Ξεσπάσματα, “μαζέματα”και εξάντληση (συνέχεια)

Ξεσπάσματα, “μαζέματα”και εξάντληση (συνέχεια)

Rolan Simon

 

Συνέχεια του άρθρου1 του Rolan Simon, με τον ίδιο τίτλο, που δημοσιεύθηκε στις 24/05/2016, σχετικά με το κίνημα Nuits Debouts και το κίνημα ενάντια στον νόμο (El Khomri) για τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις στη Γαλλία, μεταφρασμένο από τα γαλλικά από το Des Nouvelles Du Front2.

 

(και πάλι σχετικά με το κίνημα αγώνων ενάντια στον Εργασιακό Νόμο)


Η θέση μας για την “εξάντληση” του κινήματος [εναντίον του νόμου για τα εργασιακά] συγκέντρωσε την προσοχή μερικών αναγνωστών που ανακάλυψαν το μικρό μας κείμενο, δημοσιευμένο στο dndf.org: “Débordements, imbordements et épuisement”3. Μερικά πρόσφατα γεγονότα, μπλοκαρίσματα και απεργίες μοιάζουν να ακυρώνουν αυτή την άποψη. Είναι αλήθεια ότι το κίνημα επανακάμπτει αλλά πώς έγινε αυτό; Δεν είναι παράξενο που αυτή η “εξάντληση” έχει συγκεντρώσει κάποια προσοχή, γιατί στο τέλος της ημέρας αυτό που έχει σημασία είναι οι πρακτικές, τα ζητήματα, οι δράσεις και οι απόψεις που έχουμε και/ή δημιουργούμε και οι τρόποι που αυτές οι απόψεις ενεργούν. Όμως, παρά την προσοχή που συγκέντρωσε, αυτή η θέση, για την “εξάντληση”, δεν ήταν η “κεντρική θέση” του κειμένου.

Το κεντρικό θέμα αυτών των λίγων γραμμών ήταν το αθέμιτο των εργατικών αιτημάτων το οποίο, εξαιτίας μιας απλής επιβεβλημένης κατάστασης (ο υπουργός Sapin μόλις πρόσφατα διακήρυξε ότι “οι απαιτήσεις δεν ήταν ποτέ θεμιτές”), γίνεται με έναν μερικό, τραυλό και σπασμωδικό τρόπο η πραγματική κατανόηση του κινήματος. Το προβληματικό όριο όλων αυτών ήταν ένα περιεχόμενο που “επέπλεε σαν μια συνείδηση που απελευθερώνει τον εαυτό της από τα όριά της”, σαν αυτή η συνείδηση “να ξεπέρασε τις κανονικές συνθήκες παραγωγής της”. Είναι το περίφημο “γυάλινο φράγμα”4 της παραγωγής με το οποίο συγκρούονται πολλοί σύγχρονοι γενικοί αγώνες, που τώρα βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα στο “βασίλειο” της αναπαραγωγής.

Από αυτά που αναφέρουμε παραπάνω, κάποια πράγματα πρόκειται να αλλάξουν. Αλλά πρέπει να αποφύγουμε να το δούμε αυτό σαν κάτι απλό, γραμμικό και μονόπλευρο. Απεργίες και μπλοκαρίσματα συμβαίνουν στην ώρα τους, εξαφανίζονται και μετά επανεμφανίζονται. Ξανά και ξανά, λες και το κίνημα αναζητεί τον λόγο ύπαρξής τους. Πρέπει καταρχάς να παρατηρήσουμε ότι αυτό που είναι σε κίνηση και που μοιάζει να αντικρούει την θέση μας για την “εξάντληση” βασίζεται σε “συντεχνιακά” αιτήματα. Έτσι, σε πρώτη ματιά, τίποτα δεν μοιάζει να μπορεί να μας αποτρέψει να σκεφτούμε ότι αυτή η πορεία δράσης και η “επανάκαμψη” του κινήματος θα μπορούσε να είναι η εξαφάνιση αυτού που έχει ήδη εμφανιστεί και έχει απλά χαρακτηριστεί ως η πρώτη φάση του κινήματος. Στην πραγματικότητα, αυτό που έχει ήδη εμφανιστεί παραμένει η βασική τάση, αλλά χωρίς να παραμένει ήρεμα εντός του στόχου της “διάσχισης” του γυάλινου φράγματος, κάτι που σημαίνει ότι πηγαίνει πέρα από τον σχηματισμό των συνθηκών της ύπαρξής του.

Σε αυτό το “πέρασμα” (του “γυάλινου φράγματος”) το “δεν απαιτούμε τίποτα”, οι συλλογικότητες του αγώνα και οι “Nuits Debout” αφήνουν πίσω της αφηρημένη γενίκευσή τους. Φυσικά μέσα σε αυτή την αφηρημένη γενίκευση ήρθαν στο προσκήνιο ο άνεργοι, οι χωρίς χαρτιά, οι μη-λευκοί των προαστίων, οι γυναίκες, οι εργασιακές συνθήκες, η στέγαση, η εισβολή των εμπορευμάτων στις ζωές μας, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η αγροτική παραγωγή στα χωριά κ.λπ. Αλλά καμμιά από αυτές τις “αιτίες”, όσο πραγματική και να είναι, δεν είχε στην περατότητά της οποιαδήποτε ύπαρξη από μόνη της, ούτε ήταν εκεί ως στιγμή μιας ολότητας που επρόκειτο να εμφανιστεί, ως μια στιγμή που θα είχε ήδη προαναγγείλει μια τελική σύγκλιση, είτε εικονικά είτε δυνητικά, αρκεί να συμπεριλαμβανόταν [στην ολότητα αυτή]. Έννοιες της “ιδιότητας του πολίτη”, του “είμαστε ο λαός”, του “είμαστε μαζί” κόρεσαν τον λόγο τους. Ποιός ήταν ο εχθρός; Η αστυνομία: που καταλογίζεται σαν εχθρός γιατί απέτρεψε όλα αυτά να λειτουργήσουν από μόνα τους σύμφωνα με την επιθυμία καθενός. “Όλοι μισούν την αστυνομία”, αλλά δεν εξυπηρετεί κανέναν σκοπό το να μισεί κανείς τον μπάτσο με το γκλομπ αν δεν μισεί την εξουσία που τον χειρίζεται. Γενικά αυτή η οπτική ήταν στο τέλος μια οπτική από το πουθενά, χωρίς αντιπάλους, χωρίς εχθρούς ή απλά αυτή η οπτική τους αγνόησε με έναν υπέροχο τρόπο. Αλλά η οπτική από το πουθενά δεν εκφράζει απαραίτητα μια κατάσταση που δεν υπάρχει.

Σύμφωνα με μια έρευνα που έκαναν οι κοινωνιολόγοι της EHESS5 (ως ενδεικτική θεώρηση), η κοινωνική σύνθεση των “Nuits Debout” είναι περισσότερο διαφοροποιημένη από ό,τι περιγραφόταν αρχικά: περιλαμβάνονται εκεί οι άνεργοι, οι κάτοικοι των προαστίων, εργάτες. Παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη πλειοψηφία των συμμετεχόντων είναι απόφοιτοι πανεπιστημίων (όπως παρατηρείται και στη μελέτη και από την δική μας επίσκεψη σε ένα από τα μαζέματα τους). Αν αυτό δεν δημιουργεί παρεμβολές στο να είσαι άνεργος, τότε σίγουρα καθορίζει το συγκεκριμένο κοινωνικό προφίλ από το οποίο προέρχεται η γλώσσα της γενικότερης κοινωνίας, των “Κοινών”, της δικαιοσύνης και της αδικίας. Οι μεσο-αστοί απόφοιτοι των πανεπιστημίων, βρίσκοντας τους εαυτούς τους στην ζωή της κοινότητας, είναι μια ενσάρκωση της αφηρημένης νόρμας της δημοκρατικής ιδιότητας του πολίτη. Οι “Nuits Debout” ξέρουν πολύ καλά να μιλούν για τον εαυτό τους και είναι πολύ φωτογενείς στα μέσα, τα οποία μπόρεσαν να βρουν επιτέλους σε αυτούς το είδος τους. Η φράση “δεν απαιτούμε τίποτα” ήταν μια αφηρημένη γενικότητα που εμφανίζεται, και μερικές φορές δρα, ως ένας “επαναφομοιωτής” του κοινωνικά συγκεκριμένου αναβρασμού. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, τα 2/3 των συμμετεχόντων από το Παρίσι στο “Nuits Debout” δεν είχαν συμμετάσχει σε οποιαδήποτε διαδήλωση εναντίον του Εργασιακού Νόμου.

Τώρα τα αιτήματα έχουν επιστρέψει και παίζουν τον ρόλο τους αλλά πρόκειται για έναν αμφιλεγόμενο ρόλο. Εδώ είναι που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή. Η κατεύθυνση του κινήματος, και το πέρασμά του σε ένα άλλο επίπεδο, αποτελούν μια επιστροφή αλλά αυτό δεν συνιστά απαραίτητα μια αντίφαση στην εξάντληση-εξαφάνιση αυτού που θα μπορούσε να εμφανιστεί ως ένας θεμελιώδης προσδιορισμός της πρώτης φάσης του· η οποία [φάση] θα μπορούσε να περιγραφεί ως η μη-αιτηματική αφηρημένη γενικότητα με όλους τους ιδεολογικούς περιορισμούς, καθώς αυτή η γενικότητα ήταν η ίδια ιδεολογία. H υπέρβαση αυτής της αφηρημένης γενικότητας περνά μέσα από το συγκεκριμένο και αυτή τη στιγμή το συγκεκριμένο παίρνει την μορφή αιτημάτων. Πρέπει όμως να αποφύγουμε να σκεφτούμε ότι το όλον πρέπει να υπάρχει σε κάθε μέρος, ότι το όλον δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να βρίσκεται στην καρδιά κάθε κατάστασης, στην οποία εκτυλίσσεται όχι με όρους ισχύος αλλά με όρους πράξεων. Θα περάσουμε από μια αφηρημένη γενικότητα σε μια “εκφραστική ολότητα”, η ολότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εκφράζει τον εαυτό της σε μια ιεραρχική δομή με θεμελιώδεις προσδιορισμούς και δεσπόζουσες δυνάμεις, τις οποίες καθορίζουν αυτοί οι προσδιορισμοί (δεν είναι αδύνατον ότι ο θεωρητικός στοχασμός, ακόμα και ο πολύ αφηρημένος, θα μπορούσε να είναι χρήσιμος). Είναι με αυτόν τον τρόπο που η “διάσχιση” του γυάλινου φράγματος εμφανίζεται ως καθοριστικό στοιχείο άσχετα από το ποια είναι η γενική κίνηση των αγώνων.

Το ανήκειν στην τάξη ως ένας εξωτερικός περιορισμός είναι μια κατάσταση, μια έξαρση εντός της ταξικής πάλης, στην οποία το συγκεκριμένο και το αίτημα είναι παρόντα και παίζουν τον ρόλο τους. Αυτή η κατάσταση, και αυτή η έξαρση, είναι ένα αποτέλεσμα συγκεκριμένων δυνάμεων και εξαρτώνται από την σχέση ανάμεσα στην πρακτική του προλεταριάτου και την πρακτική του Κράτους και της κυρίαρχης τάξης. Έτσι που για να πάρει αυτή η πρακτική μια μορφή, την πρακτική των αιτημάτων, θα πρέπει ήδη να χρησιμοποιηθεί η διάσχιση του γυάλινου φράγματος ώστε το αίτημα να γίνει μια σειρά ρηγματώσεων. Αυτές οι ρηγματώσεις μπορούν να ειδωθούν από τον ατρόμητο τρόπο με τον οποίο κάποιοι ρίχνονται σε μειοψηφικές δράσεις, με μπλοκαρίσματα που πηγαίνουν πέρα από τον τομέα τους ή ένα συγκεκριμένο επάγγελμα, από την επιθυμία να απεργήσουν σε μια ολόκληρη ομάδα τοπικών επιχειρήσεων, από το “πορώδες” των ορίων ανάμεσα στις στιβαρές πορείες των συνδικάτων και τις “άτυπες πορείες”6, από την μη περιθωριοποίηση των πορειών και των ξεσπασμάτων από τους αποκαλούμενους “αλήτες” (casseurs7), καθώς και με την σχέση αλληλεπικάλυψης που ενώνει όλα τα επίπεδα των αγώνων. Η αλληλοπλοκή όλων των αιτημάτων έχει σαν αποτέλεσμα να τίθεται σε αμφισβήτηση Το Αίτημα.

Πάνω σε αυτή τη βάση, εκτυλίσσεται, μέσα στις συνθήκες της εμφάνισης της πραγμάτωσης του ταξικού ανήκειν ως ενός εξωτερικού περιορισμού, μια “διαλεκτική” (αν και φευγαλέα) ανάμεσα στα αιτήματα και τις αντιδράσεις της κυρίαρχης τάξης. Το σημάδι της εμφάνισής της [της διαλεκτικής] θα γινόταν (πέρα από τις απεργίες και τα ξεσπάσματα) ένα σύνολο πρακτικών που θα τροποποιούσε την χρήση των δημόσιων συγκοινωνιών, των διυλιστηρίων κ.λπ. με σκοπό την επέκταση και και την τροποποίηση των αγώνων που είναι ήδη σε εξέλιξη· πέρα από κάθε διαχειριστική ανησυχία καθώς και πέρα από οποιαδήποτε συγκεκριμένα αιτήματα. Αυτή η “ιδιοποίηση” των εργαλείων αγώνα δεν είναι μια μορφή ιδιοκτησίας. Η “ιδιοποίηση” αυτή δεν είναι ποτέ μια δραστηριότητα που θεσμοποιεί τον εαυτό της, μάλλον εμπίπτει στον κοινοτιστικό ορισμό της χρήσης του.

Οι πρακτικές δυνατότητες μιας τέτοιας κατάστασης πρέπει να φωτίζουν, στη “διάσχιση” του γυάλινου φράγματος, τις ρηγματώσεις, και στην συνέχεια, μια καταβύθιση σε αυτά τα αιτήματα, επειδή είναι αυτά τα αιτήματα που εκκίνησαν για μια ακόμα φορά το κίνημα. Πρέπει, αναδεικνύοντας και υπογραμμίζοντας με έντονο τρόπο, να εργαστούμε για την εμφάνιση της απουσίας άλλων ρηγματώσεων εντός των αιτημάτων που διατυπώνονται, συμπεριλαμβανομένων της ασθενούς επιβεβαίωσης των αυτόνομων γυναικών εντός του κινήματος καθώς και της ημι-απουσίας οποιασδήποτε συζήτησης για την φυλετικοποίηση της εργασίας στην καθημερινή της ύπαρξης, υπό το κεφάλαιο και τον κόσμο του. Η ανάδειξη της αδυναμίας ή της απουσίας αυτών των ρηγματώσεων εντός των διατυπωμένων αιτημάτων σημαίνει ήδη την ανάδειξη της παρούσας αστάθειας επειδή η σύγκλιση δεν είναι απαραίτητα (δυστυχώς, ίσως) η λεωφόρος που οδηγεί το προλεταριάτο να αμφισβητήσει την ίδια την ύπαρξή του και την αντίφασή του εντός του κεφαλαίου. Με αυτή την έννοια, το κάλεσμα για ή ακόμα η πραγματοποίηση μιας “Γενικής Απεργίας” θα μπορούσε να είναι τόσο αμφιλεγόμενη όσο οποιαδήποτε σύγκλιση.

Εισάγοντας και αναδεικνύοντας την σχέση αυτών των ρηγματώσεων με τις πρακτικές της κυρίαρχης τάξης, θα πρέπει να στοιχηματίσουμε στην αδιαλλαξία αυτής της τάξης. Αντιμέτωπη με τα επαπειλούμενα μπλοκαρίσματα και απεργίες στα διυλιστήρια, η Total S.A (Γαλλική πολυεθνική με ολοκληρωμένες εργασίες πετρελαίου και αερίου) ανακοίνωσε ότι θα αναθεωρήσει τις επενδύσεις της στην Γαλλία. Υπάρχω; Είμαι απαραίτητος ως ένας εργάτης της Total ή όχι; – αυτές θα μπορούσαν να είναι οι σκέψεις ενός εργάτη στο Fos-Sur-Mer. Θα πρέπει να στοιχηματίσουμε εξίσου και στην συγκεκριμένη κρίση του Γαλλικού Κράτους, που έχει γίνει ένας “φουσκωμένος ασκός”. Είναι επίσης εντός της σχέσης της καπιταλιστικής τάξης με το Κράτος της που βρίσκεται η διακήρυξη ότι το ανήκειν στην τάξη είναι ένας εξωτερικός περιορισμός· πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η σχέση εμπεριέχει καταστάσεις στις οποίες δημουργείται μια απόσταση ανάμεσα σε πρακτικές βασισμένες σε αιτήματα, μια απόσταση ώστε εντός της βασισμένης σε αιτήματα πρακτικής, ο φορέας, που εκφράζει τα αιτήματα, αμφισβητείται, γιατί αυτός υπάρχει μόνο εξαιτίας της τάξης που ο ίδιος βλέπει μπροστά του. Περνάμε από ένα επιβαλλόμενο αθέμιτο των αιτημάτων σε ένα διεκδικούμενο αθέμιτο, όπου ο ίδιος ο φορέας των αιτημάτων αρχίζει να διερωτάται ποιός είναι. Καθώς η τάση υπάρχει ήδη, δεν είναι αναγκαίο οι πρακτικές, που θα μπορούσαν να οικοδομήσουν αυτή την δυναμική, να αυτονομηθούν από τον λόγο της ύπαρξής τους (να δράς ως τάξη, να διεκδικείς αιτήματα) και να προσπαθούν να προλαμβάνουν την δυναμική που επιδιώκουν να οικοδομήσουν.

Όσο δε αφορά το “Nuits Debout”, είναι εμφανές ότι η γενική αλλαγή στη φύση του κινήματος, του οποίου αποτελούν μια στιγμή, είτε θα τους μετασχηματίσει είτε θα προκαλέσει την εξαφάνισή τους. Αυτό θα αποκαλύψει ακόμα πιο καθαρά πόσο ετερογενείς είναι οι συμμετέχοντες σε αυτό, στην απαίτηση να επαναδιαμορφώσουν τις θέσεις τους σχετικά με πολιτικές, δημοκρατικές, και βασισμένες στην κοινωνία των πολιτών λύσεις. Είτε αυτό θα είναι το τέλος τους είτε θα αλλάξει η κοινωνική τους σύνθεση. Η παρούσα αμφισημία των πρακτικών αιτημάτων θα πρέπει να γίνει το κεντρικό τους προνόμιο. Ή μάλλον, είτε οι συνελεύσεις τους θα περιπέσουν εντελώς σε μια αυτο-αναφορική ιδεολογία μιας Κοινότητας υπό κατασκευή (παράλληλα με την οφθαλμαπάτη των ψηφιακών συσκευών που εξασφαλίζουν την εικονική τους ύπαρξη) κάτω από το κάλυμα της ιδεολογικής επέκτασης των “κοινών”· ή θα εισέλθουν σε μια διαδικασία πολιτικής ανασυγκρότησης a la Podemos (που στην πραγματικότητα δεν είναι κάτι πιθανό για την Γαλλία· ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία).

Τελειώνοντας θα επιστρέψουμε στην αρχή, καθώς πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα που τέθηκε στην εισαγωγή: η διάσχιση του γυάλινου φράγματος, που ήταν ο δρόμος μέσα από τον οποίο η πρώτη φάση του κινήματος αυτο-συστάθηκε για να βρει τις ίδιες τις συνθήκες της ύπαρξής του, ώστε για να μην είνα πλέον “στον αέρα”, μπορεί κάλλιστα να είναι και το θάψιμό του. Η εξάντληση αυτού που συνέστησε την πρώτη του φάση θα μπορούσε επίσης να το εμποδίσει να φτάσει ένα ψηλότερο επίπεδο. Τίποτα δεν είναι γραμμικό ή μονομερές, αλλά αυτά είναι τα ζητήματα και οι θέσεις που πρέπει να καθορίσουμε.

Μετάφραση: q.

1 Στμ. Το πρώτο μέρος του άρθρου (με τον ίδιο τίτλο: “Débordements, imbordements et épuisement”) δημοσιεύθηκε στο dndf.org στις 3/5/2016 (δείτε εδώ: dndf.org/?p=14975) και μεταφρασμένο στα ελληνικά εδώ: https://2008-2012.net/2016/05/08/από-το-ξεπέρασμα-των-ορίων-στην-αποορι/.

2 To παρόν μέρος του άρθρου αποδόθηκε από την αγγλική μετάφραση (με τίτλο: “Outbreaks, inbreaks and exhaustion”) που δημοσιεύεται στον ελευθεριακό ιστότοπο libcom.org, δείτε εδώ: libcom.org/library/outbreaks-inbreaks-exhaustion-follow-roland-simon.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο ad nauseum, λατινική έκφραση που σημαίνει κυριολεκτικά “μέχρι ναυτίας” αλλά και “μέχρι εξαντλήσεως” ή και “μέχρι αηδίας”.

4 Στμ. Για την βασική αυτή έννοια της Théorie Communiste (TC), δες το κείμενο: “Το Αόρατο Φράγμα“, δημοσιευμένο στο “Τα παιδιά της Γαλαρίας”, τ.14.

