Και τώρα; Κίτρινα γιλέκα, πολιτική και επιστροφή στην τάξη

του AC1

το κείμενο σε pdf

Η “Πράξη 18” των κίτρινων γιλέκων, που αποσκοπούσε να τιμηθεί με αξιοπρέπεια το κλείσιμο της “μεγάλης εθνικής συζήτησης”, απέδειξε ότι το κίνημα όχι μόνο δεν χάνει ταχύτητα αλλά επιλέγει τις στιγμές και τους τρόπους δράσης του, κάτι που του επιτρέπει να επιβάλλει στην εκτελεστική εξουσία το δικό του χρονοδιάγραμμα. Ότι οι ταραχές οι ίδιες κατέκλυσαν το Παρίσι, ότι η διαδήλωση ήταν κάτι παραπάνω από “μπάχαλα”, οφείλεται εν μέρει στη γενική οργή απέναντι στο τείχος σιωπής και περιφρόνησης που ύψωσε το Κράτος, καθώς και σε καθαρά “κυκλικούς” λόγους: τα διάφορα ταυτόχρονα γεγονότα και η ανάγκη υπεράσπισης των κτιρίων των υπουργείων, του μεγάρου των Ηλυσίων και του συμβόλου της Αψίδας του Θριάμβου, άφησαν τη λεωφόρο των Ηλυσίων με ολιγάριθμους αστυνομικούς οι οποίοι παρέλυσαν από τις βίαιες εφόδους των ταραξιών. Θα θυμόμαστε το Σάββατο, 16 Μαρτίου, σαν την ηνμέρα που κάηκαν τα Fouquet και λεηλατήθηκαν τα καταστήματα στη λεωφόρο των Ηλυσίων. Σε λίγα χρόνια, ίσως, στα βάθη της στερημένης επαρχίας, τα μαχαιροπήρουνα από τα Fouquet μπορεί να βγουν για να χρησιμοποιηθούν σε ένα κυριακάτικο γεύμα, και τότε θα τα θυμηθούμε.

Αλλά τώρα τι γίνεται; Ποια κατεύθυνση μπορεί να πάρει το κίνημα των κίτρινων γιλέκων;

Από τις εξαγγελίες του Δεκεμβρίου και την έναρξη του μεγάλου εθνικού διαλόγου του Μακρόν, η γραμμή της κυβέρνησης συνίσταται στο να δηλώνει ότι το κίνημα των κίτρινων γιλέκων δεν έχει θέση ύπαρξης, και ότι αυτοί που εξακολουθούν να κατεβαίνουν στον δρόμο και να καταλαμβάνουν τους κυκλικούς κόμβους είναι απλά ταραχοποιοί, ίσως ακόμα και φραξιονιστές που θέλουν να ανατρέψουν τη Δημοκρατία. Πρόκειται για μια αστυνομική και δικαστική καταστολή σε μια χωρίς προηγούμενο κλίμακα και μια βία που έχει πλήξει πληθυσμούς που δεν έχουν ποινικοποιηθεί εκ των προτέρων εξαιτίας της κοινωνικής τους κατάστασης, για παράδειγμα επειδή μένουν στα προάστια. Η καταστολή ασκήθηκε στον μέσο Γάλλο και αυτή είναι ήδη μια αξιοσημείωτη αλλαγή.

Αντιμέτωπο με αυτό, το κίνημα των κίτρινων γιλέκων κατάφερε να παραμείνει ζωντανό, διατηρώντας την διαταξική του μορφή “από τα κάτω”, θα λέγαμε, συνδέοντας την κατώτερη μεσαία τάξη με μια ισχυρή προλεταριακή συνιστώσα που δεν είναι ειδικά εργάτες, φτωχοί και επισφαλείς εργάτες, συνταξιούχοι ή δημόσιοι υπάλληλοι μεταξύ των πιο φτωχών κλπ. Αυτή η σύνθεση, που δεν είναι ομοιογενής αλλά περιλαμβάνει ισχυρές τοπικές ανισότητες και διαφορές, φαίνεται τώρα να έχει σταθεροποιηθεί δεν πρόκειται σε καμμιά περίπτωση να μας δώσει το κλειδί της κατάστασης. Η υπέρβαση των ταξικών αντιθέσεων δεν περιέχεται σ’ αυτές τις αντιθέσεις, η αντίθεση δεν εγγυάται η ίδια την υπέρβασή της. Το να αξιολογήσουμε αυτό το κίνημα ως προλεταριακό ή όχι δύσκολα θα προάγει την κατανόηση του, όχι περισσότερο από όσο κάποιες ηθικο-ιδεολογικές θεωρήσεις σχετικά με κατά πόσον είναι “φίλος” ή “εχθρός” μας.

Αυτό που μοιάζει προφανές είναι ότι αυτό το διαταξικό σύνολο που έχει συγκροτηθεί από τον Δεκέμβριο μοιάζει τώρα να έχει σταθεροποιηθεί και ότι δεν φαίνεται να πρέπει να επεκταθεί. Πιο συγκεκριμένα, οι δύο τύποι συμμαχιών που εμφανίστηκαν ως πιο πιθανές στη διάρκεια του κινήματος, η συμμαχία με τις “εργατικές γειτονιές” και αυτή με τα συνδικάτα, απέτυχαν να υλοποιηθούν. Όχι ότι όσοι/όσες υφίστανται φυλετικές διακρίσεις ή τα μέλη των συνδικάτων δεν εντάχθηκαν στο κίνημα, αλλά όλα συμβαίνουν λες κι αυτό το κίνημα να παρήγαγε μια εξαφάνιση της κοινωνικής ιδιαιτερότητας όσων εντάχθηκαν σ’ αυτό.

Αυτή η κατάσταση πραγμάτων παράγεται από τον διαταξικό χαρακτήρα του κινήματος: κάθε τομέας της κοινωνίας προσκαλείται να συγχωνευθεί σ’ αυτό το λαϊκό σύνολο, να αποβάλλει τους πολιτικούς και κοινωνικούς δεσμούς τους και να ενωθεί με ολόκληρο τον “λαό”2. Για να είμαστε όλοι μαζί πρέπει να είμαστε οι ίδιοι και είναι δύσκολο να καλεί κανείς τα συνδικάτα να οργανώσουν μια γενική απεργία ενώ, την ίδια στιγμή, τους ζητά να σταματήσουν να υπάρχουν ως συνδικάτα, ή να ζητά από τα άτομα που υφίστανται φυλετικές διακρίσεις να μπουν στο κίνημα για να επιβεβαιώσουν αμέσως ότι ο ρατσισμός επιλύεται μόνος του μέσα από ένα αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη.

Αυτή η ικανότητα ενσωμάτωσης/ολοκλήρωσης ήταν και παραμένει η μεγαλύτερη δύναμη του κινήματος, είναι η επιθυμία του να “κατασκευάσει τον λαό” που είναι η δυναμική του, αλλά βλέπουμε εδώ ότι είναι επίσης και το όριό του και αυτό που το εμποδίζει από το να διευρυνθεί. Είναι το γεγονός ότι ο “λαός” δεν είναι αυτή η εμμενής πραγματικότητα που το κίνημα νομίζει ότι είναι, ότι ολαόςσυγκροτείται διαφορετικά σε κάθε διαταξικό κίνημα.

Τα κίτρινα γιλέκα πασχίζουν να αποδεχτούν το γεγονός ότι τώρα είναι ουσιαστικά ένα κίνημα των φτωχότερων, του μη ενσωματωμένου εργατικού δυναμικού, και αν επιμείνουμε να μιλάμε για μια συνιστώσα “μικροαφεντικών” θα πρόκειται ουσιαστικά για μια εγγύηση “καθολικότητας” και “αξιοσέβαστου”. Στην πραγματικότητα, αυτή η συνιστώσα έχει “τσεπώσει” τα “δωράκια” του Μακρόν (για μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις τέτοια αφορολόγητα μπόνους είναι δώρο για ολόκληρο το νοικοκυριό) και οι έμποροι είχαν εγκαταλείψει το κίνημα πριν από τις διακοπές [των Χριστουγέννων]. Η δυνατότητα ενσωμάτωσης των κίτρινων γιλέκων είναι τώρα ουσιαστικά “προς τα κάτω”, είναι αυτός ο “λαός” για τον οποίο μιλάμε.

Σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στην Αλγερία, όπου όλες οι συνιστώσες της κοινωνίας κατεβαίνουν μαζί στον δρόμο απαιτώντας δημοκρατία, σε διάταξη μάχης σύμφωνη με την δική τους κοινωνική ιεραρχία, δηλαδή κάτω από την ανώτερη μεσαία τάξη και τη μπουρζουαζία, τα κίτρινα γιλέκα συγκροτούν ένα “λαϊκό” σύνολο, με την έννοια ότι μιλάνε με άνεση για “λαϊκές τάξεις” και αυτή είναι η φύση της δικής τους διαταξικότητας. Ο νεαρός δικηγόρος François Boulo, που συμμετέχει στα κίτρινα γιλέκα, λέει ότι στη Ρουέν απέτυχε να πείσει οποιονδήποτε από τους συναδέλφους του να τον ακολουθήσουν στους κυκλικούς κόμβους. Δεν υπάρχουν δικηγόροι ή γιατροί ή πανεπιστημιακοί ανάμεσα στα κίτρινα γιλέκα. Επιπλέον, στις δημοσκοπήσεις, το “70% των Γάλλων” είτε υποστηρίζουν είτε όχι τα κίτρινα γιλέκα, δεν αλλάζει ιδιαίτερα στην κατάσταση αυτή. Σε ποια πολιτική κατάσταση βυθίζεται το λαϊκό σύνολο είναι κάτι που παραμένει να το δούμε.

Το κύριο πρόβλημα των κίτρινων γιλέκων είναι αυτή τη στιγμή η άρνηση διαλόγου με το κράτος. Ο Μακρόν έχει υπαναχωρήσει ήδη μια φορά, σε μια κίνηση εξαπάτησης σχετικά με τα μέτρα που πήρε, αλλά έπρεπε να υποστεί τον εξευτελισμό να παραδεχτεί τα λάθη του/ενός mea culpa και τουλάχιστον να λάβει υπόψιν του το κίνημα. Κανείς δεν ξεγελάστηκε από το γεγονός αυτής της “αναγνώρισης” του κινήματος και ότι επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια βολική ανάκαμψη, και ότι το στήσιμο του “μεγάλου διαλόγου”, τον οποίο τα κίτρινα γιλέκα προκάλεσαν αλλά με τον οποίο ποτέ δεν συνδέθηκαν, έχει ήδη γελοιοποιηθεί αρκετά. Εν πάσει περιπτώσει, κι “αυτοί” [το κράτος?] μετακινήθηκαν για πρώτη φορά σε πολλά χρόνια, κι αυτό είναι ήδη κάτι.

Φαίνεται, όμως, ότι τώρα έχουμε επιστρέψει στη διαχείριση της κρίσης που έχει αποδειχτεί τουλάχιστον από το 2010: μπλοκάρει και δεν “ξαφνιάζεται” [faire bloc et ne pas broncher]. Δεν είναι σίγουρο ότι αυτή η στρατηγική είναι η πιο επιδέξια αλλά, στην πραγματικότητα, είναι δύσκολο να δούμε τι θα μπορούσε εύλογα να κερδίσει η εκτελεστική εξουσία χωρίς να πλήξει το προφίλ της και ιδιαίτερα χωρίς να ανοίξει τον δρόμο σε περισσότερες διεκδικήσεις. Το να υποχωρήσει σχετικά με την εισφορά κοινωνικής αλληλεγγύης από τη φορολόγηση της περιουσίας (ISF) ή κάτι άλλο θα μπορούσε να ήταν δυνατό, με μερικές διευθετήσεις των οποίων τα μυστικά κρατούν οι τεχνοκράτες, αλλά τότε, αυτή η νίκη δεν θα ήταν παρά ενθάρρυνση να συνεχιστεί η πάλη για να κερδηθούν ακόμα περισσότερα, με το απόλυτο ταμπού να είναι το ελάχιστο ωρομίσθιο (SMIC) και τα ελάχιστα κοινωνικά όρια. Το όριο είναι σαφώς διατυπωμένο: το κόστος εργασίας δεν θα αυξηθεί στη Γαλλία. Δεν είμαστε στο 1968, δεν θα υπάρξουν συμφωνίες της Grenelle, όποια και αν είναι η δύναμη του κινήματος, και αυτό το ξέρουν όλοι, έστω και συγκεχυμένα. Ξέρουμε ότι “αυτοί” δεν θα υποχωρήσουν όσον αφορά τα ελάχιστα ή τα επιδόματα.

Αν το κίνημα των κίτρινων γιλέκων έχει αποτύχει μέχρι τώρα να επεκταθεί ενσωματώνοντας άλλους τομείς που πιθανόν να θέλουν να μπουν στον αγώνα, είναι στο πολιτικό επίπεδο που είναι πιθανόν να οικοδομηθεί μια ευρύτερη συναίνεση εντός του. Το επίπεδο της ιδεολογίας είναι αυτό στο οποίο μπορεί να εκδηλωθεί με τον καλλίτερο τρόπο η εσωτερική ιεραρχία του κινήματος, υπό την κυριαρχία της ολιγάριθμης, μορφωμένης μεσαίας τάξης, που ψηφίζει ή μάχεται, και που έχει την ικανότητα να αδράξει στοιχεία ενός κριτικού λόγου που να μπορεί να αντιτεθεί αξιόπιστα τον λόγο της μπουρζουαζίας. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι αν και αυτό το ιδεολογικό επίπεδο είναι πολύ πραγματικό και επηρεάζει τη μορφή των αγώνων, η δραστηριότητα της ίδιας της πάλης δεν περιορίζεται στην ιδεολογική παραγωγή και συχνά την υπερβαίνει/υπερχειλίζει, την ίδια αυτή στιγμή που την παράγει.

Οι ακροδεξιές διαδηλώσεις κυνηγήθηκαν επανειλημμένα, ασκήθηκε κριτική στον E. Chouard και στο UPR, αλλά τα σημεία σύγκλισης αριστεράς-δεξιάς πάνε πολύ πιο πέρα από αυτές τις διαχωριστικές γραμμές, σημάδι ότι το παλιό χάσμα, στην απουσία ενός συγκροτημένου εργατικού κινήματος, δεν έχουν πια και τόσο νόημα. Η διάκριση ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά σήμερα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ζήτημα πολιτισμικής και κοινωνικής διαφοράς, που δεν χρειάζεται καν να σηματοδοτεί το ζήτημα του ρατσισμού, που διαπερνά εγκάρσια και τους δυο χώρους. Μια εγκάρσια χαρτογράφηση της ισλαμοφοβίας και του αριστερού και δεξιού αντισημιτισμού τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια θα μπορούσε να γίνει, για να πάρουμε δύο μόνο από τους κύριους άξονες του πολιτικού ρατσισμού στη Γαλλία, ώστε να παρατηρήσουμε τις επικαλύψεις και τις αποστάσεις κλπ. και να διαπιστώσουμε ότι καλύπτεται ολόκληρο το πολιτικό φάσμα/πεδίο. Είμαστα πολύ μακριά από τα χρόνια του Μιτεράν και τα μικρά κίτρινα χρόνια [et des petites mains jaunes]. Με τον ίδιο τρόπο, έξω από το φιλελεύθερο στρατόπεδο, όταν φτάνουμε στα ζητήματα της κοινωνικής κριτικής και της καταγγελίας των ανισοτήτων, όλοι μιλάνε λίγο-πολύ την ίδια γλώσσα. Αυτή η κοινή γλώσσα, τα στοιχεία της οποίας μπορούν να βρεθούν από τους ακτιβιστές της Attac μέχρι τους συνδικαλιστές περνώντα μέσα από τους ψηφοφόρους του “Εθνικού Συναγερμού” (RN) ή της “Ανυπόταχτης Γαλλίας” (FI), τους οπαδούς των θεωριών συνομωσίας που ψάχνουν στο Διαδίκτυο ή τους αναρχικούς του μπλακ-μπλοκ στο Παρίσι, είναι η θεωρητική βάση του λαϊκισμού, που κατέστησε εφιτκό οι άνθρωποι να μπορούν να μιλάνε επί τέσσερις μήνες μεταξύ τους σε διαδηλώσεις και κόμβους χωρίς να εξαγριώνονται. τα κίτρινα γιλέκα είναι περισσότερο διαπολιτικό παρά απολίτικο κίνημα.

