιουργία της ως ενός συνόλου σχέσεων που τα άτομα εγκαθιδρύουν ανάμεσά τους στην μοναδικότητά τους.

Αυτό που διακρίνει την παρούσα σχέση της εκμετάλλευσης είναι το γεγονός ότι η σχέση του προλεταριάτου προς το κεφάλαιο δεν περιλαμβάνει πλέον την σχέση του προλεταριάτου με τον εαυτό του, την επιβεβαίωση της ταυτότητάς του για τον εαυτό του ενάντια στο κεφάλαιο. Μπορεί να πει κανείς ότι σήμερα η πιο αναδεδειγμένη22 μορφή της “τάξης-διεαυτήν” είναι η πρακτική, ενεργή, συγκρουσιακή23 αναγνώριση του ότι όλες οι συνθήκες για την ύπαρξη και την αναπαραγωγή του προλεταριάτου είναι μια εξωτερικότητα εντός του κεφαλαίου. Το προλεταριάτο δεν αναγνωρίζει πλέον τον εαυτό του ως μια τάξη, παρά μόνο σαν μια τάξη που υπάρχει εντελώς έξω από τον εαυτό της. Και αυτό έχει εμφανιστεί εδώ και πολύ καιρό στις “εργασιακές συγκρούσεις” που περιλαμβάνουν τόσο την παραγωγή όσο και την συνέχεια του κύκλου της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Εδώ είναι που “διακυβεύεται το μέλλον της κοινωνίας”.

Δεν είναι το ζήτημα να πούμε ότι “παρά τα φαινόμενα οι τάξεις υπάρχουν”, αλλά ότι οι τάξεις υπάρχουν τώρα με σε μια αντιφατική σχέση που οδηγεί σε αυτή την εμφάνιση24, και ότι υπάρχουν σε αυτή την εμφάνιση. Αυτή η εμφάνιση ή εξαφάνιση (το “προλεταριοποιημένο άτομο” της Θέσης 1) είναι σε μεγάλο βαθμό αμφισβητήσιμη και η ίδια, από την στιγμή που η τάξη δεν θεωρείται (δεν προσλαμβάνεται25) αναγκαστικά ως ο “συλλογικός δρων παράγοντας” που θα διεκπεραίωνε την υπέρβαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στην επιβεβαίωση της παρούσας κατάστασής του, την επιβεβαίωση αυτού που ήταν σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής και με τέτοιο τρόπο που αυτός ο τρόπος παραγωγής το επιβεβαίωνε: η τάξη της παραγωγικής εργασίας.

Στη Θέση 12, η τάξη δεν θα περιέγραφε πλέον τίποτα περισσότερο από “την γενικευμένη επιταγή26 για κάποιον να πουλήσει την εργατική του δύναμη”· δεν θα μπορούσαμε επομένως να έχουμε πλέον “δυο καλά ορισμένα στρατόπεδα, αλλά αντί γι’ αυτό μια αχανή ποικιλία καταστάσεων”. Εδώ, το Kosmoprolet δεν περιλαμβάνει (δεν λαμβάνει υπόψιν) στην πώληση της εργατικής δύναμης για την αξιοποίηση του κεφαλαίου το γεγονός ότι αυτή η πώληση, σε αυτή τη σχέση, ορίζεται σαν μια αντίφαση για το κεφάλαιο και για την ίδια. Αν η αντίφαση που είναι η παραγωγική εργασία δεν ήταν στην καρδιά της γενικευμένης προλεταριοποίησης, αυτή η ίδια η προλεταριοποίηση δεν θα υπήρχε. Αυτή είναι η αντίφαση ανάμεσα στην αναγκαία και την πλεονάζουσα εργασία· είναι η τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει, νοούμενο ως η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο· είναι, για τον ίδιο λόγο27, το κεφάλαιο ως κινούμενη αντίφαση. Έχουμε, τότε, την ενότητα του ορισμού της τάξης ως κατάστασης και ως πρακτικής (σαν να λέμε “καθεαυτήν” και “διεαυτήν”, αν θέλετε).

Στην Θέση 24, το περιεχόμενο των αυτοοργανωμένων αγώνων κριτικάρεται σαν να μη προσδίδει σε αυτούς κάτι περισσότερο “χειραφετητικό per se” από τους αγώνες που καθοδηγούνται από τα συνδικάτα. Θα έπρεπε κανείς να ορίσει ποιό θα μπορούσε να είναι το “χειραφετητικό περιεχόμενο” ενός αγώνα. Μια μη-κανονιστική ανάλυση της παρούσας περιόδου θα απαντούσε συγκεκριμένα το ερώτημα που αφορά αυτή την περίοδο (την παραγωγή του ταξικού ανήκειν ως εξωτερικού περιορισμού) καταδεικνύοντας ότι ενώ υπάρχει μια ρήξη και μια υπέρβαση ανάμεσα σε αιτηματικούς και επαναστατικούς αγώνες, οι δεύτεροι δεν είναι ούτε θαύματα ούτε το αντίθετο ή μια άρνηση των πρώτων. Σε αυτές τις Θέσεις η αντίθεση ανάμεσα σε αυτές τις δυο μορφές πάλης δεν συσχετίζεται με κάτι, καθώς η επαναστατική πάλη κατανοείται, ξεκινώντας από αιτηματικούς αγώνες, ως μια συνεπαγωγή από την άρνησή τους. Αν το ζήτημα του χειραφετητικού περιεχομένου δεν χρειάζεται να τεθεί στο πλαίσιο της προβληματικής αυτών των

θέσεων, αυτό συμβαίνει επειδή η απάντηση προϋποτίθεται υπόδηλα: υπάρχει κάτι που ξέρουμε ότι είναι η επανάσταση. Κι αυτό σε αντίθεση (καθαρή αντίθεση) με το χειραφετητικό” περιεχόμενο, όπως το βρίσκουμε στην “στενότητα των αγώνων”, που επίσης είναι εντελώς ακαθόριστο.

Στην πραγματικότητα αυτό που είναι υπόδηλο, αυτό που δεν λέγεται, αυτό που εμφανίζει τον εαυτό του ως τόσο αυτονόητο που δεν χρειάζεται να διατυπωθεί, είναι ότι το “χειραφετητικό περιεχόμενο” σημαίνει “αυτό που οι εργάτες κάνουν οι ίδιοι”, ενώ η “στενότητα” αναφέρεται στο γεγονός ότι στηρίζονται σε μια αντιπροσώπευση”. Αλλά αν κανείς ξεκινήσει από αυτή την κλίμακα αξιών, είναι αδύνατον να συλλάβει την “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου” (αν θέλετε να χρησιμοποιήσετε αυτή την έκφραση), που δεν έχει κανένα νόημα εκτός και αν αναφέρεται στην επαναστατική φύση του προλεταριάτου. Η επανάσταση και ο κομμουνισμός ως σταθερές, που οι Θέσεις αρνούνται εκπεφρασμένα, αποτελούν παρόλα αυτά τον οπλισμό των Θέσεων αυτών, την μοναδική τους συνοχή, καθώς είναι μέσω αυτής της επαναστατικής φύσης που οι δύο όροι ενός οξύμωρου μπορούν να συνδεθούν: από την μια πλευρά, η επανάσταση ως αυτο-κατάργηση και από την άλλη η άσκηση μιας τέτοιας πρακτικής από μια τάξη που αναμένεται να είναι τυπικά παρόμοια με αυτήν που ορίζεται από την αντιφατική σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο, σχέση στην οποία η επανάσταση υπήρχε ως μια επιβεβαίωση της τάξης.

Ολόκληρη η δυναμική της ιστορίας της ταξικής πάλης ανάγεται, με αυτόν τον τρόπο,στη σύγκρουση ανάμεσα σε δυο αρχές: την αυτονομία και την αντιπροσώπευση. Από τη μια πλευρά, “επαναστατικές αρχές” (Θέση 2), από την άλλη η κρατικιστική τάση του εργατικού κινήματος και η φιγούρα του πολίτη ως της ολοκληρωμένης, επιτευχθείσας μορφής αντιπροσώπευσης. Για το προλεταριάτο, η απόδραση από την αντιπροσώπευση, “το να βγει έξω από την ύπαρξή του ως ενός αστικού νομικού υποκειμένου” (Θέση 24), σημαίνει “να διεκδικήσει τα δικά του συμφέροντα”. Όμως, σε ολόκληρη την έκταση αυτών των θέσεων, το “κρατικιστικό ρεύμα” ήταν επίσης ένας αντιπρόσωπος των “ιδίων συμφερόντων”. Αυτά τα “ίδια συμφέροντα” δεν έχουν από μόνα τους καμμιά αξία. Τα “ίδια συμφέροντα” έχουν καθευτά και αφεαυτά28 τόση λίγη αξία που για να φτάσουν στο “χειραφετητικό τους περιεχόμενο” οι προλετάριοι θα έπρεπε “να υπερβούν τον κατά τα άλλα απαραίτητο εγωισμό τους” (Θέση 24· η έμφαση προστέθηκε).

Οι προλετάριοι δεν έχουν “κοινούς σκοπούς” ως προλετάριοι (ετμ.). Είναι στην σχέση τους με το κεφάλαιο (την σχέση που ορίζει το κεφάλαιο όπως υπάρχει από την αναδιάρθρωση των δεκαετιών του 1970 και 1980) που το ταξικό τους ανήκειν παράγεται σαν ένας εξωτερικός περιορισμός έτσι ώστε, σε έναν συγκεκριμένο αγώνα, μπορούν να οδηγηθούν να διαμορφώσουν έναν κοινό σκοπό που έχει ως περιεχόμενο του όχι την κοινή δεδομένη κατάστασή τους αλλά αυτό που, σε αυτή την δεδομένη κατάσταση, παράγει την κατάργησή της.

Η υπάρχουσα και εκρηκτική σύνδεση ανάμεσα στην κρίση, ορισμένη στον συγκεκριμένο της χαρακτήρα ως μια κρίση της μισθωτής σχέσης, και το αθέμιτο των μισθολογικών διεκδικήσεων, μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι συγκεκριμένοι αγώνες, στην πιο εσωτερική σχέση που κάνει το προλεταριάτο μια τάξη αυτού του τρόπου παραγωγής, μπορούν να περάσουν σε μια γενικότητα που δεν θα ήταν πλέον αφηρημένη, στον βαθμό που το περιεχόμενο αυτής της γενικότητας καθιστά αυτές τις συγκεκριμένες πτυχές29 δικές της, ως μια αμφισβήτηση, από το προλεταριάτο, του ορισμού του ως μιας τάξης, ή ως την παραγωγή του ταξικού ανήκειν ως ενός εξωτερικού περιορισμού. Το συγκεκριμένο δεν είναι πλέον κάτι προαπαιτούμενο που θα πρέπει να ξεπεραστεί: η υπέρβαση είναι, συγκεκριμένα, η ίδια η κίνησή της επειδή η γενικότητα που δρα τώρα δεν είναι μια γενική κατάσταση της τάξης αλλά η κατάργησή της.

Η υπέρβαση της ετερότητας30 κάθε κομματιού της τάξης δεν είναι η επικαιροποίηση ή η πραγματοποίηση ενός προϋπάρχοντος “κοινού”. Η κατηγορική31 πάλη μπορεί να αποκτήσει μια γενική κλίμακα και σημασία όχι στη βάση μιας κατηγορικής απαίτησης αλλά της άρνησής της. Με άλλα λόγια, αυτή η νοηματοδότηση32 και αυτή η κλίμακα δεν συνιστούν μια ενότητα για το προλεταριάτο. Δεν υπάρχει πια τίποτα αρκετά γενικό παρά μόνο στην κατάπνιξή του. Δεν είναι δυνατόν να οραματιστούμε, με τον τρόπο που κάνει το Wildcat-Kolinko33, την ανασύσταση ενός είδους αυτόνομου, ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος.

Αν δεν ικανοποιείστε μόνο βλέποντας τη σημασία της αυτο-οργάνωσης αποκλειστικά στον ριζοσπαστισμό που επιφέρει στους αιτηματικούς αγώνες αλλά, αντίθετα, την θεωρείτε ως ένα “πειραματικό έδαφος για την μελλοντική κοινωνία”, ως ένα είδος μαθητείας, η αυτο-οργάνωση γίνεται μια μορφή χωρίς περιεχόμενο, μια καθαρή παιδαγωγική. Δεν είναι η περίπτωση ότι απροσδιόριστα άτομα θα πειραματίζονται, έξω από κάθε κοινωνικό σχηματισμό, με άλλες κοινωνικές σχέσεις· οι προλετάριοι θα πρέπει να διεξάγουν την επανάσταση ενάντια στο πώς “έμαθαν” να κυβερνούν τους εαυτούς τους, ενάντια στη ταξική τους θέση σε αυτή την κοινωνία. Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στο υποκείμενο μιας δραστηριότητας που συνίσταται στον σεβασμό του νόμου και ένα υποκείμενο μιας δραστηριότητας που καταργεί την μισθωτή σχέση; Ανάμεσα σε ένα υποκείμενο που παραμένει αυτό που είναι, που αυτο-οργανώνει τον εαυτό του, και ένα υποκείμενο που καταστέλλει το κεφάλαιο καταστέλλοντας τον εαυτό του;

Η αυτονομία των αγώνων ως η ικανότητα να περάσει κανείς από τους αιτηματικούς αγώνες στην επαναστατική πάλη είναι μια κατασκευή που δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για το περιεχόμενο αυτού του περάσματος. Παραμένει μια φορμαλιστική προσέγγιση στην ταξική πάλη (ετμ.).

Οι αγώνες στο τέλος της δεκαετίας του 1960 και στην δεκαετία του 1970 είναι φυσικά η υποχρεωτική αναφορά σε οποιαδήποτε επαναστατική θεωρία της αυτονομίας. Αυτοί οι αγώνες “έβαλαν τέλος στο όμορφο όνειρο της αταξικής ταξικής κοινωνίας: μεγαλύτεροι μισθοί και λιγότερη δουλειά” (Θέση 19). Καμμιά εξήγηση δεν δίνεται γι’ αυτό το κύμα αγώνων, το περιεχόμενο και την μορφή του, μέσω της αναφοράς στη σχέση εκμετάλλευσης εκείνης της στιγμής. Εκτός και αν πρόκειται, στο τέλος της Θέσης 18, για μια συγκεκριμένη κοινωνική εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Αλλά το πιο σημαντικό κομμάτι της Θέσης 19 βρίσκεται στους λόγους που προσφέρονται (ως εξήγηση) για το τέλος της αυτονομίας: η αυτοματοποίηση των εργατικών προπυργίων”, οι υπεργολαβίες34 και η αύξηση της ανεργίας. Που, εξ αντιδιαστολής (a contrario), υπαινίσσεται ότι το κύμα των αυτόνομων αγώνων της δεκαετίας του 1970 ήταν ριζωμένο στην ύπαρξη αυτών των εργατικών προπυργίων, τον περιορισμό της συσσώρευσης στις εθνικές αρένες, έναν συγκεκριμένο τύπο συνεργασίας στην εργασιακή διαδικασία και στην πλήρη απασχόληση. Με άλλα λόγια στην εργατική ταυτότητα. Αλλά τότε πού βρίσκεται η αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου; Στην ίδια την αυτονομία. Και για μια ακόμα φορά συναντούμε την επανερχόμενη ταύτιση, σε αυτές τις Θέσεις, της αυτο-κατάργησης με την αυτόνομη επιβεβαίωση. Αν η αυτόνομη ταξική πάλη μπορεί να οριστεί ως “η αποσύζευξη μισθού και παραγωγικότητας”, αυτό με κανένα τρόπο δεν ισοδυναμεί με μια “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου”.

Από τη στιγμή που η αναμενόμενη “επανασύνθεση” της τάξης λαμβάνει χώρα, η παρούσα περίοδος θα δει αυτή την ταυτοποίηση να υφίσταται ένα τελικό “λίφτινγκ” που θα την καταστήσει πιο κατάλληλη ως “αυτο-κατάργηση”. Είναι το περιεχόμενο αυτής της επανασύνθεσης που θα πρέπει να εξεταστεί, καθώς και η λειτουργία της στην συνολική “οικονομία” αυτών των θέσεων.

Στην παγκοσμιοποίηση και την ανάδυση μιας “παγκόσμιας εργατικής τάξης” βρίσκεται η ελπίδα ότι μετά από έναν αιώνα αντι-ιμπεριαλιστικής μυθολογίας, μια καινούρια εποχή προλεταριακού διεθνισμού ανατέλλει” (Θέση 20). Αυτή η διαβεβαίωση όμως μοιάζει να αντιφάσκει με αυτό που ειπώθηκε στη Θέση 13: “Η κοινωνικοποίηση μέσω του κεφαλαίου παραμένει αντιφατική, καθώς αυτό που συνδέει τους ανθρώπους είναι αυτό που επίσης τους διαχωρίζει”, καθώς ο κατακερματισμός των ανθρώπων ήταν εγγενής στην σχέση του προλεταριάτου με το κεφάλαιο. Και ακόμα περισσότερο καθώς, σε αυτή τη διαδικασία, κάθε εργάτης είναι σε παγκόσμιο ανταγωνισμό με οποιονδήποτε άλλο” (Θέση 20). Αυτή η αντίφαση επιλύεται με έναν τυπικό τρόπο από το γεγονός ότι σε αυτήν την “παγκόσμια εργατική τάξη” το “πρεκαριάτο” είναι κατά συνέπεια η παγκόσμια κανονικότητα του προλεταριάτου. Παρόμοια, αν “αυτό που ενώνει εργάτες και ανέργους είναι ο μόνιμος φόβος” (Θέση 21), θα μπορούσε κάποιος, εξίσου θεμιτά, να πει ότι, είναι, αντίθετα, κι αυτό που τους διαχωρίζει. Δεν τους “ενώνει”, τους θέτει σε μια σχέση εκμετάλλευσης, σε μια αντίφαση με τον ίδιο τον ορισμό τους στο κεφάλαιο, έτσι που η κατάργηση της συνθήκης τους να μπορεί να γίνει η ενοποίησή τους.

Είναι στη Θέση 22 που αυτή η φαινομενική αντίφαση επιλύεται: “το μέλλον της τάξης ως ολότητα” εξαρτάται “αποφασιστικά από την ικανότητα των πλεοναζόντων να κάνουν την κατάστασή τους σημείο αφετηρίας για ένα γενικευμένο κοινωνικό κίνημα”. Εδώ έγκειται η ελπίδα για μια επανασύσταση της τάξης “ως ολότητας”, μια επανασύσταση αναγκαία για την τάξη ώστε να πετύχει το καθεστώς ενός επαναστατικού υποκειμένου ενάντια στο κεφάλαιο. Είναι η φύση αυτού του γενικευμένου κοινωνικού κινήματος που, στις παρούσες συνθήκες, δεν παράγεται, όπως δεν παράγεται και οποιοσδήποτε από τους καθορισμούς του. Η επανασύσταση που περιλαμβάνει τους επισφαλείς, τους ανέργους, τους “πλεονάζοντες” και τους αποκλεισμένους” διασώζει την αυτονομία, αφού δεν κατοικούν35 “βαθιά μέσα στην αταξική ταξική κοινωνία”, δεν μπορούν να αγωνιστούν για να “επικυρώσουν το στάτους τους ως πωλητές εργατικής δύναμης”. Η παρουσίαση του “αποκλεισμού” και της “περίσσειας” σε αυτές τις Θέσεις διατηρεί την αυτο-κατάργηση ως αυτόνομη επιβεβαίωση της τάξης και την καθιστά ταυτόχρονα πιο επαρκώς σαν μια “τάξη ενάντια στον εαυτό της” από τον εργάτη-μάζα του μεγάλου Φορντικού εργοστασίου. Με αυτόν τον τρόπο, η ανάλυση του “αποκλεισμού” παρακάμπτεται εντελώς από την πολιτική αναγκαιότητα αυτών των θέσεων.

Το ότι “το προλεταριάτο τελικά ξεκινά την παγκόσμια θριαμβευτική του πορεία” με την μορφή αυτού του πρεκαριάτου, αυτής της “παγκόσμιας κανονικότητας του προλεταριάτου”, παραμένει αδιαμφισβήτητη. Αλλά σε αυτή την περίπτωση είναι αναγκαίο να ορίσουμε την ταξική σχέση, ανάμεσα σε άλλα, που απορρέει από αυτό: το τέλος της εργατικής ταυτότητας· την ταυτότητα της αντίθεσης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο με την αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την ίδια του την ύπαρξη ως τάξης, με άλλα λόγια, την ταυτότητα της αντίθεσης του ίδιου του ορισμού του ως τάξης και της αντίθεσής του με το κεφάλαιο· τον

μη-συστηματικό χαρακτήρα των μισθολογικών αιτημάτων· το να αγωνίζεται ως τάξη γίνεται το εσωτερικό όριο της ταξικής πάλης· την διπλή διάζευξη ανάμεσα στην αξιοποίηση του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης· την άπειρη αντανάκλαση36 της παγκόσμιας ζωνοποίησης ανάμεσα σε “κέντρο” και “περιφέρεια”. Διατυπώνονται κάποια από τα χαρακτηριστικά της αναδόμησης37 αλλά όλο αυτό δεν συντίθεται ποτέ ως μια αναδόμηση, ως ένας μετασχηματισμός της σχέσης εκμετάλλευσης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο. Επί το πλείστον, η περίοδος περιγράφεται αρνητικά ως μια συσσώρευση χαρακτηριστικών της προηγούμενης περιόδου που έχουν ξεπεραστεί. Στην καλλίτερη περίπτωση, αυτή η αναδόμηση γίνεται μια σειρά “αντι-μεταρρυθμίσεων”.

Το “μένος” των “αποκλεισμένων” που προκύπτει από την εξαθλίωση στα “παλιά [καπιταλιστικά] κέντρα” θεωρείται απλά ως “μένος”. Αυτό το “μένος” αναλύεται μόνο ως αποτέλεσμα μιας αρνητικής κατάστασης: το κράτος, το κεφάλαιο δεν μπορούν πλέον να τους ενσωματώσουν, δεν μπορούν πλέον να τους μετασχηματίσουν σε εργατική δύναμη, παρά μόνο ως μια δυνητική τέτοια. “Τίποτα δεν μπορεί να προσφερθεί”.

Ο “όχλος” που αναφέρεται στην Θέση 22 δεν “ενσωματώνει την τάση του κεφαλαίου να παράγει έναν γιγαντιαίο πλεονάζοντα πληθυσμό”. Είναι η παρούσα μορφή της παγκοσμιοποίησης, με άλλα λόγια, της διάζευξης, σε κάθε ζώνη (συσσώρευσης), ανάμεσα στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή

της εργατικής δύναμης. Αυτό το “μένος” είναι, μαζί με έναν αριθμό άλλων δραστηριοτήτων στην ταξική πάλη, η παραγωγή στην παρούσα σχέση εκμετάλλευσης του ταξικού ανήκειν ως εξωτερικού περιορισμού, η αντίφαση με την ίδια την συνθήκη του στην αντίθεσή του με το κεφάλαιο, και της αμφισβήτησής της (της αμφισβήτησης της συνθήκης του).

Αν οι Θέσεις αυτές επιμένουν σε αυτά τα τμήματα του προλεταριάτου είναι επειδή στα άτομα που απαρτίζουν αυτά τα τμήματα θα βρουν την παραδειγματική ύπαρξη των προλεταριοποιημένων ατόμων” που, σε όλη την έκταση αυτών των θέσεων, έχουν αντικαταστήσει το προλεταριάτο. Όντας ένα μοντέλο των προλεταριοποιημένων ατόμων και μην συγκροτώντας πλέον μια τάξη, θα μπορούσαν να είναι η αυτόνομη ενσωμάτωση της αντίθεσης της “αταξικής ταξικής κοινωνίας”. Όπως και στον φιλοσοφικό κομμουνισμό, το απόλυτα “μη-κοινωνικό” μπορεί να μετατραπεί στο πραγματικά κοινωνικό”.

Αντιμέτωπα με αυτό το προσδοκώμενο μέλλον, η κατάρρευση των συνδικάτων και των αμυντικών” αγώνων δεν γίνονται αντιληπτά με όρους του αθέμιτου ή, ακόμα καλλίτερα, της ασυστηματικότητας των μισθολογικών αιτημάτων. Για άλλη μια φορά, η “αυτο-κατάργηση” ως υπέρβαση δεν παράγεται αλλά τίθεται μόνο δίπλα-δίπλα ως μια αντίδραση σε μια αδυνατότητα επιβίωσης για το προλεταριάτο, από την μια, και μια αδυνατότητα για το κεφάλαιο να χρησιμοποιήσει το σύνολο της εργατικής δύναμης, από την άλλη.