5 Στμ. EHESS, École des hautes études en sciences sociales: η γνωστή Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών στη Γαλλία.

6 Στμ. Δες και το κείμενο “Σημειώσεις για το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο, από μια σερβιτόρα”, στον ιστότοπο: https://inmdediasres.espivblogs.net.

7 Στμ. Casseurs στα ελληνικά θα λέγαμε “μπαχαλάκηδες”.

ΒRExit και ελληνική Αριστερά*: ακόμα πιο αντιπρολεταριακά, ακόμα πιο βαθιά στη δίνη του εθνο-λαϊκισμού!

Αναδημοσιεύουμε εδώ την τοποθέτηση συντρόφων σε εκδήλωση (Λαμπηδόνα, 11/7) για το BRExit και τις εξελίξεις στην Ε.Ε

* Στην Αριστερά αυτή υπάρχουν φυσικά συντρόφισσες και σύντροφοι που, αν και εξακολουθούν να τοποθετούνται με όρους πολιτικής γεωγραφίας σε αυτήν, προσπαθούν να μιλούν με όρους αγώνα από την πλευρά της τάξης και του προλεταριάτου.


Εδώ και κάμποσο καιρό, κι ενώ ο μονομερής ταξικός πόλεμος των αφεντικών συνεχίζεται, κλιμακώνεται και βαθαίνει, με τις ήττες για το προλεταριάτο να σωρεύονται σε όλη την Ευρώπη, και ακόμα περισσότερο στην Ελλάδα (που από το 2007 μέχρι το 2012 είχαμε έναν κύκλο έντονων ταξικών αντιπαραθέσεων), οι δημοσιολόγοι της ελληνικής Αριστεράς επιδεικνύουν μια ιδιαίτερη έφεση στο να ανακαλύπτουν και να επικαλούνται ελπιδοφόρους «πολιτικούς σεισμούς». Διόλου τυχαία, αυτή η έφεση συνοδεύεται από την τάση να αποσιωπούνται, να απωθούνται ή (στην καλύτερη περίπτωση) να υποτιμούνται οι εξεγερσιακές εκδηλώσεις της προλεταριακής εναντίωσης που έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα την πρόσφατη κοινωνική ιστορία. Όπως πάντα, το βλέμμα πέφτει επιλεκτικά στα δυνητικά αντικείμενά του: κανείς βλέπει κάτι ή αποφεύγει να δει κάτι, αναλόγως με το πού αποβλέπει.

Τον Δεκέμβρη του 2008, όταν το αόρατο προλεταριάτο, με και χωρίς χαρτιά, εμφανίστηκε ως μια σκοτεινή αλλά πολύ πραγματική κοινωνική δύναμη σε κάθε πόλη της Ελλάδας αμφισβητώντας την κοινωνική κανονικότητα, οι αρθρογράφοι, πανελίστες και πολιτευτές της ελληνικής Αριστεράς δεν έβλεπαν παρά «νεανικές εκρήξεις», πολιτικά ασήμαντες αν δεν επιστεγάζονταν από έναν «Δεκέμβρη των [σ.σ. ορατών και ελλήνων] εργαζόμενων» ή από την ανάδυση μιας «προγραμματικά αξιόπιστης» και «ηγεμονικής» Αριστεράς. Τον Ιούλη του 2015, αντίθετα, όταν ο Βαρουφάκης και ο Τσίπρας διαπραγματεύονταν σκληρά με τους ευρωπαίους ομολόγους τους για το καλύτερο σενάριο διάσωσης των ελληνικών αφεντικών (που για τους πρώτους, μεταξύ άλλων, σήμαινε τη διατήρηση της φορολογικής ασυλίας των ελλήνων εφοπλιστών), κι ενώ σε επίπεδο ταξικής πάλης τα ελληνικά αφεντικά είχαν καταφέρει να κλείσουν, χωρίς να συναντούν παρά ελάχιστες αντιστάσεις, δύο χρόνια άτυπης στάσης πληρωμών προς τους εργάτες τους, οι ίδιοι άνθρωποι έβλεπαν τρομακτικές δονήσεις που θα άλλαζαν τάχα το πρόσωπο αυτής της χώρας.

Τον Αύγουστο του 2011, όταν το αόρατο προλεταριάτο στη Βρετανία, πάλι με αφορμή ένα περιστατικό θανατηφόρας κατασταλτικής βίας, βγήκε στους δρόμους για να εκφράσει βίαια τη διάθεση του να πάψει να ζει υπό αστυνομική επιτήρηση μέσα σε ένα ασφυκτικό σύμπαν από αστραφτερά καταναλωτικά σκατά, οι εγχώριες αριστερές συζητήσεις ήταν αρκετά απορροφημένες από το ζήτημα της αποκατάστασης της «εθνικής κυριαρχίας», την οποία τα Μνημόνια τάχα είχαν καταλύσει, και των ευεργετικών ή μη (για ποιους άραγε; Μα, ασφαλώς, για την ελληνική εθνική οικονομία…) επιπτώσεων της επαναφοράς του εθνικού νομίσματος για να ασχοληθούν, έστω και λίγο στα σοβαρά, με όσα συνέβαιναν στις βρετανικές πόλεις. Τον Ιούλιο του 2016, όμως, όταν η δεξιά των Βρετανών Συντηρητικών και ένας διαταξικός συρφετός από ακραίους νεοφιλελεύθερους, ξενόφοβους, ρατσιστές και φασίστες επέβαλε δημοψήφισμα για την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ και το κέρδισε, τα ρολόγια στην ελληνική Αριστερά για άλλη μια φορά σταμάτησαν. Χωρίς χρονοτριβή, οργανώθηκαν δημόσιες πανηγυρικές εκδηλώσεις, γράφηκαν δεκάδες λιγότερο ή περισσότερο ντροπαλοί διθύραμβοι, εξαγγέλθηκε ξανά το επικείμενο τέλος του απόλυτου (στα μάτια των ελληναριστερών) Κακού, δηλαδή της ελεγχόμενης από τους Γερμανούς ΕΕ, ενός Κακού απ’ ό,τι φαίνεται πολύ χειρότερου από το ελληνικό κεφάλαιο, για να μην πούμε κουβέντα για το ελληνικό κράτος.

Σε μια τέτοια πανηγυρική εκδήλωση, ένας από τους πιο σεσημασμένους δημοσιολόγους της ελληνικής Αριστεράς, ο κ. Κουβελάκης ξεκίνησε την ομιλία του, με τον εύγλωττο τίτλο «Νέος γύρος στην Ευρώπη» (ιστότοπος Iskra, 10/7/16), ομολογώντας ότι «η καμπάνια του Brexit ηγεμονεύτηκε από αντιδραστικές, ξενοφοβικές έως και ανοιχτά ρατσιστικές δυνάμεις». Ο συγκεκριμένος ειδήμων επί της πολιτικής στρατηγικής, που μέχρι προχθές είχε εναποθέσει τις ελπίδες του για «νέους γύρους στην Ευρώπη», και μας καλούσε να εναποθέσουμε και τις δικές μας, σε μια αριστερο-ακροδεξιά κυβέρνηση, όπως ήταν η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, δεν αμέλησε να προσθέσει ότι το γεγονός αυτό «επιφέρει μια σειρά από αρνητικές επιπτώσεις, που αποτυπώνονται στο κλίμα σύγχυσης που επικρατεί σήμερα στην βρετανική κοινωνία, και ειδικότερα στην Αριστερά, χωρίς να ξεχνάμε την παρατηρούμενη έξαρση των περιστατικών ρατσιστικής βίας ή την δολοφονία της βουλεύτριας του Εργατικού Κόμματος, και οπαδού της παραμονής, Τζο Κοξ από φανατικό ακροδεξιό». Συνέχισε απτόητος, παρόλα αυτά, εξηγώντας ότι αυτό οφείλεται στο ότι η «ευρύτερη Αριστερά» (μα γιατί αυτός ο πλεονασμός; Αφού η εθνοσωτήρια αριστερά-με-άλφα-κεφαλαίο είναι όσο ευρύτερη μπορεί να είναι, καλύπτοντας, στην Ελλάδα τουλάχιστον που έχει ολοκληρωθεί, μια πρώτη φορά στην πράξη, με τον ΣΥΡΙΖΑ, και μια δεύτερη φορά, κατά φαντασία, στην ΛΑΕ, η συγκρότησή της με ηγεμονικούς όρους, όλο το φάσμα του «αριστερού, προοδευτικού, πατριωτικού δημοκρατικού αντιμνημονιακού χώρου» όπως αρέσκονται να γράφουν οι συντάκτες της Iskra;) άφησε τους ρατσιστές να παίζουν μόνοι τους. Και αποτελεί εκείνη τον φορέα που δικαιωματικά θα όφειλε να ηγηθεί μιας τέτοιας καμπάνιας, μετατοπίζοντας την έμφαση από την εκδίωξη των Πολωνών και Νοτιοευρωπαίων εργατών ή την επιβολή ακραίων μέτρων περαιτέρω υποτίμησης της εργασιακής δύναμης, που ούτε η ΕΕ προς το παρόν δεν επιτρέπει, γιατί αυτές ακριβώς, για να μην ξεχνιόμαστε, ήταν οι κεντρικές αιχμές των τωρινών ηγητόρων της καμπάνιας για το Brexit (κάτι που ο κ. Κουβελάκης έντεχνα αποσιωπά) στο «δημοκρατικό αίτημα» της ανάκτησης της «εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας».

Οπωσδήποτε, έστω και η παραδοχή ότι η Τζο Κοξ δολοφονήθηκε από το μαχαίρι ενός φασίστα, στα πλαίσια της καμπάνιας για το Brexit, και έτσι όπως οι οργανωμένοι φασίστες γενικά, είτε στην Ελλάδα είτε στην Αγγλία, αντιλαμβάνονται τι είναι μια εκλογική καμπάνια, είναι σημαντική, δεδομένου ότι ένας άλλος μεγάλης περιωπής ελληναριστερός πανελίστας, τόσο μάλιστα βαθιά ελληναριστερός που πολλά ελληνικά φασισταριά διαβάζουν πάντα με ενδιαφέρον τις γεμάτες εθνικιστικές εξάρσεις γεωπολιτικές αναλύσεις του, και μέχρι πρότινος, αγνοώντας πόσο πολύ είχε μεταλλαχθεί η άλλοτε «άκρα αριστερά», θεωρούσαν ότι προέρχεται από ή ανήκει στον «πατριωτικό», κατά την ιδιόλεκτό τους, «χώρο», ο κ. Δελαστίκ, την επόμενη κιόλας μέρα από τη φασιστική δολοφονία (βλ. το άρθρο του με τίτλο «Φόνος βουλευτή υπέρ της ΕΕ», Πριν, 18/6/16, προδημοσίευση στον ιστότοπο Iskra, 17/6/16) είχε ισχυριστεί ότι οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες ήταν ο αληθινός οργανωτής και αυτουργός του εγκλήματος, με σκοπό την άσκηση «ψυχολογικής πίεσης» στον «αγγλικό λαό» (sic, ας προσέξουμε επίσης τη χρήση μιας γλώσσας που μόνο οι άγγλοι ακροδεξιοί μιλάνε: «αγγλικό», όχι «βρετανικό» λαό ή λαούς της Βρετανίας!!!). Τι είναι, όμως, ακόμα και αυτό το τόσο κυνικό ξέπλυμα των φασιστικών μαχαιριών μπροστά στον υπέρτατο στόχο, τη διάλυση της ΕΕ; Μια απλή παρωνυχίδα που τη βγάζεις εύκολα και την πετάς στο τασάκι. Κι εδώ είναι, σε αυτήν την ιεράρχηση του τι είναι σημαντικό και τι όχι, που ο κ. Κουβελάκης, ο οποίος μέσα στον ορυμαγδό των ιδεολογικών στρατηγημάτων του επιλέγει να ξεστομίσει και μια ωμή, όσο κι ένα μαχαίρι φασίστα, αλήθεια, ακολουθεί την ίδια ακριβώς στάση με τον κ. Δελαστίκ, ο οποίος δεν είχε την παραμικρή αναστολή να συγκαλύψει την επιθετικότητα των φασιστών, μιλώντας αρχικά με βεβαιότητα για οργανωμένο σχέδιο μυστικών υπηρεσιών, για να το μαζέψει ένα μήνα μετά με πιο συνετές τάχαμου δήθεν διατυπώσεις του στυλ «πιθανολογούμενη άνευ στοιχείων ανάμιξη» («Τους έφαγαν εν ψυχρώ και τους δύο», Πριν, 9/7/16).

Την άνοιξη του 2011, οι έλληνες φασίστες είχαν εξαπολύσει επί δύο βδομάδες πογκρόμ στο κέντρο της Αθήνας. Η ελληνική Αριστερά αυτό το είχε θεωρήσει λεπτομέρεια, και δεν έκανε τίποτα για να αντιμετωπίσει τις ορδές των αιμοσταγών φασιστών. Το 2012, η Χρυσή Αυγή έκανε προεκλογικές καμπάνιες σε κεντρικές γειτονιές της Αθήνας οργανώνοντας εκατοντάδες επιθέσεις σε μετανάστες, κάτι που συνεχίστηκε μέχρι και το φθινόπωρο του 2013. Τότε, η ελληνική Αριστερά ανησυχούσε για τον «παραπλανημένο λαό», και συνέχισε κατά τα λοιπά να προσπαθεί να στήσει το δική της πρόταση «εθνικής διεξόδου» που, όπως διαπιστώσαμε τον Γενάρη του 2015, περιλάμβανε χωρίς καμιά σοβαρή εσωτερική τριβή ακόμα και τη μη-ναζιστική ελληνική άκρα δεξιά (τους ΑΝΕΛ). Την περίοδο που οι κυβερνήσεις των «μνημονιακών» πολιτικών κομμάτων έστηναν το θεσμικό οπλοστάσιο της παρανομοποίησης των μεταναστριών/ών και το αρχιπέλαγος των στρατοπέδων συγκέντρωσης για τις/ους μη χαρτιά εργάτριες/ες σε όλη την ελληνική επικράτεια, η ελληνική Αριστερά ανέμιζε ελληνικές σημαίες στο Σύνταγμα και δάκρυζε με τον εθνικό ύμνο έξω από την ΕΡΤ, προφανώς για να ηγεμονεύσει στον «ελληνικό λαό», πέρα από τις περισπάσεις των ταξικών ανταγωνισμών, και να μην τον αφήσει να παραπλανηθεί και άλλο. Και τελικά όταν η «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ανέθετε στον ελληνικό στρατό να διαχειρίζεται τα «κέντρα καταγραφής» προσφύγων και μεταναστών που οικοδομούνταν υπό τη μορφή στρατοπέδων συγκέντρωσης, η ελληνική Αριστερά, τόσο η κυβερνώσα όσο και η μη-πλέον-κυβερνώσα, έκανε πως δεν βλέπει τίποτα πέρα από τα κύματα «αλληλεγγύης του φιλόξενου ελληνικού λαού» (ταυτίζοντας, έτσι, αναφανδόν ό,τι έκαναν ορισμένα τμήματα της εργατικής τάξης με τον υποκριτικό, συμπληρωματικό στην παρανομοποίηση και τον εγκλεισμό, ανθρωπισμό των ελληνικών αφεντικών) ή όταν αναγκαζόταν να δει έριχνε για χιλιοστή φορά την ευθύνη στους δαίμονες του «διευθυντηρίου» των Βρυξελλών ή στο ΝΑΤΟ, στους κακούς ξένους και τους «ντόπιους τοποτηρητές» τους.

Πάντα το σημαντικό ήταν ο ελληνικός «λαός», και η «εθνική κυριαρχία». Πάντα το κρίσιμο επίδικο ήταν το ίδιο για το οποίο ο Βαρουφάκης και ο Τσίπρας τον Ιούλιο του 2015 ζήτησαν από τον «λαό» να τους παραχωρήσει, ψηφίζοντας Όχι, ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί: ποια είναι η καλύτερη λύση για το ελληνικό κράτος, ως εγγυητή της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού κεφαλαίου; Ιδού το κεφαλαιώδες ερώτημα…Η εργατική τάξη, και προπάντων τα μη-εθνικοποιημένα τμήματά της, οι χωρίς χαρτιά, οι αόρατοι, όσες και όσοι δεν εγγράφονται στην ισχύουσα πολιτική διάταξη ή εγγράφονται μονάχα οριακά, ως «επισφαλείς», «μαύροι» του ιδιωτικού τομέα κ.ο.κ., μπορεί να θυσιαστεί για την ώρα στους βωμούς της διάσωσης της εθνικής οικονομίας μέσα από διαταξικές συμμαχίες που απολήγουν σε σχέδια αποκατάστασης της ισχύος του εθνικού κράτους. Μετά, αν η Αριστερά ηγεμονεύσει, αν ανακτήσει την «εθνική κυριαρχία», αν διώξει τις «δυνάμεις κατοχής», αν δεν υποχωρήσει στις πιέσεις των «τοκογλύφων» και ξαναφέρει τη Δραχμή, βλέπουμε. Ίσως επανέλθουν και ορισμένα επιδόματα, ίσως οι ορατοί έλληνες εργάτες βρουν κι αυτοί ξανά μια θέση στο ακτινοβόλο σύμπαν του παραγωγικά ανασυγκροτημένου ελληνικού καπιταλισμού. Μέχρι τότε, η ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης, οι χιλιάδες νεκροί στο Αιγαίο, οι αστυνομική βία, η τρομοκρατία των ελληνικών αφεντικών, είναι απλά ύλη, στην καλύτερη περίπτωση, για δακρύβρεχτα μονόστηλα ή σχόλια εν παρόδω, όπως είναι και τα 331 καταγεγραμμένα περιστατικά ρατσιστικής βίας στη Βρετανία μέσα σε μια μόλις βδομάδα μετά το δημοψήφισμα για το Brexit.

Αυτού του τύπου η ιεράρχηση φανερώνει κάτι που ούτε και οι πιο βαρύγδουποι αφηρημένοι όρκοι πίστης στον … μελλοντικό σοσιαλιστικό παράδεισο δεν μπορούν πια να συσκοτίσουν: για τη σημερινή ελληνική Αριστερά αντικείμενο κριτικής είναι κάποιοι διακρατικοί μηχανισμοί στην Ευρώπη και κάποιες επιμέρους πτυχές του ελληνικού καπιταλισμού και όχι η ίδια η εκμεταλλευτική και καταπιεστική ελληνική κοινωνική πραγματικότητα, ως τμήμα της ευρωπαϊκής κοινωνικής πραγματικότητας. Αν ίσχυε το δεύτερο ενδεχόμενο, τότε η επίγνωση ότι οι μηχανισμοί της ΕΕ λειτουργούν ως μέσα πανευρωπαϊκού συντονισμού των αφεντικών, για να διεξάγουν τον ταξικό τους πόλεμο, θα έπρεπε να οδηγεί στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν της «ανάκτησης της λαϊκής κυριαρχίας». Τότε, θα ήταν πολύ πιο σημαντικό το τι σήμερα υφίστανται οι μετανάστες στην Λέρο από τους έλληνες μπάτσους και τους έλληνες ρατσιστές, το τι σήμαινε η ελληνική ανάπτυξη των προηγούμενων δεκαετιών για τους μη-έλληνες Βαλκάνιους εργάτες, το τι γινόταν τόσο καιρό στο Καλαί και την Ειδομένη. Τότε, η ανάλυση της πολιτικής κατάστασης στη Βρετανία θα γινόταν με γνώμονα τα βιώματα των Πολωνών, Νοτιοευρωπαίων, Αφρικανών ή Ασιατών εργατών, και όχι τη δυσφορία των λευκών Άγγλων ξενόφοβων εργατών που συμμαχούν με τα εξίσου λευκά αφεντικά τους. Τότε, η άμεση προτεραιότητα θα ήταν οι οικοδόμηση διεθνών δικτυώσεων και κοινοτήτων αγώνα που θα αμφισβητούν έμπρακτα τις εθνικές ταυτότητες, και θα καθιστούν ορατ@, και πολιτικά σημαίνοντ@ όσ@ σήμερα είναι αόρατ@, αναλώσιμ@, πλεονάζοντ@: αυτό το πολύχρωμο κουρέλι από εμπειρίες καθυπόταξης και αντίστασης που είναι, στην καθημερινότητά της, η τάξη μας. Για τους ίδιους λόγους για τους οποίους η ελληνική Αριστερά δεν κατάλαβε τίποτα, κι ούτε επιδίωξε να καταλάβει, για τις προλεταριακές εξεγέρσεις στην Αθήνα, στο Λονδίνο ή στη Στοκχόλμη, ή για την άνοδο του φασισμού, ως κοινωνικής τάσης, στην Ελλάδα, τώρα κάνει πως τα μαχαίρια των Άγγλων φασιστών δεν υπάρχουν, πως είναι ένα προπαγανδιστικό κόλπο των πρακτόρων του Σόϊμπλε. Γιατί θέλει να υπερασπιστεί, με όλα τα νύχια και τα δόντια της, κάτι από το υπάρχον, εκείνο που επέτρεπε παλιότερα στα σταλινικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να λειτουργούν ως θηριοδαμαστές του προλεταριάτου κι εκείνο που επιτρέπει αυτές τις μέρες στον, μέχρι προχθές παρουσιαζόμενο ως ελληνική εκδοχή του Τσε, κ. Τσίπρα να επισκέπτεται καμαρωτός την Κίνα ψάχνοντας για επενδύσεις: το έθνος-κράτος ως εγγυητή της ομαλής αναπαραγωγής των εκμεταλλευτικών σχέσεων, και άρα της ομαλότητας της ζωής όπως είναι, όπως την έχουμε μάθει να είναι.

