Théorie Communiste:
Ένα κριτικό σχόλιο στις “28 Θέσεις για την Ταξική Κοινωνία“
Οι “28 Θέσεις” του Kosmoprolet απορρέουν από μια προβληματική που παγιδεύεται ανάμεσα στις θεωρίες της εργατικής αυτονομίας, που εξακολουθούν να συνδέονται με τον εργατισμό, και την θεωρία της επανάστασης ως “αυτο-κατάργησης του προλεταριάτου”, ή αυτό που μπορεί να αποκληθεί θεωρία της κομμουνιστικοποίησης. Με τον τρόπο αυτό η κομμουνιστικοποίηση ορίζεται ταυτόχρονα πολύ αφηρημένα ως “αυτο-κατάργηση”, και πολύ συγκεκριμένα ως “αυτο-οργάνωση”, ως επανασύσταση των “προλεταριοποιημένων” ως ενός ιστορικού υποκειμένου, ενός συλλογικού παράγοντα που υπάρχει διευατό, ένα υποκείμενο ανάλογο με αυτό των δοξασμένων ριζοσπαστικών ημερών της ταξικής πάλης μέχρι το 1970. Ο πρώτος ορισμός λειτουργεί ως ένας ιδεολογικός εξωραϊσμός για να καλύψει τον τετριμμένο χαρακτήρα του δεύτερου. Η ίδια η χρήση του όρου “αυτο-κατάργηση” συνδέει αυτές τις Θέσεις με τη δεκαετία του 1970, όταν αυτή η έννοια αντιπροσώπευε το ακραίο σημείο στο οποίο οι θεωρίες της αυτοοργάνωσης και του συμβουλιασμού πίστευαν ότι έχουν βρει την λύση στο αδιέξοδό τους.
Στις “28 Θέσεις”, ο “επαναστατικός κομμουνιστικός ριζοσπαστισμός” (αν και μειοψηφικός) μπορεί να βρεθεί σε ολόκληρη την ιστορία, αλλά, στην πραγματικότητα, το περιεχόμενό του δεν περιγράφεται ποτέ σε προηγούμενες περιόδους. “Το προλεταριάτο δεν έχει επαναστατική ουσία” (Θέση 9), όμως, παρόλα αυτά, λέγεται ότι υπάρχει μια ουσιαστική κομμουνιστική επαναστατική πρακτική. Εδώ έγκειται η ασυνέπεια του κειμένου. Αυτό που κανονικά ανήκει στην επανάσταση, κατανοούμενης ως της προαγωγής του προλεταριάτου σε άρχουσα τάξη – το προλεταριάτο ως μια τάξη που υπάρχει ως τέτοια για τον εαυτό της ενάντια στο κεφάλαιο – συλλαμβάνεται σάν να ανήκει σε οποιαδήποτε επανάσταση. Ταυτόχρονα (και αντιφατικά), το τρέχον περιεχόμενο της επανάστασης και του κομμουνισμού τίθεται σαν να υπάρχει από πάντα, ακόμα και αν προωθείται από μερικές μειοψηφίες. Η αναιρούμενη επαναστατική ουσία (της οποίας η άρνηση όπως θα δούμε γίνεται μόνο με έναν ταυτολογικό τρόπο) επιστρέφει διαρκώς ως μια ιστορική σταθερά αυτού που η επανάσταση ή ο κομμουνισμός είναι ή θα έπρεπε να είναι. Αλλά τότε η αυτοκατάργηση δεν είναι τίποτα παραπάνω από την αυτόνομη αυτεπιβεβαίωση της τάξης.
Ουσία
Στις “28 Θέσεις” η ταξική πάλη εμφανίζεται να έχει δυο πλευρές. Μια επαναστατική, που είναι σταθερή, αυτό που πρέπει να είναι η επανάσταση στις “εκλάμψεις των πιο προωθημένων στιγμών της” (Θέση 2), με άλλα λόγια η “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου”. Και μια δεύτερη, που υπόκειται στις ιδιοτροπίες και τα απρόοπτα της συγκυρίας και την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που παίρνει κυρίως την μορφή του “κρατικιστικού ρεύματος” και του “ρεφορμισμού”. Ανάμεσα στις δυο αυτές πλευρές δεν παράγεται καμμιά αναγκαία σχέση, άλλη από το βάρος των περιστάσεων και την εγκατάλειψη των “επαναστατικών αρχών”. Αυτό οδηγεί θεωρητικά σε μια επαναστατική φύση και, ιστορικά, δίνει σε αυτές τις έντονες στιγμές της ταξικής πάλης ένα περιεχόμενο και σκοπό που δεν ήταν δικά τους. Εν τέλει, αυτό μετασχηματίζει την παρούσα στιγμή σε ένα αδύνατον να αποκρυπτογραφηθεί ιερογλυφικό. Ούτε οι εξεγερμένοι του 1848, ούτε οι Κομμουνάροι του 1871, ούτε οι Γερμανοί εργάτες το 1919 ούτε οι Ρώσοι εργάτες το 1917 είχαν σαν στόχο τους την “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου”, αλλά μάλλον την αυτόνομη επιβεβαίωση του προλεταριάτου ενάντια στο κεφάλαιο. Αν αυτές οι Θέσεις τελικά ταυτίζουν αυτή την επιβεβαίωση με την “αυτο-κατάργηση”, καθιστώντας την μια σταθερά της επανάστασης, δεν μπορούν να αναγνωρίσουν ότι ένας τέτοιος στόχος, ένα τέτοιο περιεχόμενο υπήρχε μόνο ως η άλλη πλευρά της ανόδου της τάξης μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, εκφραζόμενη σε ρεύματα ταυτοποιημένα ως κρατικιστικά. Αυτή ήταν μια συγκρουσιακή, βίαιη, εσωτερική σχέση που κατέστησε αυτό το κρατικιστικό ρεύμα την αντεπανάσταση σε μια εσωτερική σχέση με την επανάσταση.
“Ήταν η τραγωδία του 20ου αιώνα ότι η επανάσταση ξέσπασε σε κείνα τα μέρη ατα οποία οι συνθήκες για τον κομμουνισμό ήταν οι χειρότερες που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί” (Θέση 14). ‘Ο,τι λέγεται σ’ αυτή τη Θέση υποθέτει μια “επαναστατική φύση” ταυτόσημη με τον εαυτό της στη διάρκεια της ταξικής πάλης, που έχει να αναμετρηθεί με συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματώνεται. Καμμιά εξήγηση δεν δίνεται για τους λόγους πίσω από τέτοιες απόπειρες για μια “δικτατορία του προλεταριάτου” άλλη από το ότι “οι συνθήκες ήταν οι χειρότερες”. Έτσι, εξ’ ορισμού, η επανάσταση ήταν στην πραγματικότητα η “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου” αλλά σε τέτοιες συνθήκες στις οποίες ήταν στην πράξη “μεταβατική περίοδος” και “δικτατορία του προλεταριάτου”. Από τη στιγμή που η αυτόνομη επιβεβαίωση της τάξης έγινε το σταθερό ουσιώδες περιεχόμενο της επανάστασης, η προβληματική αποκρύπτει το γεγονός ότι η επανάσταση ως επιβεβαίωση της τάξης έχει, σ’ αυτή τη βάση, μια αναγκαστική σχέση με την αντ-επανάστασή της.
Όταν η Θέση προσφέρει, εν μέρει, το περιεχόμενο του τι ήταν η επανάσταση – η ανερχόμενη ισχύς του προλεταριάτου ως της κυρίαρχης τάξης και η απελευθέρωση της εργασίας – τότε ορίζει και περιγράφει αυτό το περιεχόμενο ως μια “τραγωδία”, δηλαδή μια αντίφαση σε σχέση με αυτό που η επανάσταση είναι, μια αδυνατότητα να είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι.
Η Θέση 6, αφιερωμένη στη Ρωσική Επανάσταση του 1917, μιλάει επίσης για ένα “κομμουνιστικό ρεύμα”. Το κομμουνιστικό ρεύμα “στράφηκε προς την απόκτηση του ελέγχου της παραγωγής και της διανομής, και επεδίωξε τον συντονισμό μεταξύ διαφορετικών εργασιακών χώρων”. Αλλά κανένα από “αυτά τα δύο κινήματα [την εργατική τάξη και την επαναστατημένη αγροτιά – σημείωση της TC], δεν ήταν σε θέση να εγγυηθεί την συνολική κοινωνική αναπαραγωγή. Το καθήκον της οργάνωσης της οικονομικής επιβίωσης έπεσε στο Μπολσεβίκικο Κόμμα, με μια δεσποτική μορφή κατευθυνόμενη ενάντια και στους εργάτες και στους αγρότες” (Θέση 6). Δεν μαθαίνουμε τίποτα περισσότερο σχετικά με το “κομμουνιστικό ρεύμα” ή την σχέση του με την Μπολσεβίκικη επανάσταση. Η ιδιοποίηση της παραγωγής και της διανομής καθώς και ο συντονισμός διαφορετικών εργασιακών χώρων συνιστούν την “αυτο-κατάργηση” του προλεταριάτου; Δύο παραπομπές που εισάγονται στις Θέσεις και κάποια ιστορικά σχόλια οδηγούν τον αναγνώστη να πιστέψει κάτι τέτοιο.
Η πρώτη παραπομπή προέρχεται από τον Henk Canne-Meijer στη Θέση 15, την οποία το Kosmoprolet παρουσιάζει ως μια περιγραφή του “κινήματος της κομμουνιστικοποίησης” (η έμφαση προστέθηκε από τους ίδιους τους συγγραφείς), και συνεπώς την αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου:
“Για όσο καιρό τα μαζικά κινήματα είναι ακόμα μικρά και παραμένουν μια επιφανειακή υπόθεση, η τάση προς την κυριάρχηση όλων των κοινωνικών δυνάμεων δεν έρχεται στο φώς τόσο ξεκάθαρα. Αν, όμως, τα κινήματα αυτά μεγαλώσουν, τότε όλο και περισσότερες λειτουργίες υπεισέρχονται στην δικαιοδοσία των αγωνιζόμενων μαζών, – η σφαίρα της δράσης τους επεκτείνεται. Και σε αυτή την αγωνιζόμενη μάζα ανακύπτει τότε μια εντελώς καινούρια ομαδοποίηση των σχέσεων ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα και την παραγωγική διαδικασία. Μια καινούρια “τάξη” αναπτύσσεται. Αυτά είναι τα ουσιώδη διακριτικά σημάδια των ανεξάρτητων κινημάτων της τάξης, που αποτελούν συνακόλουθα τον τρόμο των αστών”.
Αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι, σε αντίθεση με ό,τι λέγεται στη συγκεκριμένη Θέση, αυτό κανένα τρόπο δεν αντιστοιχεί στο “σενάριο του Παρισινού Μάη του 1968” (πβλ. Bruno Astarian: “Strikes in France in May-June 1968”, Echanges), το περιεχόμενο της αναφοράς από τον Canne-Meijer πολύ δύσκολα πηγαίνει πιο πέρα από οποιαδήποτε παλιά προφητικά κείμενα του είδους που ήταν αρεστά στον επαναστατικό συνδικαλισμό. Ο Canne-Meijer βοηθούσε, την ίδια στιγμή, στο γράψιμο του προσχεδίου των “Fundamental Principles of Communist Production and Distribution” του GIK, που το Kosmoprolet ορίζει ως “μια κομμουνιστική κοινωνία που βασίζεται στην αξία”. Πρόκεται λοιπόν για μια κατανόηση της αναφοράς από τον Canne-Meijer που μας εκπλήσσει, καθώς εκφράζει απλά την άποψη ότι το κίνημα της επανάστασης είναι μια επιβεβαίωση της τάξης. Με τον τρόπο αυτό, μας λένε ότι ο Canne-Meijer είναι ήδη ένας θεωρητικός της κομμουνιστικοποίησης…ενώ ταυτόχρονα υπολογίζει εργάσιμες ώρες για να τυπώσει τα μικρά του κουπόνια (εγρασίας). Εδώ όχι μόνο η “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου” τίθεται ως αυτό που η επανάσταση θα έπρεπε να είναι πάντα καθαυτή, ταυτόχρονα δεν είναι και τίποτα περισσότερο από την αυτεπιβεβαίωση του προλεταριάτου που διατηρεί την αυτονομία του.
Η δεύτερη παραπομπή είναι στον Werner Imhof:
“Οι μισθωτοί εργάτες αν μπορούν καθόλου να ενωθούν, είναι ως μια τάξη “για τον εαυτό της”, με σκοπό να καταργήσουν τον εαυτό τους ως τάξη, μέσω της πλήρους άρνησης της κατακερματισμένης ατομικής ιδιοκτησίας, μέσω του ενδιαφέροντος όχι απλά της ιδιοποίησης των λειτουργικών μέσων της παραγωγής, αλλά επίσης της ιδιοποίησης της κοινωνικής διαδικασίας της αναπαραγωγής στην ολότητά της (και αυτό σημαίνει απαραίτητα: σε μια παγκόσμια κλίμακα)” (Θέση 13).
Εδώ το “να καταργήσουν τον εαυτό τους ως τάξη” δεν είναι τίποτα περισσότερο από την κοινωνικοποίηση της εργασίας και των μέσων παραγωγής, καθώς και την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας: με άλλα λόγια, την αλφαβήτα της επιβεβαίωσης του προλεταριάτου και της ενοποίησής του. Κι εδώ της παραπομπής
προηγείται ένα σχόλιο που την εμφανίζει ως “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου”. Τίποτα σε αυτή την παραπομπή, όπως και στην προηγούμενη, δεν πηγαίνει πιο πέρα από τις διαφορετικές μορφές της οργάνωσης της παραγωγής, και ζητήματα διαχείρισης και ιδιοκτησίας.
To 1968, οι “επαναστατικές μειοψηφίες” συνέλαβαν την αυτο-κατάργηση “με μεγαλύτερη ακρίβεια από τους προηγούμενούς τους” στην διάρκεια του επαναστατικού κύκλου γύρω στο 1917 (Θέση 16). Μας λένε, λοιπόν, ότι εκείνη την εποχή, το 1917, η επανάσταση ήταν ήδη η “αυτο-κατάργηση”, κάτι που θα έπρεπε να
καταδειχτεί. Όμως, σε αυτή την περίπτωση, αν ήταν ήδη αυτο-κατάργηση, πώς συμβαίνει και “οι αγώνες της δεν την έχουν οδηγήσει μέχρι σήμερα πέρα από την ταξική κοινωνία αλλά βαθύτερα σε αυτήν” (Θέση 9); Παρά την γενική διακήρυξη της Θέσης 9 (“δεν υπάρχει επαναστατική ουσία”, “το προλεταριάτο είναι οι αγώνες του”), σε κάθε περίπτωση η πάλη είναι “αυτο-κατάργηση”, και η επανάσταση πάντα ουσιαστικά ταυτόσημη με τον εαυτό της. Έπεται ότι το προλεταριάτο είναι πάντα ουσιαστικά επαναστατικό, αλλά για διάφορους λόγους τα πράγματα ποτέ δεν πάνε καλά.
Γιατί η Ρωσική επανάσταση ήταν μια “αποτυχία”; Το Kosmoprolet συλλαμβάνει την πτυχή της διαχείρισης και της απόκτησης του ελέγχου των εργοστασίων στη Ρωσική Επανάσταση κατά την ανοδική της φάση στο διάστημα από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Οκτώβριο του 1917. Δεν αρνείται τα γεγονότα, αλλά τα βαφτίζει ως ένα “κομμουνιστικό ρεύμα” και δίνει ως περιεχόμενο σε αυτό το ρεύμα την “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου”. Από το σημείο αυτό κι ύστερα τίποτα δεν βγάζει νόημα. Θα πρέπει να ξεπεράσουμε αυτήν την ουσιοκρατία της Επανάστασης και του Κομμουνισμού για να μπορέσουμε να δούμε τον ουσιώδη σύνδεσμο ανάμεσα στην επανάσταση και την Μπολσεβίκικη αντεπανάσταση.
Η Μπολσεβίκικη αντεπανάσταση εκπηγάζει και ρέει φυσικά αφεαυτού της (κάτι που δεν σημαίνει χωρίς συγκρούσεις) στην πορεία της επανάστασης των εργατών. Είναι, όπως είπε ο Τρότσκυ, “η κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο στο σύνολό του” και, μαζί με αυτό, “ο εργατικός έλεγχος θεμελιωμένος προς το συμφέρον μιας σχεδιασμένης ρύθμισης της εθνικής οικονομίας” (“Ψήφισμα για τον Εργατικό Έλεγχο της 14/27 Νοεμβρίου 1917”, στο: Carr, “The Bolshevik Revolution, vol. 2, The Economic Order”, σελ. 77). Αν η επανάσταση είναι ο έλεγχος και η διαχείριση των εργοστασίων, η οργάνωση των σχέσεών τους, η κυκλοφορία και η ανταλλαγή προϊόντων της εργασίας, τότε δεν έχει τίποτα άλλο να αντιπαραθέσει στο κράτος, την αξία, τον σχεδιασμό και την ανανεωμένη καπιταλιστική κεντρική διαχείριση από την “από-τα-κάτω” Σοβετική δημοκρατία. Meaning, nothing, a pure form and resistance to work that has once again been imposed.
