Συστηματική Διαλεκτική

του Christopher J. Arthur1

Περίληψη: Η συστηματική διαλεκτική διακρίνεται από την ιστορική διαλεκτική και διρευνάται η λογική της. Ως μια στρατηγική έκθεσης σχεδιασμένη να συναρθρώνει τις μορφές ενός δεδομένου όλου διατάσει τις σχετικές κατηγορίες σε μια γραμμική ανάπτυξη. Η διαλεκτική δικαιολόγηση των μεταβάσεων είναι κεντρικό ερώτημα που τίθεται. Αυτό που δίνεται προοδευτικά ως ο περαιτέρω καθορισμός της αφηρημένης αρχής/ξεκινήματος θα έπρεπε να διαβαστεί αναδρομικά ως η θεμελιώνουσα κίνηση που επικυρώνει τις προηγούμενες κατηγορίες από την προοπτική του συγκεκριμένου όλου.

Στο παρόν άρθρο θεμελιώνω εν συντομία την διαφορά ανάμεσα στην ιστορική και την συστηματική διαλεκτική· προχωρώ να φωτίσω την δεύτερη.

Η διάκριση ανάμεσα στην ιστορική και την συστηματική διαλεκτική θα έπρεπε να είναι αρκετά προφανής, αλλά δυστυχώς δεν επισημαίνεται συχνά. Αν και το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Χέγκελ (Φαινομενολογία του Πνεύματος, Επιστήμη της Λογικής, Εγκυκλοπαίδεια και Φιλοσοφία του Δικαίου) ήταν συστηματικό, συχνά συσκότιζε αυτό το γεγονός χρησιμοποιώντας ενδεικτικά παραδείγματα από διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Όσον, δε, αφορά το μεγάλο συστηματικό έργο του Μαρξ, το Κεφάλαιο, αυτό έχει υποφέρει από μια ουσιαστικά καθολικά εσφαλμένη ανάγνωση, αρχικά με την “χορηγία” του Ένγκελς, σύμφωνα με τον οποίον η μέθοδος [του Κεφαλαίου] είναι “λογικο-ιστορική”· με άλλα λόγια, οι δύο διαλεκτικές συμπίπτουν. Αλλά σ’ αυτή την ταύτιση είναι καθαρό ότι το ιστορικό λαμβάνεται ως πρότερο, με το “λογικό” μέρος να συνίσταται απλά στο “νοικοκύρεμα” της ιστορίας, με την αποσύμπλεξη των καθαρών μορφών από τις ενδεχομενικές προσθήκες.

Ενώ, λοιπόν, αληθεύει ότι μέρη αυτών των έργων του Χέγκελ και του Μαρξ συχνά διαβάζονται σ’ ένα ιστορικό “κλειδί”, προσωπικά απορρίπτω με έμφαση τέτοιες αναγνώσεις. Έχω, αλλού, επιχειρηματολογήσει ρητά ενάντια σε μια τέτοια ανάγνωση του Κεφαλαίου (Arthur, 1996· 1997). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ένγκελς όχι μόνο διάβασε εσφαλμένα τον Μάρξ αλλά και τον Χέγκελ, με την έννοια ότι υποτίθεται πως ο Μαρξ παράγει την λογικο-ιστορική μέθοδο από τον Χέγκελ. Όμως, ο Χέγκελ πρόσεξε ιδιαίτερα να εξηγήσει στις διαλέξεις του για το σύγχρονο κράτος, ότι δεν ανέπτυσσε τις κατηγορίες σύμφωνα με οποιαδήποτε ιστορική σειρά (Hegel, 1942, 332 και Προσάρτημα· 182 Προσάρτημα). Άγνωστο στον Ένγκελς, ο Μαρξ έκανε, φυσικά, την ίδια επισήμανση στην “Εισαγωγή” των Grundrisse.

Σε γενικές συζητήσεις για τη διαλεκτική, αυτή λαμβάνεται συχνά να είναι μια ιστορική διαδικασία· πραγματικά συχνά ανάγεται σε μια τύπου αποτελεσματική αιτιότητα. Μια αντίθεση λέγεται ότι “παράγει” μια λύση με τρόπο αρκετά ανάλογο που μια αιτία “παράγει” ένα αποτέλεσμα. Είναι, τώρα, φανερό ότι αν τα παραδειγματικά έργα του Χέγκελ και ο Μαρξ, που αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν είναι ιστορικά έργα, οποιαδήποτε τέτοια ερμηνεία είναι προφανώς άσχετη. Το χαρακτηριστικό αυτών των έργων είναι ότι αντιμετωπίζουν ένα συγκεκριμένο όλον και, συνεπώς, η διάταξη των κατηγοριών δεν καθορίζεται σε καμμιά περίπτωση από ιστορικά ζητήματα αλλά αρθρώνεται στην βάση καθαρά συστηματικών θεωρήσεων. Καθώς όλες οι “στιγμές” του όλου υπάρχουν συγχρονικά, ολόκληρη η κίνηση θα πρέπει να προσιδιάζει στην αμοιβαία υποστήριξη και ανάπτυξή τους. Ενώ η κίνηση υπονοεί ότι οι στιγμές αυτές γίνονται ενεργές διαδοχικά, η κίνηση τυλίγεται πίσω στον εαυτό της για να σχηματίσει ένα κύκλωμα αναπαραγωγής της μιας στιγμής από την άλλη (Arthur, 1998). Η θεωρία μπορεί να ιχνηλατήσει τη λογική μιας αμοιβαίας προϋπόθεσης στα στοιχεία της δομής και, επομένως, της αναγκαιότητας συγκεκριμένων μορφών και νόμων της κίνησης τού υπό θεώρηση όλου.

Συνοπτικά, ο λόγος που σ’ αυτά τα παραδειγματικά έργα η συστηματικότητα είναι ουσιώδης είναι επειδή το αντικείμενο υπό διερεύνηση είναι μια ολότητα. Η διαλεκτική συλλαμβάνει φαινόμενα στην αλληλοσύνδεσή τους, κάτι πέρα από την ικανότητα της αναλυτικής σκέψης και της γραμμικής λογικής (Arthur, 1997). Όπως ισχυρίζεται ο Χέγκελ, η επιστήμη όταν πραγματεύεται μια ολότητα πρέπει να παίρνει το σχήμα ενός συστήματος, “καθώς αυτό που είναι συγκεκριμένα αληθές είναι τέτοιο μόνο ως…ολότητα” (Hegel, 1991, 14). Το σύστημα περιλαμβάνει ένα σύνολο κατηγοριών που εκφράζουν τις μορφές και σχέσεις που είναι εμβαπτισμένες εντός της ολότητας, τις “στιγμές” της. Το καθήκον της συστηματικής διαλεκτικής είναι να οργανώσει ένα τέτοιο σύστημα κατηγοριών σε μια καθορισμένη ακολουθία, παράγοντας λογικά την μια από την άλλη2. Αν πρόκειται να αναληφθεί μια τέτοια συστηματική αλληλουχία, απαιτείται μια μέθοδος για τη μετάβαση από τη μια κατηγορία σε μια άλλη με τέτοιο τρόπο που το όλο σύστημα έχει μια αρχιτεκτονική. Αν, τώρα, ένα όλον χτίζεται με αυτό τον τρόπο, η συστηματική διάταξη των κατηγοριών του μπορεί να κατανοηθεί τόσο ως “προς τα μπρος”, ως μια πρόοδος/προχώρημα, όσο και ως “προς τα πίσω”, ως μια οπισθοδρόμηση.Έχοντας εξηγήσει αυτό, θα θέσω ιδιαίτερη έμφαση στα πλεονεκτήματα της “οπισθοδρομικής” πτυχής της αρχιτεκτονικής και, επομένως, της πιθανότητας μιας “εφέλκυσης” από το τέλος της γραμμής για την “παρακίνηση” διαλεκτικών μεταβάσεων εντός της ανάπτυξης των κατηγοριών· και θα επεξηγήσω το σημείο με παραδείγματα από τον Χέγκελ και τον Μαρξ.