Προχωρώντας με αυτόν τον τρόπο, βρίσκεσαι και πάλι αντιμέτωπος με την αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής. Η αντίθεση λέει ότι άπαξ και έχει επιτευχθεί ένα συγκεκριμένο στάδιο, το κεφάλαιο είναι ένας περιορισμός, που δεν είναι πλέον προοδευτικός, από τη στιγμή που αρχίζει να καθιστά την εργασία μη-ουσιώδη στην παραγωγική διαδικασία. Το να καθιστά την εργασία “πλεονάζουσα” θα σήμαινε την σπατάλη παραγωγικών δυνάμεων. Ο επαναστατικός χαρακτήρας του προλεταριάτου γίνεται η εξέγερσή του ενάντια στην περίσσειά του, μια εξέγερση στο όνομα των παραγωγικών δυνάμεων εναντίον των σχέσεων παραγωγής. Διασώζεις την χειραφέτηση της εργασίας ξεκινώντας από το να την καταστήσεις μη-ουσιαστική – μεγάλο κατόρθωμα.

Η προοπτική της αυτο-κατάργησης λειτουργεί στις Θέσεις αυτές απλά ως μια εναλλακτική, αντιμέτωπη με μια αδυνατότητα. Και όλα αυτά επειδή η αυτο-κατάργηση” τίθεται ως μια σταθερά, και η ταξική σχέση, που μπορεί να την παραγάγει, ως έχουσα θέσει σε παιχνίδι μια τάξη παρόμοια με μιαν άλλη, για την οποία η επανάσταση ήταν η επιβεβαίωσή της. Αντίθετα, η φόρμουλα “αταξική ταξική κοινωνία” μπορεί, κάνοντας μια καρικατούρα των πραγμάτων, να κατανοηθεί ως η ισχυρότερη έκφραση της παρούσας ταξικής πάλης. Μια περίοδος στην οποία, ακριβώς, η πάλη του προλεταριάτου ως τάξης εμπεριέχει ως το ίδιο το όριό της το να είναι μια τάξη, και στην οποία αυτή η ταξική ύπαρξη παράγεται ως ένας εξωτερικός περιορισμός.

Η ταξική πάλη παράγει την ίδια την υπέρβασή της επειδή η ταξική πάλη δεν είναι τίποτα άλλο από το κεφάλαιο ως μια κινούμενη αντίφαση. Υπάρχει μια ταυτότητα ανάμεσα στο προλεταριάτο ως τάξης του τρόπου παραγωγής και ως επαναστατικής τάξης.

Η παρούσα περίοδος βαφτίζεται, κατά παράδοξο τρόπο, “Μια Εποχή χωρίς Υπόσχεση”. Παράδοξα, γιατί θα έπρεπε να είναι μια εποχή υπόσχεσης με δεδομένα όλα αυτά που προηγήθηκαν, όντας η εποχή της επαρκούς εμφάνισης και κατάδειξης της αυτο-κατάργησης”. Και όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, γιατί δεν έχουμε το

αναμενόμενο, πολυπόθητο υποκείμενο. Όλα τα ερωτήματα που προκαλούνται στο τελευταίο μέρος αυτών των σχολίων και που αντιμετωπίζονται στις τελευταίες τέσσερις Θέσεις – ερωτήματα σχετικά με την συνείδηση, την θεωρία που διαχωρίζεται από την τάξη, την θεωρία και την πρακτική, την θεωρία που θα έπρεπε να δείχνει την υλική της δύναμη – μπορούν να εξηγηθούν από αυτό το κενό που είναι εγγενές στην ολότητα της προβληματικής αυτών των θέσεων. Όπως συμβαίνει με όλες τις θεωρίες που έχουν μια επαναστατική φύση και συνθήκες, υπάρχει πάντα κάτι που λείπει και που θα μπορούσε να καταστήσει τους όρους μιας δυαδικής σχέσης επαρκείς τον έναν για τον άλλο. Συνήθως, οι επαναστάτες της αυτονομίας επιμένουν να ενεργούν σαν το προλεταριάτο να ήταν ενοποιημένο καθεαυτό ως μια δυνάμει επαναστατική τάξη, από τον μισθό. Το Kosmoprolet ξέρει πολύ καλά ότι αυτό δεν ισχύει πλέον, παρόλα αυτά πρέπει να είναι ικανοποιημένο ότι από την μια πλευρά η τάξη θα επανασυσταθεί γύρω από τους “πλεονάζοντες”, των οποίων η σχέση με το κεφάλαιο δεν είναι ουσιώδης, και, από την άλλη, ότι το προλεταριάτο θα ενοποιηθεί από τον μισθό υπό την συνθήκη ότι “υπερβαίνει τον κατά τα άλλα απαραίτητο εγωισμό” της μισθωτής εργασίας. Στο όνομα τίνος; Στο όνομα της συνείδησης, της επαναστατικής φύσης, της θεωρίας, της ελευθερίας του να δρα, που γίνονται οι συνθήκες για την συγκρότηση του υποκειμένου.

Συνείδηση

Όταν το Kosmoprolet γράφει (στην Θέση 25) ότι “τα όρια της καθημερινής πάλης εξυπηρετούν ως μια νομιμοποίηση του κόμματος πρωτοπορίας”, έχουμε να κάνουμε με μια καθαρά ιδεολογική κριτική του Λενινισμού, της πρωτοπορίας, της συνείδησης ως κάποιου πράγματος που “φέρνεται” στις μάζες.

Ως μια ιδεολογική προβληματική, αυτές οι Θέσεις απαντούν στο πραγματικό πρόβλημα του καιρού μας: η σχέση ανάμεσα στους καθημερινούς αγώνες και την επανάσταση δεν παίρνει πλέον την μορφή μιας “ανάπτυξης”, μιας αυξανόμενης δύναμης της τάξης, αλλά μιας παύσης, μιας καταβολής38 (μπορούμε να το θέσουμε αυτό στην εξής φόρμουλα: η τάξη είναι το υποκείμενο της κομμουνιστικής της δραστηριότητας όταν εισέρχεται σε μια σύγκρουση με την προηγούμενη κατάστασή της). Αλλά αυτό το γνήσιο πρόβλημα – που το Kosmoprolet πραγματεύεται μέσω του ζητήματος της συνείδησης – του διαχωρισμού των κομμουνιστών από την πλειοψηφία της τάξης, ένα υποκείμενο που “κουβαλάει” την επανάσταση είναι, όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει, σε αντίθεση με το περιεχόμενο της επανάστασης.

Από την άποψη αυτή, η πρώτη πρόταση της Θέσης 25 (που παραθέσαμε προηγουμένως) είναι μια ομολογία: ποιο ερώτημα ανακύπτει τώρα με όρους της νομιμοποίησης ενός Λενινιστικού κόμματος πρωτοπορίας; Κανένα. Το πραγματικό ερώτημα, αυτό που δεν εγκαταλείπει το αντικείμενό του για να το αναπαραστήσει σε κάποιο άλλο, είναι αυτό της ανάλυσης των ορίων σε αυτούς τους αγώνες. Αυτές οι Θέσεις επισημαίνουν και αναπαριστούν αυτά τα όρια σε ένα άλλο ερώτημα που δεν είναι πλέον έγκυρο. Ανταποκρινόμενες σε ένα ερώτημα που δεν είναι πλέον έγκυρο, η απάντησή τους είναι εξίσου παρωχημένη: “η κοινωνική επανάσταση δεν μπορεί να είναι ζήτημα ηγεσίας ή κεντρικής καθοδήγησης”. Αυτή είναι η απάντηση της υπεραριστεράς στην εποχή του Μεσοπολέμου. Εκείνη την εποχή η απάντηση αυτή είχε νόημα σε σχέση με το περιεχόμενο της επανάστασης (την επιβεβαίωση του προλεταριάτου στην αποκάλυψη του επαναστατικού του είναι ενάντια σε όλες τις διαμεσολαβήσεις της ύπαρξής του ως τάξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής), αλλά δεν έχει νόημα πλέον σήμερα.

Παρόλα αυτά, υπάρχει για το Kosmoprolet μια “ορθή στιγμή του Λενινισμού” (Θέση 25). Αυτή η “ορθή στιγμή” του “βολονταρισμού” (ό.π.) βασίζεται στο γεγονός ότι “το προλεταριάτο δεν θα εξαναγκαστεί ποτέ να κάνει μια επανάσταση”. Θα περιμέναμε αυτή η πρόταση να καταδειχθεί από μια ανάλυση της σχέσης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο, της αυτο-προϋπόθεσής του, την απουσία του αναπόφευκτου της επανάστασης, κ.λπ. Ε, λοιπόν, όχι. Το “προλεταριάτο δεν θα εξαναγκαστεί ποτέ να κάνει μια επανάσταση”, “επειδή οι άνθρωποι αρχίζουν να δημιουργούν την ιστορία τους συνειδητά”. Ο “βολονταρισμός” θα ήταν “ορθός” επειδή η ενσυνείδητη παρέμβαση (αυτή η προβληματική απαιτεί μια κατανόηση της συνείδησης και του φορέα της ως ενός προσώπου, θα επανέλθουμε σε αυτό) είναι απαραίτητη για να αφαιρεθεί αυτό χωρίς το οποίο η ιδέα της επανάστασης θα ήταν μια αντίφαση όρων. Είναι λοιπόν η φύση του αποτελέσματος, που λογικά δεν προϋπάρχει της διαδικασίας παραγωγής του, η οποία, ενώ δεν υπάρχει, καθορίζει την φύση της διαδικασίας. Αυτό ονομάζεται ντετερμινισμός από τις τελικές αιτίες, ή τελεολογία.

Φυσικά η επανάσταση είναι μια εθελούσια πράξη (θα ήταν καλλίτερο να γράψουμε εδώ: τα κομμουνιστικά μέτρα που θα ληφθούν σε ένα κύμα αγώνων), αλλά η εθελούσια πράξη δεν είναι μια άγνωστη πράξη. Η προλεταριακή δραστηριότητα δεν καθορίζει τον εαυτό της επειδή το αποτέλεσμα πρέπει να είναι “συνειδητή ιστορία”, καθορίζει τον εαυτό της μέσω της σχέσης της με το κεφάλαιο και τίποτα άλλο, και αυτή η σχέση είναι μια αντίφαση. Βλέπουμε τον ντετερμινισμό εδώ μόνο στην συνθήκη του να θέλει κανείς να καθορίσει το υποκείμενο της επανάστασης πριν από τις σχέσεις στις οποίες αυτό υπάρχει και που αποτελούν τον καθορισμό του, τις σχέσεις στις οποίες δρα και οι οποίες είναι η συνείδησή του.

Αν είμαι υποχρεωμένος ως προλετάριος, δεν εξαναγκάζομαι ενάντια στη θέλησή μου (“ελεύθερο αποκαλείται αυτό που υπάρχει αποκλειστικά από την αναγκαιότητα της ίδιας του της φύσης [διαβάστε εδώ: την αναγκαιότητα των σχέσεών του] και του οποίου η δράση καθορίζεται αποκλειστικά από το ίδιο”· Σπινόζα: “Ηθικά VII“, ορισμός)39. Η κομμουνιστικοποίηση ως σχέδιο δεν υπάρχει ως ένα “επέκεινα”, ήδη εκεί, ενάντια στο κεφάλαιο, δεν είναι το αποτέλεσμα μια απεριόριστης ή ουσιώδους ελευθερίας, αλλά η δραστηριότητα του προλεταριάτου κατά την καταστροφή του κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, η προλεταριακή δραστηριότητα εντός του τρόπου παραγωγής που βασίζεται στο κεφάλαιο καθορίζεται εντός της σχέσης της αμοιβαίας σύμπλεξής του με το κεφάλαιο. Η κομμουνιστικοποίηση είναι το έργο του προλεταριάτου ως τέτοιου, δηλαδή ως μιας τάξης αυτής της κοινωνίας, συνεπώς υπόκειται στην εξέλιξη των ταξικών αντιθέσεων αυτής της κοινωνίας και την ιστορία τους. Η συνείδηση ή η θέληση δεν προϋπάρχουν της σχέσης της οποίας έχουν μια συνείδηση ή μέσα στην οποία θα πρέπει να πάρουν αποφάσεις. Η επανάσταση δεν θέτει τον εαυτό της με όρους περιορισμού ή ελευθερίας, σαν να ήταν το αποτέλεσμα ανθρώπων που κάνουν ηθικές επιλογές. Αυτό θα περιελάμβανε να θεωρούμε τους συγκροτημένους ανθρώπους ως άτομα που είναι αντιμέτωπα με μια επιλογή, δηλαδή ανεξάρτητα από την σχέση που τα συγκροτεί.

Τα πράγματα γίνονται όμως ακόμα χειρότερα, αυτό το ερώτημα εμφανίζεται μόνο στον θεωρητικό που, βλέποντας με άλλους μια ταινία που έχουν ήδη ξαναδεί, φαντάζονται ότι μόνο αυτοί ξέρουν το τέλος (“την κομμουνιστική προοπτική”). Αλλά η ταξική πάλη δεν είναι ταινία. Και αν “η σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική δεν προσεγγίζει την τάξη από τα έξω…ούτε…περιμένει ευλαβικά τη σωτηρία από αυτήν” (Θέση 25) αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει “κομμουνιστική προοπτική”. Από πού θα έπαιρναν οι κομμουνιστές αυτή την προοπτική;

Όταν μιλάμε για κομμουνισμό, μιλάμε γι’ αυτόν στο παρόν, δηλαδή μιλάμε για ταξική πάλη, γι’ αυτό που στους τωρινούς ταξικούς αγώνες μπορεί να παράξει την υπέρβαση των τάξεων. H “κομμουνιστική προοπτική” είναι η προοπτική που, ξέροντας το τέλος της ιστορίας, θεωρεί το ξετύλιγμα που οδηγεί σε αυτό

τυχηματικό. Φτάνουμε, στο τέλος της Θέσης 25, στην περιγραφή αυτής της σκηνής όταν οι “προλετάριοι και οι κομμουνιστές μπορούν να επικοινωνήσουν και να αλληλεπιδράσουν ο ένας με τον άλλον και μεταξύ τους”. Ποιοί είναι αυτοί οι κομμουνιστές που δεν είναι προλετάριοι και ποιοί είναι αυτοί οι προλετάριοι που

είναι καθαρά προλετάριοι; Γιατί για να υπάρχει “αλληλεπίδραση”, “αμοιβαιότητα”, θα πρέπει να υπάρχουν δυο διακριτά στη φύση τους πράγματα. Αρχίζουν οι προλετάριοι να θέτουν σε εφαρμογή τις ιδέες των κομμουνιστών; Αρχίζουν οι κομμουνιστές, μέχρι τώρα “φαντάσματα” και “ανύπαρκτοι”, να γίνονται σάρκα από το προλεταριάτο; Το μόνο που κάνει όλο αυτό, στην πραγματικότητα, είναι να παρέχει άλλη μια απάντηση στο ερώτημα του Λένιν για τον διαχωρισμό των κομμουνιστών από την τάξη.

“Η πρωτοπορία συγκροτείται απλά από όσους κάνουν το σωστό πράγμα στη σωστή στιγμή και συνεπώς φωτίζουν τις δυνατότητες που βρίσκονται στις παγιωμένες σχέσεις” (Θέση 28). Αυτόν τον ορισμό τον καταλαβαίνουμε μόνο σε σχέση με “την δύναμη της ιδεολογίας” που περιγράφεται στην ίδια Θέση: η ιδεολογία “εξορθολογίζει την κυριαρχία του κεφαλαίου, την καταπίεση των αναγκών των ίδιων των ατόμων, ως αναπόφευκτη μοίρα, συνεπώς καθιστώντας την πιο υποφερτή. Καθώς άλλες κοινωνικές σχέσεις παρεμποδίζονται, η καθημερινή συνείδηση συναινεί με τις υπάρχουσες συνθήκες”. Με άλλα λόγια, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι μια μεγάλη απάτη που έχει καταφέρει μέχρι τώρα να “κυριαρχήσει” πάνω στα άτομα (εδώ το κείμενο μιλά για ανάγκες και άτομα και όχι για τάξεις και καταπίεση – το κείμενο μετατοπίζει διαρκώς θεωρητικούς”καταχωρητές”40) εξαπατώντας τα σχετικά με τη μοίρα τους. Αρκεί να διατρήσει κανείς το “βέλο” και τότε γίνονται ορατές άλλες κοινωνικές σχέσεις ορατές. Η πρωτοπορία λέει: “ο βασιλιάς είναι γυμνός”, αλλά αυτό πρέπει να ειπωθεί “τη σωστή στιγμή”. Απορεί κανείς γιατί αν το κάνει αυτό αύριο δεν θα δουλέψει. Ίσως επειδή υπάρχει μια συνθήκη: “οι προλετάριοι πρέπει να κάνουν το πρώτο βήμα για να αναπτύξουν την επιθυμία να κατανοήσουν και τελικά να ξεπεράσουν τις υπάρχουσες σχέσεις”. Είναι αλήθεια ότι, σε αντίθεση με τους θεωρητικούς του κομμουνισμού, κάποιος δεν μπορεί να κάνει ένα γαϊδούρι να πιεί νερό αν δεν διψάει. Από τη στιγμή που έχουν κάνει αυτό το πρώτο βήμα, ένα είδος όσμωσης ανάμεσα σε κομμουνιστές και προλετάριους θα λάβει χώρα.

Δεν υπάρχουν δύο πλευρές, μια της τάξης και μια άλλη της θεωρίας: η θεωρητική παραγωγή, με την πιο συνήθη έννοια του όρου, είναι μια δραστηριότητα της τάξης ανάμεσα σε άλλες. Μια κομμουνιστική ή επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να βρει τον εαυτό της ως “εξωτερική” στην πορεία της ταξικής πάλης. Συνεπώς η κομμουνιστική θεωρία μπορεί κανονικά να περιγραφεί ως τέτοια αν είναι ικανή να συμπυκνώνει, έστω και με τον πιο αφηρημένο τρόπο, ακόμα και σε μια δύσκολη γλώσσα (δεν έχει σημασία), την πραγματική εμπειρία των πραγματικών προλετάριων.

Αν τώρα θεωρήσουμε την θεωρία ως “φασματική” (ως φάντασμα) σε σχέση με την κοινή πορεία της ταξικής πάλης, γίνεται ένα είδος λανθάνουσας συνείδησης της τάξης, γνήσια και αποτελεσματική μόνο σε κάποια πράγματα αλλά δυνητικά ενεργοποιημένης σε όλα: ψευδής στους σημερινούς αγώνες, και στιγματισμένη από τα όριά τους, αλλά αληθής όσον αφορά το δυναμικό της πραγματικής υπέρβασης, κάποια στιγμή πολύ μακρινή ή πολύ κοντινή· πάντα, όμως, ως μια προσδοκία της σκέψης και της πρακτικής του προλεταριάτου. Όπως δεν υπάρχει “ανάπτυξη” των αγώνων έτσι δεν υπάρχει και “ανάπτυξη” της θεωρίας.

Αν ασκήσουμε κριτική στην ιδέα της “ανάπτυξης” των σημερινών αγώνων σε επανάσταση (η θεμελιώδης ρήξη συμβαίνει στην αμφισβήτηση από το προλεταριάτο του ίδιου του ορισμού τους ως τάξης), το όλο ζήτημα είναι, τότε, ένα ζήτημα εγγραφής, εντός του παρόντος κύκλου, της θεωρίας αυτού του κύκλου, ως της ίδιας της κριτικής της σχετικά με αυτό. Η θεωρία δεν είναι εξωτερική στην πορεία της ταξικής πάλης αλλά δεν είναι, επίσης, σε μια απλοϊκή θετική σχέση με αυτήν. Αν η θεωρία δηλώνει41 το γεγονός ότι το να αγωνίζεται ως τάξη είναι το σημερινό όριο της ταξικής πάλης (με άλλα λόγια, αν θέλει κανείς να την αποκαλέσει έτσι, η μόνη “κομμουνιστική προοπτική”, γι’ αυτό μιλάμε για κομμουνιστικοποίηση), αυτό συμβαίνει γιατί βιώνεται ως τέτοια. Αλλά, εξ ορισμού, είναι πάντα εσωτερικό στο γεγονός του να αγωνίζεται ως τάξη ότι εμφανίζεται αυτό το όριο – ποτέ δεν αποκτά μια συγκεκριμένη ύπαρξη. Η διερώτηση δεν υπάρχει ποτέ ανεξάρτητα από τον εαυτό της. Με αυτόν τον τρόπο, από τη μια πλευρά, αυτή η θεωρία, που προσδιορίζει το ταξικό ανήκειν ως το όριο της ταξικής πάλης, αρνείται να είναι μια ιδεολογία της εναλλακτικής. Και, δεύτερον, επειδή προσδιορίζει το ταξικό ανήκειν ως όριο, επειδή προσδιορίζει τους όρους της αντίθεσης, που στην πραγματικότητα αποτελούν μια ενότητα, επειδή εξαιτίας της ίδιας της μεθόδου της και σε συμφωνία με τους συγκεκριμένους κανόνες της, δίνει προτεραιότητα στην διάκριση πάνω από την ενότητα, ενώ στην καθημερινή πρακτική των αγώνων η ενότητα και η μη-διάκριση κυριαρχούν (και το ξέρει αυτό), αρνείται μια αφελή σχέση με την ταξική πάλη. Από αυτή την άποψη, είναι μια αφαίρεση και μάλιστα μια κριτική αφαίρεση.

“Θεωρία και πράξη42, των οποίων ο αμοιβαίος εναγκαλισμός προαναγγέλεται στις επαναστατικές στιγμές της ιστορίας, σήμερα αποκλείουν αμοιβαία η μία την άλλη σε μια παγιωμένη αντίθεση” (Θέση 26). Σύμφωνα με το ίδιο το κείμενο αυτής της Θέσης, αυτό μπορεί να εξηγηθεί απλά από το γεγονός ότι δεν είμαστε σε μια “επαναστατική στιγμή της ιστορίας”. Επιπλέον, έξω από αυτές τις στιγμές, ή ακόμα και σε αυτές, θα μπορούσαμε να προσφέρουμε κάθε είδους ιστορικά αντι-παραδείγματα, πολύ πριν από την εποχή μας. Γιατί σε αυτές τις τελικές Θέσεις, η θεωρία είναι η έκφραση μιας “κομμουνιστικής προοπτικής”, επειδή ο λόγος ύπαρξής της είναι ο στόχος να αποσυνδεθεί η ταξική πάλη από την πορεία της, επειδή το παρόν περιεχόμενο της επανάστασης ως αυτο-κατάργηση περιμένει τον φορέα της, “θεωρία και πρακτική αποκλείουν αμοιβαία η μία την άλλη”. Σε αυτές τις Θέσεις, η θεωρία δεν είναι θεωρία της παρούσας ταξικής πάλης αλλά μάλλον αυτό του στόχου, από την σκοπιά της σημερινής ταξικής πάλης· και η πρακτική δεν είναι η αντιφατική πρακτική της ταξικής πάλης στους παρόντες καθορισμούς της και στην οποία μόνο ο “στόχος” υπάρχει επειδή δεν είναι τίποτα έξω από την παραγωγή της, αλλά μια πρακτική αναγκαστικά μη-συνεπής με τον “στόχο” (“κομμουνιστική προοπτική”), μιας και ο στόχος (αυτός) υπάρχει ήδη στη θεωρία.

H θεωρία πρέπει να εξετάζεται υπόψιν συγκεκριμένα. Η θεωρία είναι άνθρωποι που μιλάνε κάπου, που δρουν, που γράφουν περιοδικά και κείμενα, που κυκλοφορούν φυλλάδια, που παράγουν αφίσες, είναι συναντήσεις και συζητήσεις. Ακόμα και όταν λέμε ποιο είναι το νόημα μιας συγκεκριμένης σύγκρουσης ή (ποια είναι) η γενική τάση αυτής ή της άλλης περιόδου, μιλάμε γι’ αυτά στο παρόν, ώστε να συμμετέχουμε στην ταξική πάλη όπως αυτή συγκροτείται τώρα και ώστε να μην είμαστε πιο προχωρημένοι από άλλους, που θα έμεναν πίσω.