Αυτός ο κοινός λόγος βασίζεται σε μια ολόκληρη σειρά ιδεολογικών αντιθέσεων: πρώτα απ’ όλα η αντίθεση ανάμεσα στον λαό και τις ελίτ, λόγος που βρίσκεται τόσο στον Pinçon-Charlot όσο και στην ακροδεξιά και η οποία παράγει, εστιάζοντας την κριτική στους πλουσιότερους, μια τεχνική λείανση των πραγματικών ταξικών αντιθέσεων, όπως αυτές υπάρχουν στην κοινωνία και οι οποίες απέχουν πολύ από το να ανάγονται στο επίσης απλουστετικό, αλλά και παρωχημένο, σχήμα των εργατών εναντίον των αφεντικών. Επειδή αυτό το κίνημα είναι σαφώς προσανατολισμένο ενάντια στη μπουρζουαζία, δεν μπορεί να δεχτεί ότι άγεται από τθς ανώτερες μεσαίες τάξεις, οι οποίες δεν υποστηρίζουν συγκεκριμένα τον Μακρόν αλλά οποιονδήποτε τους εγγυάται τη δυνατότητα να πλουτίζουν χωρίς να φορολογούνται, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και την κερδοσκοπία με τα ακίνητα, και το δικαίωμα στην κληρονομιά, που “δένει” το όλο πράγμα και εγγυάται ότι “οι σκύλοι δεν γεννάνε γάτες” ούτε οι εργάτες γίνονται καρδιοχειρουργοί.

Είναι αυτή η τάξη που υποστηρίζει ενεργά το υπάρχον φιλελεύθερο σύστημα και βγάζει από τα σπλάχνα της τους εκδότες που στοιχειώνουν το πλατώ των BFM και LCI3, που δεν είναι απλά προπαγανδιστές που πληρώνονται απο την εξουσία αλλά οι εκπρόσωποι τύπου μιας τάξης που δεν είναι αυτή των Bouygues και Bolloré, αλλά οι υπάλληλοί τους.

Αυτή η εστίαση στους “πιο πλούσιους” παράγει μέσα στο κίνημα μια σχετική εξίσωση καταστάσεων που επικυρώνει/επιβεβαιώνει το δικαίωμα κάποιου να πλουτίζει “τίμια”, με άλλα λόγια, δικαιώνει τις φιλοδοξίες των παιδιών της μεσαίας τάξης να σκαρφαλώσει στην κοινωνική σκάλα, κάτι που θα τους επιτρέψει να μπουν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, όπου στη συνέχεια θα σπεύσουν να “κλειδώσουν” τα ταξικά τους προνόμια, όταν για κάποιους ο ισχυρισμός “ζώ από τη δουλειά μου” σημαίνει απλά τη δυνατότητα επιβίωσης. Ο μύθος της φιλελεύθερης αξιοκρατίας παραμένει ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, σε έναν κόσμο στον οποίο για κάποιους “σκληρή δουλειά” σημαίνει απλά ότι δεν είναι στους δρόμους ενώ για άλλους σημαίνει μια κατάσταση συσσώρευσης, ενοικίων και ακινήτων.

Μια άλλη από τις θεμελιώδεις αντιθέσεις στον κοινό λόγο του λαϊκισμού είναι η αντίθεση στο χρηματιστηριακό, τραπεζικό και “κερδοσκοπικό” κεφάλαιο και την αποκαλούμενη “πραγματική” οικονομία. Αυτή η διάκριση τείνει να επικυρώνει ιδεολογικά την άμεση δραστηριότητα των υποκειμένων του κεφαλαίου, εργασία και κατανάλωση, ως πραγματική παραγωγή και κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών, ως ουδέτερη κοινωνική δραστηριότητα, καθοδηγούμενη αποκλειστικά από “ανάγκες” και την ικανοποίησή τους, ή στα λόγια η πλευρά της προσφοράς και της ζήτησης, και να την αντιδρά/αντενεργεί στην “παρασιτική” δραστηριότητα του κεφαλαίου που δεν συνδέεται μ’ αυτή την προηγούμενη δραστηριότητα και την οποία τείνει να καθοδηγεί με την “σωστή έννοια”4. Τα συνδετικά στοιχεία που ανακύπτουν στην περιγραφή αυτή είναι (μεταξύ άλλων) οι επενδύσεις (το κεφάλαιο που επενδύεται δεν προέρχεται ποτέ μόνο από κέρδη του κεφαλαίου αλλά από δάνεια που είναι ένα στοίχημα για την μελλοντική κερδοφορία) και η εκμετάλλευση (αυτά τα μελλοντικά κέρδη δεν παράχθηκαν ποτέ παρά μόνο ως υπεραξία, δηλαδή απλήρωτη εργασία). Το φαινόμενο της κερδοσκοπίας δεν αλλάζει πολλά: χωρίς τραπεζικά δάνεια, δηλαδή χωρίς κεφάλαιο που δεν προέρχεται από τη ίδια την δραστηριότητά του, καμμιά εταιρεία (ή οποιοδήποτε κράτος) δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει με βάση μόνο την υπομονετική επανεπένδυση των δικών της κερδών. Η πίεση από τους μετόχους που επιδιώκουν ένα μέρισμα από την επένδυσή τους δεν διαφέρει θεμελιακά από αυτήν του μικροαφεντικού που θέλει να κερδίσει από τη δραστηριότητά του: χωρίς υπερεργασία δεν υπάρχει υπεραξία. Η ύπαρξη των κεφαλαιαγορών δεν εκφράζει τίποτα άλλο από την τυφλή τάση του κεφαλαίου για συσσώρευση, δεν είναι καμμιά “παρασιτική” πλευρά του καπιταλισμού5.

Αλλά δεν ζούμε σ’ αυτόν τον βουκολικό και πατερναλιστικό κόσμο των μικροαφεντικών που νοιάζονται για τους εργαζόμενούς τους και επανεπενδύουν σεντς με σεντς τα κέρδη τους για να επεκτείνουν υπομονετικά την επιχείρησή τους. Ζούμε στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, στον οποίο παράγουμε μόνο μέσα από διασυνδεδεμένες ροές που έχουν τους δικούς τους κανόνες, στον οποίο η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας rules επιβάλλεται σε όλους μας ως σιδερένιος νόμος (αν μη τι άλλο επειδή, για παράδειγμα, η μέση παραγωγικότητα καθορίζει το κόστος των πρώτων υλών σπρώχνοντας όλους τους επιχειρηματίες να έχουν μια θέση σ’ αυτή την κλίμακα παραγωγικότητας), στον οποίο η εκμηχάνιση και αυτοματοποίηση της παραγωγής είναι αναγκαιότητες της παραγωγής, και συνεπάγονται τεράστιες επενδύσεις σε σταθερό κεφάλαιο, κάτι που προφανώς απαιτεί την παρέμβαση του ήδη συγκροτημένου κεφαλαίου και βαραίνει πάνω στη ζωντανή εργασία6.

Αυτό συμβαίνει επειδή ο σκοπός του κεφαλαίου δεν είναι να παρέχει αγαθά και υπηρεσίες, αλλά να παράγει περισσότερο κεφάλαιο απ’ ό,τι έχει παραχθεί μέχρι τώρα. Σήμερα, ολόκληρος ο πλανήτης δεν είναι πλέον επαρκής για να ικανοποιήσει αυτό που καταναλώνεται από μια οικονομική δραστηριότητα που όχι μόνο είναι ανίκανη να “δώσει δουλειά σε όλους” αλλά παράγει μάζες μίζερων ανθρώπων σε αναλογία με τον “πλούτο” τόσο εμπαικτικά όσο οι στήλες με τα νούμερα της ετήσιας έκθεσης μιας πολυεθνικής, αλλά απείρως πιο καταστροφικά [mais produit des masses de misérables à proportion de « richesses » aussi dérisoires que les colonnes de chiffres du rapport annuel d’une multinationale, mais infiniment plus destructrices]. Μέσα στη νύχτα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, όπου όλες οι γάτες είναι γκρι, δεν θα είναι ποτέ δυνατόν να διακρίνει κανείς αυτούς που επενδύουν στην αποκαλούμενη “πραγματική οικονομία” και αυτούς που εξυπηρετούν μόνο στην αγορά και επαναπώληση για κερδοσκοπικούς σκοπούς: όλα αυτά είναι απλά κεφάλαιο και το κεφάλαιο είναι η μόνη “πραγματικότητα” της οικονομίας. Αυτό που στην καλλίτερη περίπτωση μπορoύμε να κάνουμε είναι η ρύθμιση της δραστηριότητας αυτής ώστε να μην δημιουργεί κερδοσκοπικές φούσκες και να μην βλάφτει τον καπιταλισμό συνολικά, κάτι στο οποίο, για τους ίδιους λόγους, συνήθως αποτυγχάνουμε.