Αν σήμερα στην Ευρώπη τα αφεντικά μας παίζουν μονότερμα, αν στον δημόσιο λόγο δεσπόζουν μόνο οι δικές τους επιλογές, τα δικά τους διλήμματα, για το πώς θα υποτιμήσουν τις ζωές μας πιο αποτελεσματικά, είτε μέσω της συντονισμένης πανευρωπαϊκά «εσωτερικής υποτίμησης» ανά χώρα είτε μέσω της όξυνσης των διακρατικών ανταγωνισμών και του πολέμου, σε αυτήν τη δυστοπική κατάσταση, ανάμεσα σε πολλές άλλες παραμέτρους, έχει συμβάλει και η εμφάνιση, μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες και ενάντια στην όποια χειραφετητική δυναμική τους, πολιτικών μετώπων εθνικής σωτηρίας στα οποία η κριτική στον νεοφιλελευθερισμό συνδέεται με την υπεράσπιση του έθνους-κράτους. Από αυτήν την άποψη, το πείραμα του ΣΥΡΙΖΑ, η συγκυβέρνηση με την άκρα δεξιά και η εξουθένωση κάθε δυναμικής κοινωνικής αντίστασης μέσα σε ένα κλίμα εθνικής ομοψυχίας για την καλύτερη διαπραγμάτευση με τους «ξένους», είναι, ή θα έπρεπε να είναι για όσες/ους δεν παραμένουν ακόμα υπό την επήρεια του πρόσφατου μαζικού αντιμνημονιακού ψεκασμού, αρκετά ενδεικτικό ώστε να μη χρειάζεται εδώ να πούμε περισσότερα. Το γεγονός ότι σήμερα κάποιοι, πανηγυρίζοντας για τη νίκη στην Βρετανία της ξενοφοβικής αγγλικής άκρας δεξιάς, δείχνουν διατεθειμένοι στο εγγύς μέλλον να συμπλεύσουν, δηλαδή να κολυμπήσουν ή να προσπαθήσουν να ψαρέψουν στα ίδια βρώμικα νερά, με κάθε ακροδεξιό κατακάθι, ακόμα και με κάθε επίδοξο υποκινητή πογκρόμ, αρκεί να τάσσεται κατά της ΕΕ καταδεικνύει ότι αυτή η εμμονή με την «εθνική κυριαρχία» δεν είναι ένα αστείο με το οποίο μπορούμε να γελάμε στεκόμενες/οι παράμερα. Είναι ένα παιχνίδι με μια φωτιά που τελικά μόνο οι φασίστες, ή οι ετοιμοπόλεμοι εθνικοί στρατοί, ξέρουν να δαμάσουν και να μεταχειριστούν πολιτικά.

Προλετάριες/Προλετάριοι ενάντια

στις εθνικο-λαϊκές αφηγήσεις και μέτωπα

Zero_Gravity Riots vol2

Γιατί δεν γίνονται πια αγώνες για (να αυξηθεί) το μεροκάματο;

[Zero_Gravity Riots vol2]


O κομμουνισμός είναι ένα περιεχόμενο – η κατάργηση της μισθωτής εργασίας – όχι μια μορφή

Aufheben n10


Αν κανείς κοιτάξει την τροχιά του ιστορικού εργατικού κινήματος, θα συμπεράνει εύκολα ότι όχι μόνο δεν προσπάθησε να καταργήσει το προλεταριάτο και τις συνθήκες που το δημιουργούν αλλά αντίθετα – τουλάχιστον όπως αντιπροσωπεύεται από τις κυρίαρχες παραδόσεις του – ενέργησε προς την επιβεβαίωση (ακόμα και την γενίκευση) την προλεταριακής συνθήκης και την επίτευξη αναγνώρισης για την εργατική τάξη σαν εργάτες, δηλαδή σαν υποκείμενα μέσα στην αστική κοινωνία. Αντί για το επαναστατικό σύνθημα «Καταργήστε το μισθωτό σύστημα!», που πρότεινε ο Μαρξ, το εργατικό κίνημα χάραξε στα λάβαρά του το συντηρητικό μότο: «Ένα δίκαιο ημερομίσθιο για ένα δίκαιο μεροκάματο!».
Theorie Communiste:
Συμβολές: Κομμουνιστική Θεωρία- Πέρα από τηνΥπεραριστερά“,
στο “Aufheben-TC:  μια κριτική ανταλλαγή

Η εισήγηση της ομάδας μας στο Zero_Gravity Riots vol2 στις 28 Ιουνίου στην Κατάληψη της Ανάληψης.

Στην παρουσίαση αυτή θα θίξουμε μόνο ορισμένα ζητήματα που μας απασχόλησαν μέχρι τώρα στις συζητήσεις της ομάδας μας, και όσα από αυτά θα αναφέρουμε θα είναι κυρίως με σκοπό να κεντρίσουμε μια συζήτηση εδώ.

1. Θα ξεκινήσουμε με την επισήμανση ότι κεντρική αξία στη μισθωτή σχέση κατέχει ο μισθός, ενώ η περίθαλψη και η ασφάλιση έχουν σημαντικό αλλά πιο περιφερειακό χαρακτήρα. Σε συνθήκες λοιπόν διαρκούς υποτίμησης της αξίας του μισθού τις τελευταίες δεκαετίες και ιδίως κατά την τελευταία πενταετία (σε αντίθεση με τη διεύρυνση των παροχών που χαρακτήρισε το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα), παρατηρούμε ότι οι εργατικοί αγώνες έχουν εστιάσει κυρίως στη διατήρηση των περιφερειακών κεκτημένων και λιγότερο στο να εμποδίσουν την παραπέρα μείωση της αξίας του μισθού, πόσο δε μάλλον να διεκδικούν την αύξησή του – με έναν τρόπο η εργατική τάξη φτάνει να εσωτερικοποιεί η ίδια την υποτίμησή της, να “αυτοϋποτιμάται”.

2. Πέρα από τον κεντρικό ρόλο του κράτους και του κεφαλαίου στο να κινητοποιούν διαδικασίες από τα πάνω, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε και την ευθύνη όσον αφορά τη χαμηλή αγωνιστικότητα τόσο των συνδικαλιστικών ηγεσιών, όσο και στρωμάτων εργαζομένων σε υψηλότερη θέση που δεν είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα να χάσουν κάποια από τα παραδοσιακά τους προνόμια, στο βαθμό που θα διατηρούσαν ακόμη κάποια άλλα από αυτά. Οι διαχωρισμοί εντός του προλεταριάτου είναι εγγενείς στην προλεταριακή συνθήκη και αντικειμενικοί, δεν επιβάλλονται από τα “έξω” με κάποια έννοια, και συνιστούν το ίδιο το όριο του εργατικού κινήματος και συνεπώς της υποχώρησης των αγώνων τις τελευταίες δεκαετίες.

3. Η υποτίμηση της αξίας της εργασίας του ντόπιου εργατικού δυναμικού συνδυάστηκε με την ακόμη μεγαλύτερη υποτίμηση της αξίας της εργασίας των μεταναστών, γεγονός που αντιμετωπίστηκε με σιωπή και αδιαφορία τόσο από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, όσο και από ένα τμήμα της ντόπιας εργατικής τάξης. Στον διαχωρισμό δηλαδή που ήδη υπήρχε ανάμεσα σε προνομιούχα (ρετιρέ) και λιγότερο προνομιούχα στρώματα εργαζομένων, ήρθε να προστεθεί ένας ακόμη διαχωρισμός στο εσωτερικό των μη προνομιούχων στρωμάτων, αυτός ανάμεσα σε ντόπιους και ξένους εργαζόμενους. Μέσα από ποικίλες εθνικιστικές λογικές, μπορούμε να πούμε ότι η εργατική τάξη στην Ελλάδα επιδίωξε να επιβιώσει κατ’ αρχήν ως ελληνική, συντασσόμενη σε μια σειρά από πολιτικά ζητήματα με τα αφεντικά της. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εθνική ενότητα λειτούργησε ως συγκολλητική ουσία ανάμεσα σε έλληνες μικροαφεντικά και προλετάριους, σε συνδυασμό με την αποσύνθεση της εργατικής ταυτότητας που ως διαδικασία είναι σε εξέλιξη ήδη από τη δεκαετία του 1970 και μετά, αλληλένδετα με τη διαδικασία αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου. Όσο βέβαια οι αγώνες των ελλήνων και ξένων προλετάριων θα παραμένουν ασύνδετοι, δεν μπορεί να αναδυθεί η δυνατότητα για μια πραγματικά συλλογική και συνεπώς αποτελεσματική δράση. Αντίθετα όλο και περισσότερο ο ερχομός των μεταναστών θα βιώνεται σαν “εισβολή”, ο διαχωρισμός μεταξύ ελλήνων και ξένων εργαζομένων θα εντείνεται και οι φασιστικές-ρατσιστικές αντιλήψεις θα ενισχύονται.

4. Οι διαχωρισμοί ανάμεσα σε έλληνες και ξένους, όπως και άλλοι σημαντικοί κοινωνικοί διαχωρισμοί, όσον αφορά το φύλο, τον σεξουαλικο προσανατολισμό, το θρήσκευμα, την αρτιμέλεια κ.α. είναι αναπόσπαστο κομμάτι της προλεταριακής κατάστασης, αποκτούν ιδιαίτερη συστηματικότητα στον καπιταλισμό και αξιοποιούνται από το κεφάλαιο για την υποτίμηση της εργασίας. Με αυτό δεν εννοούμε βέβαια ότι εκτός καπιταλισμού δεν θα υπήρχαν διαφοροποιήσεις όσον αφορά το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την αρτιμέλεια, ή την αίσθηση του ανήκειν σε μια κουλτούρα, θα είχαν όμως πολύ διαφορετική λειτουργία, παραδείγματα υπάρχουν εξάλλου άφθονα σε προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Στο εδώ και τώρα, το στοίχημα της διαθεματικότητας όσον αφορά τις διάφορες κινητοποιήσεις παραμένει κεντρικό, με σημαντικό υλικό να μπορεί να αντληθεί στο πρόσφατο παρελθόν από πλευρές που παρουσίασαν οι κινητοποιήσεις των πλατειών.

5. Τελικά τι νόημα έχουν οι αγώνες για τον μισθό; Αν το ζήτημα είναι να ξεφύγουμε από έναν ορίζοντα απλής επιβίωσης, οι αγώνες για τον μισθό και για την αναπαραγωγή μας, όσο σημαντικοί και αν είναι, δεν μπορούν να υπερβούν, στην καλλίτερη περίπτωση, ένα όριο ριζοσπαστικού ρεφορμισμού και οφείλουν να θέτουν στην πράξη το ερώτημα για τον χαρακτήρα της μισθωτής εργασίας, την αμφισβήτηση κομβικών πλευρών της και τελικά το αίτημα για τη συνολική κατάργησή της.

 

 

ΥΓ> Χρήσιμο διάβασμα:

In.Medias.Res
Ιούνιος 2016

inmediaslogo6

 

Σημειώσεις για το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο, από μια σερβιτόρα

Σημειώσεις για το κίνημα ενάντια στον εργασιακό νόμο, από μια σερβιτόρα

Το παρακάτω (ανα)δημοσιεύεται από την αγγλική του εκδοχή όπως εμφανίστηκε στον ελευθεριακό ιστότοπο libcom (http://libcom.org/news/notes-movement-against-loi-du-travail-waitress-may-2016-03062016) και αποτελεί, όπως τοποθετείται στο ίδιο το αγγλικό κείμενο: “μια οπτική, επιπέδου “δρόμου”, από μια συμμετέχουσα στο εν εξελίξει κίνημα ενάντια στον καινούριο γαλλικό εργασιακό νόμο, και έχει γραφτεί τον Μάιο του 2016”.

Είμαι μια σερβιτόρα. Προς το παρόν δουλεύω σαν extra σε ένα εστιατόριο που σερβίρει μόνο αυγά, μιας και δεν μπορούσα να βρω κάτι καλλίτερο. Αυτό σημαίνει ακριβώς ότι είμαι extra, περισσευούμενη, δηλαδή εντελώς αναλώσιμη, περιττή. Αυτό σημαίνει ότι έχω “ελεύθερο χρόνο” αλλά σημαίνει επίσης ότι δεν έχω μία, είμαι απένταρη. Δημιουργεί μια ολόκληρη ιεραρχία μέσα στον εργασιακό μου χώρο καθώς συχνά φορτώνομαι τις χειρότερες μικροδουλειές, η παρουσία μου διευκολύνει τα διαλείμματα των άλλων εργατών, ενώ συχνά με διώχνουν πριν από τη στιγμή που θα δικαιούμουν να έχω ένα νόμιμο, πληρωμένο διάλειμμα. Μερικές φορές οι εργοδότες μου με φωνάζουν για 2 ώρες και με διώχνουν ξανά. Το ταξίδι παίρνει συνολικά 1 ώρα και ευτυχώς είμαι καλή στο να “εξαπατώ” στο μετρό. Διαφορετικά θα πλήρωνα τα 2/5 του ωρομίσθιου μου για να πάω και να γυρίσω από κει. Μέχρι τώρα έχω δουλέψει μόλις δυο ή τρεις μέρες την εβδομάδα εκεί, και η μοναδική άλλη πηγή εισοδήματός μου είναι η φύλαξη παιδιών στα “Αγγλικά”, δηλαδή παίζοντας με όσο το δυνατόν περισσότερη ενέργεια με μικρά παιδιά για μια ή δύο ώρες κάθε φορά. Συχνά εκπλήσσομαι όταν γονείς, που εργάζονται οι ίδιοι, συχνά ως ακαδημαϊκοί στο πανεπιστήμιο, γυρνάνε στο σπίτι και μου λένε: “άρχισε να μιλάει καθόλου Αγγλικά;”, λες και μια ώρα της παρουσίας μου θα είχε μετασχηματίσει με μαγικό τρόπο τις γλωσσικές ικανότητες του τετράχρονου παιδιού τους. Παρ’ όλα αυτά, γνέφω, χαμογελάω, λέω ψέμματα “ναι, λίγο”, μιας και δεν θέλω να φαίνονται οι υπηρεσίες μου σαν να μην έχουν αποτέλεσμα. Την τελευταία φορά που πρόσεχα την αγαπημένη μου “μαθήτρια”, αυτή ντύθηκε με τα ψηλότάκουνα της μαμάς της και περάσαμε ολόκληρη την ημέρα ζωγραφίζοντας γουρούνια και πετώντας φλιτζάνια του τσαγιού στο πάτωμα· “Δεν θέλω να δουλέψω! Θέλω να σαχλαμαρίζω” είπε, πηδώντας πάνω κάτω στον καναπέ.

Όσον αφορά τη δουλειά μου σαν έξτρα, δεν είμαι σιγουρη ότι οι εργοδότες μου με έχουνε πραγματικά δηλώσει, αν και το ζήτησα, και καθώς δεν έχω ακόμα αριθμός κοινωνικής ασφάλισης (número secú), οι κακοπληρωμένες ώρες μου πιθανόν δεν συνεισφέρουν καθόλου στον ανύπαρκτο ακόμα φάκελο κοινωνικής ασφάλισής μου1. Το γραφείο κοινωνικής ασφάλισης λέει ότι αυτό είναι ευθύνη των εργοδοτών μου και αυτοί λένε ότι είναι δική μου. Την πρώτη μέρα που δούλεψα σε αυτή τη συγκεκριμένη δουλειά ήταν Πρωτομαγιά, και υπήρχε μια τεράστια διαδήλωση σε άλλα σημεία της πόλης, στην οποία έγιναν πολλές συλλήψεις· αργότερα μου είπαν κάποιοι ότι θα έπρεπε να πληρωθώ τα διπλά επειδή δούλευα αργία. Αντίθετα το αφεντικό, ο οποίος έχει συνταξιοδοτηθεί από την μουσική βιομηχανία, με οδήγησε στον μικρό παράδρομο δίπλα στο μαγαζί, που σερβίρει μόνο πιάτα αυγών για brunch2 στην τιμή των 25 ευρώ το γεύμα, και μου έβαλε 60 ευρώ στο χέρι για τις 7 μιση ώρες δουλειάς μου, σαν ένα είδος ειδικής μεταχείρισης. Στην πραγματικότητα αυτό είναι εντελώς παράνομο καθώς είναι πολύ λιγότερο από τον κατώτατο μισθό3, που είναι €9.67/ώρα.

Πριν από αυτό δούλευα σαν δασκάλα Αγγλικών με “περιστασιακό μισθό” (salarie ocassionel4), που σημαίνει ότι δεν έχεις εγγυημένες ώρες δουλειάς, ότι πληρώνεσαι ανάλογα με την δουλειά που μπορείς να πάρεις ενώ το πρακτορείο (εργασίας) παίρνει ένα μεγάλο ποσοστό από αυτά. Έχασα κάθε ενθουσιασμό σε σχέση με τη δουλειά αυτή, που απαιτούσε μεγάλο χρόνο προετοιμασίας και διαχείρισης, και συχνά περιελάμβανε ταξίδια σε μεγάλες αποστάσεις για μια ή δύο ώρες δουλειάς, γεγονός που οδηγούσε την μισθό μου πολύ κάτω από τον βασικό. Σε αντίθεση με τους περισσότερους Γάλλους/Γαλλίδες νέους/νέες, επειδή δεν είμαι Γαλλίδα, δεν έχω ένα RSA5 ή άλλα επιδόματα ακόμα, και έτσι πρέπει να επιβιώσω μόνο με πληρωμένες με μετρητά δουλειές. Αυτή η δουλειά δασκάλας μου έδινε μόνο όσα χρειάζονταν για το νοίκι και τίποτα περισσότερο, καθώς οι μαθητές μου (κυρίως επαγγελματίες) συχνά ακύρωναν τα μαθήματα. Την άφησα τελικά στην αρχή του κοινωνικού κινήματος, σχεδόν τυχαία, καθώς μια μέρα, υποθέτω ήταν στα τέλη του Φλεβάρη, υπήρχαν κάποια μαθητικά μπλόκα (lycées bloqués) και μια εξαιρετικά ενθουσιώδης και θυελλώδης μη-ανακοινωμένη πορεία (manifestation sauvage) μπροστά από μια πορεία συνδικάτων, στην Nation· αποφάσισα, τότε, να πω ότι ήμουνα αδιάθετη και να μην ξαναγυρίσω στη δουλειά. Πραγματικά αυτός ο τύπος απεργίας, που δεν είναι τυπικά συλλογική, είναι η μορφή πολλών “απεργιών” που οργανώθηκαν από φίλους στη διάρκεια του Μάρτη, του Απρίλη και του Μάη. Ήταν συνηθισμένο να ακούει κανείς κόσμο στις διαδηλώσεις να διηγείται ότι δεν είχε πάει μια μέρα στη δουλειά, δηλώνοντας αδιαθεσία, ή ακόμα και να δηλώνει, αν είχε ένα αφεντικό που έβλεπε με συμπάθεια τις απεργίες, ότι θα απεργήσει. Όπως και οι διδάσκοντες στο πανεπιστήμιο Παρίσι 8 που, ως επί το πλείστον, υποστήριξαν την απεργία των φοιτητών βαθμολογώντας τους μονομερώς με καλούς βαθμούς (16/20) σε όλες τις σχολές, ανάλογα, πολλοί αλληλέγγυοι γιατροί έδιναν δικαιολογητικά ασθένειας. Έτσι εντελώς τυχαία βρέθηκα να είμαι άνεργη στον ταραγμένο μήνα Απρίλιο, μιας και τότε ήταν επίσης οι σχολικές διακοπές.