Ο κομμουνισμός είναι του παρόντος, επειδή είναι το περιεχόμενο των τωρινών πρακτικών της ταξικής πάλης. Ο κομμουνισμός είναι η αντιφατική κίνηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η διαδικασία της αποσύνθεσής του. Δεν είναι ένα κρυμμένο νόημα. Είναι η αντίφαση ανάμεσα στην πλεονάζουσα και την αναγκαία εργασία, του νόμου της αξίας και της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, την μάζας της υπεραξίας και του συνολικού χρησιμοποιήμενου κεφαλαίου, της καθολικότητας των παραγωγικών δυνάμεων και της βάσης και του περιεχομένου της: της εκμετάλλευσης. Όλα αυτά τα “πράγματα”, που είναι άμεσα μέρη της πάλης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο (η καλλίτερη συνόψιση αυτού είναι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους), είναι εσωτερικά στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και στην απαραίτητη πορεία της υπέρβασής του.

Δεν είναι η “κομμουνιστική προοπτική” που “αναζητά να επιλύσει τις αντικειμενικές αντιφάσεις της κοινωνίας” (Θέση 28). Το να μιλήσουμε για την επίλυση των αντιφάσεων της σύγχρονης κοινωνίας σημαίνει να μιλήσουμε για την ταξική πάλη σήμερα και όχι στο μέλλον. Αυτές οι αντιφάσεις δεν είναι “αντικειμενικές”. “Το κεφάλαιο ως κινούμενη αντίφαση” είναι η αντίθεση ανάμεσα στις τάξεις ή, για το θέσουμε πιο απλά, της παρούσας ταξικής πάλης. Είναι η συνθήκη και η πορεία της ίδιας της επίλυσής της43.

Το ερώτημα του ρόλου της θεωρίας θα έπρεπε να ρέει φυσικά από το περιεχόμενο και όχι να τίθεται επιτακτικά απλά για να τίθεται. Ας γίνουμε και πάλι αθώοι και ας σταματήσουμε να μαστιγώνουμε τους εαυτούς μας. Ήταν στο τέλος της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές αυτής του 1970 που αυτό το συγκεκριμένο αντικείμενο εμφανίστηκε: η θεωρία ως ένα αντικείμενο καθαυτό, ξέχωρα από αυτό που εξιστορεί. Αυτό το αντικείμενο έχει ένα πιστοποιητικό γέννησης και ιστορικά μια ημερομηνία (λήξης): αυτή είναι η εποχή του τέλους της επανάστασης ως της επιβεβαίωσης της τάξης, το τέλος της εργατικής ταυτότητας, η εποχή του τέλους οποιασδήποτε ανάπτυξης ανάμεσα στους αιτηματικούς αγώνες και την επανάσταση, είναι η εποχή που δεν μπορεί να συνδεθεί άμεσα με την ταξική πάλη επειδή είναι “ο θεωρητικός της επανάστασης”, αλλά όταν η επανάσταση υποχώρησε αυτός ο “θεωρητικός” αισθάνθηκε σαν ορφανός. Ως τέτοια, θεωρία είναι αυτές οι δραστηριότητες που εξηγούν και δικαιολογούν τον εαυτό τους, χωρίς να τίθενται ως ένα αντικείμενο καθαυτές. Ο “διαχωρισμός” είναι μόνο πρόβλημα γι’ αυτό το αντικείμενο.

Αυτό το αντικείμενο γίνεται παρωχημένο.

Όταν σε αυτούς τους αγώνες η ίδια η ύπαρξη του προλεταριάτου ως τάξης εμφανίζεται ως ένας εξωτερικός περιορισμός, δηλαδή ως το ίδιο το όριο των αγώνων του προλεταριάτου ως τάξης, οι αγώνες “αρπάζονται”44 από τον εαυτό τους με έναν αυτοκριτικό τρόπο. Αυτή η “αρπαγή”, όπως και η ίδια η θεωρία, γίνεται μια κριτική αφαίρεση. Ανάμεσα σε μεταβαλλόμενες δραστηριότητες, ταραχές, απεργίες χωρίς αιτήματα στη δεκαετία του 1970, ταραχές και πάλι τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, αλλά και με έναν πιο συνηθισμένο τρόπο, οι αγώνες επιδεικνύουν την ενεργή άρνηση – ενάντια στο κεφάλαιο – της προλεταριακής συνθήκης, συμπεριλαμβανομένων εδώ της αυτοοργάνωσης ή εφήμερων φανερώσεων και ορίων της αυτοδιαχείρισης. Οι άμεσοι αγώνες, τόσο πρακτικά όσο και στην ίδια την “λογική” τους45, παράγουν σταθερά μια εσωτερική απόσταση με τον εαυτό τους. Αυτή η απόσταση είναι η κομμουνιστική προοπτική46, ως μια συγκεκριμένη και αντικειμενική συνάρθρωση47 ανάμεσα στη θεωρία και στην άμεση κατανόηση που οι αγώνες έχουν για τον εαυτό τους. Αν αυτή η άμεση κατανόηση των αγώνων τείνει η ίδια να γίνει μια κριτική αφαίρεση, τότε η θεωρία, αντιστρόφως, υπονομεύεται κατά τον ίδιο της τον ορισμό.

Αυτή η δραστηριότητα τοποθετεί τον εαυτό της εντός της καθημερινής πορείας της πραγματικής ταξικής πάλης, καθώς παράγει συγκεκριμένα την ίδια την υπέρβασή της ως κομμουνιστική επανάσταση, και θα πρέπει να καταλάβουμε αυτές τις δραστηριότητες ως παραγόμενες από αυτή την πορεία, ως έναν από τους πρακτικούς καθορισμούς της, ως ένα από τα στοιχεία της και, καθαυτές, ως ένα από τα θεωρητικά της χαρακτηριστικά. Αυτή η θεωρητική παραγωγή δεν υπάρχει καθαυτή, ως ένα συγκροτημένο σώμα, που αντιτίθεαι και προηγείται της πορείας της ταξικής πάλης. Αυτός είναι ο λόγος που η θεωρία θα πρέπει να ειδωθεί ως ένα πραγματικό μέρος της πάλης, και η κομμουνιστική προοπτική ως η εκλέπτυσμένη άρθρωση της θεωρίας, που είναι η κριτική αφαίρεση του θεωρητικού χαρακτήρα των αγώνων, ο αυτο-κριτικός τρόπος με τον οποίον οι αγώνες συλλαμβάνουν τον εαυτό τους.

Παράρτημα σχετικά με το φύλο

H “Θέση 11″, αυτή που αφορά τις γυναίκες, που αφορά, με άλλα λόγια, τη διάκριση φύλου ή την αντίθεση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, μας φαίνεται εξαιρετικά προβληματική. Μέσα στη γενική οικονομία των “Θέσεων”, η Θέση αυτή δεν είναι καθόλου απαραίτητη, προφανώς έχει εισαχθεί μόνο και μόνο επειδή πρέπει να αναφερθεί. Αυτή η Θέση είναι τόσο έξω από την ευρύτερη προβληματική των θέσεων ως σύνολο που είναι σχεδόν αδύνατον να ενσωματώσει κανείς την κριτική της στη συνολικότερη επιχειρηματολογία· παρόλα αυτά αποκαλύπτει, όμως, το ίδιο γενικότερο όριο αυτών των “Θέσεων”.

H πρώτη πρόταση είναι, αυτή καθαυτή, μια ομολογία ότι η συγκεκριμένη Θέση θα μπορούσε εξίσου να έχει και να μην έχει περιληφθεί: “Μέσα (η έμφαση δική μας – στμ. δηλαδή της TC) στις διαιρέσεις που έχουν παγιωθεί από την θριαμβευτική παρέλαση του καπιταλισμού, είναι και αυτή ανάμεσα στις σφαίρες της

παραγωγής και της αναπαραγωγής, ένας σεξουλικά κωδικοποιημένος διαχωρισμός ο οποίος συνοδευόμενος από κάθε είδος ιδεολογιών νομιμοποίησης, ενισχυόμενων από την ανθρωπολογία ή τη βιολογία, έγινε ένα κοινωνικό μοντέλο με την μορφή της αστικής οικογένειας”. Συνεπώς, ανάμεσα σε μια σειρά αντικειμένων έχουμε επιλέξει να συζητήσουμε αυτό, αλλά θα μπορούσαμε, το ίδιο καλά, να είχαμε επιλέξει κάποιο άλλο.

Σε αυτή την Θέση, ο “σεξουαλικά κωδικοποιημένος διαχωρισμός” είναι μόνο η μορφή του διαχωρισμού ανάμεσα στην παραγωγή και την αναπαραγωγή. Το ότι αυτός ο διαχωρισμός είναι “σεξουαλικά κωδικοποιημένος” παρουσιάζεται εδώ σαν να είναι προφανής και υποστηρίζεται μόνο με την νομιμοποίηση από τη βιολογία και την ανθρωπολογία. Η διάκριση φύλου (η έμφυλη διάκριση), η αντίθεση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, δεν είναι εδώ τίποτα περισσότερο από ένα όνομα για κάτι άλλο.

“Η μορφή της αστικής οικογένειας” έγινε ένα “κοινωνικό μοντέλο” σε τέτοιο βαθμό ώστε “το μοντέλο (δική τους έμφαση – στμ. του Kosmoprolet) ενός σεξουαλικού καταμερισμού εργασίας, στον οποίο ο ρόλος αυτού που βγάζει το ψωμί πέφτει στο αρσενικό, να επιβάλλει τον εαυτό του (δική μας έμφαση – στμ. της TC) και μέσα στους προλεταριακούς κύκλους”. Η διάκριση φύλου, που είναι εξ ορισμού μια ιεραρχική διάκριση και μια αντίθεση, είναι εδώ ένα ιδεώδες που επιβάλλεται και συντηρείται από τη δύναμη της ιδεολογίας στον βαθμό που “η υλική βάση για τη διατήρηση των ιεραρχικών έμφυλων σχέσεων είναι λίγο-πολύπαρωχημένη…” (Θέση 11). Είναι αλήθεια, ότι με λίγη δόση “αισιοδοξίας” κάποιος θα επιτρεπόταν να “πιστεύει ότι η χειραφέτηση των γυναικών και η επίτευξη του στάτους τους ως αστικών υποκειμένων έχει ολοκληρωθεί” και το ότι “υπόκεινται σε όλα τα βάσανα της ύπαρξης ως κάτοχοι εργατικής δύναμης, ενώ συνήθως κερδίζουν λιγότερα από τους άντρες και δουλεύουν με μερική απασχόληση πιο συχνά…” είναι απλά ένα είδος λυπηρού γεγονότος. Ότι η διάκριση φύλου μπορεί να εξαλειφθεί “στη βάση της αστικής κοινωνίας εξαρτάται μεταξύ άλλων από την ανθεκτικότητα αυτής της ιδεολογίας (δηλαδή της “κοινωνιο-βιολογίας)” (Θέση 11). Όχι μόνο δεν μπορεί αυτή η διάκριση να καταργηθεί “στη βάση της αστικής κοινωνίας”, για λόγους που έχουν να κάνουν με τις ίδιες τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, αλλά ακόμα και η αντίθεση ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες είναι, εντός της σχέσης εκμετάλλευσης, μια συγκεκριμένη αντίθεση στην οποία οι γυναίκες και οι άντρες “φορείς” θα πρέπει να διευθετήσουν τους “λογαριασμούς” τους εντός ενός επαναστατικού κινήματος που συγκροτείται ως τέτοιο.

Αυτή η εξαιρετικά επιφανειακή ανάλυση της διάκρισης φύλου εγείρει δύο από τις θεμελιώδεις θεωρίες των “28 Θέσεων“: την ταύτιση της αυτόνομης επιβεβαίωσης της τάξης με την “αυτο-κατάργηση” και την ελπίδα για μια επανασύνθεση του συλλογικού παράγοντα, ως της διαρρηκτικής, αρνητικής πλευράς της κοινωνίας, επικεντρωμένου γύρω από τους “αποκλεισμένους” και τους “πλεονάζοντες”.

Η πρώτη θεωρία καθιστά απαγορευτική μια ανάλυση της διάκρισης φύλου με βάση την εργασία, τον μισθό και την πλεονάζουσα εργασία, καθώς η απλή θεώρηση – ως μιας υλικής κοινωνικής σχέσης – αυτής της διάκρισης, θέτει υπό ερώτηση την επιβεβαίωση της όποιας τάξης συνολικά. Η δεύτερη, μας επιτρέπει να μιλήσουμε για το φύλο αν και μόνο ως έναν “διαχωρισμό” ανάμεσα σε άλλους. Με άλλα λόγια, να μιλήσουμε γι´ αυτήν με τέτοιο τρόπο ώστε η επανασύνθεση [της τάξης] να συντελείται με μια εξαιρετικά ασαφή σχέση ως προς την εκμετάλλευση, σε μια σχέση υπόδηλης αμοιβαιότητας που ήδη υπονομεύεται οπουδήποτε αλλού, καθώς οποιαδήποτε άλλη καταπίεση, διαίρεση ή ιεραρχία, που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε, μπορεί να πάρει τη Θέση της.

Για να καταλάβουμε την κοινωνική κατασκευή που είναι οι “γυναίκες”, δεν πρέπει να ξεκινήσουμε από την αναπαραγωγή (τη βιολογική) και την ιδιαίτερη Θέση των γυναικών στην αναπαραγωγή αλλά από αυτό που κάνει αυτή τη Θέση μοναδική και συνιστά την κοινωνική της σημασία: τους τρόπους παραγωγής μέχρι και την τωρινή στιγμή. Ο ιστορικά επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας της ιδιοποίησης των γυναικών εκφράζει την συνέχεια, μέσα από όλους τους τρόπους παραγωγής μέχρι και σήμερα, της εργασίας και της αύξησης του πληθυσμού ως της πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης, που δεν είναι περισσότερο φυσική σχέση από οποιαδήποτε άλλη οικονομική παραγωγική σχέση και που δεν μπορεί να συμβεί χωρίς τον διαχωρισμό της κοινωνίας ανάμεσα σε εργάτες και μη-εργάτες (ετμ.). Αν το να “έχει παιδιά” είναι ένας ορισμός μιας ομάδας ανθρώπων, των γυναικών, αυτό είναι μια καθαρά κοινωνική κατασκευή. Παίρνοντας την αύξηση του πληθυσμού ως την πρωταρχική παραγωγική δύναμη μας επιτρέπει να θεωρήσουμε τις βιολογικές διαφορές εντός της αναπαραγωγής απλά σαν κάτι που το νόημά του κατασκευάζεται από μια κοινωνική σχέση· δεν είναι κάτι που “περιμένει” να αποκτήσει νόημα, αλλά κατασκευάζεται εντελώς κοινωνικά ως διαφορά. Αυτή η κατασκευή προϋποθέτει την ιδιοποίηση των και την υπαγωγή τους σε αυτή τη λειτουργία.

Η ιδιοποίηση των γυναικών, ως παραγωγών της πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης (ως αύξησης του πληθυσμού), συνεπάγεται και την ιδιοποίηση του προσώπου που την παράγει, και ως τέτοια συνεπάγεται την ιδιοποίηση κάθε τι που η γυναίκα κάνει στον τρόπο που καθορίζει τον αποκλεισμό της από την κοινωνία. Η εργασία στο σπίτι δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί από τον καπιταλιστή (μέσω της αξίας της εργατικής δύναμης) χωρίς την άσκηση μιας σχέσης κυριαρχίας από όλους τους άντρες. Ούτε η αναπαραγωγική εργασία πληρώνεται, αν και η εργασία ποτέ δεν πληρώνεται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αυτό που πληρώνεται είναι η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (ετμ.). Η πληρωμή για την εργατική δύναμη, η μισθωτή σχέση, περιλαμβάνει την οικιακή48 σχέση εντός της (δεν μπορούμε να πούμε το αντίθετο, γιατί αν ο εργάτης δεν επιστρέψει για να πουλήσει την εργατική του δύναμη δεν μπορεί να ανανεώσει την “οικιακή” σχέση).

Οι γυναίκες εισέρχονται στην αγορά εργασίας αλλά στη βάση αυτού του αποκλεισμού (ετμ.). Το ότι στις γυναίκες ανατίθεται ο ρόλος της οικιακής δουλειάς επιπρόσθετα της επί πληρωμή δουλειάς, είναι εντελώς καπιταλιστικό. Αν είναι καθαρά καπιταλιστικό, είναι οι ίδιες αυτές αναγκαιότητες αξιοποίησης του κεφαλαίου που προσαρμόζουν την “είσοδο” και την “έξοδο” της γυναικείας εργασίας στην πραγματική της τοποθεσία εντός της οικιακής σφαίρας, χωρίς να απαλλάσσεται ποτέ από αυτήν. “Η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης με τη μορφή αγαθών, τουλάχιστον στις πόλεις” (Θέση 11) αποκαλύπτεται η ίδια ως καθαρό “discourse“, όταν έρχεται αντιμέτωπη με την παραμικρή διερεύνηση σχετικά με τις στιγμές της οικιακής εργασίας.

Μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ο αποκλεισμός των γυναικών από τον δημοσιο χώρο είναι πιο ριζικός από παλιότερους τρόπους παραγωγής. Ο καπιταλισμός ορίζει την παραγωγική εργασία ως εντελώς διαχωρισμένη από όλες τις αναπαραγωγικές δραστηριότητες της ιδιωτικής σφαίρας. Η ελεύθερη εργασιακή

δύναμη που εμπεριέχει την παραγωγική εργασία πρέπει να ταξιδέψει έξω από την ιδιωτική σφαίρα για να πουληθεί. Το σχίσμα ανάμεσα στην παραγωγή και την αναπαραγωγή, το σπίτι και τον χώρο παραγωγής, είναι απόλυτο, δομικό και συγκροτητικό του τρόπου παραγωγής που βασίζεται στον ελεύθερο εργάτη και την πώληση της εργατικής του δύναμης, του οποίου ο μισθός χρησιμεύει για την αναπαραγωγή (ετμ.).

Η “οικιακή” σχέση εμπεριέχεται στον μισθό, που είναι τόσο η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης όσο και η “φυλή των εργατών”49. Από αυτό έπεται μια διάξευξη ανάμεσα στην εργασιακή διαδικασία, στην οποία εργατική δύναμη ξοδεύεται παραγωγικά, και την τροπικότητα της επέκτασης της πλεονάζουσας εργασίας, που αντιπροσωπεύεται από την οικιακή εργασία, της οποίας τα αποτελέσματα δεν μπορεί να τα καρπωθεί ο καπιταλιστής χωρίς μια σχέση κυριαρχίας.

Η αντρική κυριαρχία δεν μεσολαβεί την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Αν αυτή η κυριαρχία αυξάνει την πλεονάζουσα εργασία αυτό συμβαίνει επειδή πλεονάζουσα εργασία και αντρική κυριαρχία, η ιδιοποίηση των γυναικών, όπως και των δραστηριοτήτων τους και του χρόνου τους, συμβαίνουν ταυτόχρονα, καθώς αμφότερα ανήκουν στην ίδια έννοια της πλεονάζουσας εργασίας. Αλλά είναι ακριβώς εδώ που ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει ένα πρόβλημα με τις γυναίκες. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι ο πρώτος τρόπος παραγωγής που έχει ένα πρόβλημα με την εργασία και την αύξηση του πληθυσμού ως της “πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης”. Είναι με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής που αυτή η αντίθεση “εμφανίστηκε” (αυτή του πληθυσμού ως πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης), αλλά είναι αδύνατον να ξεφύγουμε από αυτήν χωρίς την κατάργηση αυτού του τρόπου παραγωγής. Η εμφάνιση της αντίθεσης της εμφυλης50 αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους είναι ταυτόσημη με την αντιθετική σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή, σαν να λέμε, ταυτόσημη με το κεφάλαιο ως αντίφαση σε κίνηση.

Αν όλες οι κοινωνίες μέχρι τώρα διαμορφώνουν την αύξηση του πληθυσμού ως την πρωταρχική παραγωγική δύναμη, αυτό συμβαίνει επειδή είναι ταξικές κοινωνίες. Η προκύπτουσα διαίρεση της κοινωνίας ανάμεσα σε εργάτες και μη-εργάτες αναδιπλασιάζει αυτόματα μια άλλη διαίρεση που είναι εσωτερική σε αυτήν, αλλά της οποίας οι όροι δεν επικαλύπτονται51: μια έμφυλη διαίρεση της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, μέχρι και τον καπιταλισμό, στον οποίο το όλο πράγμα [δηλαδη, η παραπάνω αντίθεση] καθίσταται αντιφατικό, η κύρια πηγή της πλεονάζουσας εργασίας είναι, φυσικά, η εργασία, κάτι που είναι ενδεικτικό της ανάγκης για αύξηση του πληθυσμού. Η αναγκαία ιδιοποίηση της πλεονάζουσας εργασίας, η οποία είναι ένακαθαρά κοινωνικό φαινόμενο (το πλεόνασμα δεν οφείλεται σε οποιαδήποτε σκοπούμενη υπερ-παραγωγικότητα της εργασίας), είναι αυτή που δημιουργεί το φύλο και την κοινωνική συνάφεια της σεξουαλικής διάκρισης. Είναι η πλεονάζουσα εργασία που δομεί τα δύο μέρη (εργάτες/μη-εργάτες·άντρες/γυναίκες). Δεν υπάρχουν δύο συστήματα τάξεων52 επειδή δεν υπάρχουν δυο τρόποι παραγωγής και επειδή υπάρχει μόνο μια μορφή πλεονάζουσας εργασίας53. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει πλεονάζουσα εργασία χωρίς την έμφυλη διαίρεση της κοινωνίας. Η αντίθεση ανάμεσα σε εργάτες και μη-εργάτες και η σύγκρουση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες είναι συνακόλουθες, αλλά δεν μπορούμε να τις υπερθέσουμε δεν μπορούμε να τις υπερθέσουμε (ετμ.). Η δεύτερη, αν και δεν ορίζει οποιονδήποτε συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής, είναι, παρόλα αυτά, μια ιδιαίτερη αντίθεση που δεν μπορεί να αναχθεί στην πρώτη. Το “συντρόφισες αλλά γυναίκες” προσπαθεί να πει ακριβώς αυτό.

Όσο η επανάσταση είναι η επιβεβαίωση του προλεταριάτου και η απελευθέρωση της εργασίας, είναι αδύνατον να αμβισβητήσουμε, τόσο πρακτικά όσο και θεωρητικά, την κοινωνική κατασκευή των γυναικών. Ο μισθός είναι η αξία της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και της “φυλής των εργατών” (Wages Price and Profit, σελ. 46)54 και όχι η πληρωμή για την “αξία της εργασίας” ή για “τη δουλειά” (άτοπες εκφράσεις). Ούτε μπορούμε, όπως για παράδειγμα η Exit!55, να κατηγορήσουμε τον νόμο της αξίας ότι είναι έμφυλος όταν είναι το ίδιο το πράγμα που είναι. Η σχέση εξάρτησης (η σχέση υποστήριξης στην οποία βρίσκει τον εαυτό της η γυναίκα) είναι (και η ίδια) το ίδιο προϊόν του μισθού όπως και η αναπαραγωγή της εργασίας και η “απλήρωτη εργασία”. Μόνο μια θεωρία της επανάστασης ως κατάργησης όλων των τάξεων, ως κατάργησης του προλεταριάτου και του μισθού, μπορεί να λάβει υπόψιν της τον εσωτερικό ανταγωνισμό που εμπεριέχεται στον μισθό ως αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, πόσο δε μάλλον αν σκεφτούμε ότι αυτός είναι ένας εσωτερικός ανταγωνισμός και θα έπρεπε να είναι καθοριστικό στοιχείο για την κατάργηση της μισθωτής εργασίας. Όσο η μάχη παραμένει μάχη του μισθωτού εργάτη ή ακόμα μάχη για την απελευθέρωση της εργασίας, θα περιέχει εντός της, εντός της μισθωτής εργασίας, την ιδιοποίηση των γυναικών.

Η ταξική πάλη θα είναι η κατάργηση του προλεταριάτου μόνο μέσα από την κατάργηση του κεφαλαίου στην επαναστατική αναμέτρηση πλάι στον αγώνα των γυναικών με όλη τους την ιδιαιτερότητα. Όσο η επανάσταση αφορά την χειραφέτηση της εργασίας θα διατηρεί την ανακήρυξη του πληθυσμού ως της πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης. Η παραγωγή αυτής της παραγωγικής δύναμης πρέπει η ίδια να χειραφετηθεί, να εξορθολογιστεί, να απελευθερωθεί χωρίς να αμφισβητηθεί η ίδια – αυτό, παρόλα αυτά, που δεν μπορεί να αποφευχθεί, παίρνοντας υπόψιν τι εμπεριέχεται σε αυτή την “χειραφέτηση”, αυτόν τον “εξορθολογισμό” είναι: η εμφάνιση των γυναικών στον δημόσιο χώρο (η δημόσια εμφάνιση των γυναικών). Στις προηγούμενες επαναστατικές περιόδους υπήρχε πάντα μια κεντρική προκατάληψη με το “να βάλουμε τις γυναίκες πίσω στη θέση τους”.