Ας επιστρέψουμε λοιπόν σε μια εξήγηση/παρουσίαση της σημασίας του συστήματος. Για να το κάνω αυτό αντλώ από την ανάγνωση του Χέγκελ που παρέχει ο Klaus Hartmann ( 1972), και μετά από αυτόν ο Terry Pinkard (1985), και (εντός Μαρξισμού) οι Tony Smith (1990), Geert Reuten και Michael Williams (1989). Η έγνοια όλων είναι να διασώσουν τον Χέγκελ από οποιαδήποτε “μεταφυσική” ανάγνωση. Συνεπώς, ο Hartmann υιοθετεί μια “μη-μεταφυσική θεώρηση” του Χέγκελ, η μεγάλη αρετή του οποίου λέγεται ότι έγκειται στην κατανόησή του της αναγκαιότητας της διάταξης των κατηγοριών, όπως πρωταρχικά εκτίθεται στην Λογική του. H Λογική του Χέγκελ δείχνει με ποιο τρόπο μπορούν οι κατηγορίες να συσχετιστούν συστηματικά μεταξύ τους έτσι ώστε η έκθεση και η “ανακατασκευή τους” (Hegel, 1969, 39) να παρέχει μια θεωρία δια της οποίας κάθε κατηγορία αποκτά μια συστηματική σημασία σε σχέση με τη θέση της ως προς τις υπόλοιπες κατηγορίες και το όλον. Ειλλημένη σε απομόνωση, σε αφαιρετικά, από τη συστηματική της τοποθέτηση, μια κατηγορία συλλαμβάνεται ατελώς.

Αν και είναι φυσικό να διαβάζει κανείς μια γραμμική έκθεση ως μια έκθεση στην οποία οι μεταγενέστερες κατηγορίες αναπτύσσονται από τις προκείμενες/προγενέστερες – τουλάχιστον με την έννοια ότι οι δεύτερες θα πρέπει να προϋποτίθενται αναλυτικά – στη θεώρηση του Χέγκελ αυτή δεν μπορεί να είναι ολόκληρη η ιστορία, γιατί απορρίπτει οποιαδήποτε δογματική θεμελιώνουσα κατηγορία. Η προοδευτική ανάπτυξη δεν θεμελιώνεται λοιπόν ασφαλώς σε μια δεδομένη προϋπόθεση. Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο που πρέπει να δούμε. Αφού η γραμμική “πρόοδος” δεν μπορεί να επικυρωθεί ως μια συναγωγή, δεν μπορεί παρά να είναι μόνο ανακατασκευή· ως τέτοια, αυτό προς το οποίο κατατείνει/οδεύει πρέπει να είναι παραδεκτό [must be granted].

Δεν έχουμε, όμως, έτσι απλά διπλασιάσει το πρόβλημα της θεμελίωσης; Αν η αρχή δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον σκοπό/τέλος, δεν ισχύει τότε ότι ούτε το τέλος μπορεί να δικαιολογήσει την αρχή; Η απάντηση είναι ότι όνως υπάρχει εδώ μια ασυμμετρία. Το τέλος/σκοπός, ως η πιο συγκεκριμένη, σύνθετη και πλήρης πραγματικότητα, δεν στηρίζει ούτε διατηρεί επαρκώς όλα τα στοιχεία που το απαρτίζουν, και συνεπώς δικαιολογεί αναδρομικά, από αυτή την άποψη, τη λογική αλληλουχία. Στον βαθμό που η διαλεκτική του Χέγκελ τελειώνει με κάτι “απόλυτο”, ο απόλυτος χαρακτήρας της παρέχει εγκυρότητα αναδρομικά σε όλα τα στάδια της έκθεσής της και τις διαλεκτικές σχέσεις τους μέσω της ολοκλήρωσής τους στην αρχιτεκτονική της· αν η αλήθεια είναι το όλον, οι στιγμές του όλου αντλούν την εγκυρότητά τους εντός της. Ο Tony Smith εξηγεί αυτόν τον αναδρομικό χαρακτήρα της συστηματικής διαλεκτικής ως εξής: “Αν η θεωρία αποκορυφώνεται σε ένα στάδιο που αληθεύει “διεαυτό”, δηλαδή συγεκριμένα και πραγματικά, τότε αυτό δείχνει ότι ένα προηγούμενο στάδιο, που οδηγεί σ’ αυτό, θα πρέπει να είναι επίσης αληθές “καθαυτό”, δηλαδή αφηρημένα και δυνάμει” (Smith, 1990, 49). Η απαιτούμενη μέθοδος είναι, τότε, η ανάπτυξη κατηγορικών στοιχείων σε μια ακολουθία που θα πρέπει να θεωρηθεί ως “θεμελιώνουσα” κατηγορίες αναδρομικά, και ως αποκάλυψη/έκθεση3 ή παρουσίαση περαιτέρω κατηγοριών, προοδευτικά.

Το γεγονός ότι η λογική πρόοδος είναι ταυτόχρονα και “μια αναδρομή” σημαίνει ότι η αρχή ίσως δειχθεί ότι δεν είναι “απλά κάτι που έχει υποτεθεί αυθαίρετα” αλλά που θεμελθώνεται η ίδια ως μια αφηρημένη στιγμή του όλου (Hegel, 1969, 70). Το ακόλουθο κομβικό απόσπασμα συνοψίζει την άποψη του Χέγκελ:

Κάθε βήμα της προόδου στη διαδικασία του περαιτέρω καθορισμού, ενώ απομακρύνεται από την ακαθόριστη αρχή, πηγαίνει επίσης προς τα πίσω πιο κοντά σ’ αυτήν…Αυτά που σε πρώτη ματιά φαίνονται να είναι διαφορετικά, η αναδρομική θεμελίωση της αρχής και ο περαιτέρω προοδευτικός καθορισμός της, συμπίπτουν και είναι το ίδιο. Η μέθοδος, η οποία λοιπόν, τυλίγει/διπλώνει τον εαυτό της σε έναν κύκλο, δεν μπορεί να περιμένει σε μια ανάπτυξη στον χρόνο ότι η αρχή ως τέτοια είναι κάτι που έχει ήδη παραχθεί…και δεν υπάρχει λόγος να υποβαθμίσουμε το γεγονός ότι μπορεί να γίνει δεκτή μόνο προσωρινά και υποθετικά (Hegel, 1969, 841).