Είμαι σίγουρη ότι οι συνθήκες για τη δουλειά του σερβιτόρου (δηλαδή: να ανεβοκατεβαίνεις σκάλες με βαριά, ζεστά πιάτα, το ένα πάνω από το άλλο, με φαγητά που οι πελάτες δεν τρώνε και κοστίζουν τρεις φορές το μεροκάματό σου· να φέρεσαι φιλικά στους πελάτες μπροστά στο αφεντικό· να μην έχεις εγγυημένες ώρες δουλειάς· μερικές φορές να παίρνεις ελάχιστα φιλοδωρήματα· να μην έχεις διαλείμματα αν και αυτό απαιτεί ο νόμος· το προσωπικό στην κουζίνα να είναι όλοι έγχρωμοι ενώ οι σερβιτόροι να είναι κυρίως λευκοί· το αφεντικό να είναι ανοργάνωτο και οι σερβιτόροι να δέχονται λεκτικές επιθέσεις· το αφεντικό, για παράδειγμα, να πετά και να σπάζει ένα πιάτο μπροστά στα πόδια ενός μάγειρα) δεν έχουν αλλάξει από τη δεκαετία του 1970. Πραγματικά, δεν υπάρχει τίποτα το εξαιρετικό σχετικά με αυτή τη δουλειά και δεν είναι χειρότερη από άλλα είδη σκληρότερων επαγγελμάτων. Παρ’ όλα αυτά διηγούμαι αυτές τις λεπτομέρειες σχετικά με την επαγγελματική μου κατάσταση για να εξηγήσω ότι ενώ η τεράστια αυτή κινητοποίηση των συνδικάτων έχει να κάνει με τα περίφημα γαλλικά σχήματα της κοινωνικής ασφάλισης και της σταθερής μεταπολεμικής δουλειάς, στα οποία ο εργασιακός νόμος επιτίθεται, για πολλά άτομα της ηλικίας μου και στην πραγματικότητα και για πολλούς ξένους, που δεν έχουν ακόμα πρόσβαση σε επιδόματα και κοινωνική ασφάλιση, οι συνέπειες του εργασιακού νόμου ισχύουν σε μεγάλο βαθμό ήδη. Υπάρχουν πολλά είδη συμβάσεων που βρίσκονται εκτός της σταθερότητας. Πραγματικά, αυτή την εβδομάδα φαίνεται ότι το ποιος θα πάρει την “κεφαλή της πορείας” (tête de cortége), είναι ταυτόχρονα τόσο ζήτημα υποστήριξης ή καταδίκης των ζημιών στην ιδιωτική περιουσία όσο και του ποιος εκπροσωπεί το κίνημα. Η κατάκτηση της “κεφαλής” εμφανίζεται επίσης σαν μια απαίτηση για την αναγνώριση των μη συνδικαλισμένων μορφών εργασίας.

26 Μαΐου (Παρίσι: Πέμπτη, Διαδήλωση)

Οι απεργίες στα διυλιστήρια και τα μπλόκα, που τώρα αναφέρονται περισσότερο στον διεθνή τύπο, συνεχίζονται από την Πέμπτη 19 Μαΐου και αυξάνονται σε δύναμη. Την Πέμπτη ακούσαμε ότι ήταν αδύνατον να βρει κανείς βενζίνη ή πετρέλαιο στην Ρεν, καθώς τα ΑΤΜ είχαν καταστραφεί στη διάρκεια της διαδήλωσης και τα διυλιστήρια απεργούσαν. Αυτή είναι μια έκδηλη περίπτωση στην οποία οι ενέργειες των “μπαχαλάκηδων” (casseurs) υποστηρίζουν τις δράσεις μιας απεργίας. Κάθε μέρα υπάρχουν εδώ νέα ότι άλλο ένα διυλιστήριο μπλοκαρίστηκε, ότι σε ένα άλλο οι απεργοί εκδιώχθηκαν. Συνήθως επανακαταλαμβάνονται. Τα μπλόκα στους δρόμους είναι πάρα πολλά για να τα μετρήσει κανείς. Τα πρωτοσέλιδα αφήνουν να εννοηθεί ότι το συνδικάτο, η CGT, έχει τη δύναμη να μπλοκάρει ολόκληρη τη χώρα και ο Μανουέλ Βαλ τους επέκρινε για το ίδιο έγκλημα. Την Τρίτη ο υπουργός Bruno Le Roux (ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην Εθνοσυνέλευση) φάνηκε να μετακινείται σε σχέση με τον νόμο λέγοντας ότι θα μπορούσε να τροποποιηθεί, αλλά ο ηγέτης της FO6 Jean Claude Mailly, απάντησε με ένα σύνολο από ελάχιστες απαιτήσεις για να υπάρξει μια ανάκληση [των απεργιών]. Το πρωί της Πέμπτης, ένα ηγετικό στέλεχος της CGT ανέφερε ότι είχε δεχτεί προωπικά και απειλητικά sms από υπουργό της κυβέρνησης.

Βίντεο από άλλες περιοχές της Γαλλίας δείχνουν εργάτες των διυλιστηρίων να τραγουδούν αντιμπατσικά τραγούδια προς τις γραμμές της στρατοχωροφυλακής (gendarmerie): “οι μπάτσοι πληρώνονται από τις μανάδες μας για να σκοτώνουν τα αδέρφια μας, οι μπάτσοι πληρώνονται από τις…δεν θα γίνουμε ποτέ μπάτσοι”, εδώ υπάρχει ένα λινκ (https://www.facebook.com/LorientDebout/videos/vb.206623113049744/233029510409104/?type=2&theater). Όσο περισσότερες μέρες παραμένουν κλειστά τα διυλιστήρια τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες να κλείσουν όλα μαζί καθώς αποτελεί απειλή για την ασφάλεια και την υγεία το να διατηρούνται σε λειτουργία χωρίς εργάτες. Σύμφωνα με την εφημερίδα Le Parisien, την Τρίτη 24 Μαΐου το 1/3 των βενζινάδικων είχαν μερική ή πλήρη έλλειψη, 6 στα 8 διυλιστήρια είχαν σταματήσει τη λειτουργία τους εντελώς ή λειτουργούσαν εν μέρει, τα δεξαμενόπλοια είχαν μπλοκαριστεί στην Μασαλλία και υπήρχε κάλεσμα για απεργία στους σιδηροδρόμους (SNCF) στην οποία συμμετείχε ήδη το 10% των εργαζόμενων. Αυτές οι απεργίες (δείτε συνδέσμους εδώ: http://paris-luttes.info/greve-a-repetition-en-ile-de-5849?lang=fr) είναι επιπλέον σε εξέλιξη ή πρόκειται να ξεκινήσουν στο Παρίσι. Την Πέμπτη 26/5, σύμφωνα με την ζωντανή ροή ειδήσεων της Le Monde, το 1/5 των βενζινάδικων σε εθνικό επίπεδο ήταν χωρίς καύσιμα. Το 40% των βενζινάδικων στο Παρίσι αντιμετώπιζαν δυσκολίες στο να προμηθευτούν καύσιμα και πραγματικά ένα βενζινάδικο, στο 19ο διαμέρισμα, είχε σηκώσει μια πινακίδα ύψους 1 μέτρου όπου γραφόταν με πλάγια πράσινα γράμματα: PAS DE GASOIL [ΧΩΡΙΣ ΒΕΝΖΙΝΗ]. Οι περιφρουρήσεις είχαν όμως και απώλειες. Στο Χερβούργο ένας συνδικαλιστής σκοτώθηκε στον δρόμο για μια πικετοφορία ενώ σε ένα άλλο μπλόκο ένας διαδηλωτής τραυματίστηκε καθώς χτυπήθηκε από έναν οδηγό φορτηγού.

Η Πέμπτη καταγραφόταν ως η 8η μεγάλη μέρα των κινητοποιήσεων ενάντια στον “Εργασιακό Νόμο”, κάτι που σημαίνει ότι υπήρχαν μεγάλες κινητοποιήσεις σε ολόκληρη τη χώρα, πορείες συνδικάτων συνοδευόμενες από απεργίες και μπλόκα. Η εκτίμηση της αστυνομίας για τον αριθμό των διαδηλωτών σε ολόκληρη τη Γαλλία ήταν 180.000 ενώ η CGT λέει ότι ήταν γύρω στις 300.000 (Le Monde). Στο Παρίσι, τα λύκεια Voltaire και Montaigne αποκλείστηκαν και πάλι, μαζί με την βιομηχανική ζώνη του Porte of Gennevilliers (από τις 8.30 μέχρι τις 9.20 πμ.). Μια διαδήλωση βάδισε από την Βαστίλλη στην Nation (μια σκόπιμα σύντομη διαδρομή). Όπως και με τη διαδήλωση της προηγούμενης Πέμπτης, το αυτόνομο μπλοκ (άνθρωποι που δεν σχετίζονται με τα συνδικάτα), που είχε μετονομαστεί σε tête de cortège, ήταν μεγάλο, γεμάτο από κάθε λογής κόσμο – μαύρο μπλοκ και λυκειόπαιδα. Η CGT είχε ήδη αρχίσει την πορεία όταν φτάσαμε εκεί, προφανώς για να εμποδίσει τα αυτόνομα κομμάτια να βρεθούν στην κεφαλή της πορείας.

Κομμάτια αυτής της κεφαλής αποσπάστηκαν σπάζοντας πράγματα, τζάμια στις στάσεις λεωφορείων, τζάμια κινούμενων διαφημιστικών, βιτρίνες καταστημάτων, μάλλον μόνο και μόνο επειδή ήταν τζάμια, αν και μερικά σπασίματα συνοδεύονταν από αντικαπιταλιστικά συνθήματα. Το υπόλοιπο πλήθος έλεγαν ο ένας στον άλλον να περιμένουν, χειροκροτούσαν όταν γίνονταν τα σπασίματα, και αλληλοπροστατεύονταν. Είχαν μια σιωπηλή αλληλεγγύη με αυτά τα πιο δραστήρια, κουκουλωμένα κομμάτια της πορείας, διαψεύδοντας αυτά που λέγονται για τους μπαχαλάκηδες στον τύπο. Σε ένα σημείο η ουρά της πορείας στρίβει προς τα δεξιά, πιθανόν για μια δράση, αλλά αυτό που συμβαίνει είναι ότι η στρατοχωροφυλακή, αφού έχει αφήσει χιλιάδες κόσμου να περάσει, αποφασίζει να σχηματίσει έναν κλοιό για να περιορίσει τους διαδηλωτές. Όλοι γιουχάρουν και δείχνουν να αψηφούν αυτή τη φορά, προχωρούν μπροστά, με τα χέρια σηκωμένα, φωνάζοντας “λευτερώστε τους συντρόφους μας” με προστακτικό τόνο. Η αστυνομία τους σπρώχνει, τους ψεκάζει, αλλά ολόκληρη η πορεία παραμένει εκεί. Καθώς τρώνε κάποιοι τα δακρυγόνα, άλλοι έρχονται μπροστά, τα χέρια πάντα ψηλά. “Όλοι μισούν τους μπάτσους”, φωνάζει ρυθμικά το πλήθος, προχωρώντας και πάλι μπροστά. Οι μπάτσοι σπρώχνουν πίσω, χτυπάνε τον κόσμο, χρησιμοποιούν σπρέι πιπεριού. Το πλήθος “κουβαριάζεται”, ανασυγκροτείται. Πιο μπροστά δεν μπορείς να δεις τίποτα μέσα από τον καπνό. Αργότερα, άκουσα ότι ήταν χιλιάδες κόσμου που στριμώχτηκαν και χτυπήθηκαν σε αυτό τον χώρο και ότι τα δακρυγόνα και οι “κρότου-λάμψης διασποράς” είχαν σαν αποτέλεσμα να πάρουν φωτιά αρκετοί διαδηλωτές, καθώς τα βλήμματα προσγειώνονταν πάνω στα ρούχα τους. Το πλήθος προχωρά μπροστά φωνάζοντας cassez-vous, “άντε γαμηθείτε”. Τελικά οι μπάτσοι νικιούνται, υποχωρούν, αφήνοντας όλον τον κόσμο να περάσει. Όλοι ξαναμεύζονται βιαστικά, κλαίγοντας. Τραυματισμένοι, και η πορεία συνεχίζεται.

Τα υπόλοιπα φαίνονται να γίνονται χωρίς την αστυνομία. Περισσότερα σπασίματα, μέσα σε αυτά μια έκθεση αυτοκινήτων Skoda, στην οποίο μπήκε ο κόσμος. Όλα αυτά γίνονται κάτω από το βλέμμα επιτήρησης μιας κάμερας υψηλής ευκρίνειας ενός πράκτορα της RG (Γαλλική υπηρεσία πληροφοριών) που προσποιείται τον δημοσιογράφο, σε ένα μπαλκόνι, ενώ μερικά μέλη των Cheminots (σιδηροδρομικών) περνάνε φωνάζοντας “casseurs, collabos” (μπαχαλάκηδες, συνεργάζεστε με το κράτος). Το γκράφιτι στους τοίχους λέει πράγματα όπως 1789: les casseurs prennent la Bastille! (1789 οι μπαχαλάκηδες κατέλαβαν την Βαστίλλη!)· vivre, sans temps (ζήσε χωρίς χρόνο) και enfin une manif qui se passe bien (τελικά, η πορεία πήγε καλά). Μια στιγμή ένα κατάστημα Emmaüs (ένα είδος μεγάλων εκπτωτικών καταστημάτων με φθηνά έπιπλα και ελαφρώς, μάλλον, ακριβά ρούχα) απειλείται. Ένα κομμάτι του αυτόνομου μπλοκ συμφωνεί με τους υπόλοιπους – όχι το Emmaüs! είναι ένα μαγαζί, καταλαβαίνουμε, που φροντίζει για τους φτωχούς. Έτσι το μπλακ μπλοκ στέκεται μπροστά από το μαγαζί και όλοι χειροκροτούν.

H Nation είναι και πάλι ένα βίαιο “παιδικό πάρκο”: η αστυνομία έχει αποκλείσει την μισή περιοχή χρησιμοποιώντας αυτά τα μεταφερόμενα οδοφράγματα. Είναι μεταλλικά και συχνά χρησιμοποιούνται για να αποκλείουν ολόκληρους δρόμους ενόψει διαδηλώσεων. Φαίνεται να τα χρησιμοποιούν κάθε τρίτη διαδήλωση, ή κάτι τέτοιο. Αναρωτιέμαι πώς τα μεταφέρουν μιας και μοιάζουν σαν τεράστια διακοσμητικά παραβάν, πίσω από τα οποία θα μπορούσε κανείς να ντυθεί αν δεν ήταν φτιαγμένα από μπλε πλέγμα. Ένας πολύχρωμος φοίνικας (το πουλί), φτιαγμένος από χαρτόνι, που βρισκόταν σε ολόκληρη την πορεία, είναι διακοσμημένος με τις λέξεις à l’assaut du ciel – για την έφοδο στον ουρανό. Ο Μαρξ έγραψε στον Kugelmann, στις 12 Απρίλη του 1871, για την Κομμούνα: ‘…ces parisiens montant à l’assaut du ciel’ – “…αυτοί οι Παριζιάνοι που εξαπέλυσαν την έφοδο στον ουρανό”. Ο φοίνικας ανεβαίνει καιόμενος στον ουρανό, αλλά η Le Parisien αναφέρεται σε αυτό σαν ένα “καιόμενο καροτσάκι για ψώνια’. Έχει στα σαγόνια του ψεύτικα λεφτά. Η αστυνομία έχει φτιάξει μια περίμετρο μισοφέγγαρου στην πλατεία και επιπλέον το υπόλοιπο της κεφαλής της πορείας δεν έχει φτάσει ακόμα. Ο κόσμος που κάθεται στις χορταριασμένες όχθες του Σηκουάνα, στο οδόστρωμα, σε παρτέρια με τριαντάφυλλα, στην πλατεία, πετά αντικείμενα στους μπάτσους. Για μια στιγμή ο ουρανός είναι γεμάτος από αντικείμενα, που ίπτανται τυχαία, στη συνέχεια αρχίζουν πάλι τα δακρυγόνα. Οι ασφαλίτες (BAC) εμφανίζονται, αρπάζουν στην τύχη έναν πιτσιρικά, όλοι τρέχουν καταπάνω τους, αυτοί επιστρέφουν με λοστάρια στα χέρια. Αναφέρεται κάπου ότι νωρίτερα δύο τέτοιοι ασφαλίτες κυνηγήθηκαν για να διωχτούν από μια πορεία και ένας από αυτούς έβγαλε το όπλο του σημαδεύοντας έναν διαδηλωτή. Η πλατεία γέμισε και πάλι δακρυγόνα, αμέτρητα τάγματα ΜΑΤατζήδων επιτέθηκαν από όλες τις κατευθύνσεις.

18-24 Μαΐου (Παρίσι: η υπόθεση με το καμμένο αμάξι της αστυνομίας)

Μετά την πορεία της 18ης Μαΐου, στην οποία κάηκε ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας, 5 άνθρωποι συνελήφθησαν και έγινε έρευνα στα σπίτια τους. Φαίνεται ότι διαλέχτηκαν στην τύχη και η επιλογή αυτή έγινε με τη δικαιολογία ότι είχαν λάβει προηγουμένως ένα “απαγορευτικό σημείωμα” που τους απαγόρευε να συμμετάσχουν στην πορεία το πρωί της Τρίτης (17 Μαΐου). Αυτό το σημείωμα “έληγε” το πρωί της Τρίτης και συνεπώς δεν ήταν πλέον σε ισχύ. Ένας από τους συλληφθέντες αφέθηκε μετά από μια μέρα κράτησης ενώ οι υπόλοιποι 4 οδηγήθηκαν το Σάββατο στον δικαστή, κατηγορούμενοι για:

– απόπειρα ανθρωποκτονίας
– αντίσταση από πρόθεση κατά της αρχής (από πρόθεση άσκηση βίας εναντίον δημόσιας αρχής)
– φθορά δημόσιας περιουσίας
– συμμετοχή σε ένοπλη συνάθροιση

H βαρύτητα των κατηγοριών φαίνεται να είχε επίσης επηρεαστεί από την οδηγία του υπουργού Άμυνας Bernard Cazeneuve, ο οποίος απαίτησε τις σκηρότερες δυνατές ποινές για όσους εμπλέκονταν στο περιστατικό, αφού είχε περιγράψει ως εξής τα συναισθήματά του:

“Βρήκα εξαιρετικά σοκαριστικό να βλέπω άτομα τριγύρω (από το περιπολικό), να καταγράφουν τη σκηνή με κάμερες, χωρίς να κινούνται ή να βοηθήσουν, σαν να επρόκειτο για μια φυσιολογική κατάσταση πραγμάτων. Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να θεωρήσω ότι πίσω από αυτές τις ορδές βαρβάρων εξακολουθεί να υπάρχει κάτι που να προσομοιάζει στην ανθρωπιά”.

Οι τέσσερις, φαινομενικά αυθαίρετα επιλεγμένοι, πήραν μια περίοδο μερικών ημερών πριν να οδηγηθούν στον δικαστή, αλλά προφυλακίστηκαν έτσι κι αλλιώς και κρατήθηκαν μέχρι που τρεις από αυτούς αφέθηκαν ελεύθεροι την Τρίτη το απόγευμα. Δικηγόροι είπαν δημόσια ότι η όλη υπόθεση στηριζόταν σε έναν άδειο φάκελο, και ότι οι τέσσερις είχαν στοχοποιηθεί τυχαία εξαιτίας των ατομικών τους φακέλων. Η μοναδική μαρτυρία στην υπόθεση ήταν η κατάθεση ενός πράκτορα της υπηρεσίας πληροφοριών (RG). Πραγματικά, η αστυνομική διεύθυνση έβγαλε μια δήλωση την Πέμπτη με την λεπτομέρεια ότι οι τέσσερις ήταν “γνωστοί στην αστυνομία από την συμμετοχή τους σε αντιφασιστικές ομάδες”, λες κι αυτό είναι από μόνο του έγκλημα. Τρεις απελευθερώθηκαν με εγγύηση το βράδυ της Τρίτης 24/5, το συνδικάτο των αστυνομικών είναι στα “μαχαίρια”.

9-19 Μαϊου (Διαδηλώσεις, Παρίσι)

Αυτή εδώ είναι μια συλλογή από σημειώσεις, γραμμένες από μια σερβιτόρα, που προσπαθεί να βάλει μαζί εμπειρίες από το Παρίσι και από τα υπόλοιπα μέρη της Γαλλίας στη διάρκεια του κινήματος ενάντια στον εργασιακό νόμο. Θα αρχίσει να ενώνει τα κομμάτια αναδρομικά από το διάστημα Μαρτίου – Μαΐου, μιλώντας παράλληλα και για την τωρινή συγκυρία.

Οι προηγούμενες δύο εβδομάδες ήταν τόσο εξουθενωτικές όπως και οι προηγούμενες, αν όχι περισσότερο, καθώς η γαλλική αστυνομία είχε μόλις ανακαλύψει την “τακτική του διχτυού” (όπως τα δίχτυα για ψάρεμα), γνωστή επίσης και ως “περικύκλωση”. Αρκετές επιθέσεις με δακρυγόνα και εξουδευτερωτικές “περικυκλώσεις” συνδυάζονταν με μια ατμόσφαιρα εξαιρετικά υγρή, με πολλή βροχή, ενώ πολλοί άνθρωποι είχαν ήδη μεγάλο έλλειμα ύπνου από τον Απρίλη και τον Μάρτη. Η Τρίτη 10 του Μάη ξεκίνησε, για παράδειγμα, με ένα κάλεσμα για μπλόκα στις 7 το πρωί, το μπλόκο ήταν η λέξη της εβδομάδας. Το σχέδιο έμοιαζε να είναι να μπλοκαριστεί ο σταθμός του Bercy, τα τερματικά τραίνων και λεωφορείων, καθώς υπήρχε, την ίδια μέρα, μια απεργία από το Sud7, ένα συνδικάτο σιδηροδρομικών. Ήταν μια καλά οργανωμένη δράση, ξεκίνησε από την Όπερα, όπου αυτοί που είχαν ξυπνήσει νωρίς-νωρίς μπήκαν στους συρμούς του μετρό, παίρνοντας διάφορες γραμμές και σε διάφορες κατευθύνσεις, πριν καταλήξουν σε ένα μεγάλο κυνηγητό – στον σταθμό, έξω από αυτόν και πάλι πίσω στον σταθμό. Το παιχνίδι γάτας-ποντικιού απλώθηκε γύρω και από τον σταθμό Dugommier κατά τις 8.30πμ, ο οποίος περικυκλώθηκε από τη στρατοχωροφυλακή. Ο πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλ πέρασε τον νόμο κάποια στιγμή την ώρα του μεσημεριανού κάνοντας χρήση ενός ειδικού διατάγματος του 49-3, το οποίο είχε εισαχθεί στην διάρκεια της αστάθειας ανάμεσα στην 3η και την 4η Δημοκρατία8.

