Τράπεζες στο χείλος του γκρεμού; Η αφετηρία, η φύση και η τροχιά της κρίσης

Συνέντευξη με τον Michael Roberts

Ashley Smith1,2

το κείμενο σε pdf

Η τραπεζική βιομηχανία ταλανίζεται από μια σειρά αποτυχιών, διασώσεων από την κυβέρνηση και εξαγορών. Η κρίση στις τράπεζες αυτές έχει οδηγήσει τα χρηματιστήρια σε ολόκληρο τον κόσμο σε περιδίνηση. Τι το προκάλεσε όλο αυτό; Πρόκειται για μια περαστική κρίση; Τι επιπτώσεις θα έχει στην πραγματική οικονομία; Ο Ashley Smith από το Spectre παίρνει συνέντευξη από τον Michael Roberts, θέτοντάς του αυτές, και άλλες ερωτήσεις, σχετικά με το χρηματιστικό κεφάλαιο και τον παγκόσμιο καπιταλισμό σήμερα.

Ο Michael Roberts είναι ο συγγραφέας του The Long Depression: Marxism and the Global Crisis of Capitalism (Haymarket 2016) και, μαζί με τον Guglielmo Carchedi, του Capitalism in the 21st Century (Pluto 2022). Γράφει συχνά σχόλια και αναλύσεις στο ιστολόγιό του, The Next Recession.

Φροντίστε να παρακολουθήσετε τον Roberts, μαζί με τον συντάκτη του Spectre David McNally και τον συγγραφέα Hadas Thier, στο επικείμενο Spectre Live!, στις 28 Μαρτίου στις 4μμ ET. Μπορείτε να εγγραφείτε εδώ.

Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank και της Signature Bank, ακολουθούμενη από επιθέσεις στις μετοχές της First Republic Bank και της Credit Suisse πυροδότησαν πανικό στις χρηματαγορές και τα χρηματιστήρια σε ολόκληρο τον κόσμο. Όπως ακριβώς έκαναν στη Μεγάλη Χρηματοοικονομική Κρίση του 2008, οι ΗΠΑ και άλλα κράτη διέσωσαν τις τράπεζες. Πού οδεύει αυτή η τραπεζική κρίση; Τι σημαίνει για την πραγματική οικονομία; Ελάτε μαζί με τους Hadas Thier, David McNally, και Michael Roberts να θέσουμε αυτά και άλλα ερωτήματα σχετικά με τον καπιταλισμό και την παγκόσμια πτώση του.

Hadas Thier, συγγραφέας του: A People’s Guide to Capitalism: An Introduction to Marxist Economics

David McNally, συγγραφέας των: Global Slump and Blood and Money

Michael Roberts, συγγραφέας των: The Long Depression and Capitalism in the 21st Century

Ποιες ήταν οι άμεσες αιτίες αυτής της σειράς αποτυχιών τραπεζών;

Η άμεση αιτία αυτών των πρόφατων αποτυχιών ήταν, όπως πάντα, η έλλειψη ρευστότητας. Τι εννοούμε με αυτό; Καταθέτες στην Silicon Valley Bank (SVB) και στην First Republic, καθώς και στην τράπεζα κρυπτονομισμάτων Signature, άρχισαν να αποσύρουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τα μετρητά τους και αυτές οι τράπεζες δεν είχαν πλέον το ρευστό για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των καταθετών.

Γιατί έγινε αυτό; Δύο βασικοί λόγοι. Πρώτος, μεγάλο μέρος των μετρητών που είχαν κατατεθεί σε αυτές τις τράπεζες είχαν επαναεπενδυθεί σε περιουσιακά στοιχεία που είχαν χάσει τεράστιο μέρος της αξίας τους τον τελευταίο περίπου χρόνο. Δεύτερος, πολλοί από τους καταθέτες σε αυτές τις τράπεζες, κυρίως μικρές εταιρείες, διαπίστωσαν ότι δεν έβγαζαν πλέον κέρδη ούτε αντλούσαν περισσότερη χρηματοδότηση από επενδυτές, αλλά εξακολουθούσαν να πρέπει να πληρώσουν τους λογαριασμούς και το προσωπικό τους. Έτσι, άρχισαν να τραβούν μετρητά παρά να τα αποταμιεύουν.

Γιατί έχασαν αξία τα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών;

Αυτό καταλήγει στην αύξηση των επιτοκίων σε ολόκληρο τον χρηματοοικονομικό τομέα, αύξηση που ωθήθηκε από τις ενέργειες της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Federal Reserve) για απότομη και γρήγορη αύξηση του βασικού της επιτοκίου για να ελέγξει, υποτίθεται, τον πληθωρισμό. Πώς δουλεύει αυτό;

Λοιπόν, για να βγάλουν χρήμα, οι τράπεζες προσφέρουν στους καταθέτες ένα ετήσιο επιτόκιο, ας πούμε, 2% επί των καταθέσεών τους. Πρέπει να καλύψουν αυτό το επιτόκιο είτε δίνοντας δάνεια με ένα υψηλότερο επιτόκιο στους πελάτες, είτε επενδύοντας το ρευστό των καταθετών σε άλλα περιουσιακά στοιχεία που αποφέρουν ένα υψηλότερο επιτόκιο. Οι τράπεζες μπορούν να πάρουν αυτό το υψηλότερο επιτόκιο αγοράζοντας χρηματοοικονομικά στοιχεία που αποδίδουν μεγαλύτερο επιτόκιο ή που μπορούν να πουλήσουν με ένα κέρδος (κάτι που έχει, όμως, μεγαλύτερο ρίσκο), όπως εταιρικά ομόλογα, στεγαστικά ομόλογα ή μετοχές.

Οι τράπεζες μπορούν να αγοράσουν ομόλογα, που είναι ασφαλέστερα, γιατί οι τράπεζες παίρνουν πίσω όλα τα χρήματά τους με την λήξη του ομολόγου – ας πούμε σε πέντε χρόνια. Και κάθε χρόνο η τράπεζα λαμβάνει ένα μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό του 2% που παίρνουν οι καταθέτες της. Παίρνει μεγαλύτερο επιτόκιο επειδή δεν μπορεί να πάρει τα λεφτά της πίσω άμεσα αλλά πρέπει να περιμένει, μέχρι και πέντε χρόνια.

Τα πιο ασφαλή ομόλογα για αγορά είναι τα κυβερνητικά ομόλογα γιατί ο Θείος Σαμ δεν πρόκειται (μάλλον) να χρεωκοπήσει κατά την εξαργύρωση του ομολόγου μετά από πέντε χρόνια. Έτσι οι μάνατζερ της SVB σκέφτηκαν ότι ήταν πολύ σώφρονες αγοράζοντας κυβερνητικά ομόλογα. Αλλά εδώ είναι το πρόβλημα. Αν αγοράσεις ένα κυβερνητικό ομόλογο για 1000 δολλάρια που “ωριμάζει” (δηλαδή λήγει) σε πέντε χρόνια (δηλαδή αν πάρεις πίσω την επένδυσή σου πλήρως σε πέντε χρόνια), επένδυση που πληρώνει επιτόκιο, ας πούμε, 4% τον χρόνο, τότε, αν οι καταθέτες πελάτες σου παίρνουν επιτόκιο μόνο 2%, κερδίζεις λεφτά.

Αν όμως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα ανεβάσει την πολιτική της κατά 1%, τότε οι τράπεζες πρέπει επίσης να ανεβάσουν το επιτόκιο καταθέσεων ανάλογα, διαφορετικά θα χάσουν πελάτες. Το κέρδος της τράπεζας μειώνεται. Αλλά ακόμα χειρότερα, η τιμή του ομολόγου σου των 1000 δολλαρίων στην δευτερογενή αγορά ομολόγων (που είναι κάτι όπως η αγορά μεταχειρισμένων αυτοκινήτων) πέφτει. Γιατί; Επειδή αν και το κυβερνητικό ομόλογό σου εξακολουθεί να πληρώνει 4% κάθε χρόνο, η διαφορά ανάμεσα στο επιτόκιο του ομολόγου σου και του τρέχοντος επιτοκίου για ρευστό ή άλλα βραχυπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία μειώνεται.

Αν θέλετε να πουλήσετε τα ομόλογά σας στη δευτερογενή αγορά, οποιοσδήποτε δυνάμει αγοραστής των ομολόγων σας δεν θα είναι διατεθιμένος να πληρώσει 1000 δολλάρια αλλά, ας πούμε, 900. Κι αυτό γιατί ο αγοραστής, πληρώνοντας μόνο 900 δολλάρια και παίρνοντας επιτόκιο 4%, μπορεί τώρα να μπορεί να πάρει μια απόδοση 4/900 ή 4.4%, κάνοντας την αγορά να αξίζει περισσότερο. Η SVB είχε ένα σκασμό ομόλογα που είχε αγοράσει στην ονομαστική αξία ($1000) αλλά που άξιζαν λιγότερο στη δευτερογενή αγορά ($900). Είχε, όπως λέγεται, “μη υλοποιημένες ζημίες” (“unrealized losses”) στα βιβλία της.

Αλλά γιατί αυτό να έχει σημασία, αν δεν πρέπει να πουλήσει τα ομόλογα; Η SVB θα μπορούσε να περιμένει μέχρι να λήξουν, οπότε και θα έπαιρνε όλα τα λεφτά που είχε επενδύσει συν το επιτόκιο πέντε ετών. Αλλά εδώ είναι το δεύτερο μέρος του προβλήματος για την SVB. Με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) να ανεβάζει τα επιτόκια και την οικονομία να επιβραδύνει προς την ύφεση, ιδιαίτερα στον τομέα των τεχνολογικών start-up, στον οποίο εξειδικεύεται η SVB, οι πελάτες της έχαναν χρήματα και έτσι αναγκάζονταν να χαλάνε περισσότερα μετρητά και να αποσύρουν μαζικά τις καταθέσεις που είχαν στην SVB.

Τελικά, η SVB δεν είχε αρκετή ρευστότητα για να καλύψει τις αναλήψεις· αντίθετα, είχει πολλά ομόλογα που δεν είχαν ωριμάσει. Όταν αυτό έγινε προφανές στους καταθέτες, αυτοί που δεν καλύπτονταν από την κρατική ασφάλιση των καταθέσεων (οτιδήποτε πάνω από 250.000 δολλάρια), πανικοβλήθηκαν οπότε προκλήθηκαν μαζικές αποσύρσεις χρημάτων (bank-run) από την τράπεζα. Αυτό έγινε φανερό όταν η SVB ανακοίνωσε ότι θα έπρεπε να πουλήσει πολλές από τις συμμετοχές της σε ομόλογα με ζημιά, για να καλύψει τις αναλήψεις. Οι ζημιές φαίνονταν να είναι τόσο μεγάλες που κανείς δεν θα τοποθετούσε και πάλι χρήματα στην τράπεζα και έτσι η SVB κήρυξε πτώχευση.

Έτσι, μια έλλειψη ρευστότητας μετατράπηκε σε χρεωκοπία – όπως συμβαίνει πάντα. Πόσες μικρές εταιρείες ανακαλύπτουν ότι αν είχαν λίγα μόνο παραπάνω από την τράπεζά τους ή έναν επενδυτή θα μπορούσαν να έχουν ανταπεξέλθει σε μια έλλειψη ρευστότητας ώστε να παραμείνουν σε λειτουργία; Αντίθετα, αν δεν πάρουν καμμιά επιπλέον βοήθεια, θα πρέπει να φαλιρίσουν. Αυτό είναι που συνέβη, βασικά, στην SVB και την Signature, την τράπεζα καταθέσεων κρυπτονομισμάτων, και τώρα στην First Republic, μια τράπεζα για μεσαίες επιχειρήσεις και πλούσιους πελάτες, στην Νέα Υόρκη.

Τι έχουν κάνει οι ΗΠΑ και άλλα κράτη για να σταματήσουν την χρηματοοικονομική κρίση; Και θα πετύχει αυτό να αποτρέψει αποτυχίες και άλλων τραπεζών και να ηρεμήσει τα χρηματιστήρια;

Υπάρχουν δύο πραγματα που η κυβέρνηση, η Fed, και οι μεγάλες τράπεζες έχουν κάνει. Πρώτον, έχουν προσφέρει ποσά ώστε να καλύψουν τη ζήτηση των καταθετών για τα μετρητά τους. Αν και στις ΗΠΑ οποιεσδήποτε καταθέσεις πάνω από 250.000 δολλάρια δεν καλύπτονται από την κυβέρνηση, η κυβέρνηση ήρε αυτό το όριο και είπε ότι θα καλύψει όλες τις καταθέσεις ως ένα μέτρο έκτακτης ανάγκης.

Δεύτερον, η Fed δημιούργησε ένα ειδικό εργαλείο δανεισμού, που ονομάζεται Bank Term Funding Program, με το οποίο οι τράπεζες μπορουν να πάρουν δάνεια για έναν χρόνο, χρησιμοποιώντας ως εγγύηση τα ομόλογα στην ονομαστική τους αξία3, ώστε να πάρουν μετρητά για να καλύψουν τις αναλήψεις των καταθετών. Έτσι, δεν είναι υποχρωμένες να πουλήσουν τα ομόλογά τους κάτω από την ονομαστική τους αξία. Αυτά τα μέτρα στοχεύουν να σταματήσουν τις υπό καθεστώς πανικού μαζικές αναλήψεις μετρητών από τις τράπεζες. Αλλά φυσικά, δεν λύνουν τα υποκείμενα προβλήματα που έχουν οι τράπεζες εξαιτίας των ανερχόμενων επιτοκίων και των μειωνόμενων κερδών για τις εταιρείες που χρησιμοποιούν αυτές τις τράπεζες.

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η SVB και οι άλλες τράπεζες είναι “μικρή ψαριά” και μάλλον εξειδικευμένες. Συνεπώς, δεν αντανακλούν ευρύτερα συστημικά προβλήματα. Αλλά αυτό θα πρέπει να αμφισβητηθεί. Πρώτον, η SVB δεν ήταν μια μικρή τράπεζα, έστω και αν εξειδικευόταν στον τεχνολογικό τομέα – ήταν η 16η σε μέγεθος τράπεζα στις ΗΠΑ και η κατάρρευσή της ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη στην οικονομική ιστορία. Επιπλέον, μια πρόσφατη αναφορά της Federal Deposit Insurance Corporation δείχνει ότι η SVB δεν είναι η μόνη που έχει τεράστιες “μη πραγματοποιηθείσες ζημιές” στα βιβλία της. Το σύνολο για όλες τις τράπεζες είναι αυτή τη στιγμή 620 δις δολλάρια, ή το 2,7% του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Αυτό είναι το δυνητικό χτύπημα στις τράπεζες ή στην οικονομία αν αυτές οι ζημιές πραγματοποιούνταν.

Πραγματικά, το 10% των τραπεζών έχουν μεγαλύτερες μη αναγνωρισμένες ζημιές από αυτές της SVB. Ούτε ήταν η SVB η χειρότερη σε κεφαλαιοποίηση τράπεζα, με το 10% των τραπεζών να έχουν μικρότερη κεφαλαιοποίηση από αυτήν. Μια πρόσφατη μελέτη βρήκε ότι η εμπορική αξία των περιουσιακών στοιχείων του τραπεζικού συστήματος είναι 2 τρις δολλάρια χαμηλότερη από αυτήν που υποδεικνύει η, με βάση τα βιβλία τους, αξία των περιουσιακών τους στοιχείων που αντιστοιχούν σε πορτφόλια δανείων τηρουμένων μέχρι τη λήξη τους.

Τα αποτιμημένα στις τρέχουσες αξίες της αγοράς4 περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών έχουν μια κατά μέσο όρο πτώση 10% στο σύνολο των τραπεζών, με το χειρότερο 5ο δείγμα να παρουσιάζει μια πτώση 20%. Ακόμα χειρότερα, αν η Fed συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια, οι τιμές των ομολόγων θα πέσουν περισσότερο και οι “μη πραγματοποιηθείσες ζημιές” θα αυξηθούν, οπότε περισσότερες τράπεζες θα έρθουν αντιμέτωπες με μια έλλειψη ρευστότητας.

Επομένως, τα έκτακτα μέτρα ίσως να μην είναι αρκετά. Ο τρέχων ισχυρισμός είναι ότι επιπλέον ρευστότητα μπορεί να χρηματοδοτηθεί με την εξαγορά από μεγαλύτερες και πιο εύρωστες τράπεζες των ασθενέστερων και την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας χωρίς επιπτώσεις για τους εργαζόμενους. Αυτή είναι η λύση της αγοράς με την οποία τα μεγάλα αρπακτικά κανιβαλλίζουν το ψόφιο κουφάρι – για παράδειγμα, ο βραχίονας της SVB στο Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) εξαγοράστηκε από την HSBC για μια λίρα. Στην περίπτωση της Credit Suisse, οι ελβετικές αρχές προσπαθούν να εκβιάσουν μια εξαγορά από την μεγαλύτερη τράπεζα UBS στην τιμή του ενός πέμπτου της τρέχουσας εμπορικής αξίας της CS.

Αν, όμως, η παρούσα κρίση γίνει συστημική, όπως συνέβη το 2008, αυτό δεν θα είναι αρκετό. Αντίθετα, θα υπήρχε κοινωνικοποίηση των ζημιών που υπέστη η τραπεζική ελίτ μέσω των κρατικών διασώσεων, κάτι που θα ανέβαζε τα χρέη του δημοσίου τομέα (που είναι ήδη σε ύψη ρεκόρ), και τα οποία θα έπρεπε να εξυπηρετηθούν εις βάρος όλων ημών των υπολοίπων μέσω της αυξημένης φορολογίας και ακόμα μεγαλύτερης λιτότητας στις δαπάνες και τις υπηρεσίες του κράτους πρόνοιας.

Θα συνεχίσει η Ομοσπονδιακή Τράπεζα και άλλες κεντρικές τράπεζες να αυξάνουν τα επιτόκια για να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό ή θα κάνουν πίσω για να αποτρέψουν περαιτέρω τραπεζικές κρίσεις;

Μοιάζει πολύ πιθανό οι κεντρικές τράπεζες να συνεχίσουν να ανεβάζουν τα επιτόκια σε αυτή την αδύνατη αποστολή τους να ελέγξουν τον πληθωρισμό. Θα σταματήσουν μόνο αν υπάρξει μια περαιτέρω σειρά τραπεζικών καταρρεύσεων. Τότε, ίσως αναγκαστούν ακόμα και να αναστρέψουν τις σφιχτές νομισματικές τους πολιτικές για να σώσουν τον τραπεζικό τομέα.

Αλλά προς το παρόν, φοράνε ένα γενναίο πρόσωπο και ισχυρίζονται ότι το τραπεζικό σύστημα είναι πολύ “ανθεκτικό” και σε πολύ καλλίτερη κατάσταση από ό,τι το 2008. Η αντιστροφή της σφιχτής νομισματικής πολιτικής θα ήταν καταστροφική για την αξιοπιστία των κεντρικών τραπεζών μιας και θα εξέθετε το γεγονός ότι αυτές δεν ελέγχουν καθόλου ούτε την προσφορά χρήματος ούτε τα επιτόκια ούτε την τραπεζική δραστηριότητα – το ακριβώς αντίθετο.

Ποιες είναι οι βαθύτερες αιτίες του πληθωρισμού και της χρηματοοικονομικής αστάθειας σήμερα;

Ας δούμε καταρχάς την χρηματοοικονομική αστάθεια. Ο καπιταλισμός είναι μια εγχρήματη ή μονεταριστική οικονομία. Η παραγωγή δεν γίνεται για άμεση κατανάλωση στο σημείο χρήσης. Η παραγωγή εμπορευμάτων είναι για πώληση σε μια αγορά με σκοπό την ανταλλαγή για χρήματα. Και το χρήμα είναι απαραίτητο για την αγορά εμπορευμάτων.

Το χρήμα και τα εμπορεύματα δεν είναι το ίδιο πράγμα, οπότε η κυκλοφορία του χρήματος και των εμπορευμάτων είναι εγγενώς υποκείμενη σε κατάρρευση5. Ανά πάσα στιγμή, οι κάτοχοι μετρητών μπορεί να μην αποφασίσουν να αγοράσουν εμπορεύματα στις τρέχουσες τιμές και αντίθετα να τα αποθησαυρίσουν. Τα εμπορεύματα αυτά, τότε, πρέπει να μειώσουν τις τιμές τους ή ακόμα και να πάνε για “φούντο”. Πολλά πράγματα μπορεί να πυροδοτήσουν αυτή την κατάρρευση στην ανταλλαγή χρήματος και εμπορευμάτων ή στο χρήμα για χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία όπως τα ομόλογα ή οι μετοχές – εικονικό κεφάλαιο, το αποκαλεί ο Μαρξ. Και μπορεί να συμβεί ξαφνικά.

Αλλά η βασική υποκείμενη αιτία θα είναι η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου στους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας ή, με άλλα λόγια, η μειούμενη κερδοφορία των επενδύσεων και της παραγωγής. Οι τεχνολογικές εταιρείες- πελάτες της SVB είχαν αρχίσει να υποφέρουν από μια έλλειψη χρηματοδότησης από τους λεγόμενους καπιταλιστές επιχειρηματικών κεφαλαίων ρίσκου (επενδυτές σε νεοφυείς εταιρείες) γιατί οι επενδυτές μπορούσαν να δουν τα κέρδη να μειώνονται. Αυτός είναι ο λόγος που οι τεχνολογικές εταιρείες έπρεπε να αδειάσουν τις καταθέσεις τους σε ρευστό. Αυτό κατέστρεψε την ρευστότητα της SVB και την ανάγκασε να ανακοινώσει ένα ξεπούλημα των περιουσιακών της στοιχείων σε ομόλογα.

Στο χρηματοοικονομικό κραχ του 2008, η κρίση ρευστότητας είχε προκληθεί από την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων – όχι τις εταιρείες τεχνολογίας, όπως τώρα. Άφησε πολλούς δανειστές με τεράστιες ζημιές σε ομόλογα δανείων ενώ τα παράγωγα αυτών των ομολόγων πολλαπλασίασαν το αποτέλεσμα σε ολόκληρο τον χρηματοοικονομικό τομέα και παγκοσμίως. Αλλά η ίδια η κατάρρευση της στεγαστικής αγοράς οφειλόταν σε μια πτώση της κερδοφορίας των παραγωγικών τομέων της οικονομίας από το 2005-2006 και μετά, που τελικά προκάλεσε μια ανοιχτή πτώση των συνολικών κερδών που συμπεριέλαβε και τον τομέα των ακινήτων.

Αυτή τη φορά η χρηματοοικονομική κατάρρευση έχει πυροδοτηθεί από την κατακόρυφη αύξηση του πληθωρισμού παγκοσμίως μετά το τέλος της πανδημίας του COVID. Αυτή οδηγήθηκε κυρίως από τεράστιες αυξήσεις στο κόστος της ενέργειας και των τροφίμων εξαιτίας της κατάρρευσης των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων στη διάρκεια του COVID και της μη ανάκαμψής τους.

Οι εταιρείες που άνοιγαν ξανά, διαπίστωσαν ότι δεν θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν την αναζωογονημένη ζήτηση· δεν μπορούσαν να φέρουν σε κανονική λειτουργία και πάλι πλοία, κοντέινερ, λιμάνια, πλατφόρμες εξόρυξης πετρελαίου. Οι προμήθειες τροφίμων και ενέργειας “στέγνωσαν” και οι τιμές αυξήθηκαν ακόμα και πριν ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας εντείνει την κατάρρευση των εφοδιαστικών αλυσίδων σε εμπορεύματα-κλειδιά. Πριν από τα τρόφιμα και την ενέργεια, ο υποκείμενος πληθωρισμός επιταχύνθηκε εξαιτίας της γενικά χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας στις μεγαλύτερες οκονομίες: οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να βρουν αρκετό εξειδικευμένο προσωπικό μετά τον COVID, ούτε είχαν επενδύσει σε καινούριο δυναμικό, οπότε η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ήταν ανεπαρκής για να καλύψει την αναζωογονημένη ζήτηση.

Αυτό που είναι καθαρό είναι ότι ο επιταχυνόμενος πληθωρισμός δεν προκλήθηκε από υψηλότερα κόστη εργασίας (δηλαδή αυξανόμενους μισθούς)· το αντίθετο, οι εργάτες ήταν (και είναι) πολύ πίσω από το πληθωριστικό σπιράλ στο να πάρουν μισθούς που να το αντισταθμίζουν. Αντίθετα, τα αυξανόμενα κόστη των πρώτων υλών και οι ελλείψεις επέτρεψαν σε εταιρείες που έχουν τη δύναμη να διαμορφώνουν τις τιμές, δηλαδή μεγάλες πολυεθνικές, να αυξήσουν απότομα τις τιμές και να τονώσουν τα περιθώρια κέρδους σε επίπεδα ρεκόρ, ιδιαίτερα οι εταιρείες ενέργειας και τροφίμων. Ήταν ένα σπιράλ κέρδους-τιμών6.

Παρ’ όλα αυτά, οι νομισματικές αρχές παντού αγνόησαν ή αρνήθηκαν ότι ο επιταχυνόμενος πληθωρισμός ήταν ένα πρόβλημα εφοδιασμου/προσφοράς (όπως είναι συνήθως στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής). Αντίθετα, ισχυρίστηκαν ότι οφειλόταν στην υπερβολική ζήτηση που επέφερε ένα σπιράλ μισθών-τιμών7. Οπότε, η απάντησή τους ήταν να αυξήσουν τα επιτόκια, να αντιστρέψουν τις προηγούμενες πολιτικές τους ποσοτικής χαλάρωσης (QE) με αυτές της ποσοτικής σύσφιξης (quantitative tightening, QT) και να μειώσουν την ρευστότητα (φτηνό ρευστό και πίστωση). Έτσι, το κόστος δανεισμού για τις εταιρείες να επενδύσουν ή για τα νοικοκυριά να πληρώσουν τα στεγαστικά δάνειά τους κοκ. έχει αυξηθεί κατακόρυφα και έχει προκαλέσει ρωγμές στο τραπεζικό σύστημα.

Η ειρωνεία είναι ότι τα κατακόρυφα αυξημένα επιτόκια θα συνεχίσουν να έχουν μικρή άμεση επίδραση στα ποσοστά του πληθωρισμού· αντίθετα, αυτή η πολιτική συμπιέζει κέρδη και μισθούς8 και έτσι επιταχύνει τις επιβραδυμένες οικονομίες σε μια βουτιά – ακριβώς όπως συνέβη υπό το καθεστώς Volcker της Fed στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές αυτής του 1980, που οδήγησε σε μια πολύ βαθιά πτώση μετά το 1980-1982.

Σε τι διαφέρει αυτή η κρίση από αυτήν του 2008 και τη Μεγάλη Ύφεση; Τι απεκατέστησε τότε την ανάπτυξη; Είναι εκείνα τα μέσα διαθέσιμα στους καπιταλιστές και τα Κράτη τους σήμερα;

Η καπιταλιστική παραγωγή και οι επενδύσεις υφίστανται συχνές και επανερχόμενες καταρρεύσεις. Αυτές είναι μια αναγκαία διόρθωση στην τάση πτώσης της κερδοφορίας με τον χρόνο. Οι καταρρεύσεις καθαρίζουν τους σάπιους κορμούς και αφήνουν τους δυνατότερους να πάρουν τον έλεγχο των αγορών των πιο αδύναμων, μειώνοντας το κόστος της εργασίας μέσα από την αυξημένη ανεργία θέτοντας έτσι τη βάση για υψηλότερη κερδοφορία και οικονομική ανάκαμψη. Αυτή η διαδικασία έχει ονομαστεί “δημιουργική καταστροφή”.

Η μεγάλη ύφεση της περιόδου 2008-9 το πέτυχε αυτό σε κάποιο βαθμό – αλλά μόνο σε κάποιο βαθμό. Η κερδοφορία του κεφαλαίου στις μεγάλες οικονομίες παρέμεινε κάτω από τα επίπεδα που είχαμε δει στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Αυτό κράτησε τις επενδύσεις σε παραγωγικούς τομείς σε χαμηλά επίπεδα. Οι εταιρείες ήταν εξαρτημένες από φθηνή ή σχεδόν μηδενικού κόστους πίστωση για να συνεχίσουν – το μερίδιο των “εταιρειών ζόμπι” που επιβιώνουν απλά με το να χρεώνονται περισσότερο έχει φτάσει τώρα περίπου το 20%. Η πτώση της πανδημίας του 2020 έδειξε ότι ένας σε κάμψη και στάσιμος καπιταλισμός δεν είχε ανακάμψει – καμμιά δημιουργική καταστροφή προς το παρόν.

Τι λύσεις προσφέρει σήμερα το καπιταλιστικό κατεστημένο; Θα δουλέψουν;

Η κυρίαρχη λύση στα τραπεζικά κραχ είναι πάντα η ίδια: καλλίτερη ρύθμιση. Ακόμα και οι πιο ριζοσπάστες οικονομολόγοι του κυρίαρχου ρεύματος, όπως ο Joseph Stiglitz, ή πολιτικοί όπως ο Μπέρνι Σάντερς ή η Ελίζαμπεθ Γουόρρεν, προωθούν αυτή τη λύση. Και όμως, η ρύθμιση ενός εγγενώς ασταθούς και κερδοσκοπικού χρηματοοικονομικού τομέα απλά δεν δουλεύει.

Η ιστορία της ρύθμισης είναι μια ιστορία άγνοιας, υπεκφυγής και ψεμμάτων. Ας πάρουμε την SVB: οι ρυθμιστές απέτυχαν να εντοπίσουν τον κίνδυνο λόγω των επιτοκίων που έπαιρνε η διοίκηση της SVB αγοράζοντας τόσα πολλά ομόλογα, παρά τις προειδοποιήσεις από διάφορες πηγές. Τραπεζικά σκάνδαλα, που διέφυγαν από τους ρυθμιστές, ήρθαν, ξανά και ξανά, στην επιφάνεια.

Αντί της ρύθμισης, αυτό που χρειάζεται είναι να περάσουν οι βασικοί τραπεζικοί και χρηματοοικονομικοί θεσμοί σε δημόσια ιδιοκτησία, να λειτουργούν δημοκρατικά και να επιβλέπονται από τους εργάτες σε αυτούς τους θεσμούς και την ευρύτερη οικονομία9. Πρέπει να κλείσουμε κερδοσκοπικές τράπεζες επενδύσεων όπως η Goldman Sachs ή επενδυτικά μεγαθήρια όπως η BlackRock. Πρέπει να δώσουμε ένα τέλος στους τερατώδεις και γελοίους μισθούς και τα μπόνους των διευθυντικών στελεχών των τραπεζών και των χρηματιστών στις τραπεζικές επενδύσεις.

Η τραπεζική θα πρέπει να είναι μια δημόσια υπηρεσία όπως η εκπαίδευση ή η συλλογή των σκουπιδιών, όχι ένα κέντρο για στοιχηματισμό στο χρηματοοικονομικό καζίνο με τα λεφτά μας. Ναι, κάποιοι λένε, ακόμα και αν οι κρατικές τράπεζες απλά έπαιρναν τις καταθέσεις και της δάνειζαν, στη συνέχεια, σε επιχειρήσεις για να επενδύσουν και στα νοικοκυριά για να κάνουν ακριβές αγορές, και πάλι θα μπορούσε να προκύψει μαζική απόσυρση από τους καταθέτες.

Ναι, ίσως. Αλλά αυτό είναι εξαιρετικά απίθανο αν οι καταθέτες ξέρουν ότι τα χρήματά τους είναι ασφαλή επειδή το κράτος είναι πίσω από την τράπεζα και οι τράπεζες δεν κερδοσκοπούν πλέον, και λειτουργούν δημοκρατικά και με διαφάνεια. Αν τα επιτόκια ανέβουν και αυτό οδηγήσει στο να υποστούν οι κρατικές τράπεζες ζημιές στις συμμετοχές τους σε κρατικά ομόλογα, αυτές οι απώλειες θα μοιράζονταν ισότιμα σε ολόκληρη την κοινωνία και όχι στους εργαζόμενους για να σώσουν τους πλούσιους καταθέτες και τις εταιρείες σε βάρος όλων εμάς των υπολοίπων. Αλλά η δημόσια ιδιοκτησία του τραπεζικού συστήματος είναι ταμπού μεταξύ όλων των ειδών απόψεων, ακόμα και των σοσιαλιστών.

Ποια είναι η πιθανή τροχιά του παγκόσμιου καπιταλισμού;

Οι πρώτες δυο δεκαετίες αυτού του αιώνα έχουν δείξει ότι ο καπιταλισμός έχει περάσει την ημερομηνία λήξης του. Η οικονομική ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί στον ρυθμό σταγόνας· οι οικονομίες έχουν υποστεί δύο μείζονες καταρρεύσεις (2008-9 και 2020), συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου χρηματοοικονομικού κραχ στην ιστορία. Οι επενδύσεις σε τομείς που παράγουν αξία και που θα μπορούσαν να αυξήσουν τα εισοδήματα και να μειώσουν τις ώρες εργασίας, δεν έχουν λάβει χώρα.

Η υπερθέρμανση του πλανήτη και η κλιματική αλλαγή δεν έχουν συγκρατηθεί και οδηγούμαστε σε μια υπαρξιακή καταστροφή. Η φτώχεια στον αποκαλούμενο παγκόσμιο Νότο χειροτερεύει και οι ανισότητες στα εισοδήματα και τον πλούτο ανεβαίνουν παντού. Ο καπιταλισμός είναι καθηλωμένος σε μια μακρά στασιμότητα ή ύφεση.

Αυτό θα ξεπεραστεί μόνο (και τότε μόνο προσωρικά) αν το κεφάλαιο καταστρέψει τις συνθήκες ζωής των εργατών επαρκώς για να αυξήσει την κερδοφορία και να αποκαταστήσει την αύξηση των επενδύσεων. Αλλά οποιαδήποτε προσπάθεια για να γίνει αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει ταξική σύγκρουση χωρίς προηγούμενο. Έτσι, οι στρατηγιστές του κεφαλαίου έχουν, αντίθετα, επιλέξει μέχρι τώρα να “σέρνονται” και να μην αντιμετωπίζουν αποφασιστικά, αν και οδυνηρά, την ρευστοποίηση [υποχρεωτική εκκαθάριση των επιχειρήσεων] και την δημιουργική καταστροφή. Αλλά υπάρχουν δυνάμεις εκεί έξω που θέλουν να το κάνουν αυτό όλο και περισσότερο.

2 Ο Ashley Smith είναι σοσιαλιστής συγγραφέας και ακτιβιστής στο Burlington του Vermont. Έχει γράψει σε πολυάριθμες εκδόσεις, συμπεριλαμβανομένων των Truthout, International Socialist Review, Socialist Worker, ZNet, Jacobin, New Politics, Harpers, και πολλές άλλες ακόμα διαδικτυακές και έντυπες εκδόσεις. Αυτή τη στιγμή εργάζεται πάνω σε ένα βιβλίο, για τις εκδόσεις Haymarket, με τίτλο Socialism and Anti-Imperialism.

3 Στμ. Προφανώς για να συγκρατήσουν την αξία των ομολόγων και συνεπώς και το αξιόχρεο των τραπεζών (που στην περίπτωση των SVB κλπ. κατέρρευσε λόγω της υποτίμησης των ομολόγων τους).

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: marked-to-market: χονδρικά, με βάση τις τρέχουσες τιμές της αγοράς, αποτίμηση με βάση την τρέχουσα αγοραία αξία.

5 Στμ. Αν και το χρήμα είναι το αφηρημένο εμπόρευμα, ναι;

6 Στμ. Και όχι φυσικά σπιράλ μισθών-τιμών.

7 Στμ. Προφανώς η “ερμηνεία” αυτή δεν είναι απλά “κακή εκτίμηση” αλλά μάλλον η προφανής λύση για το κεφάλαιο που ρίχνει και πάλι το κόστος της κρίσης στο προλεταριάτο. Είναι πιο προσοδοφόρο για το κεφάλαιο να κρατήσει χαμηλά τους μισθούς και να φέρει και πάλι λιτότητα, δηλαδή να μειώσει τη ζήτηση, παρά να αυξήσει την προσφορά, που θα σήμαινε προφανώς επενδύσεις και κόστος για το κεφάλαιο (αύξηση παραγωγής, ενίσχυση των εφοδιαστικών αλυσίδων, αύξηση της εργασίας, και δη της εξειδικευμένης).

8 Στμ. Η οπτική αυτή της κρίσης έχει ενδιαφέρον γιατί, σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη παρατήρηση, αναδεικνύει την αντιφατικότητας της κινησης του κεφαλαίου, της κρίσης ως πραγματικού αδιεξόδου, ως πραγματικής αδυναμίας του κεφαλαίου να αντιμετωπίσει τις κρίσεις του παρά τις φαινομενικά “σχεδιασμένες” πολιτικές του. Οπότε μπορεί η αντίδραση να είναι αντανακλαστική και φαινομενικά προς όφελος των καπιταλιστών αλλά τελικά ίσως απλά βαθαίνει τα αδιέξοδά του, όπως συνέβη και με την κρίση του 2008: το κεφαλαίου πλήττει την εργασία και κάνει τα πάντα για να φορτώσει σε αυτήν το κόστος της κρίσης αλλά, τελικά, δρώντας έτσι δεν κάνει κάτι άλλο από το να βαθαίνει τις αντιφάσεις του και να πλήττει και τον εαυτό του αφού είναι διαλεκτικά αναπόδραστα δεμένο με την εργασία.

9 Στμ. Εδώ μπαίνουμε στην παραμυθοχώρα της σοσιαλδημοκρατίας και της αριστεράς, που καταφέρνουν από όλη τη συστημική, με βάση υποτίθεται τις ίδιες τις αναλύσεις τους, κρίση του καπιταλισμού να κρατήσουν τελικά μόνο την “απληστία” και την “κερδοσκοπία” των τραπεζών και τα μεγάλα μπόνους των τραπεζιτών. Τις δομικές αντιφάσεις του κεφαλαίου θα τις καταλαγιάσουν και θα τις επιλύσουν, “μαγικά” λες, ο “εκδημοκρατισμός” του τραπεζικού συστήματος και η “διαφάνεια”! Αίφνης, το πρόβλημα δεν είναι η θεμελιώδης σχέση εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο, η διαλεκτική εμπόρευμα-χρήμα-κεφάλαιο που την ενσαρκώνει και κάνει το κεφάλαιο “άπληστο”, δηλαδή διαρκώς επεκτεινόμενο ως κοινωνική σχέση, αλλά απλά η διαχείρισή του, δηλαδή αν την εκμετάλλευση της εργασίας δεν θα την ρυθμίζουν οι καπιταλιστές αλλά οι “δημοκρατικά εκλεγμένοι αντιπρόσωποι”. Έτσι φτάνουμε σε πραγματικά φληναφήματα περί “εκδημοκρατισμούτου κεφαλαίου, με θέσεις όπως η “πανάκεια”: “μια θέση εργασίας, μια ψήφος, μιας μετοχή” των Βαρουφάκηδων. Η πραγματική λύση της αντίφασης κεφάλαιο/εργασία, δηλαδή η κατάργηση της εκμετάλλευσης, του κεφαλαίου και της εργασίας, του κράτους και των εξουσιών κάθε είδους, η αληθινή χειραφέτηση των ανθρώπων, γίνονται “άπιαστος ορίζοντας” και “ουτοπία”, όταν το μόνο αναποτελεσματικό και ανέφικτο είναι πραγματικά το αριστερό άτοπο του “εκδημοκρατισμού” και του “κοινωνικού ελέγχου” της ταξικής πάλης!

Ο Μεγάλος Φόβος του 2020

του Karl Heinz Roth1

το κείμενο σε  pdf

Ο γιατρός και εργατιστής ακτιβιστής Karl-Heinz Roth (γεννημένος το 1942) είναι ίσως περισσότερο γνωστός από το βιβλίο του Die ‘Andere’ Arbeiterbewegung [TοΆλλο” Εργατικό Κίνημα], μια μελέτη για τον περιφρονημένο και πολυεθνικό όχλο2 που αυτοοργανώθηκε εκτός του κλασσικού εργατικού κινήματος3. Έκτοτε ο Roth έχει γράψει μια σειρά επίκαιρων έργων σχετικά με την καπιταλιστική κρίση και την ταξική σύνθεση σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτή η έρευνα είναι το υποβαθρο για το καινούριο του βιβλίο Blinde Passagiere4, που παρουσιάζει μια παγκόσμια ανάλυση για τον Sars-Cov-2 και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπισή του, συμπεριλαμβανομένης της απίστευτης προσπάθειας να κλειστεί στο σπίτι ο μισός πληθυσμός της ανθρωπότητας5.

Παρακάτω δημοσιεύσουμε την συνέντευξη του Roth στην Lea Gekle, συνέντευξη στην οποία ο Roth παρουσιάζει την ανάλυσή του για αυτά τα μέτρα, καθώς και την κριτική του για την πλατφόρμα Zero Covid, την οποία υπερασπίστηκαν κάποιοι από την γερμανική αριστερά. Σήμερα, που το άγριο λοκντάουν στην Σανγκάη προκαλεί απελπισμένες ταραχές λόγω πείνας, το βιβλίο του Roth είναι μια επίκαιρη παρέμβαση. Ελπίζουμε, όπως προτείνει και ο ίδιος, ότι μπορεί να είναι η αρχή μιας σοβαρής αντιπαράθεσης πάνω στην επιστροφή αυτού που ο Roth και οι σύντροφοί του περιέγραψαν στη δεκαετία του 1970 ως το “κράτος της κρίσης”. Σε αυτό το πνεύμα, σκοπεύουμε να δημοσιεύσουμε σύντομα ένα εκτενέστερο σχόλιο για το βιβλίο του Roth, καθώς και κάποιες σκέψεις σχετικά με την ψυχική δυναμική του “μεγάλου φόβου” από τον Florian Bossert.

LG: Το βιβλίο σας Blinde Passagiere: Die Corona-Krise und ihre Folgen που εκδόθηκε πρόσφατα, εξετάζει την γένεση των πολιτικών λοκντάουν από μια παγκόσμια οπτική. Πώς έφτασε ο κόσμος να πιστεύει ότι τα λοκντάουν ήταν η μοναδική επιλογή ώστε να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά η διάδοση της COVID-19;

KHR: Υπήρχαν εναλλακτικές στα λοκντάουν και ήταν εκεί από την αρχή. Το μόνο που χρειαζόταν κανείς ήταν να κοιτάξει από κοντά τα συγκεκριμένα στοιχεία αυτής της πανδημίας, τα οποία έγιναν πολύ γρήγορα γνωστά, και να αντιδράσει σε αυτά.

Πρώτον, η πανδημία ήταν από την αρχή ένα παγκόσμιο γεγονός. Επεκτάθηκε με τρομακτική ταχύτητα, με τρομακτική σφοδρότητα. Και μεταδόθηκε σε αρκετές ηπείρους μέσα σε λίγες μέρες. Αυτό ήταν κάτι εντελώς καινούριο, αλλά έγινε επίσης ξεκάθαρο ήδη από τα προκαταρκτικά στάδια.

Δεύτερον, η πανδημία εξελίχθηκε σε κύματα. Δεν είναι προβλέψιμη, δεν είναι γραμμική. Επομένως, δεν μπορείς να προβλέψεις πώς θα αναπτυχθεί. Και αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε στην ανάδυση εντελώς καινούριων διαστάσεων. Για παράδειγμα, δεν μπορεί κάποιος να προβλέψει ακριβώς με μοντέλα πώς θα συνεχιστεί η πανδημία.

Μια τρίτη πολύ σημαντική πλευρά είναι ότι σε σύγκριση με άλλες πανδημίες – όπως το AIDS για παράδειγμα – αυτή είναι μια σχετικά ήπια “βαριά” πανδημία. Αυτό σημαίνει ότι περισσότερα από τα μισά άτομα που μολύνονται παραμένουν ασυμπτωματικά ή αναπτύσσουν τόσο ήπια συμπτώματα που δεν χρειάζεται καν να επισκεφθούν έναν γιατρό. Επομένως, αν ο ιός δεν αναγνωριστεί και δεν πολεμηθεί έγκαιρα, μπορεί να διαδοθεί ανεμπόδιστα.

Ένας άλλος ουσιώδης παράγοντας που καθόρισε αυτή την πανδημία, και εξακολουθεί να την καθορίζει και σήμερα, είναι το γεγονός ότι είναι πρωτίστως όλοι οι ηλικιωμένοι άνθρωποι, ηλικίας άνω των 70 ετών, και οι χρόνια ασθενείς που κινδυνεύουν. Αυτό ήταν επίσης καθαρό από την αρχή.

Και επιπλέον ξέρουμε, φυσικά, και αυτό θα είναι το πέμπτο σημείο, ότι ο ιός αναπτύσσει μεταλλάξεις, οι οποίες διαφέρουν πολύ όσον αφορά τη δυναμική τους. Έχει γίνει όλο και πιο πολύ μολυσματικός αλλά, ταυτόχρονα, ο κίνδυνος να ασθενήσει κανείς σοβαρά μειώνεται όλο και περισσότερο. Όμως, ο ιός είναι επίσης ικανός, όλο και περισσότερο, να παρακάμψει το ανοσοποιητικό σύστημα, μαζί και αυτό των εμβολιασμένων. Όλοι αυτοί οι παράγοντες ήταν ξεκάθαροι σχετικά νωρίς αν κοιτάζατε την διεθνή έρευνα που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2020.

Οι αντιδράσεις ήταν ξεκάθαρα ανεπαρκείς. Πήραν την μορφή γενικών περιορισμών στην κινητικότητα και την επαφή, στοχεύοντας πρωτίστως στο μπλοκάρισμα της διάδοσης του ιού. Αυτή ήταν η λάθος προσέγγιση. Θα ήταν καλλίτερο, και πιο συνεπές με βασικές επιδημιολογικές αρχές, να εντείνουμε πολύ γρήγορα την προσπάθεια ελέγχου των μολύνσεων μέσω βασικής υγιεινής και προληπτικών μέτρων, αλλά δεν υπήρχαν οι πόροι για αυτό. Επιπλέον, θα ήταν καλλίτερο να προστατευθούν αυτοί που κινδύνευαν ιδιαίτερα, δηλαδή οι ηλικιωμένοι και οι σοβαρά ή χρόνια ασθενείς, μέσα από επιπρόσθετα ειδικά μέτρα πρόληψης, όπως για παράδειγμα η εισαγωγή στεγανών θαλάμων [airlocks] και δωματίων απομόνωσης σε οίκους φροντίδας και νοσοκομεία, η εγκατάσταση φίλτρων αέρα και συσκευών αερισμού μαζί με την τακτική απολύμανση των ζωνών όπου υπάρχει επαφή. Όμως, έλειπαν οι πόροι ακόμα και για αυτά τα μέτρα, όχι μόνο σε μονάδες φροντίδας αλλά ακόμα και σε νοσοκομεία. Αυτά τα ιδρύματα ήταν γενικά σε απορρύθμιση και εμπορευματοποιημένα, χωρίς να μπορούν να αποκτήσουν δυνατότητες αποθεμάτων. Έτσι, άτομα που είχαν μολυνθεί και νοσούσαν σοβαρά έμπαιναν στα νοσοκομεία και έρχονταν σε επαφή με άτομα που νοσούσαν σοβαρά από άλλες ασθένειες. Ως αποτέλεσμα υπήρχαν μαζικοί θάνατοι σε νοσοκομεία ή οίκους φροντίδας. Αυτό ήταν που συνέβη κυρίως στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Αυτό θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί αν αντί των λοκντάουν είχαν ληφθεί στοχευμένα μέτρα μεγάλης κλίμακας. Μπορώ μόνο να επαναλάβω ότι υπήρχαν αρκετοί ειδικοί σε ολόκληρο τον κόσμο που υποστήριζαν αυτές τις εναλλακτικές προσεγγίσεις ήδη από πολύ νωρίς.

LG: Στο βιβλίο σας ισχυρίζεστε ότι το ξέσπασμα μιας πανδημίας όπως η COVID-19 ήταν και προβλέψιμο αλλά και είχε προβλεφθεί, ότι στην πραγματικότητα είχαν σχεδιαστεί αρκετά πλάνα για ένα τέτοιο αναμενόμενο ενδεχόμενο. Πώς εξηγείτε, λοιπόν, τότε, ότι ο κόσμος αιφνιδιάστηκε από αυτήν;

KHR: Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό. Εν πρώτοις, έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα σχέδια για μια πανδημία που έχω δει – και έχω εξετάσει έναν μεγάλο αριθμό τέτοιων σχεδίων – όλα υπέθεταν μια χειρότερη περίπτωση. Με άλλα λόγια, υπέθεταν ότι μια πανδημία, όποιος και αν ήταν ο ιός, θα διαδόταν τόσο ραγδαία και θα είχε τόσο βαριές επιπτώσεις που το σύστημα υγείας, το δημόσιο σύστημα υγείας, τα νοσοκομεία κλπ. θα κατέρρεαν μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι είχαν υπάρξει προηγούμενα: οι SARS 2002 και MERS 2012, που ήταν πολύ πιο επιθετικές. Τα σχέδια λοιπόν ήταν λάθος “ρυθμισμένα” για τέτοια ενδεχόμενα αντί να προετοιμάζουν για μια ηπιότερα βαριά πανδημία, που ήταν αυτό που τελικά είχαμε.

Αυτό ήταν το βασικό λάθος. Τα σχέδια για την αντιμετώπιση της πανδημίας ήταν όλα προσανατολισμένα στην διατήρηση της αναγκαίας πολιτικής και οικονομικής υποδομής αλλά δεν προσέφεραν τίποτα στον τομέα της υγείας. Ήταν μια άτοπη και τρελλή κατάσταση. Από την μια πλευρά, σενάρια για την χειρότερη περίπτωση με εικόνες Αποκάλυψης και, από την άλλη, πλήρης αδράνεια. Δεν είχαν αναπτυχθεί δυνατότητες για ύπαρξη αποθεμάτων. Δεν υπήρχαν αποθέματα για βασικά είδη υγιεινής: προστατευτικός ρουχισμός, απολυμαντικά, μάσκες κλπ. Δεν υπήρχαν εφεδρικές δυνατότητες για να στηθούν ειδικά τμήματα και αυτό δημιούργησε την παράδοξη κατάσταση ότι όλα τα ουσιαστικά μέτρα αντιμετώπισης μάλλον ακολούθησαν τη γενική τάση αντί να προσπαθήσουν να απαντήσουν στην συγκεκριμένη κατάσταση.

Το υπόβαθρο σε αυτό, και αυτό είναι το δεύτερο επίπεδο του προβλήματος, είναι η παγκόσμια απορρύθμιση του συστήματος υγείας. Η υγειονομική φροντίδα έχει “αποσκελετωθεί” σε παγκόσμιο επίπεδο, παραδομένη στην εμπορευματοποίηση, στην ιδιωτικοποίηση. Αναδιαρθρώθηκε τόσο ριζικά που ακόμα και κάτω από κανονικές συνθήκες τα πάντα λειτουργούν οριακά. Δεν υπάρχουν αποθέματα. Το σύστημα υγείας αντιμετωπίστηκε σαν ένα σύστημα παραγωγής και σύμφωνα με στάνταρ “just-in-time”, χωρίς καθόλου εφεδρείες. Το προσωπικό, οι υγειονομικοί, βρέθηκαν ήδη στο όριό τους υπό κανονικές συνθήκες. Αυτό το σύστημα δεν μπορούσε πλέον να ανταπεξέλθει ούτε καν με μια ήπια σοβαρή πανδημία. Υπήρχε λοιπόν ένα βαθύτερο πρόβλημα πίσω από τα σοβαρά λάθη του σχεδιασμού για μια πανδημία.

LG: Επισημαίνετε μια λανθασμένη εκτίμηση που έκαναν οι πολιτικοί στη διάρκεια της κρίσης αλλά, από την άλλη, λέτε επίσης ότι είναι ένα συστημικό πρόβλημα. Στη Γαλλία εκπλαγήκαμε από την ασυνέπεια μεταξύ των υγειονομικών οδηγιών και των εντολών που μεταφέρονταν από την κυβέρνηση. Πιστεύετε ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα απλά του πελαγώματος των πολιτικών από μια κατάσταση χωρίς προηγούμενο ή υπήρχαν και άλλοι πιο ανομολόγητοι παράγοντες στην μέση;

KHR: Πιστεύω ότι και οι δυο παράγοντες παίζουν ρόλο. Από την μια πλευρά, οι δομές υπερφορτώθηκαν. Οι προϋποθέσεις για οποιαδήποτε συνεπή δράση ενάντια στην πανδημία εξέλειπαν. Από την άλλη, αυτό το ίδιο το υπερφόρτωμα των δομών συγκαλύφθηκε. Οι άνθρωποι δεν ήθελαν να παραδεχτούν ότι υπήρχε ένα τέτοιο πρόβλημα και για αυτό αντέδρασαν με απελπισία σε άλλα επίπεδα. Ήθελαν να δώσουν την εντύπωση ότι όλα ήταν υπό έλεγχο, ότι οι πολιτικοί ανέλαβαν δράση. Όμως, οι πολιτικοί ήταν, στην πραγματικότητα, σε πλήρη σύγχυση και δεν ήταν σε θέση να αντιδράσουν και να απαντήσουν σε πρωτοβουλίες που έρχονταν από παντού.

Ένας άλλος παράγοντας – και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να το πούμε αυτό – είναι η απλή βλακεία των διαφόρων παραγόντων. Αυτό γίνεται καθαρό αν κοιτάξετε με ποιον τρόπο λειτούργησε, για παράδειγμα, το κεντρικό επιδημιολογικό Ινστιτούτο στη Γερμανία, το Ινστιτούτο Robert Koch. Εκεί έγιναν λάθη που οποιοσδήποτε καλά εκπαιδευμένος επιδημιολόγος θα έπρεπε να γνωρίζει πώς να τα αποφύγει (και είμαι και ο ίδιος γιατρός που έχει εμπειρία σε αυτό το πεδίο). Θα μπορούσα να δώσω περισσότερα παραδείγματα αλλά θα περιοριστώ στις στατιστικές. Όλοι επικεντρώθηκαν στις λεγόμενες τάσεις των περιστατικών, με άλλα λόγια στο ποσοστό μόλυνσης. Παρ’ όλα αυτά ο ίδιος ο όρος incidence είναι εντελώς παραπλανητικός, γιατί μπορεί κανείς να ταυτοποιήσει μόνο περιπτώσεις που έχουν υποβληθεί σε τεστ. Οπότε αποτελεί απλά ένα μέτρο ελέγχου του επιπολασμού6 ενώ το πραγματικό ποσοστό [μετάδοσης] είναι εντελώς άγνωστο. Ο πραγματικός αριθμός των ατόμων που έχουν ασθενήσει είναι πολύ μεγαλύτερος, γιατί περισσότεροι από το 50% όσων έχουν την ασθένεια δεν έχουν καθόλου συμπτώματα οπότε δεν τσεκάρονται. Παρ’ όλα αυτά, όλα τα μέτρα στο πεδίο τόσο της θεραπείας όσο και της δημόσιας υγείας επικεντρώνονταν πάντα στην καταπολέμηση των ποσοστών μόλυνσης ως τέτοιων, αντί να επικεντρώνονται σε εκείνες τις τιμές που αφορούν βαριές και θανατηφόρες εξελίξεις της ασθένειας. Οπότε υπάρχει και ένα κάποιο είδος δομικής ανοησίας που εμπλέκεται.

Επιπλέον, στην αντιγραφή των λοκντάουν και των κλεισιμάτων, οι πολιτικοί έτειναν πάντα να αντιγράφουν τα πλέον γενικά και ανακριβή μέτρα, τα πιο πρόχειρα σαν να λέμε. Στην περίπτωση της Κίνας, για παράδειγμα, κανείς δεν πρόσεξε ότι την ίδια στιγμή λάμβανε εκεί χώρα μια μαζική και εξαιρετικά επιτυχημένη επιδημιολογική μάχη. Έτσι, ενέργησαν επιλεκτικά. Θα έλεγα ότι αυτές είναι συστημικές αιτίες που απορρέουν από την μορφή της κοινωνίας που παράγεται από την καπιταλιστική ανάπτυξη της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης. Υπήρξε μια άμεση υπερφορολόγηση του συστήματος υγείας και μια συγκεκριμένη δομική ανοησία αυτών που είχαν τη διαχείριση της κρίσης.

LG: Διαβάζοντας το βιβλίο σας, είχα την εντύπωση ότι είδατε τους πολιτικούς σαν να έχουν υποτιμήσει την έκταση στην οποία ο ανθρώπινος παράγοντας είναι γενικά λογικός. Πώς θα μπορούσατε να το απεικονίσετε αυτό με παραδείγματα ανεξάρτητης και υπεύθυνης δράσης; Αναφέρεστε σε μερικά κράτη που είχαν μια διαφορετική προσέγγιση στα λοκντάουν, δηλαδή λογότερο αυστηρή, και στα οποία οι μηχανισμοί αυτοπροστασίας λειτούργησαν σχετικά καλά, σχεδόν ως ένας αυτοματισμός της ανθρώπινης δράσης.

KHR: Υπήρξε ανθρώπινη αλληλεγγύη και υπήρξε μια ενόραση στην ανάγκη για δράση που αναπτύχθηκε από την ίδια την κοινωνική εμπειρία και τα κοινωνικά πλαίσια των ανθρώπων. Μπορείτε να το δείτε αυτό πολύ καθαρά στις αυθόρμητες αντιδράσεις: εκατομμύρια άνθρωποι αγόρασαν αντισηπτικά και προστατευτικές μάσκες, ανέπτυξαν πρωτόκολλα βασικής υγιεινής, απέφυγαν μη αναγκαίες επαφές σε κλειστούς χώρους – επειδή ο ιός μεταδίδεται βασικά σε κλειστούς χώρους. Η εντύπωσή μου είναι ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού παγκοσμίως ήταν εξυπνότερη από τους ηγέτες. Έδρασαν από μια αυθόρμητη αντίδραση αυτοπροστασίας για τους ίδιους και άλλους, και οι ηγέτες δεν ήταν ικανοί να προσαρμόσουν αυτές τις πρωτοβουλίες αυτοπροστασίας επειδή δεν είχαν αποθέματα. Για παράδειγμα, μετά από μερικές μέρες δεν υπήρχαν πλέον προστατευτικές μάσκες επειδή δεν υπήρχαν καθόλου δυνατότητες παραγωγής, στην περιοχή του Βορείου Ατλαντικού, αυτών των βασικών εργαλείων υγιεινής, μιας και δεν έχουν μεγάλο κέρδος για τη βιομηχανία.

Συνεπώς, μπρορεί κανείς να πει όντως ότι μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού έδρασαν πολύ συνετά. Φυσικά, υπήρχαν επίσης μειοψηφίες που είδαν την πανδημία σαν μια πληγή θέλημα του Θεού και απέρριψαν οποιαδήποτε θεραπεία. Και επίσης υπήρξε, φυσικά, όλη αυτή η καμπάνια υποβάθμισης. Σκεφθείτε τον Μπολσονάρο στην Βραζιλία ή τον Τραμπ στις ΗΠΑ, όπου η πανδημία υποτιμήθηκε για κάθε είδους πολιτικούς λόγους, όχι μόνο εξαιτίας ανικανότητας αλλά και εξαιτίας ενός είδους πολιτικής αντίδρασης κατά αυτών των προστατευτικών μηχανισμών. Συνεπώς, πιστεύω ότι μπορούμε να πούμε πως για την πρώτη φάση της πανδημίας υπήρχε η δυνατότητα να δράσουμε, να υποστηρίξουμε αυτά τα συλλογικά μέτρα αυτοπροστασίας, να εκπαιδεύσουμε, να ξεκινήσουμε καμπάνιες πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά του ιού και έτσι να εγκαινιάσουμε μια εκούσια προσέγγιση σχετικά με τον περιορισμό της πανδημίας.

Αυτό είναι που συνέβη σε έναν βαθμό, για παράδειγμα, στην Ιαπωνία. Αναπτύχθηκε επίσης πολύ καλά για ένα διάστημα στη Δανία. Συνέβη, δυστυχώς πολύ αμφιλεγόμενα, στην Σουηδία. Εκεί στηρίχτηκαν σε μια πολιτική πειθούς, αλλά, την ίδια στιγμή, η σουηδική επιτροπή διαχείρισης της κρίσης απέτυχε να προστατέψει συγκεκριμένα τους οίκους νοσηλείας και φροντίδας, ιδιαίτερα στην Στοκχόλμη. Απορρυθμίστηκαν, ιδιωτικοποιήθηκαν, δεν υπήρχε βασική φροντίδα, και αυτός είναι ο λόγος που το ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ των ηλικιωμένων στην Σουηδία αυξήθηκε απότομα. Αυτό, στην συνέχεια, χρησιμοποιήθηκε ως αντεπιχείρημα κατά της “συνετής” προσέγγισης.

Υπήρχαν επίσης πολλοί ανταγωνισμοί πολιτικής ισχύος. Μπορεί κανείς να δει, και οι ιστορικοί αργότερα θα το κάνουν, ότι υπήρχαν επίσης πολιτικοί “αστερισμοί” στους οποίους κανείς θα μπορούσε να βασιστεί στον πληθυσμό, στους οποίους οι κυβερνώντες υποστήριξαν τον πληθυσμό ενώ οργάνωσαν, επίσης, γρήγορα στοχευμένα μέτρα προστασίας. Στην Ιαπωνία, για παράδειγμα, οι δυνατότητες παραγωγής προστατευτικού ρουχισμού εντάθηκαν. Οι παραγωγοί ποτών με αλκοόλ υποχρεώθηκαν να διαθέσουν το 80% της παραγώμενης αιθανόλης ως βάση για αντισηπτικά και απολυμαντικά. Επομένως, ακόμα και σε αυτό το επίπεδο δράσης από τις αρχές, υπάρχουν εναλλακτικές που δεν έχουν προσεχθεί ούτε έχουν συζητηθεί καθόλου.

