Théorie Communiste1,2
Η Théorie Communiste για τη σχέση ανάμεσα στην τάξη και το φύλο
Είναι άμεσα φανερό ότι όλες οι κοινωνίες “κρατιούνται”3 από μια διπλή διάκριση: μεταξύ φύλων και μεταξύ τάξεων.
Ότι αυτό το ζεύγος διακρίσεων οργανώνει όλες τις κοινωνίες δεν είναι τυχαίο: η έννοια της υπερεργασίας ενώνει (συνδέει) την διπλή διάκριση. Σε όλους τους τρόπους παραγωγής μέχρι τώρα, η εργασία, δηλαδή η αύξηση του πληθυσμού, είναι η κύρια παραγωγική δύναμη (και θα παραμείνει για όσο δεν υπάρχει κάτι άλλο που θα αποκαλέσουμε παραγωγική δύναμη). Διακρίσεις φύλου και τάξης προϋποτίθενται στην έννοια της υπερεργασίας (όλα αυτά αναπτύχθηκαν στο πρώτο κεφάλαιο του κειμένου μας [δείτε το τεύχος TC 23]).
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (κτπ) είναι ο πρώτος τρόπος παραγωγής που έχει πρόβλημα με την εργασία και την αύξηση του πληθυσμού. Άλλοι τρόποι παραγωγής είχαν, επίσης, προβλήματα με την αύξηση του πληθυσμού αλλά ήταν περιστασιακά προβλήματα ρύθμισης και όχι το συγκεκριμένο πρόβλημα μιας δυναμικής. Κανένας τρόπος παραγωγής πριν από τον καπιταλισμό δεν είχε μια δυναμική της δημιουργίας της εργασίας που είναι αναγκαία για την κατάργησή του.Η έμφυλη διάκριση σε αυτούς τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής μπορεί να είναι (εξαιρετικά) απαράδεκτη αλλά δεν είναι μια αντίφαση γιατί ορίζει για κάθε άτομο τις εγγενείς συνθήκες της ατομικότητάς του.
Για να γίνει η υπερεργασία ο τόπος [locus] μιας διπλής αντίφασης είναι, οπωσδήποτε, αναγκαίο είναι αναγκαίο να έχουμε τη διάκριση εργάτη και μη-εργάτη ως μια αντίφαση (κάτι που βρίσκουμε σε όλους τους τρόπους παραγωγής) αλλά είναι, επίσης, αναγκαίο να υπάρχει μια αντιφατική δυναμική μεταξύ πλεονάζουσας και αναγκαίας εργασίας, αντίφαση που εισάγεται μόνο από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Αυτή η αντιφατική δυναμική, που είναι η αντίφαση του κτπ, αλλάζει τη διάκριση ανάμεσα στα φύλα από κάτι εγγενές στο άτομο σε κάτι που έχει ενδεχομενικό και προβληματικό καθεστώς. Η αντίφαση εμφανίστηκε στον ίδιο τον πυρήνα της διάκρισης (σχετικά με την ‘εγγενή συνθήκη της ατομικότητας’ και μια ‘αντίφαση που εμφανίστηκε’, πβλ. Η Γερμανική Ιδεολογία). Η αντίφαση αυτή περιέχει εντός της τόσο την συνθήκη όσο και τις τροπικότητες της έκφρασής της (τον ‘λόγο’ της, την πρακτική της): την ενδεχομενικότητα των κοινωνικών καθορισμών για κάθε άτομο, την αφαίρεσή τους, την καθολικότητα/μοναδικότητά τους. Μια ενδεχομενικότητα για τον καθορισμό της τάξης, μια ενδεχομενικότητα για τον καθορισμό του φύλου. Δεν υπάρχουν πλέον αντικειμενικά άτομα (πβλ. Formen…). Το πιο κρίσιμο, όμως, είναι ότι η ενδεχομενικότητα αυτή δεν είναι η ίδια ενδεχομενική αλλά δομική, καθοριστική του ορισμού των ατόμων· είναι αναγκαία. Η ενδεχομενικότητα δεν αναφέρεται πίσω σε ένα άτομο, σε ένα πρόσωπο που ίσως ανήκει σε μια τάξη ή ένα φύλο ή όχι. Η ίδια η ενδεχομενικότητα δεν μπορεί να μην υπάρχει.
