Δυο πτυχές της λιτότητας

Endnotes

Πώς θα πρέπει να κατανοήσουμε τον σημερινό γύρο λιτότητας; Πρέπει να πιστέψουμε του Κεϋνσιανούς, όπως τον Paul Krugman, όταν ισχυρίζονται ότι οι καπιταλιστές ενεργούν ενάντια στα ίδια τα ζωτικά τους συμφέροντα ζητώντας περικοπές; Είναι πραγματικά τα οικονομικά της κυβέρνησης υπό πίεση ή είναι όλα αυτά απλά μια πλεκτάνη για να υπονομευθούν τα τελευταία εναπομείναντα οφέλη που κερδήθηκαν από τους εργατικούς αγώνες; Μερικά μέλη των Endnotes παίρνουν “ρίχνονται” στην αντιπαράθεση1

Μια κρίση είναι πρώτα και κύρια μια κρίση για τους εργάτες. Αλλά είναι μια κρίση για τους εργάτες επειδή είναι μια κρίση για το κεφάλαιο. Οποτεδήποτε συρρικνώνεται το ΑΕΠ, οι αντιπρόσωποι του κεφαλαίου μόνιμα καλούν για “κοινές θυσίες” – με άλλα λόγια για θυσίες που μοιράζονται οι εργαζόμενοι. Και είναι άλλο αν αυτό σημαίνει μόνο ότι απολύονται δημόσιοι υπάλληλοι και μειώνονται κρατικά προγράμματα για τους φτωχούς τη στιγμή ακριβώς που είναι περισσότερο αναγκαία. Άλλωστε, οι περικοπές των κρατικών δαπανών στη διάρκεια μιας κρίσης επιβάλλονται από τη δομή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ). Γιατί, αντίθετα με αυτό που οι λένε οι Κεϋνσιανοί, η δράση του κράτους περιορίζεται, τελικά, από τον ρυθμό ανάπτυξης της ιδιωτικής οικονομίας και όχι το αντίστροφο. Όμως, στην πραγματικότητα, η λιτότητα δεν σημαίνει ποτέ μόνο προσωρινά μέτρα για την αντιμετώπιση μιας κρίσης. Τα προγράμματα κοινωνικών δαπανών δεν έχουν απλά περικοπεί· έχουν πετσοκοπεί ή καταργηθεί εντελώς. Σε πολλές χώρες, η κρίση χρησιμοποιείται ως ένας μοχλός με τον οποίο καταστρέφονται μακροχρόνια κατακτημένα δικαιώματα και παροχές, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην οργάνωση. Αυτές οι επιθέσεις δεν εμφανίζονται να είναι απλές κυκλικές προσαρμογές στην εκδιπλωνόμενη λογική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αντίθετα, φαίνονται να είναι κομβικά σημεία του πολιτικού προγράμματος του ταξικού πολέμου του κεφαλαίου. Σε αυτή τη βάση, είναι εύκολο να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η λιτότητα είναι απλά ένα κάλυμμα για την αναδιανομή του πλούτου από τους μισθούς στα κέρδη.