1 Μεταφρασμένο από τους/τις Endnotes και φίλους/ες. Αυτή η εκδοχή της κριτικής από την TC εμφανίστηκε στο τεύχος Kosmoprolet 3. Το μακροσκελέστερο γαλλικό πρωτότυπο κείμενο μπορεί να βρεθεί εδώ. Συμπεριλάβαμε επίσης το παράρτημα της TC με την κριτική της στην Θέση 11, σχετικά με το φύλο.

2 Στμ. Group of International Communists, GIK: Iδρυμένη το 1926, η GIK ήταν μια ομάδααριστερών κομμουνιστών στην Ολλανδία, της οποίας οι ιδέες διαμορφώθηκαν από τις εμπειρίες της Ρωσικής και την Γερμανικής επανάστασης του 1917 και 1918. Tο αναφερόμενο κείμενο (Fundamental Principles of Communist Production and Distribution) είναι από τα βασικά θεωρητικά κείμενα τηςομάδας.

3 Στμ. Με την ονομασία Συνθήκη του Μπρεστ–Λιτόφσκ φέρεται μια ιστορική συνθήκη που συνομολογήθηκε στις 3 Μαρτίου του 1918 στην ομώνυμη πόλη της άλλοτε Λευκορωσίας μεταξύ της Μπολσεβικικής Ρωσίας (Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία) και των Κεντρικών δυνάμεων κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συνθήκη αυτή χαρακτηρίστηκε επίσης και ως “συνθήκη άνευ προσαρτήσεων – άνευ αποζημιώσεων”. Της υπογραφής της συνθήκης αυτής είχε προηγηθεί, ένα μήνα πριν, ομώνυμη συνθήκη με την Ουκρανία.

4 Στμ. στο πρωτότυπο vulgata, δηλαδή η Βουλγάτα ή Βουλγκάτα, η λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής που έγινε στο τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ. από τον Ιερώνυμο κατ’ εντολή του Πάπα Δάμασου Α’ και υιοθετήθηκε από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Η ετυμολογία της λέξης αναφέρεται ακριβώς στην “κοινή ή “για τον λαό” έκδοση της Αγίας Γραφής, εξ ου και η μεταφορική απόδοση που επιλέγουμε.

5 Η παραπομπή που χρησιμοποιεί η TC δεν αντιστοιχεί ακριβώς στην αγγλική μεταφραση.

6 Στμ. H Marghera είναι προάστιο της Βενετίας με λιμάνι που αποτέλεσε τις δεκαετίες του 1960 και 1970 ένα από τα σημαντικά κέντρα της ταξικής πάλης και των αγώνων της ιταλικής αυτονομίας, ιδιαίτερα στις χημικές βιομηχανίες της μεγάλης βιομηχανικής ζώνης της περιοχής.

7 Στμ. στο πρωτότυπο idleness, άλλες αποδόσεις: απραξία αδράνεια.

8 Στμ. στο πρωτότυπο appendage, που θα μπορούσε και να αποδοθεί, πιο δηκτικά, και ως κολαούζος.

9 Στμ. στο πρωτότυπο historical lineage.

10 Στμ. στο πρωτότυπο essential. Τα συμφραζόμενα υποτείνουν ίσως και το ουσιολογική.

11 Στμ. στο πρωτότυπο communal.

12 Στμ. στο πρωτότυπο normativism.

13 Στμ. στο πρωτότυπο growing-over.

14 Στμ. αυτή η πρόταση είναι πραγματικά δυσνόητη!

15 Στμ. στο πρωτότυπο: “such that private property has yielded to the collective organisation of life“.

16 Στμ. στο πρωτότυπο milieu.

17 Στμ. στο πρωτότυπο flesh and bones.

18 Στμ. στο πρωτότυπο tertiarisation, με άλλα λόγια η ενίσχυση του τριτογενούς τομέα, δηλαδή του τομέα των υπηρεσιών.

19 Στμ. στο πρωτότυπο just-in-time, σύστημα παραγωγής στο οποίο τα απαραίτητα υλικά ή “μέρη” παραδίδονται αμέσως πριν από την στιγμή που χρειάζονται ώστε να ελαχιστοποιείται το κόστος απογραφής (inventory) των εμπορευμάτων.

20 Στμ. στο πρωτότυπο demand-based struggles, εναλλακτικά: διεκδικητικοί αγώνες ή αγώνες διεκδικήσεων.

21 Στμ. στο πρωτότυπο broach, εναλλακτικά: θα ανοίξει την κουβέντα.

22 Στμ. στο πρωτότυπο elevated, εναλλακτικά ίσως και προφανής, χτυπητή.

23 Στμ. στο πρωτότυπο conflictual, εναλλακτικά και αντιφατική.

24 Στμ. στο πρωτότυπο appearance.

25 Στμ. στο πρωτότυπο assimilated.

26 Στμ. στο πρωτότυπο imperative.

27 Στμ. στο πρωτότυπο by the same token.

28 Στμ. στο πρωτότυπο in and of themselves.

29 Στμ. στο πρωτότυπο particularities.

30 Στμ. στο πρωτότυπο otherness.

31 Στμ. στο πρωτότυπο categorical (sic). Προφανώς εννοεί την πάλη συγκεκριμένων κατηγοριών, δηλαδή κομματιών, της τάξης.

32 Στμ. στο πρωτότυπο signification.

33 Στμ.

34 Στμ. στο πρωτότυπο outsourcing.

35 Στμ. στο πρωτότυπο lodged.

36 Στμ. στο πρωτότυπο: mis-en-abyme.

37 Στμ. στο πρωτότυπο restructuration.

38 Στμ. στο πρωτότυπο overcoming.

39 Στμ. Εξαιρετικό! Σχόλιο και ελληνική αναφορά.

40 Στμ. στο πρωτότυπο registers.

41 Στμ. στο πρωτότυπο designates, μπορεί να αποδοθεί και ως: προσδιορίζει, σηματοδοτεί.

42 Στμ. στο πρωτότυπο praxis.

43 Στμ. Πόσο χεγκελιανό!

44 Στμ. στο πρωτότυπο seize upon.

45 Στμ. στο πρωτότυπο in their own discourse.

46 Στμ. Η περίφημη Θέση της TC για την απόκλιση και μάλιστα εδώ με μια έννοια η TC θα ήθελε πραγματικά να “μαθηματικοποιήσει” την επανάσταση. H κομμουνιστική προοπτική, δηλαδή η “απόκλιση”, η “απόκλιση” των αγώνων από τον εαυτό τους, τίθεται ως κάποιου είδους μετρική!

47 Στμ. στο πρωτότυπο articulation.

48 Στμ. στο πρωτότυπο domestic.

49 Στμ. στο πρωτότυπο “the race of workers“.

50 Στμ. στο πρωτότυπο gendered, μπορεί να αποδοθεί ίσως και ως εμφυλοποιημένης.

51 Στμ. Εδώ είναι όλη η ουσία της Θέσης της TC , που μοιάζει λίγο ad hoc και προφανώς χρήζει ανάλυσης.

52 Στμ. Με άλλα λόγια η TC διατυπώνει εδώ την εξήγησή της γιατί γυναίκες και άντρες δεν συνιστούν κοινωνικές τάξεις.

53 Στμ. Κλασσικός Μαρξ, αφενός, και αφετέρου αυτή η ροπή της TC προς την “μαθηματικοποίηση”! Ένα-προς-ένα αντιστοίχιση ταξικού συστήματος και τρόπου παραγωγής/πλεονάζουσας εργασίας.

54 Στμ. Αναφέρεται στο: Μαρξ, “Μισθός, Τιμή, Κέρδος“, ελλ. έκδοση: Σύγχρονη Εποχή, 2011.

55 Exit!, θεωρητική ομάδα που προήλθε από την διάσπαση της ομάδας Krisis Group το 2004 με την πραξικοπηματική, σύμφωνα με τα μέλη του Krisis, αποχώρηση μιας μειοψηφίας της συντακτικής ομάδας, αποτελούμενης από τους Robert Kurz, Roswitha Scholz και μερικά άλλα μέλη.

Ξεσπάσματα, “μαζέματα”και εξάντληση (συνέχεια)

Ξεσπάσματα, “μαζέματα”και εξάντληση (συνέχεια)

Rolan Simon

 

Συνέχεια του άρθρου1 του Rolan Simon, με τον ίδιο τίτλο, που δημοσιεύθηκε στις 24/05/2016, σχετικά με το κίνημα Nuits Debouts και το κίνημα ενάντια στον νόμο (El Khomri) για τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις στη Γαλλία, μεταφρασμένο από τα γαλλικά από το Des Nouvelles Du Front2.

 

(και πάλι σχετικά με το κίνημα αγώνων ενάντια στον Εργασιακό Νόμο)


Η θέση μας για την “εξάντληση” του κινήματος [εναντίον του νόμου για τα εργασιακά] συγκέντρωσε την προσοχή μερικών αναγνωστών που ανακάλυψαν το μικρό μας κείμενο, δημοσιευμένο στο dndf.org: “Débordements, imbordements et épuisement”3. Μερικά πρόσφατα γεγονότα, μπλοκαρίσματα και απεργίες μοιάζουν να ακυρώνουν αυτή την άποψη. Είναι αλήθεια ότι το κίνημα επανακάμπτει αλλά πώς έγινε αυτό; Δεν είναι παράξενο που αυτή η “εξάντληση” έχει συγκεντρώσει κάποια προσοχή, γιατί στο τέλος της ημέρας αυτό που έχει σημασία είναι οι πρακτικές, τα ζητήματα, οι δράσεις και οι απόψεις που έχουμε και/ή δημιουργούμε και οι τρόποι που αυτές οι απόψεις ενεργούν. Όμως, παρά την προσοχή που συγκέντρωσε, αυτή η θέση, για την “εξάντληση”, δεν ήταν η “κεντρική θέση” του κειμένου.

Το κεντρικό θέμα αυτών των λίγων γραμμών ήταν το αθέμιτο των εργατικών αιτημάτων το οποίο, εξαιτίας μιας απλής επιβεβλημένης κατάστασης (ο υπουργός Sapin μόλις πρόσφατα διακήρυξε ότι “οι απαιτήσεις δεν ήταν ποτέ θεμιτές”), γίνεται με έναν μερικό, τραυλό και σπασμωδικό τρόπο η πραγματική κατανόηση του κινήματος. Το προβληματικό όριο όλων αυτών ήταν ένα περιεχόμενο που “επέπλεε σαν μια συνείδηση που απελευθερώνει τον εαυτό της από τα όριά της”, σαν αυτή η συνείδηση “να ξεπέρασε τις κανονικές συνθήκες παραγωγής της”. Είναι το περίφημο “γυάλινο φράγμα”4 της παραγωγής με το οποίο συγκρούονται πολλοί σύγχρονοι γενικοί αγώνες, που τώρα βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα στο “βασίλειο” της αναπαραγωγής.

Από αυτά που αναφέρουμε παραπάνω, κάποια πράγματα πρόκειται να αλλάξουν. Αλλά πρέπει να αποφύγουμε να το δούμε αυτό σαν κάτι απλό, γραμμικό και μονόπλευρο. Απεργίες και μπλοκαρίσματα συμβαίνουν στην ώρα τους, εξαφανίζονται και μετά επανεμφανίζονται. Ξανά και ξανά, λες και το κίνημα αναζητεί τον λόγο ύπαρξής τους. Πρέπει καταρχάς να παρατηρήσουμε ότι αυτό που είναι σε κίνηση και που μοιάζει να αντικρούει την θέση μας για την “εξάντληση” βασίζεται σε “συντεχνιακά” αιτήματα. Έτσι, σε πρώτη ματιά, τίποτα δεν μοιάζει να μπορεί να μας αποτρέψει να σκεφτούμε ότι αυτή η πορεία δράσης και η “επανάκαμψη” του κινήματος θα μπορούσε να είναι η εξαφάνιση αυτού που έχει ήδη εμφανιστεί και έχει απλά χαρακτηριστεί ως η πρώτη φάση του κινήματος. Στην πραγματικότητα, αυτό που έχει ήδη εμφανιστεί παραμένει η βασική τάση, αλλά χωρίς να παραμένει ήρεμα εντός του στόχου της “διάσχισης” του γυάλινου φράγματος, κάτι που σημαίνει ότι πηγαίνει πέρα από τον σχηματισμό των συνθηκών της ύπαρξής του.

Σε αυτό το “πέρασμα” (του “γυάλινου φράγματος”) το “δεν απαιτούμε τίποτα”, οι συλλογικότητες του αγώνα και οι “Nuits Debout” αφήνουν πίσω της αφηρημένη γενίκευσή τους. Φυσικά μέσα σε αυτή την αφηρημένη γενίκευση ήρθαν στο προσκήνιο ο άνεργοι, οι χωρίς χαρτιά, οι μη-λευκοί των προαστίων, οι γυναίκες, οι εργασιακές συνθήκες, η στέγαση, η εισβολή των εμπορευμάτων στις ζωές μας, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η αγροτική παραγωγή στα χωριά κ.λπ. Αλλά καμμιά από αυτές τις “αιτίες”, όσο πραγματική και να είναι, δεν είχε στην περατότητά της οποιαδήποτε ύπαρξη από μόνη της, ούτε ήταν εκεί ως στιγμή μιας ολότητας που επρόκειτο να εμφανιστεί, ως μια στιγμή που θα είχε ήδη προαναγγείλει μια τελική σύγκλιση, είτε εικονικά είτε δυνητικά, αρκεί να συμπεριλαμβανόταν [στην ολότητα αυτή]. Έννοιες της “ιδιότητας του πολίτη”, του “είμαστε ο λαός”, του “είμαστε μαζί” κόρεσαν τον λόγο τους. Ποιός ήταν ο εχθρός; Η αστυνομία: που καταλογίζεται σαν εχθρός γιατί απέτρεψε όλα αυτά να λειτουργήσουν από μόνα τους σύμφωνα με την επιθυμία καθενός. “Όλοι μισούν την αστυνομία”, αλλά δεν εξυπηρετεί κανέναν σκοπό το να μισεί κανείς τον μπάτσο με το γκλομπ αν δεν μισεί την εξουσία που τον χειρίζεται. Γενικά αυτή η οπτική ήταν στο τέλος μια οπτική από το πουθενά, χωρίς αντιπάλους, χωρίς εχθρούς ή απλά αυτή η οπτική τους αγνόησε με έναν υπέροχο τρόπο. Αλλά η οπτική από το πουθενά δεν εκφράζει απαραίτητα μια κατάσταση που δεν υπάρχει.

Σύμφωνα με μια έρευνα που έκαναν οι κοινωνιολόγοι της EHESS5 (ως ενδεικτική θεώρηση), η κοινωνική σύνθεση των “Nuits Debout” είναι περισσότερο διαφοροποιημένη από ό,τι περιγραφόταν αρχικά: περιλαμβάνονται εκεί οι άνεργοι, οι κάτοικοι των προαστίων, εργάτες. Παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη πλειοψηφία των συμμετεχόντων είναι απόφοιτοι πανεπιστημίων (όπως παρατηρείται και στη μελέτη και από την δική μας επίσκεψη σε ένα από τα μαζέματα τους). Αν αυτό δεν δημιουργεί παρεμβολές στο να είσαι άνεργος, τότε σίγουρα καθορίζει το συγκεκριμένο κοινωνικό προφίλ από το οποίο προέρχεται η γλώσσα της γενικότερης κοινωνίας, των “Κοινών”, της δικαιοσύνης και της αδικίας. Οι μεσο-αστοί απόφοιτοι των πανεπιστημίων, βρίσκοντας τους εαυτούς τους στην ζωή της κοινότητας, είναι μια ενσάρκωση της αφηρημένης νόρμας της δημοκρατικής ιδιότητας του πολίτη. Οι “Nuits Debout” ξέρουν πολύ καλά να μιλούν για τον εαυτό τους και είναι πολύ φωτογενείς στα μέσα, τα οποία μπόρεσαν να βρουν επιτέλους σε αυτούς το είδος τους. Η φράση “δεν απαιτούμε τίποτα” ήταν μια αφηρημένη γενικότητα που εμφανίζεται, και μερικές φορές δρα, ως ένας “επαναφομοιωτής” του κοινωνικά συγκεκριμένου αναβρασμού. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, τα 2/3 των συμμετεχόντων από το Παρίσι στο “Nuits Debout” δεν είχαν συμμετάσχει σε οποιαδήποτε διαδήλωση εναντίον του Εργασιακού Νόμου.

Τώρα τα αιτήματα έχουν επιστρέψει και παίζουν τον ρόλο τους αλλά πρόκειται για έναν αμφιλεγόμενο ρόλο. Εδώ είναι που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή. Η κατεύθυνση του κινήματος, και το πέρασμά του σε ένα άλλο επίπεδο, αποτελούν μια επιστροφή αλλά αυτό δεν συνιστά απαραίτητα μια αντίφαση στην εξάντληση-εξαφάνιση αυτού που θα μπορούσε να εμφανιστεί ως ένας θεμελιώδης προσδιορισμός της πρώτης φάσης του· η οποία [φάση] θα μπορούσε να περιγραφεί ως η μη-αιτηματική αφηρημένη γενικότητα με όλους τους ιδεολογικούς περιορισμούς, καθώς αυτή η γενικότητα ήταν η ίδια ιδεολογία. H υπέρβαση αυτής της αφηρημένης γενικότητας περνά μέσα από το συγκεκριμένο και αυτή τη στιγμή το συγκεκριμένο παίρνει την μορφή αιτημάτων. Πρέπει όμως να αποφύγουμε να σκεφτούμε ότι το όλον πρέπει να υπάρχει σε κάθε μέρος, ότι το όλον δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να βρίσκεται στην καρδιά κάθε κατάστασης, στην οποία εκτυλίσσεται όχι με όρους ισχύος αλλά με όρους πράξεων. Θα περάσουμε από μια αφηρημένη γενικότητα σε μια “εκφραστική ολότητα”, η ολότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εκφράζει τον εαυτό της σε μια ιεραρχική δομή με θεμελιώδεις προσδιορισμούς και δεσπόζουσες δυνάμεις, τις οποίες καθορίζουν αυτοί οι προσδιορισμοί (δεν είναι αδύνατον ότι ο θεωρητικός στοχασμός, ακόμα και ο πολύ αφηρημένος, θα μπορούσε να είναι χρήσιμος). Είναι με αυτόν τον τρόπο που η “διάσχιση” του γυάλινου φράγματος εμφανίζεται ως καθοριστικό στοιχείο άσχετα από το ποια είναι η γενική κίνηση των αγώνων.

Το ανήκειν στην τάξη ως ένας εξωτερικός περιορισμός είναι μια κατάσταση, μια έξαρση εντός της ταξικής πάλης, στην οποία το συγκεκριμένο και το αίτημα είναι παρόντα και παίζουν τον ρόλο τους. Αυτή η κατάσταση, και αυτή η έξαρση, είναι ένα αποτέλεσμα συγκεκριμένων δυνάμεων και εξαρτώνται από την σχέση ανάμεσα στην πρακτική του προλεταριάτου και την πρακτική του Κράτους και της κυρίαρχης τάξης. Έτσι που για να πάρει αυτή η πρακτική μια μορφή, την πρακτική των αιτημάτων, θα πρέπει ήδη να χρησιμοποιηθεί η διάσχιση του γυάλινου φράγματος ώστε το αίτημα να γίνει μια σειρά ρηγματώσεων. Αυτές οι ρηγματώσεις μπορούν να ειδωθούν από τον ατρόμητο τρόπο με τον οποίο κάποιοι ρίχνονται σε μειοψηφικές δράσεις, με μπλοκαρίσματα που πηγαίνουν πέρα από τον τομέα τους ή ένα συγκεκριμένο επάγγελμα, από την επιθυμία να απεργήσουν σε μια ολόκληρη ομάδα τοπικών επιχειρήσεων, από το “πορώδες” των ορίων ανάμεσα στις στιβαρές πορείες των συνδικάτων και τις “άτυπες πορείες”6, από την μη περιθωριοποίηση των πορειών και των ξεσπασμάτων από τους αποκαλούμενους “αλήτες” (casseurs7), καθώς και με την σχέση αλληλεπικάλυψης που ενώνει όλα τα επίπεδα των αγώνων. Η αλληλοπλοκή όλων των αιτημάτων έχει σαν αποτέλεσμα να τίθεται σε αμφισβήτηση Το Αίτημα.

Πάνω σε αυτή τη βάση, εκτυλίσσεται, μέσα στις συνθήκες της εμφάνισης της πραγμάτωσης του ταξικού ανήκειν ως ενός εξωτερικού περιορισμού, μια “διαλεκτική” (αν και φευγαλέα) ανάμεσα στα αιτήματα και τις αντιδράσεις της κυρίαρχης τάξης. Το σημάδι της εμφάνισής της [της διαλεκτικής] θα γινόταν (πέρα από τις απεργίες και τα ξεσπάσματα) ένα σύνολο πρακτικών που θα τροποποιούσε την χρήση των δημόσιων συγκοινωνιών, των διυλιστηρίων κ.λπ. με σκοπό την επέκταση και και την τροποποίηση των αγώνων που είναι ήδη σε εξέλιξη· πέρα από κάθε διαχειριστική ανησυχία καθώς και πέρα από οποιαδήποτε συγκεκριμένα αιτήματα. Αυτή η “ιδιοποίηση” των εργαλείων αγώνα δεν είναι μια μορφή ιδιοκτησίας. Η “ιδιοποίηση” αυτή δεν είναι ποτέ μια δραστηριότητα που θεσμοποιεί τον εαυτό της, μάλλον εμπίπτει στον κοινοτιστικό ορισμό της χρήσης του.

Οι πρακτικές δυνατότητες μιας τέτοιας κατάστασης πρέπει να φωτίζουν, στη “διάσχιση” του γυάλινου φράγματος, τις ρηγματώσεις, και στην συνέχεια, μια καταβύθιση σε αυτά τα αιτήματα, επειδή είναι αυτά τα αιτήματα που εκκίνησαν για μια ακόμα φορά το κίνημα. Πρέπει, αναδεικνύοντας και υπογραμμίζοντας με έντονο τρόπο, να εργαστούμε για την εμφάνιση της απουσίας άλλων ρηγματώσεων εντός των αιτημάτων που διατυπώνονται, συμπεριλαμβανομένων της ασθενούς επιβεβαίωσης των αυτόνομων γυναικών εντός του κινήματος καθώς και της ημι-απουσίας οποιασδήποτε συζήτησης για την φυλετικοποίηση της εργασίας στην καθημερινή της ύπαρξης, υπό το κεφάλαιο και τον κόσμο του. Η ανάδειξη της αδυναμίας ή της απουσίας αυτών των ρηγματώσεων εντός των διατυπωμένων αιτημάτων σημαίνει ήδη την ανάδειξη της παρούσας αστάθειας επειδή η σύγκλιση δεν είναι απαραίτητα (δυστυχώς, ίσως) η λεωφόρος που οδηγεί το προλεταριάτο να αμφισβητήσει την ίδια την ύπαρξή του και την αντίφασή του εντός του κεφαλαίου. Με αυτή την έννοια, το κάλεσμα για ή ακόμα η πραγματοποίηση μιας “Γενικής Απεργίας” θα μπορούσε να είναι τόσο αμφιλεγόμενη όσο οποιαδήποτε σύγκλιση.