Ενώ κάθε κατηγορία εξαρτάται στις προκείμενές της για τις συστατικές της στιγμές, το πρόβλημα της αρχής επιλύεται αν ο πλούτος του αποδοθέντος περιεχομένου προϋποθέτει αναλυτικά τις απλούστερες, πιο αφηρημένες, προγενέστερες κατηγορίες. Επαναλαμβάνοντας, η προοδευτική εισαγωγή νέων κατηγοριών δεν μπορεί να είναι [λογική] παραγωγή [deduction] (γιατί η αρχή δεν μπορεί να ληφθεί ως αξίωμα), μπορεί να είναι μόνο μια ανακατασκευή της πραγματικότητας που παίρνει ως δεδομένο ότι αυτό προς το οποίο κατευθύνεται είναι λογικά πλήρες. Συνεπώς, η ακολουθία των κατηγοριών θα πρέπει να αναγνωστεί και στις δυο κατευθύνσεις, ως μια αποκάλυψη, ή έκθεση, προοδευτικά, και ως μια θεμελιώνουσα κίνηση, αναδρομικά (Hartmann, 1972, 1047· Pinkard, 1985, 104-8). Αυτό που συνιστά την πρόοδο [progression] είναι μια διευθέτηση των κατηγοριών από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο· διαδοχικές κατηγορίες είναι πάντα πλουσιότερες και πιο συγκεκριμένες (Hegel, 1969, 840· Marx, 1973, 100). Πραγματικά η βάση του προχωρήματος είναι γενικά ότι η κάθε κατηγορία είναι ελλείπεται σε καθοριστότητα σε σχέση με την επόμενη και η ώθηση για τη μετάβαση είναι ακριβώς το ότι αυτή η έλλειψη θα πρέπει να ξεπεραστεί (Hegel, 1969, 828-9). Είναι σημαντικό ότι αυτή η μετάβαση περιλαμβάνει ένα “άλμα” σε ένα ποιοτικά καινούριο κατηγορικό επίπεδο. Μια διαλεκτική ανάπτυξη δεν έχει τίποτα κοινό με έναν χυδαίο εξελικτισμό/evolutionism που βασίζεται/καθίσταται αναγκαίος [predicated] στην παρέκταση [extrapolating] μιας υπάρχουσας τάσης.

Όλα τα στάδια είναι ελαττωματικά σε σχέση με την τελική πλήρωση της διαλεκτικής σε μια συστηματικά διατεταγμένη ολότητα.Πράγματι, η προοδευτική/αναδρομική ακολουθία εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι υπάρχει ένα όλον από το οποίο έχει γίνει μια βίαιη αφαίρεση η οποία να συνιστά ένα απλό ξεκίνημα το οποίο χάρις ακριβώς αυτής της άρνησης της θέσης του στο όλον, έχει, σαν να λέμε, “χάσει το πάτημά” του, οπότε σ’ αυτό το σημείο αναδύεται μια αντίφαση ανάμεσα στον χαρακτήρα του απομονωμένου στοιχείου και στο νόημά του ως μέρος του όλου. Η “θεραπεία” αυτής της στιγμής, ως εγγενώς αντιφάσκουσα με τον εαυτό της, εξαιτίας αυτού, είναι δεδομένη αν υποτεθεί ότι, σε ολόκληρη τη διάρκεια αυτής της διαλεκτικής ανάπτυξης, το όλον παραμένει εμμενές ή υπόδηλο σ’ αυτήν.

Αυτό παρέχει τη βάση για τις μεταβάσεις στην ανάπτυξη της κατηγορικής διάταξης. Υπάρχει μια παρόρμηση/ώθηση να δοθεί μια λύση σ’ αυτήν την αντίφαση – ένα “σπρώξιμο”, θα έλεγε κανείς – και υπάρχει μια ανάγκη να ξεπεράσουμε την αδυναμία της κατηγορίας σε σχέση με το τεθιμένο τέλος/σκοπό της διαδικασίας – μια “έλκυση/τράβηγμα”, θα λέγαμε. Για το μεγαλύτερο διάστημα, αυτά τα στοιχεία συνυπάρχουν σε συνδυασμό. Καθώς η διαλεκτική θεωρείται γενικά σύμφωνα με την πρότερη άποψη, ως η θέση και η λύση των αντιθέσεων, θέλω να τονίσω εδώ την σημασία του τελικού στόχου και την ιδέα ότι σε οποιοδήποτε δεδομένο στάδιο είναι πάντα ελαττωματική σε σχέση μ’ αυτό4.

Η ώθηση να πάμε από τη μια κατηγορία στην άλλη είναι η ανεπάρκεια του υπάρχοντος σταδίου να κατανοήσει τις προϋποθέσεις του· ενώ είναι ένα αναγκαίο αποτέλεσμα του προηγούμενου σταδίου, εξαρτάται από υπαρκτικές συνθήκες που ακόμα δεν έχουν αναπτυχθεί· κάθε στάδιο “φροντίζει”, με το ελάχιστο των νέων στοιχείων, το πρόβλημα που έχει γίνει αντιληπτό με το προηγούμενο στάδιο, αλλά με τη σειρά του αποδεικνύεται/βρίσκεται ανεπαρκές. Η έκθεση τελειώνει όταν όλες οι συνθήκες ύπαρξης που απαιτείται να αντιμετωπιστούν περιλαμβάνονται από ολόκληρο το σύστημα των κατηγοριών που έχουν αναπτυχθεί. Αν προϋποτεθεί ότι ολόκληρο το σύστημα κατηγοριών είναι πλήρες και εσωτερικά αυτάρκες5, τότε είναι δυνατόν να ανακατασκευάσουμε την διάταξή του επακριβώς μέσω της διαδοχικής κίνησης από κατηγορίες ελλατωματικές από αυτές τις απόψεις (δηλαδή όσον αφορά την συμπεριληψιμότητα και την αυτάρκειά τους) σε άλλες λιγότερο τέτοιες, μέχρι το σύστημα ως ολότητα να επιδειχθεί, από αυτή την κίνηση, ως τέτοιο. Η μέθοδος παρουσίασης συνίσταται στην έκθεση της κατηγορικής συνάρθρωσης με τέτοιο τρόπο που να καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίον η λογική του συστήματος τείνει να διασφαλίζει την πληρότητά της μέσω της “θέσης” όλων των προϋποθέσεών της.Επιπλέον ένα σύστημα είναι πλήρες μόνο αν επιστρέφει στο, το σημείο αφετηρίας του· ο Μαρξ είχε δίκιο λοιπόν καταρχήν, ξεκινώντας με το “εμπόρευμα”, για να γράψει ένα προσχέδιο της τελικής ενότητας με τίτλο “το εμπόρευμα ως προϊόν του κεφαλαίου” (Marx, 1976, 949).

Ο Hartmann, ακολουθούμενος από τον Smith, περιγράφει/δίνει μια εξήγηση της σχέσης της Λογικής του Χέγκελ με την “Realphosophie” (πεδία της φύσης, της κοινωνίας, του πολιτισμού κλπ.) ως εξής: “Η Λογική περιέχει όλες τις οντολογικές διακρίσεις που έχουν σημασία σε ένα σχετικά αφηρημένο επίπεδο, παραβλέποντας την διαφορά που η εξωτερικότητα μπορεί να κάνει κατηγορικά” (Hartmann, 1972, 113). Έτσι, οι πιο “συγκεκριμένοι” καθορισμο της Realphilosophie αποκτούν “αρχές” [are “principled”] από το σώμα των λογικών κατηγοριών· και η πειστικότητα της Realphilosophie παρέχει μια έμμεση απόδειξη της λογικής.