Η Μπολσεβίκικη αντεπανάσταση γίνεται το αποτέλεσμα τύχης, γιατί η επανάσταση δεν συλλαμβάνεται στην ιστορικότητά της, ούτε στην ουσία της σαν επανάσταση-ως-επιβεβαίωση-της-εργατικής-τάξης: “Οι Μπολσεβίκοι ίσως είχαν παραμείνει στο επαναστατικό στρατόπεδο…” αν είχε γίνει επανάσταση στην Ευρώπη. Όχι, ξεκινώντας από το Μπρεστ-Λιτόβσκ, οι Μπολσεβίκοι κάνουν τα πάντα ώστε να μην υπάρξει επανάσταση στην Ευρώπη, όπως μας λέει οποιοδήποτε “κοινά γνωστό” κείμενο της υπεραριστεράς. Ό,τι ξέρουμε είναι ότι “η δικτατορία του κόμματος εκτέλεσε μια από τις εναλλακτικές που επέτρεπαν οι εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες το 1917” (Θέση 6). Αλλά γιατί, ποιά ήταν η σχέση ανάμεσα στους Μπολσεβίκους και το “κομμουνιστικό ρεύμα” της Ρωσικής Επανάστασης; Εδώ, όχι μόνο η απουσία της επανάστασης στη Δύση παρέχει μια διαφυγή από μια ανάλυση της Ρωσικής Επανάστασης και της σχέσης της με την Μπολσεβίκικη αντεπανάσταση, αλλά και εξακολουθεί να θέτει το ζήτημα της σχέσης των Μπολσεβίκων με την επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη.
Πώς θα μπορούσαν οι Μπολσεβίκοι με την ιδιότητά τους ως “κρατιστές” (όπως τους αποκαλούν οι συγκεκριμένες Θέσεις) να “είχαν μείνει στο επαναστατικό στρατόπεδο”; Ποιο “επαναστατικό στρατόπεδο” είναι αυτό, αυτό με την εξουσία των εργατικών Συμβουλίων; Στην πραγματικότητα ήταν το “επαναστατικό στρατόπεδο” της περιόδου εκείνης, αρκεί να μην σκέφτεται κανείς ότι η πραγματική επανάσταση, όπως και η “πραγματικά κοινωνική”, ήταν πάντα η “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου”. Αλλά στις Θέσεις αυτές, ανάμεσα στην “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου” και την επιβεβαίωσή του δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από τη διαφορά ανάμεσα στην αυτονομία και την αντιπροσώπευση. Αν οι προλετάριοι δρουν αφεαυτού τους πρόκειται για “αυτο-κατάργηση” (ή σχεδόν, ανάλογα με τις συνθήκες)· αν βασίζονται σε αντιπροσωπεύσεις, τότε μιλάμε για επιβεβαίωση. Συνεπώς, η επανάσταση έχει μια αμετάβλητη φύση και είναι η προβληματική των συνθηκών που διαμορφώνει τις μορφές υπό τις οποίες η φύση αυτή εμφανίζεται. Βρίσκουμε αυτή την προβληματική στην μορφή της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της αντίθεσής τους με τις σχέσεις παραγωγής.
Η Θέση 17 μας λέει ότι “το να πάρουμε την αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις ως σημείο αφετηρίας έχει πέσει σε ανυποληψία και αυτό όχι χωρίς λόγο”. Όμως, μετά από αυτή την δικαιολογημένη κριτική της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων ως του βασιλικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό, η Θέση θεωρεί ότι αυτή η ίδια ανάπτυξη “μπορεί να εξυπηρετήσει τους παραγωγούς κάτω από άλλες κοινωνικές σχέσεις”. Το ουσιώδες πράγμα είναι να θεωρούμε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αυτή την ανάπτυξη ως μια συσσώρευση χρησιμοποιήσιμων συνθηκών και όχι ως ένα είδος αντίθεσης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο. Ακόμα περισσότερα, όταν οποιαδήποτε θεώρηση δεν έχει ασκήσει κριτική στην ίδια την έννοια των παραγωγικών δυνάμεων, οδηγεί στην αναφορά με την οποία κλείνη αυτή η Θέση:
“Έτσι, το 1969 το Comitato Operaio di Porto Marghera παρατηρούσε ότι “η ποσότητα της συσσωρευμένης επιστήμης είναι τόσο μεγάλη ώστε η εργασία θα μπορούσε άμεσα να μειωθεί σε ένα παρεμπίπτον γεγονός της ανθρώπινης ύπαρξης, παρά να διακηρύσσεται ως το “θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης””.
Η παραγωγή τίθεται ως μια, κατά κοινή παραδοχή, βαριά και όχι ευχάριστη αναγκαιότητα, ουδέτερη, όμως, και αντικειμενική, που ασκείται από μια εξίσου ουδέτερη και αντικειμενική δραστηριότητα, την εργασία. Όλο το ζήτημα είναι να περιοριστεί αυτή η “κατάρα”. Αλλά όπως και οι παραγωγικές δυνάμεις, η εργασίαείναι μια κοινωνική σχέση. Το ζήτημα δεν είναι να μειωθεί αλλά να καταργηθεί. Αν υπάρχει μια ελπίδα αναγνώρισης της πιθανότητας της “σχόλης”, αυτή θα βασιζόταν σε μια ανάπτυξη της “παραγωγικότητας” (Θέση 21). Πρέπει να πιστέψουμε, άραγε, ότι αν θέλουμε να εξασφαλίσουμε το ένα (τη σχόλη) είναι αναγκαίο να διατηρήσουμε το άλλο: την παραγωγικότητα;
Ακόμα κι αν αυτό επιτευχθεί μέσω μιας διαδικασίας διαλογής και μια χρήση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων “προς όφελός μας”, παραμένει το γεγονός ότι το προλεταριάτο υιοθετεί/αναλαμβάνει τον “όχι τιμητικό ρόλο ενός προσαρτήματος της καπιταλιστικής ανάπτυξης” που έχει αποκηρυχθεί στην Θέση 16 ως ένα χαρακτηριστικό του “παλιού εργατικού κινήματος”. Όμως η ίδια θέση επιβεβαιώνει ότι η “καπιταλιστική κοινωνικοποίηση” είναι τέτοια που “μπορεί να οδηγήσει άμεσα στον κομμουνισμό” (δική μας έμφαση – TC). O Μαρξ, στην παραπομπή που ακολουθεί αυτή την παράξενη διατύπωση, θέτει “γυμνή” μια κινούμενη αντίφαση και όχι μια πρόοδο που κατατείνει προς έναν άμεσο μετασχηματισμό (ετμ.).
To προλεταριάτο είναι ακόμα σε τέτοιο βαθμό αυτός ο “ανέντιμος κολαούζος” που οι επιλογές του για δράση και οι πιθανότητες μιας επαρκούς φανέρωσης της σταθερής φύσης της επανάστασης εξαρτώνται από αυτή την ανάπτυξη, όπως φαίνεται στην περίπτωση της Ρωσικής Επανάστασης και στις “χείριστες συνθήκες” της ή πιο γενικά στην “περίοδο του εργατικού κινήματος”, όταν δεν υπήρχε το “χωρίς να είναι ποτέ πραγματικά ικανό να την υπερβεί” (Θέση 3, δική μας έμφαση – TC). Εδώ η επανάσταση, ως διιστορική σταθερά, και η προβληματική των συνθηκών, που διευκολύνουν ή αποτελούν τροχοπέδη στην εκδήλωση αυτής της σταθεράς, συνδυάζονται.
Αυτή η αντίθεση, ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής, “που έχει περιέλθει σε ανυποληψία”, σύμφωνα με την Θέση 17, “επιτείνεται” στη Θέση 18. Μια επίταση που κάνει “τον αναχρονισμό του κεφαλαίου να γίνεται αισθητός”. Ακολουθώντας τον Ντεμπόρ, η εργασία κρίνεται σύμφωνα με την παραγωγή της σε μια ιστορική “γενεαλογική γραμμή” που οδηγεί από την χρησιμότητα στην επιβλάβεια αυτού που παράγει. Αυτή η (ηθική) θεώρηση είναι καθαρά αντικειμενιστική και δεν λαμβάνει υπόψη της την εργασία ως μια δραστηριότητα σε μια συγκεκριμένη κοινωνική σχέση.
Δεν είναι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων εγγύτερα, αλλά η ιστορία της αντίθεσης που παράγει αυτή την κίνηση, που φέρνει τον καιρό της επανάστασης.
Στα “Grundrisse”, ο Μαρξ μας δίνει την ουσία της κριτικής της αντικειμενιστικής αντίληψης αυτής της αντίθεσης:
“Το κεφάλαιο το ίδιο είναι η κινούμενη αντίφαση, [κατά] το ότι πιέζει για την μείωση του εργάσιμου χρόνου σε ένα ελάχιστο, ενώ, από την άλλη, θέτει τον εργάσιμο χρόνο ως το μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου. Συνεπώς εκμηδενίζει τον εργάσιμο χρόνο στην αναγκαία για να την αυξήσει στην πλεονάζουσα μορφή του”.
Οι σχέσεις παραγωγής είναι οι ίδιες ο περιορισμός στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή η αντίθεση επιλύεται σε μια αντίθεση εσωτερική στις ίδιες τις σχέσεις παραγωγής, μια αντίθεση που το περιεχόμενο, η μορφή και η διαδικασία της είναι η εκμετάλλευση (και σε ένα άμεσο επίπεδο, η πάλη ανάμεσα στις τάξεις δεν είναι συνέπεια ούτε διαμορφώνεται από αυτή την “αντίθεση”).
Η αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής είναι μόνο η μορφή με την οποία εμφανίζεται η εσωτερική αντίθεση της αξιοποίησης του κεφαλαίου (μια κινούμενη αντίφαση), και είναι παρούσα τόσο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων όσο και στις σχέσεις παραγωγής. Οι παραγωγικές δυνάμεις είναι η υλική μορφή των σχέσεων παραγωγής, είναι ως κοινωνική εργασία διαχωρισμένη από την ατομική εργασία που έχουν αυτή την αντιφατική δύναμη που μπορεί να επιφέρει την κατάλυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Τελικά αυτή η περίφημη αντίθεση ανάγεται στην αντίθεση ανάμεσα στην ικανότητα της εργασίας να παράγει αξία για το κεφάλαιο και την αμφισβήτηση αυτής της ικανότητας, που εμπεριέχει η ίδια η δράση της (ετμ.).
Η αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις δρα στις Θέσεις αυτές όχι μόνο ως μια συνθήκη που διαμορφώνει την σταθερή φύση της επανάστασης και του κομμουνισμού, αλλά επίσης ορίζει (ετμ.) την επανάσταση και τον κομμουνισμό.
“Όμως δεν πρέπει να φορτώσουμε στην επανάσταση τη ψευδή υπόσχεση ότι θα μετατρέψει το βασίλειο της αναγκαιότητας σε παιχνίδι και ευχαρίστηση· έστω και ελάχιστα, αυτό το βασίλειο της αναγκαιότητας θα συνεχίσει να υφίσταται στη σημερινή του αφηρημένη αντίθεση με το βασίλειο της ελευθερίας, εκκενωμένο από οποιαδήποτε δυνατότητα διαμόρφωσης του κόσμου” (Θέση 13) (στμ. Μεταφραστική διαφορά από την μετάφραση των “28 Θέσεων” από τον coghnorti).
Εξαιρετικά ισορροπημένη πράξη, αλλά οι δυο προτάσεις παραμένουν ξεχωριστές προτάσεις που απλά αποκαλύπτουν μια μεγάλη σύγχυση.
Αν συνδέσουμε την παραπομπή της Θέσης 13 με αυτήν για τους εργάτες του Porto Marghera (δες παραπάνω), πρέπει να συμπεράνουμε ότι είναι η “αναγκαιότητα” που κάνει την ταξική κοινωνία και όχι η ταξική κοινωνία που κάνει την “αναγκαιότητα”. Πρέπει να επιβεβαίωσουμε εμφατικά ότι δεν είναι η δυνατότητα της αφθονίας που επιτρέπει τον κομμουνισμό, αλλά ότι είναι η παραγωγή του κομμουνισμού που ορίζει, όχι ποσοτικά αλλά κοινωνικά, την αφθονία, καθιστώντας την παραγωγή των σχέσεων ανάμεσα στα άτομα ως άτομα το μέσο και τον σκοπό κάθε δραστηριότητας (ετμ.). Ξεπερνώντας τις κατηγορίες του έχειν, ο κομμουνισμός δίνει ένα άλλο περιεχόμενο στην πλούτο που δεν μπορεί να μετρηθεί. Είναι η διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις που δημιουργεί τις ιστορικές (και όχι φυσικές) έννοιες της ανάγκης, της έλλειψης ακόμα και της αφθονίας, σε σχέση με μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και όχι σε σχέση με τις ανθρώπινες ανάγκες που ως τέτοιες είναι μη-ορίσιμες (ετμ.) (όπως και η ικανοποίησή τους).
Η δραστηριότητα του ανθρώπου, ως αντικειμενικού όντος, είναι εργασία μόνο στον βαθμό που η κοινωνική δραστηριότητα και η ατομική δραστηριότητα δεν συμπίπτουν στις σχέσεις που τα άτομα διατηρούν μεταξύ τους. Αυτή η δραστηριότητα γίνεται η διαμεσολάβηση που τα συνδέει και ορίζει, μέσω των συνθηκών με τις οποίες συντελείται, την ατομική δραστηριότητα ως κοινωνική δραστηριότητα. Η κατάργηση της εργασίας είναι η κατάργηση μιας κοινωνικής σχέσης. Το να πούμε ότι οι άνθρωποι σε μια “κομμουνιστική κοινωνία” συνεχίζουν να διατηρούν οργανικές ανταλλαγές με την φύση και συνεπώς ότι υπάρχει (ακόμα) εργασία σημαίνει να καθιστούμε την έννοια της εργασίας κάτι τόσο άχρηστο όσο και αληθινό (κάτι τετριμένα αληθινό): το ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να αναπνέουν δεν μας λέει τίποτα σχετικά είτε με τον κομμουνισμό είτε με τον καπιταλισμό. Όχι μόνο είναι άχρηστη η έννοια της εργασίας που χρησιμοποιείται κατ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά επίσης αντιφάσκει με τον εαυτό της, καθώς συμπεριλαμβάνει κάθε δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των δραστηριοτήτων που θεωρούνται “ανώτερες” και προκύπτουν από τον ελεύθερο χρόνο κάποιου/ας , μια έννοια εργασίας που ο Μαρξ θεωρεί ως “μη-εργασία”. Αληθεύει ότι η κατάργηση της εργασίας δεν είναι στον πυρήνα της επαναστατικής δράσης (γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε με την τυποποίηση αντιθετικών κοινωνικών σχέσεων σε συγκεκριμένους τύπους δραστηριοτήτων, με συνέπεια την φυσικοποίησή τους και την αναγωγή τους σε ένα πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα σε άτομα, φύση και κοινωνία), παρόλα αυτά αληθεύει εξίσου ότι η κατάργηση του κεφαλαίου και η παραγωγή του κομμουνισμού είναι η κατάργηση της εργασίας, ακόμα και αν αυτό δεν προκύπτει από μια προβληματική και μια δυναμική εσωτερική στην “εργασιακή δραστηριότητα”.
Πιθανόν η παραγωγική δραστηριότητα δεν θα γίνει παθιασμένη “εν μια νυκτί” αλλά αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ο κομμουνισμός δεν μπορεί να επιτρέψει την συνύπαρξη δυο διαφορετικών σφαιρών. Δεν μπορεί να υπάρχουν συγκεκριμένες δραστηριότητες που θα παραμένουν “μη-παθιασμένες” και άλλες που θα έχουν γίνει.
Το να πούμε ότι υπάρχουν προβλήματα που δεν θα λυθούν “σε μια νύχτα” είναι αληθές. Τα προβλήματα αυτά είναι πραγματικά και δεν θα λυθούν με το κούνημα ενός μαγικού ραβδιού. Το γεγονός ότι ο κομμουνισμός θα πρέπει να επιλύσει σε ένα πρώτο βήμα προβλήματα που κληρονομούνται από τον καπιταλισμό (άνιση ανάπτυξη, ο ποιοτικός μετασχηματισμός των μέσων/εργαλείων παραγωγής, η απάλειψη των επικίνδυνων φυτών, η ελάττωση της (υπερ)συγκέντρωσης του πληθυσμού, o περιορισμός των υλικών μορφών, εγγεγραμμένων στον χώρο, της αντίθεσης πόλης-υπαίθρου, η “αποκατάσταση” των προηγούμενων αγροτικών ή “φυσικών” χώρων) δεν δημιουργεί μια περίοδο δραστηριότητας κατά την οποία δεν θα “λειτουργεί” σύμφωνα με αυτό που είναι, σε συμφωνία με την ίδια του την φύση, και δεν θα το κάνει αυτό μέχρι να επιτευχθεί ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης, ένα επίπεδο που είναι τελικά εντελώς αδύνατο να προσδιοριστεί.