Εισάγοντας και αναδεικνύοντας την σχέση αυτών των ρηγματώσεων με τις πρακτικές της κυρίαρχης τάξης, θα πρέπει να στοιχηματίσουμε στην αδιαλλαξία αυτής της τάξης. Αντιμέτωπη με τα επαπειλούμενα μπλοκαρίσματα και απεργίες στα διυλιστήρια, η Total S.A (Γαλλική πολυεθνική με ολοκληρωμένες εργασίες πετρελαίου και αερίου) ανακοίνωσε ότι θα αναθεωρήσει τις επενδύσεις της στην Γαλλία. Υπάρχω; Είμαι απαραίτητος ως ένας εργάτης της Total ή όχι; – αυτές θα μπορούσαν να είναι οι σκέψεις ενός εργάτη στο Fos-Sur-Mer. Θα πρέπει να στοιχηματίσουμε εξίσου και στην συγκεκριμένη κρίση του Γαλλικού Κράτους, που έχει γίνει ένας “φουσκωμένος ασκός”. Είναι επίσης εντός της σχέσης της καπιταλιστικής τάξης με το Κράτος της που βρίσκεται η διακήρυξη ότι το ανήκειν στην τάξη είναι ένας εξωτερικός περιορισμός· πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η σχέση εμπεριέχει καταστάσεις στις οποίες δημουργείται μια απόσταση ανάμεσα σε πρακτικές βασισμένες σε αιτήματα, μια απόσταση ώστε εντός της βασισμένης σε αιτήματα πρακτικής, ο φορέας, που εκφράζει τα αιτήματα, αμφισβητείται, γιατί αυτός υπάρχει μόνο εξαιτίας της τάξης που ο ίδιος βλέπει μπροστά του. Περνάμε από ένα επιβαλλόμενο αθέμιτο των αιτημάτων σε ένα διεκδικούμενο αθέμιτο, όπου ο ίδιος ο φορέας των αιτημάτων αρχίζει να διερωτάται ποιός είναι. Καθώς η τάση υπάρχει ήδη, δεν είναι αναγκαίο οι πρακτικές, που θα μπορούσαν να οικοδομήσουν αυτή την δυναμική, να αυτονομηθούν από τον λόγο της ύπαρξής τους (να δράς ως τάξη, να διεκδικείς αιτήματα) και να προσπαθούν να προλαμβάνουν την δυναμική που επιδιώκουν να οικοδομήσουν.

Όσο δε αφορά το “Nuits Debout”, είναι εμφανές ότι η γενική αλλαγή στη φύση του κινήματος, του οποίου αποτελούν μια στιγμή, είτε θα τους μετασχηματίσει είτε θα προκαλέσει την εξαφάνισή τους. Αυτό θα αποκαλύψει ακόμα πιο καθαρά πόσο ετερογενείς είναι οι συμμετέχοντες σε αυτό, στην απαίτηση να επαναδιαμορφώσουν τις θέσεις τους σχετικά με πολιτικές, δημοκρατικές, και βασισμένες στην κοινωνία των πολιτών λύσεις. Είτε αυτό θα είναι το τέλος τους είτε θα αλλάξει η κοινωνική τους σύνθεση. Η παρούσα αμφισημία των πρακτικών αιτημάτων θα πρέπει να γίνει το κεντρικό τους προνόμιο. Ή μάλλον, είτε οι συνελεύσεις τους θα περιπέσουν εντελώς σε μια αυτο-αναφορική ιδεολογία μιας Κοινότητας υπό κατασκευή (παράλληλα με την οφθαλμαπάτη των ψηφιακών συσκευών που εξασφαλίζουν την εικονική τους ύπαρξη) κάτω από το κάλυμα της ιδεολογικής επέκτασης των “κοινών”· ή θα εισέλθουν σε μια διαδικασία πολιτικής ανασυγκρότησης a la Podemos (που στην πραγματικότητα δεν είναι κάτι πιθανό για την Γαλλία· ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία).

Τελειώνοντας θα επιστρέψουμε στην αρχή, καθώς πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα που τέθηκε στην εισαγωγή: η διάσχιση του γυάλινου φράγματος, που ήταν ο δρόμος μέσα από τον οποίο η πρώτη φάση του κινήματος αυτο-συστάθηκε για να βρει τις ίδιες τις συνθήκες της ύπαρξής του, ώστε για να μην είνα πλέον “στον αέρα”, μπορεί κάλλιστα να είναι και το θάψιμό του. Η εξάντληση αυτού που συνέστησε την πρώτη του φάση θα μπορούσε επίσης να το εμποδίσει να φτάσει ένα ψηλότερο επίπεδο. Τίποτα δεν είναι γραμμικό ή μονομερές, αλλά αυτά είναι τα ζητήματα και οι θέσεις που πρέπει να καθορίσουμε.

Μετάφραση: q.

1 Στμ. Το πρώτο μέρος του άρθρου (με τον ίδιο τίτλο: “Débordements, imbordements et épuisement”) δημοσιεύθηκε στο dndf.org στις 3/5/2016 (δείτε εδώ: dndf.org/?p=14975) και μεταφρασμένο στα ελληνικά εδώ: https://2008-2012.net/2016/05/08/από-το-ξεπέρασμα-των-ορίων-στην-αποορι/.

2 To παρόν μέρος του άρθρου αποδόθηκε από την αγγλική μετάφραση (με τίτλο: “Outbreaks, inbreaks and exhaustion”) που δημοσιεύεται στον ελευθεριακό ιστότοπο libcom.org, δείτε εδώ: libcom.org/library/outbreaks-inbreaks-exhaustion-follow-roland-simon.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο ad nauseum, λατινική έκφραση που σημαίνει κυριολεκτικά “μέχρι ναυτίας” αλλά και “μέχρι εξαντλήσεως” ή και “μέχρι αηδίας”.

4 Στμ. Για την βασική αυτή έννοια της Théorie Communiste (TC), δες το κείμενο: “Το Αόρατο Φράγμα“, δημοσιευμένο στο “Τα παιδιά της Γαλαρίας”, τ.14.

5 Στμ. EHESS, École des hautes études en sciences sociales: η γνωστή Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών στη Γαλλία.

6 Στμ. Δες και το κείμενο “Σημειώσεις για το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο, από μια σερβιτόρα”, στον ιστότοπο: https://inmdediasres.espivblogs.net.

7 Στμ. Casseurs στα ελληνικά θα λέγαμε “μπαχαλάκηδες”.

ΒRExit και ελληνική Αριστερά*: ακόμα πιο αντιπρολεταριακά, ακόμα πιο βαθιά στη δίνη του εθνο-λαϊκισμού!

Αναδημοσιεύουμε εδώ την τοποθέτηση συντρόφων σε εκδήλωση (Λαμπηδόνα, 11/7) για το BRExit και τις εξελίξεις στην Ε.Ε

* Στην Αριστερά αυτή υπάρχουν φυσικά συντρόφισσες και σύντροφοι που, αν και εξακολουθούν να τοποθετούνται με όρους πολιτικής γεωγραφίας σε αυτήν, προσπαθούν να μιλούν με όρους αγώνα από την πλευρά της τάξης και του προλεταριάτου.


Εδώ και κάμποσο καιρό, κι ενώ ο μονομερής ταξικός πόλεμος των αφεντικών συνεχίζεται, κλιμακώνεται και βαθαίνει, με τις ήττες για το προλεταριάτο να σωρεύονται σε όλη την Ευρώπη, και ακόμα περισσότερο στην Ελλάδα (που από το 2007 μέχρι το 2012 είχαμε έναν κύκλο έντονων ταξικών αντιπαραθέσεων), οι δημοσιολόγοι της ελληνικής Αριστεράς επιδεικνύουν μια ιδιαίτερη έφεση στο να ανακαλύπτουν και να επικαλούνται ελπιδοφόρους «πολιτικούς σεισμούς». Διόλου τυχαία, αυτή η έφεση συνοδεύεται από την τάση να αποσιωπούνται, να απωθούνται ή (στην καλύτερη περίπτωση) να υποτιμούνται οι εξεγερσιακές εκδηλώσεις της προλεταριακής εναντίωσης που έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα την πρόσφατη κοινωνική ιστορία. Όπως πάντα, το βλέμμα πέφτει επιλεκτικά στα δυνητικά αντικείμενά του: κανείς βλέπει κάτι ή αποφεύγει να δει κάτι, αναλόγως με το πού αποβλέπει.

Τον Δεκέμβρη του 2008, όταν το αόρατο προλεταριάτο, με και χωρίς χαρτιά, εμφανίστηκε ως μια σκοτεινή αλλά πολύ πραγματική κοινωνική δύναμη σε κάθε πόλη της Ελλάδας αμφισβητώντας την κοινωνική κανονικότητα, οι αρθρογράφοι, πανελίστες και πολιτευτές της ελληνικής Αριστεράς δεν έβλεπαν παρά «νεανικές εκρήξεις», πολιτικά ασήμαντες αν δεν επιστεγάζονταν από έναν «Δεκέμβρη των [σ.σ. ορατών και ελλήνων] εργαζόμενων» ή από την ανάδυση μιας «προγραμματικά αξιόπιστης» και «ηγεμονικής» Αριστεράς. Τον Ιούλη του 2015, αντίθετα, όταν ο Βαρουφάκης και ο Τσίπρας διαπραγματεύονταν σκληρά με τους ευρωπαίους ομολόγους τους για το καλύτερο σενάριο διάσωσης των ελληνικών αφεντικών (που για τους πρώτους, μεταξύ άλλων, σήμαινε τη διατήρηση της φορολογικής ασυλίας των ελλήνων εφοπλιστών), κι ενώ σε επίπεδο ταξικής πάλης τα ελληνικά αφεντικά είχαν καταφέρει να κλείσουν, χωρίς να συναντούν παρά ελάχιστες αντιστάσεις, δύο χρόνια άτυπης στάσης πληρωμών προς τους εργάτες τους, οι ίδιοι άνθρωποι έβλεπαν τρομακτικές δονήσεις που θα άλλαζαν τάχα το πρόσωπο αυτής της χώρας.

Τον Αύγουστο του 2011, όταν το αόρατο προλεταριάτο στη Βρετανία, πάλι με αφορμή ένα περιστατικό θανατηφόρας κατασταλτικής βίας, βγήκε στους δρόμους για να εκφράσει βίαια τη διάθεση του να πάψει να ζει υπό αστυνομική επιτήρηση μέσα σε ένα ασφυκτικό σύμπαν από αστραφτερά καταναλωτικά σκατά, οι εγχώριες αριστερές συζητήσεις ήταν αρκετά απορροφημένες από το ζήτημα της αποκατάστασης της «εθνικής κυριαρχίας», την οποία τα Μνημόνια τάχα είχαν καταλύσει, και των ευεργετικών ή μη (για ποιους άραγε; Μα, ασφαλώς, για την ελληνική εθνική οικονομία…) επιπτώσεων της επαναφοράς του εθνικού νομίσματος για να ασχοληθούν, έστω και λίγο στα σοβαρά, με όσα συνέβαιναν στις βρετανικές πόλεις. Τον Ιούλιο του 2016, όμως, όταν η δεξιά των Βρετανών Συντηρητικών και ένας διαταξικός συρφετός από ακραίους νεοφιλελεύθερους, ξενόφοβους, ρατσιστές και φασίστες επέβαλε δημοψήφισμα για την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ και το κέρδισε, τα ρολόγια στην ελληνική Αριστερά για άλλη μια φορά σταμάτησαν. Χωρίς χρονοτριβή, οργανώθηκαν δημόσιες πανηγυρικές εκδηλώσεις, γράφηκαν δεκάδες λιγότερο ή περισσότερο ντροπαλοί διθύραμβοι, εξαγγέλθηκε ξανά το επικείμενο τέλος του απόλυτου (στα μάτια των ελληναριστερών) Κακού, δηλαδή της ελεγχόμενης από τους Γερμανούς ΕΕ, ενός Κακού απ’ ό,τι φαίνεται πολύ χειρότερου από το ελληνικό κεφάλαιο, για να μην πούμε κουβέντα για το ελληνικό κράτος.

Σε μια τέτοια πανηγυρική εκδήλωση, ένας από τους πιο σεσημασμένους δημοσιολόγους της ελληνικής Αριστεράς, ο κ. Κουβελάκης ξεκίνησε την ομιλία του, με τον εύγλωττο τίτλο «Νέος γύρος στην Ευρώπη» (ιστότοπος Iskra, 10/7/16), ομολογώντας ότι «η καμπάνια του Brexit ηγεμονεύτηκε από αντιδραστικές, ξενοφοβικές έως και ανοιχτά ρατσιστικές δυνάμεις». Ο συγκεκριμένος ειδήμων επί της πολιτικής στρατηγικής, που μέχρι προχθές είχε εναποθέσει τις ελπίδες του για «νέους γύρους στην Ευρώπη», και μας καλούσε να εναποθέσουμε και τις δικές μας, σε μια αριστερο-ακροδεξιά κυβέρνηση, όπως ήταν η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, δεν αμέλησε να προσθέσει ότι το γεγονός αυτό «επιφέρει μια σειρά από αρνητικές επιπτώσεις, που αποτυπώνονται στο κλίμα σύγχυσης που επικρατεί σήμερα στην βρετανική κοινωνία, και ειδικότερα στην Αριστερά, χωρίς να ξεχνάμε την παρατηρούμενη έξαρση των περιστατικών ρατσιστικής βίας ή την δολοφονία της βουλεύτριας του Εργατικού Κόμματος, και οπαδού της παραμονής, Τζο Κοξ από φανατικό ακροδεξιό». Συνέχισε απτόητος, παρόλα αυτά, εξηγώντας ότι αυτό οφείλεται στο ότι η «ευρύτερη Αριστερά» (μα γιατί αυτός ο πλεονασμός; Αφού η εθνοσωτήρια αριστερά-με-άλφα-κεφαλαίο είναι όσο ευρύτερη μπορεί να είναι, καλύπτοντας, στην Ελλάδα τουλάχιστον που έχει ολοκληρωθεί, μια πρώτη φορά στην πράξη, με τον ΣΥΡΙΖΑ, και μια δεύτερη φορά, κατά φαντασία, στην ΛΑΕ, η συγκρότησή της με ηγεμονικούς όρους, όλο το φάσμα του «αριστερού, προοδευτικού, πατριωτικού δημοκρατικού αντιμνημονιακού χώρου» όπως αρέσκονται να γράφουν οι συντάκτες της Iskra;) άφησε τους ρατσιστές να παίζουν μόνοι τους. Και αποτελεί εκείνη τον φορέα που δικαιωματικά θα όφειλε να ηγηθεί μιας τέτοιας καμπάνιας, μετατοπίζοντας την έμφαση από την εκδίωξη των Πολωνών και Νοτιοευρωπαίων εργατών ή την επιβολή ακραίων μέτρων περαιτέρω υποτίμησης της εργασιακής δύναμης, που ούτε η ΕΕ προς το παρόν δεν επιτρέπει, γιατί αυτές ακριβώς, για να μην ξεχνιόμαστε, ήταν οι κεντρικές αιχμές των τωρινών ηγητόρων της καμπάνιας για το Brexit (κάτι που ο κ. Κουβελάκης έντεχνα αποσιωπά) στο «δημοκρατικό αίτημα» της ανάκτησης της «εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας».

Οπωσδήποτε, έστω και η παραδοχή ότι η Τζο Κοξ δολοφονήθηκε από το μαχαίρι ενός φασίστα, στα πλαίσια της καμπάνιας για το Brexit, και έτσι όπως οι οργανωμένοι φασίστες γενικά, είτε στην Ελλάδα είτε στην Αγγλία, αντιλαμβάνονται τι είναι μια εκλογική καμπάνια, είναι σημαντική, δεδομένου ότι ένας άλλος μεγάλης περιωπής ελληναριστερός πανελίστας, τόσο μάλιστα βαθιά ελληναριστερός που πολλά ελληνικά φασισταριά διαβάζουν πάντα με ενδιαφέρον τις γεμάτες εθνικιστικές εξάρσεις γεωπολιτικές αναλύσεις του, και μέχρι πρότινος, αγνοώντας πόσο πολύ είχε μεταλλαχθεί η άλλοτε «άκρα αριστερά», θεωρούσαν ότι προέρχεται από ή ανήκει στον «πατριωτικό», κατά την ιδιόλεκτό τους, «χώρο», ο κ. Δελαστίκ, την επόμενη κιόλας μέρα από τη φασιστική δολοφονία (βλ. το άρθρο του με τίτλο «Φόνος βουλευτή υπέρ της ΕΕ», Πριν, 18/6/16, προδημοσίευση στον ιστότοπο Iskra, 17/6/16) είχε ισχυριστεί ότι οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες ήταν ο αληθινός οργανωτής και αυτουργός του εγκλήματος, με σκοπό την άσκηση «ψυχολογικής πίεσης» στον «αγγλικό λαό» (sic, ας προσέξουμε επίσης τη χρήση μιας γλώσσας που μόνο οι άγγλοι ακροδεξιοί μιλάνε: «αγγλικό», όχι «βρετανικό» λαό ή λαούς της Βρετανίας!!!). Τι είναι, όμως, ακόμα και αυτό το τόσο κυνικό ξέπλυμα των φασιστικών μαχαιριών μπροστά στον υπέρτατο στόχο, τη διάλυση της ΕΕ; Μια απλή παρωνυχίδα που τη βγάζεις εύκολα και την πετάς στο τασάκι. Κι εδώ είναι, σε αυτήν την ιεράρχηση του τι είναι σημαντικό και τι όχι, που ο κ. Κουβελάκης, ο οποίος μέσα στον ορυμαγδό των ιδεολογικών στρατηγημάτων του επιλέγει να ξεστομίσει και μια ωμή, όσο κι ένα μαχαίρι φασίστα, αλήθεια, ακολουθεί την ίδια ακριβώς στάση με τον κ. Δελαστίκ, ο οποίος δεν είχε την παραμικρή αναστολή να συγκαλύψει την επιθετικότητα των φασιστών, μιλώντας αρχικά με βεβαιότητα για οργανωμένο σχέδιο μυστικών υπηρεσιών, για να το μαζέψει ένα μήνα μετά με πιο συνετές τάχαμου δήθεν διατυπώσεις του στυλ «πιθανολογούμενη άνευ στοιχείων ανάμιξη» («Τους έφαγαν εν ψυχρώ και τους δύο», Πριν, 9/7/16).

Την άνοιξη του 2011, οι έλληνες φασίστες είχαν εξαπολύσει επί δύο βδομάδες πογκρόμ στο κέντρο της Αθήνας. Η ελληνική Αριστερά αυτό το είχε θεωρήσει λεπτομέρεια, και δεν έκανε τίποτα για να αντιμετωπίσει τις ορδές των αιμοσταγών φασιστών. Το 2012, η Χρυσή Αυγή έκανε προεκλογικές καμπάνιες σε κεντρικές γειτονιές της Αθήνας οργανώνοντας εκατοντάδες επιθέσεις σε μετανάστες, κάτι που συνεχίστηκε μέχρι και το φθινόπωρο του 2013. Τότε, η ελληνική Αριστερά ανησυχούσε για τον «παραπλανημένο λαό», και συνέχισε κατά τα λοιπά να προσπαθεί να στήσει το δική της πρόταση «εθνικής διεξόδου» που, όπως διαπιστώσαμε τον Γενάρη του 2015, περιλάμβανε χωρίς καμιά σοβαρή εσωτερική τριβή ακόμα και τη μη-ναζιστική ελληνική άκρα δεξιά (τους ΑΝΕΛ). Την περίοδο που οι κυβερνήσεις των «μνημονιακών» πολιτικών κομμάτων έστηναν το θεσμικό οπλοστάσιο της παρανομοποίησης των μεταναστριών/ών και το αρχιπέλαγος των στρατοπέδων συγκέντρωσης για τις/ους μη χαρτιά εργάτριες/ες σε όλη την ελληνική επικράτεια, η ελληνική Αριστερά ανέμιζε ελληνικές σημαίες στο Σύνταγμα και δάκρυζε με τον εθνικό ύμνο έξω από την ΕΡΤ, προφανώς για να ηγεμονεύσει στον «ελληνικό λαό», πέρα από τις περισπάσεις των ταξικών ανταγωνισμών, και να μην τον αφήσει να παραπλανηθεί και άλλο. Και τελικά όταν η «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ανέθετε στον ελληνικό στρατό να διαχειρίζεται τα «κέντρα καταγραφής» προσφύγων και μεταναστών που οικοδομούνταν υπό τη μορφή στρατοπέδων συγκέντρωσης, η ελληνική Αριστερά, τόσο η κυβερνώσα όσο και η μη-πλέον-κυβερνώσα, έκανε πως δεν βλέπει τίποτα πέρα από τα κύματα «αλληλεγγύης του φιλόξενου ελληνικού λαού» (ταυτίζοντας, έτσι, αναφανδόν ό,τι έκαναν ορισμένα τμήματα της εργατικής τάξης με τον υποκριτικό, συμπληρωματικό στην παρανομοποίηση και τον εγκλεισμό, ανθρωπισμό των ελληνικών αφεντικών) ή όταν αναγκαζόταν να δει έριχνε για χιλιοστή φορά την ευθύνη στους δαίμονες του «διευθυντηρίου» των Βρυξελλών ή στο ΝΑΤΟ, στους κακούς ξένους και τους «ντόπιους τοποτηρητές» τους.

Πάντα το σημαντικό ήταν ο ελληνικός «λαός», και η «εθνική κυριαρχία». Πάντα το κρίσιμο επίδικο ήταν το ίδιο για το οποίο ο Βαρουφάκης και ο Τσίπρας τον Ιούλιο του 2015 ζήτησαν από τον «λαό» να τους παραχωρήσει, ψηφίζοντας Όχι, ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί: ποια είναι η καλύτερη λύση για το ελληνικό κράτος, ως εγγυητή της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού κεφαλαίου; Ιδού το κεφαλαιώδες ερώτημα…Η εργατική τάξη, και προπάντων τα μη-εθνικοποιημένα τμήματά της, οι χωρίς χαρτιά, οι αόρατοι, όσες και όσοι δεν εγγράφονται στην ισχύουσα πολιτική διάταξη ή εγγράφονται μονάχα οριακά, ως «επισφαλείς», «μαύροι» του ιδιωτικού τομέα κ.ο.κ., μπορεί να θυσιαστεί για την ώρα στους βωμούς της διάσωσης της εθνικής οικονομίας μέσα από διαταξικές συμμαχίες που απολήγουν σε σχέδια αποκατάστασης της ισχύος του εθνικού κράτους. Μετά, αν η Αριστερά ηγεμονεύσει, αν ανακτήσει την «εθνική κυριαρχία», αν διώξει τις «δυνάμεις κατοχής», αν δεν υποχωρήσει στις πιέσεις των «τοκογλύφων» και ξαναφέρει τη Δραχμή, βλέπουμε. Ίσως επανέλθουν και ορισμένα επιδόματα, ίσως οι ορατοί έλληνες εργάτες βρουν κι αυτοί ξανά μια θέση στο ακτινοβόλο σύμπαν του παραγωγικά ανασυγκροτημένου ελληνικού καπιταλισμού. Μέχρι τότε, η ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης, οι χιλιάδες νεκροί στο Αιγαίο, οι αστυνομική βία, η τρομοκρατία των ελληνικών αφεντικών, είναι απλά ύλη, στην καλύτερη περίπτωση, για δακρύβρεχτα μονόστηλα ή σχόλια εν παρόδω, όπως είναι και τα 331 καταγεγραμμένα περιστατικά ρατσιστικής βίας στη Βρετανία μέσα σε μια μόλις βδομάδα μετά το δημοψήφισμα για το Brexit.

Αυτού του τύπου η ιεράρχηση φανερώνει κάτι που ούτε και οι πιο βαρύγδουποι αφηρημένοι όρκοι πίστης στον … μελλοντικό σοσιαλιστικό παράδεισο δεν μπορούν πια να συσκοτίσουν: για τη σημερινή ελληνική Αριστερά αντικείμενο κριτικής είναι κάποιοι διακρατικοί μηχανισμοί στην Ευρώπη και κάποιες επιμέρους πτυχές του ελληνικού καπιταλισμού και όχι η ίδια η εκμεταλλευτική και καταπιεστική ελληνική κοινωνική πραγματικότητα, ως τμήμα της ευρωπαϊκής κοινωνικής πραγματικότητας. Αν ίσχυε το δεύτερο ενδεχόμενο, τότε η επίγνωση ότι οι μηχανισμοί της ΕΕ λειτουργούν ως μέσα πανευρωπαϊκού συντονισμού των αφεντικών, για να διεξάγουν τον ταξικό τους πόλεμο, θα έπρεπε να οδηγεί στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν της «ανάκτησης της λαϊκής κυριαρχίας». Τότε, θα ήταν πολύ πιο σημαντικό το τι σήμερα υφίστανται οι μετανάστες στην Λέρο από τους έλληνες μπάτσους και τους έλληνες ρατσιστές, το τι σήμαινε η ελληνική ανάπτυξη των προηγούμενων δεκαετιών για τους μη-έλληνες Βαλκάνιους εργάτες, το τι γινόταν τόσο καιρό στο Καλαί και την Ειδομένη. Τότε, η ανάλυση της πολιτικής κατάστασης στη Βρετανία θα γινόταν με γνώμονα τα βιώματα των Πολωνών, Νοτιοευρωπαίων, Αφρικανών ή Ασιατών εργατών, και όχι τη δυσφορία των λευκών Άγγλων ξενόφοβων εργατών που συμμαχούν με τα εξίσου λευκά αφεντικά τους. Τότε, η άμεση προτεραιότητα θα ήταν οι οικοδόμηση διεθνών δικτυώσεων και κοινοτήτων αγώνα που θα αμφισβητούν έμπρακτα τις εθνικές ταυτότητες, και θα καθιστούν ορατ@, και πολιτικά σημαίνοντ@ όσ@ σήμερα είναι αόρατ@, αναλώσιμ@, πλεονάζοντ@: αυτό το πολύχρωμο κουρέλι από εμπειρίες καθυπόταξης και αντίστασης που είναι, στην καθημερινότητά της, η τάξη μας. Για τους ίδιους λόγους για τους οποίους η ελληνική Αριστερά δεν κατάλαβε τίποτα, κι ούτε επιδίωξε να καταλάβει, για τις προλεταριακές εξεγέρσεις στην Αθήνα, στο Λονδίνο ή στη Στοκχόλμη, ή για την άνοδο του φασισμού, ως κοινωνικής τάσης, στην Ελλάδα, τώρα κάνει πως τα μαχαίρια των Άγγλων φασιστών δεν υπάρχουν, πως είναι ένα προπαγανδιστικό κόλπο των πρακτόρων του Σόϊμπλε. Γιατί θέλει να υπερασπιστεί, με όλα τα νύχια και τα δόντια της, κάτι από το υπάρχον, εκείνο που επέτρεπε παλιότερα στα σταλινικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να λειτουργούν ως θηριοδαμαστές του προλεταριάτου κι εκείνο που επιτρέπει αυτές τις μέρες στον, μέχρι προχθές παρουσιαζόμενο ως ελληνική εκδοχή του Τσε, κ. Τσίπρα να επισκέπτεται καμαρωτός την Κίνα ψάχνοντας για επενδύσεις: το έθνος-κράτος ως εγγυητή της ομαλής αναπαραγωγής των εκμεταλλευτικών σχέσεων, και άρα της ομαλότητας της ζωής όπως είναι, όπως την έχουμε μάθει να είναι.