Αλλά θέλουμε πραγματικά να σώσουμε τον καπιταλισμό από τον εαυτό του, και γιατί όλοι οι πολιτικοί λόγοι που παράγονται καταλήγουν, λες σε αντίθεση με μας τους ίδιους, να διαιωνίζουν αυτό που μας συντρίβει;

Από το τέλος του παλιού κύκλου αγώνων και του παλιού εργατικού κινήματος, η ταξική πάλη έχει αποκτήσει ξανά την πιο απλή της έκφραση, αυτήν μιας ταξικής πάλης που επιθυμεί να διασφαλίσει την ύπαρξή της μέσα στο σύστημα το οποίο συγκροτεί από κοινού. Αυτό το σύστημα είναι ο καπιταλισμός, και είναι αναγκαστικά ο καπιταλισμός που αποτελεί τον μοναδικό ορίζοντα των ταξικών αγώνων εντός του. Η αντίφαση που υπάρχει στην πάλη αυτή έγκειται στο ότι η μια από τις τάξεις αυτές, το προλεταριάτο, δεν μπορεί να αναπαραχθεί πλήρως εντός του κεφαλαίου. Η ταξική αυτοάμυνα συγκρούεται τότε με το γεγονός ότι, όντας μια τάξη του κεφαλαίου, η λειτουργία του προλεταριάτου είναι να αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης, αλλά αυτή η εκμετάλλευση είναι ταυτόχρονα συνώνυμη με μια συνεχή αποβολή του από τη διαδικασία της παραγωγής· με άλλα λόγια, στο παρόν επίπεδο ανάπτυξης του κεφαλαίου σε κοινωνική ολότητα, αποβολή εκτός της ίδιας της κοινωνίας, ή τουλάχιστον στα περιθώριά της.

Στους διαταξικούς αγώνες, το προλεταριάτο προσπαθεί να ενωθεί με την κοινωνία των πολιτών, η δρατηριότητα της οποίας βασίζεται στην υπεραξία που έχει ήδη παραχθεί, με σκοπό να επαναεπιβεβαιώσει την παρουσία του στο καπιταλιστικό σύνολο. Αυτό είναι που συμβαίνει με τη διαταξικότητα, με την παραγωγή των ιδεολογικών λόγων που τείνουν να αρνηθούν εκ νέου την ύπαρξη του προλεταριάτου, που εκκενώνουν το ζήτημα της εκμετάλλευσης της ζωντανής εργασίας, πάνω στην οποία βασίζεται το κοινωνικό σύνολο. Για να επιβεβαιώσει κοινωνικά τον εαυτό του, το προλεταριάτο πρέπει να δεχτεί να αρνηθεί την πραγματική του κοινωνική ύπαρξη. Καθώς δεν είναι εφικτός οποιοσδήποτε λόγος ταξικής επιβεβαίωσης στον τρόπο παραγωγής, εξαιτίας της πραγματικής κατάστασης της τάξης, στους διαταξικούς αγώνες είναι η διαγραφ της ιδιαιτερότητας της παραγωγικής εργασίας που γίνεται μια στρατηγική της τάξης.

Από πολιτική άποψη, ο λαϊκισμός είναι ο τόπος αυτής της διαγραφής, όπου το προλεταριάτο, αυτή η απίθανη/μη-δυνατή τάξη, εξαφανίζεται στο όλον του “λαού”, που δεν είναι παρά η φυσικοποίηση της κοινωνικής ύπαρξης του καθενός στο κεφάλαιο. Ο λαϊκισμός δεν είναι ένα “κακό κόλπο” που θα μπορούσαμε “εμείς” να το παίξουμε έξω από το προλεταριάτο, παράγεται από τα μέσα, από την ίδια την τάξη, από την κατάστασή της σ’ αυτόν τον κύκλο αγώνων7. Αλλά ό,τι εξαφανίζεται ως προλεταριάτο επανεμφανίζεται ανάμεσα στον λαό ως “φτωχοί” και το κοινωνικό σκάνδαλο παραμένει τόσο ανεξήγητο όσο είναι αφόρητο8.

Θα πρέπει να επιμείνουμε σε ένα σημείο: αν ο “λαός” είναι από την μια πλευρά η ενοποίηση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, είναι επίσης, και συνεπώς εξίσου, ως μια πολιτική κοινωνία (bürgerliche Gesellshaft, σύμφωνα με τον Μαρξ, “αστική κοινωνία”), ένα πολιτικό υποκείμενο. Ως οικονομικό υποκείμενο [ο λαός] δεν μπορεί να θέσει το ερώτημα τι είναι αυτό που του επιτρέπει να ζει, κάτι που είναι η βάση των οικονομικών σχέσεων, γιατί είναι η ίδια η δική του κοινωνική δραστηριότητα, δηλαδή η εργασία και οι μισθοί, η παραγωγή και η κατανάλωση που υπάρχουν, η σχετική ιδιοκτησία, η ατομική ιδιοκτησία από την οποία εξαρτάται κλπ. Αλλά ως πολιτικό υποκείμενο, η ύπαρξή του αντιφάσκει μ’ αυτό, ανάλογα κάπως με τον τρόπο που στον βασισμένο στην ανισότητα μεταξύ των ατόμων χριστιανικό κόσμο του Μεσαίωνα, όλα τα υποκείμενα ήταν ίσα “ενώπιον του Θεού”. Είναι πάνω στην αντίφαση αυτή μεταξύ οικονομικού και πολιτικού και στον ισχυρισμό της υπαγωγής της οικονομίας στην πολιτική που ο λαϊκισμός βασίζει την νομιμοποίησή του. Συνεχίζοντας την θεολογική μεταφορά, η οικονομία θα έπρεπε να αναπαριστά τον κόσμο, το σώμα, την ακάθαρτη ύλη, και η πολιτική την ψυχή, με την πνοή του Θεού, που πρέπει να δώσει σχήμα στην ύλη.

Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν αυτή η έννοια ενός καθολικού πολιτικού υποκειμένου δεν είναι μια επιβίωση του παλιού έθνους-κράτους και του μυστικισμού του, και δεν απαιτεί ένα ξεπέρασμα του καπιταλισμού από άλλες μορφές πολιτικών δεσμών ανάμεσα στα άτομα και τους θεσμούς. Στο παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, η κοινωνική αποσύνδεση ανάμεσα στις διασυνδεδεμένες μητροπόλεις και τις ελίτ που παράγουν και τις περιφέρειες που τις τροφοδοτούν γίνεται μια αναπόφευκτη πραγματικότητα, μια λειτουργική ζωνοποίηση που αντιφάσκει με το καθολικό υποκείμενο των εθνών-κρατών όπως αυτά αναδύθηκαν από την πρώτη βιομηχανική επανάσταση.9 Από κει κι ύστερα, είναι το δημοκρατικό υποκείμενο και οι θεσμοί που ρυθμίζουν την ύπαρξή του που εισέρχεται σε κρίση και απαιτεί να μετασχηματιστεί, με σκοπό να επικυρώσει αυτό το κοινωνικό χάσμα και να το κάνει βιώσιμο.

Ίσως αυτός είναι ο λόγος που ο Maxime Nicolle10 επισημαίνει, με έναν τρόπο που είναι περισσότερο θεωρητικός απ’ ό,τι φαίνεται, όταν ισχυρίζεται ενάντια στον Samuel Hayat11 ότι “η πολιτική είναι η διαχείριση της πόλης”, εκεί που ο Hayat παραμένει “κολλημένος” στην αντίληψη της πολιτικής ως έκφρασης της ταξικής πάλης. Κάποιος μπορεί να συμφωνεί αφηρημένα με τον Hayat σχετικά με αυτή την τελευταία διαβεβαίωση, αλλά το πρόβλημα είναι ότι την διατυπώνει χωρίς να βλέπει σε ποια πολιτική μπορεί να οδηγήσει η ταξική πάλη όχι ως ένα μαρξιστικό δόγμα αλλά όπως υπάρχει πραγματικά. Αν δεν θέτει αυτό το ερώτημα στον εαυτό του, αυτό συμβαίνει επειδή το ερώτημα είναι ήδη απαντημένο για τον ίδιο: στην ορθή έκφραση της ταξικής πάλης το αποτέλεσμά της είναι ο σοσιαλισμός, και για φτάσουμε εκεί χρειαζόμαστε το κόμμα της εργατικής τάξης. Παραδόξως, η έλλειψη ιστορικής προοπτικής του Nicolle μπορεί να τον τοποθετήσει πιο κοντά σ’ αυτό που είναι η τωρινή δυναμική του κεφαλαίου, το τέλος κάθε ιδεολογίας και υπέρβασης, φέρνοντάς τον, ως άτομο του καιρού του, πιο κοντά στον Μακρόν, πιο μακριά από τον Hayat.