LG: Στο ““Άλλο” Εργατικό Κίνημα”, προείδατε την αυξανόμενη επισφάλεια της εργασίας, που έχει γίνει ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Στο καινούριο σας βιβλίο επισημαίνετε ότι το πρόβλημα με τα λοκντάουν δεν είναι απλά ότι θεσπίστηκαν με έναν αυταρχικό τρόπο αλλά, επίσης, ότι κατέστησαν συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων ακόμα πιο επισφαλείς. Ποιοι επηρεάστηκαν περισσότερο αρνητικά από τα λοκντάουν;

KHR: Ήταν κυρίως οι φτωχοί , και μάλιστα σε μια παγκόσμια κλίμακα. Μπορείτε να δείτε ότι από την μια πλευρά έχουν υπάρξει πολύ σοβαρές ανεπιθύμητες εξελίξεις στην υγειονομική πολιτική εξαιτίας των λοκντάουν. Η βασική υγειονομική περίθαλψη για τους χρόνια πάσχοντες, ιδιαίτερα στην περιφέρεια του παγκόσμιου συστήματος, περιορίστηκε πάρα πολύ άγρια. Όλα τα διαθέσιμα αποθέματα, στον βαθμό που υπήρχαν καν, συγκεντρώθηκαν στον αγώνα κατά της πανδημίας και αυτό είχε ως συνέπεια, για παράδειγμα στον παγκόσμιο Νότο, ότι άλλες χρόνιες πανδημίες – η ελονοσία, το AIDS, η φυματίωση κλπ. – επαναενεργοποιήθηκαν. Συνεπώς, οι παρενέργειες στο επίπεδο της υγειονομικής πολιτικής μπορούν ήδη να παρατηρηθούν. Αυτό ισχύει επίσης και για τις πλουσιότερες χώρες, στις οποίες η υγειονομική περίθαλψη για τους φτωχούς, χρόνια πάσχοντες έχει επίσης περιοριστεί εξαιρετικά. Υπάρχουν σήμερα αριθμοί που δείχνουν ότι η λεγόμενη πλεονάζουσα θνησιμότητα στην περίοδο της πανδημίας έχει αυξηθεί πολύ απότομα σε σύγκριση με άλλες, στατιστικά κανονικοποιημένες περιόδους, επίσης εξαιτίας αυτών των παρενεργειών στην υγειονομική πολιτική.

Μετά, υπάρχουν οι κοινωνικές παρενέργειες. Ήταν μια καταστροφή: τα λοκντάουν, τα οποία, με όλες τις διαφοροποιήσεις τους, εισήχθηκαν και εφαρμόστηκαν παγκοσμίως, οδήγησαν σε μαζική ανεργία. Σύμφωνα με στοιχεία από τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας [ILO, International Labour Organisation], γύρω στα 195 εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο ήταν άνεργοι το 2019. Στο αποκορύφωμα της πανδημίας το 2020, στη διάρκεια του δεύτερου κύματος και κατά τη μετάβαση στο τρίτο, υπήρχαν 485 εκατομμύρια άνεργοι. Το 2021, αυτός ο αριθμός μειώθηκε σημαντικά στα 250 εκατομμύρια, αλλά και πάλι, δεν είχε επιστρέψει στα επίπεδα των μηνών πριν την πανδημία, και ακόμα δεν έχει επιστρέψει.

Αυτό που είναι σοβαρό εδώ είναι ότι, τουλάχιστον στον πλούσιο κόσμο, εγκαινιάστηκαν γιγαντιαία κοινωνικά και οικονομικά προγράμματα για τον μετριασμό των συνεπειών των λοκντάουν. Στις αναπτυγμένες χώρες, δηλαδή στην Άπω Ανατολή και στις δύο πλευρές του Βόρειου Ατλαντικού, τα προγράμματα αυτά σε μεγάλο βαθμό δούλεψαν. Αλλά στις αναπτυσσόμενες χώρες στην περιφέρεια αυτοί οι πόροι δεν υπήρχαν και τα αποτέλεσμα ήταν, για παράδειγμα, ένα σημαντικό κομμάτι του παγκόσμιου εργαζόμενου πληθυσμού να παραμείνει αποκλεισμένο από αυτά τα κοινωνικο-πολιτικά μέτρα αντιμετώπισης, προστασίας και αποζημίωσης, χωρίς να μπορεί να πολεμήσει τις συνέπειες των λοκντάουν.

Οι μεγαλύτεροι χαμένοι ήταν οι φτωχοί εργαζόμενοι στους τομείς της “άτυπης” οικονομίας. Μπορούμε να πούμε ότι οι παγκόσμιες εργασιακές σχέσεις έχουν πολωθεί ακόμα περισσότερο από την φύση της αντίδρασης στην πανδημία και των αντιμέτρων. Από τη μια πλευρά, υπάρχει μια σχετικά σταθερή κατάσταση στα πλούσια τμήματα του παγκόσμιου συστήματος και, από την άλλη, ακραία φτωχοποίηση, για παράδειγμα, στην Λατινική Αμερική, την Μέση Ανατολή, την υποσαχάρια Αφρική και ιδιαίτερα στην Νότια Ασία. Αυτές οι πολώσεις έχουν επηρεάσει τις εργατικές τάξεις παγκοσμίως και έχουν οδηγήσει σε έναν ακόμα μεγαλύτερο κατακερματισμό της εργατικής τάξης. Εξαιτίας της αύξησης των εργαζόμενων από το σπίτι και από απόσταση, υπάρχει ένα αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στα μπλε και τα λευκά κολλάρα των εργαζόμενων. Η εργασιακή φτώχεια έχει αυξηθεί. Ως αποτέλεσμα, οι συνέπειες της πανδημίας έχουν υπάρξει καταστροφικές, ιδιαίτερα για τις εργατικές τάξεις. Αυτές έχουν υποφέρει τα μέγιστα από την πανδημία.

LG: Όμως, παρά το γεγονός ότι οι αρνητικές συνέπειες των αυστηρών λοκντάουν έγιναν πολύ γρήγορα γνωστές για πολύ κόσμο, υπήρξαν επίσης, από κάποια τμήματα της αριστεράς, ισχυρές εκκλήσεις για ακόμα αυστηρότερα λοκντάουν. Ιδιαίτερα για πλήρη λοκντάουν, συμπεριλαμβανομένου του κλεισίματος των εργασιακών χώρων. Τι πιστεύετε σχετικά με αυτή τη θέση;

KHR: Αυτή ήταν η λεγόμενη εκστρατεία “Μεδενικού Covid”. Απ’ όσο γνωρίζω, αυτή προήλθε από τη Μεγάλη Βρετανία, αλλά επίσης και από την Αυστρία και τη Γερμανία. Κατά την άποψή μου, ήταν ανεύθυνη. Οποιοσδήποτε, με μια ακόμα και στοιχειώδη επιδημιολογική παιδεία, ξέρει ότι αυτό το είδος πανδημίας δεν μπορεί να πολεμηθεί με ένα κλείσιμο της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένου του κλεισίματος των εργοστασίων (με εξαίρεση αυτά που είναι απαραίτητα για ουσιώδεις βασικές προμήθειες). Δεν μπορείς να κλείσεις τα πάντα για έξι με οχτώ εβδομάδες και μετά να πιστεύεις ότι η πανδημία έχει τελειώσει.

Αυτό ήταν ανεύθυνο, αλλά ήταν επίσης και Ευρωκεντρικό. Εφόσον η προτεινόμενη πολιτική “Μηδενικού Covid” θα έπρεπε να περιοριστεί στην Ευρώπη, αυτό θα σήμαινε ότι η Ευρώπη θα έπρεπε να κλείσει εντελώς τα σύνορά της στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η θέση μου είναι ότι η πανδημία έχει δείξει ότι η κρατικο-καπιταλιστική πτέρυγα της αριστεράς έχει γίνει μεγάλο πρόβλημα για εμάς τους αντιεξουσιαστές αριστεριστές που αγωνιζόμαστε για κοινωνική δικαιοσύνη και κοινωνική ισότητα. Το πρόβλημα είναι η εμμονή τους με το Κράτος. Έχουν αναφερθεί στην Κίνα αλλά έχουν κοιτάξει μόνο την πολιτική κλεισίματος και του “υγειονομικού κλοιού7, που είναι αυταρχικά και δικτατορικά, και δεν έχουν καν παρατηρήσει τα επιδημιολογικά μέτρα που έχουν ληφθεί, όπως για παράδειγμα οι κλινικές επειγόντων που χτίστηκαν μέσα σε λίγες εβδομάδες.

Η πανδημία αποκάλυψε μια ακραία αυταρχική τάση της κρατικο-σοσιαλιστικής αριστεράς. Ως ένας μη δογματικός αριστεριστής, υπέθετα πάντα ότι μετά την πτώση του “πραγματικά υπαρκτού σοσιαλισμού” αυτή η παραδοσιακή πτέρυγα είχε και αυτή μάθει κάτι, πλέον. Δεν έχει, και αυτό το βλέπουμε τώρα σε αυτή την κατάσταση κρίσης. Όλοι βρισκόμασταν σε μια κρίση προσανατολισμού, όλοι έπρεπε να σκεφτούμε προσεκτικά: “Τι συμβαίνει; Τι μπορούμε να κάνουμε; Πώς πρέπει να αναλύσουμε την κατάσταση; Για ποιούς είμαστε εδώ; Για ποιους δρούμε;” Η κρατικο-σοσιαλιστική αριστερά, στον πανικό της, παραδόθηκε στο αυταρχικό κράτος. Μέχρι σήμερα απαιτεί, σε μερικές περιπτώσεις, ακόμα πιο σκληρά μέτρα – αναποτελεσματικά, αποσπασματικά μέτρα, θα λέγαμε – από αυτά που υποστηρίζουν οι επίσημοι, καθιερωμένοι πολιτικοί και οι μάλλον απίθανες ομάδες κρίσης που έχουν. Πρέπει να σας πω ειλικρινά ότι αυτό με έχει σοκάρει πολύ άσχημα.

LG: Αυτή η εμμονή με το κράτος είναι, για σας, ένα φαινόμενο της γερμανικής αριστεράς και ίσως, επίσης, της αγγλικής αριστεράς; Ρωτώ γιατί η αντίδραση της αριστεράς στη Γαλλία και την Ιταλία ήταν κάποιες φορές αρκετά διαφορετική. Στην περίπτωση της Γαλλίας η αντίδραση στο Υγειονομικό Διαβατήριο [Pass Sanitaire] υπήρξε ένα σημείο στο οποίο συγκεκριμένα στοιχεία της αριστεράς, πχ. το αριστερό συνδικάτο SUD, προσπάθησε να κάνει μια κριτική παρέμβαση στο κίνημα. Με άλλα λόγια, επέλεξαν να μην αφήσουν την κριτική των επιστημονικών και ιατρικών θεσμών στους οπαδούς των θεωριών συνωμοσίας, αλλά να κατανοήσουν τον συσχετισμό δύναμης εκεί και να παρέμβουν. Γιατί αυτό είναι τόσο μεγάλο πρόβλημα για την γερμανική αριστερά;

KHR: Είναι πραγματικά, κατά παράξενο, τρόπο πρόβλημα για τη γερμανική καθώς και την αυστριακή αριστερά – ίσως απλά και μόνο για την γερμανόφωνη αριστερά (αν και στην Ελβετία υπήρξαν αντίστοιχες κριτικές σκέψεις όπως στη Γαλλία και την Ιταλία). Είχα επαφή με εκείνους που ξεκίνησαν την καμπάνια Zero Covid στην γερμανόφωνη περιοχή. Εσωτερικά, είχα μια πολύ έντονη αντιπαράθεση μαζί τους. Αρχικά, είχα κάνει λάθος σχετικά με την σοβαρότητα της πανδημίας αλλά διόθρωσα την στάση μου γρήγορα αφότου διάβασα τη διεθνή αρθρογραφία. Προσπάθησα να τους κάνω να καταλάβουν ότι η μεταφορά του μοντέλου του λοκντάουν στην Κίνα στις πολιτικές της Γερμανίας ήταν μια καταστροφή. Οι επαφές έσπασαν πολύ γρήγορα και δεν υπήρχε καμμιά δυνατότητα για οποιοδήποτε διάλογο. Και αυτό ήταν πραγματικό απογοητευτικό γιατί κάποιοι/ες από αυτούς/ες είναι φίλοι από παλιά, παρά τις πολιτικές μας διαφορές. Δεν ήταν εφικτό να ξεκινήσει ένας διάλογος και, από τότε, προσπαθώ να καταλάβω τι έχει συμβεί, γιατί αυτή η πρωτοβουλία υπάρχει ακόμα και έχει μια πολύ ισχυρή επιρροή στα συνδικάτα, ιδιαίτερα σε τμήματα της συνδικαλιστικής αριστεράς.

Σήμερα η μη δογματική αριστερά παραμένει απομονωμένη σε μερικές ομάδες μόνο και αναζητούμε μια εξήγηση για αυτή την απομόνωση γιατί γίνεται όλο και πιο καθαρό ότι είχαμε δίκιο στην κριτική μας, όχι μόνο για την καμπάνια Zero Covid, αλλά φυσικά και για το κίνημα Querdenker8. Ψάχναμε για έναν τρίτο δρόμο, όπως αυτόν που περιγράψατε με το παράδειγμα της Γαλλίας. Τα κοινωνικα κινήματα και οι αγώνες έχουν συνεχιστεί, απαντώντας στην κρίση της πανδημίας και αναζητώντας για τις δικές τους λύσεις. Υπήρχαν και πάντα υπάρχουν επαγγελματίες γιατροί σε αυτά τα κοινωνικά κινήματα, είτε στη Γαλλία, στην Ιταλία ή, τέλος-τέλος, αν και σε μικρό βαθμό, ακόμα και στη χώρα μας και σε όλες τις άλλες. Υπάρχουν, για παράδειγμα, ΜΚΟ ενεργές διεθνώς, όπως η Medico International. Έχουμε έρθει σε επαφή με την Medico International στην Ελβετία, τη Γερμανία κλπ. για να θέσουμε το ζήτημα σε διεθνές επίπεδο. Προσπαθήσαμε τα πάντα, αλλά στην προσπάθεια για έναν διάλογο με την πρωτοβουλία αποτύχαμε πραγματικά. Και μπορώ να σας πω, και αυτό είναι ένα πολύ πικρό συμπέρασμα, δεν μπορούμε παρά να χαιρόμαστε μόνο που αυτοί οι κρατικο-σοσιαλιστές δεν βρίσκονται στην εξουσία.

LG: Με ενδιαφέρει αυτό το τέλος της δυνατότητας διαλόγου την οποία περιγράφετε, σε σχέση με την εμπειρία σας, με τον πρωτοβουλία Zero Covid. Σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι αυτό επηρεάζει το σύνολο του χώρου του δημοσίου λόγου σήμερα, ακόμα και πέρα από την αριστερά, ίσως ακόμα και πέρα από τον Covid. Η συζήτηση διεξάγεται με έναν τόσο εξαγριωμένο τρόπο που είναι εξαιρετικά αδύνατο να σκεφτεί κανείς έστω και ελάχιστα διαφορετικά. Τι εξηγεί αυτόν τον θυμό, αυτή την αδυνατότητα κριτικής αντιπαράθεσης;

KHR: Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Πρώτα απ’ όλα, θα έλεγα ότι ο αυξανόμενος αυτο-συγχρονισμός των ΜΜΕ, με τον έλεγχο που ασκούν πάνω στις δημοσιοποιημένες απόψεις, εκφράζει μια βαθιά κρίση του συστήματος στο σύνολό του. Είμαστε σε μια κατάσταση αναταραχής στην οποία έχει γίνει φανερό ότι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική της απορρύθμισης των τελευταίων δεκαετιών αποτυγχάνει. Οι άρχουσες ελίτ το συνειδητοποιούν αυτό και αντί να εισέρχονται σε έναν διάλογο, οχυρώνονται πίσω από τείχη που χτίζουν.

Για να το κάνουν αυτό, υποστηρίζονται πρώτα απ’ όλα από τα ΜΜΕ. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τις καμπάνιες μίσους που έχουν εξαπολυθεί εναντίον κριτικά τοποθετούμενων επιστημόνων, για παράδειγμα, στα πεδία της ιολογίας ή της επιδημιολογίας. Δαιμονοποιήθηκαν και περιθωριοποιήθηκαν. Από την μια πλευρά, η ικανότητα για διάλογο στη δημόσια σφαίρα έχει περιοριστεί εξαιρετικά και, από την άλλη, η ικανότητα για διάλογο στην αριστερά έχει επίσης μειωθεί εξαιρετικά. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, το γεγονός ότι το άλλο κομμάτι της αριστεράς, το εναλλακτικό περιβαλλοντικό κίνημα, έχει σε αξιοσημείωτο βαθμό μετακινηθεί προς τα δεξιά προς το Querdenken movement9. Ή το γεγονός ότι σημαντικοί φιλόσοφοι όπως ο Αγκάμπεν φαίνεται να έχουν χάσει, θα λέγαμε, τον προσανατολισμό τους.

Συνεπώς, είμαστε σε μια βαθιά κρίση αλλά νομίζω ότι η πανδημία έχει μόνο κάνει φανερό κάτι που βασικά ήταν ήδη στη θέση του δομικά. Νομίζω ότι είναι παρόμοιο με τις οικονομικές συνέπειες. Πριν από την πανδημία η οικονομία ήταν ήδη σε μια φάση ύφεσης και αυτή η κατάσταση κρίσης επιδεινώθηκε στη συνέχεια εξαιρετικά από τα αντίμετρα και τα λοκντάουν. Τα κοινωνικο-πολιτικά αντίμετρα, με τη σειρά τους, έχουν βαθύνει την κρίση μέσω των πληθωριστικών ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών και του διευρυνόμενου δημοσίου χρέους. Και από αυτό το σημείο, η κατάσταση κρίσης χειροτερεύει με έναν εξαιρετικά δραματικό τρόπο.

Αν λάβετε επίσης υπόψιν ότι αυτή η πανδημία τελικά δεν εκφράζει παρά το προς τα πού παρασύρεται αυτό το παγκόσμιο σύστημα, τότε αυτή γίνεται πολύ κρίσιμη. Γιατί η πανδημία ήταν εφικτή μόνο και μόνο εξαιτίας της εντατικοποιημένης και επιταχυνόμενης καταστροφής της φύσης, μεταξύ άλλων και μέσω της κλιματικής αλλαγής (για παράδειγμα, μέσω των συνεπειών της στις αλλαγές του πληθυσμού των νυχτερίδων, που είναι οι δεξαμενές των κορωνοϊών) και της βιομηχανικής γεωργίας. Αυτά είναι φαινόμενα που έχουν αναπτυχθεί ραγδαία τις λίγες πρόσφατες δεκαετίες και οι οποίες παρήγαγαν, θα λέγαμε, μια πανδημία που τους “αντιστοιχεί”.

Συνεπώς, κινούμαστε προς μια κατάσταση μαζικής κρίσης. Είναι μια δραματική κατάσταση επειδή δεν υπάρχει μια άθικτη αριστερά και επειδή δεν υπάρχουν καν οποιεσδήποτε συζητήσεις που θα μπορούσαν να γεφυρώσουν τον κατακερματισμό στις αντιλήψεις. Δεν έχουμε κάποια κοινωνική επαναστατική θεωρία με την οποία θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε, για παράδειγμα, στο κίνημα Fridays For Future10 με ποιον τρόπο η κρίση της πανδημίας σχετίζεται με τις δικές τους ανησυχίες.

Αυτά είναι ήδη αρκετά εμπόδια, αλλά φυσικά είναι και ένα επιστημονικό πρόβλημα, ένα πρόβλημα γνώσης, μιας και βρισκόμαστε σε μια βαθιά επιστημολογική κρίση. Αυτό το βλέπω, για παράδειγμα, στην επιστήμη της ιστορίας. Δεν υπάρχει πλέον μια συνθετική προσέγγιση ικανή να λειτουργεί σε αρκετά επιστημονικά επίπεδα ταυτόχρονα, να τα συνδέει ώστε να φτάνει σε ένα συμπέρασμα, όπως προσπάθησα, με κάθε σεμνότητα, να κάνω σε αυτό το βιβλίο. Πολλοί δεν καταλαβαίνουν καν μια τέτοια προσέγγιση πλέον. Παρ’ όλα αυτά υπήρξαν μεγάλοι στοχαστές στις δεκαετίες του 1970 και 1980, ο Καστοριάδης και άλλοι, που θεώρησαν την κρίση της επιστήμης ως έναν λαβύρινθο στον οποίο θα πρέπει να πλοηγηθούμε με έναν ευρύ μη δογματικό λόγο· όμως, αυτό το επίπεδο λόγου έχει, με κάποιο τρόπο, εξαφανιστεί. Αν μη τι άλλο, δεν μπορούμε πλέον να προσφύγουμε σε αυτόν για να αναπτύξουμε τη δική μας θέση. Είναι πικρό για μένα να συνειδητοποιώ ότι είμαστε προς το παρόν τελματωμένοι σε ένα πολύ βαθύ, απειλητικό σύνολο εξελίξεων και ότι δεν είμαστε ικανοί να αναπτύξουμε μια αντίπαλη ιδέα ως αριστερά. Σκεφτείτε απλά την περαιτέρω κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία. Αν και παραμένω αισιόδοξος ότι θα βρούμε μια διέξοδο από την κρίση, αυτή την αισιοδοξία δεν την μοιράζονται όλοι οι συνάδελφοί μου.

LG: Στην αρχή της κρίσης του κορωνοϊού, είχε κανείς την εντύπωση ότι η αριστερή-φιλελεύθερη θέση ήταν να δει κάποιο δυναμικό σε αυτή την κρίση, με άλλα λόγια το δυναμικό μιας ριζικής αναδιάρθρωσης του συστήματος υγείας, μιας αμφισβήτησης του πώς και πού λαμβάνει χώρα η παραγωγή, και από ποιους. Όμως, αυτά τα ερωτήματα μοιάζουν τώρα να έχουν ξεχαστεί. Τι συνέβη; Πώς είναι δυνατόν αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα που τίθονταν πριν από δυο χρόνια να μην τίθενται πλέον;

KHR: Πιστεύω ότι αυτό έχει πολλές αιτίες. Ίσως επίσης σε ένα επίπεδο, που δεν έχουμε κουβεντιάσει ακόμα, αυτό της κοινωνικής ψυχολογίας. Είμαι ιστορικός και ενδιαφέρομαι για την ψυχοϊστορία και αυτό που είναι γνωστό ως ιστορία των mentalités – αυτή είναι μάλιστα η αγαπημένη μου περιοχή. Είναι ακόλουθος της σχολής των Annales11, που ανέπτυξε αυτή την προσέγγιση: Marc Bloch, Lucienne Febvre, Fernand Braudel, αυτοί είναι τα πρότυπά μου. Αυτός είναι ο λόγος που συγκρίνω τις εκφράσεις πανικού μεταξύ των μεγάλων, καταστροφικών πανδημιών του παρελθόντος και την τωρινή κατάσταση. Το βιβλίο μου ξεκινά με τον Μαύρο Θάνατο και την καταστροφή της γρίππης του 1918-1920. Αν προχωρήσετε σε βάθος εκεί, θα βρείτε αστερισμούς που επανέρχονται με έναν πολύ περίεργο τρόπο.

Είναι καθαρό ότι οι πανδημίες επιφέρουν αλλαγές στην κοινωνική ψυχολογία των ανθρώπων. Είναι έναυσμα μιας μαζικής κατάστασης φόβου, ακόμα και μεταξύ των ειδικών και των επιστημόνων. Δεν θέλω να πω ονόματα, αλλά μερικοί από αυτούς που ξεκίνησαν το κίνημα Zero Covid ήταν σε μια κατάσταση προσωπικού πανικού. Δυο-τρία άτομα από το περιβάλλον τους πέθαναν, είτε άμεσα από Covid ή ίσως κόλλησαν και η αιτία του θανάτου τους ήταν διαφορετική. Οπότε υπήρξε κάτι όπως μια αρχική αντίδραση πανικού που έκανε αυτούς τους ανθρώπους να χάσουν τον ορθολογισμό τους, την ικανότητά τους να προσανατολίσουν τον εαυτό τους κριτικά και να συγκρίνουν καταστάσεις. Πολύ γρήγορα άρχισαν να ψάχνουν για αποδιοπομπαίους τράγους. Πίστευαν φήμες, τις πιο τρελλές και παράλογες φήμες. Και πιστεύω ότι το κίνημα Zero Covid είναι επίσης μια φήμη: μια φήμη για το τι συμβαίνει στην Κίνα που θα πρέπει να αντιγραφεί. Ακριβώς όπως η η φήμη ότι ο Bill Gates εφηύρε την πανδημία για να κερδίσει από την ανάπτυξη ενός εμβολίου.

Σε μια τέτοια κατάσταση μαζικού φόβου, όλες οι φήμες συγκλίνουν και απλουστεύονται, και αυτό πολύ γρήγορα χτίζει μιαν εικόνα φίλου/εχθρού. Με τον Μαύρο Θάνατο ήταν οι Εβραίοι: “Οι Εβραίοι δηλητηρίαζαν τα πηγάδια”. Έτσι οι άνθρωποι ψάχνουν για εξιλαστήρια θύματα αντί να αντιμετωπίζουν την κατάσταση ορθολογικά. Αυτές είναι διαδικασίες που βρίσκονται στο πεδίο του κοινωνιο-ψυχολογικού και που αναπτύσσουν την δική τους δυναμική, η φήμη συμπυκνώνεται και γίνεται όλο και πιο αφηρημένη, και στη συνέχεια αναπτύσσεται σε εικόνες ενός εχθρού, αλλά επίσης και σε εντελώς απλουστευμένες αντιλήψεις που μπλοκάρουν τον κριτικό ορθολογισμό μας. Είναι κάτι σαν μια αβατιστική οπισθοδρόμηση που διαδίδεται πολύ γρήγορα.

Και φυσικά ήταν τόσο αποτελεσματική επειδή η κρίση άλλαξε την καθημερινή μας ζωή τόσο πολύ. Στην αρχή της πανδημίας αποκόπηκα από τα εργαλεία της έρευνάς μου για μήνες. Αυτό με έβαλε σε μια σοβαρή κρίση. Προσπάθησα να την επιλύσω λέγοντας: “Δεν μπορώ να συνεχίσω την έρευνα που έχω σε εξέλιξη, οπότε θα μελετήσω την πανδημία”. Επειδή τώρα μπορεί να το κάνει κανείς πιο γρήγορα μέσω του Διαδικτύου και του PubMed, των μεγάλων διεθνών ιατρικών βιβλιοθηκών. Αλλά αυτή δεν είναι μια πραγματική λύση. Τα πλαίσια της κοινωνικής ζωής έχουν συρρικνωθεί εξαιρετικά. Έχουν περικοπεί σε κάποια λίγα, στα οποία μόνο κάτι όπως η επιβίωση μπορεί να λάβει χώρα.

Μπορώ μόνο να ελπίζω ότι, ξεκινώντας από αυτή την κατάσταση, κάτι μπορεί ίσως να αρχίσει να συμβαίνει ξανά που θα κάνει εφικτό να αναλύσουμε κάπως αυτόν τον μεγάλο φόβο του 2020. Ιδιαίτερα αν αναλύσει κανείς τις αλλαγές στην καθημερινή ζώη, στα γαμήλια έθιμα, στις κηδείες, που έχουν σημάνει βαθείς μετασχηματισμούς. Ή την απομόνωση στις παλιές, την εποχή του απαρτχάιντ, περιοχές για έγχρωμους στην Νότια Αφρική12. Τι πυροδοτήθηκε εκεί; Ελπίζω ότι θα υπάρξει ένα ευρύ πεδίο έρευνας στις ιστορίες των μενταλιτέ στη διάρκεια αυτής της πανδημίας, αν αυτό εξακαλουθεί να έχει νόημα: Ο Μεγάλος Φόβος – La Grande Peur – του 2020.

LG: Ένας αριθμός των υπερασπιστών των λοκντάουν έχεουν ισχυριστεί ότι τα πολύ αυστηρά μέτρα είναι η πιο λογική απάντηση στον φόβο του πληθυσμού για τον ιό. Πραγματικά, φαίνεται ότι η αριστερά του Zero Covid είδε αυτόν τον φόβο ως ένα δυνητικά πρόσφορο έδαφος για τον φασισμό που θα έπρεπε να απαντηθεί από μια μορφή εργαλειακής ορθολογικότητας. Ποιος θα ήταν ένας χειραφετητικός τρόπος αντιμετώπισης αυτού του σίγουρα δικαιολογημένου φόβου;

KHR: Νομίζω ότι πάμε σταδιακά στο σημείο στο οποίο βασικά θα είχα απλά ερωτήματα για σας. Θέτετε το ερώτημα του εργαλειακού λόγου. Ξέρουμε ότι η ορθολογικότητα μπορεί να γίνει μια εξαιρετικά καταστροφική δύναμη και να αποκτήσει βαρβαρικά χαρακτηριστικά. Νομίζω ότι η καμπάνια Zero Covid ήταν μια τέτοια φοβική αντίδραση, στην οποία ο κόσμος πίστευε ότι η σωτηρία είναι κοντά. Υπήρχε κάτι εσχατολογικό γύρω από αυτήν και οι άνθρωποι φαντάζονταν ότι θα μπορούσαμε να τελειώσουμε την πανδημία μέσε σε έξι με οχτώ εβδομάδες.

Πιστεύω ότι αυτό θα πρέπει να το σκεφτούμε μαζί και ίσως η συζήτησή μας θα μπορούσε να γίνει το σημείο αφετηρίας για μια συζήτηση με τους Endnotes και άλλες πρωτοβουλίες ώστε να σκεφτούμε πώς θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε σε μια συγκεκριμένη ουτοπία που θα μπορούσε να υπερβεί τη διαλεκτική του διαφωτισμού, που παίρνει τις χειραφετητικές στιγμές του Διαφωτισμού και τις αναπτύσσει περαιτέρω13. Θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε οτιδήποτε έχει συμβεί τις τελευταίες δεκαετίες, συμπεριλαμβανομένης της πάλης ενάντια στις πατριαρχικές δομές, αλλά, την ίδια στιγμή, να την συνδέσουμε με μια καινούρια συγκεκριμένη ουτοπία, μια κοινωνία ελεύθερα σχετιζόμενων ανθρώπων.

Από αυτή την άποψη πιστεύω ότι δεν στερείται εντελώς ενδιαφέροντος να επιστρέψουμε στον πολύ πρώιμο Μαρξ, ο οποίος είδε ακριβώς αυτό. Ο αγώνας ενάντια στην εξαχρείωση, η πάλη για χειραφέτηση, η πάλη για κοινωνική ισότητα κλπ., είναι ένας κινητήρας που προϋποθέτει συγκεκριμένη – στην περίπτωση του Μαρξ, φιλοσοφική, με άλλα λόγια, σήμερα, διανοητική ή γνωσιακή – δράση, και η οποία την ίδια στιγμή έχει κάτι που συνδέει ανθρώπους, κάτι που συνδέει κοινωνίες, κάτι που φέρνει την ανθρωπότητα σε ένα νέο επίπδο κοινωνικότητας. Αυτό είναι καθήκον μας και αυτός είναι ο λόγος που πιστεύω ότι πρέπει να ξεκινήσουμε ήδη από την αρχή από αυτό το σημείο, να αφήσουμε οτιδήποτε πίσω μας, να βάλουμε στην άκρη αυτά που ο κρατικός σοσιαλισμός έκανε εδώ συντρίμμια. Νομίζω ότι έχουμε εδώ – εσείς έχετε, είστε πολύ νεώτεροι από εμένα – ένα τεράστιο καθήκον μπροστά μας, που συνδυάζει την επιστημονική κριτική με μια χειραφετητική κοινωνική ψυχολογία και ένα νέο, αξιόπιστο σοσιαλιστικό πρόγραμμα, με παγκόσμιο προσανατολισμό, κάτι που ξεπερνά τα φράγματα της εθνο-κρατικότητας. Είναι ένα γιγαντιαίο καθήκον, αλλά ας μην χάνουμε τις ελπίδες μας. Συνεχίστε, λέει ο Μαρκούζε.

Συνέντευξη που δόθηκε στην Lea Gekle στις 10 Μαρτίου 2022

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://endnotes.org.uk/other_texts/en/karl-heinz-roth-the-great-fear-of-2020.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: riff-raff.

3 Karl Heinz Roth, Die ‘andere’ Arbeiterbewegung und die Entwicklung der kapitalistichen Repression bis zur Gegenwart [The “Other” Workers’ Movement and the Development of Capitalist Repression from 1880 to the Present]. Schriften zum Klassenkampf Nr. 39, 1973.

4 Στμ. Blinde Passagiere: Die Corona-Krise und ihre Folgen, Λαθρεπιβάτες: Η κρίση του κορωνοϊού και οι συνέπειές της.

6 Στμ. Στην επιδημιολογία ο επιπολασμός είναι η αναλογία εξάπλωσης, διάδοσης μιας ιατρικής κατάστασης σε έναν συγκεκριμένο πληθυσμό (συνήθως μια ασθένεια). Προκύπτει από την διαίρεση του αριθμού των ατόμων που βρέθηκαν να έχουν την κατάσταση προς τον συνολικό αριθμό των ατόμων που μελετήθηκαν. Η λέξη προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα επιπολάζω που, μεταξύ των άλλων, σημαίνει και εξαπλώνομαι.

7 Στμ. Αυτό που στο πρωτότυπο γράφεται ως cordon sanitaire και σε πιο πρόσφατα άρθρα ως “closed loop”.

8 Querdenken ή “εναλλακτική/παράπλευρη σκέψη”, ο αυτοπροσδιορισμός που κατέληξαν να χρησιμοποιούν τα ετερογενή κινήματα ενάντια στα υγειονομικά μέτρα και τον εμβολιασμό στη Γερμανία, συχνά συνδεόμενα με ακροδεξια στοιχεία.

9 Στμ. Querdenken movement: “Εναλλακτικό κίνημα”, (Querdenken στα Γερμανικά σημαίνει “εναλλακτικός” ή “παράπλευρος”), το κίνημα ενάντια στα λοκντάουν που αναπτύχθηκε στη Γερμανία.

10 Στμ. Fridays for Future [“Παρασκευές για το Μέλλον”], γνωστές και ως School Strike for Climate, Youth for Climate, Climate Strike or Youth Strike for Climate, [“Απεργία των Σχολείων για το Κλίμα”], είναι ένα διεθνές κίνημα μαθητών που απέχουν από τα μαθήματα της Παρασκευής για να συμμετάσχουν σε διαδηλώσεις που απαιτούν την δράση των πολιτικών ηγετών για την αποτροπή της κλιματική καταστροφής και τη μετάβαση της βιομηχανίας των ορυκτών καυσίμων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

11 Στμ. Η σχολή Annales είναι μια ομάδα ιστορικών συνδεδεμένων με ένα είδος ιστοριογραφίας που αναπτύχθηκε από Γάλλους ιστορικούς του 20ου αιώνα με σκοπό να δώσει έμφαση στην μακροπρόθεσμη κοινωνική ιστορία. Ονομάζεται έτσι από την έκδοση Annales d’histoire économique et sociale [Χρονικά οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας]. Η σχολή έχει ασκήσει μεγάλη επίδραση στον καθορισμό της ατζέντας για την ιστοριογραφία στη Γαλλά και αρκετές άλλες χώρες, ιδιαίτερα όσον αφορά τη χρήση κοινωνικών επιστημονικών μεθόδων από ιστορικούς.

12 Στμ. Στο πρωτότυπο: townships.

13 Στμ. Με άλλα λόγια, ένα Aufhebung του Διαφωτισμού!

Μια κρίση που δεν μοιάζει με καμμιά άλλη: κοινωνική αναπαραγωγή και η αναγέννηση της καπιταλιστικής ζωής στη διάρκεια της πανδημίας της COVID-19

Alessandra Mezzadri1,2

το κείμενο σε pdf

Πίσω στη δουλειά!

Καθώς η υγειονομική κρίση της COVID-19 βαθαίνει, φαίνεται όλο και πιο ξεκάθαρα ότι η βραχυπρόθεσμη κατάρρευση στην παγκόσμια παραγωγή είναι πολύ πιθανόν να ξεπεράσει κάθε οικονομική ύφεση των τελευταίων 150 χρόνων – με άλλα λόγια, σε ολόκληρη την ιστορία του καπιταλισμού. Ο Διεθνής Οργανισμός εργασιας [ILO] εκτιμά ότι η κρίση θα οδηγήσει στην καταστροφή 195 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας. Για αυτό, μετά την εκτενή συζήτηση της επιδημιολογίας της πανδημίας COVID-19, η προσοχή των ΜΜΕ εστιάζεται τώρα όλο και περισσότερο στην επανεκκίνηση της παγκόσμιας οικονομικής μηχανής. Μπορεί ακόμα να θρηνούμε τους νεκρούς μας αλλά φαίνεται ότι έχει έρθει η ώρα για να συζητήσουμε πώς θα εγγυηθούμε την οικονομική επιβίωση που, υπό τον καπιταλισμό, βασίζεται στην παραγωγή και την εργασία. Εδώ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, απ’ όπου και γράφω το παρόν άρθρο, το να “επιστρέψει η Βρετανία πίσω στη δουλειά” γίνεται το καινούριο μάντρα για την κυβέρνηση, έστω και αν ο ίδιος ο επικεφαλής της ακόμα αναρρώνει από τον ιό. Ανάλογοι προβληματισμοί είναι αντικείμενο αντιπαράθεσης σε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς η πανδημία έχει ήδη ξεκάθαρα μετατραπεί από μια πλανητική υγειονομική απειλή σε μια πλανητική οικονομική απειλή. Παρ’ όλα αυτά, το να κάνουμε τον πλανήτη να “επιστρέψει στη δουλειά” δεν είναι μια εύκολη επιχείρηση, όταν πρέπει ταυτόχρονα να διατηρείται η κοινωνική αποστασιοποίηση. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός στηρίζεται στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Στην πραγματικότητα, η παγκόσμια φάση του έχει στοχεύσει στην εξαφάνιση των κοινωνικών αποστάσεων, όχι απλά ανάμεσα στους εργαζόμενους αλλά επίσης ανάμεσα στις χώρες, τις αγορές, τα εμπορεύματα και τους καταναλωτές. Αλλά προς το παρόν, ο τρόπος που έχουμε συνηθίσει να αναπαράγουμε τη ζωή στον καπιταλισμό κυριολεκτικά θα μας σκότωνε, και αυτό δεν αποτελεί “ψιλά γράμματα” στην εξήγηση του αδιεξόδου της κρίσης της COVID-19. Θα έπρεπε να είναι, αντίθετα, το σημείο αφετηρίας για την ανάλυσή της. Στο τέλος-τέλος, πριν μετατραπεί σε μια κρίση της παραγωγής, η τρέχουσα πανδημία είχε δημιουργήσει μια συστημική κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής. Όπως έχει επιχειρηματολογήσει η Tithi Bhattacharya, η πανδημία έχει δείξει την κεντρικότητα των δραστηριοτήτων της δημιουργίας της ζωής για τη λειτουργία του καπιταλισμού. Επιπλέον, έχει επίσης δείξει την αξία της περίθαλψης, καθώς και τις ακραίες ολοφάνερες “ανισότητες στην περίθαλψη” που βιώνουν διαφορετικές κοινότητες και άτομα σε ολόκληρο τον κόσμο. Από κάθε άποψη, αυτή είναι μια κρίση αναπαραγωγής χωρίς προηγούμενο.

Η πανδημία ως μια κρίση της κοινωνικής αναπαραγωγής

Η θεωρητικός του φεμινισμού Nancy Fraser έχει παρατηρήσει πώς ο καπιταλισμός, στις διαφορετικές του φάσεις, έχει πάντα διατηρηθεί από διακριτά καθεστώτα κοινωνικής αναπαραγωγής· με άλλα λόγια, από ένα σύνολο αναπαραγωγικών κοινωνικών σχέσεων και θεσμών ικανών να αναγεννούν την καπιταλιστική ζωή στις ποικίλες ιστορικές στιγμές του. Για παράδειγμα, σε μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου, η νεοφιλελεύθερη παγκόσμια φάση [του καπιταλισμού] έχει δει την ανάδυση ενός εμπορευματοποιημένου, βασισμένου στην αγορά καθεστώτος κοινωνικής αναπαραγωγής – παρ’ όλο που, όπως δείχνει ξεκάθαρα η πανδημία, η απειλή για τη ζωή που αυτή [η πανδημία] θέτει πραγματικά αλλάζει σημαντικά ανάλογα με το πραγματικό σύστημα υγείας που υπάρχει σε κάθε περίπτωση, με μεγάλες διαφορές ανάμεσα, για παράδειγμα, στο ιδιωτικοποιημένο σύστημα υγείας στις ΗΠΑ και τα βασισμένα στην δημόσια παροχή συστήματα στις Ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ιταλία, η Γερμανία ή η Γαλλία. Η άνοδος και εμπέδωση του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος αναπαραγωγής έχει υπάρξει καθοριστική όχι μόνο για την ανάπτυξη του φιλελεύθερου παραγωγικού μοντέλου – με την μαζική είσοδο, για παράδειγμα, των γυναικών στις αγορές εργασίας – αλλά μάλλον έχει υπάρξει συν-συγκροτητικός παράγοντας για αυτό. Συνεπάγεται από αυτό, ότι η παρούσα κρίση δεν είναι “απλά” μια κρίση παραγωγής· είναι μια πολύ βαθύτερη κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής. Όμως, η παρούσα κρίση είναι και μια ασυνήθιστη κρίση, καθώς για να προστατέψουμε τη ζωή βασικά χρειάζεται να υπονομεύσουμε την ίδια την οικονομική της βάση, χωρίς να φαίνεται προς το παρόν κάποια εναλλακτική στον ορίζοντα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εκκλήσεις στον κόσμο να “επιστρέψει στη δουλειά” αποτυγχάνουν να ξεκαθαρίσουν πώς ακριβώς θα συμβεί αυτό. Αυτή η κρίση είναι μοναδική για τρεις τουλάχιστον παράγοντες: δηλαδή, την αδυναμία εκμετάλλευσης, την ταύτιση πληρωμένης εργασίας και αναπαραγωγικού χρόνου και την πραγματικότητα και την πολιτική του θανάτου σε μεγάλη κλίμακα.

Μη εκμεταλλευσιμότητα

Πρώτον, η παρούσα κρίση αποκλείει την δυνατότητα για καπιταλιστική εκμετάλλευση σε μια μεγάλη κλίμακα. Το διαβόητο μότο ότι στον καπιταλισμό, “είναι καλλίτερο να σε εκμεταλλεύονται από το να μην σε εκμεταλλεύονται” δεν είχε ποτέ περισσότερο νόημα από τώρα. Όταν η πλειοψηφία του κόσμου στον πλανήτη εξασφαλίζει τα προς το ζειν πουλώντας την εργατική της δύναμη, η αδυναμία να γίνεται αυτό απειλεί τη ζωή την ίδια, ακόμα και επιβίωση από την COVID-19. Εποπλέον, και αυτό είναι κρίσιμο, στη διάρκεια των προηγούμενων κρίσεων, το κεφάλαιο κατάφερνε να κοινωνικοποιήσει τις οικονομικές απώλειες φορτώνοντάς τες στους εργάτες, το κράτος ή και τα δύο. Αυτό είναι που συνέβη στη διάρκεια της κρίσης του 2008, όταν οι δυτικές τράπεζες διασώθηκαν ντε φάκτο από τις εθνικές κυβερνήσεις, ενώ οι εργάτες – σε ολόκληρο τον Παγκόσμιο Βορρά και τον Παγκόσμιο Νότο – αφέθηκαν να σηκώσουν το τεράστιο βάρος της οικονομικής πτώσης· οι πιο τυχεροί πληρώνοντας μεγαλύτερους φόρους με μικρότερους πραγματικούς μισθούς και αντιμετωπίζοντας βαθιές περικοπές στις δημόσια παρεχόμενες υπηρεσίες και οι λιγότερο τυχεροί χάνοντας εντελώς τις δουλειές τους και πιθανόν τα (υποθηκευμένα με υψηλού κινδύνου στεγαστικά δάνεια) σπίτια τους. Στην παρούσα κρίση, το κεφάλαιο δεν μπορεί ακόμα να μετατρέψει την κρίση του σε μια κρίση της εργασίας. Χιλιάδες εργοστάσια έχουν κλείσει εντελώς και η παραγωγή των περισσότερων μη βασικών προϊόντων και υπηρεσιών έχει σταματήσει σε πολλές χώρες. Τόσο οι εργοδότες όσο και οι εργάτες χρειάστηκε να αποσυρθούν ταυτόχρονα από την αγορά και να επιστρέψουν κυριολεκτικά στα σπίτια τους. Δεν είχαμε ποτέ πριν στην ιστορία του καπιταλισμού μια κρίση στην οποία δεν είχαν αρχικά καταστραφεί, είτε φυσικά είτε οικονομικά, πόροι – για παράδειγμα, δεν υπήρξε πόλεμος, ούτε αρχική κατάρρευση των χρηματαγορών, αν και προφανώς οι αγορές αντιδρούν τώρα – και παρ’ όλα αυτά η οικονομική κατάρρευση έχει γίνει αισθητή ως εξαιρετικά συνολική. Αυτό είναι που συμβαίνει όταν αφαιρείς την εκμετάλλευση από ένα παγκόσμιο σύστημα που τροφοδοτείται από αυτήν για να επιβιώσει. Η πανδημία έχει αδιαμφισβήτητα δείξει την κεντρικότητα την ανθρώπινης εργασίας στην παραγωγή όλης της αξίας. Όπως έχει ισχυριστεί η Σύλβια Φεντέριτσι, το ανθρώπινο σώμα και η εργατική δύναμη, που αυτό εμπεριέχει, είναι η μεγαλύτερη μηχανή που έχει ποτέ “εφευρεθεί” από τον καπιταλισμό.

Κατά ειρωνικό τρόπο, στην ανικανότητά του να εκμεταλλευτεί, και να ξεπεράσει την τρέχουσα κρίση αναπαραγωγής του, το κεφάλαιο μετατρέπει την ίδια την κοινωνική αναπαραγωγή σε ένα καινούριο εμπόρευμα και πολιτικό προωθημένο μέτωπο, για να βρει καινούριες πηγές κέρδους και εκλογικής συναίνεσης. Έτσι, στο ΗΒ, η παραγωγή των εξαιρετικά απαραίτητων αναπνευστήρων μοιάζει να καθυστερεί από τις προσπάθειες της κυβέρνησης να επιλέξει και να διαλέξει τους κατασκευαστές στους οποίους θα παραχωρούσε τα σχετικά συμβόλαια προμηθειών. Στις ΗΠΑ, η προώθηση από τον Τραμπ της υδροξυχλωροκίνης ως μιας αποτελεσματικής θεραπείας για την COVID-19 – παρά τις ισχνές επιστημονικές ενδείξεις – έχει σαν στόχο τον γρήγορο καθησυχασμό του κοινού ώστε ανοίξει και πάλι η οικονομία. Αυτό που είναι κρίσιμο είναι ότι αυτό το οικονομικό και πολιτικό παιχνίδι παίζεται ενάντια στις διασωστικές προσπάθειες από τους αναπαραγωγικούς εργάτες· ιδιαίτερα από τους εργαζόμενους υγειονομικούς που σε ολόκληρο τον κόσμο, στο ΗΒ, τις ΗΠΑ, την Ιταλία, το Ιράν, την Ινδία και αλλού στερούνται εξαιρετικά απαραίτητου προστατευτικού εξοπλισμού.

Εξίσωση πληρωμένης εργασίας και χρόνου αναπαραγωγής

Ο δεύτερος παράγοντας που καθιστά αυτή την κρίση μοναδική είναι η επιβαλλόμενη εξίσωση της πληρωμένης εργασίας και του χρόνου αναπαραγωγής. Ουσιαστικά, αυτό είναι ήδη ένα γνώρισμα της άτυπης απασχόλησης σε μεγάλα τμήματα του Παγκόσμιου Νότου, όπου τα σπίτια των ανθρώπων συχνά φιλοξενούν μια τεράστια ποικιλία οικονομικών δραστηριοτήτων που προορίζονται για τις εσωτερικές ή ακόμα και τις διεθνείς αγορές. Όμως, οι τρόποι με τους οποίους αυτή η εξίσωση έχει επιταχυνθεί και κλιμακωθεί για ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού με τους εγκλεισμούς υπό την COVID-19, είναι χωρίς προηγούμενο3. Οι επιβαλλόμενοι εγκλεισμοί [λοκντάουν] έχουν εκθέσει ακόμα περισσότερο τις εξαιρετικά έντονες κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες του καπιταλιστικού κόσμου στον οποίο ζούμε. Στην πραγματικότητα, καθώς λένε σε όλους μας, ξανά και ξανά, να μείνουμε στο σπίτι, η πρώτη περισσότερο εμφανής ανισότητα που αναδύεται είναι αυτή που πλήττει εκείνους που δεν έχουν ένα σπίτι, ούτε καν σε μια εύλογη απόσταση. Δραματικές εικόνες Αμερικανών αστέγων στο Λας Βέγκας διαχωρισμένων χωρικά σε πάρκινγκ ή εκατομμυρίων μεταναστών εργατών στην Ινδία να περπατάνε πίσω στα χωριά τους, εξαιτίας της διακοπής των δημόσιων συγκοινωνιών και της έξωσης από τους βιομηχανικούς οικισμούς, δείχνουν ότι το μήνυμα “μείνετε σπίτι” δεν παράγει καθόλου οικουμενικά αποτελέσματα. Και ακόμα και εκείνοι που είναι υποτίθεται αρκετά τυχεροί να έχουν ένα σπίτι, στο οποίο να καταφύγουν, πιθανόν να αντιμετωπίζουν σημαντικά διαφορετικές προκλήσεις. Ενώ τα δυτικά ΜΜΕ υπερτονίζουν τις προσπάθειες της μεσαίας τάξης να τα βγάλει πέρα με τον συνδυασμό της πληρωμένης εργασίας με την κατ’ οίκον εκπαίδευση των παιδιών – προσωπικά ως μια προνομιούχος ακαδημαϊκός ταιριάζω σε αυτήν την περίπτωση – πολλοί έχουν ήδη στην πραγματικότητα χάσει τη δουλειά τους. Άλλοι μπορεί να έχουν κολλήσει σε επικίνδυνα οικογενειακά περιβάλλονταποσοστά οικογενειακής βίας έχουν εκτιναχτεί στη διάρκεια της πανδημίας – ή απλά σε αφιλόξενα μικρά σπίτια όπου η πραγματική πρόκληση είναι μάλλον η επιβίωση και όχι ο συνδυασμός πληρωμένης εργασίας και των δουλειών του σπιτιού. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι εμπειρίες του lockdown είναι εξαιρετικά ταξικές, φυλετικοποιημένες και εμφυλοποιημένες και αποτελούν μαρτυρία για το ότι δεν είμαστε όλοι/ες μαζί σε όλο αυτό. Δεν είμαστε καν έτσι υπό τον καπιταλισμό. Το ίδιο το lockdown είναι εφικτό μόνο και μόνο επειδή είναι στηρίζεται στον αποκλεισμό· περιορισμένοι μέσα στο σπίτι, αλλά χωρίς καθόλου σχεδόν να καλλιεργούμε το φαγητό μας ή να μπορούμε να καλύψουμε οι ίδιοι τις ανάγκες μας, μπορούμε να συντηρηθούμε μόνο χάρις στις αποθήκες, τους ταχυμεταφορείς και τους διανομείς και τους εργάτες των αλυσίδων εστίασης. Πολλοί από αυτούς τους εργάτες δεν βγάζουν ούτε καν τον βασικό μισθό, παρ’ όλ αυτά εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή μας στη διάρκεια των lockdown.

Η τραγωδία και η πολιτική του θανάτου σε μεγάλη κλίμακα

Ο τρίτος, ίσως ο πιο καθοριστικός και τρομερός δείκτης του πώς διαφέρει αυτή η κρίση από οτιδήποτε έχουμε δει πριν, είναι ο θάνατος, τα ποσοστά του και η πολιτική του. Αυτή είναι μια μοναδική κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής καθώς είναι μια κρίση για την οποία κανείς – κυριολεκτικά – είναι να πεθαίνει. Είναι αλήθεια ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχει πάντα επιδείξει περιφρόνηση και αδιαφορία για τη ζωή της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Ήταν πολύ συνηθισμένο οι μαύροι σκλάβοι να δουλεύουν μέχρι θανάτου και η ζωή των βιομηχανικών εργατών ήταν σύντομη ενώ ανέπτυσσαν πολλές ασθένειες. Παρ’ όλα αυτά, αυτή είναι η πρώτη πλανητική πανδημία που βιώνουμε στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού – παρά τις πολλές ομοιότητες, η πολύ πιο θανατηφόρα Ισπανική γρίπη του 1918 συνέβη υποτιθέμενα σε έναν πολύ λιγότερο διασυνδεδεμένο και λιγότερο προηγμένο ιατρικά κόσμο – και στην οποία οι απώλειες σε μεγάλη κλίμακα μοιάζουν να πλήττουν οριζόντια όλες τις τάξεις. Θέλω να πω, ο Μπόρις Τζόνσον το κατάλαβε, έτσι; Όμως, τα υψηλά ποσοστά θανάτου δεν έχουν απαλείψει την ασχήμια του ταξικού χάσματος όσον αφορά την πρόσβαση στην περίθαλψη. Ακόμα περισσότερο από ό,τι σε σχέση με την “συνηθισμένη” κατάσταση, η θανατοπολιτική του καπιταλισμού στη διάρκεια της πανδημίας καθορίζει ποιος ζει και ποιος πεθαίνει. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, οι μαύροι είναι πολύ πιθανότερο να πεθάνουν από την COVID-19. Είναι φτωχότεροι και πιο ασθενικοί σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό των ΗΠΑ, είναι πιθανότερο να πάσχουν από διαβήτη, υπέρταση ή καρδιοπάθειες – όλα επικίνδυνα υποκείμενα-συμπληρωματικά νοσήματα – και να απορριφθούν από τα νοσοκομεία εξαιτίας της έλλειψης ιδιωτικής ασφάλισης. Η αντιπαράθεση σχετικά με τις προϋπάρχουσες συνθήκες της κατάστασης της υγείας είναι ή ίδια βασισμένη στον αποκλεισμό, στις διακρίσεις εναντίον των ατόμων με ειδικές ανάγκες και στις διακρίσεις με βάση την ηλικία. Από την άλλη, η νεοφιλελεύθερη περίθαλψη ερμηνεύει το δικαίωμα στη ζωή ως την επιβίωση του υγιέστερου/ικανότερου και αυτού που το “αξίζει” περισσότερο. Τα υψηλά ποσοστά θανάτου μεταξύ των πιο ηλικιωμένων παρουσιάστηκαν ως αναπόφευκτα και οφειλόμενα στην προϋπάρχουσα κατάσταση της υγείας, μάλλον, παρά στα αποτελέσματα του ιού. Αλλά ένας πρεσβύτερος πολίτης αν χτυπηθεί από ένα αυτοκίνητο ενώ διασχίζει τον δρόμο δεν πεθαίνει εξαιτίας της μεγάλης ηλικίας, ακόμα και αν περπατά αργά. Το ζήτημα είναι ότι η έλλειψη σωτήριων για τη ζωή αναπνευστήρων και κλινών στα νοσοκομεία σε πολλές χώρες έχουν παραγάγει έναν αριθμό Χομπσιανών πολιτικών4. Στο ΗΒ, μερικές πρακτικές των γενικών παθολόγων έχουν φτάσει τόσο μακριά ώστε να προτείνουν ανοιχτά εντολές μη ανάνηψης (DNR, do not resuscitate) για άτομα με αυτισμό σε ηλικία εργασίας ή για άρρωστα παιδιά. Στον διαγκωνισμό για ζωή, homo homini lupus5. Σε ολόκληρο τον κόσμο, αυτή η ανισότητα στην πρόσβαση στην περίθαλψη βρίσκει το ταίρι της σε μια παρόξυνση των ανισοτήτων στο να υπάρχει κανείς. Στον Παγκόσμιο Νότο, οι ενδείξεις υποδηλώνουν ότι είναι η πείνα και οι κακουχίες, και όχι η ίδια η πανδημία, που απειλούν να σκοτώσουν χιλιάδες. Για εκατομμύρια Ινδούς εργάτες που δουλεύουν στην παράτυπη οικονομία το να βγάζουν τα προς το ζην μέσα στην πανδημία θα είναι σχεδόν αδύνατο. Η πανδημία ενισχύει επίσης εκ νέου τις διακρίσεις με βάση τις κάστες και πολλά νοικοκυριά των Dalit έχουν δεχτεί επιθέσεις6 επειδή υποτίθεται δεν ακολουθούν τις κυβερνητικές εντολές σχετικά με τους κανόνες του lockdown. Στην Κένυα, το κλείσιμο των άτυπων αγορών μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα φτώχεια σε μεγάλη κλίμακα και την απώλεια αποθεμάτων τροφής. Ανησυχία για νοικοκυριά που ζουν από την παράτυπη οικονομία εγείρονται επίσης στην Λατινική Αμερική όπου, κατά ειρωνικό τρόπο, πολύ ουσιαστικές υπηρεσίες στις παραγκουπόλεις αυτή τη στιγμή τις εγγυώνται τοπικοί βαρώνοι ναρκωτικών και εγκληματικές συμμορίες, οι οποίες επίσης επιβάλλουν τοπικά lockdown για να μειώσουν τα ποσοστά θανάτου μεταξύ των φτωχών “τους”.

Ένας Νέος Κόσμος ή ένας νέος εφιάλτης;

Συνολικά, η μη εκμεταλλευσιμότητα, η κατάρρευση του χρόνου πληρωμένης εργασίας ως διακριτού από τον χρόνο αναπαραγωγής, η τραγωδία και οι πολιτικές αποκλεισμού για τον θάνατο σε μεγάλη κλίμακα, έχουν διαμορφώχει μια κρίση αναπαραγωγής χωρίς προηγούμενο στην πρόσφατη καπιταλιστική ιστορία7. Προς το παρόν δεν διαφαίνεται ένα τέλος σε όλο αυτό· πολύ δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε το “μεγάλο φινάλε”. Ο Arundhati Roy εξηγεί ότι οι πανδημίες μας αναγκάζουν να σκεφτούμε τον κόσμο εκ νέου· είναι μια “πύλη” ανάμεσα σε έναν παλιό κόσμο και μια επόμενη, νέα εποχή. Θα μάθουμε, θα αλλάξουμε; Θα είναι το επόμενο καθεστώς κοινωνικής αναπαραγωγής που θα υιοθετηθεί από τον καπιταλισμό ποιο συμβατό με την διατήρηση της ζωής ακόμα και σε περιόδους κρίσεων; Κανείς μπορεί να ελπίζει ότι θα είναι έτσι. Όμως, οι τρέχουσες αντιπαραθέσεις σχετικά με τις πιθανές διεξόδους από το lockdown – βασιμένες στην “ανοσία αγέλης” και στην έκδοση υγειονομικών διαβατηρίων – φαίνεται να υποδηλώνουν, προκαλώντας ένα ρίγος, ακόμα πιο επιθετικά προωθημένα μέτωπα εμπορευματοποίησης των αναπαραγωγικών γνωρισμάτων των ατόμων και των κοινωνιών, προκαλώντας πιθανόν καινούριες κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες βασισμένες στο “ανοσοκεφάλαιο8.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://developingeconomics.org/2020/04/20/a-crisis-like-no-other-social-reproduction-and-the-regeneration-of-capitalist-life-during-the-covid-19-pandemic. Αναδημοσιευμένο στα Γαλλικά με τον τίτλο: “Μια κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής χωρίς προηγούμενο την ώρα της πανδημίας” στο https://agitations.net/2020/05/10/une-crise-de-la-reproduction-sociale-inedite-a-lheure-de-la-pandemie.

2 Η Alessandra Mezzadri είναι φεμινίστρια οικονομολόγος με βάση την Σχολή Ασιατικών και Αφρικανικών Σπουδών (SOAS), στο Λονδίνο, όπου και εργάζεται ως Senior Lecturer στις Αναπτυξιακές Σπουδές. Τα ερευνητικά και διδακτικά ενδιαφέροντά της εστιάζονται στις παγκόσμιες αλυσίδες εμπρευμάτων, την άτυπη/παράτυπη εργασία, τα διεθνή πρότυπα εργασίας και την σύγχρονη δουλεία· φεμινισμούς σε ανάπτυξη και προσεγγίσεις στην κοινωνική αναπαραγωγή· και την πολιτική οικονομία της Ινδίας. Είναι συγγραφέας του The Sweatshop Regime: Labouring Bodies, Exploitation, and Garments ‘Made in India’ (CUP, 2017), και του Marx in the Field (Ανθολογία, πρόκειται να εκδοθεί).

3 Στμ. Ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ουσιαστικά ο βαθύτερος εκμεταλλευτικός χαρακτήρας της τηλε-εργασίας έχει να κάνει με αυτήν ακριβώς τη συνθήκη.

4 Στμ. Στο πρωτότυπο: Hobbesian politics.

5 Στμ. Ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο λύκος.

6 Στμ. Dalit (από την λέξη dalita που σημαίνει “σπασμένος/διαλυμένος”), επίσης γνωστοί παιότερα και ως “ανέγγιχτοι”, είναι ένα όνομα που αποδίδεται σε αυτούς που ανήκουν στο κατώτερο στρώμα των καστών στην Ινδία.