Αν σήμερα στην Ευρώπη τα αφεντικά μας παίζουν μονότερμα, αν στον δημόσιο λόγο δεσπόζουν μόνο οι δικές τους επιλογές, τα δικά τους διλήμματα, για το πώς θα υποτιμήσουν τις ζωές μας πιο αποτελεσματικά, είτε μέσω της συντονισμένης πανευρωπαϊκά «εσωτερικής υποτίμησης» ανά χώρα είτε μέσω της όξυνσης των διακρατικών ανταγωνισμών και του πολέμου, σε αυτήν τη δυστοπική κατάσταση, ανάμεσα σε πολλές άλλες παραμέτρους, έχει συμβάλει και η εμφάνιση, μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες και ενάντια στην όποια χειραφετητική δυναμική τους, πολιτικών μετώπων εθνικής σωτηρίας στα οποία η κριτική στον νεοφιλελευθερισμό συνδέεται με την υπεράσπιση του έθνους-κράτους. Από αυτήν την άποψη, το πείραμα του ΣΥΡΙΖΑ, η συγκυβέρνηση με την άκρα δεξιά και η εξουθένωση κάθε δυναμικής κοινωνικής αντίστασης μέσα σε ένα κλίμα εθνικής ομοψυχίας για την καλύτερη διαπραγμάτευση με τους «ξένους», είναι, ή θα έπρεπε να είναι για όσες/ους δεν παραμένουν ακόμα υπό την επήρεια του πρόσφατου μαζικού αντιμνημονιακού ψεκασμού, αρκετά ενδεικτικό ώστε να μη χρειάζεται εδώ να πούμε περισσότερα. Το γεγονός ότι σήμερα κάποιοι, πανηγυρίζοντας για τη νίκη στην Βρετανία της ξενοφοβικής αγγλικής άκρας δεξιάς, δείχνουν διατεθειμένοι στο εγγύς μέλλον να συμπλεύσουν, δηλαδή να κολυμπήσουν ή να προσπαθήσουν να ψαρέψουν στα ίδια βρώμικα νερά, με κάθε ακροδεξιό κατακάθι, ακόμα και με κάθε επίδοξο υποκινητή πογκρόμ, αρκεί να τάσσεται κατά της ΕΕ καταδεικνύει ότι αυτή η εμμονή με την «εθνική κυριαρχία» δεν είναι ένα αστείο με το οποίο μπορούμε να γελάμε στεκόμενες/οι παράμερα. Είναι ένα παιχνίδι με μια φωτιά που τελικά μόνο οι φασίστες, ή οι ετοιμοπόλεμοι εθνικοί στρατοί, ξέρουν να δαμάσουν και να μεταχειριστούν πολιτικά.

Προλετάριες/Προλετάριοι ενάντια

στις εθνικο-λαϊκές αφηγήσεις και μέτωπα

Zero_Gravity Riots vol2

Γιατί δεν γίνονται πια αγώνες για (να αυξηθεί) το μεροκάματο;

[Zero_Gravity Riots vol2]


O κομμουνισμός είναι ένα περιεχόμενο – η κατάργηση της μισθωτής εργασίας – όχι μια μορφή

Aufheben n10


Αν κανείς κοιτάξει την τροχιά του ιστορικού εργατικού κινήματος, θα συμπεράνει εύκολα ότι όχι μόνο δεν προσπάθησε να καταργήσει το προλεταριάτο και τις συνθήκες που το δημιουργούν αλλά αντίθετα – τουλάχιστον όπως αντιπροσωπεύεται από τις κυρίαρχες παραδόσεις του – ενέργησε προς την επιβεβαίωση (ακόμα και την γενίκευση) την προλεταριακής συνθήκης και την επίτευξη αναγνώρισης για την εργατική τάξη σαν εργάτες, δηλαδή σαν υποκείμενα μέσα στην αστική κοινωνία. Αντί για το επαναστατικό σύνθημα «Καταργήστε το μισθωτό σύστημα!», που πρότεινε ο Μαρξ, το εργατικό κίνημα χάραξε στα λάβαρά του το συντηρητικό μότο: «Ένα δίκαιο ημερομίσθιο για ένα δίκαιο μεροκάματο!».
Theorie Communiste:
Συμβολές: Κομμουνιστική Θεωρία- Πέρα από τηνΥπεραριστερά“,
στο “Aufheben-TC:  μια κριτική ανταλλαγή

Η εισήγηση της ομάδας μας στο Zero_Gravity Riots vol2 στις 28 Ιουνίου στην Κατάληψη της Ανάληψης.

Στην παρουσίαση αυτή θα θίξουμε μόνο ορισμένα ζητήματα που μας απασχόλησαν μέχρι τώρα στις συζητήσεις της ομάδας μας, και όσα από αυτά θα αναφέρουμε θα είναι κυρίως με σκοπό να κεντρίσουμε μια συζήτηση εδώ.

1. Θα ξεκινήσουμε με την επισήμανση ότι κεντρική αξία στη μισθωτή σχέση κατέχει ο μισθός, ενώ η περίθαλψη και η ασφάλιση έχουν σημαντικό αλλά πιο περιφερειακό χαρακτήρα. Σε συνθήκες λοιπόν διαρκούς υποτίμησης της αξίας του μισθού τις τελευταίες δεκαετίες και ιδίως κατά την τελευταία πενταετία (σε αντίθεση με τη διεύρυνση των παροχών που χαρακτήρισε το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα), παρατηρούμε ότι οι εργατικοί αγώνες έχουν εστιάσει κυρίως στη διατήρηση των περιφερειακών κεκτημένων και λιγότερο στο να εμποδίσουν την παραπέρα μείωση της αξίας του μισθού, πόσο δε μάλλον να διεκδικούν την αύξησή του – με έναν τρόπο η εργατική τάξη φτάνει να εσωτερικοποιεί η ίδια την υποτίμησή της, να “αυτοϋποτιμάται”.

2. Πέρα από τον κεντρικό ρόλο του κράτους και του κεφαλαίου στο να κινητοποιούν διαδικασίες από τα πάνω, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε και την ευθύνη όσον αφορά τη χαμηλή αγωνιστικότητα τόσο των συνδικαλιστικών ηγεσιών, όσο και στρωμάτων εργαζομένων σε υψηλότερη θέση που δεν είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα να χάσουν κάποια από τα παραδοσιακά τους προνόμια, στο βαθμό που θα διατηρούσαν ακόμη κάποια άλλα από αυτά. Οι διαχωρισμοί εντός του προλεταριάτου είναι εγγενείς στην προλεταριακή συνθήκη και αντικειμενικοί, δεν επιβάλλονται από τα “έξω” με κάποια έννοια, και συνιστούν το ίδιο το όριο του εργατικού κινήματος και συνεπώς της υποχώρησης των αγώνων τις τελευταίες δεκαετίες.

3. Η υποτίμηση της αξίας της εργασίας του ντόπιου εργατικού δυναμικού συνδυάστηκε με την ακόμη μεγαλύτερη υποτίμηση της αξίας της εργασίας των μεταναστών, γεγονός που αντιμετωπίστηκε με σιωπή και αδιαφορία τόσο από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, όσο και από ένα τμήμα της ντόπιας εργατικής τάξης. Στον διαχωρισμό δηλαδή που ήδη υπήρχε ανάμεσα σε προνομιούχα (ρετιρέ) και λιγότερο προνομιούχα στρώματα εργαζομένων, ήρθε να προστεθεί ένας ακόμη διαχωρισμός στο εσωτερικό των μη προνομιούχων στρωμάτων, αυτός ανάμεσα σε ντόπιους και ξένους εργαζόμενους. Μέσα από ποικίλες εθνικιστικές λογικές, μπορούμε να πούμε ότι η εργατική τάξη στην Ελλάδα επιδίωξε να επιβιώσει κατ’ αρχήν ως ελληνική, συντασσόμενη σε μια σειρά από πολιτικά ζητήματα με τα αφεντικά της. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εθνική ενότητα λειτούργησε ως συγκολλητική ουσία ανάμεσα σε έλληνες μικροαφεντικά και προλετάριους, σε συνδυασμό με την αποσύνθεση της εργατικής ταυτότητας που ως διαδικασία είναι σε εξέλιξη ήδη από τη δεκαετία του 1970 και μετά, αλληλένδετα με τη διαδικασία αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου. Όσο βέβαια οι αγώνες των ελλήνων και ξένων προλετάριων θα παραμένουν ασύνδετοι, δεν μπορεί να αναδυθεί η δυνατότητα για μια πραγματικά συλλογική και συνεπώς αποτελεσματική δράση. Αντίθετα όλο και περισσότερο ο ερχομός των μεταναστών θα βιώνεται σαν “εισβολή”, ο διαχωρισμός μεταξύ ελλήνων και ξένων εργαζομένων θα εντείνεται και οι φασιστικές-ρατσιστικές αντιλήψεις θα ενισχύονται.

4. Οι διαχωρισμοί ανάμεσα σε έλληνες και ξένους, όπως και άλλοι σημαντικοί κοινωνικοί διαχωρισμοί, όσον αφορά το φύλο, τον σεξουαλικο προσανατολισμό, το θρήσκευμα, την αρτιμέλεια κ.α. είναι αναπόσπαστο κομμάτι της προλεταριακής κατάστασης, αποκτούν ιδιαίτερη συστηματικότητα στον καπιταλισμό και αξιοποιούνται από το κεφάλαιο για την υποτίμηση της εργασίας. Με αυτό δεν εννοούμε βέβαια ότι εκτός καπιταλισμού δεν θα υπήρχαν διαφοροποιήσεις όσον αφορά το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την αρτιμέλεια, ή την αίσθηση του ανήκειν σε μια κουλτούρα, θα είχαν όμως πολύ διαφορετική λειτουργία, παραδείγματα υπάρχουν εξάλλου άφθονα σε προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Στο εδώ και τώρα, το στοίχημα της διαθεματικότητας όσον αφορά τις διάφορες κινητοποιήσεις παραμένει κεντρικό, με σημαντικό υλικό να μπορεί να αντληθεί στο πρόσφατο παρελθόν από πλευρές που παρουσίασαν οι κινητοποιήσεις των πλατειών.

5. Τελικά τι νόημα έχουν οι αγώνες για τον μισθό; Αν το ζήτημα είναι να ξεφύγουμε από έναν ορίζοντα απλής επιβίωσης, οι αγώνες για τον μισθό και για την αναπαραγωγή μας, όσο σημαντικοί και αν είναι, δεν μπορούν να υπερβούν, στην καλλίτερη περίπτωση, ένα όριο ριζοσπαστικού ρεφορμισμού και οφείλουν να θέτουν στην πράξη το ερώτημα για τον χαρακτήρα της μισθωτής εργασίας, την αμφισβήτηση κομβικών πλευρών της και τελικά το αίτημα για τη συνολική κατάργησή της.

 

 

ΥΓ> Χρήσιμο διάβασμα:

In.Medias.Res
Ιούνιος 2016

inmediaslogo6

 

Σημειώσεις για το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο, από μια σερβιτόρα

Σημειώσεις για το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο, από μια σερβιτόρα

Το παρακάτω (ανα)δημοσιεύεται από την αγγλική του εκδοχή όπως εμφανίστηκε στον ελευθεριακό ιστότοπο libcom (http://libcom.org/news/notes-movement-against-loi-du-travail-waitress-may-2016-03062016) και αποτελεί, όπως τοποθετείται στο ίδιο το αγγλικό κείμενο: “μια οπτική, επιπέδου “δρόμου”, από μια συμμετέχουσα στο εν εξελίξει κίνημα ενάντια στον καινούριο γαλλικό εργασιακό νόμο, και έχει γραφτεί τον Μάιο του 2016”.

Είμαι μια σερβιτόρα. Προς το παρόν δουλεύω σαν extra σε ένα εστιατόριο που σερβίρει μόνο αυγά, μιας και δεν μπορούσα να βρω κάτι καλλίτερο. Αυτό σημαίνει ακριβώς ότι είμαι extra, περισσευούμενη, δηλαδή εντελώς αναλώσιμη, περιττή. Αυτό σημαίνει ότι έχω “ελεύθερο χρόνο” αλλά σημαίνει επίσης ότι δεν έχω μία, είμαι απένταρη. Δημιουργεί μια ολόκληρη ιεραρχία μέσα στον εργασιακό μου χώρο καθώς συχνά φορτώνομαι τις χειρότερες μικροδουλειές, η παρουσία μου διευκολύνει τα διαλείμματα των άλλων εργατών, ενώ συχνά με διώχνουν πριν από τη στιγμή που θα δικαιούμουν να έχω ένα νόμιμο, πληρωμένο διάλειμμα. Μερικές φορές οι εργοδότες μου με φωνάζουν για 2 ώρες και με διώχνουν ξανά. Το ταξίδι παίρνει συνολικά 1 ώρα και ευτυχώς είμαι καλή στο να “εξαπατώ” στο μετρό. Διαφορετικά θα πλήρωνα τα 2/5 του ωρομίσθιου μου για να πάω και να γυρίσω από κει. Μέχρι τώρα έχω δουλέψει μόλις δυο ή τρεις μέρες την εβδομάδα εκεί, και η μοναδική άλλη πηγή εισοδήματός μου είναι η φύλαξη παιδιών στα “Αγγλικά”, δηλαδή παίζοντας με όσο το δυνατόν περισσότερη ενέργεια με μικρά παιδιά για μια ή δύο ώρες κάθε φορά. Συχνά εκπλήσσομαι όταν γονείς, που εργάζονται οι ίδιοι, συχνά ως ακαδημαϊκοί στο πανεπιστήμιο, γυρνάνε στο σπίτι και μου λένε: “άρχισε να μιλάει καθόλου Αγγλικά;”, λες και μια ώρα της παρουσίας μου θα είχε μετασχηματίσει με μαγικό τρόπο τις γλωσσικές ικανότητες του τετράχρονου παιδιού τους. Παρ’ όλα αυτά, γνέφω, χαμογελάω, λέω ψέμματα “ναι, λίγο”, μιας και δεν θέλω να φαίνονται οι υπηρεσίες μου σαν να μην έχουν αποτέλεσμα. Την τελευταία φορά που πρόσεχα την αγαπημένη μου “μαθήτρια”, αυτή ντύθηκε με τα ψηλότάκουνα της μαμάς της και περάσαμε ολόκληρη την ημέρα ζωγραφίζοντας γουρούνια και πετώντας φλιτζάνια του τσαγιού στο πάτωμα· “Δεν θέλω να δουλέψω! Θέλω να σαχλαμαρίζω” είπε, πηδώντας πάνω κάτω στον καναπέ.

Όσον αφορά τη δουλειά μου σαν έξτρα, δεν είμαι σιγουρη ότι οι εργοδότες μου με έχουνε πραγματικά δηλώσει, αν και το ζήτησα, και καθώς δεν έχω ακόμα αριθμός κοινωνικής ασφάλισης (número secú), οι κακοπληρωμένες ώρες μου πιθανόν δεν συνεισφέρουν καθόλου στον ανύπαρκτο ακόμα φάκελο κοινωνικής ασφάλισής μου1. Το γραφείο κοινωνικής ασφάλισης λέει ότι αυτό είναι ευθύνη των εργοδοτών μου και αυτοί λένε ότι είναι δική μου. Την πρώτη μέρα που δούλεψα σε αυτή τη συγκεκριμένη δουλειά ήταν Πρωτομαγιά, και υπήρχε μια τεράστια διαδήλωση σε άλλα σημεία της πόλης, στην οποία έγιναν πολλές συλλήψεις· αργότερα μου είπαν κάποιοι ότι θα έπρεπε να πληρωθώ τα διπλά επειδή δούλευα αργία. Αντίθετα το αφεντικό, ο οποίος έχει συνταξιοδοτηθεί από την μουσική βιομηχανία, με οδήγησε στον μικρό παράδρομο δίπλα στο μαγαζί, που σερβίρει μόνο πιάτα αυγών για brunch2 στην τιμή των 25 ευρώ το γεύμα, και μου έβαλε 60 ευρώ στο χέρι για τις 7 μιση ώρες δουλειάς μου, σαν ένα είδος ειδικής μεταχείρισης. Στην πραγματικότητα αυτό είναι εντελώς παράνομο καθώς είναι πολύ λιγότερο από τον κατώτατο μισθό3, που είναι €9.67/ώρα.

Πριν από αυτό δούλευα σαν δασκάλα Αγγλικών με “περιστασιακό μισθό” (salarie ocassionel4), που σημαίνει ότι δεν έχεις εγγυημένες ώρες δουλειάς, ότι πληρώνεσαι ανάλογα με την δουλειά που μπορείς να πάρεις ενώ το πρακτορείο (εργασίας) παίρνει ένα μεγάλο ποσοστό από αυτά. Έχασα κάθε ενθουσιασμό σε σχέση με τη δουλειά αυτή, που απαιτούσε μεγάλο χρόνο προετοιμασίας και διαχείρισης, και συχνά περιελάμβανε ταξίδια σε μεγάλες αποστάσεις για μια ή δύο ώρες δουλειάς, γεγονός που οδηγούσε την μισθό μου πολύ κάτω από τον βασικό. Σε αντίθεση με τους περισσότερους Γάλλους/Γαλλίδες νέους/νέες, επειδή δεν είμαι Γαλλίδα, δεν έχω ένα RSA5 ή άλλα επιδόματα ακόμα, και έτσι πρέπει να επιβιώσω μόνο με πληρωμένες με μετρητά δουλειές. Αυτή η δουλειά δασκάλας μου έδινε μόνο όσα χρειάζονταν για το νοίκι και τίποτα περισσότερο, καθώς οι μαθητές μου (κυρίως επαγγελματίες) συχνά ακύρωναν τα μαθήματα. Την άφησα τελικά στην αρχή του κοινωνικού κινήματος, σχεδόν τυχαία, καθώς μια μέρα, υποθέτω ήταν στα τέλη του Φλεβάρη, υπήρχαν κάποια μαθητικά μπλόκα (lycées bloqués) και μια εξαιρετικά ενθουσιώδης και θυελλώδης μη-ανακοινωμένη πορεία (manifestation sauvage) μπροστά από μια πορεία συνδικάτων, στην Nation· αποφάσισα, τότε, να πω ότι ήμουνα αδιάθετη και να μην ξαναγυρίσω στη δουλειά. Πραγματικά αυτός ο τύπος απεργίας, που δεν είναι τυπικά συλλογική, είναι η μορφή πολλών “απεργιών” που οργανώθηκαν από φίλους στη διάρκεια του Μάρτη, του Απρίλη και του Μάη. Ήταν συνηθισμένο να ακούει κανείς κόσμο στις διαδηλώσεις να διηγείται ότι δεν είχε πάει μια μέρα στη δουλειά, δηλώνοντας αδιαθεσία, ή ακόμα και να δηλώνει, αν είχε ένα αφεντικό που έβλεπε με συμπάθεια τις απεργίες, ότι θα απεργήσει. Όπως και οι διδάσκοντες στο πανεπιστήμιο Παρίσι 8 που, ως επί το πλείστον, υποστήριξαν την απεργία των φοιτητών βαθμολογώντας τους μονομερώς με καλούς βαθμούς (16/20) σε όλες τις σχολές, ανάλογα, πολλοί αλληλέγγυοι γιατροί έδιναν δικαιολογητικά ασθένειας. Έτσι εντελώς τυχαία βρέθηκα να είμαι άνεργη στον ταραγμένο μήνα Απρίλιο, μιας και τότε ήταν επίσης οι σχολικές διακοπές.

Είμαι σίγουρη ότι οι συνθήκες για τη δουλειά του σερβιτόρου (δηλαδή: να ανεβοκατεβαίνεις σκάλες με βαριά, ζεστά πιάτα, το ένα πάνω από το άλλο, με φαγητά που οι πελάτες δεν τρώνε και κοστίζουν τρεις φορές το μεροκάματό σου· να φέρεσαι φιλικά στους πελάτες μπροστά στο αφεντικό· να μην έχεις εγγυημένες ώρες δουλειάς· μερικές φορές να παίρνεις ελάχιστα φιλοδωρήματα· να μην έχεις διαλείμματα αν και αυτό απαιτεί ο νόμος· το προσωπικό στην κουζίνα να είναι όλοι έγχρωμοι ενώ οι σερβιτόροι να είναι κυρίως λευκοί· το αφεντικό να είναι ανοργάνωτο και οι σερβιτόροι να δέχονται λεκτικές επιθέσεις· το αφεντικό, για παράδειγμα, να πετά και να σπάζει ένα πιάτο μπροστά στα πόδια ενός μάγειρα) δεν έχουν αλλάξει από τη δεκαετία του 1970. Πραγματικά, δεν υπάρχει τίποτα το εξαιρετικό σχετικά με αυτή τη δουλειά και δεν είναι χειρότερη από άλλα είδη σκληρότερων επαγγελμάτων. Παρ’ όλα αυτά διηγούμαι αυτές τις λεπτομέρειες σχετικά με την επαγγελματική μου κατάσταση για να εξηγήσω ότι ενώ η τεράστια αυτή κινητοποίηση των συνδικάτων έχει να κάνει με τα περίφημα γαλλικά σχήματα της κοινωνικής ασφάλισης και της σταθερής μεταπολεμικής δουλειάς, στα οποία ο εργασιακός νόμος επιτίθεται, για πολλά άτομα της ηλικίας μου και στην πραγματικότητα και για πολλούς ξένους, που δεν έχουν ακόμα πρόσβαση σε επιδόματα και κοινωνική ασφάλιση, οι συνέπειες του εργασιακού νόμου ισχύουν σε μεγάλο βαθμό ήδη. Υπάρχουν πολλά είδη συμβάσεων που βρίσκονται εκτός της σταθερότητας. Πραγματικά, αυτή την εβδομάδα φαίνεται ότι το ποιος θα πάρει την “κεφαλή της πορείας” (tête de cortége), είναι ταυτόχρονα τόσο ζήτημα υποστήριξης ή καταδίκης των ζημιών στην ιδιωτική περιουσία όσο και του ποιος εκπροσωπεί το κίνημα. Η κατάκτηση της “κεφαλής” εμφανίζεται επίσης σαν μια απαίτηση για την αναγνώριση των μη συνδικαλισμένων μορφών εργασίας.