Αυτές οι ενδεχομενικότητες της διάκρισης φύλου και του προσδιορισμού της τάξης έχουν έναν ταυτόσημο λόγο ύπαρξης [raison d’être] (εδώ ο “λόγος ύπαρξης” δεν είναι συνώνυμος με το “περιεχόμενο”: ο λόγος ύπαρξης/raison d’être στον Χέγκελ είναι το έδαφος/θεμέλιο [fondement]· με άλλα λόγια, η ανακλαστικότητα της ουσίας του συγκεκριμένου [particulier] στο άλλο του· αυτό το άλλο είναι ο λόγος ύπαρξής του στον βαθμό που η μοναδικότητα ορίζεται από την διαφορά ανάμεσα στο ίδιο και στο σχεσιακό του άλλο: οπότε αυτό το άλλο είναι ο λόγος ύπαρξης).
Αυτός ο ταυτόσημος λόγος ύπαρξης (της διάκρισης του φύλου και της διάκρισης της τάξης) είναι η αντίφαση πλεονάζουσας και αναγκαίας εργασίας που θεμελιώνει/εγκαθιδρύει (διαμεσολαβεί το ένα μέσω του άλλου) την ενδεχομενικότητα του καθορισμού του φύλου και του καθορισμού της τάξης εξίσου (η εργασία ως η κύρια παραγωγική δύναμη· αύξηση του πληθυσμού). Σε αυτό το επίπεδο δεν μπορούμε να πούμε ακόμα ότι η ενδεχομενικότητα της ταξικής σχέσης είναι η δυναμική της έμφυλης σχέσης. Στην πραγματικότητα, στο σημείο αυτό, αυτά τα δύο είναι τόσο αξεδιάλυτα που είναι αδύνατο να χρησιμοποιήσει κανείς το ένα για να ορίσει χωρίς αυτό να είναι ταυτολογικό. Είναι ζήτημα του να τα “ξεχωρίσει” κανείς4.
Η υπερεργασία είναι η ουσία και η έννοια και των δύο διακρίσεων· η αντίφαση μεταξύ πλεονάζουσας και αναγκαίας εργασίας είναι η έννοια της ενδεχομενικότητάς τους. Είναι η θέση σε κίνηση αυτής της αντίφασης που, στον κτπ (τον μόνο τρόπο παραγωγής στον οποίον υπάρχει αυτή η αντίφαση), αποπλέκει/διαχωρίζει/αποσυνδέει την διπλή διάκριση τάξης και φύλου. Αυτή η αντίφαση (πλεονάζουσα/αναγκαία εργασία) είναι μια κινούμενη αντίφαση, περιέχει εντός της, ως αντίφαση, την αναγκαιότητα και την ικανότητα της ίδιας της αναπαραγωγής της.
Η μισθωτή εργασία είναι η μεσολάβηση μεταξύ της καθαρής υποκειμενικότητας της εργασίας (της μη-αντικειμενικότητας του εργάτη στον κτπ· της κατάστασης της έλλειψης “εφεδρειών”) και της συνθήκης και των μέσων της εργασίας ως αντικειμενικότητας. Η μισθωτή εργασία είναι η κατάργηση του διαχωρισμού εντός του διαχωρισμού, η κατάργηση της ενδεχομενικότητας εντός της ενδεχομενικότητας. Αλλά η κίνηση αυτή υπόκειται σε μια ουσιώδη συνθήκη: την ύπαρξη και αναπαραγωγή των έμφυλων διαφορών, και αυτό με δύο έννοιες.