Πιστεύω ότι ένα μεγάλο μέρος του έργου του Χέγκελ και του Μαρξ μπορεί να ερμηνευθεί μ’ αυτόν τον τρόπο, όπως μορφοποιήθηκε από την διαλεκτική λογική του Χέγκελ. Στο υπόλοιπο του παρόντος άρθρου, λοιπόν, θα διευκρινίσω/διαφωτίσω τις παρατηρήσεις σχετικά με την διαλεκτική που έγιναν στο πρώτο μέρος ασχολούμενος με μερικά παραδείγματα, ένα από τον Χέγκελ και δύο από τον Μαρξ. Αυτά είναι:

  1. η μετάβαση από το δίκαιο στην ηθικότητα στην Φιλοσοφία του Δικαίου του Χέγκελ

  2. η παραγωγή του χρήματος στο Κεφάλαιο, και

  3. η λύση της αντίφασης στην γενική φόρμουλα του κεφαλαίου στο Κεφάλαιο.

Ο γενικός μου στόχος στην ερμηνεία μου αυτών των παραδειγμάτων θα είναι να καταδείξω ότι αυτές οι “αντιφάσεις” με μια αυστηρή έννοια μπορούν να βασιστούν6 σε ένα συγκεκριμένο στάδιο μόνο χάρις στην συστηματική θέση αυτού του σταδίου σε σχέση με την εν λόγω ολότητα, είτε του Δικαίου (στο πρώτο από τα παραδείγματα που ακολουθούν) είτε της αξίας (στα παραδείγματα από το Κεφάλαιο).

1. Ο γενικός στόχος του Χέγκελ στην πολιτική του φιλοσοφία είναι να καταδείξει ότι η ελευθερία πραγματώνεται σε ένα σύστημα “δικαίου”. Αυτό το σύστημα δικαίου του αρθρώνει πάνω στην διαλεκτική ανάπτυξη από το υποτιθέμενα βασικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία προς το δικαίωμα του να είναι κανείς πολίτης και το κράτος που οργανώνεται έτσι ώστε να υποτείνει/υποστηρίζει εμπεριεκτικά όλες τις διάφορες σφαίρες του δικαίου. Στο τέλος της ενότητας για το “αφηρημένο δίκαιο” εξηγεί πώς το δίκαιο ως αφηρημένο δεν μπορεί να διατηρήσει τον ίδιο του τον εαυτό επειδή, χωρίς την ηθική, το εθιμική ή από τον νόμο, καθένας συγκεκριμένα υπερασπιζόμενος την δική του ιδιοκτησία και τιμή ενάντια στις παραβιάσεις τους μπορεί να “επικαλείται ένα δίκαιο” αλλά οι καθαρά προσωπικές του ενέργειες θεωρούνται από τα άλλα μέρη ως παραβιάσεις οι ίδιες των δικών τους δικαιωμάτων· έτσι αναπτύσσεται μια κατάσταση βεντέτας.

Τώρα, αρκετοί φιλόσοφοι αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα επιχειρηματολογώντας ότι για να διατηρηθεί η ειρήνη θα πρέπει να εισέλθει στο προσκήνιο μια ανώτερη δύναμη. Ο Χέγκελ δεν ακολουθεί καθόλου αυτόν τον δρόμο. Θέλει η ιδέα του δικαίου να αναπτυχθεί περισσότερο, να γίνει πιο εμπεριεκτική στο εύρος/φάσμα της. Αυτή η ανώτερη μορφή του δικαίου στο επόμενο επίπεδο είναι η έγνοια για το δίκαιο ως τέτοιο7, όχι απλά τα δικαιώματα κάποιου, η έγνοια να κάνει κανείς το σωστό ακόμα κι εκεί που αυτό που δεν φαίνεται να εξυπηρετεί άμεσα τα συμφέροντά του. Τώρα, πώς πρέπει να αναπτυχθεί διαλεκτικά αυτή η ιδέα; Στην βασική κατάσταση της βεντέτας δεν υπάρχει καμμιά αντίφαση, υπάρχει μόνο σύγκρουση. Και δεν υπάρχει τίποτα αντιφατικό στην υπόθεση ότι τέτοιες βεντέτες δεν έχουν τέλος/δεν τερματίζονται. Η αντίφαση αναδύεται μόνο αν έρθει στη μέση η έγνοια για το δίκαιο ως τέτοιο.

Προφανώς δεν είναι δυνατόν να “έχουν πάντα δίκιο” όλα τα μέρη, οπότε η κατάσταση στην οποία ο καθένας αφήνεται ελεύθερος να ισχυρίζεται και να υπερασπίζεται τα δικά του δικαιώματα αντιφάσκει με την ανάγκη ενός συστήματος δικαίου στο οποίο το δίκαιο να υλοποιείται όντως8.Υπάρχει ξεκάθαρα ένα “τράβηγμα” στο επόμενο ανώτερο επίπεδο: την “ηθική”, όπως το αποκαλεί ο Χέγκελ. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει κάτι περισσότερο σ’ αυτό· γιατί αν αυτό το ενδιαφέρον αποδοθεί στους εμπλεκόμενους παράγοντες σε μια βεντέτα (με άλλα λόγια, αν το όλο λαμβάνεται να είναι εμμανές στις στιγμές κάθε σταδίου μάλλον παρά απλά ένα εξωτερικό μέτρο βαθμονόμησης της προόδου), τότε η ίδια η συνείδησή τους καθίσταται αντιφατική. Γιατί αν ο καθένας ισχυρίζεται ότι εκδικείται μια παραβίαση του δικαίου-ως-τέτοιο, τότε ισχυρίζεται ότι ο σκοπός του είναι δίκαιος, ενώ η δικαιοσύνη είναι ένα καθολικό που υπερβαίνει τα συγκεκριμένα συμφέροντα που έχουν συγκεκριμένοι άτομα κατά την εκδίκαση των δικών τους ισχυρισμών. Εδώ, όμως, ο καθένας ενεργεί σαν δικαστής και ένορκος στην ίδια την περίπτωσή του και η προσπάθειά τους να καταδιώξουν τον εγκληματία νδε μπορεί να διακριθεί από το υποκειμενικό κίνητρο της εκδίκησης. Αυτό μπορεί να ειδωθεί σαν να δίνει ένα “σπρώξιμο” για την επίλυση αυτής της αντίφασης, να λυθεί το ζήτημα ψάχνοντας τριγύρω για μια λύση. Ο Χέγκελ κλείνει ως εξής:

Η απαίτηση ότι αυτή η αντίφαση να λυθεί…με τον τρόπο με τον οποίο το λάθος ακυρώνεται…είναι η απαίτηση για δικαιοσύνη απελευθερωμένη από το υποκειμενικό συμφέρονΑυτό συνεπάγεται την απαίτηση για μια θέληση η οποία, να και μερική και υποκειμενική, θέλει, παρ’ όλα αυτά, το καθολικό. Αλλά αυτή η έννοια ηθικότητας δεν είναι απλά κάτι που απαιτείται, έχει αναδυθεί στην πορεία της ίδιας της κίνησης (Hegel, 1942, 103).