26 Μαΐου (Παρίσι: Πέμπτη, Διαδήλωση)

Οι απεργίες στα διυλιστήρια και τα μπλόκα, που τώρα αναφέρονται περισσότερο στον διεθνή τύπο, συνεχίζονται από την Πέμπτη 19 Μαΐου και αυξάνονται σε δύναμη. Την Πέμπτη ακούσαμε ότι ήταν αδύνατον να βρει κανείς βενζίνη ή πετρέλαιο στην Ρεν, καθώς τα ΑΤΜ είχαν καταστραφεί στη διάρκεια της διαδήλωσης και τα διυλιστήρια απεργούσαν. Αυτή είναι μια έκδηλη περίπτωση στην οποία οι ενέργειες των “μπαχαλάκηδων” (casseurs) υποστηρίζουν τις δράσεις μιας απεργίας. Κάθε μέρα υπάρχουν εδώ νέα ότι άλλο ένα διυλιστήριο μπλοκαρίστηκε, ότι σε ένα άλλο οι απεργοί εκδιώχθηκαν. Συνήθως επανακαταλαμβάνονται. Τα μπλόκα στους δρόμους είναι πάρα πολλά για να τα μετρήσει κανείς. Τα πρωτοσέλιδα αφήνουν να εννοηθεί ότι το συνδικάτο, η CGT, έχει τη δύναμη να μπλοκάρει ολόκληρη τη χώρα και ο Μανουέλ Βαλ τους επέκρινε για το ίδιο έγκλημα. Την Τρίτη ο υπουργός Bruno Le Roux (ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην Εθνοσυνέλευση) φάνηκε να μετακινείται σε σχέση με τον νόμο λέγοντας ότι θα μπορούσε να τροποποιηθεί, αλλά ο ηγέτης της FO6 Jean Claude Mailly, απάντησε με ένα σύνολο από ελάχιστες απαιτήσεις για να υπάρξει μια ανάκληση [των απεργιών]. Το πρωί της Πέμπτης, ένα ηγετικό στέλεχος της CGT ανέφερε ότι είχε δεχτεί προωπικά και απειλητικά sms από υπουργό της κυβέρνησης.

Βίντεο από άλλες περιοχές της Γαλλίας δείχνουν εργάτες των διυλιστηρίων να τραγουδούν αντιμπατσικά τραγούδια προς τις γραμμές της στρατοχωροφυλακής (gendarmerie): “οι μπάτσοι πληρώνονται από τις μανάδες μας για να σκοτώνουν τα αδέρφια μας, οι μπάτσοι πληρώνονται από τις…δεν θα γίνουμε ποτέ μπάτσοι”, εδώ υπάρχει ένα λινκ (https://www.facebook.com/LorientDebout/videos/vb.206623113049744/233029510409104/?type=2&theater). Όσο περισσότερες μέρες παραμένουν κλειστά τα διυλιστήρια τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες να κλείσουν όλα μαζί καθώς αποτελεί απειλή για την ασφάλεια και την υγεία το να διατηρούνται σε λειτουργία χωρίς εργάτες. Σύμφωνα με την εφημερίδα Le Parisien, την Τρίτη 24 Μαΐου το 1/3 των βενζινάδικων είχαν μερική ή πλήρη έλλειψη, 6 στα 8 διυλιστήρια είχαν σταματήσει τη λειτουργία τους εντελώς ή λειτουργούσαν εν μέρει, τα δεξαμενόπλοια είχαν μπλοκαριστεί στην Μασαλλία και υπήρχε κάλεσμα για απεργία στους σιδηροδρόμους (SNCF) στην οποία συμμετείχε ήδη το 10% των εργαζόμενων. Αυτές οι απεργίες (δείτε συνδέσμους εδώ: http://paris-luttes.info/greve-a-repetition-en-ile-de-5849?lang=fr) είναι επιπλέον σε εξέλιξη ή πρόκειται να ξεκινήσουν στο Παρίσι. Την Πέμπτη 26/5, σύμφωνα με την ζωντανή ροή ειδήσεων της Le Monde, το 1/5 των βενζινάδικων σε εθνικό επίπεδο ήταν χωρίς καύσιμα. Το 40% των βενζινάδικων στο Παρίσι αντιμετώπιζαν δυσκολίες στο να προμηθευτούν καύσιμα και πραγματικά ένα βενζινάδικο, στο 19ο διαμέρισμα, είχε σηκώσει μια πινακίδα ύψους 1 μέτρου όπου γραφόταν με πλάγια πράσινα γράμματα: PAS DE GASOIL [ΧΩΡΙΣ ΒΕΝΖΙΝΗ]. Οι περιφρουρήσεις είχαν όμως και απώλειες. Στο Χερβούργο ένας συνδικαλιστής σκοτώθηκε στον δρόμο για μια πικετοφορία ενώ σε ένα άλλο μπλόκο ένας διαδηλωτής τραυματίστηκε καθώς χτυπήθηκε από έναν οδηγό φορτηγού.

Η Πέμπτη καταγραφόταν ως η 8η μεγάλη μέρα των κινητοποιήσεων ενάντια στον “Εργασιακό Νόμο”, κάτι που σημαίνει ότι υπήρχαν μεγάλες κινητοποιήσεις σε ολόκληρη τη χώρα, πορείες συνδικάτων συνοδευόμενες από απεργίες και μπλόκα. Η εκτίμηση της αστυνομίας για τον αριθμό των διαδηλωτών σε ολόκληρη τη Γαλλία ήταν 180.000 ενώ η CGT λέει ότι ήταν γύρω στις 300.000 (Le Monde). Στο Παρίσι, τα λύκεια Voltaire και Montaigne αποκλείστηκαν και πάλι, μαζί με την βιομηχανική ζώνη του Porte of Gennevilliers (από τις 8.30 μέχρι τις 9.20 πμ.). Μια διαδήλωση βάδισε από την Βαστίλλη στην Nation (μια σκόπιμα σύντομη διαδρομή). Όπως και με τη διαδήλωση της προηγούμενης Πέμπτης, το αυτόνομο μπλοκ (άνθρωποι που δεν σχετίζονται με τα συνδικάτα), που είχε μετονομαστεί σε tête de cortège, ήταν μεγάλο, γεμάτο από κάθε λογής κόσμο – μαύρο μπλοκ και λυκειόπαιδα. Η CGT είχε ήδη αρχίσει την πορεία όταν φτάσαμε εκεί, προφανώς για να εμποδίσει τα αυτόνομα κομμάτια να βρεθούν στην κεφαλή της πορείας.

Κομμάτια αυτής της κεφαλής αποσπάστηκαν σπάζοντας πράγματα, τζάμια στις στάσεις λεωφορείων, τζάμια κινούμενων διαφημιστικών, βιτρίνες καταστημάτων, μάλλον μόνο και μόνο επειδή ήταν τζάμια, αν και μερικά σπασίματα συνοδεύονταν από αντικαπιταλιστικά συνθήματα. Το υπόλοιπο πλήθος έλεγαν ο ένας στον άλλον να περιμένουν, χειροκροτούσαν όταν γίνονταν τα σπασίματα, και αλληλοπροστατεύονταν. Είχαν μια σιωπηλή αλληλεγγύη με αυτά τα πιο δραστήρια, κουκουλωμένα κομμάτια της πορείας, διαψεύδοντας αυτά που λέγονται για τους μπαχαλάκηδες στον τύπο. Σε ένα σημείο η ουρά της πορείας στρίβει προς τα δεξιά, πιθανόν για μια δράση, αλλά αυτό που συμβαίνει είναι ότι η στρατοχωροφυλακή, αφού έχει αφήσει χιλιάδες κόσμου να περάσει, αποφασίζει να σχηματίσει έναν κλοιό για να περιορίσει τους διαδηλωτές. Όλοι γιουχάρουν και δείχνουν να αψηφούν αυτή τη φορά, προχωρούν μπροστά, με τα χέρια σηκωμένα, φωνάζοντας “λευτερώστε τους συντρόφους μας” με προστακτικό τόνο. Η αστυνομία τους σπρώχνει, τους ψεκάζει, αλλά ολόκληρη η πορεία παραμένει εκεί. Καθώς τρώνε κάποιοι τα δακρυγόνα, άλλοι έρχονται μπροστά, τα χέρια πάντα ψηλά. “Όλοι μισούν τους μπάτσους”, φωνάζει ρυθμικά το πλήθος, προχωρώντας και πάλι μπροστά. Οι μπάτσοι σπρώχνουν πίσω, χτυπάνε τον κόσμο, χρησιμοποιούν σπρέι πιπεριού. Το πλήθος “κουβαριάζεται”, ανασυγκροτείται. Πιο μπροστά δεν μπορείς να δεις τίποτα μέσα από τον καπνό. Αργότερα, άκουσα ότι ήταν χιλιάδες κόσμου που στριμώχτηκαν και χτυπήθηκαν σε αυτό τον χώρο και ότι τα δακρυγόνα και οι “κρότου-λάμψης διασποράς” είχαν σαν αποτέλεσμα να πάρουν φωτιά αρκετοί διαδηλωτές, καθώς τα βλήμματα προσγειώνονταν πάνω στα ρούχα τους. Το πλήθος προχωρά μπροστά φωνάζοντας cassez-vous, “άντε γαμηθείτε”. Τελικά οι μπάτσοι νικιούνται, υποχωρούν, αφήνοντας όλον τον κόσμο να περάσει. Όλοι ξαναμεύζονται βιαστικά, κλαίγοντας. Τραυματισμένοι, και η πορεία συνεχίζεται.

Τα υπόλοιπα φαίνονται να γίνονται χωρίς την αστυνομία. Περισσότερα σπασίματα, μέσα σε αυτά μια έκθεση αυτοκινήτων Skoda, στην οποίο μπήκε ο κόσμος. Όλα αυτά γίνονται κάτω από το βλέμμα επιτήρησης μιας κάμερας υψηλής ευκρίνειας ενός πράκτορα της RG (Γαλλική υπηρεσία πληροφοριών) που προσποιείται τον δημοσιογράφο, σε ένα μπαλκόνι, ενώ μερικά μέλη των Cheminots (σιδηροδρομικών) περνάνε φωνάζοντας “casseurs, collabos” (μπαχαλάκηδες, συνεργάζεστε με το κράτος). Το γκράφιτι στους τοίχους λέει πράγματα όπως 1789: les casseurs prennent la Bastille! (1789 οι μπαχαλάκηδες κατέλαβαν την Βαστίλλη!)· vivre, sans temps (ζήσε χωρίς χρόνο) και enfin une manif qui se passe bien (τελικά, η πορεία πήγε καλά). Μια στιγμή ένα κατάστημα Emmaüs (ένα είδος μεγάλων εκπτωτικών καταστημάτων με φθηνά έπιπλα και ελαφρώς, μάλλον, ακριβά ρούχα) απειλείται. Ένα κομμάτι του αυτόνομου μπλοκ συμφωνεί με τους υπόλοιπους – όχι το Emmaüs! είναι ένα μαγαζί, καταλαβαίνουμε, που φροντίζει για τους φτωχούς. Έτσι το μπλακ μπλοκ στέκεται μπροστά από το μαγαζί και όλοι χειροκροτούν.

H Nation είναι και πάλι ένα βίαιο “παιδικό πάρκο”: η αστυνομία έχει αποκλείσει την μισή περιοχή χρησιμοποιώντας αυτά τα μεταφερόμενα οδοφράγματα. Είναι μεταλλικά και συχνά χρησιμοποιούνται για να αποκλείουν ολόκληρους δρόμους ενόψει διαδηλώσεων. Φαίνεται να τα χρησιμοποιούν κάθε τρίτη διαδήλωση, ή κάτι τέτοιο. Αναρωτιέμαι πώς τα μεταφέρουν μιας και μοιάζουν σαν τεράστια διακοσμητικά παραβάν, πίσω από τα οποία θα μπορούσε κανείς να ντυθεί αν δεν ήταν φτιαγμένα από μπλε πλέγμα. Ένας πολύχρωμος φοίνικας (το πουλί), φτιαγμένος από χαρτόνι, που βρισκόταν σε ολόκληρη την πορεία, είναι διακοσμημένος με τις λέξεις à l’assaut du ciel – για την έφοδο στον ουρανό. Ο Μαρξ έγραψε στον Kugelmann, στις 12 Απρίλη του 1871, για την Κομμούνα: ‘…ces parisiens montant à l’assaut du ciel’ – “…αυτοί οι Παριζιάνοι που εξαπέλυσαν την έφοδο στον ουρανό”. Ο φοίνικας ανεβαίνει καιόμενος στον ουρανό, αλλά η Le Parisien αναφέρεται σε αυτό σαν ένα “καιόμενο καροτσάκι για ψώνια’. Έχει στα σαγόνια του ψεύτικα λεφτά. Η αστυνομία έχει φτιάξει μια περίμετρο μισοφέγγαρου στην πλατεία και επιπλέον το υπόλοιπο της κεφαλής της πορείας δεν έχει φτάσει ακόμα. Ο κόσμος που κάθεται στις χορταριασμένες όχθες του Σηκουάνα, στο οδόστρωμα, σε παρτέρια με τριαντάφυλλα, στην πλατεία, πετά αντικείμενα στους μπάτσους. Για μια στιγμή ο ουρανός είναι γεμάτος από αντικείμενα, που ίπτανται τυχαία, στη συνέχεια αρχίζουν πάλι τα δακρυγόνα. Οι ασφαλίτες (BAC) εμφανίζονται, αρπάζουν στην τύχη έναν πιτσιρικά, όλοι τρέχουν καταπάνω τους, αυτοί επιστρέφουν με λοστάρια στα χέρια. Αναφέρεται κάπου ότι νωρίτερα δύο τέτοιοι ασφαλίτες κυνηγήθηκαν για να διωχτούν από μια πορεία και ένας από αυτούς έβγαλε το όπλο του σημαδεύοντας έναν διαδηλωτή. Η πλατεία γέμισε και πάλι δακρυγόνα, αμέτρητα τάγματα ΜΑΤατζήδων επιτέθηκαν από όλες τις κατευθύνσεις.

18-24 Μαΐου (Παρίσι: η υπόθεση με το καμμένο αμάξι της αστυνομίας)

Μετά την πορεία της 18ης Μαΐου, στην οποία κάηκε ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας, 5 άνθρωποι συνελήφθησαν και έγινε έρευνα στα σπίτια τους. Φαίνεται ότι διαλέχτηκαν στην τύχη και η επιλογή αυτή έγινε με τη δικαιολογία ότι είχαν λάβει προηγουμένως ένα “απαγορευτικό σημείωμα” που τους απαγόρευε να συμμετάσχουν στην πορεία το πρωί της Τρίτης (17 Μαΐου). Αυτό το σημείωμα “έληγε” το πρωί της Τρίτης και συνεπώς δεν ήταν πλέον σε ισχύ. Ένας από τους συλληφθέντες αφέθηκε μετά από μια μέρα κράτησης ενώ οι υπόλοιποι 4 οδηγήθηκαν το Σάββατο στον δικαστή, κατηγορούμενοι για:

– απόπειρα ανθρωποκτονίας
– αντίσταση από πρόθεση κατά της αρχής (από πρόθεση άσκηση βίας εναντίον δημόσιας αρχής)
– φθορά δημόσιας περιουσίας
– συμμετοχή σε ένοπλη συνάθροιση

H βαρύτητα των κατηγοριών φαίνεται να είχε επίσης επηρεαστεί από την οδηγία του υπουργού Άμυνας Bernard Cazeneuve, ο οποίος απαίτησε τις σκηρότερες δυνατές ποινές για όσους εμπλέκονταν στο περιστατικό, αφού είχε περιγράψει ως εξής τα συναισθήματά του:

“Βρήκα εξαιρετικά σοκαριστικό να βλέπω άτομα τριγύρω (από το περιπολικό), να καταγράφουν τη σκηνή με κάμερες, χωρίς να κινούνται ή να βοηθήσουν, σαν να επρόκειτο για μια φυσιολογική κατάσταση πραγμάτων. Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να θεωρήσω ότι πίσω από αυτές τις ορδές βαρβάρων εξακολουθεί να υπάρχει κάτι που να προσομοιάζει στην ανθρωπιά”.

Οι τέσσερις, φαινομενικά αυθαίρετα επιλεγμένοι, πήραν μια περίοδο μερικών ημερών πριν να οδηγηθούν στον δικαστή, αλλά προφυλακίστηκαν έτσι κι αλλιώς και κρατήθηκαν μέχρι που τρεις από αυτούς αφέθηκαν ελεύθεροι την Τρίτη το απόγευμα. Δικηγόροι είπαν δημόσια ότι η όλη υπόθεση στηριζόταν σε έναν άδειο φάκελο, και ότι οι τέσσερις είχαν στοχοποιηθεί τυχαία εξαιτίας των ατομικών τους φακέλων. Η μοναδική μαρτυρία στην υπόθεση ήταν η κατάθεση ενός πράκτορα της υπηρεσίας πληροφοριών (RG). Πραγματικά, η αστυνομική διεύθυνση έβγαλε μια δήλωση την Πέμπτη με την λεπτομέρεια ότι οι τέσσερις ήταν “γνωστοί στην αστυνομία από την συμμετοχή τους σε αντιφασιστικές ομάδες”, λες κι αυτό είναι από μόνο του έγκλημα. Τρεις απελευθερώθηκαν με εγγύηση το βράδυ της Τρίτης 24/5, το συνδικάτο των αστυνομικών είναι στα “μαχαίρια”.

9-19 Μαϊου (Διαδηλώσεις, Παρίσι)

Αυτή εδώ είναι μια συλλογή από σημειώσεις, γραμμένες από μια σερβιτόρα, που προσπαθεί να βάλει μαζί εμπειρίες από το Παρίσι και από τα υπόλοιπα μέρη της Γαλλίας στη διάρκεια του κινήματος ενάντια στον εργασιακό νόμο. Θα αρχίσει να ενώνει τα κομμάτια αναδρομικά από το διάστημα Μαρτίου – Μαΐου, μιλώντας παράλληλα και για την τωρινή συγκυρία.

Οι προηγούμενες δύο εβδομάδες ήταν τόσο εξουθενωτικές όπως και οι προηγούμενες, αν όχι περισσότερο, καθώς η γαλλική αστυνομία είχε μόλις ανακαλύψει την “τακτική του διχτυού” (όπως τα δίχτυα για ψάρεμα), γνωστή επίσης και ως “περικύκλωση”. Αρκετές επιθέσεις με δακρυγόνα και εξουδευτερωτικές “περικυκλώσεις” συνδυάζονταν με μια ατμόσφαιρα εξαιρετικά υγρή, με πολλή βροχή, ενώ πολλοί άνθρωποι είχαν ήδη μεγάλο έλλειμα ύπνου από τον Απρίλη και τον Μάρτη. Η Τρίτη 10 του Μάη ξεκίνησε, για παράδειγμα, με ένα κάλεσμα για μπλόκα στις 7 το πρωί, το μπλόκο ήταν η λέξη της εβδομάδας. Το σχέδιο έμοιαζε να είναι να μπλοκαριστεί ο σταθμός του Bercy, τα τερματικά τραίνων και λεωφορείων, καθώς υπήρχε, την ίδια μέρα, μια απεργία από το Sud7, ένα συνδικάτο σιδηροδρομικών. Ήταν μια καλά οργανωμένη δράση, ξεκίνησε από την Όπερα, όπου αυτοί που είχαν ξυπνήσει νωρίς-νωρίς μπήκαν στους συρμούς του μετρό, παίρνοντας διάφορες γραμμές και σε διάφορες κατευθύνσεις, πριν καταλήξουν σε ένα μεγάλο κυνηγητό – στον σταθμό, έξω από αυτόν και πάλι πίσω στον σταθμό. Το παιχνίδι γάτας-ποντικιού απλώθηκε γύρω και από τον σταθμό Dugommier κατά τις 8.30πμ, ο οποίος περικυκλώθηκε από τη στρατοχωροφυλακή. Ο πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλ πέρασε τον νόμο κάποια στιγμή την ώρα του μεσημεριανού κάνοντας χρήση ενός ειδικού διατάγματος του 49-3, το οποίο είχε εισαχθεί στην διάρκεια της αστάθειας ανάμεσα στην 3η και την 4η Δημοκρατία8.

Ο καιρός ήταν ολόκληρη τη βδομάδα πολύ υγρός και “βαρύς”, προκαλώντας σοβαρούς, παρατεταμένους πονοκέφαλους και βροχή χωρίς ανακούφιση. H Εθνική Συνέλευση στις 6 το απόγευμα επισκιάστηκε από ομίχλη, εκλάμψεις και καπνούς. Ισχυρές δυνάμεις των ΜΑΤ (CRS) και της στρατοχωροφυλακής απώθησαν σταδιακά όλον τον κόσμο προς τα πίσω, τον διέσπασαν. Μια μικρή μη-ανακοινωμένη πορεία ξεκίνησε, κάπως αφελώς, αφού είχε μόνο καμμιά πενηνταριά άτομα, κατά τις 7μμ, για να περικλυκλωθεί στην προκυμαία του Σηκουάνα, αναγκαζόμενη να στριμωχτεί σχεδόν δίπλα στο νερό, όπου μέσα από τα παράθυρα των πολυτελών βαρκών Παριζιάνοι (;) ή τουρίστες (;) φαίνονταν να χοροπηδούν και να χορεύουν σουίνγκ ανέμελα. Η αστυνομία απέκλεισε την προκυμαία, επιτρέποντας μόνο σε δρομείς που φορούσαν φωσφορίζουσες στολές να περνάνε, και στην συνέχεια έριξε δακρυγόνα. Οι διαδηλωτές έτρεχαν και σταματούσαν καθώς δεν υπήρχε κάποιο σημείο για να καταφύγουν. H αστυνομία του ποταμιού – πόσο κινητικοί είναι πραγματικά σε κάποιες περιστάσεις – πέρναγε με ταχύπλοα καθώς τα παιδιά έριχναν ό,τι μπορούσαν: βλήματα, κομμάτια από σκαλωσιές. Τα δακρυγόνα συνεχίστηκαν για αρκετές ώρες καθώς ο κόσμος ήταν εντελώς παγιδευμένος στον δρόμο πάνω από την προκυμαία, χωρίς να μπορεί να αναπνεύσει ή να κατεβεί, τα πνευμόνια γέμιζαν ξανά και ξανά με τοξικά αέρια.

Την Πέμπτη στις 12/5 άλλη μια διαδήλωση ξεκίνησε κοντά στο Montparnasse. Αρχικά υπήρξαν συγκρούσεις με τα δακρυγόνα να αναμειγνύονται με τους περαστικούς. Στα μισά περίπου, η πορεία κατέληξε σε ένα ανοιχτό μέρος δίπλα σε ένα τεράστιο μέγαρο. Κανείς δεν ήξερε ποιο ήταν αυτό το κτίριο, το μόνο που ήξεραν γρήγορα ήταν ότι ελεγχόταν από στρατιωτικούς, ένοπλους φρουρούς. Κάτι άρχισε να συμβαίνει στην πλατεία αλλά καθώς κόσμος άρχισε να μπαίνει από μια πλαϊνή είσοδο, έγινε αντιληπτός και αμέσως κατέφτασαν στρατιώτες με τα όπλα οπλισμένα. Ξανάβρεξε δακρυγόνα. Μια τσάντα με πέτρες (paves, πέτρες από πεζοδρόμια, που τις πήρε το πλήθος) αφέθηκε στον δρόμο, μέσα στο χάος, καθώς δακρυγόνα CS9 πετάχτηκαν για μια ακόμα φορά μέσα στο πλήθος, η πορεία ήταν τόσο στριμωγμένη που δεν μπορούσε να κινηθεί προς τα μπρος, αν και κάποιοι κατάφεραν να ξεφύγουν και να στήσουν στη συνέχεια μερικά οδοφράγματα. Η πορεία αναγκάστηκε να επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε και έτσι άρχισε μια μακρόσυρτη περικύκλωση που προκαλούσε σύγχυση. Τελικά, όλοι πήγαν σπίτια τους. Σε αυτή την πορεία, της Τρίτης 12 Μάη, η CGT συνεργαζόταν ανοιχτά με την αστυνομία για να ελέγξει τη διαδήλωση, και αυτό ήταν φανερό καθώς φορτηγάκια περνούσαν ανάμεσα στις γραμμές της αστυνομίας χωρίς να βοηθάνε τους πεζούς διαδηλωτές ή τους πιο νέους ή όσους φορούσαν μάσκες.

Εκείνο το απόγευμα καταλήφθηκε η Σχολή Καλών Τεχνών στο St Germain des Près και ξεκίνησε μια Γενική Συνέλευση γύρω στα μεσάνυχτα. Η κατάληψη αυτή οδήγησε σε πολλές διενέξεις ιδιαίτερα καθώς πολλοί φοιτητές, που φοιτούν στο συγκεκριμένο Πανεπιστήμιο, εξέφραζαν την θετική τους εκτίμηση γι’ αυτό, λέγοντας ότι διαφέρει από άλλα ιδρύματα, ότι το αγαπούν και ταυτίζονται μαζί του. Η κατάληψη είχε σαν αποτέλεσμα να καταστραφούν δύο υπολογιστές, κάτι που τελικά διέσπασε το σώμα των φοιτητών. Ένα κάστρο από πλάκες του δρόμου χτίστηκε στο μέσο του προαυλίου, θυμίζοντας αυτό που είχε χτιστεί στις 28 Απριλίου στην Πλατεία Δημοκρατίας, πριν από την βίαιη εκκένωσή της. Η κατάληψη της Καλών Τεχνών εκκενώθηκε τελικά τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής αλλά ήταν ωραία για όσο κράτησε.