Στο κεφάλαιο, η κοινωνία, ως το πρωταρχικό αποτέλεσμα της παραγωγής, υπάγεται κάτω από τον πόλο του κεφαλαίου το οποίο, ως μια κοινωνική σχέση, είναι απαραίτητο ένα αντικείμενο. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, η αντικειμενικότητα είναι η συνεχώς αναπαραγώμενη μορφή που το κεφάλαιο ως θεμελιώδης κοινωνική σχέση παίρνει, σε αντίθεση με την υποκειμενικότητα της δραστηριότητας που υπόκειται σε αυτό και που ως τέτοια αποτελεί τον άλλο πόλο του τρόπου παραγωγής ή της παραγωγικής διαδικασίας. Η κατάργηση των τάξεων σηματοδοτεί τόσο την κατάργηση της δραστηριότητας ως υποκειμενικότητας όσο και την κατάργηση του προϊόντος της ως αντικειμενικότητας σε αντίθεση με αυτήν (την δραστηριότητα ως υποκειμενικότητα). Η αφθονία που δημιουργείται από την κομμουνιστική επανάσταση δεν είναι ζήτημα του έχειν αλλά του είναι μαζί, της κοινότητας. Αυτό που συμβαίνει τη στιγμή της ίδιας της επανάστασης είναι η απο-αντικειμενικοποίηση του κόσμου. Η πηγή του αμφιλεγόμενου της προσέγγισης στον κομμουνισμό σε αυτές τις Θέσεις έγκειται στην ίδια την σύλληψη της “προοδευτικής” ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Είναι πάνω από όλα αυτή η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (λαμβανόμενη) από μόνη της που θα μπορούσε να επιτρέψει τον κομμουνισμό. Η επανάσταση δεν είναι στην πραγματικότητα μια ρήξη με αυτή την ανάπτυξη κατανοούμενη ως ένα καθορισμός της ταξικής πάλης, ως μια σχέση μεταξύ των τάξεων, αλλά απλά ως μια δαφορετική χρησιμοποίηση αυτών των δυνάμεων.
Από την σταθερή φύση της επανάστασης, προτυποποιημένης πάνω στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, φτάνουμε στην ουσία του επαναστατικού προλεταριάτου. Η Θέση 9 μας λέει ότι “το προλεταριάτο δεν έχει επαναστατική ουσία”, αλλά λειτουργεί περισσότερο ως μια άρνηση που επιδιώκει να καταπνίξει αυτό που είναι εμφανές σε όλο το κείμενο παρά ως μια πρόταση από την οποία μπορούν να προκύψουν όλες οι συνέπειες.
-
“Το προλεταριάτο δεν έχει επαναστατική ουσία”
-
“Το προλεταριάτο είναι η πάλη του”
-
“Οι αγώνες του δεν το έχουν οδηγήσει μέχρι σήμερα πέρα από την ταξική κοινωνία αλλά βαθύτερα σε αυτήν”
-
“Εξίσου ελάχιστα ισχύει ότι με την ενσωμάτωση του προλεταριάτου η δυνατότητα της επανάστασης έχει εκμηδενιστεί”
-
“H υλιστική σύλληψη της ιστορίας υποθέτει ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, ότι οι ταξικοί αγώνες θα μπορούσαν να είχαν διαφορετικές εκβάσεις”
-
“Το προλεταριάτο είναι αυτό που κάνει”, αλλά θα μπορούσε να έχει κάνει κάτι άλλο.
-
Συμπέρασμα 1: το προλεταριάτο θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι επειδή αν οι αγώνες του ήταν κάποιου άλλου είδους η πρόταση “το προλεταριάτο είναι η πάλη του” μας οδηγεί στο ότι: το προλεταριάτο θα μπορούσε να έχει έναν διαφορετικό ορισμό.
-
Συμπέρασμα 2: συνεπώς το προλεταριάτο δεν είναι αυτό που κάνει επειδή θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που κάνει.
-
Συμπέρασμα 3: το προλεταριάτο θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Αλλά αν το προλεταριάτο ήταν διαφορετικό, θα ήταν πρώτον αδύνατον για μας να πούμε κάτι τέτοιο, και δεύτερον αδύνατον για μας να το αποκαλέσουμε προλεταριάτο.
Η ανάπτυξη του κεφαλαίου δεν είναι τίποτα περισσότερο από την αντίφαση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο, δεν υπάρχει κάποιος “σύνδεσμος” ανάμεσά τους, ούτε στέρεος ούτε ρευστός ούτε από τον ένα όρο στον άλλον. Δεν υπάρχει τίποτα να κατασκευαστεί ανάμεσα στον ντετερμινισμό και την ελευθερία, την αναγκαιότητα και την δυνατότητα, το αναλλοίωτο και το ενδεχομενικό, ανάμεσα στην λίγο καθορισμένη ελευθερία και τον ντετερμινισμό που να είναι λίγο ελεύθερος, ανάμεσα στις συνθήκες και την δραστηριότητα.
Το να ισχυρίζεται κανείς ότι “η ταξική πάλη θα μπορούσε να ήταν αλλιώς” σημαίνει να αναγνωρίζει την ανάπτυξη του κεφαλαίου ως ένα πλαίσιο στο οποίο αποδίδουμε λιγότερη ή περισσότερη αποτελεσματικότητα, αλλά πάντοτε ως ένα άθροισμα συνθηκών. Το να υπερβούμε όλες τις εκφάνσεις του ντετερμινισμού σημαίνει να θεωρούμε την επανάσταση και τον κομμουνισμό ως πραγματικές ιστορικές παραγωγές την μοναδικής ιστορίας που υπάρχει, αυτής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Όταν ορίζουμε την εκμετάλλευση ως την αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο, ορίζουμε την αντίθεση ως μια ιστορία. Το στάδιο της συσσώρευσης δεν είναι μια εξωτερική συνθήκη νικών και ηττών, δεν είναι μια συγκυρία. Η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν είναι η πραγματοποίηση ή η συνθήκη της αντίθεσης των τάξεων που αντιπαραθέτει το προλεταριάτο στην τάξη των καπιταλιστών, είναι η πραγματική της ιστορία. Αυτή η αντίθεση δεν υιοθετεί διαφορετικές μορφές· δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτές τις μορφές που είναι η δυναμική του ίδιου του μετασχηματισμού τους. Ο κομμουνισμός είναι ιστορικός και είναι σε σχέση με την άμεση διαδρομή κάθε κύκλου αγώνων. Όταν λέμε ότι η επανάσταση μπορεί να είναι μόνο άμεση κομμουνιστικοποίηση, αυτό δεν σημαίνει ότι ο κομμουνισμός θα εμφανιστεί τώρα, επιτέλους, όπως θα μπορούσε να είναι στην πραγματικότητα ή όπως θα έπρεπε πάντα να είναι.
Θα μπορούσε να έχει συμβεί κάτι διαφορετικό; Δεν ξέρουμε και δεν δίνουμε δεκάρα. Το ερώτημα δεν έχει νόημα. Αυτό που δεν συνέβη κάνει κάποιον να αφήνει το βασίλειο της σκέψης για να εισέλθει σ’ αυτό της δοξασίας και της πίστης. Η ιδεολογία του δυνατού μπορεί να κοιτάξει προς το παρελθόν και να πει: “αυτό θα μπορούσε να έχει γίνει ή να μην έχει γίνει”· συνίσταται πάντα, από την σκοπιά της περιόδου που ακολουθεί, στο να θεωρεί κανείς ως ενδεχομενικό αυτό που ήταν ουσιώδες στην προηγούμενη περίοδο (ετμ.). Από αυτή την αντικατάσταση πηγάζει η πίστη στο αναλλοίωτο ως τον ουσιώδη πυρήνα που θα προκύψει από αυτή την κίνηση.
Είναι θεωρητικά αδύνατον να υποστηρίξει κανείς ταυτόχρονα ότι δεν υπάρχει κάποια επαναστατική ουσία και ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά.
Οι αγώνες οδηγούσαν πάντα το προλεταριάτο “ακόμα πιο βαθιά στην ταξική κοινωνία” και όμως “η δυνατότητα της επανάστασης δεν είχε εκμηδενιστεί”. Αν “η δυνατότητα της επανάστασης δεν είχε εκμηδενιστεί” αυτό συμβαίνει επειδή υπήρξε. Συνεπώς οι αγώνες δεν “οδηγούσαν το προλεταριάτο ακόμα βαθύτερα στην ταξική κοινωνία”, ή αλλιώς η “επανάσταση” υπήρχε μόνο ως μια “δυνατότητα”. Αλλά τότε ποιά είναι η βάση αυτής της δυνατότητας αν “το προλεταριάτο είναι οι αγώνες του” και “οι αγώνες του…κ.λπ.”;
Αυτό που φέρνει το Kosmoprolet σε όλα αυτά τα λογικά αδιέξοδα είναι η υπόθεση μιας ουσιολογικής σύλληψης της επανάστασης και του κομμουνισμού. Η επανάσταση είναι, εξ ορισμού, για το Kosmoprolet πάντα η “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου” και η “κομμουνιστικοποίηση” (ακόμα και αν η “αυτο-κατάργηση” αυτή συγχέεται με την αυτόνομη επιβεβαίωση). Παρόλα αυτά δεν συνέβη και είναι δύσκολο ακόμα και να ταυτοποιήσει κανείς ιστορικά τα πρώτα βήματά της (οι “εκλάμψεις των στιγμών προχωρήματος” και οι “μικρές ριζοσπαστικές μειονότητες” δεν ορίζονται ποτέ σε σχέση με το περιεχόμενό τους). Το Kosmoprolet μας λέει ότι αυτό δεν συνέβη επειδή το προλεταριάτο δεν το έκανε. Το προλεταριάτο δεν έχει επαναστατική ουσία αλλά η επανάσταση είναι ουσιώδης. Αλλά αν η επανάσταση είναι ουσιώδης, αυτό που κάνει το προλεταριάτο μετράται ως προς αυτό το πρότυπο (θα μπορούσε να έχει κάνει κάτι άλλο) επειδή η αληθινή επαναστατική έκβαση υπάρχει δυνητικά πάντα, έχει “εκμηδενιστεί”. Σε όλη τη διάρκεια του “εργατικού κινήματος” η ταξική πάλη είχε την “λανθασμένη αντίληψη” (Θέση 8) ότι θα “ξεπερνούσε το κεφάλαιο”.
Ας το πούμε απλούστερα: το προλεταριάτο σε αυτές τις Θέσεις έχει μια επαναστατική ουσία, αλλά αληθεύει επίσης ότι “είναι οι αγώνες του”, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η ουσία υπόκειται σε συνθήκες (ετμ.).
Αυτή η ουσία είναι μια αντίφαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής της οποίας το προλεταριάτο είναι μια προσωποποίηση. Το “κοινωνικό” υποστασιοποιείται εδώ σε σχέση με την άμεση (“μη-κοινωνική”) ύπαρξη. Δεν μπορούμε να κάνουμε το “κοινωνικό” έναν καθορισμό σε αντίθεση με μια “μη-κοινωνική” ύπαρξη στον καπιταλισμό. Αυτό που χαρακτηρίζεται ως “μη-κοινωνικό” σε αυτές τις Θέσεις είναι στην πραγματικότητα το μόνο υπάρχον κοινωνικό, και ειναι εντελώςκοινωνικό. Υποστασιοποιώντας το, το Kosmoprolet μπορεί να έχει μια σταθερά στον ορισμό του προλεταριάτου που το ορίζει ως επαναστατικό, αλλά ενάντια στην ύπαρξή του όπως αυτή έχει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αυτή είναι μια εσωτερική αντίθεση που συνδέει δυο όρους που δεν έχουν τίποτα κοινό, εκτός από το να είναι (αν δεν είναι) το ένα το ακριβώς αντίθετο του άλλου. Είναι αντίθετα που δεν περνάνε το ένα στο άλλο, όπως ακριβώς συνέβαινε στην περίπτωση του φιλοσοφικού κομμουνισμού των αρχών της δεκαετίας του 1840, με τις διαχωρισμένες εξατομικευμένη ύπαρξη των ατόμων και την “κοινοτι(στι)κή ύπαρξη”.
Η επανάσταση είναι τότε η “ευθυγράμμιση” του κοινωνικού με τον εαυτό του. Εδώ επανανακαλύπτουμε τον κανονικισμό και την επαναστατική ουσία της τάξης εντός ενός δυισμού που ποτέ δεν κατασκευάζεται τυπικά και εκπεφρασμένα σε αυτές τις Θέσεις. Αυτό που λείπει είναι η μετάβαση από τον έναν στον άλλο όρο της δυικότητας: η απουσία μιας ανάπτυξης ανάμεσα στους οικονομικούς αγώνες και την επανάσταση (Θέση 13) γίνεται ένα ρήγμα που η διάσχισή του είναι μια απόλυτη αντιστροφή εξαρτώμενη από όλα αυτά που αναπτύσσονται από την “κομμουνιστική προοπτική” και “συνείδηση” στις προηγούμενες τέσσερις Θέσεις.
Η παραγωγή αυτής της παραγράφου (Θέση 13) μοιάζει να είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η “κοινωνικοποίηση μέσω του κεφαλαίου παραμένει αντιφατική”. Όταν οι Θέσεις διακρίνουν και αντιθέτουν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής “την παραγωγή για τους άλλους” και την παραγωγή που αποκτά μόνο μια “κοινωνική εγκυρότητα με την δράση της ανταλλαγής” (Θέση 13), αγνοούν το γεγονός ότι είναι αυτή η “εγκυρότητα” που είναι “παραγωγή για τους άλλους”, είναι η ίδια η ύπαρξή της. Οι Θέσεις προϋποθέτουν εκπεφρασμένα μια “πραγματικά κοινωνική” και μια “ψευδή κοινότητα” (Θέση 13), κάτι που οδηγεί, για παράδειγμα, στο γεγονός ότι αν οι προλετάριοι “αποκτήσουν τον έλεγχο των αντίστοιχων εργασιακών χώρων” αυτό δεν θα ήταν κάτι πραγματικά κοινωνικό. Η εργατική επανάσταση, που είχε σαν περιεχόμενο την επιβεβαίωση του προλεταριάτου, παρουσιάζεται και κριτικάρεται ως προς αυτό το πρότυπο: δεν ήταν “πραγματικά κοινωνική”.
Αυτή η κοινωνικοποίηση εμπεριέχει μιαν αντίφαση, αλλά η ίδια η κοινωνικοποίηση δεν είναι αντιφατική σε σχέση με τον εαυτό της, σε σχέση με αυτό που είναι “πραγματικά κοινωνικό”. Δεν υπάρχει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής αντίφαση σχετικά με την “κοινωνικοποίηση” αυτή καθεαυτή. Στις Θέσεις η αντίθεση των τάξεων ενδιπλώνεται πίσω σε μια αντίθεση της έννοιας της κοινωνικοποίησης, από την οποία είναι δυνατό κάθε είδος “ολισθήματος” σε σχέση με τα “προλεταριοποιημένα άτομα”.
Στην Θέση 15, οι “εξατομικευμένοι μισθωτοί εργάτες μετασχηματίζουν τους εαυτούς τους σε κοινωνικά άτομα”. Αυτή είναι η “κίνηση της κομμουνιστικοποίησης”.
Λες και οι εργάτες δεν είναι κοινωνικά άτομα. Στο θεμέλιο αυτής της θέσης υπάρχει μια ολόκληρη διαλεκτική του “κοινωνικού”, μιας “κοινωνικής αντίθεσης” (Θέση 13). Η εργασία δεν είναι την ίδια στιγμή “κοινωνική” και “μη-κοινωνική” (Θέση 13). Λες και το “κοινωνικό” έφτασε τελικά με τον κομμουνισμό στην επαρκή του μορφή του “πραγματικά κοινωνικού”.
Αυτό το “κοινωνικό” είναι στις Θέσεις η “επαναστατική φύση”, που κατασκευάζεται πάντα ως το αρνητικό αυτού που είναι το προλεταριάτο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (“μη-κοινωνικό”). Μπορεί συνεπώς να είναι επαναστατικό μόνο στην “αυτο-κατάργησή” του. Αλλά αυτή η “αυτο-κατάργηση” είναι η υπέρβαση της αντίφασης του “κοινωνικού”.
Θα έπρεπε να ειπωθεί ξεκάθαρα ότι η εργασία είναι κοινωνική ως παραγωγός της αξίας και ακριβέστερα ως αξιοποίηση του κεφαλαίου, ως διαίρεση της εργασίας και ως παραγωγή εμπορευμάτων. Αυτή η κοινωνικοποίηση δεν χρειάζεται οποιαδήποτε αναφορά σε κάτι “πραγματικά κοινωνικό” για να είναι μια αντίθεση· αλλά αυτή η αντίθεση δεν αντιθέτει το “μη-κοινωνικό” στο “πραγματικά κοινωνικό”. Είναι μια αντίθεση ανάμεσα σε τάξεις. Αν δεν το λέμε αυτό τότε κάτω από τις παρούσες “κοινωνικές” μορφές προϋποθέτουμε ένα πραγματικά κοινωνικό.