Όμως, αν μείνουμε σε αυτό, ερχόμαστε, σε αντίθεση με τον ίδιο μας τον εαυτό, επικίνδυνα κοντά στο σημείο να συμφωνήσουμε με τους Κεϋνσιανούς. Οι Κεϋνσιανοί επίσης αναγνωρίζουν τις μανούβρες του κεφαλαίου ως προσπάθειες αναδιανομής του πλούτου προς όφελος των κερδών. Προχωρούν, όμως, και διακρίνουν ανάμεσα στα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα του κεφαλαίου (μάχη για ένα μεγαλύτερο μερίδιο σε μια πίτα που συρρικνώνεται) και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του (δουλειά μαζί με την εργασία για να μεγαλώσει η πίτα). Αν και οι δυο τάξεις δρούσαν στρατηγικά, σύμφωνα με τους Κεϋνσιανούς, θα εγκατέλειπαν την μάχη τους για τη διανομή του πλούτου. Με άλλα λόγια, δεν θα υπήρχε ταξική πάλη. Το κεφάλαιο θα συμφωνούσε να επενδύσει στην επεκτεινόμενη παραγωγή και η εργασία θα συμφωνούσε να πάρει μόνο ένα μερίδιο των επακόλουθων οφελών για την παραγωγικότητα. Το κράτος, τότε, θα ρύθμιζε αυτή τη συμφωνία με έναν ουδέτερο τρόπο: κάθε φορά που η οικονομία τελματώνει και τα μέρη της συμφωνίας αρχίζουν να “καβγαδίζουν”, θα μείωνε τα επιτόκια και θα δανειζόταν για να τονώσει τη ζήτηση, παρέχοντας έτσι και στις δύο τάξεις κάτι να “κυνηγήσουν”. Όταν η ανάπτυξη θα επανέκαμπτε, το κράτος θα ανέβαζε πάλι τα επιτόκια και θα αποπλήρωνε τα χρέη του. Φυσικά, δεν είναι αυτό που συμβαίνει τώρα. Έχουν οι καπιταλιστές καταλάβει το κράτος για ένα βραχυπρόθεσμο σχέδιο αναδιανομής – και, ως εκ τούτου, χάσει την ικανότητά τους να δρουν σύμφωνα με τα ίδια τα μακροπρόθεσμα, στρατηγικά τους συμφέροντα; Ακόμα και αν ο “πράσινος” καπιταλισμός δεν είχε αποτρέψει την οικολογική καταστροφή, θα ήταν σίγουρα μια καταπληκτική εκστρατεία δημοσίων σχέσεων για το κεφάλαιο, αλλά πραγματικά ποτέ δεν απογειώθηκε. Θα τερματιζόταν η κρίση αν, όπως διακηρύσσουν οι Κεϋνσιανοί, το κράτος αποτίνασε αυτές τις προτροπές για λιτότητα και, με μια μεγάλη επένδυση στις υποδομές, προσπαθούσε να πείσει το κεφάλαιο να ανανεώσει τη συμφωνία του με την εργασία;

Πιστεύουμε ότι αυτός είναι ο λάθος τρόπος να κατανοήσουμε την παρούσα στιγμή. Ο καπιταλισμός είναι εν μέσω μιας βαθιάς κρίσης, που τώρα φέρνει και τις δυο τάξεις πρόσωπο με πρόσωπο με τα αντικειμενικά όρια αυτού του τρόπου παραγωγής. Το ότι υπάρχουν αυτά τα όρια δεν είναι προς το συμφέρον καμμιάς από τις δύο τάξεις – και ούτε μπορούν αυτά τα όρια να ξεπεραστούν μέσω της ισχυρής δράσης του κράτους. Αντίθετα, είναι η αδυναμία του κράτους που θα γίνει επώδυνα φανερή τους ερχόμενους μήνες, με μια “διπλής βουτιάς” ύφεση2 σχεδόν βέβαιη. Η Κριστίν Λαγκάρντ, η νέα χρισθείσα επικεφαλής του ΔΝΤ, διατύπωσε πρόσφατα τις ανησυχίες της σχετικά με αυτή την τροπή των γεγονότων στις σελίδες των Financial Times:

Η κατάσταση σήμερα είναι διαφορετική από το 2008. Τότε, η αβεβαιότητα προήλθε από την κακή υγεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Τώρα, προέρχεται από τις αμφιβολίες για την υγεία των κρατικών ταμείων3Τότε η απάντηση ήταν μια χωρίς προηγούμενο νομισματική προσαρμογή, άμεση υποστήριξη του χρηματοπιστωτικού τομέα και μια δόση δημοσιονομικής τόνωσης. Τώρα η νομισματική πολιτική είναι πιο περιορισμένη, θα πρέπει πάλι να αντιμετωπιστούν προβλήματα των τραπεζών, και η κρίση άφησε πίσω μια κληρονομιά δημοσίου χρέους – σε ένα ποσοστό του ΑΕΠ υψηλότερο κατά 30% σε σχέση με πριν, κατά μέσο όρο, στις αναπτυγμένες χώρες. (FT, 16 Αυγούστου 2011).