7 Στμ. Το πέρασμα από τον Covid στον πόλεμο αναδεικνύει την εποφανειακότητα προσεγγίσεων που υποτιμούσαν την ίδια την πανδημία ως κρίση του κεφαλαίου και του κράτους και της ίδιας της κοινωνίας ανάγοντάς την σε “εμπορικό πόλεμο”. Τελικά, η συνεχής επίκληση μιας “διαρκούς πολεμικής προετοιμασίας” καθιστά τις σχετικές αναλύσεις τετριμμένες και κοινότοπες.

8 Στμ. Στο πρωτότυπο: immunocapital.

Πόλεμος και Κρίση

Cavalcanti, Antithesi1,2

το κείμενο σε pdf

 

Οικονομική κρίση: στασιμοπληθωρισμός και αυξανόμενο χρέος

Η “Μεγάλη Ύφεση” που ακολούθησε την χρηματοοικονομική κατάρρευση του 2008 αντιμετωπίστηκε από τις κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ) μέσω της μείωσης των επιτοκίων και την εφαρμογή των λεγόμενων προγραμμάτων “ποσοτικής χαλάρωσης”3. Τεράστια χρηματικά ποσά ενέθηκαν στην αγορά για την υποστήριξη της καπιταλιστικής συσσώρρευσης, έχοντας ως αποτέλεσμα μια αύξηση σε όλες τις μορφές παγκόσμιου χρέους ως ποσοστού του παγκόσμιου ΑΕΠ: αύξηση στο χρέος των κυβερνήσεων, στο χρέος των επιχειρήσεων και στο χρέος των νοικοκυριών4. Την ίδια στιγμή, δεν υπήρξε πραγματική επίλυση του προβλήματος υπερσυσσώρρευσης του κεφαλαίου, καθώς το παγκόσμιο ποσοστό επενδύσεων δεν επέστρεψε στα προ-του-2008 επίπεδα – αντίθετα, τα ποσοστά επενδύσεων σταθερού κεφαλαίου δεν έχουν υπάρξει ποτέ άλλοτε τόσο χαμηλά όσο υπήρξαν την δεκαετία του 2010: στις ΗΠΑ το ετήσιο ποσοστό ήταν γύρω στο 2% και στη ζώνη του ευρώ γύρω στο 1%5,6. Η άρνηση των καπιταλιστών να επενδύσουν στην καπιταλιστική παραγωγή οφείλεται στην χαμηλή κερδοφορία σε σύγκριση με τις κερδοσκοπικές επενδύσεις στα χρηματιστήρια και στις αγορές ακινήτων, τις κύριες μορφές του “εικονικού κεφαλαίου7,8. Τώρα, η χαμηλή κερδοφορία στις επενδύσεις στην παραγωγή είναι με τη σειρά της αποτέλεσμα ενός αριθμού παραγόντων: της αύξησης στο κόστος του σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου εξαιτίας της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος, της αύξησης στην αξιακή σύνθεση [value composition] του κεφαλαίου εξαιτίας της αυτοματοποίησης της βιομηχανικής παραγωγής, της ανεπαρκούς αύξησης στον βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης εξαιτίας των εμποδίων στη μείωση του άμεσου και έμμεσου κοινωνικού μισθού που επιβάλλονται από τις υπάρχουσες κοινωνικές προσδοκίες/αγώνες και από τις ανάγκες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και νομιμοποίησης του καπιταλιστικού κράτους9, καθώς και από έναν αριθμό άλλων παραγόντων που δεν μπορούν να αναλυθούν εδώ.

Το ξέσπασμα της πανδημίας SARS-CoV-2 – που είναι η ίδια ένα προϊόν του τρόπου με τον οποίον η καπιταλιστική παραγωγή συνδέεται με τον μη-ανθρώπινο κόσμο, με άλλα λόγια ένα προϊόν της καπιταλιστικής λεηλασίας και απαξίωσης της φύσης – συνέβη, λοιπόν, σε μια περίοδο που ακόμα και οι πιο δυναμικές οικονομίες πάσχιζαν να ξεφύγουν από έναν παρατεταμένο στασιμοπληθωρισμό και εξαιρετικά χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης10. Αντιμέτωποι με το ακόμα άγνωστο, τότε, μέγεθος του κινδύνου που παρουσίαζε ο ιός για την καπιταλιστική κοινωνική αναπαραγωγή, οι μάνατζερ της παγκόσμιας οικονομίας επέλεξαν αρχικά να παγώσουν ένα σημαντικό κομμάτι της οικονομικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων. Η βαθιά ύφεση που προέκυψε, και η απειλή της κατάρρευσης αντιμετωπίστηκαν και πάλι με την ένεση ακόμα περισσότερου χρήματος στην παγκόσμια οικονομία, πρώτα μέσα από την συνέχιση και επέκταση της ποσοτικής χαλάρωσης εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών και, δευτερευόντως, μέσω κρατικών (και, στην περίπτωση της ΕΕ, Ευρωπαϊκών) επιδοτήσεων, πρωτίστως παρεχόμενες προς τις επιχειρήσεις και σε έναν μικρότερο βαθμό στους εργάτες.

Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτά τα μέτρα υποστήριξης της οικονομίας δεν μπορούσαν να αντιστρέψουν τα βαθύτερα προβλήματα κερδοφορίας και της διευρημένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως τα ανάλογα μέτρα δεν ήταν επιτυχημένα στην δεκαετία που ακολούθησε το 200811. Η μορφή που πήρε η κρίση μετά την σύντομη ανάκαμψη το 202112 ήταν η αύξηση στις τιμές των εμπορευματων και του πληθωρισμού με μια τάση οικονομικής τελμάτωσης, δηλαδή το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού. Ο πληθωρισμός δεν ενέσκυψε εξαιτίας ενός υποτιθέμενου “σπιράλ μισθών-τιμών”13. Αντίθετα, η αύξηση στις τιμές των καταναλωτικών αγαθών φαίνεται να οφείλεται στην αύξηση των προσαυξήσεων/markups από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις με σκοπό να διατηρήσουν την κερδοφορία τους.

 Σχήμα 1. Ο αριστερός χάρτης δείνχει τα πλοία που περιμένουν να “δέσουν” στο λιμάνι της Σανγκάης και το γράφημα στα δεξιά δείχνει, με κόκκινο χρώμα, τον αριθμό των πλοίων που περιμένουν να φορτώσουν/ξεφορτώσουν μετά τον Ιανουάριο του 2022, και την εκθετική του αύξηση στα τέλη Μαρτίου, όταν ένα καινούριο λοκντάουν επιβλήθηκε στην Σανγκάη.

Αυτή η αύξηση σε κόστη και τιμές συνέβη αρχικά εξαιτίας της μη προσαρμογής της παγκόσμιας παραγωγής και διανομής στην οξεία αύξηση των δαπανών σε αγαθά μακράς διαρκείας14 μετά το 2021. Παρ’ όλο που τα αποθέματα σε πρώτες ύλες και στην παράδοση ανέκαμψε γρήγορα στα απαιτούμενα επίπεδα προσφοράς, προβλήματα προσφοράς παρέμειναν τόσο επειδή οι ενέσεις χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις δεν διοχετεύονταν επαρκώς σε επενδύσεις στην παραγωγή όσο και εξαιτίας μιας μακρόχρονης τάσης για τη μείωση των υπαρχόντων αποθεμάτων, ώστε να μειωθεί το κόστος του σταθερού κεφαλαίου, κάτι που κατέστησε τις εφοδιαστικές αλυσίδες ευάλωττες σε αναστατώσεις. Επιπρόσθετα, ο φόβος ελλείψεων έχει οδηγήσει σε κερδοσκοπικές πρακτικές απόσυρσης και απόκρυψης πρώτων υλών από την αγορά15. Οι αστρονομικές αυξήσεις στην ενέργεια ακόμα και πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, έχουν παίξει έναν μείζονα ρόλο στις αυξήσεις των τιμών ενώ η συνεχιζόμενη πολιτική “μηδενικής ανοχής” γα τον Covid στην Κίνα και το λοκντάουν στην Σανγκάη έχουν δημιουργήσει ένα καινούριο τεράστιο “μποτιλιάρισμα” στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα.

Γενικότερα, ο πληθωρισμός είναι η κατάσταση στην οποία το εισόδημα σε χρήμα μεγαλώνει πιο γρήγορα από το πραγματικό εισόδημα, με άλλα λόγια όταν υπάρχει υπερβολικά πολύ χρήμα σε σχέση με τα διαθέσιμα εμπορεύματα. Η ένεση χρημάτων δεν μπορεί να αυξήσει αυτόματα την προσφορά. Η προσφορά μπορεί να αυξηθεί μόνο από επιπρόσθετη παραγωγή16 και συνεπώς δεν εξαρτάται ουσιαστικά από την ποσότητα του χρήματος αλλά από την κερδοφορία του κεφαλαίου17. Το κράτος προσπαθεί μέσα από τη δημιουργία χρήματος από την κεντρική τράπεζα να στηρίξει τις παραγωγικές επενδύσεις18. Όμως, τέτοιες επενδύσεις προϋποθέτουν αναγκαστικά ένα επαρκές ποσοστό κέρδους. Έτσι, αν η ένεση χρήματος δεν οδηγήσει σε μια αύξηση στην παραγωγή μπορεί να οδηγήσει σε μια αύξηση των τιμών των διαθέσιμων εμπορευμάτων.

Αυτό συνέβη το 1923 στη Γερμανία, όταν η κυβέρνηση τύπωσε χρήμα για να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους που προκλήθηκε από τις πολεμικές αποζημιώσεις που είχαν καθοριστεί από την Συνθήκη των Βερσαλλιών. Παρ’ όλο που υπήρξε μια κολοσσιαία αύξηση στην ποσότητα χρήματος τα τελευταία 15 χρόνια, δεν υπήρξε καμμιά αύξηση στις τιμές συγκρίσιμη με αυτήν του 1923 μέχρι πέρσι19. Αντίθετα, το “πρόβλημα” ήταν ασθενική ανάπτυξη και αποπληθωρισμός. Πολύ σύντομα, ο λόγος ήταν ο εξής: η αύξηση στην ποσότητα του χρήματος δεν κατευθύνθηκε, όπως έχουμε πει, σε επενδύσεις στην παραγωγή, αλλά προσέφερε ρευστότητα στις επιχειρήσεις και τις τράπεζες για να αποπληρώσουν δάνεια και να αυξήσουν το στοκ των μετοχών τους και των μερισμάτων μέσω επαναγοράς μετοχών. Το χρήμα που τυπώθηκε δεν πήγε στους εργάτες και το διαθέσιμο ονομαστικό εισόδημα των καταναλωτών δεν αυξήθηκε20.

Σε κάποιο βαθμό, ο πληθωρισμός μπορεί να είναι επιθυμητός από το κεφάλαιο σε στιγμές κρίσης, μιας και οι μισθοί συνήθως υστερούν σε σχέση με την αύξηση των τιμών άλλων εμπορευμάτων, στηρίζοντας έτσι την άνοδο της κερδοφορίας των εταιρειών. Συνεπώς, ο πληθωρισμός είναι μια μεταφορά εισοδήματος από τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού στις μεγάλες φίρμες21. Όμως, ο καλπάζων πληθωρισμός καταστρέφει την εμπιστοσύνη στο νόμισμα και βλάπτει όσους εισπράττουν προσόδους-ενοίκια και τους αποταμιευτές, δηλαδή ένα μεγάλο κομμάτι της καπιταλιστικής τάξης. Η νομισματική αστάθεια μπορεί να προκαλέσει απόκρυψη αγαθών από την αγορά, ένα ανεξέλεγκτο σπιράλ τιμών και μισθών και, τελικά, την κατάρρευση κάθε οικονομικής δραστηριότητας22. Επιπλέον, ο καλπάζων πληθωρισμός μπορεί επίσης να οδηγήσει στο ξέσπασμα ταξικών αγώνων καθώς οι εργάτες περιμένουν μια αντιστοίχιση μεταξύ των μισθών και των τιμών στη βάση της δεδομένης τιμής της εργατικής δύναμης. Αυτό έχει συμβεί πρόσφατα σε πολλές χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο.

Για τους λόγους αυτούς, το κράτος παρεμβαίνει για να ελέγξει τον πληθωρισμό με άμεσες ή έμμεσες μεθόδους. Μια άμεση μέθοδος είναι η επιβολή ελέγχων τιμών στα αγαθά, όπως το πλαφόν που επιβλήθηκε στην Ελλάδα στην χονδρική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς οι απογειωμένες τιμές του ηλεκτρισμού απειλούν όχι μόνο το εισόδημα της εργατικής τάξης αλλά επίσης και την λειτουργία των καπιταλιστικών επιχειρήσεων γενκά. Η έμμεση μέθοδος είναι η αύξηση των επιτοκίων και η μείωση των κρατικών δαπανών ώστε να προκληθεί μια ύφεση. Τόσο οι πληθωριστικές όσο και οι αποπληθωριστικές πολιτικές προσπαθούν να μετατοπίσουν το κόστος της κρίσης στις πλάτες του προλεταριάτου. Στην τρέχουσα ιστορική περίοδο η επιβολή ελέγχου στις τιμές θεωρείται γενικά μια απαράδεκτη παρέμβαση του κράτους στην αγορά και συμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Συνεπώς, η κύρια μέθοδος που ακολουθείται είναι η αύξηση των επιτοκίων.

Όπως σημειώνει η αναφορά της UNCTAD23, τα προγράμματα τόνωσης της οικονομίας της περιόδου της πανδημίας δίνουν την θέση τους σε νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές λιτότητας: από τη μια, οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια και πουλούν περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν στη διάρκεια της ποσοτικής χαλάρωσης· από την άλλη, οι κυβερνήσεις κινούνται προς τη μείωση των ελλειμάτων μέσω της αύξησης της φορολογίας και περικοπών στις δαπάνες. Τα υψηλά επιτόκια μειώνουν το πραγματικό εισόδημα όσων βαρύνονται από δάνεια με μεταβλητό επιτόκιο και αυξάνουν το κόστος του δανεισμού για τις επιχειρήσεις. Ως αποτέλεσμα, οδηγούν στην μείωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων. Τα κράτη κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση καθώς ο πληθωρισμός και η νομισματική αστάθεια έχουν επιδεινωθεί από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία. Το αποτέλεσμα θα είναι μια μείωση στον ρυθμό ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεδομένων των αυξημένων επιπέδων χρέους εξαιτίας της πανδημίας, είναι βέβαιο ότι θα ξεσπάσουν χρεωκοπίες και θα επιβληθούν προγράμματα λιτότητας σε έναν αριθμό “αναπτυσσόμενων” χωρών. Αυτό έχει ήδη συμβεί στην Σρι Λάνκα και είναι πολύ πιθανό να ακολουθήσουν και άλλες χώρες. Η ίδια η έκθεη των Ηνωμένων Εθνών σημειώνει ότι αυτή η κατάσταση δημιουργεί μια υψηλή πιθανότητα “κοινωνικής αναταραχής και δυσαρέσκειας”, η οποία ήδη εξαπλώνεται. Την ίδια στιγμή, όμως, αυτή είναι και η κλασσική προσέγγιση για την έξοδο από την κρίση: η υποτίμηση και καταστροφή κεφαλαίου μέσα από μια ύφεση.

Πριν επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε τους λόγους και τα κίνητρα της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία καθώς και την επιλογή της ουκρανικής κυβέρνησης να διεξάγει έναν πόλεμο “μέχρις εσχάτων”, είναι αναγκαίο να κινηθούμε από το επίπεδο της παγκόσμιας οικονομίας στο επίπεδο των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών και της μεταξύ τους σχέσης.

Η κατάσταση στη Ρωσία

Θα πρέπει αρχικά να σημειωθεί ότι η οικονομική ανάκαμψη της Ρωσίας μετά την περίοδο της μετα-σοβιετικής κατάρρευσης ξεκίνησε το 1999 με την άνοδο του Πούτιν στην εξουσία και τον πόλεμο στην Τσετσενία. Ήταν η ιδεολογία της εθνικής ενότητας σε σχέση με τον πόλεμο που του επέτρεψε να κερδίσει τις εκλογές, με δεδομένο ότι πριν από αυτό του δόθηκε το χρίσμα και η εξουσία στα χέρια από τον Γιέλτσιν, η κυβέρνηση του οποίου βρισκόταν εκείνη τη στιγμή αντιμέτωπη με τεράστια κοινωνική αναταραχή και απεργίες, σε μια κατάσταση όταν, μετά την Ασιατική κρίση, το ρούβλι είχε χάσει τα 4/5 της αξίας του και η άμεση ανταλλαγή προϊόντων, το παζάρι, είχε γίνει κυρίαρχη ως ο τρόπος οικονομικών ανταλλαγών. Η περίοδος ραγδαίας ανάπτυξης της Ρωσίας που ξεκίνησε εκείνη την περίοδο (με έναν ρυθμό ανάπτυξης περίπου 7% ετησίως) έφτασε σε ένα απότομο τέλος το 2008, μόλις έναν χρόνο αφότου το ΑΕΠ και οι πραγματικοί μισθοί είχαν επιστρέψει στα επίπεδα της Σοβιετικής Ένωσης.

Σε έναν μεγάλο βαθμό, η ανάκαμψη της ρωσικής οικονομίας μετά το 1999 βασιζόταν στην άνοδο των τιμών των πρωτογενών εμπορευμάτων (καύσιμα, μέταλλα και αγροτικά προϊόντα) και στην τεράστια υποτίμηση του ρουβλίου, κάτι που έκανε τα εγχώρια βιομηχανικά προϊόντα πολύ πιο ανταγωνιστικά, έχοντας ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη εταιρειών που μπορούσαν να ανταγωνιστούν στην διεθνή αγορά στους τομείς της μεταλλουργίας, της αεροναυπηγικής, της νανοτεχνολογίας, της αυτοκίνησης, της πυρηνικής ενέργειας και, φυσικά των όπλων. Όμως, οι εξαγωγές εξακολουθούν να βασίζονται ακόμα και σήμερα στους υδρογονάνθρακες (σχεδόν το 60% των συνολικών εξαγωγών) και η αμυντική βιομηχανία αντιμετωπίζει προβλήματα υπερπαραγωγής. Το γεγονός ότι οι εξαγωγές της Ρωσίας εξακολουθούν να βασίζονται κυρίως στα πρωτογενή εμπορεύματα (υδρογονάνθρακες, μέταλλα και δημητριακά) καθιστά την οικονομία πιο ευάλωττη σε διακυμάνσεις των τιμών στην παγκόσμια αγορά. Επιπρόσθετα, η πλήρης απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων που εισήχθη το 2006 έκανε την οικονομία της Ρωσίας ιδιαίτερα ευάλωττη στην χρηματοοικονομική κρίση του 2008, έχοντας ως αποτέλεσμα μια ύφεση της τάξης του 7,8% το 2009.

Διάγραμμα 1. Ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της Ρωσίας (πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα)

Μετά από μια σύντομη ανάκαμψη από το 2010 μέχρι το 2012, η πτώση στις τιμές των πρωτογενών εμπορευμάτων από το 2014 μέχρι το 2020 οδήγησε σε μια καινούρια στασιμότητα της ρωσικής οικονομίας την τελευταία δεκαετία, με χαμηλούς ή ακόμα και αρνητικούς ρυθμούς αύξησης από το 2015 και μετά (δείτε τα Διαγράμματα 1 και 2). Αν εξαιρεθούν οι υδρογονάνθρακες, το σταθερό κεφάλαιο και η βιομηχανική παραγωγή είναι ακόμα κάτω από τα επίπεδα του 199024.

Γράφημα 2. Δείκτης τιμών εμπορευμάτων πρωτογενούς τομέα (Πηγή: ΔΝΤ, Federal Reserve Bank of the United States, St. Louis Branch)

Επομένως, τα προηγούμενα χρόνια, το ρωσικό εθνικό κεφάλαιο και οι πολιτικοί του αντιπρόσωποι ήταν με την “πλάτη στον τοίχο”. Στο εσωτερικό, οικονομική στασιμότητα, μεγάλες ανισότητες και αυξανόμενη δυσανασχέτηση με την διακυβέρνηση Πούτιν, που εκφράζονταν ακόμα και σε μαζικές διαδηλώσεις το 2018 ενάντια στην νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος25. Στο εξωτερικό, μια σχετική πτώση της ρωσικής οικονομίας σε σχέση με το καπιταλιστικό κέντρο, απώλεια προνομιούχων αγορών και γεωπολιτικής ισχύος με την προσέγγιση της Ουκρανίας στο Ευρωατλαντικό μπλοκ, μια προσπάθεια αλλαγής της ισορροπίας ισχύος μέσω της στρατιωτικής δύναμης στην Κριμαία και το Ντονμπάς, και η επιβολή οικονομικών κυρώσεων από τη Δύση μετά το 201426.[11]

Η τεράστια αύξηση στις τιμές των πρωτογενών εμπορευμάτων από το 2021 και μετά, πρόσφερε στην Ρωσία οικονομικά πλεονάσματα περίπου 9% του ΑΕΠ το 2021, κάτι που επέτρεψε στην ρωσική κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει την εισβολή και να μπορεί να διατηρήσει το νόμισμά της σχετικά σταθερό απέναντι στις νέες οικονομικές κυρώσεις27. Είναι, επομένως, ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση του Πούτιν θεώρησε ότι οι συνθήκες είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές για την αντιστροφή της οικονομικής, γεωπολιτικής, πολιτικής και κοινωνικής κρισης στη Ρωσία μέσα από τον πόλεμο.

Από την μια πλευρά, η επιλογή του πολέμου επιχειρεί ακόμα μια φορά να παγιώσει την εθνική ενότητα, να διασφαλίσει την υποταγή και να αντιστρέψει την κοινωνική απονομιμοποίηση ρίχνοντας τις ευθύνες για τις επιδεινούμενες συνθήκες στον “ξένο εχθρό”. “Ο μιλιταρισμός είναι μια μέθοδος αναδιανομής υπέρ του κεφαλαίου. Όχι μόνο μέσω των αυξημένων δαπανών για τις ένοπλες δυνάμεις αλλά ως μιας μεθόδου μείωσης των βιωτικών στάνταρ και των προσδοκιών και, επομένως, μια γιγαντιαίας αύξησης στον βαθμό εκμετάλλευσης”28.

Από την άλλη, η επιλογή του πολέμου λύνει το πρόβλημα υπερπαραγωγής της ρωσικής πολεμικής βιομηχανίας και συνιστά μια προσπάθεια αποκατάστασης της οικονομικής και γεωπολιτικής δύναμης της χώρας με στρατιωτικά μέσα. Η αρπαγή των πλούσιων πόρων της Ουκρανίας (μεταλλεύματα, φυσικό αέριο, δημητριακά, βιομηχανικές εγκαταστάσεις καθώς και φθηνή, εξειδικευμένη εργασία) είναι προφανώς ένας όχι αμελητέος παράγοντας.

Κάτω από συνθήκες βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, κάθε χώρα προσπαθεί να περάσει το κόστος στις άλλες29. Ο μεμονωμένος καπιταλιστής βιώνει την ύφεση ως μια πτώση στην ζήτηση για τα εμπορεύματά του. Το μεμονωμένο έθνος την αισθάνεται ως μια πτώση της παραγωγής προκαλούμενη από μια έλλειψη αγορών, και υπερασπίζεται τον εαυτό του εναντίον του ξένου ανταγωνισμού προσπαθώντας να εξασφαλίσει και να επεκτείνει την δική του αγορά σε βάρος άλλων εθνών. Η ανάγκη του κεφαλαίου για εξωτερική επέκταση, ώστε να αποτρέψει την εσωτερική του συρρίκνωση, παίρνει την μορφή επιθετικού ιμπεριαλισμού και ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Εθνικά κεφάλαια ανταγωνίζονται για πρώτες ύλες, προνομιούχες αγορές και “παραρτήματα” για εξαγωγή κεφαλαίων· οι κυβερνήσεις πληρώνουν ένα μεγάλο κόστος για στρατιωτικές επεμβάσεις, άμεσα ή έμμεσα, για αυτόν τον σκοπό. Πληρώνουν το κόστος αυτό με την ελπίδα ότι θα πάρουν πίσω πολλά περισσότερα. Μια τέτοια κίνηση μπορεί να αποτύχει και ολόκληρη η πολεμική προσπάθεια μπορεί να εξυπηρετήσει απλά συγκεκριμένα ιδιαίτερα συμφέροντα (πχ. κατασκευαστές και εμπόρους όπλων). Αν, όμως, η πολεμική προσπάθεια πετύχει αυτά τα, όχι άμεσα παραγωγικά, κόστη αποδεικνύεται ότι γίνονται ένα εργαλείο για την παραγωγή κεφαλαίου. Αντιμέτωπο με τον κίνδυνο της στασιμότητας, το ρωσικό καπιταλιστικό κράτος επιδιώκει να διασφαλίσει την εξωτερική του επέκταση. Οι δαπάνες για ιμπεριαλιστικούς σκοπούς μπορεί να καταλήξουν σε μια επιταχυνόμενη επέκταση του εγχώριου κεφαλαίου30.

Σύμφωνα με τον Volodymyr Ischenko31, μια πιο συγκεκριμένη ερμηνεία των αιτιών της στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία μπορεί να δοθεί, συμπληρώνοντας τα παραπάνω:

“Πιστεύω ότι ο πόλεμος διεξάγεται για τα συμφέροντα της ρωσικής άρχουσας τάξης συνολικά. Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να αναρωτηθούμε: τι είδος άρχουσας τάξης είναι αυτή; Ερευνητές αποκαλούν τα μέλη της ‘πολιτικούς καπιταλιστές’. Η ρωσική άρχουσα τάξη είναι επιχειρηματίες που τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα στην αγορά δεν σχετίζονται με την υψηλή τεχνολογία ή την φτηνή εργασία αλλά με τις πολιτικές θέσεις που καταλαμβάνουν στο κράτος. Ένα παράδειγμα είναι η διαφθορά ή ο άτυπος έλεγχος των πολιτικών ελίτ πάνω στις επιχειρήσεις. Εξ ου και η έγνοια της ρωσικής ελίτ με την προστασία της κυριαρχίας. Άλλωστε, αν βγάζεις λεφτά εκμεταλλευόμενος τις πολιτικές ευκαιρίες που δίνει το κράτος, πρέπει να έχεις μονοπωλιακή εξουσία πάνω σε αυτό. Και η εξουσία αυτή μπορεί να απειληθεί, για παράδειγμα, από το διεθνικό κεφάλαιο ή ομάδες με επιρροή μέσα στη χώρα. Αυτό που λέω είναι εντελώς ευθυγραμμισμένο με την μαρξιστική θεωρία του Βοναπαρτισμού, για την οποία μιλάει και ο Ilya. Γιατί ο Βοναπαρτισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα καθεστώς στο οποίο το κράτος, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε φράξιες του κεφαλαίου, υπερασπίζεται με τη βία τα συμφέροντα της τάξης των μεγάλων καπιταλιστών συνολικά απέναντι στις απειλές από συγκεκριμένους καπιταλιστές ή συγκεκριμένες φράξιες αυτής της τάξης. Με αυτή την έννοια, συγκεκριμένοι καπιταλιστές χάνουν τώρα κέρδη εξαιτίας του πολέμου αλλά, μακροπρόθεσμα, ο πόλεμος εξυπηρετεί τα συμφέροντα της τάξης τους συνολικά.

Επιπλέον, ο πόλεμος μπορεί να στοχεύει στην επίλυση μερικών από τα προβλήματα του ίδιου του Βοναπαρτικού καθεστώτος. Ακριβέστερα, την διατήρησή του, την αναπαραγωγή του. Πώς μπορεί να υπάρξουν εγγυήσεις για την σταθερότητα αυτού του καθεστώτος; Συνήθως, η σταθερότητα αυτή απειλείται όταν ένας ηγεμόνας αντικαθίσταται από έναν άλλον32. Πώς μπορεί να εγγυηθεί κανείς την προσωποποιημένη εξουσία σε μια τέτοια περίοδο [όπως η τρέχουσα]; Ειδικότερα όταν υπάρχουν ταραχές παντού τριγύρω, όπως στη Λευκορωσία ή το Καζακστάν; Τα καθεστώτα αυτών των κρατών έχουν επιβιώσει χάρις στη βοήθεια του Πούτιν. Αλλά αν τέτοιες ταραχές συμβούν στην ίδια τη Ρωσία, ποιος θα μπορούσε να σώσει τον Πούτιν και το καθεστώς του; Ο πόλεμος είναι αναγκαίος για να εγγυηθεί την συνέχεια της εξουσίας έτσι ώστε ο τωρινός ηγεμόνας να μην σκοτωθεί από τους διαδόχους του. Το καθεστώς γίνεται τώρα πιο καταπιεστικό, κινητοποιείται πιο έντονα, είναι πιο ιδεολογικοποιημένο. Ο πόλεμος έχει σαν στόχο να το ενδυναμώσει”.

Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση του Πούτιν παίρνει ένα πολύ μεγάλο ρίσκο. Η πιθανότητα στρατιωτικής ήττας και οικονομικής καταστροφής εξαιτίας των άνευ προηγουμένου κυρώσεων θα ήταν απολύτως ολέθρια για το ρωσικό κεφάλαιο και τους πολιτικούς εκπροσώπους του. Η γενικευμένη εξαθλίωση, το βαρύ ανθρώπινο κόστος, που θα χτυπήσει το ρωσικό προλεταριάτο από την συνέχιση του πολέμου σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην απονομιμοποίηση της κυβέρνησης Πούτιν και σε μια κοινωνική εξέγερση εναντίον του πολέμου και των πολεμοκάπηλων καπιταλιστών, μιας και μπορούν να οδηγούσαν στην διάψευση της υπόσχεσης για “σταθερότητα” από την οποία αντλεί η κυβέρνηση του Πούτιν την νομιμοποίησή της33.

Πέρα από τον κίνδυνο της εσωτερικής αποσταθεροποίησης, η σοφδρή αντίδραση από το ΝΑΤΟ και την Ουκρανία τόσο στο στρατιωτικό επίπεδο, μέσα από την μαζική ανάπτυξη οπλικών συστημάτων υψηλής τεχνολογίας στην Ουκρανία, την ανάπτυξη δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και την επαναστρατιωτικοποίηση της Γερμανίας, όσο και στο οικονομικό επίπεδο, με τις άνευ προηγουμένου κυρώσεις που φτάνουν μέχρι το σημείο του παγώματος των αποθεμάτων της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας – ένα μέτρο που στο παρελθόν είχε εφαρμοστεί μόνο εναντίον του Αφγανιστάν με την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν – έχουν επαναφέρει στην ατζέντα την πιθανότητα ενός πυρηνικού πολέμου ως μιας πιθανής έκβασης της σύγκρουσης στην Ουκρανία34. Το γεγονός ότι μια τέτοια εξέλιξη είναι εντελώς παράλογη όχι μόνο από την σκοπιά των αναγκών και της ζωής της ανθρωπότητας αλλά, επίσης, και από τη σκοπιά της συνολικής αναπαραγωγής του καπιταλιστικού κόσμου, δεν μπορεί να μας καθησυχάζει. Κανένας καπιταλιστής δεν θέλει τη ζημιά που φέρνει μια ύφεση, και όμως ο δίχως τέλος ανταγωνισμός οδηγεί σε κρίση και ύφεση. Με άλλα λόγια, η “κανονική” συμπεριφορά (εργαλειακά λογική συμπεριφορά) προκαλεί την “ανωμαλία” της κρίσης. Δεν μπορεί κάποιος να είναι λογικός σε έναν παράλογο κόσμο (Mattick). Το ζήτημα δεν διαφέρει στην περίπτωση του πολέμου. Η ασταμάτητη ώθηση για την κατάκτηση και διατήρηση πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας είναι το αποτέλεσμα και το συνολικό άθροισμα της αντικοινωνικής συμπεριφοράς που χαρακτηρίζει την κοινωνική ζωή στον καπιταλισμό35. Η αναγνώριση ότι ο πόλεμος μπορεί να είναι αυτοκτονικός, αναγνώριση που δεν είναι καν ομόφωνη, δεν εξαλείφει την τάση προς έναν καινούριο παγκόσμιο πόλεμο. Αυτοί που παίρνουν πολιτικές αποφάσεις, παίρνοντας απλά τις “σωστές” αποφάσεις που καθορίζονται από τις συγκεκριμένες ανάγκες των χωρών τους και την ασφάλεια των κοινωνικών δομών τους, είναι πιθανόν να καταστρέψουν τόσο τους εαυτούς τους όσο και ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου.

Η κατάσταση στην Ουκρανία

Για να δώσουμε μια ερμηνεία των πολιτικών εξελίξεων στην Ουκρανία μετά το 2013, είναι απαραίτητο, πρώτα και κύρια, και σε αυτή την περίπτωση, να παρουσιάσουμε μερικά βασικά οικονομικά δεδομένα. Πρώτα απ’ όλα, και σε αντίθεση με τη Ρωσία, η Ουκρανία δεν ανέκαμψε ποτέ πραγματικά μετά την πτώση της ΕΣΣΔ. Ο πληθυσμός της μειώθηκε από τα 53 στα 42 εκατομμύρια μεταξύ του 1990 και του 2021, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές, μειώθηκε περίπου 30% την ίδια περίοδο! (δείτε το Γράφημα 3). Όπως δείχνει το γράφημα, το 1998, το κατά κεφαλήν εισόδημα είχε μειωθεί σχεδόν στο 1/3 του αντίστοιχου εισοδήματος το 1989. Αυτή είναι μια ακραία κοινωνική καταστροφή χωρίς προηγούμενο. Αν συγκρίνει κανείς την πορεία της ουκρανικής οικονομίας από το 1999 έως το 2008 με αυτήν της Ρωσίας, θα παρατηρήσει μια σχετικά ανάλογη πορεία: ήταν μια περίοδος ανάκαμψης βασισμένης σε μια αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για τα προϊόντα της ουκρανικής βιομηχανίας (κυρίως προϊόντα μεταλλουργίας) οφειλόμενης στις ανοδικές παγκόσμιες τάσεις και την αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης μέσω της πιστωτικής επέκτασης (δηλαδή της αύξησης του δανεισμού των νοικοκυριών).

Γράφημα 3. Κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ουκρανία 1987-2020 [Πηγή: World Bank, Federal Reserve Bank of the United States, St. Louis Branch]

Μετά το 2008, η οικονομία της Ουκρανίας ακολούθησε μια εντελώς διαφορετική πορεία. Ήδη από το 2008, μετά την “πορτοκαλί” επανάσταση, η Ρωσία ασκούσε μεγάλη οικονομική πίεση στην Ουκρανία μέσω της τιμής του φυσικού αερίου, που αποτελεί έναν μείζονα παράγοντα κόστους για την ουκρανική οικονομία36. Αυτή η πίεση ήταν ένα πρώτο οικονομικό μέτρο για την αποτροπή της ουκρανικής προσέγγισης με το ευρω-ατλαντικό μπλοκ. Η χρηματοοικονομική κρίση του 2008 μετατράπηκε σε μια κρίση κρατικού χρέους στην Ουκρανία εξαιτίας μιας πτώσης των εξαγωγών που οδήγησε σε τραπεζική κρίση. Για να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους, η ουκρανική κυβέρνηση πήρε από το ΔΝΤ ένα δάνειο 16,4 δις δολλαρίων στα τέλη του 2008 με την προϋπόθεση επιβολής ενός “προγράμματος σταθερότητας”, δηλαδή ενός προγράμματος “ματώματος” του προλεταριάτου (υποτίμηση του νομίσματος, κατάργηση των επιδοτήσεων και αύξηση των τιμών ενέργειας, μείωση των φόρων και διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μη εφαρμογή της δέσμευσης για αύξηση στον κατώτατο μισθό, περιορισμούς στους μισθούς και τις συντάξεις στον δημόσιο τομέα κλπ.).

Το 2012 υπήρξε μια καινούρια αύξηση στο εμπορικό έλλειμα της Ουκρανίας οφειλόμενο στις φθίνουσες εξαγωγές μεταλλουργικών προϊόντων και τις χαμηλές τιμές, ενώ η Ουκρανία έπρεπε να αποπληρώσει το ΔΝΤ37. Η οικονομική κατάσταση της Ουκρανίας επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο το 2013 όταν η Ρωσία απαγόρευσε τις εισαγωγές από την Ουκρανία, “γονατίζοντας” τη βιομηχανία της, με στόχο να μπλοκάρει την υπογραφή μιας εμπορικής συμφωνίας με την ΕΕ. Με δεδομένο ότι το 25% των εξαγωγών της Ουκρανίας πήγαιναν στη Ρωσία, ο τότε πρόεδρος της Ουκρανίας Γιανουκόβιτς αναγκάστηκε να μην την υπογράψει38. Αυτό πυροδότησε την εξέγερση του Μαϊντάν, την πτώση του Γιανουκόβιτς, την άνοδο στην εξουσία του Ποροσένκο και, στη συνέχεια, την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία και την απόσχιση των επαρχιών στο Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ39.

Η σύγκρουση με τη Ρωσία και τους φιλορώσους αυτονομιστές είχε σαν αποτέλεσμα μια πλήρη διάρρηξη των εμπορικών σχέσεων με την Ρωσία, που με τη σειρά της οδήγησε σε μια τεράστια ύφεση το 2014 και το 2015 (πτώση ΑΕΠ -6,5% και -9,8% αντίστοιχα). Η Ουκρανία απέφυγε την πλήρη οικονομική κατάρρευση μέσω της αναστολής των πληρωμών χρέους προς τη Ρωσία, ένα χρέος που δεν αποπλήρωσε ποτέ, καθώς και παίρνοντας ένα καινούριο δάνειο 17,5 δις δολλαρίων από το ΔΝΤ, που συνοδευόταν από ένα ακόμα σκληρότερο πρόγραμμα λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων που περιελάμβανε τα ακόλουθα: αύξηση στα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης, την διακοπή των επιδοτήσεων για τα καύσιμα, το ξεπούλημα αγροτικής και δασικής γης, πάγωμα του κατώτατου μισθού και διακοπή της αναπροσαρμογής του με βάση το κόστος ζωής, μείωση των επιδομάτων πρόνοιας και των συντάξεων μέσω της διακοπής της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, περιορισμό των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, αύξηση των υπερωριών, απελευθέρωση της επιτήρησης των εργασιακών χώρων, μεγάλη αύξηση στις τιμές των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, πάγωμα στις επιθεωρήσεις εργασίας, μείωση στις εισφορές, μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, το κλείσιμο εκατοντάδων (332) νοσοκομείων, την απόλυση 50.000 γιατρών, μείωση στην χρηματοδότηση της ανώτατης εκπαίδευσης και των πολιτισμικών θεσμών και την κατάργηση των επιδομάτων γέννησης και φροντίδας των παιδιών40. Επιπλέον, το ΔΝΤ ζήτησε από την κυβέρνηση να μην αυξήσει τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων ως ένα “αποπληθωριστικό μέτρο”. Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, το ΔΝΤ “συμβούλευσε” την “απελευθέρωση” της αγοράς γης η οποία είχε χαρακτηριστεί ως “ιδιαίτερα κατακερματισμένη” (με δεδομένο ότι το 14% του πληθυσμού εξακολουθούν να είναι μικροκτηματίες αγρότες) με σκοπο να “προαχθεί η ανάπτυξη” (δηλαδή η καπιταλιστική ιδιοκτησία και συσσώρευση).

Στη βάση όλων των παραπάνω, οι πραγματικοί μισθοί δεν έχουν αυξηθεί στην Ουκρανία εδώ και 12 χρόνια, ενώ οι τιμές έχουν αυξηθεί κατακόρυφα. Οι κοινωνικές δαπάνες, δηλαδή ο κοινωνικός μισθός, έχει μειωθεί κατά 20% από τον ετήσιο προϋπολογισμό του 2014, στο 13% σήμερα. Η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού είναι φτωχοί και θα γίνουν ακόμα φτωχότεροι με τον πόλεμο. Οι λεγόμενοι “ολιγάρχες”, δηλαδή οι Ουκρανοί καπιταλιστές, έχουν συσσωρεύσει περισσότερο πλούτο από το 2014, καθώς η οικονομική ανισότητα έχει αυξηθεί, κάτι που είναι στην πραγματικότητα υποτιμημένο καθώς μεγάλο μέρος του πλούτου είναι κρυμμένο σε υπεράκτιους φορολογικούς παραδείσους.

Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη ότι πριν τον πόλεμο, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, το 70% του πληθυσμού ήταν εξαγριωμένο με την αύξηση της ανισότητας, το 58% με την απώλεια θέσεων εργασίας (με ένα ποσοστό ανεργίας 10% παρά την τεράστια μετανάστευση στο εξωτερικό) και το 54% με τις παρεμβάσεις των Δυτικών στην διακυβέρνηση της Ουκρανίας41. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση Ευτυχίας των Ηνωμένων Εθνών, η Ουκρανία βρίσκεται στην 110η θέση στην κατάταξη των 149 χωρών όσον αφορά την ικανοποίηση των ανθρώπων για τη ζωή τους, πιο κάτω ακόμα και από τις πολύ φτωχές χώρες της υποσαχάριας Αφρικής.

Η μετά-Μαϊντάν πολιτική κατάσταση στην Ουκρανία και η εθνικιστική ριζοσπαστικοποίηση

Η εξέγερση του Μαϊντάν δεν οδήγησε σε καμμιά αλλαγή στην ταξική δομή της Ουκρανίας, ούτε είχε κάποιο ταξικό περιεχόμενο. Όπως εύστοχα διατυπώνει ο Volodymyr Ishchenko42, στην συνέντευξη του οποίου βασίζονται κυρίως οι επόμενες δύο ενότητες, ήταν μια έκφραση μιας κρίσης πολιτικής αντιπροσώπευσης, την οποία και αναπαρήγαγε. Εκτός από τον ανοργάνωτο λαό που συμμετείχε, και που ήταν καθαρά υπέρ μιας προσέγγισης με το ευρω-ατλαντικό μπλοκ με την ελπίδα ότι η Ουκρανία θα ακολουθούσε ένα μονοπάτι προς την καπιταλιστική ανάπτυξη παρόμοιο με αυτό της Πολωνίας μετά το αρχικό “σοκ”, η πρώτη από τις δύο οργανωμένες δυνάμεις που συμμετείχαν ήταν ένα σύνολο από ΜΚΟ και οργανώσεις των ΜΜΕ, που λειτουργούσαν περισσότερο ως επιχειρήσεις παρά ως συλλογικότητες αγώνα και οι οποίες λάμβαναν γεναιόδωρες οικονομικές δωρεές από τη Δύση. Αυτές οι οργανώσεις δημιούργησαν την εικόνα μιας υποτιθέμενης δημοκρατικής επανάστασης εναντίον μιας (πραγματικά ομολογουμένως) αυταρχικής κυβέρνησης. Από την άλλη, η δεύτερη οργανωμένη δύναμη συγκροτούνταν από ακροδεξιές ομάδες που ήταν καλά προετοιμασμένες και είχαν ισχυρή παρουσία στις διαμαρτυρίες. Καθώς το ουκρανικό κράτος ήταν αποδυναμωμένο και είχε χάσει το μονοπώλιο της βίας εξαιτίας της ίδιας της εξέγερσης αλλά επίσης και εξαιτίας της προσάρτησης της Κριμαίας και της αποσχιστικής στάσης στο Ντονμπάς, οι ακροδεξιές ομάδες ήρθαν να καλύψουν το κενό που δημιουργήθηκε αναλαμβάνοντας αστυνομικές και στρατιωτικές λειτουργίες του κράτους.

Οι χαμένοι της εξέγερσης ήταν συγκεκριμένα κόμματα και “ολιγάρχες”. Φυσικά, αυτοί οι καπιταλιστές γρήγορα επαναευθυγραμμίστηκαν και παρέμειναν στη λίστα Forbes, διατηρώντας τον έλεγχό τους πάνω σε κομβικούς τομείς της ουκρανικής οικονομίας. Οι χαμένοι της εξέγερσης περιλαμβάνουν επίσης το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουκρανίας και την ευρύτερη αριστερά (πολιτικές οργανώσεις που στις περισσότερες περιπτώσεις συνδέονται με τη Ρωσία). Το ΚΚΟ απαγορεύτηκε το 2015 στη βάση των νόμων “αποκομμουνιστικοποίησης” που επέβαλε η κυβέρνηση Ποροσένκο. Το 2021 είχε λάβει το 13% των ψήφων. Το 2014 δεν μπήκε στο κοινοβούλιο εξαιτίας της απώλειας της Κριμαίας και του Ντονμπάς, περιοχές στις οποίες είχε τις περισσότερες δυνάμεις.

Μια αλλαγή που επήλθε από το Μαϊντάν ήταν η αποκατάσταση του κοινοβουλευτικού μοντέλου δημοκρατίας επί του προεδρικού μοντέλου. Ο Γιανουκόβιτς είχε εγκαθιδρύσει ένα προεδρικό μοντέλο δημοκρατίας όταν είχε εκλεγεί το 2010, εγκαταλείποντας το κοινοβουλευτικό μοντέλο που ήταν σε λειτουργία μετά την “Πορτοκαλί Επανάσταση”. Το 2014, μετά την πτώση του, ο πρόεδρος υποτίθεται ότι αποδυναμώθηκε ενώ ενισχύθηκε το κοινοβούλιο. Δεν άλλαξε, όμως, το σύστημα των “νεο-πατρώνων”, όπως αποκαλείται στις μετα-σοβιετικές σπουδές: με άλλα λόγια, άτυπα δίκτυα/κλίκες πατρώνων και πελατών που κυριαρχούν στην πολιτική. Τον Οκτώβριο του 2014, πέντε φιλο-Μαϊντάν κόμματα μπήκαν στο κοινοβούλιο και ο Ποροσένκο εκλέχθηκε πρόεδρος. Αυτά τα κόμματα είχαν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία αλλά σύντομα ο συνασπισμός άρχισε να καταρρέει. Ο Ποροσένκο δεν ήθελε να πάει σε εκλογές επειδή το κόμμα του θα έχανε δυνάμεις. Έτσι η κυβέρνηση στηρίχτηκε σε μια κατά συνθήκην πλειοψηφία και κάθε φορά οι ψήφοι έπρεπε να εξασφαλιστούν.

Στην πολιτική σφαίρα δεν υπάρχει ισχυρή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις ακροδεξιές ομάδες και τις υποστηριζόμενες από τη Δύση ΜΚΟ. Συναντήθηκαν στο Μαϊντάν με μια ρητορική “αντι-διαφθοράς” – ένας λόγος που προωθούνταν ακόμα και από το ΔΝΤ, αλλά ο οποίος ταιριάζει πολύ καλά στην ακροδεξιά εθνικιστική ιδεολογία, καθώς και στον αντικομμουνισμό. Την ίδια στιγμή, επειδή υπήρχαν πολλές αντιμαχόμενες φράξιες “ολιγαρχών”, και η κατηγορία για “εθνοκάθαρση” και “φιλο-ρωσισμό” χρησιμοποιείται συχνά στις μεταξύ τους διαμάχες, αναγκάζονται να υιοθετήσουν την εθνικιστική ατζέντα χωρίς απαραίτητα να είναι πεπεισμένοι εθνικιστές ιδεολόγοι43.

Αυτή η συνθήκη επέτρεψε μια διαδικασία εθνικιστικής ριζοσπαστικοποίησης, η οποία χρησιμοποιήθηκε από τους πάτρονες-καπιταλιστές για να καλύψουν την απουσία οποιουδήποτε μετασχηματισμού και βελτίωσης μετά το Μαϊντάν. Οι φτωχές εκλογικές επιδόσεις των ακροδεξιών κομμάτων δείχνουν ότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τους κομματικούς μηχανισμούς που υποστηρίζονται από τα χρήματα και τα ΜΜΕ των “ολιγαρχών”, πόσο δε μάλλον ότι ο λόγος τους υιοθετήθηκε από τα υποτιθέμενα κεντρώα κόμματα των ολιγαρχών. Όμως, η συνήθης εστίαση στις φτωχές εκλογικές επιδόσεις της ακροδεξιάς ως μαρτυρίας της χαμηλής βαρύτητάς της στην Ουκρανία, παραβλέπει την αυξανόμενη και άνευ προηγουμένου εξωκοινοβουλετική της δύναμη: έχει διεισδύσει στα ανώτερα κλιμάκια των δυνάμεων ασφαλείας, έχει σχηματίσει ημι-αυτόνομες μονάδες εντός των δυνάμεων ασφαλείας και του στρατού, και έχει ενδυναμώσει τη θέση και την νομιμοποίησή της στην κοινωνία των πολιτών παίζοντας έναν κεντρικό ρόλο σε πυκνά δίκτυα βετεράνων, εθελοντών και ακτιβιστών. Για παράδειγμα, η διαπόμπευση και το λυντσάρισμα εκείνων που κατηγορούνται για πλιάτσικό στη διάρκεια του πολέμου, συχνά απλά για την απόκτηση βασικών αγαθών, ακολουθεί πρακτικές εξευτελισμού “βασανιστών ζώων” και “παιδοφίλων” που τα είδαμε πριν τον πόλεμο από το τάγμα Αζόφ και άλλες ακροδεξιές οργανώσεις (όπως και το λυντσάρισμα Ρομά). Η λογική της τιμωρίας και του κυνηγιού των “δραστών” συνήχησε νε την πανκ υπο-κουλτούρα, αριστερούς φιλελεύθερους υπερασπιστές των δικαιωμάτων των ζώων, κοκ44.

Η συμφωνία του Μινσκ, στην οποία σύρθηκε ο Ποροσένκο – ο οποίος αν και εκλέχθηκε με το σύνθημα για ειρήν, δεν το σεβάστηκε καθόλου αλλά, αντίθετα, εντατικοποίησε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις που είχαν σαν αποτέλεσμα την απροκάλυπτη επέμβαση της Ρωσίας – είχε ειδωθεί ως κάτι επιβεβλημένο με τη βία από τη Ρωσία και η ακροδεξιά αντέδρασε στην εφαρμογή της ακόμα και μέσω τρομοκρατίας, ρίχνοντας μια χειροβομβίδα η οποία σκότωσε 4 αστυνομικούς και τραυμάτισε 10045.

Μετά το 2014, η κατηγορία ότι κάποιος είναι “φιλορώσος” δεν απευθυνόταν άμεσα μόνο σε όσους υποστήριζαν την προσχώρηση στο ρωσικό μπλοκ, αλλά επεκτάθηκε και σε εκείνους που υποστήριζαν το στάτους της αδέσμευτης χώρας, ή που ήταν σκεπτικοί σε σχέση με το Μαϊντάν ή αντιτίθενταν στην πολιτική της “αποκομμουνιστικοποίησης” ή στους περιορισμούς στην χρήση της Ρωσικής γλώσσας. Θέσεις που ίσως είχαν υποστηριχτεί ακόμα και από την πλειοψηφία των Ουρκανών, έγιναν σκοιυπίδια και δέχτηκαν επίθεση μέσα από τον στιγματισμό ή ακόμα και φυσική βία από τους εθνικιστές. Ήταν σε αυτή τη βάση, που προχώρησαν διάφορες κυρώσεις κατά των ΜΜΕ της αντιπολίτευσης και συγκεκριμένους πολιτικούς, λίγους μήνες μετά την Ρωσική εισβολή. Η ακροδεξιά στόχευσε όχι μόνο την αριστερά, αλλά επίσης τους Ρομά, το φεμινιστικό κίνημα και την κοινότητα LGBTQI. Εκείνοι που ευθυγραμμίστηκαν με την αριστερά αναγκάστηκαν στο τέλος να λειτουργήσουν, ουσιαστικά, “υπόγεια”.

Η ατζέντα της ακροδεξιάς κυριάρχσε ουσιαστικά τον δημόσιο λόγο και την κυβερνητική πολιτική μετά το 2014 – μια ατζέντα που προηγείται χρονικά του Μαϊντάν: απαγόρευση της διδασκαλίας της ρωσικής γλώσσας στα σχολεία, ενίσχυση εκ νέου ενός εθνικιστικού ιστορικού αφηγήματος, Ουκρανοποίηση, περιορισμοί στα ρωσικά πολιτισμικά προϊόντα, η δημιουργία της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας. Αυτά υποστηρίχτηκαν ως επί το πλείστον από την ενεργή μειονότητα της κοινωνίας που συμμετείχε στο Μαϊντάν. Η πλειοψηφία ήταν μάλλον παθητικά αντίθετη.

Η άνοδος του Ζελένσκι

Ο Ζελένσκι εκλέχτηκε αρχικά παίρνοντας μια θέση ενάντια στην εθνικιστική ατζέντα και σε αυτή τη βάση συγκέντρωσε το 75% των ψήφων. Αρχικά προχώρησε σε μια αρκετά μακράς διάρκειας κατάπαυση πυρός με τη Ρωσία, στην ανταλλαγή αιχμαλώτων και εμφανίστηκε να κινείται προς την εφαρμογή της συμφωνίας του Μινσκ. Το τάγμα Αζόφ και άλλες ακροδεξιές ομάδες δεν υπάκουσαν στουν όρους της απεμπλοκής στο Ντονμπάς και αντίθετα απειλούσαν διαρκώς να δολοφονήσουν τον Ζελένσκι. Την ίδια στιγμή, μόνο το 25% του πληθυσμού αντετίθετο ενεργά στην συμφωνία του Μινσκ.

Πολύ γρήγορα, και καθώς δεν είχε καμμιά καινούρια πολιτικά οργανωμένη δύναμη πίσω του46, κινήθηκε προς την σφαίρα επιρροής των φιλο-δυτικών “ολιγαρχών”, εθνικιστών και φιλελεύθερων ΜΚΟ και των δυτικών κυβερνήσεων. Μάλιστα, προχώρησε τόσο πολύ ώστε να επιβάλει κυρώσεις στα πιο “φιλο-ρωσικά” πολιτικά κόμματα και ΜΜΕ, τα οποία έπαιζαν επίσης τον ρόλο του διαμεσολαβητή στις συνομιλίες με τη Ρωσία. Αυτή η διαδικασία, της πλήρους εκρίζωσης της ρωσικής επιρροής στην εσωτερική πολιτική κατάσταση της Ουκρανίας, θεωρείται ότι είναι ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες στην απόφαση του Πούτιν για την εισβολή, πόσο δε μάλλον αφού η κυβέρνηση του απελθώντος προέδρου Ποροσένκο ενσωμάτωσε το 2019 στο Σύνταγμα της Ουκρανίας την προσχώρηση της χώρας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ.

Η καταρρέουσα δημοτικότητα του Ζελένσκι και η απώλεια δύναμης τον οδήγησαν, ουσιαστικά, να κλείσει όλα τα αντιπολιτευόμενα ΜΜΕ ήδη στις αρχές του 2022. Συγκρούστηκε επίσης με την φράξια του Akhmetov που δεν είναι φιλορωσική. Έτσι, πριν τον πόλεμο ήταν βασικά στριμωγμένος στη γωνία. Μετά την έναρξη του πολέμου η κατάσταση άλλαξε εντελώς, καθώς εκμεταλλεύτηκε τις συνθήκες για να ενισχύσει τη δημοτικότητά του. Η εισβολή της Ρωσίας νομιμοποίησε εντελώς, όπως ήταν αναμενόμενο, την ακροδεξιά εθνικιστική ριζοσπαστικοποίηση. Φυσικά, εξακολουθούν να υπάρχουν στην Ουκρανία άνθρωποι που δεν είναι έτοιμοι να πεθάνουν για την ψευδοκοινότητα της “Μητέρας Πατρίδας” και οι οποίοι δεν παρασύρονται από το αποκτηνωτικό ηρωικό αφήγημα των εθνικιστών, όπως φαίνεται από τον σημαντικό αριθμό λιποταξιών47, την φυγή από τις εμπόλεμες ζώνες αυτών που μπορούν να φύγουν48, καθώς και την ύπαρξη μιας πολύ μικρής μειονότητας ανθρώπων που συνειδητοποιούν ότι οι προλετάριοι στη Ρωσία και την Ουκρανία έχουν τα ίδια προβλήματα και τον ίδιο εχθρό: το κεφάλαιο και τους πολιτικούς τους εκπροσώπους49.

Αντίθεση, 11 Ιουλίου 2022

1 Το παρόν κείμενο είναι μέρος ενός ευρύτερου πρότζεκτ που περιλαμβάνει περισσότρους συντρόφους και θα περιλαμβάνει επίσης μια κριτική του ιμπεριαλισμού και του αντιιμπεριαλισμού στη βάση μιας κατανόησης του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης παραγωγής, του κράτους ως της πολιτικής μορφής της εξουσίας του κεφαλαίου και της παγκόσμιας αγοράς ως μιας καθοριστικής πτυχής του καπιταλισμού και ως μιας αναγκαίας συνθήκης για την ύπαρξη εθνικών κρατών. Επιπρόσθετα, θα περιλαμβάνει μια πολεμική ενάντια στον αριστερό εθνικισμό και τις διάφορες μορφές πολεμοκαπηλείας και “ιερής ένωσης” καθώς και μια υπεράσπιση του επαναστατικού ντεϊφιτισμού (defeatism).

2 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://antithesi.gr/?p=1089.

3 Στην Ευρωζώνη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) επεδίωξε αρχικά μια διαφορετική πολιτική, αυξάνοντας τα επιτόκια το 2008 και το 2011. Εξαιτίας της ύφεσης που πυροδοτήθηκε από αυτό και της επακόλουθης επιδείνωσης της κρίσης του κρατικού χρέους στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου – και αφού είχε εξασφαλίσει την επιβολή προγραμμάτων λιτότητας στις χώρες αυτές – σταδιακά αντέστρεψε πορεία, πρώτα μειώνοντας απότομα τα επιτόκια από το 2012 μέχρι το 2013 και στην συνέχεια εισάγοντας τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης PSPP και CSPP για την αγορά κρατικών και επιχειρηματικών ομολόγων.

4 Vitor Gaspar, Paulo Medas, and Roberto Perrelli, “Global Debt Reaches a Record $226 Trillion” [“Το παγκόσμιο χρέος φτάνει το ρεκόρ των 226 τρις δολλαρίων”], IMF Blog, 15 Δεκεμβρίου 2021. Σύμφωνα με άρθρο “Don’t fight for ‘your’ country” [“Μην πολεμάς για την ‘πατρίδα’ σου”] των συντρόφων της Internationalist Perspective, το παγκόσμιο χρέος έχει αυξηθεί περισσότερο από τρεις φορές από το 2000 και πάνω από 71% από το 2008.

5 Michael Roberts, “Trade wars and class wars” [“Εμπορικοί πόλεμοι και ταξικοί πόλεμοι”], Michael Roberts Blog, 16 Ιουνίου 2020· S. Tombazos, “Fictitious capital and quantitative easing” [“Εικονικό κεφάλαιο και ποσοτική χαλάρωση”], commune.org, 7 Μαρτίου 2021 (στα Ελληνικά).

6 Στμ. Είναι να μην γκρινιάζουν για επενδύσεις τα κυβερνητικά τσακάλια;;;;

7 Το χρέος και οι μετοχικοί τίτλοι/equity securities είναι αμφότερα είδη εικονικού κεφαλαίου επειδή είναι απλά διεκδίκηση επί μελλοντικής υπεραξίας. Ακόμα και αν το ποσό των χρημάτων που έχει πληρωθεί, για παράδειγμα, από τους μετόχους μιας επιχείρησης, χρησιμοποιηθεί για την αγορά πρώτων υλών, εξοπλισμού και εργασίας, δηλαδή ακόμα και αν χρησιμοποιηθεί ως κεφάλαιο σε αυτή την επιχείρηση, αυτό το κεφάλαιο δεν υπάρχει “δύο φορές”, την μια ως η αξία των τίτλων ιδιοκτησίας και τη δεύτερη με τη μορφή εξοπλισμού, μισθών κλπ. Συνεπώς, με τον σχηματισμό εικονικού κεφαλαίου, το κεφάλαιο εμφανίζεται να έχει διπλασιάσει ή ακόμα και τριπλασιάσει εικονικά, ανάλογα με τα διαφορετικά securities που παράγουν σε διεκδικήσεις επί της υπεραξίας του. Επιπλέον, η χρηματιστηριακή αξία αυτών των περιουσιακών στοιχείων μπορεί να αυξηθεί και να “φουσκώσει” τεχνητά έτσι που να χάσουν κάθε σχέση με το κεφάλαιο που χρησιμοποιείται πραγματικά στην παραγωγή, όπως έχει συμβεί, για παράδειγμα, εξαιτίας της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης.