Ο καιρός ήταν ολόκληρη τη βδομάδα πολύ υγρός και “βαρύς”, προκαλώντας σοβαρούς, παρατεταμένους πονοκέφαλους και βροχή χωρίς ανακούφιση. H Εθνική Συνέλευση στις 6 το απόγευμα επισκιάστηκε από ομίχλη, εκλάμψεις και καπνούς. Ισχυρές δυνάμεις των ΜΑΤ (CRS) και της στρατοχωροφυλακής απώθησαν σταδιακά όλον τον κόσμο προς τα πίσω, τον διέσπασαν. Μια μικρή μη-ανακοινωμένη πορεία ξεκίνησε, κάπως αφελώς, αφού είχε μόνο καμμιά πενηνταριά άτομα, κατά τις 7μμ, για να περικλυκλωθεί στην προκυμαία του Σηκουάνα, αναγκαζόμενη να στριμωχτεί σχεδόν δίπλα στο νερό, όπου μέσα από τα παράθυρα των πολυτελών βαρκών Παριζιάνοι (;) ή τουρίστες (;) φαίνονταν να χοροπηδούν και να χορεύουν σουίνγκ ανέμελα. Η αστυνομία απέκλεισε την προκυμαία, επιτρέποντας μόνο σε δρομείς που φορούσαν φωσφορίζουσες στολές να περνάνε, και στην συνέχεια έριξε δακρυγόνα. Οι διαδηλωτές έτρεχαν και σταματούσαν καθώς δεν υπήρχε κάποιο σημείο για να καταφύγουν. H αστυνομία του ποταμιού – πόσο κινητικοί είναι πραγματικά σε κάποιες περιστάσεις – πέρναγε με ταχύπλοα καθώς τα παιδιά έριχναν ό,τι μπορούσαν: βλήματα, κομμάτια από σκαλωσιές. Τα δακρυγόνα συνεχίστηκαν για αρκετές ώρες καθώς ο κόσμος ήταν εντελώς παγιδευμένος στον δρόμο πάνω από την προκυμαία, χωρίς να μπορεί να αναπνεύσει ή να κατεβεί, τα πνευμόνια γέμιζαν ξανά και ξανά με τοξικά αέρια.

Την Πέμπτη στις 12/5 άλλη μια διαδήλωση ξεκίνησε κοντά στο Montparnasse. Αρχικά υπήρξαν συγκρούσεις με τα δακρυγόνα να αναμειγνύονται με τους περαστικούς. Στα μισά περίπου, η πορεία κατέληξε σε ένα ανοιχτό μέρος δίπλα σε ένα τεράστιο μέγαρο. Κανείς δεν ήξερε ποιο ήταν αυτό το κτίριο, το μόνο που ήξεραν γρήγορα ήταν ότι ελεγχόταν από στρατιωτικούς, ένοπλους φρουρούς. Κάτι άρχισε να συμβαίνει στην πλατεία αλλά καθώς κόσμος άρχισε να μπαίνει από μια πλαϊνή είσοδο, έγινε αντιληπτός και αμέσως κατέφτασαν στρατιώτες με τα όπλα οπλισμένα. Ξανάβρεξε δακρυγόνα. Μια τσάντα με πέτρες (paves, πέτρες από πεζοδρόμια, που τις πήρε το πλήθος) αφέθηκε στον δρόμο, μέσα στο χάος, καθώς δακρυγόνα CS9 πετάχτηκαν για μια ακόμα φορά μέσα στο πλήθος, η πορεία ήταν τόσο στριμωγμένη που δεν μπορούσε να κινηθεί προς τα μπρος, αν και κάποιοι κατάφεραν να ξεφύγουν και να στήσουν στη συνέχεια μερικά οδοφράγματα. Η πορεία αναγκάστηκε να επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε και έτσι άρχισε μια μακρόσυρτη περικύκλωση που προκαλούσε σύγχυση. Τελικά, όλοι πήγαν σπίτια τους. Σε αυτή την πορεία, της Τρίτης 12 Μάη, η CGT συνεργαζόταν ανοιχτά με την αστυνομία για να ελέγξει τη διαδήλωση, και αυτό ήταν φανερό καθώς φορτηγάκια περνούσαν ανάμεσα στις γραμμές της αστυνομίας χωρίς να βοηθάνε τους πεζούς διαδηλωτές ή τους πιο νέους ή όσους φορούσαν μάσκες.

Εκείνο το απόγευμα καταλήφθηκε η Σχολή Καλών Τεχνών στο St Germain des Près και ξεκίνησε μια Γενική Συνέλευση γύρω στα μεσάνυχτα. Η κατάληψη αυτή οδήγησε σε πολλές διενέξεις ιδιαίτερα καθώς πολλοί φοιτητές, που φοιτούν στο συγκεκριμένο Πανεπιστήμιο, εξέφραζαν την θετική τους εκτίμηση γι’ αυτό, λέγοντας ότι διαφέρει από άλλα ιδρύματα, ότι το αγαπούν και ταυτίζονται μαζί του. Η κατάληψη είχε σαν αποτέλεσμα να καταστραφούν δύο υπολογιστές, κάτι που τελικά διέσπασε το σώμα των φοιτητών. Ένα κάστρο από πλάκες του δρόμου χτίστηκε στο μέσο του προαυλίου, θυμίζοντας αυτό που είχε χτιστεί στις 28 Απριλίου στην Πλατεία Δημοκρατίας, πριν από την βίαιη εκκένωσή της. Η κατάληψη της Καλών Τεχνών εκκενώθηκε τελικά τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής αλλά ήταν ωραία για όσο κράτησε.

Ο διάλογος σχετικά με τους μπαχαλάκηδες (casseurs) άρχισε σταδιακά να διαχέεται στην ατμόσφαιρα τις επόμενες μέρες, όπως δεν είχε συμβεί ποτέ όλο το προηγούμενο διάστημα. Την Κυριακή μαζί με έναν φίλο δελεαστήκαμε από μια πρόσκληση για απεριτίφ στο σπίτι μιας ηλικιωμένης κυρίας στο Denfert Rochereau. Η ηλικιωμένη κυρία είναι μια αριστροκράτισα, μητέρα δύο μοντερνιστών ζωγράφων, ενώ η μητέρα της ήταν ερωμένη και μαθήτρια του Picabia10. Βολεμένη σε ένα ντιβάνι απέναντι στην εσωτερική της διακόσμηση: φυτά, τοτέμ, υψηλού στυλ πίνακες γυμνών γυναικών (ένας απειλητικός χωρίς πρόσωπο ιππότης, με μια πανοπλία, να τους σφτιχαγκαλιάζει τα στήθη), ανέπτυσσε την απαρέσκειά της για τις διαδηλώσεις, για τους ταραξίες: “To σιχαίνομαι όταν έρχονται εδώ, σπάνε τα πάντα…δεν είναι από το Παρίσι, έρχονται από τα προάστια11, απλά θέλουν να καταστρέψουν τα πάντα”. Η ρατσιστική της περιγραφή για τη νεολαία από τα προάστια, ως πλασμάτων με τον ψυχαναγκασμό να σπάνε, έμοιαζε να ταιριάζει με την γενική αποστείρωση του εσωτερικού του διαμερίσματός της, στο οποίο ζωντανά πράγματα είχαν αργά απολιθωθεί, στυλιζαριστεί.

Την Τρίτη, η συνεργασία της CGT με την αστυνομία συνεχίστηκε. Οι “Μονάδες Τάξης” (περιφρούρηση) της CGT, που είναι μέρος αυτού του συνδικάτου, ήταν παρατεταγμένη σε ένα τεράστιο μπλοκ. Οι ΜΤ είναι ουσιαστικά αυτο-εκλεγμένοι “μπρατσαράδες” από κάθε συνδικάτο, που υποτίθεται ότι ελέγχουν την πορεία – προφανώς αυτό δεν έχει πάντα χαρακτηριστικά συνεργασίας – τις τελευταίες εβδομάδες φαίνεται ότι ο σκοπός τους είναι η προσπάθεια να κερδίσουν την κεφαλή της πορείας. Μοιάζουν, με τα κράνη και το σουλούπι τους, με τους ασφαλίτες (BAC). Κάποια άτομα από τις ΜΤ – δυο οικτροί Σταλινικοί με μεγάλα παλούκια – επιτέθηκαν στην πορεία την Πέμπτη και το πλήθος τους την “έπεσε”, πετώντας τους ότιδήποτε είχε πρόχειρο – κάδους, σκουπίδια, μπουκάλια. Ο δημόσιος λόγος εναντίον των μπαχαλάκηδων μοιάζει να δυναμώνει την τελευταία βδομάδα, από τότε που πέρασε ο Νόμος, και φαίνεται ότι τα συνδικάτα θέλουν να ενισχύσουν αυτόν τον διαχωρισμό, ανάμεσα σ’ αυτούς που “δουλεύουν” (σε πιο ασφαλείς, και εντός σωματείων δουλειές) και – ειρωνικά – σε αυτούς που δεν μπορούν να δουλέψουν ή δεν δουλεύουν με τις ίδιες δυνατότητες (όπως το salariat12, το πρεκαριάτο13, τα παιδιά από τα προάστια, τα μέλη του MILI: Mouvement Inter-Luttes Indépendents, οι σπουδαστές, lycéens). Ή, εν πάσει περιπτώσει, αυτό μου φαίνεται ότι είναι το νόημα αυτού του διαχωρισμού.

Τελοσπάντων, στη διαδήλωση της Τρίτης, που ακολούθησε γενικά την ίδια διαδρομή από την École Militaire, εν μέσω δακρυγόνων, μολότωφ, κρότου-λάμψης διασποράς, καιγόμενους κάδους και ιπτάμενα μπουκάλια, στην πλατεία Denfert Rochereau, οι Μονάδες Τάξης (της CGT), περικύκλωσαν τον κόσμο ενώ αυτός προσπαθούσε να ξεφύγει από μια επίθεση της αστυνομίας και μια δηλητηριασμένη από τα δακρυγόνα πλατεία. Οι ΜΤ είναι επίσης επικίνδυνες, καθώς κατεβαίνουν στις πορείες με λοστάρια, μπαστούνια του μπέηζμπολ, κράνη, σπρέι πιπεριού και γάντια με βαράκια στις αρθρώσεις. Στην συνέχεια η διαδήλωση απέκτησε ενδιαφέρον, καθώς αποκρυσταλλώθηκαν τα στρατόπεδα, οι ΜΤ βρέθηκαν περικυκλωμένες και από τις δυο πλευρές.

Την Τρίτη το βράδυ, στην Πλατεία Δημοκρατίας, ενόψει της προετοιμασίας για μια διαδήλωση της αστυνομίας την Τετάρτη που καλούσε να σταματήσει το “το αντι-μπατσικό μίσος”, κόσμος κάλυπτε το έδαφος της πλατείας σε ανάμνηση των ημερών στις οποίες σκοτώθηκαν πολίτες από την αστυνομία από το 1950. Σε ανεξίτηλο λευκό και μπλε χρώμα, αυτές οι μέρες γράφτηκαν δίπλα σε γκράφιτι που ανακαλούσε την ιστορία της συνεργασίας της Γαλλικής αστυνομίας με τους Ναζί. Η χονδρική μετάφραση των λέξεων, ύψους 30 εκ., είναι: “ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΚΤΟΠΙΣΜΕΝΟΙ ΠΑΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΕΚΤΟΠΙΣΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ”. Η διαδήλωση για να “σταματήσει το αντι-μπατσικό μίσος”, απαιτούσε φυσικά μια αντι-διαδήλωση, μιας και η βαναυσότητα των μπάτσων ήταν τόσο άγρια. Καθώς ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των μπάτσων (ΜΑΤ) στη Γαλλία ψηφίζουν Εθνικό Μέτωπο (FN), όλοι υποπτεύονταν ότι θα υπήρχε και μεγάλη παρουσία φασιστών. Φημολογούνταν ότι, σε ένδειξη συμπαράστασης προς την αστυνομία, θα συμμετείχαν, αν και σε πλήρη αντίθεση μεταξύ τους, τόσο η LDJ (μια φασιστική Σιωνιστική ομάδα: Ligue de Défense Juive) καθώς και οπαδοί του Alain Soral (μια νεοναζιστική, φανατικά αντισημιτική ομάδα). Το πρωί, φτάσαμε πολυ αργά, για να βρούμε πολύ τεταμένες γραμμές της αστυνομίας, εκατοντάδες ανθρώπους (αριστερούς και αντιφασίστες) να έχουν απωθηθεί από την πλατεία κατά εκατοντάδες. Είμασταν μονίμως πίσω για πέντε λεπτά, αλλά τελικά βρήκαμε τον δρόμο μας για το Quai de Valmy, όπου υπήρχαν στήλες τοξικού μαύρου καπνού που έβγαιναν από τα αποκαΐδια ενός αυτοκινήτου της αστυνομίας.

Η αντι-μπατσική πορεία είχε τώρα διαλυθεί, αλλά στην Πλατεία Δημοκρατίας ήταν αδύνατον να μπει κανείς, καθώς προστατευόταν από τη στρατοχωροφυλακή, και μια πορεία αστυνομικών μπροστά, πιο μακριά, κοντά στο άγαλμα, με δικές τους φωτοβολίδες. Ροδακινί καπνός. Η Μαρί Λεπέν ήταν μέσα, κάνοντας κάποιου τύπου ομιλία, ως η σταρ των φασιστών. Παιδιά ήταν έξω από το κορδόνι της αστυνομίας, μια μικρή ομάδα αντίστασης, λίγο λυπηρό θέαμα. Άκουσα ένα πιτσιρικά να λέει: “Μα την Μαρί Λεπέν; Σοβαρά;” Ακτιβιστές έλεγαν ότι το πρόβλημα δεν ήταν η αστυνομία αλλά οι φασίστες και υπήρχε μια άγρια αντιπαράθεση στην οποία αρκετοί Ιταλοί έλεγαν: μόνο ο στρατός θα μπορούσε ποτέ να ενωθεί σε μια λαϊκή εξέγερση, ποτέ η αστυνομία, αφού ψηφίζουν Εθνικό Μέτωπο. Φαινόταν ότι μια άλλη πορεία αστυνομικών, ενάντια στους φασίστες και την αστυνομία, κατέφθανε στην πλατεία για να υποστηρίξει την αντι-μπατσική πορεία. Έμοιαζε πολύ καταθλιπτικό, η πλατεία (που λίγες βδομάδες πριν, αν και ένα φιλελεύθερο και αρκετά βαρετό μέρος μιας πολυποίκιλης πολιτικής δραστηριότητας, αλλά πάντως ένας τόπος) είχε εκκαθαριστεί, με τη βία, ενώ διευκολυνόταν τώρα η πραγματοποίηση μιας πορείας φασιστών. Ο κόσμος διαφωνούσε για το αν η αστυνομία μπορούσε να συμμετάσχει στο αντικυβερνητικό κίνημα, και έμοιαζε εξαιρετικά μπερδεμένος σε σχέση με την ιστορία. Ιταλοί κομμουνιστές άραζαν τριγύρω, πολλοί ενθουσιασμένοι και ξεσηκωμένοι για να φύγουν, πολλοί κουρασμένοι από την θολή ατμόσφαιρα.

Την Πέμπτη 19 Μάη, έγινε μια τεράστια διαδήλωση που ξεκίνησε από την Νασιόν και τελείωσε στην Place d’Italie. Η κεφαλή, το “αυτόνομο” κομμάτι της διαδήλωσης, δηλαδή το κομμάτι που δεν σχετίζεται με τα συνδικάτα, ήταν τεράστιο (κάποιοι λένε για 10.000 άτομα), και πήρε την μπορστινή θέση στη διαδήλωση. Σε μια πολύ έντονη αντιπαράθεση στη συνέχεια δυο φίλοι συζητούσαν τον τρόπο με τον οποίο πιο μετριοπαθείς φοιτητές μετακινήθηκαν από τις γραμμές του Nouveau Parti Anticapitaliste, για να ενωθούν με αυτό το πιο αυτόνομο κομμάτι. Υπήρξαν κάποιες συγκρούσεις, και στην Place D’italie η αστυνομία έκανε έφοδο στην πλατεία, επιτιθέμενη στους διαδηλωτές και ρίχνοντας τα συνηθισμένα δακρυγόνα. Οι ΜΤ της CGT επιτέθηκαν και πάλι στην πορεία και αυτό έγινε θέατρο πολλών συγκρούσεων πριν τελικά διαλυθεί ο κόσμος.

Πηγή: https://laserveuse.tumblr.com/

1Στμ. Στα “ένσημά μου”, θα λέγαμε.

2Στμ. Γεύμα μεταξύ πρωινού (breakfast) και μεσημεριανού (lunch).

3Στμ. Στα γαλλικά SMIC: salaire minimum interprofessionnel de croissance, το κατώτατο νόμιμο ωρομίσθιο.

4Στμ. Το δικό μας αντίστοιχο είναι θα λέγαμε “αναπληρωτής” καθηγητής.

5Στμ. RSA: revenu de solidarité active, επίδομα ανεργίας που αποσκοπεί στο να διευκολύνει την επιστροφή στην αγορά εργασίας (δείτε πχ. https://en.wikipedia.org/wiki/Revenu_de_solidarit%C3%A9_active).

6Στμ. FO:Force Ouvrière, (Εργατική Δύναμη) τυπικά CGT-FO, η τρίτη μεγαλύτερη εργατική συνομοσπονδία στη Γαλλία, προήλθε το 1948 από αντιπολιτευόμενη, στην πρόσδεση της CGT στο ΚΚΓ, διάσπαση.

7Στμ. SUD Rail: γαλλικό συνδικάτο σιδηροδρομικών, μέλος της “Union syndicale Solidaires”. Το SUD είναι ακρωνύμιο των λέξεων: “solitaire, unitaire et démocratique, “αλληλεγγύης, ενωτικό και δημοκρατικό”.

8Στμ. 3η και 4η Γαλλική Δημοκρατία: το καθεστώς στη Γαλλία από το 1870, μετά την κατάρρευση της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας, μέχρι το 1940, με την ήττα της Γαλλίας στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και από το 1946 μέχρι το 1958, αντίστοιχα. Το διάταγμα 49-3 δίνει την δυνατότητα στην κυβέρνηση να παρακάμπτει την Εθνοσυνέλευση στην θέσπιση μιας νομοθεσίας, κάτι αντίστοιχο των Προεδρικών Διαταγμάτων στο ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα.

9Στμ. Τύπος δακρυγόνου. Η ονομασία CS προέρχεται από τα αρχικά των επωνύμων των χημικών που ανακάλυψαν την ενεργό ουσία, τους Corson και Stoughton.

10Francis Picabia (1879-1953): Γάλλος ζωγράφος της avant-garde, ποιητής και τυπογράφος. Αφού πειραματίστηκε με τον Ιμπρεσσιονισμό και τον πουαντιγισμό, συνδέθηκε τελικά με τον κυβισμό.

11Στμ. Στα γαλλικά banlieues.

12Στμ. Salariat, “σαλαριάτο”, όρος που αναφέρεται στην διαφορά ανάμεσα σε wage και salary. Αρκετές φορές οι όροι χρησιμοποιούνται εναλλάξ, αλλά σε άλλες περιπτώσεις διαφοροποιούνται με την έννοια ότι ο μισθός/wage αναφέρεται στην πληρωμή κάποιου με την ώρα (με βάση ωρομίσθιο) και ο οποίος δικαιούται πχ. υπερωριών, ενώ salary ονομάζεται ο ετήσιος συνολικός μισθός που λαμβάνει κάποιος, υπολογιζόμενος με βάση ένα συγκεκριμένο ποσό για συγκεκριμένο διάστημα και συνήθως δεν δικαιούται υπερωριών.

13Στμ. Precariat, “πρεκαριάτο”, το κομμάτι της εργατικής τάξης που δουλεύει με επισφαλείς (precarious) όρους και συνθήκες.

Πού πήγαν οι αγώνες για το μεροκάματο;

Ο δεύτερος τόμος των zero_gravity_riots! Στην Κατάληψη της Ανάληψης στις 28 Ιουνίου στις 8μμ!

                  [η τάξη δεν είναι μια  επιβεβαιωτική έννοια, αλλά μια] “εντελώς αρνητική έννοια. Η κριτική της ταξικής κοινωνίας δεν βρίσκει την θετική επίλυση σε καλλίτερα πληρωμένους και πλήρως απασχολούμενους παραγωγούς υπεραξίας. Την βρίσκει μόνο στην αταξική κοινωνία”

(Bonefeld, Critical Theory, σελ. 222.}.