Αυτό που η Lagarde δεν αναφέρει εδώ είναι ότι το κλάσμα χρέος-προς-ΑΕΠ στις “αναπτυγμένες χώρες” ήταν ήδη υψηλό πριν το 2008, τότε που τα “φούσκωσαν” ως απάντηση στην κρίση (δείτε τον πίνακα, στη συνέχεια). Στην αρχή της Μεγάλης Ύφεσης το 1929, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ αποτιμούνταν μόλις στο 16% του ΑΕΠ· δέκα χρόνια αργότερα, το 1939, είχε αυξηθεί στο 44%4. Σε αντίθεση, στην αρχή της παρούσας κρίσης, το 2007, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ εκτιμούνταν ήδη στο 62% του ΑΕΠ. Έφτασε στο 99% μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια, το 2011. Η αιτία είναι εύκολο να ταυτοποιηθεί: για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, το κλάσμα χρέος/ΑΕΠ στις χώρες υψηλού εισοδήματος έτεινε να αυξάνει κατά τις περιόδους ύφεσης [busts] (σύμφωνα με την Κεϋνσιανή συνταγή), αλλά αρνούνταν να πέσει ή και αυξήθηκε ακόμα περισσότερο στη διάρκεια της ανάπτυξης. Οφείλεται αυτό στον φτωχό σχεδιασμό εκ μέρους των ελίτ; Αντίθετα, οφείλεται στο ότι η ανάπτυξη έχει γίνει όλο και περισσότερο πιο ασθενική, στη βάση ενός κύκλου μετά τον άλλον. Ως αποτέλεσμα, το κράτος αδυνατεί να αυξήσει τα επιτόκια ή να αποπληρώσει τα χρέη του (παρά μόνο σπαραδικά), καθώς οποιαδήποτε συστηματική προσπάθεια να γίνει κάτι τέτοιο θα διακινδύνευε να υπονομεύσει ακόμα περισσότερο τις εύθραυστες περιόδους ανάπτυξης5. Αυτό είναι ένα πρόβλημα για τους Κεϋνσιανούς, αφού υπονοεί κάτι από τη δομική αδυναμία της καπιταλιστικής οικονομίας – που υπερβαίνει την ικανότητα του κράτους να την αντιμετωπίσει.

Αυτή η αδυναμία ασκεί πίεση στο κράτος, από δυο κατευθύνσεις. Πρώτον, εξαιτίας της ευπάθειας της οικονομίας, το κράτος βρίσκει τον εαυτό του στην ίδια εκείνη κατάσταση που ο Κέυνς ο ίδιος βρέθηκε αντιμέτωπος στη Μεγάλη Ύφεση. Στη διάρκεια των τεσσάρων προηγουμένων ετών, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve, ή απλά Fed) και άλλες κεντρικές τράπεζες, η μία μετα την άλλη [in tandem] κράτησαν τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά, η οικονομία δεν κατάφερε να ανακάμψει. Αυτό υποτίθεται ότι ήταν αδύνατον: οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να εκμεταλλευτούν το τσάμπα χρήμα για να επενδύσουν, και τα νοικοκυριά να αγοράσουν σπίτια. Αν κανείς δεν θέλει να δανειστεί χρήματα σήμερα, είναι επειδή είναι ήδη υπερχρεωμένοι. Φυσικά, απέκτησαν αυτά τα χρέη στη διάρκεια των ετών της “φούσκας” (1998-2001 και 2003-2007), τότε ακριβώς που και οι επιχειρήσεις και οι πιο εύπορες οικογένειες είδαν την αξία των περιουσιακών τους στοιχείων [assets] να αυξάνει. Δανείζονταν ως προς αυτές τις αυξανόμενες αξίες των περιουσιακών τους στοιχείων για να επενδύσουν ή να πραγματοποιήσουν μεγάλες αγορές – ακόμα και όταν τα κέρδη και οι μισθοί είχαν καθηλωθεί6. Τώρα που η αξία αυτών των περιουσιακών στοιχείων έχει πέσει δραματικά, όλοι προσπαθούν να αποταμιεύσουν για να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Όμως, αυτό το “ξεφάντωμα” αποταμίευσης έχει θέσει την οικονομία σε κίνδυνο. Υπό κανονικές συνθήκες, όταν οι επιχειρήσεις και τα άτομα αποταμιεύουν, τα καταθέτουν στις τράπεζες, οι οποίες στη συνέχεια δανείζουν άλλες επιχειρήσεις και άτομα για να δαπανήσουν. Με αυτή την έννοια, καμμιά δαπάνη δεν “πάει χαμένη”. Όταν όλοι αποταμιεύουν ταυτόχρονα, τότε κάποιες δαπάνες “πάνε χαμένες”, κάνοντας την οικονομία να συρρικνώνεται. Η διαφορά ανάμεσα στην Μεγάλη Ύφεση και το σήμερα, είναι ότι οι κυβερνήσεις παρενέβησαν για να αναπληρώσουν το κενό δαπανών, ξοδεύοντας λεφτά οι ίδιες – με άλλα λόγια, μέσω δημοσιονομικής τόνωσης (ακόμα κι αν αυτή η τόνωση συνίσταται κυρίως σε αυτόματες αυξήσεις στις πληρωμές για τα υπάρχοντα προγάμματα ανεργίας και επιδομάτων). Αντίθετα, στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της Μεγάλης Ύφεσης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν κάλυψε το κενό δαπάνης, και η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 46%. Η δημοσιονομική τόνωση έχει σήμερα μια διαφορετική λειτουργία από ό,τι στην πορεία ενός κανονικού επιχειρηματικού κύκλου. Ο σκοπός της δεν είναι να επανεκκινήσε την οικονομική ανάπτυξη – αυτό θα συνέβαινε μόνο αν ο κόσμος ξόδευε το επιπλέον χρήμα που αυτή η τόνωση έβαλε στις τσέπες τους. Αντίθετα, το χρησιμοποιούν κυρίως για να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Στην παρούσα κρίση, ο λόγος που το κράτος δαπανά είναι απλά για να εξαγοράσει χρόνο, να δώσει στον καθένα μια ευκαιρία να ξεπληρώσει τα χρέη του χωρίς να προκληθεί πληθωρισμόςο οποίος, μειώνοντας την αξία των περιουσιακών στοιχείων, θα έκανε το βάρος του υπάρχοντος χρέους ακόμα χειρότερο7. Για τους λόγους αυτούς, η δημοσιονομική τόνωση [fiscal stimulus] είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να κρατήσει την οικονομία από τη συρρίκνωση σήμερα89.