8 Στμ. Όπως, φυσικά, και σε σύγκριση με την εύκολη κρατική χρηματοδότηση! Εδώ για να αντικρούσουμε ακόμα μια φορά αυτή την ψευδοαντίθεση μεταξύ “παραγωγικού” κεφαλαίου, που πάει στην “πραγματική παραγωγή”, και “εικονικού” ή “κερδοσκοπικού”, “μη-παραγωγικού” κεφαλαίου, που καλλιεργείται συστηματικά από σοσιαλδημοκράτες και διάφορους αριστερούς (και αναπαράγεται δυστυχώς και από κάποια κομμάτια του “χώρου”), να ξεκαθαρίσουμε εντελώς εμφατικά ότι η θεμελιώδης λειτουργία του κεφαλαίου εδράζεται στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης για απόσπαση υπεραξίας ώστε να διαιωνίζει την αναπαραγωγή του. Η απόσπαση υπεραξίας ισοδυναμεί με την κερδοφορία του κεφαλαίου. Έτσι το ποσοστό κερδοφορίας του κεφαλαίου είναι η πιο καθοριστική “μετρική” του, το μέτρο της επιτυχίας του, ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη “μορφή” που έχει. Η πραγματική αντίθεση λοιπόν ανάμεσα στο “παραγωγικό” λεγόμενο και το “εικονικό” κεφάλαιο δεν είναι ότι το πρώτο είναι “καλό” και “όχι (τόσο) κερδοσκοπικό” σε σύγκριση με το δεύτερο, γιατί όπως είπαμε η κερδοφορία είναι ο ζωτικός μηχανισμός κάθε μορφής κεφαλαίου, αλλά ότι το “παραγωγικό” κεφάλαιο, δηλαδή το κεφάλαιο το προσανατολισμένο στην πιο “κλασσική” βιομηχανική παραγωγή, έχει καταστεί με τον χρόνο (για διάφορους λόγου που δεν είναι της παρούσης) πολύ λιγότερο κερδοφόρο σε σχέση με το “εικονικό”, “χρηματιστηριακό” κλπ. κεφάλαιο (η συζήτηση για την τάση του κεφαλαίου να κινείται σε πιο “αφηρημένες” μορφές, όπως ίσως θεωρούνται οι πιο “εικονικές” του μορφές, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση αλλά και πάλι δεν αλλάζει την ουσία του επιχειρήματός μας εδώ, δηλαδή ότι η πραγματική αντίθεση μεταξύ των μορφών του κεφαλαίου είναι ο βαθμός κερδοφορίας τους). Το κεφάλαιο έχει λοιπόν μετατοπιστεί σε πιο “κερδοσκοπικές” μορφές γιατί απλά αυτές του εξασφαλίζουν, σε αυτή την περίοδο, πολύ μεγαλύτερη κερδοφορία. Όμως, και εδώ ξεδιπλώνεται η διαλεκτική του κεφαλαίου, αυτή η κίνηση προς “εικονικές” μορφές είνα ταυτόχρονα κομμάτι της ριζικής αντίφασης του κεφαλαίου και του αδιεξόδου του, αφού οι “εικονικές” μορφές αντιστοιχούν σε απόσπαση υπεραξίας από διαρκώς και μλιγότερη ζωντανή εργασία, που είναι η πραγματική πηγή που τροφοδοτεί το κεφάλαιο! Έτσι αναδεικνύεται και η πτυχή της αντιφατικότητας του κεφαλαίου που σχετίζεται με τον διττό χαρακτήρα της αέναης κίνησής του αλλά και του εντελώς προσωρινού και κοντόφθαλμου ορίζοντά του! Με άλλα λόγια το κεφάλαιο κινείται από μια δυναμική ατέρμονης ανάπτυξης αλλά από την άλλη η λογική του είναι απόλυτα κοντόφθαλμη, και οι πιο εξεζητημένες μορφές του δεν μπορούν να ξεφύγουν από το όριο του πιο εμπειρικού “έμπορα” που δεν βλέπει πιο πέρα από το άμεσο κέρδος! Με τον τρόπο αυτό το κεφάλαιο στην αναζήτηση όλο και μεγαλύτερης κερδοφορίας αυτοϋπονομεύεται, όπως φαίνεται από την περιδίνησή του σε μια όλο και βαθύερη κρίση. (παρ’ όλο που αυτή η κερδοφορία φαίνεται να μην επιλύει συνολικά το πρόβλημα μειωμένης κερδοφορίας για το κεφάλαιο τις τελευταίες δεκαετίες, για λόγους που αξίζει να αναλυθούν! Είναι πχ. το γεγονός ότι η κλασσική βιομηχανία αντλεί μεγαλύτερη υπεραξία γιατί πιθανόν συνδέεται πιο άμεσα με την ζωντανή εργασία σε σχέση με τις “εικονικές” μορφές κεφαλαίου;).

9 Στμ. Εμπόδια και “ταμπού” βέβαια που το κεφάλαιο και το καπιταλιστικό κράτος προσπαθούν εντατικά και επίμονα να “ξηλώσουν”, αποσυνδέοντας την καπιταλιστική παραγωγή από την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, αλλιώς επιτιθέμενα στα υπολείμματα του όποιου κοινωνικού κράτους και εργασιακών δικαιωμάτων. Η μείωση του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης είναι ο πιο “φτηνός” (μεσο-βραχυπρόθεσμα, τουλάχιστον) και εγγυημένος (χωρίς επενδυτικό “ρίσκο”, θα λέγαμε!) τρόπος αύξησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

10 Στμ. Από αυτή την άποψη προφανώς μόνο “επιθυμητή”, πόσο δε μάλλον, προκληθείσα ή σχεδιασμένη από τα ίδια τα κράτη δεν μπορεί να είναι η πανδημία Covid, όπως προσπαθούν οι διάφοροι συνωμοσιολόγοι να μας πείσουν. Από την πρώτη στογμή, αντίθετα, τονίσαμε ότι η πανδημία και η διαχείρισή της είναι μια ακόμα πτυχή/στιγμή της βαθιάς δομικής κρίσης του κεφαλαίου και των κρατών που τους βάζει τεράστια προβλήματα. Το ότι η διαχείριση αυτή εκφράστηκε κυρίως μέσα από τα πλέον πρόσφορα μέσα των πολιτικών “εξαίρεσης”, ελέγχου και στρατιωτικοποίησης δεν αποτελούν ενδείξεις της δύναμης των κρατών αλλά αντίθετα της κρίσης και της αδυναμίας τους για αποτελεσματική διαχείριση που να δίνει διέξοδο από την κρίση. Αυτό αποδεικνύεται από την εμβάθυνηση της κρίσης, με την μορφή πολέμου, που ακολούθησε την πανδημία, της οποίας και η οικονομική διάσταση μόνο καταστροφική μπορεί να χαρακτηριστεί. Έτσι δύο χρόνια τα “πανίσχυρα”, υποτίθεται κράτη που “πειραματίζονταν” με τους πληθυσμούς, έχουν βρεθεί σε ακόμα πιο δεινή θέση. Το να μιλάει κανείς για εσκεμμένους, επιδιωκόμενους “εμπορικούς” πολέμους στο πλαίσιο αυτής της κρίσης είναι πραγματικά εξαιρετικά επιφανειακό, το λιγότερο. Το ότι τα κράτη βυθίζονται πλέον στη δίνη του πραγματικού – με όπλα – πολέμου, δεν είναι επίσης ένδειξη δύναμης αλλά της έντασης της κρίσης, την οποία δεν μπορούν πλέον να διαχειριστούν παρά με τη συνέχεια της οικονομίας με πολεμικά μέσα.

11 Στμ. Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, και αυτό πάει πραγματικά κόντρα στα διάφορα είδη συνωμοσιολόγοις, ότι τα κράτη δεν είναι παντοδύναμα και δεν μπορούν να κάνουν ειδικά αυτή τη βαθιά, δομική κρίση “ευκαιρία”. Αντίθετα, κάθε προσπάθεια αντιμετώπισής της μάλλον την επιδεινώνει και την εμβαθύνει γιατί ακριβώς πρόκειται για δομική, δηλαδή διαλεκτική κρίση που κινείται από μια θεμελιώδη αντίφαση που την επιτείνει και που το μοναδικό της ξεπέρασμα δεν μπορεί παρά να είναι επίσης ριζικό, μια βαθιά ρήξη με το υπάρχον.

12 Στμ. Το γιατί υπήρξε αυτή η σύντομη ανάκαμψη το 2021 δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Στην πιο απλή και διαισθητική εκδοχή της, μπορούμε να δούμε το αναμενόμενο “ρημπάουντ” από την βαθιά και απότομη ύφεση της οικονομίας τον προηγούμενο ακριβώς χρόνο της έξαρσης της πανδημίας, το 2020. Καθώς, όμως, όπως πολύ σωστά αναφέρεται και στο άρθρο, οι δομικές αιτίες της κρίσης δεν αναιρέθηκαν από τα μέτρα που ελήφθησαν, αντίθετα, μάλλον, οξύνθηκαν περισσότερο, αυτή ανέκαμψε δριμύτερη.

13 Δείτε το Δεν υπάρχει σπιράλ μισθών-τιμών, https://inmediasres.espivblogs.net/no_wage_prices_spiral.

14 Στμ. Στο πρωτότυπο: durable goods. Στην οικονομία ένα “ανθεκτικό” ή “σκληρό” προϊόν (θα λέγαμε “μακράς διαρκείας”) είναι ένα προϊόν που δεν φθείρεται γρήγορα ή, ειδικότερα, ένα προϊόν που αποκτά χρηστικότητα με τον χρόνο, μάλλον, παρά με την άμεση κατανάλωσή του, με μια χρήση. Παραδείγματα τέτοιων προϊόντων είναι τα βιβλία, οι οικιακές συσκευές κάθε είδους, ο αθλητικός εξοπλισμός, τα κοσμήματα, ο ιατρικός εξοπλισμός, τα παιχνίδια, τα ποδήλατα κλπ.

15 Συνέδριο των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (United Nations Conference on Trade and Development), Tapering in a Time of Conflict” [“Στενώσεις σε καιρούς σύγκρουσης”], Trade and Development Report Update, Μάρτιος 2022. Μποτιλιαρίσματα και ελλείψεις επιδεινώθηκαν επίσης εξαιτίας θεμάτων ζήτησης, ειδικότερα της αλλαγής στο μίγμα ανάμεσα στις υπηρεσίες και τα αγαθά. Η ζήτηση για αγαθά αυξήθηκε δυσανάλογα (πχ. υπολογιστές) ενώ η παραγωγή, για παράδειγμα, ημιαγωγών παρέμεινε στάσιμη, χωρίς να μπορεί να καλύψει την αύξηση της ζήτησης.

16 Στμ. Όπως ακριβώς είδαμε στην ανάλυση για το δήθεν “σπιράλ μισθών-τιμών”. Οι καπιταλιστές δεν είναι διατεθιμένοι να αυξήσουν την παραγωγή χωρίς εγγυήσεις για την εξασφάλιση της αύξησης της κερδοφορίας τους.

17 Paul Mattick, Marx and Keynes: The limits of mixed economy, 1969 και Anwar Shaikh, Thanassis Maniatis and Nikos Petralias, “Explaining Inflation and Unemployment: An Alternative to Neoliberal Economic Theory”, στο Contemporary Economic Theory: Radical Critiques of Neoliberalism (ed. Andriana Vlachou), Springer, 1999, σελ. 89-112.

18 Στμ. Δηλαδή λέει στους καπιταλιστές: πάρτε σχεδόν τσάμπα χρήμα και επενδύστε το παραγωγικά. Μόνο που οι καπιταλιστές δεν θα επενδύσουν εκεί που “πρέπει να αυξηθεί η παραγωγή” ή “εκεί που πρέπει με βάση τις κοινωνικές ανάγκες” αλλά φυσικά εκεί που έχουν το μεγαλύτερο κέρδος. Και όπως είδαμε πολλάκις, αυτό δεν συμβαίνει πλέον στους “παραδοσιακούς” παραγωγικούς τομείς, όπως η κλασσική βιομηχανία.

19 Στμ. Το ερώτημα που θέσαμε και στο “Δεν υπάρχει σπιράλ”: γιατί δεν είχαμε πληθωριστικές πιέσεις τα 15 χρόνια της φοβερής “ποσοτικής χαλάρωσης” αλλά, αντίθετα, κάποιες χρονιές είχαμε ακόμα και αρνητικό πληθωρισμό; Και γιατί η έκρηξη του πληθωρισμού εκδηλώθηκε μετά την πανδημία;

20 Στμ. Με βάση αυτά, θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε τον αποπληθωρισμό της 15ετίας πριν την πανδημία ως αποτέλεσμα ουσιαστικά του συνδυασμού ποσοτικής χαλάρωσης, δηλαδή άφθονου χρήματος για τους καπιταλιστές, και λιτότητας για τους εργάτες. Η λιτότητα ήταν βασικό εργαλείο αποπληθωρισμού. Το πρόβλημα με την εξήγηση αυτή είναι ίσως ότι, από την άλλη, φαίνεται να δίνει βάση στην άποψη για το “σπιράλ μισθών-τιμών” ως αιτίας του πληθωρισμού αφού είναι σαν να υπονοείται ότι δεν είχαμε πληθωρισμό επειδή δεν είχαμε αύξηση του ονομαστικού εισοδήματος των εργατών, που σημαίνει, ακριβώς, δια της αντιθετοαντιστροφής, όπως λέμε, ότι αν είχαμε αύξηση μισθών θα είχαμε και αύξηση τιμών! Αλλά μήπως είχαμε πέρσι (δηλαδή το 2021, εν μέσω πανδημίας) κάποια αύξηση μισθών; Σε δεύτερη ανάγνωση μπορούμε να το δούμε ως εξής: ναι, όντως δεν είχαμε πληθωρισμό μέχρι το 2020 γιατί ακριβώς το άφθονο επιπλέον χρήμα δεν κατευθύνθηκε στους εργάτες αλλά στους καπιταλιστές, χωρίς όμως να επενδυθεί “παραγωγικά” – είναι τα χρόνια της σκληρής λιτότητας. Αν ένα κομμάτι της υπερπροσφοράς χρήματος πήγαινε στους εργάτες τότε ναι θα είχαμε κάποιον πληθωρισμό (χωρίς κάποιο “σπιράλ”, βέβαια) λόγω της αύξησης του πραγματικού εισοδήματος των εργατών. Ποια είναι η διαφορά στην μετα-covid περίοδο που διανύουμε: τώρα έχουμε την έκρηξη του πληθωρισμού όχι από κάποια επίσης ανύπαρκτη αύξηση του πραγματικού εισοδήματος των εργατών (κάποιο υποτιθέμενο “σπιράλ μισθών-τιμών) αλλά εξαιτίας των προβλημάτων αφενός στις εφοδιαστικές αλυσίδες αλλά, κυρίως, εξαιτίας της λυσσαλέας προσπάθειας των καπιταλιστών να ανακτήσουν την κερδοφορία που απώλεσαν τα δύο χρόνια της πανδημίας (σε περιόδους “παχιών” αγελάδων μπορούμε να υποθέσουμε ότι η πραγματική αύξηση των μισθών επιστρέφει, και πάλι, μέσω της κατανάλωσης στους καπιταλιστές ενισχύοντας την κερδοφορία τους). Αναδεικνύεται έτσι το “παράδοξο”, που τονίζεται και στο κείμενι, ότι και ο αποπληθωρισμός/μηδενικός πληθωρισμός της 12ετίας 2008-2020 αλλά και ο πληθωρισμός στην μετα-covid εποχή είναι αμφότερα συνέπειες της ίδιας επίθεσης φτωχοποίησης του προλεταριάτου, με τα κατάλληλα σε κάθε φάση χρηματοοικονομικά “εργαλεία” λιτότητας.

21 Στμ. Η ταξικότητα που λέμε του πληθωρισμού!

22 Στμ. Γιατί πάλι θα βγουν οι καλοθελητές συνωμοσιολόγοι να πουν ότι ορίστε, άλλη μια ευκαιρία για το κεφάλαιο! Επίσης εδώ το σπιράλ μισθών-τιμών αναφέρεται ως συνέπεια του κλιμακούμενου πληθωρισμού και όχι αιτία του.

23 Συνέδριο των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (United Nations Conference on Trade and Development), ό.

24 Michael Roberts, “Ukraine: The Economic Consequences of the War” [“Ουκρανία: Οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου”], Brooklyn Rail, Field Notes, Μάρτιος 2022.

25 C. Durand, ό.π.

26 Όπως σημειώνεται στο άρθρο της Διεθνιστικής Οπτικής [Internationalist Perspective] ό.π. “Γιατί όπως και να έγινε ο κόσμος, είναι ένας κόσμος βασισμένος στον ανταγωνισμό. Εμπορικός ανταγωνισμός που γίνεται στρατιωτικός ανταγωνισμός, ψυχρός και θερμός πόλεμος, ανάλογα με το τι απαιτούν οι περιστάσεις. Περιστάσεις όπως η απώλεια ισχύος, απώλειες ή δυνητικά κέρδη σε αγορές, οικονομική κρίση. […] Ο ψυχρός πόλεμος δεν τελείωσε. Στην καλλίτερη περίπτωση, υπήρξε μια παύση. Το Σύμφωνο της Βαρσοβίας εξαφανίστηκε αλλά το ΝΑΤΟ όχι. Ο Γιέλτσιν υπονόησε ότι η Ρωσία θα έπρεπε επίσης να γίνει μέλος του αλλά φυσικά αυτό δεν ήταν δυνατό: ο λόγος ύπαρξης του ΝΑΤΟ ήταν να υποτάξει τη Ρωσία. Προέκυψε μια σφοδρή συζήτηση για το αν το ΝΑΤΟ εξακολουθούσε να είναι απαραίτητο τώρα που η Ρωσία είχε γίνει επίσης μια καπιταλιστική δημοκρατική χώρα. Το ερώτημα απαντήθηκε θετικά στην πράξη. Το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε προς τα σύνορα της Ρωσίας αθετώντας προηγούμενες υποσχέσεις. Δεκατέσσερις πρώην χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας ενσωματώθηκαν στην αντιρωσική συμμαχία. Αμερικανικές βάσεις πυραύλων εγκαταστάθηκαν στην Πολωνία και τη Ρουμανία. Η κατάληψη της Ουκρανίας ήταν η τελευταία φάση αυτής της επίθεσης. Για τα κέρδη αλλά ακόμα περισσότερο για τον περιορισμό της Ρωσίας. Η Ουκρανία δεν έγινε ακόμα χώρα του ΝΑΤΟ αλλά άρχισε να συνεργάζεται στρατιωτικά με τη Δύση. […] Η επέκταση στου ΝΑΤΟ σήμαινε μια τεράστια επέκταση για την αμερικανική (αλλά και άλλες δυτικές) πολεμικές βιομηχανίες γιατί τα καινούρια μέλη απαιτείται να καθιστούν τα οπλοστάσιά τους συμβατά με τα ΝΑΤΟϊκά στάνταρ. Για να ικανοποιήσει αυτές τις νόρμες, η Πολωνία αύξησε τις πολεμικές της δαπάνες κατά 60% από το 2011 μέχρι το 2020 και η Ουγγαρία κατά 133% από το 2014 μέχρι το 2020. [Επιπλέον, μέσα στις συνθήκες πολέμου, οι ΗΠΑ έχουν βρει την ευκαιρία να προωθήσουν το υγροποιημένο φυσικό άεριο (LNG) με έναν περιβαλλοντικά καταστροφικό τρόπο (fracking), ενώ αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα προβλήματα υπερπαραγωγής αναζητώντας επιθετικά καινούριες αγορές]. […] Αλλά η επέκταση του ΝΑΤΟ ωθήθηκε επίσης από την συνειδητοποίηση ότι η Ρωσία, με την στρατιωτικό της ισχύ και ιδιαίτερα με το πυρηνικό οπλοστάσιό της, παρέμενε μια δυνητική απειλή στην pax americana. Εξακολουθεί να είναι η μοναδική χώρα εναντίον της οποίας οι ΗΠΑ δεν μπορούν να εξαπολύσουν έναν πόλεμο χωρίς να ρισκάρουν μια δική τους ημι-ολοκληρωτική καταστροφή. Όπως ακριβώς και στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Ο οποίος, συνεπώς, δεν τελείωσε. Η στρατηγική της Ουάσινγκτον έχει παραμείνει η ίδια: περιορισμός/συγκράτηση. Να περιορίσει τη Ρωσία και να μειώσει την σφαίρα επιρροής της, να εξασθενίσει την ισχύ της χωρίς να εμπλακεί σε μια άμεση σύγκρουση μαζί της [στμ. Εδώ δεν δικαιούμαστε να μιλήσουμε για “συνταγή Ουκρανία”;]. […] Ο εχθρός δεν μπορεί προφανώς να απεικονιστεί πλέον ως ο “κομμουνιστικός κίνδυνος” αλλά αυτό δεν καθιστά τη Ρωσία μια συνθισμένη καπιταλιστική χώρα σαν τη δική μας. Οι πλούσιοι εκεί δεν αποκαλούνται καπιταλιστές, όπως οι δικοί μας, αλλά “ολιγάρχες”. Ποιοι είναι αυτοί οι ολιγάρχες; Δισεκατομμυριούχοι που έγιναν πλούσιοι χάρις στην διαφθορά, την εκμετάλλευση και την κερδοσκοπία και οι οποίοι αρέσκονται να επιδεικνύουν τις περιουσίες τους με κραυγαλέα πολυτελή κατανάλωση. Με άλλα λόγια, καπιταλιστές. Το απόφθεγμα “Πίσω από κάθε μεγάλη περιουσία υπάρχει ένα μεγάλο έγκλημα” δεν επινοήθηκε στη Ρωσία. Αλλά εκεί “το μεγάλο έγκλημα” είναι ακόμα αρκετά ‘φρέσκο’”.

27 M. Roberts, ό.π.

28 Bob Rowthorn, “Rosa Luxemburg and the Political Economy of Militarism”, Capitalism, Conflict and Inflation, 1980.

29 Όπως έχει γράψει ο Μαρξ: “Για όσο τα πράγματα πάνε καλά, ο ανταγωνισμός επηρεάζει μια λειτουργική αδελφοσύνη της καπιταλιστικής τάξης, όπως έχουμε δει στην περίπτωση της εξίσωσης του γενικού ποσοστού κέρδους, έτσι ώστε ο καθένας να παίρνει μερίδιο από την κοινή λεία σε αναλογία με το μέγεθος της αντίστοιχης επένδυσής του. Αλλά από την στιγμή που γίνεται πλέον ένα ζήτημα όχι μοιράσματος των κερδών αλλά μοιράσματος ζημιών, τότε ο καθένας προσπαθεί να μειώσει το μερίδιό του [στις ζημιές] σε ένα ελάχιστο και να το “σπρώξει” στους άλλους. Η τάξη, ως τέτοια, πρέπει αναπόφευκτα να χάσει. Πόσο από τις απώλειες θα πρέπει να σηκώσει ο κάθε μεμονωμένος καπιταλιστής, με άλλα λόγια σε ποιο βαθμό θα πρέπει καν να μοιραστεί κάτι από αυτές, αποφασίζεται από την ισχύ και την πονηριά, και τότε ο ανταγωνισμός γίνεται μια μάχη ανάμεσα σε εχθρικά αδέλφια”. Καρλ Μαρξ, Κεφάλαιο τομ. 3.

30 Στμ. Ωραία όλα αυτά γενικά, αλλά πραγματικά στις τωρινές συνθήκες διεθνοποίησης/παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου μπορούμε να μιλήσουμε για πραγματικά (και σε ποιον βαθμό) μεμονωμένα “εθνικά” συμφέροντα;

31 Συζήτηση με τον Ilya Matveev, Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία: Ιμπεριαλιστική ιδεολογία ή ταξικό συμφέρον; https://lefteast.org/russias-war-on-ukraine-imperial-ideology-or-class-interest.

32 Στμ. Είναι φανερό νομίζουμε ότι όχι μόνο το μετασοβιετικό ρωσικό κράτος είναι βοναπαρτικό αλλά ότι ήταν τέτοιο και στη σοβιετική του εκδοχή και περίοδο (οπότε από αυτή την άποψη η διαδοχή έχει μια συνέχεια).

33 Από την άλλη πλευρά, οι κυρώσεις είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε περαιτέρω συγκεντροποίηση και στην πλήρη ταύτιση του ρωσικού κεφαλαίου με τον κρατικό μηχανισμό του Πούτιν. Η αδυναμία πρόσβασης των Ρώσων καπιταλιστών στα περιουσιακά τους στοιχεία εκτός Ρωσίας, εξαιτίας των κυρώσεων, τους δένει ακόμα πιο στενά με τον Πούτιν γιατί ο πλούτος τους είναι τώρα προσβάσιμος μόνο εφόσον διατηρούν καλές σχέσεις με αυτόν. Επίσης, η επιδείνωση των συνθηκών για το προλεταριάτο ίσως έχει μια αντίστοιχη ερμηνεία στο εσωτερικό: την απόδοση των δεινών του στις δυτικές κυρώσεις μάλλον και όχι στην κυβέρνηση. Μιλώντας ιστορικά, οι κυρώσεις συχνά δεν οδηγούν στην κοινωνική απονομιμοποίηση του καθεστώτος αλλά, αντίθετα, στην ενδυνάμωσή του: ένα κλασσικό παράδειγμα είναι η Γερμανία του Χίτλερ στην δεκαετία του 1930. Όπως επισημαίνεται από τον Volodymyr Ischenko, ό.π.υπάρχουν ειδικοί που πιστεύουν ότι η Ρωσία θα μπορέσει να ξεπεράσει την οικονομική της εξάρτηση από τη Δύση και να γίνει τελικά ισχυρότερη. Μέσω της αντικατάστασης των εισαγωγών και τον αναπροσανατολισμό των εξαγωγών. Φυσικά, από την σκοπιά της πρόληψης/αποτροπής του ρίσκου, ο πόλεμος είναι παράλογος. Αλλά τι συμβαίνει αν το πρόβλημα είναι ότι η αποτροπή του ρίσκου δεν έσωσε ποτέ Bοναπαρτιστικά καθεστώτα από την κατάρρευση; Τι συμβαίνει αν ένα καθεστώς χρειάζεται να αλλάξει θεμελιακά πολιτική, οικονομία και κοινωνία για να μπορέσει να παραμείνει στην εξουσία; Ο πόλεμος είναι μια καλή ευκαιρία ακριβώς για έναν τέτοιο μετασχηματισμό. Έχοντας πει αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι λαθεμένοι υπολογισμοί και προβλέψεις, που ξεκάθαρα παραπλάνησαν τις προσδοκίες ότι η Ρωσία θα κατακτούσε γρήγορα την Ουκρανία, δεν μπορούν να εισαγάγουν έναν σημαντικό βαθμό μη προβλεψιμότητας στη διαδικασία του συμπαγοποίησης του καθεστώτος και διαδοχής στην εξουσία”.

34 Pavlos Roufos, Solidarity with Ukraine doesn’t mean calling for more war” [“Αλληλεγγύη στην Ουκρανία δεν σημαίνει προτροπή για περισσότερο πόλεμο”], Jacobin, Μάρτιος 2022.

35 Στμ. Με άλλα λόγια – και είναι ένας λόγος που δεν μας αρέσει ιδιαίτερα ο όρος “κοινωνικός κανιβαλισμός” (πέρα από το βασικό γεγονός ότι συγκαλύπτει/αποκρύπτει τα ίδια τα ταξικά/κοινωνικά στοιχεία των ανταγωνιστικών σχέσεων εντός του προλεταριάτου που οδηγούν στο “αλληλοφάγωμα”, αποδίδοντας σε αυτές τις σχέσεις έναν “ζωώδη” και “ενστικτώδη” χαρακτήρα) – ο “κοινωνικός κανιβαλισμός” διατρέχει οριζόντια και κάθετα την καπιταλιστική κοινωνία και δεν περιορίζεται μόνο μεταξύ των “φτωχών” ή των “από κάτω”. Είναι και μεταξύ των καπιταλιστών!

36 Russia–Ukraine gas disputes [Διαμάχες Ρωσίας-Ουκρανίας για το φυσικό αέριο], Wikipedia.

37 IMF Country Report No. 14/106, ΔΝΤ, Απρίλιος 2014.

38 Όπως λέει ο P. Roufos, ό.π., σε πολλές περιπτώσεις, η συμφωνία με την ΕΕ περιείχε πραγματικά εξωφρενικούς όρους που καθιστούσαν την αποδοχή της πάρα πολύ δύσκολη: “Ενώ ‘προσφέρανε’ στην Ουκρανία ένα μικρό ποσό 610 εκατομμυρίων ευρώ (όπως επισημαίνει ο Adam Tooze, “υπήρχαν Ουκρανοί ολιγάρχες με προσωπικές περιουσίες μεγαλύτερες από αυτό το ποσό”), απαιτούσαν μαζικές περικοπες των δημοσίων δαπανών, αύξηση στους λογαριασμούς του φυσικού αερίου κατά 40%, και την επιβολή εμπορικών κυρώσεων στην Ρωσία, οι επιπτώσεις των οποίων υπολογίζονταν αισιόδοξα στο τεράστιο ποσό των 3 δις δολλαρίων τον χρόνο”.

39 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ παράγουν το 16% του ΑΕΠ της Ουκρανίας. Δείτε Robert Kirchner, Ricardo Giucci, “The Economy of Donbas in Figures”, Institute for Economic Research and Policy Consulting, Ιούνιος 2014.

40 Andrea Peters, “Impoverishing Ukraine: What the US and the EU have been doing to the country for the past 30 years” [“Φτωχοποιώντας την Ουκρανία: Τι κάνουν οι ΗΠΑ και η ΕΕ στην χώρα τα τελευταία 30 χρόνια”] , World Socialist Web Site, 23 Μαρτίου 2022.

41 Michael Roberts, ό.π.

42 Volodymyr Ishchenko, “Towards the abyss” [“Προς την Άβυσσο”], New Left Review 133/134, Ιαν – Απρ 2022.

43 Για παράδειγμα, η Τιμοσένκο και ο ίδιος ο Ζελένσκι έχουν κατηγορηθεί ως “φιλορώσοι” και “εθνικοί προδότες”. Δείτε επίσης το άρθρο: Volodymyr Ishchenko, “Nationalist Radicalization Trends in Post-Euromaidan Ukraine” [“Τάσεις εθνικιστικής ριζοσπαστικοποίησης στην μετά-Μαϊντάν Ουκρανία”], ponars Eurasia, Policy Memo 529, Μάιος 2018.

44 Denys Gorbach και Oles Petik, “The rise of Azov” [“Η άνοδος του Αζώφ”], OpenDemocracy, 15 Φεβρουαρίου 2016.

45 Graham Stack, “Ukraine investigates nationalists over Maidan shootings”, bne INTELLINEWS, 12 Οκτωβρίου 2015, https://www.bne.eu/ukraine-investigates-nationalists-over-maidan-shootings-500447418.

46 Στην πραγματικότητα, αποκαλύφθηκε ότι ο Ζελένσκι ανήκε στην κλίκα του φιλορώσου “ολιγάρχη” Kolomoiskyi. Όταν οι ΗΠΑ επέβαλαν κυρώσεις στον τελευταίο για την υποτιθέμενη συνέργειά του στην χειραγώγηση των αμερικανικών εκλογών, ο Ζελένσκι αποστασιοποιήθηκε σταδιακά από αυτόν και άρχισε να κινείται όλο και πιο γρήγορα προς την φιλοδυτική σφαίρα επιρροής. Δείτε https://www.occrp.org/en/the-pandora-papers/pandora-papers-reveal-offshore-holdings-of-ukrainian-president-and-his-inner-circle και https://www.radiosvoboda.org/a/zelenskyi-i-kolomoiskyi-facty/31187278.html. Δεν μπορούμε να διακρίνουμε οποιεσδήποτε πραγματικές διαφορές ανάμεσα στις υποτιθέμενες “συνθήκες αστικής δημοκρατίας και νομιμότητας” στην Ουκρανία σε σχέση με τους “κανόνες συμμορίας” στην ΛΔΝ και την ΛΔΛ που περιγράφονται από συντρόφους από την Karmína (https://karmina.red/posts/tragedy-of-ukrainian-working-class). Το αντίθετο, μάλλον, για μας η αντίθεση “δημοκρατία” ως-προς την “αποικιοκρατία” και τον “νόμο της συμμορίας” είναι ψευδής, καθώς δεν είναι αμοιβαία αποκλειόμενοι πόλοι αλλά δυο πτυχές του ίδιου (καπιταλιστικού) νομίσματος, και καθώς βρίσκουμε το επιχείρημα για την επιλογή του “λιγότερο κακού” βαθιά παραπλανητικό, αφού οδηγεί στην υποστήριξη συγκεκριμένων καπιταλιστικών κρατών και καπιταλιστικών πολιτικών φραξιών.

47 Ήδη από τις αρχές Μαΐου είχαν καταγραφεί στην Ουκρανία πάνω από 2500 διώξεις λιποτακτών και φυγάδων. Επιπλέον, 3300 άτομα είχαν συλληφθεί προσπαθώντας να εγκαταλείψουν παράνομα τη χώρα (αυτοί οι αριθμοί αναφέρθηκαν στον ιστότοπο της οργάνωσης International Support of Conscientious Objectors and Deserters https://de.connection-ev.org/article-3585, https://de.connection-ev.org/article-3594). Στη Ρωσία 16.309 άτομα έχουν συλληφθεί για αντιπολεμική δράση από τις 23 Ιουνίου.

48 Πρόσφατα ο ουκρανικός στρατός εισήγαγε έναν νέο κανονισμό σύμφωνα με τον οποίο άντρες σε ηλικία στράτευσης δεν μπορούν να φύγουν από την περιοχή κατοικίας τους χωρίς την άδεια του στρατού. Μετά από έναν καταιγισμό κριτικής από την κοινή γνώμη, ο Ζελένσκι παρενέβη και ανακάλεσε τον κανονισμό αυτό, για να καθησυχάσει τις αντιδράσεις και να ενισχύσει, για μια ακόμα φορά, τη δημοτικότητά του. (https://vikna.tv/dlia-tebe/pidtverdzheno-zaboronu-zalyshaty-miscze-prozhyvannya-cholovikam-pid-chas-vijny/ και https://kievvlast.com.ua/news/poryadok-yakij-regulyue-peremishhennya-gromadyan-v-umovah-voennogo-stanu-bude-zminenozaluzhnij).

49 Όπως, για παράδειγμα, ο σύντροφος Andrew, τα γράμματα του οποίου έχουμε μεταφράσει εδώ: https://antithesi.gr/?page_id=156.

Δεν υπάρχει σπιράλ μισθών-τιμών

Critisticuffs1

το κείμενο σε pdf

Συζητήσεις υπό τον τίτλο μιας “κρίσης του κόστους ζωής” ασχολούνται με τη δεινή κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι εργάτες, οι μισθοί ή τα επιδόματa των οποίων δεν αυξάνονται αναλογικά με τον πληθωρισμό. Και, ίσως, να δικαιολογούνταν κανείς, τώρα, να πιστεύει πως αυτό που έχει σημασία είναι ότι τα μέσα βιοπορισμού των εργατών υπολείπονται2, καθώς ο πληθωρισμός εκτοξεύεται. Και όμως, το αντίθετο συμβαίνει, υποτίθεται, σύμφωνα με την προειδοποίηση των σχολιαστών για ένα σπιράλ μισθών-τιμών, όπου μεγαλύτεροι μισθοί πυροδοτούν υψηλότερο πληθωρισμό, οπότε το καλλίτερο θα ήταν να αποφευχθεί:

  • “Ο Μπόρις Τζόνσον προειδοποιεί για ένα [ανοδικό] ‘σπιράλ μισθών-τιμών’ αν οι εργάτες απαιτήσουν υψηλότερες αποδοχές” (The Guardian, 9 Ιουνίου 2022),

  • “Η Τράπεζα της Αγγλίας πρέπει να φυλάγεται από ένα σπιράλ μισθών-τιμών” (Evening Standard, 30 Ιουνίου 2022),

  • “Μπορεί το Ηνωμένο Βασίλειο να αποφύγει ένα σπιράλ μισθών-τιμών;” (The Financial Times, 1 Φεβρουαρίου 2022).

Η ΤτΑ εξηγεί τον πληθωρισμό Ι: μισθοί

Απευθείας από το στόμα αυτών που είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον να ελέγχουν τον πληθωρισμό, την Τράπεζα της Αγγλίας (ΤτΑ):

“Ο Διοικητής Andrew Bailey είπε ότι η πίεση από την αύξηση των μισθών απείλησε την ικανότητα της ΤτΑ να κρατήσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό, παρ’ όλο που τα νοικοκυριά αντιμετώπισαν την μεγαλύτερη, σε ετήσια βάση, συμπίσεση των εισοδημάτων τους, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1990. ‘Δεν λέω ότι κανείς δεν πρέπει να πάρει αύξηση, μην με παρεξηγήσετε, αλλά, νομίζω, πως αυτό που λέω είναι ότι χρειάζεται να δούμε έναν περιορισμό στα μισθολογικά κέρδη, διαφορετικά η κατάσταση θα βγει εκτός ελέγχου’, είπε ο Bailey στο ραδιόφωνο του BBC σε μια συνέντευξη που μεταδόθηκε την Παρασκευή” — William Schomberg και Alistair Smout. Bank of England calls for wage restraint to keep grip on inflation [Η ΤτΑ καλεί για μισθολογική συγκράτηση ώστε να διατηρηθεί υπό έλεγχο ο πληθωρισμός] στο Reuters, 4 Φεβρουαρίου 2022.

Η ισχυριζόμενη σχέση ανάμεσα στους μισθούς και τις τιμές είναι ψευδής. Ίσως είναι ευκολότερο να ξεκινήσουμε με ένα παράδειγμα. Ας πούμε ότι η Άλις προσλαμβάνει τον Μπομπ για να φτιάχνει για λογαριασμό της διάφορα μικροαντικείμενα3 Για κάθε τέτοιο κομμάτι η Άλις πληρώνει τον Μπομπ 10 λίρες, οι πρώτες ύλες και ο εξοπλισμός κοστίζουν 10 λίρες ενώ καταφέρνει να το πουλάει για 30 λίρες. Αφού πληρώσει τον Μπομπ και τις πρώτες ύλες, η Άλις μένει με 10 λίρες, τις οποίες μπορεί να ξοδέψει για πούρα για την προσωπική της κατανάλωση. Τώρα, ας υποθέσουμε ότι ο Μπομπ καταφέρνει να πείσει την Άλις να τον πληρώνει 15 λίρες. Αν δεν αλλάξει κάτι άλλο, ο Μπομπ γυρνάει τώρα στο σπίτι του με 15 λίρες για κάθε μικροαντικείμενο και η Άλις με 5. Τα πούρα, που πριν τα απολάμβανε η Άλις, μπορεί τώρα, εν μέρει, να τα απολαύσει και ο Μπομπ. Δεν έχουμε πληθωρισμό ούτε αυξημένη αγοραστική δύναμη, αλλά είμαστε μάρτυρες μιας αναδιανομής πλούτου4.

Φυσικά, η Άλις μπορεί ίσως να αυξήσει τώρα την τιμή των μικροαντικειμένων στις 35 λίρες, για να αναπληρώσει το προηγούμενο κέρδος των 10 λιρών ανά κομμάτι. Αν, όμως, η Άλις έχει την ελευθερία να θέσει την τιμή των μικροαντικειμένων της σύμφωνα με την δική της επιθυμία για κέρδος, γιατί τότε δεν την ορίζει, για αρχή, στις 50, στις 100 ή στις 200 λίρες; Αν οι εργοδότες εμφανίζονταν έτσι απλά με τις τιμές που ταιριάζουν στις προτιμήσεις τους για κέρδος, δεν θα χρειαζόταν να κρατούν τους μισθούς (και άλλα κόστη) χαμηλά5. Για να το θέσουμε διαφορετικά, οι εργοδότες δεν “δοκιμάζονται” τώρα από απεργιακές δράσεις επειδή δίνουν μεγάλη προσοχή στην προειδοποίηση της ΤτΑ ότι αυξημένοι μισθοί μπορεί να οδηγήσουν σε πληθωρισμό, αλλά για να προστατέψουν τα καθαρά τους κέρδη. Επομένως, αν η Άλις καταφέρει να αυξήσει την τιμή για κάθε μικροαντικείμενο χωρίς να συρρικνώσει τον όγκο των πωλήσεών της, τότε η εξήγηση για αυτό δεν μπορεί να βρεθεί απλά στην αύξηση του μισθού του Μπομπ στις 15 λίρες.

Μήπως, όμως, τα οικονομικά δουλεύουν διαφορετικά αν (ουσιαστικά) θεωρήσουμε ότι το σύνολο των εργατών στην κοινωνία παίρνουν μια αύξηση στον μισθό τους, που είναι, εύλογα, και το σενάριο που απασχολεί την ΤτΑ;

Αν, από τη μια πλευρά, το “μικροαντικείμενο” στο προηγούμενο παράδειγμα αντιστοιχεί σε εμπορεύματα που αγοράζουν τόσο οι εργάτες όσο και οι εργοδότες (είτε ως εργοδότες είτε ως ιδιώτες που απολαμβάνουν τα λάφυρα της επιχείρησής τους) τότε οι Άλις αυτού του κόσμου έρχονται αντιμέτωπες με μια κατάσταση στην αγορά όπου ένα τμήμα του πελατολογίου τους έχει περισσότερα χρήματα (οι εργάτες) και ένα άλλο λιγότερα (άλλοι εργοδότες). Θυμηθείτε ότι η αύξηση στην τιμή που επιχείρησε η Άλις είναι η αντίδρασή της στα μειωμένα κέρδη και εδώ υποθέτουμε ότι αυτή είναι μια κατάσταση με την οποία ουσιαστικά έρχονται αντιμέτωποι όλοι οι εργοδότες, αφού επηρεάζει ουσιαστικά όλους τους εργάτες. Η Άλις και οι ανταγωνιστές της μπορεί να πουλάνε περισσότερα στους εργάτες αλλά πρέπει να πουλήσουν λογότερα στους άλλους εργοδότες· η ικανότητα πληρωμής συνολικά δεν αυξήθηκε, με το ίδιο επιχείρημα, όπως παραπάνω: μια αύξηση στους μισθούς είναι μια μείωση στα κέρδη και αντίστροφα6.

Αν, από την άλλη, τώρα, το “μικροαντικείμενο” στο παραπάνω παράδειγμα αφορά εμπορεύματα που αγοράζονται μόνο από τους εργάτες, τότε οι πελάτες της Άλις διαθέτουν όντως περισσότερα χρήματα για ξόδεμα. Έτσι, η Άλις θα μπορούσε να πετύχει στην προσπάθειά της να αυξήσει τις τιμές. Παρ’ όλα αυτά, η άλλη πλευρά του νομίσματος εξακολουθεί να είναι ότι άλλοι εργοδότες έχουν μειωμένη αγοραστική δύναμη. Η αγορά, ας πούμε, για τα φασόλια κονσέρβα βελτιώνεται αλλά η αγορά για τα πούρα και τα σπορ αυτοκίνητα αντιμετωπίζει προβλήματα. Η Άλις που, σύμφωνα με την υπόθεσή μας σε αυτή την παράγραφο, επιχειρεί στην αγορά της παραγωγής φασολιών σε κονσέρβα, πετυχαίνει ένα τακτικό κέρδος αλλά οι άλλοι εργοδότες, που παράγουν πούρα δεν πετυχαίνουν το ίδιο. Με την ίδια λογική με αυτήν που εφαρμόζεται στον πληθωρισμό, οι τιμές των πούρων θα έπεφταν.

Επομένως, δεν θα υπήρχε ούτε καν υποψία πληθωρισμού αν η Άλις και οι ανταγωνιστές της πετύχαιναν να εδραιώσουν υψηλότερες τιμές για τα “μικροαντικείμενα”. Απλά επειδή μερικά εμπορεύματα γίνονται ακριβότερα, αυτό δεν σημαίνει ότι μειώνεται η αξία του χρήματος7. Αν η τιμή των “μικροαντικειμένων” αυξηθεί αυτό σημαίνει, εκτός αν αλλάζει και κάτι άλλο, ότι υπάρχει μικρότερη αγοραστική δύναμη διαθέσιμη για την αγορά άλλων εμπορευμάτων. Αν η κοινωνία έχει να ξοδέψει 100 χιλιάδες λίρες και τώρα ξοδεύει 35 χιλιάδες, αντί για 30, για “μικροαντικείμενα”, αυτό σημαίνει ότι της περισσεύουν πλέον μόνο 65 χιλιάδες λίρες, αντί 70, να ξοδέψει για οτιδήποτε άλλο.

Τελικά, αν η αγορά πούρων αντιμετωπίζει προβλήματα, άλλοι εργοδότες θα στρέψουν την παραγωγή τους στην παραγωγή φασολιών σε κονσέρβα αντί των πούρων, κάτι που θα πιέσει προς τα κάτω την τιμή των φασολιών. Οι δαπάνες στην κοινωνία αναδιανέμονται αλλά δεν αυξάνονται.

Όλα λοιπόν επιστρέφουν στο εξής: οι πωλητές δεν μπορούν απλά να επιλέξουν τις τιμές που ικανοποιούν την επιθυμία τους για κέρδος. Για να μπορούν αυτοί να αυξήσουν πραγματικά τις τιμές τους, θα πρέπει άλλοι να έχουν αποκτήσει αυξημένη ικανότητα να πληρώνουν. Οι αυξήσεις των μισθών δεν αυξάνουν την δυνατότητα πληρωμών στην κοινωνία, απλά την ανακατανέμουν8.

Η ΤτΑ εξηγεί τον πληθωρισμό ΙΙ: επιχειρήσεις χρηματοδοτούμενες με πίστωση

Πραγματικά, η ΤτΑ παραδέχεται πρακτικά στην προσέγγιση της πολιτικής της ότι ούτε η ίδια δεν “αγοράζει” την εξήγησή της με βάση το σπιράλ μισθών-τιμών. Κατά την προσαρμογή της “προσφοράς χρήματος”, δηλαδή το ύψος των επιτοκίων της, η Τράπεζα αναγνωρίζει πως ξέρει ότι ο πληθωρισμός είναι ένα φαινόμενο που συνδέεται με το χρήμα που εκδίδει. Δηλαδή, η Τράπεζα έχει ένα σύνολο απαντήσεων για το ερώτημα “από πού προέρχεται ο πληθωρισμός”, τις οποίες αναφέρει στις επιστολές του Διοικητή της προς τον Υπουργό Οικονομικών9.Εκεί το “σπιράλ μισθών-τιμών” εμφανίζεται δίπλα στην “ισχυρή ζήτηση” και τις “τιμές της ενέργειας”. Όσον αφορά την νομισματική της πολιτική, όμως, εκεί δίνεται μια διαφορετική απάντηση. Σε αυτή την περίπτωση, η πρακτική απάντηση της Τράπεζας της Αγγλίας στο ερώτημα του πληθωρισμού είναι “προσφορά και ζήτηση” για χρήμα:

“Η Τράπεζα της Αγγλίας είναι επιφορτισμένη να καθορίζει την νομισματική πολιτική – το σύνολο εργαλείων που χρησιμοποιούνται για να διατηρείται ο πληθωρισμός σε χαμηλά και σταθερά επίπεδα. Ο κύριος τρόπος με τον οποίο το κάνουμε αυτό είναι μέσω του ύψους των επιτοκίων. Το επιτόκιο είναι το ποσό χρήματος που λαμβάνει ο κόσμος για κάθε αποταμίευση που έχει. Είναι επίσης ο τόκος που πρέπει να πληρώσει για τα δάνεια και τις υποθήκες του. Ποια είναι λοιπόν η σύνδεση ανάμεσα στα επιτόκια και τον πληθωρισμό; Υψηλότερα επιτόκια κάνουν ακριβότερο για τον κόσμο να δανειστεί χρήματα και τον ενθαρρύνουν να αποταμιεύει. Αυτό σημαίνει ότι συνολικά οι άνθρωποι θα τείνουν να ξοδεύουν λιγότερα10. Αν ο κόσμος συνολικά ξοδεύει λιγότερα για αγαθά και υπηρεσίες, οι τιμές θα τείνουν να αυξάνονται πιο αργά. Αυτό μειώνει τον πληθωρισμό”. – Τράπεζα της Αγγλίας. Τι είναι ο πληθωρισμός; 3 Φεβρουαρίου 2022.

να δανειστούν χρήματα – Ας σκεφτούμε λίγο την ύπαρξη αυτών των “ανθρώπων”. Η αγοραστική δύναμη που είναι διαθέσιμη στον περισσότερο κόσμο δεν προέρχεται από φτηνή πίστωση αλλά από το ότι πουλάνε κάτι, τυπικά τον χρόνο τους, σε έναν εργοδότη. Πρέπει να πουλάνε την ικανότητά τους για εργασία σε μια επιχείρηση επειδή έχουν ανάγκες για τις οποίες θα πρέπει να πληρώσουν: ενοίκιο, ψώνια, πακέτα δεδομένων κλπ.

τους ενθαρρύνουν να αποταμιεύσουν – Το ζήτημα μιας “κρίσης του κόστους ζωής” είναι στην δημόσια σφαίρα επειδή αυτές οι ανάγκες είναι, πώς να το πούμε, μάλλον αναγκαίες. Στο μυαλό των ανθρώπων δεν βρίσκεται το ερώτημα αν πρέπει να αποταμιεύσουν περισσότερο ή λιγότερο αλλά μάλλον πώς θα μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα. Όταν είναι αντιμέτωποι με αυτά τα προβλήματα, είναι μάλλον παράξενο να υπονοεί κανείς ότι αυτό που κατεβάζει τις τιμές είναι η επιλογή τους να αποταμιεύσουν χρήματα με υψηλότερο επιτόκιο – μια απόφαση που παίρνεται από ανθρώπους που εξαρτώνται από έναν μισθό, και τους οποίους η ΤτΑ συμβουλεύει να καταπιούν έναν περιορισμό στο επίπεδο της διαβίωσής τους. Η Τράπεζα της Αγγλίας μπορεί να καμώνεται όσο θέλει ότι είναι φιλική, όμως αυτό που περιγράφει εδώ δεν είναι ο “λαός”, ο “κόσμος” γενικά.

Αντίθετα, η Τράπεζα εννοεί “επιχειρήσεις”. Αλλά, τότε, η εξήγηση αυτή θα πρέπει να δώσει και μια εξήγηση για το γεγονός ότι, φαινομενικά, η δυνατότητα των επιχειρήσεων να πληρώνουν προέρχεται διαφορετκά από ό,τι για τους περισσότερους ανθρώπους. Οι επιχειρήσεις δεν περιορίζονται στο να ξοδεύουν αυτά που βγάζουν αλλά ξοδεύουν, συνήθως, και σε μεγάλη κλίμακα, με δανεισμένο χρήμα. Αλλά η Τράπεζα της Αγγλίας δεν ασχολείται καν άμεσα με επιχειρήσεις, ασχολείται με τράπεζες.

Ο κύριος τρόπος με τον οποίο το κάνουμε αυτό είναι μέσω των επιτοκίων. Το επιτόκιο είναι το ποσό των χρημάτων που οι άνθρωποι παίρνουν για οποιαδήποτε αποταμίευση έχουν. Η Τράπεζα της Αγγλίας δεν καθορίζει, στην πραγματικότητα, τα επιτόκια με τα οποία επιβαρύνονται ή πληρώνονται οι άνθρωποι ή οι επιχειρήσεις11. Αυτά καθορίζονται από οικονομικούς θεσμούς σύμφωνα με τους δικούς τους ιδιωτικούς υπολογισμούς (που βασίζονται στις γενικές συνθήκες της αγοράς και σε ανταγωνισμό μεταξύ τους). Η Τράπεζα καθορίζει τα επιτόκια που οι οικονομικοί θεσμοί πληρώνουν όταν δανείζονται από (και εισπράτουν όταν δανείζουν) την Τράπεζα της Αγγλίας. Αυτό συνήθως επηρεάζει όντως τα επιτόκια που χρεώνουν οι ιδιωτικές τράπεζες αλλά, προς απογοήτευση της ΤτΑ, μετά το 2013, αυτή η σχέση κάθε άλλο παρά άμεση είναι12.

Συνοψίζοντας, αυτό σημαίνει ότι κάπως – σύμφωνα με την Τράπεζα της Αγγλίας – το επιτόκιο που χρεώνει και πληρώνει στις ιδιωτικές τράπεζες, και στις ιδιωτικές πιστωτικές συναλλαγές αυτών των τραπεζών με επιχειρήσεις, επηρεάζει την σταθερότητα και την αξία του χρήματος που εκδίδει η ίδια. Πραγματικά, όταν οι επιχειρήσεις δανείζονται και κάνουν επενδύσεις, παράγουν εμπορεύματα, δηλαδή τα πράγματα που οι ίδιες και οι εργάτες τους αγοράζουν με χρήμα. Εδώ, συναντιούνται δύο πλευρές: η ικανότητα-πληρωμής που δεν βασίζεται σε εισόδημα που έχει κερδηθεί προηγουμένως αλλά, αντίθετα, υποστηρίζεται από πίστωση, και η παραγωγή επιπλέον εμπορευμάτων. Με κάποιο τρόπο αυτή η διαδικασία αυτή τη στιγμή εξελίσσεται με έναν τρόπο που υπονομεύει αυτό το ίδιο το πράγμα που είναι μέτρο της επιτυχίας της, δηλαδή το μέτρο του κέρδους: το χρήμα. Και το υπονομεύει σε μια έκταση που ανησυχεί την Τράπεζα της Αγγλίας13.

Από τη μια πλευρά, αυτό σημαίνει ότι μια συζήτηση για τον πληθωρισμό θα πρέπει να ξεκινήσει από την υποστηριζόμενη από τις κεντρικές τράπεζες και την χρηματοδοτούμενη με πίστωση παραγωγή κέρδους, όχι από τους μισθούς.

Από την άλλη, αυτό μας δίνει μια ένδειξη σε σχέση με το γιατί η Τράπεζα της Αγγλίας ανησυχεί τόσο για τους μισθούς. Γνωρίζει την σχέση ανάμεσα στους μισθούς και τα κέρδη, πάνω στην οποία στηρίξαμε το επιχείρημά μας στο πρώτο μέρος του παρόντος άρθρου: οι υψηλότεροι μισθοί μειώνουν τα κέρδη. Γνωρίζει επίσης ότι η κερδοφορία των επιχειρήσεων, η ικανότητά τους να μετατρέπουν τις (βασισμένες στην πίστωση) προκαταβολές σε πλεονάσματα, είναι αυτό από το οποίο εξαρτώνται τα πάντα, από την αξία του χρήματος που εκδίδει η Τράπεζα της Αγγλίας μέχρι τα μέσα βιοπορισμού του καθενός σε αυτή την κοινωνία.

Η Τράπεζα της Αγγλίας δεν προειδοποιεί για ένα “σπιράλ τιμών-τιμών”, ούτε προειδοποιεί τις επιχειρήσεις ενάντια σε μια ενδεχόμενη αύξηση των τιμών τους14. Αυτές οι προειδοποιήσεις δεν δίνονται γιατί η Τράπεζα καταλαβαίνει πολύ καλά την ανάγκη για κέρδος. Αυτό, με την σειρά του, συμβαίνει επειδή από την παραγωγή κέρδους εξαρτάται η αναπαραγωγή της κοινωνίας. Η συμβουλή προς τους εργάτες ότι θα πρέπει να περιορίσουν το δικό τους επίπεδο ζωής χάριν αυτών των συμφερόντων κερδοφορίας, μας λέει ποια είναι η θέση που αυτοί οι εργάτες καταλαμβάνουν σε αυτή την οικονομία· το επίπεδο διαβίωσής τους είναι μάλλον ένα εμπόδιο και όχι ένας στόχος.15

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://critisticuffs.org/texts/wage-price-spiral.

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: “are being left behind”.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: widget. Αποδίδεται και ως: μαραφέτι, μπιχλιμπίδι. Στον τομέα της πληροφορικής αναφέρεται σε διάφορα στοιχεία γραφικού σχεδιασμού.

4 Ίσως εκφράσετε την αντίρρηση ότι η Άλις αποταμιεύει ένα μέρος των κερδών της ή τα επαναεπενδύει και ότι το αποτέλεσμα της αύξησης του μισθού του Μπομπ μπορεί να οδηγήσει σε πληθωρισμό. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι αυτό είναι αλήθεια, τότε θα πρέπει να μιλήσουμε για ένα σπιράλ έλλειψης αποταμιεύσεων-τιμών ή για ένα σπιράλ έλλειψης επενδύσεων-τιμών, αν οι αποταμιεύσεις ή οι επενδύσεις είναι το δεδομένο-κλειδί που διαμορφώνει τον πληθωρισμό.

5 Στμ. Το επιχείρημα του άρθρου ουσιαστικά εμπεδώνει ότι οι τιμές των εμπορευμάτων δεν μπορούν να καθορίζονται αυθαίρετα και σύμφωνα με τις διαθέσεις των αφεντικών για επίτευξη του επιθυμητού για αυτά κέρδους. Τιμές, μισθοί και ποσοστά κέρδους συγκαθορίζονται από πιο εσωτερικούς, εγγενείς περιορισμούς. Και ο βασικότερος όλων είναι πιστεύουμε ο ίδιος ο ταξικός ανταγωνισμός που καθορίζει την σχέση μισθών-κερδών ως “αντιστρόφως ανάλογη”, που καθορίζει τα μεγέθη ως ανταγωνιστικά. Έτσι μια αύξηση μισθών για τους εργάτες αυτό που συνεπάγεται είναι μείωση των κερδών για τα αφεντικά και η όλη ουσία του άρθρου είναι ότι επειδή ακριβώς τα αφεντικά δεν μπορούν να καθορίσουν αυθαίρετα τις τιμές των εμπορευμάτων, δεν μπορούν να αντισταθμίσουν αυτή τη μείωση κερδών “παίζοντας” κατά το δοκούν με τις τιμές, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει όντως σε αύξηση του πληθωρισμού. Συνεπώς, μια αύξηση στους μισθούς δεν οδηγεί σε αυθαίρετες αυξήσεις των τιμών και πληθωρισμό αλλά, μάλλον, σε μια αναδιανομή της κατανάλωσης. Επομένως, το κακό, για τα αφεντικά με την αύξηση των μισθών δεν είναι η οποιαδήποτε αύξηση του πληθωρισμού αλλά η μείωση της κερδοφορίας τους και όχι οποιοδήποτε “σπιράλ μισθών-τιμών”. Νομίζουμε ότι με την εξαίρεση κάποιων πολύ ειδικών περιόδων, σχετιζόμενων πχ. με μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας, όπως στην “χρυσή περίοδο” μετά τον 2ο ΠΠ, δεν έχουμε πραγματικά παραδείγματα ταυτόχρονης αύξησης και των μισθών και της κερδοφορίας (αν και ακόμα και αυτό το παράδειγμα είναι παραπλανητικό καθώς αφορά, μάλλον, τους εργάτες στη Δύση και μόνο. Θεωρώντας τους εργάτες σε ολόκληρο τον κόσμο είναι αδιαμφισβήτητο ότι την αύξηση της κερδοφορίας των καπιταλιστών στη Δύση, αλλά και των μισθών των εργατών στη Δύση, την πλήρωσε το προλεταριάτο στον λεγόμενο “Τρίτο” κόσμο.

6 Στμ. Εδώ, πέρα από την επιβεβαίωση της θέσης που αναπτύξαμε στην προηγούμενη σημείωση για την αντιστρόφως ανάλογη σχέση μισθών-κερδών, το ενδιαφέρον έγκειται στην πολύ σημαντική διαπίστωση ότι η ανταγωνιστική σχέση μισθών-κερδών αναδεικνύεται όταν δούμε τη σχέση αυτή συνολικά για όλους τους εργάτες (άρα και όλους τους καπιταλιστές-εργοδότες) και όχι μεμονωμένα (όπως στην περίπτωση της μεμονωμένης Άλις και του μεμονωμένου Μπομ). Είναι θα λέγαμε μια “καθολική” ιδιότητα της σχέσης κεφάλαιο-εργασία.

7 Στμ. Δηλαδή ότι γίνεται “πληθωριστικό”. Γιατί αυτό σημαίνει υποτίθεται ο πληθωρισμός: ότι μειώνεται η αξία του χρήματος. Η αντίδραση των τραπεζών είναι τότε η αύξηση των επιτοκίων ώστε να γίνει το χρήμα ακριβότερο και να ανακτηθεί η αξία που χάνει ως πληθωριστικό! Με άλλα λόγια, η αύξηση των επιτοκίων είναι ένα εργαλείο για να αυξηθεί τεχνητά η αξία του υπό πληθωριστικές πιέσεις χρήματος.

8 Εξακολουθούμε να γράφουμε για “ικανότητα πληρωμής” μάλλον, παρά για “χρήμα”, για να δώσουμε έμφαση στο ότι έχει τεράστια σημασία ποιος έχει χρήμα (πότε) και, συνεπώς, μπορεί να το ξοδέψει, και όχι απλά το συνολικό ποσό του. Αυτό είναι σε αντίθεση με έναν συνηθισμένο τρόπο να μιλά κανείς για τον πληθωρισμό όπου ένα συνολικό άθροισμα χρήματος έρχεται αντιμέτωπο με ένα συνολικό άθροισμα εμπορευμάτων. Όμως, η κυκλοφορία χρήματος και εμπορευμάτων είναι εγγενώς αλληλοπλεγμένες και όχι αντιπαράθεση δυο αθροισμάτων. Για παράδειγμα, ένα χαρτονόμισμα των 10 λιρών μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε 100 συναλλαγές σε μια μέρα ή και σε καμμία.

9 Στμ. Στην Αγγλία ο τίτλος είναι γνωστός ως Chancellor [of the Exchquer].

10 Στμ. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται η γεμάτη ταξική αλλαζονεία των τραπεζιτών που λένε κατάμουτρα στους προλετάριους: προφανώς και σας κοροϊδεύουμε, τσουβαλιάζοντάς σας με τους μεσοαστούς και τους επιχειρηματίες, κάνοντας ότι δεν ξέρουμε πως δεν έχετε καμμιά δυνατότητα να “ξοδέψετε λιγότερο”, αφού για σας το ζήτημα είναι η εξασφάλιση των απολύτως αναγκαίων και όχι η μείωση της δαπάνης σε σολωμό και υψηλή ραπτική! Όταν σας λέμε, λοιπόν, “ξοδέψετε λιγότερα”, ξέρετε πολύ καλά ότι απλά σας λέμε: ετοιμαστείτε για ακόμα μεγαλύτερες μειώσεις μισθών και λιτότητα! Ετοιμαστείτε να μην τα βγάζετε καν πέρα! Είναι ένας χυδαίος ταξικός ευφημισμός.

11 Η Τράπεζα της Αγγλίας το εξηγεί αυτό για παράδειγμα στο: Michael McLeay, Amar Radia and Ryland Thomas, Bulletin 2014 Q1: Money creation in the modern economy. 2014

12 Δείτε: “Central Bank Policy since 2013” στο Economic Crisis (from 2007 to June 2020).

13 Η Τράπεζα της Αγγλίας έχει βάλει σαν στόχο έναν πληθωρισμό στο 2%.