Το σημαντικό που πρέπει να καταλάβουμε εδώ είναι ότι, ενώ η διαλεκτική ανάπτυξη είναι εμμενής στο υπό θεώρηση πλαίσιο, είτε νομίζει κανείς ότι η κατηγορική δομή είναι προοδευτική ή οπισθοδρομική στην αρχιτεκτονική τους οι μεταβάσεις είναι εννοιολογικές αναγκαιότητες. Αυτή είναι εδώ η έννοια υπό την οποία αποκτάται η ιδέα της ηθικότητας. Όπως αναφέρθηκε και πριν μια τέτοια κίνηση αντιπροσωπεύει ένα ποιοτικό άλμα. Ενώ υπάρχει μια δομική τάση προς το κατηγορικό επίπεδο διόρθωσης του λάθους στην δημιουργία μιας βεντέτας, αυτή η τάση δεν μπορεί από μόνη της να υπερβεί αυτή τη μοίρα. Θα ήταν λάθος να ερμηνεύσουμε εδώ τη μετάβαση του Χέγκελ ως μια ημι-αιτιακή ιστορία στην οποία οι εμπλεκόμενοι παράγοντες σε μια βεντέτα υποτίθεται ότι θα εγερθούν στις απαιτήσεις της ηθικότητας ως αποτέλεσμα των δομικών της χαρακτηριστικών. Ίσως το κάνουν, ίσως όχι. Αυτό δεν έχει κάποια σχέση. Αυτό που έχει σχέση είναι το να γεννηθεί μια καινούρια κατηγορία είναι μια απαίτηση του Λόγου9.

Είναι επίσης μια συνέπεια της συστηματικής προσέγγισης του Χέγκελ ότι τόσο η διεκδίκηση από τα άτομα των δικαιωμάτων τους όσο και η έγνοια για της ηθικής συνείδησης να πράξει το σωστό, είναι προϋποθέσεις για οποιαδήποτε συνεπή άρθρωση ενός νομικού συστήματος δικαίου από το κράτος. Αυτό απεικονίζει επίσης ένα γενικό σημείο σχετικά με την συστηματική διαλεκτική: ότι τίποτα δεν χάνεται, ότι κάθε “ανηρημένη” [refuted] θέση εξακολουθεί να διατηρείται εντός μιας πιο εμπεριεκτικής μορφής πραγμάτωσής της εν λόγω ιδέας, εδώ εν προκειμένω αυτής του “δικαίου”.

2. Για την πρώτη μας περίπτωση από το Κεφάλαιο ας δούμε πώς η αντίφαση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την αξία ανταλλαγής παράγει το χρήμα. Σύμφωνα με τον Μαρξ αυτή η αντίφαση είναι παρούσα στο ίδιο το εμπόρευμα και εκφράζεται ήδη στην απλή μορφή της αξίας. Όμως, αν σκεφτεί κανείς αυτή τη σχέση σαν να συνιστά μια ανταλλακτική σχέση χωρίς χρήμα [barter] υπάρχει ένα πρόβλημα, γιατί είναι δύσκολο να δούμε οτιδήποτε αντιφατικό στην διατήρηση/επιμονή ανταλλακτικών σχέσεων. Στο εμπόρευμα υπάρχει αντίφαση μόνο αν ισχυριστούμε ότι είναι διαποτισμένο με κάτι καθολικό, δηλαδή την αξία, ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του σ’ ολόκληρο το δίκτυο της καπιταλιστικής παραγωγής εμπορευμάτων10. Το επιχείρημα του Μαρξ στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου είναι ότι αυτή η κατηγορία, και η αντίφασή της με την αξία χρήσης, απαιτεί την ανάπτυξη του χρήματος.

Τονίζω, όμως, και πάλι ότι δεν υπάρχει καμμιά αντίφαση στο να υποθέσουμε ότι η ανταλλαγή μπορεί να διεκπεραιωθεί χωρίς χρήμα: η ανταλλαγή αγαθών είναι ένα καλά επιβεβαιωμένο φαινόμενα ιστορικά και ανθρωπολογικά. Δεν έχει καμμιά αναγκαιότητα να αναπτυχθεί σε ένα σύστημα χρήματος. Παρ’ όλα αυτά, ο Μαρξ στο Κεφάλαιο δοκιμάζει να καταδείξει την αναγκαιότητα του χρήματος. Αυτό το στηρίζει πάνω στο γεγονός ότι “η ανταλλαγή εμπορευμάτων συνεπάγεται αντιφατικές και αμοιβαία αποκλειόμενες συνθήκες” (Marx, 1976,198). Οι αντιφάσεις αυτές προκύπτουν μόνο επειδή στην συζήτησή του προϋποτίθεται ότι το εμπόρευμα είναι φορέας αξίας. Είναι μόνο σ’ αυτή τη βάση που οι μορφές της αξίας που θεωρεί ο Μαρξ λέγεται ότι είναι “ελαττωματικές” ή “ελλιπείς”. Είναι ελλειπείς κατά το ότι η παρουσία της αξίας δεν εκφράζεται επαρκώς στις τρεις πρώτες θεωρούμενες μορφές, αλλά μόνο στην μορφή του χρήματος. Συνεπώς, η [λογική] παραγωγή του χρήματος δεν δεν βασίζεται πρωτίστως σε ένα “εμπροσθόδρομο” [“forwards”] επιχείρημα αλλά μάλλον σε μια “οπισθόδρομη” διαλεκτική στην οποία υποτίθεται ότι η αξία επικυρώνεται κοινωνικά και ότι το χρήμα καταδεικνύεται (σ’ αυτό το στάδιο) η πιο επαρκής υλοποίηση της αξίας μέσω ενός επιχειρήματος που θεμελιώνει τις ανεπάρκειες λιγότερο αναπτυγμένων εκφράσεων των σχέσεων μεταξύ εμπορευμάτων.

Αν αρχικά εμποτίσει/εγχύσει κανείς αξία σε ένα μεμονωμένο εμπόρευμα (μέσω μιας αναλυτικής αφαίρεσης από τον κόσμο των σχέσεων ανταλλαγής) τότε δημιουργεί άμεσα μια αντίφαση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την αξία, επειδή η αξία έχει μια καθαρά κοινωνική πραγματικότητα11 (Marx, 1976, 138-39). Καθώς απομονωμένα τα εμπορεύματα στερούνται “μια μορφή αξίας διαφορετική από τις φυσικές τους μορφές” (Marx, 1976, 141) ένα τέτοιο εμπόρευμα μπορεί να εμφανιστεί μόνο ως μια συγκεκριμένη αξία χρήσης, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να πραγματώνει την καθολική άρνηση της αξίας χρήσης, γιατί έτσι είναι που η αξία συγκροτείται κοινωνικά12 (Marx, 1976, 128). Αν η αξία δεν μπορεί να εμφανιστεί σε ένα απομονωμένο εμπόρευμα τότε, επειδή η “ουσία πρέπει να φαίνεται” (Hegel, 1991, 131), στην πραγματικότητα δεν είναι όντως παρούσα σε μια τέτοια περίπτωση. Συνεπώς, μπορεί να ειπωθεί ότι έχει προκύψει μια “απαίτηση” για την υπέρβαση αυτής της αντίφασης μέσα από το να βρει στο συγκεκριμένο εμπόρευμα έναν τρόπο να διακρίνει τον εαυτό του ως αξία από τον εαυτό του ως αξία χρήσης, συνεπώς να εκφράσει αυτήν την αξία ως κάτι άλλο από τον εαυτό του. Και αυτό το κάνει “καλώντας” ένα άλλο εμπόρευμα να είναι το ισοδύναμό του ως αξία. Σ’ αυτή την απλή σχέση ο Μαρξ είδε σωστά τον σπόρο του χρήματος, το οποίο ως ένα ειδικό εμπόρευμα ξεχωριστό από οποιοδήποτε άλλο είναι η “αξία καθεαυτή” και αντακλά πίσω σ’ αυτά μια επαρκή μορφή αξίας στην τιμή τους13.