Παρ’ όλα αυτά, η πίεση στο κράτος για δαπάνες αντισταθμίζεται/αντενεργείται από μια ίση και αντίθετη πίεση – τη μείωση του δημοσίου χρέους. Σε αντίθεση με αυτά που λένε οι Κεϋνσιανοί, τα κράτη έχουν όντως ξοδέψει πολλά χρήματα από τότε που ξέσπασε η κρίση. Στη διάρκεια των προηγούμενων τεσσάρων χρόνων, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανέλαβε ένα χρέος μόλις μικρότερο από ολόκληρο το ετήσιο προϊόν της χώρας στη δεκαετία του 1990 – απλά για να επιβραδύνει τον ρυθμό της επιστροφής της οικονομίας στην ύφεση. Το πρόβλημα είναι ότι το κράτος συσσωρεύει αυτό το τεράστιο χρέος σε ένα ιστορικό πλαίσιο στο οποίο, όπως και οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, έχει ήδη υπερχρεωθεί10. Είναι αυτό το ιστορικό πλαίσιο που λείπει από την περιγραφή/ανάλυση των Κεϋνσιανών: δεν έχουν προσέξει ότι η ασθενικότητα της οικονομίας τις προηγούμενες τέσσερις δεκαετίες – το γεγονός ότι αναπτυσσόταν με όλο και μικρότερους ρυθμούς πριν από την τωρινή κρίση – έχει περιορίσει την ικανότητα του κράτους να αναλάβει κι άλλο χρέος σήμερα. Αυτό είναι που ανησυχεί τόσο τη Λαγκάρντ (στο προηγούμενο παράθεμα). Το δημόσιο χρέος είναι τόσο μεγάλο που είναι επικίνδυνο να δαπανώνται περισσότερα χρήματα για την “τσίγκλισμα” της οικονομίας: οι δαπάνες προς το παρόν θα χρησιμοποιήσουν απλά τη μειούμενη ικανότητα του κράτους να αποβάλλει χρέος στην περίπτωση μελλοντικών οικονομικών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης. Ίσως, ακόμα, και να επιταχύνει την κρίση, καθώς η ραγδαία αύξηση στο δημόσιο χρέος εγείρει το φάσμα της κρατικής χρεοκοπίας [sovereign default]11. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το κράτος έχει μια υποχρέωση να μπορεί να αντιδράσει άμεσα12με άλλα λόγια, να διατηρήσει, όσο το δυνατόν περισσότερο, την ικανότητά του να αντλεί από γραμμές φθηνού δανεισμού13. Το κράτος θα χρειαστεί αυτή την πίστωση καθώς προσπαθεί να μείνει όρθιο στα επερχόμενα κύματα των οικονομικών αναταράξεων (πχ. για επιπλέον διασώσεις τραπεζών). Από αυτή την άποψη, η λιτότητα είναι απόλυτα εύλογη. Ότι οποιαδήποτε στροφή στη λιτότητα θα προκαλέσει επίσης αποπληθωρισμό/ύφεση [deflation], θέτοντας σε κίνδυνο τη σταθερότητα που υποτίθεται ότι θα πρέπει να στηρίξει, είναι μια πραγματική αντίφαση που το κράτος θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή την περίοδο. Αυτή η διπλή πίεση – η ανάγκη για δαπάνες ώστε να αποφευχθεί η ύφεση και οι περικοπές δαπανών ώστε να αποφευχθεί η χρεοκοπία – είναι εξίσου αδυσώπητες/μη κατευνάσιμες. Πραγματικά, είναι εδώ, στους ισολογισμούς αμέτρητηων κυβερνήσεων, που η κρίση ξεδιπλώνεται και ξεθυμαίνει [playing itself out]. Αν το 2008, το αξιόχρεο της ιδιωτικής οικονομίας διατηρήθηκε μετατοπίζοντας τις υποχρεώσεις της στα δημόσια ταμεία, τότε η σημερινή δράση του κράτους για να προστατέψει το δικό του αξιόχρεο απειλεί να θέσει σε κίνδυνο τον ιδιωτικό τομέα για μια ακόμα φορά. Παραφράζοντας τον Μαρξ, όλα αυτά τα ζογκλερικά με το χρέος χρησιμεύει μόνο στο να μετατοπιστεί η κρίση φερεγγυότητας και αξιόχρεου σε μια ευρύτερη σφαίρα, και να της δοθεί μια πιο μεγάλη τροχιά.

Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί απέναντι στην τάση να μη θεωρούμε λανθασμένα αυτή την αδυναμία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως μια αδυναμία του κεφαλαίου στην πάλη του με την εργασία. Οι κρίσεις πάντα τείνουν να ενισχύουν το χέρι του κεφαλαίου στην ταξική πάλη – και η κεϋνσιανή ιδέα ότι το κράτος θα μπορούσε να πείσει το κεφάλαιο να μην εκμεταλλευτεί αυτό το πλεονέκτημά του δεν είναι τίποτα άλλο από μια τεχνοκρατική φαντασίωση. Σε μια κρίση η ανάγκη για εργασία πέφτει την ίδια στιγμή που, εξαιτίας των μαζικών απολύσεων, αυξάνεται η προσφορά της. Αυτό από μόνο του εξασθενίζει τη διαπραγματευτική θέση των εργατών. Επιπλέον, ενώ είναι αλήθεια ότι το κεφάλαιο υφίσταται απώλειες στη διάρκεια μιας καθοδικής πορείας, οι ατομικοί καπιταλιστές σπάνια βρίσκουν τον εαυτό τους στη θέση εκείνη υπαρξιακού κινδύνου που οι εργάτες αντιμεωπίζουν όταν χάνουν τη δουλειά τους. Οι καπιταλιστές έχουν πολύ μεγαλύτερα αποθέματα από τους εργαζόμενους, οπότε συνήθως μπορούν να κάνουν υπομονή να περάσει η κρίση, ιδιαίτερα όταν η απαίτηση γι’ αυτά που παράγουν μειώνεται. Για όλους αυτούς τους λόγους, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η κρίση έχει εξασθενίσει τη θέση των εργατών σε σχέση με το κεφάλαιο. Δεν αποτελεί, λοιπόν, έκπληξη που οι αντιπρόσωποι του τελευταίου χρησιμοποιούν την κρίση προς όφελός τους ισχυριζόμενοι ότι αυτό ή το άλλο μέτρο είναι αναγκαίο για να αποκαταστήσει το ποσοστό κέρδους. Η αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους είναι πραγματικά ο μόνος τρόπος να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Και στην απουσία μιας μαζικής επίθεσης της εργατικής τάξης στην ίδια την ύπαρξη της ταξικής κοινωνίας, οι εργάτες δεν έχουν άλλο συμφέρον από το να βρούν δουλειές ή να προσπαθήσουν να τις κρατήσουν. Αυτές είναι οι εννοιολογικές δυσκολίες που θέτει η καπιταλιστική κρίση. Η αδυναμία του συστήματος ως ολότητας είναι την ίδια στιγμή η αδυναμία των εργατών στην καθημερινόρους αγώνα με το κεφάλαιο – και όχι, όπως ίσως θα περιμέναμε, η δύναμή τους. Αν δεν διαχωρίσουμε αυτές τις δυο στιγμές, κινδυνεύνουμε να παρανοήσουμε την αντιφατική φύση της κρίσης στην παρούσα κρίση.