14 Στμ. Ματαίως οι υπουργίσκοι κατακεραυνώνουν – στα λόγια πάντα! – την “κερδοσκοπία”, την οποία όλως περιέργως ποτέ δεν μπορούν να ελέγξουν.

15 Πέρα από αυτή την παρατήρηση, το ερώτημα παραμένει: με ποιο τρόπο οι επιχειρήσεις, στην, βασισμένη στην πίστωση, επιδίωξή τους για κέρδος παράγουν πληθωρισμό; Αυτό είναι το αντικείμενο ενός άλλου άρθρου που ελπίζουμε να δημοσιεύσουμε σύντομα.

Για τον πληθωρισμό και την πάλη της εργατικής τάξης

AngryWorkers1

Μια συνεισφορά από την συνάντηση στο Μπρίστολ για την κρίση του κόστους ζωής, Ιούνιος 2022

το κείμενο σε pdf

Το Σάββατο στις 18 Ιουνίου, υπάρχει μια πανεθνική διαδήλωση του TUC2 στο Λονδίνο, και στο πλαίσιο της προετοιμασίας της προσκληθήκαμε να συμμετάσχουμε σε ένα πάνελ από την Λαϊκή Συνέλευση με το όνομα “Μισθοί Πάνω, Λογαριασμοί Κάτω, Κάτω οι Τόρις”3. Μαζί μας ήταν άλλα έξι άτομα από την RMT4, την Bristol Co-operative Alliance and the Tribune, το Bristol Trades Council και την NEU5, την TUC και την CS, τους συμβούλους των Πρασίνων και των Εργατικών για το Ashley Ward, και τον γραμματέα της Unite South West, που προήδρευσε στη συνάντηση.

Ακολουθεί η μεταγραφή της τοποθέτησης ενός συντρόφου από τους AngryWorkers σχετικά με την παρούσα κρίση, και ακολουθεί μια αναφορά από έναν άλλο σύντροφο για την συνάντηση γενικά.

***

Δουλεύω σαν οικονόμος στο νοσοκομείο Southmead και είμαι αντιπρόσωπος της GMB6 εκεί. Προηγουμένως δούλεψα αρκετά χρόνια σε αποθήκες και εργοστάσια τροφίμων. Μπορώ να δω καθημερινά πώς οι άνθρωποι που βγάζουν περίπου τον κατώτατο μισθό πασχίζουν περισσότερο σήμερα για να τα βγάλουν πέρα.

Πιστεύω ότι είμαστε σε μια κρίση με περισσότερες από μια αιτίες. Ναι, είναι κρίση του κόστους ζωής. Συμπίπτει επίσης με μια μακροχρόνη κρίση οργάνωσης και μαχητικότητας της εργατικής τάξης (για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι εργάτες/τριες του ΕΣΥ δεν μπορούν καν να επιβάλλουν μια πραγματική αύξηση στους μισθούς, παρ’ όλη την υποστήριξη του κόσμου και παρά το γεγονός ότι “ξεπατωθήκαμε”7 στη δουλειά στη διάρκεια της πανδημίας, λέει πολλά). Και είναι, επίσης, μια κρίση του συστήματος για την οποία δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε προφανείς απαντήσεις.

Η αριστερά εστιάζει κυρίως σε διορθώσεις υπό την καθοδήγηση του κράτους:

1. Μπορεί να προσπαθήσει κανείς να βγει από την κατάσταση με ενθάρρυνση της κατανάλωσης8 (αυτό είναι που οδήγησε στην κατάσταση στασιμοπληθωρισμού στην οποία βρισκόμαστε τώρα και η οποία δεν σταματά στην πραγματικότητα την συνέχιση της αύξησης των τιμών).

2. Θα μπορούσε κανείς να κάνει έκκληση για αναδιανομή του εισοδήματος, ωραία, ή να εθνικοποιήσει τα πάντα, αλλά ο κίνδυνος είναι ότι έτσι θα έχεις φυγή κεφαλαίων και μεγαλύτερη επισφάλεια στις διεθνείς αγορές, το κράτος χρησιμοποιείται απλά για να διασώσει τον ιδιωτικό τομέα και δεν εγγυάται καλλίτερες εργασιακές συνθήκες για τους εργάτες σε αυτές τις βιομηχανίες.

3. Τι θα λέγατε για ένα Πράσινo New Deal; Αυτή είναι μια προσπάθεια να αναστηθούν οι Κεϋνσιανές κυβερνητικές πολιτικές των ΗΠΑ στη δεκαετία του 1930 όταν προσπαθούσαν να βγουν από την Μεγάλη Ύφεση. Αλλά πολύς κόσμος ξεχνά ότι αυτές ήταν μάλλον ουσιαστικά πολιτικές επανεξοπλισμού για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο παρά πολιτικές του New Deal καθεαυτές9. Μπορούμε να δούμε να γίνεται το ίδιο τώρα, διάφορες υποτιθέμενα “αριστερές δυνάμεις”, όπως το Κόμμα των Πρασίνων στη Γερμανία, να εγκαταλείπουν γρήγορα-γρήγορα το κομμάτι το σχετικό με το “Πράσινο” και να ψηφίζουν υπέρ ενός πακέτου 100 δις ευρώ για στρατιωτικές δαπάνες. Οι Ποδέμος στην Ισπανία μόλις ανακοίνωσαν ότι η χώρα διπλασιάζει τις στρατιωτικές της δαπάνες στα 24 δις ευρώ – το μεγαλύτερο ποσό τέτοιων δαπανών στην ιστορία της. Πολλά τμήματα της άρχουσας τάξης χρησιμοποιούν τον πόλεμο στην Ουκρανία ως μια δικαιολογία για τον πληθωρισμό και την επαναστρατιωτικοποίηση. Δεν υπάρχουν αρκετές κριτικές φωνές μέσα στην αριστερά και το εργατικό κίνημα σχετικά με την αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση όλων των κυβερνήσεων και σχετικά με το γεγονός ότι οι εργάτες ελάχιστο συμφέρον έχουν να ρισκάρουν τις ζωές τους πολεμώντας τον Ρωσικό στρατό αν το μεταπολεμικό “βραβείο” που θα κερδίσουν είναι ένα νεοφιλελεύθερο σοκ, ανεργία και φτώχεια10.

Συνεπώς, στο ευρύτερο σχήμα των πραγμάτων, δεν πρόκειται για ένα ζήτημα μόνο “ιδεών για καλλίτερες πολιτικές”, ειδικά στο τρομακτικό γεωπολιτικό πλαίσιο στο οποίο βρισκόμαστε τώρα. Εστιάζοντας σε “διορθώσεις πολιτικών” σημαίνει ότι αποτυγχάνουμε να προετοιμάσουμε τους εργάτες για αυτό που έρχεται:

Λέγοντας “προετοιμασία”, το εννοούμε με δύο έννοιες:

– ριζοσπαστικά μέτρα που θα πρέπει να αναλάβει η άρχουσα τάξη,

– ριζοσπαστικά μέτρα που η δική μας τάξη πρέπει να αναλάβει για να επιβάλλει πραγματικά τις ριζοσπαστικές πολιτικές αλλαγές που πρόκειται όντως να κάνουν τις ζωές μας καλλίτερες.

Σχετικά με το πρώτο σημείο: ιστορικά, ο πληθωρισμός σημαίνει ότι είμαστε σε ένα είδος δωματίου αναμονής11. Οι τιμές αυξάνονται ως αποτέλεσμα μιας κρίσης ή ανισορροπίας στο σύστημα, και εμείς περιμένουμε, νευρικά, για μια αντίδραση: η οποία, αναπόφευκτα, θα περιλαμβάνει κάποιο είδος επίθεσης και προετοιμασίας για ριζική αναδιάρθρωση – αυτό, ιστοριακά, έχει συμπεριλάβει πολλές φορές τον πόλεμο, όπως το βλέπουμε ήδη και τώρα.

Την δεκαετία του 1970, οι ΗΠΑ εφάρμοσαν το Σοκ Volcker12, που είδε τεράστιες αυξήσεις σε διψήφια ποσοστά των επιτοκίων στο Ηνωμένο Βασίλειο, η κρίση αφέθηκε να εξαπλωθεί σε ολόκληρη την κοινωνία, καταστρέφοντας τα μέσα βιοπορισμού. Τίποτα δεν μας λέει ότι αυτό δεν θα ξανασυμβεί – τι κάνουν, αν κάνουν κάτι, τα συνδικάτα και η αριστερά για να προετοιμάσουν τους εργάτες για αυτό;

Σε σχέση με το δεύτερο σημείο, την προετοιμασία των εργατών για την αναπόφευκτη επιβολή των ριζικών πολιτικών αλλαγών που θα είναι αναγκαίες για την αντιμετώπιση της κρίσης:

Αν κοιτάξουμε το παρελθόν, μπορούμε να δούμε ότι κάποιες ομάδες εργατών τη δεκαετία του 1970, που αντιμετώπιζαν μια παρόμοια κατάσταση, ήξεραν ότι, σαν εργάτες, έπρεπε να επιβάλουν κοινωνικές αλλαγές και να μειώσουν οι ίδιοι τις τιμές. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, ομάδες εργατών πήγαιναν μαζικά στο σουπερμάρκετ για να επιτρέψουν στον κόσμο να πάρει τρόφιμα σε χαμηλότερες τιμές από τις καθορισμένες. Οι ίδιοι οι εργάτες επέβαλαν μειωμένες τιμές στην ενέργεια και στα εισιτήρια των μέσων μεταφοράς. Υπήρχε μια συνειδητοποίηση ότι οι αγώνες για τους μισθούς θα έπρεπε να περάσουν σε ένα ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο αν πρόκειται να υπερασπιστούμε πραγματικά τους εαυτούς μας.

Πώς λοιπόν μπορούμε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο να έχουμε εργάτες με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση; Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι πρέπει να είμαστε ειλικρινείς με τα όρια των νόμιμων απεργιών. Να βρούμε καινούριους τρόπους ώστς να τα παρακάμψουμε. Θα σήμαινε, σε αυτή την τωρινή κατάσταση της έλλειψης εργατών σε μερικούς τομείς και περικοπής θέσεων εργασίας σε άλλους, να χρησιμοποιήσουμε την δύναμη μιας ομάδας εργατών με μεγαλύτερη δύναμη και αυτοπεποίθηση για να υπερασπιστούμε πιο αδύναμους εργάτες13. Αυτό δεν συνέβη στη διάρκεια των πρόσφατων απολύσεων και επαναπροσλήψεων στο αεροδρόμιο του Heathrow, στο οποίο δουλεύει ένα μέλος της κολλεκτίβας μας. Εκεί, είχαμε την κατάσταση στην οποία εργάτες στις επιβατικές πτήσεις και εργάτες τις πτήσεις μεταφοράς εμπορευμάτων αντιμετώπιζαν ταυτόχρονα περικοπές. Αλλά οι εργάτες στις μεταφορές/κάργκο είχαν μεγαλύτερο “εκτόπισμα” – είχαν συνεχίσει να εργάζονται, και μάλιστα με υπερωρίες, στη διάρκεια της πανδημίας, καθώς παρέμειναν εξαιρετικά απασχολημένοι με όλον αυτόν το προσωπικό εξοπλισμό προστασίας [PPE], για παράδειγμα, που έρχονταν από την Κίνα. Τα περισσότερα επιβατικά αεροσκάφη έμεναν προσγειωμένα και οι εργάτες σε αυτά ήταν χωρίς εργασία. Η UNITE υπέγραψε μια καλή συμφωνία για τους εργάτες στις μεταφορές αλλά, παρ’ όλο που εκπροσωπούσε και τους εργάτες στα επιβατικά αεροσκάφη, τους άφησε να αντιμετωπίσουν τις περικοπές μόνοι τους. Αλλά και όλα τα άλλα συνδικάτα θα είχαν κάνει το ίδιο. Περισσότεροι από εμάς, όμως, θα πρέπει να θέτουν το ερώτημα αν τα συνδικάτα μας επιθυμούν ή είναι ικανά να διευρύνουν και να γενικεύσουν τις απεργίες, και αν όχι, με ποιο τρόπο οι εργάτες θα μπορούσαν να αρχίσουν να σκέφτονται πώς θα το κάνουν αυτό οι ίδιοι.

Στο φως όλων αυτών, ποιες είναι οι προτάσεις μας;

Ως συλλογικότητα κοιτάμε πού μπορούμε να υποστηρίξουμε εργάτες να ξεφύγουν από τις απομονωμένες αντιπαραθέσεις τους και να προσπαθήσουν να επικοινωνήσουν με άλλες ομάδες εργατών. Για παράδειγμα, υπήρξε μια χαμμένη ευκαιρία όταν εργάτες του GKN (εργαζόμενοι στους κατασκευαστές αυτοκινήτων και αεροδιαστημικής) στην Ιταλία και στο ΗΒ αντιμετώπισαν κλεισίματα εργοστασίων την ίδια περίοδο. Εργάτες στην Ιταλία κατέλαβαν το εργοστάσιό τους, έκαναν μεγαλύτερες διαδηλώσεις, έγιναν ένας πόλος για όλους τους εργάτες τοπικά, που περνούσαν δύσκολες στιγμές. Κάτι διαφορετικό, ποιοτικά, από αυτά που έκαναν οι εργάτες του GKN στο Birmingham, που αντιμετώπιζαν το κλείσιμο του εργοστασίου και διεξήγαγαν έναν αρκετά αμυντικό αγώνα, απευθυνόμενοι μόνο στην κυβέρνηση για να “υπερασπιστεί την Βρετανική ποιότητα”. Δεν υπήρξαν προσπάθειες σύνδεσης και των δυο αυτών αγώνων, ούτε καν ο αγώνας στο ΗΒ δεν διαδόθηκε σε άλλους εργάτες του GKN στο ΗΒ, συμπεριλαμβανομένου του εργοστασίου στο Μπρίστολ.

Πρακτικά, ως AngryWorkers στο Μπρίστολ, προσπαθούμε:

– να δημιουργήσουμε δεσμούς ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες εργατών έτσι ώστε να υπάρχει περισσότερο δυναμικό για αλληλεγγύη στην πράξη (καμπάνιες στους χώρους εργασίες που να εμπλέκουν διαφορετικά συνδικάτα στο νοσοκομείο που δουλεύουμε ενώ προσπαθούμε επίσης να συνδεθούμε με τους εργάτες στις αποθήκες στο Avonmouth),

– προσπαθούμε να συνδέσουμε τις ομάδες στον εργασιακό μας χώρο με δίκτυα αλληλεγγύης εκτός εργασίας,

– δημοσιεύουμε ανεξάρτητες ειδήσεις σχετικά με τις εμπειρίες των εργατών τις οποίες και διακινούμε στους εργάτες απευθείας/άμεσα ώστε να μπορούμε να μιλάμε με ειλικρίνεια για τους αγώνες μας – τι δούλεψε και τι όχι ώστε να μπορούμε, μάλλον, να μάθουμε πραγματικά κάτι από αυτούς από το να ανεμίζουμε απλά μια σημαία και να διακηρύσσουμε μια νίκη,

– ενδιαφερόμαστε ιδιαίτερα για αγώνες που αμφισβητούν τις διαιρέσεις εντός της τάξης, για παράδειγμα μεταξύ μονίμων και προσωρινών εργατών ή εργατών με διαφορετικές συμβάσεις,

– προσπαθούμε και μεταφέρουμε στους τοπικούς εργάτες διεθνή νέα, πχ. για την απεργία, πρόσφατα, από εργάτες σωματείων βάσης στην Ιταλία ενάντια στον πόλεμο στην Ουκρανία ή εργατών, στον ίδιο με εμάς τομέα, που προχώρησαν σε απεργία, από την οποία μπορεί να μάθουμε κάτι, πχ οι νοσηλευτές στο Βερολίνο.

Αν κάποιος ενδιαφέρεται σε αυτήν την αρκετά στοιχειώδη αλλά ουσιαστική δουλειά οικοδόμησης, ας έρθει σε επαφή μαζί μας!

***

Μια αναφορά για την συνάντηση από έναν άλλο σύντροφο των AW

Ας είμαστε ειλικρινείς – ήμασταν σίγουρα ένα είδος εκκεντρικών, και νιώθαμε λίγο εκτός τόπου στο χαμηλών τόνων, στελεχιακό περιβάλλον των γραφείων της Unite στο Μπρίστολ, αλλά ήταν μια ευκαιρία να προσθέσουμε τη φωνή μας σε μια ευρύτερη συζήτηση σχετικά με την κρίση του κόστου ζωής, και να “βαθμονομήσουμε” τη γενική αίσθηση και τις τακτικές που εφαρμόζονται από την αριστερά.

Όπως προχωρούσε, η συζήτηση κυριαρχήθηκε από την ρητορική ενάντια στους Τόρις και την λιτότητα. Όπως αναμενόταν, τα συνδικάτα παρουσιάστηκαν πολύ έντονα ως ο κυρίαρχος τρόπος πάλης και η κουβέντα επικεντρώθηκε γύρω από τον “κοινό μας εχθρό”, την κυβέρνηση των Συντηρητικών (αν και υπήρξε και αρκετή δόση επικρίσεων και για τους Εργατικούς).

Η κρίση του κόστους ζωής

Ένα πράγμα στο οποίο είχαμε συναίνεση ήταν η βιούμενη πραγματικότητα της κρίσης. Οι τιμές των καυσίμων αυξάνονται με αστρονομικούς ρυθμούς, σε μερικές περιπτώσεις φτάνοντας τις 2,029 λίρες το λίτρο [στμ. 2,4ευρώ/λίτρο], ο ONS εκτιμά ότι το 92% του βρετανικού πληθυσμού θα δει τους λογαριασμούς στο παντοπωλείο να αυξάνουν κατά 39% και μια πτώση 4.5% στην ετήσια αύξηση του μισθού [του εισοδήματος], και τον Μάρτιο το TUC προέβλεψε ότι οι λογαριασμοί ρεύματος πρόκειται φέτος να αυξηθούν 14 φορές γρηγορότερα από τους μισθούς. Τα πράγματα θα γίνουν πραγματικά σκατά, δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία για αυτό. Αλλά πώς μοιάζει αυτό σε συγκεκριμένους όρους για την εργατική τάξη;

Η σύμβουλος των Εργατικών στο Ashley Ward έδωσε μερικά παραδείγματα από την εκλογική περιφέρειά της, αναφερόμενη σε πιο ηλικιωμένα μέλη της κοινότητας, που περνούσαν την μέρα τους στο λεωφορείο για να αποφύγουν να χρησιμοποιήσουν τη δική τους θέρμανση, και δασκάλους να ταΐζουν πεινασμένα παιδιά ίσα-ίσα για να μπορούν να συγκεντρωθούν στην τάξη. Η αυξανόμενη κανονικοποίηση των “τραπεζών τροφίμων” αναφέρθηκε αρκετές φορές και προφανώς το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης επικεντρώθηκε γύρω από τις επιπτώσεις της κρίσης στους εργάτες, από το πάγωμα πληρωμών [μισθών] μέχρι τις απολύσεις.

Γιατί βιώνουμε μια κρίση του κόστους ζωής;

Η γενική αίσθηση των υπόλοιπων ομιλητών στο πάνελ ήταν ότι η κρίση είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών που έγιναν από το κόμμα των Τόρις. Μερικοί παραδέχτηκαν ότι ο καπιταλισμός παίζει έναν ρόλος, αλλά ότι τελικά είναι η άρχουσα ελίτ που έχει διαλέξει να ρίξει επάνω μας αυτή την κρίση. Ομιλητές αναφέρθηκαν σε χώρες όπως η Γαλλία, όπου ο μέσος ρυθμός του πληθωρισμού κυμαίνεται στο 3.95% σε σύγκριση με το ποσοστό 7% στο ΗΒ, για να ισχυριστούν ότι ο προσπάθειες των Τόρις να επιρρίψουν το φταίξιμο στην πανδημία COVID-19 και στον πόλεμο στην Ουκρανία είναι απλά προπετάσματα καπνού που αποσπούν την προσοχή μας από το πολιτικό παιχνίδι “πίσω από τις κουρτίνες”. Αυτό που αυτή η προσέγγιση αποτυγχάνει να λάβει υπόψιν είναι ότι ο καπιταλισμός, με τις αντιφάσεις του, εμπεριέχει κρίσεις που είναι εξαιρετικά μεγαλύτερες από τους πολιτικούς παίκτες που χρησιμοποιεί για την ίδια την επέκτασή του. Τα αφεντικά και η άρχουσα τάξη αν και συχνά είναι διεφθαρμένα και απεχθή άτομα, δεν είναι αρκετά ισχυρά ώστε να ελέγχουν το κεφάλαιο – αυτό ωθείται από τη δική του λογική14, μια λογική που υπαγορεύεται στα άτομα αυτά και η οποία, από την ίδια της τη φύση, αποσπά και εκμεταλλεύεται.

Ο συνιδρυτής της Συνεργατικής Συμμαχίας του Μπρίστολ [Bristol Co-operative Alliance] επιχειρηματολόγησε ότι οι ιδιωτικοποιημένες εταιρείες ενέργειας είναι αυτές που σπρώχνουν σε αύξηση τον πληθωρισμό και ότι η Τράπεζα της Αγγλίας, ως μια οντότητα διακριτή από την κυβέρνηση, ξεζουμίζει τους εργάτες. Το πρόβλημα δεν είναι το μέγεθος του πληθωρισμού καθεαυτό, αλλά το γεγονός ότι οι μισθοί δεν αυξάνονται ανάλογα15. Αυτή η αίσθηση έχει οπωσδήποτε αντικατοπτριστεί από τον αυξανόμενο αριθμό αντιπαραθέσεων για πληρωμές σχετιζόμενες με τον πληθωρισμό, είτε έχουν να κάνουν με την απεργία του RMT στα τραίνα, ή τους απεργούς οδηγούς λεωφορείων της Arriva στο Γιορκσάιρ ή την αναταραχή στην BT. Αυτό το μέλος του πάνελ συνέχισε, τότε, μιλώντας για την καμπύλη Phillips16, η οποία προτείνει μια αντίστροφη σχέση ανάμεσα στον πληθωρισμό και την ανεργία: η Τράπεζα της Αγγλίας επιδιώκει να αυξήσει την ανεργία ώστε να περιορίσει τα ραγδαία αυξανόμενα, εκτοξευόμενα ποσοστά πληθωρισμού, και όλα αυτά για να προστατέψει τα συμφέροντα της οικονομίας. Υπαινίχθηκε επίσης την απουσία μιας ισχυρής αντίδρασης από τους εργάτες, σημειώνοντας ότι μόνο το 20% των εργατών στον ιδιωτικό τομέα είναι συνδικαλισμένοι (στην πραγματικότητα, το ποσοστό είναι ακόμα χαμηλότερο, ένα 13%, ενώ το ποσοστό είναι περίπου στο 50% για τους εργάτες στον δημόσιο τομέα). Αναφέραμε ήδη μια έλλειψη μαχητικότητας των εργατών ως έναν από τους παράγοντες πίσω από την κρίση, αλλά θα ισχυριζόμουνα ότι αυτά τα στατιστικά στοιχεία δεν είναι απαραίτητα ενδεικτικά αδράνειας, όπως επιδείχτηκε από τις “από τα κάτω”, ανεπίσημες απεργίες στις εξέδρες πετρελαίου και φυσικού αερίου στη Βόρεια Θάλασσα, οι οποίες εκδηλώθηκαν σε 16 πλατφόρμες με τη συμμετοχή χιλιάδων εργατών χωρίς την εξουσιοδότηση κάποιου συνδικάτου. Το πρόβλημα έχει περισσότερο να κάνει με το ότι συγκεκριμένες ομάδες εργατών αισθάνονται μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από άλλες, και έχουν την ικανότητα να κερδίζουν διψήφια ποσοστά αυξήσεων, αλλά αυτές οι ομάδες παραμένουν απομονωμένες και επιδιώκουν να συνδεθούν με άλλους τομείς στην αγορά εργασίας που είναι λιγότερο οργανωμένοι.

Ποια είναι η λύση;

Οι βασικές προτάσεις που αναδείχθηκαν από την κουβέντα ήταν, ίσως, προβλέψιμες: η εθνικοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών, οικοδόμηση συνδικαλιστικής δύναμης και αναδιανομή.

Σχετικά με το ζήτημα της δύναμης των συνδικάτων, τόσο το NEU όσο και το PCS μίλησαν για τις επικείμενες εθνικές καμπάνιες πληρωμών, στις οποίες ελπίζουν να κερδίσουν την αναγκαία εντολή του 50% και να καλέσουν τους εργάτες τους να ψηφίσουν απεργιακές δράσεις. Υπήρχε επίσης μια επαναλαμβανόμενη επιμονή ότι πρέπει να χτίσουν καμπάνιες και να απευθυνθούν για αλληλεγγύη σε μια σειρά άλλων συνδικάτων, κάτι που αντανακλώταν πιο εμφανώς στις προετοιμασίες για την διαδήλωση του Σαββάτου, η οποία προάγεται ως ένα μέσο οικοδόμησης μιας ισχυρής φωνής διαφωνίας που να διαπερνά όλη τη βιομηχανία. Το PCS αναφέρθηκε, ως ένα σημαντικό παράδειγμα, στην φοιτητική ομάδα αλληλεγγύης που κατέλαβε το Wills Memorial Building τον Φεβρουάριο της τρέχουσας χρονιάς, καταφέρνοντας να αποκομίσει μερικά σημαντικά κέρδη στην αντιπαράθεση με το UCU.

Ο σύμβουλος των Πρασίνων για το Ashley Ward προέτρεψε έντονα για βραχυπρόθεσμες λύσεις: φόρος για τα “ουρανοκατέβατα” κέρδη των εταιριών ενέργειας, ελάχιστο ωρομίσθιο 15 λιρών (κάτι που τέθηκε αρκετές φορές), φόρος κληρονομιάς και άμεσες δράσεις όπως αυτές του XR. Πιο μακροπρόθεσμα, ανέφερε μια λίστα άλλων πολιτικών μεταρρυθμίσεων όπως η αντιμετώπιση των ανεπαρκειών στη στέγαση, αναδιανομή πλούτου και επανοικοδόμηση των εργατικών δικαιωμάτων, αναφερόμενος στους εργαζόμενους στην οικονομία “πλατφόρμας”, όπως οι διανομείς/ταχυμεταφορείς και οι εργάτες σε υπεργολαβίες. Άλλοι μίλησαν σχετικά με μια αύξηση στις συντάξεις και τα επιδόματα και στη φορολόγηση των μεγάλων εταιριών.

Ένα μέλος από το κοινό ρώτησε κατά πόσον η τροφή θα έπρεπε να καταστεί ανθρώπινο δικαίωμα ως ένα μέσο για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης. Αλλά τα δικαιώματα είναι μέρος μιας ρεφορμιστικής ατζέντας: είναι κάτι που δίνεται από τους κατέχοντες την εξουσία, κάτι που μπορεί να δοθεί και να αφαιρεθεί. Δεν θα έπρεπε να αγωνιζόμαστε για έναν κόσμο στον οποίο, έχοντας μια αδιαμεσολάβητη πρόσβαση στους πόρους του κόσμου μας, να μην χρειάζεται να μας δοθεί η “άδεια” για να καλύψουμε τις βασικές μας ανάγκες;

Εν τέλει, χωρίς την κατάργηση της μισθωτής σχέσης, προάγγελος της οποίας είναι οι ίδιοι οι εργάτες να επιβάλλουν τις αλλαγές που είναι αναγκαίες για να αποκτήσουν τον έλεγχο της παραγωγής, δεν έχουμε καμμιά ελπίδα να ξεπεράσουμε την λιτότητα. Όσο κυριαρχεί η παραγωγή αξίας, οι κυβερνήσεις μπορεί να έρχονται και να παρέρχονται αλλά ο καπιταλισμός και η εκμετάλλευση της τάξης μας, και οι περικοπές στις υπηρεσίες μας, θα συνεχιστούν. Αυτές οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις δεν θα μπορέσουν ποτέ, και δεν είναι ο στόχος τους άλλωστε, να οδηγήσουν στην κοινωνική επανάσταση.

Αντι-απεργιακή νομοθεσία

Ένα από τα πιο “καυτά” ζητήματα της συνάντησης ήταν το αυξανόμενο κύμα αντι-απεργιακής νομοθεσίας από την πλευρά της κυβέρνησης. Το περιφερειακό στέλεχος της RMT χρειάστηκε να απαντήσει πολλές ερωτήσεις σχετικά με το πόσο έχει αυτό επηρεάσει πρόσφατες εργασιακές αντιπαραθέσεις καθώς και την επικείμενη εθνική απεργία τους στους σιδηρόδρομους. Ο Υπουργός Μεταφορών Grant Shapps ανήγγειλε πρόσφατα ότι δράση η οποία διαταράσσει, πχ. οι απεργίες στο μετρό, θα μπορούσαν να αποτραπούν στο μέλλον αλλάζοντας την νομοθεσία ώστε να επιτρέπει στις εταιρείες να φέρουν ενοικιαζόμενους εργάτες17, ουσιαστικά ως απεργοσπάστες, κάτι που το RMT εκλαμβάνει ως μια τακτική που στρέφει εργάτες εναντίον εργατών, μια τακτική διαίρει και βασίλευε, στο χέρι της κυβέρνησης. Όταν ρωτήθηκαν πώς νιώθουν σχετικά με τα σχέδια να έρθουν ενοικιαζόμενοι εργάτες, απάντησαν ότι αυτά αποτελούν μικρότερη απειλή για τα επαγγέλματα με την “υψηλότερη εξειδίκευση”, όπως οι χειριστές της σηματοδότησης, και μεγαλύτερη για εκείνους που είναι σε επαγγέλματα με μικρότερη περίοδο εκπαίδευσης. Ανέφεραν ότι έχουν πετύχει το υψηλό ποσοστό εντολής για την επικείμενη πανεθνική κινητοποίηση χρησιμοποιώντας μέσα όπως οι τηλεφωνικές λίστες18, ομάδες στο WhatsApp και επί τόπου τα συνδικάτα.

Κάποια άτομα στο πάνελ τοποθετήθηκαν σε σχέση με αυτές τις επιθέσεις στην απεργιακή δράση επιμένοντας ότι οι απεργίες είναι το έσχατο καταφύγιο: οι εργάτες δεν θέλουν να απεργούν αλλά το κάνουν εξαιτίας της οικονομικής ανάγκης, και θα ήταν καλλίτερο τα προβλήματα να λύνονται μέσα από διαπραγματεύσεις με τα αφεντικά. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι μπροστά στις τρέχουσες δυσφημιστικές καμπάνιες εναντίον των συνδικάτων, τα εμπλεκόμενα συνδικάτα θα ήθελαν να κατευνάσουν τους δυσαρεστημένους καταναλωτές και επιβάτες. Αλλά η δράση μας δεν είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρεπόμαστε: είναι το μέσο μας για να οικοδομήσουμε τη δύναμη της τάξης μας, κάτι που θα έπρεπε να καλλιεργούμε στους εργασιακούς μας χώρους συνέχεια, με μικρές και καθημερινές δράσεις αντίστασης.

Και όπως επισήμανε ο σύντροφός μας στο πάνελ, υπάρχουν τρόποι να παρακάμπτουμε τις νόμιμες απεργίες. Πιο συχνά απ’ ό,τι το αντίθετο, προσπάθειες για απεργιακή δράση που ακολουθούν τα συμβατικά συνδικαλιστικά κανάλια είτε διακόπτονται στη φάση της διαπραγμάτευσης είτε βρίσκονται να έχουν κατευναστεί και να ξεπουλιούνται από έμμισθα επαγγελματικά συνδικαλιστικά στελέχη, ενάντια στην θέληση των απογοητευμένων εργατών. Αυτός είναι ο λόγος που θα πρέπει να εξερευνούνται άλλες ανεπίσημες τακτικές, είτε πρόκειται για επιβραδύνσεις [στην παραγωγή], είτε σαμποτάζ στη δουλειά ακριβώς με βάση τα προβλεπόμενα: υπάρχουν τόσοι άλλοι τρόποι να προκαλέσεις χάος που δεν περιλαμβάνουν την νόμιμα εγκεκριμένη απεργία.

Συμπεράσματα

Ήταν αναμφισβήτητα καλό να συναντήσουμε άλλο κόσμο στην αριστερά που ψάχνεται για το ζήτημα της κρίσης και το πώς προχωράμε από το σημείο που είμαστε. Αλλά πιστεύω ότι μείναμε με την αίσθηση ότι προερχόμαστε από άλλα παραδείγματα και δεν είμασταν σίγουροι αν μπορέσαμε να “διατρήσουμε” τη συζήτηση. Όταν έχεις διαφορετικά μέσα και διαφορετικούς σκοπούς (αυτό το παμπάλαιο ερώτημα: μεταρρύθμιση ή επανάσταση), μπορεί να είναι δύσκολο να έχεις μια συζήτηση με νόημα, ιδιαίτερα σε ένα πάνελ με έξι ακόμα άτομα που έχουν πιο ομοιογενείς ιδέες.

Παρά μια κοινή αίσθηση στο ακροατήριο ότι το Εργατικό Κόμμα δεν παραμένει πλέον ένα παραγωγικό κομμάτι του αγώνα, η έλλειψη ορατών εναλλακτικών αφήνει τον κόσμο λίγο “κολλημένο” με τις ίδιες ιδέες σχετικά με τις λύσεις: μεγάλες επιδείξεις δυσαρέσκειας, όπως οι πορείες προς το Westminster (που γενικά αναδεικνύουν τους “συνήθεις υπόπτους” και μπορεί να γίνονται κάπως τελετουργικές)· εκκλήσεις στην κυβέρνηση να μετριάσει το “χτύπημα” και να κάνει διαφορετικές πολιτικές επιλογές (παρ’ ότι είναι γνωστό ότι αυτή η κρίση είναι μια παγκόσμια κρίση που αφορά τον ίδιο τον καπιταλισμό)· και εκκλήσεις σε περισσότερο κόσμο να μπει στα συνδικάτα (παρά το γεγονός ότι έχουν φανεί ανίκανα να ακολουθήσουν τον ρυθμό των αλλαγών στην αγορά εργασίας και ότι περιορίζονται από νομικά μέτρα).

Η αύξηση της δραστηριότητας στα κυρίαρχα συνδικάτα σίγουρα δεν είναι κακό πράγμα: δείχνει ότι εργάτες σε ολόκληρη την χώρα είναι πιο απρόθυμοι να ανεχτούν τις αηδίες και υποδεικνύει ότι υπάρχουν κάποια εύφορα εδάφη αγώνα να πλοηγηθούν. Αυτό που θέλαμε να μεταδώσουμε ήταν ότι ο αγώνας μπορεί, και συχνά με περισσότερη επιτυχία, να λάβει χώρα έξω από την ασφυκτική γραφειοκρατία, εκεί που οι εργάτες μπορούν να αυτο-οργανωθούν με πιο δημιουργικούς τρόπους. Αν αυτό το μήνυμα έφτασε στον προορισμό του, είναι δύσκολο να το πούμε.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι19

Πληθωρισμός

Η κυρίαρχη οικονομική άποψη για τον πληθωρισμό (όπως αυτή υποστηρίζεται από μείζονες οικονομολόγους στην Τράπεζα της Αγγλίας) είναι ότι προκαλείται από “υπεβολικά πολύ χρήμα που ‘κυνηγά’ πολύ λίγα προϊόντα”. Υψηλά επίπεδα αποτελεσματικής ζήτησης (πχ. εξαιτίας κυβερνητικού “τσιγκλίσματος”) πιστεύεται ότι διαταράσσουν την ισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση και ωθούν τις τιμές των αγαθών προς τα πάνω. Παρ’ όλο που οι συνθήκες αυτές είναι σημαντικοί παράγοντες, είναι επίσης σημαντικό να εξηγήσουμε γιατί η αύξηση της ζήτησης δεν μεταφράζεται σε μια αύξηση στην προσφορά, κάτι που θα παρήγαγε συνθήκες ισορροπίας και σχετική σταθερότητα τιμών. Με την πανδημία covid αυτό είναι φανερό, αλλά κυρίαρχες οικονομικές αναλύσεις έχουν πασχίσει να προσφέρουν πειστικές εξηγήσεις της αποτυχίας της αγοράς να αυτορυθμιστεί σε προηγούμενες πληθωριστικές περιόδους, με λιγότερο εμφανείς περιορισμούς στην προσφορά.

Το κλειδί είναι ότι η κλίμακα της παραγωγής δεν καθορίζεται από τη ζήτηση αλλά από την κερδοφορία. Χωρίς είτε την πραγματοποίηση ή την προσδοκία επαρκών κερδών οι καπιταλιστές δεν θα πραγματοποιήσουν τις επενδύσεις που απαιτούνται για την επέκταση της παραγωγής σε συμφωνία με την επέκταση της πραγματικής ζήτησης. Αυτό αντανακλά το γεγονός ότι υπάρχουν περισσότεροι παράγοντες, από την προσφορά και τη ζήτηση μόνο, που καθορίζουν τις τιμές στις αγορές και τα κέρδη. Άλλοι σημαντικοί παράγοντες περιλαμβάνουν το κόστος παραγωγής, τον ανταγωνισμό στην αγορά και συνθήκες μονοπωλιακές ή μονοψωνίων, επιδοτήσεις, τις διεθνείς τιμές συναλλάγματος και τις κυβερνητικές πιστωτικές και νομισματικές πολιτικές. Με δεδομενη την πολύπλοκη αλληλεπίδραση αυτών των παραγόντων, ο πληθωρισμός γίνεται καλλίτερα κατανοητός θεωρούμενος λιγότερο ως μια άμεση αντανάκλαση της δυσανάλογης προσφοράς και ζήτησης και περισσότερο ως μια καπιταλιστική τακτική για την υπεράσπιση κερδών που υφίστανται πίεση.

Μπορούμε να το δούμε αυτό στην πράξη με τις διαφορετικές κρατικές στρατηγικές ως αντίδραση στην αντιμετώπιση των οικονομικών υφέσεων. Η παραδοσιακή κεϋνσιανή απάντηση είναι η φορολόγηση, από την πλευρά των κυβερνήσεων, ή ο δανεισμός από τους καπιταλιστές κεφαλαίων που δεν έχουν επενδυθεί, και η επέκταση της παραγωγής με την πραγματοποίηση επενδύσεων από τις ίδιες τις κυβερνήσεις (πχ. μέσα από προγράμματα υποδομής, προγράμματα κοινωνικού κράτους ή στρατιωτικές δαπάνες). Πρόκειται για ένα περιορισμένο μέσο επέκτασης της οικονομίας αλλά αυτό μόνο επειδή τα έσοδα που το κράτος ρίχνει στην παραγωγή είναι απλά αυτά που έχει ήδη έχει “τραβήξει” από φόρους ή δάνεια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια αναδιανομή αλλά όχι, από μόνο του, μια επέκταση. Υψηλός δανεισμός για αυτό τον σκοπό μπορεί να έχει επίσης ως αποτέλεσμα την αύξηση των επιτοκίων, η οποία αυξάνει επίσης τα κόστη για τις επιχειρήσεις. Ως απάντηση στους υψηλούς φόρους και τα υψηλά επιτόκια, οι καπιταλιστές υπερασπίζοναι τα κέρδη τους αυξάνοντας τις τιμές, κάτι που δίνει κίνητρο σε μισθολογικούς αγώνες οι οποίοι μπορεί να διαβρώσουν περαιτέρω τα κέρδη, διακινδυνεύοντας έναν “εκτροχιαζόμενο” πληθωρισμό.

Ως απάντηση στην παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, η ποσοτική χαλάρωση υιοθετήθηκε ευρέως στην θέση του κεϋνσιανού “τσιγκλίσματος”. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα κράτη “τυπώνουν χρήμα” και το χρησιμοποιούν για να αγοράσουν ομόλογα, σπρώχνοντας προς τα κάτω τις αποδόσεις τους, και σπρώχνοντας τους επενδυτές στα χρηματιστήρια. Αυτό διατήρησε τις τιμές των χρηματιστηρίων που, σε συνδυασμό με τους χαμηλούς φόρους, τα χαμηλά επιτόκια και τους χαμηλούς μισθούς (πχ. Παράγοντες χαμηλού “cost-push”) καθώς και μικρή ουσιαστικά ζήτηση, μείωσε το κίνητρο για αύξηση των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών στις αγορές – προάγοντας μια επέκταση σχετικά χωρίς πληθωρισμό (επέκταση που περιοριζόταν ως επί το πλείστον στην χρηματιστηριακή κερδοσκοπία)20.

Το 2020 τα κράτη απάντησαν στις οικονομικές επιπτώσεις των κλεισιμάτων στην παραγωγή εξαιτίας του κορωνοϊού κυρίως με έναν συνδυασμό και των δυο προσεγγίσεων: ποσοτική χαλάρωση και οικονομικά “ερεθίσματα”21. Οι φόροι και τα επιτόκια διατηρήθηκαν χαμηλά αλλά η τεράστια διατάραξη των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων και οι αστρονομικές αυξήσεις στο κόστος της ενέργειας εξακολούθησαν να έχουν επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής. Οι καπιταλιστές απάντησαν με την αύξηση των τιμών (φυσικά, παραπάνω από το αυξημένο κόστος, αυξάνοντας έτσι τα κέρδη τους) και επιτιθέμενοι στην απασχόληση και τις εργασιακές συνθήκες. Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές ο Δείκτης Τιμών Εμπορίου (Retail Price Index) καταγράφει πληθωρισμό ρεκόρ έτους με ποσοστό 9,9%.

Αντιδράσεις

Σε όρους της παγκόσμιας αντίδρασης είναι πολύ εντυπωσιακό ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της αρχικής αναστάτωσης επικεντρώνεται σε χώρες που έπαιξαν έναν προεξάρχοντα ρόλο στο κύμα διαμαρτυριών της περιόδου 2018-2020 (πχ. Αργεντινή, Γαλλία, Ιράν, Ιράκ, Νιγηρία, Περού). Η κυβέρνηση του Πακιστάν είναι η πρώτη που πλήρωσε το τίμημα με την πτώση της, με την κυβέρνηση της Σρι Λάνκα δυνάμει να την ακολουθεί.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η κύρια αντίδραση μέχρι τώρα φαίνεται να είναι παραίτηση και ατομική προσαρμογή. Έχει υπάρξει μια αξιοπρόσεκτη άνοδος σε μισθολογικούς αγώνες, παρ’ όλο που, με την εξαίρεση των πλατφορμών πετρελαίου στη Βόρεια Θάλασσα και μερικά αναχώματα εδώ κι εκεί, αυτοί οι αγώνες παρέμειναν μέσα σε ένα συμβατικό συνδικαλιστικό πλαίσιο. Μια πανεθνική διαδήλωση του TUC σχεδιάζεται για τις 18 Ιουνίου στο Λονδίνο (νομίζω αρχικά αναβλήθηκε ως αντίδραση στο ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία). Η Λαϊκή Συνέλευση οργανώνει μηνιαίες πορείες αλλά δεν υπάρχει κάτι άλλο ενδιαφέρον να αναφέρουμε για αυτές. Μια μικρή ομάδα πολιτικά κοντά στο Plan C στο Λονδίνο έχει αρχίσει να οργανώνεται για μια καμπάνια αυτομείωσης για τους λογαριασμούς ενέργειας. Γενικά, η αντίδραση μέχρι τώρα έχει υπάρξει αρκετά χλιαρή, αλλά υπάρχει ο ορίζοντας για να αλλάξει αυτό καθώς περνά ο καιρός.

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η κυβέρνηση προσπαθεί να φτάσει σε μια συμφωνία για έναν μίνι-προϋπολογισμό που να περιέχει μέτρα ανακούφισης, τα οποία θα παρουσιάσει είτε την Πέμπτη (25 Μαΐου) είτε στις αρχές Ιουνίου μετά τη διακοπή των εργασιών του Κοινοβουλίου. Είναι πρόθυμοι να βγάλουν από το πρωτοσέλιδα το “Partygate” αλλά ο Σούνακ και ο Τζόνσον φαίνεται να έχουν “κολλήσει” σε χοντροκεφαλιές22. Στον βαθμό που μπορώ να πω, ο Σούνακ αντιτίθεται σε καθολικά μέτρα υποστήριξης (πχ. περικοπές φόρων, παρά τις εσωτερικές πιέσεις από το κόμμα) εξαιτίας ανησυχιών ότι τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν τον πληθωρισμό, και προτιμά στοχευμένα μέτρα που θα υλοποιούνταν μέσω των μηχανισμών Universal Credit και/ή Warm Home Discount και χρηματοδοτούμενα, δυνητικα, από έναν φόρο “ουρανοκατέβατων κερδών” στις εταιρείες παραγωγής ενέργειας. Ο Τζόνσον αντιτίθεται σε έναν τέτοιο φόρο στη βάση του ότι δεν είναι “ιδεολογικά συντηρητικός”. Σε όποια μέτρα και αν συμφωνήσουν, τελικά, αυτά αναμένονται, το πιο πιθανόν, να είναι εξαιρετικά περιορισμένα (οι Financial Times αναφέρουν ένα ποσό του ύψους των 150-500 λιρών μόνο για τις πιο φτωχοποιημένες οικογένειες).

2 Στμ. TUC, Trades Union Congress (Συνέδριο των Συνδικάτων), η εθνική Ομοσπονδία που συγκεντρώνει την πλειοψηφία των συνδικάτων στην Αγγλία και την Ουαλλία.

3 Στμ. Μια καμπάνια με αντίστοιχο σύνθημα έχει οργανωθεί και εδώ πρόσφατα.

4 Στμ. RMT, σύντμηση της National Union of Rail, Maritime and Transport Workers (Εθνικό Συνδικάτο Εργατών στον Σιδηρόδρομο, τη Ναυτιλία και τις Μεταφορές), ενός συνδικάτου στην Βρετανία που καλύπτει τους εργάτες στον τομέα των μεταφορών. Την τελευταία εικοσαετία αποτελεί ένα από τα πιο γρήγορα αναπτυσσόμενα συνδικάτα στην Βρετανία.

5 Στμ. NEU, National Education Union (Εθνικό Συνδικάτο Εκπαίδευσης), συνδικάτο εκπαιδευτικών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, εκπαιδευτικών συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, εκπαιδευτικών βοηθών και άλλου εκπαιδυτικού προσωπικού στην Βρετανία. Προήλθε από την συγχώνευση του National Union of Teachers και της Association of Teachers and Lecturers το 2017. Με 510.000 μέλη είναι το μεγαλύτερο συνδικάτο εκπαιδευτικών στο ΗΒ αλλά και στην Ευρώπη.

6 Στμ. Το GMB είναι ένα από τα παλιότερα εργατικά συνδικάτα στο ΗΒ με περισσότερα από 460.000 μέλη από σχεδόν όλους τους βιομηχανικούς τομείς, το εμπόριο, την ασφάλεια, τα σχολεία, τη διανομή, τις δημόσιες υπηρεσίες, την κοινωνικη πρόνοια, το ΕΣΥ (NHS), και την τοπική αυτοδιοίκηση.

7 Στμ. Στο πρωτότυπο: slogged our guts out. Ιδιωματισμός που σημαίνει την καταβολή τεράστιας και σκληρής δουλειάς.

8 Στμ. Στο πρωτότυπο: “spend your way out of it”. Γενικά σημαίνει την προσπάθεια να ξεφύγει κανείς από κάποια κατάσταση αλλά μόνο με τη χρήση χρημάτων. Στα οικονομικά δηλώνει την προσπάθεια αποτροπής μιας οικονομικής ύφεσης μέσα από την ενθάρρυνση της κατανάλωσης.

9 Στμ. Σύμφωνα με το εξαιρετικό άρθρο “Πόλεμος, Καπιταλισμός, Οικολογία: Γιατί ο Bruno Latour δεν καταλαβαίνει τίποτα για αυτά;” του Maurizio Lazzarato (μπορείτε να το βρείτε μεταφρασμένο στα Ελληνικά εδώ: https://inmediasres.espivblogs.net/war_capitalism_ecology), από τον 1ο ΠΠ και μετά ουσιαστικά ο καπιταλισμός έχει περάσει στην φάση μιας συνολικά πολεμικής οικονομίας, που διατηρείται και στην μεταπολεμική περίοδο μετά τον 2ο ΠΠ, έχοντας ουσιαστικά ενσωματώσει και τον πόλεμο ενάντια στην ίδια τη Γη και τα οικοσυστήματα. Σήμερα τα σημάδια ότι οδηγούμαστε και πάλι σε μια ανοιχτά πολεμική οικονομία είναι παραπάνω από εμφανή.

10 Στμ. Κυνικά σκεπτόμενοι θα έπρεπε να πούμε ότι τουλάχιστον στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το βραβείο για την εργατική τάξη και την συστράτευσή της ήταν καλλίτερο: θέση στο κοινωνικό συμβόλαιο, βελτίωση εργασιακών συνθηκών, μεταπολεμική “άνθιση” (φυσικά στη Δύση κυρίως). Τώρα δεν φαίνεται να υπάρχει καμμιά τέτοια υπόσχεση στον ορίζοντα!

11 Στμ. Αυτή την έννοια του “σταδίου αναμονής” αναπτύσσουν, ας θυμηθούμε, και οι Endnotes στο πολύ σημαντικό άρθρο The Holding Pattern (2015), διαθεσιμο εδώ.

12 Στμ. Το “Σοκ Volcker” (“Volcker Shock”) – όνομα που προέρχεται από τον τότε Διοικητή της Fed Paul Volcker – είναι μια σύντμηση για την πολιτική της ραγδαίας αύξησης των επιτοκίων και τις επακόλουθες υφέσεις την περίοδο 1981-1982. “[Το Σοκ Volcker]”, λέει ο Levy, “επάγει μια οξεία ύφεση, η οποία εκκαθαρίζει κάθε είδους μη κερδοφόρο σταθερό κεφάλαιο…και μια μετατόπιση των επενδύσεων κεφαλαίου σε χρηματοοικονομικές μορφές”

13 Στμ. Δηλαδή διαθεματικότητα των εργατικών αγώνων, πραγματική ενότητα της τάξης.

14 Στμ. Το κεφάλαιο έχει μια “λογική” όχι ως μια “μεταφυσική οντότητα” αλλά ως το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων της καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ως τέτοια τείνει να επιβληθεί όχι μόνο στα αφεντικά και την άρχουσα τάξη αλλά προφανώς και στο προλεταριάτο μέσα από τη θεμελιώδη αντίφαση κεφαλαίου/εργασίας).

15 Στμ. Η παρατήρηση είναι εξαιρετικά κρίσιμη γιατί δείχνει τον βαθμό κυριαρχίας της οπτικής των αφεντικών στην ίδια τη δική μας αντίληψη μας για τα πράγματα. Γιατί στην πραγματικότητα την άποψη αυτή μοιράζεται και η πλειοψηφία της εργατικής τάξης και γενικότερα των “από τα κάτω”. Ο “πληθωρισμός” είναι πρόβλημα για τους καπιταλιστές γιατί ακριβώς, όπως εξηγείται και παρακάτω, αντανακλά και είναι μέτρο ανισορροπίας στην αγορά και πίεσης στα κέρδη τους. Το πρόβλημα για το προλεταριάτο θα έπρεπε να είναι η ραγδαία φτωχοποίηση καθώς φυσικά η απάντηση των αφεντικών στις πληθωριστικές πιέσεις είναι η παραπέρα συμπίεση των εισοδημάτων των προλετάριων.

16 Στμ. Η Καμπύλη Phillips (από τον οικονομολόγο William Phillips, που την κατέδειξε πρώτος το 1958) απεικονίζει τη βραχυπρόθεσμα αντίστροφη σχέση που υπάρχει, σύμφωνα με εμπειρικές παρατηρήσεις, μεταξύ ανεργίας και πληθωρισμού σε μια οικονομία. Οι οικονομολόγοι Σόλοου και Σάμιουελσον ήταν οι πρώτοι που ονόμασαν την εμπειρική αυτή σχέση ως καμπύλη Φίλλιπς. Η υπόθεση αυτή αμφισβητήθηκε στη συνέχεια στις δεκαετίες του 1960 και 1970.

17 Στμ. Στα Αγγλικά: agency workers.

18 Στμ. Το phone banking, “τράπεζα τηλεφώνων”, περιλαμβάνει βασικά εθελοντές που τηλεφωνούν σε λίστες δυνάμει ψηφοφόρων ενημερώνοντας και μιλώντας τους σχετικά με μια συγκεκριμένη καμπάνια.

19 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://www.angryworkers.org/app/uploads/2022/07/Inflation-input.docx

20 Στμ. Η ανάλυση των συντρόφων εδώ μας βοηθά να καταλάβουμε σε μεγαλύτερο βάθος τους λόγους για τους οποίους η πίεση στην κερδοφορία των καπιταλιστών στην τωρινή συγκυρία στον απόηχο της πανδημίας οδήγησε σε αυτή την εκρηκτική αύξηση του πληθωρισμού σε σχέση με την περίοδο μηδενικού σχεδόν πληθωρισμού (σε ΗΠΑ και ΕΕ, τουλάχιστον) στην προηγούμενη εικοσαετία (2000-2020), περίοδος η οποία επίσης χαρακτηρίζεται από σχετικά χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και κρίση στην καπιταλιστική κερδοφορία.

21 Στμ. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή η συνδυαστική “θεραπεία” που ακολουθήθηκε για την αντιμετώπιση της κρίσης στην πανδημία, αποδείχτηκε μάλλον λανθασμένη ή αναποτελεσματική καθώς δεν συνυπολόγισε την πραγματική αύξηση στα κόστη της “πραγματικής” παραγωγής (σε σχέση με την κρίση του 2008 που αφορούσε, θα λέγαμε, περισσότερο την χρηματοπιστωτική σφαίρα).

22 Στμ. Στο πρωτότυπο: loggerheads.

Σταματήστε να ταυτίζετε την Ουκρανία με τους κατοίκους της

Critisticuffs1

το κείμενο σε pdf

Οι Ουκρανοί και άλλοι λαοί που ζουν στην επικράτεια της Ουκρανίας χρησιμοποιούνται και θυσιάζονται για τους στρατηγικούς στόχους άλλων: της Ρωσίας, της ΕΕ/ΝΑΤΟ και της Ουκρανίας.

Πούτιν”. Το ρωσικό κράτος βομβαρδίζει ουκρανικές πόλεις, σκοτώνοντας πολλούς ανθρώπους στη διαδικασία αυτή. Σκοτώνει και πολλούς άλλους με άλλα μέσα πρόκλησης “παράπλευρων απωλειών”. Επιπλέον, σπέρνει τον όλεθρο στις τοπικές υποδομές, αποκόπτοντας πολλούς από βασικές υπηρεσίες και εφόδια, αν είναι αρκετά τυχεροί να μην έχουν δεχτεί την άμεση επίθεση του ρωσικού στρατού. Το ρωσικό κράτος δεν έχει σαν πρόγραμμα να σκοτώνει Ουκρανούς επειδή είναι Ουκρανοί, αλλά τους σκοτώνει ως πόρους του ουκρανικού κράτους (και της ΕΕ/ΝΑΤΟ): τους σκοτώνει επειδή η Ρωσία θέλει να επισημάνει στο ΝΑΤΟ κάτι σχετικά με τις “κόκκινες γραμμές” του όταν το ζήτημα αφορά την τάξη της ειρήνης στην Ευρώπη και τις εγγυήσεις ασφαλείαw που το ίδιο απαιτεί.

Η Δύση”. Η ΕΕ άνοιξε τα σύνορά της στους Ουκρανούς πολίτες που ξεφεύγουν από την σύγκρουση. Σε συνοδευτικές διακηρύξεις το μπλοκ καθιστά καθαρό ποιος είναι ο πραγματικός αποδέκτης αυτής της χειρονομίας: Η Ρωσία. Η ΕΕ πανηγυρίζει τα κάπως ανοιχτά σύνορά της ως μια επίδειξη της δύναμης και της ενότητάς της2. Ξεχωρίζοντας προσεκτικά τον “όχλο στα σύνορά της σε Ουκρανούς πολίτες και μόνιμους κατοίκους (ευπρόσδεκτοι για έναν τουλάχιστον χρόνο), άλλους ανθρώπους προερχόμενους από την Ουκρανία (προσωρινά φιλοξενούμενους) και όλους τους άλλους (που απορρίπτονται), το μπλοκ ξεκαθαρίζει επίσης ότι οι ανθρωπιστικές καταστροφές απαιτούν έναν άξιο αντίπαλο για να μετρήσει ως τέτοια3. Δεχόμενη πρόσφυγες (σε τέτοιους αριθμούς) η ΕΕ διακηρύσσει ότι η ίδια έχει ευθύνη για την Ουκρανία. Η χρονική φύση της φιλοξενίας που παρέχεται – που αφήνει όσους διαφεύγουν από τον πόλεμο σε limbo – τονίζει περαιτέρω ότι η ΕΕ σκοπεύει να επιλύσει την κατάσταση στην Ουκρανία: σε όσους δίνεται καταφύγιο θα επανεγκατασταθούν στην Ουκρανία όταν εδραιωθεί εκεί μια λύση σύμφωνη με τις προτιμήσεις της ΕΕ. Η ΕΕ χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες για να υποστηρίξει την διεκδίκησή της για “μια θέση στο τραπέζι”.4 Ουκρανοί και άλλοι πρόσφυγες μετακινούνται εδώ κι εκεί από την ΕΕ σύμφωνα με τους στρατηγικούς υπολογισμούς της για το ουκρανικό κράτος (και άλλα). Εν τω μεταξύ, τα ίδια κράτη και ο σπουδαίος σύμμαχός τους, το ΝΑΤΟ, ενθαρρύνουν, εξυμνούν και κάνουν εφικτή υλικά την γενναιότητα της Ουκρανών να δώσουν τα πάντα – συμπεριλαμβανομένης της ζωής τους – στον πόλεμο του ελεύθερου κόσμου εναντίον της Ρωσίας, ενώ οι δεξαμενές σκέψης τους ζυγίζουν το κόστος της απώλειας της ζωής των Ουκρανών…για το ΝΑΤΟ5.

Ουκρανία. Ο ηγέτης της Ουκρανίας, πρόεδρος Ζελένσκι, κερδίζει διεθνείς επαίνους για την άρνησή του να δεχτεί το άσυλο που του προσφέρεται αλλού και τα υπερενθουσιώδη αιτήματά του για εφόδια και όχι εκκένωση. Αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή δεν είναι μια επιλογή που η ίδια του η κυβέρνηση είναι προετοιμασμένη να προσφέρει στον λαό της Ουκρανίας. Στη χώρα έχει κηρυχτεί στρατιωτικός νόμος και μια από τις πρώτες διαταγές του ήταν η απαγόρευση για τους άντρες με ηλικία από 18 έως 60 ετών να εγκαταλείψουν την Ουκρανία. Αυτοί οι άντρες, που είναι σε μάχιμη ηλικία, απαιτείται να μείνουν στην χώρα ώστε να είναι διαθέσιμοι να υπηρετήσουν στην άμυνα της χώρας6. Οι ζωές τους πρέπει να διακινδυνευτούν για το ουκρανικό κράτος, άσχετα από το τι σκέφτονται για αυτό το κράτος, είναι πόλεμος και, άσχετα από το αν είναι κάτι που θέλουν ή όχι, να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν για αυτό [το κράτος]. Έτσι, εκατομμύρια Ουκρανοί απαιτείται να παραμείνουν σε μια εμπόλεμη ζώνη. Ενώ η ουκρανική αντίσταση τιμάται ως ένας θρίαμβος του μαχητικού πνεύματος ενός λαού που αγαπά την ελευθερία, το φανερό γεγονός ότι το ουκρανικό κράτος χρησιμοποιεί τον πληθυσμό του με το ζόρι, ως έναν πόρο για να νικήσει τον αντίπαλο που απειλεί την ύπαρξή του, περνά σχεδόν ασχολίαστο.

Παρ’ όλα αυτά, η Ουκρανία και ο ηγέτης της δεν χρειάζονται να βασίζονται μόνο στην ωμή δύναμη για να κάνουν τους ανθρώπινους πόρους τους να “σηκώσουν” την μάχη. Υπάρχει τόσο μεγάλος αριθμός εθελοντών που τα γραφεία στρατολόγησης αναγκάζονται να τους διώχνουν. Περαιτέρω, ενθαρρυμένοι από το κάλεσμα στα όπλα από τον χαρισματικό τους πρόεδρο (και τους Δυτικούς πολιτικούς) ήδη, σύμφωνα με τις αναφορές, στις 5 Μαρτίου, 80.000 άτομα (κυρίως άντρες) μπήκαν στη χώρα από τη Δύση.

Από την πλευρά πολλών από όσους έχουν έρθει, ή μένουν, για να πολεμήσουν τους εισβολείς, αυτή η κίνηση ωθείται από μια θηριώδη ταχυδακτυλουργία: την ταύτιση του κράτους και του λαού του7. Για τους πατριώτες σε ολόκληρο τον κόσμο δεν χρειάζεται επιχείρημα για να πάρουν τα όπλα ώστε να υπερασπιστούν την χώρα τους, αν αυτή δεχτεί μια εισβολή. Μια επίθεση στη χώρα τους είναι μια επίθεση στους ίδιους, η ασφάλεια της χώρας είναι αυτό που κάνει και τους ίδιους ασφαλείς.

Αλλά και το αντίθετο είναι επίσης αλήθεια. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η ασφάλεια του ουκρανικού κράτους (έτσι εννοείται) επιτυγχάνεται εις βάρος της ζωής των Ουκρανών. Ουκρανοί θυσιάζονται για την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα του ουκρανικού κράτους υπό το σύνθημα “Ζήτω η Ουκρανία” και “Δόξα στους Ήρωες”.