Εδώ ίσως υπάρχει ένα σημείο υποστήριξης μιας θέσης για την υπέρβαση των πολιτικών διαιρέσεων μιας άλλης εποχής, και της κατασκευής νέων σχέσεων καπιταλιστικής κυριαρχίας, σε ένα πλαίσιο στο οποίο οι “αναμνήσεις” του “κοινωνικού συμβολαίου” που κληρονομήθηκε από την εξαφάνιση του επαναστατικού Κράτους είναι όλο και πιο εκρηκτικές όσο και αναχρονιστικές. Η καπιταλιστική νεωτερικότητα έχει σκοτώσει τον Θεό, δεν είναι αδύνατο να πρέπει τώρα να αποτελειώσει και το παλιό έθνος-κράτος.

Όλοι αυτοί οι λόγοι και ιδεολογικές κατασκευές διαμορφώνονται θεωρητικά σύμφωνα μ’ αυτό που η Saskia Sassen12 αποκαλεί “μεθοδολογικό εθνικισμό”. Αυτό παράγεται άμεσα από το γεγονός ότι κανείς σήμερα δεν μπορεί να φανταστεί μιαν έξοδο από τον καπιταλισμό που να μην παίρνει από αυτόν τα κεντρικά κοινωνικά στοιχεία: την εργασία που ανταλλάσσεται για χρήμα, χρήμα που εμπορευόμαστε για αγαθά, παραγωγή, εμπόριο και ιδιοκτησία. Αλλά αυτό που η προσέγγιση αυτή δεν μπορεί να καταστήσει συνειδητό είναι ότι είναι τα ίδια τα κράτη που δουλεύουν για την “αποεθνικοποίηση” (Sassen), κι αυτό το κάνουν όχι κάτω από την πίεση της ιδεολογίας ή του δόγματος (το δόγμα και η ιδεολογία είναι μόνο η πολιτική μετάφραση της θέσης των ηγεμόνων στις ταξικές σχέσεις) ούτε κάτω από την πίεση σκοτεινών λόμπυ με λιγότερο ή περισσότερο γαμψές μύτες, αλλά για λόγους κοινωνικής, υλικής και τεχνικής ανάπτυξης του σύγχρονου καπιταλισμού. Αυτός ο ισχυρισμός της προτεραιότητας της πολιτικής που διαπερνά όλο το πρίσμα της αντιπαράθεσης, από τον Lordon13 στον Soral14, είναι γνωστός ως και θέλει να είναι επαναστατικός, αλλά η εν λόγω επανάσταση εδώ δεν προάγει τίποτα περισσότερο από μια πατερναλιστική επιστροφή σε μια προ παγκοσμιοποίησης εποχή που σε μεγάλο βαθμό απλά είναι φαντασίωση. Αυτό δεν σημαίνει το τέλος του καπιταλισμού, εκτός απ’ ό,τι στην φανταστική μορφή μιας συνέχεοας ανάμεσα στον λαό και το ιστορικά παρωχημένο κράτος, είυε σε μια φασιστική είτε σε μια σοσιαλίζουσα είτε ακόμα και σε μια γκωλική μορφή.

Αυτή η εθνολαϊκιστική επανάσταση, η οποία προς το παρόν αναζητά μια πολιτική μετάφραση ανάμεσα στις μάζες, σκοπεύει να ρυθμίσει την κυριαρχία στη ροή αγαθών και κεφαλαίου, να θέσει όρια όπου υπάρχουν επιχειρήσεις και εμπόριο.

Από αυτή την άποψη, είναι καταδικασμένη να αποτύχει σχεδόν ακόμα κι αν καταγάγει μια πολιτική νίκη. Αυτή η αποτυχία καθώς και η επιτυχία, που βλέπουμε σε όλες τις χώρες στις οποίες ο λαϊκισμός είναι επί το έργον, θα γίνει μόνο στις πλάτες των προλετάριων και των πιο αδύναμων.

Εν πάσει περιπτώσει, το μπλοκ σήμερα έχει αποτελεσματικότητα και είναι αυτό που μας δίνει τον τόνο της σύγκρουσης, όπως και τα σημεία ένταση της, που είναι προφανώς πολιτική. Το 1968, ήταν τα ίδια τα αφεντικά που υποχώρησαν στη διάρκεια των συμφωνιών της Grenelle, υπό την αιγίδα της κυβέρνησης, επειδή το 1968 τα αφεντικά ήταν ο στόχος του κινήματος. Σήμερα, το μόνο ζήτημα είναι να κάνουμε το Κράτος να ενδώσει, στο πρόσωπο του Μακρόν, και καθώς όλοι βλέπουν ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, το ζήτημα είναι να εξαναγκαστεί ο Μακρόν να φύγει.

Αυτό είναι το σημείο αφετηρίας της διαταξικότητας, η αντίληψη του Κράτους ταυτόχρονα ως προβλήματος και ως λύσης, και η αδυνατότητα να δει κανείς να ικανοποιούνται τα αιτήματα που παρήγαγαν την αποκρυστάλλωση του κινήματος γύρω από τη φιγούρα και την πολιτική του Μακρόν.

Έχουμε να κάνουμε με ένα μπλοκάρισμα και μια μάχη που μοιάζει να μην έχει άλλη διέξοδο από την ήττα ενός από τους αντιπάλους. Ο Μακρόν ή θα πρέπει να σταματήσει το κίνημα ή να φύγει. Αυτό είναι άλλωστε που περιμένει η αστική τάξη από αυτόν: να κάνει την “βρώμικη” δουλειά της υποταγής του λαού, διατηρώντας ταυτόχρονα την δημοκρατική του νομιμοποίηση και τη συναίνεση/αποδοχή των μεσαίων τάξεων.

Η άσκηση είναι δύσκολη και μας παραπέμπει σε ένα πρόσωπο στο οποίο ο Μακρόν έχει συχνά συγκριθεί και την οποία έχει επίσης ο ίδιος εκθειάσει: την Μάργκαρετ Θάτσερ. Αν βλέπουμε όλες τις ομοιότητες μεταξύ τους ίσως είναι πιο ενδιαφέρον να έχουμε και ένα μέτρο αυτών που τους διαχωρίζει και που κάνει την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε ακόμα πιο εκρηκτική.

Γιατί είναι άλλο πράγμα να απαλλάσσεσαι από μια απαρχαιωμένη βιομηχανική υποδομή και να αναλαμβάνεις την “παράπλευρη” ζημιά που συνοδεύει αυτό, όταν αυτή η “θυσία” της παλιάς εργατικής τάξης συνοδεύεται από την υπόσχεση προς τη μεσαία τάξη της εισόδου σε μια αναπτυγμένη/προχωρημένη φιλελεύθερη κοινωνία και τις προοπτικές που αυτή προσφέρει, και είναι άλλο να εφαρμόζεις ένα κοινωνικό μοντέλο που βασίζεται σε αυξανόμενες δομικές ανισότητες – και αυτό είναι το χάπι που ο Μακρόν πρέπει να δώσει με το ζόρι στα κγ, περνώντας το ευγενικά και στους άλλους15. Πρέπει επίσης να αναρωτηθούμε, σ’ αυτό το στάδιο της σύγκρουσης και σε σχέση με την καταστροφική διαχείρισή της, αν ο Μακρόν και το επιτελείο έχουν επίγνωση των πραγματικών κοινωνικών ζητήματων αυτών που κάνουν, πέρα από το χρονοδιάγραμμα των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που συνεχίζουν να εφαρμόζουν μηχανικά.

Η θέση απόλυτης κυριαρχίας, η εγγύηση να βλέπουμε όλες τις μεταρρυθμίσεις τους να επικυρώνονται από το κοινοβούλιο, η αμείωτη υποστήριξη των ανώτερων μεσαίων τάξεων που τρέμουν στην προοπτική της αμφισβήτησης των προνομίων τους, ανοίγει προς το παρόν μια καταπιεστική λεωφόρο για την εκτελεστική εξουσία, και του επιτρέπει να συνεχίσει να αρνείται το πρόβλημα. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται δύσκολο να μπορέσει να αποτρέψει μια συντριβή του συστήματος [Il parait cependant difficile d’ériger l’écrasement en système].