Αύγουστος 2011

Ακαθάριστο Χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε επιλεγμένες χώρες, 2007-2011

Χώρα

2007

2008

2009

2010

2011

Μεταβολή

Ισλανδία

29

72

100

116

108

+79

Ιρλανδία

25

44

66

94

102

+77

Ιαπωνία

188

195

218

226

234

+46

Ελλάδα

96

99

115

130

139

+44

Ηνωμένο Βασίλειο

44

52

68

77

82

+38

ΗΠΑ

62

71

84

93

99

+37

Ισπανία

36

40

53

63

70

+34

Πορτογαλία

63

65

76

83

87

+24

Ολλανδία

45

58

62

66

69

+24

Γαλλία

64

67

78

84

88

+24

Βέλγιο

83

90

97

100

103

+20

Φινλανδία

35

35

44

50

52

+17

Ιταλία

103

106

116

118

120

+16

Τσεχία

29

30

35

40

44

+15

Καναδάς

65

70

82

82

80

+15

Nέα Ζηλανδία

17

20

26

31

33

+15

Αυστραλία

9

12

18

22

24

+14

Αυστρία

59

62

67

70

72

+13

Δανία

34

42

41

44

47

+13

Γερμανία

65

66

74

75

77

+12

Ταϊβάν

33

36

40

39

38

+5

Σουηδία

40

38

42

42

41

+1

Ν. Κορέα

30

29

33

32

31

+1

Ισραήλ

78

75

78

76

74

-3

Νορβηγία

59

57

54

54

54

-4

Ελβετία

44

41

39

39

38

-6

1 Στμ. Αποδίδουμε έτσι τον ιδιωματισμό το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο: “throw in their hats”.

2 Στμ. στο πρωτότυπο: double-diprecession.

3 Στμ. στο πρωτότυπο: sovereigns.

4 Αληθεύει ότι το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ εκτοξεύτηκε στο 121% του ΑΕΠ το 1946, στο τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου — με άλλα λόγια, 17 χρόνια μετά την αρχή της Ύφεσης. Αλλά αυτό συνέβη στη διάρκεια ενός πολέμου, και το χρέος που σωρεύθηκε χρηματοδοτήθηκε σχεδόν εντελώς από ομόλογα που αγόρασαν οι Αμερικανοί πολίτες. Στη δεκαετία του 1940, οι ΗΠΑ ήταν ένας διεθνής πιστωτής που δανειζόταν από το εσωτερικό, όχι (όπως τώρα) ένας διεθνής οφειλέτης που δανείζεται από το εξωτερικό.

5 Την περίοδο της ισχυρής ανάπτυξης μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ έπεσε από το 121% του ΑΕΠ το 1946 στο 32% το 1974. Έκτοτε, η μόνη φορά που το ποσοστό αυτό έπεσε (από το 70 στο 55%) ήταν επίσης η μοναδική φορά που η οικονομία αναπτύχθηκε με ραγδαίο ρυθμό, το διάστημα 1995-2000.

6 Δείτε Robert Brenner, “Ό,τι είναι καλό για την Goldman Sachs είναι καλό για την Αμερική”. Άλλα κείμενα που βρήκαμε χρήσιμα όταν γράφαμε αυτή την αναφορά, περιλαμβάνουν το σημείωμα του Richard Koo, “QE2 has transformed commodity markets into liquidity-driven markets” και το καινούριο βιβλίο του Paul Mattick, Business as Usual.

7 Στμ. Αυτό θα ήταν στην ουσία το αποτέλεσμα μιας εξόδου από το ευρώ. Η αλλαγή νομίσματος θα προκαλούσε έντονη υποτίμηση και πληθωριστική κρίση, η οποία θα εκτόξευε το χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, εντελώς αντίθετα από τις φαντασιώσεις και επιθυμίες των “χρεομάχων δραχμιστών”, με την υποτίμηση φυσικά να πλήττει πρώτα και κύρια τα προλεταριακά στρώματα. Επιπλέον, καμμιά “νομισματική τόνωση”, δηλαδή κόψιμο χρήματος, δεν θα βελτίωνε την κατάσταση· αντίθετα, για τους λόγους, ακριβώς, που εξηγούν οι Endnotes, θα την επιδείνωνε ακόμα περισσότερο.