 

Πού πήγαν οι αγώνες για το μεροκάματο;

Γιατί δεν γίνονται αγώνες για αύξηση μισθού;

  • Μήπως επειδή για κάποιους ο μισθός φτάνει και μέχρι πρότινος περίσσευε;
  • Μήπως γιατί υπάρχουν ακόμα καβάτζες (το ΕΚΑΣ του παππού, το πατρικό της
    μαμάς, το λάδι από το χωριό…);
  • Μήπως γιατί κανείς δεν παίζει μπάλα τους εργατοπατέρες;
  • Μήπως επειδή πολλοί από μας έχουμε συνηθίσει να είμαστε αόρατοι και ορατός
    να γίνεται μόνο ο συνδικαλιστής του δημοσίου;
  • Μήπως γιατί αφήσαμε τους μετανάστες, που πατούσαμε τόσο καιρό στις πλάτες
    τους, να πέσουν ακόμα πιο χαμηλά;
  • Μήπως γιατί τα ρετιρέ δεν ήταν μόνο μια προπαγάνδα της δεξιάς; ή
  • Μήπως γιατί όσο τα αφεντικά αποθρασύνονται, τόσο εμείς κοιτάζουμε την πάρτη
    μας και λουφάζουμε στη γωνιά του ρινγκ;

Τι συμβαίνει τελικά με την ταξική πάλη; Δεν ξέρουμε ακριβώς αλλά επειδή μαίνεται (από την πλευρά των αφεντικών τουλάχιστον…) θέλουμε να συζητήσουμε όλα τα παραπάνω ερωτήματα.

 

WAGE SLAVE psd

 

Τέλος ψευδαισθήσεων, ανάπαυλα τέλος!

Μπροστά στην κρίση του κράτους και την αριστερή διαχείρισή της:

τέλος ψευδαισθήσεων, ανάπαυλα τέλος!

«Οι πρίγκηπες και οι κυβερνήσεις είναι, μακράν, τα πιο επικίνδυνα στοιχεία σε μια κοινωνία»,

Μακιαβέλλι, «O Ηγεμόνας».

Η στρατηγική επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου παραμένει η συνέχιση της επίθεσης στα προλεταριακά και μικροαστικά στρώματα – και μάλιστα τώρα με ακόμα πιο αναβαθμισμένους όρους. Το 3ο μνημόνιο είναι θα λέγαμε το πιο ταξικό απ’ όλα, με την έννοια ότι καθίσταται πλέον όρος επιβίωσης για το κεφάλαιο η συγκεντροποίηση με κάθε τρόπο – ακόμα και μέσα από την επίθεση σε στρώματα που αποτελούν τη βάση της πολιτικής του εκπροσώπησης (επαγγελματίες, αγρότες, δημοσιο-υπαλληλία). Καμμιά πλέον ανοχή σε μικρο-επιχειρήσεις, μικρομάγαζα, μικρά αφεντικά. Αυτός είναι ο παράγοντας που αντικειμενικά οξύνει τον ταξικό ανταγωνισμό καθώς και τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του ελληνικού κράτους.

περί ΣΥΡΙΖΑ: δεν είχαμε ποτέ καμμιά αυταπάτη, καμμιά ψευδαίσθηση, καμμιά προσδοκία από τον ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τα προλεταριακά συμφέροντα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια έκφραση της “αριστεράς του Κράτους”, η άνοδος του στην εξουσία, η νίκη της κυβερνώσας αριστεράς είναι η ήττα των αγώνων της προηγούμενης περιόδου, η ήττα που παράχθηκε από την αδυναμία τους να ξεπεράσουν το όρια του αντιμνημονιακού λόγου – αιτήματα που απευθύνονταν στο Κράτος και προσπαθούσαν να απαντήσουν στα αδιέξοδα του Κράτους – επιστροφή στην προ Μνημονίων κατάσταση, “δικαιότερο Κράτος”, να ακουστεί η “κοινωνία των πολιτών”. Τα προλεταριακά και πληβειακά στρώματα της κοινωνίας όχι μόνο δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά αντίθετα η ύπαρξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αναπόφευκτη απουσία οποιασδήποτε αυτόνομης κριτικής και αντίστασης στην επέλεση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης από την πλευρά τους. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει καμμιά αμφιβολία για την πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ να υπογράψει ένα καινούριο Μνημόνιο. Οι ελιγμοί του δημοψηφίσματος και του show των διαπραγματεύσεων δεν είχαν καμμιά άλλη έννοια από την προσπάθεια αντιμετώπισης των εσωτερικών συσχετισμών στον ΣΥΡΙΖΑ, την εκτόνωση και ενσωμάτωση του όποιου αντιμνημονιακού μένους και της στοίχισης των πολιτικών δυνάμεων στην διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής. Ταυτόχρονα αναδεικνύουν και τα όρια του κοινοβουλευτισμού: οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι μεταβάλλουν “μαγικά” το Όχι του “άμεσοδημοκρατικού” δημοψηφίσματος σε “Ναι”.

Για την πέρα του ΣΥΡΙΖΑ αριστερά, τα πράγματα είναι απλά τραγικά: όχι μόνο σύρθηκε από τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, εγκλωβισμένη από πλήθος αυταπάτες αλλά και τώρα, μακριά από οποιαδήποτε διάθεση αυτοκριτικής, αναβαθμίζει την ενσωμάτωσή της στον κυρίαρχο εθνικοπατριωτικό λόγο που βλέπει “εκβιαστές δανειστές” και “προδότες” κυβερνητικούς και “πραξικοπήματα” που υφαρπάζουν το όχι του λαού ή την συναίνεση της κυβέρνησης κ.λπ. Τα προλεταριακά στρώματα δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από αυτή την αριστερά, μια πραγματική σκιά των υπολειμμάτων ενός εργατικού κινήματος που δεν υπάρχει πια και δεν υπάρχει γιατί το πρόγραμμά του δεν πήγαινε πέρα από την κατάληψη του κράτους και τον ορίζοντα ενός κρατικού καπιταλισμού· γιατί σαρώθηκε από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση – αυτή που διέλυσε και τα κακόφημα καθεστώτα του υπαρκτού. Μιλάει στο όνομα ενός φαντάσματος που ονειρεύτεται ότι θα “μπουκάρει” στο προσκήνιο της ιστορίας ανά πάσα στιγμή! Είναι επιπλέον επικίνδυνη γιατί δεν έχει κανένα πρόβλημα να συμβαδίζει στον δρόμο των αντιΕΕ επιλογών του κεφαλαίου και των μικροαστικών στρωμάτων με όλον τον ακροδεξιό εσμό που επίσης περήφανα ψήφισε “Όχι”.

Από τις πιο αντιπρολεταριακές θέσεις της αριστεράς είναι αυτό το παραμύθι περί κακών Ευρωπαίων και δανειστών εναντίον της πτωχής πλην τίμιας Ελλάδας. Η σύγκρουση είναι ανάμεσα στο κεφάλαιο σε όλες του τις εκδοχές και στα φτωχοποιημένα και άλλα στρώματα που θα πρέπει να υποτιμηθούν για να ξεπεράσει το κεφάλαιο την κρίση του. Στην ελληνική περίπτωση οι ιδιαιτερότητες συγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας έχουν οδηγήσει το ελληνικό κράτος σε πραγματικό αδιέξοδο, σε χρεοκοπία, παρά την ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου ως αποτελέσματος της εφαρμογής των Μνημονίων. Το ελληνικό κράτος συντηρείται στην “ζωή” ακριβώς με την τεχνητή υποστήριξη των “κακών” Ευρωπαίων. Αντιθέσεις μεταξύ διαφόρων μερίδων του κεφαλαίου εντός και εκτός Ελλάδας δεν αντανακλούν παρά δευτερεύουσες επιλογές σε σχέση με τον ρυθμό, την ένταση και τον τρόπο υλοποίησης της κοινής και κεντρικής επιλογής που είναι το χτύπημα των προλεταριακών στρωμάτων, η παραπέρα εξαθλίωση και περιθωριοποίηση. Για να το πούμε απλά: είναι όλοι κακοί· κακοί Ευρωπαίοι διαγκωνίζονται με τους κακούς Έλληνες για το ποιοί θα μας εξαθλιώσουν περισσότερο.

φιλοΕΕ και αντιΕΕ γραμμές δεν είναι παρά δυο εκδοχές της εθνικής αφήγησης που προσπαθεί να συγκροτήσει το ελληνικό κεφάλαιo και κράτος για να απαντήσει τα αδιέξοδά του. Όποια και να επικρατήσει αυτό θα γίνει μόνο με ένταση της καταστολής εναντίον των αντιστεκόμενων σε όλα τα επίπεδα. Ευρώ/δραχμή, μνημόνιο/αντιμνημόνιο είναι διλήμματα στα οποία δεν μας ενδιαφέρει να απαντήσουμε. Για τους προλετάριους/ες, ντόπιους και μετανάστες η μόνη προοπτική είναι αυτή της αυτόνομης προλεταριακής αντίστασης/αντεπίθεσης ενάντια σε εθνικές στρατηγικές και μέτωπα. Δεν ξέρουμε από πριν τον δρόμο· ξέρουμε σίγουρα, όμως, πού δεν θα τον ψαξουμε.

In Medias Res

     Ιούλιος 2015

Οι ταραχές έξω απ’ τη Βουλη και η νηνεμία στους χώρους εργασίας

Οι ταραχές έξω απ’ τη Βουλή και η νηνεμία στους χώρους εργασίας

Από το 2010 μέχρι και λίγο πριν τις εκλογές του 2015 η κήρυξη μιας γενικής απεργίας έμοιαζε να αποτελεί ένα κρίσιμο συμβάν, ένα crash test για τις διαχειριστικές δεξιότητες των κυβερνώντων, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να εκφραστεί η δυσαρέσκεια των κυβερνώμενων. Επενδυόταν είτε με έντονες ανησυχίες για μια ενδεχόμενη διασάλευση της τάξης στο κέντρο της Αθήνας είτε με μεγάλες προσδοκίες για μια κάποιου είδους πολιτική ανατροπή ή έστω για την αποτροπή υπερψήφισης μιας ακόμα δέσμης μέτρων «εσωτερικής υποτίμησης».

Οι ανησυχίες εκφράζονταν στους τηλεοπτικούς δέκτες, στις επιφυλλίδες της Καθημερινής, στα πηγαδάκια στο περιστύλιο της Βουλής, στις προπαρασκευαστικές συσκέψεις στη ΓΑΔΑ. Στην απέναντι όχθη, οι προσδοκίες χρωμάτιζαν με έναν τόνο ενίοτε αποκαλυψιακό τα σχόλια των χρηστών των διαδικτυακών μέσων αντιπληροφόρησης, τις τοποθετήσεις των παρευρισκόμενων στις συνελεύσεις των πολιτικών συλλογικοτήτων που ετοιμάζονταν να παρέμβουν στη μεσημβρινή διαδήλωση της ημέρας της απεργίας, αλλά παρείχαν επίσης και τη συναισθηματική πρώτη ύλη στις γεμάτες μελοδραματικά κλισέ προκηρύξεις των αριστερών εμπόρων ελπίδας που έστηναν στον δρόμο τα «κινηματικά» θεμέλια για την επερχόμενη κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, με το πάθος ενός πρεζέμπορα που καταναλώνει κι ο ίδιος τη νοθευμένη πρέζα την οποία εμπορεύεται.

Και οι ανησυχίες των «από πάνω» και οι προσδοκίες των «από κάτω» είχαν ως κοινό παρονομαστή την πεποίθηση ότι μια γενική απεργία, υπό τις παρούσες συνθήκες, ήταν προπάντων ένα συμβάν πολιτικό: κάτι που θα εκδήλωνε τη δυναμική του μπροστά από το κοινοβούλιο και μπορούσε να καθορίσει τις αποφάσεις που θα λαμβάνονταν εκεί, ανάλογα βέβαια με την εκδηλωνόμενη απεργιακή δυναμική, δηλαδή, με τη μάζα και τη μαχητικότητα του συγκεντρωμένου πλήθους στην πλατεία Συντάγματος. Αυτή η πεποίθηση εξακολούθησε να χαίρει ευρύτατης απήχησης ακόμα και τις μέρες που ο Βαρουφάκης πάλευε με τα ανήμερα νεοφιλελεύθερα θεριά των Βρυξελλών για να περάσει το δικό του «μετριοπαθές» σχέδιο διάσωσης των ελληνικών αφεντικών, με τη διακριτική στήριξη τόσο του ΣΕΒ όσο και της ΓΣΕΕ, και την οργή κατά του δαίμονα Σόϊμπλε να ξεχειλίζει, μπροστά από το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, όπου οι κόκκινες και οι κοκκινόμαυρες σημαίες συνυπήρχαν, χωρίς να προκαλούνται έκδηλα αισθήματα δυσφορίας, με τις γαλανόλευκες.

Εκείνη την, ας την πούμε, «ηρωική» περίοδο της κυβερνώσας αριστερο-ακροδεξιάς, το πολιτικό νόημα της γενικής απεργίας είχε ήδη αρχίζει να μεταστρέφεται. Δεν επρόκειτο πια για μια δοκιμασία, αλλά για ένα ακόμα διαπραγματευτικό χαρτί στις διαβουλεύσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους του ελληνικού κράτους. Όταν τα κάστρα στην άμμο που είχε φτιάξει η Αριστερά (εντός κι εκτός ΣΥΡΙΖΑ) έπεσαν και αντί για το «τέλος της λιτότητας» ήλθε το τρίτο, αριστερο-ακροδεξιό αυτή τη φορά, Μνημόνιο, τότε κηρύχθηκε μεν η επαπειλούμενη γενική απεργία, οι συριζαίοι υπουργοί, όμως, τόνιζαν ότι ήταν ευπρόσδεκτη, περίπου ως ένα ακόμα επιχείρημα προς τους ξεροκέφαλους συνομιλητές τους στο εξωτερικό μπας και χαλαρώσουν τις ασφυκτικές πιέσεις τους ή κάνουν τα στραβά μάτια εκ των υστερών, κατά την εφαρμογή των μέτρων. Το ίδιο θα επαναλάμβαναν και φέτος, ενόψει της ψήφισης του νομοσχεδίου για το ασφαλιστικό.

Αυτό δε σήμαινε ότι οι δυνάμεις καταστολής θα απέφευγαν να ανοίγουν κεφάλια ή να κάνουν συλλήψεις στον σωρό, όποτε αυτό κρινόταν τακτικά απαραίτητο βάσει των μακρόπνοων κρατικών σχεδιασμών αντιμετώπισης του εσωτερικού εχθρού, που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνέχισε και εκλέπτυνε. Σήμαινε πάντως ότι η γενική απεργία, που είχε από καιρό αναχθεί σε μια απεργιακή συγκέντρωση μπροστά από το κοινοβούλιο, πλέον είχε γίνει ένα κάποιο συμπλήρωμα στις τεχνικές διακυβέρνησης. Κατά τα λοιπά, η μηχανή της εθνικής οικονομίας, ιδίως από το 2012 και μετά, παρά τις κηρυσσόμενες γενικές απεργίες λειτουργούσε κανονικά και αδιαλείπτως, με ορισμένες μονάχα πρόσκαιρες μικρές διαταραχές, ξαναμπαίνοντας μάλιστα σε τροχιά ανάκαμψης.

Η ιδέα ότι μια γενική απεργία, ήτοι, μια γενική άρνηση των εργατών/τριών να πάνε στη δουλειά τους και να κάνουν τη δουλειά τους (δεδομένου ότι σήμερα υπάρχουν πολλοί εργάτες/τριες που δε χρειάζεται να πάνε σε έναν καθορισμένο χώρο εργασίας για να δουλέψουν), πρέπει να εκληφθεί ως ένα συμβάν πολιτικό ή ότι έχει νόημα μονάχα αν μπορεί να προκαλέσει ανακατατάξεις στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, είναι μια ιδέα η οποία έχει περιβληθεί, εδώ και πολλές δεκαετίες, με την ισχύ του αυτονόητου χάρη στη ακατάπαυστη σχετική προπαγάνδα των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων. Τα τελευταία χρόνια, αυτό έγινε μια απτή πραγματικότητα. Οι γενικές απεργίες που κήρυσσαν οι ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ είχαν αδιαμφισβήτητα πολιτική βαρύτητα. Το πρόβλημα, όμως, έγκειται ακριβώς εκεί. Γιατί αυτό που υπόρρητα εννοείται ως «πολιτικό», και αυτό που όντως, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι το «πολιτικό» στην παρούσα μορφή κοινωνικής οργάνωσης, συνηχεί με, και επικαλύπτεται από, το «κρατικό».

«Πολιτικό», στην κυρίαρχη γλώσσα αλλά και στην αντικειμενική πραγματικότητα, είναι ό,τι μπορεί να εγγραφεί στο πεδίο του κράτους, μιας άρθρωσης μηχανισμών αυτονομημένης από την κοινωνία. Και «πολιτική» είναι, όπως εύστοχα είχε κάποτε πει ο Μπίσμαρκ, η τέχνη του εφικτού, με άλλα λόγια: ένα σύνολο από τεχνικές για την εξεύρεση και επιβολή λύσεων στις κοινές, δημόσιες υποθέσεις χωρίς να θίγονται οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις (σχέσεις ταξικής εκμετάλλευσης, έμφυλης και εθνικής-φυλετικής καταπίεσης) που κατανέμουν αφετηριακά διαφορετική ισχύ στα αφηρημένα υποκείμενα-«πολίτες», τα οποία καλούνται να αποφασίσουν, ή μάλλον, αφού άμεσα αποφασίζουν τυπικά μονάχα ορισμένοι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι, να συναινέσουν εκ των υστέρων σε αυτές τις λύσεις ή να τις απορρίψουν.

Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που τελικά δεν πρέπει να παραξενευόμαστε από το γεγονός ότι η πρόσφατη μετατροπή των γενικών απεργιών σε πολιτικά συμβάντα, έτσι όπως συντελέστηκε στην τωρινή ελληνική πραγματικότητα, με την κριτική, τόσο στις πράξεις όσο και στα λόγια, να στρέφεται μακριά από τις σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης που διαμορφώνουν το βασικό περίγραμμα αυτής της πραγματικότητας, συνεπαγόταν και την εξουδετέρωση του όπλου της απεργίας ως μέσου άμυνας για την εργατική τάξη και ως δυνητικής απειλής για την ευρυθμία της εθνικής οικονομίας. Η κήρυξη μιας γενικής απεργίας, κάμποσο καιρό τώρα, κατά τεκμήριο σημαίνει ένα μαζικό διάβημα διαμαρτυρίας προς το κράτος, μια άσκηση πίεσης προς τους φορείς της νομοθετικής εξουσίας, και όχι μια κήρυξη πολέμου στον πόλεμο των αφεντικών. Οι κίνδυνοι παράλυσης που σήμερα αντιμετωπίζει η οικονομία της Γαλλίας, λόγω των απεργιακών αποκλεισμών, στην Ελλάδα αποφεύχθηκαν από νωρίς. Αντίθετα, εδώ επικράτησε, σχεδόν παντού, η λογική ότι οι προλεταριακές αντιστάσεις δε βγάζουν τάχα πουθενά «από μόνες τους», και ότι είχε φθάσει η ώρα των «πολιτικών εναλλακτικών λύσεων» που θα μας οδηγούσαν ως δια μαγείας στον παράδεισο … μιας ζωής με αφεντικά, αλλά «χωρίς λιτότητα».

Κατά ειρωνικό τρόπο, μετά από 150 περίπου χρόνια, μοιάζουν να δικαιώνονται, ή τουλάχιστον να ξαναφαίνονται χρήσιμες, ορισμένες διαπιστώσεις του Μιχαήλ Μπακούνιν, εκείνου που πρώτος συνέδεσε την έννοια της γενικής απεργίας με την προοπτική της κοινωνικής επανάστασης. Χαράσσοντας, το 1869, έναν προσανατολισμό αντίθετο από εκείνον που θα προτείνουν, τρία χρόνια αργότερα1, οι αντίπαλοί του στην (Πρώτη) Διεθνή Ένωση Εργατών, οι οποίοι πίστευαν πως ο ασφαλέστερος δρόμος προς την κοινωνική επανάσταση είναι εκείνος της «οργάνωσης», εννοώντας με αυτό τη συγκρότηση μαζικών εργατικών κομμάτων ικανών να διεκδικήσουν μια θέση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, ο Μπακούνιν υποστήριξε τη θέση ότι η ίδια η εμπειρία της απεργίας, ως εμπειρία ταξικού αγώνα, δημιουργεί μια συλλογική δύναμη ικανή να αμφισβητήσει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Είναι οι αναγκαιότητες του αγώνα, τα πρακτικά προβλήματα με τα οποία αναμετρώνται όσες/οι αγωνίζονται, που καθιστούν δυνατή την ανάπτυξη δεσμών ανάμεσα σε εργάτες διαφορετικών κλάδων και διαφορετικών εθνικών ταυτοτήτων2. Οι πολιτικές μηχανορραφίες κάθε λογής, οι τακτικές για τη συσσώρευση πολιτικής ισχύος, όσο κι αν ντύνονται στα κόκκινα, είναι, δε θα κουραστεί να υπογραμμίζει στα γραπτά του των επόμενων χρόνων ο Μπακούνιν, πάντοτε, επί της ουσίας, αστικές τακτικές. Ακόμα και στην καλύτερη εκδοχή τους, προϋποθέτουν την αποσύνδεση της πολιτικής χειραφέτησης από την κοινωνική χειραφέτηση, την εξιδανίκευση της πρώτης ως πρωταρχικού καθήκοντος του παρόντος, γύρω απ’ το οποίο τα πάντα οφείλουν να περιστρέφονται, και τον εξοβελισμό της δεύτερης στον άξονα ενός απροσδιόριστου, μακρινού μέλλοντος. Έτσι, όμως, οι κοινωνικές σχέσεις εκμετάλλευσης και εξουσίας μένουν, σε πραγματικό χρόνο, ανέπαφες. Η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων αναπαράγεται, δεν ανατρέπεται, με πολιτικά μέσα.