Πρώτα απ’ όλα, η μισθωτή εργασία περιέχει εξ ορισμού, την δημιουργία, διαφοροποίηση και ιεράρχηση της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας, της παραγωγής και της αναπαραγωγής. Η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης είναι η ιδιωτική υπόθεση των εργατών. Αδιαπέραστη από την παραγωγική της πτυχή, περιλαμβάνει την αναπαραγωγή των σωμάτων των εργατών, τον έλεγχο [arraisonnement] των γυναικών και την ιδιωτικοποίησής τους (οι γυναίκες ως ατομική ιδιοκτησία/οι γυναίκες υποβιβαζόμενες στην ιδιωτική σφαίρα). Η μισθωτή εργασία προϋποθέτει την αναπαραγωγή ως ένα ιδιωτικό ζήτημα της φυλής των εργατών και την εξατομικευμένη ιδιοποίηση των γυναικών – με άλλα λόγια κάθε αρσενικός εργάτης αποκτά τη δικιά του. Αυτή η ιδιοποίηση τους καθορίζει εντός της ιδιωτικής σφαίρας. Ορίζοντας το φύλο κάτω από την έννοια της πλεονάζουσας εργασίας με τον πληθυσμό ως την κύρια παραγωγική δύναμη, το θηλυκό φύλο “προσδένεται” στην αναπαραγωγή. Από αυτή την άποψη το σώμα των μισθωτών είναι αρσενικό (θα χρειαστεί να επιστρέψουμε στην σημασία της συμμετοχής των γυναικών στη μισθωτή εργασία από την αρχή του καπιταλισμού).
Δεύτερον, η κίνηση της αντίφασης ανάμεσα στην πλεονάζουσα και την αναγκαία εργασία, ως μια αντίφαση σε εξέλιξη, συνεπάγεται την απόκρυψη της ενδεχομενικότητας της διαφοροποίησης των φύλων. Στην κινούμενη αντίφαση, αυτή η ενδεχομενικότητα υπάρχει για να μην υπάρχει: η εργασία ως εκμεταλλεύσιμη ύλη δημιουργεί μια διάκριση των φύλων, και ως τέτοια είναι η συγκαλυμένη βάση της αντίφασης μεταξύ πλεονάζουσας και αναγκαίας εργασίας. Είναι η σχετική αξία της σχέσης ανάμεσα στην πλεονάζουσα και την αναγκαία εργασία που είναι υπό διακύβευση (η μια περισσότερο η άλλη λιγότερο) και όχι η απόλυτη αξία (όχι συν ούτε πλην) αυτής της σχέσης: η εργασία ως παραγωγική δύναμη και εκμεταλλεύσιμη ύλη. Ως εκτούτου, αυτή η κίνηση προϋποθέτει την φυσικοποίηση της διάκρισης των φύλων. Από αυτή την οπτική, η αντίφαση σε εξέλιξη έχει την διάκριση των φύλων ως προϋπόθεση.
Από την θέση σε κίνηση της αντίφασης και από τα δύο αυτά σημεία, έπεται ότι η διάκριση των τάξεων και η ταξική πάλη δεν προκαλούν την διάκριση των φύλων ως ένα ενδεχομενικό φαινόμενο (ως μια αντιφατική φαινομενικότητα, δηλαδή με άλλα λόγια, ως μια ατυχή ή δυσάρεστη ατομικότητα).
Όχι μόνο αυτή η κίνηση κατηγορίζεται στην ύπαρξη της διάκρισης των φύλων, αλλά επίσης στην φυσικοποίησή της, της εξαφάνιση της ενδεχομενικότητάς της (στη Δύση, ήταν στον 16ο αιώνα που η σχέση των φύλων έφτασε να φυσικοποιηθεί ως μια ατομική ουσία αντί ενός συνόλου συμπεριφορών. Το αντικειμενικό άτομο δεν χρειάζεται να φυσικοποιηθεί· είναι πάντα ήδη καθορισμένο. Αυτό που το χαρακτηρίζει και το διακρίνει δεν είναι η ουσία του αλλά οι συμπεριφορές του. Η φυσικοποίηση, από την πλευρά της, είναι το συμπλήρωμα της αφαίρεσης και της καθολικότητας [universality]).