8 Στο τέλος-τέλος, η κυβέρνηση μπορεί να χρησιμοποιήσει την νομισματική πολιτική μόνο για να ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να ξοδέψουν· δεν μπορεί να τα αναγκάσεις να ξοδέψουν (αντίθετα, όταν η κυβέρνηση εμπλέκετα στη δημοσιονομική πολιτική, ξοδεύει τα δικά της χρήματα – ή τουλάχιστον, όσα μπορεί να δανειστεί). Αυτός ο περιορισμός της νομισματικής πολιτικής καταδείχτηκε πρόσφατα με την αποτυχία της “ποσοτικής χαλάρωσης (στα αγγλικά: quantitative easing, QE). Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα και άλλες κεντρικές τράπεζες, αξιοσημείωτα στο Ηνωμένο Βασίλειο, αγόρασαν τεράστια ποσά από τα μακροχρόνια ομόλογα των ίδιων των κυβερνήσεών τους, ουσιαστικά κάνοντας “ένεση” χρημάτων στον τραπεζικό τομέα. Αυτή η ενέργεια θα έπρεπε να είναι πληθωριστική, αλλά δεν ήταν, καθώς ο κόσμος δεν δανείστηκε τα επιπλέον χρήματα που οι είχαν οι τράπεζες για να δανείσουν. Στην πραγματικότητα, η ποσοτική χαλάρωση δεν είχε ποτέ τον σκοπό να προκαλέσει πληθωρισμό – έστω κι αν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ κατηγορούνταν συχνά για “τύπωμα χρήματος”. Αγοράζοντας ομόλογα, οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούσαν απλά να πιέσουν τους επενδυτές να βγουν στις αγορές ομολόγων και συνεπώς σε πιο ριψοκίνδυνους τίτλους. Η επιτυχία αυτής της ενέργειας ανακλάστηκε στην επιστροφή, στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2011, των ανερχόμενων χρηματαγορών, οι οποίες έκαναν τις επιχειρήσεις και τα πιο πλούσια νοικοκυριά να μοιάζουν ξαφνικά πολύ πιο εύπορα από όσο ήταν πριν από μερικούς μήνες. Η ελπίδα ήταν ότι οι αυξημένες τιμές των μετοχών θα διόρθωναν τους ισολογισμούς όλων. Αλλά η επίδραση της ποσοτικής χαλάρωσης κράτησε μόνο όσο κράτησε η ίδια. Άλλωστε, οι τιμές των μετοχών δεν ανέβαιναν επειδή η οικονομία ανέκαμπτε πραγματικά· ανέβαιναν επειδή οι κεντρικές τράπεζες τις έκαναν να ανεβαίνουν. Μια πλημμύρα κακών ειδήσεων για την οικονομία – και, το χειρότερο απ’ όλα, η είδηση ότι η Fed θα τελείωνε την ποσοτική χαλάρωση — έκανε αυτή την μικρογραφία χρηματιστηριακής φούσκας να καταρρεύσει. Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε θετική επίδραση είχε η ποσοτική χαλάρωση στους ισολογισμούς των επενδυτών αντισταθμίστηκε με το παραπάνω από το γεγονός ότι προκάλεσε επίσης αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων (πχ. τρόφιμα και καύσιμα), θέτοντας σε κίνδυνο αυτή τη χλιαρή ανάκαμψη.

9 Στμ. Εδώ χρειάζεται σίγουρα μια επικαιροποίηση σχετικά με τις εξελίξεις στις πολιτικές όλη αυτή την περίοδο από το 2011 μέχρι σήμερα.

10 Το συνολικό χρέος των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων του κράτους, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, ήταν περίπου στο 350% του ΑΕΠ το 2010. Σε άλλες χώρες – το ΗΒ, την Ιαπωνία, την Ισπανία, την Νότια Κορέα και τη Γαλλία – τα επίπεδα του συνολικού χρέους ήταν ακόμα υψηλότερα, μέχρι 500% του ΑΕΠ. Η απομόχλευση [deleveraging] μόλις έχει αρχίσει (στμ. deleveraging: η διαδικασία απομείωσης του χρέους μέσω της ραγδαίας πώλησης των περιουσιακών στοιχείων).