Η αλήθεια είναι πως κάτι ανάλογο είχε πει και ο σημαντικότερος από τους αντιπάλους του Μπακούνιν στην Πρώτη Διεθνή, ο Μαρξ, δυο δεκαετίες, όμως, πριν. Σε ένα κείμενο πολεμικής που δημοσίευσε το 1844, θα γράψει τα εξής:

Μια κοινωνική επανάσταση βρίσκεται στη σκοπιά του όλου ακριβώς επειδή –ακόμα κι αν λαμβάνει χώρα μόνο σε μία εργοστασιακή περιφέρεια– είναι μια διαμαρτυρία του ανθρώπου ενάντια στον απάνθρωπο βίο, διότι βαίνει από τη σκοπιά του μεμονωμένου πραγματικού ατόμου, διότι η κοινότητα, ενάντια στο χωρισμό της οποίας από αυτό το ίδιο αντιδρά το άτομο, είναι η αληθινή κοινότητα του ανθρώπου, η ανθρώπινη ουσία. Αντιθέτως, η πολιτική ψυχή μιας επανάστασης συνίσταται στην τάση των πολιτικά ανίσχυρων τάξεων να άρουν την απομόνωσή τους από την κρατική οργάνωση και από την κυριαρχία. Η σκοπιά τους είναι εκείνη του κράτους, ενός αφηρημένου όλου, το οποίο υπάρχει μόνο μέσω του χωρισμού του από τον πραγματικό βίο, το οποίο είναι αδιανόητο χωρίς την οργανωμένη αντίθεση μεταξύ της γενικής ιδέας και της ατομικής ύπαρξης του ανθρώπου, Συνεπώς μια επανάσταση με πολιτική ψυχή, σύμφωνα με την περιορισμένη και δισχιδή φύση αυτής της ψυχής, οργανώνει έναν κυρίαρχο κύκλο στην κοινωνία εις βάρος της κοινωνίας.3

Αφορμή για τις σκέψεις του Μπακούνιν περί της γενικής απεργίας ήταν το ξέσπασμα δύο μεμονωμένων απεργιών στη Γενεύη. Αφορμή για τo παραπάνω απόσπασμα του Μαρξ ήταν μια μεμονωμένη απεργία στη Σιλεσία. Και στις δύο περιπτώσεις, η έμφαση δίνεται στην εμπειρία του ταξικού αγώνα και τις πραγματικές δυνατότητες, τις οποίες αυτή η εμπειρία αναδεικνύει, για την άρση των διαχωρισμών που κάνουν τη ζωή κάθε ξεχωριστού ατόμου να είναι ένας ανελεύθερος, απάνθρωπος βίος. Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι, οπωσδήποτε, πολύ διαφορετικός από τον καπιταλισμό που γνώρισαν ο Μπακούνιν και ο Μαρξ. Έχοντας, όμως, πια την ευχέρεια να διακρίνουμε πόσο σημαντικότερες, από την άποψη μιας έμπρακτης κριτικής στην κοινωνική βαρβαρότητα, ήταν οι μεμονωμένες απεργίες των μεταναστών προλετάριων στη Σκάλα Λακωνίας ή τη Μανωλάδα από τις απεργιακές κινητοποιήσεις της ΑΔΕΔΥ στο Σύνταγμα, χρειάζεται να επιστρέψουμε στο ίδιο σημείο εκκίνησης.

Οι προλεταριακοί αγώνες δεν είναι τυφλές μορφές τις οποίες πρέπει να γεμίσουμε με «πολιτικά περιεχόμενα». Είναι προτιμότερο να γυρίσουμε αυτήν την εξίσωση ανάποδα: η μορφή και το περιεχόμενο της «πολιτικής», όπως και η μορφή και το περιεχόμενο της «κοινωνίας», πρέπει να αμφισβητηθούν ριζικά από τους προλεταριακούς αγώνες, γιατί όπως σωστά επισήμαινε και πάλι ο Μπακούνιν «η κοινωνική τάξη, η εξουσία, και το κράτος είναι τρεις όροι αδιάρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους, κάθε ένας εκ των οποίων προϋποθέτει τους δύο άλλους, και που λαμβανόμενοι από κοινού μπορούν να συμπυκνωθούν στις ακόλουθες λέξεις: η πολιτική καθυπόταξη και η οικονομική εκμετάλλευση των μαζών»4.

Lenorman

1 Στο Συνέδριο της Χάγης (1872) που σηματοδότησε την οριστική οργανωτική ρήξη ανάμεσα στη μαρξιστική και την αναρχική πτέρυγα της Διεθνούς Ένωσης Εργατών.

2 Βλ. M. Bakounine, “La double grève de Genève”, στο: M. Bakounine, Œuvres, τόμ. 5, Paris : P.-V. Stock, 1911, σελ. 37-52.

3 K. Marx, «Κριτικές σημειώσεις στο περιθώριο για το άρθρο ‘Ο βασιλιάς της Πρωσίας και η κοινωνική μεταρρύθμιση’. Από έναν Πρώσο (Εμπρός!, τευχ. 60)», στο: K. Marx, Κείμενα από τη δεκαετία του 1840: Μια ανθολογία, μετάφραση-επιμέλεια: Θανάσης Γκιούρας, Αθήνα: Εκδόσεις ΚΨΜ, 2014, σελ. 342-358 – το παράθεμα στις σελ. 357-358.

4M. Bakounine, “[Lettre au journal «La Liberté», de Bruxelles] A la rédaction de «La Liberté»” [5 octobre 1872], στο: Arthur Lehning (επιμ.), Archives Bakounine 2: Michel Bakounine et les conflits dans l’Internationale, 1872, Leiden: E. J. Brill, 1965, σελ. 145-168 – το παράθεμα στη σελ. 161.

Κοινωνικο-ταξικον δραμα εις πολλας πραξεις

Η Μεταπολίτευση Πέθανε! Ζήτω η Μεταπολίτευση!

[Κοινωνικο-ταξικόν Δράμα εις πολλάς Πράξεις]

ή αλλιώς: Η κατασκευή του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, η αναδιάρθρωση

κράτους και κεφαλαίου και το διαρκές reset της Ελληνικής Δημοκρατίας μετά το 1970

  • Μα τι είναι επιτέλους αυτή η καπιταλιστική αναδιάρθρωση; Η μεγάλη εικόνα, η παγκόσμια, και λίγη ιστορία των ταξικών αγώνων (ναι, επιμένουμε ότι η βάση της κοινωνικής δυναμικής είναι η ταξική πάλη στην ιστορικότητά της ως έκφραση των σχέσεων ταξικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης και όχι η αφηρημένη κίνηση οικονομικών μεγεθών): εργατικό κίνημα και η διάλυση της εργατικής ταυτότητας (συγγνώμη, της ποιας; )

  • Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας και ο πολιτικός μετασχηματισμός του ελληνικού κράτους. Το ελληνικό κράτος ως δυτική Δημοκρατία, οι βασικές μεταβλητές και σταθερές του: μια αστική τάξη διχασμένη μεταξύ κοσμοπολίτικου και εθνικού ρόλου, με πλήρη έλεγχο πάνω στο (βαθύ) κράτος, και ένας μετεμφυλιακός κοινωνικός σχηματισμός όπου αντηχούν ακόμα έντονα οι άγριοι ταξικοί αγώνες της προηγούμενης περιόδου και οι διαιρέσεις που παρήγαγαν.

Πρooοίμιον-Πράξις 1η

  • 1974-1981: Ο σφιχτός εναγκαλισμός του ελληνικού κράτους με το ελληνικό κεφάλαιο παράγει το ελληνικό παράδοξο Ι: η “σοσιαλμανία” του Εθνάρχη Καραμανλή και το φαινόμενο ΠΑ.ΣΟ.Κ. Παντού ιδιωτικοποιούν τα πάντα αλλά εδώ τα πάντα κρατικοποιούνται!

Πράξις 2η

  • 1981-1989: Μα πραγματικά, τι γίνεται σε αυτή την Ελλάδα; Δεν έχουν καπιταλισμό; Η ευημερία και οι μύθοι της Μεταπολιτευσης που αγαπήσαμε (δες ClassWarDogz). Το ελληνικό παράδοξο ΙΙ: αναδιάρθρωση με παροχές και κοινωνικό κράτος; Δεν πρόκειται περί παραδόξου όμως αλλά περί ευφυούς κοινωνικής μηχανικής: πριν υποτιμήσεις πρέπει φτιάξεις τον νέο, μεταπολιτευτικό πια, εθνικό κορμό. Και αν δεν λαδώσεις δεν φτιάχνεις καινούριες ταξικές συμμαχίες, δεν θάβεται το τσεκούρι του ταξικού πολέμου. Είπαμε τέρμα το μετεμφυλιακό κράτος, είμαστε Δημοκρατία τώρα. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολλοί πρόθυμοι σύμμαχοι: παλιοί αντάρτες του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, αγρότες και υπάλληλοι, οικοδόμοι, φοιτητές και ΔΕΠ, γιατροί και δικηγόροι, μάστορες και εργολάβοι, όλοι οι καλοί χωράνε σε αυτή την καινούρια “λαϊκή” συμμαχία για τον Σοσιαλισμό.

Intermezzo I

  • 1989: το όριο του πρώτου μεγάλου κύκλου της Μεταπολιτευσης και η διαδικασία “κάθαρσης”. Επιτέλους πότε θα έχουμε πραγματική υπαγωγή σε αυτό το κράτος; Και όπου γάμος και γιορτή η Βασίλω (συγγνώμη, η Αριστερά εννοούμε) πρώτη. ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ version 1 (ή αλλιώς αφήστε 100 ρεφορμιστικά λουλούδια να ανθίσουν, των γαρύφαλλων του ΚΚΕ συμπεριλαμβανομένων).

  • 1990-1993: Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Η ελληνική εκδοχή του Θατσερισμού ή αλλιώς κάποια πράγματα πρέπει να γίνονται στην ώρα τους…

  • 1993-1996: …και η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο! Η γλυκιά επιστροφή της Σοσιαλδημοκρατίας. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ είναι η ατμομηχανή της αναδιάρθρωσης (τα αφεντικά την λένε εκσυγχρονισμό, ντε) και οι μετανάστες οι θερμαστές. Ο εθνικός κορμός αρχίζει να αισθάνεται κάποια ρίγη αλλά δεν πολυδίνει σημασία. Ο Αντρέας φεύγει αλλά οι τεχνοκράτες έρχονται και φαίνονται αποφασισμένοι και ικανοί να σταθεροποιήσουν την κατάσταση.

Πράξις 3η

  • 1996-2004: η χρυσή οκταετία του ελληνικού καπιταλισμού: ευρωπαϊκή ενσωμάτωση, νέες εθνικές ιδέες και οράματα, Βαλκανική “υπερδύναμη” και αναδιάταξη του εθνικού κορμού. Αρχίζει να γίνεται ορατή η διάλυση της εργατικής ταυτότητας και η συγκρότηση του εθνικιστικού και ρατσιστικού παροξυσμού που εγγράφεται στα σώματα των κοριτσιών από την Ανατολική Ευρώπη που ξεζουμίζονται στα σκυλάδικα και στα μπαρ της εθνικής εκτόνωσης, των οικοδόμων από την Αλβανία και την Πολωνία, των εργατών γης από την την Ασία και την Αφρική. Κάθε peak προμηνύει, όμως, μια κατρακύλα.

Πράξις 4η

  • 2004-2009: Εντάξει και η Δεξιά μπορεί να κυβερνήσει αυτή την χώρα, όταν η Σοσιαλδημοκρατία παρουσιάζει κόπωση. Η υποτίμηση αρχίζει και παίρνει σβάρνα και τους ντόπιους – εργάτριες στα supermarket, καθαρίστριες, εργαζόμενους στα stage και τα voucher, κάθε λογής επισφαλείς, αλλά πού να τα δει αυτά ο εθνικός κορμός (δημοσιο-υπαλληλία, αγρότες, επαγγελματίες, πανεπιστημιακοί, μικροαστοί εργάτες). Αυτοί έχουν κάνει καλό ντήαλ με το κράτος και το κεφάλαιο, προεδρεύουν στα συνδικάτα και θεωρούν την “γενιά των 750” ευρώ παρακατιανή. Τα σύννεφα, όμως, μαζεύονται στον ορίζοντα και ξεσπάνε βίαια τον Δεκέμβρη του 2008, ποτίζοντας με όξινη ταξική βροχή το πεδίο μιας πόλης που ξυπνά μητρόπολη.

Intermezzo II

  • 2009: Το κράτος στα πρόθυρα (τρόπος του λέγειν, γιατί έχει πέρασει ολόκληρη την πόρτα) της χρεοκοπίας και το καύσιμο της μεταπολιτευτικής αισιοδοξίας αρχίζει να τελειώνει – πριν τελειώσει, το εκλογικό σώμα παίρνει μια τελευταία δυνατή τζούρα και ετοιμάζεται να εφορμήσει για άλλη μια φορά στον σοσιαλιστικό ουρανό, νανουριζόμενο με το παραμύθι ενός ακόμα Παπανδρέου: “Λεφτά υπάρχουν”. Προφανώς η κρίση χρέους που ξέσπασε από το 2008 αφορά τους κουτόφραγκους.

Πράξις 5η

  • 2010: Είναι επίσημο πλέον. Η κρίση θέλει αναδιάρθρωση – και αφού τόσα χρόνια ακόμα και το κεφάλαιο στην Ελλάδα αρνιόταν να υπαχθεί πλήρως στον εαυτό του, κάποια πράγματα θα πρέπει να γίνουν γρήγορα και γίνονται. Βίαιη υποτίμηση λέγεται και προλεταριοποίηση αλλά το να είσαι προλετάριος ακούγεται σαν βρισιά στα αυτιά της ελληνικής εργατικής τάξης και των μικροαστών – πόσο μάλλον να είσαι μετανάστης προλετάριος. Τώρα που αρχίζει να ζορίζεται για τα καλά ο εθνικός κορμός, άντε να μαζέψεις το φασιστικό απόστημα.

  • 2010-2014: Το “έπος” του αντιμνημονιακού αγώνα και στο βάθος ΣΥΡΙΖΑ (Συνασπισμός version 2, με εξελιγμένη τεχνογνωσία). Το παραμύθι των κακών Ευρωπαίων δανειστών εναντίον της πτωχής πλην τίμιας Ελλάδας μαγνητίζει τα “λαϊκά” στρώματα και διαγράφει το όριο των διαταξικών αγώνων της περιόδου, δηλ. το ίδιο το κράτος, το οποίο κωφεύει στα αιτήματα για προστασία, αξιοκρατία, και ανακατανομή βαρών. Βαθιά ανησυχία καταλαμβάνει τον εθνικό κορμό για την τύχη του μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβολαίου, και έτσι ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ μπας και σώσει την παρτίδα.

Πράξις 6η

  • 2015-…: Η ήττα που βιώνεται σαν νίκη. Η πλατεία Συντάγματος περνά την Αμαλίας. Η πρώτη (και δεύτερη) φορά αριστερο-ακροδεξιά κυβέρνηση σηματοδοτεί το τέλος του δεύτερου μεγάλου κύκλου της Μεταπολίτευσης. Ο δράκος των Μνημονίων απέδρασε, όλοι αναρωτιούνται αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το νέο ΠΑΣΟΚ, η ανάγκη για μια αίσθηση μεταπολιτευτικής συνέχειας είναι ισχυρή. Τα νέα, όμως, δεν είναι καθόλου καλά για μας. Ασχέτως του αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι Σοσιαλδημοκρατία ή όχι, η υποτίμησή μας είναι πια εμπεδωμένη πραγματικότητα, οι προλετάριοι που περισσεύουν στην Μ.Ανατολή, την Ασία, την Αφρική γίνονται πεδίο ασκήσεων βαρβαρότητας των κρατών και του κεφαλαίου. Τα αφεντικά αισθάνονται ότι παίζουν χωρίς αντίπαλο. Αν και αναζητούν ακόμα την νέα εθνική αφήγηση και το ακροατήριό της, ονειρεύτονται το τέλος της κρίσης και ανεβάζουν στροφές. Ελληνικό κράτος και κεφάλαιο αισθάνονται τόσο σταθεροποιημένα ώστε δελεάζονται να μπουν σε έναν καινούριο κύκλο επέκτασης. Η κρίση τώρα μπορεί να λέγεται και πόλεμος.

Πράξις ;

(…πρέπει να την γράψουμε εμείς)

Κι εμείς; Ο μόνος τρόπος να σπάσει αυτή η λούπα της Μεταπολίτευσης, δηλ. ο φαύλος κύκλος της εκμετάλλευσης και της υποτίμησής μας, είναι η προλεταριακή μας αντεπίθεση μέσα από αυτόνομους και αδιαμεσολάβητους αγώνες, ντόπιων και μεταναστών, ενάντια σε εθνικές στρατηγικές και μέτωπα, χτυπώντας την καρδιά του κεφαλαίου και της κυριαρχίας: την ιδιοκτησία, το εμπόρευμα, το θέαμα, κάθε έμφυλη και φυλετική διάκριση. Ο ορίζοντας της κοινωνικής χειραφέτησης και της ελευθερίας διανοίγεται πάντα μπροστά μας.

                                         In.Medias.ReS

Φλεβάρης 2016

inmediaslogo6

ZERO_GRAVITY RIOTS vol1

ZERO_GRAVITY RIOTS vol. 1

Η Μεταπολίτευση Πέθανε! Ζήτω η Μεταπολίτευση!

Η πλήξη είναι πάντα αντεπαναστατική. Πάντα” Γκυ Ντεμπόρ

Την Τρίτη 23 Φλεβάρη μαζευτήκαμε στην κατάληψη της Ανάληψης, για να “συζητήσουμε να αποδομήσουμε και να γιορτάσουμε ειρωνικά το νέο τέλος και τη νέα αρχή της μεταπολίτευσης”. Ήταν η πρώτη έκδοση, μετά από “χίλια βάσανα”, του project Zero_Gravity Riots, της ρηξικέλευθης πρότασης των InMediasRes για τη μη βαρετή προσέγγιση στην κοινωνικοταξική πάλη. Επιλέξαμε ως θεματική τη “Μεταπολίτευση” μιας και, για αρκετό καιρό, απορροφηθήκαμε και συζητήσαμε αυτό το καταπληκτικό reset του ελληνικού κράτους από το 1974 και μετά, όπως γράψαμε και στο κείμενο της σχετικής αφίσας:

“Βαρεθήκατε να ακούτε για το τέλος της μεταπολίτευσης;

Άνεργοι, Απόκληροι, Προλετάριοι, Μετανάστριες. Σας έχουμε νέα! Η μεταπολίτευση ξανατελείωσε και άρχισε ξανά και θα ξαναρχίζει μέχρι να την τελειώσουμε εμείς…

Γιατί η Μεταπολίτευση είναι το διαρκές reset της Ελληνικής Δημοκρατίας, δηλαδή η επαναλαμβανόμενη πρσπάθεια εκσυγχρονισμού της, που είναι και προσπάθεια ανανέωσης της εκμετάλλευσής μας από τα αφεντικά, της καταπίεσης και της υποτίμησής μας, με σύγχρονα, δυτικά μέσα.

1974, 1981, 1989, 1996, 2004, 2010, 2015, σε όλους αυτούς τους χρονικούς σταθμούς ερχόταν η ελπίδα μόνο που, όπως συνέβη και με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α, η ελπίδα αφορούσε το κεφάλαιο και τις αναδιαρθρώσεις του, με όχημα τις κοινωνικές συμμαχίες που προσπαθούσε να συγκροτήσει υπό νέα συλλογικά ιδεώδη. Κάθε φορά, η ελπίδα πουλιόταν ως τρόπος ανανέωσης της εμπιστοσύνης στα αφεντικά και το κράτος τους. Κάθε φορά, οι δικοί μας αγώνες, το μόνο έδαφος όπου η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή μπορεί να δοκιμαστεί, ενσωματώνονταν σε νέες εθνικές αφηγήσεις.

Μόνο αν αναμετρηθούμε με τα όρια των δικών μας αγώνων, μπορούμε να σπάσουμε αυτόν τον φαύλο κύκλο…”

Μετά από μια σύντομη εισήγηση:

H Μεταπολίτευση με ορόσημο το 1974 και την αλλαγή του πολιτεύματος, σηματοδοτεί την πορεία της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού κράτους, τουλάχιστον όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα. Στα χρόνια που ακολουθούν χαρακτηριστική είναι η επέκταση της εξουσίας του κράτους και η διαμόρφωση μιας νέας κουλτούρας στη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων, πραγματικότητα που κατοχυρώνεται με την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981. Τα οικονομικά σκάνδαλα του 1989 με τον Κοσκωτά, οι ολυμπιακοί αγώνες του 2004 μας προσγειώνουν στην κρίση του 2010. Η μετέπειτα περίοδος χαρακτηρίζεται από τους αγώνες του κινήματος, εποχή που τελεώνει με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και τη “διάψευση της Ελπίδας”. Η Μεταπολίτευση, λοιπόν, για μια ακόμη φορά τελείωσε!