H έμφυλη σχέση είναι μια αντίφαση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες. Ως τέτοια, αυτή η αντίφαση είναι στην ταξική πάλη ενάντια στην ταξική πάλη. Σε μια ταξική κοινωνία, η διάκριση των φύλων συσκοτίζεται διαρκώς ως ένα κοινωνικό φαινόμενο· είναι η προϋπόθεση που φυσικοποιεί η ταξική κοινωνία. Η αντίφαση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες εξασφαλίζει την ύπαρξή της εντός της ταξικής πάλης εναντίον του εαυτού της, ακριβέστεεα εναντίον της συγκρουσιακής τους αναπαραγωγής. Ο προλετάριος (άντρας) που παλεύει ως τέτοιος ενάντια στο κεφάλαιο αναπαράγει στην προλεταριακή του πάλη την διάκριση των φύλων και την αντίφαση μεταξύ αντρών και γυναικών.
Αν μπορεί να ειπωθεί ότι η δυναμική της διάκρισης των φύλων είναι η ενδεχομενικότητα της ταξικής σχέσης, αυτό ισχύει μόνο στον βαθμό που αυτή είναι ευθέως/άμεσα αυτό που είναι: μια αντίφαση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες μόνο εκεί που υπάρχει η ενδεχομενικότητα της ταξικής συσχέτισης.
Η ιεραρχική και αντιφατική διάκριση των φύλων είναι η ενδεχομενικότητα της ταξικής συσχέτισης· η δεύτερη δεν υπάρχει πουθενά αλλού (μια ισότητα είναι πάντα αντιστρέψιμη, αλλά πάντα έχει έναν τρόπο να δηλώνει τον εαυτό τη εκεί που είναι πιο εκφραστική). Η ενδεχομενικότητα της ταξικής συσχέτισης που υπάρχει στην αντίφαση μεταξύ πλεονάζουσας και αναγκαίας εργασίας είναι ριζωμένη στο ίδιο το γεγονός ότι η εργασία είναι η κύρια παραγωγική δύναμη. Με την έμφυλη διάκριση, είναι η εργασία ως παραγωγική δύναμη και εκμεταλλεύσιμη ύλη που διακυβεύεται σε αυτή την αντίφαση – με άλλα λόγια, για να το θέσουμε απλά, η ιδιοποίηση των γυναικών από όλους τους άντρες (μισθωτούς και καπιταλιστές).
Υπό διακύβευση είναι η ίδια η σχέση που περιλαμβάνεται ως τέτοια, ως εργασία, ανάμεσα στην πλεονάζουσα και την αναγκαία εργασία και όχι η κίνηση της αντίφασης αυτής ως μια αντίφαση σε εξέλιξη. Αυτό που μετρά δεν είναι η θέση του κέρσορα αλλά το αντικείμενο στο οποίο ο κέρσορας εφαρμόζεται και χωρίς το οποίο ο κέρσορας δεν θα υπήρχε.
Στη ροή της ιστορίας, η αντίφαση ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες λαμβάνει το εισιτήριό της από την ταξική πάλη: η Αγγλική Επανάσταση, 1789, 1830, 1848, ο αναρχισμός στην αλλαγή του αιώνα, η περίοδος μετά το 1968, (σύμφωνα με την Joan Scott [Only Paradoxes to Offer], η ιστορία του φεμινισμού μοιάζει με ψευδαίσθηση). Χρειάζεται μια συγκεκριμένη πίεση στην ταξική πάλη (ο όρος “πίεση” είναι ασαφής και χρησιμοποιείται εδώ μόνο ενθυμητικά/evocatively – τα κριτήρια θα έπρεπε να καθοριστούν) ώστε η φυσικοποίηση της διάκρισης των φύλων που η ταξική πάλη δεν προϋποθέτει πλέον να λαμβάνεται ως δεδομένη (αυτό το “δεν λαμβάνεται πλέον ως δεδομένη” είναι ένα κριτήριο για την πίεση αυτή). Αλλά τότε, σε αυτή την περίπτωση, η συγκεκριμένη δυναμική της διάκρισης των φύλων εμφανίζεται να πηγαίνει κόντρα/buck στην πορεία της ταξικής πάλης, όσο “ριζική” και “βίαιη” και αν είναι. Και το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ.