Ο διάλογος σχετικά με τους μπαχαλάκηδες (casseurs) άρχισε σταδιακά να διαχέεται στην ατμόσφαιρα τις επόμενες μέρες, όπως δεν είχε συμβεί ποτέ όλο το προηγούμενο διάστημα. Την Κυριακή μαζί με έναν φίλο δελεαστήκαμε από μια πρόσκληση για απεριτίφ στο σπίτι μιας ηλικιωμένης κυρίας στο Denfert Rochereau. Η ηλικιωμένη κυρία είναι μια αριστροκράτισα, μητέρα δύο μοντερνιστών ζωγράφων, ενώ η μητέρα της ήταν ερωμένη και μαθήτρια του Picabia10. Βολεμένη σε ένα ντιβάνι απέναντι στην εσωτερική της διακόσμηση: φυτά, τοτέμ, υψηλού στυλ πίνακες γυμνών γυναικών (ένας απειλητικός χωρίς πρόσωπο ιππότης, με μια πανοπλία, να τους σφτιχαγκαλιάζει τα στήθη), ανέπτυσσε την απαρέσκειά της για τις διαδηλώσεις, για τους ταραξίες: “To σιχαίνομαι όταν έρχονται εδώ, σπάνε τα πάντα…δεν είναι από το Παρίσι, έρχονται από τα προάστια11, απλά θέλουν να καταστρέψουν τα πάντα”. Η ρατσιστική της περιγραφή για τη νεολαία από τα προάστια, ως πλασμάτων με τον ψυχαναγκασμό να σπάνε, έμοιαζε να ταιριάζει με την γενική αποστείρωση του εσωτερικού του διαμερίσματός της, στο οποίο ζωντανά πράγματα είχαν αργά απολιθωθεί, στυλιζαριστεί.

Την Τρίτη, η συνεργασία της CGT με την αστυνομία συνεχίστηκε. Οι “Μονάδες Τάξης” (περιφρούρηση) της CGT, που είναι μέρος αυτού του συνδικάτου, ήταν παρατεταγμένη σε ένα τεράστιο μπλοκ. Οι ΜΤ είναι ουσιαστικά αυτο-εκλεγμένοι “μπρατσαράδες” από κάθε συνδικάτο, που υποτίθεται ότι ελέγχουν την πορεία – προφανώς αυτό δεν έχει πάντα χαρακτηριστικά συνεργασίας – τις τελευταίες εβδομάδες φαίνεται ότι ο σκοπός τους είναι η προσπάθεια να κερδίσουν την κεφαλή της πορείας. Μοιάζουν, με τα κράνη και το σουλούπι τους, με τους ασφαλίτες (BAC). Κάποια άτομα από τις ΜΤ – δυο οικτροί Σταλινικοί με μεγάλα παλούκια – επιτέθηκαν στην πορεία την Πέμπτη και το πλήθος τους την “έπεσε”, πετώντας τους ότιδήποτε είχε πρόχειρο – κάδους, σκουπίδια, μπουκάλια. Ο δημόσιος λόγος εναντίον των μπαχαλάκηδων μοιάζει να δυναμώνει την τελευταία βδομάδα, από τότε που πέρασε ο Νόμος, και φαίνεται ότι τα συνδικάτα θέλουν να ενισχύσουν αυτόν τον διαχωρισμό, ανάμεσα σ’ αυτούς που “δουλεύουν” (σε πιο ασφαλείς, και εντός σωματείων δουλειές) και – ειρωνικά – σε αυτούς που δεν μπορούν να δουλέψουν ή δεν δουλεύουν με τις ίδιες δυνατότητες (όπως το salariat12, το πρεκαριάτο13, τα παιδιά από τα προάστια, τα μέλη του MILI: Mouvement Inter-Luttes Indépendents, οι σπουδαστές, lycéens). Ή, εν πάσει περιπτώσει, αυτό μου φαίνεται ότι είναι το νόημα αυτού του διαχωρισμού.

Τελοσπάντων, στη διαδήλωση της Τρίτης, που ακολούθησε γενικά την ίδια διαδρομή από την École Militaire, εν μέσω δακρυγόνων, μολότωφ, κρότου-λάμψης διασποράς, καιγόμενους κάδους και ιπτάμενα μπουκάλια, στην πλατεία Denfert Rochereau, οι Μονάδες Τάξης (της CGT), περικύκλωσαν τον κόσμο ενώ αυτός προσπαθούσε να ξεφύγει από μια επίθεση της αστυνομίας και μια δηλητηριασμένη από τα δακρυγόνα πλατεία. Οι ΜΤ είναι επίσης επικίνδυνες, καθώς κατεβαίνουν στις πορείες με λοστάρια, μπαστούνια του μπέηζμπολ, κράνη, σπρέι πιπεριού και γάντια με βαράκια στις αρθρώσεις. Στην συνέχεια η διαδήλωση απέκτησε ενδιαφέρον, καθώς αποκρυσταλλώθηκαν τα στρατόπεδα, οι ΜΤ βρέθηκαν περικυκλωμένες και από τις δυο πλευρές.

Την Τρίτη το βράδυ, στην Πλατεία Δημοκρατίας, ενόψει της προετοιμασίας για μια διαδήλωση της αστυνομίας την Τετάρτη που καλούσε να σταματήσει το “το αντι-μπατσικό μίσος”, κόσμος κάλυπτε το έδαφος της πλατείας σε ανάμνηση των ημερών στις οποίες σκοτώθηκαν πολίτες από την αστυνομία από το 1950. Σε ανεξίτηλο λευκό και μπλε χρώμα, αυτές οι μέρες γράφτηκαν δίπλα σε γκράφιτι που ανακαλούσε την ιστορία της συνεργασίας της Γαλλικής αστυνομίας με τους Ναζί. Η χονδρική μετάφραση των λέξεων, ύψους 30 εκ., είναι: “ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΚΤΟΠΙΣΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΕΚΤΟΠΙΣΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ”. Η διαδήλωση για να “σταματήσει το αντι-μπατσικό μίσος”, απαιτούσε φυσικά μια αντι-διαδήλωση, μιας και η βαναυσότητα των μπάτσων ήταν τόσο άγρια. Καθώς ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των μπάτσων (ΜΑΤ) στη Γαλλία ψηφίζουν Εθνικό Μέτωπο (FN), όλοι υποπτεύονταν ότι θα υπήρχε και μεγάλη παρουσία φασιστών. Φημολογούνταν ότι, σε ένδειξη συμπαράστασης προς την αστυνομία, θα συμμετείχαν, αν και σε πλήρη αντίθεση μεταξύ τους, τόσο η LDJ (μια φασιστική Σιωνιστική ομάδα: Ligue de Défense Juive) καθώς και οπαδοί του Alain Soral (μια νεοναζιστική, φανατικά αντισημιτική ομάδα). Το πρωί, φτάσαμε πολυ αργά, για να βρούμε πολύ τεταμένες γραμμές της αστυνομίας, εκατοντάδες ανθρώπους (αριστερούς και αντιφασίστες) να έχουν απωθηθεί από την πλατεία κατά εκατοντάδες. Είμασταν μονίμως πίσω για πέντε λεπτά, αλλά τελικά βρήκαμε τον δρόμο μας για το Quai de Valmy, όπου υπήρχαν στήλες τοξικού μαύρου καπνού που έβγαιναν από τα αποκαΐδια ενός αυτοκινήτου της αστυνομίας.

Η αντι-μπατσική πορεία είχε τώρα διαλυθεί, αλλά στην Πλατεία Δημοκρατίας ήταν αδύνατον να μπει κανείς, καθώς προστατευόταν από τη στρατοχωροφυλακή, και μια πορεία αστυνομικών μπροστά, πιο μακριά, κοντά στο άγαλμα, με δικές τους φωτοβολίδες. Ροδακινί καπνός. Η Μαρί Λεπέν ήταν μέσα, κάνοντας κάποιου τύπου ομιλία, ως η σταρ των φασιστών. Παιδιά ήταν έξω από το κορδόνι της αστυνομίας, μια μικρή ομάδα αντίστασης, λίγο λυπηρό θέαμα. Άκουσα ένα πιτσιρικά να λέει: “Μα την Μαρί Λεπέν; Σοβαρά;” Ακτιβιστές έλεγαν ότι το πρόβλημα δεν ήταν η αστυνομία αλλά οι φασίστες και υπήρχε μια άγρια αντιπαράθεση στην οποία αρκετοί Ιταλοί έλεγαν: μόνο ο στρατός θα μπορούσε ποτέ να ενωθεί σε μια λαϊκή εξέγερση, ποτέ η αστυνομία, αφού ψηφίζουν Εθνικό Μέτωπο. Φαινόταν ότι μια άλλη πορεία αστυνομικών, ενάντια στους φασίστες και την αστυνομία, κατέφθανε στην πλατεία για να υποστηρίξει την αντι-μπατσική πορεία. Έμοιαζε πολύ καταθλιπτικό, η πλατεία (που λίγες βδομάδες πριν, αν και ένα φιλελεύθερο και αρκετά βαρετό μέρος μιας πολυποίκιλης πολιτικής δραστηριότητας, αλλά πάντως ένας τόπος) είχε εκκαθαριστεί, με τη βία, ενώ διευκολυνόταν τώρα η πραγματοποίηση μιας πορείας φασιστών. Ο κόσμος διαφωνούσε για το αν η αστυνομία μπορούσε να συμμετάσχει στο αντικυβερνητικό κίνημα, και έμοιαζε εξαιρετικά μπερδεμένος σε σχέση με την ιστορία. Ιταλοί κομμουνιστές άραζαν τριγύρω, πολλοί ενθουσιασμένοι και ξεσηκωμένοι για να φύγουν, πολλοί κουρασμένοι από την θολή ατμόσφαιρα.

Την Πέμπτη 19 Μάη, έγινε μια τεράστια διαδήλωση που ξεκίνησε από την Νασιόν και τελείωσε στην Place d’Italie. Η κεφαλή, το “αυτόνομο” κομμάτι της διαδήλωσης, δηλαδή το κομμάτι που δεν σχετίζεται με τα συνδικάτα, ήταν τεράστιο (κάποιοι λένε για 10.000 άτομα), και πήρε την μπορστινή θέση στη διαδήλωση. Σε μια πολύ έντονη αντιπαράθεση στη συνέχεια δυο φίλοι συζητούσαν τον τρόπο με τον οποίο πιο μετριοπαθείς φοιτητές μετακινήθηκαν από τις γραμμές του Nouveau Parti Anticapitaliste, για να ενωθούν με αυτό το πιο αυτόνομο κομμάτι. Υπήρξαν κάποιες συγκρούσεις, και στην Place D’italie η αστυνομία έκανε έφοδο στην πλατεία, επιτιθέμενη στους διαδηλωτές και ρίχνοντας τα συνηθισμένα δακρυγόνα. Οι ΜΤ της CGT επιτέθηκαν και πάλι στην πορεία και αυτό έγινε θέατρο πολλών συγκρούσεων πριν τελικά διαλυθεί ο κόσμος.

Πηγή: https://laserveuse.tumblr.com/

1Στμ. Στα “ένσημά μου”, θα λέγαμε.

2Στμ. Γεύμα μεταξύ πρωινού (breakfast) και μεσημεριανού (lunch).

3Στμ. Στα γαλλικά SMIC: salaire minimum interprofessionnel de croissance, το κατώτατο νόμιμο ωρομίσθιο.

4Στμ. Το δικό μας αντίστοιχο είναι θα λέγαμε “αναπληρωτής” καθηγητής.

5Στμ. RSA: revenu de solidarité active, επίδομα ανεργίας που αποσκοπεί στο να διευκολύνει την επιστροφή στην αγορά εργασίας (δείτε πχ. https://en.wikipedia.org/wiki/Revenu_de_solidarit%C3%A9_active).

6Στμ. FO:Force Ouvrière, (Εργατική Δύναμη) τυπικά CGT-FO, η τρίτη μεγαλύτερη εργατική συνομοσπονδία στη Γαλλία, προήλθε το 1948 από αντιπολιτευόμενη, στην πρόσδεση της CGT στο ΚΚΓ, διάσπαση.

7Στμ. SUD Rail: γαλλικό συνδικάτο σιδηροδρομικών, μέλος της “Union syndicale Solidaires”. Το SUD είναι ακρωνύμιο των λέξεων: “solitaire, unitaire et démocratique, “αλληλεγγύης, ενωτικό και δημοκρατικό”.

8Στμ. 3η και 4η Γαλλική Δημοκρατία: το καθεστώς στη Γαλλία από το 1870, μετά την κατάρρευση της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας, μέχρι το 1940, με την ήττα της Γαλλίας στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και από το 1946 μέχρι το 1958, αντίστοιχα. Το διάταγμα 49-3 δίνει την δυνατότητα στην κυβέρνηση να παρακάμπτει την Εθνοσυνέλευση στην θέσπιση μιας νομοθεσίας, κάτι αντίστοιχο των Προεδρικών Διαταγμάτων στο ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα.

9Στμ. Τύπος δακρυγόνου. Η ονομασία CS προέρχεται από τα αρχικά των επωνύμων των χημικών που ανακάλυψαν την ενεργό ουσία, τους Corson και Stoughton.

10Francis Picabia (1879-1953): Γάλλος ζωγράφος της avant-garde, ποιητής και τυπογράφος. Αφού πειραματίστηκε με τον Ιμπρεσσιονισμό και τον πουαντιγισμό, συνδέθηκε τελικά με τον κυβισμό.

11Στμ. Στα γαλλικά banlieues.

12Στμ. Salariat, “σαλαριάτο”, όρος που αναφέρεται στην διαφορά ανάμεσα σε wage και salary. Αρκετές φορές οι όροι χρησιμοποιούνται εναλλάξ, αλλά σε άλλες περιπτώσεις διαφοροποιούνται με την έννοια ότι ο μισθός/wage αναφέρεται στην πληρωμή κάποιου με την ώρα (με βάση ωρομίσθιο) και ο οποίος δικαιούται πχ. υπερωριών, ενώ salary ονομάζεται ο ετήσιος συνολικός μισθός που λαμβάνει κάποιος, υπολογιζόμενος με βάση ένα συγκεκριμένο ποσό για συγκεκριμένο διάστημα και συνήθως δεν δικαιούται υπερωριών.

13Στμ. Precariat, “πρεκαριάτο”, το κομμάτι της εργατικής τάξης που δουλεύει με επισφαλείς (precarious) όρους και συνθήκες.

Πού πήγαν οι αγώνες για το μεροκάματο;

Ο δεύτερος τόμος των zero_gravity_riots! Στην Κατάληψη της Ανάληψης στις 28 Ιουνίου στις 8μμ!

                  [η τάξη δεν είναι μια  επιβεβαιωτική έννοια, αλλά μια] “εντελώς αρνητική έννοια. Η κριτική της ταξικής κοινωνίας δεν βρίσκει την θετική επίλυση σε καλλίτερα πληρωμένους και πλήρως απασχολούμενους παραγωγούς υπεραξίας. Την βρίσκει μόνο στην αταξική κοινωνία”

(Bonefeld, Critical Theory, σελ. 222.}.

 

Πού πήγαν οι αγώνες για το μεροκάματο;

Γιατί δεν γίνονται αγώνες για αύξηση μισθού;

  • Μήπως επειδή για κάποιους ο μισθός φτάνει και μέχρι πρότινος περίσσευε;
  • Μήπως γιατί υπάρχουν ακόμα καβάτζες (το ΕΚΑΣ του παππού, το πατρικό της
    μαμάς, το λάδι από το χωριό…);
  • Μήπως γιατί κανείς δεν παίζει μπάλα τους εργατοπατέρες;
  • Μήπως επειδή πολλοί από μας έχουμε συνηθίσει να είμαστε αόρατοι και ορατός
    να γίνεται μόνο ο συνδικαλιστής του δημοσίου;
  • Μήπως γιατί αφήσαμε τους μετανάστες, που πατούσαμε τόσο καιρό στις πλάτες
    τους, να πέσουν ακόμα πιο χαμηλά;
  • Μήπως γιατί τα ρετιρέ δεν ήταν μόνο μια προπαγάνδα της δεξιάς; ή
  • Μήπως γιατί όσο τα αφεντικά αποθρασύνονται, τόσο εμείς κοιτάζουμε την πάρτη
    μας και λουφάζουμε στη γωνιά του ρινγκ;

Τι συμβαίνει τελικά με την ταξική πάλη; Δεν ξέρουμε ακριβώς αλλά επειδή μαίνεται (από την πλευρά των αφεντικών τουλάχιστον…) θέλουμε να συζητήσουμε όλα τα παραπάνω ερωτήματα.

 

WAGE SLAVE psd

 

Τέλος ψευδαισθήσεων, ανάπαυλα τέλος!

Μπροστά στην κρίση του κράτους και την αριστερή διαχείρισή της:

τέλος ψευδαισθήσεων, ανάπαυλα τέλος!

«Οι πρίγκηπες και οι κυβερνήσεις είναι, μακράν, τα πιο επικίνδυνα στοιχεία σε μια κοινωνία»,

Μακιαβέλλι, «O Ηγεμόνας».

Η στρατηγική επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου παραμένει η συνέχιση της επίθεσης στα προλεταριακά και μικροαστικά στρώματα – και μάλιστα τώρα με ακόμα πιο αναβαθμισμένους όρους. Το 3ο μνημόνιο είναι θα λέγαμε το πιο ταξικό απ’ όλα, με την έννοια ότι καθίσταται πλέον όρος επιβίωσης για το κεφάλαιο η συγκεντροποίηση με κάθε τρόπο – ακόμα και μέσα από την επίθεση σε στρώματα που αποτελούν τη βάση της πολιτικής του εκπροσώπησης (επαγγελματίες, αγρότες, δημοσιο-υπαλληλία). Καμμιά πλέον ανοχή σε μικρο-επιχειρήσεις, μικρομάγαζα, μικρά αφεντικά. Αυτός είναι ο παράγοντας που αντικειμενικά οξύνει τον ταξικό ανταγωνισμό καθώς και τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του ελληνικού κράτους.

περί ΣΥΡΙΖΑ: δεν είχαμε ποτέ καμμιά αυταπάτη, καμμιά ψευδαίσθηση, καμμιά προσδοκία από τον ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τα προλεταριακά συμφέροντα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια έκφραση της “αριστεράς του Κράτους”, η άνοδος του στην εξουσία, η νίκη της κυβερνώσας αριστεράς είναι η ήττα των αγώνων της προηγούμενης περιόδου, η ήττα που παράχθηκε από την αδυναμία τους να ξεπεράσουν το όρια του αντιμνημονιακού λόγου – αιτήματα που απευθύνονταν στο Κράτος και προσπαθούσαν να απαντήσουν στα αδιέξοδα του Κράτους – επιστροφή στην προ Μνημονίων κατάσταση, “δικαιότερο Κράτος”, να ακουστεί η “κοινωνία των πολιτών”. Τα προλεταριακά και πληβειακά στρώματα της κοινωνίας όχι μόνο δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά αντίθετα η ύπαρξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αναπόφευκτη απουσία οποιασδήποτε αυτόνομης κριτικής και αντίστασης στην επέλεση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης από την πλευρά τους. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει καμμιά αμφιβολία για την πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ να υπογράψει ένα καινούριο Μνημόνιο. Οι ελιγμοί του δημοψηφίσματος και του show των διαπραγματεύσεων δεν είχαν καμμιά άλλη έννοια από την προσπάθεια αντιμετώπισης των εσωτερικών συσχετισμών στον ΣΥΡΙΖΑ, την εκτόνωση και ενσωμάτωση του όποιου αντιμνημονιακού μένους και της στοίχισης των πολιτικών δυνάμεων στην διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής. Ταυτόχρονα αναδεικνύουν και τα όρια του κοινοβουλευτισμού: οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι μεταβάλλουν “μαγικά” το Όχι του “άμεσοδημοκρατικού” δημοψηφίσματος σε “Ναι”.

Για την πέρα του ΣΥΡΙΖΑ αριστερά, τα πράγματα είναι απλά τραγικά: όχι μόνο σύρθηκε από τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, εγκλωβισμένη από πλήθος αυταπάτες αλλά και τώρα, μακριά από οποιαδήποτε διάθεση αυτοκριτικής, αναβαθμίζει την ενσωμάτωσή της στον κυρίαρχο εθνικοπατριωτικό λόγο που βλέπει “εκβιαστές δανειστές” και “προδότες” κυβερνητικούς και “πραξικοπήματα” που υφαρπάζουν το όχι του λαού ή την συναίνεση της κυβέρνησης κ.λπ. Τα προλεταριακά στρώματα δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από αυτή την αριστερά, μια πραγματική σκιά των υπολειμμάτων ενός εργατικού κινήματος που δεν υπάρχει πια και δεν υπάρχει γιατί το πρόγραμμά του δεν πήγαινε πέρα από την κατάληψη του κράτους και τον ορίζοντα ενός κρατικού καπιταλισμού· γιατί σαρώθηκε από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση – αυτή που διέλυσε και τα κακόφημα καθεστώτα του υπαρκτού. Μιλάει στο όνομα ενός φαντάσματος που ονειρεύτεται ότι θα “μπουκάρει” στο προσκήνιο της ιστορίας ανά πάσα στιγμή! Είναι επιπλέον επικίνδυνη γιατί δεν έχει κανένα πρόβλημα να συμβαδίζει στον δρόμο των αντιΕΕ επιλογών του κεφαλαίου και των μικροαστικών στρωμάτων με όλον τον ακροδεξιό εσμό που επίσης περήφανα ψήφισε “Όχι”.

Από τις πιο αντιπρολεταριακές θέσεις της αριστεράς είναι αυτό το παραμύθι περί κακών Ευρωπαίων και δανειστών εναντίον της πτωχής πλην τίμιας Ελλάδας. Η σύγκρουση είναι ανάμεσα στο κεφάλαιο σε όλες του τις εκδοχές και στα φτωχοποιημένα και άλλα στρώματα που θα πρέπει να υποτιμηθούν για να ξεπεράσει το κεφάλαιο την κρίση του. Στην ελληνική περίπτωση οι ιδιαιτερότητες συγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας έχουν οδηγήσει το ελληνικό κράτος σε πραγματικό αδιέξοδο, σε χρεοκοπία, παρά την ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου ως αποτελέσματος της εφαρμογής των Μνημονίων. Το ελληνικό κράτος συντηρείται στην “ζωή” ακριβώς με την τεχνητή υποστήριξη των “κακών” Ευρωπαίων. Αντιθέσεις μεταξύ διαφόρων μερίδων του κεφαλαίου εντός και εκτός Ελλάδας δεν αντανακλούν παρά δευτερεύουσες επιλογές σε σχέση με τον ρυθμό, την ένταση και τον τρόπο υλοποίησης της κοινής και κεντρικής επιλογής που είναι το χτύπημα των προλεταριακών στρωμάτων, η παραπέρα εξαθλίωση και περιθωριοποίηση. Για να το πούμε απλά: είναι όλοι κακοί· κακοί Ευρωπαίοι διαγκωνίζονται με τους κακούς Έλληνες για το ποιοί θα μας εξαθλιώσουν περισσότερο.

φιλοΕΕ και αντιΕΕ γραμμές δεν είναι παρά δυο εκδοχές της εθνικής αφήγησης που προσπαθεί να συγκροτήσει το ελληνικό κεφάλαιo και κράτος για να απαντήσει τα αδιέξοδά του. Όποια και να επικρατήσει αυτό θα γίνει μόνο με ένταση της καταστολής εναντίον των αντιστεκόμενων σε όλα τα επίπεδα. Ευρώ/δραχμή, μνημόνιο/αντιμνημόνιο είναι διλήμματα στα οποία δεν μας ενδιαφέρει να απαντήσουμε. Για τους προλετάριους/ες, ντόπιους και μετανάστες η μόνη προοπτική είναι αυτή της αυτόνομης προλεταριακής αντίστασης/αντεπίθεσης ενάντια σε εθνικές στρατηγικές και μέτωπα. Δεν ξέρουμε από πριν τον δρόμο· ξέρουμε σίγουρα, όμως, πού δεν θα τον ψαξουμε.

In Medias Res

     Ιούλιος 2015