έγινε συζήτηση με αφορμή το κοινωνικο-ταξικόν δράμα εις πολλάς πράξεις: Η Μεταπολίτευση Πέθανε! Ζήτω η Μεταπολίτευση!”, το οποίο προς τέρψιν σας παρατίθεται σε διπλανή στήλη, για να ακολουθήσει ένα νοσταλγικό και ενθουσιώδες ταξίδι σε επικές και χαρακτηριστικές στιγμές που σημαδεύουν όλην αυτήν τη σαραντάχρονη περίοδο, στο οποίο αρκετές/οι επέδειξαν δεινές χορευτικές ικανότητες.

Εργαζόμαστε πυρετωδώς για την διοργάνωση του δεύτερου Zero_Gravity Riots, που θα είναι αφιερωμένο στους “αγώνες για τον μισθό”, για την ακρίβεια στην απουσία τους..

Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης ΙΙ

Κινήματα στην εποχή της αριστερής διαχείρισης: ψηλαφώντας μια ρωγμή ανάμεσα στην ύφεση και την ενσωμάτωση

ΙΙ: χρεοκοπία/δημοψήφισμα: το σημείο έκρηξης της οικονομίας (και της ιδεολογίας της)

 

Αυτή η μετατόπιση από το (σχετικά) ηπιότερο δίλημμα «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» στο «υπαρξιακό» πλέον: «Ευρώπη/αντιΕυρώπη», είναι ένδειξη μιας βαθιά ποιοτικής αλλαγής στην διαδικασία και στο επίπεδο του ταξικού ανταγωνισμού. Στο πολιτικό επίπεδο ακυρώνει και εξανεμίζει καθοριστικά το συγκριτικό πλεονέκτημα της Αριστεράς – τη δύναμη ενσωμάτωσης που εκφράστηκε με την κυβερνητική αλλαγή. Οι αντιφάσεις της αριστεράς – και όχι μόνο της κυβερνώσας – εκτίθενται ανεπανόρθωτα. Διαγράφεται εντελώς ξεκάθαρα η σύγκρουση των «ευρωπαϊστών», που προκρίνουν τον «ρεαλισμό» της συστράτευσης με τις επιλογές του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, με τις τάσεις εκείνεις που εξακολουθούν να φαντασιώνονται τον «σοσιαλισμό», δηλαδή ένα κρατικό καπιταλισμό με εθνικούς όρους.

 

 

Η ουσιαστική ήττα του προηγούμενου κύκλου αγώνων, μετουσιωμένη σε νικηφόρα «κυβερνώσα αριστερά», αποκάλυψε εξαιρετικά γρήγορα την ένταση που σοβεί στην θεμελιακή αντινομία της: δεν μπορεί τελικά να είναι νικηφόρα μια διαδικασία ήττας και ενσωμάτωσης, και αυτό αφορά όχι μόνο το ανταγωνιστικό κίνημα αλλά όλους τους δρώντες παράγοντες του κοινωνικού σχηματισμού. Η κυβερνώσα αριστερά όχι μόνο δεν μπορεί να εγγυηθεί τον απαραίτητο συμβιβασμό που θα εξασφαλίσει την απρόσκοπτη συνέχιση της αναπαραγωγής του ελληνικού κράτους αλλά, αντίθετα, έδρασε καταλυτικά στην επιτάχυνση της εκδήλωσης των εκρηκτικών προβλημάτων του. Μέσα σε μόλις πέντε μήνες βιώνουμε την αποδόμηση σχεδόν όλων των συναινέσεων που είχαν παραχθεί μέχρι τώρα: φατρίες και μερίδες του κεφαλαίου, αλληλοσυγκρουόμενα μικρο-μεσοαστικά στρώματα αφόπλισαν και ρίχνονται με ζέση στον εξοντωτικό χορό της επιβίωσης.

Όταν μιλά η δημοκρατία, και ειδικά μέσω δημοψηφισμάτων, είναι το κεφάλαιο, ως ο κρίσιμος διαχειριστής, που θέτει και εκβιάζει απαντήσεις από τους υπόλοιπους «εταίρους» της «κοινωνίας των πολιτών». Το δημοψήφισμα είναι η πολιτική εκδίπλωση του σημείου έκρηξης της οικονομίας, η ιδεολογικοποίηση των διλημματικών επιλογών που το κεφάλαιο, μπροστά στο φάσμα της χρεοκοπίας, θέτει στον εαυτό του και στις υπόλοιπες τάξεις.

Οι προσπάθειες αναδιάρθρωσης των προηγούμενων χρόνων δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα και αυτό φυσικά δεν οφείλεται σε «τυφλούς» μηχανισμούς της οικονομίας αλλά στη συνολική ένταση της ταξικής πάλης και των αντιθέσεων εντός του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού (και φυσικά του ευρύτερου διεθνούς περιβάλλοντος). Όσο και αν είναι αδιαμφισβήτητη η ήττα των αγώνων της προηγούμενης περιόδου, εξίσου αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι η εκδηλωμένη ή μη αντίσταση των πληττόμενων στρωμάτων επέτεινε αποφασιστικά την κρίση του κεφαλαίου στην Ελλάδα.

Δηλωτικό της επιδείνωσης της κρίσης είναι το γεγονός ότι το κυρίαρχο δίπολο της προηγούμενης περιόδου – Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο – αδυνατεί να εκφράσει τις μεταβληθείσες αντιθέσεις. Το φάσμα της χρεοκοπίας μετατοπίζει το κρίσιμο ερώτημα «με ποιον ρυθμό θα συνεχιστεί η αναδιάρθρωση και η υποτίμηση των πληβειακών στρωμάτων» σε ερωτήματα που βρίσκονται στον «σκληρό πυρήνα» της οικονομίας: με ποιο νόμισμα, με ποιο μοντέλο ανάπτυξης και εις βάρος ποιων ευρύτερων στρωμάτων θα προχωρήσει η καπιταλιστική αναδιάρθρωση για να ξεφύγει από τον ορατό κίνδυνο μιας πλήρους απορρύθμισης;

Αυτή η μετατόπιση από το (σχετικά) ηπιότερο δίλημμα «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» στο «υπαρξιακό» πλέον: «Ευρώπη/αντιΕυρώπη», είναι ένδειξη μιας βαθιά ποιοτικής αλλαγής στην διαδικασία και στο επίπεδο του ταξικού ανταγωνισμού. Στο πολιτικό επίπεδο ακυρώνει και εξανεμίζει καθοριστικά το συγκριτικό πλεονέκτημα της Αριστεράς – τη δύναμη ενσωμάτωσης που εκφράστηκε με την κυβερνητική αλλαγή. Οι αντιφάσεις της αριστεράς – και όχι μόνο της κυβερνώσας – εκτίθενται ανεπανόρθωτα. Διαγράφεται εντελώς ξεκάθαρα η σύγκρουση των «ευρωπαϊστών», που προκρίνουν τον «ρεαλισμό» της συστράτευσης με τις επιλογές του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, με τις τάσεις εκείνεις που εξακολουθούν να φαντασιώνονται τον «σοσιαλισμό», δηλαδή ένα κρατικό καπιταλισμό με εθνικούς όρους.

Αυτό σημαίνει, πιο θεμελιακά, ότι η διευρυμένη κοινωνική συμμαχία που είχε συγκροτηθεί πάνω στο αίτημα μιας «επιστροφής στην προ του μνημονίου» κατάσταση διαρρηγνύεται, δημιουργώντας τους όρους μιας εντελώς διχαστικής πόλωσης του «λαϊκού» παράγοντα που βιώνει την αδυσώπητη πραγματικότητα της κατάρρευσης της καπιταλιστικής κανονικότητας: οι ουρές των πιστών που συνωστιζόμαστε μπροστά στους βωμούς των ΑΤΜ δεν έχουμε κανένα σκήνωμα για να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας, τίποτα θαυματουργό δεν φαίνεται να μπορεί να αποτρέψει την καταστροφή των μικρών (ή μεγαλύτερων) κεφαλαίων των καταθετών, να αναστρέψει το σπιράλ της χρεοκοπίας, παρεκτός, ίσως, από τον «από μηχανής Θεό» που ακούει στο αρκτικόλεκτο «ESM».

Στην εξαιρετικά αυτή κρίσιμη συγκυρία ανοίγεται για το ανταγωνιστικό κίνημα μια δυνατότητα να σπάσει το δικό του σπιράλ ψευδαισθήσεων, να ανοίξει ένα ρήγμα μεταξύ ύφεσης και ενσωμάτωσης που μοιάζει να εμπεδώνει ο κύκλος του αριστερού κυβερνητισμού. Αυτό προϋποθέτει όμως ότι θα πρέπει να αναμετρηθεί γενναία με τις δικές του αντιφάσεις και αδιέξοδα, ότι πρέπει να πάρει το ρίσκο της αυτοκριτικής.

Στην προσπάθεια να τοποθετηθούν – διολισθαίνοντας ίσως στο πεδίο της καθεστωτικής/διαμεσολαβημένης πολιτικής – εγχειρήματα και συλλογικότητες πολώνονται – κάποιες φορές με όχι ιδιαίτερα συντροφικούς όρους – στις επιλογές του «όχι» και της «αποχής». Το ενδιαφέρον είναι βέβαια ότι επιλογές αυτές ξεδιπλώνονται στην αμοιβαία κριτική τους: το όχι ως κριτική της «φυγόμαχης», «ελιτίστικης», «απομονωτιστικής» επιλογής της αποχής, η αποχή ως κριτική της «ενσωματωμένης», «υποταγμένης», «ψευδεπίγραφης» επιλογής αντίστασης. Αυτό που θέλουμε να υποστηρίξουμε, όμως, είναι ότι η διαλεκτική των δύο αυτών θέσεων είναι πολύ πιο πλούσια από την αμοιβαία αναίρεσή τους, που αποτελεί μια πλευρά μόνο της πραγματικότητας. Γιατί σαφέσταστα στην επιλογή της αποχής δεν υπάρχει μόνον ελιτισμός, φυγομαχία κ.λπ. και φυσικά στο «όχι» δεν ενδιαιτεί μόνον η ενσωμάτωση και ο «κυβερνητισμός».

Η επιλογή μας είναι η «αποχή» και αυτό δεν συμβαίνει επειδή η «αποχή» απαιτεί έναν μικρότερο βαθμό φαντασιακής επένδυσης σε σχέση με το «όχι», ούτε επειδή είναι σχετικά πιο εύκολα υπερασπίσιμη (αν μη τι άλλο, στην βάση ότι η συσπείρωση γύρω από το «όχι» καλύπτει ένα φάσμα δυνάμεων από την ακροδεξιά μέχρι κομμάτια του α/α χώρου). Επιλέγουμε την «αποχή» κυρίως για τις δυνατότητες ριζικής κριτικής που διανοίγει, εφόσον οριοθετείται ξεκάθαρα στο πεδίο της αντιπαράθεσης με τον αριστερό και (ακρο)δεξιό εθνισμό που τροφοδοτεί τις μηχανές του «όχι», αντιπαράθεση που είναι απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση για την άρθρωση οποιασδήποτε προλεταριακής κριτικής.

Οι δυνατότητες αυτές δεν πραγματώνονται βέβαια αυτομάτως. Αν και τα όρια του «όχι» είναι πολύ ευδιάκριτα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπόκειται και η «αποχή» σε περιορισμούς. Μια πιο ενδελεχής ανάλυση μπορεί να καταδείξει ότι και η επιλογή της «αποχής» μπορεί να ενταχθεί σε μια δυναμική ύφεσης του ανταγωνιστικού κινήματος, όπως αναλύσαμε στο πρώτο μέρος αυτού του κειμένου, αν εξαντλείται στην απλή αναπαραγωγή στερεότυπων, μανιχαϊστικών δηλώσεων του τύπου: «Κάτω το Κράτος και το Κεφάλαιο», «αποχή από τα αστικά διλήμματα» κ.λπ.

Δεν μπορούμε να ικανοποιούμαστε πλέον από μια αταβιστική επίκληση των θεμελιωδών όρων της θεωρίας όταν αυτοί δεν γειώνονται με κάποιο τρόπο στην ρέουσα πραγματικότητα. Με άλλα λόγια όλο και λιγότεροι σύντροφοι και συντρόφισσες ικανοποιούνται από την αντιδιαλεκτική χρήση των όρων της ταξικής πάλης όταν αυτοί δεν τοποθετούνται στο πλαίσιο της ιστορικής τους συγκυρίας και εκδίπλωσης. Δεν αρκεί να προτάσσει κανείς την «συστημική» αποσταθεροποίηση, πρέπει να αποτυπώνει την πραγματική δυναμική και τους όρους της τώρα, έστω και περιγραφικά.

Η επιλογή της «αποχής» οριοθετεί μια ριζική αντίθεση και ασκεί μια ριζική κριτική στον βαθμό ακριβώς που αναζητά την πηγή των αρνήσεών της σε μια ανατομία των διαδικασιών πρωτίστως στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού ως οργανικής ολότητας (και φυσικά στην διαλεκτική της ένταξη στην ευρύτερη ολότητα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού) και όχι με όρους εξωτερικά σχετιζόμενων «μηχανισμών», που στο «όχι» παίρνει συνήθως την μορφή μιας σύγκρουσης Ελλάδας/Δανειστών (ακόμα και στις αναρχικής απόχρωσης αιτιολογήσεις, ο ρόλος του «ντόπιου κεφαλαίου» τείνει να υποβαθμίζεται μέσα στην γενικότερη άσκηση ισχύος των «ιμπεριαλιστικών μηχανισμών»). Αυτό είναι και ένα λεπτό και εντελώς κρίσιμο όριο διαχωρισμού από τις εθνικής έμπνευσης αφηγήσεις – κάθε αφήγηση με όρους σύγκρουσης του «μέσα» με το «έξω» είναι αντικειμενικά στο πλαίσιο μιας φανταστικής ενότητας του «μέσα».

Οι δυνατότητες ριζικής κριτικής που ενυπάρχουν στην «αποχή» μπορούν να απελευθερωθούν στον βαθμό που προσπαθούμε να στοχαστούμε και να αναμετρηθούμε με μερικά εντελώς κρίσιμα και κομβικά ερωτήματα: γιατί αυτή η κρίση είναι πραγματική; Γιατί έχει φτάσει σε αυτό το σημείο έκρηξης της οικονομίας; Ποιες είναι οι τεκτονικές μετατοπίσεις στα κοινωνικά στρώματα, πώς αναδιατάσσονται αυτά και γύρω από ποιες πολιτικές δυνάμεις, στο πλαίσιο αυτής της οριακής κατάστασης; Και κυρίως: ποιες δυνατότητες δημιουργούνται από την αντικειμενική όξυνση της ταξικής πάλης για το πέρασμα σε έναν νέο κύκλο αγώνων των προλεταριακών και πληβειακών στρωμάτων;

Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να έχουμε καθαρό ότι τα διλήμματα που τίθενται μέσω του δημοψηφίσματος ούτε πλασματικά είναι ούτε αφορούν μόνο το κεφάλαιο: μια, στοιχειώδης έστω, αντίληψη της διαλεκτικής του κεφαλαίου, καθιστά φανερό ότι αυτά είναι διλήμματα που τίθενται εντελώς πραγματικά και στα ίδια τα προλεταριακά και πληβειακά στρώματα.

Η κρίση αντανακλά το πραγματικά οριακό σημείο στο οποίο έχει φτάσει η αναπαραγωγή του καπιταλιστικού σχηματισμού στην Ελλάδα συνολικά. Πρόκεται για την αδιαμφισβήτητη χρεοκοπία ενός κράτους που δεν μπορεί πλέον να εξασφαλίσει στοχειωδώς τις βασικές του ανάγκες και λειτουργίες μετά από πέντε χρόνια τεχνητής «μηχανικής υποστήριξης» από τους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς της ΕΕ και του ΔΝΤ.

Η απόσπαση της υπεραξίας καθίσταται όλο και πιο δυσχερής μετά από την διαρκή αφαίμαξη και υποτίμηση των εργατικών στρωμάτων και την φυσική τάση φυγής κεφαλαίων από το εγχώριο σύστημα μπροστά στην αβεβαιότητα μιας αναιμικής προοπτικής ανάπτυξης. Αυτό αναγκάζει το κεφάλαιο να αναζητήσει και να στραφεί σε νέες πηγές υποτίμησης, προς τα μικρο-μεσοαστικά εκείνα στρώματα (δημοσιοϋπαλληλία, ελεύθεροι επαγγελματίες, μεταπράτες, πάροχοι υπηρεσιών κ.λπ.) που είχαν καταφέρει να επιβιώσουν (ή ακόμα και να αναπτυχθούν) στον προηγούμενο κύκλο της αναδιάρθρωσης/επίθεσης.

Αυτή η δυναμική, όμως, συνιστά πηγή αναβάθμισης του αδιεξόδου. Γιατί είναι ακριβώς αυτά τα στρώματα που στοιχίστηκαν και συσπειρώθηκαν γύρω από τις δυνατότητες που φαινόταν να διαγράφει η «κυβερνώσα αριστερά». Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να λειτουργήσει ηγεμονικά γιατί φάνηκε να εξασφαλίζει μια ευρεία συναίνεση όχι μόνο των πληβειακών στρωμάτων αλλά και των στρωμάτων που προαναφέραμε. Όλοι είχαν να περιμένουν κάτι από την αριστερή διαχείριση. Αυτή η συμμαχία κλυδωνίζεται πλέον: για τα πληβειακά στρώματα (αλλά και συγκεκριμένες μερίδες του κεφαλαίου) είναι σχετικά αδιάφορο ποιο θα είναι το νόμισμα της επόμενης μέρας. Ακόμα και η προοπτική εκτός ΕΕ φαντάζει λιγότερο εφιαλτική. Όμως για τα μικρο-μεσοαστικά στρώματα που την «έβγαλαν» σχετικά καθαρή μέχρι τώρα (και τις πιο σημαντικές μερίδες του κεφαλαίου) αυτά δεν είναι καθόλου αυτονόητα, αποτελούν σχεδόν «κόκκινες γραμμές».

Ο πραγματικός κίνδυνος που κυοφορεί αυτή η μετατόπιση είναι η υπονεύμεση της απολύτως ζωτικής, για την ευστάθεια του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, εθνικής συσπείρωσης, που φαινόταν να επιτυγχάνεται στην βάση της «περήφανης διαπραγμάτευσης». Ένας νεός διχασμός αναδύεται απειλητικά μέσα από την «σχιζοφρενική» εικόνα δύο στρατοπέδων που συσπειρώνονται υπό την γαλανόλευκη.

Δεν είναι ότι έχουμε φτάσει σε ένα σημείο αμφισβήτησης του έθνους ως του καθοριστικού πόλου συσπείρωσης και ενοποίησης. Μόνο που αυτός ο πόλος μοιάζει να κινδυνεύει να υποστεί μια σχάση, σχάση που αναγκαστικά θα εκφραστεί και στο επίπεδο της πολιτικής εκπροσώπησης. Η εθνική συναίνεση δεν φαίνεται να μπορεί να εξασφαλιστεί από έναν κυρίαρχο/ηγεμονικό πολιτικό διαμεσολαβητή, τον ΣΥΡΙΖΑ εν προκειμένω, και συνεπώς ανοίγει ένας νέος κύκλος πολιτικής αποσταθεροποίησης και αμφισβήτησης, ειδικά όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε τον προνομιακό διαχειριστή για την συνέχιση του σχεδίου αναδιάρθρωσης με την συναίνεση των πληττόμενων στρωμάτων.

Πρέπει να επεξεργαστούμε και να στοχαστούμε πάνω στις προϋποθέσεις εισόδου του προλεταριακού παράγοντα στο προσκήνιο δημιουργούν αυτές οι δομικές μετατοπίσεις. Γιατί όντως διανοίγονται τέτοιες δυνατότητες (και η επιλογή της «αποχής» τις κρατά ανοιχτές) αλλά αυτό δεν συμβαίνει de facto ούτε αυτοματικά. Οι μηχανές της ταξικής πάλης δεν παράγουν αυτομάτως κανένα δημιουργικό χάος, όπως θέλουν να φαντασιώνονται  κάποιοι που συντάσσονται, και αυτό είναι επίσης ενδιαφέρον, είτε με την «αποχή» είτε με το «όχι». Το χάος μιας συστημικής αποσταθεροποίησης είναι δημιουργικό μόνον εφόσον παράγεται ως αποτέλεσμα μιας συνειδητής παρέμβασης του προλεταριακού παράγοντα, που υπερβαίνει τα όρια τόσο μιας «αντανακλαστικής» αντίδρασης στις πρ τοβουλίες του κεφαλαίου όσο και μιας κλασσικής, εργατίστικης, «αυτόνομης» δράσης της τάξης-διεαυτήν.

Μπροστά μας απλώνεται η δυνατότητα της ριζικής αναμέτρησής μας με το υπάρχον, δηλαδή της δοκιμής, στο πεδίο της πρακτικότητας, των ίδιων των θεωρητικών σχημάτων της κομμουνιστικοποίησης.

 

q.

Ιούλιος 2015