Είναι σημαντικό να δούμε ότι το όλο επιχείρημα άγεται εννοιολογικά: για να έχει νόημα η έννοια της αξίας απαιτείται το χρήμα. Δεν υπάρχει κανένα ίχνος στην παρουσίαση του Μαρξ μιας ημι-αιτιακής ιστορίας σχετικά με ανταλλαγείς εμπορευμάτων να έχουν, ως αποτέλεσμα της δομής της κατάστασής τους, κάποια τάση να εφεύρουν το χρήμα.

Αν η επικύρωση της αξίας που είναι εγγενής στα εμπορευμάτων επιτυγχάνεται μόνο με την διαλεκτική κίνηση σε μια ανώτερη κατηγορία, το χρήμα, είναι επίσης αληθές ότι το εμπόρευμα ως τέτοιο διατηρεί τον αντιφατικό του χαρακτήρα. Η λύση των αντιφάσεων δεν τις καταργεί, ούτε τις “πετά/παραμερίζει” αλλά τις “γειώνει”, τους “δίνει χώρο να κινηθούν”, όπως το θέτει ο Μαρξ (Marx, 1976, 198). Επιπλέον, το χρήμα το ίδιο αποδεικνύεται ότι ενσαρκώνει μια αντιφατική ενότητα της αξίας χρήσης και της αξίας ανταλλαγής σε ένα ανώτερο επίπεδο. Και έτσι συμβαίνει με κάθε περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση. Το κομβικό ερώτημα είναι αυτό: μπορεί ο καπιταλισμός να επιλύσει τελικά αυτή την αντίφαση; Ή παραμένει “θύμα” της όπως και αν προσαρμόσει τον εαυτό του; Θα ξεμείνει από “χώρο για να κινηθεί”;

3. Το καθαρότερο παράδειγμα της ανάγνωσης του Κεφαλαίου ως μιας διαλεκτικής που μορφοποιείται από την ανάγκη επανασυγκρότησης της δεδομένης ολότητας είναι η μετάβαση στην παραγωγή, την οποία ο Μαρξ κάνει στο κεφάλαιο “Αντιφάσεις του Γενικού Τύπου του κεφαλαίου”.

Στα προηγούμενα κεφάλαια ασχολήθηκε με την απλή κυκλοφορία των εμπορευμάτων και την διαμεσολάβηση αυτής στο χρήμα. Τώρα, είναι καθαρό ότι δεν υπάρχει κάποια αντίφαση που να εμπλέκεται στην ιδέα της απλής κυκλοφορίας της αξίας. Όντως, δεν υπάρχει κάποια αντίφαση στο ότι έξυπνοι έμποροι είναι γενικά πετυχημένοι στο να πουλάνε ακριβά και να αγοράζουν φτηνά (αλλά προσέξτε ότι είναι ενδεχομενικό το αν μια αύξηση στην τιμή κερδίζεται εις βάρος μιας άλλης εξαιτίας της τύχης ή της κρίσης ή της απάτης). Γιατί λοιπόν ο Μαρξ βρίσκει απαραίτητο να προσφύγει στην παραγωγή για να επιλύσει τις αντιφάσεις; Αυτό αναδύεται μόνο από την ανάγκη να πραγματωθεί η έννοια του κεφαλαίου. Αυτή η απαίτηση υποστηρίζεται μόνο από την υπόθεση ότι το αντικέιμενο της άσκησης πρόκειται να εξηγήσει τον καπιταλισμό ως μια διαρκή έγνοια, να ανιχνεύσει το δυναμικό του να αναπαράγει τον εαυτό του μαζί με όλες τις συνθήκες ύπαρξής του, και να ταυτοποιήσει οποιανδήποτε αξεπέραστη αντίφαση. Προϋποτίθεται σ’ αυτό το σημείο του επιχειρήματος ότι το κεφάλαιο ορίζεται ως αυτο-αξιοποιούμενη αξία, στο οποίο συσσωρεύεται η υπεραξία από ανάγκη εξαιτίας της ίδιας της μορφής της. Μόνο με αυτήν την προϋπόθεση μπορεί ο Μαρξ να διατυπώσει την κρίσιμη/κομβική αντίφαση: “το κεφάλαιο δεν μπορεί να αναδυθεί από την κυκλοφορία και είναι εξίσου αδύνατον να αναδυθεί ανεξάρτητα από αυτήν” (Marx, 1976, 268). Η λύση δηλώνεται ότι έγκειται στην αγορά του παράγοντα εκείνου που παράγει την ίδια την αξία, της εργασίας14. Παρ’ όλα αυτά, ο Μαρξ δεν κάνει τίποτα για να εξηγήσει αυτή τη θέση στο σημείο που εισάγεται. Αυτό δεν συμβανει επειδή δεν έχει επίγνωση ότι κάνει μια τέτοια υπόθεση· διακηρύσσει απλά ότι η προέλευση της ελεύθερης εργασίας δεν έχει κανένα θεωρητικό ενδιαφέρον15! (Marx, 1976, 273). Τίποτα δεν θα μπορούσε να δείξει πιο καθαρά την φύση της διαλεκτικής του Μαρξ. Δεν παράγει την ελεύθερη εργασία από την διαλεκτική της κυκλοφορίας σαν αποτέλεσμά της. Λέει, μάλλον, ότι η έννοια του κεφαλαίου απαιτεί την πρότερη παρουσία του αν πρόκειται να προχωρήσει η διαλεκτική. Και την προχωρά! Όμως, το ζήτημα δεν αφήνεται να αιωρείται επ’ αόριστον. Αυτή η συνθήκη ύπαρξης του κεφαλαίου που λαμβάνεται από την αρχή ως προκείμενη/υπόθεση (και που καταδεικνύεται ιστορικά ότι είναι ένα ενδεχομενικό αποτέλεσμα των εξελίξεων που καλύπτονται στο τελευταίο μέρος του Κεφαλαίου) θεμελιώνεται η ίδια αργότερα ως ένα αποτέλεσμα της ίδιας της σχέσης-κεφάλαιο16 (Marx, 1976, 724). Βλέπουμε τώρα γιατί ο Μαρξ δεν ενδιαφέρεται να παραγάγει την εργασία πριν από την σχέση-κεφάλαιο· γιατί αυτή παράγεται ως συνέπειά του· το κεφάλαιο “θέτει” τις ίδιες τις προϋποθέσεις του17. Τίποτα δεν θα μπορούσε να απεικονίσει πιο ξεκάθαρα ότι το Κεφάλαιο είναι η έκθεση των αμοιβαία αντίστροφων [reciprocal] συνθηκών που είναι εγγενείς σε μια ολότητα και όχι μια ημι-ιστορική ανάπτυξη από πιο πρωτόλειες συνθήκες σε πιο εξελιγμένες.

Η πραγμάτευση από τον Μαρξ της σχέσης-κεφάλαιο δεν περιέχει κανένα επιχείρημα ενός ημι-ιστορικού χαρακτήρα με την πρόθεση να δείξει πώς αναδύθηκε ο καπιταλισμός, όπως το επιχείρημα ότι μια δεδομένη νομισματική κυκλοφορία θα είναι μια δομική τάση για κάποιον κόσμο να ξεκινήσει να φτιάχνει χρήμα από το χρήμα [money of money] και στην συνέχεια να υπαγάφει τους άμεσους παραγωγούς σ’ αυτούς τους σκοπούς. Η διαλεκτική του έχει, μάλλον, να κάνει με την αναγκαιότητα της εκμετάλλευσης της εργασίας, αν πρόκειται να διασφαλιστεί η διαδικασία παραγωγής αξίας/αξιοποίησης. Ο σύνδεσμος που εδραιώνεται είναι εννοιολογικός.