Στη Θέση 16, το κοινωνικό ως περιεχόμενο της αυτο-κατάργησης του προλεταριάτoυ εμφανίζεται (σε αντίθεση με τον φιλοσοφικό κομμουνισμό) ως το αποτέλεσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Το κοινωνικό είναι η “ορθολογική καθολικότητα”, κάτι στο οποίο βρίσκουμε “μια μορφή παραγωγής που τον σκοπό της μπορούμε να τον αναγνωρίσουμε” ως την δική μας “ικανότητα να αναγνωρίσουμε τον σκοπό της παραγωγής ως δικό μας” (Θέση 13). Εδώ δεν έχουμε τίποτα άλλο παρά την “κοινωνία των συνεταιρισμένων παραγωγών”, την κατάργηση της αγοράς ως μιας ορθολογικής οργάνωσης της παραγωγής, έτσι ώστε η “ατομική ιδιοκτησία έχει οδηγήσει στη συλλογική οργάνωση της ζωής”. Το Kosmoprolet έχει μια σταθερή ουσία της επανάστασης και του κομμουνισμού που δεν μπορούν παρά να γίνουν μια επαναστατική ουσία του προλεταριάτου, αλλά ταυτόχρονα δεν θέτει πλέον το προλεταριάτο ως τον φορέα του κομμουνιστικού σχεδίου, ως αυτό που ενσωματώνει αυτή την επαναστατική ουσία. Το Kosmoprolet θέλει ταυτόχρονα την επανάσταση ως αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου και ένα προλεταριάτο ως έναν “συλλογικό παράγοντα”, παρόμοιο με το “προλεταριακό περιβάλλον”. Φυσικά δεν θα είναι το ίδιο, αλλά [όπως και] το πρώτο θα εμφανιστεί ως μια τάξη “διεαυτή” ενάντια στο κεφάλαιο, μια τάξη που έχει επανασυσταθεί και ενοποιηθεί ως ένας “καλά ορισμένος συλλογικός παράγοντας.
Τάξη
Μέχρι την αναδιάρθρωση της αντιφατικής σχέσης ανάμεσα στις τάξεις τις δεκαετίες του 1970 και 1980, η ταξική πάλη όπως και το εργατικό κίνημα βασίζονταν στην αντίθεση ανάμεσα, από την μια πλευρά, της δημιουργίας και της ανάπτυξης της εργατικής δύναμης που έμπαινε σε εργασία από το κεφάλαιο με έναν αυξανόμενα συλλογικό και κοινωνικό τρόπο και, από την άλλη, στις μορφές της ιδιοποίησης αυτής της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο στην άμεση διαδικασία της παραγωγής και στην διαδικασία της αναπαραγωγής. Αυτή είναι η αντιφατική κατάσταση που αναπτύχθηκε σε αυτόν τον κύκλο αγώνων ως εργατική ταυτότητα – μια ταυτότητα που βρήκε τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της και τις άμεσες τροπικότητές της αναγνώρισης στο “μεγάλο εργοστάσιο”, στη διχοτόμηση ανάμεσα στην απασχόληση και την ανεργία, την εργασία και την εκπαίδευση, την υπαγωγή της εργασιακής διαδικασίας στην συλλογικότητα των εργατών, στην σύνδεση ανάμεσα στους μισθούς, την ανάπτυξη και την παραγωγικότητα εντός μιας εθνικής περιοχής, στις θεσμικές αντιπροσωπεύσεις που όλα αυτά συνεπάγονται, τόσο στο επίπεδο του εργοστασίου όσο και στο επίπεδο του Κράτους. Υπήρχε πραγματικά μια αυτο-προϋπόθεση του κεφαλαίου, σε συμμόρφωση προς την έννοια του κεφαλαίου, αλλά η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο εντοπιζόταν σε αυτό το επίπεδο από την ίδια την παραγωγή και την επιβεβαίωση, εντός της ίδιας αυτο-προϋπόθεσης, μιας εργατικής ταυτότητας μέσω της οποίας η ταξική πάλη, ως εργατικό κίνημα, ήταν δομημένη. Αυτή η ταυτότητα ήταν η “ψυχή και το σώμα” όλων των πρακτικών, και συνείχε τους πάντες, από συγκεκριμένες φράξιες της σοσιαλδημοκρατίας μέχρι την εργατική αυτονομία.
Η Θέση 1 αναγνωρίζει την εξαφάνιση κάποιου πράγματος, αλλά το κάνει με έναν ανεπαρκή τρόπο:
“Η προσωρινή έκβαση της ιστορίας του κεφαλαίου στις αναπτυγμένες ζώνες του παρουσιάζεται η ίδια ως μια αταξική ταξική κοινωνία, στην οποία το παλιό εργατικό περιβάλλον έχει διαλυθεί σε μια γενικευμένη εξάρτηση-από-τον-μισθό: παντού προλεταριοποιημένα άτομα, πουθενά το προλεταριάτο, όχι ως μια αναγνωρίσιμη ομάδα ανθρώπων και σίγουρα όχι ως ένας συλλογικός παράγοντας ως η αρνητική, διαρρηκτική πλευρά της κοινωνίας”.
Το αντικείμενο για το οποίο το Kosmoprolet θα ήθελε να μας μιλήσει είναι η παρούσα σχέση ανάμεσα στις τάξεις· αυτό για το οποίο πραγματικά μας μιλάει είναι απλά το αρνητικό της προηγούμενης περιόδου. Κάτι που καταλήγει σε ένα οξύμωρο: “την αταξική ταξική κοινωνία”. Το Kosmoprolet δεν προσπαθεί να εξηγήσει το περιεχόμενο και την μορφή της ταξικής πάλης – που δεν μπορεί να είναι πλέον το ίδιο με αυτό της προηγούμενης περιόδου – μέσω της παρούσας ταξικής σχέσης. Μας λέει απλά ότι αυτό που υπήρχε δεν υπάρχει πια, και ότι αυτή η απουσία ορίζει την παρούσα περίοδο. Αλλά κάτι που υπάρχει δεν μπορεί να εξηγηθεί από κάτι που δεν υπήρξε ή που δεν υπάρχει πια.
Εκτός και αν είναι κανείς ικανοποιημένος με το ότι το κεφάλαιο δεν αυτο-αξιοποιείται πλέον μέσα από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, τότε οι τάξεις εξακολουθούν να υπάρχουν και η Θέση 12 ορίζει την σχέση των τάξεων με έναν αδιαμφισβήτητο τρόπο: “η ταξική σχέση είναι μια σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και τους προλετάριους, ανάμεσα στην αυτο-αξιοποιούμενη αξία και την εργατική δύναμη”. Θα υπήρχαν “προλεταριοποιημένα άτομα” αλλά “πουθενά το προλεταριάτο, ούτε ως μια αναγνωρίσιμη ομάδα ανθρώπων και σίγουρα όχι ως ένας συλλογικός φορέας” (Θέση 1). Η εξήγηση αυτού του γεγονότος θα ήταν ότι “η προλεταριακή ύπαρξη εμφανίζεται να μην είναι πουθενά ορατή ακριβώς επειδή βρίσκεται σχεδόν παντού” (Θέση 12). Ποιός θα μπορούσε να είναι αυτός ο “συλλογικός παράγοντας”; Θα ήταν οποιοσδήποτε θα μπορούσε να οδηγήσει τους αγώνες στους οποίους “το μέλλον της κοινωνίας διακυβεύεται”, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είναι “η αρνητική, διαρρηκτική πλευρά της κοινωνίας” (Θέση 1). Οι Θέσεις αυτές δίνουν σε κάποιον την εντύπωση ότι κοιτάμε την παρούσα ταξική πάλη σαν από έναν καθρέφτη αυτοκινήτου. Το “προλεταριακό περιβάλλον” (Θέση 2), που είναι το απόλυτο σημείο αναφοράς γι’ αυτόν τον “συλλογικό φορέα” ως της “αρνητικής, διαρρηκτικής πλευράς της κοινωνίας”, έχει εδώ και πολύ καιρό οριστικά πεθάνει και θαφτεί, και το Kosmoprolet το ξέρει. Αλλά αυτό το οποίο προσμονεί, κοιτώντας προς τους επισφαλείς και τους “αποκλεισμένους”, είναι η αναγέννηση ενός ταυτόσημου φορέα, και μέχρι αυτό το σημείο δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν τάξεις σε αυτή την ταξική κοινωνία. Αλλά δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει ξανά ένας ταυτόσημος συλλογικός φορέας· και, πάνω απόλα, δεν είναι οι άνεργοι, οι επισφαλείς και οι “αποκλεισμένοι”, έτσι όπως τους συλλαμβάνουν αυτές οι Θέσεις, που μπορούν να είναι ο καταλύτης για αυτή την “επανασύσταση”, εκτός και αν φαντάζεται κανείς έναν κόσμο ανθρώπων που ζουν παράλληλα στην καπιταλιστική κοινωνία, που σίγουρα δεν ήταν η περίπτωση με τους προλετάριους του “προλεταριακού περιβάλλοντος”. Παρά το όσα λέει η Θέση 1, αυτό το “προλεταριακό περιβάλλον” δεν συνιστούσε μια “ανεξάρτητη κοινωνία μέσα στην αστική κοινωνία” (Θέση 2) αφού, αν “η καρδιά του ήταν το εργοστάσιο”, αυτό συνέβαινε επειδή αυτοί οι προλετάριοι πήγαιναν κάθε μέρα εκεί για να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη.
Δεν πρόκειται να υπάρξει κάτι τέτοιο ποτέ ξανά, και τόσο το καλλίτερο.
Προς το παρόν, η επανάσταση εξαρτάται από μια αντίθεση που είναι συστατική της ταξικής πάλης: το να είναι μια τάξη είναι, για το προλεταριάτο, ένα εμπόδιο που η πάλη του ως μια τάξη θα έπρεπε να ξεπεράσει/καταργήσει.
Αυτός ο κύκλος αγώνων είναι η δράση μιας ανασυσταθείσας εργατικής τάξης. Είναι ζήτημα, στις κεντρικές περιοχές συσσώρευσης, της εξαφάνισης των μεγάλων εργατικών προπυργίων και της προλεταριοποίησης των απασχολούμενων, της τριτογενοποίησης της εργασίας (ειδικοί συντήρησης, χειριστές μηχανών, οδηγοί φορτηγών, ντελιβεράδες, εργάτες αποθηκών, κ.λπ. – αυτοί είναι οι τύποι δουλειάς που εκτελούνται τώρα από την πλειοψηφία των εργατών), εργασία σε εταιρείες ή μικρότερες τοποθεσίες, ένας καινούριος καταμερισμός εργασίας και η εργατική τάξη με τις υπεργολαβίες χαμηλά αμοιβόμενων δραστηριοτήτων (νεαροί εργάτες που πληρώνονται με τον ελάχιστο μισθό, συχνά προσωρινοί, χωρίς επαγγελματικές προοπτικές), η γενίκευση της “ακριβώς-στην-ώρα” παραγωγής, η παρουσία νεαρών εργατών για τους οποίους η τυπική εκπαίδευση έχει διαρρήξει το νήμα των γενεών και οι οποίοι απιρρίπτουν μαζικά την δουλειά στο εργοστάσιο και την συνθήκη του εργάτη εν γένει.
Η μεγάλη συγκέντρωση των εργατών στην Ινδία ή την Κίνα απαρτίζει ένα τμήμα αυτού του παγκόσμιου κατακερματισμού της εργατικής δύναμης. Τόσο με όρους του παγκόσμιου χαρακτήρα τους όσο και με όρους του δικού τους εθνικού ανήκειν, αυτές οι συγκεντρώσεις (εργατικής δύναμης) δεν μπορούν να θεωρηθούν μια αναγέννηση, σε έναν άλλο τόπο, αυτού που έχει εξαφανιστεί στη “Δύση”. Η εργατική ταυτότητα καθοριζόταν από ένα κοινωνικό σύστημα ύπαρξης και αναπαραγωγής και εκφραζόταν στο εργατικό κίνημα. Δεν οριζόταν απλά από την ύπαρξη κάποιων ποσοτικών υλικών χαρακτηριστικών.
Το παράδοξο αυτής της νέας ταξικής σύνθεσης είναι ότι κάνει την αναγνώριση της ύπαρξης της εργατικής τάξης να εξαφανίζεται την ίδια στιγμή που η συνθήκη της έχει επεκταθεί και αυτή η “εξαφάνιση” είναι η ίδια μόνο το αποτέλεσμα αυτής της καινούριας σύνθεσης και της κατάτμησής της. Η εργατική τάξη δεν θα μπορούσε να είναι πιο παρούσα και η ταξική πάλη είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ιστορία. Αλλά από την μια πλευρά η τάξη δεν επιβεβαιώνεται πλέον στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και, από την άλλη, για το προλεταριάτο η αντίθεσή του με το κεφάλαιο εμπεριέχει το να αμφισβητεί τον ίδιο του τον εαυτό. Η ενότητα της τάξης δεν μπορεί πλέον να συγκροτηθεί στη βάση του μισθού και των αιτηματικών αγώνων, ως ενός προκαταρκτικού σταδίου της επαναστατικής του δραστηριότητας. Η ενότητα του προλεταριάτου μπορεί να είναι μόνο η δραστηριότητα που καταργεί τον εαυτό του, καταργώντας οτιδήποτε το διαιρεί (ετμ.). Ένα κομμάτι του προλεταριάτου, ξεπερνώντας τον αιτηματικό χαρακτήρα της πάλης του, θα λάβει μέτρα κομμουνιστικοποίησης και θα αναδείξει το ζήτημα της ενοποίησης του προλεταριάτου, που με τη σειρά της δεν θα είναι τίποτα άλλο από την ενοποίηση της ανθρωπότητας, με άλλα λόγια, τη δημιουργία της ως ενός συνόλου σχέσεων που τα άτομα εγκαθιδρύουν ανάμεσά τους στην μοναδικότητά τους.
Αυτό που διακρίνει την παρούσα σχέση της εκμετάλλευσης είναι το γεγονός ότι η σχέση του προλεταριάτου προς το κεφάλαιο δεν περιλαμβάνει πλέον την σχέση του προλεταριάτου με τον εαυτό του, την επιβεβαίωση της ταυτότητάς του για τον εαυτό του ενάντια στο κεφάλαιο. Μπορεί να πει κανείς ότι σήμερα η πιο αναδεδειγμένη μορφή της “τάξης-διεαυτήν” είναι η πρακτική, ενεργή, συγκρουσιακή αναγνώριση του ότι όλες οι συνθήκες για την ύπαρξη και την αναπαραγωγή του προλεταριάτου είναι μια εξωτερικότητα εντός του κεφαλαίου. Το προλεταριάτο δεν αναγνωρίζει πλέον τον εαυτό του ως μια τάξη, παρά μόνο σαν μια τάξη που υπάρχει εντελώς έξω από τον εαυτό της. Και αυτό έχει εμφανιστεί εδώ και πολύ καιρό στις “εργασιακές συγκρούσεις” που περιλαμβάνουν τόσο την παραγωγή όσο και την συνέχεια του κύκλου της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Εδώ είναι που “διακυβεύεται το μέλλον της κοινωνίας”.
Δεν είναι το ζήτημα να πούμε ότι “παρά τα φαινόμενα οι τάξεις υπάρχουν”, αλλά ότι οι τάξεις υπάρχουν τώρα με σε μια αντιφατική σχέση που οδηγεί σε αυτή την εμφάνιση, και ότι υπάρχουν σε αυτή την εμφάνιση. Αυτή η εμφάνιση ή εξαφάνιση (το “προλεταριοποιημένο άτομο” της Θέσης 1) είναι σε μεγάλο βαθμό αμφισβητήσιμη και η ίδια, από την στιγμή που η τάξη δεν θεωρείται (δεν προσλαμβάνεται) αναγκαστικά ως ο “συλλογικός δρων παράγοντας” που θα διεκπεραίωνε την υπέρβαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στην επιβεβαίωση της παρούσας κατάστασής του, την επιβεβαίωση αυτού που ήταν σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής και με τέτοιο τρόπο που αυτός ο τρόπος παραγωγής το επιβεβαίωνε: η τάξη της παραγωγικής εργασίας.
Στη Θέση 12, η τάξη δεν θα περιέγραφε πλέον τίποτα περισσότερο από “την γενικευμένη επιταγή για κάποιον να πουλήσει την εργατική του δύναμη”· δεν θα μπορούσαμε επομένως να έχουμε πλέον “δυο καλά ορισμένα στρατόπεδα, αλλά αντί γι’ αυτό μια αχανή ποικιλία καταστάσεων”. Εδώ, το Kosmoprolet δεν περιλαμβάνει (δεν λαμβάνει υπόψιν) στην πώληση της εργατικής δύναμης για την αξιοποίηση του κεφαλαίου το γεγονός ότι αυτή η πώληση, σε αυτή τη σχέση, ορίζεται σαν μια αντίφαση για το κεφάλαιο και για την ίδια. Αν η αντίφαση που είναι η παραγωγική εργασία δεν ήταν στην καρδιά της γενικευμένης προλεταριοποίησης, αυτή η ίδια η προλεταριοποίηση δεν θα υπήρχε. Αυτή είναι η αντίφαση ανάμεσα στην αναγκαία και την πλεονάζουσα εργασία· είναι η τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει, νοούμενο ως η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο· είναι, για τον ίδιο λόγο, το κεφάλαιο ως κινούμενη αντίφαση. Έχουμε, τότε, την ενότητα του ορισμού της τάξης ως κατάστασης και ως πρακτικής (σαν να λέμε “καθεαυτήν” και “διεαυτήν”, αν θέλετε).