Η Θάτσερ μπορούσε στην εποχή της να βασιστεί στην σταθεροποίηση του πληθωρισμού και στο άνοιγμα νέων τομέων απασχόλησης, ειδικά στον τριτογενή τομέα, για να κατευνάσει/χαλαρώσει τις εντάσεις που συνδέονταν με την έκρηξη του αριθμού των ανέργων που είχε δημιουργήσει η πολιτική της. Μια καλή “στρώση” εθνικισμού με τον πόλεμο στις Μαλβίνες ήταν αρκετή για να δώσει μια σχετική ηρεμία και να κάνει να ξεχαστεί η συντριβή πάνω στην οποία όλα αυτά βασίζονταν. Σήμερα οι θυσίες δεν συνοδεύονται από καμμιά υπόσχεση, πέρα από αυτήν προς τις ανώτερες τάξεις ότι είναι εγγυημένη η υπακοή των ντόπιων και ότι τα προνόμιά τους θα παραμείνουν προστατευμένα. Σ’ αυτή την στενή βάση, κάποιος μπορεί πάντα να εκλεγεί, με το τίμημα της μαζικής αποχής, αλλά χωρίς να περιμένει ότι θα επευφημηθεί. Η φωτιά δεν πρόκειται να σβήσει.

Αυτό που υποδηλώνει η κρίση διαχείρισης από τον Μακρόν είναι η απομόνωση των κατώτερων τάξεων, και αυτή η απομόνωση αντιστοιχεί στην οχύρωση της εξουσίας και του μπλοκ της αστικής τάξης που την περιβάλλει.

Το χάσμα ανάμεσα στην περιφέρεια και την μητρόπολη στην οποία είναι συγκεντρωμένα τα πολιτικά και οικονομικά κέντρα αποφάσεων, ανάμεσα στις διαδρομές και τους χώρους των σημαδεμένων και ασφαλών σχέσεων των ανώτερων μεσαίων τάξεων που εξαρτώνται από αυτή τη μητρόπολη και την έκθεση σε κάθε λογής κοινωνικούς και οικονομικούς κινδύνους, στους τέσσερις ανέμους των ιδιοτροπιών του κεφαλαίου, για τις κατώτερες τάξεις, βρίσκει την άμεση έκφρασή του στη σύγκρουση ανάμεσα στον Μακρόν και την κλίκα του και τα κίτρινα γιλέκα. Προς το παρόν κανείς δεν μπορεί να πει πώς θα λυθεί αυτή η σύγκρουση, καθώς αποτελεί έκφραση δομικών προβλημάτων που κανένα κυβερνητικό μέτρο δεν μπορεί να επιλύσει.

Σ’ αυτό το αδιέξοδο, όπου κάθε διάλογος είναι αδύνατος και επιθυμείται να είναι τέτοιος, η καταστολή είναι η μόνη απάντηση, και φυσικά αποτελεί τη διαδρομή που επιλέγει το Κράτος. Παρ’ όλα αυτά αν η συντριβή ή η κατάπνιξη του κινήματος είναι ακόμα τεχνικά εφικτή (αν και με μεγάλο πολιτικό κόστος), και αν αυτή η ιδέα δρα παραλυτικά, καθώς ξέρουμε τον αιμοδιψή χαρακτήρα που μπορεί να αποκτήσει ένα κράτος που στρέφεται ενάντια στον πληθυσμό του, θα πρέπει, ωστόσο, να θέσουμε το ζήτημα μιας πραγματικής επιστροφής στην τάξη, την οποία μια συντριβή του κινήματος αδυνατεί να εγγυηθεί, και η οποία πρέπει να βρεθεί, επειδή όποια κι αν είναι η κλιμάκωση της ισχύος, η καταγγελία μιας υποτιθέμενης τρομοκρατικής απειλής και η επίδειξη των όπλων FAMAS των στρατιωτών της επιχείρησης Sentinelle16, αυτό που συμβαίνει δεν είναι (ακόμα) εμφύλιος πόλεμος. Δεν μπορούμε, όμως, να αποκλείσουμε ότι μπορεί να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο αν το φιλελεύθερο καθεστώς επιμείνει να θέλει να συντρίψει οποιαδήποτε αντιπολίτευση/αντίθεση.

Γιατί αν, όπως έκανε η Θάτσερ, και όπως γίνεται τώρα στη Γαλλια, μπορούν να καμφθούν και να ενσωματωθούν τα συνδικάτα, να ηττηθεί μια κατηγορία εργατών όπως οι ανθρακωρύχοι ή οι σιδηροδρομικοί, να απομονωθούν περιθωριακές αναρχικές ομάδες ή το μπλακ-μπλοκ, και αν οι “βάρβαροι” των πόλεων περιθωριοποιούνται άμεσα από το ίδιο το κοινωνικό στάτους τους, είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί ένα διάχυτο και πολυσχιδές/πολυφατριακό κίνημα όπως τα κίτρινα γιλέκα. Αν και ο Μακρόν μπορεί να στέκεται σαν ένα προπύργιο ενάντια στον λαϊκισμό όταν αυτός αναπαρίσταται από την Λε Πεν, το πρόβλημα είναι αρκετά διαφορετικό όταν ο λαϊκισμός δεν είναι πλέον απλά ο επίβουλος λόγος των διψασμέμων για ισχύ ομιλητών αλλά τείνει να συγχέεται με την δραστηριότητα του ίδιου του “λαού”, άσχετα από τον τεχνητό χαρακτήρα αυτής της κατασκευής.

Από τον πόλεμο νομιμοποίησης ανάμεσα στον Μακρόν και τα κίτρινα γιλέκα, ο Μακρόν μόνο νικητής μπορεί να βγει εξ ορισμού, επειδή ο Μακρόν αντλεί την νομιμοποίησή του όχι από τον εαυτό του, αλλά από τη θέση του ως κεφαλή του Κράτους, επειδή είναι ο εγγυητής της τάξης και το τελευταίο προπύργιο της μπουρζουαζίας, η οποία προς το παρόν δεν έχει κανέναν άλλο να προάγει μέσα από την παλιά πολιτική τάξη που να έχει εμπειρία με τις μπίζνες (με κάθε έννοια του όρου). Από αυτή την εκ θέσεως νομιμοποίηση, το Κράτος έχει καταχραστεί σ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, την κακή πίστη, μέχρι τα κραυγαλέα ψέμματα, σχετικά με την αστυνομική βία ή τον αριθμό των διαδηλωτών. Αυτό επιβεβαιώνει ότι κάθε κράτος έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στον πληθυσμό του, όσο διατηρείται η καπιταλιστική τάξη στο εσωτερικό του. Αυτοί που θρηνούν για την απώλεια της κυριαρχίας του Κράτους θα πρέπει να αγαλλιάζουν με το γεγονός ότι αυτή η κυριαρχία τουλάχιστον δεν αμφισβητείται ποτέ στην πραγματικότητα.

Η καταστολή όμως μιας τέτοιας δραστηριότητας αγώνα, ο οποίος δεν αντλεί την νομιμοποίησή του από τη θέση της αλλά από την ύπαρξή της, και η οποία γίνεται στο όνομα των κοινών αξιών που προάγονται από τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, δεν μπορεί να γίνει χωρίς φράσεις (;). Αυτό το κίνημα ανοίγει μια πολιτική στιγμή που κάνει εφικτό να σκεφτεί κανείς την δυνατότητα ενός καινούριου ταξικού συμβιβασμού, που επιτρέπει αυτή την καταστολή, πέρα από την αστυνομική της πτυχή, και την καθιστά ανεκτή σε καθημερινή βάση. Αυτό μπορεί να γίνει με την συναίνεση της μπουρζουαζίας σε παραχωρήσεις αποδεκτές από όλους με σκοπό να αποκτήσει μια σχετική και προσωρινή κοινωνική ειρήνη. Είναι αυτή η φόρμουλα που απομένει να βρεθεί, που θα επέτρεπε στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων να βγει από την αντίφαση που συνιστά η άρνησή του στην πολιτική μαζί με την διαρκή απαίτηση για μια καλλίτερη πολιτική. Η έξοδος, όμως, από αυτή την αντίφαση θα σήμαινε, ταυτόχρονα, και το τέλος των κίτρινων γιλέκων, αφού είναι αυτή που συμβάλλει στο να διατηρείται το κίνημα σε μια αρνητικότητα χαρακτηριστική της τρέχουσας μορφής της ταξική αντίθεσης: αυτό που πρέπει να αποδεχτούμε και ξέρουμε ότι μας συγκροτεί, παρ’ όλα αυτά, το αρνούμαστε.