Συνοψίζοντας: αυτό που όλες αυτές οι περιπτώσεις δείχνουν είναι ότι η συστηματική διαλεκτική, όπως εφαρμόστηκε από τον Χέγκελ και τον Μαρξ, διερευνά τις εννοιολογικές συνδέσεις ανάμεσα στις εσωτερικές μορφέ μιας δοσμένης ολότητας· θεμελιώνεται μια ακολουθία κατηγορικών επιπέδων στην οποία πιο αναπτυγμένες μορφς θεμελιώνουν/γειώνουν τις προγενέστερες. Η λογική αυτή δεν εξαρτάται κατά κανέναν τρόπο πάνω στις ιστορικές εξελίξεις που “ρίχνουν” αρχικά τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις του συστήματος, γιατί αυτές θεμελιώνοντι και αρθρώνονται μέσα στην ίδια τη λογική διάταξη (Marx, 1973, 459-61).

Απαιτείται περαιτέρω έρευνα τωμ μορφών του καπιταλισμού για να φέρουμε σε πέρας με έναν πιο συστηματικό/αδιάλλειπτο τρόπο το πρόγραμμα που ξεκίνησε ο Μαρξ, προφανώς κάτω από την επίδραση της μεθόδου του Χέγκελ (για μια εισαγωγή δείτε Arthur, 1993.) Είναι επίσης απαραίτητο να δούμε πώς ακριβώς διαφέρει ο Μαρξ από τον Χέγκελ. Πάνω στην “μη-μεταφυσική” οπτική του Χέγκελ, ο Μαρξ μπόρεσε να προσαρμόσει ακέραιη την μέθοδό του και απλά να την εφαρμόσει πιο αυστηρά και πιο ριζοσπαστικά από τον Χέγκελ. Πιστεύω ότι το πρόβλημα με τον Χέγκελ βρίσκεται βαθύτερα, γιατί ο “παν-λογικισμός” της φιλοσοφίας του είναι μια πτυχή που δεν μπορεί να αγνοηθεί· κατά την άποψή μου είναι αυτό που του επέτρεψε να γίνει ο ιδεολόγος του κεφαλαίου και όχι ο ριζικός κριτικός του. Αλλά αυτό θα’ πρεπε να επιδειχτεί σε μια άλλη περίσταση.

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Arthur, Christopher J.

  • 1993. “Hegel’s Logic and Marx’s CapitaL” In Marx’s Method in “Capital”: A Reexamination, ed. Fred Moseley, Atlantic Highlands, New Jersey: Humanities Press.1996. “Engels as Interpreter of Marx’s Economics”, In Engels Today: A Cent nary Appreciation, ed. Christopher J. Arthur. London: Macmillan; New York: St. Martin’s.

  • 1997. “Against the Logical-Historical Method: Dialectical Derivation versus Linear Logic.” In New Investigations of Marx’s Method, ed. Fred Moseley and Martha Campbell. Atlantic Highlands, New Jersey: Humanities Press. .

  • The Fluidity of Capital and the Logic of the Concept” (1998) In The Circulation of Capital: Essays on Volume Two of Marx’s “Capital, n eds. Christopher J. Arthur and Gert Reuten. London: Macmillan; New York: St. Martins.

Hartmann, Klaus.

  • 1972. “Hegel: A Non-Metaphysical View.” Στο Hegel, ed. A. MacIntyre, New York: Doubleday Anchor.

Hegel, G. W. F.

  • 1942. The Philosophy of Right, μετάφραση T. M. Knox. Oxford, England: Oxford University Press.

  • 1969. The Science of Logic, μετάφραση A. V. Miller. London: George Allen & Unwin.

  • 1991. The Encyclopaedia Logic, μετάφραση T. Geraets et aL Minneapolis, Minnesota: Hacket.

Marx, Karl.

  • 1973. Grundrisse, μετάφραση M. Nicolaus. New York: Penguin.

  • 1976. Capitat, Vol. 1, μετάφραση B. Fowkes. New York: Penguin. Oilman, Bertell. 1993. “Studying History Backward.” Ch. 8 of Dialectical Investigation. New York: Routledge.

Pinkard, Terry. 1985. “The Logic of Hegel’s Logic.” Στο Hegel, ed. M. Inwood. Oxford, England: Oxford University Press.

Reuten, Geert, and Micheal Williams. 1989. Value-Form and the State. New York: Rourledge.

Smith, Tony. 1990. The Logic of Marx’s “Capital”. Albany, New York: SUNNY Press.

Author Affiliation:

17 Bristol Road

Brighton BN2 1AP

United Kingdom

1 Στμ. Δημοσιευμένο στο Science & Society v62n3 (Φθινόπωρο 1998): σελ. 447-459

2 Στμ. Θεμελιώδες: λογική, όχι χρονική, ακολουθία, στην ουσία θα λέγαμε μια παραγωγική [deductive] ακολουθία με την έννοια της τυπικής λογικής.

3 Στμ. Στο πρωτότυπο: disclosure.

4 Για μια προσπάθεια σύλληψης της διαλεκτικής της ιστορίας από την σκοπιά της έκβασής/αποτελέσματός της, δείτε Ollman 1993.

5 Στμ στο πρωτότυπο: self-sustaining.

6 Στμ. Στο πρωτότυπο: to be predicated.

7 Στμ. Εξαιρετικά λεπτό σημείο. Ο Χέγκελ δεν θεωρεί εδώ μια καντιανή έννοια του “δικαίου καθαυτό”, ενός δικαίου έξω και πέρα από το επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης, που θα καθιστούσε το ζήτημα ουσιολογικό, δηλαδή το δίκαιο ως μια αφηρημένη “ουσία” αλλά του δικαίου-ως-τέτοιο, δηλαδή ως διαλεκτικά αναπτυσσόμενης έννοιας που αναπτύσσεται (υπαγάγοντας ό,τι προηγείται ως aufheben) υπό την πίεση της ίδιας της αντίφασης μεταξύ ατομικού και συλλογικού δικαιώματος, από την πρωτόλεια έννοια του δικαίου ως ατομικό δικαίωμα στην έννοια του δικαίου ως “πράττω το σωστό” ακόμα και ενάντια στο ατομικό δικαίωμα/συμφέρον, στην ηθική, όπως αναλύεται και στη συνέχεια.

8 Στμ. Πολύ κομβικό και ουσιαστικό σημείο. Εν ολίγοις αν θέλουμε να υπάρχει πραγματικά μια κατάσταση δικαίου θα πρέπει να επιλύσουμε την αντίφαση μεταξύ ατομικού και γενικού συμφέροντος/δικαίου, την αντίφαση ότι απλά δεν μπορεί πάντα να έχουν όλοι δίκιο, αντίφαση που αναδύεται από την ίδια την έννοια του δικαίου-ως-τέτοιο, δηλαδή ως έννοιας πραγματωνόμενης σε μια ολότητα στην οποία το δίκαιο είναι να μην έχουν όλοι πάντα δίκιο!

9 Στμ. Με άλλα λόγια: η διαλεκτική διαδικασία δεν είναι ντετερμινιστική, οι νέες κατηγορίες δεν παράγονται αιτιακά από τα δομικά χαρακτηριστικά των προηγουμένων (ούτε από τα αποτελέσματα τους) – είναι μια οργανική διαδικασία που παράγεται από τον Λόγο.