Στην Θέση 24, το περιεχόμενο των αυτοοργανωμένων αγώνων κριτικάρεται σαν να μη προσδίδει σε αυτούς κάτι περισσότερο “χειραφετητικό per se” από τους αγώνες που καθοδηγούνται από τα συνδικάτα. Θα έπρεπε κανείς να ορίσει ποιό θα μπορούσε να είναι το “χειραφετητικό περιεχόμενο” ενός αγώνα. Μια μη-κανονιστική ανάλυση της παρούσας περιόδου θα απαντούσε συγκεκριμένα το ερώτημα που αφορά αυτή την περίοδο (την παραγωγή του ταξικού ανήκειν ως εξωτερικού περιορισμού) καταδεικνύοντας ότι ενώ υπάρχει μια ρήξη και μια υπέρβαση ανάμεσα σε αιτηματικούς και επαναστατικούς αγώνες, οι δεύτεροι δεν είναι ούτε θαύματα ούτε το αντίθετο ή μια άρνηση των πρώτων. Σε αυτές τις Θέσεις η αντίθεση ανάμεσα σε αυτές τις δυο μορφές πάλης δεν συσχετίζεται με κάτι, καθώς η επαναστατική πάλη κατανοείται, ξεκινώντας από αιτηματικούς αγώνες, ως μια συνεπαγωγή από την άρνησή τους. Αν το ζήτημα του χειραφετητικού περιεχομένου δεν χρειάζεται να τεθεί στο πλαίσιο της προβληματικής αυτών των
θέσεων, αυτό συμβαίνει επειδή η απάντηση προϋποτίθεται υπόδηλα: υπάρχει κάτι που ξέρουμε ότι είναι η επανάσταση. Κι αυτό σε αντίθεση (καθαρή αντίθεση) με το “χειραφετητικό” περιεχόμενο, όπως το βρίσκουμε στην “στενότητα των αγώνων”, που επίσης είναι εντελώς ακαθόριστο.
Στην πραγματικότητα αυτό που είναι υπόδηλο, αυτό που δεν λέγεται, αυτό που εμφανίζει τον εαυτό του ως τόσο αυτονόητο που δεν χρειάζεται να διατυπωθεί, είναι ότι το “χειραφετητικό περιεχόμενο” σημαίνει “αυτό που οι εργάτες κάνουν οι ίδιοι”, ενώ η “στενότητα” αναφέρεται στο γεγονός ότι στηρίζονται σε μια “αντιπροσώπευση”. Αλλά αν κανείς ξεκινήσει από αυτή την κλίμακα αξιών, είναι αδύνατον να συλλάβει την “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου” (αν θέλετε να χρησιμοποιήσετε αυτή την έκφραση), που δεν έχει κανένα νόημα εκτός και αν αναφέρεται στην επαναστατική φύση του προλεταριάτου. Η επανάσταση και ο κομμουνισμός ως σταθερές, που οι Θέσεις αρνούνται εκπεφρασμένα, αποτελούν παρόλα αυτά τον οπλισμό των Θέσεων αυτών, την μοναδική τους συνοχή, καθώς είναι μέσω αυτής της επαναστατικής φύσης που οι δύο όροι ενός οξύμωρου μπορούν να συνδεθούν: από την μια πλευρά, η επανάσταση ως αυτο-κατάργηση και από την άλλη η άσκηση μιας τέτοιας πρακτικής από μια τάξη που αναμένεται να είναι τυπικά παρόμοια με αυτήν που ορίζεται από την αντιφατική σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο, σχέση στην οποία η επανάσταση υπήρχε ως μια επιβεβαίωση της τάξης.
Ολόκληρη η δυναμική της ιστορίας της ταξικής πάλης ανάγεται, με αυτόν τον τρόπο,στη σύγκρουση ανάμεσα σε δυο αρχές: την αυτονομία και την αντιπροσώπευση. Από τη μια πλευρά, “επαναστατικές αρχές” (Θέση 2), από την άλλη η κρατικιστική τάση του εργατικού κινήματος και η φιγούρα του πολίτη ως της ολοκληρωμένης, επιτευχθείσας μορφής αντιπροσώπευσης. Για το προλεταριάτο, η απόδραση από την αντιπροσώπευση, “το να βγει έξω από την ύπαρξή του ως ενός αστικού νομικού υποκειμένου” (Θέση 24), σημαίνει “να διεκδικήσει τα δικά του συμφέροντα”. Όμως, σε ολόκληρη την έκταση αυτών των θέσεων, το “κρατικιστικό ρεύμα” ήταν επίσης ένας αντιπρόσωπος των “ιδίων συμφερόντων”. Αυτά τα “ίδια συμφέροντα” δεν έχουν από μόνα τους καμμιά αξία. Τα “ίδια συμφέροντα” έχουν καθευτά και αφεαυτά τόση λίγη αξία που για να φτάσουν στο “χειραφετητικό τους περιεχόμενο” οι προλετάριοι θα έπρεπε “να υπερβούν τον κατά τα άλλα απαραίτητο εγωισμό τους” (Θέση 24· η έμφαση προστέθηκε).
Οι προλετάριοι δεν έχουν “κοινούς σκοπούς” ως προλετάριοι (ετμ.). Είναι στην σχέση τους με το κεφάλαιο (την σχέση που ορίζει το κεφάλαιο όπως υπάρχει από την αναδιάρθρωση των δεκαετιών του 1970 και 1980) που το ταξικό τους ανήκειν παράγεται σαν ένας εξωτερικός περιορισμός έτσι ώστε, σε έναν συγκεκριμένο αγώνα, μπορούν να οδηγηθούν να διαμορφώσουν έναν κοινό σκοπό που έχει ως περιεχόμενο του όχι την κοινή δεδομένη κατάστασή τους αλλά αυτό που, σε αυτή την δεδομένη κατάσταση, παράγει την κατάργησή της.
Η υπάρχουσα και εκρηκτική σύνδεση ανάμεσα στην κρίση, ορισμένη στον συγκεκριμένο της χαρακτήρα ως μια κρίση της μισθωτής σχέσης, και το αθέμιτο των μισθολογικών διεκδικήσεων, μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι συγκεκριμένοι αγώνες, στην πιο εσωτερική σχέση που κάνει το προλεταριάτο μια τάξη αυτού του τρόπου παραγωγής, μπορούν να περάσουν σε μια γενικότητα που δεν θα ήταν πλέον αφηρημένη, στον βαθμό που το περιεχόμενο αυτής της γενικότητας καθιστά αυτές τις συγκεκριμένες πτυχές δικές της, ως μια αμφισβήτηση, από το προλεταριάτο, του ορισμού του ως μιας τάξης, ή ως την παραγωγή του ταξικού ανήκειν ως ενός εξωτερικού περιορισμού. Το συγκεκριμένο δεν είναι πλέον κάτι προαπαιτούμενο που θα πρέπει να ξεπεραστεί: η υπέρβαση είναι, συγκεκριμένα, η ίδια η κίνησή της επειδή η γενικότητα που δρα τώρα δεν είναι μια γενική κατάσταση της τάξης αλλά η κατάργησή της.
Η υπέρβαση της ετερότητας κάθε κομματιού της τάξης δεν είναι η επικαιροποίηση ή η πραγματοποίηση ενός προϋπάρχοντος “κοινού”. Η κατηγορική πάλη μπορεί να αποκτήσει μια γενική κλίμακα και σημασία όχι στη βάση μιας κατηγορικής απαίτησης αλλά της άρνησής της. Με άλλα λόγια, αυτή η νοηματοδότηση και αυτή η κλίμακα δεν συνιστούν μια ενότητα για το προλεταριάτο. Δεν υπάρχει πια τίποτα αρκετά γενικό παρά μόνο στην κατάπνιξή του. Δεν είναι δυνατόν να οραματιστούμε, με τον τρόπο που κάνει το Wildcat-Kolinko, την ανασύσταση ενός είδους αυτόνομου, ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος.
Αν δεν ικανοποιείστε μόνο βλέποντας τη σημασία της αυτο-οργάνωσης αποκλειστικά στον ριζοσπαστισμό που επιφέρει στους αιτηματικούς αγώνες αλλά, αντίθετα, την θεωρείτε ως ένα “πειραματικό έδαφος για την μελλοντική κοινωνία”, ως ένα είδος μαθητείας, η αυτο-οργάνωση γίνεται μια μορφή χωρίς περιεχόμενο, μια καθαρή παιδαγωγική. Δεν είναι η περίπτωση ότι απροσδιόριστα άτομα θα πειραματίζονται, έξω από κάθε κοινωνικό σχηματισμό, με άλλες κοινωνικές σχέσεις· οι προλετάριοι θα πρέπει να διεξάγουν την επανάσταση ενάντια στο πώς “έμαθαν” να κυβερνούν τους εαυτούς τους, ενάντια στη ταξική τους θέση σε αυτή την κοινωνία. Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στο υποκείμενο μιας δραστηριότητας που συνίσταται στον σεβασμό του νόμου και ένα υποκείμενο μιας δραστηριότητας που καταργεί την μισθωτή σχέση; Ανάμεσα σε ένα υποκείμενο που παραμένει αυτό που είναι, που αυτο-οργανώνει τον εαυτό του, και ένα υποκείμενο που καταστέλλει το κεφάλαιο καταστέλλοντας τον εαυτό του;
Η αυτονομία των αγώνων ως η ικανότητα να περάσει κανείς από τους αιτηματικούς αγώνες στην επαναστατική πάλη είναι μια κατασκευή που δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για το περιεχόμενο αυτού του περάσματος. Παραμένει μια φορμαλιστική προσέγγιση στην ταξική πάλη (ετμ.).
Οι αγώνες στο τέλος της δεκαετίας του 1960 και στην δεκαετία του 1970 είναι φυσικά η υποχρεωτική αναφορά σε οποιαδήποτε επαναστατική θεωρία της αυτονομίας. Αυτοί οι αγώνες “έβαλαν τέλος στο όμορφο όνειρο της αταξικής ταξικής κοινωνίας: μεγαλύτεροι μισθοί και λιγότερη δουλειά” (Θέση 19). Καμμιά εξήγηση δεν δίνεται γι’ αυτό το κύμα αγώνων, το περιεχόμενο και την μορφή του, μέσω της αναφοράς στη σχέση εκμετάλλευσης εκείνης της στιγμής. Εκτός και αν πρόκειται, στο τέλος της Θέσης 18, για μια συγκεκριμένη κοινωνική εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Αλλά το πιο σημαντικό κομμάτι της Θέσης 19 βρίσκεται στους λόγους που προσφέρονται (ως εξήγηση) για το τέλος της αυτονομίας: η αυτοματοποίηση των “εργατικών προπυργίων”, οι υπεργολαβίες και η αύξηση της ανεργίας. Που, εξ αντιδιαστολής (a contrario), υπαινίσσεται ότι το κύμα των αυτόνομων αγώνων της δεκαετίας του 1970 ήταν ριζωμένο στην ύπαρξη αυτών των εργατικών προπυργίων, τον περιορισμό της συσσώρευσης στις εθνικές αρένες, έναν συγκεκριμένο τύπο συνεργασίας στην εργασιακή διαδικασία και στην πλήρη απασχόληση. Με άλλα λόγια στην εργατική ταυτότητα. Αλλά τότε πού βρίσκεται η αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου; Στην ίδια την αυτονομία. Και για μια ακόμα φορά συναντούμε την επανερχόμενη ταύτιση, σε αυτές τις Θέσεις, της αυτο-κατάργησης με την αυτόνομη επιβεβαίωση. Αν η αυτόνομη ταξική πάλη μπορεί να οριστεί ως “η αποσύζευξη μισθού και παραγωγικότητας”, αυτό με κανένα τρόπο δεν ισοδυναμεί με μια “αυτο-κατάργηση του προλεταριάτου”.
Από τη στιγμή που η αναμενόμενη “επανασύνθεση” της τάξης λαμβάνει χώρα, η παρούσα περίοδος θα δει αυτή την ταυτοποίηση να υφίσταται ένα τελικό “λίφτινγκ” που θα την καταστήσει πιο κατάλληλη ως “αυτο-κατάργηση”. Είναι το περιεχόμενο αυτής της επανασύνθεσης που θα πρέπει να εξεταστεί, καθώς και η λειτουργία της στην συνολική “οικονομία” αυτών των θέσεων.
Στην παγκοσμιοποίηση και την ανάδυση μιας “παγκόσμιας εργατικής τάξης” “βρίσκεται η ελπίδα ότι μετά από έναν αιώνα αντι-ιμπεριαλιστικής μυθολογίας, μια καινούρια εποχή προλεταριακού διεθνισμού ανατέλλει” (Θέση 20). Αυτή η διαβεβαίωση όμως μοιάζει να αντιφάσκει με αυτό που ειπώθηκε στη Θέση 13: “Η κοινωνικοποίηση μέσω του κεφαλαίου παραμένει αντιφατική, καθώς αυτό που συνδέει τους ανθρώπους είναι αυτό που επίσης τους διαχωρίζει”, καθώς ο κατακερματισμός των ανθρώπων ήταν εγγενής στην σχέση του προλεταριάτου με το κεφάλαιο. Και ακόμα περισσότερο καθώς, σε αυτή τη διαδικασία, κάθε εργάτης είναι σε “παγκόσμιο ανταγωνισμό με οποιονδήποτε άλλο” (Θέση 20). Αυτή η αντίφαση επιλύεται με έναν τυπικό τρόπο από το γεγονός ότι σε αυτήν την “παγκόσμια εργατική τάξη” το “πρεκαριάτο” είναι κατά συνέπεια η παγκόσμια κανονικότητα του προλεταριάτου. Παρόμοια, αν “αυτό που ενώνει εργάτες και ανέργους είναι ο μόνιμος φόβος” (Θέση 21), θα μπορούσε κάποιος, εξίσου θεμιτά, να πει ότι, είναι, αντίθετα, κι αυτό που τους διαχωρίζει. Δεν τους “ενώνει”, τους θέτει σε μια σχέση εκμετάλλευσης, σε μια αντίφαση με τον ίδιο τον ορισμό τους στο κεφάλαιο, έτσι που η κατάργηση της συνθήκης τους να μπορεί να γίνει η ενοποίησή τους.
Είναι στη Θέση 22 που αυτή η φαινομενική αντίφαση επιλύεται: “το μέλλον της τάξης ως ολότητα” εξαρτάται “αποφασιστικά από την ικανότητα των πλεοναζόντων να κάνουν την κατάστασή τους σημείο αφετηρίας για ένα γενικευμένο κοινωνικό κίνημα”. Εδώ έγκειται η ελπίδα για μια επανασύσταση της τάξης “ως ολότητας”, μια επανασύσταση αναγκαία για την τάξη ώστε να πετύχει το καθεστώς ενός επαναστατικού υποκειμένου ενάντια στο κεφάλαιο. Είναι η φύση αυτού του γενικευμένου κοινωνικού κινήματος που, στις παρούσες συνθήκες, δεν παράγεται, όπως δεν παράγεται και οποιοσδήποτε από τους καθορισμούς του. Η επανασύσταση που περιλαμβάνει τους επισφαλείς, τους ανέργους, τους “πλεονάζοντες” και τους “αποκλεισμένους” διασώζει την αυτονομία, αφού δεν κατοικούν “βαθιά μέσα στην αταξική ταξική κοινωνία”, δεν μπορούν να αγωνιστούν για να “επικυρώσουν το στάτους τους ως πωλητές εργατικής δύναμης”. Η παρουσίαση του “αποκλεισμού” και της “περίσσειας” σε αυτές τις Θέσεις διατηρεί την αυτο-κατάργηση ως αυτόνομη επιβεβαίωση της τάξης και την καθιστά ταυτόχρονα πιο επαρκώς σαν μια “τάξη ενάντια στον εαυτό της” από τον εργάτη-μάζα του μεγάλου Φορντικού εργοστασίου. Με αυτόν τον τρόπο, η ανάλυση του “αποκλεισμού” παρακάμπτεται εντελώς από την πολιτική αναγκαιότητα αυτών των θέσεων.
Το ότι “το προλεταριάτο τελικά ξεκινά την παγκόσμια θριαμβευτική του πορεία” με την μορφή αυτού του πρεκαριάτου, αυτής της “παγκόσμιας κανονικότητας του προλεταριάτου”, παραμένει αδιαμφισβήτητη. Αλλά σε αυτή την περίπτωση είναι αναγκαίο να ορίσουμε την ταξική σχέση, ανάμεσα σε άλλα, που απορρέει από αυτό: το τέλος της εργατικής ταυτότητας· την ταυτότητα της αντίθεσης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο με την αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την ίδια του την ύπαρξη ως τάξης, με άλλα λόγια, την ταυτότητα της αντίθεσης του ίδιου του ορισμού του ως τάξης και της αντίθεσής του με το κεφάλαιο· τον
μη-συστηματικό χαρακτήρα των μισθολογικών αιτημάτων· το να αγωνίζεται ως τάξη γίνεται το εσωτερικό όριο της ταξικής πάλης· την διπλή διάζευξη ανάμεσα στην αξιοποίηση του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης· την άπειρη αντανάκλαση της παγκόσμιας ζωνοποίησης ανάμεσα σε “κέντρο” και “περιφέρεια”. Διατυπώνονται κάποια από τα χαρακτηριστικά της αναδόμησης αλλά όλο αυτό δεν συντίθεται ποτέ ως μια αναδόμηση, ως ένας μετασχηματισμός της σχέσης εκμετάλλευσης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο. Επί το πλείστον, η περίοδος περιγράφεται αρνητικά ως μια συσσώρευση χαρακτηριστικών της προηγούμενης περιόδου που έχουν ξεπεραστεί. Στην καλλίτερη περίπτωση, αυτή η αναδόμηση γίνεται μια σειρά “αντι-μεταρρυθμίσεων”.
Το “μένος” των “αποκλεισμένων” που προκύπτει από την εξαθλίωση στα “παλιά [καπιταλιστικά] κέντρα” θεωρείται απλά ως “μένος”. Αυτό το “μένος” αναλύεται μόνο ως αποτέλεσμα μιας αρνητικής κατάστασης: το κράτος, το κεφάλαιο δεν μπορούν πλέον να τους ενσωματώσουν, δεν μπορούν πλέον να τους μετασχηματίσουν σε εργατική δύναμη, παρά μόνο ως μια δυνητική τέτοια. “Τίποτα δεν μπορεί να προσφερθεί”.