Η ταξική πάλη είναι ένα παιχνίδι που θα είχε πάντα τον ίδιο νικητή αν δεν συνέβαινε να κουβαλά μαζί του την κατάργηση των ίδιων των κανόνων του (πβλ. TC 20 και την περίληψη: “De la contradiction entre le prolétariat et le capital à la production du communisme5”): η εκμετάλλευση είναι μια αντίφαση καθεαυτή. “Είναι το αντικείμενο ως μια ολότητα, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, που είναι σε αντίφαση με τον εαυτό του στην αντίφαση των στοιχείων του είναι για κάθε ένα στοιχείο μια αυτο-αντίφαση, αφού το άλλο είναι το δικό του άλλο”.
Αλλά το περιεχόμενο και η λύση αυτής της αυτο-αντίφασης ως μιας αντίφασης μεταξύ τάξεων είναι η προβληματική ανάδυση της διάκρισης των φύλων και της αντίφασης μεταξύ αντρών και γυναικών. Η αντίφαση αυτή φτάνει στην καρδιά της ταξικής πάλης ως μια επιβαλλόμενη και, πάνω απ’ όλα, συγκεκριμένη παρουσία.
Η Paola Tabet (L’Arraisonnement des femmes, “Η σύλληψη των γυναικών”), δείχνει ότι η “αναπαραγωγή είναι το έδαφος πάνω στο οποίο βασίζονται οι κοινωνικές σχέσεις της σεξουαλικότητας”. Είναι το έδαφος, η ουσία και η δυναμική της αντίθεσης μεταξύ αντρών και γυναικών που μπορεί να αναπτυχθεί ως τέτοια, για τον εαυτό της, μαζί με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Η δυναμική της, στην σφαίρα της αναπαραγωγής, είναι η εργασία στον κτπ (πάντα αναγκαία, πάντα πλεονάζουσα). Η αντίθεση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες δεν μπορεί να “ενδιπλωθεί” στην ταξική πάλη, αλλά η σύζευξη αυτών των δύο δεν είναι τυχαία, ούτε θεωρητικά ούτε ως ένα σύνολο ιστορικών συμβάντων.
Στην αντίθεσή του με το κεφάλαιο, το προλεταριάτο είναι σε αντίθεση με τον εαυτό του και αυτή η αυτο-αντίφαση μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και στους αγώνες του, στην δράση του ως τάξη, με άλλα λόγια, ως μια υστέρηση/καθυστέρηση/χάσμα [écart] εντός του ορίου (της δράσης του ως τάξης). Αλλά στην πορεία των ταξικών αγώνων, η αντίθεση ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες είναι αυτό που επιτρέπει την διάσχιση του ορίου/συνόρου, επειδή το συγκεκριμένο έδαφός του είναι η αναπαραγωγή (μαζί με οτιδήποτε άλλο συνιστά αυτό το έδαφος: ιδιαίτερα τον διαχωρισμό ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, που είναι απαραίτητα υπό αμφισβήτηση) έτσι ώστε να μην είναι πλέον ζήτημα απλά μιας πάλης μεταξύ των τάξεων αλλά της ίδιας της ύπαρξής τους όταν αυτό που εμφανίζεται είναι η εργασία η ίδια ως παραγωγική δύναμη, και η εμφάνιση της εργασίας ως παραγωγικής δύναμης εγκαθιδρύει την ενδεχομενικότητα του ταξικού προσδιορισμού.
Λαϊκές επαναστάσεις (η Αγγλική Επανάσταση, η Γαλλική Επανάσταση, η διπλής-τάσης επαναστάσεις [πβλ. Μαρξ: the New Rhenish Gazette· Τρότσκυ: Η Διαρκής Επανάσταση· Guerin: Les Luttes de classes sous la Premiere Republique, “Οι ταξικοί αγώνες κατά τη διάρκεια της Πρώτης Δημοκρατίας] ή οι εργατικές επαναστάσεις σημαδεύουν πάντα μια επιστροφή εντός των ορίων “βάζοντας τις γυναίκες στη θέση τους”.