Σε καιρό ειρήνης, η αγάπη που οι σύγχρονοι πολίτες έχουν για το κράτος τους αναφέρεται σε μια κοινωνική τάξη στην οποία είναι το κράτος που θέτει τα θεμέλια για την επιδίωξη των ατομικών συμφερόντων (με το καλά γνωστό αποτέλεσμα της φτώχιας για τους περισσότερους). Όμως η ετοιμότητα να θυσιάσουν τον εαυτό τους για το κράτος σε καιρό πολέμου αφήνει ακόμα και αυτό το συμφεροντολογικό κίνητρο πίσω.

Η Ουκρανία δεν έχει να προσφέρει ένα λαμπρό μέλλον στους πατριώτες της. Στις ομιλίες του, που τυγχάνουν θερμής υποδοχής, ο Ουκρανός πρόεδρος εκτελεί την αμυντική στρατηγική της Ουκρανίας. Η στρατηγική αυτή είναι έτοιμη να θυσιάσει τα πάντα και τον καθέναν στην Ουκρανία για την Ουκρανία8. Υποθέτοντας ότι δεν μπορεί να νικήσει έναν πόλεμο εναντίον της Ρωσίας, η στρατιωτική στρατηγική της Ουκρανίας είναι η κινητοποίηση ολόκληρης της κονωνίας της σε πολλαπλά αμυντικά “κύματα” μέχρι η “διεθνής κοινότητα” να δώσει ένα τελος στην σύγκρουση με όρους ευνοϊκούς για την Ουκρανία (εξ ου και η επιμονή στις ζώνες απαγόρευσης πτήσεων που θα τραβήξουν το ΝΑΤΟ σε μια άμεση αντιπαράθεση με τη Ρωσία). Το “τροπάρι” του προέδρου είναι ουσιαστικά το εξής: “πεθάνετε για την πατρίδα μέχρι να παρέμβει το ΝΑΤΟ”. Παρ’ όλα αυτά, το ΝΑΤΟ εξακολουθεί να διακηρύσσει ότι δεν θα παρέμβει άμεσα στον πόλεμο, αλλά προετοιμάζεται να υποστηρίξει έναν παρατεταμένο ανταρτοπόλεμο.

Είναι λοιπόν κάπως γκροτέσκο όταν Δυτικοί και Ουκρανοί αναρχικοί και άλλοι αριστεριστές προάγουν την ταύτιση ενός κράτους και των υπηκόων του, ενθαρρύνουν τους συντρόφους τους να θυσιαστούν – πρακτικά για το ουκρανικό κράτος, στο μυαλό τους για την ελευθερία – και να συγκεντρώσουν χρήματα για την πολεμική προσπάθεια.

Ως ηθικά όντα που είναι, συγκεντρώνουν χρήματα τόσο για να βοηθήσουν πρόσφυγες να διαφύγουν από τον πόλεμο όσι και για τον πόλεμο. Δεν μπορούν να δουν τη διαφορά ανάμεσα στον συμμετέχοντα σε αυτόν τον πόλεμο, το Ουκρανικό κράτος, και τα θύματα του πολέμου, τους κατοίκους του.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://critisticuffs.org/texts/stop-conflating-ukraine-and-its-inhabitants.

2 “Ένας μείζων λόγος για την ταχεία δράση της Πέμπτης ήταν η επιθυμία να έχουμε χειροπιαστά αποτελέσματα που θα έδειχναν ενότητα με την Ουκρανία, είπε στο Politico ο Τσέχος υπουργός Εσωτερικών Vít Rakušan στη διάρκεια μιας διακοπής της συζήτησης. ‘Θα ήταν καλλίτερο για όλους μας να έχουμε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα από τη σημερινή μας συζήτηση’, είπε. ‘Είναι πραγματικά αναγκαίο να δείξουμε ότι η ΕΕ αυτές τις μέρες είναι πραγματικά ενωμένη’” (Politico: η ΕΕ χαιρετίζει την ‘ιστορική’ συμφωνία να προστατεύσει τους Ουκρανούς πρόσφυγες)· “Τοπικοί εθελοντές και αρχές που βοηθούν Ουκρανούς να φτάσουν στην Ρουμανία ‘έδειχναν αλληλεγγύη στην πράξη, δείχνοντας ότι βασιζόμαστε σε άλλες αξίες από τον (Ρώσο Πρόεδρο Βλαδίμηρο) Πούτιν και βάζουμε αυτές τις αρχές στην πράξη’ είπε η [Επίτροπος Εσωτερικών Θεμάτων της ΕΕ Ylva] Johansson”, (Η ΕΕ σχεδιάζει να παραχωρήσει στους Ουκρανούς δικαίωμα παραμονής μέχρι 3 χρόνια).

3 Για τις τελευταίες περίπου δύο δεκαετίες, η ΕΕ ενδιαφερόταν να ενσωματώσει την Ουκρανία ως μέρος του φιλόδοξου σχεδίου της να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ (και, όπως τώρα, και την Κίνα) ως υπερδύναμη, υποσχόμενη στις Ουκρανικές μάζες μια ύπαρξη ως μισθωτών εργατών στα επίπεδα που είχαν δει και σε άλλα κράτη της ΕΕ στην Ανατολική Ευρώπη. Όταν αυτή η προσέγγιση ανακόπηκε βίαια από τη Ρωσία το 2014, οι ΗΠΑ ανέλαβαν αυτές την πρωτοβουλία και η Ουκρανία χαίρει έκτοτε το στάτους ενός κράτους “εμπροσθοφυλακής”, αρκετά χρήσιμου για να εξασθενεί τον Ρώσο αντίπαλο αλλά όχι τόσο σημαντικού για να στεριώσει πλήρως. Η στρατιωτική βοήθεια και οι πιστώσεις από το ΔΝΤ διατήρησαν το κράτος και την κοινωνία του στο χείλος της κατάρρευσης. Η μιζέρια που παρήγαγαν οι περιπέτειές της στην επέκταση προς Ανατολάς δεν προέτρεψαν την ΕΕ να επιδείξει οποιαδήποτε “αλληλεγγύη”.

4 Στμ. Κατά τα άλλα ΕΕ και ελληνικό κράτος καταγγέλλουν άλλους για “εργαλειοποίηση” του “προσφυγικού”!

5 “Τα κόστη μιας εξέγερσης θα είναι τεράστια – τα μέλη του ΝΑΤΟ ξέρουν πολύ καλά τον φόρο αίματος που έχει μια σύγκρουση, μετά από δεκαετίες εμπλοκής στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Ο ανθρώπινος πόνος θα απλωθεί, καθώς ο μέσος χρόνος μιας εξέγερσης εκτιμάται στα 10 περίπου χρόνια. Πρόσφυγες θα κινηθούν με τον καιρό προς την Ευρώπη· οι πρόσφυγες θα έχουν όλο και λιγότερους δικούς τους πόρους για να στηριχθούν όταν φτάσουν εκεί, καθώς θα μαίνεται ο πόλεμος. […] Παρά το κόστος, τα μέλη του ΝΑΤΟ θα πρέπει να υποστηρίξουν οποιαδήποτε προσπάθεια της Ουκρανίας να αποσπάσει με τη βία πίσω τον έλεγχο από τον γράπωμα της Ρωσίας. Η κυβέρνηση και ο στρατός της Ουκρανίας έχουν στείλει κάθε δυνατό σήμα ότι σκοπεύουν να πολεμήσουν, και να πολεμήσουν σκληρά, για να κρατήσουν τη χώρα τους. Είτε το ΝΑΤΟ υποστηρίξει αυτή την μάχη είτε όχι, η Ουάσινγκτον είναι πιθανόν να υποστεί μια “ανάκρουση”, καθώς η Μόσχα θα δει το χέρι των ΗΠΑ επί τω έργω. Σε αυτή την περίπτωση, και αν πρέπει ήδη να υποστεί την ανάκρουση, είναι προτιμότερο να απολαύσει κανείς τα οφέλη της υποστήριξης” (CSIS Scenario Analysis on a Ukrainian Insurgency).

6 Καθώς γράφεται τι παρόν, αυτοί που έχουν μείνει δεν υποχρεώνονται (ακόμα) να πάρουν τα όπλα. Αυτό οφείλεται (τουλάχιστον) εν μέρει, στην έλλειψη όπλων, την έλλειψη πολεμικής εμπειρίας τους και σε διάφορα προβλήματα επιμελητείας. Δεν υπάρχει, φυσικά, εγγύηση ότι αυτό θα παραμείνει έτσι. Πραγματικά, το ουκρανικό υπουργείο εσωτερικών αναφέρεται να γράφει: “Σήμερα είναι η στιγμή που κάθε Ουκρανός που μπορεί να προστατέψει το σπίτι του πρέπει να πάρει τα όπλα. Όχι απλά για να βοηθήσει τους στρατιώτες μας αλλά για να καθαρίσει την Ουκρανία από τον εχθρό, μια για πάντα”.

7 Διεθνείς ειδησεογραφικές αναφορές, όπως αυτές που παρατίθενται στο κυρίως κείμενο, προσδιορίζουν τον πατριωτισμό ως το καθοδηγητικό κίνητρο των Ουκρανών, μαζί με κάποιο μείγμα αφοσίωσης στην ελευθερία, τη δημοκρατία, τις πολιτικές ελευθερίες, τον αντιφασισμό ή “τη Δύση”, για τους μη Ουκρανούς εθελοντές. Αυτή η διάκριση προτάσσεται επίσης από το ουκρανικό κράτος: “Περισσότεροι από 140 χιλιάδες Ουκρανοί, ως επί το πλείστον άντρες, επέστρεψαν από την Ευρώπη. Δεκάδες χιλιάδες κατατάχτηκαν στις Τοπικές Δυνάμεις Άμυνας [Territorial Defense Forces]. Φυσικά, υπάρχουν και εκείνοι που το έσκασαν. Αλλά ολόκληρος ο κόσμος βλέπει τώρα πώς μάχεται ο ουκρανικός λαός για την πατρίδα του. Υπάρχουν ήδη πάνω από 20 χιλιάδες εκκλήσεις από ξένους που είναι έτοιμοι να έρθουν στην Ουκρανία και να προστατέψουν τον κόσμο από τους Ρώσους Ναζί στο ουκρανικό μέτωπο. Έτσι ώστε η κατάρα του Κρεμλίνου να μην εξαπλωθεί” (Υπουργός Άμυνας της Ουκρανίας Reznikov Oleksii). Αν και η προσήλωση κάποιων από αυτούς τους εθελοντές στις αξίες που τους αποδίδονται είναι αμφισβητήσιμη, εδώ εστιάζουμε στους Ουκρανούς πατριώτες. Σε κάθε περίπτωση, όποια και αν είναι τα προσωπικά τους κίνητρα – από την ήττα του φασισμού μέχρι την υπεράσπιση της “λευκής φυλής” – πρακτικά όλοι κατατάσσονται εθελοντές ως μέσα για την αυτοάμυνα του ουκρανικού κράτους.

8 On the Strategy of Military Security of Ukraine [Για την Στρατηγική της Στρατιωτικής Ασφάλειας της Ουκρανίας]. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα και την από μεταφραστική μηχανή απόδοσή τουσε ένα παράρτημα, παρακάτω.

Ουκρανία 2022

Rolan Simon1

το κείμενο σε pdf

Η πτώση του Σοβιετικού καθεστώτος θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην πτώση της σχεδιασμένης οικονομίας και, επομένως, στην εξαφάνιση της κρατικής ιδιοκτησίας. Ο υποχρεωτικός σύνδεσμος ανάμεσα στα τραστ και τα εργοστάσια εντός των τραστ θα έσπαζε. Οι πιο ευνοημένες εταιρείες θα αφήνονταν να τα βγάλουν πέρα μόνες τους. Θα γίνονταν ανώνυμες εταιρείες ή θα υιοθετούσαν κάποια άλλη μεταβατική μορφή ιδιοκτησίας όπως η διανομή κερδών στους εργάτες. Τα κολχόζ θα αποσυντίθονταν την ίδια στιγμή, και πιο εύκολα. Η πτώση της τωρινής γραφειοκρατικής δικτατορίας χωρίς την αντικατάστασή της από μια καινούρια σοσιαλιστική εξουσία θα ανήγγειλε λοιπόν την επιστροφή στο καπιταλιστικό σύστημα με μια καταστροφική παρακμή στην οικονομία και τον πολιτισμό”.

(Τρότσκυ, La révolution trahie2, éd. Grasset 1936, σελ.283 – μετάφραση Βίκτορ Σερζ)

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν είναι ένας παγκόσμιος πόλεμος, αλλά είναι ένας πόλεμος σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στην κρίση, η αναδιάρθρωση είναι σε αδιέξοδο

Κάθε φάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής περιλαμβάνει την στρατιωτική του διαμόρφωση, η σχέση εκμετάλλευσης ως ταξική πάλη είναι τόσο οικονομική όσο και πολιτική και στρατιωτική. Στην πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, όλοι οι πόλεμοι θέτουν αντίπαλους όχι μόνο δυο εχθρούς, που διεκδικούν ανταγωνιστικούς στόχους, αλλά, πάνω απ’ όλα, δυο εχθρούς που συγκροτούνται και κατασκευάζονται από την πόλωση της ίδιας αντίθεσης, ο καθένας αντιπροσωπεύοντας έναν πόλο και φέρνοντας εντός του ακόμα και την ύπαρξη και την αναγκαιότητα του άλλου3.

Στην πραγματικότητα, μετά την κρίση του 2008, δηλαδή την κρίση του τρόπου παραγωγής όπως αναδιαρθρώθηκε στα χρόνια 1970-1980, η αντίθεση που πρέπει να λυθεί παγκοσμίως είναι αυτή της αποσύνδεσης της διαδικασίας παραγωγής αξίας για το κεφάλαιο από την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, που αποτελούσε την αρχή ακόμα και της ίδιας της παγκοσμιοποίησης της συσσώρευσης. Είναι ζήτημα της επαναδιαμόρφωσης σε παγκόσμιο επίπεδο της συσσώρευσης του κεφαλαίου και της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Δεν θα υπάρξει επιστροφή σε μορφές εθνικής συσσώρευσης ή ακόμα και μπλοκ. Στην σύγκρουση ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Κίνα και τη Ρωσία η πρόκληση είναι να ξέρουμε ποιο μπλοκ, μέσα από τις αντιπαλότητες και τις συμμαχίες μεταξύ αυτών των τεσσάρων δυνάμεων, θα μπορέσει να επιβάλλει ένα ιεραρχικό αλλά βιώσιμο μοντέλο για τον “ηττημένο”4.

Το κεφάλαιο δεν παράγει ποτέ το ίδιο τις λύσεις των αντιφάσεών του, ούτε στην μοναδική ανταγωνιστική σύγκρουση μεταξύ δυνάμεων. Στη βάση υπάρχει πάντα η εκμετάλλευση, που σημαίνει ότι αυτή η σύγκρουση αποκτά νόημα μόνο στην σύγκρουση με το προλεταριάτο. Είναι η πάλη της ηττημένης τάξης, οι τρόποι και οι “κοινωνικές επινοήσεις”, οι αναγκαίες για να νικηθεί αυτή η τάξη, που διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά της αναδιάρθρωσης. Η πραγματική υπαγωγή [της εργασίας στο κεφάλαιο] είναι πάντα εν τω γίγνεσθαι5. Αλλά, αυτή τη στιγμή, ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Ρωσία, ούτε η Κίνα ούτε η Ευρώπη δεν αντιπροσωπεύουν μια αναδιάρθρωση εν τω γίγνεσθαι, το παιχνίδι, μέχρι και τον πόλεμο μεταξύ των δυνάμεων αυτών, είναι μόνο η έκδηλη ύπαρξη της αντίθεσης που πρέπει να επιλυθεί και η αντίθεση αυτή τις διατρέχει, αναπαράγοντας σε κάθε μια από αυτές τους όρους της. Για όλες τους, η αντίθεση είναι στο τραπέζι ως φύση του Κράτους και σχέση ανάμεσα στην αξιοποίηση του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο. Αλλά η αναδιάρθρωση έχει τελματώσει.

Αν το ερώτημα σήμερα σήμερα τίθεται με τόσο βίαιο τρόπο, αυτό συμβαίνει γιατί έχουμε φτάσει στο όριο των “με κάθε κόστος” και κάθε “γενναιοδωρία” όλων των Κεντρικών Τραπεζών6. Στην κρίση του 2008, η αποσύνδεση της δυναμικής της παγκοσμιοποίησης έγινε το εμπόδιό της, οι τομείς Ι και ΙΙ της αναπαραγωγής δεν συναρθρώνονταν πλέον, η κρίση της υπερσυσσώρευσης είχε γίνει ταυτόσημη με την κρίση υποκατανάλωσης, η ισορροπία των υπο-επενδύσεων, που είχε διατηρήσει το ποσοστό κέρδους, καταρρέει σε νομισματική κακοδιαχείριση7 και ο πληθωρισμός ενδυναμώνει περισσότερο αυτή την αποσύνδεση. Αν θεωρήσουμε την αποσύνδεση [της αξιοποίησης του κεφαλαίου από την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης] ως την ουσία της δυναμικής της παγκοσμιοποίησης κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια, τότε πρόκειται για έναν κόσμο που έχει μπει σε κρίση και πρέπει να ανανεώσει τον εαυτό του. Αυτός ήταν ο κόσμος της αμερικανικής παγκοσμιοποίησης8.

Η κρίση της αμερικανικής παγκοσμιοποίησης

Αυτός ο κόσμος, από τη φύση του αναδιαρθρωμένου κεφαλαίου ως ρευστότητας της παραγωγής, συνεπούς με την απόσπαση σχετικής υπεραξίας, ήταν αναγκαστικά παγκοσμιοποίηση. Αυτό επιβεβαιώθηκε το 1990 με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του Ανατολικού μπλοκ. Η αποεθνικοποίηση των κεντρικών κρατών και το τέλος της διεθνοποίησης, δηλαδή των σχέσεων μεταξύ “ολοκληρωμένων εθνικών συστημάτων”, ήταν επίσης το τέλος της εργατικής ταυτότητας, της οποίας η ΕΣΣΔ ήταν γεωπολιτικά, και ως κράτος, η αντιπροσώπευση: με άλλα λόγια η αποκρυστάλλωση μιας παγκόσμιας δομής της ταξικής πάλης (με ό,τι και αν σκεφτόμαστε για αυτήν)9.

Διαχωρίζοντας την αξιοποίηση και την κυκλοφορία του κεφαλαίου από την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, η παγκοσμιοποίηση έχει διασπάσει περιοχές συνεκτικής αναπαραγωγής εντός εθνικών και περιφερειακών συνόρων10. Αυτή η ρήξη δημιούργησε μια παγκόσμια αταξία11 που έπρεπε να ρυθμίζεται διαρκώς από τη βία με στρατιωτικές επιχειρήσεις προσομοιωμένες ως αστυνομικές επιχειρήσεις12. Από την εξαφάνιση της ΕΣΣΔ, η αμερικανική ρύθμιση της αταξίας, έχει υπάρξει η μόνιμή της διαχείριση, αδιάφορη προς μια σταθερή διαμόρφωση του κοινωνικού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επεδίωξαν να κατακτήσουν τον κόσμο αλλά να ρυθμίσουν την αταξία μέσα από ένα σύστημα διαφορετικό από αυτό του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών. Αυτό είχε συχνά ως αποτέλεσμα στοχευμένα μακελιά, ως ρυθμιστικές ενέργειες με σκοπό την απάλειψη της διάκρισης ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη, μια διάκριση που προϋποθέτει μια τοπική διαχείριση της “κοινωνικής ειρήνης”13. Ήταν ο “Παγκόσμιος Πόλεμος ενάντια στον Τρόμο”: παγκόσμιος και, από φύση, χωρίς τέλος. Ιδανικά, τα κράτη δεν θα ήταν πλέον απλά κυβερνήτες επαρχιών.

Οι τοπικοί αυτόνομοι πολέμαρχοι ήταν εξουσιοδοτημένοι να εμπλακούν σε τοπικούς πολέμους κατάκτησης, επανακατάκτησης ή βαλκανοποίησης (πρώην Γιουγκοσλαβία, Καύκασος, Εγγύς και Μέση Ανατολή – συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ – Κολομβία, Κεντρική Αμερική, Μεξικό, Ινδονησία) σε, κατά περίσταση, συμμαχία με κάθε λογής δίκτυα μαφίας, του μοναδικού παγκόσμιου κλάδου του κεφαλαίου που κατέχει τόσο χρηματιστικό κεφάλαιο όσο και μόνιμη τοπική βία14.

“Ιδανικά” η βία θα ήταν η συνέχιση της οικονομίας με άλλα μέσα, χωρίς πολιτικές διαμεσολαβήσεις, με την εξαίρεση μεταβλητών βαθμών παρεμβάσεων “πυγμής”, “αναγκαστικών ειρηνευτικών αποστολών”, αστυνομικών αποστολών, ανθρωπιστικών αποστολών (που προήγαγαν την συμμετοχή στην “οικονομία της αγοράς”). Εν πάσει περιπτώσει, δεν υπήρχαν διαπραγματεύσεις για την εδραίωση μια “βιώσιμης ζωής για τον ηττημένο”. Τοπικά, μπορούσαν να σχηματιστούν αντικρουόμενα υποσυστήματα (πολλαπλοί αντίπαλοι/εχθροί) που δεν απαιτούν την παρέμβαση του “ηγέτη”.

“Ιδανικά”, ήταν ζήτημα της a priori επιβεβαίωσης του “κοσμοπολιτισμού15 των αμερικανικών συμφερόντων με την αποδόμηση των εθνικών κυριαρχιών και της λογικής της εδαφικής γειτνίασης, της ανασύνθεσης των παραγωγικών, εθνικών, πολιτικών, θρησκευτικών ή ιδεολογικών στοιχείων σε διεθνικούς λειτουργικούς “κλάδους”, πάνω στους οποίους ασκείται η “φυσική ηγεσία” των Ηνωμένων Πολιτειών”, το ίδιο ισχύει και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για να γίνει αυτό, έπρεπε να εξαφανιστούν τα κράτη ή τα κοινωνικά κινήματα, εχθρικές αντάρτικες ομάδες που μπλοκάρουν την αγορά, τη ροή των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου, την “απελευθέρωση” του εργατικού δυναμικού. Από την μια πλευρά, η οικονομική και στρατιωτική παγοσμιοποίηση, ρυθμιζόμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ήταν “βαλκανοποίηση”, με την καταστροφή κάθε εθνικής κυριαρχίας ή ρυθμίσεων, και, από την άλλη, μια μορφή “αποβαλκανοποίησης”, επανένωσης αυτού του κόσμου μέσα από την κατασκευή ενοποιημένων οικονομικών χώρων σύμφωνα με λογικές μη εθνικής κυριαρχίας. Η αμερικανική παγοσμιοποίηση είχε συνδυάσει δύο στρατηγικές: τη “διεύρυνση αλά Κλίντον” και την “πολιτισμική γκετοποίηση” της Ρεπουμπλικανικής δεξιάς.

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν επίσης ζήτημα εγκατάλειψης συμμαχιών με καθορισμένη εδαφικότητα, ήταν η στιγμή της “απαρχαιοποίησης του ΝΑΤΟ” και της εταιρικής σχέσης με τη Ρωσία. Το ΝΑΤΟ γινόταν μια καινούρια επιθετική συμμαχία απέναντι σε πιθανότητες ανασφαλειών, χωρίς προκαθορισμένη ζώνη. Δεν επρόκειτο για μια συμμαχία των Ηνωμένων Πολιτειών με το “κυρίαρχο ρωσικό κράτος”, ήταν η Ρωσία, και οι περιβάλλουσες αυτήν χώρες, που είχαν γίνει οι ίδιες μια “μεθόριος διεύρυνσης”, με την αμερικανική έννοια της μεθορίου. Με όρους της συμφωνίας: “Το ΝΑΤΟ βοηθά στρατιωτικά τον εκδημοκρατισμό και την επέκταση της φιλελεύθερης καπιταλιστικής οικονομίας στη Ρωσία και την περιφέρειά της”.

Μέχρι που το “ιδεώδες” αυτό κατέρρευσε στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, στην αναπόφευκτη αναγκαιότητα της εμπλοκής στο πεδίο, ακολουθούμενης από τις κατοχές. Στις Αραβικές χώρες γύρω από τη Μεσόγειο, οι προλεταριακές και διαταξικές εξεγέρσεις είχαν σημάνει την χρεωκοπία μιας καπιταλιστικής τάξης, συγκροτημένης ως πελατειακής ολιγαρχίας που έχει συγχωνευθεί με τον κατασταλτικό μηχανισμό του Κράτους, που μετασχημάτιζε σε δραστηριότητες παραγωγής προσόδου οποιαδήποτε παραγωγή ή υπηρεσία θα μπορούσε να μπει στην ροή αξιοποίησης του παγκοσμίου κεφαλαίου. Σε ολόκληρες άλλες ζώνες, όπως η Κεντρική Ασία, η Κεντρική Αμερική ή η Αφρική, η μπουρζουαζία, η γραφειοκρατία, οι μαφίες, η αστυνομία και ο στρατός διαμόρφωναν μονοπώλια, διαχειριζόμενα ξένες επενδύσεις και δραστηριότητες που θα μπορούσαν να συναρθρωθούν με την παγκόσμια διαδικασία παραγωγής αξίας και να δημιουργούν μια μόνιμη απόκλιση ανάμεσα στη μάζα της αποδεσμευόμενης εργασίας και της απορρόφησής της ως εργατικής δύναμης.

Ένας τρόπος εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης σε μια παγκόσμια κλίμακα, και αξιοποίησης του κεφαλαίου, έχει “ξεμείνει από καύσιμα” και καταρρέει καθώς επιδεινώνεται.

Η ταύτιση, στην τρέχουσα κρίση, ανάμεσα στην κρίση υπερσυσσώρευσης και υποκατανάλωσης σημαίνει ότι η αποσύνδεση ανάμεσα στην διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης έχει γίνει ένα πρόβλημα16. Σε αυτή την ταύτιση κρίσεων, η αποσύνδεση, που ήταν λειτουργική σε μια φάση του τρόπου παραγωγής, γίνεται αντιφατική προς τις ίδιες τις επιδιώξεις της17. Αυτό τόσο στο επίπεδο της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής του επιτεύγματος να καταστούν οι Ηνωμένες Πολιτείες ο καταναλωτής για την έσχατη ανάγκη, όσο και στο επίπεδο, εξίσου σημαντικό και, πιθανόν, πιο σημαντικό για το μέλλον, της “εθνικήςανάπτυξης των “αναδυόμενων καπιταλισμών”.

Η σχέση ανάμεσα στην οικονομία και τη βία έχει απλοποιηθεί από τη δημιουργία των εθνών-κρατών από τον 17ο μέχρι και τον 19ο αιώνα, και στη συνέχεια από τον διπολισμό Ανατολής/Δύσης, στη διάρκεια της πρώτης φάσης της πραγματικής υπαγωγής. Η αμερικανική διαχείριση της αταξίας της παγκοσμιοποίησης, συνιστώμενη στην αποδόμηση της κυριαρχίας των εθνών-κρατών και των λογικών γειτνίασης, έχει παραγάγει μια πολλαπλασιαζόμενη, ανεξέλεγκτη, εντροπική κατάσταση18.

Ολόκληρη η γεωγραφία της παγκόσμιας αναπαραγωγής του κεφαλαίου, και η ζωνοποίησή της “πάνω σε μια άβυσσο”, καταρρέει19. Αυτό που ήταν ένα σύστημα δεν είναι πια: λιτότητα, μείωση μισθών κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης δεν μπορούν να τροφοδοτήσουν πλέον αποδόσεις σε μια μελλοντική αξιοποίηση του χρηματιστικού κεφαλαίου που τροφοδοτείται το ίδιο από τα “board tickets”. Δεν θα πάμε πίσω, αλλά η παγκοσμιοποίηση μπορεί να πάρει μια τροπή που αυτή την στιγμή είναι απροσδιόριστη και που δεν θα μπορούσε να είναι παρά μια λειτουργία νέων μεθόδων αξιοποίησης του κεφαλαίου, δηλαδή της σχέσης εκμετάλλευσης20.

Αυτή η αποσύνδεση ήταν ένα παγκόσμιο σύστημα. Στην κατάρρευση αυτού του συστήματος (μια χαοτική κατάσταση στην οποία το χάος δεν μπορεί να ρυθμιστεί πλέον) αναδύεται η ανάγκη για μια επαναρρύθμιση του παγκόσμιου κύκλου του κεφαλαίου που να υποκαθιστά την τρέχουσα παγκοσμιοποίηση. Μια επαναεθνικοποίηση των οικονομιών που να υπερβαίνει διατηρώντας την παγκοσμιοποίηση21, μια αποχρηματιστικοποίηση του παραγωγικού κεφαλαίου, νέες μεθόδους ενσωμάτωσης της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στον κανονικό κύκλο κεφαλαίου είναι μόνο ερωτήματα και υποθέσεις προς το παρόν.

Η αναδιάρθρωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν ακολουθεί ποτέ ένα σχέδιο, αλλά χτίζεται στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις της παγκόσμιας καπιταλιστικής τάξης και πάνω απ’ όλα από την αντιπαράθεση με το προλεταριάτο. Η φράξια της καπιταλιστικής τάξης που μπορεί να επιβληθεί πάνω στις άλλες και να δημιουργήσει μια βιώσιμη ιεραρχία για ολόκληρη την παγκόσμια τάξη είναι αυτή που αποφασίζει και αναδιαμορφώνει τη σχέση εκμετάλλευσης. Οι εσωτερικές μάχες της καπιταλιστικής τάξης, εθνικά και παγκόσμια, μέχρι και τον πόλεμο, που είναι μόνο η συνέχισή τους, έχουν νόημα μόνο για την εύρεση της καλλίτερης λύσης για την ανανέωση της εκμετάλλευσης για το σύνολο του κεφαλαίου.

Ο Πούτιν δεν είναι μόνος

Αν ένα έθνος επιδεικνύει για αιώνες την θέλησή του να υπάρξει και να συγκροτήσει τον εαυτό ως μια κρατική οντότητα, όλες οι προσπάθειες να καταπνιγεί αυτή η εξέλιξη με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το μόνο που θα κάνουν είναι να εισαγάγουν μια χαοτική διάσταση στην συνολική διαδικασία της οικουμενικής ιστορίας” (M.Khvylovy, παρατιθέμενο από τον Zbigniew Kowalewski, L’Ukraine, réveil d’un peuple, reprise d’une mémoire, Revue Hérodote, Les Marches de la Russie, 1989)22.

Κρίση της αμερικανικής παγκοσμιοποίησης: η κρίση διορθώνεται στο παγκόσμιο επίπεδο σε δυο βασικούς θύλακες: Ρωσία και Κίνα και, έναν τρίτο, στο περιφερειακό επίπεδο: Ιράν. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις τρεις αυτές περιπτώσεις, το Κράτος κυριαρχεί στην οικονομία και δεν έχει ενδώσει σε ένα διαχωρισμένο Κράτος. Στη Ρωσία, το Κράτος δεν είναι το Κράτος της καπιταλιστικής τάξης, το γενικό κυβερνητικό συμβούλιό της, αλλά είναι η καπιταλιστική τάξη (οι ολιγάρχες) που είναι η καπιταλιστική τάξη του Κράτους. Η σοβιετική γραφειοκρατία δεν έχει ολοκληρώσει ακόμα, έστω και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, την μακρά πορεία της να οδηγθεί στο να γίνει μια συνηθισμένη καπιταλιστική τάξη, απαλλαγμένη από τις επαναστατικές απαρχές της. Όσο δε αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία, είναι απλά ζήτημα της διατήρησης διαιρέσεων στο εσωτερικό της· δεν απότελεί πια ένα κεντρικό ζήτημα ή έναν δυνάμει αντίπαλο23, έστω και αν παίζει έναν σημαντικό ρόλο στον πόλεμο στην Ουκρανία. [Η ΕΕ παίζει ρόλο] πρώτον με την εδαφική συνέχεια που προσφέρει στην Ουκρανία με τη μεταφορά πολεμικής βοήθειας24, αλλά, επίσης, με τις εσωτερικές πολιτικές διαστάσεις μεταξύ των κρατών-μελών και εντός των ίδιων των κρατών, διαστάσεις που, ξαφνικά, ο πόλεμος ανέδειξε έντονα όσον αφορά τις σχέσεις με τη Ρωσία. Η απώλεια γεωπολιτικής κεντρικότητας αυτή τη στιγμή οφείλεται στην αδυναμία της να αποτελέσει μια μοναδική δύναμη, αλλά το γεωπολιτικό ζήτημα προκύπτει από το γεγονός ότι η ΕΕ δεν αντιπροσωπεύει έναν όρο της αντίφασης που πρέπει να ξεπεραστεί25. Δεν είναι ούτε μεγάλη κυρίαρχη δύναμη ούτε αιχμή της παγοσμιοποίησης, ούτε το ένα ούτε το άλλο, γιατί η ΕΕ έμεινε στα μισά του δρόμου της αναδιάρθρωσης της εκμετάλλευσης που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970, παρ’ όλες τις προσπάθειες των Σαρκοζύ, Ολλάντ, Μακρόν, Σρέντερ, Μέιτζορ, Τζόνσον (για να μην πάμε πίσω στην Θάτσερ…)26.

Αλλά αν αυτή η κρίση αποκρυσταλλώνεται σε μια σύγκρουση της “Δύσης” με αυτούς τους δυο θύλακες [τη Ρωσία και την Κίνα], αυτό συμβαίνει πρώτον επειδή η παγκοσμιοποίηση έγινε αντιπαραγωγική για αυτήν την ίδια: τα ίδια τα όριά της και οι αντιφάσεις της βρίσκονται μπροστά της, στην σχέση της με αυτό, που στην κρίση, αναδύεται και συγκροτείται ως το Άλλο της. Η “Δύση” και η Ρωσία δεν έχουν κάποια εσώτερη ουσία που να τις οδηγεί να ορίζουν τον εαυτό τους ως πόλους της ίδιας αντίφασης της παγκοσμιοποίησης ως έχει, το πολύ-πολύ έχουν κάποιες προδιαθέσεις που προκύπτουν από την ιεραρχική τους θέση στο σύστημα, είναι η σχέση ανάμεσα στους όρους της αντίφασης που βαθμιαία παράγει την αποκρυστάλλωσή της και προσδίνει σε κάθε όρο μια εθνική ύπαρξη εκ της οποίας η αντίφαση γίνεται γεωπολιτική27.

Στην αντιπαράθεση Ηνωμένων Πολιτειών (Δύση)/Ρωσίας αλλά επίσης και Ιράν, Τουρκίας κλπ.· η Κίνα, σε ένα άλλο ακόμα επίπεδο, ξετυλίγει τις πιθανές λύσεις στην παγκόσμια επαναρρύθμιση της εκμετάλλευσης. Κανένα Κράτος (κανένας πρωταγωνιστής) δεν αντιπροσωπεύει έναν μοναδικό όρο αλλά για κάθε κράτος ένας όρος παίζει τον κυρίαρχο της σχέσης.

Η παρούσα κρίση αποκαλύπτει την απόλυτη ταύτιση ανάμεσα στην υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου και την υποκατανάλωση των εργατών ως μιας γενικής διαδικασίας των κρίσεων του τρόπου παραγωγής. Η φτώχεια έχει γίνει ένα πρόβλημα. Αν αυτή η κρίση μπόρεσε να πάρει τη μορφή αυτής της ταύτισης, και να την αποκαλύψει, αυτό έγινε επειδή η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης είχε γίνει το αντικείμενο, όπως είπαμε, μιας διπλής αποσύνδεσης. Από τη μια αποσύνδεση ανάμεσα στη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου και της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, και, από την άλλη, αποσύνδεση της κατανάλωσης των εργατών από τους μισθούς τους ως εισοδήματος.

Τα ζητήματα είναι τώρα στο τραπέζι: η φύση του Κράτους· η σχέση ανάμεσα στην παραγωγή αξίας για το κεφάλαιο και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης· οι τρόποι κινητοποίησης αυτής της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο· οι τροπικότητες της μισθωτής σχέσης στην σχέση ανάμεσα στην απασχόληση/την ανεργία/την επισφάλεια· τις σχέσεις ανάμεσα στον μισθό/το εισόδημα/την πίστωση. Η πτώση του ποσοστού κέρδους είναι πάντα κυκλική, λεπτομερής, καθορισμένη, τόσο ιστορικά όσο και τοπικά.

Σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο κλίμακας και συγκρουσιακότητας από τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία, με την άμεση και παγκόσμια αντιπαράθεση μεταξύ των όρων που διακυβεύονται με την χρεωκοπία της παγκοσμιοποίησης, στην Ελλάδα, μετά τις ταραχές του 2008, η ταξική πάλη έφερε ήδη στο φως, με τις ιδιαιτερότητες που είναι συγκεκριμένες για την Ελλάδα, τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του τρόπου αξιοποίησης και συσσώρευσης του κεφαλαίου που είχε μόλις μπει σε κρίση.

Οι όροι της αντίφασης που μπορούσε κανείς να αποδόσει, εν είδει καρικατούρας, στην Ελλάδα, από την μια πλευρά ως διατήρηση του οικονομικού συστήματος και, από την άλλη, ως αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης από το ίδιο το κεφάλαιο, δεν ήταν παρά νεκρές στιγμές, ο κάθε όρος δεν είχε παρά να μέμφεται τον άλλον για αυτό που είναι. Καθένας παρέμεινε περιορισμένος στους ίδιους τους όρους της κρίσης και επαναλάμβανε χωρίς τέλος τον συγκεκριμένο ρόλο του. Η σχέση, όμως, του Σύριζα με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, “επισημοποίησε” τις συγκεκριμένες αντιφάσεις της τρέχουσας κρίσης.

Στο όνομα του καπιαταλιστικού τρόπου παραγωγής, ο Τσίπρας είχε πει στον Ντράγκι ότι [αυτός ο τρόπος] δεν μπορούσε πλέον να λειτουργήσει. Με αυτή την έννοια, και μόνο με αυτή, το εξάμηνο αδιέξοδο ανάμεσα στην “λαϊκιστική ριζοσπαστική αριστερά” και τους σοφούς, σεβάσμιους γραβατωμένους θεσμούς των Βρυξελών, της Φρανκφούρτης και της Ουάσιγκτον ήταν μια πραγματική σύγκρουση. Οι αντιθέσεις ήταν εκεί, εκπεφρασμένες, οι όροι πολωμένοι, αλλά χωρίς μια μαζική αντιπαράθεση με το προλεταριάτο είναι χωρίς ζωή, καταδικασμένοι να είναι καρικατούρες του εαυτού τους. Οι όροι αντικατοπτρίζονταν μόνο στον έναν από τους πόλους τους, το κεφάλαιο, επιδεικνύντας μόνο την “εμφάνιση” του προβλήματος28.

Παρόμοια, ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδοτεί ότι τα ζητήματα είναι ακόμα εδώ αλλά έχουν αλλάξει κλίμακα, ότι οι μεταστάσεις είναι παγκόσμιες και ότι, προς το παρόν, καμμιά καπιταλιστική λύση δεν μπορεί να ενοποιήσει την επίλυση των προβλημάτων που τίθενται. Η ιστορία συντίθεται από στιγμές καταστάσεις, γεγονότα που συνθέτουν αντιφάσεις που μέχρι τότε ζούσαν τη δική τους ζωή. Οι αντιθέσεις δεν χάνουν την ιδιαιτερότητά τους αλλά συναντιούνται, αλληλοδιεισδύονται. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ανήκει σε αυτό το είδος γεγονότων. Η αρχή είναι η ίδια, είναι η κρίση της παγκοσμιοποίησης, στη ρίζα της, ως κρίση αποσύνδεσης αλλά οι εκδηλώσεις είναι πολλαπλές, η καθεμιά με τη δική της σειρά, χαρακτηριστικά και διαστάσεις. Όλα συναρθρώνονται: ταξική πάλη, πολιτική, κρίση της πολιτικής, γεωπολιτικές συγκρούσεις.

Αυτό που διακυβεύεται από το 2008 και ύστερα είναι μια επαναδιαμόρφωση της παγκοσμιοποίησης μέσω των Κρατών και της εθνικής οργάνωσης και επιρροής τους. Ζούμε σε μια αναγκαία “εθνική στιγμή”, που δεν είναι η “λύση”, είναι μια στιγμή της κρίσης και μόνο μια ένδειξη της προοπτικής29. Θα είναι απαραίτητο “προς στιγμήν” (;) να περάσουμε μέσα από την ισχυροποίηση των κρατών ή των μπλοκ κρατών, εξ ου η σπουδαιότητα της Ουκρανίας για τη Ρωσία, χωρίς την οποία δεν είναι κράτος, ούτε οικονομικά, ούτε πολιτικά, ούτε ιδεολογικά.

Χωρίς την Ουκρανία, η Ρωσία δεν υπάρχει σαν κράτος και ποτέ δεν υπήρξε30. Για να έχει βαρύτητα, και να παίξει τον ρόλο της στην αναδιαμόρφωση της παγκοσμιοποίησης, της οποίας αυτή τη στιγμή αντιπροσωπεύει έναν από τους πόλους του “μπλοκαρίσματος”, τόσο γεωπολιτικά όσο και δομικά (εννοιολογικά), η Ρωσία πρέπει να ξεφύγει από την κατάρα του κράτους εισοδηματία διατηρώντας, ταυτόχρονα, τα περισσότερα από τα αποθεματικά της σε ξένα νομίσματα (συναλλαγματικά αποθέματα) και τροφοδοτώντας τον προϋπολογισμό της. Δύσκολη εξίσωση, αν όχι αδύνατη, να λυθεί, εκτός και αν βάλει όλο το στρατιωτικό της βάρος (αλλά, όπως είπε ο Ναπολέων: “Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα με τις ξιφολόγχες, εκτός από το να καθίσεις πάνω τους”).

Πρέπει να παραθέσουμε μακροσκελώς τον Thomas Gomart (διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων – IFRI) ο οποίος σχεδιάζει ένα σχετικό πανόραμα του μεγάλου παγκοσμίου παιχνιδιού που παίζεται τώρα και που η βία επιταχύνει.

“Αυτή είναι μια καθοριστική κρίση γιατί πλήττει την ισορροπία ισχύος όχι μόνο στην κλίμακα της Ευρώπης αλλά σε αυτήν της Ευρασίας, η οποία απλώνεται από τη Βρέστη μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Για τη Ρωσία, η Ουκρανία είναι ένα θέατρο ανάμεσα σε άλλα. Ο κύκλος των δυτικών επεμβάσεων τελείωσε στην Καμπούλ τον Αύγουστο του 2021 με άτακτη φυγή των Αμερικανών. Στο Συμβούλιο Ασφαλείας [του ΟΗΕ] οι ενέργειες της Ρωσίας δεν καταδικάστηκαν ούτε από την Κίνα, ούτε από την Ινδία, ούτε από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Σημειώστε, εν παρόδω, ότι αυτές οι δύο [τελευταίες] χώρες είναι οι “στρατηγικοί εταίροι” της Γαλλίας στην περιοχή του Ινδικού-Ειρηνικού. Ακόμα βαθύτερα, η επαναπροσέγγιση μεταξύ Κίνας και Ρωσίας δεν μπορεί παρά να επιταχυνθεί με την εφαρμογή των κυρώσεων της Δύσης κατά της Μόσχας. Θέλοντας να προσαρτήσει την Ουκρανία, η Ρωσία έχει όλο και πιο εμφανώς την ανάγκη της Κίνας, ως οικονομικής, χρηματιστικής και τεχνολογικής εναλλακτικής. Η καινούρια φάση ανοίγει με έναν πόλεμο ευρωπαϊκής εισβολής, που είναι λυπηρά κλασσικό, αλλά αδιαμφησβήτητα προαναγγέλει ανταγωνιζόμενους γεωοικονομικούς συνασπισμούς καθώς και μια παγκόσμια αναδιοργάνωση των ναυτιλιακών, χρηματοοικονομικών και πληροφοριακών ροών.

Υπάρχει μια επιτάχυνση της πάλης για την παγκόσμια κυριαρχία ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Χάρις στη Ρωσία, η δεύτερη μπορεί να αναγκάσει την Ουάσιγκτον να έχει ανοιχτά δύο μέτωπα: στην Κινεζική θάλασσα και στην Μαύρη και Βαλτική θάλασσα (…). Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, οι οικονομίες του σοσιαλιστικού μπλοκ και των καπιταλιστικών χωρών συνδέονταν ελάχιστα. Σήμερα, είναι εντονότατα συνδεδεμένες, πρωτίστως με την Κίνα αλλά, επίσης, και με τη Ρωσία. Εξ ου και η σπουδαιότητα του ελέγχου των θαλασσίων συνόρων αυτής της ηπειρωτικής οντότητας. Η μεγαλύτερη ένταση ασκείται στο σημείο επαφής ανάμεσα στην Ευρώπη και την περιοχή μεταξύ Βαλτικής και Μαύρης Θάλασσας (Βαλτικές χώρες, Μολδαβία, Ουκρανία, Γεωργία) που συνορεύουν με την Ρωσία. Η πρόκληση είναι ο έλεγχος του παγκόσμιου παραγωγικού μηχανισμού σε ένα πλαίσιο οξυμένων περιβαλλοντικών περιορισμών και επιτάχυνσης των δεδομένων σε παγκόσμιο επίπεδο(Le Monde, 3 Μαρτίου 2022).

Η ανάλυση είναι ακριβής αλλά δεν έχει αρχές31. Αυτό που “πλήττει την ισορροπία ισχύος” είναι οι όροι του μπλοκαρίσματος της συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα. Όλα λέγονται σε αυτές τις λίγες γραμμές εκτός από την αντίφαση της παγκοσμιοποίησης ως ολότητας που την κάνει να υπάρχει [η αντίφαση] και συγκεκριμενοποιεί τους όρους της σε εθνικό επίπεδο. Οι όροι της αντίφασης δεν είναι sui generis, είναι από τη φύση της ολότητας που οι όροι συγκεκριμενοποιούνται. Εντός της κρίσης της αμερικανικής παγκοσμιοποίησης, η Βεστφαλιανή32 πραγματικότητα των σχέσεων μεταξύ των κρατών επιστρέφει αλλά αποκλειστικά ως μια στιγμή της εσωτερικής κρίσης της παγκοσμιοποίησης.

Σε αντίθεση με τις Βεστφαλιανές συγκρούσεις, τώρα είναι η ολότητα που προηγείται και προκαλεί πόλωση μεταξύ των εθνών καθώς διατρέχει όλους τους πόλους της. Τα πάντα ορίζονται ξανά: η “ανελευθερία” της Ουγγαρίας του Όρμπαν και της Πολωνίας έλαβαν την συγχώρεσή τους, δεν υπάρχουν πια ολιγάρχες στην Ουκρανία, οι “φασιστικές” πολιτοφυλακές του Μαϊντάν του 2014 έχουν επιστρέψει σε δοξασμένες αυτο-πατριωτικές αμυντικές οργανώσεις και το καραγκιοζιλίκι της τηλεόρασης σε μια εικόνα της δημοκρατίας, ακόμα και το Ισραήλ, το κράτος της αναίσχυντης αποικιοποίησης και του θεσμικού απαρτχάιντ, αυτό που συσσωρεύει τις περισσότερες καταδίκες από τα Ηνωμένα Έθνη, προάγεται στον βαθμό του “διαμεσολαβητή”.

Με το αποτέλεσμα να μην είναι προκαθορισμένο, αυτό που φαίνεται σίγουρο είναι ότι κάθε κράτος, ως γενικός εκπρόσωπος της καπιταλιστικής του τάξης, η οποία θέλει να παίξει έναν ρόλο στην επερχόμενη αναδιαμόρφωση της παγκοσμιοποίησης, πρέπει να συγκροτηθεί ως μια σημαντική κυρίαρχη δύναμη σε έναν εθνικό χώρο με σχετικά συνεκτική αναπαραγωγή, έστω και αν η αναδιαμόρφωση της παγκοσμιοποίησης δεν μπορεί να είναι η επιστροφή της διεθνοποίησης αλλά ένα ακόμα απροσδιόριστο μείγμα, που θα έχει να επανασυνδέσει, όχι απαραίτητα σε εθνικό επίπεδο, την διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Από το 2004 και μετά, και την επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας (που ακολουθεί την μονομερή επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ), μετά το 2008, με την προσάρτηση μέρους της Γεωργίας, η Ρωσία έχει παίξει τον ρόλο της στην αναδιαμόρφωση αυτή. Για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Κλαούζεβιτς, αυτό το παιχνίδι είναι φτιαγμένο από πολλαπλές δεσμεύσεις33. Είτε στη Συρία, είτε στη Λιβύη, είτε σε αρκετές χώρες του Σαχέλ, είτε στην αντιπαράθεση με το ΝΑΤΟ στα σύνορά της (δεν θα προσπαθήσουμε να βρούμε ποιος άρχισε να μην τηρεί τις δεσμεύσεις του), είτε με την προσάρτηση της Κριμαίας, την αστυνομική παρέμβαση στην Λευκορωσία, και μετά την στρατιωτική παρέμβαση στο Καζακστάν, την αναγνώριση των αποσχισθέντων δημοκρατιών στην ανατολική Ουκρανία, την συντήρηση ενός λανθάνοντος πολέμου σε ολόκληρο το Ντονμπάς και, τώρα, με την εισβολή στην Ουκρανία, σε πολλαπλά σημεία εμπλοκής, ο τελικός στόχος είναι ένας πολιτικός στόχος. Αυτός ο στόχος είναι δεμένος με τόσες πολλές προϋποθέσεις και σκέψεις που δεν μπορεί πλέον να επιτευχθεί μέσα από μια μοναδική ενέργεια μεγάλης κλίμακας αλλά μόνο μέσα από έναν μεγάλο αριθμό λίγο-πολύ μεγάλων ενεργειών που συγκροτούν ένα όλον. Κάθε μια από αυτές τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις είναι μέρος ενός όλου και έχει έναν ιδιαίτερο σκοπό που την δένει με αυτό το όλον. Συγκεκριμένες δεσμεύσεις είναι γνωστές μόνο από τις κοινές αιτίες από τις οποίες προκύπτουν.

Η εισβολή στην Ουκρανία είναι μόνο μια συγκεκριμένη εμπλοκή, αλλά μια εμπλοκή που αντιπροσωπεύει, για να συνεχίσουμε να μιλάμε όπως ο Κλαούζεβιτς: το “υψηλό σημείο της επίθεσης”. Αλλά “η επίθεση” είναι μια διαρκής αποδυνάμωση του αντιπάλου καθώς αυτός προελαύνει, κάθε προχώρημα τον φέρνει πιο μακριά από τις βάσεις του, η “αμυντική μορφή του πολέμου” είναι αυτή καθεαυτή πιο δυνατή από την “επιθετική μορφή”: “Η αμυντική είναι η πιο δυνατή από τις μορφές διεξαγωγής ενός πολέμου(Κλαούζεβιτς, ό.π., σελ. 400-401). Η εισβολή στην Ουκρανία είναι αυτή η “κορύφωση”, σε πρώτη ματιά, στο στρατιωτικό πεδίο, με την εισβολή του ρωσικου στρατού, αλλά πρώτα, και πάνω απ’ όλα, σε σχέση με τον πολιτικό στόχο. “Κορύφωση της επίθεσης” μέσα από “πολλαπλές εμπλοκές” στην αναζήτηση του πολιτικού στόχου: να αποτελέσει, μπροστά στη Δύση, έναν όρο της αποκρυστάλλωσης των πόλων της αντίφασης στην οποία έχει βαλτώσει η παγκοσμιοποίηση και, συνεπώς, να παίξει στο μεγάλο παιχνίδι της αναδιαμόρφωσής της. Σε κάθε περίπτωση, η Ρωσία θα χάσει· θα υποτάξει μόνο μια περιοχή κατεστραμμένη και εγκαταλελειμμένη από το ένα τέταρτο του πληθυσμού της.

Η Δύση έχει στοιχηματίσει στην στρατηγική της μη τακτικής υποχώρησης (Κουτούζωφ εναντίον Ναπολέοντα· Μακ Άρθουρ εναντίον των Ρώσων και στην συνέχεια εναντίον των Κινέζων στην Κορέα· πολλά παραδείγματα δείχνουν ότι αυτή η στρατηγική δεν απαιτεί απαραίτητα το βάθος του ρωσικού χώρου) αλλά του “πολιτικού ‘βλέπουμε εκ των υστέρων’”: laissez faire34. Με προηγούμενες κατευναστικές δηλώσεις από τον Μπάιντεν, τον Μακρόν, τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, η Δύση “έσυρε” (σε εισαγωγικά, γιατί δεν ήταν ιδαίτερα δύσκολο: όταν θες να ρίξεις κάποιον κάτω, πρέπει να τον σπρώξεις από την πλευρά στην οποία έχει ήδη πάρει κλίση) την Ρωσία σε μια παγίδα όχι “θανάσιμη” (ιδιαίτερα μη θανάσιμη) αλλά εξασθένισης, αποδυνάμωσης35,36. Σε όλα τα Κοινοβούλια, ο Ζελίνσκι γίνεται δεκτός με αποθεωτικά χειροκροτήματα στις βιντεοδιασκέψεις, αντιγράφεται ακόμα και το χακί φούτερ με κουκούλα που φορά, αλλά ξέρει ότι δεν είναι παρά ένα πιόνι και είναι πολύ σπάνιο για ένα πιόνι να φτάσει τη βασίλισσα πριν το καταπιεί, σε μια ενέδρα, ένας αξιωματικός ή ένας πύργος, κάποιες φορές ακόμα και ένα άλογο. Πριν χειροκροτήσουν ομόφωνα της “αντίστασή” της (που διατηρείται με προσοχή μέσα σε συγκεκριμένα όρια37) όλοι οι δυτικοί ηγέτες πίεζαν την Ουκρανία να αποδεχτεί τις συμφωνίες του Μινσκ (2014), που προέβλεπαν μια αναθεώρηση του Συντάγματος της χώρας και την αντιπροσώπευση των αποσχισθέντων περιοχών.

Η Δύση στοχεύει σε να είδος “πατ” εξάντλησης για τη Ρωσία με απροσδόριστη διάρκεια και με τους Ουκρανούς να γίνονται ένα είδος αθροιστικής παράπλευρης απώλειας. Η επίτευξη του, αρχικά “περιορισμένου”, στόχου (Ουκρανία), δεν έχει πιθανότητα “επιτυχίας” για τη Ρωσία χωρίς να ακουμπήσει τις Βαλτικές χώρες και/ή την Πολωνία.

Όσο περισσότερο προωθείται ο εχθρός τόσο περισσότερο χάνει τις βάσεις του, τόσο περισσότερο πρέπει να διευρυνθεί ο πολιτικός του στόχος για να του φέρει τις θέσεις εκείνες που δεν ήταν δικές του και τις οποίες δεν μπορεί να υποστηρίξει ούτε να αναλάβει. Η Ρωσία μπορεί μόνο να ελπίζει και να περιμένει το σωσίβιο από την Κίνα αλλά, όπως σε κάθε συμμαχία, αυτός που κυριαρχεί σε αυτήν λατρεύει τους κομπάρσους του, ιδιαίτερα όταν εξασθενούν (η Κίνα είχει πολύ καλές σχέσεις με την Ουκρανία, Le Monde της 1ης Μαρτίου 2022).

Γνωρίζουμε την περίφημη φράση του Κλαούζεβιτς: “Ο πόλεμος είναι η επιδίωξη της πολιτικής με άλλα μέσα”, διατύπωση η οποια δεν είναι ακριβώς αυτή του κειμένου: “Προφανώς γνωρίζουμε ότι μόνο πολιτικές σχέσεις μεταξύ κυβερνήσεων και εθνών γεννούν πόλεμο38 (ο Κλαούζεβιτς παραμένει σε μια Βεστφαλιανή ιδέα του πολέμου αν και, εν παρόδω, επισημαίνει κάπου ότι η κατοχή ενός έθνους μπορεί να επιτευχθεί και να διατηρηθεί μόνο αν η κατοχική δύναμη απηχεί τις εσωτερικές συγκρούσεις του κατεχόμενου έθνους, σημείωση του συγγραφέα) αλλά, γενικά, φανταζόμαστε ότι αυτές οι σχέσεις σταματούν με τον πόλεμο οπότε και εδραιώνεται μια εντελώς διαφορετική κατάσταση, που υπόκειται στους δικούς της νόμους και μόνο σε αυτούς. Εμείς, αντίθετα, βεβαιώνουμε: ‘ο πόλεμος δεν είναι τίποτα άλλο από την συνέχιση των πολιτικών σχέσεων, συμπληρωνόμενων με άλλα μέσα’. Λέμε ότι καινούρια μέσα προστίθενται σε αυτόν, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα ότι ο ίδιος ο πόλεμος δεν βάζει τέλος σε αυτές τις πολιτικές σχέσεις, ότι δεν τις μετασχηματίζει σε κάτι εντελώς διαφορετικό, αλλά ότι αυτές συνεχίζουν, στην ουσία τους, να υπάρχουν, άσχετα από το ποια μέσα χρησιμοποιούν, και ότι τα βασικά νήματα που διατρέχουν τα γεγονότα του πολέμου, και στα οποία αυτά είναι προσδεμένα, είναι μόνο χαρακτηριστικά μιας πολιτικής που συνεχίζεται μέσω του πολέμου, μέχρι την ειρήνη” (Κλαούζεβιτς, ό.π., σελ. 703). Η εσωτερική λογική της πολιτικής για τον Κλαούζεβιτς (1780-1831) είναι το ξεπέρασμα, η επανα-απορρόφηση των συγκρούσεων όπως αυτές γεννιούνται από τις κοινωνικές σχέσεις της “κοινωνίας των πολιτών”, η πολιτική επιλύει πάντα μια συγκρουσιακότητα από την οποία είναι πάντα εξαρτημένη39. Είναι από κάθε άποψη ένας σύγχρονος του Χέγκελ, αν και η διαλεκτική του για την σχέση της “καθαρής έννοιας του πολέμου” και του “πραγματικού πολέμου” (τα δύο μέρη του έργου του De La Guerre40) δεν έχει καμμιά σχέση με την εγελιανή αυτο-πραγμάτωση της ιδέας αλλά αναφέρεται, μαζί με τον Μακιαβέλλι, στην κατά περίσταση αναζήτηση για την πραγματοποίηση μιας αναγκαιότητας στις ιδιοτροπίες της συγκυρίας.

Ο πόλεμος αντιπροσωπεύει την υψηλότερη στιγμή των συγκρούσεων, την αποκορύφωσή τους, χωρίς, όμως, να διαφέρει στη φύση από αυτές: αποφασιστική στιγμή όλων των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών, πολιτισμικών, ιδεολογικών συγκρούσεων, συμπεριλαμβανομένου του ότι είναι ένα ξαναγράψιμο της πάλης των τάξεων, από την οποία προέρχεται, ο πόλεμος τις φέρνει όλες μαζί στοσημείο ρήξης (Κλαούζεβιτς) της οργανωμένης βίας41.

Τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά αν οι συγκρούσεις και οι πόλεμοι εξέφραζαν άμεσα τις αντιθέσεις επί τω έργω της συσσώρευσης του κεφαλαίου και του τρόπου παραγωγής, γενικά. Όλες αυτές όμως εκφράζονται μόνο μέσα από όλες τις διαμεσολαβήσεις της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών δομών της και της ιστορίας τους. Τα κράτη υπάρχουν ως αναγκαία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, στη γένεση του οποίου συγκροτήθηκαν (17ος και 18ος αιώνες, μέχρις ότου η Αγγλία συνέθεσε όλα τα στοιχεία της γέννησης του κεφαλαίου ως ενός τρόπου παραγωγής δείτε Μαρξ: Το Κεφάλαιο, éd.Sociales, τ.3, σελ. 193)42. Τα κράτη, ως τέτοια, επιδιώκουν τους δικούς τους στόχους και αυτή η επιδίωξη ανήκει εξ ολοκλήρου στην αναπαραγωγή και την αναδιάρθρωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ο οποίος δεν είναι μια οντότητα που αναπαράγει τον εαυτό της χωρίς όλους εκείνους τους καθορισμούς που, χωρίς να είναι αυτο-καθορισμοί της έννοιας, κάνουν, παρ’ όλα αυτά, τα πράγματα να υπάρχουν όντως.

Μπορει κάποιος πάντα να πει, και δεν είναι ψέμματα, ότι οι προλετάριοι δεν χρειάζεται να διαλέξουν τους καταπιεστές τους και ότι, έτσι κι αλλιώς, δεν έχουν επιλογή. Αλλά, όπως και όλοι οι άλλοι, ζουν, υπάρχουν και παράγονται σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής που τους καθορίζει, και σκέφτονται, δρουν σύμφωνα με το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που τους καθορίζει. Είναι πιθανόν, εξαιτίας της ιδιαίτερης θέσης τους σε αυτές τις κοινωνικές σχέσεις, να βρεθούν εμπλεκόμενοι σε μια συγκυρία που τους οδηγεί να τις καταργήσουν και σε αυτό να είναι μόνοι. Αλλά, αν στην παρούσα στιγμή η “αναδιάρθρωση” δεν μπορεί να περάσει παρά μόνο μέσα από την ταξική πάλη, το κεφάλαιο, στην αντίφαση μέσα από την οποία παρουσιάζεται, έχει ήδη προκαταβάλει, στην μορφή του έθνους (κυριαρχία, λαϊκισμός, εθνικότητα), την “πολιτική” του προλεταριάτου. Τα ζάρια έχουν ριχτεί και είναι “πειραγμένα43.