Ο “όχλος” που αναφέρεται στην Θέση 22 δεν “ενσωματώνει την τάση του κεφαλαίου να παράγει έναν γιγαντιαίο πλεονάζοντα πληθυσμό”. Είναι η παρούσα μορφή της παγκοσμιοποίησης, με άλλα λόγια, της διάζευξης, σε κάθε ζώνη (συσσώρευσης), ανάμεσα στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή
της εργατικής δύναμης. Αυτό το “μένος” είναι, μαζί με έναν αριθμό άλλων δραστηριοτήτων στην ταξική πάλη, η παραγωγή στην παρούσα σχέση εκμετάλλευσης του ταξικού ανήκειν ως εξωτερικού περιορισμού, η αντίφαση με την ίδια την συνθήκη του στην αντίθεσή του με το κεφάλαιο, και της αμφισβήτησής της (της αμφισβήτησης της συνθήκης του).
Αν οι Θέσεις αυτές επιμένουν σε αυτά τα τμήματα του προλεταριάτου είναι επειδή στα άτομα που απαρτίζουν αυτά τα τμήματα θα βρουν την παραδειγματική ύπαρξη των “προλεταριοποιημένων ατόμων” που, σε όλη την έκταση αυτών των θέσεων, έχουν αντικαταστήσει το προλεταριάτο. Όντας ένα μοντέλο των προλεταριοποιημένων ατόμων και μην συγκροτώντας πλέον μια τάξη, θα μπορούσαν να είναι η αυτόνομη ενσωμάτωση της αντίθεσης της “αταξικής ταξικής κοινωνίας”. Όπως και στον φιλοσοφικό κομμουνισμό, το απόλυτα “μη-κοινωνικό” μπορεί να μετατραπεί στο “πραγματικά κοινωνικό”.
Αντιμέτωπα με αυτό το προσδοκώμενο μέλλον, η κατάρρευση των συνδικάτων και των “αμυντικών” αγώνων δεν γίνονται αντιληπτά με όρους του αθέμιτου ή, ακόμα καλλίτερα, της ασυστηματικότητας των μισθολογικών αιτημάτων. Για άλλη μια φορά, η “αυτο-κατάργηση” ως υπέρβαση δεν παράγεται αλλά τίθεται μόνο δίπλα-δίπλα ως μια αντίδραση σε μια αδυνατότητα επιβίωσης για το προλεταριάτο, από την μια, και μια αδυνατότητα για το κεφάλαιο να χρησιμοποιήσει το σύνολο της εργατικής δύναμης, από την άλλη.
Προχωρώντας με αυτόν τον τρόπο, βρίσκεσαι και πάλι αντιμέτωπος με την αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής. Η αντίθεση λέει ότι άπαξ και έχει επιτευχθεί ένα συγκεκριμένο στάδιο, το κεφάλαιο είναι ένας περιορισμός, που δεν είναι πλέον προοδευτικός, από τη στιγμή που αρχίζει να καθιστά την εργασία μη-ουσιώδη στην παραγωγική διαδικασία. Το να καθιστά την εργασία “πλεονάζουσα” θα σήμαινε την σπατάλη παραγωγικών δυνάμεων. Ο επαναστατικός χαρακτήρας του προλεταριάτου γίνεται η εξέγερσή του ενάντια στην περίσσειά του, μια εξέγερση στο όνομα των παραγωγικών δυνάμεων εναντίον των σχέσεων παραγωγής. Διασώζεις την χειραφέτηση της εργασίας ξεκινώντας από το να την καταστήσεις μη-ουσιαστική – μεγάλο κατόρθωμα.
Η προοπτική της αυτο-κατάργησης λειτουργεί στις Θέσεις αυτές απλά ως μια εναλλακτική, αντιμέτωπη με μια αδυνατότητα. Και όλα αυτά επειδή η “αυτο-κατάργηση” τίθεται ως μια σταθερά, και η ταξική σχέση, που μπορεί να την παραγάγει, ως έχουσα θέσει σε παιχνίδι μια τάξη παρόμοια με μιαν άλλη, για την οποία η επανάσταση ήταν η επιβεβαίωσή της. Αντίθετα, η φόρμουλα “αταξική ταξική κοινωνία” μπορεί, κάνοντας μια καρικατούρα των πραγμάτων, να κατανοηθεί ως η ισχυρότερη έκφραση της παρούσας ταξικής πάλης. Μια περίοδος στην οποία, ακριβώς, η πάλη του προλεταριάτου ως τάξης εμπεριέχει ως το ίδιο το όριό της το να είναι μια τάξη, και στην οποία αυτή η ταξική ύπαρξη παράγεται ως ένας εξωτερικός περιορισμός.
Η ταξική πάλη παράγει την ίδια την υπέρβασή της επειδή η ταξική πάλη δεν είναι τίποτα άλλο από το κεφάλαιο ως μια κινούμενη αντίφαση. Υπάρχει μια ταυτότητα ανάμεσα στο προλεταριάτο ως τάξης του τρόπου παραγωγής και ως επαναστατικής τάξης.
Η παρούσα περίοδος βαφτίζεται, κατά παράδοξο τρόπο, “Μια Εποχή χωρίς Υπόσχεση”. Παράδοξα, γιατί θα έπρεπε να είναι μια εποχή υπόσχεσης με δεδομένα όλα αυτά που προηγήθηκαν, όντας η εποχή της επαρκούς εμφάνισης και κατάδειξης της “αυτο-κατάργησης”. Και όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, γιατί δεν έχουμε το
αναμενόμενο, πολυπόθητο υποκείμενο. Όλα τα ερωτήματα που προκαλούνται στο τελευταίο μέρος αυτών των σχολίων και που αντιμετωπίζονται στις τελευταίες τέσσερις Θέσεις – ερωτήματα σχετικά με την συνείδηση, την θεωρία που διαχωρίζεται από την τάξη, την θεωρία και την πρακτική, την θεωρία που θα έπρεπε να δείχνει την υλική της δύναμη – μπορούν να εξηγηθούν από αυτό το κενό που είναι εγγενές στην ολότητα της προβληματικής αυτών των θέσεων. Όπως συμβαίνει με όλες τις θεωρίες που έχουν μια επαναστατική φύση και συνθήκες, υπάρχει πάντα κάτι που λείπει και που θα μπορούσε να καταστήσει τους όρους μιας δυαδικής σχέσης επαρκείς τον έναν για τον άλλο. Συνήθως, οι επαναστάτες της αυτονομίας επιμένουν να ενεργούν σαν το προλεταριάτο να ήταν ενοποιημένο καθεαυτό ως μια δυνάμει επαναστατική τάξη, από τον μισθό. Το Kosmoprolet ξέρει πολύ καλά ότι αυτό δεν ισχύει πλέον, παρόλα αυτά πρέπει να είναι ικανοποιημένο ότι από την μια πλευρά η τάξη θα επανασυσταθεί γύρω από τους “πλεονάζοντες”, των οποίων η σχέση με το κεφάλαιο δεν είναι ουσιώδης, και, από την άλλη, ότι το προλεταριάτο θα ενοποιηθεί από τον μισθό υπό την συνθήκη ότι “υπερβαίνει τον κατά τα άλλα απαραίτητο εγωισμό” της μισθωτής εργασίας. Στο όνομα τίνος; Στο όνομα της συνείδησης, της επαναστατικής φύσης, της θεωρίας, της ελευθερίας του να δρα, που γίνονται οι συνθήκες για την συγκρότηση του υποκειμένου.
Συνείδηση
Όταν το Kosmoprolet γράφει (στην Θέση 25) ότι “τα όρια της καθημερινής πάλης εξυπηρετούν ως μια νομιμοποίηση του κόμματος πρωτοπορίας”, έχουμε να κάνουμε με μια καθαρά ιδεολογική κριτική του Λενινισμού, της πρωτοπορίας, της συνείδησης ως κάποιου πράγματος που “φέρνεται” στις μάζες.
Ως μια ιδεολογική προβληματική, αυτές οι Θέσεις απαντούν στο πραγματικό πρόβλημα του καιρού μας: η σχέση ανάμεσα στους καθημερινούς αγώνες και την επανάσταση δεν παίρνει πλέον την μορφή μιας “ανάπτυξης”, μιας αυξανόμενης δύναμης της τάξης, αλλά μιας παύσης, μιας καταβολής (μπορούμε να το θέσουμε αυτό στην εξής φόρμουλα: η τάξη είναι το υποκείμενο της κομμουνιστικής της δραστηριότητας όταν εισέρχεται σε μια σύγκρουση με την προηγούμενη κατάστασή της). Αλλά αυτό το γνήσιο πρόβλημα – που το Kosmoprolet πραγματεύεται μέσω του ζητήματος της συνείδησης – του διαχωρισμού των κομμουνιστών από την πλειοψηφία της τάξης, ένα υποκείμενο που “κουβαλάει” την επανάσταση είναι, όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει, σε αντίθεση με το περιεχόμενο της επανάστασης.
Από την άποψη αυτή, η πρώτη πρόταση της Θέσης 25 (που παραθέσαμε προηγουμένως) είναι μια ομολογία: ποιο ερώτημα ανακύπτει τώρα με όρους της νομιμοποίησης ενός Λενινιστικού κόμματος πρωτοπορίας; Κανένα. Το πραγματικό ερώτημα, αυτό που δεν εγκαταλείπει το αντικείμενό του για να το αναπαραστήσει σε κάποιο άλλο, είναι αυτό της ανάλυσης των ορίων σε αυτούς τους αγώνες. Αυτές οι Θέσεις επισημαίνουν και αναπαριστούν αυτά τα όρια σε ένα άλλο ερώτημα που δεν είναι πλέον έγκυρο. Ανταποκρινόμενες σε ένα ερώτημα που δεν είναι πλέον έγκυρο, η απάντησή τους είναι εξίσου παρωχημένη: “η κοινωνική επανάσταση δεν μπορεί να είναι ζήτημα ηγεσίας ή κεντρικής καθοδήγησης”. Αυτή είναι η απάντηση της υπεραριστεράς στην εποχή του Μεσοπολέμου. Εκείνη την εποχή η απάντηση αυτή είχε νόημα σε σχέση με το περιεχόμενο της επανάστασης (την επιβεβαίωση του προλεταριάτου στην αποκάλυψη του επαναστατικού του είναι ενάντια σε όλες τις διαμεσολαβήσεις της ύπαρξής του ως τάξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής), αλλά δεν έχει νόημα πλέον σήμερα.
Παρόλα αυτά, υπάρχει για το Kosmoprolet μια “ορθή στιγμή του Λενινισμού” (Θέση 25). Αυτή η “ορθή στιγμή” του “βολονταρισμού” (ό.π.) βασίζεται στο γεγονός ότι “το προλεταριάτο δεν θα εξαναγκαστεί ποτέ να κάνει μια επανάσταση”. Θα περιμέναμε αυτή η πρόταση να καταδειχθεί από μια ανάλυση της σχέσης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο, της αυτο-προϋπόθεσής του, την απουσία του αναπόφευκτου της επανάστασης, κ.λπ. Ε, λοιπόν, όχι. Το “προλεταριάτο δεν θα εξαναγκαστεί ποτέ να κάνει μια επανάσταση”, “επειδή οι άνθρωποι αρχίζουν να δημιουργούν την ιστορία τους συνειδητά”. Ο “βολονταρισμός” θα ήταν “ορθός” επειδή η ενσυνείδητη παρέμβαση (αυτή η προβληματική απαιτεί μια κατανόηση της συνείδησης και του φορέα της ως ενός προσώπου, θα επανέλθουμε σε αυτό) είναι απαραίτητη για να αφαιρεθεί αυτό χωρίς το οποίο η ιδέα της επανάστασης θα ήταν μια αντίφαση όρων. Είναι λοιπόν η φύση του αποτελέσματος, που λογικά δεν προϋπάρχει της διαδικασίας παραγωγής του, η οποία, ενώ δεν υπάρχει, καθορίζει την φύση της διαδικασίας. Αυτό ονομάζεται ντετερμινισμός από τις τελικές αιτίες, ή τελεολογία.
Φυσικά η επανάσταση είναι μια εθελούσια πράξη (θα ήταν καλλίτερο να γράψουμε εδώ: τα κομμουνιστικά μέτρα που θα ληφθούν σε ένα κύμα αγώνων), αλλά η εθελούσια πράξη δεν είναι μια άγνωστη πράξη. Η προλεταριακή δραστηριότητα δεν καθορίζει τον εαυτό της επειδή το αποτέλεσμα πρέπει να είναι “συνειδητή ιστορία”, καθορίζει τον εαυτό της μέσω της σχέσης της με το κεφάλαιο και τίποτα άλλο, και αυτή η σχέση είναι μια αντίφαση. Βλέπουμε τον ντετερμινισμό εδώ μόνο στην συνθήκη του να θέλει κανείς να καθορίσει το υποκείμενο της επανάστασης πριν από τις σχέσεις στις οποίες αυτό υπάρχει και που αποτελούν τον καθορισμό του, τις σχέσεις στις οποίες δρα και οι οποίες είναι η συνείδησή του.
Αν είμαι υποχρεωμένος ως προλετάριος, δεν εξαναγκάζομαι ενάντια στη θέλησή μου (“ελεύθερο αποκαλείται αυτό που υπάρχει αποκλειστικά από την αναγκαιότητα της ίδιας του της φύσης [διαβάστε εδώ: την αναγκαιότητα των σχέσεών του] και του οποίου η δράση καθορίζεται αποκλειστικά από το ίδιο”· Σπινόζα: “Ηθικά VII“, ορισμός). Η κομμουνιστικοποίηση ως σχέδιο δεν υπάρχει ως ένα “επέκεινα”, ήδη εκεί, ενάντια στο κεφάλαιο, δεν είναι το αποτέλεσμα μια απεριόριστης ή ουσιώδους ελευθερίας, αλλά η δραστηριότητα του προλεταριάτου κατά την καταστροφή του κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, η προλεταριακή δραστηριότητα εντός του τρόπου παραγωγής που βασίζεται στο κεφάλαιο καθορίζεται εντός της σχέσης της αμοιβαίας σύμπλεξής του με το κεφάλαιο. Η κομμουνιστικοποίηση είναι το έργο του προλεταριάτου ως τέτοιου, δηλαδή ως μιας τάξης αυτής της κοινωνίας, συνεπώς υπόκειται στην εξέλιξη των ταξικών αντιθέσεων αυτής της κοινωνίας και την ιστορία τους. Η συνείδηση ή η θέληση δεν προϋπάρχουν της σχέσης της οποίας έχουν μια συνείδηση ή μέσα στην οποία θα πρέπει να πάρουν αποφάσεις. Η επανάσταση δεν θέτει τον εαυτό της με όρους περιορισμού ή ελευθερίας, σαν να ήταν το αποτέλεσμα ανθρώπων που κάνουν ηθικές επιλογές. Αυτό θα περιελάμβανε να θεωρούμε τους συγκροτημένους ανθρώπους ως άτομα που είναι αντιμέτωπα με μια επιλογή, δηλαδή ανεξάρτητα από την σχέση που τα συγκροτεί.
Τα πράγματα γίνονται όμως ακόμα χειρότερα, αυτό το ερώτημα εμφανίζεται μόνο στον θεωρητικό που, βλέποντας με άλλους μια ταινία που έχουν ήδη ξαναδεί, φαντάζονται ότι μόνο αυτοί ξέρουν το τέλος (“την κομμουνιστική προοπτική”). Αλλά η ταξική πάλη δεν είναι ταινία. Και αν “η σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική δεν προσεγγίζει την τάξη από τα έξω…ούτε…περιμένει ευλαβικά τη σωτηρία από αυτήν” (Θέση 25) αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει “κομμουνιστική προοπτική”. Από πού θα έπαιρναν οι κομμουνιστές αυτή την προοπτική;
Όταν μιλάμε για κομμουνισμό, μιλάμε γι’ αυτόν στο παρόν, δηλαδή μιλάμε για ταξική πάλη, γι’ αυτό που στους τωρινούς ταξικούς αγώνες μπορεί να παράξει την υπέρβαση των τάξεων. H “κομμουνιστική προοπτική” είναι η προοπτική που, ξέροντας το τέλος της ιστορίας, θεωρεί το ξετύλιγμα που οδηγεί σε αυτό
τυχηματικό. Φτάνουμε, στο τέλος της Θέσης 25, στην περιγραφή αυτής της σκηνής όταν οι “προλετάριοι και οι κομμουνιστές μπορούν να επικοινωνήσουν και να αλληλεπιδράσουν ο ένας με τον άλλον και μεταξύ τους”. Ποιοί είναι αυτοί οι κομμουνιστές που δεν είναι προλετάριοι και ποιοί είναι αυτοί οι προλετάριοι που
είναι καθαρά προλετάριοι; Γιατί για να υπάρχει “αλληλεπίδραση”, “αμοιβαιότητα”, θα πρέπει να υπάρχουν δυο διακριτά στη φύση τους πράγματα. Αρχίζουν οι προλετάριοι να θέτουν σε εφαρμογή τις ιδέες των κομμουνιστών; Αρχίζουν οι κομμουνιστές, μέχρι τώρα “φαντάσματα” και “ανύπαρκτοι”, να γίνονται σάρκα από το προλεταριάτο; Το μόνο που κάνει όλο αυτό, στην πραγματικότητα, είναι να παρέχει άλλη μια απάντηση στο ερώτημα του Λένιν για τον διαχωρισμό των κομμουνιστών από την τάξη.