11 Η κρίση κρατικού χρέους συμβαίνει όταν τα ποσοστά χρέους-προς-ΑΕΠ (ιστορικά, αυτά που προσεγγίζουν το 100%) θέτουν μια πραγματική απειλή στην ικανότητα των κρατών να εξυπηρετήσουν το χρέος τους, τόσο επειδή τα επιτόκια αποπληρωμής αυξάνουν σε σχέση με τα κρατικά έσοδα όσο και επειδή τα επιτόκια στο κυλιόμενο χρέος [rolled-over debt] τείνουν να αυξάνονται ραγδαία (όπως βλέπουμε τώρα να συμβαίνει κατά μήκος όλων των βόρειων ακτών της Μεσογείου και στην Ιρλανδία). Το γεγονός ότι τα κράτη δεν χρεοκοπούν συχνά ή, όταν χρεοκοπούν, μπορούν τελικά να ανακτούν τον διεθνή δανεισμό τους, δεν έχει κάποια ιδιαίτερη συνέπεια γι’ αυτή την ιστορία. Εξ’ άλλου το γεγονός ότι οποιοσδήποτε μπορεί να απολυθεί από τη δουλειά του δεν είναι αμελητέο απλά επειδή κάποιοι δεν απολύονται· η ίδια η πιθανότητα απώλειας μιας δουλειάς ρυθμίζει τη ζωή όλων όσων έχουν μία. Με τον ίδιο τρόπο, η ίδια η πιθανότητα απώλειας πρόσβασης στις διεθνείς χρηματαγορές ρυθμίζει τη δραστηριότητα των δανειζόμενων κρατών, άσχετα από το πόσο συχνά συμβαίνουν χρεοκοπίες. Παρ’ όλα αυτά, όπως δείχνουν οι Reinhart και Rogoff στο This Time It’s Different, χρεοκοπίες κρατών – εξεταζόμενες σε παγκόσμια κλίμακα – δεν είναι καθόλου τόσο σπάνιες. Έρχονται σε κύματα και παίζουν βασικό ρόλο στο παγκόσμιο ξεδίπλωμα των κρίσεων. Μπορούμε να φανταστούμε ότι, στην παρούσα περίοδο, τα κράτη κατά κάποιον τρόπο θα αψηφίσουν τη λειτουργία του νόμου της αξίας, αυξάνοντας μαζικά τα χρέη τους χωρίς αντίστοιχες αυξήσεις στον αναμενόμενο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ; Όσοι πιστεύουν ότι τα κράτη θα μπορέσουν να κάνουν κάτι τέτοιο θα έχουν την ευκαιρία να δοκιμάσουν την θέση τους στην ερχόμενη περίοδο (και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε αυτή τη δυνατότητα, δεδομένου ότι μια μαζική συσσώρευση χρεών – από επιχειρήσεις, νοικοκυριά και κράτη, και πάντα με καινούριους τρόπους – έχει αναβάλλει την έναρξη μιας καινούριας ύφεσης ξανά και ξανά τα τελευταία σαράντα χρόνια. Στμ. Ακριβώς. Αυτή ήταν η επιλογή και του ελληνικού κράτους, ήδη ασκούντος την πολιτική αυτή εδώ και δεκαετίες. Να αναλυθεί περαιτέρω.

12 Στμ. Απόδοση του αγγλικού ιδιωματισμού: keep its powder dry, που σημαίνει την ικανότητα αντίδρασης σε μια περίσταση με ελάχιστη προειδοποίηση.

13 Στμ. Εξαιρετικά θεμελιώδες σημείο. Για να έρθουμε στα καθημάς, θα πρέπει να καταδείξουμε ότι τα οικονομικά επιτελεία του ελληνικού κράτους, σε πλήρη αντίθεση με τις λαϊκίζουσες και επιφανειακές αριστεροδεξιές αιτιάσεις και εγκλήσεις περί “λαθών” και “ερασιτεχνισμών”, ακολούθησαν και ακολουθούν πραγματικά υποδειγματική πολιτική (θα λέγαμε by the book) για την αντιμετώπιση της κρίσης του κεφαλαίου. Ραγδαία υποτίμηση της προλεταριακής τάξης και της εργασίας, αυστηρή λιτότητα, στήριξη του τραπεζικού τομέα, απομόχλευση (σχετικά με την υποσημείωση [10] η απομόχλευση αλά ελληνικά είναι ακριβώς το ΤΑΙΠΕΔ), αποφυγή της ποσοτικής χαλάρωσης. Είναι ενδιαφέρον σ’ αυτό το σημείο να κατανοήσουμε τη μη συμπερίληψη του ελληνικού κράτους (δηλαδή της Τράπεζας της Ελλάδος και των ελληνικών τραπεζών) στην πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (η ΕΚΤ παρείχε συγκεκριμένες “ενέσεις” ρευστότητας αλλά χωρίς άμεση αγορά ομολόγων του ελληνικού κράτους και των ελληνικών τραπεζών). Ίσως επειδή η ΕΚΤ θεώρησε την κρίση χρέους του ελληνικού κράτους ιδιαίτερα δομική ώστε να μην εφαρμοστεί αυτό το “γιατροσόφι”;

Leave a Reply

Your email address will not be published.