Η κρίση της παγκοσμιοποίησης αλλάζει παντού (και στο κέντρο και στην περιφέρεια) σε μια πολιτική κρίση (δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε αυτό λέγοντας ότι αυτό που έχει σημασία είναι τα οικονομικά συμφέροντα επειδή αυτά έχουν μια “μορφή”). Στο αναδιαρθρωμένο κεφάλαιο, στη ρίζα αυτής της πολιτικής κρίσης, υπάρχει η εξαφάνιση της εργατικής ταυτότητας που έχει εντελώς αποσταθεροποιήσει τη λειτουργία του δημοκρατικού κράτους, που είναι ομοούσια με την αναγνώριση ενός πραγματικού κοινωνικού χάσματος και την ειρήνευσή του. Αυτή τη στιγμή, η ταξική πάλη (συμπεριλαμβανομένων των πλεοναζόντων πληθυσμών στο κέντρο και την περιφέρεια) σημαδεύεται από το χάσμα ανάμεσα στο έθνος και την παγκοσμιοποίηση με τη μορφή του κοινωνικο-πολιτικού χάσματος, καρδιά του οποίου έχει γίνει το κεντρικό θέμα των ανισοτήτων και της νομιμοποίησης του Κράτους. Για την ώρα, η κρίση της παγκοσμιοποίησης περνάει μέσα από λίγο-πολύ εθνικιστικά-λαϊκιστικά κινήματα με κεντρικό θέμα την διανομή του εισοδήματος, την εθνική κυριαρχία, την οικογένεια, τις αξίες, την εθνικότητα.

Όσον αφορά την Ουκρανία, πιο συγκεκριμένα, όσοι θεωρούν τον εθνικισμό ως απλά μια απόκλιση ή χειραγώγηση της εργατικής τάξης σημαίνει ότι δεν την θεωρούν ως μια τάξη αυτού του τρόπου παραγωγής αλλά ωσάν να συμμορφώνεται ουσιαστικά, έστω και με κάποιες ενδεχομενικές “αποκρύψεις”, με το “πρέπει-να-είναι” της. Ένα “πρέπει-να-είναι” του οποίου αποτελούν, αυτός είναι ο λόγος της ύπαρξής τους, τους μόνιμους εκπροσώπους, αναλλοίωτους αλλά πάντα απογοητευμένους, μέχρι την επόμενη44.

Η Ρωσία έχει βρεθεί να αντιπροσωπεύει ιδεολογικά, πολιτικά, πολιτισμικά και στην επιβεβαίωση της αντιπαράθεσής της με την Δύση, τον πόλο της απαίτησης για εθνική κυριαρχία μπροστά στην Δυτική παγκοσμιοποίηση, σε βαθμό που να προβλέπει και να προσβλέπει σε μια εύθραυστη αναδιοργάνωση της παραγωγής της, των συναλλαγματικών της αποθεμάτων, του συστήματος πληρωμών της, με ανεξάρτητο τρόπο. Αυτό της έδωσε, ως κέρδος, την αποκρυστάλλωση πολλών και ποικίλων φιλιών σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Πούτιν δεν είναι μόνος, εκπροσωπεί, με έναν όλο και πιο μονομερή τρόπο, έναν πόλο της αντίφασης που πρέπει να ξεπεραστεί. Στις 28 Ιανουαρίου, στη Μαδρίτη, έγινε μια συνάντηση των ακροδεξιών και εθνοκυριαρχικών κομμάτων και εκεί βρίσκονται η Μαρίν Λε Πεν, αλλά και ο Βικτόρ Όρμπαν, ο Τσέχος πρωθυπουργός και ο πρωθυπουργός της Πολωνίας, ο οποίος είναι και ο μόνος που στέκεται επικριτικά απέναντι στη Ρωσία.

Όλοι γνωρίζουμε τους εναγκαλισμούς των Chevènement, Μελανσόν, Σαλβίνι, Μπέπε Γκρίλο, Σρέντερ, Ζεμούρ, Λε Πεν (η οποία δεν έχει σταματήσει να ξεπληρώνει το ρωσικό της δάνειο), του Vox στην Ισπανία, της AfD στη Γερμανία κλπ., με τον Πούτιν, αλλά πρέπει να προσθέσουμε, στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Τραμπ και ακόμα, μέχρι πρόσφατα, έναν σταρ παρουσιαστή του δικτύου Fox News. Προς το παρόν, δεν επωφελούμαστε πλέον από τις θαυμάσιες εκθέσεις, από τις συλλογές Ρώσων συλλεκτών, του Ιδρύματος Louis Vuitton, στις οποίες μας είχε καλομάθει, με φόντο το Château Yquem, ο Bernard Arnault, χάρις στις ολιγαρχικές του επενδύσεις και τις φιλίες του. Μακριά από το Château Yquem, όμως, ο Μακρόν μας προειδοποίησε ότι για την “υπεράσπιση των αξιών μας” θα χρειαστεί να σφίξουμε τα ζωνάρια μας και να οδηγήσουμε σκούτερ.

R.S

23 Μαρτίου 2022

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: http://dndf.org/?p=20016.

2 Στμ. Τρότσκυ, Η Προδομένη Επανάσταση, στα Ελληνικά: εκδόσεις Αλλαγή, 2018.

3 Στμ. Διαλεκτική του πολέμου ως διαλεκτική συμπληρωματικότητα: ο ένας πόλος δεν υπάρχει χωρίς τον άλλον.

4 Στμ. Εξαιρετικό δείγμα της διαύγειας που προσφέρει η διαλεκτική ανάλυση, με βάση τα “βασικά”! Συσσώρευση κεφαλαίου, αναπαραγωγή εργατικής δύναμης, ταξικός ανταγωνισμός. Ενώ είναι πολύ σημαντική η παρατήρηση ότι δεν υπάρχει επιστροφή σε εθνικές ζώνες συσσώρευσης και απομονωτισμούς. Γιατί, πραγματικά, η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου είναι μια μη-αντιστρεπτή διαδικασία, προϊόν της βαθιάς δυναμικής της αντίθεσης κεφάλαιο/εργασία που παράγει αντίρροπες τάσεις προστατευτισμού και “απομόνωσης”. Αλλά αυτές δεν είναι παρά εκφράσεις της αντιφατικής κίνησης, και όχι αυτό που θα κυριαρχήσει. Η δε βαθύτερη διαλεκτική πραγματικότητα είναι ότι είναι ακριβώς η μη-αντιστρεψιμότητα της παγκοσμιοποίησης που θέτει την ίδια την διαδικασία παγκοσμιοποίησης σε κρίση τώρα, καθώς είναι προφανές ότι αυτός ο κύκλος έχει φτάσει σε ένα όριο, τόσο ασφυκτικό και ακραίο που, πλέον, η υπέρβαση των αντιφάσεων της παγκοσμιοποίησης να απαιτεί και πραγματικά πολεμικά μέσα για να προχωρήσει η ολοκλήρωση και επέκταση του κεφαλαίου όχι ως πολυπολικός κόσμος αλλά μέσα από την προσπάθεια κατίσχυσης ενός από τους πόλους ως υπερδύναμης. Το κράτος, ως τοπικότητα, εδαφικότητα, προστατευτισμός, λειτουργεί έτσι αντιφατικά και συμπληρωματικά προς την εγγενή τάση του κεφαλαίου για ολοκλήρωση, είναι η διαλεκτική στιγμή της αντίφασης, που η αναίρεσή της κατατείνει ουσιαστικά να δώσει καινούρια ώθηση σε αυτή την ολοκλήρωση που υπονομεύεται διαλεκτικά από την ίδια την επιτυχία της. Με άλλα λόγια η διαλεκτική αντίφαση τοπικότητας-παγκοσμιοποίησης, εθνικού-διεθνικού, που έχει φτάσει σε αυτό το σημείο κρίσης από την ίδια την επιτυχία της παγκοσμιοποίησης, είναι τέτοια που η διαδικασία ολοκλήρωσης του κεφαλαίου πρέπει να προχωρήσει μέσα από καινούριες ατραπούς, μέσα από καινούριες δυναμικές των οποίων το διακύβευμα δεν είναι η επιστροφή στην προ της κατάρρευσης του “υπαρκτού” κατάσταση αλλά η υπέρβαση της “αμερικανικής” παγκοσμιοποίησης, όπως λέει ο RS. Είναι η ανάδυση μιας καινούριας βιώσιμης “πολυπολικής” παγκοσμιοποίησης που θα χωρά όλους τους καπιταλιστές με έναν τρόπο που θα ξεπερνά αφομοιώνοντας και το εθνικό και το διεθνικό, και το τοπικό και το παγκόσμιο. Γεωπολιτικά αυτό δηλώνεται ως “πυρηνική αποτροπή”! Ή, από την άλλη, η επιβολή μιας καινούριας μονοκρατορίας από μια κυρίαρχη φράξια του κεφαλαίου. Η πολυπολικότητα, ειρήσθω εν παρόδω, θα απαιτήσει βέβαια και μια αναδιάρθρωση του ίδιου του Κράτους και των τοπικών ενσαρκώσεών του, καθώς θα πρέπει να προσαρμοστεί αναιρώντας διαλεκτικά – αν μπορεί – τις καινούριες αντιφάσεις που θα αναδυθούν στη διαλεκτική του σχέση με το κεφάλαιο (υπερεθνικοί θεσμοί κοκ., αντιφάσεις που προφανώς έχουν συμβάλει τα μέγιστα στην βαθμιαία τελμάτωση και στην τωρινή καπιταλιστική κρίση). Στην πραγματικότητα πρέπει να δούμε βαθύτερα αυτόν τον ισχυρισμό για την μη-αντιστρεψιμότητα της παγκοσμιοποίησης μέσα από την θεώρηση συνολικά της διαλεκτικής Κράτους-κεφαλαίου. Γιατί, όπως λέμε και παραπάνω, αυτό που εξελίσσεται ως κρίση της παγκοσμιοποίησης είναι το aufhebung της αντίθεσης εθνοκυριαρχία-παγκοσμιοποίηση, με τη διαλεκτική αναίρεση εθνικού και του διεθνικού σε ένα καινούριο επίπεδο ολοκλήρωσης του κεφαλαίου, με το εθνικό να διαλύεται και να μεταβολίζεται μέσα στο διεθνικό και αντίστροφα, μια διαδικασία που προφανώς έχει στον πυρήνα της και τους αντίστοιχους μετασχηματισμούς του Κράτους και των συναφών με αυτό θεσμών. Είναι με αυτή τη λογική που πρέπει να εκλάβουμε τη θέση ότι δεν πρόκειται να υπάρξει επιστροφή σε εθνικές ζώνες συσσώρευσης και προστατευτισμούς (και όχι, για παράδειγμα, την άμεση εξαφάνισή τους).

5 “Η πραγματική υπαγωγή (ο όρος ‘υπαγωγή’ είναι αυτός που διατηρείται από την μετάφραση Dangeville, στσ.) της εργασίας στο κεφάλαιο συνοδεύεται από μια πλήρη επανάσταση (η οποία συνεχίζεται και ανανεώνεται σταθερά, πβλ. το Κομμουνιστικό Μανιφέστο) του τρόπου παραγωγής, της παραγωγικότητας της εργασίας και των σχέσεων ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους εργάτες”. (Marx, Un Chapitre inédit du Capital, [Ένα ανέκδοτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου], éd. 10/18, σελ. 218).

6 Στμ. Αν στην εξήγηση του όντος ενδιαφέροντος ερωτήματος: γιατί η πληθωριστική έκρηξη τώρα, για την ακρίβεια τον τελευταίο έναν χρόνο, και όχι, για παράδειγμα, στα προηγούμενα 10 χρόνια από την κρίση του 2008 – η πιθανή απάντηση είναι η πανδημία Covid-19 και ο εξαιρετικός ρόλος της ως καταλύτη και επιταχυντή, ταυτόχρονα, για την όξυνση της αντίφασης, δηλαδή της κρίσης. Κάτι που εκφράζεται με το πολύ απτό και “ωμό” γεγονός ότι, σε αυτή την διετία της πανδημίας, οι κεντρικές τράπεζες “έκοψαν” τόσο χρήμα όσο σε όλα τα 12 χρόνια της κρίσης από το 2008 μέχρι το 2020!

7 Στμ. Μάλλον εννοείται η πολιτική της λεγόμενης “ποσοτικής χαλάρωσηςπου υιοθέτησαν οι βασικές κεντρικές τράπεζες στον απόηχο της κρίσης του 2008;

8 Στμ. Είναι ο κόσμος της μετασοβιετικής διευθέτησης, της παγκοσμιοποίησης, με την ενσωμάτωση του “υπαρκτού”, που έφτασε στο όριό της εξαιτίας της όξυνσης της κρίσης από το 2008 και μετά. Η πανδημία – ως υγειονομική κρίση, που γίνεται κρίση της παραγωγής και της αναπαραγωγής – επιταχύνει εξαιρετικά την όξυνση της κρίσης, δηλαδή της θεμελιώδους αποσύνδεσης όπως λέει ο RS.

9 Στμ. Εξαιρετική διαύγαση της διαλεκτικής αναβαθμίδας εθνικοποίηση-διεθνοποίηση-παγκοσμιοποίηση, της λεπτής διάκρισης μεταξύ διεθνοποίησης, ως ενός συστήματος ολοκλήρωσης-ενσωμάτωσης εθνικών συστημάτων που διατηρούν εθνικά χαρακτηριστικά, και παγκοσμιοποίησης, ως μιας πραγματικής “σύντηξης”, ρευστοποίησης αυτών των συστημάτων, που διαλύει τα σκληρά εθνικά χαρακτηριστικά (θα λέγαμε ότι η ΕΕ είναι ένα τέτοιο δείγμα διεθνικού συστήματος, αλλιώς θα λέγαμε και υπερεθνικού; Μάλλον όχι, γιατί υπερεθνικός σημαίνει κάτι που είναι “πάνω” από το εθνικό επίπεδο, άρα και έξω από αυτό, όχι το ενσωματωμένο εθνικό – που παραμένει και εθνικό). Εξίσου σημαντική είναι η συσχέτιση της ΕΣΣΔ ως της αντιπροσώπευσης της εργατικής ταυτότητα, δηλαδή “αποκρυστάλλωση μιας δομής της παγκόσμιας ταξικής πάλης”, που αναδιαρθρώνεται δραστικά μετά την πτώση του “υπαρκτού” που είναι το σημείο καμπής για τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, όπως και εμεις διαισθητικά έχουμε κατανοήσει. Στο πνεύμα της προηγούμενης σημείωσής μας, το σχήμα εδώ είναι τρόπον τινά μια πιο λεπτομερής ανάλυση της αντίθεσης εθνικοποίηση-παγκοσμιοποίηση που παρουσιάζουμε εκεί. Η παγκοσμιοποίηση όπως τίθεται εδώ νοείται ουσιαστικά ως aufhebung στην περαιτέρω ολοκλήρωση του κεφαλαίου.

10 Στμ. Είναι αυτό που έχουμε διατυπώσει ως “διάρρηξη των εθνικών ζωνών συσσώρευσης”. Είναι, όμως, η αποσύνδεση, που αναφέρει ο RS, ή, για να το θέσουμε πιο απλά, η αδιαφορία πλέον των κρατών για την αναπαραγωγή του προλεταριάτου, που παράγει – χρησιμοποιώντας το ιδίωμα των Endnotes – πλεονάζοντες πληθυσμούς, τόσο εντός όσο και εκτός των κρατικών συνόρων. Πτυχή αυτής της διαδικασίας είναι η λεγόμενη μεταναστευτική “κρίση”, στιγμή της αντίφασης που δαιμονίζει τα κράτη να ορθώνουν φράχτες σε μια συνθήκη που οι ανισότητες στην παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου ξεριζώνουν εκατομμύρια προλετάριους ακριβώς επειδή πια η παραγωγή αξίας έχει αποσυνδεθεί από την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Οι μετανάστες και μετανάστριες, είτε ως “οικονομικοί” μετανάστες είτε ως “πρόσφυγες”, είναι ουσιαστικά οι πληθυσμοί που πλήττονται από την πιο ακραία και καταστροφική μορφή αυτής της αποσύνδεσης, δηλαδή του κυριολεκτικού πολέμου (ως παρόξυνσης του ταξικού πολέμου), βιώνοντας την υποβάθμιση παντού, εντός και εκτός των συνόρων. Και είναι αυτή η συνθήκη με την οποία τελικά απειλούν και καταργούν τα σύνορα, εξ ου η λυσσώδης προσπάθεια των κρατών, σφραγίζοντας επιλεκτικά τα σύνορά τους, να επαναεπιβεβαιώσουν την εδαφικότητά τους που απειλείται από την προλεταριακή κινητικότητα. Με άλλα λόγια το “μεταναστευτικό” είναι μια αντίφαση που παράγεται από την διαλεκτική Κράτους-κεφαλαίου, αντίφαση του ίδιου του Κράτους ως ρυθμιστή των ζωνών συσσώρευσης του κεφαλαίου: αποτυχία στην ρύθμισή τους, αποτυχία στην αναδιαμόρφωσή τους (μέσω πολέμων), κρίση ρύθμισης της τάσης αποσύνδεσης που επιβάλλει το κεφάλαιο.

11 Στμ. Πρόκειται εν ολίγοις περί Νέας Παγκόσμιας Αταξίας και όχι Τάξης (για τους εραστές της συνωμοσιολογίας).

12 Στμ. Λέγεται και διαρκής “στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας”.

13 Στμ. Εδώ πρόκειται για ένα πολύ θεμελιώδες στοιχείο, την απάλειψη της διάκρισης ειρήνης και πολέμου. Αυτό που οι περισσότεροι εραστές της βιοπολιτικής χαρακτηρίζουν ωςκατάσταση εξαίρεσης” πρέπει να ειδωθεί, ουσιαστικά, όχι ως κατάσταση εξαίρεσης αλλά μια στιγμή στο συνεχές του φάσματος του κοινωνικού πολέμου/ειρήνης.

14 Στμ. Πολύ ενδιαφέρων “ορισμός” της μαφίας.

15 Στμ. Στα Αγγλικά: Globalism.

16 Στμ. Πολύ εύστοχη ανάλυση. Η ανάδειξη της αποσύνδεσης, ως της ριζικής πτυχής της κρίσης, είναι η μοναδική σύλληψη της κρίσης σε όρους της ίδιας της ταξικής πάλης, της ίδιας της σχέσης εκμετάλλευσης! Η αποσύνδεση, δηλαδή η άρνηση του κεφαλαίου να αναλάβει πλέον το ελάχιστο κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, είναι η άμεση έκφραση της όξυνσης της εκμετάλλευσης και της επιδείνωσης της ταξικής πάλης σε βάρος του προλεταριάτου. Αλλά, για να δούμε συνολικά το ξεδίπλωμα της διαλεκτικής “επί τω έργω”, και η ανάδυση αυτής της αποσύνδεσης είναι αποτέλεσμα της ίδιας απλής και άμεσης διαλεκτικής της ταξικής πάλης αφού η αποσύνδεση είναι η απάντηση της αστικής τάξης στον προηγούμενο “κύκλο” του ταξικού ανταγωνισμού, αυτού που χαρακτηρίστηκε από την σχετική επέλαση του προλεταριάτου που ανάγκασε την αστική τάξη σε παραχωρήσεις, δηλαδή σε μείωση της έντασης της εκμετάλλευσης. Αυτό, διαλεκτικά, μείωσε την κερδοφορία των καπιταλιστών, επέφερε πολλές κοινωνικές ανατροπές και ριζική αμφισβήτηση του κόσμου του κεφαλαίου και της εργασίας. Η αντιεξεγερτική στρατηγική του κεφαλαίου ήρθε ακριβώς μέσα από την προσπάθεια αναδιάρθρωσης από τη δεκαετία του 1970-1980, δηλαδή αναδιάρθρωσης της ταξικής σχέσης, που αποτέλεσμά της είναι και η περίφημη αποσύνδεση. Και όλα αυτά χωρίς επίκληση σε “περίεργες” έννοιες πολιτικής οικονομίας ή γεωπολιτικής. Απλά με απόδοση της έμφασης εκεί που πρέπει: στην ταξική πάλη, στη θεμελιώδη διαλεκτική κεφαλαίου-εργασίας.

17 Στμ. Το ίδιο διαλεκτικό μοτίβο που διαπιστώσαμε για το όριο της ίδιας της παγκοσμιοποίησης πιο πριν. Δηλαδή, πώς το στοιχείο που ωθεί τη διαδικασία, μετατρέπεται, ως αντίφαση, στην τροχοπέδη της. Στην περίπτωσή μας είπαμε για την αντίφαση της “διαφοράς δυναμικού” στις ζώνες συσσώρευσης και την ομογενοποίηση που αυτή παράγει. Εδώ ο RS μιλά για την αντίφαση στην αποσύνδεση παραγωγής αξίας και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Πιστεύουμε ότι οι δυο αυτές αντιφάσεις σε έναν βαθμό σχετίζονται άλλωστε.

18 Στμ. Εντροπική με την θερμοδυναμική έννοια, φυσικά, της αύξησης της αταξίας και της πολυπλοκότητας.

19 Στμ. Στο πρωτότυπο: “…et son zonage en abyme se délite”.

20 Στμ. Όλοι οι μετασχηματισμοί του κεφαλαίου κατατείνουν στην εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης. Η ταξική πάλη και η εκμετάλλευση είναι πάντα ο πραγματικός κινητήρας της επέκτασης του κεφαλαίου. Οπότε η τωρινή κρίση εκφράζεται ακριβώς ως υπονόμευση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης από το ίδιο το “μομέντουμ” του κεφαλαίου, κάτι που, εν πρώτοις, μοιάζει οξύμωρο καθώς βλέπουμε να εντείνονται η φτωχοποίηση και η εξαθλίωση του κόσμου. Και, όμως, είναι ακριβώς αυτή η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης, η αποσύνδεση παραγωγής αξίας και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης που στην ουσία έχει υπονομεύσει την εκμετάλλευση! Και πώς γίνεται αυτό; Εδώ μπαίνει στην ανάλυση η έννοια των πλεοναζόντων πληθυσμών! Με την αυτοματοποίηση της παραγωγής, με την αποβολή μεγάλων μαζών εργατών από τη διαδικασία παραγωγής, στην πραγματικότητα το κεφάλαιο μειώνει τη δυνατότητά του για εκμετάλλευση εργατικής δύναμης καθώς αυτή σταθερά μειώνεται. Με άλλα λόγια: όσο λιγότερο φροντίζει το κεφάλαιο για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (κάτι που είναι αναγκασμένο να κάνει για να τονώσει τη διαδικασία παραγωγής αξίας!) τόσο αυτή η τόνωση υπονομεύεται καθώς αποβάλλεται εργατική δύναμη (δηλαδή “ζωντανή” εργασία) από τα κυκλώματα του κεφαλαίου και παραγωγής (υπερ)αξίας.

21 Στμ. Όπως τονίζεται διαρκώς, το κεφάλαιο (και η εργασία) και οι αντφάσεις του(ς) κινούνται διαλεκτικά.

22 M.Khvylovy, Ουκρανός Μπολσεβίκος συγγραφέας και ακτιβιστής από το 1917, αυτοκτόνησε το 1933.

23 Στμ. Φαίνεται ότι είναι βάσιμη η διαισθητική μας προσέγγιση ότι η ΕΕ “κινδυνεύει” να γίνει η “Σοβιετική Ένωση” του τέλους αυτού του κύκλου παγκοσμιοποίησης επειδή ακριβώς είναι “παγιδευμένη” στο ενδιάμεσο της διαλεκτικής εξέλιξης από το εθνικό στο διεθνικό και από κει στο παγκοσμιοποιημένο. Η ΕΕ αποτελεί ουσιαστικά ένα διεθνικό σύστημα ολοκλήρωσης εθνικών συστημάτων χωρίς να μπορεί να εξελιχθεί σε ένα οργανικό σύστημα που να έχει πλέον αποκτήσει ενιαιότητα, όπου τα εθνικά συστήματα έχουν συντηχθεί και ξεπεράσει τα εθνικά τους όρια. Ως τέτοια δομή λοιπόν προσκρούει σε ένα αντικειμενικό όριο στο πέρασμα στον ορίζοντα της παγκοσμιοποιημένης ροής κεφαλαίου/εργασίας. Όπως θα πούμε και παρακάτω, η ΕΕ είναι “διαλεκτικά μετέωρη”, “ανολοκλήρωτη” και, εν τέλει, παρωχημένη, επειδή στερείται διαλεκτικής “αξίας”! Δεν αποτελεί πλέον διακύβευμα ή όρο της διαλεκτικής διαδικασίας.

24 Στμ. Απλά να επισημάνουμε και πάλι την ομορφιά της βαθιάς διαλεκτικής αντίληψης: εκεί που η απλή ανάλυση βλέπει σύνορα, άρα διαχωρισμό, ΕΕ-Ουκρανίας, το διαλεκτικό μάτι βλέπει το αντίθετο: την εδαφική συνέχεια.

25 Στμ. Για να δούμε, κολλάει με αυτό που λέμε για την ΕΕ ως ξεπερασμένη λόγω του “εγκλωβισμού” της στο διαλεκτικό limbo ανάμεσα στο εθνικό και διεθνικό με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναιρεθεί διαλεκτικά στο επίπεδο της παγκοσμιοποίησης, άρα να αποτελέσει διακύβευμα της διαλεκτικής διαδικασίας αναδιαμόρφωσης της παγκοσμιοποίησης που εξελίσσεται μπροστά μας. Πίσω από το προφανές γεωπολιτικό στοιχείο (η ΕΕ δεν μπορεί να συγκροτηθεί ως ενιαία δύναμη) μπορούμε να δούμε την ουσία της αδυναμίας: η ΕΕ δεν είναι όρος της αντίφασης που διακυβεύεται. Η ΕΕ είναι παρωχημένη γιατί έχει καταστεί αντιδιαλεκτική!

26 Στμ. Προχωρώντας ακόμα βαθύτερα, το όριο στο οποίο προσκρούει η ΕΕ, η αδυναμία ενιαιοποίησης, το ότι δεν συνιστά μια κυρίαρχη δύναμη, οφείλεται, όπως λέει εξαιρετικά ο RS, στο ότι “έμεινε στα μισά” της διαδικασίας αναδιάρθρωσης της σχέσης εκμετάλλευσης.

27 Στμ. Ανατομία της αντίφασης της παγκοσμιοποίησης, ανατομία και διαύγαση της ανάδυσης του “γεωπολιτικού”, ανατομία της ανάδυσης της αντίθεσης “Ανατολής”-”Δύσης”. Ο RS ξεκαθαρίζει εδώ ακριβώς γιατί το γεωπολιτικό δεν είναι το πρωταρχικό, είναι δευτερεύον, επαγώμενο από την ριζική αντίφαση και αντίθεση της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της τωρινής μορφής της ίδιας της αντίφασης στη σχέση εκμετάλλευσης, των αντιθέσεων και της αντίφασης στην ταξική πάλη σήμερα. Δεν υπάρχει κάτι εγγενές σε “Ανατολή” και “Δύση” που να τις θέτει ως πόλους της αντίφασης της παγκοσμιοποίησης, αυτή επάγεται από την “επένδυση” των αντιφάσεων της παγκοσμιοποίησης ως “εθνικών”, από την απόδοση, όπως λέει, σε “Ανατολή” και “Δύση” εθνικών χαρακτηριστικών. Που σημαίνει, οι ζώνες συσσώρευσης επενδύονται, εμφανίζονται, με στοιχεία εθνικής κυριαρχίας”. Για αυτό ακριβώς έχουμε απόλυτο δίκιο όταν λέμε ότι η γεωπολιτική είναι η αποτύπωση του ταξικού ανταγωνισμού, της ριζικής αντίθεσης κεφαλαίου/εργασίας με όρους “εθνικής κυριαρχίας”, δηλαδή ότι είναι γλώσσα των κρατών και ως τέτοια συγκαλύπτει την ίδια την θεμελιώδη αντίθεση που την παράγει. Από αυτή την άποψη, για παράδειγμα, η αδυναμία της ΕΕ να αποτελέσει όρο της αντίφασης έγκειται στην αδυναμία της να επενδυθεί με μια ενιαία “εθνική κυριαρχία”.

28 Στμ. Μια πραγματικά διεισδυτική ανάλυση του “φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ” και της “μνημονιακής” περιόδου της ταξικής πάλης στην Ελλάδα που αξίζει σίγουρα να ειδωθεί διεξοδικά.

29 Στμ. Η ενίσχυση των εθνικιστικών ρευμάτων δεν είναι η “λύση”, δεν είναι η διαλεκτική αναίρεση της αντίθεσης εθνικού-διεθνικού που βιώνουμε ως κρίση της παγκοσμιοποίησης, αλλά όρος της ίδιας της αντίθεσης (δηλαδή στιγμή της κρίσης) που στη διαλεκτική κίνηση της αντίφασης θα ξεπεραστεί αφομοιωνόμενη. Αυτό, από την άλλη, και για να μην παρεξηγηθούμε, δεν συνεπάγεται αυτόματα μια ευτοπική αναίρεση της αντίφασης!

30 Δεν θα εντρυφήσουμε εδώ στην χιλιετή ιστορία των σχέσεων, πάντα συγκρουσιακών και πάντα διαπλεγμένων, ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Ρωσία, στην διάρκεια της οποίας η μια χώρα κυριαρχεί επί της άλλης πριν κυριαρχηθεί από αυτήν. Είναι “διασκεδαστικό” να θυμηθούμε ότι ο όρος Russia προέρχεται από τον ελληνικό (Βυζαντινό) Ρωσσία ο οποίος είχε αποδοθεί στο Ρουθηνιακό κράτος που σχηματίστηκε κατά τον 10ο αιώνα γύρω από το Κίεβο. Μετά την κατάκτηση της Ρουθηνίας από την Λιθουανία (14ος αιώνας), οι πρίγκηπες της Μόσχας υιοθέτησαν τον όρο και η παλιά Ρουθηνία ονομάστηκε σταδιακά Ουκρανία, που σημαίνει “τα σύνορα”. Επιτρέψτε μας δε να προσθέσουμε ότι οι σχέσεις που επιβλήθηκαν από τη Ρωσία στην Ουκρανία σε ολόκληρη τη σοβιετική περίοδο σφυρηλάτησαν, με διαφορετικά κίνητρα, ένα ισχυρό κοινό εθνικό συμφέρον πέρα από ταξικές διαιρέσεις (δείτε Herodotus, ό.π.). Τέλος, ένα μικρό κλείσιμο του ματιού στον Μάχνο, ο οποίος στη διάρκεια της συνέντευξής του με τον Λένιν (Ιούλιος 1918) σχετικά με τους “αναρχο-κομμουνιστές” στην Ουκρανία, προσθέτει στην τοποθέτηση του Λένιν: “ή από τον ‘νότο της Ρωσίας’, αφού εσείς οι Κομμουνιστές-Μπολσεβίκοι, πασχίζετε να αποφύγετε τη λέξη Ουκρανία” (Makhno, Memoirs, παρατιθεται στο Neither God nor Master, εκδόσεις Delphi, σελ. 460).

31 Στμ. Όπως, ουσιαστικά, και κάθε “τεχνική”, “γεωπολιτική” ανάλυση.

32 Στμ. Αναφορά στην αρχή της Βεστφαλιανής ή κρατικής κυριαρχίας, δηλαδή της αρχής του διεθνούς δικαίου ότι κάθε κράτος έχει αποκλειστική κυριαρχία στην επικράτειά του στην οποία δεν μπορεί να επέμβει ή να παρέμβει οποιοδήποτε άλλο κράτος ή διεθνής θεσμός/οργανισμός (όπως ο ίδιος ο ΟΗΕ). Το όνομα δείχνει ότι η έννοια αυτή ιχνηλατείται πίσω στην περίφημη Ειρήνη της Βεστφαλίας (1648), συνθήκη που έβαλε τέλος στον Τριακονταετή Πόλεμο. Το Βεστφαλιανό σύστημα έφτασε στο απόγειό του τον 19ο και 20ο αιώνα αλλά πρόσφατα αμφισβητείται από τους υποστηρικτές της αρχής της επέμβασης για ανθρωπιστικούς λόγους.

33 Στην παράγραφο αυτή χρησιμοποιούμε κάποια συγκεκριμένα θέματα από το κεφάλαιο L’engagement en général από το έργο του Κλαούζεβιτς De la Guerre, εκδόσεις Midnight 1998, σσ. 242-243.

34 Στμ. Δηλαδή μη παρέμβαση (ο όρος πιο γνωστός ως το “ιδεώδες” της “ελεύθερης αγοράς”).

35 Στα τέλη του Ιανουαρίου του 2022, η Γερμανία εξακολουθεί να αρνείται να παραδώσει όπλα στην Ουκρανία.

36 Στμ. Σαφέστατα η Δύση παγίδευσε τη Ρωσία, “προκαλώντας” την να εισβάλει στην Ουκρανία αλλά στην πραγματικότητα η Ρωσία έκλινε ήδη σε αυτό, για την ακρίβεια δεν μπορούσε να μην το κάνει δεδομένης της αποτελμάτωσης της κατάστασης στην περιοχή ήδη από το 2008.

37. Μια συμβατική αεροπορική παρέμβαση του ΝΑΤΟ στον εναέριο χώρο της Ουκρανίας θα έδινε στη Ρωσία την επιλογή ενός αδύνατου πυρηνικού κουμπιού. Αλλά αυτή δεν ήταν καθόλου η Δυτική στρατηγική της πολιτικής “αμυντικής υποχώρησης”. Κάποιος θα μπορούσε να πεί ότι η ύπαρξη του στρατηγικού πυρηνικού οπλοστασίου προσυπογράφει και δίνει υλική υπόσταση στην Κλαουζεβιτσιανή διαλεκτική ανάμεσα στην “καθαρή έννοια” του πολέμου (εκμηδένιση του αντιπάλου) και τον “πραγματικό πόλεμο” (επιδίωξη του πολιτικού).

38 Στμ. Χρήσιμη διευκρίνιση, που σημαίνει κάτι πολύ ιδιαίτερο και βαθύ τόσο για τον πόλεμο όσο και για την πολιτική, εμπλουτίζοντας το κλισέο πόλεμος είναι η συνέχιση της ταξικής πάλης με άλλα μέσα”.

39 Στμ. Αν βάλουμε “ταξική σύγκρουση” στη θέση των κοινωνικών σχέσεων της “κοινωνίας των πολιτών” το νόημα βγαίνει αρκετά αβίαστα.

40 Στμ. Κλαούζεβιτς Καρλ, φον: Περί του Πολέμου, εκδόσεις Βάνιας, 1999.

41 Στμ. Αυτό μπορεί να αποτελέσει ένα σημείο εκκίνησης για την διαλεκτική ένοπλου πολέμου/ταξικού πολέμου.

42 Στμ. Στα Ελληνικά: Το Κεφάλαιο, τόμος 3, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.

43 Στμ. Στο πρωτότυπο: Les dés sont pipés et les boules farcies. Η φράση boules farcies αναφέρεται στα “πειραγμένα” ζάρια, στα οποία έχει προστεθεί ποσότητα υδραργύρου ή άμμου με αποτέλεσμα να μεταποτίζεται το κέντρο βάρου τους, επιτρέποντας έτσι το “κλέψιμο”.

44 Στμ. Στο πρωτότυπο: “Devoir-être’” dont ils sont, c’est leur raison d’être, les représentants permanents, invariants mais toujours frustrés jusqu’à la prochaine”.

Πόλεμος στην Ουκρανία: Δέκα μαθήματα από την Συρία

Σύριοι εξόριστοι μιλούν για το πώς οι εμπειρίες τους μπορούν να γίνουν πηγή πληροφόρησης για την αντίσταση στην εισβολή

στο CrimethInc1

το κείμενο σε pdf

Τον Μάρτιο του 2011, ξέσπασαν στη Συρία διαδηλώσεις ενάντια στον δικτάτορα Μπασάρ Αλ-Άσσαντ. Ο Άσσαντ έστρεψε το σύνολο της στρατιωτικής δύναμης ενάντια στο επαναστατικό κίνημα που ακολούθησε· παρ’ όλα αυτά, για κάποιο χρονικό διάστημα, φαινόταν ότι ήταν δυνατό αυτό το κίνημα να ανατρέψει την κυβέρνησή του. Τότε, παρενέβη ο Βλαντιμίρ Πούτιν, δίνοντας στον Άσσαντ τη δυνατότητα να παραμείνει στην εξουσία με ένα τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές και εξασφαλίζοντας ένα πάτημα για την ρωσική ισχύ στην περιοχή. Στο κείμενο που ακολουθεί, μια κολλεκτίβα Σύριων εξορίστων και συντρόφων τους αναλογίζονται τον τρόπο με τον οποίο οι εμπειρίες τους από την Συριακή Επανάσταση μπορούν να γίνουν πηγή πληροφόρησης2 για τις προσπάθειες υποστήριξης της αντίστασης στην εισβολή στην Ουκρανία και το αντιπολεμικό κίνημα στη Ρωσία.

Έχει δωθεί τόσο μεγάλη σημασία, τον τελευταίο μήνα, στην Ουκρανία και τη Ρωσία που είναι εύκολο να χάσουμε την αίσθηση του παγκοσμίου πλαισίου αυτών των γεγονότων. Το κείμενο που ακολουθεί προσφέρει έναν πολύτιμο προβληματισμό σχετικά με τον ιμπεριαλισμό, τη διεθνή αλληλεγγύη και την κατανόηση των λεπτών διαφορών σύνθετων και αντιφατικών αγώνων.

Δέκα μαθήματα από τη Συρία

Ξέρουμε ότι μπορεί να είναι δύσκολο να πάρετε μια θέση σε μια χρονική στιγμή όπως αυτή. Ανάμεσα στην ιδεολογική ομοφωνία των κυρίαρχων μέσων και φωνών που χωρίς καμμιά ενοχή μεταφέρουν την προπαγάνδα του Κρεμλίνου, είναι δύσκολο να ξέρει κανείς ποιον να ακούσει. Ανάμεσα σε ένα ΝΑΤΟ με βρώμικα χέρια και ένα αχρείο ρωσικό καθεστώς, δεν ξέρουμε πλέον ποιον να πολεμήσουμε, ποιον να υποστηρίξουμε.

Ως συμμετέχοντες και φίλοι της Συριακής επανάστασης, θέλουμε να υπερασπιστούμε μια τρίτη επιλογή, προσφέροντας μια οπτική βασισμένη στα μαθήματα περισσότερων από δέκα χρόνων εξέγερσης και πολέμου στη Συρία.

Ας το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή: σήμερα εξακολουθούμε να υπερασπιζόμαστε την εξέγερση στη Συρία από την άποψη ότι ήταν μια λαϊκή, δημοκρατική και χειραφετητική εξέγερση, ιδιαίτερα τον συντονισμό επιτροπών λαού των τοπικών συμβουλίων της επανάστασης. Παρ’ όλο που αρκετοί τα έχουν ξεχάσει όλα αυτά, διατηρούμε την άποψη ότι ούτε οι φρικαλεότητες και η προπαγάνδα του Μπασάρ αλ-Άσαντ ούτε αυτές των τζιχαντιστών μπορούν να σιωπήσουν αυτή τη φωνή.

Στο κείμενο που ακολουθεί, πρόθεσή μας δεν είναι να συγκρίνουμε αυτά που συμβαίνουν στη Συρία και την Ουκρανία. Αν οι δύο αυτοί πόλεμοι ξεκίνησαν και οι δύο με μια επανάσταση και αν ο ένας από τους επιτιθέμενους είναι ο ίδιος, οι καταστάσεις παραμένουν πολύ διαφορετικές. Αντίθετα, αντλώντας από αυτά που έχουμε μάθει από την επανάσταση στη Συρία και αυτά που έχουμε μάθει από τον πόλεμο που ακολούθησε, ελπίζουμε να προσφέρουμε μερικά σημεία εκκίνησης ώστε να βοηθήσουμε εκείνους που ειλικρινά ασπάζονται χειραφετητικές αρχές να βρουν με ποιον τρόπο να υιοθετήσουν μια στάση.

1. Ακούστε τις φωνές αυτών που επηρεάζονται άμεσα από τα γεγονότα

Αντί να ακούμε ειδικούς στην γεωπολιτική, θα πρέπει να ακούσουμε τις φωνές εκείνων που έχουν ζήσει την επανάσταση του 2014 και όλο αυτό το διάστημα του πολέμου· θα πρέπει να ακούσουμε εκείνους που έχουν υποφέρει κάτω από την εξουσία του Πούτιν στη Ρωσία και οπουδήποτε αλλού εδώ και είκοσι χρόνια. Σας καλούμε να προτιμήσετε τις φωνές των ανθρώπων και των οργανώσεων που υπερασπίζονται τις αρχές της δημοκρατίας, του φεμινισμού και του εξισωτισμού σε αυτό το πλαίσιο. Κατανοώντας την θέση τους στην Ουκρανία και τα αιτήματά τους προς αυτούς που είναι έξω από την Ουκρανία, θα σας βοηθήσει να φτάσετε σε μια δική σας ενημερωμένη άποψη.

Η υιοθέτηση αυτής της προσέγγισης στη Συρία θα είχε ανυψώσει – και ίσως να είχε βοηθήσει – τα εντυπωσιακά και υποσχόμενα πειράματα στην αυτοοργάνωση που άνθισαν σε ολόκληρη τη χώρα. Επιπλέον, ακούγοντας τις φωνές που έρχονται από την Ουκρανία θυμόμαστε ότι όλες αυτές οι εντάσεις ξεκίνησαν με την εξέγερση του Μαϊντάν. Όσο ατελής ή “μη-καθαρή” και αν ήταν, ας μην κάνουμε το λάθος να μειώσουμε την λαϊκή Ουκρανική εξέγερση σε μια σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, με τον τρόπο που κάποιοι το έκαναν σκόπιμα για να συσκοτίσουν την Συριακή επανάσταση.

2. Να προσέχετε την “μη συνταγογραφημένη3 γεωπολιτική

Η κατανόηση των οικονομικών, διπλωματικών και στρατιωτικών συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων είναι σίγουρα επιθυμητή· παρ’ όλα αυτά, αντλώντας ικανοποίηση από μια αφηρημένη γεωπολιτική πλαισίωση της κατάστασης μπορεί να σας αφήσει με μια αφηρημένη, ασύνδετη κατανόηση του πεδίου. Αυτός ο τρόπος κατανόησης τείνει να αποκρύπτει τους απλούς πρωταγωνιστές της σύγκρουσης, αυτούς που μας μοιάζουν, αυτούς με τους οποίους μπορούμε να ταυτιστούμε. Πάνω απ’ όλα, ας μην ξεχνάμε: αυτό που θα συμβεί είναι ότι κόσμος θα υποφέρει εξαιτίας των επιλογών των κυβερνώντων που βλέπουν τον κόσμο σαν μια σκακιέρα, σαν μια δεξαμενή πόρων για πλιάτσικο. Αυτός είναι ο τρόπος που οι καταπιεστές βλέπουν τον κόσμο. Δεν θα πρέπει ποτέ να υιοθετείται από τους λαούς, που θα πρέπει να εστιάζουν στην οικοδόμηση γεφυρών ανάμεσά τους, στην εύρεση κοινών συμφερόντων4.

Αυτί δεν σημαίνει ότι πρέπει να αγνοούμε την στρατηγική, σημαίνει, όμως, ότι πρέπει να διαμορφώνουμε στρατηγική με τους δικούς μας όρους, σε μια κλίμακα στην οποία να μπορούμε να αναλάβουμε δράση εμείς οι ίδιοι – όχι να αντιπαρατιθόμαστε για το αν πρέπει να μετακινήσουμε μεραρχίες αρμάτων ή να κόψουμε τις εισαγωγές αερίου. Για περισσότερα, δείτε τις συγκεκριμένες μας προτάσεις στο τέλος του άρθρου.

3. Να μην δέχεστε οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα σε “καλούς” και “κακούς” εξόριστους

Ας είμαστε ξεκάθαροι – αν και μακράν του να είναι ιδανική, η υποδοχή των Συρίων προσφύγων στην Ευρώπη ήταν συχνά πιο φιλόξενη από την υποδοχή προσφύγων από την υποσαχάρια Αφρική, για παράδειγμα. Εικόνες μαύρων προσφύγων να τους απαγορεύεται η είσοδος στα σύνορα Ουκρανίας-Πολωνίας και σχόλια στα εμπορικά ΜΜΕ που παρουσιάζουν ως προτιμητέα την άφιξη “υψηλής ποιότητας” Ουκρανών προσφύγων, σε σχέση με τους Σύριους βαρβάρους, είναι απόδειξη ενός αυξανόμενου, χωρίς αναστολές, ευρωπαϊκού ρατσισμού. Υπερασπιζόμαστε ένα άνευ όρων καλωσόρισμα των Ουκρανών που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον τρόμο του πολέμου αλλά αρνούμαστε οποιαδήποτε ιεραρχία μεταξύ των προσφύγων.

4. Να είστε προσεκτικοί με τα μεγάλα εμπορικά ΜΜΕ

Αν και, όπως στη Συρία, προσποιούνται ότι υιοθετούν μια ανθρωπιστική και προοδευτική ατζέντα, τα περισσότερα από αυτά τα ΜΜΕ τείνουν να περιορίζονται σε ένα πορτραίτο των Ουκρανών, στο πεδίο του πολέμου και στην εξορία, ως θυματοποιημένων και απο-πολιτικοποιημένων. Τους δίνουν την δυνατότητα να μιλήσουν μόνο για εξατομικευμένες περιπτώσεις, άνθρωποι που τρέπονται σε φυγή, τον φόβο των βομβαρδισμών κοκ. Αυτό εμποδίζει τους θεατές να καταλάβουν τους Ουκρανούς ως ολοκληρωμένα πολιτικά υποκείμενα, ικανά να εκφράζουν απόψεις ή πολιτικές αναλύσεις σχετικά με την κατάσταση στην χώρα τους. Επιπλέον, τέτοια ΜΜΕ τείνουν να προάγουν μια χονδροειδή φιλοδυτική θέση, στερούμενης λεπτότητας, ιστορικού βάθους ή διερεύνησης των κινητήριων συμφέροντων των Δυτικών κυβερνήσεων, οι οποίες παρουσιάζονται ως υπερασπιστές του καλού, της ελευθερίας και μιας εξιδανικευμένης φιλελεύθερης δημοκρατίας.

5. Μην απεικονίζετε τις Δυτικές χώρες ως τον άξονα του καλού

Ακόμα και αν δεν εισβάλουν άμεσα στην Ουκρανία, ας μην είμαστε αφελείς σχετικά με το ΝΑΤΟ και τις Δυτικές χώρες. Πρέπει να αρνηθούμε να τις παρουσιάζουμε ως τους υπερασπιστές του “ελεύθερου κόσμου”. Θυμηθείτε, η Δύση οικοδόμησε την ισχύ της πάνω στην αποικιοκρατία, τον ιμπεριαλισμό, την καταπίεση και την καταλήστευση του πλούτου εκατοντάδων λαών σε ολόκληρο τον κόσμο – και συνεχίζει να τα κάνει όλα αυτά σήμερα.

Για να μιλήσουμε μόνο για τον 21ο αιώνα, δεν ξεχνάμε τις καταστροφές που επέφεραν οι εισβολές στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Πιο πρόσφατα, στη διάρκεια των Αραβικών επαναστάσεων του 2011, αντί να υποστηρίξει τα δημοκρατικά και προοδευτικά ρεύματα, η Δύση νοιαζόταν κυρίως για τη διατήρηση της κυριαρχίας και των οικονομικών της συμφερόντων. Την ίδια στιγμή, συνεχίζει να πουλά όπλα και να διατηρεί προνομιακές σχέσεις με Αραβικές δικτατορίες και τις μοναρχίες του Κόλπου. Με την παρέμβασή της στη Λιβύη, η Γαλλία πρόσθεσε το ντροπιαστικό ψεύδος ενός πολέμου οικονομικών συμφέροντων μεταμφιεσμένου ως μιας προσπάθειας υποστήριξης του αγώνα για δημοκρατία.

Πέρα από αυτόν τον διεθνή ρόλο, η κατάσταση μέσα στις ίδιες αυτές τις χώρες συνεχίζει να επιδεινώνεται καθώς ο αυταρχισμός, η επιτήρηση, η ανισότητα και, πάνω απ’ όλα, ο ρατσισμός συνεχίζουν να εντείνονται.

Σήμερα, αν πιστεύουμε ότι το καθεστώς του Πούτιν αντιπροσωπεύει έναν μεγαλύτερο κίνδυνο στον αυτοκαθορισμό των λαών δεν είναι επειδή οι Δυτικές χώρες έχουν ξαφνικά γίνει “καλές” αλλά επειδή οι Δυτικές δυνάμεις δεν διαθέτουν πλέον τόσα μέσα για να διατηρήσουν την κυριαρχία και την ηγεμονία τους. Και παραμένουμε καχύποπτοι με αυτή την υπόθεση – επειδή αν ο Πούτιν ηττηθεί από τις Δυτικές χώρες, αυτό θα συμβάλλει στο να αποκτήσουν μεγαλύτερη δύναμη.

Συνεπώς, συμβουλεύουμε τους Ουκρανούς να μην υπολογίζουν στην “διεθνή κοινότητα” ή τα Ηνωμένα Έθνη – τα οποία, όπως και στη Συρία, είναι απροκάλυπτα στην υποκρισία τους και τείνουν να δελεάζουν τους λαούς στο να πιστεύουν σε χίμαιρες.

6. Πολεμήστε κάθε ιμπεριαλισμό!

Η “επιλογή στρατοπέδου”5 είναι η λέξη που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ένα δόγμα από μια άλλη εποχή. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι υποστηρικτές αυτού του δόγματος έλεγαν ότι το πιο σημαντικό ήταν η υποστήριξη στην ΕΣΣΔ με κάθε κόστος ενάντια στα καπιταλιστικά και ιμπεριαλιστικά κράτη. Αυτό το δόγμα παραμένει και σήμερα στο μέρος της ριζοσπαστικής αριστεράς που υποστηρίζει την εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία ή που, διαφορετικά, σχετικοποιεί τον συνεχιζόμενο πόλεμο. Όπως έκαναν και στη Συρία, χρησιμοποιούν το πρόσχημα ότι το ρωσικό και το συριακό καθεστώς ενσαρκώνουν τον αγώνα εναντίον του δυτικού και του ατλαντικού [δηλαδή του φιλονατοϊκού] ιμπεριαλισμού. Δυστυχώς, αυτός ο μανιχαϊστικός αντιιμπεριαλισμός, που είναι εντελώς αφηρημένος, αρνείται να δει τον ιμπεριαλισμό σε οποιονδήποτε άλλο παράγοντα εκτός από τη Δύση.

Είναι απαραίτητο, όμως, να αναγνωρίσουμε αυτό που το ρωσικό, το κινεζικό ακόμα και το ιρανικό καθεστώς κάνουν εδώ και χρόνια. Έχουν επεκτείνει την πολιτική και οικονομική κυριαρχία τους σε συγκεκριμένες περιοχές, αποστερώντας τους τοπικούς πληθυσμούς από το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Αφήστε όσους διαλέγουν στρατόπεδο να χρησιμοποιούν όποια λέξη θέλουν για να το περιγράψουν αυτό, αν η λέξη “ιμπεριαλισμός” τους φαίνεται ανεπαρκής, αλλά δεν θα δεχτούμε ποτέ οποιαδήποτε δικαιολογία για τη βία και την κυριαρχία πάνω σε πληθυσμούς που τα καθεστώτα αυτά έχουν επιφέρει, στο όνομα μιας ψευδοθεωρητικής ακρίβειας.

Ακόμα χειρότερα, αυτή η θέση ωθεί μια τέτοια “αριστερά” να διαδίδει την προπαγάνδα αυτών των καθεστώτων σε βαθμό που να αρνείται εντελώς τεκμηριωμένες θηριωδίες. Μιλούν για “πραξικόπημα” όταν περιγράφουν την εξέγερση στο Μαϊντάν ή αρνούνται τα εγκλήματα πολέμου που έχει διαπράξει ο ρωσικός στρατός στη Συρία. Αυτή η αριστερά έχει προχωρήσει τόσο πολύ ώστε να αρνείται τη χρήση από το καθεστώς του Άσσαντ αερίου Σαρίν, βασιζόμενη σε μια (συχνά κατανοητή) δυσπιστία προς τα κυρίαρχα ΜΜΕ όσον αφορά τη διάδοση τέτοιων ψεμμάτων.

Είναι μια ελεεινή και ανεύθυνη στάση, αν λάβουμε υπόψιν ότι η άνοδος θεωριών συνωμοσίας δεν ευνοεί ποτέ μια χειραφετητική θέση αλλά, μάλλον, την ακροδεξιά και τον ρατσισμό. Στην περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία, αυτοί οι ηλίθιοι αντιιμπεριαλιστές, μερικοί από τους οποίους, παρ’ όλα αυτά ισχυρίζονται ότι είναι αντιφασίστες, είναι οι εκ των περιστάσεων σύμμαχοι ενός μεγάλου τμήματος της ακροδεξιάς.

Στη Συρία, φλεγόμενη με φαντασιώσεις ανωτερότητας, και όνειρα μιας σταυροφορίας ενάντια στο Ισλάμ, η ακροδεξιά ήδη υπερασπίστηκε το καθεστώς Πούτιν και το συριακό καθεστώς για τις υποτιθέμενες δράσεις τους εναντίον του τζιχαντισμού – χωρίς ποτέ να καταλάβει τις ευθύνες του καθεστώτος Άσσαντ για την άνοδο των τζιχαντιστών στη Συρία.

7. Μην αποδίδετε ίσα μερίδια ευθύνης στην Ουκρανία και τη Ρωσία.

Στην Ουκρανία η ταυτότητα του επιτιθέμενου είναι γνωστή σε όλους. Αν η επίθεση του Πούτιν είναι, από κάποιες απόψεις, μια αντίδραση στην πίεση από το ΝΑΤΟ, είναι, πάνω απ’ όλα, η συνέχιση μιας αυτοκρατορικής και αντεπαναστατικής επίθεσης. Έχοντας εισβάλει στην Κριμαία, έχοντας βοηθήσει στην συντριβή των εξεγέρσεων στην Συρία (2015-2022), στην Λευκορωσία (2020) και το Καζακστάν (2022), ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν ανέχεται πλέον αυτόν τον αέρα διαμαρτυρίας – που ενσαρκώθηκε από την ανατροπή του φιλο-Ρώσου προέδρου στην εξέγερση του Μαϊντάν – σε χώρες που είναι υπό την επιρροή του. Θέλει να συντρίψει κάθε επιθυμία χειραφέτησης που θα μπορούσε να εξασθενίσει την εξουσία του.

Στη Συρία επίσης, δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία για το ποιος είναι υπεύθυνος για τον πόλεμο. Το συριακό καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσσαντ, που διέταξε την αστυνομία να πυροβολήσει, να φυλακίσει και να βασανίσει τους διαδηλωτές ήδη από τις πρώτες μέρες των διαμαρτυριών, επέλεξε μονομερώς να ξεκινήσει έναν πόλεμο ενάντια στον πληθυσμό. Θα μας άρεσε εκείνοι που υπερασπίζονται την ελευθερία και την ισότητα να υιοθετούσαν ομόφωνα μια στάση εναντίον τέτοιων δικτατόρων που διεξάγουν πολέμους εναντίον των λαών. Θα μας άρεσε αν αυτό είχε συμβεί ήδη σε σχέση με τη Συρία.

Αν κατανοούμε και συμμετέχουμε στο κάλεσμα για τον τερματισμό του πολέμου, επιμένουμε ότι αυτό πρέπει να το κάνουμε χωρίς καμμιά αμφιβολία σε σχέση με την ταυτότητα του επιτιθέμενου. Ούτε στην Ουκρανία ούτε στη Συρία ούτε πουθενά αλλού στον κόσμο δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι απλοί άνθρωποι επειδή παίρνουν τα όπλα προσπαθώντας να υπερασπιστούν τις ζωές τις δικές τους και των άλλων μελών των οικογενειών τους.

Γενικότερα, συμβουλεύουμε ανθρώπους που δεν ξέρουν τι είναι μια δικτατορία (έστω και αν οι Δυτικές χώρες γίνονται όλο και πιο απροκάλυπτα αυταρχικές) ή δεν ξέρουν πώς είναι να βομβαρδίζεσαι, να απόσχουν από το να λένε στους Ουκρανούς – όπως κάποιοι έχουν ήδη πει στους Σύριους ή στους κατοίκους του Χονγκ Κονγκ – να μην ζητούν βοήθεια από τη Δύση ή να μην θέλουν μια φιλελεύθερη ή αντιπροσωπευτική δημοκρατία ως ένα ελάχιστο πολιτικό σύστημα. Πολλά από αυτά τα άτομα είναι ήδη ξεκάθαρα όσον αφορά τις ατέλειες αυτών των πολιτικών συστημάτων – αλλά η προτεραιότητά τους δεν είναι να διατηρήσουν μια άμεμπτη πολιτική θέση αλλά, μάλλον, να επιβιώσουν από τους βομβαρδισμούς της επόμενης μέρας, ή να μην καταλήξουν σε μια χώρα στην οποία μια απρόσεχτη λέξη μπορεί να σε ρίξει σε είκοσι χρόνια φυλάκισης.

Η επιμονή σε αυτό το είδος υπερκαθαρού λόγου δείχνει μια αποφασιστικότητα επιβολής της θεωρητικής ανάλυσης κάποιου σε ένα πλαίσιο που δεν είναι δικό του. Αυτό είναι ενδεικτικό μιας πραγματικής αποσύνδεσης από το έδαφος [του πολέμου] και ενός πολύ Δυτικού είδους προνομίου.

Αντίθετα, ας ακούσουμε τα λόγια των Ουκρανών συντρόφων που είπαν, απηχώντας τον Μιχαήλ Μπακούνιν: “Πιστεύουμε ακράδαντα ότι η πιο ατελής δημοκρατία είναι χίλιες φορές καλλίτερη από την πιο πεφωτισμένη μοναρχία”.

8. Κατανοήστε ότι η Ουκρανική κοινωνία, όπως και η κοινωνία στη Συρία και τη Γαλλία, διατρέχεται από πολλά διαφορετικά ρεύματα

Είμαστε εξοικειωμένοι με τη διαδικασία στην οποία ένας ηγεμόνας προσδιορίζει μια σοβαρή απειλή ώστε να φοβίσει δυνάμει υποστηρικτές. Αυτό περιλαμβάνει την ρητορική σχετικά με την “ισλαμιστική τρομοκρατία”, που ο Μπασάρ αλ-Άσσαντ χρησιμοποίησε από τις πρώτες μέρες της επανάστασης στη Συρία· ανάλογα, σήμερα, ο “ναζισμός” και ο “υπερ-εθνικισμός” επισείονται από τον Πούτιν και τους συμμάχους του για να δικαιολογήσουν την εισβολή τους στην Ουκρανία.

Αν, από τη μια πλευρά, αναγνωρίζουμε ότι αυτή η προπαγάνδα μεγενθύνεται υπερβολικά σκόπιμα, και ότι δεν πρέπει να την νομιμοποιούμε τοις μετρητοίς, από την άλλη η εμπειρία μας στη Συρία, μας ενθαρρύνει να μην υποτιμούμε τα αντιδραστικά ρεύματα μέσα στα λαϊκά κινήματα.

Στην Ουκρανία, Ουκρανοί εθνικιστές, μεταξύ αυτών και φασίστες, έπαιξαν έναν σημαντικό ρόλο στις διαμαρτυρίες του Μαϊντάν και τον επακόλουθο πόλεμο εναντίον της Ρωσίας. Επιπλέον, όπως και το Τάγμα Αζόφ, επωφελήθηκαν από αυτή την εμπειρία και έγιναν ένα νομιμοποιημένο τμήμα του τακτικού ουκρανικού στρατού. Παρ’ όλα αυτά, αυτό δεν σημαίνει ότι η πλειοψηφία της ουκρανικής κοινωνίας είναι υπερ-εθνικιστές ή φασίστες. Η ακροδεξιά κέρδισε μόνο ένα 4% στις τελευταίες εκλογές· ο Ουκρανός, Εβραίος και Ρωσόφωνος πρόεδρος εκλέχθηκε με 73%.

Στην εξέγερση στην Συρία, οι τζιχαντιστές ξεκίνησαν ως περιθωριακός παράγοντας αλλά απέκτησαν αυξανόμενη σημασία, εν μέρει εξαιτίας της εξωτερικής υποστήριξης, που τους επέτρεψε να επιβληθούν στρατιωτικά σε βάρος του πολιτικού κινήματος και των πιο προοδευτικών από τους συμμετέχοντες σε αυτό. Παντού, η ακροδεξιά απειλεί την επέκταση των δημοκρατιών και τις κοινωνικές επαναστάσεις· αυτό είναι που συμβαίνει χωρίς αμφιβολία σήμερα στη Γαλλία. Στη Γαλλία, η ίδια ακροδεξιά προσπάθησε να επιβληθεί στη διάρκεια του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων. Αν χτυπήθηκε τότε, αυτό έγινε ακριβώς εξαιτίας της παρουσίας θέσεων υπέρ της ισότητας και την αποφασιστικότητα των αντιαυταρχικών και αντιφασιστών ακτιβιστών, όχι από την πολυλογία των ειδημόνων αναλυτών.

Προσέξτε, από την άλλη, ότι η υπεράσπιση της λαϊκής αντίστασης (τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Ρωσία) ενάντια στην ρώσικη εισβολή δεν ισοδυναμεί με το να είναι κανείς αφελής σχετικά με το πολιτικό καθεστώς που αναδύθηκε από το Μαϊντάν. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι η πτώση του Γιανουκόβιτς είχε σαν αποτέλεσμα μια πραγματική διεύρυνση της δημοκρατίας ή την ανάπτυξη μιας κοινωνίας ισότητας, όπως επιθυμούσαμε για τη Συρία, τη Ρωσία, τη Γαλλία και για οποιοδήποτε μέρος στον κόσμο. Για να χρησιμοποιήσουμε μιαν έκφραση, την οποία εμείς γνωρίζουμε πολύ καλά, μερικοί Ουκρανοί ακτιβιστές αποκαλούν την μετά-Μαϊντάν περίοδο μια “κλεμμένη επανάσταση”. Πέρα από το να δώσει στους υπερεθνικιστές μια σημαντική θέση, το ουκρανικό καθεστώς επανεδραιώθηκε από ολιγάρχες και άλλους που η έγνοια τους ήταν η υπεράσπιση των δικών τους οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων και η επέκταση ενός καπιταλιστικού και νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανισότητας. Αντίστοιχα, παρ’ όλο που η γνώση μας πάνω στο σχετικό αυτό ζήτημα παραμένει περιορισμένη, μας είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι το ουκρανικό καθεστώς δεν έχει ευθύνες στην παρόξυνση των εντάσεων με τις αποσχισθείσες περιοχές στο Ντονμπάς.