“Η πρωτοπορία συγκροτείται απλά από όσους κάνουν το σωστό πράγμα στη σωστή στιγμή και συνεπώς φωτίζουν τις δυνατότητες που βρίσκονται στις παγιωμένες σχέσεις” (Θέση 28). Αυτόν τον ορισμό τον καταλαβαίνουμε μόνο σε σχέση με “την δύναμη της ιδεολογίας” που περιγράφεται στην ίδια Θέση: η ιδεολογία “εξορθολογίζει την κυριαρχία του κεφαλαίου, την καταπίεση των αναγκών των ίδιων των ατόμων, ως αναπόφευκτη μοίρα, συνεπώς καθιστώντας την πιο υποφερτή. Καθώς άλλες κοινωνικές σχέσεις παρεμποδίζονται, η καθημερινή συνείδηση συναινεί με τις υπάρχουσες συνθήκες”. Με άλλα λόγια, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι μια μεγάλη απάτη που έχει καταφέρει μέχρι τώρα να “κυριαρχήσει” πάνω στα άτομα (εδώ το κείμενο μιλά για ανάγκες και άτομα και όχι για τάξεις και καταπίεση – το κείμενο μετατοπίζει διαρκώς θεωρητικούς”καταχωρητές”) εξαπατώντας τα σχετικά με τη μοίρα τους. Αρκεί να διατρήσει κανείς το “βέλο” και τότε γίνονται ορατές άλλες κοινωνικές σχέσεις ορατές. Η πρωτοπορία λέει: “ο βασιλιάς είναι γυμνός”, αλλά αυτό πρέπει να ειπωθεί “τη σωστή στιγμή”. Απορεί κανείς γιατί αν το κάνει αυτό αύριο δεν θα δουλέψει. Ίσως επειδή υπάρχει μια συνθήκη: “οι προλετάριοι πρέπει να κάνουν το πρώτο βήμα για να αναπτύξουν την επιθυμία να κατανοήσουν και τελικά να ξεπεράσουν τις υπάρχουσες σχέσεις”. Είναι αλήθεια ότι, σε αντίθεση με τους θεωρητικούς του κομμουνισμού, κάποιος δεν μπορεί να κάνει ένα γαϊδούρι να πιεί νερό αν δεν διψάει. Από τη στιγμή που έχουν κάνει αυτό το πρώτο βήμα, ένα είδος όσμωσης ανάμεσα σε κομμουνιστές και προλετάριους θα λάβει χώρα.
Δεν υπάρχουν δύο πλευρές, μια της τάξης και μια άλλη της θεωρίας: η θεωρητική παραγωγή, με την πιο συνήθη έννοια του όρου, είναι μια δραστηριότητα της τάξης ανάμεσα σε άλλες. Μια κομμουνιστική ή επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να βρει τον εαυτό της ως “εξωτερική” στην πορεία της ταξικής πάλης. Συνεπώς η κομμουνιστική θεωρία μπορεί κανονικά να περιγραφεί ως τέτοια αν είναι ικανή να συμπυκνώνει, έστω και με τον πιο αφηρημένο τρόπο, ακόμα και σε μια δύσκολη γλώσσα (δεν έχει σημασία), την πραγματική εμπειρία των πραγματικών προλετάριων.
Αν τώρα θεωρήσουμε την θεωρία ως “φασματική” (ως φάντασμα) σε σχέση με την κοινή πορεία της ταξικής πάλης, γίνεται ένα είδος λανθάνουσας συνείδησης της τάξης, γνήσια και αποτελεσματική μόνο σε κάποια πράγματα αλλά δυνητικά ενεργοποιημένης σε όλα: ψευδής στους σημερινούς αγώνες, και στιγματισμένη από τα όριά τους, αλλά αληθής όσον αφορά το δυναμικό της πραγματικής υπέρβασης, κάποια στιγμή πολύ μακρινή ή πολύ κοντινή· πάντα, όμως, ως μια προσδοκία της σκέψης και της πρακτικής του προλεταριάτου. Όπως δεν υπάρχει “ανάπτυξη” των αγώνων έτσι δεν υπάρχει και “ανάπτυξη” της θεωρίας.
Αν ασκήσουμε κριτική στην ιδέα της “ανάπτυξης” των σημερινών αγώνων σε επανάσταση (η θεμελιώδης ρήξη συμβαίνει στην αμφισβήτηση από το προλεταριάτο του ίδιου του ορισμού τους ως τάξης), το όλο ζήτημα είναι, τότε, ένα ζήτημα εγγραφής, εντός του παρόντος κύκλου, της θεωρίας αυτού του κύκλου, ως της ίδιας της κριτικής της σχετικά με αυτό. Η θεωρία δεν είναι εξωτερική στην πορεία της ταξικής πάλης αλλά δεν είναι, επίσης, σε μια απλοϊκή θετική σχέση με αυτήν. Αν η θεωρία δηλώνει το γεγονός ότι το να αγωνίζεται ως τάξη είναι το σημερινό όριο της ταξικής πάλης (με άλλα λόγια, αν θέλει κανείς να την αποκαλέσει έτσι, η μόνη “κομμουνιστική προοπτική”, γι’ αυτό μιλάμε για κομμουνιστικοποίηση), αυτό συμβαίνει γιατί βιώνεται ως τέτοια. Αλλά, εξ ορισμού, είναι πάντα εσωτερικό στο γεγονός του να αγωνίζεται ως τάξη ότι εμφανίζεται αυτό το όριο – ποτέ δεν αποκτά μια συγκεκριμένη ύπαρξη. Η διερώτηση δεν υπάρχει ποτέ ανεξάρτητα από τον εαυτό της. Με αυτόν τον τρόπο, από τη μια πλευρά, αυτή η θεωρία, που προσδιορίζει το ταξικό ανήκειν ως το όριο της ταξικής πάλης, αρνείται να είναι μια ιδεολογία της εναλλακτικής. Και, δεύτερον, επειδή προσδιορίζει το ταξικό ανήκειν ως όριο, επειδή προσδιορίζει τους όρους της αντίθεσης, που στην πραγματικότητα αποτελούν μια ενότητα, επειδή εξαιτίας της ίδιας της μεθόδου της και σε συμφωνία με τους συγκεκριμένους κανόνες της, δίνει προτεραιότητα στην διάκριση πάνω από την ενότητα, ενώ στην καθημερινή πρακτική των αγώνων η ενότητα και η μη-διάκριση κυριαρχούν (και το ξέρει αυτό), αρνείται μια αφελή σχέση με την ταξική πάλη. Από αυτή την άποψη, είναι μια αφαίρεση και μάλιστα μια κριτική αφαίρεση.
“Θεωρία και πράξη, των οποίων ο αμοιβαίος εναγκαλισμός προαναγγέλεται στις επαναστατικές στιγμές της ιστορίας, σήμερα αποκλείουν αμοιβαία η μία την άλλη σε μια παγιωμένη αντίθεση” (Θέση 26). Σύμφωνα με το ίδιο το κείμενο αυτής της Θέσης, αυτό μπορεί να εξηγηθεί απλά από το γεγονός ότι δεν είμαστε σε μια “επαναστατική στιγμή της ιστορίας”. Επιπλέον, έξω από αυτές τις στιγμές, ή ακόμα και σε αυτές, θα μπορούσαμε να προσφέρουμε κάθε είδους ιστορικά αντι-παραδείγματα, πολύ πριν από την εποχή μας. Γιατί σε αυτές τις τελικές Θέσεις, η θεωρία είναι η έκφραση μιας “κομμουνιστικής προοπτικής”, επειδή ο λόγος ύπαρξής της είναι ο στόχος να αποσυνδεθεί η ταξική πάλη από την πορεία της, επειδή το παρόν περιεχόμενο της επανάστασης ως αυτο-κατάργηση περιμένει τον φορέα της, “θεωρία και πρακτική αποκλείουν αμοιβαία η μία την άλλη”. Σε αυτές τις Θέσεις, η θεωρία δεν είναι θεωρία της παρούσας ταξικής πάλης αλλά μάλλον αυτό του στόχου, από την σκοπιά της σημερινής ταξικής πάλης· και η πρακτική δεν είναι η αντιφατική πρακτική της ταξικής πάλης στους παρόντες καθορισμούς της και στην οποία μόνο ο “στόχος” υπάρχει επειδή δεν είναι τίποτα έξω από την παραγωγή της, αλλά μια πρακτική αναγκαστικά μη-συνεπής με τον “στόχο” (“κομμουνιστική προοπτική”), μιας και ο στόχος (αυτός) υπάρχει ήδη στη θεωρία.
H θεωρία πρέπει να εξετάζεται υπόψιν συγκεκριμένα. Η θεωρία είναι άνθρωποι που μιλάνε κάπου, που δρουν, που γράφουν περιοδικά και κείμενα, που κυκλοφορούν φυλλάδια, που παράγουν αφίσες, είναι συναντήσεις και συζητήσεις. Ακόμα και όταν λέμε ποιο είναι το νόημα μιας συγκεκριμένης σύγκρουσης ή (ποια είναι) η γενική τάση αυτής ή της άλλης περιόδου, μιλάμε γι’ αυτά στο παρόν, ώστε να συμμετέχουμε στην ταξική πάλη όπως αυτή συγκροτείται τώρα και ώστε να μην είμαστε πιο προχωρημένοι από άλλους, που θα έμεναν πίσω.
Ο κομμουνισμός είναι του παρόντος, επειδή είναι το περιεχόμενο των τωρινών πρακτικών της ταξικής πάλης. Ο κομμουνισμός είναι η αντιφατική κίνηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η διαδικασία της αποσύνθεσής του. Δεν είναι ένα κρυμμένο νόημα. Είναι η αντίφαση ανάμεσα στην πλεονάζουσα και την αναγκαία εργασία, του νόμου της αξίας και της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, την μάζας της υπεραξίας και του συνολικού χρησιμοποιήμενου κεφαλαίου, της καθολικότητας των παραγωγικών δυνάμεων και της βάσης και του περιεχομένου της: της εκμετάλλευσης. Όλα αυτά τα “πράγματα”, που είναι άμεσα μέρη της πάλης ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο (η καλλίτερη συνόψιση αυτού είναι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους), είναι εσωτερικά στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και στην απαραίτητη πορεία της υπέρβασής του.
Δεν είναι η “κομμουνιστική προοπτική” που “αναζητά να επιλύσει τις αντικειμενικές αντιφάσεις της κοινωνίας” (Θέση 28). Το να μιλήσουμε για την επίλυση των αντιφάσεων της σύγχρονης κοινωνίας σημαίνει να μιλήσουμε για την ταξική πάλη σήμερα και όχι στο μέλλον. Αυτές οι αντιφάσεις δεν είναι “αντικειμενικές”. “Το κεφάλαιο ως κινούμενη αντίφαση” είναι η αντίθεση ανάμεσα στις τάξεις ή, για το θέσουμε πιο απλά, της παρούσας ταξικής πάλης. Είναι η συνθήκη και η πορεία της ίδιας της επίλυσής της.
Το ερώτημα του ρόλου της θεωρίας θα έπρεπε να ρέει φυσικά από το περιεχόμενο και όχι να τίθεται επιτακτικά απλά για να τίθεται. Ας γίνουμε και πάλι αθώοι και ας σταματήσουμε να μαστιγώνουμε τους εαυτούς μας. Ήταν στο τέλος της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές αυτής του 1970 που αυτό το συγκεκριμένο αντικείμενο εμφανίστηκε: η θεωρία ως ένα αντικείμενο καθαυτό, ξέχωρα από αυτό που εξιστορεί. Αυτό το αντικείμενο έχει ένα πιστοποιητικό γέννησης και ιστορικά μια ημερομηνία (λήξης): αυτή είναι η εποχή του τέλους της επανάστασης ως της επιβεβαίωσης της τάξης, το τέλος της εργατικής ταυτότητας, η εποχή του τέλους οποιασδήποτε ανάπτυξης ανάμεσα στους αιτηματικούς αγώνες και την επανάσταση, είναι η εποχή που δεν μπορεί να συνδεθεί άμεσα με την ταξική πάλη επειδή είναι “ο θεωρητικός της επανάστασης”, αλλά όταν η επανάσταση υποχώρησε αυτός ο “θεωρητικός” αισθάνθηκε σαν ορφανός. Ως τέτοια, θεωρία είναι αυτές οι δραστηριότητες που εξηγούν και δικαιολογούν τον εαυτό τους, χωρίς να τίθενται ως ένα αντικείμενο καθαυτές. Ο “διαχωρισμός” είναι μόνο πρόβλημα γι’ αυτό το αντικείμενο.
Αυτό το αντικείμενο γίνεται παρωχημένο.
Όταν σε αυτούς τους αγώνες η ίδια η ύπαρξη του προλεταριάτου ως τάξης εμφανίζεται ως ένας εξωτερικός περιορισμός, δηλαδή ως το ίδιο το όριο των αγώνων του προλεταριάτου ως τάξης, οι αγώνες “αρπάζονται” από τον εαυτό τους με έναν αυτοκριτικό τρόπο. Αυτή η “αρπαγή”, όπως και η ίδια η θεωρία, γίνεται μια κριτική αφαίρεση. Ανάμεσα σε μεταβαλλόμενες δραστηριότητες, ταραχές, απεργίες χωρίς αιτήματα στη δεκαετία του 1970, ταραχές και πάλι τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, αλλά και με έναν πιο συνηθισμένο τρόπο, οι αγώνες επιδεικνύουν την ενεργή άρνηση – ενάντια στο κεφάλαιο – της προλεταριακής συνθήκης, συμπεριλαμβανομένων εδώ της αυτοοργάνωσης ή εφήμερων φανερώσεων και ορίων της αυτοδιαχείρισης. Οι άμεσοι αγώνες, τόσο πρακτικά όσο και στην ίδια την “λογική” τους, παράγουν σταθερά μια εσωτερική απόσταση με τον εαυτό τους. Αυτή η απόσταση είναι η κομμουνιστική προοπτική, ως μια συγκεκριμένη και αντικειμενική συνάρθρωση ανάμεσα στη θεωρία και στην άμεση κατανόηση που οι αγώνες έχουν για τον εαυτό τους. Αν αυτή η άμεση κατανόηση των αγώνων τείνει η ίδια να γίνει μια κριτική αφαίρεση, τότε η θεωρία, αντιστρόφως, υπονομεύεται κατά τον ίδιο της τον ορισμό.
Αυτή η δραστηριότητα τοποθετεί τον εαυτό της εντός της καθημερινής πορείας της πραγματικής ταξικής πάλης, καθώς παράγει συγκεκριμένα την ίδια την υπέρβασή της ως κομμουνιστική επανάσταση, και θα πρέπει να καταλάβουμε αυτές τις δραστηριότητες ως παραγόμενες από αυτή την πορεία, ως έναν από τους πρακτικούς καθορισμούς της, ως ένα από τα στοιχεία της και, καθαυτές, ως ένα από τα θεωρητικά της χαρακτηριστικά. Αυτή η θεωρητική παραγωγή δεν υπάρχει καθαυτή, ως ένα συγκροτημένο σώμα, που αντιτίθεαι και προηγείται της πορείας της ταξικής πάλης. Αυτός είναι ο λόγος που η θεωρία θα πρέπει να ειδωθεί ως ένα πραγματικό μέρος της πάλης, και η κομμουνιστική προοπτική ως η εκλέπτυσμένη άρθρωση της θεωρίας, που είναι η κριτική αφαίρεση του θεωρητικού χαρακτήρα των αγώνων, ο αυτο-κριτικός τρόπος με τον οποίον οι αγώνες συλλαμβάνουν τον εαυτό τους.
Παράρτημα σχετικά με το φύλο
H “Θέση 11″, αυτή που αφορά τις γυναίκες, που αφορά, με άλλα λόγια, τη διάκριση φύλου ή την αντίθεση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, μας φαίνεται εξαιρετικά προβληματική. Μέσα στη γενική οικονομία των “Θέσεων”, η Θέση αυτή δεν είναι καθόλου απαραίτητη, προφανώς έχει εισαχθεί μόνο και μόνο επειδή πρέπει να αναφερθεί. Αυτή η Θέση είναι τόσο έξω από την ευρύτερη προβληματική των θέσεων ως σύνολο που είναι σχεδόν αδύνατον να ενσωματώσει κανείς την κριτική της στη συνολικότερη επιχειρηματολογία· παρόλα αυτά αποκαλύπτει, όμως, το ίδιο γενικότερο όριο αυτών των “Θέσεων”.
H πρώτη πρόταση είναι, αυτή καθαυτή, μια ομολογία ότι η συγκεκριμένη Θέση θα μπορούσε εξίσου να έχει και να μην έχει περιληφθεί: “Μέσα (η έμφαση δική μας – στμ. δηλαδή της TC) στις διαιρέσεις που έχουν παγιωθεί από την θριαμβευτική παρέλαση του καπιταλισμού, είναι και αυτή ανάμεσα στις σφαίρες της
παραγωγής και της αναπαραγωγής, ένας σεξουλικά κωδικοποιημένος διαχωρισμός ο οποίος συνοδευόμενος από κάθε είδος ιδεολογιών νομιμοποίησης, ενισχυόμενων από την ανθρωπολογία ή τη βιολογία, έγινε ένα κοινωνικό μοντέλο με την μορφή της αστικής οικογένειας”. Συνεπώς, ανάμεσα σε μια σειρά αντικειμένων έχουμε επιλέξει να συζητήσουμε αυτό, αλλά θα μπορούσαμε, το ίδιο καλά, να είχαμε επιλέξει κάποιο άλλο.