Αυτή η σύνδεση δεν είναι τυχαίο για τους λόγους που έχουμε ήδη δώσει, αλλά δεν είναι ούτε αναγκαία, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Η αντίθεση μεταξύ αντρών και γυναικών χρειάζεται να επιβεβαιώσει τον εαυτό της εντός και κυρίως εναντίον της ταξικής πάλης (το ανακλαστικό παιχνίδι των αντιμαχόμενων τάξεων). Το προλεταριάτο πρέπει να βρει έναν τρόπο, στους αγώνες του ως τάξη (όριο), εναντίον του κεφαλαίου, να αμφισβητήσει τον εαυτό του, ώστε να επηρεαστεί από αυτή την αντίθεση μεταξύ αντρών και γυναικών. Με άλλα λόγια για να αποκτήσει νόημα αυτή η σύνδεση και για τις δυο αντιθέσεις που συζητάμε.
Αυτό πρέπει να αφορούν οι αγώνες.
Παρ’ όλα αυτά ένας αγώνας γυναικών, ακόμα και όταν θέτει συνηθισμένα αιτήματα που τα ίδια δεν είναι ιδιαίτερα “φεμινιστικά” (μισθοί, εργασιακές συνθήκες, απολύσεις…) δεν είναι ποτέ απλά ένας αγώνας ή μια απεργία, αλλά πάντα ένας αγώνας ή μια απεργία από γυναίκες. Στην πραγματικότητα, η αντίθεση μεταξύ αντρών και γυναικών δεν είναι ποτέ απούσα, είτε τίθεται ως τέτοια ή εμφανίζεται απλά στη θεματική. Όλα τα γυναικεία κινήματα βάζουν στο τραπέζι (ή απλά κάνουν εμφανές) το ζήτημα του διαχωρισμού της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας (το να αμφισβήτησουν τον διαχωρισμό τους σημαίνει να αμφισβητήσουν την ίδια την ύπαρξη των σφαιρών αυτών, που δεν είναι τίποτα αν δεν είναι διαχωρισμένες) που συνιστά τη μισθωτή σχέση· το ζήτημα συντήρησης, της αλληλεγγύης και της μη παραγωγικής-αναπαραγωγικής εργασίας, με άλλα λόγια, την οργάνωση της ζωής παρά την ανταλλαγή· το ζήτημα της σεξουαλικότητας (μια υποτιθέμενη δημόσια εμφάνιση συνδέεται πάντοτε με μια αποκλίνουσα σεξουαλικότητα)· και τέλος την ευχαρίστηση να βρίσκονται μαζί όχι μόνο ως εργάτριες ή εργαζόμενες αλλά ως γυναίκες.
Ακόμα και η συμμετοχή των συζύγων, των συντρόφων, των μητέρων, των αδελφών κ.λπ στους αγώνες των (αντρών) εργατών αλλάζει ριζικά το περιεχόμενο και το εύρος αυτών των αγώνων (ο μακρόχρονος αγώνας των Άγγλων ανθρακωρύχων δεν είναι κατανοητός χωρίς αυτόν τον παράγοντα).
Είτε στους δικούς τους αγώνες είτε σε αυτούς των (αντρών) εργατών, όταν παρεμβαίνουν οι γυναίκες, ακόμα και στην άμεση έκφραση συνηθισμένων αιτημάτων, μια διαφορετική διάσταση, κάτι άλλο από το ανακλαστικό παιχνίδι μεταξύ των τάξεων, εμφανίζεται πάντα.
1 Στμ. Μεταφρασμένο από την αγγλική απόδοση στο http://libcom.org/library/gender-class-dynamic-theorie-communiste.
2 Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης. Έχει ληφθεί από την μπροσούρα του 2011 από τις εκδόσεις Petroleuse Press. Αρχικά δημοσιευμένο ως προσάρτημα στο άρθρο Gender distinction, programmatism and communisation (“Έμφυλη διάκριση, προγραμματισμός και κομμουνιστικοποίηση”) στο τεύχος 23 του περιοδικού Theorie Communiste (TC 23).
3 Στμ. Στην αγγλική μετάφραση: hinge on.
4 Στμ. Στην αγγλική μετάφραση: It’s a matter of teasing them apart.
5 Στμ. “Από την αντίφαση ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κεφάλαιο στην παραγωγή του κομμουνισμού”.