Η εξίσωση είναι περίπλοκη επειδή στην τωρινή κατάσταση καμμιά αποτελεσματική κοινωνική πολιτική δεν μπορεί να ακολουθηθεί από οποιοδήποτε κράτος χωρίς αυτό να αποκοπεί από την παγκόσμια αγορά, κάτι που κανείς δεν σκέφτεται στα σοβαρά επειδή δεν είναι ζήτημα πολιτικής απόφασης αλλά της δομικής σχέσης των κρατών στον καπιταλιστικό κόσμο17. Δεν κάνουμε ό,τι θέλουμε και περισσότερο από ποτέ σήμερα ο “σοσιαλισμός σε μια χώρα” δεν είναι εφικτός. Από την άλλη, κανένας υπάρχων πολιτικός σχηματισμός δεν φέρνει ένα πρόγραμμα που να δημιουργεί μια τέτοια συναίνεση. Τα ίδια τα κίτρινα γιλέκα δεν εμφανίζουν κάποιους ταυτοποιήσιμους ηγέτες που να μπορούν να κουβαλήσουν ένα θετικό πολιτικό σχέδιο σ’ αυτή την κατεύθυνση, και μάλλον φαίνεται να προσέχουν να μην δημιοιυργήσουν τέτοιους ηγέτες. Επιπλέον, η άρνηση της πολιτικής αποτρέπει επίσης το RN να κεφαλαιοποιήσει αυτή τη μάχη, όπως θα έλπιζε για πολύ καλούς λόγους. Η Λε Πεν είναι ακόμα για πολλούς ο παλιός κόσμος και δεν είναι σίγουρο ότι τα αποτελέσματα των Ευροεκλογών θα είναι πολύ διαφορετικά από αυτά των προεδρικών εκλογών. Τα κίτρινα γιλέκα είναι ένα υποκείμενο που είναι ταυτόχρονα διαθέσιμο αλλά και έντονα αντιστεκόμενο στην πολιτική, κι αυτό είναι ένα από τα θεμέλια της ριζοσπαστικότητας του κινήματος και της δύναμής του να αποσταθεροποιήσει όλους τους θεσμούς, την γλώσσα των οποίων μιλά χωρίς να αποδέχεται ποτέ, μέχρι τέλους, τη λογική τους.

Παρ’ όλα αυτά το κίνημα των κίτρινων γιλέκων φέρει ένα τέτοιο περιεχόμενο που μοιάζει πιθανόν ότι αργά ή γρήγορα ένα κόμμα ή ένας συνασπισμός θα φέρει στους θεσμούς μια τέτοια μορφή διακυβέρνησης που θα ικανοποιεί τις ανάγκες αυτού του νέου ταξικού συμβιβασμού, ανάλογα με τον τρόπο που τα κομμουνιστικά κόμματα και τα συνδικάτα ανταποκρίθηκαν στην εποχή τους στην ανάγκη ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης.

Αυτός ο συμβιβασμός μπορεί να περιλαμβάνει τη δημιουργία, σε χαμηλότερο κόστος, νέων εγγυήσεων και κοινωνικών δικαιωμάτων σε μια στενή δημόσια φιλανθρωπική βάση, για παράδειγμα με μια ενεργητική πολιτική προς τους άστεγους και τους φτωχούς συνταξιούχους, στην επιλεκτική απόδοση/κατανομή κοινωνικής κατοικίας, στην εισαγωγή ενός εγγυημένου εισοδήματος που θα απορροφήσει όλα τα επιδόματα, όλα με αντιστάθμισμα σε όρους διαθεσιμότητας της φτηνότερης προσφοράς απασχόλησης κλπ18. Τρόποι αντιμετώπισης του “λαού” με τη δημιουργία ενός διχτυού ασφαλείας γύρω από τους πιο εξαθλιωμένους και οξύνοντας ταυτόχρονα την εντατικοποίηση στην εργασία, μαζί με τον προφανές “ελατήριο” του στιγματισμού των “τεμπέληδων” και την απόρριψη των ξένων βιώνεται ήδη με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία σε χώρες στις οποίες οι λαϊκιστές άρχισαν να κυβερνούν. Μηχανισμοί αυτο του τύπου, προϊόντα μιας έξυπνης πολιτικής προώθησης, είναι αρκετά πιθανό να αντικαταστήσει το γαλλικού τύπου κοινωνικό σύστημα, αν υπάρξει η φροντίδα να προσαρμοστούν στις απαιτήσει της μετασχηματισμένης εργασιακής δύναμης στον αναδιαρθρωμένο καπιταλισμό. Και εφόσον, επίσης, δεν προκαλούν κάποια αύξηση του κόστους εργασίας για τους καπιταλιστές και δεν φρενάρουν/παρεμποδίζουν την παγκόσμια κυκλοφορία του κεφαλαίου και εγγυούνται την διατήρηση των προνομίων της μητρόπολης. Με άλλα λόγια, τα περιθώρια ελιγμών είναι στενά. Πρόκειται για μια πιθανή λύση, μια αρκετά προσωρινή επίλυση της αδύνατης εξίσωσης ανάμεσα στη οικονομική ύπαρξη του λαού και την πολιτική του ύπαρξη, και αυτή είναι η πρόταση που ο λαϊκισμός κάνει στο κεφάλαιο, όπως είχε κάνει και ο φασισμός στην εποχή του.

Θα μπορούσαν επίσης να υπάρχουν πολλές δυνατότητες για το στήσιμο νέων τοπικών δημοκρατικών μηχανισμών, χωρίς να μιλάμε για το RIC με την έννοια των κίτρινων γιλέκων, που θα επέτρεπε μια δημοκρατική επιβεβαίωση του χάσματος ανάμεσα στη μητρόπολη και την περιφέρεια μέσα από ένα ελεύθερο παιχνίδι λήψης απόφάσεων “μεταξύ” πολιτών, συνδεόμενους με τοπικές αποφάσεις, καθένας στη δική του σφαίρα. Κι εδώ επίσης, οι αθώες παραλλαγές γύρω από την μορφή-δημοψήφισμα είναι τεράστιες και ανοιχτές στην φαντασία πολιτικών επιχειρηματιών κάθε είδους.

Αυτή θα ήταν μια επαρκής πολιτική αντίδραση στο γεγονός ότι τα κίτρινα γιλέκα ισχυρίζονται την επίλυση σε μαζικό επίπεδο των προσωπικών προβλημάτων, τα οποία υπάρχουν ως προσωπικά εξαιτίας των κοινωνικών μετασχηματισμών που είναι σε εξέλιξη. Η “μετανάστευση” αυτής της μάζας είναι προς το συμφέρον του κράτους που έτσι θα πήγαινε πιο πέρα από το ίδιο τον “λαϊκιστικό” του χαρακτήρα με την πολιτική έννοια για να γίνει ένας διαχειριστής συγκεκριμένων καταστάσεων, αποπολιτικοποιώντας τις. Η λεπτή διαχείριση της πλεονάζουσας εργασίας, η αποστολή των πλεοναζόντων στις πιο παράδοξες δουλειές “κοινωφελούς” χαρακτήρα, όπως οι διαλυόμενες δημόσιες υπηρεσίες, θα έκανε διαθέσιμη στους καπιταλιστές μια υπολογίσιμη μάζα φτηνής εργασίας. Πολλές από αυτές τις διαδικασίες είναι ήδη υπό εξέλιξη, όχι μόνο στις αποκαλούμενες “μη φιλελεύθερες δημοκρατίες” (οι οποίες είναι μη φιλελεύθερες μόνο πολιτικά και ποτέ οικονομικά) αλλά στις ίδιες τις φιλελεύθερες κοινωνίες. Θα πρέπει να σκεφτούμε και την υπόθεση ότι ο λαϊκισμός μπορεί να είναι, μετά το υπερφιλελεύθερο κύμα που σάρωσε τον κόσμο από τη δεκεατία του 1980, η καλλίτερη δύναμη για να ολοκληρώσει αυτό που η Saskia Sassen αποκαλεί την “αποεθνικοποίηση του κράτους”.