Στη Συρία, οι επαναστάτες που πολέμησαν στο πεδίο έχουν κάθε δικαίωμα να ασκούν σφοδρή κριτική στις επιλογές της πολιτικής αντιπολίτευσης που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Μετανιώνουμε ακόμα για την επιλογή τους να μην λάβουν υπόψιν τις νόμιμες διεκδικήσεις μειονοτήτων όπως οι Κούρδοι.

Ένα νεοφιλελεύθερο καθεστώς και φασιστικά στοιχεία είναι συστατικά που βρίσκονται σε όλες τις Δυτικές δημοκρατίες. Αν και αυτοί οι εχθροί της χειραφέτησης δεν θα πρέπει να υποτιμούνται, αυτός δεν είναι λόγος να μην προάγουμε την λαϊκή αντίσταση σε μια εισβολή. Αντίθετα, όπως ευχόμαστε να είχαν πράξει και άλλοι στη Συριακή επανάσταση, σας καλούμε να υποστηρίξετε τα πιο προοδευτικά αυτοοργανωμένα ρεύματα μέσα στις δυνάμεις που αμύνονται.

9. Υποστηρίξτε τη λαϊκή αντίσταση στην Ουκρανία και τη Ρωσία

Όπως έχουν αποδείξει οι Αραβικές επαναστάσεις, τα Κίτρινα Γιλέκα και το Μαϊντάν, οι εξεγέρσεις του 21ου αιώνα δεν θα είναι ιδεολογικά “καθαρές”. Αν και καταλαβαίνουμε ότι είναι πιο άνετο και πιο ενισχυτικό να ταυτιζόμαστε με ισχυρούς (και νικηφόρους) πρωταγωνιστές, δεν θα πρέπει να προδίδουμε τις θεμελιώδεις αρχές μας. Προσκαλούμε την ριζοσπαστική αριστερά να βγάλει τα παλιά εννοιολογικά της γυαλιά και να φέρει τις θεωρητικές της θέσεις αντιμέτωπες με την πραγματικότητα. Αυτές οι θέσεις πρέπει να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα, και όχι το αντίστροφο.

Αυτός είναι ο λόγος που στην Ουκρανία καλούμε τον κόσμο να υποστηρίξει κατά προτεραιότητα πρωτοβουλίες που προέρχονται από τα κάτω: πρωτοβουλίες για αυτοάμυνα και αυτοοργάνωση που αυτή τη στιγμή ανθούν. Μπορεί κανείς να ανακαλύψει ότι άνθρωποι που αυτοοργανώνονται μπορούν στην πραγματικότητα να υπερασπιστούν ριζοσπαστικές ιδέες δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης – ακόμα και όταν δεν αποκαλούν τον εαυτό τους “αριστεριστές” ή “προοδευτικούς”.

Επίσης, όπως έχουν πει αρκετοί Ρώσοι ακτιβιστές, πιστεύουμε ότι μια λαϊκή εξέγερση στη Ρωσία θα μπορούσε να βοηθήσει στον τερματισμό του πολέμου, όπως ακριβώς συνέβη το 1905 και το 1917. Όταν σκεφτόμαστε την έκταση της καταστολής στη Ρωσία από την έναρξη του πολέμου – πάνω από δέκα χιλιάδες διαδηλωτές έχουν φυλακιστεί, λογοκρισία στα ΜΜΕ, μπλοκάρισμα των κοινωνικών δικτύων και, ίσως, σύντομα του διαδικτύου – είναι αδύνατον να μην ελπίζουμε ότι μια επανάσταση θα μπορούσε να οδηγήσει στην πτώση του καθεστώτος. Αυτό θα οδηγούσε, επιτέλους, σε έναν τερματισμό, μια και καλή, των εγκλημάτων του Πούτιν στην Ρωσία, την Ουκρανία, την Συρία και αλλού.

Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση της Συρίας όπου, ως συνέχεια της διεθνοποίησης της σύγκρουσης, μακράν του να αισθανόμαστε μνησικακία για τον Ιρανικό, Ρωσικό ή Λιβανέζικο λαό, οι εξεγέρσεις τους θα μπορούσαν να μας κάνουν να πιστέψουμε ξανά στη δυνατότητα να ανατραπεί και το καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσσαντ.

Ανάλογα, θέλουμε να δούμε ριζοσπαστικές ανατροπές και ριζοσπαστικές διευρύνσεις της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και της ισότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία και σε κάθε άλλη χώρα που στηρίζει την ισχύ της στην καταπίεση άλλων λαών ή τμημάτων του δικού της πληθυσμού.

10. Οικοδομήστε έναν νέο διεθνισμό από τα κάτω

Αν και είμαστε ριζικά αντίθετοι σε κάθε ιμπεριαλισμό και σε όλες τις σύγχρονες μορφές φασισμού, πιστεύουμε ότι δεν μπορούμε να περιοριστούμε μόνο σε αντιιμπεριαλιστικές και αντιφαστικές τοποθετήσεις. Αν και χρησιμεύουν στην εξήγηση πολλών πλαισίων, ενέχουν επίσης τον κίνδυνο να περιορίσουν την επαναστατική πάλη σε ένα αρνητικό όραμα, ανάγοντάς την σε αντιδραστικότητα, στην μόνιμη αντίσταση χωρίς έναν δρόμο προς τα μπρος.

Πιστεύουμε ότι παραμένει ουσιώδες να κάνουμε μια θετική και εποικοδομητική πρόταση, όπως ο διεθνισμός. Αυτό σημαίνει την σύνδεση εξεγέρσεων και αγώνων για ισότητα σε ολόκληρο τον κόσμο.

Πέρα από το ΝΑΤΟ και τον Πούτιν υπάρχει μια τρίτη επιλογή: διεθνισμός από τα κάτω. Σήμερα, ένας επαναστατικός διεθνισμός πρέπει να καλεί τον κόσμο παντού να υπερασπιστεί τη λαϊκή αντίσταση στην Ουκρανία, όπως ακριβώς θα έπρεπε να τον καλεί να υποστηρίξει τα συριακά τοπικά συμβούλια, τις επιτροπές αντίστασης στο Σουδάν, τις εδαφικές συνελεύσεις στη Χιλή, τους αποκλεισμούς κόμβων από τα Κίτρινα Γιλέκα, και την παλαιστινιακή Ιντιφάντα.

Φυσικά, ζούμε στη σκιά ενός εργατικού διεθνισμού – υποστηριζόμενου από κράτη, κόμματα, συνδικάτα και μεγάλες οργανώσεις – που ήταν ικανός να ασκήσει επίδραση σε διεθνείς συγκρούσεις, στην Ισπανία το 1936 και, αργότερα, στο Βιετνάμ και την Παλαιστίνη στις δεκαετίες του 1960 και του 1970.

Σήμερα, παντού στον κόσμο – από την Συρία μέχρι τη Γαλλία, από την Ουκρανία μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες – στερούμαστε χειραφετητικών δυνάμεων μεγάλης κλίμακας που να διαθέτουν ουσιαστικές υλικές βάσεις. Παρ’ όλο που ελπίζουμε για την ανάδυση, όπως φαίνεται να συμβαίνει στη Χιλή – καινούριων επαναστατικών οργανώσεων, βασισμένων σε τοπικές αυτοοργανωμένες πρωτοβουλίες, υπερασπιζόμαστε έναν διεθνισμό που υποστηρίζει λαϊκές εξεγέρσεις και καλωσορίζει όλους τους εξόριστους. Σε αυτή την προσπάθεια, επίσης, προετοιμάζουμε το έδαφος για μια πραγματική επιστροφή στον διεθνισμό, ο οποίος, ελπίζουμε, θα αντιπροσωπεύει μια μέρα και πάλι ένα εναλλακτικό μονοπάτι, διαφορετικό από τα μοντέλα των Δυτικών καπιταλιστικών δημοκρατιών και του καπιταλιστικού αυταρχισμού, είτε ρωσικού είτε κινεζικού.

Μια τέτοια αντίληψη του τι κάναμε στη Συρία θα είχε σίγουρα βοηθήσει ώστε η επανάσταση να διατηρήσει ένα δημοκρατικό και εξισωτικό χρώμα. Και ποιος ξέρει, ίσως ακόμα και να είχε συμβάλει στο να πετύχουμε τη νίκη. Επομένως, είμαστε διεθνιστές όχι μόνο από την άποψη των ηθικών αρχών αλλά επίσης και ως συνέπεια μιας επαναστατικής στρατηγικής. Υπερασπιζόμαστε, λοιπόν, την ανάγκη να δημιουργήσουμε δεσμούς και συμμαχίες μεταξύ αυτοοργανωμένων δυνάμεων που εργάζονται για την χειραφέτηση όλων χωρίς διακρίσεις.

Αυτό είναι που ονομάζουμε διεθνισμό από τα κάτω, τον διεθνισμό των λαών.

Προτεινόμενες θέσεις για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία

  • Εκφράστε πλήρη υποστήριξη στην ουκρανική λαϊκή αντίσταση ενάντια στη ρωσική εισβολή.

  • Υποστηρίξτε, πρωτίστως, αυτοοργανωμένες ομάδες που υπερασπίζονται χειραφετητικές θέσεις στην Ουκρανία μέσω δωρεών, ανθρωπιστικής βοήθειας και δημοσιοποίησης των αιτημάτων τους.

  • Υποστηρίξτε προοδευτικές αντιπολεμικές και αντικαθεστωτικές δυνάμεις στη Ρωσία και δημοσιοποιείστε τις θέσεις τους.

  • Στεγάστε Ουκρανούς εξόριστους και οργανώστε εκδηλώσεις και υποδομές ώστε να μπορέσει να ακουστεί η φωνή τους.

  • Πολεμήστε κάθε λόγο υπέρ του Πούτιν, ιδιαίτερα στη αριστερά. Ο πόλεμος στην Ουκρανία προσφέρει μια κρίσιμη ευκαρία για να βάλουμε τέλος στην επιλογή στρατοπέδου και στην τοξική αρρενωπότητα.

  • Πολεμήστε τον από ιδεολογία φιλο-νατοϊκό λόγο. Αρνηθείτε την υποστήριξη στην Ουκρανία και αλλού όσων υπερασπίζονται υπερεθνικιστικές, ξενοφοβικές και ρατσιστικές πολιτικές.

  • Διαρκής κριτική και δυσπιστία απέναντι στις ενέργειες του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και αλλού.

  • Διατηρήστε την πίεση στις κυβερνήσεις με διαδηλώσεις, άμεσες δράσεις, πανώ, συζητήσεις, μάζεμα υπογραφών και άλλα μέσα, ώστε να ενδυναμωθούν τα αιτήματα αυτοοργανωμένων δυνάμεων στο πεδίο.

Δυστυχώς αυτά δεν είναι πολλά, αλλά είναι όλα όσα μπορούμε να προσφέρουμε καθώς δεν υπάρχουν εδώ ή αλλού αυτόνομες δυνάμεις που να αγωνίζονται για ισότητα και χειραφέτηση και οι οποίες να είναι ικανές να προσφέρουν οικονομική, πολιτική ή στρατιωτική υποστήριξη.

Ελπίζουμε ειλικρινά ότι, αυτή τη φορά, οι θέσεις αυτές θα έχουν επιτυχία. Αν συμβεί αυτό, θα είμαστε εξαιρετικά ευτυχείς, αλλά δεν θα ξεχάσουμε ποτέ πως αυτό απείχε πολύ από το να συμβεί στη Συρία, και ότι στοίχισε στη χώρα οδυνηρά.

The Syrian Canteen of Montreuil and L’équipe des Peuples Veulent

2 Στμ. Στο πρωτότυπο: inform, εναλλακτικά: “να βοηθήσουν στην διαμόρφωση γνώμης”.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: over-the-counter.

4 Στμ. Εξαιρετικά εύστοχη και συνοπτική διατύπωση των ενστάσεων για τα όρια της γεωπολιτικής.

5 Στμ. Στο πρωτότυπο: Campism.

Πόλεμος, Καπιταλισμός, Οικολογία: Γιατί ο Bruno Latour δεν καταλαβαίνει τίποτα για αυτά;

Maurizio Lazzarato1

το κείμενο σε pdf

Αντιμέτωπος με τον πόλεμο που έχει ξεσπάσει στην Ουκρανία, ο φιλόσοφος-οικολόγος είναι χαμένος. Κατακλυσμένος από τα γεγονότα, “δεν ξέρει πώς να τα καταφέρει με δυο τραγωδίες ταυτόχρονα”, δηλαδή με την Ουκρανία και την παγκόσμια υπερθέρμανση. Ο μόνος ισχυρισμός τον οποίο προωθεί είναι ότι το ενδιαφέρον μας για την μία δεν πρέπει να αποκτήσει προτεραιότητα σε σχέση με το ενδιαφέρον μας για την άλλη. Δεν κάνει καμμιά πρόοδο στη σύλληψη της σχέσης τους· και όμως, είναι στην πραγματικότητα πολύ στενά συνδεδεμένες, ακόμα-ακόμα μοιράζονται μια κοινή αφετηρία. Για τον Λατούρ, για να το αναγνωρίσει αυτό θα ήταν αναγκαίο να παραδεχτεί την ύπαρξη του καπιταλισμού, που είναι το πλαίσιο στο οποίο αυτοί οι δύο πόλεμοι αναδύονται και ξεδιπλώνονται.

Πόλεμοι μεταξύ των Κρατών και αυτοί μεταξύ τάξεων, φυλών και φύλων έχουν συνοδεύσει πάντα την εξέλιξη του κεφαλαίου επειδή, στη βάση της πρωταρχικής συσσώρευσης, είναι συνθήκες της ύπαρξής του. Ο σχηματισμός των τάξεων (των εργατών, των σκλάβων και των αποικισθέντων, των γυναικών) συνεπάγεται μια εξω-οικονομική βία που θεμελιώνει την κυριαρχία καθώς και μια βία που την συντηρεί, σταθεροποιώντας και αναπαράγοντας τις σχέσεις μεταξύ νικητή και του κατατροπωμένου. Δεν υπάρχει κεφάλαιο χωρίς ταξικό, φυλετικό, έμφυλο πόλεμο και χωρίς το Κράτος, που κατέχει τη δύναμη και τα μέσα να τους διεξάγει! Ο πόλεμος και οι πόλεμοι δεν είναι εξωτερικές πραγματικότητες αλλά είναι συγκροτητικές της σχέσης κεφάλαιο, ακόμα και αν έχουμε ξεχάσει αυτό το γεγονός. Οι πόλεμοι στον καπιταλισμό δεν ξεσπάνε εξαιτίας κάποιων κακών και άθλιων απόλυτων αρχόντων από την μια και κάποιων ευγενικών, και φιλικών δημοκρατών, από την άλλη.

Τον πόλεμο και τους πολέμους που βρίσκουμε στην αρχή κάθε κύκλου συσσώρευσης, τείνουμε επίσης να τους επανανακαλύπτουμε στο τέλος του. Στον καπιταλισμό, προκαλούν καταστροφές και σπέρνουν τον θάνατο σε έναν βαθμό που δεν συγκρίνεται σε καμμιά περίπτωση με ό,τι συνέβαινε σε άλλες εποχές. Αλλά υπήρξε μια στιγμή στην ιστορία του καπιταλισμού, στις αρχές του 20ου αιώνα, που η σχέση ανάμεσα στον πόλεμο, το κράτος και το κεφάλαιο αναπτύχθηκε με τέτοιο τρόπο που η σχετική καταστροφική του δύναμη, που διαμορφώνει την συνθήκη της ανάπτυξής του (τη μηχανή του, λέει ο Schumpeter, ορίζοντάς τον ως “δημιουργική καταστροφή”), γίνεται, τώρα, απόλυτη. Απόλυτη, επειδή θέτει σε διακινδύνευση τις ίδιες τις συνθήκες της ανθρωπότητας μαζί και με αυτές πολλών άλλων ειδών.

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η απόλυτη καταστροφή

Οπαδοί της θεωρίας του Ανθρωπόκαινου διαφωνούν σχετικά με τη ημερομηνία έναρξής του: η Νεολιθική εποχή, η κατάκτηση της Αμερικής, η Βιομηχανική Επανάσταση, η μεγάλη μεταπολεμική επιτάχυνση κλπ. Όλοι αποφεύγουν προσεκτικά να έρθουν αντιμέτωποι με την ρήξη που αναγγέλεται με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, του οποίου οι πραγματικές επιβλαβείς συνέπειες συνεχίζουν να έχουν επίδραση στα σημερινά πράγματα.

Η μεγάλη μετατόπιση που άλλαξε για πάντα την δικέφαλη μηχανή Κράτους/κεφαλαίου τον 20ο αιώνα συνέβη πολύ πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 1929, στη διάρκεια του πολέμου του 1914. Το καινοτόμο στον “Μεγάλο Πόλεμο” έγκειται στην ολοκληρωση που πέτυχε ανάμεσα στο Κράτος, τα οικονομικά μονοπώλια, την κοινωνία, την εργασία, την επιστήμη και την τεχνολογία. Η συνεργασία όλων αυτών των στοιχείων στην κατασκευή μιας μεγαμηχανής παραγωγής για τον πόλεμο άλλαξε θεμελιωδώς την λειτουργία του καθενός: για να ανταποκριθεί στις “έκτακτες ανάγκες”, το Κράτος όξυνει την εκτελεστική εξουσία σε βάρος της νομοθετικής και της δικαστικής, η οικονομία γνωρίζει μια αντίστοιχη συγκέντρωση πολιτικής εξουσίας στην μορφή της συγχώνευσης μονοπωλίων, ενώ η κοινωνία στην ολότητά της (και όχι απλά ο κόσμος της εργασίας) κινητοποιείται στην παραγωγή· τέλος, επιστημονικές και τεχνολογικές καινοτομίες υπάγονται τώρα στον άμεσο έλεγχο του Κράτους ενώ υφίστανται μια βίαιη επιτάχυνση.

Ο Ernst Junger2, ο “ήρωας” του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το περιγράφει ως εξής: συνιστά περισσότερο μια “γιγαντιαία διαδικασία εργασίας” παρά μια “ένοπλη δράση”. Επεκτείνοντας μια οργάνωση της παραγωγής που αφορούσε μόνο έναν πολύ μικρό αριθμό εταιρειών, ο πόλεμος έγινε μια ευκαιρία για την εμπλοκή ολόκληρης της κοινωνίας στην παραγωγή. “Οι χώρες μεταμορφώθηκαν σε γιγαντιαία εργοστάσια ικανά για μαζική παραγωγή στρατιωτικών υπηρεσιών 24/7 ώστε να είναι έτοιμες να τις στείλουν στο μέτωπο όπου μια αιματηρή διαδικασία κατανάλωσης, ακόμα εντελώς μηχανοποιημένης, έπαιζε τον ρόλο της αγοράς”.

Η εμπλοκή κάθε κοινωνικής λειτουργίας στην σφαίρα της παραγωγής (αυτό που οι μαρξιστές αποκαλούν υπαγωγή της κοινωνίας στο κεφάλαιο) γεννήθηκε εκείνη τη στιγμή και σημαδεύεται, και θα είναι πάντα σημαδεμένη, από τον πόλεμο. Κάθε μορφή δραστηριότητας, “ακόμα και αυτή ενός εργάτη στο σπίτι που δουλεύει στη ραπτομηχανή”, προορίζεται για την πολεμική οικονομία και συμμετέχει στην συνολική κινητοποίησή της.

Μαζί με τους στρατούς που πολεμούν μεταξύ τους στα πεδία των μαχών αναδύονται στρατοί ενός καινούριου τύπου, στρατοί μεταφορών, στρατοί επιμελητείας, στρατοί της πολεμικής βιομηχανίας, στρατοί εργασίας”, στρατοί επικοινωνιών, στρατοί επιστήμης και τεχνολογίας, κλπ. Η επιμελητεία του πολέμου αποδεικνύεται πιο αποτελεσματική από την εμπορική επιμελητεία του κεφαλαίου”.

Είναι από αυτή την άποψη που μπορούμε να μιλήσουμε για “ολοκληρωτικό” πόλεμο. Απαιτεί οικονομική, πολιτική και κοινωνική κινητοποίησή, με άλλα λόγια μια “ολοκληρωτική παραγωγή”. Μεταξύ πολέμου, μονοπωλίων και του Κράτους, αναπτύσσεται ένας δεσμόςσ που κανένας φιλελευθερισμός δεν μπορεί να λύσει – ούτε καν ο νεοφιλελευθερισμός δεν θα μπορεί να φέρει πίσω την αγορά της προσφοράς και της ζήτησης και του ελεύθερου ανταγωνισμού3.

Η γέννηση αυτού που ο Μαρξ ονομάζει “γενική διάνοια” (το γεγονός ότι η παραγωγή δεν εξαρτάται μόνο από την άμεση εργασία των εργατών αλλά από τη δραστηριότητα και την συνεργασία της κοινωνίας στο σύνολό της, την επικοινωνία και την τεχνολογία, κλπ.) συμβαίνει στον αστερισμό του πολέμου. Στην μαρξική γενική διάνοια δεν υπάρχει πόλεμος, ενώ στην πραγματική της εδραίωση είναι πραγματικά ο πόλεμος που συμπληρώνει το όλον. Ο καπιταλισμός, που εγκαινιάζει, ο πόλεμος διαφέρει από αυτόν που περιγράφει ο Μαρξ. Ο Hahlweg, ο Γερμανός ακαδημαϊκός που εξέδωσε τα άπαντα του Κλάουζεβιτς, συνοψίζει τέλεια αυτή την αλλαγή που επηρεάζει τον καπιταλισμό στις αρχές του 20ου αιώνα: στον Λένιν, ο πόλεμος παίρνει τη θέση που έχουν οι οικονομικές κρίσεις στον Μαρξ.

Από την πλευρά του, ο Κέυνς ισχυρίστηκε ότι το οικονομικό του πρόγραμμα θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο σε μια πολεμική οικονομία, γιατί μόνο σε αυτή την περίπτωση φτάνουν στο όριό των δυνατοτήτων τους οι παραγωγικές δυνάμεις στο σύνολό τους.

Αυτή η φοβερή μηχανή στην οποία συγχωνεύονται πόλεμος και παραγωγή προκαλεί μιαν επιτάχυνση, καθώς διασφαλίζει ένα άλμα στην ανάπτυξη της οργάνωσης της εργασίας, της επιστήμης και της τεχνολογίας· ο συντονισμός και η συνέργεια διαφορετικών παραγωγικών δυνάμεων και κοινωνικών λειτουργιών μεταφράζεται σε μια αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας4. Αλλά η παραγωγή και η παραγωγικότητα είναι εδώ στην υπηρεσία της καταστροφής. Για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού, η παραγωγή είναι “κοινωνική”, ενώ ταυτίζεται με την καταστροφή. Η αύξηση στην παραγωγή προσανατολίζεται προς την αύξηση της ικανότητας για καταστροφή.

Έτσι αρχίζει μια τρελή εξόρμηση για καινούριες εφευρέσεις με στόχο την αύξηση της δύναμης για καταστροφή: καταστροφή του εχθρού και του στρατού του αλλά, επίσης, και του πληθυσμού και των υποδομών της χώρας. Αυτή η διαδικασία βρίσκει την ολοκληρωσή της στην κατασκευή της ατομικής βόμβας στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η επιστήμη, η υψηλότερη έκφραση της δημιουργικότητας και παραγωγικότητας του κοινωνικού είναι, επεκτείνει ριζικά την δύναμη καταστροφής: από δω και ύστερα, η ατομική βόμβα θέτει την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας σε αμφισβήτηση.

Σχετικά με αυτό το ζήτημα, ο Günter Anders5 παρατηρεί ότι αν τα ανθρώπινα όντα ήταν ατομικά θνητά και η ανθρωπότητα αθάνατη πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο τότε, στη συνέχεια της κατασκευής της ατομικής βόμβας, η ταύτιση της παραγωγής με την καταστροφή απειλεί άμεσα την ανθρωπότητα με θάνατο. Για πρώτη φορά στην ιστορία του, το ανθρώπινο είδος κινδυνεύει να εξαφανιστεί εξαιτίας της δύναμης μιας υπο-ομάδας ανθρώπων εντός του – των καπιταλιστών, ανθρώπων του Κράτους, των εύπορων τάξεων κλπ.

Αυτό το άλμα στην πολιτικο-οικονομική οργάνωση της δικέφαλης μηχανής Κράτος/Κεφάλαιο ήταν μια απάντηση στον κίνδυνο του σοσιαλισμού που στοίχειωνε την Ευρώπη, καθώς και μια προληπτική δράση μπροστά στους ταξικούς, φυλετικούς και έμφυλους πολέμους που έβραζαν στην καρδιά του σοσιαλισμού (παρά την ύπαρξη των οργανώσεων που τον δόμησαν) και που θα συνεχίζονταν να αναπτύσοονται σε ολόκληρο τον 20ο αιώνα.

Η μεγάλη επιτάχυνση

Ο φορέας αυτής της νέας οργάνωσης της μηχανής Κράτους/Κεφαλαίου δεν εξαφανίστηκε με τον τερματισμό των ενεργών εχθροπραξιών, καθώς η “καθολική κινητοποίηση” για “καθολική παραγωγή”, η διαχείριση των έκτακτων αναγκών, η συγκέντρωση της εκτελεστικής και της οικονομικής εξουσίας, των προσωρινών καταστάσεων εξαίρεσης, που συνδέονταν με το κατεπείγον του πολέμου, μετασχηματίστηκαν σε καθημερινές νόρμες της καπιταλιστικής διαχείρισης.

Οικολόγοι αποκαλούν την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως την “μεγάλη επιτάχυνση”. Σε αυτήν βρίσκουμε, άθικτη και εμπεδωμένη στην καθημερινή εργασία και κατανάλωση της οικονομικής “εκρηκτικής άνθισης”, την ίδια ταύτιση παραγωγής και καταστροφής που είχαν επιβεβαιωθεί στη διάρκεια των δύο καθολικών πολέμων6.

Στη διάρκεια της μεταπολεμικής φάσης της ανοικοδόμησης, η ολοκληρωμένη παραγωγική μηχανή δεν “ξηλώθηκε” αλλά επανεπενδύθηκε εκ νέου. Όπως θα δούμε, οι αποζημιώσεις για τις καταστροφές που προκλήθηκαν από τον πόλεμο θα διαμορφώσουν μια καινούρια και ακόμα πιο εντυπωσιακή καταστροφή: με την μεγάλη επιτάχυνση, κάναμε ένα τεράστιο άλμα προς το σημείο χωρίς επιστροφή όσον αφορά την υποβάθμιση της κλιματικής ισορροπίας και της ισορροπίας της βιοσφαίρας.

Ο μεταπολεμικός καπιταλισμός συνεχίζει να εκμεταλλεύεται την ολοκλήρωση που γεννήθηκε στη διάρκεια του καθολικού πολέμου παράγοντας εξαιρετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και παραγωγικότητας, στους οποίους αντιστοιχούν εξίσου εξαιρετικοί ρυθμοί καταστροφής των συνθηκών κατοικισιμότητας του πλανήτη. Το ανθρώπινο είδος (μαζί με πολλά άλλα ζωντανά πλάσματα) απειλείται για δεύτερη φορά με εξαφάνιση. Δεν είναι πλέον η “φύση” που “απειλεί” την ανθρωπότητα, αλλά οι τάξεις που “διευθύνουν” αυτή την οικονομικο-πολεμική μηχανή.

Αυτή η ταύτιση παραγωγής και καταστροφής ξεδιπλώνεται μέσα στο πλαίσιο μιας “ειρήνης” που οι συνθήκες που την καθιστούν εφικτή θεμελιώνονται πάντα από τον πόλεμο: ψυχρού στον Βορρά και πολύ θερμού στον Νότο, όπου ο “παγκόσμιος εμφύλιος πόλεμος”, που προβλέφθηκε από την Χάνα Άρεντ και τον Καρλ Σμιτ το 1961, βρίσκει τον εαυτό του συμπυκνωμένο. Μόνο μια ευρωκεντρική ψευδαίσθηση μπορεί να επιτρέπει σε κάποιον να θεωρήσει ταtrente glorieuses7 ως μια περίοδο ειρήνης.

Η μεγάλη επιτάχυνση είναι αδιανόητη χωρίς την συναίνεση του εργατικού κινήματος, το οποίο επανενδυναμώνει την ενσωμάτωσή του στον καπιταλισμό και το κράτος, μια ολοκλήρωση που άρχισε με την υποστήριξή του (με την μορφη της vote des crédits) για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στον Παγκόσμιο Βορρά, ο φορντιστικός συμβιβασμός ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία στην Μεταπολεμική περίοδο βασίζεται σε μια άρρητη συναίνεση που συγκαλύπτει την ταύτιση της παραγωγής και της καταστροφής που η “καθολική κινητοποίηση” για την “καθολική παραγωγή” έχει τώρα αφήσει στην λειτουργία του καπιταλισμού. Το εργατικό κίνημα θα περιορίσει τον εαυτό του στο να απαιτεί μισθούς και εργατικά δικαιώματα, αφήνοντας την πλήρη εξουσία στην μηχανή Κράτους/Κεφαλαίου όταν πρόκειται να αποφασιστεί το περιεχόμενο της εργασίας και οι σκοποί της παραγωγής8. Ο συμβιβασμός λειτουργεί ωσάν η ταυτότητα παραγωγής και καταστροφής να αφορά την περίοδο του πολέμου, ιδιαίτερα όταν έχει να κάνει με τις έννοιες της εργασίας και του εργάτη. Ο Günter Anders είναι ο πρώτος που σκιαγράφησε το μετατοπιζόμενο νόημα τέτοιων όρων υπό τις καινούριες πραγματικότητες του καπιταλισμού: “Το ηθικό στάτους του προϊόντος (το στάτους του δηλητηριώδους αερίου ή αυτό της βόμβας υδρογόνου) δεν ρίχνει καμμιά σκιά στην ηθικότητα του εργάτη που συμμετέχει στην παραγωγή του”, γράφει. Είναι πολιτικά αδιανόητο ότι “το προϊόν που πρόκειται να παραχθεί, ακόμα και το πιο απεχθές, θα μπορούσε να επιμολύνει την ίδια την εργασία”. Η εργασία, όπως και το χρήμα, του οποίου αποτελεί συνθήκη, “δεν έχει μυρωδιά”. “Καμμιά εργασία δεν μπορεί να απαξιωθεί ηθικά από τον σκοπό της”.

Οι σκοποί της παραγωγής δεν θα πρέπει να απασχολούν τον εργάτη με κανέναν τρόπο, γιατί – και αυτό “είναι ένα από τα αποτροπιαστικά χαρακτηριστικά της εποχής μας” – η εργασία πρέπει να θεωρείταιηθικά ουδέτερηοποιαδήποτε εργασία και να κάνουμε, το προϊόν αυτής της εργασίας παραμένει πάντα πέρα από το καλό και το κακό”. Τα συνδικάτα και το εργατικό κίνημα έχουν δεσμευτεί με τον “μυστικό όρκο” του “να μην βλέπουν, ή μάλλον να μην ξέρουν τι κάνει (η εργασία)”, να “μην λαμβάνουν υπόψιν το σκοπό της”.

Στις συνθήκες του σύγρονου καπιταλισμού, η κατάσταση έχει γίνει ακόμα πιο ριζοσπαστική. Κάθε εργασία (και όχι μόνο αυτή που παρήγαγε “δηλητηριώδη αέρια ή τη βόμβα υδρογόνου”) είναι καταστροφική· κάθε κατανάλωση (και όχι μόνο να ταξιδεύει κανείς με το αεροπλανο) είναι καταστροφική. Είναι συνεπώς μη αποφασίσιμο αν η εργασία ή η κατανάλωση δημιουργεί μια ύπαρξη ή την καταστρέφει, επειδή είναι ταυτόχρονα δυνάμεις της παραγωγής και της καταστροφής.

Στον καπιταλισμό, τα άτομα είναι ταυτόχρονα απρόθυμοι “συνεργοί” της καταστροφής, καθώς παράγουν καταστροφή εργαζόμενα και καταναλώνοντας, και θύματα εκμετάλλευσης και κυριαρχίας καθώς αναγκάζονται να “κατασκευάζουν” καταστροφή. Δεν έχουμε άλλη εναλλακτική από το να σπάσουμε τα δεσμά της υποταγής που αντικειμενικά μας καθιστούν συνεργούς, να αποσπάσουμε τους εαυτούς μας από αυτές τις σχέσεις εργασίας και κατανάλωσης – με άλλα λόγια, να φτάσουμε την άρνηση της εργασίας και της κατανάλωσης στην κατακλείδα της.

Ο αποκαλούμενος “νεοφιλελευθερισμός”

Η στρατηγική της μηχανής Κράτος/Κεφάλαιο υιοθετεί χωρίς ντροπές το σύνθημα “καθολική κινητοποίηση” για “καθολική παραγωγή”, που ο συμβιβασμός κεφαλαίου-εργασίας είχε εφαρμόσει στην πράξη χωρίς, όμως, να την κάνει κήρυγμα. Η οικονομικο-πολιτική μήτρα εξακολουθεί να είναι αυτή που διαγράφηκε στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, της οποίας η νέα παγκοσμιοποίηση, εντατικοποίηση της χρηματιστικοποίησης και συγκεντροποίηση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας μόνο αυξάνει τις παραγωγικές και καταστροφικές διαστάσεις της, εξυμνώντας τα αυταρχικά και αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά της.

Ο νεοφιλελευθερισμός όχι μόνο γεννήθηκε στους εμφυλίους πολέμους στη Λατινική Αμερική, αλλά τροφοδοτεί όλους τους πολέμους που οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ έχουν κηρύξει σε ολόκληρο τον κόσμο, πρώτα εναντίον ενός εχθρού που οι ίδιοι βοήθησαν να δημιουργηθεί (ισλαμιστική τρομοκρατία) και στην συνέχεια εναντίον των δυνάμεων που αναδύθηκαν από τους απελυθερωτικούς αγώνες κατά της αποκιοκρατίας (ο πραγματικός στόχος του τωρινού πολέμου [στην Ουκρανία] είναι η Κίνα).

Η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που έλαβε χώρα στον 19ο και 20ο αιώνα. Ενώ η δεύτερη είχε σαν στόχο την αποικιοκρατική διαίρεση του κόσμου, σήμερα δεν μπορεί κανείς να υπολογίζει πλέον σε έναν Νότο υποταγμένο στη Δύση. Αντίθετα, οι πρώην αποικίες είναι οικονομικο-πολιτικές δυνάμεις που κάνουν τον Βορρά να κλονίζεται – ο τελευταίος στερούμενος οποιασδήποτε ιδέας για το πώς θα εδραιώσει την ηγεμονία του παρά μόνο με τα όπλα. Ο Παγκόσμιος Νότος θέτει δυο προβλήματα. Μορφές νεο-καπιταλισμού, που έχουν υιοθετηθεί από τις πρώην αποικίες, μόνο θα επαυξήσουν την επέκταση της παραγωγής/καταστροφής, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι η δράση (l’action) της μηχανής Κράτους/Κεφαλαίου του κέντρου δεν μπορεί να επεκταθεί στη υπόλοιπη ανθρωπότητα: ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός φτάνει τον όλεθρο, που η μεγάλη επιτάχυνση είχε ήδη μεγενθύνει στη Μεταπολεμική περίοδο, στο σημείο της μη αντιστροφής.

Η επιβεβαίωση της ισχύος τους (η οποία, παραδόξως, προκλήθηκε από μια παγκοσμιοποίηση που, αντιθέτως, υποτίθεται ότι θα διασφάλιζε την αρχή ενός νέου Αμερικανικού αιώνα) αναζωπύρωσε την σύγκρουση ανάμεσα σε ιμπεριαλισμούς που οι ΗΠΑ είχαν επιδώξει επί χρόνια να μετασχηματίσουν σε ανοιχτό πόλεμο. Τυφλωμένος από το πολεμοδιψές παραλήρημά του, ο Παγκόσμιος Βορράς δυσκολευόταν να συλλάβει ότι τώρα συνιστά μια μειονότητα, και όχι μόνο από δημογραφική σκοπιά (ακόμα και σε σχέση με τον τωρινό πόλεμο, η πλειοψηφία των χωρών δεν έχουν ευθυγραμμιστεί με τη θέση του Βορρά επειδή ξέρουν ποιος έχει υπάρξει και ότι ακόμα αποτελούν στόχο για την κυρίαρχη αλλαζονεία των Γιάνκηδων).

Υπάρχει ακόμα μια εντυπωσιακή αναλογία με το παρελθόν: η βία που η Ευρώπη άσκησε στις αποικίες της επιτέλους επέστρεψε στην ήπειρο με τη μορφή ολοκληρωτικών πολέμων και του φασισμού. Ο Aimé Césaire9 αρεσκόταν να λέει ότι αυτό για το οποίο μεμφόμαστε τον Χίτλερ δεν ήταν οι “αποικιοκρατικές” του μέθοδοι αλλά η χρήση τους εναντίον των λευκών. Μετά από τριάντα χρόνια πολέμων διεξαγόμενων από τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ σε ολόκληρο τον κόσμο, η ένοπλη βία επέστρεψε στην Ευρώπη, επιβαλλόμενη από τις ΗΠΑ και γινόμενη αποδεκτή από τα κράτη και τις τοπικές ελίτ που είναι πλήρως υποταγμένες στην αμερικανική θέληση. Ο πόλεμος τώρα έχει “ρυθμιστεί” να κρατήσει καιρό, γιατί οι Αμερικανοί δεν θα χαλαρώσουν την ένοπλη πίεση μέχρι να πετύχουν να κατασκευάσουν την Αδύνατη Αυτοκρατορία, ένα Σχέδιο που είναι και αυτοκτονικό και ανθρωποκτονικό. Τα δεινά για την ανθρωπότητα τα χρόνια που έρχονται περικλείονται πολύ καλά στη δήλωση του Μπάιντεν: “εργαζόμαστε για να κάνουμε την Αμερική να ηγηθεί του κόσμου για μια φορά ακόμα”. Αυτό είναι το πραγματικό πρόγραμμα της προεδρίας του. Αυτό που διακηρύχθηκε επίσημα στη διάρκεια της προεδρικής εκστρατείας – να χαλιναγωγηθεί ο εκκολαπτόμενος εμφύλιος πόλεμος – έχει σταδιακά εγκαταλειφθεί.

Τα λόγια του Κέυνς ταιριάζουν στην τραγωδία του πολέμου όπως και στην οικολογική καταστροφή: η ηγεμονία του χρηματιστικού κεφαλαίου, που οδήγησε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, περιείχε έναν “αυτοκαταστροφικό κανόνα” που κυβερνά “κάθε πτυχή της ύπαρξης”, έναν οικονομικό κανόνα που παραμένει λειτουργικός και σήμερα. Η βία, που οι καπιταλιστές και το Κράτος εξαπολύουν, περιέχει ήδη την οικολογική καταστροφή επειδή για να προστατέψουν τους εαυτούς τους, τα κέρδη, την ιδιοκτησία και την εξουσία τους είναι “ικανοί να εξαφανίσουν τον ήλιο και τα αστέρια”.

Ο πόλεμος μεταξύ των δυνάμεων και ο πόλεμος εναντίον της “Γαίας” έχουν την ίδια αφετηρία

Να πιστεύει κανείς ότι η Ρωσία είναι η αιτία ενός δυνητικά τρίτου παγκοσμίου πολέμου είναι σαν να πιστεύει ότι η δολοφονία του Σαράγιεβο ήταν η αιτία του πρώτου. Είναι διανοητική και πολιτική νωθρότητα.

Έναν αιώνα πριν, η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε ήδη συλλάβει την αδυνατότητα ολοκλήρωσης της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου και, ως εκ τούτου, το αναπόφευκτο του ιμπεριαλιστικού πολέμου: το κεφάλαιο, “έχοντας μια τάση να γίνει μια παγκόσμια μορφή, θρυμματίζει τον εαυτό του εξαιτίας της ανικανότητάς του να γίνει πραγματικά η παγκόσμια μορφή της παραγωγής”. Δεν μπορεί να γίνει παγκόσμιο κεφάλαιο επειδή εξαρτάται από το Έθνος-Κράτος τόσο για την πραγματωση της υπεραξίας και την εξ αυτής απαλλοτρίωση (την ατομική ιδιοκτησία την εγγυώνται οι νόμοι και η ισχύς του έθνους-κράτους) όσο και για την “ρύθμισή” του10. Όπως το θέτουν οι Ντελέζ και Γκουαταρί, χωρίς το Κράτος το κεφάλαιο θα έστελνε τις ροές του στο φεγγάρι.

Η μηχανή της συσσώρευσης και η τάση της για ασταμάτητη επέκταση (η παγκόσμια αγορά) στηρίζονται σε μια ένταση ανάμεσα στο Κράτος και το κεφάλαιο, παρ’ όλο που αμφότερα συμμετέχουν πλήρως στη λειτουργία της. Το κεφάλαιο εκφράζει μια “τάση να γίνει παγκόσμιο”, που δεν μπορεί να εκπληρωθεί γιατί δεν διαθέτει ούτε την πολιτική ούτε την στρατιωτική εξουσία που είναι αναγκαίες για τις φιλοδοξίες του. Αντίθετα, είναι το Κράτος που ασκεί αυτές τις δυο εξουσίες αλλά το θεμέλιό του είναι εδαφικό, με σύνορα και αντίπαλα κράτη. Είναι άσκοπο να αντιπαραθέσει κανείς το κεφάλαιο (με την εντελώς σχετική εμμένειά του) και το Κράτος (με την πολύ πραγματική κυριαρχία του), καθώς δρουν πάντα από κοινού.

Η αποτυχία της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης είναι πολύ ανάλογη με την αποτυχία της προηγούμενης στο διάστημα μεταξύ του τέλους του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου. Και η τωρινή, επίσης, δεν μπορεί παρά να τελειώσει μόνο με πόλεμο γιατί όταν το χρηματιστικό κεφάλαιο καταρρέει, τα κράτη και οι στρατοί τους θα προχωρήσουν να ανταγωνιστούν για την ηγεμονία στην παγκόσμια αγορά11.

Η παρούσα παγκόσμια “αταξία” (μια πολλαπλότητα κέντρων εξουσίας που συγκροτούνται από μεγάλους χώρους αλλά που στο κέντρο τους υπάρχουν πάντα κράτη), που οι Αμερικανοί θα ήθελαν να ανάγουν σε μια αδύνατη αυτοκρατορική τάξη (αδύνατη επειδή έχει ήδη αποτύχει), ενέχει το ρίσκο του κατρακυλίσματος σε ένα ακόμα μεγαλύτερο χάος, άσχετα από το ποιος βγαίνει νικητής.

Στη θέση του κοσμοπολιτισμού, η μεγάλη παγκοσμιοποίηση έχει μόνο καταφέρει να παραγάγει ταυτοτιστικές λογικές, καθώς το κεφάλαιο, για να μην καταρρεύσει μετά την χρηματιστική πανωλεθρία του 2008, και υποστηρίζοντας τον καπιταλιστικό “πολιτισμό” μαζί του, έπρεπε να φωλιάσει κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες του Κράτους, το οποίο μπορεί το ίδιο να ζει μόνο από τις ταυτότητες: εθνικισμός, φασισμός, ρατσισμός, σεξισμός.

Στον καπιταλισμό, οι διαφορές δεν αυτο-διαφοροποιούνται, παράγοντας απρόβλεπτες καινοτομίες (όπως, ευφυώς ή ανεύθυνα, ισχυρίζεται η φιλοσοφία της διαφωράς12), αλλά πολώνονται (ανισότητες στο εισόδημα, τα αποκτήματα, την εκπαίδευση, την υγεία κλπ.) σε σημείο που να γίνονται αντιθέσεις. Αποτυγχάνοντας να μετασχηματιστούν σε αντιθέσεις απέναντι στην μηχανή Κράτους/κεφαλαίου, σταθεροποιούνται σε ταυτότητες στο κέντρο των οποίων βρίσκει κανείς πάντα τον λευκό άντρα. Εθνικιστικές, ρατσιστικές και σεξιστικές ταυτότητες είναι οι εν πολλοίς εκπληρωμένες συνθήκες της παραγωγής των υποκειμενικοτήτων του πολέμου. Η αντιρωσική υστερία που απελευθερώθηκε από τα ΜΜΕ, το ρατσιστικό μίσος με το οποίο διακρίνουν όσους πολεμούν αλλά και τα θύματα εξίσου (λευκούς από τους μη-λευκούς) ήταν αναμενόμενη μετά από μια μακρόχρονη “εργασία” της συμβολικής” καταστροφής της υποκειμενικότητας που καλλιέργησε ένα φασιστικό γίγνεσθαι οπλισμένο με την ενθουσιώδη προσμονή του πολέμου.

Πλησιάζουμε την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας που ξεκίνησε λίγο περισσότερο από έναν αιώνα πριν, η ταχύτητα της οποίας αυξήθηκε τα τελευταία 70 χρόνια: το κλείσιμο κάθε “δημόσιου χώρου”, τον κορεσμό της καθεμιάς ξεχωριστά πτυχής της ατομικής και συλλογικής ζωής από την ατομική ιδιοκτησία. Αυτή είναι μια διαδικασία εντελώς διαφορετικού εύρους στόχευσης από την “υγειονομική δικτατορία” που επικαλείται ο Αγκάμπεν. Το κράτος έκτακτης ανάγκης είναι η κανονικότητα που πρέπει απαραίτητα να συνοδεύει την ταυτότητα παραγωγής και καταστροφής επειδή αυτή εξελίσσεται από την αρχή του 20ου αιώνα, εμπεδούμενη στη μηχανή Κράτος/κεφάλαιο, της οποίας οι υποσχέσεις για ειρήνη και ευημερία διαρκούν μόνο όσο μια belle époque.”

Ακόμα και μια επιφανειακή ανάλυση του καπιταλισμού και της ιστορίας του αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι, μετά από μια πολύ σύντομη περίοδο ευφορίας (την belle époque της “στροφής” του [20ου] αιώνα και, αργότερα, των δεκεατιών του 1980 και του 1990), στη διάρκεια της οποίας ο καπιταλισμός φαινόταν να θριαμβεύει πάνω σε όλες τις αντιφάσεις, δεν έχει παρά μόνο τον πόλεμο και τον φασισμό για να μπορεί να ξεπερνά τα αδιέξοδά του.

Η “ευημερία για όλους” έχει μετατραπεί σε μια τεράστια συγκεντροποίηση πλούτου για λίγους, σε οικονομική καταστροφή και μάχες μέχρι θανάτου για την οικονομική ηγεμονία και την πρόσβαση στους πόρους. Η ανταλλαγή της υπακοής για την συντήρηση της ζωής, που το Κράτος, από την εποχή του Χομπς, υποτίθεται ότι εγγυάται απέναντι στους κινδύνους του “πολέμου όλων εναντίον όλων”, υφίσταται εδώ μια διπλή άρνηση: με την ενορχήστρωση των μακελειών του βιομηχανικού πολέμου και από την εξόντωση του ανθρώπινου είδους που είναι ήδη για τα καλά σε εξέλιξη.

Η βιοπολιτική (“ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν”) αποκαλύπτει όλο το “ιδεολογικό” της περιεχόμενο όταν έρχεται αντιμέτωπη με την πραγματικότητα της μηχανής Κράτος/κεφάλαιο, που αποδέσμευσε την οικονομική βία του πρώτου πόλου μόνο και μόνο για να απελευθερώσει στη συνέχεια την ένοπλη βία του δεύτερου. Δύο μορφές βίας που συνδυασμένες απέχουν αρκετά από την κυβερνητική ειρήνευση που υπονοεί η φράση “άσε να ζήσουν”.

Η πιθανή εξαφάνιση της ανθρωπότητας μέσω της συμπυκνωμένης βίας της ατομικής βόμβας, για την οποία μίλησε ο Günther Anders την δεκαετία του 1950, αναβιώνει σήμερα από την “διάχυτη βία” της παγκόσμιας υπερθέρμανσης, την υποβάθμιση της βιόσφαιρας, την εξάντληση του εδάφους, την υπερεκμετάλλευση της Γης κλπ. Δυο διαφορετικές χρονικότητες – το ακαριαίο της βόμβας και η διάρκεια της οικολογικής υποβάθμισης – συγκλίνουν στο ίδιο αποτέλεσμα επειδή ρέουν από την ίδια πηγή, την ταύτιση της παραγωγής και της καταστροφής. Στον τωρινό πόλεμο στην Ουκρανία, ζούμε κάτω από μια διπλή απειλή: μια ατομική, η οποία ποτέ δεν εξαφανίστηκε, και μια άλλη “οικολογική”. Αυτό που ο Λατούρ αποτυγχάνει να δει έχουν αναλάβει να μας το δείξουν τρέχοντα γεγονότα. Ο πόλεμος θα έχει, αν μη τι άλλο, εξυπηρετήσει στο να αποκαλύψει ένα πράγμα: την ασυνέπεια ενός μεγάλου τμήματος της οικολογικής σκέψης και των πιο υψηλού κύρους διανοητών της.

Υστερόγραφο: μια κρίση οντολογίας

Η ταύτιση παραγωγής και καταστροφής δεικνύει μια κρίση στην έννοια του είναι, του οποίου η φιλοσοφία της παραγωγικής ισχύος έχει επιδιώξει να επιβεβαιώσει (το είναι ως δημιουργία, μια διαρκής διαδικασία επέκτασης, μια κατασκευή του κόσμου και του ανθρώπου). Αυτή η μακρά ιστορία του είναι ανατρέπεται από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά τον οποίο η αυτο-παραγωγή του είναι συμπίπτει με την αυτο-καταστροφή του. Οι φιλοσοφίες των δεκεατιών του 1960 και του 1970 απέτυχαν εντελώς να αναγνωρίσουν την νέα κατάσταση. Αντίθετα, πόνταραν διπλά στην δύναμη της εφευρετικότητας, της γρήγορης εξάπλωσης και της διαφοροποίησης του είναι. Το αρνητικό της καταστροφής εξοβελίστηκε από την σκέψη ακριβώς τη στιγμή που το είναι, υπό το καθεστώς της καθολικής παραγωγής, έγινε συγκρίσιμο με μια “γεωλογική” δύναμη ικανή να τροποποιήσει την μορφολογία της Γης, καταστρέφοντας παράλληλα τις συνθήκες της κατοικισιμότητάς της. Η κριτική του αρνητικού εστίασε στην Εγελιανή διαλεκτική αλλά απέτυχε να προβληματοποιήσει την απόλυτη άρνηση που το νέο πρόσωπο του καπιταλισμού υπέθαλπτε εντός του. Την στιγμή που το είναι έμοιαζε να είναι εμπλουτισμένο από την διαρκή παραγωγή νέων ιδιομορφιών13, καταναλώνται, εξαντλείται και, ακόμα-ακόμα, απειλείται με εξόντωση. Τέτοια είναι η χωρίς προηγούμενο κατάσταση που η φιλοσοφία αποφεύγει σαν την πανούκλα.

Η ταύτιση παραγωγής και κατανάλωσης μας υποχρεώνει να ξαναδούμε όχι μόνο την κατηγορία της εργασίας αλλά όλες εκείνες τις παραγωγικές δυνάμεις που ίσως επιδιώκουν να κληρονομήσουν την εξουσία του είναι. Ο καθολικός πόλεμος και η συνδυαστική επιτάχυνση του κεφαλαίου, του Κράτους, της επιστήμης/τεχνολογίας και της εργασίας, έχουν καταστήσει τις μαρξική αντίθεση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων μη λειτουργική, επειδή οι παραγωγικές δυνάμεις είναι ταυτόχρονα καταστροφικές δυνάμεις. Στον 19ο αιώνα, η εργασία και οι εταίροι της, η επιστήμη και η τεχνολογία, έμοιαζαν να συγκροτούν μια δύναμη δημιουργίας φυλακισμένη από τις παραγωγικές σχέσεις (ειδικότερα, την ατομική ιδιοκτησία και το Κράτος που την διασφάλιζε). Χρειάζονταν να απελευθερωθούν από την λαβή του τελευταίου ώστε να μπορέσουν να αναπτύξουν αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις που μέχρι τότε περιορίζονταν από το κέρδος, την ατομική ιδιοκτησία και τις ταξικές ιεραρχίες. Κάτω από τις μετά τον καθολικό πόλεμο συνθήκες του καπιταλισμού, είναι μη αποφασίσιμο αν η εργασία είναι παραγωγή ή καταστροφή, καθώς είναι και τα δύο ταυτόχρονα. Για αυτόν τον λόγο, δεν μπορεί να υπάρξει οντολογία της εργασίας: θα πρέπει να ξανασκεφτούμε τους τρόπους της πολιτικής δράσης.

Μάχες, άρνηση, εξεγέρσεις, συνεργασία, “επανορθωτικές” δραστηριότητες, αλληλεγγύη και επαναστάσεις υπάρχουν πάντα στο τραπέζι, και η ρήξη με τον καπιταλισμό είναι σήμερα πιο αναγκαία από ποτέ, καθώς αυτό που διακυβεύεται είναι η ίδια η ζωή του είδους· αλλά όλα αυτά εμφανίζονται μέσα σε ένα πλαίσιο ριζικά τροποποιημένο από την ύπαρξη της καταστροφής, που η παραγωγή κουβαλά μαζί της σαν σκιά.

Μετάφραση από το Γαλλικά από τον Eric Aldieri.

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Revista Disenso, 28 Μαρτίου 2022.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://illwill.com/war-capitalism-ecology.

2 Στμ. Ernst Jünger: Γερμανός συγγραφέας, παρασημοφορηθείς στρατιώτης, φιλόσοφος και εντομολόγος που έγινε γνωστός για τα απομνημονεύματά του από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με τον τίτλο Storm of Steel.

3 Στμ. Εν ολίγοις η πολεμική αυτή οικονομία προκαλεί βαθιές “κρατικιστικές” στρεβλώσεις, δύσκολα παζλ ακόμα και για τα (νεο)φιλελεύθερα μυαλά. Ενδεικτικό παράδειγμα, ίσως, η κρατικοποίηση ενεργειακών κολοσσών ενόψει της “ενεργειακής κρίσης” στη Δύση (στη Ρωσία και στην Κίνα ξέρουν καλλίτερα και η πολεμική βιομηχανία είναι μάλλον συστατική των κεθεστώτων).

4 Στμ. Και από πού πηγάζει η συνέργεια και ο συντονισμός; Μα από τον ανθρώπινο παράγοντα, την στοίχιση στην πολεμική προσπάθεια της πλειοψηφίας της κοινωνίας (προφανώς, και της εργατικής τάξης).

5 Στμ. Günther Anders: Γερμανός φιλόσοφος, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και ποιητής. Εκπαιδευμένος στην φαινομενολογική παράδοση, ανέπτυξε μια φιλοσοφική ανθρωπολογία για την εποχή της τεχνολογίας, εστιάζοντας σε θέματα όπως οι συνέπειες των ΜΜΕ στην συναισθηματική και ηθική μας ύπαρξη, το παράλογο της θρησκείας, την πυρηνική απειλή, την Σόα [Ολοκαύτωμα], και το ερώτημα του να είναι κανείς φιλόσοφος.

6 Στμ. Με άλλα λόγια, η κατατροφή της φύσης από τον καπιταλιστικό πολιτισμό είναι κομμάτι μιας πολεμικής επιχείρησης, με τον εχθρό να είναι η Φύση συνολικά. Η καπιταλιστική οικονομία που καταστρέφει τον πλανήτη είναι μια πολεμική οικονομία, κάτι που θέτει, φυσικά, τον πόλεμο και την καταστροφή του πλανήτη, σε μια ενιαία και εντελώς μη τετριμμένη, όχι απλά “οικολογική”, βάση.

7 Στμ. Trente glorieuses: η Ένδοξη Τριακονταετία. Με αυτό τον όρο χαρακτηρίζεται στη Γαλλία η τριακονταετής περίοδος οικονομικής ανάπτυξης που ακολούθησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, από το 1945 έως το 1975.

8 Στμ. Όλα αυτά είναι ουσιαστικά στοιχεία της “εξαφάνισης” της εργατικής ταυτότητας (ή, αλλιώς, της διαμόρφωσης της εργατικής ταυτότητας σε αυτή την νέα συνθήκη).

9 Στμ. Aimé Fernand David Césaire: Γάλλος, με καταγωγή από την Μαρτινίκα, ποιητής, συγγραφέας και πολιτικός. Είναι “ένας από τους ιδρυτές του κινήματος Negritude στη γαλλόφωνη λογοτεχνία” και αυτός που επινόησε τον όρο négritude στα Γαλλικά.

10 Στμ. Θεωρούμε ότι η αδυνατότητα της ολοκλήρωσης του κεφαλαίου στην παγκοσμιοποιημένη μορφή του έχει και μια άλλη διαλεκτική πτυχή, πέρα από την διαλεκτική ένταση με το Κράτος, μια διαλεκτική αντίφαση εγγενή στο ίδιο το κεφάλαιο. Σχηματικά θα λέγαμε ότι η εμμενής τάση του κεφαλαίου για ολοκλήρωση, δηλαδή διαρκή επέκταση – στοιχείο της δυνητικά άπειρης τάσης αυτοπραγμάτωσής του – πρέπει να αναζητηθεί στη “διαφορά δυναμικού” μεταξύ διαφοροποιημένων ζωνών συσσώρευσης, συμπεριλαμβανομένων και των ζωνών μη πλήρους υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Έτσι, η ολοκλήρωση του κεφαλαίου, η επέκτασή του σε παγκόσμια μορφή της παραγωγής, είναι ο ορίζοντας που το “αγγιγμά” του καταργεί, ταυτόχρονα, το κεφάλαιο ως τέτοιο, καθώς η τάση ολοκλήρωσης το ωθεί στην ομογενοποίηση εκείνη που αντιφάσκει διαλεκτικά με την ίδια την κινητήρια δύναμη της επέκτασής του, δηλαδή την διαφοροποίησή του! Ουσιαστικά, το κεφάλαιο προσπαθώντας να ολοκληρωθεί ξεμένει” από το ίδιο το “καύσιμό” της ολοκλήρωσής του.

11 Στμ. Εδώ μπορούμε να δούμε μια ενδιαφέρουσα ίσως πτυχή της διαλεκτικής Κράτους-κεφαλαίου. Συγκεκριμένα πώς το Κράτος μέσα από τις αντίρροπες προς την ολοκλήρωση τάσεις του κεφαλαίου (τοπικότητα, εδαφικότητα, προστατευτισμός κλπ.), έρχεται να παραγάγει εκείνες ακριβώς τις συνθήκες που θα απεγκλωβίσουν το κεφάλαιο από την τελμάτωση που η διαλεκτική αντίφαση της ολοκλήρωσής του επιφέρει (όπως θίξαμε στην προηγούμενη σημείωση), παράγοντας “διαφορές δυναμικού” που θα ρίξουν καινούριο “καύσιμο” στον κινητήρα της διαφοροποίησης του κεφαλαίου (σχηματικά, αναστροφή της “παγκοσμιοποίησης”), ανοίγοντας χώρο για έναν καινούριο κύκλο επέκτασης/ολοκλήρωσης (η ολοκλήρωση εδώ είναι ακριβώς η προσπάθεια πλήρους επικράτησης μιας από τις κρατικές φράξιες του κεφαλαίου ως παγκόσμιας υπερδύναμης, στόχο όλων των πολεμοκάπηλων). Συνεπώς, οι διακρατικοί πόλεμοι είναι πτυχή της διαλεκτικής Κράτους-κεφαλαίου και ως τέτοιοι πρέπει να αναλυθούν και όσον αφορά τα όριά τους.

12 Στμ. Ο Ζακ Ντεριντά επινόησε τον όρο différance/διαφωρά (με σκόπιμη την ανορθρογραφία της λέξης différence) [ανορθογραφία που στα Ελληνικά αποδίδεται αντίστοιχα ως διαφωρά-διαφορά] για να προσφέρει ένα εννοιολογικό “άγκιστρο” στον τρόπο σκέψης του σχετικά με τις διαδικασίες επί τω έργω εντός της γραφής/γλώσσας. Αυτός ο νεολογισμός είναι ένα παιχνίδι με τις δυο σημασίες της λέξης différer στα Γαλλικά: διαφέρω [στα Αγγλικά: differ] και αναβάλλω [στα Αγγλικά: defer]. Από αυτό ο Ντεριντά ισχυρίζεται ότι το νόημα δεν αναδύεται από σταθεροποιημένες διαφορές μεταξύ στατικών στοιχείων σε μια δομή αλλά ότι οι σημασίες που παράγονται στη γλώσσα και άλλα σημασιοδοτικά συστήματα είναι πάντα μερικές, προσωρινές και απείρως αναβαλλόμενες κατά μήκος μιας αλυσίδας διαφοροποιημένων/αναβαλλόμενων σημαινόντων. Η διαφορά συνδέεται με τον χώρο, ενώ η αναβολή συνδέεται με τον χρόνο. Ο Derrida κατανοεί αυτή τη διαφωρά, το σχίσμα δηλαδή που χαράσσει η αναβολή μέσα στον παρόντα χρόνο, ως τόπο ανάδυσης της γραφής.

13 Στμ. Στο πρωτότυπο: singularities.