10 Στμ. Έχουμε, δηλαδή, όντως το αντίστοιχο της καθολικότητας του δικαίου-ως-τέτοιο που είδαμε στο παράδειγμα της εγελιανής ιδέας του δικαίου και της ηθικής. Είναι αυτή η καθολικότητα που καθιστά αντιφατική τη σχέση της διεκδίκησης του ατομικού δικαίου και του δικαίου ως γενικότερου συμφέροντος όπως στην περίπτωση πχ. της βεντέτας. Έτσι και για το εμπόρευμα απαιτείται η καθολικότητα της αξίας-ως-τέτοιας για να παραχθεί η αντίφαση μεταξύ αξίας χρήσης και αξίας ανταλλαγής που δεν μπορεί να αναδειχθεί από την έννοια της ανταλλαξιμότητας και μόνο των εμπορευμάτων.

Εδώ, όμως, πρέπει να πάμε και λίγο πιο βαθιά στην πιο θεμελιώδη, ίσως, αρχή της διαλεκτικής: κάθε ολότητα είναι αντιφατική και είναι ολότητα ακριβώς επειδή είναι αντιφατική! Αρχή που παραπέμπει πολύ έντονα στην αρχή της γνωστής αντίφασης/αντίθεσης πληρότητας και συνέπειας των λογικών συστημάτων, που υποτείνει και τα περίφημα θεωρήματα πληρότηας του Godel: ένα στοιχειωδώς ισχυρό λογικό σύστημα είναι πλήρες μόνο αν είναι αντιφατικό και κανένα συνεπές σύστημα δεν είναι πλήρες!

11 Στμ. Τουτέστιν, υπάρχει μόνο στο πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων, προσδιορίζεται και έχει νόημα μόνο κοινωνικά.

12 Στμ. Το κάθετι προς χρήση από μόνο του έχει ακριβώς αυτό μόνο, μια αξία χρήσης και τίποτα άλλο, δεν υπάρχει τίποτα που να το καθιστά από μόνο του φορέα αξίας. Αυτό γίνεται μόνο κοινωνικά, σε ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων, στο οποίο η αξία-ως-τέτοια γίνεται ακριβώς η καθολική άρνηση της αξίας χρήσης. Άρα η αξία δεν μπορεί να εμφανιστεί σε κανένα απομονωμένο εμπόρευμα.

13 Στμ. Το χρήμα ουσιαστικά πρέπει να ειδωθεί ως το αφηρημένο εμπόρευμα που “ενσαρκώνει” την καθολικότητα της αξίας ως υπέρβασης της αντίφασης αξίας χρήσης και αξίας ανταλλαγής, με άλλα λόγια την αξία-ως-τέτοια, το εμπόρευμα εκείνο ως προς το οποίο κάθε άλλο σχετίζεται/απεικονίζεται πλέον ως χρηματική αξία/τιμή. Δηλαδή, όπως έχουμε πρόχειρα κάπως σχολιάσει, το χρήμα μπορεί να ειδωθεί στην κατηγορία των εμπορευμάτων και των “αξιακών” μορφισμών, δηλαδή των μορφισμών που αντιπροσωπεύουν την αξία των εμπορευμάτων ως κοινωνικά καθορισμένη σχέση, το τελικό (ή αρχικό) αντικείμενο.

14 Στμ. Εξαιρετικό σημείο.

15 Αν και η χρονολογική προέλευση της ελεύθερης εργασίας δεν έχει ενδιαφέρον από την σκοπιά της συστηματικής διαλεκτικής, η οποία ασχολείται με την σχέση συγχρονικών στοιχείων, ιστορικά έχει ενδιαφέρον, γιατί ο Μαρξ δεν κουράζεται ποτέ να τονίζει ότι η προέλευση του καπιταλισμού δεν μπορεί να εξηγηθεί στην βάση της ελεύθερης εργασίας ως φυσικής προϋπόθεσης, και αυτό απαιτεί μια ιδιαίτερη εξήγηση με όρους της προγενέστερης ιστορίας. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η διαδικασία διαλύεται στο ίδιο το αποτέλεσμά της και δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον από συστηματική άποψη, γιατί το σύστημα το ίδιο αναπαράγει αυτή την συνθήκη της ύπαρξής του.

16 Στμ. Εξαιρετικό σημείο – και ευκαιρία για ένα σχόλιο και στην προηγούμενη υποσημείωση του Arthur. Εδώ έγκειται η έννοια της συστημικότητας της εργασίας. Δεν είναι απλά ότι ιστορικά η ελεύθερη εργασία είναι προαπαιτούμενο της ύπαρξης του κεφαλαίου, αυτό από μόνο του δεν αναπτύσσεται σε ένα Σύστημα. Το κεφάλαιο ως Σύστημα κάνει αυτήν την προϋπόθεση αυτο-προϋπόθεση – όπως πολύ σωστά αναπτύσσει η Théorie Communiste – δηλαδή στην διαλεκτική ανάπτυξη της σχέσης-κεφάλαιο η ελεύθερη εργασία αναπαράγεται διαρκώς συστημικά ως συνθήκη της ίδιας της ύπαρξης του κεφαλαίου. Και μπορούμε να καταλάβουμε τώρα γιατί είναι μόνο στο πλαίσιο μιας τέτοιας συστημικής διαλεκτικής ή, τουλάχιστον, μιας διαλεκτικής που βλέπει την εργασία ως αυτο-προϋπόθεση του κεφαλαίου, όπως για παράδειγμα στο ρεύμα της κομμουνιστικοποίησης, αναδύεται το κεντρικό πρόβλημα/ζήτημα/γρίφος της αυτοκατάργησης της εργασίας ως απόλυτης προϋπόθεσης για την κατάργηση του κεφαλαίου. Όσο υπάρχει εργασία θα υπάρχει κεφάλαιο.

17 Στμ. Εδώ θα πρέπει να εξάρουμε την λεπτότητα του διαλεκτικού επιχειρήματος. Αυτό που εννοείται είναι ότι η εργασία είναι προϋπόθεση του κεφαλαίου αλλά, παρ’ όλα αυτά, είναι το κεφάλαιο το ίδιο, αναπτυσσόμενο διαλεκτικά και συγκροτούμενο στη σχέση-κεφάλαιο, δηλαδή στην αντίφαση κεφάλαιο-εργασία, που κάνει την εργασία αυτό που είναι, που την συγκροτεί και την θεμελιώνει ως τον άλλο αντιφατικό πόλο της σχέσης! Αυτή η διαδικασία, στην οποία η προϋπόθεση θεμελιώνεται στην ίδια τη διαλεκτική ανάπτυξη/έκπτυξη /εκδίπλωση αυτού του οποίου είναι προϋπόθεση, είναι αδιανόητη έξω από το πλαίσιο της (συστηματικής) διαλεκτικής. Και ένας λόγος είναι σίγουρα ότι διαλεκτικά η προϋπόθεση δεν ενέχει καμμιά αιτιακή σχέση με αυτό του οποίου είναι προϋπόθεση, δεν είναι το “αίτιο” που το παράγει (κι εδώ επίσης υπάρχει αναμφισβήτητα μια πολύ ενδιαφέρουσα σχέση με το σχήμα της Υπόδηλης τάξης του Bohm).

Leave a Reply

Your email address will not be published.