Αυτή τη στιγμή, στη Γαλλία, δεν έχει ακόμα συγκροτηθεί μια τέτοια πολιτική δύναμη. Η μεγάλη νίκη του Μακρόν, ο οποίος έχει μαζέψει τριγύρω του σε ένα μοναδικό κόμμα όλους αυτούς που έχουν κυβερνήσει για 40 χρόνια, ίσως είναι ο λόγος της μεγαλύτερης ήττας του. Ο φοβερός χαρακτήρας της κατάστασης στην οποία ζούμε είναι ότι ίσως θα έπρεπε να πάμε σε έναν εμφύλιο πόλεμο ή ακόμα και σε μια επανάσταση, απλά και μόνο για να ανανεώσουμε ένα πολιτικό προσωπικό και καινούριους τρόπους κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Αλλά πριν ακόμα φτάσουν σ’ αυτό το σημείο, οι προλετάριοι είναι ακόμα πιθανόν να κινητοποιηθούν με κανέναν άλλο πολιτικό στόχο από το να καταδείξουν την απαράδεκτη φύση αυτής της κοινωνίας. Όσο αυτή η δραστηριότητα ξεδιπλώνεται ελεύθερα χωρίς να μπαίνει κάτω από την καθοδήγηση ενός κόμματος ή ενός πολιτικού λόγου συγκροτημένου ώστε πιθανόν να την καναλιζάρει, και στον βαθμό επιπλέον που η κοινωνική κρίση συζευχθεί με την απειλή μιας οικονομικής κρίσης του τύπου που βιώσαμε το 2008, κανείς δεν μπορεί πραγματικά να πει ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας κατάστασης.

1 Στμ. Μεταφρασμένο από εδώ: https://carbureblog.com/2019/03/25/et-maintenant.

2 Στμ. Ή, ίσως, επειδή η αναδιάθρωση της ίδιας της ταξικής σχέσης έχει “υποβιβάσει” τις ταξικές αντιθέσεις σε ένα είδος “ταυτότητας” (ή ίσως επειδή αυτές οι αντιθέσεις έχουν αποκτήσει πλέον – μέσα από την διαδικασία υπαγωγής στο κεφάλαιο – ένα πλήθος επικαθορισμών οιονεί “ταυτοτήτων”.

3 Στμ. Γαλλικά ΜΜΕ.

4 Στμ. Επίσης θεμελιώδης αντίθεση όντως. Θα λέγαμε ότι η “πραγματική” οικονομία εκτός από άμεση θεωρείται και συγκεκριμένη δραστηριότητα του κεφαλαίου και ως τέτοια αντιπαρατίθεται στην πιο αφηρημένη χρηματοπιστωτική λειτουργία του. Από τη σκοπιά της εγελιανής διαλεκτικής (ή και της συστηματικής διαλεκτικής) του συγκεκριμένου και του αφηρημένου αυτή η αντίληψη της λειτουργίας της σχέσης κεφάλαιο δείχνει ακριβώς την αδυναμία κατανόησης του συγκεκριμένου του αφηρημένου χαρακτήρα του κεφαλαίου, που ως κινούμενη αντίθεση τείνει ακριβώς προς την μεγαλύτερη δυνατή αφαίρεση του χρήματος και επομένως συσκοτίζει τον πραγματικό χαρακτήρα της δυναμικής του κεφαλαίου παράγοντας μιαν αντιστροφή που “φυσικοποιεί” την συγκεκριμένη λειτουργία του κεφαλαίου στο επίπεδο της “παραγωγής/κατανάλωσης” και μέσα από την “αποκήρυξη’ ή καταγγελία αποχαρακτηρίζει, ουσιαστικά, την πιο αφηρημένη του μορφή. Αδυνατώντας να κατανοήσει τον συγκεκριμένα αφηρημένο και τον αφηρημένα συγκεκριμένο τρόπο ανάπτυξης του κεφαλαίου, αυτή η αντίληψη δεν είναι παρά η επικύρωση του κεφαλαίου ως μιας φυσικής διαδικασίας που έχει απλά “στρεβλώσεις”.

5 Στμ. Συσσώρευση που είναι ταυτόχρονα και [η] διαδικασία αφαίρεσης του κεφαλαίου – μέσα από την αυτοπροϋπόθεσή του, της ανάπττυξής του δηλαδή από τις πιο συγκεκριμένες στις πιο αφηρημένες μορφές, από το εμπόρευμα στον εαυτό του, για να θυμηθούμε και την προηγούμενη σημείωση.

6 Στμ. Εξαιρετική και συμπυκνωμένη περιγραφή της συνθήκης του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού με έμφαση ακριβώς στις ροές κεφαλαίου-εργασίας.

7 Στμ. Εξαιρετικό! Ακριβώς! Δεν πρόκειται για συνομωσία του κεφαλαίου, της αριστεράς, των συνδικάτων κλπ. Παράγεται από την ίδια την τάξη!

8 Στμ. Και έτσι αναπαράγεται, φετιχοποιείται η αντίθεση “φτώχειας” – “πλούτου”.

9 Στμ. Ενδιαφέρον! Να το συνδέσουμε με τη ζωνοποίηση και τα σύνορα όπως αναδεικνύονται και στα κείμενα των CrimethInc.

10 Στμ. Maxime Nicolle: Γάλλος ακτιβιστής, γνωστός και ως Fly Rider, μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του κινήματος των κίτρινων γιλέκων.

11 Στμ. Samuel Hayat: Γάλλος ερευνητής, αναπληρωτής καθηγητής στο CNRS (το γαλλικό Εθνικό Κέντρο. Επιστημονικών Ερευνών). Απέκτησε το διδακτορικό του στην Πολιτική Θεωρία στο Πανεπιστήμιο 8 του Παρισιού.

12 Στμ. Η Saskia Sassen κατέχει την έδρα “Robert S. Lynd” της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, και μέλος της Επιτροπής για την Παγκόσμια Σκέψη του ίδιου ιδρύματος. Τα αντικείμενα μελέτης της είναι οι πόλεις, η μετανάστευση και τα κράτη στην παγκόσμια οικονομία, με την ανισότητα, το φύλο και την ψηφιοποίηση ως τρεις κομβικές μεταβλητές που διατρέχουν το έργο της.

13 Στμ. Frédéric Lordon, Γάλλος οικονομολόγος και φιλόσοφος, διευθυντής του Ευρωπαϊκού κέντρου κοινωνιολογίας και πολιτικής επιστήμης στο CNRS. Αποτελεί μια από τις εμβληματικές μορφές του κινήματος Nuit Debout του 2016. Στο έργο του προσπαθεί να ενσωματώσει κάποιες από τις ιδέες του Σπινόζα (όπως αυτή της conatusστα λατινικά προσπάθεια, παρώθηση, δηλαδή της εγγενούς τάσης ενός “πράγματος” να συνεχίσει να υπάρχει και να βελτιωθεί, όπου το “πράγμα” μπορεί να είναι η ύλη, το πνεύμα ή ένας συνδυασμός τους), στη μελέτη της πολιτικής οικονομίας.

14 Στμ. Ο Alain Soral, πολιτογραφημένος ως Alain Bonnet, είναι Γαλλο-ελβετός συγγραφέας, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και κινηματογραφιστής. Ο Soral ξεκίνησε ως κομμουνιστής, για να εργαστεί στη συνέχεια για το Εθνικό Μέτωπο της Λε Πεν, πριν αποχωρήσει το 2009. Το 2007 ίδρυσε την δική του πολιτική ένωση Égalité & Réconciliation (Ισότητα και Συμφιλίωση). Την ίδια στιγμή ξεκίνησε και τον εκδοτικό οίκο KontreKulture, εκδίδοντας αμφιλεγόμενους συγγραφείς και επανεκδίδοντας εξαντλημένα βιβλία. Στις 15 Απριλίου του 2019, καταδικάστησε σε φυλάκιση ενός χρόνου με την κατηγορία της άρνησης του Ολοκαυτώματος, εξαιτίας ενός σκίτσου που δημοσιεύθηκε στο Egalité et Réconciliation.

15 Στμ. Εξαιρετικό σημείο αυτή η διαφοροποίηση!

16 Στμ. Επιχείρηση Sentinelle (γαλλικά: Opération Sentinelle) η στρατιωτική επιχείρηση με 10.000 στρατιώτες και 4.700 αστυνομικούς και στρατοχωροφύλακες, που τέθηκε σε εφαρμογή μετά τις επιθέσεις του Ιανουαρίου του 2015 στο Ιλ ντε Φρανς, με στόχο την προστασία “ευαίσθητων” σημείων της περιοχής από τρομοκρατικές ενέργειες. Ενισχύθηκε περαιτέρω μετά τις επιθέσεις του Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου και είναι μέρος της συνεχιζόμενης κατάστασης έκτακτης ανάγκης στην οποία έχει τεθεί η χώρα μετά τις τρομοκρατικές απειλές και επιθέσεις.

17 Στμ. Εξαιρετικό!

18 Στμ. Πολύ κοντά όντως σε συριζαίικες πολιτικές, ειδικά το κράτος φιλανθρωπίας.

Leave a Reply

Your email address will not be published.