Σε αυτή την Θέση, ο “σεξουαλικά κωδικοποιημένος διαχωρισμός” είναι μόνο η μορφή του διαχωρισμού ανάμεσα στην παραγωγή και την αναπαραγωγή. Το ότι αυτός ο διαχωρισμός είναι “σεξουαλικά κωδικοποιημένος” παρουσιάζεται εδώ σαν να είναι προφανής και υποστηρίζεται μόνο με την νομιμοποίηση από τη βιολογία και την ανθρωπολογία. Η διάκριση φύλου (η έμφυλη διάκριση), η αντίθεση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, δεν είναι εδώ τίποτα περισσότερο από ένα όνομα για κάτι άλλο.
“Η μορφή της αστικής οικογένειας” έγινε ένα “κοινωνικό μοντέλο” σε τέτοιο βαθμό ώστε “το μοντέλο (δική τους έμφαση – στμ. του Kosmoprolet) ενός σεξουαλικού καταμερισμού εργασίας, στον οποίο ο ρόλος αυτού που βγάζει το ψωμί πέφτει στο αρσενικό, να επιβάλλει τον εαυτό του (δική μας έμφαση – στμ. της TC) και μέσα στους προλεταριακούς κύκλους”. Η διάκριση φύλου, που είναι εξ ορισμού μια ιεραρχική διάκριση και μια αντίθεση, είναι εδώ ένα ιδεώδες που επιβάλλεται και συντηρείται από τη δύναμη της ιδεολογίας στον βαθμό που “η υλική βάση για τη διατήρηση των ιεραρχικών έμφυλων σχέσεων είναι λίγο-πολύπαρωχημένη…” (Θέση 11). Είναι αλήθεια, ότι με λίγη δόση “αισιοδοξίας” κάποιος θα επιτρεπόταν να “πιστεύει ότι η χειραφέτηση των γυναικών και η επίτευξη του στάτους τους ως αστικών υποκειμένων έχει ολοκληρωθεί” και το ότι “υπόκεινται σε όλα τα βάσανα της ύπαρξης ως κάτοχοι εργατικής δύναμης, ενώ συνήθως κερδίζουν λιγότερα από τους άντρες και δουλεύουν με μερική απασχόληση πιο συχνά…” είναι απλά ένα είδος λυπηρού γεγονότος. Ότι η διάκριση φύλου μπορεί να εξαλειφθεί “στη βάση της αστικής κοινωνίας εξαρτάται μεταξύ άλλων από την ανθεκτικότητα αυτής της ιδεολογίας (δηλαδή της “κοινωνιο-βιολογίας)” (Θέση 11). Όχι μόνο δεν μπορεί αυτή η διάκριση να καταργηθεί “στη βάση της αστικής κοινωνίας”, για λόγους που έχουν να κάνουν με τις ίδιες τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, αλλά ακόμα και η αντίθεση ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες είναι, εντός της σχέσης εκμετάλλευσης, μια συγκεκριμένη αντίθεση στην οποία οι γυναίκες και οι άντρες “φορείς” θα πρέπει να διευθετήσουν τους “λογαριασμούς” τους εντός ενός επαναστατικού κινήματος που συγκροτείται ως τέτοιο.
Αυτή η εξαιρετικά επιφανειακή ανάλυση της διάκρισης φύλου εγείρει δύο από τις θεμελιώδεις θεωρίες των “28 Θέσεων“: την ταύτιση της αυτόνομης επιβεβαίωσης της τάξης με την “αυτο-κατάργηση” και την ελπίδα για μια επανασύνθεση του συλλογικού παράγοντα, ως της διαρρηκτικής, αρνητικής πλευράς της κοινωνίας, επικεντρωμένου γύρω από τους “αποκλεισμένους” και τους “πλεονάζοντες”.
Η πρώτη θεωρία καθιστά απαγορευτική μια ανάλυση της διάκρισης φύλου με βάση την εργασία, τον μισθό και την πλεονάζουσα εργασία, καθώς η απλή θεώρηση – ως μιας υλικής κοινωνικής σχέσης – αυτής της διάκρισης, θέτει υπό ερώτηση την επιβεβαίωση της όποιας τάξης συνολικά. Η δεύτερη, μας επιτρέπει να μιλήσουμε για το φύλο αν και μόνο ως έναν “διαχωρισμό” ανάμεσα σε άλλους. Με άλλα λόγια, να μιλήσουμε γι´ αυτήν με τέτοιο τρόπο ώστε η επανασύνθεση [της τάξης] να συντελείται με μια εξαιρετικά ασαφή σχέση ως προς την εκμετάλλευση, σε μια σχέση υπόδηλης αμοιβαιότητας που ήδη υπονομεύεται οπουδήποτε αλλού, καθώς οποιαδήποτε άλλη καταπίεση, διαίρεση ή ιεραρχία, που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε, μπορεί να πάρει τη Θέση της.
Για να καταλάβουμε την κοινωνική κατασκευή που είναι οι “γυναίκες”, δεν πρέπει να ξεκινήσουμε από την αναπαραγωγή (τη βιολογική) και την ιδιαίτερη Θέση των γυναικών στην αναπαραγωγή αλλά από αυτό που κάνει αυτή τη Θέση μοναδική και συνιστά την κοινωνική της σημασία: τους τρόπους παραγωγής μέχρι και την τωρινή στιγμή. Ο ιστορικά επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας της ιδιοποίησης των γυναικών εκφράζει την συνέχεια, μέσα από όλους τους τρόπους παραγωγής μέχρι και σήμερα, της εργασίας και της αύξησης του πληθυσμού ως της πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης, που δεν είναι περισσότερο φυσική σχέση από οποιαδήποτε άλλη οικονομική παραγωγική σχέση και που δεν μπορεί να συμβεί χωρίς τον διαχωρισμό της κοινωνίας ανάμεσα σε εργάτες και μη-εργάτες (ετμ.). Αν το να “έχει παιδιά” είναι ένας ορισμός μιας ομάδας ανθρώπων, των γυναικών, αυτό είναι μια καθαρά κοινωνική κατασκευή. Παίρνοντας την αύξηση του πληθυσμού ως την πρωταρχική παραγωγική δύναμη μας επιτρέπει να θεωρήσουμε τις βιολογικές διαφορές εντός της αναπαραγωγής απλά σαν κάτι που το νόημά του κατασκευάζεται από μια κοινωνική σχέση· δεν είναι κάτι που “περιμένει” να αποκτήσει νόημα, αλλά κατασκευάζεται εντελώς κοινωνικά ως διαφορά. Αυτή η κατασκευή προϋποθέτει την ιδιοποίηση των και την υπαγωγή τους σε αυτή τη λειτουργία.
Η ιδιοποίηση των γυναικών, ως παραγωγών της πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης (ως αύξησης του πληθυσμού), συνεπάγεται και την ιδιοποίηση του προσώπου που την παράγει, και ως τέτοια συνεπάγεται την ιδιοποίηση κάθε τι που η γυναίκα κάνει στον τρόπο που καθορίζει τον αποκλεισμό της από την κοινωνία. Η εργασία στο σπίτι δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί από τον καπιταλιστή (μέσω της αξίας της εργατικής δύναμης) χωρίς την άσκηση μιας σχέσης κυριαρχίας από όλους τους άντρες. Ούτε η αναπαραγωγική εργασία πληρώνεται, αν και η εργασία ποτέ δεν πληρώνεται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αυτό που πληρώνεται είναι η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (ετμ.). Η πληρωμή για την εργατική δύναμη, η μισθωτή σχέση, περιλαμβάνει την οικιακή σχέση εντός της (δεν μπορούμε να πούμε το αντίθετο, γιατί αν ο εργάτης δεν επιστρέψει για να πουλήσει την εργατική του δύναμη δεν μπορεί να ανανεώσει την “οικιακή” σχέση).
Οι γυναίκες εισέρχονται στην αγορά εργασίας αλλά στη βάση αυτού του αποκλεισμού (ετμ.). Το ότι στις γυναίκες ανατίθεται ο ρόλος της οικιακής δουλειάς επιπρόσθετα της επί πληρωμή δουλειάς, είναι εντελώς καπιταλιστικό. Αν είναι καθαρά καπιταλιστικό, είναι οι ίδιες αυτές αναγκαιότητες αξιοποίησης του κεφαλαίου που προσαρμόζουν την “είσοδο” και την “έξοδο” της γυναικείας εργασίας στην πραγματική της τοποθεσία εντός της οικιακής σφαίρας, χωρίς να απαλλάσσεται ποτέ από αυτήν. “Η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης με τη μορφή αγαθών, τουλάχιστον στις πόλεις” (Θέση 11) αποκαλύπτεται η ίδια ως καθαρό “discourse“, όταν έρχεται αντιμέτωπη με την παραμικρή διερεύνηση σχετικά με τις στιγμές της οικιακής εργασίας.
Μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ο αποκλεισμός των γυναικών από τον δημοσιο χώρο είναι πιο ριζικός από παλιότερους τρόπους παραγωγής. Ο καπιταλισμός ορίζει την παραγωγική εργασία ως εντελώς διαχωρισμένη από όλες τις αναπαραγωγικές δραστηριότητες της ιδιωτικής σφαίρας. Η ελεύθερη εργασιακή
δύναμη που εμπεριέχει την παραγωγική εργασία πρέπει να ταξιδέψει έξω από την ιδιωτική σφαίρα για να πουληθεί. Το σχίσμα ανάμεσα στην παραγωγή και την αναπαραγωγή, το σπίτι και τον χώρο παραγωγής, είναι απόλυτο, δομικό και συγκροτητικό του τρόπου παραγωγής που βασίζεται στον ελεύθερο εργάτη και την πώληση της εργατικής του δύναμης, του οποίου ο μισθός χρησιμεύει για την αναπαραγωγή (ετμ.).
Η “οικιακή” σχέση εμπεριέχεται στον μισθό, που είναι τόσο η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης όσο και η “φυλή των εργατών”. Από αυτό έπεται μια διάξευξη ανάμεσα στην εργασιακή διαδικασία, στην οποία εργατική δύναμη ξοδεύεται παραγωγικά, και την τροπικότητα της επέκτασης της πλεονάζουσας εργασίας, που αντιπροσωπεύεται από την οικιακή εργασία, της οποίας τα αποτελέσματα δεν μπορεί να τα καρπωθεί ο καπιταλιστής χωρίς μια σχέση κυριαρχίας.
Η αντρική κυριαρχία δεν μεσολαβεί την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Αν αυτή η κυριαρχία αυξάνει την πλεονάζουσα εργασία αυτό συμβαίνει επειδή πλεονάζουσα εργασία και αντρική κυριαρχία, η ιδιοποίηση των γυναικών, όπως και των δραστηριοτήτων τους και του χρόνου τους, συμβαίνουν ταυτόχρονα, καθώς αμφότερα ανήκουν στην ίδια έννοια της πλεονάζουσας εργασίας. Αλλά είναι ακριβώς εδώ που ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει ένα πρόβλημα με τις γυναίκες. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι ο πρώτος τρόπος παραγωγής που έχει ένα πρόβλημα με την εργασία και την αύξηση του πληθυσμού ως της “πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης”. Είναι με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής που αυτή η αντίθεση “εμφανίστηκε” (αυτή του πληθυσμού ως πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης), αλλά είναι αδύνατον να ξεφύγουμε από αυτήν χωρίς την κατάργηση αυτού του τρόπου παραγωγής. Η εμφάνιση της αντίθεσης της εμφυλης αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους είναι ταυτόσημη με την αντιθετική σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή, σαν να λέμε, ταυτόσημη με το κεφάλαιο ως αντίφαση σε κίνηση.
Αν όλες οι κοινωνίες μέχρι τώρα διαμορφώνουν την αύξηση του πληθυσμού ως την πρωταρχική παραγωγική δύναμη, αυτό συμβαίνει επειδή είναι ταξικές κοινωνίες. Η προκύπτουσα διαίρεση της κοινωνίας ανάμεσα σε εργάτες και μη-εργάτες αναδιπλασιάζει αυτόματα μια άλλη διαίρεση που είναι εσωτερική σε αυτήν, αλλά της οποίας οι όροι δεν επικαλύπτονται: μια έμφυλη διαίρεση της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, μέχρι και τον καπιταλισμό, στον οποίο το όλο πράγμα [δηλαδη, η παραπάνω αντίθεση] καθίσταται αντιφατικό, η κύρια πηγή της πλεονάζουσας εργασίας είναι, φυσικά, η εργασία, κάτι που είναι ενδεικτικό της ανάγκης για αύξηση του πληθυσμού. Η αναγκαία ιδιοποίηση της πλεονάζουσας εργασίας, η οποία είναι ένακαθαρά κοινωνικό φαινόμενο (το πλεόνασμα δεν οφείλεται σε οποιαδήποτε σκοπούμενη υπερ-παραγωγικότητα της εργασίας), είναι αυτή που δημιουργεί το φύλο και την κοινωνική συνάφεια της σεξουαλικής διάκρισης. Είναι η πλεονάζουσα εργασία που δομεί τα δύο μέρη (εργάτες/μη-εργάτες·άντρες/γυναίκες). Δεν υπάρχουν δύο συστήματα τάξεων επειδή δεν υπάρχουν δυο τρόποι παραγωγής και επειδή υπάρχει μόνο μια μορφή πλεονάζουσας εργασίας. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει πλεονάζουσα εργασία χωρίς την έμφυλη διαίρεση της κοινωνίας. Η αντίθεση ανάμεσα σε εργάτες και μη-εργάτες και η σύγκρουση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες είναι συνακόλουθες, αλλά δεν μπορούμε να τις υπερθέσουμε δεν μπορούμε να τις υπερθέσουμε (ετμ.). Η δεύτερη, αν και δεν ορίζει οποιονδήποτε συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής, είναι, παρόλα αυτά, μια ιδιαίτερη αντίθεση που δεν μπορεί να αναχθεί στην πρώτη. Το “συντρόφισες αλλά γυναίκες” προσπαθεί να πει ακριβώς αυτό.
Όσο η επανάσταση είναι η επιβεβαίωση του προλεταριάτου και η απελευθέρωση της εργασίας, είναι αδύνατον να αμβισβητήσουμε, τόσο πρακτικά όσο και θεωρητικά, την κοινωνική κατασκευή των γυναικών. Ο μισθός είναι η αξία της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και της “φυλής των εργατών” (Wages Price and Profit, σελ. 46) και όχι η πληρωμή για την “αξία της εργασίας” ή για “τη δουλειά” (άτοπες εκφράσεις). Ούτε μπορούμε, όπως για παράδειγμα η Exit!, να κατηγορήσουμε τον νόμο της αξίας ότι είναι έμφυλος όταν είναι το ίδιο το πράγμα που είναι. Η σχέση εξάρτησης (η σχέση υποστήριξης στην οποία βρίσκει τον εαυτό της η γυναίκα) είναι (και η ίδια) το ίδιο προϊόν του μισθού όπως και η αναπαραγωγή της εργασίας και η “απλήρωτη εργασία”. Μόνο μια θεωρία της επανάστασης ως κατάργησης όλων των τάξεων, ως κατάργησης του προλεταριάτου και του μισθού, μπορεί να λάβει υπόψιν της τον εσωτερικό ανταγωνισμό που εμπεριέχεται στον μισθό ως αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, πόσο δε μάλλον αν σκεφτούμε ότι αυτός είναι ένας εσωτερικός ανταγωνισμός και θα έπρεπε να είναι καθοριστικό στοιχείο για την κατάργηση της μισθωτής εργασίας. Όσο η μάχη παραμένει μάχη του μισθωτού εργάτη ή ακόμα μάχη για την απελευθέρωση της εργασίας, θα περιέχει εντός της, εντός της μισθωτής εργασίας, την ιδιοποίηση των γυναικών.
Η ταξική πάλη θα είναι η κατάργηση του προλεταριάτου μόνο μέσα από την κατάργηση του κεφαλαίου στην επαναστατική αναμέτρηση πλάι στον αγώνα των γυναικών με όλη τους την ιδιαιτερότητα. Όσο η επανάσταση αφορά την χειραφέτηση της εργασίας θα διατηρεί την ανακήρυξη του πληθυσμού ως της πρωταρχικής παραγωγικής δύναμης. Η παραγωγή αυτής της παραγωγικής δύναμης πρέπει η ίδια να χειραφετηθεί, να εξορθολογιστεί, να απελευθερωθεί χωρίς να αμφισβητηθεί η ίδια – αυτό, παρόλα αυτά, που δεν μπορεί να αποφευχθεί, παίρνοντας υπόψιν τι εμπεριέχεται σε αυτή την “χειραφέτηση”, αυτόν τον “εξορθολογισμό” είναι: η εμφάνιση των γυναικών στον δημόσιο χώρο (η δημόσια εμφάνιση των γυναικών). Στις προηγούμενες επαναστατικές περιόδους υπήρχε πάντα μια κεντρική προκατάληψη με το “να βάλουμε τις γυναίκες πίσω στη θέση τους”.